Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 6

 

1) Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου: «Ars Poetica»


 
Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση
σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες
όπου η ζωή χορεύει. Θέλω να είναι
αγώνας, όχι μουσική που λύνεται
μα πάθος για την μέσα έκφραση μιας ασυναρτησίας
μιας αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα
αν δεν τα παίξουμε όλα για όλα.
 
Όταν οι άλλοι, αδιάφοροι, με σιγουριά
ξοδεύονται άσκοπα ή ετοιμάζονται το βράδυ
να πεθάνουν, όλη τη νύχτα ψάχνω για ψηφίδες
αδιάφθορες μες στον μονόλογο τον καθημερινό
κι ας είναι οι πιο φθαρμένες. Να φεγγρίζουν
μες στο πυκνό σκοτάδι τους σαν τ’ αχαμνά ζωύφια
τυχαίες, σκοτωμένες απ’ το νόημα
με αίσθημα ποτισμένες.[13]
 
 
2) Γιώργος Μαρκόπουλος: «Τα ποιήματα, ένα ποτάμι, ο ποιητής»
 
Τα ποιήματα είναι τόσο δύσκολα, το ξέρετε.
Και αν σηκώσεις τις λέξεις, είναι τόσο θλιμμένα
σαν δάχτυλα που πόνεσες μια νύχτα με αγωνίες.
 
Ένα ποτάμι είναι ένας ξένος που κρύβεται, το ξέρετε.
Την ημέρα πηγαίνει στη θάλασσα.
Το απόγευμα λουφάζει ακίνητο
σαν αγρίμι που πέρασαν δίπλα του κυνηγοί.
 
Ο ποιητής, ένας δήθεν αδιάφορος
που κρύβει τα χέρια του στις τσέπες.[14]
 
 
3) Γιάννης Κουβαράς :«In vino veritas»
 
Κι ο ποιητής αμπελουργός
φυτεύει σειρές τους στίχους του
στις χέρσες αυλακιές του χαρτιού
-τούτο εστί το αίμα του-
το Αμετάληπτο.[15]
 
 
Και τα τρία αυτά ποιήματα εντάσσονται στον κύκλο ποιήματα για την
ποίηση ή ποιήματα ποιητικής εφόσον διαπραγματεύονται τον τρόπο
γένεσης του ποιητικού κειμένου, την ποιητική σύλληψη και τη
μεταμόρφωσή της σε ποιητικό Λόγο.
Ξεκινώντας από το ποίημα του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου: «Ars Poetica»
(Ποιητική Τέχνη) θα διερευνηθεί ο τρόπος σύνθεσης-σύλληψης, η στάση
του δημιουργού απέναντι στην ποίηση και η σχέση του με την ποιητική
τέχνη. Έτσι στην πρώτη στροφή του ποιήματος παρουσιάζεται η επιθυμία
του ποιητικού υποκειμένου αναφορικά με το βάθος και την έκταση του
ποιητικού Λόγου. Παράλληλα, εκφράζονται οι ανησυχίες και οι
προβληματισμοί του δημιουργού για το αποτέλεσμα  αυτής της
σύλληψης: «Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα,[…] η ζωή χορεύει». Εδώ με
βάση μία νυχτερινή εικόνα από τη ζωή της πόλης, εκφράζονται τα
«θέλω» του ποιητή: μακριά από το φως της ημέρας, μυστικά, κρυφά και
σκοτεινά δημιουργείται το ποίημα, αφού η έμπνευση «περιπλανηθεί» σε
έρημους-μοναχικούς δρόμους ή ακόμη και σε κεντρικές οδούς με θόρυβο
και κίνηση στις οποίες «βουίζει» η ζωή. Φανταζόμαστε τον ποιητή να
τριγυρνά νύχτα στους δρόμους της πόλης, μέσα σε μοναχικά σοκάκια ή
αντίθετα πολύβουες λεωφόρους, «όπου η ζωή χορεύει»-χαρακτηριστική
προσωποποίηση- να λαμβάνει ερεθίσματα, ούτως ώστε να προκύψει η
γένεση του ποιήματος.
Ο Ασλάνογλου θεωρεί πως το ποίημα μπορεί να γεννηθεί είτε σε
συνθήκες μοναξιάς είτε αντίθετα μέσα σε κόσμο, αρκεί πρώτα να έχει
προηγηθεί η περιπλάνηση, το ταξίδι του νου και των αισθήσεων στον
εσωτερικό του κόσμο ή στο εξωτερικό περιβάλλον.«Θέλω να είναι
αγώνας,[…] όλα για όλα». Το ποίημα ως αγώνας, ως σκληρή προσπάθεια
έκφρασης των συναισθημάτων, ένα πραγματικό πάθος εξωτερίκευσης
των πιο μύχιων σκέψεων, κυρίως των ανορθόδοξων και ασυνάρτητων.
Δεν επιθυμεί η ποίηση να λειτουργεί σαν μια σύνθεση που έχει βασιστεί
στους μουσικούς κανόνες και την αρμονία. Η πραγματική ποίηση δεν
μπορεί να κινείται μέσα σε καλούπια, διότι έτσι χάνει το νόημά της κι
αυτοακυρώνεται. Κι αν ο ποιητής αδυνατεί να εκφραστεί τότε υπάρχει ο
κίνδυνος της καταστροφής, συγκεκριμένα της αυτοκαταστροφής.
Ο Ασλάνογλου στη δεύτερη στροφή περνά  στο  «σημαίνον», στα μέσα
διατύπωσης της ποίησης, στο καθαρά γλωσσικό κομμάτι, τις λέξεις.
Παρουσιάζει λοιπόν, μέσω της αντίθεσης ανάμεσα στο τι κάνουν οι
άλλοι, οι μη ποιητές, και  στο πώς λειτουργεί εκείνος ,τον τρόπο εκλογής
των λέξεων, που αποτελούν το όχημα εκφοράς του ποιητικού Λόγου.
Έτσι ενώ οι άλλοι ξοδεύουν άσκοπα τη ζωή τους, μη γνωρίζοντας πώς να
ζουν πραγματικά-εξαιρετικά παραστατική η μεταφορά «ετοιμάζονται το
βράδυ να πεθάνουν»-ο ποιητής αναζητεί όλη τη νύχτα ψηφίδες, λέξεις
δηλαδή  -στην ουσία ζητεί παράταση ζωής- που θα διατυπώσουν όσο
πληρέστερα γίνεται τις σκέψεις του. Κι αυτό είναι πολύ δύσκολο
κομμάτι, επειδή αυτές οι λέξεις πρέπει να είναι άφθαρτες-όχι αγοραίες-
αλλά παράλληλα μπορεί να είναι κι εξαιρετικά κοινότοπες,
συνηθισμένες, «φθαρμένες». Μονόλογος καθημερινός είναι η αίσθηση
της προσωπικής-μοναχικής προσπάθειας, της οποίας βέβαια έχει απόλυτη
συνείδηση ο ποιητής, καίτοι είναι υποχρεωμένος να ζει ως κοινωνικό ον:
«Όταν οι άλλοι, αδιάφοροι, […] πιο φθαρμένες».
Ο ποιητής αναζητά λέξεις φωτεινές, ξεχωριστές αλλά και τυχαίες, λέξεις
ευρισκόμενες στο περιθώριο του καθημερινού λεξιλογίου,  μα
οπωσδήποτε πρέπει να εκπέμπουν συναισθήματα και κυρίως να
διαθέτουν τη δύναμη να τα εκφράσουν. Η αντίθεση-μεταφορά που
χρησιμοποιεί: «να φεγγίζουν στο πυκνό σκοτάδι» δηλώνει την αμοιβαία
σχέση ανάμεσα στον ίδιο και το υλικό του, οι  λέξεις που τελικά αυτός
επιλέγει φαίνεται να τον έχουν κι αυτές με τη σειρά τους επιλέξει,
τονίζοντας τη μαγική λειτουργία της ποίησης: να αναδεικνύει και τις
πλέον τετριμμένες λέξεις, «σαν τα αχαμνά ζωύφια»-αντιποιητική
παρομοίωση- να τις καθιστά σημαίνουσες, ζωντανές: «Να φεγγίζουν […]
ποτισμένες».
Συνεχίζω με το ποίημα του Μαρκόπουλου, ένα ποίημα ποιητικής το
οποίο παρουσιάζει τη δυσκολία της ποιητικής δημιουργίας και τη στάση
του ποιητή απέναντι στην ιδέα και την πράξη της σύλληψης (κοινή
θεματική και των τριών ποιημάτων). Στην πρώτη στροφή παρουσιάζεται
η δυσκολία της πράξης της γραφής, η οποία διαμεσολαβείται στους
αναγνώστες με τη χρήση του β΄ πληθυντικού προσώπου. Οι λέξεις
κρύβουν θλίψη, η γραφή είναι μια επίπονη διαδικασία, η οποία
παρομοιάζεται με μια νύχτα αγωνίας και ψυχικής οδύνης «σαν δάχτυλα
που πόνεσες». Η οικειότητα του β΄ ενικού προσώπου εντάσσει κάθε
άνθρωπο στη γνώση αυτή, τον κάνει κοινωνό της αγωνίας και του
μόχθου του ποιητή. Αυτός ο συνεχής μόχθος εξαντλεί το ποιητικό
υποκείμενο, αφού αναμετράται με τις πλέον επώδυνες εμπειρίες και τα
συναισθήματα που οποιοσδήποτε άλλος, μη ποιητής, θα προτιμούσε να
απωθήσει. «Τα ποιήματα είναι [….] με αγωνίες».
Η δεύτερη στροφή του ποιήματος αναφέρεται στα στοιχεία της
έμπνευσης, της σύλληψης του ποιητικού κειμένου. Αυτή η έμπνευση- η
πιο σημαντική ίσως στιγμή της ποιητικής λειτουργίας-περιλαμβάνει τα
βιώματα, τις εμπειρίες, τις αναμνήσεις και τα συναισθήματα του ποιητή,
τα οποία επιδρούν επάνω του καταλυτικά. Είναι μια διαδικασία
επεξεργασίας όλων των παραπάνω στοιχείων που αποτελούν την
ιδιαίτερη και μοναδική φυσιογνωμία του, το «είναι» του. Το ποτάμι
συμβολίζει το υλικό από το οποίο αντλεί τη θεματική του, τον χώρο
επεξεργασίας του, την καθημερινότητά του. Όλα αυτά τον υποστηρίζουν
στη δημιουργία της τέχνης του.
Με την παρομοίωση του αγριμιού, που επιχειρεί με την ακινησία του να
διαφύγει την προσοχή των κυνηγών, ο ποιητής παρουσιάζει τη δυσκολία
αξιοποίησης του υλικού που είναι κρυμμένο στο μυαλό του, ως απόρροια
των βιωμάτων του, αφού «το ποτάμι είναι ένας ξένος που
κρύβεται»(προσωποποίηση). Η ανάδυση αυτού του κρυφού υλικού στην
επιφάνεια και η χρησιμοποίησή του συνιστά διαδικασία απαιτητική κι
επίπονη, αφού η ρευστότητά του είναι παρόμοια με εκείνη του υγρού
στοιχείου του ποταμού. «Την ημέρα [….] κυνηγοί».
Η καταληκτική στροφή του ποιήματος εκθέτει τη στάση του ποιητή
απέναντι στην ίδια του τη ζωή και συνεκδοχικά απέναντι στην ποίηση,
αφού ζωή και ποίηση ταυτίζονται. Στέκεται με τα χέρια στις τσέπες,
δήθεν αδιάφορος. Προσποιείται πως αδιαφορεί, μα στην πραγματικότητα
παρατηρεί όλα όσα συμβαίνουν γύρω του. Βρίσκεται σε μια συνεχή
επαγρύπνηση προκειμένου να μετουσιώσει τα στοιχεία που υποπίπτουν
στην αντίληψή του σε ποιητικό Λόγο: «Ο ποιητής, […] στις τσέπες».
Στο τρίτο και τελευταίο προς ανάλυση ποίημα «Στο κρασί βρίσκεται η
αλήθεια», παρομοιάζεται το ποιητικό κείμενο με τον οίνο. Η φράση του
τίτλου παραπέμπει στην κύρια λειτουργία της ποίησης που είναι η
καταγραφή της αλήθειας. Ο ποιητής παρομοιάζεται με αμπελουργό που
φυτεύει τα αμπέλια-στίχους του στο χέρσο έδαφος –κόλλα χαρτί.. Τα
αμπέλια- στίχοι αντικατοπτρίζουν την αλήθεια όχι μόνο του ποιητικού
υποκειμένου αλλά και του αναγνώστη ο οποίος καλείται να αναμετρηθεί
κι αυτός με τον εαυτό του και να προχωρήσει στην αναζήτηση της δικής
του προσωπικής αλήθειας. Έτσι η αλήθεια (α στερητικό +λήθη)
παρουσιάζεται αφενός ως ζητούμενο της ποιητικής σύλληψης κι
αφετέρου ως ζητούμενο της αναγνωστικής ευαισθησίας. Η αναφορά στη
χέρσα γη οπωσδήποτε συσχετίζεται με την τεράστια δυσκολία
«τιθάσευσης» των στίχων, προκειμένου να προχωρήσει ανεμπόδιστα η
καταγραφή της αλήθειας. Απαιτείται όμως συνεχής προσπάθεια προς την
κατεύθυνση αυτή, διότι η ποιητική έμπνευση και η κατάθεση μεστού
ποιητικού Λόγου,  προϋποθέτει  τον μόχθο και τον αδιάκοπο αγώνα του
ποιητή.
Οι συσχετίσεις ανάμεσα  στον οίνο και την ποίηση συνεχίζονται με την
αναφορά  στη θρησκευτική χρήση του κρασιού και στους συμβολισμούς
που αυτή η χρήση αξιοποιεί. Έτσι οι στίχοι του ποιητή, τα πνευματικά
του παιδιά, είναι το αίμα του, η ίδια του η ζωή. Παρόλα αυτά, το αίμα
του ποιητή παραμένει «Αμετάληπτο». Αυτό σημαίνει πως η θυσία του, η
προσπάθειά του να κυριαρχήσει στις λέξεις και να προσφέρει γυμνή την
αλήθεια, η σημαντική αυτή προσφορά του προς την κοινωνία δε βρίσκει
την ανταπόκριση που θα έπρεπε από το αναγνωστικό κοινό. Επομένως η
ποιητική δημιουργία δεν εκτιμάται όσο πραγματικά το αξίζει κι αυτό το
γεγονός  προβληματίζει και λυπεί τον ποιητή.
Σχετικά με τη συγκριτική αποτίμηση των τριών επιλεγμένων ποιημάτων
έχει  καταστεί σαφές πως έχουν κοινή θεματική: περιγράφουν τον τρόπο
γένεσης του ποιήματος, παρουσιάζουν την αγωνία, τους φόβους, την
ψυχική οδύνη και τον τεράστιο μόχθο των ποιητών προκειμένου να
εμπνευστούν, να συλλάβουν την ιδέα και να τη μετουσιώσουν σε
ποιητικό Λόγο. Έγινε βέβαια πολύς λόγος για την επίπονη, σχεδόν
επώδυνη αυτή διαδικασία και τους τρόπους που μετέρχεται έκαστος των
ποιητών προκειμένου να την αποδώσει έχοντας απειλητικό «τον φόβο
του λευκού χαρτιού». Τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιούν είναι τα
πάμπολλα σχήματα λόγου: μεταφορές, παρομοιώσεις, προσωποποιήσεις,
οι αντιθέσεις και οι υπερρεαλιστικές-σε κάποιες περιπτώσεις-εικόνες π.χ
ενδεικτικά: «ο ποιητής αμπελουργός φυτεύει σειρές τους στίχους του».
Επιπλέον η γλώσσα των ποιημάτων είναι εξαιρετικά παραστατική,
ζωντανή, εκφραστική, αλληγορική, υπαινικτική στα όρια του
σουρεαλιστικού. Η γραφή εμφανίζεται ελλειπτική, χαρακτηριστικό της
μοντέρνας ποιητικής. Η αυτοαναφορικότητα κι η εξομολογητική διάθεση
–εννοείται-  αποτελούν βασικά στοιχεία και των τριών ποιημάτων. Ο
Ασλάνογλου, έχοντας  συνείδηση της ιδιαιτερότητάς του, ξεχωρίζει τον
εαυτό του από τους υπόλοιπους που καταναλώνουν τη ζωή τους,
τονίζοντας με αυτήν την αντίθεση το προσωπικό του δράμα, τη
συναισθηματική του ένταση προκειμένου να βρει τις κατάλληλες λέξεις-
ψηφίδες για να εκφραστεί. Ο Μαρκόπουλος απευθύνεται στους
αναγνώστες,  με την επιθυμία να τους καταστήσει κοινωνούς στη δική
του προσωπική ,συναισθηματική φόρτιση, στην αγωνία του, που αφορά
στη δημιουργία του ποιήματος. Τέλος ο Κουβαράς στο ολιγόστιχο
ποίημά του χρησιμοποιεί την παρομοίωση-παραβολή προκειμένου να
αποδώσει αφενός τον μόχθο του ποιητή, με μια έντονη εικόνα από τη
φύση κι αφετέρου να δηλώσει πως η ποίηση ταυτίζεται με την αλήθεια,
αφού αλληγορικά και με όρους συσχέτισης «in vino veritas» (στοιχείο
που δεν παρουσιάζεται τόσο εμφατικά στα δύο προηγούμενα ποιήματα).
Εν κατακλείδι
Οι τρεις ποιητές στην προσπάθειά τους να τιθασεύσουν τις προσωπικές
τους χίμαιρες προβληματίζονται κι αγωνιούν -σχεδόν με βουβή
απελπισία- όχι μόνο για το δικό τους προσωπικό ποιητικό παρόν και
μέλλον αλλά και γενικότερα της Ποίησης ως αξία ζωής και ύψιστης
καλλιτεχνικής έκφρασης.

You might also like