ΨΥΧΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΘΕΑΣΗ ΜΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 9

ΨΥΧΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ ΣΤΗ ΘΕΑΣΗ ΜΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ

(Εισήγηση σε Συνέδριο 13-14/6/2023, Θεσσαλονίκη)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ορισμένες έννοιες στη θεωρία της Τέχνης μπορεί να είναι εφαρμόσιμες
στην Ψυχολογία της Θρησκείας, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπ’ όψη μας ότι η
θρησκεία και η Τέχνη εγγράφονται αμέσως κατά την οντογένεση του ατό-
μου1. Η ψυχο-θεραπευτική χρήση «θρησκευτικών» εικόνων ανάγει την
αρχή της στο Βουδισμό (6ος αι. π.Χ.) και τον Ταοϊσμό (4ος αι. π.Χ.). Σε διάφο-
ρες κοινότητες της Αφρικής, οι παγανιστικές τελετές και πρακτικές περι-
λάμβαναν την επίδειξη στους ψυχοσωματικά ασθενείς ειδικών ιερών ειδω-
λίων και φυλαχτών για την εκδίωξη των δαιμόνων, δηλ. των κακοποιών
πνευμάτων, που, κατά την αντίληψή τους, ευθύνονταν για οποιαδήποτε
νόσο. Ας θυμηθούμε, επίσης, τους Εβραίους στην έρημο, που κοιτούσαν τον
υψωμένο χάλκινο όφι του Μωυσή και θεραπεύονταν. Γι’ αυτό και ετυμολο-
γικά ο όρος «θεωρία» (< θερ-) εκ του αθρέω-ώ (= κοιτάζω προσεκτικά, εξε-
τάζω) συγγενεύει με τον όρο θεραπεία.
Στην παρούσα εισήγηση, με αφορμή το νέο βιβλίο της Θέκλας Hart-
mann, θα αναφερθούμε στη θρησκειο-πνευματική Τέχνη, δηλ. στις κανονι-
κές εκκλησιαστικές εικόνες, είτε τοιχογραφιών ιερών ναών, είτε φορητών
εικόνων. Εντούτοις, δεν θα κάνουμε λόγο ούτε για την ειδική προπαρα-
σκευή και κατασκευή αυτών των εικόνων, ούτε για την κατάρτιση ή την
αναγωγική προθετικότητα του αγιογράφου προς τη συγκεκριμένη τεχνο-
τροπία (φόντο, κίνηση, χρώματα, συμμετρία κ.λπ.) ή π.χ. για την ειδική
συμβολική χρήση αριθμών και συμβόλων. Όλα αυτά, βέβαια, παίζουν το
ρόλο τους στην ψυχολογική επίδραση της εικόνας πάνω στο θεατή. Αλλά,
πιστεύω πολλά από αυτά τα θέματα θα θιγούν εδώ από τους εκλεκτούς
συναδέλφους. Εγώ θα περιοριστώ αποκλειστικά στην ασυνείδητη ή/και
προσυνειδητή σχεσιοδυναμική εικόνας και πιστού, επιχειρώντας να δώσω
κάποιες ερμηνείες με τη βοήθεια κυρίως της Αναλυτικής και της Λακανικής
Ψυχανάλυσης. Προηγουμένως, όμως, δυο λόγια γενικά για την πνευμα-
τική Τέχνη.

1. ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ


Ως εικόνα εννοούμε ένα αντικείμενο δια μέσου του οποίου βλέπουμε κάτι.
Μια εικόνα μπορεί ψυχολογικά να αναπαριστά είτε ένα συγκεκριμένο α-
ντικείμενο ή σκηνικό (σημείο), είτε να αντιπροσωπεύει μια ιδέα, έννοια ή
συναίσθημα (σύμβολο). Ως σημείο, το οποίο συνίσταται σε σημαίνον
(signifiant, signifier) και σημαινόμενο (signifié, signified), εννοούμε μια έκ-
φραση, που αντιπροσωπεύει ένα γνωστό πράγμα. Τέλος, ως σύμβολο2 εν-
νοούμε, κατά τον Jung, κάτι που διαισθητικά ενέχει για μας μια μυστική
και υπερβατική δύναμη. Και ακριβώς αυτό το «μυστηριώδες», που κρύβεται
πίσω από κάθε συνάντηση, είναι εκείνο που μας κινητοποιεί θεραπευτικά.
Επειδή ακριβώς το περιεχόμενο ενός συμβόλου διαμορφώνεται ταυτόχρονα
τόσο από τον ατομικό μας ψυχισμό, όσο και από τη μετοχή μας (είτε μέσω
του πολιτισμικού μας περιβάλλοντος, είτε μέσω του Συλλογικού Ασυνειδή-
του) σε έναν παγκόσμιο νοητικό εικονισμό (imagery), τα ψυχικά σύμβολα
μπορούν αρχετυπικά να σχετιστούν με τις βυζαντινές εικόνες.

2. ΚΟΣΜΙΚΗ ΚΑΙ ΙΕΡΗ ή ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ


Στη Δύση, η χριστιανική εικονογραφία, ήδη με την Αναγέννηση (1300), και
πιο συγκεκριμένα από τη βιομηχανική επανάσταση (1760) και την περίοδο
του Ρομαντισμού (1770) και εξής, έχει απομακρυνθεί ―σε μεγάλο βαθμό―
από την παραδοσιακή (πνευματική διάσταση) της εκκλησιαστικής Τέχνης.
Αυτό οφείλεται στην απαγκίστρωση της πνευματικότητας από τις Θρη-
σκείες, που συνέβη ιδίως από τον 19ο αι. και εξής.
Με το Μεταμοντερνισμό χάνεται και η ιδέα της ενιαίας και αντικειμε-
νικής αλήθειας3. Ωστόσο, ο Γερμανο-Αμερικανός θεολογο-φιλόσοφος Paul
Tillich (1886-1965) στις αρχές του 20ού αι. διέκρινε το κοσμικό από το πνευμα-
τικό όχι από τη θεματική, αλλ’ από την τεχνοτροπία και το style μιας εικό-
νας. Έτσι, μια κοσμική ως προς τη θεματική της Picture μπορεί να λειτουρ-
γήσει είτε έμμεσα, όπως στους πίνακες του Max Ernst (ντανταϊστικής τε-
χνοτροπίας), είτε άμεσα ως εκκλησιαστική icon, αν διαθέτει το ανάλογο
πνευματικό style (δηλ. νοηματικό βάθος, ή, αντίθετα, υπερβατικό ύψος).
Πάρτε, για παράδειγμα, την Guernica του Picacco ή το Shout (1982) του Glynn
Williams κατά το πρότυπο της Pietà. Γι’ αυτό, η τιμητικά προσκυνούμενη
εκκλησιαστική εικόνα διαφέρει από μια πνευματική εικόνα κοσμικής τέ-
χνης.
Τα τελευταία χρόνια, η εκκλησιαστική εικόνα για τη συνείδηση του
μέσου πιστού δεν αναφέρεται σε κάτι έξω από τον εαυτόν της (ακύρωση
του Υπερβατικού). Άρα, το σημαίνον της φαίνεται κενό. Αυτό συνέβη λόγω
του νεο-καπιταλιστικού Καταναλωτισμού της σύγχρονης τεχνοκρατικής
μετανεωτερικότητας, όπου η πνευματική αξία (εκ του εικονιζόμενου αγίου
προσώπου) της εκκλησιαστικής εικόνας μετατοπίζεται στην εμπορική της
αξία ως τεχνουργήματος. Έτσι, η σημερινή μορφή της εικονομαχίας έγκει-
ται στο να «αδειάζει» κάθε εκκλησιαστική εικόνα και να διατηρεί μόνο το
ομοίωμά της, δηλ. την εξωτερική/επιφανειακή της μορφή, χωρίς τη δέουσα
αναγωγή (βλ. βιομηχανοποίηση της εκκλησιαστικής εικόνας). Συνεπώς, η
εικόνα καθίσταται ένα άψυχο και νεκρό «είδωλο», που ούτε σημαίνει υπαρ-
ξιακά κάτι για κανέναν, ούτε μας μιλάει.
Όλα, βέβαια, αυτά δεν θα πρέπει να τα εκλάβουμε απόλυτα, γιατί α)
ορισμένοι καλλιτέχνες, όπως ο Kandinsky και ο Mark Rothko, επέλεγαν και

2
άλλοι σήμερα επιλέγουν μια ριζοσπαστική αφαιρετικότητα στα πνευμα-
τικά τους έργα (καθώς έτσι ο άνθρωπος επικοινωνεί καλύτερα με τα αιώνια
σύμβολα), και β) μπορούν να αποδίδουν το Υπερβατικό ακόμα και μέσα
από γεωμετρικά σχήματα. Έτσι, στη νέα εποχή, η Τέχνη μπορεί να λειτουρ-
γεί ως «μια μορφή λανθάνουσας Εκκλησίας» (P. Tillich), δεδομένου ότι δια-
φυλάσσει τόσο τον προφητικό, όσο και τον λυτρωτικό χαρακτήρα εσχατο-
λογικά.
Ένα γενικό, πάντως, κριτήριο ως προς το τι είναι κοσμικό και πνευμα-
τικό, είναι ότι το δεύτερο συνδέει τον «ουρανό» με τη «γη»4. Με άλλα λόγια,
για το σύγχρονο άνθρωπο, αυτό που έχει σημασία, είναι αν κάτι (π.χ. μέσα
από μια εικόνα) τον συνδέει με ό,τι εννοεί αυτός ως Υπερβατικό ή Ιερό. Και,
επειδή σήμερα έχουμε πολλές εννοήσεις μιας εκκλησιαστικής εικόνας, σε
αυτό που θα πρέπει να εστιάσουμε, είναι με ποια από όλες τις πιθανές ση-
μασίες ο κάθε πιστός «εξιτάρεται» υπαρξιακά.

3. ΤΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ


• Το Ορθόδοξο χριστιανικό κοινό, όπως και ο δυτικός κόσμος ιδίως
μετά την Καρολίνεια περίοδο στην Τέχνη, είναι μαθημένο και συνη-
θισμένο να μη αναμένει από μια εκκλησιαστική εικόνα την ανάδειξη
του φυσικού κάλλους, γιατί γνωρίζει ότι αυτή λειτουργεί κυρίως με
την Αποφατική Θεολογία.
• Το Ορθόδοξο χριστιανικό κοινό, επίσης, είναι μαθημένο και συνηθι-
σμένο να στέκεται προ των αγίων εικόνων με ένα ανάλογο ιερό δέος,
γιατί πιστεύει α) ότι σε μια εικόνα είναι παρόν αυτό το ίδιο το εικονι-
ζόμενο πρόσωπο του Αγίου ή Αγίας, που μάλιστα ενεργοποιεί την
αίσθηση της όρασής μας, ώστε να αποτυπωθεί το πρόσωπο βαθιά
στο νου μας, ανάγοντας έτσι τον θεατή σε κατάσταση περισυλλογής
και προσευχής, και β) ότι κάθε ιερή εικόνα φέρει στη δομή της το
λόγο του Αγίου/Αγίας και, κατ’ επέκταση, την άκτιστη Θεία Χάρη.
Ωστόσο, ήδη από τον 13ο αι. και μετά η παραδοσιακή βυζαντινή ει-
κόνα αρχίζει να αλλοιώνεται με τα στοιχεία της οπτικής αυταπάτης,
της προοπτικής τού βάθους και της φωτοσκίασης, που εισήγαγαν οι
Ιταλοί καλλιτέχνες Giotto, Duccio και Cimabue5.

4. Η ΕΙΚΟΝΑ ΩΣ «ΕΜΨΥΧΗ ΓΡΑΦΗ» (Μ. Ψελλός) και (ΕΥΛΑΛΙΟΣ) ΛΟ -


ΓΟΣ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΛΟΓΟΥ («ΕΥΓΛΩΤΤΗ ΧΕΙΡ» ή «ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΑΓΡΑΜ-
ΜΑΤΩΝ»): η σιωπηρή «κραυγή» τού φωτός. Αυτός ο λόγος, για τον οποίο
έγραψε ο πρώτος θεολόγος του φωτός, ο γιος της βροντής, Ιωάννης.
a) Η εικόνα μάς μιλάει/διδάσκει για τον Θεό (αναγωγή, δηλ. ανύψωση
του νου, στο Υπερβατικό, το απόθετο ή άρρητο, κάλλος, κατά τον Μ.
Βασίλειο). Αλλά, ποια μπορεί να είναι η βαθύτερη ψυχική εικόνα του
πιστού θεατή μιας εικόνας για τον Θεό; Σε γενικές γραμμές, ή ως

3
κατιτί του Απόλυτου, ή του παντελώς ποιοτικά Έτερου, ή του ριζικά
ενδοκοσμικού «θεμελίου» των όντων.
b) Η εικόνα μάς μιλάει/διδάσκει για το βίο τού εικονιζόμενου Αγίου (α-
ναγωγή στο Ιδεώδες του Εγώ του Αγίου).
c) Η εικόνα μάς μιλάει/διδάσκει για εμάς τους ίδιους: αναγωγή στο Ιδε-
ώδες του Εγώ μας, και έτσι γίνεται μέτρο και κριτήριο της σημερινής
μας ανθρώπινης ύπαρξης. Με άλλα λόγια, η τιμητική προσκύνηση
των εικόνων δεν αποτελεί μόνο μέσο απόδοσης τιμής στα εικονιζό-
μενα πρόσωπα των Αγίων, αλλά και μέσο δικού μας αγιασμού.

5. Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΩΣ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΑΣΗ (βλ. θέωση), ως


παράθυρο της Βασιλείας του Θεού.

Α. Η ΔΙΑΒΛΕΨΗ (= κοίταγμα με προσοχή) ΜΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ

1. ΒΛΕΜΜΑ ΚΑΙ ΚΟΙΤΑΓΜΑ


Ενώ ο J.-P. Sartre βλέμμα («βλέπειν», looking, glance) και πράξη τού κυττάγ-
ματος (< κυπτάζω-κύπτω και περιεργάζομαι, «οράν», seeing) τα ταύτιζε, ο J.
Lacan τα διακρίνει. Το δικό μου το βλέμμα καθίσταται αντικείμενο της ίδιας
της πράξης τού κοιτάγματος (αντικείμενο της σκοπικής ορμής), δηλ. ανήκει
ουσιαστικά στον Άλλον, διότι, ψυχολογικά, το βλέμμα μου δεν ταυτίζεται
με το μάτι μου. Το μάτι, πέρα από το ότι είναι φτιαγμένο για να βλέπουμε,
υπηρετεί την ηδονή τής θέασης· αυτή η ηδονή ακυρώνει τη ζωική/αισθητη-
ριακή σκοπιμότητα του ματιού. Η δε ηδονή γίνεται απόλαυση, τη στιγμή
που υπερβαίνει τη γνώση τού σώματος. Αλλά, τότε ένα πλεόνασμα από-
λαυσης παραμένει πάντα, δηλ. περισσεύει από τη σημαίνουσα διεργασία·
είναι αυτό που ο Lacan ονομάζει «υπερ-απολαμβάνειν». Το κοίταγμα μέσω
τού βιολογικού μου ματιού ανήκει σε εμένα που παρατηρώ, αλλά το ψυχικό
μου βλέμμα σχηματίζεται από τη σ υ ν ά ν τ η σ η των δυο αντικρυστών ορά-
σεων (βλ. αντωπία ή αντοψία, ήτοι το κοίταγμα του ενός στα μάτια του άλ-
λου), και συνεπώς ανήκει στον Άλλον, που τον βλέπω και με βλέπει. Έτσι,
όταν ο πιστός κοιτάζει π.χ. το πρόσωπο ενός εικονιζόμενου Αγίου (γι’ αυτό
η βυζαντινή Αγιογραφία διακρίνεται για τη μετωπικότητά της), ο Άγιος της
εικόνας ήδη ανταποδίδει το βλέμμα του πίσω στον πιστό, αλλά από ένα
σημείο, στο οποίο ο πιστός δεν μπορεί να το δει.
Το πρόβλημα εμφανίζεται, όταν ο εικονιζόμενος Άγιος ή Αγία δεν συ-
νιστά συμβολικά για τον πιστό τον λεγόμενο ψυχαναλυτικά «μεγάλο Άλ-
λον» (δηλ. την ετερότητα), με τον οποίο συγκροτείται ο λόγος και μπορεί να
επιτευχθεί μια αυθεντική συνάντηση, αλλά απλά και μόνο ένα φαντασιακό
αντικατοπτρισμό (δηλ. κατοπτρικό ομοίωμα) του Εγώ του (βλ. τον «μικρό
άλλον»). Σε μια τέτοια περίπτωση, ο πιστός, τρόπον τινά, «εκβιάζει» τον ει-
κονιζόμενο Άγιο ή Αγία, φουσκώνοντας ή παραγεμίζοντας την έλλειψη

4
(δηλ. το κενό ή την οπή) του σημαίνοντος του Άλλου (αφού αυτός δεν είναι
στην πραγματικότητα ο πραγματικός Άγιος, αλλ’ ο αντανακλώμενος εαυ-
τός του), προκειμένου αυτός ο Άλλος να καταστεί πλήρης και έτσι να μπο-
ρέσει να διεγείρει ψυχοδυναμικά το βλέμμα τού πιστού προς αυτόν. Το
«φούσκωμα», εν προκειμένω, έγκειται στο ότι υπερ-φορτώνει την εικόνα
τού προσώπου τού εικονιζόμενου Αγίου με επιπλέον στοιχεία (βλ. αντικεί-
μενο α)1, ούτως ώστε ο εικονιζόμενος Άγιος ή Αγία όχι απλώς να φαίνεται,
αλλά και να επιδεικνύεται σαν τον επιδειξία!

2. ΑΥΤΟ-ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ
• Κοίταγμα και βλέμμα σε μια εικόνα, δηλ. μια υπαρξιακή συνάντηση
μαζί της, μας βοηθούν να συγκεντρωθούμε και να στοχαστούμε κυ-
ρίως πάνω σε ψυχολογικά, ηθικά, υπαρξιακά, θεολογικά και πνευ-
ματικά ζητήματα της ζωής μας.
• Το στοχαστικό μας βλέμμα πάνω στο πρόσωπο ενός εικονιζόμενου
Αγίου ή Αγίας μπορεί να είναι αρχικά είτε μιμητικό (δηλ. ευμενές και
θετικό), είτε αντιδραστικό (ή αμυντικο-επιθετικό και αρνητικό). Βλέ-
ποντας σε μια εικόνα πώς η Παναγία π.χ. κρατά το βρέφος-Χριστό
στην αγκαλιά της, μπορεί το παρατηρούν πρόσωπο να ενισχυθεί να
κρατά και αυτό έτσι το παιδί του, ή αντίθετα μια γυναίκα να ζηλέψει
γιατί αξιώθηκε η Παναγία να γεννήσει τον Χριστό και όχι αυτή.

3. ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ ΨΥΧΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΩΝ


1. Η μεθοδική ενασχόληση με μια εικόνα έχει αποδειχθεί6 ότι ενεργο-
ποιεί το δεξιό εγκεφαλικό ημισφαίριο7, που είναι υπεύθυνο για την
αντίληψη και την ανάλυση των οπτικών εικόνων, για την καλλιτε-
χνική ικανότητα και για τις συναισθηματικές αντιδράσεις.
2. Κατά τους A. Adler, C. Jung, Robert Desoille και Joseph Shorr (1974),
με την παρουσίαση ενός σημαίνοντος (δηλ. μιας εικόνας) σε ένα πρό-
σωπο επισυμβαίνει έκλυση συναισθημάτων: αισθητική απόλαυση, η
οποία αντικειμενοποιείται σε αυτο-απόλαυση. Στην πραγματικό-
τητα, το υποκείμενο στρέφεται προς το σημαίνον μιας απόλαυσης
(δηλ. στην αξιακή έννοια τού εικονιζόμενου Αγίου ή Αγίας), την ο-
ποία λαμβάνει από την εικόνα. Η απόλαυση, που δεν ταυτίζεται με
την ηδονή (αφού εκφράζει το αδύνατο της ικανοποίησης της ενόρμη-
σης του θανάτου) μπορεί να προέλθει ακόμα και από μια πραγμα-

1
Το αντικείμενο α σχηματίζεται από το λιβιδικό υπόλειμμα απόλαυσης, που δεν αφομοιώ-
νεται από τις σημαίνουσες αναπαραστάσεις του Φαλλού· είναι αυτό με το οποίο το διχα-
σμένο υποκείμενο ικανοποιεί την απόλαυσή του (ως υποκατάστατου του Άλλου), βρισκό-
μενο αντιμέτωπο μέσα στην ίδια τη φαντασίωσή του. Στην περίπτωση της θέασης μιας
εικόνας, το αντικείμενο α εκδηλώνεται σκοπικά (βλεμματικά).

5
τική, ή συμβολική, ή φαντασιακή μίμηση (ταύτιση). Ωστόσο, η καλ-
λιτεχνική ευχαρίστηση εξατμίζεται, μόλις προσπαθήσουμε να ε-
στιάσουμε συνειδητά την προσοχή μας σε αυτήν!
3. Συνειρμική ή ασυνείδητη ανάδυση ευχάριστων ή δυσάρεστων ενθυ-
μήσεων. Βλέποντας π.χ. την εικόνα της Παναγίας του Πάθους, εν-
θυμείται κανείς πώς τον κρατούσε η δική του μητέρα.
4. Παραγωγή (αρχετυπικών) ονείρων (π.χ. αγίου Δημητρίου σε κατοί-
κους της Θεσσαλονίκης ή πολιούχων Αγίων ενός χωριού κ.λπ.), κατά
τους Πατέρες της Εκκλησίας (ι. Χρυσόστομο, Γρηγόριο Νύσσης κ.ά.).
5. Κινητοποίηση της φαντασίας (δημιουργική επανασύνθεση, αλλά
και κίνδυνος νοσηρών φαντασιώσεων). Βλέποντας π.χ. ένας πιστός
την εικόνα της βρεφοκρατούσας, επειδή ως βρέφος μπορεί να μη είχε
βιώσει βαθιά το κράτημα από τη μητέρα του, φαντασιώνεται ένα
άλλο «κράτημα» τώρα από κάποιον Άλλον.
6. Κιναισθητική διέγερση (χεριών, ακόμα και με σκιτσάρισμα μορφών
Αγίων, γονάτισμα, φίλημα κ.λπ.).
7. Συμπεριφορική διέγερση (μίμηση), που μέσω της ταύτισης ανακουφί-
ζει, παρέχοντας κάποια ικανοποίηση (το αντίθετο: η ματαίωση).

Β. Η ΑΥΤΟ-ΔΙΑΓΝΩΣΗ
• Η εκκλησιαστική εικόνα ως προβολικό («σταθμισμένο» με βάση τις τρέ-
χουσες πολιτισμικές νόρμες, αφού τόσο η Τέχνη, όσο και η Θρησκεία δεν δημιουρ-
γούνται, ούτε βιώνονται έξω από τις κοινωνικές σχέσεις) test (ακόμα και μέσω
ιχνογραφήματος): συνειδητή και προσυνειδητή σύγκριση του προφίλ
του εικονιζόμενου Αγίου με το πρόσωπό μας.
• Σημαίνουσα, αν και δυσδιάκριτη, επικέντρωση (καθήλωση) σε μέρη
και σημεία (βλ. τα λεγόμενα «μερικά αντικείμενα») της εικόνας. «Ο
πίνακας είναι ένας πνευματικός οργανισμός, ο οποίος, όπως κάθε άλ-
λος υλικός οργανισμός, αποτελείται από πολλά μέρη», γράφει ο
Kandinsky. Οι πρωτόγονοι αντιστοιχούσαν κάθε μέρος του σώματος
με ένα Πνεύμα, το οποίο ήταν υπεύθυνο για την υγεία ή την ασθέ-
νεια του σωματικού αυτού μέρους, γι’ αυτό και το επικαλούνταν και
το εξευμένιζαν.

Γ. ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΨΥΧΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΥΓΕΙΑ (ΤΕΛΕΙΩΣΗ)

1. ΓΟΝΙΜΕΣ ΨΥΧΙΚΕΣ ΖΥΜΩΣΕΙΣ (κάθαρση για εξαγνισμό).


• μεταβίβαση: ο πιστός με βάση τον μηχανισμό τής μεταβίβασης ζητά
α ν α γ ν ώ ρ ι σ η από τον Άγιο της εικόνας. Η αναγνώριση θα δώσει
στον πιστό απόλαυση. Με ένα διαπεραστικό βλέμμα τού υποκειμέ-
νου προς τον εικονιζόμενο Άγιο ή Αγία το υποκείμενο ικανοποιεί

6
―με ένα ποσό άγχους― την επιθυμία του, δηλ. α) να επιθυμεί (έναν
Άλλον) και β) να επιθυμεί ό,τι ο Άλλος.
Αλλά, σε ποιον βαθμό ο πιστός ταυτίζεται με την επιθυμία του
εικονιζόμενου Αγίου; Εδώ, τις περισσότερες φορές έρχεται η ίδια η
επιθυμία τού υποκειμένου να συμπληρώσει την οποιαδήποτε έλ-
λειψη, αυτό δηλ. που, κατά τη γνώμη του, λείπει από τον Άγιο. Όπως
ένας επιδειξίας, που χρειάζεται τον Άλλον, επιθυμεί να έχει μια γυ-
ναίκα μπροστά του, έτσι και ο νευρωσικός πιστός υπερ-γεμίζει με
φαντασιακά στοιχεία τον εικονιζόμενο ενώπιόν του Άγιο.
• υπερ-εξιδανίκευση του εικονιζόμενου Αγίου (προσωπικός ή οικογε-
νειακός Άγιος).
• ταύτιση (κάθε εικονιζόμενο πρόσωπο «φυλακίζει» μέσα του όλους
τους φόβους, τις χαρές, τις αμφιβολίες, τις λύπες και τις ελπίδες της
ζωής του. Με όλα αυτά επικοινωνεί υπαρξιακά ο θεατής και ταυτί-
ζεται· μπορεί να ενδοβάλλει μέσα του τον εικονιζόμενο Άγιο, ή να
μπει ο ίδιος μέσα στον ψυχισμό τού Αγίου, καταστάσεις, που απα-
ντώνται στη σχιζοφρένεια, και είναι πολύ επικίνδυνες για την ψυ-
χική υγεία),
• αποστροφή και απώθηση.

2. ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΕΛΛΕΙΨΗΣ (άγχος, ενοχικά αισθήματα δυσφορίας κ.λπ.)


Υπάρχει διάσπαση μεταξύ αυτού που θέλουμε και αυτού που παίρνουμε
από μια εικόνα. «Η τέχνη μας δίνει τη δυνατότητα να βρίσκουμε και να χά-
νουμε τον εαυτό μας την ίδια στιγμή» (Thomas Merton). Η μετά-νοια ως αυ-
τογνωσία («ελθών εις εαυτόν»): διάκλειση («τρύπα» στη συμβολική τάξη από τον
αποκλεισμό τού ονόματος του πατέρα), απάρνηση (άρνηση του υποκειμένου να δεχθεί
την τραυματική πραγματικότητα), συμπύκνωση, αλλοτρίωση (αυτο-διχασμός),
persona, «ψευδής εαυτός», λανθασμένο ιδεώδες Εγώ, επιθετικότητα, ενο-
χές, ντροπή κ.ο.κ.

3. ΣΥΝΕΝΩΣΗ (ΣΥΝΑΡΜΟΣΗ) ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΙΑΣΜΕΝΟΥ ΕΑΥΤΟΥ


Η συνειδητοποίηση του εαυτού (αυτεπίγνωση) σχετίζεται με την ολοκληρία.
Με την αυτεπίγνωση (αυτοσυνειδησία) ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται αν π.χ.
μεταξύ σωματικής του εικόνας και του εαυτού του υφίσταται αρμονική ε-
νότητα (διάφυση) ή, αντίθετα, μια διάρρηξη και σχάση ή θραύση. Ένα ωραίο
έργο τέχνης είναι η συνέχεια της αρμονικής συνεργασίας του εσωτερικού
και του εξωτερικού στοιχείου. Αν, κοιτάζοντας μια εικόνα, εντυπωσια-
στούμε από το όλο και δεν «κολλήσουμε» σε κάποια μόνο μέρη (βλ. διαμε-
λισμένη απόλαυση και ψυχοκαταναγκασμούς), σημαίνει ότι βαδίζουμε

7
προς μια ψυχο-πνευματική υγεία και σκεφτόμαστε με όρους των ανατολι-
κών πολιτισμών. Την ολοκληρία αυτήν, τόσο οι αρχαίοι λαοί, όσο και ο α-
νατολικός γενικά τρόπος τού «σκέπτεσθαι», συμπεριλαμβανομένου τού α-
νατολικού Χριστιανισμού, εκλαμβάνουν ως μια καθολική πνευματική άρ-
μοση, που συνδέει Θεό, κόσμο και άνθρωπο. Γι’ αυτό και βλέπουμε, για πα-
ράδειγμα, τη χρήση της ιατρικής Αστρολογίας στην αρχαία Βαβυλώνα, Αί-
γυπτο και Ινδία, και της Ιατροσοφίας στην αρχαία Κίνα. Η πρώτη ασυνεί-
δητη εμπειρία ολοκληρίας τού ανθρώπου καταγράφεται στο έμβρυο μέσα
στη μήτρα και αργότερα μετά τη γέννησή του, όταν ακόμα το Εγώ τού βρέ-
φους δεν έχει αποκοπεί από το μητρικό σώμα και, συνεπώς, δεν έχει δια-
μορφωθεί. Προκειμένου το πρόσωπο να αποκτήσει αργότερα ψυχοπνευμα-
τική ωριμότητα και τελείωση, πρέπει, αφού ψυχικά διαμελισθεί (βλ. «σταυ-
ροῦσθαι») να ξαναγίνει παιδί («ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ
εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν»), ενοποιώντας (βλ. εναρμόνιση αντιθέ-
σεων) πλέον κατά ένα συνειδητό τρόπο το συνειδητό του με το ασυνείδητό
του8.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Bethel, H. C. (1990). Use of Guided Imagery in Christian Psychotherapy in Treating Minor Depression
in Adults, University of Massachusetts, diss.
Desoille, R. (2016). Psychoanalysis and Guided Imagery: The Directed Waking Dream. Inner Garden
Press.
De Wit, H., Gort, J.D., Jansen, H., Minnema, L., Van Der Merwe, W.L., Vroom, H.M., & Wessels,
A. (Eds). (2012), Where Heaven and Earth Meet The Spiritual in the Art of Kandinsky, Rothko,
Warhol, and Kiefer, Wessel Stoker: Amsterdam-New York.
Evdokimov, P. (1972). The Art of the Icon: A Theology of Beauty. Wheat Hampstead: Anthony
Clarke.
Frith, C., & Law, J. (1995). “Cognitive and physiological processes underlying drawing skills”.
Leonardo, 28, 203–205.
Lilienfeld, S. O., Wood, J. M. & Garb, H. N. (2005). “What’s wrong with this Picture?”, American
Mind 16 (1), 5-57.
Newton, K. (1965). “Mediation of the Image of Infant-Mother Togetherness”, Journal of Analyt-
ical Psychology, 10 (2), 151-162.
Pruyser, P.W. (1976). “Lessons from Art Theory for the Psychology of Religion”, Journal for the
Scientific Study of Religion, 15 (1), 1-14.
Reedy, C.L. & Reedy, T.J. (1987). “Statistical Analysis in Iconographic Interpretation: The Func-
tion of Mudras at Tapho - A Tibetan Buddhist Monastery”, American Anthropologist, 89,
635-649.
Sarnoff, C. A. (2002). Symbols in Psychotherapy. Symbols in Structure and Function. Vol. 2. Inter-
national Psychotherapy Institute E-Books.
Shorr, J. E. (1974). Psychotherapy through imagery. New York: International Medical Book.
Tsakiridou, C.A. (2013). Icons in Time, Persons in Eternity. Orthodox Theology and the Aesthetics of
the Christian Image. Ashgate.
Βάντσου, Μ. Χ. (2017). «Η ηθική επίδραση της εικόνας και των θεαμάτων κατά τους Πατέ-
ρες της Εκκλησίας», Κληρονομία, 39 (1-2), 115-126.

8
Yan, H., & Chen, J. (2011). “The broad prospects of the clinical applications of drawing art ther-
apy” [In Chinese]. Medicine and Philosophy, 10, 56–57.

1
Pruyser, 1976.
2
Sarnoff, 2002.
3
De Wit, et al., 2012.
4
De Wit, et al., 2012.
5
Evdokimov, 1972.
6
Frith & Law, 1995.
7
Yan & Chen, 2011.
8
Newton, 1965.

You might also like