Professional Documents
Culture Documents
Chapter 68370539
Chapter 68370539
Chapter 68370539
Γιώργος Καραμανώλης
49), ενώ αναφέρεται πολύ συχνά στους αρχαίους ποιητές, ιδίως τον Όμηρο
και τον Ευριπίδη, και παραθέτει πολλά χωρία από τα έργα τους. Και αυτό
το κάνει όχι μόνο σε έργα όπως η Ποιητική και η Ρητορική, αλλά και στα
Μετά τα Φυσικά και ειδικά στα ηθικά του έργα, όπως τα Ηθικά Νικομάχεια.
Τέτοιου είδους φαινόμενα δεν χαρακτηρίζουν κατά κανόνα τη φιλοσοφική
συγγραφή σήμερα, ειδικά την ακαδημαϊκή φιλοσοφία. Συνεπώς, και από
την άποψη της μεθόδου η αρχαία και η σύγχρονη φιλοσοφία σχετίζονται ως
δύο τεμνόμενοι κύκλοι με περιοχές επικάλυψης αλλά και διαφορές.
Ένα κομβικό σημείο διαφοράς της αρχαίας με τη νεότερη και σύγχρο-
νη φιλοσοφία είναι ότι οι αρχαίοι διαθέτουν ένα μεγάλο εύρος τρόπων του
λόγου στους οποίους δοκιμάζουν να εκφέρουν τη φιλοσοφία, και αυτό το
εύρος δυνατοτήτων τούς προκαλεί να πάρουν σαφή στάση στο ζήτημα τόσο
πρακτικά, επιλέγοντας οι ίδιοι τη μορφή του λόγου για την εκάστοτε φιλο-
σοφική πραγμάτευση, όσο και θεωρητικά, συζητώντας δηλαδή εστιασμένα
σχετικά με τον τρόπο του λόγου στον οποίο θα πρέπει να εκφέρεται η φιλο-
σοφία. Πολλοί από τους πρώιμους Έλληνες φιλοσόφους γράφουν ποιητικό
λόγο, όπως ο Ξενοφάνης, ο Παρμενίδης και ο Εμπεδοκλής, άλλοι, όπως ο
Ηράκλειτος και ο Δημόκριτος, γράφουν έναν ιδιόρρυθμο, αποφθεγματικό
πεζό λόγο, ενώ αργότερα τόσο ο Πλάτων όσο και ο Αριστοτέλης πειραμα-
τίζονται με το είδος του λόγου στο οποίο γράφουν. Ο Πλάτων πειραματί-
ζεται με την έννοια ότι οικειοποιείται τεχνικές των αρχαίων ποιητών και
των συγχρόνων του ρητόρων στη συγγραφή των διαλόγων του, ενώ ο Αρι-
στοτέλης γράφει εκτός από τις σωζόμενες πραγματείες και μια σειρά από
(χαμένους σήμερα) διαλόγους, στο πρότυπο των πλατωνικών διαλόγων.
Ο προβληματισμός αυτός σχετικά με το είδος του λόγου της φιλοσοφικής
πραγμάτευσης συνεχίζεται και με τους μαθητές των δύο κλασικών φιλο-
σόφων, τουλάχιστον σύμφωνα με τις μαρτυρίες που έχουμε. Αρκετοί από
τους μαθητές του Αριστοτέλη γράφουν τόσο διαλόγους όσο και πραγμα-
τείες, όπως, για παράδειγμα, ο Κλέαρχος από τους Σόλους. Το ζήτημα του
είδους του λόγου που ταιριάζει στη φιλοσοφία θεματοποιείται από τους
Επικούρειους, οι οποίοι συζητούν έντονα στη σχολή τους αν και κατά πόσο
η ποίηση μπορεί να φιλοξενήσει φιλοσοφικό περιεχόμενο ή όχι. Το θέμα της
φύσης του φιλοσοφικού λόγου στην αρχαιότητα έχει τύχει ιδιαίτερης προ-
σοχής στον παρόντα τόμο. Το συζητά διεξοδικά στο δοκίμιό της η Βούλα
Κοτζιά. Το ίδιο θέμα από άλλη σκοπιά εξετάζει και η Ξανθίππη Μπουρλο-
γιάννη στο κείμενό της για την ποίηση και τη ρητορική, και στη συνάφεια
24 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
αυτή αναφέρεται στη συζήτηση των Επικουρείων για τη σχέση ποίησης και
φιλοσοφίας και ειδικότερα για τη δυνατότητα της φιλοσοφίας να εκφραστεί
σε ποιητικό λόγο.
Ο τρόπος του λόγου απασχολεί τους αρχαίους φιλοσόφους ακριβώς γιατί
πιστεύουν ότι η φιλοσοφία δεν είναι ένα αντικείμενο προορισμένο για ιδιω-
τική κατανάλωση και προσωπικό στοχασμό, πόσο μάλλον ένα ακαδημαϊκό
αντικείμενο, όπως είναι εν πολλοίς τα σύγχρονα φιλοσοφικά κείμενα, αλλά
ένα αντικείμενο που αφορά τη δημόσια σφαίρα, την κοινωνία συνολικά, και
θα πρέπει να συγκινεί τον άνθρωπο καθώς συμβάλλει ουσιωδώς στην ποι-
ότητα ζωής του ανθρώπου και της κοινωνίας ταυτόχρονα, δηλαδή σε αυτό
που οι αρχαίοι ονομάζουν εὐδαιμονία. Ο τρόπος του λόγου τούς απασχολεί
λοιπόν όχι μόνο από την άποψη του ποιο είδος λόγου μπορεί να δικαιώσει
τη φύση της φιλοσοφίας, για παράδειγμα την επιχειρηματολογική της δι-
άσταση ή το εκάστοτε αντικείμενό της, όπως η φύση της ποίησης ή της
ψυχής, αλλά και από την άποψη του ποιου είδος λόγου μπορεί να κάνει τη
φιλοσοφία διδακτικότερη, προσβασιμότερη, οικειότερη στον άνθρωπο, και
τελικά ποιο είδος λόγου μπορεί να μας βοηθήσει να πετύχουμε την εὐδαιμο-
νία. Βάση για την αντίληψη αυτή είναι ότι η φιλοσοφία δεν είναι μόνο μια
αναζήτηση σοφίας, αλλά μια αναζήτηση σοφίας τέτοια που να μπορεί να
κάνει τη ζωή μας καλύτερη τόσο ατομικά όσο και συλλογικά με μια ορισμέ-
νη έννοια που θα αναπτύξω παρακάτω (σ. 28-9).
Αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο ο Πλάτων γράφει διαλόγους: για να
κάνει δηλαδή σαφές με τον τρόπο αυτό ότι η φιλοσοφία είναι μια δημόσια
υπόθεση στον βαθμό που αφορά δημόσια αγαθά, όπως η δικαιοσύνη και η
αρετή εν γένει, ο τρόπος που οργανώνουμε την πολιτεία μας και που σχε-
τιζόμαστε ως μέλη της, αλλά και στον βαθμό που σκεπτόμαστε με κοινές
έννοιες για ζητήματα που είναι κεντρικά για τον άνθρωπο εν γένει, όπως
το πώς πρέπει να αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα στην οποία ζού-
με ή πώς είμαστε βέβαιοι για τη γνώση που έχουμε. Η φιλοσοφία όμως
είναι δημόσια υπόθεση για τον Πλάτωνα όχι μόνο ως περιεχόμενο αλλά
και ως μέθοδος, στον βαθμό που οι θέσεις μας θα πρέπει να δοκιμάζονται
δημόσια, απέναντι σε συνομιλητές, και όχι να αναπτύσσονται ιδιωτικά ως
πνευματικές ασκήσεις ή ασκήσεις επί χάρτου. Ο αντίλογος, η αντίρρηση, η
ένσταση είναι από την άποψη αυτή ουσιώδη χαρακτηριστικά της φιλοσο-
φικής έρευνας, τα οποία συγκροτούν τον πλατωνικό διάλογο. Αλλά και στη
φιλοσοφική πραγματεία του Αριστοτέλη ή στη φιλοσοφική πραγματεία και
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 25
και του Αριστοτέλη, όπως τον Νουμήνιο και τον Αλέξανδρο τον Αφροδισιέα.
Είναι ο δημόσιος χαρακτήρας της φιλοσοφίας που δημιουργεί αυτό το ιστο-
ρικό βάθος στη φιλοσοφική συζήτηση.
Μια πλευρά του δημόσιου χαρακτήρα της αρχαίας φιλοσοφίας κρυσταλ
λώνεται μεθοδολογικά σε αυτό που οι αρχαίοι ονομάζουν διαλεκτική. Η
διαλεκτική ορίζεται διαφορετικά από τους διαφόρους φιλοσόφους στην
αρχαιότητα, αλλά εν προκειμένω εννοώ τα χαρακτηριστικά μιας εικονικής
συζήτησης, όπως η αντίρρηση, η ένσταση, ο εντοπισμός μιας δυσκολίας για
την άποψη που υποστηρίζεται. Ανεξάρτητα από τη μορφή λόγου στην οποία
τα διαλεκτικά αυτά χαρακτηριστικά απαντούν, έχουν πάντοτε έναν μεθοδο-
λογικό στόχο· να αποκαλύψουν την αδυναμία μας μπροστά στα φιλοσοφικά
ερωτήματα, αλλά και να αναδείξουν και τη συνθετότητα και το βάθος των
ερωτημάτων αυτών, να μας οδηγήσουν δηλαδή σε ἀπορία. Η ἀπορία για τους
αρχαίους φιλοσόφους δεν είναι απλώς ένα αδιέξοδο, μια κατάσταση πνευμα-
τικής αμηχανίας· είναι και ένα αφετηριακό σημείο επαναπροσέγγισης και
επαναπροσδιορισμού των φιλοσοφικών ζητημάτων. Πιο συγκεκριμένα, η
ἀπορία μπορεί να είναι είτε ένα φιλοσοφικό ζήτημα που εμφανίζεται ως αδι-
έξοδο καθαυτό, ένας γρίφος δηλαδή, είτε μια ορισμένη νοητική κατάσταση,
μια κατάσταση αμηχανίας ή αδυναμίας, στην οποία έχουμε περιέλθει κατά
την πραγμάτευση ενός ζητήματος, χωρίς όμως να πιστεύουμε αναγκαστι-
κά ότι η αμηχανία αυτή δεν μπορεί να αρθεί και να βρεθεί τελικά κάποια
λύση. Οι αρχαίοι φιλόσοφοι, ως επί το πλείστον, επενδύουν μεθοδολογικά
στην ἀπορία, την επιδιώκουν, την επιζητούν, την τονίζουν, την εμπιστεύο-
νται, αν και πολύ συχνά δεν μένουν σε αυτή. Ο ρόλος της στην πλατωνική,
την αριστοτελική και τη σκεπτική φιλοσοφική παράδοση είναι τεράστιος. Η
διαπόρησις δεν είναι απλώς ένα μεθοδολογικό εργαλείο και μόνο, αλλά ένας
ουσιώδης τρόπος άσκησης της φιλοσοφίας. Ένας λόγος για την έμφαση στην
ἀπορία είναι η πεποίθηση του αρχαίου ότι κεντρικός στόχος του φιλοσόφου
είναι όχι τόσο να λύσει φιλοσοφικά προβλήματα όσο πρωτίστως να τα θέσει
με διαύγεια και καθαρότητα. Ως προς αυτό η αρχαία φιλοσοφία ομοιάζει με
τη σύγχρονη φιλοσοφία, ή θα μπορούσε να πει κανείς ότι το χαρακτηριστικό
αυτό της σύγχρονης φιλοσοφίας, όπως το τονίζει ο Wittgenstein, για παρά-
δειγμα, είναι κληρονομιά της συνειδητοποίησης της ουσίας της φιλοσοφίας
όπως συγκροτήθηκε στην αρχαιότητα.
Μέχρι το σημείο αυτό τόνισα τους λόγους για τους οποίους η αρχαία φιλο-
σοφία μπορεί και αξίζει να μας ενδιαφέρει. Και οι λόγοι αυτοί είναι φιλοσοφι-
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 27
κοί, αλλά και λόγοι που έχουν να κάνουν με τη φύση της σκέψης μας εν γένει.
Οι φιλοσοφικοί λόγοι που ανέφερα είναι δύο ειδών: αφορούν είτε τα φιλοσοφικά
ζητήματα καθαυτά είτε τη μέθοδο πραγμάτευσής τους. Όπως είπα, πολλά από
τα ζητήματα που αναγνωρίζουμε έως σήμερα ως φιλοσοφικά συγκροτούνται
για πρώτη φορά στην αρχαιότητα. Τέτοια είναι τα ζητήματα περί της φύσης
και των ειδών της γνώσης, της δομής της πραγματικότητας, της φύσης και
της δομής της κανονιστικότητας, δηλαδή της φύσης των παντοειδών κανόνων
(όπως των ηθικών και των νομικών, για παράδειγμα), της σχέσης του πολίτη
με την πολιτεία. Τα φιλοσοφικά αυτά ζητήματα εμφανίζονται στη διάρκεια
της ιστορίας της φιλοσοφίας με ποικίλες μορφές. Καμία από τις μορφές αυτές
δεν είναι πρότυπη ή παραδειγματική. Τα φιλοσοφικά προβλήματα μεταλλάσ-
σονται στον χρόνο ανάλογα με τη γενικότερη πνευματική ατμόσφαιρα, που
διαμορφώνεται από την επιστήμη, την πολιτική και νομική κατάσταση, την
τέχνη, τα κοινωνικά ζητήματα και κινήματα της κάθε εποχής. Τα γνωσιοθε-
ωρητικά και ηθικά ζητήματα κρυσταλλώνονται με διαφορετικό τρόπο στην
περίοδο του γερμανικού ιδεαλισμού και αλλιώς στον 20ό αιώνα, για παράδειγ-
μα. Στην αρχαιότητα όμως έχουμε τις πρώτες διατυπώσεις και συγκροτήσεις
αυτών των φιλοσοφικών ζητημάτων και επιπλέον μια πολύ έντονη και γόνιμη
σειρά από αντιπαραθέσεις πάνω σε αυτά. Και ένας λόγος για να εγκύψουμε
στην αρχαία φιλοσοφία είναι προκειμένου να δούμε πώς κάποια ζητήματα
συγκροτούνται ως φιλοσοφικά ζητήματα για πρώτη φορά και τι ακριβώς ση-
μαίνει αυτό. Ένας δεύτερος λόγος είναι προκειμένου να δούμε πώς αυτά τα
ζητήματα μπορούν και πρέπει να προσεγγιστούν μεθοδολογικά, προκειμένου
να υπάρξει κάποια πρόοδος στη σκέψη μας για αυτά ή τουλάχιστον κάποιος
γόνιμος προβληματισμός, καθώς η έννοια της προόδου στη φιλοσοφία είναι
συζητήσιμη. Και όπως είπα, δύο τουλάχιστον αρχαίες μέθοδοι τέτοιου γόνι-
μου προβληματισμού είναι διακριτές και σημαντικές εδώ: η απορητική μέθο-
δος και η επιστήμη της απόδειξης, που περιλαμβάνει τη λογική.
Ένας τρίτος τώρα λόγος για τη σπουδή της αρχαίας φιλοσοφίας είναι προ-
κειμένου να σχετικοποιήσουμε κάποιες από τις τρέχουσες φιλοσοφικές ιδέες
και θεωρίες και με τον τρόπο αυτό να σχετικοποιήσουμε το παρόν ως απο-
κλειστικό συνομιλητή μας και καθοριστικό παράγοντα της σκέψης μας. Η
αρχαία φιλοσοφία μάς δίνει τη δυνατότητα να σκεφτούμε από μια μηδενική,
θα λέγαμε, βάση τα κεντρικά φιλοσοφικά ζητήματα και να στοχαστούμε για
τους τρόπους διαχείρισής τους. Αυτή η λειτουργία της αρχαίας φιλοσοφίας
είχε, νομίζω, εκτιμηθεί ήδη στον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση. Βυζαντι-
28 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
φύση της χριστιανικής σκέψης. Για τον λόγο αυτό η κατανόηση της αρχαίας
φιλοσοφίας δεν μπορεί να γίνει χωρίς να λάβουμε υπόψη μας και κείμενα
που σήμερα δεν θα τα θεωρούσαμε αμιγώς φιλοσοφικά, όπως κείμενα αρ-
χαίας πολιτικής θεωρίας, αρχαίας επιστήμης, ή θεολογίας, χριστιανικής
ή μη. Πολύ συχνά τα κείμενα αυτά δεν είναι απλώς επηρεασμένα από τη
φιλοσοφία αλλά είναι και τα ίδια φορείς φιλοσοφικής σκέψης και εξετάζουν
σε βάθος συγκεκριμένα φιλοσοφικά ζητήματα. Tα έργα του Γαληνού είναι
μια πολύ ενδιαφέρουσα τέτοια περίπτωση, όπως, για παράδειγμα, το έργο
του Περί χρείας μορίων, στο οποίο αναπτύσσεται μια ιδιαίτερη τελεολογική
άποψη σχετικά με τον ρόλο των μερών του ανθρώπινου σώματος και την
οργάνωσή τους από την ψυχή, μια καθαρά φιλοσοφική άποψη δηλαδή.
Τα κεφάλαια του παρόντος τόμου στοχεύουν όχι μόνο στο να εισαγάγουν
τον ενδιαφερόμενο σε τομείς της αρχαίας φιλοσοφικής σκέψης, αλλά και να
διεγείρουν το ενδιαφέρον για τους τομείς αυτούς και για τα ζητήματα που
τους προσιδιάζουν, στον βαθμό που οι τομείς αυτοί της αρχαίας φιλοσοφι-
κής σκέψης είναι κεντρικής σημασίας για την εννοιολογική μας συγκρό-
τηση αλλά και για την ιστορική και πολιτιστική μας ταυτότητα. Και δεν
εννοώ φυσικά την ιστορική και πολιτιστική μας ταυτότητα ως Ελλήνων
αλλά για την ταυτότητά μας ως πολιτών του κόσμου, ή τουλάχιστον του
λεγόμενου δυτικού κόσμου, στον οποίο η επιστήμη, η πολιτική οργάνωση
και η χριστιανική θεολογία είναι, ανεξάρτητα από τις σχετικές προσωπικές
μας γνώμες, πεδία με σαφή επηρεασμό από την αρχαία φιλοσοφική σκέψη
και έντονα διαμορφωτικά του δυτικού πολιτισμού.
Τα κεφάλαια του τόμου είναι θεματικά οργανωμένα, εστιάζουν δηλαδή
στα σημαντικότερα πεδία φιλοσοφικής σκέψης που καλλιεργήθηκαν στην
αρχαιότητα. Ο τρόπος πραγμάτευσης ποικίλλει όμως από τουλάχιστον δύο
απόψεις. Πρώτον, ορισμένα κείμενα είναι πιο επιχειρηματολογικά οργανω-
μένα από άλλα, στοχεύουν δηλαδή κυρίως στο να τεκμηριώσουν μία θέση,
ενώ άλλα είναι περισσότερο ιστορικά οργανωμένα, ως μια επισκόπηση των
σχετικών απόψεων στην ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας, χωρίς βέβαια
να λείπει από αυτά η επιχειρηματολογία σχετικά με επιμέρους ζητήματα.
Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν κυρίως τα κείμενα του Δώρη Σκαλτσά,
του Βασίλη Πολίτη και του Χάρη Πλατανάκη, ενώ στη δεύτερη κατηγορία
τα υπόλοιπα. Τα κεφάλαια του τόμου διαφέρουν επίσης ως προς το ιστορι-
κό εύρος που καλύπτουν. Το κείμενο του Βασίλη Πολίτη, για παράδειγμα,
εστιάζει αναλυτικά και αποκλειστικά στην οντολογία του Πλάτωνα και του
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 31
* Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Σπύρο Ράγκο και τον Χάρη Πλατανάκη για τις παρα-
τηρήσεις τους σε μία προηγούμενη μορφή της εισαγωγής. Ευχαριστώ επίσης τον Πα-
νταζή Τσελεμάνη και τον Αθανάσιο Κατσικερό για τη μετάφραση των κειμένων του
Βασίλη Πολίτη, του Δώρη Σκαλτσά και του Ιάκωβου Βασιλείου. Την επιμέλεια των
μεταφράσεων έκανε ο επιμελητής του τόμου.
Οι συγγραφείς του τόμου
Βασιλείου Ιάκωβος. Καθηγητής Αρχαίας Φιλοσοφίας στο Graduate Center, City University
of New York (CUNY). Ασχολείται ιδιαίτερα με την πλατωνική και αριστοτελική ηθική
και την ηθική ψυχολογία. Έχει δημοσιεύσει τη μονογραφία Aiming at Virtue in Plato,
Cambridge 2008, καθώς και πολλά άρθρα σχετικά με την πλατωνική και την αριστοτελική
ηθική.
Κακλαμάνου Ελένη. Απέκτησε το διδακτορικό της από το Trinity College Dublin με επό-
πτη τον John Dillon και έχει διδάξει στα Πανεπιστήμια Κρήτης και Κύπρου. Ασχολείται
ιδιαίτερα με την πλατωνική φιλοσοφία και την πλατωνική παράδοση, και στον τομέα αυ-
τόν έχει δημοσιεύσει αρκετά άρθρα. Ετοιμάζει σε συνεργασία με την Μαρία Παύλου μια
σχολιασμένη μετάφραση του Θεαιτήτου.
Καπάνταης Δούκας. Διευθυντής Ερευνών στην Ακαδημία Αθηνών (Κέντρο Ερεύνης της
Ελληνικής Φιλοσοφίας). Από το 2014 διευθύνει μαζί με τον Γιώργο Καραμανώλη το σεμινά-
ριο της Ακαδημίας Αθηνών για την αριστοτελική λογική. Οι εργασίες του αφορούν κυρίως
τα λογικοσημασιολογικά παράδοξα (futura contingentia, knowability paradox), την εικασία
Church-Turing και την αριστοτελική λογική και μεταφυσική.
Πολίτης Βασίλης. Αναπληρωτής καθηγητής Αρχαίας Φιλοσοφίας στο Trinity College Dub-
lin. Κεντρικός άξονας της έρευνάς του είναι η αρχαία μεταφυσική και γνωσιοθεωρία. Είναι
συγγραφέας του βιβλίου Aristotle and the Metaphysics, London 2004, και πιο πρόσφατα της
μονογραφίας The Structure of Enquiry in Plato’s Early Dialogues, Oxford 2015, καθώς και
πολλών άρθρων σχετικά με την πλατωνική και αριστοτελική φιλοσοφία, ενώ είναι εκδότης
(μαζί με τον Γιώργο Καραμανώλη) του συλλογικού τόμου The Aporetic Tradition in Ancient
Philosophy, Cambridge 2017 (υπό έκδοση).
Bούλα Κοτζιά
οὐδὲν δὲ κοινόν ἐστιν Ὁμήρῳ καὶ Ἐμπεδοκλεῖ πλὴν τὸ μέτρον, διὸ τὸν μὲν
ποιητὴν δίκαιον καλεῖν, τὸν δὲ φυσιολόγον μᾶλλον ἢ ποιητήν
(Αριστοτέλης, Περί ποιητικής 1, 1447b17-20)
τὰ δ’ Ἐμπεδοκλέους ἔπη καὶ Παρμενίδου ... λόγοι εἰσὶ κιχράμενοι παρὰ ποιη-
τικῆς ὥσπερ ὄχημα τὸ μέτρον καὶ τὸν ὄγκον, ἵνα τὸ πεζὸν διαφύγωσιν.
(Πλούταρχος, Πώς δει τον νέον ποιημάτων ακούειν 16c=DK 28 A 15)
τις ίδιες τις ιδέες του και τον τρόπο με τον οποίο θέλει να τις κοινοποιήσει
όσο και με το κοινό στο οποίο απευθύνεται. Εφόσον με την επιλογή τους οι
ίδιοι οι φιλόσοφοι συνδέουν μορφή και περιεχόμενο, είναι αυτονόητο ότι η
σκέψη τους δεν είναι δυνατό να συζητηθεί και να κατανοηθεί μόνο με όρους
περιεχομένου. Δύσκολα π.χ. θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί σήμερα ότι
η αποκλειστικά διαλογική μορφή του έργου του Πλάτωνα αποτελεί μια συ-
μπτωματική επιλογή και ότι, συνεπώς, το φιλοσοφικό περιεχόμενο μπορεί
να κατανοηθεί και να ερμηνευθεί ερήμην της (βλ. εδώ, σ. 60-65). Το αίτημα
της σύγχρονης έρευνας για συνεξέταση και αλληλοερμηνεία λογοτεχνικής
μορφής και φιλοσοφικού περιεχομένου1 δεν αποσκοπεί απλώς στην καλύτε-
ρη κατανόηση της σκέψης των επιμέρους στοχαστών, αλλά και στη συνολι-
κή κατανόηση της ιστορίας της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας.
1
Ενδεικτική είναι η αυτοκριτική του Jonathan Barnes (1982), xvi-xvii, ο οποίος συνειδητά
αγνόησε τη μορφή στην πρώτη γραφή του βιβλίου του για τους Προσωκρατικούς: «Αν
ξαναέγραφα το βιβλίο, θα έδειχνα λιγότερη αδιαφορία σε θέματα ύφους και μορφής».
Για τη σημασία της μορφής ως εργαλείου για την ερμηνεία του φιλοσοφικού περιεχο-
μένου, βλ. τώρα την ενδιαφέρουσα εισαγωγή των Lavery-Groarke (2010), 13-40.
2
Ο όρος «Προσωκρατικοί» καθιερώθηκε μέσω της μνημειώδους έκδοσης των αποσπα-
σμάτων των φιλοσόφων του 6ου και 5ου αιώνα από τον Hermann Diels το 1903 (βλ.
σχετικά Burkert [1999], 169-170), η οποία, αναθεωρημένη από τον Walter Kranz, πα-
ραμένει και σήμερα η έκδοση αναφοράς· για τα προβλήματα που δημιουργεί ο όρος, βλ.
Laks (2002), 22-25. Βάσει της έκδοσης των Diels-Kranz γίνονται οι παραπομπές στην
παρούσα μελέτη.
ΜΟΡΦΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ 39
3
Βλ. Martin-Primavesi (1999) και Primavesi (2010).
4
Βλ. Arrighetti (1973), 190 κ.ε. και Sedley (1998), 94-132.
5
3.67-109· βλ. σχετικά Brisson (1992), 3721-3760.
6
Ο Αριστοτέλης δεν είχε στη διάθεσή του κάποιο σύγγραμμα του Θαλή, όπως υποδει-
κνύει ο τρόπος με τον οποίο αναφέρεται στις θέσεις του (βλ. π.χ. Περί ψυχής 405a19: ἐξ
ὧν ἀπομνημονεύουσι)· η πληροφορία σύμφωνα με την οποία στον Θαλή αποδιδόταν μια
έμμετρη Ναυτική αστρολογία αμφισβητείται από τις ίδιες τις αρχαίες πηγές που την πα-
ραδίδουν (Πλούταρχος, Περί του μη χραν έμμετρα νυν την Πυθίαν 403A· Δ.Λ. 1.23· πβ.
και Σιμπλίκιο, Εις την Φυσ. ακρ. 29, 32-33). Όλες οι σχετικές με τον Θαλή μαρτυρίες
συγκεντρωμένες τώρα στο Wöhrle (2009).
40 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΒΟΥΛΑ ΚΟΤΖΙΑ
7
Βλ. Patzer (2006), 19-21, 159 κ.ε.
8
Hadot (1971), 850.
9
Πρόκειται για τη θεωρία του Eric Havelock με τη γνωστή αντίστιξη orality/literacy, την
οποία ο ίδιος και η «σχολή» του εξέθεσαν σε ένα πλήθος μελετημάτων· βλ. ειδικότερα
Havelock (1966), (1983), (1996)· επίσης Ong (1982).
10
Για μια ουσιαστική κριτική της θεωρίας του Havelock, βλ. Laks (2007).
ΜΟΡΦΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ 41
11
Για το θέμα βλ. τη συνοπτική παρουσίαση (με τη σχετική βιβλιογραφία) της Nightin-
gale (2007).
12
Βλ. Kahn (2003), 139-142. Για το σύνθετο πρόβλημα αν οι πρώτοι στοχαστές συνέθε-
σαν τα έργα τους γραπτά ή προφορικά, βλ. Ferrari (1984).
13
Βλ. Harris (1989), 45-64, ιδίως 63-64· Lloyd (1991), 124· Thomas (1992), 8 [=10].
Σχετικά με το κοινό των Προσωκρατικών, βλ. Thesleff (1990) και Gemelli Marciano
(2007α).
14
Πβ. την εύστοχη λακωνική κρίση του Kahn (2003), 139: «Philosophy is a talkative sub-
ject, and it must have begun in conversation».
15
Βλ. Hadot (1995α), 62-63· πβ. (1995β), 413 και (1971), 848.
16
Πλάτων, Φαίδων 274b-278b. Καλή παρουσίαση της ενότητας αυτής του Φαίδωνος από
τον Szlezák (1993), 74-111· για μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία της θεματοποίησης της
γραφής από τον Πλάτωνα, βλ. Laks (2007).
42 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΒΟΥΛΑ ΚΟΤΖΙΑ
17
Πλούταρχος, Περί της Αλεξάνδρου τύχης ή αρετής 328A· πβ. Δ.Λ. 1.16: ... οἱ δ᾽ ὅλως οὐ
συνέγραψαν, ὥσπερ κατά τινας Σωκράτης, Στίλπων (πβ. όμως 2.120), Φίλιππος, Μενέδη-
μος (πβ. και 2.136), Πύρρων, Θεόδωρος, Καρνεάδης, Βρύσων· κατά τινας Πυθαγόρας (πβ.
όμως 8.6-7), Ἀρίστων ὁ Χῖος (πβ. όμως 7.163), πλὴν ἐπιστολῶν ὀλίγων.
18
Βλ. π.χ. Burkert (1972), 129 κ.ε., 218-220, Kirk-Raven-Schofield (1983), 216· Barnes
(1982), 100, διαφορετικά ο Riedweg (1997) και (2002), 61 κ.ε.
19
Βλ. Burkert (1972), 196· Riedweg (2002), 42· Berra (2006).
20
Δ.Λ. 8.15: μέχρι δὲ Φιλολάου οὐκ ἦν τι γνῶναι Πυθαγόρειον δόγμα, και 8.85: γέγραφε δὲ
βιβλίον ἕν· βλ. και Huffman (1993), 12 κ.ε.
21
Για τα ψευδοπυθαγόρεια κείμενα, τα οποία εκδόθηκαν από τον Thesleff (1965), βλ.
Macris (2002), ιδίως 79-85, με αναλυτική βιβλιογραφία.
22
Πβ. και την απαρίθμηση των φιλοσόφων του 2ου/3ου αιώνα μ.Χ. που αρνήθηκαν συνει-
δητά να καταγράψουν τη φιλοσοφία τους από τον Λογγίνο (Πορφύριος, Βίος Πλωτίνου
20.25-57· βλ. και Καλλιγάς [1991], 159-162).
ΜΟΡΦΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ 43
Αινεσίδημος (1ος αιώνας π.Χ.) και ο Νουμήνιος (2ος αιώνας μ.Χ.)·23 ο Κλει-
τόμαχος κατέγραψε προφορικά μαθήματα του Καρνεάδη,24 ο Λούκιος τις
«διατριβές» του Μουσωνίου (30-100 μ.Χ.) και ο Αρριανός τις «διατριβές»
του Επικτήτου (50-130 μ.Χ., βλ. και πιο κάτω, σ. 73-74.).
23
Δ.Λ. 9.102: αὐτὸς μὲν γὰρ ὁ Πύρρων οὐδὲν ἀπέλιπεν, οἱ μέντοι συνήθεις αὐτοῦ Τίμων καὶ
Αἰνεσίδημος καὶ Νουμήνιος καὶ Ναυσιφάνης καὶ ἄλλοι τοιοῦτοι.
24
Κικέρων, Tusc. disp. 3.54, Σέξτος Εμπειρικός, Προς Μαθηματικούς 9.182, Δ.Λ. 4.65.
25
Ξενοφάνης 21 Β 10: ἐξ ἀρχῆς καθ’ Ὅμηρον, ἐπεὶ μεμαθήκασι πάντες· Πλάτων, Πολιτεία
606e: ὅταν Ὁμήρου ἐπαινέταις ἐντύχῃς λέγουσιν ὡς τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν οὗτος ὁ ποιη-
τής. Βλ. και Most (1999α), 334, 337.
26
Εξού και ο κοινός αρχαίος τίτλος Περί φύσεως, που δίνεται εκ των υστέρων στα φιλο-
σοφικά έργα της περιόδου αυτής (βλ. σχετικά Schmalzriedt [1970], 83-107), όπως και ο
χαρακτηρισμός φυσιολόγοι και φυσικοί για τους στοχαστές.
27
Βλ. τον χαρακτηριστικό τίτλο του βιβλίου του W. Nestle (Vom Mythos zum Logos. Die
Selbstentfaltung des griechischen Denkens von Homer bis auf die Sophistik und Sokrates,
Stuttgart 1940) και την κριτική της θέσης του από τον Most (1999β).
28
Laks (2002), 26.
44 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΒΟΥΛΑ ΚΟΤΖΙΑ
Θαλῆς δὲ πρῶτος παραδέδοται τὴν περὶ φύσεως ἱστορίαν τοῖς Ἕλλησιν ἐκφῆναι, πολλῶν
μὲν καὶ ἄλλων προγεγονότων, ὡς καὶ τῷ Θεοφράστῳ δοκεῖ, αὐτὸς δὲ πολὺ διενεγκὼν
ἐκείνων, ὡς ἀποκρύψαι πάντας τοὺς πρὸ αὐτοῦ. (Σιμπλίκιος, Εις την Φυσ. ακρ. 23,
29-33 = Θεόφραστος απ. 225 Fortenbaugh)
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Θαλής είναι ο πρώτος που αποκάλυψε στους Έλλη-
νες την επιστημονική διερεύνηση της φύσης· βέβαια προϋπήρξαν και πολλοί άλλοι
–όπως θεωρεί και ο Θεόφραστος–, αυτός όμως ξεχώρισε σε τέτοιο βαθμό ώστε να
επισκιάσει όλους όσοι προηγήθηκαν.
Αυτό που ονομάζουν Ίριδα δεν είναι παρά ένα σύννεφο κι αυτό,
πορφυρό και κόκκινο και πράσινο, όταν το βλέπεις.32
29
Βλ. Μ.τ.Φ. A 3, 983b28-33: Ὠκεανόν τε γὰρ καὶ Τηθὺν ἐποίησαν τῆς γενέσεως πατέρας (πβ.
Ιλ. Ξ 201: θεῶν γένεσιν και Ησίοδο, Θεογ. 337: Τηθὺς δ’ Ὠκεανῷ ποταμοὺς τέκε)· Στύξ:
πβ. Ησίοδο, Θεογ. 775-806.
30
Ξενοφάνης 21 B 18: οὔ τοι ἀπ᾽ ἀρχῆς πάντα θεοὶ θνητοῖσ᾽ ὑπέδειξαν, | ἀλλὰ χρόνῳ ζητοῦντες
ἐφευρίσκουσιν ἄμεινον· βλ. σχετικά Lesher (1992), 149-155· για τις διαφορετικές ερμη-
νείες που προτάθηκαν για το απόσπασμα αυτό, βλ. Tulin (1993). Βλ. και Ράγκος στον
παρόντα τόμο, σ. 283-5.
31
Βλ. και Δ.Λ. 9.18=21 Α 1: γέγραφε δὲ ἐν ἔπεσι καὶ ἐλεγείας καὶ ἰάμβους καθ’ Ἡσιόδου
καὶ Ὁμήρου, ἐπικόπτων αὐτῶν τὰ περὶ θεῶν εἰρημένα.
32
Πβ. Ιλ. Ρ 547: πορφυρέην Ἶριν.
ΜΟΡΦΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ 45
Και ο Ηράκλειτος επιτίθεται με οξύτητα στους ποιητές, τον Όμηρο και τον
Ησίοδο, και ψέγει την πλειονότητα των ανθρώπων που πείθονται από τους
«αοιδούς» (22 Β 104):
τόν τε Ὅμηρον ἔφασκεν ἄξιον ἐκ τῶν ἀγώνων ἐκβάλλεσθαι καὶ ῥαπίζεσθαι καὶ Ἀρχίλο-
χον ὁμοίως (22 B 42)
Και υποστήριζε ότι έπρεπε να διώξουν τον Όμηρο από τους αγώνες και να τον
χτυπήσουν· το ίδιο και τον Αρχίλοχο34
διδάσκαλος δὲ πλείστων Ἡσίοδος· τοῦτον ἐπίστανται πλεῖστα εἰδέναι, ὅστις ἡμέρην καὶ
εὐφρόνην οὐκ ἐγίνωσκεν· ἔστι γὰρ ἕν. (22 B 106)
Ο Ησίοδος είναι για τους περισσότερους ο δάσκαλος· είναι σίγουροι ότι ξέρει τα
πιο πολλά από όλους – αυτός που δεν ξεχώριζε τη μέρα από τη νύχτα, που είναι
ένα πράγμα.35
33
Βλ. και Β 12· πβ. και την τιμωρία του Ομήρου και του Ησιόδου στον Άδη, που διαπι-
στώνεται από τον Πυθαγόρα (Δ.Λ. 8.21=Ιερώνυμος απ. 42 Wehrli). Βλ. σχετικά Babut
(1974).
34
Βλ. και Β 56.
35
Βλ. σχετικά Babut (1976).
46 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΒΟΥΛΑ ΚΟΤΖΙΑ
... διονομάζοντα τὸ μὲν πῦρ Ἀπόλλωνα καὶ Ἥλιον καὶ Ἥφαιστον, τὸ δὲ ὕδωρ Ποσειδῶνα
καὶ Σκάμανδρον ... τὸν ἀέρα δὲ Ἥραν ... ὁμοίως ἔσθ’ ὅτε καὶ ταῖς διαθέσεσιν ὀνόματα
θεῶν τιθέναι, τῇ μὲν φρονήσει τὴν Ἀθηνᾶν, τῇ δ’ ἀφροσύνῃ τὸν Ἄρεα, τῇ δ’ ἐπιθυμίᾳ τὴν
Ἀφροδίτην, τῶι λόγωι δὲ τὸν Ἑρμῆν ... οὗτος μὲν οὖν <ὁ> τρόπος ἀπολογίας ἀρχαῖος ὢν
πάνυ καὶ ἀπὸ Θεαγένους τοῦ Ῥηγίνου, ὃς πρῶτος ἔγραψε περὶ Ὁμήρου … (Θεαγένης
απ. 8.2 = Πορφύριος I.240 Schrader)
... και τη φωτιά την ονομάζει Απόλλωνα και Ήλιο και Ήφαιστο, και το νερό Πο-
σειδώνα και Σκάμανδρο ... και τον αέρα Ήρα ... με τον ίδιο τρόπο μερικές φορές
και οι ιδιότητες παίρνουν τα ονόματα θεών· η φρόνηση το όνομα της Αθηνάς, η
αφροσύνη του Άρη, ο πόθος της Αφροδίτης, η λογική του Ερμή ... Αυτό το είδος
υπεράσπισης είναι αρχαίο και ανάγεται στον Θεαγένη από το Ρήγιο, που πρώτος
έγραψε για τον Όμηρο.36
Αν πρόκειται όντως για υπεράσπιση του ποιητή από τις επιθέσεις των
«φιλοσόφων»», όπως υποδεικνύει η μαρτυρία αυτή, ή για μια ανεξάρτητη
απόπειρα οικειοποίησης του κύρους του, είναι ένα σημαντικό ερώτημα εν
σχέσει προς τη φιλοσοφική αλληγόρηση εν γένει, στο οποίο δεν έχει δοθεί
ομόφωνη απάντηση.37 Με βάση τη φυσική φιλοσοφία και με σαφείς ανα-
φορές σε φυσικούς φιλοσόφους, στον Ηράκλειτο, τον Αναξαγόρα και τον
Δημόκριτο,38 ερμηνεύεται αλληγορικά από τον συγγραφέα του Παπύρου
του Δερβενίου στα τέλη του 5ου αιώνα μια έμμετρη (σε δακτυλικούς εξά-
μετρους στίχους) ορφική θεογονία,39 ενώ από την αλληγόρηση ησιόδειων
μοτίβων μορφοποιούν βασικά θέματα της διδασκαλίας τους ο Παρμενίδης,
ο Αναξαγόρας και ο μαθητής του Μητρόδωρος Λαμψακηνός, ο Εμπεδοκλής
και ο Δημόκριτος.40 Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστά ο τρόπος με
36
Βλ. σχετικά Naddaf (2009)· πβ. Ford (2002), 67-90· Most (1999α), 339-341.
37
Οι απόψεις των μελετητών για τις «αρχές» της αλληγόρησης διχάζονται· για το θέμα,
βλ. την κλασική μελέτη του Pepin (1958), 93 κ.ε.· για μια συνοπτική και πλήρη παρου-
σίαση των σχετικών επιχειρημάτων, βλ. Struck (2004), 1-20· Naddaf (2009). Βλ. και
Ράγκος, στον παρόντα τόμο, σ. 303-5
38
Βλ. τον «πίνακα χωρίων» στο Kouremenos κ.ά. (2006).
39
Βλ. Laks (1997) και Most (1999α), 341, και Ράγκος, στον παρόντα τόμο, σ. 304-5.
40
Βλ. Primavesi (2005), 69-94· πβ. και Morgan (2000), 98-101.
ΜΟΡΦΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ 47
Δία μὲν τὸ πῦρ λέγων, Ἥρην δὲ τὴν γῆν, Ἀϊδωνέα δὲ τὸν ἀέρα, Νῆστιν δὲ τὸ ὕδωρ.41
41
Δ.Λ. 8.76=31 Β 6· βλ. σχετικά Primavesi (2008), 257, και για τη γενικότερη επίδραση
του Ησιόδου στον Παρμενίδη και τον Εμπεδοκλή εν γένει, βλ. Ράγκο (2006), 493-503.
42
Ο προσδιορισμός του είδους, της έκτασης και των στόχων της μεθόδου της αλληγόρη-
σης από τους Στωικούς είναι ένα πολυσυζητημένο θέμα στην έρευνα· βλ. ενδεικτικά Pe-
pin (1958), 125-131, Steinmetz (1986), Long (1992), Algra (2001), Boys-Stones (2003),
189-216, Morgan (2000), 64-65, Struck (2004), 113-123.
43
Κικέρων, De natura deorum 1.41 (=SVF II.1077): volt Orphei, Musaei, Hesiodi, Home-
rique fabellas accomodare ad ea quae ipse ... de deis immortalibus dixerat, ut etiam veter-
rimi poetae, qui haec ne suspicati quidem sint, Stoici fuisse videantur· πβ. και Φιλόδημο,
Περί ευσεβείας 13 (=SVF II.1078=SVF I.539, για τον Στωικό Κλεάνθη).
44
Βλ. σχετικά Lamberton (1986).
45
Πρόδικος 84 B 2=Ξεν. Aπομν. 2 1, 21-34· βλ. 2.1.21: καὶ Πρόδικος δὲ ὁ σοφὸς ἐν τῷ συγ-
γράμματι τῷ περὶ Ἡρακλέους ... ὧδέ πως λέγων, ὅσα ἐγὼ μέμνημαι.
48 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΒΟΥΛΑ ΚΟΤΖΙΑ
46
Πλάτων, Πρωταγόρας 320c-322d· πβ. Ησίοδο, Έργ. 49-52, Θεογ. 565-567, Αισχύλο,
Προμηθεύς δεσμώτης 231 κ.ε.
47
Βλ. π.χ. Πρωταγόρας 320c: μῦθον λέγων ἐπιδείξω ἢ λόγῳ διεξελθών;· 324d: τούτου δὴ πέρι,
ὦ Σώκρατες, οὐκέτι μῦθόν σοι ἐρῶ, ἀλλὰ λόγον. Για μια ενδιαφέρουσα μελέτη της χρήσης
των όρων μύθος-λόγος ως συνωνύμων από τους προπλατωνικούς στοχαστές, βλ. Naddaf
(1998), vii-x.
48
377a: Οὐ μανθάνεις, ἦν δ’ ἐγώ, ὅτι πρῶτον τοῖς παιδίοις μύθους λέγομεν; τοῦτο δέ που ὡς τὸ
ὅλον εἰπεῖν ψεῦδος, ἔνι δὲ καὶ ἀληθῆ.
49
Βλ. τον τρόπο με τον οποίο εισάγεται και κλείνει ο μύθος στον Γοργία 523a: Ἄκουε δή,
φασί, μάλα καλοῦ λόγου, ὃν σὺ μὲν ἡγήσῃ μῦθον, ὡς ἐγὼ οἶμαι, ἐγὼ δὲ λόγον· ὡς ἀληθῆ γὰρ
ὄντα σοι λέξω ἃ μέλλω λέγειν· 524a: ... ἃ ἐγὼ ἀκηκοὼς πιστεύω ἀληθῆ εἶναι. Βλ. και πιο
κάτω, σ. 60-65, και Μπουρλογιάννη, στον παρόντα τόμο, σ. 463-475
50
Βλ. Murray (1999).
ΜΟΡΦΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ 49
π.χ. ο μύθος του Ηρός, ο μύθος της Ατλαντίδος (Τίμαιος 21e-25d, Κριτίας
108e-121c) ή ο μύθος του ανδρογύνου (Συμπόσιον 201d -212c).
Ο Πλάτων καταφεύγει στους μύθους όταν ο λόγος είναι για πράγματα
και καταστάσεις που υπερβαίνουν την ανθρώπινη εμπειρία και γνώση: όταν
πρόκειται για το μακρινό παρελθόν, για θεούς, για ήρωες, για τη δημιουργία
του σύμπαντος, και κυρίως για τη ζωή της ψυχής μετά θάνατον. Οι τελευ-
ταίοι, που χαρακτηρίζονται συνήθως «εσχατολογικοί μύθοι» ή «μύθοι του
ἐπέκεινα», του άλλου κόσμου (Γοργίας 523a-527a, Φαίδων 107c-114c, Πο-
λιτεία 614b-621d, Φαίδρος 246a-256e), συνδέονται με τις σημαντικότερες
διδασκαλίες του Πλάτωνα: την αθανασία της ψυχής, τη θεωρία των ιδεών
και τη θεωρία της αναμνήσεως.51
Ο Αριστοτέλης, ο οποίος απορρίπτει τον μύθο, αντιδιαστέλλοντας τον
Ησίοδο και τους θεολόγους εν γένει προς τους δι᾽ ἀποδείξεως λέγοντας,52 ανα-
γνωρίζει εντούτοις μια ιδιάζουσα σχέση του με τη φιλοσοφία: Η φιλοσοφία
γεννήθηκε από την έκπληξη, γι’ αυτό όποιος αγαπάει τους μύθους είναι κατά
κάποιον τρόπο φιλόσοφος, αφού ο μύθος αποτελείται από πράγματα που προ-
καλούν την έκπληξη.53 Και ο ίδιος έκανε χρήση των μύθων στους διαλόγους
του (βλ. πιο κάτω, σ. 66), όπως πιστοποιεί ένα απόσπασμα από τον χαμένο
Εύδημον ή Περί ψυχής, στο οποίο μέσω του μύθου του Σιληνού και του Μίδα
τονίζεται η αξία της μετά θάνατον ζωής.54
51
Για τους πλατωνικούς μύθους, βλ. Brisson (1998), Morgan (2000), και την εισαγωγή
του Partenie (2004)· ειδικότερα για τους εσχατολογικούς μύθους, βλ. Annas (1982), Κα-
ραμανώλης (2008).
52
Βλ. Μ.τ.Φ. Β 4, 1000a9-19· 18-19: ἀλλὰ περὶ μὲν τῶν μυθικῶς σοφιζομένων οὐκ ἄξιον μετὰ
σπουδῆς σκοπεῖν.
53
Μ.τ.Φ. Α 2, 982b12-19: διὰ γὰρ τὸ θαυμάζειν οἱ ἄνθρωποι καὶ νῦν καὶ τὸ πρῶτον ἤρξαντο
φιλοσοφεῖν ... διὸ καὶ ὁ φιλόμυθος φιλόσοφός πώς ἐστιν· ὁ γὰρ μῦθος σύγκειται ἐκ θαυμα
σίων.
54
Εύδημος απ. 44 Rose· βλ. σχετικά Κοτζιά (2007), 171-172.
55
Βλ. σχετικά Sassi (2006)· Patzer (2006), 101· για την επίδραση των κειμένων των αρχι-
τεκτόνων όχι μόνο στη μορφή λόγου του Αναξιμάνδρου αλλά και στο κοσμικό μοντέλο
του, βλ. την ενδιαφέρουσα θεωρία του Hahn (2001), 55-95, και (2003), 73-162.
50 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΒΟΥΛΑ ΚΟΤΖΙΑ
56
12 Α 7: Ἀναξίμανδρος ὁ Πραξιάδου ... ἐθάρρησε πρῶτος ὧν ἴσμεν Ἑλλήνων λόγον ἐξενεγκεῖν
περὶ φύσεως ξυγγεγραμμένον.
57
Βλ. Cherniss (1977), 15, Naddaf (2003), 9.
58
Laks (2002), 28.
59
12 Β 1=Θεόφραστος, Φυσ. δόξ. απ. 2 Diels=226Α Fortenbaugh=Σιμπλίκιος, Εις την Φυσ.
ακρ. 24, 18-21: ἐξ ὧν δὲ ἡ γένεσίς ἐστι τοῖς οὖσι, καὶ τὴν φθορὰν εἰς ταῦτα γίνεσθαι «κατὰ
τὸ χρεών, διδόναι γὰρ αὐτὰ δίκην καὶ τίσιν ἀλλήλοις τῆς ἀδικίας κατὰ τὴν τοῦ χρόνου τάξιν»,
ποιητικωτέροις οὕτως ὀνόμασιν αὐτὰ λέγων.
60
Για την ερμηνεία αυτή βλ. την τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία της Sassi (2006).
61
12 Α 1=Δ.Λ. 2.2 2: Τῶν δὲ ἀρεσκόντων αὐτῷ πεποίηται κεφαλαιώδη τὴν ἔκθεσιν, ᾗ που
περιέτυχεν καὶ Ἀπολλόδωρος ὁ Ἀθηναῖος (FGrH 244 F 29 και 339)· βλ. Kirk-Raven-Scho-
field (1983), 102, Wöhrle (1992), 44, Patzer (2006), 101.
ΜΟΡΦΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ 51
62
13 Α 1=Δ.Λ. 2.3: κέχρηταί τε λέξει Ἰάδι ἁπλῇ καὶ ἀπερίττῳ.
63
13 Α 15: Ἀναξιμένης πλατὺν ὡς πέταλον τὸν ἥλιον· πβ. και Α 7, 4· 13 Α 14: Ἀναξιμέ-
νης ἥλων δίκην καταπεπηγέναι τὰ ἄστρα τῷ κρυσταλλοειδεῖ· βλ. Wöhrle (1992), 42 και
(1993α), 11· πβ. και Most (1999α), 351.
64
Μεταξύ αυτών και η αρχή του συγγράμματος· βλ. Αριστ. Ρητορική 3.5, 1407b15-17: οἷον
ἐν τῇ ἀρχῇ αὐτῇ τοῦ συγγράμματος· φησὶ γὰρ «τοῦ λόγου τοῦδ’ ἐόντος ἀεὶ ἀξύνετοι ἄνθρωποι
γίγνονται» (22 Α 4, Β 1). Τα 130 αποσπάσματα που περιλαμβάνονται στους Diels-Kranz
δεν είναι στο σύνολό τους γνήσια, ούτε κατά λέξιν παραθέματα.
65
Κατά τον Αριστοτέλη, στο κείμενο του Ηρακλείτου δεν ξέρει κανείς «τι πάει με τι», αν
δηλαδή μια λέξη αναφέρεται στα προηγούμενα ή στα επόμενα (Ρητορική 3.5, 1407b14-
15: τὰ γὰρ Ἡρακλείτου διαστίξαι ἔργον διὰ τὸ ἄδηλον εἶναι ποτέρῳ πρόσκειται, τῷ ὕστερον ἢ
τῷ πρότερον)· σύμφωνα με τον Θεόφραστο (απ. 233 Fortenbaugh), ο Ηράκλειτος «άλλα
τα αφήνει μισά, άλλα τα λέει μια έτσι και μια αλλιώς» (Δ.Λ. 9.6=22 Α 1: Θεόφραστος
δέ φησιν ... τὰ μὲν ἡμιτελῆ, τὰ δ’ ἄλλοτε ἄλλως ἔχοντα γράψαι), ενώ κατά τον Κικέρωνα η
δυσκολία του Ηρακλείτου έγκειται στη γλώσσα και στο ύφος του, όχι στα νοήματά του
(De fin. 2.15). Πβ. και το ανέκδοτο σχετικά με την αντίδραση του Σωκράτη στο ηρα-
κλείτειο κείμενο: «Όσα κατάλαβα είναι θαυμάσια, και υποθέτω το ίδιο και τα υπόλοι-
πα. Αλλά χρειάζεται κολυμβητής από τη Δήλο , <ώστε να μην πνιγεί μέσα στο βιβλίο/
για να φτάσει στο βάθος>» (Δ.Λ. 2.22 και 9.11-12).
66
Δ.Λ. 9.6=22 Α 1: ἐπιτηδεύσας ἀσαφέστερον γράψαι, ὅπως οἱ δυνάμενοι <μόνοι> προ-
σίοιεν αὐτῷ καὶ μὴ ἐκ τοῦ δημώδους εὐκαταφρόνητον ᾖ.
52 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΒΟΥΛΑ ΚΟΤΖΙΑ
67
Πλούταρχος, Περί του μη χραν έμμετρα νυν την Πυθίαν 404D: ὁ ἄναξ, οὗ τὸ μαντεῖόν ἐστι
τὸ ἐν Δελφοῖς, οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλὰ σημαίνει.
68
Έτσι καταλαβαίνει το απόσπασμα ήδη ο Λουκιανός, Βίων πράσις 14: Αἰνίγματα λέγεις,
ὦ οὗτος, ἢ γρίφους συντίθης; ἀτεχνῶς γὰρ ὥσπερ ὁ Λοξίας οὐδὲν ἀποσαφεῖς. Για τα τυπικά
χαρακτηριστικά των χρησμών που ανιχνεύονται στον λόγο του Ηρακλείτου –μεταξύ
αυτών ο δακτυλικός ρυθμός, ξένος προς τον πεζό λόγο (βλ. Αριστοτέλης, Περί Ποιητι-
κής 4, 1449a 26-28), αλλά αποκλειστικός ρυθμός των χρησμών–, βλ. Hölscher (1968),
136-149.
69
Long (2009), 108.
70
Πβ. τον χαρακτηρισμό ῥηματίσκια αἰνιγματώδη του Πλάτωνα στον Θεαίτητο 180a.
71
Αυτή είναι η σχεδόν ομόφωνη αποτίμηση της έρευνας· βλ. τελευταία Graham (2010),
186-187. Διαφορετικά ο Barnes (1983), ο οποίος βάσει της παρουσίας συνδετικών μο
ρίων θεωρεί ότι το κείμενο του Ηρακλείτου ήταν μια συνεχής και συστηματική πραγ-
ματεία.
72
Βλ. π.χ. Havelock (1983), 11, Wöhrle (1992), 43, σημ. 38.
73
Patzer (2006), 112, Lilja (1968), 29-30, 45, Bers (2010), 460-461.
74
Δ.Λ. 2.2=59 Α 1: πρῶτος δὲ Ἀναξαγόρας καὶ βιβλίον ἐξέδωκε συγγραφάς· Κλήμης,
Στρωμ. 2.50.26=59 Α 36: πρῶτον διὰ γραφῆς ἐκδοῦναι βιβλίον ἱστοροῦσιν.
75
Βλ. Schmalzriedt (1970), 121, σημ. 6· για την κυκλοφορία του βιβλίου του Αναξαγόρα
στην Αθήνα, βλ. Πλάτωνα, Απολ. 26d, Φαίδων 97c-99d.
ΜΟΡΦΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ 53
(59 Β 12=Σιμπλίκιος, Εις την Φυσ. ακρ. 164, 22 κ.ε.) –το οποίο θεωρείται
το αρχαιότερο σωζόμενο απόσπασμα συνεχούς φιλοσοφικού πεζού λόγου–
επιτρέπει εκτιμήσεις για τη μορφή. Πρόκειται για λόγο αυστηρό, χωρίς
συναισθηματική χροιά και «περιττά στοιχεία» οποιουδήποτε είδους: φαινο-
μενικά παρατακτική σύνδεση, λειτουργικές επαναλήψεις και αναφορικότητα
των εννοιών, που αποσκοπούν στη σαφήνεια· διατύπωση και στη συνέχεια
επεξήγηση θέσεων. Τον Αναξαγόρα φαίνεται να τον απασχολεί διαρκώς η
υπόμνηση και η επιβεβαίωση των βασικών σημείων της σκέψης του, η υπο-
γράμμιση των θεμελιωδών φράσεων της επιχειρηματολογίας του, η διευκρί-
νιση και η επεξήγηση.76 Βάσει των χαρακτηριστικών αυτών η μορφή του
βιβλίου του Αναξαγόρα αποτιμήθηκε αφενός ως τυπικό δείγμα αρχαϊκού
πεζού λόγου και αφετέρου ως πρώιμος τύπος φιλοσοφικής πραγματείας.77
Όταν η συγγραφή του και ο ίδιος ο Αναξαγόρας μεταβαίνουν από τις
Κλαζομενές στην Αθήνα, ο πεζός λόγος είναι εκεί το κυρίαρχο μέσον της δη-
μοκρατίας του 5ου αιώνα για τη διατύπωση της πολιτικής, της επιστήμης,
της ρητορικής, της ιατρικής και της ιστορίας.78 Επιπλέον, η παρουσία των
σοφιστών, με το ειδικό ενδιαφέρον τους για τη γλώσσα και τις δυνατότητές
της –την ὀρθοέπειαν (Πρωταγόρας απ. 80 A 24, 26· Πρόδικος 84 A 13-18),
τη συνωνυμική (Πρόδικος 84 A 13, 19) και τα σχήματα λόγου (Γοργίας 82
Α 4· πβ. Α 29, 30)–, έδωσε μια νέα δυναμική στον πεζό λόγο, ο οποίος γίνε-
ται πια ο κατεξοχήν λόγος της φιλοσοφίας.
Η μορφή του πεζού λόγου του εκτεταμένου έργου του Δημοκρίτου,79
που ήταν κατά 40 χρόνια νεότερος από τον Αναξαγόρα (68 Β 5=Δ.Λ. 9.34),
αποτέλεσε αντικείμενο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος στην αρχαιότητα: Ο Ηγη-
σιάναξ από την Αλεξάνδρεια γράφει μια μονογραφία για το ύφος του (68 Α
32: Περί της Δημοκρίτου λέξεως), ενώ ο Καλλίμαχος καταγράφει τις ασυνή-
θιστες λέξεις του (68 A 32: Πίναξ των Δημοκρίτου γλωσσών καί συνταγμά-
76
Για τα χαρακτηριστικά της μορφής του λόγου του Αναξαγόρα, βλ. Ugolini (1985)·
Thesleff (1966), 90, 94, 110· Nieddu (1993), 161-164· Bers (2010), 459. Για τον υμνικό
χαρακτήρα που διακρίνεται στις πρώτες σειρές του αποσπάσματος, στις οποίες απα-
ριθμούνται τα κατηγορήματα του νου (12, 4-6: νοῦς δέ ἐστιν ἄπειρον καὶ αὐτοκρατὲς καὶ
μέμεικται οὐδενὶ χρήματι, ἀλλὰ μόνος αὐτὸς ἐπ’ ἐωυτοῦ ἐστιν), βλ. Deichgraeber (1993) και
Nieddu (1993), 163.
77
Βλ. Thesleff (1966), Sider (1981), 27· πβ. Patzer (2006), 131-132.
78
Βλ. Goldhill (2002), 4.
79
Περισσότερα από 70 έργα κατά τον αρχαίο κατάλογο του Θρασύλλου (Δ.Λ. 9.45-49=68
Α 33)· περίπου τρεις εκατοντάδες αποσπάσματα (68 Β 1-298) στους Diels-Kranz.
54 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΒΟΥΛΑ ΚΟΤΖΙΑ
80
Βλ. Κοτζιά (2001), 820-821.
81
Βλ. τις μαρτυρίες του Κικέρωνα και του Διονυσίου του Αλικαρνασσέως συγκεντρωμέ-
νες στο απ. 68 Α 34.
82
Ο Ξενοφάνης γράφει και ελεγειακούς (21Β 1-9) και ιαμβικούς στίχους (Σίλλοι, Β 10-
22)· βλ. 21 A 1 (το κείμενο στη σημ. 31).
83
Βλ. Kahn (2003), 155-156. Αντίθετα η Osborne (1998), ισχυρίζεται –όχι πειστικά,
κατά τη γνώμη μου– ότι «εξαίρεση» αποτελούσε εντέλει ο πεζός λόγος των Μιλησίων.
Για μια ισορροπημένη ερμηνεία της συμπαρουσίας των δύο παραδόσεων πεζού και ποι-
ητικού λόγου στη διατύπωση της αρχαϊκής φιλοσοφικής σκέψης, βλ. Nieddu (1993),
154-155.
84
21Α 30=Αριστοτέλης, Μ.τ.Φ. 986b21-22· πβ. και Πλάτων, Σοφ. 242d: τὸ δὲ παρ᾽ ἡμῖν
Ἐλεατικὸν ἔθνος, ἀπὸ Ξενοφάνους καὶ ἔτι πρόσθεν ἀρξάμενον· 28 Α 9=Θεόφραστος στον
Δ.Λ. 8.55 (=227Β Fortenbaugh).
ΜΟΡΦΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ 55
σπάσματά τους.85 Μια εύλογη εξήγηση είναι ότι ο ποιητικός λόγος ήταν
το δεδομένο και αυτονόητο μέσο μετάδοσης γνώσης και ότι η χρήση του
εξασφάλιζε την επικοινωνία με ένα μεγαλύτερο κοινό –εθισμένων στην
ποίηση– αποδεκτών, ένα κοινό συντηρητικότερο από το κοινό της προοδευ-
τικής και κοσμοπολίτικης Ιωνίας.86 Ίσως όμως να πρέπει να αναζητηθούν
διαφορετικοί λόγοι για τον καθένα από τους τρεις στοχαστές: Ο Ξενοφάνης,
για παράδειγμα, είναι πρωτίστως ελεγειακός ποιητής, και γι’ αυτόν η προ-
φορική έκθεση είναι ο «φυσικός» τρόπος «για μια απόπειρα να επηρεάσει
την κοινή γνώμη για άκρως αμφιλεγόμενα θέματα», όπως το θέμα των
θεών, αξιοποιώντας τους τρόπους της ιωνικής κοσμολογίας.87 Αντιθέτως ο
Παρμενίδης, σύμφωνα με την αρχαία κριτική,88 φαίνεται να μην ανταποκρί-
νεται ακριβώς στις απαιτήσεις του ποιητικοῦ εἴδους, όπως επισημαίνει και
μεγάλος αριθμός των σύγχρονων μελετητών.89 Τέλος, για τον Εμπεδοκλή
λειτούργησε κατά πάσα πιθανότητα και το πρόσφατο προηγούμενο του
Παρμενίδη, όπως υποδεικνύουν οι διακειμενικές σχέσεις που τον συνδέουν
με αυτόν, οι οποίες είχαν επισημανθεί ήδη στην αρχαιότητα.90 Ως ποιητής
85
Βλ. π.χ. Ξενοφάνης 21 Β 28 με τον υπαινιγμό στο αναξιμάνδρειο ἄπειρον: γαίης μὲν
τόδε πεῖρας ἄνω παρὰ ποσσὶν ὁρᾶται | ἠέρι προσπλάζον, τὸ κάτω δ᾽ ἐς ἄπειρον ἱκνεῖται, και
Wöhrle (1992), 46, καθώς και (1993α), 174-175, με τα σχετικά χωρία και επιχειρήμα-
τα.
86
Βλ. π.χ. Wöhrle (1992), 45-47.
87
Kahn (2003), 156· πβ. Most (1999α), 352. Για τη διχογνωμία στην έρευνα σχετικά με
το αν ο Ξενοφάνης υπήρξε όντως φιλόσοφος, βλ. Lesher (1992), xiii- xiv, 5· Mogyoródi
(2002), 253-286.
88
Βλ. τη συνοπτική κρίση του Πλουτάρχου (Περί του ακούειν 45Α=28 Α 16: μέμψαιτο δ’ ἄν
τις ... Παρμενίδου τὴν στιχοποιίαν) και την αναλυτικότερη του Πρόκλου, σύμφωνα με τον
οποίο ο Παρμενίδης αντί να χρησιμοποιήσει τα μέσα που προσιδιάζουν στην ποίηση
(μεταφορές, σχήματα κτλ.) επέλεξε μια διατύπωση στεγνή και απλουστευμένη, ώστε
η ποίησή του να μοιάζει με πεζό λόγο (Εις Παρμ. 1 665,17-31=28 Α 18: καίτοι δι᾽ αὐτὸ
δήπου τὸ ποιητικὸν εἶδος χρῆσθαι μεταφοραῖς ὀνομάτων καὶ σχήμασι καὶ τροπαῖς ὀφείλων,
ὅμως τὸ ἀκαλλώπιστον καὶ ἰσχνὸν καὶ καθαρὸν εἶδος τῆς ἀπαγγελίας ἠσπάσατο ... ὥστε
μᾶλλον πεζὸν εἶναι δοκεῖν ἢ ποιητικὸν τὸν λόγον).
89
Για τις σύγχρονες αρνητικές αποτιμήσεις, βλ. ενδεικτικά Diels (1897), 5· Barnes (1982),
155· Tarán (2001), 173-175· Kahn (2003), 157. Διαφορετικά ο Wöhrle (1993β)· πβ. και
Patzer (2006), 83-84, σύμφωνα με τον οποίο η «ξηρότητα» των στίχων δεν οφείλεται
στην ποιητική ανικανότητα του Παρμενίδη, αλλά στο ίδιο το περιεχόμενο της φιλοσο-
φίας του. Για μια συνοπτική ανάλυση των ποιητικών τρόπων του Παρμενίδη, βλ. Henn
(2003), 1-15.
90
Βλ. Θεόφραστο στον Δ.Λ. 8.55 (=227Β Fortenbaugh) και Σιμπλίκιο, Εις την Φυσ. ακρ.
25, 19-21: Παρμενίδου δὲ ζηλωτὴς καὶ πλησιαστής.
56 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΒΟΥΛΑ ΚΟΤΖΙΑ
Ὁμοίως δέ γε γελοῖον κἂν εἴ τις εἰπὼν ἱδρῶτα γῆς εἶναι τὴν θάλατταν οἴεταί τι σαφὲς
εἰρηκέναι, καθάπερ Ἐμπεδοκλῆς· πρὸς ποίησιν μὲν γὰρ οὕτως εἰπὼν ἴσως εἴρηκεν
ἱκανῶς (ἡ γὰρ μεταφορὰ ποιητικόν), πρὸς δὲ τὸ γνῶναι τὴν φύσιν οὐχ ἱκανῶς (Αριστο-
τέλης, Μετεωρολογικά 357a 24-28)
Είναι αστείο να πει κανείς τη θάλασσα «ιδρώτα της γης» και να φαντάζεται ότι
έχει πει κάτι ξεκάθαρο, όπως ο Εμπεδοκλής· γιατί η διατύπωση αυτή είναι ίσως
καλή για την ποίηση –αφού η μεταφορά προσιδιάζει στην ποίηση–, δεν είναι όμως
καλή για τη γνώση της φύσης.92
91
Βλ. Αριστοτέλη, Περί ποιητών, απ. 70 Rose (=Δ.Λ. 8.57=Εμπεδοκλής 31Α 1 DK): ἐν δὲ
τῷ Περὶ ποιητῶν φησιν ὅτι καὶ Ὁμηρικὸς ὁ Ἐμπεδοκλῆς καὶ δεινὸς περὶ τὴν φράσιν γέγονεν,
μεταφορητικός τε ὢν καὶ τοῖς ἄλλοις τοῖς περὶ ποιητικὴν ἐπιτεύγμασι χρώμενος.
92
Εμπεδ. 31 Β 55: γῆς ἱδρῶτα θάλασσαν· πβ. Ρητορική 3.5, 1407a32-35 και Rosenfeld-
Löffler (2006).
93
Βλ. 31 Β 4: ὡς δὲ παρ᾽ ἡμετέρης κέλεται πιστώματα Μούσης,| γνῶθι διασσηθέντος ἐνὶ
σπλάγχνοισι λόγοιο· Β 23.11: ἀλλὰ τορῶς ταῦτ’ ἴσθι, θεοῦ πάρα μῦθον ἀκούσας.
94
Most (1999α), 353· πβ. την κριτική στη θέση αυτή από την Curd (2002), 134-135.
ΜΟΡΦΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ 57
95
Πολιτεία, 10.607b5-6: ὅτι παλαιὰ μέν τις διαφορὰ φιλοσοφίᾳ τε καὶ ποιητικῇ ... καὶ ἄλλα
μυρία σημεῖα παλαιᾶς ἐναντιώσεως τούτων. Για την άποψη ότι ο Ξενοφάνης εγκαινίασε
αυτή την αρχαία διαμάχη, βλ. Babut (1974), 83-117, Naddaf (2009), 106· κριτική της
άποψης από τον Ford (2002), 46-66.
96
Βλ. Πολιτεία 595a-608b: όλη η μιμητική ποίηση εξαιρείται (595a-b), ενώ επιτρέπονται
μόνο οι ύμνοι και τα εγκώμια (607a).
97
Έτσι ο Ηράκλειτος (αλληγοριστής του 1ου αιώνα μ.Χ.), 4.1-2· οι μαρτυρίες για τη στά-
ση του Επικούρου απέναντι στην ποίηση στα απ. 228, 229, 568 Usener· βλ. σχετικά
Asmis (1995), 15-34.
58 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΒΟΥΛΑ ΚΟΤΖΙΑ
98
Τα αποσπάσματα συγκεντρωμένα από τους H. Diels, Poetarum philosophorum fragmen-
ta, Berlin, Weidmann, 1901, 216 κ.ε. και Lloyd-Jones & Parsons (1983), απ. 347-369.
99
Βλ. Long (1999β), 629-631 και (1996), 43-44.
100
Βλ. Long (1999γ), 70-95 και Clayman (2009).
101
Σενέκας, Ep. 108.10=SVF I.487: Nam, ut dicebat Cleanthes, quemadmodum spiritus nos-
ter clariorem sonum reddit, cum illum tuba, per longi canalis angustias tractum, patentiore
novissimo exitu effudit; sic sensus nostros clariores carminis arta necessitas efficit.
102
Φιλόδημος, Περί μουσικής 4.28, 1-22 Kemke=SVF I.487: τοῦ (λόγ)ου τοῦ τῆς φιλοσο|φίας
ἱκανῶ(ς) μὲν ἐξαγ(γ)έλ|λειν δυναμένου τὰ θε(ῖ)α καὶ | ἀ(ν)θ(ρ)ώ(πινα), μὴ ἔχον(τ)ος δὲ |
ψειλοῦ τῶν θείων μεγεθῶν | λέξεις οἰκείας, τὰ μέτρ(α) καὶ | τὰ μέλη καὶ τοὺς ῥυθμοὺς | ὡς
μάλιστα προσικνεῖσθαι | πρὸς τὴν ἀλήθειαν τῆς τῶν | θείων θ(ε)ωρίας (η απόδοση κατά τους
Neubecker [1986], 112-113 και Thom [2005], 5-6).
103
SVF I.537· βλ. Thom (2005), 9 και Zuntz (2006).
ΜΟΡΦΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ 59
ύμνοι του Πρόκλου (περ. 410-485 μ.Χ.), γραμμένοι σε αρχαίο επικό ύφος και
εντελώς παραδοσιακά, προς τιμήν παραδοσιακών θεών (Ήλιος, Αφροδίτη,
Μούσες, θεοί πάντες, Λυκία Αφροδίτη, Εκάτη, Ιανός, Αθηνά), στους οποίους
ο φιλόσοφος «παρουσιάζει τη νεοπλατωνική φιλοσοφία με παραδοσιακό ποι-
ητικό ένδυμα».104
8. Η διαλογική μορφή
104
Βλ. Saffrey (1994), 70-71 και Van Den Berg (2001).
105
Βλ. αργότερα [Δημήτριο] Περί ερμηνείας 297: Τὸ δὲ ἰδίως καλούμενον εἶδος Σω-
κρατικόν, ὃ μάλιστα δοκοῦσιν ζηλῶσαι Αἰσχίνης καὶ Πλάτων.
106
Ο Σώφρων έζησε στη Σικελία (τέλη 5ου/αρχές 4ου αιώνα π.Χ.)· οι μίμοι ήταν σύντο-
μα δραματικά κείμενα σε πεζό που παρουσίαζαν κωμικές σκηνές από την καθημερινή
ζωή· βλ. Hordern (2004).
107
Απ. 72 Rose: Ἀριστοτέλης δὲ ἐν πρώτῳ Περὶ ποιητῶν Ἀλεξαμενὸν Στυρέα ἢ Τήιον (δηλ. δια
λόγους φησὶ γράψαι· Δ.Λ. 3.48)· Ἀριστοτέλης δὲ ἐν τῷ περὶ ποιητῶν οὕτως γράφει «οὐκοῦν
οὐδὲ ἐμμέτρους τοὺς καλουμένους Σώφρονος μίμους μὴ φῶμεν εἶναι λόγους καὶ μιμήσεις, ἢ
τοὺς Ἀλεξαμενοῦ τοῦ Τηίου τοὺς προτέρους (πρώτους, κατά τη χειρόγραφη παράδοση
του Αθήναιου) γραφέντας τῶν Σωκρατικῶν διαλόγων»; ἀντικρὺς φάσκων ὁ πολυμαθέστα-
τος Ἀριστοτέλης πρὸ Πλάτωνος διαλόγους γεγραφέναι τὸν Ἀλεξαμενὸν (Αθήναιος 11.505c).
Σύμφωνα με τη γραφή πρώτους, το νόημα είναι ότι «ο Αλεξαμενός έγραψε πρώτος σω-
κρατικούς διαλόγους»· με τη διόρθωση σε πρότερον (Kaibel) ή προτέρους (έτσι εκδίδει ο
Rose) το νόημα γίνεται: «ο Αλεξαμενός έγραψε σε διαλογική μορφή πριν να εμφανιστεί
το είδος σωκρατικοί διάλογοι» (τη δεύτερη δυνατότητα προϋποθέτει η δική μου παρου-
σίαση). Η φράση στον POxy. 3219 (Ἀριστοτέλει ... εἰπόντι ἐν τῷ πρώτῳ Περὶ ποιητικῆς
καὶ πρὸ Πλάτωνος γεγράφθαι δραματικοὺς διαλόγους ὑπ᾽ Ἀλεξαμενοῦ Τηνίου) δεν συμβάλ-
λει στην επίλυση του προβλήματος· βλ. σχετικά Haslam (1972), 19-22· πβ. Carlini-
Montanari (1989), 306-307.
60 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΒΟΥΛΑ ΚΟΤΖΙΑ
8.2 Ο Πλάτων
Το συγγραφικό έργο του Πλάτωνα, που θεωρούμε ότι σώζεται στο σύνολό
του, αποτελείται αποκλειστικά από διαλόγους, στους περισσότερους από
τους οποίους ο βασικός συνομιλητής είναι ο Σωκράτης·115 με την έννοια αυ-
τή οι πλατωνικοί διάλογοι είναι «σωκρατικοί λόγοι». Άλλοτε με τη μορφή
δραμάτων, στα οποία οι χαρακτήρες μιλούν οι ίδιοι (π.χ. Γοργίας, Κρατύλος,
Μένων), και άλλοτε ενταγμένοι στο πλαίσιο μιας μονολογικής ή διαλογικής
αφήγησης (π.χ. Πρωταγόρας, Φαίδων, Συμπόσιον), οι διάλογοι διακρίνονται
108
Αυτό υποδεικνύει ο συσχετισμός τους με τους μίμους του Σώφρονα από τον Αριστο-
τέλη· πβ. και Ρητορική 3.16, 1417a19-21: «αντίθετα με τους μαθηματικοὺς λόγους, οι
σωκρατικοὶ λόγοι έχουν έναν ηθικό χαρακτήρα».
109
Βλ. σχετικά Clay (1994), 23-47· Kahn (1996), 1-35.
110
Βλ. Πλάτων, Φαίδων 59b-c· Δ.Λ. 2.47.
111
Τα αποσπάσματα συγκεντρωμένα από τον Giannantoni (1990).
112
Έκδοση των αποσπασμάτων από τους Dittmar (1912), Giannantoni (1990). Για τον Αι-
σχίνη βλ. Kahn (1994).
113
Βλ. π.χ. Αλκιβιάδης (Αισχίνης, Αντισθένης και Πλάτων), Αξίοχος (Αισχίνης και [Πλά-
των]), Ασπασία (Αισχίνης, Αντισθένης και Πλάτων, Μενέξενος), Μενέξενος (Αντισθένης
και Πλάτων)· πβ. και Απολογία Σωκράτους, Συμπόσιον (Πλάτων, Ξενοφών).
114
Βλ. Δ.Λ. 3.48: δοκεῖ δέ μοι Πλάτων ἀκριβώσας τὸ εἶδος καὶ τὰ πρωτεῖα δικαίως ἂν ὥσπερ
τοῦ κάλλους οὕτω καὶ τῆς εὑρέσεως ἀποφέρεσθαι.
115
Οι εξαιρέσεις: ο Ελεάτης ξένος στον Σοφιστή και στον Πολιτικό (σιωπηλή παρουσία
του Σωκράτη), ο γέρος Παρμενίδης στον Παρμενίδη, ο Τίμαιος στον Τίμαιο, ο Αθηναίος
ξένος στους Νόμους.
ΜΟΡΦΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ 61
116
Δ.Λ. 3.50. Με τον τρίτο τύπο ο Διογένης εννοεί μάλλον τους διηγηματικούς διαλόγους
που έχουν ένα δραματικό, διαλογικό πλαίσιο· βλ. Görgemanns (2006), 16, σημ. 38.
117
Βλ. Πολιτεία 3.392c κ.ε.: διήγησις, μίμησις.
118
«... από όσα έγραψε κανείς, γυρνώντας τα πότε έτσι και πότε αλλιώς, κολλώντας τα
μεταξύ τους ή ξεχωρίζοντάς τα» (278d-e: ὧν συνέθηκεν ἢ ἔγραψεν ἄνω κάτω στρέφων ἐν
χρόνῳ, πρὸς ἄλληλα κολλῶν τε καὶ ἀφαιρῶν). Μέχρι τα βαθιά γεράματα ο Πλάτων δεν
σταμάτησε να «χτενίζει» τα κείμενά του, σύμφωνα με τον Διονύσιο τον Αλικαρνασ-
σέα, και όταν πέθανε βρήκαν γραμμένες διαφορετικές εκδοχές της αρχής της Πολιτείας
(Περί συνθέσεως ονομάτων 6.209-216: ὁ δὲ Πλάτων τοὺς ἑαυτοῦ διαλόγους κτενίζων καὶ
βοστρυχίζων καὶ πάντα τρόπον ἀναπλέκων οὐ διέλειπεν ὀγδοήκοντα γεγονὼς ἔτη ... τελευτή-
σαντος αὐτοῦ λέγουσιν εὑρεθῆναι ποικίλως μετακειμένην τὴν ἀρχὴν τῆς Πολιτείας).
119
Με εξαίρεση τις αναφορές στην παρουσία του στη δίκη του Σωκράτη (Απολ. 34a· 38 b)
και την απουσία του τη μέρα της εκτέλεσής του (Φαίδων 59b).
120
Μια τέτοια πρόσληψη του Πλάτωνα προϋποθέτει η –μη γνήσια– 2η Επιστολή· βλ. 214b-
c: μεγίστη δὲ φυλακὴ τὸ μὴ γράφειν ἀλλ᾽ ἐκμανθάνειν· οὐ γὰρ ἔστιν τὰ γραφέντα μὴ οὐκ ἐκπε-
σεῖν. διὰ ταῦτα οὐδὲν πώποτ᾽ ἐγὼ περὶ τούτων γέγραφα, οὐδ᾽ ἔστιν σύγγραμμα Πλάτωνος
οὐδὲν οὐδ᾽ ἔσται, τὰ δὲ νῦν λεγόμενα Σωκράτους ἐστὶν καλοῦ καὶ νέου γεγονότος.
121
Αν η 7η Επιστολή είναι γνήσια (βλ. πιο κάτω, σ. 69-70), υπάρχει και η προσωπική μαρ-
τυρία του Πλάτωνα: «δεν κατέθεσα ποτέ τις σκέψεις μου στη γραφή» (341b: οὔκουν
62 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΒΟΥΛΑ ΚΟΤΖΙΑ
ἐμόν γε περὶ αὐτῶν ἔστιν σύγγραμμα οὐδὲ μήποτε γένηται· βλ. 341c και 343a). Πβ. και το
χωρίο της 2ης Επιστολής στην προηγούμενη σημείωση.
122
Βλ. Αριστοτέλη, Φυσική ακρόασις 4.2, 209b14-15· στην υπόθεση αυτή στήριξε την ερ-
μηνεία της των πλατωνικών διαλόγων η «Σχολή της Τυβίγγης»· βλ. Szlezák (1993)·
πβ. Trabattoni (1999), 1-22.
123
Πρόκειται για τους λεγόμενους απορητικούς διαλόγους: Ευθύφρων, Λάχης, Χαρμίδης,
Λύσις.
124
Βλ. την κριτική που ασκεί στην αρχή του Παρμενίδη ο γέροντας Παρμενίδης στη θεωρία
των Ιδεών (130e-134e· πβ. Σοφ. 248a-251c), όπως αυτή εκτίθεται στην Πολιτεία και
στον Φαίδωνα. Βλ. σχετικά Πολίτης, στον παρόντα τόμο, σ. 233-7.
125
Ως σκεπτικιστή ερμήνευσε τον Πλάτωνα τον 3ο και 2ο αιώνα π.Χ. η Ακαδημία υπό τον
Αρκεσίλαο και τον Καρνεάδη· βλ. Glucker (1978), 31-64, Annas (1994).
ΜΟΡΦΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ 63
πώνεται στη ρητορική126 των δικαστηρίων και της εκκλησίας του δήμου,
αλλά και στις σχολές των επιγόνων των σοφιστών του 5ου αιώνα, όπως
και στη «φιλοσοφία» της αντίπαλης προς την πλατωνική Ακαδημία σχο-
λής του Ισοκράτη; Κυρίως όμως πώς θα πρέπει να αποτιμηθεί η εμφανής
σχέση των διαλόγων με το δράμα (με την τραγωδία,127 και ιδίως με την
κωμωδία128); Ειδικά η οφειλή στο δράμα καταγράφηκε ήδη στην αρχαιό
τητα με τη μορφή ανεκδότων αλλά και μομφών περί λογοκλοπής.
Στη σύγχρονη πλατωνική έρευνα κερδίζει διαρκώς έδαφος η άποψη ότι στα
ερωτήματα αυτά δεν είναι δυνατόν να δοθούν απαντήσεις αν η διαλογική
μορφή, που αποτελεί συνειδητή επιλογή του Πλάτωνα, δεν αποτιμηθεί ως
οδηγητική για την ορθή κατανόηση του φιλοσοφικού περιεχομένου.129 Η
φράση «ο Πλάτων δεν έγραψε φιλοσοφικές πραγματείες, αλλά διαλόγους»
είναι το κοινό επιχείρημα της ερμηνευτικής αυτής στάσης, στο οποίο συμπυ-
κνώνεται η διαφορά της νέας προσέγγισης από την παραδοσιακή ερμηνεία,
που –αγνοώντας τη μορφή– αναζητούσε αποκλειστικά φιλοσοφικά επιχει-
ρήματα και ένα συγκροτημένο φιλοσοφικό σύστημα.130
Ορισμένες από τις κοινές παραδοχές μεταξύ των μελετητών που εστιά-
ζουν και στη λογοτεχνική μορφή (παρότι οι ερμηνευτικές αποκλίσεις αφθο-
νούν) είναι:
1. Το γεγονός ότι ο Πλάτων έγραψε διαλόγους υποδεικνύει ίσως ότι δεν
είχε την πρόθεση να κοινοποιήσει ευθέως προσωπικές διδασκαλίες ή
126
Βλ. τους διαλόγους Γοργίας, Φαίδρος και Μενέξενος.
127
Ως κοινό παράδειγμα στη βιβλιογραφία εντοπίζεται η σχέση του Φαίδωνος με την τρα-
γωδία. Δεν είναι, επίσης, άνευ σημασίας και το γεγονός ότι οι περισσότεροι διάλογοι
παίρνουν τον τίτλο τους όχι από το θέμα τους αλλά από κάποιον από τους χαρακτήρες
που συμμετέχουν (π.χ. Φαίδων, Κρίτων, Φαίδρος, Πρωταγόρας κτλ.), κάτι που ισχύει και
για τις τραγωδίες (π.χ. Αγαμέμνων, Φιλοκτήτης, Ηλέκτρα, Μήδεια).
128
Πβ. ενδεικτικά την πολυσυζητημένη σχέση των προτάσεων του Πλάτωνα για τις φυ-
λακίδες στο 5ο βιβλίο της Πολιτείας με τις Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη· για την
ιστορία της συζήτησης του προβλήματος, βλ. Adam (1902), 1.345-355· βλ. επίσης
Nightingale (1995), 177-178.
129
Βλ. ενδεικτικά Arieti (1991), και τους συλλογικούς τόμους Griswold (1988), Press
(1993) και (2000), Gonzales (1995), Frede (1992).
130
Χαρακτηριστική της αντίληψης αυτής είναι η επιλογή του Cornford στη μετάφρασή
του του Παρμενίδη να απαλείψει εντελώς τη συμμετοχή του Αριστοτέλη ως συνομιλη-
τή του Παρμενίδη (ώστε ο δεύτερος να εμφανίζεται με μια μονολογική έκθεση), με το
επιχείρημα: «τίποτε δεν κερδίζουμε αν παρουσιάσουμε τα επιχειρήματα με τη μορφή
ερωτήσεων και απαντήσεων» (F. M. Cornford, Plato and Parmenides, London: Rout-
ledge & Kegan Paul, 1939, 109).
64 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΒΟΥΛΑ ΚΟΤΖΙΑ
131
Βλ. Gill (2006), 138.
132
Βλ. Naddaff (2002), xi.
133
Πβ. και την ανάλογη στάση του Πλάτωνα απέναντι στον μύθο, πιο πάνω, σ. 48-9. Για
την εν γένει σχέση του πλατωνικού έργου με τα σύγχρονά του «είδη», βλ. Nightingale
(1995).
ΜΟΡΦΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ 65
134
Η έκδοση αναφοράς των αποσπασμάτων του Αριστοτέλη από τον Rose· η τελευταία
έκδοση έγινε από τον Gigon (1987).
135
Ο Γρύλ(λ)ος π.χ. έχει κοινό θέμα με τον Φαίδρο, ο Νήρινθος με τον Γοργία, ο Εύδημος με
τον Φαίδωνα· βλ. Flashar (2006), 112-113.
136
Academica 2.119: veniet flumen orationis aureum fundens Aristoteles.
137
Ad Atticum 13.19.4· Ad familiares 1.9.23. Οι απόπειρες να προσδιοριστεί το ακριβές
περιεχόμενο της διατύπωσης «Ἀριστοτέλειος mos», παρά τις ποικίλες υποθέσεις
και τη λόγια επιχειρηματολογία της σύγχρονης έρευνας, δεν οδήγησαν σε ομόφωνες
αποτιμήσεις.
138
Βλ. τα σχετικά κικερώνεια χωρία στον Zoll (1962), 32-34, 49, 68.