ΚΟΜΕΠ 2001 1

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 89

1

Τεύχος 1 | Γενάρης - Φλεβάρης 2001

της σύνταξης
16ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ ΚΚΕ

Απόφαση του 16ου Συνεδρίου: Για το Αντιιμπεριαλιστικό, Αντιμονοπωλιακό Δημοκρατικό Μέτωπο

Απόφαση του 16ου Συνέδριου: Τα καθήκοντα του Κόμματος μέχρι το 17ο Συνέδριο

ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Δημήτρη Γόντικα: Σύνδεση της τακτικής με τη στρατηγική

Στέφανου Λουκά: Οξυνση των αντιθέσεων, έδαφος για συσπειρώσεις

Διαμάντως Μανωλάκου: Για τη Συνθήκη της Νίκαιας


80 ΧΡΟΝΙΑ ΚΟΜΕΠ

Αρχειακό Υλικό: Από το 1ο Τεύχος της ΚΟΜΕΠ, Γενάρης 1921

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΣΤΑ 180 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Δώρας Μόσχου: Η γένεση της ελληνικής αστικής τάξης και του κράτους της

Χρήστου Τσιντζιλώνη: Ορισμένα στοιχεία για την ανάπτυξη ελληνικής αστικής τάξης

Θανάση Παπαρήγα: 1821: Οι εμφύλιες συγκρούσεις

2
της Σύνταξης
της Συντακτικής Επιτροπής της ΚΟΜΕΠ
2001 Τεύχος 1

Το πρώτο τεύχος της ΚΟΜΕΠ για το 2001 κυκλοφορεί την επαύριο του 16ου Συνεδρίου του ΚΚΕ. Το
Συνέδριο αυτό, με τον πλούσιο προβληματισμό που αναπτύχθηκε στη διάρκειά του, εμβάθυνε ακόμη
περισσότερο στην αναγκαιότητα και την προοπτική συγκρότησης του αντιιμπεριαλιστικού - αντιμονοπωλιακού
μετώπου, με καθοδηγητική δύναμη την εργατική τάξη και την ουσιαστική συμβολή σε αυτό των συμμάχων
της. Επιβεβαίωσε, για μια ακόμη φορά, την αταλάντευτη πίστη και προσήλωση των ελλήνων κομμουνιστών
στην προοπτική της ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος και της συγκρότησης της λαϊκής εξουσίας,
πάνω στη βάση της λαϊκής οικονομίας.

Το περιοδικό μας, επιδιώκοντας όπως πάντα να συμβάλει στην ανάπτυξη και την εκλαϊκευση της ιδεολογίας
και των συγκεκριμένων πολιτικών θέσεων και αποφάσεων του ΚΚΕ δημοσιεύει, σε αυτό το τεύχος, τόσο τις
δύο αποφάσεις του 16ου Συνεδρίου, («Για το Αντιιμπεριαλιστικό Αντιμονοπωλιακό Δημοκρατικό Μέτωπο»
και «Τα καθήκοντα του Κόμματος» μέχρι το 17ο Συνέδριο») όσο και αρθρογραφία που αναφέρεται σε πλευρές
των αποφάσεων αυτών. Το άρθρο «Σύνδεση της τακτικής με τη στρατηγική» αναφέρεται στο κομβικό αυτό για
τη δράση του Κόμματος ζήτημα. Το άρθρο «Οξυνση των αντιθέσεων, έδαφος για συσπειρώσεις» αναφέρεται
στο πώς η όξυνση των αντιθέσεων μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα αποτελεί την αντικειμενική βάση για τη
διαμόρφωση εκείνων των συσπειρώσεων που μπορούν να οδηγήσουν στην οικοδόμηση του Μετώπου.

Το 2001 είναι, για το περιοδικό μας, μια σημαντική επέτειος: κλείνουν 80 χρόνια από την ημερομηνία της
πρώτης του έκδοσης. Το θεωρητικό και πολιτικό όργανο της ΚΕ του ΚΚΕ υπήρξε πάντοτε αναπόσπαστα
δεμένο με την πορεία του Κόμματος και είχε σημαντική προσφορά στην ανάπτυξη της θεωρητικής σκέψης του
και στην εκλαϊκευση και διάδοση της ιδεολογίας και της πολιτικής του. Η επέτειος των 80χρονων της ΚΟΜΕΠ
πιστεύουμε ότι μπορεί και πρέπει να αποτελέσει το έναυσμα για πλατύτερη διάδοση του περιοδικού και για την
εδραίωση πιο στενών δεσμών με τις κομματικές οργανώσεις, με τους αναγνώστες και τις αναγνώστριές του,
τους οποίους η Συντακτική επιτροπή καλεί να καταθέσουν τις γνώμες και τις υποδείξεις τους για την παραπέρα
βελτίωση της ποιότητας και της κυκλοφορίας του.

Σε αυτό το τεύχος, ανοίγουμε τον «εορτασμό» για τα 80χρονα της ΚΟΜΕΠ, με τη δημοσίευση αρχειακού
υλικού από το πρώτο τεύχος της. Επιφυλασσόμαστε για τη συνέχεια, με τη δημοσίευση, σε επόμενα τεύχη,
σχετικής αρθρογραφίας και άλλου υλικού.

Το 16ο Συνέδριο του ΚΚΕ αποτέλεσε, πέρα από τη σημασία που είχε για τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις,
και πόλο συσπείρωσης αντιιμπεριαλιστικών, εργατικών και κομμουνιστικών δυνάμεων από όλο τον κόσμο. Οι
έλληνες κομμουνιστές δεν μπορούν να αγνοούν τις διεθνείς εξελίξεις. Σε αυτά τα πλαίσια, εκτιμώντας ως
σημαντικό γεγονός στην εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ενός εκ των τριών ιμπεριαλιστικών κέντρων, τη
Σύνοδο της Νίκαιας, δημοσιεύουμε το άρθρο «Για τη Συνθήκη της Νίκαιας» το οποίο αναπτύσσει πλευρές των
ζητημάτων που προκύπτουν από αυτήν.

Το 2001 θα τιμηθεί και μια άλλη, πολύ σημαντική επέτειος: τα 180 χρόνια από την έκρηξη της ελληνικής
επανάστασης του 1821. Με αυτή την αφορμή, η ΚΟΜΕΠ δημοσιεύει στο παρόν τεύχος ένα μικρό αφιέρωμα
στην Επανάσταση του 1821. Με το άρθρο «Η γένεση της ελληνικής αστικής τάξης και του κράτους της»
επιχειρούμε να ιχνηλατήσουμε τις συνθήκες μέσα στις οποίες διαμορφώθηκε η αστική τάξη των ελλήνων - η
τάξη που καθοδήγησε την επανάσταση και οδήγησε στη συγκρότηση του ελληνικού κράτους - τις
δραστηριότητές της, τα χαρακτηριστικά της. Με το άρθρο «Ορισμένα στοιχεία για την ανάπτυξη ελληνικής
αστικής τάξης (Η περίπτωση του παροικιακού ελληνισμού της Ουγγαρίας)» αναφερόμαστε σε μία πλευρά του
ζητήματος της διαμόρφωσης καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στον ελληνισμό, παίρνοντας σαν
παράδειγμα την περίπτωση των ελλήνων εμπόρων που εγκαταστάθηκαν στην Ουγγαρία. Τέλος, με το άρθρο
«1821: Οι εμφύλιες συγκρούσεις» κάνουμε μια περιεκτική αναφορά στους εμφυλίους πολέμους που ξέσπασαν
κατά τη διάρκεια της επανάστασης, ώστε να καταδείξουμε ότι δεν επρόκειτο για εκδήλωση της «κατάρας της

3
φυλής», όπως ισχυρίζεται η αστική ιστοριογραφία, αλλά για αποτύπωση των ταξικών αντιπαλοτήτων και
συγκρούσεων που διασπούσαν το σύνολο των δυνάμεων που συμμετείχαν στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.

Τέλος, στο παρόν τεύχος, δημοσιεύονται, όπως πάντα, τα τρέχοντα κομματικά ντοκουμέντα.

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ 16ου ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΤΟΥ ΚΚΕ: «ΓΙΑ ΤΟ ΑΝΤΙΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟ,


ΑΝΤΙΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ»
16ο Συνέδριο του ΚΚΕ
2001 Τεύχος 1
ΚΚΕ - Οικοδόμηση και δράση

Το 16ο Συνέδριο προχώρησε, με βάση τις εξελίξεις, σε πιο αναλυτική επεξεργασία της πολιτικής πρότασης του
ΚΚΕ για τη συγκρότηση του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου πάλης
(ΑΑΔΜ), δίνοντας απάντηση σε εύλογα ερωτήματα και αναζητήσεις που βασανίζουν ευρύτερες δυνάμεις της
κοινωνίας μας.

Το ΚΚΕ με τις θέσεις και τις προτάσεις του απευθύνεται στην εργατική τάξη, τα καταπιεζόμενα λαϊκά
στρώματα της πόλης και του χωριού, τη νεολαία, τις ριζοσπαστικές δυνάμεις της κοινωνίας μας, σε όλους όσοι,
ανεξάρτητα από σημερινές πολιτικές ή κομματικές προτιμήσεις και εντάξεις, μέσα από τους ίδιους τους όρους
της ζωής τους, διαισθάνονται ότι κάτι πρέπει βαθύτερα να αλλάξει, προβληματίζονται, αναζητούν διέξοδο. Το
ΚΚΕ καλεί όλους αυτούς, με τους οποίους έχουμε συναντηθεί μέσα στους αγώνες, αλλά και όσους ακόμα δεν
έχουν κάνει το βήμα, που μπορούν όμως αύριο να συναντηθούν μαζί μας, σε κοινή δράση και συσπείρωση. Για
τη συγκρότηση του Λαϊκού Μετώπου, ενάντια στις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, την ιμπεριαλιστική νέα
τάξη, για ανατροπή των αντιλαϊκών πολιτικών. Για μια νέα Ελλάδα με λαϊκή εξουσία, λαϊκή οικονομία,
κοινωνική ευημερία. Μια τέτια εξέλιξη θα αναδείξει τη χώρα σε παράγοντα πάλης για την ειρήνη και τη
συνεργασία στην περιοχή, στην Ευρώπη και διεθνώς, που θα υπερασπίζεται και θα διεκδικεί το δικαίωμα κάθε
λαού να επιλέγει αυτός το δρόμο της κοινωνικής εξέλιξης, σε αντίθεση με τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστικών
οργανισμών και ενώσεων.

Το μήνυμα του 16ου Συνεδρίου του ΚΚΕ είναι ότι δεν υπάρχουν αδιέξοδα στην πολιτική και κοινωνική ζωή
του τόπου. Υπάρχει λύση. Είναι ο δρόμος του Μετώπου, της συγκέντρωσης δυνάμεων στην πάλη για τη λαϊκή
εξουσία και τη λαϊκή οικονομία.
ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Στο κατώφλι του 21ου αιώνα οι διεθνείς εξελίξεις σημαδεύονται από τη βάρβαρη και απάνθρωπη επιχείρηση
του ιμπεριαλισμού να επιβάλλει τη «νέα τάξη πραγμάτων» σε όλο τον κόσμο. Η ανθρωπότητα ζει ζοφερές
στιγμές, εξαιτίας της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας, που εκδηλώνεται σε έκταση και βάθος στην οικονομία,
τις εργασιακές σχέσεις, την κοινωνική πολιτική, στο πολιτικό σύστημα, τον ιδεολογικό, πολιτιστικό τομέα, τις
διεθνείς σχέσεις, το περιβάλλον.

Οι συνεχώς εντεινόμενες ανοιχτές επεμβάσεις και οι ανταγωνισμοί των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για το
μοίρασμα των αγορών, οδηγούν σε νέα δεσμά εξάρτησης και καθυπόταξης χωρών, στην εμφάνιση νέων εστιών
έντασης και τοπικών πολέμων. Γίνονται πιο καταπιεστικές οι σχέσεις κυριαρχίας και εξάρτησης στα πλαίσια
του ιμπεριαλιστικού συστήματος.

Η δράση των μονοπωλίων συνοδεύεται από μια πρωτόγνωρη επίθεση στα δικαιώματα των εργαζομένων.
Διαμορφώνονται νέοι, πιο στυγνοί όροι εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης με νέα συστήματα
απασχόλησης, με εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις, εμπορευματοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης, της υγείας,
της παιδείας, του αθλητισμού, του πολιτισμού.

Καταστρέφονται και απαξιώνονται παραγωγικές δυνάμεις, ιδιαίτερα το ανθρώπινο δυναμικό. Αυξάνεται


αλματωδώς η ανεργία, η πείνα, η φτώχια και η εξαθλίωση. Μεγαλώνει το μεταναστευτικό ρεύμα. Ανεβαίνει
κατακόρυφα η κοινωνική εγκληματικότητα και ναρκομανία, ο ρατσισμός, ο σοβινισμός, ο αντικομμουνισμός.
Εκατομμύρια άνθρωποι στη γη είναι στο έλεος των φυσικών φαινομένων, των οικολογικών και γενικότερα των
4
περιβαλλοντικών καταστροφών, χωρίς να έχουν στοιχειώδη προστασία και ικανότητα άμυνας. Συνολικά
εκδηλώνεται πιο έντονα ο αντιδραστικός χαρακτήρας του ιμπεριαλιστικού οικοδομήματος.

Γίνεται πιο έκδηλη η αντίθεση ανάμεσα στις δυνατότητες για την κοινωνική ευημερία που ξανοίγει η πρόοδος
της επιστήμης και της τεχνικής και στην καπιταλιστική αξιοποίησή τους. Ταυτόχρονα ο καπιταλισμός δίνει
ώθηση, ιδιαίτερα σε εκείνους τους τομείς της επιστήμης που μπορεί να αξιοποιήσει οικονομικά, πολιτικά και
ιδεολογικά σε όφελος του. Αδιαφορεί, ή παραμελεί συνειδητά πεδία, τομείς της επιστήμης και της εφαρμογής
της που μπορούν να βελτιώσουν τις υλικές και πνευματικές συνθήκες ζωής του ανθρώπου.

Οι τεράστιες ζώνες φτώχιας, ασθενειών, οι ανισότητες στη διάδοση και εφαρμογή των τεχνολογικών
επιτευγμάτων ανάμεσα στις διάφορες χώρες και περιοχές, αλλά και στο εσωτερικό χωρών είναι
χαρακτηριστικοί δείκτες του ταξικού χαρακτήρα της ανάπτυξης, αλλά και ενός συστήματος που γερνάει,
βρίσκεται σε βαθιά κρίση, ενός συστήματος σε σήψη.

Ο ιμπεριαλισμός μπορεί να είναι σήμερα πιο ισχυρός, καθώς ανέκτησε το χαμένο έδαφος, όμως δεν είναι
ανίκητος. Δεν παραβλέπουμε τον αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων για τους λαούς. Ομως αυτή η
πραγματικότητα εξελίσσεται, αλλάζει. Ο συσχετισμός δυνάμεων δεν είναι αναλλοίωτος, το καπιταλιστικό
σύστημα δεν είναι παντοδύναμο και αιώνιο.

Η καπιταλιστική βαρβαρότητα και επιθετικότητα δεν είναι μόνον απόδειξη δύναμης. Είναι και ένδειξη
αδυναμίας να αντιμετωπίσει την απότομη όξυνση του συνόλου των αντιθέσεων, των αντιφάσεων που είναι
σύμφυτες με την εξέλιξη του ιμπεριαλιστικού συστήματος.

Το ενδεχόμενο να ζήσει η ανθρωπότητα μια παγκόσμια κρίση είναι υπαρκτό, καθώς έχει προχωρήσει σε
ανώτερο επίπεδο η κοινωνικοποίηση της εργασίας από τη μια και η συγκέντρωση του κοινωνικού πλούτου σε
όλο και λιγότερα χέρια από την άλλη. Καθώς οι αντιθέσεις και ανταγωνισμοί ανάμεσα στα διάφορα
περιφερειακά κέντρα του ιμπεριαλισμού, αλλά και οι ανταγωνισμοί εντός των κέντρων αυτών, γίνονται όλο και
πιο άγριοι, ενώ οι κλασικές συνταγές αντιμετώπισης των κρισιακών φαινομένων ή κάποιες παραλλαγές τους
αποδείχνονται ατελέσφορες.

Οι αντικειμενικές συνθήκες μιας πιο γενικευμένης κρίσης που υπάρχουν θα διαμορφώσουν στην πορεία και
αντικειμενικά στοιχεία πανεθνικής κρίσης σε μια ή περισσότερες χώρες, αλλού νωρίτερα αλλού αργότερα.

Η όξυνση των ανταγωνισμών στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, η αυξανόμενη στρατιωτικοποίηση, οι πολύμορφες


εστίες πολέμου, η νέα κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών που ετοιμάζεται, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι λαοί
πρέπει να επαγρυπνούν, γιατί ο κίνδυνος για γενικευμένη σύρραξη παγκόσμιας σημασίας εξακολουθεί να
υπάρχει κι από μια άποψη να ενισχύεται.
ΟΞΥΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ, ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΠΥΡΙΤΙΔΑΠΟΘΗΚΗ ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ

Οξυμένες παρουσιάζονται οι αντιθέσεις στην Ευρώπη, στα Βαλκάνια, στην ευρύτερη περιοχή της Αν.
Μεσογείου, στη γειτονιά μας.

Βαθαίνει η ανισομετρία μέσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση, οξύνονται οι συνέπειές της εν όψει της λειτουργίας του
ΕΥΡΩ και της θεσμικής ενίσχυσης του σκληρού πυρήνα της.

Αναπόσπαστο στοιχείο της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι η ύπαρξη «αξόνων» και «αντιαξόνων», που
διαταράσσονται και εναλλάσσονται ανάλογα με την πορεία των αντιθέσεων των ηγετικών ιμπεριαλιστικών
δυνάμεων, με επίκεντρο σήμερα τη συζήτηση για την ομοσπονδιακή προοπτική της. Στην πραγματικότητα
προωθείται η λογική μιας Ευρωπαϊκής Ενωσης υπό την ηγεμονία ενός σκληρού πυρήνα, γύρω από τον οποίο
θα διαμορφώνονται ομόκεντροι κύκλοι. Οι αποφάσεις στη Νίκαια της Γαλλίας αποτελούν ένα ακόμα βήμα
προς τη δημιουργία του σκληρού πυρήνα των ηγετικών δυνάμεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που θα αποφασίζει
για λογαριασμό των υπολοίπων.

Οι ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, με επικεφαλής τις ΗΠΑ και με τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ενωσης,
μεθοδεύουν και διαμορφώνουν «συμμαχίες» των πρώην σοσιαλιστικών χωρών, που είναι κάτω από τον έλεγχό
5
τους, με στόχο να περικυκλώσουν τη Ρωσία και όποιες χώρες θέλουν να διεκδικήσουν ηγετική θέση στο
σύστημα του ιμπεριαλισμού. Θέλουν να σταθεροποιηθεί ο καπιταλισμός στη Ρωσία, χωρίς όμως να γίνει και
ηγετική δύναμη στο σύστημα του ιμπεριαλισμού.

Στην περιοχή των Βαλκανίων κύρια επιδίωξη των ιμπεριαλιστών είναι να διαμορφωθούν κράτη -
προτεκτοράτα. Μεθοδεύεται η παραπέρα διάσπαση της Ο.Δ. Γιουγκοσλαβίας, συνεχίζεται η προσπάθεια
αλλαγής των συνόρων. Η Βαλκανική παραμένει πυριτιδαποθήκη. Οι κίνδυνοι αυξάνονται και από το γεγονός
ότι η ελληνική κυβέρνηση παραμένει σταθερός εταίρος και βοηθός της ιμπεριαλιστικής τάξης πραγμάτων στην
περιοχή.

Στη μέγγενη των ιμπεριαλιστικών σχεδίων και του ανταγωνισμού των ηγετικών δυνάμεων βρίσκονται επίσης:
το Παλαιστινιακό, το Κυπριακό και η διαδικασία για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Οι
ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, προσβλέποντας στην αγορά της Τουρκίας και στο γεωστρατηγικό ρόλο της,
προωθούν την ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Η διαδικασία ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση
συνδέεται με την επιβολή συνομοσπονδιακής λύσης, η οποία αποτελεί μορφή διχοτόμησης, σε αντίθεση με τις
αποφάσεις του ΟΗΕ.

Αν και η όξυνση της αντίθεσης ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και τις εξαρτημένες χώρες δεν
εκδηλώνεται με τον ίδιο τρόπο για όλες, μπορεί να συμβάλει στη συσπείρωση των λαών, στη συγκρότηση
τοπικών ή περιφερειακών συμμαχιών ενάντια στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις. Διεθνοποιούνται περισσότερο οι
αντιθέσεις, ανεβαίνει ο αριθμός των χωρών που αντικειμενικά έχουν συμφέρον από την αντίσταση, τη ρήξη με
τους διεθνείς οργανισμούς και τις ρυθμίσεις που αυτοί επιβάλλουν.
ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Μέσα σ’ αυτό το διεθνές και περιφερειακό πλαίσιο προχωρούν και οι εξελίξεις στη χώρα μας. Επιταχύνεται η
υλοποίηση του βασικού σχεδιασμού των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, σημειώνεται νέο επίπεδο
συγκεντροποίησης και μεγέθυνσης των μονοπωλίων. Από τις εξελίξεις αυτές δεν ωφελείται στο ελάχιστο η
εργατική τάξη ούτε τα φτωχά τμήματα των μεσαίων στρωμάτων στις πόλεις και την ύπαιθρο. Οι μόνοι
κερδισμένοι είναι η οικονομική ολιγαρχία του τόπου, τα διεθνή μονοπώλια και ένα «στρώμα» που συμμετέχει
στη διασπάθιση των κοινοτικών κονδυλίων. Η εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα διαβιώνουν σε
συνθήκες αυξανόμενης σχετικής και απόλυτης φτώχιας.

Στην Ελλάδα ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός έχει μπει σε τροχιά όξυνσης των αντιθέσεών του. Η
όξυνση έχει μεγαλύτερη ένταση και βάθος, λόγω της εξαρτημένης και υποδεέστερης θέσης της Ελλάδας στο
περιφερειακό και το διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, λόγω της γεωστρατηγικής της θέσης.

Η χώρα μας βρίσκεται σε μια περιοχή, στα Βαλκάνια, στη Μεσόγειο, όπου εκδηλώνονται με μεγάλη οξύτητα
οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στις ηγετικές δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση
και τις ΗΠΑ. Ο ανταγωνισμός στη διακίνηση κεφαλαίων και εμπορευμάτων, καθώς και για την καταλήστευση
των πλουτοπαραγωγικών πηγών και το γεωστρατηγικό έλεγχο της περιοχής, είναι οξύτατος. Τα τελευταία
χρόνια ξεκίνησε και συνεχίζεται η αλλαγή συνόρων.

Το ΝΑΤΟ έχει εγκατασταθεί, όχι μόνο με την κλασσική μορφή των πυρηνικών και κατασκοπευτικών βάσεων,
αλλά με στρατιωτικές δυνάμεις, στις οποίες προστίθεται και ο ιμπεριαλιστικός ευρωστρατός. Η συμμετοχή
τμημάτων των ενόπλων δυνάμεων στις δυνάμεις ταχείας αντίδρασης αυξάνει τους κινδύνους εμπλοκής της
χώρας μας σε ιμπεριαλιστικούς τυχοδιωκτισμούς.

Ο ανταγωνισμός μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας προϋπήρχε, αλλά είναι πιο οξύς σήμερα, καθώς και οι δυο
άρχουσες τάξεις προσπαθούν να κατακτήσουν μεγαλύτερο ρόλο στη διανομή της πίτας.

Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και οργανισμοί αξιοποιούν τα οικονομικά και πολιτικά σχέδια, τους
ανταγωνισμούς των κυρίαρχων τάξεων και των κυβερνήσεων Ελλάδας και Τουρκίας για να δώσουν την
εντύπωση ότι διευθετούν τις διαφορές των δυο χωρών. Στόχος τους όμως είναι να αξιοποιήσουν και τις δυο
στα επεκτατικά και διεισδυτικά σχέδιά τους στα Βαλκάνια και στην Παραευξείνια περιοχή. Οι συμφωνίες που

6
υπογράφηκαν θίγουν τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο, συνδέονται με το σχεδιασμό τους για
ΝΑΤΟποίηση - αμερικανοποίησή του.

Νέοι ανταγωνισμοί εμφανίζονται και θα οξύνονται στην πορεία ανάμεσα στην ελληνική άρχουσα τάξη και
αυτές των βαλκανικών χωρών, καθώς βγαίνουν στο προσκήνιο έχοντας τις δικές τους ιδιαίτερες βλέψεις και
βρίσκονται σε στενή συνεργασία με όρους εξάρτησης από τις ΗΠΑ ή από τις ηγετικές χώρες της Ευρωπαϊκής
Ενωσης. Η Ελλάδα, αν και παίζει πολύ ενεργό ρόλο σε όλα τα επιθετικά σχέδια, δεν είναι μόνο θύτης, αλλά και
θύμα των ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων και ανταγωνισμών.

Η πολιτική ιδεολογικής χειραγώγησης και καταστολής αναπροσαρμόζεται στις αυξημένες απαιτήσεις του
κεφαλαίου, των ιμπεριαλιστικών οργανισμών.

Στην Ελλάδα υπάρχει έδαφος για την εμφάνιση μιας πιο οξυμένης λαϊκής δυσαρέσκειας, που μπορεί κάτω από
προϋποθέσεις να επιδράσει θετικά στη συσπείρωση και αντεπίθεση για βαθύτερες αλλαγές στο κοινωνικό και
πολιτικό επίπεδο. Είναι ορατές οι θετικές διεργασίες, ενώ κυοφορούνται και άλλες, ιδιαίτερα μέσα στα λαϊκά
στρώματα.

Το γεγονός ότι ωριμάζουν αλλαγές, ότι γίνονται διεργασίες, φαίνεται και από κινήσεις για να αναδιαμορφωθεί
το πολιτικό σκηνικό, χωρίς να διαταραχθεί η πορεία των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και η συμμετοχή
της Ελλάδας στα πιο επιθετικά σχέδια του ιμπεριαλισμού. Η άρχουσα τάξη στηρίζει και ενθαρρύνει, εκτός από
την εναλλαγή των δύο βασικών κομμάτων της στην κυβερνητική εξουσία, και άλλες κινήσεις «δεξιά» και
«αριστερά», τις οποίες προορίζει ως αναχώματα στη ριζοσπαστικοποίηση του λαού, στην πολιτική συμμαχιών
που έχει ανάγκη σήμερα ο λαός. Το φαινόμενο των «αναχωμάτων» δε θα σταματήσει. Θα επανεμφανίζεται με
διάφορες μορφές όσο το κίνημα θα δυναμώνει, όσο η συγκρότηση του Μετώπου προχωρά και βρίσκει έδαφος
στις ανάγκες και στην πείρα του λαού.

Οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν την πολιτική θέση για το χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης ως διακρατικής
καπιταλιστικής ένωσης, για το ρόλο του ΝΑΤΟ και την ανάγκη μετωπικής αντιπαράθεσης στην προοπτική της
συνολικής ρήξης με τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, με τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις. Επιβεβαιώνουν ότι οι
αστικοί εκσυγχρονισμοί που γίνονται στην Ελλάδα, ορισμένοι από τους οποίους έχουν προχωρήσει εδώ και
χρόνια σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ένα και μοναδικό στόχο έχουν: Να κάνουν το σύστημα πιο
αποτελεσματικό στην επίθεση κατά των λαϊκών δικαιωμάτων, στην υπηρεσία του μεγάλου κεφαλαίου.

Μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό προβάλει πλέον πιο δυναμικά η εκτίμηση του 15ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, ότι δύο
είναι οι δρόμοι που ανοίγονται μπροστά στη χώρα και το λαό: O δρόμος της προσαρμογής, της ενσωμάτωσης
στην ιμπεριαλιστική τάξη πραγμάτων. Δηλαδή ο δρόμος, με τη μια ή την άλλη μορφή, της μεγαλύτερης και πιο
ληστρικής εκμετάλλευσης των εργαζομένων από τη μια μεριά και από την άλλη, ο δρόμος της αντίστασης και
της ρήξης με αυτήν την πολιτική. Ο δρόμος της συγκρότησης του Αντιιμπεριαλιστικού, Αντιμονοπωλιακού
Δημοκρατικού Μετώπου πάλης, που υπηρετεί τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, των πλατιών λαϊκών
στρωμάτων της πόλης και του χωριού, της πλειοψηφίας του λαού. Ο δρόμος που δίνει τη δυνατότητα στο λαό
να πάρει στα δικά του χέρια τις τύχες του, την πορεία της χώρας, το αύριο των παιδιών του.

Είναι ο δρόμος του αγώνα για την αξιοποίηση των υπαρκτών, αντικειμενικών δυνατοτήτων της χώρας και των
πλουτοπαραγωγικών πηγών της, για ριζικά διαφορετική προοπτική για το λαό, για τη λαϊκή εξουσία και τη
λαϊκή οικονομία. Ο δρόμος που φέρνει τον ελληνικό λαό στο πλευρό όλων των λαών και δυνάμεων που έχουν
συμφέρον να αντιπαλέψουν τα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό σε εθνική και παγκόσμια κλίμακα. Είναι ο
δρόμος που δημιουργεί δυνατότητες για τη σοσιαλιστική αναγέννηση της χώρας.
Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΚΑΙ Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΑΝΤΙΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟΥ
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ

Το ΑΑΔΜ βασίζεται στην κοινωνική συμμαχία της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων της
πόλης και του χωριού στο κοινό τους συμφέρον να εναντιωθούν πέρα από τις διαφορές τους και να παλέψουν
κατά του κοινού αντιπάλου τους, των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού. Βασίζεται στη διαλεκτική σχέση και
αλληλεπίδραση των κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών. Αντλεί κατά κύριο λόγο τη δύναμή του από την
ανάπτυξη της ταξικής πάλης, από τις διεργασίες και ανακατατάξεις που αυτή φέρνει στο κοινωνικό και
7
πολιτικό επίπεδο. Με τη σειρά του προσδίδει μια νέα δυναμική στην ταξική πάλη, στο κίνημα και στη
διαδικασία αλλαγής του συσχετισμού και των ανακατατάξεων.

Στις γραμμές του ΑΑΔΜ συμπαρατάσσονται κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις ανομοιογενείς από άποψη
κοινωνικής θέσης και ιδεολογικοπολιτικής στάσης:

Κοινωνικά κινήματα της εργατικής τάξης, των μικροαστικών στρωμάτων της πόλης και της υπαίθρου.

Κινήματα της νεολαίας και των γυναικών, της παιδείας, της υγείας και της κοινωνικής πολιτικής. Κινήματα για
συνδικαλιστικές, δημοκρατικές, πολιτικές ελευθερίες και δικαιώματα, για τα δικαιώματα των μεταναστών, για
το περιβάλλον. Το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα για την ειρήνη, κινήματα στο χώρο του πολιτισμού, του
αθλητισμού, της έρευνας, της επιστήμης, του αγώνα κατά των ναρκωτικών.

Πολιτικές δυνάμεις, ομάδες και κινήσεις που υποστηρίζουν την ανάγκη του αντιιμπεριαλιστικού
αντιμονοπωλιακού αγώνα, την ανάγκη ενός άλλου δρόμου εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας, σε αντίθεση με
τα συμφέροντα των μονοπωλίων και των ιμπεριαλιστικών ενώσεων. Επίσης, κοινωνικοπολιτικοί παράγοντες,
πατριώτες, δημοκράτες, προοδευτικοί άνθρωποι που συμφωνούν και θέλουν να δράσουν για τα λαϊκά
συμφέροντα, σε αντίθεση με τις επιλογές των μονοπωλίων, του ιμπεριαλισμού.

Για τη συγκρότηση του ΑΑΔΜ δεν αρκεί η κοινή δράση που βασίζεται σε κοινές ή παραπλήσιες αντιλήψεις
για μεγάλα και επίκαιρα προβλήματα, η γραμμή άμυνας στην επίθεση που δέχεται ολομέτωπα ο λαός μας.
Απαιτείται να υπάρχει και ένα επίπεδο συμφωνίας στη γενική γραμμή κατεύθυνσης για τη λύση των
προβλημάτων, που θα εκφράζεται στο προγραμματικό πλαίσιο για τη λαϊκή οικονομία και τη λαϊκή εξουσία.

Ο αντιιμπεριαλιστικός αντιμονοπωλιακός αγώνας, η δράση του Μετώπου ως κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας,


ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη σύνθεση και μορφή που θα παίρνει, θα κινηθεί σε ανοδική πορεία. Θα
περνάει και μέσα από ζιγκ-ζαγκ, ανάλογα με το συσχετισμό δυνάμεων, την ποιότητα και μαζικότητα της
συσπείρωσης, τη σταθερότητα, τη συνέπεια και ικανότητα δράσης που θα επιδεικνύει.

Θα εμφανίζονται ακόμα και αντίρροπες τάσεις στις γραμμές του Μετώπου, ταλαντεύσεις σε στροφές και
καμπές του αγώνα, όταν θα χρειάζεται η μέγιστη αποφασιστικότητα και σταθερότητα, όταν θα προβάλλει
επιτακτικά η ανάγκη για νέα ιεράρχηση στόχων και αιτημάτων, επιλογών που θα υποσκάπτουν τα βάθρα του
καπιταλιστικού συστήματος. Θα γίνονται αναδιατάξεις και ανασυνθέσεις στις γραμμές του Μετώπου, με βάση
την εξελισσόμενη κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα.

Ως κοινωνικοπολιτική συμμαχία θα αξιοποιεί σε όλη τη δράση του το στοιχείο των συμβιβασμών, ώστε να
επιτυγχάνεται η μέγιστη δυνατή συγκέντρωση δυνάμεων, αρκεί αυτοί να μην μπαίνουν εμπόδιο στη δυναμική
των εξελίξεων. Το ΚΚΕ θα εξαντλεί όλες τις δυνατότητες, ώστε να μη βρεθεί η συμμαχία εκτεθειμένη και
παγιδευμένη σε διασπαστικά σχέδια της άρχουσας τάξης, στην πίεσή της να εντάξει όσο γίνεται περισσότερες
δυνάμεις στη γραμμή της συναίνεσης και της διαχείρισης.

Οι διαφορές που θα εμφανίζονται σε ζητήματα τακτικής και στρατηγικής θα λύνονται με το διάλογο μέσα στη
δράση, με τη διαπάλη απόψεων μέσα στην πορεία των αγώνων, με την επίδραση του συσχετισμού δυνάμεων
που θα διαμορφώνεται στην κοινωνία, με σεβασμό της αυτοτέλειας και της διαφορετικής άποψης κάθε
συνιστώσας του Μετώπου.

Το ΚΚΕ διατηρεί την αυτοτέλειά του, δικαίωμα που αναγνωρίζει για όλες τις δυνάμεις που απαρτίζουν το
Μέτωπο. Η αυτοτέλεια του ΚΚΕ δεν έρχεται σε αντίθεση με τη δράση του στο Μέτωπο. Δεν αναιρεί την
ιδιαίτερη ευθύνη που έχει να διατηρείται η ενότητα και συνοχή του Μετώπου. Αντίθετα αποτελεί παράγοντα
εγγύησης στην προσπάθεια αυτή.

Η συγκρότηση του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου και η πρόοδός του


κρίνεται, σε καθοριστικό μάλιστα βαθμό, από την πορεία της πολιτικής επιρροής και δύναμης του Κόμματος,
την ικανότητά του να συσπειρώνει δυνάμεις. Από την ενότητα της εργατικής τάξης και την ικανότητά της να

8
παλέψει πρωτοποριακά για τα δικαιώματά της, να ασκήσει πολιτική συμμαχιών με τα μικροαστικά κοινωνικά
στρώματα, με τη νεολαία.

Υπάρχει αντικειμενική ανάγκη και δυνατότητα για τον άλλον, υπέρ της λαϊκής πλειοψηφίας, δρόμο ανάπτυξης
και εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας. Το ΚΚΕ προβάλλει άμεσα την πολιτική συγκρότησης του ΑΑΔ
Μετώπου, για να συμβάλει στην ανάπτυξη του υποκειμενικού παράγοντα και τη δημιουργία συνθηκών που θα
φέρουν το λαό στην εξουσία.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΧΕΙ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ - Ο ΛΑΟΣ
ΕΧΕΙ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΝΑ ΑΓΩΝΙΣΤΕΙ ΓΙΑ ΑΥΤΗΝ

Η Ελλάδα, παρά τις καταστροφές που έχουν επιφέρει οι κρίσεις και η εισαγωγική διείσδυση εμπορευμάτων,
λόγω του μονοπωλιακού ανταγωνισμού και της ανισόμετρης ανάπτυξης, έχει τις υλικές προϋποθέσεις να
διαμορφώσει και να αναπτύξει τη λαϊκή οικονομία.

Διαθέτει ικανοποιητικό επίπεδο συγκέντρωσης της παραγωγής, των μέσων παραγωγής, του εμπορικού δικτύου
και ένα ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης της σύγχρονης τεχνολογίας. Κυρίως διαθέτει έμπειρη πολυάριθμη
εργατική τάξη, με βελτιωμένο μορφωτικό επίπεδο και εξειδίκευση, πολυάριθμο ικανό επιστημονικό δυναμικό.

Εχει αξιόλογες φυσικές πλουτοπαραγωγικές πηγές, όπως σημαντικά αποθέματα ορυκτού πλούτου, πολύτιμα
στην παραγωγή βιομηχανικών και καταναλωτικών προϊόντων. Εχει συγκριτικά πλεονεκτήματα για την
παραγωγή καλής ποιότητας, με χαμηλές τιμές, ειδών διατροφής, που μπορούν να εξασφαλίσουν την
ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών και των διεθνών εμπορικών απαιτήσεων. Διαθέτει δυνατότητες παραγωγής
σύγχρονων προϊόντων, μηχανών, εργαλείων και συσκευών.

Η καπιταλιστική εκβιομηχάνιση παλιότερα, οι νέοι κλάδοι της οικονομίας σήμερα, δίνουν τις υλικές
προϋποθέσεις στις οποίες μπορεί να στηριχθεί μια σημαντικά καλύτερη ζωή για τον ελληνικό λαό και να
αναπτυχθεί η λαϊκή οικονομία στην Ελλάδα, ώστε να κατοχυρώνει διεθνείς οικονομικές σχέσεις, στη βάση του
αμοιβαίου οφέλους.

Προϋπόθεση για την ανάπτυξη της λαϊκής οικονομίας είναι οι πλουτοπαραγωγικές πηγές και τα βασικά και
συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής να περάσουν στην ιδιοκτησία της κοινωνίας, να ανατραπεί η οικονομική
κυριαρχία των μονοπωλίων, η μεγάλη καπιταλιστική ιδιοκτησία. Ο λαός έχει συμφέρον να αγωνιστεί γι’ αυτό.
Γιατί κίνητρο και σκοπός της λαϊκής οικονομίας είναι η ευημερία του λαού, δείκτες της οποίας είναι: Η
ανάπτυξη και εφαρμογή των επιστημονικοτεχνικών επιτευγμάτων προς όφελος των εργαζομένων. Το επίπεδο
εκπαίδευσης και επαγγελματικής ειδίκευσης, το επίπεδο της υγείας και πολιτιστικής ανάπτυξης, του μη
εργάσιμου χρόνου και του τρόπου αξιοποίησής του, της προστασίας του κοινωνικού και φυσικού
περιβάλλοντος. Η με όρους ισοτιμίας πρόσβαση στην κοινωνική εργασία κάθε ικανού και ικανής προς εργασία
αποτελεί θεμέλιο της λαϊκής οικονομίας, βασική υποχρέωση και έκφραση της λαϊκής εξουσίας.

Το ΚΚΕ θεωρεί ότι βάθρα της λαϊκής οικονομίας και ανάπτυξης είναι:

- Η κοινωνική κρατική ιδιοκτησία στα βασικά και συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, όπου εντάσσονται:

Η ενέργεια. Οι τηλεπικοινωνίες. Ο ορυκτός πλούτος, τα ορυχεία. Η ύδρευση. Οι μεταφορές. Οι βασικοί κλάδοι


της μεταποίησης, όπως παραγωγής μέσων παραγωγής και προϊόντων λαϊκής κατανάλωσης. Το τραπεζικό
σύστημα, το σύστημα συγκέντρωσης, διοχέτευσης, διαχείρισης οικονομικών και υλικών πόρων. Το εξωτερικό
εμπόριο, το συγκεντρωμένο δίκτυο εσωτερικού εμπορίου. Ο τομέας της λαϊκής στέγης. Η έρευνα. Η
δημοκρατική πληροφόρηση του λαού.

- Το αποκλειστικά δημόσιο, ενιαίο και δωρεάν σύστημα εκπαίδευσης, υγείας, πρόνοιας, ασφάλισης.

Ο κοινωνικοποιημένος τομέας θα είναι διευρυμένος, αφού το μονοπωλιακό κεφάλαιο έχει περάσει σε ανώτερο
βαθμό συγκέντρωσης και διείσδυσης όχι μόνο στο πεδίο της παραγωγής, αλλά και στο εμπόριο, στον
κοινωνικό τομέα, στην παιδεία, στην υγεία, στον τουρισμό.

9
Το ΚΚΕ δεν υποστηρίζει την πλήρη, καθολική σε πανεθνική κλίμακα κοινωνικοποίηση. Υποστηρίζει ότι,
δίπλα στον κοινωνικοποιημένο τομέα της λαϊκής οικονομίας, θα λειτουργεί ο παραγωγικός συνεταιρισμός της
μικρομεσαίας αγροτιάς, των μικρών επιχειρηματιών, ιδιαίτερα αυτών που είναι σε κλάδους μεταποίησης, όπου
υπάρχει πολύ μικρή συγκέντρωση.

Η ένταξη των λαϊκών αυτών στρωμάτων στους συνεταιρισμούς, με την εμπειρία που έχουν ζήσει κάτω από την
πίεση των μονοπωλίων, θα κατανοείται ως συμφέρουσα επιλογή, αφού διευκολύνει τη συγκέντρωσή τους, τη
διασφάλιση των συμφερόντων τους, την άνοδο της παραγωγικότητάς τους, τη βελτίωση των προϊόντων, τη
διακίνησή τους.

Ετσι θα δυναμώνει η συμμαχία της εργατικής τάξης με τη φτωχή αγροτιά και τα μικρομεσαία στρώματα. Θα
διασφαλίζεται να υπάρχουν και να κυκλοφορούν καταναλωτικά αγαθά με βάση τις σύγχρονες ανάγκες, χωρίς
τη γνωστή κερδοσκοπία και την απειλή σε βάρος της υγείας.

- Ο κεντρικός πανεθνικός οικονομικός μηχανισμός σχεδιασμού και διεύθυνσης που κινητοποιεί τα


κοινωνικοποιημένα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, το εργατικό δυναμικό, τις πλουτοπαραγωγικές πηγές
αξιοποιεί κάθε δυνατή θετική οικονομική διεθνή συνεργασία, στη βάση του αμοιβαίου οφέλους.

Ο κεντρικός πανεθνικός οικονομικός μηχανισμός σχεδιασμού και διοίκησης κατανέμει τα μέσα παραγωγής,
την εργατική δύναμη, τις πλουτοπαραγωγικές πηγές με στόχο: τη διευρυμένη ικανοποίηση των λαϊκών
αναγκών, τη διευρυμένη αναπαραγωγή, την εξασφάλιση των μέσων για την ασφάλεια και άμυνα της χώρας,
για τη διεθνή λαϊκή αλληλεγγύη.

Αναπτύσσει τα μέσα παραγωγής, την παραγωγικότητα της εργασίας, την έρευνα, την έγκαιρη και πλατιά
εφαρμογή των επιτευγμάτων της επιστήμης και τεχνολογίας τόσο στην παραγωγή όσο και στους τομείς
παραγωγής και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Προωθεί την κάθετη διασύνδεση μεταποίησης και
αγροτικής παραγωγής, την αποκέντρωση, την αντιπλημμυρική, αντιπυρική και αντισεισμική προστασία, τη
συμβατή προς το περιβάλλον ανθρώπινη δραστηριότητα. Διασφαλίζει τις αναλογίες παραγωγής - κατανομής.

Προωθεί διακρατικές εμπορικές συμφωνίες και συναλλαγές, συμφωνίες για αξιοποίηση τεχνογνωσίας με βάση
το αμοιβαίο όφελος, προστατεύοντας την εγχώρια παραγωγή και εργατική δύναμη από την ασύδοτη δράση των
μονοπωλίων της διεθνούς αγοράς.

Ο κεντρικός πανεθνικός οικονομικός μηχανισμός διεύθυνσης μπορεί να λειτουργήσει με αποτελεσματικότητα,


ικανότητα να ξεπεράσει τα εμπόδια που θα συναντήσει σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο, στο βαθμό που
διασφαλίζεται στην πράξη η ενεργητική συμμετοχή των εργαζομένων, ο κοινωνικός και εργατικός έλεγχος, η
δημοκρατία στους χώρους εργασίας.

- Η λαϊκή οικονομία προϋποθέτει την πολιτική απεξάρτηση της Ελλάδας από τους διεθνείς ιμπεριαλιστικούς
οργανισμούς, την απαλλαγή και από τις τυπικές δεσμεύσεις μαζί τους. Η λαϊκή εξουσία θα έχει ήδη τη
συγκατάθεση του λαού για μια τέτια επιλογή από τη στιγμή που το πρόγραμμά της δεν μπορεί να υλοποιηθεί
εντός των τειχών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, του ΝΑΤΟ.

Αλλωστε η ίδια η Ευρωπαϊκή Ενωση καθορίζει ότι τα κράτη μέλη όχι μόνο δεν έχουν το δικαίωμα να
αμφισβητούν τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, αλλά το αντίθετο: πρέπει να τις στηρίζουν με κάθε μέσο και
τρόπο: με οικονομικά, πολιτικά και κατασταλτικά μέτρα. Το ΝΑΤΟ δεν αφήνει περιθώρια ελιγμών στις χώρες
μέλη, ακόμα και όταν πρόκειται για ζητήματα συνόρων, εθνικής κυριαρχίας. Αντίθετα, ζητά πλήρη συμμετοχή
στην πολιτική αλλαγής συνόρων, στον πόλεμο και στην τρομοκρατία κατά των λαών.

Η αντιπαράθεση και η ρήξη με τις διεθνείς ιμπεριαλιστικές ενώσεις θα προκληθεί αναπόφευκτα και θα
εκφραστεί στον τομέα της οικονομίας, στην πολιτική της χώρας στα Βαλκάνια, στην περιοχή, στο αμυντικό
δόγμα της, που σήμερα έχει μετατραπεί σε επιθετικό.

10
Το ΚΚΕ δεν έχει αυταπάτες ότι είναι εύκολο μια χώρα μόνη της να αντιμετωπίσει πλήρως την περικύκλωση
και την αντίδραση που θα προκύψει από την προσπάθειά της να αγνοήσει και να διαρρήξει τις δεσμεύσεις.
Ομως δεν μπορεί να συμφωνήσει με εκείνους που υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα θα είναι μόνη της.

Το ΚΚΕ δεν συμφωνεί με ουτοπικές απόψεις που υποστηρίζουν ότι: ή θα γίνουν αλλαγές ταυτόχρονα σε όλες
τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ΝΑΤΟ ή δεν μπορεί να γίνει τίποτε σε μια χώρα ή σε έναν κύκλο
λιγότερων ή περισσότερων χωρών. Για να γίνουν αλλαγές σε διεθνές επίπεδο, χρειάζεται το εργατικό και λαϊκό
κίνημα σε κάθε χώρα να επιφέρει κτύπημα στους διεθνείς καπιταλιστικούς οργανισμούς, να αξιοποιεί τις
αντιθέσεις, να ενισχύει τις φυγόκεντρες τάσεις. Οσο περισσότερες χώρες αντιστέκονται σταθερά με συνέπεια
και αποδεσμεύονται από την Ευρωπαϊκή Ενωση και το ΝΑΤΟ, τόσο πιο εφικτό μπορεί να είναι το αίτημα για
τη διάλυσή τους.

Ομως και σε συνθήκες ύπαρξης της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ΝΑΤΟ η αποδεσμευμένη Ελλάδα θα έχει
δυνατότητες να συνεργαστεί και να συνασπιστεί και με άλλες χώρες και δυνάμεις που θα έχουν συμφέρον από
μια αμοιβαία επωφελή συνεργασία. Θετικές αλλαγές στον έναν ή τον άλλο βαθμό θα συμβαίνουν και αλλού.
Αλλωστε ακόμα και σήμερα ενισχύονται οι τάσεις για περιφερειακή συνεργασία. Ειδικότερα, η ανάπτυξη των
διεθνών εμπορικών ανταλλαγών και σχέσεων στη βάση του αμοιβαίου οφέλους θα στηρίζεται στη δυνατότητα
παραγωγής καλής ποιότητας και φθηνών εμπορευμάτων. Δυνατότητα που πραγματώνεται με την αξιοποίηση
πλεονεκτημάτων, όπως οι κλιματολογικές - γεωλογικές συνθήκες, η ύπαρξη πρώτων υλών, η πλεονεκτική
γεωγραφική θέση, η εξειδίκευση του εργατικού δυναμικού, η γενικότερη εμπειρία. Τα πλεονεκτήματα αυτά
διαφέρουν ριζικά από το πλεονέκτημα που βασίζεται κυρίως στην εξαθλιωμένη εργατική δύναμη, στη χαμηλή
αξία και τιμή της. Θα επιδιώκονται και προωθούνται διμερείς, πολυμερείς, περιφερειακές συνεργασίες με
γειτονικές χώρες στην περιοχή της Μεσογείου, με Βαλκάνια και άλλα Ευρωπαϊκά κράτη, αλλά και ευρύτερα,
ανάλογα με τις εξελίξεις, το συσχετισμό δυνάμεων. Μια τέτια εξέλιξη στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες
θα αποτελέσει πλήγμα για την Ευρωπαϊκή Ενωση, τις διεθνείς ιμπεριαλιστικές ενώσεις, σημαντική συμβολή
στο διεθνή αγώνα.

Το ΚΚΕ υποστηρίζει ότι μια ανώτερη μορφή διεθνοποίησης, η σοσιαλιστική, σε ομάδα χωρών, στην Ευρώπη,
στον κόσμο, θα προωθείται στο βαθμό που σε εθνικό επίπεδο επιχειρείται να επέλθει μια ουσιαστική ρήξη με
τους διακρατικούς καπιταλιστικούς οργανισμούς, στο βαθμό που παράλληλα θα συγκροτούνται τοπικές και
περιφερειακές συνεργασίες στον οικονομικό, εμπορικό και πολιτιστικό τομέα. Συμμαχίες κατά των ηγετικών
ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Θα προωθείται και θα γίνεται πραγματικότητα κυρίως στο βαθμό που το εργατικό
λαϊκό κίνημα της κάθε χώρας καταχτά την ικανότητα να σταθμίζει και να αξιοποιεί όλες τις δυνατότητες που
μπορεί να εμφανιστούν στη χώρα του για το πέρασμά της στο σοσιαλισμό και για ρήγματα στο διεθνές
σύστημα του ιμπεριαλισμού.
ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ ΑΓΩΝΙΖΕΤΑΙ ΚΑΙ ΔΙΕΚΔΙΚΕΙ ΤΗ ΛΑΪΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ

Κοινωνικές, οικονομικές προτάσεις και προγράμματα ριζικής διεξόδου σε όφελος του λαού χωρίς πολιτική
πρόταση στο επίπεδο της εξουσίας δεν υπάρχουν. Η αναγκαιότητα της λαϊκής οικονομίας θα προχωρήσει στη
ζωή στο βαθμό που ο λαός με τη θέλησή του και τον αγώνα του επιβάλλει ριζικές ανατροπές στο επίπεδο της
εξουσίας.

Το ΑΑΔ Μέτωπο πρέπει να προβάλει στο λαό την ιδέα ότι είναι αναγκαίο και ρεαλιστικό να επιβληθούν τα
συμφέροντα των καταπιεσμένων λαϊκών δυνάμεων στο επίπεδο της εξουσίας, στόχος αναπόσπαστα δεμένος με
δραστική αλλαγή και ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων.

Το Μέτωπο προβάλλει θετική θέση για το ποια εξουσία χρειάζεται. Αυτή η εξουσία δεν μπορεί να πατάει σε
δύο βάρκες. Ή θα υπηρετεί τα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό ή θα είναι σε πλήρη εναντίωση με αυτά και θα
υπηρετεί τα λαϊκά συμφέροντα. Βέβαια, ο αγώνας για την εξουσία θα περάσει από πολλές φάσεις και
διακυμάνσεις, θα εξαρτάται και θα καθορίζεται σε κάθε φάση ή στροφή του κινήματος, από το συσχετισμό και
τη δυναμική των εξελίξεων.

Σήμερα ο αντιιμπεριαλιστικός αντιμονοπωλιακός αγώνας συνδέεται περισσότερο και εντάσσεται οργανικά


στον αγώνα κατά του καπιταλισμού, αφού από τη φύση του περικλείει ρήξεις που υπονομεύουν τα θεμέλια της

11
καπιταλιστικής κοινωνίας, όπου κυριαρχούν τα μονοπώλια. Ωστόσο ο αγώνας του Μετώπου δεν οδηγεί
υποχρεωτικά και αναπόφευκτα στο σοσιαλισμό.

Το Αντιιμπεριαλιστικό Αντιμονοπωλιακό Δημοκρατικό Μέτωπο, σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης,


μπορεί να πάρει χαρακτηριστικά επαναστατικού μετώπου που συγκρούεται για να ανατρέψει την εξουσία των
μονοπωλίων, με ετοιμότητα και ικανότητα να εναλλάσσει όλες τις μορφές πάλης. Μέσα σε αυτόν τον αγώνα θα
διαμορφώνονται νέοι λαϊκοί θεσμοί, που μπορεί να φτάσουν ως το επίπεδο μιας επαναστατικής κυβέρνησης.
Με τη νικηφόρα έκβαση της πάλης αυτής, θα ολοκληρωθούν και θα σταθεροποιηθούν τα χαρακτηριστικά της
επαναστατικής αυτής κυβέρνησης ως εξουσίας της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, δηλαδή της
δικτατορίας του προλεταριάτου, που αποτελεί τον αντίποδα της δικτατορίας της αστικής τάξης, των
μονοπωλίων.

Σε συνθήκες ταξικών αναμετρήσεων και μεγάλης φθοράς της επιρροής των αστικών κομμάτων και των
συμμάχων τους, και ενώ δε θα έχουν διαμορφωθεί όροι για ριζική κοινωνική ανατροπή και επαναστατικό
πέρασμα, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών, αντιμονοπωλιακών δυνάμεων, με βάση το
Κοινοβούλιο. Το Μέτωπο πρέπει να αξιοποιήσει αυτή τη δυνατότητα, να ελέγχει την κυβέρνηση, να στηρίζει
τις πολιτικές επιλογές της υπέρ των λαϊκών συμφερόντων. Σ’ αυτή την περίπτωση, η κυβέρνηση θα κριθεί σε
σύντομο χρονικό διάστημα κατά πόσο, με όπλο τη μέγιστη λαϊκή κινητοποίηση, θα καταφέρει να
αντιμετωπίσει την αντίδραση της κυρίαρχης τάξης, με στόχο την ανατροπή ή την εξουδετέρωσή της και να
συμβάλει στην ωρίμανση και στην έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας.

Το Μέτωπο από την αρχή της συγκρότησής του πρέπει να προβάλει μια γενική ιδέα για το πρόβλημα της
εξουσίας. Το ΚΚΕ θεωρεί ότι ο όρος λαϊκή εξουσία μπορεί να λειτουργήσει ενοποιητικά, αρκεί να περιέχει
βασικές ιδέες που διαχωρίζουν την εξουσία αυτή από τη σημερινή εξουσία και τις διάφορες παραλλαγές
διαχείρισης.

Η διαφορά της λαϊκής εξουσίας θα είναι ότι εκφράζει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των συμμάχων
της. Θα βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό. Θα έχει χαρακτηριστικό της τη
δημιουργία της λαϊκής οικονομίας, την κοινωνική ιδιοκτησία, τον εργατικό κοινωνικό έλεγχο. Θα προωθεί
πολιτική ανεξάρτητη από τους διεθνείς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, θα απαλλαγεί και από τις τυπικές
δεσμεύσεις μαζί τους.

Το ΚΚΕ υποστηρίζει ότι λαϊκή εξουσία είναι η σοσιαλιστική εξουσία. Αυτή μπορεί να αντιμετωπίσει και να
απαλλάξει το λαό από τα δεσμά των μονοπωλίων, της ιμπεριαλιστικής καταπίεσης και εξάρτησης. Δεν
θεωρούμε όμως αυτή τη θέση ως όρο για τη συγκρότηση του Μετώπου, αφού αυτό δεν θα συγκροτηθεί στη
βάση της συμφωνίας για το σοσιαλισμό. Η κάθε δύναμη του Μετώπου θα διατηρεί τη δική της αντίληψη για το
χαρακτήρα της εξουσίας.

Στα πλαίσια του Μετώπου και εκτός του Μετώπου οι δυνάμεις που το απαρτίζουν θα αναπτύσσουν τις
ιδιαίτερες απόψεις τους για το χαρακτήρα της εξουσίας, τις μορφές της, φροντίζοντας ώστε αυτό να μην
εμποδίζει την κοινή δράση, να μη θέτει σε κίνδυνο το κατακτημένο επίπεδο συμφωνίας στη γενική κατεύθυνση
της πάλης κατά των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού.
ΠΩΣ ΘΑ ΦΤΑΣΟΥΜΕ ΣΤΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ

Η συγκρότηση του Μετώπου είναι απολύτως άμεση ανάγκη. Διαπιστώνεται όμως αναντιστοιχία
αναγκαιότητας και άμεσης δυνατότητας.

Δεν είναι αποκλειστική ευθύνη του ΚΚΕ το πότε θα συγκροτηθεί το Μέτωπο. Απαιτούνται προϋποθέσεις
γενικότερες, όπως: η αναγέννηση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος και άλλων βασικών κινημάτων, η
τελική απόφαση για συστράτευση από σημαντικές δυνάμεις που υπάρχουν σήμερα. Ορισμένες μάλιστα είναι
ακόμα κάτω από την επιρροή άλλων κομμάτων, και, αν και βλέπουν καθαρά τα πράγματα, όμως δεν μπορούν
να απαλλαγούν ακόμα από την αυταπάτη ότι είναι δυνατό οι ηγεσίες των κομμάτων τους να αλλάξουν γραμμή
πλεύσης.

12
Αυτό που μπορεί να γίνει σήμερα είναι να προωθηθούν και αναπτυχθούν επιμέρους μέτωπα, συσπειρώσεις και
συνεργασίες, αρκεί βεβαίως αυτές να αντιστρατεύονται στο συγκεκριμένο ζήτημα τις επιλογές της
φιλομονοπωλιακής, ιμπεριαλιστικής πολιτικής. Οι συνεργασίες και συμμαχίες γύρω από συγκεκριμένα
αντιιμπεριαλιστικά αιτήματα και στόχους μπορεί να μην αποτελούν κιόλας Μέτωπο, όμως μπορούν να
αποτελέσουν πεδία συσπείρωσης και δοκιμασίας, να γίνουν οι χείμαρροι και τα ρυάκια που θα οδηγήσουν και
στο ίδιο το Μέτωπο.

Η διαμόρφωση επιμέρους μετώπων πάλης με κοινωνικοπολιτικό χαρακτήρα δίνει τη δυνατότητα να μη χαθεί η


πολύτιμη σύμπραξη εκεί που συμφωνούμε, ώστε να δοκιμασθεί στην πράξη πόσο μπορεί να διευρύνουμε τη
συμπαράταξη ως το ίδιο το Μέτωπο. Με τον τρόπο αυτό συγκεντρώνονται δυνάμεις χωρίς τον κίνδυνο να
μετατραπεί η μεγάλη αυτή υπόθεση του Μετώπου σε μια συμμαχία που συγκολλάται ευκαιριακά, άρα είναι
εκτεθειμένη από την αρχή στον κίνδυνο της διάσπασης και της αναποτελεσματικότητας. Επιταχύνονται οι
διεργασίες προς το Μέτωπο χωρίς να περιμένουμε παθητικά πότε θα ωριμάσουν στο σύνολό τους οι συνθήκες.
Τα επιμέρους μέτωπα πάλης μπορούν να συσπειρώσουν ευρύτερες δυνάμεις, αφού σ’ αυτά μπορεί να πάρουν
μέρος δυνάμεις οι οποίες στο συγκεκριμένο ζήτημα θέλουν να δράσουν χωρίς κατ’ ανάγκη να έχουν
κατακτήσει μια συνολική στρατηγική αντίθεσης με τα μονοπώλια, τον ιμπεριαλισμό.

Τέτια μέτωπα συσπείρωσης υπάρχουν, κτίζονται ή μπορούν να αναδειχθούν στα μεγάλα πεδία πάλης που ήδη
είναι σε εξέλιξη. Για να επιταχυνθούν οι διεργασίες χρειάζεται άμεσα, να κινηθούμε σε συγκεκριμένα βασικά
πεδία, από τα οποία κρίνεται η άνοδος όλων των κοινωνικών κινημάτων και η βαθύτερη πολιτικοποίηση-
ριζοσπαστικοποίηση τους. Οπως:

- Συσπείρωση κατά των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων που βρίσκονται στην επικαιρότητα στην οικονομία,
στις εργασιακές σχέσεις, στην κοινωνική πολιτική κατά των ιδιωτικοποιήσεων και άλλα. Στην πάλη κατά των
καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, ώστε να γεννηθούν και να στηριχθούν
διακριτές μορφές κοινωνικής συμμαχίας ανάμεσα στην εργατική τάξη, τα μικροαστικά στρώματα των πόλεων,
τη μικρομεσαία αγροτιά. Με την κοινή δράση με τα άλλα κοινωνικά κινήματα της νεολαίας και των γυναικών,
της παιδείας και της υγείας, του πολιτισμού, του περιβάλλοντος, κατά των ναρκωτικών.

- Να αναπτυχθεί ενιαίο μέτωπο πάλης κατά του νέου δόγματος του ΝΑΤΟ, κατά των ιμπεριαλιστικών
επεμβάσεων, των πυρηνικών όπλων, των δυνάμεων ταχείας επέμβασης, που στόχο έχουν τους λαούς, τα
κινήματα, το δικαίωμα της εθνικής και πολιτικής ανεξαρτησίας.

- Επιβάλλεται να στηρίξουμε μέτωπα δράσης για την υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών, του
δικαιώματος στην απεργία και στους αγώνες, τη δημοκρατική πάλη για τις λαϊκές ελευθερίες και την
αλληλεγγύη.

- Να συμβάλουμε στην κινητοποίηση δυνάμεων από την εργατική τάξη, τη νεολαία, από όλα τα κινήματα, των
δημιουργών της τέχνης και του πολιτισμού, ώστε να αρχίσει να αλλάζει η πνευματική πολιτιστική ατμόσφαιρα
στον τόπο μας. Σήμερα χρειάζεται μετωπική αντιπαράθεση με τα φαινόμενα σήψης και διαφθοράς, τη λογική
της μοιρολατρίας και ηττοπάθειας, τον ατομισμό, με την εξαγορά και την καθυπόταξη συνειδήσεων,
αντιπαράθεση με τον εθνικισμό, τον κοσμοπολιτισμό, το ρατσισμό, το σοβινισμό και τον αντικομμουνισμό.

- Είναι άμεση η ανάγκη να προχωρήσουμε σε μορφές συντονισμού και συνεργασίας με αντιμονοπωλιακές,


αντιιμπεριαλιστικές, ριζοσπαστικές προοδευτικές δυνάμεις σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο. Η διεθνής
διάσταση του αγώνα πρέπει να είναι παρούσα σε κάθε πτυχή και έκφρασή του. Το ΚΚΕ θα προχωρήσει πιο
γοργά την προσπάθεια για να διαμορφωθεί πιο διακριτά η κοινή δράση ανάμεσα σε εργατικά, κομμουνιστικά
κόμματα, παράλληλα και ευρύτερα, με αντιιμπεριαλιστικά κινήματα.
***

Το 16ο Συνέδριο του ΚΚΕ παρουσιάζει αυτές τις εκτιμήσεις του για την σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα και
τον κόσμο, την πολιτική πρότασή του για το ΑΑΔΜ στον ελληνικό λαό και τον καλεί σε κοινή δράση και
πάλη, πιστεύοντας ακράδαντα ότι ωριμάζει η ανάγκη για βαθιές αλλαγές, κυοφορείται η δυνατότητα της
γενικής αντεπίθεσης. Ας κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να εκδηλωθούν οι θετικές διεργασίες, οι
13
ανακατατάξεις, τα μεγάλα κοινωνικά κινήματα όσο γίνεται πιο γρήγορα, να είμαστε έτοιμοι στις απότομες
εξελίξεις και όχι ουρά των γεγονότων.

Δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Αδιέξοδα υπάρχουν εκεί που βασιλεύει η μοιρολατρία, ο φόβος, η απάθεια, η
αυταπάτη, η σύγχυση.

Δε φτάνει η οργή και η αγανάκτηση. Το θέμα είναι πώς αυτή η οργή και αγανάκτηση θα μετατραπεί σε μια
συνειδητή επιλογή λαϊκής αντίστασης και αντεπίθεσης που κτίζει τη διέξοδο και την προοπτική.

ΥΠΑΡΧΕΙ ΛΥΣΗ. Βρίσκεται στα χέρια της εργατικής τάξης και των πιο καταπιεσμένων λαϊκών στρωμάτων.
Είναι θέμα πολιτικής επιλογής. Ο καθένας πρέπει όσο πιο γρήγορα γίνεται να αποφασίσει. Και η απόφαση για
τον εργάτη, τον αγρότη τον μικροεπαγγελματία, το νέο, τη γυναίκα, το συνταξιούχο, τον διανοούμενο και
καλλιτέχνη πρέπει να είναι μία: ΠΙΟ ΔΡΑΣΤΗΡΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ
ΜΕΤΩΠΟΥ, ΣΤΗΝ ΠΑΛΗ ΓΙΑ ΤΗ ΛΑΪΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΛΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, ΤΗ
ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ.

Δεκέμβρης 2000

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ 16ου ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΤΟΥ ΚΚΕ: «ΤΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 17ο
ΣΥΝΕΔΡΙΟ»
16ο Συνέδριο του ΚΚΕ
2001 Τεύχος 1
ΚΚΕ - Οικοδόμηση και δράση
Α.

Το 16ο Συνέδριο εγκρίνει τις Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ, αφού πήρε υπόψη τη συζήτηση και την υπερψήφισή
τους από τις ΚΟΒ και τις Συνδιασκέψεις. Εγκρίνει επίσης την εισήγηση της απερχόμενης ΚΕ, καθώς και της
ΚΕΟΕ. Με βάση αυτά τα ντοκουμέντα και αφού πάρθηκαν υπόψη οι παρατηρήσεις των μελών του Κόμματος
στις προσυνεδριακές συνελεύσεις και τις συνδιασκέψεις, το Συνέδριο επεξεργάστηκε και εγκρίνει απόφαση για
το χαρακτήρα και το ρόλο του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου (ΑΑΔΜ).
Διατυπώνει επίσης την Πολιτική Απόφαση που ακολουθεί, με την οποία εξειδικεύονται και καθορίζονται τα
καθήκοντα του Κόμματος για το επόμενο διάστημα, μέχρι την πραγματοποίηση του 17ου Συνεδρίου.

Το 16ο Συνέδριο εκτιμά ότι το Κόμμα, στηριγμένο στις Αποφάσεις και το Πρόγραμμα που καθόρισε το 15ο
Συνέδριο, καθώς και στην 82χρονη γενικευμένη πείρα που έχει αποκτήσει, βρέθηκε ιδεολογικά και πολιτικά
προετοιμασμένο να αντιμετωπίσει την ολομέτωπη, νεοφιλελεύθερη επίθεση σε βάρος του βιοτικού επιπέδου
των δημοκρατικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών της εργατικής τάξης, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων της
πόλης και του χωριού, της αγροτιάς και της νεολαίας. Βρέθηκε έτοιμο και αντιμετώπισε σωστά από θέση
αρχής τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο στα Βαλκάνια.

Το Κόμμα κατέβαλε σημαντικές προσπάθειες για την οργάνωση της λαϊκής αντίστασης και πάλης, για την
κοινή δράση και τη συσπείρωση δυνάμεων σε αντιιμπεριαλιστική, αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση ενάντια στις
καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις και τα σοβαρά προβλήματα που προκύπτουν από τη συμμετοχή της χώρας στις
ιμπεριαλιστικές ενώσεις και σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.

Η δράση του Κόμματος συνέβαλε ώστε να συναντά εμπόδια η νεοφιλελεύθερη επέλαση, η αντιλαϊκή πολιτική
και η ταξική συνεργασία που προωθούν οι πολιτικοί εκφραστές των μονοπωλίων και της ευρωΝΑΤΟϊκής
υποταγής. Βοήθησε να αναπτυχθούν θετικές διεργασίες και διαφοροποιήσεις, που εκφράστηκαν στους αγώνες
που αναπτύχθηκαν, στις συσπειρώσεις και τις συνεργασίες γύρω από αντιιμπεριαλιστικούς -
αντιμονοπωλιακούς στόχους και αιτήματα.

Η δράση του Κόμματος κρίνεται συνολικά θετική. Η ΚΕ, με βάση τις αποφάσεις του 15ου Συνεδρίου,
προσανατόλισε σωστά το Κόμμα στο κύριο καθήκον, την προσπάθεια συγκέντρωσης δυνάμεων και της
δημιουργίας προϋποθέσεων για την οικοδόμηση του ΑΑΔ Μετώπου, την ισχυροποίηση του Κόμματος και της
14
ΚΝΕ. Σημαντικό είναι ότι η πολιτική πρόταση του Κόμματος για το ΑΑΔΜ, η προοπτική κατάκτησης της
λαϊκής εξουσίας για τη δημιουργία της λαϊκής οικονομίας, η αναγκαιότητα του σοσιαλισμού, τέθηκαν για
συζήτηση στο λαό. Η πρότασή μας για το μέτωπο συγκινεί και προβληματίζει σήμερα ευρύτερες λαϊκές
δυνάμεις. Το Κόμμα με γνώμονα και πυξίδα το ΑΑΔΜ ανέλαβε πρωτοβουλίες για τη συσπείρωση δυνάμεων
για μεγάλα και οξυμένα προβλήματα σε μέτωπα πάλης και στις εκλογικές αναμετρήσεις. Συναντήθηκε με
ευρύτερες δυνάμεις, συνεργάστηκε με αυτές, προώθησε την κοινή δράση στα πλαίσια του ΠΑΜΕ, στους
αγώνες ενάντια στον πόλεμο κατά της Γιουγκοσλαβίας, την πάλη της αγροτιάς, το κίνημα για την παιδεία, την
υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών ενάντια στους κατασταλτικούς μηχανισμούς, τους
αντιδημοκρατικούς νόμους του κράτους, τις αντιδραστικές κατευθύνσεις και συμφωνίες με την ΕΕ και την
τρομοκρατία της εργοδοσίας στους χώρους δουλιάς. Το Κόμμα διατήρησε ανοιχτό το μέτωπο αντίθεσης στις
επιλογές της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Με τη δράση του συνέβαλε να αποκαλύπτεται ο πραγματικός αντιλαϊκός
αντιδραστικός χαρακτήρας και η σημερινή εξέλιξη του διακρατικού περιφερειακού καπιταλιστικού
οργανισμού της ΕΕ. Οι Θέσεις του Κόμματος για τις εξελίξεις στα Βαλκάνια και η δράση ενάντια στον πόλεμο,
την παράδοση Οτσαλάν, την επίσκεψη Κλίντον, το νέο δόγμα του ΝΑΤΟ, τα ΝΑΤΟϊκά στρατηγεία και τις
πολυεθνικές ΝΑΤΟϊκές ασκήσεις βοήθησαν ευρύτερες δυνάμεις να απεγκλωβίζονται από τη λογική της
μοιρολατρίας και της ηττοπάθειας που καλλιεργεί η άρχουσα τάξη.

Οι πρωτοβουλίες που το Κόμμα πήρε για το συντονισμό και την κοινή δράση ανάμεσα στα κομμουνιστικά
κόμματα, τη συσπείρωση των αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων με στόχο διεθνείς συντονισμένες δραστηριότητες
στους εργατικούς αγώνες, το κίνημα κατά του νέου δόγματος του ΝΑΤΟ και άλλων ιμπεριαλιστικών ενώσεων,
η συμμετοχή επίσης σε διεθνείς δραστηριότητες και πρωτοβουλίες που πήραν άλλα κόμματα, καταγράφονται
θετικά στον απολογισμό του και στη συνεισφορά του, στη διεθνοποίηση της ταξικής πάλης.

Το Κόμμα υπερασπίστηκε τα ιδανικά και τις αξίες του επαναστατικού κινήματος, όμως υστέρησε στην πιο
πλατιά διάδοση της προσφοράς του σοσιαλισμού που οικοδομήθηκε τον 20ό αιώνα και στην παραπέρα
διερεύνηση των βαθύτερων αιτιών που οδήγησαν στη νίκη της αντεπανάστασης.

Η άνοδος του κύρους και του ρόλου του Κόμματος δε συνοδεύτηκε με ανάλογα αποκρυσταλλώματα στην
ανάπτυξη και ανανέωση των γραμμών του, την ενίσχυση της δράσης της ΚΟΒ στο χώρο της και την
καθοδηγητική δουλιά. Παρά τα βήματα που έγιναν παρέμειναν στο διάστημα αυτό βασικά προβλήματα, στη
βαθύτερη αφομοίωση της πολιτικής του Κόμματος, τη σύνδεση τακτικής και στρατηγικής, την πολιτική μαζική
δράση και στο περιεχόμενο δράσης στην εργατική τάξη και τη νεολαία. Δεν έγινε η κατάλληλη προσαρμογή
τόσο στις μεθόδους και το περιεχόμενο καθοδήγησης, όσο και στην ιδεολογικοπολιτική μας δράση στο μαζικό
κίνημα, με βάση τη στρατηγική της συγκέντρωσης και συσπείρωσης αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών
δυνάμεων για τη συγκρότηση του Μετώπου. Τα προβλήματα αυτά μπορούν και πρέπει να αντιμετωπιστούν στο
διάστημα ως το 17ο Συνέδριο, αφού σήμερα υπάρχει μεγαλύτερη ωριμότητα και εμπειρία στο Κόμμα.

Οι σημερινές πολιτικές εξελίξεις επιβεβαιώνουν την πολιτική γραμμή του Κόμματος για την ανάγκη μετωπικής
αντιπαράθεσης και ανατροπής της αντιλαϊκής πολιτικής. Επιβεβαιώνουν την ανάγκη της ρήξης με τους
ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς του ΝΑΤΟ και της ΕΕ και την ανατροπή του καθεστώτος των μονοπωλίων.

Ο άλλος δρόμος της αντίστασης, της σύγκρουσης με αυτή την πολιτική, η αναγκαιότητα του ΑΑΔ Μετώπου
και του σοσιαλισμού γίνεται πιο αναγκαίος. Η ταξική πάλη αναπτύσσεται παρά τις δυσκολίες και τα εμπόδια
που θέτουν τα αστικά κόμματα και ο ρεφορμισμός.

Ανησυχούν η άρχουσα τάξη, οι ιμπεριαλιστικές ενώσεις, οι πολιτικοί εκφραστές και υποστηριχτές τους ότι η
αντίθεση των λαϊκών στρωμάτων στην πολιτική τους μπορεί να οδηγήσει σε μαζική αμφισβήτηση της εξουσίας
τους. Γι' αυτό στο στόχαστρο του αντιπάλου, με όλα τα μέσα κατασταλτικά και ιδεολογικά, με τη διεύρυνση
των μηχανισμών χειραγώγησης των συνειδήσεων, βρίσκεται η οργανωμένη λαϊκή δράση και η ταξική
κατεύθυνση του εργατικού κινήματος. Η άρχουσα τάξη παίρνει υπόψη της τις δυσκολίες του συστήματος και
τις δυνατότητες απεγκλωβισμού μαζών, γι' αυτό ενθαρρύνει κινήσεις και σχήματα, με στόχο να λειτουργήσουν
σαν εφεδρείες και αναχώματα στη λογική της «κεντροαριστεράς» και «κεντροδεξιάς» και αξιοποιεί τη δράση
τους. Ο ταξικός αντίπαλος, ανησυχώντας από την απήχηση των Θέσεων του ΚΚΕ και την προοπτική της
πάλης, οξύνει την επίθεση. Στο στόχαστρο του αντιπάλου βρίσκεται αυτό που αποτελεί δύναμη για το Κόμμα,

15
η ιδεολογικοπολιτική του ενότητα, η μαρξιστική - λενινιστική θεωρία, ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, το
Πρόγραμμά του, οι συμμαχίες, η πρόταση για το ΑΑΔΜ.

Το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ, ανεξάρτητα από διαφορές στη φυσιογνωμία τους, υπηρετούν και προωθούν τα
συμφέροντα των μονοπωλίων και των ιμπεριαλιστικών ενώσεων. Η προσπάθεια να αποδυναμωθεί η πολιτική
και η ιδεολογική επιρροή αυτών των κομμάτων μέσα στο λαό, ιδιαίτερα την εργατική τάξη και τη νεολαία,
αποτελεί σοβαρή προϋπόθεση για την αλλαγή του συσχετισμού και τη δημιουργία μετώπων πάλης.

Η ηγεσία του ΣΥΝ αρνείται επίσημα το ΑΑΔ Μέτωπο και αναδιατυπώνει παλιές σοσιαλδημοκρατικές θέσεις
που συγκαλύπτουν την ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Δέχεται την ιμπεριαλιστική διείσδυση
στα Βαλκάνια και στηρίζει την επικίνδυνη για το λαό πολιτική, να ενισχυθεί η ιμπεριαλιστική πολιτική της ΕΕ.

Η πολιτική πρόταση που προβάλλει το ΔΗΚΚΙ, μετά την πραγματοποίηση του συνεδρίου του, δε συνιστά
εναλλακτική λύση που να οριοθετείται στη γενική κατεύθυνσή της από τη στρατηγική των μονοπωλίων και
των ιμπεριαλιστικών ενώσεων, παρά την κριτική που ασκεί για την πολιτική τους. Είναι θετική η συμβολή του
στη συσπείρωση δυνάμεων στο ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα, στον αγώνα κατά του ΝΑΤΟ και των
ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στην περιοχή, για τις δημοκρατικές ελευθερίες.

Το Κόμμα μας, ανεξάρτητα από διαφορές, θα συνεχίσει τις προσπάθειες για κοινή δράση και πρωτοβουλίες
συνεργασίας προς την κατεύθυνση οικοδόμησης του Μετώπου με την Κομμουνιστική Ανανέωση και άλλες
δυνάμεις, κοινωνικοπολιτικούς παράγοντες, με τους οποίους είχε θετική συνεργασία στο προηγούμενο
διάστημα. Θα συνεχίσει να παίρνει πρωτοβουλίες για κοινή δράση με τους εργαζόμενους που ακολουθούν ή
επηρεάζονται από τα άλλα κόμματα, στη βάση υπεράσπισης των συμφερόντων τους.
Β.

Κύριο καθήκον που απορρέει από το Πρόγραμμα του Κόμματος, τις αποφάσεις του 16ου Συνεδρίου και τις
σημερινές ανάγκες είναι η ολόπλευρη ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική ισχυροποίηση του ΚΚΕ,
αναπόσπαστα δεμένη με τη δράση για το χτίσιμο του ΑΑΔ Μετώπου, για την ανάπτυξη της ταξικής πάλης και
τον ταξικό προσανατολισμό του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος.

Στο 17ο Συνέδριο το Κόμμα μπορεί να φτάσει ανταποκρινόμενο πιο ουσιαστικά στα καθήκοντα που έχει
χαράξει. Να είναι πιο μαζικό και μαχητικό με νέες δυνάμεις στην εργατική τάξη και τη νεολαία, ριζωμένο
στους εργασιακούς χώρους και τα μεγάλα χωριά στην ύπαιθρο. Κόμμα με ανεβασμένη ικανότητα πρόβλεψης
των εξελίξεων και επαγρύπνηση, ώστε από κοινού με τους συμμάχους του να δώσει γερή ώθηση στην
επαναστατική άνοδο της πάλης, στη ριζοσπαστική διαμόρφωση των συνειδήσεων.

Η ισχυροποίηση του ΚΚΕ εξαρτάται από τη συνειδητή εφαρμογή της γραμμής και των αποφάσεων του
Συνεδρίου, από την ικανότητα διαλεκτικής σύνδεσης, τακτικής και στρατηγικής. Είναι προϋπόθεση για να
παίξει η εργατική τάξη τον ηγετικό της ρόλο, στην προώθηση κοινωνικών συμμαχιών για την οικοδόμηση του
ΑΑΔ Μετώπου.

Κύριο ζήτημα είναι η ΚΕ, οι Επιτροπές Περιοχών, οι ΝΕ, οι ΑΕ και τα στελέχη να συγκεντρώσουν την
προσοχή τους, ώστε η ΚΟΒ, το κύτταρο του Κόμματος, όλα τα κομματικά μέλη να συμμετέχουν ενεργά στην
εκπλήρωση των βασικών πολιτικών καθηκόντων του Κόμματος. Οι μέθοδοι και το περιεχόμενο καθοδήγησης
και η εσωκομματική ζωή να εναρμονιστούν με αυτή την κατεύθυνση.

Στόχος είναι το Κόμμα συνολικά, μέχρι την ΚΟΒ, να είναι ικανό να παρακολουθεί τις εξελίξεις του
καπιταλιστικού συστήματος διεθνώς και στη χώρα μας, ώστε να αποκαλύπτει, να συσπειρώνει, να προωθεί
συμμαχίες, να αναπτύσσει την ταξική πάλη, ενισχύοντας την αντίθεση του λαού με τα μονοπώλια και τον
ιμπεριαλισμό, για το ΑΑΔΜ και το σοσιαλισμό.

Να οξύνει το ιδεολογικό μέτωπο και την κριτική στα κόμματα που προωθούν τη συναίνεση και την υποταγή
στην ιμπεριαλιστική νέα τάξη και ταυτόχρονα να συσπειρώνει λαϊκές δυνάμεις. Το ιδεολογικό μέτωπο να
ενισχυθεί ενάντια στα κόμματα, μηχανισμούς και οργανισμούς που προωθούν αντιδραστικές θεωρίες και

16
σοσιαλδημοκρατικές απόψεις. Το μέτωπο κατά του οπορτουνισμού και του αντικομμουνισμού πρέπει να
ενταθεί, ανεξάρτητα από την ποσοτική και ποιοτική δύναμη των φορέων τους.

Για να ανεβάσουμε την απαιτητικότητα και να έχουμε άμεσα μετρήσιμα αποτελέσματα στο κύριο αυτό
καθήκον, ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ:

α. Να ανέβει η αφομοίωση της στρατηγικής του Κόμματος και η ικανότητα σύνδεσης της τακτικής με τη
στρατηγική μας στην καθημερινή δράση.

Η ζύμωση των Θέσεων του Κόμματος, η διάδοση του Προγράμματος, η πρόταση για το ΑΑΔΜ, η διάδοση της
θεωρίας μας και η αναγκαιότητα του σοσιαλισμού, ιδιαίτερα, στα πιο πρωτοπόρα τμήματα της εργατικής τάξης
και της νεολαίας, να είναι καθημερινή. Εχει σημασία η γνώση του προγράμματος της στρατηγικής μας, αλλά
και η καλή γνώση του κάθε προβλήματος, η οξύτητά του, το επίπεδο συνείδησης, ο συσχετισμός δύναμης ώστε
να επεξεργαζόμαστε στόχους, αιτήματα και συνθήματα, που θα συγκινούν τα λαϊκά στρώματα, θα βαθαίνουν
την αντιμονοπωλιακή συνείδηση και θα επιτυγχάνουν τη σύνδεση τακτικής - στρατηγικής. Σημαντικό ρόλο θα
παίξει μέχρι το 17ο Συνέδριο η προβολή, η δράση και η επεξεργασία στόχων στην προοπτική της λαϊκής
οικονομίας, δεμένα με τη λαϊκή εξουσία. Αυτοί οι στόχοι να αποτελέσουν το κύριο ζήτημα στην εργατική τάξη
για τη συσπείρωση και συμμαχία με τη μικρομεσαία αγροτιά και τους μικρούς ΕΒΕ και
αυτοαπασχολούμενους.

Το Κόμμα οφείλει να θέτει στην εργατική τάξη την αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας με όλες τις εκφράσεις που
παίρνει. Να αντιπαραθέσουμε στη νεοφιλελεύθερη επίθεση, στις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις ένα
ολοκληρωμένο πρόγραμμα στόχων και διεκδικήσεων, που να εκφράζουν τις σύγχρονες ανεβασμένες ανάγκες
των εργαζομένων με βάση τις υλικές δυνατότητες που υπάρχουν σήμερα, τη συσσώρευση του πλούτου και τα
επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνικής.

β. Στις σημερινές συνθήκες υπάρχει αναγκαιότητα να ενισχυθούν οι υπάρχουσες μορφές συσπείρωσης και
συνεργασίες, που έχουν συγκροτηθεί στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, στον αγώνα για τα δημοκρατικά
δικαιώματα, στο κίνημα κατά της ιμπεριαλιστικής νέας τάξης και του νέου δόγματος του ΝΑΤΟ. Να
αναληφθούν πρωτοβουλίες και να γίνει συστηματική προσπάθεια, να διαμορφωθούν επιμέρους μέτωπα πάλης
γύρω από αντιιμπεριαλιστικούς αντιμονοπωλιακούς στόχους και αιτήματα, μέτωπα συσπείρωσης ευρύτερων
δυνάμεων που ορθώνουν ανάστημα στην πολιτική που ακολουθείται, διευκολύνουν τη συγκέντρωση
δυνάμεων, επιταχύνουν διεργασίες, ενισχύουν τις προϋποθέσεις για τη συγκρότηση του ΑΑΔΜ. Τα μέτωπα
αυτά μπορούν να αποτελέσουν πεδία συσπείρωσης και δοκιμασίας, να γίνουν χείμαρροι και ρυάκια, που
μπορεί να οδηγήσουν στο ίδιο το μέτωπο. Στα μέτωπα αυτά μπορούν να εκφραστούν οργανωμένες πολιτικές
δυνάμεις και κινήματα, ομάδες συσπείρωσης, πρωτοβουλίας που συμφωνούν στο συγκεκριμένο ζήτημα
αντιπαράθεσης με την πολιτική των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού, χωρίς κατ' ανάγκη να έχουν
υιοθετήσει γενικευμένη γραμμή αντιπαράθεσης και ρήξης. Δίνουμε βάρος:

1. Στη συσπείρωση κατά των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα με
αφετηρία το ΠΑΜΕ, σε συμμαχία με τη μικρομεσαία αγροτιά, τους ΕΒΕ και άλλα κοινωνικά κινήματα,
νεολαίας, γυναικών.

Για τα δικαιώματα της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζόμενων για κοινωνική ευημερία, πλήρη σταθερή
απασχόληση, κοινωνική ασφάλιση, συνταξιοδότηση, υγεία, σύμφωνα με τις σύγχρονες ανάγκες. Προστασία
όλων των ανέργων και των οικογενειών τους με πλήρη ασφάλιση και υγεία μέχρι την εξεύρεση εργασίας.
Μείωση του εργάσιμου χρόνου με αιχμή σήμερα το 7ωρο, το 5ήμερο, το 35ωρο και το 30ωρο για τα βαριά,
επικίνδυνα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, με αύξηση αποδοχών. Πάλη για τη δημοκρατία στους χώρους
δουλιάς, καθώς και για τις συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων. Να διευρυνθεί η πάλη της
εργατικής τάξης με συσπειρώσεις και μέτωπα για σοβαρά προβλήματα και τις ανάγκες της εργατικής
οικογένειας. Για τα προβλήματα της εργαζόμενης γυναίκας και της νεολαίας, την ανάγκη του ελεύθερου
χρόνου, του πολιτισμού και της πάλης ενάντια στη διάδοση των ναρκωτικών. Πάλη για παιδεία - μόρφωση -
έρευνα που θα υπηρετούν τις λαϊκές ανάγκες στα πλαίσια μιας λαϊκά οργανωμένης οικονομίας, που θα
συμβάλλει ώστε οι νέοι άνθρωποι και αυριανοί εργαζόμενοι να διαμορφώνουν σφαιρικά την προσωπικότητά
τους και να υπηρετείται η σχεδιασμένη ανάπτυξη της οικονομίας προς όφελος του λαού. Πάλη για ίσα
17
δικαιώματα των αλλοδαπών εργατών και των οικογενειών τους. Αντιμετώπιση του εθνικισμού, του ρατσισμού
και του θρησκευτικού φανατισμού. Να προβάλλονται οι αξίες της αλληλεγγύης, του διεθνισμού και να
αναπτύσσεται η δράση ενάντια στη νέα τάξη και το ΝΑΤΟ.

Η εργατική τάξη να αναδειχτεί σε δύναμη πρωτοπορίας στον αγώνα για την προστασία του περιβάλλοντος, των
πόλεων και της υπαίθρου, του δασικού πλούτου από τις πλημμύρες και τις πυρκαγιές, τον κίνδυνο της
λειψυδρίας. Πρόκειται για ζητήματα που σχετίζονται άμεσα με τον αγώνα κατά των μονοπωλίων, τις συνέπειες
των οποίων δέχεται πρώτα η εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα.

Αμεση αντιμετώπιση της αρνητικής κατάστασης που επικρατεί στο συνδικαλιστικό κίνημα. Ενταση της
αντιπαράθεσης με τις κυρίαρχες ρεφορμιστικές αντιλήψεις και πρακτικές, την ταξική συνεργασία και τη
νεοφιλελεύθερη συναίνεση που επικρατεί στα ηγετικά όργανα των ΓΣΕΕ - ΑΔΕΔΥ και άλλων οργανώσεων.

Ενίσχυση των ταξικών δυνάμεων και αναβάθμιση του ΠΑΜΕ σαν πόλου συσπείρωσης, κοινής δράσης και
συντονισμού των ταξικών δυνάμεων και της οργάνωσης της πάλης τους. Το ΠΑΜΕ εκπληρώνει έναν ιδιαίτερο
ρόλο στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης και της εργατικής αντεπίθεσης, για τη συγκρότηση του μετώπου.

Προσέλκυση στα σωματεία νέων, γυναικών, αλλοδαπών, στήριξη των κινημάτων των ανέργων, των
αλλοδαπών και των καταδιωκομένων. Διερεύνηση νέων μορφών οργάνωσης των εργαζομένων με βάση τις
αλλαγές που προέρχονται από τις εργασιακές σχέσεις και τα επαγγέλματα. Προώθηση επιτροπών αγώνα,
συντονιστικών επιτροπών, επιτροπών στους χώρους κατοικίας μαζί με άλλα λαϊκά στρώματα. Ενίσχυση της
πάλης για την αναβάθμιση της λειτουργίας και της δράσης των σωματείων και την αλλαγή του συσχετισμού
δύναμης προς όφελος των ταξικών δυνάμεων.

Η ΚΕ να προχωρήσει σε πανελλαδική συνδιάσκεψη για τη διαμόρφωση σχεδίου δράσης του Κόμματος στην
εργατική τάξη, για την αναγέννηση ενός ισχυρού εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος και την ενίσχυση των
ταξικών δυνάμεων.

2. Συσπείρωση δυνάμεων, πάλη κατά των επιλογών και αποφάσεων της ΕΕ και του νέου δόγματος του ΝΑΤΟ,
που στρέφονται κατά των συμφερόντων του ελληνικού λαού, κατά των ευρωπαϊκών λαών και των λαών σε όλο
τον κόσμο, στηρίζουν την κερδοφορία του μεγάλου κεφαλαίου, τη ληστεία του πλούτου των λαών, επιτίθενται
στα δημοκρατικά δικαιώματα, στα κυριαρχικά δικαιώματα χωρών, στο δικαίωμα κάθε λαός να αποφασίζει για
το παρόν και το μέλλον του. Ενάντια στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, στις πολυεθνικές ΝΑΤΟικές δυνάμεις
και τον «Ευρωστρατό», τους «μισθοφόρους» και τη μετατροπή των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων σε
μισθοφορικές. Για να φύγουν οι βάσεις και τα πυρηνικά, ενάντια στην αμφισβήτηση της κυριαρχίας της
Ελλάδας στο Αιγαίο, τη διχοτόμηση της Κύπρου και την επίθεση σε βάρος του παλαιστινιακού λαού και άλλων
λαών. Οι μειονότητες στα Βαλκάνια μπορούν να αποτελέσουν γέφυρα φιλίας των λαών. Τα δικαιώματά τους
εξασφαλίζονται με την κοινή πάλη των λαών ενάντια στον ιμπεριαλισμό, τον εθνικισμό. Να ενισχυθούν οι
Επιτροπές Ειρήνης και η Νεανική Δράση για την Ειρήνη, να προωθηθούν και νέες μορφές αντιιμπεριαλιστικής
συσπείρωσης και δράσης. Η αποδέσμευση της χώρας από την ΕΕ, το ΝΑΤΟ, την ιμπεριαλιστική πολιτική
γενικότερα, πρέπει να είναι στόχος πάλης του ελληνικού λαού.

3. Στήριξη του μετώπου για την υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών, του δικαιώματος στην απεργία,
ενάντια στην πολιτική του αυταρχισμού και της καταστολής, των αντιδημοκρατικών νόμων και συμφωνιών της
ΕΕ και του ΝΑΤΟ.

4. Κινητοποίηση δυνάμεων, δημιουργών της Τέχνης και του Πολιτισμού ενάντια στα φαινόμενα σήψης,
διαφθοράς, τον εθνικισμό, το ρατσισμό, τον κοσμοπολιτισμό, την ηττοπάθεια και τη μοιρολατρία, ώστε να
αρχίσει να αλλάζει η πνευματική, πολιτιστική ατμόσφαιρα στον τόπο μας και να καλλιεργηθεί η
αυτοπεποίθηση του λαού για τη δύναμή του.

5. Πάλη για τα δικαιώματα της μικρομεσαίας αγροτιάς μαζί με τους εργάτες γης. Ο αγώνας για βαθιές αλλαγές
και στην αγροτική οικονομία υπέρ των μικρομεσαίων αγροτών θέτει στην ημερήσια διάταξη τη λειτουργική
ανασυγκρότηση του αγροτικού κινήματος. Τη συσπείρωση γύρω από αντιμονοπωλιακούς στόχους και
αιτήματα. Τον απεγκλωβισμό από τη λογική της προσαρμογής στις κατευθύνσεις της ΕΕ, της Κοινής
18
Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) και των ιμπεριαλιστικών συμφωνιών στα πλαίσια του Παγκόσμιου Οργανισμού
Εμπορίου (ΠΟΕ).

Να προωθηθεί η συσπείρωση των συνεπών δυνάμεων της αγροτιάς σε μια ενιαία πανελλαδική κίνηση, με ένα
πλαίσιο προγραμματικών θέσεων και στόχων που να αναδείχνουν το ρόλο και τα δικαιώματα της μικρομεσαίας
αγροτιάς, του αγροτικού νοικοκυριού και του παραγωγικού συνεταιρισμού.

6. Πάλη για τα προβλήματα και τις ανάγκες των μικροαστικών στρωμάτων που προκύπτουν από τη
συγκέντρωση κεφαλαίου και της παραγωγής, διεκδίκηση αντιμονοπωλιακών μέτρων και προώθηση του
παραγωγικού συνεταιρισμού των μικρών επιχειρήσεων στα πλαίσια της λαϊκής οικονομίας.

7. Για την περιφερειακή ανάπτυξη και την Τοπική Αυτοδιοίκηση (ΤΑ). Πάλη κατά των αντιλαϊκών επιλογών
που εφαρμόζουν φορείς της ΤΑ. Η ΚΕ να εξετάσει σύντομα, μετά το Συνέδριο, την κατάσταση στην ΤΑ και να
εξειδικεύσει ζητήματα των Θέσεων μας για το θεσμό της ΤΑ και της τακτικής μας στις Δημοτικές -
Νομαρχιακές εκλογές. Να μελετηθούν καλύτερα οι Θέσεις μας και από τη σκοπιά της λαϊκής οικονομίας.

8. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 εντείνουν τη διείσδυση του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Αποτελούν πεδίο
δράσης του Κόμματος για να ενισχυθεί η λαϊκή συσπείρωση για τα ουσιαστικά προβλήματα των εργαζομένων,
ενάντια στην εμπορευματοποίηση του αθλητισμού και την παραπέρα καταστροφή του περιβάλλοντος. Η ΚΕ να
επεξεργαστεί συγκεκριμένο σχέδιο πολιτικο-ιδεολογικής παρέμβασης και δράσης.
Γ. Η ΚΑΘΟΔΗΓΗΤΙΚΗ ΜΑΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΝΑ ΦΤΑΣΕΙ ΣΤΟ ΥΨΟΣ ΤΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ

Το Συνέδριο εκτιμά ότι χρειάζεται να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας σε ορισμένα σοβαρά ζητήματα, τα
οποία πρέπει να αντιμετωπιστούν για να βελτιώσουμε τη δουλιά μας:

1. Να ανεβάσουμε τη συμμετοχή όλων των μελών του Κόμματος στη διαμόρφωση των αποφάσεων και στη
δράση, ώστε να αντιμετωπιστεί η οργανωτική πλαδαρότητα και χαλαρότητα. Να δυναμώσει η προσωπική
ευθύνη για την πορεία των καθηκόντων του Κόμματος. Η ΚΕ, οι ΕΠ, οι ΝΕ, οι ΑΕ έχουν την ευθύνη να
επεξεργάζονται σχέδια δράσης, να βοηθούν στην ανάπτυξη πρωτοβουλιών από τις ΚΟΒ, ώστε αυτές με τη
σειρά τους να ενισχύουν το ρόλο τους για την άνοδο του εργατικού κινήματος, γενικότερα του λαϊκού
κινήματος και τις συσπειρώσεις για το κτίσιμο του Μετώπου. Να καταπολεμηθεί το πνεύμα ρουτίνας, η
γενικολογία και η αποσπασματικότητα, η ξερή καθηκοντολογία, η μετάθεση ευθύνης από τα πάνω προς τα
κάτω και αντίστροφα. Οι συνεδριάσεις των οργάνων, οι γενικές συνελεύσεις των ΚΟΒ να γίνουν μαχητικές
συνεδριάσεις προβληματισμού, με ιεράρχηση στόχων, τρόπων, μεθόδων συγκέντρωσης δυνάμεων και
οργάνωσης του ιδεολογικού μετώπου. Κριτήριο της δουλιάς των ΚΟΒ και των κομματικών μελών είναι πώς να
συμβάλουν μαχητικά στην οργάνωση των λαϊκών μαζών, στη διάδοση των κομμουνιστικών ιδεών και στην
ικανότητα να δουλεύουμε με ευρύτερες δυνάμεις που έχουν διαφωνίες μαζί μας. Να συμβάλουμε στην
ανάπτυξη της λαϊκής πρωτοβουλίας. Να ενημερώνονται ουσιαστικά και να αξιοποιούνται οι οπαδοί και οι
φίλοι του Κόμματος. Να χρησιμοποιούνται οι κατάλληλες μορφές επικοινωνίας με τους συνεργαζόμενους,
ώστε έγκαιρα να παίρνεται η γνώμη τους και να προγραμματίζεται η κοινή δράση.

2. Στις ΚΟΒ απαραίτητα και στα ενδιάμεσα καθοδηγητικά όργανα να εξασφαλίζεται η δημιουργική πολιτική
ενημέρωση, οι εκτιμήσεις του Κόμματος για τις πολιτικές εξελίξεις, ακόμη για τα διεθνή ζητήματα. Να υπάρχει
έγκαιρη ενημέρωση και κινητοποίηση δυνάμεων. Η γρήγορη ενημέρωση των ΚΟΒ και η συμμετοχή στην
εσωτερική ζωή της ΚΟΒ των κομματικών μελών θα εξαρτηθεί από την ποιότητα της δουλιάς της ΚΕ, των ΕΠ
και των ΝΕ. Να αξιοποιούνται συσκέψεις στελεχών, μελών μαζί με τα τμήματα της ΚΕ και τα όργανα για
ανταλλαγή πείρας, αντιμετώπισης ζητημάτων, εξειδίκευσης μέσα από κατάλληλες κάθε φορά μεθόδους
δουλιάς και καθοδήγησης. Να αναπτύσσεται ο προβληματισμός, η επιχειρηματολογία με πολιτικά και
ιδεολογικά επιχειρήματα για τους στόχους μας. Η μεταφορά, η αξιοποίηση και η γνώση της πείρας στις ΚΟΒ
δίνει ζωντάνια στην εσωκομματική ζωή. Σοβαρό καθήκον των καθοδηγητικών οργάνων είναι η αξιοποίηση και
η γενίκευση της πείρας. Είναι απαραίτητος και αναγκαίος στόχος να ανέβει ο καθοδηγητικός ρόλος του
Κόμματος στο εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα. Αμέσως μετά το Συνέδριο να ολοκληρωθεί η διάταξη των
κομματικών δυνάμεων που συνδέεται με την ανάπτυξη πιο πλατιάς δράσης στην εργατική τάξη, την
οικοδόμηση κοινωνικών συμμαχιών, το κτίσιμο του Μετώπου και την αύξηση της δύναμης και της πολιτικής
επιρροής του Κόμματος.
19
3. Είναι ζήτημα των οργάνων να κατανοηθεί η στρατηγική των συμμαχιών έως την ΚΟΒ και η έμπρακτη
προώθησή τους σήμερα στις συσπειρώσεις και τα μέτωπα πάλης. Να υπερνικηθούν επιφυλάξεις και συγχύσεις
για την αναγκαιότητα της συμμαχίας της εργατικής τάξης με τα μικροαστικά στρώματα. Να κατακτήσουμε
όλοι την ικανότητα, η αντίθεση με τα μονοπώλια να συνενώνει συνεχώς νέες δυνάμεις.

4. Συνεχή φροντίδα για την ενίσχυση των οικονομικών του Κόμματος σε συνδυασμό με την άνοδο της
πολιτικής δουλιάς και την οικοδόμηση δεσμών με λαϊκές δυνάμεις.

5. Η μελέτη, η διάδοση και η αύξηση της κυκλοφορίας του «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» αποτελεί μόνιμο καθήκον των
ΚΟΒ και της καθοδηγητικής δουλιάς. Η αξιοποίηση της εφημερίδας του Κόμματος από τις Κομματικές
Οργανώσεις θα δώσει νέα ώθηση να γίνει ο «Ρ» πιο μαχητικός εκφραστής των συμφερόντων της εργατικής
τάξης.

6. Ο ραδιοτηλεοπτικός σταθμός «902», παίρνοντας υπόψη τις σκληρές συνθήκες της ιδεολογικής διαπάλης και
του ανταγωνισμού, πρέπει να αξιοποιήσει ένα ευρύτερο δυναμικό από δημοσιογράφους, συνεργάτες, δυνάμεις
από τη νεολαία και άλλα κινήματα, καθώς και δημιουργούς που αντιστρατεύονται τη σήψη, τη διαφθορά, τη
μοιρολατρία.

7. Κεντρικό ζήτημα είναι η συνεχής, ελεγχόμενη καθημερινή προσπάθεια της στρατολογίας νέων μελών στο
Κόμμα και οικοδόμησης νέων ΚΟΒ. Να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στη δημιουργία προϋποθέσεων για
την ανάπτυξη των γραμμών του Κόμματος και την οικοδόμηση ΚΟΒ στην εργατική τάξη, τους κλάδους και
χώρους δουλιάς, τα κεφαλοχώρια στην ύπαιθρο και τη νεολαία. Με την οικοδόμηση σταθερών, αγωνιστικών
δεσμών στους χώρους δουλιάς και της νεολαίας, με την πρωτοπόρα δράση μας στα μέτωπα πάλης με την
οργάνωση της προπαγάνδας και την αυτοτελή προβολή των Θέσεων και του Προγράμματος του Κόμματος. Με
τη διαπάλη με τον οπορτουνισμό, το ρεφορμισμό, την αντιδραστική ιδεολογία, τον εθνικισμό και το σοβινισμό.
Με την προβολή της αξίας της οργανωμένης ζωής στο Κόμμα στις σημερινές συνθήκες, που το σύστημα
καλλιεργεί τον ατομισμό.

Η νέα ΚΕ και τα ενδιάμεσα καθοδηγητικά όργανα να οργανώσουν συστηματικά τον έλεγχο και τον
προσανατολισμό των οργανώσεων σε αυτό το καθήκον.

Η στρατολογία να αποτελέσει βασικό ζήτημα συζήτησης στα όργανα, τις ΚΟΒ και τις κομματικές ομάδες. Ο
συνεχής έλεγχος της πορείας υλοποίησης των στόχων οικοδόμησης, της ανάπτυξης της αυτοτελούς κομματικής
πολιτικής δουλιάς στην εργατική τάξη από τις Κομματικές Οργανώσεις, θα αλλάξει την κατάσταση.

Η νέα ΚΕ να πραγματοποιήσει πανελλαδική οργανωτική σύσκεψη, το αργότερο ως το μέσο της περιόδου ως το


17ο Συνέδριο, προκειμένου να ελέγξει την πορεία πραγματοποίησης των αποφάσεων και κατευθύνσεων για
την ενίσχυση της καθοδηγητικής δουλιάς, την ανάπτυξη του Κόμματος, την αναζωογόνηση της δράσης των
ΚΟΒ.

8. Κρίσιμης σημασίας ζήτημα μέχρι το 17ο Συνέδριο είναι η πολιτική στελεχών. Κάθε καθοδηγητικό όργανο
από την ΚΕ μέχρι τις ΝΕ να έχει πλάνο για τις ανάγκες του σε στελέχη. Στο κέντρο της προσπάθειας να
βρίσκεται η μαζική ανάδειξη στελεχών από την εργατική τάξη, η προετοιμασία στελεχών από την ΚΝΕ και
γυναικών, καθώς και η ανάδειξη στελεχών για την ιδεολογική δουλιά και την προπαγάνδα. Χρειάζεται
διεύρυνση της πείρας των στελεχών με προγραμματισμένη ανανέωση και εναλλαγή καθηκόντων, με συνεχή
προσπάθεια για ένα υψηλότερο επίπεδο ιδεολογικής και πολιτικής κατάρτισης, συλλογικότητας και
αναζήτησης γνωμών των συντρόφων που καθοδηγούν και συνεργάζονται. Χρειάζεται εξειδίκευση των
στελεχών, με ταυτόχρονη ολόπλευρη ανάπτυξή τους. Αυτό θα επιτευχθεί, αν όλο το κομματικό δυναμικό κάνει
δική του υπόθεση την πολιτική ανάδειξη στελεχών, την κριτική εξέταση και τον έλεγχο της δουλιάς τους, με
βάση τα γενικά ενιαία κριτήρια χωρίς παρέκκλιση. Η ανταπόκριση στις ηρωικές παραδόσεις των
κομμουνιστών της Ελλάδας και όλου του κόσμου, η ιδεολογική και πολιτική επαγρύπνηση, η αντοχή, η
ατσάλινη θέληση, η αφοσίωση μέχρι θυσίας για τα συμφέροντα του λαού, η σεμνότητα, η επίγνωση της
ευθύνης πρέπει να είναι κατακτημένες αρετές για κάθε στέλεχος, ώστε να ανέβει το επίπεδο της καθοδηγητικής
δουλιάς.
20
9. Χρειάζεται να δυναμώσει η βοήθεια του Κόμματος στην ΚΝΕ, παίρνοντας υπ' όψη τις ανάγκες που
δημιουργεί η γρήγορη ανάπτυξή της, προκειμένου να ισχυροποιηθεί ολόπλευρα, να γίνει πιο γερή και μαζική,
ώστε να αντιμετωπίσει τα σύνθετα προβλήματα που απασχολούν τη νέα γενιά. Χωρίς να υποκατασταθεί η
ευθύνη της ΚΝΕ για το κίνημα της νεολαίας, χρειάζεται το επόμενο διάστημα να συμβάλουμε πιο
συγκεκριμένα, ώστε τα προβλήματα και οι σύγχρονες ανάγκες της να γίνουν υπόθεση ευρύτερα του εργατικού,
λαϊκού κινήματος, δίνοντας έτσι ώθηση και προοπτική στους αγώνες της, ενισχύοντας τη συμπόρευση μαζί
τους, για την οικοδόμηση του Μετώπου.

Να μεταδώσουμε στα μέλη της ΚΝΕ τη μακρόχρονη πείρα του Κόμματος.

Να γνωρίσει η νεολαία τα ιδανικά, τις αξίες, τη θεωρία μας, το πρόγραμμα και την ιστορία του Κόμματος. Να
δυναμώσει στη νεολαία η δουλιά για την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού.

Να αξιοποιηθούν νέοι άνθρωποι στα συνδικάτα, στις συσπειρώσεις σε μαζικούς φορείς, στο ΠΑΜΕ και το
φιλειρηνικό αντιιμπεριαλιστικό κίνημα.

Να αναπτυχθούν ιδιαίτερες πρωτοβουλίες, για να ενισχυθούν οι δεσμοί με τη νεολαία, όπως για το δικαίωμα
στη δουλιά, τη μόρφωση, για τον πολιτισμό, τον αθλητισμό, την πάλη ενάντια σε όλα τα ναρκωτικά. Για την
ανάπτυξη ισχυρού νεολαιίστικου κινήματος που μπορεί να συμμετέχει στο Μέτωπο.

Τα κομματικά όργανα χρειάζεται να μελετήσουν πιο ειδικά τους τρόπους πολιτικο-ιδεολογικής καθοδήγησης
και βοήθειας προς την ΚΝΕ, αξιοποιώντας συντρόφους και ευρύτερα ανθρώπους που μπορούν να συμβάλουν
στη δουλιά μας.

10. Η ιδεολογική δουλιά αποκτά βαρύνουσα σημασία, συστατικό στοιχείο για την άνοδο της δράσης, της
καθοδηγητικής δουλιάς, της διαπάλης με άλλες πολιτικές δυνάμεις, με την καπιταλιστική εργοδοσία και τους
πολυπλόκαμους μηχανισμούς του συστήματος. Η λειτουργία σχολών, η αξιοποίηση του «Ρ», η ΚΟΜΕΠ, η
αυτομόρφωση των στελεχών, η μελέτη αποτελούν μόνιμο κομματικό καθήκον και συστατικό στοιχείο για τη
μαχητικότητα και αποτελεσματικότητα στη δουλειά μας. Το Κόμμα να βοηθήσει περισσότερο τη στήριξη και
τη δραστηριότητα του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών (ΚΜΕ), για την ανάπτυξη της επιστημονικής έρευνας
και τη διάδοση της μαρξιστικολενινιστικής θεωρίας. Η συνεχής προσπάθεια ανόδου του ιδεολογικού επιπέδου,
η γνώση του μαρξισμού - λενινισμού, η γνώση του προγράμματος είναι άρρηκτα δεμένη με τις αρχές
λειτουργίας, το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό. Εχει ιδιαίτερη αξία σήμερα η μαχητική υποστήριξη της θεωρίας
μας, του προγράμματος, η υλοποίηση των αποφάσεων και η τήρηση του καταστατικού. Με αυτές τις αρχές θα
ανεβαίνει η επαναστατική επαγρύπνηση, η αντιμετώπιση των ταξικών αντιπάλων και του αντικομμουνισμού.

11. Το Κόμμα, στις σημερινές συνθήκες, είναι ανάγκη να προβάλλει προγραμματισμένα, συστηματικά και
μαχητικά την προσφορά του σοσιαλισμού που οικοδομήθηκε τον 20ό αιώνα και να εξηγεί τις αιτίες της
ανατροπής και της επικράτησης της αντεπανάστασης. Η νέα ΚΕ, όσο εξαρτάται από το Κόμμα μας,
αξιοποιώντας την πείρα και άλλων κομμάτων, καθώς και νέα στοιχεία που ήρθαν στην επιφάνεια, να δώσει
συνέχεια στην παραπέρα μελέτη των αιτιών της ανατροπής και της προσωρινής νίκης της αντεπανάστασης.

Το Κόμμα να μελετήσει βαθύτερα τα ζητήματα των χωρών που επιχειρούν να οικοδομήσουν το σοσιαλισμό,
τις δυσκολίες και την επίδραση της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας.

12. Σοβαρό ρόλο για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης από το ζυγό της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης,
αλλά και γενικότερα για τα λαϊκά στρώματα και τη νεολαία, εκπληρώνουν η γενικευμένη πείρα, η γνώση της
πορείας του επαναστατικού κινήματος και των επιλογών του σε κάθε περίοδο μέσα στις διαμορφωνόμενες
κάθε φορά ιστορικές συνθήκες, καθώς και η ιστορία του Κόμματος. Η υπεράσπιση και η προβολή της ιστορίας
του επαναστατικού κινήματος και του Κόμματος αποτελεί συστατικό στοιχείο της επαναστατικής πάλης. Η
ΚΕ, παίρνοντας υπόψη αυτή την ανάγκη και γνώμες που διατυπώθηκαν στην προσυνεδριακή συζήτηση μετά
το 16ο Συνέδριο, να προετοιμάσει και να εκδώσει το δεύτερο μέρος της Ιστορίας του Κόμματος.
Δ. ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΚΑΙ
ΑΝΤΙΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ
21
Το ΚΚΕ θα συνεχίσει την προσπάθεια, από κοινού με άλλα κομμουνιστικά κόμματα που βρίσκονται σε
ανάλογο προβληματισμό, να αντιμετωπιστούν προβλήματα κοινής δράσης, ώστε να γίνει πιο διακριτός
παγκόσμια ο πόλος του κομμουνιστικού κινήματος. Θα συνεχίσει τις προσπάθειες να διαμορφωθεί τα επόμενα
χρόνια μια διακριτή μορφή συντονισμού και συνεργασίας σε διεθνές και περιφερειακό επίπεδο, ανώτερη από
αυτή που έχει κατακτηθεί με τις ως τώρα πρωτοβουλίες κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων.

Το Κόμμα να συνεχίσει την προσπάθεια στο διεθνές επαναστατικό κίνημα, να ενισχυθεί η ιδεολογική
αντεπίθεση των ΚΚ και του κομμουνιστικού κινήματος που πιστεύει στην αναγκαιότητα ανατροπής του
καπιταλισμού, την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού, την προσφορά του σοσιαλισμού που οικοδομήθηκε στον
20ό αιώνα και το ρόλο του αντιιμπεριαλιστικού κινήματος στην επαναστατική διαδικασία.

Θα συνεχίσει την προσπάθεια, ώστε να συμβάλει και να αναπτυχθεί πιο έντονος διάλογος και συζήτηση στις
διαφορετικές απόψεις και προσανατολισμούς που υπάρχουν στο παγκόσμιο κίνημα. Η ιδεολογική διαπάλη στις
γραμμές του είναι έντονη ανάμεσα στις οπορτουνιστικές, ρεφορμιστικές και τις επαναστατικές κομμουνιστικές
δυνάμεις. Σήμερα προβάλλει η ανάγκη να ενισχυθεί η σημασία της πολιτικοϊδεολογικής ενότητας του
κομμουνιστικού κινήματος στη βάση του μαρξισμού - λενινισμού και της ενίσχυσης του προλεταριακού
διεθνισμού. Οχι μόνο δε δικαιώθηκαν οι θεωρίες του ευρωκομμουνισμού και του λεγόμενου δημοκρατικού
δρόμου προς το σοσιαλισμό, αλλά αποδείχτηκαν επιζήμιες για τους λαούς.

Θα συνεχίσει να παίρνει πρωτοβουλίες και να συμμετέχει σε πρωτοβουλίες σε διεθνές και περιφερειακό


επίπεδο, για το συντονισμό και την κοινή δράση με ΚΚ, επαναστατικές δυνάμεις και αντιιμπεριαλιστικά
κινήματα, ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, το ΝΑΤΟ και τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις.

Πρωτοβουλίες συντονισμού θα βοηθήσουμε να αναπτύσσονται στο παγκόσμιο εργατικό και


αντιιμπεριαλιστικό κίνημα ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και την ιμπεριαλιστική νέα τάξη.
Σήμερα προέχει να συναντηθούν, να συντονιστούν και να συσπειρωθούν οι αγωνιζόμενες ριζοσπαστικές
δυνάμεις στο συνδικαλιστικό και γενικότερα το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα, ώστε να ενισχυθεί ο διεθνής πόλος
των δυνάμεων, που θέλουν και μπορούν να ορθώσουν ανάστημα στον ιμπεριαλισμό.

Στη χώρα μας έχει ιδιαίτερη αξία η αλληλεγγύη στους λαούς των χωρών που επιχειρούν να οικοδομήσουν το
σοσιαλισμό, στους λαούς που αντιστέκονται στην ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα και τις ιμπεριαλιστικές
επεμβάσεις.

Είμαστε Κόμμα με πλούσια ένδοξη ιστορία, ταυτισμένη με τη συνεχή προσπάθεια για την ανατροπή του
καπιταλισμού και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Η ιστορία μας αποδεικνύει ότι όσες φορές η εργατική
τάξη και ο λαός έκανε χτήμα του τα επαναστατικά συνθήματα του ΚΚΕ, είχε κατακτήσεις και μεγαλούργησε.
Γι' αυτό είμαστε πεισμένοι, στηριγμένοι στην Ιστορία μας ότι και σήμερα ένα Ισχυρό ΚΚΕ δίνει δύναμη και
προοπτική στον αγώνα για το ΑΑΔ Μέτωπο και το Σοσιαλισμό.

14 - 17/12/2000

ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΗΣ ΤΑΚΤΙΚΗΣ ΜΕ ΤΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ


του Δημήτρη Γόντικα
2001 Τεύχος 1
Ιδεολογία - Πολιτική

Το 16ο Συνέδριο εξετάζοντας τη δράση του Κόμματος και τα αποτελέσματα της δράσης του επισημαίνει ένα
πολύ κρίσιμο ζήτημα.

Αναντιστοιχία ανάμεσα στην ορθότητα της πολιτικής, των αγώνων και πρωτοβουλιών του, το κύρος που
κατακτά συνεχώς, του κόπου και του χρόνου που αφιερώνεται στην καθημερινή δράση και στα αποτελέσματα
της δράσης. Δεν καταγράφονται αντίστοιχα αποτελέσματα και σταθερά αποκρυσταλλώματα σε κρίσιμους
τομείς: στην ικανοποιητική ανανέωση και ανάπτυξη των γραμμών του με νέες δυνάμεις ειδικά από την
22
εργατική τάξη, στην οικοδόμηση σε εργασιακούς χώρους, στην αύξηση της κυκλοφορίας του «Ριζοσπάστη»,
των οικονομικών, της εκλογικής επιρροής, στην άνοδο της λαϊκής οργάνωσης και πρωτοβουλίας, στην
ισχυροποίηση των δεσμών με ευρύτερες λαϊκές δυνάμεις.

Πρόκειται για πολύ σοβαρό ζήτημα, υπολογίζοντας ότι διανύουμε μια περίοδο όπου η λαϊκή δυσαρέσκεια
μεγαλώνει συνεχώς, οξύνονται με μεγάλη ταχύτητα οι κοινωνικές αντιθέσεις, μεγαλώνουν τα αδιέξοδα του
καπιταλισμού, συντελούνται διεργασίες μέσα στις λαϊκές μάζες. Εχουμε κατά συνέπεια μεγάλη ευθύνη στη
συνειδητοποίησή του και στη συγκέντρωση της προσοχής και δυνάμεων για τη λύση του.

Γύρω από το ζήτημα αυτό έχουν διατυπωθεί διάφορες σκέψεις. Πολλές είναι σωστές, αλλά και απόψεις που
είναι απλοϊκές, πρόχειρες, μέχρι αντίθετες με τη θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού και το χαρακτήρα του
Κόμματος.

Το 16ο Συνέδριο έδωσε και απάντηση για τις κύριες αιτίες και την κατεύθυνση για τη λύση του. Ανοίχτηκε το
όλο ζήτημα με τις θέσεις της ΚΕ και ολοκληρώθηκε με τη συζήτηση και τη ψήφιση των αποφάσεων. Η κύρια
αιτία εντοπίζεται «στην αδύνατη σύνδεση της τακτικής με τη στρατηγική στην καθημερινή δράση, στη
δημιουργία προϋποθέσεων για την οικοδόμηση το Μετώπου», χωρίς να παραγνωρίζονται μια σειρά
αντικειμενικοί παράγοντες και δυσκολίες που επιδρούν και αναλύονται ιδιαίτερα στις θέσεις της ΚΕ (θέση 35,
παρ. 32).

ΠΩΣ ΕΚΔΗΛΩΝΕΤΑΙ ΑΥΤΗ Η ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ;

Εκδηλώνεται κυρίως με τον υποβιβασμό της ιδεολογικής και πολιτικής πάλης σχεδόν αποκλειστικά στο
επίπεδο των αναγκών της συνδικαλιστικής δράσης και συνείδησης της εργατικής τάξης.

Με έντονα φαινόμενα απόσπασης της θεωρίας από την πράξη. Αλλού βαραίνει και αλλού κυριαρχεί στην
πράξη ο εμπειρισμός, ο οικονομισμός, η αποσπασματικότητα, το επιμέρους ζήτημα ή η γενικότητα.

Παρά την πρόοδο που σημείωσε το Κόμμα και την πείρα που έχει αποκτήσει, τα φαινόμενα αυτά παραμένουν
ισχυρά και οδηγούν στον υποβιβασμό του καθοδηγητικού ρόλου του Κόμματος, της ενιαίας κατεύθυνσης της
δράσης, μειώνουν τη συσπειρωτική του ικανότητα και τον πολιτικό διαπαιδαγωγητικό του ρόλο στις γραμμές
της εργατικής τάξης στον αγώνα της για την κατάργηση όλων των μορφών εκμετάλλευσης και καταπίεσης που
είναι και η ουσία της στρατηγικής ενός επαναστατικού Κόμματος.

Οι αιτίες αυτών των καθυστερήσεων πρέπει να αναζητηθούν:

- Στην όχι επαρκή συστηματική δουλειά για τη βελτίωση της ιδεολογικής θεωρητικής κατάρτισης των
στελεχών και συνολικά της ιδεολογικής στάθμης του Κόμματος σε σχέση με τις μεγάλες απαιτήσεις της
εποχής, με αποτέλεσμα να βαραίνει ο εμπειρισμός, η αποσπασματικότητα στο σχεδιασμό και στην οργάνωση
της πολιτικής πάλης.

- Στην όχι καλή γνώση και παρακολούθηση των σύνθετων, ραγδαίων και βαθιών κοινωνικοοικονομικών και
πολιτικών εξελίξεων με συνέπεια να κυριαρχούν πολλές φορές αντιλήψεις που αντιστοιχούσαν σε
προηγούμενες φάσεις ανάπτυξης του καπιταλισμού.

- Στη μειωμένη φροντίδα για τη μελέτη, ανάπτυξη και τελειοποίηση των μορφών και μεθόδων καθοδήγησης,
μαζικής δράσης και προπαγάνδας που να αντιστοιχούν στον χαρακτήρα των πολιτικών καθηκόντων και
στόχων του Κόμματος πράγμα που δε βοηθάει στην άνοδο της δράσης των μελών, οπαδών και φίλων του
Κόμματος και στην πιο δραστήρια συμμετοχή τους στην επεξεργασία και προώθηση των αποφάσεων.

Είναι πολύ σημαντικό να συνειδητοποιηθεί, από όλο το κομματικό δυναμικό, η φύση του προβλήματος που
εξετάζουμε, οι αιτίες, οι επιπτώσεις του. Είναι η πρώτη προϋπόθεση για τη λύση του. Σε ό,τι αφορά τη λύση θα
χρειαστεί να καταβληθούν πολλές προσπάθειες σε όλα τα επίπεδα αρχίζοντας από πάνω. Για την ακρίβεια
επιβάλλεται να προχωρήσουμε σε ουσιαστικές προσαρμογές και αλλαγές και στο περιεχόμενο και στις μέθοδες
καθοδήγησης με βάση τους στρατηγικούς στόχους του Κόμματος. Να παλέψουμε για να ευθυγραμμίσουμε και
23
να ανεβάσουμε την καθοδηγητική μας δουλειά σε όλους τους τομείς -ιδεολογικό, πολιτικό, στην προπαγάνδα,
στη συνδικαλιστική μαζική δράση, στην οργανωτική πολιτική- στο ύψος των πολιτικών στόχων και
καθηκόντων του Κόμματος.

Μιλάμε για προσαρμογές και αλλαγές ποιοτικού χαρακτήρα και όχι για τρέχουσας σημασίας βελτιώσεις στον
ένα ή άλλο τομέα που έτσι και αλλιώς πρέπει να γίνονται συνεχώς.

Το 16ο Συνέδριο έδειξε ότι το Κόμμα συνολικά, τα καθοδηγητικά όργανα, το στελεχικό του δυναμικό έχουν
συσσωρεύσει μια πλούσια πείρα και γνώσεις και είμαστε σήμερα σε θέση να κάνουμε αυτό το πέταγμα προς τα
πάνω. Με μια όμως προϋπόθεση. Δεν πρέπει να εμπιστευτούμε μόνο την πείρα μας, όσο κι αν είναι πλούσια.
Να στηριχτούμε στη γνώση και βαθιά αφομοίωση του Προγράμματος του Κόμματος, των αποφάσεων το
Συνεδρίου και των θέσεων του Κόμματος για το χαρακτήρα και το βάθος των μεγάλων προβλημάτων που
βασανίζουν το λαό και τη νεολαία. Να αποκτήσουμε την ικανότητα να δουλέψουμε και να καθοδηγούμε με τα
ντοκουμέντα και όχι με την προσωπική εμπειρία. Να πλουτίζουμε τις γνώσεις με την παραπέρα θεωρητική μας
κατάρτιση. Από τη σκοπιά αυτή της γνώσης να κρίνουμε και να αξιολογούμε την όποια πείρα έχουμε
αποκτήσει, αξιοποιώντας ό,τι είναι χρήσιμο ή διαγράφοντας ό,τι είναι ξεπερασμένο ή λαθεμένο. Να θέσουμε
ένα τέρμα στον εμπειρισμό. Πρόκειται αναμφισβήτητα για όχι τόσο εύκολο καθήκον.

Με την παραπάνω προϋπόθεση χρειάζεται να εξετάσουμε πιο ειδικά και πιο συγκεκριμένα τι πρέπει να αλλάξει
στην καθημερινή καθοδηγητική μας δουλειά, ώστε να επιτυγχάνεται μελετημένα και ουσιαστικά η σύνδεση
τακτικής και στρατηγικής.

Οι σκέψεις που ακολουθούν δε φιλοδοξούν να δώσουν ένα πλήρες και ολοκληρωμένο σχέδιο δράσης. Είναι
μια προσπάθεια που έχει ως κύρια επιδίωξη να ανοίξει αυτή τη συζήτηση, να ερεθίσει προβληματισμούς και
σκέψεις, να κεντρίσει το ενδιαφέρον για μια πιο πλούσια συζήτηση και αρθρογραφία με στόχο να ανοίξουμε το
δρόμο της λύσης του μεγάλου αυτού προβλήματος. Μια απαραίτητη σημείωση: Αν δε δώσουμε λύση, ο
κίνδυνος της στασιμότητας είναι υπαρκτός. Αντίθετα η λύση του ανοίγει το δρόμο για ένα πέταγμα προς τα
μπροστά.
ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΕΙ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΛΗ

α) Το 16ο Συνέδριο προβάλλει την απαίτηση μπροστά σε όλο το Κόμμα: «Να μπει ένα τέλος στον υποβιβασμό
της πολιτικής δουλειάς μέσα στην εργατική τάξη και τη νεολαία σε επίπεδο των τρεχουσών αναγκών του
μαζικού κινήματος... τα ειδικά καθήκοντα των οργανώσεων προκύπτουν από τα γενικά και με αυτό το πρίσμα
πρέπει να καθοδηγούν, να συζητούν, να αποφασίζουν». Με άλλα λόγια το 16ο Συνέδριο θέτει την απαίτηση σε
όλο το Κόμμα να συγκεντρώσει την κύρια κατεύθυνση της πάλης στο πολιτικό ζήτημα της χώρας και στις
προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη λύση του.

Μερικά παραδείγματα για να γίνει κατανοητό το πρόβλημα που θέτει το 16ο Συνέδριο. Οι ναυτεργάτες
αντιμετωπίζουν οξύτατο πρόβλημα ανεργίας, επιδείνωση των συνθηκών εργασίας, αμοιβής, ασφάλισης κλπ. σε
σχέση με προηγούμενες δεκαετίες. Το εφοπλιστικό κεφάλαιο, μπροστά στον τεράστιο ανταγωνισμό που έχει
ξεσπάσει, δεν έχει άλλη επιλογή για να διατηρήσει τα κέρδη του ή να διατηρήσει ο ένας ή άλλος εφοπλιστής το
μερίδιό του στη ναυτιλία, παρά μόνο να περιορίζει συνεχώς θέσεις απασχόλησης, κατακτήσεις και δικαιώματα
των ναυτεργατών. Να μην υπολογίζει τις ανάγκες του νησιώτικου πληθυσμού ακόμα και τη ζωή των
ανθρώπων, μπροστά στο κέρδος. Να συγχωνεύεται σε μεγαλύτερες ακόμα εταιρείες χωρίς να λύνει ούτε
προβλήματα των ναυτεργατών αλλά ούτε και τις λαϊκές ανάγκες. Στις περασμένες δεκαετίες ο αγώνας των
ναυτεργατών για το ένα ή το άλλο επιμέρους πρόβλημα είχε ορισμένα αποτελέσματα. Βελτίωνε κάπως τη θέση
τους και πάντα προσωρινά. Ο αγώνας όμως αυτός δεν απέτρεψε τις σημερινές δυσμενείς εξελίξεις και οι όποιες
κατακτήσεις έχουν σχεδόν εξανεμιστεί.

Η γιγάντωση της ναυτιλίας δεν ωφέλησε ούτε τους ναυτεργάτες ούτε σχετικούς τομείς της μεταποίησης
(ναυπηγεία κλπ.) ούτε τις ανάγκες των μεταφορών προσώπων, εμπορευμάτων κλπ. με ασφάλεια και χαμηλές
τιμές.

Εχει επόμενα αναδειχτεί και ωριμάσει ένα κεντρικό πολιτικό πρόβλημα. Η υποταγή της ναυτιλίας στις ανάγκες
της κοινωνίας μέσα από έναν κεντρικό σχεδιασμό στα πλαίσια μιας οικονομίας που θα αναπτύσσεται για την
24
ικανοποίηση των αναγκών των εργαζομένων και όχι του καπιταλιστικού κέρδους. Δηλαδή, αφαίρεση από τους
εφοπλιστές του προνομίου που τους δίνει η ατομική ιδιοκτησία να ορίζουν αυτοί τις ανάγκες της κοινωνίας.

Αυτό όμως το πρόβλημα δεν μπορεί να έρθει στην ημερήσια διάταξη της πάλης παλεύοντας μόνο για τα
επιμέρους προβλήματα των ναυτεργατών. Πρέπει να μπει στη πρώτη γραμμή της πάλης. Από τη σκοπιά αυτή
θα αντιμετωπίζονται και τα τρέχοντα οξυμένα προβλήματα. Μόνο έτσι θα αποκτά προοπτική ο αγώνας. Με
αυτή την έννοια πρέπει να αποκτήσει προτεραιότητα η πολιτική πάλη.

Αλλο παράδειγμα. Οι ανάγκες στον τομέα της υγείας, της κοινωνικής ασφάλισης, πρόνοιας κλπ. έχουν
μεγαλώσει και οι δυνατότητες για μια οργανωμένη φροντίδα της υγείας του λαού από την παιδική ηλικία ως τα
βαθιά γεράματα είναι πολύ μεγάλες σήμερα. Κι όμως η κατάσταση γίνεται όλο και πιο δύσκολη, πηγαίνουμε
πίσω αντί μπροστά για το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού λαού.

Η ικανοποίηση της μεγάλης αυτής κοινωνικής ανάγκης απαιτεί σχεδιασμό με σκοπό τη φροντίδα για τον
άνθρωπο και όχι για την εκμετάλλευση των αναγκών του προς όφελος λίγων.

Στα πλαίσια των σημερινών πολιτικών δεν υπάρχει λύση σε αυτή την κατεύθυνση παρά μόνο συνεχής
χειροτέρευση, σχετική ή και απόλυτη, για τους πολλούς.

Επόμενα, η κατάργηση της καπιταλιστικής δράσης στον τομέα αυτόν αποκτά επείγουσα σημασία και είναι
ώριμο κοινωνικό πρόβλημα που μπορεί να ενώσει ευρύτατα τμήματα. Και στο ένα παράδειγμα που αναφέραμε
και στο άλλο για να δοθούν σήμερα λύσεις προς όφελος των εργαζομένων και της προόδου της κοινωνίας
απαιτείται άλλη εξουσία. Λαϊκή εξουσία.

Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουμε αναλύοντας κάθε μεγάλο πρόβλημα του λαού και του τόπου.

Οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις που προωθούνται σε όλους τους τομείς και έχουν ως κύρια επιδίωξη την
ισχυροποίηση της θέσης του μονοπωλιακού κεφαλαίου, έχουν οξύνει όλες τις κοινωνικές αντιθέσεις και
φέρνουν και κάνουν πιο φανερό το κεντρικό πολιτικό πρόβλημα. Ποια εξουσία και πώς θα δώσει λύσεις στα
συσσωρευμένα και μεγάλα προβλήματα που βασανίζουν το λαό.

Το 16ο Συνέδριο, μελετώντας βαθύτερα τις εξελίξεις στην Ελλάδα, τα διεθνή γεγονότα, τις τάσεις, τα
οικονομικά και κοινωνικά στοιχεία, τα ντοκουμέντα των ιμπεριαλιστικών οργανισμών και ιδρυμάτων,
κατέληξε στην παρακάτω εκτίμηση: «...διεθνώς και στην περιοχή μας διαμορφώνονται συνθήκες όξυνσης
όλων των αντιθέσεων του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος, της σήψης και της στασιμότητας. Υπάρχουν
οι αντικειμενικές συνθήκες που κυοφορούν μια πιο γενικευμένη κρίση, συνθήκες που θα διαμορφώσουν στην
πορεία και αντικειμενικά στοιχεία πανεθνικής κρίσης σε μια ή περισσότερες χώρες, αλλού νωρίτερα, αλλού
αργότερα. Και στη χώρα μας ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός έχει μπει σε τροχιά όξυνσης των
αντιθέσεών του. Η όξυνση έχει μεγαλύτερη ένταση και βάθος λόγω της εξαρτημένης και υποδεέστερης θέσης
της Ελλάδας στην ΕΕ και το διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα»... «Επομένως και στην Ελλάδα υπάρχει έδαφος
για την εμφάνιση μιας πιο οξυμένης λαϊκής δυσαρέσκειας που μπορεί κάτω από προϋποθέσεις να επιδράσει
θετικά στη συσπείρωση και αντεπίθεση για βαθύτερες αλλαγές στο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο».

Η καπιταλιστική βαρβαρότητα δεν πρέπει να παρασέρνει τη σκέψη σε επιφανειακή προσέγγιση της


πραγματικότητας και των παραγόντων που καθορίζουν την κύρια τάση των εξελίξεων. «Η καπιταλιστική
βαρβαρότητα και επιθετικότητα δεν είναι μόνο απόδειξη δύναμης. Είναι και ένδειξη αδυναμίας να
αντιμετωπίσει τη απότομη όξυνση του συνόλου των αντιθέσεων, των αντιφάσεων που είναι σύμφυτες με την
εξέλιξη του ιμπεριαλιστικού συστήματος».

Από τα παραπάνω βγαίνουν δυο σημαντικά συμπεράσματα:

- «Ωριμάζει η ανάγκη για βαθιές αλλαγές, κυοφορείται η δυνατότητα της γενικής αντεπίθεσης» και

25
- «αυτό που έχει σημασία είναι να επιταχυνθούν οι θετικές διεργασίες, να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για
μια γενική αντεπίθεση, για να ανοίξει ο δρόμος για ριζικές αλλαγές στη χώρα μας, στο επίπεδο της εξουσίας,
στο γενικό προσανατολισμό της χώρας στις διεθνείς εξελίξεις».

Το 16ο Συνέδριο στη βάση αυτών των αναλύσεων, εκτιμήσεων και προβλέψεων επεξεργάστηκε ένα
ολοκληρωμένο και συνεκτικό σχέδιο παρέμβασης και δράσης του Κόμματος. Ενα σχέδιο που δίνει απάντηση
και εναλλακτική λύση στα μεγάλα και συνεχώς διογκούμενα λαϊκά προβλήματα. Προοπτική και δύναμη στην
πάλη της εργατικής τάξης. Σχέδιο που σκιαγραφεί τη αυριανή Ελλάδα, την Ελλάδα όπου οι εργαζόμενοι θα
είναι κυρίαρχοι της μοίρας τους. Η λαϊκή εξουσία, η λαϊκή οικονομία και το λαϊκό Μέτωπο αποτελούν τον
πυρήνα αυτού του σχεδίου. Ενα σχέδιο είναι ώριμος καρπός και κατάκτηση σκληρών αγώνων του Κόμματος,
σε όλα τα μέτωπα της ταξικής πάλης στα χρόνια που πέρασαν μετά την κρίση του '89-'90.

Αν μετά την κρίση καθήκον ήταν να σταθούμε στα πόδια μας και να επεξεργαστούμε μια σύγχρονη
στρατηγική και τακτική -και τα καταφέραμε- τώρα το κύριο καθήκον είναι να κάνουμε την πρόταση του ΚΚΕ
υπόθεση ζωής και πάλης της εργατικής τάξης, της νεολαίας, των άλλων εργαζομένων στις πόλεις και στα
χωριά.

Να αποκτήσει προτεραιότητα αυτό το καθήκον που σημαίνει να οξύνουμε, με όλες τις μορφές, μέσα στο λαό
την αντιπαράθεση γύρω από το κεντρικό πολιτικό πρόβλημα και τις τακτικές για τη λύση του σε σύνδεση
πάντα με τις εξελίξεις και τα λαϊκά προβλήματα.

Να διεξάγουμε αυτή την πάλη καθημερινά, μόνιμα και όχι μόνο σε προεκλογικές περιόδους ή σε κορυφαίες
στιγμές του αγώνα, καμπανιακά, ευκαιριακά. Να αποκτήσει προτεραιότητα η πολιτική πάλη σε σχέση με τη
συνδικαλιστική.

Να βάλουμε με άλλα λόγια το άλογο μπροστά από το κάρο και όχι ανάποδα.

Να αποκτά ουσιαστικό περιεχόμενο η άλλη πολιτική, ο άλλος δρόμος ανάπτυξης.

Οσο η πάλη αυτή θα δυναμώνει και θα εκφράζεται η προοπτική της λύσης του πολιτικού προβλήματος, θα
δημιουργούνται και οι καλύτερες προϋποθέσεις για την άνοδο της μαζικής πάλης, θα καλλιεργείται το έδαφος
για πολιτικές ανακατατάξεις, θα συνενώνεται η πάλη της εργατικής τάξης, της νεολαίας, των μικροαστικών
στρωμάτων της πόλης και του χωριού, σε μια ενιαία κατεύθυνση θα ενισχύονται οι προϋποθέσεις για το
Μέτωπο, θα ισχυροποιείται το ΚΚΕ.

β) Το ζητούμενο μέσα από την όξυνση της πολιτικής πάλης είναι να διαμορφωθεί ο πόλος εκείνος που θα
διεκδικήσει τη λαϊκή εξουσία. Η συμμαχία των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, το Μέτωπο.

Απαιτείται επομένως, σε κάθε στιγμή της πάλης να υπολογίζουμε πολύ προσεκτικά τους συσχετισμούς
δύναμης, το επίπεδο συνείδησης της εργατικής τάξης, την οξύτητα και το χαρακτήρα κάθε προβλήματος, τα
σχέδια και τις παρεμβάσεις των άλλων πολιτικών δυνάμεων, τα κοινά συμφέροντα αλλά και τις διαφορές και
αντιθέσεις ανάμεσα στις κοινωνικές δυνάμεις που θα συγκροτήσουν το Μέτωπο. Να παρακολουθούμε
προσεκτικά τους δεσμούς του Κόμματος με την εργατική τάξη και τα λαϊκά γενικά στρώματα, ώστε αυτοί να
είναι ζωντανοί να αναπτύσσονται συνεχώς, να αναπτύσσονται και να πλουτίζονται συνέχεια τα μέσα και οι
μορφές επικοινωνίας και προπαγάνδας. Να παρακολουθούμε προσεκτικά αυτούς τους παράγοντες για τους
εξής λόγους. Να μη ξεκοβόμαστε από τον κόσμο και ταυτόχρονα να μπορούμε να επεξεργαζόμαστε εκείνη την
τακτική που θα βοηθάει να ανεβαίνει ένα σκαλί παραπάνω το επίπεδο συνείδησης, πάλης, οργάνωσης.
ΓΙΑ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΠΙΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΙ, ΜΕΡΙΚΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

Ο πόλεμος στα Βαλκάνια με όλες τις μέχρι τώρα γνωστές επιπτώσεις του προκάλεσε σοβαρές διεργασίες.
Σήμερα ευρύτατα λαϊκά στρώματα μπορούν να συνειδητοποιήσουν καλύτερα τη φύση του ιμπεριαλισμού, το
ρόλο του ΝΑΤΟ κλπ. και κατά συνέπεια ενισχύθηκαν οι προϋποθέσεις για να διαμορφώσουν μια άλλη στάση
απέναντι στις πολιτικές δυνάμεις. Εχει διαμορφωθεί το έδαφος για πολιτικές ανακατατάξεις. Μπορεί και πρέπει
να ανέβει σε άλλο επίπεδο η πάλη, η πολιτική αντιπαράθεση και η δυνατότητα σύνδεσης με νέες λαϊκές
δυνάμεις που μέχρι χτες ήταν πιο δύσκολο.
26
Οι θεωρίες που πριν μερικά χρόνια εγκλώβιζαν λαϊκές δυνάμεις γύρω από τη λεγόμενη ιδιωτική πρωτοβουλία,
το λιγότερο κράτος κλπ. σήμερα δεν έχουν ίδια βαρύτητα στη συνείδηση των εργαζομένων. Αντίθετα μπορούν
καλύτερα να κατανοήσουν τις θέσεις του Κόμματος.

Ο μύθος της ΕΕ ως η μόνη προοπτική για το μέλλον του τόπου έχει σοβαρά κλονιστεί σε μεγάλα τμήματα του
λαού και της νεολαίας και έχουν δημιουργηθεί πολύ καλύτερες προϋποθέσεις για μια άλλη προοπτική και
αλλαγή πολιτικής στάσης.

Σήμερα σε κάθε κλάδο εργαζομένων ή κοινωνικό στρώμα είναι πιο εμφανής και άμεσος ο ρόλος του
μονοπωλίου, η κοινότητα συμφερόντων, επόμενα και οι δυνατότητες να αναπτυχθούν αγωνιστικές μορφές
κοινωνικής συμμαχίας ανάμεσα στην εργατική τάξη με άλλα λαϊκά στρώματα που έχουν συμφέρον να
αντιπαλεύουν τα μονοπώλια.

Οι διεργασίες αυτές που συντελούνται σήμερα μέσα στην εργατική τάξη και τους συμμάχους της, ως συνέπεια
των γενικότερων κοινωνικοοικονομικών εξελίξεων και της δράσης των πολιτικών δυνάμεων, δεν πρόκειται να
γονιμοποιηθούν σε ταξική πολιτική συνείδηση και σε πάλη για τα δικά τους συμφέροντα αν δεν οξυνθεί η
πολιτική πάλη για το πρόβλημα της εξουσίας. Δεν πρόκειται να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μια ισχυρή
κοινωνικοπολιτική συμμαχία αν η πάλη περιορίζεται στα επιμέρους προβλήματα, αν δεν αναδείχνεται το κοινό
ταξικό συμφέρον ολοκληρωμένα και οι προϋποθέσεις για την ικανοποίησή του.

Αλλά και οι προϋποθέσεις αυτές δεν πρόκειται να ωριμάσουν, όσο κι αν πασχίζουμε, αν σε κάθε βήμα της
πολιτικής πάλης δεν υπολογίζουμε τις διεργασίες και ανακατατάξεις που ωριμάζουν για να παρεμβαίνουμε
αποτελεσματικά στην παραπέρα ωρίμανση και εξέλιξή της. Στο σημείο ακριβώς εδώ χρειάζεται να δουλεύουμε
την τακτική μας, ώστε σε κάθε πρόβλημα να εντοπίσουμε τις διαφορετικές πολιτικές και τα ταξικά συμφέροντα
που συγκρούονται, τις συμμαχίες που μπορούν να διαμορφωθούν, τις αντίστοιχες μορφές πάλης για να
συσπειρώνονται δυνάμεις και να συνειδητοποιούν την κύρια κατεύθυνση της πάλης.

Η διαλεκτική εδώ σύνδεση της τακτικής με τη στρατηγική, η υποταγή της τακτικής στη στρατηγική είναι
ολοφάνερο ότι αποτελεί τον κρίκο για την ανάπτυξη της επαναστατικής πάλης.

Οι αποφάσεις του 16ου Συνεδρίου εμπεριέχουν μαζί με τη μελέτη και γενίκευση της κατακτημένης πείρας και
τις βασικές κατευθύνσεις για τη λύση και αυτού του καθοδηγητικού προβλήματος.

γ) Αλλο στοιχείο που συνδέεται, εμπεριέχεται στις σχέσεις τακτικής, στρατηγικής και είναι κριτήριο
αποτελεσματικότητας της πολιτικής πάλης για ένα Κομμουνιστικό Κόμμα, αφορά την ικανότητά του να
οργανώνει την εργατική τάξη, τις λαϊκές μάζες.

Η διαφώτιση, η προπαγάνδα, η κυκλοφορία του «Ριζοσπάστη», η ανάπτυξη των κοινωνικών και πολιτικών
αγώνων πρέπει να προωθεί την οργάνωση των μαζών και κάθε αγώνας να ανεβάζει το επίπεδο οργάνωσης.
Είναι επίσης μια πολύ κρίσιμη πλευρά της πολιτικής πάλης. Αν μελετήσουμε προσεκτικά τη δράση μας θα
ανακαλύψουμε πολλά κενά, προβλήματα και λαθεμένες αντιλήψεις.

Το κύριο, σχετικά με το ζήτημα αυτό, για ένα Κομμουνιστικό Κόμμα είναι να εμπνέει με όλη του τη δράση τη
λαϊκή αυτενέργεια, τη λαϊκή πρωτοβουλία και οργάνωση, να στηρίζει και να ενθαρρύνει πρωτοπόρα στοιχεία
που υπάρχουν μέσα στο λαό. Να έχει εμπιστοσύνη στη δύναμη της εργατικής τάξης. Ολη η δράση του
Κόμματος να έχει ως πρακτικό αποτέλεσμα την οργάνωση των μαζών και ειδικά της εργατικής τάξης στα
συνδικάτα, αλλά και στο Κόμμα. Στην ευθύνη και φροντίδα του Κόμματος δεν είναι μόνο η οργάνωση στα
συνδικάτα, αλλά και η δημοκρατική τους λειτουργία, ο σωστός ταξικός τους προσανατολισμός.

Πάνω στη βάση αυτή το Κόμμα σήμερα, κάθε οργάνωση χρειάζεται να μελετήσει πιο συστηματικά πώς μέσα
στους αγώνες θα ενισχυθεί η λαϊκή πρωτοβουλία και αυτενέργεια και ειδικά της εργατικής τάξης σε μορφές
οργάνωσης και πάλης που να αντιστοιχούν όμως στο περιεχόμενο της σύγχρονης ταξικής πάλης. Το πρόβλημα
βέβαια αυτό δεν μπορεί να λυθεί εγκεφαλικά, γραφειοκρατικά. Θα λυθεί μέσα στον αγώνα και με τη
27
συμμετοχή των μαζών. Τα τελευταία χρόνια γεννήθηκαν πλούσιες μορφές οργάνωσης και πάλης μέσα ακριβώς
από αυτή τη διαδικασία. Αυτή η πείρα πρέπει και να μελετηθεί και να γενικευθεί από όλους τους τομείς δράσης
του Κόμματος στα πλαίσια της μελετημένης και ουσιαστικής σύνδεσης τακτικής και στρατηγικής.

δ) Η πολιτική πάλη θα αποκτά ζωντάνια και αποτελεσματικότητα, θα φωτίζει την προοπτική, θα ανοίγει δρόμο
στο βαθμό που θα οξύνει την ιδεολογική πάλη σε κρίσιμα μέτωπα και θα αποκαλύπτει εκείνες τις αντιλήψεις
και πρακτικές που εμποδίζουν ή καθηλώνουν τη λαϊκή πάλη.

Η συναίνεση, ο συμβιβασμός, η λογική της ταξικής συνεργασίας που κυριαρχεί στις ηγεσίες του
συνδικαλιστικού κινήματος είναι σήμερα σοβαρότατο εμπόδιο στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης και των
κοινωνικών συμμαχιών σε αντιιμπεριαλιστική, αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση. Είναι μια από τις κυριότερες
αιτίες της αποστράτευσης από την οργανωμένη μαζική πάλη και της υποταγής του συνδικαλιστικού κινήματος
στην αστική πολιτική.

Ο οπορτουνισμός είναι επίσης ισχυρή δύναμη που εμποδίζει την αλλαγή συνειδήσεων και καθηλώνει τη δράση
των μαζών στα όρια του κάθε φορά «εφικτού», «ρεαλιστικού» και «νόμιμου» κλπ. Οπως επίσης και ο
σύγχρονος αντικομμουνισμός με τη μορφή ιδιαίτερα της αντισοσιαλιστικής προπαγάνδας.
Η ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ ΠΡΟΫΠΟΘΕΤΕΙ ΤΗ ΣΩΣΤΗ ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΑΚΤΙΚΗΣ ΚΑΙ
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ

Η υλοποίηση της πολιτικής πρότασης του Κόμματος έχει ως αναγκαία προϋπόθεση την οικοδόμηση του
αντιιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού, δημοκρατικού μετώπου πάλης.

Το 16ο Συνέδριο επεξεργάστηκε παραπέρα την πολιτική του για προώθηση αυτού του καθήκοντος μέσα από
ένα σχετικά ολοκληρωμένο σχέδιο δράσης. Πρόκειται για κεφαλαιώδες ζήτημα και αφορά τη στρατηγική των
συμμαχιών σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Η τύχη του θα εξαρτηθεί από την ικανότητα και την ισχύ του
ΚΚΕ, αλλά και η ισχυροποίηση του ΚΚΕ εξαρτάται από την πρόοδο στην οικοδόμηση του Μετώπου.

Η εισήγηση της ΚΕ στο 16ο Συνέδριο σημειώνει: «Η προσυνεδριακή δουλειά ανέδειξε ότι υπάρχουν λαθεμένες
αντιλήψεις και κυρίως λειψή γνώση για το ποιες είναι οι κινητήριες δυνάμεις του αγώνα και του Μετώπου,
ποια είναι η κοινή βάση, πώς μπορεί να αντιμετωπισθούν οι υπαρκτές διαφορές».

Το κύριο που πρέπει να ξεκαθαριστεί είναι ότι η δημιουργία του Μετώπου θα είναι αποτέλεσμα της ταξικής
πάλης και όχι ένα εγκεφαλικό κατασκεύασμα.

Από την άποψη αυτή έχει πολύ μεγάλη σημασία το ζήτημα που θέσαμε στην αρχή. Η προβολή από όλο το
Κόμμα ενιαία της πολιτικής του πρότασης ως στοιχείο της καθημερινής πολιτικής δράσης σε όλα τα μέτωπα
της πάλης. Είναι η ατμομηχανή που θα ανοίγει το δρόμο, θα καλλιεργηθεί το έδαφος για να γεννηθεί και να
στεριώσει η συμμαχία των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, το Μέτωπο. Για να αναδειχτεί η εργατική
τάξη, με την οργάνωση και τη πάλη της, ο ηγέτης, η πρωτοπορία για ένα ισχυρό λαϊκό μέτωπο που θα
συμβάλει να «βγει στο προσκήνιο ο λαϊκός παράγοντας. Να διεκδικήσει την εξουσία, μαχητικά αντιμέτωπος με
την εγχώρια και διεθνή αντίδραση, που δε θα μείνει αδιάφορη μπροστά στον κίνδυνο να χάσει τον έλεγχο στη
χώρα».

Απαιτείται όμως, ταυτόχρονα, το Κόμμα σε όλα τα επίπεδα να αναπτύσσει τέτοιες πρωτοβουλίες και να
αξιοποιεί όλες τις δυνατότητες έτσι, ώστε να αναπτύσσεται και να δένει η συμμαχία των δυνάμεων που θα
απαρτίσουν το μέτωπο.

Η πείρα των χρόνων που πέρασαν μας βοηθάει, μας δείχνει το δρόμο πώς θα συνδυάζουμε σωστά την τακτική
με τη στρατηγική για την οικοδόμηση του Μετώπου. Είναι η τακτική των συσπειρώσεων σε μεγάλα μέτωπα
πάλης με πρωτοβουλία και από τα πάνω και από τα κάτω.

Το 16ο Συνέδριο γενικεύοντας αυτή την πείρα προσδιόρισε τα βασικά μέτωπα πάλης που πρέπει να
συγκεντρωθεί η κύρια προσοχή του Κόμματος.

28
Ο πόλεμος για παράδειγμα στη Γιουγκοσλαβία και οι πρωτοβουλίες που πήρε το Κόμμα βοήθησε να
συσπειρωθούν ευρύτατες δυνάμεις, αλλά και να γεννηθούν θετικές πρωτοβουλίες από άλλες δυνάμεις.

Το μέτωπο αυτό πρέπει τώρα να σταθεροποιηθεί, να διευρυνθεί μέσα στο λαό, να αναπτύσσεται πολύμορφα.
Να συνενώνει νέες δυνάμεις, να επιδιώκεται η συμμετοχή σε κοινή δράση πολιτικών δυνάμεων, κινήσεων που
δε συμφωνούν ή δεν έχει ωριμάσει ακόμα στη συνείδησή τους το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών με το ΝΑΤΟ
ή την ΕΕ που είναι η κύρια πηγή του πολέμου. Είναι ζήτημα συνεχούς μελέτης της πείρας που κατακτιέται για
να ισχυροποιηθεί, μέσα από τη πολυμορφία του, ένα πλατύ μέτωπο πάλης ενάντια στον ιμπεριαλισμό.

- Ανάλογη είναι και η εμπειρία από τη δημιουργία του Π.Α.ΜΕ. Η ανάγκη να απαλλαγεί το συνδικαλιστικό
κίνημα από την ταφόπλακα της γραφειοκρατίας και το συμβιβασμό συνένωσε διαφορετικές δυνάμεις σε ένα
μέτωπο πάλης. Εχουν δημιουργηθεί ορισμένες προϋποθέσεις για να περάσει ο αγώνας της εργατικής τάξης σε
ένα άλλο ανώτερο επίπεδο. Σε στόχους πάλης, οργάνωσης, συμμαχιών.

- Οι μεγάλοι αγώνες της αγροτιάς, της νεολαίας επίσης άνοιξε νέους δρόμους στην οργάνωση, στις μορφές
πάλης, αλληλεγγύης.

Με βάση αυτές τις εμπειρίες και τις κατευθύνσεις του 16ου Συνεδρίου θα χρειασθεί να μελετήσουμε καλύτερα
τα επόμενα βήματα, να δουλεύουμε συνεχώς την τακτική του αγώνα και των συσπειρώσεων στα μεγάλα
μέτωπα πάλης.

Ζητήματα τακτικής που αποκτούν αποφασιστική σημασία είναι:

- Επεξεργασία στόχων συσπείρωσης και πάλης που να δείχνουν την κατεύθυνση των αλλαγών που είναι
αναγκαίες, τις διαφορετικές πολιτικές που συγκρούονται, αλλά και την κοινότητα συμφερόντων ανάμεσα σε
διάφορα τμήματα της εργατικής τάξης και άλλων λαϊκών στρωμάτων.

Η κοινωνική ασφάλιση, για παράδειγμα, στις σημερινές συνθήκες δεν μπορεί να λυθεί προς όφελος των
εργαζομένων παλεύοντας ο κάθε ξεχωριστός κλάδος να λύσει το δικό του πρόβλημα χωρίς συντονισμό και
σύγκρουση με την κεντρική κατεύθυνση της κυβέρνησης, του ΣΕΒ, της ΕΕ. Εχει μεγάλη αξία εδώ η
επεξεργασία σωστής τακτικής και στην επεξεργασία κοινών στόχων, αλλά και στην υπερνίκηση των εμποδίων
που προκύπτουν από στενές συντεχνιακές αντιλήψεις, από κυβερνητικές παρεμβάσεις ή άλλα συμφέροντα και
εμποδίζουν την κοινή πάλη.

- Η επεξεργασία σωστής τακτικής για την ανάπτυξη των κοινωνικών συμμαχιών είναι επίσης ένα άλλο κρίσιμο
ζήτημα. Για παράδειγμα στον κλάδο τροφίμων και ποτών κυριαρχούν ορισμένες μονοπωλιακές επιχειρήσεις,
συνδεμένες με πολυεθνικές. Κατά ξεχωριστή επιχείρηση ο αγώνας είναι δύσκολος. Χρειάζεται συντονισμός
της πάλης σε όλο τον κλάδο. Από τη μονοπώληση της αγοράς δε θίγεται μόνο η εργατική τάξη, αλλά και η
αγροτιά, μικροϊδιοκτήτες στις πόλεις, οι εργαζόμενοι συνολικά ως καταναλωτές.

- Εχουν επίσης μεγάλη σημασία οι μορφές οργάνωσης, κοινής πάλης για να αποκτά σταθερότητα και
προοπτική η κάθε επιμέρους μικρότερη ή μεγαλύτερη συσπείρωση. Να αποκτά ρίζες στους τόπους δουλειάς,
μέσα στο λαό, τη νεολαία. Για παράδειγμα, οι συντονιστικές επιτροπές σωματείων, που γεννήθηκαν από τη
ανάγκη της πάλης, θα έχουν λόγο και βαρύτητα στον αγώνα της εργατικής τάξης, αν καταφέρνουν να
ενεργοποιούν εργατικές μάζες μέσα από κάθε επιμέρους σωματείο. Αν παραμείνουν ως μια συντονιστική
επιτροπή προέδρων ή διοικητικών συμβουλίων δε λύνουν κανένα ουσιαστικό πρόβλημα.

- Κατάκτηση της ικανότητας για συνεργασία και κοινή δράση με δυνάμεις που έχουν διαφορετικές αντιλήψεις,
νοοτροπίες, συμφέροντα σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Για παράδειγμα, το πρόβλημα της κοινωνικής
ασφάλισης δεν είναι μόνο πρόβλημα της εργατικής τάξης. Είναι γενικό κοινωνικό πρόβλημα, αφορά και άλλα
κοινωνικά στρώματα. Η κοινή πάλη δίνει δύναμη και αποκαλύπτει τον καθολικό χαρακτήρα του ζητήματος. Η
κοινή όμως πάλη έχει τις δυσκολίες της και χρειάζεται υπολογισμός της.

- Αυξημένη ικανότητα και επαγρύπνηση για την εξουδετέρωση των υπονομευτικών ενεργειών από τις
αντίπαλες δυνάμεις.
29
- Κάθε συσπείρωση θα αναπτύσσεται και στην πορεία θα συνδέεται με άλλα μέτωπα πάλης αν έχει στόχο της
την ανάπτυξη της μαζικής λαϊκής πάλης άμεσα μέσα από αγώνες μεγάλης κλίμακας σε πανελλαδικό,
περιφερειακό ή κλαδικό επίπεδο.

Η ανάπτυξη των μετώπων πάλης και συσπειρώσεων θα επιταχύνει τη δημιουργία του αντιιμπεριαλιστικού,
αντιμονοπωλιακού δημοκρατικού μετώπου πάλης, αλλά και μέσα από αυτή τη διαδικασία θα αποκτήσει και
όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα του επιτρέψουν να αναδειχθεί στην πολιτική πάλη, ως δύναμη ικανή να
αντιταχθεί στην κυριαρχία των μονοπωλίων, του ιμπεριαλισμού, να αμφισβητήσει την εξουσία τους νικηφόρα.

Ανεξάρτητα από την εξέλιξη της μιας ή της άλλης συσπείρωσης στο ένα ή στο άλλο μέτωπο πάλης ο
παράγοντας εκείνος που θα επιδράσει καθοριστικά στη σταθερότητα των βημάτων και στην ταχύτητα
οικοδόμησης του Μετώπου είναι η ανάπτυξη του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος και η αποφασιστική
ισχυροποίηση του ΚΚΕ και των ιδεών του στις γραμμές της εργατικής τάξης.
ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΠΟΥ ΝΑ ΥΠΗΡΕΤΕΙ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ ΣΤΟΧΟΥΣ
ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ

Η επιτυχημένη σύνδεση τακτικής και στρατηγικής απαιτεί μια σειρά αλλαγές στη λειτουργία των οργανώσεων
και των καθοδηγητικών οργάνων.

Στην εισήγηση της ΚΕ στο 16ο Συνέδριο και στις αποφάσεις δίνονται οι κύριες κατευθύνσεις αυτών των
αλλαγών: «Επείγει, χωρίς αναβολές και επίκληση όποιων υπαρκτών αντικειμενικών δυσκολιών, να δοθεί στη
εσωκομματική ζωή περιεχόμενο ζωντανό, πλούσιο, αποτελεσματικό. Να ανταποκρίνεται στη συνθετότητα και
τις απαιτήσεις των πολιτικών καθηκόντων».

Καθορίζονται επίσης και τα κριτήρια με βάση τα οποία θα κρίνεται το αποτέλεσμα. Αν η δράση στο χώρο κάθε
οργάνωσης συμβάλει στην άνοδο της οργάνωσης των λαϊκών μαζών, της πάλης τους στην ανάπτυξη της λαϊκής
πρωτοβουλίας και αυτενέργειες. Στη διάδοση των κομμουνιστικών ιδεών και αξιών ευρύτερα. Στην ικανότητα
των μελών και στελεχών να δουλεύουν με ευρύτερες δυνάμεις που δε συμφωνούν με το ΚΚΕ, αλλά
προβληματίζονται και αναζητούν δρόμους κοινής δράσης.

Πώς θα αλλάξει και θα βελτιωθεί σε αυτή την κατεύθυνση η λειτουργία; Να αποκτήσει μεγαλύτερη ζωντάνια,
αμεσότητα και δυναμισμό η καθημερινή λειτουργία και δράση του Κόμματος σε όλους τους κρίκους, όλων των
στελεχών και μελών. Συμβαίνει συχνά να εξαντλείται πολύς χρόνος σε εσωκομματικές διαδικασίες χωρίς να
υπάρχει το αντίστοιχο αντίκρυσμα, αποτέλεσμα στην πρακτική δράση. Παίρνονται αποφάσεις και χρειάζονται
νέες συνεδριάσεις για να μπουν σε υλοποίηση. Προγραμματίζονται συνεδριάσεις και τα θέματα που
συζητούνται να είναι αποσπασμένα από τη ζωή και τις τρέχουσες εξελίξεις. Είναι συχνό ακόμα το φαινόμενο
να μεταφέρονται από πάνω προς τα κάτω καθήκοντα και κατευθύνσεις χωρίς να υπολογίζονται οι
ιδιαιτερότητες, η πείρα του κάθε χώρου και οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για να υλοποιηθούν.

Γενικά έχουμε φαινόμενα στη λειτουργία που δε διευκολύνουν τη ζωντανή, άμεση σύνδεση του Κόμματος με
τις λαϊκές μάζες και τις ανάγκες τους, τη διατήρηση, ενίσχυση και παραπέρα ανάπτυξη των αγωνιστικών
δεσμών. Δεν ενθαρρύνουν τον προβληματισμό και την πρωτοβουλία, στο σχεδιασμό, στη δράση.

Πώς θα απαλλάξουμε τη λειτουργία μας από τις σοβαρές αυτές αδυναμίες; Τι πρέπει να γίνει για να
αντιπαλεύεται καθημερινά το πνεύμα ρουτίνας, τυποποίησης, απόσπασης, γενικολογίας,
αναποτελεσματικότητας;

Σε κάθε περίπτωση δεν πρόκειται να δοθούν πρακτικές απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά μεταφέροντας αυτές
τις διαπιστώσεις από όργανο σε όργανο ή δίνοντας γενικές οδηγίες να αλλάξουμε στυλ δουλειάς κλπ. - κλπ.

Η λύση βρίσκεται στην προσωπική ευθύνη κάθε στελέχους να αντιμετωπίζει και να λύνει σε κάθε στιγμή
πρακτικά αυτά τα ζητήματα, με βάση τις ειδικές αποφάσεις του Συνεδρίου στο ζήτημα αυτό, να καλλιεργεί τη
συλλογική επαγρύπνηση και ανησυχία και να διατηρεί ανοιχτό το μέτωπο με αδυναμίες, παραλείψεις, λάθη
προς κάθε κατεύθυνση. Να μη συμβιβάζεται με τα κακώς κείμενα.
30
Μερικές σκέψεις επιγραμματικά για παραπέρα προβληματισμό και συζήτηση:

- Μπορούν να γίνουν σοβαρές και γρήγορες αλλαγές στη λειτουργία και στον προσανατολισμό της δράσης των
οργανώσεων, αν οι Γραμματείς των οργανώσεων, τα Γραφεία, οι καθοδηγητές παρακολουθούν με μεγαλύτερη
ανησυχία τις εξελίξεις. Τα όργανα, οι ΚΟΒ, τα στελέχη, όχι μόνο στις συνεδριάσεις αλλά καθημερινά, πρέπει
να έχουν έντονη τη αίσθηση των αναγκών του λαού, των προβληματισμών, των διεργασιών που συντελούνται,
να εξετάζουν και παρακολουθούν τη δράση των άλλων πολιτικών δυνάμεων, να πιάνουν την επικαιρότητα.

Δεν μπορεί να προγραμματίζουμε και να συζητάμε έξω και μακριά από αυτά που συντελούνται γύρω μας.

Στη βάση αυτή μπορεί να γίνει πιο ουσιαστική και πιο αποτελεσματική η καθημερινή δράση του Κόμματος σε
όλους τους χώρους και τομείς δράσης. Με αυτή την έννοια ο «Ρ» είναι ο πιο άμεσος και πιο «έγκυρος»
καθοδηγητής.

Η ΚΕ στην εισήγησή της στο 16ο Συνέδριο θέτει ως εξής το πρόβλημα: «Τόσο η ΚΕ, όσο και τα καθοδηγητικά
όργανα των Περιοχών και Πόλεων, των Νομών, των Αχτίδων οφείλουν να έχουν μπροστά τους σε κάθε φάση
το σύνολο των εξελίξεων και των προβλημάτων που αφορούν τη οικονομία, τις αναπτυξιακές δυνατότητες και
τα προβλήματα των εργαζομένων και του λαού, τη δράση της άρχουσας τάξης και της κυβέρνησης, των
πολιτικών δυνάμεων, τις διεργασίες που γίνονται».

- Καλή προετοιμασία των συζητήσεων στα όργανα, στις ΚΟΒ. Χρειάζεται περισσότερη σκέψη πως θα
ενισχύεται η συζήτηση, ο προβληματισμός, η συμμετοχή στη λήψη της μιας ή της άλλης απόφασης, στην
επιλογής της μιας ή της άλλης τακτικής, στην ιεράρχηση των ζητημάτων κλπ. Εχει επόμενα μεγάλη αξία πώς
προετοιμάζονται τα θέματα και πώς οργανώνεται η συζήτησή τους. Μέσα στο Κόμμα υπάρχουν μεγάλες
εφεδρείες αναξιοποίητες και οι οποίες μπορούν να βγουν στην επιφάνεια αν δημιουργούμε συνεχώς κλίμα που
να ενθαρρύνει τον προβληματισμό και κυρίως την πρωτοβουλία μελών και στελεχών και στην επεξεργασία
των αποφάσεων, αλλά και στη δράση. Το κύριο και βασικό είναι να διασφαλίζεται η δραστήρια συμμετοχή
όλων των στελεχών και μελών του κόμματος, των ΚΟΒ στην προώθηση του καθήκοντος για την οικοδόμηση
του Μετώπου, για την ισχυροποίηση του Κόμματος στο κίνημα της εργατικής τάξης, γα την κομματική
οικοδόμηση.

- Η συστηματική εξαγωγή πολιτικών συμπερασμάτων από τη δράση, από το αποτέλεσμα της δράσης, από τους
αγώνες, δίνει ζωντάνια στη λειτουργία, εξασφαλίζει τη συνέχεια και επιτρέπει να παρακολουθούμε πιο άμεσα
και χειροπιαστά την πρόοδο των δεσμών του Κόμματος με την εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα, να
πλουτίζεται η πείρα σε ζητήματα τακτικής και χειρισμών.

- Η συλλογικότητα δεν πρέπει να εξαντλείται με μια τυπική συμμετοχή στη συνεδρίαση. Συλλογικότητα στην
προετοιμασία ζητημάτων ή στη λύση προβλημάτων, στη συζήτηση, στην υλοποίηση, στη μετάδοση της
συλλογικής πείρας.

Η αναζήτηση μεθόδων βελτίωσης της συλλογικής δράσης και κυρίως της μετάδοσης της συλλογικής πείρας
βοηθάει αποτελεσματικά στο να γενικεύεται η πείρα, να ανοίγονται νέοι δρόμοι στη σκέψη, στη δράση.

- Η γρήγορη ενημέρωση των μελών, οπαδών για μια σειρά ζητήματα, αποφάσεις, ενέργειες κλπ. είναι πολύ
κρίσιμο ζήτημα για την ενιαία, αποτελεσματική δράση. Η ταχύτητα των εξελίξεων, η συνθετότητα των
πολιτικών καθηκόντων και ο όγκος των καθηκόντων μας υποχρεώνουν να μελετήσουμε σε κάθε κρίκο της
κομματικής δουλειάς πιο ζωντανές, πιο απλές μορφές καθοδήγησης που διασφαλίζουν ταχύτητα ενημέρωσης
στις ΚΟΒ και ετοιμότητα αντίδρασης σε μεγάλα γεγονότα. Την ίδια αξία με την ενημέρωση έχει και η
αξιοποίηση των παρατηρήσεων σκέψεων, προτάσεων όχι μόνο των μελών, αλλά και φίλων, συναγωνιστών,
συνεργαζομένων.

 Η συνεχής φροντίδα για τη διεύρυνση του περίγυρου των ΚΟΒ, των στελεχών με νέους φίλους, οπαδούς, με
νέους αγωνιστές είναι ένα ακόμα ισχυρό μέσο που μπορεί να δώσει αμεσότητα, ζωντάνια, δυναμισμό στη

31
δράση. Και στον τομέα αυτό μπορούν να αναδειχτούν πιο πλούσιες μορφές άμεσης επικοινωνίας διαλόγου και
δράσης.

Θα μπορούσαμε να επεκταθούμε και σε άλλα ακόμα ζητήματα όπως στον έλεγχο των αποφάσεων και γενικά
της κομματικής δράσης που είναι ένα από τα πιο σπουδαία ζητήματα της καθοδηγητικής δουλειάς στην
πολιτική στελεχών της. Με τις παραπάνω επισημάνσεις επιδιώκουμε όχι να δώσουμε έτοιμες λύσεις, αλλά να
δώσουμε κυρίως το στίγμα των αλλαγών στη λειτουργία των οργάνων και των ΚΟΒ και των προσπαθειών που
πρέπει να κάνουμε σε αυτή την κατεύθυνση.

Αλλωστε στην εισήγηση της ΚΕ στο 16ο Συνέδριο και στις αποφάσεις δίνονται με τρόπο ολοκληρωμένο, οι
κύριες κατευθύνσεις για τις αλλαγές και προσαρμογές που είναι απαραίτητες προκειμένου να κατακτήσουμε
μια ανώτερη ποιοτικά καθοδηγητική ικανότητα.

Σε κάθε περίπτωση το κριτήριο των αλλαγών, των βελτιώσεων θα είναι τα αποτελέσματα στη δράση.
Αποτελέσματα που να ανταποκρίνονται στους πολιτικούς στόχους που έθεσε το 16ο Συνέδριο. «Ισχυρό ΚΚΕ,
γερά οργανωμένο και δυνατό. Πριν απ' όλα στους χώρους εργασίας με συνεχή ανάπτυξη και ανανέωση των
γραμμών του. Κόμμα ικανό να προωθήσει την οικοδόμηση του ΑΑΔΜ. Κόμμα ικανό να συμβάλει
αποφασιστικά στη αλλαγή της πνευματικής, κοινωνικής ατμόσφαιρας, ώστε ο λαός να κατανοήσει ότι έχει τη
δύναμη να επιβάλει το δίκιο του. Να γίνει ευρύτερη πεποίθηση η αναγκαιότητα του σοσιαλισμού, η ζωτικότητα
των ιδεών της κοινωνικής απελευθέρωσης, της διεθνιστικής αλληλεγγύης».
ΣημειώσειςΣημειώσεις

Ο Δημήτρης Γόντικας είναι μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ.

ΟΞΥΝΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΣΕΩΝ, ΕΔΑΦΟΣ ΓΙΑ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΕΙΣ


του Στέφανου Λουκά
2001 Τεύχος 1
Ιδεολογία - Πολιτική

Το 16ο Συνέδριο του ΚΚΕ με τις αποφάσεις του εξόπλισε τους κομμουνιστές και τις κομμουνίστριες για να
συνεχίσουν την πρωτοπόρο δράση στην παραπέρα ανάπτυξη της ταξικής πάλης. Οι συνθήκες που
διαμορφώνονται διεθνώς και στη χώρα μας κάθε άλλο παρά «ήρεμες» μπορούν να χαρακτηριστούν.

Στην απόφαση του 16ου Συνεδρίου «Για το Αντιιμπεριαλιστικό Αντιμονοπωλιακό Δημοκρατικό Μέτωπο»
γίνονται ορισμένες εκτιμήσεις για τη σύγχρονη καπιταλιστική πραγματικότητα, στις οποίες χρειάζεται να
σταθούμε.

«Στο κατώφλι του 21ου αιώνα οι διεθνείς εξελίξεις σημαδεύονται από τη βάρβαρη και απάνθρωπη επιχείρηση
του ιμπεριαλισμού να επιβάλει τη «νέα τάξη πραγμάτων» σε όλο τον κόσμο. Η ανθρωπότητα ζει ζοφερές
στιγμές, εξαιτίας της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας, που εκδηλώνεται σε έκταση και βάθος στην οικονομία,
τις εργασιακές σχέσεις, την κοινωνική πολιτική, στο πολιτικό σύστημα, τον ιδεολογικό, πολιτιστικό τομέα, τις
διεθνείς σχέσεις, το περιβάλλον (...).

Η δράση των μονοπωλίων συνοδεύεται από μια πρωτόγνωρη επίθεση στα δικαιώματα των εργαζομένων(...).

Καταστρέφονται και απαξιώνονται παραγωγικές δυνάμεις, ιδιαίτερα το ανθρώπινο δυναμικό. (...)Συνολικά,


εκδηλώνεται πιο έντονα ο αντιδραστικός χαρακτήρας του ιμπεριαλιστικού οικοδομήματος (...).

Το ενδεχόμενο να ζήσει η ανθρωπότητα μια παγκόσμια κρίση είναι υπαρκτό, καθώς έχει προχωρήσει σε
ανώτερο επίπεδο η κοινωνικοποίηση της εργασίας από τη μια και η συγκέντρωση του κοινωνικού πλούτου σε
όλο και λιγότερα χέρια από την άλλη (...).

Η όξυνση των ανταγωνισμών στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, η αυξανόμενη στρατιωτικοποίηση, οι πολύμορφες


εστίες πολέμου, η νέα κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών που ετοιμάζεται, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι λαοί
32
πρέπει να επαγρυπνούν, γιατί ο κίνδυνος για γενικευμένη σύρραξη παγκόσμιας σημασίας εξακολουθεί να
υπάρχει κι από μια άποψη να ενισχύεται».
ΔΥΣΟΙΩΝΕΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ

Οι πιο πάνω εκτιμήσεις επιβεβαιώνονται από την κατάσταση της καπιταλιστικής οικονομίας. Δε θα ήταν
υπερβολή να πούμε πως οι ίδιοι οι ιθύνοντες των κυρίαρχων τάξεων δείχνουν να καταλαμβάνονται από δέος
και επιδιώκουν να την αντιμετωπίσουν μετακυλίοντας τις αρνητικές συνέπειες στις πλάτες της εργατικής τάξης
και των άλλων λαϊκών στρωμάτων.

Δεν είναι τυχαίο ότι αρκετοί οικονομολόγοι -και όχι μόνο- εκτιμούν ως κρίσιμη χρονιά το 2001, αφού δεν
αποκλείουν την εμφάνιση του εφιάλτη της ύφεσης τόσο στην αμερικάνικη οικονομία, όσο και σε αυτήν της
Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Στον Οικονομικό Ταχυδρόμο (5.1.2001) αναφέρονται στοιχεία και εκτιμήσεις που προϊδεάζουν για το
ενδεχόμενο οικονομικής ύφεσης. «Εδώ και αρκετό καιρό, η ατμομηχανή της διεθνούς οικονομίας, που
υπήρξαν σταθερά οι ΗΠΑ και η οικονομία τους για τα 10 χρόνια που πέρασαν, κάνει περίεργους θορύβους.
Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι το τρίτο τρίμηνο του 2000 έδινε ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ 2,4%, ενώ το 1999
είχε κλείσει με ένα ασιατικό (προ της κρίσης εννοείται) 8,3%, έκανε πολλούς οικονομολόγους να μειώσουν
αισθητά τις προβλέψεις τους για το 2001 της αμερικάνικης οικονομίας. Η National Association of Business
Economic μιλάει για 3,4%, η Blue Chir Economic Indicators αναφέρει 3,1%, ο Stepfen Roach της Morgan
Stanley Dean Witter στοιχηματίζει σε 2,5%... Στον αμερικάνικο Τύπο πληθαίνουν οι διαμάχες για το αν θα
έχουν (και θα έχουμε) ομαλή ή ανώμαλη προσγείωση ή και καταστροφική προσγείωση, της οικονομίας».

Για την Ευρωπαϊκή Ενωση αναφέρεται ότι: «...ο ίδιος ο επίτροπος Σόλμπες σημειώνει: "Υπάρχει ο κίνδυνος
(ιδίως λόγω της αδυναμίας του ευρώ) να έχει εγκατασταθεί στην ευρωπαϊκή οικονομία μια μη ισόρροπη δομή
αύξησης του ΑΕΠ, όπου οι εξαγωγές και όχι η εγχώρια ζήτηση αποτελούν το πιο δυναμικό στοιχείο της
τελικής ζήτησης. Διαβάστε το, αυτό, με την αμερικάνικη οικονομία να παύει να λειτουργεί σαν σφουγγάρι
εισαγωγών καθώς και με τη διεθνή οικονομία σε αναταραχή, αν το δολάριο σκοντάψει". Πρέπει να πούμε ότι
το εμπορικό ισοζύγιο για την Ευρωπαϊκή Ενωση είναι θετικό ενώ για τις ΗΠΑ αρνητικό και μάλιστα αυξάνεται
αφού «βρισκόταν στα 20 δισ. δολάρια το μήνα στα μέσα του 1999, ξεπέρασε τα 30 δισ. δολάρια αρχές του
2000 και άγγιξε πλέον τα 35 δισ. δολάρια».

Αλλά δεν είναι μόνο αυτά τα σημάδια που ως ενδείξεις εμφανίζουν την καπιταλιστική οικονομία να περιμένει
περίοδο «ισχνών αγελάδων». Αλλωστε αυτό είναι ένα αντικειμενικό ενδεχόμενο στον κύκλο της κρίσης που
και τις αντιθέσεις οξύνει και παρεμβάσεις απαιτεί τόσο σε επίπεδο μονοπωλιακών ομίλων όσο και κρατικών
και διακρατικών μονοπωλιακών ρυθμίσεων έτσι που οι συνέπειες για το κεφάλαιο, (καταστροφή τμήματός
του), να είναι όσο το δυνατό λιγότερες, ενώ οι συνέπειες στο σύνολό τους να μεταφέρονται στις πλάτες της
εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Για παράδειγμα, δημοσίευμα της «Εξουσίας» (25.1.2001) αναφέρει ότι
«η Lucent Technologies, αμερικάνικη εταιρία και η μεγαλύτερη στον κόσμο που κατασκευάζει εξοπλισμό για
τον κλάδο των τηλεπικοινωνιών και του διαδικτύου, με απώλειες 1,6 δισ. δολάρια, προχώρησε στην απόλυση
16.000 εργαζομένων, προκειμένου να μειώσει το κόστος της και να επιστρέψει στην κερδοφορία». Στο ίδιο
δημοσίευμα αναφέρεται και άλλη αμερικάνικη εταιρία, η Time Warner η οποία απέλυσε 7.000 εργαζόμενους,
ενώ εκτιμάται ότι οι μαζικές απολύσεις στην General Motors (μείωσε το προσωπικό της κατά 10%), στη Ford
και στην Chrysler είναι «η κορυφή του παγόβουνου». Σημασία όμως έχει το σχόλιο σχετικά με τη «νέα
οικονομία», όπως την ονομάζουν. «Η νέα οικονομία είχε υποσχεθεί πριν από δύο περίπου χρόνια την πλήρη
απασχόληση, το τέλος των οικονομικών κρίσεων και συνεχείς εκρηκτικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Σήμερα
αποδεικνύεται ότι διατηρεί όλα τα «ελαττώματα» και τις αδυναμίες της παλιάς οικονομίας η οποία βρίσκεται
στην ίδια κατάσταση». Τι άλλη ομολογία χρειάζεται για να αποδειχτεί ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να
εξελίσσεται χωρίς κρίσεις; Εχει σημασία επίσης το γεγονός ότι «έγκυρα γερμανικά οικονομικά ινστιτούτα
έχουν προειδοποιήσει το Β. Ντούιζενμπεργκ ότι η «μάχη» εναντίον του πληθωρισμού με τη διεύρυνση των
ελαστικοποιημένων σχέσεων εργασίας και το διαρκές πάγωμα των αποδοχών συνιστά εσφαλμένη πορεία... Η
υγιής οικονομική ανάπτυξη... έχει ανάγκη τη διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς, της αγοράς εκείνης των
εκατοντάδων εκατομμυρίων πολιτών που έχουν κάποια απασχόληση, αμείβονται επαρκώς και ελπίζουν στην
προσωπική και κοινωνική άνοδό τους». Τέλος το ίδιο δημοσίευμα αναφέρει ότι «το φαινόμενο αυτό που

33
άρχισε να εμφανίζεται σήμερα στη νέα οικονομία (στις ΗΠΑ), είναι πιθανό να επεκταθεί τις επόμενες
βδομάδες και μήνες στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού» (στην Ευρωπαϊκή Ενωση).

Στον «Ριζοσπάστη» (27.1.2001) δημοσιεύτηκε η είδηση: «Σε εκποίηση της περιουσίας της και απολύσεις
χιλιάδων εργαζομένων προχωρά η «Ericsson», η τρίτη μεγαλύτερη εταιρία κατασκευής τηλεπικοινωνιακού
εξοπλισμού στον κόσμο.

Στο γενικότερο κατήφορο των τηλεπικοινωνιακών επιχειρήσεων -με μειώσεις κερδών και πτώση της τιμής των
μετοχών τους- μόλις δύο μέρες μετά την ανακοίνωση της «Deutsche Telecom» για ζημιές ενός δισ. ευρώ το
τελευταίο τρίμηνο 2000, η «Ericsson» ανακοίνωσε ότι τα προ φόρων κέρδη της για το τέταρτο τρίμηνο του
2000 έπεσαν κατά 46%.Σύμφωνα με ειδησεογραφικά πρακτορεία, προκειμένου να περιορίσει τις απώλειες, η
εταιρία ανακοίνωσε ότι πουλά τον τομέα της κατασκευής κινητών τηλεφώνων (με εργοστάσια σε Βραζιλία,
Μαλαισία, Σουηδία, Βρετανία και ΗΠΑ) σε εταιρία αμερικανικών συμφερόντων. Συνακόλουθα, θα μειωθούν
οι εργαζόμενοι της «Ericsson» στον κλάδο, σε 7.000 από 16.800 που είναι σήμερα».

Ολα τα παραπάνω δυσοίωνα για την καπιταλιστική οικονομία αποκαλύπτουν ότι οι εσωτερικές αντιφάσεις του
συστήματος είναι αξεπέραστες. Μια κραυγαλέα αντίφαση είναι ότι από τη μια μεριά με τις μαζικές απολύσεις
επιδιώκουν να σταματήσουν την πτώση του ποσοστού των κερδών και τις ζημιές, από την άλλη όμως δεν
έχουν τη δυνατότητα πραγματοποίησης των εμπορευμάτων λόγω αύξησης της ανεργίας, μείωσης των μισθών,
άρα αύξηση της φτώχιας. Αυτός ο φαύλος κύκλος απαιτεί κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων
παραγωγής.

Ταυτόχρονα, αυτή η πραγματικότητα οξύνει στο έπακρο τον ανταγωνισμό ανάμεσα στα μονοπώλια και τις
αντιθέσεις μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών εξαιτίας της υποστήριξης των «δικών τους μονοπωλίων» στην
κούρσα για τις αγορές και τις ενεργειακές πηγές παγκόσμια.
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΟΪΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΑΝΤΙΘΕΣΕΩΝ

Οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις εμφανίζονται αρκετά έντονες στον παγκόσμιο στίβο. Τόσο ανάμεσα στα
ιμπεριαλιστικά κέντρα, όσο και μέσα στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ενωση και μάλιστα στον ισχυρό πυρήνα της, το
γαλλογερμανικό άξονα. Η Σύνοδος Κορυφής της Νίκαιας, για την προοπτική της πολιτικής ενοποίησης,
απέδειξε ότι καθένα από τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη που ηγούνται στην Ευρωπαϊκή Ενωση προσαρμόζει
αυτή την υπόθεση στα ιδιαίτερα συμφέροντα του κεφαλαίου που υπηρετεί. Ετσι για τη μελλοντική μορφή της
Ενωσης, αλλά και τη διεύρυνσή της υπάρχουν για την ώρα οξύτατες αντιθέσεις, κυρίως ανάμεσα στη Γαλλία
και τη Γερμανία. Ο προσωρινός συμβιβασμός τους δε σημαίνει ότι στήθηκαν σταθερές γέφυρες στο χάσμα, ότι
λειάνθηκε το έδαφος για την πορεία της ενοποίησης. Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Οι προσωρινοί
συμβιβασμοί, ως καπάκι στο καζάνι των αντιθέσεων που κοχλάζει μάλλον αυξάνουν την ενέργειά τους και
κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει το επόμενο ξέσπασμα.

Αλλά και η υπόθεση των βομβών απεμπλουτισμένου ουρανίου αποδεικνύει ότι υποβόσκουν χοντρές κόντρες
ανάμεσα στις δυο όχθες του Ατλαντικού, που ήρθε ο καιρός να κάνουν την εμφάνισή τους και είναι αβέβαιο
πού θα οδηγήσουν. Μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης βρήκαν ξαφνικά αφορμή
να οξύνουν ένα ζήτημα που έτσι και αλλιώς γνώριζαν, όταν ομόφωνα αποφάσιζαν τη νέα δομή και το δόγμα
του ΝΑΤΟ, τον πόλεμο ενάντια στην ΟΔ Γιουγκοσλαβίας.

Μήπως, λοιπόν, γίνεται λιγότερο ανεκτή η κορυφή της ΝΑΤΟϊκής πυραμίδας από ορισμένους εταίρους;
Μήπως τα ιμπεριαλιστικά κράτη ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ενωσης ασφυκτιούν από το σημερινό μεταξύ των δύο
κέντρων στάτους κβο στα πλαίσια της στρατιωτικοπολιτικής λυκοσυμμαχίας, σε συνθήκες διαφαινόμενης
ύφεσης και οξύτατου ανταγωνισμού; Στην πορεία του εδαφικού μοιράσματος της λείας που από κοινού
κατακτούν και που δεν έχει ακόμη τελειώσει; Ετσι και αλλιώς το μοίρασμα γίνεται και ξαναγίνεται όπως και οι
ανακατατάξεις ανάμεσα στα μονοπώλια. Και βεβαίως οι ανταγωνισμοί συνυπάρχουν με τους συμβιβασμούς
αλλά καθορίζονται από τις διαφορετικές διεκδικήσεις ανάμεσα στα μονοπώλια και τα ιμπεριαλιστικά κράτη,
ανάλογα με τη δύναμή τους.

Θα παρατηρήσουμε όμως ότι η στιγμή που εκδηλώνεται η διαφωνία χρονικά συμπίπτει με τη διαμόρφωση του
ιμπεριαλιστικού ευρωστρατού και ενισχύει την τάση που απαιτεί το ιμπεριαλιστικό κέντρο που λέγεται
34
Ευρωπαϊκή Ενωση, να αποκτήσει ολοκληρωτική στρατιωτικοπολιτική αυτοτέλεια στη δράση του από το άλλο
ιμπεριαλιστικό κέντρο, τις ΗΠΑ.
ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΚΥΚΛΩΝΑ;

Το πώς θα εξελίσσεται βήμα το βήμα αυτή η πραγματικότητα δεν είναι εύκολο να το προδιαγράψουμε.
Αλλωστε η παρακολούθησή της είναι αναγκαία, προκειμένου το εργατικό κίνημα να παρεμβαίνει στην όξυνση
των αντιθέσεων προς όφελός του. Και δε χρειάζεται να επαναλάβουμε ότι αυτές οι εξελίξεις επιδρούν στην
Ελλάδα αποφασιστικά, οξύνοντας τις αντιθέσεις, αφού οι συνέπειες είναι πολλαπλάσια βαριές, λόγω της
υποδεέστερης θέσης της στο ιμπεριαλιστικό σύστημα.

Στο δημοσίευμα του «Οικονομικού Ταχυδρόμου» (5.1.2001) για την Ελλάδα αναφέρονται και τα εξής: «Την
ίδια στιγμή, με πρόδηλη δυσαρέσκεια, (...) αρχίζουν να καταγράφονται από την Τράπεζα της Ελλάδας νέας
εποχής προβλήματα στο ισοζύγιο πληρωμών. Που δεν είναι μόνο ότι αυξανόταν το έλλειμμά του με πάνω από
15%, κατά τη διάρκεια του 2000, αλλά και ότι η δομή των εξαγωγών (οι οποίες εμφανίζουν βελτίωση που
αγγίζει το 25%) απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Και είναι,
ασφαλώς, θετικό το ότι τελικά αναπτύχθηκαν οι βαλκανικές και άλλες γειτονικές εξαγωγές, βοηθούσης και της
χαμηλής ισοτιμίας του ευρώ: όπως όμως έδειξε παλαιότερα και ο ενθουσιασμός με τις αραβικές αγορές, αυτή η
ανακατεύθυνση μακριά από τις δύσκολες και απαιτητικές ευρωπαϊκές αγορές, στην αμέσως επόμενη στροφή
πληρώνεται... (...) Τα τελευταία χρόνια, συνηθίσαμε να θεωρούμε αυτονόητες τις εισροές κεφαλαίων (...) Και
είναι αλήθεια ότι (...) αρκετοί ξένοι έπαιρναν θέσεις τελευταίας στιγμής στα χαρτιά του Ελληνικού Δημοσίου
προτού το ελληνικό χρέος «γίνει ευρώ». Καθώς όμως το χρηματιστηριακό 2000 έκλεισε τελικά καταστροφικά,
και η διστακτικότητα των ξένων μετά τις αποκαρδιωτικές εξελίξεις σε ιδιωτικοποιήσεις, Τράπεζες, ΟΤΕ
συνεχίστηκε έναντι της ελληνικής αγοράς, αρχίζει να δημιουργείται αληθινά ζήτημα τι θα φέρει κεφαλαιακές
εισροές στο άμεσο μέλλον».

Τα παραπάνω καταγράφουν προβληματισμούς και ανησυχίες -πιστεύουμε ευρύτερες από τα όρια ανησυχιών
ενός αρθρογράφου- για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Ενδεχόμενη ύφεση στην οικονομία των ΗΠΑ ή
της Ευρωπαϊκής Ενωσης πώς θα επιδράσει στην Ελλάδα; Για παράδειγμα, ποιες συνέπειες θα υπάρξουν μετά
την κατάσταση στην «Ericsson», με δεδομένες τις σχέσεις της με ΟΤΕ, PANAFON κλπ.; Αντικειμενικά οι
κραδασμοί της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας με την αναιμική ανάπτυξη των προηγούμενων χρόνων, θα
είναι μεγαλύτεροι. Δεν είναι τυχαία η επίσπευση των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων στις εργασιακές
σχέσεις, σε μια σειρά τομείς (υγεία, κοινωνική ασφάλιση κλπ.), με στόχο τη μείωση της τιμής της εργατικής
δύναμης.

Υπάρχει λοιπόν γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη της δράσης μας με βάση τις αποφάσεις του 16ου Συνεδρίου.
Για να δημιουργούμε βήμα το βήμα όλες εκείνες τις προϋποθέσεις με τις οποίες η εργατική τάξη, ο λαός θα
βγαίνει ολοένα και πιο οργανωμένα, μαχητικά στο προσκήνιο των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων.
«ΥΠΟ ΤΟ ΦΩΣ» ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΟΥ 16ου ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

Στην απόφαση του 16ου Συνεδρίου για το Μέτωπο, εκτιμάται ότι: «Στην Ελλάδα υπάρχει έδαφος για την
εμφάνιση μιας πιο οξυμένης λαϊκής δυσαρέσκειας, που μπορεί, κάτω από προϋποθέσεις, να επιδράσει θετικά
στη συσπείρωση και αντεπίθεση, για βαθύτερες αλλαγές στο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Είναι ορατές οι
θετικές διεργασίες, ενώ κυοφορούνται και άλλες, ιδιαίτερα μέσα στα λαϊκά στρώματα. Το γεγονός ότι
ωριμάζουν αλλαγές, ότι γίνονται διεργασίες, φαίνεται και από κινήσεις για να αναδιαμορφωθεί το πολιτικό
σκηνικό, χωρίς να διαταραχτεί η πορεία των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και η συμμετοχή της Ελλάδας
στα πιο επιθετικά σχέδια του ιμπεριαλισμού. Η άρχουσα τάξη στηρίζει και ενθαρρύνει, εκτός από την
εναλλαγή των δύο βασικών κομμάτων της στην κυβερνητική εξουσία, και άλλες κινήσεις δεξιά και αριστερά,
τις οποίες προορίζει ως αναχώματα στη ριζοσπαστικοποίηση του λαού, στην πολιτική συμμαχιών, που έχει
ανάγκη σήμερα ο λαός. Το φαινόμενο των αναχωμάτων δε θα σταματήσει. Θα επανεμφανίζεται με διάφορες
μορφές, όσο το κίνημα θα δυναμώνει, όσο η συγκρότηση του Μετώπου προχωρά και βρίσκει έδαφος στις
ανάγκες και στην πείρα του λαού».

Οι εκτιμήσεις αυτές επιβεβαιώνονται καθημερινά και από τις διεργασίες στο πολιτικό σκηνικό. Ανησυχεί η
αστική τάξη για τη δυνατότητα του πολιτικού της συστήματος να προωθεί τις αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις.
Δεν είναι καθόλου τυχαία η επιλογή της στιγμής από το Δ. Αβραμόπουλο για την αναγγελία ίδρυσης νέου
35
κόμματος του κατεστημένου. Οπως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι αναζωπυρώθηκαν τα σενάρια περί του
εκλογικού νόμου και οι έντονες διεργασίες σε ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, αλλά και στο ΣΥΝ. Η ανάγκη του αστικού
πολιτικού συστήματος για απρόσκοπτη λειτουργία απαιτεί και «αναχώματα» ως εμπόδια στη
ριζοσπαστικοποίηση των λαϊκών συνειδήσεων, απαιτεί ακόμη και αυτός ο θεσμός του αστικού Κοινοβουλίου,
ο τρόπος ανάδειξης των εκπροσώπων του να αποκλείει την εκπροσώπηση της εργατικής τάξης, τη φωνή του
λαού, έστω και αν μέσα από τη Βουλή, αυτή άμεσα δεν μπορεί να επιδρά αποφασιστικά ανατρεπτικά προς
όφελος των συμφερόντων του.

Παρ' όλ' αυτά ήδη οι μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, τους ΝΑΤΟϊκούς
ιμπεριαλιστές και τους ντόπιους συνοδοιπόρους τους, με αφορμή τις δολοφονικές συνέπειες από τις
ραδιενεργές βόμβες απεμπλουτισμένου ουρανίου, συνεχίζονται. Ηδη αναπτύσσεται ένα πλατύ πολύμορφο
κίνημα, πλατιές λαϊκές πρωτοβουλίες που μπορούν να θεμελιώνουν και να αποκρυσταλλώνουν τη συγκρότηση
αντιιμπεριαλιστικής συσπείρωσης. Το ίδιο ισχύει και σε άλλα μέτωπα, όπως η εναντίωση στο δασοκτόνο
άρθρο 24 του Συντάγματος που μεταρρυθμίζεται, στο μεγάλο μέτωπο της υγείας, αλλά και στα προβλήματα
της φτωχής αγροτιάς για τα οποία συσπειρώνονται και παλεύουν φορείς συνδικαλιστικές οργανώσεις της
εργατικής τάξης, των ΕΒΕ, η νεολαία σε διάφορα σημεία της Ελλάδας. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι το
πεδίο των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων αναμένεται θερμό.

Αλλωστε, και το 2000, αν και χρόνος εκλογών που τα αστικά κόμματα φάνηκαν ενισχυμένα, επιφύλαξε
δυσάρεστα μαντάτα για το κατεστημένο, αφού οι εργατικές κινητοποιήσεις, ιδιαίτερα μέσα στον Οκτώβρη και
το Νοέμβρη, ήταν σημαντικές από άποψη συμμετοχής, περιεχομένου και ταξικού προσανατολισμού.

Γι' αυτό και δεν είναι τυχαία η αναταραχή στο πολιτικό σκηνικό. Δε φοβούνται σήμερα την εκλογική δύναμη
του ΚΚΕ, αλλά τη δυναμική της πολιτικής του σε συνδυασμό με τα αντικειμενικά γεγονότα που
δημιουργούνται από την άκρατη επιθετικότητα της πολιτικής των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού. Με
δεδομένη την πολιτική και τη δράση του ΚΚΕ υπολογίζουν σοβαρά μια γενικευμένη αμφισβήτηση, που μπορεί
να πάρει στο μέλλον διαστάσεις συγκρότησης της μεγάλης λαϊκής κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας με πολιτικό
προγραμματικό περιεχόμενο τη λαϊκή οικονομία και εξουσία.

Αλλωστε, υπάρχει, έστω και μικρή, ανάλογη θετική εμπειρία, ιδιαίτερα τα δυο τελευταία χρόνια (υπόθεση
Οτσαλάν, πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία, πανεργατικές κινητοποιήσεις, κλπ.), όπου «η δράση του Κόμματος
συνέβαλε, ώστε να συναντά εμπόδια η νεοφιλελεύθερη επέλαση, η αντιλαϊκή πολιτική και η ταξική
συνεργασία, που προωθούν οι πολιτικοί εκφραστές των μονοπωλίων και της ευρωΝΑΤΟικής υποταγής.
Βοήθησε να αναπτυχθούν θετικές διεργασίες και διαφοροποιήσεις, που εκφράστηκαν στους αγώνες που
αναπτύχθηκαν, στις συσπειρώσεις και τις συνεργασίες γύρω από αντιιμπεριαλιστικούς - αντιμονοπωλιακούς
στόχους και αιτήματα». (Απόφαση του 16ου Συνεδρίου «Για τα καθήκοντα του Κόμματος ως το 17ο Συνέδριό
του»).
ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΑΛΗΣ ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗΣ

Στο 15ο Συνέδριο, το Κόμμα, με το Πρόγραμμά του, έλυσε σωστά στις σύγχρονες διεθνείς και εσωτερικές
συνθήκες το θεμελιακό για ένα κόμμα της εργατικής τάξης ζήτημα, τη στρατηγική και τακτική και τη μεταξύ
τους σχέση. Εκτίμησε ότι ο χαρακτήρας της επανάστασης στην Ελλάδα θα είναι σοσιαλιστικός. Καθόρισε την
αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή δημοκρατική γραμμή πάλης, ως τη γραμμή συσπείρωσης της μεγάλης
πλειοψηφίας του λαού στην υπεράσπιση και διεκδίκηση των συμφερόντων του και ως το δρόμο προσέγγισης
και -κάτω από προϋποθέσεις- πραγματοποίησης του περάσματος στο σοσιαλισμό. Ταυτόχρονα καθόρισε το
χαρακτήρα του αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού δημοκρατικού μετώπου, ως κοινωνικοπολιτική
συμμαχία που παλεύει ενάντια στην πολιτική και την εξουσία των μονοπωλίων στην Ελλάδα, ενάντια στον
ιμπεριαλισμό.

Με το 16ο Συνέδριο, οι επεξεργασίες του Προγράμματος προχωρούν παραπέρα. Πρώτ’ απ’ όλα, η παραπέρα
επεξεργασία της σχέσης του Μετώπου με τη λαϊκή εξουσία, που είναι θεμελιακό ζήτημα, φωτίζει πολύπλευρα
την πολιτική διέξοδο για την εργατική τάξη και τους συμμάχους της. Ταυτόχρονα, η παραπέρα επεξεργασία
του προγράμματος της λαϊκής οικονομίας είναι εξίσου σημαντική, αφού τεκμηριώνει το οικονομικό πλαίσιο,
την αναγκαία βάση για να εξαλειφθούν τα βασανιστικά λαϊκά προβλήματα και να ικανοποιούνται οι υλικές και
πνευματικές ανάγκες του λαού, σύμφωνα με τις δυνατότητες που δίνει η ανάπτυξη των μέσων παραγωγής και
36
της επιστήμης. Δείχνει την κατεύθυνση της πάλης, δίνει τη βάση για επεξεργασία συγκεκριμένων στόχων
πάλης στο κίνημα. Ετσι μπορεί να συνδέεται σωστά η ταξική πάλη για τη διεκδίκηση λύσεων στα μεγάλα
κρίσιμα προβλήματα με την προοπτική, αναδεικνύοντας την αναγκαιότητα της λαϊκής εξουσίας -που για το
ΚΚΕ είναι η σοσιαλιστική εξουσία- ως τη μοναδική για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των άλλων
καταπιεσμένων πολιτική διέξοδο.

Οι αποφάσεις του 16ου Συνεδρίου κάνουν πιο εμπεριστατωμένη στις σύγχρονες συνθήκες την πολιτική των
συμμαχιών. Οι επεξεργασίες για το Μέτωπο, εφόσον σωστά αξιοποιούνται στη δράση των κομμουνιστών,
δημιουργούν προϋποθέσεις απεγκλωβισμού δυνάμεων, χειραφέτησής τους από την πολιτική του κατεστημένου
και συσπείρωσής τους στον πόλο που αγωνίζεται με σκοπό την ανατροπή της πολιτικής και της εξουσίας του
συστήματος που σαπίζει.

Η καθημερινή μας δράση γι' αυτά τα ζητήματα θα ενισχύει το ίδιο το Κόμμα. Το ΚΚΕ, ιδεολογικοπολιτικά
ενισχυμένο και ενωμένο πάνω στο Πρόγραμμά του, το Καταστατικό του και τις αποφάσεις του 16ου Συνεδρίου
του, απόκτησε πιο ισχυρή βάση για επιταχυνόμενη κίνηση προς τα μπρος. Δεν είναι τυχαίο ότι ενοχλεί την
ολιγαρχία, όχι γενικά η ιδεολογικοπολιτική του ενότητα, αλλά η θεμελίωσή της στις αρχές του, στη σωστή
στρατηγική και τακτική και στη μεταξύ τους σχέση.

Από αυτήν την άποψη και για την αποτελεσματική δουλιά με βάση τις αποφάσεις, η συζήτηση για τη δράση
στα καθοδηγητικά όργανα και τις ΚΟΒ, μπορεί και πρέπει να γίνεται πρώτ' απ' όλα στο περιεχόμενο της
πολιτικής μας στα μέτωπα πάλης, να εξασφαλίζεται η ιδεολογική στήριξη των θέσεων, αλλά και των στόχων
πάλης, η σχέση τους με την εναντίωση στη στρατηγική του κεφαλαίου, γιατί έτσι μόνο μπορεί να αναδείχνεται
το πολιτικό πρόβλημα και η διέξοδος. Ο σχεδιασμός για την ανάπτυξη της πάλης σε αυτά τα μέτωπα
περιλαμβάνει ως βασικό στοιχείο το «σε ποιους απευθυνόμαστε», ώστε να ανοίγεται ο δρόμος για
συσπειρώσεις που θα συμβάλουν και στο χτίσιμο Μετώπου. Σε αυτήν τη διαδικασία, επίσης, θα ενισχύεται και
ο ιδεολογικοπολιτικός εξοπλισμός, αφού π.χ. μια αχτιδική οργάνωση, μια ΚΟΒ, για να παλεύει
αποτελεσματικά ενάντια στις αναδιαρθρώσεις, πρέπει να στηρίξει ιδεολογικοπολιτικά ότι αυτή η στρατηγικής
σημασίας πολιτική για το κεφάλαιο μειώνει την τιμή της εργατικής δύναμης.
ΔΟΥΛΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΕΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

Στην απόφαση του 16ου Συνεδρίου για τα καθήκοντα του Κόμματος αναφέρεται ότι χρειάζεται: «Να
αναληφθούν πρωτοβουλίες και να γίνει συστηματική προσπάθεια, να διαμορφωθούν επιμέρους μέτωπα πάλης
γύρω από αντιιμπεριαλιστικούς αντιμονοπωλιακούς στόχους και αιτήματα, μέτωπα συσπείρωσης ευρύτερων
δυνάμεων που ορθώνουν ανάστημα στην πολιτική που ακολουθείται, διευκολύνουν τη συγκέντρωση
δυνάμεων, επιταχύνουν διεργασίες, ενισχύουν τις προϋποθέσεις για τη συγκρότηση του ΑΑΔΜ». Βεβαίως
στην ίδια απόφαση καθορίζονται με σαφήνεια αυτά τα μέτωπα πάλης.

Ενα παράδειγμα: Πώς μπορούμε να δουλέψουμε αποτελεσματικά, σύμφωνα με την πιο πάνω κατεύθυνση, στο
μέτωπο που άνοιξε με αφορμή τις συνέπειες των βομβαρδισμών με όπλα απεμπλουτισμένου ουρανίου;

Οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι είναι συνέχεια της ιμπεριαλιστικής πολιτικής και αυτή πρέπει να καταργηθεί, για
να καταργηθούν οι πόλεμοι. Αλλά κατάργηση της ιμπεριαλιστικής πολιτικής σημαίνει κατάργηση του
χρηματιστικού κεφαλαίου, των μονοπωλίων, δηλαδή του καπιταλισμού στο ανώτατο στάδιό του. Ολες οι ως
τώρα εγκληματικές αποκαλύψεις πρέπει να αξιοποιούνται, ώστε να αντιδράσουν οι λαοί ενάντια στις
κυβερνήσεις τους, ενάντια στην πολιτική και την εξουσία του μεγάλου κεφαλαίου. Σαν στοιχείο πρέπει να
επιδρά στη συνείδηση των λαϊκών μαζών, έτσι που να κατανοείται η αναγκαιότητα ανατροπής του
χρηματιστικού κεφαλαίου από την εξουσία και αυτό μπορεί να εξασφαλίζεται μόνο αν υπάρχει πρακτική
δράση, ταξικός αγώνας, στόχοι πάλης επεξεργασμένοι κατάλληλα.

Εδώ καθοριστικός είναι ο ρόλος των κομμουνιστών. Μαζί με άλλες αντιιμπεριαλιστικές δυνάμεις πρέπει να
δρουν έτσι ώστε η λαϊκή αγανάκτηση και η δυσαρέσκεια, ακόμη και η αμηχανία ορισμένων τμημάτων του
λαού για το πώς πρέπει να αντιδράσει, να μετατρέπονται σε ταξικό μίσος που θα εκφράζεται στους αγώνες
ενάντια στον ιμπεριαλισμό και πιο συγκεκριμένα ενάντια στην πολιτική και την εξουσία της άρχουσας τάξης
στην Ελλάδα. Η διαδικασία δεν είναι μονόπρακτη. Οι λαϊκές δυνάμεις θα συσπειρώνονται σε πολιτική βάση,
διεκδικώντας στόχους που αντιτίθενται στην κυρίαρχη πολιτική, αποκομίζοντας πείρα απ' αυτή τη διαδικασία,
37
για να συνεχίσουν ακόμη πιο αποφασιστικά στο ίδιο μέτωπο πάλης με διαφορετικό ίσως περιεχόμενο αλλά
στην ίδια πάντα κατεύθυνση.

Το κόμμα μας καθόρισε πέντε άξονες συσπείρωσης και πάλης που μπορούν να αποτελέσουν σημείο
συνάντησης πλατιών κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων. Αναπτύσσει το ίδιο δράση στο πλαίσιο που καθορίζουν,
στηρίζοντας ταυτόχρονα ανάλογες άλλες πρωτοβουλίες σε αυτή τη βάση. Αυτοί είναι:

1. Να γυρίσουν εδώ και τώρα τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα από τη Βοσνία και το Κοσσυφοπέδιο και να
μην αντικατασταθούν από άλλες δυνάμεις.

2. Να σταματήσει η οποιαδήποτε συμμετοχή της χώρας σε νέους πολεμικούς γύρους, που ετοιμάζονται. Ούτε
ένας φαντάρος να μη δεχτεί να γίνει μισθοφόρος.

3. Να καταστραφούν όλα τα πυρηνικά όπλα, να φύγουν οι ξένες βάσεις και στρατιωτικές εγκαταστάσεις από τη
χώρα και τα Βαλκάνια.

4. Να υπάρξει σύγχρονος ιατρικός έλεγχος όλων των στρατιωτών, πολιτών και φοιτητών. Να επιστρέψουν οι
Ελληνες φοιτητές. Να παρθούν μέτρα αποκατάστασης του περιβάλλοντος από την ΕΕ.

5. Να συγκροτηθεί διακομματική επιτροπή της Βουλής για την παραπέρα, ουσιαστική και σε βάθος, εξέταση
των συνεπειών και την ανάδειξη των εγκληματικών πολιτικών ευθυνών.

Αυτοί οι στόχοι διεκδίκησης, ως ενιαίο πλαίσιο γίνονται αιχμή της λαϊκής πάλης. Αλλά ως τεκμηρίωση αυτής
της απαίτησης δεν πρέπει να θεωρείται μόνο ή κυρίως ο κίνδυνος του καρκίνου, οι δραματικές συνέπειες στο
περιβάλλον, τη διατροφική αλυσίδα, όσο και αν ως αφορμή είναι υπαρκτός. Ο ελληνικός στρατός στα
Βαλκάνια είναι τμήμα του ΝΑΤΟϊκού στρατού κατοχής και υπηρετεί τα συμφέροντα της ελληνικής
ολιγαρχίας, συνυφασμένα με τα ευρωαμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή. Το σύνθημα «κανένας φαντάρος
έξω από τα σύνορα», να μην ξαναγίνει αποστολή στρατού, ούτε επαγγελματικού έξω από την Ελλάδα σημαίνει
καμιά συμμετοχή σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Σε τελευταία ανάλυση, επεμβάσεις, στρατός έξω από τα
σύνορα, σημαίνει ενίσχυση της εκμετάλλευσης γειτονικών λαών από το διεθνοποιημένο ελληνικό κεφάλαιο.
Και η εργατική τάξη, ο λαός μας πρέπει να αγωνίζεται έτσι που να δυσκολεύει τη δράση του, να οξύνει τις
αντιθέσεις. Από δω ξεκινά η ταξική ουσία του πλαισίου δράσης που καθόρισε το ΚΚΕ και που έχει επίσης
βαθιά διεθνιστικό περιεχόμενο γιατί διευκολύνει την πάλη των βαλκανικών λαών. Δημιουργεί δυσκολίες στη
ΝΑΤΟϊκή δράση στην περιοχή, δυσκολεύει τις σχέσεις της κυβέρνησης και της άρχουσας τάξης με το ΝΑΤΟ.
Αυτός πρέπει να είναι ο προσανατολισμός δράσης των οργάνων και των ΚΟΒ σε αυτό το μέτωπο, σε
συνδυασμό με την πάλη για να φύγει το ΝΑΤΟ από τα Βαλκάνια, να φύγει η Ελλάδα από το ΝΑΤΟ, μέσα από
τις επιτροπές του φιλειρηνικού αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, από άλλες κοινωνικές μαζικές οργανώσεις, με
την προσπάθεια συσπείρωσης των γονιών των στρατευμένων, με τη βοήθεια στην ΚΝΕ για την ενίσχυση του
κινήματος της νεολαίας για ανάλογες πρωτοβουλίες. Η πείρα ως τώρα έδειξε ότι μπορούν να συσπειρώνονται
διάφοροι παράγοντες από το χώρο των Γραμμάτων και των Τεχνών, της Επιστήμης, της διανόησης γενικότερα,
οι νομικοί, οι σύλλογοι γυναικών κλπ. Αλλά πρώτ’ απ’ όλα αυτό το μέτωπο πάλης είναι υπόθεση της εργατικής
τάξης και του οργανωμένου συνδικαλιστικού της κινήματος. Συνδικαλιστικές οργανώσεις της εργατικής τάξης
με πρωτοβουλίες των ταξικών δυνάμεων που συσπείρωσαν ευρύτερες δυνάμεις, προχώρησαν σε δράση. Αυτή
χρειάζεται να γίνει πιο αποφασιστική και επίμονη, να μπουν στην πάλη δυνάμεις που συμφωνούν μεν σε
επίπεδο ψηφισμάτων με το πλαίσιο που προτείνουμε, αλλά μένουν ως εκεί.

Οι άξονες δράσης, με αφορμή το πρόβλημα με το απεμπλουτισμένο ουράνιο, γίνονται κρίκος να ξεδιπλωθεί η


αντιιμπεριαλιστική πολιτική, να δημιουργούνται συσπειρώσεις, να αναπτύσσεται δράση σε αντίθεση με την
κυρίαρχη πολιτική και ταυτόχρονα, να δίνεται συνέχεια στην πάλη του λαού μας που ξεκίνησε -ας το πούμε
έτσι- από τον πόλεμο και συνεχίζεται με το ίδιο πολιτικό περιεχόμενο και προσανατολισμό, αλλά με αιτήματα
που η ίδια η ζωή αναδεικνύει.

Ανάλογα μπορούμε και πρέπει να δρούμε σε όλα τα μέτωπα πάλης που καθορίζουν οι αποφάσεις του 16ου
Συνεδρίου. Με αυτή την τακτική μπορούμε να συμβάλλουμε στη συγκέντρωση λαϊκών δυνάμεων ενάντια στην
κυρίαρχη πολιτική, στο άνοιγμα του δρόμου κοινής δράσης διαφορετικών κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων και
38
κινημάτων, στην κατάχτηση πείρας και τη συνειδητοποίηση της ανάγκης συγκρότησης του ΑΑΔΜ για την
προοπτική της λαϊκής οικονομίας και λαϊκής εξουσίας.
ΣημειώσειςΣημειώσεις

Ο Στέφανος Λουκάς είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, εκδότης του Ριζοσπάστη.

ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ


της Διαμάντως Μανωλάκου
2001 Τεύχος 1
Ευρωπαϊκή Ένωση

Μια νέα Συνθήκη συμφωνήθηκε το Δεκέμβρη του 2000 στα πλαίσια της ΕΕ, σαν συνέχεια της Συνθήκης του
Αμστερνταμ. Είναι η συνθήκη της Νίκαιας, με κυρίαρχο στοιχείο τις θεσμικές αλλαγές προσαρμοσμένες στις
ανάγκες ενίσχυσης του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, στον ανταγωνισμό του με τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα
ΗΠΑ-Ιαπωνία. Η πορεία της Διακυβερνητικής Διάσκεψης και η ίδια η σύνοδος κορυφής της Νίκαιας
σφραγίστηκε από οξυμένες ενδοκοινοτικές αντιθέσεις και ανταγωνισμούς, κυρίως μεταξύ των ηγετικών
ιμπεριαλιστικών χωρών, αλλά και με τις λιγότερο ισχυρές. Η χρονική διάρκεια διαπραγμάτευσης - «σκληρού
παζαριού», μεταξύ των εκπροσώπων των εθνικών κυβερνήσεων των κρατών-μελών (κυρίως
σοσιαλδημοκρατικών και κεντροαριστερών) ήταν μεγαλύτερη σε σύγκριση με τις προηγούμενες συνθήκες και
κατέληξε στον ελάχιστο «κοινό παρανομαστή» θεσμικών αλλαγών, σύμφωνα και με τις εκτιμήσεις τους.

Οι θεσμικές αυτές αλλαγές αφορούν κυρίως:

- Το ξαναμοίρασμα των ψήφων (ανάλογα με τον πληθυσμό) υπέρ των ισχυρών χωρών. Η αναλογία ψήφων
ήταν 2:1 έγινε 2,4:1. Υπήρξε έντονη αντιπαράθεση μεταξύ Γαλλίας-Γερμανίας για το ποια από τις δύο θα έχει
την πρωτοκαθεδρία στον αριθμό των ψήφων. Τελικά συμβιβάστηκαν να έχουν ίδιες ψήφους 4 χώρες, οι
πληθυσμιακά πιο μεγάλες Γαλλία-Γερμανία-Βρετανία-Ιταλία θα έχουν 29 ψήφους από 10 που είχε κάθε χώρα,
η Ελλάδα θα έχει 12 από 5 που είχε ενώ το σύνολο των ψήφων αυξάνεται από 87 σε 345. Αντιδράσεις στη
διάρκεια των διαπραγματεύσεων εκδηλώθηκαν επίσης από τις λιγότερο ισχυρές χώρες που έβλεπαν να
αυξάνεται η ανισοτιμία σε βάρος της δικής τους πλουτοκρατίας, διατυπώνοντας μάλιστα ορισμένες αλήθειες.
Π.χ. ο Πορτογάλος πρόεδρος Αντόνιο Γκουτιέρες αναφώνησε για την αντιστάθμιση των ψήφων «λυπάμαι
αλλά η πρόταση ισοδυναμεί με πραξικόπημα» και ο αντίστοιχος Φινλανδός Π. Λίπονεν «είναι η ώρα της
αλήθειας, στο εξής, οι μεγάλοι θα κυριαρχούν στο Συμβούλιο των Υπουργών και στο κοινοβούλιο»[1]. Η
ενίσχυση των πιο ισχυρών επιβεβαιώθηκε και από τον Υπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας Γιόσκα Φίσερ σε
συνέντευξη του στη «Ντι Βελτ» που με καθαρό τρόπο τόνισε: «Η αναστάθμιση ψήφων μεταξύ μεγάλων και
μικρών έγινε προς όφελος των μεγάλων και αυτό είναι αναγκαίο, γιατί θα μπουν πάρα πολλοί μικροί»[2].

- Τέσσερις (4) χώρες μπορούν να μπλοκάρουν μία απόφαση, αφού απαιτείται να συγκεντρώνει 93 ψήφους.
Αυτό σημαίνει 3 ισχυρές (29 ψήφοι/χώρα) και μία μικρότερη μπλοκάρουν αποφάσεις που αντίκεινται ή δεν
προωθούν τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης τους.

- Επέκταση της ειδικής πλειοψηφίας σε τομείς που υπήρχε ομοφωνία, με την κατάργηση του βέτο. Αφορά 39
νέες περιπτώσεις. Ωστόσο η κυβέρνηση του κάθε κράτους-μέλους προστάτεψε τα συμφέροντα της άρχουσας
τάξης της, επιτυγχάνοντας τη διατήρηση του βέτο σε τομείς που την ενδιέφεραν ιδιαίτερα. Ετσι η Ελλάδα
εξασφάλισε τη διατήρηση του βέτο στη ναυτιλία (προστασία εφοπλιστικού κεφαλαίου), η Βρετανία στην
κοινωνική πολιτική και τη φορολογική εναρμόνιση (εξυπηρετεί την κερδοφορία του βρετανικού κεφαλαίου), η
Γερμανία στην πολιτική μετανάστευσης και παροχής ασύλου, η Γαλλία στον τομέα υπηρεσιών, επενδύσεων
και πνευματικής ιδιοκτησίας, η Ισπανία στη διαρθρωτική πολιτική (διαρθρωτικά ταμεία και ταμείο συνοχής
μέχρι το 2007) κ.ο.κ..

- Την έγκριση της ενισχυμένης συνεργασίας ή ευελιξίας, όπου ομάδα χωρών θα αποφασίζει και θα υλοποιεί
δράσεις στον τομέα που τις ενδιαφέρει, χωρίς οι υπόλοιπες να μπορούν φέρνουν εμπόδια, προχωρώντας έτσι
την ενοποίηση με ταχύτερους ρυθμούς (8 κράτη-μέλη μπορούν να ξεκινήσουν συνεργασία από την ημέρα που
η συνθήκη τεθεί σε ισχύ). Ετσι ενισχύεται ο σκληρός πυρήνας για να υλοποιεί τις αποφάσεις που θα παίρνει.
39
Ωστόσο εξαιρείται από την ενισχυμένη συνεργασία ο τομέας της κοινής άμυνας κατόπιν κυρίως της
Βρετανικής άρνησης και επιμονής.

- Ενίσχυση των εξουσιών του προέδρου, π.χ. διορίζει αντιπροέδρους ή ζητεί παραίτηση μέλους της Επιτροπής.

- Μέγεθος και σύνθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: μέχρι το 2005 θα ισχύει ένας επίτροπος για κάθε κράτος-
μέλος. Οταν αυξηθεί ο αριθμός των χωρών και γίνει 27, τότε οι επίτροποι θα είναι εκ περιτροπής.

- Ανακατανομή ευρωκοινοβουλευτικών εδρών. Η Ελλάδα θα έχει 22 από 25 που έχει σήμερα. Για την
κατανομή των εδρών αν και το κριτήριο ήταν ο πληθυσμός κάθε χώρας, αυτό καταπατήθηκε προκειμένου να
συμβιβαστούν αντιθέσεις και διεκδικήσεις σε άλλους τομείς. Χαρακτηριστικά αναφέρει ο εκπρόσωπος του
ευρωκοινοβουλίου στη διακυβερνητική Δ. Τσάτσος, σε επίσημο σημείωμα του (ΡΕ 294.739) προς τους
ευρωβουλευτές, ότι «η συμφωνηθείσα κατανομή εδρών δεν ανταποκρίνεται πάντα στη βασική αρχή της
ισότητας και δημοκρατίας, αφού ο αριθμός των εδρών της Τσεχίας και Ουγγαρίας είναι μικρότερος από τον
αριθμό των κρατών-μελών με λιγότερο πληθυσμό». Δηλαδή η παραπέρα ένταση της ανισοτιμίας και οι
διαφορετικές ταχύτητες χωρών εκφράστηκαν σε κάθε θεσμική αλλαγή της Νίκαιας.

- Eυρωπαϊκά κόμματα: Προβλέπεται η δημιουργία καθεστώτος των ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων καθώς
και η χρηματοδότηση τους. Αυτό θα προκαλέσει την αποδυνάμωση της εκπροσώπησης στο Ευρωκοινοβούλιο,
μικρών κομμάτων, κυρίως από μικρές πληθυσμιακά χώρες που ασκούν επιρροή στους αγώνες της εργατικής
τάξης και αντιτίθενται στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις σαν την ΕΕ.

Οι νέοι θεσμοί, αν και υπολείπονται από τους αρχικούς προγραμματισμούς, ωστόσο αποτελούν τις
προϋποθέσεις για τη θεσμική κατοχύρωση του σκληρού πυρήνα των ηγετικών ιμπεριαλιστικών χωρών, που
γύρω του θα κινούνται χώρες διαφορετικών ταχυτήτων. Με την ευρεία χρήση της ενισχυμένης συνεργασίας
μεταξύ ορισμένων κυβερνήσεων θα δυναμώσει παραπέρα η δικτατορία των μονοπωλίων και η ήδη υπάρχουσα
ανισόμετρη ανάπτυξη, στα πλαίσια της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ενοποίησης. Πρόκειται για θεσμικά
εργαλεία που χρειάζονται τα ευρωπαϊκά μονοπώλια στις οξυνόμενες οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές
αντιπαραθέσεις στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, αλλά και για την αντιμετώπιση του διογκούμενου λαϊκού
μαζικού κινήματος. Είναι σε βάρος των δικαιωμάτων και ελευθεριών των ευρωπαϊκών λαών και του ελληνικού
λαού. Θα δημιουργήσουν και νέα δεσμά για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα των λαών της Ευρώπης.
ΟΙ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ ΚΥΡΙΑΡΧΟΥΝ

Οι αντιθέσεις δεν επέτρεψαν την, σύμφωνα με τους προγραμματισμούς, ολοκλήρωση των θεσμικών αλλαγών.
Ετσι παραπέμφθηκαν σε νέα διακυβερνητική το 2004. Η διεύρυνση ουσιαστικά πάγωσε, καθυστερεί και δεν
προχωράει η πολιτική ένωση, με τη μη ενσωμάτωση της ΚΕΠΠΑ στη συνθήκη και μένει η Χάρτα θεμελιωδών
δικαιωμάτων σε διακηρυχτικό επίπεδο. Στοιχεία σημαντικά που κάνουν τους υποστηριχτές της ΕΕ να μιλούν
για αποτυχία της Νίκαιας, να εκφράζουν φόβους και ανησυχίες για το μέλλον της, ενώ την ήδη υπάρχουσα
συνθήκη τη θεωρούν ανεπαρκή, φτωχή και αποτέλεσμα φόβου για ανεξέλεγκτες εξελίξεις. Εκφράζεται αυτό
και σε διάλογους που έγιναν στη διάρκεια των διαβουλεύσεων. Ο πρόεδρος της Γαλλίας Ζαν Σιράκ έλεγε στη
διάρκεια των διαβουλεύσεων «αν δεν καταλήξουμε σε συμφωνία, θα ενσκήψει σοβαρή κρίση για την Ενωση
και για το ευρώ, και η διεύρυνση θα αναβληθεί απ’ άπειρον», ενώ ο Ιταλός Τζουλιάνο Αμάτο προειδοποιούσε:
«Σκεφτείτε να εμφανιστούμε μπροστά στα κοινοβούλια μας με μια αποτυχία, αναβάλλοντας τη διεύρυνση και
αφήνοντας το ευρώ να πέσει στα 50 σεντς»[3].

Χαρακτηριστικές εξάλλου είναι οι αναφορές του εκπροσώπου του ευρωκοινοβουλίου στη σύνοδο κορυφής για
τη συνθήκη Δ. Τσάτσου: «Η μη ολοκλήρωση της θεσμικής μεταρρύθμισης αναγνωρίστηκε επίσημα με την
προσθήκη στη συνθήκη ενός δεύτερου μέρους με τίτλο «Η ΜΕΤΑ ΤΗ ΝΙΚΑΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ», που
προβλέπει ότι οι επόμενες προεδρίες (σουηδική και βελγική) του 2001 θα αρχίσουν διάλογο με το ευρωπαϊκό
κοινοβούλιο και την Επιτροπή με στόχο τη διόρθωση λανθασμένων και ανεπαρκών αποφάσεων της Νίκαιας».
(Επίσημο κείμενο Δ. Τσάτσου προς τους Ευρωβουλευτές ΡΕ 294.739)

Σε αυτό το ενημερωτικό σημείωμα αναφέρει ότι «η συνθήκη της Νίκαιας δεν προχωρεί αρκετά, ... το
αποτέλεσμα είναι απογοητευτικό και ότι λίγες μέρες μετά τη Νίκαια, ... επικρατεί και στους 2 εκπροσώπους
του ευρωκοινοβουλίου, οδυνηρή απογοήτευση, ... αφού τα αποτελέσματα της Νίκαιας είναι πράγματι ισχνά και
40
σε πολλά σημεία ανεπαρκή». Επίσης, ότι «η Ενωση δεν είναι ακόμη ικανή για τη διεύρυνση» ενώ για άλλα
σημεία επισημαίνει ότι «για τη λήψη αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία αυξάνουν στο σύνολο του το
δημοκρατικό έλλειμμα αντί να το μειώνουν», ακόμη στο θέμα «στάθμιση των ψήφων και σύνθεση του
ευρωπαϊκού κοινοβουλίου, ... αποκορυφώθηκαν οι συγκρούσεις συμφερόντων και το σύστημα γίνεται πιο
αδιαφανές». Παρότι εκτιμά ως αρνητικό το αποτέλεσμα, ωστόσο προτρέπει στην έγκριση της συνθήκης γιατί
μαζί με αυτή έχει εγκριθεί και αποτελεί αδιάσπαστο πολιτικό σύνολο το κεφάλαιο «Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΕΤΑ
ΤΗ ΝΙΚΑΙΑ», για διόρθωση των προαναφερομένων λανθασμένων και ανεπαρκών αποφάσεων της Νίκαιας.

Οι αντιθέσεις αναπτύσσονται κυρίως στους τομείς της ΚΕΠΠΑ, της διεύρυνσης και της Χάρτας Θεμελιωδών
Δικαιωμάτων.
ΚΕΠΠΑ

Η προώθηση της ΚΕΠΠΑ συγκεντρώνει τις πιο σημαντικές αντιθέσεις ενδοκοινοτικά αλλά και μεταξύ ΕΕ και
ΗΠΑ. Η ΚΕΠΠΑ δεν ενσωματώθηκε στη διακυβερνητική και δεν προβλέπεται να γίνει, λόγω αντιδράσεων
τόσο της Μ. Βρετανίας (τα συμφέροντα της είναι πιο κοντά στις ΗΠΑ), όσο και της Γαλλίας. Σε καμία
περίπτωση δεν σκοπεύουν να βάλουν στην υπηρεσία των «συμμάχων» και ειδικά του γερμανικού κεφαλαίου
την πυρηνική τους δύναμη και υπεροχή. Ταυτόχρονα όμως ενδιαφέρονται και προωθούν την ανάπτυξη της
ΚΕΠΠΑ για την ενίσχυση του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, μέσα από συμβούλια υπουργών εξωτερικών,
άμυνας κλπ. Προωθείται η δυνατότητα ανάληψης στρατιωτικών επιχειρήσεων από την ΕΕ και γίνονται
σημαντικά βήματα σε βάρος των ελευθεριών και των δικαιωμάτων των λαών με τη δημιουργία της δύναμης
ταχείας αντίδρασης (ευρωστρατού) από το 2003 για διαχείριση κρίσεων. Αναφέρει σχετικά ο Γερμανός
στρατηγός Καρλ Νάουμαν: «Ο ευρωπαϊκός στρατός θα έχει σημαντικό πολιτικό ρόλο, … αφού, … ο
στρατιωτικός διάλογος θα είναι σημαντικός είτε πρόκειται για την αντιπυραυλική άμυνα, τη δημιουργία
δύναμης άμεσης επέμβασης, τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, την αστυνόμευση των Βαλκανίων, την παροχή
εξοπλισμού ή την ετοιμότητα επέμβασης σε θερμά σημεία… Αυτό ασφαλώς απαιτεί τεράστια προσπάθεια και
πρόσθετες δαπάνες, έτσι ώστε να προσεγγιστούν τεχνολογικοί τομείς, κυρίως στον τομέα της αντίληψης του
πεδίου μάχης. Μόνο έτσι ο ευρωστρατός θα είναι αποτελεσματικός»[4]. Πρόβα τζενεράλε έχει γίνει στα
Βαλκάνια. Οι κυβερνήσεις της ΕΕ έβγαλαν τα συμπεράσματα τους και δημιουργούν αυτήν τη στρατιωτική
δύναμη που θα επεμβαίνει σαν μέρος του ΝΑΤΟ ή χωριστά, με προτεραιότητα την ηγεμονία στη δική της
περιοχή.

Η δημιουργία του ευρωστρατού έχει προκαλέσει τη δυσαρέσκεια και τις αντιρρήσεις των ΗΠΑ, που δηλώνουν
την απαίτηση να είναι υπό την ομπρέλα του ΝΑΤΟ. Ο Γερμανός υπουργός άμυνας Ρούντολφ Σάρπινγκ σε
συνέντευξη του στην «Μπερλίντερ Τσάιουνγκ» διευκρίνιζε: «Θα λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η γνώμη των
εταίρων (δηλαδή, ΝΑΤΟ)... αλλά... η ΕΕ θα είναι αυτή που σε τελευταία ανάλυση θα λαμβάνει τις αποφάσεις
σε σχέση με τις όποιες στρατιωτικές δραστηριότητες στο πλαίσιο της ευρωάμυνας» και για να καθησυχάσει τις
ΗΠΑ και να συμβιβάσει παροδικά τις αντιθέσεις συνεχίζει «δεν υπάρχει λόγος να κάνει κανείς διπλή δουλειά,
όταν έχει έναν κοινό στόχο»[5]. Αλλά και η Γαλλία στη Νίκαια πίεσε για μια ανεξάρτητη ευρωστρατιωτική
δύναμη που θα είναι σε συνεργασία με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ. Η αντίθεση ΕΕ-ΗΠΑ για τον ευρωστρατό θα
συνεχιστεί. Ωστόσο το κύριο δεν είναι κάτω από τις διαταγές ποιου θα είναι, αλλά το πόσο επικίνδυνη είναι η
δημιουργία του για τους λαούς, τις επιλογές και τα κυριαρχικά τους δικαιώματα.
XAΡTA ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

Είναι ένα αντιδραστικό κείμενο που περιορίζει και υποσκάπτει ακόμα και σημερινά δικαιώματα και ελευθερίες
των εργαζομένων. Είναι πολύ πίσω από την «Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων» του ΟΗΕ που ισχύει
από το 1948.

Η Χάρτα αυτή προωθεί τα συμφέροντα του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και αποτελεί τη βάση για το σύνταγμα σε
μια ομόσπονδη ΕΕ, όμως οι αγεφύρωτες αντιθέσεις δεν επέτρεψαν την ενσωμάτωσή της σε αυτή τη
Διακυβερνητική. Βεβαίως έχουν επενδύσει σε αυτή και την προωθούν σοσιαλδημοκρατικά και κεντροαριστερά
κόμματα, που θέλουν να αποπροσανατολίσουν και να κρύψουν τους σχεδιασμούς και τα μέτρα για τη
στρατιωτικοποίηση, την πιο αυταρχική και κατασταλτική πορεία της ΕΕ. Χύνουν μαύρα δάκρυα και
συγκεντρώνουν όλη την κριτική, το ενδιαφέρον και τη δράση τους (οργανώνοντας ημερίδες και πορείες) στη
Χάρτα, για να ξεχνιούνται και τα άλλα σημαντικά. Οι αντιδράσεις για την ενσωμάτωση της Χάρτας στη
διακυβερνητική εκδηλώθηκαν κύρια από τη Βρετανία που δε θέλει εμβάθυνση, τις Σκανδιναβικές χώρες που δε
41
θέλουν εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων (έχουν ήδη αντιδράσεις και πιέσεις από τους λαούς τους) και της
Γαλλίας που δεν επιθυμεί την ομοσπονδιοποίηση τύπου Φίσερ, γιατί θα έχει την πρωτοκαθεδρία σε αυτή τη
φάση το γερμανικό κεφάλαιο.
ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ

Αν και οι θεσμικές αλλαγές της Νίκαιας γίνονται ενόψει της διεύρυνσης, ωστόσο δεν έδοσαν ημερομηνία
πιθανής ένταξης στις υποψήφιες χώρες στη Σύνοδο κορυφής της Νίκαιας. Εκφράζεται η ελπίδα από τη
Γερμανία αυτό να γίνει τον προσεχή Ιούνη 2001 στη Σύνοδο κορυφής στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας. Παρόλο
ότι το ευρωπαϊκό κεφάλαιο ενδιαφέρεται για την κατοχύρωση και επέκταση των θέσεων του προς ανατολάς με
την ένταξη νέων χωρών και έχει προωθήσει τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις στις χώρες αυτές με την
προενταξιακή πορεία, η διεύρυνση εξακολουθεί να αποτελεί ένα θέμα-αγκάθι κυρίως μεταξύ Γαλλίας και
Γερμανίας. Τη διεύρυνση αποφεύγει προς στιγμή το γαλλικό κεφάλαιο, γιατί τα περισσότερα υπό ένταξη κράτη
είναι στην επιρροή του γερμανικού κεφαλαίου, οπότε η ένταξη τους θα το δυναμώσει περισσότερο. Ο
δημοσιολόγος Χέρμπερτ Κρεμπ περιγράφοντας την αντίθεση Γαλλίας-Γερμανίας για την επίσπευση της
διεύρυνσης προς ανατολάς, ανέφερε: «Οι Γάλλοι βλέπουν με δυσπιστία τη διεύρυνση επειδή αυτή θα μετέφερε
το κέντρο βάρους της κοινότητας από το Παρίσι στο Βερολίνο»[6].

Αλλά και ο εκπρόσωπος του Ευρωκοινοβουλίου στη διακυβερνητική της Νίκαιας για τη διεύρυνση, δίνοντας
συγκεκαλυμμένα τις εκδηλούμενες αντιθέσεις, αναφέρει τα εξής: «Η Ενωση δεν είναι ακόμη ή εν πάση
περιπτώσει είναι περιορισμένα μόνο ικανή για τη διεύρυνση. Σε περίπτωση ολοκλήρωσης της διεύρυνσης
χωρίς να έχει η ίδια την ικανότητα προς τούτο την απειλεί ο κίνδυνος της αυτοκαταστροφής. Σε περίπτωση
καθυστέρησης ...για να πραγματοποιηθούν και άλλες θεσμικές μεταρρυθμίσεις, τότε θα καθίστατο εντελώς
αναξιόπιστη έναντι των υποψηφίων προς ένταξη χωρών».
ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ

Η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ είναι στρατηγική επιλογή της ντόπιας ολιγαρχίας, γιατί ενισχύει την
εξουσία, τη δύναμη και την κερδοφορία της. Γι’ αυτό πολύ συχνά παρουσιάζεται από τα κόμματα που είναι
υπέρ της ΕΕ και την κυβέρνηση σαν «επένδυση της ασφάλειας για τη χώρα και το μέλλον της» και ότι «Η
Ελλάδα του 2001 έχει πρωτόγνωρες δυνατότητες να μεγιστοποιεί από τη συμμετοχή της στην ΕΕ τα οφέλη
της»[7]. Φυσικά τα οφέλη και η ασφάλεια αφορούν την πλουτοκρατία και όχι τον ελληνικό λαό.

Για τη Συνθήκη της Νίκαιας επίσημα εκφράστηκαν τα κόμματα στη συζήτηση που έγινε στη Βουλή, για «την
πορεία της Ελλάδας στην ΕΕ», στις 23.1.2001. Τόσο η κυβέρνηση όσο και τα άλλα κόμματα που στηρίζουν
την ΕΕ κινήθηκαν στην ίδια ρότα. Κοινή ήταν η απογοήτευση γιατί δεν προχώρησε η ομοσπονδιοποίηση της
ΕΕ και αποδείχθηκαν, όπως επανειλημμένα εξάλλου, φρούδες οι ελπίδες για αμυντική εξασφάλιση στα πλαίσια
των ευρωενωσιακών δομών.

Πιο ειδικά από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, ο κ. Σημίτης ανέφερε ότι η «Η συνθήκη δε δημιουργεί την ΕΕ που
μετεξελίσσεται σε πολιτική ένωση, σε μια πολιτική ένωση ομοσπονδιακού δημοκρατικού χαρακτήρα, ... η
χάρτα συγκεντρώνει σε ένα ενιαίο κείμενο ατομικά, πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα των
πολιτών και ...έπρεπε να αποτελέσει ένα νομικά δεσμευτικό κείμενο, τμήμα της συνθήκης ... και ... η Ελλάδα
θα καταβάλλει κάθε προσπάθεια, ώστε ο χάρτης να προσλάβει νομικό δεσμευτικό χαρακτήρα». Ομως η Νίκαια
«ικανοποιεί τις ειδικές επιδιώξεις μας, αφού πετύχαμε να κατοχυρώσουμε τα ειδικότερα συμφέροντα μας, όπως
π.χ. στους τομείς της ναυτιλίας ή των διεθνών οικονομικών σχέσεων της Ενωσης», δηλαδή του εφοπλιστικού
κεφαλαίου στην Ελλάδα. Τάχθηκε υπέρ της εμβάθυνσης και μετεξέλιξης της ΕΕ σε πολιτική ένωση
ομοσπονδιακού χαρακτήρα, και υπέρ της διεύρυνσης. Μάλιστα έχει αναλάβει ειδικό ρόλο μέσα στο σύστημα
του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού. Το επιβεβαίωσε ο κ. Σημίτης στη Βουλή όπου υποστήριξε «αποδίδουμε
ιδιαίτερη σημασία στην ενσωμάτωση όλων των Βαλκανικών χωρών στην ευρωπαϊκή οικογένεια, εργαζόμαστε
σταθερά για την εκπλήρωση αυτού του στόχου. Είμαστε ικανοποιημένοι γιατί η Ενωση αναγνώρισε, μετά από
δικές μας πρωτοβουλίες, την επιλεξιμότητα όλων των Βαλκανικών κρατών συμπεριλαμβανομένων και των
κρατών των Δ. Βαλκανίων».

Ο Καραμανλής από τη ΝΔ εκτίμησε ότι «Οι αποφάσεις αποτελούν βήμα προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση
...θα προσυπογράψουμε την κύρωση της νέας συνθήκης ...όμως ...λείπει από την πολιτική ηγεσία της Ευρώπης
η αναγκαία βούληση και αποφασιστικότητα για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ... αφορά την
42
πολιτική ενοποίηση και ειδικότερα τον πυλώνα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και της κοινής ασφάλειας».
Ενώ σε άλλο σημείο «οι ηγεσίες των μεγάλων χωρών δεν κινήθηκαν στο δρόμο της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ...
η κοινή άμυνα, η Χάρτα για τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα έμειναν ουσιαστικά στο περιθώριο και
εγκαταλείφθηκαν για το μέλλον. ...Το σύστημα των ενισχυμένων συνεργασιών, προσφέρει δυνατότητες για τη
συμμετοχή στο σκληρό πυρήνα, αποκλείστηκε όμως από το σύστημα αυτό η συνεργασία στην άμυνα για χώρες
όπως εμείς, που θέλουμε μiα αυτόματη ευρωπαϊκή άμυνα».

Ο Ν. Κωνσταντόπουλος από το ΣΥΝ υποστήριξε «σαν μεγάλο και σημαντικό στόχο» ότι «η Ελλάδα έχει
ενσωματωθεί σε σημαντικό βαθμό στην ΕΕ και έστω και με προβλήματα μπορεί να παρακολουθεί τη
διαδικασία ενοποίησης» και επανέλαβε όπως το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ ότι η Νίκαια άφησε «μεγάλα ελλείμματα ως
προς την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης», διευκρινίζοντας ότι ο ΣΥΝ «έχει ταχθεί με σαφήνεια υπέρ της
πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης σε ομοσπονδιακή προοπτική και η ΕΕ δεν μπορεί να μείνει στο επίπεδο της
διακυβερνητικής συνεργασίας». Συγκαλύπτοντας τον ταξικό χαρακτήρα της ΕΕ, ως συνασπισμό των
κυρίαρχων καπιταλιστικών τάξεων για την ένταση της εκμετάλλευσης και καταπίεσης μέσα και έξω από την
Ενωση, ο πρόεδρος του «αριστερού» ΣΥΝ προτρέπει σε παραπέρα ενδυνάμωση του ευρωπαϊκού
ιμπεριαλιστικού κέντρου «η ελληνική τακτική πρέπει να συμβάλλει ώστε η ομοσπονδιακή προοπτική να
αποκτήσει γνήσιο ευρωπαϊκό περιεχόμενο και να αναδείξει τα κοινά ευρωπαϊκά συμφέροντα και όχι να
βοηθήσει στο καμουφλάζ εθνικών συμφερόντων με ευρωπαϊκό μανδύα, ... η Ευρώπη χρειάζεται ένα σύνταγμα
...η Ελλάδα πρέπει να υποστηρίξει την ιδέα του ευρωπαϊκού συντάγματος και να εργαστεί συστηματικά για την
επεξεργασία του ...η ομοσπονδιακή προοπτική της Ευρώπης αναγκαστικά συνδέεται με την αμυντική
χειραφέτηση της Ευρώπης από τις ΗΠΑ και άρα αναγκαστικά περνάει μέσα από την αμφισβήτηση της
αμερικανικής ηγεμονίας». Χαρακτηρίζει τη Συνθήκη «μίζερη, θεσμικά και πολιτικά άχρωμη» παρόλο που είναι
σαφής η ενίσχυση του σκληρού πυρήνα, οι διαφορετικές ταχύτητες χωρών, η αύξηση της ανισοτιμίας.

Το ΔΗΚΚΙ με ανακοίνωση του για τη Νίκαια κάνει κριτική «για το διευθυντήριο των Βρυξελλών, την Ευρώπη
των τριών ταχυτήτων προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα των ισχυρών σε βάρος των
μικρομεσαίων ευρωπαϊκών χωρών και της πλειοψηφίας των ευρωπαίων πολιτών, ...θεωρώντας, συνυπεύθυνη
και την ελληνική κυβέρνηση...», ωστόσο δεν οριοθετείται από τη στρατηγική της ιμπεριαλιστικής ένωσης και
τον ταξικό της χαρακτήρα. Η θέση του για την πολιτική ενοποίηση της ΕΕ ότι τα προβλήματα που προκύπτουν
οφείλονται στο ότι προηγήθηκε η οικονομικο-νομισματική ένωση της πολιτικής, κινούνται στη λογική του
μονόδρομου, συσκοτίζουν τις πραγματικές διαχωριστικές γραμμές και δυσκολεύουν τη ριζοσπαστικοποίηση
λαϊκών μαζών, τη συγκέντρωση αντιμονοπωλιακών, αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Για το ΚΚΕ η συνθήκη της Νίκαιας είναι η συνέχεια του Μάαστριχτ και του Αμστερνταμ. Οπως επισημαίνει η
ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου του ΚΚΕ «Είναι αποτέλεσμα της ανισόμετρης ανάπτυξης χωρών στο
καπιταλιστικό σύστημα και αποτυπώνει με πιο καθαρό τρόπο τις έντονες αντιθέσεις... Οι μαραθώνιες
διαβουλεύσεις δεν αφορούσαν τα μεγάλα προβλήματα των εργαζομένων, αλλά είχαν στόχο την ακόμη
μεγαλύτερη οικονομική και πολιτική ενίσχυση της κυριαρχίας του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, για να γίνει πιο
αποτελεσματική η επίθεση κατά των λαών. ... Οι παραπάνω εξελίξεις θα είναι ιδιαίτερα δυσμενείς για τον
ελληνικό λαό. Η ενδιάμεση θέση της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό οικοδόμημα σηματοδοτεί και το
ρόλο της ως θύτη και θύματος, ως υποδοχέα της κρίσης που μαστίζει το καπιταλιστικό σύστημα, που τις
συνέπειες της θα πληρώσει η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα»[8].

Το Κόμμα κατέβαλε σημαντικές προσπάθειες για την οργάνωση της λαϊκής αντίστασης και πάλης, για την
κοινή δράση στα σοβαρά προβλήματα που προκύπτουν από τη συμμετοχή της χώρας στις ιμπεριαλιστικές
ενώσεις και τους σχεδιασμούς της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Διατήρησε και διατηρεί ανοιχτό το μέτωπο αντίθεσης
στις επιλογές της ΕΕ και με τη δράση του θα συνεχίσει να συμβάλει στην αποκάλυψη του αντιλαϊκού
αντιδραστικού χαρακτήρα και της σημερινής εξέλιξης της διακρατικής αυτής περιφερειακής καπιταλιστικής
ένωσης. Οπως επισημαίνει η ΑΠΟΦΑΣΗ του 16ou Συνεδρίου του ΚΚΕ: «Οι σημερινές πολιτικές εξελίξεις
επιβεβαιώνουν την πολιτική γραμμή του κόμματος για την ανάγκη μετωπικής αντιπαράθεσης και ανατροπής
της αντιλαϊκής πολιτικής. Επιβεβαιώνουν την ανάγκη της ρήξης με τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς του
ΝΑΤΟ και της ΕΕ και την ανατροπή του καθεστώτος των μονοπωλίων. Ο άλλος δρόμος της αντίστασης, της
σύγκρουσης με αυτή την πολιτική, η αναγκαιότητα του ΑΑΔ Μετώπου και του σοσιαλισμού γίνεται πιο
αναγκαίος»[9]. Ακριβώς γι’ αυτό «στόχος είναι το Κόμμα συνολικά, μέχρι την ΚΟΒ, να είναι ικανό να
παρακολουθεί τις εξελίξεις του καπιταλιστικού συστήματος διεθνώς και στη χώρα μας, ώστε να αποκαλύπτει,
43
να συσπειρώνει, να προωθεί συμμαχίες, να αναπτύσσει την ταξική πάλη, ενισχύοντας την αντίθεση του λαού
με τα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό, για το ΑΑΔΜ και το σοσιαλισμό»[10].
ΜΕΤΑ ΤΗ ΝΙΚΑΙΑ

Το κύριο ερώτημα που τίθεται πιο έντονα μετά τη Νίκαια είναι αν η ΕΕ θα προχωρήσει στη μορφή της
ομοσπονδίας κρατών σύμφωνα με την πρόταση που πρωτοδιατύπωσε ο Γερμανός Υπουργός Εξωτερικών
Γιόσκα Φίσερ και διευκρίνισε πρόσφατα στο Λονδίνο ότι αποτελεί «εγγύηση για την αποτροπή δημιουργίας
ευρωπαϊκού υπερκράτους»[11]. Στην ίδια κατεύθυνση ο καγκελάριος Γκέρχαντ Σρέντερ, σε συνέδριο που έγινε
στο Βερολίνο με θέμα «Ευρώπη χωρίς σύνορα», επανέλαβε το αίτημα για ένα ευρωπαϊκό σύνταγμα που θα
αποτελεί τη βάση της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας, πιέζοντας ταυτόχρονα όλες τις χώρες να αποφασίσουν αν
θέλουν ή όχι την ομοσπονδία[12].

Μετά τη Νίκαια φαίνεται να έχει προβάδισμα η Γερμανία και να ασκεί πιέσεις για την ομοσπονδιοποίηση της
ΕΕ, όμως μια τέτοια προοπτική δείχνει εξαιρετικά δύσκολη. Το γερμανικό κεφάλαιο επεκτείνεται μέσα στην
Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική αλλά και την Ανατολική Ευρώπη «όπου κάθε μήνα αρκετές εγχώριες επιχειρήσεις
εξαγοράζονται από γερμανούς επενδυτές»[13] και μέσω της ομοσπονδίας η ισχύς του μπορεί να ενισχυθεί
περισσότερο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι συζητήσεις για την προοπτική της ομοσπονδιοποίησης της ΕΕ θα
είναι γεμάτος με αντιθέσεις και συγκρούσεις. Χαρακτηριστική είναι η απάντηση για το θέμα αυτό (κατά τη
γαλλογερμανική συνάντηση στο Στρασβούργο στις 31.1.2001) του γάλλου Υπουργού για τις Ευρωπαϊκές
Υποθέσεις Πιερ Μοσκοβισί «σε τόσο νευραλγικά θέματα όπως το Σύνταγμα και η εμβάθυνση έχουμε
διαφωνίες. Γι’ αυτό προέχει ο διάλογος»[14]. Οι αντιθέσεις θα οξυνθούν περαιτέρω, όπως θα οξυνθεί και η
βασική αντίθεση κεφαλαίου εργασίας.

Οι αντιθέσεις και ανταγωνισμοί των ιμπεριαλιστών μπορεί και πρέπει να αξιοποιηθούν από το
αντιιμπεριαλιστικό κίνημα, ώστε με την παρέμβασή του να βάζει εμπόδια στην ενίσχυση του συνασπισμού του
κεφαλαίου ενάντια στους λαούς, να προωθεί τον ευρωπαϊκό και διεθνή συντονισμό των κινημάτων, που μπορεί
να είναι τόσο πιο αποτελεσματικός, όσο πιο ισχυρά θα γίνονται τα κινήματα σε εθνικό επίπεδο.
ΣημειώσειςΣημειώσεις

Η Διαμάντω Μανωλάκου είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνη του Τμήματος Ευρωπαϊκής Πολιτικής.

[1] «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 21.12.2000.

[2] «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 17.12.2000.

[3] Δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Ελ Παΐς, «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 21.12.2000.

[4] «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 20.1.2001.

[5] «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 20.12.2000.

[6] «ΒΗΜΑ». 4.2.2001

[7] Ομιλία Σημίτη στη Βουλή, 23.1.2001.

[8] Ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ, «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ», 12.12.2000.

[9] Απόφαση: «Τα καθήκοντα του Κόμματος μέχρι το 17ο Συνέδριο», σημείο Α, σελ. 3.

[10] Απόφαση: «Τα καθήκοντα του Κόμματος μέχρι το 17ο Συνέδριο», σημείο Β, σελ. 5.

[11] «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 28.1.2001.

[12] «ΒΗΜΑ», 28.1.2001.

44
[13] GUARDIAN άρθρο του MARTIN WOOLLACOTT - «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 4.2.2001.

[14] «ΒΗΜΑ», 4.2.2001.

80 χρόνια Κομμουνιστική Επιθεώρηση - Αρχειακό υλικό

ΚΟΜΕΠ

Αρχειακό υλικό

Αρχειακό υλικό από το 1ο τεύχος της Κομμουνιστικής Επιθεώρησης.

45
46
47
48
49
50
51
52
53
54
55
56
57
Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΤΗΣ
της Δώρας Μόσχου
2001 Τεύχος 1
Ιστορία
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΠΛΕΥΡΕΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΑ
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΓΕΝΝΟΥΝ ΣΕ ΜΙΑ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Το πρόβλημα της μετάβασης των πληθυσμών του ελλαδικού χώρου από τις φεουδαρχικές στις καπιταλιστικές
σχέσεις παραγωγής έχει αρκετές φορές τεθεί - και όχι μόνο από τη μαρξιστική ιστοριογραφία - αλλά
ενδεχομένως δεν έχει ακόμα διερευνηθεί όσο θα έπρεπε ούτε - πολύ περισσότερο - έχει απαντηθεί με επάρκεια.
Οπωσδήποτε, οι μαρξιστές ιστορικοί και ιστοριοδίφες ήταν και οι πρώτοι που διατύπωσαν τη θέση περί
διαμόρφωσης αστικής τάξης στον οθωμανοκρατούμενο ελλαδικό χώρο κατά τις παραμονές της μεγάλης
επανάστασης του 1821, ορίζοντας ακριβώς αυτή τη διαδικασία ως εκ των ουκ άνευ προϋπόθεσή της. Σε αυτό
το σημείο, η συμβολή του Γιάννη Κορδάτου, αλλά και του Γιάννη Ζεύγου (θα τολμούσα να συμπεριλάβω και
τον καθηγητή Σβορώνο) είναι ιδιαίτερα σημαντική. Η συμβολή αυτή έγκειται, κατά τη γνώμη μας, στο εξής:
έχει καταστεί πια ευρέως αποδεκτή η συμβολή και η καθοδηγητική λειτουργία της αστικής τάξης στην
εκδήλωση της μεγάλης ελληνικής επανάστασης. Νομίζουμε δε ότι, όπως η μεγάλη γαλλική επανάσταση του
1789 αποτελεί το πρότυπο αστικοδημοκρατικής επανάστασης με σκοπό την κατάληψη από την αστική τάξη
και της πολιτικής εξουσίας, κατά τον ίδιο τρόπο η ελληνική επανάσταση αποτέλεσε πρότυπο επαναστατικής
διαδικασίας, καθοδηγημένης από την αστική τάξη, στην προοπτική της διαμόρφωσης ενιαίας εσωτερικής
αγοράς και συγκρότησης έθνους - κράτους.

Οι διαδικασίες οι οποίες οδήγησαν στην έκρηξη της επανάστασης του 1821 είναι, στην ουσία τους, διαδικασίες
μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, στον οθωμανοκρατούμενο βαλκανικό χώρο (οπωσδήποτε
και έξω από αυτόν, αλλά πάντα σε συνάρτηση με αυτόν). Ο 19ος αιώνας, εποχή τελείωσης του καπιταλιστικού
συστήματος, είναι εξ άλλου, οπουδήποτε στον κόσμο, εποχή εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων και
διαμόρφωσης εθνών-κρατών, με κινητήρια δύναμη την αστική τάξη. Εάν δεχτούμε αυτό το σχήμα, οφείλουμε
να δώσουμε μεγάλο βάρος στον ενδογενή χαρακτήρα των διαδικασών αυτών, αντιμετωπίζοντας κατ’ αρχήν την
υπό διαμόρφωση ελληνική αστική τάξη σαν συστατικό στοιχείο της ίδιας της δομής της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας[1]. Πιστεύω λοιπόν ότι βασικό καθήκον για μια μαρξιστική προσέγγιση της διαμόρφωσης της
ελληνικής αστικής τάξης, είναι μια ευρεία ματιά πάνω στα οικονομικά δρώμενα της ίδιας της αυτοκρατορίας,
μια συνοπτική αναδρομή στις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις που αναπτύχθηκαν στο χώρο της
(οπωσδήποτε και σε σχέση με το διεθνές πλαίσιο). Σε αυτή την αναδρομή, βαρύτητα θα δώσουμε στο σκέλος
εκείνο των οικονομικών λειτουργιών και δραστηριοτήτων που είναι γνωστές ως «αστικές», δηλαδή στο
εμπόριο, τη ναυτιλία, τη βιοτεχνία - βιομηχανία, αλλά και στις σχέσεις παραγωγής τις οποίες διαμορφώνουν
και μέσα από τις οποίες αυτές αναπτύσσονται.
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΟΜΩΝ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ

Οι Οθωμανοί Τούρκοι, πριν την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, βρίσκονταν ακόμη στο στάδιο της
μετάβασης από την κοινωνία των γενών, στο φεουδαρχικό σύστημα. Η ώσμωση της διαδικασίας αυτής με τις
προϋπάρχουσες δομές του κατακτημένου βυζαντινού χώρου οδήγησε στη διαμόρφωση μιας πρώιμης
οθωμανικής φεουδαρχίας, με κυρίαρχο στοιχείο το ότι ο Σουλτάνος (όχι ως πρόσωπο, αλλά ως εκπρόσωπος
του κράτους) έχει την ψιλή κυριότητα της γης, την οποία εκχωρεί στους αξιωματούχους του. Οι
παραχωρημένες αυτές εκτάσεις γης (των οποίων οι δικαιούχοι έχουν τη νομή και την καλλιέργεια, αλλά όχι και
την πραγματική ιδιοκτησία) ονομάζονται τιμάριο, για τούτο και το σύστημα αυτό είναι γενικά γνωστό ως
τιμαριωτικό. Τηρουμένων των αναλογιών, το γαιοκτητικό σύστημα των οθωμανών θυμίζει πολύ περισσότερο
το αντίστοιχο των χρόνων της Βυζαντινής ακμής και λιγώτερο εκείνο της όψιμης φάσης της αυτοκρατορίας,
την πιο ολοκληρωμένη δηλαδή μορφή του φεουδαρχικού συστήματος στον ανατολικό χώρο.

Ο περιορισμός της ισχύος και των εξουσιών των μεγάλων γαιοκτημόνων (πολύ ισχυρών κατά την όψιμη
βυζαντινή περίοδο) εξ αιτίας της αφαίρεσης της πραγματικής κυριότητας της γης, δημιούργησε ικανοποίηση
στους χωρικούς και βελτίωσε τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη των καλλιεργειών και της γεωργίας. Οι
58
περισσότεροι περιηγητές της εποχής συμφωνούν στο ότι η οθωμανική ύπαιθρος εμφανίζει πολύ καλύτερη
εικόνα από την αντίστοιχη της Δυτικής Ευρώπης, όπου η φεουδαρχία πνέει τα λοίσθια, παρά μάλιστα τις
ερημώσεις και λεηλασίες που υπήρξαν τα αποτελέσματα των οθωμανικών κατακτήσεων και των
βενετοτουρκικών πολέμων. Η τόνωση της γεωργίας (αυτή η πλευρά μας ενδιαφέρει, σε σχέση με το ζήτημα
που διερευνούμε εδώ) βοηθά και την αντίστοιχη τόνωση των αστικών κέντρων και των αστικών οικονομικών
δραστηριοτήτων. Επίσης, η οθωμανική διοίκηση μεριμνά ώστε να κατασκευαστούν δρόμοι, πράγμα που
διευκολύνει τη μεταφορά των αγροτικών και των βιοτεχνικών προϊόντων, ενώ ακολουθεί και μια πολιτική
εποικισμών και αναγκαστικών μετεγκαταστάσεων που συντελούν ριζικά στο να ξανακατοικηθεί η ερημωμένη
ύπαιθρος αλλά και οι πόλεις. Εδώ, σημειώνουμε το γεγονός ότι παρατηρείται και ένα είδος αναδίπλωσης του
πληθυσμού της ελληνικής χερσονήσου (από τα παράλια και τις πεδιάδες μετακινείται προς τα βουνά και τα
νησιά), κάτι που όμως όχι μόνο δεν αλλάζει επί της ουσίας τους όρους για την άσκηση των οικονομικών του
δραστηριοτήτων, αλλά αντίθετα τους εδραιώνει. Και οι δύο χώροι - ο ορεινός και ο νησιωτικός -
χαρακτηρίζονται από την έλλειψη μεγάλων εκτάσεων γης και από τη μειωμένη δυνατότητα ανάπτυξης της
γεωργίας. Ενα πρώτο αποτέλεσμα αυτού του αντικειμενικού γεγονότος είναι ότι οι ισχνές αυτές «γαίες» δεν
συμπεριλαμβάνονται σε μεγάλες γαιοκτησίες και ότι σε αυτές τις περιοχές επικρατεί ο μικρός, ελεύθερος
κλήρος. Ενα δεύτερο αποτέλεσμα - και ίσως σημαντικότερο - είναι το ότι οι κάτοικοι τόσο των ορεινών
περιοχών, όσο και των νησιών αποκόπτονται από την καλλιέργεια της γης και ασχολούνται με δραστηριότητες
αστικού - βιοτεχνικού χαρακτήρα: βιοτεχνία[2], εμπόριο, ναυτιλία.

Οσον αφορά αυτή την τελευταία, ήδη από το τέλος του 15ου αιώνα, δείχνει την τάση που αργότερα την
κατέστησε ουσιαστικό αιμοδότη της οικονομίας της αυτοκρατορίας. Στο μέσο και όψιμο Βυζάντιο η ναυτιλία
του ανατολικού χώρου δεν ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη, καθώς δεν μπορούσε να συναγωνιστεί την αντίστοιχη
βενετική. Οι αλλεπάλληλοι όμως τουρκοβενετικοί πόλεμοι εξασθένισαν, (μεταξύ άλλων παραγόντων) το
βενετικό ναυτιλιακό εμπόριο, που δεν μπορούσε πια να μονοπωλήσει τους δρόμους της Αδριατικής. Μπορούμε
λοιπόν να παρατηρήσουμε ότι ήδη, σε μια αρκετά πρώιμη περίοδο, τίθενται οι οικονομικές βάσεις για την
ανάπτυξη των κοινωνικών στρωμάτων που θα μετεξελιχθούν στην ελληνική αστική τάξη: την τάξη που θα
γίνει φορέας και κήρυκας της ελληνικής εθνικής ιδέας και της συγκρότησης ελληνικού κράτους.

Οι συντηρητικότερες οικονομικές δομές λοιπόν οι οποίες επανεδραιώνονται στον οθωμανοκρατούμενο


ελλαδικό χώρο, τους δύο τουλάχιστον πρώτους αιώνες της κυριαρχίας, διαμορφώνουν όχι μόνο πολύ
καλύτερους όρους διαβίωσης για τους ντόπιους πληθυσμούς, αλλά και γεννούν τα σπέρματα της οριστικής
αποσύνθεσης τόσο του συστήματος όσο και της ίδιας της αυτοκρατορίας, με τη δημιουργία των βαλκανικών
εθνών και των κινημάτων τους.

Μετά το πέρας των Οθωμανικών κατακτήσεων, στα τέλη του 16ου αιώνα, στην οικονομική και κοινωνική ζωή
της Οθωμανικής αυτοκρατορίας συντελούνται βασικές αλλαγές, με κυριώτερη την εδραίωση του συστήματος
των τσιφλικιών, που αποτελεί στην πραγματικότητα την εδραίωση και ολοκλήρωση του φεουδαρχικού
συστήματος. Είδαμε ότι, κατά τη διάρκεια των κατακτήσεων, όσο η οθωμανική «γη» μεγάλωνε, ο σουλτάνος
είχε τη δυνατότητα να παραχωρεί στους αξιωματούχους του εκτάσεις για νομή και καλλιέργεια. Οταν οι
κατακτήσεις σταμάτησαν μπροστά στην πύλη της Βιέννης (με σημαντική εξαίρεση την κατάληψη της Κρήτης,
το 1669), τότε το πεπερασμένο πλέον των οθωμανικών εδαφών σταμάτησε και αυτή τη διαδικασία
παραχώρησης γης. Την επέκταση των τιμαρίων διαδέχεται τώρα μια ουσιαστική μεταβολή στην ιδιοκτησία
τους: από κρατικές παραχωρημένες γαίες, τα τιμάρια μετατρέπονται σε ιδιωτικές κληρονομητές εκτάσεις, οι
καλλιεργητές των οποίων βαρύνονται με συγκεκριμένες αποδόσεις απέναντι στο χωροδεσπότη κατά τα
φεουδαρχικά πρότυπα. Αυτό είναι το σύστημα των τσιφλικιών, με τις πολλές επιπτώσεις στην οικονομική και
πολιτική ζωή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Το πέρασμα του συστήματος στην «τσιφλικάδικη» φάση του προκαλεί ραγδαία επιδείνωση στη θέση των
άμεσων παραγωγών, στο βαθμό τουλάχιστον που αυτοί είναι εξαρτημένοι από τους τσιφλικούχους. Από την
άλλη όμως, σηματοδοτεί και μια περαιτέρω ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου της αυτοκρατορίας. Το
γεγονός ότι τα έσοδα από το τσιφλίκι είναι πλέον ατομικά και ο τσιφλικούχος δεν «τελεί» προς την Πύλη,
αποτελεί ένα ισχυρό κίνητρο για τη μεταβολή των καλλιεργειών και τον προσανατολισμό τους σε προϊόντα
που έχουν μεγάλη ζήτηση στις διεθνείς αγορές, κυρίως το σιτάρι και το βαμβάκι.

59
Ούτως ή άλλως πάντως, η αυτοκρατορία υπάρχει μέσα σε ένα διεθνές πλαίσιο το οποίο βαδίζει με ταχύτητα
προς τον καπιταλισμό. Η αναγκαιότητα να συναλλάσσεται με εχρηματισμένες οικονομίες έχει δύο ειδών
επιπτώσεις: από τη μία δομεί ένα φορολογικό σύστημα στηριγμένο όχι στους έγγειους αλλά στους χρηματικούς
φόρους, κάτι που, σε μια κοινωνία έντονα αγροτική, γίνεται δυσβάσταχτο γι’ αυτούς που πρέπει να τους
πληρώσουν. Από την άλλη, η Οθωμανική αυτοκρατορία έχει όλο και περισσότερη ανάγκη από τις βιοτεχνικές,
εμπορικές και, κυρίως, ναυτιλιακές δραστηριότητες του ελληνικού αστικού στοιχείου. Για τούτο και απονέμει
προνόμια στα νησιά, για τούτο και ευνοεί τη βιοτεχνική παραγωγή των συντεχνιών.

Το οθωμανικό κράτος συντελεί στην ανάπτυξη ελληνικής αστικής τάξης και την ίδια στιγμή την παρεμποδίζει.
Την ευνοεί γιατί τη χρειάζεται, γιατί οι ελληνικοί πληθυσμοί είναι εκείνοι που κατ’ εξοχήν ασκούν τις
δραστηριότητες αυτές. Την παρεμποδίζει όμως γιατί οι βασικές οικονομικές δομές της αυτοκρατορίας και το
βασικό θεσμικό πλαίσιο που τις αντανακλά παραμένει φεουδαρχικό, άρα εξ ορισμού εχθρικό στην αστική
ανάπτυξη.

Οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη αστικών οικονομικών δραστηριοτήτων εντείνονται λοιπόν, την ίδια
ιστορική στιγμή που η Οθωμανική Αυτοκρατορία ολοκληρώνει τη μετάβασή της στη φεουδαρχία. Οπουδήποτε
στον κόσμο, κατά τη διάρκεια της μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, το εμπορικό κεφάλαιο
προηγείται του βιομηχανικού. Το ίδιο πράγμα συμβαίνει και εδώ. Εάν, σε αυτή την περίπτωση, μπορούμε να
εντοπίσουμε μία ιδιαιτερότητα, αυτή θα είναι η ακόλουθη: το εμπόριο διεξάγεται, κατά κύριο λόγο, όχι από τον
κυρίαρχο φυλετικά πληθυσμό (από τους μωαμεθανούς Τούρκους) αλλά από ένα «γένος» υπηκόων: τους
Ελληνες.

Το είπαμε και προηγουμένως: οι Ελληνες ασκούν πολλαπλού χαρακτήρα αστικές δραστηριότητες. Οι


Φαναριώτες, για παράδειγμα, μπορεί να είναι ευρέως γνωστοί σαν διοικητική αριστοκρατία, αλλά πολλοί από
αυτούς ασκούν με επιτυχία και το εμπόριο. Πέρα από αυτό, με την ιδιότητά τους ως διπλωμάτες χειρίζονται
πολλές φορές και τις εμπορικές υποθέσεις της αυτοκρατορίας, κάτι που φανερώνει τη διαπλοκή των δύο
ιδιοτήτων αυτού του στρώματος. Οι έλληνες όμως είναι και βιοτέχνες στις πόλεις, αλλά και, κυρίως, έμποροι,
στεριανοί ταξιδιώτες ή ναυτικοί. Αυτό το τελευταίο θα έλεγα ότι έχει μια ιδιάζουσα σημασία στα πλαίσια της
ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού. Πράγματι, το ζήτημα της ναυτιλίας είναι, κατά τη γνώμη μου,
κομβικό, για δύο λόγους: πρώτα - πρώτα επειδή οι μεταφορές αποτελούν βιομηχανικό κλάδο (ίσως μάλιστα
εδώ θα έπρεπε να δούμε και το ζήτημα της ανάπτυξης των χερσαίων μεταφορών, μια και οι Ελληνες
μονοπώλησαν, κάποια στιγμή, και τους χερσαίους δρόμους της Ανατολής). Επειτα, η ναυτιλία συνδέεται
άμεσα και με έναν κλάδο του οποίου τη «βιομηχανική» ιδιότητα δε θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει.
Αναφέρομαι βέβαια στη ναυπηγική, για την οποία θα μιλήσουμε εκτενέστερα παρακάτω.
ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ, ΚΑΤΑ ΤΟ 18ο ΚΑΙ 19ο ΑΙΩΝΑ

Ο 18ος αιώνας είναι καθοριστικός από πολλές απόψεις: στον οθωμανοκρατούμενο χώρο (κάποτε και έξω από
αυτόν αλλά σε συνάρτηση με αυτόν) συντελείται η διαμόρφωση της αστικής τάξης των ελλήνων, κυρίως μέσα
από την ένταση και την επέκταση των εμπορικών και ναυτιλιακών δραστηριοτήτων, αλλά και την ανάπτυξη
της βιοτεχνίας σε ορισμένα - όχι λίγα - αστικά κέντρα. Αναφέρουμε εδώ χαρακτηριστικά τα παραδείγματα των
Ιωαννίνων και των Αμπελακίων στη Θεσσαλία, της Αρτας, της Θήβας, της Πάτρας, της Θεσσαλονίκης
(σπουδαιότατο κέντρο εμπορίου), αλλά και εκτός ελλαδικής χερσονήσου της Σμύρνης και της Μοσχόπολης. Οι
Ελληνες έμποροι ελέγχουν τόσο τους χερσαίους όσο και τους θαλάσσιους εμπορικούς δρόμους και, στην
πραγματικότητα, διεξάγουν το εμπόριο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την Κεντρική και με τη Δυτική
Ευρώπη. Το εξαγωγικό εμπόριο είναι κυρίως εμπόριο αγροτικών προϊόντων. Τα κύρια βιοτεχνικά προϊόντα
που εξάγονται είναι τα βαμβακερά νήματα που προορίζονται κυρίως για τις γερμανικές αγορές, τα οποία όμως
αποτελούν πολύ μικρό ποσοστό των εξαγωγών, αφού στις ευρωπαϊκές αγορές κυριαρχούν τα αντίστοιχα
προϊόντα της Αιγύπτου ή της Αμερικής.

Το εισαγωγικό εμπόριο αφορά κυρίως βιομηχανικά προϊόντα από τη Γαλλία, την Αγγλία, τις ιταλικές πόλεις,
τη Γερμανία, τη Ρωσία, την Πολωνία. Ενα μέρος από τα προϊόντα αυτά προορίζεται για την εσωτερική
κατανάλωση, ενώ ένα άλλο επανεξάγεται προς τρίτες χώρες.

Τα στοιχεία δείχνουν ότι το ελληνικό εμπορικό κεφάλαιο διαδέχτηκε στην Ανατολική Ευρώπη την κυριαρχία
του βενετικού (μετά την οριστική αναδίπλωση της Βενετίας από τον Αιγαιακό χώρο) αλλά και του γαλλικού,
60
που το ακολούθησε. Οι Ελληνες έμποροι εργάζονταν στην αρχή στην υπηρεσία γαλλικών οίκων, μέχρι που η
οικονομική τους ακμή τους κατέστησε ικανούς να δουλεύουν για τη στήριξη των δικών τους συμφερόντων.
Από αυτή την άποψη, είναι χαρακτηριστικά τα όσα αποδελτιώνει ο καθηγητής Σβορώνος από τον πρόξενο της
Θεσσαλονίκης και επιθεωρητή εμπορίου Μπωζούρ, σχετικά με το εμπόριο της πόλης: «Οι Γάλλοι έμποροι δεν
μπορούν πλέον να ισχυριστούν ότι διατηρούν έστω και ένα φαινομενικό ανταγωνισμό με τα καινούργια σπίτια
της χώρας της οποίας, κατά τη διάρκεια των πολιτικών μας αναστατώσεων, αφυπνίσαμε την οικονομική
δραστηριότητα σε βάρος μας. Ολες τους οι προσπάθειες σήμερα τείνουν κυρίως στο να μας εμποδίσουν να
αναλάβουμε από τις απώλειές μας. Ενα από τα ελληνικά σπίτια αυτής της πόλης, ο Οίκος του κυρίου Νάνου
Καυταντζόγλου, κατευθύνεται ανοιχτά προς αυτό το σκοπό και για να τον πετύχει, δεν φαίνεται να φοβάται
κανενός είδους θυσία. Αυτός ο Οίκος μόνος του φορτώνει και στέλνει στη Μασσαλία όλα τα γαλλικά καράβια
που προορίζονται γι’ αυτό το λιμάνι. Ικανοποιημένοι από την οικονομία στα έξοδα προμήθειας και από τη
συνεργασία με έναν οίκο τόσο επιχειρηματικό και με μεγάλες εξαγωγικές δυνατότητες, οι έμποροί μας και οι
καπεταναίοι μας εγκαταλείπουν σιγά - σιγά και συνηθίζουν να ξεχνούν τους δικούς μας εμπορευόμενους που
είναι εγκατεστημένοι στον τόπο, οι οποίοι με τη σειρά τους κατηγορούν το κράτος για την εγκατάλειψη και την
αδυναμία όπου μας έφεραν οι διευκολύνσεις που παραχωρήθηκαν στα λιμάνια μας στο ξένο εμπόριο και
ξαναζητούν με όλη τους τη δύναμη τα παλιά προστατευτικά μέτρα σαν πηγή της περασμένης τους ευημερίας
και σαν τελευταία ελπίδα στο σημερινό ναυάγιο» (1818)[3].

Εξι χρόνια πριν, ο πρόξενος της Θεσσαλονίκης Φουρκάντ έγραφε σχετικά με το ίδιο θέμα: «Γενικά, τα
ελληνικά σπίτια συμμετείχαν πολύ ενεργητικά στο εμπόριο των αποικιακών. Δεν αναφέρω παρά τα κυριότερα
από αυτά ... Οι Ελληνες έχουν πιο πολλές υποθέσεις για λογαριασμό τους, παρά με προμήθεια. Οι Ελληνες
είναι οι πιο δραστήριοι παράγοντες αυτού του εμπορίου και οι μεγαλύτεροι μας εχθροί, συνδεδεμένοι με τα
αγγλικά και τα γερμανικά σπίτια, που έχουν συμφέροντα στις ευρωπαϊκές βιομηχανίες, απωθούν και
εξευτελίζουν τα βιομηχανικά μας προϊόντα. Η επίδρασή τους από αυτή την άποψη μας είναι θανάσιμη.
Πλεονέχτες και ζηλότυποι, πιο πλούσιοι από τους δικούς μας εμπόρους, τους παίρνουν από τα χέρια το εμπόριο
των βαμβακιών της Ανατολής που περνάει από το δρόμο της Κοστανίτσας...»[4].

Στο σημείο αυτό οφείλουμε να κάνουμε ορισμένες παρεκβάσεις: η πρώτη σχετίζεται με το είδος των
οικονομικών σχέσεων που έδεναν τη Γαλλία με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πρόκειται για τις περίφημες
«διομολογήσεις», τα ειδικά εμπορικά και τελωνειακά προνόμια που παρείχε η αυτοκρατορία από τον καιρό
ακόμα του Σουλεϊμάν του Νομοθέτη, σε Γάλλους υπηκόους - φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Συνηθίζεται να
εκτιμώνται τα προνόμια αυτά ως ιμάντες πρόσδεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Γαλλία, με
ημιαποικιακό τρόπο. Και είναι αλήθεια ότι οι Γάλλοι αξιοποίησαν με τον καλύτερο τρόπο τα προνόμια αυτά
για να ενισχύσουν τη θέση της οικονομίας τους στην ανατολική Μεσόγειο. Είναι όμως επίσης αλήθεια - κάτι
που φαίνεται όχι μόνο από τις δύο μαρτυρίες που παραθέσαμε αλλά και από πολλές άλλες - ότι οι ελληνικοί
εμπορικοί οίκοι, το 18ο τουλάχιστον αιώνα (καθώς και στις αρχές του 19ου), μπορούσαν να τους
ανταγωνίζονται όχι απλά επί ίσοις όροις αλλά και πολλές φορές από θέση προνομιακή.

Ενα άλλο ζήτημα που προκύπτει είναι το γεγονός ότι το αγγλικό κεφαλαίο δεν φαίνεται να εκπροσωπείται με
τέτοια ισχύ στην Ανατολή, ώστε να δικαιώνεται κατ’ αρχήν η συνήθης θεωρία περί στενής πρόσδεσης του
αντίστοιχου ελληνικού με αυτό. Ωστόσο, αυτήν ακριβώς την εποχή - 18ος αιώνας - παρατηρείται μια πρώτη
στροφή της αγγλικής εμπορικής δραστηριότητας προς την Ανατολή. Το γεγονός αυτό σχετίζεται, μεταξύ
άλλων, και με τη δημιουργία των ΗΠΑ - την απόσπαση δηλαδή από τη Μεγάλη Βρετανία της τέως αποικίας
της που αποτελούσε και το βασικό της τροφοδότη σε σημαντικότατες πρώτες ύλες. Πάντως από τον
ανταγωνισμό του αγγλικού και του γαλλικού εμπορίου, φαίνεται να βγαίνει κερδισμένο το ... ελληνικό που
αξιοποιεί, κατά πώς δείχνουν οι παραπάνω μαρτυρίες, τις μεταξύ τους αντιθέσεις.
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ

Βαρύνουσα οικονομική σημασία στον ελλαδικό χώρο κατέχει το ναυτιλιακό κεφάλαιο. Η ναυτιλία, κλάδος
βιομηχανικός (και που, εξ άλλου, προϋποθέτει και την ανάπτυξη άλλων, βιομηχανικού χαρακτήρα κλάδων,
όπως της ναυπηγικής) η οποία ευνοήθηκε από ένα πλέγμα διεθνών και εσωτερικών οικονομικών και πολιτικών
συγκυριών, αποτέλεσε το βασικό κύτταρο των ελληνικών αστικών δραστηριοτήτων.

Αναφερθήκαμε προηγουμένως σε ορισμένα αίτια της μεγάλης ανάπτυξης της ελληνικής ναυτιλίας. Ας
επιχειρήσουμε τώρα να τα κωδικοποιήσουμε:
61
Η αναδίπλωση των ελληνικών πληθυσμών προς τα νησιά, με τις περιορισμένες πλουτοπαραγωγικές τους πηγές,
αλλά και με τη ναυτική παράδοση[5], συντέλεσε ώστε η οικονομική δραστηριότητα των κατοίκων τους να
στραφεί προς το θαλασσινό εμπόριο. Η διαδικασία αυτή ευνοήθηκε από τους Οθωμανούς τούρκους, μεταξύ
άλλων και επειδή η ναυσιπλοΐα δεν ανήκε στις παραδόσεις του νομαδικού και πολεμικού αυτού λαού.

Η αναδίπλωση των Βενετών από το Αιγαίο άφησε ελεύθερο το πεδίο στους οθωμανούς υπηκόους που
επιτηδεύονταν σε αυτόν τον τομέα (δηλαδή στους Ελληνες) για την ανάπτυξη ναυτιλιακών δραστηριοτήτων.

Σοβαρός παράγοντας για την ανάπτυξη της ναυτιλίας των Ελλήνων σε πρωιμότερες περιόδους - όσο και αν
αυτό, με σημερινούς όρους μας φαίνεται μη «ηθικά» αποδεκτό και περίεργο - ήταν η πειρατεία στην οποία
επιδίδονταν με επιτυχία και η οποία χαρακτηρίζεται από πολλούς μελετητές ως «εξωοικονομικός τρόπος
συσσώρευσης κεφαλαίου».

Δύο πολιτικά γεγονότα του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα συντέλεσαν ακόμη περισσότερο
στη διαδικασία αυτή. Το πρώτο είναι η περίφημη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, ανάμεσα στην
Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη Ρωσία. Σύμφωνα με αυτήν, τα ελληνικά πλοία μπορούσαν να μεταφέρουν
ρωσικό σιτάρι με ρωσική σημαία, χωρίς να παρενοχλούνται από την Οθωμανική διοίκηση (αν βέβαια
υποθέσουμε ότι αυτή η δεύτερη είχε καμμία πρόθεση να το κάνει). Το δεύτερο γεγονός είναι ο λεγόμενος
«ηπειρωτικός αποκλεισμός»: το 1812 η Αγγλία επέβαλε αποκλεισμό στα γαλλικά και γαλλοκρατούμενα
λιμάνια, στα πλαίσια των ναπολεόντειων πολέμων. Οι Ελληνες ναυτικοί έσπαγαν με πραγματικό ηρωισμό
αυτόν τον αποκλεισμό, όχι για λόγους οιασδήποτε αλληλεγγύης προς τη ναπολεόντεια Γαλλία, αλλά για να
διεξάγουν ... μαύρη αγορά, στην οποία επιδόθηκαν με χαρακτηριστική επιτυχία.

Η ίδια η οθωμανική διοίκηση έδρασε πολλές φορές προστατευτικά σε σχέση με το εμπόριο των Ελλήνων. Τα
διοικητικά και φορολογικά προνόμια που απολάμβαναν τα νησιά του Αιγαίου είναι χαρακτηριστικό δείγμα
μιας πολιτικής όχι απλώς ανοχής, αλλά και ενθάρρυνσης των ναυτιλιακών δραστηριοτήτων των Ελλήνων από
την πλευρά της Πύλης.

Τα πρώτα δείγματα της μεγάλης ανάπτυξης της ελληνικής ναυτιλίας ωστόσο, δε σημειώνονται στο Αιγαίο,
αλλά στη Δυτική Ελλάδα (εννοούμε τη Δυτική Στερεά και όχι βέβαια τα βενετοκρατούμενα Ιόνια που βιώνουν
κάτω από ιδιότυπο κοινωνικό - οικονομικό καθεστώς). Ενδεχομένως, η μεγαλύτερη ευκολία επαφής με τις
σαφώς πιο πλούσιες και αναπτυγμένες αγορές της Δύσης ήταν και η αιτία για την ανάπτυξη αυτή. Οι πρώτες
πόλεις οι οποίες δημιούργησαν σημαντικό εμπορικό στόλο (ναυπηγημένο μάλιστα κατά μεγάλο μέρος σε
τοπικούς ταρσανάδες) είναι το Γαλαξίδι και το Μεσολόγγι. Παραθέτω ορισμένα ενδεικτικά στοιχεία: το 1764,
ο εμπορικός στόλος της πόλης του Μεσολογγίου αριθμούσε 75 πλοία, από τα οποία τα 57 είχαν μάλιστα
ναυπηγηθεί σε ελληνικούς ταρσανάδες. Σύμφωνα με τον Pouqueville, στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του
19ου αιώνα, τα πλοία «ελληνικών» συμφερόντων ανέρχονταν σε 615, συνολικής χωρητικότητας 153.590
τόνων, ενώ τα πληρώματα αποτελούνταν από 37.526 άτομα.

Σε αυτό το σημείο, εισάγονται άλλα δύο ζητήματα, πολύ σημαντικά για τους συνολικούς προβληματισμούς
μας: το ζήτημα των σχέσεων ιδιοκτησίας στις ναυτιλιακές και ναυπηγικές επιχειρήσεις και το ζήτημα της
ανάπτυξης της βιοτεχνίας - βιομηχανίας στον ελλαδικό χώρο, με αφορμή ακριβώς την ανάπτυξη της
ναυπηγικής. Κατ’ αρχήν, θα πρέπει να τονίσουμε ότι τα πλοία δεν αναλάμβαναν μόνο τη μεταφορά προϊόντων
ξένης ιδιοκτησίας, αλλά οι πλοιοκτήτες τα χρησιμοποιούσαν για να διεξαγάγουν εμπόριο με δικά τους
προϊόντα. Γενικά, θεωρείται ότι η ιδιοκτησία στα πλοία ήταν εταιρικής μορφής και ότι σε αυτή την «εταιρεία»
συμμετείχε και το πλήρωμα, το οποίο αναλογικά μοιραζόταν τόσο τα κέρδη όσο και τις ζημίες. Φαίνεται
ωστόσο, ότι ο «αναλογικός» χαρακτήρας των εισπράξεων των κερδών από την πλευρά του πληρώματος,
καλύπτει στην πραγματικότητα μια μορφή μισθοδοσίας. Είναι πολύ πιθανό κάτω από παλιότερες μορφές, να
υπάρχει συγκαλυμμένη μισθωτή εργασία[6].

Στα ναυπηγεία πάντως, φαίνεται να ισχύει το σύστημα της μισθωτής εργασίας. Οι ελληνικοί ταρσανάδες
θεωρούνταν πολύ αξιόλογοι και οι Ελληνες ναυπηγοί ιδιαίτερα ικανοί τεχνίτες. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι
στους ελληνικούς ταρσανάδες μπορούσαν να ναυπηγηθούν μεγάλα πλοία, ανάλογης χωρητικότητας με αυτά
που ναυπηγούνταν στην Ευρώπη. Δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία ούτε για το ύψος των μισθών ούτε και για τον
62
τρόπο με τον οποίο γινόταν η μισθοδοσία, αλλά πάντως δεν υπάρχουν επίσης στοιχεία που να πιστοποιούν
συνιδιοκτησία στο σώμα του καραβιού, ως αμοιβή για τη συμμετοχή στη ναυπήγησή του[7].

Πέρα όμως, από το γεγονός αυτό, πρέπει να σημειώσουμε ότι η ανάπτυξη της ναυτιλίας αντανακλά και μια
γενικότερη ένταση της επενδυτικής δραστηριότητας των Ελλήνων κεφαλαιούχων. Σύμφωνα με το Γ.
Λεονταρίτη, ειδικά η ναυτιλιακή δραστηριότητα των Μεσολογγιτών συνδεόταν άμεσα με τις επιχειρηματικές
και παραγωγικές δραστηριότητες της Ηπείρου (περιοχής με υψηλό βαθμό αστικής ανάπτυξης). Φαίνεται ότι
Ηπειρώτες έμποροι έκαναν επενδύσεις στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις του Μεσολογγίου ενώ μια άλλη,
ενδιαφέρουσα πλευρά είναι ότι το ίδιο έκαναν και έμποροι από τη Κεφαλλονιά, την Ιθάκη και τη Ζάκυνθο, με
σκοπό κυρίως να ξεφύγουν από τον ασφυκτικό παρεμβατισμό της βενετικής διοίκησης[8]. Αντίθετα, το
εμπόριο της άλλης ναυτικής δύναμης της Στερεάς Ελλάδας, του Γαλαξιδίου, συνδεόταν ιδιαίτερα με τις
παραγωγικές δραστηριότητες και το εμπόριο της Πελοποννήσου[9].
Η ΒΙΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ. ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗ ΣΧΕΤΙΚΗ
ΥΣΤΕΡΗΣΗ ΤΟΥΣ

Η σχέση της ανάπτυξης της ναυτιλίας με την ανάπτυξη άλλων παραγωγικών δραστηριοτήτων, μας περνά σε
ένα άλλο ζήτημα, εξ ίσου σημαντικό: το θέμα των μη εμπορικού χαρακτήρα αστικών οικονομικών λειτουργιών
των ελληνικών πληθυσμών. Κατά το 18ο και το 19ο αιώνα, φαίνεται ότι η οργάνωση της βιοτεχνικής
παραγωγής ξεπερνά το στάδιο της μεσαιωνικού τύπου συντεχνίας. Λίγα είναι ωστόσο τα παραδείγματα που
έχουν μελετηθεί με επάρκεια και, μάλιστα, με μια δόση ρομαντισμού (π.χ. τα Αμπελάκια της Θεσσαλίας που
εμφανίζονται ως συνεταιρισμός, αλλά στην πραγματικότητα, πρόκειται για καπιταλιστική επιχείρηση).
Πάντως, είναι πλέον πιστοποιημένο γεγονός ότι τα κεφάλαια που συσσωρεύονταν από το εμπόριο επενδύονταν
και σε βιοτεχνικές-βιομηχανικές οικονομικές δραστηριότητες, αλλά και ότι πολλά από τα εμπορεύσιμα
προϊόντα προέρχονταν από βιοτεχνίες «ελληνικών» συμφερόντων. Ο Β. Κρεμμυδάς μιλά για πραγματική
βιομηχανική «έκρηξη» στο μεταίχμιο του 18ου και του 19ου αιώνα, αναφέροντας ως κύριες βιομηχανίες του
ελλαδικού χώρου τη θαλάσσια βιομηχανία (στην οποία, κακώς κατά τη γνώμη μας, δε συμπεριλαμβάνει τη
ναυτιλία, αλλά μόνο τη ναυπήγηση πλοίων), την υφαντουργία - νηματουργία και τη σαπωνοποιΐα[10].
Σύμφωνα με τον ίδιο, γύρω στα 1800 η βιομηχανική - βιοτεχνική παραγωγή θα πρέπει να ξεπερνούσε το 30%
της συνολικής παραγωγής[11]. Ο Β. Κρεμμυδάς ισχυρίζεται ότι η άνθιση αυτή διακόπτεται λίγο πριν από την
επανάσταση, κάτι που έχει την αντανάκλασή του και στη ναυτιλία και στο εμπόριο.

Το ζήτημα αυτό - της οπισθοδρόμησης στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και των αιτίων που
οδήγησαν σε αυτήν - είναι υπαρκτό και σημαντικό. Ισως δεν έχει διερευνηθεί ακόμη στην έκταση που πρέπει,
καθώς, εξ άλλου και πολλά άλλα ζητήματα που σχετίζονται με την ανάπτυξη της βιοτεχνίας και της
βιομηχανίας στον οθωμανοκρατούμενο χώρο. Οι πηγές, έμμεσες και άμεσες, σε σχέση με τις δραστηριότητες
αυτές είναι σαφώς λιγώτερες από εκείνες που σχετίζονται με τη ναυτιλία και το εμπόριο.

Πάντως, ακόμα και κάτω από αυτές τις συνθήκες, η εικόνα του οθωμανοκρατούμενου ελλαδικού χώρου πριν
από την επανάσταση δεν είναι εικόνα ενός χώρου που δε συμμετέχει στις διαδικασίες της μετάβασης στον
καπιταλισμό. Αντίθετα, υπάρχουν ισχυρά φανερώματα αστικής ανάπτυξης και μια δραστήρια αστική τάξη που
μπαίνει με αξιώσεις στο διεθνή χώρο και ανταγωνίζεται επί ίσοις όροις τις αστικές τάξεις της Γαλλίας και της
Μεγάλης Βρετανίας. Μόνο που από αυτή την αστική τάξη λείπει κάτι βασικό για την περαίωση του ιστορικού
της ρόλου: λείπει το εθνικό κράτος και η εσωτερική αγορά. Η αστική τάξη των Ελλήνων λειτουργεί μέσα στα
πλαίσια της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Από την άλλη όμως, ακριβώς επειδή αναπτύσσει την εθνική της
συνείδηση, σαν αποτέλεσμα των οικονομικών της δραστηριοτήτων, τείνει όλο και περισσότερο να αποκοπεί
από αυτήν[12]. Το ευρύτερα οικονομικό και θεσμικό της πλαίσιο καθίσταται προοδευτικά ασφυκτικό. Ετσι
λοιπόν, η ελληνική αστική τάξη αποκτά ιδεολογικούς προσανατολισμούς σαφώς επηρεασμένους από το
γαλλικό διαφωτισμό όχι όμως τόσο με την έννοια της εξωτερικής επίδρασης όσο επειδή οι ανάγκες της
εγγράφονται μέσα στο συνολικό πλαίσιο των αναγκών της αστικής τάξης εκείνης της εποχής οπουδήποτε στον
κόσμο. Οι δυνάμει συμμαχίες της σχετίζονται οπωσδήποτε με αυτούς τους προσανατολισμούς: δεν είναι τυχαία
η πίστη πολλών εκπροσώπων του ελληνικού διαφωτισμού στην επαναστατική, ακόμα και στη ναπολεόντεια
Γαλλία ούτε και η μετέπειτα ιδεολογική και πολιτική στροφή προς τη Μεγάλη Βρετανία, για την οποία θα
μιλήσουμε παρακάτω.
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΠΑΡΟΙΚΙΩΝ

63
Μέχρι στιγμής δεν έχουμε αναφερθεί καθόλου στις ελληνικές παροικίες στην Ευρώπη. Υπάρχει μια διάχυτη
άποψη που θέλει την αστική τάξη του ελληνισμού να διαμορφώνεται όχι μόνο εκτός ελλαδικού χώρου, αλλά
και εκτός Οθωμανικής αυτοκρατορίας, παραγνωρίζοντας τη γένεση καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής μέσα
σε αυτό το χώρο. Πάνω σε αυτή την αντίληψη, στηρίζεται και μία θεωρία που θέλει την Επανάσταση του ‘21
«εισαγόμενη», με την έννοια ότι υποκινήθηκε από τους έλληνες των παροικιών, για ιδεολογικούς κυρίως
λόγους, αφού αυτοί ήρθαν εξ αντικειμένου πρώτοι σε επαφή με το γαλλικό διαφωτισμό.

Πιστεύουμε ότι τα στοιχεία που αναφέραμε προηγουμένως δε στοιχειοθετούν μια τέτοια αντίληψη, δεδομένης
της σημαντικής οικονομικής δραστηριότητας των Ελλήνων αστών, μέσα στον ίδιο τον ελλαδικό χώρο (αλλά
και τον ευρύτερο βαλκανικό). Από την άλλη πλευρά, δεν μπορούμε να αρνηθούμε την πραγματικά πλούσια
παρουσία και οικονομική ζωή των Ελλήνων της διασποράς. Ωστόσο, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι αυτές
οι παροικίες λειτουργούσαν ξεκομμένα και σε αντιπαράθεση με τα οικονομικά δρώμενα της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας. Είναι γεγονός ότι οι Ελληνες, για να ξεφύγουν πολλές φορές από τις ασφυκτικές δεσμεύσεις
του οθωμανικού νομοθετικού πλαισίου, κατέφευγαν σε χώρες εκτός αυτοκρατορίας (όπου αντίθετα έχαιραν
πολλών προνομίων). Η δραστηριότητά τους όμως δεν ήταν αποκομμένη από το οθωμανικό κέντρο. Πολλές
φορές έχουμε την περίπτωση επιχειρήσεων που λειτουργούν τόσο εντός αυτοκρατορίας, όσο και στο
εξωτερικό. Αρκεί να παραθέσουμε την περίπτωση του πατρός Κοραή, ο οποίος είχε την έδρα των επιχειρήσεών
του στη Σμύρνη (ήταν έμπορος υφασμάτων), αλλά σημαντικά παραρτήματα στο Αμστερνταμ και αλλού. Δεν
πρόκειται λοιπόν για μια «εμφύτευση» αστικών δραστηριοτήτων και αστικής ιδεολογίας «απ’ έξω», αλλά για
μια εξακτίνωση στις παροικίες δραστηριοτήτων που διενεργούνται και αναπτύσσονται μέσα στα πλαίσια της
ίδιας της αυτοκρατορίας.

Μια άλλη πλευρά του ζητήματος των παροικιών είναι και η ακόλουθη: το γεγονός ότι το ελληνικό αστικό
στοιχείο βρίσκεται και δρα τόσο μέσα στο χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο και έξω από αυτήν,
δημιουργεί την εικόνα ενός πληθυσμού που, μέσα από τις κοινές οικονομικές του λειτουργίες, διαμορφώνει
ενιαία εθνική συνείδηση, δεν παρουσιάζει όμως εδαφική συνοχή. Με αυτόν τον τρόπο, δυσκολεύει, για τους
έλληνες, η επίλυση του εθνικού τους ζητήματος (είναι, εξ άλλου, ένα πρόβλημα που κληροδοτήθηκε και στον
αιώνα μας και δεν επιλύθηκε οριστικά πριν από το 1923). Από την άλλη όμως, οι παροικίες συντελούν στη
διευρυμένη αναπαραγωγή του ελληνικού κεφαλαίου, συντελώντας στην πρόοδο των καπιταλιστικών σχέσεων
παραγωγής, τόσο πριν όσο και - κυρίως - μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Σύμφωνα δε με τον
καθηγητή Σβορώνο, στο βαθμό που οι ελληνικές παροικίες και οι ελληνικές αστικές δραστηριότητες
εκδηλώνονται στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, οι έλληνες λειτουργούν ως «μια διαβαλκανική αστική
τάξη», συντελώντας στην εθνική αφύπνιση και των άλλων εθνών της περιοχής.
ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ,
ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΤΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΥΜΜΑΧΙΩΝ ΤΗΣ

Στη μέχρι τώρα αναδρομή μας, αναφερθήκαμε στις βασικές οικονομικές δραστηριότητες που ανέπτυξαν οι
Ελληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κυρίως στο εσωτερικό της, με αντανάκλαση και στις παροικίες του
εξωτερικού. Από ένα ιστορικό σημείο και μετά, η διαμορφούμενη ελληνική αστική τάξη (και το νεοσύστατο
ελληνικό κράτος) συνεργάστηκε πολύ στενά με την ισχυρότερη καπιταλιστική δύναμη της εποχής, τη Μεγάλη
Βρετανία, η οποία, μετά και τη γαλλική επανάσταση και τους ναπολεόντειους πολέμους, πέτυχε να εκτοπίσει
από την ανατολική Μεσόγειο την ανταγωνίστριά της Γαλλία και να τη διαδεχθεί ως κυρίαρχη οικονομικά και
πολιτικά δύναμη της περιοχής. Η συνεργασία αυτή ήταν αποτέλεσμα των οξυμένων αναγκών των
επαναστατημένων ελλήνων - και αργότερα του ελληνικού κράτους - να αποκτήσουν ισχυρά διεθνή ερείσματα,
σε μια εποχή κατά την οποία δεν είχε λυθεί ούτε το εθνικό πρόβλημα ούτε το λεγόμενο «ανατολικό
ζήτημα»[13]. Ταυτόχρονα, η ίδια η επανάσταση κινδύνευε πολλές φορές να καταπνιγεί, αφού η παρακμάζουσα
Οθωμανική Αυτοκρατορία διατηρούσε ωστόσο αρκετά ισχυρή στρατιωτική μηχανή, δεχόμενη και τη βοήθεια
του Μωχάμετ Αλυ της Αιγύπτου. Μέσα σε ένα διαμορφωμένο πλέγμα διεθνών συμφερόντων και
συγκρούσεων, η ελληνική αστική τάξη επέλεξε ως ισχυρό «σύμμαχο» και «εταίρο» τη Μεγάλη Βρετανία,
θεωρώντας ότι διασφαλίζει έτσι καλύτερα τα συμφέροντά της και, χωρίς αυτό το στοιχείο, ειδωμένο με βάση
τις ανάγκες της εποχής, να αποτελεί κάποιου είδους ηθική «μομφή».

Κάτω από αυτούς τους όρους, η «συνεργασία» υπήρξε αναμφίβολα ετεροβαρής, δεδομένης της διαφοράς στην
οικονομική δυναμικότητα των δύο αστικών τάξεων (και των δύο κρατών αργότερα). Ο ετεροβαρής αυτός
χαρακτήρας επιτάθηκε λόγω της σύναψης δανείων από τη Μεγάλη Βρετανία, στην οποία προέβησαν οι
64
επαναστατικές κυβερνήσεις. Η Ελλάδα μπήκε λοιπόν ως χώρα στο καπιταλιστικό σύστημα και στη νέα εποχή
από θέση εξ ορισμού δυσχερή και εξαρτημένη. Η θέση αυτή την κατέστησε πολύ πιο ευάλωτη στις πολιτικές
και στρατιωτικές επεμβάσεις των μεγάλων δυνάμεων που έγιναν φανερές ήδη από τη διαδικασία συγκρότησης
του ελληνικού κράτους, με την επιβολή ενός ιδιότυπου καθεστώτος τριεθνούς «προστασίας» από τις μεγάλες
δυνάμεις της εποχής. Η προϊστορία αυτή αντανακλάται και στις κατά καιρούς επιλογές διακρατικών
συμμαχιών από την άρχουσα τάξη της Ελλάδας και τα κόμματα που την εκπροσωπούσαν, ενώ ερμηνεύει και
τη θέση της χώρας μας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Ομως, σε καμμία περίπτωση η διαδικασία αυτή δεν
αναιρεί τον εγγενή χαρακτήρα των μεταβολών στις οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις στην Οθωμανική
αυτοκρατορία, μεταβολών που οδήγησαν στη δημιουργία ελληνικής αστικής τάξης και τη συγκρότηση
ελληνικού κράτους σαφώς αστικού χαρακτήρα. Η αλληλοσύνδεση των αρχουσών τάξεων των εθνών-κρατών
δεν αφορά μόνο τις σχέσεις Ελλάδας-Μεγάλης Βρετανίας ούτε γενικά τη σχέση ανάμεσα σε ισχυρότερες
οικονομικά και ασθενέστερες καπιταλιστικές χώρες. Αφορά όλες τις χώρες που συμμετέχουν στο
καπιταλιστικό σύστημα και, πολύ περισσότερο, στο σύστημα του ιμπεριαλισμού, χωρίς να αναιρεί το
αυθύπαρκτο και τις πρωτοβουλίες (οικονομικές, πολιτικές, εν τέλει ιστορικές) κάθε εθνικής αστικής τάξης.
Ούτε, βέβαια, από την άλλη πλευρά, αναιρεί τον «ετεροβαρή» όπως περιγράψαμε πιο πάνω, χαρακτήρα αυτών
των διακρατικών σχέσεων.

Παρ’ όλα αυτά τα προβλήματα, ο έντονα αστικός χαρακτήρας της επανάστασης και του κράτους που προέκυψε
από αυτήν, φάνηκε από πολύ νωρίς: από τα ίδια τα συντάγματα που ψηφίστηκαν κατά τη διάρκεια της
επανάστασης τα οποία ήταν τα προοδευτικότερα και ριζοσπαστικότερα της εποχής. Αρκετή συζήτηση γίνεται
και για την παρουσία ισχυρών φεουδαρχικών καταλοίπων στο ελληνικό κράτος. Αν προσεγγίσουμε όμως το
ζήτημα με όρους οικονομικούς και κοινωνικούς, με όρους σχέσεων παραγωγής, θα δούμε το εξής: Στο
νεοσύστατο ελληνικό κράτος, το 1832, κυρίαρχη παραγωγική μονάδα στην αγροτική οικονομία ήταν ο μικρός
ελεύθερος κλήρος και όχι η εκτεταμένη γαιοκτησία φεουδαρχικού τύπου (με εξαίρεση ορισμένα τσιφλίκια
στην Αττική και τη Βοιωτία). Το δε αγροτικό πρόβλημα που αντιμετώπισε το 1881, με την ενσωμάτωση της
Θεσσαλίας είναι ζήτημα που συνδέεται περισσότερο με τη βίαιη αποσύνθεση του φεουδαρχικού συστήματος
που επέβαλε η ένταξη της θεσσαλικής έγγειας ιδιοκτησίας στο αστικό ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο,
καταργώντας την πρόσδεση του χωρικού στη γη και δημιουργώντας στρατιές ακτημόνων ή ενοικιαστών των
κλήρων.

Ωστόσο, το ίδιο αυτό ζήτημα (της κυριαρχίας του μικρού ελεύθερου κλήρου) έχει και μια άλλη πλευρά. Ο
καλλιεργητής δεν αφήνει εύκολα τη γη του: το γεγονός αυτό υπήρξε ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες
εξ αιτίας των οποίων δε δημιουργήθηκε μαζική εργατική τάξη, μέχρι τουλάχιστον το τέλος του περασμένου
αιώνα, «μπλοκάροντας» ενδεχομένως τις διαδικασίες εκβιομηχάνισης της χώρας. Ολα αυτά όμως είναι
ζητήματα τα οποία απαιτούν ουσιαστική και βαθεία μελέτη που, πιστεύουμε, θα βοηθήσει και σε μια αρτιότερη
εκτίμηση όχι μόνο των ιστορικών γεγονότων από μαρξιστική σκοπιά, αλλά και των σημερινών δρώμενων και
απαιτήσεων της ελληνικής κοινωνίας. Εμείς, σε αυτή τη σύντομη παρουσίαση, απλώς επιδιώξαμε να θέσουμε
ορισμένους μεθοδολογικούς προβληματισμούς, υποσχόμενοι να επανέλθουμε σε αυτούς σε προσεχή τεύχη του
περιοδικού μας ώστε να συμβάλουμε, στα μέτρα των δυνατοτήτων μας, στην καλύτερη διερεύνησή τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ιστορία του Ελληνικού Εθνους (Εκδοτική Αθηνών): Τόμοι Ι΄ και ΙΑ΄ («Ο ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία -
Λατινοκρατία, Τουρκοκρατία, 1453-1821»).

Νίκος Γ. Σβορώνος: «Ανάλεκτα Νεοελληνικής Ιστορίας και Ιστοριογραφίας», Ιστορική Βιβλιοθήκη, Θεμέλιο,
1982.

Βασίλης Κρεμμυδάς: «Εισαγωγή στην ιστορία της νεοελληνικής κοινωνίας (1700 - 1821)», εκδ. Εξάντας,
1988.

Γ. Λεονταρίτης: «Ελληνική εμπορική ναυτιλία (1453-1850)». Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού - Μνήμων,
1981 (Θεωρία και Μελέτες Ιστορίας 1).

Βασ. Βλ. Σφυρόερα: «Επισκόπηση -Οικονομική και Δημογραφική- του Τουρκοκρατούμενου ελληνικού χώρου
(1669-1821)». Αθήνα, 1979.
65
Σπ. Ασδραχά: «Ζητήματα ιστορίας». (Ιστορική Βιβλιοθήκη), εκδ. «Θεμέλιο».

Ν. Τοντόροφ: «Η βαλκανική πόλη (15ος-19ος αιώνας)», τόμος Β΄. (Ιστορική Βιβλιοθήκη), εκδ. «Θεμέλιο»,
1986.

Γ. Ζεύγου: «Σύντομη μελέτη της νεοελληνικής ιστορίας», μέρος Α΄ - «Τα νέα βιβλία Α.Ε.». Αθήνα, 1945.
ΣημειώσειςΣημειώσεις

Η Δώρα Μόσχου είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.

[1] Εδώ, κρίνω σκόπιμη μια διευκρίνιση, σχετικά με την ορολογία που χρησιμοποιώ: όπου αναφέρεται ο όρος
«ελληνικός», αναφέρεται καταχρηστικά. Η μακρά περίοδος της Οθωμανικής κυριαρχίας είναι η εποχή κατά
την οποία λαοί και εθνότητες που συγκατοικούσαν στον ελλαδικό χώρο αποτέλεσαν το πρόπλασμα για τη
διαμόρφωση του ελληνικού έθνους, μέσα από τη συμβίωση σε κοινό γεωγραφικό χώρο, την κοινή οικονομική
δραστηριότητα, την κοινή γλώσσα (την ισχυρή σε παράδοση ελληνική) και την κοινή νοοτροπία και
κουλτούρα. Εν γένει, με την αναφορά σε «Ελληνες» εννοώ τους ορθόδοξους κατά τεκμήριο και, ως επί το
πλείστον ελληνόφωνους πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

[2] Οσον αφορά τη βιοτεχνία του ορεινού χώρου, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι στηρίζεται κατά μεγάλο
μέρος σε μια αγροτικού χαρακτήρα δραστηριότητα, την κτηνοτροφία. Οπως θα δούμε παρακάτω, βασική
μορφή της βιοτεχνίας στον τουρκοκρατούμενο ελλαδικό χώρο ήταν η υφαντουργία που σχετίζεται άμεσα με
την παραγωγή υφαντικών υλών, άρα και μαλλιού.

[3] Νίκος Γ. Σβορώνος: Ανάλεκτα νεοελληνικής ιστορίας και ιστοριογραφίας. Κεφ. Β΄-5. (Οι συνέπειες της
οικονομικής δραστηριότητας των Ελλήνων της Βαλκανικής Χερσονήσου στο 18ο αιώνα). Εκδ. «Θεμέλιο» -
Ιστορική Βιβλιοθήκη, 1982.

[4] Νίκος Γ. Σβορώνος: Ανάλεκτα νεοελληνικής ιστορίας και ιστοριογραφίας. Κεφ. Β΄-5. (Οι συνέπειες της
οικονομικής δραστηριότητας των Ελλήνων της Βαλκανικής Χερσονήσου στο 18ο αιώνα). Εκδ. «Θεμέλιο» -
Ιστορική Βιβλιοθήκη, 1982.

[5] Η ναυτική παράδοση είναι ισχυρότατη και παλαιότατη στον ελλαδικό και ευρύτερο αιγιακό χώρο. Πέρα
από τις περιορισμένες πλουτοπαραγωγικές πηγές, η ανάγκη για εξεύρεση τροφής και για επικοινωνία ώθησε
από τους αρχαιότατους χρόνους τους κατοίκους των νησιών, κυρίως του Αιγαίου (αλλά και των παραλίων) να
στραφούν στην εξερεύνηση των θαλασσινών δρόμων. Ετσι αναπτύχθηκαν σημαντικοί πολιτισμοί, από την
αυγή ακόμα της ανθρώπινης ιστορίας, για παράδειγμα ο κυκλαδικός αλλά και ο μινωικός πολιτισμός.

[6] Χαρακτηριστικό από αυτή την άποψη είναι αυτό που γράφει ο Β. Κρεμμυδάς: «Δε χωρεί μάλιστα
αμφιβολία ότι η κακή τροφοδοσία των πληρωμάτων - οι ίδιοι οι εφοπλιστές έχουν επαινέσει το «λιτοδίαιτον»
των Ελλήνων ναυτικών - σε μια στιγμή βέβαια που η προσφορά εργασίας υπερκάλυπτε τη ζήτηση, καθώς και η
επένδυση της αμοιβής του, του μεριδίου τους στη σερμαγιά του φορτίου ήταν από τους βασικότερους τρόπους
για την αύξηση των κερδών των εφοπλιστών». (Βασίλης Κρεμμυδάς: «Εισαγωγή στην ιστορία της
νεοελληνικής κοινωνίας (1700-1821)». Εκδ. Εξάντας, 1988, σελ. 129).

[7] Βασίλης Κρεμμυδάς: «Εισαγωγή στην ιστορία της νεοελληνικής κοινωνίας (1700-1821)». Εκδ. Εξάντας,
1988, σελ. 129.

[8] Οι βενετοί ασκούσαν μια αυστηρή μερκαντιλλιστική πολιτική, σύμφωνα με την οποία επέβαλαν σε όλους
τους εμπόρους που προέρχονταν από τις αποικίες τους να μεταφέρουν πρώτα τα εμπορεύματά τους στη
Γαληνοτάτη, από όπου και διοχετεύονταν στις άλλες αγορές.

[9] Γεώργιος Λεονταρίτης: «Ελληνική εμπορική ναυτιλία (1453 - 1850)». Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού
- Μνήμων, 1981, Θεωρία και Μελέτες Ιστορίας 1.
66
[10] Θα πρέπει να προσθέσουμε ότι άλλος ένας βιομηχανικός κλάδος δεν ήταν άγνωστος στον ελλαδικό χώρο:
πρόκειται για την εξορυκτική δραστηριότητα, με χαρακτηριστικό - και ίσως όχι τόσο μελετημένο - παράδειγμα
τα Μαντεμοχώρια της Χαλκιδικής. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της ναυτιλίας και της
υφαντουργίας, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αν αναλογιστούμε ότι, σύμφωνα με τον Ενγκελς, η «δημιουργία του
βιομηχανικού κεφαλαίου είχε αρχίσει ήδη από το Μεσαίωνα και μάλιστα σε τρεις τομείς: στη ναυτιλία, στην
εξορυκτική βιομηχανία και στην κλωστοϋφαντουργία» (Συμπλήρωμα και επίλογος στο ΙΙΙ Βιβλίο του
«Κεφαλαίου», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τόμος Γ΄, σελ. 1111).

[11] Β. Κρεμμυδάς, ό.π.

[12] Μια συνηθισμένη λαθροχειρία ορισμένων αστών Τούρκων ιστορικών είναι η εξής: ισχυρίζονται ότι οι
Ελληνες δεν είχαν λόγο να «αποστατήσουν» από την αυτοκρατορία, αφού μέσα στα πλαίσιά της περνούσαν
καλά. Πέρα από το γεγονός ότι δεν περνούσαν όλοι οι Ελληνες (ούτε εξ άλλου όλοι οι Μωαμεθανοί ή οι άλλοι
Βαλκάνιοι) καλά στην οθωμανική αυτοκρατορία, ακριβώς επειδή μια όχι ασήμαντη μερίδα των Ελλήνων
«περνούσε καλά» (και αναφέρομαι στην αστική τάξη) ακριβώς γι’ αυτό «όφειλαν», με ιστορικούς όρους, να
επαναστατήσουν και να συγκροτήσουν δικό τους, εθνικό κράτος.

[13] Το ζήτημα δηλαδή της διατήρησης ή της διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ (Η περίπτωση του
παροικιακού ελληνισμού της Ουγγαρίας)
του Χρήστου Τσιντζιλώνη
2001 Τεύχος 1
Ιστορία

Το πολυσύνθετο θέμα της Επανάστασης του ’21 αποτελούσε και εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο
επιστημονικής μελέτης για το πληρέστερο φώτισμα θεμελιακών προβλημάτων, που σχετίζονται κυρίως με τις
ιδιομορφίες της αστικής ανάπτυξης, κατά την άμεση προεπαναστατική εποχή, το χαρακτήρα των φορέων της,
την ιδεολογία της επανάστασης και τις κινητήριες δυνάμεις.

Γύρω από το πρόβλημα της καπιταλιστικής ανάπτυξης και των ιδιομορφιών της έχει γίνει αρκετή συζήτηση και
έχουν διατυπωθεί διάφορες γνώμες και απόψεις. Είναι αναμφισβήτητα ένα πρόβλημα που απαιτεί παραπέρα
μελέτη. Και αυτό γιατί το ζήτημα σε ποια βαθμίδα οικονομικής ανάπτυξης είχε φτάσει η προεπαναστατική
Ελλάδα, έχει αποφασιστική σημασία για το σωστό προσδιορισμό του χαρακτήρα της επανάστασης, των
κινητήριων δυνάμεών της και την πορεία της.

Ερευνώντας το θέμα της αστικής ανάπτυξης δεν είναι σωστό να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι το βασικό
χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας στις αρχές του 19ου αιώνα είναι η μαζική αγροτική της διάσταση και
η προκαπιταλιστική της δομή, αν και ο όρος «προκαπιταλιστική δομή» περικλείει μέσα του την έννοια ύπαρξης
ορισμένων φύτρων, στοιχείων καπιταλιστικών σχέσεων, ούτε βέβαια, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι στα
προεπαναστατικά χρόνια έχουμε λίγο-πολύ αναπτυγμένες καπιταλιστικές σχέσεις στον ελλαδικό χώρο, γιατί
μια τέτια άποψη δε θεμελιώνεται επιστημονικά και δεν ανταποκρίνεται στο επίπεδο ανάπτυξης αυτών των
σχέσεων.

Κατά το 18ο και τις αρχές του 19ου αιώνα έχουμε αναμφισβήτητα πολλά στοιχεία πρωταρχικής καπιταλιστικής
ανάπτυξης, τόσο στον ελλαδικό χώρο, όσο και στο χώρο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, καθώς και έξω από
αυτόν, κυρίως στο χώρο του παροικιακού ελληνισμού, που εκτείνεται τόσο στην Ανατολική Ευρώπη, όσο και,
στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη.

Βέβαια, κατά την έρευνά μας, δεν πρέπει να ψάχνουμε να βρούμε έναν τύπο καπιταλιστικής ανάπτυξης στα
μέτρα της Γαλλίας ή της Αγγλίας, γιατί κάτι τέτιο δεν υπάρχει.

67
Το γεγονός όμως αυτό δεν πρέπει να μας οδηγήσει στο να αρνούμαστε να δούμε τις αλλαγές που συντελούνται
με την παρακμή - αποσύνθεση της οθωμανικής στρατιωτικής φεουδαρχίας και το πέρασμα από τη μορφή του
σπαχιλικιού στη μορφή του ιδιόκτητου τσιφλικιού, στην παραπέρα ανάπτυξη της εμπορευματικής παραγωγής
και των χρηματικών σχέσεων.

Την αστική ανάπτυξη με τα ιδιαίτερα στοιχεία που την χαρακτηρίζουν δε θα μπορέσουμε να τη δούμε, αν
επιχειρήσουμε να εξετάσουμε μεμονωμένα τον τρόπο με τον οποίο εμφανίζεται στον έναν είτε στον άλλο
χώρο.

Για να καταλήξουμε σε σωστά συμπεράσματα επιβάλλεται, όπως η έρευνά μας στραφεί στην αστική ανάπτυξη
σφαιρικά, στο σύνολό της και σε όλους τους χώρους όπου ζει και κινείται το ελληνικό στοιχείο. Εξετάζοντας
σφαιρικά το όλο θέμα, δεν μπορεί παρά να διακρίνουμε, ότι κατά τους 17ο και 18ο αιώνες, τόσο στα πλαίσια
της Οθωμανικής αυτοκρατορίας όσο και έξω από αυτά, αναπτύσσεται μια πολύπλευρη εμπορική
δραστηριότητα. Πολυάριθμες ομάδες Ελλήνων διαθέτουν πολύ σημαντικά για την εποχή εμπορικά κεφάλαια.
Και το γεγονός αυτό έχει μεγάλη σημασία γιατί - όπως τονίζει ο Μαρξ - το εμπορικό κεφάλαιο είναι ο
πρόδρομος του βιομηχανικού κεφαλαίου σε κάθε χώρα, γιατί από το εμπορικό κεφάλαιο αρχίζει η συσσώρευση
του κεφαλαίου και μετά αυτό μετατρέπεται σε βιομηχανικό.

Η ανάπτυξη της εμπορικής δραστηριότητας που είχε σαν επακόλουθο τη δημιουργία ενός αρκετά ισχυρού
εμπορικού, εμποροεφοπλιστικού κεφαλαίου, συνέβαλε αναμφισβήτητα στο δυνάμωμα του εμπορικού στόλου,
με τη ναυπήγηση μεγάλου αριθμού εμπορικών καραβιών, στη δημιουργία και ανάπτυξη σειράς βιοτεχνικών και
εμπορικών κέντρων (Υδρα, Σπέτσες, Ψαρά, Αμπελάκια, Μαντεμοχώρια, Ζαγοροχώρια, Γιάννενα, Λάρισα,
Θεσσαλονίκη), στη διεύρυνση των εξαγωγών της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας. Με τη σειρά του αυτό
επέδρασε στην ανάπτυξη διαφόρων γεωργικών καλλιεργειών όπως: της σταφίδας, του λαδιού, του καπνού, της
μεταξουργίας, κ.ά. Σημειώνουμε, τη σημαντική από μεθοδολογική άποψη παρατήρηση του Ενγκελς ότι «Ηδη
στο μεσαίωνα είχε αρχίσει η δημιουργία του, (σ.σ. του βιομηχανικού κεφαλαίου) και μάλιστα σε τρεις τομείς:
στη ναυτιλία, στην εξορυκτική βιομηχανία και στην κλωστοϋφαντουργία[1]

Είναι επίσης γεγονός ότι τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου λόγω του
αρπακτικού χαρακτήρα της οθωμανικής στρατιωτικής φεουδαρχίας, του εντεινόμενου συναγωνισμού του
δυτικού καπιταλιστικού κεφαλαίου και μιας σειράς άλλων παραγόντων (όπως οι Ναπολεόντιοι πόλεμοι), το
ελληνικό εμπορικό, εμποροεφοπλιστικό κεφάλαιο παρουσιάζει σημαντική υποχώρηση. Στασιμότητα και, σε
ορισμένους χώρους υποχώρηση, παρουσιάζει επίσης και η βιοτεχνία καθώς και η πορεία εμπορευματοποίησης
της τσιφλικάδικης παραγωγής.

Ολα αυτά, όμως, σε καμμιά περίπτωση δεν πρέπει να μας οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι έπαψαν να
υπάρχουν οι καταβολές της προηγούμενης αστικής καπιταλιστικής ανάπτυξης. Το πρόβλημα που μπαίνει
επιτακτικά για έρευνα είναι να βρούμε και να τεκμηριώσουμε επιστημονικά σε ποιο βαθμό έχει προχωρήσει η
εμπορευματοποίηση της βιοτεχνικής και της τσιφλικάδικης παραγωγής και η χρησιμοποίηση της μισθωτής
εργασίας.

Παίρνω μια πλευρά: το παροικιακό εμπορικό κεφάλαιο, που όπως είναι γνωστό, κατά τους 17ο και 18ο και 19ο
αιώνες παρουσιάζεται αρκετά αναπτυγμένο και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, τόσο στα πλαίσια της
Οθωμανικής αυτοκρατορίας όσο και έξω από αυτά.

Θα αναφερθώ ιδιαίτερα, φυσικά σύντομα, στον παροικιακό ελληνισμό της Ουγγαρίας, ο οποίος σύμφωνα με
την επίσημη ουγγρική ιστοριογραφία, διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στο εμπόριο και στη διαμόρφωση του
πρώϊμου καπιταλισμού της Ουγγαρίας του 18ου αιώνα[2].

Στην περιοχή της Ουγγαρίας και της Τρανσυλβανίας κατά τους 17ο και 18ο αιώνες συναντούμε πολυάριθμες
ελληνικές κοινότητες. Πολλές από αυτές όπως οι κοινότητες των πόλεων: Πέστη, Βατς, Κέτσκεμετ, Μίσκολτς,
Τοκάϊα, Εγκρι, Γκιουρ, Κόμαροφ, Ντίοσιγκ, Σιμπίου, Μπρασιόβ, Οράντεια, Κλουζ, Αλμπα, Ιούλια κ.ά.
ξεχωρίζουν για την οικονομική και πνευματική τους άνθιση.

68
Σύμφωνα με σχετικές έρευνες Ούγγρων ιστορικών η εμφάνιση των Ελλήνων εμπόρων σε αυτές τις περιοχές
αρχίζει από το 1541. Η αρχή της μαζικής εγκατάστασής τους στην περιοχή της Ουγγαρίας χρονολογείται από
το 1687- 1718, ενώ η άνθιση των ελληνικών παροικιών εντοπίζεται μεταξύ 1718-1774.

Στα μέσα του 17ου αιώνα σημειώθηκε το πρώτο μεγάλο κύμα της εισροής των Ελλήνων στην Ουγγαρία. Η
χρονολογία αυτή, σύμφωνα με τον Ούγγρο ιστορικό Οdon Fuves, συμπίπτει με την άνθιση των εμπορικών
πόλεων της Μακεδονίας. Το δεύτερο και ισχυρότερο κύμα σημειώνεται ύστερα από το 1718 μετά από τη
Συνθήκη Ειρήνης του Πασάροβιτς με τους Τούρκους. Με τη συνθήκη αυτή οι Ελληνες έμποροι απέκτησαν μια
σειρά προνόμια, το μεγαλύτερο από τα οποία ήταν ότι σαν Τούρκοι υπήκοοι πλήρωναν μόνο 3% τελωνειακούς
δασμούς, ενώ οι ντόπιοι έμποροι ήταν υποχρεωμένοι να πληρώσουν 33% και επιπλέον μια σειρά άλλους
φόρους.

Οπως βλέπουμε οι Ελληνες έμποροι με το προνόμιο που απέκτησαν με τη Συνθήκη Ειρήνης του Πασάροβιτς
στα 1739, βρίσκονταν σε εξαιρετικά προνομιακή θέση σε σχέση με τους ντόπιους εμπόρους. Λόγω των
εξαιρετικά χαμηλών τελωνειακών δασμών ήταν σε θέση να πουλούν ασύγκριτα φτηνότερα τα προϊόντα τους
και οι Ούγγροι να μη μπορούν να συναγωνιστούν μαζί τους.

Εκμεταλλευόμενοι λοιπόν το προνόμιο αυτό, καθώς και μια σειρά διατάγματα των Ούγγρων ιθυνόντων που
πήραν υπό την προστασία τους τους Ελληνες εμπόρους και τους άφησαν χωρίς κανένα εμπόδιο να αναπτύξουν
την εμπορική τους δραστηριότητα, κατάφεραν κατά το 17ο αιώνα να πάρουν στα χέρια τους σχεδόν ολόκληρο
το εμπόριο στην Ουγγαρία[3].

Η Τρανσυλβανία περιοχή που σήμερα υπάγεται στη Ρουμανία είχε αναπτυγμένο εμπόριο με την
Κωνσταντινούπολη ακόμη στο 16ο και 17ο αιώνα. Η περιοχή αυτή ήταν μια από τις βασικότερες αγορές των
ανατολικών προϊόντων. Οι βασιλείς της Τρανσυλβανίας έπαιρναν πάντα υπό την προστασία τους τους
μεσάζοντες του ανατολικού εμπορίου, τους Ελληνες. Το υπ’ αριθμόν 32 νομοθετικό διάταγμα π.χ. του 1609
έθετε τους Ελληνες άμεσα υπό την προστασία του εμπορικού επιμελητηρίου της Τρανσυλβανίας.

Στα χρόνια της ηγεμονίας του Γεωργίου Ράκοτσι Α΄ (1591-1648) η ανάπτυξη της γεωργίας παίρνει μεγάλες
διαστάσεις. Με την ανάπτυξη αυτή, από τη μια, παρουσιάζεται αισθητή έλλειψη εργατικής δύναμης που
καλύπτεται βασικά από τους φυγάδες των ηγεμονιών της Βλαχίας και της Μολδοβλαχίας και, από την άλλη, με
την αύξηση της παραγωγής μεγαλώνουν οι εμπορικές δυνατότητες τις οποίες εκμεταλλεύονται οι Ελληνες
έμποροι.

Στις 8 Ιούλη 1636 ο βασιλιάς Γεώργιος Ράκοτσι Α΄ υπογράφει διάταγμα στην πόλη Γκιουλαφεχιρβάρ, με το
οποίο καθιερώνει ειδικά προνόμια για τους Ελληνες όπως: να εκλέγουν δικό τους δικαστή και να εμπορεύονται
ελεύθερα, λιανικά και χοντρικά.

Στην εποχή του βασιλιά Απαφι Μιχαήλ (1668) το εμπόριο των πόλεων Μπρασόβ και Σιμπίου έζησε την
ανθηρή του εποχή. Αυτό έπαιξε ρόλο στην άνθιση της οικονομικής ζωής της Τρανσυλβανίας. Την ίδια εποχή οι
Ελληνες ήταν οι τραπεζίτες και οι έμποροι του βασιλιά Απαφι[4].

Για την πλούσια δραστηριότητα των Ελλήνων εμπόρων στην Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία θα μπορούσαμε
να αναφέρουμε πολλά. Περιοριζόμαστε σε μερικά μόνο χαρακτηριστικά παραδείγματα, που δείχνουν το
σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισαν στην καπιταλιστική ανάπτυξη των ουγγρικών πόλεων.

Οργανωμένοι σε εμπορικές κομπανίες μπόρεσαν να διαθέσουν μεγάλα κεφάλαια και να δημιουργήσουν στην
Ουγγαρία πραγματικό εμπόριο με τη σημερινή σημασία της λέξης[5].

Η πλειοψηφία των Ελλήνων της Ουγγαρίας προέρχεται από τη Μακεδονία (Κοζάνη, Σιάτιστα, Καστοριά,
Θεσσαλονίκη, Σέρβια, Σέρρες, Δοϊράνη, Βογατσικό, Μελένικο, Μοναστήρι, Σέλιτσα, Γκράμποβα, Μπέλες,
Κλεισούρα, Μέγα Τούρνα, Κόρσοβα, Νάουσα καθώς και τη Μοσχούπολη). Λιγότεροι από την Ηπειρο, τη
Θεσσαλία, τη Θράκη, τη Βουλγαρία, την Αδριανούπολη, την Κωνσταντινούπολη και τη Συρία, ενώ η
πλειοψηφία των Ελλήνων της Τρανσυλβανίας προέρχεται από τους Ελληνες που ζούσαν στη Βλαχία.

69
Τα κυριότερα εμπορεύματα που μεταφέρουν οι Ελληνες έμποροι στην περιοχή της Ουγγαρίας και της
Τρανσυλβανίας είναι: Ο πολύτιμος για την εποχή εκείνη κρόκος της Κοζάνης, που χρησιμοποιούσαν στις
βαφές, το ακατέργαστο βαμβάκι των Σερρών, το μετάξι, τα κρασιά της Σιάτιστας, το λάδι, το ρύζι, καπνά από
τη Μακεδονία, Αλβανία, Βουλγαρία και Τουρκία, αρώματα, αλάτι, λίπος, πιπέρι, σαπούνι, σταφίδα, υφάσματα
διαφόρων χρωμάτων, δέρματα, πολύχρωμα νήματα, τα υφαντά της Νάουσας, οι αλατζάδες της Κοζάνης,
μαχαίρια σαμαρινιώτικα και χρουπιστιανά[6].

Ο μεγάλος όγκος των εμπορευμάτων τους ήταν ελληνικής-βαλκανικής προέλευσης ή τουρκικής. Στην
εμπορική τους δραστηριότητα αξιοποιούσαν επίσης και τα εσωτερικά προϊόντα, όπως: το χοιρινό κρέας, λαρδί,
τα βόδια, τα δημητριακά, τα κρασιά των περιοχών Τοκαΐας και Εγρι και λοιπά προϊόντα της πλούσιας
ουγγρικής πεδιάδας, τα οποία μεταφέρονταν βορειότερα στη Βιέννη, τη Λειψία και την Πολωνία[7].

Στην πόλη Τοκάια δημιουργήθηκε η δυναμικότερη ελληνική κοινότητα. Το 1769 οργανώθηκε σε εμπορική
κομπανία, πήρε στα χέρια της και εκμεταλλεύτηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα τα γνωστά κρασιά ολόκληρης
της περιοχής. Οι Ελληνες της παροικίας της Εγρι με το εμπόριο των κρασιών της περιοχής πλούτισαν τόσο
πολύ, ώστε το 1748 η εμπορική τους κομπανία κατάφερε να καταλάβει μία από τις πρώτες θέσεις μεταξύ των
10 ελληνικών εμπορικών κομπανιών, που υπήρχαν την εποχή εκείνη στην Ουγγαρία[8].

Οι πλούσιοι, για να μπορούν ανενόχλητα να παίρνουν μέρος στη δημόσια ζωή της Ουγγαρίας, κατέβαλαν
προσπάθειες να αποκτήσουν τίτλους ευγενείας. Για το σκοπό αυτό διέθεταν ένα μέρος των κεφαλαίων τους για
την αγορά σπιτιών και μεγάλων εκτάσεων γης. Αρκετοί από αυτούς απόκτησαν έτσι τον τίτλο του βαρώνου και
του κόμητα.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξέλιξη της ελληνικής εμπορικής κομπανίας. Η μορφή αυτή οργάνωσης των
Ελλήνων εμπόρων πέρασε διάφορα στάδια ανάπτυξης. Ξεκίνησε σαν απλή ένωση (εταιρία) αλληλοβοήθειας,
για να εξελιχθεί με τον καιρό σε κομπανία με χαρακτήρα συντεχνίας. Και όταν αργότερα η κλειστή αυτή
οργάνωση μετατράπηκε σε εμπόδιο για την παραπέρα ανάπτυξη εξαφανίστηκε και στη θέση της
δημιουργήθηκε μια κομπανία νέας μορφής και ποιότητας, που είχε το χαρακτήρα της μετοχικής εταιρίας.

Αξίζει να τονίσουμε ότι στα μέσα του 18ου αιώνα, είναι ζήτημα αν υπήρχε ουγγρική πόλη, όπου ο
καθοδηγητικός ρόλος στο εμπόριο δεν ήταν στα χέρια των Ελλήνων.

Κατά την 7η δεκαετία του 18ου αιώνα, όταν τα σημάδια αποσύνθεσης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας έγιναν
πιο έκδηλα, η Αυλή της Βιέννης αποφάσισε να θέσει τέρμα στην προνομιακή θέση των Ελλήνων εμπόρων
στην Ουγγαρία. Στο μεταξύ έχει δυναμώσει το εγχώριο κεφάλαιο. Ετσι η Μαρία Θηρεσία, με διάταγμά της το
1774 προσπαθεί να περιορίσει την εμπορική δραστηριότητα των Ελλήνων[9].

Με το παραπάνω βασιλικό διάταγμα, η εγκατάσταση των Ελλήνων και η συνέχιση της εμπορικής τους
δραστηριότητας εξαρτήθηκε από την κατάθεση του λεγόμενου όρκου πίστεως, που σήμαινε ταυτόχρονα και
ανάληψη ουγγρικής υπηκοότητας. Μόνο με τους όρους αυτούς χορηγούνταν στους Ελληνες το δικαίωμα της
εγκατάστασης και της ανάπτυξης εμπορικής δραστηριότητας.

Ολα αυτά τα περιοριστικά μέτρα είχαν βέβαια σοβαρές επιπτώσεις στην εμπορική δραστηριότητα των
Ελλήνων γενικά, γιατί ίσχυε και γι’ αυτούς πια το γενικό δασμολογικό σύστημα, που αποτελούσε σοβαρό
εμπόδιο στη συσσώρευση του κεφαλαίου, αλλά δε στάθηκαν ικανά να διακόψουν τις σχέσεις τους με την
Ελλάδα. Και αυτό, γιατί ο Ελληνας έμπορος κατά κανόνα αποτελούσε μια κομπανία με τον αδελφό του, το
παιδί του ή άλλο συγγενή του, από τους οποίους ο ένας έμενε στην Ουγγαρία για τη διεκπεραίωση του
εμπορίου, ενώ ο άλλος ασχολούνταν με την αγορά εμπορευμάτων ή με τη μεταφορά τους. Οταν τα μέσα του
18ου αιώνα πέρασαν στη νέα μορφή της κομπανίας, η οποία όπως τονίστηκε είχε το χαρακτήρα μετοχικής
εταιρείας, ο ένας από τους μετόχους ήταν μόνιμα εγκατεστημένος στην Ουγγαρία έχοντας την ουγγρική
υπηκοότητα, ενώ ο άλλος παρέμενε Τούρκος υπήκοος. Ετσι, ενώ ο πρώτος μπορούσε να εμπορεύεται
ελεύθερα, γιατί τα διατάγματα περί μέτρων περιορισμού δεν τον αφορούσαν, ο δεύτερος, σαν Τούρκος
υπήκοος μπορούσε να μεταφέρει από τα σύνορα τα τουρκικά προϊόντα με χαμηλό τελωνειακό δασμό, δηλαδή
3%.

70
Με τον καιρό, όταν το ντόπιο κεφάλαιο άρχισε να δυναμώνει και ταυτόχρονα να δυναμώνει και ο
ανταγωνισμός του γαλλικού, αγγλικού κλπ. κεφαλαίου, ο εμπορικός ρόλος και οι δραστηριότητες γενικά των
Ελλήνων άρχισαν να περιορίζονται. Το παροικιακό κεφάλαιο άρχισε να εκτοπίζεται. Επομένως, το πρόβλημα
δημιουργίας μιας εθνικής εστίας, η οποία θα έδινε τη δυνατότητα να μεταφέρουν και αξιοποιήσουν τα
κεφάλαιά τους, έμπαινε επιτακτικά για τους Ελληνες των παροικιών.

Θα ήταν παράλειψη, αν δεν αναφερόμασταν σύντομα στο ρόλο που διαδραμάτισε ο παροικιακός ελληνισμός
όχι μόνο στο ξεκίνημα και στην ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου και στο δυνάμωμα και άπλωμα της
εσωτερικής αγοράς που βοήθησε την ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης των υπόδουλων Ελλήνων, αλλά και
στην ιδεολογική προετοιμασία της επανάστασης.

Οι Ελληνες του εξωτερικού βοηθούσαν με κάθε τρόπο τις ιδιαίτερες πατρίδες τους, «τας οποίας ευεργέτουν δια
μεγάλων δωρεών, δια των οποίων ίδρυον εκπαιδευτήρια και επροίκιζον ταύτα δια μεγάλων χρηματικών
κεφαλαίων. Τα εκπαιδευτήρια δε ταύτα ανεδείχθησαν φυτώρια εθνικά εις τα οποία προσήρχοντο και
εδιδάσκοντο τα τέκνα των Ελλήνων παρά των μεγάλων εθνικών διδασκάλων, ως πχ. Ευγενίου του
Βουλγάρεως, όστις επί συνεχή έτη διηύθυνε τα εκπαιδευτήρια της Κοζάνης. Η Κοζάνη, η Σιάτιστα, η
Καστοριά και αι λοιπαί πόλεις της Δ. Μακεδονίας, δια των λαμπρών αυτών εκπαιδευτηρίων τα οποία
ωφείλοντο εις τους εν Αυστροουγγαρία ξενητεμένους πατριώτας των, ανεκτιμήτους προσέφερον υπηρεσίας εις
το Γένος», γράφει ο Θεόδωρος Μ. Νάτσινας[10].

Στην Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, τόμος 10, σελ. 174, αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι η εισροή των
χρημάτων από τους Ελληνες της Ουγγαρίας αναζωογονούσε τις φτωχές ορεινές κοινότητες της ελληνικής
χερσονήσου και συντελούσε στην οικοδόμηση νέων, μεγαλύτερων και ωραιότερων σπιτιών, στην ίδρυση
εκκλησιών, στο μεγάλωμα των χωριών ή και στη διαμόρφωσή τους σε κωμοπόλεις και πόλεις και τέλος στη
βαθμιαία δημιουργία εκπροσώπων της αστικής τάξης.

Οι Ελληνες των παροικιών της Αυστροουγγαρίας πρόσφεραν μεγάλες υπηρεσίες στην προετοιμασία του
μεγάλου αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας. Και την προετοιμασία αυτή, όπως γράφει ο Θεόδωρος Μ.
Νάτσινας στο βιβλίο του: Οι Μακεδόνες Πραματευτάδες εις τας χώρας Αυστρίας και Ουγγαρίας, άρχισαν «δια
της καλλιεργείας της πνευματικής αναπτύξεως του έθνους και αυτών».

Είναι γνωστό πως η πρώτη ελληνική εφημερίδα εκδόθηκε στη Βιέννη στις 31 Δεκέμβρη του 1790. «Δια
ταύτης», γράφει ο Νάτσινας, «εκράτουν ενήμερον τόσον το εν Αυστροουγγαρία Ελληνικόν στοιχείον, όσον και
εν ταις ελληνικαίς χώραις, όλων των συμβαινόντων εν Ευρώπη και ιδία των κατά την Γαλλικής Επανάστασιν».

«Με την ανεκτική και φιλελεύθερη στάση των Ούγγρων απέναντι όλων γενικά των Εθνοτήτων, αρκετοί
Ελληνες σπούδασαν στα ουγγρικά κατώτερα ή ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα και διακρίθηκαν, όπως πχ. ο
ιατροφιλόσοφος Δημ. Νικ. Καρακάσης από τη Σιάτιστα, ο ιερομόναχος Δωρόθεος από την Ιθάκη, ο
ιερομόναχος Αμφιλόχιος, από τα Ιωάννινα, ο Κοζανίτης ιατροφιλόσοφος Γεώργιος Κωνσταντίνου
Σακελλαρίου, ο Δημήτριος Παναγιώτου Γοβδελάς, ο καστοριανός παιδαγωγός Ιωάννης Εμμανουήλ, ο
Μοσχοπολίτης Κωνστ. Χατζή Γεωργίου Τζεχάνης, ο σοφός δάσκαλος των ελληνικών σχολείων του Temesvar
Pesth και του Ζέμουν, ο καστοριανός ποιητής Αθανάσιος Χριστόπουλος, ο ονομαζόμενος «Νέος Ανακρέων», ο
σιατιστινός έμπορος και λόγιος Γεώργιος Ζαβίρας (1774-1807), που έγραψε το έργο «Νέα Ελλάς ή ελληνικόν
θέατρο» και άλλα έργα.

Στο πανεπιστημιακό τυπογραφείο της Βούδας καθώς και στο τυπογραφείο Tzattner και Karolyi της Πέστης
που ονομάζεται σε πολλές εκδόσεις «Ελληνικόν τυπογραφείον», τυπώθηκαν αλφαβητάρια, αναγνωστικά,
εγχειρίδια γραμματικής, ρητορικής, λεξικά, ιερές ιστορίες, κατηχήσεις, ψαλτήρια, έργα αστρονομίας,
γεωμετρίας, ιστορίας, φυσικής ιστορίας, βοτανικής, παιδαγωγικής κλπ., που συνετέλεσαν στην αφύπνιση και
στο διαφωτισμό των Ελλήνων και γενικά την ανύψωση του πνευματικού τους επιπέδου»[11].

Στις παροικίες της Ουγγαρίας έζησε επίσης κατά καιρούς και ο κοζανίτης Γεώργιος Λασσάνης (1796-1870),
αγωνιστής, πολιτικός και συγγραφέας, μέλος της Φιλικής Εταιρείας, ο οποίος από το 1820 ακολούθησε τον Αλ.
Υψηλάντη σαν αξιωματικός του Ιερού Λόχου. Μετά την καταστροφή του Δραγατσανίου, πιάστηκε και
φυλακίστηκε στην Αυστρία. Αποφυλακίστηκε ύστερα από επέμβαση του Τσάρου και το 1828 κατέβηκε στην
71
Ελλάδα, όπου πήρε μέρος στον αγώνα σαν στρατοπεδάρχης της Αν. Ελλάδας. Με την διαθήκη του ίδρυσε τον
«Λασσάνειον δραματικόν αγώνα».

Και όταν κηρύχθηκε η ελληνική επανάσταση, γράφει ο Θεόδωρος Μ. Νάτσινας, οι παροικίες της
Αυστροουγγαρίας και ιδιαίτερα η παροικία της Βιέννης έγινε ο κυριότερος σταθμός «όλων εκείνων, οι οποίοι
ήρχοντο δια να καταβώσι εις την Ελλάδα και να αγωνισθούν υπέρ της ελευθερίας αυτής, και οι πραματευτάδες
υπεδέχοντο αυτούς και τους παρείχον πάσαν υλικήν και ηθικήν συνδρομήν, δια να φθάσουν ασφαλώς εκεί».
ΣημειώσειςΣημειώσεις

Ο Χρήστος Τσιντζιλώνης είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ. Το άρθρο στηρίχτηκε στην
παρέμβαση του συγγραφέα του, κατά το Επιστημονικό Συμπόσιο για την Επανάσταση του 1821, που
διοργάνωσε το ΚΜΕ, το 1981.

[1] Συμπλήρωμα και Επίλογος στο ΙΙΙ βιβλίο του «Κεφαλαίου», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τόμος τρίτος, σελ.
1111.

[2] Odon Fuves: «Οι Ελληνες της Ουγγαρίας», Θεσσαλονίκη, 1965.

[3] Shafer Laszlo: «Ο πρωτεύων ρόλος των Ελλήνων τον καιρό της καπιταλιστικοποίησης της Ουγγαρίας»,
Βουδαπέστη, 1930.

[4] Szadeczky B.: «Ο συνέταιρος του ηγεμόνα Απαφι Μιχαήλ». Περιοδικό «Αιώνες», 49/1915.

[5] Βihari Jozsef-Odon Fuves: «Επιτάφιες επιγραφές και βιβλία Ελλήνων της Εγρι», Εγρι 1959.

[6] «Ιστορία του Ελλληνικού Εθνους», τόμος 10, σελ. 172.

[7] Χρήστος Τσιντζιλώνης: «Ο Ελληνισμός κατά το 17ο, 18ο και 19ο αιώνες στην περιοχή της ουγγρικής
Μεσοποταμίας και Τρανσυλβανίας». Περιοδικό «Ελεύθερο Πνεύμα» (17 και 18), 1975.

[8] Odon Fuves: «Στοιχεία για την ιστορία των Ελλήνων της Εγρι», Βουδαπέστη, 1958.

[9] Imre Szanto: «Η Εγρι κατά το 18ο αιώνα», Εγρι, 1954.

[10] Θεόδωρος Μ. Νάτσινας: «Οι Μακεδόνες Πραματευτάδες εις τας χώρας Αυστρίας και Ουγγαρίας»,
Θεσσαλονίκη, 1939.

[11] Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, τόμος 11, σελ. 234-235.

1821: ΟΙ ΕΜΦΥΛΙΕΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ


του Θανάση Παπαρήγα
2001 Τεύχος 1
Ιστορία

Οπως είναι γνωστό, ο επαναστατικός πόλεμος του 1821 συνοδεύθηκε σε πολλές φάσεις του από εκτεταμένους
και συχνά αιματηρούς εμφυλίους πολέμους. Οι πόλεμοι αυτοί αντανακλούσαν τις αντιπαραθέσεις στο
εσωτερικό της ακόμη υπό διαμόρφωση νεοελληνικής κοινωνίας σε μια συγκεκριμένη της φάση αλλά και σε
μια συγκεκριμένη της ιστορική στιγμή: Τη στιγμή της πορείας προς τη δημιουργία του εθνικού κράτους.
Οπωσδήποτε βέβαια, οι αιτίες αυτές δεν ανάγονται στην «κατάρα της φυλής», όπως ισχυρίζεται η αστική
ιστοριογραφία. Εμφύλιοι πόλεμοι εξάλλου εμφανίζονται σε όλες τις επαναστάσεις, διασπώντας το μπλοκ των
επαναστατικών δυνάμεων.

Οι πόλεμοι αυτοί περιείχαν και ήταν φυσικό να περιέχουν τη σφραγίδα των γενικών συνθηκών της εποχής. Οι
συνθήκες αυτές συγκεκριμένα ήταν:
72
1. Η διάλυση του φεουδαρχικού κράτους και η γενική (όσο και ασυγκράτητη) τάση προς την επικράτηση της
αστικής κοινωνίας. Βέβαια, εδώ απαιτείται και μια «διευκρίνιση μέσα στη διευκρίνιση»: Στην ελληνική
περίπτωση έχουμε να κάνουμε με τη διάλυση του ανατολικού - με την έννοια του συγκεντρωτικού
φεουδαρχικού κράτους και η πορεία προς την επικράτηση της αστικής κοινωνίας γίνεται με ειδικό, τοπικό,
«βαλκανικό» τρόπο. Ο τελευταίος έχει σαν πυρήνα του την προσπάθεια δημιουργίας χωριστού εθνικού
κράτους σαν νέας μορφής αστικής κοινωνικής οργάνωσης της περιοχής.

2. Υπαρξη ισχυρών αναχρονιστικών υπολειμμάτων «ανατολικού» τύπου, σε μια ανήσυχη και αντιφατική
συνύπαρξη και σύμπλευση με στοιχεία υπερσύγχρονα για την εποχή και όχι πάντα λιγότερο ισχυρά. Ενα
παράδειγμα που έχει περάσει μάλλον απαρατήρητο: Σε μια απομακρυσμένη και ακριανή περιοχή, ως πριν
μερικούς μήνες απλή επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εμφανίζεται το πιο εμπεριστατωμένο πολιτικό
καθεστώς της τότε Ευρώπης.

3. Απαρχές της υποδεέστερης, εξαρτημένης θέσης του ελληνικού καπιταλισμού στο σύστημα των σχέσεων
μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κρατών.

Οι γενικές αυτές συνθήκες εμφανίζονταν συγκεκριμένα με όρους που βάρυναν πολύ στους εμφυλίους
πολέμους. Τους όρους αυτούς μπορούμε να τους συνοψίσουμε (με μεγάλο, ασφαλώς, ποσοστό ανοχής) στα
εξής σύνολα:

1. Χαμηλός βαθμός εθνικής ολοκλήρωσης. Το γεγονός ότι ο παράγων αυτός έπαιξε πολύ σοβαρό ρόλο στους
εμφυλίους πολέμους φαίνεται πολύ καθαρά και μόνο από τις συγκρούσεις του τύπου «Ρουμελιώτες εναντίον
Μωραϊτών». Εδώ, ωστόσο, πρέπει να πούμε ότι δεν πρόκειται για φαινόμενο επιφανειακό και ούτε καν μόνο
ελληνικό. Αντίθετα, αποτελεί συστατικό στοιχείο του αστικού μετασχηματισμού, όπως βλέπουμε σε πολλές
περιπτώσεις. Στις σημερινές ΗΠΑ, έχουμε σοβαρές αντιθέσεις μεταξύ των μικρών αποικιών (και σε συνέχεια
πολιτειών) της ΒΑ περιοχής και εκείνων του Νότου, που με τον καιρό θα πάρουν και νέα συστατικά και
μεγάλες διαστάσεις. Στη Γαλλία έχουμε την άγρια αντιπαράθεση μεταξύ του Ιακωβινικού Βορρά και του
Γιρονδινικού Νότου. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για φυσιολογική κατάσταση, που δείχνει ότι η αστική
κοινωνία βρίσκεται ακόμη στη φάση της πρώτης διαμόρφωσής της.

2. Αντιφατική κατάσταση και διάρθρωση των κυριάρχων δυνάμεων. Η Επανάσταση του ’21 γίνεται σε γενικές
ιστορικές συνθήκες όπου η μόνη βιώσιμη επαναστατική και προοδευτική δύναμη είναι η αστική τάξη. Σε
αυτήν ανήκουν τόσο η ηγεσία της Επανάστασης όσο και ο χαρακτήρας της σφραγίδας που μπαίνει στα
προβλήματά της[1]. Ωστόσο, ο όρος «αστική τάξη» καλύπτει μια πραγματικότητα ιδιαίτερα πολύπλοκη και
γεμάτη ασυνέχειες ή και αντιθέσεις. Σε αυτήν ανήκουν οι πανίσχυροι και, για την εποχή και την περιοχή,
γιγαντιαίοι εφοπλιστικοί όμιλοι, οι αστοί - γαιοκτήμονες, που βαθμιαία δημιουργούνται και, ταυτόχρονα,
διαλύονται στις συνθήκες της αποσύνθεσης της αναχρονιστικής Οθωμανικής γαιοκτησίας, τα στοιχεία της
πολιτικής και διοικητικής αριστοκρατίας που έχουν κατακτήσει θέσεις σε αυτό που έχει ονομαστεί
«δοσιματική διοίκησις»[2], ένας ολόκληρος και ιδιαίτερα πολυάριθμος κόσμος[3] από βιοτέχνες
επιχειρηματίες και μικρούς και μεσαίους εμπορευομένους, ο οποίος, στις παραμονές της 25ης Μάρτη, «βαδίζει
από καταστροφή σε καταστροφή»[4], μέσα στην καταλυτική οικονομική κρίση που έχει δημιουργήσει η λήξη
των Ναπολεοντείων Πολέμων. Οι δυνάμεις αυτές κάθε άλλο παρά ταυτίζονται πλήρως μεταξύ τους. Δε
βρίσκονται όλες στον ίδιο βαθμό αστικοποίησης. Από την άποψη αυτή, οι πιο προωθημένοι είναι οι πάσης
φύσεως πλοιοκτήτες και οι πάσης φύσεως έμποροι, αν και αυτοί επίσης χωρίζονται μεταξύ τους από σοβαρές
αντιθέσεις. Αντίθετα, στους αστούς - γαιοκτήμονες[5] και, ακόμη περισσότερο, στο στοιχείο της διοικητικής
αριστοκρατίας, το βάρος των αναχρονιστικών στοιχείων είναι πολύ ισχυρότερο. Τα διάφορα αυτά τμήματα
διαφέρουν από την άποψη της οικονομικής επιφάνειας (π.χ. οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου, ήδη από πρώτα
ιδιαίτερα πλούσιοι, έχουν πλουτίσει παραπέρα από την οικειοποίηση των περιουσιών των τοπικών πασάδων,
που επίσης ήταν ιδιαίτερα πλούσιοι, ενώ οι πρόκριτοι της Ρούμελης στηρίζονται ιδιαίτερα σε πολιτικές
λειτουργίες). Διαφέρουν ακόμη και από την έλλειψη μιας πληρέστερα διαμορφωμένης εθνικής αγοράς, που
δείχνει τις δυσκολίες επικοινωνίας μεταξύ των διαφόρων περιοχών. Τα πιο προωθημένα στοιχεία έχουν
δεσμούς πιο πολύ με το εξωτερικό παρά με την ίδια την χώρα[6]. Οι διαφορές αυτές δεν είναι ακαδημαϊκές
αλλά έχουν σοβαρότατες συνέπειες και επιπτώσεις. Ανάμεσα στους εφοπλιστές, τους ιδιόμορφους
γαιοκτήμονες και τους εκπροσώπους της διοικητικής αριστοκρατίας είναι φανερό ότι υπάρχει πολύ έντονη
73
«ιστορική όσμωση»: Ολοι τους έχουν από καιρό στραφεί προς την αστική εξέλιξη μέσω της εμπορικής
δραστηριότητας. Αυτό εξηγεί και την έντονη τάση προσέγγισης και συμπαράταξης που τους διακρίνει και που
θα φανεί καθαρά στην Επανάσταση. Μεταξύ τους, όμως, υπάρχουν και διαφορές. Οι πλούσιοι εφοπλιστές
βλέπουν τη γη σαν χώρο επένδυσης των κεφαλαίων τους και εξόδου από την οικονομική κρίση, αφού ο
βιομηχανικός τομέας τους είναι κλειστός (ή, σωστότερα, κλεισμένος). Τα υπόλοιπα στοιχεία των κυριάρχων
τάξεων, όμως, βλέπουν τη γη σαν δική τους και δεν έχουν διάθεση να την παραχωρήσουν σε άλλους. Αυτό
κάνει το συνασπισμό των μεγαλοεφοπλιστών και των μεγαλοπροκρίτων ασταθή και γεμάτο αντιθέσεις, πράγμα
που οδηγεί σε νέο κύκλο αντιπαραθέσεων. Πέρα από αυτά τα προβλήματα, υπάρχουν και τα προβλήματα της
γενικότερης ιστορικής διαμόρφωσης των κυριάρχων τάξεων: Μέσα στα πλαίσια μιας ακόμη χαμηλής εθνικής
ολοκλήρωσης, της επίδρασης των παραδόσεων της Οθωμανικής διοίκησης κλπ. οι ενέργειες και οι βλέψεις
μερικών τμημάτων των κυριάρχων τάξεων όχι μόνο στρέφονται ευθέως ενάντια στα συμφέροντα των
υπολοίπων αλλά, καμιά φορά, θέτουν σε κίνδυνο την ίδια την Επανάσταση[7].

Ολα αυτά δείχνουν συνολικά και τον αντιφατικό χαρακτήρα της κατάστασης των πραγμάτων. Η αστική τάξη
της Ελλάδας (ή αυτού που θα γίνει σε συνέχεια Ελλάδα) είναι, αν συγκριθεί με άλλα ομόλογα παραδείγματα
της εποχής, αναντίρρητα και πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας πανίσχυρη. Ωστόσο, αν συγκριθεί με τις αστικές
τάξεις της Δυτικής Ευρώπης, δίνει την εντελώς αντίθετη εικόνα. Η οικονομική της δύναμη είναι, στη
συγκριτική αυτή βάση, ασήμαντη. Η οικονομική της βάση είναι ακόμη χειρότερη καθώς το βιομηχανικό ή
«δυνάμει βιομηχανικό» της τμήμα έχει ήδη καταστραφεί πριν την Επανάσταση, πράγμα που είχε σαν
αποτέλεσμα όχι μόνο την παραμονή της χώρας εκτός της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης αλλά και την
υποτακτική της εξάρτηση από τις διαδικασίες της[8]. Η ίδια η διαμόρφωση της αστικής τάξης είναι έντονα
ανομοιογενής και, δίπλα σε στοιχεία πολύ προωθημένα για την εποχή, παρουσιάζονται και στοιχεία εντελώς
ανολοκλήρωτα ή ακόμη και εμβρυώδη. Οι δυσμενείς αυτοί παράγοντες επιδεινώνονται από το συγκεκριμένο
«βάρος της Ιστορίας». Σε διάκριση, π.χ., με την αστική τάξη της Αγγλίας ή της Γαλλίας, η αστική τάξη της
Ελλάδας δε διαθέτει ένα έτοιμο κρατικό μηχανισμό από το παρελθόν και ούτε καν παράδοση συγκεντρωτικής
διοίκησης. Μερικές αναλύσεις διακρίνουν στις γραμμές της (ή, σωστότερα, στις γραμμές των εντελώς
ανωτέρων στρωμάτων της) μια έντονη προεπανασταστική τάση αποδοχής μιας «πεφωτισμένης δεσποτείας»,
έστω και Οθωμανικής[9]. Ωστόσο, η Ιστορία χάραξε άλλο δρόμο, δρόμο στον οποίο το Οθωμανικό κράτος
αποδείχθηκε εντελώς ακατάλληλο για τις ανάγκες της και γι’ αυτό καταστράφηκε τελείως. Αλλωστε, και αυτό
το κράτος μόνο κατά μια συνθήκην ήταν συγκεντρωτικό. Η μεγάλη κρίση της Αυτοκρατορίας, που είχε ήδη
αρχίσει και βαθύνει, έχει δυναμώσει τις τάσεις αλλά και τα συγκεκριμένα φαινόμενα φεουδαρχικού
κατακερματισμού, εντείνοντας τις φιλοδοξίες αλλά και τις συγκεκριμένες ενέργειες των ισχυρών
τοπαρχών[10]. Η παράδοση αυτή, που συνδυάζεται και με ισχυρά συμφέροντα, αναταράσσει όχι μόνο τις
γραμμές αλλά και τα ιδεολογικά ή ακόμη και τα ψυχολογικά στηρίγματα των καινούργιων δυνάμεων,
εμποδίζοντας και, πάντως, δυσκολεύοντας την παραπέρα πορεία τους.

3. Ο ρόλος της «πολεμικής αριστοκρατίας». Ενα από τα χαρακτηριστικά της Επανάστασης ήταν η ύπαρξη
σχετικά ισχυρών και ετοιμοπολέμων παραδοσιακών ή ατάκτων (δε θεωρούμε ταυτόσημες τις δυο έννοιες)
στρατιωτικών δυνάμεων που προέρχονταν από λειτουργίες του προηγουμένου καθεστώτος. Οι δυνάμεις αυτές
προέρχονταν από τη σύγκλιση δυο παραγόντων: Ο ένας ήταν αυτό που σήμερα θα μπορούσαμε να
αποκαλέσουμε «σύστημα αυτοάμυνας», που δημιουργείται βαθμιαία στους κόλπους της αγροτιάς κυρίως και
έμεινε στην Ιστορία με το όνομα «κλέφτες». Ενας άλλος ήταν ο στρατιωτικός μηχανισμός που δημιούργησαν
βαθμιαία στα χρόνια της Αυτοκρατορίας η Υψηλή Πύλη και οι τοπικοί πασάδες για τη διεκπεραίωση των
διοικητικών καθηκόντων[11]. Οσο δεν υπάρχουν ακόμη οι προϋποθέσεις για το επαναστατικό άλμα, οι δυο
αυτοί μηχανισμοί αλληλοαντιπαρατίθενται αλλά, ταυτόχρονα, αλληλοταυτίζονται (ή, σωστότερα,
αλληλοδιαπερνώνται), καθώς τμήματά τους μόνιμα περνούν εναλλακτικά από τη μια κατάσταση στην άλλη.
Με το ξέσπασμα της Επανάστασης, η πολεμική αυτή μηχανή καλείται να διαδραματίσει σοβαρό ρόλο. Επί
κεφαλής σημαντικών δυνάμεων, καλοί γνώστες του πεδίου των επιχειρήσεων, κάτοχοι αξιολόγων (και, καμμιά
φορά, μεγάλων) στρατιωτικών ταλάντων, τα μέλη της «πολεμικής αριστοκρατίας» αναλαμβάνουν τη
διεκπεραίωση των στρατιωτικών καθηκόντων της Επανάστασης και, κυρίως, του πιο σημαντικού: Της
νικηφόρας έκβασης του πολέμου. Οι δυνάμεις που κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν (συντελούντων και των
πολεμικών λαφύρων, στρατιωτικών αποθεμάτων και άλλων υλικών που περιήλθαν σε ελληνικά χέρια) δεν ήταν
μικρές και, ως το 1825, η στρατιωτική κατάσταση φαίνεται ευνοϊκή[12].

74
Ωστόσο, όλα αυτά δε γίνονται χωρίς να μπαίνει επί τάπητος το θέμα της κοινωνικής θέσης αυτής της
«πολεμικής αριστοκρατίας». Η σημερινή θέση της χαρακτηρίζεται από την απουσία οικονομικής βάσης και
από την απώλεια όσων διοικητικών θέσεων κατείχε με την εξάλειψη της οθωμανικής διοίκησης. Η
επαναστατική ανατροπή που προκαλεί η έκρηξη ήδη της Επανάστασης στη διάρθρωση και τη θέση της
πολεμικής αυτής αριστοκρατίας δεν πρέπει να υποτιμάται. Επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο «κλέφτης»
βγαίνει εκτός των θεσμικών ορίων της κατεστημένης κοινωνίας, γίνεται περιθωριακός. Στις συνθήκες της
Επανάστασης, ο «κλέφτης» δεν είναι καθόλου περιθωριακός. Γίνεται «στρατιωτικός», στοιχείο και αυτό της
κοινωνίας που πρέπει (και που απαιτεί) να λαμβάνεται υπ’ όψη όπως και όλα τα άλλα, ανατροπή καθόλου
μικρή στα πλαίσια των σχέσεων της εποχής[13]. Χωρίς να κινούνται, κατ’ ανάγκην, από ένα ψυχρό και κυνικό
υπολογισμό, δεν είναι παράξενο ότι οι εκπρόσωποι της πολεμικής αριστοκρατίας ζητούσαν να αμειφθούν και
να αναδειχθούν για τους κάθε άλλο παρά μικρούς κινδύνους τους οποίους διέτρεχαν και για τις υπηρεσίες που
προσέφεραν και που συχνά ήταν αναντικατάστατες. Στις γενικές ιστορικές συνθήκες της εποχής που
εξετάζουμε, μόνος ιστορικά ανοιχτός δρόμος για την ανάδειξή τους ήταν η αστικοποίηση, δηλαδή, η ένταξή
τους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στις γραμμές των ανερχομένων τμημάτων των κυριάρχων τάξεων. Και αυτή
ακριβώς η τάση εμφανίζεται αλλά όχι χωρίς να προκαλέσει, όπως ήταν και αναπόφευκτο, οξύ ανταγωνισμό με
τους ήδη κατεστημένους στις προνομιακές θέσεις, τροφοδοτώντας τις εμφύλιες συρράξεις. Ετσι, η αντίθεση
«πολιτικών - στρατιωτικών» θα είναι μια από τις κύριες αιτίες (και, πάντως, κύριες μορφές) των εμφυλίων
πολέμων.

Στους πολέμους αυτούς, η «πολεμική αριστοκρατία» παίρνει μέρος με το δικό της «πολεμικοαριστοκρατικό»
τρόπο. Ο τρόπος αυτός αποκαλύπτει και τη βαθύτερη ιστορική ταυτότητα του στρώματος αυτού.
Συγκεκριμένα, αποκαλύπτει:

- Την ανικανότητά του να διαχωριστεί από τους αντιπάλους του, παρά τη μόνιμη αντιπαράθεση με αυτούς[14].
Εξ ου και το κύμα των συνοικεσίων ή των απόπειρών τους[15]. Αυτό δε γίνεται χωρίς και πολιτικούς
υπολογισμούς (ανάγκη διατήρησης του επαναστατικού μετώπου) αλλά η κύρια αιτία του βρίσκεται σε γενικούς
ιστορικούς λόγους που είναι φυσικό οι πρωταγωνιστές της Παλιγγενεσίας να μη μπορούν να αντιληφθούν και
να αναλύσουν.

- Την ανικανότητά του να γίνει από μόνο του κυρίαρχη δύναμη και να διαχειριστεί τις υποθέσεις της νέας
κοινωνίας που γεννιέται. Το στρώμα αυτό θα δείξει καθαρά την ανικανότητά του αυτή (που είναι επίσης
παράγων υποδαύλισης των εμφυλίων πολέμων) σε κάθε ευκαιρία[16]. «Πρώτη ύλη» των εκάστοτε
κυβερνήσεων θα είναι πότε οι εμποροναυτικοί των νησιών πότε οι εκπρόσωποι της διοικητικής αριστοκρατίας,
κυρίως της Πελοποννήσου, ποτέ οι στρατιωτικοί. Το βάρος και η επιρροή του στρώματος αυτού συντελούν στη
μη δημιουργία τακτικών δυνάμεων – ένα τέτιο βήμα θα δημιουργούσε μια εντελώς νέα κατάσταση
στρατιωτικού καταμερισμού και θα ανέτρεπε άρδην την ίδια την υπόστασή του[17]. Φορείς έντονα
μισομεσαιωνικών αντιλήψεων, βλέπουν, ιδιαίτερα στα ανώτερα στρώματά τους, ευνοϊκά τις απόψεις του
κρατικού κατακερματισμού προς όφελός τους. Σε πολλές περιπτώσεις, δε φαίνεται να έχουν ακριβή επίγνωση
της ουσίας της ιστορικής επιχείρησης στην οποία συμμετέχουν.

- Την πιο κοντινή του θέση στη μάζα των εργαζομένων, στη συγκεκριμένη περίπτωση, στην αγροτιά. Τα μέλη
του στρώματος αυτού προέρχονται, από άποψη καταγωγής, από τον αγροτικό πληθυσμό. Τραχείς και
μισοάγριοι πολεμιστές, κατά κανόνα εντελώς αναλφάβητοι, δε διαφέρουν σε τίποτε από το μέσο τύπο του
αγρότη της εποχής. Η ομοιότητα δεν περιορίζεται στα εξωτερικά χαρακτηριστικά. Πηγαίνει βαθύτερα, στην
πολιτική και ιδεολογική διαμόρφωση. Στο στρώμα αυτό, βρίσκουν, μεταξύ άλλων, έκφραση οι προλήψεις και
οι ιστορικές ανεπάρκειες αλλά και το ριζοσπαστικό επαναστατικό πνεύμα της αγροτικής μάζας. Δεν
προσφέρεται, βέβαια, σε αμφισβήτηση το ότι ένας Μαυροκορδάτος γνώριζε τα διαχειριστικά, πολιτικά,
στρατηγικά και διπλωματικά προβλήματα της Επανάστασης πολύ νωρίτερα και πολύ καλύτερα από έναν
Κολοκοτρώνη. Δεν είναι, όμως, λιγότερο γεγονός ότι ο Κολοκοτρώνης κινητοποίησε τις μάζες για την
απόκρουση του Δράμαλη[18] και ότι αυτός εξέδωσε την περίφημη διακήρυξη του πολέμου με όλα τα μέσα για
τη σωτηρία της Επανάστασης, πράγμα που ο Μαυροκορδάτος δε θα έκανε ποτέ.

Τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι, στην πραγματικότητα, στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Για να παίξει το
ρόλο της, η πολεμική αριστοκρατία έπρεπε ακριβώς να μπορεί να αντιπαρατεθεί στην ιστορικά στενή πλευρά
της αστικής τάξης σαν επαναστατικής δύναμης χωρίς να μπορεί να αποχωρισθεί από αυτή, να συνδέεται με την
75
αγροτιά και να μην καταλαβαίνει σε βάθος τα προβλήματα της επανάστασης. Στην πράξη, όλα δείχνουν ότι το
στρώμα αυτό έπαιξε, με όλες του τις ιδιομορφίες, το ρόλο του «πληβειακού αστικού στοιχείου», του στοιχείου
εκείνου που σπρώχνει την αστικοδημοκρατική επανάσταση ως την τελική της νίκη χωρίς να κατανοεί σε βάθος
την ουσία της, χωρίς να μπορεί να διαχειριστεί μακροπρόθεσμα τα προβλήματά της και χωρίς να μπορεί να
καρπωθεί άμεσα τους καρπούς της.

Οπως και αν έχει το πράγμα, η Επανάσταση, στην πορεία της, προκάλεσε σημαντικές ανακατατάξεις στις
γραμμές του στρώματος αυτού. Εντείνεται ακόμη περισσότερο και, ως ένα βαθμό, εξ αρχής δημιουργείται η
διαφοροποίηση σε ανώτερο και κατώτερο στρώμα, πράγμα που στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στην εισροή
μεγάλων χρηματικών μέσων (π.χ., δάνεια), αλλά και υποδαυλίζει παραπέρα εμφυλίους πολέμους, καθώς οι
πολιτικές κορυφές χρησιμοποιούν το δεύτερο ενάντια στο πρώτο. Επιφανής εκπρόσωπος της πολεμικής
αριστοκρατίας και πρωταγωνιστική φυσιογνωμία της Επανάστασης ήταν ο Θ. Κολοκοτρώνης. Ανθρωπος
μεγάλων ικανοτήτων και όχι μόνο στρατιωτικών, ο κατά καιρούς τρομερός Γέρος του Μοριά φαίνεται να ήταν
από τα πιο προωθημένα μυαλά αυτής της κατηγορίας[19]. Η εξέλιξη της Επανάστασης θα αναδείξει και άλλες
ενδιαφέρουσες προσωπικότητες, όπως ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, στρατιωτικό μυαλό όχι κατώτερο, αλλά
περιορισμένων πολιτικών οριζόντων, ο Μάρκος Μπότσαρης, που επιμένει ακλόνητα στην ανάγκη δημιουργίας
τακτικού στρατού, και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, που γίνεται ο εκφραστής των ακραίων αντιλήψεων του
μεσαιωνικού κρατικού κατακερματισμού.

4. Ο ρόλος των ξένων δυνάμεων. Το κεφάλαιο αυτό πιστεύουμε ότι έχει πολύ μεγάλη σημασία.

Η έκρηξη της Επανάστασης δημιουργεί σοβαρότατα διεθνή προβλήματα. Η ίδια η Επανάσταση θέτει επί
τάπητος άνευ περιστροφών το θέμα της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ακρογωνιαίο λίθο της
βρετανικής πολιτικής, ενώ, από την άλλη, προκαλεί το ενδιαφέρον της Ρωσίας, που έχει τον ακριβώς αντίθετο
ακρογωνιαίο λίθο. Εκτός από αυτό, η Επανάσταση δημιουργεί και άλλου είδους προβλήματα. Η Επανάσταση
ξεσπά στην πιο ακατάλληλη στιγμή: Ακριβώς όταν, στην Ευρώπη, φαίνεται να έχει στερεωθεί η ιδιόμορφη
αντεπαναστατική στροφή που έχει φέρει το τέλος των Ναπολεοντείων Πολέμων. Με άλλα λόγια, η
Επανάσταση, εκτός από την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, απειλεί και το Ευρωπαϊκό
STATUS QUO.

Είναι δυνατό να δεχθούμε ότι οι ξένες δυνάμεις έμειναν αδιάφορες; Αυτό, προφανώς, ήταν το μόνο που δεν
ήταν δυνατόν να συμβεί. Αντίθετα, οι ξένες δυνάμεις αντέδρασαν αμέσως. Εκείνες με τις οποίες συνδέεται
κυρίως το ελληνικό εμπορικό κεφάλαιο, η Αγγλία και η Γαλλία, πολύ εχθρικά. Η Ρωσία κρατά εφεκτική στάση
αλλά με πολλούς κινδύνους[20].

Είναι, βέβαια, γεγονός ότι οι εμφύλιοι πόλεμοι είχαν τις αιτίες τους σε παράγοντες που είχαν βαθιές ρίζες μέσα
στην ελληνική κοινωνία. Πέρα όμως από αυτό, οι ίδιες οι βλέψεις των μεγάλων δυνάμεων της εποχής απέναντι
στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και την προοπτική συγκρότησης ελληνικού κράτους, έπαιξαν το ρόλο τους.

Για να καταλάβουμε τη βαθύτερη ουσία του πράγματος, πρέπει να δούμε ποια ήταν η πραγματική πολιτική των
ξένων δυνάμεων απέναντι στην Επανάσταση.

- Η Ρωσία τη βλέπει σαν ένα παράγοντα διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την ευνοεί.
Παράλληλα, είναι επιφυλακτική απέναντί της για δυο λόγους: Ο ένας είναι ότι δε θέλει να προκαλέσει τις
άλλες δυνάμεις και, ιδιαίτερα, την Αγγλία. Ο άλλος είναι ότι, ακριβώς επειδή πρόκειται για επανάσταση, τη
νοιώθει σαν κίνδυνο για το καθεστώς του τσαρισμού που ωθείται όλο και περισσότερο να γίνει ο φύλακας της
ευρωπαϊκής αντεπανάστασης.

- Η Γαλλία αντιδρά εχθρικά αλλά η πολιτική της δείχνει έντονα στοιχεία ετεροκαθορισμού από την πολιτική
των άλλων δυνάμεων, ιδιαίτερα της Αγγλίας.

- Η Αγγλία βλέπει την Επανάσταση αρχικά εχθρικά σαν υπονομευτή της ακεραιότητας της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας, που, για την Αγγλία, αποτελεί προμαχώνα ενάντια στη Ρωσία. Ωστόσο, η εχθρότητα της
Αγγλίας αποδεικνύεται πολύ σύντομα πολύ ασταθής και ασυνεπής και ήταν αναγκαστικά έτσι. Η Αγγλία, η
οποία, ταυτόχρονα, παίζει ενεργό ρόλο στην ανεξαρτησία της Νότιας Αμερικής, αναγκαστικά κατανοεί τη
76
σημασία της Ελληνικής ανεξαρτησίας για τον ίδιο λόγο: Γιατί δημιουργεί νέες αγορές για τη βρετανική
βιομηχανία. Από την άλλη, η βρετανική πολιτική ηγεσία γρήγορα καταλαβαίνει ότι η Ελληνική Ανεξαρτησία
είναι, ούτως ή άλλως, αναπόφευκτη και θα γίνει οπωσδήποτε. Θα γίνει ακόμη και αν, με κάποιο τρόπο, νικήσει
στρατιωτικά ο Σουλτάνος - τι αξία έχει μια στρατιωτική νίκη σε μια χώρα έτσι και αλλιώς ακυβέρνητη[21];
Ετσι, από το 1822 κιόλας, η στάση του Λονδίνου αρχίζει να αλλάζει και ιδιαίτερα όταν στην εξουσία έρχεται ο
Κάννινγκ, γνωστός και από το ρόλο του στη Νότια Αμερική. Αλλάζει, όμως, με την εξής έννοια: Αφού η
κατάληξη είναι αναπόφευκτη και μπορεί να είναι και ωφέλιμη, δεν υπάρχει λόγος η Αγγλία να αντιτίθεται.
Πρέπει, όμως, να γίνει με τρόπο όσο το δυνατόν πιο επωφελή. Συγκεκριμένα, πρέπει να γίνει σαν ενέργεια
παραχώρησης της Αγγλίας και όχι σαν κατάκτηση των Ελλήνων. Ετσι το νέο κράτος θα είναι εξαρτημένο
ακόμη περισσότερο από την ούτως ή άλλως κοσμοκράτειρα Αγγλία. Πράγμα που, πέραν των πολλών άλλων,
θα σημαίνει και εξασφάλιση των Επτανήσων, που ανήκουν όχι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά στην
Αγγλία και που η τελευταία δεν έχει καμία διάθεση να εγκαταλείψει[22].
ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ

Οι εμφύλιοι πόλεμοι ξεσπούν με την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης της Επανάστασης, ένδειξη των
αντιθέσεων που ξεσπούν με την εκπλήρωση των πρώτων επαναστατικών καθηκόντων.

Ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος, όπως ονομάστηκε, σχετίζεται με την εμφάνιση σοβαρών αντιθέσεων ανάμεσα
στους προκρίτους και τους στρατιωτικούς της Πελοποννήσου. Πρωταγωνιστές θα είναι οι Ζαΐμηδες, οι Λόντοι
και οι Δεληγιανναίοι, από τη μια μεριά, και ο Κολοκοτρώνης, από την άλλη. Η βάση των αντιπαραθέσεων του
πολέμου αυτού θα είναι η εξής: Οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου βλέπουν με πολύ άσχημο μάτι την ανάδειξη
των στρατιωτικών στελεχών, που επέρχεται μέσω των πολεμικών επιχειρήσεων και των πρώτων στρατιωτικών
επιτυχιών και θέλουν να αποκλείσουν τους στρατιωτικούς από κάθε λόγο στις εξελίξεις. Δεν πρόκειται,
φυσικά, απλώς και μόνο για προσωπικές φιλοδοξίες, όσο ρόλο και αν αυτές μπορεί να έπαιξαν. Οι πρόκριτοι
της Πελοποννήσου βλέπουν ότι τα προνόμια που, από πολλές γενεές διαθέτουν και που θεωρούν δεδομένα και
αιώνια, απειλούνται από ανερχόμενες δυνάμεις, των οποίων την ανάδειξη δεν είχαν υπολογίσει, αλλά και που,
ακόμη και αν είχαν υπολογίσει, δεν μπορούν να ανεχθούν. Οι προθέσεις των Πελοποννησίων προκρίτων έχουν
φανεί πολύ καθαρά στη συνάντηση, που έγινε χωρίς καμία εξουσιοδότηση, 29 προκρίτων στο μοναστήρι των
Καλτετζών στις 26 Μάη 1821, όπου διορίστηκε επιτροπή για να διοικήσει «καθ’ όποιον τρόπον η Θεία
πρόνοια τους φωτίσει και γνωρίσωσιν ωφέλιμον, έχοντες κατά τούτο κάθε πληρεξουσιότητα, χωρίς να ημπορή
τινάς να αντιτείνει ή να παρακούση εις τα νεύματα και διαταγάς των». Ο διορισμός, ίσως για να προλάβει
αντιδράσεις, θέτει όριο άσκησης της εξουσίας αυτής την κατάληψη της Τρίπολης, που ήδη πολιορκείται.

Η προσπάθεια αυτή συναντά ευρείες αντιδράσεις. Το καλοκαίρι γίνονται γεγονότα που δείχνουν ότι η
πραγματική παρουσία της παραδοσιακής αριστοκρατίας είχε εκ των πραγμάτων περιοριστεί και ότι είχε
δημιουργηθεί μια νέα κατάσταση. Ερχεται στην Ελλάδα ο Δ. Υψηλάντης, που διεκδικεί την ανωτάτη εξουσία
στη βάση της δράσης του αδελφού του Αλεξάνδρου. Γύρω του συσπειρώνεται μια σημαντική μερίδα Φιλικών.
Φυσικά, οι πρόκριτοι αρνούνται, ο Μαυροκορδάτος αρνείται επίσης και τα πράγματα φθάνουν ως την απειλή
σύγκρουσης στο στρατόπεδο των Βερβαίνων.

Στην πρώτη αυτή αντιπαράθεση, συγκλίνουν πολλά στοιχεία. Τα κυριότερα είναι:

1. Η αντίθεση των ανωτέρων στρωμάτων της «αριστοκρατίας» (με την έννοια του συνόλου των «ανωτέρων»
τάξεων) με εκείνα τα κατώτερα στρώματά της που χάνουν έδαφος και που, πριν γίνει η Επανάσταση,
πρωτοστατούν στην ίδρυση και τη δραστηριότητα της Φιλικής Εταιρίας. Η ήττα των τελευταίων στην
αντιπαράθεση αυτή δείχνει την όλο και μεγαλύτερη αποχώρησή τους από την ιστορική σκηνή.

2. Η αντίθεση προκρίτων - στρατιωτικών. Οι πρόκριτοι θέλουν να κυριαρχούν και να διαχειρίζονται την


κατάσταση όπως ως τώρα, στηριγμένοι στη λειτουργία των στρατιωτικών όπως ήταν ως τώρα. Δεν έχουν
καταλάβει ότι η λειτουργία αυτή έχει αλλάξει και ότι οι στρατιωτικοί δεν είναι τόσο υπάκουοι όσο στο
παρελθόν.

3. Η αντίθεση προκρίτων - αγροτιάς. Οι προθέσεις των προκρίτων να μη θιγούν σε απολύτως τίποτε τα


προνόμιά τους θα πρέπει να ήταν πολύ προκλητικές, με αποτέλεσμα την αντίδραση της αγροτικής μάζας. Η

77
αντίθεση αυτή συνδέεται με την προηγουμένη, καθώς οι αγρότες έχουν, σε μεγάλο βαθμό,
«στρατιωτικοποιηθεί» λόγω του πολέμου.

Η παρέμβαση του Κολοκοτρώνη σώζει τους προκρίτους από απρόβλεπτες συνέπειες. Ο Κολοκοτρώνης
σχολιάστηκε πολύ για την παρέμβασή του αυτή, που είχε και το στοιχείο της αυτοκαταστροφής, αφού
αντιστρατευόταν τη στρατιωτική πλευρά στην οποία ανήκε και ο ίδιος. Η παρέμβαση αυτή έδειξε ότι ο
Κολοκοτρώνης έβλεπε το μέλλον του μέσα σε ένα κόσμο όπου υπάρχουν και οι πρόκριτοι. Η ουσία της
ενέργειας ήταν ότι έδειξε την ανικανότητα του στρώματος στο οποίο ανήκε να διαχωριστεί από τους
προκρίτους και αυτό δεν περιορίζεται μόνο στον Κολοκοτρώνη[23]. Ωστόσο, στις παραινέσεις του
Κολοκοτρώνη βλέπουμε και ένα πολύ χαρακτηριστικό στοιχείο, που, ίσως, δεν έχει προσεχτεί όσο πρέπει: Το
φόβο διεθνών περιπλοκών[24].

Οπως και αν έχει το πράγμα, οι εξελίξεις τρέχουν. Η Επανάσταση σημειώνει σοβαρές στρατιωτικές επιτυχίες.
Το Σεπτέμβρη του 1821, καταλαμβάνεται η Τρίπολη, ασφαλίζοντας την Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Το
Δεκέμβρη του 1821, καταλαμβάνεται το Ναύπλιο. Η Πάτρα πολιορκείται. Στα μέσα του Γενάρη του 1822,
καταλαμβάνεται η Κόρινθος, πολύ μεγάλο οικονομικό κέντρο της εποχής. Η Επανάσταση εξαπλώνεται και,
όπως δείχνουν τα επακόλουθα γεγονότα, εξασφαλίζεται και στη Στερεά.

Οι στρατιωτικές επιτυχίες οξύνουν τις αντιθέσεις μεταξύ στρατιωτικών και προκρίτων της Πελοποννήσου,
αλλά, παράλληλα, κάνουν ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη οργάνωσης της Επανάστασης σε ευρύτερη
κλίμακα.

Η ανάγκη αυτή εξυπηρετήθηκε με τρόπο που έδειχνε την πολύπλοκη κατάσταση στη διάταξη των δυνάμεων
και στις μεταξύ τους σχέσεις. Το Νοέμβρη του 1821, ο Δ. Υψηλάντης καλεί Εθνοσυνέλευση. Παρ’ όλο που δεν
είχε καμιά επίσημη αρμοδιότητα γι’ αυτό, η ανάγκη της εθνικής οργάνωσης είναι τόση ώστε κανείς δεν τολμά
να φέρει αντιρρήσεις. Αντίθετα, οι πρόκριτοι θεωρούν την Εθνοσυνέλευση σαν κατάλληλη ευκαιρία για να
εξασθενήσουν παραπέρα τον Υψηλάντη. Ετσι συγκαλείται η Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, η οποία, την
1η Γενάρη του 1822, ανακηρύσσει την Ελλάδα ανεξάρτητη.

Ενα βήμα κατ’ εξοχήν επαναστατικό αλλά που δεν ήταν το μόνο. Στην πραγματικότητα, η Επίδαυρος προχωρά
σε ένα βήμα του οποίου σήμερα δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε την πραγματική σημασία, αλλά που, στην
εποχή του, θα πρέπει να φαινόταν πραγματικά «κουφό». Ας σκεφθούμε λίγο: Σε μια μακρινή και κάθε άλλο
παρά κεντρικού ρόλου γωνιά της Ευρώπης, μέχρι προ μηνών επαρχία του Σουλτάνου και, επί πλέον, σε
συνθήκες όπου, στην υπόλοιπη Ευρώπη, φαίνεται να κυριαρχεί η μοναρχοαπολυταρχική αντεπανάσταση,
εγκαθιδρύεται η αστική δημοκρατία[25].

Από την άποψη των συγκεκριμένων πολιτικών παραμέτρων, η Α΄ Εθνοσυνέλευση δημιούργησε μια ακανθώδη
- ίσως, μάλιστα, και εκρηκτική - πραγματικότητα:

1. Δημιουργεί για πρώτη φορά τη συμμαχία προκρίτων της Πελοποννήσου και προκρίτων των νησιών, δηλαδή
μισογαιοκτημονικής - μισοδιοικητικής αριστοκρατίας και εφοπλιστικού κεφαλαίου. Στη συμμαχία αυτή,
εντάσσεται και μεγάλο μέρος των κατωτέρων οπλαρχηγών της Στερεάς, όπου η πολιτική αριστοκρατία είναι
πολύ πιο αδύνατη και οι επιχειρήσεις, σε συνθήκες πολύ μεγαλύτερης στρατηγικής έκθεσης, έχουν ήδη αρχίσει
να διαλύουν τα παληά αρματολήκια[26].

2. Εξασθενεί τη θέση των στρατιωτικών, εκείνων, δηλαδή, που, με τις στρατιωτικές τους επιτυχίες,
εξασφαλίζουν την επιβίωση της Επανάστασης[27].

Η αντιπαράθεση δε θα μπορεί να μένει σε εκκρεμότητα για πάντα. Το 1824, οι δυο παρατάξεις που έχουν
διαμορφωθεί (έμποροι και πρόκριτοι, από τη μια μεριά, και μεγαλοκαπεταναίοι, ιδιαίτερα Πελοποννήσιοι, από
την άλλη) θα προσπαθήσουν να λύσουν τις διαφορές τους με τα όπλα. Ο πόλεμος αυτός θα χαρακτηριστεί από
περιορισμένες συγκρούσεις και ατέρμονες διαπραγματεύσεις και συνομιλίες, που όλες καταλήγουν στην ήττα
των στρατιωτικών, των οποίων ο αρχηγός Κολοκοτρώνης αναγκάζεται να παραδώσει στους αντιπάλους του το
Ναύπλιο που διοικεί ο γιος του Πάνος. Στο Ναύπλιο, εγκαθίσταται η κυβέρνηση και, έτσι, δημιουργείται και η
πρώτη ελληνική πρωτεύουσα.
78
Ο συνασπισμός ναυτικών - προκρίτων βγαίνει νικητής. Εκείνο που αξίζει να παρατηρηθεί εδώ και που απαιτεί,
ασφαλώς, πολλή ανάλυση είναι η στάση του «συνασπισμού των Φιλικών των Βερβαίνων» ή, για την ακρίβεια,
οι διαλυτικές τάσεις στις γραμμές του. Ο Δικαίος, από τα βασικά στηρίγματα του Υψηλάντη στα Βέρβαινα,
τώρα βοηθά τους τέως αντιπάλους του, προσπαθώντας να οργανώσει ένοπλη αντίσταση ενάντια στον
Κολοκοτρώνη. Ο Αναγνωσταράς πάει με τους νησιώτες. Ενας παλαιός Φιλικός, ο Μποταΐτης, οργανώνει
εξέγερση στην Τρίπολη ενάντια στον Κολοκοτρώνη. Εκείνο που φαίνεται ότι συμβαίνει είναι ότι η διάλυση της
βασικής δύναμης των στοιχείων αυτών έχει ολοκληρωθεί. Οι οικονομικές τους λειτουργίες αποδείχθηκαν
ανίσχυρες και σε υποχώρηση. Ο γενικά αστικός τους χαρακτήρας δεν τους επιτρέπει (συντελούντων και των
ειδικών χαρακτηριστικών του αγροτικού προβλήματος) να αποκτήσουν δεσμούς με την αγροτιά και να
δημιουργήσουν με τη βοήθειά της αυτό που φαίνεται να είναι το κίνητρο των ενεργειών τους - ένα
συγκεντρωτικό κράτος[28]. Η αγροτιά μένει κυρίως συνδεδεμένη με τους καπεταναίους. Ισως δεν είναι τυχαίο
το ότι η εξέγερση του Μποταΐτη στην Τρίπολη είναι κυρίως εξέγερση χειροτεχνών που καταστέλλεται με τη
μετάκληση αγροτών από τις γειτονικές περιοχές.

Είτε από σκοπιμότητα είτε από πεποίθηση (είτε, το πιθανότερο, και από τα δυο), οι καπεταναίοι θα δείξουν
αυτό το δεσμό, προειδοποιώντας τους αγρότες ότι οι γαίες της Πελοποννήσου κινδυνεύουν από τη νησιωτική
επιβουλή, πράγμα που, άλλωστε, δεν ήταν παρά η αλήθεια.

Για το λόγο αυτό ακριβώς, «ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος έρριψεν επί της παύσεώς του τα σπέρματα του
δευτέρου», όπως λέει ο Τρικούπης.

Οι εφοπλιστές είχαν υποστηρίξει τους προκρίτους γιατί θεωρούσαν ότι η νίκη τους θα τους εξασφάλιζε μια
σταθερή κυβέρνηση. Αυτή η κυβέρνηση, όπως το έβλεπαν αυτοί, θα τους εξασφάλιζε τις γαίες της
Πελοποννήσου, δηλαδή δυνατότητες τοποθέτησης των κεφαλαίων τους στη γη, ή, ακόμη καλύτερα, τις
προσόδους της Πελοποννήσου. Αυτά όλα, όμως, τα εποφθαλμιούσαν και οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου.
Ετσι, μετά την ήττα των στρατιωτικών, φάνηκαν αμέσως οι αντιθέσεις μεταξύ των ως τώρα συμμάχων.

Ο Κολοκοτρώνης λέει στο Λόντο και το Ζαΐμη ότι τους παραδίδει το Ναύπλιο, εκείνοι, όμως, πρέπει να
εξασφαλίσουν ότι δε θα επιτραπεί σε «ξένους» να «καβαλλικέψουν το άτι του Μοριά, διότι το σακατεύουν».
Λέει, δηλαδή, στους Πελοποννησίους προκρίτους ότι η νησιωτική απειλή δεν αφορά μόνο τα συμφέροντα των
καπεταναίων ή των αγροτών αλλά και τα δικά τους. Απο την άλλη, έχουμε το Γ. Κουντουριώτη που γράφει
στον αδελφό του: «Οι Πελοποννήσιοι, αδελφέ, δεν επιθυμούσι να ενδυναμώσωσι την διοίκησιν δια να
ημπορέσει να πωλήση τα εθνικά εισοδήματα, επειδή εσυνήθισαν να τα φάγωσιν οι ίδιοι και όχι να
καταναλίσκωνται εις τας ανάγκας της πατρίδος». Ενδιαφέρον είναι ότι και οι δυο πλευρές έχουν συναίσθηση
του βάρους της ξένης ανάμιξης. Ο μεν Κολοκοτρώνης λέει στο Λόντο ότι πρέπει να προσέχει διότι «το δάνειο
έρχεται και, αν δεν έρχεται, θα έρθει», ενώ ο Κουντουριώτης συνιστά στην κυβέρνηση «να προφθάσει κατά
τάχος αυτό το δάνειον και δυνάμει τούτου ανατρέπει και ματαιοί όλα τα σχέδια και στοχασμούς των
αντιπατριωτών και των κατά το σχήμα πατριωτών».

Οι πρώην αντίπαλοι - Πελοποννήσιοι πρόκριτοι και οπλαρχηγοί - γίνονται τώρα σύμμαχοι. Το έναυσμα για την
τελική αναμέτρηση δίνεται τον Οκτώβρη του 1824 και καθόλου τυχαία αποτελεί άρνηση των κατοίκων της
Αρκαδίας να πληρώσουν φόρους. Η κυβέρνηση στέλνει εκεί - επίσης καθόλου τυχαία - 500 Ρουμελιώτες αλλά
με επί κεφαλής ένα χαρακτηριστικό Πελοποννήσιο, το Δικαίο, που είχε γίνει, στο μεταξύ, υπουργός
Εσωτερικών[29].

Γρήγορα, οι συγκρούσεις γενικεύονται και η κυβέρνηση, παρ’ όλο που έδειξε να υπερτερεί από την αρχή,
αποφάσισε να βάλει σε εφαρμογή τα μεγάλο μέσα: Δίνει εντολή στα στρατεύματα της Στερεάς να εισβάλουν
στην Πελοπόννησο, πράγμα που γίνεται. Οι αντίπαλοι της κυβέρνησης χτυπιούνται αποφασιστικά, οι δυνάμεις
τους γρήγορα διαλύονται και οι πιο πολλοί ηγετικοί τους παράγοντες αναγκάζονται να παραδοθούν.
Μεταφέρονται στην Υδρα, όπου και φυλακίζονται στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία.

Ο Τρικούπης κάνει μια ενδιαφέρουσα σύγκριση των δυο εμφυλίων πολέμων: «Μικρός ήτον ο πρώτος εμφύλιος
πόλεμος, μικρά και τα κινήσαντα αυτόν αίτια, μικρού λόγου και οι σκοποί του. Η Αρχή, το μήλον της έριδος,
ήτον εφήμερος, διότι εφήμερα, ο εστί ενιαύσια, ήσαν και τα βουλευτικά και τα νομοτελεστικά. Το δε
79
νομοτελεστικόν της περιόδου ταύτης, ως αναπληρωτικόν του άλλου, ουδέ τετράμηνον διάρκειαν είχεν.
Ουδενός δε των διαμαχομένων η φίλαρχος επιθυμία επέκεινα του τέρματος ή των όρων της καθεστώσης
εξουσίας παρεξετείνετο. Διηρήτο δε η εξουσία και εις πολλούς και υπό τον χαλινόν και την αυστηράν
επίβλεψιν της βουλής πάντοτε έκειτο. Πελοποννήσιοι προς Πελοποννησίους εμάχοντο επί του πρώτου
εμφυλίου πολέμου. Σχέσιν έχοντες ούτοι προς αλλήλους επολιτεύοντο και εν πολέμω μετρίως. Ολίγη, ως
είδαμεν, η αιματοχυσία, ουδεμία διάθεσις καταστροφής ή διαρπαγής, ευκατεύναυστα τα πάθη, οι σήμερον
πολέμιοι έγιναν της επαύριον φίλοι και η περί ης ο λόγος αλληλομαχία εφαίνετο μάλλον στάσις ή πόλεμος.
Αλλά λίαν δεινός και λίαν φθοροποιός κατήντησεν ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος προκειμένης όχι εφημέρου
εξουσίας, ως άλλοτε, αλλά καταστροφής και εξοντώσεως των ισχυρών της Πελοποννήσου. Εξώκειλε δε ένεκα
τούτου και εις τόσην κακοήθειαν ώστε η εις την Πελοπόννησον εισβολή και πέραν του ισθμού στρατευμάτων
δοθέντων εις αρπαγήν και εις ακολασίαν ανεκάλεσεν εις την μνήμην των παθόντων όσα κακά έπαθον επί της
εισβολής των Αλβανών οι πατέρες αυτών».

Ο Τρικούπης διαπιστώνει σοβαρές διαφορές ανάμεσα στους δυο εμφυλίους πολέμους. Κυρίως διαπιστώνει τη
μεγάλη όξυνση των αντιθέσεων και την αύξηση του βάθους της σύγκρουσης, που εκφράζονται, μεταξύ άλλων,
μέσω της κρίσης του τοπικισμού. Η όξυνση της σύγκρουσης μαρτυρείται και από πολλά άλλα στοιχεία. Είναι
χαρακτηριστικό το ότι οι αντικυβερνητικοί ηγέτες δεν πιάστηκαν καν αιχμάλωτοι αλλά προτίμησαν να πάνε οι
ίδιοι να παραδοθούν οικειοθελώς στην κυβέρνηση στο Ναύπλιο γιατί είχαν φόβους για την τύχη τους αν
συλλαμβάνονταν στις επαρχίες τους. Η ξένη ανάμιξη ίσως ήταν πιο σοβαρή από ό,τι νομίζεται. Ο δρόμος του
ασύλου προς τα Επτάνησα ήταν κλειστός και ο Γεώργιος Σισίνης και ο γιος του Χρύσανθος, που είχαν
καταφύγει εκεί, απελάθηκαν και αναγκάστηκαν και αυτοί να παραδοθούν στην Κυβέρνηση του Ναυπλίου.
Αγγλική προσπάθεια ενίσχυσης της «αγγλικής» μερίδας για την εξάλειψη της «ρωσικής»;

Το βέβαιο είναι ότι η οξύτητα του δευτέρου εμφυλίου πολέμου δείχνει ότι τα προβλήματα της Επανάστασης
βαθαίνουν, γίνονται πιο επείγοντα και πιεστικά, ζητούν πιο άμεση λύση.

Ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος αφήνει νικητή στο πεδίο της μάχης το συνασπισμό που στηρίζεται στο
εφοπλιστικό και εμπορικό κεφάλαιο και τους συμμάχους του[30]. Αυτός θα κληθεί να χειρισθεί τα μεγάλα
προβλήματα που βρίσκονται μπροστά του και που σύντομα θα γίνουν πολύ μεγαλύτερα, λυδία λίθος των
ικανοτήτων των εκπροσώπων του και της ιστορικής στενότητας των καταβολών του.
ΑΓΡΟΤΕΣ, ΓΗ ΚΑΙ ΕΜΦΥΛΙΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ

Ενα από τα βασικά χαρακτηριστικά των εμφυλίων πολέμων είναι το ότι παραμένουν πάντα αναμετρήσεις
μεταξύ των διαφόρων κυριάρχων ομάδων, δηλαδή των εμποροναυτικών των νησιών, της μισογαιοκτημονικής -
διοικητικής αριστοκρατίας κυρίως της Πελοποννήσου και των διαφόρων στρωμάτων της πολεμικής
αριστοκρατίας. Η αγροτιά σαν δύναμη που έχει μεγάλο αριθμητικό βάρος στις συνθήκες της εποχής φαίνεται
να λείπει. Αυτό από μόνο του δημιουργεί, από τη μια, τη διαπίστωση ότι «η αγροτιά δεν μπόρεσε να
δημιουργήσει δικό της κόμμα, έστω και αδύνατο, που να παλέψει για τις δικές της διεκδικήσεις» (Ζεύγος, Α΄,
σελ. 88) και, από την άλλη, το ερώτημα του πώς έγινε αυτό.

Για οποιαδήποτε απάντηση ή προσπάθεια απάντησης στο ερώτημα αυτό, απαιτείται εξέταση του προβλήματος
που απασχολούσε και ήταν φυσικό να απασχολεί σαν κύριο θέμα την αγροτιά της εποχής, δηλαδή, του
προβλήματος της γης.

Το πρόβλημα της γης κατέχει στην Επανάσταση του 1821 μια ιδιόμορφη και μάλιστα, αντιφατική θέση.

Από την άποψη του γενικού χαρακτήρα της δεδομένης κοινωνίας, που παραμένει, με όλες του τις αλλαγές,
βασικά αγροτικός, αλλά και των γενικών όρων της εποχής, δεν μπορεί παρά να έχει πρωτεύουσα θέση. Η ίδια η
γη, κατά κανόνα ανήκει στο Σουλτάνο. Η κρίση της Αυτοκρατορίας, η διείσδυση του ξένου κεφαλαίου, η
αποικιακή μεταστροφή του Οθωμανικού οικονομικού χώρου έφερε και σοβαρές ή και επικίνδυνες αλλαγές στις
αγροτικές σχέσεις, οξύνοντας την οικονομική κρίση και σπρώχνοντας στην Επανάσταση.

Η γη είναι από τους σημαντικούς άξονες συμμετοχής ή και αποδοχής της Επανάστασης. Για τον αγρότη, η
Επανάσταση προσφέρει τη διέξοδο από τη φορολογική απληστία του Οθωμανικού κράτους αλλά και από μια
τάση αποξένωσής του από τη γη, που γίνονται ιδιαίτερα αισθητές στα πλαίσια της βαθιάς και πολυπλόκαμης
80
κρίσης της Αυτοκρατορίας. Για τον πάσης φύσεως «επιχειρηματία» της εποχής και, ακόμη περισσότερο για τον
εμποροναυτικό, η Επανάσταση του άνοιγε τη δυνατότητα επένδυσης των κεφαλαίων του και στη γη. Μια τέτια
ωστόσο, τοποθέτηση, όσο υπάρχει η Οθωμανική κυριαρχία, θα είναι πάντα επισφαλής αν όχι ζημιογόνα εκ των
προτέρων.

Παράλληλα, η γη (πιο σωστά, η προβληματική για τη γη) στην Επανάσταση φαίνεται να παίζει δευτερεύοντα
ρόλο. Η γη δε φαίνεται να αποτελεί συχνά αντικείμενο αντιπαραθέσεων και δεν καταλαμβάνει το επίκεντρο
στους εμφυλίους πολέμους. Βλέπουμε επίσης ότι και η αγροτιά δεν κατορθώνει να διαμορφώσει δικό της ρόλο
αλλά ακολουθεί τους μεν ή τους δε αρχηγούς στη βάση διαφόρων πελατειακών ή άλλων σχέσεων
νομιμοφροσύνης.

Φυσικά, δεν είναι παράξενο που η αγροτιά δεν κατορθώνει να εξασφαλίσει δική της πολιτική παρουσία, καθώς
αυτό βρίσκεται έξω από τις ιστορικές δυνατότητες της μεσαιωνικής και μισομεσαιωνικής αγροτιάς. Πώς, όμως,
είναι δυνατό η αγροτιά να μην κατορθώνει να προβάλει το πρόβλημα της γης στις συνθήκες μιας κοινωνίας,
πάντως, αγροτικής και διάλυσης του φεουδαρχικού κράτους;

Η παθητικότητα του μεσαιωνικού και μισομεσαιωνικού αγρότη δεν τα εξηγεί όλα. Στο κάτω - κάτω, η γαλλική
αγροτιά ήταν όχι λιγότερο παθητική, αλλά αυτό δεν την εμπόδισε να ξεσηκωθεί σε μια εξέγερση που απείλησε
να σαρώσει τα πάντα, οδηγώντας στη Νύχτα της Κατάργησης των Προνομίων (4–5 Αυγούστου 1789), όπου,
στα πλαίσια μιας τελετής, όπως φαίνεται, μεγαλόπρεπα σκηνοθετημένης, οι κορυφές της μεγαλοαστικής τάξης
και της αριστοκρατίας προσπάθησαν χωρίς επιτυχία να γεφυρώσουν τις αντιθέσεις τους σε βάρος της εντελώς
μεσαιωνικής αριστοκρατικής μερίδας.

Αν τέτια φαινόμενα δε συνέβησαν στην Ελλάδα, θα πρέπει να υπάρχει κάποιος βαθύτερος λόγος.

Ενας τέτιος λόγος θα πρέπει να ήταν η απουσία μιας κληρονομικής έγγειας αριστοκρατίας βαθιά ριζωμένης σε
συνδυασμό με την εικόνα της αντεπανάστασης. Ο αντεπαναστατικός αντίπαλος εδώ είναι ο Οθωμανός, με τον
οποίο το περιβάλλον του αγρότη δεν αισθάνεται να συνδέεται με κανένα δεσμό εθνικό, πολιτιστικό, γλωσσικό,
εκκλησιαστικοθρησκευτικό κλπ. και γι’ αυτό η κυριαρχία του καταστρέφεται αμέσως, πράγμα που επιδρά στη
συμπεριφορά του αγρότη.

Ενας άλλος παράγων μπορεί να ήταν η σχετικά εύκολη επικράτηση στην Ελλάδα των αστικών θεσμών (έστω
και, καμιά φορά, γελοιογραφικοποιημένων), πράγμα που καλμάρει τον αγρότη σαν παράγοντα της αστικής
κοινωνίας[31]. Δεν μπορεί κανείς να μην παρατηρήσει ότι πολλά θέματα, που, σε άλλες χώρες, χρειάστηκαν
σκληρούς ή και αιματηρούς αγώνες, στην Ελλάδα επικράτησαν χωρίς συγκρούσεις και, συνήθως, χωρίς καν
σοβαρή συζήτηση[32].

Ενας άλλος παράγων, τέλος, μπορεί να ήταν ο «μειωμένα αγροτικός» χαρακτήρας της Ελληνικής κοινωνίας.

Ωστόσο, μόνα τα παραπάνω δεν αρκούν για εξήγηση. Οσο μειωμένος και αν ήταν ο αγροτικός χαρακτήρας της
ελληνικής κοινωνίας, δεν έπαυε να είναι κυρίαρχος και είναι δύσκολο να δεχθούμε ότι η αγροτιά θα
ικανοποιούνταν με όλα αυτά, αν αισθανόταν τα κύρια συμφέροντά της υπό απειλήν στο κύριο γι αυτήν θέμα,
δηλαδή το θέμα τη γης.

Γιατί, κατά τη γνώμη μας, αυτό ακριβώς συνέβη: Η αγροτιά κρατά παθητική στάση γιατί δεν αισθάνεται τα
συμφέροντά της να απειλούνται.

Για να δούμε πώς αυτό εξηγείται, πρέπει να δούμε τι έγινε με τη γη.

Με την έκρηξη της Επανάστασης, οι Οθωμανικές περιουσίες δημεύονται και γίνονται κρατική ιδιοκτησία[33].
Δεν μπορεί να υπάρξει σοβαρή και έντιμη αμφιβολία ότι, στην κοινή συνείδηση, το μέτρο αυτό θεωρήθηκε σαν
μέτρο «που συνιστούσε μια φάση του σχεδίου διανομής της γης σε ακτήμονες αγωνιστές και γεωργούς»[34].
Εξ άλλου το γεγονός ότι οι αγρότες ήσαν, στην πλειοψηφία τους, ένοπλοι αποτελούσε ένα είδος «εγγύησης»
για την κατάληξη αυτή. Οπωσδήποτε η επίδραση της συγκεκριμένης επίλυσης του προβλήματος της γης στην
παραπέρα ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στο νεοσύστατο κράτος είναι ένα μεγάλο και
81
ενδιαφέρον θέμα, για το οποίο καταγράφονται διαφορετικές προσεγγίσεις. Μια ολοκληρωμένη αντιμετώπιση
επί του θέματος εκφεύγει από τα όρια του παρόντος άρθρου.

Η κρατικοποίηση της γης επιζεί σαν προσωρινό σχήμα. Η τάση κερματισμένης αγροτικής ιδιοκτησίας είναι
πολύ ισχυρή και τα ανάλογα σχέδια δε λείπουν από την εποχή της Επανάστασης. Ο Καποδίστριας, μεγάλος
γαιοκτήμων ο ίδιος, το σκέπτεται στα σοβαρά, όπως δείχνει το ψήφισμα της 29ης Ιούλη 1829[35]. Είναι
εντελώς χαρακτηριστικό ότι το μόνο σχέδιο που μόνιμα αποκλείεται είναι η εκποίηση της γης, που θα σήμαινε
ιδιοποίησή της από τους οικονομικά ισχυρούς σε βάρος των αγροτών και των κατωτέρων στρωμάτων των
κυριάρχων τάξεων[36]. Και, ίσως, εδώ να έχουμε και μια ευκαιρία για την καλλίτερη αποτίμηση της περίφημης
αδράνειας της αγροτιάς. Οταν, στη διάρκεια της Β΄ Εθνοσυνέλευσης, κυκλοφορούν (βάσιμες) φήμες για σχέδια
εκποίησης της γης, αρχίζουν μαζικές ένοπλες διαδηλώσεις, που θα πρέπει να ήταν αρκετά απειλητικές αν
κρίνουμε από το ότι οι ενδιαφερόμενοι θάβουν φρόνιμα - φρόνιμα τα σχετικά προγράμματα. Αλλωστε, το ότι η
Επανάσταση του 1821 έδωσε ώθηση σε μια διαδικασία που δεν αρνιόταν κατ’ αρχήν τα δικαιώματα της
αγροτιάς στη γη και δεν την αποξένωνε από αυτή δε φάνηκε μόνο στη διάρκεια της Επανάστασης αλλά και του
ελευθέρου κράτους. Αυτό εξηγεί και το ότι η αγροτιά ούτε στο ελεύθερο κράτος κατόρθωσε να προβάλει σαν
αυτόνομη δύναμη με δικά της αιτήματα.

Μιλώντας για την κατάσταση όπως διαμορφώνεται μετά το 1871, ο Ζεύγος δίνει μια εικόνα της αγροτιάς, την
ακρίβεια της οποίας δε θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε γιατί ο καθένας μας μπορεί να τη διαπιστώσει από
την καθημερινή του εμπειρία. «Αυτή η λύση (σ.σ. του 1871) δυνάμωσε πιο πολύ την ανομοιογένεια και τα
βάρη της αγροτιάς, όμως βοήθησε στην ανάπτυξη ειδικών καλλιεργειών, όπως θα δούμε. Πλάι στους
σταφιδοπαραγωγούς, υπάρχουν αμπελουργοί, κτηνοτρόφοι, σιτοπαραγωγοί, άλλοι που παράγουν άλλα είδη ή
λίγο απ’ όλα. Οι ακτήμονες είναι ανακατωμένοι με μικροϊδιοκτήτες κάθε βαθμού, μικροτσιφλικάδες, μεγάλους
τσιφλικάδες. Υπάρχουν καλλιέργειες με μισακάρικο, τριτάρικο, αποκοπή, εμφυτευτικές σχέσεις και η δεκάτη
βαραίνει τα σιτηρά, ενώ οι εμπορευματικές καλλιέργειες πληρώνουν πραγματικά δεκάτη στα τελωνεία
εξαγωγής. Ετσι, την αγροτιά, που βρίσκεται απ’ όλες τις μεριές στα νύχια της εκμετάλλευσης, δεν τη συγκινεί
ένα πρόβλημα ομοιογενές, χτυπητό, επιβλητικό. Οι αντιθέσεις της με την κυρίαρχη τάξη περιπλέκονται και
αυτό το πράγμα στάθηκε ένας ακόμη λόγος που δυσκόλευε την αγροτιά στην ενιαία κινητοποίηση και πάλη
της»[37].

Η εικόνα αυτή - αναμφισβήτητη, το επαναλαμβάνουμε, και που αρχίζει να επικρατεί πολύ πριν το 1871 - συχνά
έχει χρησιμοποιηθεί για να δείξει την καθυστέρηση του αστικού μετασχηματισμού της ελληνικής υπαίθρου.
Στην πραγματικότητα, δείχνει το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή την από νωρίς επικράτηση συγχρόνων μορφών
οργάνωσης. Διότι, στις συνθήκες της εξουσίας του κεφαλαίου, το «κανονικό» είναι ακριβώς αυτό: Μια αγροτιά
διασπασμένη, ανίκανη για αυτοτελή δράση, με ασφάλεια υποταγμένη στην κυριαρχία της αστικής τάξης, που
εργάζεται για την αγορά. Το χαμηλό ή σχετικά χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και η
κακή κατάσταση της αγροτιάς δε σημαίνουν κατ’ ανάγκην έλλειψη αστικού μετασχηματισμού. Πολύ
περισσότερο, ο αστικός αυτός μετασχηματισμός δεν προϋποθέτει τη χαλάρωση της εκμετάλλευσης της
αγροτιάς από το κεφάλαιο. Προϋποθέτει το ακριβώς αντίθετο. Από την άλλη μεριά, η εκμετάλλευση ή ακόμη
και η σκληρή εκμετάλλευση δεν αρκεί ώστε μια δύναμη να προβάλει και να παίξει κάποιο αυτόνομο ρόλο. Γι’
αυτό, απαιτούνται μια σειρά όρων που, από τη μια μεριά, δεν εμφανίσθηκαν στην περίπτωση της ελληνικής
αγροτιάς στο 19ο αιώνα και, από την άλλη, δεν ανήκουν στη σφαίρα της αγροτιάς γενικά. Ετσι, η αγροτιά στην
Επανάσταση και στο ελεύθερο κράτος, που νοιώθει τις ελάχιστες και απαράβατες απαιτήσεις της, στο βαθμό
που μπορεί και η ίδια να τις αντιληφθεί, να ικανοποιούνται, δεν ωθείται να εμφανιστεί άμεσα το προσκήνιο και
ακολουθεί χωρίς να ξεχωρίζει ιδιαίτερα το φυσικό της ηγέτη της εποχής, την αστική τάξη ή, σωστότερα, τις
διάφορες πλευρές της.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Σ. Τρικούπη: «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως».

Γεωργίου Φίνλαιυ: «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως».

Ζεύγου Γιάννη: «Νεοελληνική Ιστορία». Μέρη Α΄ και Β΄.

82
Χάου Σάμουελ Γκρίντλεϋ: «Ιστορική σκιαγραφία της Ελληνικής Επανάστασης». Εκδόσεις «Εκάτη», Αθήνα
1997.

Κρεμμύδας Βασίλης: «Εισαγωγή στην Ιστορία της Νεοελληνικής κοινωνίας (1700 – 1821)». Εκδόσεις
«Εξάντας», Αθήνα 1988.

Μάουρερ Γκέοργκ Λούντβιχ: «Ο Ελληνικός Λαός - Δημόσιο, Ιδιωτικό και Εκκλησιαστικό Δίκαιο από την
έναρξη του αγώνα για την ανεξαρτησία ως την 31η Ιουλίου 1834». Εκδόσεις «Αφων Τολίδη», Αθήνα 1976.

Πετρόπουλου Ι. Α. - Κουμαριανού Αικ.: «Η θεμελίωση του Ελληνικού κράτους, Οθωνική περίοδος 1833-
1843». Εκδόσεις «Παπαζήση», Αθήνα 1982.

Ροτζώκου Νίκου: «Επανάσταση Εμφύλιος στο Εικοσιένα». Εκδόσεις «Πλέθρον/Δοκιμές», Αθήνα 1997.

Σακελλαρόπουλου Θ.: «Οι κρίσεις στην Ελλάδα 1830-1857. Οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές όψεις».
Τόμοι Α΄ και Β΄. Εκδόσεις «Κριτική», Αθήνα 1994.

Αυγητίδη Κ.: «Η Ρωσία και ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας του ελληνικού λαού». Εκδόσεις «Σύγχρονη
Εποχή», Αθήνα 2000.

Ερενμπουργκ Ηλία: «Γράκχος Μπαμπέφ: Ο υπερασπιστής του Λαού». Εκδόσεις «Ηριδανός».


ΣημειώσειςΣημειώσεις

Ο Θανάσης Παπαρήγας είναι δημοσιογράφος, μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.

[1] Εννοείται ότι δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να δεχθούμε την άποψη – την οποία έχει υποστηρίξει και
ο σημερινός πρωθυπουργός κ. Κ. Σημίτης – ότι, στην Ελλάδα του 1821, δεν υπάρχει αστική τάξη. Οχι μόνο
υπάρχει αλλά και είναι σχετικά ισχυρή - αναμφίβολα, ή κατά πολύ ισχυρότερη της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας. Το ποιοτικό της βάρος μεγαλώνει ακόμη περισσότερο από το ότι δεν υπάρχει κληρονομική
έγγεια (και σε σημαντικό βαθμό ούτε καν απλώς έγγεια) αριστοκρατία, ενώ όλα τα όχι άμεσα αστικά τμήματα
των κυριάρχων τάξεων παίρνουν από πολύ νωρίς αστικά χαρακτηριστικά. Ο ρόλος της είναι πολύ
σημαντικότερος από ό,τι γενικά νομίζεται. Η επίμονη άποψη της «ανυπαρξίας» αποσκοπεί -αν και όχι πάντα
συνειδητά- στον εξωραϊσμό της καπιταλιστικής κοινωνίας μέσω του ακροβατικού συλλογισμού ότι κυριαρχία
της αστικής τάξης σημαίνει οπωσδήποτε δημιουργία μιας ισχυρής καπιταλιστικής κοινωνίας, πράγμα το οποίο,
προφανώς, δεν είναι σωστό: Η κυριαρχία της αστικής τάξης μπορεί θαυμάσια να οδηγήσει και στη δημιουργία
μιας βραδυπορούσας καπιταλιστικής κοινωνίας, όπως έγινε στην Ελλάδα και αλλού. Αλλωστε, η απογοήτευση
από την αστική κοινωνία και η εξ αυτής προσπάθεια να αποδειχτεί ότι αυτή δεν αποτελεί «εικόνα και
ομοίωσιν» της αστικής τάξης δεν παρουσιάζεται μόνο στην Ελλάδα. Ο Μαρξ Βέμπερ έφθασε να αρνηθεί την
ύπαρξη και το ρόλο της αστικής τάξης ακόμη και στη ... Γερμανία!

[2] Ο όρος ανήκει, από όσο τουλάχιστον ξέρουμε, στον κ. Ν. Σαρρή.

[3] Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι, αν η ελληνική κοινωνία της εποχής είναι -αναμφίβολα- αγροτική, δεν είναι
τόσο αγροτική όσο γενικά σήμερα θεωρείται. Η ελληνική κοινωνία της εποχής ήταν, αναμφίβολα, η λιγότερο
αγροτική των Βαλκανίων (όρα Πετρόπουλο - Κουμαριανού, σελ. 259, αλλά και Κρεμμύδα, σελ. 96). Ο πρώτος
στατιστικολόγος της ελεύθερης Ελλάδας, ο Βαυαρός FRIEDRICH - WILHELM TIERSCH (1784 – 1860)
καταγράφει, στο μικρό κράτος των 800.000 κατοίκων, 40.000 ναυτικούς, χωρίς να υπολογίζονται τα μέλη των
οικογενειών τους και 30.000 οικογένειες που ζουν από το εμπόριο. Υποθέτουμε ότι αυτά και μόνο αρκούν για
να αποδείξουν πόσο παντελώς ασύστατη είναι η άποψη για την ανυπαρξία της αστικής τάξης.

[4] Κρεμμύδας, σελ. 223.

[5] Η γνώμη μας είναι ότι το στοιχείο αυτό είναι σαν τέτιο πολύ αδύνατο και ποτέ δε θα μπορέσει να
σχηματιστεί και να στερεωθεί πλήρως. Από τη μια μεριά, εμποδίζεται από το αναχρονιστικό καθεστώς της
Οθωμανικής γαιοκτησίας, του οποίου οι έντονες και συχνά θυελλώδεις αλλαγές στα τέλη του 18ου και στις
83
αρχές του 19ου αιώνα θα δημιουργήσουν εκτεταμένες και συχνά απειλητικές αντιφάσεις. Οι αλλαγές αυτές
έρχονται σαν συνέπεια της ευρωπαϊκής διείσδυσης και της αποικιακής ένταξης στην παγκόσμια αγορά, ενώ
οδηγούν στην οικονομική αλλά και στην ιδεολογική υπεροχή του εμπορικού και μάλιστα του εμποροναυτικού
κεφαλαίου. Συνεπώς, η τάση μέσα στους Ελληνες γαιοκτήμονες, στο βαθμό που δημιουργούνται, είναι η στενή
επαφή με το εμπορικό κεφάλαιο, με σαφή πρωτοκαθεδρία του τελευταίου, και η όλο και πιο έντονη
«διάβρωση» από αυτό. Τελικά, κανένα στρώμα μεγάλων γαιοκτημόνων δε θα δημιουργηθεί. Χαρακτηριστικά,
ο Ζεύγος αποκαλεί το νοικοκυριό ακόμη και αυτών που θεωρούνται μεγάλοι γαιοκτήμονες «μίζερο» (Ζεύγος,
Α, σελ. 109). Μετά τη νικηφόρα κατάληξη του πολέμου, οι μεγιστάνες της επαρχίας θα συνωστιστούν στην
Αθήνα (δίνοντας στο νέο κράτος και την πρώτη του υδροκεφαλική ώθηση), όπου θα ασχοληθούν με το
εμπόριο (συχνά, της πολιτικής ή των κρατικών θέσεων), ενώ στην Ελλάδα επικρατεί καθεστώς μικρής
γαιοκτησίας, πράγμα, ασφαλώς, καθόλου τυχαίο.

[6] Αυτό, π.χ., συμβαίνει με τις κορυφές του εφοπλιστικού κεφαλαίου, που είναι το πιο προωθημένο και
οικονομικά πιο ισχυρό τμήμα της αστικής τάξης της εποχής. Αυτή η πλευρά θα έχει και σοβαρές στρατιωτικές
συνέπειες για την Επανάσταση. Πράγματι, αν δούμε τη στρατιωτική ιστορία της Επανάστασης, δεν μπορούμε
να μην παρατηρήσουμε δυο στοιχεία: Το ένα είναι ο πόλεμος στη θάλασσα. Εκεί, τα ελληνικά όπλα στέφονται,
από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή του Πολέμου, από μια αδιάκοπη σειρά συντριπτικών και, πολύ συχνά,
ιδιαίτερα θεαματικών νικών, ενώ το Οθωμανικό ναυτικό δείχνει (για να χρησιμοποιήσουμε μια σύγχρονή μας
έκφραση) σαν κλασσική περίπτωση χάρτινης τίγρης. Το άλλο είναι ο πόλεμος στην ξηρά. Εκεί, η δημιουργία
αξιόπιστης στρατιωτικής δύναμης στέκεται αδύνατη και, ιδιαίτερα με την εισβολή του Ιμπραήμ πασά, η
Επανάσταση περνά από μια στρατιωτική κρίση σχεδόν θανάσιμη. Δε χρειάζεται, νομίζουμε, άλλη απόδειξη ότι
η στρατιωτική ισχύς της Επανάστασης είναι μεγαλύτερη εκεί όπου το σύγχρονο στοιχείο είναι και το
ισχυρότερο.

[7] Ενα τέτιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η επιστολή των προκρίτων της Πελοποννήσου προς τους
οπλαρχηγούς της Ρούμελης, οι οποίοι, το Νοέμβρη του 1824, έχουν πάρει εντολή να εισβάλουν στην
Πελοπόννησο, όπου υποστηρίζεται στα σοβαρά η αντίληψη ότι η περιοχή όπου θεωρεί ότι κυριαρχεί ο κάθε
πρόκριτος είναι δική του και κανείς άλλος δεν έχει δικαίωμα οποιασδήποτε επέμβασης σε αυτή. Πρόκειται για
αντίληψη που επιζεί, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα των πιο αγροίκων στοιχείων των ανωτέρων τάξεων, από
την εποχή των πασαληκίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη στοιχειώδη
διαδικασία διοίκησης του συγχρόνου καπιταλιστικού κράτους. Η απάντηση του Ιωάννη Κωλέττη ήταν μια
προκήρυξη προς το στρατό ότι οι προεστοί της Πελοποννήσου έχουν χάσει τα μυαλά τους από τις περιουσίες
των πασάδων που ιδιοποιήθηκαν και η εισβολή στην Πελοπόννησο. Ωστόσο, δεν πρέπει και να υποτιμάται και
η αλλαγή που έχει ήδη φέρει στο μισομεσαιωνικό ιδεολογικό κόσμο η Επανάσταση. Τα κείμενα που
διαθέτουμε δείχνουν μάλλον μια έντονα μεταβατική κατάσταση. Ετσι, όλοι οι παράγοντες των γεγονότων, από
τη μια υποστηρίζουν τοπικιστικές τοποθετήσεις και, από την άλλη, επικαλούνται το γενικό «συμφέρον της
πατρίδος». Και δε συμφωνούμε καθόλου ότι τα κείμενα δείχνουν ότι οι Πελοποννήσιοι, όταν λένε «πατρίδα»,
εννοούν πάντα και αποκλειστικά την Πελοπόννησο. Το αντίθετο ακριβώς δείχνουν. Αλλο χαρακτηριστικό των
κειμένων είναι η αντιπαράθεση του Ανδρέα Λόντου με τον Παπαφλέσα, παρ’ όλο που και αυτός είναι
Πελοποννήσιος (από τη Δημητσάνα). Είναι, μάλιστα, ίσως ιδιαίτερα χαρακτηριστικό το ότι η εκστρατεία στην
Πελοπόννησο φαίνεται να έδωσε ευκαιρία για μυστικές επαφές και ακόμη και μυστικές συμφωνίες μεταξύ
Κολοκοτρώνη και Καραϊσκάκη.

[8] Μπορεί κανείς βάσιμα να αναρωτηθεί αν εδώ δεν αξίζει να επικαλεσθεί αυτό που έγραψε ο Μαρξ για την
παράλληλη εξέλιξη Αγγλίας - Ολλανδίας, ότι, δηλαδή, η εξέλιξη αυτή δεν είναι τίποτε άλλο από τη γραφική
παράσταση της υποταγής του εμπορικού κεφαλαίου στο βιομηχανικό.

[9] Κρεμμύδας, σελ. 213 κ.εξ.

[10] Ο Αλής των Ιωαννίνων ήταν το πιο κραυγαλέο παράδειγμα αλλά όχι, οπωσδήποτε, το μόνο. Ενας άλλος
τοπάρχης με έντονη δραστηριότητα και μεγάλη συγκέντρωση περιουσίας φαίνεται να θεωρείται στις
παραμονές της Επανάστασης και στη διάρκειά της ο Κιαμήλμπεης της Κορινθίας.

[11] Ο Αλής των Ιωαννίνων διέπρεψε και σε αυτό και, όπως φαίνεται, η αυλή του αναδείχθηκε σε πραγματική
«σχολή στελεχών».
84
[12] Εδώ παίζει ρόλο και η κατάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που, ακριβώς την περίοδο αυτή,
περνά, μέσα στα πλαίσια τη γενικότερης κρίσης της, και μια βαθιά στρατιωτική κρίση. Η Ελληνική
Επανάσταση είναι η περίοδος της οριστικής εξαφάνισης του περιφήμου σώματος των Γενιτσάρων, το οποίο
εξοντώνεται, από τον ίδιο το Σουλτάνο, το 1826. Οι στρατιωτικές δυνάμεις που η Υψηλή Πύλη κινητοποιεί
ενάντια στους επαναστάτες είναι, βέβαια, πολύ μεγάλες και διαθέτουν τεράστιο βάθος εφεδρειών και γραμμών
ανεφοδιασμού. Ωστόσο, δεν αποτελούν ανυπέρβλητο κίνδυνο. Τα πολεμικά μέσα και οι τακτικές τους είναι
πράγματα πολύ γνωστά και «οικεία» στους Ελληνες, φαίνεται, μάλιστα, και ότι μερικοί διοικητές των
τελευταίων έχουν στενές (και όχι πάντα ανεπίληπτες) σχέσεις με ηγήτορες των Οθωμανικών εκστρατευτικών
σωμάτων. Η ποιότητα του εχθρού ήταν, αναντίρρητα, ένας από τους παράγοντες που αντιστρατεύθηκαν τη
δημιουργία τακτικών δυνάμεων. Καταλαβαίνει κανείς το σοκ όταν, με την εισβολή του Ιμπραήμ πασά, ο
κίνδυνος από τις τακτικές δυνάμεις παίρνει απότομα τρομακτικές διαστάσεις.

[13] Ροτζώκος, σελ. 51.

[14] Ο Τρικούπης περιγράφει ως εξής τον Κολοκοτρώνη: «Ερρεπεν εις ταραχάς και ηγάπα ως ουδείς των
πολεμικών ν’ αναμιγνύεται εις τα πολιτικά, εν οις ουδέποτε ευδοκίμησεν, αγόμενος δια την άγνοιάν του, αν και
νουνεχής, υπό ιδιοτελών και δοκησισόφων».

[15] Των οποίων μια περίπτωση βλέπουμε στην υπόθεση της «Μπάμπως», που αναφέρει ο Α. Ζαΐμης σε
επιστολή του προς τον Α. Δεληγιάννη.

[16] Από την άποψη αυτή, χαρακτηριστική και, πιθανότατα, διαφωτιστική είναι η δήλωση του Θ.
Κολοκοτρώνη προς το Ν. Δραγούμη, που γίνεται πολύ μετά την Επανάσταση, στις συνθήκες της Οθωνικής
κυριαρχίας: «Σύνταγμα θα ειπεί να καθήσετε σεις οι γραμματισμένοι, οι καλαναθρεμένοι εις μιαν αγκωνήν,
καταφρονημένοι και αδύνατοι, και να βγω εγώ ο βλάχος και οι όμοιοί μου εις την μέσην. Ηξεύρωμεν, όμως,
ημείς να διοικήσωμεν;» (Ν. Δραγούμη, Ιστορικαί Αναμνήσεις, εκδ. «Ερμής», Αθήνα 1973, τ. Β, σ. 32 - από
«Ε» Νο 65 / 11. 1. 2001, σελ. 25). Η σαγήνη που ασκούν στον απλό άνθρωπο του λαού οι ικανότητες -
πραγματικές ή όχι - των εκπροσώπων των κυριάρχων τάξεων είναι προφανής. Το ιδιαίτερο στον Κολοκοτρώνη
είναι ότι συνειδητοποιείται και λέγεται ανοιχτά. Πέραν άλλων πιθανών σκοπιμοτήτων, η τοποθέτηση αυτή
δημιουργεί και το τεράστιο ερώτημα της αιτίας της συμμετοχής του Κολοκοτρώνη στους εμφυλίους πολέμους,
αφού δεν ήθελε να «διοικήσει» ο ίδιος. Ποιός, δηλαδή, θα «διοικούσε»; Το ερώτημα αυτό, η πρακτική
απάντηση στο οποίο ξεπερνά τις οσονδήποτε μεγάλες ικανότητες οποιασδήποτε συγκεκριμένης
προσωπικότητας, φαίνεται να εξηγεί δυο πράγματα: Πρώτον, τη χαρακτηριστική συμπεριφορά του
Κολοκοτρώνη, που φαίνεται να επιζητά μόνιμα κάποιον για να του αφιερώσει τη δύναμή του. Δεύτερον, τη
νομιμοφροσύνη του απέναντι στον Καποδίστρια. Με βάση και άλλους παράγοντες στους οποίους
αναφερόμαστε αλλού, αυτός του φαίνεται ο πιο κατάλληλος για να γίνει ο Νο 2 του.

[17] Ισως μια εύγλωττη και, μάλιστα, έντονα γραφική παράσταση της νοοτροπίας του «μη τακτικού
πολεμιστή» είναι η συμβουλή του Θ. Κολοκοτρώνη προς τον Ανδρέα Ζαΐμη: «Την γυναίκα σου, το άλογόν σου
και το τουφέκι σου να μην τα δανείζεις εις άλλον διότι παθαίνουν». Αν πάρουμε υπ’ όψη μας ότι ο
Κολοκοτρώνης είχε τη φήμη πολύ χειραφετημένου άνδρα, θα πρέπει να πρόσεχε πολύ το τουφέκι του και το
άλογό του.

[18] Ο πανικός της κυβέρνησης μπροστά στην εισβολή του Δράμαλη και η εγκατάλειψη των πάντων στην τύχη
τους από αυτή (έκφραση, κατά τη γνώμη μας, της ανικανότητας του «μη πληβειακού αστικού στοιχείου» να
αντιμετωπίσει τα συγκεκριμένα προβλήματα της Επανάστασης) έκανε μεγάλη εντύπωση. Και από αυτή την
άποψη, μπορούμε να κατανοήσουμε τους πολεμιστές του ’21, που δε διαθέτουν τη δική μας ιστορική οπτική
και, ταυτόχρονα, βλέπουν το γιαταγάνι του Δράμαλη να πλησιάζει επικίνδυνα το λαιμό τους, όταν δεν κρίνουν
τα γεγονότα όπως τα κρίνουμε σήμερα εμείς.

[19] Η περίφημη προκήρυξη του Κολοκοτρώνη στην εποχή της εισβολής του Ιμπραήμ πασά δεν ήταν μόνο μια
διακήρυξη αμειλίκτου πολέμου μέχρις εσχάτων. Ηταν και μια απειλητική υπογράμμιση εγκατάλειψης των
παραδοσιακών τακτικών των συμφωνιών («πλακάκια»), με άλλα λόγια έδειχνε τη συνειδητοποίηση από τον
Κολοκοτρώνη αλλά και την απαίτησή του από τους άλλους να συνειδητοποιήσουν ότι η κοινωνία πέρασε σε
85
άλλο επίπεδο σχέσεων. Γενικά, τα στοιχεία δείχνουν να επιβεβαιώνουν την άποψη ότι ο Κολοκοτρώνης ήταν,
ανάμεσα στους μεγαλοκαπεταναίους, ο πιο κοντινός στην αγροτική μάζα αλλά και (ίσως όχι άσχετα με το
προηγούμενο) ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος της «Επανάστασης ως την τελική νίκη» με κάθε τρόπο, με κάθε
θυσία και με όλα τα μέσα. Φαίνεται να ανησυχεί για την ύπαρξη συμβιβαστικών διαθέσεων στο επαναστατικό
στρατόπεδο και, γι αυτό, δε διστάζει στην προσφυγή ακόμη και στην «επαναστατική προβοκάτσια», όπως στην
Τρίπολη.

[20] Η είδηση της επανάστασης πέφτει σαν βόμβα στο Λάυμπαχ (τη σημερινή Λιουμπλιάνα), όπου συνεδριάζει
η Ιερά Συμμαχία. Η αντίδραση της Ρωσίας δεν επιτρέπει την έγκριση των σχεδίων του Μέττερνιχ, ο οποίος δε
γελιέται καθόλου όσον αφορά την ουσία των γεγονότων και ζητά με λύσσα επέμβαση. Στην επομένη σύνοδο
της Ιεράς Συμμαχίας, τη σύνοδο της Βερόνας (1822), πέφτει άλλη βόμβα: Τα κείμενα των συνταγμάτων που
έχουν ψηφίσει οι πρώτες επαναστατικές εθνοσυνελεύσεις. Το περιεχόμενο των κειμένων δεν ήταν, βέβαια, το
καλλίτερο για να καθησυχάσει την ατμόσφαιρα της μοναρχικής - αντεπαναστατικής νοοτροπίας που κυριαρχεί.
Ο παρών στη σύνοδο Τσάρος Αλέξανδρος ο Α΄ εκφράζεται αρνητικά για την Επανάσταση. Στο μεταξύ, οι
παπικές αρχές έχουν απαγορεύσει στην ελληνική αντιπροσωπεία, που επιχειρεί να μεταβεί στην πόλη του
Ρωμαίου και της Ιουλιέττας για να παρευρεθεί στη σύνοδο, να διασχίσει τα εδάφη τους. Η εξέλιξη αυτή
επιτρέπει μια πιο ισορροπημένη ανάγνωση της διακήρυξης της Α΄ Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου (1η Γενάρη
1822), που αποχωρίζει την Επανάσταση από τις επαναστατικές κινήσεις της Ευρώπης. Και μόνο το γεγονός ότι
οι πρωταγωνιστές της Επανάστασης αναφέρουν τους δεσμούς αυτούς δείχνει ότι τους γνωρίζουν θαυμάσια.
Φοβούνται, όμως, (και όχι χωρίς πολλές και βάσιμες αιτίες) τις διπλωματικές συνέπειες της ανακίνησης του
θέματος.

[21] Οι Αγγλοι κατάλαβαν εδώ για λογαριασμό του Σουλτάνου εκείνο που θα καταλάβουν για δικό τους
λογαριασμό ένα αιώνα αργότερα με την Ιρλανδική εξέγερση, καταλήγοντας στην Αγγλο - Ιρλανδική Συνθήκη
του 1921, που δημιούργησε το Ιρλανδικό Ελεύθερο Κράτος. Κάτι τέτιο, όμως, φαίνεται ότι κατάλαβε και ο
ίδιος ο Σουλτάνος. Ετσι πρέπει να εξηγείται και η παραχώρηση της Ελλάδας στο Μωχάμεντ Αλυ της Αιγύπτου
για να την ειρηνεύσει.

[22] Δεν μπορεί να υπάρχει καμμία σοβαρή αμφιβολία ότι το ζήτημα των Επτανήσων θα είναι από τα βασικά
που θα βαρύνουν στην αγγλική στάση απέναντι στην Επανάσταση, όπως θα βαρύνει και αργότερα, στη χάραξη
των πρώτων συνόρων του ελληνικού κράτους.

[23] Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Υψηλάντης αλλά και οι άλλοι συνεργάτες του δεν κάνουν τίποτε για να
επιβληθούν εκτός από το να προβάλλουν απαιτήσεις. Οχι μόνο δε θα κινήσουν τις δυνάμεις τους, αλλά, όπως
φαίνεται ο Γρ. Δικαίος (Παπαφλέσσας) θα παρέμβει ώστε να μη γίνουν ανάλογα γεγονότα στα νησιά. Η στάση
αυτή φαίνεται να σχετίζεται με τη βαθύτερη ιστορική φύση των δυνάμεων αυτών, που θέλουν την εξουσία
αλλά μόνο με την έγκριση των προκρίτων, με τους οποίους βρίσκονται σε αντιπαράθεση. Η ενδιάμεση αυτή
στάση σχετίζεται ίσως και με το ότι ο Σ. Τρικούπης, που θεωρεί το Δικαίο εξαιρετική προσωπικότητα, τον
αποκαλεί «παλίμβουλον».

[24] Βλέπουμε επίσης και τη διαφωνία του με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, που είναι πιθανό ότι έχει πολύπλοκα
αίτια. Πέραν των τοπικιστικών ανταγωνισμών, που σε λίγο θα πάρουν μεγάλη έκταση, ο Κολοκοτρώνης
ενδέχεται να μην έχει εμπιστοσύνη στον Ανδρούτσο για ένα άλλο λόγο: Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης, με όλες τις
φιλοδοξίες του και την ιστορική στενότητα πολλών πλευρών της στάσης του, είναι ο άνθρωπος της νίκης της
Επανάστασης, της Επανάστασης ως το τέλος με κάθε τρόπο και με κάθε μέσο. Ο Ανδρούτσος γρήγορα θα
αποδειχθεί ότι δεν μπόρεσε να φθάσει ως εκεί.

[25] Η ερμηνεία των γεγονότων που κάνει ο Σ. Τρικούπης είναι τόσο πολύκροτη ώστε να απορεί κανείς πώς
πέρασε απαρατήρητη. Ο ιστορικός γράφει απερίφραστα ότι ένας από τους λόγους της επικράτησης των
δημοκρατικών αρχών ήταν και η προσπάθεια να μην απωλεστεί η υποστήριξη του ευρωπαϊκού επαναστατικού-
δημοκρατικού κινήματος. Μια, νομίζουμε, πασιφανής και κρυσταλλίνης διαυγείας επαλήθευση όσων
γράφουμε στην παρ. Νο 21. Ο Τρικούπης είναι αρκετά οξυδερκής ώστε να διαβλέψει και την επιρροή των
αστικών ιδεών στη «μισοέγγεια - μισοδιοικητική» αριστοκρατία, πράγμα που αποτελεί επιβεβαίωση όσων
γράφουμε σε άλλη παραπομπή, αυτή τη φορά τη Νο 45. Η άποψη - σωστή - ότι, στην ανάδειξη των
αντιπροσώπων των Εθνοσυνελεύσεων δεν έπαιρνε μέρος ο λαός δεν ακυρώνει, ακόμη και στο βαθμό που
86
αληθεύει, το δημοκρατικό χαρακτήρα των Εθνοσυνελεύσεων. Κατ’ αρχήν και από γενική άποψη, αστική
δημοκρατία δε σημαίνει κυριαρχία του λαού. Σημαίνει κυριαρχία των ELITES. Από συγκεκριμένη άποψη, δε
βρισκόμαστε ακόμη σε εποχή όπου η κυριαρχία αυτή των ELITES είναι αρκετά ώριμη ώστε να εκφράζεται
μέσω της φαινομενικής παρέμβασης των μαζών. Είναι, π.χ., κάπως δύσκολο να αρνηθούμε το δημοκρατικό
χαρακτήρα της Ιακωβινικής δικτατορίας και του Ιακωβινικού Συντάγματος της Γαλλικής Επανάστασης, στο
δημοψήφισμα, όμως, για την έγκρισή του ψήφισαν μόλις 1.500.000 άτομα, όχι πάνω από το 20% όσων είχαν το
θεωρητικό δικαίωμα. Ενδιαφέρον έχει να παρατηρήσουμε ότι, όσον αφορά το γενικό εκλογικό δικαίωμα, τα
κείμενα που έχουμε υπ’ όψη μας φαίνεται να σημαίνουν ότι η μη κατοχύρωσή του δε σημαίνει ότι συναντά
σοβαρές αντιρρήσεις όσο ότι θεωρείται αυτονόητο. Από άλλη άποψη, ενδιαφέρον έχει το ότι οι τρεις
επαναστατικές Εθνοσυνελεύσεις, παρά τα προβλήματα, τις συγκρούσεις κλπ. δεν παύουν να διευρύνουν τη
δημοκρατική βάση του καθεστώτος.

[26] Ο χαμηλός βαθμός εθνικής ολοκλήρωσης εξακολουθεί να εκφράζεται ισχυρά στην Επίδαυρο. Οι τοπικές
γερουσίες διατηρούνται σε λειτουργία, ενώ, στην ίδια την Εθνοσυνέλευση, οι εκπρόσωποι των διαφόρων
περιοχών κάθονται χωριστά, ψηφίζουν χωριστά και επικυρώνουν τις αποφάσεις επίσης χωριστά.

[27] Αυτό θα έχει και στρατιωτικές συνέπειες. Οι «πολιτικοί», για να εμποδίσουν την ανάδειξη των
στρατιωτικών, ιδιαίτερα των πιο ισχυρών, που είναι οι Πελοποννήσιοι, αρχίζουν να εμποδίζουν τις
στρατιωτικές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο. Η διατήρηση της Πάτρας σε όλη τη διάρκεια του
πολέμου σε Οθωμανικά χέρια δεν οφείλεται μόνο στην έλλειψη πολιορκητικών μέσων και πολιορκητικής
πείρας, αν και αυτή έπαιξε, βέβαια, ένα πολύ μεγάλο ρόλο. Οφειλόταν και σε πολιτικούς υπολογισμούς.

[28] Ο Δ. Υψηλάντης έχει κατά νου σχέδια διοικητικής αναδιάρθρωσης προς την κατεύθυνση της δημιουργίας
ισχυρής συγκεντρωτικής εξουσίας. Θα αρχίσει από την αρχή την προσπάθεια δημιουργίας τακτικών
στρατιωτικών δυνάμεων, αναθέτοντας το καθήκον αυτό στο συνταγματάρχη Βαλέστα. Από την άλλη μεριά, ο
Φίνλαιυ αποκαλεί το Δικαίο «βιαιότερο διώκτη των Μωραϊτών αρχηγών». Κάτω από αυτό το φως, αξίζει να
αναφερθεί η τελευταία πολιτική πράξη του Δικαίου, που ήταν μια στρατιωτική ενέργεια, η μάχη στο Μανιάκι
(20.5.1825). Η έκβαση της μάχης ήταν προδιαγεγραμμένη αφού ο Ιμπραήμ Πασάς υπερτερούσε σε όλα
(διαμόρφωση του χώρου, αριθμός, πολεμική τεχνική). Ολα δημιουργούν το ερώτημα γιατί ο Δικαίος διάλεξε
αυτή τη θέση σε τέτιες συνθήκες και αυτό φαίνεται να απασχόλησε πολύ τους συγχρόνους και τον ίδιο τον
Ιμπραήμ Πασά. Ο Δικαίος, που πηγαίνει στο Μανιάκι μετά την καταστροφή του Ναυαρίνου και αφού περάσει
από εκεί, όπου τον συναντά για τελευταία φορά και ο Χάου, δεν μπορεί να μην ξέρει τη στρατιωτική του
καταδίκη. Τότε, γιατί πηγαίνει; Οπως φαίνεται, πρόκειται για επιδεικτική τελετουργική αυτοκτονία. Ο Δικαίος,
που δεν έχει πια πολιτικό έρεισμα, φαίνεται πως θέλει δυο πράγματα: Πρώτον, να δείξει ότι μόνο η μέχρι
θανάτου πάλη έχει ελπίδες και, δεύτερον, να δείξει την ανάγκη τακτικών δυνάμεων που να μπορούν, αν
χρειασθεί, να αντιμετωπίσουν τον Ιμπραήμ Πασά και σε μάχες κατά παράταξη. Συνολικά, η επιχείρηση στο
Μανιάκι φαίνεται πως υπήρξε μια στρατιωτική επιχείρηση πολύ πιο αμφιλεγομένη από ό,τι γενικά πιστεύεται.
Η νίκη ήταν, ούτως ή άλλως, αδύνατη. Ωστόσο, ο Ιμπραήμ Πασάς, αντιμετωπίζοντας 600 αντιπάλους κακά
οχυρωμένους και άσχημα οπλισμένους, χάνει 400 στρατιώτες και αυτή φαίνεται να είναι η πρώτη μάχη όπου
τα στρατεύματά του έχουν πραγματικές απώλειες. Η παρατήρηση του Φίνλαιϋ, που συγκρίνει την πολύνεκρη
μάχη στο Μανιάκι με την επιχείρηση του Ναυαρίνου, όπου ο Ιμπραήμ Πασάς κατέφερε συντριπτικό πλήγμα
στις ελληνικές δυνάμεις με σχετική ευκολία, και με την αποχώρηση των Ρουμελιωτικών στρατευμάτων, ίσως
να μην είναι χωρίς βάση. Ηδη πριν το Μανιάκι, μια μικροεπιχείρηση υπήρξε ίσως ενδεικτική. Στις 16 Μάρτη,
ένα τάγμα Αιγυπτίων επιτίθεται ενάντια στις δυνάμεις του Καρατάσου, που αποτελούνται από Μακεδόνες και
κατέχουν το χωριό Σχοινόλακα της Μεσσηνίας. Ολιγάριθμοι αλλά καλύτερα οχυρωμένοι και πιο οργανωμένοι
και πειθαρχικοί, οι άνδρες του Καρατάσου τρέπουν σε φυγή τους Αιγυπτίους και κυριεύουν 100 όπλα με
ξιφολόγχη (τη μεγάλη στρατιωτική καινοτομία της εποχής), τα οποία στέλνουν στην Τρίπολη.

[29] Ενδειξη, άραγε, της προσπάθειας συμβολής στη δημιουργία συγκεντρωτικού κράτους;

[30] Ο Τρικούπης γράφει ότι η έκβαση του δευτέρου εμφυλίου πολέμου «ανύψωσε τον Κουντουριώτην και
συνανύψωσε και τον συνάρχοντα και συμπράκτορα αυτού Κωλέττην». Η συναρχηγία Γεωργίου Κουντουριώτη
και Ιωάννη Κωλέττη δείχνει την επικράτηση των δυνάμεων που αντιτίθενται στην Πελοποννησιακή
αριστοκρατία και τις ηγεμονικές (και, σε σημαντικό βαθμό, αναχρονιστικές) της διαθέσεις. Ωστόσο, η
συμμαχία δε θα δείξει μεγαλύτερη ικανότητα. Φαίνεται ότι εμφανίζονται και σοβαρές αντιθέσεις μέσα στη
87
συμμαχία, όπου το ναυτιλιακό κεφάλαιο θέλει την υποταγή της στους δικούς του αποκλειστικά στόχους. Ο
Μαυροκορδάτος φαίνεται να υποστηρίζει μάλλον χαλαρά το νέο κυβερνητικό σχήμα. Οι αντιθέσεις θα φανούν
με την εισβολή του Ιμπραήμ Πασά. Οι νησιώτες θα προσπαθήσουν να επιβάλουν ναυτική πρωτοκαθεδρία στις
επιχειρήσεις της ξηράς αν και αγνοούν τους τρόπους διεξαγωγής τους. Ο Γεώργιος Κουντουριώτης θα δείξει
πλήρη ανικανότητα στην εκστρατεία της Μεσσηνίας. Ο Κωλέττης θα αποφύγει να εκτεθεί σε πολεμικούς
κινδύνους και τα στρατεύματα των Ρουμελιωτών θα αποχωρήσουν από την Πελοπόννησο.

[31] Ωραία η παρατήρηση του Ζεύγου ότι «η Επανάσταση χειραφέτησε κάπως τους αγρότες και, με τα
συγχρονισμένα της πολιτεύματα, ξεπέρασε το κοινωνικό στάδιο της μοναρχίας του διαφωτισμού» (Ζεύγος, Α΄,
σελ. 109). Προφανώς, ο Ζεύγος, με τον τελευταίο αυτό όρο, εννοεί αυτό που έχει καθιερωθεί σαν
«πεφωτισμένη δεσποτεία».

[32] Μας φαίνεται εντελώς αυθαίρετη η θεωρία ότι όλα αυτά ήταν «τυπικά», «επιφανειακά» κλπ. και ότι «οι
ELITES απλώς συμβιβάσθηκαν με το αντιπροσωπευτικό πολίτευμα», επικυρώνοντας τις αυθαιρεσίες τους και
τις διαβλητές τους πράξεις. Οτι «συμβιβάσθηκαν» δεν υπάρχει αμφιβολία, αλλά δεν μπορούμε να θεωρούμε
αυτόν το «συμβιβασμό» σαν να ήταν το απλούστερο και το ευκολότερο πράγμα του κόσμου, ξεχνώντας ότι και
ο «τύπος» είναι «ουσία». Στην πραγματικότητα, δείχνει τη συνολική αστικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας.
Οπως πίσω από τη θεωρία της ανυπαρξίας, έτσι και πίσω από αυτή τη θεωρία κρύβονται προθέσεις
εξωραϊσμού της καπιταλιστικής κοινωνίας. Στην ουσία, υποστηρίζοντας ότι η αστική δημοκρατία είναι τέτια
μόνο στην Ελλάδα, η θεωρία αυτή θέλει να «περάσει» την άποψη ότι μπορεί να υπάρχει αστική δημοκρατία
που δεν είναι θεμελιακά εχθρική προς τους εργαζομένους, που δε σηματοδοτεί τη δικτατορία των
πλουτοκρατικών κορυφών και δε συνοδεύεται από εκτεταμένα φαινόμενα αυθαιρεσίας και ξέφρενης
διοικητικής διαφθοράς.

[33] Ετσι, ασφαλώς, εξηγείται και το ότι, με το τέλος του πολέμου της Ανεξαρτησίας, η Ελλάδα βρίσκεται με
το μεγαλύτερο κρατικό τομέα όλης της Ευρωπαϊκής ηπείρου, τουλάχιστον στον τομέα της γης: Το 1833, το
76,8% της ακαλλιέργητης γης και το 70,7% της καλλιεργημένης βρίσκονται στα χέρια του κράτους.

[34] Πετρόπουλος - Κουμαριανού, σελ. 260.

[35] Αν δεν προχωρά σε αυτό, καθόλου μικρό ρόλο παίζει η ξένη παρέμβαση που του υπενθυμίζει τα δάνεια.
Παράλληλα, ο Καποδίστριας καθιερώνει, με το ψήφισμα της 26ης Αυγούστου 1830, την ιδιοκτησία των
αγροτών στα σπίτια και το σπιτότοπό τους. Υπερβολικά αυστηρός, κατά τη γνώμη μας, απέναντι στον
Κυβερνήτη, ο Ζεύγος βλέπει σε αυτό όχι ένα μέτρο προστασίας και στερέωσης της μικρής ιδιοκτησίας αλλά
ένα μέτρο δημαγωγίας με το οποίο ο ενδιαφερόμενος προσπαθεί να εξαπατήσει τους άλλους και τον εαυτό του.
Και αυτό γιατί, «σύμφωνα με το φεουδαρχικό εθιμικό δίκαιο, τα σπίτια και ο σπιτότοπος ανήκαν στους
αγρότες και ο φεουδάρχης δεν μπορούσε να τα πάρει ούτε να τους διώξει» (Ζεύγος, Α΄, σελ. 104). Σύμφωνοι.
Μόνο που δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι τα φεουδαρχικά έθιμα έχουν καταργηθεί στην Ελλάδα, χωρίς να
μιλήσουμε για την πολεμική κατάσταση, που ευνοεί κάθε είδους αυθαιρεσία σε βάρος των αδυνάτων.

[36] Αυτή η λύση A L’ ANGLAISE του αγροτικού προβλήματος φαίνεται να προωθείται κυρίως από το
αγγλικό κόμμα και το Μαυροκορδάτο, που συνδέονται στενά με ναυτεμπορικά (και, συνεπώς, νησιωτικά)
συμφέροντα, ενώ, κατά παράδοξο, ίσως, τρόπο, τη διανομή της γης φαίνεται να υποστηρίζει το ρωσικό κόμμα.
Η προσπάθεια αυτή θα προσκρούσει στην αντίδραση της αγροτιάς και των τοπικών αρχόντων αλλά θα
τροφοδοτήσει και τον τοπικισμό, όπως δείχνουν οι προειδοποιήσεις του Κολοκοτρώνη για τους κινδύνους
εγκατάστασης των «ξένων» στην Πελοπόννησο. Συγγενής προς την πολιτική της εκποίησης φαίνεται να είναι,
στις συνθήκες του ελευθέρου κράτους, η πολιτική του Αντιβασιλέως Ιωσήφ - Λουδοβίκου Αρμανσμπεργκ
(1787-1853), που θεωρείται φορέας της αγγλικής επιρροής. Στο θέμα αυτό, σημαντικό ρόλο φαίνεται να
έπαιξαν η επιρροή και του παροικιακού κεφαλαίου ή η ελπίδα προσέλκυσής του στην Ελλάδα. Βλέπουμε, π.χ.,
τον Καποδίστρια να προσπαθεί να προσελκύσει στην αγορά εθνικών γαιών Ελληνες μεγαλοκεφαλαιούχους της
Οδησσού, προβάλλοντας, μάλιστα, και το επιχείρημα ότι αυτό είναι η μόνη εναλλακτική λύση απέναντι στην
αύξηση της δυτικοευρωπαϊκής επιρροής. Μια ετεροχρονισμένη και παραλλαγμένη μορφή το φαινομένου
υπήρξε η αγορά, μετά το 1880, των τουρκικών κτημάτων της Θεσσαλίας από Ελληνες μεγαλοεπιχειρηματίες
της διασποράς. Η διαφορετική εξέλιξη ανάμεσα στην υπόλοιπη Ελλάδα (όπου η γη δε γίνεται άμεσα επίκεντρο
μαζικών πολιτικών αγώνων) και στη Θεσσαλία (όπου γίνεται) αποδεικνύει, κατά τη γνώμη μας, τη βασιμότητα
88
των συλλογισμών μας. Η τάση της ευρύτερης δημιουργίας και ισχυρότερης διατήρησης της μεγάλης
γαιοκτησίας στις περιοχές που δεν απελευθερώνονται αλλά εξαγοράζονται είναι εξαιρετικά έντονη στην
Επανάσταση και μας θυμίζει, πέραν των άλλων, τις αναλύσεις του Λένιν για το «μαυροεκατονταρχίτικο» και
το «ναρόντνικο» καπιταλισμό.

[37] Ζεύγος, Β΄, σελ. 77.

89

You might also like