Professional Documents
Culture Documents
Το Αγροτικό Ζήτημα ΙΙ- Η Μεγάλη Γαιοκτησία
Το Αγροτικό Ζήτημα ΙΙ- Η Μεγάλη Γαιοκτησία
Περίληψη
Στο κεφάλαιο αυτό αναλύονται οι επιπτώσεις της προσάρτησης της Θεσσαλίας (1881) στις γαιοκτητικές σχέσεις
της περιοχής, καθώς και στη συνολική εξέλιξη του αγροτικού ζητήματος στην Ελλάδα. Η δημιουργία των
τσιφλικιών είχε δραματικές συνέπειες για τους Θεσσαλούς καλλιεργητές, οι οποίοι έπαψαν πλέον να
απολαμβάνουν τα προνόμια που τους παρείχε το Οθωμανικό δίκαιο και μετατράπηκαν σταδιακά σε απλούς
αγρομισθωτές. Η σύγκρουση τσιφλικούχων-κολίγων συγκλόνισε την κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας στην
περίοδο 1881-1910 και σηματοδότησε μια νέα πολιτική του ελληνικού κράτους (και ιδιαιτέρως των κυβερνήσεων
του Χ. Τρικούπη) απέναντι στη μεγάλη ιδιοκτησία, το οποίο υπό την πίεση των νέων γαιοκτημόνων και μεγάλων
κεφαλαιούχων του εξωτερικού έκανε τα πάντα προκειμένου να προστατεύσει την μεγάλη έγγειο ιδιοκτησία των
τσιφλικιών. Στο συμπερασματικό μέρος, επισημαίνονται οι αρνητικές συνέπειες του θεσσαλικού ζητήματος για την
εθνική οικονομία συνολικά, οι οποίες σε συνδυασμό με την σταφιδική κρίση του τέλους του 19ου αιώνα οδήγησαν
σε αποτελμάτωση τη γεωργική παραγωγή και το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα, μεταθέτοντας την οριστική επίλυσή
του για την περίοδο του Μεσοπολέμου.
Λέξεις-Κλειδιά
4.1 Εισαγωγικά
Η κρίση του Ανατολικού Ζητήματος στα 1875-78 επιτάχυνε με γρήγορο ρυθμό τις εξελίξεις στα Βαλκάνια. Η
αγροτική εξέγερση στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη το καλοκαίρι του 1875 κατά των μουσουλμάνων γαιοκτημόνων και
η βουλγαρική εξέγερση τον Απρίλιο του 1876 οδήγησαν στη σύρραξη Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
και στη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου τον Μάρτιο του 1878, η οποία προέβλεπε μεταξύ των άλλων την
ανεξαρτησία της Σερβίας και της Ρουμανίας και τη δημιουργία ανεξάρτητου βουλγαρικού κράτους. Το
ενδεχόμενο μιας μεγάλης Βουλγαρίας υπό ρωσική επιρροή αλλά και η προοπτική μιας μονομερούς συνολικής
ρύθμισης του Ανατολικού Ζητήματος προς όφελος της Ρωσίας θορύβησαν την Αυστροουγγαρία και τη Μεγάλη
Βρετανία, οι οποίες απαίτησαν και πέτυχαν μια περισσότερο «ισορροπημένη» ρύθμιση του Ανατολικού
Ζητήματος στο Συνέδριο του Βερολίνου (Ιούνιος 1878). Η Ελλάδα, προ των ανακατατάξεων που επέκειντο στα
Βαλκάνια, είχε προσπαθήσει να γίνει μέτοχος των εξελίξεων εγκαταλείποντας την πολιτική καλής γειτονίας με
την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αν και η εισβολή του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλία στις αρχές του 1878
κατέληξε σε φιάσκο, οι διπλωματικές εξελίξεις μετά το Συνέδριο του Βερολίνου γίνονταν ολοένα και πιo
συμβατές με τις απαιτήσεις του ελληνικού βασιλείου: Οι πιέσεις προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία στη
Διάσκεψη των Πρεσβευτών των Μεγάλων Δυνάμεων τον Φεβρουάριο του 1881 στην Κωνσταντινούπολη
υπήρξαν αφόρητες για εδαφικές παραχωρήσεις προς την Ελλάδα. Για τη δημιουργία εντυπώσεων συνδιαλλαγής
και με τη σιγουριά ότι η ελληνική πλευρά ενεργώντας μαξιμαλιστικά θα απέρριπτε τις παραχωρήσεις της, η
Υψηλή Πύλη έπαιξε το τελευταίο της χαρτί: Πρότεινε στη διάσκεψη την παραχώρηση ολόκληρης σχεδόν της
Θεσσαλίας (εκτός ενός μικρού τμήματος στην περιοχή της Ελασσόνας) και της περιοχής της Άρτας στην
Ήπειρο: «Ταυτοχρόνως πάσαι αι ευρωπαϊκαί κυβερνήσεις συνεβούλευον τον Κουμουνδούροον ν’ αποδεχθή την
γραμμήν ταύτην ήν ήθελεν αποσύρει η Τουρκία εν περιπτώσει αρνήσεως αυτού. Ο Κουμουνδούρος ζυγίσας τας
περιστάσεις, κατανοήσας ότι παρά μεν των δυνάμεων ουδέν πλειότερον ηδύνατο να αναμένη, απεδέχετο την
γραμμήν την 31 Μαρτίου. Η Πύλη ήτις παρέσχε πλείονα επ’ ελπίδι της απορρίψεως αυτών υπό της Ελλάδος,
αιτούσης ολόκληρον την γραμμήν την χαραχθείσαν υπό της Βερολινείου Συνδιασκέψεως, εκούσα άκουσα
ηναγκάσθη να εκπληρώσει την υποχρέωσιν ταύτην». (Βλ. Κυριακίδης Επ., «Η Προσάρτησις της Θεσσαλίας»,
περιοδικό ΗΩΣ, Αφιέρωμα στη Θεσσαλία, Αθήνα 1966, σελ. 85).
Η ταχύτητα των εξελίξεων και ο «τελεσιγραφικός» χαρακτήρας των αποφάσεων που έπρεπε να
ληφθούν, είχαν σημαντικές συνέπειες στην κατάρτιση της ελληνοτουρκικής σύμβασης προσάρτησης που
υπογράφτηκε τον Ιούνιο του 1881, ιδιαίτερα σε ότι αφορά στον τρόπο διευθέτησης των περιουσιών των
Οθωμανών υπηκόων στην Θεσσαλία. Η επιμονή της οθωμανικής πλευράς να διασφαλίσει τους Οθωμανούς
δικαιούχους επέβαλε τελικά τον σεβασμό όσων δικαιωμάτων απέρρεαν από νόμιμους οθωμανικούς τίτλους και
οδήγησε στην πλήρη αναγνώριση του γαιοκτητικού καθεστώτος της Θεσσαλίας, όπως αυτό είχε ήδη
διαμορφωθεί από την εποχή του Αλή Πασά και των γιών του. Το γεγονός αυτό, όπως θα αναλύσουμε παρακάτω,
θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη των σχέσεων γαιοκτησίας αλλά και των κοινωνικών
συγκρούσεων του θεσσαλικού χώρου μετά την προσάρτησή του στην Ελλάδα. Στις 31 Αυγούστου 1881 ο
ελληνικός στρατός εφαρμόζοντας τη Συνθήκη Προσάρτησης απελευθέρωσε τη Λάρισα. Δυο εβδομάδες
αργότερα η εφημερίδα της πόλης Αστήρ της Θεσσαλίας στο κύριο άρθρο της με τίτλο “Το αγροτικό ζήτημα”
σημείωνε τα εξής: “Και ενταύθα ήρξαντο να αναφαίνονται εκ μέρους των χωρικών αναρχικαί τάσεις˙
παραπειθόμενοι οι απλοϊκοί ούτοι άνθρωποι υπό δημαγωγών τινων επιδιωκόντων πολιτικούς σκοπούς και
χρηματικά συμφέροντα, αρνούνται να τηρήσωσι τα κεκανονισμένα και να πληρώσωσι ως καλλιεργηταί εις τους
γαιοκτήμονας το ανήκον εις αυτούς ίμορον. […] Οφείλει λοιπόν η ελληνική κυβέρνηση ίνα διατάξη τους
βασιλικούς επιτρόπους και τας στρατιωτικάς αρχάς ίνα υποστηρίξωσι δι’ όλων αυτών των μέσων τα δίκαια των
ιδιοκτητών και υποχρεώσωσι τους χωρικούς ίνα και εφέτος αποδώσωσι το συμπεφωνημένον ίμορον.” (Βλ.
Εφημερίς Αστήρ της Θεσσαλίας, Λάρισα, 15/9/1881).
Πρόκειται για την απαρχή του περίφημου “Θεσσαλικού Ζητήματος”, που για περισσότερο από
τέσσερις δεκαετίες θα αποτελέσει κεντρικό σημείο αναφοράς στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας,
αλλά και επίκεντρο μιας οξύτατης κοινωνικής σύγκρουσης μεταξύ τσιφλικούχων και κολίγων, με
αποκορύφωμα την εξέγερση στο Κιλελέρ τον Μάρτιο του 1910 και την «μακρά πορεία» προς την επίλυσή του
το 1923.
4.5 Η αναπόφευκτη σύγκρουση: Η πορεία προς την εξέγερση του Κιλελέρ (1910)
Παρά την ύφεση που διαπιστώθηκε στους αγροτικούς αγώνες μετά το 1885, τα επεισόδια και οι συγκρούσεις
ανάμεσα στους κολίγους, τους επιστάτες των τσιφλικιών και τη χωροφυλακή δεν έλειψαν σχεδόν ποτέ από την
ημερήσια διάταξη του θεσσαλικού κάμπου. Μετά το 1895 μάλιστα, εξαιτίας της διαρκούς επιδείνωσης της
θέσης του αγροτικού πληθυσμού τα περιστατικά αυτά εντείνονται και πυκνώνουν. Έτσι, φαίνεται ότι σε όλη τη
διάρκεια της περιόδου 1881-1900 η αντίσταση των κολίγων κατά της καταπάτησης των δικαιωμάτων τους
υπήρξε έντονη και συνεχής. Το στοιχείο αυτό προσέδωσε συνέχεια στον αγώνα τους, ο οποίος
αυτοτροφοδοτούνταν από τα συνεχή έκτακτα γεγονότα που επιδείνωναν τη θέση τους (καταστροφή της
γεωργικής παραγωγής κατά τον “άτυχο” πόλεμο του 1897, κακές σοδειές, πλημμύρες, κλπ), καθώς και από την
ασυδοσία των γαιοκτημόνων που είχε κάνει τους χωρικούς “προθύμους δέκτας ενός επαναστατικού
ευαγγελίου”. (Μπούσδρας Δ., Η απελευθέρωσις των σκλάβων αγροτών, Αθήνα 1951, σελ. 2).
Τον αγώνα τους, που σταδιακά έλαβε τη μορφή κινήματος για τη διανομή της γης, ενίσχυε και το
γεγονός ότι οι ίδιοι είχαν κρατήσει ζωντανές τις μνήμες για τα δικαιώματα που απολάμβαναν και τη συνείδηση
ιδιοκτήτη που είχαν ήδη αναπτύξει, από την περίοδο πριν το 1881. Αυτό, άλλωστε, υπογράμμιζε και η άρνησή
τους να υπογράψουν μισθωτήρια συμβόλαια, το γεγονός, δηλαδή, ότι δεν ήταν διατεθειμένοι να παραιτηθούν
από τις ιδιοκτησιακές βλέψεις τους για τη γη που καλλιεργούσαν από γενιά σε γενιά. Η διανομή της γης
αποτέλεσε και το κύριο αίτημα των γεωργικών συλλόγων που από τις αρχές του 20ού αιώνα άρχισαν να
ιδρύονται στη Θεσσαλία: το 1904 ιδρύθηκε ο “Θεσσαλικός Γεωργικός Σύλλογος” στη Λάρισα, το 1906 ο
“Γεωργικός Σύνδεσμος Τρικκάλων” και το 1909 ο “Γεωργικός Πεδινός Σύνδεσμος προς εμψύχωσιν της
γεωργίας” στην Καρδίτσα (ο οποίος διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στα γεγονότα του 1909-1910 και στην εξέγερση
του Κιλελέρ), με πρόεδρο τον δικηγόρο Δημήτριο Μπούσδρα. Η ίδρυση στην Αθήνα το 1907 Πανθεσσαλικού
Συλλόγου υπό την επωνυμία «Κοινόν των Θεσσαλών» με πρώτο πρόεδρο τον βουλευτή Γ. Φιλάρετο συνέβαλε
επίσης αποφασιστικά στη δημοσιοποίηση και ζύμωση των αιτημάτων του αγροτικού κινήματος στους κύκλους
των νέων αστικών στρωμάτων και των διανοούμενων της πρωτεύουσας. Τέλος, η ίδρυση στα τέλη του 1900
του “Μετοχικού Γεωργικού Ταμείου” στον Αλμυρό του Βόλου, του πρώτου, δηλαδή, σύγχρονου αγροτικού
συνεταιρισμού, αν και δεν είχε άμεση σχέση με το ζήτημα των τσιφλικιών, ήταν ασφαλώς ενδεικτική της
περιρρέουσας ατμόσφαιρας και της κινητικότητας γύρω από το αγροτικό ζήτημα που επικρατούσε στον
Θεσσαλικό κάμπο στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Σημαντική ήταν η συμπαράσταση που εύρισκαν τόσο
από συλλόγους, σωματεία και ενώσεις (για παράδειγμα ο Εμπορικός Σύλλογος Βόλου είχε ταχθεί υπέρ της
απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών και της διανομής τους στους αγρότες), όσο και από προσωπικότητες του
αστικού χώρου (διανοούμενους, επαγγελματίες, δικηγόρους, δημοσιογράφους των θεσσαλικών πόλεων). Από
τα τέλη του 19ου αιώνα ο αγώνας τους στηριζόταν πλέον ανοιχτά και από τις σημαντικότερες εφημερίδες της
Θεσσαλίας, οι οποίες απηχούσαν την κοινή γνώμη της περιοχής. Ο Βόλος, με την Πανθεσσαλική και το “Κόμμα
Φιλελευθέρων εν Θεσσαλία” του δικηγόρου και δημοσιογράφου Σοφοκλή Τριανταφυλλίδη (ιδιαίτερη αίσθηση
είχε προκαλέσει στο Πανελλήνιο η αγόρευση του Τριανταφυλλίδη στο Α’ Γεωργικό Συνέδριο του Ναυπλίου
με τίτλο «Η γη ανήκει εις τους καλλιεργητάς»), αλλά και τις πρώτες εκδηλώσεις του αναδυόμενου εργατικού
κινήματος, γίνεται τώρα το ιδεολογικό κέντρο του αγώνα για την αποκατάσταση των κολίγων: «[…] και αληθώς
εφ’ όσον υπάρχουσι τα τσιφλίκια και καλλιεργούνται υπό ακτημόνων γεωργών, μισούντων τους ιδιοκτήτας και
ουδέν εχόντων συμφέρον προς βελτίωσιν της γης και της καλλιεργείας, ούτε η θεσσαλική παραγωγή είναι δυνατόν
να προαχθή σοβαρώς, ούτε η αθλιότης και κακοδαιμονία των κατοίκων να εκλείψη. Διότι άμεσον αποτέλεσμα της
καταστάσεως ταύτης είναι η οκνηρία και η νωθρότης των γεωργικών οικογενειών, αίτινες όχι μόνον αποφεύγουσι
πάσαν γνώσιν τείνουσαν εις βελτίωσιν της τέχνης αυτών αλλά εκτελούσι τα γεωργικά εν τοις τσιφλικίοις ως έργα
αναγκαστικά». (Βλ. εφ. Πανθεσσαλική, 8 Σεπτεμβρίου 1901). Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ακόμη και οι
συντηρητικές τοπικές εφημερίδες θεωρούσαν υποχρέωσή τους να συνηγορήσουν και αυτές υπέρ της διανομής
της γης στους ακτήμονες κολίγους. Βλ. Αρσενίου Λ., Το έπος των Θεσσαλών…, ό. π., σελ. 165. Επίσης
χαρακτηριστική της απήχησης των αγροτικών αιτημάτων στα αστικά στρώματα της Θεσσαλίας αποτελεί η
περίπτωση του γιατρού, πρώην δημάρχου Βόλου και πρώην βουλευτή Μαγνησίας, Ν. Γεωργιάδη, ο οποίος
θεωρούσε την επίλυση του αγροτικού ζητήματος στη Θεσσαλία ως απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη
και τον μετασχηματισμό όχι μόνο της Θεσσαλίας αλλά της ελληνικής κοινωνίας συνολικά: «Η επίλυσις του
καλουμένου αγροτικού ζητήματος της Θεσσαλίας παρίσταται ούτω, όχι πλέον ως μεταρρύθμισις κοινωνιστική,
αλλ’ ως επιτακτική οικονομική ανάγκη, όχι μόνον της Θεσσαλίας, αλλ’ αμέσου επιρροής εφ’ όλης της Ελλάδος».
(Γεωργιάδης Ν., Θεσσαλία, όπ.π., σελ. θ’).
Στη νέα του φάση το αγροτικό κίνημα ισχυροποιείται, αποκτά κοινωνικούς συμμάχους και αλλάζει
μορφή και περιεχόμενο. Δεν αρκείται πλέον στις περιστασιακές συγκρούσεις με την επιστασία και τη
χωροφυλακή στην ύπαιθρο όπως στη δεκαετία του 1880. Υιοθετεί νέες, σύγχρονες μορφές πάλης για τη
διεκδίκηση των αιτημάτων του, όπως οι μαζικές κινητοποιήσεις και τα συλλαλητήρια στις μεγάλες πόλεις της
Θεσσαλίας, που καταλήγουν στη διατύπωση ψηφισμάτων προς τη Βουλή, την Κυβέρνηση και το Βασιλιά. Το
κέντρο βάρος του αγροτικού κινήματος μετατίθεται πλέον από την ύπαιθρο της Δυτικής Θεσσαλίας στα αστικά
κυρίως κέντρα της Ανατολικής Θεσσαλίας. Έτσι, προοδευτικά, η αντίσταση των κολίγων κατά των εξώσεων
και των λοιπών αυθαιρεσιών των τσιφλικούχων διευρύνθηκε και από απλή αγροτική διαμαρτυρία μετατράπηκε
σε κίνημα πανθεσσαλικού χαρακτήρα με πλατιά κοινωνική βάση και ισχυρή υποστήριξη από τα αστικά κέντρα
και με κεντρικό αίτημα τη διανομή της γης στους καλλιεργητές της. Χαρακτηριστικός της νέας τακτικής του
αγροτικού κινήματος είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε το νομοσχέδιο «Περί μορτής» που κατέθεσε
στη Βουλή η κυβέρνηση Θεοτόκη το φθινόπωρο του 1906. Το νομοσχέδιο απορρίφθηκε από τον αγροτικό
κόσμο και τις υποστηρικτές του, αφού οι ανεπαίσθητες αλλαγές που επέφερε δεν έθιγαν σε καμία περίπτωση
το καθεστώς της απόλυτης κυριότητας των κτημάτων από τους τσιφλικούχους. Ο Σοφοκλής Τριανταφυλλίδης,
προκειμένου να αντικρούσει τις διατάξεις του νομοσχεδίου δημοσίευσε το έργο του Οι κολλίγοι της Θεσσαλίας.
Μελέτη περί μορτής, ενώ ανάλογα άρθρα γραμμένα από φιλοαγροτιστές δημοσιεύτηκαν στο θεσσαλικό και τον
αθηναϊκό τύπο. Ακόμη, ο νεοσυσταθείς Γεωργικός Σύνδεσμος Τρικάλων υπέβαλλε στη Βουλή ένα πολυσέλιδο,
λεπτομερειακό και εμπεριστατωμένο υπόμνημα, καταθέτοντας τις θέσεις του αγροτικού κινήματος και
ζητώντας την άμεση απόσυρσή του. Παράλληλα, έγιναν και συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας σε πόλεις και χωριά
της Θεσσαλίας εναντίον του συγκεκριμένου νομοσχεδίου. Τελικά το νομοσχέδιο αποσύρθηκε αφού και οι
τσιφλικούχοι εναντιώθηκαν τελικά σε αυτό, η σύγκρουση όμως γύρω από την ψήφισή του ανέδειξε το γεγονός
ότι οι ακτήμονες της Θεσσαλίας δεν ήταν πλέον μόνοι τους στον αγώνα τους κατά της μεγάλης γαιοκτησίας.
Είχαν στο πλευρό τους εκπροσώπους των αστικών στρωμάτων και διανοούμενους, οι οποίοι διαμόρφωναν το
ιδεολογικό πλαίσιο του αγροτικού κινήματος και καθόριζαν τα ζητήματα της τακτικής και του συντονισμού
του.
Από τις αρχές του 20ού αιώνα, μάλιστα, ο αγώνας για τη διανομή των τσιφλικιών στρέφεται και
εναντίον του κράτους, που σύμφωνα με τον Τριανταφυλλίδη είχε γίνει στο μεταξύ ο μεγαλύτερος γαιοκτήμονας
στη Θεσσαλία. Περισσότερα από 500.000 στρέμματα από τα τσιφλίκια των Ζάππα, Στεφάνοβικ, Ζαρίφη είχαν
περιέλθει στο δημόσιο, είτε ως κληροδοτήματα μετά τον θάνατο των ιδιοκτητών είτε με εξαγορά έναντι
χαμηλού τιμήματος. Αρχικά το κράτος τηρούσε παρελκυστική τακτική απέναντι στο αίτημα για τη διανομή
τους, αναθέτοντας τη εκμετάλλευσή τους σε κατά τόπους επιτροπές διαχείρισης. Ο μηχανισμός ιδιοποίησης και
σφετερισμού της κρατικής γης που δημιουργήθηκε από επιστάτες, ενοικιαστές, καταπατητές, διοικητικούς και
δικαστικούς υπαλλήλους αποδείχθηκε εξίσου ληστρικός με τους ιδιώτες τσιφλικάδες, οξύνοντας περαιτέρω τις
αντιθέσεις. Το αγροτικό κίνημα με κινητοποιήσεις και υπομνήματα ενέτεινε περαιτέρω τις πιέσεις του για τη
διανομή των κτημάτων, ιδιαίτερα των Στεφανοβίκειων, η παραχώρηση των οποίων προς το Δημόσιο είχε
κυρωθεί από τη Βουλή ήδη από το 1902. Οι εξελίξεις επιταχύνθηκαν λόγω της ανάγκης που δημιουργήθηκε
για την εγκατάσταση των ομογενών προσφύγων της Ανατολικής Ρωμυλίας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας
που κατέφυγαν στην Ελλάδα το 1906, εξαιτίας των διωγμών που υπέστησαν. Τον Απρίλιο του 1907 ιδρύθηκε
το “Θεσσαλικό Γεωργικό Ταμείο” με στόχο την ολοκλήρωση των εξαγορών (στις οποίες είχαν προστεθεί και τα
τσιφλίκια Τοπάλη, Καρτάλη-Μπαλτατζή και Καλογριανά), την εκκαθάριση των κτημάτων και την διανομή
τους στους δικαιούχους. Σε αυτούς συμπεριελήφθησαν, εκτός των 3.194 προσφυγικών οικογενειών και 1.510
οικογένειες κολίγων που κατοικούσαν για πολλές γενιές στα κτήματα αυτά και κατόρθωσαν να κατοχυρώσουν
τις μικροϊδιοκτησίες τους έναντι χαμηλού τιμήματος. Μέχρι το 1911 άλλες 3.000 οικογένειες επίμορτων
καλλιεργητών εγκαταστάθηκαν στα κτήματα Ζάππα, Μουφήτ Βέη, Νεκή Πασά, κλπ., που εξαγοράστηκαν από
το δημόσιο. «[…] Ως εκ τούτου παρέστη ανάγκη να ληφθούν συστηματικά μέτρα, τα οποία συνεδυάσθησαν και με
την αποκατάστασιν των κολλήγων που ευρίσκοντο εις τα κτήματα, τα οποία εχρησιμοποιήθησαν δια την
εγκατάστασιν των εκ Βουλγαρίας προσφύγων. Ούτω τα πρώτα αποτελεσματικά μέτρα προς αποκατάστασιν
κολλήγων συνδέονται με την εγκατάστασιν ομοεθνών προσφύγων». Βλ. Παπαναστασίου Αλεξ., «Πρόλογος..»
σελ. στ’. Στη δεύτερη περίπτωση, μέχρι τον Απρίλιο του 1911 «είχον αποκατασταθεί δι’ αυτού εις τους
μεσογείους και παραθαλασσίους συνοικισμούς των Στεφανοβικείων αγροκτημάτων, των Καλογρηανών, των
αγροκτημάτων Τοπάλη, Καρτάλη και Μπαλτατζή ως και επί των λεγομένων ‘εθνικών λιβαδίων’ 4.704
οικογένειαι, εκ των οποίων […] 1.510 εντόπιαι οικογένειαι και 3.194 προσφυγικαί[…] Δεδομένου ότι ο
εποικισμός εξηκολούθησε και μετά το 1911 επί των βραδύτερον κτηθέντων αγροκτημάτων Ζάππα, Μουφήτ βέη,
Νεκή πασά κτλ., επ’ αυτών δε απεκαταστάθησαν περί τας 3.000 οικογενείας εντοπίων επιμόρτων καλλιεργητών,
φθάνομεν εις συνολικόν αριθμόν εποικισθέντων δια του Θεσσαλικού Γεωργικού Ταμείου περίπου 7.700 εντοπίων
και προσφυγικών οικογενειών». (Βλ. την έκθεση του τότε Διευθυντή του Ταμείου Ι. Παναγιωτόπουλου προς το
Υπουργείο Οικονομικών (1911), όπως αναπαράγεται στο Στεφανίδης Δ., Αγροτική Πολιτική… Τόμ. Αˊ, σελ.
248).
Επρόκειτο για μια σημαντική εξέλιξη, που λειτούργησε παραδειγματικά για τον λοιπό αγροτικό
πληθυσμό και ενίσχυσε ακόμα περισσότερο τον αγώνα τους για την ολοκληρωτική διανομή των τσιφλικιών.
Ωστόσο, η εξέλιξη αυτή απείχε ακόμη πολύ από την οριστική επίλυση του θεσσαλικού ζητήματος, όπως
ισχυρίστηκε από το βήμα της Βουλής ο τότε πρωθυπουργός Γ. Θεοτόκης. Αντίθετα τα επεισόδια και οι
συγκρούσεις εξακολουθούσαν να αποτελούν καθημερινό φαινόμενο στον Θεσσαλικό κάμπο. Το 1906, είκοσι
πέντε χρόνια μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας, διαβάζουμε σε εφημερίδα του Βόλου: «Εξώσεις έγιναν
πάρα πολλές. Επίσης ερημώσεις χωριών με την αυθαίρετη βούληση κτηματοδεσποτών […] Πολλές εκατοντάδες
από τους εξωσθέντες έμειναν άστεγοι μέσα στο χειμώνα, για να ικανοποιηθεί έτσι η φιλανθρωπία και η ευσπλαχνία
των διωκτών, οι οποίοι πέτυχαν με την απάνθρωπη εκβίαση την πλήρη υποταγή των καλλιεργητών που γύρισαν
και την επαίσχυντη υποδούλωσή τους». (Βλ. εφ. Θεσσαλία 29-30 Νοεμβρίου 1906). Σύμφωνα με τον συντάκτη
της εφημερίδας «πολλοί εγκαταλείποντας τα αδύνατα μέλη της οικογένειας πηγαίνουν στην Αμερική και αλλού,
άλλοι που δεν ανέχονταν τον εξευτελισμό των υποδουλωθέντων και δεν μπόρεσαν να εξοικονομήσουν τα ναύλα
για την Αμερική, έπιασαν τα βουνά και προτίμησαν λίγη, αλλά υποφερτή ζωή». Την ίδια χρονιά ο Σ.
Τριανταφυλλίδης μας πληροφορεί ότι οι κολίγοι στις κοινότητες Νεοχωρίου, Παλαμά, Λασποχωρίου, Ζάρκου
και Γριζάνου δεν είχαν δεχτεί ακόμη να υπογράψουν συμβόλαια. “Υπάρχουν πολλοί έτι οι ανθιστάμενοι”,
προσθέτει, περιγράφοντας το κλίμα της κοινωνικής αναταραχής που εξακολουθεί να κυριαρχεί στη Θεσσαλία
και κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα: “Όσοι κατοικούν την Θεσσαλίαν ενθυμούνται ότι προ ολίγων
μηνών εις τα χωρία της επαρχίας Λαρίσσης, Λασποχωρίου, κλπ, αιματηραί διεδραματίσθησαν σκηναί μεταξύ των
κολλίγων και των ενόπλων μισθοφόρων του ιδιοκτήτου κ. Χαλκιόπουλου. Προ ολίγων ακόμη μηνών άλλαι σκηναί
επηκολούθησαν εις το χωρίον Γκερλί. Εις δε την επαρχίαν Καρδίτσης δεν παρέρχεται μην χωρίς να μη εξεγερθώσι
κατά των ιδιοκτητών και ενοικιαστών των τσιφλικιών οι κολλίγοι αυτών, ανθιστάμενοι κατά νέων
ακρωτηριασμών των δικαιωμάτων των. Προ ενός και ημίσεος έτους οι χωρικοί του χωρίου Παλαμά ωδηγήθησαν
αγεληδόν εις την Καρδίτσαν υπό της ενόπλου δυνάμεως διότι δεν έστερξαν να ικανοποιήσωσι τας απαιτήσεις των
ιδιοκτητών κατά την συγκομιδήν του αραβοσίτου. Και εν γένει ελάχιστα είναι τα χωρία εις τα οποία βασιλεύει
ειρήνη μεταξύ κολλίγων και ιδιοκτητών.” (Βλ. Τριανταφυλλίδη Σ., Οι Κολλίγοι…, όπ.πρ., σελ. 66).Σε άλλες
περιοχές της Θεσσαλίας οι εξώσεις κολίγων από τα κτήματα πλήθαιναν, ενώ η δολοφονία του Μαρίνου Αντύπα,
τον ίδιο χρόνο πυροδοτούσε ακόμη περισσότερο την ατμόσφαιρα. Το καλοκαίρι του 1909 κοινοποιήθηκαν σε
ολόκληρα χωριά μαζικές αγωγές εξώσεων, πυροδοτώντας ανάλογες αντιδράσεις: «Τώρα, λοιπόν, υπό τα
απατηλά κηρύγματα της προστασίας των δικαίων του ατόμου και του πολίτου, οι κολλίγοι των θεσσαλικών
πεδιάδων αποβάλλονται, παρά τα πασίδηλα κεκτημένα δικαιώματα, ου μόνο από των γαιών, ας καλλιεργούσιν,
αλλά και από των καλυβών, εν αις προφυλάσσονται οπωσδήποτε από του ψύχους και των βροχών. Εκδιώκονται
οι κολλίγοι εκάστοτε. Αλλ’ ουδείς ερωτά αυτούς που θα ζητήσουν άσυλον, που θα στησωσι την καλύβην ή την
σκηνήν. Εις τους ιερούς ναούς; Όχι, διότι και τούτων την κυριότητα αξιούν οι τσιφλικούχοι. Εις τα νεκροταφεία;
Ποτέ! Διότι και αυτά εις τον αφέντην ανήκουσι!» Βλ. Χατζηγιάννης Δ., Το αγροτικόν πρόβλημα… όπ.πρ. σελ.
18. “Η υπομονή εξηντλήθη”, γράφει η Θεσσαλία του Βόλου και συμπληρώνει: “Απειλείται γενική εξέγερσις, αι
διαστάσεις και τα αποτελέσματα της οποίας θα είναι ανυπολόγιστα, εν η περιπτώσει ο εντός των ορίων της
νομιμοφροσύνης αρξάμενος αγών ούτος των γεωργών αποβή άγονος”. (Βλ. Εφ. Θεσσαλία, 14/11/1909).
Η δυναμική που απελευθέρωσε το Κίνημα στο Γουδί, θα ανατρέψει το σκηνικό και θα απελευθερώσει
την αγροτική διαμαρτυρία. Συσκέψεις, συγκεντρώσεις και συλλαλητήρια οργανώνονται στις μεγάλες πόλεις
αλλά και στα χωριά. Η Πανθεσσαλική επιτροπή, που στο μεταξύ συγκροτείται, επισκέπτεται στην Αθήνα τον
πρωθυπουργό Δραγούμη και τους πολιτικούς αρχηγούς, αλλά δεν λαμβάνει παρά αόριστες υποσχέσεις. Η
σύγκρουση έχει γίνει πλέον αναπόφευκτη…
Αγριαντώνη Χρ., Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα, Ιστορικό Αρχείο - Εμπορική
Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1986.
Alivisatos B., La Reforme Agraire en Grece au point de vue economique et sociale, Αθήνα 1939.
Αρσενίου Λ, Το έπος των Θεσσαλών αγροτών και οι εξεγέρσεις τους, Τρίκαλα 1994.
Αρώνη-Τσίχλη Κ., Αγροτικό Ζήτημα και Αγροτικό Κίνημα, Θεσσαλία 1881-1923, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2005.
Βαλαωρίτης Ι.Α., Ιστορία της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, Αθήναι 1902.
Βεργόπουλος Κ., Το Αγροτικό Ζήτημα στην Ελλάδα, Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, εκδ. Εξάντας,
Αθήνα 1975.
Γεωργιάδης Ν., Θεσσαλία, Βόλος 1894, επανέκδοση εκδ. ‘Ελλα, Λάρισα 1995.
Δερτιλής Γ., Ελληνική οικονομία και βιομηχανική επανάσταση 1830-1910, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-
Κομοτηνή 1984.
Ζωγράφος Γ. Χρ., Το αγροτικόν ζήτημα εν Θεσσαλία, Αθήνα 1911.
Καραβίδας Κ.Δ., Τα Αγροτικά, Αθήνα 1931, επανέκδοση εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1982.
Καραπάνος Κ., Η Δημοκοπία αγωνιζομένη να δημιουργήσει αγροτικόν ζήτημα εν Ηπείρω και Θεσσαλία, Αθήνα
1882, στο Ντοκουμέντα, πρόλογος Α. Πεπελάση, επανέκδοση ΑΤΕ, Αθήνα 1981.
Κατηφόρης Κ., «Η νομική άποψη του ζητήματος των τσιφλικιών στη Θεσσαλία και στην περιοχή της Άρτας»,
στο Πρακτικά του Ελληνογαλλικού Συνεδρίου Ο Αγροτικός Κόσμος στον Μεσογειακό χώρο, Αθήνα
1988, σελ. 521-531.
Κορδάτος Γ., Η αγροτική εξέγερση του Κιλελέρ, Αθήνα 1945.
Κορδάτος Γ., Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, Αθήνα 1959.
Κορδάτος Γ., Ιστορία του αγροτικού κινήματος στην Ελλάδα, εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα 1973.
Κυριακίδης Ε., «Η προσάρτησις της Θεσσαλίας», περιοδικό ΗΩΣ, Αφιέρωμα στη Θεσσαλία, 1966, σελ. 80-89.
Μουγογιάννης Γ., «Πτυχές του αγροτικού ζητήματος στη Θεσσαλία και μια ανέκδοτη μαρτυρία του Αλεξ.
Μέρου», περ. Αρχείον Θεσσαλικών Μελετών, τομ. Ζ΄, Βόλος 1985, σελ. 93-125.
Μπούσδρας Δ., Η απελευθέρωσις των σκλάβων αγροτών, Αθήνα 1951.
Νάκος Γ.Π., Το νομικό καθεστώς των τέως Δημόσιων Οθωμανικών Γαιών 1821-1912, Θεσσαλονίκη 1984.
Παγανέλης Σπ., Οδοιπορικαί Σημειώσεις, Αθήνα 1882.
Πατρώνης Β., «Μεγάλη γαιοκτησία και αγροτικό κίνημα: Η περίπτωση της Θεσσαλίας (1881-1923)» στο Α.
Μωϋσίδης (επιμ.), Το αγροτικό κίνημα στην Ελλάδα. Από τον 19ο αιώνα ως σήμερα, εκδ.
νήσος/Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, Αθήνα 2011, σελ. 57-100.
Πετμεζάς Σ., Η Ελληνική Αγροτική Οικονομία κατά τον 19ο αιώνα. Η περιφερειακή διάσταση, Πανεπιστημιακές
Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2003.
Πρόντζας Β., Οικονομία και γαιοκτησία στη Θεσσαλία (1881-1912), εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1982.
Ραδινός Γ.Κ., «Μελέτη περί του εν Θεσσαλία αγροτικού ζητήματος», εφ. Θεσσαλία, 13-17 Ιουλίου 1909.
Σίδερις Α., Η γεωργική πολιτική της Ελλάδος κατά την λήξασαν εκατονταετίαν (1833-1933), Αθήναι 1934.
Στεφανίδης Δ., Αγροτική Πολιτική, Τόμ. Αˊ, Γαιοκτησία και Γαιοκτητική Πολιτική, Υπουργείο Γεωργίας,
Αθήναι 1934.
Σφήκα-Θεοδοσίου Α., «Ο Χ. Τρικούπης και οι εθνικές γαίες», στο Ιστορικά τεύχ. 125 (ένθετο της εφ.
«Ελευθεροτυπία»), Το Αγροτικό Ζήτημα, 7 Μαρτίου 2002, σελ. 28-37.
Τριανταφυλλίδης Σ., Οι κολλίγοι της Θεσσαλίας, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 1974.
Τσιοβαρίδου Θ., «Η αλλαγή της δομής της γεωργίας μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας», Πρακτικά
Διεθνούς Ιστορικού Συμποσίου: Η τελευταία φάσις της Ανατολικής κρίσεως και ο Ελληνισμός 1878-
1881, Αθήναι 1983, σελ. 483-494.
Τσοποτός Δ.Κ., Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας κατά την Τουρκοκρατίαν, Α’ εκδ. Βόλος 1912, ανατύπωση εκδ.
Επικαιρότητα, Αθήνα 1974.
Χατζηγιάννης Δ.Α., Το αγροτικόν πρόβλημα της Θεσσαλίας. Γένεσις, ανέλιξις και λύσις αυτού, Αθήνα 1910.
Χιωτάκη Α., Η συμπεριφορά του τραπεζικού κεφαλαίου σε μια αγροτική οικονομία (τέλη ΙΘ΄ αιώνα). Η
περίπτωση της Τράπεζας Ηπειροθεσσαλίας στην Άρτα, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1994.
Ψύρρας Θ., Κιλελέρ. Στον ήλιο μοίρα. Από το ξεκίνημα του αγώνα ως την εξέγερση και την τελική λύση (1881-
1923), εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2010.
Εφημερίδες