Professional Documents
Culture Documents
Ε' ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Ε' ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Οι χοροί που έγιναν ευρέως γνωστοί στη χώρα μας, πήραν το όνομα «ευρωπαϊκοί»
λόγω της προέλευσής τους. Στις αγγλοσαξωνικές χώρες
ονομάζονταιballroom dances (χοροί του σαλονιού). Η δημοφιλία τους, τους καθιστά
ιδιαίτερα σημαντικούς, διότι έπαιξαν ρόλο στον εξαστισμό και τη μοντερνοποίηση
της ελληνικής κοινωνίας.
5.2.1 Τάνγκο
Αν και η καταγωγή του είναι ‘λάτιν’ και ειδικά νοτιοαμερικάνικη στην πορεία
καθιερώθηκε ως ‘ευρωπαϊκός’ ενώ θεωρείται ο δημοφιλέστερος χορός.
Πρόκειται με συνδυασμό του τανγκάνο, ενός χορού που μεταφέρθηκε από την
Αφρική στην Αϊτή και την Κούβα από τους σκλάβους το 18ο αι. με το χορό
χαμπανιέρα που κυριαρχούσε στην Αβάνα του 19ου αι. Αργότερα το συνδυασμό αυτό
μετέφεραν οι μαύροι μετανάστες στην Αργεντινή για να ζυμωθεί με τη μιλόνγκα,
χορό των φτωχότερων κατοίκων του Μπουένος Άιρες.
Αρχικά το τάνγκο εξέφρασε τις δυσκολίες της ζωής των ορίγιας, των φτωχών
κατοίκων του Μπουένος Άιρες ταυτόχρονα με τον αισθησιακό τους χαρακτήρα.
Έντονα αυτοσχεδιαστικός, το τάνγκο χορευόταν αρχικά από άνδρες. Αργότερα τον
χόρευαν και οι γυναίκες των κακόφημων σπιτιών κι έτσι εξελίχθηκε σε ζευγαρωτό. Η
μουσική του με έντονα τονισμένα στακκάτο παιζόταν με κιθάρα, βιολί, φλάουτο και
πιθανόν και πιάνο. Το 1870 οι Γερμανοί μετανάστες έφεραν μαζί τους το μπαντονεόν,
ένα είδος ακορντεόν με κουμπιά, το οποίο ‘ταίριαξε’ απόλυτα με το τάνγκο.
Το τάνγκο έφτασε στο Παρίσι το 1907 και στο Λονδίνο το 1912. Οι Γάλλοι του
αφαίρεσαν τα πιο βίαια και σεξουαλικά υπονοούμενα με αποτέλεσμα ο χορός να βρει
τη θέση του στα αστικά σαλόνια όλης της Ευρώπης.
Μεγάλος εκφραστής του τάνγκο και μυθική φυσιογνωμία υπήρξε ο Κάρλος Γκαρδέλ
ενώ σημαντική ήταν η συμβολή του Άστορ Πιατσόλα, όταν ενστάλαξε στο τάνγκο
στοιχεία τζαζ και κλασσικής μουσικής. Ο Πιατσόλα συνέγραψε μεγάλο αριθμό
συμφωνικών και συναυλιακών τάνγκο, ενσωματωμένα και μη σε κοντσέρτα για
μπαντονεόν.
Σήμερα διδάσκεται και το αργεντίνικο και το ευρωπαϊκό τάνγκο αν και το ευρωπαϊκό
καθιερώθηκε σε αθλητικό και επαγγελματικό επίπεδο.
Στη χώρα μας το τάνγκο αγαπήθηκε ιδιαίτερα πριν και μετά τον πόλεμο. Οι μεγάλες
επιτυχίες όπως η ‘Κουμπαρσίτα’ το ‘Τάνγκο Νοττούρνο» και άλλες, χορεύτηκαν από
το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού. Μάλιστα, ένας από τους ‘μάγους’ του τάνγκο, ο
Εντοάρντο Μπιάνκο, έμεινε στην Αθήνα για τρία χρόνια γράφοντας πολλές επιτυχίες,
μια από αυτές σε στίχους του Αλέκου Σακελλάριου, τη ‘Μοναξιά’.
Πολλοί ήταν οι έλληνες συνθέτες που ασχολήθηκαν με το είδος, όπως ο
Χαιρόπουλος, ο Γιαννίδης, ο Σογιούλ. Υπάρχουν πολλά τραγούδια σε στυλ
χαμπανιέρα, όπως το ‘Ετίναξε την ανθισμένη μυγδαλιά’, το ‘Στης νύχτας τη σιγαλιά’
και αρκετά του Αττίκ, όπως η ‘Παπαρούνα’, το ‘Να ζει κανείς ή να μη ζει’, η
‘Πάολα’ και πολλά ακόμη. Η τελευταία επιτυχία ήταν ‘Μια Μαύρη Φορντ’, τραγούδι
του Μάνου Χατζιδάκι από την παράσταση ‘Οδός Ονείρων’.
Το τάνγκο ήταν για την Ελλάδα μια απλή και αθώα ψυχαγωγία των μαζών χωρίς
τίποτε το επαναστατικό πέρα από τη σωματική επαφή των χορευτών. Άλλωστε
εξέφραζε το κοινωνικό κατεστημένο.
5.2.2 Βαλς
Το βαλς έρχεται από τη Γερμανία και η καταγωγή του ανάγεται στους
παραδοσιακούς, χωριάτικους χορούς, με συγγένεια στο χορό βόλτα της Προβηγγίας
και την πολωνική πόλκα. Είναι περιστροφικός, ζευγαρωτός και σε μέτρο ¾ ή
3/8 .
Εισήλθε στο Παρίσι με την εισβολή του Ναπολέοντα στη Γερμανία, από εκεί πέρασε
στο Λονδίνο για να καταλήξει στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου λόγω της κλειστής
λαβής του έγινε αποδεκτό στα τέλη του 19ου αι.
Το βαλς είχε άμεση σχέση με την κλασσική και τη ρομαντική μουσική. Λατρεύτηκε
και απαξιώθηκε ταυτόχρονα από την αριστοκρατία και την αστική τάξη, ενώ
ασχολήθηκαν μαζί του πολλοί συνθέτες, μεταξύ των οποίων ο Χάιντν και ο
Μπετόβεν.
Το βαλς αναπτύχθηκε κατά τη ρομαντική περίοδο, όταν εξελίχθηκε η τεχνική και
δημοφιλής φόρμα για ένα όργανο, σύνολα δωματίου ή συμφωνική ορχήστρα και
μπαλέτα. Κατά το 19ο αι. οι συνθέτες είχαν ως κινητήρια δύναμη την έκφραση μιας
ελαφρότητας, του ερωτικού πάθους, της παραίσθησης, ακόμα και παραφυσικών
δυνάμεων όπως των βρικολάκων ή του ίδιου του Χάρου.
Την ίδια χρονική στιγμή, στη Βιέννη το βαλς είναι μια δημοφιλής ψυχαγωγία που
προκαλεί χαρά, κάνοντας μια διαδρομή από το χορό στην οπερέτα κι από την οπερέτα
στην όπερα.
Με το βαλς ασχολήθηκε συστηματικά η μουσική οικογένεια των Στράους. Ο πατέρας
και γιος Γιόχαν και τα υπόλοιπα παιδιά. Τα βαλς που κληροδότησαν είναι πολλά,
ιδιοφυή και περίπλοκα. Μέγιστο ανάμεσά τους, ο ‘Ωραίος Γαλάζιος Δούναβης’ του
υιού Γιόχαν.
Η εξέλιξη του βαλς υπήρξε σταθερή χωρίς ποτέ να χάσει το χορευτικό του
χαρακτήρα. Οφείλουμε να αναφέρουμε τον Ιππότη του Ρόδου, του Ρίχαρντ Στράους
και το La Valse του Μωρίς Ραβέλ.
Τον 20ο αι. τα νέα, πιο ελεύθερα ήθη επιτρέπουν στο βαλς να αποκτήσει ευρύτερη
αποδοχή και να ζυμωθεί με το ελαφρό τραγούδι. Με την πάροδο των ετών αποκτά
νοσταλγικό χαρακτήρα, η έντασή του μειώνεται και καθιερώνεται σε δυο εκδοχές, το
αργό και το βιεννέζικο βαλς. Η διαφορά τους βρίσκεται στην ταχύτητα καθώς το
βιεννέζικο χορεύεται στη διπλάσια ακριβώς ταχύτητα από το αργό.
Το βαλς αγαπήθηκε πολύ στην Ελλάδα, αφήνοντας το στίγμα του σε οπερέτες που
σημείωσαν μεγάλη επιτυχία. Σημαντικότερα ήταν τα βαλς ‘Σφίξε με κι ενωμένα τα
χείλη ας μείνουν’ του Θεόφραστου Σακελλαρίδη και το ‘Στο στόμα στο στόμα στο
στόμα τρελά φίλησέ με’ του Νίκου Χατζηαποστόλου.
Γενικά οι συνθέτες που ασχολήθηκαν με το βαλς είναι οι ίδιοι που ασχολήθηκαν και
με το τάνγκο. Στην πορεία του το βαλς αποκτά νοσταλγικό και γλυκόπικρο
χαρακτήρα, μέσα σε μια ατμόσφαιρα ανεκπλήρωτου έρωτα.
Η μεγαλύτερη βαλς επιτυχία στην Ελλάδα ήταν το μεταπολεμικό τραγούδι του Μίμη
Κατριβάνου ‘Δυο πράσινα μάτια με μπλε βλεφαρίδες’ . Ο Μάνος Χατζιδάκις
δημιουργεί τη δεκαετία του 1960 το ‘Βαλς των χαμένων ονείρων’ με συμφωνικά
στοιχεία.
Η επιτυχία του βαλς συνεχίζεται καθώς εισχωρεί στη δουλειά των λαϊκών και
ρεμπέτικων συνθετών, με γνωστότερο το ‘Μια παλιά ιστορία’, τραγούδι που έγραψε
και απέδωσε ο Στέλιος Καζαντζίδης σε στίχους Κώστα Βίρβου.
Το βαλς χορεύεται ακόμη και σήμερα, άλλοτε με ζωντανό, χαρούμενο ύφος, κι
άλλοτε με αίσθηση καθαρά νοσταλγική.
5.2.3 Φοξτροτ
Χορός που ονομάστηκε από το χορευτή του μιούζικ χωλ Χάρι Φοξ. Ο Φοξ χόρεψε με
τριποδισμό στα περίφημα Ziegfield Follies του 1914. Αργότερα ο όρος απέκτησε την
ερμηνεία ‘τριποδισμός της αλεπούς’ .
Το νέο βήμα πέρασε στην Αγγλία ένα χρόνο αργότερα, όπου του αφαιρέθηκαν
κάποια από τα στοιχεία του, προκειμένου να ταιριάξει περισσότερο στην περιοχή.
Στη Γερμανία έγινε προσπάθεια από την εθνική υπηρεσία ελέγχου της μουσικής να
εκδιωχθεί το φοξτροτ από την εθνική σκηνή, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Στην Ελλάδα τα φοξ ανήκουν αρχικά στα ελαφρά δημοφιλή τραγουδάκια που
συνοδεύουν τα γλέντια, τις επιθεωρήσεις και τις χοροεσπερίδες των νέων.
Χαρακτηριστικά φοξ των πρώτων δεκαετιών είναι τα ‘Ριρίκα’, ‘Ακόμα ένα ποτηράκι’
της Σωτηρίας Ιατρίδου, το ‘Λίγα λουλούδια’ και το ‘Εγώ θα σ’αγαπώ και μη σε
νοιάζει’ του Κώστα Γιαννίδη και άλλα.
Το φοξ αναμειγνύεται με δημοτικά στοιχεία και προκύπτουν τραγούδια όπως η
‘Μάρω’ αλλά και με το αρχοντορεμπέτικο, με γνωστότερο το ‘Μια ζωή την έχουμε’
των Σουγιουλ, Σακελλάριου, Γιαννακόπουλου.
Το φοξτροτ χορεύεται μέχρι σήμερα, ιδιαίτερα στα Επτάνησα.
5.3.1 Ρούμπα
Είναι δύσκολο να αποδοθεί ετυμολογικά καθώς οι λέξεις από τις οποίες κατάγεται ο
όρος σημαίνουν ένα ευχάριστο κοινωνικό γεγονός, το όνομα ενός χορού, αλλά και
μέλος ενός ευρύτερου συνόλου χορών, το επονομαζόμενο ‘σύμπλεγμα της ρούμπα’.
Ο χορός αυτός αναπτύχθηκε στην Κούβα στα μέσα του 19ου αι. ανάμεσα σε δούλους
και απελεύθερους Αφρικανούς. Μετά την κατάργηση της δουλείας, στα αστικά
κέντρα της Κούβας αναμίχθηκαν Αφρο-Κουβανοί, αυτόχθονες Ινδιάνοι, Ευρωπαίοι
και μιγάδες. Όλοι αυτοί συγκεντρώνονταν κι εκφράζονταν με τη ρούμπα.
Στην Αβάνα η ρούμπα απέκτησε καθολική αποδοχή κατά τον 20ο αι. και
μεταλλάχθηκε σε είδος τέρψης των τουριστών.
Παραλλαγές της μεταφέρθηκαν στο Μεξικό, την Ισπανία, τις ΗΠΑ και την Αφρική.
Η γνωστότερη ρούμπα είναι ένα ιδίωμα αυτής, το son, πιο αργό και συναισθηματικά
φορτισμένο. Ο χορός εξαμερικανίστηκε και καθιερώθηκε η τετράγωνη ρούμπα ή
ρούμπα καρέ, η οποία διδάσκεται έως σήμερα.
Το μέτρο της είναι 4/4.
5.3.2 Μάμπο
Πρόκειται για κατασκευασμένο παράγωγο της ρούμπα, δημιουργημένο από τον
Κουβανό διευθυντή ορχήστρας Πέρες Πράδο το 1950. Η ιστορία αναφέρει πως ο
Πράδο συνδύασε την αλλαγή δομής του Ισραέλ Λόπες και τον εμπλουτισμό
του son με κρουστά, τρομπέτες και αφρικανικό ύφος που είχε προσπαθήσει ο
Αρσένιο Ροδρίγες. Όσον αφορά το όνομα, άλλοι θεωρούν πως δεν σημαίνει τίποτα κι
άλλοι ότι εκφράζει ικεσία προς τους θεούς.
Το μάμπο επηρέασε τη τζαζ, τη σάμπα και το ρυθμ εντ μπλουζ, το ιταλικό τραγούδι,
ακόμη και το ανατολίτικο τσιφτετέλι. Έχει τετράσημο μέτρο σε γρήγορο ρυθμό, με
απλή δομή. Οι δάσκαλοι χορού εξέλιξαν τα βήματα κι αυτή τη στιγμή πρόκειται για
έναν γρήγορο και έντονο χορό που αγαπιέται διεθνώς.
Ετυμολογικά η σάμπα περιγράφει τους χορούς των αφρικανών σκλάβων που ζούσαν
στη Βραζιλία, χώρα όπου συναντώνται πολλές παραλλαγές της. Μια από αυτές, η
ομαδική, κατάγεται από το μασίσε, μια βραζιλιάνικη μορφή τάνγκο, ενώ η μουσική
της θυμίζει κουβανική χαμπανιέρα. Έχει επίσης στοιχεία του μπαγιό, χορού της
βραζιλιάνικης πόλης Μπαΐα.
Το μέτρο της είναι 2/4. Έφτασε στις ΗΠΑ το 1939 ως ζευγαρωτός χορός και έτσι
πέρασε στην Ευρώπη. Επιτυχία σημείωσε μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν
εξευρωπαΐστηκε και οι αισθησιακές κινήσεις εμπρός και πίσω των Μαύρων,
αντικαταστάθηκαν από το ‘σουστάρισμα’, κίνηση από πάνω προς τα κάτω. Ο χορός
μπόσα νόβα, είναι μια τζαζ διαφοροποίηση της σάμπα.
Η αυθεντική σάμπα διαθέτει μελωδίες σχεδόν αφηρημένες, σε μια εξελιγμένη
αρμονική γλώσσα. Χαρακτηριστικό της είναι επίσης μια τεράστια ποικιλία ρυθμών,
παιγμένων από μεγάλο αριθμό ιδιοφώνων. Ιδιαίτερη δεξιοτεχνία απαιτείται στις
περιπτώσεις που συνοδεύεται από κιθάρα.
Έργα σάμπα έχει ενσωματώσει στο έργο του ο συνθέτης Έιτορ Βίλλα Λόμπος με
αντιπροσωπευτικότερα το Καρνεβάλ, το Μπαχιάνας Μπραζιλέιρας. Στο είδος
ξεχώρισε επίσης ο Αντόνιο Κάρλος Ζομπίμ.
Ανάμεσα στους ‘μοντέρνους’ χορούς που γνώρισαν επιτυχία μέχρι το 1960 ήταν το
μάντισον, το χάλι γκάλι, η γιάνκα, το λίμπο και άλλα. Οι χοροί αυτοί υπήρξαν
βραχύβιοι και δε διδάσκονται πια στις σχολές χορού.
Σημαντικότερος όλων αυτών ήταν το τσάρλεστον, με καταγωγή από την ομώνυμη
αμερικανική πόλη. Επίσημα εμφανίστηκε στα Ziegfeld Follies του 1923 κι η επιτυχία
του ώθησε τους δάσκαλους χορού να το μορφοποιήσουν έτσι ώστε να μπορεί να το
χορέψει ο καθένας. Το 1925 κατακτά την Αγγλία και γίνεται αντικείμενο λατρείας
αλλά και αντιδράσεων καθώς το τσάρλεστον είναι ιδιαίτερα σεξουαλικός και έντονος
χορός. Η περίοδος εμφάνισής τους είναι ιδιαίτερη. Ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος έχει
τελειώσει αφήνοντας πίσω του αμέτρητους νεκρούς και σκληρές ιδεολογικές
αντιθέσεις. Η Σοβιετική Επανάσταση συμβαίνει ταυτόχρονα με την άνοδο του
Ναζισμού, την ίδια στιγμή που οι νέοι καταλύουν τα βικτωριανά άτεγκτα ήθη. Στο
Παρίσι και το Βερολίνο ανεβαίνουν πλήθος θεαμάτων – πρόκληση για τις κοινωνικές
αξίες της εποχής. Η Αμερική είναι διχασμένη ανάμεσα στον πουριτανισμό και τη
χειραφέτηση, την ποτοαπαγόρευση και την παράνομη διακίνηση αλκοόλ, την αύξηση
της εγκληματικότητας, τις συμμορίες των γκάνγκστερ, τα νέγρικα και τα εργατικά
κινήματα.
Μέσα σε όλον αυτόν τον αναβρασμό αναδύεται και το γυναικείο κίνημα. Στην
προσπάθειά τους για χειραφέτηση, οι γυναίκες αναδιαμορφώνουν το ντύσιμό τους σε
πιο ελεύθερο και προκλητικό. Η συμπεριφορά τους αλλάζει και απέναντι στο χορό
καθώς μπορούν να χορεύουν και μόνες ή αλλάζοντας διαρκώς παρτενέρ. Η αίσθηση
που δίνει ο έντονος χορός στο σώμα είναι κάτι πρωτόγνωρο.
Το τσάρλεστον χαρακτήρισε ολόκληρη τη δεκαετία του 1920 και τελείωσε με το
Κραχ του Χρηματιστηρίου το 1929. Μια προσπάθεια αναβίωσής του το 1960 δεν
απέδωσε ίσως επειδή εξέλειπαν οι κοινωνικές συνθήκες που το δημιούργησαν.
Η δεκαετία του 1950 σημαδεύεται από τη σαρωτική έλευση στην Αμερική του ροκ
εντ ρολ. Πρώτος διδάξας ο νέγρος Μπιλ Χάλεϊ και το συγκρότημά του Κόμετς. Το
τραγούδι του ‘Rock around the clock’ με ερμηνευτή τον Έλβις Πρίσκλεϋ
καθιερώνεται το 1956.
Το ροκ εντ ρολ γεννιέται το 1930 έχοντας ως βάση το χορό λίντι χοπ ή τζίτερμπαγκ
με ρυθμό σουίνγκ ή μπούγκι. Η κλειστή λαβή σπάει δίνοντας την πρωτοβουλία
κινήσεων και το σόλο στον άντρα, ενώ για τις γυναίκες έχουμε αιωρήσεις και
τινάγματα στον αέρα. Αρχικά ο χορός απαγορεύτηκε, η επιτυχία του όμως ήταν
τέτοια που τελικά καθιερώθηκε ενώ συνδέθηκε και με τη σεξουαλική απελευθέρωση.
Το ροκ εντ ρολ δεν είναι μόνο χορός. Συνδέθηκε με τη μαζική κουλτούρα, την
ψυχαγωγία και την κατανάλωση. Η νεολαία διαμορφώνεται σε καταναλωτικό κοινό
κι επιθυμεί να διαφοροποιηθεί από τις προηγούμενες γενεές. Οι κοινωνικές τάξεις
αντιμάχονται η μία την άλλη και η επιστημονική πρόοδος επιτρέπει ταχύτητα στην
πληροφορία, μια ταχύτητα που εκφράζεται με το ροκ εντ ρολ.
Ο χορός είναι ιδιαίτερα γρήγορος, με αισθησιακές κινήσεις της λεκάνης και των
γοφών, κάτι που συναντούσαμε και σε προηγούμενους χορούς, όπως τα λάτιν. Η
διαφορά είναι πως τώρα η τεχνολογία επιτρέπει τη δημιουργία ολιγάριθμων
συγκροτημάτων που παίζουν μουσική σε μια πρωτοφανή ένταση που ξενίζει όποιον
την ακούει για πρώτη φορά. Η ένταση των οργάνων απευθύνεται στο ένστικτο και ο
στίχος παύει να έχει σημασία. Πάγια τακτική είναι η επανάληψη σεξουαλικών
μηνυμάτων.
Η άμεση και έντονη αντίδραση των μεγαλύτερων ηλικιών διαμορφώνει το ροκ εντ
ρολ ως ειδοποιό διαφορά των γενεών. Μέσα από αυτή τη σύγκρουση αυτονομείται
για πρώτη φορά ο έφηβος ή, σύμφωνα με τον αμερικάνικο όρο ο teenager και
ομαδοποιείται με άτομα της ηλικίας του. Η χορευτική έκφραση είναι πλέον τελείως
ελεύθερη.
Το νέο είδωλο που απελευθερώνει το ροκ εντ ρολ από τη νέγρικη καταγωγή του είναι
ο Έλβις Πρίσλεϋ. Τραγουδώντας αυτό που ο ίδιος ονόμαζε κάντρι ροκ, μια μείξη
ρυθμ εντ μπλουζ και κάντρι εντ γουέστερν, κατάφερε να συνδέσει λευκούς και
μαύρους. Η εποχή ήταν ώριμη για κάτι τέτοιο, διότι η οικονομία και ο ψυχρός
πόλεμος ήθελαν τη μαζικοποίηση του κοινού που θα λειτουργούσε ως μια γιγάντια
αγορά.
Προκειμένου να ολοκληρωθεί η σεξουαλική επανάσταση, δημιουργήθηκε το σλόου
ροκ, του νωχελικού χορού όπου τα ζευγάρια χόρευαν μάγουλο με μάγουλο και
ολόσωμη αγκαλιαστή λαβή.
Η συντηρητική Ελλάδα άργησε να δεχτεί τόσο ροκ εντ ρολ όσο και το σλοου ροκ που
ονομαζόταν λανθασμένα μπλουζ.
Το τουίστ σηματοδοτεί μια ολόκληρη εποχή, λόγω του ιδιοφυούς συνδυασμού
κινήσεων που δεν έχουν φαλλική ή θηλυπρεπή σημειολογία. Το επάνω και το κάτω
μέρος του σώματος στρέφονται αντίστροφα, αριστερά το ένα και δεξιά το άλλο.
Δημιουργός του είναι ο αμερικανός Τσάμπι Τσέκερ από τη Φιλαδέλφεια και γνωρίζει
τεράστια επιτυχία, τόση που μετά την αρχική επιφύλαξη, άρχισαν να το χορεύουν και
μεγαλύτερες ηλικίες.
Η νέα μόδα των αρχών του 1980 είναι η ντισκοτέκ, χώροι όπου ο καθένας μπορεί να
αναδειχθεί με το χορό του. Η ταινία ‘Πυρετός το Σαββατόβραδο’ καθιερώνει το Τζον
Τραβόλτα ως ντίσκο ήρωα, υπάρχει όμως και το ροκ στρατόπεδο. Η ποπ αποκτά
πολλές διαφορετικές αποχρώσεις, όπως σοφτ, ροκαμπίλι και άλλες. Οι διαφορές τους
είναι δυσδιάκριτες κι αφορούν περισσότερο την ηλεκτρονική τους απόδοση και το
στίχο.
Η μουσική κι ο χορός αποκτούν έντονα καταναλωτική χροιά και οι μόδες έρχονται
και παρέρχονται, όπως το breakdance, τo hip hop και άλλες. Ο χορός πλέον χάνει τα
κοινωνικά και αντισυμβατικά του χαρακτηριστικά και γίνεται απλή σωματική
έκφραση .