Download as doc, pdf, or txt
Download as doc, pdf, or txt
You are on page 1of 2

Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΤΣΟΣ: Πομπές. Αθήνα, Ίνδικτος, 2008.

Αν δεν υπάρχει Λόγος χωρίς απάντηση, το ποίημα τίθεται πάντα ως ένα αιφνίδιο
ερώτημα, που ζητά το ακατονόμαστο. Ο ποιητής κρύβεται πίσω από την αφήγηση,
αναλαμβάνοντας μιαν ύπαρξη αποφασιστική. Θα μιλήσει, θα αφηγηθεί –σε
τελευταία ανάλυση – in medias res μιαν ετερότητα ικανή να παραπλανήσει τον
αναγνώστη, να τον βάλει στη θέση ενός υποκειμένου, το οποίο θα ισχυριστεί την
ταυτότητά του, καθιστώντας αντικείμενο της επιθυμίας του μιαν άλλη -φανταστική
οπωσδήποτε- ταυτότητα. Ο ποιητής αναλαμβάνει το ποίημά του, αλλά μόνο μέσα
στην επίμονη επιθυμία του αναγνώστη να διαβάσει μιαν απάντηση στον δικό του
λόγο. Το ακατανόμαστο κι εδώ. Πάλι και πάλι. Ένα σύστημα διαφορικών
εξισώσεων. Αρκεί να μην διαφύγει κανείς από την πλεκτάνη του κειμένου, εκεί
όπου η γραφή και η ανάγνωση εξισώνονται, διατηρώντας την αρχιτεκτονική του
καθ ύλην αρμόδιου θεσμού. Ώσπου η γραμματική ν’ αρχίσει να δείχνει τα σπλάχνα
της, ξερνώντας την ανθρωπολογική καταγωγή της. Δείχνει έτσι την αδυναμία της
να κατονομάσει, αλλά όχι χωρίς τη δύναμή της να επιβάλει σιωπή.
Ανάμεσα στο ακατανόμαστο του ποιητή και στο ακατανόμαστο του
αναγνώστη υφίσταται πάντα μια διαφορά. Όχι διαφορά πλευράς, όψης ή σκίασης
του αυτού αποβλεπτικού αντικειμένου, αλλά μια διαφορά αντικειμένου, η οποία
υποτάσσεται στην απόφαση να συνδεθούν οι δυο τους με το ίδιο κείμενο. Από
αυτήν την άποψη, το έπος, αποτελεί πιο «προσωπικό» είδος ποιητικού λόγου. Η
«αντικειμενικότητα» της αφήγησης αποκρύπτει περισσότερα και καμώνεται πως
ζητά λιγότερα. Η αποφασιστικότητα της αφήγησης, που αποτάσσει κάθε
ατομικότητα, επιχειρεί να εξορίσει τον ποιητή και τον αναγνώστη στη θετικότητα
της δήλωσης. Αλλά δεν χρειάζεται πάντα το κενοτάφιο του ερωτηματικού, για ν’
απαντήσει κανείς στο ερώτημα που εγείρεται μέσα του. Ή μάλλον... αυτό το
επίμονο «Γιατί;» που εκφέρεται με την ευκαιρία του πλέον σαφούς γεγονότος της
ζωής μας, του θανάτου, σέρνει ακόμα και το πιο «αντικειμενικό» ποίημα στο
σκοτάδι της άναρθρης ιστορίας του αναγνώστη. Η κάθαρση των παθημάτων θα
τελεστεί, αφού ο ποιητής και ο αναγνώστης χαθούν μέσα στο πλήθος μιας Πομπής,
που τραβά για την αποκάλυψη του ακατανόμαστου· του οργανωμένου (ως
επανάληψη της εκπήγασης της ύπαρξης) ακατανόμαστου. Η Πομπή προφυλάσσει
το υποκείμενο από το ενδεχόμενο να αναλάβει την αποκλειστική ευθύνη της
δημιουργίας του κόσμου. Άρα της δημιουργίας του εαυτού του. Ο θεσμός
συνοψίζει την απάτη με την οποία το υποκείμενο έγινε υποκείμενο, αλλά ως
εκχώρηση της ευθύνης στον αυτονόητο ορίζοντα που μοιράζεται με τον άλλον.
Στην περίπτωση του Γιώργου Βέλτσου, η ανάληψη της δημιουργίας μιας
θεσμικής αιχμής που υπάρχει –υποτίθεται- με τον τρόπο της αναίρεσης κάθε
θεσμού, του ποιήματος, επισυμβαίνει πέραν των συνόρων της ποίησης. Η ποίηση
μας έχει χρεωθεί ως μορφή παραίτησης από κάθε στοχασμό. Η λέξη υποχρεούται
να συγκινήσει, δείχνοντας την προβληματική του νοήματός της μόνον όσο
χρειάζεται για να το παρακάμψουμε μπροστά στη Σειρήνα της αντίθεσής του με το
συναίσθημα. Τότε, δεν υπάρχει αποτελεσματικότερος τρόπος για να σκοτώσουμε
την ποίηση από το ποίημα! Η συνήθεια θα προβάλει όσην αντίσταση μπορεί.
Συνήθως, καταφεύγοντας στον Λόγο που εκχωρεί στο υποκείμενο την παρηγοριά
ενός απαρασάλευτου νοήματος: θεός, φύση, επιθυμία! Αλλά ένα απαρασάλευτο
νόημα δεν μπορεί παρά να είναι το ίδιο το συναίσθημα της ασφάλειας. Οπότε,
αυτός ο σατανικός γνώστης της αρχιτεκτονικής του Λόγου –ο καθηγητής Βέλτσος-
στήνει μιαν ακόμα παγίδα. Αν αυτό το κείμενο -στου οποίου την ανάληψη της
οντολογικής ευθύνης εγκαλεί τους πάντες- είναι ποίημα, τότε ο αναγνώστης θα
πρέπει να θέσει σε παρένθεση ό,τι μέχρι εκείνη την στιγμή διάβαζε ως ποίημα – να
αμφισβητήσει, δηλαδή, την αναγνωστική του επάρκεια. Αν δεν είναι ποίημα, τότε
θα πρέπει να είναι ένα κακό ποίημα. Η παγίδα έχει λειτουργήσει. Το κείμενο, του
οποίου η σύσταση διακυβεύεται, είναι σε οποιαδήποτε περίπτωση ποίημα. Καλό ή
κακό, δεν έχει σημασία προς το παρόν. Αρκεί πως το οντολογικό του θράσος
καταφέρνει να επιβάλλει τον στοχασμό στην ποίηση. Δεν πρόκειται για μιαν
ιστορική επιστροφή (στους Προσωκρατικούς, ας πούμε) ούτε για την πρόταξη μιας
υπερφίαλης απαίτησης, αλλά για τη λογική συνέπεια μιας στοιχειώδους
αμφισβήτησης. Αναλαμβάνοντας το ποίημα, ο ποιητής οφείλει:

Να μην παραπονεθεί
Να μην καταγράψει
Κυρίως να μη μεταμορφωθεί σε ό,τι είναι
Έτσι να σωπάσει
Να τιμήσει την ποίηση
Έδωκε, θα λάβει

(Σελ. 9)

Τότε, το ποίημα δεν θα ήταν παρά ένα τμήμα της ξεχασμένης ιστορίας του
υποκειμένου, που αναζητά την ιστοριογραφική αναβίωσή της. Ασυνείδητο
κρυσταλλωμένο σε συνθετικό ορυκτό και –του Πλάτωνος επιτρέποντος- μια
ακίνδυνη για τους θεσμούς φαντασίωση, ένα συνειδησιακό ενέργημα που δεν ζητά
παρά μόνο το δικαίωμα να εκτίθεται στην ηδονή των αυτιών, δίχως να καταγράφει
τίποτα περισσότερο από ήχους λέξεων. Και, το σημαντικότερο, να μην τελειώνει,
να μην θέτει το σημείο στίξης που ονομάζουμε σιωπή, ταράζοντας τη θεσμική
ησυχία του αναγνώστη με ένα ερώτημα, που μόνο ακατονόμαστη απάντηση θα
μπορούσε να λάβει:

«Είσαι ακόμη ικανός για έναν αβέβαιο Θεό;»

(Σελ. 93)

Το ποίημα θα συνεχιστεί μέσα στη δολοπλοκία της σιωπής. Ο ποιητής περιμένει να


λάβει. Η σιωπή του ανήκει στο εξής. Δεν πρόκειται να σταματήσει να ζητά ό,τι δεν
γίνεται ν’ ακουστεί παρά μόνον σαν λαλίστατη αναστολή της συγχρονικότητάς του:
το ποίημα είναι πάντα αρχαίο και τραβά προς την αναπαράσταση της δημιουργίας
του κόσμου, σαν Πομπή κατανυκτικών ενθυμημάτων.

Γιώργος Μπλάνας

You might also like