Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 6

Ο Χέγκελ είναι ο πρώτος φιλόσοφος που χρησιμοποίησε τον όρο

«ιστορικότητα» (Geschichtlichkeit) για να στοχαστεί πάνω στο Είναι, στην


πραγματικότητα (Wirklichkeit), καθώς και στις δομές που παράγονται από τη
δραστηριότητα του πνεύματος. Σύμφωνα με τον Γερμανό φιλόσοφο, η ιστορία ανήκει
στο αντικειμενικό πνεύμα, δηλαδή σε ό,τι ο ίδιος αποκαλεί «το πεδίο (Boden) της
περατότητας» [Φιλοσοφία του Πνεύματος, §483], και η πορεία που διαγράφει
συνολικά είναι αυτή της συνειδητοποίησης ότι το πνεύμα είναι (και ήταν εξαρχής)
ελεύθερο. Αυτή η ανάπτυξη της ελευθερίας στο πεδίο της αντικειμενικής σφαίρας
έχει καθολικό χαρακτήρα. Συνεπώς, η ιστορία δεν μπορεί παρά να είναι παγκόσμια
ιστορία (Weltgeschichte).1
Η βασική υπόθεση εργασίας βρίσκεται στη θέση ότι ο Χέγκελ καλεί
αντικείμενο την τεχνικά-τελεολογικά καθορισμένη πραγματικότητα. Με βάση αυτή
την θέση μπορούμε να ανασυγκροτήσουμε όλη τη θεωρία του δικαίου έτσι όπως αυτή
εκτίθεται στο αντικειμενικό πνεύμα, καθώς και να αναδείξουμε τη διαλεκτική ένταση
που διαπερνά τη σχέση αντικειμενικού και απόλυτου πνεύματος. Από αυτήν τη θέση
προκύπτει ότι ο Χέγκελ στοχεύει στην περιγραφή δομών αντικειμενοποίησης της
ελευθερίας, δηλαδή διαφορετικών τρόπων διαχείρισης της ελευθερίας των ατόμων
που συγκροτούν την κοινωνία των πολιτών. Η εξέταση της εγελιανής φιλοσοφίας του
δικαίου οφείλει να ακολουθήσει τη διαλεκτική σκέψη του Γερμανού φιλοσόφου,
καθώς αυτή ξεκινάει από την περιγραφή πρωταρχικών μορφών θέσμισης, όπως είναι
ο θεσμός της οικογένειας, για να καταλήξει σε νεότερες μορφές, όπως είναι το
αστικό-νεωτερικό κράτος. Ωστόσο, για να γίνει αυτό εφικτό, εκτός από τη μελέτη της
Εγκυκλοπαίδειας, είναι απαραίτητο να γίνει και μια παράλληλη μελέτη της Λογικής,
αφού εκεί θα βρούμε τα συστηματικά-μεθοδολογικά στοιχεία που μας επιτρέπουν να
διακρίνουμε τη λογική διάρθρωση των όρων που καθορίζουν την κάθε στιγμή στη
διαδικασία εκδίπλωσης του πνεύματος.
Ήδη από την πρώτη πρόταση του αντικειμενικού πνεύματος [Φιλοσοφία του
πνεύματος §483] ο Χέγκελ συσχετίζει το πνεύμα με την Ιδέα, λέγοντας ότι το
«αντικειμενικό πνεύμα είναι η απόλυτη ιδέα». Το ερώτημα που προκύπτει λοιπόν
είναι: Πώς σχετίζεται η Λογική με τη Reelphilosophie στο εγελιανό σύστημα; Με

1
Από μια φιλοσοφική και επιστημολογική σκοπιά η θεμελιώδης ιστορικότητα που παρουσιάζουν οι
δομές του πνεύματος θέτει το ερώτημα που θα απασχολήσει κυρίως τον 20ο αιώνα, στο πλαίσιο της
αντιστροφής του Χέγκελ από τον Μαρξ: οι ιδέες παράγουν την ιστορία ή μήπως αυτές είναι προϊόντα
της ιστορικής πορείας της ανθρωπότητας; Κοντολογίς, θα πρέπει να εξετάσουμε ποιο είναι το ιστορικό
(geschichtlich) στοιχείο μέσα στην ίδια την ιστορία (Geschichte).
άλλα λόγια, με ποιον τρόπο η διαλεκτική μέθοδος «εφαρμόζεται» στο πεδίο της
πραγματικότητας; Για να απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα θα πρέπει να δούμε ποια
είναι η έννοια του συστήματος στον Χέγκελ και ποια είναι τα στοιχεία που
συγκροτούν τη συστηματικότητα αυτού του συστήματος. Με τον τρόπο αυτό θα
μπορέσουμε να δούμε πως οι λογικές κατηγορίες που εκτίθενται στην Επιστήμη της
Λογικής βρίσκουν το πεδίο εφαρμογής τους στη Reelphilosophie. Επιπλέον, θα δούμε
την αναλογία που υφίσταται ανάμεσα στην Αντικειμενικότητα και στην Ιδέα, στο
πλαίσιο της Λογικής, και στο Αντικειμενικό και στο Απόλυτο Πνεύμα, στο πλαίσιο
της Φιλοσοφίας του Πνεύματος.
Ωστόσο, ο όρος «ιστορία» αφορά αυστηρά στην πνευματική παραγωγή· είναι
άτοπο να μιλήσουμε για «φυσική ιστορία», καθώς για τον Χέγκελ – σε αντίθεση με
τη φιλοσοφία του Σέλινγκ – η Φύση δεν έχει ιστορία. Έτσι, για το εγελιανό σύστημα
η ιστορία περιλαμβάνει την εξέλιξη όλων των στιγμών της κοινωνικο-πολιτικής
σφαίρας: τους κρατικούς θεσμούς, την ηθική, τα ήθη και τα έθιμα, την οικογένεια·
ήτοι όλους τους τρόπους κοινωνικοποίησης του ατόμου. Αυτή είναι η σφαίρα που ο
Χέγκελ αποκαλεί στη Φιλοσοφία του Πνεύματος, που βρίσκεται στο τρίτο μέρος της
Εγκυκλοπαίδειας των φιλοσοφικών επιστημών, αντικειμενικό πνεύμα. Ωστόσο, η
ιστορικότητα καθώς και η ελευθερία δεν εξαντλούνται σ’ αυτό. Με τον ίδιο τρόπο
που μιλάμε για κοινωνική ιστορία, μπορούμε να μιλήσουμε και για ιστορία της
τέχνης, των θρησκειών, αλλά και της φιλοσοφίας· και με τον ίδιο τρόπο που μιλάμε
για κοινωνική ελευθερία, μπορούμε να μιλήσουμε για την ελευθερία της
καλλιτεχνικής δημιουργίας, της θρησκευτικής πίστης, αλλά και του φιλοσοφικού
στοχασμού. Όμως, σύμφωνα με το εγελιανό σύστημα της Εγκυκλοπαίδειας, αυτές οι
μορφές πνευματικής δημιουργίας δεν βρίσκονται στην ίδια σφαίρα με τις
προηγούμενες. Η ελευθερία δεν εξαντλείται στις αντικειμενικές μορφές της, αλλά
βρίσκει το πλήρες νόημά της στην τέχνη, τη θρησκεία και τη φιλοσοφία, δηλαδή σ’
αυτό που ο Χέγκελ ονομάζει απόλυτο πνεύμα.
Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τη διάκριση που κάνει ο Χέγκελ
ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο σφαίρες θα πρέπει πρώτα να εξετάσουμε τί εννοεί ο
Γερμανός φιλόσοφος με τον όρο «αντικειμενικό», καθώς η έννοια της
«αντικειμενικότητας» προσδιορίζει μια λογική κατηγορία η οποία, εξαιτίας των
τυπικών ιδιοτήτων της, βρίσκεται εξαρχής σε μια διαλεκτικά τεταμένη σχέση με τη
θεμελιώδη πρακτική κατηγορία της ελευθερίας. Οι έννοιες της ελευθερίας και του
δικαίου παραμένουν αναγκαστικά ελλιπώς καθορισμένες στη φιλοσοφία του δικαίου
(θεωρία του αντικειμενικού πνεύματος), ακριβώς επειδή εδώ πρόκειται μόνο για την
αντικειμενοποίηση της ελευθερίας. Σύμφωνα, με το λόγια του ίδιου του φιλοσόφου η
«ελευθερία» στο αντικειμενικό πνεύμα «είναι παρούσα ως εκδηλωμένη
αναγκαιότητα» [ΦτΠ, §484], ωστόσο αυτή η μορφή της είναι μόνο «an sich»,
αμεσότητα, ήτοι κάτι που εμφανίζεται με τη μορφή του αντικειμένου. Αυτό έχει ως
άμεσο αποτέλεσμα ότι η ελευθερία, υπό τη μορφή της ελεύθερης βούλησης,
βρίσκεται αντιμέτωπη με μια εξωτερική αντικειμενική πραγματικότητα την οποία
πρέπει να ξεπεράσει ώστε να μπορέσει να επιτελέσει τον σκοπό της, δηλαδή να
πραγματωθεί. Στην πραγματικότητα, στο πεδίο του αντικειμενικού πνεύματος, η
ελευθερία είναι ακόμα άμεση και εξωτερική, αφού σ’ αυτό το πεδίο μας απασχολεί
μόνο η «αντικειμενοποίησή» της. Αυτό γίνεται σαφές μόλις αποφύγει κανείς να πάρει
ως βάση μια τετριμμένη έννοια του αντικειμένου και αναφερθεί συγκεκριμένα στην
έννοια του αντικειμένου του Χέγκελ με την έννοια της Λογικής.
Σύμφωνα με τη θεωρία του ίδιου του Χέγκελ στη Λογική, η αντικειμενικότητα
είναι η τελεολογικά καθορισμένη πραγματικότητα. Αυτό σημαίνει ότι η
αντικειμενικότητα είναι το πεδίο των μέσων και των σκοπών. Με άλλα λόγια, αυτό
που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη σφαίρα είναι η τεχνική εφαρμογή, δηλαδή η
χρήση τεχνικών μέσων (τεχνικών αντικειμένων) ώστε να διαμορφωθεί ο εξωτερικός
κόσμος σύμφωνα με τις επιταγές του ορθού λόγου. Συνεπώς, αν μεταφέρουμε αυτή
την ιδέα στο πεδίο της πνευματικής σφαίρας, αυτό που προκύπτει είναι ότι στο
αντικειμενικό πνεύμα συναντάμε τον τρόπο με τον οποίο το πνεύμα διαμορφώνει την
πραγματικότητά του. Έτσι, ο εξωτερικός κόσμος τον οποίο βρίσκει απέναντί της η
ελεύθερη βούληση πρέπει να διαμορφωθεί με τέτοιο τρόπο ώστε η έννοια της
ελευθερίας να έχει νόημα. Υπό αυτό το πρίσμα, η έννοια του δικαίου (Κράτος, θεσμοί
κλπ.) στον Χέγκελ αποτελεί μια σειρά τεχνικών κοινωνικοποίησης (οικογένεια,
εκπαίδευση, ήθος) και διακυβέρνησης (θεσμοί, κυβέρνηση, Κράτος), μέσα από τους
οποίους το άτομο εμπεδώνει την ελευθερία του. Ως εκ τούτου, αυτό που χαρακτηρίζει
αυτές τις πνευματικές μορφές δεν είναι τόσο η κανονιστικότητα που τις διέπει, καθώς
δεν αποτελούν a priori μορφές δικαίου, αλλά η τεχνική τους διάσταση που τους
επιτρέπει να μετατραπούν σε μέσα για την πραγμάτωση της ελευθερίας. 2
2
Τόσο ο Robert Pippin (2008) όσο και ο Robert Brandom (1994, 1998) βλέπουν στο αντικειμενικό
πνεύμα τη συγκρότηση ενός πεδίου κανονιστικότητας. Πρέπει, ωστόσο να δούμε με ποιον τρόπο
παράγεται αυτή η κανονιστικότητα, αφού η εγελιανή σκέψη δεν βασίζεται σε a priori αρχές, ούτε σε
κατηγορικές προσταγές, όπως κάνει ο Καντ. Επιπλέον, θα πρέπει να εξετάσουμε, αν η έννοια του
κανόνα, μπορεί να εξαντλήσει το πεδίο του αντικειμενικού πνεύματος, από τη στιγμή που δεν
βρίσκουμε στο πλαίσιο αυτό μόνο το Κράτος (φιλοσοφία δικαίου), αλλά και θεμελιώδεις έννοιες όπως
Η μελέτη αυτής της διάστασης του αντικειμενικού πνεύματος μας επιτρέπει
πλέον να κατανοήσουμε για ποιο λόγο η ιστορία διέπεται από το λόγο. Η θεωρία του
Χέγκελ για έναν λόγο που διαπερνά την ιστορία δεν αποτελεί μια ad hoc λύση στο
πρόβλημα της ιστορικής ανασυγκρότησης της παγκόσμιας ιστορίας, η οποία έρχεται
να επιβεβαιώσει την ιδεολογία αλλά και την αισιοδοξία του αστικού κόσμου ότι το
νεωτερικό κράτος αποτελεί την απάντηση στο ζήτημα της ελευθερίας. Αντίθετα, αυτή
η διαδικασία εξηγεί το γεγονός ότι η μετατροπή της ελευθερίας σε αντικείμενο την
καθιστά διαχειρίσιμη κι έτσι αναδεικνύεται ο καθολικός, άρα και ο ορθολογικός της
χαρακτήρας.
Εντούτοις, η ιστορία δεν εξαντλείται στη σφαίρα του δικαίου. Ο Χέγκελ
ανακαλύπτει κι άλλες μορφές ελευθερίας, οι οποίες δεν καθορίζονται από αυτή την
εξωτερικότητα. Πράγματι, αν μεταφερθούμε στο πεδίο της τέχνης και της θρησκείας
(απόλυτο πνεύμα), βλέπουμε ότι η πνευματική δημιουργία δεν λειτουργεί ακριβώς με
τον ίδιο τρόπο. Η καλλιτεχνική πράξη δεν εξαντλείται στη χρήση μέσων για την
επίτευξη σκοπών, αλλά φαίνεται να ακολουθεί μια διαφορετική λογική καθώς,
σύμφωνα με τον Χέγκελ, το ωραίο είναι αυτοσκοπός· έχει λοιπόν τη μορφή μιας
«σκοπιμότητας χωρίς σκοπό», σύμφωνα με τον έναν από τους τέσσερις ορισμούς του
ωραίου που δίνει ο Καντ στην Κριτική της κριτικής δύναμης. Την ίδια όμως στιγμή, η
καλλιτεχνική δημιουργία έχει και μια αντικειμενική στιγμή, καθώς δεν είναι μόνο η
αντικειμενική μορφή του έργου τέχνης που βρίσκεται παρούσα μπροστά μας, αλλά
στα πλαίσια ενός κράτους έχουμε τη θέσμιση της καλλιτεχνικής δημιουργίας μέσα
από διάφορους θεσμούς, με προεξάρχων αυτόν του μουσείου. Η ίδρυση του μουσείου
αναδεικνύει την ιστορικότητα της καλλιτεχνικής δημιουργίας και διασφαλίζει
ταυτόχρονα την ελεύθερη πρόσβαση σε όλους τους πολίτες. Έτσι, με την ίδρυση του
μουσείου η τέχνη μπορεί να αποτελέσει πλέον αντικείμενο επιστημονικής έρευνας,
καθώς αποσυνδέεται από το πεδίο της ηθικότητας (Sittlichkeit) και της θρησκείας
(θεωρία για το τέλος της τέχνης).3
Από την άλλη πλευρά, η θρησκεία φαίνεται να ακολουθεί μια παρεμφερή
διαλεκτική κίνηση. Σύμφωνα με τον Χέγκελ, κάθε αληθινό θρησκευτικό αίσθημα

είναι τα ήθη, τα έθιμα, ο νόμος, η συνήθεια κλπ.


3
Η θέση του Χέγκελ για το τέλος της τέχνης, του Θεού και της ιστορίας είναι ευρέως γνωστή και
πολυσυζητημένη. Το ερώτημα που τίθεται λοιπόν είναι το εξής: Πώς γίνεται τρεις θάνατοι να
συγκροτούν το απόλυτο πνεύμα; Με ποιον τρόπο πρέπει να κατανοήσουμε αυτήν τη φαινομενικά
σκανδαλώδη θέση του Χέγκελ; Ποια είναι η έννοια αυτού του τέλους; Η απάντηση, όπως προκύπτει
από την ανάλυσή μας, πρέπει να αναζητηθεί στη λειτουργία της θέσμισης των μορφών του απόλυτου
πνεύματος.
προέρχεται εξολοκλήρου από την ηθική κοινότητα (Sittlichkeit) [Φιλοσοφία του
πνεύματος §552]. Με βάση αυτή τη θέση, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα ποια
είναι η σχέση ανάμεσα στο κράτος και τη θρησκεία, καθώς η κοινή τους μήτρα είναι
η κοινότητα του ήθους. Όπως και στην περίπτωση της τέχνης, έτσι κι εδώ η στιγμή
της θέσμισης παίζει κομβικό ρόλο,4 καθώς εξωτερικεύει την εσωτερική κίνηση της
πνευματικής διεργασίας. Υπό αυτό το πρίσμα μπορούμε έτσι να ερμηνεύσουμε
εναργέστερα τη σχέση του Κράτους και της Εκκλησιάς ή τη σχέση του Κράτους με
την καλλιτεχνική παραγωγή.5 Αυτή η εξαντικειμενίκευση του πνεύματος αποτελεί το
κλειδί για να εξεταστεί η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στις μορφές της ελευθερίας που
παρουσιάζονται στην Φιλοσοφία του Πνεύματος, καθώς και η ιστορικότητα που τις
διέπει.6

Βιβλιογραφία
Πηγές:
 Καντ, Κριτική της κριτικής δύναμης, μτφ. Κ. Ανδρουλιδάκης, Σμίλη, 2013.
 Χέγκελ, Ο Λόγος στην Ιστορία, μτφ. Π. Θανασάς, Μεταίχμιο, 2006.
 Επιστήμη της Λογικής, Η διδασκαλία της Έννοιας, μτφ. Δ.
Τζωρτζόπουλος Παπαζήσης, 2005.
 Βασικές κατευθύνσεις της Φιλοσοφίας του Δικαίου, μτφ. Στ.
Γιακουμής, Δωδώνη, 2004.
 Φιλοσοφία του Πνεύματος: Αντικειμενικό και απόλυτο πνεύμα, μτφ. Δ.
Τζωρτζόπουλος, Παπαζήσης, 2015.
Δευτερεύουσες πηγές:
4
Ποιος είναι ο ρόλος της θέσμισης (=αντικειμενοποίηση της ελευθερίας) στην παραγωγή του
απόλυτου πνεύματος; Πράγματι, το απόλυτο πνεύμα δεν είναι αποσυνδεδεμένο από την
πραγματικότητα, άρα ούτε από την ιστορικότητα. Όπως για την τέχνη έχουμε το μουσείο, για τη
θρησκεία έχουμε την Εκκλησία και για τη φιλοσοφία έχουμε το πανεπιστήμιο. Τί διακρίνει αυτές τις
μορφές θέσμισης από αυτές που βρίσκονται στο αντικειμενικό πνεύμα; Γιατί η ελευθερία που
βρίσκεται σε αυτές είναι πιο ολοκληρωμένη, δηλαδή πιο κοντά στην έννοιά της;
5
Στο ίδιο μήκος κύματος, το ζήτημα που τίθεται παραδοσιακά είναι η σχέση του ατόμου με την
κοινωνία. Ωστόσο, στον Χέγκελ προστίθεται ένας τρίτος όρος: άτομο-κοινωνία-ιδέες. Αυτοί οι τρεις
όροι αλληλοεπιδρούν και κάθε φορά παράγουν ένα διαφορετικό αποτέλεσμα. Θα πρέπει να
διερευνήσουμε λοιπόν τον τρόπο με τον οποίο σχετίζονται. Η σύνδεσή τους αφορά το σύνολο της
Φιλοσοφίας του Πνεύματος. Μόνο όταν γίνει εναργής η σχέση ανάμεσα στα ήθη, το Κράτος και τη
θρησκεία, μπορούμε να κατανοήσουμε την εγελιανή θέση για τη σχέση Κράτους-Εκκλησίας [ΦτΠ
§552], για παράδειγμα.
6
Σύμφωνα με τον Χέγκελ, το απόλυτο πνεύμα αποτελεί την ολοκλήρωση της πορείας εξέλιξής του·
συνειδητοποιεί ότι ήταν ήδη πάντοτε ελεύθερο, ήτοι αυτοσχεσία. Ωστόσο, ακόμα και στη σφαίρα του
απολύτου πνεύματος δεν λείπει η στιγμή της εξωτερικότητας. Το έργο τέχνης, για παράδειγμα, είναι η
εξωτερική έκφραση της ιδέας του ωραίου. Συνεπώς, πώς γίνεται κάτι εξωτερικό να είναι ταυτόχρονα
απόλυτο;
 Brandom, R. (1994), Making it Explicit: Reasoning, Representing and
Discursive Commitment, Cambridge, Harvard University Press.
 (1998), “Actions, Norms and Practical Reason,” Philosophical
Perspectives, vol. 12, pp. 1-13.
 Pippin, R. (1989), Hegel’s Idealism: The Satisfactions of Self-Consciousness,
Cambridge: Cambridge University Press.
 (2008), Hegel’s Practical Philosophy. Rational Agency as Ethical
Life, Cambridge University Press.

You might also like