Professional Documents
Culture Documents
Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΑΡΧΑΙΑ - ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ
Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΑΡΧΑΙΑ - ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ
ΜΕΡΟΣ Β΄ : ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ : Ρήμα κοσμέω, κοσμῶ
Νέα Ελληνική
κοσμικότητα: :η συμμετοχή στην κοινωνική ζωή ή στη ζωή ανώτερης κοινωνικής τάξης/ η συχνή συμμετοχή σε
διασκεδάσεις το σύνολο των λαϊκών τάξεων
κοσμοθεωρία: η θεωρία σχετικά με τον κόσμο
κοσμογυρισμένος: αυτός που έχει ταξιδέψει σε πολλά μέρη
κοσμοπλημμύρα: κοσμοσυρροή
κοσμοσωτήριος: αυτός που σώζει τον κόσμο
κοσμοϊστορικός: αυτός που έχει ιστορική σημασία για όλο τον κόσμο
κοσμοναύτης: αυτός που ταξιδεύει στο διάστημα
κοσμοκαλόγερος: αυτός που ζει σαν καλόγερος στην κοινωνία
κοσμηματοπώλης: αυτός που πουλάει κοσμήματα
κοσμηματοθήκη: η θήκη για τα κοσμήματα
απόκοσμος: αυτός που ζει μακριά από την κοινωνία/ αυτός που φαίνεται να ανήκει σε άλλον κόσμο
μαθητόκοσμος: το σύνολο των μαθητών
φοιτητόκοσμος: το σύνολο των φοιτητών
ΕΝΟΤΗΤΑ 5
ΜΕΡΟΣ Β΄ : ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ : Ρήμα ἄγω
ὁ ἀνταγωνιστής: ο αντίπαλος
διάγω: (α.ε.) μεταφέρω στο απέναντι μέρος/ (ν.ε.) διαβιώνω
εἰσάγω: βάζω μέσα/ φέρνω κάτι στη χώρα μου από άλλη χώρα/ καθιερώνω
εἰσακτέος: αυτός που πρέπει να εισαχθεί
ἐξάγω: βγάζω έξω/ πουλάω κάτι από τη χώρα μου σε άλλη χώρα/συμπεραίνω
κατάγω: (α.ε.) οδηγώ προς τα κάτω/ (ν.ε.) επιτυγχάνω
ξεναγώ: οδηγώ τους ξένους
παράγω: δημιουργώ/ σχηματίζω λέξη από άλλη
συνάγω (συνάζω): συγκεντρώνω
ἡ σύναξις (-η): η συγκέντρωση
ὁ κυνηγός: αυτός που κυνηγάει/ επιθετικός παίκτης ποδοσφαίρου
ὁ μυσταγωγός: αυτός που μυεί στα μυστήρια, ο κατηχητής/ δάσκαλος
ὁ λοχαγός: ο αρχηγός του λόχου
ὀ ξεναγός: αυτός που οδηγεί τους ξένους
ὁ οδηγός: αυτός που οδηγεί, κατευθύνει
παιδαγωγός: δάσκαλος/ αυτός που ασχολείται με την παιδαγωγική επιστήμη
ὑδραγωγός: αυλάκι/ σωλήνας
ό ὑδραγωγεῖον (-είο): δεξαμενή όπου αποθηκεύεται το νερό που διοχετεύεται στην πόλη
Νέα Ελληνική
ΕΝΟΤΗΤΑ 6
ΜΕΡΟΣ Β΄ : ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ : Ρήμα πείθω
Αρχαία/ Νέα Ελληνική
ἡ πειθώ: η ικανότητα να πείθεις
πειστικός: αυτός που πείθει
τό πεῖσμα:(α.ε.) επιβεβαίωση/ (ν.ε.) έντονη επιμονή
πιστεύω: έχω εμπιστοσύνη/ συμφωνώ/ είμαι βέβαιος
ἡ πίστις (-η): πεποίθηση/ τιμιότητα/ η θρησκεία/
πιστός: έμπιστος, αφοσιωμένος
πιστῶ (πιστώνω): ανοίγω πίστωση, δανείζω χωρίς υποχρέωση άμεσης εξόφλησης
ή πιστότης (-τητα): (α.ε.) ειλικρίνεια/ (ν.ε.) ακρίβεια στην απόδοση ενός πράγματος
ή πίστωσις (-η): επιβεβαίωση/ δανεισμός χρημάτων με προοπτική μελλοντικής εξόφλησης
ὁ πιστωτής: (α.ε.) εγγυητής/ (ν.ε.) αυτός που δανείζει χρήματα
πιστωτικός: αυτός που αναφέρεται στην πίστωση
πιθανός: αυτός που μπορεί να συμβεί
ἡ πιθανότης (-τητα): το ενδεχόμενο
ἡ πεποίθησις (-η): σταθερή πίστη
πειθαρχῶ: υπακούω σε κανόνες
ἡ πειθαρχία: υπακοή στους κανόνες για τήρηση της τάξης
πειθήνιος: υπάκουος
πιστοποιῶ: επιβεβαιώνω
πιθανολογῶ: μιλώ βασιζόμενος σε πιθανότητες
ἐμπιστεύω (εμπιστεύομαι): έχω πίστη σε κάποιον/ αναθέτω σε κάποιον μια αποστολή
μεταπείθω: αλλάζω γνώμη σε κάποιον
καταπείθω: πείθω κάποιον εντελώς
διαπιστεύω: εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον/ διορίζω διπλωματικό αντιπρόσωπο
ἀξιόπιστος: ο άξιος εμπιστοσύνης
εὔπιστος: ευκολόπιστος
ἡ ἀπείθεια: η ανυπακοή
ἀπειθής: ανυπάκουος
Νέα Ελληνική
πειστήριο: αποδεικτικό στοιχείο
πειστικότητα: ικανότητα να πείθεις
πιστευτός: αυτός που μπορούν να τον πιστέψουν
πεισμώνω: κυριεύομαι από πείσμα
πεισματάρης: αυτός που έχει πείσμα
πειθαναγκάζω: πείθω χρησιμοποιώντας βία
εμπιστοσύνη: απόλυτη πίστη σε κάποιον
απείθαρχος: ανυπάκουος στους κανόνες
διαπιστευτήριο: έγγραφο για την επίσημη αναγνώριση διπλωματικού αντιπροσώπου
ΕΝΟΤΗΤΑ 7
ΜΕΡΟΣ Β΄ : ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ : Ρήμα πράττω
Νέα Ελληνική
πραγματικότητα: η πραγματική κατασταση, ο αντικειμενικός κόσμος
πράγματι: πραγματικά, αληθινά
πραγμάτωση: πραγματοποίηση
πραγμάτευση: ενασχόληση
πραματευτής: γυρολόγος
πραμάτεια: το εμπόρευμα του πραματευτή
Νέα Ελληνική
φερέγγυος: αξιόπιστος
φορολογῶ: επιβάλλω φόρο
ἐπιφέρω: προκαλώ, έχω ως αποτέλεσμα
περιφέρω: φέρω γύρω-γύρω
ἀναφέρω: σηκώνω/ επαναφέρω/ συνέρχομαι/ ονομάζω
ἀνωφερής: ανηφορικός
καταφερής/ κατωφερής: κατηφορικός
πολύφερνος: αυτός που έχει μεγάλη προίκα
ὁ ἀμφορεύς (-έας): αγγείο με δύο λαβές
ἡ διαφορά: διαφωνία/ έλλειψη ομοιότητας/ χαρακτηριστικό
ἡ εκφορά: κηδεία/ (γραμμ.) τρόπος που συντάσσονται οι λέξεις
ὁ αγγελιαφόρος: αυτός που μεταφέρει μηνύματα
ἡ λεωφόρος: μεγάλος δρόμος πόλης
δορυφόρος: ακόλουθος
καρποφόρος: αυτός που παράγει καρπούς
θεοφόρος: αυτός που φέρει το Θεό
ψηφοφόρος: αυτός που ψηφίζει
παράφορος: ασυγκράτητος
μισθοφορικός: αυτός που αναφέρεται στους μισθοφόρους (= στρατιώτες που υπηρετούν έναντι μισθού)
διηνεκής: αδιάκοπος
Νέα Ελληνική
φερέφωνο: αυτός που εκφράζει τις απόψεις άλλου χωρίς να τις κρίνει
φέρελπις: ελπιδοφόρος
φοροδιαφυγή: αποφυγή καταβολής νόμιμου φόρου
φοροτεχνικός: ειδικός στη σύνταξη φορολογικών δηλώσεων
φοροφυγάς: αυτός που διαπράττει φοροδιαφυγή
διαφορετικός: αυτός που δεν είναι όμοιος με τους άλλους
ασθενοφόρο: όχημα που μεταφέρει ασθενείς
βαθμοφόρος: αυτός που έχει βαθμό, αξίωμα
ελπιδοφόρος: αυτός που εμπνέει ελπίδες
λαχειοφόρος: αυτός που δίνει το δικαίωμα συμμετοχής σε κληρώσεις λαχείου
ανυπόφορος: αυτός που δεν υποφέρεται, δεν αντέχεται
οπλοφορία: κατοχή και μεταφορά όπλου
ΕΝΟΤΗΤΑ 10
ΜΕΡΟΣ Β΄ : ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ : βίος
Αρχαία/ Νέα Ελληνική
βιῶ (-ώνω): ζω
ἡ βίωσις (-η): η ζωή/ ο τρόπος ζωής
βιοτικός: αυτός που αναφέρεται στη ζωή
βιώσιμος: αυτός που μπορεί να ζήσει
ή βιογραφία: εξιστόρηση του βίου κάποιου
βιολόγος: (α.ε.) ηθοποιός, μίμος/ (ν.ε.) επιστήμονας που ασχολείται με τη βιολογία
βιομήχανος: (α.ε.) ευφυής/ (ν.ε.) ο ιδιοκτήτης εργοστασίου
ἀβίωτος: αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να ζήσει, ο αφόρητος
αἰωνόβιος: αυτός που ζει αιώνα ή αιώνες
ἀμφίβιος: αυτός που μπορεί να ζήσει και στο νερό και στην ξηρά
ἀναβιῶ (-ώνω): ξαναζωντανεύω
ἡ ἀναβίωσις (-η): το ξαναζωντάνεμα
άποβιῶ (-ώνω): πεθαίνω
διαβιῶ (-ώνω): ζω
ἡ διαβίωσις (-η): ζωή/ τρόπος ζωής
ἐπιβιῶ(-ώνω): κατορθώνω να ζω μέσα από δύσκολες συνθήκες
ἡ ἐπιβίωσις (-η): η διατήρηση της ζωής μέσα από δυσκολίες
συμβιῶ (-ώνω): ζω μαζί με κάποιον
ἡ συμβίωσις (-η): το να ζεις μαζί με κάποιον
βραχύβιος: αυτός που έχει σύντομη ζωή
ἔμβιος: αυτός που έχει ζωή
ἡμερόβιος: το ζώο που ενεργοποιείται στη διάρκεια της ημέρας
μακρόβιος: αυτός που έχει μακρά ζωή
σύμβιος (ν.ε. συμβία): αυτός που ζει μαζί με κάποιον/ ο σύζυγος
Νέα Ελληνική
ΜΕΡΟΣ Β΄ : ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ : φεύγω
Νέα Ελληνική
φευγαλέος: στιγμιαίος
φευγάτος: αυτός που ετοιμάζεται να φύγει/ (μτφ.) ο ιδιόρρυθμος
φυγόδικος: αυτός που αποφεύγει να δικαστεί
φυγόκεντρος: αυτός που τείνει να απομακρυνθεί από το κέντρο
φυγομαχία: η αποφυγή μάχης/ η δειλία
φυγόποινος: ο κατάδικος που αποφεύγει να εκτίσει την ποινή του
αναπόφευκτος αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον αποφύγει
φοροφυγάς: αυτός που αποφεύγει να πληρώσει το νόμιμο φόρο