Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 9

Β’ Γυμνασίου - Αρχαία

ΕΝΟΤΗΤΑ 2η – ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ

Λεκτικός  :που ανήκει, που αναφέρεται σε ό,τι εκφράζεται, διατυπώνεται με το λόγο· φραστικός


Λόγιος :που είναι πνευματικά καλλιεργημένος, που διαθέτει μόρφωση
Λογικός:  που είναι προικισμένος με τον ορθό λόγο
Λογίζομαι:  θεωρούμαι
Λογισμός :πράξη που εκτελείται για να βρεθεί το αποτέλεσμα του συνδυασμού πολλών αριθμών, υπολογισμός, η
σκέψη, το μυαλό
Ρήτωρ: α.αυτός που μιλάει μπροστά σε ακροατήριοβ. αυτός που έχει μια εξαιρετική ικανότητα να μιλάει με
ευφράδεια
Ρητορικός: που ανήκει ή που αναφέρεται στο ρήτορα και στην τέχνη του
Ρήσις :(λόγ.) λόγος, φράση 
Ρήτρα : όρος που αναγράφεται σε μια σύμβαση
Αντιλέγω  : εκφράζω διαφωνία ή αντίρρηση.
Αντιλογία :αντίρρηση, κυρίως στην έκφραση πνεύμα αντιλογίας
Αντίρρησις  :έκφραση αντίθετης ή διαφορετικής γνώμης
Προλέγω ] -ομαι :  μιλώ για κτ. εκ των προτέρων
Πρόλογος : προεισαγωγικό μέρος κειμένου ή λόγου
Η πρόρρησις: η προφητεία, το προμάντεμα.
Ο επίλογος : το τελευταίο τμήμα ενός κειμένου ή (μτφ.) το αποτέλεσμα ή απλώς το τελευταίο τμήμα από μία
σειρά γεγονότων ή πράξεων
Παράλογος : α. που υπάρχει, που συμβαίνει ή που εκφράζεται σε ασυμφωνία, σε αντίθεση με τη λογική
Ανάλογος :που βρίσκεται σε αναλογία  με κτ. άλλο
Φιλόλογος : ο επιστήμονας, ο ειδικός που ασχολείται με τη φιλολογία
Πολύλογος: που διατυπώνεται, που εκφέρεται με πολλά και συνήθ. περιττά λόγια
Η πολυλογία: η ιδιότητα του πολυλογά, φλυαρία
Άρρητος:  (λόγ.) που δε λέγεται, που δεν εκφράζεται, απερίγραπτος
Απόρρητος :που δεν πρέπει να ειπωθεί, να ανακοινωθεί, που πρέπει να μείνει μυστικός
Ετυμολογία :η προέλευση, ο τρόπος σχηματισμού  μιας λέξης
Αμφιλεγόμενος :που επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες ή για τον οποίο ισχύουν διαφορετικές εκδοχές
Η αμφιλογία:  αμφισβήτηση, αντιλογία
Αρχαιολογία: 1.επιστήμη που ασχολείται με την έρευνα και με τη μελέτη της ζωής και της δραστηριότητας
ανθρώπων που έζησαν σε παλαιότερες εποχές
Μυθολογία:  το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων ενός λαού και η επιστήμη που ασχολείται με αυτούς
Λογοκρίνω :  ασκώ λογοκρισία (έλεγχο στο τί λέγεται)
Λογάριθμος: μαθηματικός όρος
Λογοτέχνης :αυτός που καλλιεργεί τον έντεχνο λόγο, που συγγράφει
Λογοπαίγνιο: λεκτικό παιχνίδι του
Λεξικογραφία :α. η σύνταξη λεξικού. β. η επιστήμη της σύνταξης λεξικών.
Μονολεκτικός :που αποτελείται από μία μόνο λέξη
Τιμολόγιο : κοστολόγιο, τιμοκατάλογος
Αερολογία  :κλάδος της μετεωρολογίας που μελετά τα φαινόμενα της ατμόσφαιρας ή ανούσια λόγια
Βιολογία: επιστήμη που ασχολείται με τα φαινόμενα της ζωής και τους νόμους που διέπουν τη λειτουργία των
ζώντων οργανισμών
ΕΝΟΤΗΤΑ 3

ΜΕΡΟΣ Β΄ : ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ : Ρήμα κοσμέω, κοσμῶ

       Αρχαία / Νέα Ελληνική


      
κόσμησις (-η): τακτοποίηση/ στόλισμα, διακόσμησητό κόσμημα: στολίδι/ 
κόσμημα το  : 1. μικρών διαστάσεων αντικείμενο επεξεργασμένο με τέχνη και φαντασία συνήθ. από πολύτιμο
μέταλλο και πολύτιμους ή ημιπολύτιμους λίθους, το οποίο φοριέται για στόλισμα
2. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός για οτιδήποτε αξιόλογο
κοσμητικός: ο κατάλληλος για στολισμό/ (κοσμητικό επίθετο) το επίθετο που εξαίρειτην ιδιότητατου ουσιαστικού
κόσμιος: καλά οργανωμένος/ ευπρεπής
κοσμιότης (-τητα): ευπρέπεια, σεμνότητα
κοσμικός: αυτός που ανήκει στον κόσμο, στο σύμπαν/ (εκκλ.) αυτός που ζει στην κοινωνία (αντίθ.μοναχός)/ αυτός
που αναφέρεται στην κοινωνία ή ανώτερη τάξη της κοινωνίας (π.χ.κοσμική εκδήλωση)/ αυτός που συμμετέχει
συχνά σε διασκεδάσεις
κοσμήτωρ (-ορας): (α.ε.) αρχηγός στρατού/ (ν.ε.) επικεφαλής μιας πανεπιστημιακής σχολής
δ ι α κ ο σ μ  ῶ:   τ α κ τ ο π ο ι ώ /   δ ι ο ρ γ α ν ώ ν ω /   σ τ ο λ ί ζ ω
κοσμογονία: η δημιουργία του κόσμου
κοσμογραφία: η στοιχειώδης αστρονομία
κοσμοκράτωρ (-ορας): ο εξουσιαστής του κόσμου
κοσμοπολίτης: ο πολίτης όλου του κόσμου, ο διεθνιστής/ αυτός που ζει κοσμοπολίτικη ζωή/ αυτός που έχει
ταξιδέψει σε πολλές χώρες
ακοσμία: η ακαταστασία/ η ακράτεια/ η ασχήμια/ (φιλοσ.) η θεωρία σχετικά με την
 ανυπαρξία του κόσμου
υπόκοσμος: σύνολο ανθρώπων που βρίσκονται στο περιθώριο της κοινω-νίας

      Νέα Ελληνική

κοσμικότητα: :η συμμετοχή στην κοινωνική ζωή ή στη ζωή ανώτερης κοινωνικής τάξης/ η συχνή συμμετοχή σε
διασκεδάσεις το σύνολο των λαϊκών τάξεων
κοσμοθεωρία: η θεωρία σχετικά με τον κόσμο
κοσμογυρισμένος: αυτός που έχει ταξιδέψει σε πολλά μέρη
κοσμοπλημμύρα: κοσμοσυρροή
κοσμοσωτήριος: αυτός που σώζει τον κόσμο
κοσμοϊστορικός: αυτός που έχει ιστορική σημασία για όλο τον κόσμο
κοσμοναύτης: αυτός που ταξιδεύει στο διάστημα
κοσμοκαλόγερος: αυτός που ζει σαν καλόγερος στην κοινωνία
κοσμηματοπώλης: αυτός που πουλάει κοσμήματα
κοσμηματοθήκη: η θήκη για τα κοσμήματα
απόκοσμος: αυτός που ζει μακριά από την κοινωνία/ αυτός που φαίνεται να ανήκει σε άλλον κόσμο
μαθητόκοσμος: το σύνολο των μαθητών
φοιτητόκοσμος: το σύνολο των φοιτητών
ΕΝΟΤΗΤΑ 5

ΜΕΡΟΣ Β΄ : ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ : Ρήμα ἄγω

Αρχαία / Νέα Ελληνική



 ὁ ἀγών (-ώνας): (α.ε.) η συνέλευση/ (ν.ε.) διαγωνισμός/ μάχη/ σκληρή προσπάθεια
ὁ ἀγωγός: (α.ε.) οδηγός/ (ν.ε.) σωλήνας
ἀγώγιμος: εύκολος στη μεταφορά
ἡ ἀγωγή: (α.ε.) μεταφορά/ (ν.ε.) ανατροφή
ἀγωνίζομαι: μάχομαι/ καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια
ἡ  ἀγωνία: (α.ε.) συναγωνισμός/ (ν.ε.) ψυχική αβεβαιότητα
τό ἀγώνισμα: ο αθλητικός αγώνας
ἡ ἀγέλη: κοπάδι ζώων
ἡ ἀγελάς (-άδα): (α.ε.) αυτή που ανήκει στην αγέλη/ (ν.ε.) το θηλυκό βόδι
ἀγελαῖος: αυτός που ανήκει στην αγέλη/ ο χυδαίος
τό ἄγημα: τμήμα στρατού

ὁ ἀνταγωνιστής: ο αντίπαλος
διάγω: (α.ε.) μεταφέρω στο απέναντι μέρος/ (ν.ε.) διαβιώνω
εἰσάγω: βάζω μέσα/ φέρνω κάτι στη χώρα μου από άλλη χώρα/ καθιερώνω
εἰσακτέος: αυτός που πρέπει να εισαχθεί
ἐξάγω: βγάζω έξω/ πουλάω κάτι από τη χώρα μου σε άλλη χώρα/συμπεραίνω
κατάγω: (α.ε.) οδηγώ προς τα κάτω/ (ν.ε.) επιτυγχάνω
ξεναγώ: οδηγώ τους ξένους
παράγω: δημιουργώ/ σχηματίζω λέξη από άλλη
συνάγω (συνάζω): συγκεντρώνω
ἡ σύναξις (-η): η συγκέντρωση
ὁ κυνηγός: αυτός που κυνηγάει/ επιθετικός παίκτης ποδοσφαίρου
ὁ μυσταγωγός: αυτός που μυεί στα μυστήρια, ο κατηχητής/ δάσκαλος
ὁ λοχαγός: ο αρχηγός του λόχου
ὀ ξεναγός: αυτός που οδηγεί τους ξένους
ὁ οδηγός: αυτός που οδηγεί, κατευθύνει
παιδαγωγός: δάσκαλος/ αυτός που ασχολείται με την παιδαγωγική επιστήμη
ὑδραγωγός: αυλάκι/ σωλήνας 
ό ὑδραγωγεῖον (-είο): δεξαμενή όπου αποθηκεύεται το νερό που διοχετεύεται στην πόλη

Νέα Ελληνική

αγωγιμότητα: η δυνατότητα μεταφοράς


αγωγιάτης: ο επαγγελματίας που αναλαμβάνει τη μεταφορά
αγώ(γ)ι: το φορτίο που μεταφέρεται/ η αμοιβή για τη μεταφορά φορτίου

συναξάρι: βιβλίο που περιέχει τις βιογραφίες αγίων και μαρτύρων


το φορτηγό: όχημα που μεταφέρει φορτία
επιβατηγός: αυτός που αναφέρεται στους επιβάτες/ το πλοίο για επιβάτες
πλοηγός: οδηγός πλοίου/ πιλότος
παρθεναγωγείο: εκπαιδευτήριο θηλέων
οχηματαγωγό:το πλοίο που μεταφέρει οχήματα
νηπιαγωγός: παιδαγωγός νηπίων

ΕΝΟΤΗΤΑ 6
ΜΕΡΟΣ Β΄ : ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ : Ρήμα πείθω
Αρχαία/ Νέα Ελληνική
ἡ πειθώ: η ικανότητα να πείθεις
πειστικός: αυτός που πείθει
τό πεῖσμα:(α.ε.) επιβεβαίωση/ (ν.ε.) έντονη επιμονή
πιστεύω: έχω εμπιστοσύνη/ συμφωνώ/ είμαι βέβαιος
ἡ πίστις (-η): πεποίθηση/ τιμιότητα/ η θρησκεία/
πιστός: έμπιστος, αφοσιωμένος
πιστῶ (πιστώνω): ανοίγω πίστωση, δανείζω χωρίς υποχρέωση άμεσης εξόφλησης
ή πιστότης (-τητα): (α.ε.) ειλικρίνεια/ (ν.ε.) ακρίβεια στην απόδοση ενός πράγματος
ή πίστωσις (-η): επιβεβαίωση/ δανεισμός χρημάτων με προοπτική μελλοντικής εξόφλησης
ὁ πιστωτής: (α.ε.) εγγυητής/ (ν.ε.) αυτός που δανείζει χρήματα
πιστωτικός: αυτός που αναφέρεται στην πίστωση
πιθανός: αυτός που μπορεί να συμβεί
ἡ πιθανότης (-τητα): το ενδεχόμενο
ἡ πεποίθησις (-η): σταθερή πίστη
πειθαρχῶ: υπακούω σε κανόνες
ἡ πειθαρχία: υπακοή στους κανόνες για τήρηση της τάξης
πειθήνιος: υπάκουος
πιστοποιῶ: επιβεβαιώνω
πιθανολογῶ: μιλώ βασιζόμενος σε πιθανότητες
ἐμπιστεύω (εμπιστεύομαι): έχω πίστη σε κάποιον/ αναθέτω σε κάποιον μια αποστολή
μεταπείθω: αλλάζω γνώμη σε κάποιον
καταπείθω: πείθω κάποιον εντελώς
διαπιστεύω: εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον/ διορίζω διπλωματικό αντιπρόσωπο
ἀξιόπιστος: ο άξιος εμπιστοσύνης
εὔπιστος: ευκολόπιστος
ἡ ἀπείθεια: η ανυπακοή
ἀπειθής: ανυπάκουος

Νέα Ελληνική
πειστήριο: αποδεικτικό στοιχείο
πειστικότητα: ικανότητα να πείθεις
πιστευτός: αυτός που μπορούν να τον πιστέψουν
πεισμώνω: κυριεύομαι από πείσμα
πεισματάρης: αυτός που έχει πείσμα
πειθαναγκάζω: πείθω χρησιμοποιώντας βία
εμπιστοσύνη: απόλυτη πίστη σε κάποιον
απείθαρχος: ανυπάκουος στους κανόνες
διαπιστευτήριο: έγγραφο για την επίσημη αναγνώριση διπλωματικού αντιπροσώπου
ΕΝΟΤΗΤΑ 7
ΜΕΡΟΣ Β΄ : ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ : Ρήμα πράττω

Αρχαία/ Νέα Ελληνική


ἡ πρᾶξις (-η): η ενέργεια, το επιτελούμενο έργο
τό πράγμα: άψυχο υλικό σώμα
πραγματεύομαι: (α.ε.) ασχολούμαι με κάτι/ (ν.ε.) εξετάζω κάτι σε βάθος
πραγματικός: αληθινός
ὁ πραγματευτής: έμπορος, εμπορικός αντιπρόσωπος
ἡ πραγματεία:  επιμελής εργασία/ βιβλίο, μελέτη
τά  πεπραγμένα:  αυτά που έχουν γίνει
τό πρακτορεῖον (-ειο): (α.ε.) το γραφείο και το αξίωμα του φοροεισπράκτορα/ (ν.ε.)
επαγγελματικό γραφείο εξυπηρέτησης
ὁ πράκτωρ: (α.ε.) συλλέκτης φόρων/ (ν.ε.) πρόσωπο που φέρνει σε πέρας υποθέσεις άλλων
πρακτικός: αυτός που αναφέρεται στην πράξη/ ο εμπειρικός

διαπράττω: κάνω (κάτι κακό)


ἡ διάπραξις (-η): η πραγματοποίηση (κάποιου κακού)
εἰσπράττω: συγκεντρώνω χρήματα που οφείλονται
ἡ εἰσπραξις (-η): συγκέντρωση οφειλόμενων χρημάτων
συμπράττω: συνεργάζομαι σε κοινή προσπάθεια
ἡ σύμπραξις (-η): η συνεργασία
ἡ δυσπραγία: (α.ε.) κακή τύχη/ (ν.ε.) έλλειψη άνεσης στο βιοτικό επίπεδο
ἡ ἀπραξία: η αδράνεια
ἄπρακτος: ο αδρανής
πολυπράγμων: αυτός που ασχολείται με πολλά πράγματα
πολυπραγμοσύνη: η ενασχόληση με πολλά πράγματα
εἰσπράκτωρ (-ορας): αυτός που συγκεντρώνει οφειλόμενα χρήματα
ἔμπρακτος: αυτός που εκδηλώνεται με πράξεις
διαπραγματεύομαι: κάνω συνεννοήσεις

Νέα Ελληνική
πραγματικότητα: η πραγματική κατασταση, ο αντικειμενικός κόσμος
πράγματι: πραγματικά, αληθινά
πραγμάτωση: πραγματοποίηση
πραγμάτευση: ενασχόληση
πραματευτής: γυρολόγος
πραμάτεια: το εμπόρευμα του πραματευτή

πραγματογνώμονας: πρόσωπο με ειδικές επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις  που καλείται να


γνωμοδοτήσει για ένα θέμα
πραγματοποιώ:       κάνω κάτι πραγματικότητα
πραγματοποίηση:    το να κάνεις κάτι πραγματικότητα
διαπραγμάτευση:     συνεννόηση
κοινοπραξία:  ένωση επιχειρήσεων
πραξικόπημα: βίαιη κατάληψη της εξουσίας
εχθροπραξίες: εχθρικές ενέργειες
ΕΝΟΤΗΤΑ 8

ΜΕΡΟΣ Β΄ : ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ : ὁ άθλος

Αρχαία / Νέα Ελληνική

ἀθλῶ (αθλούμαι): μοχθώ/ μάχομαι/ αγωνίζομαι ως αθλητής


ἡ ἄθλησις (-η): αγώνας, άμιλλα/ δοκιμασία, ταλαιπωρία
ἀθλητικός: αυτός που αναφέρεται στους αθλητές/ γυμνασμένος
τό ἄθλημα: αγώνισμα/ εργαλείο της εργασίας
ἄθλιος: ταλαίπωρος, ελεεινός
ἡ ἀθλιότης (-τητα): ταλαιπωρία, ελεεινή κατάσταση

ὁ ἀθλοθέτης: αυτός που απονέμει το βραβείο


ἀθλοφόρος: νικητής/ αυτός που δίνει το βραβείο
τό πένταθλον (-ο): σύνθετο αγώνισμα που περιλαμβάνει άλμα, δρόμο, δίσκο, ακόντιο και πάλη
τό δέκαθλον (-ο): σύνθετο αγώνισμα που περιλαμβάνει δέκα αγωνίσματα
φίλαθλος: αυτός που αγαπά τον αθλητισμό
τό ἔπαθλον (-ο): το βραβείο

Νέα Ελληνική

αθλητισμός: σύνολο αθλημάτων


αθλοπαιδιές: αθλητική ψυχαγωγική δραστηριότητα
αθλητίατρος: εξειδικευμένος γιατρός για τους αθλητές
αθλητικογράφος: εξειδικευμένος δημοσιογράφος για τα αθλητικά
συναθλητής: συναγωνιστής, αυτός που αθλείται μαζί με κάποιον
πρωταθλητής: πρώτος σε επίδοση αθλητής/ νικητής πρωταθλήματος
πρωταθλητισμός: αθλητισμός με σκοπό το πρωτάθλημα
αντιαθλητικός: αυτός που αντιτίθεται στον αθλητισμό
ΕΝΟΤΗΤΑ 9
ΜΕΡΟΣ Β΄ : ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ : Ρήμα φέρω

Αρχαία / Νέα Ελληνική


      
φερτός:    (α.ε.) υποφερτός/ (ν.ε.) ο μεταφερόμενος από ένα μέρος σε άλλο
φορῶ:    είμαι ντυμένος με κάτι
ἡ φορά:   (α.ε.) μεταφορά/ (ν.ε.) κατεύθυνση, πορεία
τό φέρετρον (-ο): ξύλινο κιβώτιο για τους νεκρούς
ὁ φορεύς (-έας): αυτός που μεταφέρει/ κατασκεύασμα για τη μεταφορά/ άτομο ή οργανισμός που παρέχει
κάποια υπηρεσία
τό φορεῖον (-ο): φορητό κρεβάτι για τη μεταφορά αρρώστων
ό φόρος: υποχρεωτική χρηματική εισφορά στο κράτος/ χρηματικό ποσό που επιβάλλεται σε αγαθά
τό φόρημα (φόρεμα): (α.ε.) αυτό που κουβαλά κάποιος/ (α.ε./ ν.ε.) ρούχο
ό φόρτος: το φορτίο/ (μτφ.) αυτό που επιβαρύνει
τό φορτίον (-ο): ό,τι μεταφέρεται
φορτικός: (α.ε.) κατάλληλος για μεταφορά/ (ν.ε.) επίμονος, ενοχλητικός

φερέγγυος: αξιόπιστος
φορολογῶ: επιβάλλω φόρο
ἐπιφέρω: προκαλώ, έχω ως αποτέλεσμα
περιφέρω: φέρω γύρω-γύρω
ἀναφέρω: σηκώνω/ επαναφέρω/ συνέρχομαι/ ονομάζω
ἀνωφερής: ανηφορικός
καταφερής/ κατωφερής: κατηφορικός
πολύφερνος: αυτός που έχει μεγάλη προίκα
ὁ ἀμφορεύς (-έας): αγγείο με δύο λαβές
ἡ διαφορά: διαφωνία/ έλλειψη ομοιότητας/ χαρακτηριστικό
ἡ εκφορά: κηδεία/ (γραμμ.) τρόπος που συντάσσονται οι λέξεις
ὁ αγγελιαφόρος: αυτός που μεταφέρει μηνύματα
ἡ λεωφόρος: μεγάλος δρόμος πόλης
δορυφόρος: ακόλουθος
καρποφόρος: αυτός που παράγει καρπούς
θεοφόρος: αυτός που φέρει το Θεό
ψηφοφόρος: αυτός που ψηφίζει
παράφορος: ασυγκράτητος
μισθοφορικός: αυτός που αναφέρεται στους μισθοφόρους (= στρατιώτες που υπηρετούν έναντι μισθού)
διηνεκής: αδιάκοπος

Νέα Ελληνική
φερέφωνο:     αυτός που εκφράζει τις απόψεις άλλου χωρίς να τις κρίνει
φέρελπις:       ελπιδοφόρος
φοροδιαφυγή: αποφυγή καταβολής νόμιμου φόρου
φοροτεχνικός: ειδικός στη σύνταξη φορολογικών δηλώσεων
φοροφυγάς: αυτός που διαπράττει φοροδιαφυγή
διαφορετικός: αυτός που δεν είναι όμοιος με τους άλλους
ασθενοφόρο: όχημα που μεταφέρει ασθενείς
βαθμοφόρος: αυτός που έχει βαθμό, αξίωμα
ελπιδοφόρος: αυτός που εμπνέει ελπίδες
λαχειοφόρος: αυτός που δίνει το δικαίωμα συμμετοχής σε κληρώσεις λαχείου
ανυπόφορος: αυτός που δεν υποφέρεται, δεν αντέχεται
οπλοφορία: κατοχή και μεταφορά όπλου
ΕΝΟΤΗΤΑ 10
ΜΕΡΟΣ Β΄ : ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ : βίος
Αρχαία/ Νέα Ελληνική

βιῶ (-ώνω):   ζω
ἡ βίωσις (-η): η ζωή/ ο τρόπος ζωής
βιοτικός:      αυτός που αναφέρεται στη ζωή
βιώσιμος:     αυτός που μπορεί να ζήσει
ή βιογραφία: εξιστόρηση του βίου κάποιου
βιολόγος: (α.ε.) ηθοποιός, μίμος/ (ν.ε.) επιστήμονας που ασχολείται με τη βιολογία
βιομήχανος: (α.ε.) ευφυής/ (ν.ε.) ο ιδιοκτήτης εργοστασίου
ἀβίωτος: αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να ζήσει, ο αφόρητος
αἰωνόβιος: αυτός που ζει αιώνα ή αιώνες
ἀμφίβιος: αυτός που μπορεί να ζήσει και στο νερό και στην ξηρά
ἀναβιῶ (-ώνω): ξαναζωντανεύω
ἡ ἀναβίωσις (-η): το ξαναζωντάνεμα
άποβιῶ (-ώνω): πεθαίνω
διαβιῶ (-ώνω): ζω
ἡ  διαβίωσις (-η): ζωή/ τρόπος ζωής
ἐπιβιῶ(-ώνω): κατορθώνω να ζω μέσα από δύσκολες συνθήκες
ἡ ἐπιβίωσις (-η): η διατήρηση της ζωής μέσα από δυσκολίες
συμβιῶ (-ώνω): ζω μαζί με κάποιον
ἡ συμβίωσις (-η): το να ζεις μαζί με κάποιον
βραχύβιος: αυτός που έχει σύντομη ζωή
ἔμβιος: αυτός που έχει ζωή
ἡμερόβιος: το ζώο που ενεργοποιείται στη διάρκεια της ημέρας
μακρόβιος: αυτός που έχει μακρά ζωή
σύμβιος (ν.ε. συμβία): αυτός που ζει μαζί με κάποιον/ ο σύζυγος

Νέα Ελληνική

βίωμα: εμπειρία που έχει ζήσει κάποιος


βιωματικός: αυτός που αναφέρεται στα βιώματα
βιωματικότητα: απόδοση εικόνων μέσω βιωμάτων
βιωσιμότητα: η δυνατότητα ζωής
βιογένεση: η δημιουργία ζωής/ (βιολ.) θεωρία που υποστηρίζει τη μη αυτόματη δημιουργία ζωής
βιοηθική: ηθική σχετική με τη ζωή
βιοθεωρία: θεωρία σχετική με τη ζωή
βιοτέχνης: ο ιδιοκτήτης βιοτεχνίας
βιότοπος: περιβάλλον που περιλαμβάνει έμβιους οργανισμούς
βιοψία: μικροσκοπική εξέταση μέρους ιστού από ζωντανό σώμα
βιοπάλη: αγώνας για την εξασφάλιση μέσων ζωής
βιοπορισμός: εξοικονόμηση των προς το ζην
αερόβιος: αυτός που χρειάζεται οξυγόνο για να ζήσει
αντιβίωση: θεραπευτική αγωγή με αντιβιοτικό
αντιβιοτικό: φάρμακο για εξουδετέρωση μικροβίων
αυτοβιογραφία: γραπτή εξιστόρηση της ζωής του ίδιου του γράφοντος
ισόβιος: αυτός που διαρκεί για όλη τη ζωή
κοινόβιο: ομαδική συμβίωση/ είδος μοναστηριού
λαθρόβιος: αυτός που ζει κρυφά ή παράνομα
ορεσίβιος: ορεινός
σωσίβιο: συσκευή με την οποία μπορεί κάποιος να επιπλέει (και να σωθεί)
ΕΝΟΤΗΤΑ 11

ΜΕΡΟΣ Β΄ : ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ : φεύγω

Αρχαία/ Νέα Ελληνική

ἡ φυγή:     εσπευσμένη αναχώρηση/ υποχώρηση στρατού/ εξορία/ μουσικό είδος πολυφωνικής σύνθεσης


(φούγκα)
ὁ φυγάς:   αυτός που έφυγε κρυφά για να αποφύγει κάτι δυσάρεστο
φυγαδεύω: βοηθώ κάποιον να δραπετεύσει
φυγοδικώ: ἀποφεύγω να δικαστώ
φυγόμαχος: αυτός που αποφεύγει τη μάχη, ο δειλός
φυγομαχώ: αποφεύγω τη μάχη λόγω δειλίας
φυγόπονος: αυτός που αποφεύγει την κούραση, ο τεμπέλης
ἡ φυγοπονία: η τεμπελιά
ἀποφεύγω: προσπαθώ να μείνω μακριά από κάτι
ἡ ἀποφυγή: η απομάκρυνση, το να αποφεύγεις κάτι
διαφεύγω: γλιτώνω
ἡ  διαφυγή: ο τρόπος να γλιτώσει κάποιος
καταφεύγω: ζητώ καταφύγιο
ἡ καταφυγή: η αναζήτηση καταφυγίου
τό καταφύγιον (-ο): ο τόπος όπου πηγαίνει κάποιος για να γλιτώσει
προσφεύγω: καταφεύγω σε κάποιον ζητώντας τη βοήθειά του
ἡ προσφυγή: καταφυγή και αναζήτηση βοήθειας
ὁ πρόσφυξ (-υγας): αυτός που καταφεύγει σε κάποιον για να ζητήσει βοήθεια/ αυτός που μεταβαίνει σε άλλη
χώρα επειδή διώχτηκε από την πατρίδα του
ἄφευκτος: ο αναπόφευκτος

Νέα Ελληνική
φευγαλέος:   στιγμιαίος
φευγάτος:      αυτός που ετοιμάζεται να φύγει/ (μτφ.) ο ιδιόρρυθμος
φυγόδικος:        αυτός που αποφεύγει να δικαστεί
φυγόκεντρος:   αυτός που τείνει να απομακρυνθεί από το κέντρο
φυγομαχία:       η αποφυγή μάχης/ η δειλία
φυγόποινος:     ο κατάδικος που αποφεύγει να εκτίσει την ποινή του
αναπόφευκτος                αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον αποφύγει
φοροφυγάς:     αυτός που αποφεύγει να πληρώσει το νόμιμο φόρο

You might also like