Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 236

ΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΟΥ

ΛΑΪ
ΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
ΟΥ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΕΚΕ
ΣΤΑ Μ ΠΟΥΖΟΥΚΙΑ
Δημήτ
ρηςΠασι
όπουλος

Φε
βρουάρι
ος2022
Οι Χώροι του Λαϊκού Τραγουδιού
Από τον Τεκέ στα Μπουζούκια

Δημήτρης Πασιόπουλος

Επιβλέπουσα: Μαρία Δούση

Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών

Πολυτεχνική Σχολή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο


Θεσσαλονίκης

Φεβρουάριος 2022
Στη μνήμη της Σκουλαρικούς
Περίληψη

Το λαϊκό τραγούδι, μέσα στη διαδρομή του στο χρόνο,


στεγάστηκε σε διάφορους χώρους εντός και ορισμένες φορές
εκτός των οποίων έλαβε χώρα η λαϊκή δημιουργία και
έκφανση, η συνάντηση και συχνά η μέθεξη μεταξύ των
λαϊκών συνθετών, των εκφραστών και των ακροατών.

Η παρούσα μελέτη, αρχικά προσδιορίζει, ως ένα βαθμό,


και ταυτόχρονα προτείνει, ένα πλαίσιο αναφοράς γύρω από
ορισμένους βασικούς, αλλά και συγκεχυμένους, όρους, όπως
το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι. Στη συνέχεια, αναλύει
την ιστορική εξέλιξη της μουσικής και ποιητικής δομής αυτού
του είδους τραγουδιού, έως την απόκτηση των γνωρισμάτων
και της νεότερης μορφής του. Έπειτα, διερευνά τη σύνδεση
του λαϊκού τραγουδιού με ορισμένες πόλεις-σταθμούς του
ευρύτερου ελληνικού χώρου, εξετάζοντας τα ιδιαίτερα
γεωγραφικά, πληθυσμιακά, οικονομικά, κοινωνικά και
πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά.

Κατόπιν, η μελέτη πραγματεύεται, μέσα από μία


συγκριτική ανάλυση, τη χωρική πτυχή αυτού του λαϊκού
πολιτιστικού φαινομένου. Αποτυπώνει τα εξωτερικά και
εσωτερικά χαρακτηριστικά, καθώς επίσης και μη απτά
στοιχεία που αφορούν το προσωπικό, την πελατεία, το
ωράριο, τον τρόπο λειτουργίας και την ατμόσφαιρα των
χώρων όπου συναντήθηκε το λαϊκό τραγούδι, όπως ο τεκές,
η φυλακή, το πορνείο, ο καφενές, η ταβέρνα και τα
μπουζούκια, αναδεικνύοντας παράλληλα τη σημασία των
χωρικών παραμέτρων στη γνησιότητα και το λαϊκό
χαρακτήρα του.
Λέξεις κλειδιά: λαϊκό τραγούδι, χώρος, τεκές, φυλακή,
πορνείο, καφενές, ταβέρνα, μπουζούκια
Abstract

Urban folk music, in its journey through time, has been


housed in various places inside and occasionally outside of
which unfolded the creation and expression, the meeting
and often the sharing between the composers, the exponents
and the audience.

This study, initially determines, to some extent, and at


the same time proposes, a frame of reference around some
basic, but also confused, terms, such as rebetiko and urban
folk music. Then, analyzes the historical evolution of the
genre songs, up to the acquisition of their features and their
newest form. Next, investigates the connection of urban folk
music with certain cities in the broader Hellenic area,
examining their particular geographical, population,
economic, social and cultural characteristics.

Subsequently, the study treats, through a comparative


analysis, the spatial aspect of this cultural phenomenon. It
captures the external and internal features, as well as
intangible elements concerning the personnel, the clientele,
the schedule, the operation manner and the ambience of the
spaces where urban folk music was met, such as the hashish
den, the prison, the brothel, the coffeehouse, the tavern and
the bouzouki nightclub, while highlighting the importance
of the spatial parameters in its authenticity and its folk
character.

Keywords: urban folk music, space, hashish den, prison,


brothel, coffeehouse, tavern, bouzouki nightclub
Πρόλογος

Η παρούσα μελέτη αποτελεί το χειροπιαστό αποτέλεσμα


μίας πολύμηνης έρευνας η οποία αφορμάται, αφενός από την
αγάπη για το λαϊκό τραγούδι και αφετέρου από το
ενδιαφέρον για την αρχιτεκτονική. Ένα σημείο συνάντησης
της έννοιας του χώρου και του λαϊκού τραγουδιού, του
αρχιτέκτονα και του μπουζουκτσή. Πρόκειται για μία
προσπάθεια συνύφανσης. Το εγχείρημα αυτό υποστηρίχθηκε
παράλληλα από ορισμένα πρόσωπα τα οποία αισθάνομαι την
ανάγκη να αναφέρω, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης. Ευχαριστώ
ειλικρινά, τον Πάνο Σαββόπουλο, για τις προτάσεις, τις
συμβουλές και τις υποδείξεις, ως προς την αναζήτηση πηγών,
το Μάνο Τουρπάλη, για την παροχή μεγάλου μέρους των
βιβλίων που αποτελούν τη βιβλιογραφία, την επιβλέπουσα
καθηγήτρια Μαρία Δούση, για την επικοινωνία, την
εμπιστοσύνη, καθώς επίσης και για την ευκαιρία να έρθω σε
επαφή με τους παραπάνω ανθρώπους, οι οποίοι με βοήθησαν
χωρίς να με γνωρίζουν προσωπικά, τέλος, αλλά και πριν από
όλους, τους γονείς μου για τη συνολική τους στήριξη, την
κατανόηση και την αγάπη τους.
Περιεχόμενα

Εισαγωγή............................................................................11

1.Προσδιορισμός Όρων.......................................................15

2.Ιστορική Ανάλυση............................................................29

3.Γεωγραφική Ανάλυση......................................................61

4.Χωρική Ανάλυση............................................................125

4.1.Τεκές......................................................................125

4.2.Φυλακή..................................................................136

4.3.Πορνείο.................................................................149

4.4.Καφενές.................................................................161

4.5.Ταβέρνα.................................................................173

4.6.Μπουζούκια...........................................................181

Συμπεράσματα.................................................................220

Βιβλιογραφία...................................................................223
Συντομογραφίες

ανών. δημ.: ανώνυμος δημιουργός

βλ.: βλέπε

έκδ.: έκδοση

επανέκδ.: επανέκδοση

επιμ.: επιμέλεια

κ.α: και άλλα

κ.λπ.: και λοιπά

μτφρ.: μετάφραση

ό.π.: όπου παραπάνω

π.χ.: παραδείγματος χάριν

σημ.: σημείωση

σκην.: σκηνοθεσία

υποσημ.: υποσημείωση

φάκ.: φάκελος

χ.ε.: χωρίς εκδότη

χ.η: χωρίς ημερομηνία

χ.σ.: χωρίς σελιδαρίθμηση

χ.τ.ε.χ.: χωρίς τόπο, εκδότη και χρονολογία

χ.χ.: χωρίς χρονολογία (έκδοσης)


Εισαγωγή

Μερικές φορές μέσα από τη λάσπη τυχαίνει να φυτρώνει


κάποιο μικρό άνθος. Το λαϊκό τραγούδι δεν αναπτύχθηκε
απλά από τη λάσπη, αλλά αναδύθηκε μέσα από το βούρκο. Κι
όμως μέσα από αυτό το βούρκο ρίζωσε και άνθισε ένα
μοναδικό μουσικό είδος, το οποίο, με τον ιδιαίτερο,
αυθεντικό και πολλές φορές ανυπόταχτο χαρακτήρα του,
κατάφερε να διαδοθεί, να αγαπηθεί, να συγκινήσει και να
ψυχαγωγήσει, να μισηθεί και να απαγορευτεί, να γίνει
επιτυχία, να γίνει ακόμη και μόδα, μέσα σε μία διάρκεια λίγο
μεγαλύτερη των διακοσίων χρόνων.

Στο πέρασμα αυτών των χρόνων το λαϊκό τραγούδι, εκτός


των άλλων, απασχόλησε ως θέμα μελετητές και συγγραφείς,
οι οποίοι μέσα από τις έρευνές τους κατέγραψαν και
αποτύπωσαν σημαντικές πτυχές του ιδιαίτερου αυτού
πολιτιστικού φαινομένου, εστιάζοντας κυρίως στους λαϊκούς
συνθέτες, ερμηνευτές και οργανοπαίχτες, στη ζωή και το
έργο τους. Η παρούσα μελέτη έχει ως πρόθεση να καλύψει
ένα διαφορετικό πεδίο, που δεν έχει ως αντικείμενο μία
ακόμη καταγραφή των προσώπων του λαϊκού τραγουδιού
αλλά των χώρων του. Στις σελίδες που ακολουθούν γίνεται
μία προσπάθεια αποτύπωσης των χώρων όπου γεννήθηκε και
συναντήθηκε το λαϊκό τραγούδι στο νεότερο και σύγχρονο
ελληνικό κράτος, χωρίς η μελέτη να αποσκοπεί στη σύνταξη
ενός καταλόγου του συνόλου των χώρων αυτών. Οι διάφοροι
χώροι, που στέγασαν το λαϊκό τραγούδι, αναλύονται στα
επιμέρους εξωτερικά και εσωτερικά τους χαρακτηριστικά,
είτε αυτά είναι απτά, όπως, θέση στον αστικό ιστό,
τυπολογία, μορφολογία, υλικά δόμησης, επίπλωση κ.λπ., είτε
πρόκειται για το προσωπικό, τους πελάτες, την ίδια την

- 11 -
ατμόσφαιρα, τον τρόπο λειτουργίας και συμπεριφοράς που
ακολουθήθηκε σε κάθε έναν τέτοιο χώρο. Στόχος της μελέτης
είναι, μέσα από μία συγκριτική ανάλυση, να τονιστεί ο πολύ
σημαντικός ρόλος που διαδραματίζει ο χώρος, καθώς το
λαϊκό τραγούδι είναι άμεσα συνυφασμένο με τον τόπο όπου
αυτό εκφράζεται. Εκεί, στον εκάστοτε χώρο, το λαϊκό
τραγούδι μπορεί δυνητικά να αποκτήσει ή να χάσει την
αυθεντικότητα και το λαϊκό του χαρακτήρα.

Για την πραγματοποίηση και τη στήριξη της έρευνας


αντλήθηκε υλικό από ποικίλες πηγές, πρωτογενούς και
δευτερογενούς χαρακτήρα, οι οποίες άπτονται του ζητήματος
του λαϊκού τραγουδιού, αλλά και γενικότερων θεμάτων που
αφορούν στη λαογραφία, την ιστορία, την αρχιτεκτονική και
την κοινωνιολογία. Ένα σημαντικό κομμάτι των πηγών
αποτελούν οι αυτοβιογραφίες και τα απομνημονεύματα των
κύριων εκφραστών του λαϊκού τραγουδιού, καθώς μέσα σε
αυτά βρίσκονται ατόφιες πληροφορίες από τους ανθρώπους
που είχαν προσωπική εμπειρία των χώρων που εξετάζονται,
αλλά βίωσαν και τα γεγονότα που συνέβαλλαν στην εξέλιξη
και την ιστορία του λαϊκού τραγουδιού. Επιπλέον, τα ίδια τα
τραγούδια των λαϊκών συνθετών αποτελούν σπουδαία πηγή
πληροφοριών, καθώς μέσα από τους στίχους τους
προσφέρουν πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τους
τόπους, τους χώρους και τους τρόπους διασκέδασης, καθώς
και για τους κώδικες συμπεριφοράς που συνοδεύουν τον
κάθε χώρο. Παράλληλα, μελετήθηκαν λαογραφικές και
ιστορικές έρευνες που παρέχουν πληροφορίες για τη ζωή, τα
λαϊκά ήθη και έθιμα, τις κοινωνικές και εργασιακές συνθήκες
των πόλεων που κυοφόρησαν και ανέθρεψαν το λαϊκό
τραγούδι. Συμπληρωματικά, χρησιμοποιήθηκαν λογοτεχνικά
βιβλία και έντυπα της ένατης τέχνης, comic books, που
βασίστηκαν στη ζωή των λαϊκών δημιουργών, καθώς

- 12 -
προσφέρουν μία πιο ζεστή και περιγραφική ματιά,
συνθέτοντας πολλές φορές μία υποκειμενική αλλά αρκετά
κατανοητή ατμόσφαιρα για το θέμα που εξετάζεται. Πέρα
από τις έντυπες πηγές, η έρευνα βασίστηκε επίσης σε
οπτικοακουστικό υλικό με τη μορφή πραγματολογικών
ταινιών, documentary films, ή συνεντεύξεων με θέμα το
λαϊκό τραγούδι αλλά και πιο πλατιά θέματα όπως αυτά που
αναφέρθηκαν παραπάνω.

Η μελέτη ξεκινά με μία μικρή ανάλυση όπου επεξηγούνται


ορισμένοι βασικοί όροι, ενώ αποσαφηνίζεται τι νοείται ως
λαϊκό τραγούδι στο πλαίσιο της συγκεκριμένης έρευνας
(1.Προσδιορισμός Όρων). Έπειτα γίνεται μία σύντομη
αναφορά στην ιστορία του λαϊκού τραγουδιού στον ευρύτερο
ελληνικό χώρο και τον τρόπο που αυτό εξελίχθηκε μέχρι τη
νεότερη μορφή του (2.Ιστορική Ανάλυση). Ακολουθεί μία
ανάλυση των χαρακτηριστικών των πόλεων-σταθμών του
λαϊκού τραγουδιού, όπου αποτυπώνονται μερικοί από τους
λόγους για τους οποίους σε ορισμένες πόλεις κυρίως άνθισε
το συγκεκριμένο μουσικό είδος (3.Γεωγραφική Ανάλυση).
Κατόπιν εξετάζονται χωριστά σε υπό-ενότητες οι χώροι από
τους οποίους πέρασε το λαϊκό τραγούδι στην πορεία της
ιστορίας του, μέσα από μαρτυρίες, περιγραφές και
αφηγήσεις των κύριων δημιουργών και εκφραστών του,
μελετητών και ερευνητών (4.Χωρική Ανάλυση). Στο τέλος
κάθε κεφαλαίου, υπάρχει ξεχωριστό παράρτημα με
φωτογραφικό υλικό που έχει εντοπιστεί, μαζί με επιπλέον
αφηγήσεις και σχόλια τα οποία δε χώρεσαν στον κύριο όγκο
του κειμένου.

Η μελέτη επιχειρεί μέσα από την παραπάνω ανάλυση να


συμβάλει στην αποτύπωση μίας ακόμη πλευράς αυτής της
άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς και να αναδείξει τη σημασία
που έχει ο χώρος στον τρόπο εκδήλωσης της λαϊκής,

- 13 -
καλλιτεχνικής δημιουργίας καθώς και της σχέσης των
χωρικών παραμέτρων με τη γνησιότητα του λαϊκού
χαρακτήρα του τραγουδιού.

- 14 -
1.Προσδιορισμός Όρων

λαϊκός -ή -ό [laikós] : που ανήκει, αναφέρεται,


απευθύνεται στο λαό, που προέρχεται από αυτόν, τον
εκφράζει ή είναι δημιούργημά του.1

Οι ορισμοί σε ένα λεξικό είναι αποτυπωμένοι με συντομία,


συνοδεύονται συνήθως από την ετυμολογία της λέξης και
από παραδείγματα που δίνουν στον αναγνώστη να καταλάβει
το γλωσσικό της πλαίσιο. Πολλές φορές όμως το νόημα μιας
λέξης είναι φορτισμένο με ποικίλους τρόπους, οι οποίοι δε
γίνεται να αποτυπωθούν τόσο εύκολα. Η παρούσα μελέτη
εξετάζει, κυρίως στη χωρική παράμετρο, το λαϊκό τραγούδι
και μέσα από αυτή την αναζήτηση έρχεται σε επαφή με όρους
όπως λαϊκό, ρεμπέτικο κ.λπ. Οι διάφοροι αυτοί όροι πρέπει
να προσδιοριστούν σε ένα βαθμό έτσι ώστε, τουλάχιστον στο
πλαίσιο της έρευνας, να γίνονται αντιληπτοί με έναν τρόπο
απτό.

Ξεκινώντας από τον όρο ρεμπέτικο είναι αρκετά σαφές το


πόση σύγχυση περιβάλλει τέτοιου είδους έννοιες, καθώς
ερμηνεύονται και χρησιμοποιούνται με διαφορετικούς και
πολλές φορές υποκειμενικούς τρόπους. 2 «Η λέξη
«ρεμπέτικο» δεν πέρασε ποτέ στη συνθηματική γλώσσα της

1
Λεξικό της Κοινής Ελληνικής, “Λαϊκός” (Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα,
2006). Διαθέσιμο στο: https://www.greek-
language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.
html?lq=%CE%BB%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CF%8C&dq= (Πρόσβαση:
19.3.2021).
2
Πάνος Σαββόπουλος, Περί της Λέξεως «Ρεμπέτικο» το Ανάγνωσμα… και
Άλλα, 2η έκδ. (Αθήνα: Οδός Πανός, 2006), 11 και βλ. Γκαίηλ Χόλστ, Δρόμος
για το Ρεμπέτικο, 6η έκδ. (Λίμνη Ευβοίας: Ντενίζ Χάρβεϋ, 1977), 15-17.

- 15 -
μαγκιάς, δηλαδή στην αργκό της. Χρησιμοποιήθηκε και
προβλήθηκε σαν ένα εμπορικό προσδιοριστικό κάποιων
τραγουδιών».3 Η πρώτη εμφάνιση της λέξης, σύμφωνα με την
Πάνο Σαββόπουλο, έγινε σε δύο ετικέτες δίσκων που
εκδόθηκαν στην Κωνσταντινούπολη το 1910 με 1913. 4 Τα
τραγούδια που χαρακτηρίστηκαν ως ρεμπέτικα, πρόκειται
για τα Απονιά 5 και Τίκι Τίκι Τακ, 6 ήταν αστικού ύφους με
στοιχεία ελαφράς μουσικής. Λόγω της εγγύτητας των ετών
έκδοσης των δίσκων πιθανολογείται πως ο «εφευρέτης» της
λέξης ήταν το ίδιο πρόσωπο. 7 Ίσως πρόκειται για κάποιον
διαφημιστή της εποχής, στον οποίο ανατέθηκε μια
προωθητική κίνηση για την ενίσχυση των πωλήσεων των
δίσκων. Η επινοημένη λέξη ρεμπέτικο λοιπόν
χρησιμοποιήθηκε από τις δισκογραφικές εταιρείες σε
ετικέτες δίσκων και αργότερα σε εμπορικά φυλλάδια, ενώ η
χρήση της δεν πέρασε στους συνθέτες και ερμηνευτές του
λαϊκού τραγουδιού της εποχής, παρά μόνο σε ορισμένα τους
τραγούδια. Το γεγονός αυτής της μικρής χρήσης εξηγείται
για τον εξής απλό λόγο. Οι λαϊκοί συνθέτες της δεκαετίας του
’20 ή του ’30 δεν είχαν στην πλειοψηφία τους ολοκληρώσει
τη βασική εκπαίδευση, δηλαδή δεν είχαν «βγάλει» ούτε το
σχολείο. Οι άνθρωποι αυτοί όμως πρόσεχαν πάντοτε λέξεις
που είχαν δει κάπου γραμμένες, πόσο μάλλον στους δίσκους
που περιείχαν τα τραγούδια τους, και τις αποτύπωναν. Δεν
είναι τυχαίο πως στα λίγα διαθέσιμα χειρόγραφα που έχουν
αφήσει ορισμένοι τέτοιοι συνθέτες, όπως ο περίφημος Νίκος
Μάθεσης, ή Τρελάκιας, συναντά κανείς πολλά ορθογραφικά

3
Π. Σαββόπουλος, Περί της Λέξεως «Ρεμπέτικο»…, 11.
4
Π. Σαββόπουλος, ό.π., 14.
5
Ανών. δημ., Απονιά. Orfeon Record No-10188, 1910-1912(;).
6
Ανών. δημ., Τίκι Τίκι Τακ. Favorite Record 7-55014, 1913(;).
7
Π. Σαββόπουλος, ό.π., 16.

- 16 -
λάθη σε λέξεις όπως ρήματα αλλά σχεδόν ποτέ σε λέξεις που
μπορεί κάποιος να δει γραμμένες, όπως τοπωνύμια και
διευθύνσεις ή χαρακτηρισμούς χώρων, π.χ. Πειραιάς, Οδός
Αθηνάς, Γραφείον κ.λπ. Οι λαϊκοί συνθέτες αναφέρονται
ξανά στον όρο ρεμπέτικο τη δεκαετία του ’60 με την
αναβίωση παλιών λαϊκών τραγουδιών, όπου και πάλι οι
δισκογραφικές εταιρείες τον επιλέγουν για την προσέγγιση
ενός συγκεκριμένου αγοραστικού κοινού.

Συνεχίζοντας με τον όρο λαϊκό τραγούδι μία πρώτη εικόνα


βρίσκεται στα λεγόμενα των λαϊκών συνθετών και
ερμηνευτών. Ο Μάρκος Βαμβακάρης, ή Φράγκος ή
Κοντραμπάσο, αναφέρεται στην ξακουστή Τετράς του
Πειραιώς ως, «το πρώτο συγκρότημα της λαϊκής μουσικής».8
Ο Στέλιος Κερομύτης, ή Αριστοκράτης, τονίζει για τη γενιά
των μπουζουκτσήδων-συνθετών του ’30 πως, «είμεθα οι
πρώτοι που εμφανίσαμε το μπουζούκι, το λαϊκό τραγούδι εις
το γραμμόφωνο με τραγούδια, στίχοι και μουσική δικής μας
εμπνεύσεως». 9 Ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ή Ψηλός ή Πατσάς,
αφηγείται, «Εμάς δεν μας χωνεύανε αυτοί οι Ευρωπαϊκοί
συνθέτες […]. Γιατί το φαΐ βρισκότανε σ’ εμάς, τους λαϊκούς.
Ο κόσμος ήθελε λαϊκά τραγούδια, να τα καταλαβαίνει, να του
μιλάνε στην καρδιά […] δεν μας συγχωρέσανε ποτέ ότι εμείς
οι συνθέτες του λαϊκού τραγουδιού τους βάλαμε στο

8
Μάρκος Βαμβακάρης, συνέντευξη από Αγγελική Βέλλου-Κάιλ, Σεπτέμβριος
1969 (Original Gramophone Recordings, 2021), [00:00:10]. Διαθέσιμο στο:
https://www.youtube.com/watch?v=eMSxGgfR-Xo&t=88s (Πρόσβαση:
16.3.2021).
9
Στέλιος Κερομύτης, “Στέλιος Κερομύτης, Η Ιστορία του Μπουζουκιού”,
συνέντευξη από Ηλία Πετρόπουλο, 19 Νοεμβρίου 1967, όπως αναφέρεται
στο Ηλίας Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα Τραγούδια, 13η έκδ. (Αθήνα: Κέδρος,
1979), 260.

- 17 -
περιθώριο». 10 Από το τελευταίο γίνεται σαφές και κάτι
ακόμη. Ο χώρος της δισκογραφίας ανέκαθεν συνομιλούσε με
όρους όπως πωλήσεις, εμπορικότητα, τάσεις κ.λπ.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα επιτυχιών της δεκαετίας του
’30 αποτελούν τα Κακούργα Πεθερά, 11 Βαρβάρα, 12
Φαληριώτισσα 13 και Μαριγούλα Μανταλένα. 14 Ο Γιάννης
Παπαϊωάννου συγκεκριμένα αναφέρει, «Ένας μ’ άκουσε
λοιπόν, με τη «Φαληριώτισσα» και με πήγε στην «ΟΝΤΕΟΝ»,
στο γέρο Μάτσα, 15 και μαέστρος, γενικό κουμάντο, ήταν ο
Περιστέρης ο Σπύρος. […] Με τη «Φαληριώτισσα» έγινε λαϊκό
προσκύνημα, χάλασε ο κόσμος. Δεν προλαβαίνανε να

10
Κώστας Χατζηδουλής, επιμ., Γιάννης Παπαϊωάννου, Ντόμπρα και Σταράτα,
Αυτοβιογραφία (Αθήνα: Κάκτος, 1982), 47-48.
11
Ιάκωβος Μοντανάρης, Κακούργα Πεθερά. His Master’s Voice AO-2011,
1931. Το τραγούδι έκανε ρεκόρ με συνολικές πωλήσεις πάνω από 200.000
δίσκους βλ. Χρήστος Καρδαράς, Ιστορία και Ρεμπέτικο (Αθήνα: Παπαζήση,
2015), 180-183.
12
Παναγιώτης Τούντας, Βαρβάρα. Columbia DG-6159, 1936. Το τραγούδι
στους λίγους μήνες που κυκλοφόρησε μέχρι να λογοκριθεί πούλησε περί τα
5.000 κομμάτια βλ. Δημήτρης Ψαθάς, “H «Βαρβάρα» εις το… Εδώλιον!”, στο
Σπάνια Κείμενα για το Ρεμπέτικο, επιμ. Κώστας Βλησίδης (Αθήνα: Εκδόσεις
του Εικοστού Πρώτου, 2006), 54-56.
13
Γιάννης Παπαϊωάννου, Φαληριώτισσα. Parlophon B-21916, 1937. Το
τραγούδι, σύμφωνα με τα ποσοστά που πήρε ο συνθέτης, πούλησε τον πρώτο
μήνα κυκλοφορίας πάνω από 10.000 δίσκους βλ. Κ. Χατζηδουλής, επιμ.,
Γιάννης Παπαϊωάννου…, 49-50· Γ. Β-ς, “Τα λαϊκά τραγούδια”, στο Σπάνια
Κείμενα…, 68-69.
14
Σπύρος Περιστέρης, Μαριγούλα Μαντελένα. Odeon GA-7247, 1939. Το
τραγούδι πούλησε 10.000 δίσκους βλ. Ιωάννης Μανωλικάκης, “Το Λαϊκό, το
«Ρεμπέτικο» Τραγούδι Ξαναβρίσκει και Πάλι τις Παληές του Δόξες”, στο
Σπάνια Κείμενα…, 107-108.
15
Κύριοι μέτοχοι του ελληνικού παραρτήματος των εταιρειών υπό τον τίτλο
Odeon-Parlophon ήταν οι Μπενβενίστε & Αμπραβανέλ, αλλά υπεύθυνος για
το ρεπερτόριο ήταν ο Μίνως Μάτσας. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω η πρώτη
εκτέλεση της Φαληριώτισσας κυκλοφόρησε σε δίσκο της Parlophon.

- 18 -
βγάζουν δίσκους». 16 Οι λαϊκοί συνθέτες, όπως ο Μάρκος
Βαμβακάρης, δεν έγραψαν τραγούδια για να μη γίνουν
εμπορικά, ο ίδιος αφηγείται πως, «πολλούς εγκρέμισα με το
μπουζούκι από τις εταιρείες των δίσκων. Επουλιόντουσαν
πολύ».17 Αντιθέτως οι δισκογραφικές εταιρείες αποφάσισαν
να πειραματιστούν, περνώντας το μπουζούκι από το
περιθώριο στο ευρύ κοινό, μέσω των δίσκων και οι λαϊκοί
συνθέτες του είδους άρπαξαν αυτή την ευκαιρία. Τα αίτια
αυτής της δοκιμής δεν μπορούν να ειπωθούν με ακρίβεια.
Ένα πιθανό κίνητρο ίσως να αποτέλεσαν οι λίγες
προηγούμενες ηχογραφήσεις με μπουζούκι που έγιναν στην
Αμερική ή και στην Ελλάδα και οι οποίες σημείωσαν κάποια
επιτυχία. Ίσως μερικοί από τους υπεύθυνους των εταιρειών
είχαν την ικανότητα να δουν στο μπουζούκι τον «καινούριο»
λαϊκό ήχο της εποχής. Μία ενδιαφέρουσα οπτική δίνει ο
Νίκος Μάθεσης.

«Μια ημέρα που είχαμε φωνολιψία18 […] εμίλησα με τον


κ.Μάτσα και του είπα Ότι έχω έναν χασάπην φίλο και πέζη
τέτιο μπουζούκι που μου λέει οτι θα Πεθάνη φυματικώς εάν
δεν ακούση σε δίσκο να κελαϊδίση το μπουζούκι του.
Μπορείτε να κάνετε μια δοκιμί στην Τύχη δεν ξέρετε τι μπορή
να γύνη […] μόλις ετεληώσαμε την φωνολυψία εφήγαμε και
πήγαμε όλοι στο Καφενείον της Οδού Αθηνάς «Μικρά Ασία»
[…] μπήκε μέσα ο Ντούντας19 […] και με χαιρέτησε λέγωντας
πως δεν έτυχεν να συνεργαστόμεν μαζή […] στην συζήτισην
εθημίθυκα τον Μάρκον, και του εξίγησα […]. Και του είπα
μπορή να βάλη τη Μουσική αυτός και τα λόγια εγώ και να

16
Κ. Χατζηδουλής, επιμ., Γιάννης Παπαϊωάννου…, 40.
17
Αγγελική Βέλλου-Κάιλ, επιμ., Μάρκος Βαμβακάρης, Αυτοβιογραφία
(Αθήνα: Παπαζήση, 1978), 168.
18
Στο απόσπασμα διατηρήθηκε αυτούσια η γραφή του Νίκου Μάθεση.
19
Παναγιώτης Τούντας.

- 19 -
ανίξουμε Νέο δρόμο βέβαια αν πιάση ο Πρώτος δίσκος του
(Μάρκου) […]. Εκηκλωφόρισε ο δίσκος και έκανε Σουξέ! […]
Μετά απ’ τον Μάρκον αφού άνιξα τον δρόμον για το
μπουζούκι έβγαλε κι’ ο Μπάτης 2 Τραγούδια 20 […]. Μετά
ακούγωντας ο Τσιτσάνης στα Τρίκαλα δίσκους με μπουζούκι
[…] ήλθε στην Αθήνα, ο δρόμος ήταν ανυχτός […]. Μετά με
έπιασεν ο Ιωάν. Παπαϊωάννου δύο φορές […]. Έβγαλε κι
αυτός το πρώτο του Τραγούδι τη Φαλιργιώτισα και έκανε
Σουξέ. […] Που να φαντασθώ εγώ […] ότι Παρακαλώντας των
κύριο Μάτσα να δωκιμάση στην Τύχη ένα μπουζούκι απ τον
Ντεκέ αχνίζωντας ακώμη Ντουμάνι πως θα άνιγα της πόρτες
όλου του κόσμου διάπλατα για να εισχορίση και να Δοξαστή
το ελληνικό μπουζούκι;».21

Όπως και αν συνέβη αυτό το «πείραμα» η ιστορία το


επιβεβαίωσε καθώς από τη δεκαετία του ’30 το μπουζούκι
γίνεται αναπόσπαστο τμήμα του λαϊκού, επώνυμου,
τραγουδιού.

Επιστρέφοντας στη λέξη ρεμπέτικο και περνώντας στο


ουσιαστικό από το οποίο πιθανόν παράγεται το επίθετο

20
Σύμφωνα με τα υφιστάμενα στοιχεία ο Γιώργος Τσόρος, ή Αμπάτης ή
Μπάτης, ηχογράφησε τα τραγούδια, Ο Μπάτης ο Ντερβίσης /Σου ‘Χει Λάχει.
Columbia DG-283, 1932, χωρίς όμως να κυκλοφορήσουν. Λίγους μήνες μετά
ο Μάρκος Βαμβακάρης ηχογράφησε τα, Εφουμέρναμ’ Ένα Βράδυ /Ταξίμ
Σερφ. Columbia DG-326, 1932 και τα, Μαστούρας /Μόρτισσα Χασικλού.
Columbia DG-473, 1932, επίσης χωρίς να κυκλοφορήσουν. Τον επόμενο
χρόνο ο Μάρκος Βαμβακάρης ηχογράφησε τα, Καραντουζένι /Αράπ
Ζεϊμπέκικο. Parlophon B-21654, 1933 και Ο Δερβίσης /Ο Χαρμάνης. Odeon
GA-1674, 1933. Οι δύο δίσκοι κυκλοφόρησαν με το Καραντουζένι να
σημειώνει αρκετές πωλήσεις. Αυτό ώθησε την Columbia να κυκλοφορήσει
τους δίσκους των Βαμβακάρη και Μπάτη της προηγούμενης χρονιάς,
ανοίγοντας το «κεφάλαιο» του μπουζουκιού στ0 λαϊκό, επώνυμο, τραγούδι.
21
Νίκος Μάθεσης, “Νίκος Μάθεσης, Απομνιμονεύματα”, στο Ρεμπέτικα
Τραγούδια…, 262-263.

- 20 -
βρίσκεται κανείς σε μέρη δυσπρόσιτα. Η ετυμολόγηση της
ρίζας της λέξης αποτελεί δυσεπίλυτο γρίφο με πολλές πιθανές
εκδοχές που πάσχουν όμως από ανεπαρκή τεκμηρίωση.22 Η
παλαιότερη καταγεγραμμένη λέξη με σίγουρα την ίδια ρίζα
είναι η θηλυκού γένους Ρεμπέτα και βρίσκεται στο διήγημα
του Μηνά Χαμουδόπουλου, Οι μυστηριώδεις νυκτοκλέπται,
που εκδόθηκε στο τυπογραφείο της Σμύρνης το 1871. 23 Η
λέξη συναντάται συχνά στο κείμενο, ενώ στη σελίδα έντεκα
δίνεται και ο «ορισμός» της, Ρεμπέτα, «ούτως ονομάζουσιν οι
νυκτοκλέπται το σύνολον των νυκτοκλεπτών». 24 Φαίνεται
πως στο κείμενο, ο αστός συγγραφέας δίνει στη λέξη την
έννοια της λεγόμενης Φάρας, δηλαδή του δικτύου του
υποκόσμου.

Φάρα, 25 ονομαζόταν αρχικά, επί Οθωμανικής


Αυτοκρατορίας, η άτακτη ομάδα ένοπλων Αλβανών που είχαν
μεταξύ τους συγγένεια. 26 Όταν δεν υφίστατο η συγγενική
αυτή σχέση μεταξύ των μελών, η ομάδα των άτακτων,

22
Π. Σαββόπουλος, Περί της Λέξεως «Ρεμπέτικο»…, 13-14 και βλ. Νέαρχος
Γεωργιάδης, Από το Βυζάντιο στο Μάρκο Βαμβακάρη, 4η έκδ. (Αθήνα:
Σύγχρονη Εποχή, 2018), 10-11.
23
Η πρώτη αναφορά στο παραπάνω βιβλίο βρέθηκε σε ηλεκτρονικό άρθρο
της Basma Zerouali βλ. Basma Zerouali, “Ρεμπέτικο Τραγούδι”,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μικρά Ασία, 4 Δεκεμβρίου 2002.
Διαθέσιμο στο:
http://www.ehw.gr/asiaminor/Forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemma
ID=5979 (Πρόσβαση: 26.3.2021).
24
Μηνάς Χαμουδόπουλος, Οι Μυστηριώδεις Νυκτοκλέπται, Διήγημα
Πρωτότυπον (Σμύρνη: Τυπογραφείο Σμύρνης, 1871), 11. Η συγκεκριμένη
σελίδα παρατίθεται στο τέλος του κεφαλαίου ψηφιοποιημένη από το αρχείο
της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος.
25
Φάρα, από το αλβανικό farë (πληθυντικός fara), σπόρος και κατ’ επέκταση
απόγονος, ή το σύνολο των απογόνων, γένος.
26
Η. Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα Τραγούδια…, 12.

- 21 -
ένοπλων λεγόταν μάγκα. 27 Η Αγγέλα Παπάζογλου, ή
Αγγελίτσα, θυμάται πως μάγκα στη Σμύρνη λέγαν επίσης
τους ναύτες που «γινόντουστε παρέες-παρέες και
γυρίζανε».28 Από το θηλυκό ουσιαστικό μάγκα προέκυψαν τα
γνωστά παράγωγα. Φάρα στην αργκό κατέληξε να
ονομάζεται το σύνολο του υποκόσμου. Ο υπόκοσμος στο
νεότερο ελληνικό κράτος σχηματίστηκε αρχικά από άνεργους
αγωνιστές της εθνικής Επανάστασης και γεωργούς που
έμειναν ακτήμονες. 29 Το δίκτυο αυτό απέκτησε σταδιακά
σαφή ιεραρχία, με πληθώρα τύπων κατά το πρότυπο του
υποκόσμου των μεγάλων αστικών κέντρων της εποχής, όπως
η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη και η Θεσσαλονίκη. 30 Τα
τραγούδια που είχαν σχέση με αυτό το σύνολο, τη Φάρα ή
Ρεμπέτα, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ρεμπέτικα.

Όπως υπογραμμίζει όμως η Γκαίηλ Χόλστ, στο νεοσύστατο


κράτος η έννοια του υποκόσμου δεν απείχε πολύ από τα
κατώτερα κοινωνικά στρώματα.31 Το ίδιο συνέβαινε και στα
μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Σμύρνη. «Δεν είχανε δικά τως
τραγούδια οι Σμυρνιοί χασικλήδες. Δεν τους καταλάβαινες

27
Μάγκα, από το τουρκικό manga, μικρό στρατιωτικό σώμα, προερχόμενο
από το αλβανικό mang (πληθυντικός mangë), νεογνό ζώου και μεταφορικά
άτακτο παιδί, νεαρός αλήτης. Η. Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα Τραγούδια…, 12
και βλ. Ηλίας Πετρόπουλος, Υπόκοσμος και Καραγκιόζης, 8η έκδ. (Αθήνα:
Νεφέλη, 1978), 12· Πέτρος Φωτεινός, “Λέξεις Πατουά”, στο Σπάνια
Κείμενα…, 165-166.
28
Γιώργης Παπάζογλου, «Τα Χαΐρια μας Εδώ, Ονείρατα της Άκαυτης και της
Καμμένης Σμύρνης, Αγγέλα Παπάζογλου», 3η έκδ. (Αθήνα: Επτάλοφος,
1986), 57.
29
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 8 και βλ. Ηλίας Πετρόπουλος, Ρεμπετολογία, 7η έκδ.
(Αθήνα: Κέδρος, 1990), 16.
30
Για τα χαρακτηριστικά των πόλεων αυτών υπάρχει ανάλυση σε επόμενο
κεφάλαιο.
31
Γκ. Χόλστ, Δρόμος για το Ρεμπέτικο…, 25-26.

- 22 -
απ’ τα τραγούδια τως. Μινοράκια παραγγέλνανε,
ταμπαχανιώτικα παραγγέλνανε, τζιβαέρια […]. Εκείνο το
τραγούδι που λέει: «Δε μου λέτε, δε μου λέτε το χασίσι που
πουλιέται […]» το τραγουδούσανε πολλοί. Δε μπορούσες να
τσι σταμπάρεις επειδή λέγανε αυτό»,32 αφηγείται η Αγγέλα
Παπάζογλου. Ο υπόκοσμος αποτέλεσε έναν από τους φορείς
αυτού του μουσικού είδους. Οι μουσικές και ποιητικές του
βάσεις όμως βρίσκονταν στην παράδοση της
Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης. Όλη αυτή η μουσική
παράδοση, εκτός του αστικού χαρακτήρα της, είχε ένα ακόμη
βασικό γνώρισμα. Η Αγγέλα Παπάζογλου τονίζει, «τα
τραγούδια τση Σμύρνης δεν είχανε πατέρα να πούμε. Δεν
βγαίνανε τότε πλάκες να γράφεται επάνω το όνομά σου και
να ξέρουνε πως είσαι συ ο μπαμπάς τους. Βγάζανε τραγούδια
γιατί τα χρειαζούντουστε για τη δουλειά τους […] να μη λένε
τα ίδια και τα ίδια. […] Έτσι βγαίνανε τα τραγούδια […]. Οι
οργανοπαίχτες τα βγάζανε… Οι τραγουδιστάδες… να… εσύ κι
εγώ […]. Τόλεγες, το μαθαίνανε κι άλλοι, και πάει καλιά του.
Ούτε ξέρανε ποιανού ήτανε». 33 Το ίδιο ίσχυε και για τα
τραγούδια που είχαν ως φορέα τον υπόκοσμο, όπως τα
τραγούδια της φυλακής ή του τεκέ.

Η δισκογραφία επέβαλε τεράστιες αλλαγές στο


χαρακτήρα και τη δομή των τραγουδιών.34 Στα πρώτα χρόνια
της όμως κατάφερε να αποτυπώσει ένα μικρό μέρος όλης
αυτής της ανώνυμης δημιουργίας. Όπως αναφέρει ο Πάνος
Σαββόπουλος, «Τα τραγούδια αυτά τα γνωρίζουμε μόνο από

32
Γ. Παπάζογλου, «Τα Χαΐρια μας Εδώ…, 65.
33
Γ. Παπάζογλου, ό.π., 104.
34
Σπύρος Παπαϊωάννου, Ημερολόγιο Πειραιά 2006, Ο Πειραιάς και το
Ρεμπέτικο Τραγούδι (Πειραιάς: Το Λιμάνι της Αγωνίας, 2006), 222-223 και
βλ. Θόδωρος Χατζηπανταζής, “Η Εισβολή του Καραγκιόζη στην Αθήνα του
1880”, στο Ημερολόγιο Πειραιά…, 295.

- 23 -
τις ηχογραφήσεις τους, οι οποίες έγιναν […] από το 1906 έως
το 1931, κυρίως όμως στη δεκαετία του ’20, στην Αμερική και
στην Ελλάδα».35 Η παραπάνω μουσική παράδοση ήταν αυτή
που μπόλιασε αρκετές φορές και τις λαϊκές δημιουργίες
επώνυμων συνθετών,36 είτε με τη μορφή κάποιας μουσικής
φράσης είτε με τη μορφή στίχων.37

Με βάση όλα τα παραπάνω και στο πλαίσιο της


συγκεκριμένης έρευνας, οι λαϊκές συνθέσεις αστικού ύφους,
με θεματολογία που άπτεται της ζωής των κατώτερων
κοινωνικών στρωμάτων ή του υποκόσμου, αναφέρονται
συνοπτικά ως λαϊκό τραγούδι, ενώ στην περίπτωση όπου
ισχύουν τα προηγούμενα, αλλά πρόκειται επιπλέον για
συνθέσεις της ανώνυμης δημιουργίας, οι συνθέσεις
διακρίνονται ως ρεμπέτικο τραγούδι.

35
Πάνος Σαββόπουλος, Ρίζες των Ρεμπέτικων… (Αθήνα: Οδός Πανός, 2018),
12.
36
Π. Σαββόπουλος, ό.π., 58-60.
37
Το μπόλιασμα αυτό μπορεί να θεωρηθεί γκρίζα ζώνη. Από μία άποψη
πολλοί συνθέτες, μέσα από την επεξεργασία υφιστάμενων μουσικών
θεμάτων και αδέσποτων στίχων, δημιούργησαν μία δική τους ερμηνεία,
διασώζοντας παράλληλα αυτά τα στοιχεία της ανώνυμης δημιουργίας από τη
λήθη. Από την άλλη πλευρά η συχνή διάθεση απόκρυψης των πηγών
έμπνευσης από τους συνθέτες και η εκμετάλλευση αδέσποτων μουσικών
φράσεων ή στίχων ως προσωπικά δημιουργήματα, επιδέχεται κριτική.

- 24 -
- 25 -
- 26 -
- 27 -
- 28 -
2.Ιστορική Ανάλυση

Το λαϊκό τραγούδι ως έννοια φέρει, πέρα από τη


θεματολογία, κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά όσον
αφορά στη δομή του ίδιου του τραγουδιού. Πρόκειται
συνήθως για ένα ποίημα με ομοιοκαταληξία, δομημένο σε
στροφές από δίστιχα με δεκαπεντασύλλαβους στίχους σε
ιαμβικό ή τροχαϊκό μέτρο. Η προέλευση αυτών των
χαρακτηριστικών, όπως και άλλων, πηγαίνει αρκετά πίσω στο
χρόνο και η εισαγωγή τους στην ελληνική λαϊκή παράδοση
έγινε βαθμιαία σε διάρκεια αρκετών αιώνων.

Ξεκινώντας από την ομοιοκαταληξία, η διάδοσή της στον


ευρύτερο ελληνικό χώρο συνδέεται με τις περιοχές που
βρίσκονταν υπό ενετική κατοχή. Η Κρήτη, η Ρόδος, η Κύπρος,
τα Επτάνησα καθώς και οι ενετικές συνοικίες της
Κωνσταντινούπολης, όπως ο Γαλατάς, είναι μέρη στα οποία
πρωτοεμφανίστηκε η ομοιοκαταληξία. 38 Ο Νέαρχος
Γεωργιάδης αναφέρει πως, «Η ομοιοκαταληξία είναι γνωστή
στην Κρήτη από το δεύτερο μισό του 14 ου αιώνα, στη Ρόδο
τουλάχιστον από τα 1500 και στην Κύπρο τη συναντάμε στα
μέσα του 16ου αιώνα». 39 Ενώ όπως τονίζει ο Ηλίας
Πετρόπουλος, «Πολύ προ της Αλώσεως καθιερώθηκε στην
Κωνσταντινούπολη από τους φράγκους κατοίκους της, που
έμεναν σε ξεχωριστές συνοικίες». 40 Η ενετικής προέλευσης
ρίμα, όπως λέγεται αλλιώς η ομοιοκαταληξία, αρχικά

38
Νέαρχος Γεωργιάδης, Από το Βυζάντιο στο Μάρκο Βαμβακάρη, 4η έκδ.
(Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 2018), 41.
39
Ν. Γεωργιάδης, ό.π., 41.
40
Ηλίας Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα Τραγούδια, 13η έκδ. (Αθήνα: Κέδρος,
1979), 39.

- 29 -
προσεγγίστηκε μέσω των ιταλικών τραγουδιών της εποχής κι
έπειτα εισάχθηκε σε τραγούδια στην ελληνική γλώσσα ως
«ποιητικός νεοτερισμός». 41 Η περαιτέρω διάδοσή της
γεωγραφικά, όσον αφορά στο λαϊκό τραγούδι, οφείλεται σε
μεγάλο βαθμό στους πλανόδιους μουσικούς αλλά και τους
ναυτικούς, 42 καθώς όλα τα μέρη που αναφέρθηκαν
παραπάνω ήταν σημαντικά λιμάνια της εποχής. Έναν ακόμη
λόγο εξάπλωσής της αποτέλεσε το γεγονός πως, σαν στοιχείο,
η ομοιοκαταληξία συνεισέφερε στην ευκολότερη
απομνημόνευση των στίχων ενός ποιήματος.

Η ομοιοκαταληξία πέραν των προηγούμενων συνέβαλε


στην οργάνωση των στίχων του τραγουδιού σε στροφές και
πιο συγκεκριμένα σε δίστιχα. 43 Το δίστιχο αποτελεί μία
στροφική ενότητα δύο στίχων που ομοιοκαταληκτούν μεταξύ
τους και πλάθουν ένα αυτοτελές νόημα. Με εργαλείο το
δίστιχο το λαϊκό τραγούδι μπόρεσε να ενσωματώσει ξένα
ποιητικά και μελωδικά στοιχεία αλλά παράλληλα να
«εκσυγχρονίσει» και στοιχεία της ελληνικής μουσικής
παράδοσης.44

Όσον αφορά στο στίχο χαρακτηριστικότερος υπήρξε ο


δεκαπεντασύλλαβος που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα και
συναντάται στην ανομοιοκατάληκτη μορφή του και στο
δημοτικό τραγούδι. 45 Τα συνηθέστερα μέτρα ήταν το

41
Ν. Γεωργιάδης, Από το Βυζάντιο…, 108.
42
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 39.
43
Ν. Γεωργιάδης, ό.π., 42.
44
Ν. Γεωργιάδης, ό.π., 48.
45
Η. Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα Τραγούδια…, 37 και βλ. Ηλίας Πετρόπουλος,
Ρεμπετολογία, 7η έκδ. (Αθήνα: Κέδρος, 1990), 74.

- 30 -
ιαμβικό,46 που είχε εμφανιστεί στην Κωνσταντινούπολη ήδη
κατά τα βυζαντινά χρόνια και έπεται το τροχαϊκό, 47 συνήθως
με τη μορφή οκτασύλλαβων ημιστιχίων. 48 Τα παραπάνω
στοιχεία είχαν ως αποτέλεσμα την αποκρυστάλλωση της
ποιητικής δομής του λαϊκού τραγουδιού, ενώ επιτεύχθηκε
μία ισορροπία ανάμεσα σε στίχο και μουσική, καθώς τα
δίστιχα εναλλάσσονταν με οργανικά μέρη. 49 Αυτή η
ισορροπία «επέτρεψε στους επαγγελματίες οργανοπαίχτες να
επιδείξουν και να προβάλλουν την τέχνη τους». 50 Το πιο
πρόσφατο χρονολογικά ποιητικό στοιχείο που δέχτηκε το
λαϊκό τραγούδι είναι αυτό της επωδού. Η επωδός, ή αλλιώς
ρεφρέν, πέρασε κατά το μεσοπόλεμο από τις ευρωπαϊκές
καντσονέτες αρχικά στο λεγόμενο ελαφρό τραγούδι, κι
έπειτα καθιερώθηκε στο λαϊκό τραγούδι από το Βασίλη
Τσιτσάνη, ή Βλάχο.51

Από μουσικής πλευράς, κι ενώ τα παραπάνω ποιητικά


στοιχεία, πλην της επωδού, καθιερώθηκαν μέχρι το 16ο
αιώνα, το λαϊκό τραγούδι στηρίχθηκε στο πολυεθνοτικό
χαρμάνι μεγάλων πόλεων όπως η Θεσσαλονίκη, η Σμύρνη και
πρωτίστως η Κωνσταντινούπολη. Όπως τονίζει ο Νέαρχος
Γεωργιάδης, «Η καθεμιά από τις εθνοφυλετικές ομάδες που

46
Ιαμβικό, ονομάζεται το μέτρο που περιλαμβάνει δύο συλλαβές από τις
οποίες τονίζεται η δεύτερη και κατ’ επέκταση οι περισσότερες, αν όχι όλες,
οι ζυγές συλλαβές του στίχου.
47
Τροχαϊκό, ονομάζεται το μέτρο που περιλαμβάνει δύο συλλαβές από τις
οποίες τονίζεται η πρώτη και κατ’ επέκταση οι περισσότερες μονές συλλαβές
του στίχου.
48
Ν. Γεωργιάδης, Από το Βυζάντιο…, 25 και βλ. Γκαίηλ Χόλστ, Δρόμος για το
Ρεμπέτικο, 6η έκδ. (Λίμνη Ευβοίας: Ντενίζ Χάρβεϋ, 1977), 81.
49
Ν. Γεωργιάδης, ό.π., 58.
50
Ν. Γεωργιάδης, ό.π., 58.
51
Η. Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα Τραγούδια…, 37 και βλ. Η. Πετρόπουλος,
Ρεμπετολογία…, 75.

- 31 -
απαρτίζανε την Κωνσταντινούπολη […] είχε τα δικά της
πολιτιστικά στοιχεία, τα δικά της μουσικά όργανα, μουσικές
μορφές, μελωδικούς τρόπους, ρυθμούς και χορούς». 52
Παραδοσιακοί ελληνικοί ρυθμοί, μελωδίες και χοροί όπως ο
συρτός και ο καλαματιανός ήρθαν σε επαφή με αραβικά και
περσικά μακάμια 53 και πεσρέφια, 54 τουρκικούς μανέδες, 55
δερβίσικες μελωδίες, τους χορούς των Ζεϊμπέκηδων, των
Αρβανιτών, των Βλάχων αλλά και με δυτικές μουσικές
μορφές και χορούς, όπως το μαρς ή αργότερα το βαλς.56

Έτσι, μέχρι το 17ο αιώνα, σε πόλεις όπως η


Κωνσταντινούπολη, η ζύμωση των παραπάνω ποιητικών και
μουσικών στοιχείων, παράλληλα με το αστικό περιβάλλον και
τα κοινωνικά του χαρακτηριστικά έδωσε στο λαϊκό τραγούδι
ένα συγκεκριμένο χαρακτήρα. Περιηγητές της εποχής
σημειώνουν επίσης την ύπαρξη επαγγελματιών μουσικών,
«Ο Ιερεμία Τσελεμπί, ξεναγώντας μας στην
Κωνσταντινούπολη του 1680, επιβεβαιώνει […]: «Θα

52
Ν. Γεωργιάδης, Από το Βυζάντιο…, 38-39.
53
Μακάμ, από το τουρκικό makam, προερχόμενο από το αραβικό maqām
(‫)م قام‬, που κυριολεκτικά σημαίνει θέση, ονομάζεται στην ανατολική μουσική
το σύστημα των κανόνων που καθορίζει τη σχέση των διαστημάτων μεταξύ
των μουσικών φθόγγων και τον τρόπο της μελωδικής τους ανάπτυξης. Στην
αρχαία ελληνική μουσική το αντίστοιχο σύστημα ονομαζόταν τρόπος, στη
βυζαντινή ήχος και στην ευρωπαϊκή μουσική ονομάζεται κλίμακα.
54
Πεσρέφ, από το τουρκικό peşrev, σύνθετη λέξη προερχόμενη από τα
περσικά, που σημαίνει αυτό που έρχεται πρώτο, ονομάζεται μία ορχηστρική
μορφή στην ανατολική μουσική που χρησιμοποιείται ως εισαγωγικό
κομμάτι.
55
Μανές, από το τουρκικό mâni, ονομάζεται μία ποιητική μορφή της λαϊκής
τουρκικής μουσικής που αποτελείται από τετράστιχα με επτασύλλαβους
στίχους. Στην ελληνική του μορφή ο μανές απαρτιζόταν από δίστιχα, πολλές
φορές κι από ένα δίστιχο, με δεκαπεντασύλλαβους στίχους που απλώνονταν
στη μελωδία παρεμβάλλοντας το επιφώνημα αμάν, από το τουρκικό aman.
56
Ν. Γεωργιάδης, Από το Βυζάντιο…, 38-39.

- 32 -
μπορούσαμε […] ν’ ακούσουμε οργανοπαίχτες και
τραγουδιστές στα γλεντζέδικα καπηλειά […]». 57 Η άνθιση
των επαγγελματιών μουσικών ταυτόχρονα με το πλήθος του
κοινού των πόλεων που ήθελε να διασκεδάσει με αυτό τον
τρόπο, «οδήγησαν στη δημιουργία μονιμότερων χώρων
μουσικής, τραγουδιού και χορού, όπως οι ταβέρνες […] και
προπαντός τα μουσικά καφενεία». 58 Αποτέλεσμα αυτής της
εγκατάστασης σε κλειστούς χώρους ήταν η εναλλαγή σε
λιγότερο «φωνακλάδικα» μουσικά όργανα και η δημιουργία
της λεγόμενης λαϊκής ορχήστρας, που περιλάμβανε διάφορα
έγχορδα μικρότερης κλίμακας όπως βιολιά, σαντούρια,
ούτια, λαούτα ή ταμπουράδες με την παράλληλη, συνήθως,
απουσία κρουστών ή πνευστών οργάνων.59

Από το 18ο αιώνα και μέχρι τις αρχές του 19ου όλο αυτό το
λαϊκό πολιτιστικό φορτίο, μέσω των λιμανιών, αλλά και
περισσότερο σκοτεινών χώρων όπως οι φυλακές, εισχώρησε
με μία διαδικασία ώσμωσης και στον ελλαδικό χώρο. «Ο
Claude Fauriel από τα 1824 κιόλας πιστοποιούσε την ύπαρξη
του λαϊκού τραγουδιού των πόλεων στην Ελλάδα κι
επισήμαινε κάποια από τα χαρακτηριστικά του, όπως το
ερωτικό θέμα και την ομοιοκαταληξία». 60 Λίγο αργότερα
πέρασε στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος και η καντάδα.
Όπως αναφέρει ο Ηλίας Πετρόπουλος, «Η καντάδα φαίνεται
να πέρασε στην ηπειρωτική Ελλάδα μετά την ένωση της
Επτανήσου (1863), προερχόμενη εκ Κεφαλονιάς». 61 Η

57
Eremya Çelebi Kömürciyan, Οδοιπορικό στην Πόλη του 1680 (Αθήνα:
Τροχαλία, 1992), 122, όπως αναφέρεται στο Ν. Γεωργιάδης, ό.π., 37.
58
Ν. Γεωργιάδης, ό.π., 38.
59
Ν. Γεωργιάδης, Από το Βυζάντιο…, 59.
60
Claude Fauriel, Chants Populaires de la Gréce Modern (Παρίσι: Chez
Firmin Didot, 1824), 118-120, όπως αναφέρεται στο Ν. Γεωργιάδης, ό.π., 14.
61
Η. Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα Τραγούδια…, 21.

- 33 -
καντάδα δεν αποτέλεσε μουσικό είδος πλατιάς λαϊκής
απήχησης, αλλά το λαϊκό τραγούδι, ειδικά λίγα χρόνια μετά
την εισαγωγή του μπουζουκιού στη δισκογραφία, δανείστηκε
κάποια στοιχεία από αυτή. Ο Μάρκος Βαμβακάρης τονίζει γι’
αυτή τη διαφορά, «Καντάδες γινόντουσαν με τις κιθάρες. Οι
Κερκυραίοι, οι Κεφαλωνίτες και οι Αθηναίοι. Εδώ στον
Πειραιά, κάτι λιγοστά ήταν. Κάτι που παίζανε με κιθάρες και
μαντολίνα. […] Τους γνώριζα και μ’ αγαπάγανε αν και γω
έπαιζα λαϊκά». 62 Ενώ ο Στέλιος Κερομύτης αφηγείται, «Το
1933 αρχίσαμε να αγωνιζόμεθα με τα τραγούδια μας να
κάνουμε τον κόσμο να το αγαπήσει το μπουζούκι. […] Αλλά
να μην ξεχνάμε ότι υπήρχαν και πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι
είχαν εσφαλμένες αντιλήψεις για το μπουζούκι και αυτούς
συν τω χρόνος με τα τραγούδια τα οποία φτιάχναμε […] τόσο
αρμονικά, με πρίμο-σιγόντο, […] και παρουσιάζαμε ένα λαϊκό
τραγούδι σαν καντάδα, […] εκάναμε […] να το
αγαπήσουν».63

Επιστρέφοντας στο 19ο αιώνα και συγκεκριμένα στα τέλη


του, λαμβάνουν χώρα εφευρέσεις στον τομέα της
ηχογράφησης και ξεκινά η δισκογραφική ιστορία. Το 1877 ο
Thomas Edison, βασισμένος σε μία παλαιότερη ευρεσιτεχνία
του Édouard-Léon Scott de Martinville, εφηύρε το
φωνογράφο, με καταγραφή του ήχου σε μεταλλικό κύλινδρο.
Το 1880 οι Charles Sumner Tainter και Chichester Bell
βελτίωσαν τον κύλινδρο του φωνογράφου, αναπτύσσοντας
κυλίνδρους καλυμμένους με κερί και δημιουργώντας μία νέα
συσκευή καταγραφής, το γραφόφωνο. Λίγα χρόνια

62
Αγγελική Βέλλου-Κάιλ, επιμ., Μάρκος Βαμβακάρης, Αυτοβιογραφία
(Αθήνα: Παπαζήση, 1978), 203.
63
Στέλιος Κερομύτης, “Στέλιος Κερομύτης, Η Ιστορία του Μπουζουκιού”,
συνέντευξη από Ηλία Πετρόπουλο, 19 Νοεμβρίου 1967, όπως αναφέρεται
στο Η. Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα Τραγούδια…, 260.

- 34 -
αργότερα, το 1887, ακολούθησε μία βελτιωμένη εκδοχή
καταγραφής σε επίπεδο δίσκο από τον Emil Berliner, ενώ η
συσκευή αναπαραγωγής ονομάστηκε γραμμόφωνο. 64

Η ελληνική πλευρά της ιστορίας της δισκογραφίας


ξεκίνησε το 1896 με τη φωνή του Μιχάλη Αραχτίντζη, στη
Νέα Υόρκη. 65 Τις επόμενες τρεις περίπου δεκαετίες
ηχογραφήσεις Ελλήνων καλλιτεχνών και γενικότερα
ελληνικών τραγουδιών πραγματοποιούνταν σε πόλεις των
Ηνωμένων Πολιτειών, όπως η Νέα Υόρκη ή το Σικάγο, αλλά
και σε μεγάλες πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου όπως η
Θεσσαλονίκη, η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη, η
Αλεξάνδρεια και το Κάιρο.66 Οι ηχογραφήσεις αυτές γίνονταν
στο πλαίσιο του ενδιαφέροντος των δισκογραφικών
εταιρειών για τραγούδια με ethnic χαρακτήρα και
βασίστηκαν αρχικά πάνω στο εθνοτικό μωσαϊκό των
αμερικανικών πόλεων των αρχών του 20ου αιώνα, το οποίο
είχε σχηματίσει ένα ανάλογο κοινό. 67 Για τις ηχογραφήσεις

64
EMI Archive Trust, “History of Recorded Music Timeline” (EMI Archive
Trust, 1996). Διαθέσιμο στο:
https://www.emiarchivetrust.org/about/history-of-recording/
(Πρόσβαση: 9.5.2021).
65
Άννα Βλαβιανού, “Ένας Αιώνας που Γράφτηκε με Νότες”, Το Βήμα, 13
Οκτωβρίου 1996. Διαθέσιμο στο:
https://www.tovima.gr/2008/11/24/opinions/enas-aiwnas-poy-graftike-
me-notes-2/ (Πρόσβαση: 19.11.2020).
66
Ά. Βλαβιανού, “Ένας Αιώνας… .
67
Ντίνος Κόγιας, “Φωνές της Ξενιτιάς, Μουσικοί και Μουσικές της Σάμου
στη Δισκογραφία 78 στροφών των ΗΠΑ”, στο Η Σάμος στις 78 Στροφές,
Ιστορικές Ηχογραφήσεις 1918 – 1958, επιμ. Νίκος Διονυσόπουλος
(Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2009), 81, όπως αναφέρεται
στο Σταύρος Μαραγκουδάκης, “Δισκογραφία 78 Στροφών, Η Διαμόρφωση
της Μουσικής του Χαρίλαου Πιπεράκη στο Ιστορικό, Κοινωνικό και Μουσικό
Πλαίσιο της Αμερικής” (Διπλωματική Εργασία, ΤΕΙ Ηπείρου, 2011), 37.
Διαθέσιμο στο:

- 35 -
στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου ο Αριστομένης
Καλυβιώτης σημειώνει, «Από το 1898 η αγγλική εταιρία “The
Gramophone Co Ltd” αρχίζει ηχογραφήσεις στην Ευρώπη.
Τον Μάιο/Ιούνιο του 1900 πραγματοποιεί ηχοληψίες στην
Κωνσταντινούπολη […]. Στην Αθήνα […] οι πρώτες
ηχογραφήσεις για εμπορικούς σκοπούς έγιναν το 1906 […].
Στη Θεσσαλονίκη […] το 1909 […]. Οι ηχοληψίες γίνονταν
σύμφωνα με τους κανόνες της εποχής, από περιοδεύοντα
συνεργεία, συνήθως μέσα σε αίθουσες ξενοδοχείων. […] Τα
τραγούδια που ηχογραφήθηκαν ήταν τούρκικα, […] ελληνικά,
σέρβικα, βουλγάρικα, αλβανικά και σεφαραδίτικα. […] Τα
ελληνικά που έχουν εντοπισθεί μέχρι στιγμής είναι όλα
λαϊκού ύφους».68 Από το 1924 εγκαθίσταντο στον ελληνικό
χώρο και συγκεκριμένα στην Αθήνα, μόνιμα παραρτήματα
των δισκογραφικών εταιρειών. Αρχικά από την εταιρεία
Odeon, έπειτα από τη Gramophone, με τα σήματα Columbia
και His Master’s Voice, ενώ ακολούθησαν κι άλλες, όπως η
γερμανική Polydor και η γαλλική Pathé. 69 Το 1930
δημιουργήθηκε το εργοστάσιο παραγωγής δίσκων της
Columbia στον Περισσό, οπότε ξεκίνησε ένα νέο κεφάλαιο
της ελληνικής δισκογραφίας. Την περίοδο αυτή εδραιώθηκε
ουσιαστικά και η επώνυμη λαϊκή δημιουργία. 70

https://apothetirio.lib.uoi.gr/xmlui/bitstream/handle/123456789/508/lp
m_000142.pdf?sequence=1 (Πρόσβαση: 19.11.2020).
68
Αριστομένης Καλυβιώτης, Θεσσαλονίκη, Η Μουσική Ζωή Πριν το 1912
(Καρδίτσα: Αριστομένης Καλυβιώτης, 2015), 91-93.
69
Ά. Βλαβιανού, “Ένας Αιώνας… .
70
Ά. Βλαβιανού, ό.π. και βλ. Παναγιώτης Κουνάδης, “Η Ελληνική
δισκογραφία”, στο Εις Ανάμνησιν Στιγμών Ελκυστικών, Κείμενα Γύρω από
το Ρεμπέτικο, επιμ. Παναγιώτης Κουνάδης (Αθήνα: Κατάρτι, 2003), 2:353,
όπως αναφέρεται στο Σ. Μαραγκουδάκης, “Δισκογραφία 78 Στροφών…, 35-
36.

- 36 -
Η δισκογραφία επίδρασε στο λαϊκό τραγούδι
επηρεάζοντας και τα δομικά του χαρακτηριστικά. Η πιο
άμεση αλλαγή ήταν αυτή της διάρκειας του τραγουδιού και
προέκυψε από τους τεχνικούς περιορισμούς του δίσκου. 71 Ο
Ηλίας Πετρόπουλος αναφέρει πως, «Τα παλιά μουρμούρικα72
του περασμένου αιώνα (19ου) ήσανε μακροσκελή, […] ο
καθένας έλεγε ένα δίστιχο (όποιο θυμότανε) που το κόλλαγε
στον χαβά του τραγουδιού. Έτσι συχνά […] έδιναν την
εντύπωση ενός σουρεαλιστικού ταμπλό. […] Όμως, το
ρεμπέτικο έλαβε μια σταθερή ποιητική φόρμα με τρεις-
τέσσερις στροφές […]. Αιτία αυτής της επανάστασης υπήρξε
η εισαγωγή του δίσκου των 78 στροφών, που με την αυστηρή
χρονική διάρκειά του (3΄20΄΄) έκοψε την ασύνδετη
πολυλογία των μουρμούρικων». 73 Ένας ακόμη τεχνικός
παράγοντας που φαίνεται να επηρέασε τον τρόπο ερμηνείας
είναι η διαδικασία καταγραφής σε κέρινη μήτρα. 74 Όπως
αφηγείται η Σωτηρία Μπέλλου, «Τοποθετούσαν το κερί με
ειδική επεξεργασία πάνω στον φωνογράφο κι εκεί πάνω η
βελόνα χάραζε το τραγούδι. Πάνω σε κάθε κερί γραφόταν ένα
τραγούδι και η επεξεργασία του γινόταν τελικά στην Αγγλία.
Δεν μπορούσαμε να ακούσουμε αυτό που είχαμε γράψει πριν
γίνει η επεξεργασία και γι’ αυτό […] προσέχαμε να τα πούμε

71
Η. Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα Τραγούδια…, 39 και βλ. Ηλίας Πετρόπουλος,
Τα Μικρά Ρεμπέτικα, 2η έκδ. (Αθήνα: Κέδρος, 1984), 9.
72
Μουρμούρικο, ονομαζόταν το τραγούδι της ανώνυμης δημιουργίας,
ρεμπέτικο, με προέλευση από τη φυλακή ή τον τεκέ. Ο χαρακτηρισμός
αντικατόπτριζε τον τρόπο με τον οποίο τραγουδιόταν, με φωνή χαμηλή,
βαθιά και υπόκωφη.
73
Η. Πετρόπουλος, Ρεμπετολογία…, 75-76.
74
Α. Βέλλου-Κάιλ, επιμ., Μάρκος Βαμβακάρης…, 159 και βλ. Νέαρχος
Γεωργιάδης και Τάνια Ραχματουλίνα, Ρένα Στάμου, Μια Εγκυκλοπαίδεια του
Ρεμπέτικου (Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 2009), 94.

- 37 -
καλά για να μην χαραμίζουμε κεριά. Μέχρι τα πρώτα χρόνια
μετά την απελευθέρωση έτσι γίνονταν οι δίσκοι».75

Πέρα από τέτοιου είδους αλλαγές η δισκογραφία


διαμόρφωσε και άλλα χαρακτηριστικά του λαϊκού
τραγουδιού. Ο Νίκος Διονυσόπουλος σχολιάζει, «Αν και η
δισκογραφία (τα πρώτα χρόνια) αντλεί το υλικό της συνήθως
από την προϋπάρχουσα συλλογική μνήμη […] τα προσωπικά
χαρακτηριστικά και οι επιλογές των ερμηνευτών, μέσα από τη
διάδοση των δίσκων επηρεάζουν και διαμορφώνουν την
εξέλιξη και την αισθητική του τοπικού ρεπερτορίου,
διευρύνοντάς το ταυτόχρονα».76 Την πρώτη περίοδο μέχρι τη
δεκαετία του ’20, που οι ηχογραφήσεις γίνονταν κυρίως στις
Ηνωμένες Πολιτείες, πρωτοστατούσαν λαϊκά τραγούδια της
ανώνυμης δημιουργίας, με κυρίαρχα στοιχεία από τη
μικρασιατική μουσική παράδοση και ερμηνεύτριες όπως η
Κυριακούλα Αντωνοπούλου, ή κα Κούλα, 77 και η Μαρίκα
Παπαγκίκα. 78 Στα μέσα της δεκαετίας του ’20, με την
εγκατάσταση μόνιμων παραρτημάτων των δισκογραφικών
εταιρειών, δημιουργήθηκε σημαντικός όγκος ηχογραφήσεων
από τον ελληνικό χώρο. Στα παραρτήματα τοποθετήθηκαν
επικεφαλής Μικρασιάτες μουσικοί, όπως ο Παναγιώτης
Τούντας, ο Κώστας Σκαρβέλης, ή Παστουρμάς, ο Σπύρος

75
Σοφία Αδαμίδου, Σωτηρία Μπέλλου, Πότε Ντόρτια Πότε Εξάρες (Αθήνα:
Λιβάνη, 1998), 106-107.
76
Νίκος Διονυσόπουλος, “Η Σάμος στις 78 Στροφές, Πρόλογος”, στο Η Σάμος
στις 78 Στροφές…, 17-18, όπως αναφέρεται στο Σ. Μαραγκουδάκης,
“Δισκογραφία 78 Στροφών…, 34.
77
Αρχείο Κουνάδη, “Κα Κούλα” (Αρχείο Κουνάδη, 2019). Διαθέσιμο στο:
https://www.vmrebetiko.gr/item/?id=3612 (Πρόσβαση: 21.5.2021).
78
Αρχείο Κουνάδη, “Παπαγκίκα Μαρίκα” (Αρχείο Κουνάδη, 2019).
Διαθέσιμο στο: https://www.vmrebetiko.gr/item/?id=3622 (Πρόσβαση:
21.5.2021).

- 38 -
Περιστέρης και ο Γιάννης Δραγάτσης, ή Ογδοντάκης. 79 Οι
ηχογραφήσεις διαφοροποιήθηκαν ως προς το ύφος, είχαν
προηγηθεί τα γεγονότα του 1922, τα τραγούδια συνδέθηκαν
με ζητήματα που αφορούσαν από κοινού τα κατώτερα λαϊκά
στρώματα και τον υπόκοσμο, ενώ αναδείχθηκαν φωνές όπως
αυτές της Σάρα Εσκενάζυ, ή Ρόζας, της Ειρήνης Αμπατζή, ή
Ρίτας, του Κώστα Μασσέλου, ή Νούρου, και του Βαγγέλη
Σοφρωνίου, ή Βαγγελάκη.80 Την περίοδο αυτή συνεχίστηκαν
ηχογραφήσεις τραγουδιών της ανώνυμης δημιουργίας,
ρεμπέτικων, ενώ δεν εμφανίστηκαν ουσιαστικά επώνυμες
λαϊκές συνθέσεις εκτός μερικών περιπτώσεων όπως του
Παναγιώτη Τούντα, 81 του Κώστα Σκαρβέλη και του Γιάννη
Δραγάτση.

79
Κώστας Χατζηδουλής, επιμ., Γιάννης Παπαϊωάννου, Ντόμπρα και Σταράτα,
Αυτοβιογραφία (Αθήνα: Κάκτος, 1982), 39. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου
αναφέρει επίσης τον εξαιρετικό Σμυρνιό συνθέτη Βαγγέλη Παπάζογλου, ή
Αγγούρη, τον οποίο χαρακτηρίζει «σχολείο ολόκληρο».
80
Κ. Χατζηδουλής, επιμ., Γιάννης Παπαϊωάννου…, 39.
81
Ο Παναγιώτης Τούντας έμεινε στην ιστορία ως ο πρώτος λαϊκός συνθέτης
με το όνομά του σε ετικέτα δίσκου. Η πρώτη εμφάνιση του ονόματός του
έγινε σε ηχογράφηση στη Νέα Υόρκη με το τραγούδι, Η Εύθυμος Χήρα.
Victor 72489, 1919. Εμφανίστηκε πρώτος, επίσης ως συνθέτης, και στην
περίοδο των ηχογραφήσεων που έγιναν από τα μόνιμα παραρτήματα των
εταιρειών στην Αθήνα, με το, Σμυρνιά. Odeon GA-1040, 1925. Το τραγούδι
ανήκει στη γκρίζα ζώνη που αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο καθώς
οι στίχοι προϋπήρχαν και τραγουδιόνταν στη Σμύρνη από τις αρχές του 20ου
αιώνα. Το ίδιο τραγούδι είχε ηχογραφηθεί, με ελαφρώς παραλλαγμένους
στίχους και μελωδία, ήδη δύο φορές στις Ηνωμένες Πολιτείες ως ανώνυμη
δημιουργία. Ερμηνεύτρια ήταν η Μαρίκα Παπαγκίκα και τα τραγούδια που
κυκλοφόρησαν τα, Ανών. δημ., Σμυρνιά. Columbia 7011-F, 1924 και Ανών.
δημ., Σμυρνιά Ρεμπέτικο. Greek Record Company GRC-511, 1924.
Ενδιαφέροντες αποτελούν οι χαρακτηρισμοί στις ετικέτες των δίσκων, όπου
το τραγούδι ως ανώνυμη δημιουργία το 1924 χαρακτηρίστηκε ρεμπέτικο,
ενώ το 1925 με φερόμενο συνθέτη τον Παναγιώτη Τούντα χαρακτηρίστηκε
ως λαϊκόν.

- 39 -
Οι ηχογραφήσεις από την Αθήνα κυκλοφόρησαν και στις
Ηνωμένες Πολιτείες διαμορφώνοντας το εκεί υφιστάμενο
ελληνικό ρεπερτόριο. Έτσι, στα τέλη της δεκαετίας του ’20
σημειώθηκε μία υποχώρηση μεγάλων ερμηνευτριών όπως η
Μαρίκα Παπαγκίκα, ενώ συνέχισαν δισκογραφικά
ερμηνευτές όπως ο Γιώργος Θεολογίτης, ή Κατσαρός, και ο
Θεόδοτος Δημητριάδης, ή Τέτος, οι οποίοι υιοθέτησαν
υφολογικά στοιχεία από τις ηχογραφήσεις της Αθήνας. 82
Ερμηνεύτηκαν τραγούδια που αποτελούνταν από αδέσποτα
δίστιχα με πηγές στο χώρου του υποκόσμου, ενώ στις
ενορχηστρώσεις υπήρξε αύξηση της χρήσης κάποιων
εγχόρδων όπως η κιθάρα και το μπουζούκι. Ιδιαίτερες
περιπτώσεις οργανοπαικτών αποτέλεσαν ο Γιώργος
Θεολογίτης, με τη μοναδική χρήση της κιθάρας στις
ηχογραφήσεις, και ο Μανώλης Καραπιπέρης, ή Μάνιος, ο
οποίος το 1928-1929, με προτροπή του προηγούμενου,
ηχογράφησε έξι τραγούδια με μπουζούκι, εκ των οποίων
κυκλοφόρησαν τα τέσσερα. 83 Οι ηχογραφήσεις αυτές ήταν
από τις πρώτες του μπουζουκιού στην ιστορία, ίσως και οι
πρώτες σε αυτό το ύφος.84 Τρία χρόνια αργότερα, το 1932, ο

82
Steve Frangos, “Μαρίκα Παπαγκίκα, 1890-1943”, Παράδοση και Τέχνη,
Ιανουάριος-Φεβρουάριος, Τεύχος 37 (1998): 24.
83
Αρχείο Κουνάδη, “Καραπιπέρης Μανώλης” (Αρχείο Κουνάδη, 2019).
Διαθέσιμο στο: https://www.vmrebetiko.gr/item/?id=3661 (Πρόσβαση:
21.5.2021).
84
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία η πρώτη ηχογράφηση με μπουζούκι
στην ιστορία, είναι αυτή του τραγουδιού, Ανών. δημ., Χήρα Ν’ Aλλάξεις τ’
Όνομα. Αριθμός ΡΚ-1004, 1917, η οποία πραγματοποιήθηκε στο Γκέρλιτς
(Görlitz) της Γερμανίας. Το τραγούδι, πρόκειται για μανέ, ερμηνεύτηκε από
τον Απόστολο Παπαδιαμάντη, ανιψιό του συγγραφέα, ενώ μπουζούκι έπαιξε
ο Συριανός, Κώστας Καλαμαράς βλ. Μαρία Ρηγούτσου, “Φωνές Ελλήνων στο
Γκέρλιτς του Α’ Π. Πολέμου”, Deutsche Welle, 20 Ιουνίου 2014. Διαθέσιμο
στο: https://p.dw.com/p/1CMiC (Πρόσβαση: 24.5.2021). Μία δεκαετία
αργότερα, το 1928, ο Μανώλης Καραπιπέρης ηχογράφησε τα, Ανών. δημ.,

- 40 -
Ιωάννης Χαλικιάς, ή Jack Gregory ή Τζακ Γρηγορίου,
ηχογράφησε με μπουζούκι, επίσης στις Ηνωμένες Πολιτείες,
ένα δίσκο με δύο οργανικά κομμάτια, τα οποία είχαν
δισκογραφικό αντίκτυπο μέχρι την απέναντι πλευρά του
Ατλαντικού.85

Στις εκτελέσεις αυτής της περιόδου, που έγιναν στις


Ηνωμένες Πολιτείες, συναντώνται κάποιοι από τους σπόρους
που οδήγησαν στην εισαγωγή του μπουζουκιού στην εγχώρια
δισκογραφία κάποια χρόνια αργότερα. Οι παραπάνω
ερμηνευτές και οργανοπαίκτες επηρέασαν, με τους δίσκους
τους, το κλίμα των ηχογραφήσεων πίσω στην Ελλάδα, ενώ
στην περίπτωση του Θεόδοτου Δημητριάδη αυτό έγινε πιο
άμεσα και δραστικά, καθώς επισκέφθηκε αρκετές φορές την
Ελλάδα από το 1930 έως το 1935, ως υπεύθυνος των
ηχογραφήσεων της εταιρείας RCA Victor. 86 Το 1930
συγκεκριμένα διενέργησε μία σειρά ηχογραφήσεων στην
Αθήνα, όπου γνώρισε τον πολυτάλαντο Κώστα Μπέζο και τον
προέτρεψε να ηχογραφήσει ορισμένα τραγούδια, επάνω στο
ύφος των αμερικανικών ηχογραφήσεων, με το ψευδώνυμο Α.

Τουτ’ οι Μπάτσοι Που ‘Ρθαν τώρα /Ανών. δημ., Από Κάτω Απ’ τις Ντομάτες.
Columbia 56137-F, 1928, τα οποία χαρακτηρίστηκαν στην ετικέτα του δίσκου
ως ρεμπέτικα ζεϊμπέκικα και στα αγγλικά ως αλήτικα (bum songs). Ένα
χρόνο μετά ηχογράφησε τα, Ανών. δημ., Αϊβαλιώτικο Ζεϊμπέκικο /Ανών.
δημ., Αϊντίνικο Ζεϊμπέκικο. Victor V-528028, 1929.
85
Πρόκειται για τα οργανικά, Το Μυστήριο Ζεϊμπέκικο /Μινόρε του Ντεκέ.
Columbia 56294-F, 1932. Ένα χρόνο μετά ο Χαλικιάς ηχογράφησε τα, Ράστε
του Ντεκέ /Μουρμούρικο Ζεϊμπέκικο. Columbia 56327-F, 1933. Για την
επιρροή που άσκησαν επάνω σε συνθέτες, όπως ο Γιάννης Παπαϊωάννου βλ.
Κ. Χατζηδουλής, επιμ., Γιάννης Παπαϊωάννου…, 21.
86
Αρχείο Κουνάδη, “Δημητριάδης Τέτος” (Αρχείο Κουνάδη, 2019).
Διαθέσιμο στο: https://www.vmrebetiko.gr/item/?id=3607 (Πρόσβαση:
21.5.2021).

- 41 -
Κωστής.87 Τα τραγούδια αυτά απευθύνονταν στην αγορά των
Ηνωμένων Πολιτειών αλλά κυκλοφόρησαν και στην Ελλάδα
από ιδιώτες που είχαν αγοράσει τους δίσκους, κάνοντας
μεγάλη επιτυχία.88 Τον επόμενο χρόνο, το 1931, υπήρξε μία
ακόμη περίπτωση ηχογράφησης μπουζουκιού, αυτή τη φορά
στην Ελλάδα, από το Θανάση Μανέτα.89 Ο Θανάσης Μανέτας
ήταν δεξιοτέχνης μπουζουκτσής της προ δισκογραφικής
περιόδου, ενώ αντιπροσώπευε κυρίως το ύφος των
τραγουδιών της λεγόμενης Παλιάς Αθήνας, παίζοντας
μπουζούκι με ευρωπαϊκές επιρροές. 90 Ο Γιώργος Ζαμπέτας
αναφέρει συγκεκριμένα πως, «Παίζανε διάφορες καντρίλιες,
βαλσάκια […] και κείνα τα τραγούδια της παλιάς Αθήνας […]
κι όλα αυτά τα παίζανε με μπουζούκι, τετράχορδο μπουζούκι.
[…] Ήτανε όμως δεξιοτέχνες, το μασάγανε το μπουζούκι.
Ειδικά ένας παλιός, ο Μανέτας, ήτανε μεγάλη μορφή. […]

87
Αρχείο Κουνάδη, “Μπέζος Κώστας” (Αρχείο Κουνάδη, 2019). Διαθέσιμο
στο: https://www.vmrebetiko.gr/item/?id=3629 (Πρόσβαση: 21.5.2021).
88
Ο Κώστας Μπέζος ηχογράφησε το 1930, με τη χρήση κιθάρας τα
τραγούδια, Στην Υπόγα /Ανών. δημ., Ήσουνα Ξυπόλυτη. Victor V-58061,
1930, τα, Γιάννης Δραγάτσης, Γιάννης Χασικλής /Ανών. δημ., Κάηκε Ένα
Σχολείο. Victor V-58067, 1930 και τα οργανικά, Ανών. δημ., Ντερτηλίδικος
Χορός /Τρούμπα. Victor V-58080, 1930.
89
Πρόκειται για τα τραγούδια, Ανών. δημ., Τα Δίστιχα του Μάγκα /Ανών.
δημ., Καλέ Μάνα Δεν Μπορώ. Columbia DG-147, 1931. Ο συγκεκριμένος
δίσκος περιέχει την πρώτη ηχογράφηση μπουζουκιού στην Ελλάδα, ενώ τα
τραγούδια είναι πολύ κοντά στο ύφος των μουρμούρικων. Γίνεται παράθεση
ανεξάρτητων, νοηματικά, δίστιχων και χρήση επαναληπτικών φράσεων,
προσομοιάζοντας τη στιγμή που ο ερμηνευτής προσπαθούσε να θυμηθεί ένα
δίστιχο, τραγουδώντας παράλληλα μια φράση επάνω στο ρυθμό, εδώ
συγκεκριμένα, ντέρι ρι ντεντέρι. Στην ετικέτα αναγράφεται ο ερμηνευτής με
το ευφάνταστο ψευδώνυμο Σπαχάνης, το οποίο προέρχεται από το
αντίστοιχο ουδέτερο επίθετο, σπαχάνι, που χρησιμοποιούσαν οι μάγκες για
να περιγράψουν το χασίς με προέλευση από το Ισπαχάν (Ισφαχάν) της
Περσίας, σημερινό Ιράν.
90
Α. Βέλλου-Κάιλ, επιμ., Μάρκος Βαμβακάρης…, 262.

- 42 -
Παίζανε ευρωπαϊκά, κερκυραίικα, κεφαλλονίτικα. […]
Παίζανε κάπου-κάπου και κάνα ζεϊμπεκάκι».91

Οι παραπάνω ηχογραφήσεις, και κυρίαρχα αυτές του


Ιωάννη Χαλικιά, μέσα από την εμπορική τους επιτυχία, σε
συνδυασμό με το γεγονός πως ορισμένοι από τους
υπευθύνους των παραρτημάτων στην Ελλάδα, όπως ο Σπύρος
Περιστέρης, αποτελούσαν και οι ίδιοι δεξιοτέχνες εγχόρδων,
όπως το μαντολίνο,92 λειτούργησαν καταλυτικά, οδηγώντας
στις ηχογραφήσεις του 1932, με τους Μάρκο Βαμβακάρη και
Γιώργο Μπάτη, και τη σύνδεση έκτοτε οργάνων όπως το
μπουζούκι και ο μπαγλαμάς με το επώνυμο λαϊκό τραγούδι.

91
Ιωάννα Κλειάσιου, Γιώργος Ζαμπέτας, Βίος και Πολιτεία (Αθήνα: Ντέφι,
1997), 54-55.
92
Κ. Χατζηδουλής, επιμ., Γιάννης Παπαϊωάννου…, 45. Η σχέση του
μαντολίνου με αρκετούς λαϊκούς συνθέτες και δεξιοτέχνες του μπουζουκιού,
αλλά και με παλαιότερους μάγκες κυρίως στην Αθήνα, ήταν αρκετά στενή
βλ. Ηλίας Πετρόπουλος, Το Άγιο Χασισάκι, 6η έκδ. (Αθήνα: Νεφέλη, 1987),
20-21· Κ. Χατζηδουλής, ό.π., 20-22.

- 43 -
- 44 -
- 45 -
- 46 -
- 47 -
- 48 -
- 49 -
- 50 -
- 51 -
- 52 -
- 53 -
- 54 -
- 55 -
- 56 -
- 57 -
- 58 -
- 59 -
- 60 -
3.Γεωγραφική Ανάλυση

Η γέννηση καθώς και η μετέπειτα διαμόρφωση του


νεότερου λαϊκού τραγουδιού έχει συνδεθεί γεωγραφικά με
κάποιους τόπους και συγκεκριμένα με ορισμένες πόλεις του
ευρύτερου ελληνικού χώρου. Οι πόλεις αυτές μοιράζονταν
χαρακτηριστικά όσον αφορά στην τοποθεσία τους, την
κοινωνική και οικονομική δομή, αλλά και τη σύσταση του
πληθυσμού τους, τα οποία λειτούργησαν καταλυτικά στη
δημιουργία και την άνθιση του μουσικού αυτού είδους.

Η πρώτη από αυτές, χτισμένη στη νότια είσοδο του


Βοσπόρου και γύρω από τον Κεράτιο Κόλπο, η «μεγαλύτερη
πόλη των μέσων και νεότερων χρόνων, όπου μιλιόταν η
νεοελληνική γλώσσα […] η Νέα Ρώμη», 93 η
Κωνσταντινούπολη. Η πρωτεύουσα πάλαι ποτέ
αυτοκρατοριών, από τη Ρωμαϊκή μέχρι την Οθωμανική,
έφτασε να αριθμεί κατά το 10ο αιώνα ένα εκατομμύριο
κατοίκους,94 δικαιολογώντας ονομασίες όπως Μεγαλόπολις ή
Πόλις.

Ο πληθυσμός της, από την κατάκτηση των Λατίνων το 13 ο


αιώνα μέχρι την Άλωση, μειωνόταν συνεχώς φτάνοντας έναν
αριθμό μικρότερο των 100.000 κατοίκων το 1453.95 Μετά την

93
Νέαρχος Γεωργιάδης, Από το Βυζάντιο στο Μάρκο Βαμβακάρη, 4η έκδ.
(Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 2018), 22.
94
Tamara Talbot Rice, Ο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος των Βυζαντινών
(Αθήνα: Παπαδήμα, 1990), 22, όπως αναφέρεται στο Ν. Γεωργιάδης, ό.π.,
23.
95
Robert Mantran, Η Καθημερινή Ζωή στην Κωνσταντινούπολη τον Αιώνα
του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (Αθήνα: Παπαδήμας, 1991), 77, όπως
αναφέρεται στο Ν. Γεωργιάδης, ό.π., 26-27.

- 61 -
Άλωση η κατάσταση αυτή άρχισε να αλλάζει καθώς πολλοί
κάτοικοί της «γύρισαν πίσω στην Πόλη, μέσα στα πλαίσια της
επιθυμίας του Μωάμεθ Β΄ να επανοικίσει τη νέα του
πρωτεύουσα».96 Οι Σουλτάνοι που διαδέχθηκαν τον Μωάμεθ
Β΄ ακολούθησαν παρόμοια οδό. «Έτσι, είτε υποχρεωτικά είτε
εθελοντικά, στην πρωτεύουσα εγκαταστάθηκαν […]: Έλληνες
από τη Σμύρνη και τη Μικρά Ασία […] τη Θράκη, την
Πελοπόννησο, τον Πόντο και τα νησιά του Αιγαίου. Εβραίοι
από τη Θεσσαλονίκη, τα Βαλκάνια, την Ισπανία […]. Αρμένιοι
[…]. Άραβες, διωγμένοι από την Ισπανία, Σύροι, Αιγύπτιοι,
Πέρσες, Τσιγγάνοι, Αρβανίτες, Σέρβοι, Βούλγαροι, Βλάχοι».97
Παράλληλα στην Κωνσταντινούπολη ζούσαν πολλοί Φράγκοι
κάτοικοι, ιδίως στην περιοχή του Γαλατά, καθώς ο Μωάμεθ
Β΄ είχε ανανεώσει τα προνόμιά τους μετά την Άλωση. 98 Ως
αποτέλεσμα, ο πληθυσμός της Πόλης αυξανόταν συνεχώς,
φτάνοντας το 16ο αιώνα περίπου τους 500.000 κατοίκους, 99
ενώ μέχρι το 17ο αιώνα ο αριθμός αυτός σχεδόν
διπλασιάστηκε.100 Μέσα σε αυτό το πολυεθνοτικό αμάλγαμα
οι Ρωμιοί, ελληνόφωνοι Χριστιανοί, αποτελούσαν τη δεύτερη
μεγαλύτερη πληθυσμιακή ενότητα, με τον αριθμό τους να
φτάνει τις 250.000 στα τέλη του 18ου αιώνα.101

96
Lord Kinross, Οι Οθωμανικοί Χρόνοι (Λευκωσία: Σπύρου Ονησιφόρου,
1980), 138, όπως αναφέρεται στο Ν. Γεωργιάδης, Από το Βυζάντιο…, 28.
97
R. Mantran, ό.π., 78-79, 83, όπως αναφέρεται στο Ν. Γεωργιάδης, ό.π.,
30.
98
R. Mantran, Η Καθημερινή Ζωή…, 78-79, 83, όπως αναφέρεται στο Ν.
Γεωργιάδης, ό.π., 29.
99
R. Mantran, ό.π., 79, όπως αναφέρεται στο Ν. Γεωργιάδης, ό.π., 32.
100
Nikolai Todorov, Η Βαλκανική Πόλη 15ος-19ος Αιώνας (Αθήνα: Θεμέλιο,
1986), 1:99, όπως αναφέρεται στο Ν. Γεωργιάδης, ό.π., 32.
101
Δανιήλ Φιλιππίδης και Γρηγόριος Κωνσταντάς, Γεωγραφία Νεωτερική
(Βιέννη: Johann Thomas Trattner, 1791), 1:276. Διαθέσιμο στο:
http://onassislibrary.gr/uploads/mediaem/documents/01242.pdf

- 62 -
Ο πληθυσμός αυτός ήταν εγκατεστημένος σε διάφορες
περιοχές και μαχαλάδες της Κωνσταντινούπολης, όπως τα
Ψωμαθιά, η Βλάγκα και το Γεντί Κουλέ ή Επταπύργιο στην
Σταμπούλ, την παλιά πόλη, τα Ταταύλα, συνοικία που
συστάθηκε από Ρωμιούς νησιώτες, αιχμάλωτους, εργάτες το
16ο αιώνα, ο Γαλατάς, στα βόρεια του Κερατίου Κόλπου, και
το Πέραν, ύψωμα πάνω από το Γαλατά, που κατοικήθηκε το
17ο αιώνα.102

Σχετικά με την οικονομική και κοινωνική δομή της Πόλης,


ο Evliya Çelebi, περιηγητής και συγγραφέας του 17 ου αιώνα,
αναφέρει την ύπαρξη 1.000 διαφορετικών επαγγελμάτων,
ενώ περιγράφει τουλάχιστον 700 από αυτά.103 Οι παραπάνω
επαγγελματίες ήταν οργανωμένοι σε ισνάφια, 104 τα οποία
λειτουργούσαν ως μονάδες επαγγελματικής αλλά και
κοινωνικής οργάνωσης, προσδίδοντας στα μέλη τους μια
ταυτότητα μέσα στο αστικό περιβάλλον. Σε τέτοιου είδους
ισνάφια ήταν ενταγμένοι και οι επαγγελματίες μουσικοί της
Κωνσταντινούπολης, 105 οι οποίοι ανέρχονταν σε αρκετές
χιλιάδες καθώς στην Πόλη υπήρχαν πολλές ευκαιρίες για

(Πρόσβαση: 5.7.2021) και βλ. Δ. Φιλιππίδης και Γρ. Κωνσταντάς, Γεωγραφία


Νεωτερική (Αθήνα: Ερμής, 1988), 219, όπως αναφέρεται στο Ν. Γεωργιάδης,
Από το Βυζάντιο…, 33.
102
Ν. Γεωργιάδης, ό.π., 33.
103
Αλέξανδρος Πάλλης, Σελίδες από τη Ζωή της Παλιάς Γενιτσαρικής
Τουρκίας, 2η έκδ. (Αθήνα: Εκάτη, 1990), 142, όπως αναφέρεται στο Ν.
Γεωργιάδης, ό.π., 34.
104
Ισνάφι, από το τουρκικό esnaf, προερχόμενο από το αραβικό ṣinf (‫)ف ِنص‬,
ْ
που σημαίνει κατηγορία, τάξη ή κλάση, ονομαζόταν η συντεχνία
επαγγελματιών ή όπως μεταφέρθηκε επίσης στα ελληνικά, το σινάφι. Τα
ισνάφια, όπως αναφέρθηκε, ενείχαν πέρα από επαγγελματικές και
κοινωνικές, πολιτικές ή ακόμη και ερωτικές μορφές σχέσεων.
105
R. Mantran, Η Καθημερινή Ζωή…, 350, όπως αναφέρεται στο Ν.
Γεωργιάδης, ό.π., 34.

- 63 -
«τραγούδι, χορό και εγλεντζέ […]: τα πολυάριθμα πανηγύρια,
οι θρησκευτικές γιορτές […] οι οικογενειακές γιορτές, και
ιδίως οι γάμοι».106 Επιπλέον, το κάθε ένα από τα υφιστάμενα
ισνάφια, συνεργαζόταν με συγκεκριμένες ορχήστρες, τις
οποίες και καλούσε στις γιορτές και τα γλέντια που
διοργάνωνε.107

Η διάθεση αλλά και η ανάγκη των Κωνσταντινουπολιτών


για μουσική και χορό, όπως έχει αναφερθεί, είχε ως
αποτέλεσμα τη δημιουργία μονιμότερων χώρων που
εξυπηρετούσαν αυτή τη λειτουργία, 108 ενώ αυτή η
εγκατάσταση σε εσωτερικούς χώρους οδήγησε και στη χρήση
αντίστοιχων μουσικών οργάνων. Όπως αναφέρει ο Ηλίας
Πετρόπουλος, «Οι λαοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
ξεχώριζαν, ευκρινώς, τις ορχήστρες για τα σαράγια 109 (και,
γενικότερα, για τους εσωτερικούς χώρους) από τις λαϊκές
ορχήστρες των πανηγυριών. Η ορχήστρα του πανηγυριού ήτο
θορυβώδης και βασιζότανε στο νταούλι και στον ζουρνά […].
Στους καφενέδες και στις λοκάντες 110 της Ισταμπούλ έπαιζαν
κάτι μικρές ορχήστρες, αποτελούμενες από χαμηλόφωνα
όργανα: βιολιά, ούτια, νάι, σαντούρια». 111 Περιηγητές
περιγράφουν τα μαγαζιά αυτά και σημειώνουν τη
συγκέντρωσή τους σε ορισμένους μαχαλάδες. «Όταν λες
Γαλατά είναι σαν να λες ταβέρνα», γράφει χαρακτηριστικά ο

106
Κυριάκος Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα (Αθήνα: [χ.ε.],
1984), 1:648, όπως αναφέρεται στο Ν. Γεωργιάδης, Από το Βυζάντιο…, 35.
107
Ν. Γεωργιάδης, ό.π., 35-36.
108
Ν. Γεωργιάδης, ό.π., 36.
Σαράι, από το τουρκικό saray, προερχόμενο από το περσικό sarai (‫)سرای‬,
109

ονομαζόταν το παλάτι, το μέγαρο ή κατ’ επέκταση το μεγαλοπρεπές κτίριο.


110
Λοκάντα, από το ιταλικό locanda, ονομαζόταν το πανδοχείο που πρόσφερε
φαγητό ή κατ’ επέκταση η ταβέρνα.
111
Η. Πετρόπουλος Ρεμπετολογία, 7η έκδ. (Αθήνα: Κέδρος, 1990), 92-93.

- 64 -
Evliya Çelebi, ενώ αναφέρει την ύπαρξη τουλάχιστον
διακοσίων καταστημάτων και καταγωγίων στην περιοχή. 112

Στο πλαίσιο της πολύβουης αστικής ζωής και μέσα στο


χώρο του υποκόσμου, χαρακτηριστικότερος τύπος της Πόλης
υπήρξε ο νταής ή καπάνταης. 113 «Οι καπανταήδες της
Ισταμπούλ φαίνεται να ξεκίνησαν σαν αντίβαρο της κρατικής
εξουσίας», 114 σημειώνει ο Ηλίας Πετρόπουλος. Ο
αρχιτέκτονας Πάνος Νικολή Τζελέπης περιγράφει αναλυτικά
τους άγραφους κανόνες που καθόριζαν τη ζωή των νταήδων.

«Η ζωή του «νταή» είτανε μια συνεχής ανταρσία στην


όποια κυρίαρχη κατάστασι […] και μια ασταμάτητη αντίσταση
στην άρχουσα τάξη που την υποστήριζε. […] (Οι νταήδες)
όταν βλέπανε πως οι εκτελεστές του νόμου και οι φάβλοι115
συνεργάτες τους αδικούσανε τους «φουκαρά-αντάμ»116 […]
τους προστατέβανε σα ναταν δικοί τους άνθρωποι. […] Αρχές
και κοινωνία τους θεωρούσαν αναρχικούς. […] Οι «νταήδες»
είχανε μεταξύ τους αληλοεκτίμησι κ’ εφαρμόζανε αληλέγγυοι
τους άγραφους νόμους τους. […] Στην αναγνώριση ενός
«νταή» δεν πρόβαλε κανένα εμπόδιο, ούτε θρησκείας, μήτε

112
R. Mantran, Η Καθημερινή Ζωή…, 35, όπως αναφέρεται στο Ν.
Γεωργιάδης, Από το Βυζάντιο…, 36.
113
Νταής, από το τουρκικό dayi, που κυριολεκτικά σημαίνει θείος,
ονομαζόταν κατ’ επέκταση ο προστάτης. Kαπάνταης, από το τουρκικό
kabadayi, σύνθετη λέξη προερχόμενη από το επίθετο kaba, τραχύς, δυνατός
αλλά και εριστικός, και το ουσιαστικό dayi, ονομαζόταν ο ανυπότακτος, ο
άνθρωπος με δικούς του κανόνες ηθικής και τιμής, ο άφοβος μπροστά στο
νόμο, καθώς και ο πρώτος ανάμεσα στους νταήδες.
114
Η. Πετρόπουλος, Ρεμπετολογία…, 53.
115
Στο απόσπασμα διατηρήθηκε αυτούσια η γραφή του Πάνου Νικολή
Τζελέπη.
116
Φουκαρά-αντάμ, από το τουρκικό fukara, που σημαίνει φτωχός και adam,
άντρας, άνθρωπος και κατ’ επέκταση φίλος, σύντροφος.

- 65 -
εθνότητας ουδέ φυλής. […] Οι δουλειές που εξασκούσαν οι
«νταήδες» […] είταν από τις πιο ασήμαντες […] ώσαμε τις πιο
[…] σημαντικές. Οι πιο καλοστεκάμενοι είχανε καφενείο ή
καπηλειό […]. Λίγοι ήταν από τα σημαίνοντα μέλη
«τουλούμπας» – πυροσβεστικής αντλίας […]. Μα το πιο
προσοδοφόρο επάγγελμά τους είτανε το λαθρεμπόριο […]:
χασίς, όπιο, τουμπεκί, καπνό».117

Ο Ηλίας Πετρόπουλος συμπληρώνει πως, «Ο καπάνταης


της Ισταμπούλ […] δεν ήταν, αναγκαστικά, τούρκος. Κατά τα
φαινόμενα, οι αρβανίτες υπήρξαν οι πλέον ατίθασοι υπήκοοι
του σουλτάνου».118

Η δεύτερη πόλη, πήρε το όνομά της από τη σύζυγο του


Κασσάνδρου, ο οποίος την ίδρυσε ενώνοντας 26 κώμες στην
περιοχή του Θερμαϊκού Κόλπου. Έπειτα από 150 χρόνια
περίπου υποτάχθηκε στους Ρωμαίους, στα τέλη του 6ο αιώνα
πολιορκήθηκε από τους Σλάβους, ενώ από τον 9ο μέχρι το 10ο
αιώνα διεκδικήθηκε από τους Βούλγαρους και τότε «γεμίζει
για πρώτη φορά από πρόσφυγες».119 Κυριεύθηκε από Άραβες
και Σταυροφόρους, πουλήθηκε στους Βενετούς και
κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς το 1430. 120
«Θεσσαλονίκη, Σαλονίκη, Σαλονίκ, Σελιανίκ, Σαλονίκο,
Σαλόνικα και Σόλουν· μικρή Κωνσταντινούπολη και Νέα

117
Πάνος Νικολή Τζελέπης, Ένας Νταής, Ιστορίες του Νταή Σταβρή, Βιβλίο
Β΄ (Αθήνα: [χ.ε.], 1971), 9-20, όπως αναφέρεται στο Ηλίας Πετρόπουλος,
Υπόκοσμος και Καραγκιόζης, 8η έκδ. (Αθήνα: Νεφέλη, 1978), 47-56.
118
Η. Πετρόπουλος, Ρεμπετολογία…, 13-14.
119
Γιώργος Λεκάκης, Η Θεσσαλονίκη στο Ελληνικό Τραγούδι (Αθήνα:
Συνέχεια, 1992), 12-14.
120
Δ. Φιλιππίδης και Γ. Κωνσταντάς, Γεωγραφία Νεωτερική…, 1:253.
Διαθέσιμο στο:
http://onassislibrary.gr/uploads/mediaem/documents/01242.pdf
(Πρόσβαση: 5.7.2021) και βλ. Γ. Λεκάκης, Η Θεσσαλονίκη…, 14.

- 66 -
Ιερουσαλήμ […] η οιονεί προσφυγομάνα»,121 όπως γράφει ο
Θωμάς Κοροβίνης.

Μετά την άλωσή της ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του


πληθυσμού της χάθηκε, ενώ ο Μουράτ Β΄, με κύριο μέλημα
την εποίκισή της, μετέφερε 1.000 οικογένειες Γιουρούκων,122
από την περιοχή των Γιαννιτσών, και άλλες 1.000
διασκορπισμένων Θεσσαλονικέων από τις γύρω περιοχές, οι
οποίες αποτέλεσαν την πληθυσμιακή βάση της πόλης.123 Τον
πληθυσμό, καθώς και τον πολυεθνοτικό χαρακτήρα της
πόλης, ενίσχυσαν οι Εβραίοι που έφταναν κατά χιλιάδες,
διωγμένοι από την Κεντρική Ευρώπη και την Ισπανία στα
τέλη του 15ου αιώνα. 124 Στις αρχές του 16ου αιώνα η
Θεσσαλονίκη αριθμούσε 2.645 εβραϊκές, 1.229 οθωμανικές
και 989 χριστιανικές οικογένειες, 125 ενώ όπως αναφέρει ο
Mark Mazower, τα διαδοχικά κύματα προσφύγων που
έφταναν στην πόλη από την Ισπανία, οδήγησαν σε αλματώδη
αύξηση του πληθυσμού, περί τις 30.000, το ήμισυ του οποίου

121
Θωμάς Κοροβίνης, Τι Πάθος Ατελείωτο, και Άλλες Ιστορίες (Αθήνα: Άγρα,
2014), 10.
122
Γιουρούκοι ή γιουρούκηδες, από το τουρκικό Yörük, το οποίο προέρχεται
από το ρήμα yürü, περπατώ, ονομαζόταν μία νομαδική τουρκμενική φυλή
που κατοικούσε κυρίως στα υψίπεδα της Ανατολίας και είχε μεταφερθεί στη
Μακεδονία μετά την κατάκτησή της από τους Οθωμανούς.
123
Φωκίων Κοτζαγεώργης, “Η Οθωμανική Μακεδονία, Τέλη ΙΔ’ – Τέλη ΙΖ’
Αιώνα” (Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα, 2007, αρχειοθέτηση,
Internet Archive, Wayback Machine, 1996). Διαθέσιμο στο:
https://web.archive.org/web/20120127200240/http://www.imma.edu.gr
/imma/history/06.html (Πρόσβαση: 20.5.2021).
124
Γ. Λεκάκης, Η Θεσσαλονίκη…, 15.
125
Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας, 1354-1833
(Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 1992), 99.

- 67 -
αποτελούσαν οι Εβραίοι. 126 Μέχρι το 18ο αιώνα τα
πληθυσμιακά επίπεδα της πόλης σημείωναν συχνές
αυξομειώσεις, με κύριες αιτίες τις εξάρσεις ασθενειών, όπως
η χολέρα, αλλά και μίας άλλης χρόνιας πληγής. Όπως
επισημαίνει ο Ηλίας Πετρόπουλος, «Η Θεσσαλονίκη – όπως
ακριβώς η Ισταμπούλ – επλήτετο ανέκαθεν από την μάστιγα
της φωτιάς. Κάθε δέκα-είκοσι χρόνια μια πυρκαγιά
κατέτρωγε το μεγαλύτερο τμήμα της πόλεως».127 Κατά το 18ο
αιώνα ο πληθυσμός της πόλης ξεπέρασε τους 50.000
κατοίκους, αριθμός που έφτασε τις 100.000 στα τέλη του 19ου
αιώνα. 128 Στο κατώφλι του 20ου αιώνα το πληθυσμιακό
χαρμάνι της Θεσσαλονίκης απαρτιζόταν κυρίως από
Εβραίους, έπειτα Τούρκους και Ρωμιούς, με τους τελευταίους
να αποτελούν περίπου το 20 τοις εκατό του συνολικού
πληθυσμού, ενώ το ψηφιδωτό συμπλήρωναν Αρμένιοι,
Σέρβοι, Βούλγαροι, Αρβανίτες και Φραγκολεβαντίνοι. 129

Οι εθνοτικές αυτές ομάδες βρίσκονταν σε διάφορους


μαχαλάδες της πόλης, με τους Εβραίους και τους διάφορους
Χριστιανούς να είναι εγκατεστημένοι κυρίως χαμηλά, στο
κέντρο. Η πολεοδομία της Θεσσαλονίκης, για αρκετούς
αιώνες, δεν είχε εθνικό γνώμονα αλλά μία κοινωνική
απόχρωση, «οι πλούσιοι διέμεναν στην Πάνω Πόλη, ενώ η
φτωχολογιά κατοικούσε στις κάτω συνοικίες, που τις εθέριζε

126
Mark Mazower, Θεσσαλονίκη, Η Πόλη των Φαντασμάτων (Αθήνα:
Αλεξάνδρεια, 2006), 75.
127
Ηλίας Πετρόπουλος, Θεσσαλονίκη, Η Πυρκαγιά του 1917, 3η έκδ.
(Θεσσαλονίκη: Μπαρμπουνάκης, 1980), 169.
128
Stanford Jay Saw, “The Ottoman Census System and Population, 1831-
1914”, International Journal of Middle East Studies, Τόμος 9, Τεύχος 3
(1978): 338. Διαθέσιμο στο: http://www.jstor.org/stable/162768
(Πρόσβαση: 10.7.2021).
129
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 169.

- 68 -
η φωτιά και η χολέρα». 130 Η συνθήκη αυτή άρχισε να
μεταβάλλεται στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν το 1866, «ο
βαλής 131 […] της Θεσσαλονίκης Σαμπρή Πασάς δίνει με
ασημένιο σφυρί το πρώτο χτύπημα στο […] θαλάσσιο τείχος
της πόλης: […] ο δε θαλασσινός μπάτης και ο βαρδάρης
δροσίζουν και απολυμαίνουν τον αέρα της πόλης».132 Περίπου
δέκα χρόνια αργότερα ξεκίνησε και η κατεδάφιση μέρους του
Ανατολικού και Δυτικού Τείχους, ενώ άρχισαν οι εργασίες
διάπλασης της παραλίας, με επιχωματώσεις και
133
πλακοστρώσεις.

Όσον αφορά στην οικονομική πτυχή της, η Θεσσαλονίκη


διέθετε, αμέσως μετά την Κωνσταντινούπολη, έντονο
εμπορικό χαρακτήρα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης. Η
περαιτέρω οικονομική ανάπτυξη της πόλης συνδέθηκε άμεσα
με την έλευση των Εβραίων προσφύγων από την Ισπανία,
καθώς από το 16ο αιώνα άνθισαν, εκτός από το εμπόριο,
τομείς της βιοτεχνίας όπως η υφαντουργία και η βυρσοδεψία
αλλά και άλλοι όπως η τυπογραφία. 134 Η πόλη έλαβε ακόμη
μεγαλύτερη εμπορική σημασία κατά το 19ο αιώνα λόγω της
διάνοιξης της διώρυγας του Σουέζ και της σιδηροδρομικής

130
Η. Πετρόπουλος, Θεσσαλονίκη, Η Πυρκαγιά…, 171 και βλ. Κώστας
Τομανάς, Χρονικό της Θεσσαλονίκης (1875-1920) (Σκόπελος: Εκδοτικές
Νησίδες, 1995), 8.
131
Βαλής, από το αραβικό walīy (‫)وال ي‬, που σημαίνει φύλακας, προστάτης,
ονομαζόταν ο διοικητής ενός γεωγραφικού διαμερίσματος της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας, ορισμένος από το Σουλτάνο με καθήκοντα πολιτικής,
οικονομικής και στρατιωτικής διαχείρισης.
132
Κ. Τομανάς, ό.π., 8.
133
Κ. Τομανάς, ό.π., 8 και βλ. Αριστομένης Καλυβιώτης, Θεσσαλονίκη, Η
Μουσική Ζωή Πριν το 1912 (Καρδίτσα: Αριστομένης Καλυβιώτης, 2015), 13·
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 171.
134
Κώστας Τομανάς, Οι Ταβέρνες της Παλιάς Θεσσαλονίκης (Αθήνα:
Εξάντας, 1991), 57.

- 69 -
της σύνδεσης με την Ευρώπη. 135 Τα διάφορα είδη
επαγγελματιών της Θεσσαλονίκης ήταν οργανωμένα σε
ισνάφια, κατά το παράδειγμα της Πόλης. Σύμφωνα με
κατάστιχο της ελληνικής κοινότητας, το οποίο συντάχθηκε
για την καταβολή χρέους, το 1792-1794 υπήρχαν στην πόλη
τουλάχιστον 39 συντεχνίες όπου συμμετείχαν μόνο
Χριστιανοί, ανάμεσα στις οποίες αναφέρονται ψωμάδες,
σιμιτζήδες, 136 μπογιατζήδες, κάπηλοι, 137 ραφτάδες,
παπουτσήδες, μπακάληδες, κοϊμτζήδες, 138 σαμαράδες,
βαρελάδες, ζεκερτζήδες, 139 κασάπηδες και γουναράδες. 140
Εκτός από τα παραπάνω ισνάφια υπήρχαν, το λιγότερο άλλα

135
Α. Καλυβιώτης, Θεσσαλονίκη, Η Μουσική Ζωή…, 13 και βλ. Κ. Τομανάς,
Οι Ταβέρνες…, 57· Κ. Τομανάς, Χρονικό της Θεσσαλονίκης…, 69, 77. Στη
σελίδα 69 του τελευταίου υπάρχει απόσπασμα από άρθρο του Φάρου της
Μακεδονίας, 18 Ιανουαρίου 1886, το οποίο αναφέρει χαρακτηριστικά, «Μετ’
ου πολύ η ημετέρα πόλις συνδέεται σιδηροδρομικώς μεθ’ απάσης της
Ευρώπης. Θα δύναται πας τις εξ ημών την τρίτην νύκτα από της αναχωρήσεως
αυτού εκ της πόλεώς μας να ακροάται εν τη Grande Opera των Παρισίων τους
αρίστους της μουσικής ερμηνευτάς […]».
136
Σιμιτζής, από το τουρκικό simitçi, το οποίο προέρχεται από το simit, στα
ελληνικά σιμίτι, κουλούρι, ονομαζόταν ο κουλουρτζής ή γενικότερα ο
πωλητής αρτοσκευασμάτων.
137
Κάπηλος ή κατά το λαϊκότερο κάπελας, από το αρχαίο ελληνικό κάπηλος,
μικροπωλητής και καπηλείον, οινοπωλείο, ονομαζόταν ο ταβερνιάρης, ο
υπεύθυνος του καπηλειού.
138
Κοϊμτζής ή κοεμτζής ή κουγιουμτζής, από το τουρκικό kuyumcu, το οποίο
προέρχεται από το kuyum, κόσμημα, ονομαζόταν ο χρυσοχόος ή
κοσμηματοπώλης.
139
Ζεκερτζής ή σεκερτζής, από το τουρκικό şekerci, το οποίο προέρχεται από
το şeker, ζάχαρη αλλά και γλυκό, ονομαζόταν ο ζαχαροπλάστης.
140
Ευάγγελος Χεκίμογλου, “Χριστιανικές Συντεχνίες της Θεσσαλονίκης στα
Τέλη του 18ου Αιώνα”, Πρακτικά Ε΄ Επιστημονικού Συμποσίου, Χριστιανική
Θεσσαλονίκη: Οθωμανική Περίοδος 1430-1912 (1993): 125-126. Διαθέσιμο
στο: (PDF) Χριστιανικές συντεχνίες της Θεσσαλονίκης στα τέλη του 18ου
αιώνα // Christian esnafs in Thessaloniki, late 18th century | Evanghelos
Hekimoglou - Academia.edu (Πρόσβαση: 12.7.2021).

- 70 -
τόσα, στα οποία συμμετείχαν Εβραίοι και Τούρκοι
επαγγελματίες. Η σημασία της εβραϊκής κοινότητας
αντικατοπτριζόταν σε αυτές τις συντεχνίες καθώς, κατά το
19ο αιώνα πάνω από τα ¾ των εμπορικών οίκων ήταν
ιδιοκτησίες Εβραίων, ενώ ανάμεσα στις τάξεις τους είχαν,
«4.000 εμπόρους, 4.000 μικροεπαγγελματίες, 2.000
αχθοφόρους, 600 βαρκάρηδες, 250 μικροπωλητές […], 220
τεχνίτες-μικροβιοτέχνες, […] 8.000 εργάτες». 141 Οι σχέσεις
μεταξύ εθνοτήτων και επαγγελματικών κλίσεων βρίσκονταν
σε ισχύ μέχρι και τον 20ο αιώνα, με τα ζαχαροπλαστεία να
ανήκουν σε Σέρβους, το εμπόριο του καφέ να κρατείται από
Αρμένιους και τα περισσότερα χασάπικα να διαχειρίζονται
από Αρβανίτες.142

Πέρα από την οικονομική της πλευρά η Θεσσαλονίκη


διέθετε και ανεπτυγμένη μουσική κίνηση. Ρεσιτάλ και
παραστάσεις ανήκαν στην ημερήσια διάταξη αλλά, όπως
αναφέρει και ο Αριστομένης Καλυβιώτης, «η μουσική ζωή της
πόλης δεν είναι μόνον αυτή που παρουσιάζει ο τοπικός Τύπος
[…]. Τραγούδια κάθε είδους κυκλοφορούν στο λιμάνι, στα
χάνια143 και στις αγορές».144 Ήδη από τα τέλη του 17ου αιώνα
περιηγητές όπως ο Evliya Çelebi αναφέρουν την ύπαρξη
περισσότερων από τριακοσίων καταστημάτων στην περιοχή
του Βαρδάρη, τα οποία λειτουργούσαν ως χάνια, καπηλειά,
καφενέδες ή μποζαχανέδες 145 και «όπου μαζεύονταν και

141
Κ. Τομανάς, Χρονικό της Θεσσαλονίκης…, 184.
142
Η. Πετρόπουλος, Θεσσαλονίκη, Η Πυρκαγιά…, 171.
143
Χάνι, από το τουρκικό han, προερχόμενο από το περσικό xân (‫)خان‬,
ονομαζόταν το πανδοχείο που διέθετε χώρο για τα ζώα, δωμάτια για ύπνο,
φαγητό και ποτό.
144
Α. Καλυβιώτης, Θεσσαλονίκη, Η Μουσική Ζωή…, 18.
145
Μποζαχανές, από το τουρκικό boza, ρόφημα από ζύμωση αραβοσίτου και
σιταριού με χαμηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ και hane, προερχόμενο από

- 71 -
περνούσαν την ώρα τους τραγουδιστές, μουσικοί, […]
ταξιδιώτες». 146 Κατά το 18ο και 19ο αιώνα τα διάφορα
καταστήματα διασκέδασης βρίσκονταν κυρίως στο
Φραγκομαχαλά, κοντά στην Οθωμανική Τράπεζα, 147 ενώ από
τον 20ο αιώνα οι χώροι που έφεραν τέτοιες χρήσεις
αναπτύχθηκαν κατά μήκος της παραλίας και στην Πλατεία
Αποβάθρας, τη λεγόμενη Πλατεία Ελευθερίας. 148 Οι χοροί
που συναντούσε κανείς στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν ο
συρτός, ο καλαματιανός, λιγότερο συχνά ο ζεϊμπέκικος, ενώ
όπως αναφέρει ο Χρήστος Γουγούσης, «Εκείνο δε το οποίον
ήτο απόλαυσις, ήτο να βλέπης τους χορούς κασάπικο και
καρσιλαμά χορευομένους από Θεσσαλονικείς».149

Στα μάτια των αστών και τις σελίδες του Τύπου οι χώροι
αυτοί ήταν εστίες του υποκόσμου και έτσι αναφέρονταν.
«Ουχί σπανίως λαμβάνουσι χώραν εν καιρώ νυκτός έριδες και
διαπληκτισμοί εν τοις απειραρίθμοις χαμαιτυπείοις», 150
προειδοποιούσε τους αναγνώστες ο Ερμής, το 1879. Οι στενές
σχέσεις της Θεσσαλονίκης με την Κωνσταντινούπολη
μεταφράζονταν και στο χώρο του υποκόσμου. Ενδιαφέρουσα
ένδειξη αποτελεί η ύπαρξη και στις δύο πόλεις Φρουρίου

το περσικό khâne (‫)خان ه‬, που σημαίνει μεταξύ άλλων σπίτι, κατοικία ή μέρος,
τόπος.
146
Κ. Τομανάς, Οι Ταβέρνες…, 58 και βλ. Α. Καλυβιώτης, Θεσσαλονίκη, Η
Μουσική Ζωή…, 19-21· Κώστας Τομανάς, Τα Καφενεία της Παλιάς
Θεσσαλονίκης, 3η έκδ. (Θεσσαλονίκη: Εκδοτικές Νησίδες, 1990), 17.
147
Κ. Τομανάς, Οι Ταβέρνες…, 58.
148
Αλέξανδρος Γρηγορίου και Ευάγγελος Χεκίμογλου, Η Θεσσαλονίκη των
Περιηγητών, 1430-1930 (Αθήνα: Μίλητος, 2008), 193, όπως αναφέρεται στο
Α. Καλυβιώτης, ό.π., 27-28 και βλ. Κ. Τομανάς, ό.π., 58.
149
Χρήστος Γουγούσης, “Η Παληά Σαλονίκη”, στο Θεσσαλονίκη, Η Μουσική
Ζωή…, 79.
150
Ερμής, 17 Αυγούστου 1879, στο Χρονικό της Θεσσαλονίκης…, 37 και βλ.
Α. Καλυβιώτης, Θεσσαλονίκη, ό.π., 35.

- 72 -
Επταπυργίου ή Γεντί Κουλέ151 που λειτουργούσε ως φυλακή.
Έτσι, στη Θεσσαλονίκη μέχρι τον 20ο αιώνα, κυριαρχούσε,
μεταξύ άλλων,152 ο τύπος του νταή.153

Η τρίτη πόλη-σταθμός, ένα από τα αρχαιότερα λιμάνια της


Μεσογείου και το πλέον σημαντικό εμπορικό λιμάνι της
Τουρκίας, χτισμένη στο βάθος ενός κόλπου απέναντι από το
νησί της Χίου, γνώρισε ιδιαίτερη ακμή κατά την ελληνιστική
και ρωμαϊκή περίοδο, ενώ αποτέλεσε σημαντικό ναυπηγικό
κέντρο κατά το Βυζάντιο.154 Η λεγόμενη κάποτε Γκιαούρ, 155
Άπιστη, λόγω της πολυεθνοτικής της σύστασης και του
έντονου ελληνικού στοιχείου της, η πόλη του Μινόρε, η
Σμύρνη.

Στις αρχές του 11ου αιώνα η πόλη καταλήφθηκε από τους


Σελτζούκους, στα μέσα του 14ου αιώνα κατακτήθηκε από τους
Σταυροφόρους, ενώ από το 15ο αιώνα περιήλθε στο Σουλτάνο

151
Γεντί Κουλέ, από το τουρκικό Yedikule, σύνθετη λέξη προερχόμενη από
το yedi, επτά και kule, πύργος.
152
Ο Ηλίας Πετρόπουλος αναφέρει τους μάγκες που καθόντουσαν στους
καφενέδες της Ακρόπολης, στη Θεσσαλονίκη, ως ξακουστούς μαχαλόμαγκες
βλ. Ηλίας Πετρόπουλος, Το Άγιο Χασισάκι, 6η έκδ. (Αθήνα: Νεφέλη, 1987),
143-144.
153
Για μία ζωντανή εικόνα της ζωής και της δράσης ενός νταή στη
Θεσσαλονίκη των αρχών του 20ου αιώνα βλ. Θωμάς Κοροβίνης, Ο Θρύλος του
Ασλάν Καπλάν (Αθήνα: Άγρα, 2018).
154Louis Bréhier, Le Monde Byzantin, Vie et Mort de Byzance (Παρίσι: Albin
Michele, 1948), 1:4, όπως αναφέρεται στο Γιώργος Τερεζάκης, “Σμύρνης
Μητρόπολις”, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μικρά Ασία, 15
Φεβρουαρίου 2006. Διαθέσιμο στο:
http://www.ehw.gr/asiaminor/Forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemma
ID=6192 (Πρόσβαση: 15.7.2021).
155
Γκιαούρ, από το τουρκικό gâvur, άπιστος, μη Μουσουλμάνος, στο πλαίσιο
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

- 73 -
Μωάμεθ Α΄.156 Στα τέλη του 15ου αιώνα η Σμύρνη αριθμούσε
740 οικογένειες Χριστιανών με τον αριθμό τους να μειώνεται
στις 451 το 16ο αιώνα.157 Ο πληθυσμός της πόλης έφτασε το
17ο αιώνα τις 90.000 κατοίκους, αποτελούμενος από 60.000
Μουσουλμάνους, 15.000 Ρωμιούς, 8.000 Αρμένιους και
7.000 Εβραίους. 158 Κατά το 18ο αιώνα η Σμύρνη
αναπτύχθηκε δημογραφικά, γεγονός συνδεδεμένο με την
εμπορική της άνθιση,159 ενώ μέχρι και το 1800 ο πληθυσμός
της δεν ξεπέρασε τις 100.000 κατοίκους.160 Με την έναρξη
της ελληνικής Επανάστασης μετακινήσεις πληθυσμών, από
την Πελοπόννησο, τα νησιά του Αιγαίου και κυρίως από την
κοντινή Χίο, ενίσχυσαν το χριστιανικό πληθυσμό της
πόλης. 161 Παράλληλα, η πληθώρα θεσμικών αλλαγών στο
εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οδήγησε, από τα
μέσα του 19ου αιώνα, στην περαιτέρω παρουσία μη
μουσουλμανικών πληθυσμών.162 Συγκεκριμένα, περί το 1850
ο πληθυσμός της Σμύρνης έφτασε τις 130.000, ενώ όπως
σημειώνει ο Αυστριακός πρόξενος Karl Ritter von Scherzer
το 1870 η πόλη αριθμούσε 155.000 κατοίκους, από τους
οποίους οι 75.000 ήταν Ρωμιοί, 45.000 Μουσουλμάνοι,

156
Ελισάβετ Ζαχαριάδου, Δέκα Τουρκικά Έγγραφα για την Μεγάλη Εκκλησία
(1483 - 1567) (Αθήνα: Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Ε.Ι.Ε., 1996), 137,
όπως αναφέρεται στο Γ. Τερεζάκης, “Σμύρνης Μητρόπολις… .
157
Ε. Ζαχαριάδου, ό.π., 138, όπως αναφέρεται στο Γ. Τερεζάκης, ό.π.
158
Γ. Τερεζάκης, ό.π.
159
Γ. Τερεζάκης, ό.π.
160
Αλέκα Καραδήμου-Γερολύμπου, “Σμύρνη (Οθωμανική Περίοδος),
Πολεοδομική Εξέλιξη”, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μικρά Ασία,
25 Ιουνίου 2002. Διαθέσιμο στο:
http://asiaminor.ehw.gr/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=61
86 (Πρόσβαση: 15.7.2021).
161
Α. Καραδήμου-Γερολύμπου, ό.π.
162
Α. Καραδήμου-Γερολύμπου, ό.π.

- 74 -
15.000 Εβραίοι, 14.000 Ευρωπαίοι, κυρίως Φράγκοι, και
6.000 Αρμένιοι.163 Τον 20ο αιώνα ο αριθμός αυτός άγγιξε τις
200.000 και το 1916 ο επίσης Αυστριακός Johannes Heinrich
Mordtmann κατέγραψε 300.000 κατοίκους, εκ των οποίων
οι 110.000 ήταν Ρωμιοί, 90.000 Οθωμανοί, 55.000
Ευρωπαίοι και ακολουθούσαν οι Εβραίοι με 30.000 και οι
Αρμένιοι με 15.000.164

Μέχρι τα τέλη του 16ου αιώνα η πόλη διαρθρωνόταν


αμφιθεατρικά, με τον αστικό ιστό να κατηφορίζει από τους
λόφους προς τη θάλασσα και το μικρό λιμάνι. Οι διάφορες
εθνότητες διέμεναν σε διακριτούς μαχαλάδες, ενώ χαμηλά
στην περιοχή του λιμανιού υπήρχαν οι αγορές. 165 Η
εγκατάσταση σημαντικού αριθμού Ευρωπαίων εμπόρων
κατά το 17ο αιώνα οδήγησε στη δημιουργία μίας νέας
οικιστικής μονάδας, έξω από τα παλιά τείχη και κατά μήκος
της ακτής, του Φραγκομαχαλά. 166 Το 18ο αιώνα η πόλη
επεκτάθηκε προς βορρά, όπου αναπτύχθηκαν ελληνικές
συνοικίες όπως ο Νέος Μαχαλάς, τα Σερβετάδικα, η Αγία
Φωτεινή και ο Άγιος Γεώργιος. 167 Η εβραϊκή συνοικία
βρισκόταν γύρω από την αγορά, ο αρμένικος μαχαλάς πιο
βόρεια, σε γειτνίαση με τις νέες ελληνικές συνοικίες, ενώ
στην Πάνω Πόλη εντοπίζονταν οι τουρκικές συνοικίες και

163
Α. Καραδήμου-Γερολύμπου, “Σμύρνη… .
164
Α. Καραδήμου-Γερολύμπου, ό.π.
165
Α. Καραδήμου-Γερολύμπου, ό.π.
166
Α. Καραδήμου-Γερολύμπου, ό.π. και βλ. Φίλιππος Φάλμπος, Ο
Φραγκομαχαλάς της Σμύρνης (Αθήνα: Ενώσις Σμυρναίων, 1970).
167
Μάρκος-Αντώνιος Κατσαΐτης, Δύο Ταξίδια στη Σμύρνη 1740 και 1742,
μτφρ. και επιμ. Φίλιππος Φάλμπος (Αθήνα: Ενώσις Σμυρναίων, 1972), 171,
όπως αναφέρεται στο Α. Καραδήμου-Γερολύμπου, ό.π.

- 75 -
κάποιες παλαιότερες ελληνικές όπως ο Πάνω Μαχαλάς και η
Αγία Bούκλα.168

Η έναρξη της οικονομικής ανάπτυξης της Σμύρνης και της


εξέλιξής της σε σημαντικό εμπορικό κέντρο της Ανατολικής
Μεσογείου ανάγεται στο 16ο αιώνα,169 ενώ έως τις αρχές του
17ου αιώνα το λιμάνι της Χίου ήταν αυτό με τη μεγαλύτερη
σημασία στην περιοχή.170 Η ίδρυση ευρωπαϊκών προξενείων
έδρασε καταλυτικά στην εμπορική άνθιση της πόλης της
Σμύρνης, 171 ενώ η ανοδική πορεία του διαμετακομιστικού
εμπορίου για τις ανάγκες των ευρωπαϊκών βιομηχανιών
προώθησαν επιπλέον την κίνηση του λιμανιού κατά το 18 ο
αιώνα.172 Η ανάπτυξη αυτή μεταφράστηκε και χωρικά καθώς
από το 1750 σημειώθηκαν εργασίες επιχωμάτωσης στο λιμάνι
με αποτέλεσμα την επέκταση της αγοράς. 173 Η οικονομία της
πόλης ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο το 19ο αιώνα, με την
κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής και τη σύνδεση με το
Αϊδίνιο και τη Μαγνησία, ταυτόχρονα με τον ανασχεδιασμό
του λιμανιού και της νέας προκυμαίας, πλάτους 150 μέτρων
και μήκους 3 χιλιομέτρων.174 Η οικονομική ακμή της πόλης
αντικατοπτριζόταν στα είδη επαγγελματιών που

168
Α. Καραδήμου-Γερολύμπου, “Σμύρνη… .
169
Γ. Τερεζάκης, “Σμύρνης Μητρόπολις… .
170
Α. Καραδήμου-Γερολύμπου, ό.π.
171
Elena Frangagis-Syrett, The Commerce of Smyrna in the Eighteenth
Century (1700-1820) (Αθήνα: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών 1992), 24,
όπως αναφέρεται στο Γ. Τερεζάκης, ό.π.
172
Elena Frangagis-Syrett, “The Reaya Communities of Smyrna in the 18th
Century”, στο Νεοελληνική Πόλη, Οθωμανικές Κληρονομιές και Ελληνικό
Κράτος (Αθήνα: Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, 1985), 1:27-42, όπως
αναφέρεται στο Α. Καραδήμου-Γερολύμπου, ό.π.
173
Α. Καραδήμου-Γερολύμπου, ό.π.
174
Α. Καραδήμου-Γερολύμπου, ό.π.

- 76 -
δραστηριοποιούνταν σε αυτή. Σύμφωνα με τον Εμπορικό
Οδηγό Σμύρνης του 1888, στην πόλη συναντιόνταν
τουλάχιστον 105 επαγγελματικές κατηγορίες, οργανωμένες
σε συντεχνίες, μεταξύ των οποίων υπήρχαν, 346 γενικοί
έμποροι, 80 γιατροί, 68 δικηγόροι, 44 τραπεζίτες, 38
φαρμακοποιοί, 31 χρυσοχόοι, 29 έμποροι αποικιακών
αγαθών, 29 έμποροι ξυλείας, 25 αρτοποιοί, 24 έμποροι
αλεύρων, 23 ράφτες, 21 ζαχαροπλάστες, 20 χασάπηδες, 16
κουρείς κ.α. 175 Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Αγγέλα
Παπάζογλου, «Η Σμύρνη εκείνο τον καιρό ήτανε το
μεγαλύτερο λιμάνι τση Μεσογείου. […] Άκουες το λοιπόν εκεί,
και προπάντων το βράδυ, να μιλάνε όλου του κόσμου τσι
γλώσσες».176

Η Σμύρνη διέθετε πλούσια μουσική παράδοση και κίνηση


ανάλογη της οικονομικής της ακμής. Θέατρα,
κινηματογράφοι, εστιατόρια αλλά και εκατοντάδες
καφενέδες, οινοπωλεία και ζυθοπωλεία, 177 όπου
διασκέδαζαν οι μόνιμοι κάτοικοι της πόλης, οι ταξιδιώτες και
οι ναύτες των πλοίων που έδεναν καθημερινά στο λιμάνι.
Ειδικότερα για τους Ρωμιούς κάτοικους η Αγγέλα
Παπάζογλου τονίζει, «Ηγλεντούσαμε εμείς. […] Δε
γλεντούσαμε μόνο στους γάμους ή στσι γιορτές. […] Στο κέφι

175
Levantine Heritage Foundation, “1888 Smyrna Commercial Guide
(Greek)” (Levantine Heritage Foundation, 2015). Διαθέσιμο στο:
http://www.levantineheritage.com/pdf/1888_Smyrna_Commercial_Guide
_(Greek).pdf (Πρόσβαση: 20.5.2021).
176
Γιώργης Παπάζογλου, «Τα Χαΐρια μας Εδώ, Ονείρατα της Άκαυτης και της
Καμμένης Σμύρνης, Αγγέλα Παπάζογλου», 3η έκδ. (Αθήνα: Επτάλοφος,
1986), 57.
177
Zafer Toprak, “Izmir in an Unpublished Monograph, 1920-1921”,
στο Three Ages of Izmir, μτφρ. Virginia Taylor Saçlıoğlu
(Κωνσταντινούπολη: Yapi Kredi Yayinlari, 1993), 227-237, όπως
αναφέρεται στο Α. Καραδήμου-Γερολύμπου, “Σμύρνη… .

- 77 -
μας διαφέραμε σαν τη νύχτα με τη μέρα από τσι ντόπιοι
(παλαιοελλαδίτες)». 178 Οι επαγγελματίες μουσικοί της
Σμύρνης κατείχαν άρτιες γνώσεις, ενώ προέρχονταν από
οικογένειες που υπηρετούσαν αυτή την παράδοση χρόνια,
«την υπηρετούσανε σα νάτανε παπάδες σ’ εκκλησία».179 Τα
ζυθοπωλεία, οι λεγόμενες μπίρες, της Σμύρνης διέθεταν
ψηλά πάλκα που τα Σαββατοκύριακα άνοιγαν από νωρίς το
απόγευμα και έκλειναν μετά τα μεσάνυχτα και στα οποία οι
μουσικοί έπαιζαν ένα ευρύ ρεπερτόριο από ευρωπαϊκά και
παραδοσιακά τραγούδια, αλλά και λαϊκές ανώνυμες
δημιουργίες.180 Από το 19ο αιώνα και μετά την κατασκευή της
προκυμαίας και τη διάνοιξη της ομώνυμης κεντρικής οδού ο
μεγαλύτερος όγκος των κέντρων διασκέδασης
εγκαταστάθηκε εκεί.181

Στη Σμύρνη απαντούσε κι ένας διαφορετικός κόσμος, με


δικούς του ιδιαίτερους κανόνες, ο υπόκοσμος. Μία πληθώρα
τύπων του υποκόσμου, αλάνια182 του λιμανιού, λαθρέμποροι,
αλλά και πιο ιδιαίτερες μορφές όπως αυτή των Ζεϊμπέκων,
συναντιόνταν στην πόλη. Οι Ζεϊμπέκες, Ζεϊμπέκηδες ή
Ζεϊμπέκια αποτελούσαν φυλή πολεμιστών, με πιθανή
Θρακική προέλευση, που δρούσε στα περίχωρα της Σμύρνης
και του Αϊδινίου. Χρησιμοποιήθηκαν από τους Σουλτάνους ως
βοηθητικό σώμα των ζαπτιέδων 183 αλλά η αυξανόμενη

178
Γ. Παπάζογλου, «Τα Χαΐρια μας Εδώ…, 44.
179
Γ. Παπάζογλου, ό.π., 46, 274.
180
Γ. Παπάζογλου, ό.π., 99, 190-191, 277.
181
Α. Καραδήμου-Γερολύμπου, “Σμύρνη… .
182
Αλάνι, από το τουρκικό alan, που σημαίνει δημόσιος, ανοιχτός χώρος,
πλατεία, ονομάζεται το αλητάκι, το παιδί του δρόμου.
183
Ζαπτιές, από το τουρκικό zaptiye, προερχόμενο από το αραβικό dabit
(‫) ضاب ط‬, που σημαίνει αξιωματικός, ονομαζόταν στην Οθωμανική

- 78 -
δύναμή τους οδήγησε στη βίαιη καταστολή τους. 184 Η
αμφίεσή τους περιλάμβανε σαρίκια 185 με κρόσσια στο
κεφάλι, κεντητό αμάνικο γιλέκο, σαλβάρι, 186 τουζλούκια 187
και γεμενιά188 στα πόδια, ενώ χαρακτηριστικότερο στοιχείο
αποτελούσε το δερμάτινο σελάχι 189 όπου κρεμούσαν τα
πολυάριθμα όπλα τους.190 Εξίσου χαρακτηριστικός ήταν και
ο πολεμοχαρής χορός τους, ο ζεϊμπέκικος. Ιδιαίτερη αναφορά
κάνει η Αγγέλα Παπάζογλου και στους βαρκάρηδες της
Σμύρνης που «ήταν ξακουστοί χασικλήδες»,191 τους οποίους
ξεχωρίζει από τον υπόκοσμο καθώς, «ηφερνούντουστε
όμορφα και ήσυχα όπως όλος ο κόσμος» 192 και
«καθούντουστε στα πιο ακριανά τραπέζια και γλεντούσανε με
τα δικά μας τραγούδια […] μινοράκια και τέτοια».193

Αυτοκρατορία το μέλος της χωροφυλακής, η οποία συστάθηκε μετά την


κατάργηση του σώματος των γενίτσαρων.
184
Γ. Παπάζογλου, «Τα Χαΐρια μας Εδώ…, 63.
185
Σαρίκι, από το τουρκικό sarik, ονομάζεται το υφασμάτινο κάλυμμα που
τυλίγεται γύρω από το κεφάλι ή το φέσι.
186
Σαλβάρι, από το τουρκικό şalvar, προερχόμενο από το περσικό šalvâr
(‫) ش لوار‬, που σημαίνει παντελόνι, ονομαζόταν η βράκα.
187
Τουζλούκι, από το τουρκικό tozluk, το οποίο προέρχεται από το toz,
σκόνη, ονομαζόταν η υφασμάτινη περικνημίδα ή όπως είναι αλλιώς γνωστή
η γκέτα, από το ιταλικό ghette.
188
Γεμενί, παπούτσι τύπου Υεμένης, ονομαζόταν το χαμηλό, δερμάτινο
παπούτσι με γυριστή μύτη, το οποίο φοριόταν και «πατητό» ως παντόφλα.
189
Σελάχι, από το τουρκικό silâh, προερχόμενο από το αραβικό silah (‫) سالح‬,
που σημαίνει οπλισμός, ονομαζόταν η φαρδιά, δερμάτινη ζώνη που έδενε με
λουριά και χρησιμοποιούνταν ως οπλοθήκη.
190
Ηλίας Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα Τραγούδια, 13η έκδ. (Αθήνα: Κέδρος,
1979), 12 και βλ. Γ. Παπάζογλου, ό.π., 60.
191
Γ. Παπάζογλου, ό.π., 623-624.
192
Γ. Παπάζογλου, ό.π., 65.
193
Γ. Παπάζογλου, ό.π., 623-624.

- 79 -
Το τελευταίο γεωγραφικό ορόσημο για το λαϊκό τραγούδι
δεν είναι μία πόλη που είχε συνέχεια αιώνων. Πρόκειται
περισσότερο για μία αλληλουχία πόλεων που
δημιουργήθηκαν, μεταξύ άλλων περιστάσεων, στην
προσπάθεια εγκατάστασης ορισμένων νησιωτικών
πληθυσμών στον ελληνικό χώρο, ως αποτέλεσμα της εθνικής
Επανάστασης. Η αλληλουχία αυτή περιγράφεται αναλύοντας
τον τρόπο με τον οποίο οι πρώιμα ανεπτυγμένες οικονομικά
νήσοι, Χίος και Ύδρα οδήγησαν στη δημιουργία της
Ερμούπολης κι έπειτα του Πειραιά.

Η Χίος μετά από τη διάλυση της Βυζαντινής


Αυτοκρατορίας το 13ο αιώνα, πέρασε σε ενετική και
γενουατική κυριαρχία. Από τα μέσα του 14ου αιώνα τη
διοίκηση και οικονομική εκμετάλλευση του νησιού ανέλαβε
η ναυτιλιακή εταιρεία υπό τον τίτλο Μαόνα της Χίου, 194 με
έδρα τη Γένοβα, η οποία είχε προηγουμένως
πραγματοποιήσει πολεμικές επιχειρήσεις στη Μεσόγειο στο
όνομα της Δημοκρατίας της Γένοβας. 195 Η εταιρεία
κυβέρνησε το νησί για περίπου 200 χρόνια, ενώ οι Ρωμιοί
κάτοικοι διατήρησαν πολλά από τα προνόμιά τους. 196 Το
διάστημα αυτό η Χίος αποτέλεσε κύριο εμπορικό κόμβο των

194
Γεώργιος Ζολώτας, Ιστορία της Χίου (Αθήνα: Σακελλαρίου, 1924), 2:398-
401, 405 υποσημ. 2, Maona di Scio. Μαόνα, από το ιταλικό maona,
προερχόμενο πιθανόν από το αραβικό ma’unah (‫)معونة‬, που σημαίνει αρωγή,
υποστήριξη αλλά και συμμετοχή σε ομάδα, ονομαζόταν η ιταλική εταιρεία,
προερχόμενη από τη σύμπραξη εμπόρων-επενδυτών, με στόχο την
αποκόμιση εσόδων μέσω της συλλογής των φόρων από τις αποικίες βλ. Γ.
Ζολώτας, ό.π., 405-406.
195
Γ. Ζολώτας, ό.π., 380-382.
196
Ν. Γεωργιάδης, Από το Βυζάντιο…, 123 και βλ. Χαρίλαος Μπούρας, Χίος
(Αθήνα: Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, 1974), 11, όπως αναφέρεται στο
Βάσιας Τσοκόπουλος, Πειραιάς 1835-1870, Εισαγωγή στην Ιστορία του
Ελληνικού Μάντσεστερ, 3η έκδ. (Αθήνα: Καστανιώτη, 1984), 53-54.

- 80 -
Γενοβέζων αποκτώντας μεγάλη σημασία στο χώρο του
Αιγαίου. 197 Μετά την κατάκτηση της Χίου από τους
Οθωμανούς το 16ο αιώνα οι Χιώτες κατάφεραν, μέσω
συνθηκών, να εξασφαλίσουν εκ νέου προνόμια,
αναλαμβάνοντας παράλληλα τα ηνία του εμπορίου και της
ναυτιλίας που άφησαν οι Γενοβέζοι. 198 Έτσι, από τις αρχές
του 17ου αιώνα σημειώθηκε στο νησί μία από τις πρώτες
συσσωρεύσεις πλούτου στον ελληνικό χώρο,199 και μέχρι το
18ο αιώνα άνθισαν, εκτός από το εμπόριο της μαστίχας,
βιοτεχνικοί τομείς όπως η μεταξουργία και η
βαμβακουργία. 200 Αποτέλεσμα της έντονης εμπορικής
δραστηριότητας ήταν ο σχηματισμός χιώτικων παροικιών, με
κύριες αυτές της Πόλης και της Σμύρνης. 201 Μέσω αυτών των
παροικιών οι Χιώτες λειτούργησαν ως φορείς διάδοσης
διάφορων πολιτιστικών στοιχείων, όπως της αστικής-
νησιωτικής μουσικής τους παράδοσης. 202 Το 1822, μετά την
καταστροφή του νησιού από τον Οθωμανικό στόλο, οι Χιώτες
εγκατέλειψαν το νησί, με τα πιο εύπορα στρώματα να
μετακινούνται προς πόλεις του εξωτερικού και τα λαϊκότερα
φτωχά στρώματα προς τον ελληνικό χώρο.203

197
Ν. Γεωργιάδης, Από το Βυζάντιο…, 123.
198
Ν. Γεωργιάδης, ό.π., 126.
199
Β. Τσοκόπουλος, Πειραιάς 1835-1870…, 53.
200
Γ. Ζολώτας, Ιστορία της Χίου…, 3:310-312, όπως αναφέρεται στο Β.
Τσοκόπουλος, ό.π., 54.
201
Γ. Ζολώτας, Ιστορία της Χίου…, 3:310-320, όπως αναφέρεται στο Β.
Τσοκόπουλος, ό.π., 54.
202
Ν. Γεωργιάδης, ό.π., 128-129.
203
Λουκάς Ράλλης, Αναμνήσεις περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, 2η έκδ.
(Αθήνα: Σακελλαρίου, 1910), 3-4, όπως αναφέρεται στο Β. Τσοκόπουλος,
ό.π., 54.

- 81 -
Η Ύδρα μέχρι το 14ο αιώνα αποτελούσε ένα μικρό, σχεδόν
άγονο νησί. Από τα μέσα έως τα τέλη του 15ου αιώνα
σημειώθηκαν μετακινήσεις οικογενειών Αρβανιτών προς την
Πελοπόννησο και το νησί, εξαιτίας του πρώτου και δεύτερου
Βενετοτουρκικού πολέμου, της πτώσης του Gjergj Kastrioti ή
Σκεντέρμπεη και της κατάκτησης της Ηπείρου και άλλων
ελλαδικών περιοχών από τους Οθωμανούς.204 Ανάμεσα στις
οικογένειες μεταναστών βρίσκονταν μετέπειτα γνωστές
οικογένειες εφοπλιστών όπως οι Λαζαράδες ή Κοκκίνηδες, οι
Ζέρβες ή Κουντουριώτηδες κ.α.205 Στις αρχές του 16ου αιώνα
προστέθηκαν ακόμη δώδεκα οικογένειες μεταναστών από
την Άρτα, την Αττική, την Εύβοια και την Πελοπόννησο, οι
οποίες απασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία,
ενώ όταν ο αριθμός τους έφτασε στις 100 στα τέλη του αιώνα,
στράφηκαν στην αλιεία.206 Έως τότε η ασήμαντη Ύδρα, «ως
μη ούσα γνωστή εις την Οθωμανικήν εξουσίαν, ουτ’
εφορολογείτο, ούτε υπέκειτο εις την Μεγάλην Εκκλησίαν».207
Μέχρι το 17ο αιώνα ο πληθυσμός του νησιού βρισκόταν
συγκεντρωμένος στη χώρα της Ύδρας, τη λεγόμενη τότε
Κιάφα, 208 χτισμένη στο λόφο πάνω από το λιμάνι, η οποία
αριθμούσε 370 σπίτια. 209 Στα τέλη του 17ου αιώνα
σημειώθηκε η αρχή της εμπορικής δραστηριότητας της
Ύδρας με την κατασκευή των πρώτων πλοιαρίων, των

204
Πέτρος Κριεζής και Νικόλαος Κριεζής, επιμ., Ιστορία της Νήσου Ύδρας,
προ της (Ελληνικής) Επαναστάσεως του 1821, υπό Γεωργίου Κριεζή (Πάτρα:
Αγαπητού, 1860), 9-10. Διαθέσιμο στο:
http://digital.lib.auth.gr/record/122536?ln=el (Πρόσβαση: 20.7.2021).
205
Π. Κριεζής και Ν. Κριεζής, ό.π., 9-10.
206
Π. Κριεζής και Ν. Κριεζής, ό.π., 11-12.
207
Π. Κριεζής και Ν. Κριεζής, ό.π., 13.
208
Κιάφα, πιθανόν από το αλβανικό qafë, λαιμός, προερχόμενο ίσως από το
τουρκικό kafa, κεφάλι.
209
Π. Κριεζής και Ν. Κριεζής, ό.π., 15.

- 82 -
λεγόμενων τρεχαντηριών, από Υδραίους, πρώην
210
αιχμάλωτους Αλγερινών πειρατών στην Κρήτη. Στις αρχές
του 18ου αιώνα ακολούθησε η κατασκευή μεγαλύτερων
πλοίων, από τις οικογένειες Κοκκίνη, Κουντουριώτη,
Μιαούλη και Κριεζή, και η επέκταση του εμπορίου αρχικά στο
Αιγαίο κι έπειτα στη Μικρά Ασία και την Πόλη.211 Στα τέλη
του 18ου αιώνα και τις αρχές του 19ου το εμπόριο της Ύδρας
γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή του λόγω του πολέμου της
Ιβηρικής Χερσονήσου, όπου οι Υδραίοι εκμεταλλεύτηκαν τον
αγγλικό αποκλεισμό των Γάλλων από τα ευρωπαϊκά λιμάνια
και ανέλαβαν το εμπόριο σίτου, «επιχείρησις […] όσον
δύσκολος και τρομερά, τόσον και επικερδεστάτη». 212 Οι
Υδραίοι πλοιοκτήτες για την αποφυγή συγκρούσεων με
πειρατές, αλλά και την ανεμπόδιστη επέκταση των
εμπορικών τους δραστηριοτήτων, προέβησαν σε εικονικές
πωλήσεις των πλοίων τους, πρώτα σε Άγγλους εμπόρους με
έδρα τη Μάλτα και μετά τη λήξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου
το 1812 σε Ρώσους. 213 Υπό ρωσική σημαία, η υδραίικη
ναυτιλία γνώρισε υπέρμετρη ανάπτυξη, οδηγώντας σε
αποκόμιση αδρών κεφαλαίων. «Πλούτη άμετρα
επεσωρεύθησαν […] χρυσός […] όθεν επέπρωτο να εξέλθη
όλος δια την 22 του μηνός Μαρτίου 1821 έτους».214 Η ογκώδης
διαρροή κεφαλαίου κατά την εθνική Επανάσταση, οδήγησε
τον πληθυσμό του νησιού, στο τέλος του Αγώνα, σε
εσωτερική μετανάστευση. Οι οικογένειες εφοπλιστών,
επικαλούμενες τη συνεισφορά τους στην Επανάσταση,
στράφηκαν προς την πρωτεύουσα και την πολιτική, ενώ τα

210
Π. Κριεζής και Ν. Κριεζής, επιμ., Ιστορία της Νήσου Ύδρας…, 19.
211
Π. Κριεζής και Ν. Κριεζής, ό.π., 19-21.
212
Π. Κριεζής και Ν. Κριεζής, ό.π., 38-39.
213
Π. Κριεζής και Ν. Κριεζής, ό.π., 60-62.
214
Π. Κριεζής και Ν. Κριεζής, ό.π., 60-62.

- 83 -
φτωχά στρώματα, μένοντας χωρίς απασχόληση,
μετακινήθηκαν προς τις αρτισύστατες βιομηχανικές εστίες
του ελληνικού κράτους.215

Η Σύρος έως το 18ο αιώνα ήταν ένα νησί των Κυκλάδων


χωρίς κάποιο ιδιαίτερο γνώρισμα. Ο πληθυσμός της,
εγκατεστημένος στο Κάστρο, τη μετέπειτα Άνω Χώρα, από τη
Φραγκοκρατία μέχρι τότε κινούταν ανάμεσα σε 800 με 4.000
κατοίκους, οι οποίοι είχαν γεωργικές και κτηνοτροφικές
ασχολίες. 216 Στις αρχές του 19ου αιώνα, με την κήρυξη της
Επανάστασης, άρχισε μία συνεχής ροή πληθυσμών από τον
ελληνικό χώρο προς τη Σύρο, λόγω της προστασίας που
προσέφεραν φράγκικα πλοία στο καθολικό νησί. 217 Το 1822
με την καταστροφή της Χίου, έμποροι και βιοτέχνες μεσαίας
τάξης εγκαταστάθηκαν επίσης στη Σύρο. 218 Με επικεφαλής
αυτούς τους Χιώτες οι προσφυγικοί πληθυσμοί της Σύρου
ίδρυσαν μία νέα πόλη, την πόλη του θεού του εμπορίου, την
Ερμούπολη. 219 Ήδη το 1828 ο πληθυσμός της Σύρου
ανερχόταν σε περίπου 15.000 κατοίκους, αποτελούμενος από
Χιώτες, Σμυρνιούς, Αϊβαλιώτες, Πολίτες, Πελοποννήσιους,
Υδραίους και άλλους νησιώτες.220 Η νέα πόλη, η Ερμούπολη,
μέσα από τη σύνθεση του πληθυσμού της, αντιπροσώπευε

215
Β. Τσοκόπουλος, Πειραιάς 1835-1870…, 57-58.
216
Αγγελική Βέλλου-Κάιλ, επιμ., Μάρκος Βαμβακάρης, Αυτοβιογραφία
(Αθήνα: Παπαζήση, 1978), 20-21.
217
Γενικά Αρχεία Κυκλάδων και Χρήστος Λούκος, Εργατικό Κέντρο
Κυκλάδων, 100 Χρόνια Συλλογικής Δράσης των Εργαζομένων (Σύρος:
Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Κυκλάδων, Ινστιτούτο Εργασίας - ΓΣΕΕ, 2018),
15-16.
218
Β. Τσοκόπουλος, ό.π., 54-55.
219
Β. Τσοκόπουλος, ό.π., 54-55 και βλ. Α. Βέλλου-Κάιλ, ό.π., 21· ΓΑΚ και Χρ.
Λούκος, ό.π., 15-16.
220
Α. Βέλλου-Κάιλ, ό.π., 21.

- 84 -
«τη νέα κοινωνική οργάνωση». 221 Εκεί έπαψαν να ισχύουν
κοινωνικές και οικονομικές δομές όπως τα ισνάφια των
τεχνιτών και για πρώτη φορά στο ελληνικό κράτος
σχηματίστηκαν σχέσεις εργοδοτών, ιδιοκτητών βιομηχανιών,
και εργαζόμενων. Οι παλιοί κάτοικοι της Άνω Χώρας
αποτέλεσαν τα πρώτα εργατικά χέρια αυτής της
οικονομίας. 222 Όπως αφηγείται ο Μάρκος Βαμβακάρης, «Η
Σύρα η Κάτω, η Ερμούπολις, ήταν πιο ωραία […] διότι είχε
[…] αβερτοσύνη. 223 Χτισμένα σπίτια ωραία, πλούσια, που
υπήρχαν τότες εκεί πέρα οι εφοπλιστές […] και πολλοί οι
οποίοι είχανε εργοστάσια, εργοστασιάρχες». 224 Ενώ οι
εύποροι κάτοικοι σχημάτιζαν μία ανερχόμενη αστική τάξη με
έντονο ευρωπαϊκό χαρακτήρα, στη Σύρο δημιουργήθηκε και
μία νέα λαϊκή παράδοση κάτω από την επίδραση
μικρασιατικών, ευρωπαϊκών και τοπικών στοιχείων. 225 Ο
Μάρκος Βαμβακάρης αφηγείται, «Στη Σύρα τότε ο κόσμος
αγαπούσε το χορό. Χόρευαν πολλούς χορούς […]
μικρασιάτικους, τούρκικους, της Πόλης και της Θράκης. Αλλά
εμείς οι Συριανοί φημιζόμαστε ιδίως για το ζεϊμπέκικό

221
Α. Βέλλου-Κάιλ, επιμ., Μάρκος Βαμβακάρης…, 22.
222
Α. Βέλλου-Κάιλ, ό.π., 22-23.
223
Αβερτοσύνη, εκ του αβέρτος, από το βενετικό averto, ανοιχτός, σημαίνει
κυριολεκτικά η απλοχωριά και μεταφορικά η οικονομική άνεση.
224
Α. Βέλλου-Κάιλ, ό.π., 50.
225
Α. Βέλλου-Κάιλ, ό.π., 24 και βλ. Ανέστης Κωνσταντινίδης, επιμ.,
Δημήτριου Βικέλα, Διηγήματα (Αθήνα: Κωνσταντινίδη, 1897), 122.
Διαθέσιμο στο:
https://anemi.lib.uoc.gr/php/pdf_pager.php?rec=/metadata/b/b/a/metad
ata-141-
0000139.tkl&do=76515.pdf&pageno=130&width=402&height=626&maxpa
ge=296&lang=el (Πρόσβαση: 20.7.2021). Ο Δημήτριος Βικέλας στο Φίλιππος
Μάρθα τονίζει πως, «Αι Αθήναι ήσαν πλήρεις έτι φουστανελοφόρων, ότε
πάντες σχεδόν οι Ερμουπολίται, οι οπωσδήποτε διασκελίσαντες τας πρώτας
βαθμίδας της κοινωνικής κλίμακος, εφόρουν φραγκικά».

- 85 -
μας», 226 ενώ προσθέτει πως στο νησί υπήρχαν πολλές
λατέρνες που έπαιζαν ευρωπαϊκά, συρτά, χασάπικα και
ζεϊμπέκικα. 227 Πέρα από τα παραπάνω, ο Μάρκος
Βαμβακάρης θυμάται πως στη Σύρο άκουσε πρώτη φορά
μπουζούκια, τα οποία κατασκεύαζαν «οι φυλακωμένοι […]
για τον εαυτό τους, και τα πουλούσαν».228 Αναφέρει επίσης
έναν αριθμό από παλαιούς Συριανούς μπουζουκτσήδες όπως,
«τον Μανωλάκη τον Τρεισήμιση, […] το Στραβογιώργη, […]
τον Αούτσο […] κι’ από την Απάνω Χώρα […] ο Βαφέας, με τ’
όνομα […] κουρεύς» και συμπληρώνει, «Έπαιζε αυτός ο
άνθρωπος να πούμε μπουζούκι […] ταξίμια, ταξίμια, ταξίμια…
Δεν υπήρχαν στη Σύρα δημοτικά, εξόν από ένα συρτό κι από
ένα καλαματιανό». 229 Αρκετοί από τους φορείς αυτής της
λαϊκής παράδοσης ανήκαν στο χώρο του υποκόσμου. Ο
κόσμος αυτός, μαζί με πολλούς κατοίκους του νησιού,
μετακινήθηκε σχεδόν αυτούσιος στον Πειραιά μετά το
1860, 230 όταν η Ερμούπολη, έχοντας επενδύσει εκτενώς
μέχρι τότε στη δευτερογενή παραγωγή, δεν ήταν σε θέση να
ανταγωνιστεί πλέον την αναδυόμενη βιομηχανία του
Πειραιά.231

226
Α. Βέλλου-Κάιλ, επιμ., Μάρκος Βαμβακάρης…, 58-59.
227
Α. Βέλλου-Κάιλ, ό.π., 61.
228
Α. Βέλλου-Κάιλ, ό.π., 262-263.
229
Μάρκος Βαμβακάρης, συνέντευξη από Αγγελική Βέλλου-Κάιλ,
Σεπτέμβριος 1969 (Original Gramophone Recordings, 2021), [00:29:05].
Διαθέσιμο στο: https://www.youtube.com/watch?v=eMSxGgfR-Xo&t=88s
(Πρόσβαση: 16.3.2021) και βλ. Α. Βέλλου-Κάιλ, ό.π., 106.
230
Η. Πετρόπουλος, Υπόκοσμος και Καραγκιόζης…, 44-46 και βλ. Π.
Σαββόπουλος, Ρίζες των Ρεμπέτικων… (Αθήνα: Οδός Πανός, 2018), 60-70.
231
Β. Τσοκόπουλος, Πειραιάς 1835-1870…, 254.

- 86 -
Πειραιάς, Porto Leone 232 κατά τους Ενετούς και τους
Φράγκους και Arslan ή Aslan Liman 233 κατά τους
Οθωμανούς, λόγω της παρουσίας του μεγάλου, μαρμάρινου
λιονταριού που δέσποζε στην είσοδο του λιμανιού έως το
1688.234

Από τα τέλη του 3ου μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα και το
τέλος της Επανάστασης, ο Πειραιάς αποτελούσε μία έρημη
έκταση, με περιστασιακή πρόσδεση πλοίων και απουσία
μόνιμων κατοίκων, ενώ τα μοναδικά κτίρια ήταν η Δογάνα 235
και η αποθήκη ενός Γάλλου πρόξενου. 236 Το 1830 ιδιοκτήτες
των γαιών του Πειραιά ήταν, η κατεστραμμένη πλέον Μονή
Αγίου Σπυρίδωνα και ορισμένοι Αθηναίοι, ενώ οι λοιπές
εκτάσεις, που αποτελούσαν πρώην οθωμανικές ιδιοκτησίες,
χαρακτηρίστηκαν εθνικές γαίες. 237 Μετά τη μεταφορά της
πρωτεύουσας στην Αθήνα το 1834 το ελληνικό κράτος
στράφηκε στην αστική ανάπτυξη της περιοχής,
ιδιωτικοποιώντας τις εθνικές και μοναστηριακές γαίες. 238

232
Porto, στα ιταλικά σημαίνει λιμάνι και leone, λιοντάρι. Η ονομασία
μεταφέρθηκε και στα ελληνικά ως Πόρτο Λεόνε ενώ υπήρχε και η ονομασία
Porto Dracone και λιμάνι του Δράκου ή απλώς Δράκος αντίστοιχα, χωρίς να
έχει εντοπιστεί η προέλευση του ονόματος.
233
Arslan ή aslan, στα τουρκικά σημαίνει λιοντάρι. Η ονομασία μεταφέρθηκε
επίσης στα ελληνικά ως Ασλάν Λιμάνι.
234
Το μαρμάρινο άγαλμα, άγνωστου γλύπτη και ασαφούς χρονολογίας ήταν
τοποθετημένο στην είσοδο του λιμανιού ως προστάτης-φύλακας. Το 1687
αφαιρέθηκε από τον Francesco Morosini και έκτοτε βρίσκεται στο
Ναύσταθμο της Βενετίας βλ. Δήμος Πειραιά, “Αιώνες της Παρακμής” (Δήμος
Πειραιά Επίσημη Ιστοσελίδα, 2018). Διαθέσιμο στο:
https://piraeus.gov.gr/centuries/ (Πρόσβαση: 21.7.2021).
235
Δογάνα, από το ιταλικό dogana, ονομαζόταν το παλιό τελωνείο.
236
Β. Τσοκόπουλος, Πειραιάς 1835-1870…, 35, 62-63.
237
Β. Τσοκόπουλος, ό.π., 40.
238
Β. Τσοκόπουλος, ό.π., 41.

- 87 -
Από τον προηγούμενο χρόνο Χιώτες της Ερμούπολης,
δείχνοντας για ακόμη μία φορά επενδυτική ικανότητα,
ζητούσαν άδεια μετοίκησης στον Πειραιά καθώς επερχόταν η
μεταφορά της πρωτεύουσας. 239 Εκτός από τους Χιώτες,
συνέρρεαν προς τον Πειραιά πληθυσμοί από διάφορες
περιοχές της Ελλάδας με κύριες την Ύδρα, την Πελοπόννησο
και την Κρήτη. 240 Έτσι, το 1835 ο Πειραιάς αριθμούσε
περίπου 300 κατοίκους, οι οποίοι έφτασαν τους 1.000 στην
πρώτη απογραφή τον επόμενο χρόνο και τους 2.000 το 1840,
ενώ ο αριθμός τους συνέχισε να αυξάνεται, φτάνοντας τις
40.000 μέχρι το 1870 λόγω των συνεχών μεταναστευτικών
κυμάτων. 241 Πενήντα χρόνια μετά ο Πειραιάς δέχτηκε το
μεγαλύτερο προσφυγικό ρεύμα με τον πληθυσμό από
133.000 περίπου κατοίκους το 1920 να ξεπερνά τις 230.000
το 1922.242

Όσον αφορά στους πρώτους κατοίκους του Πειραιά,


Χιώτες και Υδραίους, η προέλευσή τους έπαιξε κύριο ρόλο
στο χαρακτήρα και τη χωρική ανάπτυξη των ομώνυμων
συνοικισμών. 243 Ο χιώτικος εκτεινόταν νοτιοδυτικά της

239
Β. Τσοκόπουλος, Πειραιάς 1835-1870…, 54-55.
240
Β. Τσοκόπουλος, ό.π., 53-54, 57-59.
241
Δήμος Πειραιά, “Η Πόλη” (Δήμος Πειραιά Επίσημη Ιστοσελίδα, 2018).
Διαθέσιμο στο: https://piraeus.gov.gr/city-of-piraeus/ (Πρόσβαση:
21.7.2021) και βλ. Β. Τσοκόπουλος, Πειραιάς 1835-1870…, 79, 83.
242
Ματίνα Μαλικούτη, “Η Εξέλιξη του Αστικού Πειραιά 1834-1922, Μέσα
από την Οργάνωση του Χώρου και την Αρχιτεκτονική των Ιδιωτικών
Κτιρίων”, στο Πειραιάς, Κέντρο Ναυτιλίας και Πολιτισμού, Γιώργος
Σταϊνχάουερ, Ματίνα Μαλικούτη και Βάσιας Τσοκόπουλος (Αθήνα: Έφεσος,
2000), 225, όπως αναφέρεται στο Σπύρος Παπαϊωάννου, Ημερολόγιο
Πειραιά 2006, Ο Πειραιάς και το Ρεμπέτικο Τραγούδι (Πειραιάς: Το Λιμάνι
της Αγωνίας, 2006), 27.
243
Γεώργιος Αγγελόπουλος, Στατιστική Πειραιώς (Αθήνα: Αντωνιάδου,
1852), 34, όπως αναφέρεται στο Β. Τσοκόπουλος, ό.π., 63.

- 88 -
σημερινής οδού Μικράς Ασίας μέχρι την περιοχή της
Τερψιθέας και γύρω από το κεντρικό λιμάνι, όπου η εμπορική
παράδοση των Χιωτών οδήγησε στη δημιουργία της
δημοτικής αγοράς και της συγκέντρωσης των πρώτων
βιοτεχνιών.244 Τα Υδραίικα, όπως ονομάζεται έως σήμερα ο
συνοικισμός, αναπτύχθηκαν νοτιοδυτικά του χιώτικου
μαχαλά, από τη σημερινή οδό Χαριλάου Τρικούπη μέχρι την
περιοχή του Χατζηκυριάκειου, στην Πειραϊκή χερσόνησο,
όπου οι Υδραίοι συνέχισαν τη ναυτιλιακή τους παράδοση. 245
Οι πρόσφυγες της κρητικής επανάστασης του 1866
εγκαταστάθηκαν βορειοανατολικά του χιώτικου συνοικισμού
στην Ευαγγελίστρια και ορισμένοι στην Καστέλα,
δημιουργώντας το συνοικισμό των Κρητικών ή τα Κρητικά,
ενώ οι Μανιάτες δημιούργησαν τον ομώνυμο συνοικισμό
βόρεια των Χιωτών, στα Καμίνια και την περιοχή που
ονομάζεται μέχρι σήμερα Μανιάτικα. Τα πρώτα κτίρια
αποτελούσαν ξύλινες παράγκες και παραπήγματα δύο επί
δύο ή δύο επί τριών μέτρων, τη θέση των οποίων πήραν
λιθόκτιστες οικίες που σχημάτιζαν ανά ομάδες τις διάφορες
γειτονιές.246 Τον 20ο αιώνα με την έλευση νέων προσφύγων
κατοικήθηκαν και άλλες πρώην έρημες περιοχές του Πειραιά.
Οι Δωδεκανήσιοι πρόσφυγες, μετά την προσάρτηση των
νησιών στην Ιταλία το 1912, δημιούργησαν έναν από τους
πρώτους οικισμούς στη νότια πλευρά της Πειραϊκής, το Ρόδον
το Αμάραντον από την ομώνυμη εκκλησία της Παναγίας,
στην ίδια περίπου περιοχή όπου Πόντιοι πρόσφυγες

244
Β. Τσοκόπουλος, Πειραιάς 1835-1870…, 63.
245
Β. Τσοκόπουλος, ό.π., 65.
246
Β. Τσοκόπουλος, ό.π., 66-67.

- 89 -
ανέπτυξαν το συνοικισμό της Καλλίπολης. 247 Οι Μικρασιάτες,
που έφτασαν στον Πειραιά το 1922, εγκαταστάθηκαν κυρίως
βορειοδυτικά και δυτικά του υφιστάμενου αστικού ιστού,
στην Κοκκινιά και τη Δραπετσώνα κι ένα μέρος τους στην
περιοχή της Καστέλας και του Μικρολίμανου.248 Σύμφωνα με
τον Οδηγό της Ελλάδος του 1930, η Δραπετσώνα ήταν μία
ομάδα προσφυγικών μαχαλάδων που περιλάμβανε την
Πυριτιδαποθήκη, την Ανάσταση, τα Λιπάσματα, του
Καλοκαιρινού και την κυρίως Δραπετσώνα, ενώ αναφέρει
χαρακτηριστικά πως, «αποτελούνται κατά το πλείστον από
ξύλινας οικίας». 249 Όπως αφηγείται και ο Γιάννης
Παπαϊωάννου, «Πρώτο μας σπίτι στην Ελλάδα μια παράγγα
[…] που φτιάξαμε μόνοι μας».250

Η οικονομική ανάπτυξη του Πειραιά, από τη στιγμή της


ίδρυσής του, συνδέθηκε με την εμπορική δραστηριότητα του
λιμανιού, ενώ η ουσιαστική στροφή προς τη βιομηχανία ήρθε
στα τέλη του 19ου αιώνα. Το 1836 δημιουργήθηκε η δημοτική
αγορά, με την κατασκευή 25 παραπηγμάτων στην πλατεία
της Αγίας Τριάδας, απέναντι από την Πλατεία Ωρολογίου, τα
οποία ενοικιάζονταν σε εμπόρους. 251 Την επόμενη χρονιά
ολοκληρώθηκε η κατασκευή του καταστήματος της
διαμετακόμισης, ενώ το 1844 η αγορά επεκτάθηκε με την

247
Βάσιας Τσοκόπουλος, “Ο Πειραιάς στον 20ο Αιώνα”, στο Πειραιάς, Κέντρο
Ναυτιλίας…, 270, όπως αναφέρεται στο Σπ. Παπαϊωάννου, Ημερολόγιο
Πειραιά…, 27.
248
Β. Τσοκόπουλος, ό.π., 262, όπως αναφέρεται στο Σπ. Παπαϊωάννου, ό.π.,
27.
249
Νικόλαος Ιγγλέσης, Οδηγός της Ελλάδος του Έτους 1930 (Αθήνα: Πυρσός,
1930), 555, όπως αναφέρεται στο Σπ. Παπαϊωάννου, ό.π., 116.
250
Κώστας Χατζηδουλής, επιμ., Γιάννης Παπαϊωάννου, Ντόμπρα και
Σταράτα, Αυτοβιογραφία (Αθήνα: Κάκτος, 1982), 29.
251
Β. Τσοκόπουλος, Πειραιάς 1835-1870…, 65, 75.

- 90 -
προσθήκη τεσσάρων ακόμη καταστημάτων.252 Ήδη το 1834
ξεκινούσαν από το λιμάνι ιστιοφόρα με προορισμό τα
εμπορικά νησιά του Αιγαίου, τη Σμύρνη, το Τσεσμέ και την
Κωνσταντινούπολη.253 Το 1837 στον Πειραιά συναντιόταν 34
επαγγελματικές κατηγορίες μεταξύ των οποίων βρίσκονταν,
17 ταβερνιάρηδες, 12 αμαξηλάτες, 7 καφετζήδες, 7
παντοπώλες, 6 μάγειροι, 6 μεταπράτες, 4 κουρείς κ.α.254 Ο
ατμός, η κινητήρια δύναμη της βιομηχανίας του Πειραιά,
έκανε την εμφάνισή του με μία γαλλική ατμομηχανή το 1837,
στον αλευρόμυλο του Ζακυνθινού Ανδρέα Μπόνη, την οποία
αγόρασε το 1845 ο Λουκάς Ράλλης για το μεταξουργείο του,
ιδρύοντας την πρώτη μοντέρνα βιομηχανία της Ελλάδας. 255
Μέχρι το 1860 όμως η βιομηχανική δραστηριότητα παρέμεινε
δευτερεύουσας σημασίας, συμπληρώνοντας την εμπορική.256
Το 1848 η οικονομία της πόλης βίωσε κρίση, όταν λόγω
αντίστοιχων οικονομικών αναταραχών στην Ευρώπη,
«εστείρευσεν η πηγή των εξωτερικών πιστώσεων του
ελληνικού εμπορίου».257 Μία δεύτερη κρίση επήλθε το 1854
με την έναρξη του Κριμαϊκού πολέμου και την αγγλογαλλική
κατοχή του Πειραιά, όπου σημειώθηκε ραγδαία αύξηση της
τιμής του σιταριού και άλλων βασικών ειδών. 258 Στο
διάστημα αυτό τα υψηλότερα κοινωνικά στρώματα της πόλης
δημιούργησαν μεγάλες περιουσίες, ξεχωρίζοντας από τις

252
Ιωάννης Μελετόπουλος, Πειραϊκά (Αθήνα: [χ.ε.], 1945), 81, όπως
αναφέρεται στο Β. Τσοκόπουλος, Πειραιάς 1835-1870…, 66.
253
Β. Τσοκόπουλος, ό.π., 154.
254
Αρχεία Δήμου Πειραιά, 1837Ε, όπως αναφέρεται στο Β. Τσοκόπουλος,
ό.π., 77.
255
Β. Τσοκόπουλος, ό.π., 192-193.
256
Β. Τσοκόπουλος, ό.π., 195.
257
Ιωάννης Βαλαωρίτης, Ιστορία της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος (Αθήνα:
Κωνσταντινίδη, 1902), 19, όπως αναφέρεται στο Β. Τσοκόπουλος, ό.π., 168.
258
Β. Τσοκόπουλος, ό.π., 173.

- 91 -
υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες, ενώ μετά την ξένη κατοχή και
την είσοδο στη βιομηχανική περίοδο σχημάτισαν μία
ανερχόμενη αστική τάξη. 259 Το 1870 ο Πειραιάς είχε
αναπτύξει πλήρως το βιομηχανικό του χαρακτήρα, με τη
σύσταση της βιομηχανικής ζώνης στο βόρειο τμήμα της πόλης
και τη σιδηροδρομική ένωση με την Αθήνα. 260

Σχετικά με τη διασκέδαση και τη μουσική κίνηση, ο


Πειραιάς διέθετε ικανό αριθμό καταστημάτων και ταβερνών,
όπως διαπίστωνε και ο Edmond About το 1852. 261 Η
αναπτυσσόμενη αστική τάξη του Πειραιά είχε βέβαια πιο
δυτικό προσανατολισμό στη διασκέδαση, επιλέγοντας
ευρωπαϊκή μουσική και περιπάτους, οι οποίοι όμως την
έφερναν συχνά σε επαφή με μία διαφορετική πλευρά της
πόλης, όπως τα διάφορα πορνεία, που ως «αισχρά πλην όμως
αναγκαία» μετατοπίστηκαν έξω από τα όρια της πόλης, 262
στον Άγιο Διονύσιο και τη μετέπειτα Δραπετσώνα, πριν τη
δημιουργία εκεί των περίφημων Βούρλων.

Αυτή η διαφορετική όψη της πόλης και του λιμανιού είχε


να κάνει με το χώρο του υποκόσμου. Η τοπογραφία του
πειραιώτικου υποκόσμου ξεκινούσε από το κέντρο της
πιάτσας, τη δημοτική αγορά,263 τις πλατείες Ωρολογίου και
Καραϊσκάκη και τα Λεμονάδικα264 και εκτεινόταν τα πρώτα

259
Β. Τσοκόπουλος, Πειραιάς 1835-1870…, 102.
260
Β. Τσοκόπουλος, ό.π., 20, 227, 253.
261
Edmond About, La Gréce Contemporaine, 5η έκδ. (Παρίσι: Louis Hachette
et Compagnie, 1863), 7, όπως αναφέρεται στο Β. Τσοκόπουλος, ό.π., 131.
262
Β. Τσοκόπουλος, ό.π., 131, 220-221.
263
Β. Τσοκόπουλος, ό.π., 240.
264
Λεμονάδικα, ονομαζόταν το τμήμα του εσωτερικού λιμανιού, που
ξεκινούσε από τη βόρεια πλευρά της πλατείας Καραϊσκάκη και έφτανε μέχρι
τη σημερινή Ακτή Κονδύλη, λόγω της εκφόρτωσης λεμονιών και άλλων
εσπεριδοειδών.

- 92 -
χρόνια πέρα από την Ακτή Ξαβερίου, 265 προς τις ερημιές της
Πειραϊκής χερσονήσου, που «ήταν για τους ρομαντικούς και
για τους χασικλήδες». 266 Από τα τέλη του 19ου αιώνα η
τοπογραφία αυτή μεταβλήθηκε, έχοντας πάντα ως κέντρο
την αγορά, κινούμενη προς το δυτικό τμήμα της πόλης,
γεγονός συνδεδεμένο με τη δημιουργία των Βούρλων. 267 Η
επέκταση του υποκόσμου συνδεόταν και με έναν άλλο
παράγοντα της ίδιας περιόδου, με το σχηματισμό της
αναδυόμενης αστικής τάξης και της δημιουργίας μεγάλων
περιουσιών σε αντίθεση με την οικονομική αστάθεια των
φτωχότερων στρωμάτων. 268 Στο λιμάνι βρισκόταν πλήθος
τύπων του υποκόσμου, άνθρωποι της πιάτσας και
τσογλάνια, 269 λωποδύτες, λαθρέμποροι αλλά και οι
χαρακτηριστικές μορφές του κουτσαβάκη και του μετέπειτα
μάγκα. Ο κουτσαβάκης με επιρροές από μικρασιατικούς
τύπους και συχνά αρβανίτικη προέλευση, πρωτοεμφανίστηκε
στη Σύρο και εδραιώθηκε, με τη μεταφορά της πρωτεύουσας,
στη λεγόμενη Παλιά Αθήνα σε συνοικίες όπως το
Μεταξουργείο, του Ψυρρή, τα Παντρεμενάδικα, σημερινό

265
Η ακτή πήρε το όνομά της από τον Ιταλό Stella Saverio, ο οποίος
εγκαταστάθηκε το 1858 στην έρημη τότε περιοχή φτιάχνοντας ένα μικρό
ναυπηγείο, καρνάγιο.
266
Αγγέλος Κοσμάς, Περασμένα κι Αλησμόνητα (Αθήνα: Σαλίβερος, 1938),
48, όπως αναφέρεται στο Σπ. Παπαϊωάννου, Ημερολόγιο Πειραιά…, 244.
267
Γεώργιος Μπουκουβάλας, “Νυκτερινά Θεάματα στην Δραπετσώνα”, στο
Ημερολόγιο Πειραιά…, 117-118.
268
Β. Τσοκόπουλος, Πειραιάς 1835-1870…, 86, 102.
269
Τσογλάνι, από το τουρκικό iç oğlan, iç, εσωτερικό, oğlan, αγόρι,
ονομαζόταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το αγόρι υπηρέτης που έμενε
στο Εσωτερικό Παλάτι, κατ’ επέκταση ονομάστηκε αρχικά ο παραγιός ή ο
νεαρός υπάλληλος σε μικρό μαγαζί, ενώ κατέληξε να σημαίνει νεαρός
αλήτης.

- 93 -
Μετς, κ.α. 270 Συγκεκριμένα η γειτονιά του Ψυρρή διέθετε
ιδιαίτερο χαρακτήρα, «το στέκι της μαγκιάς και το κατακάθι
της Αθήνας», 271 καθώς βρισκόταν ανάμεσα στα διάφορα
παζάρια και τα παλιατζίδικα, κοντά στον περίφημο καφενέ Η
Ωραία Ελλάς, πάνω από τις φυλακές της Παλιάς Στρατώνας
και του Μεντρεσέ των Αθηνών, που βρίσκονταν στη γωνία
Δεξίππου και Άρεως, δίπλα στη βιβλιοθήκη του Αδριανού και
στη διασταύρωση Πελοπίδα και Αιόλου, απέναντι από το
Ωρολόγιον του Κυρρήστου, αντίστοιχα και ήταν στην αρχή
της οδού Αθηνών-Πειραιά, όπου βρισκόταν η αφετηρία των
αμαξών κι από το 1870 ο σιδηροδρομικός σταθμός του
Θησείου. 272 Μετά την έξωση του βασιλιά Otto von
Wittelsbach ή Όθωνα, πολλοί κουτσαβάκηδες
χρησιμοποιήθηκαν από πολιτικούς της Δεξιάς ως
τραμπούκοι, 273 ενώ στα τέλη του 19ου αιώνα, λόγω των
επιχειρήσεων εκκαθάρισής τους και των γεγονότων του
Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, εγκατέλειψαν την
Αθήνα και εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά.274 Η αμφίεσή τους
ήταν σχεδόν τυποποιημένη και περιλάμβανε, ρεπούμπλικα 275

270
Η. Πετρόπουλος, Υπόκοσμος και Καραγκιόζης…, 33, 44-46 και βλ. Α.
Βέλλου-Κάιλ, επιμ., Μάρκος Βαμβακάρης…, 75· Η. Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα
Τραγούδια…, 12· Η. Πετρόπουλος, Ρεμπετολογία…, 11, 14.
271
Σώτος Πετράς, Ο Τζογές της “Βραδυνής” (Αθήνα: Βιβλιοθήκη για Όλους,
1926), 7.
272
Η. Πετρόπουλος, Υπόκοσμος και Καραγκιόζης…, 34.
273
Τραμπούκο, από το ισπανικό trabuco, αρχικά όπλο με κοντή κάννη και,
λόγω σχήματος, είδος πούρου, ονομαζόταν το φιλοδώρημα πολιτικών στους
ψηφοφόρους, πιθανόν από τη χρήση πούρων ως φιλοδώρημα, και κατ’
επέκταση τραμπούκος, ο άνθρωπος που έπαιρνε τραμπούκο ή, στην ακραία
περίπτωση, ο μπράβος πολιτικού.
274
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 64-67 και βλ. Η. Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα
Τραγούδια…, 12.
275
Ρεπούμπλικα, από το ιταλικό repubblica, ονομάζεται το υφασμάτινο
καπέλο με φαρδύ γείσο.

- 94 -
με θλίψη,276 στο κεφάλι, σακάκι κοντό, μαύρο με φιλντισένια
κουμπιά, περασμένο μόνο στο αριστερό χέρι, γιλέκο με
κρυφή τσέπη, γκαρδιακιά, 277 ζωνάρι πολίτικο με κρόσια,
παντελόνι τζογέ,278 ριγέ ή καρό με κοφτές τσέπες και μυτερά,
ψηλοτάκουνα στιβάλια, 279 στα πόδια. 280 Την εμφάνιση
συμπληρώνανε, στριφτό ή θυσανωτό μουστάκι, πολλές φορές
βαμμένο με καραμπογιά, 281 μαλλιά αλειμμένα με λίπος,
χτενισμένα χωρίστρα, με μία τούφα στο μέτωπο, ψεύτικες
βαμμένες ελιές, τατουάζ στα χέρια και το χαρακτηριστικό
μονόπαντο βάδισμα, σχεδόν στις μύτες των παπουτσιών.282
Οι κουτσαβάκηδες, με τη φράγκικη ένδυσή τους και την
παράλληλη διατήρηση ορισμένων ανατολίτικων στοιχείων,
όπως του ζωναριού που χρησίμευε ως οπλοθήκη, κατά το
σελάχι των Ζεϊμπέκηδων, 283 αποτέλεσαν το μεταβατικό
στάδιο από τους Αρβανίτες της Επανάστασης στο μάγκα του
20ου αιώνα. Ο τύπος του μάγκα μορφοποιήθηκε κατά τη Belle
Époque και εδραιώθηκε την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου
Πολέμου, με έναν από τους κύριους φορείς των μάγκικων

276
Θλίψη ή χλίψη, ονομαζόταν η μαύρη κορδέλα του καπέλου, που ήταν
ένδειξη (υποθετικού) πένθους.
277
Γκαρδιακιά, ονομαζόταν η τσέπη του γιλέκου, που βρισκόταν στο μέρος
της καρδιάς.
278
Τζογέ, ονομαζόταν το παντελόνι με φαρδιά μέση και χαμηλό καβάλο, που
στένευε πολύ προς τα κάτω.
279
Στιβάλι, από το ιταλικό stivale, μπότα, ονομαζόταν ένα είδος μπότας
χωρίς κορδόνια.
280
Η. Πετρόπουλος, Υπόκοσμος και Καραγκιόζης…, 15-16, 17-20 και βλ. Η.
Πετρόπουλος, Ρεμπετολογία…, 21-24.
281
Καραμπογιά, από το τουρκικό karaboya, σύνθετη λέξη προερχόμενη από
το kara, μαύρος και boya, χρώμα, βαφή.
282
Η. Πετρόπουλος, Υπόκοσμος και Καραγκιόζης…, 74-75 και βλ. Η.
Πετρόπουλος, Το Άγιο Χασισάκι…, 142· Η. Πετρόπουλος, Ρεμπετολογία…,
20.
283
Η. Πετρόπουλος, Υπόκοσμος και Καραγκιόζης…, 35-36.

- 95 -
χαρακτηριστικών, όπως το βάδισμα, να είναι ο στρατός, όπου
ξεχώρισαν ως μάγκες οι σκαπανείς και αργότερα οι
στρατιώτες του πυροβολικού.284 Το συνδετικό κρίκο ανάμεσα
στους μάγκες και τα διάφορα στρατιωτικά επαγγέλματα
αποτελούσε όχι η στολή, αλλά τα όπλα.285 Το 1922, η έλευση
χιλιάδων προσφύγων στον Πειραιά και η κακή κρατική
διαχείριση της εγκατάστασής τους, τόνωσαν του χώρου του
286
υποκόσμου. Τότε, η Πλατεία Καραϊσκάκη
μετασχηματίστηκε σε ένα παραγκοειδές συνονθύλευμα
μαγαζιών, καφενέδων, παλιατζίδικων και τεκέδων, κέντρο
της μαγκιάς. 287 Ο Νίκος Μάθεσης περιγράφει
χαρακτηριστικά την αγορά στου Καραϊσκάκη ως «βαβιλωνία
κακοπιών, που το λόγω είχε το δίκοπο μαχαίρι για ψύλλου
πήδημα». 288 Περίφημους μάγκες αποτέλεσαν οι Μανιάτες,
ενώ Κρητικοί και βουνίσιοι περιφρονούνταν από την
προφορά και μόνο κι αποκτούσαν την «ταμπέλα» του
βλάχου. 289 Η αμφίεση του μάγκα αποτελούνταν από,
καβουράκι 290 ή τραγιάσκα και κανοτιέ 291 το καλοκαίρι,

284
Η. Πετρόπουλος, Υπόκοσμος και Καραγκιόζης…, 35, 67 και βλ. Η.
Πετρόπουλος, Το Άγιο Χασισάκι…, 142-143
285
Η. Πετρόπουλος, Ρεμπετολογία…, 14-15.
286
Η. Πετρόπουλος, Υπόκοσμος και Καραγκιόζης…, 67.
287
Σπύρος Παπαϊωάννου, “Κείμενα για το Γιώργο Μπάτη”, στο Ημερολόγιο
Πειραιά…, 44 και βλ. Διονύσης Χαριτόπουλος, Εκ Πειραιώς (Αθήνα: Τόπος,
2012), 149.
288
Νίκος Μάθεσης, “Νίκος Μάθεσης, Απομνιμονεύματα”, στο Ρεμπέτικα
Τραγούδια…, 262-263.
289
Δ. Χαριτόπουλος, ό.π., 20, 22.
290
Καβουράκι, ονομάζεται το υφασμάτινο καπέλο με στενό γείσο.
291
Κανοτιέ, από το γαλλικό canotier, που κυριολεκτικά σημαίνει οδηγός
κανό, ονομάζεται το ψάθινο καπέλο με στενό γείσο και επίπεδο πάτο.

- 96 -
σακάκι σταυρωτό, ξεκούμπωτο, σεβιότ,292 λευκό πουκάμισο,
παντελόνι τζογέ, σεβιότ και μυτερά, ψηλοτάκουνα στιβάλια
στα πόδια. 293 Οι μάγκες ήταν αρκούντως κοκέτηδες,
μιλούσαν αργκό, οπλοφορούσαν, κάπνιζαν χασίς,
294
σιχαινόντουσαν τους αστούς και την εξουσία.

292
Σεβιότ, από το γαλλικό cheviotte, ονομάζεται το ρούχο από μάλλινο
ύφασμα προβάτων Cheviot της Σκωτίας.
293
Η. Πετρόπουλος, Υπόκοσμος και Καραγκιόζης…, 68-69.
294
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 74-75 και βλ. Η. Πετρόπουλος, Ρεμπετολογία…, 13·
Δ. Χαριτόπουλος, Εκ Πειραιώς…, 367.

- 97 -
- 98 -
- 99 -
- 100 -
- 101 -
- 102 -
- 103 -
- 104 -
- 105 -
- 106 -
- 107 -
- 108 -
- 109 -
- 110 -
- 111 -
- 112 -
- 113 -
- 114 -
- 115 -
- 116 -
- 117 -
- 118 -
- 119 -
- 120 -
- 121 -
- 122 -
- 123 -
- 124 -
4.Χωρική Ανάλυση

Το λαϊκό τραγούδι στεγάστηκε, στην πορεία της ιστορίας


του, σε ποικίλους χώρους, μέσα και ενίοτε έξω από τους
οποίους εκτυλίχθηκε η λαϊκή έκφραση, η συνάντηση και η
σύνδεση μεταξύ των λαϊκών δημιουργών ή ερμηνευτών και
των ακροατών ή του κοινού. Οι χώροι αυτοί μέσα από τα
χαρακτηριστικά τους, τον τρόπο λειτουργίας και την
ατμόσφαιρά τους, διαμόρφωσαν τον τρόπο με τον οποίο
επιτεύχθηκε η παραπάνω συνάντηση και πολλές φορές
μέθεξη, ενώ επίδρασαν παράλληλα στο χαρακτήρα του ίδιου
του τραγουδιού.

4.1.Τεκές

Ο όρος τεκές, από το τουρκικό tekke, το οποίο κατάγεται


από το αραβικό takiyya (‫)ة َّ ْيكَت‬, που σημαίνει κατάλυμα,
καταφύγιο ή άσυλο, χρησιμοποιούνταν αρχικά για να
περιγράψει τους χώρους όπου διαβίωναν ορισμένοι
μουσουλμάνοι, ασκητές του σουφισμού, 295 οι λεγόμενοι
δερβίσηδες.296 Ο τεκές αποτελούσε στην ουσία ένα κτιριακό
σύμπλεγμα, ένα είδος μοναστηριού, που απαρτιζόταν από
διάφορους χώρους λατρείας, αλλά και δωμάτια, κελιά, όπου

295
Σουφισμός, ονομάζεται ένα ισλαμικό πνευματικό, μυστικιστικό κίνημα, το
οποίο στοχεύει στην άμεση, προσωπική σύνδεση με το θείο, μέσω ασκητικών
πρακτικών, εσωτερικής αναζήτησης και προσευχής, αποφεύγοντας τη
θρησκευτική τυπολατρία.
296
Δερβίσης, από το τουρκικό derviş, προερχόμενο από το περσικό darvīsh
(‫)درویش‬, που κυριολεκτικά σημαίνει επαίτης, ονομάζεται ο ασκητής που
ακολουθεί τις αρχές του σουφισμού.

- 125 -
ησύχαζαν οι δερβίσηδες. 297 Αρκετές τελετές που λάμβαναν
χώρα στους τεκέδες γίνονταν συνοδεία μουσικών οργάνων,
όπως το kudüm,298 το rebab299 και το ney,300 ενώ κάποιες από
αυτές περιλάμβαναν τη χρήση ψυχοτρόπων ουσιών όπως το
χασίς. 301 Η αντανάκλαση αυτών των ιεροτελεστιών σε μη
θρησκευτικούς χώρους οδήγησε στη γενίκευση της χρήσης
του όρου, περιγράφοντας, αρχικά στην τουρκική κι έπειτα
την ελληνική αργκό, τους χώρους όπου γινόταν η ομαδική
χρήση χασίς. 302 Ο Πάνος Νικολή Τζελέπης περιγράφει
παραστατικά έναν τέτοιον τεκέ της Πόλης, αυτόν του Χατζή.

«Σε μια γωνιά του πισωμάγαζου βρισκόταν το «οτζάκι» 303


που είχε πάντα θράκα παραχωμένη σε χόβολη.304 Πάνω της,
σε μια άκρη, θρόνιαζε ένα μεγάλο μπρούντζινο «ιμπρίκι» 305
που άστραφτε απ’ το τρίψιμο […]. Εδώ παρασκεύαζε ο Χατζής

297
Andrew Petersen, Dictionary of Islamic Architecture (Λονδίνο: Routledge,
1996), 279 και βλ. Σπύρος Παπαϊωάννου, Ημερολόγιο Πειραιά 2006, Ο
Πειραιάς και το Ρεμπέτικο Τραγούδι (Πειραιάς: Το Λιμάνι της Αγωνίας,
2006), 158-159.
298
Kudüm, ονομάζεται ένα ζευγάρι μικρών, μεμβρανόφωνων, κρουστών
οργάνων, με μεμβράνη από δέρμα καμήλας ή βοοειδούς.
299
Rebab, ονομάζεται μία ομάδα τοξωτών, άταστων, εγχόρδων οργάνων με
ποικιλόσχημο ηχείο, που παίζονται σε όρθια θέση.
300
Ney, ονομάζεται ένα πνευστό όργανο με πέντε ή έξι οπές για τα δάχτυλα,
κατασκευασμένο από κοίλο ζαχαροκάλαμο ή μεγάλο καλάμι.
301
Νέαρχος Γεωργιάδης, Από το Βυζάντιο στο Μάρκο Βαμβακάρη, 4η έκδ.
(Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 2018), 183 και βλ. Σπ. Παπαϊωάννου, ό.π., 158-
159.
302
Σπ. Παπαϊωάννου, ό.π., 158-159 και βλ. Ηλίας Πετρόπουλος,
Ρεμπετολογία, 7η έκδ. (Αθήνα: Κέδρος, 1990), 55-56.
303
Οτζάκι, από το τουρκικό ocak, εστία, ονομαζόταν το τζάκι.
304
Χόβολη, ονομάζεται το μείγμα στάχτης και θραυσμάτων κάρβουνου.
305
Ιμπρίκι, από το τουρκικό ibrik, προερχόμενο από το αραβικό ʾibrīq (‫) ْقب ِِْْإ‬,
ορειχάλκινο δοχείο με μακρύ στόμιο, ροΐ ή καταχρηστικά το δοχείο
παρασκευής τουρκικού καφέ.

- 126 -
το χασίς και ετοιμάζονταν οι λουλάδες 306 […]. Ο καφές
ψένονταν στην άλλη γωνιά, αντίκρυ στο «οτζάκι» σ’ ένα […]
στρογγυλό μαγκάλι, χωμένο σ’ ένα κοίλωμα του τοίχου σαν
κόγχη, με μια μεγάλη τρύπα στο ταβάνι για να βγαίνει η
μυρωδιά του καφέ […]. Απάνω στο μαγκάλι, μια μεγάλη
τσαγιέρα […] ήτανε γιομάτη με περσικό τσάι […]. Ανάμεσα
«οτζάκι» και κοίλωμα, είταν αραδιασμένα, απάνω σε ράφια,
τα φλιτζάνια του καφέ, οι […] κούπες του τσαγιού, τα ποτήρια
του νερού, δυο-τρία πήλινα […] γιομάτα γλυκό και
ματζούνι 307 από τριαντάφυλλο και μαστίχα, καθώς και
μερικές καράφες με σερμπέτια 308: βυσινάδα, πορτοκαλάδα,
δυόσμο […]. Τα σύνεργα του τεκέ όμως δεν φαινότανε
πουθενά […] μόνο ο Χατζής ήξερε να τα παρουσιάζει, τη
στιγμή που έπρεπε […]. Ο μικρός και γυμνός χώρος του
πισωμάγαζου είτανε πιο σίγουρος για ν’ αντικρύσει τους
αιφνιδιασμούς της αστυνομίας, γιατί έμοιαζε μ’ ένα
συνηθισμένο «καφέ-οτζάκι» […]. Στην πραγματικότητα όμως
είταν το «άδυτο των αδύτων» της μυσταγωγίας του χασίς». 309

Οι τεκέδες της Κωνσταντινούπολης διέθεταν καθαρούς


χώρους, πολλές φορές διακοσμημένους, τζάκια, ωδικά
πουλιά, ποικιλία ροφημάτων και γλυκισμάτων, ενώ σε

306
Λουλάς, από το τουρκικό lüle, που κυριολεκτικά σημαίνει στόμιο,
ονομάζεται το εξάρτημα του ναργιλέ όπου τοποθετείται το μείγμα του
καπνού και τα κάρβουνα για την καύση του, φτιαγμένο συνήθως από πηλό.
307
Ματζούνι, από το τουρκικό macun, ονομάζεται το σκεύασμα σε μορφή
πάστας, που περιέχει μέλι ή ζάχαρη και μεγάλο αριθμό από μπαχαρικά και
βότανα βρασμένα σε νερό.
308
Σερμπέτι, από το τουρκικό şerbet, ονομάζεται το σκεύασμα σε μορφή
σιροπιού, που περιέχει μέλι ή ζάχαρη και φρούτα ή βότανα βρασμένα σε
νερό.
309
Πάνος Νικολή Τζελέπης, …Στον Καιρό των Σουλτάνων…, Χρονικά της
Πόλης, Ιστορίες του Νταή Σταβρή (Αθήνα: [χ.ε.], 1965), 105-147, όπως
αναφέρεται στο Σπ. Παπαϊωάννου, Ημερολόγιο Πειραιά…, 162-163.

- 127 -
αυτούς απασχολούνταν, εκτός του ιδιοκτήτη, του λεγόμενου
τεκετζή, μουσικοί, μπουφετζήδες και σερβιτόροι. 310 Οι
ελληνικοί τεκέδες, πέρα από ελάχιστες εξαιρέσεις, δε
γνώρισαν τέτοιες δόξες.

Οι τεκέδες στον ελληνικό χώρο εντοπίζονταν κυρίως στις


παρυφές του αστικού ιστού και σε ερημικές ή
αραιοκατοικημένες εκτάσεις, πολλές από τις οποίες
μετατράπηκαν μετέπειτα σε προσφυγικές φτωχογειτονιές.
Όπως αφηγείται η Αγγέλα Παπάζογλου, «Τα ωραιότερα μέρη
άμα ήρχαμε δω (το 1922), […] τα πιο μαγκιόρικα, τάχανε οι
χασικλήδες». 311 Έτσι, στον Πειραιά, οι τεκέδες αρχικά
βρίσκονταν ως επί το πλείστον στην Ακτή Ξαβερίου, πέρα
από τα σημερινά Υδραίικα, και την έρημη τότε Πειραϊκή, ενώ
μετά την κατασκευή των Βούρλων μετατοπίστηκαν στον Άγιο
Διονύσιο, την Κρεμμυδαρού, σημερινή Κοπή, την Ηετιώνεια
Ακτή, το λεγόμενο Καστράκι, τα Λιπάσματα, στη
Δραπετσώνα, την Ανάσταση και τον Άγιο Γεώργιο, στο
Κερατσίνι, και την απομακρυσμένη περιοχή του σημερινού
Νέου Ικονίου, το λεγόμενο τότε Κερατόπυργο.312 Στην Παλιά
Αθήνα, υπήρχαν κάποιοι τεκέδες σε κεντρικά σημεία,
συνδεδεμένα με τη μαγκιά, όπως στο Γκαζοχώρι, σημερινό
Γκάζι, και το Μεταξουργείο, ορισμένοι σε πιο
αραιοκατοικημένες περιοχές όπως οι Άγιοι Ανάργυροι και

310
Σπ. Παπαϊωάννου, Ημερολόγιο Πειραιά…, 161-162.
311
Γιώργης Παπάζογλου, «Τα Χαΐρια μας Εδώ, Ονείρατα της Άκαυτης και της
Καμμένης Σμύρνης, Αγγέλα Παπάζογλου», 3η έκδ. (Αθήνα: Επτάλοφος,
1986), 371.
312
Ηλίας Πετρόπουλος, Υπόκοσμος και Καραγκιόζης, 8η έκδ. (Αθήνα:
Νεφέλη, 1978), 69 και βλ. Αγγελική Βέλλου-Κάιλ, επιμ., Μάρκος
Βαμβακάρης, Αυτοβιογραφία (Αθήνα: Παπαζήση, 1978), 93, 98, 112, 150· Γ.
Παπάζογλου, ό.π., 50, 371-373· Κώστας Χατζηδουλής, επιμ., Γιάννης
Παπαϊωάννου, Ντόμπρα και Σταράτα, Αυτοβιογραφία (Αθήνα: Κάκτος,
1982), 42.

- 128 -
άλλοι στις απόμακρες βουνοπλαγιές του Δαφνίου, πέρα από
το Χαϊδάρι. 313 Στη Θεσσαλονίκη, λόγω της ύπαρξης των
τειχών μέχρι το 1875, οι περισσότεροι τεκέδες εντοπίζονταν
στις ακριβώς εκτός των τειχών περιοχές, όπως στη Μπάρα,
σημερινός Βαρδάρης, δυτικά, και την έκταση που
περιλαμβάνει το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, τη Στρατιωτική
Σχολή Αξιωματικών Σωμάτων, το Γ΄ Σώμα Στρατού και τη
Διεθνή Έκθεση, τη λεγόμενη έπειτα Αγία Φωτεινή,
ανατολικά. 314 Στην περίοδο της Κατοχής, εκτός των
παραπάνω περιοχών, πρωτίστως των οδών Ειρήνης στο
Βαρδάρη και Νοσοκομείων, σημερινή οδός Γρηγορίου
Λαμπράκη, στην Αγία Φωτεινή, εμφανίστηκαν ορισμένοι
τεκέδες σε πιο κεντρικά σημεία, όπως στις οδούς Νικηφόρου
Φωκά, Ρωμανού και Φιλικής Εταιρείας, στην περιοχή πάνω
από το Λευκό Πύργο.315

Οι τεκέδες ήταν κατ’ ουσίαν παράγκες, παραπήγματα ή


και πιο ρευστά ορισμένοι χώροι, όπως σπηλιές, ρεματιές και
δεντροστοιχίες κοιμητηρίων, ενώ στην καλύτερη περίπτωση
τους αποτελούσε μία χτισμένη κάμαρα με δυο τρεις
βοηθητικούς χώρους. 316 Ο Μάρκος Βαμβακάρης αναφέρει

313
Α. Βέλλου-Κάιλ, επιμ., Μάρκος Βαμβακάρης…, 112-114 και βλ. Ιωάννα
Κλειάσιου, Γιώργος Ζαμπέτας, Βίος και Πολιτεία (Αθήνα: Ντέφι, 1997), 59-
60· Νίκος Οικονόμου, επιμ., Γιώργος Μητσάκης, Αυτοβιογραφία (Αθήνα:
Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 1995), 39· Πίκινος, Ξανανθίζουν τα Ρόδα
(Αθήνα: Λιθοξόος, 2018), 94-96.
314
Κώστας Τομανάς, Τα Καφενεία της Παλιάς Θεσσαλονίκης, 3η έκδ.
(Θεσσαλονίκη: Εκδοτικές Νησίδες, 1990), 69-70 και βλ. Γκαίηλ Χόλστ,
Δρόμος για το Ρεμπέτικο, 6η έκδ. (Λίμνη Ευβοίας: Ντενίζ Χάρβεϋ, 1977), 27.
315
Ηλίας Πετρόπουλος, Το Άγιο Χασισάκι, 6η έκδ. (Αθήνα: Νεφέλη, 1987),
82-83, 115 και βλ. Γιώργος Λεκάκης, Η Θεσσαλονίκη στο Ελληνικό Τραγούδι
(Αθήνα: Συνέχεια, 1992), 17-18· Κ. Τομανάς, ό.π., 47-48.
316
Α. Βέλλου-Κάιλ, ό.π., 110-112 και βλ. Στάθης Gauntlett, επιμ., Μιχάλης
Γενίτσαρης, Μάγκας Από Μικράκι, Αυτοβιογραφία (Αθήνα: Δωδώνη, 1992),

- 129 -
πως, «Όλοι οι τεκέδες ήτανε ίδιοι […] και απαράλλαχτοι. Μια
κάμαρα ήτανε τεκές. Ένα σπιτάκι ήτανε τεκές. Ένα άλλο
παραγκάκι. Δεν υπήρχε δηλαδή να ’ναι σαλόνι να το κάνουνε
τεκέ» 317 και συμπληρώνει, «Τεκές πραγματικός και
κανονικός ήταν του Γραβαρά […], ο οποίος ήτανε άμεμπτος
τεκές, ωραία σάλα, ωραίο μαγαζί […] είχε το παν. […] Μέσα
είχε μια κάμαρα και φουμέρναμε και μετά βγαίναμε και
καθόμαστε στη σάλα».318

Εξωτερικά, οι τεκέδες παρουσίαζαν πρόχειρες πληρώσεις


από οριζόντιες ή κάθετες σανίδες, λαμαρίνες και άλλα ευτελή
υλικά, διέθεταν ελάχιστα έως καθόλου ανοίγματα, τα οποία
σφάλιζαν με ξύλινα παραθυρόφυλλα, ενώ η είσοδος γινόταν
από μία, συνήθως και μοναδική, ξύλινη πόρτα, η οποία
διέθετε συχνά κάποια οπή προς αναγνώριση των
επισκεπτών.319

81· Γ. Παπάζογλου, «Τα Χαΐρια μας Εδώ…, 203· Η. Πετρόπουλος, Το Άγιο


Χασισάκι…, 78.
317
Α. Βέλλου-Κάιλ, επιμ., Μάρκος Βαμβακάρης…, 110.
318
Α. Βέλλου-Κάιλ, ό.π., 112-113. Ο τεκές του Μάνθου Γραβαρά βρισκόταν
στη Λεωφόρο Δημοκρατίας, παλιά οδός Μενιδίου, στους Αγίους Αναργύρους,
500 μέτρα από την πλατεία Αγίων Αναργύρων και αποτελούσε έναν από τους
ελάχιστους τεκέδες που ήταν φροντισμένοι χώροι. Διέθετε περιφραγμένη,
χαλικόστρωτη αυλή με πηγάδι, χώρο υποδοχής με τραπεζάκια και πιάνο,
χώρο καπνίσματος χασίς, κουζίνα, όπου ετοιμάζονταν τα διάφορα φαγητά,
τα γλυκά και οι ναργιλέδες, ενώ πίσω από το μαγαζί βρισκόταν η κατοικία
του τεκετζή. Στον τεκέ απασχολούνταν ο Μάνθος Γραβαράς και η γυναίκα
του Μαριώ, λαντζιέρες, μουσικοί, έως και φύλακας εν είδει παρκαδόρου, για
τα αυτοκίνητα τον ευκατάστατων πελατών. Έξω από την είσοδο υπήρχε μία
ποιητική επιγραφή που δήλωνε, «Ξανανθίζουν Τα Ρόδα. Μάνθος Γραβαράς»
βλ. Πίκινος, Ξανανθίζουν τα Ρόδα…, 94-96.
319
Νίκος Μάθεσης, “Νίκος Μάθεσης, Απομνιμονεύματα”, στο Ρεμπέτικα
Τραγούδια, Ηλίας Πετρόπουλος, 13η έκδ. (Αθήνα: Κέδρος, 1979), 262 και βλ.
Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Όλα Βαίνουν Καλώς Εναντίον Μας (Αθήνα:
Ελληνικά Γράμματα, 2008), 195, 272.

- 130 -
Εσωτερικά, τα χαμηλά έπιπλα, όπως σκαμνιά, ντιβάνια,
λιγοστές καρέκλες, σοφράδες 320 και ενίοτε κάποιο
τραπεζάκι, ξύλινο ή σιδερένιο, πατούσαν επάνω σε χωμάτινο
ή σπανιότερα ξύλινο δάπεδο, μαζί με το απαραίτητο
μαγκάλι, 321 στο οποίο έκαιγαν τσόφλια ξηρών καρπών και
ξερόκλαδα αρωματικών θάμνων, όπως το θυμάρι, ως
καρβουνάκια για τους ναργιλέδες.322

Το «ιερό δισκοπότηρο» όμως του τεκέ ήταν ο ναργιλές. Η


λέξη προέρχεται από το τουρκικό nargile, το οποίο κατάγεται
από το περσικό nārgīla (‫)ن ارگ كل‬, που σημαίνει καρύδα. Ο
ναργιλές του τεκέ διατηρούσε άμεση σχέση με την παραπάνω
ετυμολογία, καθώς δεν ήταν γυάλινος, αλλά
κατασκευασμένος συνήθως από ινδική καρύδα, με άλλα
συχνά υλικά την κολοκύθα, πήλινα σταμνάκια ή τενεκέδες
για γάλα.323 Στο λουλά του ναργιλέ τοποθετούνταν χασίς 324
και πλυμένα υπολείμματα τουμπεκιού, 325 οι λεγόμενες

320
Σοφράς, από το τουρκικό sofra, ονομάζεται το πολύ χαμηλό, στρογγυλό
τραπέζι, γύρω από το οποίο κάθονται κατάχαμα.
321
Μαγκάλι, από το τουρκικό mangal, ονομάζεται το κοίλο, μεταλλικό δοχείο
με βάση ή πόδια, στο οποίο γίνεται η καύση κάρβουνων.
322
Α. Βέλλου-Κάιλ, επιμ., Μάρκος Βαμβακάρης…, 111, 116 και βλ. Γεώργιος
Μπουκουβάλας, “Νυκτερινά Θεάματα στην Δραπετσώνα”, στο Ημερολόγιο
Πειραιά…, 119· “Τα Κοινωνικά Ζητήματα”, στο Ημερολόγιο Πειραιά…, 146-
147.
323
Α. Βέλλου-Κάιλ, ό.π., 116-117 και βλ. Η. Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα
Τραγούδια…, 14· Γ. Σκαμπαρδώνης, Όλα Βαίνουν Καλώς…, 155.
324
Χασίς, από το τουρκικό haşiş, προερχόμενο από το αραβικό haşiş (‫) َّشِْكح‬,
ονομάζεται το συμπυκνωμένο σκεύασμα σε μορφή στερεοποιημένης,
εύπλαστης πλάκας, που περιέχει μείγμα ρητίνης και ανθών της ινδικής
κάνναβης.
325
Τουμπεκί, από το τουρκικό tömbeki, προερχόμενο από το ιταλικό tabacco,
καπνός, ονομάζονται τα ψιλοκομμένα φύλλα καπνού.

- 131 -
τζούρες, προερχόμενα από τους ναργιλέδες των
καφενέδων.326

Κεντρικό πρόσωπο του τεκέ αποτελούσε ο τεκετζής, ενώ


το «προσωπικό» συμπλήρωναν, ο τζακτσής, 327 ορισμένες
φορές η γυναίκα του τεκετζή και ο πολύ χρήσιμος,
προληπτικά, τσιλιαδόρος. 328 Ο τεκετζής ήταν τύπος του
υποκόσμου, παλαίμαχος μάγκας, αλλά ποτέ κάποιος ενεργός
νταής, καθώς όπως σημειώνει και ο Νίκος Μάθεσης, «ένας
Σκυλόμαγκας που είχε κάνει χρόνια φυλακή δεν έκανε αυτή
τη δουλειά να γεμίση τον λουλά να τον ανάψη και να τον
δώσει σε αυτόν που τον παρίγγηλε 329 σε ένα μαγκάκι».330

Στους τεκέδες συχνάζανε, άνθρωποι της Φάρας, νταήδες,


αλλά και «ήσυχοι που τους αρέση να μπερδέβωντε κι’ αυτοί
με τον υπόκοσμο», 331 αποφεύγονταν οι ηρωινομανείς,
πρεζάκηδες, ως αναξιόπιστοι και ύπουλοι, δεν επιτρέπονταν
ομοφυλόφιλοι και γυναίκες, περιορισμό που έσπαγαν οι
μόρτισσες, ερωτικές σύντροφοι χασισοποτών ή οι πόρνες,

326
Α. Βέλλου-Κάιλ, επιμ., Μάρκος Βαμβακάρης…, 101, 115, 117.
327
Τζακτσής, πιθανόν από το τουρκικό ocakçı, που σημαίνει θερμαστής αλλά
και καφετζής, συσχετισμένο με το kafe-ocak, καφενές, όπου κάπνιζαν
ναργιλέδες, ονομαζόταν ο παραγιός ή ο νεαρός υπάλληλος υπεύθυνος για
την προετοιμασία, το άναμμα και το σερβίρισμα του ναργιλέ.
328
Α. Βέλλου-Κάιλ, ό.π., 113, 115 και βλ. Κώστας Βάρναλης, Άνθρωποι
(Αθήνα: Κέδρος, 1959), 215-228, όπως αναφέρεται στο Η. Πετρόπουλος,
Ρεμπέτικα Τραγούδια…, 234· Η. Πετρόπουλος, ό.π., 14· Η. Πετρόπουλος, Το
Άγιο Χασισάκι…, 102-103· Γ. Σκαμπαρδώνης, Όλα Βαίνουν Καλώς…, 40-41,
195.
329
Στο απόσπασμα διατηρήθηκε αυτούσια η γραφή του Νίκου Μάθεση.
330
Ν. Μάθεσης, “Νίκος Μάθεσης…, στο Ρεμπέτικα Τραγούδια…, 263 και βλ.
Α. Βέλλου-Κάιλ, ό.π., 113-114· “Τα Κοινωνικά…, στο Ημερολόγιο Πειραιά…,
146-147· Η. Πετρόπουλος, ό.π., 97.
331
Ν. Μάθεσης, ό.π., στο Ρεμπέτικα Τραγούδια…, 262.

- 132 -
ενώ ανάμεσά τους βρίσκονταν μάγκες που κατείχαν την
τέχνη του μπουζουκιού και του μπαγλαμά. 332

Οι ώρες λειτουργίας του τεκέ ήταν από το σούρουπο μέχρι


την αυγή, λόγω της απουσίας έντονου ήλιου και της ηρεμίας
που πρόσφερε η νύχτα. 333 Οι πελάτες επωφελούνταν του
σκοταδιού για να φτάσουν εκεί απαρατήρητοι, και πήγαιναν
να καπνίσουν πάντα με παρέα, ποτέ μόνοι.334 Μέσα στον τεκέ
απουσίαζαν οι καυγάδες, οι πελάτες μιλούσαν λίγο και
χαμηλόφωνα και όταν κάποιος έπαιζε μουσική σιωπούσαν. 335

Το τραγούδι στον τεκέ γινόταν με τρόπο ομαδικό και


ευλαβικό, με τη βοήθεια ή όχι μουσικών οργάνων, αν και
όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Νίκος Μάθεσης,
«καταγώγειο με δίχως πενιά είνε σαν χωργιάτικος Γάμος με
δίχως Όργανα». 336 Συνήθως, υπήρχε στον τεκέ κάποιο
μπουζούκι, αλλά το χαρακτηριστικότερο όργανο ήταν το
μπαγλαμαδάκι, το οποίο έκρυβαν κάτω από το σακάκι. 337

332
Ν. Μάθεσης, “Νίκος Μάθεσης…, στο Ρεμπέτικα Τραγούδια…, 262 και βλ.
Α. Βέλλου-Κάιλ, επιμ., Μάρκος Βαμβακάρης…, 109-110, 275· Σπ.
Παπαϊωάννου, Ημερολόγιο Πειραιά…, 259· Η. Πετρόπουλος, Το Άγιο
Χασισάκι…, 93-94, 102-103· Κ. Χατζηδουλής, επιμ., Γιάννης Παπαϊωάννου…,
45· Μάρκος Βαμβακάρης, συνέντευξη από Αγγελική Βέλλου-Κάιλ,
Σεπτέμβριος 1969 (Original Gramophone Recordings, 2021), [00:28:40].
Διαθέσιμο στο: https://www.youtube.com/watch?v=eMSxGgfR-Xo&t=88s
(Πρόσβαση: 16.3.2021).
333
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 98, 101-102.
334
Α. Βέλλου-Κάιλ, ό.π., 203 και βλ. Η. Πετρόπουλος, ό.π., 89, 101-102.
335
Ν. Μάθεσης, ό.π., στο Ρεμπέτικα Τραγούδια…, 262 και βλ. Α. Βέλλου-
Κάιλ, ό.π., 112, 115· Η. Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα Τραγούδια…, 14· Η.
Πετρόπουλος, Ρεμπετολογία…, 41.
336
Ν. Μάθεσης, “Νίκος Μάθεσης…, στο Ρεμπέτικα Τραγούδια…, 262. Στο
απόσπασμα διατηρήθηκε αυτούσια η γραφή του Νίκου Μάθεση.
337
Η. Πετρόπουλος, Το Άγιο Χασισάκι…, 23 και βλ. Κωνσταντίνος Μακρής,
“Το Ελληνικόν Χασίς” (Αθήνα: Στέφανου Ταρουσοπούλου, 1929), [χ.σ.],

- 133 -
Ιδιαίτερο όργανο αποτελούσε επίσης το κομπολόι, το οποίο
τρίβανε ρυθμικά με ένα γυάλινο ποτηράκι, ενώ απουσία
άλλων μέσων, χρησιμοποιούσαν χειροκροτήματα, κρατούσαν
ίσο 338 ή μιμούνταν τη μελωδία με το στόμα. 339 Ο
οργανοπαίκτης, ακολουθώντας τα χνάρια κάποιου μουσικού
δρόμου, έπαιζε αρχικά ένα ταξίμι, 340 διαδικασία που είχε
επαναλάβει πολλάκις, μέχρι να προκύψει από αυτό μια νέα ή
υφιστάμενη μουσική φράση. Επάνω σε αυτή τη φράση
δομούνταν το τραγούδι, με την παράθεση, ελαφρά ή και
καθόλου συνδεδεμένων νοηματικά, δίστιχων, τα οποία
επαναλάμβαναν οι υπόλοιποι.341 Ο τεκές αποτέλεσε μία από
τις κοιτίδες της λαϊκής ανώνυμης δημιουργίας, του
ρεμπέτικου τραγουδιού, «σχολείο ήταν ο τεκές».342

Όσον αφορά στις κοινωνικές και ποινικές διώξεις που


αντιμετώπισαν οι χρήστες του χασίς, αυτές σχετίζονται με

όπως αναφέρεται στο Σπ. Παπαϊωάννου, Ημερολόγιο Πειραιά…, 95· Κώστας


Φαλτάιτς, “Τα Τραγούδια του Μπαγλαμά”, στο Σπάνια Κείμενα για το
Ρεμπέτικο, επιμ. Κώστας Βλησίδης (Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου,
2006), 17-20.
338
Ίσο, ονομάζεται στη βυζαντινή μουσική η συνεχής, φωνητική συνοδεία
που αποτελείται από έναν ή περισσότερους βασικούς φθόγγους,
εξαρτώμενους της μελωδίας.
339
Η. Πετρόπουλος, Το Άγιο Χασισάκι…, 32 και βλ. Σώτος Πετράς, Ο Τζογές
της “Βραδυνής” (Αθήνα: Βιβλιοθήκη για Όλους, 1926), 19-20· Η.
Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα Τραγούδια…, 24· Πάνος Σαββόπουλος, Ρίζες των
Ρεμπέτικων… (Αθήνα: Οδός Πανός, 2018), 101.
340
Ταξίμι, από το τουρκικό taksim, προερχόμενο από το αραβικό taksīm
(‫)ة ق س كم‬, διαιρώ, ονομάζεται στη λαϊκή μουσική ο οργανικός
αυτοσχεδιασμός που προϊδεάζει και εισάγει τον ακροατή στο κομμάτι που
ακολουθεί.
341
Ηλίας Πετρόπουλος, Τα Μικρά Ρεμπέτικα, 2η έκδ. (Αθήνα: Κέδρος, 1984),
8 και βλ. Κ. Φαλτάιτς, “Τα Τραγούδια…, στο Σπάνια Κείμενα…, 17-20.
342
Α. Βέλλου-Κάιλ, επιμ., Μάρκος Βαμβακάρης…, 110 και βλ. Η.
Πετρόπουλος, ό.π., 8.

- 134 -
πολύπλευρα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα σε
διεθνές και εθνικό επίπεδο. Η προσέγγιση του νεοσύστατου
κράτους και της ανερχόμενης αστικής τάξης, εκφράστηκε με
πολιτικές ποινικοποίησης, σε μία προσπάθεια ελέγχου της
σχέσης των κατώτερων μόνο κοινωνικών στρωμάτων και των
ψυχοτρόπων ουσιών, με αμφίβολα αποτελέσματα, και με την
παράλληλη κατάταξη του χασίς στο ίδιο νομοθετικό και
φαρμακευτικό πλαίσιο με ναρκωτικές ουσίες, όπως τα
παράγωγα του όπιου κ.α.343 Από την άλλη πλευρά, η σκληρή
πραγματικότητα μεγάλου μέρους των φτωχότερων
στρωμάτων αποτυπώνεται στο δίστιχο του Μάρκου
Βαμβακάρη:

«Με πίκρες και με βάσανα με προίκισεν η φύση, κι όλα


περνούν και χάνονται, μόνο με το χασίσι».344

343
Κωστής Γκοτσίνας, Επί της Ουσίας (Ηράκλειο: (Ηράκλειο:
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2021), 73-79 και βλ. Ηλίας
Πετρόπουλος, Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη. 5η έκδ. Αθήνα: Νεφέλη, 116·
Γρηγόριος Πράτης, “Συλληφθέντες Τοξικομανείς”, στο στο Ημερολόγιο
Πειραιά…, 102.
344
Μάρκος Βαμβακάρης, Μαστούρας. Columbia DG-473, 1932. Ο Μάρκος
Βαμβακάρης σε συνέντευξή του το 1969, υποδηλώνοντας τη μονομέρεια που
εξέφραζε η οπτική των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, αναφέρει, «Αυτά
όλα (εγκληματικότητα κ.λπ.) τα βάζανε, σ’ αυτουνούς τα ρίχνανε, στους
χασικλήδες. Σε διαβεβαιώ κυρία Αγγέλα, ότι οι χασικλήδες ήταν οι καλύτεροι
αθρώποι […]. Ποτές! ένας χασικλής, εξόν να είχε κακιά ψυχή, κακιές καρδιές
[…] να κάνει έγκλημα […]. Όταν εφούμερνε, ναρκωνότανε και το μόνο που
ήθελε να κάνει, να φάει και να πέσει να κοιμηθεί […]. Αυτοί είναι οι
ανθρώποι οι χασικλήδες, πράγματι καλοί ανθρώποι, Άγιοι ανθρώποι!» βλ. Μ.
Βαμβακάρης, συνέντευξη από Αγγελική Βέλλου-Κάιλ…, [00:48:00].

- 135 -
4.2.Φυλακή

Η φυλάκιση, ως η κατάσταση στέρησης της ελευθερίας,


πηγαίνει τόσο πίσω στο χρόνο όσο και ο μύθος του δεσμώτη,
δηλαδή φυλακισμένου, Προμηθέα. Ο όρος φυλακή
χρησιμοποιούνταν από την αρχαιότητα για να περιγράψει
τον ευκαιριακό χώρο όπου φυλάσσονταν, δηλαδή
κρατούνταν υπό επιτήρηση, προσωρινά οι υπόδικοι μέχρι την
πραγματοποίηση της δίκης ή την εκτέλεση της δικαστικής
απόφασης. Στην αρχαία Αθήνα, την ευθύνη της επιτήρησης
των κρατούμενων είχαν αναλάβει κληρωτοί άρχοντες, οι
ονομαζόμενοι Ένδεκα.345 Για πολλούς αιώνες η φυλάκιση δεν
αποτελούσε ανεξάρτητη ποινή, ούτε μέθοδο σωφρονισμού. Ο
Πλάτωνας αναφέρει για πρώτη φορά την έννοια του
σωφρονιστηρίου, ως το χώρο όπου πραγματοποιούνταν,
ιδανικά, η αναμόρφωση των κρατούμενων, πριν την
επιστροφή τους στην κοινωνία. 346 Μέχρι το Διαφωτισμό, οι
απόψεις του Πλάτωνα θεωρούνταν ουτοπικές, τη θέση τους
καταλάμβαναν τα χρηματικά πρόστιμα, η αναγκαστική
εργασία, η εξορία, τα βασανιστήρια, οι ακρωτηριασμοί και η
θανάτωση. Από το 18ο αιώνα περίπου, η φυλάκιση άρχισε να
χρησιμοποιείται ευρύτερα ως αυτοτελής ποινή και η φυλακή
έλαβε σαφέστερη αρχιτεκτονική υπόσταση ως χώρος.

Στο νεότερο ελληνικό κράτος ο πρώτος ποινικός κώδικας


συντάχθηκε το 1823, αλλά την ανάγκη ανέγερσης φυλακών
αποτύπωσε για πρώτη φορά, το 1830, ο κυβερνήτης Giovanni

345
Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, μτφρ. Αλόη Σιδέρη (Αθήνα: Άγρα,
2000), 341.
346
Πλάτωνας, Νόμοι, Ι΄, μτφρ. Ηλίας Νικολούδης (Αθήνα: Δαίδαλος,
Ζαχαρόπουλος, [χ.χ]), 393. Διαθέσιμο στο: http://repository.edulll.gr/1807
(Πρόσβαση: 3.9.2021).

- 136 -
Vittori-Capo d'Istria ή Ιωάννης Καποδίστριας. 347 Το 1837
θεσπίστηκε, μετά από τροποποιήσεις, νόμος στον οποίο
περιγράφονταν, η κρατική ανάληψη των εξόδων, οι
λειτουργίες που στεγάζονταν στα κτίρια των φυλακών,
καθώς και οι συνθήκες κράτησης και διαβίωσης των
κρατούμενων, αλλά δεν εφαρμόστηκε για τα επόμενα
πενήντα τουλάχιστον χρόνια. 348 Υπερπλήρη κελιά και
θάλαμοι, μη διαχωρισμός υπόδικων, κατάδικων και ανήλικων
κρατούμενων, απουσία υγιεινής, πληθώρα ασθενειών και
άθλια διατροφή, ολοκλήρωναν τη σωφρονιστική μέριμνα, 349
ενώ ο διορισμός των διευθύνσεων συναρτήσει των
κυβερνώντων ήταν πάγια τακτική. 350 Επίστεψη όλων των

347
Γεώργιος Κατωπόδης, Φυλακή, Εσωτερική Λειτουργία, Σωφρονιστική
Μεταχείρισις (Αθήναι: Σιδέρης, 1947), 17-30, όπως αναφέρεται στο Μιχάλης
Ασημακόπουλος και Πέτρος Μετάφας, “Οι Ελληνικές Φυλακές τον 19ο και
Στις Αρχές του 20ου Αιώνα, Τα Κτίρια και οι Μηχανικοί τους”, Τεχνικά
Χρονικά, Μάρτιος – Απρίλιος, Τεύχος 2 (2008): 5. Διαθέσιμο στο:
http://library.tee.gr/digital/techr/2008/techr_2008_2_asimakopoulos.pd
f (Πρόσβαση: 2.8.2020).
348
Γ. Κατωπόδης, ό.π., 17-30, όπως αναφέρεται στο Μ. Ασημακόπουλος και
Π. Μετάφας, ό.π., 5-6 και βλ. Χαράλαμπος Δημόπουλος, Το Ελληνικό
Σωφρονιστικό Δίκαιο κατά τον 19ο Αιώνα (Αθήνα: Σάκκουλα 2002), 59-74,
όπως αναφέρεται στο Μ. Ασημακόπουλος και Π. Μετάφας, ό.π., 5-6.
349
Δέδης, Περί Φυλακών (Τρίπολη: [χ.ε.], 1872), 9-11, όπως αναφέρεται στο
Μ. Ασημακόπουλος και Π. Μετάφας, ό.π., 8 και βλ. Αριστείδης Οικονόμος,
“Επιθεώρησις Φυλακών”, Οκτώβριος (1875): [χ.σ.]· Αντώνιος Πεταλάς,
Μελέτη Περί Μεταρρυθμίσεως των Φυλακών του Ελληνικού Κράτους (Αθήνα:
Εθνικό Τυπογραφείο, 1906), 30· Ιωάννης Πετρουνάκος, Αι Φυλακαί Μας και
η Δικαιοσύνη Μας (Αθήνα: Κλεισιούνη, 1936), 6-12, όπως αναφέρονται στο
Μ. Ασημακόπουλος και Π. Μετάφας, ό.π., 8-9, 12-13, 18-19.
350
Μακρής, Πραγματεία Περί Εφαρμογής του Σωφρονιστικού Συστήματος εν
Ελλάδι (Αθήνα: [χ.ε.], 1881), 23, όπως αναφέρεται στο Μ. Ασημακόπουλος
και Π. Μετάφας, ό.π., 10 και βλ. Κωνσταντίνος Πανόπουλος, Η Εξομολόγησις
του Ληστάρχου Κ. Πανόπουλου προς την Κοινωνίαν, 3η έκδ. (Πάτρα:
Καγιάφα, 1947), 186-187, όπως αναφέρεται στο Η. Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα
Τραγούδια…, 231.

- 137 -
παραπάνω αποτελούσε η μία απαράβατη αρχή, η έλλειψη
παροχών μεταφραζόταν σε εξαγορά παροχών.351

Η θέση των φυλακών στον αστικό ιστό δεν ακολουθούσε


κάποιο συγκεκριμένο κανόνα, γεγονός συνδεδεμένο, με την
άναρχη αστική ανάπτυξη και τη συχνή εκμετάλλευση, ως
φυλακών, υφιστάμενων κτιρίων με προϋπάρχουσες χρήσεις.

Η τυπολογία των φυλακών παρουσίαζε επίσης αοριστία,


κυρίως λόγω της εκτεταμένης χρήσης υφιστάμενων κτιρίων,
όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Υπόγεια και κρύπτες
βυζαντινών και ενετικών φρουρίων, οθωμανικά κονάκια, 352
στρατώνες, μεντρεσέδες, 353 χάνια, ορφανοτροφεία και
λοιμοκαθαρτήρια αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος των
φυλακών του νεοσύστατου κράτους. 354 Σταθερά τυπολογικά
στοιχεία ήταν, η συμπαγής περίφραξη και η αυλή, η οποία
οριζόταν, ή και διαιρούνταν, από τα κτίρια της φυλακής και
την εξωτερική περίφραξη.355

351
Α. Οικονόμος, “Επιθεώρησις Φυλακών”, Αύγουστος (1875): 27, όπως
αναφέρεται στο Μ. Ασημακόπουλος και Π. Μετάφας, “Οι Ελληνικές
Φυλακές…, 9 και βλ. Ν. Οικονόμου, επιμ., Γιώργος Μητσάκης…, 49· Η.
Πετρόπουλος, Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη…, 228.
352
Κονάκι, από το τουρκικό konak, ονομαζόταν η πολυτελής κατοικία, το
«αρχοντικό».
353
Μεντρεσές, από το τουρκικό medrese, προερχόμενο από το αραβικό
madrasa (‫)مدر ست‬, σχολείο, ονομάζεται το μουσουλμανικό ιεροδιδασκαλείο.
354
Κωνσταντίνος Κωστής, Μελέται Περί Φυλακών, Μέρος Α΄ (Αθήνα:
Αγγελόπουλου, 1862), α΄, όπως αναφέρεται στο Μ. Ασημακόπουλος και Π.
Μετάφας, ό.π., 6 και βλ. Α. Οικονόμος, “Επιθεώρησις Φυλακών”, Αύγουστος
(1875): 8, όπως αναφέρεται στο Μ. Ασημακόπουλος και Π. Μετάφας, ό.π.,
9· Χαρίλαος Πατέρας, “Παληά Στρατώνα”, στο Ημερολόγιο Πειραιά…, 200·
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 204· Πάνος Σαββόπουλος, Περί της Λέξεως
«Ρεμπέτικο» το Ανάγνωσμα… και Άλλα, 2η έκδ. (Αθήνα: Οδός Πανός, 2006),
92-94.
355
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 206-207.

- 138 -
Στους χώρους της φυλακής περιλαμβάνονταν, γραφεία
διεύθυνσης, γραμματεία, αρχιφυλακείο, σκοπιές, κυλικείο,
επισκεπτήριο, μαγειρείο, αποθήκες, ιατρείο, κουρείο, κάποιο
εκκλησάκι, ορισμένα εργαστήρια, αποχωρητήρια, θάλαμοι ή
κελιά και απομόνωση ή πειθαρχείο. 356 Αρκετές φυλακές δε
διέθεταν λουτρά, καθώς, σε αντίθεση με τον εκκλησιασμό, το
ντους δεν ήταν πάντα υποχρεωτικό.357

Βασική χωρική μονάδα της εκάστοτε φυλακής


αποτελούσαν τα κελιά ή οι θάλαμοι, τα δωμάτια δηλαδή όπου
διέμεναν οι κρατούμενοι. Το κελί, με συνήθεις διαστάσεις
δύο επί τρία μέτρα, πολλές φορές και μικρότερες, ήταν
θεωρητικά ατομικό, αλλά στην πράξη χρησιμοποιούνταν από
δύο έως και τέσσερα άτομα. 358 Ο θάλαμος, με ποικίλο
μέγεθος, χωρούσε μέχρι τριάντα κρεβάτια και λόγω αυτής
της συνθήκης ομαδικής διαβίωσης, «ήτο η Αυλή των
Θαυμάτων της παλαιότερης φυλακής».359

Στην εξωτερική όψη των φυλακών κυριαρχούσε η ψηλή,


χτιστή περίφραξη, η οποία ενσωμάτωνε τις σκοπιές και έφερε
την κεντρική πύλη που χώριζε το εσωτερικό από την
κοινωνία. 360 Ενίοτε πάνω από την πύλη δέσποζε κάποια
εμπνευσμένη όσο και αναληθής επιγραφή. 361 Πίσω από την

356
Η. Πετρόπουλος, Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη…, 200, 221, 223.
357
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 215, 220.
358
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 207 και βλ. Η. Πετρόπουλος, Το Άγιο Χασισάκι…,
153.
359
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 153 και βλ. Η. Πετρόπουλος, Εγχειρίδιον του Καλού
Κλέφτη…, 207-208.
360
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 207.
361
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούσε η επιγραφή πάνω από την πύλη
των φυλακών Συγγρού η οποία δήλωνε, «Προσήκει Πάντι Τω, Εν Τιμωρία,
Όντι Βελτίονι Γίγνεσθαι», μία φράση δανεισμένη από το Γοργία του
Πλάτωνα που μεταφράζεται, «Αρμόζει Κάθε Τιμωρούμενος να Γίνεται

- 139 -
περίφραξη διακρίνονταν οι όροφοι των κτιρίων της φυλακής
κι ένα μέρος των ανοιγμάτων, τα οποία διέθεταν ανεξαιρέτως
κιγκλιδώματα.362

Εσωτερικά, η επίπλωση των κελιών ή των θαλάμων


αντίστοιχα, αντανακλώντας σχεδόν αποκλειστικά την ανάγκη
του ύπνου, περιοριζόταν στα σιδερένια, φορητά κρεβάτια, τα
οποία συνήθως διατάσσονταν ως κουκέτες, ενώ σπανιότερα
δίπλα από τα κρεβάτια υπήρχε κάποιο κομοδίνο. 363 Τα
κρεβάτια στα κελιά, τοποθετούνταν «κατά βούληση» στη μία
ή την άλλη γωνία απέναντι από την πόρτα, ενώ στους
θαλάμους σχημάτιζαν δύο σειρές δημιουργώντας ένα
διάδρομο στη μέση.364 Σε αρκετές φυλακές, όπου τα κελιά ή
οι θάλαμοι δε διέθεταν αποχωρητήρια, την επίπλωση
συμπλήρωναν φορητά δοχεία, όπως η βούτα, «το ανοιχτό
αφοδευτήριο νυκτός, το ήμισυ μετρίου μεγέθους βαρελιού» 365
και τα δοχεία νυκτός.366 Όπου υπήρχαν αποχωρητήρια, αυτά
διέθεταν λεκάνες εδάφους, τις λεγόμενες τούρκικες, και
νιπτήρες, στους οποίους οι κρατούμενοι, νίβονταν το πρωί
και έπλεναν τα σκεύη του φαγητού.367 Οι τοίχοι των κελιών ή
των θαλάμων διακοσμούνταν από ποικίλα συνθήματα και

Καλύτερος». Η πραγματικότητα εντός των φυλακών Συγγρού απέκλινε κατά


πολύ από την παραπάνω φράση βλ. Π. Σαββόπουλος, Περί της Λέξεως
«Ρεμπέτικο»…, 90-92.
362
Διονύσης Χαριτόπουλος, Εκ Πειραιώς (Αθήνα: Τόπος, 2012), 75-77.
363
Η. Πετρόπουλος, Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη…, 232, 252.
364
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 233.
365
Ι. Πετρουνάκος, Αι Φυλακαί Μας και η Δικαιοσύνη Μας…, 6-12, όπως
αναφέρεται στο Μ. Ασημακόπουλος και Π. Μετάφας, “Οι Ελληνικές
Φυλακές…, 18-19.
366
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 253.
367
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 216-217, 254.

- 140 -
σχέδια των κρατούμενων, με κυρίαρχες τις ερωτικές
παραστάσεις.368

Ο φωτισμός, στις φυλακές όπου υπήρχε ηλεκτροδότηση,


γινόταν από λαμπτήρες ψηλά στην οροφή, οι οποίοι έκαιγαν
αδιάλειπτα όλο το βράδυ, ενώ απουσίαζαν ρευματοδότες και
διακόπτες. 369 Οι κρατούμενοι για να καταφέρουν να
κοιμηθούν κατέφευγαν σε μία σειρά λύσεων, από το τύλιγμα
της λάμπας με το χρυσόχαρτο του πακέτου των τσιγάρων,
μέχρι το σκόπιμο βραχυκύκλωμα. 370

Η θέρμανση σε ορισμένες φυλακές γινόταν με τη χρήση


σομπών, στις οποίες έκαιγαν, μικρές ποσότητες ξύλων,
χορηγούμενων από τη διεύθυνση, ή, ελλείψει αυτών,
επιπλέον ξύλα και πριονίδι, αγορασμένα από τα εργαστήρια,
εφημερίδες, ψωμί ή σαπούνι. 371 Σε πολλές φυλακές η
θέρμανση μεταφραζόταν στις ατομικές λύσεις του
κρατούμενου, όπως το σκέπασμα με πολλές κουβέρτες, το
τύλιγμα του κεφαλιού με παλτό, η τοποθέτηση εφημερίδων
στην πλάτη και η χρήση της πετσέτας προσώπου ως
κασκόλ.372

Το προσωπικό των φυλακών απαρτιζόταν από


διορισμένους υπάλληλους, μερικούς ελεύθερους
επαγγελματίες και κρατούμενους επιφορτισμένους με
κάποιου είδους εργασία, η οποία ενίοτε ήταν αμειβόμενη ή,
στην περίπτωση των αγροτικών φυλακών, αναγκαστική. 373

368
Η. Πετρόπουλος, Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη…, 227.
369
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 236.
370
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 236.
371
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 260-261.
372
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 234, 260.
373
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 214-215.

- 141 -
Το διορισμένο προσωπικό, η λεγόμενη σωφρονιστική
υπηρεσία, αποτελούνταν από διοικητικούς υπάλληλους, που
φορούσαν πολιτικά, ένστολους φύλακες, που βρίσκονταν σε
αντιπαράθεση με τους διοικητικούς, και τη διεύθυνση, η
οποία ήταν επικεφαλής των δύο κλάδων.374

Η ιεραρχία των φυλάκων περιλάμβανε τους βαθμούς, του


φύλακα, του υπαρχιφύλακα, του αρχιφύλακα Α΄ και Β΄, με
τον αρχιφύλακα να συγκεντρώνει συχνά τα χείριστα
χαρακτηριστικά εκμετάλλευσης, συμπεριλαμβανομένης της
κλοπής τροφίμων και διάφορων ειδών της φυλακής,
καταπίεσης και βιαιότητας, ιδιότητες που γίνονταν ανεκτές
από τη διεύθυνση καθώς την απάλλασσαν από τυχόν
δυσάρεστο έργο. 375 Οι υπαρχιφύλακες, χωρισμένοι σε
βάρδιες, συχνά αναλάμβαναν ρόλους καλού και κακού
ανακριτή με σκοπό την απόσπαση πληροφοριών από τους
κρατούμενους.376 Οι φύλακες, με συνήθη καταγωγή από την
επαρχία, ήταν ως επί το πλείστον αγράμματοι, φτωχοί,
περίεργοι και άξεστοι, αρκετοί από αυτούς χαρτοπαίκτες,
ενώ ορισμένοι, λόγω της συχνής επαφής με κρατούμενους
που ανήκαν στη Φάρα, υιοθετούσαν τη συμπεριφορά του
μάγκα. 377 Οι φύλακες που μεσολαβούσαν επί πληρωμή για
παροχές των κρατούμενων ονομάζονταν στην αργκό της
φυλακής βαποράκια.378

Ο διευθυντής, διαθέτοντας προσωπικό γραφείο, ήταν


«αθέατον πρόσωπον» 379 για τους κρατούμενους, τους

374
Η. Πετρόπουλος, Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη…, 255.
375
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 255, 256-257.
376
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 257.
377
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 258-259.
378
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 228.
379
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 256.

- 142 -
οποίους δεχόταν, θεωρητικά, για ακρόαση, πάντα εν γνώσει
και παρουσία του αρχιφύλακα, με την προϋπόθεση ότι δεν
επρόκειτο για αίτημα κατά των φυλάκων, μία φορά την
εβδομάδα.380

Ευκαιριακό προσωπικό των φυλακών αποτελούσαν και


μερικοί ελεύθεροι επαγγελματίες στους οποίους
περιλαμβάνονταν, ο ιερέας, κάποιος οδοντίατρος, ο οποίος
αναπλήρωνε πρόχειρα την ανύπαρκτη οδοντιατρική
περίθαλψη, ο γαλατάς ή κάποιος μπακάλης, από τον οποίο οι
κρατούμενοι προμηθεύονταν, σε ανεξέλεγκτες τιμές,
επιπλέον τρόφιμα εκτός του πενιχρού συσσιτίου. 381

Ορισμένες εργασίες ανετίθεντο και στους ίδιους τους


κρατούμενους. Ο εσωτερικός κανονισμός των φυλακών
διέθετε μία σαφή προτροπή, κατά την οποία ο κρατούμενος
έπρεπε να εκτελεί, πρόθυμα, την ανατεθειμένη σε αυτόν
εργασία.382 Στην περίπτωση των αγροτικών φυλακών αυτή η
προτροπή αποτελούσε υποχρέωση, καθώς οι εργασίες που
αφορούσαν στην καθαριότητα, τη διατροφή, καθώς και οι
εξωτερικές, αγροτικές εργασίες, ήταν μέρος της ποινής. 383
Στις κλειστές φυλακές οι κρατούμενοι αρνούνταν να
εκτελέσουν οποιαδήποτε εργασία χωρίς αμοιβή, εφόσον δεν
προβλεπόταν στο «σωφρονιστικό» πρόγραμμα, οπότε η
διεύθυνση έδινε σε αντάλλαγμα ¼ της ημέρας φυλάκισης
στους κρατούμενους που αναλάμβαναν εργασίες όπως, η

380
Η. Πετρόπουλος, Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη…, 255-256.
381
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 200, 221, 249, 251.
382
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 209.
383
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 206, 214-215.

- 143 -
καθαριότητα και η προετοιμασία του φαγητού. 384 Οι
κρατούμενοι εκτελούσαν επίσης χρέη ράφτη, καφετζή ή
κουρέα, χωρίς να είναι απαραίτητη κάποια προηγούμενη
σχέση με το επάγγελμα. 385 Πολλοί κρατούμενοι
αναλάμβαναν επιπλέον δουλειές, όπως το πλύσιμο των
ρούχων, εκ μέρους άλλων, για τις οποίες αμείβονταν με το
συνάλλαγμα της φυλακής, δηλαδή σε πακέτα τσιγάρων. 386

Συνήθως στις φυλακές, σε αντίθεση με τις σωφρονιστικές


θεωρίες, 387 συναγελάζονταν, υπόδικοι, κατάδικοι, ποινικοί
και πολιτικοί κρατούμενοι, «άνευ διακρίσεως ηλικίας και
ποινών», 388 ενώ άλλοτε οι πολιτικοί κρατούμενοι
τοποθετούνταν σε ξεχωριστές πτέρυγες, «δια να μη μιανθούν
οι έτεροι Κατάδικοι».389

Για τους κρατούμενους που ανήκαν στη Φάρα υφίστατο


μία διαφορετική διάκριση, κατά την οποία οι φυλακισμένοι
διαιρούνταν σε βαρυποινίτες, ή ισοβίτες, έτερους
κρατούμενους της Φάρας, ανεξαρτήτως ποινής, και
κρατούμενους «μικροαστικής» υπόστασης, καταδικασθέντες
για χρέη, καταχρήσεις κ.λπ.390 Η αντιπαράθεση μεταξύ των
ανθρώπων της Φάρας και των βαρυποινιτών αποτελούσε τη
βάση αυτής της διαίρεσης.

384
Η. Πετρόπουλος, Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη…, 214-215. Ένα τέταρτο
(¼) της ημέρας φυλάκισης, σήμαινε πως ο κρατούμενος εκτελώντας
τέσσερις ημέρες εργασίας, κέρδιζε μία ημέρα από την ποινή που εξέτιε.
385
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 216, 218.
386
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 216, 226-227.
387
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 199.
388
Δέδης, Περί Φυλακών…, 11, όπως αναφέρεται στο Μ. Ασημακόπουλος και
Π. Μετάφας, “Οι Ελληνικές Φυλακές…, 8.
389
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 199.
390
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 212.

- 144 -
Οι βαρυποινίτες, ή ισοβίτες, ήταν συνήθως
καταδικασθέντες για φόνο και έμεναν υπέρ το δέον στη
φυλακή, ώστε αποκτούσαν ιδιότροπο και υπεροπτικό
χαρακτήρα, ήταν θρασύδειλοι, δούλευαν ολημερίς στα
εργαστήρια και γίνονταν παραδόπιστοι, φοβόντουσαν τυχόν
μεταθέσεις και κατέληγαν πληροφοριοδότες, δε μιλούσαν
την αργκό, αλλά περισσότερο από όλα, ήταν ως επί το
πλείστον επαρχιώτες, κάτι το οποίο αντιπαθούσαν οι
άνθρωποι της Φάρας.391

Οι κρατούμενοι που ανήκαν στη Φάρα διατηρούσαν την


ιεραρχία και τους άγραφους κώδικες που χρησιμοποιούσαν
στην κοινωνία, καθώς, λόγω της διακίνησης ναρκωτικών, της
διενέργειας τυχερών παιχνιδιών, αλλά και της πορνείας μέσα
στις φυλακές, εξακολουθούσαν να αναλαμβάνουν ένα ευρύ
φάσμα ρόλων.392

Στην κορυφή αυτής της ιεραρχίας βρισκόταν ο


τσιρίμπασης. 393 Ο τσιρίμπασης, ήταν επικεφαλής όλων των
παράνομων δραστηριοτήτων εντός της φυλακής, ενίοτε και
ορισμένων εκτός αυτής, διέμενε σε κελί της επιλογής του,
έχαιρε ειδικής μεταχείρισης, διευθετούσε τυχόν αδικίες και
επίλυε διαφορές μεταξύ των κρατούμενων, αποκόμιζε το

391
Η. Πετρόπουλος, Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη…, 212-214.
392
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 200, 213, 239-240, 274, 294-296 και βλ. Η.
Πετρόπουλος, Το Άγιο Χασισάκι…, 144.
393
Τσιρίμπασης, από το τουρκικό çeribaşı, σύνθετη λέξη προερχόμενη από
το çeri, στρατιώτης και το baş, κεφάλι και μεταφορικά κεφαλή, αρχηγός,
ονομαζόταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ο βαθμός του συνταγματάρχη
της χωροφυλακής και κατ’ επέκταση ονομάστηκε ο αρχηγός του δικτύου της
Φάρας εντός της φυλακής. Για μία ζωντανή εικόνα της ζωής και της δράσης
ενός τσιρίμπαση βλ. Πέτρος Πικρός, Τουμπεκί, 4η έκδ. (Αθήνα: Κάκτος,
1979).

- 145 -
βιδάνιο,394 ενώ λειτουργούσε και μιλούσε με σοβαρότητα. 395
Η θέση του τσιρίμπαση ήταν μία σε κάθε φυλακή και η
απόκτησή της γινόταν πραξικοπηματικά, μέσω λεκτικής ή
σωματικής προσβολής και συχνά μετά φόνου.396

Στις φυλακές εισάγονταν περιστασιακά, για μικρά


χρονικά διαστήματα, μπουζουκτσήδες, με μόνο αδίκημα την
κατοχή και χρήση του οργάνου, ψηλαφώντας το πολυσχιδές
βίωμα της φυλάκισης και αποτελώντας φορείς μίας
ιδιαίτερης μορφής της λαϊκής μουσικής έκφανσης. 397

Το ωράριο της φυλακής διαμορφωνόταν γύρω από τις


δραστηριότητες του ύπνου, του φαγητού, του επισκεπτηρίου
και του περιπάτου στην αυλή, με ενδιάμεσες καταμετρήσεις
των κρατούμενων, και αναγγελλόταν μέσω μίας
καμπάνας. 398 Η ποινή μεταφραζόταν στον αριθμό των
διανυκτερεύσεων του κρατούμενου στη φυλακή, οι
εισαγωγές γίνονταν κατά τη διάρκεια της μέρας, ενώ οι
αποφυλακίσεις πραγματοποιούνταν συνήθως την αυγή.399

394
Βιδάνιο, πιθανόν από το ιταλικό guadagno, κέρδος, ίσως με βενετική
επίδραση σε vadagno, κατά το guardare σε vardar (;), ονομαζόταν το
ποσοστό από τα κέρδη των παράνομων τυχερών παιχνιδιών, το οποίο
αποκόμιζε ο ιδιοκτήτης της λέσχης ή ο οικοδεσπότης. Στην περίπτωση της
φυλακής ως «οικοδεσπότης» θεωρούνταν ο τσιρίμπασης.
395
Η. Πετρόπουλος, Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη…, 213 και βλ. Η.
Πετρόπουλος, Το Άγιο Χασισάκι…, 139-141, 144.
396
Α. Βέλλου-Κάιλ, επιμ., Μάρκος Βαμβακάρης…, 74 και βλ. Η.
Πετρόπουλος, ό.π., 140.
397
Γ. Λεκάκης, Η Θεσσαλονίκη…, 63-64 και βλ. Η. Πετρόπουλος, Το Άγιο
Χασισάκι…, 23.
398
Η. Πετρόπουλος, Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη…, 199, 231-232.
399
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 231.

- 146 -
Η φυλακή, παρά την ωμότητά της, δεν ήταν «διαρκώς και
καθημερινώς, μια Κοιλάδα των δακρύων». 400 Στη φυλακή
υφίσταντο, εκ των ενόντων και παρ’ ελπίδα, το γέλιο, μέσα
από τα ποικίλα αστεία, τα παιχνίδια, τις πλάκες και τα
πειράγματα, 401 ο έρωτας, με τη μορφή των ερωτικών
συζητήσεων, της αυτοϊκανοποίησης ή της ομόφυλης ερωτικής
επαφής,402 και το τραγούδι.

Το τραγούδι στη φυλακή τελούνταν στο θάλαμο ή το κελί,


ομαδικά, χαμηλόφωνα και με παράπονο. Παρά τις σχετικές
απαγορεύσεις, 403 ενίοτε υπήρχαν στις φυλακές, φτιαγμένα
από τους κρατούμενους στα εργαστήρια, 404 μουσικά όργανα,
με ποικίλα μεγέθη, μεταξύ μπαγλαμά και μπουζουκιού,
σκαλισμένα από ξύλο, τα λεγόμενα σκαφτά, ή
κατασκευασμένα από κολοκύθες, κουτιά και κονσέρβες. 405
Ιδιαίτερο ρυθμικό όργανο αποτελούσαν τα κουτάλια, ενώ
ελλείψει άλλων μέσων, χρησιμοποιούσαν σφυρίγματα,
χειροκροτήματα, μιμούνταν τη μελωδία με το στόμα ή
κρατούσαν, εν είδει μουσικού οργάνου, αντικείμενα όπως
μια σκούπα. 406 Επάνω στο ρυθμό και την αυτοσχέδια ή μη
μουσική φράση, γινόταν η παράθεση διάφορων

400
Η. Πετρόπουλος, Το Άγιο Χασισάκι…, 152.
401
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 151-161 και βλ. Η. Πετρόπουλος, Εγχειρίδιον του
Καλού Κλέφτη…, 238-241, 278-279,
402
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 284-298.
403
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 246-247 και βλ. Η. Πετρόπουλος, Το Άγιο
Χασισάκι…, 36.
404
Α. Βέλλου-Κάιλ, επιμ., Μάρκος Βαμβακάρης…, 262-263. Ο Μάρκος
Βαμβακάρης αναφέρει την οικογένεια των σκαφτών οργάνων της φυλακής
ως γόνατα, καθώς το ηχείο τους διέθετε συχνά έντονη καμπύλωση, η οποία
προσομοίαζε το σχήμα του γονάτου.
405
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 35-36 και βλ. Η. Πετρόπουλος, Εγχειρίδιον του
Καλού Κλέφτη…, 247· Γκ. Χόλστ, Δρόμος για το Ρεμπέτικο…, 24-25, 78.
406
Η. Πετρόπουλος, Το Άγιο Χασισάκι…, 33-35.

- 147 -
υφιστάμενων ή νέων δίστιχων, τα οποία δομούσαν, το
χαλαρά ή και καθόλου συνδεδεμένο νοηματικά, τραγούδι. Η
φυλακή αποτέλεσε μία ιδιαίτερη πηγή της λαϊκής ανώνυμης
δημιουργίας, 407 ενώ, λόγω της συχνής απουσίας μουσικών
οργάνων, λειτούργησε ως σημαντικός φορέας της ποιητικής
της.

407
Η. Πετρόπουλος, Τα Μικρά Ρεμπέτικα…, 8.

- 148 -
4.3.Πορνείο

Η πορνεία αναφέρεται συχνά, όσο και αυθαίρετα, ως το


αρχαιότερο επάγγελμα, χωρίς να τονίζεται ανάλογα η
βασική, πράγματι πανάρχαια, αιτία της, η φτώχεια. Η
πορνεία απαντιόταν από την αρχαιότητα σε διάφορους
πολιτισμούς και σε πόλεις όπου άκμαζαν το εμπόριο και οι
συναλλαγές κάθε είδους, ακόμη και του ανθρώπινου
σώματος.408 Στα αρχαία ελληνικά, ο όρος πόρνη, από το ρήμα
πέρνημι, πουλώ, δήλωνε ακριβώς αυτήν την εμπορική
διάσταση. 409 Ο Σόλωνας θεωρείται πρόδρομος της
δημοκρατίας, αλλά στον ίδιο αποδίδεται και η οργάνωση των
πρώτων πορνείων υπό κρατική διαχείριση. 410 Στόχο της
μέριμνας αποτελούσε η διασφάλιση της δημόσιας τάξης,
μέσω της ελεγχόμενης σεξουαλικής εκτόνωσης των νέων. 411
Αυτός ο προσδιορισμός της πορνείας ως «αναγκαίο κακό»,
εκφρασμένος από ποικίλες κοινωνίες, διένυσε μία πορεία
αιώνων, από την αρχαιότητα, μέχρι το μεσαίωνα και τους
νεότερους χρόνους.412 Η Γαλλική Επανάσταση διακήρυξε τα
ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά το τρίπτυχο ελευθερία,
ισότητα, αδελφότητα δεν αφορούσε τις πόρνες. 413 Οι
συνθήκες έντονης αστικοποίησης και μετακίνησης
πληθυσμών, στις αρχές του 19ου αιώνα, συνοδεύτηκαν από

408
Catherine Salles, Η Άλλη Όψη της Αρχαιότητας, Ο Υπόκοσμος, μτφρ.
Κώστας Τσιταράκης, 2η έκδ. (Αθήνα: Παπαδήμα, 1998), 15, 32-33, 43.
409
C. Salles, ό.π., 21.
410
Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί ([χ.τ.ε.χ.]), 13:569, όπως αναφέρεται στο C.
Salles, ό.π., 18 και βλ. C. Salles, ό.π., 19.
411
C. Salles, ό.π., 20.
412
Yannick Ripa, “Regulating Prostitution”, Encyclopédie d'Histoire
Numérique de l'Europe, 22 Ιουνίου 2020. Διαθέσιμο στο:
https://ehne.fr/en/node/12460 (Πρόσβαση: 3.9.2021).
413
Y. Ripa, ό.π.

- 149 -
ραγδαία αύξηση της πορνείας, με αποτέλεσμα την ανάγκη
δημιουργίας μίας κανονιστικής πολιτικής για τον έλεγχό
της. 414 Αυτό το σύστημα κρατικού ελέγχου της πορνείας,
εισάχθηκε για πρώτη φόρα στη Γαλλία το 1800, και
εφαρμόστηκε έπειτα στην υπόλοιπη Ευρώπη, λαμβάνοντας
την ονομασία «γαλλικό σύστημα». 415 Η ευρωπαϊκή στην
ουσία πολιτική απέναντι στην πορνεία, ήταν αποτέλεσμα
μίας κοινής, αστικής θεώρησης ως προς τη δημόσια τάξη, την
ηθική και την υγεία. 416 Μέσω αυτού του συστήματος, η
πορνεία γινόταν ανεκτή, οι αστυνομικοί και υγειονομικοί
έλεγχοι αφορούσαν αποκλειστικά τις πόρνες, οι οποίες
συνέχιζαν να απορρίπτονται από την κοινωνία, ενώ οι
πελάτες δεν ενοχλούνταν σε οποιοδήποτε βαθμό. 417

Το σύστημα ανοχής υιοθετήθηκε από το νεότερο ελληνικό


κράτος, στο πλαίσιο ενός ευρύτερου εξευρωπαϊσμού,
προσαρμοσμένο στους τοπικούς φορείς εξουσίας, ενώ
υπήρξε η θεωρητική βάση ενός ιδιαίτερου, μοναδικού στην
Ελλάδα, εφαρμοσμένου παραδείγματος, των περίφημων
Βούρλων.418

414
Yannick Ripa, “Prostitution (19th-21st centuries)”, Encyclopédie
d'Histoire Numérique de l'Europe, 22 Ιουνίου 2020. Διαθέσιμο στο:
https://ehne.fr/en/node/12445 (Πρόσβαση: 3.9.2021).
415
Y. Ripa, ό.π. και βλ. Y. Ripa, “Regulating Prostitution… .
416
Y. Ripa, “Prostitution… .
417
Y. Ripa, ό.π. και βλ. Y. Ripa, “Regulating Prostitution… . Από την
εφαρμογή της κανονιστικής αυτής πολιτικής, του λεγόμενου επίσης
συστήματος ανοχής, προέκυψαν όροι όπως, οίκος ανοχής, από το γαλλικό
maison de tolérance, αστυνομία ηθών, από το police des mœurs κ.α.
418
Τα Στέκια, «Τα Βούρλα», σκην. Μαρίνα Δανέζη (Αθήνα: ΕΡΤ, 2019),
[00:04:50], [00:10:10]. Διαθέσιμο στο:
https://www.youtube.com/watch?v=vgYE9xmN-
BM&list=PLgeq7ezNgWe9wV2uEB_ObKm8V8rvb24wK&index=8
(Πρόσβαση: 14.10.2020) και βλ. Y. Ripa, “Prostitution… .

- 150 -
Η τοποθεσία των πορνείων στον αστικό ιστό σχετιζόταν με
ορισμένες λειτουργίες, όπως τα λιμάνια, οι αγορές, οι
στρατώνες και οι σταθμοί, οι οποίες ως επί το πλείστον
εντοπίζονταν στις παρυφές των πόλεων, ενώ ήταν παράλληλα
εξαρτώμενη της εγγύτητας της πελατείας, με αποτέλεσμα την
επιλογή απόμερων αλλά προσιτών σημείων, όμορων των
παραπάνω εστιών. 419 Έτσι, στον Πειραιά, τα διάφορα
πορνεία που βρίσκονταν διάσπαρτα, ήδη από το 1840, γύρω
από το λιμάνι και στα όρια της Τερψιθέας, όταν η πόλη
επεκτάθηκε προς τα νότια και βρέθηκαν μεταξύ αστικών
κατοικιών, μεταφέρθηκαν βόρεια, στις έρημες τότε περιοχές
της Δραπετσώνας, χωρίς να μετατοπιστούν και πάλι όταν
περικυκλώθηκαν από προσφυγικούς μαχαλάδες, ενώ πολύ
αργότερα, κατά νομοτελειακό τρόπο, επέστρεψαν στην
Τερψιθέα, μεταξύ των οδών, Φιλελλήνων, Φίλωνος, 2ας
Μεραρχίας, την ενδιάμεση Νοταρά, και Κολοκοτρώνη,
σχηματίζοντας την Τρούμπα. 420 Στην Παλιά Αθήνα, τα
πορνεία εντοπίζονταν δυτικά του Ψυρρή, στο Γκάζι, το
λεγόμενο τότε Γκαζοχώρι, και τον Κεραμεικό, όπου
αντανακλώντο, κατά μία έννοια, τα καθιερωμένα από το
Σόλωνα, ισάριθμα με τα αγγειοπλαστεία, αρχαία πορνεία,
ενώ άλλα τοποθετούνταν πιο βόρεια, στην Ομόνοια και το
σημερινό Πολυτεχνείο.421 Στη Θεσσαλονίκη, τα περισσότερα

419
Ηλίας Πετρόπουλος, Το Μπουρδέλο (Αθήνα: Γράμματα, 1980), 32-33.
420
Βάσιας Τσοκόπουλος, Πειραιάς 1835-1870, Εισαγωγή στην Ιστορία του
Ελληνικού Μάντσεστερ, 3η έκδ. (Αθήνα: Καστανιώτη, 1984), 131 και βλ. Π.
Σαββόπουλος, Ρίζες των Ρεμπέτικων…, 39· Δ. Χαριτόπουλος, Εκ Πειραιώς…,
293-296· Τα Στέκια, «Τα Βούρλα», σκην. Μαρίνα Δανέζη…, [οο:ο1:40],
[00:03:00]· Τα Στέκια, «Η Τρούμπα», σκην. Χρήστος Σαρρής (Αθήνα: ΕΡΤ,
2019), [00:26:40]. Διαθέσιμο στο:
https://www.youtube.com/watch?v=Vc_6IMVDEZo&list=PLgeq7ezNgWe9
wV2uEB_ObKm8V8rvb24wK&index=6 (Πρόσβαση: 8.10.2020).
421
Ευγενία Μπουρνόβα και Γιάννης Στογιαννίδης, “Γκαζοχώρι: Ιστορία μίας
συνοικίας (1857-1980)”, Athens Social Atlas, Δεκέμβριος 2018. Διαθέσιμο

- 151 -
πορνεία βρίσκονταν έξω από τα όρια της παλιάς, εντός των
τειχών, πόλης, σε περιοχές όπως η ξακουστή Μπάρα, μεταξύ
των οδών Λαγκαδά, Μοναστηρίου, Μιχαήλ Καλού, και των
ενδιάμεσων, φημισμένων οδών, Αφροδίτης και Βάκχου, και,
ακριβώς στο αποτύπωμα των τειχών, στην οδό Ειρήνης,
δυτικά, ενώ μετά την έλευση των προσφύγων, ορισμένα
εντοπίζονταν στα όρια της τότε Αγίας Φωτεινής και επί της
οδού Αγγελάκη, ανατολικά.422

Η τυπολογία των πορνείων παρουσίαζε διαφοροποιήσεις


σύμφωνα με το μέγεθος του εκάστοτε οικήματος. Οι κύριοι
τύποι διακρίνονταν σε, πορνείο-κάμαρα, που αποτελούνταν
από ένα δωμάτιο, πορνείο-σπιτάκι, που απαρτιζόταν από ένα
δωμάτιο και κάποιους βοηθητικούς χώρους, πορνείο-
κατοικία, με δωμάτια, βοηθητικούς και κοινόχρηστους
χώρους, πορνείο-ξενοδοχείο, με χώρο υποδοχής, δωμάτια και
βοηθητικούς χώρους, και πορνείο-στρατώνα, όπου τα κτίρια,
που περιλάμβαναν κοινόχρηστους χώρους και δωμάτια, μαζί
με τον ακάλυπτο χώρο, περικλείονταν από συμπαγή
περίφραξη.423 Από τη συγκέντρωση σε μία περιοχή διάφορων
τύπων σχηματίζονταν ενίοτε, η γειτονιά πορνείων, που
περιλάμβανε τέσσερα πέντε οικοδομικά τετράγωνα, μεικτών
χρήσεων, ή ο οικισμός πορνείων, που περιλάμβανε

στο:
https://www.athenssocialatlas.gr/%CE%AC%CF%81%CE%B8%CF%81%
CE%BF/%CE%B3%CE%BA%CE%B1%CE%B6%CE%BF%CF%87%CF%8
E%CF%81%CE%B9/ (Πρόσβαση: 14.9.2021) και βλ. C. Salles, Η Άλλη Όψη
της Αρχαιότητας…, 17-18· Η. Πετρόπουλος, Υπόκοσμος και Καραγκιόζης…,
34.
422
Η. Πετρόπουλος, Το Μπουρδέλο…, 34, 47, 61 και βλ. Κώστας Τομανάς,
Χρονικό της Θεσσαλονίκης (1875-1920) (Σκόπελος: Εκδοτικές Νησίδες,
1995), 191.
423
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 33, 41, 59. Μοναδικό παράδειγμα πορνείου-
στρατώνα στην Ελλάδα, αποτέλεσαν τα Βούρλα.

- 152 -
περισσότερα οικοδομικά τετράγωνα και διέθετε σχετική
αυτονομία.424

Στο πορνείο-κάμαρα δεν περιλαμβανόταν παρά ένα


δωμάτιο, στο οποίο εργαζόταν και διέμενε η μονήρης πόρνη,
ενώ στο πορνείο-σπιτάκι, το δωμάτιο συνόδευαν ορισμένοι
βοηθητικοί χώροι, όπως ένα κουζινάκι, που βρίσκονταν στο
πίσω μέρος ή σπανιότερα σε ένα δεύτερο πάτωμα. 425 Στο
πορνείο-κατοικία περιλαμβάνονταν, δωμάτια, ισάριθμα με
τις πόρνες που εργάζονταν και διέμεναν εκεί, σαλόνι, όπου
οι πελάτες συναντιόνταν με τις πόρνες, κουζίνα και λουτρό-
αποχωρητήριο. 426 Στο πορνείο-ξενοδοχείο, συνήθως κάποιο
πρώην κανονικό ξενοδοχείο, περιλαμβάνονταν, χώρος
υποδοχής, εν είδει μεγάλου σαλονιού, ορισμένοι βοηθητικοί
χώροι και πολλά δωμάτια, όπου εργάζονταν οι πόρνες. 427 Στο
πορνείο-στρατώνα, περιλαμβάνονταν, αρκετά δωμάτια, τα
οποία σχημάτιζαν πτέρυγες, όπου εργάζονταν και διέμεναν
οι πόρνες, κοινόχρηστοι χώροι, καφενέδες, μαγειρείο,
αποχωρητήρια, λουτρά, ιατρείο, κάποια σκοπιά και
εσωτερικός αστυνομικός σταθμός. 428

424
Η. Πετρόπουλος, Το Μπουρδέλο…, 33. Η Τρούμπα ήταν χαρακτηριστική
γειτονιά πορνείων, ενώ μοναδικό παράδειγμα ημιαυτόνομου οικισμού
πορνείων στην Ελλάδα, αποτέλεσε η Μπάρα.
425
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 38.
426
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 41, 47-48.
427
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 59.
428
Τα Στέκια, «Τα Βούρλα», σκην. Μαρίνα Δανέζη…, [00:11:05] και βλ. Στ.
Gauntlett, επιμ., Μιχάλης Γενίτσαρης…, 66· Χάρης Κουτελάκης, Αμάντα
Φώσκολου, Πειραιάς και Συνοικισμοί (Μαρτυρίες και Γεγονότα από τον 14ο
Αιώνα Μέχρι Σήμερα) (Αθήνα: Εστία, 1991), [χ.σ.], όπως αναφέρεται στο Σπ.
Παπαϊωάννου, Ημερολόγιο Πειραιά…, 135· Γ. Παπάζογλου, «Τα Χαΐρια μας
Εδώ…, 362-363· Βασίλης Τσιάτης, “Αναφορές στην Κοσμοαγάπητη
Πολιτεία”, στο Ημερολόγιο Πειραιά…, 135.

- 153 -
Εξωτερικά, το πορνείο-κάμαρα ή το πορνείο-σπιτάκι,
ισόγειο ή σπανιότερα διώροφο, διέθετε στενή πρόσοψη την
οποία συνέθεταν, μία ξύλινη πόρτα, συχνά με τζάμι και ενίοτε
με φεγγίτη, στο κατώφλι της οποίας στεκόταν η πόρνη, κι ένα
δυο χαμηλά παράθυρα, ακριβώς δίπλα από την πόρτα, με
ξύλινα παραθυρόφυλλα, τα οποία χρησιμοποιούνταν ως
«βιτρίνα» το χειμώνα.429 Ορισμένες φορές, επάνω σε κάποια
πόρτα διακρινόταν μια αναρτημένη επιγραφή, που
ενημέρωνε για την ύπαρξη κατοικίας μεταξύ των
πορνείων.430 Το πορνείο-κατοικία, διέθετε όψη μίας τυπικής,
ισόγειας ή διώροφης κατοικίας, με τη συχνή παρουσία
αυλόπορτας ή εξώπορτας, που οδηγούσε στην είσοδο του
κτιρίου.431 Το πορνείο-ξενοδοχείο παρουσίαζε την όψη ενός
κανονικού, πολυώροφου ξενοδοχείου,432 ενώ στην εξωτερική
όψη του πορνείου-στρατώνα, όπως και σε έναν κανονικό
στρατώνα, κυριαρχούσε η ψηλή, χτιστή περίφραξη, που
έφερε την πύλη, πίσω από την οποία διακρίνονταν τυχόν
όροφοι των κτιρίων.433

Εσωτερικά, η επίπλωση του πορνείου-κάμαρας, ή του


δωματίου στο πορνείο-σπιτάκι, αποτελούνταν από το
απαραίτητο, σιδερένιο, διπλό κρεβάτι, τη λεγόμενη καριόλα,
το οποίο διέθετε σκεπάσματα που δεν ξεστρώνονταν, μερικά
κανονικά μαξιλάρια, καθώς και ένα μικρότερο, μια δυο
καρέκλες, κάποιο τραπεζάκι και μία μικρή σόμπα ή

429
Η. Πετρόπουλος, Το Μπουρδέλο…, 36, 38-39.
430
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 40. Οι επιγραφές αυτές δήλωναν λιτά, «Εδώ
Οικογένεια» ή «Προσοχή Οικογένεια».
431
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 47.
432
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 59.
433
Τα Στέκια, «Τα Βούρλα», σκην. Μαρίνα Δανέζη…, [00:11:25] και βλ. Στ.
Gauntlett, επιμ., Μιχάλης Γενίτσαρης…, 66. Η μία και μοναδική πύλη των
Βούρλων έμεινε στην ιστορία ως η πορτάρα.

- 154 -
συνηθέστερα ένα μαγκάλι.434 Στο πορνείο-κατοικία, όπου τα
δωμάτια ήταν συνήθως μεγαλύτερα, εκτός από το κρεβάτι,
την επίπλωση συμπλήρωναν, μία ντουλάπα, ένα κομό, 435
πάνω στο οποίο υπήρχαν, μία λεκάνη, μία κανάτα με νερό και
ένα δοχείο με υπερμαγγανικό κάλιο,436 για τον καθαρισμό,
κάποιο τραπέζι, ενίοτε ένα γραμμόφωνο, μερικές καρέκλες,
και μία σόμπα, τα οποία πατούσαν σε, στρωμένο με
κιλίμια,437 δάπεδο.438 Στο σαλόνι, η επίπλωση αποτελούνταν
από έναν δυο καναπέδες, ορισμένες καρέκλες, μερικά
τραπέζια και το ταμείο, όπου καθόταν η διευθύντρια του
πορνείου, ενώ κοντά στην είσοδο υπήρχε μία κορνίζα με τον
κατάλογο των πορνών. 439 Στα καμαράκια του πορνείου-
στρατώνα, εν προκειμένω των Βούρλων, η επίπλωση
αποτελούνταν από, ένα κρεβάτι, κάποια καρέκλα, ένα
λαβομάνο, 440 και ενίοτε ένα κομοδίνο, 441 ενώ τα
καφενεδάκια της κάθε πτέρυγας, διέθεταν έναν πάγκο, στον
οποίο υπήρχαν τα παρελκόμενα σκεύη, ένα δυο ξύλινα
τραπεζάκια, λίγες καρέκλες και ένα γραμμόφωνο, το οποίο

434
Ή. Πετρόπουλος, Το Μπουρδέλο…, 39-40.
435
Κομό, από το ιταλικό comó, προερχόμενο από το γαλλικό commode,
συρταριέρα, ονομάζεται το έπιπλο με επάλληλα συρτάρια, όπου
τακτοποιούνται λευκά είδη και εσώρουχα.
436
Το διάλυμα υπερμαγγανικού καλίου ή υπερμαγγανάτ, από το αγγλικό
potassium permanganate, αποτελεί απολυμαντικό γενικής χρήσης.
Κιλίμι, από το τουρκικό kilim, προερχόμενο από το περσικό gelim (‫)گ ل كم‬,
437

κουβέρτα, ένδυμα και χαλί, ονομάζεται το υφαντό χαλί.


438
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 49.
439
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 48, 49.
440
Λαβομάνο, από το ιταλικό lavamano, σύνθετη λέξη προερχόμενη από το
lavare, πλένω και mano, χέρι, ονομαζόταν το χαμηλό έπιπλο που έφερε
λεκάνη και κανάτα με νερό για νίψιμο.
441
Τα Στέκια, «Τα Βούρλα», σκην. Μαρίνα Δανέζη…, [00:12:40].

- 155 -
«πότε ο μπουφετζής και πότε οι γυναίκες […] τροφοδοτούσαν
με πλάκες».442

Κεντρικό πρόσωπο του πορνείου αποτελούσε η πόρνη, η


οποία στην περίπτωση του πορνείου-κάμαρα ή στο πορνείο-
σπιτάκι, εργαζόταν ανεξάρτητα. 443 Στο πορνείο-κατοικία, η
συνθήκη αυτή άλλαζε, καθώς στο ίδιο πορνείο εργάζονταν
περισσότερες από μία πόρνες, υπό την ευθύνη της
διευθύντριας, ή και ιδιοκτήτριας, της λεγόμενης πατρόνας ή
ματρόνας, 444 μαντάμας, 445 και μαμάς, που ήταν υπεύθυνη
του ταμείου, προέτρεπε τους πελάτες να επιλέξουν μια πόρνη
και παράλληλα επέβαλε την τάξη. 446 Το προσωπικό
συμπλήρωναν, κάποια υπηρέτρια, η λεγόμενη τσατσά, 447 η
οποία καθάριζε και κουβαλούσε νερό για το πλύσιμο των
πελατών, και ένας μπράβος, επιφορτισμένος κυρίως με το
κλείσιμο του πορνείου στο τέλος του ωραρίου. 448 Στο
πορνείο-ξενοδοχείο, ο αριθμός των πορνών ήταν πολύ
μεγαλύτερος, ενώ υπήρχαν περισσότεροι και πιο ενεργοί
μπράβοι, προς αντιμετώπιση των ενοχλητικών ή

442
Β. Τσιάτης, “Αναφορές…, στο Ημερολόγιο Πειραιά…, 135. Τα
καφενεδάκια αυτά λειτουργούσαν και ως «βιτρίνες», όπου οι πελάτες
συναντιόνταν με τις πόρνες βλ. Τα Στέκια, «Τα Βούρλα»…, [00:13:20].
443
Η. Πετρόπουλος, Το Μπουρδέλο…, 38, 41, 49.
444
Πατρόνα, από το ιταλικό patrona, προστάτιδα, πολιούχος, και ματρόνα,
από το ιταλικό matrona, οικοδέσποινα, ονομαζόταν η ιδιοκτήτρια
επιχείρησης και κατ’ επέκταση η διευθύντρια πορνείου.
445
Μαντάμα, από το ιταλικό madama, διευθύντρια πορνείου.
446
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 41, 49, 51.
447
Τσατσά ή τσάτσα, πιθανόν από νηπιακή προφορά, ονομαζόταν σε αρκετές
διαλέκτους, η μαμά, η αδερφή ή η θεία και κατ’ επέκταση ονομάστηκε η
ηλικιωμένη υπηρέτρια, ενώ κατέληξε να σημαίνει επίσης διευθύντρια
πορνείου.
448
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 41, 51, 83-84.

- 156 -
τζαμπατζήδων πελατών.449 Στο πορνείο-στρατώνα, εκτός των
πορνών, οι οποίες εργάζονταν υπό μία συνθήκη
ανεξαρτησίας,450 υπήρχαν, ορισμένο βοηθητικό προσωπικό,
γιατροί, που εκτελούσαν τους υγειονομικούς ελέγχους,
καφετζήδες, κάποιος μπουφετζής και χωροφύλακες.451

Πέρα, και πριν, από τα παραπάνω, στην πορνεία


εμπλέκονταν τα απεχθή πρόσωπα, 452 του προαγωγού, ή
μαστροπού, ανεξαρτήτως φύλου, και του σωματέμπορα, ο
οποίος συχνά ταυτιζόταν με τον προαγωγό, ενώ μία ιδιαίτερη
σχέση ήταν αυτή μεταξύ πόρνης και αγαπητικού. 453 Ο
αγαπητικός, ο λεγόμενος νταβατζής 454 ή, όπως
αποκαλούνταν από την πόρνη, το πρόσωπο ή ο δικός της,
προστάτευε την πόρνη, την εκμεταλλευόταν, αποσπώντας της

449
Η. Πετρόπουλος, Το Μπουρδέλο…, 59.
450
Τα Στέκια, «Τα Βούρλα», σκην. Μαρίνα Δανέζη…, [00:16:58].
451
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 59 και βλ. Β. Τσιάτης, “Αναφορές…, στο
Ημερολόγιο Πειραιά…, 135· Τα Στέκια, ό.π., [00:20:45].
452
Ενίοτε το ρόλο αυτό είχαν και νομικά πρόσωπα, όπως ορισμένα «ευαγή»
ιδρύματα και δη αναμορφωτήρια θηλέων. Ιδιαίτερα κακή φήμη απέκτησε το
Εμπειρίκειο Αναμορφωτήριο Θηλέων, όπου οδηγούνταν κορίτσια που πήραν
τον «κακό δρόμο», κατά την αστική ηθική της εποχής. Οι συνθήκες και
πρακτικές εντός των ιδρυμάτων αυτών κάθε άλλο παρά αναμόρφωναν τις
τροφίμους. Το επίθετο, μπιρικιότισα, εκ του εμπειρικιώτισσα,
χρησιμοποιούνταν συχνά από τη Φάρα, δηλώνωντας την προέλευση μιας
πόρνης βλ. Η. Πετρόπουλος, ό.π., 104· “«Οι τιμωρημένες νύφες», οι γαμπροί
και τα βασανιστήρια στο αναμορφωτήριο θηλέων των Αθηνών”, Μηχανή του
Χρόνου, [χ.η.]. Διαθέσιμο στο: https://www.mixanitouxronou.gr/nifes-
gampri-ke-ta-vasanistiria-sto-anamorfotirio-ton-athinon/ (Πρόσβαση:
17.9.2021).
453
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 102-104.
454
Νταβατζής, από το τουρκικό davaci, ενάγων και κατ’ επέκταση
διεκδικητής, ονομαζόταν ο προστάτης και εκμεταλλευτής πορνών, ενώ
χρησιμοποιούνταν από τη Φάρα και με τη γενικότερη έννοια του ερωτικού
συντρόφου.

- 157 -
χρήματα, το λεγόμενο τραμπούκο,455 συχνά με τη θέλησή της,
ενώ μεταξύ τους αναπτυσσόταν ένας ιδιότυπος, ερωτικός
δεσμός. 456 Η πόρνη πίστευε στον έρωτα του αγαπητικού,
καθώς έτσι αναπληρωνόταν, κατά έναν τρόπο, το
συναισθηματικό της κενό, ενώ παράλληλα γνώριζε πως, στην
κοινωνική πραγματικότητα της εποχής, είτε οι «τίμιες» το
παραδέχονταν είτε όχι, διάλεγε η ίδια τον αγαπητικό που θα
ερωτευτεί, σπαταλούσε ηθελημένα μαζί του τα χρήματά της,
αντί να δώσει προίκα, και, πληρώνοντας το όποιο τίμημα,
ήταν ανεξάρτητη όσο καμία τους.457

Στα πορνεία συχνάζανε, πληρώματα ελληνικών και ξένων


πλοίων, στρατιώτες διάφορων εθνοτήτων, επαρχιώτες,
άνθρωποι της Φάρας, αλλά και ορισμένοι αστοί. 458 Συχνά,
στο πορνείο-κατοικία, λόγω της ύπαρξης σαλονιού, οι
πελάτες εισέρχονταν χωρίς το σκοπό της συνεύρεσης, αλλά
για να ζεσταθούν ή να δουν απλά τις πόρνες, αποχωρώντας
έπειτα από παρατηρήσεις της διευθύντριας. 459 Η πληρωμή
γινόταν, πάντοτε πριν από τη συνεύρεση, με μετρητά, στην
περίπτωση της ανεξάρτητης πόρνης, ή με το σύστημα της
μάρκας, όπου ο πελάτης πλήρωνε το αντίτιμο λαμβάνοντας
μία μάρκα που την έδινε στην πόρνη, η οποία την
εξαργύρωνε, μαζί με τις υπόλοιπες, στο τέλος της ημέρας.460

455
Τραμπούκο, η είσπραξη, κατ’ επέκταση του τραμπούκο, φιλοδώρημα βλ.
υποσημ. 272.
456
Η. Πετρόπουλος, Το Μπουρδέλο…, 98, 100-102.
457
Δ. Χαριτόπουλος, Εκ Πειραιώς…, 336-337 και βλ. Τα Στέκια, «Τα
Βούρλα», σκην. Μαρίνα Δανέζη…, [00:28:40].
458
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 34-35 και βλ. Στ. Gauntlett, επιμ., Μιχάλης
Γενίτσαρης…, 79· Σπ. Παπαϊωάννου, Ημερολόγιο Πειραιά…, 134· Κ.
Τομανάς, Χρονικό της Θεσσαλονίκης…, 191.
459
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 49, 51.
460
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 40, 49, 59.

- 158 -
Το ωράριο, στην περίπτωση της ανεξάρτητης πόρνης,
οριζόταν από την ίδια, ενώ στις περιπτώσεις του πορνείου-
ξενοδοχείου και του πορνείου-κατοικίας, το ωράριο, εκτός
από τυχόν περιοριστικές διατάξεις περί νυχτερινής
κυκλοφορίας, επιβαλλόταν από την εκάστοτε διευθύντρια,
οπότε οι πόρνες, που ξυπνούσαν προς το μεσημέρι,
εργάζονταν από το απόγευμα μέχρι περίπου τα μεσάνυχτα. 461
Το πορνείο-στρατώνας διέθετε σταθερό ωράριο, που
διαρκούσε από το πρωί μέχρι τις έντεκα το βράδυ το χειμώνα
και δώδεκα το καλοκαίρι, οπότε έκλεινε η κεντρική πύλη. 462

Τα πορνεία, πέραν της ύπαρξης κάποιου γραμμόφωνου ή


σπανιότερα όταν, στο πορνείο-στρατώνα, οργανωνόταν
κάποιος χορός συνοδεία ορχήστρας, 463 συνδέθηκαν
ευρύτερα με το λαϊκό τραγούδι και τους διάφορους φορείς
του, ενώ οι πόρνες αποτέλεσαν ενίοτε πηγή έμπνευσης των
λαϊκών συνθετών. 464 Γύρω από το εκάστοτε πορνείο
εμφανίζονταν συχνά, τεκέδες, καφενέδες και ταβερνάκια,
που αποτέλεσαν έτερες εστίες, συνυφασμένες με τη λαϊκή
δημιουργία, όπου, εκτός των ανθρώπων της Φάρας και των
διάφορων ερμηνευτών και οργανοπαικτών, οι οποίοι

461
Η. Πετρόπουλος, Το Μπουρδέλο…, 41, 53, 57.
462
Τέτη Σώλου, “Βούρλα, Ένα Τεράστιο Δημόσιο Μπορντέλο στη
Δραπετσώνα που Έφτιαξε ο Δήμος του Πειραιά και Φρουρούσε η
Αστυνομία”, Huffpost, 3 Αυγούστου 2017. Διαθέσιμο στο:
https://www.huffingtonpost.gr/tety-solou/-_12702_b_17599846.html
(Πρόσβαση: 17.9.2021).
463
Γ. Παπάζογλου, «Τα Χαΐρια μας Εδώ…, 362-363.
464
Ο Μάρκος Βαμβακάρης αφηγείται χαρακτηριστικά πως το τραγούδι
Μαύρα Μάτια Μαύρα Φρύδια. Odeon GA-1959, 1936, γράφτηκε για μία
Κρητικιά από τα Βούρλα βλ. Α. Βέλλου-Κάιλ, επιμ., Μάρκος Βαμβακάρης…,
129.

- 159 -
συχνάζανε στα πορνεία ως πελάτες και ως αγαπητικοί, 465
σταθεροί πελάτες ήταν οι πόρνες και οι «δικοί τους»,466 ώστε
οι χώροι αυτοί να λειτουργούν εν τέλει ως συγκοινωνούντα
δοχεία.

465
Α. Βέλλου-Κάιλ, επιμ., Μάρκος Βαμβακάρης…, 91 και βλ. Τα Στέκια, «Τα
Βούρλα», σκην. Μαρίνα Δανέζη…, [00:30:24].
466
Η. Πετρόπουλος, Το Μπουρδέλο…, 33, 40 και βλ. Στ. Gauntlett, επιμ.,
Μιχάλης Γενίτσαρης…, 29-30, 33· Ι. Κλειάσιου, Γιώργος Ζαμπέτας…, 157· Γ.
Μπουκουβάλας, “Νυκτερινά Θεάματα…, στο Ημερολόγιο Πειραιά…, 120· Τα
Στέκια, ό.π., [00:23:55], [00:26:45].

- 160 -
4.4.Καφενές

Η ιστορία του καφέ έχει τις γεωγραφικές της ρίζες στην


περιοχή της Αιθιοπίας, όπου φύονταν το αντίστοιχο
θαμνώδες φυτό, ενώ η παρασκευή του ως αφέψημα
αποδίδεται, μεταξύ άλλων, στους δερβίσηδες του τάγματος
Σαζιλή,467 στην περιοχή της Υεμένης, οι οποίοι από τα μέσα
του 15ου αιώνα περίπου, καβούρντιζαν κόκκους καφέ, που
πιθανόν προμηθεύονταν από το λιμάνι της Μόκας, τους
άλεθαν και τους έβραζαν, φτιάχνοντας ένα διεγερτικό
ρόφημα, το οποίο χρησιμοποιούσαν σε τελετές. 468 Από την
Υεμένη το αφέψημα αυτό διαδόθηκε στην υπόλοιπη Αραβία,
έπειτα τη Συρία και την Αίγυπτο, και έφτασε μέχρι τη
σημερινή Τουρκία, όπου, περί το 1555, δύο Σύροι ίδρυσαν,
στη συνοικία Ταχτακαλέ, τους πρώτους καφενέδες 469 της
Πόλης. 470 Στους χώρους αυτούς σύχναζε πλήθος κόσμου,
μεταξύ των οποίων, τεχνίτες, χαμηλότεροι υπάλληλοι, αλλά

467
Σαζιλή, από το τουρκικό Şâzelî, προερχόμενο από το αραβικό Shādhilī
(‫) شاذل ي‬, ονομάζεται ένα σουφικό τάγμα, που ιδρύθηκε το 13ο αιώνα από τον
Abū al-Hasan al-Shādhilī, από όπου προέρχεται και η ονομασία του.
468
Martijn Theodoor Houtsma et al., επιμ., E.J. Brill's First Encyclopaedia of
Islam 1913-1936, επανέκδ. (Λέιντεν: E.J. Brill, 1993), 4:631. Διαθέσιμο στο:
https://books.google.gr/books?id=7CP7fYghBFQC&printsec=frontcover&hl
=el&source=gbs_ge_summary_r&cad=0#v=onepage&q&f=false
(Πρόσβαση: 18.10.2021) και βλ. Νικόλαος Ελευθεριάδης, “Η Πρώτη
Εισαγωγή του Καφφέ και του Καπνού εν Τουρκία”, στο Εθνικόν
Ημερολόγιον, Χρονογραφικόν, Φιλολογικόν και Γελοιογραφικόν, του Έτους
1912, επιμ. Κωνσταντίνος Σκόκος (Αθήνα: [χ.ε.], 1912), [χ.σ.], όπως
αναφέρεται στο Ηλίας Πετρόπουλος, Ο Τούρκικος Καφές εν Ελλάδι (Αθήνα:
Γράμματα, 1979), 44-46.
469
Καφενές, από το τουρκικό kahvehane, σύνθετη λέξη προερχόμενη από το
kahve, καφές και hane, σπίτι, μέρος ή τόπος.
470
Ν. Ελευθεριάδης, “Η Πρώτη Εισαγωγή του Καφφέ…, στο Εθνικόν
Ημερολόγιον…, όπως αναφέρεται στο Η. Πετρόπουλος, ό.π., 44-45.

- 161 -
και μουεζίνηδες, 471 ουλεμάδες, 472 αξιωματούχοι και
στρατιωτικοί. 473 Μέχρι το 1575, ο αριθμός των καφενέδων
στην Κωνσταντινούπολη έφτασε περίπου τους εξακόσιους,
ενώ, λόγω της αυξανόμενης δημοτικότητάς τους, αποτέλεσαν
αντικείμενο θρησκευτικού και πολιτικού προβληματισμού. 474
Με διάταγμα που εκδόθηκε επί του Μουράτ Γ΄, ο καφές
θεωρήθηκε απαγορευμένος και οι καφενέδες κηρύχθηκαν
παράνομοι, γεγονός που δε βοήθησε παρά στην ίδρυση
ακόμη περισσότερων, παράνομων χώρων.475 Λίγο αργότερα,
με φετφά 476 του νέου μουφτή477 της Κωνσταντινούπολης, η
χρήση του καφέ χαρακτηρίστηκε ως ουδέτερη από τον ιερό

471
Μουεζίνης, από το τουρκικό müezzin, προερχόμενο από το αραβικό
mu’aḏḏin (‫)مؤذن‬, εκφωνητής, ονομάζεται ο μουσουλμάνος νεωκόρος, που
κηρύσσει το κάλεσμα στην καθημερινή προσευχή και είναι υπεύθυνος για
τη φροντίδα και την καθαριότητα του τζαμιού.
472
Ουλεμάς, από το τουρκικό ulema, προερχόμενο από το αραβικό ulamā
(‫)ع لماء‬, οι σοφοί, ονομάζεται ο μελετητής και γνώστης του ισλαμικού ιερού
νόμου.
473
İbrahim Peçevî Efendi, Tarih-i Peçevi (Κωνσταντινούπολη: [χ.ε],
1864), 1:363-365, όπως αναφέρεται στο Μαρίνος Σαρηγγιάνης, “Ψυχαγωγία
στην Κωνσταντινούπολη στους Πρώιμους Νεότερους Χρόνους”,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, 29 Οκτωβρίου 2007. Διαθέσιμο στο:
http://www.ehw.gr/l.aspx?id=11511 (Πρόσβαση: 19.10.2021).
474
Ν. Ελευθεριάδης, “Η Πρώτη Εισαγωγή του Καφφέ…, στο Εθνικόν
Ημερολόγιον…, όπως αναφέρεται στο Η. Πετρόπουλος, Ο Τούρκικος
Καφές…, 45 και βλ. Μ. Σαρηγγιάνης, “Ψυχαγωγία στην
Κωνσταντινούπολη… .
475
Ν. Ελευθεριάδης, ό.π., στο Εθνικόν Ημερολόγιον…, όπως αναφέρεται στο
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 45 και βλ. İ. Peçevî Efendi, Tarih-i Peçevi…, 1:363-
365, όπως αναφέρεται στο Μ. Σαρηγγιάνης, ό.π.
476
Φετφάς, από το τουρκικό fetva, προερχόμενο από το αραβικό fatwā
(‫)ف توى‬, συμβουλευτική ή νομική γνώμη, ονομάζεται η εκδοθείσα, μη
δεσμευτική, νομική γνώμη επάνω στον ισλαμικό ιερό νόμο.
477
Μουφτής, από το τουρκικό müftü, προερχόμενο από το αραβικό muftin
(‫)ف تم‬, γνωμοδότης, ονομάζεται ο νομικός που είναι αρμόδιος για την έκδοση
ενός φετφά.

- 162 -
ισλαμικό νόμο, ενώ οι καφενέδες συνέχισαν να λειτουργούν
άλλοτε νόμιμα και άλλοτε παράνομα, μέχρι τα μέσα του 17ου
αιώνα, οπότε με διάταγμα του Ιμπραήμ Α΄ χαρακτηρίστηκαν
ως νόμιμοι χώροι, 478 διαδραματίζοντας έκτοτε απρόσκοπτα
σημαντικό κοινωνικό ρόλο, μία παράδοση που είχε μεταδοθεί
ήδη στον ελληνικό χώρο.479

Οι καφενέδες των ελληνικών πόλεων, εντοπίζονταν σε


τοποθεσίες συνδεδεμένες με τις αγορές, τους σταθμούς, τις
προκυμαίες ή με μεμονωμένα σημεία όπως, οι πύλες τειχών,
οι πλατείες, οι κρήνες, τα σιντριβάνια, τα χάνια, οι ταβέρνες
κ.α. Έτσι, στη Θεσσαλονίκη, αναφέρεται η ύπαρξη πλήθους
καφενέδων, ήδη από τα τέλη του 17ου αιώνα, στο Βαρδάρη,
ενώ μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, οι περισσότεροι
βρίσκονταν στις ανηφοριές της Άνω Πόλης, στο Τσινάρι, το
Κουλέ Καφέ και την Ακρόπολη. 480 Από τα τέλη του 19ου
αιώνα, οπότε κατεδαφίστηκε μέρος των τειχών, ορισμένοι
καφενέδες αναπτύχθηκαν, στο Ρεζί Βαρδάρ, 481 σημερινή
Ξηροκρήνη, και τον Παλαιό Σταθμό, δυτικά, αρκετοί στο
Φραγκομαχαλά, μεταξύ της οδού Ίωνος Δραγούμη και των
Δικαστηρίων, την Πλατεία Αποβάθρας, σημερινή «Πλατεία»
Ελευθερίας, την οδό Σαμπρή Πασά, σημερινή οδός
Βενιζέλου, και την ανοιχτή πλέον προκυμαία, στο κέντρο,
άλλοι στο Λευκό Πύργο, την οδό Χαμιδιέ, σημερινή οδός

478
Ν. Ελευθεριάδης, “Η Πρώτη Εισαγωγή του Καφφέ…, στο Εθνικόν
Ημερολόγιον…, όπως αναφέρεται στο Η. Πετρόπουλος, Ο Τούρκικος
Καφές…, 46.
479
Κ. Τομανάς, Τα Καφενεία…, 17.
480
Κ. Τομανάς, ό.π., 17 και βλ. Η. Πετρόπουλος, ό.π., 23.
481
Ρεζί Βαρδάρ, από το γαλλικό régie, διαχείριση, εκ του Société de la Régie
Co Intéressée des Tabacs de l'Empire Ottoman, την οθωμανική καπνική
εταιρεία, η οποία είχε καπναποθήκες στην περιοχή, ονομαζόταν η εβραϊκή
συνοικία της Θεσσαλονίκης που συνόρευε με τη Μπάρα.

- 163 -
Εθνικής Αμύνης, και την περιοχή του Σιντριβανιού,
ανατολικά, ενώ αργότερα, με την έλευση των προσφύγων,
κάποιοι στην οδό Νοσοκομείων, σημερινή οδός Λαμπράκη,
στην τότε Αγία Φωτεινή, και την Τούμπα. 482 Στην Παλιά
Αθήνα, οι καφενέδες βρίσκονταν ως επί το πλείστον στο
Θησείο, το Μεταξουργείο, του Ψυρρή, την Πλατεία
Συντάγματος και στα λεγόμενα μέχρι σήμερα Χαφτεία, 483
στην Ομόνοια. 484 Στον Πειραιά, ο πρώτος καφενές, άνοιξε
πριν τη δημιουργία του οικισμού, περί το 1828, στη σημερινή
Ακτή Τζελέπη, ενώ η ύπαρξη δημοτικού καφενέ αναφέρεται
στα πρώτα σχέδια πόλεως του οικισμού, το 1850, στο
Πασαλιμάνι. 485 Από τα τέλη του 19ου αιώνα, αρκετοί
καφενέδες εντοπίζονταν στο Ρολόι, σημερινή Πλατεία
Ωρολογίου, την ακτή Μιαούλη και την Τρούμπα, 486 στην

482
Κ. Τομανάς, Τα Καφενεία…, 20, 23, 26-28, 31, 37-38, 51, 55, 59, 69-70,
και βλ. Αριστομένης Καλυβιώτης, Θεσσαλονίκη, Η Μουσική Ζωή Πριν το 1912
(Καρδίτσα: Αριστομένης Καλυβιώτης, 2015), 45, 48· Η. Πετρόπουλος, Ο
Τούρκικος Καφές…, 22-25· Κώστας Τομανάς, Οι Ταβέρνες της Παλιάς
Θεσσαλονίκης (Αθήνα: Εξάντας, 1991), 58· Ερμής, 19 Μαΐου 1878, στο
Χρονικό της Θεσσαλονίκης…, 27-28· Φάρος της Μακεδονίας, 2 Μαΐου 1884,
24 Αυγούστου 1890, 29 Αυγούστου 1892, στο Χρονικό της Θεσσαλονίκης…,
59, 94, 100.
483
Χαφτεία, από το Χάφτας, όνομα ιδιοκτήτη φημισμένου καφενέ στην
περιοχή, ονομάζεται η περιοχή μεταξύ των πλατειών Κοτζιά και Ομόνοιας
και της οδού Πανεπιστημίου.
484
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 21, 23, 25 και βλ. Σ. Πετράς, Ο Τζογές…, 11· Η.
Πετρόπουλος, Υπόκοσμος και Καραγκιόζης…, 86.
485
Δ. Χαριτόπουλος, Εκ Πειραιώς…, 155-156 και βλ. Γενικά Αρχεία του
Κράτους, Αρχείον Σχεδίων Πόλεως, φάκ. 2, όπως αναφέρεται στο Β.
Τσοκόπουλος, Πειραιάς 1835-1870…, 67-71.
486
Τρούμπα, από το ιταλικό tromba, προερχόμενο από το φράγκικο, trumpa,
αγωγός, αντλία, από την τρόμπα νερού που τοποθετήθηκε στην ακτή
Μιαούλη, στο ύψος της οδού 2ας Μεραρχίας, το 1860, για την τροφοδότηση
των ατμόπλοιων, ονομάζεται το νοτιοδυτικό άκρο της Τερψιθέας βλ. Δ.
Χαριτόπουλος, ό.π., 296.

- 164 -
Τερψιθέα, ορισμένοι, πιο ευρωπαϊκοί χώροι, βρίσκονταν στο
Πασαλιμάνι και τη Φρεαττύδα, ενώ μετά την έλευση των
προσφύγων, πλήθος μικροκαφενέδων εντοπίζονταν στο
συνονθύλευμα παραπηγμάτων της Πλατείας Καραϊσκάκη,
στην οδό Παλαμηδίου και τα στενά της Αγίας Σοφίας, και
στην περιοχή των Βούρλων, σημερινή Κοπή, στη
Δραπετσώνα.487

Η τυπολογία των καφενέδων παρουσίαζε διαφορές


ανάλογα με την κλίμακα και το είδος του χώρου. Δύο γενικές
κατηγορίες αποτέλεσαν ο μεγάλος, ευρωπαϊκός, καφενές,
διακρίνεται στο εξής ως καφενείο, και ο συνοικιακός καφενές
ή καφενεδάκι. 488 Το καφενείο αποτελούνταν συνήθως από
έναν κύριο, μεγάλο χώρο, ο οποίος ενίοτε συνοδευόταν από
ένα μικρότερο, ένα βοηθητικό, καθώς και κάποιον ιδιωτικό
υπαίθριο χώρο, στον οποίο συχνά προστίθετο και ο
περιμετρικός δημόσιος. 489 Τα καφενεδάκια αποτελούνταν
από ένα μεσαίας ή μικρής κλίμακας χώρο, τον οποίο
συμπλήρωνε ένας ιδιωτικός ημιυπαίθριος ή οποιοσδήποτε
ελεύθερος, όμορος, υπαίθριος χώρος όπως, ένα πεζοδρόμιο ή
μια πλατεία.490

Οι χώροι του καφενείου περιλάμβαναν, μία κεντρική,


ευρύχωρη αίθουσα, που συχνά είχε πολλαπλές λειτουργίες,
καφενείου, μπιραρίας ή και αίθουσας συναυλιών, ενίοτε ένα

487
Η. Πετρόπουλος, Ο Τούρκικος Καφές…, 21-23 και βλ. Στ. Gauntlett, επιμ.,
Μιχάλης Γενίτσαρης…, 11, 29· Σπύρος Παπαϊωάννου, “Κείμενα για το Γιώργο
Μπάτη”, στο Ημερολόγιο Πειραιά…, 44· Δ. Χαριτόπουλος, Εκ Πειραιώς…, 44,
48, 149, 154, 295.
488
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 15.
489
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 15-16, 23 και βλ. Κ. Τομανάς, Τα Καφενεία…, 20-
22, 28-29, 31, 34-36, 40-41, 50, 58, 66.
490
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 15, 23 και βλ. Κ. Τομανάς, ό.π., 38, 47-48, 70-71,
73-74.

- 165 -
δεύτερο μικρότερο δωμάτιο όπου υπήρχαν τραπέζια του
μπιλιάρδου, το λεγόμενο σφαιριστήριο, κάποιο βοηθητικό ή
αποθηκευτικό χώρο και αυλή ή κήπο. 491 Το καφενεδάκι
περιλάμβανε ένα και μοναδικό δωμάτιο, μέρος του οποίου
ήταν παράλληλα και βοηθητικός χώρος, ένα
συμπληρωματικό τσαρδάκι 492 ή τμήμα στοάς, πεζοδρομίου
κ.λπ., ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρχε κάποιο επιπλέον
κρυφό δωματιάκι, εν είδει τεκέ ή λέσχης.493

Εξωτερικά, το καφενείο, διέθετε όψη αυτοτελούς,


ισόγειου κτίσματος ή ισόγειου καταστήματος, διώροφου ή
πολυώροφου κτιρίου, με μεγάλα ανοίγματα, ή συνεχείς
τζαμαρίες, με ξύλινα κουφώματα, τζαμωτές πόρτες,
περιμετρικές τέντες, αυλή ή κήπο με κάποια δέντρα και
αρκετά, εξωτερικά τραπεζάκια, ενώ στην κύρια είσοδο ήταν
η επιγραφή με το όνομα και το είδος του καφενείου, ή και το
ονοματεπώνυμο του ιδιοκτήτη. 494 Ο μέσος καφενές διέθετε

491
Η. Πετρόπουλος, Ο Τούρκικος Καφές…, 15-16, 23 και βλ. Μερόπη
Αναστασιάδου, Θεσσαλονίκη 1830-1912 (Αθήνα: Εστία, 2008), 270-271,
όπως αναφέρεται στο Α. Καλυβιώτης, Θεσσαλονίκη, Η Μουσική Ζωή…, 48-
49, 52· Η. Πετρόπουλος, Υπόκοσμος και Καραγκιόζης…, 86· Κ. Τομανάς, Τα
Καφενεία…, 22, 28-29, 36, 50.
492
Τσαρδάκι, από το τουρκικό çardak, κληματαριά, στέγαστρο, ονομαζόταν
το υπόστεγο με κάλυψη από κλαδιά, καλάμια ή αναρριχητικό φυτό ή όπως
είναι αλλιώς γνωστή η πέργκολα, από το ιταλικό pergola και κατ’ επέκταση
κατέληξε να ονομάζεται το παράπηγμα, η ευτελής κατοικία.
493
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 15, 23 και βλ. Ν. Μάθεσης, “Νίκος Μάθεσης…, στο
Ρεμπέτικα Τραγούδια…, 262-263· Σπ. Παπαϊωάννου, “Κείμενα…, στο
Ημερολόγιο Πειραιά…, 45· Κ. Τομανάς, ό.π., 47-48, 70-73· Δ. Χαριτόπουλος,
Εκ Πειραιώς…, 48, 154. Ο Νίκος Μάθεσης διακρίνει τους χώρους με άδεια
καφενέ που λειτουργούσαν παράλληλα σαν τεκέδες ή και λέσχες ως
καταγώγια.
494
Η. Πετρόπουλος, Ο Τούρκικος Καφές…, 15, 20-21 και βλ. Α. Καλυβιώτης,
Θεσσαλονίκη, Η Μουσική Ζωή…, 50, 52, 65· Κ. Τομανάς, ό.π., 21-24, 28-29,
31-32, 35-36, 40-41, 50, 54.

- 166 -
μεγάλα ανοίγματα, με ξύλινα κουφώματα, ή τζαμωτό, που
ενίοτε σφάλιζε με κεπέγκι,495 κάποιο προεξέχον στέγαστρο ή
αναρτημένες τέντες, ένα δυο δέντρα, μερικά εξωτερικά
τραπεζάκια και πολλές σκέτες καρέκλες, ενώ το καφενεδάκι
παρουσίαζε όψη χαμηλού σπιτιού, με μικρότερα ανοίγματα,
ξύλινα κουφώματα και πόρτα, με φεγγίτη ή και τζάμι, ή
διέθετε στενή πρόσοψη μικρομάγαζου, που έκλεινε με
μεταλλικό ρολό, ενίοτε χωρίς τζαμωτό από μέσα, έξω από την
οποία υπήρχαν ένα δυο τραπεζάκια και αρκετές καρέκλες.496
Τα καφενεδάκια λειτουργούσαν συχνά ανώνυμα ή
διαθέτοντας προφορική επωνυμία, σύμφωνα με το όνομα του
ιδιοκτήτη, ενώ υπό την επιρροή των μεγάλων καφενείων,
απέκτησαν κάποτε ένα εμπνευσμένο ή και σκωπτικό όνομα,
που δέσποζε στην είσοδο.497

Εσωτερικά, η επίπλωση του καφενείου αποτελούνταν από


πολλά τραπεζάκια, συνήθως μαρμάρινα με μεταλλική βάση,
καρέκλες, ξύλινες με ψαθί ή αργότερα βιεννέζικου τύπου,
ορισμένους καναπέδες, δερμάτινους, μερικές σόμπες,

495
Κεπέγκι, από το τουρκικό kepenk, παραθυρόφυλο, προερχόμενο πιθανόν
από το αρμενικό k’ep’enk (քեփենկ), πέδικλο, δεσμά από σκοινί η ξύλο,
ονομαζόταν το μεταλλικό ή ξύλινο κάλυμμα ανοίγματος, συνήθως
καταστήματος, το οποίο σφάλιζε εσωτερικά με μία μεταλλική βέργα και κατ’
επέκταση ονομάστηκε το μεταλλικό, δικτυωτό ή κυματοειδές ρολό της
βιτρίνας των καταστημάτων.
496
Κ. Τομανάς, Τα Καφενεία…, 19, 44, 47-48, 71, 73 και βλ. Στ. Gauntlett,
επιμ., Μιχάλης Γενίτσαρης…, 11-12, 25-26· Α. Καλυβιώτης, Θεσσαλονίκη, Η
Μουσική Ζωή…, 44, 47, 51· Σπ. Παπαϊωάννου, “Κείμενα…, στο Ημερολόγιο
Πειραιά…, 45, 49-50, 62-65, 76-77, 79· Η. Πετρόπουλος, ό.π., 23· Δ.
Χαριτόπουλος, Εκ Πειραιώς…, 48, 154.
497
Η. Πετρόπουλος, Ο Τούρκικος Καφές…, 21. Χαρακτηριστικό παράδειγμα
τέτοιων επιγραφών αποτέλεσαν οι εμπνεύσεις του Γιώργου Μπάτη που
δήλωναν, «Καφενείον Το Γλυκό Όνηρον, Διπλωματούχος Παρισίων,
Διδάσκονται Νότες Μπαγλαμά Μπουζούκι», «Καφενείον, Η Οδός
Απελπισίας, Διαταγή Δημάρχου, Ζορζ Α. Bατε» κ.α.

- 167 -
τραπέζια του μπιλιάρδου, κάποιο ρολόι εκκρεμές,
κρεμάστρες ή καλόγερους, τον απαραίτητο πάγκο με το
ταμείο, όπου βρίσκονταν τα διάφορα σκεύη, ποτήρια,
φλιτζάνια,498 μπουκάλια και τα δοχεία με γλυκά.499 Πίσω από
τον πάγκο βρισκόταν το τζάκι, στο οποίο ετοιμαζόταν η
χόβολη, και στο πλάι υπήρχαν, το γεντέκι,500 το καφεκούτι,
οι τζεζβέδες501 και τα υπόλοιπα απαιτούμενα για το ψήσιμο
του καφέ. 502 Οι τοίχοι διακοσμούνταν από μεγάλους
καθρέφτες, κάδρα, με διάφορες παραστάσεις, Γενοβέφες ή
το πρόσωπο του εκάστοτε βασιλιά, ή, υπό βιεννέζικες
επιρροές, από δεκάδες κρεμασμένα φλιτζάνια ή κάποιο
αναρτημένο, χειρόγραφο δελτίο ειδήσεων, ενώ στα ράφια
υπήρχαν διαθέσιμα τα διάφορα παιχνίδια, τράπουλες ή
τάβλι, εφημερίδες, περασμένες σε πλαίσια από μπαμπού, και
πολλοί γυάλινοι ναργιλέδες. 503 Η επίπλωση του καφενέ
αποτελούνταν από λιγότερα τραπεζάκια, συνήθως ξύλινα,
καρέκλες, ξύλινες με ψαθί, κάποια σόμπα, ένα κλουβί με
ωδικά πτηνά, ενίοτε κάποιο γραμμόφωνο ή κάποτε μια
λατέρνα, τον πάγκο με το ταμείο, όπου βρίσκονταν τα
απαραίτητα σκεύη για την προετοιμασία του καφέ και

498
Φλιτζάνι, από το ταταρικό filcan, τουρκικό fincan, προερχόμενο από το
αραβικό finjān (‫)فْ ِن َّْان‬, κούπα με λαβή.
499
Η. Πετρόπουλος, Ο Τούρκικος Καφές…, 12, 15-16, 25 και βλ. Κ. Τομανάς,
Τα Καφενεία…, 18, 20, 25.
500
Γεντέκι, από το τουρκικό yedek, αρχικά χαλινάρι εφεδρικού αλόγου ή
εφεδρικό άλογο και κατ’ επέκταση βοηθητικός, εφεδρικός, ονομαζόταν το
μεταλλικό δοχείο με κάνουλα, στο οποίο διατηρούνταν ζεστό νερό για την
παρασκευή του καφέ.
501
Τζεσβές ή τζιζβές, από το τουρκικό cezve, προερχόμενο από το αραβικό
jaḏwa (‫) َّةوِ َّوج‬, χόβολη, ονομαζόταν το ορειχάλκινο δοχείο παρασκευής και
σερβιρίσματος τουρκικού καφέ με μακριά λαβή ή όπως ονομάστηκε
καταχρηστικά το μπρίκι.
502
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 12-14.
503
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 15-16, 19 και βλ. Κ. Τομανάς, ό.π., 20, 22, 34-35.

- 168 -
παλαιότερα, από κάτω, ο κουβάς με το νερό για το «πλύσιμο»
των ποτηριών, ράφια με τάβλι, τράπουλες και ναργιλέδες,
ενώ στα καφενεδάκια η επίπλωση περιοριζόταν σε τέσσερα
πέντε τραπεζάκια, ξύλινα ή ενίοτε μεταλλικά, πτυσσόμενα,
καρέκλες και σκαμνιά με ψάθα, το τεζιάχι,504 που έφερε τα
παρελκόμενα σκεύη, και ενίοτε, κρεμασμένα στον τοίχο,
κάποιο μπουζούκι ή μερικά μπαγλαμαδάκια. 505

Το προσωπικό των καφενείων απαρτιζόταν από τον


καφετζή, ιδιοκτήτη του χώρου, ο οποίος συχνά ετοίμαζε και
τους ναργιλέδες, τον ταμπή, 506 που ήταν υπεύθυνος για το
άναμμα του τζακιού και το ψήσιμο των καφέδων, ενίοτε
υπήρχαν πρωινός και απογευματινός ταμπής, το βοηθό του
ταμπή, ο οποίος αναλάμβανε το πλύσιμο των φλιτζανιών και
των ποτηριών, κάποιο μαρκαδόρο και τους σερβιτόρους,
συχνά κομψά ντυμένους, οι οποίοι έδιναν τις παραγγελίες
των πελατών στον ταμπή, αφήνοντας τυχόν άπλυτα φλιτζάνια
στο βοηθό, και παραλάμβαναν τους αντίστοιχους καφέδες,
που τους σέρβιραν στους πελάτες. 507 Στους καφενέδες το
προσωπικό περιοριζόταν στον καφετζή και κάποιους
σερβιτόρους, ενώ στα καφενεδάκια κεντρικό, και συχνά

504
Τεζιάχι, τεζάχι ή τεζιάκι, από το τουρκικό tezgâh, προερχόμενο από το
περσικό dastgāh (‫)د س ت گاه‬, πάγκος εργασίας, ονομαζόταν ο πάγκος με το
ταμείο μικρού καταστήματος.
505
Η. Πετρόπουλος, Ο Τούρκικος Καφές…, 14, 19, 23-24, 32 και βλ. Στ.
Gauntlett, επιμ., Μιχάλης Γενίτσαρης…, 11-12, 25-26· Ν. Μάθεσης, “Νίκος
Μάθεσης…, στο Ρεμπέτικα Τραγούδια…, 263· Σπ. Παπαϊωάννου, “Κείμενα…,
στο Ημερολόγιο Πειραιά…, 45, 64-65, 76-77, 79· Η. Πετρόπουλος, Το Άγιο
Χασισάκι…, 43, 100· Γ. Σκαμπαρδώνης, Όλα Βαίνουν Καλώς…, 59-60· Κ.
Τομανάς, Τα Καφενεία…, 23, 47-48, 70, 73
506
Ταμπής, από το τουρκικό tabi, προερχόμενο από το αραβικό tābiʿ (‫)ةَّابْت‬,
υπηρέτης, υφιστάμενος, ονομαζόταν ο υπάλληλος του καφενείου που έψηνε
τους καφέδες.
507
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 12-15, 19 και βλ. Κ. Τομανάς, ό.π., 31.

- 169 -
μοναδικό, πρόσωπο αποτελούσε ο καφετζής, ο οποίος ήταν
ιδιοκτήτης, ταμπής και σερβιτόρος, αν οι πελάτες δεν
σερβίρονταν μόνοι τους, εκτός των περιπτώσεων όπου
υπήρχε κάποιος νεαρός υπάλληλος, το λεγόμενο πάλαι ποτέ
τσογλάνι, εν είδει σερβιτόρου, ή σε πιο ιδιαίτερους χώρους
όπου ήταν απαραίτητος και κάποιος τσιλιαδόρος. 508 Οι
καφετζήδες των καφενέδων ήταν ενίοτε άνθρωποι της
Φάρας, νταήδες ή «Σκυλόμαγγες»,509 όπως αναφέρει ο Νίκος
Μάθεσης, άλλοτε άνθρωποι της αγοράς ή και
μικροαπατεώνες, όπως ο περίφημος Μπάτης, που δήλωνε
από παλιατζής και καφετζής, μέχρι χοροδιδάσκαλος,
οδοντίατρος και φαρμακοποιός, ενώ κατείχε επίσης την
τέχνη του μπαγλαμά.510

Η πελατεία του εκάστοτε καφενείου, ή καφενέ, ήταν


συγκεκριμένη και εξαρτώμενη της κοινωνικής τάξης, του
επαγγέλματος ή του τόπου καταγωγής των πελατών, ενώ
γενικότερα στους χώρους αυτούς δεν επιτρέπονταν
γυναίκες.511 Έτσι, υπήρχαν καφενεία όπου συχνάζανε αστοί,
διανοούμενοι, πολιτικοί, έμποροι, μεσίτες, τεχνίτες, Εβραίοι,
Τούρκοι, Σέρβοι, επαρχιώτες ή νησιώτες, καφενέδες όπου
βρίσκονταν εργάτες, αχθοφόροι, βαρκάρηδες, αμαξάδες,
πρόσφυγες και καφενεδάκια με μάγκες του λιμανιού και της

508
Η. Πετρόπουλος, Ο Τούρκικος Καφές…, 25 και βλ. Ν. Μάθεσης, “Νίκος
Μάθεσης…, στο Ρεμπέτικα Τραγούδια…, 263· Κ. Τομανάς, Τα Καφενεία…,
73· Δ. Χαριτόπουλος, Εκ Πειραιώς…, 48.
509
Ν. Μάθεσης, ό.π., στο Ρεμπέτικα Τραγούδια…,263.
510
Κ. Τομανάς, Τα Καφενεία…, 18, 64 και βλ. Στ. Gauntlett, επιμ., Μιχάλης
Γενίτσαρης…, 25· Σπ. Παπαϊωάννου, “Κείμενα…, στο Ημερολόγιο Πειραιά…,
62· Δ. Χαριτόπουλος, Εκ Πειραιώς…, 154-155.
511
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 18, 22.

- 170 -
αγοράς, μπουζουκτσήδες, χαρτοπαίκτες, παπατζήδες,
αγαπητικούς, πόρνες και ανθρώπους της Φάρας. 512

Οι ώρες λειτουργίας του καφενείου, ή του καφενέ, ήταν


από τα χαράματα μέχρι το βράδυ, ορισμένες φορές και μετά
τα μεσάνυχτα, αν δεν υπήρχαν τυχόν περιοριστικές διατάξεις
περί νυχτερινής κυκλοφορίας, καθώς το πρωί σερβίρονταν,
καφές, σαλέπι, τσάι, ναργιλές, αναψυκτικά, γλυκά του
κουταλιού, λουκούμια, βανίλια, το λεγόμενο υποβρύχιο, ή σε
πιο φτωχά καφενεδάκια συνοδευτικά όπως η παξιμάδα, πιο
αργά πωλούνταν, λικέρ, κονιάκ, μπίρα, ρακί, ή στους
καφενέδες-ταβερνεία, ούζο, κρασί, ρετσίνα, ή και ανάλογοι
μεζέδες, ενώ σε μερικά καφενεδάκια υπήρχαν διαθέσιμα
τσιγάρα, ενίοτε και ναργιλέδες, με χασίς.513

Τα καφενεία, εκτός από κοινωνικούς χώρους, αποτέλεσαν


εστίες μουσικής και τραγουδιού, μία παράδοση έντονα
συνδεδεμένη με τους οθωμανικούς καφενέδες. Σε πολλά
καφενεία, ιδιαίτερα της οθωμανικής Θεσσαλονίκης,
προσλαμβάνονταν επαγγελματίες μουσικοί, οι οποίοι
διέθεταν ένα ευρύ ρεπερτόριο ευρωπαϊκών και ανατολίτικων
τραγουδιών, ενώ σε άλλα καφενεία εμφανίστηκαν
εφευρέσεις της εποχής, όπως το γραμμόφωνο. 514 Οι

512
Η. Πετρόπουλος, Ο Τούρκικος Καφές…, 22-25 και βλ. Στ. Gauntlett, επιμ.,
Μιχάλης Γενίτσαρης…, 11, 23, 29· Η. Πετρόπουλος, Υπόκοσμος και
Καραγκιόζης…, 40-41· Κ. Τομανάς, Τα Καφενεία…, 23-24, 26-28, 31-33, 35,
37-39, 42-44, 50-52, 55-56, 58-64, 66, 69-70· Δ. Χαριτόπουλος, Εκ
Πειραιώς…, 44-45, 48.
513
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 12, 16-18 και βλ. Στ. Gauntlett, ό.π., 29· Ν.
Μάθεσης, “Νίκος Μάθεσης…, στο Ρεμπέτικα Τραγούδια…, 262· Οικ-ς, “Η
Ζωή στη Θεσσαλονίκη”, στο Α. Καλυβιώτης, Θεσσαλονίκη, Η Μουσική Ζωή…,
40· Σ. Πετράς, Ο Τζογές…, 11, 59· Κ. Τομανάς, ό.π., 18, 28, 33-34, 42, 44, 48,
51-52, 56, 58-59, 64, 69-70.
514
Μ. Αναστασιάδου, Θεσσαλονίκη 1830-1912…, 270-271, όπως αναφέρεται
στο Α. Καλυβιώτης, ό.π., 49, 52 και βλ. Ν. Γεωργιάδης, Από το Βυζάντιο…,

- 171 -
καφενέδες και τα καφενεδάκια, πέραν της ύπαρξης κάποιου
γραμμόφωνου, συνδέθηκαν με ποικίλους τρόπους με το
λαϊκό τραγούδι και τους φορείς του. Στους χώρους αυτούς,
όπως αναφέρθηκε, συχνάζανε ως πελάτες, ενίοτε και ως
ιδιοκτήτες, λαϊκοί οργανοπαίκτες, ερμηνευτές αλλά και
άνθρωποι της Φάρας, σε άλλες περιπτώσεις τους
επισκέπτονταν ως πλανόδιοι μουσικοί, βγάζοντας το
λεγόμενο πιατάκι, ενώ μετά την έλευση των προσφύγων, οι
οποίοι, φέροντας μία πλούσια πολιτιστική κληρονομιά
άλλαξαν, σχεδόν εισήγαγαν, εν γένει τον τρόπο
διασκέδασης, 515 οι καφενέδες, αποτέλεσαν τους πρώτους
χώρους, στους οποίους έπαιξαν και ερμήνευσαν λαϊκές
δημιουργίες, επαγγελματίες μουσικοί.516

37-38· “Τρέξατε Όλοι εις το Σπλέντιτ”, στο Α. Καλυβιώτης, ό.π., 53-54· “Μία
Ώρα Ευχάριστος”, στο Α. Καλυβιώτης, ό.π., 78· Κ. Τομανάς, Τα Καφενεία…,
31, 40, 42· Κ. Τομανάς, Χρονικό της Θεσσαλονίκης…, 170.
515
Η Αγγέλα Παπάζογλου αναφέρει χαρακτηριστικά, «Στο κέφι μας
διαφέραμε σαν τη νύχτα με τη μέρα από τσι ντόπιοι. Εδώ για να γλεντήσουνε,
έπρεπε κάτι να συμβεί […] να κερδίσουνε τσ’ εκλογές, να κερδίσει […] ο
δικός τους. Δηλαδή όλο το γλέντι τους ξεκινούσε απ’ τη χαρά […] πως χάσανε
οι άλλοι […]. Στα βαφτίδια, στους γάμους […] και στσι γιορτές, λέγανε πως
γλεντούσανε, αλλά ξέρεις τι εννοούσανε; […] οτι «φάγαμε τον
περίδρομο»[…]. Δεν ήτανε γλέντι αυτό» βλ. Γ. Παπάζογλου, «Τα Χαΐρια μας
Εδώ…, 44-45.
516
Γκ. Χόλστ, Δρόμος για το Ρεμπέτικο…, 29, 48 και βλ. Στ. Gauntlett, επιμ.,
Μιχάλης Γενίτσαρης…, 11, 23, 29· Ν. Μάθεσης, “Νίκος Μάθεσης…, στο
Ρεμπέτικα Τραγούδια…, 263· Ν. Οικονόμου, επιμ., Γιώργος Μητσάκης…, 29-
30· Γ. Παπάζογλου, ό.π., 90-91, 102, 120-121, 366-368· Κ. Τομανάς, Τα
Καφενεία…, 38, 44-46, 55-56, 69-70· Δ. Χαριτόπουλος, 44-45· Τα Στέκια,
«Τα Βούρλα», σκην. Μαρίνα Δανέζη…, [00:24:44], [00:26:45].

- 172 -
4.5.Ταβέρνα

Ο όρος ταβέρνα, από το λατινικό taberna, που αρχικά


σήμαινε παράπηγμα, κατάστημα, χρησιμοποιούνταν, επί
Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, για να περιγράψει τους χώρους
όπου προσφέρονταν επί πληρωμή, ποτό, φαγητό, ορισμένες
φορές διαμονή, ή ερωτικές παροχές, ενώ στα αρχαία
ελληνικά οι αντίστοιχοι χώροι ονομάζονταν καπηλεία, από το
κάπηλος, που είχε την έννοια του μικροπωλητή, οινοπώλη.
Στην αρχαία Αθήνα τα καπηλεία, σε αντίθεση με τα συμπόσια
των αριστοκρατών, τα οποία στην καλύτερη περίπτωση
περιλάμβαναν, μεταξύ των διασκεδάσεων, κάποια
φιλοσοφική συζήτηση πριν την πλήρη μέθη,517 απευθύνονταν
σε φτωχότερα στρώματα, ενώ, με βάση αρχαιολογικά
ευρήματα της κλασικής περιόδου, εκεί προσφέρονταν κρασί,
μεζέδες από θαλασσινά, ψάρια και ψητό κρέας. 518 Οι
ταβέρνες από την αρχαιότητα, μέχρι το μεσαίωνα και τους
νεότερους χρόνους, συναντιόνταν σε πόλεις όπου άκμαζαν οι
αγορές, το εμπόριο και οι μετακινήσεις αγαθών και
ανθρώπων, ενώ συνδέθηκαν με τα κατώτερα κοινωνικά

517
C. Salles, Η Άλλη Όψη της Αρχαιότητας…, 105.
518
James Davidson, Courtesans and Fishcakes, The Consuming Passions of
Classical Athens (Λονδίνο: Fontana Press, 1997), [χ.σ.], όπως αναφέρεται
στο Clare Kelly-Blazeby, “Tavernas in Ancient Greece c. 475-146 BC: An
Archaeological Perspective”, Assemblage - The Sheffield Graduate Journal of
Archaeology, Αύγουστος, Τεύχος 6 (2001): [χ.σ.]. Διαθέσιμο στο:
https://archaeologydataservice.ac.uk/archives/view/assemblage/html/6/
Kelly_web.html (Πρόσβαση: 27.6.2021) και βλ. Theodore Leslie Shear Jr.,
“The Athenian Agora: Excavations Of 1973-1974”, Hesperia: The Journal of
the American School of Classical Studies at Athens, Τόμος 44, Τεύχος 4
(1975): 355-359. Διαθέσιμο στο:
https://www.ascsa.edu.gr/uploads/media/hesperia/147506.pdf
(Πρόσβαση: 26.6.2021).

- 173 -
στρώματα, τους ανθρώπους του περιθωρίου και τον
υπόκοσμο.519

Οι ταβέρνες του νεότερου ελληνικού κράτους έχουν τις


ρίζες τους στα οθωμανικά χάνια, όπου παρέχονταν ποτό,
φαγητό, χώρος για τα ζώα και δυνατότητα διαμονής, και τα
οινοπωλεία, τα οποία άνθιζαν ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις,
όπου, λόγω της απαγόρευσης κατανάλωσης και πώλησης
αλκοολούχων ποτών από το Ισλάμ, ιδιοκτήτες ήταν Αρμένιοι,
Εβραίοι, Φράγκοι και αρκετοί Ρωμιοί.520

Οι ταβέρνες στον ελληνικό χώρο εντοπίζονταν σε περιοχές


συνδεδεμένες με τις αγορές, τους σταθμούς, τις πύλες τειχών
ή τις κεντρικές οδούς συνοικισμών. Έτσι, στη Θεσσαλονίκη,
στα τέλη του 17ου αιώνα, σημειώνεται η ύπαρξη
περισσότερων από τριακοσίων καταστημάτων στο Βαρδάρη,
την πλειοψηφία των οποίων αποτελούσαν καπηλειά και
ταβέρνες, ενώ στις αρχές του 19ου αιώνα, πλήθος ταβερνών
εντοπίζονταν σε όλο το μήκος της σημερινής οδού Εγνατίας
και γύρω από την Αψίδα του Γαλερίου, τη λεγόμενη
Καμάρα.521 Από τα τέλη του 19ου αιώνα, με την κατεδάφιση
μέρους των τειχών, οι ταβέρνες επί της οδού Εγνατίας έγιναν
περισσότερες, φτάνοντας μέχρι τη Μπάρα και το Ρεζί
Βαρδάρ, στο σημερινό Σιδηροδρομικό Σταθμό, δυτικά,

519
C. Salles, Η Άλλη Όψη της Αρχαιότητας…, 267-268, 271-273 και βλ.
Αλέξανδρος Πασπάτης, Βυζαντιναί Μελέται, Τοπογραφικαί και Ιστορικαί
(Κωνσταντινούπολη: Αντώνιου Κορομηλά, 1877), 273, όπως αναφέρεται στο
Ν. Γεωργιάδης, Από το Βυζάντιο…, 87.
520
Robert Mantran, Η Καθημερινή Ζωή στην Κωνσταντινούπολη τον Αιώνα
του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (Αθήνα: Παπαδήμας, 1991), 35, όπως
αναφέρεται στο Ν. Γεωργιάδης, ό.π., 36-37 και βλ. Αλέξανδρος Πάλλης,
Σελίδες από τη Ζωή της Παλιάς Γενιτσαρικής Τουρκίας, 2η έκδ. (Αθήνα:
Εκάτη, 1990), 102, όπως αναφέρεται στο Ν. Γεωργιάδης, ό.π., 37.
521
Κ. Τομανάς, Οι Ταβέρνες…, 11-12, 58.

- 174 -
ορισμένες αναπτύχθηκαν στις εβραϊκές αγορές, μεταξύ του
άξονα της Αριστοτέλους και της οδού Ίωνος Δραγούμη, στο
κέντρο, επί της οδού Χαμιδιέ, σημερινή Εθνικής Αμύνης,
ανατολικά, ενώ με την έλευση των προσφύγων, τέτοιοι χώροι
άνοιξαν στην Άνω Πόλη, επί των οδών Στρατού και
Νοσοκομείων, σημερινή οδός Λαμπράκη, στην Αγία Φωτεινή,
τους μαχαλάδες της Τούμπας και επί της οδού Θεμιστοκλέους
Σοφούλη, στην Καλαμαριά. 522 Στο τέλος της Κατοχής,
αρκετές ταβέρνες εμφανίστηκαν στην Πλατεία Διοικητηρίου,
σημερινή «Πλατεία» Κυπρίων Αγωνιστών, γύρω από τη
Ρωμαϊκή Αγορά, την Πλατεία Δικαστηρίων, σημερινή
Πλατεία Αρχαίας Αγοράς, και επί της οδού Παύλου Μελά και
την περιοχή πάνω από το Λευκό Πύργο.523 Στην Παλιά Αθήνα,
οι ταβέρνες βρίσκονταν κυρίως στο Μεταξουργείο, του
Ψυρρή, την Πλάκα και τα Παντρεμενάδικα, σημερινό Μετς,
αργότερα ορισμένες υπήρχαν επί της οδού Προαστείου,
σημερινή οδός Εμμανουήλ Μπενάκη, στα Εξάρχεια, κάποιες
στην Ιερά Οδό, στο Αιγάλεω, ενώ άλλες χαμηλά στις
Τζιτζιφιές, στην Καλλιθέα, το «Φάλαρο το Παληό με τα κλέη
του», 524 και στο Καλαμάκι, στον Άλιμο. 525 Στον Πειραιά, η
ύπαρξη αρκετών ταβερνών αναφέρεται ήδη από το 1837,
στον τότε περιορισμένο αστικό ιστό, σημερινή Τερψιθέα, ενώ
με την κατασκευή των Βούρλων, άλλες αναπτύχθηκαν πιο
βόρεια, στη Λεύκα, την Αγία Σοφία, τα Ταμπούρια, την
Κρεμμυδαρού, σημερινή Κοπή και την Ανάληψη, στη

522
Κ. Τομανάς, Οι Ταβέρνες…, 12-16, 18, 27-29, 31, 35, 37, 46, 49 και βλ. Η.
Πετρόπουλος, Το Άγιο Χασισάκι…, 85· Κ. Τομανάς, Τα Καφενεία…, 70.
523
Κ. Τομανάς, Οι Ταβέρνες…, 44, 50-52.
524
Σ. Πετράς, Ο Τζογές…, 87.
525
Σ. Πετράς, ό.π., 6, 9, 87-88 και βλ. Ι. Κλειάσιου, Γιώργος Ζαμπέτας…, 74-
75, 78-79, 129· Μιχαήλ Μητσάκης, “Καυγάς”, στο Η. Πετρόπουλος,
Ρεμπέτικα Τραγούδια…, 226· Ν. Οικονόμου, επιμ., Γιώργος Μητσάκης…, 43·
Κ. Τομανάς, ό.π., 9· Κ. Χατζηδουλής, επιμ., Γιάννης Παπαϊωάννου…, 21, 23.

- 175 -
Δραπετσώνα, και ορισμένες στην Ανάσταση, στο Κερατσίνι, ή
την απομακρυσμένη περιοχή του σημερινού Νέου Ικονίου, το
λεγόμενο τότε Κερατόπυργο.526

Η τυπολογία των ταβερνών παρουσίαζε ένα εύρος που


κυμαινόταν, από το παράπηγμα και την παράγκα, τα οποία
ενίοτε συμπλήρωνε κάποιος όμορος, υπαίθριος χώρος, μέχρι
τη χτιστή κάμαρα, ως αυτοτελές κτίσμα, αποθήκη ή μέρος
κατοικίας, η οποία συνοδευόταν από ορισμένους
βοηθητικούς χώρους, ενώ συχνά πρώην ή και νυν
καφενεδάκια λειτουργούσαν επίσης ως ταβέρνες.527

Στους χώρους της ταβέρνας περιλαμβάνονταν, ένα


δωμάτιο, που δεχόταν τους πελάτες, ένα κουζινάκι ή κάποιος
βοηθητικός χώρος εν είδει κουζίνας, ο οποίος ορισμένες
φορές ήταν μέρος του κύριου δωματίου, κάποιος
αποθηκευτικός χώρος, μια αυλή, ενώ σε μερικές περιπτώσεις
υπήρχαν ένα δυο «πίσω» δωματιάκια εν είδει τεκέ.528

Εξωτερικά, η ταβέρνα παρουσίαζε όψη, παραπήγματος,


αποθήκης, ημιυπόγειου ή ισόγειου κτίσματος, με μικρά
ανοίγματα, ξύλινα παράθυρα και πόρτα, στην οποία
κρεμόντουσαν ενίοτε ένα καρτούτσο, 529 ή μια σημαιούλα, ή

526
Β. Τσοκόπουλος, Πειραιάς 1835-1870…, 131 και βλ. Σπ. Παπαϊωάννου,
“Κείμενα…, στο Ημερολόγιο Πειραιά…, 62· Δ. Χαριτόπουλος, Εκ Πειραιώς…,
60-61, 116-117, 128-129· Τα Στέκια, «Τα Βούρλα», σκην. Μαρίνα Δανέζη…,
[00:27:15].
527
Η. Πετρόπουλος, Το Άγιο Χασισάκι…, 47, 55, 57 και βλ. Ι. Κλειάσιου,
Γιώργος Ζαμπέτας…, 129· Ν. Οικονόμου, επιμ., Γιώργος Μητσάκης…, 43· Σπ.
Παπαϊωάννου, ό.π., στο Ημερολόγιο Πειραιά…, 62· Κ. Τομανάς, Οι
Ταβέρνες…, 16, 23, 27, 37, 44, 46, 50.
528
Η. Πετρόπουλος, ό.π, 47, 55 και βλ. Ι. Κλειάσιου, ό.π., 129· Ν. Οικονόμου,
ό.π., 43· Κ. Τομανάς, ό.π., 16, 27, 35, 38.
529
Καρτούτσο, από το βενετικό quartuzzo, προερχόμενο από το ιταλικό
quartuccio, παλαιότερο μέτρο χωρητικότητας υγρού ίσο περίπου με ένα

- 176 -
ισόγειου καταστήματος, με τζαμωτό, ενώ ορισμένοι χώροι
ήταν εντελώς υπόγειοι. 530 Την πρόσοψη συμπλήρωναν, μία
κύρια επιγραφή, πάνω από την πόρτα, με το όνομα της
ταβέρνας, ή και του ιδιοκτήτη, υπήρχαν βέβαια ανώνυμα
ταβερνάκια τα οποία διέθεταν προφορική επωνυμία, και
ορισμένες επιπρόσθετες επιγραφές, οι οποίες διαφήμιζαν
την, υποσχόμενη, ποιότητα των ποτών, των μεζέδων ή και του
χώρου.531

Εσωτερικά, η επίπλωση της ταβέρνας αποτελούνταν από


μερικά τραπεζάκια, ξύλινα, χωρίς τραπεζομάντιλο ή,
αργότερα, με τραπεζομάντιλο από μουσαμά 532 ή αλατζά 533
και επιπρόσθετο χασαπόχαρτο, όπου ακουμπούσαν τα
κρασοπότηρα, τα κατοστάρια 534 και τα λιγοστά πιατάκια,
καρέκλες με ψαθί, ενίοτε, στη γωνία, μια λατέρνα ή ένα
γραμμόφωνο, αρκετά ξύλινα βαρέλια με κρασί, τα οποία,
κάποτε, για εξοικονόμηση χώρου, τοποθετήθηκαν σε ένα
ξύλινο παταράκι, κι έπειτα εξέλειψαν εντελώς, τον
απαραίτητο πάγκο, ξύλινο ή σπανιότερα μαρμάρινο, με το
ταμείο, πίσω από τον οποίο ήταν ο χώρος της κουζίνας, με

τέταρτο (¼) του λίτρου, ονομαζόταν η αντίστοιχη ποσότητα υγρού ή κατ’


επέκταση το σκεύος, πήλινο ή μεταλλικό, που χωρούσε αυτή την ποσότητα.
530
Η. Πετρόπουλος, Το Άγιο Χασισάκι…, 57 και βλ. Σπ. Παπαϊωάννου,
“Κείμενα…, στο Ημερολόγιο Πειραιά…, 62· Η. Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα
Τραγούδια…, 13· Κ. Τομανάς, Οι Ταβέρνες…, 12, 16, 23, 27, 37, 46, 50.
531
Η. Πετρόπουλος, Το Άγιο Χασισάκι…, 57, 58 και βλ. Κ. Τομανάς, ό.π., 49.
532
Μουσαμάς, από το τουρκικό muşamba, προερχόμενο από το αραβικό
mušamma (‫ِ َمت‬
َّ ‫) َّم‬, κερωμένος, αδιάβροχος, ονομάζεται το αδιάβροχο,
παλαιότερα κερωμένο, βαμβακερό ή λινό, ύφασμα.
533
Αλατζάς, από το τουρκικό alaca, πολύχρωμος, ονομαζόταν το βαμβακερό,
συνήθως χρωματιστό, ύφασμα χαμηλής ποιότητας.
534
Κατοστάρι, ονομαζόταν το μεταλλικό δοχείο με περιεκτικότητα εκατό
δράμια, παλαιότερη μονάδα μέτρησης βάρους, που χρησιμοποιούνταν
συνήθως για κρασί.

- 177 -
εστίες και φούρνους στην περίπτωση του μαγειρειού, ή ένας
νεροχύτης και κάποιος πρόσθετος πάγκος προετοιμασίας,
ενώ όλα τα παραπάνω πατούσαν επάνω σε ξύλινο ή και
χωμάτινο δάπεδο. 535 Οι τοίχοι της ταβέρνας, ασβεστωμένοι
από τον ιδιοκτήτη, ή και χρωματισμένοι με λαϊκές ζωγραφιές,
έναντι ενός πιάτου φαγητού, έφεραν, ορισμένες παλιές
λιθογραφίες ή μερικές ξεθωριασμένες φωτογραφίες, «ωχρήν
αντανάκλαση της ανάλογης διακόσμησης των καφενέδων»,536
κάποιο κρεμασμένο μαντολίνο ή μια κιθάρα, ενώ παραδίπλα
υπήρχαν ορισμένες, συχνά ανορθόγραφες, επιγραφές, με
επιπλέον οδηγίες προς τους πελάτες και ο αναρτημένος,
απαραίτητος, τιμοκατάλογος.537

Κεντρικό πρόσωπο της ταβέρνας, συχνά και μοναδικό,


αποτελούσε ο ταβερνιάρης ή κάπελας, ο οποίος ενίοτε
εκτελούσε και χρέη μάγειρα, ενώ ορισμένες φορές το
προσωπικό συμπλήρωναν, η γυναίκα του κάπελα, ή
σπανιότερα κάποιο επιπλέον βοηθητικό προσωπικό που
εργαζόταν στην κουζίνα, και ένας σερβιτόρος.538

Στις ταβέρνες συχνάζανε, εργάτες, τεχνίτες, φοιτητές,


επαρχιώτες, πρόσφυγες, στρατιώτες, ενίοτε διάφορων
εθνοτήτων, κλητήρες, δικηγόροι, δημοσιογράφοι, ηθοποιοί,
σε πιο εξοχικούς χώρους, ορισμένοι αστοί, γενικότερα δεν
επιτρέπονταν γυναίκες, για το λόγο αυτό ορισμένοι χώροι

535
Η. Πετρόπουλος, Το Άγιο Χασισάκι…, 43, 47, 55-56, 59, 61 και βλ. Ι.
Κλειάσιου, Γιώργος Ζαμπέτας…, 56· Η. Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα
Τραγούδια…, 13· Κ. Τομανάς, Οι Ταβέρνες…, 14, 18, 25-26, 27, 46· Δ.
Χαριτόπουλος, Εκ Πειραιώς…, 60.
536
Η. Πετρόπουλος, Το Άγιο Χασισάκι…, 58.
537
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 58-60 και βλ. Κ. Τομανάς, ό.π., 14, 26, 29. Οι
εσωτερικές επιγραφές δήλωναν κατηγορηματικά, «Δεν Δίνεται Βερεσέ»,
«Πίστωσις Εις Ουδένα», «Πίστωση Δε Γίνετε» κ.α.
538
Κ. Τομανάς, Οι Ταβέρνες…, 15, 17, 25, 27, 27, 35, 38-39, 42.

- 178 -
διακρίνονταν ως κοσμικές ή οικογενειακές ταβέρνες, ενώ
την πελατεία συμπλήρωναν άνθρωποι της αγοράς, μάγκες,
μπουζουκτσήδες, πόρνες, αγαπητικοί και άνθρωποι της
Φάρας.539

Το ωράριο της ταβέρνας ήταν κυρίως βραδινό, ενίοτε και


μετά τα μεσάνυχτα, αν δεν ίσχυαν περιοριστικές διατάξεις
περί νυχτερινής κυκλοφορίας, και εκεί προσφέρονταν κρασί,
ρετσίνα, ούζο, ή σπανιότερα μπίρα, κρύοι μεζέδες, όπως
ελιές, τουρσιά, αλίπαστα και χορταρικά, τυριά, μεζέδες από
θαλασσινά και ψάρια, σπανιότερα κρεατικά, ορισμένα
μαγειρευτά, ενώ συχνά οι πελάτες κουβαλούσαν τυλιγμένο
μαζί τους κάποιο φαγητό από το σπίτι.540

Οι ταβέρνες, πέρα από χώρους ποτού, φαγητού,


παρηγοριάς και κοινωνικοποίησης, αποτέλεσαν επίσης
χώρους συνδεδεμένους με το λαϊκό τραγούδι και τους
διάφορους φορείς του. Στις ταβέρνες υπήρχαν ενίοτε, όπως
αναφέρθηκε, μουσικά όργανα, κιθάρες, μαντολίνα ή κάποιο
μπουζούκι, κρεμασμένα στους τοίχους, τα οποία έπαιζαν
διάφοροι πελάτες, ένα γραμμόφωνο ή κάποια λατέρνα, εκεί
συχνάζανε λαϊκοί οργανοπαίκτες, ερμηνευτές αλλά και
άνθρωποι της Φάρας, ή τις επισκέπτονταν πλανόδιοι
λατερνατζήδες, φωνογραφιτζήδες και μπουζουκτσήδες,

539
Κ. Τομανάς, Οι Ταβέρνες…, 9-10, 13-16, 19-20, 23-29, 35, 37-38, 42, 44,
46 και βλ. Στέλιος Κερομύτης, “Στέλιος Κερομύτης, Η Ιστορία του
Μπουζουκιού”, συνέντευξη από Ηλία Πετρόπουλο, 19 Νοεμβρίου 1967, όπως
αναφέρεται στο Η. Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα Τραγούδια…, 260· Ι. Κλειάσιου,
Γιώργος Ζαμπέτας…, 75-76, 157· Σ. Πετράς, Ο Τζογές…, 9· Η. Πετρόπουλος,
Υπόκοσμος και Καραγκιόζης…, 40· Η. Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα Τραγούδια…,
12· Η. Πετρόπουλος, Το Άγιο Χασισάκι…, 58·
540
Η. Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα Τραγούδια…, 12 και βλ. Ι. Κλειάσιου, ό.π., 74-
75· Σ. Πετράς, ό.π., 9, 87-88· Η. Πετρόπουλος, Το Άγιο Χασισάκι…, 56-57· Κ.
Τομανάς, ό.π., 9-11, 13, 17, 23-25, 27-28, 35, 38, 41, 46, 49.

- 179 -
βγάζοντας πιατάκι, ενώ λίγο μετά την εισαγωγή του
μπουζουκιού στην εγχώρια δισκογραφία, οι ταβέρνες
αποτέλεσαν τους πρώτους χώρους στους οποίους έπαιξαν και
ερμήνευσαν λαϊκές δημιουργίες, ως ορχήστρα του
καταστήματος, επαγγελματίες, επώνυμοι πλέον,
μπουζουκτσήδες.541

541
Η. Πετρόπουλος, Το Άγιο Χασισάκι…, 37, 43, 46-47 και βλ. Στ. Κερομύτης,
“Στέλιος Κερομύτης…, όπως αναφέρεται στο Η. Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα
Τραγούδια…, 260· Ι. Κλειάσιου, Γιώργος Ζαμπέτας…, 56, 74-76· Σπ.
Παπαϊωάννου, “Κείμενα…, στο Ημερολόγιο Πειραιά…, 224· Σ. Πετράς, Ο
Τζογές…, 6, 15-16· Η. Πετρόπουλος, ό.π., 12-13· Κ. Τομανάς, Οι Ταβέρνες…,
14· Κ. Χατζηδουλής, επιμ., Γιάννης Παπαϊωάννου…, 21.

- 180 -
4.6.Μπουζούκια

Το κέντρο με μπουζούκια ή, όπως καθιερώθηκε, τα


μπουζούκια, ο χώρος δηλαδή όπου προσλαμβάνονταν
μπουζουκτσήδες ως λαϊκή ορχήστρα, έχει την αφετηρία του
χρονικά στο 1934, γεωγραφικά στην οδό Καλοκαιρινού, στην
Ανάσταση, στα όρια Κερατσινίου-Δραπετσώνας, και χωρικά
στο μαγαζί του Σαραντόπουλου, «μία παράγκα με ξύλα».542
Εκεί, ακούστηκε για πρώτη φορά, δημόσια, σε κατάστημα με
πελάτες-ακροατές, λαϊκή ορχήστρα από μπουζούκια και
μπαγλαμάδες, με τους, Μάρκο Βαμβακάρη, Γιώργο Μπάτη,
Στράτο Παγιουμτζή, ή Τεμπέλη, και Ανέστο Δελιά, ή Αρτέμη,
τη λεγόμενη Τετράς την Ξακουστή του Πειραιώς.543

Τα μπουζούκια εντοπίζονταν αρχικά σε συγκεκριμένα


σημεία του Πειραιά, στην οδό Αναπάυσεως, στη Δραπετσώνα
και τα Άσπρα Χώματα, στη Νίκαια, λίγο αργότερα, περί το
1937, υπό την πίεση του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, και
με το ελεύθερο του διοικητή Γενικής Ασφάλειας Νικόλαου
Μουσχουντή, αναπτύχθηκαν, για πρώτη φορά στη
Θεσσαλονίκη, σε ορισμένα σημεία στις παρυφές του αστικού
ιστού, στη Χαριλάου, την Άνω Τούμπα, ανατολικά, και επί της
οδού Ειρήνης, δυτικά, ενώ το 1938 εμφανίστηκαν τα πρώτα

542
Α. Βέλλου-Κάιλ, επιμ., Μάρκος Βαμβακάρης…, 146, 152-153, 155 και βλ.
Γ. Σκαμπαρδώνης, Όλα Βαίνουν Καλώς…, 134-139· Δ. Χαριτόπουλος, Εκ
Πειραιώς…, 209· Κώστας Χατζηδουλής, επιμ., Βασίλης Τσιτσάνης, Η Ζωή
μου, Το Έργο μου (Αθήνα: Νεφέλη, 1979), 230 σημ. 24· Κώστας
Χατζηδουλής, Ρεμπέτικη Ιστορία 1, Περπινιάδης, Γενίτσαρης, Μάθεσης,
Λελάκης (Αθήνα: Νεφέλη, 1980), 59· Μάρκος Βαμβακάρης, συνέντευξη από
Αγγελική Βέλλου-Κάιλ…, [00:42:30], [00:50:05]. Ο Μάρκος Βαμβακάρης
αναφέρει τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού και ως Κωνσταντόπουλο.
543
Α. Βέλλου-Κάιλ, ό.π., 153 και βλ. Μ. Βαμβακάρης, συνέντευξη από
Αγγελική Βέλλου-Κάιλ…, [00:00:20].

- 181 -
μπουζούκια στο Βοτανικό, στην Αθήνα.544 Στην Κατοχή, ενώ
η δισκογραφία είχε διακοπεί, μερικά μικρά κέντρα με
μπουζούκια συνέχισαν να λειτουργούν, στην Ομόνοια, την
Πλατεία Βάθης, το Μεταξουργείο και τον Προφήτη Δανιήλ,
στην Αθήνα, και στο Καραμπουρνάκι, στην Καλαμαριά, την
οδό Παύλου Μελά και την περιοχή πάνω από το Λευκό
Πύργο, στο κέντρο, στη Θεσσαλονίκη. 545 Κατά τη διάρκεια
του Εμφυλίου αναπτύχθηκαν μπουζούκια στις Τζιτζιφιές και
επί της λεωφόρου Συγγρού, στην Καλλιθέα, στα Εξάρχεια, το
Πεδίον του Άρεως, τον Άγιο Παντελεήμονα, στην Αθήνα, τη
δεκαετία του ’50 εμφανίστηκαν περισσότερα κέντρα στις
Τζιτζιφιές και το Μοσχάτο, ορισμένα στην Κοκκινιά και τη
Νεάπολη, στη Νίκαια, στο Νέο Κόσμο, την Πλατεία Βάθης, τα
Σεπόλια, το Αιγάλεω, το Περιστέρι, τη Νέα Ιωνία, το
Ηράκλειο και την Κηφισιά, στην Αθήνα, ενώ μετά το 1960
ορισμένα έφτασαν μέχρι τη Γλυφάδα.546

544
Α. Βέλλου-Κάιλ, επιμ., Μάρκος Βαμβακάρης…, 155, 162, 165, 174 και βλ.
Στ. Gauntlett, επιμ., Μιχάλης Γενίτσαρης…, 35· Στ. Κερομύτης, “Στέλιος
Κερομύτης…, όπως αναφέρεται στο Η. Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα
Τραγούδια…, 260· Ι. Κλειάσιου, Γιώργος Ζαμπέτας…, 67· Η. Πετρόπουλος,
ό.π., 17· Η. Πετρόπουλος, Το Άγιο Χασισάκι…, 51, 116· Κ. Χατζηδουλής, επιμ.,
Βασίλης Τσιτσάνης…, 231 σημ. 25, 232 σημ. 27· Κ. Χατζηδουλής, επιμ.,
Γιάννης Παπαϊωάννου…, 41, 69-72· Γκ. Χόλστ, Δρόμος για το Ρεμπέτικο…,
44.
545
Α. Βέλλου-Κάιλ, ό.π., 190, 199, 208 και βλ. Στ. Gauntlett, ό.π., 71· Ν.
Οικονόμου, επιμ., Γιώργος Μητσάκης…, 34-35, 41· Κ. Τομανάς, Οι
Ταβέρνες…, 44· Κ. Χατζηδουλής, επιμ., Βασίλης Τσιτσάνης…, 16-17, 19, 25·
Κ. Χατζηδουλής, επιμ., Γιάννης Παπαϊωάννου…, 101-102· Γκ. Χόλστ, ό.π., 61-
62.
546
Κ. Χατζηδουλής, ό.π., 106-107, 131 και βλ. Σοφία Αδαμίδου, Σωτηρία
Μπέλλου, Πότε Ντόρτια Πότε Εξάρες (Αθήνα: Λιβάνη, 1998), 99-100, 113,
116, 131-133, 140, 143, 206· Α. Βέλλου-Κάιλ, ό.π., 211· Νέαρχος Γεωργιάδης
και Τάνια Ραχματουλίνα, Ρένα Στάμου, Μια Εγκυκλοπαίδεια του Ρεμπέτικου
(Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 2009), 144, 151· Ι. Κλειάσιου, ό.π., 127, 131-132,
139, 145, 263· Μ. Καραγάτσης, “Εκεί Όπου η Αθήνα Γλεντάει…”, στο Σπάνια

- 182 -
Τα μπουζούκια αποτελούσαν κατ’ ουσίαν ταβέρνες, ή,
κυρίως στην περίοδο της Κατοχής, καφενέδες-ταβερνεία,
διατηρώντας, για τουλάχιστον δύο δεκαετίες, όλα σχεδόν τα
τυπολογικά και μορφολογικά στοιχεία αυτών των χώρων,
ενώ από τη δεκαετία του ’50 αναπτύχθηκαν μπουζούκια σε
πιο κοσμικές ταβέρνες και κέντρα, τα οποία διέθεταν
μεγαλύτερη κλίμακα και ήδη διαμορφωμένο χώρο για
ορχήστρες.547

Εσωτερικά, η επίπλωση του κέντρου με μπουζούκια,


αποτελούνταν από τα τυπικά έπιπλα της ταβέρνας, με τις
κύριες αλλαγές να σημειώθηκαν σχετικά με την τοποθέτηση
της ορχήστρας. Αρχικά, η ταβέρνα υποδέχθηκε την ορχήστρα
είτε στο διαθέσιμο υπαίθριο τμήμα της, όπου στήθηκαν
μερικές καρέκλες, ή εσωτερικά, σε ένα τραπεζάκι με
καρέκλες, συνήθως στη γωνία του χώρου, όπου
προηγουμένως πιθανόν υπήρχε μια λατέρνα ή ένα
γραμμόφωνο. 548 Σταδιακά η θέση της ορχήστρας
οριστικοποιήθηκε, ενώ, υπό την επιρροή των καφενείων ή
των εξοχικών κοσμικών κέντρων με ορχήστρες,

Κείμενα…, 101· Θωμάς Κοροβίνης, Όμορφη Νύχτα (Αθήνα: Άγρα, 2008),


307-308· Ν. Οικονόμου, επιμ., Γιώργος Μητσάκης…, 51, 54· Παύλος
Παλαιολόγος, “Μπουζούκια”, στο Σπάνια Κείμενα…, 137· Δ. Χαριτόπουλος,
Εκ Πειραιώς…, 174-175· Κ. Χατζηδουλής, επιμ., Βασίλης Τσιτσάνης…, 28, 231
σημ. 42-46· Γκ. Χόλστ, Δρόμος για το Ρεμπέτικο…, 64.
547
Η. Πετρόπουλος, Το Άγιο Χασισάκι, 46-47 και βλ. Στ. Gauntlett, επιμ.,
Μιχάλης Γενίτσαρης…, 33· Σ. Αδαμίδου, Σωτηρία Μπέλλου…, 116· Α. Βέλλου-
Κάιλ, επιμ., Μάρκος Βαμβακάρης…, 155-156· Ι. Κλειάσιου, Γιώργος
Ζαμπέτας…, 68, 76, 131-132, 145, 155· Ν. Οικονόμου, ό.π., 35, 41, 51, 55, 64·
Κ. Τομανάς, Οι Ταβέρνες…, 44· Δ. Χαριτόπουλος, Εκ Πειραιώς…, 174-175· Κ.
Χατζηδουλής, ό.π., 19, 25· Κ. Χατζηδουλής, επιμ., Γιάννης Παπαϊωάννου…,
103, 115 σημ. 16· Γκ. Χόλστ, ό.π., 61-62.
548
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 47 και βλ. Α. Βέλλου-Κάιλ, ό.π., 174· Ι. Κλειάσιου,
ό.π., 67-68, 129· Μ. Βαμβακάρης, συνέντευξη από Αγγελική Βέλλου-Κάιλ…,
[00:50:30].

- 183 -
σχηματίστηκε μια μικρή, χαμηλή, εξέδρα, το λεγόμενο
πάλκο, 549 και αργότερα μπροστά της, με την αφαίρεση
μερικών τραπεζιών, η λεγόμενη πίστα, 550 ένας ελεύθερος
χώρος για χορό.551

Το πάλκο, ήταν μία ξύλινη εξέδρα χαμηλού ύψους,


περίπου 30 εκατοστών, σε αντίθεση με το ψηλότερο πάλκο
των εξοχικών κέντρων, και μικρού βάθους, πάνω στο οποίο
τοποθετήθηκε η ορχήστρα, αρχικά σε μία σειρά, και
αργότερα, όσο η ορχήστρα μεγάλωνε, σε διάταξη από
περισσότερες σειρές, ενώ οι διαστάσεις του πάλκου
μεταβλήθηκαν αντίστοιχα, σε βάθος και κυρίως σε πλάτος,
με αποτέλεσμα κάποτε να καταληφθεί μία ολόκληρη πλευρά
του χώρου. 552 Βαθμιαία, το πάλκο απέκτησε διάκοσμο,
χρωματισμένη όψη, φόντο, ενίοτε και σκηνικά, λαμβάνοντας
το χαρακτήρα θεατρικής σκηνής.553 «Τα κατ’ εξοχήν έπιπλα
του πάλκου ήσανε οι καρέκλες· οι κοινές καρέκλες με
ψάθα»,554 οι οποίες παρέμειναν εκεί, παρά τις όποιες άλλες
αλλαγές, για τουλάχιστον τριάντα χρόνια, ενώ μπροστά,
κάτω από το πάλκο, για αρκετό διάστημα, κράτησε τη θέση
του το τραπεζάκι της ορχήστρας, μη λειτουργικό πλέον,
στρωμένο με άσπρο τραπεζομάντιλο, όπως αυτό που διέθεταν
και τα υπόλοιπα τραπέζια από τη δεκαετία του ’50, πάνω στο
οποίο υπήρχε το πιατάκι για τη χαρτούρα 555 ή ενίοτε το

549
Πάλκο, από το ιταλικό palco, εξέδρα και κατ’ επέκταση σκηνή θεάτρου.
550
Πίστα, από το γαλλικό piste (de danse), ορισμένος χώρος για χορό.
551
Η. Πετρόπουλος, Το Άγιο Χασισάκι…, 47-49, 53 και βλ. Η. Πετρόπουλος,
Ρεμπέτικα Τραγούδια…, 13.
552
Η. Πετρόπουλος, Το Άγιο Χασισάκι…, 50, 53, 61-62.
553
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 62.
554
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 51.
555
Χαρτούρα, ονομαζόταν στην αργκό των λαϊκών μουσικών τα χρήματα που
άφηναν οι πελάτες ως ξεχωριστό φιλοδώρημα.

- 184 -
τετράδιο με τις παραγγελιές, τις προσωπικές προτιμήσεις
συγκεκριμένων τραγουδιών των πελατών.556

Το προσωπικό του κέντρου με μπουζούκια, απαρτιζόταν


από σερβιτόρους, ήδη από τη δεκαετία του ’50 εμφανίστηκε
σε ορισμένα κέντρα ο μετρ, 557 ορισμένο βοηθητικό
προσωπικό στην κουζίνα, έναν ικανό αριθμό μπράβων,
ορισμένοι από τους οποίους εκτελούσαν και χρέη
σερβιτόρου, και την ορχήστρα με τους μουσικούς, με
επικεφαλής όλων τον ιδιοκτήτη, ο οποίος ενίοτε ήταν πρώην
ή και νυν νταής, τραμπούκος, πληροφοριοδότης, και συχνά
εκμεταλλευτής.558 Η ορχήστρα αποτελούνταν αρχικά από δυο
τρεις μπουζουκτσήδες, οι οποίοι τραγουδούσαν παράλληλα,
μία κιθάρα ή και κάποια τραγουδίστρια, ενώ σε μικρό
διάστημα μια συνήθης ορχήστρα αποτελούνταν, από τρία
τέσσερα μπουζούκια, τραγουδιστή, τραγουδίστρια, κιθάρα,
ακορντεόν ή βιολί, ενίοτε βιολοντσέλο, και όρθιο πιάνο.559

556
Η. Πετρόπουλος, Το Άγιο Χασισάκι…, 51, 56, 62 και βλ. Ι. Κλειάσιου,
Γιώργος Ζαμπέτας…, 160-161.
557
Μετρ, από το γαλλικό maître d'hôtel, επικεφαλής σερβιτόρος, υπεύθυνος
των σερβιτόρων.
558
Στ. Gauntlett, επιμ., Μιχάλης Γενίτσαρης…, 35, 47 και βλ. Α. Βέλλου-Κάιλ,
επιμ., Μάρκος Βαμβακάρης…, 165, 176· Ι. Κλειάσιου, ό.π., 67, 95· Π.
Παλαιολόγος, “Μπουζούκια…, στο Σπάνια Κείμενα…, 138· Η. Πετρόπουλος,
ό.π., 55· Δ. Χαριτόπουλος, Εκ Πειραιώς…, 178-179· Κ. Χατζηδουλής, επιμ.,
Βασίλης Τσιτσάνης…, 229-230 σημ. 21-22, 232-233 σημ. 28· Κ. Χατζηδουλής,
επιμ., Γιάννης Παπαϊωάννου…, 70, 102.
559
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 50, 53 και βλ. Στ. Gauntlett, ό.π., 35, 49, 71· Σ.
Αδαμίδου, Σωτηρία Μπέλλου…, 113, 116, 132, 141· Α. Βέλλου-Κάιλ, ό.π., 56,
156, 174, 190, 208, 211· Στ. Κερομύτης, “Στέλιος Κερομύτης…, όπως
αναφέρεται στο Η. Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα Τραγούδια…, 260· Ι. Κλειάσιου,
ό.π., 30, 67, 148, 160, 163· Ν. Οικονόμου, επιμ., Γιώργος Μητσάκης…, 34,
42, 54· Κ. Χατζηδουλής, επιμ., Βασίλης Τσιτσάνης…, 231-232 σημ. 27· Κ.
Χατζηδουλής, επιμ., Γιάννης Παπαϊωάννου…, 41, 71-73, 102, 106, 108·

- 185 -
Στα μπουζούκια αρχικά συχνάζανε, άνθρωποι της αγοράς,
μάγκες, άνθρωποι της Φάρας, αγαπητικοί και πόρνες, με την
εμφάνιση κέντρων στο Βοτανικό σπανίως και ορισμένοι
αστοί, την περίοδο της Κατοχής, ναυτικοί, έμποροι, Γερμανοί
και Ιταλοί στρατιώτες, σαλταδόροι, μαυραγορίτες, ορισμένοι
αντιστασιακοί, αργότερα, με τη δημιουργία κέντρων στις
Τζιτζιφιές, λαϊκά και μεσαία στρώματα, μερικοί αστοί, μέχρι
τη δεκαετία του ’50, πέρα από τις πόρνες, δεν επισκέπτονταν
τα μπουζούκια γυναίκες, ενώ από τη δεκαετία του ’60
άρχισαν να συχνάζουν στα μπουζούκια, ηθοποιοί,
καλλιτέχνες, τουρίστες, αστοί, «όλοι οι εφοπλιστές»560 και η
«καλή» κοινωνία.561

Το ωράριο των κέντρων με μπουζούκια ξεκινούσε από


νωρίς το βράδυ και έφτανε μέχρι πρωίας, αρχικά η ορχήστρα
έπαιζε τα Σαββατοκύριακα και σε ορισμένες γιορτές, εκτός
από την περίοδο της Κατοχής οπότε υπήρχε απαγόρευση
κυκλοφορίας μετά τις έντεκα το βράδυ, και εκεί αρχικά
προσφέρονταν, με μικρή αύξηση επί των τιμών, φαγητά και
ποτά αντίστοιχα της ταβέρνας, κρασί, βαρελίσιο, ρετσίνα,
ούζο, μπίρα, σπανιότερα κονιάκ, ενώ αργότερα, σε σύνδεση

560
Ι. Κλειάσιου, Γιώργος Ζαμπέτας…, 275.
561
Στ. Gauntlett, επιμ., Μιχάλης Γενίτσαρης…, 33, 47, 71-72 και βλ. Σ.
Αδαμίδου, Σωτηρία Μπέλλου…, 87, 113, 131, 140-141· Α. Βέλλου-Κάιλ, επιμ.,
Μάρκος Βαμβακάρης…, 175, 190, 208, 211· Ν. Γεωργιάδης και Τ.
Ραχματουλίνα, Ρένα Στάμου…, 57· Στ. Κερομύτης, “Στέλιος Κερομύτης…,
όπως αναφέρεται στο Η. Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα Τραγούδια…, 260· Ι.
Κλειάσιου, ό.π., 67, 95, 98-99, 151, 157, 212, 226, 259, 263, 275· Ν.
Οικονόμου, επιμ., Γιώργος Μητσάκης…, 55, 89-90· Π. Παλαιολόγος,
“Μπουζούκια…, στο Σπάνια Κείμενα…, 138· Η. Πετρόπουλος, Το Άγιο
Χασισάκι…,48· Γιώργος Σκαμπαρδώνης, «Ουζερί Τσιτσάνης» (Αθήνα:
Πατάκη, 2013), 20-24· Δ. Χαριτόπουλος, Εκ Πειραιώς…, 173, 178-179· Κ.
Χατζηδουλής, επιμ., Βασίλης Τσιτσάνης…, 20· Κ. Χατζηδουλής, επιμ.,
Γιάννης Παπαϊωάννου…, 70, 72-73, 131· Γκ. Χόλστ, Δρόμος για το
Ρεμπέτικο…, 61-62.

- 186 -
με την έλευση όλο πιο πλατιάς και εύπορης πελατείας,
υπερτιμολογημένα φρούτα, τυριά, ξηροί καρποί,
εμφιαλωμένο κρασί, ηδύποτα και ποτά εισαγωγής, ουίσκι,
καθώς επίσης λουλούδια, μπαλόνια και, τα γνωστά, πιάτα.562

Τα μπουζούκια, αποτέλεσαν χώρους στους οποίους η


ορχήστρα με μπουζούκια συνδέθηκε επαγγελματικά με το
λαϊκό τραγούδι. Οι μπουζουκτσήδες δεν ήταν πλέον πελάτες
ή πλανόδιοι, αλλά επώνυμα μέλη της ορχήστρας του
καταστήματος. Το τραγούδι απευθυνόταν στους πελάτες, το
κοινό, αρχικά ως ακρόαμα ενώ σταδιακά, με τη μεταφορά σε
κοσμικούς χώρους μεγαλύτερης κλίμακας, απέκτησε το
χαρακτήρα θεάματος.563 Ενός ακριβοπληρωμένου θεάματος
όπου, «το μπουζούκι […] με την κρεμαστή μαύρη φούντα […]
τώρα φωράει παπιγιόν και απ το Ντεκέ ανίκη στο
Κολονάκι».564

562
Α. Βέλλου-Κάιλ, επιμ., Μάρκος Βαμβακάρης…, 156, 175 και βλ. Ν.
Γεωργιάδης και Τ. Ραχματουλίνα, Ρένα Στάμου…, 57· Ι. Κλειάσιου, Γιώργος
Ζαμπέτας…, 76, 146· Μέντης Μποστάντζογλου, “Μια Νύχτα στο Αιγάλεω”,
στο Ρεμπέτικα Τραγούδια…, 239-242· Ν. Οικονόμου, επιμ., Γιώργος
Μητσάκης…, 37, 89-90· Π. Παλαιολόγος, “Μπουζούκια…, στο Σπάνια
Κείμενα…, 137· Η. Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα Τραγούδια…, 643· Η.
Πετρόπουλος, Το Άγιο Χασισάκι…, 64-65· Δ. Χαριτόπουλος, Εκ Πειραιώς…,
173-174· Γκ. Χόλστ, Δρόμος για το Ρεμπέτικο…, 68-70.
563
Η. Πετρόπουλος, ό.π., 47-49.
564
Ν. Μάθεσης, “Νίκος Μάθεσης…, στο Ρεμπέτικα Τραγούδια…, 263. Στο
απόσπασμα διατηρήθηκε αυτούσια η γραφή του Νίκου Μάθεση.

- 187 -
- 188 -
- 189 -
- 190 -
- 191 -
- 192 -
- 193 -
- 194 -
- 195 -
- 196 -
- 197 -
- 198 -
- 199 -
- 200 -
- 201 -
- 202 -
- 203 -
- 204 -
- 205 -
- 206 -
- 207 -
- 208 -
- 209 -
- 210 -
- 211 -
- 212 -
- 213 -
- 214 -
- 215 -
- 216 -
- 217 -
- 218 -
- 219 -
Συμπεράσματα

Το λαϊκό τραγούδι, είναι στενά συνδεδεμένο, με τα


πρόσωπα των εκφραστών του, των λαϊκών συνθετών, των
οργανοπαικτών και των ερμηνευτών, με τα ευρύτερα και πιο
στενά γεωγραφικά όρια, που το διαμόρφωσαν ως πολιτιστικό
φαινόμενο, αλλά είναι επίσης συνυφασμένο με τους χώρους
στους οποίους στεγάστηκε και εκφράστηκε.

Η παρούσα μελέτη ορίζει κατ’ αρχάς ένα υπόβαθρο, ένα


προτεινόμενο πλαίσιο αναφορικά με ορισμένους βασικούς
όρους που άπτονται της έρευνας, όπως τους όρους ρεμπέτικο
και λαϊκό τραγούδι, αναφέροντας συνοπτικά τις λαϊκές
συνθέσεις αστικού ύφους, με θεματολογία σχετική της ζωής
των κατώτερων στρωμάτων ή του υποκόσμου, ως λαϊκό
τραγούδι, διακρίνοντας παράλληλα τις λαϊκές συνθέσεις της
ανώνυμης δημιουργίας ως ρεμπέτικο τραγούδι.

Έπειτα, αναλύει την ιστορική εξέλιξη του λαϊκού


τραγουδιού, ως προς τη μουσική και ποιητική του σύνθεση,
εντοπίζοντας την προέλευση των χαρακτηριστικών που το
διαμόρφωσαν στη νεότερη μορφή του, ένα μελοποιημένο
ποίημα με ομοιοκαταληξία, δομημένο σε στροφές από
δίστιχα.

Στη συνέχεια, συνδέει το λαϊκό αυτό πολιτιστικό


φαινόμενο με έναν αριθμό πόλεων του ευρύτερου ελληνικού
χώρου, όπως η Κωνσταντινούπολη, η Θεσσαλονίκη, η Σμύρνη
και η αλληλουχία Χίου-Ύδρας-Ερμούπολης-Πειραιά,
αναλύοντας τη γεωγραφική τους θέση, την πληθυσμιακή
τους σύσταση, την οικονομική και κοινωνική τους δομή,
στοιχεία που λειτούργησαν καταλυτικά στη γέννηση και τη
μετέπειτα ανάπτυξη του λαϊκού τραγουδιού.

- 220 -
Η μελέτη εστιάζει κατόπιν στη χωρική πτυχή του λαϊκού
τραγουδιού, εξετάζοντας τους χώρους στους οποίους
στεγάστηκε, συναντήθηκε και εκφράστηκε. Χώροι του
περιθωρίου, όπως οι τεκέδες και τα πορνεία, χώροι
εγκλεισμού, όπως οι φυλακές, χώροι κοινωνικοποίησης,
όπως οι καφενέδες και οι ταβέρνες, και χώροι διασκέδασης,
όπως τα μπουζούκια, επίδρασαν, μέσα από τα απτά
χαρακτηριστικά τους και κυρίως την ατμόσφαιρά τους, στον
τρόπο έκφρασης αλλά και το χαρακτήρα του λαϊκού
τραγουδιού.

Ο τεκές, όπου το τραγούδι τελούνταν ευλαβικά, μυστικά,


«στη ζούλα», με ένα μπαγλαμαδάκι, με ρυθμικό κομπολόι, με
χειροκροτήματα, τη μίμιση της μελωδίας με το στόμα και τον
οργανοπαίκτη να ακολουθει μουσικά μονοπάτια αιώνων,
μέχρι να προκύψει η μελωδία στην οποία «ακουμπούσαν» τα
ανεξάρτητα δίστιχα.

Η φυλακή, όπου το τραγούδι γινόταν στο κελί ή το


θάλαμο, με τρόπο παραπονιάρικο, ομαδικά και χαμηλόφωνα,
ενάντια στις απαγορεύσεις, με σκαλιστά όργανα, με
κουτάλια, με σφυρίγματα, ή μια απλή σκούπα, και την
παράθεση, υφιστάμενων και νέων, ανεξάρτητων δίστιχων.

Τα πορνεία, που αποτέλεσαν κατά μία έννοια πυκνωτές,


συγκεντρώνοντας τους έτερους χώρους του λαϊκού
τραγουδιού γύρω τους, και οι πόρνες, πηγή έμπνευσης, με
μία ιδιαίτερη ανεξαρτησία, που τους έδινε το ελεύθερο να
συχνάζουν σε όλα εκείνα τα μέρη που δεν επιτρέπονταν
γυναίκες.

Οι καφενέδες και οι ταβέρνες, όπου το τραγούδι ήταν


παρεΐστικο, με τον οργανοπαίκτη να ξεκρεμάει απ’ τον τοίχο
μια κιθάρα ή ένα μπουζούκι, ή προερχόταν από έναν

- 221 -
πλανόδιο λατερνατζή, φωνογραφιτζή ή μπουζουκτσή, που
έβγαζε πιατάκι, και που αποτέλεσαν τους πρώτους χώρους
στους οποίους φιλοξενήθηκαν λαϊκές ορχήστρες.

Τα μπουζούκια, όπου η ορχήστρα από μπουζουκτσήδες


απέκτησε επαγγελματική χροιά, εμπλουτίστηκε με επιπλέον
μουσικά όργανα, με τους οργανοπαίκτες και ερμηνευτές να
απευθύνονται ως επώνυμοι μουσικοί στους ακροατές, αλλά
και όπου βαθμιαία η ταβέρνα έγινε κοσμικό κέντρο, το πάλκο
έγινε θεατρική σκηνή, το ακρόαμα, θέαμα και η ρετσίνα,
ουίσκι. Ένα θέαμα που κάποια στιγμή σταμάτησε να
απευθύνεται στα λαϊκά στρώματα.

Μέσα από την παραπάνω συγκριτική ανάλυση, η μελέτη


αναδεικνύει τις χωρικές παραμέτρους του λαϊκού τραγουδιού
και υπογραμμίζει το σημαίνοντα ρόλο τους στη γνησιότητα
της λαϊκής μουσικής έκφανσης. Όταν ο χώρος χάνει τα λαϊκά
του γνωρίσματα, δε χρησιμοποιείται και γίνεται δυσπρόσιτος
για τα λαϊκά στρώματα, τότε το ίδιο το λαϊκό τραγούδι χάνει
την αυθεντικότητά του και ίσως σταματά, σε αυτό το χώρο,
να προσδιορίζεται ως τέτοιο.

- 222 -
Βιβλιογραφία

Βιβλία και άρθρα

Frangos, Steve. “Μαρίκα Παπαγκίκα, 1890-1943”. Παράδοση


και Τέχνη, Ιανουάριος-Φεβρουάριος, Τεύχος 37 (1998):
24.

Gauntlett, Στάθης, επιμ. Μιχάλης Γενίτσαρης, Μάγκας Από


Μικράκι, Αυτοβιογραφία. Αθήνα: Δωδώνη, 1992.

Kelly-Blazeby, Clare. “Tavernas in Ancient Greece c. 475-146


BC: An Archaeological Perspective”. Assemblage - The
Sheffield Graduate Journal of Archaeology, Αύγουστος,
Τεύχος 6 (2001): [χ.σ.]. Διαθέσιμο στο:
https://archaeologydataservice.ac.uk/archives/view/ass
emblage/html/6/Kelly_web.html (Πρόσβαση:
27.6.2021).

Leslie Shear Jr., Theodore. “The Athenian Agora:


Excavations Of 1973-1974”. Hesperia: The Journal of the
American School of Classical Studies at Athens, Τόμος 44,
Τεύχος 4 (1975): 355-359. Διαθέσιμο στο:
https://www.ascsa.edu.gr/uploads/media/hesperia/147
506.pdf (Πρόσβαση: 26.6.2021).

Mazower, Mark. Θεσσαλονίκη, Η Πόλη των Φαντασμάτων.


Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2006.

Martijn Theodoor Houtsma, Arent Jan Wensinck, Thomas


Walker Arnold, Willi Heffening και Évariste Lévi-
Provençal, επιμ. E.J. Brill's First Encyclopaedia of Islam
1913-1936. επανέκδ. Λέιντεν: E.J. Brill, 1993. Διαθέσιμο
στο:

- 223 -
https://books.google.gr/books?id=7CP7fYghBFQC&print
sec=frontcover&hl=el&source=gbs_ge_summary_r&cad
=0#v=onepage&q&f=false (Πρόσβαση: 18.10.2021).

Petersen, Andrew. Dictionary of Islamic Architecture.


Λονδίνο: Routledge, 1996.

Ripa, Yannick. “Prostitution (19th-21st centuries)”.


Encyclopédie d'Histoire Numérique de l'Europe, 22
Ιουνίου 2020. Διαθέσιμο στο:
https://ehne.fr/en/node/12445 (Πρόσβαση: 3.9.2021).

———. “Regulating Prostitution”. Encyclopédie d'Histoire


Numérique de l'Europe, 22 Ιουνίου 2020. Διαθέσιμο στο:
https://ehne.fr/en/node/12460 (Πρόσβαση: 3.9.2021).

Salles, Catherine. Η Άλλη Όψη της Αρχαιότητας, Ο


Υπόκοσμος, μτφρ. Κώστας Τσιταράκης. 2η έκδ. Αθήνα:
Παπαδήμα, 1998.

Saw, Stanford J. “The Ottoman Census System and


Population, 1831-1914”. International Journal of Middle
East Studies, Τόμος 9, Τεύχος 3 (1978): 325 - 338.
Διαθέσιμο στο: http://www.jstor.org/stable/162768
(Πρόσβαση: 10.7.2021).

Zerouali, Basma. “Ρεμπέτικο Τραγούδι”. Εγκυκλοπαίδεια


Μείζονος Ελληνισμού, Μικρά Ασία, 4 Δεκεμβρίου
2002. Διαθέσιμο στο:
http://www.ehw.gr/asiaminor/Forms/fLemmaBodyExte
nded.aspx?lemmaID=5979 (Πρόσβαση: 26.3.2021).

Αδαμίδου, Σοφία. Σωτηρία Μπέλλου, Πότε Ντόρτια Πότε


Εξάρες. Αθήνα: Λιβάνη, 1998.

- 224 -
Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, μτφρ. Αλόη Σιδέρη. Αθήνα:
Άγρα, 2000.

Ασημακόπουλος, Μιχάλης και Μετάφας, Πέτρος. “Οι


Ελληνικές Φυλακές τον 19ο και Στις Αρχές του 20ου Αιώνα,
Τα Κτίρια και οι Μηχανικοί τους”. Τεχνικά Χρονικά,
Μάρτιος – Απρίλιος, Τεύχος 2 (2008): 1 - 39. Διαθέσιμο
στο:
http://library.tee.gr/digital/techr/2008/techr_2008_2_
asimakopoulos.pdf (Πρόσβαση: 2.8.2020).

Βακαλόπουλος, Απόστολος. Ιστορία της Μακεδονίας, 1354-


1833. Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 1992.

Βασιλικός, Βασίλης. Οι Ρεμπέτες και Άλλες Ιστορίες. Αθήνα:


Κέδρος, 2019.

Βέλλου-Κάιλ, Αγγελική, επιμ. Μάρκος Βαμβακάρης,


Αυτοβιογραφία. Αθήνα: Παπαζήση, 1978.

Βέντζα, Μ. Μαρία. “Ελληνική Δισκογραφία, Το Ρεμπέτικο και


Λαϊκό Τραγούδι (1930-1970), Σταθμοί της Ελληνικής
Δισκογραφίας”. Διπλωματική Εργασία, Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Πανεπιστήμιο Δυτικής
Μακεδονίας (ΔΔΠΜΣ Μουσειολογία – Διαχείριση
Πολιτισμού), 2019. Διαθέσιμο στο:
http://ikee.lib.auth.gr/record/305804/files/GRI-2019-
24705.pdf (Πρόσβαση: 19.11.2020).

Βλαβιανού, Άννα. “Ένας Αιώνας που Γράφτηκε με Νότες”. Το


Βήμα, 13 Οκτωβρίου 1996. Διαθέσιμο στο:
https://www.tovima.gr/2008/11/24/opinions/enas-
aiwnas-poy-graftike-me-notes-2/ (Πρόσβαση:
19.11.2020).

- 225 -
Βλησίδης, Κώστας, επιμ. Σπάνια Κείμενα για το Ρεμπέτικο.
Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2006.

Γενικά Αρχεία Κυκλάδων και Λούκος, Χρήστος. Εργατικό


Κέντρο Κυκλάδων, 100 Χρόνια Συλλογικής Δράσης των
Εργαζομένων. Σύρος: Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο
Κυκλάδων, Ινστιτούτο Εργασίας - ΓΣΕΕ, 2018.

Γεωργιάδης, Νέαρχος και Ραχματουλίνα, Τάνια. Ρένα


Στάμου, Μια Εγκυκλοπαίδεια του Ρεμπέτικου. Αθήνα:
Σύγχρονη Εποχή, 2009.

Γεωργιάδης, Νέαρχος. Από το Βυζάντιο στο Μάρκο


Βαμβακάρη. 4η έκδ. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 2018.

Γκοτσίνας, Κωστής. Επί της Ουσίας. Ηράκλειο:


Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2021.

Ζολώτας, Γεώργιος. Ιστορία της Χίου. Αθήνα: Σακελλάριου,


1924.

Καλυβιώτης, Αριστομένης. Θεσσαλονίκη, Η Μουσική Ζωή


Πριν το 1912. Καρδίτσα: Αριστομένης Καλυβιώτης, 2015.

Καραδήμου-Γερολύμπου, Αλέκα. “Σμύρνη (Οθωμανική


Περίοδος), Πολεοδομική Εξέλιξη”. Εγκυκλοπαίδεια
Μείζονος Ελληνισμού, Μικρά Ασία, 25 Ιουνίου 2002.
Διαθέσιμο στο:
http://asiaminor.ehw.gr/forms/fLemmaBodyExtended.a
spx?lemmaID=6186 (Πρόσβαση: 15.7.2021).

Καρδαράς, Χρήστος. Ιστορία και Ρεμπέτικο. Αθήνα:


Παπαζήση, 2015.

Κλειάσιου, Ιωάννα. Γιώργος Ζαμπέτας, Βίος και Πολιτεία.


Αθήνα: Ντέφι, 1997.

- 226 -
Κοροβίνης, Θωμάς. Όμορφη Νύχτα. Αθήνα: Άγρα, 2008.

———. Τι Πάθος Ατελείωτο, και Άλλες Ιστορίες. Αθήνα: Άγρα,


2014.

———. Ο Θρύλος του Ασλάν Καπλάν. Αθήνα: Άγρα, 2018.

Κριεζής, Πέτρος και Κριεζής, Νικόλαος, επιμ. Ιστορία της


Νήσου Ύδρας, προ της (Ελληνικής) Επαναστάσεως του
1821, υπό Γεωργίου Κριεζή. Πάτρα: Αγαπητού, 1860.
Διαθέσιμο στο:
http://digital.lib.auth.gr/record/122536?ln=el
(Πρόσβαση: 20.7.2021).

Λεκάκης, Γιώργος. Η Θεσσαλονίκη στο Ελληνικό Τραγούδι.


Αθήνα: Συνέχεια, 1992.

Μαραγκουδάκης, Σταύρος. “Δισκογραφία 78 Στροφών: Η


Διαμόρφωση της Μουσικής του Χαρίλαου Πιπεράκη στο
Ιστορικό, Κοινωνικό και Μουσικό Πλαίσιο της Αμερικής”.
Διπλωματική Εργασία, ΤΕΙ Ηπείρου, 2011. Διαθέσιμο στο:
https://apothetirio.lib.uoi.gr/xmlui/bitstream/handle/1
23456789/508/lpm_000142.pdf?sequence=1
(Πρόσβαση: 19.11.2020).

Μελίκης, Γιώργης. Λιλή η Ρεμπέτισσα της Θεσσαλονίκης,


Καμπουρέλος, Σωκράτης. Θεσσαλονίκη: Μανουσάκης,
2001.

Μπουρνόβα, Ευγενία και Στογιαννίδης, Γιάννης.


“Γκαζοχώρι: Ιστορία μίας συνοικίας (1857-1980)”. Athens
Social Atlas, Δεκέμβριος 2018. Διαθέσιμο στο:
https://www.athenssocialatlas.gr/%CE%AC%CF%81%
CE%B8%CF%81%CE%BF/%CE%B3%CE%BA%CE%B1
%CE%B6%CE%BF%CF%87%CF%8E%CF%81%CE%B
9/ (Πρόσβαση: 14.9.2021).

- 227 -
Οικονόμου, Νίκος, επιμ. Γιώργος Μητσάκης, Αυτοβιογραφία.
Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 1995.

Παπάζογλου, Γιώργης. «Τα Χαΐρια μας Εδώ, Ονείρατα της


Άκαυτης και της Καμμένης Σμύρνης, Αγγέλα
η
Παπάζογλου». 3 έκδ. Αθήνα: Επτάλοφος, 1986.

Παπαϊωάννου, Σπύρος. Ημερολόγιο Πειραιά 2006, Ο


Πειραιάς και το Ρεμπέτικο Τραγούδι. Πειραιάς: Το Λιμάνι
της Αγωνίας, 2006.

Πετράς, Σώτος. Ο Τζογές της “Βραδυνής”. Αθήνα: Βιβλιοθήκη


για Όλους, 1926.

———. Ο Τζογές της “Βραδυνής”. Αθήνα: Βραδυνή, 1937.

Πετρόπουλος, Ηλίας. Υπόκοσμος και Καραγκιόζης. 8η έκδ.


Αθήνα: Νεφέλη, 1978.

———. Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη. 5η έκδ. Αθήνα:


Νεφέλη, 1979.

———. Ρεμπέτικα Τραγούδια. 13η έκδ. Αθήνα: Κέδρος, 1979.

———. Ο Τούρκικος Καφές εν Ελλάδι. Αθήνα: Γράμματα,


1979.

———. Θεσσαλονίκη, Η Πυρκαγιά του 1917. 3η έκδ.


Θεσσαλονίκη: Μπαρμπουνάκης, 1980.

———. Το Μπουρδέλο. Αθήνα: Γράμματα, 1980.

———. Τα Μικρά Ρεμπέτικα. 2η έκδ. Αθήνα: Κέδρος, 1984.

———. Το Άγιο Χασισάκι. 6η έκδ. Αθήνα: Νεφέλη, 1987.

———. Ρεμπετολογία. 7η έκδ. Αθήνα: Κέδρος, 1990.

- 228 -
Πίκινος. Ξανανθίζουν τα Ρόδα. Αθήνα: Λιθοξόος, 2018.

Πικρός, Πέτρος. Τουμπεκί. 4η έκδ. Αθήνα: Κάκτος, 1979.

Πλάτωνας, Νόμοι, Ι΄, μτφρ. Ηλίας Νικολούδης. Αθήνα:


Δαίδαλος, Ζαχαρόπουλος, [χ.χ]. Διαθέσιμο στο:
http://repository.edulll.gr/1807 (Πρόσβαση: 3.9.2021).

Ρηγούτσου, Μαρία. “Φωνές Ελλήνων στο Γκέρλιτς του Α’ Π.


Πολέμου”. Deutsche Welle, 20 Ιουνίου, 2014. Διαθέσιμο
στο: https://p.dw.com/p/1CMiC (Πρόσβαση: 24.5.2021).

Σαββόπουλος, Πάνος. Περί της Λέξεως «Ρεμπέτικο» το


Ανάγνωσμα... και Άλλα. 2η έκδ. Αθήνα: Οδός Πανός, 2006.

———. Ρίζες των Ρεμπέτικων... . Αθήνα: Οδός Πανός, 2018.

Σαρηγιάννης, Μαρίνος. “Ψυχαγωγία στην


Κωνσταντινούπολη στους Πρώιμους Νεότερους Χρόνους”.
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, 29 Οκτωβρίου
2007. Διαθέσιμο στο:
http://www.ehw.gr/l.aspx?id=11511 (Πρόσβαση:
19.10.2021).

Σκαμπαρδώνης, Γιώργος. Όλα Βαίνουν Καλώς Εναντίον Μας.


Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2008.

———. «Ουζερί Τσιτσάνης». Αθήνα: Πατάκη, 2013.

Σώλου, Τέτη. “Βούρλα, Ένα Τεράστιο Δημόσιο Μπορντέλο


στη Δραπετσώνα που Έφτιαξε ο Δήμος του Πειραιά και
Φρουρούσε η Αστυνομία”. Huffpost, 3 Αυγούστου 2017.
Διαθέσιμο στο: https://www.huffingtonpost.gr/tety-
solou/-_12702_b_17599846.html (Πρόσβαση:
17.9.2021).

- 229 -
Τερεζάκης, Γιώργος. “Σμύρνης Μητρόπολις”.
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μικρά Ασία, 15
Φεβρουαρίου 2006. Διαθέσιμο στο:
http://www.ehw.gr/asiaminor/Forms/fLemmaBodyExte
nded.aspx?lemmaID=6192 (Πρόσβαση: 15.7.2021).

Τομανάς, Κώστας. Τα Καφενεία της Παλιάς Θεσσαλονίκης. 3η


έκδ. Θεσσαλονίκη: Εκδοτικές Νησίδες, 1990.

———. Οι Ταβέρνες της Παλιάς Θεσσαλονίκης. Αθήνα:


Εξάντας, 1991.

———. Χρονικό της Θεσσαλονίκης (1875-1920). Σκόπελος:


Εκδοτικές Νησίδες, 1995.

Τσοκόπουλος, Βάσιας. Πειραιάς 1835-1870, Εισαγωγή στην


Ιστορία του Ελληνικού Μάντσεστερ. 3η έκδ. Αθήνα:
Καστανιώτη, 1984.

Φιλιππίδης, Δανιήλ και Κωνσταντάς, Γρηγόριος. Γεωγραφία


Νεωτερική. Βιέννη: Johann Thomas Trattner, 1791.
Διαθέσιμο στο:
http://onassislibrary.gr/uploads/mediaem/documents/
01242.pdf (Πρόσβαση: 5.7.2021)

Φωκίων Κοτζαγεώργης. “Η Οθωμανική Μακεδονία, Τέλη ΙΔ’


– Τέλη ΙΖ’ Αιώνα”. Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού
Αγώνα, 2007 μέσω Internet Archive, Wayback Machine,
1996. Διαθέσιμο στο:
https://web.archive.org/web/20120127200240/http://
www.imma.edu.gr/imma/history/06.html (Πρόσβαση:
20.5.2021)

Χαμουδόπουλος, Μηνάς. Οι Μυστηριώδεις Νυκτοκλέπται,


Διήγημα Πρωτότυπον. Σμύρνη: Τυπογραφείο Σμύρνης,
1871.

- 230 -
Χαριτόπουλος, Διονύσης. Εκ Πειραιώς. Αθήνα: Τόπος, 2012.

Χατζηδουλής, Κώστας, επιμ. Βασίλης Τσιτσάνης, Η Ζωή μου,


Το Έργο μου. Αθήνα: Νεφέλη, 1979.

———, Κώστας. Ρεμπέτικη Ιστορία 1, Περπινιάδης,


Γενίτσαρης, Μάθεσης, Λελάκης. Αθήνα: Νεφέλη, 1980.

———, Κώστας, επιμ. Γιάννης Παπαϊωάννου, Ντόμπρα και


Σταράτα, Αυτοβιογραφία. Αθήνα: Κάκτος, 1982.

———, Κώστας, επιμ. Ρόζα Εσκενάζυ, Αυτα που Θυμάμαι.


Αθήνα: Κάκτος, 1982.

Χεκίμογλου, Ευάγγελος. “Χριστιανικές Συντεχνίες της


Θεσσαλονίκης στα Τέλη του 18ου Αιώνα”. Πρακτικά Ε΄
Επιστημονικού Συμποσίου, Χριστιανική Θεσσαλονίκη:
Οθωμανική Περίοδος 1430-1912 (1993): 113-136.
Διαθέσιμο στο: (PDF) Χριστιανικές συντεχνίες της
Θεσσαλονίκης στα τέλη του 18ου αιώνα // Christian
esnafs in Thessaloniki, late 18th century | Evanghelos
Hekimoglou - Academia.edu (Πρόσβαση: 12.7.2021).

Χόλστ, Γκαίηλ. Δρόμος για το Ρεμπέτικο. 6η έκδ. Λίμνη


Ευβοίας: Ντενίζ Χάρβεϋ, 1977.

Βιβλία ένατης τέχνης (Comic books)

Prudhomme, David. Ρεμπέτικο (Tο Κακό Βοτάνι). Αθήνα:


Γνώση, 2015.

Πέτρου, Θανάσης και Βανέλλης, Δημήτρης. Η Μεγάλη


Εβδομάδα του Πρεζάκη. Αθήνα: Τόπος, 2015.

- 231 -
Σκαμπαρδώνης, Γιώργος και Κερασίδης, Δημήτρης. Τετράς,
Η Ξακουστή του Πειραιώς. Αθήνα: Μικρός Ήρως, 2020.

Πραγματολογικές ταινίες (Documentary films)

Ελλήνων Δρώμενα, «Το Μπουζούκι - Οι Πρώτες Πενιές».


Σκην. Αντώνης Τσάβαλος. Αθήνα: ΕΡΤ, 2021. Διαθέσιμο
στο: https://www.ertflix.gr/series/ser.128866-ellinon-
dromena/ (Πρόσβαση: 10.7.2021).

Τα Στέκια, «Το Βαριετέ». Σκην. Μαρίνα Δανέζη. Αθήνα: ΕΡΤ,


2017. Διαθέσιμο στο:
https://www.youtube.com/watch?v=hNicUddLbvs&list=
PLgeq7ezNgWe9wV2uEB_ObKm8V8rvb24wK&index=13
(Πρόσβαση: 5.10.2020).

Τα Στέκια, «Το Χάραμα». Σκην. Κυριάκος Αγγελάκος. Αθήνα:


ΕΡΤ, 2017. Διαθέσιμο στο:
https://www.youtube.com/watch?v=M_yOpbaoS80&list
=PLgeq7ezNgWe9wV2uEB_ObKm8V8rvb24wK&index=1
4 (Πρόσβαση: 7.10.2020).

Τα Στέκια, «Η Τρούμπα». Σκην. Χρήστος Σαρρής. Αθήνα:


ΕΡΤ, 2019. Διαθέσιμο στο:
https://www.youtube.com/watch?v=Vc_6IMVDEZo&list
=PLgeq7ezNgWe9wV2uEB_ObKm8V8rvb24wK&index=6
(Πρόσβαση: 8.10.2020).

Τα Στέκια, «Τα Βούρλα». Σκην. Μαρίνα Δανέζη. Αθήνα: ΕΡΤ,


2019. Διαθέσιμο στο:
https://www.youtube.com/watch?v=vgYE9xmN-
BM&list=PLgeq7ezNgWe9wV2uEB_ObKm8V8rvb24wK&i
ndex=8 (Πρόσβαση: 14.10.2020).

- 232 -
Συνεντεύξεις

Βαμβακάρης, Μάρκος. “Μάρκος Βαμβακάρης – Συνέντευξη


1969”. Από Αγγελική Βέλλου-Κάιλ. Original Gramophone
Recordings, 2021. Διαθέσιμο στο:
https://www.youtube.com/watch?v=eMSxGgfR-
Xo&t=88s (Πρόσβαση: 16.3.2021).

Ιστοσελίδες (Webpages)

EMI Archive Trust. “History of Recorded Music Timeline”.


EMI Archive Trust, 1996. Διαθέσιμο στο:
https://www.emiarchivetrust.org/about/history-of-
recording/ (Πρόσβαση: 9.5.2021).

Levantine Heritage Foundation. “1888 Smyrna Commercial


Guide (Greek)”. Levantine Heritage Foundation, 2015.
Διαθέσιμο στο:
http://www.levantineheritage.com/pdf/1888_Smyrna_
Commercial_Guide_(Greek).pdf (Πρόσβαση: 20.5.2021).

Αρχείο Κουνάδη. “Δημητριάδης Τέτος”. Αρχείο Κουνάδη,


2019. Διαθέσιμο στο:
https://www.vmrebetiko.gr/item/?id=3607 (Πρόσβαση:
21.5.2021).

———. “Κα Κούλα”. Αρχείο Κουνάδη, 2019. Διαθέσιμο στο:


https://www.vmrebetiko.gr/item/?id=3612 (Πρόσβαση:
21.5.2021).

———. “Καραπιπέρης Μανώλης”. Αρχείο Κουνάδη, 2019.


Διαθέσιμο στο:

- 233 -
https://www.vmrebetiko.gr/item/?id=3661 (Πρόσβαση:
21.5.2021).

———. “Μπέζος Κώστας”. Αρχείο Κουνάδη, 2019. Διαθέσιμο


στο: https://www.vmrebetiko.gr/item/?id=3629
(Πρόσβαση: 21.5.2021).

———. “Παπαγκίκα Μαρίκα”. Αρχείο Κουνάδη, 2019.


Διαθέσιμο στο:
https://www.vmrebetiko.gr/item/?id=3622 (Πρόσβαση:
21.5.2021).

Δήμος Πειραιά. “Αιώνες της Παρακμής”. Δήμος Πειραιά


Επίσημη Ιστοσελίδα, 2018. Διαθέσιμο στο:
https://piraeus.gov.gr/centuries/ (Πρόσβαση:
21.7.2021).

———. “Η Πόλη”. Δήμος Πειραιά Επίσημη Ιστοσελίδα, 2018.


Διαθέσιμο στο: https://piraeus.gov.gr/city-of-piraeus/
(Πρόσβαση: 21.7.2021).

- 234 -

You might also like