Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 384

ΦΑΡΑΧ_Β_WEB.

indb 1 18-Sep-21 7:35:14 PM


Φ
Α
Ρ
Α
Χ
β΄
ISBN: 978-618-85484-4-2
ΦΑΡΑΧ_Β_WEB.indb 2 18-Sep-21 7:35:14 PM
Φ ΩΣ
Α Λ ΗΘΕΙΑ Σ
Ρ ΕΟΝ
Α ΠΟ
Χ ΡΙΣΤΟΥ
ΤΟΜ ΟΣ Β΄

Ελήφθησαν υπό Ιωάννη Σταματιάδη

ΕΣΩ╬ΕΡΙΚΟΣ ΧΡΙΣ╬ΙΑΝΙΣΜΟΣ
Συλλεκτική Έκδοση

Επιμέλεια Παρουσίασης: Αργύρης Δημητριάδης

Εκδόσεις: αναγνωστήριον

ΦΑΡΑΧ_Β_WEB.indb 3 18-Sep-21 7:35:14 PM


ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ

καθ’ υπαγόρευση: «Φ.Α.Ρ.Α.Χ.»


ΦΩΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΡΕΟΝ ΑΠΟ ΧΡΙΣΤΟΥ
Ελήφθησαν υπό Ιωάννη Σταματιάδη

Επιμέλεια Παρουσίασης:

1974 Διονύσιος Δώριζας

2021 Αργύρης Δημητριάδης

Τεχνική Επεξεργασία: Ιωάννης Κακουλίδης

Τεχνική Επιμέλεια: Ιωάννης Ψαρόμπας

2021, Eκδόσεις αναγνωστήριον


Δερβενίων 58, Αθήνα 106 81
Τηλ.: +30 211 1135222
anagnostirionbooks@gmail.com

ISBN: 978-618-85484-4-2

ΦΑΡΑΧ_Β_WEB.indb 4 18-Sep-21 7:35:14 PM


ΦΑΡΑΧ_Β_WEB.indb 5 18-Sep-21 7:35:14 PM
ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΟΝ

Με το σεβασμό μου και την Αγάπη μου,


Τιμώ και ευχαριστώ όλους εκείνους τους
Αδελφούς που με ποικίλους τρόπους
εκδήλωσαν την Προσφορά τους, τη
συμπαράστασή τους και τη συνεργασία
τους για την Επιμέλεια και Έκδοση του
βιβλίου αυτού.
Με Αγάπη
ΑΡΓΥΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ

ΦΑΡΑΧ_Β_WEB.indb 6 18-Sep-21 7:35:14 PM


ΤΙΤΛΟΙ ΒΙΒΛΙΩΝ
με επιμέλεια παρουσίασης του Αργύρη Δημητριάδη

ΜΑΘΗΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΜΑΘΗΤΕΙΑ ΣΤΗ


ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ
1991, 1998 1993

ΤΡΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΦΩΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ


ΕΝΑΣ ΝΟΜΟΣ ΡΕΟΝ ΑΠΟ ΧΡΙΣΤΟΥ
2021 ΤΟΜΟΣ A΄ (2021)

ΦΑΡΑΧ_Β_WEB.indb 7 18-Sep-21 7:35:15 PM


ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

Ἐγὼ Ὁδηγός Εἰμι τῶν ἐπιζητούντων Με. Τὸ Ἒλεός Μου ἐπὶ ­παντὶ
ἀνθρώ­πῳ ἐπέρχεται καὶ τὰς ψυχὰς καθαγιάζει τῶν εἰς Ἐμὲ κατα­
φευγόντων.
Ἐγὼ γέγονα τοῖς πᾶσι προσιτὸς καὶ οἱ πάντες πρός Με καταφευ-
γέτωσαν, ὡς ἐὰν ἐξεζήτησάν Με ἐν τῷ πόθῳ τῆς ψυχῆς αὐτῶν. Τὸ
Πνεῦμα Μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα πνεῖ καὶ τοὺς ὑπ’ Ἐμοῦ ἐκλεγέντας καθα-
γιάζει. Ἡ Σοφία τοῦ Κόσμου ἐν Ἐμοὶ κέκρυπται καὶ διὰ ταύτης τοὺς πτω-
χοὺς πολλάκις τῷ πνεύματι ἐμπνέων τοὺς σοφοὺς καθελῶ.
Ὀ ἐπιζητῶν Με ἀνευρίσκει Με καὶ ὁ Ποθῶν Με ἐναγκαλισθήσεταί Με
καὶ ὄψεταί Με, οὐ μόνον ἐν τῇ παρούσῃ ζωῇ, ἀλλ’ ἐν τῇ μελλούσῃ. Ἐπὶ
πάντα ἄνθρωπον προσέρχομαι καὶ διὰ τῶν ὑπ’ Ἐμοῦ πνευμάτων τὴν
τοῦ κόσμου βελτίωσιν ἐπιζητῶ.
Αἰῶνες διέρρευσαν καὶ ἡ ἀνθρωπότης ἐνωτισθεῖσα τῶν λόγων Μου
ἀπεμακρύνθη τῆς εὐθείας ὁδοῦ καὶ ἠκολούθησε τὴν ἀντίθετον τῆς Διδα-
σκαλίας Μου.
Ἀγάπην τῷ Κόσμῳ ἐδίδαξα καὶ οἱ τὸ ἔργον Μου ἐνωτισάμενοι καὶ ἀκο-
λουθοῦντες τὸ μῖσος ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν ἐξέθρεψαν. Τὴν ­Ἀ λήθειαν
ἐπεζήτησα καὶ τὸ ψεῦδος ἐνεκόλαψαν ἐν τοῖς τύρβοις τῆς ζωῆς καὶ ἐπι-
δόσεσιν αὐτῶν. Τὴν Εἰρήνην τοῦ κόσμου ἐκήρυξα καὶ τὸν πόλεμον ἠκου-
λούθησαν ὡς μέσον τῆς ἐπικρατήσεως τῶν ἰσχυρῶν.
Ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν τὸ Πνεῦμα Μου ἐκπορεύεται καὶ ἐμπνέει τοὺς δυ-
ναμένους νὰ φέρωσι τὸ ἀληθινὸν Φῶς εἰς τὴν ἀνθρωπότητα. Οἱ φορεῖς
οὗτοι τοῦ Πνεύματός Μου ἐμπνεόμενοι τὴν Νέαν Διδαχήν Μου, τὴν τοῦ
κόσμου σωτηρίαν ἐπιδιώξουσι καὶ ταύτην ἐπενέγκουσι.
Ἐν μέσῳ ὑμῶν πρὸ μακροῦ χρόνου ἱστάμενος καὶ τὰ βήματα ὑμῶν
καθοδηγῶν ἐπιζητῶ, ἵνα τοῦ Ἔργου Μου καταστῆτε κοινωνοί. Τὸ δὲ
Ἔργον Μου τοῦτο οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλ’ ἐκ τοῦ Κόσμου
Μου. Καὶ ὁ Κόσμος Μου εἶναι τὸ Φῶς, καὶ τὸ Φῶς αὐτοῦ ἡ Ἀλήθεια. Καὶ
ἡ Ἀλήθεια μία ἐστιν. Ἡ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν θεὸν κατανόησις.
Ἵνα δὲ πᾶς τις τὴν Ἀλήθειαν αὐτὴν κατανοήσῃ, Ἐμὲ ἂς ἀκολουθήσῃ
καὶ ἂς καταστήσῃ Με ὁδηγὸν αὐτοῦ. Ἀπεμπολῶν αὐτοῦ πάντα κακὸν λο-
γισμόν, ἀποκαθαίρων διὰ τῆς Διδασκαλίας Μου πᾶν ἁμάρτημα καὶ τὴν
ψυχὴν αὐτοῦ ἀνυψῶν, Ἐμὲ δὲ ὁδηγὸν ἔχων ἐν τῇ ὁδῷ Μου κατευθυνθή-

ΦΑΡΑΧ_Β_WEB.indb 8 18-Sep-21 7:35:15 PM


σεται καὶ ταύτην ἀκολουθῶν ἐν τῷ Ναῷ Μου σκηνώσει. Ὁ δὲ Ναός Μου
οὗτος οὔτε ἐν τῇ Γῇ εὕρηται, οὔτε ἄνωθεν καὶ κάτωθεν αὐτῆς, ἀλλὰ ἐν
τῇ ἰδίᾳ αὐτοῦ ψυχῇ.
Ἑκάστη ὅθεν ψυχὴ ἐπιζητοῦσα τὴν τελειότητα, τὴν ἄφθαστον καὶ
πραγματικὴν ἂς οἰκοδομήσῃ τὸν Ναόν Μου ἐν τοῖς ἐγκάτοις αὐτῆς. Διότι
τὸ Πνεῦμα Μου ἐπιζητεῖ τὴν κατασκήνωσιν οὐχ ἐν τοῖς ὑλικοῖς καὶ φθαρ-
τοῖς καὶ ἐγκοσμίοις, ἀλλ’ ἐν τοῖς Ἀθανάτοις καὶ Πνευματικοῖς. Ἕκαστον
δὲ πνεῦμα ἀνθρώπου εἶναι καὶ εἷς οἶκος, ἐν ᾧ τὸ Πνεῦμα Μου ἐπιζητεῖ νὰ
κατασκηνώσῃ, ἵνα μεταβάλῃ τοῦτο εἰς Οἶκον Θεοῦ.
Ἐν μέσῳ ὑμῶν ἵσταμαι καὶ νουθετῶ ὑμᾶς ἵνα Μὲ ἀκολουθήσητε.
Ὁ χρόνος ἐπὶ ματαίῳ καταναλίσκεται, χωρὶς νὰ ἐπιταχύνητε τὸ βῆμα
ὑμῶν, ἵνα φθάσητε εἰς τὸ τέρμα τοῦ προορισμοῦ ὑμῶν.
Ἐπεζήτησα νὰ δώσω τῷ κόσμῳ τὴν Ἀλήθειαν, καὶ νὰ ἄρω τὸν πέ-
πλον, μὲ τὸν ὁποῖον οἱ διαδεχθέντες τὸ Ἔργον Μου περιετύλιξαν ταύτην,
διὰ τὴν ἐξυπηρέτησιν τῶν ὑλικῶν αὐτῶν ἐπιδόσεων καὶ συμφερόντων.
Ὁ χρόνος ὅμως ἐπὶ ματαίῳ παρέρχεται καὶ καταναλίσκεται εἰς ματαίας
διατριβάς. Ἐπανέλθετε καὶ πάλιν εἰς την ἀτραπόν, εἰς ἣν τελευταίως
ἐγκατελείφθητε.
Ἕκαστος ἂς ἀκολουθήσῃ τὴν ἰδίαν αὐτοῦ ἀτραπόν, τὴν διὰ τῆς
ὁδοῦ Μου διερχομένην καὶ ἂς ἀναζητήσῃ ἐν τῷ βάθει τῆς ψυχῆς του
νὰ ἀνεύρῃ τὴν Ἀλήθειαν. Ἂς ὑπερυψώσῃ τὴν διάνοιαν αὐτοῦ πρὸς Ἐμὲ
καὶ ἂς ἀκολουθήσῃ. Ἐγὼ προπορευόμενος θέλω καθοδηγήσῃ τοῦτον
ἀσφαλῶς εἰς τὸ τέρμα τοῦ προορισμοῦ του.
Ὁ καιρὸς καταφθάνει καὶ συμπληροῦται. Οἱ αἰῶνες παρελθόντες
ἐπιταχύνονται νῦν εἰς τὴν ἀποκατάστασιν τῆς Ἀληθείας καὶ τοῦ Φωτὸς
αὐτῆς. Ἀφήσατε τὰς ψυχὰς ὑμῶν, ἵνα ὑπερυψωθῶσι τῶν ταπεινῶν λογι-
σμῶν καὶ τὸ Πνεῦμα ὑμῶν νὰ ἀρθῇ ὑπεράνω τῶν ὑλικῶν ἐπιθυμιῶν. Ἐν
μέσῳ ὑμῶν ἐσαεὶ ἱστάμενος καὶ τὰ βήματα ὑμῶν κατευθύνων, θέλω δώ-
σει τὸ Φῶς τῆς Διδασκαλίας Μου, τὸ κρυπτόμενον ὄπισθεν τῶν νεφῶν, τὰ
ὁποῖα ἡ ἀμάθεια τοῦ παρελθόντος καὶ αἱ διάφοροι αἱρέσεις ἐπεσώρευσαν.
Ἀναζητήσατέ το καὶ θέλετε ἀνεύρει τοῦτο ἐν τῷ βάθει τῆς ψυχῆς
ὑμῶν. Διότι ἡ ψυχὴ ἑκάστου ἐξ ὑμῶν εἶναι καὶ μία Κιβωτός, ἥτις ἐγκρύ-
πτει τοὺς θησαυροὺς τῆς Σοφίας τῆς Αἰωνίου, τὴν Ἀλήθειαν, ἣν τὸ Θεῖον
Φῶς ἐκπέμπει ἐπὶ πᾶσαν διάνοιαν, ἵνα καταστήσῃ ταύτην ἐγκόλπιον
τῶν Αὐτῆς ­Ρημάτων.
Ἄρατε ἕκαστος ἐξ ὑμῶν τὸν Σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθῆτε Με. Ὁ
δὲ Σταυρὸς αὐτοῦ οὐκ ἔστι τι τό ὑλικόν, ἀλλὰ τὸ φορτίον τὸ ἐπιβαρῦνον
ἕκαστον ἄνθρωπον ἐκ τῶν κληρονομιῶν τοῦ παρελθόντος. Ἐν Ἐμοὶ ἡ
Ἀλήθεια καὶ ὁ ταῦτα ἀκούων εἰς αἰῶνας ζήσεται. Ἐγὼ μεθ’ ὑμῶν Εἰμι καὶ
τὰ βήματα ὑμῶν προθύμως κατευθύνω ὁσάκις ἐπικαλεῖσθε Με διὰ τὴν
προαγωγὴν καὶ ἀνάδειξιν ὑμῶν.

Ιωάννης Σταματιάδης - 1961

ΦΑΡΑΧ_Β_WEB.indb 9 18-Sep-21 7:35:15 PM


Ἡ ἐ πικοινωνί α δὲν εἶναι ἀν τικεί μ ενον,
οὐδὲ πρᾶγμα ἀπορρέον ἀπὸ τῆς ὕλης,
ἵνα καταβάλῃς προπαθείας καὶ ἐπιτύχῃς
τοῦτο. Εἶναι αἰθέριον, ἱστάμενον ὑψηλά,
εἰς ἀναριθμήτους βαθμίδας. Ἄνελθε ἵνα
τὸ συλλάβῃς, ἄνελθε ἵνα τὸ κατανοήσῃς,
ἄνελθε ἵνα τὸ γνωρίσῃς.

Ιωάννης Σταματιάδης

ΦΑΡΑΧ_Β_WEB.indb 10 18-Sep-21 7:35:16 PM


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ 1

Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 69

Η ΠΑΡΕΛΘΟΥΣΑ, Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΑΙ Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ............................. 71


ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΔΙΑ ΜΕΣΟΥ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ ........................................................... 91
ΤΑΞΕΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ .............................................................................. 119

Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 127

1. Ὁ Νόμος τῆς Ἀγάπης ....................................................................................... 129


2. Περὶ Προσευχῆς ............................................................................................... 136
3. Ἡ Πίστις .......................................................................................................... 138
4. Περὶ Μουσικῆς .............................................................................................. 142
5. Γνῶθι Σαυτόν ................................................................................................. 147
6. Ἡ Ἐπιμονή ........................................................................................................ 149
7. Ἡ Προσπάθεια ................................................................................................ 151
8. Ἡ Ἐπιμονή ........................................................................................................ 153
9. Ἡ Θέλησις ........................................................................................................ 155
10. Λύπη καὶ Χαρά ............................................................................................... 157
11. Τὸ Δάκρυ ........................................................................................................ 160
12. Ἡ Αἰδώς ............................................................................................................. 163
13. Ἡ Μελαγχολία ............................................................................................... 168
14. Ὁ Στεναγμός ................................................................................................... 173
15. Ὁ Γέλως καὶ τὸ Μειδίαμα ............................................................................. 177
16. Ἡ Λήθη καὶ τὸ Ἄγνωστον .............................................................................. 181
17. Ἡ Ἔκστασις ..................................................................................................... 184
18. Λανθάνουσα Αποπνευμάτωσις ................................................................... 187
19. Τὸ Δέος ........................................................................................................... 188
20. Διαίσθησις καὶ Αὐταίσθησις ........................................................................ 191
21. Ὁ Μεσάζων ..................................................................................................... 194
22. Τὸ Στερέωμα .................................................................................................. 198
23. Τὰ Ὕδατα ......................................................................................................... 201
24. Φύσεις - Βαθμίδες - Ἐξέλιξις ......................................................................... 204
25. Ὁ Γολγοθᾶς καὶ ἡ Ἀνάστασις ........................................................................ 206
26. Τὸ Μαρτύριον τοῦ Θεανθρώπου ................................................................. 208
27. Ἡ τοῦ Ἰησοῦ καὶ τῆς Ἀνθρωπότητος Σταύρωσις καὶ Ἀνάστασις ................ 212

Η ΚΛΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ 217

ΦΑΡΑΧ_Β_WEB.indb 11 18-Sep-21 7:35:16 PM


ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΙ 255

ΥΛΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟΣΥΝΘΕΣΙΣ ..................................................................... 257


ΦΥΣΙΚΟΝ ΑΠΕΙΡΟΝ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΝ ΑΠΕΙΡΟΝ ............................................ 263

ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 287

ΦΑΡΑΧ_Β_WEB.indb 12 18-Sep-21 7:35:16 PM


ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

Ὅς τόν Θεόν ἐπικαλεῖται καί τόν ἐνανθρωπισθέ-

ντα ὁμοῦ ἐπικαλεῖται, ὡς ὁ Ἐνανθρωπισθείς καί εἰς

τόν Θεόν ἐπιστρέψας, ὁ Αὐτός Θεὸς ἐστιν.

Ὅς Ἐμέ ἑώρακεν τόν Θεόν ἑώρακεν.

Ὅς δέ τήν Ἐνανθρωπισθεῖσαν Φύσιν Μου ἐπε-

καλέσθη, ὡς ὁ Θεὸς εἰς αὐτόν ὑπάγω. Ὁ δέ ἐν τῇ

καρδίᾳ αὐτοῦ θείς Με, τόν Θεόν ἐθέσατο.

Καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ τεθείς εἰς Θεόν μένει.


ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

Ὁ Ὀργανισμός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ μηχανική διασκευή, ἡ συγκεντρῶσα


ἐν ἑαυτῇ τήν πνευματικήν δύναμιν, ἡ ὁποία διαφωτίζεται ὑπό τῆς ἐν τῷ
Ἀπείρῳ κόσμῳ ἐνυπαρχούσης καί ἀπό πάντοτε καί παντοῦ δρώσης Πνευ-
ματικῆς Δυνάμεως τοῦ Θεοῦ.
Ὅπως ὅμως ἐν τῇ παραγωγῇ ἑκάστου φαινομένου μιᾶς φυσικῆς δυνά-
μεως προαπαιτεῖ καί προϋποθέτει καί ἀνελλιπῆ μηχανικήν σύνθεσιν οὕτω
καί ἐν τῇ ἐκδηλώσει τῶν πνευματικῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύμα-
τος ἀπαιτεῖ ἄρτιον ὀργανισμόν, ἵνα μή ἔξωθεν πνευματική ἐπήρεια προ-
σκρούῃ ἐπί τῶν ὀργανικῶν ἐλλείψεων τοῦ σώματος, ἐκ τῆς ἀτελείας τῶν
ὁποίων ἡ ἐπίδρασις αὐτῶν ἀλλοιοῦται καί παραμορφώνεται.
Αἱ ἐξωτερικαί ἐπιδράσεις ἐπιφέρουν τροποποιήσεις ἐπί τοῦ ἀνθρωπί-
νου ὀργανισμοῦ, αἱ ὁποῖαι πολλάκις συντελοῦν εἰς τήν ταχυτέραν φθοράν
τοῦ σώματος καί τήν διάβρωσιν τῶν ὀργάνων ἐκείνων, τά ὁποῖα ἐν μιᾷ
ἐκλελυμένῃ τῶν ψυχικῶν συναισθημάτων στιγμῇ δύνανται νά ἐπιδεινώ-
σουν τήν ἤδη ἀρξαμένην αὐτήν ὀργανικὴν προσβολήν.
Διά τοῦτο οἱ ἂνθρωποι, οἵτινες πνευματικῶς προΐστανται ἐπί τῶν συ-
ναισθημάτων, τῶν παραγομένων ἐξ ἀνελπίστων ἐξωτερικῶν ἐπιδράσεων,
δύνανται νά ὑπερισχὺσωσι τῶν ἀδυναμιῶν τῆς φύσεως τοῦ ὀργανισμοῦ
των καί συμβάλλωσι λυσιτελέστερον τῶν καλλιτέρων καί ἀποτελεσματι-
κωτέρων φαρμάκων εἰς τήν θεραπείαν τῆς ἀσθενείας των.
Ἡ ψυχική εὐδιαθεσία εἶναι ἐκείνη, ἥτις δύναται ν’ ἀναπτύξῃ οὐ μόνον
τόν σωματικόν ὀργανισμόν ὑπό τάς ὑγιεστέρας ἐπιρρώσεις τῆς κανονικῆς
λειτουργίας αὐτοῦ, ἀλλ’ ἔτι μᾶλλον δύναται ν’ ἀνυψώσῃ τάς πνευματικάς
αὐτοῦ δυνάμεις καί νά καταπνίξῃ τήν ἐλαττωματικότητα τῶν ἐκ φύσεως
συναισθημάτων, τά ὁποῖα εἴτε φυσικῶς ἐκληρονόμησεν, εἴτε ἐκ κακῆς
προτροπῆς καί ἕξεως ἠκολούθησεν.
Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἔλεγον: «Φύσιν πονηράν οὐ ῥάδιον μεταβαλεῖν».
Ὁ σύν τῇ ἀνθρωπίνῃ ἐξελίξει ἀναπτυχθείς πολιτισμός ἐπέφερε σωματικάς
ἀλλοιώσεις ἀφ’ ἑνός μέν εἰς τόν σωματικόν ὀργανισμόν τοῦ ἀνθρώπου, ἀφ’
ἑτέρου δέ εἰς τήν πνευματικήν αὐτοῦ ἀνάπτυξιν.
Οἱ πρόγονοι αὐτοῦ ἠδύναντο νά ζήσουν ὑπό τήν ἐπίδρασιν τῶν καιρι-
κῶν ἀλλοιώσεων ἄνευ τῶν σημερινῶν προφυλάξεων κατά τοῦ ψύχους καί
τῆς θερμότητος, ἐνῷ ὁ σημερινός ἄνθρωπος, ἐκτιθέμενος εἰς ἐλαχίστην ἐν
σχέσει μέ τήν ἀντοχήν τοῦ προγόνου αὐτοῦ ἐπιφυλακτικότητα, θά προσε-
βάλλετο ἀμέσως, θά ἠσθένῃ καί θ’ ἀπέθνησκεν.
Ὡς ἀπόδειξιν τῆς ἐπαισθητῆς ταύτης διαφοράς, ᾕτις ἐπῆλθε κατά τό
μεσολαβῆσαν μακροχρόνιον διάστημα μεταξύ τοῦ πρωτογενοῦς ἀνθρώ-
που καί τοῦ σημερινοῦ, παραλληλίζομεν τόν ἐκ γενετῆς διατραφέντα καί
4 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

ἀναπτυχθέντα ἐν τρυφῇ καί μαλθακότητι καί τόν ἐν ὑπαίθρῳ καί γυμνότη-


τι ἐκ παιδικῆς ἡλικίας διαβιοῦντα.
Ἐάν τόν μαλθακῶς ἀναπτυχθέντα ὑποβάλωμεν καί ἐπ’ ἐλάχιστον εἰς
τήν δίαιταν τοῦ ἀνυποδήτου καί γυμνητεύοντος, εἴμεθα βέβαιοι, ὅτι δέν θ’
ἀνθέξῃ ἐπί πολύ καί θά προσβληθῇ ὑπό κρυολογήματος καί πνευμονίας, ἡ
ὁποία θά φέρῃ αὐτόν τάχιστα ἐν τῷ τάφῳ του.
Ἡ συνήθεια, ὅθεν, τήν ὁποίαν ἀπέκτησεν ὁ ὀργανισμός ὑμῶν ὑπό τήν
ἐπίδρασιν τῆς διαίτης, εἰς ἥν ὑποβάλλομεν αὐτόν, παρέχει ἡμῖν πλεονε-
κτήματα ἤ ἐλαττώματα, ἀνάλογα τοῦ τρόπου μεθ’ οὗ ἠκολουθήσαμεν τήν
πρόσκτησιν τούτων, τά ὁποῖα μέ τήν παρέλευσιν τοῦ χρόνου καθίστανται
ἐπί τοῦ ὀργανισμοῦ ἡμῶν ἕξεις, ἥτις μεταβάλλεται εἰς δευτέραν φύσιν.
Διά τοῦτο ἡ ἐκπαίδευσις καί ἡ καλή ἀγωγή εἶναι ἐκείνη, ἥτις δύναται
νά ὁδηγήση ἀκοπώτερον τά βήματα ἡμῶν εἰς τόν μετέπειτα βίον μας,
ὁπόταν ὑποβληθῶμεν εἰς τήν διαπαιγὼγησιν αὐτήν νηπιόθεν.
Ὅπως ὁ τρυφερός βλαστὸς εἶναι εὐλυγιστώτερος κατά τήν ἀναβλά-
στησιν αὐτοῦ, οὕτω καί ὁ ἄνθρωπος μεταβάλλεται εὐκολώτερον, ὅσον εἰς
μικροτέραν ἡλικίαν ἄρχεται πρός τοῦτο διαμορφούμενος.
Ἡ ἐπιτυχής εὐδοκίμησις τῆς ἐπιβιώσεως ἑνός μεταφυτευθέντος φυτοῦ
δέν ἐξαρτᾶται μόνον ἐκ τοῦ γονίμου ἐδάφους, εἰς ὅ τοῦτο μ
­ ετεφυτεὺσαμεν,
ἀλλά καί ἐκ τῶν μέσων τῆς καλλιεργείας, τά ὁποῖα θά θέσωμεν πρός δια-
τροφήν του.
Ὅσον καί ἄν ἡ φύσις αὐτοῦ εἶναι ὑγιής, ὁπόταν μετά τήν ἀναφύτευσιν
αὐτοῦ παραλείψωμεν νά ποτίσωμεν αὐτό ἑπαρκῶς καί δέν θέσωμεν τό
ἀνάλογον λίπασμα, θά μαρανθῇ καί μετ’ ὀλίγον θ’ ἀποξηρανθῇ τελείως.
Οὕτω καί ὁ ἄνθρωπος, ὁπόταν δέν ἐνστερνισθῇ παιδιόθεν διά τῶν
ἀπαραιτήτων στοιχείων τῆς σωματικῆς καί πνευματικῆς αὐτοῦ ἀναπτύξε-
ως, θά καταποντισθῇ ταχέως ὑπό τῆς ἀτροφίας καί θά προσβληθῇ ἀμέσως
ἐν τῇ πρώτῃ ἐξωτερικῇ ἐπιδράσει.
Ἄν δέ ἡ κακή φύσις τῶν ἀτόμων διά τῆς καταλλήλου διαπαιδαγωγήσε-
ως καί μορφώσεως δέν δύναται ἐξ ὁλοκλήρου ν’ ἀποβάλῃ τά κακά αὐτῆς
ἐλαττώματα, ἐν τούτοις διά τῆς καλῆς ἀγωγῆς προσκτᾶ τήν ἀνάλογον
μόρφωσιν, ἥτις, ὁπόταν εὕρῃ χαρακτῆρα ἰσχυρόν καί μέ θέλησιν, κα-
ταστέλλει τά πάθη καί καλλιεργεῖ τό Καλόν καί τήν Ἀρετήν, ὅπως ἀπα-
ραλλάκτως συμβαίνῃ εἰς τήν ἀγρίαν φύσιν τῶν δένδρων, τά ὁποῖα διά τῆς
συντόνου καί καταλλήλου καλλιεργείας ἐξημερώνονται καί καρποφοροῦν.
Ἡ συντελεστέρα ὅμως βελτίωσις τοῦ κακοῦ χαρακτῆρος καί τῆς πονη-
ρᾶς φύσεως καρποφορεῖ εὐδοκιμώτερον εἰς τήν μικράν ἡλικίαν. Διά τοῦτο
οἱ γονεῖς καί οἱ παιδαγωγοί τῶν παίδων ἔχουν καθῆκον κατά τήν μικράν
αὐτῶν ἡλικίαν νά προφυλάττουν αὐτά ἀπό τάς κακάς συναναστροφὰς καί
νά μή ποιῶνται χρῆσιν κακῶν καί ἀπρεπῶν φράσεων, αἱ ὁποῖαι, ὡς ἐπί τό
πλεῖστον, κατά πολύ ἐπιδροῦν ἐπί τῆς ψυχῆς καί τοῦ χαρακτῆρος αὐτῶν.
Τό βέβαιον εἶναι, ὅτι ἡ φυσική ροπή τοῦ χαρακτῆρος καί τῆς πονη-
ρᾶς φύσεως δέν εἶναι εὔκολον ν’ ἀποστερηθῇ ἐντελῶς τῶν ἐλαττωμάτων
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ 5

αὐτῆς, ἀλλά διά τῆς ἐνδεικνυομένης ἠθικῆς διδασκαλίας δύναται νά μετρι-


ασθῇ ἐπί τό ἀγαθόν τό κακόν αὐτῆς συναίσθημα.
Ἐκτός ὅμως τοῦ ἐπιβεβλημένου εἰς ἕκαστον ἄνθρωπον καθήκοντος νά
ὑποδεικνύῃ τό καλόν καί τό ἀγαθόν εἰς τούς ὁμοίους του καί νά ἐπιζητῇ νά
βελτιώσῃ τήν ἐλαττωματικότητα τοῦ χαρακτῆρος καί τῆς φύσεως αὐτοῦ,
πρέπει ἐξ ἀντιθέτου ν’ ἀκολουθῶμεν τόν ἐνδεδειγμένον ὡς καλλίτερον
τρόπον διδασκαλίας, διότι ὁ ἄριστος τῆς μεταδόσεως αὐτῆς εἶναι ἐκεῖ-
νος, ὅστις δέν περιορίζεται εἰς τήν ξηράν καί ἀνούσιον ἀποστήθησιν
ἐκφράσεων καί λόγων, ἀλλ’ εἰς τήν παραδειγματικήν ἑρμηνείαν τῶν λό-
γων τούτων ἐν τῷ ἐμπράκτῳ ἡμῶν βίῳ.
Ἐν τῇ παρούσῃ μελέτῃ θά προσπαθήσωμεν νά παρέξωμεν ὀλίγα στοι-
χεῖα ἐξανθρωπίσεως, χρησιμεύοντα ὡς ἀπαραίτητος γνώμων τοῦ ἠθικο-
πλαστικοῦ βίου ἑνός ἑκάστου ἐξ ἡμῶν.
Ὁ τέλειος ἐξανθρωπισμός εἶναι ἐκεῖνος, ὅστις ἑδράζεται ἀφ’ ἑνός μέν
ἐπί τοῦ Ἀγαθοῦ καί Καλοῦ, μέ τά ὁποῖα οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἐχαρακτήρι-
ζον τήν ἁρμονίαν τοῦ ὡραῖου ἐν σχέσει μέ τήν ποιότητα τῆς οὐσίας, ἐξ ἧς
τοῦτο συνολικῶς συνέκειτο, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἐπί τῆς ἀναπτύξεως τῶν εὐ-
γενῶν ἰδεωδῶν τῆς ψυχῆς, τά ὁποῖα μόνον ἡ ἐκ τοῦ Καλοῦ ἀπορρέουσα
ἀγωγή ἀναπτύσσει.
Ἕκαστος ὅθεν ἐξ ἡμῶν ὀφείλει πρωτίστως νά διαπνέηται ὑπό τῆς
φιλέργου προσπαθείας τῆς κτήσεως ὅσον τό δυνατόν περισσοτέρων
ἠθικῶν στοιχείων, δυναμένων νά διαμορφώσωσιν αὐτόν ἐπὶ τὸ ἐξαν-
θρωπιστικώτερον.
Οἱ μεγάλοι διαπαιδαγωγοί καὶ ἠθικοδιδάσκαλοι, οἱ σοφοί νομοθέται
καὶ οἱ ἱδρυταί θρησκειῶν καί αἱρέσεων ἐν τῇ καθολικῇ αὐτῶν διδαχῇ προ-
σεπάθησαν διά παντοίων ἀληθῶς ἀνεκτιμήτων πνευματικῶν θησαυρῶν νά
ἐναρμονίσωσι τήν κτηνώδη τοῦ ἀνθρώπου φύσιν μέ τήν ἑν αὐτῇ πνευματι-
κήν ἀπόρρευσιν τοῦ Θείου καί τῶν Τελείων ἀρχῶν, αἵτινες, προσκρούουσαι
πρός τήν φαινομενικήν ὁλότητα τῶν ἐκ φύσεως ἐλαττωματικῶν ἰδιοτήτων
τοῦ ἀτόμου, διαμορφοῦσι κατά τό μᾶλλον καί ἦττον τήν πονηράν καί δυσε-
πίδεκτον ἠθικοπλαστικῆς ἀναπλάσεως φύσιν εἰς ἀγαθήν καί ἐνάρετον.
Αἱ ἀρχαί, ἅς ἑκάστη θρησκεία ἀναπτύσσει, βασίζονται ἐπί τοῦ ἠθικοῦ
γνώμονος τῆς Ἀρετῆς καί ὁ σκοπός αὐτῶν ἐπιδιώκει τήν κοινωνικήν καί ἐκ-
πολιτιστικήν ἀναγωγήν τοῦ ἀτόμου ἀπό τῆς ἀγρίας καί θηριώδους μορφῆς
πρός τήν εὐγενῆ καί ἰδεώδη ἐπαγγελίαν.
Ἐπίσης τά κατά χρονικά διαστήματα ἀνακαινιζόμενα τῶν κοινωνιῶν νο-
μοθετήματα σκοποῦσι νά βελτιώσωσι τήν πολιτείαν ἐν τῷ συνόλῳ τῶν ἀτό-
μων της πρός τό ἐξανθρωπιστικώτερον καί ἀνακαινιστικώτερον ἰδεῶδες.
Αἱ μέχρι ὅμως τῆς σήμερον κοινωνικαί συνθῆκαι, συμπτυχθεῖσαι ἤ
ἐξαπλωθεῖσαι ἀφ’ ἑαυτῶν ἐπί τό ὡριμώτερον, ἀντεκατὲστησαν μὲν ἐκπο-
λιτιστικῶς τήν βαρβαρώδη καί ἡμιαγρίαν ἐποχήν τοῦ δικαίου τοῦ ἰσχυρο-
τέρου δι’ ἐφικτῆς βελτιώσεως, δέν παρήγαγον ὅμως τό Ἀπόλυτον Δίκαιον
ἐν τῇ Πολιτεῖᾳ τοῦ Κοινωνικοῦ Ἰδεώδους.
6 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

Τά μεμονωμὲνα ἠθικά στοιχεῖα ἐν ἑκάστη κοινωνίᾳ δὲν δύνανται ν’


ἀποτελὲσουν, εἰ μή ἐξαίρεσιν ἐν τῇ βελτιώσει τοῦ ἀνθρώπου.
Αἱ ἠθικαί ἀρχαί, αἱ ἐπί τό ἐξανθρωπιστικώτερον ἀναπτυσσόμεναι, οὐ-
δέν κατώρθωσαν ν’ ἀποβάλλουν ἐκ τῶν αἰμοχαρῶν ἐνστίκτων τῆς ἀνθρω-
πίνης βαρβαρότητος καί θηριωδίας, ἥτις ἐν ἐπιγνώσει τῶν ἠθικῶν στοι-
χείων καί τῆς ἀληθοῦς πνευματικῆς ἀναπτύξεως ἐκτελεῖ πολλάκις ὑπό τό
πρόσχημα τῆς ἠθικωτὲρας ἑξυπηρετήσεως ἑνός φαινομενικοῦ ἰδεώδους
τήν κακουργοδεστὲραν καί ἀπεχθῆ πρᾶξιν, ἥτις ἐκ θεμελίων ὑποσκάπτει
καί κατεδαφίζει τό ἀνεγερθέν ἐκπολιτιστικόν οἰκοδόμημα.
Ἀνάγκη ὅθεν, ὅπως ἕκαστος ἐξ ὑμῶν ἀκολουθήσῃ τήν ἀληθῆ καί πραγ-
ματικήν διδασκαλίαν τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν, τῶν ἑρμηνευουσῶν τό ἀληθές
πνεῦμα τοῦ Καλοῦ καί Ὡραίου καί τῶν στηριζομένων ἐπί τοῦ προσπλησιὲ-
στερου ἀπολύτου ἐξανθρωπισμοῦ.
Αἱ ἠθικαί διδασκαλίαι, τάς ὁποίας οἱ κατά καιρούς ἐκπολιτισταί καί δι-
απαιδαγωγοί ἀνέπτυξαν, δὲν πρέπει νά παραμένουν κεκλεισμέναι ἐντός
τοῦ χώρου τῆς ἀναπτύξεώς των, ἀλλά δέον νά εἰσέλθουν εἰς τά βάθη τῆς
ψυχῆς καί νά ριζοβολήσουν ἐν αὐτῇ ἀναποσπάστως ἀποτελοῦσαι ἀδια-
χώρητον καί συνολικόν μετ’ αὐτῆς σῶμα.
Ἐν τῆ παρούσῃ μελέτῃ θά προσπαθήσωμεν ν’ ἀναπτύξωμεν τά αἴτια
τά προκαλοῦντα τήν απομάκρυνσιν ἑνός ἑκάστου ἀνθρώπου ἐκ τῶν στοι-
χειωδεστὲρων ἠθικῶν ἀρχῶν, τάς ὁποίας κατά βάθος ἐννοεῖ, χωρίς ὅμως
καί νά δύναται νά τάς ἀκολουθήσῃ.
Ἡ ἐξεγειρομὲνη ἐν αὐτῷ συνείδησις πρό ἑκάστου ὀλισθήματος ὑπεν-
θυμίζει αὐτῷ τήν ἐκ τῆς ἠθικῆς ἀρχῆς παραστράτησιν, ἐν τούτοις ὅμως ἐν
ὁμοίᾳ τῷ μέλλοντι περιστάσει ἐξακολουθεῖ νά διαπράττῃ τό κακόν, τοῦ
ὁποίου μόνον μετά τήν ἐκτέλεσιν ὑπολογίζει τάς συνεπείας.
Ἐν ἑκάστω ἀνθρώπῳ ἐπακολουθεῖ διηνεκής ἀγών μεταξύ τῶν ἀρχῶν,
τάς ὁποίας οὗτος ἐνεστερνίσθη ὡς ἀπαραιτήτους πρός τήν ἀναγκαίαν
καί ἐπιβεβλημένην τῆς ἀναπτύξεώς του πορείαν καί τῶν ὁρμῶν, αἵτινες
ἐξεγείρονται ἐν αὐτῶ, ὥστε νά καταπνίξωσι τήν λογικήν καί πᾶσαν προη-
γουμένην ὑπ’ αὐτοῦ κατανοηθεῖσαν ἠθικήν μελέτην.
Ἀγνοῶν ἕκαστος τά ἀσαλεύτως στοιχειώδη πορίσματα ἑκάστης ἠθι-
κῆς διδασκαλίας, ἀκολουθεῖ ἀνεπιγνώτως τόν τύπον αὐτόν, χωρίς προη-
γουμένως νά καταλογίσῃ τό πνεῦμα, ὑπό τό ὁποῖον αὗται ὑπηγορεύθη-
σαν καί νά σταθμίσῃ, ἄν ἡ φυσική αὐτοῦ ἰδιοσυστασία ἀνταποκρίνεται
πλήρως πρός τάς ὑπαγορεύσεις τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν, τάς ὁποίας θέλει ν’
ἀκολουθήσῃ.
Ἐπειδή δέ πολλάκις διεγείρεται ἐν αὐτῷ τό ἔνστικτον τῆς αὐτοπε-
ποιθήσεως, τοῦ ὅτι πλήρως κατενόησε ταύτας, παραμελεῖ νά ἐρευνήσῃ
ἐν τῶ χαρακτῆρι αὐτοῦ τά ἐλαττώματα ἐκεῖνα, τά ὁποῖα χρήζουν ἐπι-
σταμένης διαγνώσεως, ἵνα ἡ βελτίωσις αὐτῶν καταστῇ λυσιτελεστέρα.
Τό κυριώτερον αἴτιον, τό ὁποῖον παραγκωνίζει τάς ἠθικάς ἀρχάς ἐξ
ἑκάστου ἀνθρώπου, εἶναι ἡ μή κατανόησις τῶν ἐλαττωμάτων, τά ὁποῖα
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ 7

ὀφείλει ν’ ἀποβάλῃ καί ἀντικαταστήσῃ αὐτά διά τῶν ὑγιεστέρων ἠθικῶν


στοιχείων.
Ἡ μέριμνα, ἥν ὀφείλει ἕκαστος ἐξ ἡμῶν νά καταβάλῃ πρός τελείαν
ἀνακαίνισιν τοῦ ἑαυτοῦ του, δέν πρέπει μόνον νά περιστρέφεται εἰς τήν
διηνεκῆ μελέτην ἤ ἀποστήθησιν τῶν ψυχοθεραπευτικῶν ἠθικῶν διδαχῶν,
ἀλλ’ εἰ δυνατόν, εἰς τήν πλήρη ἐφαρμογήν αὐτῶν.
Ἄν αἱ σωματικαί ὁρμαί καί τά ἐξ αὐτῶν γεννώμενα πάθη καταπνίγουσιν
ἐν τῆ ἐκδηλώσει αὐτῶν τήν σθεναράν ὑμῶν ψυχικήν ἐπίρρωσιν, τήν διά μα-
κροχρονίου διδαχῆς ἀκολουθεῖσαν, ὅσον καί ἄν αἱ ὕψισται ψυχοτρόφοι ἠθι-
καί μελέται μεταρσιοῦσι τό πνεῦμα ὑμῶν εἰς τάς ἀρτιωτέρας τῶν ­σκέψεων,
ἡ ἐν τῇ ἐφαρμογῇ αὐτῶν κατάπνιξις ὑπό τῶν παθῶν καί τῶν ἐλαττω-
μάτων πραγματοποιεῑ τό ἀντίθετον τῶν ὅσων ἐδιδάχθητε καί συνεπῶς
πάσα προσγενομένη εἰς ἡμᾶς ἠθική διδασκαλία εἶναι ὡς νά μή ἐγένετο.
Διά τοῦτο πάντες οἱ θέλοντες ν’ ἀκολουθήσωσι τήν παροῦσαν μελέτην,
ἄς προσπαθήσωσι πρῶτον νά ἀναμετρήσωσι καί καταλογίσωσι τά ἐλατ-
τώματα αὐτῶν ἐν σχέσει πρός τάς παρεχομένας ἐν τοῖς ἐπομένοις διδαχάς
καί καταβάλωσι πᾶσαν δυνατήν προσπάθειαν αὐτῶν, ὅπως ἐξομοιώσωσιν
ἑαυτούς πρός τήν βάσιν τῶν ἀρχῶν καί τῶν παρεχομένων ἐξανθρωπιστι-
κῶν στοιχείων, τοσοῦτον μᾶλλον ἀναγκαίων ἑνί ἑκάστῳ, ὅσον ἡ ἀτελής
αὐτοῦ σωματική ἐλαττωματικότης ἐξεγείρει τήν κορύφωσιν τῶν παθῶν
καί ἀθλιοτήτων, αἵτινες κατά μέγα μέρος συντελοῦσιν εἰς τήν δυστυχίαν
τοῦ ἀνθρώπου καί εἰς τήν ἀπομάκρυνσιν αὐτοῦ ἐκ τῶν ὑγιῶν ἠθικῶν ἀρχῶν
τάς ὁποίας κάλλιστα μέν κατανοεῖ, χωρίς ὅμως καί νά ἔχῃ τήν ἐνδεδειγ-
μένην πρόνοιαν, ὅπως ἐμπράκτως τάς ἀκολουθήσῃ.
Ὁ κοινωνικὸς ὀργανισμός ἑκάστης πολιτείας στηρίζεται ἐπί πολιτικῶν
κρατικὼν νόμων, οἵτινες ὡς ἀφετηρίαν ἔχουν τήν ἠθικήν. Ἕκαστος νόμος
ἀντιπροσωπεύει καί ἕνα κανόνα ἠθικῆς ἀπορρεούσης ἐκ τῶν σπλάγχνων
τῆς θρησκείας καί ὅστις βασίζεται ἐπί τῶν ὑπαγορεύσεων αὐτῆς.
Οἱ νόμοι ἑκάστης πολιτείας διαφέρουν ἀναλόγως τῶν θρησκευτικῶν
παραδόσεων, τάς ὁποίας ἀκολουθεῖ ἡ κρατική πλειονότης τῶν κατοίκων
αὐτῆς.
Ἕκαστος ὅθεν νόμος, ὑπογραφόμενος ὑπό τινος νομοθέτου, προ-
σπαθεῖ νά συνδυάζῃ ἀφ’ ἑνός μέν τάς θρησκευτικάς καί ἠθικάς ἀρχάς
τῶν ἀκολούθων αὐτοῦ, ἀφ’ ἑτέρου δέ τάς κλιματολογικάς συνθήκας, ὕφ’
ἅς οὗτος μέλλει νά λειτουργήσῃ.
Ὀφείλει, λοιπόν, πᾶς τις ν’ ἀκολουθῇ τάς ὑπαγορεύσεις τῶν ἀπολύτως
στοιχειωδῶν σημείων ἑνός νόμου, παραλλάσσοντος ἀναλόγως τῶν συμ-
βαλλουσῶν συνθηκῶν τοῦ τόπου, ἐν ᾧ λειτουργεῖ καί τῆς ἐκτελεστέας
τηρήσεώς του, ἤ νά βασίζηται ἐπί τοῦ πνεύματος μόνον αὐτοῦ διατηρῶν
τούς κοινωνικούς τύπους, καί τοῦτο, ἵνα μή φωραθῇ ὡς ἀσεβῶν πρός τάς
πατρίους παραδόσεις καί τάς ἀρχάς τοῦ πολιτειακοῦ καθεστῶτος τοῦ δια-
κυβερνῶντος τό ἠθικόν μέρος τῆς κοινωνίας, ἐν ᾗ ζεῖ;
Ὀφείλει νά ἐπαναπαύηται ἐπί τοῦ ξηροῦ γνώμονος, τοῦ κανονισθέ-
8 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

ντος κατά τάς ἀντιλήψεις καί πεποιθήσεις μακροῦ παρελθόντος, ἤ νά προ-


σπαθῇ νά προσδώσῃ αὐτοῖς χαρακτῆρα καί τύπον ἐκεῖνον, ὅστις κάλλιστα
ἀνταποκρίνεται πρός τήν τελειοτέραν βάσιν τῶν ἠθῶν καί χαρακτήρων
τοῦ αἰῶνος, εἰς ὅν ζεῖ;
Αἱ ἀντιλήψεις αἵτινες ἐπικρατοῦσι σήμερον ἐν πάσῃ Χριστιανικῆ κοι-
νωνία, ἀπορρέουν ἐκ τῶν ἀρχῶν, ἅς ἡ Εὐαγγελική Διδασκαλία διετήρησε
μέχρις ἡμῶν καί προσπαθοῦσι νά μιμηθῶσι τόν ἠθικόν χαρακτῆρα, ὅστις
διαλαμβάνεται ἐν ταῖς ὑπαγορεύσεσι τῶν ἀρχῶν τῆς Ἀποστολικῆς διδαχῆς.
Ἐπί τῇ βάσει ταύτῃ θά προσπαθήσωμεν νά στηρίξωμεν τά ἠθικά ἡμῶν
στοιχεῖα, τά ἑνί ἑκάστῳ ἀπαραίτητα, ὡς στοιχειώδεις βάσεις πάσης ἀπο-
λύτου ἠθικῆς καί ἐξανθρωπιστικῆς χειραφετήσεως, διότι αἱ Χριστιανικαί
ἀρχαί, ἐν τῷ ἀληθεῖ αὐτῶν πνεύματι ὑπονοούμεναι, εἶναι αἱ τελειότεραι
ἐκ τῶν ἐν τῇ γῇ ἐπικρατουσῶν διδασκαλιῶν, κατορθοῦσαι ἀφ’ ἑνός μέν
νά συμπληρώσωσι τά ἐκ τῆς ἀγνοίας προερχόμενα κενά, ἀφ’ ἑτέρου δέ νά
διαμορφώσωσι παγιώτερον τόν ἀκανόνιστον καί στρεβλόν χαρακτῆρα τοῦ
μετά πεποιθήσεως ἀσπαζομένου τάς ὑπαγορεύσεις αὐτῶν.
Ὁ Χριστιανικός κοινωνισμός εἶναι ἡ ὑπερτέρα ἀνθρωπίνη ἐξέλιξις,
Χριστιανικός ὅμως κοινωνισμός ἔχων ἀφ’ ἑνός μέν ὡς βάσιν τήν ἰσότητα
τῶν ἀκολούθων αὐτῆς ἐν τε ταῖς ὑλικαῖς καί πνευματικαῖς ἐπιδόσεσιν, συ-
μπληρουμένων τῶν κενῶν τῆς φυσικῆς ἀνισότητος διά τῆς ἀλληλεγγύης
καί τῆς ἐξ ἴσου πρός τό καλόν προσπαθείας, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὡς ἠθικήν ἀνύ-
ψωσιν τό κορύφωμα τῆς Ἀγάπης, τῆς Ἀνεξικακίας καί τῆς Ταπεινότητος.
Ἡ ἀνάπτυξις τῶν ἰδιοτήτων τούτων τῆς ψυχῆς ἐν ἀνίσων ἀντιλήψεων
κοινωνίᾳ εἶναι τοσοῦτον ἀκατόρθωτον, ὅσον οἱ πρός τοῦτο συντελεσταί
ἐξέρχονται τῶν ὁρίων τῆς πραγματικῆς αὐτῶν διδασκαλίας καί ἐπιρ-
ρωνύουσι τά ἐλαττώματα τά σωματικά τῶν ὑπ’ αὐτῶν διδασκομένων ὑφ’
ὅλως ἀντιθέτου πρός τό Χριστιανικόν πνεῦμα διδαχῆς, μή ἐξαιρουμένων
τοῦ κανόνος τούτου καί αὐτῶν εἰσέτι τῶν φερόντων τό ἐξωτερικόν Ἀπο-
στολικόν ἐπένδυμα.
Ὁ Χριστιανισμός ἐγένετο μέσον ἐξυπηρετήσεως τῶν συμφερόντων τῶν
ὑποκρυπτομένων διά ψευδοῦς χριστιανικοῦ προσωπείου τῶν ἀκολούθων
τοῦ βαρβαρισμοῦ καί τῆς ἐμπαθείας, ἐξ ὀνόματος τοῦ ὁποίου καί διαπράτ-
τουν ἀντίθετα τῶν ἐν τῇ ἀληθεῖ ἐννοίᾳ τοῦ πνεύματός του ἐγκρυπτομένων.
Διά τοῦτο, ἵνα ἡ σημερινή διάρθρωσις τῆς χριστιανικῆς κοινωνίας
ἐπανέλθῃ εἰς τήν ὑγιᾶ θέσιν της, εἶναι ἀνάγκη νά μεσολαβήσῃ πνεῦμα
πλήρους ἐλευθεριότητος, ἀλλά καί ἐνδελεχοῦς ἐξυπηρετήσεως τῆς
πραγματικῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας.
Οἱ ζυμωθέντες μέ τό πνεῦμα τῶν ὑπαγορεύσεων τοῦ θρησκευτικοῦ
νόμου καί οἱ πέριξ τοῦ ἀλανθάστου δογματισμοῦ τῶν δοξασιῶν ἀενάως
περιστρεφόμενοι κατέπνιξαν ἐν αὐτῷ πᾶσαν πραγματικήν ἠθικήν ἀρχήν,
ἀπορρέουσαν ἐκ τοῦ φυσικοῦ Νόμου τῆς Ἀγάπης καί τῆς ἀλληλουχίας
τῶν ἰδεῶν καί τῶν αἰσθημάτων καί ἐξεκόλαψαν ἴδιον σύστημα μοναχικοῦ
ἀτομισμοῦ καί φιλαυτίας, ἀνεγείραντες ὑπό τό πρόσχημα τῆς διαφυ-
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ 9

λάξεως ὡρισμένων ἐκκλησιαστικῶν τύπων πέριξ αὐτοῦ κυκλώπεια


τείχη, περιστείλαντες οὕτω τήν ἐλευθερίαν τοῦ λόγου καί τῆς σκέψεως
ἐντός τῶν ἀσφυκτικῶν ὁρίων τῶν δογματικῶν πιθανοτήτων.
Ὀφείλομεν ν’ ἀντεπεξέλθωμεν κατά πάσης ὀζούσης καί ἀποσυντε-
θειμένης ἰδέας, ἐάν πράγματι θελήσωμεν ν’ ἀνεύρωμεν τά ὑγιᾶ καί ἀληθῆ
στοιχεῖα, τά ὁποῖα δύνανται νά χρησιμεύσουν ὡς ἠθική βάσις τοῦ ἐξαν-
θρωπισμοῦ μας.
Οἱ πραγματικοί ἐρευνηταί τῆς Ἀληθείας δέν στηρίζονται ἐπί τῶν δεδο-
μένων καί τῶν ἐπικρατουσῶν ἀντιλήψεων τῶν προγενεστέρως ἀποτυγχό-
ντων ἤ ἐν μέρει τελεσφορησάντων μέσων τῆς ἠθικῆς βελτιώσεως τοῦ ἀν-
θρώπου, ἀλλά συνδυάζοντες τάς ἀντιλήψεις ἐκείνων μέ τάς ἰδικάς των, ἐν
τῇ ἐπιμελείᾳ αὐτῶν, προσπαθοῦσι, ν’ ἀνεύρωσι τά αἴτια τῶν σφαλμάτων
καί οὕτω συμπληρουμένων τῶν κενῶν, ἐποικοδομεῖται ἡ Ἀλήθεια.
Ὁ ἠθικός νατουραλισμός ἔχει στήσει ἀντιμέτωπα τοῦ δογματικοῦ χρι-
στιανισμοῦ τά ὀχυρώματα αὐτοῦ καί προσπαθεῖ ν’ ἀνεύρῃ ἐν τῆ φύσει τά
ἀρχικά στοιχεῖα, τά ὁποῖα οὐδείς ἠθικοπνευματικός νόμος διέπει.
Αἱ θεμελιωθεῖσαι ἐκ τοῦ ἐμπειρισμοῦ ἀρχαί του δέν δύνανται νά
ἐξέλθουν τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν, περιστρεφόμεναι δέ ἐν αὐταῖς, ἀπο-
σκοποῦν νά καταστήσουν τόν ἄνθρωπον ὄχι ἐκ νόμου ἀλλά ἐκ φύσεως
ἀκόλουθον αὐτῶν.
Ὁ δογματικός χριστιανισμός ἀντί νά εὑρύνῃ τό πρό αὐτοῦ ἐκτεινόμε-
νον πεδίον δράσεως μέ τά τέλεια τῆς ἐποχῆς μέσα, ἐξακολουθεῖ ν’ ἀναπνέῃ
τόν πνιγηρόν καί μεμολυσμένον ἀέρα τῆς μεσαιωνικῆς ἀπειρίας καί νά
λιβανίζηται μέ τό θυμίαμα τῶν ἐκλειπόντων κέδρων τοῦ Λιβάνου.
Διά τοῦτο βλέπομεν σήμερον, παρ’ ὅλας τάς ἀπό Χριστοῦ διαρρευ-
σάσας γενεάς, ἐπικρατοῦσαν τήν ἔκλυσιν τῶν ἠθῶν, τήν ἐκμαύλισιν τοῦ
ἀνδρός καί τήν διαφθοράν τῆς γυναικός, ἐπαπειλουσῶν νά καταπνίξουν ἐν
τῇ ἀναπτύξει των τάς στοιχειωδέστέρας τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν.
Ὁ νατουραλισμός, ἀναπτυσσὸμενος ὑπό τό πνεῦμα τῆς ἐπιβεβλη-
μένης εἰς ἕκαστον ἄτομον ἐκπληρώσεως τῶν φυσικῶν ἀναγκῶν τοῦ
σώματος, ἐξαπλοῦται καθ’ ἑκάστην ἐπί προσφορωτέρου ἐδάφους, καλ-
λιεργουμένου εἰδικῶς ὑπό τῶν κωλυσιεργούντων ὀπαδῶν τοῦ ἠθικοῦ ἐκβι-
ασμοῦ καί τῆς ἐπιρρεποῦς πρός τάς ἡδονάς σωματικῆς φύσεως.
Ἐν μέσῳ δέ τῶν ἐκσφενδονιζομένων μύδρων, τῶν ἐπαπειλοῦντων νά ἐκ-
σκάψωσιν ἐκ θεμελίων τάς ἠθικάς ἀρχάς τοῦ Εὐαγγελίου, οἱ ἀνάπηροι αὐτοῦ
ἀκόλουθοι, στερεώσαντες τάς ἐπάλξεις αὐτῶν διά σεσαθρωμένων σανίδων,
ἀγωνίζονται νά ὑπεραμυνθοῦν κατά τῶν ἐκλαμβανομένων ὑπ’ αὐτῶν αἱρε-
τικῶν μέ ἀρχαϊκά τόξα καί δόρατα, ἐνῷ ἐξ ἀντιθέτου ἀνυψοῦσι κλάδους
ἐλαίας ἐπί τοῦ ἀετώματος τοῦ κοσμοσωτηρίου Σταυροῦ τοῦ Ἀγαθοῦ καί Ἀναι-
μάκτου Διδασκάλου των, ἐπικαλούμενοι τήν Ἀρωγήν πρός παραδειγματι-
κήν τιμωρίαν τῶν ἀσεβούντων καί ἀνταπόδοσιν τοῦ κακοῦ, τό ὁποῖον καθ’
ὅλην Αὐτοῦ τήν Διδασκαλίαν καί ἀπό τοῦ Σταυροῦ Του ἔτι συνεχώρησεν.
Ὁ διεξαχθείς ἤδη πόλεμος καί ὁ ἐκ νέου ἀνταγωνισμός μεταξύ τῶν
10 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

λαῶν καί τῶν διαφόρων κοινωνικῶν τάξεων, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἠθικῆς
καταπτώσεως τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἐξ ἴσου ἀπομακρύνσεως αὐτοῦ
ἐκ τοῦ ὀρθοῦ λόγου τῆς Ἀληθείας, εἶναι ἡ σαθρά ἐπισώρευσις συγκρου-
ομένων ἀντιλήψεων, αἵτινες ὑπηγορεύθησαν ὡς ἀπό Θεοῦ ἐπιβεβλημένα
καθήκοντα, ἐν τῇ ἐκτελέσει τῶν ὁποίων οἱ πιστοί ἀκόλουθοι αὐτῶν προ-
σκρούουν ἐπί τῆς κυριωτέρας βάσεως τοῦ φυσικοῦ Θείου Δικαίου.
Ἡ Νομοθετική Ἐξουσία ἐπιζητεῖ νά ἐπιρρίψῃ τήν εὐθύνην ἐπί τῶν ἀτό-
μων, τῶν μή ἀκολουθούντων πιστῶς τάς ὑπαγορεύσεις αὐτῆς, ἐνῷ κυρίως
εἰς τά βάθη τῶν στοιχείων αὐτῆς ἀνεύρηται ἡ αἰτία ὅλης τῆς ἠθικοκοινωνι-
κῆς καταπτώσεως τῶν ἀκολούθων της.
Οἱ νόμοι ἐθεσπίσθησαν ἐπί τῇ τελειοτέρα ἀναπτύξει τῶν νομοθετῶν
αὐτῆς. Ἐν τούτοις ὅμως ἡ ἐπικρατοῦσα θεσμοδότησις, ἡ λειτουργοῦσα ἀκε-
ραίως ἐπί τῇ βάσει τῶν τελειοτέρων ἠθικῶν ἀρχῶν, οὐ μόνον ἐν τῇ κανονι-
κῇ ἐκπληρώσει αὐτῶν προσκρούει ἐπί τῶν ἀπολύτως δεδικαιολογημένων
ἐξ ἀρχῆς λόγων, ἀλλά διεκφεύγει καί τοῦ πραγματικοῦ ἠθικοῦ γνώμονος,
ἐπί τῇ βάσει τοῦ ὁποίου ἠθέλησε νά στηριχθῆ.
Ὀρθολογικώτερον σκεπτόμενός τις ἀνευρίσκει τόσας ἑρμηνείας ἐν τῇ
ἐφαρμογῇ ἑνός ἑκάστου νόμου, ἀναλόγως τῶν συντυχουσῶν περιστάσε-
ων, ὥστε ὁ νόμος οὗτος δέν δύναται νά κατονομασθῇ νόμος. Ἀλλοιοῦται
ὅπως καί τό νόημα τῶν στοιχειωδεστέρων αὐτοῦ ὑπαγορεύσεων ὑπό τῶν
αἱρετῶν, συμπτύσσεται ἤ διαστέλλεται καί τέλος λαμβάνει τό σχῆμα, τό
ὁποῖον ἤθελε τοῦ δώσῃ ὁ ἐπικαλούμενος τήν ἀρωγήν ἑνός ἄλλου νόμου,
καταστέλλοντος αὐτόν.
Ὁ ἀήρ δέν εἶναι ἐλαστικώτερος αὐτοῦ καί τῆς ἀνομοιογενεστέρας φύ-
σεως τοῦ χαρακτηρίζοντος αὐτόν νοήματος.
Ἐν μέσῳ τοιαύτης ἠθικῆς καί νομοθετικῆς λειτουργίας προσπαθοῦμεν
ν’ ἀνεύρωμεν καί ἐξοπλίσωμεν ἕνα ἕκαστον ἐξ ἡμῶν ἐκ τῶν ἠθικῶν μας
στοιχείων, τά ὁποία δέν ἐπιδιώκομεν νά συστηματοποιήσωμεν εἰς σύστη-
μα ἠθικοῦ νόμου.
Ἂν οἱ φαινόμενικῶς ἀναίρετοι φυσικοί νόμοι στηρίζονται ἐπί τῶν δε-
δομένων στοιχείων τῆς γνώσεως τοῦ ἀνθρώπου, οἱ ὁποῖοι μέ μίαν τυχαίαν
ἀνακάλυψιν καταρρίπτονται ἤ χάνουν τήν ἀρχικήν αὐτῶ ἔκφανσιν, πῶς
θέλετε τά ἠθικά ὑμῶν νά ἐποικοδομηθῶσιν ἐπί τῆς ἀναιρέτου ἠθικῆς δι-
δασκαλίας, τῆς ὁποῖας αἱ πραγματικαί ἀρχαί, ἀναπτυσσόμεναι, ἤθελον
προσκρούσει οὐ μόνον ἐπί τῶν τελείων νομιζομένων πολιτειακῶν καί κοι-
νωνικῶν ἀρχῶν, ἀλλά καί ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ ἠθικοῦ γνώμονος τῆς πραγματικῆς
ἠθικῆς διδασκαλίας;
Ἡ ἐπιδιωκομένη ὑφ’ ἡμῶν προσπάθεια ἐπιδιώκει ν’ ἀναπτύξῃ τά ἑνί
ἑκάστῳ ἀπαραίτητα ἠθικά στοιχεῖα, τά ὁποῖα αὐτοθελήτως ­προτρέπει
ὑμᾶς ν’ ἀκολουθήσητε ἐάν θέλετε νά καταστῆτε σχετικῶς ἐνάρετοι
καί ἐάν διακαίησθε ὑπό τοῦ πόθου νά συμβάλητε ὑπό τῆς περαιτέρω
ἀναπτύξεως αὐτῶν εἰς τήν χρήζουσαν ταχίστην ἐξανθρώπισιν καί νῦν
­τελείως ἀποκλίνουσαν πάσης ἠθικῆς κοινωνίαν.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ 11

Ἡ ἀνθρωπίνη ζωή εἶναι μία ἀπέραντος κοιλάς καρποφοροῦσα ἀναλό-


γως τῶν πολυτίμων αὐτῆς στοιχείων, τά ὁποῖα ἐμπερικλείονται ἐντός τοῦ
ἐδάφους της.
Ὁ εἰδικός καλλιεργητής, ὅταν ἡ καλλιεργουμένη ὑπ’ αὐτοῦ κοιλάς
στερῆται τῶν ἀπαραιτήτων πρός γονιμωτέραν αὐτῆς ἀπόδοσιν στοιχείων,
μεταχειρίζεται τρόπους ἀποδίδοντας αὐτά.
Μεταφέρει τά ὕδατα ἀπομεμιακρυσμένου ποταμοῦ ἤ πηγῆς, δενδρο-
φυτεύει τά γυμνά αὐτῆς μέρη καί ἀναπτύσσει τήν γονιμότητα τοῦ ἐδάφους
της διά παροχῆς εἰς αὐτό τῶν καταλλήλων λιπασμάτων.
Ἡ ἐρημική ἔκτασις, ἡ θέτουσα εἰς ἀπόγνωσιν τόν ὁδοιποροῦντα, μετα-
βάλλεται ἐντός ἐλαχίστου χρονικοῦ διαστήματος εἰς παραδείσιον κῆπον,
προκαλοῦντα τήν συρροήν προσηλύτων καί τόν πυκνόν συνοικισμόν.
Ἡ φύσις παρέχει τά πολύτιμα αὐτῆς πρός καλλιέργειαν καί προσοδο-
φόρον ἀπόδοσιν στοιχεῖα της, εἰς δέ τήν ἐμπειρότητα καί προσπάθειαν
τοῦ ἀνθρώπου ἔγκειται ἡ πρόσληψις τῶν μέν καί ἡ ἐξουδετέρωσις τῶν δέ
πρός παραγωγήν τῆς ἐπιδιωκομένης ὑπ’ αὐτοῦ ἀποδόσεως.
Ὅπως δέ συμβαίνῃ εἰς τήν φύσιν τοῦ ἐδάφους, νά προσδέχηται ἤ ν’
ἀποβάλῃ διά τῶν ἐντέχνων μέσων τῆς γεωργίας τά πρός γονιμοποίησιν
στοιχεῖα, τοῦτ’ αὐτό συμβαίνει καί εἰς τόν ἄνθρωπον. Διά τῆς ἐντέχνου δι-
δασκαλίας καί πρό παντός διά τῆς καλῆς θελήσεως δύναται οὐ μόνον τόν
χαρακτῆρα αὐτοῦ νά μεταβάλῃ ἐπαισθητῶς, ἀλλά καί τήν ἐλαττωματικήν
αὐτοῦ φύσιν νά κατανικήσῃ.
Ὁ Σωκράτης ἐκ νηπιώδους ἡλικίας δέν ἐγεννήθη ἐνάρετος, οὔτε ὁ Δη-
μοσθένης, ὁ μεγαλύτερος τῶν ρητόρων. Ὁ μέν ἦτο πλήρης ἐλαττωμάτων,
ὁ δέ προσέκοπτε κατά τήν γλῶσσαν. Καί ὅμως διά τῆς καλῆς καί ἰσχυράς
θελήσεως ἀπέβησαν ὁ μέν ὁ σοφώτερος τῆς ἐποχῆς του, ὁ δέ ὁ ἐπιβλητι-
κώτερος τῶν συγχρόνων του.
Τό πρώτιστον ὅθεν καί ἀπαραίτητον εἰς ἠμᾶς ἐφόδιον πρός καταπο-
λέμησιν τῶν ἐλαττωμάτων καί τῆς κακῆς φύσεως τοῦ χαρακτῆρος μας εἶ-
ναι ἡ καλή θέλησις, τήν ὁποίαν παντί σθένει ὀφείλομεν ν’ ἀναπτύξωμεν.
Ἡ ἐξάσκησις τῆς θελήσεως ἐπί τοῦ ἑαυτοῦ μας ἀφ’ ἑνός μέν κα-
νονίζει πᾶσαν ἡμῶν σχέσιν πρός τόν κόσμον, μεθ’ οὗ συνδεόμεθα,
ἀφ’ ἑτέρου δέ καταρτίζει τήν τηρητέαν ὁδόν ἐν τῷ καθόλῳ βίῳ μας
καί ρυθμίζει τάς ὀρέξεις ἡμῶν, ὄχι ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀπαιτήσεών μας,
ἀλλά ἐπί τοῦ κανονισμοῦ τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν, ἅς παρεδέχθημεν ὡς
ἀπορρεούσας ἐκ τῆς ὑψίστης ἠθικῆς διδασκαλίας.
Ἡ μετά παντός προσώπου σχέσις ἡμῶν δέν ἀποβάλλει μέρος τῶν πε-
ποιθήσεών μας, ἀπ’ ἐναντίας μάλιστα δίδει εἰς ἡμᾶς τήν εὐκαιρίαν νά ἐξα-
σκήσωμεν ἐπ’ αὐτῶν τήν θέλησίν μας καί νά κατορθώσωμεν διά τῆς καλῆς
πρός αὐτά συμπεριφορᾶς μας νά προσηλυτίσωμεν αὐτά πρός τό μέρος μας.
Ἔχοντες ἐλευθέραν τήν βούλησιν καί δυνατήν τήν θέλησιν δέν παρα-
συρόμεθα διά τῆς κακῆς αὐτῶν συναναστροφῆς πρός τό κακόν, ἀπ’ ἐνα-
ντίας μάλιστα παρέχομεν εἰς τόν ἑαυτόν μας ν’ ἀναμνησθῇ τῶν κακῶν, τά
12 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

ὁποῖα χάρις εἰς τήν θέλησίν μας ἀπεβάλλομεν ἐκ τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἐκτείνο-
μεν τότε τάς δυνάμεις μας καί εὑρίσκομεν τόν εὐχερέστερον τρόπον, δι’ οὗ
ν’ ἀποδείξωμεν αὐτοῖς τό κακόν καί τήν βελτίωσίν των.
Ἡ ζωή εἶναι κῆπος, εἰς τόν ὁποῖον φύονται παντός εἴδους φυτά.
Ἐάν παραμελήσωμεν τήν τακτικήν των καλλιέργειαν, τότε ἀφήνομεν
τήν ἀναφύτρωσιν τῶν παρασίτων καί τῶν ἀγρίων φυτῶν, τά ὁποῖα
εὐκολώτερον τῶν καλλιεργησίμων πολλαπλασιαζόμενα καταπνίγου-
σιν αὐτά.
Οὐδόλως ὅθεν πρέπει ν’ ἀποστερήσωμεν ἐπαναπαύοντες τήν συνείδη-
σίν μας, ὁπόταν κατορθώνωμεν ν’ ἀποβάλωμεν ἕν κακόν ἐλάττωμα ἡμῶν.
Τά σπέρματα τῶν ριζῶν αὐτῶν ἐξακολουθοῦν νά παραμένουν ἐν τῇ ψυχῇ
μας καί καραδοκοῦσι τήν κατάλληλον εὐκαιρίαν, ὅπως ἐκδηλωθῶσιν.
Εἶναι μεγίστη ἀνάγκη νά ἐπαγρυπνῶμεν ἐπ’ αὐτῶν, διότι μία κακή
ὤθησις, μία τυχαία παρεμβολή δυνατόν νά ἐπαναφέρῃ ταῦτα μετά περισ-
σοτέρας ἐντάσεως. Μόνον ἡ ἄγρυπνος καί ἰσχυρά θέλησίς μας δύναται
νά ἐξουσιάσῃ τόν ἑαυτόν μας ἀπό τοῦ ν’ ἀναζωπυρωθοῦν τά πάθη μας.
Ἡ καλή εἰσήγησις, πρός ἥν εἰσήλθομεν διά τῆς θελήσεώς μας καί
μόνης, εἰς τόν κόσμον τῆς ἀρετῆς καί εὐθυδικίας, ἐπανερχομένη εἰς τήν
μνήμην μας ἐνδυναμώνει τήν θέλησίν μας, προσδίδει εἰς τόν χαρακτῆρα
μας ἐμφανεστέραν τήν δι’ αὐτοῦ ἐκδήλωσιν τῶν προσόντων μας.
Εἶναι δυνατόν νά στέρξωμεν καί νά ὑποβληθῶμεν εἰς τό μαρτύριον τῆς
ἰσχυράς θελήσεως, ἥτις θά ἐπέβαλεν ἐφ’ ἡμῶν τάς ἀξιώσεις της, τάς βασι-
ζομένας ἐπί τῆς ἠθικωτέρας διδασκαλίας καί τοῦ τελειοτέρου συστήματος
τῆς καλῆς ἀγωγῆς;
Τότε ὄχι μόνον θά δυνηθῶμεν ν’ ἀναπτύξωμεν τόν ἑαυτόν μας ὕπερθεν
πάσης ἐμφωλευούσης ἐν ἡμῖν κακίας καί παντός πάθους, ἀλλά ἔτι πλέον
νά ὑπερβάλωμεν πᾶσαν προγενεστέραν ἠθικήν καί νά καλλιεργήσωμεν τά
ἀγαθά ἡμῶν ψυχικά αἰσθήματα διά τῶν ἐντελεστέρων ἠθικῶν στοιχείων.
Διά νά ἰσχυροποιήσωμεν ὅμως τήν θέλησίν μας πρός κατάπνιξιν τῶν
παθῶν μας, ὀφείλομεν ν’ ἀγωνισθῶμεν τόν δυσκολώτερον τῶν ἀγώνων.
Εἶναι πολύ εὐκολώτερον νά κατισχύσωμεν μιᾶς ὁλοκλήρου κοι-
νωνίας, ν’ ἀνατρέψωμεν ἕνα καθεστώς, νά σύρωμεν ὄπισθεν ἡμῶν τήν
θέλησιν πολλῶν, παρά νά ἐπιβληθῶμεν ἐπί τοῦ ἑαυτοῦ μας καταπνί-
γοντες τήν διεγειρομένην τῶν παθῶν καί τῶν ἐνστίκτων μας φύσιν καί
δημιουργοῦντες ἐντός μας κόσμον ἰδανικότητος ἐκ τῶν ἐρειπίων, τά
ὁποῖα συνετρίψαμεν ἐν τῷ ἑαυτῷ μας, ν’ ἀκολουθήσωμεν τήν ὀρθήν
ὑπαγόρευσιν τῆς θελήσεώς μας.
Ζῶμεν εἰς ἕνα κόσμον ἀπολύτου ἐξουσίας, ὅστις ἐπιβάλλει ἐφ’ ἡμῶν
τάς φυσικάς του ἰδιότητας.
Δέν πρόκειται νά ἐξουσιάσωμεν τόν ἑαυτόν μας μόνον, πρόκειται νά
καταστείλωμεν καί πάσαν διενεργόν παρεμβολήν τῶν πλησιαζόντων καί
παρωθούντων ἡμᾶς πρός τήν ὑποδαύλισιν τῶν καταπνιγέντων σωματικῶν
μας ὀρέξεων.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ 13

Ἡ φιλική, ἐπί παραδείγματι, συναναστροφή καθ’ ἑκάστην παρουσιάζει


εἰς ἡμᾶς πληθύν κακῶν ἕξεων, αἱ ὁποῖαι ἀποτελοῦν τούς φυσικούς ὄρους
τοῦ νεωτέρου κοσμοπολιτισμοῦ.
Εἴμεθα μέθυσοι. Κατόπιν πολλῶν κόπων κατορθώνομεν ν’ ἀποβάλω-
μεν τό ζωοφθόρον τοῦτο πάθος μας. Ἕνας φίλος μᾶς παρακινεῖ νά τόν ἀκο-
λουθήσωμεν εἰς ἕνα γεῦμα. Εἶναι ἀπαραίτητον νά συμμορφωθῶμεν πρός
τήν τακτικήν τῶν συνδαιτημόνων μας. Δυνάμεθα ν’ ἀρνηθῶμεν τό προ-
σφερόμενον εἰς ἡμᾶς ποτήριον ἐκ τῆς ἀβροδιαίτου χειρός καί τῆς φιλικῆς
παρακλήσεως μιᾶς δεσποινίδος ἤ κυρίας, τῆς ὁποίας τά βλέμματα προη-
γουμένως ἐφ’ ἡμῶν τήν μαγνητικήν τῆς φλογός των ἐπίδρασιν ἐξήσκησαν;
Ὅσον καί ἄν εἴμεθα ἰσχυροί, ὅσον καί ἄν προσπαθήσωμεν νά ἐπιβλη-
θῶμεν ἐπί τοῦ ἑαυτοῦ μας, ὐπάρχουν στιγμαί, ὐπάρχουν ἐξαιρετικαί περι-
στάσεις, καθ’ ἅς τό ἰσχυρόν μας ἐγώ καθίσταται εὐυπότακτον σουζέ τῆς
ἀσθενεστέρας τῆς ἰδικῆς μας θελήσεως καί ἡ ἐφ’ ἡμῶν προσπάθεια τοῦ
ὀχληροῦ χαρακτῆρος μας εἰς μάτην προσπαθεῖ ν’ ἀκολουθήσῃ τάς ἀρχάς,
τάς ὁποίας ἐπεβάλομεν ἐπί τοῦ ἑαυτοῦ μας, νά καταπνίξῃ τήν ἐξεγειρο-
μένην ἀνάνηψιν ἑνός ὑπολανθανόντως ἐν τῷ ἑαυτῷ μας ἐλαττώματος.
Ἕκαστος ἄνθρωπος ἐγκρύπτει ἐν ἑαυτῷ τά ἀγαθώτερα συναισθήματα
ὑπαγορευόμενα ὑπό τοῦ συνειδητοῦ καλοῦ, ὑπό τῶν ἀρχῶν τάς ὁποίας
διά τῆς διαδοχικῆς ἐξελίξεως ἐκληρονόμησε καί πάντα τά ἐλαττώματα
τά ὁποῖα ἡ κακή ἕξις καί ἡ κακή συναναστροφή μᾶς ἐπροκάλεσεν.
Ἡ ἰσχυρά ἡμῶν θέλησις εἶναι ἡ μόνη, ἥτις δύναται νά διαχαράξῃ τήν
εὐθεῖαν ὁδόν τῆς πνευματικῆς ἡμῶν ἀναπτύξεως καί ψυχικῆς ἡμῶν ἀνα-
γεννήσεως ὑπό τάς ὑγιεστέρας ἀρχάς, τάς στηριζομένας ἐπί τοῦ ὀρθοῦ καί
εὐθέος λόγου καί τῆς καλῆς ἀγωγῆς.
Ὀφείλομεν ὅμως νά γνωρίσωμεν τά ἐπιβεβλημένα πρός τόν ἀνθρωπι-
σμόν μας καθήκοντα, τά ὁποῖα ἐξ αὐτοβούλου προαιρέσεως, διότι οὕτω
συναισθανόμεθα καί ἀκολουθοῦμεν αὐτενεργῶς τάς ἐπιβεβλημένας πρός
ἡμᾶς ὑπαγορεύσεις τῆς ἠθικῆς.
Οἱ νόμοι ἐγένοντο, ὅπως ὑποδεικνύουν εἰς ἕκαστον ἄνθρωπον τά πρός
ἑαυτόν καί τούς ἄλλους καθήκοντά του, ἀλλ’ ἕκαστος ἄνθρωπος, ὁπόταν
κατανοήσῃ τήν τηρητέαν τῶν νόμων διάταξιν, δέν ἔχει ἀνάγκην οὐδενός
νομοθετήματος. Ὁ ἐξελιγμένος ἄνθρωπος φυλάσσει ἐν ἑαυτῷ τάς τε-
λειοτέρας ὑπαγορεύσεις τῆς ἠθικῆς καί συνεπῶς καί ὁ νόμος εἶναι δι’
αὐτόν ἀπαράβατος συνθήκη, συνομολογηθεῖσα μεταξύ αὐτοῦ καί τῆς
συνειδήσεώς του.
Αἱ ἀρχαί, ἐπί τῶν ὁποίων στηρίζεται τό ἐγώ του, εἶναι ἀπόρροια δεδο-
κιμασμένων καί καλῶς ὑπολογιζομένων πράξεων, εἰς τάς ὁποίας οὐδόλως
ἀναμιγνύονται αἱ ἄλογοι καί ἀσυνείδητοι ὑπαγορεύσεις, αἱ ὑποβληθεῖσαι
ὑπό ἀτόμων στερουμένων τῆς ἐνσυνειδήτου ἐλευθερίας τῆς εὐβουλίας.
Πολλάκις μεταξύ αὑτοῦ καί τῶν γραπτῶν νόμων δημιουργεῖται μέγα χά-
σμα, τό ὁποῖον δέν πληροῖ ἡ ἐκ τῶν ἠθικῶν νόμων ἀπορρέουσα θεσμοδότη-
σις, ἀλλά ἡ ἐκ τῶν συναισθημάτων αὐτοῦ προεξάρχουσα ἠθική ὑπόστασις.
14 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

Πᾶν ὅ,τι σκέπτεται, τό στηρίζει ἐπί τοῦ Θείου Νόμου, τοῦ ἐκ τῆς ἰδίας
αὐτοῦ ψυχῆς ἐκπηγάζοντος καί ἡ ἐξησκημένη πρός πᾶσαν διάκρισιν λο-
γική του σταθμίζει τά μεταξύ αὐτοῦ καί τῶν ἄλλων διαστήματα. Ρυθμίζει
μόνος τάς ἀποστάσεις καί προσπαθεῖ νά προσανατολισθῇ προσπλησιέστε-
ρον πρός τάς ὑψηλοτέρας ἠθικάς ἀρχάς, τάς ὁποίας ἡ τελεία πραγμάτωσις
τῶν ἰδανικῶν τῆς ψυχῆς του ἐπιδιώκει.
Ὁ τοιοῦτος ἐμπειρογνώμων τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν ἀκολουθεῖ τήν ὁδόν,
ἥτις διανοίγεται πρό αὐτοῦ, παρέρχεται πᾶν κώλυμα καί δέν προσκόπτει
ἐπ’ οὐδενός ἐμποδίου, δέν συναντᾶ οὐδεμίαν δυσκολίαν ἐν τῇ διηνεκῇ
πάλῃ τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς.
Ὑπομένει πάσαν συντυχοῦσαν εἰς τόν βίον του δυστυχίαν μετά καρτε-
ρικότητος καί εἰς τάς μᾶλλον δυσχερεῖς περιστάσεις, καθ’ ἅς εἷς ἄλλος εἰς
τήν θέσιν του θά κατεποντίζετο ἐν μέσῳ λαιλαπώδους τυφῶνος, οὗτος,
ἐπιδέξιος χειριστής τῶν περιστάσεων, ἐξέρχεται σῶος καί ἀβλαβής καί
προσμειδιᾷ πρό τῶν ἐξαγριωμένων κατ’ αὐτοῦ στοιχείων μέ τό σθένος τοῦ
θαρραλεωτέρου θαλασσομάχου.
Ὑπαινίσσεται πολλάκις πρός τούς γνωρίμους του τάς ταλαιπωρίας του
καί ἐνθαρρύνει εἰς ὁμοίας περιπτώσεις, ὅπως μή δειλιάσωσι κατά τῶν κιν-
δύνων, οἵτινες πολλάκις παρουσιάζονται. Ὁ πόθος αὐτοῦ στρέφεται πρός
τό καλόν ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος. Δέν φροντίζει διά τόν ἑαυτόν του,
μεριμνᾷ διά τάς ἀνάγκας τῶν ἄλλων. Δέν ἀκολουθεῖ τάς ὑπαγορεύσεις τῶν
νόμων, ὅπως πράξῃ τό ἀγαθόν, ὅπως ἐπιληφθῇ ἑνός ἀγαθοεργοῦ σκοποῦ.
Οἱ νόμοι δι’ αὐτόν εἶναι φενάκη, ἐπικαλύπτουσα τό προσωπεῖον τῆς
κοινωνικῆς ἐξαχρειώσεως, ἥτις προσπαθεῖ νά ἐπιδειχθῇ ὡς ἠθική καί πρός
ἥν φέρονται περιστρεφόμεναι αἱ ἰδανικώτεραι ἀποβλέψεις τοῦ ἀνθρωπί-
νου πνεύματος.
Ἡ πραγματική ἑκάστου Νόμου ἐξήγησις ἐγκρύπτεται ἐν τῇ καρδίᾳ
αὐτοῦ, ἥτις συγκεντροῖ ὅλα τά ἠθικά καί καθαρῶς πνευματικά προσόντα,
τά ὁποῖα ἐκπροσωποῦσι τόν ἰδανικόν καί τόν τέλειον ἐξανθρωπισμόν.
Ἡ ἀνάπτυξις ὑπό τό πρῖσμα τῶν κοσμοπολιτικῶν ἀρχῶν, ἤ τῶν ὑψί-
στων ἀποβλέψεων ἑκάστου κοινωνικοῦ ἀναμορφωτικοῦ ἔργου, ἤ ἑκάστης
θρησκευτικῆς ρήσεως, δέν ἀνευρίσκουσιν ἐν αὐτῷ ἤ τόν παρεφθαρμένον
τύπον τῆς πρώτης ἀνθρωπίνης προσπαθείας πρός ἀποτίναξιν ἀπ’ αὐτῆς
τῶν κτηνωδῶν ἐνστίκτων.
Ἡ ἑρμηνεία τῶν διαφόρων ἐκπολιτιστικῶν ἀρχῶν προσκρούει πάντοτε
ἐπί τῆς πρακτικῆς ἐφαρμογῆς των. Δέν εἶναι δυνατόν ποτέ νά ἐπέλθῃ καμ-
μία κατίσχυσις ἐν τῇ ἐκτελέσει ὁποιασδήποτε πράξεως, χωρίς προγενε-
στέρως νά προηγηθοῦν τά συμβάλλοντα αἴτια καί ἡ συμφυής κατάστασις,
ὑφ’ ἥν ὁποῖαν διατελεῖ τό ἐκτελέσαν αὐτήν ἄτομον.
Οὐδεμία νομοθετική διάταξις, οὐδεμία ἠθική ἀρχή εἶναι δυνατόν νά
προλάβῃ τήν διάπραξιν μιᾶς κακοβούλου πράξεως, ἥτις κατεστρώθη ὑπό
νοσηρᾶς καί ἀσταθοῦς διανοίας.
Ποία Δικαιοσύνη ἐπελήφθη τῆς πνευματικῆς ἀποστειρώσεως τῆς
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ 15

διεφθαρμένης ψυχῆς, αὐτῆς τῆς βιωτικῆς ἀνάγκης, τῆς ἀναπτυσσούσης


τό ἔγκλημα;
Ποῖος ἠθικός νόμος ἐπελήφθη τῆς προστασίας τῶν ἀνισορρόπων δι-
ανοιῶν, αἵτινες, χωρίς νά θέλωσι καί παρά τήν συναίσθησιν τῆς διαπρά-
ξεως τοῦ κακοῦ, ὠθοῦνται ἀκατασχέτως πρός αὐτό;
Ἡ μή τήρησις τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν ὑπό ἑνός ἑκάστου ἀνθρώπου, ἥτις
ἀποδίδεται ὡς ἐπί τό πλεῖστον εἰς τόν ἀσθενῆ χαρακτῆρα αὐτοῦ, δέν δύνα-
ται ν’ ἀντικρούση μίαν κακήν πρᾶξιν, προβάλλουσαν μέ τήν προκλητικήν
ἐκπλήρωσιν μιᾶς ἀναγκαιούσης πρός τάς σωματικάς αὐτοῦ ἀπαιτήσεις
ἀξιώσεως.
Ἑκάστη παραδρομή τοῦ ἀτόμου ἐκ τῶν ὑπαγορεύσεων τῶν ἠθικῶν
ἀρχῶν, τάς ὁποίας ἐδιδάχθη ν’ ἀκολουθήσῃ εἴτε ἐκ τῆς ἐπιγενομένης εἰς
αὐτόν διδασκαλίας ὑπό τῶν διαμορφωτῶν τῆς πνευματικῆς του ἀναπτύ-
ξεως, εἴτε ἐπί ἐμπειρικῆς αὐτοῦ γνώσεως, στηριζομένης ἐξ ὁλοκλήρου ἀπό
τῆς συσχετίσεως τοῦ ὀρθοῦ λόγου καί τῆς λογικῆς του, τό Τέλειον Ἀγαθόν,
ὀφείλεται, ὡς ἑπί τό πλεῖστον, εἰς τήν ἐκπλήρωσιν μιᾶς οἱασδήποτε ἐξεγει-
ρομένης αὐτοῦ ἐπιθυμίας.
Διά τοῦτο ἡ πρός τό ἀγαθόν τείνουσα ἰσχυρά θέλησις ἀποδοκιμάζει
πᾶσαν ἡμῶν ἐπιθυμίαν, ἥτις, διά νά ἐκπληρωθῇ, ἔχει ἀνάγκην νά ἐγκολπω-
θῇ τά πρός πραγματοποίησίν της μέσα ἐκεῖνα, τά ἀντιτιθέμενα πρός τάς
βάσεις τῆς στοιχειώδους ἠθικῆς.
Διά νά φθάσῃ τις πρός τινα ἐπιδιωκόμενον σκοπόν, δέν ὑπολογίζει τά
ἐξεγειρόμενα πρό αὐτοῦ ἐμπόδια, ἀλλά ὑπό τῆς ἐκπληρώσεως καί μόνον
τῆς ἐπιθυμίας του ὠθούμενος κατακρημνίζει καί ποδοπατεῖ τά πάντα, ἵνα
ἐκ τῆς καταπτώσεως καί καταστροφῆς τῶν ἄλλων δημιουργήσῃ τό Μέγα
Ἐγώ του, τά σταθερά τοῦ μέλλοντος αὐτοῦ καί τῶν τέκνων του ὑλικά μέσα
πρός ἀπολαυστικωτέραν εὐζωίαν.
Ὁ ἐμπρηστής, ὁ κλέπτης, ὁ φονεύς, ὁ ψευδόμενος, ὁ ἀπατεών, ὁ δο-
λοφόνος, πᾶς κακοῦργος ἐπιζητεῖ νά κατισχύσῃ διά παντός ἐγκληματικοῦ
του μέσου τοῦ ταπεινοῦ ἐπιπέδου, εἰς τό ὁποῖον ἡ ἀφροσύνη τῶν γονέων
του τόν κατέρριψεν, εἴτε ἡ ἀτομική του ἀπερισκεψία τόν ὤθησεν.
Καί κατ’ ἀρχάς μέν τό ὑποσυνείδητον ἐν αὐτῶ ἀγαθόν ἐξεγείρεται
καί ἀποδοκιμάζει πᾶσαν κακήν πρᾶξιν του, ὑποδεικνύει καί παρουσιάζει
τό πρό τῶν ποδῶν του ἐκτεινόμενον βάραθρον, ἀλλ’ ἡ ἀσθενής του θέλη-
σις ἀδυνατεῖ νά ἐξουσιάσῃ καί διακυβερνήσῃ τά πάθη του καί οὕτω ­ὀλίγον,
κατ’ ὀλίγον ἀφίεται ἕρμαιον τῶν σαρκικῶν του ὀρέξεων.
Ὁ νόμος ὁ τιμωρῶν αὐτόν, ἀντί νά σωφρονήσῃ αὐτόν, ἀναπτύσσει διά
τοῦ περιορισμοῦ καί τῶν καταναγκαστικῶν ἔργων τήν πρός τό ἔγκλημα
τάσιν του καί τά ἐπί στιγμήν περιορισθέντα ἐξ ἀνάγκης πάθη του ὑπο-
βράζουν εἰς τά ἔγκατα τῆς ψυχῆς του.
Ὅταν δέ ὁ χρόνος τῆς τιμωρίας του παρέλθῃ καί ἀφεθῇ ἐλεύθερος
ἐπιδίδεται μετά περισσοτέρου πάθους καί ὁρμῆς εἰς τήν καλλιέργειαν τῶν
παθῶν, χωρίς νά ὑπολογίζῃ τά βάρη τῆς νέας του τιμωρίας.
16 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

Ἐν τῇ ἐκπροσωπήσει τῆς δικαιοσύνης διαβλέπει τόν μισητόν ἐχθρόν


εἰς τήν κατ’ αὐτοῦ ἐξάσκησιν τῶν νόμων, τόν δεινόν πολέμιον τῶν ἀποβλέ-
ψεών του, τόν ὁποῖον πρέπει παντί σθένει νά ἐκδικηθῇ, ἀφοῦ δέν δύναται
ἐκ τοῦ ἀφανοῦς νά κατασυντρίψῃ.
Ἡ δύναμις τῆς κοινωνικῆς ἐξουσίας, ἡ διαθέτουσα κατ’ αὑτοῦ τά ἔνδι-
κα μέσα της, ὅπως κατασυντρίψῃ τόν ἐπιδιωκόμενον ἐκ τῶν ἐγκλημάτων
του σκοπόν, ἐκπροσωπεῖ κατά τήν ἀντίληψίν του τήν μισητήν κοινωνικήν
τάξιν, ἥτις ἐν τῷ δικαιώματι τῆς ἰσχύος τῶν μέσων, τά ὁποῖα διαθέτει, δι-
απράττει μεγαλύτερα ἐγκλήματα ἐν ἐπιγνώσει τῆς τιμωρούσης αὐτόν
δικαιοσύνης καί ὑπό τήν ἐκτελεστικήν ἐκπροσώπησιν τῶν νόμων, οἱ ὁποῖοι
τόν κατεδίκασαν.
Καί δέν ἔχει πολύ ἄδικον...
Οἱ κοινωνικοί καί πολιτειακοί θεσμοί, οἱ καταδικάζοντες τόν λωπο-
δύτην, τόν συλληφθέντα ἐν στιγμῇ τῆς ἐξασκήσεως τοῦ ἀτίμου ἐπαγ-
γέλματός του, ἐπιτρέπουν εἰς τόν αἰσχροκερδῆ ἔμπορον νά κλέβῃ ἐκ τοῦ
ἐμφανοῦς τούς πελάτας του ὑπό τό πρόσχημα τοῦ ἐντίμου ἐμπορικοῦ
ἐπαγγέλματός του.
Πολλάκις δέ εὐφήμως ποιεῖται μνείαν περί τοῦ ὀνόματός του καί τῶν
ἐντίμων μέσων, τά ὁποῖα διέθεσεν, ἵνα κατορθώσῃ νά λάβῃ ἱκανά ποσά
ὑπό τόν τύπον Ἐθνικοῦ Δανείου ἤ παροχῆς φιλανθρωπικῶν ἀγαθοεργῶν
σκοπῶν, ὁπότε ἡ κεκαλυμμένη Δικαιοσύνη ἀποκαλύπτεται καί χαιρετᾶ
αὐτόν εὐσχήμως ἤ προσπίπτει γονυκλινῶς πρός τῆς διαβάσεώςτου.
Οἱ ὑφιστάμενοι πολιτειακοί καί κοινωνικοί θεσμοί εἶναι ἐκείνοι, οἵτινες
κατά μείζονα λόγον συντελοῦν εἰς τόν πολλαπλασιασμόν του ἐγκλήματος
καί εἰς τήν ἠθικήν ἐξαχρείωσιν τοῦ ἀνθρώπου.
Οἱ διαθέτοντες τά ὑλικά μέσα δέν τιμωροῦνται, ὅσον οἱ κοινοί ἐγκλη-
ματίαι.
Οἱ ἐξασκοῦντες τήν δικαιοσύνην ἀποκαλύπτονται πρό τῆς αἰσχροκερ-
δοῦς πολυταλάντου ἐντιμότητος, ἥτις δέν διαφέρει ποσῶς τῆς ληστείας
καί τήν ὁποίαν ἐν τούτοις θεωροῦσιν ὡς ἀξίαν, πρό τῆς ὁποίας πρέπει νά
σταυρώσωσιν ἐκ σεβασμοῦ τάς χεῖρας των.
Δέν πρέπει νά καταδικάζωμεν τόν ἐγκληματοῦντα, τόν ὑποκύψαντα
εἰς τάς καταδικαστέας αὐτοῦ πράξεις ἐξ ἀνάγκης, ἀλλ’ ἔτι μᾶλλον πρέπει
νά καταδικάσωμεν ἐκεῖνον, ὅστις ἄνευ οὐδεμίας ἀνάγκης προέβη εἰς πρᾶ-
ξιν ἐξ ἴσου τιμωρουμένην ὑπό τοῦ ἀλανθάστου καί πραγματικοῦ Ἠθικοῦ
Νόμου.
Ἐάν ὅμως οἱ νόμοι κατεδίκαζον πᾶσαν πρᾶξιν ὁμοίαν, τότε ἅπασα
ἡ ἀνθρωπότης ἔδει νά ἐγκλεισθῇ εἰς τάς φυλακάς, διότι οὐδείς ἐν τῆ γῇ
ὑπάρχει, ὅστις δέν διέπραξε τό κακόν, διά τό ὁποῖον ὁ κοινός ἐγκλημα-
τίας κατεδικάσθη.
Η ἐξάσκησις καί ἡ ἀπονομή τῆς δικαιοσύνης μήπως δέν βασίζεται ἐξ
ἴσου ἐπί τῆς ἀδίκου ἀπονομῆς τοῦ δικαίου;
Μήπως αἱ κατά καιρούς ἐκδιδόμεναι ἀποφάσεις, ὡς ἐπί τό πλεῖστον, δέν
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ 17

ἐβασίσθηκαν ἐπί τῆς αὐθαιρέτου ἀντιλήψεως τῶν δικαστῶν ἤ τῆς συμφερο-


ντολογικῆς συνηγορίας τῶν νομομαθῶν, τῶν δυναμένων νά καταδικάσωσι
τόν ἀθῶον ὑπό τήν ἐλαστικήν ἐπίκλησιν ἑνός ἀτυχοῦς Νομοθετήματος, ἤ
μιᾶς ἀτυχοῦς ὑπερασπίσεως τοῦ πελάτου τοῦ ἀντιπάλου των;
Οὐδείς νόμος στηρίζεται ἐπί τῆς ἀκριβοδικαίας ἀπονομῆς τῆς Δι-
καιοσύνης. Καί, ἐν ὅσῳ οὐδείς τοιοῦτος νόμος δύναται νά προασπίσῃ τόν
μή ἔχοντα νά προβάλῃ ἀνάλογα ἐπιχειρήματα πρός ἀθώωσιν τοῦ καταδικα-
ζομένου, ὀφείλομεν νά σεβώμεθα πάντα ἐγκληματίαν, ὅστις ὑπέπεσεν εἰς
τό ἔγκλημα ὑπό συντυχουσῶν περιστάσεων, τάς ὁποίας δέν ἠδύνατο ν’ ἀπο-
φύγῃ. Ὁ ἀληθής καί Δίκαιος Κριτής δέν καταδικάζει τόν ὑποπεσόντα εἰς τό
κακόν καί τήν ἁμαρτίαν, ἀλλ’ ἐπιχειρεῖ πάντοτε νά ὑποδείξῃ αὐτῷ τήν
σφαλεράν ὁδόν, ἥν ἠκολούθησε καί νά ὡθήσῃ αὐτόν πρός τάς ἠθικάς
ὑποδείξεις καί πρός τήν ἐπανόρθωσιν τοῦ κακοῦ, εἰς ὅ ὑπέπεσεν.
Ἕκαστον ἄτομον, ζῶν ἐν τῇ κοινωνίᾳ, ὀφείλει ν’ ἀκολουθήσῃ τάς ὑπα-
γορεύσεις τοῦ γραπτοῦ νόμου, ἐπιδιῶκον ὅμως τήν σχετικήν σύγκρισιν
μεταξύ τῶν ὑφισταμένων κατ’ ἀκολουθίαν πρός τήν ἐπιγενομένην πρᾶξιν
ἐλατηρίων καί τῶν λανθανόντων ὑποσυνειδήτων αἰτίων, διά τά ὁποῖα ἄνευ
βουλήσεως τοῦ δράστου προέβη εἰς τό ἔγκλημα, ἤ ἐν γένει, εἰς πᾶσαν κα-
κήν πρᾶξιν ἀντιβαίνουσαν πρός τάς βάσεις τῆς ἠθικῆς καί τῶν ἐξανθρωπι-
στικῶν θεσμῶν καί νόμων, τούς ὁποίους ἑκάστη πολιτεία ἐθέσπισε διά τήν
εἰρηνικήν ἑκάστου ἀτόμου ἐξασφάλισιν.
Δέν πρέπει ὅμως ἕκαστος ἐξ ὑμῶν νά περιορισθῇ εἰς τό στενόν πνεῦμα
ἑνός γραπτοῦ νόμου, ὑπαγορευθέντος ὑπό χρόνον καί τόπον, ἔστω καί
ὑπό ἀπταίστου κριτοῦ, ὅστις, ὡς ἐκ τῆς ἐποχῆς καί τῶν περιστάσεων εἰς ἅς
ἔζησεν, δέν ὑπελόγισε τήν μετατροπήν τῆς τοῦ μέλλοντος κοινωνίας, ἥτις
προαχθεῖσα θά ἀναιρῇ τήν μή θεωρημένην ὑπό τῆς κοινῆς γνώμης ὑπόλο-
γον πρᾶξιν.
Διά τοῦτο, ἀφ’ ἧς ἐποχῆς ἤρχησαν λειτουργοῦντες οἱ νόμοι, ἤρχισαν
σύν τῷ χρόνῳ ἐπιβαλλόμεναι νέαι ἀναθεωρήσεις καί προσθῆκαι, αἱ
ὁποῖαι ἐπεδίωξαν πάντοτε νά προαγάγωσιν ἐπί τό ἁπλούστερον καί καλ-
λίτερον τό πρότερον λειτουργοῦν νομοθετικόν σύστημα.
Ἡ βάσις ὅμως τοῦ καλοῦ καί τοῦ τελείως ἐξανθρωπιστικοῦ ἔργου δέν
στηρίζεται ἐπί τῆς ἀπολύτου τηρήσεως τῶν γραπτῶν νόμων, ἀλλ’ ἐπί τῆς
συνειδητῆς ἀντιλήψεως τοῦ θέλοντος νά τηρήσῃ αὐτούς.
Κηρυσσόμεθα ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας ἑκάστου ἀτόμου πρός ἑαυτόν καί
τήν Πολιτείαν ἤ Κοινωνίαν, χωρίς νά ὑποτεθῇ, ὅτι ἐν τῇ ἐλευθερίᾳ αὐτοῦ
ἐπιτρέπεται εἰς αὐτόν νά διαπράττῃ πᾶσαν πρᾶξιν ἀντιτιθεμένην πρός
τόν γραπτόν καί τόν ἄγραφον νόμον.
Ἄγραφος νόμος εἶναι ἐκεῖνος, ὅστις ἀπορρέει ἐκ τῆς καθαρᾶς συνειδή-
σεως τοῦ καλοῦ, χωρίς νά ὑπάρχῃ ἀναγεγραμμένος ἐν ταῖς συγχρόνοις καί
ἰσχυούσαις νομοθετικαῖς διατάξεσιν.
Μία προηγμένη διάνοια, εἴτε ἐν τῇ τελειότητι τῆς ἀναπτύξεως αὐτῆς,
εἴτε ἐν τῇ ἰδιοσυστασίᾳ τῆς φύσεώς της, δυνατόν οὐ μόνον νά παρίδῃ τόν
18 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

πανθομολογουμένως ἄξιον τηρήσεως νόμον, ἀλλά καί νά καταπολεμήσῃ


αὐτόν. Εἶναι βέβαιον, ὅτι ἡ κοινή γνώμη, στηριζομένη ἐπί τοῦ εἰς αὐτήν
ὑποβληθέντος καί ἀναιρέτου πλέον καταστάντος νόμου, σπεύδει νά τιμω-
ρήσῃ καί καταδικάσῃ αὐτόν ἀμειλίκτως, φρονοῦσα ὅτι ἐκτελεῖ τό ὕψιστον
καί ἐπιβεβλημένον πρός πάντα ἄνθρωπον ἠθικῶν ἀρχῶν καθῆκον της.
Καί ὅμως ἡ διαδοχική πρός αὐτόν συνήθεια τῆς τηρήσεώς του ἐξήσκη-
σεν ἀναπόδραστον ἐπήρειαν, ἥτις διαστρεβλώνει τήν ὀρθήν κρίσιν τοῦ ὑπ’
αὐτῆς καταδικαζομένου. Καί δέν παρέρχεται πολύς χρόνος καί οἱ ὀρθο-
φρονέστερον σκεπτόμενοι, μελετῶντας τάς βάσεις τοῦ νόμου τούτου καί
τάς ἐνστάσεις καί λογικάς κρίσεις τοῦ καταδικασθέντος, δέν βραδύνουν ν’
ἀποδώσουν μετά τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς ἀθωότητός του καί τήν ἀνακήρυ-
ξιν αὐτοῦ ὡς πρώτου συνθέτου τοῦ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν λειτουργοῦντος
νόμου.
Οὕτως δέ ἐπῆλθον τοιαῦται ἀνατροπαί ἐν τοῖς σημερινοῖς ἰσχύουσι
νόμοις πρός τούς ἀρχαίους, ὥστε, κρίνων τις αὐτούς πρός τούς τότε, οὐ-
δεμίαν θ’ ἀνεύρῃ σχετικὴν σύγκρισιν, ἐπί τῶν ὁποίων νά βασισθῇ, ὅτι οἱ
μέν προῆλθον ἐκ τῆς κατά τά χρονικά διαστήματα συμπληρώσεως τῶν δέ.
Ἐκτός ὅμως τούτου αἱ ἐκδοθεῖσαι ὑπό τοῦ κοινοῦ κρίσεις πρός τήρη-
σιν αὐτῶν θά ἐχαρακτήριζον τούς πρό πολλοῦ καταργηθέντας ὡς πα-
ρανόμους, ὡς ὑποσκάπτοντας τάς θεμελιώδεις ἀρχάς τοῦ ἀνθρωπισμοῦ,
ἐνῷ ὁ πάλαι ἀνθρωπισμός ἐστήριξεν ἐπ’ αὐτῶν τόν προηγμένον τῆς τότε
ἐποχῆς πολιτισμόν του.
Ἐξ ὅλων τούτων ἀποδεικνύεται, ὅτι οὐδείς ἀνθρώπινος νόμος
στηρί­ζεται ἐπί τῆς Ἀναιρέτου καί Ἀπολύτου Τελειότητος.
Καί ἐν ὅσῳ ἕκαστος νόμος στηρίζεται ἐπί τῆς ἐπερχομένης ἑκάστοτε
μετατροπῆς τῶν ἰσχυουσῶν διατάξεων τῆς μεταβαλλομένης ἀντιλήψεως
περί τήν ἐκτέλεσίν του, πῶς δυνάμεθα νά καταδικάσωμεν μέ ἐλαφράν
συνείδησιν τόν ὑπαίτιον μιᾶς παρανόμου πράξεως ἐν τῇ τηρήσει τοῦ μετα-
βληθησομένου νόμου;

Ὁ διαπράττων τό ἔγκλημα, ἤ ὁ ὠθούμενος πρός τήν ἐκτέλεσιν μιᾶς


κατακριτέας ὑπό τῶν ἰσχυόντων νόμων πράξεως, ἔχει πάντοτε ὡς δικαιο-
λογίαν τά αἴτια, τά ὁποῖα τόν ὤθησαν πρός τό κακόν.
Ὡς λειτουργοί τῆς δικαιοσύνης δέν δυνάμεθα, ὅσον καί ἄν προσπαθή-
σωμεν ν’ ἀναπτύξωμεν τήν ψυχολογικήν ἡμῶν ἀντίληψιν, νά ἀνεύρωμεν
ὑπό ποίας ἀκριβῶς συνθήκας τό ἄτομον τοῦτο καί ὑπό ποίαν ψυχολογικήν
καταστάσιν διατελοῦν διέπραξε τήν ὑπό τῶν ὑφισταμένων και λειτουρ-
γούντων νόμων μας καταδικαζομένην πρᾶξιν. Ἐν τούτοις ὅμως ὀφείλομεν
νά ἐξεύρωμεν τά προκαλέσαντα τήν πρᾶξιν ταύτην αἴτια, δυνάμει τῶν
ὁποίων νά προβῶμεν οὐχί εἰς τήν καταδίκην, ἀλλά εἰς τήν ὑπόδειξιν τῶν
μέσων, δι’ ὧν ἐν τῷ μέλλοντι τό ἄτομον τοῦτο νά διαφύγῃ τόν κίνδυνον τῆς
ἐκτελέσεως ὁμοίας πράξεως.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ 19

Ὁ πραγματικός ἐξανθρωπισμός δέν καταδικάζει ποτέ τό ἔγκλημα


καί τήν κακήν πρᾶξιν.
Ὁπόταν ἡ δικαιοσύνη στηρίζεται ἐπί τῶν νόμων της, τῶν ὁποίων ἡ ἐλα-
στικότης κανονίζεται διά τῆς εὐστρόφου ἤ μή χειρήσεως τῶν συνηγόρων ἤ
τῆς ὀρθῆς ἤ στενῆς ἀντιλήψεως τῶν δικαστῶν, δέν εἶναι δικαιοσύνη στηρι-
ζομένη ἐπί τῆς ἀπολύτου ἀπονομῆς τοῦ δικαίου.
Καί, ἐφ’ ὅσον τό Ἀπόλυτον Δίκαιον διαφεύγει ἐκ τῶν χειρῶν τῶν λει-
τουργῶν καί ἐκτελεστῶν αὐτοῦ καί ἐφ’ ὅσον ἡ κατ’ ἐπίφασιν πραγματική
δικαιοσύνη ἑδραιοῦται ὄπισθεν τοῦ περιωρισμένου πνεύματος τῶν ἰσχυό-
ντων νόμων, ἡ καταδίκη πάντοτε δύναται νά χαρακτηρισθῇ ὡς πρᾶξις ἐξ
ἴσου καταδικαστέα.
Ὑπεράνω πάσης δικαιοσύνης καί ὑπέρ πᾶσαν κριτικήν ἀντίληψιν
βασιλεύει ἡ ἠθική τοιαύτη, τῆς ὁποίας ἐκτελεστής καί κριτής δίκαιος καί
ἀμερόληπτος εἶναι ἡ Ἀναίρετος καί Ἀπόλυτος Δικαιοσύνη.
Ἡ δικαιοσύνη αὕτη ἐπικρέμαται ἐπί τῆς κεφαλῆς ἑκάστου ἀτόμου καί
συνοδεύει αὐτό πάντοτε, παρακολουθοῦσα ἕκαστον αὐτοῦ βῆμα πρός τε τό
ἀγαθόν καί τήν κακίαν. Οὐδέποτε περιορίζει τήν ἐλευθερίαν τοῦ ἀτόμου καί
οὐδέποτε καταφεύγει εἰς τά ἄδικα ἐκεῖνα μέσα, τά στιγματίζοντα τήν ἠθικήν
ὑπόστασιν τοῦ παρεκτρεπομένου. Απ’ ἐναντίας μάλιστα ἀφήνει αὐτόν ἀπερι-
ορίστως ἐλεύθερον καί προσπαθεῖ νά προσπλησιάσῃ αὐτόν πρός τήν ἐξαν-
θρωπιστικήν αὐτοῦ ἀναμόρφωσιν, τήν ὁποίαν οὗτος εἴτε ἐκ φύσεως, εἴτε ἐκ
συντυχουσῶν πρός τήν διάπραξιν τοῦ κακοῦ περιστάσεων, παρεγνώρισεν.
Τό ἔργον καί τό καθῆκον ἑκάστου λειτουργοῦ τῆς δικαιοσύνης πρός
τήν ἀμερόληπτον καί σχετικῶς ἀπόλυτον ἀπονομήν τοῦ δικαίου ὀφείλει νά
στηρίζηται ἐπί τῶν νόμων, οὕς ἡ ἀπόλυτος ἐλευθερία τοῦ ἀτόμου ὑπαγο-
ρεύει. Καί οἱ νόμοι οὗτοι οὐδέποτε τιμωροῦσι καί καταδικάζουσι τόν ἔνο-
χον δεσμεύοντες τήν βούλησιν καί τήν ἐλευθερίαν αὐτοῦ, ὅπως περιορίσω-
σι τήν ἐξάπλωσιν τοῦ κακοῦ καί τοῦ ἐγκλήματος.
Εἶναι ἀποδεδειγμένον, ὅτι ἡ ψυχική ἐγκληματικότης διά τοῦ περιορι-
σμοῦ καί τῆς στερήσεως τῆς ἐλευθέρας ἐνεργείας ἀνεπτύχθη περισσότε-
ρον. Κακοῦργοι ἀπελευθερωθέντες ἤ δραπετεύσαντες ἐκ τῶν δεσμῶν ἐπε-
δόθησαν μετά περισσοτέρας ροπῆς εἰς τό ἔγκλημα.
Οὐδείς σωφρονιστικός ἐξαναγκασμός, οὐδέν καταναγκαστικό ἔργον
κατορθοῖ νά βελτιώσῃ ἐπί τό ἠθικώτερον τήν ἐγκληματικήν αὐτῶν φύσιν.
Δεδομένου δέ, ὅτι ἡ συσχέτισις αὐτοῦ μετ’ ἄλλων ὁμοίας φύσεως κα-
κούργων ἀνέπτυξε ἐπί τό ἐγκληματικώτερον τάς πρός τήν διάπραξιν τοῦ
κακοῦ τάσεις αὐτοῦ, ἡ δικαιοσύνη διά τοῦ ἐξαναγκαστικοῦ περιορισμοῦ
τῆς ἐλευθερίας αὐτοῦ, ἐπιζητοῦσα νά περιστείλῃ τό ἔγκλημα, δέν ἀνα-
πτύσσει αὐτό ὑπό τήν σκέπην τῶν φυλακῶν καί σωφρονιστηρίων της;
Οὐδεμία μέχρι σήμερον ἐγένετο πραγματική καί συστηματική πρόλη-
ψις πρός περιορισμόν τοῦ κακοῦ. Τά μέτρα, τά ὁποῖα λαμβάνονται κατ’
αὐτοῦ, δέν εἶναι ἱκανά, ὅπως μεταβάλλωσιν τά ἔνστικτα μιᾶς πονηρᾶς
­φύσεως, ρεπούσης πρός τό ἔγκλημα.
20 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

Ἀντί τῶν δεσμῶν καί τοῦ περιορισμοῦ τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἐγκλημα-
τίου ἡ κοινωνία ἔδει νά μελετήσῃ τά κυριώτερα ἐλατήρια, τά ὠθήσαντα
αὐτόν πρός τήν ὑπ’ αὐτῆς καταδικαζομένην πρᾶξιν καί νά διαπαιδα-
γωγήσῃ αὐτόν ἐπί τῇ βάσει τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν καί τῆς τηρήσεως τῶν
νόμων, οὕς αὕτη πρεσβεύει καί ἀκολουθεῖ. Ἀντί τῶν φυλακῶν ἔδει νά
ἰδρύσῃ παντοῦ Ἐκπαιδευτήρια, νά συστήσῃ Βιβλιοθήκας, ν’ ἀνεγείρῃ
πρακτικάς Σχολάς, εἰς ἅς νά διδάσκεται τό Καλόν ἐκ παραλλήλου πρός
τήν ἐργασίαν καί τόν πρός τήν ἐπαγγελματικήν ζωήν ζῆλον.
Δέν ἀρνούμεθα, ὅτι ὑπάρχουσι κληρονομικαί τάσεις ἀνθρώπων ρεπό-
ντων πρός τό ἔγκλημα καί τό κακόν οὐχί ἐκ προθέσεως, ἀλλ’ ἐκ φύσεως. Ἐν
τούτοις δύνανται νά ἐξευρεθῶσι κατάλληλα μέσα, δι’ ὧν καί αἱ ἐκ φύσεως
κακαί αὗται ὑπάρξεις νά δυνηθῶσι ν’ ἀποβάλωσι μέγα μέρος τῶν ἐλαττω-
μάτων τοῦ φυσικοῦ χαρακτῆρος των.
Τά μέσα ὅμως καί ὁ τρόπος τῆς βελτιώσεως αὐτῶν ἐπιδιώκεται
συνήθως διά τῆς ἐφαρμογῆς κατ’ αὐτῶν μέτρων πόρρῳ ἀπεχόντων τῶν
ἐπιβεβλημένων καθηκόντων πρός πάντα ἄνθρωπον, κατανοοῦντα τάς
ἀπολύτως στοιχειώδεις τοῦ ἐξανθρωπισμοῦ ὑπαγορεύσεις.
Ἐν ὅσῳ ἕκαστος ἀκόλουθος τῶν ἰσχυόντων νόμων ὡς ἐπί τό πλεῖστον
οὐδέποτε διετήρησεν αὐτούς, οὐδέποτε ἐξηνάγκασε τόν ἑαυτόν του ν’
ἀκολουθήσῃ κατά γράμμα τήν πραγματικήν ἔννοιαν καί τάς διατάξεις
αὐτῶν, πῶς θέλομεν νά τηρήσουν αὐτούς ἄνθρωποι, οἵτινες δέν ἔχουν τήν
δέουσαν ἀντίληψιν τοῦ διαπραττομένου ὑπ’ αὐτῶν ἐγκλήματος, πολύ δέ
περισσότερον τήν ἐφαρμογήν τῶν ἰσχυόντων ἐν τῇ κοινωνία αὐτῶν νόμων;
Ἡ μειονότης δέ, ἥτις ὑφίσταται μεταξύ τῶν ἐκ φύσεως καί ἐκ παραδρο-
μῆς ἐγκληματιῶν ἀπέναντι τῶν ὑπό τήν αἰγῖδα τοῦ νόμου στεγαζομένων,
ἠδύνατο νά κατέλθῃ εἰς ἀσήμαντον μειονότητα, ὁπόταν ἡ κοινωνική ἐπι-
δίωξις τῆς βελτιώσεως τοῦ κακοῦ ἐλάμβανε τά κατάλληλα μέτρα -τά
ὁποῖα ἀνωτέρω ἀναπτύξαμεν- πρός περιστολήν καί ἐντελῆ ἀποσόβησιν
τοῦ ἐγκλήματος.

Ἐν τοῖς πρώτοις κεφαλαίοις τῆς παρούσης μελέτης ἀνεπτύξαμεν, ὅτι


πρός ἐπιτυχίαν ἑνός ἐπιδιωκομένου σκοποῦ ὀφείλομεν πρό παντός ἄλλου
νά προτάξωμεν τήν καλήν θέλησίν μας, ἥτις, ὡς ἐπί τό πλεῖστον, εἶναι ὁ
κυριώτερος συντελεστής καί τῶν μᾶλλον ἀπιθάνων καί πολλάκις τῶν ὡς
ἀδυνάτων θεωρουμένων.
Πρός ἐπιτυχίαν ὅθεν τῆς βελτιώσεως τοῦ ἀτόμου μας καί συμπάσης
τῆς κοινωνίας τῆς ἀνθρωπότητος, διά τήν ἀνάπτυξιν τῆς ὁποίας περισ-
σότερον τοῦ ἑαυτοῦ μας πρέπει νά ἐνδιαφερώμεθα, ὀφείλομεν νά κατα-
βάλωμεν ὅλην τήν δυνατήν μας προσπάθειαν, ὅλην τήν καλήν θέλησιν.
Ἄς μήν ὑπολογίσωμεν τό ἀδύνατον ἤ τό δύσκολον τῆς ἐπιτεύξεως τοῦ
ἐπιδιωκομένου ἐξανθρωπιστικοῦ ἡμῶν ἔργου.
Ἄς μή λάβωμεν ὑπ’ ὄψει τάς προηγουμένας προσπαθείας τῶν ἀνακαι-
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ 21

νιστῶν καί ἐκπολιτιστῶν τῆς κοινωνίας, οἱ ὁποῖοι πάντοτε ἐπεδίωξαν τήν


ἀναστήλωσιν τοῦ κατερειπωθέντος ἐξανθρωπιστικοῦ οἰκοδομήματός των.
Ἄς μή κωλυθῶμεν ἀπό τήν διαφοράν, ἥτις ὑφίσταται μεταξύ τοῦ Τελείου
Καλοῦ καί τοῦ ἀδιορθώτου κακοῦ, ἄς μή πλανώμεθα ἐκ τῶν ἐπικρατουσῶν
προλήψεων τοῦ παρελθόντος, ἀλλά ἄς προσδώσωμεν εἰς τόν ἑαυτόν
μας τό δυνατόν τῆς ἀναμορφώσεως καί τελειοτέρας ἠθικοποιήσεως καί
διαπαιδαγωγήσεως οὐ μόνον τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀλλά καί συμπάσης τῆς
ἀνθρωπότητος καί πρό παντός τῶν ἀτόμων τῶν χρηζόντων εἰδικωτέρας
διδασκαλίας καί παροτρύνσεως πρός ἀποβολήν τῶν φυσικῶν καί ἐπι-
κτήτων αὐτῶν ἐλαττωμάτων, τῶν ὠθούντων αὐτούς πρός τήν διάπρα-
ξιν τοῦ ἐγκλήματος καί τοῦ κακοῦ.
Ἐν τοῖς ἐπομένοις κεφαλαίοις θά ὑποδείξωμεν τόν τρόπον τῆς ἠθι-
κῆς ἡμῶν ἀναμορφώσεως καί τάς ὑποθήκας, τάς ὁποίας ἕκαστος ἐξ ἡμῶν
ὀφείλει ν’ ἀκολουθήσῃ, ἐάν θέλῃ νά καταστῇ πραγματικός ἀκόλουθος τῆς
Ἀρετῆς καί τοῦ Τελείου ἐξανθρωπισμοῦ.

Ἡ ζωή ἑκάστου ἀνθρώπου παρουσιάζει ἀνά ἕκαστον αὐτῆς βῆμα πλεῖ-


στα προσκόμματα ἐν τῇ ἐκτελέσει τῶν ὑπαγορευομένων καί ἐπιβεβλη-
μένων εἰς αὐτόν ὑπό τε τῆς ἠθικῆς καί τῆς λογικῆς του καθηκόντων πρός
ἑαυτόν καί τόν πλησίον του.
Ὁμοιάζει μέ σκάφος, τό ὁποῖον ταξειδεῦον εἰς ἀχανῆ ἔκτασιν ὠκεανοῦ
καί ἀκολουθοῦν τήν ἐμφαινομένην γραμμήν τοῦ δρομολογίου του, ἀνευρί-
σκει νέα καί ὅλως διαφορετικά τῶν ἐν τῷ χάρτῃ ἀναφερομένων σημείων.
Ἀντιθέτως δέ πρός τήν ἐκ τοῦ βαρομέτρου ὑποδεικνυομένην καλοκαι-
ρίαν, τρικυμία καί θύελλα ἐπιζητεῖ νά τό βυθίσῃ. Ἀπαιτεῖται ἱκανότης καί
ἐμπειρική ναυσιπλοΐα, ὅπως κατορθώσῃ καί φθάσῃ μέχρι τέλους σῶον καί
ἀβλαβές εἰς τόν λιμένα τοῦ προορισμοῦ του.
Ὅταν δέ οὗτος διδαχθῇ καταλλήλως ν’ ἀντιμετωπίσῃ τούς ἐνδεχομέ-
νους κατά τό ταξείδιόν του κινδύνους, οἱ κίνδυνοι ἑκάστης τρικυμίας καί
θυέλλης, ἀντί νά τόν ἐκφοβίσουν, ἀπ’ ἐναντίας τοῦ παρέχουν τό ἐνδόση-
μον μιᾶς ριψοκινδύνου ἐπιχειρήσεως, ἥτις τόν εὐχαριστεῖ καί τόν τέρπει.
Διά τοῦ ἀκαταβλήτου δέ αὐτοῦ θάρρους ἀπέναντι τῶν κινδύνων, οὐ
μόνον τόν ἀπαλλάσσει τῆς ἀναποφεύκτου καταστροφῆς, ἀλλά ἐνθαρρύνει
καί τό πλήρωμά του, τό ὁποῖον πιστεύει καί ἐλπίζει εἰς τήν διάσωσίν του.
Ὁ κατορθώσας διά τῆς θελήσεως νά καταστείλῃ πᾶν ἐν αὐτῷ ἐξεγειρό-
μενον συναίσθημα, ἀντιβαῖνον πρός τάς ὑπαγορεύσεις τοῦ τελείου ἐξαν-
θρωπισμοῦ, κατέχει τό πρῶτον καί ἀπαραίτητον ἐξ ὅλων τῶν στοιχείων
τοῦ ἐξανθρωπισμοῦ, τό ὁποῖον δύναται νά συμβάλῃ ἐπικαιρότερον εἰς τήν
ταχυτέραν αὐτοῦ ἠθικοποίησιν καί τελειοποίησιν τοῦ χαρακτῆρος του.
Δέν πρέπει ὅμως οὗτος νά καταφεύγῃ εἰς τήν ἁπλῆν διδασκαλίαν τῶν
διαφόρων ἠθικολόγων, ὅπως ἀποκτήσῃ τά ἀπαραίτητα εἰς αὐτόν στοιχεῖα
τῆς ἐξανθρωπίσεως.
22 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

Τό κυριώτερον ἔρεισμα, ἐπί τοῦ ὁποίου οὗτος ὀφείλει πρό παντός νά


στηριχθῇ, ὅπως ἐπιτύχῃ τήν γενικήν ἀνακαίνισιν τοῦ ἑαυτοῦ του ἐπί τῇ βά-
σει τῶν ὑπαγορεύσεων τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν, εἶναι ἡ ἀπόκτησις ἱκανῆς θελή-
σεως πρός ἐπιβολήν ἐπί τοῦ ἑαυτοῦ του.
Τήν θέλησιν ταύτην ἀποκτᾷ τις, ὅταν σύν τῷ χρόνῳ καί διά καταλ-
λήλου μεθόδου κατορθώσῃ νά περιορίσῃ ἀφ’ ἑνός μέν τάς φυσικάς του
ἀνάγκας, ἀφ’ ἑτέρου δέ τάς ἑκάστοτε παρουσιαζομένας αὐτῷ κοσμικάς
ἀπαιτήσεις.
Ἐν συνεχείᾳ τῆς παρούσης μελέτης καί ἐν τῇ ἀναπτύξει τῶν στοιχειω-
δεστέρων ὑποθηκῶν τοῦ ἐξανθρωπισμοῦ θά προσπαθήσωμεν νά κατα-
δείξωμεν τά μέσα, δι’ ὧν ἕκαστος ἄνθρωπος θά ἠδύνατο διά μικρᾶς τινος
προσπαθείας ἀφ’ ἑνός μέν ν’ ἀποκτήσῃ τήν σθεναράν ἐπιβολήν τῆς θελή-
σεως ἐπί τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀφ’ ἑτέρου δέ νά φθάσῃ εἰς ὑψηλότερον ἐπίπε-
δον τῆς κοινῆς ἀντιλήψεως πρός τόν πραγματικόν αὐτοῦ προορισμόν, δι’
ὅν ἐγεννήθῃ καί ἀνεπτύχθῃ.

Ἤδη ἄς ἐξετάσωμεν ποῖαι αἱ συνθῆκαι, αἱ περιβάλλουσαι τήν ζωήν του


καί ἡ ἐξάσκησις τῶν πρός ἑαυτόν καί τούς ἄλλους καθηκόντων του πρός
ἐξυπηρέτησιν τοῦ ὑψίστου ἀνθρωπίνου ἰδεώδους τοῦ μεγαλειωδεστέρου
καί εἰς αὐτόν ἀνατεθέντος πρός ἐξυπηρέτησιν τοῦ Θείου ἔργου σκοποῦ.
Ἐκ τῶν σχέσεων αὐτοῦ πρός τόν πλησίον καί πρός ἅπαν τό περιβάλ-
λον του προκύπτουν ἐν δυσαναλογίᾳ καί πολλάκις ἐν ἀντιθέσει πρός τήν
ἐκπλήρωσιν τῶν ἀπαιτήσεων τοῦ ἀτόμου του ὕψιστα καθήκοντα πρός
ἑαυτόν καί τόν πλησίον του.
Τά καθήκοντα ταῦτα παραλλάσσουν εἰδικῶς κατά τόπους καί χρόνους,
ἀναλόγως τῶν ἰσχυόντων νόμων ἑκάστης κοινωνίας καί ἑκάστου τόπου, εἰς
τόν ὁποῖον ζῆ.
Ἀλλ’ ἡμεῖς λαμβάνοντες τήν γενικωτέραν αὐτῶν μορφήν καταμερίζο-
μεν αὐτά ἐν τῇ ἀναλύσει των εἰς τρεῖς κατηγορίας:

Α. Καθήκοντα πρός τόν Θεόν.


Β. Καθήκοντα πρός ἑαυτόν.
Γ. Καθήκοντα πρός τό περιβάλλον του καί τόν πλησίον του.

Α. Εἰς τά πρός τόν Θεόν καθήκοντα συνοψίζονται ἅπασαι αἱ ὑποχρεώ-


σεις τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ μερικωτέρᾳ ἀναλύσει τῶν σχέσεών της
πρός ἀλλήλας κατά τάς παραγομένας αἰτίας τῆς ἐν γένει ζωῆς, ἐχούσης
βάσιν ἐπιδιώξεως τό ἀποτέλεσμα αὐτῶν πρός τήν προσέγγισιν τῆς ἀρχι-
κῆς αἰτίας, τοῦ Θεοῦ.
Β. Εἰς τά πρός ἑαυτόν καθήκοντα συμπεριλαμβάνονται αἱ ὑποχρεώσεις
πρός τό ἄτομόν μας καί ἅπαν τό περιβάλλον μας.
Γ. Καί τέλος εἰς τά πρός τόν πλησίον καί τό περιβάλλον μας καθήκοντα
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ 23

ἀναφέρονται ἅπασαι αἱ πρός τόν ἑαυτόν μας καί τόν κόσμον ὑποχρεώσεις
μας.
Δυνατόν ἐκ τῆς κρίσεως τῶν ἀναγνωστῶν μας νά προκύπτῃ ἡ ἑξῆς δε-
δικαιολογημένη ἀπορία:
Πῶς ἐκ τῆς Ἀπολύτου Ἀρχῆς τοῦ Θεοῦ παρήχθῃ ἐν ἡμῖν ἡ συναίσθησις
τῶν πρός Αὐτόν ὑποχρεώσεών μας καί πῶς ἐν τῇ πεπερασμένῃ ἡμῶν δια-
νοίᾳ παρήχθη ἡ ἐντύπωσις τοῦ ἠθικοῦ χαρακτηρισμοῦ δοξασιῶν ὑπό τύ-
πον λατρείας μόνον ἐξωτερικευομένων;
Ὁ Θεός ὡς Απόλυτος Ἀρχή ἔχει ἀνάγκην τῆς πρός Αὐτόν πίστεως καί
λατρείας μας, ἤ μήτοι ὁ πρός Αὐτόν ἐξωτερικευόμενος πόθος μας παρά-
γει τό συναίσθημα τῶν πρός Αὐτόν καθηκόντων μας;
Ἐν τῇ ἐκτελέσει τούτων ἐλπίζομεν νά λάβωμεν τήν προσήκουσαν
ἀνταπόδοσιν, ἤ δεδομένου ὄντος ὅτι ὁ Θεός, ὡς οὖσα Ἀπόλυτος Δύνα-
μις, ἀναιρεῖ πᾶσαν ὑφ’ ἡμῶν προσγενομένην πρᾶξιν τοῦ καλοῦ, ὡς μή
τελείως ἀποδίδουσαν τό Ἀπόλυτον Δίκαιον;
Ὁ Θεός ἐν ἀσυγκρίτῳ πρός τήν ἀνθρωπίνην μας ἀτέλειαν τελειολογικῇ
θέσει εὑρισκόμενος ἔχει ἀνάγκην τῶν πρός Αὐτόν καθηκόντων καί τῆς λα-
τρείας μας;
Αφ’ ὅτου ὁ ἄνθρωπος ἤρχισε σκεπτόμενος ἐπί τό πνευματικώτερον,
δέν ἔπαυσε πιστεύων, ὅτι ὑπέρ τήν κεφαλήν του ὑφίσταται ἀδιόρατος Δη-
μιουργός Δύναμις, ἥτις παρέχει ἐκ τῆς Ἀκενώτου αὐτῆς Πηγῆς τάς Φωτο-
βόλους λάμψεις τῆς Ὑπερκοσμίου Πνευματικῆς Ἑστίας.
Ἡ σύγκρισις τῆς ἀνθρωπίνης ἀτελείας πρός τήν Τελειότητα Αὐτῆς
ἐξομοιοῦται πρός τόν κόκκον σινάπεως ἀπέναντι τοῦ Ἀπείρου. Ἡ μεγίστη
αὕτη διαφορά, ἀπορρέει ἐκ τῆς ὀρθῆς σκέψεως καί τῆς λογικῆς, ἥτις συνο-
δεύει πάντοτε τήν ἀρτίαν πνευματικήν ἰδιοσυστασίαν.
Προκειμένου ὅμως νά συγκρίνωμεν τόν ἄνθρωπον πρός τόν ἑαυτόν
του καί εἶτα πρός τόν Θεόν, παρατηροῦμεν, ὅτι ἐν τῇ διά μέσου τῶν αἰώνων
ἐξελίξει του ἀνέπτυξε καί ἀναλόγους ἀρχάς καί πεποιθήσεις, αἵτινες εἶναι
ἀδύνατον νά ἐξαλειφθῶσιν, διότι διαδοχικῶς ἀπό γενεάς εἰς γενεάν κλη-
ρονομηθεῖσαι ἀπετέλεσαν τό ὁρμέμφυτον δευτέρας φύσεως.
Μεταξύ τῶν προαιωνίων αὐτοῦ πεποιθήσεων συγκαταριθμεῖται καί ἡ
πεποίθησίς του, ὅτι ἡ Πρωταρχική Αἰτία, ἡ δημιουργήσασα τόν κόσμον,
συγκεντροῖ ἐν Ἑαυτῇ τήν Ἀπειρίαν τῆς Τελειότητος, τήν ἀσύγκριτον
πρός τήν ἀνθρωπίνην ἀτέλειαν Ἀγαθότητα καί ἔννοιαν τοῦ Καλοῦ. Καί ἡ
πεποίθησις αὕτη, στηριζομένη ἐπί τῆς πίστεως ὁλοκλήρων αἰώνων, ἐπιβε-
βαιοῦται ὑπό τῆς λογικῆς, ἥτις, παραδεχομένη τόν ἀντικειμενικόν κόσμον
τοῦ Σύμπαντος ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ὑποκειμενικότητος μιᾶς αἰτίας, ὀρθῶς
καταλήγει, ὅτι τέλειόν τι ἔργον δέν εἶναι κατώτερον τοῦ κατασκευάσα-
ντος αὐτό.
Συνεπῶς ὁ Θεός, ὡς Πλάστης τοῦ ἀνθρώπου, συγκεντροῖ ἐν Ἑαυτῷ τήν
Ἀσύγκριτον πρός τήν ἀνθρωπίνην ἀτέλειαν Τελειότητα παντός Ἀγαθοῦ καί
Καλοῦ, διαχέων ἐκ τῆς Ἀπείρου Αὐτοῦ Πνευματικῆς Ἑστίας ἀμυδράν τινα
24 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

ἀνταύγειαν, ἥτις κατά καιρούς λαμπυρίζουσα ἐν τῷ σκότει διαχέει πρός τά


πέριξ Αὐτῆς τάς ἠθικάς καί πνευματικάς Αὐτῆς Ἀρετάς, αἵτινες ἀποτελοῦν
τήν κορωνίδα τῶν τελειοτέρων ἐξανθρωπιστικῶν στοιχείων τῆς ἀνθρω-
πότητος.
Ἐν τῇ παρούσῃ μελέτῃ θέλομεν συγκριτικῶς καί ἀναλυτικῶς ἀνα-
πτύξει καί καθορίσει τά καθήκοντα ἑκάστου ἀνθρώπου πρός τόν Θεόν,
τόν ἑαυτόν του καί τόν πλησίον του καί θά ὑποδείξωμεν τήν ὀρθήν καί
πραγματικήν κατάταξιν καί ἀκολουθίαν αὐτῶν, δι’ ὧν ὁ ἄνθρωπος δύναται
ν’ ἀναπτυχθῇ ἐπί τό ἐξανθρωπιστικώτερον καί νά καταστῇ, εἰ δυνατόν,
τέλειος τύπος Ἐναρέτου καί Ἀγαθοῦ.
Ὁ Θεός εἶναι ἡ Πρωτάρχουσα Πηγή τῆς Ἀγαθότητος καί Πνευματικῆς
Τελειότητος, ἐξ Ἧς ἀπορρέουν ὅλαι αἱ πνευματικαί ἐκδηλώσεις καί τά ἀγα-
θά ψυχικά συναισθήματα, τά ὠθοῦντα τόν ἄνθρωπον πρός τό Καλόν καί
Τέλειον.
Ἐξ Αὐτοῦ ἐξέρχονται αἱ μεταλαμπαδεύσεις εἰς ἕκαστον ἄτομον τῆς
Δικαιοσύνης, τῆς Ἀγάπης, τῆς Ἀνεξικακίας, τῆς Ἐλεημοσύνης, τῆς Πραότη-
τος, τῆς Ἀγαθότητος.
Ἐξ Αὐτοῦ ἀνελίσσονται καί ἐξ Αὐτοῦ ἐκπορεύονται ἡ ἐκπολιτική σταδι-
οδρομία τοῦ ἀνθρώπου, ἅπαντα τά ἠθικά καί ἐξανθρωπιστικά ἀπαραίτητα
στοιχεῖα, τά ὁποῖα ἐπιδιώκουν νά προσανατολίσουν τόν ἀκόλουθον αὐτῶν
εἰς τάς ὑψίστας ὑποδείξεις τῆς τελειοτέρας βαπτίσεως τοῦ ἀτόμου ἐν τῇ
πνευματικῇ κολυμβήθρᾳ τοῦ ἐξανθρωπισμοῦ.
Ἡ πρός τόν Θεόν πίστις, τά πρός Αὐτόν καθήκοντα, ὁ πρός Αὐτόν ἐπι-
βεβλημένος σεβασμός καί λατρεία εἶναι συνέπεια τῶν πρώτων ψυχικῶν
ἐκδηλώσεων τοῦ ἀναγεννωμένου ἐν τῇ ἠθικῇ ἀναπτύξει ἀνθρώπου,
ἀπονέμοντος ἐν τῇ κατανοήσει τῶν ἐξ Αὐτοῦ ἀπορρεουσῶν ἀρχῶν φόρον
εὐγνωμοσύνης καί ἀγάπης.
Ἕκαστος ἀγαπῶν τήν ζωήν καί τήν ὕπαρξιν αὐτοῦ καί κατανοῶν τήν
Πηγήν, ἐξ ἧς ἡ ζωή αὕτη ἐξεπορεύθη, δέν δύναται εἰ μή νά ἐκδηλώσῃ ἐν τῇ
συναισθήσει τῶν ἐπιβεβλημένων αὐτοῦ ὑποχρεώσεων τήν πρός τό Θεῖον
λατρείαν καί πίστιν.
Ἅπασαι αἱ θρησκεῖαι διδάσκουν τόν ἄνθρωπον, ὅτι ἐν τῇ ἐκπληρώ-
σει τῶν ὑπαγορεύσεων αὐτῶν ἐκπληροῦν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί παρι-
στοῦν Αὐτόν ὡς ζηλότυπον καί τιμωρόν τῶν μειονεκτούντων τῇ ἐκπλη-
ρώσει τῆς πρός Αὐτόν πίστεως καί λατρείας.
Ἡ Ἄπειρος ὅμως ἐν Τελειότητι Δύναμις αὕτη, οὐ μόνον δέν μεροληπτεῖ ἐν
τῇ σφαλερᾷ ταύτῃ ἀποδόσει τῆς ὑπό τοῦ ἀνθρώπου λατρείας, ἀλλ’ οὐδόλως
ἐνθουσιάζεται ἐκ τῶν πρός αὐτήν προσφερομένων θυσιῶν καί λατρειῶν τῆς
ἀνθρωπίνης ἐξαγνίσεως πρός ἐξιλέωσιν παντός ἐν τῷ παρελθόντι ἀνθρω-
πίνου παραπτώματος. Τό μόνον, ὅπερ παρά τοῦ ἀνθρώπου ἀπαιτεῖται,
εἶναι ἡ πρός ἑαυτόν καί τόν πλησίον του Ἀγάπη καί Ἀγαθοεργία.
Ὁπόταν δέ ὁ ἄνθρωπος, ἀποφεύγων ἤ ἀδυνατῶν νά ἐκπληρώσῃ τά
πρός ἑαυτόν καί τόν πλησίον του καθήκοντα, προσφέρεται νά ἐπιδείξῃ ἐν
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ 25

ἀδιαλείπτοις λειτουργίαις καί ἱεροτελεστίαις τήν πρός τόν Θεόν ἀγάπην


καί πίστιν του, ἡ τοιαύτη ἐκδήλωσις προσκρούει οὐ μόνον πρός τήν πραγ-
ματικήν ἔννοιαν τῶν προσφερομένων πρός τόν Θεόν λατρείας καί πίστε-
ως, ἀλλ’ ἔτι μᾶλλον καταδεικνύει τήν λελανθασμένην τοῦ ἀνθρώπου
ἀντίληψιν ὡς πρός τήν ὀρθήν καί πραγματικήν ἔννοιαν καί τόν σκοπόν
τῆς πρός τόν Θεόν προσφερομένης θυσίας.
Ὁ μόνος σκοπός, δι’ ὃν αἱ πρός τόν Θεόν προσφερόμεναι δεήσεις καί
ἱεροτελεστίαι ἐκτελοῦνται, εἶναι ἡ ἐπίγνωσις τῶν κακῶν καί τῆς ἀθετήσε-
ως τῶν πρός ἑαυτόν καί τόν πλησίον του ὑποχρεώσεων, παρ’ Οὗ νῦν προσ-
δοκῶσι τό Ἔλεος, τήν Ἀρωγήν καί Ἐπιφώτισιν πρός ἐκτέλεσιν τοῦ Καλοῦ
καί τοῦ Δικαίου.
Ἡ ἐπικρατοῦσα ὅμως ἀντίληψις τῶν προσερχομένων καθ’ ἑκάστην ἐν
τοῖς ναοῖς καί τοῖς θείοις ἐντευκτηρίοις, ὅπως προσφέρωσι τάς πρός ,τό
Θεῖον λατρείας των, πόρρω ἀπέχουσι τοῦ πραγματικοῦ σκοποῦ, δι’ ὅν προ-
σφέρονται.
Οἱ πλεῖστοι, μή ἐξαιρουμένων καί τῶν μᾶλλον ἀνεπτυγμένων λει-
τουργῶν τοῦ Ὑψίστου, πρεσβεύουσιν, ὅτι ἐν τῇ ἐκτελέσει τῆς ὑπ’ αὐτῶν
γενομένης μυσταγωγίας ἅπαν τό προσερχόμενον νά συμμετάσχῃ τῶν
ἀκροάσεων τοῦ Θείου Λόγου πλῆθος ἀντλεῖ ἐξ Αὐτοῦ τήν ἐξιλέωσιν καί τήν
ἐνίσχυσιν, συμμετέχει τῶν ἐπαγγελιῶν τῆς μελλούσης τοῦ Θεοῦ βασιλείας
καί ἐξυπηρετεῖ τά ὑπό τῆς θρησκείας ἐπιβεβλημένα αὐτῷ καθήκοντα.
Ἦλθεν ὅμως ἡ ἐποχή, ὅπως ἀρθῇ τό παραπέτασμα, τό ἐπικαλύ-
πτον τήν σαθράν ἀντίληψιν τοῦ παρελθόντος καί καταδειχθῇ ἡ πραγ-
ματική σχέσις τοῦ ἀνθρώπου πρός τό Θεῖον καί ἡ ἐξ αὐτοῦ παρεχο-
μένη πρός τόν ἄνθρωπον ἐνίσχυσις πρός λυσιτελεστέραν ἐξάσκησιν
τῶν πρός ἑαυτόν καί τόν πλησίον αὐτοῦ καθηκόντων.
Ὁ Θεός δέν έχει ἀνάγκην αἴνων καί ὕμνων, δέν ἀναμένει παρά τῶν
ἐπαιτούντων τήν ἐπαγγελίαν τῆς μελλούσης Αὐτοῦ Βασιλείας ἀνθρώπων
τήν πρός Αὐτόν ἀπονομήν τιμῶν καί ἐπικτήτων τίτλων προσφωνήσεως,
ὅπως προσέλθῃ Ἀρωγός εἰς τήν συγχώρησιν καί ἐξιλέωσιν τοῦ ἑκάστου
πρός Αὐτόν δεομένου.
Ἐν ἀντιθέσει πρός τήν ἀθλίαν περιβολήν καί τά ράκη τοῦ πένητος, ἡ
ἀπαστράπτουσα ἐκ πολυτίμων λίθων ἐπιδεικτική ἀμφίεσις τῶν ἐκκλησι-
αζομένων καί λειτουργῶν, ἐξ ὁλοκλήρου ἀπάδουσα πρός τήν ταπεινήν
παράκλησιν τῆς προσευχῆς, ἀναπαρίσταται ὡς ἐμπαικτική σκηνοθέτησις
μεταξύ τοῦ πραγματικοῦ σκοποῦ τῆς τελουμένης μυσταγωγίας καί τῆς
κούφου κενοδοξίας τῶν δεομένων.
Ὁ ψυχρός παρατηρητής, ὁ ἀμέτοχος πάσης προκαταλήψεως ἀναγνω-
ρίζει τήν κουφότητα τῆς ἀνθρωπίνης ἀντιλήψεως, ἥτις ἐκζητεῖ ἐν τῇ τελέ-
σει τῆς προσφερομένης θυσίας νά προσκτήσῃ τήν συμμετοχήν τοῦ Θείου ἐν
τῇ μή ἐκπληρώσει τῆς πραγματικῆς ἐννοίας τῶν πρός Αὐτόν καθηκόντων.
Ἐκεῖνο, τό ὁποῖον ὁ Θεός διακαῶς ἀπαιτεῖ εἶναι ἡ ἀκεραία ἐκτέλεσις
τῶν Θείων Ἐντολῶν, ἡ πρός τόν πλησίον Ἀγάπη καί Ἀλληλοβοήθεια.
26 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

Οὐδέν προσκτᾷ ἐκ τῆς ἀπονομῆς τῆς ὑπό τῶν ἀνθρώπων προσφε-


ρομένης πρός Αὐτόν λατρείας, οὔτε ἀρέσκεται εἰς τάς προσφωνήσεις
ἐκείνων, οἵτινες ἐν τῇ ἐκτελέσει τῶν ἐπιβεβλημένων εἰς αὐτούς καθηκό-
ντων κωφεύουσιν, προβάλλοντες ὡς δικαιολογητικόν ἐπιχείρημα τήν ἀδυ-
ναμίαν καί τήν παρεμβολήν δυσχερῶν περιστάσεων. Θά ἦτο προτιμώτε-
ρον αἱ προσφωνήσεις τῶν εὐσεβῶν προσκυνητῶν νά συνωδεύοντο καί
μέ ἀναλόγους ἀγαθοεργεῖς πράξεις.
Ἡ Ἀπόλυτος ὅμως καί Πρωτάρχουσα Πνευματική Δύναμις τοῦ Δικαίου
καί τῆς ἀνταποδόσεως δέν κρίνει μεροληπτικῶς καί διά τῆς ἀνθρωπίνης
ἀντιλήψεως, δέν δικάζει εἰσακούουσα τάς εἰσηγήσεις τῶν ἐπί γῆς λειτουρ-
γῶν Αὐτῆς, οἵτινες πολλάκις καταδικάζουσιν ἀφορίζοντες τό ποίμνιόν
των, τό ὁποῖον ἐνετάλησαν νά διαμορφώσωσιν καί νά διαπαιδαγωγή-
σωσιν, νά ἐξανθρωπίσωσιν ἐπί τῇ βάσει τῆς Χριστιανικῆς Ἀνεξικακίας.
Αἱ ὑπό τοῦ μεγίστου Ἠθικοδιδασκάλου καί Ἀνθρωπομορφωτοῦ τῆς
τελειοτέρας ἠθικῆς ἀναπτύξεως Ἀρχαί καί Διδασκαλίαι παρερμηνεύθη-
σαν καί ἐξησκήθησαν ἀντιθέτως τῆς πνευματικῆς αὐτῶν ἀποβλέψεως
καί τοῦ ὑπ’ Αὐτοῦ ἐπιδιωκομένου ἐξανθρωπιστικοῦ σκοποῦ.
Τά δύο παραδείγματα, τῆς συγχωρηθείσης πόρνης καί τῆς συστάσεως
πρός τούς ἀκολούθους Αὐτοῦ, ὅτι ὀφείλουν νά συγχωροῦν τόν πταίσαντα
ὡς ὁ Πατήρ Αὐτοῦ, ἑβδομηκοντάκις ἑπτά τήν ἡμέραν, εἶναι ἡ μόνη ἀπόδει-
ξις, ὅτι ἐν ὀνόματι τῆς ἐπί γῆς Θείας ἐξουσίας τιμωροῦντες δι’ ἀφορισμῶν
τόν πταίσαντα ἐγκληματοῦν πολύ περισσότερον τούτων ἀπέναντι τοῦ ἀν-
θρωπίνου νόμου, ὅσον καί ἀπέναντι τοῦ Θείου, τοῦ ὁποίου ἐπικαλοῦνται
τήν τιμωρόν δικαιοσύνην, ὅπως ἐπέλθῃ ἀνέκλητος καί ἀναφαίρετος κατά
τῶν ὑπ’ αὐτῶν ὑποδεικνυομένων ὡς ἁμαρτησάντων ἐν τῇ τηρήσει τῶν
νόμων, οὕς Οὗτος, κατ’ ἀνθρώπινον ἀντίληψιν κατά μέγα μέρος λελανθα-
σμένην, ὑπηγόρευσεν, χωρίς ν’ ἀντιλαμβάνωνται, ὅτι ὁ ἐν ἀγνοίᾳ ἤ καί
ἐν ἐπιγνώσει τοῦ ὑφισταμένου νόμου πταίσας εἶναι ὀλιγώτερον ὑπόλο-
γος τοῦ ἐπαγγελλομένου καί ἐνασκοῦντος τόν νόμον.
Καί ἄν ὁ καθ’ ἑκάστην διδάσκων ὡς ἐντεταλμένος λειτουργός τῆς
Θείας Δικαιοσύνης «τῷ πταίσαντί σε ἐπί τήν δεξιάν, στρέψον αὐτῷ καί τήν
ἀριστεράν» (Ματθ. Ε΄ 39) ἐπικαλεῖται τήν Θείαν Ἀρωγήν ὡς ἐκδικητήν καί
τιμωρόν τοῦ πταίσαντος, τοῦ πνευματικοῦ αὐτοῦ τέκνου, τό ὁποῖον ἐνε-
τάλη νά διαπαιδαγωγήσῃ ἐν ταῖς θείαις ὑπαγορεύσεσιν, δέν ὑποβιβάζει
τό Θεῖον εἰς τήν ἄμεσον συμμετοχήν αὐτοῦ ἐν τῇ ἀνθρωπίνῃ ἀτελείᾳ,
δέν κατακρημνίζει ἐκ θεμελίων τάς κυριωτέρας βάσεις τῆς ἠθικῆς δι-
δασκαλίας καί τῶν ὑπαγορεύσεων τοῦ μεγάλου του Διδασκάλου, τοῦ
ὁποίου ἡ προσπάθεια ἀπέβλεπεν εἰς τήν συγχώρησιν τῶν παραπτω-
μάτων καί τήν πραγματικήν ἀδελφοποίησιν τῶν ἀκολούθων αὐτοῦ;
Δέν ἀντιβαίνει πρός τό πνεῦμα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, ἥτις
παροτρύνει τούς ἀκολούθους αὐτῆς νά συγχωρῶσι τούς ἀδελφούς αὐτῶν
ἑβδομηκοντάκις ἑπτά τήν ἡμέραν καί ν’ ἀγαπῶσι τούς ἐχθρούς αὐτῶν ὡς
ἑαυτούς;
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ 27

Δέν ἐρυθριᾷ ἐξ αἰδοῦς καί δέν ὠχριᾷ ἐκ τύψεως ὁ καταρώμενος καί


ἀναθεματίζων ἐν Ὀνόματι τῆς Θείας Δικαιοσύνης τούς ἀδελφούς αὐτοῦ,
διότι ἡμάρτησεν;
Ἀλλά τίς ὁ ἀναμάρτητος; Τίς, ἄν ὄχι ἐν φοβεραῖς πράξεσιν, ἀλλ’ ἐν
διανοίᾳ καί συνειδήσει δέν ἡμάρτησεν, δέν διέπραξεν ἀνηκούστους παρε-
κτροπάς, τάς ὁποίας ἀναμιμνῃσκόμενος εἶτα μετανοεῖ καί ἀγανακτεῖ κατά
τοῦ ἑαυτοῦ του, διότι δέν κατώρθωσε νά ἐπιβληθῇ ἐπ’ αὐτοῦ καί καταπνί-
ξῃ πᾶσαν ἐξεγειρομένην αὐτοῦ ἐπιθυμίαν, ἀντιβαίνουσαν πρός τά στοι-
χειωδέστερα σημεῖα τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν, τάς ὁποίας καθ’ ἑκάστην διδάσκει
καί συνιστᾴ εἰς τό πλῆθος τοῦ ἀκροατηρίου του ν’ ἀκολουθήσῃ;
Καί, ἐάν οὗτος κατέχῃ καί διδάσκῃ τάς ἠθικάς ἀρχάς, τῶν ὁποίων παρ’
ὅλην τήν ἐπί τοῦ ἑαυτοῦ του ἐπιβολήν δέν δύναται νά τηρήσῃ τήν πλήρη
ἐφαρμογήν, πῶς καί ἐν τίνι δικαιώματι καί ἐξουσίᾳ κατακρίνει καί καταδικά-
ζει τόν ἄμοιρον τοῦ στοιχειωδεστέρου ἠθικοῦ στοιχείου καί ἁμαρτήσαντα;
Οἱ νόμοι, οὕς ἐπικαλοῦνται οἱ ἄνθρωποι πρός τήρησιν τῶν ὑπ’ αὐτῶν
ἐπιβεβλημένων συνθηκῶν, χρησιμεύουσιν, ὅπως δικαιολογήσωσι τήν δι’
αὐτῶν καταδικαζομένην πρᾶξιν καί ἀποδείξωσι διά δικαιολογητικῶν ἐπι-
χειρημάτων τήν καταδικαστικήν των ἀπόφασιν.
Ἐν τούτοις ἡ ἐφαρμογή ἑκάστου νόμου δέν εἶναι ποτέ δυνατόν νά
στηριχθῇ ἐπί τῆς Ἀπολύτου τηρήσεως καί ἀπονομῆς τοῦ Δικαίου.
Καί, ἐφ’ ὅσον ἅπαντες σχεδόν οἱ ἀνθρώπινοι νόμοι στηρίζονται
ἐπί τῆς ὡς ἐπί τό πλεῖστον λελανθασμένης ἀντιλήψεως τῶν ἐκτελε-
στῶν αὐτῶν, ἡ πιστή ἐφαρμογή καί τήρησις τούτων εἶναι δύσκολος,
ἄν ὄχι ἀδύνατος.
Ἐξ ἄλλου ἡ μεσολάβησις ἐνίων συνθηκῶν μεταβάλλουν ἄρδην τήν ἐπι-
κρατοῦσαν νομοθετικήν διάταξιν καί καταρρίπτουν ἐκ βάθρων διά νέων
νομοθετημάτων τούς ὑφισταμένους νόμους.
Ἡ Οὑτωσί γενομένη μετατροπή οὐδόλως μεταβάλλει τόν χαρακτῆρα
τοῦ ἀτόμου, οὔτε εὐκόλως ἀποβάλλει τήν κληρονομηθεῖσαν εἰς αὐτό δια­
φύλαξιν τῶν πατροπαραδότων ἐθίμων καί ἕξεων, τά ὁποῖα καλλιεργοῦνται
καί ἐκδηλοῦνται ἐν αὐτῷ ὡς δευτέρα φύσις. Ἀπαιτεῖται ριζική μεταβολή
τῶν ἐπικρατουσῶν συνθηκῶν καί ἐκ θεμελίων ἀνακαινιστική διαμόρ-
φωσις τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ἀποβάλῃ πάσας τάς κληρονομηθείσας εἰς
αὐτόν πατροπαραδὸτους συνηθείας.
Πρός τοῦτο ἀπαιτεῖται ἐκτός τῆς θεμελιώσεως νέων νόμων καί ἡ
ἀνάλογος διάθεσις πρός τήρησιν αὐτῶν.
Ἡ τήρησις τῶν ἐπικρατούντων ἐξανθρωπιστικῶν καθηκόντων ἐξαρ-
τᾶται κυρίως ἐκ τῆς βαθείας κατανοήσεως αὐτῶν.
Ἕκαστον ἄτομον ὀφείλει νά μελετήσῃ πρῶτον τά ἐκ τῶν διαφόρων
συνθηκῶν προκύψαντα καί ἀνατεθέντα εἰς αὐτόν καθήκοντα, τά ὁποῖα,
διά νά ἐφαρμώσῃ, ὀφείλει νά παραλληλίσῃ ταῦτα πρός τόν ἑαυτόν καί τάς
συνθήκας, ὑφ’ ἅς διατελεῖ.
Ἡ ζωή δέν παρουσιάζει τάς αὑτάς ἀνάγκας πάντοτε. Ἕκαστον σημει-
28 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

ούμενον βῆμα προόδου μεταβάλλει τάς συνθήκας αὐτῶν καί πολλάκις


καταρρίπτει καί ἄρδην μεταβάλλει τάς ἰδέας, αἵτινες ἐπί αἰῶνας ἐπεκράτη-
σαν ὡς ἀληθεῖς, ὡς ἐντελῶς ἀμετάβλητοι.
Πόσα σύμβολα τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς, πόσα ἀξιώματα ἀπορρεύσαντα ἐκ
τῆς λογικῆς καί στηριζόμενα ἐπί ἐναρέτων νόμων καί ἐπί ἀκαταγωνίστων
ἐπιχειρημάτων, διά μιᾶς νέας πνευματικῆς ἐξελίξεως δέν ἐχαρακτηρίσθησαν
ὡς ἀποκυήματα πεπλανημένης φαντασίας καί ὡς μύθοι τοῦ παρελθόντος;
Ἡ δωδεκάς τῶν Θεῶν τοῦ Ὀλύμπου καί αἱ ἀναρίθμητοι ἄλλαι ὑποδεέ-
στεραι θεότητες τῆς ἀρχαίας λατρείας ὑπέκυψαν πρό τῆς Τριαδικῆς τοῦ Χρι-
στιανικοῦ συμβόλου πίστεως, ἐνῷ ἡ νεφελώδης κατοικία τοῦ Θεοῦ, ὑπεράνω
καί διά μέσου νεφῶν τῆς γηΐνης ἀτμοσφαίρας, ἐν οἷς ἀπό αἰώνων τό Πνεῦμα
Αὐτοῦ ἐνδιαιτᾶτο καί ἐφ’ ὧν ὁ ἐρίγδουπος Ζεῦς ἐγειρόμενος ἐξαπέλυε τούς
κεραυνούς του κατά τῆς κεφαλῆς τῶν εἰς τήν ὀργήν αὐτοῦ ὑποπεσόντων
θνητῶν, ἀποτελεῖ σήμερον τήν φυσικήν λειτουργίαν τῆς γηΐνης καιρικῆς με-
ταβολῆς, ἥτις συντελεῖ εἰς τήν γονιμοποίησιν τοῦ ἐδάφους αὐτῆς.
Οἱ σεισμοί καί αἱ ἡφαιστειογενεῖς ἐκρήξεις, αἱ κατερειπώνουσαι καί
ἀποτεφροῦσαι τάς ἁμαρτωλάς πόλεις, καθ’ ὧν ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ ἐπέπιπτεν,
εἶναι φυσική συνέπεια τῆς κατακαθιζήσεως τῶν ἡφαιστειογενῶν στρω-
μάτων ἤ τῆς ἀτμοειδοῦς ἐξατμίσεως τῶν συμπεπυκνωμένων ἐν τῷ βάθει
τῆς γῆς ἀτμῶν, ἐπιζητούντων διά τοῦ διαρρηγνυομένου ἐδάφους της τήν
ἐξάτμισιν.
Καί ὁ τελευταῖος τῶν ἀνθρώπων τῆς σημερινῆς πνευματικῆς ἀναπτύ-
ξεως δέν πιστεύει, ὅτι ἡ καταστροφή μιᾶς νέας Πομπηΐας ἤ μιᾶς νέας πόλε-
ως τῶν Σοδόμων καί Γομόρων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς
ἐξοργήσεως τοῦ Θεοῦ κατά τῶν ἀσεβούντων πρός αὐτόν ἀνθρώπων, ἀθε-
τησάντων τάς πρός αὐτούς δοθείσας ἐντολάς, οὔτε ἡ διά κεραυνοῦ ἀποτέ-
φρωσις μιᾶς οἰκίας ὡς δικαία κατ’ αὐτῶν τιμωρία καί ἐκδίκησις.
Ἐξ ἄλλου ἡ ἐπιστημονική ἀξίνη ἐν τῇ ἀνεξαντλήτῳ αὐτῆς ἐρεύνῃ ἀνα-
σκάψασα ἐκ θεμελίων τόν πιστευόμενον θρόνον τοῦ Θεοῦ, τό νεφελῶδες
αὐτοῦ στερέωμα, ὑπήγαγεν ὑπό φυσικήν λειτουργίαν τῶν ἀνακαλυφθέ-
ντων ὑπ’ αὐτῆς φυσικῶν νόμων, ἐνῷ ἐξ ἀντιθέτου εἰς μάτην ἠρεύνησεν ἐν
ταῖς ἀχανέσιν ἐκτάσεσι τοῦ ἀπείρου ν’ ἀνεύρῃ τά θεμέλια αὐτοῦ.
Εἰς τάς ἀτελευτήτους ἐσχατιάς τοῦ Ἀπείρου, ἀφ’ ὧν ὡς ἐλάχισται
πυγολαμπίδες φωσφορίζουν τά φῶτα δισεκατομμυρίων ἡλίων, μυριάκις
μεγαλυτέρων τῆς γῆς, εἰς μάτην ὁ ἀνθρώπινος ὀφθαλμός ὁπλίζεται διά
τηλεσκοπικῶν φακῶν, ὅπως ἀνεύρῃ τά ὄρια τῆς ἐκπνεούσης ἐκτάσεως τοῦ
Ἀπείρου, εἰς μάτην ἡ πεπερασμένη αὐτοῦ διάνοια κατελὸγισε διά μαθημα-
τικῆς ἀκριβείας τάς ἀποστάσεις καί τῶν μάλλον ἀπομεμακρυσμένων γω-
νιῶν, ὅπως δι’ αὐτῶν ἀποδείξῃ, ὅτι ἐν τῷ ἀτελευτήτῳ ὑλικῷ περιβάλλοντι
ἡ Θεία Ὑπόστασις οὐδαμοῦ ἀνεύρηται.
Ἐφ’ ὅσον ὅμως τά ὄρια τοῦ Ἀπείρου ἐκτείνονται, ἐφ’ ὅσον οἱ ἀπει-
ράριθμοι κόσμοι τῶν οὐρανίων σωμάτων ἐν τῷ μεγέθει τῆς ἐκτάσεως
αὐτῶν παρελαύνουν ὡς μικροσκοπικαί φωτειναί ψεκάδες ἐν τῷ ἀπείρῳ
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ 29

τοῦ οὐρανοῦ χώρῳ, κατά τοσοῦτον καί ἡ Βασιλεία καί τό Μέγεθος τοῦ
Θεοῦ ἐκτείνεται, κατά τοσοῦτον ὁ Θρόνος Αὐτοῦ ἀνυψοῦται καί ἡ πραγ-
ματική Αὐτοῦ θέσις ἐγκαθίσταται ἐκεῖ, ὅπου ὁ ἀνθρώπινος νοῦς εἰς μάτην
ἐπιζητεῖ ν’ ἀνυψωθῇ.
Ἡ ἐπιστημονική ἔρευνα διά τῶν ἀποδεικτικῶν αὐτῆς μέσων κατώρθω-
σε νά σβύσῃ τήν ἐξημμένην φαντασίαν τῆς φανατικῆς θρησκοληψίας, ἥτις
ἀνέκαθεν ἕκαστον αὐτῆς βῆμα καί εἰς κάθε ἀνθρώπινον παράπτωμα ἔφερε
καί τόν Θεόν ὁτέ μέν ὡς ὑπαίτιον καί συνεργόν, ὁτέ δέ ὠς ἀμείλικτον διώ-
κτην καί τιμωρόν τῆς ἀνθρωπίνης παραστρατήσεως.
Ἡμεῖς ὅμως, ἀναχωροῦντες ἐκ τῆς πραγματικῆς ἐννοίας τοῦ Θεοῦ,
ἀναβιβάζομεν Αὐτόν ὕπερθεν τῆς γηΐνης ἐπιφανείας καί τῆς κούφου καί
πεπλανημένης ἀνθρωπίνου ἐμπνεύσεως, ἥτις ὁρμουμένη ἐκ τῆς στενῆς
καί σαθρᾶς ἀντιλήψεως κατελόγισεν εἰς τό παθητικόν τοῦ Θεοῦ πράξεις
καί ἰδιότητας, αἵτινες μόνον εἰς τό ἀνθρώπινον ἐνεργητικόν εὕρηνται.
Ὀφείλω νά ὁμολογήσω, ὅτι ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί
τῶν ἐλαττωμάτων αὐτῆς ἄν στηριχθῇ ἡ ἔννοια τοῦ Θεοῦ καί τῶν Δυνάμεων
Αὐτοῦ καί δοθῇ ἡ ἀνάλογος δικαιολογητική σύγκρισις τῶν ἐξ Αὐτοῦ ἀπορ-
ρεουσῶν ἰδιοτήτων τῆς ζηλοτύπου ἐκδικήσεως ἤ τῆς ἀμειλίκτου τιμωρίας
τῶν πρός Αὐτόν ἀναιτίως καί κακῶς φερομένων, ἀδυνατῶ νά παραδεχθῶ
τήν Θείαν Ὑπόστασιν ὡς ἐντελῶς ἀπηλλαγμένην τῶν παθῶν καί τῶν φυσι-
κῶν ἐλαττωμάτων τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος.
Ἀλλ’ ἡ τοιαύτη ἔννοια τοῦ Θεοῦ, οὐ μόνον ἀντίκειται κατά πάσης ὀρ-
θῶς πρός Αὐτόν ἐπιγινομένης κρίσεως, ἀλλά καί καταβιβάζει αὐτόν χαμη-
λότερον τοῦ κοινοῦ ἀνθρωπίνου ἐπιπέδου, πρός ὅ ἀενάως συγκρούεται
πᾶσα ὀρθή κρίσις μετά τῶν δυσκολοθεραπεύτων παθῶν καί κακιῶν, αἱ
ὁποῖαι μαστίζουν τήν ἀνθρώπινον φύσιν, καθιστῶσι αὐτήν ἐλαττωματικήν
καί μή ἐπιτρέπουσαι ταύτῃ νά σκεφθῇ ὡριμότερον.

Ὑπάρχουσι περιστάσεις, καθ’ ἅς ὁ ἀνθρώπινος νοῦς ἐν τῇ ἀνεξαντλήτῳ


ἐρεύνῃ συναντᾷ ἀπροσπελάστους ὄγκους ἐγειρομένους πρό αὐτοῦ, τούς
ὁποίους εἰς μάτην ἡ διηνεκής αὐτοῦ προσπάθεια διά τῶν κεκτημένων γνώ-
σεών του καί τῆς σταχυολογήσεως διαφόρων λογικῶν συμπερασμάτων
προσπαθεῖ νά τούς ὑπερβάλῃ καί ὑψωθῇ ὑπεράνω αὐτῶν.
Μία ἐκ τῶν ἀκαταλήπτων καί δυσνοήτων τούτων ἐννοιῶν εἶναι ὁ Θεός,
Ὅστις ὑπεράνω πάσης πνευματικῆς καί ὑλικῆς ὑποστάσεως ἀνυψούμενος
οὐδένα ἐπιδέχεται καθορισμόν καί ὑπό οὐδεμιᾶς ἐννοίας προσδιορίζεται.
Ἐξομοιοῦται πρός ἄβυσσον, ἐντός τῆς ὁποίας ἐξαπολύονται καί, συγ-
χωνεύονται πᾶσαι αἱ δυνάμεις, πᾶσαι αἱ ἐκπορεύσεις, πᾶσαι αἱ ἰδιότητες.
Ὁμοιάζει μέ ἀπειρομεγέθη τηλαυγῆ ἥλιον, τοῦ ὁποίου αἱ πυριφλεγεῖς ἀκτῖ-
νες ἀμαυροῦσι τόν ἐνατενίζοντα αὐτόν ὀφθαλμόν.
Οἱ ὑπερμεγέθεις ὄγκοι, οἵτινες χωροῦσιν ἀενάως καί ἁρμονικῶς διά
μέσου τοῦ ἀπείρου χώρου, ἀφήνουσι νά κατανοηθῇ ἡ ὑπερλογική καί ὑπερ-
30 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

μηχανική Αὐτοῦ Διάνοια, τῆς ὁποίας ἡ φύσις ἐγκρύπτεται ὄπισθεν τοῦ ἀδι-
οράτου μυστηρίου, τό ὁποῖον ἐκχύνεται ἀνά πᾶν βῆμα εἰς ἕκαστον μόριον,
τό ὁποῖον αὐτομάτως καί κανονικῶς λειτουργεῖ πρός τινα σκοπόν, πρός τι
σχέδιον, τοῦ ὁποίου τάς γραμμάς καί τόν καθορισμόν διαφυλάσσει ἐν ἑαυτῷ.
Ἡ ὑπερέντασις τῶν ἀνθρωπίνων πνευματικῶν δυνάμεων, ἐξερχο-
μένων πρός στιγμήν τῶν ὁρίων τῆς καθωρισμένης ὕλης, ἀνυψουμένων εἰς
τό κορύφωμα τῆς ἐντέχνου προόδου, εἰς μάτην ἐπιψαύουσι νά προσδιορί-
σωσι τήν Ἀκαθόριστον καί Ἀνομοιογενῆ πρός τήν περικυκλοῦσα αὐτούς
φύσιν ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ.
Εἰς μάτην αἱ προσπάθειαι τῶν ἐπιφωτιζομένων ὑπ’ Αὐτοῦ πνευμάτων
ἐν τῷ παρελθόντι ἐξεῦρον λύσεις, δι’ ὧν νά παράσχωσι τά ἀναφαίρετα
ἐχέγγυα τῆς ἀπροσδιορίστου καί δρώσης τοῦ Θείου ἐν τῷ κόσμῳ Ἐνερ-
γείας, εἰς μάτην αἱ διά μαθηματικῆς ἀκριβείας καθορισθεῖσαι ἀποστάσεις
τῶν οὐρανίων σωμάτων καί αἱ ὑποθετικαί περί δημιουργίας αὐτῶν ἐπικρα-
τοῦσαι ἀντιλήψεις προσέδωσαν εἰς τήν ἐξελισσομένην ὕλην τάς φυσικάς
ἰδιότητας τῶν Ἀναλλοίωτων Νόμων, οἵτινες διά τῆς αὐτενεργοῦς αὐτῶν
λειτουργίας παρήγαγον τήν ἐν τῷ κόσμῳ ἐμφαινομένην ταξινόμησιν τῶν
δυνάμεων καί τῆς ὑλικῆς παραγωγῆς.
Ὁ Θεός παραμένει καί θά ἐξακολουθῇ νά παραμένῃ Ἀπροσδιόρι-
στος, Ἀνέπαφος ἐκ τῶν κρίσεων καί συμπερασμάτων τῆς ἀνθρωπίνης
λογικῆς.
Ὅσον ὅμως καί ἄν οὗτος διαφεύγει πᾶσαν ἀνθρωπίνην ἀντίληψιν καί
περιγραφήν, δέν πρέπει ν’ ἀπορρίπτωμεν καί τήν ὕπαρξιν Αὐτοῦ, διότι
ἄνευ Αὐτοῦ οὐδεμία παραγωγή, οὐδεμία κίνησις, οὐδεμία ἐκδήλωσις κα-
θίσταται νοητή.
Ἡ ἁρμονική λειτουργία τῶν ὑπερπληρούντων τό Σύμπαν κόσμων ἀφ’
ἑαυτῶν δέν ἦτο δυνατόν νά ἐνηργεῖτο. Ἂν δέ ἑκάστη φυσική δύναμις καί
ἕκαστος ἀναλλοίωτος φυσικός νόμος ἀφ’ ἑαυτοῦ ἐλειτούργει, οὐδεμία
θά ὑφίστατο ἁρμονία ἐν τῷ κόσμῳ, διότι ἐκεῖ ὅπου ὑφίστατο αὐτόβου-
λος αὐτενέργεια, ἐκεῖ καί ἀντίθεσις, ἐκεῖ καί σύγκρουσις.
Ἐφ’ ὅσον ὅμως ἡ Ἁρμονία τοῦ Σύμπαντος συγκρατεῖται Ἀναλλοίωτος
καί Ἀμετάπτωτος ὑπέρ τούς νόμους καί τάς λειτουργίας αὐτῶν, καταφαίνε-
ται, ὅτι ὑπάρχει Λογική καί Αὐτόβουλος Δύναμις, τήν ὁποίαν ἀποκαλοῦ-
μεν Θεόν, ἄν καί ἡ σημασία τῆς λέξεως Θεός δέν ἀνταποκρίνεται πλήρως
πρός τήν ἀπόδοσιν τῆς ἐννοίας Αὐτοῦ.
Ἕκαστος ἄνθρωπος, κατανοῶν ἐν τῷ βάθει τῆς ἀντιλήψεως καί τῆς
ψυχῆς του τήν ἔννοιαν τῆς Ὑπερτάτης αὐτῆς Δυνάμεως, ὀφείλει ν’ ἀκολου-
θῇ τάς ἀλαθήτους ὑπαγορεύσεις, αἵτινες ἀπορρέουν ἐκ τῆς μετά τῆς Ὑψί-
στης ταύτης Δυνάμεως ἐπικοινωνίας αὐτοῦ.
Διότι ὡς Δύναμις ὑπερπληροῖ τά πάντα καί πανταχοῦ εὑρισκομένη
συμβάλλει εἰς τήν πρόοδον καί τήν εὐημερίαν ἑκάστου ἀτόμου. Εἶναι ἡ
Ἑστία, ἐξ ἧς ἐκπορεύονται πᾶσαι αἱ τοῦ κόσμου δυνάμεις, εἶναι ἡ Πηγή, ἐξ
ἧς ἐκπηγάζουν πάντα τά παγκόσμια ρεύματα.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ 31

Ἕκαστον ἄτομον συνδέεται δι’ ἀοράτου νήματος μετ’ Αὐτοῦ. Ἑκάστη


πρᾶξις κατανοεῖται ὑπ’ αὐτοῦ τόσον, ὅσον καί ἡ ἐκδήλωσις ἑκάστης κινή-
σεως ἤ ἡ προσβολή ἑνός μέλους τοῦ σώματός μας ὑπό τοῦ ἐγκεφάλου μας.
Τόν Θεόν δυνάμεθα νά ἐπικαλεσθῶμεν, ὅπου καί ἄν ἱστάμεθα, ὅπου
καί ἄν εὑρισκόμεθα. Δέν εἶναι ἀνάγκη νά καταφύγωμεν εἰς τούς Ναούς
καί τάς Ἐκκλησίας, ὅπως ἑπικαλεσθῶμεν τήν Ἀρωγήν καί τήν Βοήθειαν
Αὐτοῦ πρός τάς ἐπικλήσεις μας. Εἴτε ἐν τοῖς δάσεσιν, εἴτε ἐν τῇ ἐρήμῳ,
εἴτε ἐν τῇ ὁδῷ, εἴτε ἐν τοῖς σπηλαίοις, εἴτε ἐν τοῖς οἴκοις τῆς ἀνομίας,
εἴτε ἐν ταῖς συγκεντρώσεσιν, παντοῦ καί πάντοτε δυνάμεθα νά ἐπικοι-
νωνήσωμεν μετ’ Αὐτοῦ, διότι ὁ Θεός εὑρίσκεται πανταχοῦ καί ἐνοικεῖ
ἐντός ἡμῶν.
Ἀπό τήν οὐράνιον ἀχανῆ ἔκτασιν δέν πρέπει νά προσδοκῶμεν τήν
Θείαν ἐπιφώτισιν. Ἡ ἐπιφώτισις ἐνυπάρχει ἐν ἡμῖν, διότι τό πνεῦμα
ἡμῶν, ἐκπορευθέν ἐκ τοῦ Θεοῦ, συνδέεται μετ’ Αὐτοῦ διά τῶν δεσμῶν
ἐκείνων, οἵτινες αὐτομάτως διενεργοῦσι συνδετικῶς μεθ’ ἡμῶν.
Ἄς προσπαθήσωμεν ὅθεν ν’ ἀφήσωμεν τήν διάνοιάν μας νά ὑπερυ-
ψωθῇ ὑπεράνω τῶν ὑλικῶν δεσμῶν τοῦ σώματός μας, ἄς διανοίξωμεν
τήν ψυχήν μας, ὅπως ἐν ὅλῃ αὐτῆς τῇ Πνευματικῇ δυνάμει ὑποδεχθῇ τήν
ὑπερπληροῦσαν τόν σύμπαντα κόσμον Θεότητα, ἥτις δύναται ἀνά πᾶσαν
στιγμήν καί εἰς πᾶν μέρος νά ἐπικοινωνήσῃ μεθ’ ἡμῶν καί μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς
τήν Ἀλήθειαν ἤ μᾶς ἐπιφωτίσῃ εἰς τό Καλόν καί τήν Ἀρετήν.

Ἡ ἔννοια τοῦ Θεοῦ οὐδόλως ἀνταποκρίνεται πρός τήν ἐκδηλουμένην


πρός Αὐτόν ὑπό τοῦ ἀνθρώπου πίστιν καί εὐλάβειαν, διότι οὐδεμίαν σχέσιν
ἔχει μέ τόν λιβανωτόν καί τάς θυσίας, αἵτινες προσφέρονται εἴτε πρός ἀπό-
δειξιν τῆς πίστεως τοῦ ἀνθρώπου, εἴτε πρός ἐξιλέωσιν τῶν ἐν τῷ παρελθό-
ντι παραπτωμάτων αὐτοῦ.
Αἱ ἐν τῷ παρελθόντι θυσίαι ἐγένοντο διά τῆς ροῆς τοῦ αἵματος ἑκατο-
ντάδων θυμάτων, διά νά ἐξιλεωθῇ ἀπέναντι τοῦ προσφέροντος τήν θυσίαν
ἀνθρώπου οὐχί ἡ ἁμαρτία αὐτοῦ, ἀλλά ἡ ἄγνοιά του. Διότι ἄγνοιαν ὑπονοεῖ
καί μή ἐπίγνωσιν τῆς Θείας Δυνάμεως ἡ προσφορά τοῦ παλαιοῦ ἐκείνου ἀν-
θρώπου, ὅστις ἐν βεβαιότητι, τοῦ ὅτι ἐξεπλήρου τό ὑπέρτατον πρός τόν Πλά-
στην του καθῆκον, προσέφερεν ὡς ὁλοκαύτωμα θυσίας οὐ μόνον ἑκατόμβας
βοῶν καί προβάτων, ἀλλά πολλάκις καί ἀνθρώπινα θύματα πρός ἐξαγνισμόν
τῆς ψυχῆς του, χωρίς νά γνωρίζῃ, ὅτι ἡ δι’ αἵματος αὕτη θυσία ἐπιπροσέθε-
τε ἐν ἀγνοίᾳ του νέον ἀριθμόν παραπτωμάτων ἐπί τῆς ράχεώς του.
Σήμερον δέ διά τῆς Χριστιανικῆς Διδασκαλίας ἡ προσφορά τοῦ αἵμα-
τος ἀντεκατεστάθη διά τοὺ ἐλαίου καί τοῦ θυμιάματος, μέσων δι’ ὧν
κοινῶς πιστεύεται παρά πάντων, ὅτι εἶναι δυνατόν νά ἐπιτευχθῇ πᾶσα ἐκ
τῶν παραπτωμάτων τοῦ παρελθόντος ἐξιλέωσις, χωρίς νά γνωρίζῃ ὁ προ-
σφέρων ταῦτα, ὅτι ἀντί τούτων θά ἦτο προτιμωτέρα ἡ Ἀγαθοεργία καί ἡ
ἐπίγνωσις τῆς ἐκτελέσεως τοῦ Καλοῦ καί τῆς Ἀρετῆς.
Θά ἦτο προτιμωτέρα νά προσεφέρετο πρός τόν Θεόν ἡ ἐκδήλωσις πε-
32 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

ρισσοτέρας ὑπό τοῦ ἀνθρώπου πίστεως διά τῶν καλῶν καί ἀγαθοεργῶν
πρός τόν πλησίον του ἔργων, διότι γνωρίζομεν καλῶς, ὅτι μόνον δι’ αὐτῶν
κατορθοῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἐπικοινωνήσῃ καλλίτερον μετά τοῦ Θείου καί νά
ἐκτελέσῃ τόν μέγαν ἐπί τῆς γῆς προορισμόν αὐτοῦ.
Οὐδεμία ἀπολύτως ἐξιλέωσις παραπτώματος γίνεται διά τῆς προ-
σφορᾶς λιβανωτοῦ καί ἐλαίου ὑπό τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ὁποίου ἡ ζωή ἔξω
τοῦ ναοῦ διέρχεται διά μέσου ἐπαναληπτικῶν παραπτωμάτων καί ἀδικιῶν.
Ἡ προσφορά, ἡ γενομένη παρ’ ἀνθρώπου ζήσαντος ἐν διηνεκῇ ἀνο-
μίᾳ, εἶναι ἐμπαιγμός καί ἀσέβεια κατά τοῦ Θείου, τό ὁποῖον οὕτω φαίνεται,
ὅτι ἐξαγοράζεται ἀντί πινακίου ἐλαίου καί δρακός θυμιάματος.
Μόνον κοῦφος καί ἐμπεποτισμένη ὑπό ψευδολατρείας διάνοια δύναται
νά παραδεχθῇ, ὅτι ἡ ἐκ τῆς ἀπογυμνώσεως τοῦ πλησίον του προσφερο-
μένη ὑπό τινος ἀνθρώπου πρός τόν Θεόν θυσία εἶναι δυνατόν νά ἐκπλύνῃ
τόν ρῦπον τῶν ἀνομημάτων αὐτοῦ καί νά συγχωρηθῶσιν αἱ ἁμαρτίαι του,
τάς ὁποίας μετά τήν ἐξιλαστικήν ταύτην προσφοράν του δέν διστάζει νά
ἐπαναλάβῃ καί πάλιν μετά μείζονος ἐντάσεως.
Ἄς παρακολουθήσωμεν τάς γενομένας ταύτας προσφοράς καί θά
ἴδωμεν, ὅτι αἱ πλεῖσται προσφέρονται παρ’ ἀνθρώπων, τῶν ὁποίων τό μό-
νον ἐν τῇ κοινωνίᾳ ἔργον εἶναι, πῶς ν’ ἀδικήσωσιν, πῶς νά ἐπαυξήσωσι τά
ὑπάρχοντά των καί τά ὑλικά των συμφέροντα ἐκ τοῦ ἱδρῶτος καί τοῦ κό-
που τῶν ὑπ’ αὐτῶν ἐκμεταλλευομένων ἀνθρώπων, τούς ὁποίους θεωροῦν
ὡς εἵλωτας, προορισμένους νά ἐξυπηρετῶσι πᾶσαν αὐτῶν ἐπιθυμίαν.
Καί ἄν κατά βάθος ἐξετάσωμεν τούτους, θά παρατηρήσωμεν, ὅτι τά
προσφερόμενα παρ’ αὐτῶν δῶρα παρέχονται εἴτε πρός κενόδοξον τοῦ
ὀνόματός των μνημόσυνον, εἴτε πρός ἐπίδειξιν τῆς κατ’ ἐπίφασιν αὐτῶν
ἀγαθοεργίας.
Οἱ δέ λειτουργοί τοῦ Ὑψίστου μετ’ εὐλογιῶν καί αἴνων ὑπέρ τῆς πο-
λυχρονίου αὐτῶν μακροημερεύσεως δέονται πρός τόν Ὕψιστον ἤ λογο-
δοτοὺσιν εὐφήμως ὑπέρ αὐτῶν ἀπό τοῦ βήματος, προτρέποντες τό φιλό-
χρηστον ἀκροατήριόν των, ὅπως μιμηθῶσιν αὐτούς εἰς τήν ἐν τῇ πολιτεία
δρᾶσιν των καί εἰς τά φιλανθρωπικά ἔργα των.
Ἕκαστος ὅμως ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἔχει μικράν τινα συναίσθησιν τῆς
μεγάλης ὅσον καί Ἀγαθοεργοῦς Δυνάμεως τοῦ Θείου, δέν καταφεύγει εἰς
δῶρα καί ἀναθήματα, ὅπως ἐξαγοράσῃ δι’ αὐτῶν τήν Θείαν συγκατάθεσιν
εἰς τήν ἀρωγήν ἤ συγχώρησιν ἑνός ἐγκλήματος, μιᾶς ἐπιτιμητέας καί κατα-
δικαστικῆς πράξεως.
Οἱ ἐν κρυπτῷ καί παραβύστῳ ὀργιάζοντες είς βάρος τῶν ὑφισταμένων
θείων καί ἀνθρωπίνων νόμων καί καταφεύγοντες ἔν ταῖς ἐν ἐκκλησίαις
συγκεντρώσεσιν, ὅπως δι’ ἀναθημάτων καί δωρεῶν ἀποκρύψωσιν ἀπό τά
ὄμματα τοῦ κοινοῦ τήν φιλάρπαγα αὐτῶν χεῖρα, ὁμοιάζουσι μέ ἐπιτήδειον
σκηνοθέτην, ὅστις διά τοῦ πλουσίου διακόσμου τῆς σκηνῆς προσπαθεῖ νά
προκαλέσῃ τήν ἀρίστην προδιάθεσιν τοῦ κοινοῦ εἰς τό νέον παιζόμενον ἔρ-
γον, μετριάζων οὕτω τήν ἐντύπωσιν τῆς ἐξ ἀρχῆς ἀποτυχίας του.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ 33

Πῶς ὅμως δέον νά προσφέρεται ἡ λατρεία πρός τόν θεόν;


Πῶς δέον νά ἐκδηλοῦται ἡ πρός Αὐτόν ἀγάπη καί πίστις;
Πῶς ἕκαστος ἐξ ἡμῶν ὀφείλει ν’ ἀποτίσῃ πᾶσαν πρός Αὐτόν προσφε-
ρομένην θυσίαν πρός ἐξιλέωσιν τῶν παραπτωμάτων, τά ὁποῖα ἀκολου-
θοῦν τήν ἀσθενῆ καί τήν εἰς ἁμαρτίαν ὑποκειμένην ἀνθρώπινον φύσιν;
Ὁ Θεός ὡς Ἄναρχος καί Ἀπόλυτος Ἀρχή ὑπερπληροῑ τό Σύμπαν καί εἰς
τάς ἐλαχίστας αὐτοῦ γωνίας.
Ἀπό τῆς ἡδυπνόου ἀποπνοῆς τῶν ἀνθέων μέχρι τῶν ἀνωτάτων βαθμί-
δων τοῦ ὀντολογικοῦ βασιλείου ἀνελίσσεται μία ἁρμονική συνδετικότης,
τῆς ὁποίας οἱ ἀλληλένδετοι κρίκοι συγκρατοῦνται διά τῆς Δυνάμεως τοῦ
Θεοῦ, ἥτις καί εἰς τάς μᾶλλον ἀδήλους αὐτῶν ἐκδηλώσεις, τάς διαφευγού-
σας τήν ἀντίληψιν τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος, ἀνομολογοῦσι τήν Δόξαν
Αὐτοῦ καί ἀνυμνοῦσι τό Μεγαλεῖον τῆς Παντοδυνάμου καί Μεγαλουργοῦ
Ὑπερτάτης Αὐτοῦ Διανοίας, ἥτις τά πάντα ἐταξινόμησεν πρός ἐξυπηρέτη-
σιν τοῦ μεγάλου σχεδίου τῆς Δημιουργικότητός Του καί τοῦ καταδήλου καί
ἀφαντάστου Αὐτοῦ Μεγαλείου.
Καί ἀπό τῶν ἐλαχίστων γωνιῶν τοῦ ἀπείρου χώρου τοῦ σύμπαντος
ἀνέρχεται μία ἀποπνοή καί μία ἔκφρασις πρός προσευχήν.
Ἡ ἡδύπνοος αὔρα, ἡ ἐμφιλοχωροῦσα διά μέσου τῶν φυλλωμάτων τῶν
δένδρων, τό ἄρωμα τῶν ἀνθέων, τό γλυκό ἇσμα τῶν πτηνῶν, οἱ ἀσύλλη-
πτοι καί διαφεύγοντες τά ἀνθρώπινα ὦτα ἐναρμόνιοι ἦχοι τῶν συστρεφο-
μένων καί κινουμένων κόσμων εἰς ἀπόκοσμον μουσικήν ἀπολήγοντες, ἡ
ἄδηλος καί κρυφία ἀνάπαλσις, ἡ παραγομένη ἐκ τοῦ πτερυγίσματος τῶν
ἐντόμων καί τῶν ἀφανῶν μικροσκοπικῶν ὀντοτήτων τοῦ ἀφανοῦς μικρο-
κόσμου εἶναι ἐναρμόνιος μουσική, ἐκφερομένη ὡς αἶνος προσευχῆς καί
προσκυνήματος τῆς ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐκπορευθείσης ζωῆς πρός τήν Ζωήν, ἐξ
ἧς αὕτη ἀπέρρευσεν.
Διά τοῦτο ὁ ἄνθρωπος, τό ἐξέχον τοῦτο πνευματικόν καί λογικόν ὄν, τό
ἐντεταλμένον, ὅπως ἐρευνήσῃ καί κατανοήσῃ τήν ἐν τοῖς βάθοις τοῦ κό-
σμου ἐγκρυπτομένην Ἀλήθειαν, ὀφείλει ὑπέρ πᾶν ἄλλο νά ἐκδηλοῖ διά τῆς
προσευχῆς αὐτοῦ τήν πρός τό Θεῖον εὐγνωμοσύνην του, τό ὁποῖον ἔθεσεν
αὐτόν εἰς τήν ἀνωτάτην βαθμίδα τῆς ζωϊκῆς ἐκπορεύσεως, ὅπως ὑπαγάγῃ
ὑπό τήν διανοητικήν αὐτοῦ ὑπεροχήν τάς ἀδήλους ἐκφράσεις τῆς παγκο-
σμίου ἔλξεως.
Ἐν τῷ βάθει τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ἐγκρύπτεται ἡ ἰδεώδης ἔκφρασις τῶν συ-
ναισθημάτων τῆς Πνευματικῆς Ἀρχῆς, ἥτις ἐξεπορεύθη ἐκ τοῦ Θείου, πρός
ὅ δέον πάντοτε νά τείνεται.
Καί ἀπομακρυνόμενος οὗτος καθ’ ἑκάστην τοῦ Θείου διά τῶν συγκρου-
ομένων πρός τήν ἀληθῆ αὐτοῦ πνευματικήν ὑπόστασιν ὑλικῶν ἀναγκῶν,
ἄς ἀπομονοῦται ἐν ἑαυτῷ καί ἄς ἀναζητῇ ἐν τῷ βάθει τῆς ψυχῆς του τήν
παρά τοῦ Θείου ἐπιφώτισιν διά τῆς προσευχῆς.
Οὐδεμία ἐξωτερική ἐκδήλωσις προάγει ἡμᾶς πρός τό Θεῖον.
Ὁ λιβανωτός καί αἱ ἐδαφιαῖαι ὑποκλίσεις ἤ τά μεγαλόσχημα σταυρο-
34 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

κοπήματα εἷναι ἁπλαῖ ἐκδηλώσεις προσπαθείας τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου,


τοῦ στερουμένου τῶν μέσων τῆς μετά τοῦ Θείου ἐπικοινωνίας.
Ἡ ψυχή ἑκάστου ἀνθρώπου συνδέεται ἀπ’ εὐθείας πρός τό Θεῖον. Ἐν
αὐτῇ ἐνοικεῖ πάντοτε τό Θεῖον, τό ὁποῖον ἐπιζητεῖ ἀνά πᾶσαν στιγμήν παρ’
ἡμῶν, ὅπως ἐπέλθωμεν συνεπίκουροι τῆς Εὐηκόου Αὐτοῦ ἐκφράσεως, τήν
ὁποίαν ἀπωθοῦμεν.
Συγκρατεῖ ἡμᾶς τόσον πλησίον Του, ὅσον ἡμεῖς ἀπέχομεν τοῦ ἐαυτοῦ
μας. Ἀποκρούοντες δέ τήν φυσικήν μετ’ Αὐτοῦ συνδετικότητα ἐπιζητοῦ-
μεν, ὅπως ἐξεύρωμεν ἄλλα μέσα, οὐδόλως συνδεόμενα μετ’ Αὐτοῦ, ὅπως
εἰσακουσθῶμεν καί ἑνωθῶμεν μετ’ Αὐτοῦ.
Ὅπως ἀπό τά φύλλα τῶν ἀνθέων ἐξέρχεται τό ἄρωμα, ὅπως ὑπερπλη-
ρώσῃ τήν μεμολυσμένην ἐκ τῶν κακῶν ἀναθυμιάσεων ἀτμόσφαιραν, οὕτω
καί ἐκ τῆς ψυχῆς μας δέον νά ἐξέρχηται ἡ ἐκδήλωσις τῆς προσευχῆς, ἥτις
ἀποκαθαίρει πάντα τά μολυσματικά τῆς φθοροβρότου κακίας μιάσματα,
καθαρίζει τήν ψυχήν ἡμῶν ἐκ τῶν ἁμαρτημάτων καί ἀνυψοῖ τό πνεῦμα μας
εἰς τάς ὑψίστας ἀποκορυφώσεις τῆς Θείας ἐπιψαύσεως, ἥτις ἐν ἡμῖν ἐνα-
ποθέτει τήν γλυκεῖαν ὅσον καί παραμυθητικήν τῆς ψυχῆς μας ἐνίσχυσιν.
Ἡ προσευχή ὅμως ἡμῶν δέν πρέπει νά γίνεται δι’ ἐκκωφαντικῶν
φωνῶν, ἐξερχομένων δι’ ὅλης τῆς τῶν πνευμόνων ἡμῶν πιέσεως.
Ἡ ἀληθής προσευχή γίνεται διά τῆς προσηλώσεως τοῦ πνεύματος
ἡμῶν πρός τό Θεῖον. Ἐπιτυγχάνεται δέ, ὁπόταν ἀπομονωθῶμεν εἰς ἑαυ-
τούς καί δι’ ὅλων ἡμῶν τῶν δυνάμεων, ἄνευ οὐδεμιᾶς ἐγκοσμίου σκέψεως,
ἀφήσωμεν τό πνεῦμα μας νά ὑπερυψωθῆ ὑπεράνω τοῦ ὑλικοῦ ἡμῶν περι-
βάλλοντος καί εἰσδύσῃ εἰς τό ἀχανές τοῦ Ἀπείρου, ἀντλοῦν ἐξ αὐτοῦ τήν
Θείαν ἐπιφώτισιν.
Τό Θεῖον, εἴπομεν, ὅτι ἐνοικεῖ ἐν ἡμῖν. Ἀφήσωμεν ἐλευθέρους τούς δε-
σμούς, τούς συνδέοντας ἡμᾶς μετ’ Αὐτοῦ. Ἀφήσωμεν τήν ψυχήν μας, ὅπως
συσφιχθῇ μετ’ Αὐτοῦ, ἀφήσωμεν ἐλευθέραν τήν διάνοιάν μας, ὅπως ἔμφι-
λοχωρήσῃ ἐν Αὐτῷ.
Θά ἴδωμεν τότε, θά συναισθανθῶμεν ἑαυτούς μεταρσιουμένους καί
ἀναβιβαζομένους εἰς ὑψηλότερα πνευματικά ἐπίπεδα, εἰσχωροῦντας εἰς
τόν πραγματικόν Ναόν Αὐτοῦ, εἰς ὅν δέν θ’ ἀκούωμεν τήν ὑμνωδίαν καί
λιτανείας τῶν λειτουργῶν καί τῶν ψαλτῶν Αὐτοῦ, ἀλλά τήν φωνήν Αὐτοῦ
παροτρὺνουσαν καί καθοδηγοῦσαν ἡμᾶς πρός τήν ἀληθῆ ὀδόν τῆς Δικαι-
οσύνης καί τῆς Εὐθιδικίας καί ἀποκαλύπτουσαν εἰς ἡμᾶς τήν μέλλουσαν
ἡμῶν σταδιοδρομίαν καί πάντα, ὅσα ἐπιφυλάσσονται ἡμῖν πρός ἐκπλήρω-
σιν τοῦ ἐπί γῆς προορισμοῦ μας.
Τό μυστικόν τῆς εὐδαιμονίας ἡμῶν, τῆς δυνάμεως τοῦ μέλλοντος ἡμῶν
δέν ὑπάρχει εἰς τά ἐφήμερα πράγματα τοῦ κόσμου τούτου. Ὑπάρχει εἰς
τήν ἀνύψωσιν τῆς ψυχῆς καί τῆς καρδίας ἡμῶν πρός τό Ἀληθές Φῶς.
Ἐάν ἡ ἀμφιβολία καί ἡ ἀβεβαιότης μᾶς περιβάλλουσιν, ἐάν ἡ ζωή φαίνε-
ται εἰς ἡμᾶς βαρεῖα καί δυσβάστακτος, ἐάν ἡ ἀπαισιοδοξία καί ἡ θλῖψις μᾶς
πλημμυρίζουν, ἄς μεταρσιωθῶμεν εἰς τά ὑψηλά πνευματικά ἐπίπεδα, διά ν’
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ 35

ἀντλήσωμεν ἐκεῖθεν τήν ἀνακούφισιν καί παρηγορίαν. Ἄς βυθισθῶμεν εἰς


τήν ἡσυχίαν τῆς κατοικίας μας. Ἄς ὑψώσωμεν πάντοτε πρός τόν Θεόν τάς
σκέψεις μας καί τάς καρδίας ἡμῶν. Ἐκθέσωμεν πρός Αὐτόν τάς ἀνάγκας, τάς
θλίψεις ἡμῶν καί τάς δυστυχίας καί εἰς τάς δυσκόλους στιγμάς, εἰς τάς ἐξαι-
ρετικάς περιστάσεις τῆς ζωῆς ἡμῶν ἄς ἀπευθύνωμεν τήν ὑπερτάτην ἔκκλη-
σιν. Τότε ἀπό τά ἐνδόμυχα τῆς ὑπάρξεως ἡμῶν θ’ ἀκούσωμεν μίαν Φωνήν ν’
ἀποκρίνηται πρός ἡμᾶς, νά μᾶς βοηθῇ, νά μᾶς παρηγορῇ.
Ἡ Φωνή αὕτη θά προκαλέσῃ βαθεῖαν συγκίνησιν, θά κάμῃ ν’ ἀναπη-
δήσουν θερμά δάκρυα, θά μᾶς ἐνθαρρύνῃ καί θά μᾶς ἐνδυναμώσῃ.
Ἀλλ’ ἡ προσευχή μας, ἡ ἐπίκλησίς μας δέν πρέπει νά εἶναι ματαία
βαττολογία τῶν χειλέων. Πρέπει νά προέρχηται ἀπό τά βάθη τῆς ψυ-
χῆς μας, οὐχί ἀπό τοῦ ἄκρου τῶν χειλέων. Τότε θά ἐπιτύχωμεν τήν
ἐπικοινω­νίαν ἡμῶν μετά τοῦ Πατρός Θεοῦ, θά καταστῶμεν κοινωνοί
τῶν ­μυστηριωδῶν Διδασκαλιῶν Αὐτοῦ, τάς ὁποίας ἐπιφυλάσσει εἰς τάς
ἀγνάς καί εἰλικρινεῖς καρδίας.
Ὦ, ἄνθρωποι... Ὅταν θά θελήσητε νά εὕρητε καταφύγιον τῶν θλίψεων
καί τῶν ἀπογοητεύσεων τοῦ κόσμου τούτου, ἐνθυμηθῆτε, ὅτι δέν ὑπάρχει,
παρά ἓν μόνον μέσον.
Ν’ ἀνυψώσητε τήν σκέψιν σας εἰς τάς πανάγνους σφαίρας τοῦ Θείου
Φωτὸς, ὅπου δέν εἰσχωροῦσιν αἱ κακαί ἀναθυμιάσεις καί αἱ ­χονδροειδεῖς
ἐπιδράσεις τῆς ἐπιγείου ἡμῶν ζωῆς. Τά ρεύματα τῶν παθῶν καί αἱ
συγκρού­σεις τῶν ὑλικῶν συμφερόντων δέν φθάνουσι μέχρις ἐκεῖ.
Ὅταν τό πνεῦμα ἡμῶν φθάσῃ εἰς τάς σφαίρας ταύτας, ἀπαλλάσσεται
τῶν ἐφημέρων σκέψεων, τῶν εὐτελῶν πραγμάτων τῆς ζωῆς ἡμῶν ταύτης.
Πλανᾶται ὑπεράνω τῶν ἀνθρωπίνων θυελλῶν, ὑψηλότερον τοῦ ἐριστικοῦ
θορύβου τῆς βιοπάλης τῶν ἀνθρώπων χάριν τοῦ πλουτισμοῦ καί τῶν μα-
ταίων τιμῶν, μακράν ὅλων τῶν ἐφημέρων πραγμάτων, τά ὁποῖα κρατοῦσιν
ἡμᾶς προσκεκολλημένους εἰς τόν ὑλικόν κόσμον.
Ἐκεῖ ὑψηλά τό πνεῦμα διαφωτίζεται, ἰλιγγιᾶ ἐκ τῆς λάμψεως τῆς Ἀλη-
θείας καί τοῦ Φωτός. Βλέπει, ἀντιλαμβάνεται τούς νόμους τοῦ προορισμοῦ
του. Πρό τῶν εὐρέων ἀπόψεων τῆς Ἀθανασίας, πρό τοῦ ἐκπάγλου θεάμα-
τος τῆς ἀνόδου ἡμῶν ἐπί τῆς κλίμακος τῆς πνευματικῆς ἐξελίξεως, ὑποχω-
ροῦσιν αἱ δυστυχίαι τῆς παρούσης ζωῆς, αἱ παλινωδίαι καί αἱ ἐναντιότητες
τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων.
Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἔχει εἰς τήν σκέψιν του καί τήν καρδίαν τήν θερμήν
ταύτην πίστιν, τήν ἀπόλυτον ἐμπιστοσύνην εἰς τήν Ἄπειρον Δύναμιν, ἥτις
διανοίγεται ἀκτινοβόλος πρό τῶν ὀφθαλμῶν τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς, εἶναι
σιδηρόφρακτος ἐναντίον τῶν μεταβολῶν τῆς τύχης.
Ἀποδέχεται αὐτάς μετά τοῦ αὐτοῦ ἀνεπαισθήτου τρόπου, ὅπως ἀπο-
δέχεται καί τάς μεταβολάς τῶν ἐποχῶν τοῦ ἔτους. Μένει ἄτρωτος ἐν τῷ
μέσῳ τῶν δοκιμασιῶν αὐτοῦ.
Αὐτό εἶναι τό μυστικόν πάσης ἡρωικῆς καρτερίας τοῦ ψυχικοῦ σθέ-
νους, τό μυστικόν τῆς αὐτοθυσίας τῶν μεγάλων ἀνακαινιστῶν τῆς ἀνθρω-
36 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

πίνης κοινωνίας, τῶν ἀπειραρίθμων μαρτύρων, ὅλων ἐκείνων οἱ ὁποῖοι διά


μέσου τῶν αἰώνων προσέφερον τήν ζωήν των διά τήν μεγάλην ὑπόθεσιν
τῆς πνευματικῆς ἀναγεννήσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Ἐν τῷ μέσῳ τῶν βασάνων, ὑπό τό πέλμα τοῦ ἀπηνοῦς δημίου, ἐνῷ τά
ὀστᾶ αὐτῶν καί ἡ σάρξ ἀπετέλουν διά τῶν κτύπων τῶν σφυρῶν μίαν καθη-
μαγμένην μᾶζαν, εὕρισκον τήν δύναμιν νά μένουν ἀνώτεροι τοῦ φρικώδους
μαρτυρίου των, νά ἵστανται πρό τῶν μαινομένων κυμάτων τῆς ἐξεγέρσεως
τῶν ἀγνοούντων ἀνθρώπων, πρό τῶν διώξεων καί τῶν ἐμπαιγμῶν.
Εἰς τήν ἱεράν σιωπήν τῶν δασῶν καί τῶν ὀρέων, εἰς τούς ὑπερκοσμίους
στοχασμούς των καί τήν σιγηλήν προσευχήν των οἱ μεγάλοι μάρτυρες τῆς
θρησκείας καί τῆς κοινωνίας εὕρισκον τό ἀκατάβλητον σθένος αὐτῶν.
Εἰς τήν μοναξιάν των καί τήν ψυχικήν περισυλλογήν των ἀπεκαλύπτε-
το ἡ Ἀόρατος Δύναμις.
Ὁ Θεῖος Πλάτων λαμβάνει τάς ἐμπνεύσεις του ἐπί τῆς κορυφῆς τοῦ
Ὑμηττοῦ, ὁ Μωϋσῆς ἐπί τοῦ ὅρους Σινᾶ καί ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐπικοινωνεῖ
μετά τοῦ Οὐρανίου Πατρός Του διά μέσου τῶν δακρύων καί τῆς προσευχῆς
Του ἐπί τοῦ ὅρους τῶν Ἐλαιῶν.

Ἡ μυστική δύναμις, ἡ ἐμποδίζουσα τήν Δικαιοσύνην νά ἐνθρονισθῇ


ἐπί τῆς γῆς, εἶναι ἡ ἄγνοια αὐτῆς ὑπό τοῦ ἀνθρώπου.
Ὅσον καί ἄν προήχθῃ ὁ ἄνθρωπος εἰς τήν σοφίαν καί τήν ἐπιστήμην,
αἱ πρόοδοι αὐτοῦ εἰς τήν ἀντίληψιν τῆς ἀληθοῦς Δικαιοσύνης, ἥτις ταυτί-
ζεται πρός τό ἴδιον αὐτοῦ συμφέρον, εἶναι ἀσήμαντοι.
Πᾶσα ἀνθρώπινος νομοθεσία, ἡ ὁποία ἤθελεν ἐναρμονίσῃ τήν ἰδέαν τῆς
Δικαιοσύνης μέ τό συμφέρον τοῦ ἀνθρώπου, λαμβάνει κῦρος καί ἀλήθειαν.
Ἀλλά πῶς τά συμφέροντα τοῦ ἀνθρώπου, συγκρουόμενα ἑκάστοτε πρός
ἄλληλα, εἶναι δυνατόν νά εὑρίσκωνται ἐν ἁρμονίᾳ πρός τήν Δικαιοσύνην;
Ἄνευ τῶν μερῶν τό σύνολον δέν ὑφίσταται. Ἀνάγκη, λοιπόν, ἡ δικαι-
οσύνη ν’ ἀποβλέπῃ εἰς τήν ἐξυπηρέτησιν τῶν μερῶν, εἰς τήν ἐκπλήρωσιν
τοῦ προορισμοῦ αὐτῶν, ἵνα ἐξυπηρετήσῃ τό σύνολον. Ἡ δικαιοσύνη ἑπο-
μένως συνίσταται εἰς τήν ἀπονομήν, ἑνί ἑκάστῳ τοῦ προσήκοντος ἐν τῷ
βαθμῷ τῆς ἀξίας καί τοῦ προορισμοῦ αὐτοῦ ἐπί τῆς γῆς.
Ἡ Δικαιοσύνη ὅθεν δέν εἶναι ἰδέα ταυτόσημος πρός τήν ἰσότητα ἀλλά
πρός τήν κοινωνικήν ἁρμονίαν, πρός τήν ἀδιατάρακτον συμφωνίαν τῶν
αἰσθημάτων πάντων, ὅσοι ζῶσι ἐν τῇ αὐτῇ κοινωνίᾳ. Ὁ ἄνθρωπος ἐν τῇ
ἀγνοίᾳ αὐτοῦ ἀδυνατεῖ νά ἐννοήσῃ, ὅτι τό ἀληθές αὐτοῦ συμφέρον ἔγκει-
ται ἐν τῇ ἁρμονικῇ συνεργασίᾳ, ἐν τῇ ἀγάπῃ πρός τόν πλησίον του.
Πλῆθος ἐπιθυμιῶν, συγκρουομένων, ἐκτρέπουσι πολλάκις αὐτόν ἀπό
τῆς ἀληθοῦς ἀντιλήψεως τῆς Δικαιοσύνης. Εἶναι αἱ τυφλαί δυνάμεις τῆς
ἀνθρωπίνης φύσεως, αἵτινες, οὖσαι ἀναγκαῖαι εἰς τήν ζωήν τοῦ ἀνθρώ-
που, παλαίουσιν ὑπέρ τῆς ἰδίας αὐτῶν ὑπάρξεως.
Ἀλλ’ ὑπάρχει ἐπίσης ἐν τῷ ἀνθρώπῳ ὑπέρτατος ρυθμιστής αὐτῶν, ὁ
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ 37

ὀρθός λόγος, ὅστις προορισμόν αὐτοῦ ἔχει νά κανονίζῃ τά πάντα διά τῆς
δικαιοσύνης.
Οὐδέν ὑπάρχει ἄνευ σκοποῦ τινος, ἀλλ’ ὁ ἄνθρωπος ἐν τῇ ἀγνοίᾳ καί
ἀτελείᾳ αὐτοῦ ἀγνοεῖ κατά ποῖον τρόπον συμβάλλει ἔκαστος εἰς τήν ἐξυ-
πηρέτησιν καί προαγωγήν τοῦ συνόλου.
Οὕτω ἡ ἄνευ μέτρου θεραπεία τοῦ σώματος καί τῶν ἐπιθυμιῶν αὐτοῦ
ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἀπόλυτον ἐπικράτησιν τῆς ὕλης ἐπί τοῦ πνεύμα-
τος, ἐν ἄλλαις λέξεσιν τήν ἀποκτήνωσιν τοῦ ἀνθρωπίνου ὄντος καί κατά
συνέπειαν τήν ἀπώλειαν τῆς ἐλπίδος ἀπελευθερώσεως τοῦ ἀνθρώπου, τήν
ὁποίαν τά ὂντα καί ἡ φύσις ἀναμένει παρά τοῦ βασιλέως τοῦ Σὺμπαντος.
Διά τῆς θεραπείας τοῦ πνεύματος καί τῆς ἑνώσεως θά δυνηθῇ νά πα-
λαίσῃ ἀποτελεσματικῶς ὁ ἄνθρωπος ἐναντίον τῶν περικυκλούντων αὐτόν
στοιχείων, νά κατανοήσῃ τούς δεσμούς αὐτοῦ μετά τῆς φύσεως, μετά τῶν
ἀπείρων αὐτῆς δυνάμεων, μετά τῶν ὁποίων εἶναι στενώτατα ἡνωμένος.
Ἐν τούτοις τό πνεῦμα οὐδέν δύναται νά κατορθώσῃ ἄνευ τῆς ὕλης.
Δώσατε τήν προσήκουσαν ἑκάστῳ θέσιν καί ἰδού ἡ Ἁρμονία, ἰδού ἡ Δι-
καιοσύνη.
Τό πνεῦμα εἶναι τό Οὐράνιον δῶρον, ὁ Βασιλεύς, ὁ Πατήρ, ὁ σοφός
ἡμῶν ὁδηγός, τόν ὁποῖον ἡ ὑπερτάτη Πρόνοια ἠδύνατο ν’ ἀποστείλῃ πρός
τόν ἄνθρωπον. Δι’ αὐτοῦ ὁ ἄνθρωπος διεσώθη ἐπί τῆς γῆς διά μέσου τῶν
αἰώνων καί ἐν τῷ μέσῳ ἀμετρήτων κινδύνων, οἵτινες ἠπείλουν τήν ὕπαρξιν
αὐτοῦ.
Διά τοῦτο ἡ Θεία Νομοθεσία ἔχει ὡς ἔμβλημα αὐτῆς: «Ἀγαπήσεις
Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς
σου καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου,» καί ὡς
συνεπείαν τῆς ὑψηλῆς ταύτης ἀρχῆς: «καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν.»
(Λουκ. Ι΄ 27)
Ἄνευ τῆς πρώτης παραγγελίας ἡ δευτέρα θά ἦτο ἀδύνατος, διότι ὁ ὀρ-
θός λόγος ὑπαγορεύει τήν ἀγάπην πρός τόν πλησίον πρός ἐξυπηρέτησιν
τοῦ ἰδίου ἑνός ἑκάστου συμφέροντος.
Τό ἔνστικτον ἐμπνέει εἰς τόν ἄνθρωπον τάς ἀρχάς ταύτας, ἀλλ’ ἡ
ἄγνοια ἐκτρέπει αὐτόν ἀπό τῆς ὀρθῆς ἀντιλήψεως τοῦ συμφέροντος καί
συντελεῖ, ὥστε τούς κοασμούς τῶν βατράχων νά ἐκλαμβάνῃ ὡς γλυκό
κελάδημα τῆς ἀηδόνος.
Αἱ ἀντίθετοι ἐπιθυμίαι ζητοῦσι νά ἐπιβληθῶσι ἐν τῷ κόσμῳ μετά το-
σαύτης τυφλῆς ὑπερηφανείας, ὥστε θά ἐνόμιζέ τις, ὅτι ἡ ζωή ἀνήκει ἀπο-
κλειστικῶς εἰς αὐτάς. Οἱ ἡδονισταί νομίζουσιν, ὅτι οὐδέν πραγματικόν
ὑπάρχει ἐκτός τῆς ἡδονῆς καί οἱ ὑλισταί, ὅτι ἡ ἀλήθεια καί ἡ πραγματι-
κότης ἐγκλείονται ἐντός τῶν ὁρίων τῆς ὕλης.
Ἐν τούτοις ὑπεράνω τούτων ὑπάρχει τό πνεῦμα, ὁ ὀρθός Λόγος, τοὐτέ-
στιν ἡ Δικαιοσύνη, διότι δέν ὑπάρχει παρά ὁ ὀρθός Λόγος ὁ δυνάμενος νά
διακρίνῃ τό ἀληθές τοῦ ἀνθρώπου συμφέρον, τό ὁποῖον εἶναι ταυτόσημον
πρός τήν Δικαιοσύνην.
38 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

Οἱ ἄνθρωποι ἐν τῇ πλειότητι αὐτῶν εἶναι κατ’ οὐσίαν εἰδωλολάτραι


καί εἰς τά αἰσθήματα καί εἰς τάς σκέψεις. Εἰς τά αἰσθήματα, διότι πάντοτε
ὡς μέτρον ἐκτιμήσεως αὐτῶν ἔχουσι τήν ὕλην, τήν κοσμικήν ἐμφάνισιν,
ἡ ὁποία ἐπιδρᾷ ἐπί τῶν αἰσθήσεων, παραμελοῦντες οὕτω πᾶσαν ἀληθῆ
ἀξίαν καί τήν δικαιοσύνην.
Δέν ἀντιλαμβάνονται, οὔτε προσέχουν εἰς τάς ὑψηλάς σκέψεις, διότι
αὗται δέν εἶναι ὁραταί εἰς τούς ὑλικούς ὀφθαλμούς, οὔτε ψηλαφίζονται διά
τῶν χειρῶν. Βυθιζόμενοι ἐντός τῆς ὕλης ἀδυνατοῦν νά ἐξέλθουν ὑπεράνω
αὐτῆς, διά νά ἀντιληφθῶσι βαθμηδὸν τάς ἀπόψεις τῆς Θείας Προνοίας καί
συντελέσωσιν, εἰς τήν πραγματοποίησιν αὐτῶν.
Ἐν ἀγνοίᾳ τῆς γνώσεως, ἥτις δίδει τήν λύσιν τῶν ψυχικῶν προβλη-
μάτων, δέν εἶναι εἰσέτι εἰς κατάστασιν νά ἐπωφεληθῶσιν ἐξ αὐτῶν. Πλέου-
σιν ἐπί τῆς κακίας, ἥτις εἶναι δυστυχία, μία ψυχική ἀσθένεια, περί ἧς
πρέπει νά φοβῶνται τόσον περισσότερον, ὅσον πολυτιμότερον εἶναι ἡ
ψυχή τοῦ σώματος.
Ποῖος δέν προτιμᾷ νά εἶναι πνεῦμα ὑπέρτερον καί ἀγνόν, ἀντί νά εἶ-
ναι ἄγριος καί κτηνώδης; Ἡ Εὐδαιμονία, ἀληθῶς εἰπεῖν, δέν στηρίζεται
παρά ἐπί τῆς τελειοποιήσεως τῆς ψυχῆς, τουτέστιν ἐπί τῆς ἐναρέτου
ψυχῆς. Ἀλλ’ οἱ ἂνθρωποι, διατελοῦντες ὑπό συνθήκας ὑλικάς, ἀγνοοῦσι
τήν ψυχήν των, τήν ἀνεκτίμητον αὐτῆς ἀξίαν, ἄν καί ἔχωσι πάντοτε πρό
αὐτῶν τήν ἀπόδειξιν εἰς τήν διαφοράν τῶν συνθηκῶν μεταξύ τοῦ ἀνθρώ-
που καί τοῦ ζώου.
Ἀπορροφημένοι ἀπό τά ὑλικά συμφέροντα παρεγνώρισαν τήν δύναμιν
τῶν ὑψηλοτέρων ἰδανικῶν καί κατέστησαν ὑποτροφικά τά αἰσθήματα τῆς
αὐτοθυσίας καί τῆς ἀγάπης.
Ἐντεῦθεν ἐπήγασεν ἡ ἀτελεύτητος σύγκρουσις μεταξύ τῶν ἀνθρώ-
πων, αἱ ἐπιτεινόμεναι κοινωνικαί ἀντιθέσεις, ἡ ἐξαφάνισις πάσης ἰσορρο-
πίας εἰς τά κοινωνικά αὐτῶν αἰσθήματα καί εἰς τάς σκέψεις. Ἀγνοοῦν τά
μυστικά τῶν κοινωνικῶν ἐπιδημιῶν, τήν λύσιν τοῦ μεγίστου ζητήματος τῆς
διανομῆς τῶν ἀγαθῶν, τό μυστικόν τῆς συμμετοχῆς πάντων τῶν ἀνθρώ-
πων εἰς τά ἀγαθά τῆς γῆς συμφώνως πρός τούς νόμους τῆς ἰσότητος καί
τῆς Ἀγάπης, τόν τρόπον τοῦ ζεῖν μεταξύ ἀνδρός καί γυναικός συμφώνως
πρός τούς νόμους τῆς φύσεως καί τῆς δικαιοσύνης.
Ἡ ψυχή, ὅπως καί ὁλόκληρος ἡ ζωή, ἀκολουθεῖ τόν Παγκόσμιον
Νόμον τῆς προοδευτικῆς ἐξελίξεως.
Ὁ ἄνθρωπος, μή συγκείμενος ἐκ τοῦ σώματος αὐτοῦ, ἀλλά καί ἐκ τῆς
ψυχῆς, δέν δύναται νά ἔχῃ ὅριον ἐξελίξεώς του τόν κύκλον τῶν αἰσθήσεων.
Διά τοῦτο ἡ λατρεία τοῦ πνεύματος δέν εἶναι, παρά ἔργον τῆς προόδου,
ἐνῷ ἡ εἰδωλολατρεία τῆς ὕλης, ἀνήκουσα εἰς τήν πρωτόγονον ζωήν τοῦ
ἀνθρώπου, διαιωνίζει τήν κατάστασιν τῆς δουλείας τοῦ πνεύματος εἰς τήν
ὕλην, ὅπερ ἀντιτίθεται πρός τήν πρόοδον καί τόν ἀνθρώπινον προορισμόν.
Οἱ σοφοί διά νά ἐξηγήσουν τήν καταγωγήν τῶν διαφόρων εἰδῶν τῶν
ζώων, ἀνατρέχουσιν εἰς τόν παγκόσμιον νόμον τῆς δημιουργικῆς προόδου
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ 39

τῶν ὄντων. Τοῦτο εἶναι ἀληθές. Ἀλλά διατί νά περιορίσωμεν ἐπί τοῦ ὑλικοῦ
κόσμου τόν νόμον τοῦτον;
Πάντα τά ὄντα, ἡ φύσις ὁλόκληρος διατελεῖ ὑπό τήν ἐπιρροήν τοῦ
νόμου τούτου. Εἶναι ὁ συντελεστὴς τῶν μεταβολῶν τῆς φύσεως τῆς
ἰστορίας καί τῆς ἀνθρωπότητος. Εἶναι ὁ κοινός νόμος τοῦ ἀνθρωπίνου
προορισμοῦ, ὅστις ἐξελίσσεται ἐπί ἑνός κύκλου, τοῦ ὁποίου τό Κέντρον
ἀποτελεῖ ὁ Θεός. Ἰδού διατί ὑπέρ τόν ὑλικόν ἄνθρωπον ὑπάρχει ὁ πνευμα-
τικός, ὑπέρ τήν ὕλην τό πνεῦμα.
Εἶναι ἀληθές, ὅτι τό πνεῦμα εἶναι κατ’ ἀρχάς ἐγκεκλεισμένον ἐντός
τῆς ὕλης, ἔχον ἀνάγκην αὐτῆς, ὅπως τό νήπιον ἔχει ἀνάγκην τοῦ μητρικοῦ
κόλπου. Ὅταν ὅμως ἐξελιχθῆ ἑπαρκῶς, ὅταν ἀναπτύξῃ ζωήν ἀνεξάρτητον,
ὀφείλει νά κυριαρχήσῃ τῆς ὕλης.
Ἐκδήλωσις τοῦ πνεύματος εἶναι τό σύνολον τῶν ἰδεῶν, αἵτινες ἀπο-
τελοῦν τήν γνῶσιν, ἥτις ὑποτάσσει τήν ὕλην. Διά τῆς γνώσεως τό πνεῦμα
καθιστᾷ αἰσθητήν τήν ὑπεροχήν αὐτοῦ ἐπί τοῦ ὑλικοῦ κόσμου καί καθιστᾷ
ἑαυτό πραγματικότητα αὐταπόδεικτον, ἐνῷ δέν εἶναι οὔτε ὑλική ὑπόστα-
σις, οὔτε ψηλαφητόν ἀντικείμενον.
Ἀλλ’ ἡ πλειονότης τῶν ἀνθρώπων, κατειλημμένη ἀπό τήν ἔννοιαν τῆς
ἐπιφανείας τῆς ζωῆς, δέν φροντίζει νά εἰσέλθῃ εἰς τό βάθος αὐτῆς, ἵνα
ἀποσείσῃ τήν εἰδωλολατρείαν τῆς ὕλης καί καταστήσῃ τό πνεῦμα ἐλεύθε-
ρον. Καί ἐξελθόντες τῆς καταστάσεως τῆς εἰδωλολατρείας δέν δύνανται
ν’ ἀντιληφθῶσι πνευματικόν τι ὄν, χωρίς νά προσδώσωσιν εἰς αὐτό ὑλικήν
μορφήν.
«Ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα, ὅτε οἱ ἀληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσωσι τῷ
Πατρί ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ. Πνεῦμα ὁ Θεός καί τούς προσκυνοῦντας
Αὐτόν ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν.» (Ἰωάν. Δ΄ 23-24).
Διά νά ἐννοήσωμεν τό μυστήριον τῆς ψυχῆς, πρέπει νά γνωρίσωμεν
τήν ἱστορία αὐτῆς. Ὅθεν τοῦτο εἶναι ἓν ἐκ τῶν μᾶλλον σκοτεινῶν προβλη-
μάτων.
Ὑπάρχει εἰς τό ἀνθρώπινον ὄν μία ψυχική κλῖμαξ μεταξύ τῆς ἀρχεγό-
νου ψυχῆς καί τοῦ πνεύματος. Ἡ σπουδή τῆς ἀνατομίας πράγματι ἀποδει-
κνύει, ὅτι πλῆθος ψυχικῶν λειτουργιῶν, ὑπαγομένων εἰς τήν ἱεραρχικήν
τάξιν, εἶναι ἡνωμέναι καί ἀποτελοῦν τήν ἀνθρωπίνην ψυχήν ὑπό τήν ἡγε-
μονίαν τοῦ πνεύματος.
Ἡ ἰδέα αὕτη δύναται νά ἐξηγήσῃ πλῆθος προβλημάτων. Οὕτω δύνα-
ται νά ἐννοηθῆ ἡ ἰδέα τῆς ἀπελευθερώσεως τοῦ πνεύματος. Μετά τήν
ἐξαφάνισιν τοῦ σώματος καί τῶν κατωτέρων ψυχικῶν αὐτοῦ λειτουργιῶν,
τό πνεῦμα, παραμένον ἐλεύθερον καί ζῶν τοῦ λοιποῦ εἰς τόν κόσμον τῆς
σκέψεως, εἶναι αὐτονόητον, ὅτι δέν ἔχει δι’ ἑαυτό ἄλλην πηγήν συντηρή-
σεως, παρά τήν γνῶσιν, τήν ἰδέαν, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τήν οὐσίαν παντός
πνευματικοῦ ὄντος.
Τοῦτο δέν εἶναι δύσκολον νά ἐννοηθῆ, ὅταν ληφθῇ ὑπ’ ὄψει, ὅτι εἰς
τήν κατάστασιν τῆς ἐπιγείου ζωῆς πρό πάντων αἱ ὑψηλαί σκέψεις καί τά
40 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

εὐγενῆ αἰσθήματα ἰσχυροποιοῦσι τήν ψυχήν καί διατρέφουσι τό πνεῦμα.


«Οὔκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἐπί παντί ῥήματι ἐκπορευο-
μένῳ διά στόματος Θεοῦ.» (Ματθ. Δ΄ 4)
Ἐάν λοιπόν πᾶς τις δύναται ν’ ἀντιληφθῆ, ὅτι μόνον ἡ ἰδέα διατρέφει
καί αὐξάνει τό πνεῦμα, δέν εἶναι προφανές ἐκ τούτου, ὅτι δέν ὑπάρχει
παρά Ἰδέα, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τήν οὐσίαν τοῦ πνεύματος, ὅπως καί παντός
ἄλλου πραγματικοῦ ὄντος;
Ἐπομένως εἶναι λογικόν νά παραδεχθῶμεν, ὅτι ὁ ὑπεργήϊνος κόσμος
εἶναι ὁ Κόσμος τῶν Ἰδεῶν καί ὅτι τό μυστήριον τοῦτο εἶναι δυνατόν νά κα-
τανοηθῇ ὑφ’ ὅλου τοῦ κόσμου, ἀρκεῖ ν’ ἀπομακρύνωμεν τήν ἀντίληψιν τῆς
ὑλικῆς τοῦ πνεύματος παραστάσεως.
Τούτου δεδομένου δύναται νά κατανοηθῇ κατόπιν, πώς ὑπάρχουν
ἐν τῷ ἀνθρώπῳ δύο εἴδη ἀπόψεων τοῦ τρόπου τοῦ κρίνειν, ἡ ἄποψις τοῦ
πνεύματος καί ἡ ἄποψις τῶν αἰσθήσεων.
Ἐάν ὑποθέσωμεν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει παρά μόνον τάς ­αἰσθήσεις,
δέν θά ἠδύνατο τίποτε νά αἰσθανθῇ πέραν τοῦ ὑλικοῦ βιβλίου. Ὅταν
ἠθέλομεν προσπαθήσει νά ἐμβάλωμεν εἰς αὐτόν τήν ἀντίληψιν ἑνός ἀΰλου
ἀντικειμένου, ὅπως εἶναι ἡ ἰδέα, ἡ γνῶσις δέν θά ἠδύνατο νά φαντασθῆ
αὐτήν, παρά ὡς ἀντικείμενον ἔχον ἔκτασιν. Τότε αἱ αἰσθήσεις δέν θά ἠδύ-
ναντο ν’ ἀντιληφθῶσι οὐδέν πνευματικόν ἀντικείμενον, χωρίς νά δώσουν
εἰς αὐτό ὑλικήν ὑπόστασιν.
Ὁ κόσμος ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, μή δυνάμενος νά ὑψωθῇ ὑπέρ τήν
ὕλην, θά ἦτο καταδικασμένος εἰς τήν εἰδωλολατρείαν τῆς φύσεως. Θά ἦτο
ἄνευ γνώσεων, ἄνευ ἐπιστήμης, ἄνευ ἰδεῶν, διότι οἱαδήποτε ἰδέα, ὅσον καί
ἄν ἀναφέρεται εἰς ἀπόψεις ὑλικάς, αὐτή καθ’ ἑαυτήν εἶναι ἄϋλος καί κατά
συνέπειαν ἡ σύλληψις αὐτῆς θά ἦτο ἀδύνατος ὑπό τοῦ ὑλικοῦ ἐγκεφάλου.
Ὀλίγοι ἄνθρωποι εἶναι εἰς κατάστασιν ν’ ἀποχωρισθῶσιν ἐντελῶς τῆς
εἰδωλολατρείας, ἄν καί πάντες διά τῆς λογικῆς αὐτῶν ἀντιλαμβάνονται,
ὅτι ὁ Θεός καί ἡ ψυχή εἶναι ἄϋλα, μή καταλαμβάνοντα διά τοῦτο χῶρον.
Δέν εἶναι δύσκολον πράγματι ν’ ἀντιληφθῇ τις, ὃτι πᾶν ἀντικείμενον
πνευματικῆς τάξεως, ὅπως ἡ γνῶσις, αἱ ἰδέαι, ἡ ψυχή δέν δύνανται νά
λάβουν ὑλικήν ἀντικειμενικότητα, ὅπως ἕν δένδρον, ἄν καί αὗται δύνα-
νται νά ὑφίστανται ἀντικειμενικῶς ἐπίσης, ἀλλ’ εἰς ἄλλον τινα κόσμον,
τόν κόσμον τῶν ἰδεῶν.
Πάντα ταῦτα τά ἀντικείμενα πνευματικῆς τάξεως, ἐπί παραδείγματι ἕν
σύστημα ἰδεῶν, ἔχουν ἕκαστον τήν ἰστορίαν τῆς ἀναπτύξεώς των εἰς τόν
κόσμον τῶν ἰδεῶν. Ἰδού διατί ἡ ἄϋλος ὑπόστασις εἶναι ἰδέα.
Ἀλλ’ ἡ ἰδέα εἶναι μία δύναμις, ὅπως καί ἡ ἀληθής πραγματικότης. Ἡ
γνῶσις εἶναι ἡ ἄϋλος δύναμις, ἡ μεγαλυτέρα καί πραγματικωτέρα. Διά
τοῦτο ὁ Θεός, ἡ Γνῶσις τῶν Γνώσεων, ἡ Ἰδέα τῶν Ἰδεῶν δρᾷ διά Δυνά-
μεως Ἀπείρου ἐπί τοῦ ὑλικοῦ κόσμου.
Ἡ γενική ἀλήθεια, ἡ ἀφηρημένη, εἶναι διά τόν ἄνθρωπον τό πολυτι-
μότερον πάντων τῶν ἀγαθῶν. Ἡ γενική ἀλήθεια εἶναι ὁ ὀφθαλμός τῆς
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ 41

λογικῆς καί ἄνευ ταύτης ὁ ἄνθρωπος εἶναι τυφλός. Δι’ αὐτῆς διανοίγεται
ἡ ὁδός τῆς ὑγιοῦς κρίσεως, δι’ αὐτῆς μανθάνει τό καθῆκον αὐτοῦ καί τόν
προορισμόν του καί προάγεται εἰς τάς ἀνθρωπιστικάς ἰδέας.
Αἱ γενικαί ἀλήθειαι, τάς ὁποίας εὑρίσκεται εἰς τήν ἀνάγκην νά γνωρίζῃ
πᾶς ἄνθρωπος, διότι ἡ γνῶσις αὐτῶν ἤθελε βοηθήσει αὐτόν εἰς τήν ἀπό-
κτησιν τῆς εὐτυχίας του, δέν εἶναι ἐν μεγάλῳ ἀριθμῷ.
Αὗται εἶναι Θεῖον ἀγαθόν, ἀνῆκον εἰς πάντα ἄνθρωπον, δικαιούμενον
νά ἐπικαλῆται ἐν πάσῃ περιπτώσει αὐτάς εἰς οἱονδήποτε τόπον καί χρόνον.
Οὐδείς δύναται ν’ ἀποστερήσῃ τόν ἄνθρωπον τῶν καρπῶν τῶν γενικῶν
ἀληθειῶν, διότι ἡ πρᾶξις αὕτη εἶναι ἡ πλέον ἄδικος, ἡ μισητοτέρα ὅλων
τῶν κλοπῶν, διότι ἡ Ἀλήθεια εἶναι ἐπουράνιον δῶρον, ἀνῆκον εἰς πάντας
τούς ἀνθρώπους.
Ἡ ἰδιοκτησία τῶν ἀνθρώπων ἔχει ὡς ἀφετηρίαν αὐτῆς τήν ὠφέλειαν.
Ὅπου δέν πηγάζει ὠφέλεια, δέν εἶναι δυνατόν οὔτε δικαίωμα ἰδιοκτησίας
νά ὑπάρξῃ. Ἐν τῇ ἠθικῇ ὅμως τάξει τά πάντα εἶναι ὠφέλεια, ὡς συμβάλ-
λοντα εἰς τήν ἠθικήν διαμόρφωσιν καί τήν πρόοδον τοῦ ἀνθρωπίνου γέ-
νους.
Ἡ Ἀλήθεια εἶναι ἡ Δικαιοσύνη, εἶναι ὁ μέγας κατήγορος τῆς ἀδικίας, ὁ
μέγας τιμητής τῆς κοινωνικῆς παρακρούσεως, ὁ κοινός ὑποστηρικτής τῶν
δικαιωμάτων τῶν πτωχῶν καί τῶν ἀδυνάτων, ἐπί τῆς ζωῆς καί τῶν ἀγαθῶν
αὐτῆς.
Τίς δύναται ν’ ἀντιταχθῇ ἐναντίον τῆς Ἀληθείας πρόσωπον πρός πρό-
σωπον; Προσπαθοῦσι πάντοτε ν’ ἀκρωτηριάσουν καί νά διαστρέψουν
αὐτήν, συνηγοροῦντες δῆθεν ὑπέρ αὐτῆς καί ἐπικαλούμενοι αὐτήν. Ἐν
τούτοις πάντοτε αὕτη διά μέσου τῶν στενομένων παγίδῳν, διά μέσου τῶν
κατακλυσμῶν καί τῶν καταιγίδων, τῶν στρεφομένων ἐναντίον της, προ-
βάλλει πάναγνος καί ἀκτινοβόλος, ὅπως ἐμφανίζεται ὁ λαμπρός ἥλιος,
δια­σ πῶν τά νέφη τά συσκοτίζοντα αὐτόν, ὡς ἄστρον παρήγορον καί ἐλπι-
δοφόρον τῶν χειμαζομένων ὑπὸ τῆς βαρβάρου βίας, ἥτις εἶναι τέκνον, τοῦ
ψεύδους.
Ἡ Ἀλήθεια αὕτη εἶναι ἐντελῶς ξένη, διάφορος τῆς ἀτομικῆς ἀληθείας
τοῦ καθ’ ἡμέραν βίου τῶν ἀνθρώπων, ἡ ὁποία συχνάκις εἶναι πρᾶγμα διά-
φορον εἰς τήν κοινωνικήν τῶν ἀνθρώπων οἰκονομίαν.
Ποσάκις πλεῖστοι ἄνθρωποι δέν χαρακτηρίζονται ὡς ἀληθεῖς, μεταχει-
ριζόμενοι τήν ἀλήθειαν τοῦ κόσμου, ἐνῷ οὐδέποτε ἠσθάνθησαν τὸ ὑπερκό-
σμιον ἄρωμα τῆς πραγματικῆς Ἀληθείας. Ἡ ἀλήθεια αὐτῶν περιορίζεται καί
ἐξαντλεῖται εἰς ὀχληράς λεπτομερειακάς ἀφηγήσεις γεγονότων, τά ὁποῖα
ἀναφέρουσι πιστῶς τὸν τόπον, τόν χρόνον, τά πρόσωπα, μή ἐξαίροντες τὸ
ἄξιον ἐξάρσεως καί μή ἐπιτρέποντες οὐδεμίαν θέσιν εἰς τήν φαντασίαν των.
Ὅταν τά γεγονότα εἶναι ἄσχετα πρὸς τάς ὑποθέσεις αὐτῶν καί τά
συμφέροντα, ἐμφανίζουσιν, ἐν τῇ διηγήσει τήν μᾶλλον ἀπαραβίαστον πι-
στότητα καί διά τῆς κριτικῆς αὐτῶν ἀπονέμουσι σεβασμὸν ἀπόλυτον πρὸς
τήν Ἀλήθειαν.
42 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

Ἐπικαλοῦνται ἐπιδεικτικῶς αὐτήν, κηρύσσονται συνήγοροι αὐτῆς καί


ἀρέσκονται νά ὀνομάζωνται ὑπό πάντων τῶν ἀνθρώπων φιλαλήθεις.
Ἐν τούτοις ὁ αὐτὸς ἄνθρωπος, ὅταν πρόκειται νά πραγματευθῇ ἰδίαν
τινα ὑπόθεσιν, ὅταν ἡ ἀφήγησις γεγονότος τινος ἔχει καί σχέσιν τινα πρὸς
τό προσωπικόν αὐτοῦ συμφέρον, τότε δέν διστάζει ποσῶς νά κάμῃ χρῆσιν
πάντων τῶν δυνατῶν τρόπων, πάντων τῶν χρωμάτων τοῦ λόγου, ἵνα πα-
ραστήσῃ τὸ ἀφηγούμενον γεγονὸς ὑπὸ τήν μᾶλλον συμφέρουσαν αὐτῷ
μορφήν.
Ἐν τῇ περιπτώσει ταύτῃ, ἐάν τὸ ψεῦδος ἤθελε θεωρηθῇ χρήσιμον, μετ’
εὐχαριστήσεως καί ἀδιστάκτως κάμνει καί τούτου χρῆσιν.
Χάριν τῆς προνοίας χαιρετᾷ εὐχαρίστως τήν ἀλήθειαν.
Ὅθεν οἱ ἄνθρωποι οὗτοι δέν εἶναι δυνατόν νά ἔχωσιν οὐδεμίαν ποτέ
συνάφειαν μετά τῆς ὑψηλῆς Ἀληθείας. Ἡ ἰδέα τῆς Ἀληθείας διά τόν
λάτρην αὐτῆς εἶναι ταυτόσημος μέ τήν Δικαιοσύνην, ὥστε λαμβάνει
πάντοτε ἀδιακρίτως τήν μίαν ἐξ αὐτῶν ἀντί τῆς ἄλλης.
Ἡ Ἁγία Ἀλήθεια, τήν ὁποίαν λατρεύει μέ ἄδολον ἁπλότητα ἡ καρδία
αὐτοῦ, παραμένει πάντοτε ἀδέκαστος ὑπό τῶν γεγονότων τῆς ζωῆς. Δέν
ἔχει ἀνάγκην ματαίων λέξεων, οὔτε ἐξωτερικῆς λατρείας. Ἔχει τόν θρόνον
αὐτῆς εἰς τήν ἁγνήν Συνείδησιν, τῆς ὁποίας εἶναι ἡ Θεία ἀπήχησις, ἀπο-
μακρύνουσα τάς σοφιστείας τῶν ἀνθρώπων.

Ἕν σπουδαιότατον γνώρισμα τῆς εὐγενείας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἔμ-


φυτος ἐν αὐτῷ ἰδέα τῆς Ἐλευθερίας. Διά νά ἐννοήσωμεν τήν εὐγένειαν τοῦ
ἀνθρωπίνου τούτου αἰσθήματος καί τήν ἄπειρον αὐτοῦ ἀξίαν, ἄς ἀνατρέ-
ξωμεν εἰς τόν ὁρισμὸν τῆς ἐλευθερίας.
«Ἐλευθερία εἶναι ὁ ἐνδόμυχος πόθος παντὸς ἀνθρωπίνου ὄντος
νά χρησιμοποιήσῃ κατ’ ἰδίαν βούλησιν τάς πνευματικός καί σωματι-
κάς αὐτοῦ δυνάμεις πρὸς τήν κοινήν τῆς ἀνθρωπότητος ὑπόθεσιν, ἡ
ὁποία εἶναι ἡ προαγωγή τοῦ ἀνθρωπίνου γένους εἰς τὸν ὑψηλόν προ-
ορισμόν αὐτοῦ ἐπί τῆς γῆς.»
Ἄς παρατηρήσωμεν τά πέριξ ἡμῶν, ἄς συμβουλευθῇ ἕκαστος ἑαυτὸν
καί θ’ ἀναγνωρίσῃ, ὅτι ἐπί τοῦ ἐνδομὺχου τούτου πόθου ἑδράζεται ἡ κινη-
τὴριος δύναμις τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων.
Ἡ χρησιμοποίησις τῶν ἰδίων δυνάμεων, ἡ ἀνάπτυξις τῆς ἐνεργητικὸτη-
τος ἄνευ προσκομμάτων καί περιορισμῶν εἶναι τὸ ἄσβεστον ὄνειρον πα-
ντὸς ἐξελιγμένου ἀνθρώπου.
Τί σημαίνει ὅμως τό νά ἐξασκῆ καί κατευθύνῃ πᾶν ἀνθρώπινον ὄν τάς
διανοητικάς καί σωματικάς αὐτοῦ δυνάμεις αὐτοβούλως καί ἐλευθέρως;
Ὁ ἄνθρωπος τότε μόνον εἶναι πράγματι ἐλεύθερος, τότε διαθέτει
αὐτοβούλως καί ἐλευθέρως ἑαυτὸν, ὅταν προΐσταται πασῶν αὐτοῦ τῶν
πράξεων καί τῶν ροπῶν ὁ ὀρθός λόγος, δίδων τήν ἁρμόζουσαν κατεύθυν-
σιν εἰς τάς πράξεις αὐτοῦ.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ 43

Ἑπομένως, διά ν’ ἀποβαίνῃ ἡ κατεύθυνσις τῶν πράξεων ἡμῶν συμ-


φέρουσα καί γόνιμος εἰς τά συμφέροντα ἡμῶν καί τῆς κοινωνίας, εἶναι
ἀπαραίτητος μία προπαρασκευή, ἀποβλέπουσα εἰς τήν μόρφωσιν ἁγνῆς
καί ὑψηλῆς συνειδήσεως.
Ὁ βυθιζὸμενος εἰς τήν κακίαν καί τήν διαφθοράν, ἡ ὁποία ἄγει αὐτὸν
πρὸς τὸν ψυχικὸν καί σωματικὸν αὐτοῦ ὄλεθρον, δέν εἶναι πράγματι
ἐλεύθερος, διότι βαδίζων, καθ’ ὅν τρόπον βαδίζει, οὐδαμῶς ἔχει τήν θέλη-
σιν ν’ ἀχθῇ εἰς τὸ θανάσιμον τοῦτο ἀποτέλεσμα.
Δέν εἶναι ἐλεύθερος, διότι κατέστησεν ἐπαρκῶς πεφωτισμένην τήν
συνείδησιν αὐτοῦ. Δέν ἀνέκτησε διά τῆς προπαρασκευῆς καί τῆς ἠθικῆς
ἀναπτύξεως ὁλόκληρον αὐτοῦ τήν ἠθικήν προσωπικότητα, ἥτις εἶναι ἐν τῇ
φύσει ἡ ὑπερτάτη μορφή.
Ἡ τελεία ἀνάπτυξις τῆς ἠθικῆς προσωπικότητος ἑκάστου ἀτόμου εἶναι
ἡ μετάβασις αὐτοῦ ἀπό τῆς ἀφῃρημένης καί ἀβούλου κοινωνικῆς μονά-
δος εἰς μονάδα διακεκριμένην, ὁργανικήν, ἐλευθέραν.
Ἡ ἐνσυνείδητος αὕτη κοινωνική μονάς εἶναι ἡ τελειοτέρα μορφή τῆς
ζωῆς, εἶναι ἡ ἁρμόζουσα εἰς πλάσμα λογικόν καί ἐλεύθερον. Τότε ἐξ ἑαυτοῦ,
ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς καί τῆς συνειδήσεως αὐτοῦ θ’ ἀναζητήσῃ ν’ ἀντλή-
σῃ τά μεγάλα ἀνθρωπιστικά αἰσθήματα, τήν Ἀγάπην, τήν Δικαιοσύνην καί
τήν Ὀρθοφροσύνην, ἐκ τῶν ὁποίων θά ἀπορρέῃ ἁγνή καί φωτοβὸλος ἡ
Ἐλευθερία.
Οὕτω ἡ ἀνάπτυξις ὑγιοῦς ἀτομικότητος ἐξαίρει καί ἐξασφαλίζει τήν
ἐλευθερίαν τοῦ ἀνθρώπου. Δι’ αὐτῆς τελειοποιούμενος οὗτος καί καθιστά-
μενος αὐθύπαρκτος, ὑποτάσσεται ἐλευθέρως εἰς τὸ γενικόν συμφέρον.
Βεβαίως ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι πλήρης ἐν τῷ ἰδίῳ αὐτῷ ἀτόμῳ, ἀλλ’
ὅταν ἑνοῦται μετά τῆς μεγάλης οἰκογενείας τῶν ἀνθρώπων καί λαμβάνει
συνείδησιν τῶν ἀρετῶν καί τῶν ὑψηλῶν αὐτοῦ αἰσθημάτων, τά ὁποῖα ἀπο-
τελοῦσι τὴν ἠθικήν αὐτοῦ προσωπικότητα.
Ἀλλ’ ὁ ἄνθρωπος, ἀποκτῶν συνείδησιν ἑαυτοῦ, ἑνοῦται ἐνσυνειδὴτως
καί κατ’ ἀκολουθίαν ἐλευθέρως μετά τῆς ἀνθρωπότητος. Ὅσον περισσότε-
ρον ἡ ἀτομικότης αὐτοῦ διευκρινίζεται, αὐξάνει καί ἀντιλαμβάνεται ἑαυ-
τήν διακεκριμένην τοῦ περιβάλλοντος, τόσον ὠφελεῖ ἀποτελεσματικώτε-
ρον τό σύνολον.
Ἡ κοινωνία, ἡ ἀποτελουμένη ἐκ τοιούτων ἀτομικοτήτων, εἶναι ἐλευ-
θέρα καί πραγματική ἀνθρώπινος κοινωνία. Καί τοὐναντίον, ὅταν εἶναι
ἐν αὐτῇ σπάνιαι αἱ ἀτομικότητες καί ἀποτελεῖται ἀπό ἄμορφον ἄθροισμα
ἀσυνειδήτου ὄχλου, ἡ κοινωνία αὕτη εἶναι κοινωνία ἀθλίων δούλων, εἰς
τήν ὁποίαν δέν πάλλεται οὐδαμῶς τὸ Θεῖον αἴσθημά τῆς Ἐλευθερίας.
Ἐκ τούτων προφανής ὁ ὑψηλὸς σκοπὸς τῆς ἠθικῆς τῶν ἀνθρώπων
διαπαιδαγωγήσεως, τῆς ἀξίας τοῦ ὀνόματος «ἐκπαιδεύσεως», τῆς ὁποίας
πρώτιστος σκοπὸς εἶναι ἡ προπαρασκευή τοῦ ἀνθρώπου, ἵνα διαμορφώσει
τήν ἠθικήν αὐτοῦ προσωπικότητα καί λάβῃ τελείαν αἴσθησιν τῆς ἀληθοῦς
καί πραγματικῆς αὐτοῦ ἐλευθερίας.
44 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

Εἶναι πανθομολογούμενον ὑπό πάντων τῶν ἀνθρώπων ὅτι δέν εἶναι


ἐλεύθερος ἐκεῖνος, ὅστις δέν ἐναρμονίζει τάς πράξεις του καί τάς ὁρμάς
του πρός τάς μυχίας ὑπαγορεύσεις τοῦ ὀρθοῦ λόγου καί τῆς ἁγνῆς συνει-
δήσεως.

Ἕκαστος νόμος ἀντιστοιχεῖ πρός τινα κύκλον, σχέσιν ἔχοντα μέ ἄλ-


λους, κύκλους, οἱ ὁποῖοι συνδέονται ὅπως τά μόρια, διά νά ἀποτελέσουν
τήν ἐκδήλωσιν μιᾶς λειτουργίας.
Ὑπεράνω τῶν ἀτελευτήτων τούτων κύκλων, τῶν συνδεομένων καί
τῶν ἀποτελούντων, οὕτως εἰπεῖν, συνεχῆ καί ἀδιάσπαστον ἅλυσιν κρίκων
ἑδρεύει ὁ Ὑπέρτατος Νοῦς τοῦ παντὸς, ὁ διαχέων ἐκ τῆς Ἀσβέστου Αὐτοῦ
Διανοητικότητος τήν δᾶδα τοῦ Πνευματικοῦ Φωτός.
Ὅσον τις πλειότερον εὑρίσκεται πρὸς τήν Δύναμιν ταύτην, τήν Πυ-
ραυγῆ καί φλέγουσαν ὑπὸ Πνευματικὸτητος, τοσοῦτον διαισθάνεται τόν
ἑαυτὸν του σμικρυνόμενον καί τό ἀτελεύτητον καί περικυκλοῦν αὐτόν ὡς
Ἄτερμον χάος, ὡς Ἀτελεύτητον καί Ἄφθαστον Ὑπόστασιν.
Μεταξύ τῶν διαφόρων κύκλων τοῦ ἀπείρου ὑπάρχει σύνδεσμος ἀδιά-
σπαστος μέν, παραλλάσσων ὅμως ἀναλόγως τῆς διαφοράς τοῦ μεγέθους
καί τῆς ἀπ’ ἀλλήλων ἀποστάσεως αὐτῶν. Οἱ κύκλοι ἀποτελοῦσι καί μίαν
πνευματικήν σφαῖραν, ἡ ὁποία συνδέεται πρὸς τὸ ἄπειρον.
Νόμος Ὑπέρτατος, Ἀναλλοίωτος, Ἀπαράγραπτος εἶναι ὁ Νόμος, ὁ δι-
έπων τήν λειτουργίαν τῶν κύκλων τούτων, τῶν ἀποτελούντων τήν Βασι-
λείαν τοῦ Σύμπαντος Κόσμου.
Ὅπως καί ἐν ἑκάστῃ λειτουργίᾳ ὑπάρχουσι καί ἀνάλογοι κανόνες,
οὕτω καί εἰς τήν ὑπερτάτην λειτουργίαν τῶν κινουμένων κόσμων ὑπάρ-
χουσιν Ἀπαράγραπτοι καί Ἀναλλοίωτοι κανόνες αὐτενεργοῦντες καί
αὐτοκινούμενοι, τῶν ὁποίων ἡ διαταραχή οὐδέ κατά νόησιν εἰσχωρεῖ.
Τῶν ὑπερτάτων τούτων νόμων τήν ἁρμονικήν τροχιάν μόνον τό ἀν-
θρώπινον πνεῦμα ἐπιζητεῖ νά διαταράξῃ. Ἀλλ’ ὁ ἀσυγκρίτως Ὑπέρτατος,
ὁ ἀνώτερος οὗτος κόσμος δέν παύει νά ἐξακολουθῇ τήν τακτικήν αὐτοῦ
κίνησιν, παρερχόμενος τά ἀνθρώπινα σοφίσματα καί τούς παρανόμους
ὁρισμούς, στηριζομένους ἐπί τῆς διεπούσης τὸν ἔννομον ἀνθρώπινον κό-
σμον ἀνόμου διαστροφῆς τοῦ πνεύματος ἀπὸ τῆς οὐσίας τῶν νόμων.
Ἄν δέ ὁ κόσμος οὗτος καθ’ ἑκάστην καί διαφθείρεται, χωρίς οἱ τήν
ἁρμονίαν ἐπιτάσσοντες νόμοι νά ἐπιφέρωσι τό προσδοκώμενον ἀπο-
τέλεσμα, ἄν βλέπετε καθ’ ἑκάστην νά θεσπίζωνται ἐλευθερίαι, αἱ ὁποῖαι
καταστρατηγοῦσι τήν πραγματικήν Ἐλευθερίαν τῶν ἀτόμων, ἐάν εἰς ἕκα-
στον ἡμῶν βῆμα παρουσιάζωνται τόσοι Ἀναμορφωταί, ὅσοι καί διαστρε-
βλωταί τῆς πραγματικῆς Ἀληθείας, ποῦ νά στρέψωμεν τά βλέμματα νά
ἐξετάσωμεν καί εὕρωμεν τόν γνώμονα, ὅστις θά ὁδηγήσῃ τὸν ἄνθρωπον
εἰς τήν ἐπίγνωσιν καί ἐκτέλεσιν τοῦ ὀνειρώδους ἀγαθοῦ καί τῆς ἐντελοῦς
δικαιοσύνης;
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ 45

Ὅπως ἐν τῇ ἀντιθέσει τῶν πραγμάτων εὕρηται ἡ τελειότης καί ἡ ἐφαρ-


μογή, οὕτω καί ἐν τῇ ἀντιθέσει τῆς ἐννόμου διοικήσεως τῆς ἀνθρωπότητος
δύναται νά ἐπιτελεσθῇ ἡ πραγματική ἀνταπόδοσις τῆς δικαιοσύνης.
Ἀλλ’ εἶναι δίκαιον τόν φονέα ἤ τό ἔγκλημα νά ἀπαλλάξωμεν τῆς τιμω-
ρίας καί διά τούτου δέν καταλήγομεν εἰς τήν καλλιέργειαν τῆς ἐγκληματι-
κῆς φύσεως, ἡ ὁποία ἀκολουθοῦσα τά κακοῦργα αὐτῆς ἔνστικτα ἠδύνατο
νά στραφῇ μετά περισσοτέρας ὁρμῆς εἰς τό ἔγκλημα;
Ἀκριβῶς ἐνταῦθα ἔγκειται ἡ κακή ἀντίληψις τῶν νομομαθῶν καί διά
τοῦτο, παρ’ ὅλα τά διαρρεύσαντα ἔτη, ὁ ἄνθρωπος ἀντί νά βελτιωθῇ, χωρεῖ
πρὸς τὸν ἐκφυλισμὸν, ὅστις εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς κακῆς τῶν νόμων ἀπονομῆς.
Εἰς τὸν κόσμον τῶν διαφόρων κοινωνιῶν παρατηροῦνται καί τόσαι δια-
φοραί, ὅσαι χαίνουσαι πληγαί, αἵτινες καί διαχέουν τὸ δηλητήριον, διά τοῦ
ὁποίου μολύνουν τούς μή προσβληθέντας ἐκ τῶν ἰοβόλων δηγμάτων τῆς
πάλης πρός ἐπιτυχίαν τοῦ σκοποῦ τῆς ἐπικρατήσεως εἰς βάρος τῶν ἄλλων.
Ἐάν μελετήσωμεν τόν ἀριθμὸν τῆς ἐγκληματικὸτητος καί τῶν ἀδικιῶν,
θά παρατηρήσωμεν, ὅτι πλεῖστα ἀνάγονται εἰς τήν προσπάθειαν πρὸς ἐπι-
κράτησιν εἰς βάρος τῶν ἄλλων.
Πᾶσα ἀνθρωπίνη προσπάθεια τείνει νά ὑποδουλώσῃ ὑπ’ αὐτήν, εἰ
δυνατὸν, ὅλην τήν ἀνθρωπότητα. Ὁ ἐπαυξάνων ἐγωϊσμός καί φιλαυτία
ἐπαυξάνει ἀναλόγως τῆς παρατηρουμένης ὑπεροχῆς. Διά τοῦτο βλέπο-
μεν ἀφανῆ ἄνθρωπον, ἀνερχόμενον μίαν βαθμίδα καί προσπαθοῦντα νά
προπορευθῇ τῶν ἄλλων, ἤ προπορευθείς αὐτῶν ἐν τῇ ἀνόδῳ προσπαθεῖ
νά καταρρίψῃ αὐτούς, διά νά καταδειχθῇ ἡ ὑπεροχή του.
Ἐάν τοῦτο περιωρίζετο ἐν τῷ κύκλῳ τῆς ἁμίλλης, θά ἦτο εὐχῆς ἔργον
τὸ παράδειγμα αὐτοῦ νά ἐμιμῶντο καί ἄλλοι. Δυστυχῶς ὅμως τάς περισσο-
τέρας φοράς, ἄν ὄχι ὅλας, ὁ πόθος πρὸς ταχυτέραν ὑπεροχήν μετατρέπει
τήν ἅμιλλαν εἰς προσπάθειαν πρός ἀνατροπήν. Δέν θά ἠδύνατο δέ νά ὀρ-
θοποδήσῃ, ἐάν καί οἱ ἄλλοι δέν προσεπάθουν διά τῶν αὐτῶν μέσων νά τὸν
μιμηθοῦν, ἤ νά ὑφαρπάσουν τὸ ταχύτερον, ὅ,τι αὐτός διενοεῖτο νά πράξῃ
κατ’ αὐτῶν.
Ἐκ πάντων τούτων συνάγεται, ὅτι ἡ διαρρύθμισις ἑκάστου ζητήματος,
ἀφορῶντος τήν δεῖνα κακήν πρᾶξιν, ἀνάγεται εἰς τήν ἐξ ἀμφοτέρων τῶν
μερῶν προσπάθειαν πρὸς ἐπικράτησιν.
Πάντα ταῦτα θά ἦσαν ὑφ’ ὑμῶν ἀκατανόητα, ἐάν δέν τά ἐπεξηγήσω
ὑμῖν. Τά ἀδικήματα καί τά ἐγκλήματα δύνανται, κατά τήν ἔννοιαν τῆς
ἀποδι­δομένης κατηγορίας ἤ τῆς ὑποπιπτούσης ἀντιλήψεως τῶν διατη-
ρούντων τήν εὐθυδικίαν τῶν λειτουργούντων νόμων νά διαιρεθοῦν εἰς δύο
κατηγορίας:
Εἰς ἐγκλήματα ἤ ἀδικήματα, ἔχοντα ὑπέρ αὐτῶν τήν ἰσχύν τῶν νόμων
καί μή δυνάμενα νά τιμωρηθῶσιν, ἤ συνεπάγωσιν ἔστω καί μομφήν, ἡ
ὁποία θεωρεῖται ὡς ἀδικία κατά τοῦ συντελεστοῦ αὐτῶν καί ἐγκλήματα
καί ἀδικήματα, θεωρούμενα ὡς τοιαῦτα, διότι συντρέχουσιν ἅπαντες οἱ
λόγοι, οἱ καταδικάζοντες αὐτά.
46 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

Ἐπί παραδείγματι, ἔμπορὸς τις ζῶν εἰς πολιτείαν τινα πανταχόθεν


ἀποκεκλεισμένην, εὑρίσκει εὐκαιρίαν νά πωλήσῃ τά ἐμπορεύματά του εἰς
δυσθεωρήτους καί ἀπροσίτους τιμάς καί ἡ τῶν νόμων προστασία ἐπιτρέ-
πει εἰς αὐτούς νά καταδικάσουν ὡς ἐγκληματίαν τόν ἐκ πείνης κλέψαντα
ποσότητά τινα ἐκ τῶν ἀπροσίτων τούτων ἐμπορευμάτων πρός διατροφήν
τῶν τέκνων του.
Εἶναι ἐκ τούτου προφανέστατον, ὅτι οἱ νόμοι οὗτοι εἶναι φενάκη τῶν
πραγματικῶν καί ἀπαρασαλεύτων νόμων τῆς Αἰωνίας Δικαιοσύνης.
Ὁ ἄνθρωπος διατηρήσας τήν ἐξωτερικήν τῶν νόμων τοῦ Θεοῦ ἔννοι-
αν, παρήγαγε τόσας ἐν αὐτῷ ἀτελείας, ὥστε κατέστη δυστυχέστερος καί
αὐτοῦ τοῦ πρωτογενοῦς, δηλαδή σύν τῷ χρόνῳ ἐδημιούργησεν ἀνάγκας
ὑπερτέρας τῶν ἀγώνων, τούς ὁποίους, οὗτος καταβάλλει πρός ἱκανοποίη-
σιν αὐτῶν. Αἱ ἀνάγκαι αὗται συμβαδίζουσαι πρὸς τό ἔργον καί τήν πρόοδον
τοῦ πολιτισμοῦ του, ἐπαυξάνουν τήν δυστυχίαν αὐτοῦ.
Ὁ πολιτισμὸς αὐξανόμενος δημιουργεῖ ἀνάγκας. Ὅσον τά μέσα αὐτοῦ
προάγονται, κατά τοσοῦτον καί αἱ ἀνάγκαι αὐτοῦ αὐξάνουν. Δέν ζεῖ πλέον
ὁ ἄνθρωπος δι’ ἀνώτερόν τινα σκοπὸν, δέν προάγεται, δέν ἀναπτύσσεται,
δέν τελειοποιεῖται, παρά διά νά ἐπαυξήσῃ τάς ἀνάγκας του καί νά δυνηθῇ
νά ζήσῃ δι’ αὐτῶν.
Ἀναγκαζόμενος νά ἐργάζηται νυχθημερόν πρὸς τοῦτο, παρημέλησε
τήν ἀνατροφήν τοῦ πνεύματός του.
Οἱ νόμοι, τούς ὁποίους ἐφεῦρον οἱ νεώτεροι ἠθικολὸγοι, βασιζὸμενοι
ἐπί τῆς ἐλευθέρας συνειδήσεως, ἐπέφερον νέαν τοῦ ἀνθρώπου ἀναγέννη-
σιν, ἀλλά καί νέαν ἐξ ἄλλου κατάπτωσιν.
Ἀδιακρίτως τῶν μεγάλων ἐκείνων ἠθικολὸγων, οἱ ὁποῖοι διά τῶν ἠθι-
κῶν ἀρχῶν προελείαναν τήν ὁδόν τῆς μελλούσης ἐξανθρωπίσεως, ἐνε-
φανίσθησαν καί κατ’ ἐπιφάνειαν ἠθικολὸγοι, οἱ ὁποῖοι βαδίζοντες ἐπί τῆς
αὐτῆς ὁδοῦ παρεμὸρφωσαν τό ἔργον τῶν προγενεστέρων αὐτῶν.
Ἡ θρησκεία τῶν Χαλδαίων καθίστα αὐτούς ἰσχυρούς ἀπέναντι τῶν
συνοικουσῶν τήν χώραν φυλῶν. Ἀλλά, μόλις αὕτη παρέλαβεν ἀρχάς ἐξ ἄλ-
λων θρησκειῶν, ἠναγκάσθη νά ὑποχωρήσῃ πρὸ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, ὁ ὁποῖος
ἐργασθείς μέ ὑγιεστέρας ἀρχάς ἀπερρόφησεν αὐτόν.
Ὅταν ὅμως ὁ Ἰουδαϊσμὸς, ἀναμιχθείς μετά τῶν ἄλλων, ἀπώλεσε τήν
προτέραν αὐτοῦ πρὸς τήν πίστιν τοῦ Μωϋσέως λατρείαν, ἠχμαλωτίσθη,
ὑπεδουλώθη καί τέλος μετά τῶν ἄλλων θρησκειῶν ἠναγκάσθη νά κλίνῃ
γόνυ πρὸ τῶν ὑγιεστέρων καί ἀσυγκρίτως τελειοτέρων τοῦ Χριστιανισμοῦ
ἀρχῶν.
Αἱ ἀρχαί αὗται, οὖσαι αἱ ἀληθεῖς καί πραγματικαί ἰδέαι καί τῆς προό-
δου τῶν ἀνθρώπων βάσεις, δυστυχῶς δέν διετηρήθησαν κατ’ οὐσίαν,
ἀλλά,κατ’ ἐπίφασιν καί κατ’ ἐξωτερικήν ἐπιδεικτικότητα καί διά τοῦτο
βλέπομεν σήμερον τό εἰρηνικόν ἔργον τοῦ Ἰησοῦ πλέον εἰς τὸ αἷμα, εἰς τόν
σφαδασμὸν τῶν τέκνων τῆς αὐτῆς θρησκείας, τῶν λατρῶν τοῦ εἰρηνικοῦ
αὐτοῦ ἰδεώδους.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ 47

Ἐν τῷ ἀνθρώπῳ ὑπάρχουσι δύο ἀρχαί: Ἡ ἐπικράτησις τῶν πνευματι-


κῶν αὐτοῦ δυνάμεων καί ἡ καταρράκωσις αὐτῶν διά τῆς ἀποκτήσεως ἐπι-
γείων ἀγαθῶν, ἐντρυφῶν καί ἀπολαύσεων, διά τῆς κυριαρχίας τέλος τῶν
σωματικῶν αὐτοῦ ὀρέξεων καί ἐπιθυμιῶν ἐπί τοῦ πνεύματος. Ἐπειδή δέ ὁ
ἄνθρωπος ἔχει προσφορωτέραν τήν ἡδονήν καί ἀπόλαυσιν τῆς ὕλης, ἐπι-
διώκει ταύτην καί καθίσταται ἡμέρᾳ τῇ ἡμέρᾳ καί ὑλικώτερος.
Ἵνα δέ δικαιολογήσῃ τήν βάσιν ταύτην δι’ ἠθικῶν ἐλατηρίων προσγινο-
μένων, ἐφεῦρε τήν ἐλευθέραν συνείδησιν καί τό ἔνστικτον τῶν ὁρμῶν τοῦ
σώματος, τὸ ὁποῖον ἀπεδέχθη ὡς φυσικήν ἐπιβολήν φυσικῶν νόμων, οὕς
πᾶσα ἠθική δέν δύναται νά καταρρίψῃ.
Διατί νά λατρεύωμεν ἕνα Θεὸν τόν ὁποῖον δέν βλέπομεν;
Διατί νά συρώμεθα ὄπισθεν ἀρχῶν, τάς ὁποίας αἱ ὁρμαί τοῦ σώματός
μας ἐπιζητοῦν νά καταρρίψουν;
Διατί νά πιστεύωμεν εἰς τήν ζωήν ἡμῶν μετά θάνατον, ἀφοῦ γνωρίζο-
μεν, ὅτι πηγή πάσης αἰσθητικὸτητος εἶναι τό ὑλικὸν ἡμῶν περιβάλλον;
Εἶμαι, κύριοι, ὑλιστής, δέν θέλω νά συσκοτίσω τόν ἑαυτὸν μου μέ χι-
μαιρικάς ἰδανικότητας, οὔτε παραδέχομαι ἀρχάς, αἱ ὁποῖαι δυνατὸν νά μή
ὑφίστανται. Ἀναγνωρίζω, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νά εἶναι δίκαιος. Σέβο-
μαι τούς νόμους τῆς συνειδήσεως, χωρίς ὅμως καί νά παραδέχομαι, ὅτι ἡ
συνείδησις αὕτη ἵσταται ὑπεράνω τοῦ λογικοῦ μου καί διευθύνει ὡς ἐνδό-
μυχος θεότης τόν ἀνθρώπινόν μου ὀργανισμόν. Δέν ὑπάρχει συνείδησις, ὁ
ἑαυτός μου ἐδημιούργησε τήν εἰδικὸτητα τῶν πράξεών μου. Ἀναγνωρίζω
τό κακόν. Ἀλλά δέν θέλω νά παραδεχθῶ, ὅτι μοῦ ὑπεδείχθη παρ’ ἄλλου νά
πράττω τά καλά ἔργα.
Ἰδού, κύριοι, ἦλθεν ὁ Χριστός σας φέρων τήν ἠθικήν Του, ἀλλ’ ἡ ἠθικήν
αὕτη ποῦ εὕρηται; Καί οἱ πιστώτεροι Αὐτοῦ ὀπαδοί ἀκολουθοῦν καί δέν
δύνανται νά μή ἀκολουθοῦν τήν ὁδὸν τῆς ἐλευθερίας αὐτῶν συνειδήσεως,
τάς ὁρμάς δηλονότι τοῦ σώματός των.
Θεάρεστον ἔργον ἡ Πηγὴ τῆς Ἀληθείας, ἀλλά θεαρεστότερον ἡ ἀνα-
γνώρισις αὐτῆς. Θεάρεστον ἔργον ἡ ἐλευθέρα συνείδησις, ἀλλά θεαρε-
στότερον ἡ οἰακοστρόφησις τῆς ἐλευθέρας ταύτης συνειδήσεως.
Ἄν τὸ ἔργον τοῦ Χριστοῦ δέν διετηρήθη παρά τῶν διαδόχων του, ἔπεται
ὅτι ἡ Διδασκαλία Αὐτοῦ δέν εἶναι ἡ κρηπίς καί ἡ βάσις τῆς ἠθικῆς καί τῆς τε-
λειότητος; Δέν πταίει τὸ ἔργον τοῦ Χριστοῦ, δέν πταίουν αἱ ἀρχαί του.
Ὁ ἄνθρωπος ἀνέμιξε τάς ἀρχάς του μετά τῶν ἀρχῶν τοῦ Χριστοῦ, διε-
τήρησε τήν ἐλευθέραν συνείδησιν τῶν ἀρχῶν του καί ἐξήμβλωσε τό Θεῖον
ἔργον.
Ἀλλ’ ἰδού καί ἡ τιμωρία ἐπῆλθεν. Ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον τῆς γῆς φόνοι,
αἵματα, στυγεραί ἀπανθρωπίαι. Ἠ ἐλευθέρα συνείδησις ἐπέφερε τό αἱμα-
τοκύλισμα, ἡ ἐπικράτησις τῶν ὑλικῶν ἀπολαύσεων ἔσυρε τούς ἀνθρώπους
εἰς τήν ἀλληλοκτονίαν.
Ἀλλά ποῦ ἡ κρίσις, ποῦ ἡ ὀρθή σκέψις, ποῦ σοφία;
Συνεσκοτίσθη ὁ νοῦς αὐτῶν, καί δέν βλέπωσι τόν ὄλεθρον τῶν ψυχῶν
48 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

αὐτῶν. Ἡ διάνοια τῶν ἀνθρώπων ἐπεσκοτίσθη κατά τοσοῦτον, ὥστε νά ἐπιρ-


ρίπτωσι τήν καταστροφὴν καί τήν κατάπτωσιν εἰς τήν δῆθεν, νοσηράν τοῦ
Ἰησοῦ διδασκαλίαν καί πιστεύουσιν, ὅτι θά ζήσωσιν εὐτυχέστεροι, ἐάν κα-
ταπολεμήσωσι τήν ἐξεγειρομένην αὐτῶν συνείδησιν, ἐάν ἀφεθῶσι τελείως
ἐλεύθεροι, ἄνευ θρησκείας, ἄνευ νόμων, ἄνευ ἐπιβεβλημένης ἠθικῆς.
«Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καί ἀράτω
τόν σταυρόν αὐτοῦ, καί ἀκολουθείτω μοι.» (Μάρκ. Η΄ 34) Τί δηλοῖ τοῦτο,
παρά ἐλευθέραν ἐξάσκησιν τῆς συνειδήσεως τοῦ ἀνθρώπου; Ὁ Χριστός
δέν ἐξηνάγκασε ποτέ τινα ν’ ἀκολουθήσῃ Αὐτὸν. Οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς
ἐκείνης, διορῶντες καί συναισθανόμενοι τὸ ὑγιές τῆς Διδασκαλίας Του,
ἐπορεύοντο ὄπισθεν Αὐτοῦ ἀκροώμενοι τῶν Ἀλανθάστων Αὐτοῦ Ἀρχῶν.
Οὐδείς ποτέ ἐξηναγκάσθη νά πεισθῇ περί τῶν θαυμάτων καί ρήσεων
Αὐτοῦ. Οἱ σοφισταί μόνον, οἱ ψευδεῖς τῆς Ἀληθείας λάτραι, αὐτοί καί μόνον
κατηγόρησαν Αὐτόν, αὐτοί καί μόνον κατεπολέμησαν τό Θεόδοτον Αὐτοῦ
ἔργον.
Οἱ αἰῶνες ὅμως, οἱ διαρρεύσαντες, τόν μέν κακοῦργον Ἰησοῦν τόν και-
νοτὸμον Ἰησοῦν, ἀνήγαγον εἰς τήν Ἄφθαστον δόξαν καί αἰώνιον βασιλείαν
τοῦ μέλλοντος χρόνου, τούς δέ καταπολεμιστάς Του ἀπεκάλυψαν εἰς τά
ὄμματα τῶν μετέπειτα γενεῶν ὡς τούς ἀνηθικωτέρους ἀθωοφόνους.
Ἂν καί οἱ τήν πνευματικήν τοῦ ἀνθρώπου ὑπόστασιν μή γνωρίζοντες
ἠθικολὸγοι παριστῶσι τόν Χριστόν ὡς ὑποδουλώσαντα τάς φυσικάς ἰδιό­
τητας τοῦ ἀνθρώπου καί ὡς καταπνίξαντα τήν ἐλευθέραν βούλησιν, ὁ
μέλλων χρόνος θ’ ἀποδείξῃ κατά πόσον εὐμοιροῦν ἀληθείας. Ὁ χρόνος, ὁ
ἀδυσώπητος μάρτυς ἑκάστης κρίσεως, ἀληθείας ἤ ψεύδους, αὐτός καί μό-
νος θά κρίνῃ τά πάντα.
Ἄς ἐπιζητήσωσι τήν πλήρη ἐλευθερίαν ἑκάστης πράξεως ἀνθρωπίνης.
Ἄς καταπνίξωσι κάθε ἐξέγερσιν τῆς ἐνδομὺχου φωνῆς τῆς συνειδήσεως
καί ἄς πιστεύσωσιν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος θά καταστῇ τελείως εὐτυχής.
Ἀλοίμονον! Δέν θά ἐπιφέρωσιν ἄλλο τι, παρά τήν κατάπτωσιν τοῦ ἀν-
θρώπου, τήν ἐξαχρείωσιν τῆς γυναικός, τήν ἐκφαύλισιν τοῦ ἀνδρὸς, τήν
ἔκλυσιν τῶν ἠθῶν, τήν κυριαρχίαν τῆς κακίας καί τοῦ ἐγκλήματος.
Ἀλλ’ ὑπάρχει ὕπερθεν πάσης ἀνθρωπίνης πράξεως ὁ πάντων Ἀνώτα-
τος, ὁ διέπων, ὁ φωτίζων, ὁ ἀναδεχόμενος τήν βελτίωσιν, τήν χειραφέτη-
σιν, τήν τελειοποίησιν. Ἐάν σήμερον ὁ κόσμος αἱματοκυλίεται πνιγόμενος
εἰς τὸ αἷμα του, ὑπέκυψεν εἰς τό ἄχθος τῶν ἁμαρτιῶν του.
Ἀλλά πῶς οἱ ἄνθρωποι δέν δύνανται νά βαδίσουν εἰς τήν ὁδόν, ἡ ὁποία
τούς ὑπεδείχθη;
Ἡ ὁδὸς διηνοίχθη, ἀλλ’ ἐν τῷ μέσῳ τῆς ὁδοῦ ταύτης ἀνεφύησαν ἀνυ-
πέρβλητα προσκόμματα, ἅτινα προσκόπτουσιν αὐτὸν, μέχρις ὅτου ἐξευ-
ρεθῇ τὸ μέσον τῆς καταστροφῆς των.
Θά κατορθώσῃ, λοιπὸν, ὁ ἄνθρωπος ν’ ἀποσκορακίσῃ πάντα τά ἐλατ-
τώματα αὐτοῦ, ἁπάσας τάς ἀτελείας καί νά βαδίσῃ στερρῶς πρός τήν
Ἀλήθειαν καί τήν Τελειὸτητα, πρὸς τήν πρόοδον καί τήν ἀνάπτυξιν;
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ 49

Θά δυνηθῇ ποτέ νά καταγάγῃ τόν θρίαμβον τῆς Ἀρετῆς, θά δυνηθῇ νά


ἐξαγνισθῇ κατά τοσοῦτον, ὥστε νά ἐνσταλάξῃ πανταχοῦ τό Θεῖον ἄρωμα
τοῦ ἐξαγνισμοῦ καί τῆς τελείας ἐξανθρωπίσεως;

Τό τέλειον εἶναι ἐν τῇ σιωπῇ, ἡ σοφία ἐν τῇ γαλήνῃ. Δέν γίνονται ἐν τῷ


θορύβῳ τά μεγάλα ἔργα, οὔτε θαυμάζονται παρά τῶν ἀνθρώπων ἐν τῇ τα-
ραχώδει ἀγορᾷ.
Εἰς μίαν σχισμήν ἑνὸς βράχου, εἰς δάσος σιωπηλὸν, ὅπου ἀκούεται
μόνον ὁ ψίθυρος τῶν πτηνῶν, εἰς τὸ κελάρυσμα τοῦ ρυακίου ἤ εἰς τὸν
ἀπὸκοσμον θόρυβον τοῦ χειμάρρου, πλησίον τῶν κυμάτων ἐρήμου πα-
ραλίας δύναται ὁ ἄνθρωπος προσηλώνων τήν διάνοιαν αὐτοῦ νά δεχθῇ
τάς ἐμπνεύσεις τοῦ Ἀοράτου, νά δεχθῇ συναισθήματα ἀκατανόητα, ἅτινα
ἐπιφέρουσιν εἰς αὐτόν δάκρυα.
Οὕτως ἔδρασαν οἱ μεγάλοι συνθέται, οἱ ποιηταί, οἱ συγγραφεῖς, οἱ ἐφευ-
ρέται. Ἐν τῇ ἠρεμίᾳ καί τῇ γαλήνῃ καί οὐχί ἐν τῷ θορύβῳ. Τά συναισθήματα
ὡμίλουν περισσότερον διά τῆς γραφίδος παρά διά τῆς γλώσσης των.
Καί διατί ὁ ἄνθρωπος δέν δύναται ἐν οἱῳνδὴποτε τόπῳ καί χρόνῳ
νά ἐργάζηται μετά τῆς αὐτῆς εὐχερείας, ἥν ἀποκτᾷ ἐν τῇ ἡρεμίᾳ καί τῇ
γαλήνῃ; Διότι ἀντιλαμβάνεται, διότι αἰσθάνεται, ὅτι ἐκεῖ ἐνισχύεται ἀπό
μίαν ἄλλην Δύναμιν, ἐνοικοῦσαν ἐν τῇ σιωπῇ καί ἀποφεύγουσαν τούς
θορύβους.
Ο συνθέτης, ὁ γλύπτης, ὁ καλλιτέχνης μετά κάθε χαρασσομένην σκέ-
ψιν ἤ γραμμήν προσθέτει νέαν τοιαύτην εὐστοχωτέραν καί τελειοτέραν
τῆς πρώτης. Δέν εἶναι ἡ ἐργασία αὕτη συνδιάλεξις ἑκάστου ἀτόμου μέ τὸν
ἑαυτὸν του, μέ τὸ Ἀὸρατον, μέ τὸ σιωπηλὸν μυστήριον, τὸ ὁποῖον τόν περι-
βάλλει; Εἶναι ἡ συζήτησις τοῦ ἀνθρώπου μετά τοῦ Ἀοράτου κόσμου, ὅστις
τὸν ποδηγετεῖ, τὸν τελειοποιεῖ.
Αἱ ψυχαί τῶν ἀποθανόντων προσφιλῶν σᾶς παρακολουθοῦσιν ἐκεῖθεν
καί προσπαθοῦσι νά μεταγγίσωσι τά πνευματικά αὐτῶν ρεύματα εἰς τάς
ὑμετέρας σκέψεις. Αἱ πράξεις σας ὅλαι δέν εἶναι κατασκευάσματα τοῦ ἑαυ-
τοῦ σας, ἀλλά καί τῶν ἀοράτων ἐπιδράσεων.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι δύναμις παραγωγός, μία δύναμις γεννῶσα, εἰς τά
ἔργα τῆς ὁποίας διακρίνει τις τήν ὁρμήν τῆς σκέψεως, τοῦ πνεύματος τῆς
μηχανῆς ταύτης
Ὅπως ὁ ποιήσας τά μεγάλα ἀκατανόητα τοῦ Σύμπαντος ἔργα εἶναι μία
μεγάλη παραγωγός Δύναμις, οὕτω καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι δύναμις παραγω-
γικῶς ἐλαχίστη, ἀλλ ἔχουσα στενήν σχέσιν πρὸς τήν μεγάλην ἐκείνη, ἐξ ἧς
ἀπορρέει.
Ἡ δύναμις αὕτη ἀποτελεῖ μετ’ ἄλλων δυνάμεων ἀπειράριθμους κρίκους
διαφόρων μεγεθῶν μέχρι τῶν ἐλαχίστων καί ἀφανῶν. Καί ἐνεργεῖ ἕκαστος
τούτων λαμβάνων τήν δύναμιν ἐκ τοῦ Μεγίστου καί ἐνεργῶν ἐξελίσσεται,
μεγεθύνεται, τείνων ἀκαταπαύστως πρὸς τήν Μεγάλην Δύναμιν.
50 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

Ὁ ἄνθρωπος οἱουδὴποτε θρησκεύματος ἀντιλαμβάνεται ἐν τῇ λα-


μπρότητι τῶν ἔργων τοῦ Σύμπαντος τήν ἰσχυράν Δύναμιν, τήν παράγου-
σαν ταῦτα. Ἐρευνᾷ, ἵνα διεισδύσῃ εἰς τά μεγάλα μυστήρια, εἰς τούς Ἀναλ-
λοιώτους Νόμους καί ἀφήνων τάς θρησκευτικάς προλήψεις ἀτενίζει πρὸς
ἕν σημεῖον, πρὸς τὸ Μέγα Φῶς, τό ὁποῖον θά ὁδηγήσῃ αὐτόν πρός τήν
παγκόσμιον Ἕνωσιν.
Ἐγκαταλείπει τάς παλαιάς μεθόδους, τείνει χεῖρα πρὸς οἱανδήποτε λο-
γικήν ὕπαρξιν καί καταλήγει εἰς θετικά καί ὡρισμένα ἀποτελέσματα. Ἐν τῷ
δόγματι τῆς ἀλληλεγγύης καί τῇ πλημμυρούσῃ τά στήθη του ἀγάπῃ κατα-
νοεῖ τόν σκοπόν αὐτοῦ ἐπί τῆς γῆς.
Τό ἄφθαστον μέγεθος τῆς Δημιουργίας ἐξελίσσεται εἰς τούς ἀπείρους
κόσμους τοῦ Ἀχανοῦς, οἵτινες περιβάλλονται διά τῆς αὐτῆς συνεκτικότητος
καί ἀλληλεπιδράσεως, ὅπως τά ἄτομα τῆς στερεάς ὕλης συσφίγγουν τήν
ἀδιαρραγῆ μάζαν αὐτῆς, καθιστῶντα ταύτην συμπαγῆ ὄγκον ἀδιάρρηκτον.
Καί ὅπως ἕκαστον ἄτομον τῆς ὕλης ἀποτελεῖ ἰδιαιτέραν αὐτοτελῆ
ὕπαρξιν καί συνδεόμενον μετά τῶν ἄλλων ἀποκτᾷ τήν ἀδιαίρετον συμπα-
γῆ μᾶζαν αὐτῆς, οὕτω καί τά διάφορα οὐράνια σώματα μονομερῶς ἀπο-
τελοῦν ἴδιον κόσμον, ἐν τῷ συνόλῳ δέ μονάδα τῆς ὅλης Δημιουργίας, τῆς
ἀτέρμονος, ἀχανοῦς τοῦ ἀπείρου ἐκτάσεως.
Εἷς ἀπειρομεγέθης τοῦ Οὐρανοῦ ἥλιος σύρει ὄπισθέν του ἀπειράριθμα
ἡλιακά συστήματα καί πλεῖσται ἀπειρομεγέθεις τοιαῦται φωταυγεῖς ἑστίαι
εἰσχωροῦν εἰς εὐρυτέρους κύκλους αὐτοφώτων ὄγκων, ἑλκυομένων καί
τούτων ὑπό τῶν μεγαλυτέρων ἡλίων. Ἐν πᾶσι ὅμως τούτοις μία Ἀδιάσπα-
στος Δύναμις ἐκχέεται ἀναζωπυροῦσα, συστρέφουσα, κινοῦσα, δημιουρ-
γοῦσα, ἐξελίσσουσα.
Ἡ Ἀσύλληπτος αὕτη Δύναμις, ἡ τήν ἐπενέργειαν αὐτῆς ἐξικνοῦσα ἀπό
τῶν ἐλαχίστων ἀδιοράτων ἀτόμων τῆς ὕλης μέχρι τῶν ἀφθάστως ἀπειρο-
μεγέθων ὄγκων τοῦ ἀπείρου εἶναι ὁ ΘΕΟΣ.
Ἕκαστον πνευματικὸν ὄν, ἀποτελοῦν μονάδα τῆς παγκοσμίου πνευμα-
τικῆς δυνάμεως, συνδέεται διά τοῦ αὐτοῦ ἀρρήκτου δεσμοῦ τῶν ἀτόμων
τῆς συμπαγοῦς στερεᾶς ὑλικῆς μάζης.
Μία ἀδιόρατος ἐπαφή συνδέει τάς αὐτοτελεῖς πνευματικάς, δυνά-
μεις, τά πνευματικά ὄντα μέ τήν Ἄπειρον Παγκοσμίαν Πνευματικήν
Δύναμιν. Ὅπως δέ ἕκαστος πλανήτης, ἄν καί ἐκπηγάσας ἐκ τῆς Πρωταρχι-
κῆς Οὐσίας τοῦ Σύμπαντος, ἐν τούτοις διαφέρει τῶν ἄλλων κατά τό συμβα-
τικόν τῆς ἀποστάσεως καί τῆς ἐξελίξεως αὐτοῦ λόγον, οὕτω καί ἕκαστον
πνευματικόν ὄν, ἄν καί ἐκ τῆς αὐτῆς Πνευματικῆς Οὐσίας ἐξεπορεύθη,
ἐν τούτοις διαφέρει τῶν ἄλλων ἀναλόγως τῆς ἀναπτύξεώς του καί τῆς
ποσοτικῆς καί ποιοτικῆς δυνάμεώς του, ἀναλόγως τέλος τῶν αἰτίων, τά
ὁποῖα συνέβαλον εἰς τήν εὐρεῖαν ἤ περιωρισμένην αὐτοῦ ἀνάπτυξιν.
Ὁ ἀναπτυχθείς ἐν τῇ μαθήσει ἄνθρωπος ἀποκτᾷ τά ἀπαραίτητα στοι-
χεῖα, τά ἀνάλογα μέσα πρός ἀνάπτυξιν τοῦ ὅλου πνευματικοῦ αὐτοῦ οἰκο-
δομήματος. Ἡ ἔντεχνος ὅμως συναρμολὸγησις τούτων, ἡ ἀπαραίτητος ἀρ-
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ 51

χιτεκτονική αὐτῶν ταξινὸμησις ἀνεύρηται ἐν τῷ ἀνεξερευνήτῳ βιβλίῳ τῆς


φύσεως, ἥτις διαχέει ἀπὸ τά Σπλάγχνα τοῦ Δημιουργοῦ αὐτῆς τά τελειότερα
σχεδιαγράμματα τῆς Παγκοσμίου ἁρμονικότητος, τῆς Ἀτελευτήτου Σοφίας.
Διά τοῦτο ἕκαστος ἐξ ἡμῶν ἄς προσπαθήσῃ ν’ ἀναζητήσῃ ἐν τῇ διη-
νεκῇ ἐρεύνῃ τῆς φύσεως τήν εὔρυνσιν τῶν πνευματικῶν αὐτοῦ στέρνων
καί ἐν τῇ θεοσόφῳ ἐπιφωτίσει τήν ἀρίστην ταξιθέτησιν τῶν πνευματικῶν
αὐτοῦ στέρνων, ἀναπτύσσων αὐτάς ἐπί τὸ ὑψηλότερον, ἰδανικώτερον καί
ἐξανθρωπιστικώτερον.
Ἡ κυριωτέρα βάσις, ἐφ’ ἧς στηρίζεται ὁ πραγματικὸς ἐξανθρωπισμός,
εἶναι ἡ κατανόησις τῶν ὑφισταμένων δεσμῶν τῆς μονομεροῦς πνευματι-
κῆς δυνάμεως τοῦ ἀνθρώπου πρὸς ἑαυτὸν καί τούς ὁμοίους του καί ἐν τῷ
συνόλῳ αὐτῶν ἡ ἄρρηκτος καί οὐδέποτε ἀφισταμένη ἀπ’ αὐτῶν, ἡ ἀείποτε
παραγωγός τοῦ Δημιουργοῦ Δύναμις.
Ἀλλ’ ὅταν κατανοήσωμεν τήν ὑφισταμένην μεταξύ ἡμῶν καί Ἐκείνου
σύνδεσιν, ἄς ἀναζητήσωμεν ἐν τῷ βάθει τῆς ψυχῆς μας τά στοιχεῖα ἐκεῖνα,
τά ὁποῖα μᾶς συνδέουν μέ Αὐτόν.
Ἄς προσπαθήσωμεν νά συλλέξωμεν τάς ἀπαραιτήτους ἀγαθάς συ-
στοιχείας τοῦ Καλοῦ καί τοῦ Ὠραίου καί ἄς παραβάλωμεν ταύτας πρὸς τήν
ἐναρμόνισιν τοῦ πνευματικοῦ καί φυσικοῦ κόσμου. Θά παρατηρήσωμεν
τότε ἀτέρμονας ἐκτάσεις νέας ἐρεύνης, ἀφθάστου σοφίας καί ὅσον προ-
σπλησιάζομεν καί προσανατολιζόμεθα τήν πραγματικήν καί ἀληθῆ ὄψιν
τῶν περικυκλοῦντων ἡμάς πραγμάτων, κατά τοσοῦτον θά ὑπερυψούμεθα
ἐπιζητοῦντες νά καταφθάσωμεν τό ἀπροσπέλαστον ὕψος τῆς Παγκοσμίου
Δυνάμεως καί Σοφίας, μεθ’ ἧς ἀρρήκτως συνεδέθημεν καί μετά τῆς ὁποίας
οὐδέποτε πλέον θά ἀποχωρισθῶμεν.
Οἱ ὁρατοί κόσμοι, μέχρι τῶν ὁποίων οἱ ὀφθαλμοί ἐξ ἀποστάσεως κα-
τέφθανον, ἤδη κατέρχονται μέχρι τῆς ἐνδομύχου ἡμῶν διοράσεως καί
αἱ ἀόραται δυνάμεις, αἱ εἰς τάς ἀπροσπελάστους ἐσχατιάς τοῦ ἀπείρου
ἐξικνούμεναι, καταφθάνουσι μέχρις ἡμῶν καί μεταρσιοῦσαι τό ταπεινόν
πνεῦμα μας μέχρι τῶν ἀσυλλήπτων σημείων τῆς νοητῆς ἐξάρσεως, μεταγ-
γίζουσιν ἡμᾶς ἐν τοῖς κόλποις τῆς Παγκοσμίου Δημιουργίας, προσκομίζου-
σαι ἡμῖν τά ἀτίμητα δῶρα τῆς πνευματικῆς ὑπεροχῆς καί τῆς ἀτέρμονος
εὐτυχίας.

Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες διά τῆς ἐν ταῖς ψυχαῖς αὐτῶν κρυπτομένης Λυδίας


λίθου, τῆς φιλοσοφικῆς ἑρμηνείας τοῦ περικυκλοῦντος αὐτούς κόσμου,
διά τοῦ ἔσω ἀνθρώπου, κατώρθωσαν ἄνευ βοηθείας τῶν σημερινῶν τῆς
ἐπιστήμης μας μέσων, νά ἐξηγήσωσι πλεῖστα ὅσα φυσικά φαινόμενα, μή
ὑποπίπτοντα εἰς τόν γυμνόν τῶν αἰσθήσεών μας ὀφθαλμὸν.
Μία ἀδιόρατος ἅλυσις συγκεκριμένων ἐννοιῶν συνέδεε τ’ ἀκαταμά-
χητα αὐτῶν ἐπιχειρήματα πρός τάς ἄνευ μηχανικῶν μέσων καί ὀργάνων
ἀσυλλήπτους ἐκφάνσεις τῶν λειτουργούντων φυσικῶν νόμων τοῦ Σύμπα-
52 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

ντος, ἐκ τῆς διαγνώσεως τῶν ὁποίων ἐθεμελιώθησαν αἱ Μέγισται ἠθικαί


ἀρχαί, αἵτινες ἐπί αἰῶνας ὁλοκλὴρους συνεκράτησαν προσυλήτους ὅπι-
σθεν αὐτῶν καί τήν εὐγενῆ ὑπεροχήν τοῦ Ἑλληνικοῦ πολιτισμού κατά τῶν
παρεισάκτων ἐπιδράσεων, τῶν ὑπό τήν κυριαρχίαν αὐτοῦ περιελθόντων
βαρβάρων λαῶν.
Τό Αἰώνιον καί Ἀναλλοίωτον βιβλίον τῆς φύσεως ἀπεκάλυψεν αὐτοῖς
ἕνα πρὸς ἕνα τούς ἐγκεκλεισμένους ἐν αὐτῷ πολυτίμους θησαυρούς, ἡ δέ
Ἀρετή ἐξεπὴγασεν ἐκ τῆς ἐν τῷ βάθει τῆς ψυχῆς ἐγκρυπτομένης Ἀληθείας,
ἀναποσπάστως καί ἁρμονικῶς συνδεομένης μέ τὸ Καλόν καί Ὡραῖον, τοῦ
ὁποίου ἡ φυσική ἐξέλιξις ἀνελίσσεται εἰς ἀπειραρίθμους μεταμορφώσεις
καί διαπαραγωγάς τῶν διαφόρων ὄντων τῆς φύσεως, τεινουσῶν πρὸς ἕνα
καί τὸν αὐτόν σκοπὸν, πρός μία καί τήν αὐτήν ἀλληλεπίδρασιν ἀναμεταξύ
των, τήν φυσικήν ἐκπλήρωσιν τῶν ἀναγκῶν τοῦ Ἔργου τῆς Δημιουργίας.
Τὸ ἔργον δέ τῆς Δημιουργίας ἐν τῷ καταμεριζομένῳ χώρῳ τῶν δυ-
νάμεών του τείνει νά ἐπιδείξῃ ὄντα αὐτοτελῆ, αὐτενεργά, αὐτεξούσια
ἐντελῶς ἐλεύθερα, κινούμενα ἐν τῷ περιβάλλοντί των καί ἐπιδιώκοντα
νά περικλείσωσιν ἐν τοῖς πεπερασμένοις ὁρίοις τῆς ἐπινοητικότητός των
τήν ἀπειρίαν τῶν ὑποκειμενικῶν καί ἀντικειμενικῶν σκοπῶν τοῦ ἀπείρου
κόσμου.
Ὅπως δέ ἡ διηνεκής ἅμιλλα καί ἀντίθεσις τῶν φυσικῶν δυνάμεων
παράγουσι τάς καταφανεῖς καί ἁπτάς ἐκδηλώσεις τῶν ἀποτελεσμάτων
τῶν φυσικῶν φαινομένων, οὕτω καί ἡ ἐξ ἀντιθέτου λῆψις τοῦ Καλοῦ καί
τοῦ Ὡραίου ἀφ’ ἑνός καί τοῦ κακοῦ καί ἀμόρφου ἀφ’ ἑτέρου παράγουσι
τήν ἐντελῆ τῶν ἀπαραιτήτων ἠθικῶν στοιχείων πρόσληψιν, δι’ ὧν ὁ ἄν-
θρωπος ἀποβλέπει εἰς τήν ἐξανθρωπιστικήν αὐτοῦ ἀνύψωσιν καί πρός τήν
ὑπ’ αὐτοῦ ἐπιδιωκομένην κυριαρχίαν τοῦ Σύμπαντος.
Ἐκ τῶν διά μέσου δέ τῶν αἰώνων καταφαινομένων προσπαθειῶν τοῦ ἀν-
θρώπου καταδηλοῦται ἡ ἐν τῷ βάθει αὐτοῦ ἐνοικοῦσα ψυχή, ἥτις διά τῆς ἐν-
συνειδήτου προσωπικότητός της ἐπιδιώκει νά διασπάσῃ τά περισφίγγοντα
αὐτήν δεσμά τῶν ἀκαθορίστων δυνάμεών της καί νά ἐξέλθῃ ὑποκειμενικῶς
καί ἀντικειμενικῶς κατανοητή, καταπατοῦσα πᾶσαν πρόληψιν καί πᾶσαν
πρός φυσικήν αὐτῆς ἁρμονίαν καί ἐξέλιξιν παρατιθεμένην παρεμβολήν.
Αἱ διανοητικαί καί πνευματικαί τοῦ ἀνθρώπου δυνάμεις τείνουν νά ἐξι-
σώσωσι τ’ ἀποτελέσματα τῶν σωματικῶν τοῦ ἀνθρώπου ροπῶν, ὁπότε ἐν
τῷ καθορισμῷ ἑκάστης πράξεως τοῦ οὕτως ἐξανθρωπισθέντος ἀνθρώπου
προάγονται ἡ ἠθική καί πνευματική ὑπεροχή, ἐπιβάλλουσαι τάς ἀμετα-
τρέπτους αὐτῶν ἀποφάσεις, ἀποβλεπούσας εἰς μόνην τήν ἐκπλήρωσιν τοῦ
ὑπ’ αὐτῆς κατανοουμένου σκοποῦ, τῆς κατισχύσεως τῶν ἰδανικῶν τοῦ Κα-
λοῦ καί τοῦ Ὡραίου.
Ἐν τῷ βάθει τῆς ψυχῆς τοῦ οὕτως ἐξελιχθέντος ἀνθρώπου βασιλεύει ἡ
ἀλάνθαστος ἐπίγνωσις τῶν πρός ἑαυτόν καί τόν πλησίον του καθηκόντων
καί ὁ προορισμός, δι’ ὅν ἐγεννήθη ἐν τῷ κόσμῳ, ὅπως ὠφεληθῇ ἐξ αὐτῶν
καί δι’ αὐτῶν ὠφελήσῃ καί ἄλλους.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ 53

Ἐάν αἱ ἀρχαί, αἱ ὁποῖαι ἐξεπήγασαν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τῆς ἐνσυ-


νειδήτου ἐσωτερικῆς αὐτοῦ ἠθικοεπιδράσεως, τῆς ἀρρήκτως μετά τοῦ
Θείου συνδεομένης, θεωροῦνται ὡς συγκρουόμεναι μέ τήν κοινήν ἀντίλη-
ψιν, ἄν καί οἱ ἐπικρατοῦντες νόμοι καταδικάσωσιν αὐτόν, ἐν τούτοις ἡ ὑπα-
γορεύουσα ταύτας καί ἡ ὑπό αὐτοῦ μόνον ἐννοουμένη κατάδηλος Ἀλήθεια
ἀφόβως καί μέ ὑψηλόν μέτωπον ὁδηγοῦσι τοῦτον πρός τό μαρτύριον τοῦ
Γολγοθᾶ ἤ εἰς τόν διά κωνείου θάνατον.
Ἡ ἀναμφισβήτητος πεποίθησίς του πρός τάς ὑπαγορευομένας εἰς αὐτόν
ἀρχάς ὑπό τῆς φωνῆς τῆς συνειδήσεώς του καθιστῶσιν αὐτόν ἀκατάβλητον
ἐν τῇ ἐξυπηρετήσει τοῦ καθήκοντός του, τό ὁποῖον τοῦ ἐπιβάλλει νά διακη-
ρύξῃ τήν ὑπ’ αὐτοῦ κατανοουμένην ἀλήθειαν, ἔστω καί ἄν ἡ ἀποκάλυψις τῆς
ἀληθείας ταύτης προκαλέσῃ τήν εἰς θάνατον καταδίκην του ἤ τήν βεβαίαν
κατ’ αὐτοῦ κατηγορίαν καί ἀπέχθειαν ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου.
Ἡ ἐκ τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ἀπορρέουσα ἀλήθεια ἀνεγνώσθη ἐν ταῖς σελί-
δαις τοῦ παγκοσμίου φυσικοῦ ὅσον καί θείου βιβλίου καί ὑπηγορεύθη ὑπό
τῆς ἀλαθήτου φωνῆς ἐκείνης, ἥτις ἐξυπακούεται καί κατανοεῖται καλῶς
ὑπό τῶν ὤτων τῆς ψυχῆς.
Ἡ φωνή αὕτη εἶναι ὁ ἐσωτερικός ὑμήν, ὅστις συνδέει τάς ἀπωτέρας
ἐνδομύχους σκέψεις μέ τήν ἄψυχον κίνησιν τοῦ περικυκλοῦντος ἡμᾶς κό-
σμου καί ἥτις ρυθμίζει τήν ἁρμονίαν τῶν λογικῶν μας συμπερασμάτων μέ
τήν ἐξ ἴσου ἀρμονικήν λειτουργίαν, θέσιν καί κατάστασιν τῶν ἀντιθέτων.
Εἷς ἀκαθόριστος ὅσον καί βέβαιος ἀδιαφανής πέπλος ἐπικαλύπτει
τήν ἐπιφάνειαν τῆς ψυχῆς μας, μεθ’ ἧς ἐφάπτονται οἱ ἀόρατοι δεσμοί, οἱ
ἐπικοινωνοῦντες ἡμᾶς μέ τό Θεῖον.
Ἐάν κατορθώσωμεν ν’ ἀπαλλάξωμεν τούς πνευματικούς ἡμῶν
ὀφθαλμούς ἀπό τόν ἐπισκιάζοντα αὐτούς πέπλον, τότε θά δυνηθῶμεν
ν’ ἀναγνώσωμεν ἐν τῷ βάθει τῆς ψυχῆς ἡμῶν τό βιβλίον τῆς φύσεως, τήν
Ἀλάθητον τῶν αἰώνων Ἀλήθειαν καί τήν ἐγκρυπτομένην ἐν τῷ Ἀπείρῳ
Γνῶσιν, ἥτις οὐδέποτε ἔπαυσεν ἐναποθέτουσα ἐκ τῆς Ἀκενώτου καί Ἀνεξα-
ντλήτου Αὐτῆς Πηγῆς ἐν τῇ διανοίᾳ μας τούς διαυγεῖς ρύακας τῆς Σοφίας,
τῆς πνευματικῆς ἀναπτύξεως καί τῆς ἐπιστημονικῆς ἀληθείας.
Ἕκαστος ἐξ ἡμῶν ἄς προσπαθήσῃ νά διαρρήξῃ τούς δεσμούς, τούς
συγκρατοῦντας τήν ψυχήν αὐτοῦ, κωλύοντας ταύτην ἀπό τοῦ νά εἰσέλθῃ
ἐν ταῖς πνευματικαῖς σφαίραις, εἰς ἅς ὁ Ἀείφωτος καί Φωτοβόλος τοῦ Πα-
γκοσμίου Πνεύματος ἐποπτεύει τήν ἀκριβῆ μελέτην τῶν αἰωνίων, Ἀπαρά-
γραπτων καί Ἀναλλοιώτων Αὐτοῦ φυσικῶν καί ἠθικῶν νόμων καί ἐκπέμπει
ἀκαταπαύστως τήν Ζείδωρον Αὐτοῦ Ἀκτινοβολίαν πρός τούς δυναμένους
νά προσεγγίσωσι διά τῆς ψυχικῆς αὐτῶν ἰσχύος καί καθαγιάσωσι τό ἀέτω-
μα τοῦ Ναοῦ του, οὗ ἡ κορυφή στεγάζεται ὑπό τῆς Παγγνωσίας καί τά
βάθρα του θεμελιοῦνται ὑπό τῆς Ἀκενώτου Πηγῆς τῆς Σοφίας.
Ἐντός τῆς ψυχῆς μας ἐνυπάρχει ὁ ἀδιόρατος μίτος, ὅστις μᾶς συνδέει
πνευματικῶς μετά τοῦ Ἀπείρου, ἐκ τῶν ἀτελευτήτων ἐσχατιῶν τοῦ ὁποίου
κατέρχονται μέχρις ἡμῶν μύριαι ἀναπάλσεις ἀσυλλήπτων ἤχων, οἵτινες
54 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

ἐξωτερικεύουσιν ἐν τῷ βάθει τῆς ἀνθρωπίνης μας συνειδήσεως τήν Φωνήν


τοῦ Θεοῦ.
Ἐάν κατορθώσωμεν νά γνωρίσωμεν τήν ἐγκρυπτομένην ἐν αὐτοῖς
ἔννοιαν, ἐάν κατορθώσωμεν νά διατηρήσωμεν ἄνευ διακοπῆς τόν σύν-
δεσμον, ὅστις ἑνώνει ἀναποσπάστως τήν ψυχήν μέ τόν Θεόν, τότε δυ-
νάμεθα ν’ ἀποφανθῶμεν, ὅτι εἰσχωρήσαμεν ἐν τοῖς ἀδύτοις κόλποις τοῦ
μυστηρίου, τό ὁποῖον μᾶς περιβάλλει, τότε δυνάμεθα νά κατανοήσωμεν
τόν σκοπόν τῆς γεννήσεώς μας, τότε δυνάμεθα νά ἑρμηνεύσωμεν τάς ἀκα-
ταλήπτους συμβολικάς ἐννοίας τῶν ἀναπαραστάσεων, αἱ ὁποῖαι μέ τήν
γριφώδη πνευματικήν γλῶσσαν τῶν ὀνείρων, τῶν ἐμπνεύσεων καί τῶν δι-
αφόρων ἄλλων πνευματικῶν ἐκδηλώσεων μᾶς ἀποκαλύπτουν τό μέλλον ἤ
μᾶς καθορίζουν τόν ἀληθῆ δρόμον τῆς ψυχικῆς μας ἐξυψώσεως.
Ἀπό τά βάθη τοῦ Ἀπείρου ΝΟΥ αἰσθανόμεθα τότε νά ἐκχέωνται αἱ φω-
ταυγεῖς ἰδέαι τῶν μεγάλων ἐμπνεύσεων, οἱ φωτοβόλοι προβολεῖς τῶν ἀσυλ-
λήπτων ἐννοιῶν τῆς Σοφίας, ἐνῷ ἡ ψυχή μας ἀπεκδυομένη ὁλοέν τῶν ὑλικῶν
αὐτῆς ἐπενδυμάτων καθίσταται ἐλαφροτέρα καί ἀνέρχεται ὑψηλότερον.
Οἱ μεγάλοι τοῦ κόσμου Ἀναμορφωταί καί Διδάσκαλοι, οἱ ἐπιφανεῖς καί
περίδοξοι τῆς ἀνθρωπίνης ἐξυψώσεως ἡγέται ἐστήριζον τάς θεμελιώδεις
βάσεις τῆς ἀνθρωποσωτηρίου αὐτῶν διδαχῆς ἐπί τῶν ἀρχῶν τῶν πνευμα-
τικῶν νόμων.
Ἀντιθέτως πρός τάς πνευματικάς των ἀνάγκας παρεδέχθησαν καί
ἀπεκάλυψαν τοῖς ἀνθρώποις τήν αὐτοτελῆ ὕπαρξιν τοῦ πνεύματος καί
προσεπάθησαν ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀρχῶν τούτων ν’ ἀποσπάσωσιν αὐτό ἀπό
τήν φθορόβρωτον τῆς ὕλης ἐπήρειαν.
Τό ἐξωτερικόν περιβάλλον τῆς φύσεως μέ τάς συμφυεῖς ἐν τῷ κοσμικῷ
ὀργανισμῷ ἐκδηλώσεις του οὐδόλως κατίσχυσεν εἰς τήν καταστολήν τῶν
ψυχικῶν αὐτοῦ δυνάμεων, αἱ ὁποῖαι, ἐκτεινόμεναι διά τῆς Θείας ἐπιφοιτή-
σεως, ἤνοιξαν πρό τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν τό δυσερμήνευτον βιβλίον τῆς
φύσεως, ἐν τῷ ὁποίῳ καθορίζονται αἱ ὑπαγορεύσεις τοῦ ἠθικοῦ νόμου.
Ἡ πραγματική ὅμως ἐπιδίωξις τῆς εὐρυτέρας ἐξαπλώσεως ἑκάστου
θρησκευτικοῦ συστήματος ἐφ’ ἁπάσης τῆς ἀνθρωπότητος καί ἡ δι’ αὐτῶν
ἐπιδιωκομένη βελτίωσις τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ μετά θανάτου ἐπαγγελλο-
μένη τήν σωτηρίαν αὐτοῦ ἀνταπόδοσις ἑκάστης ἀγαθοεργοῦ αὐτοῦ πρά-
ξεως, ἐπ’ ἀναλόγου ἀνταμοιβῆς τῆς Θείας Δικαιοσύνης, δέν κατώρθωσαν
παρ’ ὅλην τήν ἐν αὐτοῖς ἐγκρυπτομένην ἠθικήν διδασκαλίαν νά ἐξυπηρε-
τήσωσι πλήρως τόν σκοπόν τῆς ἱδρύσεώς των, διότι οἱ πλεῖστοι διάδοχοι
ἑκάστου θρησκευτικοῦ συστήματος περιωρίσθησαν εἰς τήν τυπικήν
μόνον ἀνάλυσιν τῶν ἐξ αὐτοῦ ἀπορρεόντων δογμάτων καί παρέλειψαν
νά καλλιεργήσωσι καί ἐπιρρώσωσι τόν ἐν τῇ ψυχῇ αὐτῶν ἐνυπάρχοντα
σύνδεσμον μετά τοῦ Θείου, ἀπό τοῦ ὁποίου καί μόνον ἐξαρτᾶται ἡ πραγ-
ματική ἑκάστου ἀνύψωσις καί πνευματική ἐξέλιξις.
Ἡ μελέτη τῶν ἠθικῶν στοχείων ἑκάστης θρησκείας καταδεικνύει μέν
τήν ὁδόν τοῦ Καλοῦ καί τῆς Ἀρετῆς, ἀλλ’ οὐδόλως προάγει τόν ἄνθρωπον
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ 55

εἰς τό τέρμα τοῦ προορισμοῦ του ἄνευ τῆς ἐπί τῇ βάσει τούτων καλλιερ-
γείας τῶν προτερημάτων τῆς ψυχῆς μας.
Τήν ἐκ βάθρων ἀνακαίνισίν μας ὀφείλομεν νά ἐπιζητήσωμεν ἐν
τῷ ἰδίῳ ἑαυτῷ μας, εἰς τό βάθος τῆς ψυχῆς μας.
Διά τοῦτο βλέπομεν ὑπό τό πρόσχημα τῆς ἐξυπηρετήσεως τῶν συμ-
φερόντων μιᾶς θρησκείας νά γίνωνται πράξεις ἀντιβαίνουσαι πρός τάς
ἀρχάς αὐτῆς καί καταρρίπτουσαι ἐκ βάθρων τά στοιχειώδη θεμέλια, ἐφ’ ὧν
ἑκάστη ἐστηρίχθη.
Ὁ φανατισμός καί ἡ εἰς ἄκρον θρησκοληψία πολλάκις ἐξώθησε τούς
ἐνθερμοτὲρους ἀκολούθους τῆς Ἀγάπης καί ἀνεξικάκους νά διαπράξωσιν
ἐξ ὀνόματος αὐτῆς ἐγκλήματα, πρό τῶν ὁποίων θά ἐρρίγῃ ἐξ ἀποτροπια-
σμοῦ καί ἡ μᾶλλον ἐγκληματική φύσις.
Ἡ ἀμερόληπτος καί ἀπό πάσης προκαταλήψεως ἀπηλλαγμένη ἱστορία
τῶν θρησκειῶν γέμει ἐκ τοιούτων ἀπεχθῶν πράξεων, ἐκτελεσθεισῶν, δυ-
στυχῶς, ὑπ’ ἀνθρώπων κατεχόντων τήν πρώτην τάξιν ἐν τῇ πνευματικῇ
καί ἠθικῆ ἀναγεννήσει τῶν θρησκειῶν.

Τό ἐλεύθερον πνεῦμα, στηριζόμενον ἐπί τῆς στοιχειώδους λογικῆς,


εἶναι ὁ μόνος ὁδηγός, ὅστις δύναται νά ὁδηγήσῃ ἡμᾶς διά μέσου λαιλαπώ-
δους τρικυμίας εἰς ἀσφαλῆ λιμένα.
Τό ἐλεύθερον πνεῦμα ἐν τῇ ἐξασκήσει τῆς σκέψεως ἀποκαθαίρει τά
μιάσματα, τά ὁποῖα ἡ ἀγνωσία μετά τῆς ἐγωιστικῆς φιλαυτίας ἐπεσώρευ-
σαν ἐπί τῆς ἐσωτερικῆς λατρείας τῶν θρησκειῶν, μεταβαλοῦσαι αὐτά εἰς
χονδροειδῆ ὑλιστικά συμφέροντα καί φανταστικάς δογματικάς δοξασίας,
ἀντιτιθεμένας πρός τόν πραγματικόν σκοπόν τῆς ἱδρύσεώς των.
Διά τοῦτο ἑκάστη θρησκεία, ἀποσκοποῦσα διά τῆς ἐσωτερικῆς αὐτῆς
μυήσεως νά ἐξυψώσῃ τήν πνευματικήν τοῦ ἀνθρώπου ὑπόστασιν εἰς
τάς ἀνωτέρας βαθμίδας τῆς ἀναπτύξεως καί προόδου, ἀποκαλύπτουσα
αὐτῷ τήν ἔκφρασιν τῶν Θείων Αἰωνίων Νόμων, φωτιζομένη δέ ὑπό τῆς
ἐπιστήμης, ἰσχυροποιουμένη ὑπό τῆς λογικῆς καί στηριζομένη ὑπό τῆς
ἐλευθέρας συνειδήσεως νά καταστῇ ἡ κινητήριος δύναμις τῶν ὑπερτάτων
ἐννοιῶν τοῦ κόσμου, ἀπέβη ὄργανον ἐγωιστικοῦ δεσποτισμοῦ καί χθα-
μαλή ἰδεολογία τῆς προσωπολατρείας καί θρησκοληψίας τῶν φανατι-
κών αὐτῆς ὀπαδῶν.
Ἡ ἀληθής ὅμως θρησκεία δέν εἶναι ἐξωτερική ἐκδήλωσις καί λατρεία
τῶν συμβολικῶν ἀναπαραστάσεων καί τῶν δογματισμῶν, ἀλλ’ εἶναι ἕν Αἴ-
σθημα, μία ἰδεολογία ἐκπῃγάσουσα ἐκ τοῦ Αἰωνίου Πνευματικοῦ Ναοῦ.
Ἡ ἀληθής θρησκεία δέν ὑποβάλλεται εἰς κανόνας, οὐδέ εἰς τά ἀκαθόρι-
στα ὅρια τῶν στενῶν καί περιωρισμένων τυπικῶν.
Δέν κατοικεῖ ἐντός τῶν πενιχρῶς ἤ πλουσίως διακεκοσμημένων τοί-
χων τῶν λιθίνων ναῶν της, ἀλλ’ ὑψώνεται ὑπεράνω τῶν ὑλικῶν ἀποτυπω-
μάτων τῶν συμβολισμῶν, ἐκεῖ ὅπου ἡ ψυχή ἀποκαθαίρεται πάσης αὐτῆς
56 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

βιωτικῆς μερίμνης καί ἐκεῖ ὅπου τό πνεῦμα μεταρσιούμενον ἀνυψοῦται καί


προσψαύει τά κράσπεδα τῶν βάσεων αὐτῆς, τῶν κρυπτομένων ὄπισθεν
τῶν ἀχανῶν καί ἀδιοράτων ἐκτάσεων τοῦ Ἀπείρου.
Ἡ ἀληθής θρησκεία, ἀνυψουμένη ὑπεράνω τῶν τύπων καί τῶν ὁμοιω-
μάτων τῆς προσωπικῆς λατρείας καί τῆς αὐθαιρέτου ἀρχομανίας, ἐξετά-
ζουσα μέ τήν ἐλευθέραν σκέψιν της ὅλας τάς λατρείας, ὅλας τάς θρησκείας,
ἀναβιβάζεται διά τῆς Ἀγάπης καί Πραότητος, διά τῆς Ἀνεξικακίας καί
Συγχωρήσεως, διά τῆς πνευματικῆς τέλος ἐξαγιάσεως ὑπεράνω αὐτῶν,
μέχρι τῶν Ἀτελευτήτων ἐσχατιῶν τῆς ἐξιδανικευμένης Τελειότητος καί
λέγει εἰς αὐτάς:
«Η ἀληθής θρησκεία, ἡ ἐκ τῶν κόλπων τῆς Ἀλαθήτου Ἀληθείας ἀναδυ-
ομένη, εἶναι ὑψηλότερον ἀκόμη...»

Ἐντός τῶν στενῶν ὁρίων τῶν τύπων καί τοῦ δογματισμοῦ εἰς μάτην
τό ἀνθρώπινον πνεῦμα ἀγωνιᾷ ν’ ἀνέλθῃ ὑψηλότερον. Εἰς μάτην ἡ ἐλευ-
θέρα σκέψις καί ἡ στοιχειώδης λογική προσπαθεῖ ν’ ἀποτινάξῃ τόν κλοιόν,
ὅστις ἐδέσμευσε τήν πνευματικήν ἐλευθερίαν ἑκάστου ἀτόμου ὄπισθεν
τῶν ἀφηρημένων καί ἀνωφελῶν δοξασιῶν, αἵτινες κατεβίβασαν τόν Θεόν
μέχρι τοῦ κατωτάτου ἐπιπέδου τῶν ἀνθρωπίνων ἀτελειῶν καί ἐλατ-
τωμάτων, δίδοντες Αὐτῷ τά πάθη των, σμικρύνοντες τήν φύσιν καί τό
Σύμπαν, ὑποβιβάζοντες Αὐτόν μέχρι τοῦ χθαμαλοῦ ἐπιπέδου τοῦ ἀδυ-
σωπήτου ἐκδικητοῦ, τοῦ ἀμεταβλήτου, ἀνεικτίρμονος δικαιούχου τῆς
αἰωνίας τῶν ἁμαρτωλῶν καταδίκης καί τιμωρίας, τήν πρός τήν Φιλευ-
σπλαχνίαν καί Ἀγάπην Αὐτοῦ ἀντιτιθεμένῃν.
Αἱ σαφεῖς γνώσεις τῆς θρησκείας συνανεμίχθησαν μέ τούς μύθους καί
τάς φαντασιοπληξίας τοῦ παρελθόντος καί οὕτω παρήγαγον τήν πλάνην,
ἥτις ἀποκρυσταλλωθεῖσα εἰς τάς δογματικάς αἱρέσεις, ἐπέφερε τήν ἀνα-
χαίτησιν τῆς προόδου τῶν λαῶν.
Τό Φῶς τῆς Ἀληθείας ἐκαλύφθη ὑπ’ ἐκείνων, οἵτινες ἐπίστευσαν, ὅτι
ἦσαν ἐντεταλμένοι νά τό διαχύσωσι παντοῦ καί τό ἄπλετον σκότος, τό
ὁποῖον προσεπάθουν νά διαλύσωσι, περιέβαλεν αὐτούς.
Διά τοῦτο οἱ αἰῶνες, οἵτινες διέρρευσαν ἀπό τῆς συστάσεως τῶν θρη-
σκειῶν, διέχυσαν τόσους κρουνούς αἱμάτων καί ἀλληλοσφαγῆς ἐπί τῶν
τέκνων τῆς αὐτῆς ὁμοδόξου θρησκείας, ὅσους δέν ἐπεσώρευσεν ἡ ἀμόρ-
φωτος καί ἡμιαγρία τοῦ πρωτογενοῦς ἀνθρώπου κατάστασις.
Ἀπ’ ἐναντίας αὗται, ἀντί νά χρησιμεύσωσιν ὡς εἰρηνική ὁδός ἄγουσα εἰς
τήν συνένωσιν καί σύμπνοιαν ἁπάντων τῶν λαῶν διά τῆς Ἀγάπης καί Ἀλλη-
λεγγύης, ἐξεκόλαψαν ἐν τῇ ἰδιοτελῇ αὐτῶν παρορμήσει τῆς ἐθνικῆς ἀποκα-
ταστάσεως ἑκάστου λαοῦ, ἀκολουθοῦντος τήν δοξασίαν αὐτῶν εἰς βάρος
ἄλλου λαοῦ, τό μῖσος καί τήν ἀλληλοεξόντωσιν καί παρέμειναν ἀμετάβλη-
τοι, ὡς αἱ μούμιαι, εἰς τήν περιωρισμένην τῶν δογμάτων καί τῶν τυπικῶν
ἀπαράβατον πίστιν, ἐνῷ τό πᾶν κινεῖται καί ἐξελίσσεται πέριξ αὐτῶν, ἐνῷ
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ 57

ἡ ἐπιστημονική ἔρευνα καθ’ ἑκάστην εὐρύνει τόν κύκλον τῆς δράσεώς της
καί ἀνορύσσει τήν τάφρον τῆς ἀγνωσίας, ἥτις καί ὁλοέν ἀπομακρύνει τόν
θρησκευτικόν φεουδαρχισμόν τῆς ἐπιγείου σκηπτρούχου θεότητος ἀπό
τῆς Αἰωνίου Ἀληθείας καί τοῦ Ἀκαταβλήτου φυσικοῦ Θεοῦ.
Ὅλαι αἱ θρησκεῖαι, ἄν καί ἐν τῇ τυπικῇ αὐτῶν λειτουργίᾳ διαφέρου-
σιν ἀναμεταξύ των, ἐν τούτοις εἰς τό βάθος τῆς ἐσωτερικῆς αὐτῶν δι-
δασκαλίας καί πίστεως ἐγκρύπτουσι μίαν καί τήν αὐτήν ἔννοιαν καί
ἐπιδιώκουσιν ἐξ ἴσου τόν ἴδιον σκοπόν.
Οἱ ἱδρυταί αὐτῶν, οἱ μεγάλοι ἐπί γῆς μεσάζοντες μεταξύ Θείου καί
ἀνθρώπου, Οὐρανοῦ καί γῆς, Ἀοράτου καί ὁρατοῦ, ὁ Βισνοῦ, ὁ Κρίσνα, ὁ
Βούδας, ὁ Μωϋσῆς καί ὁ πάντων Ὑπέρτατος Θεάνθρωπος Ἰησοῦς ἕνα καί
τόν αὐτόν σκοπόν ἐπεδίωξαν ὑπό διάφορον τύπον ἐξωτερικῆς ἐκδηλώ-
σεως τῆς ὑπ’ αὐτῶν ἱδρυθείσης θρησκείας, τήν λατρείαν καί ἀναγνώρισιν
Ὑπερτάτου Πνευματικοῦ Ὄντος, Ἀπείρου Δημιουργοῦ Δυνάμεως, τοῦ
Θεοῦ καί τήν τήρησιν τῶν πρός Αὐτόν καί τόν πλησίον καθηκόντων ἑκά-
στου ἀνθρώπου, ὅπως δι’ αὐτῶν κατορθώσῃ νά εἰσέλθῃ εἰς τήν Αἰώνιον
Βασιλείαν τοῦ Πνεύματος, εἰς τόν Ἄφθαρτον Κόσμον τῆς Αἰωνίου Ζωῆς,
τόν Κόσμον τοῦ Οὐρανίου Ἀνεσπέρου Φωτός καί τῆς Θείας Εὐδαιμονίας
καί Μακαριότητος.
Δυστυχῶς ὅμως ἡ μονομερής, ἡ ἰδιοτελής καί κεχωρισμένη πίστις
ἑκάστης θρησκείας, ἄν καί ἐπί τῶν αὐτῶν βάσεων στηρίζεται, διότι ἅπα-
σαι τά πρός τόν Θεόν καί τόν πλησίον ἑκάστου ἀνθρώπου καθήκοντα συ-
νιστῶσι καί ὡς ἐκ τούτου ὤφειλον νά εἶναι εἷς ἑνωτικός δεσμός μεταξύ
τῶν ἀνθρώπων ἑνώνων αὐτούς διά μιᾶς καί τῆς αὐτῆς σκέψεως πρός τήν
Ἀνωτάτην Ἀρχήν τῶν πραγμάτων, ἐν τούτοις ἀπεμακρύνθησαν τοῦ κοινοῦ
τούτου ὑπό μιᾶς ἑκάστης ἐπιδιωκομένου σκοποῦ, τῆς ἐξανθρωπίσεως τοῦ
κόσμου καί περιέβαλον αὐτάς διά τοῦ σκοτεινοῦ πέπλου τοῦ δογματισμοῦ,
συγκαλύπτουσαι ὑπό τήν θεοποίησιν τῶν ἱδρυτῶν αὐτῶν τόν κυριώτε-
ρον τῆς ἱδρύσεως καί ἐπιδιώξεώς των σκοπόν.
Τοιουτοτρόπως ἀπώλεσαν πᾶσαν σχεδόν ἐπιρροήν ἐπί τῶν ἠθῶν καί
τῆς κοινωνικῆς ζωῆς καί ἐπέφερον τόν σωρόν τῶν προλήψεων καί τῶν εἰ-
δωλολατρικῶν καταχρήσεων, αἱ ὁποῖαι ἔγιναν ἀφορμή νά ρίψουν τόσους
ἀνθρώπους εἰς τήν τελείαν ἄρνησιν καί τήν ἀθεΐαν.
Διά τοῦτο αἱ θρησκεῖαι, αἱ ὁποῖαι εἶναι προσωριναί καί μερολη-
πτικαί ἀπόψεις τῆς Αἰωνίου Ἀληθείας, ἥτις ὡς Ἀλήθεια θά παραμένῃ
Ἀναλλοίωτος καί Ἀνέπαφος ἀπό τάς προσκαίρους ἐπιδράσεις τῆς ἀν-
θρωπίνης ἀντιλήψεως, θά μεταρρυθμισθῶσιν, ἀφοῦ δέν ἐξετέλεσαν
πλήρως τόν προορισμόν των καί ἀφοῦ δέν ἀνταποκρίνονται πλέον
εἰς τάς προόδους τῆς ἀνθρωπίνης σκέψεως καί τάς ἀνάγκας τῆς ἀν-
θρωπότητος.
Ἐφ’ ὅσον ἡ ἀνθρωπότης προχωρεῖ τόν δρόμον τῆς ἀναπτύξεώς της,
ἔχει ἀνάγκην νέων πνευματικῶν συλλήψεων, ἑνός νέου ἰδανικοῦ, μᾶλ-
λον ἀνεπτυγμένου, τό ὁποῖον ἤδη ἤρχισε νά ἀνευρίσκηται εἰς τάς ἀνα-
58 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

καλύψεις τῆς ἐπιστήμης καί τάς μεγάλας συλλήψεις τῶν σκέψεων τοῦ
νεωτέρου πνεύματος.
Μέ τήν ταπείνωσιν τῶν θρησκειῶν καί τήν ὑλικοποίησιν τοῦ αἰ-
σθήματος τῶν ἀκολούθων των προπαρασκευάζεται μία νέα φιλοσοφι-
κή καί κοινωνική ἐπανάστασις, ἥτις θά ἐπιδιώξῃ τήν ἠθικήν καί πνευ-
ματικήν ἀναμόρφωσιν ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος.
Ἕνας Νέος Κόσμος Σκέψεων καί Αἰσθημάτων ἀνακινεῖται εἰς τά βάθη
τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς καί προσπαθεῖ ν’ ἀποβάλῃ τούς περισφίγγοντας
αὐτήν δεσμούς τῶν θρησκευτικῶν καί κοινωνικῶν προλήψεων, προσλαμ-
βάνων νέαν μορφήν ἐν τῇ ζωῇ τοῦ ἀνθρώπου.
Δύο μεγάλαι δυνάμεις, ἡ ὕλη καί τό πνεῦμα, τοῦ ὁποίου προσόντα εἶ-
ναι τό αἴσθημα καί τό λογικόν, δυνάμεις ξέναι πρός ἀλλήλας, συγκρινόμε-
ναι πρός ἀλλήλας καί προκαλοῦσαι παντοῦ τήν διχόνοια, τήν σύγχυσιν καί
τό μῖσος εἰς τούς φανατικούς καί ἀδιαλλάκτους αὐτῶν ὀπαδούς, τείνουν
νά συνενωθῶσιν.
Διά νά ἐπέλθῃ ἡ συνένωσις αὐτῶν, ἡ θρησκεία πρέπει νά χάσῃ τόν
δογματικόν αὐτῆς χαρακτῆρα καί νά καταστῇ ἐπιστημονική.
Ἐπίσης ἡ ἐπιστήμη πρέπει ν’ ἀποβάλῃ τόν ὑλιστικόν αὐτῆς χαρακτῆρα
καί νά φωτισθῇ διά τῆς πνευματικῆς δαδός τοῦ Θείου Πνεύματος, τοῦ ἐκ-
δηλουμένου εἰς πᾶσαν τῶν φαινομένων καί ἀποτελεσμάτων αὐτῆς ἀληθῆ
ἐξήγησιν.
Ἀπό τά βάθη τῆς μελλούσης τῆς ἀνθρωπότητος σκέψεως ἕνα Νέον
Φῶς τῆς πραγματικῆς Ἀληθείας θά διαφωτίσῃ τήν Νέαν Διδασκαλίαν, ἥτις
ἐρειδομένη ἐπί τῶν θετικών καί πειραματικῶν μεθόδων θά συνενώσῃ ἅπα-
ντα τά κατ’ ἐπιφάνειαν ἀντίθετα συστήματα καί τάς ἀντιφρονούσας καί
ἐχθρικάς φιλοσοφίας, θά συνδέσῃ ὅλας τάς διαφόρους ἐκφάνσεις τῆς σκέ-
ψεως καί τῆς ζωῆς καί θά προσδώσῃ εἰς τόν ἄνθρωπον τήν πραγματικήν
ἐξανθρωπιστικήν αὐτοῦ τελειότητα.
Αἱ θρησκεῖαι τότε ὅλαι συνενούμεναι καί ἀποβάλλουσαι τόν δογ-
ματικόν αὐτῶν χαρακτῆρα θ’ ἀποτελέσουν Μίαν καί Ἀδιαίρετον ὁμό-
δοξον πίστιν, τήν φυσικήν θρησκείαν, ἥτις, βασιζομένη ἐπί τῶν Ἀναλ-
λοιώτων νόμων τῆς φύσεως καί διερμηνευομένη ὑπό τῶν λογικῶν καί
ἀποδεικτικῶν αὐτῆς συλλογισμῶν καί πειραμάτων, θά βαδίσῃ καθαρά καί
ἁπλῆ ἐπί νέων ὁριζόντων τῆς παγκοσμίου προόδου καί ἐξελίξεως.
Ἕκαστος πατήρ καί ἑκάστη μήτηρ θά εἶναι διδάσκαλος καί ἱερεύς
τῆς οἰκογενείας του καί θά διδάσκῃ αὐτήν τά πρός τόν Θεόν καί τόν
πλησίον ἑνός ἑκάστου καθήκοντα, δίδων οὗτος τό παράδειγμα ἐν τῇ
ἐκτελέσει αὐτῶν οὐχί διά λόγων, ἀλλ’ ἐν τοῖς ἔργοις.
Ὁ ζῆλος τοῦ Καλοῦ, ἡ δίωξις τῶν παθῶν, ἡ ὡραιότης, ἡ ἀνεξικακία
πάντα ταῦτα θά εἶναι αἱ σταθεραί βάσεις τῆς Ἀνωτάτης καί Παγκοσμίου
Ἰδεαλιστικῆς θρησκείας, εἰς τούς κόλπους τῆς ὁποίας θ’ ἀναλυθῶσιν ὡς
ποταμοί ἐν τῷ ὠκεανῷ ὅλαι αἱ παρελθοῦσαι θρησκεῖαι αἵτινες, ἐνῷ κατά
βάθος ἀνομολογοῦσι καί πρεσβεύουσι τάς κοσμοσωτηρίους ταύτας ἀρ-
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ 59

χάς, ἀντιφρονοῦσιν εἰς τάς δογματικάς αὐτῶν δοξασίας, καταστᾶσαι οὕτω


αἰτία τῆς διαιρέσεως ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος εἰς μυρίας ἀντιθέτους
πεποιθήσεις, ἀπομακρυνόμεναι δέ ἀπ’ ἀλλήλων καί διανοίγουσαι τό καθ’
ἑκάστην πρό αὐτῶν εὐρυνόμενον χάσμα εἰς μάτην ἐρευνῶσι νά εὕρωσι τήν
κοινήν γέφυραν, δι’ ἧς ἐν μιᾷ ποίμνῃ καί ὑπό τόν αὐτόν Ποιμένα μέλλου-
σι νά ὁδηγηθῶσιν εἰς τήν κοινήν καί Αἰωνίαν τοῦ Θεοῦ Βασιλείαν.

Εἶναι ἐπάναγκες πρό τοῦ καθορισμοῦ τῶν εἰς ἕκαστον ἐπιβεβλημένων


καθηκόντων τοῦ ἐξανθρωπισμοῦ, δι’ ὧν ἐπιδιώκεται ἡ τελειοτέρα ἀνάπτυ-
ξις καί πνευματική διαμόρφωσις τοῦ ἀνθρώπου, νά ἐπιληφθῶμεν τῆς ἐξε-
τάσεως τῶν θρησκειῶν τῶν διαφόρων λαῶν, διά νά κατανοήσωμεν σαφέ-
στερον τάς συμπιπτούσας ἀναμεταξύ των σχέσεις, δι’ ὧν θά ἦτο δυνατόν
ἡμέραν τινά νά συνενωθῶσι καί τάς παρουσιαζομένας ἀναμεταξύ των δια-
φοράς, αἱ ὁποῖαι ἐπιφέρουν τήν ἀπ’ ἀλλήλων διάστασιν καί ἀπομάκρυνσιν
νά ἐπιλύσωσιν.
Ἐξετάζοντες τούς διαφόρους λαούς καί τά ἔθνη τῆς γῆς, ἀνευρίσκομεν
πλείστας ὅσας διαφοράς μεταξύ των κατά τόν τρόπον τοῦ ζῆν, τά ἤθη καί
τά ἔθιμα, τό πολίτευμα καί τόν πολιτισμόν, τάς ἀντιλήψεις καί τά συναι-
σθήματα.
Μίαν κοινήν ὅμως ἀλληλουχίαν κοινοῦ συναισθήματος θά εὕρωμεν
πανταχοῦ, ἕν συναίσθημα μυστηριώδους ἐξαρτήσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό
μίαν ἤ περισσοτέρας ὑπερφυσικάς δυνάμεις συμφώνως τῆς βουλήσεως,
τῆς βουλήσεως ἡ ὁποία κανονίζει τήν βούλησιν καί τάς πράξεις του. Τό συ-
ναίσθημα τοῦτο εἶναι ἡ θρησκεία.
Ἡ θρησκεία δέν ἐξέλειπεν ἐκ τοῦ κόσμου, ἀφ’ ἧς ἐποχῆς ὁ ἄνθρωπος
γεννηθείς ἤρχισε σκεπτόμενος. Εἰς τό βάθος τῆς ψυχῆς του ὑφίστατο τό
συναίσθημα τῆς θρησκείας γενικόν ὑπό ποικίλας ἐκδηλώσεις.
Ἐάν παραβάλωμεν τάς δοξασίας τῶν Αἰγυπτίων, τῶν Χαλδαίων, τῶν
Ἀσσυρίων, τά ὁμηρικά ἄσματα, τάς Βέδας, τούς Ἰουδαϊκούς ψαλμούς, τάς
μαγικάς ἐπωδάς, τούς Χριστιανικούς ὕμνους θά ἀνεύρωμεν διαφοράς
ὕφους, ἰδεῶν, ἀντιλήψεων, ἀλλά καί τό αὐτό κοινόν συναίσθημα καί τόν
αὐτόν κοινόν πόθον, τήν προσέγγισιν τοῦ ἀνθρώπου ὅσον τό δυνατόν πλη-
σιὲστερον πρός τό Ὑπερκόσμιον.
Ἡ γενικότης τῆς θρησκείας ὁμολογεῖται ὑπό τῶν ἀρχαίων. Ὁ Πλούταρ-
χος λέγει ὅτι: «δύναταί τις νά εὕρῃ πόλεις ἄνευ τειχῶν, ἄνευ βασιλέων,
ἄνευ γραμμάτων, ἀλλά οὐδεμίαν πόλιν εἶδέ τις ποτέ μή ἔχουσαν ἱερά καί
Θεούς καί ὅτι εἶναι πιθανώτερον νά εὕρῃ τις πόλεις ἄνευ ἐδάφους ἤ ἄνευ
πίστεως εἰς Θεούς».
Καί ὁ Κικέρων λέγει, ὅτι δέν ὑπάρχει ἔθνος ἐπί τῆς γῆς τόσον βάρβα-
ρον καί ἀπολίτιστον, τό ὁποῖον ν’ ἀγνοῇ τήν πίστιν εἰς Θεόν ἤ Θεούς.
Δέν δυνάμεθα ὅμως νά στηριχθῶμεν ἐπ’ αὐτοῦ, ὅπως βεβαιωθῶμεν περί
τούτου, καθ’ ὅσον οἱ ἀρχαῖοι μέρος μόνον τῆς σφαίρας τῆς γῆς ἐγνώριζον.
60 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

Ἐν τούτοις ἡ διείσδυσις τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου καί εἰς τάς μᾶλλον


ἀπροσίτους χώρας τῶν ἀγρίων καί ἀνθρωποφάγων ἀνακαλύπτει, ὅτι καί
εἰς τούς τούτους τούς τελείως ἀπολιτίστους λαούς ἐνυπάρχει τό συναίσθη-
μα τῆς θρησκείας πρός μίαν Δύναμιν πραγματικῶς ἤ φανταστικῶς ὑπερ-
τέραν πάντοτε τῆς ἀνθρωπίνης.
Ἐάν δέ μεταξύ τῶν διαφόρων κοινωνιῶν ὑπάρχουσιν ἄτομα στερού-
μενα ταύτης, αἱ μεμονωμέναι αὗται ἐξαιρέσεις δέν δύνανται νά κλονίσουν
τόν γενικόν κανόνα.
Ἡ θρησκεία εἶναι φαινόμενον ἀπασχολοῦν τά μύχια τῆς ἀνθρωπίνης
σκέψεως. Εἶναι μία Ἀκτίς ἐμπνεομένη ἐκ τοῦ Ἀπείρου Θεοῦ πρός τόν ἄν-
θρωπον, ὅπως καταστήσῃ εἰς αὐτόν γνωστήν τήν Ὕπαρξίν Του καί τόν
πρός Αὐτόν ὀφειλόμενον σεβασμὸν.
Εἶναι ἡ Οὐράνιος Αὐτοῦ Θυγάτηρ, ἥτις ἀποστέλλεται παρ’ Αὐτοῦ εἰς
τήν γῆν, διά νά διδάξῃ εἰς πάντας τάς κοσμοσωτηρίους ἀρχάς τῆς Πί-
στεως, τῆς Ἀγάπης, τῆς Ἐλπίδος, τῆς Ἀνεξικακίας, τῆς Πραότητος, τῆς
Ἀλληλοβοῃθείας, τῆς Συγχωρήσεως, τῆς Εἰρήνης καταπολεμοῦσα τάς
ἀνθρωπίνους ἀδυναμίας καί διαμάχας καί ὁδηγοῦσα τόν ἄνθρωπον εἰς
τήν χώραν τῆς Αἰωνίου Εἰρήνης.
Διά τοῦτο ὁ μέγας Γερμανός φιλόσοφος Χέγκελ ἀρχόμενος τῆς φιλο-
σοφίας τῆς θρησκείας αὐτοῦ χαρακτηρίζει διά τῶν ἑξῆς ταύτην:
«Ἀντικείμενον τῆς θρησκείας εἶναι τό Ἀπόλυτον, τό πεδίον ἐκεῖνο, ὅπου
λύονται πάντα τά αἰνίγματα τοῦ κόσμου, ἔνθα συμβιβάζονται αἱ ἀντιθέσεις
τῆς βαθύτερον ἐρευνώσης διανοίας, ὅπου καταπραΰνονται ὅλοι οἱ πόνοι τοῦ
συναισθήματος, ἡ σφαῖρα τῆς Αἰωνίου Ἀληθείας, τῆς Αἰωνίου Εἰρήνης.»
Τό τέλος πάσης ἀνθρωπίνης ἐνεργείας, πᾶν ὅ,τι διά τόν ἄνθρωπον ἔχει
ἀξίαν καί κῦρος, διά τό ὁποῖον ζητεῖ τήν εὐτυχίαν, τήν δόξαν, τήν μακα-
ριότητα ἔχει τό κέντρον εἰς τήν θρησκείαν, ἥτοι εἰς τήν νόησιν, συνείδησιν
καί συναίσθησιν τοῦ Θείου.
Διά τῆς θρησκείας λαμβάνομεν συνείδησιν περί τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος
εἶναι Ἀρχή καί Τέλος τοῦ Παντός καί συγχρόνως τό μέσον τό ζωοποιοῦν,
ἐμψυχοῦν καί ἐμπνέον τά πάντα εἰς τήν ὕπαρξίν των. Ἀπασχολούμενον τό
πνεῦμα μετά τῆς θρησκείας ἀπεκδύεται πᾶσαν πεπερασμένην ἔννοιαν καί
οὕτω καταντᾶ εἰς τήν ἠθικήν ἱκανοποίησιν καί ἐλευθερίαν.
Οἱ λαοί θεωροῦν τήν θρησκευτικήν συνείδησιν ὡς τό ἀληθές μεγαλεῖον
των, ὡς τήν κατάπαυσιν τοῦ βίου των. Πᾶσα θλῖψις, πᾶσα φροντίς καί μέρι-
μνα, τά γνωρίσματα παντός προσκαίρου, ἐξαφανίζονται εἰς τήν αἰθερίαν
ταύτην σφαῖραν, ἀπό τήν ὁποίαν πηγάζει ἡ ἐλπίς.
Εἰς τόν πνευματικόν τοῦτον ὁρίζοντα συσσωρεύονται τά κύματα τῆς
λήθης καί ἐξ αὐτῶν πίνουσα ἡ ψυχή ἀπονεκρώνει πάντα πόνον καί πᾶσαν
ὀδύνην καί μεταμορφώνει πάσας τάς ἐν χρόνῳ πικρίας καί δυστυχίας εἰς
φωτεινά σημεῖα τοῦ Αἰωνίου.
Λέγοντες, ὅτι ἡ θρησκεία εἶναι φαινόμενον γενικόν, δέν λέγομεν καί
ὅτι ὅλα τά ἔθνη καί οἱ λαοί ἔχουσι τήν ἀληθῆ. Αἱ διάφοροι βαθμίδες αὐτῆς
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ 61

ποικίλλουν ἀναλόγως τῆς ἰσχύος καί ἀξίας τῶν μεσαζόντων, οἵτινες ἐχρη-
σίμευσαν ὡς διάμεσοι μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Ὅσον δέ τό ἀνθρώ-
πινον πνεῦμα ἀναπτύσσεται, κατά τοσοῦτον ἐννοεῖ καί ἀντιλαμβάνεται
τόν κύριον σκοπόν, ὅν ἐπιδιώκει ἑκάστη θρησκεία καί τάς βάσεις, ἐπί τῶν
ὁποίων δύναται νά στηριχθῇ, ἵνα ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς ἀνεύρῃ τόν μῖτον τόν
ὁδηγοῦντα αὐτό πρός τήν Ἀλήθειαν.
Ὁ πολιτισμός τῶν διαφόρων λαῶν ἀντικατοπτρίζεται καί εἰς τάς θρη-
σκευτικάς του παραστάσεις. Ἐκ τούτου συνάγεται, ὅτι παραλλήλως πρός
τήν ἱστορίαν τοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς ἀναπτύξεως τοῦ ἀνθρώπου βαίνει καί
ἡ ἱστορία τῆς θρησκείας.

Ὅλαι αἱ θρησκεῖαι ἀνεξαιρέτως, μή ἐξαιρουμένων καί αὐτῶν τῶν θρη-


σκευτικῶν δοξασιῶν τῶν ἀγρίων, τῶν θεοποιούντων τά ἀντικείμενα τῆς
φύσεως, εἶναι κοιναί εἰς τάς γενικάς αὐτῶν γραμμάς.
Διά τοῦτο εἶναι ἀνάγκη νά ἐξετάσωμεν τάς θρησκευτικάς πεποιθήσεις,
τούς μύθους, τά ἔθιμα καί τάς τελετάς πάντων τῶν ἀγρίων λαῶν ἀπό τῶν
Ἐσκιμώων μέχρι τῶν κατοίκων τῆς Γῆς τοῦ Πυρός, ἀπό τῶν Ὁττεντότων
μέχρι τῶν νομαδικῶν φυλῶν τῆς Σιβηρίας καί τῶν Ἰνδικῶν θρησκειῶν μέ-
χρι τοῦ Μωαμεθανισμοῦ.
Εἰς πάσας τάς θρησκείας ταύτας θά ἀναγνωρίσωμεν, ὅτι ὑπό τήν ἐξω-
τερικήν λατρείαν τῶν ἀντικειμένων καί τῶν ἱεροτελεστιῶν ἐγκρύπτεται ἡ
πίστις πρός τό Θεῖον καί ἡ ἰδέα ἐπιζήσεως τῶν ψυχῶν καί μετά θάνατον.
Κυρὶως ὁ σκοπός ἑκάστης θρησκείας ἀποβλέπει εἰς τήν πλήρη ἐφαρ-
μογήν τῶν ὑπαγορεύσεων αὐτῆς ὑπό τῶν ἀκολούθων της, ὅπως οὗτοι κα-
τορθώσωσι ν’ ἀπολαύσωσι τά ἀγαθά, τά ἐπαγγελλόμενα αὐτοῖς ἐν τῇ νέᾳ
μετά θάνατον ζωῇ των.
Πρὸ παντός, λοιπόν, κύριον χαρακτηριστικόν ὅλων τῶν θρησκειῶν
εἶναι ἡ τιμή τῶν νεκρῶν προγόνων πρός ἐπίσπασιν τῆς εὐνοίας των. Ὅλαι
ἀνεξαιρέτως αἱ θρησκεῖαι παραδέχονται, ὅτι αἱ ψυχαί ἐπιζοῦν μετά θάνα-
τον καί τήν ἀποσύνθεσιν τοῦ γηΐνου σώματος εἰς ἕτερον βίον, ὅμοιον πρός
τόν ἐπίγειον.
Ἡ ἰδέα ἀνταμοιβῶν ὑλικῆς ἤ πνευματικῆς ποινῆς εὑρίσκεται μόνον
εἰς τάς πλέον προηγμένας φυλάς. Εἰς τήν Καλιφόρνιαν ὑποδύουν τούς νε-
κρούς διά τό μέλλον μακρόν των ταξείδιον. Οἱ Αὐστραλοί νομίζουν, ὅτι οἱ
Λευκοί εἶναι οἱ ἐπανερχόμενοι νεκροί των. Καί ἡ ἰδέα τῆς μετενσαρκώσεως
εἶναι κατά τό μᾶλλον καί ἦττον γενική. Ἡ εὔνοια τῶν Θεῶν καί τῶν πνευ-
μάτων ἐπισπᾶται διά τῆς προσευχῆς, τῆς μαγείας καί τῶν ἐξορκισμῶν, ἀλλ’
ἰδίως διά τῶν ἱεροτελεστιῶν καί τῶν θυσιῶν. Οἱ ἱερεῖς εἶναι ἰατροί, μάγοι
καί ἐξορκισταί.
Παρ’ ὅλην τήν ἐξάπλωσιν τῶν ἀναιμάκτων χριστιανικῶν ἀρχῶν εἰς τά
πέρατα τῆς γῆς ὑπό τῶν ἱεραποστόλων, αἱ ἀνθρωποθυσίαι εἰς τήν Ἀμερι-
κήν, Αφρικήν καί Αὐστραλίαν ὑφίστανται εἰσέτι, διότι θεωροῦνται ὡς ὑψί-
62 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

στη ἔνδειξις ἀφοσιώσεως πρός τό Θεῖον, πρός τό ὁποῖον προσφέρεται, ὅ,τι


πολυτιμώτερον. Διά τοῦτο δέ εἰς τάς ἀνθρωποθυσίας ταύτας ἐκλέγονται οἱ
καλλίτεροι καί ἀκμαιότεροι νέοι.
Εἰς πολλά μέρη τά θύματα ταῦτα πρό τῆς σφαγῆς εἶναι ἀντικείμενα
θείας τιμῆς καί μετά τήν σφαγήν τά πτώματά των χρησιμεύουν ὡς τροφήν
εἰς τούς ὁμοφύλους των πρός μετάδοσιν τῆς Θείας ἰσχύος.
Ἀξιοσημείωτον χαρακτηριστικόν πολλῶν φυλῶν εἰναι ἡ ἐξαγωγή τῆς
καρδίας τῶν θυμάτων καί ἡ ἀφιέρωσις αὐτῆς εἰς τόν ἥλιον, τόν ὁποῖον πι-
στεύουν ὡς τήν ἑστίαν τῆς ζωῆς καί τῆς ἀναγεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου.
Ἐπίσης ἡ στίξις τῶν σωμάτων ἀπαντᾶται εἰς πολλάς φυλάς, ἰδίως δέ εἰς
τήν Αὐστραλίαν. Πληθύς δέ ἀπηγορευμένων κανόνων καί ἀποτρεπομένων
τροφῶν καί ἄλλων ἀντικειμένων, αὐστηρῶς τηρουμένων, χαρακτηρίζει
τάς θρησκείας ταύτας.
Αἱ ἀνθρωποθυσίαι αὗται ἦσαν συνήθεις καί εἰς τούς ἀνατολικούς λαούς
κατά τήν ἀρχαιότητα. Πρός ἐξευμενισμόν τῆς ὀργῆς τοῦ Θείου ἐπεβάλλε-
το ἡ θυσία αὕτη εἰς τούς ἀρχηγούς τῶν λαῶν, ἐκλεγομένων τῶν θυμάτων
μεταξύ τῶν ἐκλεκτοτέρων μελῶν τῆς οἰκογενείας των. Διά τοῦτο, ὅπως
κοπάσῃ ἡ ὀργή τοῦ θείου κατά τοῦ Ἀγαμέμνονος καί ἵνα οὐριοδρομήσῃ ὁ
Ἑλληνικός στόλος πρός τήν Τροίαν, ἐπεβλήθη εἰς αὐτόν νά θυσιάσῃ τήν
προσφιλῆ αὐτοῦ θυγατέρα Ἰφιγένειαν.
Ἐπίσης καί ἡ ἰσχυρά πολιτεία τῆς Κρήτης ἐπέβαλε τήν κατ’ ἔτος θυσίαν
δέκα μελῶν, ἐκλεγομένων ἐκ τῶν καλλιτέρων οἰκογενειῶν τῶν Ἀθηνῶν.
Καί ὅμως παρά τό βάρβαρον, ἀπεχθές, διεστραμμένον καί αἱμοχαρές
τοῦτο ἔθιμον, εὑρίσκομεν εἰς τούς λαούς τούτους τιμήν καί σέβας πρός τι
ὑπερκόσμιον καί τήν ἀρχήν τῆς σοφίας, τόν φόβον πρός τό Θεῖον καί τήν
πρός αὐτό πεποίθησιν.
Ἀναγνωρίζει δέ τις καί εἰς τούς ἀνθρωποσφαγεῖς τούτους τήν θρη-
σκείαν ὡς βάλσαμον καταπραΰνον τάς ὀδύνας των, ὡς φῶς παρέχον τήν
ἐλπίδα, τό ἰδανικόν πρός ἀνώτερον βίον, τόν ὁποῖον ἀτενίζει ἡ ἀγρία καί
μή ἐξελιχθεῖσα εἰσέτι ψυχή των.
Ὑπό τόν βαρυαλγῆ πέλεκυν, ὅστις καταπίπτει ἐπί τῆς κεφαλῆς τῶν
ἀνθρωπίνων θυμάτων μιάς ἀπεχθοῦς καί διεστραμμένης κακῆς ἀντιλή-
ψεως, ἐμπεδοῦται ἡ πεποίθησις, ὅτι ἡ ἀποχωριζομένη ἐκ τοῦ σώματος
τῶν θυμάτων ψυχή εἰσχωρεῖ εἰς τάς ἀδύτους καί ἐξυγιασμένας τοῦ Θείου
χώρας, ὅπως ἐκεῖθεν ἀντλήσῃ τά ἀγαθά τῆς νέας καί ἀθανάτου ζωῆς του,
τά ὁποῖα ἐνσταλλάζει καί χορηγεῖ εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι τοῦ ἐχορήγησαν
τά μέσα, ὅπως ταχύτερον εἰσχωρήσῃ εἰς τήν ὁδόν τῆς εὐτυχίας καί μακα-
ριότητος, ἀπαλλάξαντες οὕτω αὐτόν ἐκ τῶν βασάνων καί ἀθλιοτήτων τῆς
προσκαίρου καί ματαιοδόξου ἀνθρωπίνης ζωῆς του.
Οὕτω δέ τό ρέον καί ἀχνίζον αἷμα τῶν οἰκειοθελῶς προσφερομένων
θυμάτων τούτων τῆς θείας ἐξιλεώσεως ἐν τῇ ἀντιλήψει τῆς ἀγρίας ταύτης
ἱερουργίας δέν διαφέρει ἀπό τό αἷμα τῶν μαρτύρων τό χυνόμενον ἐπί
τοῦ βωμοῦ τῆς αὐτοθυσίας πρός παγίωσιν τῆς ἱερᾶς πίστεως τοῦ Ἀληθι-
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ 63

νοῦ Θεοῦ, ὅστις εἰς ἀνταπόδοσιν αὐτῆς τούς ἀνοίγει τάς πύλας κατά τήν
ἀντίληψίν των τοῦ Παραδείσου.

Ἡ μυστική διδασκαλία, ἡ ἐσωτερική κατανόησις τῶν Θείων ἐμπνεύ-


σεων, ἡ ἐκ τῆς διαθέσεως ἀπορρέουσα, εὑρίσκεται κατά βάθος εἰς ὅλας
τάς μεγάλας θρησκείας καί εἰς τά βιβλία ὅλων τῶν λαῶν. Γεννᾶται ὅμως ἡ
ἀπορία, πῶς ἐξεπήγασεν αὕτη, πόθεν προῆλθεν, ποῦ ἐγεννήθη;
Ποία εἶναι ἡ Πηγή, ἥτις ἐξεκένωσεν εἰς σύμπασαν τήν γῆν, εἰς ὅλους
τούς λαούς τήν ἰδέαν τοῦ Θείου καί ποῖοι ἦσαν οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι, οἱ
ὁποῖοι συνέλαβον τήν διδασκαλίαν αὐτήν καί τήν μετέδωσαν κατόπιν εἰς
ὅλα τά ἔθνη;
Αἱ ἀρχαιότεραι γραφαί εἶναι ἐκεῖναι, αἱ ὁποῖαι λάμπουσιν εἰς τόν
Οὐρανόν καί ἔχουσι σχέσιν μέ τό σύνολον τῆς ἐξελίξεως τοῦ πλανητικοῦ
συστήματος, εἰς ὅ ἀνήκει καί ἡ γῆ, εἶναι τά ἀστρικά συμπλέγματα, τά
ὁποῖα ἀποτελοῦσι τόν Ζωδιακόν κύκλον. Οἱ ἀστρικοί οὗτοι κόσμοι, οἱ
ὁποῖοι διά μέσου τῶν σιγαλῶν καί ἀστροφεγγῶν νυκτῶν ἐπαφίασι τήν
ἀνταύγειαν αὐτῶν, ἀπαρτίζουσι τάς Θείας Γραφάς.
Οἱ ἄνθρωποι συνεβουλεύθησαν αὐτούς ἐπί μακρόν χρόνον πρίν ἤ
γραφῶσι τά πρῶτα βιβλία, ἐν οἷς εὑρίσκεται κατατεθειμένη ἡ ἀπόκρυφος
διδασκαλία, τάς Βέδας. Εἶναι ὁ τύπος, ἀπό τόν ὁποῖον διεμορφώθη ἡ πρω-
τόγονος πατριαρχική θρησκεία, ἁπλῆ ὡς ἡ ὕπαρξις τοῦ ἀνθρώπου, ἐστε-
ρημένη παθῶν, ζῶσα βίον ἥσυχον καί ἰσχυρόν ἐν σχέσει πρός τήν λαμπράν
φύσιν τῆς Ἀνατολῆς.
Οἱ ὕμνοι τῆς Βέδας κατά τό ὕψος καί τήν ἠθικήν ὑπεροχήν ἐγκρύπτου-
σιν πάν αἴσθημα ἐξάρσεως, τό ὁποῖον συνεκέντρωσαν ἐν τῇ πορείᾳ τοῦ
χρόνου καί παρουσιάζουσι ἀναντιρρήτως τό μᾶλλον ἐπιβάλλον φαινόμε-
νον τοῦ Ἐθνικοῦ κόσμου.
Ἡ ἀρχαιοτέρα θρησκεία τῶν Ἰνδιῶν εἶναι ἡ Βεδική, λαβοῦσα τό ὅνομα
ἐκ τῶν ἱερῶν αὐτῆς βιβλίων, τῶν «Βέδα» εἰδικῆς λέξεως σημαινούσης τήν
ἱεράν ἐπιστήμην.
Τά βιβλία ταῦτα ἤ ἀκριβέστερον μέρη αὐτῶν ἀνήκουν εἰς τά ἀρχαιότε-
ρα γραπτά μνημεῖα τοῦ κόσμου, τῶν ὁποίων ἡ καταγωγή, κατά τόν Ἰνδόν
ἀστρονόμον Σούριο Σκιντάντιο, τοῦ ὁποίου αἱ παρατηρήσεις, ἐξελεγχόμε-
ναι ὑπό μεγάλης θετικότητος καί ὑπό τῆς πορείας τῶν ἀστέρων, ἀνέρχο-
νται εἰς 58.000 ἔτη.
Τά βιβλία ταῦτα ποικίλου φιλοσοφικοῦ περιεχομένου καί ἀλληγο-
ριῶν, θεωροῦνται ὑπό τῶν Ἰνδῶν ὡς θεόθεν ἔχοντα τήν ἀρχήν. Δοξάζουσι
τόν Ἄγνι, τό πῦρ, σύμβολον τοῦ αἰωνίου ἄρρενος, ἤτοι τοῦ Δημιουργοῦ
Πνεύματος, αἰτία τοῦ παντός, τήν Σόμα, τό ρευστόν τῆς θυσίας, σύμβολον
τοῦ αἰωνίου θήλεως, ψυχήν τοῦ κόσμου, αἰθερίαν οὐσίαν.
Ἐν τῇ τελείᾳ ἑνώσει των αἱ δύο αὗται οὐσιώδεις ἀρχαί τοῦ Σύμπαντος
ἀπαρτίζουσι τό ἀνώτατον Ὄν, τόν Θεόν. Τό ἀνώτατον Ὄν θυσιάζεται καί
ὑποδιαιρεῖται διά νά παραγάγῃ τήν Παγκόσμιαν ζωήν.
64 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

Οὕτω ὁ κόσμος καί τά ὄντα, ἐκπορευόμενα παρά τοῦ Θεοῦ, ἐπιστρέ-


φουσιν εἰς τόν Θεόν διά μιᾶς σταθεράς καί ἀλληλοδιαδόχου ἐξελίξεως.
Ἐντεῦθεν παραδέχονται τήν θεωρίαν τῆς πτώσεως καί ἀναστάσεως τῶν
ψυχῶν.
Ἐν ὅσῳ ἡ θυσία ἐκτελεῖται, λέγουσιν αἱ Βέδαι, τά Ἀσουρί, ἥτοι τά
ἀνώτατα Πνεύματα καί αἱ Πάτρις, αἱ ψυχαί τῶν προγόνων, περικυκλοῦσι
τούς παρευρισκομένους καί ἑνοῦνται εἰς τήν προσευχήν των.
Οὕτω ἡ πίστις εἰς τά πνεύματα ἀνέρχεται εἰς τήν πρώτην ἡλικίαν τοῦ
κόσμου.
Αἱ Βέδαι βεβαιοῦσι τήν ἀθανασίαν τῆς ψυχῆς καί τήν μετενσάρκωσιν.
Ἡ ψυχή κατ’ αὐτάς εἶναι ἕν μέρος ἀθάνατον τοῦ ἀνθρώπου.
«Ὦ, Ἄγνι, πρέπει νά θερμαίνῃς διά τῶν ἀκτίνων σου καί νά ζωογονῇς
διά τοῦ πυρός σου.»
Πόθεν ἐγεννήθη ἡ ψυχή; Αἱ μέν ἔρχονται πρός ἡμᾶς καί ἐπιστρέφου-
σιν, αἱ δέ ἐπιστρέφουσι καί ἐπανέρχονται. Ὁ θάνατος εἶναι ἡ μετάβασις
ἐκ τῆς ἀνυπαρξίας εἰς τήν ὕπαρξιν, ἐκ τοῦ σκότους εἰς τό φῶς, ἐκ τοῦ
θανάτου εἰς τήν ἀθανασίαν.
Ὁ ἀνάξιος τοῦ Παραδείσου ὀφείλει νά ζήσῃ πάλιν ἐπί τῆς γῆς ἀναλό-
γως τῆς ἀτελείας του, ἡ δέ μετενσάρκωσις αὕτη ἐξακολουθεῖ ἓως ὅτου
τό ὄν φθάνει εἰς τήν τελειότητα, ὅτε ἀπελευθερούμενον παντός ὑλικοῦ
βυθίζεται εἰς τήν Ἄπειρον τοῦ κόσμου πνευματικότητα.
Αἱ Βέδαι εἶναι μονοθεϊστικαί. Αἱ ἀλληγορίαι, αἱ ὁποῖαι συναντῶνται εἰς
πᾶσαν αὐτῶν σελίδα, μόλις ἀποκρύπτουσι τήν εἰκόνα τῆς ἀρχικῆς αἰτίας,
τῆς ὁποίας τό ὄνομα, περιβαλλόμενον ἀπό ἱερόν σέβας, δέν δύναται νά
προφέρῃ κανείς ἐπί ποινῇ θανάτου.
Ὅσον ἀφορᾷ τάς δευτερευούσας θεότητας, προσωποποιοῦν τάς κα-
τωτέρας βοηθητικάς δυνάμεις τοῦ Θείου Ὄντος, τάς φυσικάς δυνάμεις, τάς
ἠθικάς ποιότητας, αἱ ὁποῖαι εἶναι ὑπερκόσμιοι καί ἀθάνατοι δημιουργοί καί
κυβερνῆται τοῦ κόσμου.
Ἐκ τῆς διδασκαλίας τῶν Βέδας ἀπέρρεεν ἅπαξ ὁ ὀργανισμός τῆς ἀρ-
χαίας πρωτογόνου κοινωνίας, τό σέβας πρός τήν γυναῖκα καί τά κατώτερα
ὄντα, ἡ λατρεία τῶν ἀρχαίων. Οἱ ἄνθρωποι ἔζων εὐτυχεῖς καί ἐλεύθεροι ἐν
πλήρει εἰρήνῃ.
Κατά τήν Βεδικήν ἐποχήν ἐν τῇ ἐρημία τῶν δασῶν, παρά τά ρεῖθρα τῶν
ποταμῶν καί τῶν λιμνῶν οἱ ἀναχωρηταί ἤ Ρισχί, διήρχοντο τάς ἡμέρας των
ἐν ἐρημία ὡς ἀσκηταί ἀφοσιωμένοι ἀποκλειστικῶς εἰς τά θεῖα καί τήν θεω-
ρίαν καί ἐγκαταλείποντες πᾶν ἐγκόσμιον καί ὑλικόν ἀπηρνοῦντο ἑαυτούς,
ὅπως φθάσωσι εἰς τήν γνῶσιν καί θεωρίαν τοῦ ἀπροσώπου Βράχμα.
Ὄντες δέ ἑρμηνευταί τῆς ἀποκρύφου θρησκείας, τῆς μυστικῆς διδα-
σκαλίας τῆς Βέδας, κατεῖχον τάς μυστηριώδεις ἀρχάς, τάς μεταδοθείσας
ἀπό αἰῶνος εἰς αἰῶνα καί τάς ὁποίας κέκτηνται εἰσέτι οἱ Φακίραι καί οἱ
Γιόγκεις.
Ἐκ τῆς συναδελφώσεως τῶν ἐρημιτῶν τούτων παρήχθη ἡ δημιουργική
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ 65

σκέψις, ἡ πρώτη ὤθησις, ἥτις κατέστησε τόν Βραχμανισμόν τήν μεγαλυ-


τέραν τῶν Θεοκρατιῶν.
Ὁ Βραχμανισμός εἶναι ἡ Θρησκεία τῆς ἐκλεκτῆς τάξεως τῶν Βραχ-
μάνων, ἥτις διεμορφώθη καί ἐξηπλώθη εἰς ὅλας τάς τάξεις, λαβοῦσα τήν
σημερινήν αὐτῆς μορφήν, κατέστη ἡ ἐπικρατεστέρα θρησκεία τῶν Ἰνδιῶν
μέ ποικιλίαν αἱρέσεων καί σχολῶν, ἀλλά κυρίως ὑπό τό ὄνομα Ἰνδουισμός.
Οἱ μέγιστοι Θεοί τοῦ Ἰνδουισμοῦ εἶναι ὁ Βισνοῦ καί ὁ Σίβας. Ὁ Βισνοῦ
εἶναι ὁ ἀγαθός Θεός, ὁ συντηρητής, ὁ προστατεύων τούς ἀνθρώπους ἀπό
διαφόρους κινδύνους, ὁ προσπαθῶν νά λυτρώσῃ αὐτούς ἀπό τό κακόν καί
τάς ἁμαρτίας καί τούς ὁδηγήσῃ εἰς τό βασίλειόν του. Χάριν τοῦ ἀνθρώπου
πολλάκις ἐνσαρκοῦται εἰς διαφόρους μορφάς.
Ἀντίπαλος αὐτοῦ εἶναι ὁ Σίβας, ὁ Θεός τῆς καταστροφῆς καί τοῦ
θανάτου, μέ φοβεράν μορφήν καί φρικώδη ἰσχύν ἐπί τῶν ἀνθρώπων. Παρί-
σταται διά τριῶν ὀφθαλμῶν καί εἶναι περιβεβλημένος μέ ὄφεις περί τήν
ὀσφύν του.
Οἱ μέγιστοι οὗτοι Θεοί καί αἱ ἐξ αὐτῶν ἐκπηγάζουσαι δευτερεύουσαι
παντοειδεῖς θεότητες λατρεύονται ὑπό τῶν Ἰνδῶν εἰς μεγαλοπρεπῆ κτίρια.
Ἡ πίστις δέ πρός αὐτούς ἐκδηλοῦται δι’ ὕμνων, οἵτινες ἐγκλείουσι θαυμα-
σίαν ποιητικήν ἔξαρσιν.
Εἷς ἐκ τῶν ὕμνων τούτων πρός τόν Σίβα ἔχει οὕτω:
«Σύ εἶσαι ὁ Κύριος. Ἔσω δοξασμένος. Ἡ ζωή εἶναι πλησίον Σου. Σύ εἶσαι
ὁ πατήρ καί ἡ μήτηρ μου, ἐγώ τό τέκνον Σου. Πᾶν ἀγαθόν πηγάζει ἐκ τῆς
Σῆς ποσότητος. Ὕψιστε Κύριε μεταξύ Κυρίων· Σύ κυβερνάς πᾶν, ὅ,τι ὑπάρ-
χει καί πᾶν τό ἐκ Σοῦ ὑπακούει εἰς τήν θέλησίν Σου, Κύριε, ἀπόβλεψον πρός
με, οὐδέν ἰσχύω ἄνευ τῆς βοηθείας Σου. Εἰς ποῖον νά ἐκμυστηρευθῶ τούς
πόνους μου; Ἐνίοτε ἀπέβλεψα πρός τά ἀγαθά τοῦ κόσμου τούτου, πλήν εἰς
μάτην. Σύ εἶσαι τό τέρμα τοῦ ἐλέους, μή στρέψῃς τό ὄμμα Σου ἀπ’ ἐμοῦ.
Τό ὄνομα τοῦ Κυρίου βεβαίως εἶναι ἡ καταφυγή, ἡ μόνη σωτηρία. Κύριε αἱ
ὁδοί Σου ἀνακουφίζουν τήν καρδίαν μου. Θεέ τοῦ ἐλέους, ποίησον κατά
τήν κρίσιν Σου.»
Ἡ πρός τόν Θεὸν ἀγάπη ἐκδηλοῦται καί διά θρησκευτικῶν χορῶν καί
λιτανειῶν, ὡς ἐπίσης καί δι’ ἐκστατικῶν ἀσμάτων, τά ὁποῖα μεταρσιοῦσι
τήν ψυχήν καί ἐπικοινωνοῦσιν αὐτήν μέ τό Θεῖον.
Ἡ συκῆ θεωρεῖται παρά τοῖς Βραχμανισταῖς ὡς ἱερόν δένδρον, πολ-
λαχοῦ δέ αἱ ἀγελάδες, οἱ ὄφεις καί οἱ πίθηκοι θεωροῦνται καί τιμῶνται ὡς
ἱερά ζῶα. Ἐπίσης αἱ λίμναι καί οἱ ρύακες θεωροῦνται ὡς ἱεροί τόποι, εἰς
τούς ὁποίους ἡ ψυχή τῶν πιστῶν, ἀφιεμένη ἐλευθέρα, ἀπεκδύεται τῶν
βιω­τικῶν μεριμνῶν καί ἐν τῷ ὕδατι αὐτῶν ἀνευρίσκει τήν καθρεπτιζο-
μένην ἀνταύγειαν τῶν ψυχικῶν αὐτῆς συναισθημάτων, τά ὁποῖα ἀφίενται
ἐλεύθερα, ὅπως δοξάσωσι τόν Βασιλέα τοῦ Οὐρανοῦ καί τῆς φύσεως.
Ἡ μυστηριώδης ὕπαρξις τοῦ Βράχμα καί ὁ τρόπος τῆς ἐμβαθύνσεως
εἰς τοῦτο ἐκίνησε πολλούς θρησκευτικούς διαμορφωτάς καί ἱδρυτάς συ-
στημάτων εἰς τάς Ἰνδίας πρός ἐξήγησιν τῶν θρησκευτικῶν μυστηρίων.
66 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

Ἐκ τούτων ὁ Κρίσνα ἀνατραφείς ὡς ἀσκητής εἰς τούς κόλπους τῶν δα-


σῶν καί τῶν κέδρων, ἅτινα ἐπιστέφουσι τάς χιονοσκεπεῖς καί ἀπροσίτους
κορυφάς τῶν Ἰμαλαΐων ὀρέων, ἀπέβη ὁ μᾶλλον ἐμπνευσμένος τῆς Ἰνδικῆς
πίστεως.
Ἡ μεγάλη αὕτη μορφή φαίνεται ἐν τῇ ἱστορίᾳ τῶν θρησκευτικῶν ἀνα-
μορφωτῶν, τῶν Θείων Ἀποστόλων. Διά τῆς διδασκαλίας αὐτοῦ ἀνανέωσε
καί συνεπλήρωσε τάς διδασκαλίας τῶν Βέδας, στηρίζων αὐτάς ἐπί τῆς
ἰδέας τῆς Τριάδος, ἐπί τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς καί ἐπί τῆς διαδοχικῆς
ἀναγεννήσεως αὐτῆς διά τῆς μετενσαρκώσεως.
Ἀφοῦ ἐσφράγισε τό ἔργον του διά τοῦ αἵματός του, ἐγκατέλειψε τήν
γῆν, ἀφήσας τό ἔργον τῆς μεγάλης ἐμπνεύσεώς του, τοῦ ἀνωτάτου ἰδανι-
κοῦ τῆς διδασκαλίας του, διά τῆς ὁποίας αἱ Ἰνδίαι ἔζησαν ἐπί χιλιάδας ἐτῶν.
Κυρία διδασκαλία αὐτοῦ ἦτο, ὅτι εἰς τόν Βράχμα δύναταί τις νά φθάσῃ
δι’ αὐστηροτάτης ἀσκήσεως μέχρι βασανισμοῦ τοῦ σώματος.
Ὁ Κρίσνα περικυκλούμενος ἀπό τούς μαθητάς περιήχετο ἀπό πόλεως
εἰς πόλιν διαδίδων τήν διδασκαλίαν, ἥτις εἰς τάς κυριωτέρας γραμμάς της
συνοψίζεται ὡς ἐξῆς:
«Τό σῶμα, ἔλεγε, εἶναι περικάλυμμα τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία κατοικεῖ ἐν
αὐτῷ, τό ὁποῖον εἶναι πεπερασμένον, ἐνῷ ἡ ψυχή εἶναι ἀόρατος καί αἰωνία.
Ἡ τύχη τῆς μετά θάνατον ψυχῆς ἀπαρτίζει τό μυστήριον τῶν ἀναγεννή-
σεων. Ὅπως τό βάθος τῶν οὐρανῶν ἀνοίγει εἰς τάς ἀκτίνας τῶν ἀστέρων,
οὕτω καί τό βάθος τῆς ζωῆς φωτίζεται εἰς τό φῶς τῆς ἀληθείας ταύτης.
Ὅταν τό σῶμα διαλυθῇ, ἡ ψυχή πετᾶ εἰς τά μέρη τῶν καθαρῶν ὄντων,
ἔχουσα τήν γνῶσιν τοῦ Ὑψίστου, ἐν ὅσῳ ἡ σοφία κυριαρχεῖ ἐν αὐτῇ, καθ’
ὅσον ὅμως τό πάθος κυριαρχεῖ, ἡ ψυχή ἐπανέρχεται μεταξύ ἐκείνων, οἵτι-
νες συνδέονται μετά τῶν γηΐνων πραγμάτων. Ἐπίσης αὕτη, σκοτισμένη
ὑπό τῆς ὕλης καί τῆς ἀγνοίας, προσελκύεται ὑπό τοῦ σώματος τῶν ἀλόγων
ὄντων. Πᾶσα ἀναγέννησις εὐτυχής ἤ ἀτυχής εἶναι ἡ συνέπεια τῶν ἐκτελε-
σθεισῶν πράξεων τῆς προγενεστέρας ζωῆς. Ἕκαστος ἄνθρωπος φέρει ἐν
ἑαυτῷ ἕνα ἄριστον φίλον, τόν ὁποῖον δέν γνωρίζει, διότι ὁ Θεός κατοικεῖ
εἰς τό ἐσωτερικόν ἑκάστου ἀνθρώπου, ἀλλ’ ὀλίγοι γνωρίζουν νά τόν δια-
κρίνουν. Ὁ ἄνθρωπος, ὅστις θυσιάζει τάς ἐπιθυμίας του καί τά ἔργα του εἰς
τό Ὄν, ἀπό τοῦ ὁποίου ἐκπορεύονται αἱ ἀρχαί παντός πράγματος καί ἐκ
τοῦ ὁποίου ἔγινε τό Σύμπαν, ἀποκτᾷ διά τῆς θυσίας ταύτης τήν τελειότητα,
διότι ἐν ἑαυτῷ εὑρίσκει τήν εὐτυχίαν του καί τήν χαράν του καί ἐν αὐτῷ
ἐπίσης τό φῶς του, εἶναι ἕν μετά τοῦ Θεοῦ. Ἡ ψυχή, ἥτις εὗρε τόν Θεόν, εἶ-
ναι ἀπηλλαγμένη τῆς ἀναγεννήσεως καί τοῦ θανάτου, τοῦ γήρατος καί τῆς
θλίψεως καί πίνει τό νερό τῆς ἀθανασίας.»
Ὁ Κρίσνα ἐπίσης, ὡς ἐκ τῆς ἰδιότητος τῆς φύσεως καί τῆς ἀποστολῆς
του, ὡμίλησε πρός τούς μαθητάς του διά φράσεων, αἱ ὁποῖαι εἶναι ἄξιαι
μελέτης καί προσοχῆς ὑπό τῶν ἀμερολήπτως μελετώντων καί ἐξεταζό-
ντων αὑτάς.
«Ἐγώ καί σεῖς, ἔλεγεν, ἔχομεν περισσοτέρας γεννήσεις. Αἱ ἰδικαί μου
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ 67

εἶναι γνωσταί παρ’ ἐμοῦ, ἀλλά σεῖς δέν γνωρίζετε οὔτε τάς ἰδικάς σας, καί
ἄν καί δέν εἶμαι ὡς ἐκ τῆς φύσεώς μου ὑποκείμενος εἰς τό νά γεννηθῶ ἤ
ν’ ἀποθάνω, εἰς πᾶσαν στιγμήν, καθ’ ἥν ἡ ἀρετή παρεκκλίνει ἐν τῷ κόσμῳ
τούτῳ καί τό ἔγκλημα καί ἡ ἀδικία τήν παρασύρουσι, τότε γίνομαι ὁρατός
καί τοιουτοτρόπως ἐμφανίζομαι ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν διά τό δίκαιον, διά
τήν τιμωρίαν τοῦ κακοῦ καί διά τήν ἐπάνοδον τῆς ἀρετῆς. Σᾶς ἀπεκάλυ-
ψα τά μεγάλα μυστήρια. Μή τό λέγετε παρά εἰς τούς δυναμένους νά τό
ἐννοήσουν. Εἶσθε οἱ ἐκλεκτοί μου, βλέπετε τόν σκοπόν, τό πλῆθος δέν
βλέπει παρά ἓν ἄκρον τοῦ δρόμου.»
Ἡ ἠθική τοῦ Κρίσνα εἶναι ἐπίσης καθαρά ἀλήθεια τῆς ἀρετῆς, ἡ ὁποία
ἐπιφυλάσσει τήν ἐξάγνισιν τῆς ψυχῆς εἰς πάντας τούς τηροῦντας αὐτήν.
Τά κακά, διά τῶν ὁποίων κάμνομεν νά λυπῆται ὁ πλησίον μας, μᾶς ἀκο-
λουθοῦσιν ὡς σκιά τό σῶμα μας. Τά ἔργα, τά ἐμπνευσθέντα ὑπό τῆς ἀγά-
πης τῶν ὁμοίων μας, εἶναι ἐκεῖνα, τά ὁποῖα βαρύνουσι περισσότερον εἰς
τήν Θείαν πλάστιγγα.
Ἐάν ἐπισκέπτεσαι τούς καλούς, τά παραδείγματά σου θά εἶναι ἀνωφελῆ.
Μή φοβηθῇς νά ζήσῃς μεταξύ τῶν κακῶν, διά νά τούς ἐπαναφέρῃς εἰς τό
καλόν. Ὁ ἐνάρετος ἄνθρωπος ὁμοιάζει πρός γιγάντιον δένδρον, τοῦ ὁποίου
ἡ εὐεργετική σκιά δίδει εἰς τά πέριξ αὐτοῦ φυτά τήν δρόσον καί τήν ζωή.
Ὅταν ὡμίλει περί αὐταπαρνήσεως καί θυσίας, ἄφηνε τήν ψυχήν του
ν’ ἀποκαλύψῃ τήν Θείαν ἔμπνευσιν, ἥτις ὑπηγόρευεν ἐν ἀθανάτοις ρήμασι
τά ἐξῆς: «Ὁ ἐνάρετος ἄνθρωπος ὀφείλει νά πέσῃ ὑπό τά κτυπήματα τῶν
κακῶν, ὡς τό εὔοσμον δένδρον, τό ὁποῖον, ὅταν τό κτυποῦν, μεταδίδει τήν
εὐωδίαν εἰς τόν πέλεκυν, ὅστις τό κτυπᾷ...»
Ὅταν οἱ σοφισταί τόν ἠρώτων νά τούς ἐξηγήσῃ τήν φύσιν τοῦ Θεοῦ,
ἀπήντα: «Τό Ἄπειρον καί ἡ ἔκτασις δύνανται μόνον νά ἐννοήσουν τό
Ἄπειρον. Μόνον ὁ Θεός δύναται νά ἐννοήσῃ τόν Θεὸν.»
Πρόσθετε ἀκόμη: «Οὐδέν ἐκ τῶν ὄντων δύναται νά καταστραφῇ
διότι ὅ,τι εἶναι, περιλαμβάνεται ἐν τῷ Θεῷ. Οὕτω οἱ φρόνιμοι δέν
κλαίουσιν οὔτε τούς ζῶντας, οὔτε τούς νεκρούς. Διότι ποτέ δέν ἔπαυ-
σα νά ὑπάρχω, οὔτε σύ οὔτε οὐδείς τῶν ἀνθρώπων καί ποτέ δέν θά
παύσωμεν νά εἴμεθα ὅλοι ἡμεῖς πέραν τῆς παρούσης ζωῆς.»
Διά τό ζήτημα τῆς ἐπικοινωνίας μετά τῶν πνευμάτων λέγει: «Πολύ πρίν
ἀπαλλαγῶσι τοῦ θνητοῦ αὐτῶν περικαλύμματος, αἱ ψυχαί, αἱ ὁποῖαι ἔπρα-
ξαν τό καλόν, ἀποκτῶσι τήν ἰδιότητα νά ὁμιλῶσι μέ τάς ψυχάς, αἱ ὁποῖαι
προηγήθησαν εἰς τήν πνευματικήν ζωήν.»
Καί σήμερον ἔτι οἱ Βραχμᾶνες βεβαιοῦσι διά τῆς διδασκαλίας τῶν
Πάτρις. Καταφαίνεται δέ, ὅτι εἰς πᾶσαν ἐποχήν ἡ ἐπίκλησις τῶν νεκρῶν
ἦτο μία μορφή τῆς λειτουργίας των.
Αὐτά εἶναι τά κυριώτερα σημεῖα τῆς διδασκαλίας τοῦ Κρίσνα καί ἐκ
τούτων καταφαίνεται, ὅτι ἡ ἀποστολή αὐτοῦ ἐνεῖχε σημαντικόν λόγον ἐπί
τῆς ἐκπολιτίσεως τῶν ἀνθρώπων τῆς ἀρχαίας ἐκείνης ἐποχῆς, καθ’ ἥν ἔζησεν.
Κατ’ ἀρχάς δέ ὁ κοινωνικός ὀργανισμός τῶν Ἰνδιῶν ἐβασίσθη ὑπό τῶν
68 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

Βραχμάνων ἐπί τῶν θρησκευτικῶν τούτων συλλήψεων, αἵτινες διῇρεσαν


τήν κοινωνίαν εἰς τρεῖς τάξεις κατά τό τριαδικόν σύστημα ἀλλ’ ὀλίγον κατ’
ὀλίγον ὁ ὀργανισμός αὐτός μετέπεσεν εἰς προνόμια θρησκευτικά καί ἀρι-
στοκρατικά. Σύν τῷ χρόνῳ δέ ἡ κληρονομικότης ἐπέβαλε τά στενά καί αὐ-
στηρά αὐτῆς ὅρια εἰς τάς ἰδέας ὅλων.
Οὕτω δέ ἡ ἐλευθέρα καί τιμημένη γυναῖκα εἰς τούς χρόνους τῶν Βέδας
σύν τῷ χρόνῳ καί διά τῆς φυσικῆς ἰσχύος τοῦ ἀνδρός κατέστη δούλη καί
ὡς δούλη δέν ἠδύνατο, παρά νά μορφώσῃ τά τέκνα της δουλοπρεπῶς.
Οἱ Βραχμᾶνες, ἀφοῦ ἐπέφεραν τήν τάξιν καί ὠργάνωσαν τάς Ινδίας
κατά τάς ἐγωπαθεῖς αὐτῶν ἀντιλήψεις, ἀφαιρέσαντες πᾶσαν ἠθικήν ἐπιβο-
λήν ἀπό τάς διδασκαλίας τοῦ Κρίσνα καί περιβάλλοντες αὐτήν μέ χονδρο-
ειδεῖς καί ὑλιστικάς περιβολάς, δηλονότι μέ τάς παιδαριώδεις περιγραφάς
του, τό πομπῶδες τελεταρχικόν μέρος του, τάς διαφόρους τυπικάς τελε-
τάς, τούς μύθους καί τάς εἰκόνας, τῶν ὁποίων κάμνει τόσην κατάχρησιν,
δέν βλέπομεν παρά σωρόν προλήψεων, ἥτις διά τῆς ὑπερβολικῆς πιέσεως
τοῦ ἀνωτέρου κλήρου τῶν Ινδιῶν ἐπέφερε τήν ὑποδούλωσιν αὐτῶν.
Αλλ’ ὁ ἀμερόληπτος κριτής σφάλλει, ἐάν κρίνῃ τόν Βραχμανισμόν ὑπό
μόνον τήν ἐξωτερικήν αὐτοῦ ἐπιφάνειαν. Εἰς τόν Βραχμανισμόν, ὅπως καί
εἰς ὅλας τάς ἀρχαίας θρησκείας, πρέπει νά διακρίνωμεν δύο μορφάς. Ἡ μία
εἶναι ἡ κοινή λατρεία καί διδασκαλία, ἡ πλήρης μύθων καί προλήψεων, αἱ
ὁποῖαι αἰχμαλωτίζουσι τούς λαούς καί ὠθοῦσιν αὐτούς εἰς τόν δρόμον τῆς
δουλείας καί εἰς τόν περιορισμόν τῆς ἐλευθέρας σκέψεως καί δράσεως,
ἀναπτύσσουσαι εἰς αὐτόν τήν δειλίαν καί τόν φόβον καί ὀχυροῦντες αὐτόν
ὄπισθεν προληπτικῶν καί αἱρετικῶν δογμάτων καί παραδοχῶν, τάς ὁποίας
εἰς μάτην ἡ φωνή τῆς συνειδήσεως καί λογικῆς του ἀποκρούει.
Μέ τάς ἰδέας αὐτῆς συνδέεται τό δόγμα τῆς μετεμψυχώσεως, ἥτοι τῆς
ἀναγεννήσεως τῶν ἐνόχων ψυχῶν εἰς τά σώματα τῶν ζώων, τῶν ἐντόμων
καί τῶν φυτῶν, φόβητρον προωρισμένον νά ἐμβάλῃ τόν φόβον εἰς τούς
ἀδυνάτους καί τοῦ ὁποίου παρεμφερές σύστημα ἀκολουθοῦν πολλοί Χρι-
στιανοί ἐν τῇ συλλήψει τῶν μύθων τοῦ Σατανᾶ, τοῦ Ἄδου καί τῆς αἰωνίας
καταδίκης καί τιμωρίας τῶν ἁμαρτωλῶν.
Ἡ μυστική ὅμως διδασκαλία τῆς ἐσωτερικῆς παραδόσεως, βασιζομὲνη
ἐπί μόνον τῶν ἀγαθῶν πράξεων καί τῆς ἐπιγνώσεως τῆς ἐκτελέσεως τοῦ
Καλοῦ καί Ἀγαθοῦ, παρέχει εἰς τήν ψυχήν, εἰς τήν παγκόσμιον αἰτίαν τάς
ὑψηλοτέρας θεωρίας καί ἀνεξαρτήτου ἐθνισμοῦ ἤ θρησκεύματος, διαιρέ-
σεως κοινωνικῆς τάξεως καί φυλῆς ἐπιβάλλει τήν Ἀγάπην, τήν Ἀλληλεγ-
γύην, τήν Ἀδέλφωσιν, τήν Ἀλήθειαν, τήν Εὐσπλαχνίαν, τήν Ἀγαθότητα,
τήν Ἐλεημοσύνην, τήν Ἀνεξικακίαν, τήν Συγχώρησιν καί πάσας τάς ἀγα-
θάς ἰδιότητας τῶν ψυχῶν εἰς πάντας τούς ἀκολούθους αὐτῶν.

Φ. Α. Ρ. Α. Χ.
Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Μακάριοι οἱ εἰδότες τὴν Ἀλήθειαν καὶ ταύτην ὡς

γνώμονα τοῦ βίου αὐτῶν θέντες.

Μακάριοι οἱ πιστεύσαντες εἰς αὐτήν, ὡς οὗτοι

ἄξιοι αὐτῆς κληθέντες, ἐν αὐτῇ δὲ ἐμμένοντες καὶ

ταύτην τηροῦντες, ὑπὲρ αὐτῆς τὸν βίον αὐτῶν

καταλειψάμενοι, τὸν ἐν τῇ Ἀληθείᾳ κεκρυμμένον

θησαυρὸν Πνευματικῆς ἀποκαταστάσεως, ὡς ἄξιοι

αὐτῆς τηρηταὶ συναποκομίσωσιν.

Ἀπὸ πάντας τοὺς Ἀκολούθους Μου ἐπιζητῶ τὴν

διηνεκῆ πάλην αὐτῶν ἐν τῇ ἐπιλάμψει τῆς Ἀληθείας.


Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Η ΠΑΡΕΛΘΟΥΣΑ, Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΑΙ Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ἐὰν ρίψωμεν ἓν βλέμμα εἰς τὸ σκοτεινὸν παρελθὸν τοῦ ἀνθρωπίνου


γένους, ἐὰν θελήσωμεν νὰ μελετήσωμεν τὴν ἰδιωτικήν, κοινωνικὴν καὶ
θρησκευτικὴν αὐτοῦ ζωήν, ἐὰν ζητήσωμεν νὰ γνωρίσωμεν τὰς ἑκάστοτε
ἀντιλήψεις αὐτοῦ ἐπί τε τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ ἐπὶ τοῦ περιβάλλοντος, θέλο-
μεν λίαν εὐχερῶς σταθμίσει τὴν διανοητικήν, ὅ ἐστι πνευματικὴν αὐτοῦ
ἐνεργητικότητα, θέλομεν παρακολουθήσει τὴν ἐξέλιξιν αὐτοῦ. Εἶναι πλέον
ἀποδεδειγμένον ὅτι πᾶσα πρόοδος, συντελουμένη εἰς μέρος τι ἢ εἰς
τὸ ὅλον τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, εἶναι ἄμεσος ἐξάρτησις τοῦ ἠθικοῦ
νόμου, τοῦ ἀπορρέοντος εὐθέως ἀπὸ τὰς ἀναλόγους περὶ Θεοῦ καὶ ἀν-
θρώπου ἀντιλήψεις αὐτοῦ.
Ἀπὸ τῆς ἀρχεγόνου αὐτοῦ καταστάσεως ὁ ἀνθρώπινος νοῦς, προσπα-
θῶν ἐν τῇ παρελεύσει τῶν αἰώνων νὰ χύσῃ φῶς διὰ τῆς γνώσεως εἰς τὰ
ἀπροσπέλαστα ἐρέβη τῆς ἀγνοίας, ἣν ἔτρεφε μετὰ στοργῆς παχυλὴ πνευ-
ματικὴ κατάστασις, διεχάραξε δεδαλώδην τροχιὰν ἐξελίξεως καὶ παρου-
σίασεν ἀναριθμήτους σταθμούς, χαρακτηρίζοντας ἀφετηρίας προόδου
ἱστορικὰς καὶ τέρματα ἀξιοθρήνητα. Ἀλλ’ οἱ κύριοι καὶ δεσπόζοντες σταθ-
μοί, οὓς θέλει ἀμέσως διακρίνει τοῦ ἐρευνῶντος ὁ ὀφθαλμός, οἱ ὁρίζοντες
τὴν τροχιὰν τῆς κοινωνικής τοῦ ἀνθρώπου ἐξελίξεως, ἀπὸ τῶν ἀπωτάτων
ἐκείνων χρόνων μέχρι τοῦ παρόντος συμπεριλαμβανομένου, εἶναι τρεῖς.
Δυνάμεθα ὅθεν νὰ διακρίνωμεν εἰς τρεῖς περιόδους τὴν θρησκευτικοκοι-
νωνικὴν τοῦ ἀνθρώπου ἐξέλιξιν.
Κατὰ τὰς τρεῖς ταύτας περιόδους, καθ’ ἃς τὸ ἀνθρώπινον πνεῦμα
πάντοτε εἶχεν ἠπλωμένας τὰς ἐρευνητικὰς αὐτοῦ χεῖρας, τὸ ἀνθρώπινον
γένος διακρίνεται διὰ ποικίλας μεταπτώσεις εὐγενῶν ἀντιλήψεων εἰς ἀγε-
νεῖς, διὰ διαφόρους παρεκκλίσεις ἀπὸ τῆς Ἀληθείας εἰς τὴν πλάνην, ἀπὸ
τοῦ ὑγιοῦς εἰς τὸ νοσηρόν. Καὶ τοῦτο ἐπειδὴ τὰς διαφόρους κατευθύνσεις
ἔδιδεν αὐτῷ ἡ ἀντίστοιχος θρησκευτικὴ ἀρχή, ἥτις μορφουμένη ἀπὸ τὰς
περιβαλλούσας συνθήκας, εἰ καὶ γεννωμένη ἀπὸ τὸ ἐνδότερον στοιχεῖον
τοῦ πνευματικοῦ, ἐχάρασσε καὶ τὴν ἀνάλογον προοδευτικὴν τροχιάν, δια-
μορφώνουσα καταλλήλως τὸν πολιτισμὸν τοῦ κοινωνικοῦ συμπλέγματος.
Ἀλλ’ ἐπειδὴ τὸ πηδάλιον τὸ ὁρίζον τὴν κατεύθυνσιν τοῦ κοινωνικοῦ συ-
γκροτήματος, μορφούμενον ἀπὸ συνθήκας διαφόρους ἑκάστοτε καὶ γεν-
νώμενον ἀπὸ πεπλανημένας ἀρχάς, δὲν ἦτο τὸ στερεὸν καὶ ἀλάνθαστον,
διὰ τοῦτο τὸ ἑκάστοτε κοινωνικὸν ἀκάτιον προσέκρουσεν εἰς σκοπέλους,
ἐξώκειλεν εἰς βραχώδεις ἀκτάς, κατεποντίσθη εἰς τὰ ὑγρὰ τῶν κυμάτων
72 Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

στόματα, χωρὶς οὐδέποτε εὐδιοδρομοῦν νὰ φθάσῃ εἰς τὸν λιμένα τὸν ζη-
τούμενον. Ἁπλοῦν βλέμμα εἰς τὴν ἱστορίαν τῶν ἐθνῶν τοῦ παρελθόντος
μᾶς βεβαιοῖ περὶ πάντων τούτων.
Ἤκμασαν ἔθνη, ἐγεννήθησαν ἐν ἰσχύϊ βασιλεῖαι, ἦλθον εἰς ἐπιφάνειαν
ποικίλα πολιτεύματα, ἐγεννήθησαν καὶ ἐσβέσθησαν περίφημοι δημοκρα-
τίαι καὶ ὅμως, ἀπὸ πάντα ταῦτα τὰ βιώσαντα συστήματα, οὐδὲν ἔμεινεν
τὸ αὐτὸ μέχρι τοῦ νῦν, οὐδὲν ἐπεκράτησεν ἐν μέρει ἢ ἐν συνόλῳ εἰς τὸ
πολύμορφον τοῦτο κοινωνικὸν σύμφυρμα. Μικρὰ καὶ παροδικὴ ἐπικράτεια
καὶ σύντομος ἀνατροπὴ αὐτῆς. Αὕτη εἶναι ἡ τύχη, ἥτις διακρίνει μέχρι τοῦ
νῦν τὰ κοινωνικὰ συστήματα.
Τοιουτοτρόπως δὲ τὸ ταλαίπωρον ἀνθρώπινον γένος, ἀφιέμενον ἀκυ-
βέρνητον εἰς τὰ τενάγη τοῦ πεπρωμένου, προσκρούει, ὡς ὁ τυφλὸς ἐπὶ
πετρῶν καὶ πίπτει εἰς τοὺς πρὸ αὐτοῦ χάνδακας. Καὶ ταῦτα διότι αἱ ἠθικαὶ
αὐτοῦ ἀρχαί, αἱ ἀμέσως ἀπορρέουσαι ἀπὸ τὰς θρησκευτικὰς ἀντι-
λήψεις, φιλοξενοῦσαν ἀπειρίαν σεσηπότων στοιχείων, ἅτινα παρει-
σέφρυσαν ὡς ὑγιᾶ, ἂν καὶ εἶναι γέννημα πλανῶν χαρακτηριζουσῶν
προλήψεις καὶ δογματικὴν πίστιν.
Ἡ πρώτη ἀφετηρία τῆς πρὸς ἀνελικτικὴν προοδευτικὴν τοῦ ἀνθρω-
πίνου γένους κλίμακα ἐκκινήσεως, ὁρίζει τὴν πρώτην περίοδον, ἥτις ἀρ-
χομένη ἀπὸ τὴν ἐμβρυὼδη γνῶσιν, ἐχώρησε πρὸς τὰ πρόσω καταλήξασα
εἰς τὸν δεύτερον σταθμόν, ἐξ οὖ ἄρχεται ἡ δευτέρα περίοδος. Κατὰ τὴν
πρώτην ταύτην περίοδον, καθ’ ἣν ἡ πρὸς γνῶσιν ἔρευνα τοῦ ἀνθρωπίνου
γένους προσεπάθη διακαῶς νὰ καλύψῃ πᾶν παρουσιαζόμενον κενὸν καὶ
νὰ ἐκπληρώσῃ πᾶσαν προβαλλομένην ἀνάγκην, μύριαι ὅσαι προβάλλου-
σιν τροπαὶ εἰς τὰ κοινωνικὰ συμπλέγματα, χαρακτηρίζουσαι τὴν τάσιν, ἣν
εἶχεν τὸ ἀνθρώπινον πνεῦμα πρὸς σύλληψιν τοῦ ἀληθοῦς, πρὸς γνῶσιν
ἀκριβῆ τοῦ στοιχείου ἐκείνου, περὶ ὃ πλεκόμενον τὸ κοινωνικὸν σύστημα,
ἤθελε παρουσιάσει ἀπόλυτον ἰσορροπίαν καὶ ἁρμονίαν.
Μύριαι ὅσαι κοινωνικαὶ καταστάσεις προβάλλουσιν, αἵτινές εἰσιν ἀπαυ-
γάσματα διαφόρων ἀντιλήψεων τῶν διαδεχομένων ἀλλήλας γενεῶν, ἐπὶ
τοῦ αἰτίου τοῦ δημιουργήσαντος τὸ Σύμπαν καὶ τῶν περὶ αὐτὸ καὶ ἐπὶ τῶν
ἀφορούντων τὸν ἄνθρωπον. Εἶναι πλέον ἐκτὸς πάσης ἀμφιβολίας ὅτι τὸ
ἀνθρώπινον πνεῦμα οὐδέποτε ἔπαυσε ζητοῦν τὴν δημιουργικὴν τῶν περὶ
αὐτῶν καὶ αὐτοῦ αἰτίαν, εἰς οἱανδήποτε καὶ ἂν εὑρέθη κατάστασιν, μηδὲ
αὐτῆς τῆς θηριώδους ἐξαιρουμένης. Εἰς οἱανδήποτε ἐποχὴν καὶ ἂν ἀνατρέ-
ξωμεν, θὰ εὕρωμεν τὸν ἄνθρωπον λατρεύοντα ὡς σύμβολόν τι καὶ ὄνομα
τὸν Θεὸν καὶ συντάσσοντα ἐντολάς, ἐπιβαλλομένας ἀπὸ τὸ λατρευὸμε-
νον Θεῖον αὐτοῦ Ὄν. Ἐπὶ τῇ βάσει δὲ τῶν ἐντολῶν τούτων θέλομεν εὕρει
τὸν ἄνθρωπον ρυθμίζοντα τὰ κατ’ αὐτὸν καὶ τοὺς ὁμοίους του, ταξινομοῦ-
ντα συστήματα καὶ ὁρίζοντα σχέσεις, νομοθετοῦντα καὶ ἐφαρμόζοντα τὰ
νομοθετημένα.
Ἀλλ’ ἐπειδὴ αἱ ἐκ τῆς θελήσεως τοῦ Θείου Ὄντος ἀπορρέουσαι ἐντο-
λαί, αἱ δημιουργοῦσαι τὸν ἀντίστοιχον ἠθικὸν νόμον, ἄρα καὶ κοινωνικόν,
Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 73

δὲν ἦσαν αἱ εὐθέως ἀπὸ τὸ Θεῖον καὶ ἐνδότατον τοῦ ἀνθρώπου στοιχεῖον
ἐξηγμέναι, ὡς ἐκ τῆς ἀτελοῦς ψυχικῆς ἀναπτύξεως, διὰ τοῦτο αἱ ἀπὸ
ταύτας κυβερνώμεναι κοινωνίαι παρουσίαζον ἑκάστοτε τὰς δυσαρμονίας
ἐκείνας, αἵτινες ἐγένοντο ἀφορμὴ ἀνατροπῆς τοῦ ἐπικρατοῦντος κοινωνι-
κοῦ συστήματος καὶ ἀντικαταστάσεως ὑφ’ ἑτέρου τοιούτου. Ἡ δουλεία, ὁ
ἐξανδραποδισμὸς καὶ ἡ ἀνθρωποπωλησία, διατηρηθεῖσαι μέχρι τῶν τελευ-
ταίων ἐτῶν καὶ ἴσως που ὑφιστάμεναι, εἶναι τὸ εὐγλωττότερον παράδειγμα
τῆς παρεφθαρμένης ἐπιγνώσεως, τῆς ἐντελλομένης τοὺς ἠθικοὺς νόμους
ἠθικῆς ἀρχῆς, τῆς στρεβλουμένης ἀπὸ τὰ φυσικὰ ἔνστικτα φωνητικῆς
τῆς συνειδήσεως τοῦ Θεοῦ ἠχοῦς. Καὶ οὕτω τὸ κοινωνικὸν ἄγος ἠκολούθη-
σε πιστῶς τὰς θρησκευτικὰς πλάνας καὶ τὰς ἠθικὰς παρακρούσεις τοῦ χω-
ροῦντος εἰς τὰ σκότη τοῦ μέλλοντος ἀνθρωπίνου γένους.
Ἡ λατρεία τῶν στοιχείων ὡς Θεῶν ἢ τῶν δυνάμεων, ἀπῄτει καὶ ἀνάλο-
γον ἐκδήλωσιν λατρείας, προσανατολιζομένης εἰς τὰς ἕξεις καὶ τὰς ἐπιθυ-
μίας τοῦ λατρευομένου Θεοῦ. Λατρευόμενος ὡς Θεὸς ὁ Νεῖλος, ὁ λέων ἢ ὁ
κροκόδειλος, ἐζήτει λατρείαν μὴ ἀπάδουσαν πρὸς τὰς ἐπιθυμίας αὐτοῦ. Ὁ
Νεῖλος ἐπλημμύρει, ὁ λέων καὶ ὁ κροκόδειλος ἔτρωγον. Πᾶσα δὲ κακὴ τῆς
τύχης τροπὴ ἀπῄτει καὶ ἐξιλέωσιν τοῦ Θεοῦ. Καὶ οὕτω τὸ παιδικόν, ἀλλὰ
πάντοτε ὑψηλόν, ἀνθρώπινον πνεῦμα ἐσοφίσθη τὰς θυσίας, φθάσαν εἰς τὸ
ὕπατον τῆς ἰδανικότητος, τὴν ἀνθρωποθυσίαν, πλὴν ὅμως καὶ τὸ ὕπατον τῆς
ἀποτροπαίου θηριωδίας αὐτοῦ. Καὶ ἐδῶ μὲν ἡ κοινωνία αὕτη ἐκλέγει μεταξὺ
τῶν μελῶν αὐτῆς τὰ θύματα τοῦ θυσιαστηρίου, ἐκεῖ δὲ ἐκείνη ἐγείρει πόλε-
μον κατὰ τῶν ὁμοίων της, ἵνα τοὺς αἰχμαλωτισθέντας θυσιάσῃ. Οὕτω δὲ ἡ
ἀτυχὴς ἀνθρωπότης ἔπασχε ἐκ τῶν συνθηκῶν, ἃς ἐπέβαλεν ἐσφαλμένης
καὶ κακῆς θρησκευτικῆς ἀρχῆς παιδαριώδης ἐπίγνωσις τοῦ Θείου.
Αἱ δουλεύουσαι μειονότητες, αἱ θυσιαζόμεναι μονάδες, τὰ τυραννούμενα
ἄτομα, ὑπείκοντα εἰς τὴν φωνὴν τῆς φυσικῆς ἀτομικῆς ἐλευθερίας, ἠγείρο-
ντο κατὰ καιρούς, ἵνα ἀποτινάξωσι βάναυσα καθεστῶτα, ἅτινα ἀνεδείκνυε
ἐλεεινὸν κοινωνικὸν σύστημα, δημιούργημα ἐπικρατήσεως παιδαριωδῶν
θρησκευτικῶν, ἄρα ἠθικῶν, ἀντιλήψεων. Οὕτω δὲ τὰς ἐπικρατείας διεδέχο-
ντο ἀνατροπαί, τὰς τυραννίας ἐπαναστάσεις, τὰς δουλείας πόλεμοι καὶ τὰς
ἀνισότητας ἀνισότητες καὶ ἀνισορροπίαι κοινωνικαὶ. Αἱ πλάναι εἰς τὰς ἀντι-
λήψεις διεδέχοντο τὰς ἀληθείας, τὰς ἠλλοιωμένας ἀληθείας καὶ τἀνάπαλιν.
Καὶ οὕτω συνεφύροντο περὶ τὸν ἄξονα τοῦτον τῆς εὐτυχίας τῆς ὁμα-
δικῆς, τῆς ματαίως ἐκζητουμὲνης, αἱ παρεφθαρμέναι παραφυάδες τοῦ
Ἀπολύτου ἠθικοῦ Νόμου, αἵτινες περιβεβλημέναι τὸ ἔνδυμα τοῦ ἀτο-
μισμοῦ ἐδημιούργουν τὴν σύγκρουσιν εἰς τὰς ἀντιθέτους ἐπικρατείας,
τῶν ἐξ ἀντιθέτων θρησκευτικών ἀντιλήψεων ἀπορρεουσών κοινωνικῶν
διαρρυθμίσεων. Ἡ ὑπὸ διαφόρους ὕστερον ὅρους βίωσις τῶν διαφόρων
ἀνθρωπίνων ὁμάδων παρουσίαζε συνωδᾷ ταῖς κλιματολογικαῖς συνθήκαις
καὶ ποικίλας ἐννοίας τῆς Θεότητος, τῆς λατρευομένης διαφόρως μὲν ἐν
τοῖς τύποις, πλήν ἐν τῇ αὐτῇ ἐννοίᾳ καὶ οὐσίᾳ.
Ἡ δὲ διαφορὰ αὕτη, ἡ διακρίνουσα τὰς διαφόρους μορφὰς τῆς αὐτῆς
74 Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

λατρείας, πρὸς τὸ αὐτὸ πάντοτε Ὄν, διέστειλε τὰς μορφὰς ταύτας οὕτως
ὥστε ἑκάστη τούτων, περιβαλλομένη ἰδίαν κυριότητα καὶ περιωπήν, νὰ
θεωρηθῇ ὡς ἰδία Θρησκεία, μόνη, ἀληθὴς καὶ τελεία. Οὕτω δὲ αἱ μορφαὶ
τῆς οὐσιώδους καὶ Ἀπολύτου Ἀληθείας, περιβαλλόμεναι ταύτην τὴν κυ-
ριότητα, ἐθεώρουν τὰς λοιπὰς ὡς ὀλεθρίας καὶ ἠξίουν τὸν ἐξοβελισμὸν
αὐτῶν, ἐπιτυγχανόμενον διὰ τῆς ἐξαλείψεως ἀπὸ τοῦ προσώπου τῆς γῆς
παντὸς ὀπαδοῦ καὶ πιστοῦ τῶν δογμάτων των. Καὶ οὕτω ἡ πλουτιζομένη
καὶ κεντριζομένη φυλετικὴ ἀντιπάθεια ἐδημιούργησε τὴν τοῦ ὁμοφύλου
ἢ ὁμοιογενοῦς ἀποξένωσιν, ἐγέννησε τὴν ἔννοιαν τῆς ἐχθρότητος καὶ
ἐξεκόλαψεν τὸ μεγαλύτερον ἄγος, τὴν μεγαλυτέραν κοινωνικὴν πληγήν,
τὸν πόλεμον.
Καὶ τοῦτο διότι τὸ ἀνελεύθερον τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος ἠδυνάτει
νὰ πτερυγίσῃ ὑπεράνω τῶν συνθηκῶν καὶ ὑπεράνω ἐπιβεβλημένων
δογμάτων. Καὶ ναὶ μὲν ἡ ταυτότης εἰς τὴν οὐσιώδη καὶ λανθάνουσαν ὑπὸ
τοὺς τύπους ἔννοιαν ὑπῆρχε, πλὴν ὁ ψυχικὸς ὀφθαλμὸς δὲν ἠδύνατο νὰ εἰ-
σέλθῃ εἰς τὰ βάθη τοῦ Πνεύματος, ἐξ οὗ ἀπέρρευσεν ἡ ἔννοια αὕτη καὶ νὰ
διακρίνῃ τὸ ὁμοιόμορφον αὐτῆς, παρὰ τὸ ποικιλόμορφον καὶ διάφορον
τῶν τύπων.
Ἀλλ’ ὁ Ἀσιανὸς ἢ ὁ Αἰγύπτιος, λατρεύοντες τὸν κροκόδειλον καὶ τὸν
λέοντα ἢ τὸν Νεῖλον, δὲν ἠδύναντο νὰ εὕρωσιν οὐδεμίαν σχέσιν τῆς πίστε-
ως αὐτῶν πρὸς τήν πίστιν τοῦ Ἕλληνος, τοῦ λατρεύοντος τὸν Ὄλυμπον ἢ
τὸν κεραυνόν, ὃν σπανίως ἐγνώρισεν ὁ κάτοικος τῶν ἐρήμων τῆς Ἀφρικῆς
λχ, καὶ διὰ τοῦτο ὑπὸ τὸ ἀλλόθρησκον τοῦτο εὕρισκε τὸν ἐχθρόν, τὸν ξέ-
νον, τὸν ἄπιστον. Ἀλλ’ ὁ κάτοικος τῆς Ἑλλάδος καὶ πιστὸς τοῦ Ὀλύμπου ἢ,
κάλλιον εἰπεῖν, τῶν κεραυνῶν ἢ τῶν κυμάτων, τῶν Διῶν καὶ Ποσειδώνων,
δὲν εἶδεν ἴσως οὐδέποτε τὸν Νεῖλον, οὕτε τὸν κροκόδειλον, ἢ ὁ λάτρης τοῦ
καυστικοῦ ἐκεῖ ἡλίου Πέρσης ἢ Ἄραψ, τοὺς πάγους τοῦ βορρᾶ, ὡς καὶ τοὺς
ἄμμους τῆς Λιβύης οὕτος. Δι’ ὃ ἕκαστος τήν αὐτὴν ἔννοιαν ἀπέδωκεν
εἰς τὸ προσιτώτερον αὐτοῦ ὑπάρχον, τὸ συγκεντροῦν τὰς ὅσον ἔνεστι
μεγαλυτέρας ἰδιότητας, δι’ ὧν ἤθελε περιβληθῇ ἡ Ἰδανικὴ Θεότης.
Ἀλλ’ ὡς εἴπομεν, καλυφθείσης τῆς οὐσίας τῆς γενικῆς ὁμοίας Ἀληθείας,
ἐδέσποσεν ἡ Θρησκεία τῶν τύπων, ἡ πίστις τῶν φαινομένων συμβόλων
καὶ οὐχὶ τῶν συμβολιζομένων. Καὶ ἐπειδὴ τὰ συμβολίζοντα τὴν μίαν ἔν-
νοιαν τοῦ Θείου ἦταν ποικίλα, ποικιλούσης τῆς φύσεως κατὰ τόπους, διὰ
τοῦτο ἐδημιουργήθησαν καὶ τὰ ποικίλα θρησκεύματα, τὰ ἀσφαλῶς νῦν
διαστελλόμενα κατὰ τὸ φαινόμενον. Κατὰ συνέπειαν καὶ ὁ ἐκ τούτων
ἀπορρέων ἴδιος ἠθικὸς νόμος, ἁρμονιζὸμενος πρὸς τὰς ἐκδοχὰς καὶ ἀρχὰς
ἢ ἀπαιτήσεις τῆς λατρείας, παρουσίαζεν ἑκάστοτε τὰς χαώδεις διαφοράς,
τὰς παραγούσας ὁλόκληρον τὸν κυκεῶνα τῶν κοινωνικῶν συστημάτων μέ-
χρι τοῦ νῦν.
Ἡ λατρεία τοῦ λέοντος μετέδιδε τὸ φιλοπόλεμον εἰς τὸν πιστόν του,
τοιοῦτος καὶ ὁ λέων, ὅστις, καθιστῶν τοῦτο στοιχεῖον ἠθικῆς, μετεχειρίζετο
ὡς πυρῆνα κοινωνικοῦ συστήματος, ὅπερ οὕτω παρουσιάζεται πολεμικόν,
Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 75

ἄρα αὔταρχον, τυραννικόν, κατακτητικὸν καὶ αἱμοχαρές. Τοιουτοτρόπως


δέ, ἕνεκεν τοιούτου ἠθικοῦ πυρῆνος, παρουσιάζεται καὶ τοιοῦτον κοινωνι-
κὸν συγκρότημα, ὅπερ ἔχει κινοῦντα μοχλὸν τὸν πόλεμον, τὴν σφαγήν, τὴν
λεηλασίαν, τὴν κατάκτησιν.
Οὕτω δὲ, ἐκτὸς τῆς ἑνιαίας ὁμαδικῆς μορφῆς τοῦ κοινωνικοῦ τούτου
συστήματος, οὕτινος συντηρητικὰ στοιχεῖα εἶναι τὰ ἐκ τῆς αὐτάρχου βίας
καὶ ἐχθρότητος γεννώμενα τοιαῦτα, παρουσιάζεται καὶ κυριαρχία τοῦ συ-
στήματος τούτου καὶ εἰς τὰ μέρη, εἰς τὰ ἄτομα, ἅτινα οὕτως ἀποτελοῦντα
κοινωνίαν ἐφαρμόζουσι τοὺς νόμους αὐτῆς εἰς ἕτερα μέρη, ἀξιοῦντα ἐδῶ
τὴν ὑποταγήν, ἐκεῖ δὲ σεβασμὸν καὶ ταπείνωσιν. Τουτέστιν, ἐκ τοῦ αὐτοῦ
ὅλου καὶ τῶν κοινωνικῶν του στοιχείων πλουτίζεται τὸ τοῦ ὅλου
μέρος, ὅπερ καθιστάμενον ὁμοιόμορφον εἰς κοινωνικὰς ἀντιλήψεις
μὲ τὸ ὅλον, ἐνεργεῖ ἐπὶ τῶν ἑτέρων μερῶν τοῦ ὅλου, ὡς τοῦτο ἐπὶ
ἑτέρων κοινωνιῶν.
Καὶ διὰ τὸ σαφέστερον: Κοινωνία τις τῆς φυλῆς τῶν Μποδοκούτων,
λχ, τῶν ἀγρίων τῆς Βραζιλίας, λατρεύοντα ὡς Θεὸν τὸν ὄφιν ἢ τὸν λέοντα
καὶ ρυθμίζουσα τὰ κατ’ αὐτὴν συμφώνως τῶν ἕξεων τοῦ λατρευομένου
Θεοῦ, συγκροτεῖται οὕτως ὥστε ὡς βάθρα αὐτῆς νὰ ἔχῃ τὸ ἐκδικητικόν, τὸ
αἱμοχαρές, τὸ φονικόν. Ἀλλὰ ὁ ἄγριος Βραζιλιανός, ἐμποδιζόμενος ἀπὸ
τὸ σύστημα τὰς ἕξεις ταύτας, δεικνύει τὰ αὐτὰ ἔνστικτα πρὸς τὸ ὅμοιόν
του τῆς αὐτῆς κοινωνίας, ἐμφορούμενον ἀπὸ τὰς αὐτὰς ἀρχάς. Καὶ οὕτω
αἱ κατακτητικαὶ τῶν φυλῶν ἐπιδρομαὶ ἀφ’ ἑνὸς καὶ αἱ ἀτομικαὶ ἐπιβολαὶ
καὶ διὰ τοῦ ξίφους κυριαρχίαι ἐπὶ τῆς αὐτῆς κοινωνίας ἀφ’ ἑτέρου, δίδουσι
τήν θαυμασίαν εἰκόνα τῆς ἐξηρθρωμένης κοινωνίας καὶ διὰ τοιοῦτον συ-
γκρότημα ἄρα καὶ αἱ ἠθικαὶ ἀρχαί, αἰ ἀπορρεύσασαι ἀπὸ τήν παχυλήν
ἀμάθειαν καὶ τὴν ἐπίδρασιν τοῦ περιβάλλοντος.
Ὁ Ἀσσύριος ἢ ὁ Αἰγύπτιος, ἀποδίδων θείας ἰδιότητας εἰς τὸν ἥλιον καὶ
τὰ ἄστρα, ἐμόρφωσε κοινωνίαν στηριχθεῖσαν ἐπὶ τῶν ἀντιστοίχων θρη-
σκευτικῶν ἀντιλήψεων. Ἐπειδὴ δὲ τὸ στερέωμα καὶ οἱ ἐν αὐτῷ ἐκτεινόμε-
νοι κόσμοι συνεκέντρωσαν τὴν θεότητα αὐτῶν, διὰ τοῦτο αἱ ἐκ τῆς ἐρεύνης
τῶν ἐν ὕψοις τούτων ἀπορρέουσαι ἀντιλήψεις καὶ ἀρχαὶ, τὰ μάλα ὑψηλαὶ
καὶ ἰδανικαὶ, ἐμόρφωσαν θαυμασιωτέρας κοινωνίας ἐν αἷς, προεξαρχούσης
τῆς ἐρεύνης διὰ τὴν λατρείαν τῶν ἄστρων, προέκυψαν αἱ ἐπιστῆμαι αὐτῶν,
αἱ τοσοῦτον ἐξιδανικεύσασαι τὸν ἄνθρωπον μὲ τὴν γένεσιν τῶν ἀριθμῶν
καὶ τῆς ἀστρολογίας.
Ὁ χιονοσκεπὴς ὕστερον Ὄλυμπος ἐν Ἑλλάδι, ὑπὸ τὸν γελόεντα κυα-
νοῦν οὐρανόν, ὁ δενδροσκεπὴς Παρνασσός, αἱ γαληνιαῖαι λίμναι, ἡ χλοά-
ζουσα πεδιὰς τῶν Ἠλυσίων παρὰ τὴν Ἐλευσίνα, αἱ ὡραῖαι κυματοφόροι
θάλασσαι, πάντα τὰ ὡραῖα τῆς φύσεως πλεονεκτήματα ὑπὸ τοιοῦτον
ψυχοπετῆ ὁρίζοντα, μὲ τὰς καταιγίδας καὶ τοὺς κεραυνοὺς καὶ τὰς χαλά-
ζας, ἐδημιούργησαν εἰς τὸ πνεῦμα τοῦ ὑπὸ τοιαύτας συνθήκας ζῶντος Ἕλ-
ληνος, ἕνα ἤρεμον καὶ ἐκδικητὴν Δίαν, μίαν Παλλάδα, μίαν καλλίμορφον
Ἀφροδίτην, ἕνα πτεροφόρον Ἑρμῆν, ἕνα πολεμικὸν Ἄρην, ὁμάδα Νηρηΐ-
76 Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

δων καὶ τόσων ἄλλων Θεῶν, Θεαινῶν καὶ Νυμφῶν, μὲ ἰδίας ἕξεις καὶ ἰδίας
ἰδιότητας.
Οὕτω καὶ αἱ ἐν ταῖς καλλοναῖς τῆς φύσεως λατρευόμεναι Θεῖαι ἰδιότη-
τες ἐγέννησαν καὶ ποικίλα συναισθήματα, ἅτινα ἀπαρτίζοντα συμφώνως
μὲ τὴν ἀφύπνισιν τὴν ἀνάλογον τοῦ ἐσωτερικοῦ λόγου τὰ διάφορα ἠθικὰ
στοιχεῖα, ἐπαρουσίασαν τὴν τελειοτέραν πασῶν Ἑλληνικὴν Κοινωνίαν,
ἐν ᾗ ἀνεπτύχθησαν εἰς τὸν ὕπατον βαθμὸν πάντα τὰ τε καλὰ ὡς καὶ
τὰ κακά. Δημιουργεῖ αὕτη νόας θίγοντας τὸ ἰδανικῶς Τέλειον, καλὸν καὶ
ὡραῖον, ἀναδεικνύει ἐπιστήμονας βαθεῖς καὶ θείους φιλοσόφους. Οἱ καλ-
λιτέχναι αὐτῆς δίδουσι ζωὴν εἰς τὰ μάρμαρα, οἱ ποιηταὶ αὐτῆς συλλαμβά-
νουσι τὴν ἰδέαν τοῦ Θείου, ὅσον ἔνεστι τελειότερον.
Καὶ ὅμως τὰ ὡραῖα ταῦτα τῆς Ἑλληνικῆς Κοινωνίας ἄνθη, οἱ φιλόσοφοι
καὶ οἱ καλλιτέχναι καὶ ἐπιστήμονες, οἱ θίγοντες διὰ τῆς νοήσεως τὰ ἄστρα,
δὲν ἀπηξίουν νὰ τρέφωνται ἀπὸ τὴν ἐλεεινὴν κόπρον τῶν κοινωνικῶν
ἕξεων. Ἔχουσι καὶ οὕτοι δούλους, ἀρέσκονται εἰς τὰ Βάκχεια, ὑψώνουσι
πολεμικὴν κραυγὴν καὶ χλευάζουσι τοὺς αἰχμαλώτους. Ἐν τῇ τελειότητι
αὐτῆς, ἡ Ἑλληνικὴ Κοινωνία, εἶχε τὰς περισσοτέρας ἀτελείας. Πλὴν ὅμως
ἐπειδὴ ἐν αὐτῇ ἀνέλαμψαν οἱ θειότεροι διανοητικοὶ φωστῆρες, οἱ μορ-
φώσαντες τοὺς τελειοτέρους πολιτισμούς, ἡ Ἑλληνικὴ Κοινωνία εἶναι ὁ
τελειότερος τύπος Κοινωνίας τῆς ἀρχαιότητος.
Ἀλλὰ τὴν τελειότητα αὐτῆς καὶ τὴν πρόοδον ἀμαυρώνει ἡ ἰσοδύναμος
καὶ ἰσοϋψὴς ἀτέλεια, ἥτις δίδει αὐτῇ στενὰ ὅρια καὶ ἥτις δὲν ἐπιτρέπει εἰς
αὐτὴν γενικὴν κυριαρχίαν καὶ ἐπέκτασιν. Τὸ «Πᾶς μὴ Ἕλλην βάρβαρος»
κατέρριπτε τὴν ἰσχὺν τοῦ ἀναζητηθέντος καὶ ὠφθέντος ἰδεώδους, ἔπνι-
γε τὴν ἄδολον φωνὴν τῆς δημιουργίας, ἥτις κηρύσσει τὴν ἀδελφότητα
τῶν πάντων, καὶ ἡτοίμαζε τὴν ἀντικατάστασιν τοῦ κοινωνικοῦ τούτου
συγκροτήματος ὑπὸ ἑτέρου, ὅπερ ὤφειλε νὰ εἶχε ὡς ἀρχήν του: «Οὐκ ἔνι
Ἕλλην καὶ Ἰουδαῖος, περιτομή και ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος,
ἐλεύθερος, ἀλλὰ τὰ πάντα ἐν πᾶσι Χριστός.» (Κολ. Γ΄ 11, Κορ. Α΄ ιβ΄12-13),
ἐπὶ πλέον δὲ ἠμαύρωνε τὴν λαμπρότητα αὐτοῦ.
Τοιαῦτα λοιπὸν τὰ κοινωνικὰ συστήματα καὶ τὰ ἔτι τελειότερα παρου-
σιάζουν χαώδεις διαφορὰς εἰς τοὺς δημιουργικοὺς καὶ ἠθικοὺς πυρήνας,
εἰς ὁλόκληρον τὸν ὁργανισμὸν αὐτῶν, καὶ εἰς τὰς ὑπαγομένας σχέσεις
πρὸς τὸν πλησίον καὶ πρὸς τὸν μακράν. Κατὰ πάσας ὅμως τὰς διαφόρους
περιπτώσεις, καθ’ ἃς διάφορα αἴτια, διάφοροι ἀντιλήψεις, διάφοροι ἕξεις
καὶ ροπαὶ ἐδημιούργουν καὶ ἀνάλογον ἠθικὸν νόμον, περὶ ὃν ὡς περὶ κέ-
ντρον ἐρρυθμίζοντο τὰ κοινωνικὰ συστήματα, τέλεια ὁπωσοῦν καὶ ἀτελῆ,
τὸ αὐτὸ Πνεῦμα ἔδιδε τὰς ἀναλαμπὰς ταύτας εἰς τὰ σκότη, ὑπαγορεῦον
τοὺς νόμους καὶ τὰ καθήκοντα, τὸ αὐτὸ ἐνδότερον Θεϊκὸν «Εἶναι» ἐξε-
δήλου διὰ τῶν φωσφορισμῶν του τὴν λανθάνουσαν ὕπαρξιν αὐτοῦ. Καὶ
αἱ ὑπαγορεύσεις αὐτοῦ καὶ αἱ ἠθικαὶ γεννήσεις, ἃς πάντοτε ἄφηνεν εἰς τὸν
ἄνθρωπον, πάντοτε ἦσαν αἱ αὐταὶ εἰς τε τὸ ποιὸν καὶ τὴν ἔντασιν.
Πλὴν ὅμως αἱ περισσότερον ἢ ὀλιγώτερον ἐκδηλούμεναι καὶ δρῶσαι
Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 77

φυσικαὶ ροπαί, καὶ χαρακτηρίζουσαι τὸ ζωϊκὸν τοῦ ἀνθρώπου, αἱ ἐνστι-


κτικαὶ καὶ ὁρμεμφυτικαὶ κλίσεις καὶ ἰδιότητες ἀναλόγως τῆς ἐντάσεως καὶ
ἐκτάσεως αὐτῶν, συμμαχοῦσαι μὲ τὰς συμπαρομαρτούσας ἕξεις, ἃς τὸ
περιβάλλον προσέδιδεν, ἔπνιγον κατὰ τὸ μᾶλλον καὶ ἦττον τὴν φωνὴν
τοῦ Πνεύματος, διεστρέβλωνον τὰς ὑπαγορεύσεις αὐτοῦ καὶ ἐν πολλοῖς
ἠκρωτηρίαζον τὰς Θείας καὶ ὑψηλὰς αὐτοῦ ἐπιταγὰς καὶ ἐρρύθμιζον τὰ
παρεφθαρμένα λείψανα αὐτοῦ ἐπὶ τῇ βάσει τῶν φυσικῶν νόμων, τῶν
δρώντων ἐντατικώτατα ἐπὶ τοῦ ἀνθρώπου.
Καὶ οὕτω παρουσιάσθησαν τὰ ποικίλα κοινωνικὰ συγκροτήματα τῆς
ἀνθρωπότητος, ἐν οἷς παρατηρεῖ τις τῆς αὐτῆς ἐννοίας ἀντίθετον πολλάκις
ὁρισμὸν καὶ κατανόησιν, ἀντιθέτους ἐπὶ τούτου ἰδέας, ἀντίθετον λογικὴν
καὶ παράδοξον ἠθικὴν ὑπόστασιν, ὡς ἐκ τῶν ποικίλων θρησκευτικῶν ἀντι-
λήψεων, τῶν ἀπορρευσασῶν ἀπὸ μίαν καὶ τὴν αὐτὴν ἰσοσθενῆ καὶ ὁμοίως
κυριαρχοῦσαν ἔννοιαν τῆς Θεότητος. Παρὰ τὸν κυκεῶνα ὅμως τῶν ἀντιθέ-
σεων, παρὰ τὴν ποικιλόμορφον διαφορὰν τῶν ἐν ἑκάστῃ κοινωνίᾳ ἠθικῶν
νόμων, μία ἦτο ἡ παρωθοῦσα δύναμις πρὸς δημιουργίαν τῶν κοινωνιῶν, τὸ
Πνεῦμα. Τὰ ἄπειρα λοιπὸν κοινωνικὰ συστήματα, ἅτινα ἀνεφύησαν εἰς τὰς
διαφόρους ἀνθρωπίνας χορείας, μὲ τὴν ποικιλίαν τῶν μορφῶν αὐτῶν ἐν
τοῖς νόμοις καὶ τοῖς δόγμασι, μίαν εἶχον πάντοτε παραγωγικὴν αἰτίαν, ἕνα
πάντοτε Δημιουργόν, τὸ Πνεῦμα.
Πλὴν ὅμως, ὅπως ἀνωτέρω εἴπομεν, διαστρεβλωθεῖσαι αἱ ἐπιταγαὶ
Αὐτοῦ, παρεμορφώθησαν οὕτως ὥστε νὰ παρουσιασθῶσιν ἀντίθετοι μορ-
φαὶ τοῦ αὐτοῦ στοιχείου, ἀντίθετοι ἔννοιαι τοῦ ἠθικοῦ νόμου. Παρουσιά-
σθησαν λοιπὸν ἐκ τῶν ἀντιστοίχων θρησκειῶν καὶ τὰ ποικίλα τῶν κοινωνιῶν
συστήματα, μὲ τὰ διάφορα πολιτεύματα καὶ τοὺς διαφόρους νόμους, καθι-
ερώθη πλέον ἡ ἔννοια τῆς ἰδιοκτησίας καὶ ἡ πατρὶς ἡ ἰδία μετὰ τῆς ἰδίας
Θρησκείας, ἐδημιουργήθησαν τὰ φυλετικὰ μίση ἡ ἐχθρότης ἀντὶ τῆς
ἀδελφότητος, οἱ πόλεμοι. Ἔρχονται εἰς ἐπιφάνειαν ἐπικρατείας φυλαί,
ὀργανοῦνται κατακτητικαὶ ὁμάδες, ὑψοῦνται ἱερὰ Θεῶν, ἵνα μετ’ οὒ πολὺ
βεβηλωθῶσιν ὑπὸ τῶν κατακτητῶν. Ἐκεῖ ὡραῖαι καὶ φιλειρηνικαὶ βασίλισ-
σαι πωλοῦνται ὡς δοῦλαι, ἐνῶ πτωχοὶ ἀγρόται ζωγροῦνται ὡς κτήνη καὶ
σκολωπίζονται. Ἡ τυραννία ἐκτείνει τὰς πτέρυγάς της ἁπανταχοῦ, ἐνῶ ἡ
ἐλευθερία τοῦ ἀτόμου οὐδὲ προβάλλει που. Ἀνθρωποθυσίαι μολύνουν ἐκεῖ
μὲ τὴν κνῖσαν των τὴν ἀτμόοφαιραν, ἐνῶ ἐδῶ τὸ πῦρ καὶ ὁ σίδηρος ἀφανίζει.
Πόλεμος, ἐχθρότης, μῖσος, τυραννία καὶ δουλεία κυβερνῶσι τὰς μικρὰς
κοινωνίας τῆς πρώτης συνολικῆς κοινωνίας.
Τὸ ἀνθρώπινον πνεῦμα, κινούμενον ἐν σκότει, προσκρούει ἐπὶ πετρῶν
καὶ βράχων καὶ πίπτει εἰς χάνδακας. Ζητεῖ ἐξάρσεις, ζητεῖ λαμπάδα νὰ ὁδη-
γηθῆ εἰς τὸ ταρτάρειον τοῦτο σκότος καὶ λαμβάνει τοιαύτην, πλὴν ἡ βαρεῖα
ἀτμόσφαιρα τῆς ἀμαθείας καὶ τὸ ἀπροσπέλαστον τοῦ σκότους σβεννύει
τὰς ἀναλαμπάς της, καλύπτει τὴν φωταύγειαν αὐτῆς καὶ οὕτω ὁ ἄνθρωπος,
λαμβάνων μίαν οἱανδήποτε ἀτραπόν, ἐκινεῖτο εἰς τὴν ἄγνοιαν. Θεοποιεῖ τὰ
στοιχεῖα, ἀποδίδει δυνάμεις εἰς τ’ ἀνίσχυρα, ἱερότητα εἰς τὰ ἄψυχα. Θαυμά-
78 Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

ζει τὴν ἀγριότητα, ἐγκολποῦται τὸ αἱμοχαρές, ἀγαπᾷ τὴν κατάκτησιν, τὴν


σφαγήν, τὴν ζώγρησιν καὶ ἐπιβάλλει τὴν βίαν καὶ τὴν τυραννίαν. Θέλγεται
ἀπὸ τὰς φανταστικὰς εἰκόνας καὶ ἐπιβάλλει δόγματα ἐπὶ ἀνυποστάτων.
Ἐὰν ρίψῃ ὁ ἐρευνητὴς τὸ βλέμμα εἰς τὰ βάθη τοῦ παρελθόντος θέλει
διακρίνει ὁλόκληρον αὐτὴν τὴν κατάστασιν, ἥτις σταθμεύουσα εἰς τὴν
ἐποχὴν τῆς ἐμφανίσεως τῶν μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν, χαρακτηρίζει τὴν
πρώτην περίοδον τῶν κοινωνιῶν, τὴν παρελθοῦσαν κοινωνίαν.
Ὁλόκληρος λοιπὸν ὁ κυκεὼν οὗτος τῶν πολιτικοκοινωνικῶν συγκροτη-
μάτων, ὀφειλόμενος εἰς τὰς ποικίλας περὶ Θεοῦ ἀντιλήψεις καὶ συνεπῶς εἰς
τὴν ποικιλομορφίαν τοῦ ἠθικοῦ νόμου, χαρακτηρίζει τὴν πρώτην περίοδον
τῆς πνευματικῆς ἐξελίξεως, καθ’ ἣν τὸ ἀνθρώπινον πνεῦμα δὲν ἠδύνατο ν’
ἀρθῇ ὑπεράνω τῶν συνθηκῶν καὶ τοῦ περιβάλλοντος. Ἡ παρελθοῦσα
λοιπὸν κοινωνία δύναται νὰ χαρακτηρισθῇ ὡς ἡ ἐποχὴ τῆς ἀγνοίας
καὶ τῆς πλάνης, ὡς ἡ κοινωνία τῆς πνευματικῆς ἐν ἐκδηλώσει νηπι-
ότητος, ἥτις ἐξηκολούθησε μέχρις τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Ναζωραίου.
Τοιουτοτρόπως δὲ ἔχομεν τὴν πρώτην ταύτην κοινωνικὴν περίοδον,
ὁρίζουσαν τὴν πρώτην κοινωνίαν, ἧς ἡ μόνιμος καὶ ὑπὸ τὸν αὐτὸν τύπον δι-
άρκεια διετηρήθη μέχρις οὗ τὸ Πνεῦμα, ἡ Αἰτία δι’ ἧς ἐξεδηλοῦντο ἐπὶ τοῦ
ἠθικοῦ νόου αἱ ἐνέργειαι, ἔδωσεν ἐντελῶς νέαν κατεύθυνσιν εἰς τὸ ὅλον
τῶν κοινωνιῶν καὶ ἐσημείωσε τὴν δευτέραν κοινωνικὴν ἀφετηρίαν καὶ
τὸν πρῶτον κοινωνικὸν σταθμόν.
Ἀλλὰ πρὶν ἀρχίσουν ἀναλάμποντα τὰ νέα τοῦ Πνεύματος Φῶτα, πρὶν
ἢ αἱ ὑγιεῖς Του ἀρχαὶ προβάλλουν εἰς ὁρίζοντα ὀλιγώτερον θολόν, πρὶν ἢ αἱ
πραγματικαὶ καὶ εὐθεῖαι Αὐτοῦ ὑπαγορεύσεις ἐκδηλωθοῦν ἐν τῷ πραγμα-
τικῷ αὐτῶν τύπῳ, ἡ πρότερον κυβερνήσασα ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων χορειῶν
πνευματικὴ κατάστασις, περιβαλλομένη ἀπὸ τὰς ποικίλας κατὰ τόπους
ψυχικὰς τῶν ἀνθρώπων ἐκφάνσεις, ἔδωκε τὸν ὕστατον σπασμὸν αὐτῆς,
ἐξεδήλωσε τὴν ὑστάτην αὐτῆς ἐμμονὴν εἰς τὴν κυριαρχίαν της διὰ τῆς
παρουσίας συντόμου περιόδου καθαρῶς μεταβατικῆς, ἐν ᾗ, κυριαρχού-
σης τῆς προτέρας καταστάσεως, ἐξυφαίνετο κατὰ μικρὸν καὶ ἡ νέα τοῦ
Πνεύματος ἐνέργεια, ὑπὸ νέαν ἐντελῶς ὄψιν καὶ νέας ἀρχάς.
Κατὰ τὴν μεταβατικὴν ταύτην περίοδον παρουσιάζονται εἰς τοῦ ἐρευ-
νῶντος τὰ ὄμματα αἱ θρησκεῖαι τῶν τύπων καὶ τῶν συμβόλων, ἐν οἷς καὶ
δι’ ὧν ἐσυμβολίζοντο τῶν νέων ἐκφάνσεων τοῦ Πνεύματος αἱ ἔννοιαι καὶ
αἱ μυστικιστικαὶ γνώσεις τῶν Πνευματικῶν Κόσμων καὶ προελεύσεων
καὶ τῶν δημιουργιῶν, ἔτι δὲ πλέον καὶ αἱ ἔμμονοι λατρεῖαι δι’ ὧν συνετη-
ρεῖτο ἐν ἐκδηλώσεσιν ἡ προτέρα κατάστασις τῶν κοινωνιῶν καὶ ἡ δρᾶσις
τοῦ ἠθικοῦ νόμου παρεφθαρμένου. Οὕτω δὲ πρὶν ἢ παρουσιασθῶσι ἐν τῇ
ἀκολούθῳ κοινωνίᾳ αἱ νέαι τοῦ Πνεύματος ὑπαγορεύσεις καὶ οἱ ὀλιγώτε-
ρον θολοὶ τοῦ ἠθικοῦ κόσμου ὁρίζοντες, ἐκυριάρχησεν ἡ μεταβατικὴ αὕτη
περίοδος, ἣν ὀφείλομεν περισσότερον πάσης ἄλλης νὰ ἐξετάσωμεν, διότι
κατὰ ταύτην παρουσιάζονται οἱ μυστηριώδεις συμβολισμοὶ τῶν ἀπαρα-
γράπτων καὶ μυστηριωδῶν νόμων τοῦ Ἀπείρου διὰ τῶν συμβόλων.
Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 79

Ἡ περίοδος αὕτη ἡ μεταβατική, ἐν ᾗ ἐδέσποσαν κυρίως αἱ θρησκεῖαι


τῶν συμβόλων, ἐνέχει ταύτην κυρίως τὴν σπουδαιότητα: Κατὰ ταύτην
προετοιμάσθησαν τὰ πνεύματα διὰ τὴν εἰσδοχὴν εἰς τὴν ἀφομοίωσιν τῶν
διὰ τῶν συμβόλων συμβολιζομένων ἀληθειῶν, τῶν ὁποίων ἀρχὴν ἀπο-
καλύψεως ἔκαμεν ἡ ἐν τῷ κόσμῳ παρουσία Αὐτοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ
Χριστοῦ. Κατὰ τὴν περίοδον ταύτην ἐξεκολάφθησαν τῶν ὑψηλῶν πνευ-
μάτων αἱ λανθάνουσαι δυνάμεις καὶ οὕτω ἐν τῷ χειμάρρῳ τῶν τύπων καὶ
τῶν συμβόλων ἀνεπήδησαν αἱ συμβολικαὶ προφητεῖαι καὶ αἱ παραβο-
λικαὶ ἀλήθειαι, ἃς ἐνεκοινώνησε τὸ ἐξαρθὲν τῶν προφητῶν πνεῦμα καὶ
τῶν θεοφρόνων ἡ διάνοια.
Αἱ μεταρσιώσεις καὶ αἱ ἐξάρσεις τῶν προφητῶν καὶ ὑποφητῶν, προε-
ξαρχούσης τῆς λύρας τοῦ Θείου Προφητάνακτος, αἱ συμβολικαὶ ἐκφάνσεις
τῶν δυνάμεων καὶ Κριτῶν, τῶν μαντειῶν αἱ ρήσεις καὶ τῶν Σιβυλλῶν τὰ
φθέγματα, ἐν τῇ ἐκδηλώσει αὐτῶν ἐν συμβόλοις, ἔκρυπτον τὴν Ἀλήθειαν
μὲ πᾶσαν αὐτῆς τὴν λαμπρότητα, ἥτις διὰ τὴν καθαρὰν αὐτῆς ἐκδήλω-
σιν ἀνέμενε τὴν ὥριμον πνευματικὴν περίοδον, ἣν ἐσήμαινε τὸ πρῶτον
ἀκάλυπτον κήρυγμα τοῦ Θεανθρώπου.
Ἡ περίοδος αὕτη τῶν συμβόλων, ἀναμεμιγμένη, ὡς ἀνωτέρω εἴπομεν,
μὲ τὴν ἐκ διαισθήσεως προελθοῦσαν πολυλατρείαν, ἣν ἐξύφαναν αἱ ποι-
κίλαι καὶ διάφοροι τῶν λαῶν συνθῆκαι, ἦτο ἀναγκαὶα ὡς μεταμορφώσασα
τὸ εἶδος τῆς πίστεως καὶ τῆς λατρείας πρὸς τὸ Θεῖον, μερικεύσασα ταύτας
καὶ ἐντοπίσασα εἰς τὴν λατρείαν τῶν συμβόλων, εἰς ἃ δύναμίς τις ἔκδηλος
μηχανικὴ δὲν παρετηρεῖτο, ἐφ’ ᾧ ἀνεζητεῖτο αὕτη εἰς τὸ μυστήριον αὐτοῦ,
εἰς τὸ ὑπ’ αὐτὸ καὶ δι’ αὐτοῦ ἐκδηλούμενον Ὑπέρτατον Ὄν.
Καὶ οὕτω κατορθώθη ἡ μετάθεσις τῆς πίστεως καὶ τῆς λατρείας ἀπὸ
τὸ στάδιον τῆς Θεοποιήσεως ζώων, ὀρέων, ποταμῶν, δένδρων κλπ εἰς τὸ
στάδιον τῆς ἐννοίας τοῦ Θείου Ὑποστατοῦ, μὴ φαινομένου καὶ ἐκδη-
λουμένου ἢ διὰ τῶν συμβόλων καὶ τῶν τύπων. Καὶ ἡ μὲν πίστις καὶ λα-
τρεία ἐλάμβανε διὰ ταύτην ἀόριστον μορφήν, πλὴν πολὺ περισσότερον
ἀντενάκλα πρὸς τὴν Ἀλήθειαν καὶ προδιέθετε καὶ ἐκαλλιέργει τὸ ἀνθρώ-
πινον πνεῦμα διὰ τὴν ἐξονύχισιν τοῦ πιστευομένου καὶ λατρευομένου μυ-
στηρίου τοῦ εἰκονιζομένου ἐν τοῖς συμβόλοις.
Τοιουτοτρόπως δυνάμεθα εἰπεῖν ὅτι, κατὰ τὴν μεταβατικὴν ταύτην
περίοδον, ἀνεφάνησαν εἰς τοὺς ὠκεανοὺς τῆς πλάνης οἱ σωστικοὶ φάροι
τῶν ἐκδηλωσάντων διὰ τύπων καὶ συμβόλων τὴν Ἀλήθειαν τῶν πνευ-
μάτων, ἅτινα ἀναπαυόμενα εἰς τοὺς λίκνους τῆς καθαρᾶς Ἀληθείας Γνώσε-
ως ἐφανέρωσαν συμβολικῶς αὐτήν, περιβάλλοντα ταύτην μὲ τὴν χλαμύδα
τοῦ μυστηρίου διὰ τὴν ἀδυναμίαν τῶν πνευμάτων. Ὑπὸ τὴν ἐπήρειαν τῶν
νέων τούτων θρησκειῶν εὑρισκόμενοι ἑκάστης κοινωνίας οἱ ἠθικοὶ νόμοι,
ἀλλοίωσαν τὰς ἐπιταγὰς αὐτῶν, ἐρρύθμισαν ἄλλως τὰς βάσεις αὐτῶν καὶ
ἄλλως συνεκρότησαν τὰ στοιχεῖα αὐτῶν περὶ τὸν αὐτὸν πάντοτε πυρῆνα.
Κατὰ συνέπειαν, πάντα τὰ κοινωνικὰ συγκροτήματα μορφωθέντα
ἀναλογικῶς ἐπὶ τῶν νέων βάσεων, ἃς ἐδημιούργησε κατὰ τὴν μεταβατικὴν
80 Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

ταύτην περίοδον ἡ συμβολολατρεία, παρουσίασαν τὴν ζυμουμένην Νέαν


Κοινωνίαν, πρόδρομον τῆς παρούσης Κοινωνίας, κατὰ τὴν ἀρχὴν τῆς
ὁποίας ἐξερράγησαν τὰ ἠθικὰ ἠφαίστεια, τὰ ἐγκυμονούμενα εἰς τὰ σπλά-
χνα τῆς τόσον πιεζομένης ἠθικῆς σφαίρας.
Κατὰ τὴν περίοδον ταύτην, καθ’ ἣν ἅπασαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς ἔκυ-
πτον ὑπὸ τὴν βαρυτάτην μᾶζαν τῆς συνθήκης καὶ ἐγόγγυζον ὑπὸ τὸ
σκληρὸν πέλμα τῆς ἀγνοίας, ἡ περίοδος αὕτη τῶν θρησκειῶν τῶν
συμβόλων καὶ τῶν τύπων, ἐχρησίμευσεν ὡς ἡ ἀφετηρία τῆς κοινωνι-
κῆς παλιγγενεσίας, δημιουργουμένης ὑπὸ τὸ ἐπαναστατικὸν λάβα-
ρον τοῦ Ναζαρηνοῦ. Κατὰ ταῦτα ἡ μεταβατικὴ περίοδος, καθ’ ἣν τῶν
συμβόλων καὶ τῶν προφητειῶν αἱ ἀλήθειαι ἤρχισαν νὰ ἔρχωνται εἰς φῶς
ἑρμηνειῶν καὶ κατανοήσεως, εἶναι τὸ τέλος τῆς Παρελθούσης Κοινωνίας
καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς Παρούσης.
Δημιουργεῖται κατὰ ταύτην δευτέρα ἀφετηρία μορφώσεως τοῦ ἠθι-
κοῦ νόμου τῶν κοινωνιῶν καὶ ἀρχὴ ἐντελῶς νέα εἰς ἐξωτερικὴν μορφὴν
διὰ τὴν πρόοδον τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος. Ἡ ἠθικὴ ἡ ἀπορρέουσα ἐκ
τῆς διδασκαλίας τῶν μαντείων, αἱ διάφοροι σχολαὶ τῶν θεωρητικῶν, ἡ ἐπὶ
τῶν λαῶν ἐπίδρασις τῶν σοφῶν, μόλις ἐφώτιζον ἀμυδρώτατα τὸ ἐν ἀπρο-
σπελάστῳ σκότει ἀγνοίας κινούμενον πνεῦμα τοῦ πολλοῦ λαοῦ. Ἐλάχι-
στοι ἐν σχέσει πρὸς τὸ ὅλον ἦσαν οἱ καταυγαζόμενοι ἀπὸ τὰς Ἀκτῖνας τοῦ
Φάρου τῆς Σοφίας, ἐνῶ διὰ τοὺς πολλοὺς εἰς ἰδέαν ἐννοιῶν ἡ τυπολατρεία
καὶ ἡ συμβολολατρεία ἐπηύξανον τὴν παχυλότητα τῆς ἀμαθείας καὶ καθί-
στων περισσότερον ἀρραγῆ τῆς ἀγνοίας τὸν ἐπίπαγον.
Μόνον ἀπὸ τῆς μεταβατικῆς ταύτης περιόδου, κατὰ τὴν ὁποίαν ἤχη-
σαν τὰ πρῶτα προσκλητήρια διὰ τὴν ἀνθρωπότητα σαλπίσματα τοῦ Θείου
Κηρύγματος, ἤρχισαν νὰ προβαίνωσιν εἰς τὸ φῶς τὰ σκοτεινὰ τῶν τύπων
καὶ νὰ ἐρμηνεύωνται τῶν προφητειῶν καὶ τῶν ἀκαταλήπτων ρήσεων
αἱ ἀλήθειαι. Ὁ Φάρος τῆς Ἀληθείας ἐστήθη εἰς ὕψος περίοπτον καὶ ὡς
τηλαυγὴς ἥλιος ἔχυνεν ἀφθόνως τὰ πλούσια Αὐτοῦ σωστικὰ Φωτεινὰ
Νάματα ἐπὶ πάσης τῆς ἐσκοτισμένης ἀνθρωπότητος καὶ τοιουτοτρόπως
διαλυθέντος τοῦ σκότους ἔλαβεν ἀσφαλῆ κατεύθυνσιν τὸ ταλαίπωρον
ἀνθρώπινον πνεῦμα, μὴ προσκροῦον νῦν ἐπὶ πετρῶν, μὴ πίπτον ἐντὸς
χανδάκων.
Ἡ πτωχοτάτη καλύβη τῆς Βηθλεὲμ γίνεται ἡ Νέα ἀφετηρία τῆς πρὸς
τὰ πρόσω ἐκκινήσεως τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος, ἐνῶ ἐπὶ τῆς φάτνης
λικνίζεται ἡ Νέα Κοινωνία, ἡ παροῦσα Κοινωνία. Εἰς τὴν λίμνην τῆς Γενη-
σαρὲτ ἀντικατοπτρίζεται τὸ εἴδωλον αὐτῆς καὶ ἀγρεύεται ὁ δωδεκαμελὴς
πρῶτος αὐτῆς ὅμιλος, ἐπὶ τοῦ ὅρους τῶν Ἐλαιῶν προβάλλει τὸ περικαλλὲς
παράστημα αὐτῆς καὶ ἡ λαμπρότης αὐτῆς, ἐνῶ εἰς τὸν κῆπον τῆς Γεσθημανῆ
καὶ ἐπὶ τοῦ αἱμοφύρτου Γολγοθᾶ κερδίζει τὴν νίκην καὶ ἐπικρατεῖ ἐπὶ τῆς
Οἰκουμένης. Τὸ προηγούμενον ἠθικὸν δένδρον ξηραίνεται καὶ ἐκ τούτου
ἀναθάλλει ὁ Νέος ἠθικὸς βλαστὸς τῆς χριστιανικῆς Ἰδεολογίας.
Κατὰ τὴν Νέαν ταύτην ἐκδήλωσιν, τὸ Θεῖον Πνεῦμα προσδίδει νέαν
Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 81

μορφὴν εἰς τὸ ὅλον τῶν κοινωνιῶν, μορφὴν ἥτις σβεννύει ταχέως τὰς γη-
ραλέας θεωρίας τῶν σοφῶν, κατακρημνίζει ἐν τῷ ἅμα τὰς ἐν διαστήματι
αἰώνων μετὰ βίας ἀνεγερθείσας σαθρὰς θεωρητικὰς οἰκοδομὰς καὶ δια-
σχίζει ὡς ἀράχνης ἱστοὺς τὰ τόσα πλέγματα τῶν ποικίλων κοινωνικῶν συ-
γκροτημάτων. Ὁ μορφωτικὸς ἀγών, ὃν ἀνέλαβεν ἡ εὐάριθμος τὸ πρῶτον
κοινωνία στηριζομένη ἐπὶ τοῦ νέου ἠθικοῦ νόμου, τοῦ ποτισθέντος μὲ
Θεῖον Αἷμα, ταχέως ἤρχισε ν’ ἀποφέρῃ θαυμασίους καρποὺς καὶ ἤρχισε ν’
ἀπειλῇ οἰκουμενικὴν ἀνατροπὴν πάντων τῶν συστημάτων, θεωριῶν καὶ
θρησκειῶν καὶ πίστεων. Ἡ Νέα Πίστις, ἐνασκοῦσα τὴν δύναμιν τῶν πρωτο-
φανῶν διὰ τὴν τυφλὴν ἀνθρωπότητα δογμάτων αὐτῶν τῆς Ἰσότητος, τῆς
Ἐλευθερίας τοῦ ἀτόμου, τῆς Καθολικῆς Ἀδελφότητος, τῆς Ἰσοπολιτείας,
μὲ τὸν καθορισμὸν τῶν δικαιωμάτων καὶ τῶν καθηκόντων, συνωδᾷ μὲ τὴν
γνῶσιν τῆς λατρευομένης Θεότητος, ἤρχισε τάχιστα νὰ καταφέρῃ πλήγμα-
τα ἀθεράπευτα ἐπὶ τῆς προηγουμένης κοινωνικῆς ἐπικρατείας καὶ κατώρ-
θωσε νὰ ἐπιπλεύσῃ πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας, ὑψώνουσα τὸ Λάβαρον
τῆς πνευματικῆς ἐξελίξεως, τὸν Σταυρόν.
Παρέρχεται ἡ μεταβατική, ἣν προαναφέραμεν, περίοδος καὶ ἄρχεται
μὲ τὴν ἐπέκτασιν τῆς Θρησκείας τοῦ Ναζαρηνοῦ ἡ Νέα Κοινωνία, ἡ Παροῦ-
σα Κοινωνία. Περὶ τὸν μορφωθέντα ἐκ τῶν διδασκαλιῶν τῆς νέας φιλο-
σοφίας ἠθικὸν νόμον δημιουργοῦνται συστήματα, συντάσσονται νόμοι,
διδάσκονται ἀρχαί, ἀναπτύσσονται θεωρίαι, πάντα ἔχοντα ὡς βάσιν τὴν
Ἀλληλεγγύην καὶ τὴν Ἀγάπην. Ἡ Νέα Ἠθικὴ καταργεῖ τὰ Παναθήναια
καὶ τὰς ἐξωφρενικὰς εἰς ἀσελγίας παννυχίδας τῶν Βακχίων, καθαρίζει
τὴν ἀτμοσφαῖραν ἀπὸ τὴν κνῖσαν τῶν ἀνθρωποθυσιῶν καὶ τὴν γῆν ἀπὸ
τὸ ἀθῶον αἷμα τῶν σφαζομένων δούλων τῶν ἱπποδρομιῶν καὶ τῶν Ρω-
μαϊκῶν ἀμφιθεάτρων. Καταργεῖ τὴν τάξιν τῶν δουλοπαροίκων καὶ τῶν
εἰλώτων καὶ τῶν πληβείων, κρημνίζει τὸν γυναικωνίτην καὶ καταργεῖ τὰ
μίση τὰ φυλετικὰ καὶ παρέχει εἰς τὸ ἀνθρώπινον πνεῦμα τὸν μῖτον τῆς
πνευματικῆς προόδου καὶ ἐξελίξεως.
Ἡ Ἰουδαία, ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τῆς ὁποίας ἐκυβέρνησαν οἱ Προφητά-
νακτες καὶ ἐστιχουργήθησαν αἱ συμβολικαὶ προφητεῖαι, αἱ θεῖαι ὠδαὶ καὶ
ὕμνοι καὶ ἐμελοποιήθησαν τὰ Ἄσματα τῶν ἀσμάτων, ἡ ὕστερον χώρα τῶν
τετραρχῶν καὶ τῶν Ὑπάτων τῆς Ρωμαϊκῆς αὐθαιρεσίας, ἐδόξασεν, ὑπὸ τὰ
ἐμμελῆ καὶ πολύφθογγα προφητικὰ κρούσματα τῆς λύρας καὶ τὰς πεν-
θίμους κραυγὰς τῶν στεναγμῶν τῆς δουλείας, τὸν εὕγραμμον τόπον τοῦ
Γολγοθᾶ. Ἀπὸ τοῦ λόφου τούτου, τοῦ ἱεροῦ τούτου προπυργίου τῆς Πνευ-
ματικῆς Ἀναγεννήσεως, ἐσκορπίσθησαν εἰς ὁλόκληρον τὴν Οἰκουμένην αἱ
νέαι τῆς πνευματικῆς ἐξελίξεως ἀρχαί, ἐφ’ ὧν οἰκοδομηθεῖσα ὕστερον ἡ
Χριστιανικὴ Ἰδεολογία, ἡ Χριστιανικὴ Ἠθική, συνεκλόνισε τοὺς ἱεροὺς βρά-
χους τῆς Ἀκροπόλεως καὶ τοῦ Καπιτωλίου. Ἡ Ἐλευθερία, ἡ τῶν ἀτόμων
Ἰσότης, ἡ γνώσις τοῦ Θεοῦ ἐν ἀπροκαλύπτῳ Ἀληθείᾳ καὶ τοῦ πλησίον,
ἡ Ἀγάπη πρὸς ἑαυτούς, ἡ Ἀλληλεγγύη, ὁ τέλειος καθαρισμὸς καὶ ἡ δι-
άκρισις τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, ἡ κατανόησις τῆς ἐννοίας τῆς τιμῆς,
82 Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

ὁ καθορισμὸς τοῦ δικαιώματος καὶ τοῦ καθήκοντος, ὑπῆρξαν τὰ νέα


στοιχεῖα, τὰ ἀποτελέσαντα τὸν Νέον Ἠθικὸν Νόμον, ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ
ὁποίου συνεκροτήθησαν τὰ νέα κοινωνικὰ συμπλέγματα καὶ ἐμορ-
φώθησαν αἱ νέαι πολιτεῖαι.
Τοιουτοτρόπως, λοιπόν, παρουσιάζεται ἡ παροῦσα Κοινωνία μὲ
ἐντελῶς διάφορον ἠθικὸν νόμον πρὸς τὸν τῆς παρελθούσης, καίτοι ἔχοντα
τὸν αὐτὸν πάντοτε πυρῆνα, τὰς αὐτὰς πάντοτε ὑπαγορεύσεις. Ἀλλ’ ἡ νέα
αὕτη μορφή, ὑφ’ ἣν παρουσιάσθη ἡ νέα ἠθική, ἀμιγὴς διαστρεβλώσεων,
ἃς τοῦ ἀνθρώπου ἡ ἀδύνατος καὶ ἐλαττωματικὴ φύσις τὸ πρὶν παρεῖχεν
εἰς τὰς ὑγιεῖς τοῦ Πνεύματος ὑπαγορεύσεις, ἔδωκεν εἰς τὰς πεπλανημένας
ἀνθρωπίνους κοινωνίας νέαν ὅλως κατεύθυνσιν μὲ τὴν συγκρότησιν τοῦ
οἰκογενειακοῦ πλέγματος, μὲ τὴν κοινωνικὴν ἑνότητα, μὲ τὴν τῶν νόμων
φρουρὰν καὶ μὲ τὸν ἀναπτυχθέντα οὕτως ἐξανθρωπιστικὸν πολιτισμὸν, δι’
οὗ τόσα τεράστια ἅλματα προόδου ἔκαμεν ἡ ἀνθρωπότης, δημιουργοῦσα
τὴν εὐημερίαν της και τὴν ἤρεμον αὐτῆς ἐξέλιξιν.
Ἡ γνῶσις τοῦ ἀνθρωπίνου προορισμοῦ, συμπληρώσασα τῆς ὅλης Χρι-
στιανικῆς ἰδεολογίας τὸ οἰκοδόμημα, ἤγειρε κατὰ μικρόν, ἐκεῖ ἔνθα ὑψοῦντο
τῶν ποικίλων θεοτήτων καλλιμάρμαροι ναοὶ καὶ ἀνέδιδον ὀσμὰς θυσια-
στήρια ἐκδικητικῶν θεῶν, ἱεροὺς ναοὺς τῆς Ἀγάπης. Ἐκεῖ ἔνθα τὸ πρὶν τοῦ
Διονύσου ἐψάλλοντο οἱ ἀναιδεῖς ὕμνοι καὶ τῆς Ἀφροδίτης ἐλούετο ἡ παθή-
γερτος παράστασις, ἠκούσθησαν κατόπιν αἱ πνευματικαὶ ὠδαὶ καὶ οἱ ἁρμονι-
κοὶ ὕμνοι τῆς Θείας ποιήσεως, τῆς ἐκδηλούσης τὴν Καθολικὴν Αγάπην.
Ἡ διὰ τῆς πολυθεΐας συμβολικὴ πίστις εἰς πολλοὺς θεοὺς ἐτράχυνεν
ἀντὶ νὰ λεπτύνῃ τὸ ἀνθρώπινον πνεῦμα, ὅπερ, κρυπτομένης διὰ τοὺς πολ-
λοὺς τῆς ὑψηλῆς ἰδεολογίας ἐν τοῖς συμβόλοις, ἔβλεπεν παντοῦ τὸ σκο-
τεινόν, πλὴν εὐχάριστον κράτος τῆς ὑλοφροσύνης, ἐν ᾗ κατὰ τὸ πλεῖστον
ἐθάπτετο. Ἐνῶ, ἐξ ἀντιθέτου, ἡ μόρφωσις τῆς Νέας Θρησκείας, ἐντοπίσα-
σα εἰς τὴν ἀπροκάλυπτον Ἀλήθειαν τὴν πίστιν της, ἔδωκε πτέρυγας εἰς τὸ
ἀνθρώπινον πνεῦμα, ὅπερ καθώρισεν ὑπὲρ τὰς ὑλικὰς τὰς Πνευματικὰς
Κοινωνίας, ἐκ τῶν ὑπαγορεύσεων τῶν ὁποίων ἐμορφώθη ἡ παροῦσα Κοι-
νωνία, ἥτις δύναται νὰ περιληφθῇ ἐξ ὁλοκλήρου σχεδὸν εἰς τὸ ὄνομα τῆς
Χριστιανικῆς Κοινωνίας.
Ὁ Δημιουργὸς τῆς Κοινωνίας ταύτης, ὁ καθορίσας τὸν δεύτερον κοινω-
νικὸν σταθμὸν ἐν τῇ ἐξελίξει τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος, Θεάνθρωπος Ἰη-
σοῦς, διὰ τῶν κηρυγμάτων Αὐτοῦ, τῶν Θείων τούτων πρὸς τὴν κοιμωμένην
ἀνθρωπότητα σαλπισμάτων, ἐχάραξε τὴν τροχιάν, ἣν ἔδει νὰ ἀκολουθήσῃ
τὸ ἀνθρώπινον, ἵνα χωρήσῃ πρὸς τὴν πνευματικὴν αὐτοῦ πρόοδον. Ἀλλ’
ἐν τῷ βάθει τῶν Θείων Του Ἀποκαλύψεων, δι’ ὧν ἀφῄρεσε τοὺς σκοτεινοὺς
πέπλους τῶν προφητικῶν στίχων καὶ ἡρμήνευσε τῶν γριφωδῶν ρήσεων
τὰ ἐχόμενα, ἀφῆκε πολλῶν Ἀληθειῶν κεκαλυμμένα τὰ σπέρματα, ἵνα
ἀποκαλύψῃ καὶ ἀφήσῃ ταῦτα νὰ βλαστήσουν, ὅταν ἡ ἀνθρωπότης
κατα­σ τῇ ἱκανὴ καὶ διὰ τὰς ἀποκαλύψεις ταύτας. Τότε οἱ ἄνθρωποι,
ὅταν ὁ ἐλαύνων τοὺς αἰῶνας ἐκήρυττεν, ἀδύνατοι ὄντες, «οὐκ ἠδύναντο
Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 83

βαστάζειν ἄρτι, εἰ καὶ πολλὰ εἶχε λέγειν αὐτοῖς» (Ἰωάν. ΙΣΤ΄ 12).
Ἔβλεπεν ὁ Ἰησοῦς τὰς ἐν τῇ ἀνθρωπίνῃ ψυχῇ ἐρριζωμένας πολλὰς
ἔτι ἀτελείας καὶ δὲν μετέδιδεν ἢ ὅσα ἦσαν ἀναγκαῖα ἀπολύτως διὰ τὴν
ἀπαιτουμένην πρώτην ριζικὴν μεταμόρφωσιν τῶν κοινωνιῶν, ἄρα καὶ
τῆς Ἠθικῆς, ἐπιφυλασσόμενος νὰ πέμψῃ, αἱρουμένων τῶν ἀτελειῶν,
τὸν Παράκλητον, τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, διὰ τοῦ Πατρός, ἵνα κάμῃ τὰς
νέας ἀποκαλύψεις καὶ παρουσιάσῃ τὴν Νέαν μορφήν, ἥτις θὰ χαρακτη-
ρίζῃ τὴν Μέλλουσαν Κοινωνίαν.
Ἡ ἐλλειπὴς πνευματικὴ ἀνάπτυξις τῆς κοινωνικῆς ἐκείνης περιόδου
ἀπῄτει μεγάλην φειδὼ εἰς πνευματικὰς ἀποκαλύψεις, αἵτινες τυχὸν
γενόμεναι τότε ἤθελον προκαλέσει καταστροφάς καὶ στασιμότητα, ἂν ὄχι
ὀπισθοδρομικότητα πνευματικήν. Διὰ τοῦτο ὑπὸ τὸ ριπιζόμενον ἀπὸ τὸν
Ζέφυρον τῆς Ἠθικῆς, ὅ ἐστι Πνευματικῆς Ἀνακαινίσεως, Λάβαρον τοῦ Να-
ζαρηνοῦ δὲν ἐδιδάχθησαν ἢ αἱ θεμελιώδεις ἀρχαί, αἱ ἀπαραίτητοι διὰ τὴν
στήριξιν τοῦ νέου οἰκοδομήματος, πολλῶν οὐσιωδῶν ἀρχῶν κεκαλυμ-
μένων ἔτι ὑπὸ τὸν πέπλον τῆς ἀγνοίας.
Εἶναι δὲ ἀληθὲς ὅτι ἐν πάσῃ μεταρρυθμίσει κοινωνικῇ, πολιτικῇ ἢ θρη-
σκευτικῇ, ὁ μεταρρυθμιστὴς δὲν ἀποκαλύπτει ἢ μέρος τῶν ἀρχῶν, ἐφ’
ὧν στηριζόμενος χαράσσει τὴν νέαν τροχιάν, ἣν ἀκολουθεῖ τὸ νέον του
σύστημα. Διότι, ἐὰν ἐπιχειρήσῃ εἰς μίαν οἱανδήποτε λ.χ. ἐπανάστασιν ὁ
ἐπαναστάτης νὰ ἐκθέσῃ ἐν τῷ συνόλῳ τὰς ὠθησάσας εἰς ταύτην ἰδέας του,
ἤθελεν ὁλοσχερῶς ναυαγήσει ἐν τοῖς σχεδίοις του, πίπτων ἴσως θῦμα τῆς
ἐξεγειρομένης λαϊκῆς παρεξηγήσεως. Ἀλλὰ πάντοτε τὸ ὕψος τῆς ὠθούσης
εἰς τὴν ἐπανάστασιν νέας ἀρχῆς μένει ἄγνωστον εἰς τὰς λαϊκὰς μάζας,
παρουσιαζομένης τῆς ἰδέας μόνον μὲ τὸ προσωπεῖον τῶν συνθηκῶν, τὰς
ὁποίας θέλει νὰ ἐγκολπωθῇ ὁ λαὸς καὶ μὲ τὸ παράστημα τῆς ἀπολυτρωτι-
κῆς ἀνάγκης, ἥτις ἔρχεται νὰ θραύσῃ τὸν κλοιόν, τὸν σφίγγοντα ἀφορήτως
τὸν λαιμὸν τῆς πνευστιώσης λαϊκῆς ὑπομονῆς καὶ νὰ προκαλέσῃ τὴν ἀνα-
τίναξιν τῶν τυραννικῶν συνθηκῶν. Αἱ δὲ κύριαι ἰδέαι, αἱ διακρίνουσαι πρὸ
πάντων τὸ ἰδεῶδες καὶ τέλειον ὅλων τῶν νέων ἀρχῶν, μένουν κεκαλυμ-
μέναι, ἓως οὗ ὡριμάζουν κατὰ μικρὸν τὸ νέον σύστημα εἰς τὰς δεχθείσας
αὐτὸ χορείας καὶ προσαρμοζόμενον πρὸς τὰς νέας ὑπ’ αὐτοῦ δημιουργη-
θείσας συνθήκας παρουσιασθῇ ὡς ἐλλιπὲς εἰς τὰς ἐξελιγμένας πλέον κοι-
νωνίας καὶ ὡς τοιοῦτον κλονισθῇ, μὴ ἐπηρεάζον πλέον διὰ τῆς ἐπιρροῆς
του οὐδένα.
Τότε, ὅτε προβάλλει ἡ ἀνάγκη αὕτη ἀπαιτητική, τότε ὅτε γεννᾶται
ἡ δίψα πρὸς γνῶσιν τοῦ ἰδανικωτέρου καὶ τελειοτέρου, ἀνοίγει πλέον
ἡ θύρα ἡ κλείουσα αὐτὸ καὶ αἴρεται ὁ πέπλος ὁ καλύπτων τὴν πραγμα-
τικὴν ἰδέαν, γίνονται πλέον αἱ νέαι ἀποκαλύψεις, αἵτινες μορφώνουσιν
ἐπὶ τῶν ἀποκαλυφθεισῶν νέων τελείων καὶ ὑγιῶν ἀρχῶν τὸ νέον σύ-
στημα. Δὲν ἀνατρέπουν ὅμως, ἀλλὰ ἀντικαθιστοῦν τὸ προδρομικόν,
τὸ παλαιὸν σύστημα, ὅπερ ἔπαυσε πλέον ἐπηρεάζον καὶ συγκρατοῦν τὰς
κοινωνίας.
84 Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ἐπειδὴ ὡς ἀνωτέρω εἴπομεν, πᾶν κοινωνικὸν συγκρότημα, ὡς στη-


ριζόμενον ἐπὶ τοῦ ἠθικοῦ νόμου, ἔχει ἄμεσον ἐξάρτησιν ἀπὸ τὴν κρατοῦ-
σαν θρησκευτικὴν ἀντίληψιν, τοῦτο, ταύτην ἔχον συνεκτικότητα, παύει
ὑφιστάμενον εὐθὺς ὡς αἱ θρησκευτικαὶ ἀντιλήψεις τῶν κοινωνιῶν μετα-
βληθῶσιν, εὐθὺς ὡς ἡ κρατοῦσα θρησκεία δὲν πείθει, δὲν συγκινεῖ, δὲν
συγκρατεῖ. Ὅταν δημιουργηθῇ μία τοιαύτη κατάστασις, ὁ ἠθικὸς νόμος
ὑφίσταται τότε μόνον ὡς σκιά, ὡς τερθρεία ἁπλῆ ἢ φενάκη πρὸς ἐξα-
πάτησιν τῶν συνειδήσεων τῶν μὲν ὑπὸ τῶν δέ. Τότε ἄρχεται βαίνουσα
ἀχαλίνωτος πρὸς τὸν ὄλεθρον ἡ κοινωνία, συμπαρασύρουσα εἰς τὴν ἀφά-
νειαν σὺν ταῖς ἠθικαῖς καὶ τὰς θρησκευτικὰς ἀντιλήψεις.
Ἡ κατάστασις δὲ αὕτη δύναται νὰ δημιουργηθῇ ὅτε ἡ πνευματικὴ
πρόοδος τῶν κοινωνιῶν φθάσῃ εἰς βαθμὸν τοιοῦτον ὥστε νὰ μὴν ἱκανο-
ποιῆται ἀπὸ ἀναποδείκτους δοξασίας, ἀπὸ θεσπίσματα αὐθαίρετα καὶ
παραδόσεις ἀγνώστου πηγῆς καὶ αἰτίας. Ὅταν ἡ πνευματικὴ κριτικὴ ὑπο-
βάλῃ εἰς ἔλεγχον λογικὸν τὴν θρησκευτικήν της πίστιν, ὅταν ἡ πνευματικὴ
ἔρευνα φθάσῃ μέχρι τοῦ βαθμοῦ νὰ ζητήσῃ τὴν ἑρμηνείαν τῶν μὴ κατ’
ἀρχὴν ἁρμονικῶς γιγνομένων, τότε πλέον εἶναι ἀνίκανοι αἱ ἀναπόδεικτοι
θρησκευτικαὶ ἐπαγγελίαι καὶ ἀπειλαὶ νὰ θέσουν φραγμὸν εἰς τὴν ἐξεγει-
ρομένην λογικήν, εἰς τὸ ἐπαναστατοῦν συνειδὸς. Καὶ ἡ αὐθαιρεσία τῆς
σκέψεως, ριπτομένη εἰς τὸν κυκεῶνα τῶν ἀμφιβολιῶν, ζητεῖ ἕνα προχει-
ρότερον ἔστω καὶ ἐπισφαλῆ λιμένα, τὸν ὁποῖον μεταχειρίζεται ὡς ὁρμη-
τήριον διὰ τὰς ἐξόδους τοῦ ἀκατίου τῆς ζωῆς. Καὶ συνήθως ὁ λιμὴν οὗτος
εἶναι πτῶσις τοῦ ἀτόμου καὶ τῆς κοινωνίας εἰς τὰς ἀγκάλας τοῦ ὑλισμοῦ
μὲ τὴν ἀπόρριψιν τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν καὶ τὴν ἀποτίναξιν τῶν ἐπικρατου-
σῶν ἀντιλήψεων.
Τότε ἀκριβῶς γίνονται αἱ μεγάλαι ἀποκαλύψεις, αἵτινες μὲ τὸ ὕψος
των καὶ τὴν χαλυβδίνην πυγμὴν καὶ τὸν ἀκατάβλητον χαλινὸν τῆς λογικῆς,
τοῦ θετικοῦ τῆς ἀποδείξεως, ὀρθοῦνται βαρεῖαι καὶ ἀκατανίκητοι πρὸ τῆς
ἐκτεινομένης βασιλείας τῆς ἠθικῆς ἀναρχίας καὶ διὰ νέων ἠθικῶν σεισμῶν
διαρρηγνύουν τῆς ἀναρχικῆς ἠθικῆς σφαίρας τὸν ἐπίπαγον καὶ διὰ τῶν
ἐρειπίων της σχηματίζουν τὴν Νέαν ἠθικὴν σφαῖραν, τὸν Νέον ἠθικὸν
Κόσμον, τὴν ἀνωτέραν Κοινωνίαν. Εἰς τὴν κατὰ τῆς ἠθικῆς ἐπανάστασιν
ἀντιπαραβάλεται ἡ ὑπὲρ τῆς ἠθικῆς ἐπανάστασις. Ἡ βία καταβάλλεται διὰ
τῆς βίας. Ἐν τῷ μέσῳ τῶν ἐγκυμονουμένων καὶ ἐκρηγνυομένων θυελλῶν
τῆς ἠθικῆς ἀναρχίας καὶ τῶν κεραυνῶν τῆς κοινωνικῆς ἢ θρησκευτικῆς
παραλύσεως, προβάλλουσιν αἱ μορφαὶ τῶν ἐπαναστατικῶν ἡγετῶν τῆς
ἠθικῆς, τῆς θρησκείας, τῆς κοινωνίας τῶν Ἐθνῶν. Ἐν τῷ μέσῳ τῶν καπνῶν
καὶ τῶν ἐρειπίων τῆς προηγουμένης καταστάσεως ἀναπετάννυνται τὰ
ἐπαναστατικὰ λάβαρα καὶ ἐν τῷ μέσῳ τῶν κρότων τῆς πιπτούσης προη-
γουμένως μορφῆς κοινωνικῆς, ἠθικῆς, θρησκευτικῆς, ἐθνικῆς, ἀκούονται
τὰ ἐπαναστατικὰ ἐγερτήρια σαλπίσματα.
Αἱ μεγάλαι ἀποκαλύψεις τότε μετὰ τὴν θύελλαν, τοὺς καπνοὺς καὶ
τοὺς ἀγῶνας, συντεταγμέναι χωροῦσι πρὸς ὀργάνωσιν καὶ τὴν κατὰ νέον
Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 85

τρόπον καὶ μὲ νέας βάσεις σύστασιν τῶν κοινωνιῶν, αἵτινες μικρὸν κατὰ
μικρὸν βαίνουσι πρὸς τὴν ἐξέλιξιν καὶ μὲ νέα προοδευτικὰ βήματα. Τὸ
πνεῦμα τότε πλέον ὥριμον διὰ τὰς νέας ἰδέας, τὰς ὁποίας ἄλλως τε τόσον
δικαίως ἐζήτει, ὁρίζει τὴν νέαν ἀφετηρίαν ἐκκινήσεως εἰς τὴν ἐξελικτι-
κὴν κλίμακα καὶ πετᾷ πρὸς νέας ἀποκαλύψεις καὶ πρὸς διαρκῆ πρόσκτη-
σιν νέων γνώσεων, τεῖνον διαρκῶς πρὸς τὴν Ἄπειρον Γνῶσιν, τῆς ὁποίας
ἡ δίψα τὸ κατατρύχει.
Τοιουτοτρόπως καὶ ἡ κοινωνία τοῦ χριστιανικοῦ συστήματος, λαβοῦσα
τὴν δημιουργίαν της κατὰ τὴν ἐποχὴν κατὰ τὴν ὁποίαν τὴν ἀτμοσφαῖραν
ἐπλήρουν δουλείας στεναγμοὶ καὶ αἰχμαλωσίας θρῆνοι, ὅτε ἡ προσωπι-
κότης εἶχεν ὑποβιβαστεῖ εἰς τὴν ἀξίαν τοῦ πράγματος, ἐπεκράτησεν κατό-
πιν τῆς μεγάλης καὶ ὑπερόχου ἐπαναστάσεως, τὴν ὁποίαν ἐδημιούργησαν
τοῦ Ἰησοῦ τὰ κηρύγματα καὶ αἱ Νέαι μεγάλαι ἠθικαὶ ἀρχαί, τὰς ὁποίας
ἀνέμενεν ἡ πάσχουσα ἀνθρωπότης διὰ τὴν λύτρωσίν της.
Ὁ Χριστὸς ἐπαρουσιάσθη ὡς ὁ Μέγας Ἐπαναστάτης τῆς ἠθικῆς
τῶν Ἐθνῶν. Τὸ Θεῖον Του Στόμα ἐξέφρασε τὰς θεμελιώδεις ἀρχὰς τῆς
Νέας Κοινωνίας, ἐσάλπισε τῆς Ἰσότητος καὶ τῆς Ἀλληλεγγύης τὸ ἐμ-
βατήριον, ἐκήρυξε τὸν Θεὸν ἐν τῇ Μεγαλειώδῃ Πνευματικῇ Του Ὑπο-
στάσει, κατέδειξε τὴν Ἰσχύν Του διὰ τῶν ἔργων Του καὶ καθώρισε τὸν
πλησίον. Ἔκαμε δηλαδὴ τὰς πρώτας θεραπευτικὰς ἐπεμβάσεις εἰς τὸ ἔχον
χαινούσας καὶ βαθείας πληγὰς ἐρειπωμένον τῆς ἀνθρωπότητος σῶμα.
Καὶ τοῦτο ἵνα σώσῃ αὐτὴν ἀπὸ τοῦ ἐπερχομένου θανάτου. Καὶ ἀκιν-
δυνοποιήσας τὰς πληγὰς καὶ καθορίσας τὸ ἀποθεραπευτικὸν σύστημα,
ἀπῆλθεν Αὐτός, ἵνα ἐπιστρέψῃ παρ’ αὐτῇ ὅπως τονώσῃ τὸ ἐξησθενημένον
αὐτῆς σῶμα δι’ ἰσχυροτέρων μέσων θεραπείας.
Ἀλλ’ εἶναι ἀληθὲς ὅτι καὶ αὐτὰ τὰ τονωτικὰ τῶν φαρμάκων καὶ τὰ
μᾶλλον ἐπωφελῆ καθίστανται δημιουργοὶ κακοῦ, ἐνεργοῦσι ὡς ἰσχυρὰ
δηλητήρια, ὅταν δίδωνται εἰς σῶμα ἀσθενικὸν καὶ ἐρειπωμένον. Δι’ ὃ οἱ
θεράποντες ἀναμένουσι τὴν ἰσχυροποίησιν τοῦ ὀργανισμοῦ, ἵνα κατόπιν
ἐνεργήσωσιν ἐπὶ τὸ τονωτικώτερον διὰ τῶν ἰσχυρῶν φαρμακευτικῶν μέ-
σων. Ἔπρεπε κατὰ ταῦτα νὰ ἀναλάβῃ ζωὴν τὸ κοινωνικὸν σῶμα μὲ τὴν
ἐπέμβασιν τῶν Χριστιανικῶν ἀρχῶν, ὅπως κατόπιν δεχθῇ τὰ ὑψηλὰ καὶ
Οὐράνια Πνευματικὰ Νάματα. Διὰ τοῦτο ὁ Χριστὸς δὲν ἀνέπτυξεν ἐξ
ὁλοκλήρου τὴν Φιλοσοφίαν Αὐτοῦ καὶ τὰς Ἰδέας, περιορισθεὶς μόνον εἰς
τὴν κήρυξιν τῶν γενικῶν Αὐτοῦ ἀρχῶν. «Εἰ τὰ ἐπίγεια εἶπον ὑμῖν καὶ οὐ πι-
στεύετε, πῶς ἐὰν εἴπω ὑμῖν τὰ ἐπουράνια πιστεύσετε;» (Ἰωάν. Γ΄ 12).
Ἐπὶ τῶν γενικῶν ὅμως τούτων ἀρχῶν στηριχθεῖσα ἡ νέα ἐκείνη ἠθικὴ
ἐπανάστασις ἐγέννησε τὴν παροῦσαν κοινωνίαν, τὴν Χριστιανικὴν κοι-
νωνίαν, ἥτις ἀναχωροῦσα ἀπὸ τὰς ἰδεολογικὰς βάσεις τῆς Ἀληθείας ἐχώρει
πρὸς τὴν ἰδανικήν κοινωνικὴν τελειότητα. Ἀλλὰ δυστυχῶς ἐπῆλθεν ὑπο-
τροπίασις εἰς τὸ ἀναρρωνῦον κοινωνικὸν σῶμα τῆς κατατρυχούσης πρὶν
αὐτὸ ἠθικῆς νόσου, εἰς τρόπον ὥστε τὰ ὑπὸ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως ἀντί-
δοτα χρησιμεύουν ὡς μέσον ἀποφυγῆς μόνον τοῦ ἠθικοῦ Θανάτου. Ἡ
86 Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Χριστιανικὴ δηλονότι Κοινωνία, ἡ παροῦσα Κοινωνία, μετὰ τὰ πρῶτα ὑγιᾶ


σκιρτήματα ἅτινα ἔκαμεν, ἤρχισε καὶ πάλιν μαραινομένη.
Τὰ μικρόβια τῆς κατὰ τὴν προηγουμένην κατάστασιν ἠθικῆς νόσου
ἐζωογονήθησαν καὶ πάλιν. Ἀντὶ τῆς Καθολικῆς Ἀγάπης καὶ τῆς ἀδόλου συ-
νενώσεως τῶν αἰσθημάτων τῆς Χριστιανωσύνης, κατακτητικὰς ἥπλωσε
τὰς πτέρυγας τὸ μῖσος. Ἀντὶ τῆς Ἀλληλεγγύης ὁ ἀτομισμὸς ὠρθώθη,
ἀντὶ τῆς Ἰσότητος ἐκυριάρχησεν ἡ ἀνισότης. Ὑπὸ τὴν σκιὰν τῶν νόμων
τῆς ἐλευθερίας ἠρέμως διαβιοῖ ἡ ἀτομικὴ δουλεία, σύνοικος δὲ τοῦ κα-
θήκοντος καὶ τοῦ δικαιώματος εἶναι ἡ αὐθαιρεσία καὶ ἡ βία.
Ἡ προσωποληψία, ἡ ὑπουλότης, ἡ ὑποκρισία, ὁ ἐξοβελισμὸς παντὸς
ξένου, ἡ σκοπιμότης τοῦ ζῆν δι’ ἐμαυτόν, διέφθειραν καὶ ἐξηφάνισαν
κατὰ μικρὸν τὴν ἔννοιαν τοῦ πλησίον, ἥτις εἶναι, μετὰ τὴν ἔννοιαν τοῦ
Θεοῦ, ἡ δευτέρα βάσις ἐκ τῶν δύο ἐφ’ ὧν στηρίζεται ὁλόκληρον τὸ Χρι-
στιανικὸν οἰκοδόμημα, ἡ Νέα ἠθική, ἡ Νέα Κοινωνία. Τὸ ἄτομον ἤρχισε
νὰ διακρίνῃ ἴδιον συμφέρον καὶ ἀναλογικῶς τὰ Ἔθνη ἴδια ὅρια.
Ἡ ἔννοια τῆς ἰδιοκτησίας ἐγέννησε κατὰ μικρὸν τὸ ἀτομικὸν συμ-
φέρον καὶ τὴν κυριαρχία μόνον τοῦ δικαιώματος, ἐνῶ ἡ ἔννοια τῆς
πατρίδος ἐξῆψε ἴδιον φρόνημα, τὸ πατριωτικόν, ἐξεγεῖρον τὸ μῖσος
τὸ φυλετικόν, τὴν ἰδέαν τῆς κατακτήσεως, καὶ τέλος ἐγέννησε τὸ με-
γαλύτερον κοινωνικὸν ἄγος, τὸν πόλεμον.
Αἱ κοινωνίαι, αἱ ἀντιπροσωπεύουσαι ὡς μέρη τὴν παροῦσαν κοινωνίαν,
ἤρχισαν στροφιδινούμεναι καὶ πάλιν εἰς τὸν στρόβιλον τῆς ἀναλγήτου
κοινωνικῆς φθορᾶς, ἐνῶ εἰς τὴν ἀντιπαράστασιν τῆς Χριστιανικῆς ἠθικῆς
ὁ θάνατος ἐγεννήθη εἰς σκότος ἀπροσπέλαστον τοῦ πνευματικοῦ ἐκφαυ-
λισμοῦ, ἠθικῆς ἐκλύσεως. Ἡ δὲ καταβαράθρωσις αὕτη τοῦ ἠθικοῦ νόμου,
ὀφειλομένη εἰς τὴν ἀνικανότητα τῆς δογματικής πίστεως, διὰ τὴν ἀσά-
φειαν τῶν θρησκευτικῶν δεδομένων, ὅπως πείσῃ τὸ χωρῆσαν εἰς τὴν θε-
τικότητα ἁλματωδῶς ἀνθρώπινον πνεῦμα, παρέσυρεν εἰς τὸ ὁρμητικόν
της ἔργον καὶ τοὺς ἀντιπροσωπεύοντας τὴν θρησκείαν ἀρχηγούς, μὴ δυ-
ναμένους καὶ τούτους νὰ ἀντιστῶσιν εἰς τὴν ὁρμὴν τοῦ ἐρευνητικοῦ λόγου.
Ἡ θετικότης τῆς ἐποχῆς, οὖσα ἀναπόσπαστος μορφὴ τῆς ὅλης συγ-
χρόνου προόδου καὶ ἐξελίξεως, μεταδίδεται ὡς πνευματικὸν κληροδότημα
εἰς πάσας τὰς ἀνθρωπίνας ὑπάρξεις καὶ ἀναπνέεται ὡς ἀτμόσφαιρα ἀπὸ
πάντα τὰ βιοῦντα συστήματα. Κατ’ ἀκολουθίαν καὶ οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς
Χριστιανικῆς ἰδεολογίας, τουτέστιν αὐτοὶ οἱ τοῦ ἠθικοῦ νόμου, πυρῆνος τῆς
κοινωνίας πρόμαχοι, ζῶντες εἰς τοιοῦτον περιβάλλον, ἀφήνουσι ν’ ἀνα-
πτυχθῇ ἢ ἀναπτύσσεται ἀκουσίως ἐν αὐτοῖς τὸ δένδρον τοῦ θετικισμοῦ,
μεθ’ οὗ συγχρόνως εἶδον τὸ φῶς καὶ συνεπῶς αἰσθάνονται καὶ οὗτοι
ἀτροφικὴν τὴν δογματικήν των πίστιν.
Ὁσονδήποτε καὶ ἂν προσπαθοῦσι νὰ συγκρατήσουν ἑαυτοὺς εἰς τὴν
ὁδὸν τῆς παραδόσεως καὶ τῆς θρησκευτικῆς κληρονομίας, πίπτουν καὶ
οὗτοι ὑπὸ τὰ ἀδυσώπητα πλήγματα, ἅτινα ἐπιφέρει αὐτοῖς ἡ συμβιοῦσα
θετικὴ ἀρχή, ἡ ἐξεγειρομένη λογικὴ καί, μὴ εὑρίσκοντες ἐν τῇ πίστει των
Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 87

στοιχεῖα θετικώτερα ἀφ’ ἑνὸς καὶ θέλοντες ν’ ἀντιδράσουν κατὰ τοῦ ἐξε-
γειρομένου λόγου ἀφ’ ἑτέρου, μεταβάλλονται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον εἰς
ὑποκριτὰς καὶ σεμνοτύφους, ἐστερημένους θρησκευτικῆς ζέσεως καὶ
πίστεως, ἄρα καὶ πειθοῦς καὶ ἐπιρροῆς ἐπὶ τῶν ἀπιστούντων, πρῶτοι
οὗτοι ἀθετοῦντες τὰ ἐντελλόμενα καὶ ἀπιστοῦντες εἰς τὰ κηρυττόμενα.
Παρουσιάζονται κατὰ ταῦτα ὄργανα τυπικὰ οἱ ἱεροφάνται οὗτοι μὲ τὸν
προορισμὸν τῆς εἰκονικῆς παραστάσεως ἑνὸς θρησκευτικοῦ ὀργανισμοῦ
μὴ ἐκδηλουμένου ἢ ὡς μία ταπεινὴ συμβολολατρεία καὶ τυπολατρεία,
συνοδευομένη ἀπὸ τὴν δεισιδαιμονίαν, τὴν εὐτραφῆ κόρην τῆς παχυλῆς
ἀμαθείας.
Ἐν ὀλίγοις, οὕτω παρουσιάζεται εἰς τοῦ ἐρευνῶντος τὰ ὄμματα ἡ πα-
ροῦσα Κοινωνία, τελείως παρεκκλίνουσα τῶν χριστιανικῶν θεσπι-
σμάτων καὶ λίαν ὥριμος διὰ τὴν εἰσδοχὴν καὶ ἀφομοίωοιν τῶν Νέων
καὶ Τελείων ἀρχῶν, ἃς σκοπίμως ἐκάλυψεν ὑπὸ τὸν πέπλον τοῦ ἀγνώ-
στου ὁ κηρύξας Θεάνθρωπος, διὰ τὴν ἀδυναμίαν τοῦ ἀνθρωπίνου
πνεύματος καὶ τὴν ἀφομοιωτικὴν ἀνικανότητα αὐτοῦ.
Ἡ ἀνθρωπότης ἐξετραχύνθη λίαν ἐν τῇ ὁδῷ τῆς ἀνηθικότητος καὶ
ἐδηλητηριάσθη ἐν τῇ ἀκολουθημένῃ τρίβῳ τῆς κακίας. Ἀπώλεσε τὴν πνευ-
ματικήν της ἠρεμίαν διὰ τῆς παρεισφρύσεως ἐν ταύτῃ ἀντιπνευματικῶν
στοιχείων καὶ ἕκτοτε ἀγνοεῖ τὴν θρησκευτικὴν ἑστίαν τῆς γαλήνης, ἐν
ᾗ εὕρισκε θαλπωρὴν κατὰ τὰς τρικυμιώδεις χειμερίας ὥρας. Τὸ ἠθικὸν
σκότος ἐξηπλώθη καὶ πάλιν καὶ οὕτω αἱ ἀνθρώπιναι ὑπάρξεις, αἱ κοινωνίαι
ὁλόκληροι, ἤρχισαν νὰ αἰσθάνωνται ἀποπνικτικὴν τὴν πνευματικὴν
ἀτμόσφαιραν καὶ ἀνυπόφορον τὸν κλοιὸν τῆς ἠθικῆς φθορᾶς καὶ βα-
ρείας τὰς πέδας ἐπὶ τῶν χειρῶν τοῦ ψυχικοῦ ἐγώ.
Ἡ κυριαρχοῦσα ἀνισότης, ἡ βασιλεύουσα ἀτιμία, ἡ βία, ἡ ἀπώλεια
τῆς ἀτομικῆς ἐμπιστοσύνης, ὁ ἀτομισμὸς, τὸ μῖσος καὶ ἐν γένει πάντα τὰ
τόσα κρατοῦντα ἠθικοφθοροποιὰ στοιχεῖα χρησιμεύουν ὡς ἔναυσμα τῆς
συσσωρευμένης εἰς τοὺς κοινωνικοὺς ὑπονόμους ἠθικῆς πυρίτιδος, δι’
ἧς θέλει ἀνασκαφῇ ἐκ βάθρων ἡ παροῦσα κατάστασις τῶν πραγμάτων. Τὰ
ἡφαίστεια τῆς ψυχικῆς ἀγανακτήσεως ἐτοιμάζουν τὴν ἀδηφάγον λάβαν
των ὑπὸ τὸν φλοιὸν τῆς ἐκφαυλισμένης κοινωνίας, καὶ κατὰ τῆς ἐπικρατού-
σης ἠθικῆς ἀναρχίας ἑτοιμάζεται ἡ ἐγκυμονουμένη ἠθικὴ ἐπανάστασις,
ἀπειλοῦσα ν’ ἀνατρέψῃ καὶ μεταβάλῃ εἰς ἐρείπια πᾶν ὅ,τι ἡ ἀντιπνευματι-
κὴ βασιλεία ἔστησεν εἰς πόδας καὶ ζωήν.
Καὶ τὰ προανακρούσματα τῆς γιγαντιαίας ἐκείνης καὶ θυελλώδους ἠθι-
κῆς ἐπαναστάσεως ἤρχισαν ἀκουόμενα εἰς τὰ διάφορα σημεῖα τῶν κοινω-
νιῶν. Ἡ παροῦσα τάξις τῶν πραγμάτων, ἡ παροῦσα κοινωνία ἀναμένει τὸν
μέγα τοῦτον ἀγῶνα, ἐξ οὗ ἡ ἀνθρωπότης θὰ ἐξέλθῃ μὲ τὰς ὑγιεστάτας ἐπὶ
τῆς ἠθικῆς καὶ τῆς θρησκείας ἀντιλήψεις καὶ ἐκ τοῦ ὁποίου θέλει γεννηθῇ
ὁ Νέος Σταθμὸς τῆς πνευματικῆς προόδου καὶ ἐξελίξεως. Ὑπὸ τὰ ἐπα­
να­σ τατικὰ λάβαρα θὰ γίνουν αἱ Νέαι Ἀποκαλύψεις καὶ θὰ κηρυχθοῦν αἱ
Νέαι Ἀρχαί, ἃς τόσον ἐπιμελῶς ἔκρυψαν οἱ αἰῶνες. Τὸ νῦν διερχόμεθα
88 Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

τὴν μεταβατικὴν περίοδον, τὴν ἑτοιμάζουσαν τὸ ἔδαφος διὰ τὴν καρπο-


φορίαν τῶν Νέων Ἀρχῶν καὶ Ἀληθειῶν, ἃς μέλλει κατὰ ἠθικὴν ἐξέγερσιν
νὰ σπείρῃ ἡ Χριστιανικὴ Ἐπικράτεια.
Νῦν κυοφορεῖται εἰς τὰ σπλάχνα τῆς παρούσης κοινωνίας ἡ Μέλ-
λουσα Κοινωνία, τῆς ὁποίας Ἑδραιωτής Δημιουργὸς θὰ εἶναι Αὐτὸς ὁ
Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ αἱ Ἀλήθειαι Αὐτοῦ. Θὰ εἶναι Αὐτὸς Θεμελιωτής μο-
νίμου τάξεως πραγμάτων, μονίμου καὶ ἀτρώτου Ἠθικῆς, ἀνατέλλων
ἐν Δόξῃ ὡς τηλαυγὴς Ἥλιος. Ἡ ὑπὸ Τούτου θεμελιουμένη ἠθικὴ τάξις θὰ
περιβάλλεται ἀπὸ τὸν σιδηροῦν θώρακα τῶν νέων ἀποκαλύψεων, ἃς διὰ
τοῦ Παρακλήτου θέλει κάμει ὁ Ἄπειρος Θεός. Ὁ Μέγας Ἐπαναστάτης τῆς
ἠθικῆς τῶν Ἐθνῶν, ὁ Μάρτυς τοῦ Γολγοθᾶ, δὲν θέλει νῦν νὰ παρουσιασθῇ
μόνος, ἀλλὰ συνοδευόμενος ἀπὸ ἀμετρήτους ἀγγέλους, ὃ ἐστὶ ἀναριθ-
μήτους ὀπαδούς, οὓς θέλει δημιουργήσει καὶ καλλιεργήσει ἀρκούντως
εἰς τὰς Νέας Ἀρχὰς ἡ παροῦσα μεταβατικὴ τῶν πραγμάτων περίοδος.
Ὁ Παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, τὸ ἐμπνέον ἀπὸ καταβο-
λῆς κόσμου τὸ ἀνθρώπινον εἰς τὴν δημιουργίαν τῶν κοινωνικῶν συστη-
μάτων, τὸ ὑπαγορεῦον τὴν ἠθικὴν καὶ τὸ δίδον ὅσον ἔνεστι τελειοτέρας
τὰς περὶ Θεοῦ καὶ κόσμου ἀντιλήψεις εἰς αὐτό, εὑρίσκεται ἐν τῷ κόσμῳ
διεξάγον ἀγρίαν πάλην πρὸς τὸν κατακτητὴν τοῦ παρόντος αἰῶνος.
Ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου πολεμᾶται σφοδρῶς καὶ κρίσις μεγάλη
γίγνεται εἰς τὸν κόσμον τοῦτον, διότι τὸ κακὸν ἑτοιμάζεται νὰ ἐκβλη-
θῇ ἔξω.
Ἐν τῇ πάλῃ ταύτῃ τὸ Θεῖον Πνεῦμα εὑρίσκει συνεπικούρους, εὑρί-
σκει μαχητάς, τοὺς ὁποίους καλλιεργεῖ καὶ γυμνάζει, ὅπως καταστήσῃ
τούτους ἱκανοὺς νὰ συμμεθέξωσι τοῦ ἐπαναστατικοῦ ἀγῶνος, ὅταν
ἀναπετασθῇ τὸ λάβαρον τῆς Ἠθικῆς ἐπαναστάσεως, ὁ Σταυρὸς, ὅταν
φανῇ ἡ Θεία καὶ Νικήτρια Προσωπικότης τοῦ Μεγάλου Ἐπαναστάτου ἐν
τῷ μέσῳ τῆς ἐκτεινομένης ἠθικῆς νυκτός. Οἱ μαχηταὶ οὗτοι, ἐμπνεόμενοι
παρὰ τοῦ Παρακλήτου, διαβλέπουσι τὴν ἀνατολὴν τῆς νέας κοινωνίας,
ἥτις δύναται νὰ χαρακτηρισθῇ ὡς ἡ Πνευματικὴ Κοινωνία, διότι κατὰ
ταύτην μέλλει νὰ ἐπεκταθῇ ἐπὶ πᾶν τὸ ὅριον τῆς Οἰκουμένης ἡ Βασιλεία
τοῦ Πνεύματος.
Ἡ Μέλλουσα Κοινωνία ἤρχισε σελαγίζουσα εἰς τὰ μεμακρυσμένα βάθη
τῆς Ἀνατολῆς, συναποκομίζουσα ἐν τῇ νέᾳ φιλοσοφία τὰς ἑρμηνείας πα-
σῶν τῶν Θρησκειῶν καὶ κοινωνικῶν ἀντιλήψεων, ἀπὸ τῆς διαισθητικῆς
περιόδου μέχρι τῆς νῦν, μὲ τὰς ἐνδιαμέσους θρησκείας τῶν τύπων καὶ τῶν
συμβόλων, τῶν προφητειῶν, τῶν χρησμῶν, τῶν ρήσεων καὶ τῶν αἰνιγμάτων
τοῦ παρελθόντος. Ἡ ἀναφαινομένη πνευματικὴ νίκη, δίδουσα πνευματικὴν
ζωὴν εἰς τὰ σύμβολα καὶ ἀνιστῶσα τὰς νεκρὰς παραδόσεις, θέλει ἑρμη-
νεύσει τὰς φαινομενικῶς ἀναποδείκτους χριστιανικὰς δοξασίας καὶ θέλει
ἀναλύσει εὐρέως τὰ ἀλληγορικῶς κηρυχθέντα. Ἡ Μέλ­λουσα Κοινωνία
τοῦ Χριστοῦ θέλει στηριχθῇ ἐπὶ τῶν ἰδίων βάσεων, πλὴν ἐχουσῶν ἄλλας
κατευθύνσεις. Αἱ νέαι δὲ αὗται κατευθύνσεις, αἵτινες θὰ δοθῶσιν εἰς τὰς
Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 89

ὑπαρχούσας βάσεις, καὶ αἱ νέαι ἰδέαι, αἵτινες θὰ προκύψουν ἐκ τῶν παλαιῶν,


θέλουσι δημιουργήσει τὸ ἄρρηκτον συγκρότημα τῆς μελλούσης κοινωνίας
καὶ θέλουσι δώσει ἄνευ περιορισμῶν ἐλευθερίαν εἰς τοὺς πτερυγισμοὺς τῆς
ἀνθρωπίνης σκέψεως.
Αἱ μεγάλαι μεταρρυθμίσεις, αἵτινες ἐτοιμάζoνται κατὰ τὴν παροῦσαν
μεταβατικὴν περίοδον, αἱ ριζικαὶ τροποποιήσεις αἵτινες θὰ ἐπέλθουν ἐπὶ τοῦ
τρόπου τοῦ θρησκευτικῶς σκέπτεσθαι, ἡ τελειοτέρα γνῶσις τοῦ ἀνθρωπί-
νου προορισμοῦ του καὶ ἡ γένεσις νέας μεθόδου ἐρεύνης τοῦ περιβάλλο-
ντος καὶ τὸ ἔργον τοῦ ἀνθρώπου μὲ ἐντελῶς νέαν κλεῖδα, θέλουσι εἶσθαι
αἱ πρῶται ἀρχαί, ἐφ’ ὧν θὰ στηριχθῇ ἡ περαιτέρω ἔρευνα καὶ γνῶσις.
Ἡ Μέλλουσα Κοινωνία θὰ ἔχῃ τὸν τύπον Κοινωνίας τοῦ Οὐρανοῦ.
Ὅταν πλέον καταπέσωσι μετὰ τὴν ἀγρίαν ἐπαναστατικήν καταιγίδα τὰ
τείχη τοῦ κακοῦ, τοῦ λυμαινομένου τὸν παρόντα αἰῶνα, μὲ πᾶσαν τὴν
ἀπαισίαν ἀκολουθίαν τῶν ἐκ τούτων γεννωμένων στοιχείων, ὅταν τὰ εἰ-
δεχθῆ φάσματα τοῦ μίσους, τῆς βίας καὶ τῆς ἐχθρότητος διαλυθῶσιν ἀπὸ
τὰς φωτεινὰς ἀναλαμπὰς τῆς Ἀγάπης, ὅταν ἀπὸ τῶν συντριμμάτων τῆς κα-
ταρρευσάσης ἠθικῆς οἰκοδομῆς κατορθωθῇ ἡ ἀνέγερσις τοῦ μεγαλοπρε-
ποῦς μεγάρου, τῆς πρὸς τὸν Θεὸν τάσεως, τότε δυνάμεθα εἰπεῖν ὅτι θέλει
κατέλ­θ ει ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ Οὐρανοῦ ἡ Νέα Ἱερουσαλήμ, ἡ νοσταλ­
γουμένη δηλονότι Κοινωνία τῆς Ἰσότητος, τῆς Ἀγάπης, τῆς Ἀλληλεγ-
γύης, τῆς Πνευματικῆς ἐξελίξεως, τῆς Κοινωνίας τῶν Τελείων Ἀνθρώ-
πων, τῶν Ἀγγέλων.
Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 91

ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΔΙΑ ΜΕΣΟΥ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ

Ἀπὸ τῶν ἀπωτέρων τοῦ παρελθόντος αἰώνων, τῶν κεκαλυμμένων


ὑπὸ τοῦ σκότους τῆς ἀμαθείας, τοῦ βαρβαρισμοῦ καὶ τῆς μυθολογίας, ὡς
μακραὶ ἀναμνήσεις ἐκληρονομήθησαν ἡμῖν διὰ μέσου τῶν γενεῶν καὶ τοῦ
χρόνου, ὅστις διέρρευσεν, τὰ σύμβολα τῶν θρησκειῶν, αἱ παραδόσεις τῶν
λαῶν, τὰ ἐξεικονίσματα τῶν λατρειῶν προϊστορικῶν ἢ μεταγενεστέρων
λαῶν καὶ ἐθνῶν, τὰ ὁποῖα ἀλληλοδιαδόχως κατέρρευσαν ἢ συνανεμίχθη-
σαν καὶ συνεχωνεύθησαν μετὰ τῶν νέων ἀναφανέντων καὶ ἐπικρατησά-
ντων. Τὰ ἱερὰ ταῦτα σύμβολα, τὰ ὁποῖα ἡ τότε ἐπικρατοῦσα θεσμοδότησις
ἐλάτρευε καὶ ἐπροσκύνει ὡς Θεῖον ἐγκαλλώπισμα, ἐπὶ τοῦ βωμοῦ τῶν
ὁποίων τὸ ἀνθρώπινον αἷμα κατέρρεεν διὰ νὰ ἐξιλεώσῃ πρὸ τῶν ὀμμάτων
τῆς μυστηριώδους καὶ κεκρυμμένης Θεότητος τὴν Ἁμαρτίαν, κατέπεσαν,
ἐξηφανίσθησαν καὶ τὰ λείψανα αὐτῶν θεωροῦνται ὡς ἀποτυπώματα ἰχνῶν
παρελθούσης βαρβαρότητος καὶ εἰδωλολατρείας, ὡς παραδόσεις πρωτο-
γόνου ἀντιλήψεως, ἐπικεκαλυμμένης ὑπὸ τῆς ἀχλύος τοῦ σκότους καὶ τῆς
ἀμαθείας.
Ὁ ἀναχρονισμὸς ὅμως οὗτος διδάσκει εἰς τὸν ἀμερόληπτον ἱστορικὸν
καὶ ἀρχαιολόγον, ὅτι ἡ ἐξωτερικὴ λατρεία τῶν συμβολισμῶν καὶ σήμε-
ρον ἔτι δὲν ἀπεσπάσθη ριζικῶς ἐκ τῆς ψυχῆς τοῦ ἐκπολιτισθέντος ἀν-
θρώπου, ἀλλὰ ἐξακολουθεῖ νὰ ἑρμηνεύῃ τὰς ἐνδομύχους αὐτοῦ σκέ-
ψεις καὶ νὰ ἐξεικονίζῃ τὰς διαισθητικὰς αὐτοῦ διαθέσεις καὶ παραδόσεις
μὲ συμβολικὰ σημεῖα ἀναπαριστῶντα ἐμφανῶς τὸ εἴδωλον τῆς λατρείας
αὐτοῦ.
Ἀνατρέχοντες εἰς τοὺς συμβολισμοὺς τῶν Ἀνατολικῶν λαῶν, τῶν Βα-
βυλωνίων, τῶν Χαλδαίων, τῶν Ἀσσυρίων, τῶν Περσῶν, τῶν Ἑλλήνων, τῶν
Αἰγυπτίων κλπ θὰ παρατηρήσωμεν ὅτι ἕκαστος συμβολισμὸς κρύπτεται
ὑπὸ τὸ ἰδεολογικὸν πνεῦμα τῆς ἐξωτερικεύσεως ἑνὸς ἱεροῦ πόθου, ἀνα-
παριστωμένου διὰ μιᾶς συμβολικῆς ἐξεικονίσεως, ἥτις κατ’ οὐσίαν μὲν
ἐκπροσωπεῖ τὴν αὐτὴν ἱερὰν ἰδέαν, κατ’ ἀναλογίαν δὲ τὴν διαφορὰν τῶν
Θείων ἐμβλημάτων τῆς αὐτῆς πίστεως.
Ἡ ψυχὴ τοῦ Ἀοράτου Κόσμου ὑπερφαλαγγίζει τὰς ἀτελευτήτους
ἐσχατιὰς τοῦ Ὑπεραΰλου Πνευματικοῦ Ἀπείρου καὶ ἀπὸ τοῦ Ὑψηλοῦ
Αὐτοῦ Θώκου κατέρχεται μέχρι τῶν κατωτάτων ὁρίων τοῦ γηΐνου κόσμου,
προσπαθοῦσα νὰ συναρμολογήσῃ τὰ κατερριμένα σύμβολα καὶ νὰ δώσῃ
αὐτοῖς τὴν θέσιν, ἣν ἐν τῷ ἀπείρῳ κατέχουσιν.
Καὶ ἐξ ὅλου τούτου τοῦ ὑπερτάτου μυστηρίου, τὸ ὁποῖον ἐγκρύπτε-
ται ἐν τοῖς ἐνδοτέροις τοῦ Ἀοράτου Νοῦ, προβάλλει τὸ ἐρώτημα, τὸ μέγα
ἐρώτημα: Τί σχέσιν ἔχουσι οἱ συμβολισμοὶ μὲ τὴν ὑπάρχουσαν καὶ δρῶ-
92 Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

σαν ζωήν μας; Τί ἐναρμονίαν χαράσσουν δύο γραμμαὶ τεμνόμεναι καὶ τί


ἐξεικονίζουν οἱ τριγωνικοὶ πυραμοειδεῖς σχηματισμοὶ τῶν ἀνατολικῶν
λατρειῶν; Οὐδόλως παράδοξον, ἂν τις ἐρευνῶν ἄνευ προκαταλήψεως τοὺς
συμβολισμοὺς τούτους, διακρίνῃ εἰς τὸ βάθος τοῦ συνοψιζομένου ὑπὸ
τὰς γραμμὰς αὐτῶν ἰδεαλισμοῦ τὸν Μέγα καὶ Ἀδιὸρατον Ὀφθαλμὸν τοῦ
Ἀπείρου Νοῦ, Ὅστις ὑπὸ τὰς πρώτας σκέψεις τοῦ ἀνθρώπου διαισθητικῶς
ὡμίλησε καὶ ἀπέδιξεν ἐν σχήμασι καὶ λόγοις τὴν σχέσιν, ἥτις ὑφίσταται με-
ταξὺ Αὐτοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Οὐρανὸς λαλεῖ καινὰ καὶ πάντα τὴν Δόξαν Αὐτοῦ ἀνομολογοῦσι.
Πραγματικῶς εἰς ἕκαστον βῆμα, ἀνὰ πᾶν διάστημα καὶ εἰς ἕκάστην πα-
ρατηρουμένην κίνησιν διὰ μέσου τοῦ ἀστροφεγγοῦς ἐνδιαιτήματος τῶν
Ἀπείρων κόσμων, θὰ διακρίνωμεν, θὰ ἀποκαλύψωμεν, θὰ διαισθανθῶμεν
τὴν ἁρμονικὴν ταξιθέτησιν τοῦ Μεγάλου ἐκείνου Ἀρχιτέκτονος καὶ Καλ-
λιτέχνου, Ὅστις ἐν τῇ Καλαισθησίᾳ Αὐτοῦ, ἀνοικοδόμησε τὸ μέγα ἁρ-
μονικὸν σύμπλεγμα, τὴν ἀδιαίρετον συνεκτικότητα τῆς ποικιλίας τῶν
ἀτόμων, τὰ ὁποῖα συσχετίζονται ἀναμεταξύ των, συνδέονται καὶ ἀποτε-
λοῦσιν ὅλα ὁμοῦ Ἓν μέγα ἀδιαχώριστον τῆς Φύσεως οἰκοδόμημα.
Ἀπὸ τῶν μικροτέρων καὶ ἀφανῶν πρωτοπλασμάτων καὶ μορίων μέ-
χρι τοῦ ἀπειρομεγέθους καὶ ἀπλανοῦς ἡλίου, μία διακρίνεται πνευματικὴ
συνοχή, διαχωρίζουσα τὰ εἴδη καὶ συνοψίζουσα τοὺς κόσμους εἰς ἀδια-
χώριστον καὶ ἀλληλένδετον ἅλυσιν συνδεομένην, διαποικίλλουσαν μὲν
εἰς κρίκους, ἀλλὰ ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν σύνδεσμον, τὸ αὐτὸ σύστημα ἐκπρο-
σωποῦσαν. Τὴν μεγίστην ταύτην συνεκτικότητα τῶν κόσμων πρῶτος ὁ
Πνευματισμὸς διὰ τῶν ἐπικοινωνιῶν αὐτοῦ διευκρίνισεν. Καὶ διὰ μέσου
τῶν αἰώνων τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὡμίλησεν εἰς διαφόρους γλώσσας,
εἰς διαφόρους λαούς, μὲ διάφορα σύμβολα, μὲ διαφόρους ἐξωτερικὰς
ὄψεις, εἰς τὸ βάθος τῶν ὁποίων ἐγκρύπτεται ἡ συνοχὴ καὶ ἡ αὐτὴ τοῦ
Θεοῦ Πνευματικὴ Πηγή.
Ἐξετάσωμεν τὰς διαφόρους δοξασίας, τὰ διάφορα δόγματα, τὰς πολ-
λαπλᾶς θρησκείας καὶ εἰς τὸ βάθος τῶν συμβολισμῶν καὶ τῶν ἐξωτερικῶν
αὐτῶν τύπων θὰ διακρίνωμεν τὸν Μέγα καὶ Ἀδιαπέραστον Πνευματικὸν
Νοῦν, Ὅστις ἐπισκοπεῖ τὰ πάντα διὰ τοῦ διορατικοῦ Αὐτοῦ Ὀφθαλμοῦ,
διανοίγων εἰς ἑκάστην Αὐτοῦ διαφώτισιν καὶ μίαν πηγὴν ζωοπαρόχου
πνεύματος καὶ νέον ἀδαμάντινον κόσμημα, τὸ ὁποῖον κοσμεῖ τὸν Ἀτε-
λεύτητον τοῦ Κόσμου Του χῶρον. Ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῶν συμβολισμῶν
διακρίνεται τοιαύτη, οἵα καὶ ἐν τῇ παραλλαγῇ τῶν εἰδῶν. Ὅπως ὅμως
ἕκαστον εἶδος ἐν τῇ ἀτομικότητί του ἐμπερικλείει καὶ μίαν δόξαν, αἵτινες
συνοψιζόμεναι ἐκδηλοῦσι τὸ Ἀπειροτέλειον Ὕψος τοῦ Δημιουργοῦ των,
οὕτω καὶ εἰς ἑκάστην παραλλαγὴν τῶν συμβόλων διακρίνεται μὲν ἐξωτερι-
κῶς ποιά τις διαφορά, ἐν τῷ βάθει ὅμως αὐτῶν ἐγκλείεται ἡ μεγάλη τοῦ
Ἀπείρου Νοῦ Ἀποκάλυψις.
Ἐξετάσωμεν ὅθεν τὰ σύμβολα ταῦτα, ἵνα ἐξ αὐτῶν ἀποκαλύψωμεν τὴν
ἁρμονικὴν συνεκτικότητα τοῦ Μεγίστου καὶ Ἀπείρου τοῦ Δημιουργοῦ Πνεύμα-
Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 93

τος, διαλαλοῦντος διὰ μέσου τῶν αἰώνων τὴν Ἀλήθειαν, μὲ τὴν ποικιλίαν τῶν
χρωματισμῶν καὶ παραλλαγῶν, τὰς ὁποίας διακρίνομεν καὶ ἐν τῇ φύσει καὶ
αἵτινες καὶ ἐν τοῖς συμβόλοις ἀποτελοῦσι τὴν αὐτὴν ἁρμονικὴν συνοχήν.
Ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι, κατὰ μὲν τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ μονισμοῦ,
ἄθροισμα λειτουργικῆς κινήσεως τοῦ σώματός του, τὸ ὁποῖον διαιρεῖται εἰς
πολυσχιδεῖς ἀπείρους ἀτομικότητας, ἑκάστη τῶν ὁποίων παράγει καὶ ἰδι-
αιτέραν λυσιτελῆ ἐκδήλωσιν, αἵτινες συναρμολογούμεναι ἐξωτερικεύουν
τὴν φαινομενικότητα ἑκάστης ζωῆς. Κατὰ δὲ τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Πνεύμα-
τος, εἶναι Δύναμις ἐνυπάρχουσα ἐν τῇ ὕλῃ, ἐξουσιάζουσα καὶ ποικίλουσα
αὐτὴν κατὰ διαστήματα καὶ ἐποχὰς ἐπὶ τὸ τελειότερον καὶ οὐδεμίαν σχέ-
σιν, ὡς ἐκ τῆς φύσεως αὐτῆς, ἔχουσα μὲ τὸ ὑλικὸν περιβάλλον, τὸ ὁποῖον
τὴν περικυκλοῖ καὶ τὴν τρέφει. Ἐπὶ τῆς παραδοχῆς ταύτης στηρίζονται ὅλα
τὰ συσταθέντα μεταφυσικὰ φιλοσοφικὰ συστήματα καὶ ὅλαι αἱ ἔρευναι
τοῦ ἀρχαίου πολιτισμοῦ ἀναποσπάστως μετ’ αὐτῆς συνεδέθησαν καὶ περὶ
αὐτὴν περιεστράφησαν, προσπαθοῦσαι, διὰ σειρᾶς ὀρθολογιστικῶν συλ-
λογισμῶν νὰ ἀνυψώσω τὸ ὑπ’ αὐτῶν προσκυνούμενον Πνεῦμα ὑπεράνω
τοῦ φθοροβρώτου ὑλικοῦ περιβάλλοντος, τὸ ὁποῖον ἐν τούτοις ἐξακολου-
θεῖ νὰ τροφοδοτῇ τὴν ἐν τῇ γῇ παρατηρουμένην ζωήν.
Οἱ μεγάλοι τοῦ παρελθόντος ἀναμορφωταὶ καὶ ἐρευνηταὶ κατηνάλω-
σαν τὸ πλεῖστον μέρος τοῦ χρόνου τῆς ζωῆς των εἰς μελέτας πρὸς ἐπίλυ-
σιν τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς, ἥτις, παρ’ ὅλας αὐτῆς τὰς ἀνανεουμένας
τελειοτέρας ἐξηγήσεις, ἐξακολουθεῖ νὰ διαφεύγῃ τῶν ὁρίων, τὰ ὁποῖα ἡ
ἐμβριθὴς κατὰ διαστήματα ἀνθρωπίνη σοφία προσπαθεῖ νὰ χαράξῃ πέριξ
αὐτῆς καὶ νὰ περικλείσῃ αὐτὴν ὡς εἰς κλοιόν. Ἀφ’ ὅτου δὲ ὁ ἄνθρωπος ἤρ-
χισε νὰ διανοῆται ἐπὶ τὸ πνευματικώτερον καὶ νὰ κατανοῇ τὴν γύρωθεν
αὐτοῦ ἀναπτυσσομένην ἐκ τῆς καλλιεργείας ὑπ’ αὐτοῦ φύσιν, ἄπειροι
δοξασίαι ἐπενοήθησαν καὶ ἐπεβασίλευσαν, αἱ ὁποῖαι καὶ ἐπὶ αἰῶνας ἔσχον
τὴν λατρείαν ὀπαδῶν, ἕως ὅτου καινοφανῆ συστήματα, τελειότερα τῶν
πρώτων, διεδέχθησαν αὐτάς, χωρὶς ὅμως νὰ τὰς καταρρίψωσιν ἐντελῶς.
Οὐδόλως ὅμως παρ’ ὅλας τὰς μεταβολὰς ταύτας, παρ’ ὅλην τὴν συστη-
ματοποιηθεῖσαν ὑπὸ τῶν διαφόρων ἀνακαλύψεων καὶ τῶν τελειοτέρων
μέσων ἔρευναν, κατώρθωσεν εἰσέτι ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀποδείξῃ ὅτι ἡ ζωὴ δὲν
ἀποτελεῖ ἀνεξερεύνητον μυστήριον.
Οἱ ἀρχαῖοι, οἵτινες ὡς ἐκ τῶν συγγραφῶν αὐτῶν καταφαίνεται πλειότε-
ρον ἡμῶν κατεῖχον τὴν κλεῖδα, ἥτις ἤνοιγεν εἰς αὐτοὺς τὴν θύραν τοῦ εἰς
ἡμᾶς ἀγνώστου, ἐγνώριζον ὅτι ἡ ἔρευνα τῆς ἐξηγήσεως ἑνὸς ζητήματος πρὸ
παντὸς ἔδει νὰ ἐστηρίζετο ἐπὶ τῶν ἀμέσων παρατηρήσεων τοῦ μελετῶντος
αὐτό. Μὴ δυνάμενοι δὲ νὰ ἀποδείξωσι ἐμφανέστερον τὰς προκυπτούσας ἐκ
τῆς μελέτης των ταύτης ἰδέας καὶ καταστήσουν αὐτὰς κατανοητὰς καὶ πρὸς
τὸ κοινόν, τὸ ὁποῖον ἐπεδίωκον νὰ τὰς ἀσπασθῇ, ἐπενόησαν τὴν συμβολι-
κήν ἀναπαράστασιν αὐτῶν διὰ τῶν μέχρις ἡμῶν διασωθέντων συμβόλων,
τὰ ὁποῖα, παρ’ ὅλην τὴν ὑπὸ πολλῶν ἀποδιδομένην εἰς αὐτὰ μοιρολατρικὴν
τῶν ἐπινοητῶν των ἐξήγησιν, ἐγκρύπτουν ἐν τῇ ­εἰδωλικῇ αὐτῶν ἀπεικο­
94 Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

νίσει τὴν φιλοσοφικὴν ἔννοιαν τοῦ Ἰδεαλισμοῦ, τὸν ὁποῖον ἐπεδίωξαν.


Οὕτω, ἕκαστον σύμβολον συμβολίζει καὶ μίαν ἰδέαν καὶ ἀναπαριστᾶ,
ὑπὸ τὴν ὑλικὴν αὐτοῦ ἀπεικόνισιν, τὴν ἐνδοτέραν τῆς σκέψεως καὶ τοῦ
ἰδεαλισμοῦ ἐξωτερίκευσιν. Ἀνάγκη βεβαίως ν’ ἀνατρέξωμεν εἰς τοὺς
χρόνους τῆς προϊστορικῆς ἐποχῆς, νὰ ἐξετάσωμεν τοὺς συμβολισμοὺς
ὅλων τῶν ἐθνῶν καὶ λαῶν, προσπαθοῦντες ἐν τοῖς ἑπομένοις νὰ ἐξηγήσω-
μεν, ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴν ἀποδιδομένην εἰς αὐτὰ σημασίαν τῆς ἐσωτερικῆς
αὐτῶν ἐννοίας, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ὅπως συσχετίσωμεν αὐτὰ καὶ ἀποδείξωμεν
ὅτι ἐν τῷ κόσμῳ ἡ αὐτὴ Πνευματικὴ Δύναμις ἐμπνέει τὰ πάντα ὑπὸ
διαφόρους μορφὰς καὶ παραλλαγάς, αἵτινες ἐν τῇ ὁμοιομόρφῳ αὐτῶν
ἰδανικῇ ἀπεικονίσει, ἐγκλείουσι τὴν διηνεκῆ τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος
πάλην, τὸ ὁποῖον προσπαθεῖ δι’ ὅλων αὐτοῦ τῶν δυνάμεων νὰ γεφυρώσῃ
τὸ μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ Ὑπερτάτου τῆς Φύσεως Πνεύματος διάστημα, ἐπι-
διῶκον νὰ ἐξυψωθῇ καὶ προσπελάσῃ τὰς ἀπείρους ἐκτάσεις τοῦ πρὸ αὐτοῦ
Πνευματικοῦ καὶ ὑλικοῦ ὁρίζοντος.
Ὅπως δὲ ἡ κατανόησις τοῦ Ἀπείρου τοῦ Δημιουργοῦ Πνεύματος δὲν
δύναται νὰ κατανοηθῇ ὑπὸ τῆς πεπερασμένης τοῦ ἀνθρώπου διανοίας
ἄνευ τῆς ἐξ Αὐτοῦ ἀπορρευσάσης ὕλης, οὕτω καὶ ἡ ἀνωτάτη ἰδεολογικὴ δι-
δασκαλία δὲν δύναται νὰ κατανοηθῇ ὑπὸ τοῦ κοινοῦ, ἐὰν δὲν ἀπεικονισθῇ
ἐν ὑλικοῖς συμβολισμοῖς, οἵτινες διατηροῦσιν ἐν αὐτοῖς τὴν ἀνάμνησιν
τῶν μεγάλων ἀναμορφωτικῶν πνευμάτων, τὰ ὁποῖα κατώρθωσαν, διὰ τῆς
ἀναπτύξεως τῆς ἐσωτερικῆς αὐτῶν διαισθητικότητος, νὰ ὑπερυψωθῶσιν
ὑπεράνω τῶν ὁρίων τῆς γηΐνης ἐπιφανείας καὶ ἐγκατοπτρισθῶσι τὸ Φῶς
τῆς Ἀληθοῦς ἐπιγνώσεως τοῦ πνευματικοῦ συνόλου.
Ἐὰν ὅμως οἱ τὰ σύμβολα ἀκολουθοῦντες, παρεκτραπέντες ἐν τῇ
εὐλαβείᾳ τῆς ἐξ αὐτῶν ἀπεικονιζομένης ἰδέας, προσεκύνησαν καὶ
ἠσπάσθησαν αὐτὴν ταύτην τῶν ὑλικῶν συμβόλων τὴν ὄψιν, ἡ ἐλευ-
θέρα κρίσις δὲν εἶναι δυνατὸν παρὰ νὰ ἀνεύρῃ τὴν Ἀλήθειαν τῆς ὑπ’
αὐτὴν ἐγκρυπτομένης ἰδέας.
Αὐτὸ δὲ τοῦτο ἡμεῖς ἐπιχειροῦντες, θὰ προσπαθήσωμεν ἐν τοῖς ἐπομέ-
νοις νὰ δώσωμεν τὴν πραγματικὴν ἐξήγησιν αὐτῶν καὶ ὑπὸ ποῖον σκοπὸν
ἀνεπετάσθησαν ὡς ἐμβλήματα ἀπαραίτητα διὰ τὴν κοινὴν τῶν προσκυνη-
τῶν αὐτῶν κατανόησιν.
Τὰ σύμβολα τῶν θρησκειῶν δὲν ἀνάγονται μόνον εἰς τὴν φυσικὴν
λατρείαν τοῦ κόσμου, ἀλλὰ εἰς τὴν πνευματικὴν ἐκδήλωσιν τῶν προ-
σπαθειῶν τοῦ ἀνθρώπου, ἐπιζητοῦντος νὰ ἀναπαραστήσῃ δι’ αὐτῶν τὴν
ἐσωτερικὴν ἐξεικόνισιν τῶν προϊόντων τῆς διαισθήσεως αὐτοῦ, ἥτις τοῦ
ὑπηγόρευσε, διὰ τῶν σημείων τούτων, τὴν ὑφισταμένην σχέσιν μεταξὺ
τοῦ Νοητοῦ καὶ τοῦ ἀντικειμενικοῦ κόσμου. Ὁ Νοητὸς κόσμος, ἐκπρο-
σωπῶν τὴν ἰδανικὴν ὄψιν τῆς φύσεως καὶ Ἄπειρος ὢν ἐν τῇ κατανοήσει
αὐτοῦ, ὡς Ἄπειρος καὶ ἐν τῇ ἀτομικότητί του, δὲν δύναται νὰ διέλθῃ διὰ
τῆς πεπερασμένης τῶν ἀνθρώπων διανοίας, ἥτις διαισθητικῶς μόνον κα-
τώρθωσε νὰ διαισθανθῇ Αὐτόν.
Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 95

Ἐκ τῆς μελέτης τῶν διαφόρων παραδόσεων τῶν ἀρχαίων καταφαίνε-


ται ὅτι ἐπὶ τῶν πρώτων ἀνθρώπων δὲν ὑπῆρχε μεγάλη διαφορὰ εἰς τὴν ἀρ-
γότερον ἐπελθοῦσαν ἀσυμφωνίαν τῶν δοξασιῶν καὶ τῶν μυθολογημάτων
τοῦ παρελθόντος, τὰ ὁποῖα διὰ τῆς διὰ μέσου τῶν αἰώνων διαδοχῆς καὶ
συμμίξεως πολλῶν γενεῶν, παρήλλαξαν μέν, ὡς πρὸς τὰς εἰδικὰς γραμμὰς
τῆς περιγραφῆς των, χωρὶς ὅμως νὰ ἀλλοιώνωσι τὸ ὑπὸ τὰς γενικὰς γραμ-
μὰς ἐγκλειόμενον ἐν αὐτοῖς πνεῦμα.
Διὰ τῆς διαρροῆς τοῦ χρόνου καὶ τῶν μεταλλαγῶν, τῶν ἐπελ-
θουσῶν κατὰ καιροὺς εἰς τὰ διάφορα ἔθνη, οἱ μεγάλοι φορεῖς τοῦ
πνεύματος, ἐποικοδομοῦντες εἰς τὰς παλαιοτέρας εἰς αὐτοὺς κληρο-
δοτηθείσας παραδόσεις, μετήλλαξαν αὐτὰς διὰ τῆς προσθήκης νέων
ὑπ’ αὐτῶν ἀντιλήψεων καὶ κανόνων, καὶ οὕτω ἐπῆλθεν ἡ παραλλαγὴ
τοῦ ἀρχικοῦ πνεύματος, τῶν μέχρι σήμερον διασωθεισῶν θρησκειῶν,
χωρὶς νὰ δύνανται νὰ κατανοήσωσιν οἱ ἀνθρωποι ὅτι ἀφαιρουμένων τῶν
τύπων καὶ τῶν συμβολισμῶν τῆς ἐξωτερικῆς αὐτῶν λατρείας, ἐν τῷ βάθει
αὐτῶν διακρίνεται ἡ αὐτὴ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ κατανόησις, ἀλλ’
ὑπὸ διαφόρους τύπους ἐκδηλουμένη.
Ὁ σκοπὸς ἡμῶν ἔγκειται εἰς τὸ νὰ ἀναλύσωμεν δι’ ὀλίγων τὰ διὰ μέσου
τῶν αἰώνων σύμβολα τῶν θρησκειῶν καὶ ἐμβλήματα τῶν διαφόρων λαῶν
καὶ νὰ συσχετίσωμεν αὐτὰ πρὸς ἄλληλα, προσπαθοῦντες νὰ προσδώσω-
μεν αὐτοῖς τὴν ἀληθῆ ἔννοιαν τοῦ Πνεύματος, μετὰ τοῦ ὁποίου ἀρχικῶς
ἀνεστηλώθησαν. Δὲν ὑπάρχει ὅμως οὐδεμία πρόθεσις ὅπως ἡμεῖς ρίψωμεν
τὴν πρώτην ἀκτῖνα τοῦ Ἀληθοῦς Φωτός, εἰς τὰ διὰ μέσου τῶν αἰώνων ἐπι-
σκιάζοντα τὴν ἀνθρωπότητα σκοτεινὰ νέφη, τὰ ὁποῖα ἐμποδίζουσι τὸ Ἡλι-
ακὸν φῶς νὰ ἐπιχυθῇ ἐπ’ αὐτῆς. Ὁ Πνευματικὸς Ἥλιος, ὁ Ἀπειροφεγγὴς
καὶ Ἀνέσπερος, δὲν ἔπαυσεν, ὅπως ὁ φυσικός, νὰ διαχέῃ τὰς τηλαυγεῖς
καὶ ζωοδότους Αὐτοῦ ἀκτῖνας πρὸς ἅπασαν τὴν ἀνθρωπότητα.
Ὁ κόσμος ὅμως αὐτῆς, ὁ κατοικῶν εἰς μέγαρα καὶ πόλεις, ὁ διαιτώμε-
νος εἰς τοὺς ἀγροὺς καὶ ὁ πλέων εἰς τὰς θαλάσσας, ὁ ἀνυψούμενος εἰς τὸν
ἀέρα καὶ ὁ ἐν δεσμωτηρίοις κρατούμενος, δὲν δύναται νὰ κατανοήσῃ,
ἐνῶ βλέπει ὅτι αἱ ἀκτίνες τοῦ ἡλίου εἴτε εἰς τὰς πόλεις, εἴτε εἰς τὰς θαλάσ-
σας, εἴτε ἐν τοῖς μεγάροις, εἴτε ἐν ταῖς φυλακαῖς, εἴτε ἐν τοῖς ἀστράσι κατα-
πίπτουσιν, εἴτε ἐν τῷ Οὐρανίῳ Τόξῳ, εἴτε διὰ τοῦ ὕδατος ἢ τοῦ κρυστάλλου
διαθλῶνται καὶ παρουσιάζουσι τὸν χρωματισμὸν τῆς Ἴριδος, εἶναι αἱ αὐταὶ
καὶ προέρχονται ἐκ τοῦ ἰδίου τοῦ ἡλίου σώματος. Καὶ ὅπως ὁ ἀστοιχείω-
τος ἀμαθὴς ταξιδιώτης ὁ ἐγκαταλείπων τὰς ὑπερβορείους χώρας καὶ κα-
τερχόμενος εἰς τὴν διακεκαυμένην ζώνην, θὰ ἀπέδιδε τὴν διαφορὰν τῆς
θερμότητος εἰς τὴν παραλλαγὴν τῶν ἰδιοτήτων τῆς ἑστίας τοῦ ἡλίου, οὕτω
λοιπὸν καὶ οἱ ἄνθρωποι, οἱ πιστεύοντες καὶ ἀκολουθοῦντες τὰς διαφόρους
θρησκείας, δὲν δύνανται νὰ κατανοήσωσιν καὶ πιστεύσωσιν ὅτι ὑπὸ
τὴν παραλλαγὴν τῆς ἐξωτερικεύσεως τῶν συμβολισμῶν καὶ τύπων
αὐτῶν, ἡ αὐτὴ Ἑστία τοῦ Πνεύματος ἐγκρύπτεται εἰς τὸ βάθος τῆς
ἀπεικονιζομένης ἐννοίας αὐτῶν.
96 Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Τὸ Ἄναρχον Πνεῦμα κατὰ καιροὺς καὶ τόπους ἐνεφανίσθη τοῖς


ἀνθρώποις καὶ ὑπηγόρευσεν αὐτοῖς τὴν πρὸς Αὐτὸ καὶ τὸν πλησίον
Ἀγάπην. Ὁ σκοπὸς ἄρα ἑκάστης θρησκείας ἀποβλέπει ὅπως καταστήσῃ
τὸν ἀκολουθοῦντα αὐτὴν ἐναρετώτερον καὶ προσπλησιέστερον πρὸς τὰ
καθήκοντα αὐτοῦ ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πλησίον του. Ἕκαστος λοιπὸν
ἄνθρωπος εἶναι ἀρεστὸς εἰς τὸν Θεόν, ὁπόταν πράττῃ τὸ πρὸς τοὺς δύο
τούτους κυριωτέρους ἠθικοὺς νόμους καθῆκον του. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Ἰησοῦς,
ἐρωτώμενος ὑπὸ τοῦ νομικοῦ εἶπεν: «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου, ἐν
ὅλῃ τῇ καρδία σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου.
Αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. Δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις
τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. Ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ
νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται.» (Ματθ. ΚΒ΄ 36-40, Μάρκ. ΙΒ΄ 28-31,
Λουκ. Ι΄ 27-28). Τὸ αὐτὸ ὑπαγορεύουσιν, ὡς πρώτιστον καθῆκον τῶν ὀπα-
δῶν των, καὶ ἅπασαι αἱ λοιπαὶ θρησκεῖαι τῶν Ἀνατολικῶν λαῶν.
Ἐκ τούτου καταδεικνύεται, ὅτι τὸ κύριον μέλημα ἑκάστης θρη-
σκείας εἶναι νὰ καταστήσῃ τοὺς ὀπαδοὺς αὐτῆς ἐναρετωτέρους διὰ
διαφόρων ἠθικῶν ὑπαγορεύσεων. Καὶ ἀνασκοποῦντες ἀμερολήπτως
καὶ ἀπροκαλύπτως τὴν ἔννοιαν τοῦ κειμένου αὐτῶν, θὰ ὁμολογήσωμεν
ὅτι ἅπασαι ἀναποσπάστως συγκεντροῦνται εἰς τὰ δύο κυριώτερα σημεῖα
τῆς βάσεως ἐφ’ ἧς ἐστηρίχθησαν, πρὸς κατανόησιν τῶν ὁποίων καὶ ὑπηγο-
ρεύθησαν, ἤτοι: Εἰς τὴν ἀναγνώρισιν Ὑπερτάτου Ὄντος Ἀπειροτελείου
Πνευματικοῦ καὶ Ἠθικοῦ Νοῦ Δημιουργοῦ, ὑπὸ τοῦ Ὁποίου ὑπηγο-
ρεύθησαν αἱ δύο αὗται ἠθικαὶ ἐντολαί, τὰς ὁποίας ἀκολουθῶν ἕκα-
στος ἄνθρωπος θὰ δυνηθῇ νὰ κοινωνήσῃ ἐλευθέρως μετὰ τῶν ἐπαγ-
γελιῶν, αἵτινες ἐν τῇ μελλούσῃ ζωῇ τῷ προορίζονται.
Ἡ κατὰ διαφόρους ὅθεν τόπους ἀναπαράστασις διαφόρων συμβόλων
ἐγκρύπτει τὴν αὐτὴν ἔννοιαν καὶ τὸν αὐτὸν σκοπὸν τῆς ἠθικῆς ἀνυψώ-
σεως τοῦ ἀνθρώπου, πρὸς κατανόησιν τῶν καθηκόντων αὐτοῦ πρός τε
τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον του. Ἡ βάσις ἀπάντων τῶν θρησκευμάτων ἐπὶ
τῆς αὐτῆς λατρείας στηρίζεται, τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποίαν οἱ κατὰ καιροὺς διερ-
μηνεῖς αὐτῆς ἐπεδίωξαν νὰ καταστήσωσι στερεωτέραν, ἀλλὰ καὶ χωρὶς νὰ
ἐκκλίνωσι τῶν ἀρχικῶν θεμελίων αὐτῆς. Ἡ δὲ ἐλευθέρα κριτικὴ ἀνάλυσις
τῶν συμβόλων ἑκάστης θρησκείας, εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς πληρεστέρας κα-
τανοήσεως τοῦ Ἀγαθοῦ Ὑπερτάτου Πνεύματος, τοῦ ἀποσκοποῦντος
νὰ συνενώσῃ ἁπάσας τὰς θρησκείας καὶ ὅλους τοὺς λαοὺς καὶ τὰ ἔθνη
ὑπὸ τοὺς δύο κυριωτέρους θεμελιώδεις Αὐτοῦ νόμους: «Τὴν Ἀγάπην
πρὸς Αὐτὸν καὶ τὸν πλησίον των». Εὐχῆς ἔργον θὰ ἦτο ἵνα ἡ ἡμέρα τῆς
καταργήσεως τῶν δογμάτων καὶ τῶν τύπων, ἃ ἡ κοῦφος τοῦ ἀνθρώπου κε-
νοδοξία ἀνεστήλωσε πρὸς ἐπικράτησιν, ἐπιχύσῃ τὸ Φῶς τῇς Ἀγάπης πρὸς
ἅπασαν τὴν ἀνθρωπότητα καὶ ὁδηγήσῃ αὐτὴν ὑπὸ τὴν Φωτεινὴν αὐτῆς
Αἴγλην πρὸς τὸν πραγματικὸν σκοπὸν τῆς πνευματικῆς καὶ ἠθικῆς αὐτῆς
ἀνυψώσεως.
Οἱ πρῶτοι ἐπὶ γῆς ἄνθρωποι ἐκέκτηντο ἕκτην αἴσθησιν, ἐπίσης ἀνε-
Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 97

πτυγμένην, ὅπως καὶ τὰς λοιπὰς αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος,


τὴν ὁποίαν ἀποκαλοῦμεν σήμερον διαίσθησιν. Ἡ διαίσθησις αὕτη εἶναι
ἡ ὑπολανθάνουσα ἡμῶν ἐσωτερικὴ αἴσθησις, ἥτις συγκρατεῖ τὸν ὑμένα
τῶν λοιπῶν αἰσθήσεων καὶ συγκεντροῖ πάσας τὰς ἐξωτερικὰς ἀπηχήσεις,
τὰς ὁποίας, ὡς κυρία ἀγωγός, μεταδίδει πρὸς τὴν ἑστίαν τοῦ Πνεύματος.
Οὐδεμία πρὸς τὸν ὀργανισμὸν ἡμῶν ἐπίδρασις ἢ ἀλλοίωσις ἐξυφαίνεται,
χωρὶς νὰ ἀπηχήσῃ πρῶτον εἰς κραδασμοὺς ἀπειρομετρεῖς, οἵτινες μεταδί-
δουσιν ἀσυλλήπτως ταχέως πᾶσαν ὑπ’ αὐτῆς συλλαμβανομένην ἐξωτερι-
κὴν ἐπίδρασιν πρὸς τὸν ἐγκέφαλον. Ἡ διαίσθησις αὕτη παρέμεινεν εἰς τὸν
σημερινὸν ὀργανισμὸν τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἐντελῶς ὑπολανθάνουσα καὶ
μόνον εἰς περιπτώσεις, καθ’ ἃς θέλει νὰ προασπίσῃ τὸ ἄτομον ἀπὸ ἐξωτε-
ρικοὺς κινδύνους, ἐκτὸς τῆς ἐνεργείας τῶν πέντε ἄλλων αἰσθήσεων αὐτοῦ,
ὑπεμφαίνεται καὶ ἐκδηλοῦται, ὁτὲ μὲν ὡς αἰσθητική, ὁτὲ δὲ ὡς πνευματικὴ
ἀρχή. Ἐκ τούτου καταδεικνύεται ὅτι αὕτη διήκει δι’ ὅλου τοῦ σώματος καὶ
ἐξαπλοῦται παντοῦ, ἀλλὰ κυρίως ἐκδηλοῦται διὰ τῆς ἐγκεφαλικῆς καὶ
καρδιακῆς χώρας.
Ὅταν μία ἐξωτερικὴ ἐπίδρασις προσβάλλῃ τὸν ὀφθαλμόν, πρὶν ἢ
οὕτος ἀντικρύσῃ τὸν ἐξωτερικὸν κίνδυνον, ἀμέσως κλείει τὰ βλέφαρα
ἀφθορί, πρὶν ὁ ἐγκέφαλος συλλάβει πόθεν ὁ ἐξωτερικὸς οὕτος κίνδυνος
προέρχεται. Ἡ ἐπιστήμη, μὴ δυναμένη νὰ ἐξηγήσῃ ἄλλως πως τὴν αἰτίαν
ταύτην, ἀποδίδει ταύτην εἰς τὸ φυσικὸν ἔνστικτον τοῦ ἀνθρωπίνου ἢ ζωϊ-
κοῦ σώματος, τὸ ὁποῖον ὁ ἄνθρωπος διετήρησεν ἐκ τῶν κατωτάτων βαθμί-
δων τῆς βιολογικῆς κλίμακος, τὴν ὁποίαν ἀνῆλθεν ἀπὸ τῆς πρώτης αὐτοῦ
ἐμφανίσεως ἐπὶ τῆς γῆς ὡς ἔμψυχος ὕπαρξις.
Ἡ διαισθητικὴ αὕτη δύναμις ἐκδηλοῦται καὶ εἰς τὰ συναισθήματα τῆς
καρδίας. Ὁπόταν ἐπὶ παραδείγματι εἷς νέος ἀναμένει τὴν φίλην του, πρὶν ἢ
εἰσέτι οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ τὴν ἴδωσιν, ἡ διαίσθησις τοῦ ὁμιλεῖ προγενεστέρως
διὰ τῆς καρδίας αὐτοῦ καὶ οἱ ταχεῖς παλμοὶ αὐτῆς ἐξωτερικεύουν, ὡς προάγ-
γελοι τῆς ἐμφανίσεώς της, τὴν ἐπίδρασιν τῆς αἰσθήσεως ταύτης πρὸς τὸν
ἐγκέφαλον, πρὶν ἢ τὰ ἐξωτερικὰ αὐτοῦ ὄργανα, οἱ ὀφθαλμοί, εἰδοποιήσωσιν
αὐτὸν προγενεστέρως. Ἐκ τούτου καταφαίνεται ὅτι ἡ αἴσθησις αὕτη ἔχει
τὴν ἀρχήν της πρὸ τῆς ἐγκεφαλικῆς συστάσεως καὶ δύναταί τις νὰ εἴπῃ
ὅτι εἶναι ἡ πρώτη δημιουργική αἴσθησις, ἥτις ὑποβληθεῖσα εἰς τὴν ἔνσαρ-
κον τοῦ ἀνθρώπου ὑπόστασιν, διὰ τῆς παρόδου τοῦ χρόνου, ἀπώλεσε τὴν
ἀρχικήν αὐτῆς δύναμιν, ἐξωτερικευομένη νῦν ὑπολανθανόντως.
Ἐκτὸς ὅμως τῆς αἰσθητικής αὐτῆς ἐκδηλώσεως, συγκεντροῖ ἐν ἑαυτῇ
καὶ ὅλας τὰς ἀρχικὰς πνευματικὰς ἰδιότητας, τὰς ὁποίας οἱ πρῶτοι ἄνθρω-
ποι ἐπὶ γῆς κατεῖχον. Ἐν τῇ διαδρομή τῶν διὰ μέσου τῶν αἰώνων ἐξωτερικῶν
ἀνωμαλιῶν, αἵτινες κατὰ διαφόρους ἐποχὰς ἐπέδρασαν ὁλοκληρωτικῶς ἐπὶ
τοῦ ἀνθρώπου, οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι, ἐγκαταλείψαντες τὴν καλλιέργειαν τῆς
αἰσθήσεως ταύτης καὶ περιορισθέντες ἀποκλειστικῶς εἰς τὴν ἐξυπηρέτησιν
τῶν πέντε ἄλλων αἰσθήσεων αὐτῶν, ὀλίγον κατ’ ὀλίγον ἐξάλειψαν ταύτην,
ἥτις ἔκτοτε μόνον ὡς ἀνεπαίσθητος ἐκδήλωσις διετηρήθη ἐν αὐτοῖς.
98 Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Αἱ πνευματικαὶ αὐταὶ ἰδιότητες διετηρήθησαν ἀμείωτοι μόνον ἐν τῇ


ἐσωτερικῇ συνειδήσει, ἥτις εἰς ἑκάστην ἠθικὴν πρᾶξιν, ἀντιτιθεμένην πρὸς
τὰς παραδοχάς τοῦ Πνεύματος, τὰς ὁποίας, ὡς θεμελιώδεις τῆς ὑποστά-
σεως αὐτοῦ νόμους, παραδέχεται καὶ ἐπὶ τῶν ὁποίων πιστεύει ὅτι ὀφείλει
νὰ βαδίσῃ, ἐξεγείρεται καὶ ἐλέγχει τὴν πνευματικὴν τοῦ ἀνθρώπου ὑπό-
στασιν, τῆς ὁποίας ἐν τούτοις ἡ πρὸς αὐτὴν ἀντιστρατευομένη πρᾶξις διὰ
τοῦ ἐγκεφάλου ἐξεδηλώθη. Μόνον δὲ οἱ ἄνθρωποι, οἵτινες ἐντελῶς ἀπε-
στερήθησαν ταύτης, δὲν ὑποβοηθῶνται ὑπ’ αὐτῆς διότι ἐν αὐτοῖς ὑπερι-
σχύουσιν αἱ σωματικαὶ ροπαί, αἱ ἀποξενοῦσαι ταύτην.
Ἐκτὸς ὅμως τῆς ἐν τῇ συνειδήσει ἐκδηλώσεώς της, ἥτις ἀνεξαρτήτως
τῆς διὰ τοῦ ἐγκεφάλου δράσεως τοῦ πνεύματος ὑποδηλοῦται, ἐνεργεῖ διαι-
σθητικῶς καὶ εἰς τὰς ἀποκαλουμένας ὑπὸ τῆς ἐπιστήμης ψυχώσεις, αἵτινες
ἀναφέρονται εἰς τὰ φαινόμενα τῆς τηλεπαθείας, τῆς τηλαισθήσεως, τῶν
ὁραματισμῶν, τῶν ὀνείρων κλπ. Ἡ ἕκτη αὕτη αἴσθησις εἶναι ἡ παράγου-
σα πάντα τὰ ψυχικὰ συναισθήματα, τὰ ὁποῖα οὔτε ἡ ἐσωτερικὴ τοῦ πνευ-
ματικοῦ ἀτόμου ὑπόστασις, ἡ διὰ τῶν πέντε αἰσθήσεων ἐξωτερικευομένη,
οὔτε ἡ πνευματικὴ αὐτοῦ ἀνάπτυξις καὶ ἐπίγνωσις διαδηλοῦσιν.
Ἡ ἀρχὴ ὑφ’ ἧς ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ὠθήθη διὰ μέσου τῶν αἰώνων εἰς
τὴν διατήρησιν τοῦ γένους αὐτοῦ, καθ’ ἣν ἐποχὴν τὰ στοιχεῖα τῆς φύσε-
ως ἐξηγριωμένα κατὰ πάσης ἐπὶ γῆς ζωῆς, συνετάρασσε εἰς πάσας τὰς
γωνίας τήν ὑδρόγειον σφαῖραν τοῦ πλανήτου μας, καὶ προϊστορικὰ ζῶα,
πολὺ ὑπέρτερα αὐτοῦ εἰς δυνάμεις καὶ εἰς εὐμεγέθη σωματικὴν διάπλα-
σιν, δὲν κατώρθωσαν νὰ διατηρηθῶσιν μέχρις ἡμῶν, δέον νὰ ἀποδοθῇ εἰς
τὴν ἕκτην ταύτην αἴσθησιν, ἥτις ἐπεκοινώνει αὐτὸν πρὸς τὸν Ὑπέρτατον
Πνευματικὸν Κόσμον, συνδεομένη μετ’ αὐτοῦ καὶ ὁδηγουμένη πρὸς τὴν
ἐκτέλεσιν πάσης προφυλάξεως καὶ προαγωγῆς.
Ἡ δυνατὴ συμπληρωματικὴ ἐπεξήγησις ἡμῶν στηριζομένη ἐπὶ σκοτει-
νῶν ἱστορικῶν παραδόσεων, αἵτινες ὡς μῦθοι καὶ χαλκεύματα πρωτογόνου
στενῆς ἀντιλήψεως διετηρήθησαν μέχρις ἡμῶν, ἀλλ’ αἵτινες ἀνεύρηνται
εἰς πάσας τὰς παραδόσεις τῶν ἀρχαίων λαῶν, θὰ προσπαθήσῃ ἐν τοῖς ἑπο-
μένοις νὰ διαχύσῃ μίαν φωτεινὴν ἀκτῖνα ἐπὶ τοῦ σκότους, τὸ ὁποῖον ἐπι-
καλύπτει τὴν ζωὴν τοῦ πρωτογόνου ἀνθρώπου καὶ φέρει ἡμῖν ὡς ἀμυδρὰς
πυγολαμπίδας τὴν μυθολογικὴν ἐξεικόνισιν ψευδῶν λατρειῶν ἐξωτερικευ-
ομένην δι’ ἀναλόγων συμβολισμῶν, ἐν οἷς ὅμως ὁ ἀμερολήπτως ἐξερευνῶν
κριτὴς δύναται ν’ ἀποκαλύψῃ πληθὺν γνώσεων καὶ πνευματικὴν διαμόρ-
φωσιν οὐ τὴν τυχοῦσαν, καὶ τὰ ὁποῖα παραλληλίζων μὲ τὴν σημερινὴν ἀνά-
πτυξιν τοῦ ἀνθρώπου, ἀνευρίσκει τὴν αὐτὴν Πηγὴν τοῦ Πνεύματος καὶ
τὴν μόνην Ἀλήθειαν τῆς συνεκτικῆς ἐπιδράσεως τοῦ Ἀοράτου Κόσμου,
ἀποσκοποῦντος πάντοτε εἰς τὴν ἠθικὴν καὶ πνευματικὴν ἀνύψωσιν τοῦ
ἀνθρώπου ἐπὶ τοῦ ὕψους ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἀρχικῶς κατέπεσεν.
Ὁ κόσμος ὅστις μᾶς περικυκλοῖ παρουσιάζει καὶ νέαν ὅψιν πραγμάτων,
ἐφ’ ὅσον ὁ περιβάλλων τὰς γνώσεις ἡμῶν κύκλος εὑρύνεται. Πόσα πράγ-
ματα, τὰ ὁποῖα ἡ ἀνθρώπινος γνῶσις ἐχαρακτήρισεν ὡς μύθους, δὲν ἐγέ-
Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 99

νοντο ἡ πλουτοφόρος πηγὴ τῆς νέας ἐπιστήμης; Πρὸ ὀλίγων ἔτι αἰώνων ἡ
πτῆσις τοῦ Ἰκάρου καὶ ὁ χρυσόμαλλος κριὸς τοῦ Φρίξου καὶ τῆς Ἕλλης ἐθε-
ωροῦντο ὡς μυθικὰ πλάσματα τῆς εὐφαντάστου Ἑλληνικῆς διανοίας. Καὶ
ὅμως σήμερον οἱ Ἴκαροι ἀντιπροσωπεύουν τὴν νεωτέραν τῆς ἐπιστήμης
πρόοδου καὶ ἡ κατάκτησις τοῦ ἀέρος θεωρεῖται ὡς τὸ κοινότερον κτῆμα
τῆς ἀνθρωπίνης ἀναπτύξεως. Οὐδόλως μὴ σᾶς φανῇ ἀπίθανον ἂν ἐν τῇ
προϊστορικῇ ἐποχῇ τῶν ἀρχαίων λαῶν, ὑπῆρχον λατρεῖαι καὶ πεποιθήσεις,
αἵτινες διὰ τῆς διαρροῆς τοῦ χρόνου ἀπεσβέσθησαν καὶ αἱ ὁποῖαι διὰ τῶν
σωζομένων αὐτῶν λειψάνων διαφυλάττουσι μέχρις ἡμῶν τὴν πνευματι-
κὴν τοῦ ἀνθρώπου κρίσιν πρὸς τὰ περιβάλλοντα αὐτὸν πράγματα, τὰ
ὁποῖα ἐξακολουθοῦν νὰ περιβάλλωνται ὑπὸ τοῦ αὐτοῦ μυστηρίου, ὅπως
καὶ τότε. Ἡ σύγχρονος ἐπίδοσις τῆς ἐπιστήμης προσπαθεῖ νὰ ἀποδώσῃ
νέαν ἐξήγησιν εἰς τὴν ἐξέτασιν τῶν παρατηρήσεων αὐτῶν.
Ἐν τούτοις, παρ’ ὅλας αὐτῆς τὰς ἑρμηνείας, ἀδυνατεῖ νὰ ἐξηγήσῃ τὴν
διαφεύγουσαν τὰς ὑλιστικὰς αὐτῆς θεωρίας ὑφισταμένην ἐνέργειαν τοῦ
Νοητοῦ Κόσμου, Ὅστις ἀποτελεῖ τὴν αἰτίαν ἑκάστης παραγωγῆς καὶ
ἐξελίξεως καὶ Ὃν εἰς μάτην ἀποσκοποῦσι νὰ ἀντιπαρέλθωσι χωρὶς νὰ προ-
σέξωσιν. Ἡ προσοχὴ ὅμως ἡμῶν, ἐξ ἀντιθέτου, προσπαθεῖ νὰ ἀνεύρῃ τὴν
πρώτην τοῦ ἀνθρώπου ἐκπόρευσιν, τὰ πρῶτα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ συναι-
σθήματα, τὰς πρώτας αὐτοῦ ἐντυπώσεις, ἐπὶ τοῦ ἐσωτερικοῦ καὶ ἐξωτερι-
κοῦ κόσμου, τοῦ ὑποκειμενικοῦ καὶ ἀντικειμενικοῦ, καὶ νὰ συσχετίσῃ αὐτὰ
μὲ τὴν διαρρεύσασαν διὰ μέσου τῶν αἰώνων ζωὴν αὐτοῦ καὶ ἐξέλιξιν.
Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὃν οἱ βιολόγοι καὶ παλαιοντολόγοι παρα-
δέχονται ὡς ζωϊκὴν ὕπαρξιν, διαμορφωθεῖσαν διὰ τῆς διὰ μέσου τῶν
αἰώνων ἐξελίξεως, δὲν ἀνῆκεν εἰς τὴν ἐκλείψασαν πιθηκοειδῆ ὁμοτα-
ξίαν, ἀλλ’ ἐξ ἀρχῆς ἀνῆκεν εἰς τὴν τάξιν τῶν ἀνθρωποειδῶν λογικῶν
ὄντων, τὰ ὁποῖα ἐκτὸς τοῦ ὑπερμεγέθους αὐτῶν ἀναστήματος ἐκέκτη-
ντο καὶ ἕκτην αἴσθησιν, ἣν ὡς διαίσθησιν ἐν τοῖς προηγουμένοις ἀνε-
πτύξαμεν. Ἡ διαίσθησις αὕτη ἦτο τοσοῦτον ἀνεπτυγμένη εἰς τὸν πρῶτον
ἄνθρωπον, ὥστε κατώρθωνεν οὕτος νὰ ἐπικοινωνῇ μετὰ τοῦ Ἀοράτου
Πνευματικοῦ Κόσμου καὶ νὰ λαμβάνῃ ὁδηγίας καὶ παραινέσεις περὶ τῆς
ἁρμονικῆς διαβιώσεως αὐτοῦ καὶ περὶ τῆς ἐν γένει πολιτείας αὐτοῦ μεταξὺ
τῶν ὁμοίων του καὶ τῶν ἄλλων ζωϊκῶν ὑπάρξεων, τῶν ζώντων κατὰ τὴν
προϊστορικὴν ἐκείνην ἐποχήν.
Ὁ σύνδεσμος οὗτος, ἵνα καταστῇ κατανοητότερος, παρομοιάσωμεν τὸν
ἀνθρώπινον ἐγκέφαλον πρὸς τὸν ἀποδέκτην τῆς τηλεγραφικῆς συστοιχίας,
ὅστις συλλαμβάνει καὶ μεταδίδει ἡμῖν πιστῶς τὰ πρὸς ἡμᾶς ἀποστελλόμενα
τηλεγραφήματα ὑπὸ τοῦ πομποῦ, ἤτοι τοῦ Ἀοράτου Πνευματικοῦ Κόσμου,
Ὅστις εὑρίσκετο ἐν διηνεκεῖ συνοχῇ μετὰ τοῦ πρώτου ἀνθρώπου διὰ τῆς
διαισθήσεως, ὅπως καὶ ἐν τῷ τηλεγράφῳ τὸ ἠλεκτρικὸν σύρμα. Ἀνατρέχο-
ντες δὲ εἰς τὴν ἐποχὴν ἐκείνην ἀνευρίσκομεν ἐν τοῖς μέχρις ἡμῶν διασωθεῖσι
λειψάνοις τῶν ἀρχαίων κειμένων, ὅτι πάντες ἀνεξαιρέτως οἱ λαοὶ παραδέχο-
νται ὅτι κατὰ τὴν προϊστορικὴν ἐποχὴν οἱ πρόγονοι ἡμῶν ἄνθρωποι ἔζων εἰς
100 Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

χρυσῆν ἐποχὴν καθ’ ἣν ἡ ἀρμονία τῶν σχέσεων καὶ ἡ ἐξ ἴσου διαμειβομένη


πνευματικὴ ἀγαθότης καθίστων τὴν γῆν ἐπίγειον παράδεισον καὶ τὴν ζωὴν
αὐτοῦ ἀληθὲς ἰσόρροπον καὶ τέλειον ἁρμονικὸν ἐνδιαίτημα.
Ἐκτὸς δὲ τοῦ ἐν τῇ Γραφῇ ἀναφερομένου Παραδείσου, ἐξ οὗ ἀργότε-
ρον ὁ ἄνθρωπος ἐξεδιώχθη ἁμαρτήσας, καὶ αἱ παραδόσεις ἀπάντων τῶν
ἀρχαίων Ἀνατολικῶν λαῶν τοῦτο αὐτὸ ἀνομολογοῦσι. Ὅταν δέ τις ἀνευρί-
σκῃ ἐν τοῖς διαφόροις λαοῖς, οὐδεμίαν σχέσιν ἢ ὁμοιογένειαν ἀναμεταξύ
των ἔχοντας, τὰς αὐτὰς παραδόσεις περί τινος γεγονότος καὶ ἂν εἰσέτι τὸ
πιθανολογούμενον γεγονὸς τοῦτο παραλλάσσῃ εἰς τὴν ἔκθεσιν τῆς περι-
γραφῆς του, διὰ ταύτης ὅμως τὴν αὐτὴν ἔννοιαν ἐκδηλοῖ, ὀφείλομεν νὰ
παραδεχθῶμεν αὐτὸ ὡς πραγματικὸν ἱστορικὸν γεγονός.
Οὐδεὶς ἐπὶ παραδείγματι δύναται ν’ ἀρνηθῇ τὸ κοσμοϊστορικὸν γεγονὸς
τοῦ κατακλυσμοῦ, τὸ ὁποῖον ὑπὸ διαφόρους μὲν περιγραφὰς ἀνεύρηται ἐν
τῇ παραδόσει τῶν ἐν τῇ ἀρχαίᾳ ἐποχῇ ζησάντων λαῶν, οὐχ’ ἧττον ὅμως τὸ
αὐτὸ γεγονὸς ἀνομολογεῖται. Ὅπως δὲ δὲν ὑπάρχουν ἱστορικὰ ἐχέγγυα τοῦ
κατακλυσμοῦ, ἀλλ’ αἱ ἐπ’ αὐτοῦ σῳζόμεναι παραδόσεις εἰς τοὺς διαφόρους
λαοὺς καθιστῶσιν αὐτὸν ἱστορικὸν γεγονός, οὕτω καὶ ἡ περὶ τῆς χρυσῆς ἐπο-
χῆς τῆς ἀνθρωπότητος διασωθεῖσαι σχετικαὶ παραδόσεις καθιστῶσιν αὐτὴν
ἀναμφισβήτητον γεγονός. Ἡ παραλλαγὴ τῆς περιγραφῆς της ὁμοιάζει μὲ
τὴν ἀνομοιόμορφον περιγραφὴν τῆς ἐξελίξεως μιᾶς σκηνῆς ὑπὸ τῶν θεα-
τῶν αὐτῆς. Ἂν δὲ ἐν τῇ διαφοροτρόπῳ περιγραφῇ ταύτῃ δὲν δυνάμεθα νὰ
ἀρνηθῶμεν τὴν λαβοῦσαν χώραν σκηνήν, οὕτω καὶ ἐν τοῖς ἀνομοιομόρφοις
περιγραφαῖς ἑνὸς προϊστορικοῦ γεγονότος, ἀναφερομένου ὑπὸ πολλῶν
λαῶν, δὲν μᾶς ἐπιτρέπεται νὰ προτάξωμεν ἄρνησιν.
Τώρα προκύπτει ἡ ἀπορία: Πῶς οἱ ἀνθρωποι, οἱ μᾶλλον προηγμένοι
ἡμῶν, κατέπεσαν, ἐνῶ ἐξ ἀντιθέτου παραδεχόμεθα τὴν βαθμιαίαν ἐξέλιξιν;
Πῶς οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, ἐνῶ ἔζων τακτικῶς ἐν συναφεία μετὰ τοῦ Πνευ-
ματικοῦ Κόσμου εὑρισκόμενοι ἀπώλεσαν τὴν διαίσθησίν των;
Ὅταν ἀναλογισθῶμεν ὅτι ὁ πολιτισμὸς πλείστων λαῶν κατέρρευσεν καὶ
δέν παρέμειναν εἰς ἡμᾶς εἰμὴ αἱ ἀσθενεῖς ἀπηχήσεις τῶν ὀνομάτων αὐτῶν,
τὰ ὁποῖα πρό τινος ἀμφισβητοῦμεν ὡς ὑπάρχοντα, ὅταν ὁ Ἑλληνικὸς πολιτι-
σμός, τόσον ἱστορικὸς καὶ πολὺ ὑπέρτερος τοῦ πολιτισμοῦ ἡμῶν ἐξηφανίσθη
καὶ τὰ ὀλίγα διασωθέντα αὐτοῦ λείψανα ἐμποιοῦσιν ἡμῖν τὸν θαυμασμόν, δὲν
πρέπει νὰ μᾶς φαίνεται παράδοξον ὅτι ἡ προϊστορικὴ χρυσῆ τοῦ ἀνθρώπου
ἐποχὴ δὲν μᾶς παρουσιάζει τὰ ἐμφανῆ ἴχνη της. Δὲν θεωροῦμεν δὲ ἄσκοπον
ἵνα, ἐκτὸς τῶν ἄλλων ἐνδείξεων τῶν ἀναφερομένων ὑφ’ ὅλων τῶν λαῶν
τῆς ἀρχαιότητος περὶ τοῦ πρώτου ἐκπεπολιτισμένου καὶ κατὰ πολὺ ἡμῶν
πνευματικῶς καὶ διαισθητικῶς ἀνεπτυγμένου ἀνθρώπου, ἀναφέρομεν
τοὺς ἀκολούθους στίχους τοῦ ἀρχαίου Ἕλληνος ποιητοῦ Ἡσιόδου, ὅστις στη-
ριζόμενος ἐπὶ διασωθεισῶν ἱστορικῶν παραδόσεων τῆς ἐποχῆς του, ἀνεκάλε-
σεν εἰς τὴν μνήμην τῶν συγχρόνων του τὴν χρυσῆν ἐποχὴν ἐκείνην, περὶ τῆς
ὁποίας καὶ τόσοι ἄλλοι ποιηταί, παραδόσεις καὶ προφῆται ὁμιλοῦσιν.
«Χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος μερόπων ἀνθρώπων. Ἀθάνατοι ἐποίη-
Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 101

σαν ὀλύμπια δώματ’ ἔχοντες. Οἱ μὲν ἐπὶ Κρόνου ἦσαν ὅτ’ οὐρανῷ ἐβα-
σίλευεν, ὥστε Θεοί δ’ ἔζωον ἀκηδέα θυμὸν ἔχοντες. Νόσφιν ἅτερ τε πόνων
καὶ ὀϊζύος, οὐδέ τοι δειλόν. Γῆρας ἐπῆν, αἰεὶ δὲ πόδας καὶ χεῖρας ὁμοῖοι,
τέρποντ’ ἐν θαλίησι, κακῶν ἔκτοσθεν ἁπάντων. Θνῆσκον δι’ ὡς θ’ ὕπνῳ δε-
δμημένοι, ἐσθλὰ δὲ πάντα, τοῖσιν εἴην: καρπὸν δ’ ἔφερε ζείδωρος ἄρουρα
Αὐτομάτη, πολλόν τε καὶ ἄφθονον, οἱ δ’ ἐθέλημα. Ἥσυχος ἔργ’ ἐνέμοντο ἐν
ἐσθλῆσι πολέεσι.»
Ἡ ἀρχαία ὅθεν ἐκείνη χρυσῆ ἐποχὴ εἶναι ἡ γενέτειρα τοῦ πρώτου
Ἀληθοῦς Πνευματικοῦ Φωτός, τὸ ὁποῖον οἱ διαρρεύσαντες αἰῶνες καὶ αἱ
ἐπακολουθήσασαι εἰς τὴν γῆν φυσικαὶ μεταβολαὶ καὶ ἀνθρώπιναι διαφο-
ραί, μετέτρεψαν εἰς ἀπειρίαν ἀλλοδόξων λατρειῶν, τὰς ὁποίας ἐν τοῖς
ἑπομένοις κεφαλαίοις θέλομεν ἀναπτύξει.
Οἱ αἰῶνες, οἴτινες ἐπεσωρεύθησαν ἐπὶ τῆς διὰ μέσου τοῦ ἀπείρου
χώρου ἀενάως κινουμένης καὶ διαμορφουμένης γῆς, ἐκτὸς τῆς οὐσιώ-
δους μεταβολῆς, τὴν ὁποίαν ἐπέφερον ἐπ’ αὐτῆς, διεμόρφωσαν ἐπαισθη-
τῶς καὶ τὰς ἐν αὐτῇ ζωϊκὰς ὑπάρξεις. Ἐν τοῖς προηγουμένοις κεφαλαίοις
ἀνεπτύξαμεν δι’ ὀλίγων τὴν ἐκλείψασαν τοῦ ἀνθρώπου διαίσθησιν, ἥτις
ἀπ’ εὐθείας ἐπεκοινώνει αὐτὸν μὲ τὸν Πνευματικὸν Κόσμον, ἥτις ἀπήγγει-
λε καὶ ἐξήγει εἰς αὐτὸν ἁπάσας τὰς ἀπορίας καὶ τὰ ἀνεξήγητα εἰς αὐτοὺς
πράγματα.
Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος δὲν εἶχεν ἀνάγκην πνευματικῆς ἀναπτύξεως,
ὅπως κατανοήσῃ τὰ περικυκλοῦντα αὐτὸν πράγματα, τὰ πέραν αὐτοῦ εὑρι-
σκόμενα ἀντικείμενα, διότι ἡ διαίσθησίς του, ἀντλοῦσα ἐκ τῆς Ἀκενώτου
Ἀπείρου Πηγῆς γνώσεις, εἰσεδέχετο καὶ ἐξωτερίκευεν ἐν τοῖς βάθεσι
τῆς ψυχῆς του πάνθ’ ὅσα ἡ ἀπειρία τοῦ κόσμου ἐγκρύπτει ἐν τοῖς κόλ-
ποις του. Ὑπερύψωνε τοὺς ὀφθαλμούς του εἰς τὸν ἀτελεύτητον χῶρον, τοῦ
ἐξικνουμένου ἄνευ τέλους Οὐρανοῦ καὶ ἐξ αὐτοῦ ἤντλει τὰς γνώσεις, τὰς
ὁποίας ὁ Μέγας Πνευματικὸς Νοῦς ἐνεστάλαζεν εἰς τὸ πνεῦμα του.
Ἡ φυσικὴ τοῦ ἀνθρώπου ζωὴ δέν εἶναι δυνατὸν νὰ παραβληθῇ μὲ
τὴν σημερινὴν πρόοδον τῆς προαγωγῆς τῶν ἐντέχνων μέσων. Ἂν ὅμως ὁ
πρωτογενής ἄνθρωπος δὲν ἐκέκτητο κατοικίας ὡς τὰς σημερινάς, ἂν δὲν
ἠδύνατο νὰ παρουσιάσῃ ἐφευρέσεις, οἵας ὁ εἰκοστὸς αἰὼν κατέχει, ἂν δὲν
ἐκληρονόμησε τὴν πεῖραν χιλιάδων αἰώνων, τὴν ὁποίαν ἐκ διαδοχῆς οἱ
πρόγονοι ἡμῶν μᾶς ἐγκατέλειπον, οὐχ’ ἧττον εἶχε περισσότερον ἡμῶν
ἀνεπτυγμένην τὴν ψυχικὴν δύναμιν, διότι ἀρτιώτερος ἡμῶν εἰς τὴν
σωματικὴν καὶ πνευματικήν του διάπλασιν, ἦτο συγχρόνως σοφώτε-
ρος καὶ πνευματωδέστερος.
Ἴσως ταῦτα σᾶς φαίνονται ἀκατάληπτα καὶ δυσνόητα. Διὰ τοῦτο εἶναι
ἀνάγκη νὰ σᾶς καταδείξω διὰ παραδειγμάτων ὅτι εἷς ἄνθρωπος δυνατὸν
νὰ μὴν εἶναι μορφωμένος πνευματικῶς, ἀλλὰ νὰ διανοῆται καὶ νὰ παρά-
γῃ πνευματικὰς ἀποδόσεις κατὰ μείζονα λόγον ὑπερτέρας τοῦ ἐγγραμ-
μάτου. Δὲν ἀπαιτεῖται ἐπιστημονικὴ μάθησις εἰς τὸν ἐφευρέτην διὰ νὰ
ἀνακαλύψῃ τὸν φυσικὸν νόμον, ἢ νὰ φέρῃ εἰς φῶς τὴν ἐφεύρεσίν του, ἥτις
102 Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

πολλάκις καταρρίπτει τὰς θεωρίας, τὰς ὁποίας ἡ πρὸ αὐτοῦ ἐπιστήμη ἠκο-
λούθει καὶ ἀνέπτυσσεν εἰς τοὺς διδασκομένους ὑπ’ ἀυτῆς, ὅπως ἐπίσης δὲν
χρειάζεται πολυχρόνιος ἐπιστημονικὴ τριβή, ὅπως καταστῇ τις διάσημος
ποιητής, συνθέτης, ζωγράφος, μουσικὸς καὶ φιλόσοφος. Οἱ μεγάλοι τῆς
τέχνης, τῶν ἐφευρέσεων καὶ τῆς ἐν γένει πνευματικῆς προόδου ἀναμορ-
φωταί, ἐρρανίσθησαν τὰς γνώσεις αὐτῶν οὐχὶ ἐκ τῆς πείρας τῶν αἰώνων,
ἀλλ’ ἐκ τῆς Ἀκενώτου Πηγῆς τοῦ Ἀπείρου τοῦ κόσμου Πνεύματος. Ἡ
ὀργανικὴ αὐτῶν διάπλασις ἢ ἡ αἰσθητικὴ αὐτῶν ὑπερευαισθησία,
συλλαμβάνει εἰσδεχομένη τὰς ἐμπνεύσεις τοῦ Ἀοράτου εἰς ἡμᾶς Πνευ-
ματικοῦ Κόσμου, τὰς ὁποίας μεταβάλλει εἰς ἰδιόκτητον κτῆμα των. Αἱ
μεγαλύτεραι καὶ σπουδαιότεραι τῶν ἐφευρέσεων δὲν ἐπενοήθησαν ὅπως
καταστῶσιν ἀναφαίρετον κτῆμα τοῦ ἐφευρέτου, ἀλλ’ ὅλως κατὰ τυχαίαν
σύμπτωσιν ἀπεκαλύφθησαν αὐτοῖς.
Δύναταί τις ὅμως νὰ παρατηρήσῃ ὅτι πρὶν ἢ ἐμφανισθῇ ἡ τυχαία σύ-
μπτωσις ἡ παρασχοῦσα ἓν φαινόμενον, δι’ οὗ ὡρμήθη ὁ ἐφευρέτης ἵνα
στηρίξῃ τὴν ἐφεύρεσίν του, ἐκαλλιεργήθη ἐν τῇ σκέψει του ἡ προδιάθε-
σις, ἥτις ἀνέμενεν ἓν τυχαῖον σύμπτωμα διὰ νὰ ἐκδηλωθῇ. Οὕτω ἡ εἰδι-
κότης τοῦ βάρους ὑπὸ τοῦ Ἀρχιμήδους, ὁ παγκὸσμιος νόμος τῆς βαρύτη-
τος ὐπὸ τοῦ Νεύτωνος, ἡ ἀνακάλυψις τοῦ ἀεροστάτου, τοῦ ἀτμοῦ, τοῦ
ἠλεκτρισμοῦ, τοῦ ραδίου κλπ ἐστηρίχθησαν ἐπὶ τυχαίων φαινομένων, τὰ
ὁποῖα θὰ διέφευγον ἀπαρατήρητα, ὡς εἰς τοὺς πλείστους τῶν ἀνθρώπων
συμβαίνει, ἐὰν οἱ ἐφευρέται οὗτοι δὲν διῃσθάνοντο διὰ τῆς παρατηρή-
σεώς των ταύτης τὴν ἀξίαν τοῦ φαινομένου.
Πόθεν ὅμως ἤντλησαν τὴν ἔμπνευσιν ταύτην, ἥτις ἔδωσεν εἰς αὐτοὺς
τὴν διαισθητικήν παρατηρητικότητα; Ποῖος Πυρσὸς διεφώτισε τὴν διάνοι-
αν τοῦ ποιητοῦ, ὅστις κατορθώνει διὰ τῆς πλοκῆς τῆς φαντασίας του νὰ
συναρμολογῇ ἁρμονικῶς τὰς καλλιεπεῖς φράσεις καὶ νὰ πλέκῃ τὸν λόγον
εἰς διανοήματα καὶ ἐννοίας, τὰς ὁποίας καὶ αὐτὸς ἔτι ἀναγινώσκων ἀπο-
θαυμάζει; Τίς ἡ Φωταυγὴς Ἑστία ἡ διαχέουσα εἰς τὴν φαντασίαν τοῦ ζω-
γράφου τὴν φυσικὴν τοῦ χρωστῆρος του ἐξεικόνισιν, τὴν πολλάκις ὑπερ-
τεροῦσαν τὴν φύσιν εἰς τὰς ἐξομοιώσεις τὰς ὁποίας παρ’ αὐτῆς ἤντλησε;
Ποία ἡ ἠχητικὴ μουσική, ἡ ἁρμονικῶς τὰ ὦτα τοῦ συνθέτου κατακλύζουσα,
ἥτις ἐκ τῶν ὀλίγων ἀπηχήσεων, ἃς τὸ ἀνθρώπινον οὖς ἀσθενῶς κατωρθοῖ
νὰ συγκρατήσῃ, παράγει τὴν ὑπερτέραν τῆς κοινῆς ἀντιλήψεως μουσικὴν
σύνθεσιν; Τίς τέλος ἡ Δὰς, ἥτις ἀνάπτει τὴν ἐσωτερικὴν τῆς ψυχῆς τοῦ
ἀνθρώπου πύλην, ἥτις ἀφήνει τὸ Πνεῦμα μετέωρον, ἵνα ἀνέλθῃ εἰς τὰς
ὑψηλοτέρας ἐσχατιὰς τοῦ Ἀπείρου καὶ περισυλλέξῃ ἐξ αὐτοῦ τὴν Ἀλάθη-
τον Φιλοσοφίαν τῶν αἰώνων;
Ἡ ἔξαρσις μεταρσιοῖ ἡμᾶς πολλάκις ὕπερθεν τῆς ἐπιστημονικῆς ἡμῶν
ἐπισκοπήσεως τῆς παρούσης μελέτης καὶ αποκλίνομεν τοῦ κυριωτέρου
σκοποῦ τοῦ θέματός μας. Ἀλλ’ ἡ μεταίχμιος αὕτη ἀνάπτυξις ἐπιζητεῖ νὰ
προσδώσῃ εἰς τὴν μελέτην μας τὸ καθαρὸν ὕφος, μετὰ τοῦ ὁποίου πά-
ντοτε ἀνατιτύσσομεν τὰς γνώμας μας. Ἡ πηγὴ τῆς Ἀλανθάστου Σοφίας
Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 103

καὶ τῆς πραγματικῆς πνευματικῆς διαμορφώσεως δὲν ἔγκειται εἰς


τὴν παρακολούθησιν ἁπασῶν τῶν θεωριῶν, αἵτινες δύνανται νὰ συ-
σκοτίσωσι, ἀντὶ νὰ διαφωτίσωσι τὴν διάνοιαν ἡμῶν, ἀλλ’ εὕρηται ἐν
τῷ Ἀπείρῳ χώρῳ τοῦ Ἀπείρου, ἐκεῖ ὅπου ἐγκαθίστανται αἱ μετὰ τὸν
θάνατον τοῦ σώματος ἀπελευθερωθεῖσαι ψυχαί, ἐκεῖ ὅπου αἱ Ἀπειρο-
τελεῖς διάνοιαι τοῦ Ὑπερτάτου Πνευματικοῦ Κόσμου καὶ ὁ Ὑπέρτατος
ἁπάντων Νοῦς διαφωτίζει ὡς ὁ ἥλιος αὐτὸς καὶ αὗται ἀντικατοπτρίζουσι
τὴν ἀντανακλῶσαν αὐτῶν ἀκτινοβολίαν, πρὸς τοὺς εἰσδεχομένους ταύτην
διὰ τῆς διαισθήσεώς των ἀνθρώπους.
Πάντα τὰ ἐξέχοντα Πνεύματα διαισθάνονται ἐν ἑαυτοῖς μίαν δύ-
ναμιν ἥτις ἐμπνέει αὐτὰ καὶ τὰ καθιστᾶ διαισθητικῶς πολὺ ὑπέρτερα
τῆς διαμορφωτικῆς αὐτῶν ἀναπτύξεως. Διὰ τοῦτο βλέπομεν τὸν Σω-
κράτην ἀναγνωρίζοντα ἐν αὐτῷ τὸ ὁδηγοὺν αὐτὸν δαιμόνιον, τὸν Χριστὸν
αποτεινόμενον πρὸς τὸν ὑπ’ Αὐτοῦ ἐνορώμενον Πατέρα καὶ τῶν ἀν-
θρώπων Θεόν, τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ἐπιφωτιζομένους καὶ ὁρώ-
ντας τὴν καταυγάζουσαν αὐτοὺς τοῦ Πνεύματος δύναμιν, τὸν Μπετόβεν
ἀκροώμενον τὰς ἠχητικὰς ὑπερκοσμίους καὶ ὑπεραρμονικὰς ἀναπάλσεις
τῆς μουσικῆς τῆς φύσεως, ἐξ ὧν αἱ ὀλίγαι ὑπ’ αὐτοῦ συγκρατηθεῖσαι ἀπε-
τέλεσαν τὴν τελειοτέραν σύνθεσιν τῆς συγχρόνου ἡμῶν συμφωνίας.
Οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι εἶχον ἀνεπτυγμένην πολὺ περισσότερον τῶν ἐξαι-
ρετικῶν τούτων ὀργανισμῶν τὴν διαίσθησιν καὶ διὰ τοῦτο οὗτοι διῃσθά-
νοντο πολὺ περισσότερον ἡμῶν τὴν ἁρμονικὴν ἐξωτερίκευσιν τῶν περι-
κυκλούντων αὐτοὺς πραγμάτων. Ἡ δὲ ὑπὸ τοῦ Αἰσώπου μυθολογουμένη
ἐποχὴ τῆς διὰ τοῦ λόγου συνεννοήσεως τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τῶν ζώων, ἡ
ὁποία ἱστορεῖται καὶ παρὰ τοῖς Ἰνδοῖς, δὲν ἦτο ἄλλο τι παρὰ αὐτὴ αὕτη ἡ
διαισθητικὴ ἀνάπτυξις, ἥτις κατώρθωνε νὰ συγκρατήσῃ τὴν ρύθμισιν τῶν
παραγομένων ἐκ τῆς φωνῆς τῶν ζώων ἤχων καὶ κατώρθουν νὰ κατανοῶσι
τὴν γενομένην παρ’ αὐτῶν συνεννόησιν. Πάντα ταῦτα φαίνονται εἰς ἡμᾶς
μυθολογήματα ὀλίγον διαφέροντα τῶν Αἰσωπίων μύθων, οὐχ’ ἧττον ὅμως
ἐν τῷ ἑπομένῳ κεφαλαίῳ θέλομεν ἀναπτύξῃ κατὰ τοιοῦτον τρόπον καὶ μὲ
τοιαύτας ἀποδείξεις τὴν ἀπωλεσθεῖσαν ταύτην τῶν ἀνθρώπων διαίσθησιν,
ὥστε νὰ καταφανῆ πλήρως ἡ ὑπὸ τῆς ἐπιστήμης ἀγνοουμένη δύναμις
αὕτη, ἥτις κατώρθωνε νὰ εἰσδύσῃ πανταχοῦ καὶ νὰ ἀντιληφθῇ τὰ πάντα.
Ἡ πρώτη Ἀρχή, ἐφ’ ἧς ἐστηρίχθη ἡ Δημιουργία καὶ ἡ ἐξέλιξις τοῦ Σύ-
μπαντος, ὁ πρῶτος φυσικὸς νόμος, ὁ ὁποῖος διερρύθμισε τήν ἁρμονικὴν
λειτουργίαν τῶν ἀπειραρίθμων κτισμάτων, ἦτο ἡ ἀσύγκριτος κίνησις, ἡ
παραγομένη ἐκ τῆς συγκρούσεως τῶν δυνάμεων τῆς φύσεως, αἱ ὁποῖαι
ὡς δευτεροβάθμια αἴτια τῆς δημιουργίας, ἐσυσχετίσθησαν ἀναμεταξύ
των καὶ παρήγαγον τὴν πρώτην ἐξ αὐτῶν ἀπορρέουσαν ὑλικὴν διαμόρ-
φωσιν τοῦ κόσμου. Ἡ ἐπιστημονικὴ ἔρευνα, ὁσημέραι χωροῦσα πρὸς τὴν
τελειοποίησιν, ἀνακαλύπτουσα καθ’ ἑκάστην καὶ νέας ὑποκρυπτομένας
ἐκδηλώσεις δυνάμεων, θὰ ἀχθῇ ἡμέραν τινὰ εἰς τὴν θέσιν νὰ ἀποδείξῃ ὅτι
ἡ ποικίλη τῶν στοιχείων τῆς ὕλης διαφορὰ παρήχθη ἐκ τῆς αὐτομόλου
104 Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

τῶν πρωταρχικῶς συγκρουομένων δυνάμεων διεκφυγῆς ἐκ τοῦ κέ-


ντρου, ἥτις διεποίκιλλε τὴν ὁμοιόμορφον οὐσίαν τῆς πρωτογόνου
ὕλης εἰς τὰ διάφορα εἴδη τῶν στοιχείων αὐτῆς.
Οἱ ὑλισταί στηρίζονται ἐπὶ ἀκαταγωνίστων ἐπιχειρημάτων. Ἐν τούτοις,
ὅμως, ἡ διαφορὰ τῆς ἐξηγήσεως ὑπ’ αὐτῶν τῆς πρωταρχικῆς ζυμώσεως τῆς
ὕλης ποικίλλει κατὰ τόσα ἀπ’ ἀλλήλων μακρὰ διαστήματα, ὅσα χάσματα
μᾶς παρουσιάζει ὁ ἀριθμὸς τῶν διχογνωμουσῶν ἀναμεταξύ των ὑλιστικῶν
θεωριῶν. Μετὰ τὴν ἀνακάλυψιν τῆς ραδιενεργοῦς ἰδιότητος εἰς τὸ νὰ δια-
μορφώνη μέταλλά τινα μετὰ τῶν ὁποίων ἔρχεται εἰς ἐπαφήν, πολλοὶ ἐπι-
στήμονες προήχθησαν εἰς τὸ συμπέρασμα νὰ παραδεχθῶσιν, ὅτι ἡ ποικιλία
τῶν μετάλλων, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν ἁπλᾶ στοιχεῖα, ὀφείλεται εἰς τὴν διὰ
μέσου τῶν ἀπειραρίθμων αἰώνων ζύμωσιν τῶν πρωταρχικώς ὁμοιομόρ-
φων στοιχείων τῆς ὕλης, τὰ ὁποῖα ὑπὸ διαφόρους συνθήκας καὶ καιρικὰς
μεταβολὰς ὑπέστησαν τὴν σημερινὴν παραλλαγὴν τῆς μορφῆς των.
Ὅσον λοιπὸν ἡ ἐπιστημονικὴ ἔρευνα προάγεται, ὅσον τὰ ὑπ’ αὐτῆς δι-
αθετόμενα μέσα τελειοποιοῦνται, ὅσον ἡ ἐμπειρικὴ καὶ ἀντικειμενικὴ τῶν
πειραμάτων ἀπόδειξις ἀναπτύσσεται, κατὰ τοσοῦτον ὁ θετικισμὸς προάγε-
ται καὶ ἡ ἐπιστημονικὴ σμίλη καταγίνεται νὰ ἀνεύρῃ, ὑπὸ τὴν ἐπανειλημ-
μένην διχοτὸμησιν τῶν ἀσυλλήπτων μικροσκοπικῶν μορίων τῆς ἀσυλ-
λήπτου ὕλης, τῆς τόσον ἀδιοράτου, ἀλλὰ καὶ τόσον ὑφισταμένης, ὡς τὸ
Πνεῦμα, τὴν ἐξήγησιν τῶν ἀποτελεσμάτων ἑνὸς πειράματος, τοῦ ὁποίου
ἡ ἀρχικὴ αἰτία τῆς διαπαραγωγῆς διαφεύγει τὰ αἰσθητήρια ὑμῶν ὄργανα
καὶ τὴν πεπερασμένην τῆς ἐπιστημονικῆς ὑμῶν ἐμβριθείας διάνοιαν.
Ἐκ τῶν συλλογισμῶν καὶ τῆς εὐθυκρισίας ὑμῶν σχηματίζεται τὸ ἐπι-
στημονικὸν συμπέρασμα, τὸ ὁποῖον ἀποκαλεῖται Ὁρισμὸς καὶ Ἀξίωμα,
τὸ ὁποῖον ἀργότερον μία τυχαία ἀνακάλυψις καταρρίπτει. Ἡ ἀξιωματικὴ
θεωρία τῆς ποικίλου τῶν στοιχείων διαφορᾶς καὶ διαμορφώσεως, δὲν θὰ
παρέλθῃ πολὺς χρόνος καὶ θὰ ἀναγνωρισθῇ ὅτι ἀνήκει εἰς πεπαλαιωμένην
καὶ καταργηθεῖσαν θεωρίαν τοῦ παρελθόντος.
Ἡ ἐμφαινομένη διαφορὰ τῶν μορφῶν τῆς ὕλης προῆλθεν ἐκ τῆς
κινήσεως καὶ ἀλλεπαλλήλου συγκρούσεως τῶν ἰδιομόρφων μορίων
τῆς αὐτῆς οὐσίας, τὰ ὁποῖα ἐν τῇ καιρικῆ καὶ φυσικῇ μεταβολῇ τοῦ κό-
σμου διεμορφώθησαν οὐσιαστικῶς εἰς τὰς διαφόρους ἐν τῇ ἐπιστήμη
συνθέτους ἢ ἁπλᾶς χημικάς ἑνώσεις. Ἡ συγκράτησις καὶ ὁ διαχωρισμὸς
ἑκάστου μορίου τῆς ὕλης ἐπενεργεῖται διὰ τῆς ἐν αὐτοῖς ἐνυπαρχούσης
συγκρατήσεως καὶ ὡθήσεως δύο ἀντιστοίχων δυνάμεων, ἐπενεργου-
σῶν πρὸς τὴν ἁρμονικὴν ταξινόμησιν τῆς μορφῆς τοῦ κόσμου.
Ἡ συγκράτησις δὲ καὶ ἀπώθησις αὕτη, ἀπὸ τῶν ἐλαχιστομορίων τῆς
ὕλης μέχρι τῶν ἀπειρομεγέθων σωμάτων τοῦ ἐνάστρου Οὐρανοῦ, διαποι-
κίλλεται ἀναλόγως τῆς παραγομένης ἐν αὐτοῖς δυνάμεως. Ὅσον μὲν ἡ
δύναμις εἶναι ἰσχυροτέρα, κατὰ τοσοῦτον καὶ τὰ ἄτομα αὐτῆς εἶναι μικρο-
σκοπικώτερα, ὅπως καὶ ἡ διαπαραγομένη ἐξ αὐτῆς κίνησις γιγαντιαία. Διὰ
τοῦτο τὰ ἐλάχιστα τοῦ ραδίου μόρια διαφέρουν κατὰ τὴν σμικρότητα τῶν
Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 105

ἠλεκτρονίων τοῦ ἠλεκτρικοῦ ρευστοῦ. Ἕκαστον δὲ παραγόμενον φαινόμε-


νον, ὑποπίπτον εἰς τὰς αἰσθήσεις μας, προϋποθέτει καταβολὴν κινητηρίου
δυνάμεως ἀνερχομένης μέχρι τῶν ὀκτακοσίων (800) περίπου τρισεκατομ-
μυρίων παλμικῶν κινήσεων, πέραν τῶν ὁποίων αὗται διαφεύγουσι τὴν
συγκράτησιν καὶ τῶν μᾶλλον εὐαισθητοτέρων καὶ τελειοτάτων μέχρι σή-
μερον ἀνακαλυφθέντων καὶ διαθετομένων μηχανικῶν μέσων ἢ ὀργάνων.
Ἀφοῦ δὲ οὐδεμία ἐκδήλωσις ὑλικῆς μορφῆς εἶναι δυνατὸν νὰ καταστῇ
ἀντιληπτὴ ἄνευ τῆς κινήσεως, ἀφοῦ διὰ νὰ παραχθῇ ἓν ὁποιονδήποτε
φαινόμενον εἶναι ἀνάγκη νὰ προηγηθῇ κίνησίς τις, καθίσταται αὕτη ἀνα-
γκαῖον προακόλουθον τῆς διαμορφωθείσης ποικιλίας τῆς ὕλης. Αἱ πρωταρ-
χικαὶ ὅθεν δυνάμεις, ἐκ τῆς κινήσεως αὐτῶν παρήγαγον τὴν πρώτην ὑλικὴν
μορφήν, ἥτις ἀργότερον διὰ διαφόρων φυσικῶν ἐπιδράσεων καὶ τῆς
ἐξελίξεως διεμορφὼθη εἰς τὴν διαφορὰν τῶν χημικῶν στοιχείων καὶ τῶν
πολλαπλῶν συνθέσεων.
Καὶ ὅπως ἑκάστη χημικὴ ἕνωσις προαπαιτεῖ τὴν πρὸς ἄλληλα τῶν
στοιχείων συνώθησιν, ἥτις ἐξ ἀνάγκης παράγει τὴν κίνησιν, οὕτω καὶ ἡ
ἐμ­φ αι­­ν ομένη τῶν δυνάμεων τῆς φύσεως συνοχὴ καὶ διαφορὰ ἀπαιτεῖ
­ἀνάλογον ἀριθμὸν κινήσεων, ὅπως ἡ ὑπόστασις αὐτῶν ἐκδηλωθῇ καὶ ὅπως
ἡ ἐνέργεια αὐτῶν καταστῇ ἐμφανής. Ἡ διὰ μέσου τοῦ ἀπείρου χώρου
διέλευσις τῶν πλανητῶν, τῶν ἡλίων καὶ παντὸς Οὐρανίου σώματος παρά-
γει ἀνάλογον ἀριθμὸν παλμικῶν κινήσεων τοῦ μεταξὺ αὐτῶν Αἰθερίου
διαστήματος, αἵτινες ἐν τῇ συνολικῇ αὐτῶν καταμετρήσει ἐκδηλοῦσι καὶ
ἀναλόγους φυσικὰς δυνάμεις. Ἡ ὤθησις καὶ ἀπώθησις, ἡ ἕλξις καὶ ἡ κε-
ντρόφυξ δύναμις, ὁ ἠλεκτρισμός, ἡ ραδιενέργεια κλπ. δύνανται νά κα-
ταμετρηθὼσιν εἰς κινήσεις ἀναλόγους τῶν διαφευγόντων τοὺς ὀφθαλ-
μοὺς ἡμῶν μορίων ἢ ἠλεκτρονίων.
Ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμὸς ἡμῶν ἠδύνατο νὰ ὁπλισθῇ δι’ ἀναλόγου ὀπτικοῦ
ἐργαλείου, δυναμένου νὰ συγκρατήσῃ τὸν ἐξ αὐτῶν διαφεύγοντα ἀπειρο-
μικροσκοπικὸν ἀριθμὸν τῶν ἀδιοράτων ἠλεκτρονίων τῶν δυνάμεων τῆς
φύσεως, θὰ ἔβλεπε τὰς δυνάμεις ταύτας ὡς ὑλικὰ σώματα, ἀνάλογα πρὸς
τὴν χονδροειδῆ ἐξωτερίκευσιν τῶν ὑγρῶν καὶ στερεῶν ὑλῶν. Καὶ ἡ ἐν τῷ ἀν-
θρωπίνῳ σώματι συγκρατουμένη ψυχικὴ δύναμις, οὖσα ἡ Πρωταρχικὴ
τοῦ Σύμπαντος Δύναμις, ἐπιδέχεται ἀνάλογον καταμέτρησιν τῶν ψυχι-
κῶν ἀδιοράτων αὐτῆς μορίων, τὰ ὁποῖα δι’ ἑνὸς εὐαισθήτου καὶ τελει-
οτάτου ὀργάνου δύναται νὰ συγκρατήση καὶ ἀποδώση πιστῶς τοὺς ἐκ
τῶν συναισθημάτων καὶ σκέψεων αὐτῆς παραγομένους κραδασμούς.
Πρὸ τῆς Πρωταρχικῆς Οὐσίας τοῦ Σύμπαντος ὑφίστατο ἡ Ἄπειρος
καὶ Ἀσύγκριτος Πνευματικὴ Ἰδιότης, Ἄναρχος καὶ Αὐθυπόστατος, Ἀδι-
όρατος καὶ Ἀσύλληπτος, Ἀπειρόμετρος καὶ ἀσυγκρίτως Ὑπεράϋλος,
ἥτις ἀποκαλεῖται ΘΕΟΣ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ, ΦΥΣΙΚΗ ΑΡΜΟΝΙΑ.
Ἀπὸ καταβολῆς κόσμου καὶ ἀφ’ ἧς ἐποχῆς ὁ ἄνθρωπος ἤρχισε νὰ με-
λετᾷ τὸν περικυκλοῦντα αὐτὸν κόσμον, προσπαθῶν διὰ τῆς φιλοσοφικῆς
ὁδοῦ νὰ ἑρμηνεύσῃ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα κατανοεῖ διαισθητικῶς, ἄνευ τῆς μεσο-
106 Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

λαβήσεως τῶν πέντε αὐτοῦ αἰσθήσεων, εἰς μάτην ἠγωνίσθη νὰ ἐπεξηγήσῃ


πῶς ἀπὸ τῆς Ὑπεραΰλου Πνευματικῆς Ὑποστάσεως τοῦ Θεοῦ παρήχθη
ἡ πρωτογενὴς οὐσία τῆς ὕλης, ἥτις ἀργότερον, διὰ τῆς ἐξελίξεως καὶ τῶν
συμβαλλουσῶν καιρικῶν ἐπιδράσεων, διεμορφώθη εἰς τὸν νῦν ὑφιστάμε-
νον καὶ ἐξακολουθητικῶς διαμορφούμενον κόσμον.
Ἡ ἐπιστήμη παρ’ ὅλην αὐτῆς τὴν πρόοδον, δὲν κατέχει εἰσέτι τὰ μέσα
ἐκεῖνα δι’ ὧν θὰ ἠδύνατο ἀποδεικτικῶς διὰ πειραμάτων νὰ παραδεχθῆ τὸ
δυνατὸν τῆς ἐκ τῆς Ἀΰλου Πνευματικῆς Δυνάμεως παραγωγῆς ὕλης, καὶ
διὰ τοῦτο ἁπαρνεῖται πᾶσαν δύναμιν μὴ ὑποπίπτουσαν εἰς τὰς αἰσθήσεις
αὐτῆς, ἔστω καὶ ἂν εἰσέτι εὔλογοι φιλοσοφικαὶ ἀποδείξεις συλλογισμῶν
ἀποδεικνύουσιν ὅτι τὰ αἰσθητήρια ὑμῶν ὄργανα ἀδυνατοῦσι νὰ συλλάβω-
σιν ὅλας τὰς ὑποκειμενικὰς ἐκδηλώσεις καὶ λειτουργίας τῆς ὕλης, ἥτις, ἁρ-
μονικῶς χωροῦσα ἐν τῷ συνόλῳ καὶ τῷ καταμερισμῷ τῶν φαινομένων της,
ἐγκαταλείπει εἰς τὸν ἀπροκατάληπτον παρατηρητὴν τὴν σοφὴν καὶ ἐμπει-
ρογνώμονα ταξιθέτησιν τῶν νόμων της μετ’ ἀναλόγων ἐξαιρέσεων, ἄνευ τῶν
ὁποίων θὰ ἦτο ἀδύνατον νὰ ὑπάρξῃ ἁρμονικὴ συνοχὴ καὶ λειτουργία.
Καὶ ἐξετάζοντες ἕκαστον φυσικὸν φαινόμενον κατανοοῦμεν καὶ μίαν
Σοφὴν σκέψιν καὶ μίαν ἐμπειρικὴν ἰδιότητα, ἄνευ τῶν ὁποίων θὰ ἦτο
ἀδύνατον ἡ ἄβουλος καὶ ἄμορφος πρωταρχικὴ ὑλικὴ μᾶζα νὰ συστηματο-
ποιηθῇ ἀφ’ ἑαυτῆς εἰς τὴν Ὑπερτελείαν τοῦ Σύμπαντος Ἁρμονίαν. Ἐκτὸς
δὲ τῆς ἐντελοῦς ἁρμονίας τοῦ Ἀπείρου, τοῦ ὁποίου ἡ λειτουργία καὶ μό-
νον ἀποδεικνύει τὴν ὕπαρξιν Δημιουργικῆς Δυνάμεως, στηριχθείσης ἐπὶ
ἁρμονικοῦ μηχανισμοῦ προσχεδίου μετά τόσης μαθηματικῆς ἁρμονίας,
οὕτως ὥστε οὐδεμία ἀπαρατήρητος ὑπεκφυγὴ νὰ διαλάθῃ τὸν Ἔμπειρον
Νοῦν, τὸν ταξιθετήσαντα τὰ Οὐράνια σώματα ἐν ταῖς μεταξὺ αὐτῶν ἁρ-
μονικαῖς σχέσεσιν, μὴ ἐπερχομένης οὐδεμιᾶς συγκρούσεως τῶν πλανητῶν
ἢ λοξοδρομήσεις αὐτῶν ἐκ τῆς διαχαραχθείσης αὐτῶν κανονικῆς ἐλλει-
ψοειδοῦς τροχιᾶς, πρὸς τούτοις καὶ ὑπ’ αὐτὴν ταύτην τὴν ἐκδήλωσιν τῶν
φυσικῶν ἐξαιρέσεων, ὑποδηλοῦται ἡ Σοφία καὶ ἡ Ἁρμονικὴ Συνεκτικότης
Σκέψεως μιᾶς Δυνάμεως, τῆς ὁποίας τὰ θαυμάσια ἔργα δὲν δύναται τις νὰ
ἀρνηθῇ, ἀλλά τῆς ὁποίας τὴν Ἀδιαλὰθητον Πνευματικότητα ἀδυνατεῖ ἡ
πεπερασμένη ὑμῶν διάνοια νὰ καθορίσῃ, ἂν καὶ καλῶς τὴν ἀντιλαμβά-
νεται καὶ τὴν διαισθάνεται.
Οὐδεμίαν ἐξαίρεσιν παρατηροῦμεν ἐν τῇ κανονικῇ λειτουργίᾳ τῶν νό-
μων τῆς φύσεως. Ἐν τούτοις ὅμως, ἐν πολλαῖς χημικαῖς συνθέσεσι παρατη-
ροῦμεν τὸ πλεόνασμα ἑνὸς στοιχείου, ὅπως καὶ ἐν τῇ συστολῇ τῶν σωμάτων
βλέπωμεν τὸ ὕδωρ ἐξαιρούμενον κάτωθεν τῶν 4 βαθμῶν ὑπὸ τὸ μηδέν. Ἡ
φυσικὴ καὶ μαθηματικὴ ὑμῶν ἐμπειρότης σημειώνει, ἐν τῇ ἀξιοθαυμάστῳ
αὐτῆς παρατηρητικότητι, ὡς ἁπλουστάτην ἐξαίρεσιν τῶν φυσικῶν ὅρων
τῆς θερμότητος τὸ ὕδωρ καὶ ἀντιπαρέρχεται μὲ ἀνοικτοὺς ὀφθαλμοὺς τὴν
μόνην ἐν τῇ συστολῇ τῶν σωμάτων ἐξαίρεσιν ταύτην, τυφλοῖς ὄμμασιν πα-
ραδεχομένη ὅτι ἡ ἄβουλος τῆς ὕλης διαμόρφωσις ἐν τῇ Δημιουργία τυχαίως
ἐποίκιλε τὴν διὰ ψύξεως συστολὴν τῶν σωμάτων διὰ μιᾶς ἐξαιρέσεως.
Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 107

Ἀλλ’ οἱ παραδεχόμενοι τὴν ὕπαρξιν μιᾶς Δημιουργοῦ Πνευματικῆς Δυ-


νάμεως, ἥτις ἐδημιούργησε τὸν κόσμον ἐπὶ ἑνὸς προσχεδιασμένου ἔργου,
ἀνευρίσκουσιν ἐν τῇ ἐξαιρέσει ταύτῃ τοῦ ὕδατος τὴν Πὰνσοφον Οἰκο-
νομίαν τῆς Θεότητος πρὸς τὴν ἐπὶ γῆς ζωήν, ἥτις ἄνευ τῆς ἐξαιρέσεως
ταύτης θὰ καθίστατο ἐπισφαλής, διότι τὸ ὕδωρ τῆς θαλάσσης συστελλό-
μενον καὶ βαρῦνον ὡς τὰ ἄλλα σώματα ἐκ τῆς ψύξεως, θὰ κατήρχετο εἰς
τὸν πυθμένα αὐτῆς καὶ ἡ ψῦξις ἐκ τῶν κατωτάτων αὐτῆς στρωμάτων θὰ
ἀνήρχετο μέχρι τῆς ἐπιφανείας, ἡ θαλάσσιος ζωὴ θὰ ἐξέλειπε καὶ τὸ ἡλια-
κὸν φῶς δὲν θὰ ἠδύνατο ἐν τῷ μικρῷ διαστήματι τοῦ θέρους νὰ ἀναλύσῃ
τὸ παχὺ στρῶμα τῶν πάγων, οἵτινες καὶ κατ’ ἔτος ἐπαυξανόμενοι θὰ μετέ-
βαλλον ὅλην τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς εἰς παγετῶδες νεκροταφεῖον.
Ἡ ἐν τῇ Θεία Οἰκονομίᾳ τῆς φύσεως συνεκτικὴ ἁρμονία καὶ ἐν
αὐταῖς ταῖς ἐξαιρέσεσιν αὐτῆς, ἀποδεικνύει ὅτι Ὑπέρτατός τις Νοῦς καὶ
Ἐμπειρογνώμων Μηχανικὸς διεμόρφωσε τὴν ἄμορφον τοῦ ἀπείρου
μᾶζαν εἰς Συστήματα, Νόμους καὶ φυσικὰς ἐξαιρέσεις. Καὶ ἐκ τῶν ὀρθῶν
συλλογισμῶν εἰς τοὺς ὁποίους τὸ ἀνθρώπινον πνεῦμα προάγεται προκύ-
πτει ἡ ἀπορία: Ἆρα γε πρὸ τῆς ἀμόρφου τοῦ Σύμπαντος μάζης, ὑπῆρχεν
ὁ Δημιουργὸς ὡς Αὐτούσιον Πνεῦμα, διαμορφώσας καὶ ταξιθετήσας
τὴν ἐξ Αὐτοῦ παρασχεθείσαν ὕλην, ἢ ὑφισταμένης τῆς πρωταρχικῆς
ὕλης, διὰ τῆς ἐν αὐτῇ ἐνυπαρχούσης εὐβουλίας, διερρυθμίσθη διὰ συμ-
βαλλουσῶν καιρικῶν εὐνοϊκῶν συνθηκῶν, εἰς τὴν σημερινὴν τοῦ κό-
σμου ἐξέλιξιν;
Ἀλλὰ διὰ νὰ ὑπάρξῃ ἓν ἀποτέλεσμα, κατὰ φυσικὴν ἀνάγκην πρέπει
νὰ προηγηθῇ μία Αἰτία, ὅπως καὶ διὰ νὰ παραχθῇ μία ἁρμονικὴ σύνθεσις
δέον νὰ προηγηθῇ καὶ μία εὔβουλος πρὸς τοῦτο σκέψις, ἀνεξάρτητος ἐν
τῇ συλλήψει τῆς συνθέσεως τοῦ ὀργάνου, τὸ ὁποῖον ὐπ’ αὐτῆς κατασκευά-
ζεται καὶ παράγει τὴν σύνθεσιν. Οὕτω ὁ κλειδοκυμβαλιστής, ὁ κατασκευά-
ζων τὸ κλειδοκύμβαλον, δὲν ἔχει καμίαν ἀπολύτως σχέσιν μὲ τὴν ὕλην, τὴν
ὁποίαν διεμόρφωσε διὰ νὰ παράγῃ τοὺς ἐναρμονίους ἤχους τοῦ συνθέτου
μουσουργοῦ, ὅπως καὶ τὸ κλειδοκύμβαλον ἀφ’ ἑαυτοῦ δὲν δύναται νὰ δι-
απλασθῇ. Καὶ ἂν ἀκόμη φαντασθῶμεν ὅτι τοῦτο εἶχεν διανόησιν, θὰ ἠδυ-
νάτει νὰ αὐτοδημιουργηθῇ, ὅπως καὶ ὁ ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ νὰ διαπλὰσσῃ
τὴν σωματικὴν αὐτοῦ ὑπόστασιν, νὰ μεταβάλῃ τὴν ὀργανικὴν αὐτοῦ
λειτουργίαν, νὰ μεταστρέψῃ τοὺς εἰς αὐτὸν ταχθέντας φυσικοὺς ὅρους
τῆς διαπλάσεώς του.
Ἀλλ’ ἐὰν ἡ συνδετική ἁρμονικὴ ἅλυσις τῆς καθ’ ἑκάστην διαμορ-
φουμένης ὕλης, δὲν διεπλάσθη ἀφ’ ἑαυτῆς, δὲν ὑφίστατο εἰς στοιχεῖα, πῶς
ἀπέρρευσεν ἐκ τῆς καθόλου Ἀΰλου Πνευματικῆς ὑποστάσεως τοῦ Θεοῦ;
Καὶ παραδεχόμενοι ὅτι ἡ Παντοδύναμος τοῦ Θεοῦ Δύναμις παρήγαγε ἐκ
τῆς Ἀΰλου Αὐτοῦ Ὑποστάσεως τὴν πρωταρχικὴν ὕλην, ἥτις ἀργότερον ἐν
τῇ συνδετικῇ τῶν στοιχείων αὐτῆς ἐξελίξει κατέληξεν εἰς τὴν σημερινὴν
τοῦ κόσμου ταξιθέτησιν, δὲν δίδομεν εἰς τὴν Ἁρμονικὴν τοῦ Θεοῦ ἰδι-
ότητα ἀφυσικότητα, ἥτις ἀντίκειται πρὸς τὴν Ἀναλλοίωτον καὶ Ἀμε-
108 Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

τάβλητον τῆς Ὀντότητος Αὐτοῦ Ἀνεξαίρετον φυσικὴν νομοθέτησιν;


Πῶς εἶναι δυνατὸν ἐκ τοῦ ἀΰλου νὰ παραχθῇ ὑλικόν;
Ἐν τοῖς ἑπομένοις θέλομεν ἀναπτύξει πῶς ἡ πρώτη τοῦ κόσμου ὑλικὴ
ὑπόστασις παρήχθη ἐκ τῆς Πνευματικῆς Ἀϋλότητος τοῦ Θεοῦ καὶ πῶς
ἡ Πνευματικὴ Ὑπόστασις ἐν τῇ ἐκδηλώσει τῶν σκέψεων αὐτῆς δύναται
νὰ ἐγκαταλείψῃ ὑλικὰ ἀποτυπώματα, ἀδιόρατα μὲν ἐν ταῖς αἰσθήσεσιν
ὑμῶν, καταφανῆ δὲ γενόμενα ὑπὸ τῶν συλλαμβανόντων αὐτὰ εὐαισθή­
των ὀργάνων, τὰ ὁποῖα ἡ μέλλουσα τοῦ ἀνθρώπου πρόοδος θέλει φέρει
εἰς φῶς.
Ἐν τοῖς προηγουμένοις κεφαλαίοις ἀνεπτύξαμεν δι’ ὀλίγων, πῶς ἡ
ἁρμονικὴ συνεκτικότης καὶ λειτουργία τοῦ Ἀπείρου, ἡ ἀδιατάρακτος καὶ
ἀσύγκρουστος τῶν πλανητῶν κίνησις, προϋποθέτει ἔμπειρον μηχανικὴν
ἀνάπτυξιν μιᾶς δυνάμεως, ἥτις δι’ ἀλανθάστου μαθηματικῆς ἀκριβείας
ἐχάραξεν ἐπὶ τοῦ Οὐρανίου θόλου τὴν τροχιάν τῶν συστρεφομένων καὶ
ἀενάως διατηρούντων τὰς ἀπ’ ἀλλήλων ἀποστάσεις καὶ διαστήματα
ἀστέρων. Ἐν τῇ καθολικῇ ὅμως μελέτῃ ταύτῃ, ἐὰν ἐξετάσωμεν ἀπὸ κα-
θαρᾶς τοῦ μονισμοῦ ἐπιστημονικῆς ἀπόψεως τὴν ἔμπειρον καὶ πεπει-
ραμένην Διάνοιαν ταύτην, δὲν δυνάμεθα νὰ ἐκλάβωμεν αὐτὴν ὡς ἐντελῶς
ἀπηλλαγμένην τῆς ὕλης. Μὴ ἐξαιροῦντες δὲ ταύτην τῶν φυσικῶν ἰδιο-
τήτων τῆς ὕλης, δὲν ὑπάγομεν αὐτὴν ὑπὸ τὴν ἀθεμελίωτον καὶ ἀνάγωγον
τῶν ἐλαττωμάτων καὶ παθήσεων τῆς ὕλης φύσιν; Καὶ ὅπως ἡ ὕλη καθ’ ἑκά-
στην ὑφισταμένη ζυμώσεις διαμορφοῦται καὶ παραλλάσσει διὰ τῶν συνθέ-
σεων ἢ ἀποσυνθέσεων αὐτῆς, οὕτω καὶ τοῦ Ἀπείρου Κόσμου ὁ Ὑπέρτατος
Νοῦς μὴ ὢν Αὐθυπόστατος καὶ ἀπηλλαγμένος τῆς ὑλικῆς ὑποστάσεως,
θὰ ἠλλοιοῦτο, θὰ μετεμορφοῦτο καὶ θὰ διεπλὰσσετο κατὰ καιρούς,
ἀναλόγως τῶν ἐξωτερικῶν ἐπιδράσεων τῆς περικλειούσης Αὐτὸν ὕλης.
Ἐκ τούτου καταφαίνεται ὅτι ἡ Ὑπερτάτη τοῦ Ἀπείρου Διανόησις δὲν εἶναι
δυνατὸν νὰ συμμετέχῃ τῶν ὑλικῶν ἐπιδράσεων τῆς Φύσεως, διότι ἡ καθ’
ἑκάστην ἐπιγενομένη ζύμωσις καὶ μεταβολὴ ἐν τῇ ὕλῃ, θὰ ἐπέφερεν ἐξ ἀνά-
γκης ἐπαισθητὴν μεταβολὴν καὶ εἰς τὴν Πνευματικὴν Αὐτοῦ Ὑπόστασιν.
Ἄρα ἡ Ὑπόστασις τοῦ Θεοῦ, προϋπάρχουσα τῆς ὕλης καὶ Αὐθυπό-
στατος, Αὐτόβουλος καὶ Αὐτενεργὸς οὖσα ἐν τῇ Παντοδυναμίᾳ αὐτῆς,
ἐκ τῆς Ὑπεραΰλου Πνευματικῆς Αὐτῆς Οὐσίας παρήγαγε διὰ τοῦ Θείου
Αὐτοῦ Λόγου τὴν πρώτην ὑλικὴν μορφήν, δώσασα εἰς αὐτὴν τὴν ἀνάλο-
γον ὥθησιν, τὴν κυβερνωμένην ὑπὸ τῶν ἐξ Αὐτοῦ ἀπορρευσάντων
Ἀναλλοιώτων φυσικῶν νόμων, οἵτινες πρὸ τῆς Δημιουργίας ὑφίστα-
ντο καὶ οἱ ὁποῖοι, ἐν τῇ ἰδιότητι τῆς δοθείσης ἐνεργείας αὐτῶν, ἔδωκαν τὴν
ἀνάλογον τοῦ Ἀπείρου ἁρμονικὴν διάπλασιν. Ἂν δὲ παραδεχθῶμεν ὅτι ἡ
ὕλη ἀφ’ ἑαυτῆς διεπλάσθη καὶ διεμορφώθη εἰς τὴν σημερινὴν τοῦ Ἀπείρου
ταξιθέτησιν, ὡς οἱ ὑλισταί διατείνονται, περιπίπτομεν εἰς τὸ ἄτοπον τοῦ ὅτι
οὐδεμία ἄβουλος, ἄνους καὶ ἀστοιχείωτος ἐκδοχὴ εἶναι δυνατὸν νὰ πα-
ραγάγῃ τὴν σκόπιμον καὶ Ἐμπειρικὴν Δημιουργίαν τοῦ Σύμπαντος καὶ
τὴν ἁρμονικὴν λειτουργίαν τῶν Νόμων καὶ τῶν Δυνάμεων τῆς φύσεως.
Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 109

Ἀλλὰ πῶς ἐκ τῆς Ὑπεραΰλου Δυνάμεως τοῦ Δημιουργοῦ ἀπέρρευσεν


ὑλικὴ διαπαραγωγή; Καὶ ἂν τοῦτο εἶναι ἀληθές, δὲν ἀντίκειται εἰς τὴν φυ-
σικὴν καὶ ἀναλλοίωτον τῶν φυσικῶν νόμων ἰδιότητα, τοὺς ὁποίους Οὗτος
ὡς ἐκ τῆς Ἀμεταβλήτου Αὐτοῦ Ὑποστὰσεως ἐθέσπισεν; Ἐὰν ἡ ὑλικὴ ὑπό-
στασις τοῦ κόσμου πρὸ τῆς δημιουργίας δὲν ὑφίστατο εἰς στοιχεῖα, ἡ ἐξέλι-
ξις, ἡ διαπαραχθεῖσα ἐκ τῆς καιρικῆς ἐπιδράσεως καὶ τῶν συμβαλλόντων
φυσικῶν νόμων καὶ δυνάμεων, ἐστὶν ἀνεξήγητος.
Τὸ Πνεῦμα κατέχει δυνάμεις τὰς ὁποίας ἡ ἐπιστήμη, παρ’ ὅλην
αὐτῆς τὴν πρόοδον, δὲν κατώρθωσε νά μελετήσῃ. Ἡ ὑφισταμένη με-
ταξὺ τοῦ Πνεύματος καὶ τῆς ὕλης διαφορὰ φαίνεται ὡς ἐντελῶς ἀσυμβί-
βαστος μὲ τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς ἡμῶν, διότι κανεὶς μέχρι σήμερον δὲν
ἠσχολήθη νὰ συσχετίσῃ τὸ Πνεῦμα μετὰ τῆς ὕλης, νὰ συγκρίνῃ αὐτὸ
ἀνεπηρεάστως καὶ νὰ ἀνεύρῃ τὴν πραγματικὴν σχέσιν ἡ ὁποία ὑφίσταται
μεταξὺ αὐτῶν. Αἱ δύο ἀντιθετοφρονοῦσαι Σχολαὶ τῶν Θεϊστῶν καὶ Ὑ ­ λιστῶν
ἐξετάζουσιν πᾶν φαινόμενον καὶ πᾶσαν παρουσιαζομένην εἰς αὐτοὺς
ἀποκάλυψιν ἀναλόγως τῶν ἀντιλήψεων, τὰς ὁποίας ἐστήριξαν ἐπὶ τοῦ
συστήματος, τὸ ὁποῖον ἠκολούθησαν. Ἀλλὰ ἐπιστημονικὴ ἔρευνα βασι-
ζομένη ἐπὶ συστήματος καὶ θεωριῶν, αἵτινες δυνατὸν νὰ μὴ εἶναι ἀκριβεῖς,
δὲν εἶναι ἀληθεῖς.
Ἡ πρόοδος, ἡ ἀληθὴς πρόοδος, στηρίζεται ἐπὶ τῆς παρατηρητικότη-
τος τῆς ἐντελῶς ἀπηλλαγμένης τῶν ἐπιρροῶν οἱασδήποτε συστηματι-
κῆς Σχολῆς. Δὲν ὑπονοοῦμεν μὲ τοῦτο ὅτι ἕκαστος ἐρευνητὴς πρέπει νὰ
ἀποκρούσῃ τὰ ὑφιστάμενα συστήματα τῶν θεωριῶν, λέγομεν μόνον ὅτι
ὁ ἀληθὴς ἐπιστήμων ἐρευνητὴς ἄνευ οὐδεμιᾶς προκαταλήψεως μελετᾷ
προηγουμένως ὅλα τά συστήματα καὶ ὅλας τὰς θεωρίας καὶ ἀναπτύσσει
τὴν θέσιν αὐτῶν, χωρὶς νὰ ἐπηρεασθῇ ὑπ’ αὐτῶν καὶ κατόπιν ἐρευνᾷ ἀνε-
πηρεάστως τὴν μελέτην τῶν διαφόρων προβλημάτων, τὰ ὁποῖα περιβάλ-
λουσι τὸν ἐσωτερικὸν καὶ ἐξωτερικὸν αὐτοῦ κόσμον.
Ἡ ἔρευνα ἡμῶν στηριζομένη ἐπὶ μόνης τῆς πραγματικῆς ἐξετάσεως
τῶν φαινομένων τῆς φύσεως, μὴ ἀκολουθοῦσα οὐδεμίαν Σχολήν καὶ ἀνε-
πηρέαστος οὖσα τῶν ἀλληλοσυγκρουομένων θεωριῶν, θὰ προσπαθήσῃ
νὰ λύσῃ ἐν τῇ παρούσῃ μελέτῃ τὴν ἀνάπτυξιν τῶν ὑπ’ αὐτῆς ἐξεταζομένων
φαινομένων, δίδουσα αὐτοῖς τὴν ὑπ’ αὐτῆς πιστευομένην πραγματικὴν λύ-
σιν καὶ Ἐξωτερίκευσιν.
Τὸ Πνεῦμα εἶναι ἡ Ὑπερτάτη κορύφωσις τῶν δυνάμεων τῆς φύσεως
τῶν ὁποίων ἡ συνάντησις γίνεται ἐν Ἑαυτῷ. Ὁ κόσμος ὁ ἀενάως ἐξελισ-
σόμενος δὲν ὑπῆρχεν. Ἡ παρατηρουμένη διαμόρφωσις αὐτοῦ τοῦτ’ αὐτὸ
ἀποδεικνύει ἐν τῇ μελέτῃ τῶν θεϊστικῶν καὶ ὑλιστικῶν θεωριῶν. Ἀνάγοντες
τὴν ὕλην εἰς τὴν πρὸ τῆς διαμορφώσεως αὐτῆς ἐποχήν, καταλήγομεν εἰς τὸ
ὅτι ἡ ὑλικὴ αὐτῆς ὑπόστασις ἦτο κατὰ τοσοῦτον ἀερώδης, ὥστε ἡ ὑφ’ ἡμῶν
καταβαλλομένη αἰσθητικὴ νὰ καθιστᾶ αὐτὴν ἀφανῆ πρὸ τῶν αἰσθητικῶν
μας ὀργάνων καὶ ἂν εἰσέτι ὡπλίζαμεν αὐτὰ διά τελειοτάτων ἐπιστημονικῶν
ὀργάνων. Ἂν ἡ στερεωτέρα καὶ σκληροτέρα ὑπόστασις τῆς ὕλης ἀναλύεται
110 Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

καὶ ρευστοποιείται ἢ ἀεροῦται εἰς ὀλίγας χιλιάδας βαθμοὺς θερμότητος,


ἡ τοῦ Σύμπαντος ὑλικὴ κατάστασις, διαπλέουσα εἰς πύρινον κλίβανον
τρισεκατομμυρίων βαθμῶν, πῶς θὰ ἐξωμοιοῦτο ἐν τῇ κατανοήσει καὶ
συλλήψει τῶν ἀσθενῶν ἡμῶν ὀργάνων; Ὁ νοῦς ἡμῶν ἀδυνατεῖ νὰ συλλά-
βῃ τὴν ἐξωτερίκευσιν τῆς ὑποστάσεως τοιαύτης ὕλης καὶ ἰλιγγιῶν πρὸ τῆς
ὑπερτάτης πυροφανοῦς αὐτῆς ἀναλύσεως, ἀντιλαμβάνεται αὐτὴν ὡς
ὑπεραεροφανῆ πνευματώδη. Ἡ ἀρχικὴ ὅμως αὕτη τῆς ὕλης ὑπόστασις,
ὅσον ὑπεραεροφανὴς καὶ ἂν ἦτο, πάντως ἐνεῖχεν στοιχεῖα ὑλικά.
Πῶς ὅμως ἐκ τῆς Καθαρᾶς Πνευματικῆς Ἀϋλότητος δύναται νὰ παρα-
χθῇ ὑλικὴ διαπαραγωγή; Τὸ Πνεῦμα εἶναι Δύναμις Νοητική καὶ διὰ τοῦτο
ἑκάστη ἐκδήλωσις Αὐτοῦ ἀποφέρει ἀποτελέσματα Νοητικά. Ὁ δεσμός,
ὅστις ὑφίσταται μεταξὺ Αὐτοῦ καὶ τῆς ὕλης εἶναι παρόμοιος τοῦ δεσμοῦ ὁ
ὁποῖος συνδέει τὰς ὑλικὰς δυνάμεις τῆς φύσεως μὲ τὴν κατάστασιν τῶν
σωμάτων τῆς ὕλης. Ἡ ἐκδήλωσις τῶν φυσικῶν δυνάμεων γίνεται διὰ τοῦ
καθορισμοῦ τῆς ἀναπτύξεως καὶ συγκεντρώσεως αὐτῶν ἐν εἰδικῇ ἀντι-
στοίχῳ συνενώσει. Καὶ ἡ ἐξωτερίκευσις τοῦ Πνεύματος καθίσταται ἀντιλη-
πτή, ὁπόταν ἡ συνένωσις Αὐτοῦ μετὰ τῆς ἀντιστοίχου ὕλης ἐπισχετισθῇ δι’
ἀναλόγων στοιχείων προσκτώντων τὴν ὑπ’ αὐτοῦ ἐπιγενομένην ἐπίδρασιν
πρὸς ἀρτίαν τῆς δυνάμεως αὐτοῦ ἀνάπτυξιν.
Ἡ Δημιουργὸς Δύναμις διὰ νὰ ἐννοηθῇ ἐν τῇ καθόλου τῆς σημασίας
αὐτῆς ἐξωτερικεύσει, προαπήτει, πρὸ τῶν ὑπ’ Αὐτῆς δημιουργηθέντων
πραγμάτων, τὴν σύλληψιν ἑνὸς Σχεδίου. Τὸ συνολικὸν σχέδιον τῆς Δημι-
ουργίας ἀπέβλεπε πρὸς ἕνα σκοπόν, τοῦ ὁποίου Αὕτη ἔταξε τὰ ὅρια, διὰ
τῶν Ἀναλλοιώτων ὑπ’ Αὐτῆς ἐκπορευθεισῶν Δυνάμεων καὶ Νόμων τῆς
φύσεως, ἵνα διὰ τῆς διὰ μέσου τοῦ χρόνου διαμορφουμένης ὄψεως τοῦ
κόσμου ἐξυπηρετήσῃ τὸν σκοπὸν τῆς Δημιουργίας καὶ ἀκολουθήσῃ τὰς
διαχαραχθείσας ἐν τῷ σχεδίῳ Αὐτῆς γραμμάς.
Οἱ ἐξετάζοντες ἁπλῶς καὶ μόνον τὴν κανονικὴν λειτουργίαν ὁποιου-
δήποτε μηχανισμοῦ ὁμοιάζουσι μὲ τὸν κύνα, τὸν παρακολουθοῦντα μετ’
ἀπορίας τοὺς κτύπους τοῦ ἐκκρεμοῦς ὡρολογίου καὶ τὴν βραδεῖαν κίνησιν
τῶν δεικτῶν αὐτοῦ, χωρὶς νὰ γνωρίζῃ ὅτι ὁ κατασκευάσας αὐτὸ ἀπέβλεπεν
εἰς τὴν τακτικὴν παρακολούθησιν τοῦ ὑπ’ αὐτοῦ διεκνυομένου χρόνου.
Ἡμεῖς ὅμως ἐκτὸς τῆς παρακολουθήσεως τῶν κτύπων τοῦ ὡρολογίου καὶ
τοῦ μηχανισμοῦ αὐτοῦ ἐπιδιώκομεν νὰ μάθωμεν καὶ τὸν σκοπόν, δι’ ὃν
τοῦτο κατεσκευάσθη.
Καὶ ἐξετάζοντες τὰς ποικίλας μορφὰς τὰς διαχαραχθείσας ἐκ τοῦ
αὐτοῦ ἐξελισσομένου κόσμου καὶ τῆς αὐτῆς οὐσίας, ἀναγνωρίζομεν τὴν
συνοχὴν, ἥτις ὑφίσταται παρ’ ὅλην τὴν παρατηρουμένην ἀντίθεσιν
ἐν ταῖς σχέσεσιν τῶν διαφόρων ὄντων τῆς Δημιουργίας, τὰ ὁποῖα ἐν
τῷ συνόλῳ ἐξυπηρετοῦσι πιστῶς τὸν σκοπὸν τοῦ Δημιουργοῦ των.
Ἀλλὰ τίς εἶναι ὁ σκοπὸς οὗτος; Ποίαν ἐξυπηρέτησιν προϋποθέτει ἡ ζωὴ
τῶν ἀγρίων ἐνστίκτων καὶ τῶν ἀκολούθων τῆς ἠθικῆς, τῶν ἐπιβαλλόντων
τὴν ἠθικὴν αὐτῶν διδασκαλίαν, ὡς τὸ μόνον ἔρεισμα τῆς πραγματικῆς τε-
Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 111

λειοποιήσεως αὐτῶν; Διατί ἡ Δημιουργὸς Πανσοφία νὰ πλάσῃ ὄντα μὲ


ἀντιθέτους ἐξυπηρετήσεις τῆς αὐτοσυντηρήσεως αὐτῶν, ἀφοῦ ὁ σκο-
πὸς δι’ ὃν ὁ κόσμος ὑπ’ Αὐτῆς ἐδημιουργήθη ἦτο ἀγαθὸς καὶ συνεπῶς
ἀγαθὰ ἔδει νὰ ὦσι τὰ πάντα; Πάντα ταῦτα ὀφείλομεν νὰ τὰ ἐξετάσωμεν
πρὶν ἢ καταλήξωμεν εἰς τὸ κύριον θέμα τῆς παρούσης μελέτης, τοῦ ἀπο-
σκοποῦντος νὰ ἐπεξηγηθῇ τὸ ὑπὸ τὰ σύμβολα τῶν διαφόρων θρησκειῶν
ὑποκρυπτόμενον Πνεῦμα.
Οὐδεμία ἐν τῷ κόσμῳ παρατηρεῖται ἀντίθεσις, χωρὶς νὰ ἔχῃ δι-
καιολογητικὸν λόγον, ἐν τῷ καθορισμῷ τῆς συσχετίσεως αὐτοῦ πρὸς τὸ
ὅλον ἔργον τῆς Δημιουργίας, τοῦ ἐξυπηρετοῦντος τὸν ἀρχικὸν καὶ τελικὸν
σκοπὸν αὐτῆς. Ἀπὸ τῶν κωνώπων μέχρι τοῦ ἐλέφαντος καὶ τοῦ ἀνθρώπου
ἐξυπηρετεῖται ἡ κατ’ ἀλληλουχίαν ἀνάπτυξις τῆς ζωῆς, ἥτις ἐξυπηρετεῖ
ἀνεπιγνώτως τὸν ἐπιδιωκόμενον σκοπὸν τῆς Δημιουργίας.
Ἤδη ἐπαφίοντες τὴν ἀνάλυσιν τοῦ σκοποῦ τούτου ἐν ἄλλοις κεφα-
λαίοις ἀναδράμωμεν, ὅπως ἀναπτύξωμεν πῶς ὁ Δημιουργήσας τὴν Φύ-
σιν ΘΕΟΣ, ὁ ἐν τῇ Ὑποστάσει Αὐτοῦ ὢν Ἄϋλος, ἐξεπόρευσεν ἐξ Αὐτοῦ
τὴν Πρωταρχικὴν τοῦ Σύμπαντος ὑλικὴν οὐσίαν τῆς φύσεως, ἐξ ἧς
ἀργότερον διὰ τῶν συμβαλλόντων Ἀναλλοιώτων αὐτῆς φυσικῶν νόμων
διεμορφώθη εἰς τὸν νῦν ὑφιστάμενον τοῦ Ἀπείρου Κόσμον. Ἀναδιφῶντες
ἐπιμελημένως τὰς μέχρις ἡμῶν διασωθείσας φιλοσοφικὰς καὶ ἐπιστημονι-
κὰς περιγραφάς, ἀδυνατοῦμεν νὰ εὕρωμεν τὸν μῖτον, ἐφ’ οὗ στηριζόμενοι
νὰ ἐξέλθωμεν ἐκ τοῦ λαβυρινθώδους σπηλαίου τῆς ἀγωνίας.
Τὸ σπουδαιότερον κώλυμα τὸ ὁποῖον διαχωρίζει τοὺς Θεϊστὰς ἐκ τῶν
Ὑλιστῶν εἶναι ἡ ἀνερμήνευτος καὶ ἀκατανόητος ὑπὸ τοῦ ἀνθρωπίνου
πνεύματος ἀντίληψις πῶς εἶναι δυνατὸν ἐκ τοῦ μὴ εἶναι νὰ παραχθῇ
ἁπτὸν εἶναι καὶ ἐκ τοῦ ἀΰλου ὑλικόν. Πάντες δὲ ὅσοι προσεπάθησαν
νὰ κατανοήσωσιν ἐν τῇ ἀντιλήψει αὐτῶν τὴν ἐκ τοῦ Ἀΰλου παραγωγὴν
ὕλης ἢ ἐθεώρησαν τοῦτο ὡς ἀδύνατον ἢ προσέδωσαν εἰς τὰς ἑρμηνείας
αὐτῶν τὴν Ὑπερφυσικὴν τοῦ Ἀνωτάτου Ὄντος Δύναμιν, ἥτις ἐν τῇ Αὐτο-
βούλῳ Αὐτῆς διαθέσει δύναται τὰ ἀδύνατα νὰ καταστήσῃ δυνατά. Καὶ
οὕτω ἐρρήθη τὸ ρῆμα τῆς Γραφῆς: «Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ
παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν.» (Λουκ. ΙΗ΄ 27, Ματθ. ΙΘ΄ 26).
Ἡμεῖς ὅμως ἐπιδιώκομεν καὶ προσπαθοῦμεν, ἀφ’ ἑνὸς μὲν ὅπως ἐπεξη-
γήσωμεν πῶς εἶναι δυνατὸν ἐκ τοῦ Ἀΰλου νὰ παραχθῇ ὑλικόν, ἀφ’ ἑτέρου
δὲ ἐν τῇ προσπαθείᾳ τῆς λύσεως τούτου μὴ ἐξέλθωμεν τῶν φυσικῶν ὁρίων,
τὰ ὁποῖα αὐτὰ καθ’ ἑαυτὰ ἐξεταζόμενα παριστῶσι τὸν Θεὸν ὡς ὄντως
Ἀναλλοίωτον καὶ Ἀμετάβλητον, τόσον ἐν τῇ Ὑποστάσει Αὐτοῦ, ὅσον
καὶ ἐν τῇ Αὐτοδιαθέσει τῶν Δυνάμεων Αὐτοῦ, αἵτινες οὐδέποτε ὑπ’
Αὐτοῦ ἀναιροῦνται καὶ εὐμεταβάλλονται.
Ἐὰν ἀποδεχθῶμεν ὅτι τὰ ἀδύνατα παρὰ τοῖς ἀνθρώποις δυνατά ἐστι
παρὰ τῷ Θεῷ, τότε ἀνομολογούμεν καὶ πιστεύομεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν
ἔχει οὐδεμίαν μὲ τὸν Θεὸν σχέσιν καὶ ὅτι ὁ σκοπὸς καὶ αἱ Βουλαὶ τοῦ Θεοῦ
δύνανται νὰ μετατραπῶσιν ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμήν. Ἐν ὅσῳ ὅμως βλέ-
112 Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

πομεν τοὺς ἐν ὑποδεεστέρα Αὐτοῦ μοίρᾳ φυσικοὺς νόμους, τοὺς ἐξ Αὐτοῦ


ἐκπορευθέντας, Ἀναλλοιώτους καὶ Ἀμεταβλήτους, πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ
Δημιουργὸς αὐτῶν νὰ εἶναι εὐμετάβλητος; Καὶ παραδεχόμενοι τοῦτο δὲν
καταβιβάζομεν Αὐτὸν ἐν τῇ ταπεινότητι τῶν εὐμεταβλήτων ἡμῶν φρονη-
μάτων καὶ ἀντιλήψεων;
Ὁ Θεὸς εἶναι μὲν Αὐτόβουλος καὶ Αὐτενεργός, ἀλλὰ καὶ οὐχί εὐμε-
τάβλητος ἐν τῇ λειτουργίᾳ τῶν Πνευματικῶν Αὐτοῦ Δυνάμεων. Ὁ ὑπ’
Αὐτοῦ δημιουργηθεὶς κόσμος ἐξελίσσεται ἐπὶ ἑνὸς σχεδίου τὸ ὁποῖον ἀκο-
λουθεῖ, ἕως ὅτου ἐξυπηρετήσῃ πλήρως τὸν σκοπόν, δι’ ὃν ἐδημιουργήθη
καὶ πρὸς ὃν ἄγεται. Δὲν πρέπει τοῦ κανόνος τούτου νὰ ἐξαιρεθῇ ὁ ἄνθρω-
πος, ὡς Θείᾳ Χάριτι διαπλασθείς, διότι τότε ὁ πλάσας αὐτὸν θὰ ἦτο πρᾶγ-
μα, τὸ ὁποῖον ἀντιβαίνει ὡς πρὸς τὴν Ἀμετάβλητον Ὑπόστασιν τοῦ Θεοῦ.
Δυνατὸν ὁ ἄνθρωπος ἐν τῇ διαπλάσει αὐτοῦ νὰ ἀποτελῇ ἐξαίρεσιν τῶν
ἄλλων ἐπὶ τῆς γῆς ὄντων, ἐν τῇ ἐξαιρέσει δὲ ταύτῃ ἀκολουθεῖ τὴν διαχαρα-
χθεῖσαν εἰς αὐτὸν ἐξέλιξιν, χωρὶς νὰ ἐξέλθῃ τῶν φυσικῶν ὁρίων, τὰ ὁποῖα
ἐν τῇ σταδιοδρομίᾳ καὶ φυσικότητι τῆς ζωῆς αὐτοῦ ἔταξεν, ἀπαραλλάκτως
ὅπως τὸ ὕδωρ, τὸ ὁποῖον ἀποτελεῖ φυσικὴν ἐξαίρεσιν τῆς διαστολῆς καὶ
συστολῆς τῶν σωμάτων, ἀλλὰ οὐδέποτε μεταβάλλει ἐν καιρῷ τὴν ἀρχι-
κῶς δοθεῖσαν εἰς αὐτὸ ἐξαίρεσιν.
Ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖ τὴν ἐξαίρεσιν τῆς φυσικῆς ζωῆς, διότι
ἐν αὐτῷ ἐγκλείεται ἡ Πνοὴ τοῦ Πνεύματος τοῦ Δημιουργοῦ του, τὸ
ὁποῖον ἐκδηλοῦται διὰ τοῦ Λόγου. Ἄνευ αὐτοῦ δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ ἐξω-
τερικεύσῃ τὰ διανοήματα αὐτοῦ, νὰ μελετήσῃ καὶ παραβάλῃ τὰς προκυ-
πτούσας ἐκ τῆς ἐξετάσεως καὶ μελέτης τῶν περιβαλλόντων αὐτὸν πραγ-
μάτων ἀπορίας καὶ νὰ δικαιολογήσῃ ἐν τῇ ὑλικῇ αὐτοῦ ἰδιότητι τὸν λόγον
καὶ τὴν αἰτίαν τῆς παραγωγῆς των. Διὰ τοῦτο δὲ οὗτος δέον νὰ προσπα-
θήσῃ, δι’ ὅλων αὐτοῦ τῶν δυνάμεων, ὅπως ἀκολουθήσῃ τὴν φυσικὴν
ἰδιότητα τῆς Οὐσίας τοῦ Πνεύματος, ἐπιδιώκων νὰ ἀνέλθῃ ὑψηλότε-
ρον καὶ κατανοήσῃ τὸν σκοπὸν δι’ ὃν ἐγεννήθη, δι’ ὃν ἀναπτύσσεται
καὶ δι’ ὃν ζῆ.
Ἡ κατανόησις δὲ αὐτοῦ θὰ ἐπιτελεσθῇ ὁπόταν κατωρθώσῃ νὰ περι-
ορίσῃ τὰς ἀνάγκας τῆς πνευματικῆς αὐτοῦ συντηρήσεως καὶ ἀναπτύξῃ
τὴν ἐξερεύνησιν αὐτοῦ εἰς τὸ σημεῖον τῆς ἀνακαλύψεως πλειοτέρων φυ-
σικῶν δυνάμεων καὶ στοιχείων, δι’ ὧν νὰ κατωρθώσῃ νὰ ἐξυπηρετήσῃ τὰς
ἀπαιτήσεις τῆς Πνευματικότητος αὐτοῦ, τὰς ἐπιδιωκούσας ἐν τῇ φυσικῇ
ἐξαιρέσει τῆς ἰδιότητός των, οὐχὶ ὑλικὴν τροφὴν καὶ ἀπόλαυσιν, ἀλλὰ
Πνευματικὴν διατριβὴν καὶ ἐντρύφησιν, ἣν εἶναι ἱκανοὶ νὰ διαισθανθῶσι
πάντες ἐκεῖνοι, οἵτινες ἠσχολήθησαν εἰς τὴν ἐξερεύνησιν τοῦ Ἀγνώστου.
Τὸ Ἄγνωστον ἐπισκιάζεται διὰ τοῦ πυκνοῦ πέπλου τὸ ὁποῖον καλοῦσιν
ὑπερφυσικότητα καὶ Θαῦμα. Ἀποκαλυπτομένου ὅμως τοῦ περιβάλλοντος
καὶ ἀποκρύπτοντος ἐκ τῆς γνώσεως ἡμῶν λόγους, ὁ ἀδιαφανὴς πέπλος
αἴρεται καὶ τὸ ὑπ’ αὐτὸν ἄγνωστον, ἀπὸ ὑπερφυσικὸν καθίσταται φυ-
σικώτατον καὶ ὡς ἐπιβεβλημένον καὶ καταφανέστατον ἀποτέλεσμα
Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 113

τῶν αἰτιῶν, τὰς ὁποίας πρὸ τῆς κατανοήσεως αὐτῶν δὲν ἠδυνάμεθα
νὰ ἐξηγήσωμεν ἄλλως πως ἐκτὸς θαύματος.
Καὶ ἡ ἐκ τῆς Ἀΰλου Ὑποστάσεως τοῦ Θεοῦ διαπαραγωγὴ τοῦ ὑλικοῦ
κόσμου εἶναι ἀφύσικος καὶ ἀσύστατος ὑπόθεσις, τὴν ὁποίαν οἱ παραδεχό-
μενοι ταύτην δὲν ἐξαιροῦν αὐτὴν τῆς ἀδυναμίας τῆς πεπερασμένης των
διανοίας, ἡ ὁποία ἐν τῇ ἀδυναμίᾳ αὐτῆς ἔδωσε τὴν μεταβολὴν τοῦ ἐν τῇ
Αὐτοδιαθέσει τῶν Ἀναλλοιώτων Αὐτοῦ Δυνάμεων, καθιστῶντες δυνατὰ
τὰ ἀδύνατα παρ’ ἀνθρώποις.
Ἡ ἐξερεύνησις πάσης ὑπονοουμένης εἴτε ἐντελῶς ἀγνώστου ὑποθέσεως
εἶναι Ἀρχὴ, ἐφ’ ἧς συστρέφεται ἅπασα ἡ τοῦ ἀνθρώπου προσπάθεια, ἀφ’ ἧς
ἐποχῆς οὗτος ἤρξατο καταμερίζων τὰς ἐκ τῆς πνευματικότητος αὐτοῦ ἀπορ-
ρεούσας σκέψεις, ὑποβάλλων αὐτὰς εἰς τὸν διηνεκῆ τῆς λογικῆς αὐτοῦ
ἔλεγχον. Αἱ ἐφευρέσεις, αἱ τέχναι καὶ αἱ ἐπιστῆμαι ἐξερευνήθησαν καὶ ἐτε-
λειοποιήθησαν ὑπὸ τῆς φυσικῆς ἰδιότητος τῆς Πνευματικῆς τοῦ ἀνθρώπου
διαπλάσεως, ἐπιθυμοῦντος πάντοτε νὰ μάθῃ τὴν αἰτίαν, ἥτις παρήγαγε
τὴν ὑποκειμενικὴν καὶ ἀντικειμενικὴν ἐκδήλωσιν ἑκάστου φαινομένου.
Ἡ ἀληθὴς δὲ ἐπιστημονικὴ ἔρευνα προσπαθεῖ νὰ συνδυάσῃ τὴν πα-
ραγωγὴν τῶν μᾶλλον ἀβεβαίων καὶ ἀκαταλήπτων φαινομένων μὲ τὴν ὑπ’
αὐτῆς κατανοουμένην φυσικότητα τῆς ἐκδηλώσεώς των, ὑπαγάγουσα εἰ
δυνατὸν ταῦτα ὑπὸ τὴν σταθερὰν τῶν φυσικῶν νόμων λειτουργίαν. Ἐν τῇ
ἐρεύνῃ ὅμως ταύτῃ προκύπτουν πολλάκις φαινόμενα, τὰ ὁποῖα ἡ ἐπιστη-
μονικὴ αὐτῶν ἀντίληψις καταδικάζει ἀμέσως, χωρὶς νὰ ἐπιζητήσῃ νὰ
προσπλησιάσῃ καὶ ἀνεύρῃ τὴν αἰτίαν τῆς διαπαραγωγῆς των. Ὁ φυσι-
κὸς ἐπιστήμων ἀγνοῶν τοὺς νόμους τοὺς διαπαράγοντας τὴν παραγωγὴν
ἑνὸς φαινομένου, ὑποπίπτοντες οὐ μόνον εἰς τι τῶν αἰσθητηρίων αὐτοῦ
ὀργάνων, ἀλλὰ καὶ εἰς αὐτὴν ταύτην τὴν τῶν ὑπ’ αὐτοῦ διαθετομένων ἐπι-
στημονικῶν ἐργαλείων σύλληψιν, ἀπαρνεῖται διαρρήδην τὴν ἀλήθειαν
τοῦ φαινομένου τούτου.
Ἐξ ἀντιθέτου δέ, πάλιν τάξις τις ἐπιστημόνων, βεβαιουμένη περὶ τῆς
ἀληθοῦς παραγωγῆς ἑνὸς φαινομένου, μὴ ἀναπαραγομένου πάντοτε ὑπὸ
τῶν αὐτῶν διαθετομένων ἐπιστημονικῶν μέσων καὶ εὐνοϊκῷν πρὸς τοῦτο
συνθηκῶν, ἀγνοοῦντες τοὺς φυσικοὺς νόμους τοὺς διαπαράγοντας αὐτό,
ἁποδίδουσι τοῦτο εἰς τὴν ὑπερφυσικὴν ἐπίδρασιν τῶν δυνάμεων τοῦ
Ὑπερτάτου Ὄντος, τοῦ Θεοῦ, τὸν Ὁποῖον ἐξαιροῦσιν ὑπὲρ πάντα Νόμον
καὶ κατὰ πάσης φυσικῆς λειτουργίας.
Ἀλλὰ αὐτὴ αὕτη ἡ Ὑπερτάτη Διανόησις δὲν δύναται νὰ κατανο-
ηθῇ ἐν τῇ Τελειότητι Αὐτῆς, ὁπόταν ἐξαιρεθῇ τῆς ἁρμονικῆς συνοχῆς
καὶ λειτουργίας τοῦ ἐξ Αὐτοῦ δημιουργηθέντος κόσμου. Ὁπόταν ἐξε-
τάζωμεν μίαν μηχανὴν ἐκ τῆς κανονικότητος καὶ τῆς ἁρμονικῆς ταξιθε-
τήσεως τῶν ἐξαρτημάτων καὶ τῆς λειτουργίας αὐτῆς, κατανοοῦμεν τὴν
ἐμπειρικότητα καὶ τὴν τελείαν μηχανικὴν μόρφωσιν καὶ ἰδιοφυΐαν τῶν
κατασκευαστῶν της. Ἐπιτρέπεται εἰς ἡμᾶς νὰ σκεφθῶμεν ὅτι ἡ ἁρμονικὴ
συνεκτικότης τοῦ μηχανισμοῦ αὐτῆς συνεδυάσθη καὶ συνηρμολογήθη ὑπὸ
114 Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Διανοίας οὐδὲν ἐχούσης νὰ παρουσιάσῃ ἐν τῇ ἁρμονικότητι καὶ συνοχῇ


τῶν Πνευματικῶν Αὐτῆς Δυνάμεων; Βεβαίως ὄχι. Πῶς λοιπὸν δυνάμεθα νὰ
προσδώσωμεν ἀφύσικον ἰδιότητα εἰς τὴν Πνευματικὴν τοῦ Θεοῦ Ὑπερτε-
λείαν Ἁρμονικότητα, ἐξ ἧς ἁπέρρευσεν ἡ καταπλήσσουσα ἡμᾶς Συνοχὴ καὶ
Ἁρμονία, εἴτε ἐν τῷ συνόλῳ, εἴτε ἐν τῷ καταμερισμῷ τοῦ Σύμπαντος Κό-
σμου; Ἀφοῦ δὲ ὁ Θεὸς κατέχει ἐν Ἐαυτῷ τὴν φυσικὴν ἀπόρρευσιν τῶν
φυσικῶν νόμων καὶ τῆς ἁρμονίας τῆς φύσεως, πῶς ἐκ τῆς Ὑπερπνευ-
ματικῆς Αὐτοῦ Ἀϋλότητος ἀπέρρευσεν ὑλικὴ διαπαραγωγὴ;
Ἐν τῇ μελέτῃ ἡμῶν ταύτῃ, προσπαθοῦμεν ἵνα ἐξετάσωμεν τὴν ἀνάλυ-
σιν τῶν θεωριῶν ἡμῶν ὅσον τὸ δυνατὸν ὑπὸ τὴν ἐπιστημονικὴν ἀνάπτυξίν
των, μὴ ἀπορρίπτοντες καὶ τὰς Θεολογικάς, Θεοσοφικὰς καὶ παντὸς ἄλλου
συστήματος θεωρίας, προσπαθοῦντες μόνον ὅπως συσχετίσωμεν αὐτὰς
μὲ τὴν ἀληθῆ καὶ πραγματικὴν ἐπιστημονικὴν ἔρευναν, ἡ ὁποία ἐν τῇ ἐξε-
ρευνήσει αὐτῆς δὲν πρέπει νὰ ἀπορρίπτῃ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐννοεῖ καὶ δὲν
δύναται νὰ ἐξηγήσῃ, ἀλλὰ μὴ ἀπορρίπτουσα αὐτὰ νὰ προσπαθήσῃ ἐν
ταῖς ἑρμηνείαις αὐτῆς νά προσπλησιάσῃ τὴν θετικὴν ἀνάλυσιν αὐτῶν.
Ἡ Πρωταρχικὴ Δύναμις, ὑπὲρ τὴν φύσιν ὑφισταμένη καὶ τὴν φύ-
σιν διαπαραγαγοῦσα ἐν τῇ Ἁρμονικῇ Τελειότητι καὶ συνοχῇ τῶν ἐξ
Αὐτῆς ἀπορρεουσῶν ἐπιδράσεων καὶ ἰδιοτήτων, πρὸ τῆς Δημιουργίας
τοῦ κόσμου ἐνυπῆρχεν ἐν Ἑαυτῇ, καὶ Αὐτὴν ὥριζεν ἐν τῇ Αὐτοδιαθέσει
τῆς Βουλήσεως καὶ ἐκδηλώσεώς Αὐτῆς πρὸς Ἑαυτήν, διὰ τοῦ Λόγου.
Ἐκεῖνο δὲ τὸ ὁποῖον ἡ ἐπιστημονικὴ ἔρευνα δὲν κατώρθωσεν εἰσέτι νὰ ἐξη-
γήσῃ, ἡ Θεόσοφος ἑρμηνεία ἐν τῇ συλλήψει τῶν λογικῶν αὐτῆς λογισμῶν
κατώρθωσε νὰ προσπλησιάσῃ. Ἡ ἔννοια δὲ μεθ’ ἧς εἷς μαθητὴς τοῦ Χρι-
στοῦ, ὁ Ἰωάννης, ἐν τῷ πρώτῳ κεφαλαίῳ τοῦ Εὐαγγελίου αὐτοῦ, ἐπεξηγεῖ
τὴν ἐκ τοῦ Θεοῦ Δημιουργίαν, ἐστὶν ἡ μόνη ἀληθὴς κατανόησις τοῦ λε-
πτεπιλέπτου ὅσον καὶ σοβαροῦ ζητήματος τῆς ἐκ τῆς Ἀΰλου Ὑποστάσεως
τοῦ Θεοῦ ἀπορρεύσεως τοῦ ὑλικοῦ κόσμου.
«Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ
Λόγος. Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεὸν. Πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ
χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν, ὃ γέγονεν, ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν
τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων, καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία
αὐτὸ οὐ κατέλαβεν.» (Ἰωάν. Α΄ 1-5). Καὶ κατωτέρω λέγει: «Καὶ ὁ Λόγος
σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν
αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀλη-
θείας.» (Ἰωάν. Α΄ 14).
Ἵνα ἀναπτύξῃ τις συστηματικὴν μελέτην, στηριζομένην ὅσον τὸ
δυνατὸν προσπλησιέστερον πρὸς τὴν φυσικὴν ἁρμονίαν αὐτῆς, δὲν ἐπι-
τρέπεται νὰ ἐπιλαμβάνηται μιᾶς Θεολογικῆς περικοπῆς ἐπὶ τῆς ὁποίας
νὰ στηρίζῃ τὸ βάσιμον καὶ ἀληθὲς τῶν παραδοχῶν του. Ἀποφεύγομεν
νὰ προτάξωμεν ὡς ἐποικοδομητικὸν ἡμῶν ἐπιχείρημα τὸ περιεχόμενον
ἑνὸς κειμένου, τὸ ὁποῖον ὅσον καὶ ἂν πιστεύεται ὑπὸ τῶν θεολογούντων,
ὅσον περιεκτικόν καὶ ἀκριβὲς εἰς φιλοσοφικὰς ἐννοίας καὶ ἂν εἶναι, ὅσον
Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 115

κατανοητὸν καὶ ὑπερλογικὸν καὶ ἂν καταφαίνεται ἡμῖν, ἐν τούτοις δὲν


ἔχει οὐδεμίαν ἐπιστημονικὴν ἀξίαν διὰ τὸν ἐπιστημονικὸν κύκλον τῆς
θετικῆς Σχολῆς. Τὸ προτάσσομεν μόνον, διότι μᾶς δίδει τὸν μῖτον, ὃν ἀκο-
λουθοῦντες ἀνευρίσκομεν τὴν ἔξοδον τοῦ λαβυρινθώδους, τοῦ σκοτεινοῦ
σπηλαίου τῆς Γνώσεως.
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος. Πρὸ τῆς πρωταρχικῆς Οὐσίας τοῦ Σύμπαντος,
τῆς ἀπορρευσάσης ἐκ τῆς Πνευματικῆς Ἀϋλότητος τοῦ Θεοῦ, ὑφίστατο
ὁ Λόγος, ἡ Δημιουργικὴ Αὐτόβουλος καὶ Αὐτενεργὸς Δύναμις, ἥτις ἐν
τῇ ἐκδοχῇ τῆς λειτουργίας τῶν Σκέψεων Αὐτῆς παρήγαγε τὴν πρώτην
μορφὴν τοῦ κόσμου. Ὁ Λόγος εἶναι Δύναμις ἐξωτερικεύουσα τὴν Ὑπό-
στασιν τοῦ Πνεύματος, τὸ ὁποῖον δι’ Αὐτοῦ δημιουργεῖ. Ὁ Λόγος εἶναι
ἡ Δύναμις ἡ δυναμένη νὰ δώσῃ ὤθησιν πρὸς μεταμόρφωσιν τῆς ὕλης
καὶ νὰ παραγάγῃ ἀδιοράτους ἐπιδράσεις ἐπὶ τοῦ Κόσμου.
Αἱ εἰς τὸν ἀνθρώπινον ὀργανισμὸν ἐπερχόμεναι ἐπιδράσεις, θεραπεῖαι
ἢ ἀλλοιώσεις τῆς λειτουργίας αὐτοῦ, τὰς ὁποίας ἡ ἐπιστήμη χαρακτηρίζει
ἁπλούστατα μὲ τὸν ὅρον τῆς ὑποβολῆς, δηλαδὴ τῆς ἐπιδράσεως ἑνὸς ἰσχυ-
ροτέρου ὀργανισμοῦ ἐπὶ ἑνὸς ἄλλου ἀσθενεστέρου, μιᾶς ἰσχυρᾶς θελήσε-
ως ἐπὶ ἑτέρας ἀσθενοῦς, χωρὶς ὅμως νὰ δύναται νὰ μᾶς ἀναλύσῃ πῶς ἡ ἔκ-
φρασις ὡρισμένων λέξεων διὰ τῆς ὑποβολῆς τοῦ λόγου καὶ μόνον δύναται
νὰ εἶναι καταφανὴς ἐπίδρασις εἰς ἕνα σωματικὸν ὀργανισμόν. Ἄνευ ὑλικῆς
ἐπιδράσεως καθαρτικοῦ ἀδύνατον νὰ ἐπέλθῃ ἀποκάθαρσις, ὅπως δὲν εἶναι
δυνατὸν ἄνευ ἐκδορίου νὰ προξενηθῇ φλεγμονή, μὲ μόνον τὴν ἰδέαν τῆς
ἐπιθέσεως τοιούτου ἐπὶ τῆς ἐπιδερμίδος τοῦ ὑπνωτισθέντος.
Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι οἱ ὀπαδοὶ τοῦ θετικισμοῦ, ἀπαρνούμενοι
νὰ παραδεχθῶσιν ὕπαρξιν ψυχικῆς δυνάμεως, καταφεύγουσιν εἰς
αὐθαιρέτους ἐξηγήσεις, αἱ ὁποῖαι δὲν μᾶς ἀναλύουν τόσον κατανοητῶς
καὶ ἀποδεικτικῶς πῶς τὸ νόημα μιᾶς φράσεως, μὴ ἐμπεριεχούσης ὑλικὰ
στοιχεῖα, δύναται νὰ προξενήσῃ ἐρεθισμὸν εἰς ὡρισμένα ἐγκεφαλικά κέ-
ντρα, τὰ ὁποῖα διὰ τοῦ νευρικοῦ συστήματος νὰ ἐπιφέρωσι τὴν ἀλλοίω-
σιν ταύτην. Εἴτε λοιπὸν ὀφείλομεν νὰ παραδεχθῶμεν ὅτι ὁ λόγος, διὰ τῆς
ἐξωτερικεύσεως αὐτοῦ, ἐκπέμπει ἀδιόρατα ὑλικὰ μόρια ἐπιδρῶντα ἐπὶ
τῶν λεπτεπιλέπτων αἰσθητικῶν λειτουργιῶν, εἴτε πρέπει νὰ ἀναγνωρί-
σωμεν αὐτὸν ὡς Δύναμιν, δυναμένην νὰ ἐπιφέρῃ ὑλικὴν ἀλλοίωσιν ἐπὶ
ὡρισμένων αἰσθητικῶν κέντρων.
Εἴτε ὅμως οὕτως εἴτε ἄλλως, ἡ ἐπίδρασις τῆς ὑποβολῆς τοῦ λόγου ἐπὶ
τοῦ ἀνθρωπίνου ὀργανισμοῦ διαφεύγει τῆς χημικῆς ἀναλύσεως τῆς θετι-
κῆς ἡμῶν ἐπιστήμης.
Διὰ τῆς ἁπλῆς ἐκφράσεως τοῦ Λόγου, δὲν ἐννοοῦμεν τὸ ἄθροισμα τῶν
λέξεων καὶ φράσεων, αἱ ὁποῖαι ἐξωτερικεύουν τὸν ὑποκειμενικὸν ἢ ἀντικει-
μενικὸν σκοπὸν τῶν περικυκλούντων ἡμᾶς πραγμάτων καὶ τῶν συλλαμβα-
νομένων παρ’ ἡμῖν συναισθημάτων. Διὰ τῆς λέξεως ΛΟΓΟΣ καθορίζομεν
τὴν ἔννοιαν τῆς Πνευματικῆς Δυνάμεως ἐν συγκρίσει πρὸς τὸν ὑλικὸν
κόσμον. Ἡ Πνευματικὴ ἐκδήλωσις τῆς Οὐσίας τοῦ ἀνθρωπίνου Πνεύμα-
116 Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

τος ἐκδηλοῦται διὰ τοῦ Λόγου. Τὸ ποσὸν καὶ ποιὸν τῆς δυνάμεως ἑκά-
στου Πνεύματος καταμετροῦμεν ἐκ τῆς συνοχῆς τῶν διανοημάτων τῶν
ἐξωτερικευομένων ὑπὸ τοῦ λόγου καὶ τῆς τῶν ἐννοιῶν αὐτοῦ σημασίας.
Λαμβάνοντες ὑπ’ ὄψιν τὴν διαφορὰν ἥτις ὑφίσταται ἐν τῇ ἐξωτερικεύσει
τῶν Πνευματικῶν δυνάμεων, ὑπαγάγομεν τὴν ἀξίαν τοῦ Πνεύματός μας
ὑπὸ τὴν κρίσιν τῆς Πνευματικῆς ἀναλύσεως τοῦ ἐξωτερικευομένου ἐξ
αὐτοῦ Λόγου. Ἐὰν ἀντιλαμβανώμεθα τὴν ἔννοιαν τῶν ἐν τῇ ἀναπτύξει μας
ὑποπιπτόντων καὶ ἀναπτυσσομένων ὑπὸ τοῦ Α΄ Πνεύματος ζητημάτων, τότε
κρίνομεν αὐτὸ ἀναλόγως τῆς συγκριτικῆς τῶν γνώσεών μας ἐμπειρίας καὶ
ἀποφαινόμεθα ὅτι τοῦτο λογικεύεται. Συγκρίνοντες δὲ τὴν ἀξίαν ἑκάστου
Λόγου πρὸς τὴν παρ’ ἡμῶν γνῶσιν, ἀνευρίσκομεν ἐν τῷ παραλληλισμῷ
ἑνὸς ἑκάστου Λόγου πρὸς τὴν ἐν συγκρίσει μόρφωσιν ἡμῶν καὶ ἐν σχέσει
πρὸς τοὺς ὅρους, τοὺς ὁποίους παρεδέχθημεν ἐν τῇ ἀναπτύξει ἡμῶν διὰ
νὰ ἐπιλύωμεν ἕκαστον πρόβλημα καὶ ἑκάστην ἀπορίαν μας, ὅτι ἡ ἀξία τοῦ
Λόγου τούτου στηρίζεται ἐπὶ τῆς λογικῆς ἢ εἶναι ἀπορριπτέος. Ὁ Λόγος,
ὅμως, αὐτὸς καθ’ ἑαυτὸν δὲν στηρίζεται ἐπὶ τῆς συνταυτίσεως τῶν ἐξ
αὐτοῦ ἀπορρεουσῶν ἐννοιῶν ἐν τῇ ἀναπτύξει τῶν ἀντιθέτων συστη-
μάτων, ὅπως ὑπολογισθῇ ἡ ἀξία τῆς Πνευματικῆς του δυνάμεως.
Ὁ ἀναπτύσσων ἓν σύστημα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἐπικρατοῦντα συ-
στήματα, ὀφείλει νὰ ἀνεύρῃ τὰ ἀνάλογα στοιχεῖα τῶν ἐπιχειρημάτων,
ἐπὶ τῶν ὁποίων νὰ στηριχθῇ καὶ καταπολεμήσῃ τοὺς ἀντιθετοφρονούντας
ἀντιπάλους του. Ἐν τῇ νεωτέρα ἐρεύνῃ, τὸ ὑπὸ τοῦ Θετικισμοῦ ἐπικρατῆ-
σαν ἐν τῷ κύκλῳ τῶν ἐμπειρικῶν ἐπιστημόνων ἀξίωμα, ὅτι πᾶν φαινόμενον
μὴ ὑποβαλλόμενον εἰς τὰ ὑπὸ τῆς ἐπιστήμης διαθετόμενα μέσα, τυγχάνει
ἀπορριπτέον, δέον νὰ ἐξοβελισθῇ ἐκ τῆς προκαταλήψεως τοῦ ἀληθοῦς
ἐρευνητοῦ. Διὸτι ἓν φαινόμενον ὑποπίπτον εἰς τὰς αἰσθήσεις μας, τὸ ὁποῖον
ἀπορρίπτομεν διὰ μόνον τὸν λόγον ὅτι δὲν κατέχομεν τὰ μέσα ὅπως ὑπα-
γάγωμεν αὐτὸ εἰς τὴν τῶν διαθετομένων ὑπὸ τῆς ἐπιστήμης μας ὀργάνων
ἐξέλιξιν καὶ ἀναπαραγωγὴν ἢ ὑπὸ τὴν τῶν γνώσεών μας ἀνάπτυξιν, ἀντι-
βαίνομεν πρὸς τὴν ἀμερόληπτον καὶ ἀπροκατάληπτον ἀληθῆ ἔρευναν.
Ὅταν ἐν τῇ ὑποβολῇ, ἡ ἐξ ἡμῶν ἀπορρέουσα διὰ τοῦ λόγου ἢ καὶ τῶν
διανοημάτων ἡμῶν Πνευματικὴ Δύναμις, ἐπιδρῶσα ἐπὶ τοῦ ὀργανισμοῦ τοῦ
ὑποβαλλομένου, παράγει ὑλικὴν ἀλλοίωσιν ἢ συναισθήματα ὅμοια τῶν ἐκ
τοῦ ὀργανισμοῦ ἡμῶν παραχθέντων σκέψεων, ἔπεται ὅτι ἡ ἐν τῷ ἀνθρω-
πίνῳ ὀργανισμῷ ἐνυπάρχουσα Πνευματικὴ Δύναμις, ἐν τῷ καθορι-
σμῷ τῆς ὑποστάσεως αὐτῆς οὖσα ἄϋλος, ὡς μὴ ὑποβαλλομένη ἐν τῇ
σταθμίσει χρόνου, τόπου καὶ ποσοῦ, ἐπιδρᾷ ἐπὶ τῆς ὕλης ἢ καλλίτερον
εἰπεῖν, παράγει ὕλικά ἀκαθόριστα εἰσέτι στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα δύνανται
νὰ μεταστῶσι καὶ συμπτυχθῶσι ἐν τῇ ὕπὸ τοῦ Πνεύματος κατεχομένη
σωματικῇ μορφῇ.
Τὰ φαινόμενα τῆς τηλεπαθείας ἐξηγοῦνται κάλλιστα ὅταν παραδε-
χθῶμεν ὅτι ἡ Πνευματικὴ ἡμῶν ὑπόστασις κατέχει δυνάμεις, δυναμένας
νὰ χρησιμοποιηθῶσιν ἐν δεδομένῃ συμβολῇ ἐξωτερικῶν ἐπιδράσεων ἐν
Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 117

σχέσει πρὸς τὰς ἐσωτερικὰς ἡμῶν ψυχικὰς διαθέσεις, εἴτε μή, πρὸς ἐκ-
δοχὴν καὶ ὑλοποίησιν τῆς ψυχικῆς μας δυνάμεως, συμφώνως τῇ ἐπιθυ-
μίᾳ ἡμῶν οὐ μόνον ἐν μικρᾷ ἀφ’ ἡμῶν ἀποστάσει, ἀλλ’ ἐν διαστήματι χι-
λιάδων χιλιομέτρων. Ἂν δὲ ἡ ἐκφεύγουσα ἐκ τοῦ ἀνθρωπίνου ἐγκεφάλου
διανόησις πλήττῃ ἕτερον ἐγκέφαλον εἰς μεγάλην καὶ κεχωρισμένην ἀπ’
αὐτοῦ ἀπόστασιν καὶ παράγει τὰ αὐτὰ συναισθήματα καὶ τὰς αὐτὰς ὑπ’
αὐτοῦ ἐξωτερικευομένας ἰδέας, δυνατὸν ἐν τῇ κατανοήσει καὶ ἀναπτύξει
τῆς Πνευματικῆς δυνάμεως νὰ παραχθῇ ὑλικὴ ἀλλοίωσις εἰς τινα ὀργανι-
σμὸν ἐκ τῆς ἁπλῆς καὶ μόνον ἐπιθυμίας τῆς πραγματοποιήσεώς του.
Ἐκ πάντων τῶν μέχρι σήμερον πορισμάτων τῆς ψυχολογικῆς ἐρεύνης,
καταφαίνεται ὅτι ἡ Πνευματικὴ δύναμις δύναται, ἐν δεδομένῃ συμβο-
λῇ συντυχόντων εὐνοϊκῶν ὅρων, νὰ ἐπισχετίσῃ δύο ψυχικὰς δυνάμεις
καὶ ἑνώσῃ αὐτὰς ἐν τῇ κατανοήσει τοῦ ἐκ τῆς μιᾶς πρὸς τὴν ἑτέραν
ἀπευθυνομένου συναισθήματος. Ἡ λειτουργία ἡ ἐπερχομένη ἐν τῷ ὑλικῷ
ὀργανισμῷ ἂν καὶ φυσικῶς κανονική, παράγει φαινόμενα ἐντελῶς δυσερ-
μήνευτα, ἂν ὄχι ὑπερφυσικά. Ἡ ἐπιστημονικὴ ταξιθέτησις αὐτῶν προσε-
πάθησεν ὅπως προσδώσῃ αὐτοῖς ὡς οἷον τε ἐπιστημονικωτέραν ἐξήγησιν,
στηριζομένην ἐπὶ τῶν ἀναλλοιώτων τῆς φύσεως νόμων, ἀλλὰ ἡ ὑλιστικὴ
ἑρμήνευσις αὐτῶν προσκρούει ἐπὶ καθαρῶς ψυχολογικῶν λόγων καὶ
ἀγνώστων εἰσέτι ὅρων, δι’ ὧν παράγονται τὰ Πνευματικὰ φαινόμενα τῶν
προαισθήσεων, τῆς τηλεβλεψίας, τῶν φαντασιώσεων, τῆς ὑποβολῆς
καὶ αὐθυποβολῆς, τοῦ ὑπνωτισμοῦ καὶ μαγνητισμοῦ, τῆς ἀσυνειδήτου
μυωνικῆς ἐνεργείας, τῆς κρυσταλλοθεωρίας, τῆς ραβδομαντείας, τῶν
προγνωστικῶν ὀνείρων τοῦ μέλλοντος, τῆς δι’ ὀνείρων καὶ ὑπνωτισμοῦ
ἀποκαλύψεως ἀπωλεσθέντων ἀντικειμένων, τῶν ἐμφανίσεων ὄχι πλέον
θνησκόντων, ἀλλὰ νεκρῶν, ὁτὲ μὲν ἐν φάσματι, ὁτὲ δὲ διὰ περιβολῆς,
ἣν ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν ἔφερον.
Ἡ ἐξέτασις τῶν διαφόρων φαινομένων τούτων ἀπέδειξεν εἰς τὰς ἐρεύ-
νας ἐπιστημόνων τὸ ἀναμφισβήτητον γεγονὸς τῶν φαινομένων τούτων, τὰ
ὁποῖα εἰς μάτην ἡ ἐπιστημονικὴ ἐμπειρικότης των προσπαθεῖ ἐν τῇ χαρακτη-
ρίσει αὐτῶν νὰ τὰ περιβάλῃ μὲ τὴν ὑλιστικὴν θεωρίαν τῆς ἐξηγήσεων των. Τὸ
μόνον τὸ ὁποῖον καταφαίνεται καὶ ἀνομολογεῖται εἶναι ὅτι ὑπὸ τῆς ἐρεύνης
ταύτης ἀπεδείχθη ὡς γεγονὸς ἡ εὐκολωτάτη λύσις προβλήματος καθ’ ὕπνον,
ἐνῶ ἐν ἐγρηγόρσει ἦτο δυσεπίλυτον, γεγονὸς ὅτι μία μήτηρ εἰς τὴν ἄκραν
τοῦ δυτικοῦ ἡμισφαιρίου εὑρισκομένη, προαισθάνεται καὶ ἀνησυχεῖ διὰ τὴν
ἀσθένειαν τοῦ μεμακρυσμένου υἱοῦ της, χωρίς οὐδὲ τὸ ἐλάχιστον ἐνδόσιμον
νὰ ἔχῃ ἀλλαχόθεν περὶ τῆς ἀσθενείας αὐτοῦ, γεγονὸς ὅτι πράγματα ἀπωλε-
σθέντα καὶ ματαίως ἐπὶ μακρὸν ζητηθέντα ὡράθησαν καθ’ ὕπνου ποῦ εὑρί-
σκονται καὶ τὴν ἐπαύριον ἀνευρέθησαν, γεγονὸς ὅτι φίλοι συνδιαλεγόμενοι
ἐν Ἀγγλίᾳ περὶ κοινοῦ φίλου, ὃν ὑπέθετον ἐν Ἀθήναις, τὸν εἶδον αὐτοστιγμεὶ
ἐνώπιόν των παρουσιαζόμενον, γεγονὸς ὅτι ἄνθρωπος ἀγνοῶν τὰς γεωλογι-
κὰς ἐπιστήμας, τῇ βοηθείᾳ μιᾶς ράβδου ἀνὰ χεῖρας, ἐπιτυγχάνει ν’ ἀνεύρῃ,
ὄχι δυνάμει τῆς ράβδου, ἀλλὰ δυνάμει τῆς ἐν αὐτῷ κεκρυμμένης ψυχικῆς
118 Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

ἰδιότητος, τὰς ὑπογείους φλέβας μετάλλων ἢ ὑδάτων, διὰ τὴν ἀνεύρεσιν


τῶν ὁποίων ματαίως προσεπάθησαν ἐπιστήμονες, γεωλόγοι, μεταλλωρύχοι
καὶ φρεατοποιοί, γεγονὸς τοῦ ὅτι εἷς ὑπνωτισμένος διατάσσεται νὰ ἐγερθῇ
εἰς τὴν τάδε ὥραν καὶ τόσα λεπτὰ τῆς ὥρας ἢ νὰ ἐκτελέσῃ τὴν τάδε πρᾶξιν
μετὰ τόσας ἡμέρας καὶ τὴν ὡρισμένην ὥραν καὶ αὐτός, καίτοι στερούμενος
ὡρολογίου, ἐγείρεται εἰς τὴν ὐποδειχθεῖσαν ὥραν ἀκριβέστατα τῇ ὑποδείξει
ἐνδομύχου ­ἐ νοράσεως, ἢ ἐκτελεῖ τὴν ὑποβληθεῖσαν εἰς αὐτὸν πρᾶξιν τὴν
ὡρισμένην ἡμέραν καθ’ ἣν ὁ ὑποβάλλων ἐν τῷ μεταξὺ λησμονεῖ ὅτι ὑπέβα-
λεν καὶ ἐνθυμεῖται τοῦτο μετὰ τὴν ἐκτέλεσιν τῆς πράξεως, γεγονὸς τὸ ὅτι εἰς
ἰατρὸς δένει σφικτὰ καὶ μὲ πᾶσαν προφύλαξιν τοὺς ὀφθαλμοὺς ἑνὸς τηλε-
σκόπου καὶ ὅμως οὗτος, μὲ κεκλεισμένους ἀληθῶς ὀφθαλμούς, ὀνομάζει τὰ
πρὸ αὐτοῦ ἀντικείμενα, γεγονὸς τοῦ ὅτι πατήρ, τέκνον, σύζυγος, ἀδελφὸς
ἢ ἄλλος προσφιλὴς ἀποθνήσκει ἐν Ἰνδίαις καὶ ὁ ἐν Εὐρώπῃ διαμένων συγ-
γενὴς ἢ φίλος βλέπει ἐξαίφνης τὸ φάσμα του προσερχόμενον ἐνώπιόν του ἢ
καὶ ἀκούει τὴν φωνὴν αὐτοῦ, συνταράσσεται, ἀσθμαίνει, κατατρομάζει πρὸ
τοῦ μεγέθους τοῦ γεγονότος καὶ μετά τινα χρόνον πληροφορεῖται ὅτι ἀκρι-
βῶς τὴν ἰδίαν ἡμέραν καὶ ὥραν ἐξέπνευσεν.
Ταῦτα πάντα εἶναι γεγονότα, τὰ ὁποῖα ἐδημοσιεύθησαν εἰς πολυσελί-
δους τόμους καὶ μελέτας τῶν ψυχολόγων ἐρευνητῶν, ὧν τὸ ἐπιστημονικὸν
κῦρος καὶ τὸ ἐπίσημον τῆς θέσεώς των ἐξαλείφει καὶ τὴν ἐλαχίστην ἀμφι-
βολίαν περὶ τῆς μὴ παραδοχῆς των. Καὶ συγκρίνοντες ταῦτα πρὸς τὴν διὰ
μέσου τῶν αἰώνων παρερμηνευθεῖσαν ἀλήθειαν, ἀναγνωρίζομεν ἐπίσης
ὡς γεγονὸς ὅτι ἡ Πυθία ἐκ Δελφῶν εἶδε τί ἐμαγείρευσεν εἰς τὴν χύτραν του
ὁ Κροῖσος εἰς τὰς Σάρδεις, γεγονὸς ὅτι ὁ Σωκράτης ὡδηγεῖτο ὑπὸ τοῦ δαι-
μονίου, γεγονὸς ὅτι ὁ Ἀπολλώνιος Τυανεὺς ἐνεφανίσθη τὴν αὐτὴν ἡμέραν
εἰς δύο διαφόρους καὶ ἀπομεμακρυσμένας ἀπ’ ἀλλήλων πόλεις, γεγονὸς
ὅτι αὐτὸς ὁ ίδιος ὁμιλῶν πρὸς τὰ πλήθη τῆς Ἐφέσου ἀπηγγείλατο τὴν κατ’
ἐκείνην τὴν ὥραν πίπτουσαν κεφαλὴν τοῦ ἐν Ρώμῃ αὐτοκράτορος καὶ τυ-
ράννου Διοκλητιανοῦ, γεγονὸς ὅτι ἡ Ἰωάννα ντ’ Ἂρκ ἤκουε φωνὰς ἐν τῷ
δάσει, τὰς ὁποίας δὲν ἤκουεν ἄλλος κανείς, καὶ τέλος γεγονότα ὅλα ὅσα
ἡ σύγχρονος ἡμῶν ἱστορία ἐκ τοῦ παρελθόντος μᾶς παρουσίασεν καὶ μᾶς
μετέδωσεν ὑπὸ τὸ αὐστηρὸν τῆς κρίσεώς της ὡς μύθους καὶ χαλκεύματα
τῆς εὐφαντάστου ἀμαθείας τῶν προγόνων μας.
Αἱ δὲ σήμερον ὑπὸ τῆς φυσικῆς ἑρμηνείας ἐξηγήσεις τῶν φαινομένων
καὶ ψυχικῶν ἐκδηλώσεων τούτων, παρουσιάζουν τόσα κενὰ καὶ τόσας
δυσαναπληρώτους ἀπορίας, ὥστε τὸ ἀνθρώπινον πνεῦμα ἀφίεται καὶ
πάλιν μετέωρον καὶ, παρ’ ὅλην τὴν ἐπιστημονικὴν ἀνάλυσιν καὶ τὴν ἑρ-
μηνείαν τοῦ λόγου τῆς ὑλικῆς παραγωγῆς των, προσκρούουν ἐπὶ καθαρᾶς
πραγματικότητος τῶν φαινομένων, εἰς τὴν ἐκτέλεσιν τῶν ὁποίων ἀδύνα-
τον ἡ ἀδρανὴς ὕλη νὰ συντελέσῃ, καὶ κύπτει τὸν αὐχένα, ἀναμένων τὴν
ἐποχὴν καθ’ ἣν ἡ πιστὴ καὶ ἀληθὴς ἔρευνα θὰ ἀποκαλύψῃ τοὺς ἀγνώ-
στους εἰς τὸν ἄνθρωπον νόμους, δι’ ὧν νὰ ἐξηγήσῃ καὶ ταῦτα μὲ τὴν
φυσικὴν τῆς διαπαραγωγῆς των κανονικότητα.
Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 119

ΤΑΞΕΙΞΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ

Ὅσον καὶ ἂν ἀνέλθῃ κανεὶς ἐπὶ ἀεροπλάνου ἢ ἀεροπλοίου εἰς τὰς 6 ἢ 10


χιλιάδας μέτρα ὕψους, ἀπομακρυνόμενος τῆς σφαίρας τῆς γῆς, πάντως ἡ
ἀπόστασις αὕτη δὲν θὰ ἦτο ἐκείνη, τὴν ὁποίαν θὰ ἤθελα νὰ ἔχω, διὰ νὰ πα-
ρατηρήσω τὴν σφαῖραν τῆς γῆς, ὡς σφαῖραν διαστάσεως 300 ἢ 400 μέτρων,
διὰ νὰ ἴδω ταύτην ἐκ πασῶν τῶν ὄψεών της καὶ τῶν πλευρῶν της.
Διὰ τοῦτο, θὰ ἤθελα ν’ ἀνηρχόμην πέραν τῶν 10 χιλιάδων μέτρων, νὰ
ἔφθανον εἰς τὰς 80 ἢ 100 χιλ. μέτρα, ἢ ἀκόμη, τὴν μέσην ἀπόστασιν τῆς
γῆς ἀπὸ τῆς σελήνης. Θὰ ἠδυνάμην, φαντάζομαι, τότε νὰ εἶχον τὸ φαινό-
μενον τῆς γῆς, ὡς σφαῖραν εὐμεγέθη, τὴν ὁποίαν, ἐνῷ αὕτη θὰ ἔκαμνε τὴν
24ωρον περιστροφικήν της κίνησιν, ἐγὼ ἐξ ἀντιθέτου, διασχίζων ταύτην
κατὰ μῆκος, θὰ ἠδυνάμην νὰ συγκεντρώσω ἐν τῇ τοιαύτῃ ἐρεύνῃ μου
τὴν γενικὴν εἰκόνα τῆς κινήσεώς της, ὄχι βεβαίως αὐτῆς ὡς σῶμα τοῦ
Ἀπείρου, ἀλλὰ τῶν ὄντων της, θὰ παρηκολούθουν τὰς σκέψεις αὐτῶν,
τῶν ἀποκαλουμένων ἀνθρώπων.
Πολλοὶ ἐρευνηταὶ διέσχισαν διὰ τῶν τελειοτέρων μέσων συγκοινωνίας
τὰς χώρας τῆς γῆς, κατὰ μῆκος καὶ πλάτος, καὶ τοὺς πόλους αὐτῆς διελθό-
ντες. Πλὴν μίαν τοιαύτην ἐνέργειαν τὴν θεωρῶ δαπανηρὰν καὶ εἰς χρῆμα,
οὗτινος στεροῦμαι, ἀλλὰ καὶ εἰς χρόνον. Διότι μελετῶν τις τὴν χώραν ἑνὸς
λαοῦ καὶ προσπαθῶν νὰ ἐξαγάγῃ συμπεράσματα ἐκ τῶν ἠθῶν καὶ ἐθίμων
καὶ τῆς λειτουργίας τοῦ διακυβερνητικοῦ συστήματός του, πρέπει νὰ πα-
ραμείνῃ ἐπὶ πολὺν χρόνον ἐν αὐτῇ καὶ νὰ δαπανήσῃ ὅλα τὰ ἔτη τῆς ζωῆς
του, χωρίς κἂν νὰ δυνηθῇ νὰ μελετήσῃ ταύτην ἐξ ὁλοκλήρου, ὡς διαλογί-
ζομαι νὰ πράξω ἐγώ, ἀλλὰ οὐδὲ τμῆμα αὐτῆς κἂν.
Διὰ τοῦτο ἀπορρίπτω τὴν τακτικὴν ταύτην μιᾶς τοιαύτης, συνήθους
ἄλλως τε, κοινῆς, κοινοτάτης ἐνεργείας. Ἐκεῖνο δὲ τὸ ὁποῖον ζητῶ ἐν τῇ
ἐρεύνῃ μου νὰ καταμάθω, δὲν εἶναι τὸ τίς κατέχει τὴν ἀρχὴν χώρας τινός,
ἢ ποῖον τὸ διακυβερνητικόν της σύστημα, ἢ τινες χοροὶ προτιμῶνται καὶ
ποῖαι ὁρμαὶ καὶ τάσεις πρὸς τὴν ἐπιστήμην καὶ τὰς τέχνας κατέχουσι τοὺς
λαοὺς τούτους.
Θέλω νὰ ἴδω τὰς κινήσεις τῶν σκέψεων τῶν λαῶν ἐν τῷ συνόλῳ
των καὶ ἐκ τῆς ἀλληλεπιδράσεως αὐτῶν ἔναντι ἀλλήλων, ὡς ὄντων,
εἰς κυματισμοὺς καὶ κραδασμούς, νὰ καταμετρήσω τὸ ὕψος τῆς ἀξίας
τῆς συνθέσεως τοῦ συγκροτήματος τούτου τῆς ἀνθρωπότητος, διὰ νὰ
ἴδω ὁποίαν κατέχει εἰς τὴν γενικὴν μορφὴν τῆς ζωῆς τοῦ συνόλου, τῆς
σχετιζομένης μὲ τοὺς ἄλλους ἐκτὸς τῆς γῆς κόσμους.
Ἴσως μὲ ὅσα ἀνωτέρω διετύπωσα, μὲ χαρακτηρίσητε ὡς κατεχόμενον
ὑπὸ πυρεσσούσης φαντασίας, ἥτις ἐπεξετάθη πέραν τῶν ὁρίων τῆς λογικῆς.
120 Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Δὲν ἀποκρούω παντάπασιν τὸν χαρακτηρισμόν σας, ἀλλὰ παρασιωπῶν τὸ


σημεῖον τοῦτο καὶ χωρὶς ἀκόμη νὰ ἐκφέρω γνώμην ἐπ’ αὐτοῦ, προχωρῶ. Διὰ
τοῦτο λοιπὸν μία ἔρευνα ἐκ τοῦ σύνεγγυς τῶν ἀτόμων τοῦ πλανήτου τῆς γῆς
οὐδέποτε θὰ ἠδύνατο νὰ καταλήξῃ εἰς τὸ ἀποτέλεσμα τῶν προσδοκιῶν μου.
Ὅταν δέ τις συλλαμβάνῃ μίαν ἰδέαν, οὐδεμίαν ἀξίαν ἔχει αὕτη, ἐὰν
δὲν θέσῃ ταύτην ἐν τῇ ἐφαρμογῇ. «Ἀμ’ ἔπος λοιπόν, ἀμ’ ἔργον». Διέτρεξα
τὴν χώραν τῆς γῆς ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον, διὰ νὰ εὕρω εἰς τὰς ἐργασίας τῶν
σοφῶν, τὸ μηχανικὸν ἐκεῖνο μέσον, τὸ ὁποῖον θὰ ἠδύνατο ὑπερπηδῶν τὰς
δυσκολίας, νὰ μὲ ἀναβιβάσῃ εἰς τὸ ποθητὸν ὕψος, ὅπου θὰ ἔστηνον τὸ πα-
ρατηρητήριόν μου.
Ἀτυχῶς ὅμως, εἶδον τὸν σίδηρον καὶ τὸν χάλυβα καὶ τὰ ἐκλεκτὰ τῆς γῆς
μέταλλα, χυνόμενα εἰς μεγάλα χωνευτήρια, πλήν, οὐδαμοῦ κατεσκευάζετο
ἡ συσκευὴ αὕτη, τὴν ὁποίαν ἐγὼ ἐζήτουν. ― Ἐὰν ἐζη ὁ Ἰούλιος Βέρν, εἶμαι
ἀπολύτως βέβαιος, ὅτι θὰ ἤθελε δημιουργήσει μίαν τοιαύτην συσκευήν,
σύμφωνον μὲ τοὺς πόθους μου καὶ ἱκανοποιοῦσαν με κατὰ πάντα.―
Ἐζήτησα ἐπίσης ν’ ἀνεύρω τὸν συγκεντρωτικὸν φακόν, διότι ἐν τῷ πα-
ρατηρητηρίῳ μου ἐκεῖ εἶχον ἀνάγκην ἑνὸς συγκεντρωτικοῦ φακοῦ, ὅστις
θὰ συνεκέντρου τὰς κυμάνσεις τῶν κινήσεων τῶν σκέψεων τῶν ὄντων ἐν
σμικρῷ καὶ θὰ ἔβλεπον ταύτας καὶ ἐκ τούτων θὰ ἔκρινον, διὰ νὰ καταλήξω
εἰς τὰ συμπεράσματά μου. Πλὴν οὐδαμοῦ καὶ τὴν συσκευὴν ταύτην εἶδον
ἑτοίμην ἢ κατασκευαζομένην κἄν.
Μόνον φακοὺς συντέμνοντας ἀποστάσεις, πλὴν οὗτοι δὲν ἦσαν κατάλ-
ληλοι διὰ τὴν ἐργασίαν εἰς τὴν ὁποίαν θὰ ἐπεδιδόμην. Φακὸν συντέμνο-
ντα ἀποστάσεις δημιουργῷ ἀνὰ πᾶσαν στιγμήν, ἐὰν τοῦτο θελήσω, ἀλλὰ
φακὸν συγκεντρωτῆρα τῶν κυμάνσεων τῶν σκέψεων τῶν ὄντων ἐν τῷ
συνόλῳ κόσμου τινὸς ἐν τῷ ἀπείρῳ δὲν δύναμαι, ἀφ’ ἑαυτοῦ διὰ τῶν δυ-
νάμεών μου, νὰ δημιουργήσω, εἶπον εἰς τὸν ἐργαζόμενον σοφόν, διὰ τὸ πά-
χος, τὰς διαστάσεις καὶ τὰ κύματα τοῦ ὄντος ὑπ’ αὐτοῦ κατασκευαζομένου
φακοῦ, τῆς συντμήσεως τῶν ἀποστάσεων.
Ἐπανῆλθον οἴκαδε. Ἴσως νομίσητε ὅτι ἡ ἐπάνοδός μου ἐγένετο μετὰ
πάροδον χρόνου πολλῶν ἐτῶν, ἴσως ὅτι δὲν εἶχον ἐκ τοῦ οἴκου μου ἀπο-
μακρυνθῇ καὶ ἐν τούτοις ἤμην ἐν τῇ μεγάλῃ ταύτῃ διαδρομῇ καὶ ἐν αὐτῇ
εὑρέθην μετὰ πάροδον λεπτῶν τῆς ὥρας. Εἶμαι ταχὺς εἰς τὰς κινήσεις
μου, κατέχω τὴν δύναμιν τῆς ἀστραπῆς, ἥτις ἀπ’ ἀνατολῶν διασχίζει τὸν
Οὐράνιον θόλον ἄχρις δυσμῶν, διὰ νὰ ἐπεκτείνῃ τὸ μῆκος τῆς φωτεινῆς
γραμμῆς της ἕως ἀνατολῶν καὶ πάλιν ἐκ τῆς ἄλλης ὅψεως τῆς γῆς ὁρατῆς.
Θὰ νομίσητε ὅτι εἶμαι τι τὸ ὑπερφυσικὸν ὄν. Ὄχι, ἁπλούστατα εἷς κοι-
νὸς ἄνθρωπος, πλὴν μέ τοῦτο δὲν δυσχεραίνομαι νὰ ἐγκλείσω τὴν δύναμιν
τῆς ταχύτητος ταύτης, τὴν ὁποίαν περιέγραψα εἰς ὑμᾶς καὶ νὰ ἐξωτερι-
κεύσω ταύτην ἐν καιρῷ εὐθέτῳ κατὰ τοὺς πόθους μου καὶ τὰς προθέσεις
τῶν σκοπῶν μου.
Ἐπανῆλθον οἴκαδε καὶ ἐρρίφθην εἰς τὰς σκέψεις μου. Πρέπει νὰ ἐξευρε-
θῇ τοῦ προβλήματος τούτου ἡ λύσις, εἶπον, πρέπει νὰ ἱκανοποιηθῇ ὁ πόθος
Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 121

μου. Ἐὰν ἦτο ἄλλος εἰς τὴν θέσιν μου, ἴσως ἐξωτερικεύετο εἰς τοὺς ὁμοίους
του πρὶν τοῦ καιροῦ καὶ πρὸ τῆς προσκομιδῆς τοῦ ἀποτελέσματος, καὶ ἐπει-
δὴ τοιούτου εἴδους ἐξωτερικεύσεις δυσκόλως εὑρίσκουσι δέκτας, διὰ νὰ
δεχθῶσι τοὺς δυναμικοὺς κυματισμοὺς τῶν ἰδεῶν, διὰ τοῦτο ἐσίγησα, ἔμει-
να ἐν ἑαυτῷ συστοιχείᾳ ἐν δυνάμει, καὶ ἔφερον τὸ ἀποτέλεσμα πρῶτον καὶ
κατόπιν, ἔρχομαι νὰ ἐμφανίσω καὶ εἰς ὑμᾶς ταῦτα, μετὰ τῶν ἀποτελεσμάτων
ὅμως τῶν κινήσεών μου, ἅτινα εἶναι αἱ ἀποδεικτικαὶ καταστάσεις αὐτῆς.
Γνωρίζω τὴν λειτουργίαν τῶν νόμων ἐν τῇ ἐξωτερικεύσει δυναμικῆς
συστοιχείας καὶ μάλιστα, ὅταν ἐν τῇ στάθμη ταύτης δὲν διοχετεύεται δύνα-
μις ἐξ ἄλλης τινὸς κεντρικωτέρας συστοιχίας, γνωρίζω τὰ ­ἀποτελέσματα
τῆς ἐξαπολύσεως καὶ δι’ αὐτὸ ἐσιώπησα ἐν ἐμοὶ καὶ παρέμεινα σιωπῶν
οὕτω, ἄχρι τῆς ὥρας ἐκείνης, καθ’ ἣν εὗρον τὴν λύσιν τοῦ ἀπασχολοῦντός
με τοιούτου προβλήματος.
Ἐν ᾧ ἤμην ἡμέραν τινὰ βυθισμένος εἰς τὰς σκέψεις μου, πρὸς λύσιν τοῦ
προβλήματος τούτου, τὸ ὁποῖον ἐπὶ ἡμέρας μὲ ἐβασάνιζε, χωρὶς νὰ ἐφη-
συχάζω ἐξ αὐτοῦ οὐδὲ στιγμήν, ἐμφανίζεταί τις ἀπροσδοκήτως, ὅστις μοῦ
λέγει μετὰ σταθερότητος:
- Ἐγὼ θὰ σοῦ καταδείξω τὸν τρόπον.
Ἤγειρα τὴν κεφαλήν μου πρὸς τὸ μέρος τῆς φωνῆς, πλὴν δὲν εἶδον
κανένα. Δὲν ἐκπλήττομαι, ὡς συμβαίνει μὲ πάντας τοὺς θνητοὺς πρὸς τὰ
φαινόμενα τῆς ζωῆς. Τὸ κυριῶδες δὲ σημεῖον εἶναι ὅτι δὲν προκαταλαμ-
βάνομαι παρ’ οὐδεμιᾶς ἐντοπισμένης γνώμης, ἐχούσης θέσιν δόγμα-
τος ἐν ἐμοί, διότι τὰ πάντα παραμένουσιν ἀντιπαρερχόμενα, ἐξέλιξις
διὰ νὰ καταλάβωσι τὴν θέσιν αὐτῶν, ἀλλὰ τὰ ὁποῖα ἐμφανίζονται ἀεὶ
μὲ τὴν μορφὴν τῆς τελειότητος ἐπὶ τὰ πρόσω.
Συνεπῶς ἐξετίμησα τὸ φαινόμενον τοῦτο, διότι περὶ φαινομένου
ἐπρόκειτο, καὶ διότι ἔχω ὡς ἀρχὴν νὰ ἐκτιμῶ πάντα τὰ φαινόμενα τῆς
ζωῆς, τὰ ὁπωσδήποτε συγκεκριμμένως ἢ ἀφηρημένως ὑποπίπτοντα
εἰς τὰς αἰσθήσεις μου καὶ, ὡς περὶ παρόντος προσώπου, ἀπετάνθην πρὸς
αὐτὸν ἐρωτῶν:
- Εἶμαι πρόθυμος νὰ δεχθῶ τὰς ὁδηγίας σας.
Δὲν ἀμφέβαλλον εἰς τοὺς λόγους του, διότι ἡ πειστικότης του ἦτο
τοιαύτη, ὥστε ᾖρε πᾶσαν μορφὴν δυσπιστίας. Ἐκεῖνο δὲ τὸ ὁποῖον μὲ κάμνει
ν’ ἀπαντήσω ἀμέσως ὡς περὶ προσώπου παρόντος ἀφ’ ἑνός, καὶ νὰ ἐνθαρ-
ρύνω τοῦτο καὶ τὰς εὐγενεῖς προθέσεις του, εἶναι τὸ αἴσθημα τῆς Ἐλευ-
θερίας τὸ ὁποῖον μὲ διέπει ἐν τῇ Ἀπολύτῳ αὐτοῦ μορφῇ. Ζῶ ἴσως ἐν τῇ
χώρα σας, κατὰ τὰ φαινόμενα δεσμώτης αὐτῆς, πλὴν ἡ Πατρίς μου εἶναι
ἡ Χώρα, ὅπου τὸ πρῶτον ἐγεννήθη τῆς Ἐλευθερίας ἡ ἔννοια.
Διὰ τοῦτο παρέχω τοῖς πᾶσι τὴν ἐλευθερίαν νὰ ἐνεργῶσιν ἐπ’
ἐμοῦ καὶ τῶν πραγμάτων τῶν σχετιζομένων πρὸς τὴν ζωήν μου, οὐ-
δαμῶς προτιθέμενος, ἔστω καὶ ἐπὶ κακῷ αὐτῆς, ἂν ἤθελε προηγηθῇ
ἐνέργειά τις, νὰ δεσμεύσῃ τοὺς ζητοῦντας νὰ προβῶσιν οὕτω.
Εἶμαι τέκνον τῆς Ἐλευθερίας καὶ τὴν Μητέρα μου ταύτην τὴν φωτεινὴν
122 Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

θέλω ν’ ἀποκαλύψω καὶ εἰς ὑμᾶς, διὰ νὰ ἴδητε τὰ θέλγητρά της. Καίτοι εἶναι
μήτηρ μου, ἀλλ’ εἶναι τόσον ἐρωτύλος, ὥστε θερμαίνει εἰς τὰς ἀγκάλας
της ὅλους ἐκείνους οἵτινες θὰ ἤθελον ποθήσει τὴν Ἀγάπην της. Καὶ
ἀγαπῶσα, διαχέει κυματισμοὺς καὶ κραδασμοὺς Ἀγάπης καὶ οὐδέποτε
στειρεύει ἡ Ἀγάπη, καὶ ἀπὸ φίλους καθιστᾶ τοὺς πάντας τέκνα της, διὰ
νὰ ἐμφανίσωσι καὶ ἐκεῖνα ταύτην καὶ εἰς ἄλλους. Εἶναι Μητέρα πολλῶν,
ἀλλὰ καὶ ἐρωμένη, προκαλοῦσα ἐκείνους εἰς τὴν καρδίαν, τῶν ὁποίων
ἐγεννήθησαν οἱ πόθοι διά τὴν Ἀγκάλην της, διὰ τὴν Ἀγάπην της.
Τέκνον λοιπὸν τῆς ἐλευθερίας δὲν ἠδυνάμην, ἢ ν’ ἀκούσω ἐλευθέρως,
νὰ ἐνεργήσῃ ὁ ἀπροσδόκητος παρ’ ἐμοὶ καὶ ν’ ἀκούσω καὶ τὴν γνώμην
αὐτοῦ, ἥτις ὑπῆρξεν κατὰ πάντα αὕτη ἡ λύσις τοῦ ἀπασχολοῦντός με προ-
βλήματος.
- Δὲν θὰ ἀνεύρῃς αὐτὰ ποὺ ζητεῖς, συνεχίζει, εἰς τὴν χώραν ταύτην.
Ἀκολούθησόν με, διὰ νὰ σὲ ὁδηγήσω ἐκεῖ, ὅπου μόνον δύνασαι νὰ ἱκανο-
ποιήσῃς τοὺς πόθους σου.
Δὲν ἐδίστασα, οὐδ’ ἠρώτησα αὐτόν τι εἰς τὴν πρότασίν του. Ὡμίλει
μετὰ θετικότητος. Ἡ θετικότης του καθίστατο νόμιμος ἐν ἐμοὶ κατάστα-
σις πίστεως καὶ τὸν ἠκολούθησα. Διεσχίσαμεν ἐκτάσεις αἰθέρων κενῶν,
ὡς θὰ ἐλέγομεν, μετὰ τῆς αὐτῆς ταχύτητος μετὰ τῆς ὁποίας περιέγραψα
τὴν προηγουμένην διαδρομήν μου. Ἐκείνη ἦτο ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τῆς Γῆς.
Αὕτη ἦτο κατακόρυφος πρὸς τὰ ἄνω.
Ἀφοῦ διαπεράσαμεν τὸ στρῶμα τοῦ αἰθέρος ἢ τῆς ἀτμοσφαίρας τῆς
Γῆς, τὸ ὁποῖον, ὡς λέγουν, εἶναι 80 χιλιόμετρα, ᾐσθάνθην ἑμαυτὸν πλέον
αἰθέριον. Ἐκεῖ δὲ εἶδον καὶ τὸν συνοδόν μου ὑπὸ μορφὴν νέου τινός, εὐ-
γενῶν χαρακτηριστικῶν ἐν τῇ μορφῇ του, ὅστις μειδιῶν μὲ προσηγόρευσε
φίλον. Δὲν ἠδυνήθην ν’ ἀρνηθῶ τὴν φιλίαν του, οὕτε τὴν οἰκειότητά του,
ὅπως ἐδέχθην ὅλα τὰ ἄλλα.
- Θὰ μεταβῶμεν εἰς τὴν χώραν τῆς τέχνης, μοῦ λέγει. Ἐκεῖ θὰ σὲ ἐφο­
διάσω συσκευάς, μὲ τὰς ὁποίας θὰ δυνηθῇς νὰ κάμῃς τὰς παρατηρήσεις σου.
- Καὶ ἡ Γῆ δέν εἶναι χώρα τέχνης, τὸν ἐρωτῶ.
- Καταστροφῆς ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, μοῦ εἷπε.
Ἐπροχωρήσαμεν. Αἰωρούμεθα ἄνωθεν σφαίρας νέας Γῆς. Μετ’ ὀλίγον
εἴμεθα ἐντὸς πόλεώς τινος. Κάθε ἄλλο ἦτο ἢ βιομηχανική ἡ πόλις αὕτη τῆς
τέχνης. Οὐδ’ ἴχνος κἂν μαύρου καπνοῦ ἐκ ταύτης ἀνεδίδετο, οὐδὲ ἡ παρα-
στατικότης μιᾶς κἂν τῶν ὑψηλῶν καπνοδόχων.
- Ἀπορεῖς; Μοῦ λέγει. Καὶ ὅμως, ἔπρεπε νὰ ἐνθυμεῖσο τὴν Χώραν
ταύτην τῆς τέχνης.
- Πῶς; Τὸν ἐρωτῶ. Ἔζησα εἰς αὐτήν ποτέ;
- Βεβαίως, μοῦ λέγει. Ἄλλως τε δὲν θὰ ἤρχεσο ἐδῶ, οὐδ’ ἐγὼ θὰ
ἀνελάμβανον νὰ ὁδηγήσω οὕτω τινά, ἐὰν ἐθεωρούμεθα παραβάται τῶν
νόμων τῆς διακυβερνήσεώς της.
Δὲν ἠδυνάμην ν’ ἀμφιβάλλω. Οἱ λόγοι του εἶχον πειστικότητα. Ἐπρο-
χωρήσαμεν, καὶ μοῦ λέγει, δεικνύων μοι μίαν ἐκτεταμένην λευκὴν κατοι-
Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 123

κίαν, ἰσόγειον, ἀπαστράπτουσαν καὶ ὡσεὶ κατεσκευασμένην ἐκ μίγματος


παλλεύκου πορσελάνης. Εἰσήλθομεν, καὶ ἐν τῇ διαδρομῇ τῶν διαδρόμων
της, οἵτινες ἐπεξετείνοντο πρὸς πάσας τὰς διευθύνσεις ἐν ρυθμῶ, οἱ πα-
ρατυγχάνοντες ἔκλεινον τὴν κεφαλὴν μετὰ μειδιάματος χαιρετῶντες καὶ
μετὰ σεβασμοῦ ἅμα. Φυσιογνωμίαι εὐγενεῖς τὰ μάλα καὶ ὡσεὶ γνωσταί.
Πόθεν ἐξεπήγαζεν ἡ γνωριμία των, δὲν ἐνθυμοῦμαι.
Ἐφθάσαμεν εἰς διαμέρισμα μιᾶς αἰθούσης. Ἐστάθημεν καὶ εἰσήλθομεν.
Ὁ ἐν αὐτῇ ἐπιστήμων ἠγέρθη καὶ φιλοφρόνως μᾶς προσέφερε καθίσματα,
ἐρωτῶν ἡμᾶς τὴν αἰτίαν τῆς ἐπισκέψεως μας.
- Θέλομεν συσκευὴν διὰ παρατηρητήριον αἰθέρος πυκνότητος ἑπτά (7)
τριγώνων καὶ ἀποστάσεως 150 χιλιάδων μέτρων.
Ἐγέλασεν ἐπιχαρίτως ὁ ἐπιστήμων ἐκεῖνος τῆς τέχνης καὶ παρουσία-
σεν μετ’ ὀλίγον ἐκ τῆς προθήκης, ὅπου εἶχε παρατεταγμένας τὰς συσκευὰς
αὐτοῦ, μίαν μικροσκοπικὴν τοιαύτην, μεγέθους 3 ἑκατοστομέτρων κύβου.
- Ὁρίστε, φίλτατέ μου, λέγει προσφέρων ἡμῖν ταύτην. Εἶναι ἐγγυημένη
καὶ μετ’ ἐπιμελείας ἐξασφαλιζούσης τὴν ἐπιτυχίαν τῶν σκοπῶν τῶν ἐρευ-
νητῶν διὰ ταύτης.
Προσέφερεν ἀντ’ αὐτῆς ὁ συνοδός μου χάρτην τινὰ μὲ σχήματα, τὰ
ὁποῖα δὲν ἠννόησα καὶ ἐχαιρετήσαμεν αὐτόν, ὅστις μᾶς προέπεμψεν ἕως
τῆς θύρας. Ἐξήλθομεν ἐκ τῆς εἰσόδου τῆς ἄλλης πλευρᾶς τοῦ μεγάλου
τούτου ἐργαστηρίου, τοῦ ὁποίου ἡ σιγὴ ἦτο ὡς νεκροθαλάμου μᾶλλον, ἢ
ὡς ἐργαστηρίου, ὅπου διαμορφοῦται ἡ ὕλη κατεργαζομένη. Ἐξελθόντες,
ὀλίγον ἀνωτέρω, εὑρέθημεν πρὸ ἑτέρου ὁμοίου οἰκήματος καὶ κατὰ τὸν
ἴδιον τρόπον εὑρέθημεν πρὸ ἑτέρου ἐπιστήμονος, ὅστις προσεφέρθη νὰ
μᾶς ἐξυπηρετήσῃ μετὰ τῆς αὐτῆς εὐπροσηγορίας καὶ εὐγενείας.
- Θέλομεν συγκεντρωτῆρας κυμάνσεων τῆς σκέψεως τῶν ὄντων
ἐξ ἀποστάσεων 150 χιλιάδων μέτρων πυκνότητος αἰθέρος (7) ἑπτὰ
τριγώνων.
Μετ’ ὀλίγον εἶχον εἰς χεῖράς μου σφαῖραν κυκλικήν, διαμέτρου 3 ἑκατο-
στομέτρων.
- Ὁ χειρισμὸς, μοῦ λέγει, εἶναι εὐχερής. Δύναται καὶ ἀνίδεος τῆς λει-
τουργίας τῶν νόμων, παντελῶς, νὰ καταλήξῃ εἰς ἀποτελέσματα. Καὶ ποῖος
κόσμος θὰ ἐξερευνηθῇ;
- Ὁ Πλανήτης τῆς Γῆς, ἀπαντῶ.
- Λαμπρά. Εἶναι ἡ πρώτη ζήτησις ἡ γενομένη διὰ τὸν κόσμον τοῦτον. Δι’
αὐτό, εὔχομαι νὰ εὑρεθῶσι μιμηταί σας.
- Καὶ ἔχετε πολλοὺς τοιούτους συγκεντρωτῆρας;
Ἐγέλασεν.
- Βεβαίως. Ὑπερβαίνουσι τὸν ἕνα κατὰ τὸ σύνολον τῶν ὄντων της καὶ
πασῶν τῶν βαθμίδων τῆς ἀποστάσεως ἕως τοῦ κορυφώματος τῆς Ἑστίας.
Δὲν ἠννόησα τί ἤθελε νὰ εἴπῃ. Ἐθαύμασα, ὅμως, διὰ τὴν ποσότητα τῆς
ἀδιαθέτου ταύτης ἐργασίας καὶ εἰς ἀπάντησιν τοῦ προκληθέντος θαυμα-
σμοῦ μου, ὃν διῃσθάνθη, μοῦ εἶπεν:
124 Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

- Δὲν κηδόμεθα ἐκείνου, ὅπερ ὑπερευρίσκεται. Εὑρίσκεται ἀκριβῶς διὰ


τὴν διάθεσιν αὐτοῦ. Καὶ φθείρομεν τὴν ὕλην διὰ τὴν παραγωγὴν ἑτέρας
μορφῆς ὕλης ὑπὲρ τῆς συντηρήσεως τῆς ὕλης.
Ὁ συνοδός μου ἠγέρθη. Ἠγέρθην καὶ ἐγὼ καὶ, ἀφοῦ ἐνεχείρησε καὶ εἰς
αὐτὸν τὴν αὐτὴν σχεδὸν ἀπόδειξιν, ἀπήλθομεν, ἐνῶ οἱ λόγοι του ἤχουν εἰς
τὰ ὦτα μου διὰ τὸ ἀκατανόητον αὐτῶν.
- Δὲν ἀπαιτεῖται, μοῦ λέγει, ἄλλη συσκευή. Αὗται εἶναι ἀρκεταί.
Καὶ ἐν ταὐτῷ ᾐσθανόμην ὅτι ἀφήνομεν τὴν χώραν ἐκείνην τῆς τέχνης
κάτωθεν τῶν ποδῶν μας. Τὶ κρῖμα, διελογιζόμην, νὰ μὴ θαυμάσωμεν αὐτήν.
Διατί νὰ μὴ ζητήσω τοῦτο ἀπὸ τὸν συνοδόν μου. Καὶ ἀνεκοίνωσα εἰς αὐτόν,
πόσον ἐπεθύμουν νὰ περιεργαζόμην τὴν χώραν ταύτην.
- Διατί δὲν τὸ ἐξεδήλωσας τοῦτο ὅταν εἴμεθα ἐκεῖ;
- Ἐνόμιζα ὅτι θὰ ἦτο ἀνεπιθύμητον.
- Ἱκανοποιήθητι τοῦ πόθου σου τούτου, μοῦ εἰπε, δεικνύων τάς σ
­ υσκευάς
μου, ἃς ἐκράτουν μετὰ προσοχῆς εἰς ἑκατέρας τὰς χεῖράς μου ἀνὰ μίαν.
- Δὲν δυνάμεθα νὰ ἐπανέλθωμεν;
- Ὄχι, μοῦ λέγει. Καὶ ἔπεσα εἰς ἀθυμίαν. Ἀφοῦ ἐπροχωρήσαμεν εἰς ἀρ-
κετὴν ἀπὸ τὴν σφαῖραν τῆς χώρας τῆς τέχνης ἀπόστασιν, ἐστάθημεν καὶ
στραφεὶς μοῦ λέγει:
- Ἐφανταζόμην, ὅτι θὰ ἠδύνασο νὰ ἐννοήσῃς, ὅτι δι’ αὐτῶν δυνάμεθα
νὰ πράξωμεν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον θέλεις νὰ ἐφαρμώσῃς διὰ τὴν χώραν τῆς Γῆς.
- Πῶς;
- Ἰδού, μοὶ λέγει. Δός μοι τὸν κῦβον.
Ἐκράτησεν αὐτὸν ἐν τῇ ἀριστερᾷ παλάμῃ του. Διὰ τοῦ δείκτου τῆς
δεξιᾶς χειρός του ἔκαμε, κύκλους πρὸς τὸν κύβον οὕτως ὥστε ἐνῷ εὑρι-
σκόμεθα εἰς μετέωρον κατάστασιν, πρῶτον τώρα ἤρξατο νὰ ἀναφαίνεται
ἔδαφος ὑλοποιούμενον μὲ βλάστησιν ἀρκετὰ ἐλκυστικὴν καὶ μυροβόλον
καὶ ἡμεῖς ἐπ’ αὐτῆς. Εἴμεθα κάτω ἢ ἀνω τῆς σφαίρας τῆς χώρας τῶν τεχνῶν
- μᾶλλον αὕτη ὑπερίπτατο, τῶν κεφαλῶν μας καὶ πρὸς ἀνατολάς. Κατὰ τὸν
ἴδιον τρόπον τῶν κυκλικῶν κινήσεων ἐδημιουργήθη τρίπους μέ βάσιν ἐν τῇ
κορυφῇ ὑαλίνην ὡς καθρέπτης κυρτὸς πρὸς τὰ ἔσω. Ἐντὸς δὲ αὐτοῦ ἔθεσε
τὸν συγκεντρωτῆρα. Ἰδοὺ τὸ παρατηρητήριόν μας καὶ τὸ μέσον τῆς ἐνερ-
γείας μας. Ἐθαύμαζον διὰ πάντα ταῦτα.
- Διατί θαυμάζεις, μοῦ λέγει. Σὺ δὲν ἐζήτησας αὐτά; Πῶς, δὲν ἐπίστευες
εἰς τὰς ζητήσεις σου; Πρόσεξον.
Ἐνῶ παρετήρουν τὸν συγκεντρωτῆρα, εἶδον ταυτοχρόνως τὸν συνο-
δόν μου νὰ ἵσταται ἀκίνητος, μὲ μέτωπον πρὸς τὴν σφαῖραν τῆς χώρας τῆς
τέχνης καὶ νὰ ἐκτοξεύωνται κυμάνσεις ἐκ τῆς κεφαλῆς του, φωτειναὶ
κυκλικαί ἀκτῖνες, ὡς κύκλοι, καὶ νὰ ἐξαπολύωνται πρὸς τὴν σφαῖραν τῆς
χώρας τῶν τεχνῶν. Κατὸπιν λέγει πρός με:
- Τώρα ἰδέ ἐν τῷ συγκεντρωτῆρι τούτῳ.
Καὶ ἔβλεπον τμήματα, τμήματα τῆς πόλεως, ὡσεὶ ἤμην παρὼν ἐν αὐτῇ
καὶ τὰ πρόσωπα, ὡς εἶδον ταῦτα πρὸ ὀλίγου, καὶ τὰ ἐργαστήρια καὶ τὰς
Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 125

ἐσωτερικὰς αὐτῶν διακοσμήσεις καὶ τὰς ἐργασίας, εἰς ἃς ἐπεδίδοντο οἱ


ἐν αὐτοῖς ἐργαζόμενοι. Καὶ εἶδον περίεργον φαινόμενον. Ἀντὶ χυτηρίων
εἶχον κώδωνας ἐκ πορσελάνης διαφόρων μεγεθῶν καὶ ἐν αὐτοῖς ἐπεξεργά-
ζοντο τὴν ὕλην διὰ μιᾶς ράβδου καὶ διὰ σπινθηρισμῶν, ἐξερχομένων ἐκ
τῆς κεφαλῆς των. Καὶ ἐνεφάνιζον μικροσκοπικὰς συσκευασίας, διὰ πάσης
μορφῆς χρήσεως ἔρευναν ἐπιστημονικὴν τῶν στοιχείων τῆς ὕλης, πάσης
μορφῆς ὕλης ἐμφανοῦς καὶ ἀφανοῦς τῷ ἀνθρώπῳ.
- Ἀρκετὰ μοῦ λέγει. Τοῦτο τὸ ἔπραξα ἵνα ἰκανοποιήσω τὸν προκληθέ-
ντα πόθον σου ἀφ’ ἑνός, καὶ διὰ νὰ σοῦ καταδείξω ἀφ’ ἑτέρου τὸν χειρι-
σμὸν τῶν συσκευῶν τούτων. Ἂς προχωρήσωμεν.
Μετ’ ὀλίγον ἀνεφάνη ἡ σφαῖρα τῆς Γῆς. Ἐγνώρισα ταύτην ἐκ τῶν σκιῶν
της, ἃς παρουσιάζει ἡ ὄψις τοῦ ἡμίσεως αὐτῆς, τῶν ἠπείρων της καὶ τῶν
ὠκεανῶν της. Ὁλοὲν ἐμεγεθύνετο. Ἡ ταχύτης μας ἦτο καταπληκτική.
- Ἰδού, μοῦ λέγει αἴφνης, αὕτη ἡ θέσις εἶναι ἡ ἀπόστασις τῶν 150 χιλιά-
δων μέτρων. Ἐδῶ ἔχομεν πυκνότητα 7 τριγώνων. Περὶ αὐτῶν θὰ ὁμιλήσω-
μεν βραδύτερον. Ἐδῶ θὰ στήσῃς τὸ παρατηρητήριόν σου κατὰ τὸν ἴδιον
τρόπον, ὡς μέ εἶδες, καὶ θὰ ἐργασθῇς παραλλήλως. Εἶπε ταῦτα καὶ προχω-
ρήσαμεν. Μετ’ ὀλίγον ἤμην ἐκεῖ. Ἐὰν καὶ ποσῶς δὲν ἀπεμακρύνθην, δὲν
ἔβλεπον συνοδόν, πλὴν ᾐσθανόμην τὴν ἀνάγκην νὰ προπέμψω τὸν ἀπροσ-
δόκητον φίλον.
- Φεύγω, μοὶ λέγει, καὶ καλὴν ἐπιτυχίαν.
Ἐνῷ μοῦ ἐλεγε τοὺς λόγους τούτους, ἐκλονίσθην ἐκ φοβερᾶς ταραχῆς.
Μόνον τότε ἀντελήφθην ὅτι δὲν ἐκράτουν εἰς τὰς χεῖράς μου τὸν κῦβον καὶ
τὸν συγκεντρωτῆρα.
Τί ἔγιναν αἱ συσκευαί, φωνάζω πρὸς τὸν ἀφανῆ πλέον συνοδόν μου.
Ἤκουσα γέλωτα καὶ φωνὴν νὰ μοῦ λέγῃ:
- Ἠσύχασε, θὰ τὰς ἀνεύρης.
Καὶ πάλιν σιγὴ ἐκάλυψε τὸ πᾶν. Σιγὴ θανάτου. Ἡ ἀναπνοή μου ἐστάθη.
Ὁ σφιγμός μου δὲν ἐκτύπα. Ἤσθάνθην τὴν ἀπώλειαν τῶν συσκευῶν ὡς
τὴν καταστροφὴν τοῦ σύμπαντος ἐν τῷ μεγέθει αὐτῆς.
Τώρα διελογιζόμην τίνι τρόπῳ θὰ δυνηθῶ νὰ πραγματοποιήσω τὸ
ὄνειρόν μου, τὸν πόθον μου, τὴν λύσιν τοῦ προβλήματος τούτου, ποὺ μέ
τόσην εὐχέρειαν ἐφάνη ἡ λύσις του κατὰ ὅλως περίεργον καὶ παράδοξον
τρόπον... Ποτὲ αἱ καταστάσεις δέν καταλαμβάνουν μόνιμον εἰς ἐμέ θέσιν.
Ἐκτοπίζων ταύτας προσδοκῶ ἑτέρας. Οὕτω ἔπραξα καὶ ἐν προκειμένῳ.
Μετ’ ὀλίγον ἡσύχασα. Ἤμην ἤρεμος. Δὲν εἶναι δεκτόν, εἶπον, θὰ εὑρεθῇ ἡ
λύσις. Δὲν ἐψεύσθη ὁ μετὰ τόσης ταχύτητος καὶ πειστικότητος ἐνεργῶν. Μοῦ
εἶπε, θὰ τὰς ἀνεύρω τὰς συσκευάς. Καὶ πρέπει νὰ τὰς ἀνεύρω. Τώρα εἶμαι
ἥσυχος καὶ πιστεύω ἀδιστάκτως ὅτι θὰ τὰς ἀνεύρω. Ἂς ἴδωμεν ἡ αὔριον τὶ
θέλει προσκομίσει ἐν ταῖς προσδοκίαις ἡμῶν πρὸς ταύτην. Αὐτὴ ἴσως λύσει
τὸ μυστήριον καὶ τὸ πρόβλημα, ἅμα καὶ ἱκανοποιηθῶσιν οἱ πόθοι μου...
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Ἀνὲλθετε μέχρις Ἐμοῦ καὶ ἀντλήσατε ἐκ τῆς


Ἀθανάτου Πηγῆς Μου τὸ Ὕδωρ τῆς Αἰωνίου Ζωῆς, τὸ
ὁποῖον θὰ καταστήσῃ τὴν ὕπαρξιν ὑμῶν Ἄφθαρτον καὶ
Αἰώνιον.

Ἀντλήσατε Φῶς ἐκ τοῦ Φωτός Μου. Τὸ Φῶς τὸ ἐξ


Ἐμοῦ ἐκπηγάζον εἶναι τὸ Φῶς τῆς Ἀληθείας, τὸ Φῶς τῆς
Ἀφθάρτου Ζωής, τὸ Φῶς τῆς Αἰωνιότητος, τὸ Φῶς τῆς
Ὕπερθεν Σοφίας, τὸ Φῶς τῆς Ὑπερκοσμίου Δικαιοσύνης.

Καταστήτε Φάροι, ἵνα ὁδηγήσητε τοὺς εἰσπλέο-


ντας ἐν τῷ Κόσμῳ τῆς Αἰωνίας Εὐτυχίας καὶ Μακαριότη-
τος, ἐν τῷ Κόσμῳ τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Ἀδεκὰστου
Θείας Δικαιοσύνης, ἐν τῷ Κόσμῳ τῆς Ἀρετῆς καὶ τῆς
ἐπιγνώσεως τοῦ Καλοῦ καὶ Ἀγαθοῦ, ἐν τῷ Κόσμῳ εἰς
τὸν ὁποῖον βασιλεύει ἡ ἄδολος καὶ εἰλικρινὴς Ἀγάπη
καὶ ὅπου ἡ ὑλικὴ ἐντρυφή, ἡ ματαιοδοξία, τὸ συμφέρον
καὶ ἡ κακία οὐδαμοῦ ἀνευρίσκονται, διότι εἶναι ὁ Νὲος
Κόσμος τῆς Τελειότητος καὶ Ἀφθαρσίας, τῆς ἀπονο-
μῆς τῆς Θείας Δικαιοσύνης πρὸς τὴν ἐνηλικιουμὲνην
ἀνθρωπότητα, ὁ Κόσμος τῆς Αἰωνιὸτητος.
1. Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Νόμος Φωτός, Ζωῆς, Κινήσεως, Νόμος Ὑπέρτατος. Ἕδρα τῆς παγκο-


σμίου συσκευῆς, Κρίκος ἀκατάληπτος εἰς στερεότητα περιβάλλει ὑμᾶς καὶ
τοὺς πέριξ ὑμῶν ἀπείρους τοῦ Ἀπείρου κόσμους. Λέξις γλυκεῖα καὶ ἔννοια
ἐκτεταμένη καὶ ἄπειρος. Ὠκεανὸς ἀπειρότητος καὶ κραδασμὸς ἀπείρων
κόσμων. Ἐὰν ἦτο δυνατὸν νὰ συγκεντρώσητε τὰς ἀπείρους τοῦ ἡλίου ἀκτῖ-
νας καὶ τὸ ἰσχυρὸν αὐτοῦ φῶς πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν σας καὶ νὰ ἀτενίσητε
αὐτὸ χωρὶς νὰ πάθετέ τι, εἶναι ἐξ ἴσου ἐπικίνδυνον, ὅταν ζητῆτε νὰ κατα-
νοήσητε τὸ βάθος τοῦ μεγάλου τούτου τῆς Ἀγάπης Νόμου, ἐφ’ οὗ στηρίζε-
ται ὅλον τὸ Ἄπειρον Μεγαλούργημα τῆς Ἀπείρου Δικαιοσύνης.
Ζοῦν οἱ κόσμοι διὰ τοῦ νόμου τῆς Ἀγάπης, κινοῦνται διὰ τῶν ἰσχυρῶν
παλμῶν αὐτῆς, φωτίζονται διὰ τῆς Ἀκτινοβολίας της, θερμαίνονται μὲ τὴν
Ἄσβεστον αὐτῆς Φλόγα καὶ ἄνευ Αὐτῆς οὐδὲν καλὸν ἐπ’ αὐτῶν γεννᾶται. Ἡ
ὕπαρξίς σας οὐδέν τι εἶναι, εἰ μὴ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς Ἀγάπης τῆς Ἀπείρου
Διανοήσεως. Οἱ παλμοὶ τῶν σκέψεών σας, αἱ πνευματικαὶ δυνάμεις σας,
τὰ καλά σας ἔργα, τὰ εὐγενῆ συναισθήματά σας εἶναι ἀπόρροια τῶν κρα-
δασμῶν τῆς Ἀπείρου καὶ Φωτοβόλου Ἀγάπης, ἥτις, καίτοι φωτίζει, καὶ θερ-
μαίνει τὸ Ἄπειρον, ἐν τούτοις συλλαμβάνεται καὶ γίνεται κατανοητὴ παρὰ
τῶν κόσμων ἐκείνων τοῦ ἀπείρου, οἵτινες ἔχουν τὴν ἰδεώδη ὑπόστασιν τῶν
εὐγενῶν καὶ ἰδανικῶν συναισθημάτων.
Δὲν εἶναι Νόμος τῆς Ἀγάπης ἡ ὁρμὴ τῶν αἰσθητηρίων σας ὀργάνων,
δὲν εἶναι ἡ φλόγα τῶν ὀφθαλμῶν σας ἐν τῇ ἐντεταμένη προσπαθείᾳ σας
τοῦ νὰ ἀποσπάσητε κάτι, τὸ ὁποῖον θὰ καταστῇ ἀφορμὴ τῆς δυστυχίας εἰς
ἄλλον ὅμοιόν σας. Δὲν εἶναι Ἀγάπη τὰ ψευδαισθήματα τοῦ συμφέροντος
καί τῆς ἡδονῆς. Δὲν εἶναι τὸ προσπεποιημένον φίλτρον, τὸ ἐκδηλούμενον
πρός τι πρόσωπον οἰκεῖον ἢ ξένον, ἐνῷ ταυτοχρόνως ἡ ἐκδήλωσις τούτου
ἀποβλέπει εἰς ἀπωτέραν σκοτεινὴν σκέψιν.
Ἀγάπη εἶναι ὁ διηνεκὴς παλμὸς τῆς ψυχῆς σας, ἥτις προσπαθεῖ νὰ
προσφέρῃ κάθε ὑλικὴν ἢ πνευματικὴν ἀρωγὴν πρὸς μίαν ἄλλην, ἔχου-
σαν ἀνάγκην τούτων. Εἶναι ἡ αὐτοθυσία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ καθ’ οἱονδή-
ποτε τρόπον ἐκδηλουμένη πρὸς τὸ καλὸν τῶν ἄλλων ἀτόμων, εἶναι ὁ
πόνος εἰς τοὺς πονοῦντας, εἶναι ἡ ἀνοχὴ πάσης ἀδίκου μομφῆς, ἡ τα-
πείνωσις ὑμῶν πρὸ τῶν ἀδικούντων ὑμᾶς, ἡ παροχὴ ἱκανοποιήσεως εἰς
τοὺς ἐν ἀδίκῳ εὑρισκομένους ἐχθρούς σας. Ἡ Ἀγάπη εἶναι ὁ ὅρος τῆς
ζωῆς τῶν κόσμων. Ἡ ὕλη εἶναι τὸ μέσον τῆς λειτουργίας αὐτῶν.
Καταστήσατε λοιπὸν τῆν λειτουργίαν τῆς ζωῆς σας πλέον εὐχάριστον,
ἁρμονικὴν καὶ γλυκεῖαν, χρησιμοποιοῦντες τὴν ὕλην καὶ τὸν λόγον πρὸς
130 Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

τοῦτο, διότι ἄνευ τῆς δι’ ἔργων ἐκδηλώσεως τοῦ νόμου τούτου αἱ λέξεις
ὁμοιάζουσι τὰς πλήρεις ἀέρος φυσαλλίδας, αἵτινες ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγ-
μὴν κινδυνεύουσι νὰ διαρραγῶσιν.
Τὴν καθολικότητα τῆς ὑλικῆς καὶ πνευματικῆς ζωῆς, τὸ ὀργανικὸν καὶ
ἀνόργανον Σύμπαν, τοῦ κόσμου τῶν ἀπείρων δυνάμεων τὰς ὁλομελείας
τῶν Αἰωνίων νόμων, τῶν καθολικῶν ἀρχῶν τὸ ἁρμονικὸν σύνολον, νόμος
τις καθόλου δεσπόζων, Δύναμίς τις τὰ πάντα συνενοῦσα ρυθμίζει οὕτως,
ὥστε τὰ πάντα συντιθέμενα νὰ ἀπαρτίζουν τὸ ὅλον τοῦ Ἁρμονικοῦ
Ἀπείρου Οἰκοδομήματος, ἐνῷ τὸ πᾶν εἶναι Νόμος καὶ τὸ πᾶν ἐκ Νόμου.
Ἡ ἀφαντάστως ἀπεράντου ἰσχύος Δύναμις αὕτη, ἡ δημιουργοῦσα τὴν
συνεκτικότητα περὶ τὸ ΕΝ τοῦ Σύμπαντος, ὁ ἀμετάπτωτος οὗτος νόμος,
ὅστις συγκεντροῖ πάντων τῶν ἑτέρων νόμων τήν ἐνέργειαν καὶ ἐξ οὗ ἀπορ-
ρέουν πάσαι αἱ δυναμικαὶ ἐν ὅλῃ τῇ Δημιουργίᾳ ἐκδηλώσεις, καὶ ὅστις εἶναι
τὸ ἐπιστέγασμα καὶ αὐτὰ τὰ βάθρα ἅμα τοῦ Οἰκοδομήματος τοῦ Παντός,
εἶναι ὁ Νόμος τῆς Ἀγάπης.
Ἄπειροι ἐκδηλώσεις, ἀναρίθμητοι ἐν τῇ ποικιλίᾳ τῆς ἐνεργείας ἐκφάν-
σεις, ἀσύλληπτοι ἐν τῷ τρόπῳ τῆς γενέσεώς των ἀλλοιώσεις ἀνὰ πάσαν
παρερχομένην στιγμήν, ὑποδηλοῦν τοὺς ἀντιστοίχως δρῶντας ἀπείρους
ὡσαύτως τὸν ἀριθμὸν νόμους, οἵτινες δύνανται νὰ θεωρηθῶσιν ἀκτῖνες
ἑνὸς Παμμεγίστου Ἡλίου, Ὅστις εἶναι ἡ Ἀγάπη.
Εἷς ἀτέρμων ἄξων διατρέχει πᾶσαν φύσιν, περὶ ὃν φυγοκεντρικῶς καὶ
ἐν ἀναλογικαῖς, ὡς ἐκ τῆς ποσότητος τῆς ἐνεργείας, ἀποστάσεσιν κινεῖται
τὸ ἀσύλληπτον σύνολον τῶν Ἀναλλοιώτων Νόμων, ἐξ ὧν ἕκαστος δια-
γράφει τὸν αὐτὸν κύκλον καὶ ἔχει πάντοτε τὴν αὐτὴν ἀκτῖνα δράσεως. Ὁ
Νόμος οὗτος συνέχει ὑλικήν φύσιν, ζωϊκὴν ἢ νεκράν, καὶ πνευματικήν. Ἡ
ἀπειρία τῶν ποικίλων συνδυασμῶν τῶν σωμάτων τῆς ἀνοργάνου φύσεως,
ἡ μυριόσχημος ὀργανικὴ σύνδεσις καὶ ἡ μυστηριώδης πνευματικὴ λειτουρ­
γία τῶν δημιουργηθέντων ὑποστάσεων, προβάλλει τὸν πανίσχυρον τοῦτον
Νόμον, ὅστις εἶναι οἱωνεὶ ἡ συνεκτικότης, ἡ ἐκ πολλῶν ἀπαρτίζουσα συνε-
κτικῶς τό ΕΝ, καὶ ἥτις διὰ τοῦ ἑνὸς δημιουργεῖ ἀθροιστικῶς εἰς τὰ πολλὰ
τὸ Ἕν. Ἄξων διατρέχων τὴν τε ὑλικὴν καὶ πνευματικὴν σφαῖραν, νόμος ἐξ
οὗ ἀπορρέουν πάντες οἱ λοιποί.
Πᾶσα ὀντότης, πάσα κατὰ νόμον ἐκδήλωσις ἐνεργείας νόμου ἢ δυνά-
μεως, ἐξαρτᾷ ἐκ τοῦ νόμου τούτου τῆς Ἀγάπης τὴν ὕπαρξίν του. Ἡ ἕλξις, αἱ
κατὰ διάφορον τρόπον ὀντοτικαὶ συστάσεις, αἱ ἑκάστοτε παρουσιαζὸμεναι
ἀλλοιώσεις μὲ τὰς ἀμετρήτους πάλιν νέας δημιουργίας τῶν αὐτῶν ἢ ἄλλων
ὑποστάσεων καὶ σωρεῖαι ἄλλων ὑπάρξεων ὑλικῶν ἀνανεουμένων, συμπλε-
κομένων ἢ ἀποσυνθετομένων κατὰ νόμον, ποῦ ὀφείλουσι τὴν ὕπαρξιν τῶν
νόμων, ὑφ’ οὓς γίνονται αὗται, ποῦ εὑρίσκουσι τὸ ἀνάλογον ποσὸν ἐνερ-
γείας, ἵνα παρουσιάσωσι τὴν γενομένην ἀλλοίωσιν ἢ εἰς τὸν Νόμον τῆς
Αγὰπης;
Ἡ καλουμένη συγγένεια τῶν σωμάτων τῆς μέν, τῆς δὲ ἡ μορφή, ἡ πα-
ρατηρουμένη ρυθμικὴ τάξις, ἡ διέπουσα τήν αἰσθητὴν φύσιν, ἡ κατὰ νόμον
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 131

γενομένη ἑκάστοτε κίνησις, ἡ ἐν τῷ συνόλῳ κινουμένῳ ἀπείρῳ συστήμα-


τι, ἡ ταξινόμησις αὕτη ἢ ἴλιγγον παρέχουσα παντὶ ἀναλογιζομένῳ ἁπλῶς
ταύτην, ἡ παρατηρουμένη ἐν τῇ Θαυμαστῇ ταύτῃ μηχανῇ τοῦ τῶν ὅλων
συστήματος, ποῦ δύναταί τις εἰπεῖν ὅτι ὀφείλεται, ἢ εἰς τὸν Ἁρμονιοδηγὸν
τοῦτον νόμον τῆς Ἀγάπης; Πάντες οἱ ἄπειροι συνδυασμοί, πάντα τὰ βιοῦ-
ντα συστήματα, πᾶσα ρύθμισις καὶ πᾶσα λειτουργία, ἐξικνουμένη ἀπὸ τοῦ
ἁπλουστάτου εἰς τὸ πολυσυνθετώτατον, ἔχει ἀπαρχὴν τῆς ὑπάρξεώς της
τὸν ἀμετάπτωτον τοῦτον νόμον τῆς Ἀγάπης. Ὁλόκληρος ἡ φύσις μὲ τὰς
ἀναριθμήτους χορείας τῶν ὑπάρξεων καὶ τὴν ἀναρίθμητον σειρὰν τῶν ποι-
κίλων αὐτῆς φαινομένων, πᾶς ὁ πνευματικὸς κόσμος, ὁ ρυθμιζόμενος καὶ
ἀπὸ ἰδίους νόμους, ἔχει ὡς ἄξονα, παραλλήλως τοῦ ὁποίου κινεῖται, τὴν
Αγάπην.
Εἰς τὴν Ἀγάπην ὀφείλεται πᾶσα ἡ Δημιουργία τοῦ Σύμπαντος, εἰς
ταύτην χρεωστεῖ τὴν διατήρησίν της ἡ Ἐπικράτεια τοῦ Ἀπείρου. Ἐν
ὅλῃ τῇ φύσει, ὁρατῇ καὶ ἀοράτῳ, οὐδαμοῦ εὑρίσκει τις τὸ ἓν μόνον. Ὁ Νόμος
τῆς Ἀγάπης προσέθηκε καὶ τὸ ἕτερον. Τὸ Πᾶν εἶναι Ἀγάπη. Ἡ ἀντίθεσις
ἐνέχει τὴν ἀγάπην. Ἐν τῇ ἑτερωνυμίᾳ καὶ τῇ ἀντιδράσει εἰς τὴν ἕλξιν αὐτὴν
τῶν ἀνομίων κυριαρχεῖ ὁ νόμος τῆς Ἀγάπης. Ἡ συγγένεια τῶν ὁμοειδῶν, ἡ
παρατηρουμένη εἰς πᾶσαν φύσιν, δὲν εἶναι ἢ ἀποκύημα ἀγάπης. Πάντες
οἱ νόμοι, ἐπὶ τῇ βάσει τῶν ὁποίων λαμβάνουσι χώραν ἄπειροι ἀνὰ πᾶσαν
στιγμὴν ζυμώσεις, ἢ ἐπὶ τῇ βάσει τῶν ὁποίων κινοῦνται ἀπειρίαι κινητῶν
ἐν θαυμαστῇ ἀλληλουχίᾳ, ἢ βιοῦσιν συνθῆκαι, ἢ παρέρχονται μορφαὶ τῆς
φύσεως, ἵνα ἕτεραι διαδεχθῶσιν αὐτάς, εἶναι ἐκδηλώσεις ἢ μορφαὶ ἐνερ-
γείας ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ Νόμου, τῆς Ἀγάπης.
Ὁ Νόμος οὗτος, δημιουργήσας τὸ πᾶν ἐν τῆ ὑλικῇ φύσει, παρουσιάζε-
ται ὡς πληθὺς νόμων ἑτέρων, ἀρχῶν καὶ ἰδιοτήτων, ἐκδηλουμένων ὁσάκις
ὕλη καὶ μόνον προκαλεῖ τὴν ἐκδήλωσιν αὐτῶν. Οἱ νόμοι οὗτοι, μὲ τὰ ἀντί-
στοιχα αὐτῶν φαινόμενα, παρουσιαζόμενοι ὡς νόμος βαρύτητος, ἕλξεως,
ἐλαστικότητος ἢ χημικῆς συγγενείας ἢ ἀφομοιώσεως ἢ ὡς νόμος ζωῆς ἢ
θανάτου καὶ τόσων ἄλλων, δὲν εἶναι ἢ μέρη τοῦ αὐτοῦ Νόμου τῆς Ἀγάπης,
ὅστις ἐν τῇ ποικιλίᾳ τῶν ἐκφάνσεων ἐκδηλοῦται. Ἐν τῷ πνευματικῷ δὲ κό-
σμῳ ἄπειροι πάλιν ἑκατοστίαι ἑτέρων νόμων, διεπόντων τὰ πνευματικά,
ἐνεργειῶν ὑπερφυῶν καὶ ἰδιοτήτων ἀνεκφράστων, ἐκδηλοῦν ἐν ποικιλο-
μόρφῳ ἐνεργείᾳ τὸν Νόμον, τὸν καθολικὸν τοῦτον Νόμον τῆς Ἀγάπης.
Πάντες ἄρα οἱ νόμοι, ὡς ἔχοντες την ἀπόρρευσιν αὐτῶν ἀπὸ τὸν κυ-
ριώδη τοῦτον τῆς ἀγάπης νόμον, δὲν εἶναι ἐν ὁλομελείᾳ ἢ αὐτὸς ὁ Νόμος
τῆς Ἀγάπης, αὐτὴ ἡ Ἀγάπη. Ἐπειδὴ δὲ οἱ διάφοροι νόμοι, οἱ διέποντες
τὸ Σύμπαν, εἶναι τοῦ Θεοῦ τῶν Ἀπορρήτων Βουλὼν ἐκτελεσταί, καὶ
ἐπειδὴ διὰ τούτων ἐκδηλοῦται ἡ τοῦ Θείου Ἐνέργεια, ἕπεται ὅτι τὸ σύνολον
αὐτῶν, χαρακτηριζόντων τὴν Ἀπειρὸτητα, ἥτις εἶναι αὐτὸ τὸ Θεῖον, ἀπαρ-
τίζει τὸ ἐκ πολλῶν ἑνιαῖον σύμπλεγμα τῆς Θεότητος, αὐτὸν τὸν Θεόν. Ἀλλ’
ἄρα ἡ ἀπαρχὴ τῶν νόμων τούτων εἶναι ἡ Ἀγάπη. Ἄρα ἡ Ἀγάπη ΘΕΟΣ,
Ὁ Θεὸς Ἀγάπη, Ἄπειρος Ἀγάπη.
132 Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Πᾶν ὅθεν τὸ κατά τινα τρόπον δημιουργηθέν, ἐδημιουργήθη ἐξ Ἀπείρου


Ἀγάπης, ἥτις μετωχέτευσεν εἰς τὰ δημιουργήματα τὴν Ἀγάπην. Ἡ Ἀγάπη εἰς
μὲν τὸν ἀνόργανον κόσμον παρουσιάζεται ὑπὸ τὴν μορφὴν τῶν ποικίλων
ὑπαρχουσῶν μεταξύ των σχέσεων, εἰς δὲ τὴν ὀργανουμένην φύσιν τῶν ζωϊ-
κῶν βασιλείων ὡς ἐκδήλωσις ζωϊκὴ μὲν εἰς τὰ ἄλογα, ψυχικὴ δὲ εἰς τὰ λογι-
κά, τὰ πνευματικὰ ὄντα. Πᾶσαι αἱ ἐκδηλῶσεις τῆς ἀτελοῦς ὡς καὶ τῆς τελειο-
τέρας ζωῆς τῶν ἀλόγων εἰς τὴν πληθὺν τῶν ἐκδηλώσεων τοῦ ὁρμεμφύτου ἢ
ἐνστίκτου αὐτῶν ἔχουσι ὡς παράγοντα τῆς ἀγάπης τὸ στοιχεῖον.
Ἀλλ’ εἰς τὸν ἄνθρωπον ἡ ἀγάπη, πλὴν τῆς ὡς ἀνωτέρω περιπτώσεως
ἐκδηλώσεως αὐτῆς, ἔχει καὶ ἑτέραν ἐκδήλωσιν, ἀντιστοιχοῦσαν εἰς τὸν
ἓτερον ἄνθρωπον, τὸν πνευματικόν. Πᾶσα ἐκ πνευματικῆς τοῦ ἀνθρώπου
παραγωγῆς ἀπορρέουσα δημιουργία αὐτοῦ ἔχει ὡς παραγωγικὸν αἴτιον
τὸ στοιχεῖον τοῦτο τῆς ἀγάπης. Τὰ δημιουργηθέντα ὑπ’ αὐτοῦ κοινωνικὰ
συστήματα, οἱ συνοικισμοί ὁμοφύλων, τὸ οἰκογενειακὸν πλέγμα τοῦ ὁμοει-
δοῦς, ἡ συμπάθεια, ἔχουν πάντα ταῦτα τὴν βάσιν εἰς τὸν Νόμον τῆς Ἀγάπης.
Ὡς ψυχικὴ τοῦ ἀτόμου ἐκδήλωσις, ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ καλύπτρα ἐκείνη, ἡ
καλύπτουσα πάσας τὰς ἐκδηλώσεις, τὰς χαρακτηριζούσας τὸ ἐξελιγμέ-
νον πνεῦμα, εἶναι ἡ μήτηρ πάντων τῶν ὑψηλῶν συναισθημάτων, ἅτινα
ὑψοῦσι βαθμηδὸν τὸ πνεῦμα πρὸς τὴν Τελειότητα αὐτοῦ.
Ἡ Ἀγάπη εἶναι τὸ Θεῖον Πῦρ, ὅπερ σᾶς ἐδόθη, ἵνα δι’ αὐτοῦ ἀναπυ-
ροῦτε ἑκάστοτε τὴν ὑψηλὴν ὑμῶν καταγωγὴν κατὰ τὸν χρόνον τῶν
δοκιμασιῶν, ἃς ὑφίστασθε ὡς ὀντότητες δοκιμαζόμεναι. Ἐκ ταύτης
ἀπορρέει ἡ πραγματικὴ εὐτυχία, αὕτη εἶναι ἡ γεννῶσα τὴν ἁρμονικὴν συμ-
μετρίαν τῶν κοινωνιῶν, ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ πορίζουσα τὴν ὁμαλὴν τροχιάν
εἰς τὰς καθόλου σχέσεις τοῦ ἀτόμου καὶ ἡ ταξινομοῦσα τὰ ἄρρυθμα. Πᾶσα
κοινωνία, στηρίζουσα τὴν δράσιν αὐτῆς ἐπὶ τῆς ἀγάπης, πᾶσα οἰκογένεια
φιλοξενοῦσα αὐτήν, πᾶν ἄτομον συμβουλευόμενον αὐτὴν διὰ πάντα συλ-
λογισμὸν ἢ πρᾶξιν, δημιουργεῖ ἀναφαίρετον εὐπραγίαν καὶ ἕλκει πᾶσαν
πρόοδον ὑλικὴν καὶ πνευματικήν. Ὅταν ἐν μέσῳ κοινωνικοῦ κήπου θάλλῃ
τὸ δένδρον τοῦτο τῆς ἀγάπης, τότε ἐκεῖ πάντα τὰ ἄλλα στοιχεῖα τὰ ἀπαρ-
τίζοντα τὰ μέλη τοῦ στερεοῦ κοινωνικοῦ οἰκοδομήματος, ὡς ἄνθη μυρί-
πνοα βλαστάνουσι, προσδίδοντα οὕτω τὸν ἰδεώδη τύπον τῆς τελειότη-
τος. Ὅπου ἡ ἀγάπη βασιλεύει, ἐκεῖ τὸ ἀτομικὸν καταβροχθίζεται ἀπὸ τὸ
γενικόν. Δὲν ὑφίσταται δικαίωμα παρὰ μόνον τὸ καθῆκον, ὁ σεβασμὸς μὲ
τὴν σεμνὴν αὐτοῦ παράστασιν, ἡ αὐτοθυσία, ἡ τιμὴ καὶ τόσαι ἄλλαι ἐκδη-
λώσεις τῆς ψυχῆς εὑρίσκουσιν ἔλλογον πολιτείαν καὶ ἐκεῖ ἐγείρουσι τοὺς
Θρόνους αὐτῶν. Ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει χρεία νομοθετῶν, καθ’ ὅτι τῶν ἀγρά-
φων Θείων Νόμων αἱ ἐπιταγαὶ ἐκτελοῦνται. Ἰδεώδης εἰρμὸς διέπει τὴν
κοινωνικὴν ἅλυσον καὶ τελειότητος ρυθμὸς διακρίνει πᾶσαν δράσιν, πᾶν
βῆμα. Τὸ μόνον γνώρισμα τοιαύτης κοινωνίας εἶναι ἡ πρόοδος, τῶν δὲ ἐν
ἐκείνῃ βιουσῶν πνευματικοτήτων ἡ ἄνοδος.
Ἐξ ἀντιθέτου, κοινωνία ἀπὸ τὰς ἀγκάλας τῆς ὁποίας ἔχει ἀπομακρυν-
θῇ ἡ ἀγάπη, ὁδεύει ἄνευ πυξίδος τοῦ καλοῦ πρὸς ἄγνωστον ὠκεανόν,
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 133

ἐν ᾧ μέλλει θᾶττον ἢ βράδιον νὰ καταποντισθῇ ἢ νὰ ἐξωκείλῃ, προ-


σκρούουσα ἐπὶ δημιουργουμένων ὑφάλων. Ἐκεῖ ὅπου τὸ μῖσος βασιλεύει
τρέχουν ἁπάντα τὰ ἀποσυνθετικὰ στοιχεῖα, ἅτινα ὡς ἐπωδὸν τοῦ κοινωνι-
κοῦ τούτου σαθροῦ δένδρου χαρίζουσι τὴν ἀποσύνθεσιν. Τὸ μῖσος, τὸ ἀρ-
νητικὸν τῆς ἀγάπης, ἄρα τοῦ Ἀπείρου Καλοῦ ἡ ἀντίθεσις, δημιουργεῖ
τόσα κακά, ὅσα καλὰ ἡ ἀγάπη. Ἡ δυστυχία ἀντικαθιστᾷ τὴν εὐτυχίαν,
τὴν αἰδὼ ἡ ἀναίδεια, τὴν ἀρετὴν ἢ τὴν τιμὴν ἡ ἀτιμία, τὸ γενικὸν ὁ ἀτομι-
σμός, τὸν σεβασμὸν ἡ ἀσέβεια, τὴν αὐτοθυσίαν τὸ ἀνάλγητον. Ὁ φθόνος
μὲ τὴν κακεντρέχειαν καὶ τὴν ἐπιβουλὴν δημιουργοῦν συνῳδὰ τῷ ἀτομικῷ
συμφέροντι τὴν ἀδικίαν, τὸ κορύφωμα πάσης ἀρνητικῆς παραγωγῆς τῆς
ἀγάπης.
Οὕτω βλέπομεν ἀθώους Προδρόμους ἀποκεφαλιζομένους ἐν φυλα-
καῖς, πτωχοὺς Λαζάρους ζητοῦντας ψυχία ἄρτου ἀπὸ συμποσιῶντας πλου-
σίους, ἄλλους δὲ πίπτοντας ὡς ὑπὸ ἀδελφοκτόνον χεῖρα καὶ ἄλλους βιοῦ-
ντας ἀνενοχλήτως ἐν μέσῳ κοινωνίας ἐν ᾗ καὶ νόμοι καὶ ἀρχαὶ νωχελοῦν.
Ἐν τοιαύτῃ κοινωνίᾳ διασύρεται εἰς τὰς τριόδους ἡ τιμὴ καὶ κωμικοποιεῖται
τὸ γῆρας. Ἡ ἔννοια τοῦ Θείου σβέννυται κατὰ μικρὸν καὶ οὕτω πᾶν ση-
μεῖον προόδου ἐκλείπει ἄχρις οὗ τὸ ζωῶδες ἐκεῖνο κοινωνικὸν σύμφυρμα
ἐκκολάψῃ τὸ ὠάριον τῆς ἀχαλινώτου ἀτομικῆς αὐθαιρεσίας καὶ γενῇ οὕτω
τὸ μικρὸβιον τῆς τελείας ἀποσυνθέσεως καὶ ἀποσαθρώσεως. Οὐαὶ εἰς τὴν
κοινωνίαν ἐκείνην, ἧς τὰ ἄτομα ἔσβυσαν τὴν φλόγα τοῦ Θείου τῆς
Ἀγάπης Πυρὸς καὶ μετέβαλον εἰς σπινθῆρα κινδυνεύοντα νὰ σβύσῃ
ὑπὸ τοὺς σωροὺς τῆς ψυχικῆς τέφρας, ἣν παρῆγον ὑλικαὶ ἐπικρατή-
σεις. Τὸ πνεῦμα νωχελοῦν εἶναι ὡς θνῆσκον ἐκεῖ καὶ ἡ προοδευτικὴ
τούτου ἐξὲλιξις διὰ παντὸς σταθμεύσασα.
Ἐν τοιαύτῃ πνευματικῶς κοινωνίᾳ ἐν σκότει ἀπροσπελάστῳ κορυ-
βαντιᾷ ὁ πνευματικὸς Θάνατος καὶ ὀρθοῦται τὸ ζοφῶδες παράστημα τῆς
ἀναλγήτου φθορᾶς. Μία τοιαύτη κοινωνία δὲν εὐδοκιμεῖ οὐδ’ εἰς τὸ κακὸν
ἐπὶ μακρόν, διότι προσκαίρως ἀναθρώσκουν οἱ καπνοὶ τῆς ἀποσυνθετικῆς
πυρκαϊᾶς καὶ τάχιστα μεταβάλλεται εἰς ἐρείπια. Ἂν ὅμως ὑπὲρ τὰ ἐρείπια
ταῦτα πετάξῃ καὶ πάλιν ἡ ἀγάπη, τότε καὶ μόνον εἶναι ἐπιτευκτὴ ἡ ἀναδη-
μιουργία τοῦ καταρρεύσαντος οἰκοδομήματος.
Ἀγάπη, πόσην ἁρμονίαν ἐγκλείει ἡ λέξις καὶ πόσον ὕψος ἡ ἔννοια αὕτη.
Ἀγάπη, πῶς κάθε φθόγγος τῆς Ἀπείρου Ἁρμονίας ἐκφέρει τὸ Ὄνομά Σου.
Πῶς κάθε φαινόμενον ἐν τῷ σύμπαντι εἶναι καὶ ἓν μειδίαμα πρὸς κάθε
πνευματικὴν ὀντότητα. Πῶς ἡ γλυκειά Σου ἀναπνοὴ θερμαίνει καὶ κάθε
Σου δημιούργημα. Ὅταν φυσᾷ ὁ ζέφυρος εἰς τὰ μαραμένα τῶν λειμώνων
ἄνθη ὑπὸ τὸ αἰνιγματῶδες ἐκεῖνο φύλλωμα ἀφήνει ν’ ἀκουσθῇ τὸ ὄνομά
σου. Ὅταν ἐκεῖ εἰς τὸν βραχώδη αἰγιαλὸν θραύωνται τῆς θαλάσσης τὰ
κύματα, εἰς τὸν ρυθμικὸν φλοῖσβον, τὸν ὁποῖον ἀφήνουν ἁρμονικά, ἀκούε-
ται τῆς ἀγάπης τὸ ᾆσμα.
Τὸ Πᾶν εἶναι Ἀγάπη. Ὁλόκληρος ἡ φύσις ἐκδηλώνει ἀνὰ πᾶσαν στιγ-
μὴν τῆς Ἀγάπης τὸν Νόμον. Τὰς πρωΐας καὶ τὰς ἑσπέρας, αἱ πρῶται καὶ αἱ
134 Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

τελευταῖαι τοῦ ἀνατέλλοντος καὶ δύοντος ἡλίου ἀκτῖνες ἐκδηλοῦν ἐν τῇ


σκιρτώσει ἢ ἠρεμούσῃ πλάσει τὴν ἀγάπην, ἥτις ἐκδηλοῦται ἐδῶ μὲν μὲ τῆς
ἠοῦς τὸ ἔγερμα καὶ τῆς ἀνατολῆς τὸ μειδίαμα, ἐκεῖ δὲ μὲ τὸ ὕστατον τῆς
ἑσπέρας φίλημα καὶ μὲ τὴν μελαγχολίαν τοῦ λυκόφωτος. Εἰς τὴν ζῶσαν
φύσιν ὑπὸ πλείστας ὡσαύτως μορφὰς ἐκδηλοῦται τῆς ἀγάπης τὸ στοι-
χεῖον. Ἐδῶ μὲν ὡς φίλτρον πρὸς τὰ τέκνα τοῦ πατρὸς καὶ τῆς μητρός, ἐκεῖ
ὡς ἔρως νέου πρὸς παρθένον.
Εἰς τὴν κατωτέραν ζωὴν αἱ αὐταὶ περίπου ὑφίστανται ὑπὸ ἰδιαιτέρας
μορφάς. Ἀλλ’ εἰς τὸν ἄνθρωπον τὸν διφυῆ, τὸ ὂν αὐτὸ τὸ συναισθηματικόν,
ἡ ἀγάπη παρουσιάζεται ὑπὸ μυρίας ἐκδηλώσεις. Ἐκτείνει τὰ ὅρια αὐτῆς
ἀπὸ τοῦ ἀτόμου εἰς τὴν οἰκογένειαν, εἰς τὴν κοινωνίαν, εἰς ὁλόκληρον τὴν
ἀνθρωπίνην τοῦ κόσμου κοινωνίαν, εἰς τὴν ἑτέραν δημιουργίαν, εἰς ὃλην
τὴν ὁρατὴν φύσιν καὶ εἶτα τὴν ἀόρατον.
Καὶ ἰδού, μία τοιαύτη Καθολικὴ Ἀγάπη γεννᾷ ὅλην τὴν χορείαν τῶν
ὑψηλῶν ἐκδηλώσεων τῶν συναισθημάτων, ἅτινα εἶναι τὰ χαρακτηρί-
ζοντα τὴν τελειότητα τὴν πνευματικήν. Ἡ αὐτοθυσία, ἡ αὐταπάρνησις,
ἡ βοήθεια, ὁ σεβασμός, ἡ τιμή, ἡ αἰδώς, ἡ σεμνότης, ἡ πειθώ, ἡ ἀλήθεια, ἡ
δικαιοσύνη ἀκολουθοῦν τὴν Ἀγάπη.
Ἀγάπη, ἡ τελευταία ἐξελικτικὴ βαθμὶς τῆς προοδευτικῆς κλίμα-
κος. Ὅταν πνευματικὸτης τις δυνηθῇ νὰ φθάσῃ εἰς ὕψος πνευματικὸν
τοιοῦτον ὥστε νὰ ἐκτείνῃ τὴν ἀγάπην αὐτῆς εἰς τὴν καθολικότητα τῆς
Δημιουργίας, τότε ἡ πνευματικὴ αὕτη ὀντότης εἶναι λίαν ἐγγὺς πρὸς τὴν
Πηγὴν τὴν Ἀπόλυτον τῆς Ἀγάπης, πρὸς Αὐτὸν τὸν Θεόν. Τί ἄλλο εἶναι ἢ
Αὐτὸς ὁ Θεός;
Ποῖον αἴτιον τὸ ἐξαναγκάσαν τὴν Ἄπειρον ταύτην Δύναμιν νὰ δημιουρ-
γήσῃ τὴν ἀπειρίαν ταύτην τῶν κτισμάτων, ἐν οἷς καὶ ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι, εἰ
μὴ μόνον Σύ; Τί ἄλλο γεννᾷ τῇ ἱερᾷ μελαγχολίᾳ τὴν ψυχικὴν ἀνακούφισιν
καὶ τὴν μυστηριώδη χαρὰν ἢ μόνον Σύ; Ἅπασα ἡ φύσις σὲ ἐκδηλώνει εἰς
πᾶσάν της ἀλλαγὴν εἰς τὸν κόσμον τῆς ζωῆς. Σὺ εἶσαι ἡ Βασίλισσα εἰς τὸν
κόσμον τῶν πνευμάτων, Σὺ εἶσαι ὁ Κυβερνήτης, Σὺ τὸ σκάφος τῆς προόδου
τὸ ἀσφαλές.
Ἀγάπη, εἰς τοὺς ὀλίγους αὐτοὺς φθόγγους περικλείεις τὸ Ἄπειρον
καὶ ἐκφράζεις τὴν Ἀπόλυτον Τελειότητα.
Εἶσαι ὁ ἀσφαλὴς λιμὴν ἐν ᾧ εἰσπλέει τῆς εὐτυχίας τὸ ἀκάτιον, εἶσαι ὁ
βράχος ἐφ’ οὗ οἰκοδομεῖται ἡ Ἰδανικὴ Πνευματικὴ Βασιλεία. Συνέχεις τὰ
Σύμπαντα ἀφοῦ εἶσαι Αὐτὸς ὁ Θεός.
Ὦ Ἀγάπη Ἀνέκφραστος, κατέρχεσαι ἐκ τοῦ Ἀπείρου εἰς τὸ μικρὸν
τοῦτον τῆς φύσεως τμῆμα, τὴν γῆν, καὶ ἐπὶ ἑνὸς λόφου τοῦ Γολγοθᾶ ὑψώ-
νεις διὰ τὸν Ἑαυτόν Σου ἕνα Σταυρόν, καὶ ἀπὸ τοῦ ἀνθρωπίνου σκηνώμα-
τος χαρίζεις τὸν Ἑαυτόν Σου διὰ στοργικῶν βλεμμάτων καὶ γλυκυτάτων
λόγων εἰς τὰ ἐσκοτισμένα λογικά Σου κτίσματα.
Ὦ Ἀγάπη Ἀνέκφραστος, πόσον Ὑψηλὸν καὶ Ἀόρατον καὶ Ἀκατανόητον
τὸ Μέγεθός Σου. Ἦλθες ἐπὶ τῆς γῆς, ὠνομάσθης Ἰησοῦς. Ἐπὶ τοῦ Ἑαυτοῦ
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 135

Σου οἰκοδόμησες τῆς Διδασκαλίας Σου τὸ μέγαρον καὶ ἐπὶ τῶν ὠμοπλατῶν
Σου ἤγειρας τὰ σκοτεινὰ ψυχικὰ τῶν λογικῶν Σου κτισμάτων τάρταρα.
Σύμπασα τῶν Ἀγγέλων ἡ ἄμετρος στρατιὰ καὶ τῶν ἁγνῶν πνευμάτων αἱ
χορεῖαι Σὲ ὑμνοῦσιν.

Ἀγάπη Ἰησοῦ, ὕψωσον καὶ ἡμᾶς, ἵνα Σὲ κατανοήσωμεν, ἵνα Σὲ αἰ-


σθανθῶμεν. Ἀγάπη, Ἀγάπη Ἄπειρος.
2. ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

Ἐν μέσῳ τῶν ποικιλομόρφων ὄντων, ἅτινα διακρίνουσι τὴν ἐκτε-


ταμένην βασιλείαν τῆς ζωῆς, κινεῖται ὡς ὀντότης ζωϊκὴ καὶ ὁ ἄνθρωπος,
προσδίδων μὲ τὴν ζωϊκὴν εὐτέλειαν αὐτοῦ τὴν τελευταίαν ἐκδήλωσιν τῆς
ἀκατανοήτου Ἁρμονίας, τῆς διακρινούσης τὴν πολύμορφον Δημιουργίαν.
Ἐν τῇ ζωϊκῇ αὐτοῦ ἐκδηλώσει ὁ ἄνθρωπος κατ’ οὐδὲν διαφέρει τῆς
περιβαλλούσης αὐτὸν ζωῆς. Γεννᾶται, τρέφεται, ἀναπτύσσεται, κινεῖται,
πολλαπλασιάζεται, θνήσκει. Ἐν γένει δὲ ἐκεῖνο, ὅπερ χαρακτηρίζει καὶ
τὸ ἀνθρώπινον γένος, εἶναι ὁ Νόμος τῆς φθορὰς καὶ τῆς ἀναδημιουργίας.
Πλὴν ὅμως, τῆς ζωϊκῆς αὐτοῦ ἐκδηλώσεως, ὁ ἄνθρωπος παρουσιάζει καὶ
ἐκφάνσεις ἐντελῶς ἀσχέτους μὲ τοὺς νόμους τοὺς διέποντας τὴν ζωήν, ἐκ-
φάνσεις αἵτινες ὁμιλοῦν περὶ τῆς ἐν τῷ ὀργανικῷ αὐτοῦ σκηνώματι ὑπάρ-
ξεως Θείας Ὀντότητος, προσωπικὸτητος ὑπερζωϊκῆς, ὑπερφυσικῆς. Ἡ
Ὀντότης αὕτη, ἡ προσωπικότης αὕτη, δὲν εἶναι ἢ ἡ ψυχή, ἢ μᾶλλον τὸ
πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, ὅπερ μὲ τὰς ἐκδηλώσεις τοῦ νοῦ καὶ τοῦ λόγου
δια­κ ρίνει τοῦτον ἀπὸ τὰς χορείας τῶν λοιπῶν ζωϊκῶν γενῶν καὶ κατα-
τάσσει αὐτὸν εἰς τὰς Κοινότητας τοῦ Πνευματικοῦ, τοῦ Ἀφθάρτου καὶ
Ἀοράτου Κόσμου.
Καὶ ὅπως ὡς ζωὴ δὲν ὑστερεῖ οὐδόλως εἰς ζωϊκὰς ἐκδηλώσεις ὁ ἄν-
θρωπος, οὕτω καὶ ὡς πνευματικότης δὲν ὑπολείπεται εἰς πνευματικὰς
ἐκφάνσεις. Εὐθὺς ὡς λάβῃ λογικὴν ἐπίγνωσιν τῆς ὑπάρξεώς του, ζητεῖ τὸν
λόγον αὐτῆς, ἐρευνᾷ τὰ περὶ αὐτοῦ, διευθύνει τὸν ὀφθαλμόν του καὶ εἰς
τὰ μακρὰν αὐτοῦ καὶ στρέφει τὴν παρατήρησιν αὐτοῦ εἰς τὰ βάθη τῆς ὑπ’
αὐτοῦ κατοικουμένης γῆς. Πλὴν δὲν ἀρκεῖται εἰς ταῦτα μόνον. Παρακολου-
θεῖ τὰ φαινόμενα, ζητεῖ τὰ παραγωγικὰ αἴτια, ἐν τῇ ἀναζητήσει δὲ ταύτῃ
προβαίνει εἰς ἀνακαλύψεις, πρὸ τῶν ὁποίων καὶ ἰλιγγιᾷ. Ἐρευνᾷ τὰ ἔνδον
αὐτοῦ καὶ πτερυγίζει εἰς τὰ ὑπερπέραν. Μανθάνει τὴν καταγωγὴν καὶ γνω-
ρίζει τὴν ἀπαρχὴν αὐτοῦ. Γνωρίζει ἀκολούθως τὸν Θεὸν καὶ αἰτιολογεῖ τὴν
παροῦσαν του κατάστασιν. Καὶ τότε, ἀφοῦ γνωρίσῃ ὅτι εἶναι Εἰκὼν καὶ
Ὁμοίωσις τοῦ Δημιουργοῦ καὶ ἐκπεσοῦσα Θεότης, ἀφοῦ ἀναμετρήσῃ τὸ
μέγεθος τῇς συμφορᾶς του καὶ τὴν ἔκτασιν τῆς Ἀγάπης, τῆς Μακροθυ-
μίας, τοῦ Ἐλέους καὶ τῆς Προνοίας τοῦ Δημιουργοῦ του, συγκεντροῦται
εἰς τὸ ψυχικόν του εἶναι καὶ στέλλει ὕστερον τὴν σκέψιν του, διὰ μέσου
τοῦ Ἀπείρου, εἰς τὸν Θεὸν τῆς Ἀγάπης καὶ τῆς Καλωσύνης.
Καὶ νοσταλγῶν τὴν ζωὴν τῆς πνευματικῆς ἐκστάσεως καὶ τῶν ρεμβα-
σμῶν, ἀφήνει νὰ ἐκφύγῃ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του θερμὴ παράκλησις
πρὸς τὸν Ποιητὴν τοῦ Παντός. Θεώμενος τὰς ἀναριθμήτους ποικιλίας τῆς
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 137

Δημιουργίας καὶ ἀκούων τὴν αἰνιγματώδη συνείδησιν τῆς καθολικῆς ζωῆς,


στρέφει τὰ πνευματικὰ ὄμματα πρὸς τὸν Δημιουργὸν τῶν ὑπερφυῶν θαυ-
μασίων καὶ στέλλει ὕμνον Δοξολογίας πρὸς Αὐτόν, ἀγάλλων ἑαυτὸν ἐν τῇ
καθημερίᾳ πάλῃ αὐτοῦ. Παρακαλεῖ, εὐτυχῶν εὐχαριστεῖ, θαυμάζων ὑμνεῖ
καὶ μεγαλύνει τὸν Πλάστην τῶν πάντων. Ἐν πάσαις ταῖς περιπτώσεσιν
ἀποτεινόμενος ὁ ἄνθρωπος πρὸς τὸν Δημιουργόν του οὐδὲν ἄλλο κάμνει ἢ
προσεύχεται.
Ὥστε ἡ προσευχὴ δὲν εἶναι παρὰ τὸ μέσον ἐκεῖνο διὰ τοῦ ὁποίου
ὁ ἄνθρωπος διακρίνεται τῶν λοιπῶν ζώων, συγκοινωνεῖ μὲ τὴν Ἀπαρ-
χήν του, συνομιλεῖ μὲ τὸ Ὑπερπέραν. Καὶ εἶναι τὸ μόνον μέσον, ὁ μόνος
τρόπος, ἡ μόνη ἰδιότης, ἥτις ἀπέμεινεν εἰς τὸν ἄνθρωπον κατόπιν τῆς
πνευματικῆς του καταδίκης, ἥτις τὸν ἔρριψεν ὀρφανὸν εἰς τὸν κόσμον τῶν
ζωϊκῶν ἐνστίκτων. Ἀλλ’ οὐχὶ μόνον ταῦτα, ἡ προσευχὴ διὰ τὸν ἄνθρωπον
εἶναι τὸ μέσον, δι’ οὗ κατορθοῖ νὰ ἀνέρχεται τὰς βαθμίδας τῆς προ-
οδευτικῆς ἐξελικτικῆς κλίμακος καὶ νὰ ἅπτεται τοῦ κρασπέδου τῆς
Πνευματικῆς Ἀθανασίας.
Πνευματικῶς δὲν ζεῖ ὁ ἄνθρωπος ἢ μόνον διὰ τῆς προσευχῆς, δὲν
ἐξαγνίζεται τῶν ψυχικῶν του κηλίδων ἢ διὰ ταύτης. Ἀντιμετωπίζει τὰς
δοκιμασίας, ὑψώνει σθεναρῶς τὸ παράστημά του εἰς τὰς ἀντιξόους περι-
στάσεις καὶ συντρίβει τὰς ὁρμὰς τῶν παθῶν του διὰ τῆς προσευχῆς καὶ
μόνον. Ὑπομένει, θαρρεῖ, συντρίβει τὸ κακόν, ἐξαγνίζεται, ἀνέρχεται,
Θεοποιεῖται διὰ ταύτης. Ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸν Θεόν, συνομιλεῖ μὲ τοὺς
Ἀγγέλους, ζεῖ εἰς τὰς Ἁρμονίας τοῦ Ἀπείρου καὶ ἐλπίζει εἰς τὴν ἀποκατά-
στασίν του προσευχόμενος.
Τοιαύτη ἡ προσευχὴ καὶ τοιαύτη ἡ ἀξία της. Καὶ Αὐτὸς ὁ Θεάνθρωπος
ὁ Ναζαρηνός, εἰς τρικυμιώδεις στιγμὰς ἐν Γεσθημανῆ, εἰς τὴν προσευχὴν
ἐζήτησε τὴν ἐνίσχυσιν. «Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ
τὸ ποτήριον τοῦτο», ἔλεγεν ὁ ἄνθρωπος ὁ ζωϊκός. Καὶ μετὰ τὴν προσευ-
χήν: «πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ’ ὡς σύ.» (Ματθ. ΚΣΤ΄ 39, Μάρ. ΙΔ΄ 35-36,
Λουκ. ΚΒ΄ 42) Καὶ μήπως κύριον μέρος τῆς Διδασκαλίας Αὐτοῦ δὲν ἀποτε-
λεῖ καὶ ἡ παραγγελία Αὐτοῦ πρὸς προσευχήν;
Ἤθελεν ἀσφαλῶς ὁ ποιμὴν Ἰησοῦς νὰ δείξῃ εἰς τὴν ἀνθρωπότητα,
δι’ ἣν ἔχυσεν τὸ Θεῖον Του Αἷμα, ὅτι τὸ ψυχικὸν τοῦτο καθαρτήριον, ἡ
προσευχή, εἶναι τὸ μόνον στοιχεῖον, τὸ δυνάμενον νὰ κυοφορήσῃ τὴν
Ἰδεῶδη Ἀνθρωπότητα, μὲ τὰς γαληνιαίας ψυχὰς καὶ τὰ Θεοποιημένα
Πνεύματα. Ἤθελεν νὰ μᾶς βεβαιώσῃ ὅτι διὰ τῆς προσευχῆς δυνάμεθα
νὰ ἀτενίσωμεν τὸ Σέλας τοῦ Παραδείσου καὶ νὰ ἀκούσωμεν τὰς συγ-
χορδίας τοῦ Ἀπείρου, ὡς καὶ τὰ ἀσύλληπτα τῶν ὠδῶν τοῦ Καλοῦ καὶ
Τελείου. Μᾶς ἐπηγγείλατο διὰ ταύτης τὴν ἐν τῷ κόσμῳ Οἰκουμενικὴν
Συναδέλφωσιν, ὑπὸ τὴν αἰγίδα καὶ τὸ σκῆπτρον τῆς Ἀγάπης, καὶ Ἀποχρί-
στωσιν ἡμῶν.
Τοιαύτη ἡ προσευχὴ καὶ τοιαύτη ἡ δύναμίς της... Διαθήκη Ἐπουράνιος,
Κλῖμαξ πρὸς Θεοποίησιν.
3. Η ΠΙΣΤΙΣ

Ἡ πίστις, ἡ ὑψίστη καὶ σπουδαιοτάτη τῶν ἐκδηλώσεων, ὁ ἀκρογω-


νιαῖος λίθος τῆς ψυχῆς, ἐφ’ οὗ ἑδράζεται τῆς Ἀγάπης ὁ θρόνος καὶ τῆς Ἐλπί-
δος τὸ καλλίμορφον ἄγαλμα. Εἶναι ἡ αἰτία πάσης συναισθανομένης ὑπάρ-
ξεως. Εἶναι ἡ ἀντανάκλασις πάσης πραγματικότητος, παντὸς ὑποστατοῦ.
Ὑπάρχω· πιστεύω ὅτι ὑπάρχω· καὶ ὑπάρχω ἐπειδὴ πιστεύω ὅτι ὑπάρχω,
ἀναφωνεῖ ἀνὰ πᾶσαν στιγμὴν τὸ ὑποσυνείδητον πάσης συναισθανομένης
μορφῆς, πάσης αἰσθανομένης ζωῆς, τὸ ἔνστικτον «Εἶναι».
Ὅταν παύσῃ ἡ πίστις τῆς ὑπάρξεως καὶ ἡ ὕπαρξις ἡ αἰσθανομένη ἢ
συναισθανομένη ἀποβάλῃ τὸν μόνιμον ὑποστατὸν αὐτῆς χαρακτῆρα, τότε
παύει καὶ αὐτὴ ὑπάρχουσα. Ἡ πίστις εἶναι ὁ κατοπτρισμὸς ἢ ἡ αἰτία ἡ δη-
μιουργοῦσα εἰς τὸ κάτοπτρον τῆς πραγματικότητος τὸ εἴδωλον τοῦ ὑπαρ-
κτοῦ καὶ τῆς συναισθήσεως αὐτοῦ. Ὅταν τὸ εἴδωλον τοῦ ὑπάρχοντος καὶ ἡ
συναίσθησις δι’ αὐτὸ δὲν ὑφίσταται, οὐδὲ τὸ ὑπάρχον ὑπάρχει.
Πίστις εἶναι ἡ αἰτία πάντων τῶν ὑπαρχόντων καὶ πάντων τῶν
συντελουμένων. Ἡ λειτουργία πάντων τῶν νόμων καὶ ἡ ἐνέργεια πασῶν
τῶν δυνάμεων, τῶν διακρινουσῶν τὸ δυναμικὸν σύμπλεγμα τοῦ Παντός,
στηρίζεται καὶ αὕτη ἐπὶ τοῦ νόμου τῆς πίστεως, ὅστις εἶναι ὁ διέπων πάντα
νόμον, πᾶσαν σχέσιν. Πιστεύω ὅτι ὑπάρχω. Ὑπάρχω, ἐπειδὴ πιστεύω ὅτι
ὑπάρχω. Ὑπάρχων κινοῦμαι. Ἡ κίνησις τῆς συναισθηματικῆς ὑπάρξεώς μου
σημεῖον. Ἀλλὰ κινοῦμαι ἐπειδὴ πιστεύω ὅτι δύναμαι νὰ κινηθῶ. Κατὰ ταῦτα
ὁ Νόμος τῆς Πίστεως εἶναι συμφυὴς μὲ πάσαν ὕπαρξιν αἰσθανομένην
ἢ συναισθανομένην. Τίς δύναται νὰ κάμῃ ἓν βῆμα ἂν δὲν πιστεύῃ ὅτι δύ-
ναται νὰ κάμῃ τοῦτο; Ἢ τίς πετᾷ, ἐνῷ στερεῖται πίστεως πρὸς πτῆσιν; Καὶ
τίς ἠδυνήθη νὰ πιστεύσῃ τι καὶ πιστεύσας δὲν τὸ κατώρθωσεν;
Πάσης δυνάμεως προηγεῖται ἡ πίστις. Πιστεύω ὅτι δύναμαι καὶ οὐχὶ
δύναμαι ἐφ’ ᾧ καὶ πιστεύω. Ἡ πίστις εἶναι ὁ μοχλός, δι’ οὗ δύναταί τις νὰ
μετατοπίσῃ πᾶσαν σχέσιν καὶ νὰ δημιουργήσῃ ἑτέραν. Εἶναι τὸ μέσον ἢ
ἡ κλείς, δι’ ἧς δύναταί τις νὰ θέσῃ εἰς ἐνέργειαν πάντα νόμον, νὰ ἐπιτύχῃ
οἵαν βούλεται πλοκὴν καὶ νὰ παρουσιάσῃ ὅπερ ἐπιδιώκει ἀποτέλεσμα. Εἶ-
ναι πάσης παραγωγῆς τὸ αἴτιον, παντὸς λειτουργοῦντος νόμου ἡ δύνα-
μις. Εἶναι ὁ ἄξων τῶν δυναμικῶν στροφῶν πάσης φύσεως. Εἰς τὸν ἄνθρω-
πον ἡ πίστις εἶναι ὁ νόμος ὁ διακρίνων τῆς ἑνιαίας αὐτοῦ προσωπικότητος
τὸ συνειδητόν. Πάντα τὰ διέποντα αὐτὸν στοιχεῖα ἔχουσιν ὡς ἀφετηρίαν
τὸ στοιχεῖον τοῦτο τῆς πίστεως. Τὸ βουλητικόν, τὸ δυναμικὸν καὶ τὸ συ-
ναισθηματικόν, ὅπερ σκεπτικὸν ἢ λογικὸν στοιχεῖον, ἀπορρέουσιν ἐκ τῆς
πίστεως. Ἐπιθυμῶ τι, ὅπερ δύναμαι καὶ νὰ ἔχω. Τὸ βούλεσθαι γεννᾶται
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 139

ἐκ τοῦ δύνασθαι, τοῦτο δὲ ἐκ τοῦ πιστεύειν. Ἀλλὰ τὸ πιστεύειν αἰτία καὶ


αἰτιατὸν τοῦ «Εἶναι» τοῦ ἀνθρώπου, ὅπερ «Εἶναι» ἐκδέχεται ὡς συναισθά-
νεσθαι καὶ σκέπτεσθαι. Τὸ δὲ σκέπτεσθαι ὑπάρχειν. Ἀλλὰ τὸ σκέπτεσθαι ἐκ
τοῦ πιστεύειν εἰς τοῦτο.
Ἡ πίστις εἰς τὸν ἄνθρωπον εἶναι ἡ δημιουργικὴ δύναμις, ἥτις ἐπιτρέπει
εἰς τοῦτον τὴν δημιουργίαν πάσης αὐτοῦ καταστάσεως καλῆς ἢ κακῆς.
Εἶναι ὁ Νόμος τῆς προόδου, εἶναι τὸ μέσον πάσης ἐξελίξεως. Εἰς τὸ ψυ-
χικὸν μέρος τοῦ ἀνθρώπου ἡ πίστις εἶναι ὁ κλίβανος, ἐν ᾧ δοκιμάζονται
παντὸς συναισθήματος ἡ παραγωγὴ καὶ ἡ ἀρχὴ πάσης ἀποφάσεως.
Εἶναι τὸ μέτρον τὸ ὁρίζον τὴν διάρκειαν πάσης δράσεως, εἶναι ἡ ἀφετη-
ρία, ἀφ’ ἧς ὁρίζεται πᾶσα τροχιά. Εἶναι τὸ στοιχεῖον παντὸς ἐπιτευκτοῦ
καὶ παντὸς νοουμένου ἡ ὕπαρξις. Εἰς πᾶσαν δρᾶσιν ἡ πίστις ἐπὶ τῇ ὑπάρξει
τινὸς δημιουργεῖ καὶ τὴν Ἐλπίδα διὰ τὴν ἐπίτευξιν. Ἡ δὲ ἐλπὶς εἶτα ἐκτει-
νομένη δημιουργεῖ τὴν πεποίθησιν καὶ οὕτω νῦν μὲν διατηρεῖ αὕτη ἐν
ἐνεργείᾳ νόμον τινὰ νῦν δὲ ἐπιτυγχάνει σκόπιμόν τι. Ἡ ἐλπίς, ἁπλουμένη
ἐπὶ παντὸς ὁρωμένου ἢ ἀοράτου, δημιουργεῖ τὴν πίστιν διὰ τὴν ὕπαρξιν
τούτων· καθ’ ὅτι πᾶν ὅπερ νοεῖται ὑπάρχει. Οὕτω δὲ ἡ πίστις συγκρατεῖ
εἰς τὴν ἐξελικτικὴν τροχιὰν τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος τὰ προοδευ-
τικὰ στοιχεῖα καὶ ἐπιτυγχάνεται ἡ ταχυτέρα ἄνοδος καὶ ἡ ἐπίτευξις τῶν ὡς
πιστευομένων ἐλπιζομένων. Ἡ πίστις εἶναι ὁ σπουδαιότερος νόμος τῆς
πνευματικῆς ἐξελίξεως.
Ἐκ τοῦ δεσπόζοντος τούτου νόμου ἀπορρέουν οἱ νόμοι τῆς θελήσεως
καὶ τῆς ἐπιβολῆς καὶ αἱ ἐκδηλώσεις τῆς ὑπομονῆς καὶ ἐπιμονῆς, περικε-
καλυμμέναι ἀπὸ τὴν χλαμύδα τῆς ἐλπίδος, πάντα δὲ ταῦτα ἐν συνειρμῷ
καθορίζουν τὸ δυναμικὸν πεδίον πάσης πνευματικότητος. Οὕτω δὲ πάσα
πνευματικὴ ὀντότης, ἀναπτύσσουσα τὸ συμφυὲς τοῦτο τῆς πίστεως στοι-
χεῖον, κατορθοῖ διὰ τούτου, ὅπως ἀκολουθήσῃ τὴν πνευματικὴν αὐτῆς τρο-
χιὰν στρεφομένη ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τὴν πνευματικὴν ζωήν.
Πάντα τὰ δρῶντα ἐν τῷ ἀνθρώπῳ συστήματα νόμων, ἐκδηλοῦντα μίαν
κατ’ ἀρχὰς μορφὴν ἐνεργείας, φαίνονται μετὰ ταῦτα ἐνεργοῦντα καὶ ἄλλως
καὶ ὑπὸ μορφὴν ἐντελῶς ἀντίθετον, εἰ καὶ κατὰ βάθος τὴν αὐτὴν καὶ ὁρίζο-
ντα νέαν κατάστασιν δράσεως, νέαν τροχιὰν ἐξελίξεως. Πάντες οἱ νόμοι,
οἱ τὸ ὑλικὸν ὅλον διέποντες, δίδοντες αὐτῷ κατεύθυνσιν πρὸς τὴν ὕλην,
φαίνονται ὥσπερ ἀναιρούμενοι ἀπὸ τοὺς νόμους τοὺς διέποντας τὸ πνευ-
ματικὸν εἶναι αὐτοῦ, οἵτινες δίδωσι τῷ ἀνθρώπῳ ὤθησιν καὶ κίνησιν ἄκρως
ἀντίρροπον αὐτῆς ἣν εἶχε πρίν, ὅταν ἄρχεται διαγράφων τὴν καθαρῶς
πνευματικὴν τροχιάν, καλλιεργῶν τὸ στοιχεῖον τῆς πίστεως. Πλὴν ὅμως
πάντες οἱ νόμοι, τὴν αὐτὴν διαγράφοντες τροχιάν, τὴν αὐτὴν τῆς ἐνεργείας
ἐκδήλωσιν ποιοῦνται, εἴτε ὡς νόμοι ὕλης, εἴτε ὡς τοιοῦτοι πνεύματος. Οὐ-
δεμία ἀναίρεσις λαμβάνει χώραν, οὐδεμία κίνησις ἐξουδετεροῦται, οὐδεμία
ἐνέργεια γίνεται εἰκῇ καὶ ὡς ἔτυχεν, οὐδὲν ἄρρυθμον, οὐδὲν ἐν τῷ ἀπολύτῳ
πρὸς ἓτερον ἀντίθετον. Πάντα ἐξ ΕΝΟΣ καὶ δι’ ΕΝ. Μία ἡ ροπὴ τῶν ἀπει-
ραρίθμων δυνάμεων μὲ τὰς ποικίλας κατευθύνσεις. Τὸ σχετικῶς ἀντίρ-
140 Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

ροπον τούτων δὲν εἶναι ἐν τῷ ἀπολύτῳ ἢ αὐτὸ τὸ ὁμόρροπον. Ἡ πίστις


ὡς στοιχεῖον, ὡς νόμος, ἀναιρεῖ τὸν νόμον τῆς ἕλξεως. Ἀλλὰ τίς δύναται
νὰ βεβαιώσῃ τοῦτο, ὅταν δύναται ἕτερος νὰ στηρίξῃ εἰς τὴν φαινομενικὴν
ταύτην ἀναίρεσιν τὴν πραγματικὴν τοῦ νόμου τούτου δράσιν; Οἱ νόμοι
ὡσαύτως τῆς ὀπτικῆς φαίνονται ἀναιρούμενοι εἰς ἐκδηλώσεις πνευματι-
κάς. Ἀλλὰ τίς δύναται νὰ ἀρνηθῇ ἡμῖν τὴν τότε τελείαν τούτων ἐνέργειαν;
Ὁ νόμος τῆς πίστεως μεταβάλλει μήπως τὰς ὑπαρχούσας ὑλικὰς σχέσεις,
ἀναιρεῖ λειτουργίας νόμων, ἀλλάσσει ἰδιότητας, ἀνατρέπει ἀρχὰς καὶ ἀδρα-
νεῖ δυνάμεις; Καὶ τότε ποῦ ἡ ἁρμονία τοῦ Σύμπαντος; Τὸ κατὰ φύσιν ἀκο-
λουθεῖται ἀπὸ τὸ ὑπὲρ φύσιν; Ἢ μήπως ἡ φαινομενικὴ αὕτη μετάπτωσις
Αναλλοιώτων νόμων ἀπὸ δρώντων εἰς ἀδρανεῖς, διὰ τοῦ στοιχείου τούτου
μᾶς ὁμιλεῖ περὶ ταυτοσκοπίμου πλὴν ἰδιομόρφου ἐνεργείας, τεινούσης
πρὸς τὸ αὐτό ΕΝ, καὶ δρώσης ἀναλογικῶς καὶ συμφώνως;
Ὑπερβασίαι φυσικαὶ καὶ τυχαῖαι δράσεις, λειτουργίαι ἄσκοποι καὶ
ἐνέργειαι ἀντίθετοι διέπουν ἄρα τὴν Ἄπειρον Δημιουργίαν, ἢ τὸ Πᾶν, πα-
ραλλήλως ἡρμονισμένον καὶ συγγενικῶς συνεχόμενον, τὸ Πᾶν ὑπερφυ-
ῶς καὶ σοφώτατα ρυθμιζόμενον, παρουσιάζει τὴν μίαν καὶ μόνην Σκο-
πιμότητα, τὴν Ἐξέλιξιν, τὴν συντελουμένην εἰς πάντα ἐν τῷ μέσῳ τῶν
ἀπείρων λειτουργιῶν καὶ ἐκφάνσεων;
Καὶ ἐὰν οἱ ἄπειροι νόμοι, αἱ ἀρχαί, αἱ ἰδιότητες ἢ αἱ δυνάμεις αἵτινες
διέπουσιν πᾶσαν φύσιν ἐν τῷ συνόλῳ αὐτῷ ὁρίζουσιν αὐτὴν τὴν Ἄπειρον
Θεότητα, τότε πῶς δύναται νὰ κατανοηθῇ ἡ Ἁρμονία τοῦ Παντοδυνάμου,
ὅταν νόμος εἷς ἢ δύναμις μία ἀναιρεῖ ἑτέραν; Ἢ μήπως ἡ φαινομενικὴ αὕτη
ἀναίρεσις δὲν εἶναι ἢ ἡ διαδοχὴ νόμων; Ἢ μήπως τὸ ἓν μεταπίπτει ἀπὸ τῆς
μὲν ἐνεργείας τοῦ νόμου εἰς τὴν δὲ τοῦ ἑτέρου, διαδεχομένου τὸν πρῶτον;
Ἄνθρωπε, μὴ πίεζε τὸν πεπερασμένον σου νοῦν, ἵνα χωρέσῃ τὸ
Ἄπειρον. Μὴν ἀναστατεῖς κατὰ τῶν γνώσεών σου. Μὴ θεωρήσῃς ἐν τῇ
ἀγνοίᾳ σου καταστροφὴν τοῦ οἰκοδομήματός σου τῶν γνώσεων, τὴν
γέννησιν τελειοτέρων τοιούτων. Ἢ μήπως ἐνόμισες ὅτι πᾶν, οὗτινος ἔχει
ὡς ἀληθοῦς ἀπολύτως, εἶναι καὶ τοιοῦτον; Καὶ ἐὰν οὕτω, μήπως ἐνόμισες
ὅτι ἐντὸς στενωτάτου κύκλου ἐνεργείας νόμων, οὓς ἐν τῷ βάθει ἠγνόη-
σες, ἐγκλείεται πᾶσα δρᾶσις, πᾶσα κίνησις, ἐνέργεια καὶ ὑπόστασις;
Ἡ πίστις, νόμος συμφυὴς μὲ τὰ συναισθανόμενα ὄντα, ἐνεργουμένη
φαίνεται ὡς καταστρέφουσα τὰ νομικά σου ἀξιώματα, ὡς ἀναιροῦσα θε-
σπιζόμενα καὶ ὡς καταστρέφουσα τὰ ἁρμονικῶς λειτουργοῦντα τῆς φύ-
σεως. Ἀλλ’ οὐχί. Ἡ πίστις προσθέτει εἰς τὸ ὅλον ἡρμονισμένον σύστημα
τοὺς τροχοὺς τῆς ἀνωτέρας και πληρεστέρας ἁρμονικῆς λειτουργίας,
ἐκδηλοῖ διὰ τῆς ἐνεργείας της τὴν ὕπαρξιν δυνάμεων, διακρινουσῶν τὸ
ἀνώτερον «Εἶναι» τοῦ ἀνθρώπου, χρησιμεύει ὡς στοιχεῖον ὠθοῦν μὲ
παμμεγίστην δύναμιν πρὸς τὸ ὕψος ἐξελικτικῆς πνευματικῆς κλίμακος
τὴν τοῦ ἀνθρώπου κυρίαν προσωπικότητα. Εἶναι ἡ δύναμις ἡ συντηροῦ-
σα τὰ θρησκευτικὰ ἰδεώδη τῶν κοινωνιῶν, εἶναι ἡ τροφὴ ἡ τρέφουσα
τὸν ὀργανισμὸν τοῦ ἱεροῦ καὶ μὴ φανατισμοῦ.
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 141

Εἰς τὸ ψυχικὸν «Εἶναι» τοῦ ἀνθρώπου, τὸ σπέρμα τοῦτο τῆς πίστεως,


ταχὺ βλαστάνον, ἀναπτύσσεται καὶ γίνεται κατὰ μικρὸν τὸ εὐθαλὲς δέν-
δρον, τὸ μέγεθος τοῦ ὁποίου σκιάζει πάντα τὰ λοιπά. Γεννᾷ ἡ πίστις πλη-
θὺν ἑτέρων συναισθημάτων, ἅτινα ἐν τῇ διαδοχῇ αὐτῶν ἀποτελοῦν τὸν
μόνον δυναμικὸν ὀργανισμὸν τοῦ ἀνθρώπου, δι’ οὗ οὕτος ἐν τῇ ζωϊκῇ του
ταύτῃ διαδρομῇ, ὑφίσταται ἐν ὑποστάσει ἐνεργῷ.
Ἡ πίστις ὁρίζει καὶ διατηρεῖ πᾶσαν δράσιν. Ἡ πίστις ἐπιβάλλει
πᾶσαν θυσίαν. Ἡ πίστις ἐλευθεροῖ, τονώνει, ἐπιτυγχάνει, σκορπᾷ
καρτερίαν, γεννᾷ ὑπομονήν. Ἡ πίστις μεταπλάττει, ἡ πίστις μετα-
τοπίζει, ἡ πίστις συνθέτει καὶ ἀποσυνθέτει. Διὰ τὰς κοινωνίας εἶναι ὁ
μόνος δαυλός, ὁ θερμαίνων αὐτάς. Διατηρεῖ τὰς θρησκευτικὰς ἀρχάς, τὰ
πατριωτικὰ φρονήματα, τὰ ἠθικὰ ἔνστικτα καὶ τρέφει τὰ τῆς ἀποστολῆς
αὐτῶν ὄνειρα καὶ ἀποτίκτει τὴν πρόοδον.
Ἡ πίστις, τὸ σπουδαιότατον τοῦτο ψυχικὸν στοιχεῖον, ἡ ὑψίστη τῶν
ἐκδηλώσεων, ἡ αἰτία τῆς διατηρήσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκτείνει τὰς πτέρυ-
γάς της εἰς τὸν Ἄπειρον Οὐρανὸν τῆς Ἀγάπης καὶ ἐφάπτεται τῶν χωρῶν
τῆς Ἐλπίδος. Ἐγγίζει τὰ κράσπεδα τοῦ Ἀπείρου καὶ κινεῖται πρὸς τοὺς
κόσμους τοῦ Πέραν. Ἐξαπολύει τὰς ἀστραπάς της εἰς πάντα κόσμον καὶ
ἐνατενίζει τῆς Ἀγάπης τὸν Θρόνον.
Μὲ τὸ μαγικόν της ποτὸν τοὺς θνητοὺς μεταβάλλει εἰς Ἀθανάτους.
Ἀνοίγει τῆς Οὐρανίου Ἐδὲμ τὰς πύλας καὶ ὑποτάσσει τῶν μαινομένων
στοιχείων τὰς ὁρμάς. Δημιουργεῖ τὴν πνευματικὴν πρόοδον καὶ κρατεῖ εἰς
τὸ «Εἶναι» τὰς συναισθανομένας ὑποστάσεις, διατηρεῖ τὴν Ζωήν. Πιστεύω
ὅτι ὑπάρχω. Ὑπάρχω, ἐπειδὴ πιστεύω ὅτι ὑπάρχω. Πίστις. Οὐρανία ἐκ-
δήλωσις, Θεῖον στοιχεῖον, Ἄπειρος Δύναμις. Κρατεῖς τὸ Σύμπαν τῶν
συναισθανομένων κόσμων, διατηρεῖς τὴν Ἄπειρον Ζωήν. Πίστις,
γενέτειρα τοῦ παντός.
4. ΠΕΡΙ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

Μουσική, κοινὴ ἔκφρασις, ἔκφρασις λέξεων καὶ τόνων. Λέξεων, διότι


δὲν δύναται νὰ προσδώσῃ τὸν κανονικὸν εἱρμὸν τῆς ἐκφάνσεως καὶ ἐκ-
δηλώσεως τῆς κατανοητέας μουσικῆς, ἡ ὁποία ἀντηχεῖ εἰς ἐλαχίστους
τόνους, τοὺς ὁποίους δύναται νὰ συλλάβῃ τὸ ἀνθρώπινον οὖς καὶ φέρει
αὐτὸν εἰς ἔκστασιν, ἀνυψῶν αὐτὸν ὕπερθεν τῶν ἐγκοσμίων ἀντιλήψεων,
εἰς μίαν ἄλλην σφαῖραν ἐξιδανικευμένην, ἐκεῖ ὅπου ὁ νοῦς σταματᾷ καὶ μό-
νον ἡ πνευματικὴ διαισθητικότης τανύει τὰς πτέγυράς Της, διὰ νὰ ἀντλή-
σῃ ἐκ τοῦ Κορυφώματος τῶν παλμῶν τὸ Θεῖον Ἐναρμόνισμα, τὸ ὁποῖον
καταδηλοῖ τὴν αἴσθησιν καὶ πραΰνει τὰ νεῦρα.
Μουσικὴ ἀδύνατος, ἀσύγκριτος μὲ τὴν φυσικὴν μουσικὴν τοῦ ἐνά-
στρου Οὐρανοῦ, τοῦ διαχέοντος εἰς τὰ πέρατα τοῦ Ἀπείρου κόσμου τοὺς
ἐναρμονίους ἤχους τοῦ παντός. Μουσική, ὄργανον ἀκαλαίσθητον, τὸ
ὁποῖον διαχέει τοὺς βαρυήχους ἤχους της, διὰ νὰ καθηδύνῃ τὴν ἀμβλεῖαν
ἀντίληψιν τῶν ἔτι ἀμβλυτέρων νεύρων τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Μουσι-
κὴ τέλος, ἡ ὁποία προσπαθεῖ νὰ προσαρμόσῃ τοὺς πόδας τῆς Ὑπερτάτης
Ἁρμονικότητος, ἡ ὁποία διαχέεται εἰς ὑπερευαισθήτους ἀναπάλσεις τόσον
ἐναρμονίους, ὅσον καὶ μὴ ἀντιληπτάς, ἀπὸ τοῦ ἄνθους καὶ τοῦ φτερουγί-
σματος τῶν ἐντόμων, μέχρι τῶν κοτυλῶν τοῦ Ὑπερτάτου Ἀετώματος τῶν
Οὐρανῶν τῶν ἐνάστρων.
Δὲν εἶναι δυνατὸν ν’ ἀντιληφθῆτε τὸ μέγεθος τοῦ ὀργάνου τούτου
τοῦ μουσικοῦ, τοῦ ὑπερμεγέθους καὶ καταμεριζομένου εἰς τόσας λεπτε-
πιλέπτους ἀναπάλσεις, ὅσας περικλείει κινήσεις τοῦ ἀπείρου ἡ διέλευσις,
ἐν τῷ ἀχανεῖ τοῦ αὐτοῦ ἀπείρου χώρῳ. Οἱ ἦχοι, οὓς τὸ ἀνθρώπινον οὖς
συλλαμβάνει, ἀνέρχονται εἰς 20.000 παλμικὰς κινήσεις τοῦ αἰθέρος, κατα-
μεριζομένου τοῦ βαρυτέρου ἤχου εἰς 15 ἀναπάλσεις κατὰ δευτερόλεπτον.
Ἆρα γε μεταξὺ τοῦ μικροῦ τούτου διαστήματος περιορίζεται ἡ Ἐναρμόνιος
Μουσικὴ τοῦ Παντός;
Ἑκάστη κίνησίς ἐστι παλμός, ἀλλ’ ἕκαστος παλμὸς πάλιν, καλῶς γνω-
ρίζομεν, ὅτι ἐστὶ μουσική, μουσικὴ κανονίζουσα τὴν ἁρμονίαν αὐτῆς, μὲ
τὰς καταπιπτούσας εἰς τὸ οὖς ἡμῶν ἀναπάλσεις. Θάρρος θ’ ἀπητεῖτο μέγα,
ὅπως κανονίσῃ τὴν ἁρμονίαν τοῦ ἀνθρωπίνου ὠτός, μὲ τὴν ἁρμονίαν τῶν
κινήσεων τῶν παλμῶν τῶν ἤχων τῆς ὑπερτάτης μουσικῆς, τῆς παραγο-
μένης ἐκ τῆς ἐν τῷ ἀπείρῳ παλλούσης καὶ ὀργώσης ζυμώσεως καὶ κινή-
σεως, τῆς ἐκδηλούσης αὐτὴν καθ’ ἑαυτὴν τὴν ζωήν. Τὸ πᾶν εἶναι κίνη-
σις, ἀέναος κίνησις, ἡ ὁποία παράγει ἐν ἑκάστῃ αὐτῆς ἀναπάλσει καὶ
ἓνα ἦχον καὶ μίαν ἐναρμόνιον μουσικὴν καὶ μίαν ἐκδήλωσιν ζωῆς. Ἡ
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 143

ζωὴ ἄρα εἶναι μουσικὴ καὶ ἡ μουσικὴ συγκινεῖ καὶ συναρπάζει καὶ συγκλο-
νίζει καὶ καθηδύνει τὰς εὐαισθητοτέρας χορδὰς τῆς ἐκδηλώσεως τῆς ζωῆς,
αἱ ὁποῖαι ἀντικατοπτρίζονται ἐν τοῖς αἰσθητηρίοις τῶν νεύρων.
Ἂν ὁ κόσμος ἐσύρετο ὑπὸ μιᾶς οἱασδήποτε μηχανικῆς δυνάμεως, ὁ
ἐκκωφαντικὸς κρότος αὐτῆς θὰ παρέλυε τὰ ὠτακουστικὰ ὄργανα τῶν
ἀντιπροσώπων τῆς ὑπαρχούσης καὶ δρώσης ζωῆς. Ἀλλὰ ἡ ἐναρμόνιος ταξι-
θέτησις ἑκάστης ἐκδηλουμένης ἠχητικῆς ἀποχρώσεως εἶναι τοιαύτη ὥστε
οἱ ἦχοι, διατεμνόμενοι εἰς μυριάδας μυριάδων τρισεκατομμυρίων παλμι-
κῶν κινήσεων, νὰ διαφεύγουν τὰ αἰσθητήρια ὄργανα τοῦ ὠτός, τὰ ὁποῖα
μόνον 20.000 παλμικὰς κινήσεις δύνανται νὰ συγκρατήσουν.
Ἡ ὑπερτάτη αὕτη κορύφωσις τῆς ἁρμονίας πηγάζει ἐκ τῆς Ἀπο-
λύτου Ἁρμονίας τοῦ Ὑπερτάτου Νοός, ὁ ὁποῖος ἐν τῇ Ἀνεξαρτήτῳ
Αὐτοῦ Αὐτοβουλήσει, ἐκανόνισε τὰς σχέσεις τῶν διαφόρων χορδῶν
τοῦ μεγίστου Παγκοσμίου ὀργάνου, τὸ ὁποῖον καλεῖται Φυσικὴ τοῦ
Σύμπαντος Ἀπείρου Μουσική.
Εἰρήσθω ὅτι ὁ ἦχος διὰ νὰ γίνῃ ἀντιληπτὸς παράγει ἴδια ἀποτελέ-
σματα, τὰ ὁποῖα συνοψίζονται ἐν ἠχητικῇ ἁρμονίᾳ καὶ δέον νὰ παραχθῇ
ἐντὸς τῶν ὁρίων τοῦ ταχθέντος ὁρίου τῶν 20.000 παλμικῶν κινήσεων τοῦ
ἀπείρου, ἄνευ τοῦ ὁποίου ἡ ἐκδήλωσις ἤχων ἁρμονίας δὲν εἶναι ἀντιληπτή.
Ἀλλὰ μήπως τὸ φῶς, ὁ ἠλεκτρισμός, τὸ ράδιον, πᾶσαι αἱ ἀκτῖνες, πᾶσαι αἱ
δυνάμεις, αἱ ἀντιστοιχοῦσαι πρός τινα κίνησιν, δὲν ἀποτελοῦνται ἐκ κρα-
δασμῶν, οἱ ὁποῖοι μεταβαλλόμενοι εἰς ἀναπάλσεις, εἰς ἤχους, δὲν παρά-
γουν σχετικὴν ἁρμονίαν μουσικήν, πολὺ ἀνωτέραν τῶν αἰσθητηρίων τοῦ
ἀνθρωπίνου σώματος, τῆς ἀνθρωπίνης ἀντιλήψεως, τὴν ὁποίαν τὰ νεῦρα
ἀδυνατοῦν νὰ ἀποδεχθοῦν, ἐκ τοῦ ἀπείρου καὶ λεπτεπιλέπτου ἐναρμονίου
ἀριθμοῦ των;
Ἂν τὸ φῶς, ὁ ἠλεκτρισμὸς καὶ τὸ ράδιον κυμαίνωνται μεταξὺ τῶν 320
ἑκατομμυρίων παλμικῶν κινήσεων μέχρι 75 τρισεκατομμυρίων ἀναπαλ-
μῶν, ἐξικνούμενοι μέχρι τῶν ἀγνώστων ὁρίων τῆς διαλανθανούσης ὑμᾶς
ἀπειρίας ἑτέρων δυνάμεων ἀντιλήψεως, δύνασθε ἔστω καὶ κατὰ φαντα-
σίαν ν’ ἀντιληφθῆτε τὴν γινομένην ἐναρμόνιον μουσικὴν εἰς διάχυσιν
παλμικῶν κινήσεων, ἀντιστοιχουσῶν ἐναρμονίους ἤχους ἀνερχομένους εἰς
πεντάκις δισεκατομμύρια ἐπὶ τοῦ τετραγώνου;
Οὐδεὶς ἀνθρώπινος συλλογισμὸς δύναται νὰ συλλάβῃ τὴν μουσικὴν
τοῦ Ἀπείρου, ἀφοῦ πρὸ τῆς ἀκατανοήτου τεχνικῆς ἡ φαντασία κορυφοῦται
εἰς ὕψη ἄφθαστα, ζητοῦσα νὰ συναποκομίσῃ ἐξ αὐτῆς τὴν ἀδύνατον κα-
τανόησιν τῆς ἁρμονικότητος. Μουσικὴ τέλος ἐστὶν ἡ ἀπήχησις τῶν κι-
νήσεων τοῦ Παντὸς ἐν σχέσει πρὸς τὴν κίνησιν τῶν ἀτελῶν ἀποδοχῶν
τῶν κινήσεων τούτων τῶν αἰσθητηρίων ὀργάνων τῆς ζωῆς.
Ὁλόκληρον τὴν Δημιουργίαν, πᾶσαν φύσιν ὁρατὴν καὶ ἀόρατον, χαρα-
κτηρίζει κίνησις γινομένη κατά τινα φυσικὸν τρόπον, ἀκολουθοῦσα ἴδιον
νόμον καὶ δημιουργοῦσα πᾶσαν μεταβολήν. Τίποτε τὸ στάσιμον εἰς τὸ
Ἄπειρον Κράτος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ὁ Θεὸς ἐν τῇ Ἀπειρότητί Του εἶναι Ἄπει-
144 Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

ρος Κίνησις. Δὲν θὰ εἴμεθα μακρὰν τῆς Ἀληθείας, ἂν παραδεχώμεθα ὡς τὸ


κύριον χαρακτηριστικὸν τοῦ Δημιουργοῦ τὴν Κίνησιν, ἥτις ὡς στοιχεῖον
τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἐπιτελοῦσα τὴν Δημιουργίαν τῶν κόσμων ἐν τῇ Συν-
θέσει, ἥτις εἶναι τὸ Δημιουργεῖν.
Πᾶσα ὅμως κίνησις γίνεται ἁρμονικῶς ὡς πρὸς πᾶσαν ἄλλην, ὥστε οὐ-
δέποτε νὰ ἐπέρχηται σύγκρουσις κινήσεων πρὸς ἀναίρεσιν αὐτῶν. Καὶ αὐταὶ
αἱ ἀντίθετοι κινήσεις δημιουργοῦν τὴν σύνθεσιν, ἥτις εἶναι ἁρμονία.
Πᾶν ὅμως ὑφιστάμενον ἔχει καὶ τὴν ἐκδήλωσιν αὐτοῦ. Καὶ ἡ κίνησις, ὡς
στοιχεῖον αὐτῆς τῆς Δημιουργίας, ἐκδηλοῖ τὴν ἁρμονίαν αὐτῆς ἐν τῷ συνόλῳ
διὰ τοῦ ἤχου. Ἐπειδὴ δὲ αἱ κυριώδεις μορφαὶ τῆς Ἀπείρου κινήσεως εἶναι
ὀκτώ, ἰσάριθμοι εἶναι καὶ αἱ ἀντίστοιχοι ἐκφάνσεις τοῦ ἤχου, ὁρίζουσαι
τοὺς ὀκτὼ ἤχους τῆς Ἀπείρου Ἁρμονίας. Ἐπερχόμεναι ἀπὸ τὸ Ἄπειρον αἱ
ὀκτὼ ἄπειροι ρυθμικαὶ κυμάνσεις διαχέονται εἰς τὸ Ἄπειρον. Εἰς τὰ μεταξὺ δὲ
τῶν ἀπείρων ἁρμονικῶν κυμάνσεων διάκενα, ἀπέραντοι ἄλλαι μουσικαὶ ἄπει-
ροι, ὡς τὸ Ἄπειρον, μακράν μὲν τοῦ Κέντρου τῆς Ἁρμονίας, τεραστίου μήκους
ἢ πλάτους, μὲ ἀπείρως ἀραιοτάτους κραδασμούς, ὅσον δὲ πλησιά­ζουν πρὸς
τὸ κέντρον μὲ μῆκος μικρότερον, μὲ αὐξανόμενον ἀριθμὸν ­παλμῶν ἄχρις οὐ
εἰς τὸ κέντρον ὁ ἀριθμὸς τῶν παλμῶν γίνει ἐν τῇ σμικρότητί του Ἄπειρος τὸ
μήκος καὶ τὸ πλάτος, ἀσύλληπτοι ὑφίστανται ἁρμονικαὶ κυμάνσεις. Οἱ ἀντί-
στοιχοι τούτων ἀριθμοὶ εἶναι ἀσύλληπτοι διὰ τὸν ἀσθενῆ ἡμῶν ἐγκέφαλον
καὶ ἡ ἀνακάλυψις αὐτῶν πάντῃ ἀδύνατος, ἤθελε γεννήσει ἀληθῆ ἴλιγγον. Ἐκ
τῶν ἀπείρων ἁρμονικῶν στόνων μόνον ἀσθενῆ αἰσθανόμεθα τὴν ἠχὼ τῶν
ὀκτὼ κυριωδῶν, οὓς ἐκδηλοῦμεν ἐν τῇ ἁρμονικῇ ἡμῶν κ­ λίμακι.
Ὦ, πόσον ἀσθενὴς τυγχάνει ἡ μουσικὴ ἡμῶν ἐκδήλωσις. Πόσον θὰ
ἄφηνε ἀσυγκίνητον πνευματικὴν ὀντότητα, ἧς τὰς λεπτὰς ἀκουστικὰς
χορδὰς κραδαίνουν οἱ ἀνεπαίσθητοι τοῦ ἀπείρου στόνοι καὶ κρούουν αἱ
ἀπείρως λεπταὶ τῆς Δημιουργίας ἀναπάλσεις, καὶ σείουν οἱ τῶν πέραν καὶ
ὑπερπέραν κραδασμοί. Κάθε κίνησις τῶν ἀπείρων ἡλιακῶν συστημάτων,
ἢ κάθε ἑνὸς τῶν ὑπερμεγέθων ἀστρικῶν σωμάτων, ὡς καὶ ἡ κίνησις αὐτοῦ
τοῦ ἀπειροελαχίστου μορίου, ἀποτελεῖ μουσικὴν ἁρμονίαν, τὴν ὁποίαν αἱ
πνευματικαὶ καθαρῶς ὑπάρξεις αἰσθάνονται ἐν ὅλῃ αὐτῆς τῇ ἀλλασσούσῃ
καὶ παραδόξῳ χροιᾷ.
Πᾶσα κίνησις εἶναι παλμῶν ἄθροισμα καὶ αὐτὴ ἡ θερμότης, ὡς
οὗσα κίνησις, τί ἄλλο εἶναι ἢ κυμάνσεις κραδαινομένων μορίων; Πᾶς
ὅμως κραδασμὸς ἔχει κατὰ γενικὸν φυσικὸν κανόνα ἐπακόλουθον
ἦχον, ὅστις ποικίλει εἰς ἔντασιν, ὕφος καὶ χροιάν, ἀναλόγως τοῦ ἀριθ-
μοῦ ἢ ὕψους ἢ πλάτους τῶν παλμῶν. Αἱ φωτειναὶ ἀκτῖνες, αἱ ἐκπεμπό-
μεναι ἀπὸ διάφορα φωτοβόλα σώματα, παράγουν ἤχους, ἁρμονίαν. Οἱ
στροβιλισμοὶ εἰς τὰς τροχιάς των τῶν ἀπείρων κόσμων προκαλοῦν περιερ-
γωτάτην σύνθεσιν, διήκουσαν εἰς τὰς ἐσχατιὰς τῶν ἀπείρων. Καὶ αὐταὶ αἱ
πνευματικαὶ ὀντότητες κινούμεναι ἀφήνουσι μυστηριώδεις τόνους. Ἀλλὰ
καὶ πόση ἁρμονία διαχέεται γύρω ἡμῶν;
Κάθε συλλογισμὸς ἡμῶν, κάθε σκέψις ἡμῶν, ὡς κίνησις εἶναι λε-
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 145

πτοτάτη ἁρμονία, παραγομένη ἐν ἡμῖν αὐτοῖς καὶ μὴ γινομένη αἰσθη-


τή. Πᾶς ὅμως ἦχος, πλὴν τῆς ὡς ἤχου ὑποστάσεως αὐτοῦ, παράγει καὶ
ἓτερον ἦχον διὰ τῶν κυμάνσεων, αἵτινες σχηματίζονται περὶ τὸ ἠχο-
γόνον σῶμα, διὰ τὴν τοῦ ἤχου μετάδοσιν. Τὰ ἐλάχιστα εἶτα τῷ μεγέθει
ἔντομα ἢ καὶ τὰ ἔτι τούτων ἐλάχιστα μικρόβια ἐν τῇ σμικρότητί των εἰς πᾶ-
σαν κίνησίν των ἢ λειτουργίαν ἀφήνουν ἁρμονίαν.
Πόσαι ἀναρίθμητοι ζυμώσεις τελοῦνται ἀνὰ πᾶσαν ἀπειροελαχίστην
χρονικὴν μονάδα πέριξ ἡμῶν εἰς τὸ Ἄπειρον τῆς Δημιουργίας Ἐργα-
στήριον, χωρὶς αἱ ρυθμικαί καὶ ἁρμονικαὶ αὐτῶν ἀποχρώσεις νὰ γίνωνται
αἰσθηταὶ εἰς ἡμᾶς; Καθεύδομεν ἢ ἀδρανοῦμεν. Πᾶς ὅμως μυών, πᾶσα ἴς, πᾶν
κύτταρον, ὑφίσταται ἀλλαγήν, κίνησιν, ἁρμονίαν. Τὸ αἷμα κινεῖται, ὁ στόμα-
χος λειτουργεῖ, ἡ ἀναπνοὴ ρυθμικῶς χαρακτηρίζει τὴν ἐν συνόλῳ ἁρμονίαν.
Πᾶσαι αὐταὶ αἱ λειτουργίαι δὲν εἶναι ἢ συγχρωτισμοὶ ἁρμονικῶν κυμάν-
σεων, αἵτινες δυστυχῶς διαφεύγουν τὴν προσοχὴν καὶ ἀντίληψιν ἡμῶν. Τὰ
χρώματα, ἵνα γίνουν αἰσθητά, καθίστανται πηγαὶ ἐκπομπῆς τῶν ἀκτίνων
αὐτοῦ τοῦ χρώματος, ὅπερ ἀνήκει καὶ εἰς τὸ αἰσθητὸν τοῦτο χρῶμα, ὅτε
ἴδιαι ἑκάστοτε ἁρμονικαὶ ἐκφάνσεις πηγάζουν δι’ ἕκαστον χρῶμα.
Κινούμεθα εἰς τοὺς ἀπείρους κραδασμοὺς τῶν κυμάνσεων, εἰς
τὸν κόσμον τῆς Ἀπείρου Μουσικῆς Ἁρμονίας. Ζῶμεν εἰς τοὺς συγχρω-
τισμοὺς ἀπείρων ἁρμονικῶν ἀναπάλσεων καὶ ὅμως δὲν λαμβάνομεν
αἴσθησιν ἢ μὴ μόνον τῆς χονδροειδεστάτης ἠχοῦς τῶν συμπλεγμάτων
τῶν ὀκτὼ ἁρμονικῶν κυριωδῶν φθόγγων, καὶ μάλιστα μὲ τὸν συνδυασμὸν
τούτων ἐποικοδομοῦμεν τῇ ἀληθείᾳ τὴν ἐσβεσμένην ἠχὼ τῆς ἐκ τῶν τοῦ
πέραν καὶ ὑπερπέραν ἐχομένης Ἀσυλλήπτου Ὑπερκοσμίου Συνθέσεως.
Τὸ χονδροειδὲς ἀκουστικὸν ἡμῶν ὄργανον, τὸ οὖς, δὲν συλλαμβάνει εἰ μὴ
ἤχους βαρυτάτους, παραγομένους ὑπὸ παλμῶν 15 κατὰ δευτερόλεπτον,
ὀξυτάτους δέ, παραγομένους ὑπὸ παλμῶν 20.000 κατὰ δευτερόλεπτον.
Ἀλλὰ οὐδὲ τοὺς ἀριθμοὺς δυνάμεθα νὰ συγκρατήσωμεν, τοὺς ὁρίζοντας
λεπτότατόν τινα ἦχον ἢ κραδασμόν. Ἡ παρατηρητικότης ἡμῶν κατώρθωσε
νὰ μετρήσῃ παλμοὺς ἤχου ἀνερχομένους εἰς 340.000 κατὰ δευτερόλεπτον,
αἰσθητοὺς μόνον εἰς τὴν μέτρησιν, μὴ ὅμως αἰσθητοὺς εἰς ἡμᾶς.
Τὸ Πᾶν κινεῖται ἐν Ἁρμονίᾳ, καθότι πᾶν κινητὸν παράγει τοιαύτην.
Κινούμεθα εἰς τὰς Συγχορδίας τοῦ Σύμπαντος. Οὐράνιαι πλήττουν ἡμᾶς
συμφωνίαι καὶ ὅμως διὰ τὸ ὑλικὸν ἡμῶν ἱστάμεθα μακρὰν τῆς αἰσθήσε-
ως τούτων. Οἱ ἀσύλληπτοι κυματισμοί, οὓς ἀφήνουν οἱ στροβιλισμοὶ τῶν
Οὐρανίων σφαιρῶν μὲ τὴν ὑπερθεσπεσίαν αὐτῶν ἁρμονίαν, εἶναι ξένοι διὰ
τὴν χονδροειδῆ μας αἴσθησιν, τοῦ ἀτελοῦς τούτου ὑλικοῦ συνδέσμου.
Ἴσως ἡ ἐπὶ τὸ πνευματικώτερον ἐξέλιξις τῶν καθ’ ἡμῶν νὰ ἐξεύρῃ μέσα, δι’
ὧν θέλουσι συλλάβει ἀσυλλήπτους νῦν ἤχους καὶ ἀσύλληπτα χρωματα.
Τὸ νῦν μόνον διὰ τῶν ψυχικῶν ἡμῶν ἐξάρσεων ἐγγίζοντες τὸν
Πυρῇνα τῆς Ἀπείρου Ἁρμονίας, τὸν Θεόν, δυνάμεθα ἐν ποιᾷ τινι ἀπo-
πνευματώσει διατελοῦντες, νὰ αἰσθανώμεθα μὲ τὰ ψυχικὰ ἡμῶν ὦτα,
τῶν συγχορδιῶν αὐτῶν τὰς ἀπηχήσεις.
146 Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Αἱ πνευματικαὶ πρόοδοι καὶ μόνον, αἱ κυρίως ἐπιτευκταὶ διὰ τῆς πνευ-


ματικῆς ὑψώσεως, θὰ προσδώσουν εἰς ἡμᾶς τὰς ὑπαρχούσας, πλὴν
καθευδούσας ἐν ἡμῖν αἰσθήσεις, δι’ ὧν θὰ μετέχωμεν τῶν ὑψίστων αἰ-
σθημάτων, ἅτινα θὰ δημιουργοῦνται ἀπὸ τὰς ἀμιγεῖς ἀναπάλσεις τοῦ
ἡρμονισμένου, τῆς Συμφωνίας τοῦ Καλοῦ, τῆς ρυθμικῆς κινήσεως, ἥτις
παρατηρεῖται εἰς τὰ Ἄπειρα βασίλεια τοῦ ὁρατοῦ καὶ τοῦ ἀοράτου, μὲ τὴν
ποικιλίαν τῶν κυματισμῶν αὐτῆς, ἤχων καὶ συνθέσεων.
Τότε καὶ μόνον αἰσθανόμεθα ἀρτίως ἁρμονίαν τινά, ὅταν κατέχωμεν
τὴν ἀρχὴν αὐτῆς. Ἀλλ’ Ἀρχὴ τῆς Ὑπερτελείας καὶ Ἀπείρου Ἁρμονίας
ὁ ΘΕΟΣ. Κατανοήσωμεν λοιπὸν τὸν Θεὸν, ἵνα γίνωμεν Κοινωνοὶ τῆς
Οὐρανίας Συνθέσεως.
5. ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ

Δύο λέξεις δισύλλαβοι καὶ ἕνδεκα γράμματα ἀποτελοῦν τὸν Θεῖον -


ἀνθρώπινον νόμον, ἐφ’ οὗ ἑδράζεται ἡ γαλήνη, ἡ ἀγάπη, ἡ δικαιοσύνη,
ὅλα τὰ ψυχικὰ τοῦ ἀνθρώπου συναισθήματα, ὅλη ἡ μεγαλοπρεπὴς
αὐτοῦ ὑπόστασις καὶ ὅλη ἡ πνευματική του φωτεινότης.
Ποσάκις ἤχησαν αἱ δύο αὐταὶ λέξεις ἀπὸ τοῦ χρόνου ἐκείνου, καθ’ ὃν
τὸ πρῶτον προεφέρθησαν, ποσάκις ἐδόνησαν τὸ Ἄπειρον τὰ ἄπειρα τῶν
ἀνθρώπων χείλη, εἰς πόσους ἐγένοντο τὸ ἐλατήριον τῆς μεγάλης σταδιο-
δρομίας ἐνδόξων ἀνδρῶν κατὰ τὰς διαφόρους ἐποχὰς καὶ εἰς πόσους κατα-
νοήσαντες τὰς λέξεις ταύτας ὑπῆρξαν ἡ ἀφορμὴ τῆς εὐτυχίας των, διὰ τῆς
ἐξευγενίσεως τοῦ ἠθικοῦ Ἐγώ των;
Τὸ πλεῖστον ὅμως τῆς ἀνθρωπότητος, τῆς κατὰ τὴν διαρροὴν τῶν
αἰώνων παρελθούσης, τῆς ἐρχομένης καὶ παρερχομένης ἤδη, δὲν κατώρ-
θωσαν εἰσέτι νὰ κατανοήσωσι τὴν ἀληθῆ σημασίαν τῶν δύο τούτων λέξε-
ων, δὲν ἠδυνήθησαν ἢ δὲν ἠθέλησαν νὰ κατανοήσωσιν αὐτάς, ὅπως δὲν
ἠδυνήθησαν ἢ δὲν ἠθέλησαν νὰ κατανοήσωσιν ὅλας τὰς ἐκπεμφθείσας
ἀληθείας παρὰ τῶν ἑκάστοτε ἀναφαινομένων ἐν τῇ ἀνθρωπότητι διαγ-
γελέων, οἵτινες ἐμφανίζονται κατὰ καιρούς, ἵνα ἐξαγάγωσι τὰ πλήθη ἐκ
τῶν σαθρῶν κοινωνικῶν βάσεων, ἐφ’ ὧν στηριζόμενα κινδυνεύουσι νὰ κρη-
μνισθῶσι εἰς τὸ βάραθρον τῆς ταπεινῆς κοινωνικῆς ἐξαρθρώσεως καὶ ὁδη-
γήσωσιν αὐτὰ εἰς τὴν φωτεινὴν καὶ πλήρη ἐλπίδων Χώραν τῆς Ἐπαγγελίας,
ἥτις τοὺς ἀπηλπισμένους παρηγορεῖ, τοὺς ἀπογοητευμένους ἐκ τῆς ζωῆς
ἀνακουφίζει, κλονίζει τοὺς ἀσυνειδήτους, χύνει Φῶς εἰς τοὺς ζητοῦντας
τοιοῦτον, σκορπᾷ ἐλπίδας διὰ τὸ μέλλον αὐτῶν καὶ τονώνει τὸν ἀναιμικὸν
καὶ καταβιβρωσκόμενον ὀργανισμὸν τῶν Κοινωνιῶν, αἵτινες ἀφεύκτως θὰ
ὑπέκυπτον εἰς τὸν θάνατον τῆς πορώσεως καὶ τῆς ἀσυνειδησίας.
Γνῶθι σαυτόν, λέξεις μικραὶ καὶ στοχασμὸς μεγάλος, ὡς τὸ ἄπειρον...
Ἀνασκοπήσατε τὸν ἐσωτερικόν σας ἄνθρωπον. Περιεργασθῆτε ὅλας
τὰς πτυχὰς αὐτοῦ, ὅλας τὰς γραμμάς του. Ἐξετάσατε λεπτομερῶς καὶ κατὰ
βάθος αὐτόν, διεισδύσατε εἰς τὰς ἀποκρύφους καὶ ἀπωτάτας ἀρτηρίας
αὐτοῦ.
Ἀναμνησθῆτε ὅλων τῶν πράξεών σας, ὅλου τοῦ παρελθόντος σας,
ὅλης τῆς δράσεώς σας, ὅλων τῶν σκέψεών σας, τὰς ὁποίας μέχρι σήμε-
ρον ἐκάματε, ἢ ἐκείνων τὰς ὁποίας σκέπτεσθε ἐν τῷ μέλλοντι νὰ κάμητε.
Ζητήσατε τὰ ἐλατήρια τῶν πράξεών σας, ζητήσατε τὸν ἐπιδιωκόμενον
σκοπὸν τῶν ἐνεργειῶν σας. Προσπαθήσατε νὰ φέρητε εἰς τὴν μνήμην σας
τὴν δρᾷσιν τοῦ λόγου σας καὶ τὰς ἐκ τούτου ἐντυπώσεις εἰς τοὺς ἀκούσα-
148 Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

ντες αὐτόν, τὸ ἀποτέλεσμα τὸ παραχθὲν ἐκ τῆς γενέσεως αὐτοῦ. Καὶ τότε


ἐρωτήσατε ὑμᾶς αὐτούς, ἐρωτήσατε τὸ Ἐγώ σας, τὴν συνείδησίν σας, τὸν
ἐσωτερικόν σας ἄνθρωπον, ἐρωτήσατε ἐὰν σᾶς συμφέρῃ ἡ σκοτεινότης
τοῦ παρελθόντος σας, τοῦ παρόντος σας καὶ τοῦ μέλλοντός σας.
Πάντως ὅμως ἐρωτήσατε, ἐπαναλάβατε τὰς ἐρωτήσεις σας, συνεχίσα-
τε ταύτας τακτικῶς, ἐξακολουθήσατε τοῦτο ἐπ’ ἄπειρον, ἐὰν ἦτο δυνατὸν
καὶ ἐστὲ βέβαιοι ὅτι τὰ παραχθησόμενα ἀποτελέσματα, εἴτε εὐχάριστα
εἴτε δυσάρεστα, ὡς ἐκ τῶν πράξεών σας καὶ τῶν σκέψεών σας, θὰ εἶναι
τοιαῦτα, ὥστε χωρὶς νὰ τὸ θελήσητε, μοιραίως θὰ καταλήξητε εἰς τὴν κα-
τανόησιν τοῦ νόμου τούτου καὶ ἔτι περισσότερον εἰς τὴν κατανόησιν ὅλων
τῶν μεγάλων ἀληθειῶν, αἵτινες περιβάλλουσιν ὑμᾶς καὶ αἵτινες προσφερ-
θεῖσαι κατὰν καιροὺς παρὰ τῶν ὑψίστων θρησκευτικῶν ἡγητόρων τῶν
λαῶν καὶ παρὰ τῶν μεγάλων τῆς ἀνθρωπότητος φιλοσόφων, ἓν ἐπεδίω-
ξαν, ἵνα ἐξυψώσωσι τὸν ἄνθρωπον, ἐξευγενίσωσι τὸν ἄνθρωπον καὶ τὸν
φέρωσιν εἰς τὴν φωτεινὴν ὁδὸν τῆς ἐξελίξεως, δι’ ἧς θᾶττον ἢ βράδιον
θὰ ὁδεύσῃ πρὸς κατανόησιν οὐ μόνον τῶν ἀνθρωπίνων νόμων, ἀλλὰ καὶ
τῶν ἀπείρων τοῦ Ἀπείρου νόμων, τῶν Θείων ἐκείνων, οἵτινες μᾶς περι-
βάλλουσι, χωρὶς νὰ κατανοῶμεν τούτους.
6. Η ΕΠΙΜΟΝΗ

Γράφομεν θέματα καὶ ὅρους τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἀπαραιτήτους


διὰ τὴν ἐν γένει σταδιοδρομίαν του καὶ πρὸ παντὸς διὰ τὴν ἠθικὴν ἀνα-
πλασίν του καὶ τὴν ἐναρμόνισιν αὐτοῦ μὲ τὸν Θεϊκὸν σκοπὸν τῆς ζωῆς του
καὶ τὸν προορισμὸν αὐτοῦ.
Μεταξὺ τούτων πρωτεύουσαν θέσιν κατέχει καὶ ἡ ἐπιμονή. Κάμνει τὸν
ἄνθρωπον νὰ ἐπανέρχηται εἰς τὸ αὐτὸ σημεῖον, ὁπόθεν ἐξεκίνησεν, παρὰ
τὴν παρεμβληθεῖσαν ἀποτυχίαν ἐν τῇ ἐπιδιώξει τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ. Ἐνι-
σχύει αὐτὸν εἰς τὸν Ταντάλειον τῆς ζωῆς αὐτοῦ ἀγῶνα, θερμαίνει αὐτὸν εἰς
ταῖς προσπαθείαις, ἅς καταβάλλει, δροσίζει τοῦτον ἐν τῇ θελήσει αὐτοῦ
καὶ ἀνακουφίζει αὐτὸν ἐν τῇ ἐξασκήσει τῆς ὑπομονῆς του.
Ἄνευ ταύτης δὲν θὰ ἐκρήμνιζε τὰ ὄρη, διὰ νὰ κατασκευάσῃ ταῦτα πε-
διάδας γονίμους, δὲν θὰ ἀνέσκαπτε τὰ σπλάχνα τῆς γῆς διὰ νὰ ἀντλήσῃ ἐκ
ταύτης τ’ ἀπαραίτητα πρὸς συντήρησίν του μέσα, δὲν θὰ κατεδεικνύετο
ἡ ἐξέλιξις τῶν ἐπιστημῶν, τῆς τέχνης, καὶ δὲν θὰ ἐγίνετο κατακτητὴς τῶν
ἀνέμων καὶ τῶν ὑδάτων, τῶν ὠκεανῶν κατ’ ἐπιφάνειαν καὶ βάθος.
Ἡ ψυχικὴ αὕτη δύναμις, ἡ ὁρμὴ τῆς ἀτομικότητος, εὑρίσκεται ἐπὶ
πάσης ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως ἀνεπτυγμένη. Ἀποτελεῖ τὴν ὀργανικὴν
ἁρμονίαν τῶν ὄντων διὰ τὴν συσχέτισιν τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἐκδήλωσιν
τῶν ἀποτελεσμάτων, γινομένην καταφανῆ εἰς τὰ ἔργα τῶν ἀτόμων ἢ
εἰς τὴν φωτεινὴν δημιουργίαν τοῦ χαρακτῆρος αὐτῶν καὶ τῆς τελείας
διαπλάσεως τῆς πνευματικῆς ὑποστάσεώς των.
Ρίψατε ἓν βλέμμα εἰς μερικὰς ζωϊκὰς ὑπάρξεις, μικροσκοπικοὺς νά-
νους ἀπέναντι ὑμῶν, ἐμφορουμένους μὲ τὴν ἀνεξάντλητον ταύτην ὁρμήν.
Ὁ μύρμηξ δύναται ὁλόκληρον τὴν ἡμέραν νὰ παλαίῃ ἀνασύρων δεκα-
πλάσιον κόκκον εἰς μέγεθος καὶ βάρος τοῦ σώματός του, προσπαθῶν νά
φέρῃ αὐτὸν εἰς τὴν φωλεάν του καὶ τὸ κατορθώνει. Ἡ μέλισσα ἐπιμένουσα
κατασκευάζει τοὺς ὁμοιομόρφους θαλάμους τῆς κατοικίας της. Ὁ μεταξο-
σκώληξ ἐπὶ ἡμέρας ὁλοκλήρους ἐργάζεται, ἵνα τὸ σῶμα του κατορθώσῃ
καὶ διαπλάσσῃ τὴν πεταλουδίτσαν ἐκείνην, τὴν προωρισμένην νὰ διαιωνί-
σῃ τὸ γένος της, καὶ τόσα ἄλλα ζῶα, ἐμφορούμενα ὑπὸ τῆς ὁρμῆς ταύτης,
συνδεδυασμένης μετὰ τῆς ἐργατικότητος αὐτῶν, παράγουν ἔργα θαυμα-
στά.
Οὕτω καὶ ὑμεῖς, ἐμφορούμενοι ὑπὸ τῆς ὁρμῆς ταύτης τῆς ψυχῆς σας,
δύνασθε ἐξασκοῦντες ταύτην, μετὰ ζήλου προσπαθοῦντες, νὰ ἐπιδείξητε
ἔργα θαυμασμοῦ. Ὅπως δ’ ἐπιτυγχάνεται πᾶς ὑλικὸς σκοπὸς καὶ ὅπως ὁ
σκοπὸς οὗτος στέφεται διὰ θαυμασμοῦ διὰ ταύτης, οὕτω κατορθοῦται
150 Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

καὶ πᾶσα πνευματικὴ τοῦ ἀτόμου διάπλασις, θαυμαζομένη ἐν τῇ φω-


τεινότητί της. Ἐὰν εἰς τὴν περίπτωσιν τῆς ἐπιδιώξεως ὑλικῶν δημιουργη-
μάτων δρᾷ μόνον ἡ ψυχικὴ ὁρμὴ τῶν ἀτόμων, εἰς τὴν περίπτωσιν καθ’ ἣν
ὁ σκοπὸς εἶναι πολὺ ὑψηλὸς καὶ ἐνέχει Θείαν Ἰδανικότητα, προστίθεται
ἐκτὸς τῆς ψυχικῆς τοῦ ἀτόμου ὁρμῆς καὶ Ὁρμὴ ἐκ τῆς Ἀπείρου Πνευματι-
κότητος, ἀρρήκτως συνδεδεμένης μετ’ αὐτῆς. Εἶναι δὲ τόσον ἄπειρος καὶ
ἀνεξάντλητος ἡ ὁρμὴ αὕτη τῆς ψυχῆς, ὅσον ἄπειρον καὶ ἀνεξάντλητον εἶ-
ναι τὸ ὑπεράνω τῶν κεφαλῶν ὑμῶν κενόν.
Ὅσον τὴν ἐξασκῇς ταύτην, τόσον σὲ πλημμυρίζει, ὅσον τὴν πλη-
σιάζῃς, τόσον σὲ ἑλκύει, ὅσον τὴν σπουδάζῃς, τόσον τὴν κατανοεῖς ἐν
τῇ δυνάμει της καὶ τόσον σὲ μαγεύει, ὅσον τὴν αἰσθάνεσαι.
Δρᾷ παντοιοτρόπως καὶ ἡ ἐκδήλωσις τῆς δράσεώς της σοῦ δίδει ὅλα τὰ
ἀπαραίτητα διὰ τὴν ὕπαρξίν σου τὴν ὑλικὴν στοιχεῖα, σοῦ χορηγεῖ δὲ ταυ-
τοχρόνως καὶ τὰς θεμελιώδεις βάσεις τῆς πνευματικῆς διαπλάσεώς σου
καὶ ἠθικῆς ἀναμορφώσεώς σου.
Κατανοεῖς τὸν λόγον τῆς ὑπάρξεως πολλῶν αἰτίων, τὸν σκοπὸν τῆς πλη-
θώρας τῶν μυστηρίων, τὰ ὁποῖα περιβάλλουσιν ὑμᾶς καὶ ἂν δὲν ἀντλήσῃς
πλήρως τὰς τοῦ Ἀπείρου γνώσεις, θὰ κατανοήσῃς ὅμως ἀπείρους ἐξ αὐτῶν.
Ἄνευ τῆς ἐπιμονῆς δὲν θὰ ὑφίστατο ἡ ὑπομονή, ἡ δὲ θέλησις δὲν
θὰ ἐγίνετο κατάδηλος διὰ ταύτης. Ἡ προσπάθεια θὰ ἦτο ἄνευ ταύτης
μία ἀφῃρημένη ἔννοια καὶ μία νεκρὰ ἐνέργεια, διότι ζωὴ ταύτης εἶναι
ἡ ἐπιμονή.
Ἐν τῇ δράσει ταύτης γίνεται κατάδηλος ἡ θέλησις, ἐρειδομένη δὲ ἐπὶ
τῆς ὑπομονῆς ἀναμένουσι τὸ μέλλον. Αὕτη εἶναι ἡ εὐφραδὴς καὶ εὔστοχος
ρήτωρ τῶν προσδοκωμένων ἀποτελεσμάτων, τὰ ὁποῖα βαυκαλίζει ἡ ἐλπὶς
ἔνθεν, ἐνισχύει δὲ καὶ θερμαίνει ὁ θεῖος πυρὴν τῆς πίστεως κακεῖθεν. Καλ-
λιεργήσατε ταύτην καὶ ἐστὲ βέβαιοι, ὅτι ὁ χρόνος θὰ εἶναι πολὺ πλησίον,
ὅπου θὰ αἰσθανθῆτε τοὺς γλυκεῖς τῶν ἔργων της καρπούς. Δημιουργήσατε
διὰ ταύτης τὸ λαμπρὸν οἰκοδόμημα τῆς ζωῆς σας καὶ τῆς ὑπάρξεώς σας
τῆς πνευματικῆς.
Φωτίσατε διὰ ταύτης τοὺς θαλάμους τοῦ οἰκοδομήματος τούτου,
ἵνα καθιστάμενον οὕτω λαμπρὸν ἐν φωτεινότητι σχηματίσῃ καὶ τὴν
ἐξωτερικὴν ἀκτινοβολίαν τοῦ διαδήματός σας φωτονεφέλην, ἐξ ἧς θὰ
λαμπρύνονται καὶ θὰ φωτίζονται καὶ οἱ μεθ’ ὑμῶν συνερχόμενοι.
7. Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ

Προσπάθεια καλεῖται ἡ ἔντασις τῆς ψυχικῆς δυνάμεως, ἥτις ἐκπε-


μπομένη διὰ τῆς θελήσεως τοῦ ἀτόμου ἐνεργεῖ ἐπὶ τῶν ἔργων αὐτοῦ
ποικιλοτρόπως, ἀναλόγως τῆς ὑπ’ αὐτοῦ καταβαλλομένης ἐντάσεως.
Κοιμᾶται ἄνευ τῆς θελήσεως, μαζὺ δὲ μὲ ταύτην λειτουργεῖ ἁρμονικῶς.
Οὗσα συνδεδεμένη ἀρρήκτως μετ’ αὐτῆς, ἐνεργεῖ αὐτοβούλως καὶ ὅλως
μεμονωμένη, λαμπρύνουσα τ’ ἀποτελέσματα τῆς πρώτης. Ὅπως ἡ θέλησις
ἄνευ προσπαθείας δὲν ἐπιφέρει σοβαρὰ καὶ μεγάλα ἀποτελέσματα, οὕτω
καὶ ἡ προσπάθεια ἄνευ θελήσεως εἶναι κάτι περισσότερον, μία νεκρὰ
ἐνέργεια.
Ἐν συνδυασμῷ ὅμως θέλησις καὶ προσπάθεια ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν
σοφίαν, μὲ τὴν βαθυστόχαστον τῶν πραγμάτων μελέτην, μὲ τὴν ἀπο-
κάλυψιν τοῦ μυστηριώδους παρόντος καὶ τοῦ σκοτεινοῦ μέλλοντος. Κα-
ταβάλλοντες προσπάθειαν διὰ τὴν ἐπίτευξίν τινος, ἐστὲ βέβαιοι περὶ τῆς
ἐπιτυχίας του, ὅταν δὲν στερῆσθε θελήσεως τῆς ψυχικῆς ταύτης ὁρμῆς.
Ἔχετε ἀπορίαν τινὰ καὶ θέλετε νὰ τὴν λύσητε, προσπαθήσατε πρὸς
τοῦτο, καὶ ὅσον δύσκολος καὶ ἂν φαίνεται αὕτη, θὰ κατορθώσητε νὰ εὕρη-
τε τὴν λύσιν. Ἡ αὐτενεργὸς προσπάθεια, ἡ ἐκδηλουμένη ἄνευ μειώσεως
αὐτῆς, τῆς ἐντάσεως τῆς κατ’ ἀρχὴν καταβληθείσης, ἠδυνήθη νὰ λύσῃ ὅλα
τὰ μέχρι σήμερον λυθέντα μεγάλα κοινωνιολογικά, θρησκευτικά, χημικά,
μηχανικά κλπ προβλήματα. Καὶ δι’ αὐτῆς αἱ μέλλουσαι γενεαὶ θὰ κατωρ-
θώσωσι νὰ λύσωσι τὰς ἀναφαινομένας ἀπορίας τῶν μεγάλων τῆς ζωῆς μας
προβλημάτων. Ὅταν δὲ τις ἀποδύεται εἰς τὴν προσπάθειαν τῆς ἐπιτεύξεως
ἑνὸς σκοποῦ του, ἃς μὴ σταματήσῃ ταύτην. Ὅταν, λόγῳ τῶν παρεμβαλλο-
μένων δυσκολιῶν θέλῃ νὰ παύσῃ προσπαθῶν, ἂς ἀποφύγῃ τὸν σκόπελον
τοῦτον, διότι ἡ καταστροφὴ ἢ ἡ παλινδρόμησις αὐτοῦ θὰ εἶναι περισσότε-
ρον ὀδυνηρά, ἀφ’ ὅτι ἐὰν δὲν καταβάλῃ ταύτην.
Ἡ προσπάθεια εἶναι εἷς τῶν συντελεστῶν τῆς ἁρμονίας τῆς δημι-
ουργικότητος. Μόνη της ἄδουσα εἶναι ἀνούσιος, ὅπως καὶ ἀπουσιάζουσα
τοῦ ὅλου συνδυασμοῦ ἀποτελεῖ χάσμα διὰ τὴν ἁρμονίαν. Θέλετε νὰ λύ-
σητε μικρὰν ἢ μεγάλην τινα ἀπορίαν, θέλετε νὰ ἐπιτύχητε σκοπὸν τινὰ
μικρὸν ἢ μέγα, θέλετε νὰ λύσητε τὰ αἰώνια προβλήματα τῆς ζωῆς σας καὶ
τοῦ θανάτου σας, θέλετε νὰ γίνητε σοφός, θέλετε νὰ ἀποπνευματωθῆτε,
νὰ ὑπνωτίζητε ἢ νὰ ὑπνωτισθῆτε, νὰ ζήσητε πολλὰ ἔτη ἢ νὰ ἀποθάνητε
ταχέως, θέλετε νὰ θεοποιηθῆτε καὶ νὰ γίνητε Τέλειοι, δὲν ἔχετε ἢ νὰ κατα-
βάλλητε τὴν πρὸς τοῦτο κατάλληλον προσπάθειαν.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μία μυστηριώδης συσκευή, ἥτις ἔχει συγκε-
152 Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

ντρώσει ὅλας τὰς δυνάμεις τοῦ Ἀπείρου, μὲ τοὺς ἀπείρους νόμους


των. Ὅταν προσπαθῇ νὰ ἐκδηλῶσῃ τὰς δυνάμεις του ταύτας, δύναται
τὸ πᾶν νὰ κατορθώσῃ. Διά τῆς προσπαθείας, συνδυασμένης μετὰ τῆς
ἐνθέου θελήσεως, τά πάντα εἶναι δυνατά.
Δι’ αὐτῆς ἐκπληροῦντες τὸν σκοπὸν τῆς ζωῆς μας καὶ τὸν προορισμὸν
τῆς ὑπάρξεώς μας, θὰ δυνηθῶμεν μίαν ἡμέραν νὰ ἀνέλθωμεν εἰς τὰς Πνευ-
ματικὰς σφαίρας τοῦ Ἀπείρου, τὴν ἀναπόφευκτον διαμονὴν τῆς Πνευμα-
τικότητος ἡμῶν.
8. Η ΥΠΟΜΟΝΗ

Ἕνας εὐρὺς ὁρίζων. Μία ἐκτεταμένη θάλασσα. Μία ἀπέραντος ξηρά.


Καὶ ἄνωθεν ὑμῶν ἕνα κενὸν χαῶδες καὶ Ἄπειρον ἐκτείνεται.
Ἱστάμενος πάντοτε εἰς τὸ μέσον τούτων ὁ ἄνθρωπος τῶν πλήρων ἀπο-
κρύφων καὶ μυστηριωδῶν δυνάμεων, δέχεται τὰς ἐπιδράσεις αὐτῶν ἐπὶ
τῆς ἀτομικότητός του ἀσυναισθήτως, τῆς ἀτομικότητος οὔσης καὶ ταύτης
ἀπείρου, ὡς ὁ ὁρίζων, ὡς ἡ θάλασσα καὶ τὸ χαῶδες κενόν. Ὅπως τὸ κενὸν
εἶναι ἄπειρον, αἱ ἐν αὐτῷ δυνάμεις ἄπειροι καὶ ἡ ἀτομικότης ἄπειρος, οὕτω
καὶ αἱ ἐν ταύτῃ ἐγκλειόμεναι δυνάμεις καὶ ἐκ τῶν τοῦ Ἀπείρου ἀπορρέου-
σαι, εἶναι ἄπειροι. Ἄπειρος δὲ καὶ ἡ δύναμις ἐκδηλώσεως αὐτῶν.
Δὲν ἔχει ὁρίζοντας ἡ θέλησις, δὲν ἔχει τέρμα ἡ προσπάθεια, δὲν
σταματᾶ που ἡ ἐλπίς, δὲν καταλήγει εἰς τὸ κενόν που ἡ ὑπομονή, οὐδὲ
ἡ λογική, ἡ ἐπιμονὴ καὶ ἡ πίστις τοῦ ἀνθρώπου ἔχουσι σημεῖον τι ἐν-
δεικνυόμενον ὡς τέρμα αὐτῶν.
Ὁ ὁδοιπόρος, ἐν τῇ ἐξασκήσει τῶν δυνάμεων τούτων, ὅσον καὶ ἂν
βαδίσῃ ἐπὶ τῆς εὐρείας καὶ ἀτέρμονος ἐκτάσεώς των, πάντοτε θὰ ἵσταται
ἀκριβῶς εἰς τὸ μέσον τούτων, ὁπόθεν καὶ ἐξεκίνησε καὶ δύναται νὰ βαδίζῃ
ἐπ’ ἄπειρον ἐπ’ αὐτῶν, χωρὶς νὰ αἰσθανθῇ ποτέ φόβον νὰ μειωθῶσιν αἱ
ἀποστάσεις ἢ ν’ ἀναφανῇ που τὸ τέρμα αὐτῶν. Πάντοτε θὰ εὑρίσκεται εἰς
τὸ μέσον, δηλαδὴ εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς κατανοήσεως τούτων.
Ἓν ἐκ τῶν ἀπαραιτήτων στοιχείων τῆς ἀτομικότητος ἑκάστου ἀνθρώ-
που εἶναι καὶ ἡ ὑπομονή. Εἶναι ἡ χορδή, ἥτις διὰ τῆς ἐλαστικότητος αὐτῆς
ἐκτεινομένη, παλλομένη ἐκ τῶν ἀτυχιῶν τοῦ ἀνθρώπου, κάμνει τοῦτον
ἰσχυρόν, ὥστε νὰ ἐξέρχηται νικητὴς ἐκ τῆς διηνεκοῦς πάλης τῆς ζωῆς
του, ἐπαναφερόμενος εἰς τὴν προτέραν αὐτοῦ ἠρεμίαν καὶ γαλήνην,
μετὰ τὸν κοπασμὸν τῆς θυέλλης.
Εἶναι ἡ παράλληλος τῆς προσπαθείας δύναμις, ἥτις κρατεῖ εἰς ἰσόρρο-
πον κατάστασιν τὴν ἔντασιν αὐτῆς, ἐνισχύουσα πάντοτε τὴν ἐκδήλωσιν
τῶν μεγάλων διὰ τῆς θελήσεως ἐπιδιωκομένων ἔργων. Εἶναι ἡ ἀπαραίτη-
τος, ἐκ τῆς ψυχῆς καὶ αὕτη ἀπορρέουσα δύναμις, διὰ τὸν ὀργανικὸν
συνδυασμὸν τῆς ἐκ ψυχικῶν δυνάμεων ἀπαρτιζομένης ὀρχήστρας τῆς
ἀτομικότητος τοῦ ἀνθρώπου.
Ἄνευ ταύτης οἱ ἐπιδιώκοντες κάτι διὰ τῆς θελήσεως καὶ προσπαθείας
μόνον θὰ εἶχον τὴν ἀπαίτησιν νὰ εἶναι ἄμεσος ἡ ἐκδήλωσις τῶν φαινο-
μένων καὶ ἀποτελεσμάτων τῆς προσπαθείας των, ἐνῷ διὰ ταύτης συνδέου-
σι μετὰ τῆς θελήσεως καὶ προσπαθείας των τὴν κρίσιν, τὴν πεποίθησιν,
τὴν ἐλπίδα κλπ καὶ οὕτω ὁ διαρρέων μέχρι τῆς ἐκδηλώσεως χρόνος δὲν
154 Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

στενοχωρεῖ αὐτούς, ἀλλὰ μᾶλλον τοὺς ἐνισχύει. Οὕτω δὲ ἐλπίζουσι πλέον


λαμπρὰν τὴν ἐκδήλωσιν τῆς ἀξίας τῶν ἔργων των, τῶν προσπαθειῶν των,
τῶν ἐπιδιωκομένων σκοπῶν των, τὴν βελτίωσιν τῆς κακῆς θελήσεώς των,
τὴν παρέλευσιν τῆς δυστυχίας των, τῶν δεινῶν των κλπ.
Ὑπομονὴ εἶναι ὡς ἡ θάλασσα, ὡς τὸ ἄπειρον. Δέχεται, ὡς δέχεται
ἡ θάλασσα τὰς ὁρμὰς τῶν διαφόρων ἀνέμων, τοὺς βιαίους παλμοὺς ἐκ
τῆς δονήσεως τῶν ψυχικῶν συναισθημάτων τῆς ἀτομικότητος, Ὅπως τὸ
ἄπειρον δέχεται ἀταράχως τὴν ἐπίδρασιν τῆς Ἐνεργείας τῆς Ἀπείρου Δη-
μιουργικότητος, οὕτω καὶ ἡ ἀτομικότης τοῦ ἀνθρώπου δύναται δι’ αὐτῆς
ἀταράχως νὰ δεχθῇ οἱανδήποτε ἐνέργειαν λειτουργοῦσαν ἐπ’ ἀρχῆς διὰ
τὴν παρασκευὴν τῆς πνευματικῆς τοῦ ἀνθρώπου ὑποστάσεως.
Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἔχων τὸ στοιχεῖον τοῦτο ἀνεπτυγμένον, δηλοῖ ὅτι ἔχει
ἐννοήσει πλειότερον τῶν ἄλλων τὸν σκοπὸν τῆς ζωῆς του καὶ ἐκ παραλ-
λήλου ἔχει ἀνεπτυγμένας καὶ ὅλας τὰς ἄλλας ψυχικὰς δυνάμεις.
Ἡ ὑπομονὴ εἶναι ἡ ἀκλόνητος ψυχικὴ δύναμις, ἡ ἐκδηλουμένη
ἐν τῇ ἠρεμίᾳ, ἐν τῇ ψυχραιμίᾳ, ἐν τῷ ὀρθολογισμῷ τοῦ ἀνθρώπου
καὶ ἐν τῇ ἀδια­π τώτῳ προσπαθείᾳ του, ὅπως ἐξέλθῃ τοῦ κρίκου τῶν
δυσμενῶν συνθηκῶν του καὶ τοῦ κρίκου τῆς ἀδρανείας του. Εἶναι ἡ
θάλασσα ἐπὶ τῆς ὁποίας μαίνονται τὰ κύματα ἢ ἐπικάθηται ἐπ’ αὐτῆς ἡ
ἠρεμία καὶ ἡ γαλήνη αὐτῶν. Εἶναι ἡ θάλασσα ἐπὶ τῆς ὁποίας πλέουσιν ἢ
βυθίζονται οἱ πλωτοὶ τῆς τέχνης κολοσσοί, εἶναι ἡ θάλασσα ἐπὶ τῆς ὁποίας
ἐπιπίπτει ἡ ἀγρία μορφὴ τῶν μαινομένων ἀνέμων ἢ χύνεται τὸ ἄρωμα τῆς
δροσερᾶς αὔρας. Ἡ ὑπομονὴ εἶναι ὁ θεμέλιος λίθος τῆς ὑπάρξεως τοῦ
ἀτόμου, εἶναι ὁ μοχλὸς τῆς κατανοήσεως τοῦ σκοποῦ τῆς ζωῆς.
Ἄνευ αὐτῆς δὲν θὰ εὕρισκέ ποτε καιρὸν ν’ ἀναδειχθῇ ἡ δύναμις τῆς
θελήσεως, οὕτε ἡ ἔντασις τῆς διηνεκοῦς προσπαθείας τοῦ ἀτόμου. Συνδυ-
άζοντες ὅθεν ταύτην μετὰ τῶν ψυχικῶν δυνάμεων, ἂς ἐξέλθωμεν πάνοπλοι
εἰς τὸν ἀγῶνα τῆς ζωῆς, κατανοοῦντες ἐν τῇ πάλῃ ταύτῃ τὸν σκοπὸν τῆς
ὑπάρξεώς μας.
9. Η ΘΕΛΗΣΙΣ

Ἡ θέλησις εἶναι τὸ ψυχικὸν συναίσθημα τὸ ὁποῖον ἔχει τοποθετηθῇ


εἰς τὴν καρδίαν ἑκάστου ἀνθρώπου, διὰ νὰ κανονίζῃ τὰς σκέψεις του, τὰς
κινήσεις του, τὰς πράξεις του καὶ ἐν γένει ὅλα τὰ συναισθήματά του. Κα-
ταλαμβάνει ἐνίοτε ἐξ ὁλοκλήρου τὴν ὅλην καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῷ ἐξ
ἄλλου πλειστάκις ἀδρανεῖ, ὡσάν νὰ μὴν ὑφίστατο. Εἶναι διὰ τὸν ἄνθρω-
πον ἡ πειραματικὴ δύναμις, ὅστις ὅσον δοκιμάζει αὐτὴν τόσον τὴν
βλέπει μεγεθυνομένην καὶ μεγεθυνομένη αὕτη τόσον καλλίτερα τὰ
ἀπορρέοντα ἀποτελέσματα.
Εἶναι μία ἀπὸ τὰς ἀποκρύφους δυνάμεις τῶν ἀνθρώπων, αἵτινες
ἔχουσιν τὴν θέσιν των εἰς τὸ εὐγενέστατον καὶ ζωηφόρον ὅργανον τοῦ
ἀνθρώπου, τὴν καρδίαν. Ὀλίγη ὤθησις ἀπαιτεῖται ἀπὸ αὐτόν, ἵνα τὴν ἀντι-
ληφθῇ καὶ σὺν τῷ χρόνῳ καλλιεργῶν αὐτήν, νὰ τὴν κάμῃ τοιαύτην, ὥστε
νὰ καλύψῃ τὴν καρδίαν ἐξ ὁλοκλήρου διὰ τοῦ ἰσχυροῦ θώρακός της, ὅστις
δύναται νὰ προασπίσῃ τότε ταύτην κατὰ πάσης θυέλλης τῆς ζωῆς, κατὰ
παντὸς κινδύνου, κατὰ παντὸς δυστυχήματος, ἐνῷ συγχρόνως διὰ τῆς
ἐλαστικότητος τοῦ περικαλύμματος αὐτῆς περὶ τὴν καρδίαν, διὰ τῆς κα-
ταλλήλου ἐνεργείας καὶ χρήσεως καὶ τῶν ἀνωτέρω προσόντων, τὰ ὁποῖα
εἴπομεν ὅτι ἀπαιτοῦνται, καθίσταται μεγάλη, ὥστε νὰ προκαλῇ οὐ μόνον
τὸν θαυμασμὸν τῶν ἄλλων, ἀλλὰ καὶ ἡμῶν αὐτῶν.
Αἱ μεγάλαι κατὰ καιροὺς ἐφευρέσεις τῆς ἀνθρωπότητος καὶ αἱ μεγάλαι
ἀνακαλύψεις ὑπῆρξαν ἀποτελέσματα τοῦ νόμου τούτου τῆς θελήσεως,
συνδυασμένου μετ’ ἄλλων νόμων. Βεβαίως δὲν εἶναι ἀρκετὴ ἡ ξηρὰ θέλη-
σις νὰ φέρῃ μεγάλα ἀποτελέσματα, ἂν αὕτη δὲν ἔχῃ τοὺς συνδυασμούς
της, οἵτινες τὴν ὑποβοηθοῦν καὶ τὴν μεγεθύνουσιν.
Ὅπως δὲ παρέχεται μεγαλυτέρα εὐχαρίστησις εἰς τὰ ὦτα μας, ὅταν
ἀκούωμεν ἐν συνδυασμῷ πολλὰ ὄργανα ἀποτελοῦντα ἁρμονίαν, οὕτω καὶ
τ’ ἀποτελέσματα τῆς ξηρᾶς θελήσεως εἶναι ἀσυγκρίτως μικρά, ἀπὸ τ’ ἀπο-
τελέσματα τῆς θελήσεως συνδυασμένης μετὰ τῶν ἄλλων νόμων, διότι ἐν
τῷ συνδυασμῷ τούτῳ ἔγκειται ἡ ἰσχυρὰ ἁρμονία τῶν μεγάλων ἔργων.
Ἑπομένως ἡ θέλησις εἶναι μία δύναμις τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου,
τὴν ὁποίαν ὁ ἄνθρωπος διὰ τῆς σκέψεως αὐτοῦ χειρίζεται καταλ-
λήλως ἢ ἀκαταλλήλως, ἐπὶ καλῷ ἢ ἐπὶ κακῷ, ἀναλόγως τῆς φωτει-
νότητος τῆς ψυχῆς του. Καὶ δύναται ὁ ἄνθρωπος εἰς οἱονδήποτε χρόνον
νά συλλάβῃ τὸ ἄκρον τοῦ μίτου αὐτῆς καὶ νὰ κατορθώσῃ καὶ τὰ πλέον φαι-
νομενικῶς δι’ αὐτὸν ἀκατόρθωτα.
Ἡ θέλησις εἶναι ὁ μοχλός, ἡ σκέψις εἶναι ἡ δύναμις τοῦ μοχλοῦ καὶ
156 Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

τὸ ἀποτέλεσμα τῆς δυνάμεως τοῦ μοχλοῦ θελήσεως ὁ ἄνθρωπος.


Ζῶμεν εἰς ἐποχὴν κατὰ τὴν ὁποίαν ἔχομεν καὶ πρέπει νὰ ἔχωμεν τὴν
ἀπαίτησιν, ὅπως μὴ παραδεχώμεθα τίποτε ἀπολύτως. Τὰ ἐκ τῶν πει-
ραμάτων μας φαινόμενα δὲν εἶναι ἀρκετὰ διὰ νὰ μᾶς ἱκανοποιήσουν.
Ὀφείλομεν ὅμως πάντοτε, ὅπως πειραματιζώμεθα ἐπὶ πάντων μετ’ ἐπιμο-
νῆς καὶ ὑπομονῆς, ἐπανερχόμενοι πολλάκις ἐπὶ τὸ αὐτό.
Ἐνεργοῦντες ὅθεν οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ νόμου τῆς θελήσεως, θέλομεν ἴδει
ν’ ἀναφαίνωνται τὰ πρῶτα ἀποτελέσματα, μικρὰ μὲν κατ’ ἀρχάς, ἀλλὰ ὀλί-
γον κατ’ ὀλίγον θὰ κάμομεν ταύτην νὰ πάλλῃ τοὺς εὐγενεῖς παλμοὺς τῶν
καλῶν καὶ εὐγενῶν πράξεων καὶ νὰ αἰσθάνεται τὰς δονήσεις τῶν ἰδανικῶν
συναισθημάτων.
Ἡ θέλησις εἰς τὸν ἄνθρωπον εἶναι ἀνεξάντλητος, καθ’ ὅσον ἐκ τῆς
ψυχῆς, οὔσης Ἀθανάτου, ἀπορρέει. Βλέπομεν ταύτην ἀναφαινομένην
εἰς τὰς διαφόρους φυσιογνωμίας τῶν ἀνθρώπων, ἄλλοτε εἰς τὴν ἐφηβικὴν
ἡλικίαν, ἄλλοτε εἰς τὴν ἀνδρικὴν καὶ ἄλλοτε εἰς γεροντικήν, ἀναλόγως τῶν
προσπαθειῶν, ἃς κατέβαλλον οὗτοι. Καὶ ἀναλόγως τῆς ἐντάσεως, ἣν κα-
τέβαλον, ἀναφαίνεται καὶ ἡ δύναμις αὐτῆς ἐπὶ τῶν ἔργων των ἢ τῶν
λόγων.
10. ΛΥΠΗ ΚΑΙ ΧΑΡΑ

Πᾶσαι ἐν γένει αἱ ἐκδηλώσεις, πάντα ἐν γένει τὰ συναισθήματα, τὰ


προκαλούμενα καὶ δημιουργούμενα ἀπὸ τοὺς αἰσθητικοὺς ἐρεθισμοὺς εἰς
τὴν χώραν τῶν παραστατικῶν ἁλύσεων, εἰς τὸ βασίλειον τῆς συνειδήσε-
ως, ἀναχωροῦν ἀπὸ ἓν καὶ τὸ αὐτὸ σημεῖον καὶ καταλήγουσι πάντοτε εἰς
δύο κρατούσας ἐκδηλώσεις, ἵνα καὶ πάλιν συμβάλλουσιν εἰς ἓν κοινὸν
σημεῖον.
Ὑπὸ τὴν ποικιλίαν τῶν μορφῶν αὐτῶν καὶ τοῦ ποιοῦ, τὰ συναισθήμα-
τα πάντα ἀναχωροῦσιν ἀπὸ τὴν αὐτὴν πάντοτε ἀφετηρίαν, ἀπὸ τὴν Ἀγά-
πην. Χωροῦσιν εἶτα ἐπὶ τὰ πρόσῳ, ἵνα ἐκ τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς ἐνερ-
γείας τοῦ μὲν ἢ δὲ συναισθήματος, ἐξ οὑ ὁρίζεται ἡ τοῦ ἀτόμου δρᾶσις,
προκύψουν αἱ δύο διάφοροι κατ’ ἐπίφασιν, αἱ αὐταὶ ὅμως τὸ βάθος ἐκδη-
λώσεις: Ἡ λύπη καὶ ἡ χαρά, αἵτινες εἶναι διακλαδώσεις τῆς Ἀγάπης.
Τέλος, αἱ διαδοχικαὶ αὗται ἐπικρατήσεις τῶν δύο τούτων ἐκδηλώσεων
συμβάλλουσιν εἰς ἓν κοινὸν δι’ ἀμφοτέρας σημεῖον, ὅπερ εἶναι ἡ Εὐτυχία.
Κατὰ ταῦτα, ἡ ἀγάπη δημιουργεῖ τὴν λύπην καὶ τὴν χαράν, αἵτινες
ἔχουσι τὰ βάθρα αὐτῶν ἐπὶ τῆς ἀγάπης, γεννῶνται ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀγάπην.
Ἡ λύπη ὕστερον καὶ ἡ χαρά, αἱ γεννώμεναι ἐκ τῆς ἀγάπης, αὐτὴ ἡ ἀγάπη,
δημιουργοῦν τὴν εὐτυχίαν. Ὥστε ἡ Ἀπόλυτος Εὐτυχία γεννᾶται ἐκ τῆς
Ἀπολύτου Ἀγάπης, ἡ δὲ εὐτυχία καὶ πάλιν δὲν νοεῖται ἐν διαρκεῖ χαρᾷ
ἢ λύπῃ, ἀλλ’ ἐν τῇ διαδοχῇ αὐτῶν.
Εἰ καὶ ἀδελφαί, ὡς ἐκ τῆς αὐτῆς μητρὸς γεννώμεναι, παράγονται ἀπὸ
συναισθήματα διάφορα διὰ τὸ ποιόν, ἀπὸ συναισθήματα παραγόμενα ἀπὸ
αἴτια, ἔχοντα μὲν ὡς ἀφετηρίαν τὴν ἀγάπην, ἀλλ’ ἅμα ὡς παραγωγικὰ
αὐτῶν στοιχεῖα πάντῃ διάφορα, ἀπορρέοντα ἀπὸ διαφόρους νόμους καὶ
ἀντιθέτους, ἀπὸ ἀρχὰς ἑτερωνύμους. Ἡ λύπη ὅθεν καὶ ἡ χαρὰ εἶναι αὐτὴ
αὕτη ἡ ἔκφανσις τοῦ ἀντιθέτου, ἡ ἐκδήλωσις τῆς ἑτερωνυμίας.
Ἡ Εὐτυχία, ἥτις εἶναι ἐν τῇ Ἀγάπῃ, εἶναι τὸ τέρμα τῶν δύο τούτων ἐκ-
δηλώσεων, εἶναι τὸ σημεῖον τὸ διακρίνον τὴν Σκοπιμότητα τῆς λύπης καὶ
τῆς χαρᾶς. Οὐδέποτε θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ γίνῃ αἰσθητὴ ἡ εὐτυχία, ἐὰν ἐν
συνεχεῖ χαρᾷ διετέλῃ ὀντότης τις.
Ἡ ἀντίθεσις δημιουργεῖ διὰ τῆς ἕλξεως ἢ ὤσεως αὐτῆς τὸ οὐδέτε-
ρον, δι’ οὗ λαμβάνομεν αἴσθησιν ἑνὸς ἑκάστου τῶν ἀντιθέτων. Δι’ ὃ
ἴσος ἐν ἰσχύϊ ὡρίσθη ὁ νόμος τοῦ κακοῦ, ἵνα ἐκ τῆς ἰσοσθενοῦς αὐτοῦ
ἀντιδράσεως καὶ τῶν ἀντιστοίχων αὐτῆς ἀποτελεσμάτων, γίνῃ δι-
άκρισις τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ μεγέθους αὐτοῦ, εἰς τὴν ὅλην διαδρομὴν
τῆς ἐξελικτικῆς πορείας μιᾶς πνευματικῆς ὀντότητος. Ἡ ἀντίδρασις
158 Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

αὕτη, ἂν καὶ ὁμοιογενῆ ἔχῃ τὴν ἀπαρχὴν αὐτῆς, ἐν τούτοις τρέφεται ἀπὸ
ἀντιθέτους πηγάς, αἵτινες πλουτίζουσαι κατ’ ἴσα πάντοτε ποσά, ἂν καὶ
οὐχὶ ὁμοχρόνως, ταύτην δημιουργοῦσι κατὰ μικρὸν τὴν αὐτὴν κατάστασιν,
λήγουσιν εἰς τὸ αὐτὸ τέρμα.
Πᾶσα ἀντίθεσις ἐν τῷ ὁρατῷ καὶ ἀοράτῳ κόσμῳ, ἕνα πάντοτε ἐπιδιώκει
σκόπιμον, περὶ ἕνα στρέφεται ἄξονα, σχηματίζουσα τὸν αὐτὸν κύκλον, μὲ
τὸ αὐτὸ πάντοτε κέντρον. Πᾶσαι αἱ ἀντίθετοι δυνάμεις εἰς τά ἄπειρα δυνα-
μικὰ συμπλέγματα, ἔχουσι τὴν ἀντίθεσιν αὐτῶν τούτων τῶν δυνάμεων, δι’
αὐτὴν τὴν ὕπαρξιν αὐτῶν. Ἡ οὐδετέρα κατάστασις τῆς ἰσορροπίας ταύτης
εἶναι τὸ στοιχεῖον, ὅπερ συγκεντροῖ πᾶσαν σκοπιμότητα αὐτῆς.
Πᾶσα δρᾶσις ὀντότητός τινος, ὀφειλομένη εἰς συναίσθημα δημιουρ-
γηθὲν ἀπὸ αἴτιον, ἀνῆκον εἰς τὸν νόμον τοῦ κακοῦ καὶ λήξασα οὕτως ὥστε
νὰ δημιουργηθῇ κατάστασις χαρᾶς ἢ λύπης, ἔχει τὴν ἀπαρχὴν αὐτὴν τὴν
­ἀγάπην πρὸς τὸ κακόν. Αὐτουσία διατηρουμένη ἡ ἀγάπη οὕτω πρὸς τὸ κα-
κὸν εἰς τὴν πεπλανημένην ὀντότητα, καὶ μὲ ἐκδήλωσιν τὴν χαράν, ἀλλάσ-
σει μορφὴν εὐθὺς ὡς ἀντίθετος τροπὴ προσδώσῃ διαδοχὴν τῆς χαρᾶς ἀπὸ
τὴν λύπην.
Ἡ ἀγάπη, παραμένουσα τοιαύτη παρὰ τὴν τροπὴν αὐτὴν διὰ μέσου
δια­δ οχικῶν μεταπτώσεων χαρᾶς καὶ λύπης, ἀφαιρεῖ κατὰ μικρὸν τῆς
πλάνης τὸν πέπλον καὶ οὕτως ἡ ὀντότης εὐδιοδρομοῦσα τρέπει πᾶσαν
τῆς ἀγάπης τὴν ἐκδήλωσιν πρὸς τὸ καλόν, ἀκολουθοῦσα ὕστερον τὴν
τροχιὰν τῆς ἀσφαλοῦς ἐπὶ καλῷ ἐξελίξεως αὐτῆς.
Αἱ δύο αὗται ἐκδηλώσεις τῆς λύπης καὶ τῆς χαρᾶς, εἰ καὶ ὁρίζουσι τὴν
σταθερὰν ἀντιποδίαν τοῦ αὐτοῦ στοιχείου, ἂν καὶ διΐστανται εἰς τὰς δη-
μιουργουμένας ὑπ’ αὐτῶν καταστάσεις τῆς ψυχῆς, ἐν τούτοις ἀμφότεραι
ὑπάρχουν τόσον μονομερῶς εἰς τὰ ἀντίθετα, ὅσον καὶ ἀμφότεραι ἐν τῷ
αὐτῷ. Εἰς τὰς ἐκ τοῦ κακοῦ, λχ, γεννωμένας ἐκφάνσεις ἥ τε χαρὰ καὶ ἡ λύπη
ἔχουν τὰς ἐκδηλώσεις των. Εἰς τὰς ἐκ τοῦ καλοῦ ὡσαύτως. Ὡς ἐκδηλώσεις
ἀκολουθοῦνται ἀπὸ δύο ἑτέρας ἐκδηλώσεις, αἵτινες ἑπόμεναι πάντοτε
αὐτῶν χαρακτηρίζουσι μὲ τὴν ἐκδήλωσιν αὐτῶν τὸ ὕψος τῆς ἐξελίξεως,
ὡς καὶ τὸν βαθμὸν αὐτῆς εἰς πνευματικήν τινα ὀντότητα.
Τὸ δάκρυ καὶ τὸ μειδίαμα. Τόσον τὸ πρῶτον, ὁ θεῖος μαργαρίτης, ὅσον
καὶ τὸ δεύτερον, ἀγγελικὸν ἀπάνθισμα, ἀκολουθοῦσι πιστῶς, μὲ τὴν αἰνιγ-
ματώδη τῆς μελαγχολίας μορφήν, τῆς λύπης ἢ τῆς χαρᾶς τὴν ἐπικράτησιν.
Ὅταν ὅμως ἡ λύπη καὶ ἡ χαρὰ στραφῶσιν ἐξ ὁλοκλήρου περὶ τὸν ἄξο-
να τοῦ καλοῦ καὶ μόνον, τότε αἱ ὑπέρταται αὗται ἐκδηλώσεις δημιουργοῦν
καὶ ἐξωραΐζουν τὸν κόσμον τῆς ψυχῆς, μὲ τὰ ὕψιστα συναισθήματα, ἅτι-
να ἐξαίρουν τὴν πνευματικὴν ὑπόστασιν εἰς τὸν κόσμον, ἔνθα κυβερνήτης
ἡ Ἀθανασία, ὀρθουμένη ἐπὶ τοῦ θρόνου τοῦ Ἀγνώστου καὶ περιτριγυριζο-
μένη ἀπὸ τὰς ἀθανάτους αὐτῆς ἀκολούθους, τὴν Ἀρετήν, τὴν Πίστιν, τὴν
Ἐλπίδα καὶ τὴν Παμμήτορα Ἀγάπην.
Ἡ λύπη καὶ ἡ χαρὰ εἶναι αἱ δύο χεῖρες τῆς Ἀγάπης, μεθ’ ὧν ἐναγκαλί-
ζεται τὴν Εὐτυχίαν. Τοὺς πνευματικοὺς ὁρίζοντας, ποῦ μὲν διακρίνουν
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 159

θεῖα μειδιάματα, ποῦ δὲ ταράσσουν λυγμοὶ μετὰ δακρύων. Ἐδῶ ἡ χαρά,


ἐκεῖ ἡ λύπη, βασιλεύουν εἰς ἴσας ἐκτάσεις ἀμφότεραι καὶ εἶναι ὑποτελεῖς
τῆς αὐτῆς βασιλίσσης, τῆς Ἀγάπης, καὶ ἀμφότεραι εἰς τὸ αὐτὸ ταμεῖον τῆς
Εὐτυχίας ρίπτουν τῆς Βασιλείας των τοὺς πόρους.
Λύπη καὶ Χαρά. Ἡ Ἀγάπη εἰς τὴν διάστασιν, ἡ Εὐτυχία εἰς τὴν
ἀντίθεσιν. Πόσον θὰ μᾶς ἦτο ἄγνωστος ἡ Εὐτυχία ἄνευ τῶν δύο τούτων.
Λύπη καὶ χαρά. Ἐξακολουθήσατε νὰ στολίζητε τὴν ζωήν μας ἀμφότεραι,
δωρήσατε ἡμῖν λυγμοὺς μετὰ δακρύων καὶ μειδιάματα, ἵνα ζήσωμεν εἰς
τὴν Ἀγάπην, ἵνα γνωρίσωμεν πλειότερον τὸν Θεόν.
Λύπη καὶ Χαρά...
11. ΤΟ ΔΑΚΡΥ

Μία τῶν ὑψηλοτέρων ψυχικῶν ἐκδηλώσεων ἐξελιγμένης πνευματι-


κότητος εἶναι καὶ τὸ δάκρυ.
Τόσον τὰ παράγωγα συναισθήματα, ὅσον καὶ τὰ παραγόμενα τοιαῦτα,
εἶναι προϊόντα ἐξελεουμένου πνεύματος, λίαν εὐαισθήτου εἰς κραδα-
σμοὺς ψυχικούς, ἀπὸ ἀναπάλσεις εὐγενεῖς καὶ ὑπερυψήλους εἰς τὸ πνευ-
ματικόν του ἀνάστημα. Εἰς τὴν δημιουργίαν τῆς ψυχικῆς ταύτης ἐκδηλώσε-
ως συντρέχουν πᾶσαι αἱ εὐγενεῖς αἰτίαι, αἱ ἔχουσαι τὴν ἀπαρχὴν αὐτῶν εἰς
τὸν δεσπόζοντα Νόμον τοῦ Καλοῦ.
Πάντα τὰ ποικιλόσχημα δένδρα, τὰ θάλλοντα εἰς τὸν μυροβόλον κῆ-
πον τῆς ψυχῆς καὶ ἅτινα μὲ τὰ εὔοσμα ἄνθη τῶν ὑψηλῶν συναισθημάτων
ἀποτελοῦν τὴν Ἐδὲμ τοῦ Πνεύματος, δίδουν μέρος τῶν πολυόσμων χυμῶν
διὰ τὴν ἀνατροφὴν τοῦ εὐθαλοῦς τούτου δένδρου τοῦ δακρύου, ὅπερ εἶναι
ἡ πρώτη καὶ ἡ τελευταία προσθήκη εἰς τὴν ἁρμονικὴν συμμετρίαν τοῦ
Κόσμου τῆς Ἀθανασίας.
Εἶναι ἐκδήλωσις, ἥτις ἐμφανιζομένη ὁμιλεῖ μὲ τὴν γλυκυτέραν γλῶσ-
σαν τῆς ψυχικῆς ἀνισορροπίας, τὴν ἀπόσβεσιν καὶ ἐπανόρθωσιν τῆς ψυ-
χικῆς ἰσορροπίας καὶ γαλήνης. Ὅταν ἡ ψυχικὴ αὕτη ἐκδήλωσις λαμβάνῃ
χώραν, τὸ ἁμαρτῆσαν πνεῦμα ἐξιλεοῦται, τὸ ἀδικημένον ἀμείβεται, τὸ
ἀσθενὲς ἀναρρωνύει, τὸ αἰτοῦν λαμβάνει. Ἀλλὰ καὶ τὸ ἐν δικαίῳ ἀδικεῖται,
τὸ ἐν ἀληθείᾳ παραγκωνίζεται καὶ τὸ ἀγαπῶν μισεῖται.
Καθ’ ὅλας ἐκείνας τὰς στιγμάς, καθ’ ἃς τῆς μὲν ἢ τῆς δὲ μορφῆς αἴτια
δρῶσιν, γεννᾶται τὸ δάκρυ, ἐκδηλοῦν πάσας τὰς ψυχικὰς ἐκδηλώσεις καὶ
συνεπῶς τοὺς ταύτας παράγοντας νόμους, ἀλλὰ κυρίως τὴν Ἀγάπην, ἥτις
ἐν ἑαυτῇ περικλείει τὸ σύνολον τῶν τοῦ καλοῦ ψυχικῶν ἐκφάνσεων. Πά-
ντα, ὅμως τὰ αἴτια, τὰ ἐν συνειρμῷ ἀπαρτίζοντα τὸ σύνολον τῶν ψυχικῶν
συναισθημάτων, καταμερίζονται εἰς δύο ὁλομελείας, αἵτινες ἐν τῇ συνοχῇ
ὁμοιότητος τῶν αἰτίων ὀνομάζονται λύπη καὶ χαρά.
Ἀλλ’ ἥ τε λύπη καὶ ἡ χαρὰ γεννῶνται ἐκ τῆς αὐτῆς πηγῆς καὶ τρέφονται
ἀπὸ τὰ αὐτὰ Νάματα, ἃ διὰ δύο κρουνῶν πλουσίως ὀχετεὺει ἡ κρήνη τῆς
Ἀγάπης. Κατὰ ταῦτα πᾶσα ἐκδήλωσις, γεννῶσα τὴν χαράν, ἔχει αἴτιον τὴν
Ἀγάπην. Ὡσαύτως πᾶσα ἐκδήλωσις λύπης τὸ αὐτὸ ἔχει αἴτιον. Καὶ χαίρομεν,
καὶ ἐν χαρᾷ χύνομεν δάκρυα, διότι ἐξεπληρώθη τὸ ποθούμενον, ὅπερ ἵνα
ποθητὸν ᾖ ἠγαπᾶτο. Ἐπίσης λυπούμεθα καὶ ἐν λύπῃ κλαίομεν, διότι ἀπωλέ-
σθη τι, ὅπερ ἠγαπῶμεν. Τόσον τὸ δάκρυ τῆς χαρᾶς, ὅσον καὶ τὸ δάκρυ τῆς
λύπης, ἔχει παραγωγικὸν αἴτιον τὸ δεσπόζον στοιχεῖον τῆς Ἀγάπης.
Συνειδότος τύψεις, διὰ πνευματικὸν παράπτωμα, προκαλοῦν τὴν λύ-
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 161

πην καὶ τὸ ἐξιλεωτικόν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, δάκρυ. Ὅταν συναντώμεθα μὲ


πρόσωπον ἐν ἀλλοδαπῇ εὑρισκόμενον, ἐν τῇ χαρᾷ ἡμῶν χύνομεν δάκρυα.
Εἰς πάσας ἐν γένει τὰς περιπτώσεις, καθ’ ἃς βρέχουν τὰς παρειὰς τοῦ ἀν-
θρώπου δάκρυα, εἰς τὸ ψυχοπνευματικὸν αὐτοῦ σύντροφον κυριαρχοῦν
συναισθήματα ἀποδιδόμενα εἰς τὸν Νόμον τοῦ Καλοῦ.
Τὸ δάκρυ εἶναι ὁ ἀφρὸς τοῦ κύματος τῆς δυστυχίας, ὅπερ θραύεται ἐπὶ
τοῦ ψυχικοῦ βράχου, περιλοῦον αὐτόν. Εἶναι ἡ γονιμοποιὸς τοῦ πνεύματος
βροχή, ἡ ποτίζουσα καὶ αὐξάνουσα τὸ σπέρμα τοῦ καλοῦ. Εἶναι τὸ ἐκχύλι-
σμα τῆς ψυχικῆς καταιγίδος, εἶναι τὸ ὕδωρ τοῦ λουτροῦ τῆς ψυχικῆς
ἀνακαινίσεως. Εἶναι ὁ οὐράνιος μαργαρίτης, ὁ στολίζων τὴν ἁγνὴν μορ-
φήν. Εἶναι τὸ εὕοσμον μῦρον, ὅπερ ἀναδίδει τὸ ἄσπιλον ψυχικὸν ἄνθος,
εἶναι ἡ δρόσος, ἡ δροσίζουσα τὸ ἐκ ψυχικῆς πυρκαϊᾶς φλεγόμενον ἄτομον.
Τὸ δάκρυ εἶναι ἡ ἐκδήλωσις τῆς εὐαισθησίας τῆς ψυχῆς. Παρασκευάζεται
ἀπὸ ὅλων τῶν ὑψηλοτέρων ἰδεωδῶν τὰς θείας ἐνσταλάξεις καὶ ἐπι-
μελῶς διατηρεῖται εἰς τὰ δοχεῖα τῆς Ἀγάπης καὶ τῶν λεπτοτέρων ἄλλων
αἰσθημάτων.
Ἐκ πολλῶν κρουνῶν χύνεται ἁγνὸν καὶ θερμόν, ὅταν καὶ ἓν ἀνάλογον
συναίσθημα ἀνοίξῃ ἕνα τούτων. Ἡ μεταμέλεια, ἀνοίγουσα τὸν κρουνόν
της, ἀφήνει νὰ σχηματισθοῦν δύο μικροὶ χείμαρροι, αὐλακώνοντες τὴν
ἐπιφάνειαν τοῦ προσώπου. Ἡ ψυχικὴ ἀλγηδών, ὁ ἀνεκπλήρωτος πόθος,
ἡ ἀπωλεσθεῖσα ἀγάπη, ὁ περιφρονημένος ἔρως, ἡ ἀπώλεια στοργῆς, ἡ
ἐπάνοδος τῆς εὐτυχίας, ἡ ἐκπλήρωσις τοῦ πόθου, ἡ εὐγνωμοσύνη καὶ τόσα
ἄλλα διὰ τῶν κρουνῶν των, ἀφήνουσι τὸ μυροβόλον δάκρυ νὰ κυλισθῇ
ἁγνὸν καὶ ταχὺ πάντοτε, δροσίζον τὸ ξηρόν.
Τὸ δάκρυ εἶναι πάντοτε ἡ ἐκδήλωσις τῆς ἀγρίας πάλης δύο ψυχικῶν
ἀντιθέτων συναισθημάτων. Μία ἐπικρατήσασα ψυχικὴ κατάστασις συ-
γκρούεται πρὸς τὸ ἐξεγειρόμενον αἴσθημα καὶ παλαίει ἄχρις οὗ συντριβῇ
τὸ ἐπικρατῆσαν καὶ βασιλεύσῃ τὸ νέον αἴσθημα, μὲ τὴν ἐκ τούτου ἀπορ-
ρέουσαν νέαν κατάστασιν.
Δὲν ἐκδηλώνει ἢ πάντοτε τὴν λῆξιν ἑνὸς ἀγρίου ἀγῶνος τῆς ἑτερω-
νυμίας καὶ τὴν κατάρρευσιν μιᾶς σαπρᾶς ἐπικρατείας ἀντιπνευματικοῦ
προϊόντος. Τῆς ἐκδηλώσεως ταύτης προηγεῖται ἰσχυροτάτη σύγκρουσις
λανθανουσῶν ψυχικῶν δυνάμεων, ἐχουσῶν τὴν ἀπαρχὴν αὐτῶν εἰς τοὺς
νόμους τοῦ ἀγαθοῦ ἢ τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ. Αἱ δυνάμεις αὗται ἀναχω-
ροῦσαι ἀπὸ τὸν πνευματικὸν εἱρμόν, φθάνουσι εἰς τὸν κόσμον τῆς ψυχῆς,
ἔνθα ὑπὸ μορφὴν ἀντιθέτων συναισθημάτων πλουτίζονται ἀφθόνως ἀπὸ
τὰ αἰσθήματα, ἅτινα οὕτω ἐνισχύοντα κατὰ τὸν τρόπον τοῦτον τὰ ἀντίπα-
λα, καθιστῶσι δεινὸν τὸν ἀγῶνα καὶ ἀμφίρροπον, ἄχρις οὗ, νικῶσα ἡ μία
τῶν συναισθημάτων μερίς, κυριαρχήσει τοῦ ψυχοπνευματικοῦ συνόλου.
Ἂν δὲ συμβῇ ἡ κυριαρχία νὰ δίδεται εἰς τὰ ἐκ τοῦ κακοῦ ἀπορρέοντα
συναισθήματα, τότε ἡ δημιουργουμένη κατάστασις, ὅλως ἀντιπνευματι-
κή, δίδει ὑλικῆς μᾶλλον ἐπικρατήσεως κατεύθυνσιν εἰς τὸν ἄνθρωπον,
ὅστις, ἐὰν ἐπιμείνῃ εἰς ταύτην, καταπνίγων ἑκάστοτε τὴν φωνὴν τοῦ
162 Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

ἐξεγειρομένου καὶ ἡττηθέντος συναισθήματος τοῦ καλοῦ, δημιουργεῖ


τὸν ἐν πορώσει ἀνάλγητον ἄνθρωπον, τὸν ἄνθρωπον τῆς ψυχικῆς ἀπο-
συνθέσεως καὶ πνευματικῆς στασιμότητος.
Ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἐξεγείρεται τὸ πρὸς στιγμὴν ἡττηθὲν συναί-
σθημα καὶ ὀρθούμενον προκαλεῖ τὴν σύγκρουσιν μὲ τὸ ἀντιπνευματικὸν
κράτος καί, ἀνατρέπον τοῦτο, λαμβάνει τῆς νίκης τὸ γέρας, ὅπερ δέν εἶναι
ἢ ἡ πνευματικὴ ἀνακούφισις, διὰ τὴν ἀποτίναξιν ἀποπνικτικῆς ἀντιπνευ-
ματικῆς ἀτμοσφαίρας καὶ τὰ δάκρυα, τὰ ὁμιλοῦντα περὶ ψυχικῆς ἱκανο-
ποιήσεως.
Τὸ δάκρυ, κυρίως προϊὸν συναισθηματικοῦ ὄντος, χαρακτηρίζει τὰς
ἐξελιγμένας πνευματικότητας. Ἑκάστη σταγὼν αὐτοῦ εἶναι καὶ μία πο-
λύτιμος καὶ τιμαλφὴς πέτρα εἰς τὸ περιδέραιον τῆς ψυχῆς. Διὰ τούτου
ἀποπλύνονται οἱ ψυχικοὶ ρύποι, καταπαύουν πως μετριαζόμεναι αἱ τῆς
ψυχῆς τρικυμίαι, ἐλαφρύνεται ἡ παραδερομένη ἀπὸ ψυχικὰς ἀλγηδόνας
τοῦ θνητοῦ καρδία καὶ ἀνέρχεται μὲ ἀκλόνητον τὸν πόδα τῆς ἀδικίας τὸ
ἰκρίωμα ἐν τῇ ζωϊκῇ κοινωνίᾳ ἡ ἀνθρώπινη προσωπικότης. Ἐκδηλοῦται
διὰ τούτου ἡ θερμὴ τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ ἔρωτος λατρεία. Ἐξωτερικεύεται
ὁ διακαὴς ψυχικὸς πόθος καὶ δι’ αὐτοῦ ζωγραφίζεται ἡ ἀπόγνωσις. Ἀλλὰ
καὶ ποίαν ὑψηλὴν ψυχικὴν ἐκδήλωσιν δὲν ἀκολουθεῖ τὸ δάκρυ; Καὶ ἰδού,
ἐνῷ πέραν ἐκεῖ μακρὰν τῆς τρικυμίας φέρεται εἰς ταχύπλουν πλοῖον διὰ
μακρυνὴν χώραν ὁ νέος, εἰς τὴν προκυμαίαν ἵσταται ἡ μήτηρ αὐτοῦ, ἀπο-
λιθωμένη ὡς ἄγαλμα, σείουσα μανδήλιον διὰ τῆς χειρός, ἐνῷ θεῖα δάκρυα
ἐξακολουθοῦν νὰ ὑγραίνουν τοὺς μητρικοὺς ὀφθαλμούς, οἵτινες ἐξακολου-
θοῦν νὰ ὦσι προσηλωμένοι εἰς τὸ σημεῖον, τὸ σβεννύμενον εἰς τὸν ἀχανῆ
ὁρίζοντα. Ὁ πατὴρ κλαίει διὰ τὴν ἐπιστροφὴν τοῦ υἱοῦ του, ἐνῷ ἁγνὴ παρ-
θένος χύνει κρουνοὺς δακρύων ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῆς διὰ τὴν ἀπο-
μάκρυνσιν τοῦ ἐρῶντος αὐτήν. Ἡ σπαρασσομένη σύζυγος χύνει δάκρυ διὰ
τὴν μετάστασιν ἐκ τῆς ζωῆς τοῦ συζύγου αὐτῆς, ἐνῷ πολλάκις καὶ ἡ ἁπλῆ
μνήμη τῶν ἀγαπημένων ἡμῖν νεκρῶν προκαλεῖ τὸ θερμὸν τοῦ πόνου
δάκρυ.
Ἀλλὰ τί; Μήπως δάκρυα δὲν χύνει ἡ κοπτομένη ἐλάτη, ἡ πληγωμένη
πεύκη, τὰ θραυόμενα δενδρύλλια, τὸ πατούμενον ἄνθος ἢ ἡ καταστρε-
φομένη βοτάνη; Μήπως πάντα τὰ λοιπὰ ζῶα, τὰ ἔχοντα μεγαλυτέραν ἐκ-
δήλωσιν τοῦ ψυχικοῦ των κόσμου, δὲν χύνουν δάκρυα εἰς τὰς ἐκδηλώσεις
τοῦ πόνου των;
Ὦ δάκρυ, δάκρυ... Πλαισιώνεις τὸ σύμπλεγμα τῆς φιλίας καὶ λούεις
τὴν ἄδολον Ἀγάπην. Οἱ θεῖοι σου μαργαρῖται ἐκύλισαν καὶ ἐπὶ τῶν Θείων
παρειῶν τοῦ Θεανθρώπου! Τὰ θερμά σου Νάματα μᾶς ὑψώνουν εἰς τοὺς
Κόσμους τῆς Ἀθανασίας. Δάκρυ, Οὐρανία Ἐκδήλωσις... Θεῖον δάκρυ...
12. Η ΑΙΔΩΣ

Ἄπειρος ὁ ἀριθμὸς τῶν βαθμίδων τῆς πνευματικῆς κλίμακος. Ἀνερχό-


μενος εἰς τὴν προοδευτικὴν ταύτην κίνησιν ὁ ἄνθρωπος ὁ πνευματικός,
ἀπὸ ἀτέλειαν βαίνει κινούμενος κατὰ τὴν μίαν αὐτὴν φορὰν πρὸς τὸ Τέλει-
ον, διερχόμενος τὰς συνεχεῖς βαθμίδας, τὰς παριστανούσας καὶ ἕνα ἑκά-
στοτε ἐξελικτικὸν σταθμόν. Ἑκάστη τοιαύτη βαθμὶς τῆς Ἀπείρου ταύτης
καὶ Ἀτέρμονος κλίμακος, ὑπὸ πνεύματος κινουμένου ὁμαλῶς, διανύεται
ἐντὸς ὡρισμένου πνευματικοῦ διαστήματος.
Ὅπως δὲ πᾶσα ἐπὶ τὰ πρόσω ἢ τὰ ὀπίσω κίνησις κινητοῦ ἐπακολου-
θεῖται ἢ μὲ ἐπιβράδυνσιν ἢ μὲ ἐπιτὰχυνσιν, οὕτω παραλλήλως πως πᾶσα
πνευματικὴ ὀντότης, διατρέχουσα τήν ἐξελικτικῆν ταύτην πνευματικὴν
τροχιάν, χωρεῖ πρὸς τὸ Ἄπειρον μὲ κίνησιν ἢ ὁμαλήν, ὅτε ἡ ἀλληλουχία
καὶ διαδοχὴ τῶν πνευματικῶν βαθμίδων γίνεται ὁμαλῶς, (ὁμαλὴ πνευ-
ματικὴ ἐξέλιξις), ἢ ὑφίσταται ἐπιβράδυνσιν, ὅτε μετ’ ἠλαττωμένην κίνη-
σιν ἀκολουθεῖ στασιμότης ἢ ἀδράνεια εἰς ὡρισμένην βαθμίδα, καὶ τέλος
ἡ κίνησις ἐπιταχύνεται, ὁπότε ἡ πνευματικὴ ὕπαρξις διατρέχει τὰς βαθ-
μίδας μὲ ταχύτητα ὁλονὲν ἐπιταχυνομένην καὶ ὅτε τὸ Πνεῦμα ὁδεύει
πρὸς τὴν Ἄπειρον πνευματικὴν ἐξέλιξιν, λαμβάνον ταχέως τὴν ὑψηλὴν
πνευματικότητα αὐτοῦ.
Καὶ κατὰ μὲν τὴν πρώτην περίπτωσιν, τῆς ὁμαλῆς πνευματικῆς ἐξελί-
ξεως, ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος βαθμηδὸν καὶ κατ’ ὀλίγον, ἀποβάλλων τὰ
σαθρὰ ψυχικὰ στοιχεῖα, ἅτινα ἐν συνόλῳ ἁπαρτίζουσι τὸν ἁμαρτωλὸν
ἄνθρωπον, ἐφοδιάζεται μὲ ἕτερα ὑγιᾶ, ὧν ἡ πρόσκτησις χαρακτηρίζει
τὸν πνευματούμενον ἄνθρωπον καὶ τὸν ὁμαλῶς διατρέχοντα τὴν προο-
δευτικὴν πνευματικήν τροχιάν του.
Κατὰ δὲ τὴν δευτέραν, τῆς ἐπιβραδυνομένης ἐξελίξεως, αἱ πνευματι-
καί ὑπάρξεις διὰ τὰ μὲν ἢ δὲ αἴτια, ἁδρανοῦσι, περιέρχονται εἰς στάδιον
στασιμότητος, ἥτις δύναται ἐπὶ πολὺ νὰ συγκρατήσῃ ἐν τῷ κλοιῷ της τὴν
πνευματικὴν ἐκείνην ὕπαρξιν, ἂν μὴ ἀπότομος ψυχικὸς κλονισμὸς ἢ ἀνα-
καινιστικὴ τῶν πνευματικῶν στοιχείων δόνησις ἀναδημιουργήσῃ δυνά-
μεις καὶ προσδώσῃ νέαν ἰσχυρὰν πρὸς τὰ πρόσω ὤθησιν.
Κατὰ δὲ τὴν τρίτην περίπτωσιν, τῆς ἐπιταχυνομένης πνευματικῆς
ἐξελίξεως, αἱ πνευματικαὶ ὀντότητες κινούμεναι ἰλιγγιωδῶς περὶ τὸν ἄξο-
να τῶν πνευματικῶν νόμων, διαγράφουν, ὡς ἂσβεστοι πυρσοί, ὁλονὲν
ἀποκτῶντες μεγαλυτέραν λαμπηδόνα, τὴν τροχιὰν πρὸς τὴν ἀνωτέραν
ἐξέλιξιν, ριπτόμενοι εἰς τὸν πνευματικὸν ἐκεῖνον στρόβιλον καὶ διερχόμε-
νοι εἰς τὰ ἀφάνταστα καὶ ἀπροσπέλαστα Πνευματικὰ βασίλεια.
164 Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Νόμος τῆς Ἀπείρου Δυνάμεως, τὰς τρεῖς ταύτας περιπτώσεις διέπων


πρὸς ἓν κοινὸν σημεῖον καὶ τὸ αὐτὸ τέρμα ὠθεῖ τὰς πνευματικὰς ὑπάρξεις.
Ἡ ἄπειρος Πνευματικότης, ἣν ὡς ὑπὸ ἐλατηρίου ἑλκόμεναι τρέχουν κατὰ
κανόνα αἱ ὀντότητες αἱ πνευματικαί, εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς ὑπάρξεως καὶ αὐτὸ
τὸ τέρμα τῆς κινήσεως τῆς ἀπολύτου τῶν πνευμάτων.
Ὁ νόμος οὗτος τῆς προόδου, διήκων τὴν ἀτελευτήτως ἄπειρον πνευμα-
τικὴν κλίμακα, ἔχει καὶ ἀνάλογον ἀντίδρασιν τῆς δυνάμεως τῆς ἀντιρρό-
πως καὶ σχεδὸν ἰσοσθενῶς δρώσης, τῆς δυνάμεως τῆς ὕλης. Οὕτω, ἂν μὴ ἡ
ἑκάστοτε νέα πρόσκτησις ὑψηλῶν πνευματικῶν στοιχείων πλουτίσῃ καὶ ἐνι-
σχύσῃ τῆν ἐνέργειαν τοῦ πνευματικοῦ τούτου νόμου τῆς προόδου, ἡ ἀντιρ-
ρόπως δρῶσα τῆς ὕλης ἢ τῶν ὑλικῶν νόμων δύναμις, ὑπερνικῶσα, προ-
καλεῖ ἀντίστασιν εἰς τήν κίνησιν τῆς πνευματικῆς ὑπάρξεως, καθιστῶσα
αὐτὴν ἐπιβραδυνομένην ἕως οὗ ἀκολουθήσῃ ἡ στασιμότης ἡ πνευματική.
Τότε ἐκ τῶν τριῶν ἄνω περιπτώσεων παρουσιάζεται ἡ δευτέρα.
Αἱ τρεῖς ὅμως αὗται τῆς πνευματικῆς ἐξελίξεως περιπτώσεις, καθ’ ἃς
διαγράφεται ἡ αὐτὴ πάντοτε τροχιὰ μὲ τοὺς ἀνομοιογενεῖς μόνον τρόπους
τῆς κινήσεως αὐτῆς, παρουσιάζουν καὶ ἀντίστοιχα ψυχικὰ στοιχεῖα, δι’ ὧν
ἐκδηλοῦται τῆς πρὸς πνευματικὴν ἐξέλιξιν κινήσεως ἡ ποσότης.
Ὅλας τὰς πνευματικὰς χορείας, τὰς ἀκολουθούσας τὴν πρώτην
ὁμαλὴν ἐξέλιξιν, χαρακτηρίζουσι γνωρίσματα, οὐδὲν ἄλλο δηλοῦντα ἢ
ὁμαλὴν μὲν πλὴν χελωνοειδῆ πρὸς τὰ πρόσω κίνησιν, ἧς ἀποτέλεσμα
ἀσφαλὴς μέν, ἀλλὰ βραδυτάτη πνευματική ἐξέλιξις. Τὰ κύρια τούτων
γνωρίσματα εἶναι ὁ σκεπτικισμὸς καὶ ἡ συντηριτικότης, ἡ αὔξουσα ὁλο-
νὲν ἠθικὴ ποσότης.
Τὰς πνευματικὰς ὑπάρξεις, τὰς διαγραφούσας τόσον ταχέως τὴν ἐξελι-
κτικὴν κλίμακα τοῦ πνεύματος, χαρακτηρίζει ἡ γνῶσις τῆς Ἀληθείας καὶ
τοῦ προορισμοῦ καὶ ἡ ἐκ τούτων ἀπορρέουσα ἀποφασιστικότης, πλουτί-
ζουσα μὲ πάντα τὰ ψυχικὰ ἐφόδια τὸ πνεῦμα, ὅπερ ἀποκτῶν ἰδίαν δύναμιν
ἤδη αὐξάνει τὴν ταχύτητα αὐτοῦ, χωροῦν μετὰ μεγαλυτέρας δράσεως
πρὸς τὰ πρόσω, ὁπότε ὁ ἀντίρροπος ὑλικὸς νόμος φθάνει ἀδυνατῶν
εἰς τὸ στάδιον τῆς ἀδρανείας αὐτοῦ καὶ ὅτε τὸ ἐν ὕλῃ ὃν πνεῦμα μόλις
λανθάνουσαν αἰσθάνεται τῆς ὕλης τὴν ὑπόστασιν. Τότε πλέον ἡ ὀντότης
αὕτη ἡ πνευματικὴ πᾶσαν ἐκδήλωσιν φυσικοῦ νόμου καθιστᾶ ἀνενεργόν,
ὅτε ἰδοὺ ὁ ἄνθρωπος ὑλικὸν περιβεβλημένος ἔνδυμα, ἀνέρχεται νικῶν
τὴν βαρύτητα, βαδίζει ἐπὶ τῆς θαλάσσης καὶ καθιστᾶ ἑαυτὸν ἀόρατον
κατὰ τὸ δοκοῦν.
Τὰ γνωρίσματα αὐτοῦ, ἢ γενικῶς τῶν πνευματικοτήτων τῆς δευτέρας
κατηγορίας, εἶναι ἡ γνῶσις τῆς Ἀληθείας, ἥτις συνοδεύεται ἄρα καὶ ἀπὸ τὸ
σπουδαιότατον καὶ κυριωδέστατον στοιχεῖον τῆς πίστεως.
Ἡ γνῶσις τοῦ προορισμοῦ, ἥτις ἀκολουθεῖται ἀπὸ τὴν ἐκ τῆς θελήσε-
ως γεννωμένην ἀποφασιστικότητα. Ἐκ τῆς γνώσεως τῆς Ἀληθείας καὶ τοῦ
προορισμοῦ, ἀπορρέουν μύρια ἄλλα στοιχεῖα, ἀποτελοῦντα ἐν συνειρμῷ
τὴν ἑνιαίαν ὁλομέλειαν τῶν δύο στοιχειακῶν ὀντοτήτων, τῆς γνώσεως τῆς
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 165

Ἀληθείας καὶ τοῦ προορισμοῦ. Πάντα ταῦτα τὰ μερικὰ στοιχεῖα εἶναι χα-
ρακτηριστικαὶ ἐκφάνσεις τῶν κατὰ τὸν τρίτον τρόπον ἀκολουθουσῶν τὴν
ἐξελικτικὴν προοδευτικὴν κλίμακα πνευματικοτήτων.
Ἡ τιμὴ πρῶτον κατέχει πρωτεύουσαν θέσιν ἐν τῷ ὁμίλῳ τῶν στοιχείων
τούτων καὶ ἡ Ἀγάπη πρὸς πᾶν ὅμοιον καὶ ἀνόμοιον ἔτι. Ἐκ τῆς τιμῆς ἀπορ-
ρέει ὁ Σεβασμὸς πρὸς τὸ περιβάλλον, ἐκ δὲ τῆς Ἀγάπης ἡ Αὐτοθυσία,
διὰ πᾶν ὅμοιον καὶ ἀνόμοιον πολλάκις. Ὁ ἐκ τῆς τιμῆς πάλιν ἀπορρέων
σεβασμὸς παντὸς ξένου, ἀλλ’ ἐνίοτε καί τινος ἀνήκοντος εἰς ἡμᾶς αὐτούς,
εἶναι ἀποτέλεσμα πολλῶν ἄλλων αἰτίων, ὀφειλομένων εἰς στοιχεῖα ἕτερα,
ὧν ἡ ὕπαρξις γεννᾷ τὸ ἁρμονικὸν σύνολον τοῦ σεβασμοῦ. Ἡ δὲ ἐκ τῆς τὰ
πάντα στεγαζούσης Ἀγάπης ἀπορρέουσα αὐτοθυσία εἶναι ἀποτέλεσμα πά-
ντων τούτων.
Κατὰ ταῦτα, πᾶσα πνευματικὴ ὕπαρξις κινουμένη ἐν τοιαύτῃ ἰδανικῇ
ἑνώσει, πάντα τὰ στοιχεῖα ταῦτα, μὲ ταχύτητα ἐπιταχυνομένην διέρχεται
τὰς συνεχεῖς τῆς ἐξελικτικῆς πνευματικῆς κλίμακος βαθμίδας καὶ οὕτω συ-
ντέμνουσα τὰς προοδευτικὰς περιόδους καὶ περισσότερον ὀλιγοχρόνιον
καθιστῶσα τὴν εἰς ἕκαστον ἐξελικτικὸν σταθμὸν διαμονήν της, τρέχει ὡς
ἄσβεστος διάττων πρὸς τὴν Ἄπειρον Τελειότητα καὶ Τελείαν Πνευματι-
κότητα.
Τὰ στοιχεῖα τοῦ Σεβασμοῦ καὶ τῆς Αὐτοθυσίας, ἢ ὅπερ ταυτὸ τῆς Ἀγά-
πης καὶ τῆς Τιμῆς, γεννοῦν καὶ ἕτερα στοιχεῖα, τοῦ δικαιώματος καὶ τοῦ
καθήκοντος. Καὶ τὸ μὲν καθῆκον ὑπαγορευόμενον ὑπὸ τῆς αὐτοθυσίας δὲν
εἶναι ἢ ἐκδήλωσις τῆς ἀγάπης, τὸ δὲ δικαίωμα ἀπορρέον ἐκ τῆς ἐπιθυμίας
τοῦ πρὸς ἐμὲ σεβασμοῦ δὲν εἶναι ἢ ἐκδήλωσις τῆς τιμῆς. Εἰς τὴν τιμήν, εἰς
ἣν ἀνάγεται ὁ σεβασμὸς καὶ τὸ δικαίωμα ἢ εἰς τήν ἀγάπην, εἰς ἣν ὑπάγο-
νται καὶ ἡ αὐτοθυσία καὶ τὸ καθῆκον μετὰ τῆς τιμῆς καὶ τῶν ἐξαρτημάτων
αὐτῆς, εἰς κόσμον ἄλλον μικροτέρων, πλὴν σπουδαιοτάτων παραγωγικῶν
στοιχείων, διακρίνεται καὶ ἡ Αἰδώς.
Ἡ Αἰδώς, τέκνον τοῦ Σεβασμοῦ πρὸς τοὺς ἄλλους καὶ πρὸς ἑαυτόν.
Ἀποκύημα Ἀγάπης καὶ κόρη τῆς Τιμῆς. Ἡ Αἰδώς, τὸ σύμβολον τοῦτο
τῆς πνευματικῆς τελειότητος, ὁ ζυγὸς δι’ οὗ ζυγίζεται τὸ ποσὸν τοῦ
ἐξανθρωπισμοῦ καὶ τὸ στοιχεῖον δι’ οὗ χαρακτηρίζεται τὸ ποιὸν πνευ-
ματικοῦ τινος συνόλου ἢ μέρους, Κράτους, Κοινωνίας, Οἰκογενείας καὶ
ἀτόμου. Εἶναι τὸ μέτρον δι’ οὗ μετρεῖται ὁ πολιτισμὸς καὶ τὸ βάθρον
πάσης ἠθικῆς οἰκοδομῆς.
Εἰς τὸν κόσμον τῶν αἰσθημάτων κατέχει ἐξέχουσαν θέσιν καὶ εἶναι
ψυχικὴ ἐκδήλωσις ἀναμετρῶσα τὸ πνευματικὸν ἀνάστημα παντὸς ἀνθρώ-
που. Εἰς τὴν διαδρομὴν τῆς ἐξελικτικῆς κλίμακος ὑπὸ πνευματικῆς ὑπάρξε-
ως καὶ κατὰ τὸν τρίτον τρόπον, τὸν τῆς ἐπιταχυνομένης προοδευτικῆς τοῦ
πνεύματος κινήσεως, ἡ Αἰδὼς ἐξέχει ὡς οὐσιῶδες γνώρισμα καὶ ἀποτελεῖ
τὴν βαθμίδα ἐκείνην τῆς κλίμακος εἰς ἥν, ἀφοῦ τις φθάσῃ καὶ ὑπερβῇ, ἄρ-
χεται ἀσφαλῶς κινούμενος πρὸς τὸν Κόσμον τῆς Τελειότητος, χωρὶς φό-
βον στασιμότητος ἢ ἐπιστροφῆς πρὸς τὰ ὀπίσω.
166 Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Ἅμα τῇ ἐμφανίσει τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὸν κόσμον τοῦ συνειδητοῦ, εὐθὺς
ὡς ὁ νέος ἄνθρωπος λάβῃ συνείδησιν ἑαυτοῦ, ὡς ὑλικοῦ καὶ πνευματικοῦ
ἀτόμου, τὸ πρῶτον αἴσθημα ὅπερ ἐπ’ αὐτοῦ κυριαρχεῖ εἶναι τὸ τῆς αἰδοῦς.
Ἔχει τὴν φύσιν ὁρμεμφυτικὴν καὶ ἐνστικτικὸν τὸν χαρακτῆρα. Εἰς ὅσον
δὲ ἀνώτερον ἐπίπεδον καθαρότητος εἶναι τὸ πνευματικὸν «εἶναι» τοῦ ἀν-
θρώπου, τόσον ζωηρωτέρα γίνεται ἡ ἐκδήλωσις τῆς αἰδοῦς. Μία προσβλη-
τικὴ λέξις ἀρκεῖ ἵνα προκαλέσῃ τὸ ἐρύθημα εἰς τὰς παρειὰς τοῦ νεανίου.
Εἷς ἔπαινος παρ’ ἀνωτέρου, μία ἐπίπληξις, ἢ ἡ ἁπλῆ νεανίου εἰς ἀνωτέρους
παρουσία, προκαλεῖ τὸ ὡραῖον τῆς αἰδοῦς χρῶμα. Μὲ τὸν ὡραῖον της πέ-
πλον περιβάλλει πᾶν ἱερόν, πᾶν ὅ, τι συγκεντροῖ τῆς τιμῆς τὰ στοιχεῖα.
Ἡ αἰδώς, τὸ ἁρμονικὸν στοιχεῖον τῆς τόσον θαυμαστῆς κοινωνικῆς
συμμετρίας. Ἄτομον, οἰκογένεια ἢ κοινωνία, εἰς τοὺς κόλπους τῆς ὁποίας
διαμένει τὸ ὑψηλὸν τῆς αἰδοῦς αἴσθημα, εἶναι ἐξελιγμένη ἐν τῷ πνευματικῷ
της συνόλῳ κοινωνίᾳ, ἥτις ἀσφαλῆ καὶ ἀναφαίρετον περικλείει τὴν γενικὴν
εὐτυχίαν. Ἐκεῖ τὰ ἐσκηνωμένα πνεύματα, παραλληλίζοντα τὰς κοσμικὰς
πράξεις των πρὸς τοὺς θεμελιώδεις πνευματικοὺς νόμους, διαγράφουν τὰς
γραμμὰς τῆς τελείας ἐπιγείου πνευματικῆς κοινωνίας, ἐν ᾗ δεσπόζοντες
νόμοι εἶναι οἱ ἀφορῶντες τὴν ἐν ἀμίλλῃ διὰ τὸ καλὸν πνευματικήν ἐξέλι-
ξιν. Τὰ πνεύματα τοιαύτης κοινωνίας εἶναι τὰ ἀπαρτίζοντα τὰς πνευματικὰς
χορείας, τὰς μετ’ ἐπιταχυνομένης κινήσεως ὁδευούσας πρὸς τὴν Τελειότη-
τα. Ἐκεῖ ἐναρμονίζονται θαυμαστῶς τὸ καθῆκον μὲ τὸ δικαίωμα καὶ ἄριστα
συμβιοῦσι τὰ ὑλικὰ ἄνισα. Ἐκεῖ εἶναι παντελῶς ἄγνωστος ἡ ἔννοια τοῦ
ἀτομικοῦ συμφέροντος, ἡ δὲ ἰσότης τὰ πάντα στεφανοῖ.
Ἐξ ἀντιθέτου, ἐκείνη ἡ κοινωνία ἐν ᾗ τὸ αἴσθημά τῆς αἰδοῦς βαθμη-
δὸν καὶ κατ’ ὀλίγον ἄρχεται ἐκλεῖπον, προώρισται θᾶττον ἢ βράδιον νὰ
ὑποστῇ πλήρη ἀδράνειαν καὶ πνευματικὴν στασιμότητα. Μιᾶς τοιαύτης
κοινωνίας αἱ πνευματικαὶ ὑπάρξεις κλονίζονται πρὸ τοῦ αὐξανομένου ἐν
ἰσχύϊ νόμου τῆς φύσεως τῆς ὕλης καὶ οὕτω καμπτόμεναι ἀκολουθοῦν τὴν
τροχιὰν τοῦ ἀντιρρόπως δρῶντος νόμου τῆς ὕλης. Ἐκεῖ ἔνθα βασιλικὰ
ἁπλώνει τὰ πέπλα ἡ ἄρνησις τῆς αἰδοῦς, ἡ ἀναίδεια, ἐκεῖ ὡς μανῖται φύο-
νται τὰ πνευματοφθοροποιὰ στοιχεῖα του, ἀποσαθροῦντα τὸ ψυχικὸν
ἐγὼ καὶ προκαλοῦντα τὴν πόρωσιν, τὴν θυγατέρα τῆς ἀναιδείας.
Ἡ κοινωνία αὐτὴ καὶ αἱ αὐτὴν ἐκπροσωποῦσαι πνευματικότητες, εἶναι
ἡ μετ’ ἐπιβραδύνσεως κινουμένη πρὸς πρόοδον πνευματικήν, εἶναι ἡ κοι-
νωνία τῆς ἀτομικῆς ὡς καὶ τῆς γενικῆς δυστυχίας. Μία τοιαύτη κοινωνία
γεννᾷ νέους μὴ ἐρυθριῶντας πρὸ γερόντων δι’ ἀθυροστομίας, ἀσχημο-
νοῦντας δημοσίως, παρθένους καταρρακούσας διὰ τοῦ ἀσέμνου τὸ ἠθικὸν
αὐτῶν καὶ συνειρμοὺς οἰκογενειῶν ἀποσυντεθειμένους. Οὐδὲν δύναται
νὰ σώσῃ τὴν κοινωνίαν ταύτην εἰ μὴ ἰσχυρὸς κλυδωνισμὸς ἀτυχήματος ἢ
καταστροφῆς, δι’ ὧν δύναται αὕτη ἀνακαινίζουσα τὰς ἠθικὰς δυνάμεις τὰς
σεσαθρωμένας, νὰ ἀρχίσῃ κίνησιν πρὸς τὰ πρόσω, ρυθμιζομένη καὶ πάλιν
ἀπὸ τὸν Ἀμετάπτωτον νόμον τῆς πνευματικῆς προόδου καὶ ἐξελίξεως.
Ἡ αἰδὼς ὅθεν εἶναι τὸ σύμβολον τῆς ἠθικοπλαστικῆς ὁμάδος τῶν
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 167

ψυχικῶν στοιχείων, ἅτινα δημιουργοῦσι τὰ διὰ τῆν τελειοποίησιν, τὴν


ταχεῖαν, προοριζόμενα πνεύματα. Κατὰ ταῦτα ἡ αἰδὼς δύναται νὰ θεω-
ρηθῇ συμφυὴς τῆς προόδου τῆς πνευματικῆς. Εἰς τὴν Ἀτέρμονα πνευματι-
κὴν κλίμακα, ὡς περίβλεπτον σημεῖον ὀρθοῦται ἡ αἰδώς, δηλοῦσα διὰ τοῦ
ἐπιβλητικοῦ αὐτῆς παραστήματος τὸν σταθμόν, ὃν πρέπει νὰ διέλθῃ πνευ-
ματικότης τις, ἵνα δι’ αὐτοῦ βαδίσῃ πλέον πρὸς τὴν Ἄπειρον καὶ Τελείαν
Πνευματικότητα.
Ἡ αἰδὼς ἄρα εἶναι ἡ πύλη, δι’ ἧς διερχόμενός τις, ἀφήνει ὄπισθεν
τὰ ὄζοντα ἀπὸ δυσώδη ἀπόπνοιαν κοσμικὰ τῆς ἀναιδείας τέλματα καὶ
χωρεῖ πρὸς τοὺς κήπους, ἐξ ὧν θεία καὶ Ὑπερκόσμιος διαχέεται τῆς
Πνευματικῆς Τελειότητος ἢ Εὐωδία.
13. Η ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ

Εἰς τὸ Ἄπειρον τῆς Δημιουργίας Κράτος κινεῖται εἰς μικρὸν τμῆμα τοῦ
Ἀτελευτήτου Βασιλείου τοῦ Παντός, ἐντὸς ζῶντος δεσμωτηρίου, καὶ ὁ
πνευματικὸς ἄνθρωπος. Ἡ πνευματικὴ αὕτη ὕπαρξις, ἡ δυναμένη ἐλευ-
θέρα νὰ διασχίζῃ εἰς δευτερολέπτου στιγμὴν τὰς ἀχανεῖς τοῦ Ἀπείρου
ἐκτάσεις, ἡ ὀντότης αὕτη, ἥτις μὲ ταχύτητα μεγαλυτέραν αὐτῆς μεθ’ ἧς
σχηματίζεται καὶ κινεῖται ἡ σκέψις, δύναται νὰ κινηθῇ ἀπὸ κόσμου εἰς κό-
σμον, εὑρίσκεται εἰς δεσμωτήριον, μὲ κεκλεισμένας τὰς σιδηρᾶς αὐτοῦ
θύρας καὶ μὲ ἀδιαπέραστα τὰ πετρώδη αὐτοῦ τοιχώματα. Τὸ ὑλικὸν τοῦτο
δεσμωτήριον, ὁ ὑλικὸς ἄνθρωπος, ὅπερ τόσον ἀσφαλῶς κρατεῖ τὸν ὑπόδι-
κόν του, ἔχει στιγμὰς καθ’ ἅς, ὡς ἀγόμενον ἀπὸ ἐντολὴν ἀνωτέραν, ἀνοίγει
μικρόν τινα φεγγίτην καὶ ἐπιτρέπει οὕτως εἰς τὸ ἐν φυλακῇ πνεῦμα, ὅπως
δεχόμενον ποσότητά τινα ἐξωτερικοῦ φωτός, ζήσῃ στιγμάς τινας ἐν φωτί.
Τοιοῦτος ἐδημιουργήθη ὁ τοῦ πνεύματος μετὰ τῆς ὕλης σύνδε-
σμος, διὰ τὴν ἐξιλέωσιν καὶ ἀπότισιν τῆς πληθύος τῶν παραπτω-
μάτων. Καὶ παρατηροῦμεν, εἰς τὴν ἀνομοιογενῆ ταύτην συνύπαρξιν, τὸν
μυστηριώδη κρῖκον, τὸν συνδέοντα τόσον ὑπερφυῶς τὰ δύο ἀνόμοια, τὸν
κρῖκον τῆς ζωῆς, δι’ ἧς ἐκδηλοῦται ἡ διὰ τὸν ὕψιστον σκοπὸν Θεία Ἐπενέρ-
γεια. Ἐν τῷ πνευματοϋλικῷ τούτῳ συνειρμῷ παρατηρεῖ τις τὸ ἀνόμοιον
τῶν ὁμοίων καὶ τὴν πάλην τῆς ἑτερωνυμίας. Καὶ πάντα ταῦτα ἔχουσιν ὡς
αἴτιον ὑπάρξεως τὸν κρῖκον, ὅστις ἐκλήθη Ζωή.
Οἱ Ἀμετάπτωτοι τῆς Δημιουργίας νόμοι, δρῶντες ὑπερφυῶς, τὴν μὲν νε-
κρὰν ὕλην ἐζωοποίησαν, παρουσιάσαντες τὸ φαινόμενον τῆς ζωῆς, ἐνῷ εἰς
μυριάδας μορφῶν προβάλλει καὶ ὁ ὑλικὸς ἄνθρωπος. Οἱ αἰωνίως δρῶντες
νόμοι τοῦ Πνευματικοῦ Κόσμου, ὠθήσαντες καταλλήλως τὸ ἐσπιλωμέ-
νον πνεῦμα, ἀφῄρεσαν ἀπ’ αὐτοῦ τὰς ὡς Ἀΰλου Πνεύματος ἀνεκφρά-
στους καὶ ἀναριθμήτους ἰδιότητας καὶ ἐδημιούργησαν οὕτω τὸ ἐνσαρ-
κωμένον Πνεῦμα, τὸ Πνεῦμα τὸ ἐν ὕλη, τὸν πνευματικὸν ἄνθρωπον.
Οὕτω δὲ εἰς τὸ ὅμοιον τῇς ὕλης παρουσιάζεται τὸ ἀνόμοιον αὐτῆς διὰ
τῆς διαιρέσεως εἰς ζῶσαν και νεκράν, εἰς ὀργανικὴν καὶ ἀνόργανον, ὡς
καὶ διαφορὰ ὡσαύτως ὑφίσταται εἰς τὸ ἐλεύθερον καὶ τὸ ἐν ὕλῃ Πνεῦμα,
ὡς πρὸς τὰς ἐκδηλώσεις αὐτοῦ καὶ ἰδιότητας. Ἐπίσης μεγαλοπρεπὴς καὶ
ἀγρία προβάλλει ἡ ἀδιάκοπος τῆς ἑτερωνυμίας πάλη. Τὸ ναὶ μετὰ τοῦ ὄχι.
Ἡ ἑτερωνυμία αὕτη, γεννωμένη ἐκ τῆς ἐν ἑνὶ συνυπάρξεως τῆς
ὕλης μετὰ τοῦ Πνεύματος, εἶναι ἡ ζῶσα ἐκδήλωσις τῆς ὑπάρξεως
τῶν δύο καὶ δια­φόρων κωδίκων ἀπείρων νόμων, φυσικῶν καὶ πνευ-
ματικῶν. Οὕτω δὲ ἐν τῷ διφυῇ ἀνθρώπῳ ἀδυσώπητος ὑφίσταται ὁ
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 169

­ όλεμος τῶν Νόμων τῶν δύο ἀνομοίων. Ἐν τῷ καθ’ ἡμέραν αὐτοῦ βίῳ ὁ
π
ἄνθρωπος οὐδὲν ἄλλο σημειοῖ ἢ ἄγριον πόλεμον μεταξὺ τῶν φυσικῶν καὶ
πνευματικῶν νόμων, τῶν μὲν ἐπιδιωκόντων τελείαν ἐπικράτησιν ἐπὶ τῶν
δέ, οἵτινες ἐπιδιώκουν τὸ αὐτὸ ἀντιδρῶντες. Τὸ ναὶ καὶ τὸ ὄχι, τὸ πρέπει
καὶ δὲν πρέπει, τὸ πάντοτε καὶ τὸ οὐδέποτε, οὐδὲν ἄλλο εἶναι ἢ ἀποτελέ-
σματα τοῦ πολέμου τῶν πνευματικῶν καὶ τῶν νόμων τῆς ὕλης.
Εἰς τὰς διαφόρους κυμάνσεις, ἃς ὁ ἀγὼν τῶν ἰσοσθενῶν τούτων νόμων
λαμβάνει, παρουσιάζεται κατὰ χρονικά τινα διαστήματα ἐπικράτησις τῆς
μὲν ἢ δὲ μερίδος τῶν νόμων, ὅτε ἐκ τῶν δύο φύσεων τῆς ζωῆς ταύτης ἐπι-
κρατεῖ ἢ ἡ μὲν ἢ ἡ δέ. Ἐν τῷ πρὸς ἐπικράτησιν τούτῳ ἀγῶνι, μύριαι ὅσαι
δυνάμεις προσέρχονται ἑκατέρωθεν ἀρωγοί. Καὶ ἐντεῦθεν μὲν τὰ ἐπίκτη-
τα πάθη τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ τῶν ἐκτὸς τῶν νόμων ὀρέξεων καὶ ἕξεων,
ἐκεῖθεν δὲ ἡ θέλησις καὶ ἡ ἀποφασιστικότης κατέχουν τὴν κρηπίδα τῶν
συμμάχων. Ἀλλὰ, παρὰ τὸ ἀμφίρροπον τοῦ ἀγῶνος τούτου, ἡ τελικὴ ἐπι-
κράτησις καὶ κυριαρχία ἀνήκει πάντοτε εἰς τοὺς Πνευματικοὺς Νόμους,
οἵτινες εἰς τὴν πολυδαίδαλον τροχιὰν τοῦ πνευματοϋλικοῦ ἀνθρώπου κρα-
τοῦν τὸ πηδάλιον ἢ εἶναι ἡ πυξὶς τῆς ζωῆς, εἰς τὸν πολυτάραχον πόντον τῆς
συνυπάρξεως πνεύματος καὶ ὕλης.
Καὶ ἐὰν εἰς περίοδον τινὰ ἡ αἰσθανομένη ὕλη μὲ τὴν ἐπικουρίαν ἢ μᾶλ-
λον δρᾶσιν τῶν νόμων της, κρατήσῃ κυρίαρχα ἐπὶ τοῦ ὅλου ἀνθρώπου τὰ
σκῆπτρα, ἂν καὶ διὰ τῆς ψυχικῆς πορὼσεως, τοῦ μεγαλυτέρου καρποῦ
μιᾶς ἀντιπνευματικῆς βασιλείας τῆς ὕλης, οἱ νόμοι αὐτῆς καταστήσουν ὡς
μὴ ὑπάρχοντα τὸν ὁρμαθὸν τῶν πνευματικῶν νόμων, ἐν τούτοις, ἐκ τοῦ γε-
γηρακότος κόρου τῶν θεμιτῶν καὶ ἀθεμίτων ἀπολαύσεων, τῶν ἐκφάνσεων
τούτων τῆς δράσεως τῶν τῆς ὕλης νόμων, γεννᾶται τότε καλλιπάρειος παρ-
θένος, εἰς τήν μορφὴν τῆς ὁποίας ἐμφωλεύει τὸ μυστήριον, ἡ Μελαγχολία.
Ἐκ τῶν πλοκάμων της, ὁ μὲν εἷς ἁπλοῦται εἰς τὸν ὠκεανὸν τῆς ὕλης,
οὗτινος ἕκαστον κῦμα εἶναι καὶ μία ὑλικὴ ἐκδήλωσις, ὁ δ’ ἕτερος εἰς τὸ μυ-
στήριον τοῦ Πνεύματος μὲ τὴν παράστασιν τοῦ Ἀπείρου, εἰς ὃ ἕκαστος κό-
σμος του, μικρὸς ἢ μεγάλος, ἀποτελεῖ καὶ ἓν ἄγνωστον. Ὁ πόθος καὶ ἡ διὰ
τούτου ὑλικὴ ἐπικράτησις μὲ τὴν πόρωσιν καὶ τὸν κόρον ἀφ’ ἑνός, καὶ
ἡ δίψα πρὸς γνῶσιν τοῦ Ἀγνώστου ἀφ’ ἑτέρου, εἶναι οἱ γεννήτορες,
αὐτοὶ οἱ παράγοντες τῆς Μελαγχολίας. Εἶναι τέκνον τῆς αἰσθητικῆς
ὕλης καὶ τοῦ Πνεύματος.
Εἶναι ἡ ψυχικὴ ἐκδήλωσις ἡ χαρακτηρίζουσα τὰς λεπτὰς ψυχάς, τὰ
ὑψηλὰ πνεύματα. Εἰς τὸ σύνολόν της περικλείει τοῦ Πνεύματος τὴν Ὑπερ-
τάτην καταγωγὴν καὶ τοὺς κόσμους τῆς μυστικοπαθείας. Ἐν αὐτῇ ἐγκυμο-
νεῖται ἡ ρέμβη καὶ δι’ αὐτῆς ἐπιτυγχάνεται ἡ ἀποκάθαρσις ἡ πνευματική.
Εἰς τὸ βλέμμα της καθρεπτίζεται τὸ Ἄπειρον καὶ συγκρούεται τὸ ἄγνωστον
καὶ τὸ μυστήριον. Εἰς τὴν μίαν της χεῖρα κρατεῖ τὴν μετάνοιαν, γεννηθεῖ-
σαν ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ὄργια, εἰς δὲ τὴν ἑτέραν τὸν διακαῆ πόθον πρὸς γνῶ-
σιν τοῦ ἀγνώστου. Ἡ μία χεὶρ κρατεῖ τὴν ὕλην μὲ τοὺς νόμους της, ἡ δὲ
ἑτέρα τὸ Πνεῦμα.
170 Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Οὕτω δὲ ὁ ἄνθρωπος, ριφθεὶς ἀσυστόλως εἰς τὴν ἐκπλήρωσιν πά-


σης ὑλικῆς ἐπιθυμίας, ἀκολουθήσας μὲ ἄρρυθμον τρόπον τοὺς φυσικοὺς
νόμους καὶ διὰ τῶν ἕξεών του δημιουργήσας ἄλλους, κορεννύων οὕτω
πάσας τῆς ὕλης τὰς ὀρέξεις, εἰσέρχεται κατόπιν εἰς περίεργον στάδιον,
κατὰ τὸ ὁποῖον γαλουχεῖται ἡ ἀποστροφή πρὸς τὰς ὑλικὰς ροπάς, καὶ
ἐν τῷ κόρῳ ἐγκυμονεῖται ἡ Μελαγχολία. Καὶ ἐνῷ ἡ πόρωσις, τὸ κορύφω-
μα τοῦτο τῆς νίκης τῶν ὑλικῶν νόμων, ἔδει νὰ γεννήσῃ τὴν ἀπώλειαν τοῦ
πνευματοϋλικοῦ ὄντος, αἴφνης, ἀπὸ τὰς πνευματικὰς ταύτας κηλίδας ἢ
ἀπὸ τὸν βόρβορον τοῦτον, ἀναδύεται ἀπαστράπτουσα μορφὴ τῆς πνευμα-
τικῆς ἀνακαινίσεως. Ἀπὸ τὰς ἀκάνθας γεννᾶται αἴφνης τὸ ρόδον, καὶ ἀπὸ
τὰ ἐλεεινὰ ψυχικὰ ἐρείπια ἀπότομος φλὸξ φωτίζει τὰ σκότη τῆς ψυχῆς.
Εἶναι ἡ Μελαγχολία.
Ἐξ ἀντιθέτου, ἄνθρωπος ὅστις ἀφεὶς πᾶσαν διὰ τῆν ὕλην μέριμναν,
ἐτράπη πρὸς τὴν ὁδὸν τῆν ἄγουσαν εἰς τὰ πνευματικὰ βασίλεια, αἰσθά-
νεται εἰς τὸ βάθος τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ἀπροσδιόριστόν τινα πόθον, ὅπως,
γνωρίσῃ τὸ μελλοντικόν του ἅλμα, ὅπως ἄρῃ πτυχήν τινα τοῦ μυστηριώ-
δους πέπλου τοῦ καλύπτοντος τὸ μέλλον. Πολλάκις μικρὰ ἀνάμνησις τῆς
προϋπάρξεως γεννᾷ τῆν ψυχικὴν ταύτην ἐκδήλωσιν, ἥτις ἐν τῷ πόθῳ πρὸς
ἀπόκτησιν τῆς γνώσεως τῆς αὔριον ἢ ἐν τῇ ἀναμνήσει τῆς χθὲς γεννωμένη,
δὲν εἶναι ἢ αὐτὴ ἡ Μελαγχολία. Κατὰ ταῦτα ἡ Μελαγχολία γεννᾶται εἰς
τὰς νοσηρὰς ψυχὰς ἀφ’ ἑνὸς καὶ τὰ ἐξελιγμένα πνεύματα ἀφ’ ἑτέρου,
εἰς τὰς μὲν ὡς ἐκδήλωσις μετανοίας διὰ τὴν ἐπικράτησιν τῶν νόμων
τῆς ὕλης καὶ τὴν ἐν ὕλῃ ζωὴν τῆς ἁμαρτίας, εἰς τὰ δὲ ὡς ἐκφραστικὴ
ἐκδήλωσις τῆς ἐπιθυμίας μιᾶς ἀπείρου γνώσεως, ἢ μιᾶς ἀπελευθερώ-
σεως ἀπὸ τὸ μαρτυρικὸν αὐτῶν δεσμωτήριον.
Καὶ ἰδοὺ ἐδῶ οἰνόφλυξ τις, ἐν ὅλῃ αὐτοῦ τῇ μέθῃ, ὡς ἀπὸ συνειδότος
καταρᾶται τὴν τύχην αὐτοῦ, ἐκβάλλων ἅμα καὶ ἀναστεναγμὸν πόνου,
ὅστις εἶναι καθαρὰ ἐκδήλωσις μελαγχολίας. Ἐκεῖ ἀσωτός τις, ἐξαντλήσας
ἐν βίῳ ἀσώτῳ τὸ πᾶν, πενόμενος καὶ ἐν ἀναμνήσει τῶν παλαιῶν του ἀγα-
θῶν, καταρᾶται τὸν ἑαυτόν του διὰ τὴν τότε κακήν τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῦ
διαχείρισιν καὶ πονῶν μεταμελεῖται διὰ τὸ ἄσοφον τῶν πρώτων του σκέψε-
ων καὶ μελαγχολεῖ. Ἕτερός τις ἐν πορνείαις τὸν βίον διελθών, ἐν πορώσει
κορεσθείς, ἐλεεινολογεῖ ἑαυτὸν καὶ ἐν μελαγχολίᾳ ἀτενίζει πρὸς τὸ ἁγνὸν
παρελθόν του, ἐνῶ ἐδῶ μία ὑποσυνείδητη ἀνάπλασις τῆς προϋπάρξεως ἢ
μία ἐπιθυμία διὰ τὴν λύσιν τοῦ προβλήματος τῆς αὔριον, γεννοῦν καὶ πάλιν
τὴν ἱερὰν μελαγχολίαν.
Πόσον ὅμως ὑψηλῆ εἶναι ἡ μελαγχολία ὡς ψυχικὴ ἐκδήλωσις ἐξελιγ-
μένης πνευματικότητος; Γεννᾶται ὅταν τὰς ποικίλας καὶ ἀλαφρὰς τῆς ψυ-
χῆς χορδὰς κραδαίνουν εὐγενῶν συναισθημάτων ἀναπάλσεις, ἢ ὅταν εἰς
τὰ πνευματικὰ ὦτα ἠχήσουν μυστηριώδεις στόνοι τοῦ ἀγνώστου. Πᾶν ὅ,τι
ἔρχεται ὡς ἀμυδροτάτη ἔστω ἀναπαράστασις στοιχείου τινὸς τῆς Ἀπει-
ρότητος, δημιουργεῖ τὴν ψυχικὴν ταύτην ἐκδήλωσιν, τὴν μελαγχολίαν. Μία
παρατήρησις τοῦ ἀστερόεντος οὐρανοῦ κατὰ τὰς ἐαρινὰς ἢ τοῦ θέρους
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 171

νύκτας γεννᾷ τὴν μελαγχολίαν συγκεκερασμένην μετὰ τοῦ θαυμασμοῦ,


διὰ τὴν Ἀτέρμονα καὶ ἀδαμαντοκόλλητον ταύτην Ἀλουργίδα τοῦ Δημιουρ-
γοῦ τοῦ Παντός.
Κατὰ τὰς φθινοπωρινὰς καὶ χειμερίας ὥρας, καθ’ ἃς ἡ φύσις γυ-
μνοῦται, ὁ δὲ οὐρανὸς περιβάλλεται τῆς μελαγχολίας τὴν χλαμύδα, ἡ
ψυχικὴ ἐκδήλωσις, ἥτις κυριαρχεῖ εἶναι ἡ μελαγχολία, ἥτις ἐκχέεται εἰς
πάντα τὰ ἔμψυχα, ὡς καὶ εἰς αὐτὰ θὰ ἠδύνατό τις νὰ εἴπῃ τὰ ἄψυχα, ἅτινα
περιβάλλονται μελαγχολικὴν περιβολήν. Ὅταν τις διασχίζῃ μονήρης ἐκτε-
ταμένην ἔρημον καὶ ἐν ὅλῃ τῇ μεγαλοπρεπῆ σιγῇ ἀκούσῃ κατὰ τὴν νύκτα
τοῦ νυκτοκόρακος τὰ μονότονα λαλήματα, ὅταν ἀποτόμως ὁμάδες νυκτο-
βίων πτηνῶν διέλθωσιν ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ μὲ τὸν φρικιαστικὸν
ἐκεῖνον θροῦν, τὸν ὁποῖον ἀφήνουν αἱ ταχεῖαι αὐτῶν πτέρυγες, ὅταν πρὸ
μιᾶς τοιαύτης ἐπιβλητικῆς φυσικῆς ἐκδηλώσεως εὑρεθῇ, πλὴν τοῦ ἀπροσ-
διορίστου δέους, ὅπερ τὸ πρῶτον κυριαρχεῖ, καὶ ἡ μελαγχολία ἔχει ἐκεῖ τὸ
μέρος της.
Μόνον πτηνὸν ἓν ψάλλον, ἐν ὅλῃ τῇ νεκρικῇ ἐκείνῃ ἠρεμίᾳ, τὸ πολύ-
φθογγον ᾆσμα του, δένδρον μόνον ἓν ὑψούμενον ἐν τῷ μέσῳ ἀδένδρου
ἐκτεταμένης πεδιάδος, τὸ ἐπιβλητικὸν παράστημα βράχου, ὀρθουμένου
ἐν τῷ μέσῳ κοιλάδος, εἶναι ἱκανὰ νὰ δημιουργήσουν εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἀν-
θρώπου τὴν εὐγενεστάτην ταύτην ψυχικὴν ἐκδήλωσιν, τὴν μελαγχολίαν.
Ἡ μελαγχολία... Πῶς δύναταί τις νὰ ἐκδηλώσῃ τὰ ὑπέργεια αἰσθήμα-
τά του, τὴν κατακλύζουσαν τὴν ψυχήν του Ἀγάπην πρὸς τὸ Ἄπειρον, τὸν
πόθον του πρὸς γνῶσιν τοῦ μυστηρίου, τὴν ἐπιθυμίαν διὰ μίαν περιοδείαν
εἰς τὸ ἀχανὲς βασίλειον; Πῶς δύναταί τις νὰ ἐκδηλώσῃ τὴν ἀγάπην πρὸς
τοὺς ἐν τῷ πνευματικῷ κόσμῳ νεκροὺς αὐτοῦ οἰκείους εἰ μὴ διὰ τῆς θείας
μελαγχολίας; Μὴ ἡ λατρεία, μὴ ἡ προσευχή, μή τὸ δέος, ὁ σεβασμὸς, μή
ἡ ἱερῶν προσώπων μνήμη, μὴ καὶ αὐτῆ ἡ Θεία ἔξαρσις δὲν εἶναι ἀδελφαὶ
τῆς μελαγχολίας; Ἀλλὰ τί; Μὴ ἡ μουσική, ἡ μήτηρ τῶν ὑψηλοτέρων αἴσθη-
μάτων, ἡ κόρη τῆς Ἀπείρου Ἁρμονίας, δέν γεννᾷ τὴν ἐκδήλωσιν ταύτην, τὴν
μελαγχολίαν;
Ἐκεῖ, εἰς τὰς ἐσχατιὰς τοῦ ὁρίζοντος, προβάλλει τὸ φαῖνον, ἄστρον τῆς
νυκτός, περιλοῦον τὴν γῆν μὲ τὰ ἀργυρᾶ του κύματα. Νεκρὰ σχεδὸν ἐκτεί-
νεται ἡ εὐρεῖα θάλασσα καὶ μικρὸς μόνον ἀκούεται ὁ θροῦς τοῦ ὑψηλοῦ
δάσους, μὲ τὸν ποικιλότονον φλοῖσβον τῶν ρυακίων του καὶ τῶν πηγῶν.
Αἴφνης ἀλέκτορος λάλημα διακόπτει τὴν σιγὴν τῆς ζώσης φύσεως καὶ μὲ
τὸ μονότονον ᾆσμα προστίθεται καὶ φθόγγος τις ζωῆς εἰς τὴν καθολικὴν
τῆς φύσεως ἁρμονίαν, ἢ ἀκούονται οἱ μυστηριώδεις στόνοι ἐλαφρῶς κρα-
δαινομένου τετραχόρδου, τότε ὡς ἀπὸ τὸν αἰθέρα ἢ ὡς ἀπὸ τὴν ἐκτεινο-
μένην τοῦ ζεφύρου πνοήν, σχηματίζεται γεννωμένη βασίλισσα αὕτη καὶ
ἐκτείνει τὴν μυστηριώδη τῆς σιγῆς, τῆς ἱερᾶς σιγῆς τὴν κυριαρχίαν, σκορ-
πίζουσα ἐδῶ μὲν ρέμβην καὶ νοσταλγίαν, ἐκεῖ δὲ ἕκστασιν καὶ εἰκόνας τῶν
ἀπωτάτων κόσμων. Εἶναι ἡ μελαγχολία.
Διερχόμενοι πρὸ κοιμητηρίου μελαγχολοῦμεν. Βλέποντες ὑψηλὴν
172 Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

κυπάρισσον μόνην ὑψουμένην ἐκεῖ ἢ ἰτέαν μελαγχολική, μελαγχολοῦμεν.


Ἐνθυμούμενοι τοὺς οἰκείους ἡμῶν νεκροὺς ἢ τὴν ὥραν τοῦ θανάτου με-
λαγχολοῦμεν. Ἀτενίζοντες τὸ Ἄπειρον τῆς Δημιουργίας βασίλειον ἢ εὑρι-
σκόμενοι πρὸ μεγαλοπρεποῦς φυσικῆς εἰκόνος καταλαμβανόμεθα ἀπὸ
μελαγχολίαν. Κατὰ πάσας ταύτας τὰς περιπτώσεις, ὡς ἐλαυνόμενοι ἀπὸ
μυστηριώδη ροπήν, ὡς κατακυριευμένοι ἀπὸ ἀπροσδιόριστον εἰκόνα ἢ
ἰδέαν, μεταβάλλομεν τὴν φυσιολογικήν ἡμῶν κατάστασιν καὶ ἐν στιγμῇ,
ὡσεὶ ἀποπνευματούμενοι, ζητοῦμεν εἰς τῆς μελαγχολίας τὸ μέγαρον στέ-
γασιν καὶ εἰς τὸν ἀτέρμονα κόσμον τῶν θείων της λογισμῶν καὶ νοσταλ-
γιῶν ξενίαν. Ἐνθυμούμενοι τὰ ἀμαυρὰ σημεῖα τοῦ παρελθόντος ἡμῶν,
ἀναμιμνησκόμενοι τὰς ἀντιπνευματικάς μας κατατριβὰς καὶ τὴν τόσον εἰς
τὰ ζωώδη ἐπίμονον ἐπίδοσιν, καταλαμβανόμεθα ἀπὸ καταθλιπτικὴν με-
ταμέλειαν, ἥτις γεννᾷ εἰς τὸ πλῆθος τῶν ἀναστεναγμῶν, τὴν ἐξιλεωτικὴν
μελαγχολίαν.
Μελαγχολία, μὴ ἡ Ἔκφρασις τῆς Ἀπείρου Ἀγαθότητος δὲν ἐκδη-
λοῦται διὰ σοῦ; Μήπως σὺ δὲν ἐστόλισας τοῦ Μεγάλου Ναζωραίου, ὡς
ἀχώριστος σύντροφος, τὸ Αἰγλεῖεν καὶ Ἱλαρὸν Πρόσωπον;
Μήπως ἡ Ἄπειρος Δημιουργία σὲ δὲν γεννᾷ εἰς τὰς ὑψηλοτέρας της
στιγμάς; Μελαγχολία, πόσον ὁ ἀθόρυβος κόσμος σου μᾶς χρησιμεύει ὡς ὁ
οὐράνιος σταθμὸς ἑνὸς ὑπερφυσικοῦ εἰς τὰ ἄπειρα τοῦ Ἀπείρου βασίλεια
καὶ εἰς τοὺς πνευματικοὺς τοῦ Ὑπερπέραν ἀνθώνας ταξειδίου καὶ ὡς μέ-
σον συναδελφώσεως μὲ τὴν καθολικότητα τῆς φύσεως καὶ ἐπαφῆς μὲ
τὰς Συγχορδίας τοῦ Σύμπαντος!
14. Ο ΣΤΕΝΑΓΜΟΣ

Πᾶν δημιουργούμενον συναίσθημα εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ συνειδότος


μὲ τὰ ἀναρίθμητα συναισθήματα, ἔχει καὶ ἀνάλογον ἰδιόμορφον ἐκδήλω-
σιν, οὖσαν ἀποκύημα ἰδίας καταστάσεως, δημιουργουμένης ἀπὸ ἀναλο-
γοῦν εἰς ποιὸν ἢ ποσὸν ἐντάσεως αἰσθητικὸν ἐρεθισμόν. Εἰς τὸ αὐτὸ τῆς
συνειδήσεως περιβάλλον ὑφίστανται ἐν ὑποστάσει ἐνεργῷ αἱ πληθύες τῶν
ἐννοιῶν τῶν συμφυῶν μὲ πᾶσαν ψυχικὴν ὕπαρξιν, τῶν χαρακτηριζουσῶν
κυρίως αὐτὸ τὸ συνειδητὸν συναισθηματικοῦ τινος ὄντος.
Διὰ τὴν παραγωγὴν ὅθεν συναισθήματός τινος μία ἀλληλουχίας ἐργα-
σία ὑποσυνείδητος λαμβάνει χώραν, εἷς συνδυασμὸς μυστηριώδους συ-
νειρμοῦ λειτουργιῶν, μία ἑτερομερὴς διαδοχὴ συνδεομένων δράσεων, μία
ἀθροιστική τέλος παραγωγικῶν αἰτίων καὶ παραγώγων ἐργασία, ἔχουσα
ὡς ἀποδοτικὸν ἄθροισμα τὴν ἑνιαίαν ὁλομέλειαν, τὸ συναίσθημα καὶ
τὸν ἐκφαντικὸν αὐτοῦ τρόπον τὴν ἐκδήλωσιν.
Πᾶς ἐρεθισμὸς προκαλεῖ τὸ αἴσθημα, ὅπερ ἐρχόμενον εἰς τὴν συ-
νείδησιν καὶ προσκροῦον ἐπὶ τῆς ἀντιστοίχου ἐννοίας ἕλκει καὶ ἀπωθεῖ
ἀναλόγους ὑπαρχούσας καταστάσεις καὶ οὕτω κινοῦν κατ’ ἴδιον τρόπον
τὰ ἡρεμοῦντα ψυχικὰ στοιχεῖα, δημιουργεῖ ἰδίαν κατάστασιν, ἥτις χρησι-
μεύει ὡς τὸ κριτήριον τὸ ἐπιτρέπον ἢ ἐπιβάλλον τὴν δημιουργίαν τοιούτου
ἢ τοιούτου συναισθήματος. Ἡ κατάστασις αὕτη, ρυθμίζουσα τὰ ὀργανι-
κὰ ὑλικὰ συνέχοντα κατ’ ἴδιον τρόπον, ἐξασκεῖ ἀνάλογον ἐπίδρασιν ἐπὶ
τούτων, ἐχομένη τῶν φυσικῶν νόμων, οὓς πρὸς τοιαύτην δρᾶσιν ἢ ἀδρά-
νειαν παρωθεῖ.
Ἡ συνοχὴ αὕτη, ἡ παρατηρουμένη εἰς τὴν συνυπαρξίαν τοῦ συ-
ναισθηματικοῦ ὅλου καὶ τοῦ ὑλικοῦ ὑπάρχοντος, εἶναι καὶ ἡ σχέσις ἡ
ὁρίζουσα τὸ οὐδέτερον πεδίον τῆς ψυχῆς, ἐνῷ ἰσοσθενεῖς λαμβάνουσι
χώραν τῶν τε ψυχικῶν ἢ πνευματικῶν νόμων αἱ δράσεις καὶ τῶν νό-
μων τῆς ὕλης. Οὕτω δὲ τῶν μὲν ἢ δὲ νόμων ἐν τῇ χώρᾳ ταύτῃ ἐπικράτησις
συνεπάγεται καὶ ἀντίστοιχον κυριαρχίαν τοῦ ψυχικοῦ μέρους, ἄρα καὶ τοῦ
πνευματικοῦ ἐπὶ τῆς ὕλης, ἡ κυριαρχία ταύτης ἐπὶ τῶν πρώτων. Ἐν τῇ οὐ-
δετέρᾳ δὲ ταύτῃ ψυχικῇ χώρᾳ, κανονίζεται ἐκ τῆς ἰσχύος του, παντὸς ἐρε-
θισμοῦ ἡ δημιουργικὴ συναισθηματικὴ ἱκανότης, ὁρίζουσα τὴν ἔντασιν,
τὸ ποιὸν καὶ τὸν χρόνον δράσεως καὶ κυριαρχίας τοῦ δημιουργουμένου
συναισθήματος ἐπὶ τοῦ ὅλου συνειδητοῦ, ἐπὶ τοῦ ψυχικοῦ κόσμου, ἐπὶ
τοῦ κόσμου τῶν συναισθημάτων.
Εἰς τὴν ποικιλομόρφου ἐντάσεως ἐρεθιστικὴν δρᾶσιν καὶ αἰσθητικὴν
διάρκειαν ὀφείλεται καὶ ἡ διάφορος ποσοτικὴ ἐπενέργεια συναισθήματός
174 Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

τινος ἐπὶ ἀναλογικῶς ἰσοβαροῦντος ἐν ἰσχύϊ νόμου τῆς ὕλης, καὶ ἐνέργεια
καὶ ἐπίδρασις ἐπὶ τοῦ ὅλου ὑλικοῦ συνέχοντος, πάσχοντος ὡρισμένην διαρ-
ρύθμισιν τῶν ὑλικῶν του στοιχείων καὶ ἐκδηλοῦντος ταύτην ἰδιομόρφως.
Οὕτω πᾶσα ἐκδήλωσις ψυχικῆς τινος καταστάσεως, διὰ τοῦ πεδίου τούτου
τῆς συνοχῆς μετὰ τῶν δρώντων εἰς τὸ ὑλικὸν μέρος νόμων, ἐκφαίνεται διὰ
μηχανικῆς ὀργανικῆς ἀλλοιώσεως, παρουσιαζούσης ἴδια φαινόμενα καὶ
ἀποδιδούσης ἴδιον ἑκάστοτε προϊόν.
Ἐπειδὴ ὅμως αἱ λειτουργικαὶ ἀλλοιώσεις καὶ αἱ τῶν διαφόρων νόμων
δράσεις ὀφείλονται εἰς αἴτια τῆς δεσποζούσης τριμορφίας, διὰ τοῦτο καὶ
αἱ ψυχικαὶ ἐκδηλώσεις ἀνάγονται, ὡς ἐκ τοῦ δρῶντος παραγωγικοῦ ψυχι-
κοῦ αἰτίου, εἰς μίαν τῶν τῆς τριμορφίας τῶν παραγομένων συναισθημάτων
κατηγορίαν, ὁπότε ἡ δημιουργουμένη ψυχικὴ κατάστασις παρουσιά-
ζεται εἴτε κυβερνωμένη ἀπὸ τὸν νόμον τοῦ Καλοῦ, εἴτε ἀπὸ τὸν νόμον
τοῦ Κακοῦ, εἴτε ἀπὸ τὸν νόμον τὸν διήκοντα τὸν κόσμον τῆς ἰσορρο-
πίας τούτων.
Ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ, μία καὶ ἡ αὐτὴ τῆς ὕλης ἔκφανσις ἀνάγεται ἔστιν
ὅτε εἰς δύο ἀσθενῆ, πλὴν ἐν ἀντιποδίᾳ εὑρισκόμενα συναισθήματα, εἰς
ἀντιθέτους ἐκδηλώσεις τῆς ψυχῆς. Τῆς ἀντιθέσεως δύο ἀντιμορφίας
αἰτίων, μία καὶ ἡ αὐτὴ δρᾶσις, μία καὶ ἡ αὐτὴ πάντοτε ἐπὶ τῆς ὕλης ἐκδήλω-
σις. Πλήν, μία τῶν ἀντιθέτων ἡ ἀρχὴ καὶ μετὰ τὴν διχοτόμον ἐνέργειαν
αὐτῶν, μία ἡ συμβολὴ καὶ ἡ κατάληξις. Μία πάντοτε ἡ ἀφετηρία εἰς τὴν
τριχῶς δρῶσαν αἰτιατὴν φύσιν.
Ἀλλ’ ἐκ τῆς μιᾶς ταύτης καὶ κοινῆς τῶν αἰτίων ἀφετηρίας, ἥτις
ἐν τῇ Ἀπείρῳ ὑπάρξει της μίαν σκοπιμότητα ἐπιδιώκει διὰ τῆς ἐκ
τοῦ νόμου τοῦ Καλοῦ καὶ τοῦ Κακοῦ περὶ τὸν νόμον τῆς ἰσορροπίας
τούτων ἀνελικτικῆς προοδευτικῆς κλίμακος, ἥτις διὰ τῶν μεταπτώ-
σεων ἀπὸ τοῦ καλοῦ εἰς τὸ κακόν, ἐπιτυγχάνει τὴν Ἄπειρον ἄνοδόν
της. Ἐκ τῆς ἀφετηρίας ταύτης τῆς κοινῆς τῆς ὁριζούσης παντὸς ὑπάρχο-
ντος τὸ «Εἶναι», τρεῖς κόσμοι διάφοροι, μὲ ἰσαρίθμους συναισθημάτων
συνειρμούς, ἄρχονται διήκοντες πᾶσαν φύσιν ἐν τῇ ὑπάρξει της καὶ τῇ
δράσει αὐτῆς. Καὶ οὕτω ὑπὸ ἓν καὶ τὸ αὐτὸ πάντοτε προβάλλουσιν μὲ τρι-
ῶν μορφῶν ἀντίστοιχα συναισθήματα.
Τὰ συναισθήματα τὰ ἀναγόμενα εἰς σκόπιμον τριῶν αἰτίων μορφὰς τῶν
ἑκατέρων νόμων τὰς ἐνεργείας ὡρισμένης μορφῆς, ἔχουσι καὶ ἰδίας πάντοτε
ἐκδηλώσεις, χαρακτηριζούσας σαφῶς μιᾶς μορφῆς αἴτιον, ἐκ τοῦ νόμου τοῦ
Καλοῦ ἢ τοῦ Κακοῦ ἀπορρέον. Ἀλλὰ προκειμένου περὶ τῶν ἐκδηλώσεων τῶν
συναισθημάτων, τῶν εἰς τὸν κόσμον τῶν νόμων τῆς ἐν τῇ τριμορφίᾳ παρου-
σιαζομένης ἰσορροπίας τῶν δύο δεσποζόντων νόμων τοῦ Καλοῦ καὶ τοῦ Κα-
κοῦ, ὀφείλει τις νὰ ζητήσῃ τὸ δρῶν αἴτιον καὶ τὸν προκληθέντα ἐρεθισμόν.
Καθ’ ὅτι, αἴτιον προερχόμενον ἀπὸ τὸ Καλὸν δημιουργεῖ συναίσθημά τι μὲ
ὡρισμένην ἐκδήλωσιν, ἐνῷ ἅμα ἕτερον αἴτιον ἐν ἀντιποδίᾳ εὑρισκόμενον
πρὸς τὸ πρῶτον καὶ ἰσοσθενές, ἥτοι ἀπορρέον ἐκ τοῦ Κακοῦ, δημιουργεῖ
ἀντίθετον συναίσθημα, ἔχον ὅμως ἐκδήλωσιν ἀκριβῶς τὴν πρώτην.
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 175

Εἰς τὴν χορείαν τῶν συναισθημάτων τῶν ἀναγομένων εἰς τὴν κατη-
γορίαν ταύτην ἀνήκει καὶ ὁ Στεναγμός. Ὁ Στεναγμὸς ἐκδήλωσις δι-
μορφίας τῶν παραγωγικῶν αἰτίων. Ὡς ἐκδήλωσις χαρακτηρίζει τὸ
ἀνεκπλήρωτον δρώσης σκοπιμότητός τινος. Πόσον ὅμως, παρὰ τὸ
ἑτερογενὲς τῶν αἰτίων τῶν προκαλούντων αὐτόν, πόσον εἶναι ἀνακούφι-
σις ἐν τῇ ἐπιτυχίᾳ τοῦ ἐπιδιωκομένου σκοποῦ. Ἡ καταγωγὴ αὐτοῦ ὑψίστη.
Ἡ Μελαγχολία εἶναι ἡ μήτηρ αὐτοῦ, ἡ δ’ Ἀπόγνωσις ἡ τροφὸς αὐτοῦ.
Αἱ θεραπαινίδες αὐτοῦ ἀλλογενεῖς, μὲ ἀντιθέτους σκοπιμότητας καὶ
ἐνεργείας. Καὶ οὕτω, ἐντεῦθεν μὲν ἀκολουθεῖ σειρὰ ἐκ τῶν θεραπαινίδων
τῶν ἐχουσῶν τὴν τοῦ καλοῦ σύνδεσιν, ἐκεῖθεν δὲ σειρὰ μὲ τὰς ἐχούσας ἐκ
τοῦ κακοῦ προέλευσιν.
Ὁ ἀνεκπλήρωτος πόθος, ὁ ἀτυχὴς ἔρως, ἡ ἀγάπη, ἡ ἐλπίς, ἡ προσβλη-
θεῖσα τιμὴ ἢ ὑπόληψις, τὸ σβυσθὲν ὄνειρον, ἡ ἀποδοθεῖσα δικαιοσύνη,
ἡ μεταμέλεια, ἡ ἀνάμνησις γλυκέος παρελθόντος, ἡ ἀνάμνησις ἀπωλε-
σθείσης εὐτυχίας, ἡ ἱερὴ μελαγχολία, ἡ ἀπελπισία, ἡ ἀπόγνωσις, ἡ ψυχικὴ
ὀδύνη καὶ τόσαι ἄλλαι ὑψηλαὶ ἐκδηλώσεις τῆς ψυχῆς, τάσσονται ὡς αἱ
τοῦ καλοῦ θεράπαιναι τοῦ Στεναγμοῦ ἐντεῦθεν, ἐνῶ ἐκεῖθεν προβάλλει
ὑπερήφανος πλὴν ἀπαισία ἡ ἐκδίκησις, τὸ μῖσος, ἡ ἐπὶ κακῷ ἀγανάκτησις,
ἡ ὀργή, ἡ κακεντρέχεια, ὁ ζωώδης πόθος, ἡ ἐλπὶς ἐκπληρώσεως βδελυρᾶς
ἐπιθυμίας, ἡ ψυχικὴ λύσσα, καὶ τόσαι ἕτεραι ἐκδηλώσεις χαρακτηρίζουσαι
ἐπὶ πνευματικότητός τινος ὑλικὴν κυριαρχίαν, ζωώδη ἐπικράτησιν.
Ὁ Στεναγμὸς εἶναι προϊὸν ἀγρίας πάλης ψυχικῆς. Εἶναι ἐκδήλωσις
χαρακτηρίζουσα σάλον ψυχικόν. Εἶναι ὅμως καὶ βάλσαμον, θεραπεῦον
ψυχικὰς πληγὰς καὶ παυσίπονον φάρμακον κατὰ τῶν ψυχικῶν ἀλγηδόνων.
Διττὴ ἡ ἐνέργεια αὐτοῦ. Ἐδῶ μὲν ἀνακουφίζει τρικυμιῶσαν καὶ πονοῦσαν
ψυχήν, ἐκεῖ δὲ διὰ τῆς συχνότητός του προκαλεῖ τὸν μαρασμόν, τὸν θάνα-
τον, τὸν ὁποῖον ὅμως περιβάλλει μὲ ποιάν τινα χλαμύδα ἀνακουφίσεως.
Ἀκολουθεῖται συνήθως ἀπὸ τὸ δάκρυ, τὸ ψυχικὸν τοῦτο καθαρτήριον
λουτρόν, καὶ ἐναγκαλίζεται διὰ τούτου τὴν ἀνακούφισιν, τὴν ἐλπίδα.
Κοιμᾶται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον εἰς τοὺς κόλπους τῆς μητρός του μελαγχολίας
καὶ γαλουχεῖται μετὰ φροντίδος ἀπὸ τὴν πρασινοενδεδυμένην ἐλπίδα ἢ
τὴν μελανειμονοῦσαν ἀπελπισίαν. Περιοδεύει συνήθως εἰς τοὺς ­ξηροὺς
κάμπους καὶ τοὺς βραχώδεις αἰγιαλοὺς τῆς δυστυχίας καὶ ὀχεῖται ἐπὶ
τῶν μελανῶν νεφῶν τῆς ἀπογνώσεως. Κατέρχεται εἰς τὰ ἐρεβώδη τάρ-
ταρα μὲ τοὺς ἐκβράζοντας φρικτοὺς κρατῆρας τῶν ἡφαιστείων τῆς
ἐκδι­κ ήσεως καὶ διατρέχει ἐλαφρὸς τὰς ἐπικρατείας τῶν μυκωμένων
θυελ­λῶν τῆς ὀργῆς.
Πλὴν συνοδεύει τὸν μυροβόλον ζέφυρον τῆς ψυχικῆς ἀγαλλιάσεως καὶ
ὡς δροσερὰ αὔρα ἀκολουθεῖ τὴν ἐκπληρωθεῖσαν ἐλπίδα. Κατευνάζει τὸν
ψυχικὸν κλύδωνα, ἐνισχύει τὴν κρίσιν καὶ μεταπλάττει τὴν σκέψιν. Ἀκο-
λουθεῖ πιστῶς πᾶσαν συναισθανομένην ὕπαρξιν καὶ τοῦτο διότι μετ’ αὐτῆς
καὶ ἐν αὐτῇ ἐσαεὶ ὑπάρχει τὸ ἀνεκπλήρωτον. Εἶναι τὸ μόνον ἀναφαίρετον
ψυχικὸν στόλισμα, καθ’ ὅτι καὶ αὐτὴν τὴν λύπην καὶ τὴν χαρὰν ἀκολουθεῖ.
176 Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Ἡ αἰθεριώδης πνοή του ριπίζει συνεχῶς τὴν μαρτυρικὴν ψυχὴν καὶ τὴν ψυ-
χικὴν κόλασιν. Ἐκφράζεται διὰ τούτου ἡ πνευματικὴ ὑπερύψωσις καὶ ἡ αἰ-
σχίστη ταπείνωσις. Ἑρμηνεύει τὸ σκοτεινὸν τοῦ Ἀγνώστου καὶ τὸ σβεσθὲν
ὅλον τῆς Λήθης. Πλὴν πάντοτε ἀνακουφίζει, θεραπεύει, πραΰνει.
Νῦν μὲν ὡς πιστὸς ἀκόλουθος ἐναγκαλίζεται τὴν αἰσθανομένην καὶ
συναισθηματικὴν φύσιν, νῦν δὲ ἐρωτοτροπεῖ καὶ παρεισφρύει εἰς τὴν ἄψυ-
χον. Ἐξέρχεται καὶ ἁπλοῦται ὡς δροσίζουσα αὔρα τὰς ἑσπέρας καί τὰς
πρωΐας τοῦ θέρους ἢ τῆς ἀνοίξεως. Ἐναγκαλίζεται τὴν παρθένον φύσιν, ἵνα
τὸν χειμῶνα, ὡς ἄγριος βορρᾶς ραπίσῃ τὰς ὠχρὰς ἢ παλλεύκους παρειάς
της μὲ τὴν βαρύηχον ἀπειλὴν τῆς ἐπὶ τῶν τρεμώντων σπηλαίων ἢ βράχων
της. Ἡ φύσις στενάζει διότι μελαγχολεῖ. Ἀλλ’ ἐκτείνει ἔτι μᾶλλον τὴν
ἐπικράτειαν αὐτοῦ. Ὑποδουλώνει τὸν γονέα, κυριεύει τὸν ἐρῶντα, ἀνακου-
φίζει τὸν προσευχόμενον καὶ δωρεῖται τὴν συγχώρεσιν.
Τρέχει ἔτι μᾶλλον. Περιβάλλει αὐτὸ τὸ Ἄπειρον, αὐτὴν τὴν Θεότητα. Χύ-
νει θερμὰ δάκρυα καὶ στενάζει εἰς τὴν Γεσθημανῆ ὁ Θεάνθρωπος. Στενάζει
ἡ Γῆ ἐπὶ τῇ Σταυρώσει Του. Στενάζουσαι ρήγνυνται αἱ πέτραι καὶ ὁ Ἅδης
στενάζων ἐκβράζει τοὺς πρὸ αἰώνων νεκρούς του. Στενάζει ὁ ἄσωτος,
στενάζει ὁ μάρτυς. Στενάζει ὁ κακουργήσας μεταμεληθεὶς καὶ ὁ ἐκτραπείς
τοῦ προορισμοῦ του. Στεναγμὸν ἐκβάλλει ὁ πεσὼν τίμιος ἥρως, στεναγ-
μὸν ἀφήνει ἡ μελαγχολοῦσα καλλιπάρειος νύμφη. Στενάζει ἡ Ζωή, ἡ Φύσις
ὁλόκληρος. Τὸ Πᾶν στενάζει καὶ διὰ τοῦ ἀναστεναγμοῦ ἀνακουφίζεται.
Στεναγμέ, μὲ Θεῖα ἐλατήρια γενοῦ ἐν ἡμῖν καὶ ἐκδηλοῦ ὅταν λησμο-
σύνη τοῦ προορισμοῦ μας μᾶς καταλαμβάνῃ, καὶ ὅταν μᾶς στολίζουν
πράξεις ταπειναί. Γενοῦ ὅταν ζητῶμεν τὸ Ἄγνωστον. Στόλισον ἡμᾶς
ὅταν μελαγχολῶμεν διὰ τὸ ἄθλιον παρελθόν μας. Ράπισον ὡς μαινό-
μενος βορρᾶς τῶν ζωωδῶν ἡμῶν ἐνστίκτων τὰς βραχώδεις ἀκτὰς καὶ
τάρασσον, ὡς ἄλλος Ποσειδῶν, τὸν ψυχικὸν ἡμῶν ὠκεανὸν ἐν τῇ περιό-
δῳ τῆς πορώσεως ἡμῶν.
Πλὴν μὴ γεννηθεὶς ὡς ὀφιοπλόκαμος δυσειδὴς Ἐριννύς, εἰς ὀργίλας
ψυχικὰς ἡμῶν ἐπικρατείας, μὴν παρουσιασθῇς ὑπὸ τὴν μορφὴν ἀπαισίας
ἐκδικητικῆς Μαινάδος. Μὴν στολίσῃς χαιρέκακον ἡμῶν μορφήν. Ἐρχὸ-
μενος μὲ τὸν ἀδελφόν σου, τὸ θεῖον δάκρυ, φώτισον ὡς Θεία Φλὸξ τὰ
ψυχικά μου σκότη καὶ ἄφες νὰ κυλίσῃ τὸ θεῖον δάκρυ, ὡς καθαρτήριον
λουτρὸν εἰς ἁμαρτησάσης ψυχῆς τὰς παρειὰς ἐν ὥρᾳ προσευχῆς.
Ἡ ἀνακουφιστικὴ αὔρα ἂς μᾶς φέρῃ πάντοτε τὴν θείαν ἐλπίδα τῆς ἐξι-
λεώσεως ἡμῶν καὶ τῆς ταχείας ἀνόδου τῆς πνευματικῆς ἡμῶν ὀντότητος,
εἰς τὰ ἀπροσπέλαστα ὕψη τοῦ Πέραν, ἔνθα σὺ βασιλεύεις καὶ ἐκδηλοῦται
μόνον ὡς ἄγγελος παραινῶν πρὸς ἀνοδον.
Στεναγμέ, σύντροφε ἡμῶν, σύντροφε τοῦ Παντός. Στολισμὸς τοῦ
Θείου...
15. Ο ΓΕΛΩΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΙΔΙΑΜΑ

Εἰς τὴν ἄπειρον φύσιν, μὲ τὴν καταπλήσσουσαν ποικιλίαν τῶν δημι-


ουργημάτων της, δύο εἰσὶν αἱ μορφαὶ αἱ προεξάρχουσαι εἰς τὸν κόσμον
τῶν ἀναριθμήτων μορφῶν καὶ ὀντοτικῶν ἐκφάνσεων, ἡ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ
θα­νά­του, τοῦ ζῶντος καὶ τοῦ νεκροῦ, τοῦ ὀργανικοῦ καὶ τοῦ ἀνοργάνου.
Οὕτω δὲ ἡ φύσις παρουσιάζεται ὑπὸ δύο μορφάς, τὴν τῆς ζώσης καὶ τὴν τῆς
νεκρᾶς. Οἱ δύο οὗτοι κόσμοι, τοῦ ζῶντος καὶ τοῦ ἀζώου, περιλαμβάνουσιν
ἀπειρίαν ὄντων, τὸ μὲν νεκρῶν, τὸ δὲ ζώντων. Ἕκαστον τῶν ἀνοργάνων
ἢ νεκρῶν ὄντων τῆς νεκρᾶς φύσεως, οὐδεμίαν ἐκδήλωσιν ἔχει ἢ μόνον
τὸ ἀδρανὲς καὶ τὴν κατὰ νόμον ἀλλοίωσιν τῆς ὑποστάσεως αὐτοῦ. Ἐνῷ
ἕκαστον τῶν ὀργανικῶν ὄντων τῆς ζώσης φύσεως, ἀναλόγως τῆς ὀργανικῆς
αὐτοῦ τελειότητος, ἔχει καὶ ἰδίας ἐκδηλώσεις, δι’ ὧν καθιστᾶ ἐμφανῆ τὴν
ἐν αὐτῷ οἰκοῦσαν ζωϊκὴν μορφήν, κατὰ τὴν ὁποίαν διαφέρει ἀπὸ τὸ ἀδρα-
νοῦν ἀνόργανον.
Ἀλλὰ καὶ ἡ ζωϊκὴ μορφὴ ἢ τὸ φαινόμενον τῆς ζωῆς, τὸ χαρακτηρίζον
τὰ ἀνόργανα, ἔχει κατὰ τὸν τρόπον τῆς ἐκδηλώσεως αὐτοῦ, ὁλόκληρον
κλίμακα προϊοῦσαν ἐκ τῶν χθαμαλῶν πρὸς τὰ ὑψηλά, ἐκ τῆς ἀτελοῦς ζωῆς
εἰς τὴν τελείαν ἐν ἐκδηλώσεσιν. Καὶ οὕτω ἐδῶ μὲν ἔχομεν ταπεινὴν ζωϊκὴν
ἐκδήλωσιν, εἰς τὰς πληθύας τῶν ὀργανωμένων ὄντων τοῦ φυτικοῦ βασι-
λείου, ἐνῷ ἐκεῖ, εἰς κλίμακα ἀνωτέραν ἵστανται τὰ ζωόφυτα μὲ τὴν ποικι-
λίαν τῶν κοραλίων. Ἀπὸ τῆς βαθμίδος ταύτης ἄρχεται ἀνερχομένη ἡ τῶν
ζώων, ὑπὸ τὴν τῶν πτηνῶν μὲν καὶ θαλασσίων γενῶν μορφὴν ἐδῶ, ὑπὸ τὴν
τῶν λοιπῶν δὲ ζώων μορφὴν ἐκεῖ. Εἰς ἑκάστην βαθμίδα τῆς τόσον ἐκτε-
ταμένης ταύτης ὀντοτικῆς κλίμακος, ἡ ζωὴ ἔχει καὶ διάφορον ἐκδήλωσιν,
ἀτελεστάτην μὲν εἰς φυτά τινα καὶ βακτήρια, τελειοτάτην δὲ εἰς τὰ τῆς
ἀνωτάτης βαθμίδος ζῶα, καὶ δὴ εἰς τὸν ἄνθρωπον.
Κατὰ τὸν βαθμὸν ὅμως τῆς ζωϊκῆς τελειότητος ὑφίσταται καὶ ἡ
διὰ τοῦ αἰσθητικοῦ συνόλου ἐκδήλωσις τῆς ζωῆς. Ἡ αἴσθησις ἢ τὸ αἰ-
σθητικόν, ἀτελέστατον εἰς τὰ ἀτελῆ, τελειοποιεῖται αὐξανόμενον εἰς
τὰ τελειότερα, εἰς τρόπον ὥστε, διῆκον πάσαν τὴν ζωϊκὴν κλίμακα
καὶ φθάνον τὴν ζωὴν τὴν τελείαν, μεταβάλλεται εἰς συναίσθησιν ἢ
εἰς τὸ συναισθηματικόν. Κατὰ πάσας τὰς βαθμίδας τῆς αὐξούσης κλίμα-
κος, νέαι ἑκάστοτε προβάλλουν ἐκδηλώσεις, ἀλλοιοῦσαι κατὰ τὸν τρόπον
τοῦτον τὰς κατὰ βαθμίδα ζωϊκὰς ἐκδηλώσεις.
Ἐν δὲ, τῇ βαθμίδι, ἐν ᾗ μορφοῦνται τὰ συναισθήματα, τὰ ἐκδηλοῦντα
τὴν ζωήν, ἄρχεται ὑφιστάμενος ὁ κόσμος τῆς Ψυχῆς, αὐτὴ ἡ Ψυχή, ἡ ψυχὴ
ἥτις δέν εἶναι ἡ αὐτὴ ἡ ζωὴ ὑπερτελειοποιηθεῖσα. Ἡ ψυχή, ἡ ἀνωτέρα
178 Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

ζωή, ἐκ τοῦ ἀπείρου ἀριθμοῦ τῶν συναισθημάτων αὐτῆς, ἔχει καὶ τὰς ὡς
ἀνωτάτης ζωῆς ψυχικὰς ἐκδηλώσεις αὐτῆς. Αἱ ψυχικαὶ δ’ αὗται ἐκδηλώσεις
εἶναι αἱ διακρίνουσαι τὴν ἀνωτέραν ζωὴν τῆς ἀτελοῦς, καὶ αἱ δημιουρ-
γοῦσαι νέον κόσμον, τὸν ψυχικόν, ὅστις ὡς κόσμος ζωῆς δὲν ἐχει οὐδεμίαν
κοινότητα πρὸς τὸ σύνολον τῶν κυριαρχούντων εἰς ἑκάτερα νόμων. Καὶ
ἐνῷ μὲν ζωῆς ἐνταῦθα νόμοι, διέποντες τῆς ὑλικῆς ζωῆς τὸν κόσμον, ὁρί-
ζουσι κόσμον, τὸν ὑλικόν, νόμοι ἐπίσης ἐκεῖ ζωῆς, διέποντες τὸ συναισθη-
ματικὸν ὅλον, ὁρίζουσι κόσμον, τὸν Ψυχικόν, ἐνῷ τόσον τὰ αἴτια, ὅσον
καὶ τ’ ἀποτελέσματα εἶναι παντελῶς διάφορα τῆς ἑτέρας ζωῆς.
Ἀλλὰ τόσον τὴν ζωὴν τῶν αἰσθήσεων, ὅσον καὶ τὴν ζωὴν τῶν συναι-
σθηματικῶν ἐκδηλώσεων, διέπουν δύο κυριώδεις νόμοι, εἰς ἕκαστον τῶν
ὁποίων ἀποδίδονται ὡρισμέναι αἰσθητικαὶ ἢ συναισθηματικαὶ ἐκδηλώσεις,
ὁρίζουσαι τὴν αἰσθητικὴν ὑλικὴν ζωὴν καὶ τὴν συναισθηματικὴν ψυχικὴν
τοιαύτην. Οἱ νόμοι οὗτοι εἶναι οἱ ὁρίζοντες τὴν ἀντίθεσιν ἐν τῇ φύσει
καὶ οἱ δημιουργοὶ καὶ διατηροῦντες πᾶσαν ὑπόστασιν: Ὁ νόμος τοῦ
Καλοῦ ἢ αὐτὸ τὸ Καλὸν καὶ ὁ νόμος τοῦ Κακοῦ ἢ αὐτὸ τὸ Κακόν. Ἰσάριθμοι
ἐκδηλώσεις τῶν δημιουργουμένων ὑπὸ τοῦ νόμου τοῦ καλοῦ εἰς τὴν ψυχι-
κὴν ζωὴν εὑρίσκονται ἢ ἀναλόγως δημιουργοῦνται ἐν τῷ ψυχικῷ κόσμῳ
ἐκδηλώσεις, ἔχουσαι τὴν πηγὴν τῆς δημιουργίας αὐτῶν εἰς τὸν δεσπόζοντα
νόμον τοῦ κακοῦ.
Οἱ δύο οὗτοι νόμοι ἐν τῇ ἀντιθέσει αὐτῶν δημιουργοῦν τὴν ἀπόλυτον
ἰσορροπίαν, ἥτις κρατεῖ ἐν ὑποστάσει ἐνεργῷ τὸ σύνολον τῶν ψυχικῶν
ἐκδηλώσεων, τόσον εἰς τὸν κόσμον τῆς ψυχῆς, ὅσον καὶ εἰς τὸν κόσμον τῆς
ὕλης, τὴν ὁλομέλειαν τῶν ὑπάρξεων αὐτῆς.
Εἰς τὸ κοινὸν τοῦτο σημεῖον, εἰς ὃ ἡ ἕλξις ἢ ἄπωσις τῆς ἑτερω-
νυμίας ἢ τῶν ὁμωνύμων δρᾷ καὶ ὅπερ εἴναι τὸ σημεῖον εἰς ὃ ἰσορρο-
ποῦσιν αἱ ἰσοσθενεῖς καὶ ἀντίθετοι δυνάμεις, γεννᾶται νέα ψυχικὴ
ὡς πρὸς τὰ ψυχικά, ἢ νέα ὑλικὴ ὡς πρὸς τὰ ὑλικὰ κατάστασις, μηδὲν
ἔχουσα τὸ κοινὸν πρὸς τὰ ἀντίθετα, ἀλλ’ ἰδίαν παρουσιάζουσαν
κλίμακα, περικλείουσαν πλῆθος ὅλον ἐκδηλώσεων, αἵτινες χαρακτη-
ρίζουσιν νέον ἄνθρωπον, τὸν πνευματοψυχικόν.
Ἡ μὲν ψυχὴ εἶναι ἡ ἀνωτέρα ζωή, ἢ κάλλιον ἡ ζωὴ τῶν συναισθη-
μάτων, τὸ δὲ Πνεῦμα ἡ Ἀναλλοίωτος καὶ Ἄφθαρτος Ὀντότης καὶ ἡ Ού-
σιώδης καὶ ἐξέχουσα ἀνθρωπίνη Ὑπόστασις καὶ προσωπικότης. Ἐνῷ
τὸ ψυχοπνευματικὸν ἢ πνευματοψυχικόν, ὁ ἄνθρωπος, ἐν ᾧ συνδυάζονται
ἁρμονικῶς τὸ ψυχικὸν μὲ τὸ πνευματικόν, εἶναι ἡ τετάρτη ὑπόστασις, δι’
ἧς καὶ ἐν ᾗ ἡ πληθὺς τῶν συναισθημάτων, ἄρα τῶν μερῶν τῶν ἀπαρτιζό-
ντων τὴν ψυχήν, προσκολλᾶται εἰς τὸ πνεῦμα, ἀκολουθοῦσα κατὰ πᾶσαν
περίοδον τὴν πνευματικὴν ὕπαρξιν, τὸ ὑγιὲς «εἶναι» τοῦ ἀνθρώπου. Εἰς
τὴν χορείαν τῶν ἑκδηλώσεων τοῦ πνευματοψυχικοῦ ἀνθρώπου παρατη-
ροῦνται αἱ κατὰ περιόδους μεταπτώσεις ἀπὸ τοῦ πνευματικοῦ εἰς τὸ ψυχι-
κὸν καὶ συνεπῶς ἐν κυριαρχίαις ὑλικαῖς, εἰς τὸ ὑλικόν. Ὥστε Τριὰς νόμων
διήκει τὸ σύνολον τῶν ἐν τῷ σύμπαντι ὀντοτήτων. Ὁ νόμος ἐν προκει-
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 179

μένῳ τοῦ θετικοῦ, ὁ νόμος τοῦ ἀρνητικοῦ καὶ ὁ νόμος τῆς ἰσορροπίας
τούτων.
Κατὰ ταῦτα, πᾶν τὸ ὑπάρχον εὑρίσκεται εἰς μίαν τῶν τριῶν κατα-
στάσεων, τῶν δημιουργουμένων ἀπὸ τοὺς τρεῖς καὶ διαφόρους δεσπό-
ζοντας τούτους νόμους. Τὰ εἰς μίαν ἐκ τῶν τριῶν τούτων καταστάσεων
διατελοῦντα αἰσθητικὰ ὄντα παρουσιάζουν διαφορὰν αἰσθητικότητος, τὰ
δὲ ἐν ταύταις ὑπάρχοντα συναισθηματικὰ ψυχικὰ ὄντα ἔχουσι διαφορὰν
ψυχικῆς ἐκδηλώσεως ἢ ἐκδηλώσεως τριῶν μορφῶν. Ἐπειδὴ δὲ ἐν τῷ ἀν-
θρώπῳ ὑφίσταται ἡ τόσον θαυμαστῶς ἁρμονιζομένη τριμορφία, μὲ τὴν
ἐνδιάμεσον τετάρτην ὑπόστασιν τοῦ πνευματοψυχικοῦ, διὰ τοῦτο ἐν τῷ
ἀνθρώπῳ λαμβάνουσι χώραν ὅλων τῶν ἄνω μορφῶν αἱ ἐκδηλώσεις.
Ὡσαύτως, ἐν μιᾷ ἑκάστῃ τῶν μορφῶν ὑφίσταται ἡ διάμεσος μορφὴ
ἢ κατάστασις μεταξὺ τῶν ἀντιθέτων. Οὕτω ἐν τῷ εἴδει τῶν ψυχικῶν ἐκδη-
λώσεων, καλῶν ἢ κακῶν, ὑφίσταται καὶ τρίτη ἐκδήλωσις, τὸ τρίτον εἶδος,
τὸ χαρακτηρίζον ἐν τῇ ἀοριστία του τὴν ὑπόστασιν τοῦ πνευματοψυχικοῦ,
ὅπερ ἀπείρως ἁρμονιζόμενον εἰς τὰ στοιχεῖα των δημιουργεῖ τὸ Τρίτον
Ἔνθεον «Εἶναι», τὴν τρίτην ἢ ἐν καταστάσεσιν τετάρτην ὑπόστασιν τοῦ
Τελείου.
Εἰς τὴν πληθὺν τῶν μὴ τοῦ νόμου τοῦ Ἀγαθοῦ ἐκδηλώσεων, ἀνήκει καὶ
ὁ γέλως, συγγενεύων πως, εἰ καὶ κατ’ ἐπιφάνειαν, μὲ τὸ ἀόριστον μειδίαμα,
τῆς ἐνδιαμέσου ἢ τρίτης κατὰ τ’ ἀνωτέρω καταστάσεως, μὲ τὸ ὁποῖον οὐ-
δεμίαν ἔχει ὁμοιότητα τόσον εἰς τὰ δημιουργικὰ ψυχικὰ συναισθήματα,
ὅσον καὶ εἰς τὴν μορφὴν τῆς ἐκδηλώσεως αὐτοῦ, ἐκδήλωσις ὀφειλομένη
εἰς συναίσθημα παραγόμενον ἀπὸ αἴτια τοῦ νόμου τοῦ Κακοῦ.
Ὁ γέλως ὡς ἐκδήλωσις χαρακτηρίζει πνευματικὴν ὑπόστασιν ρέ-
πουσαν πρὸς τὸ ὑλικόν, ἀρεσκομένην εἰς συναισθηματικὴν ψυχικὴν
τροφὴν τοῦ κακοῦ. Πάντα τὰ αἴτια, τὰ προκαλοῦντα τὴν ἐκδήλωσιν
τοῦ γέλωτος, ἀνήκουν εἰς τὸ δεσπόζοντα νόμον τοῦ μὴ Ἀγαθοῦ, εἰς μίαν
τῶν τριῶν καταστάσεων τῆς συναισθηματικῆς ψυχικῆς τριμορφίας.
Οὕτως ὁ γέλως προκαλεῖται εἰς τὸ ἄκουσμα ἀπρεποῦς φρασεολογίας,
ὑπὸ μορφὴν ἐπιτρεπομένου δῆθεν χαριεντίσματος. Μικρὸν δυστύχημα
ἑνὸς τῶν ὁμοίων μας, ὡς ὀλίσθημα, ἀπροσεξία ἢ ἐν ἀγνοίᾳ πλάνη τις,
σάτυρά τις ἢ κωμῳδία, προκαλεῖ εἰς βάρος τινὸς γέλωτα, ὅστις δὲν εἶ-
ναι ἢ ἐκδήλωσις ἐμφαίνουσα τὴν ψυχικὴν ἡμῶν συμμετοχὴν εἰς τὴν μὴ
ἐπιτρεπομένην εἰρωνίαν καὶ ἐπικράτησιν τῶν ἀντιπνευματικῶν δημιουρ-
γουμένων ἐν ἡμῖν συναισθημάτων. Ὁ γέλως καὶ ἐν τῇ ἀθωοτέρᾳ αὐτοῦ
μορφῇ ἢ ἐκδηλώσει, εἶναι προϊὸν ἑτέρων συναισθηματικῶν ἐκδηλώ-
σεων, ἐχουσῶν αἴτιον παραγωγῆς τὸ κακόν, ἄρα δὲν εἶναι ἢ ἔκφανσις
λειτουργίας τοῦ νόμου τοῦ κακοῦ.
Ὁλόκληρος συγγενικὸς συνειρμὸς προηγεῖται καὶ ἕπεται τούτου. Ἡ
χλεύη, τὸ σκῶμμα, ἡ εἰρωνία, ἡ λοιδωρία, ὁ ἐμπαιγμός, τὸ πλαστὸν ἢ
ὑποκρισία, ἡ οὑτοπία, τὸ ψεῦδος, ἡ ἀσέβεια, ἥτις προηγεῖται μετὰ τῆς
ἀναιδείας, τῆς φιλαυτίας, τῆς γενομένης εἰς τοὺς πωλοῦντας πνεῦμα,
180 Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

τῆς φαυλότητος καὶ τῆς ἀναισχυντίας, μετὰ πολλῶν ἑτέρων ἐχθρικῶν


ἐπιβλαβῶν ψυχικῶν καὶ πνευματικῶν μικροβίων, ἅτινα κέκτηνται τό-
σην ἐν τῇ ἀρνήσει ἰσχύν, ὅσην τ’ ἀντίθετα τούτων ἐν τῷ θετικῷ, ἀπαρ-
τίζουν τοῦ γέλωτος τὸν συνειρμόν.
Ὁ γέλως ὅθεν ἀνήκει εἰς τὴν χορείαν τῶν ψυχικῶν ἐκδηλώσεων, ἐν
αἷς τὸ δημιουργοῦν αἴτιον ἀπορρέει ἐκ τοῦ νόμου τοῦ Κακοῦ. Ἄρα ἡ ἐκ-
δήλωσις αὐτοῦ χαρακτηρίζει ἀσθενῆ ἔτι πνευματικότητα, ­φιλοξενοῦσαν ἐν
τῇ ἀδυναμία της τὰς ἐκ τοῦ κακοῦ ἀπορρεούσας ψυχικὰς ­κ λίσεις. Τελειο-
ποιηθεῖσα πνευματικότης ἢ βαίνουσα ταχὺ πρὸς τὴν τελειότητα, οὐδέποτε
καταλαμβάνεται ἀπὸ συναισθήματα, ὧ ἐκδήλωσις ὁ γέλως.
Μὴ ὁ Ναζαρηνός, ἡ Τελεία αὕτη ἐκπροσώπησις τοῦ ἀνθρώπου καὶ
ἡ Ἄπειρος ἐν τελειοποιήσει Πνευματικότης ἐγέλασε ποτέ; Ποία με-
γάλη φυσιογνωμία, ποία δημιουργὸς διάνοια, ἢ ποῖος μεγαλεπήβολος νοῦς
κατέφυγεν ἐπὶ στιγμὰς εἰς τὸν γέλωτα;
Πνεῦμα ἐνσαρκωμένον, μεταρσιούμενον εἰς τὰ τῆς Ἀληθείας καὶ τοῦ Φω-
τὸς Πνευματικὰ βασίλεια, εἰς ἐκδήλωσιν ψυχικῆς γαλήνης ἢ χαρᾶς, ἔχει τὸ
μυστηριῶδες μειδίαμα, ὅπερ πλανᾶται ἐσαεὶ εἰς τὰς ἀγγελικὰς μορφάς, ὅπερ
αὐλακώνει τὰς παρειὰς ἁγνῆς παρθένου ἢ νεανίου, ὅπερ χαρίζει παιδικὴν
ἀφέλειαν εἰς τοὺς πρεσβύτας καὶ τὸ ὁποῖον ἑδράζεται ἐπὶ τοῦ τρίτου νόμου ἢ
καταστάσεως τῆς ἰσορροπίας τῆς συναισθηματικῆς ἀντιθέσεως. Τὸ Ἔνθεον
τοῦτο μειδίαμα ἐσκόρπα ἐπὶ τοῦ γαληναίου μετώπου τοῦ Ἰησοῦ τὴν Οὐρανίαν
ἱλαρότητα καὶ ἐζωγράφιζε τὰς αἰνιγματώδεις γραμμὰς τῆς Ἀγάπης.
Ἅπασα ἡ ἀνόργανος ἔτι φύσις εἰς τὰς χαρμοσύνους της στιγμὰς χαρίζει
τὸ ἀνέκφραστον τοῦτο μειδίαμα, μὲ τὸν ἀνεξήγητον συγχρωτισμὸν τῶν
στοιχείων της, εἰς τὴν λογικὴν ἢ καὶ τὴν αἰσθανομένην δημιουργίαν της.
Κατὰ τὰς τῆς ἀνοίξεως ὥρας ἐν πάσῃ στιγμῇ ὁ οὐρανός, ὅταν εἶναι αἴθριος,
φαίνεται προσμειδιῶν πρὸς τὴν πρασινοενδεδυμένην φύσιν. Τὰ ἄνθη τῶν
ἀγρῶν, τῶν κοιλάδων ἢ πεδιάδων, μὲ τῆς δρόσου τοὺς ἀδάμαντας ἐπὶ τῶν
ποικιλοχρόων πετάλλων των προσμειδιοῦν εἰς τὰς τοῦ ἡλίου ἀκτῖνας, ἐνῷ ἡ
εἰς τάπητας ἐκτεταμένη πρασινωπὴ χλόη προσμειδιᾷ εἰς τὸ κελαρύζον ὕδωρ
τῆς πηγῆς καὶ εἰς τὸ πλάνον ὄμμα τοῦ διαβάτου, προκαλοῦσα αὐτῷ τὴν
οὐράνιον ρέμβην, τὸ μειδίαμα.
Ἐξελιγμέναι πνευματικότητες στολίζονται μὲ τοῦτο. Εἶναι ἡ ἔκφρασις
τῆς Ἀγάπης. Τὸ μικρὸν μειδιᾷ πρὸς τὴν ἐσκυμμένην ὑπεράνω αὐτοῦ μη-
τέρα, ἥτις ἐναγκαλιζομένη τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀνταποδίδει μειδίαμα.
Πετᾷ ἐλαφρὸ καὶ πλανᾶται ἤρεμον ἐκεῖ ὅπου τῆς Ἀγάπης ὁ πέπλος.
Ἐξωτερικεύει τὴν ψυχικὴν καὶ πνευματικὴν φωταύγειαν καὶ λαμπρότη-
τα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν γέλωτα, ὅστις ἐξικνούμενος ἀπὸ τοῦ ἀφελοῦς
ἔστω, φθάνει εἰς τὸν σαρκασμόν, ὅστις στολίζει τοῦ πονηροῦ τὴν προ-
σωπικότητα.
Μειδίαμα, Ἔκφρασις τῆς Ἀγάπης, στολισμὸς τοῦ Θείου, Οὐράνιον
Μειδίαμα...
16. Η ΛΗΘΗ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟΝ

Εἰς τὴν ἀπειρίαν ἐκείνην τῶν ψυχικῶν λειτουργιῶν, ἢ λειτουργιῶν τῆς


συνειδήσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἐξέχει ἡ πλέον σπουδαία ὅσον καὶ μυστη-
ριώδης, ἡ παραστατικὴ ἀνάπλασις. Ἡ ἀνάπλασις τῶν παραστάσεων ἐν τῇ
ὁποίᾳ ὡς περὶ πυρῆνα συνωθοῦνται αἱ ἄπειροι συνειδηταὶ καὶ ὑποσυνείδη-
τοι λειτουργίαι, τοῦ τε ὑλικοῦ ὡς καὶ τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἡ
κυριωδεστάτη καὶ σπουδαιοτάτη λειτουργία τοῦ ἐν ζωῇ καὶ μετὰ θάνατον
ἀνθρώπου.
Ὑπὸ τὸ κατώφλιον τῆς συνειδήσεως, τοῦ μεγαλοπρεποῦς τούτου
ψυχικοῦ μεγάρου, ἀπέραντος ἐκτείνεται καὶ ἀτέρμων ἡ ἅλυσσος τῶν πα-
ραστάσεων. Ἄναρχος καὶ Ἀτελεύτητος καὶ Ἄπειρος. Ἐν τῇ σμικρότητί
της τῇ φαινομενικῇ, περιλαμβάνει τὴν Ἀπειρότητα τῶν παραστάσεων, ἐν
δὲ τῷ περιωρισμένῳ της ἀριθμῷ, καθ’ ὅτι αἱ ἐξ ὅλου τοῦ πλανήτου ἡμῶν
λαμβανόμεναι παραστάσεις δύνανται νὰ θεωρηθῶσι περιωρισμέναι, ἐν
συγκρίσει μὲ τὸν ἀκαταλόγιστον ἀριθμὸν τῶν παραστάσεων τῶν ἄλλων
κόσμων, συνέχει τὸ ἀπροσπέλαστον Ἄπειρον τῶν παραστάσεων.
Ἄπειρος, διότι Ἄπειρος ἡ ἀπαρχή της, Ἄναρχος, διότι Ἄναρχον
τὸ ἐξ Οὗ ἀπέρρευσεν, Ἀτελεύτητος, διότι δὲν ὑπάρχει τέλος εἰς τὸ
μὴ ἔχον Ἀρχὴν - Αἴτιον. Πᾶσαι αἱ Πνευματικαὶ Ὀντότητες ἔχουν τὴν
ἀπαρχὴν αὐτῶν εἰς τὴν Ἀπειρότητα, εἰς τὸν Ἄπειρον Θεόν.
Ἡ γέννησις παραστάσεων εἰς τὰς ἐκ τῆς Ἀπειρότητος προελθούσας
Πνευματικὰς Ὀντότητας, ἦτο συμφυὴς μὲ τὴν συνείδησιν αὐτῶν. Ἐπειδὴ
δὲ ἡ συνείδησις ἐκ τοῦ Ἀπείρου προελθοῦσα εἶναι Ἄπειρος, διὰ τοῦτο
ἄπειροι καὶ αἱ παραστάσεις. Ἀτέρμων ὅθεν καὶ Ἄναρχος, ἐκτείνεται εἰς
τὸν μικροσκοπικὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐγκέφαλον καὶ ὑπὸ τὸ κατώφλιον τῆς
συνειδήσεως, ἡ ἅλυσσος τῶν παραστάσεων.
Ἐν δὲ τῷ πνεύματι ἔτι ἐξακολουθεῖ ἡ ἄπειρος συνείδησις ἐκδηλοῦσα
τὴν παραστατικὴν ἅλυσσον, ἥτις πλουτιζομένη ἑκάστοτε ἀπὸ νέαν παρά-
στασιν, τρέχει πρὸς τὴν Ἀπειρότητά της, ἀκολουθοῦσα τὸν ἀμετάπτω-
τον τῆς πνευματικῆς ἐξελίξεως νόμον.
Ἡ ἀπαρχὴ τῆς ἀπείρου ταύτης ἁρμονικῆς τῶν παραστάσεων σειρᾶς
εἶναι ὁ Ἄπειρος Θεός. Ὁ πρῶτος ὅθεν κρίκος τῆς παραστατικῆς ἁλύσσεως
εἶναι τὸ Θεῖον, τὸ Ἄπειρον. Ἕτερος ὅμως νόμος, ἐξ ἴσου δεσπόζων, εἶναι ὁ
νόμος τῆς ἀναπλάσεως τῶν παραστάσεων. Καὶ ὅμως, τὰ γήϊνα ἡμῶν περι-
βλήματα, μὲ τὰς ἀντιρρόπους πρὸς πᾶν τὸ πνευματικὸν τάσεις των, κατέ-
στησαν τὴν ἐνέργειαν τοῦ νόμου τούτου οὐχὶ εὐχερῆ, ὥστε ἡ ἀναρίθμητος
τῶν παραστάσεων ἀριθμητικὴ ὁλομέλεια νὰ σκοτίζεται εἰς τὸ ἄπειρον
182 Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

πέλαγος τοῦ ἐξαπλουμένου παρελθοντικοῦ ἐν σκηνώμασιν ἁμαρτωλοῦ


βίου, καὶ οὕτω ἐκ τῶν ἀπείρων ἐκείνων παραστάσεων νὰ μὴν ἀναπλάσ-
σεται οὐδεμία ὅταν εἴμεθα ἐν ζωῇ, πλὴν τῆς κυριώδους καὶ δεσποζούσης
παραστάσεως τῆς ἀπαρχῆς ἡμῶν, ἥτις ἀναπλασσομένη ἀπαρτίζει τὴν
Ἔννοιαν τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ.
Δι’ ὃ καὶ οἱ πλέον πεπορωμένοι, ἐν ὅλῃ αὐτῶν τῇ πορώσει καὶ ἀπιστίᾳ,
αἰσθάνονται τὴν ὕπαρξιν τοῦ Θεοῦ καὶ πάντοτε μὲ μίαν ἐσχάτην ἐκδήλωσιν
λεκτικῆς ἀπιστίας συντρίβονται πάντα πρὸ τῆς ἀναπλασσομένης παρα­
στάσεως τοῦ Θείου.
Ἀπέραντον ἐκτείνεται τὸ σκοτεινὸν παρελθόν, μυστηριῶδες καὶ ζοφῶ-
δες πρὸ ἡμῶν τὸ μελλοντικὸν ἄγνωστον. Τὰ μέσα καὶ τὰ διάμεσα τῶν δύο
ἀπείρων παραστάσεων, τοῦ παρελθόντος καὶ τοῦ μέλλοντος, συσκοτίζο-
νται στροβιλιζόμενα εἰς τὰ ταρτάρεια ἐρέβη τοῦ ἁμαρτωλοῦ παρελθόντος
καὶ τοῦ δοκιμαστικοῦ μέλλοντος. Δύο μόνον ἀναπλάττονται δεσπόζουσαι
παραστάσεις: Τῆς ἀπαρχῆς ἡμῶν, τοῦ Ἀπείρου Θεοῦ, καὶ τῆς μελλοντικῆς
ἡμῶν Ἀπείρου Πνευματικότητος. Γνωρίζομεν πόθεν ἐρχόμεθα, γνωρίζο-
μεν ποῦ βαίνομεν. Ἰδοὺ αἱ δύο ἑκάστοτε ἀναπλαττόμεναι παραστάσεις, ἐκ
τῆς ἀτέρμονος παραστατικῆς ἁλύσεως.
Ἡ περαιτέρω ἐξέλιξις θέλει προσδώσει εἰς τὸ πνεῦμα τὴν κα-
θαρότητα αὐτοῦ, ἣν εἶχε πρὶν καταστῇ, ὡς ἐκ τῶν πονηρῶν του συναι-
σθημάτων, πονηρὸν, καὶ ἐσκοτισμένον, ὅτε εὐχερῆ θέλει καταστήσει
τῶν σκοτεινῶν καὶ κεκαλυμμένων παραστάσεων τὴν ἀνάπλασιν.
Ἤδη, ὅτε αἱ πνευματικαὶ ὀντότητες διαγράφουν τὴν τροχιὰν τῶν πρώτων
βαθμίδων τῆς ἀπείρου ἐξελικτικῆς κλίμακος, εἰς μὲν τὰς τῶν παρελθου-
σῶν ὑπάρξεων παραστάσεις ὑψοῦται ἀνυπέρβλητον τῆς Λήθης τὸ με-
σότοιχον καὶ ὡς κάλυμμα ἀπέραντος ἁπλοῦται αὐτῆς ὁ βαρὺς πέπλος,
σχηματίζων οὕτω τὸ δαιδάλειον καὶ ζοφῶδες ἄντρον τῆς Λήθης.
Τὸ ἄντρον τοῦτο ἔχει δύο εἰσόδους, εἰς μὲν τὴν μίαν ὡς ἀπέραντον
περιβόλιον ἁπλοῦται, πανταχόθεν ὁρατή, ἡ παράστασις τῆς ἀπαρχῆς
ἡμῶν ἢ τοῦ Ἀπείρου Θεοῦ, εἰς δὲ τὴν δευτέραν, μικρὰν οὖσαν, παράστασις
μόλις ὁρατή, ἡ παράστασις τοῦ παρόντος. Αἱ δὲ εἰς τὸ μέλλον ἀποκτηθη-
σόμεναι παραστάσεις τῶν μελλοντικῶν ἡμῶν ὑπάρξεων, τῶν μελλουσῶν
νὰ διαγράψωσι τροχιὰν εἰς ἀνωτέρας βαθμίδας τῆς Πνευματικῆς ἐξελι-
κτικῆς κλίμακος, περικλείονται στενῶς εἰς τὸν ἄπειρον ἐπίσης περίβολον
τοῦ μελλοντικοῦ ἀγνώστου, ὅστις ἐν ἀρρήκτῳ ἀλληλουχίᾳ μετὰ τῆς
αἰωνιότητος, σχηματίζουν τὸν ἀδιαπέραστον φραγμὸν τοῦ ἀγνώστου.
Ὄπισθεν λοιπὸν ἐγείρεται τὸ οἰκοδόμημα τῆς λήθης, ἐν ᾧ ἐνθρονίζεται
ἡ θυγάτηρ αὐτῆς Ἄγνοια, ἔμπροσθεν δὲ ἡμῶν ἀπέραντος ἁπλοῦται τοῦ
ἀγνώστου ὁ περίβολος, ἐν ᾧ διαιτᾶται ἡ ἐρωτηματικὴ Ἀπορία.
Καὶ ὅμως, μεταξὺ τῆς ἀγνοίας τοῦ παρελθόντος καὶ τῆς ἀπορίας τοῦ
μέλλοντος, ὑφίσταται συνοχὴ ἀπόλυτος τῆς παραστατικῆς ἁλύσεως, ἣν
δημιουργεῖ ἡ συμφυὴς τῷ πνεύματι συνείδησις, ἥτις ἀπὸ κοινοῦ τὴν ἰδίαν
διαγράφει ἐξελικτικὴν τροχιάν. Τῆς συνειδήσεως ὅθεν ὑπαρχούσης ὑφί-
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 183

στανται πᾶσαι αἱ παραστάσεις τοῦ τε παρελθόντος καὶ τοῦ μέλλοντος,


δεδομένου ὅτι γνωρίζομεν τὴν ἀρχικὴν παράστασιν καὶ τὴν τελικήν, ἀφ’ οὗ
δηλονότι γνωρίζομεν ποῦ ἀρχόμεθα καὶ ποῦ βαίνομεν. Ἐκεῖνο λοιπὸν ὅπερ
καθιστᾶ ἄγνωστα τὰ γνωστὰ εἶναι τὸ ἄντρον τῆς λήθης καὶ ὁ περίβολος
τοῦ ἀγνώστου.
Ὅθεν, ὅσον τελειοποιούμεθα πνευματικῶς τόσον τὰ ἀδιαφανῆ τοι-
χώματα τοῦ παρελθόντος ὅσον καὶ τὰ τοῦ ἀγνώστου μέλλοντος καθί-
στανται διαφανῆ καὶ ἐπιτρέπουν εἰς τὰ λεπτὰ ἢ ἐξελιγμένα πνεύματα νὰ
διορῶσι τὰ μέλλοντα καὶ νὰ ἀναπλάττωσι τὰ παρελθόντα. Τότε ἀνα-
πτύσσεται καὶ ἡ πνευματικὴ διορατικότης. Καὶ ταῦτα μέχρις οὗ κρημνι-
σθῶσιν διὰ τὸ Ὕπατον Πνεῦμα οἱ τοῖχοι τῶν δύο Ἀπείρων, ὅτε αἱ παρα-
στάσεις τῆς ἁλύσεως νὰ ἀναπλάττωνται αἱ μὲν καὶ νὰ δημιουργοῦνται
αἱ δὲ κατὰ τὸ δοκοῦν.
Δι’ ὑμᾶς, ὡς καὶ διὰ πάντα τὰ ἀσθενῆ ἔτι πνεύματα, νόμος τις ἰσχυρὸς
κρατεῖ στερεὰ τὰ βάθρα τόσον τοῦ ἄντρου τῆς λήθης τῶν παρελθόντων,
ὅσον καὶ τοῦ φράκτου τοῦ μελλοντικοῦ ἀγνώστου. Διότι ἀποσύνθεσιν ἤθε-
λον προκαλέσει τούτοις ἡ γνῶσις τοῦ παρελθόντος, ἴλιγγον δὲ ἡ τοῦ μέλλο-
ντος. Δι’ ὃ ἡ Ἀρμονιοδηγὸς Ἄπειρος Σοφία ἔθετο τὴν Λήθην καὶ τὸ Ἄγνω-
στον, ὡς ἀπαραίτητα διὰ τὴν ἐξέλιξιν τῶν πνευμάτων στηρίγματα.
Πᾶν ὅ,τι κακὸν καὶ σαθρὸν πνευματική τις ὀντότης ἔπραξε καὶ ὅπερ
ἀναπλαττόμενον ἐν ἄλλη ὑπάρξει ἤθελεν προκαλέσει στασιμότητα προό-
δου, ρίπτεται εἰς τὸν ἀπέραντον τῆς λήθης κάλαθον, πᾶν δ’ ὅ,τι μέγα καὶ
ὑψηλόν, ὅπερ καὶ ἁπλῶς ὑποθετόμενον ἤθελεν διὰ τοῦ ἰλίγγου δημιουργή-
σει αἰωνίαν ἐν ὑπάρξει ἀφάνειαν, περικλείεται εἰς τὸ ἀπέραντον δῶμα τοῦ
ἀγνώστου. Ἀλλ’ εἰς ἑκάστην παρερχομένην στιγμήν, ἐνῷ παραστασίν τινα
ρίπτομεν εἰς τὸν κάλαθον τῆς Λήθης, ἑτέραν παράστασιν ἐξάγομεν ἀπὸ
τὸν θάλαμον τοῦ ἀγνώστου.
Λησμονῶμεν καὶ μανθάνομεν. Ἰδοὺ τὸ ἀποτέλεσμα δύο νόμων. Ὠς
καὶ λησμονῶμεν καὶ ἀγνοοῦμεν. Στρέψατε ὀπίσω ὑμῶν, ἀτενίσατε ἔμπρο-
σθεν ὑμῶν. Ὑψοῦται καὶ τὸ μέλαθρον τοῦ μέλλοντος... Ἡ Λήθη καὶ τὸ
Ἄγνωστον.
17. Η ΕΚΣΤΑΣΙΣ

Ἀναρίθμητα τὰ ὀργανικὰ ὄντα κινοῦνται εἰς τὴν ζωήρρυτον ἀτμο-


σφαῖραν τοῦ πλανήτου μας. Ἡ ἀπέραντος κλῖμαξ εἰς τὴν ζωὴν ὁρίζουσα
παρουσιάζει, ἐν τῇ ἀπείρῳ αὐτῆς ποικιλίᾳ τὰ δύο γένη τῶν ζώων καὶ τῶν
φυτῶν. Ἐν τῇ τῶν ζώων προοδευτικῇ κλίμακι, μὲ τὴν ἀπειρίαν τῶν γενῶν
καὶ τὸ ἀμέτρητον πλῆθος τῶν μορφῶν, ἀναχωροῦντες ἀπὸ τὰ γένη τῶν
ζωοφύτων, φθάνομεν εἰς τὴν τελειοτέραν μορφὴν τῆς ὀργανωμένης ὕλης,
τὸν ἄνθρωπον. Καὶ παρατηροῦμεν ὅτι πρὸς τῇ ὀργανικῇ ἀτελείᾳ, ὑφίστα-
ται καὶ ἡ τοῦ λογικοῦ ἀτέλεια, ἡ ἀτέλεια τῆς νοήσεως, ἢ ἡ ἀτέλεια ἡ πνευ-
ματική. Καὶ ὅμως πάντα τὰ ζωϊκὰ ταῦτα ὄντα ἀπὸ τῶν ἀτελεστέρων μέχρι
τῶν τελειοτάτων, διήκει εἷς κοινὸς νόμος, ὁ νόμος τοῦ αἰσθητοῦ, ἢ ὁ νόμος
τῆς αἰσθήσεως.
Ὁ νόμος οὗτος, ἀναχωρῶν ἀπὸ τῶν ἀτελῶν ὡς αἴσθησις, φθάνει
εἰς τὰ τέλεια ὡς συναίσθημα ἢ συναίσθησις, ὅπερ δὲν εἶναι ἢ προϊὸν
αἰσθητικοῦ ἐρεθισμοῦ, προϊὸν τῆς αἰσθήσεως. Ἀλλ’ εἴς τε τὰ ἀτελῆ,
ὡς καὶ εἰς τὰ τέλεια, ἡ αὐτὴ ὑφίσταται ἐκδήλωσις, διαφέρουν δὲ μόνον αἱ
συναισθηματικαὶ τῶν ἐντελεστέρων ἐκφάνσεις. Εἰς τὴν κοινότητα ταύτην
τῶν ἐκ τοῦ δεσπόζοντος νόμου τῆς αἰσθήσεως ἀπορρεουσῶν ἐκδηλώσεων
ἀνήκει καὶ ἡ ἔκστασις.
Ἡ ἔκστασις ποικίλλει εἰς τὸν βαθμὸν αὐτῆς, ἀναλόγως τῆς αἰ-
σθητικῆς ποσότητος, ὡς καὶ ἀναλόγως τοῦ ποιοῦ καὶ τοῦ ποσοῦ τοῦ
συναισθηματικοῦ ὑπάρχοντος. Ἐπειδὴ δὲ τὸ εἰς μεγίστην τελειότητα κε-
κτημένον τὰς πνευματικὰς ἀρετάς, συνεπῶς καὶ τὴν συναισθηματικότητα
ὄν, εἶναι ὁ ἄνθρωπος, διὰ τοῦτο ἂς λάβωμεν πρὸς ἐξέτασιν τῆς ἐκστάσεως
τοῦτον, ἐν ᾧ συμβαίνει τό τε φαινόμενον τῆς ἐκστάσεως, ὡς καὶ ἡ συναί-
σθησις τῆς ὑπάρξεως τούτου.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ ὂν ἐν ᾧ λαμβάνουσι χώραν ὅλαι αἱ φυσικαὶ καὶ
πνευματικαὶ δράσεις τῶν ἀντιστοίχων Ἀναλλοιώτων νόμων καὶ ἐν ᾧ, δι’
αὐτοῦ τοῦ ἰδίου, γίνονται αἰσθηταὶ αἱ ἐκδηλώσεις αὗται, γίνεται δυνατὴ ἡ
παρατήρησις καὶ ὴ ἐν ἐλέγχῳ ἐξέτασις αὐτῶν. Ἐν αὐτῷ συμβαίνει ἡ ἐνδο-
τέρα καὶ ὑποσυνείδητος αὐτοπαρατήρησις. Διὰ τούτου λοιπόν, πάσχο-
ντος καὶ παρατηροῦντος ἅμα, ἂς ἐρευνήσωμεν τὸ φαινόμενον τοῦτο τῆς
ἐκστάσεως.
Εἰς τὴν κορυφὴν ὑψηλοῦ ὄρους εὑρίσκεται εἷς ἄνθρωπος, εἰς ἐξ ἡμῶν.
Μόλις πρὸ ὀλίγου γονιμοποιὸς βροχὴ ἐπότισε τὰ δένδρα καὶ τὰ φυτὰ καὶ δι’
ὕδατος ἐπλούτισε τὰς πηγάς, τοὺς ρύακας καὶ τὰ ποτάμια. Ὁ ἥλιος κλίνει
πρὸς τὴν δύσιν, ὁ δ’ οὐρανὸς εἶναι αἴθριος. Αἱ τελευταῖαι τοῦ ἠλίου ἀκτῖνες
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 185

χρυσίζουσι τὰς μεμακρυσμένας τῶν ὀρέων κορυφάς, ἡρέμως δὲ ἄρχεται


φυσῶν ὁ ζέφυρος σκορπίζων κατὰ τὴν διάβασιν αὐτοῦ ἀνεκφράστους εὐω-
δίας. Ἰδοὺ δὲ τότε τὶ ἐπακολουθεῖ. Εἰς τὰ βάθη τῶν κοιλάδων ἀκούεται τότε
μυστηριώδης βόμβος τῶν μελισσῶν καὶ τῶν κανθάρων. Οἱ θόες ἐξερχόμε-
νοι τῆς κρύπτης αὐτῶν, πρὸ τῆς φυσικῆς ἐκείνης μεγαλοπρεπείας, καθ’ ἣν
τὰ δένδρα ἅπαντα καὶ τὰ φυτὰ χλοάζουσι μέχρι τοῦ ταπεινοῦ βρύου, ἐκδη-
λώνουν δι’ ἀρρύθμων καὶ μονοτόνων φωνῶν τὴν συμμετοχὴν εἰς τὴν ὅλην
φυσικὴν ἀλλοίωσιν. Ἐκεῖ εἰς τὰς συστάδας ἐκείνας τῶν πτελεῶν, σμήνη
πτηνῶν ἐκσποῦν εἰς χαρμόσυνα λαλήματα, ἐνῷ εἰς τὰς ἐκτεταμένας πεδι-
άδας ἀκούεται ὁ θροῦς αὐτὸς τῆς ζωῆς, μεταδίδων παντοῦ τὴν ἔκφανσιν
τῆς ὑπεργείου αὐτῆς μεγαλοπρεπείας. Ἐξέρχονται οἱ κοχλίαι πρὸς βοσκὴν
καὶ ἐπὶ τῆς πρασινωπῆς καὶ ἀνωρθωμένης πρασιᾶς ἕρπει μικρὸς σκώληξ,
προσδίδων μὲ τὴν μικρότητά του ποικίλην ἁρμονίαν εἰς τὸ ὅλον φυσικὸν
περιβάλλον εἰς τὸν ἐκτεταμένον τοῦτον κῆπον τοῦ Δημιουργοῦ, εἰς τὴν μι-
κρὰν ταύτην ζωϊκὴν βασιλείαν.
Ἡ ἐκφραστικὴ αὕτη φυσικὴ ἐκδήλωσις γεννᾷ εἰς τὰ ὄντα τῆς συναι-
σθηματικῆς ζωῆς, ὡς καὶ εἰς τὰ τῆς αἰσθητικῆς τοιαύτης, τὴν ἔκστασιν.
Κατὰ τὰς στιγμὰς ἐκείνας τὸ ὂν περιέρχεται εἰς ἰδίαν φυσιολογικὴν κα-
τάστασιν, ἥτις εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς αἰσθητικῆς ἐνεργείας. Ὁ ἄνθρωπος,
θεώμενος ἀπὸ τῆς ὑψηλῆς ἐκείνης κορυφῆς τὴν ἐκδήλωσιν ἐκείνην τῆς
ζωῆς, αἰσθάνεται κάτι, ὅπερ γεννώμενον ἀπὸ τὸν πνευματικόν του κόσμον,
τείνει νὰ ἀρθῇ εἰς ἄλλο ὕψος, συμπαρασῦρον μεθ’ ἑαυτοῦ καὶ τὴν ὅλην
τοῦ ἀνθρώπου συναίσθησιν καὶ νόησιν, καθιστοῦν αὐτὸν ὃν ἀδρανοῦν,
ὃν ἐν ληθάργῳ διατελοῦν, ὡς πρὸς τὸ πνεῦμα. Τὸ κάτι τοῦτο ἐκδηλοῦται,
ὁτὲ μὲν ὡς ἐπιφώνημα ὕμνου, ὁτὲ δὲ ὡς ἀναστεναγμὸς ἀνακουφίσεως, ἢ
ὡς ψαλμὸς θαυμασμοῦ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἐνῷ ἀπὸ τὰ ζῶα ὡς χαρᾶς
σκίρτημα, ἢ βέλασμα ἢ ἄλλως πως.
Κατὰ ταῦτα ἡ ἔκστασις, προϊὸν αἰσθήσεως, δύναται νὰ προκληθῇ
διὰ μέσων ἐρεθιζόντων τὴν μὲν ἢ τὴν δὲ τοῦ ἀνθρώπου ἢ ζώου αἴσθη-
σιν. Πολλάκις ἦχοι ἁρμονικοὶ καὶ εἰς στιγμὰς καταλλήλους ἐγείρουν τὸ
πνεῦμα καὶ οὕτω προκαλεῖται ἔκστασις. Ποσάκις δὲ οἱ ἁπλοῖ πλαγιαύλου ἢ
αὐλοῦ στόνοι ἐν τῷ μέσῳ μεγαλοπρεποῦς ἐρημίας, συγκεχυμένοι μὲ τὰ ἄτα-
κτα βελάσματα ποιμνίων ἐξ αἰγῶν ἢ προβάτων δὲν ἐπροκάλεσαν ἔκστασιν;
Ποσάκις μουσικαὶ συμφωνίαι δὲν ἔκαμαν νὰ παύσουν ὁ λέων τοὺς βρυχηθ-
μούς του, αἱ παρδάλεις, οἱ λύκοι, αἱ τίγρεις, οἱ κῦνες καὶ λοιπὰ ζῶα τὰς ἀγρίας
ἢ ἠμέρους φωνάς των καὶ ἐνεὰ νὰ ἵστανται βωβὰ ὡσεὶ ἐν ληθάργῳ διατε-
λοῦντα, ὥστε εἰς ὁλόκληρον ἔκτασιν τοῦ ζωολογικοῦ, τοῦ περιέχοντος τὰ
ζῶα ταῦτα κήπου, νὰ ἐξαπλοῦται μόνον σιγὴ καὶ ν’ ἀντηχοῦν μόνον οἱ μουσι-
κοὶ τόνοι; Ἡ ἔκστασις εἶναι ἡ τὴν ὥραν ἐκείνην κυριαρχοῦσα.
Καὶ ὅσον ἀφορᾷ τὸν ἄνθρωπον, ἡ ἔκστασις εἶναι πάντων φαινό-
μενον, ἀλλ’ αἱ εὐαίσθητοι ψυχαὶ ἔχουσι τὸ φαινόμενον τοῦτο εἰς εὐκο-
λωτέραν καὶ ἀφθονωτέραν παραγωγήν. Διὰ τὸν εὐαίσθητον, ὅ ἐστι
διὰ τὸν ἐξελιγμένον πνευματικῶς ἄνθρωπον, ἀρκεῖ μία ἀναπαράστασις
186 Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

ὡραίας τινὸς εἰκόνος τῆς φύσεως διὰ νὰ γεννήσῃ τὴν ἔκστασιν. Ἡ ἀόριστος
βοὴ τῶν δασῶν καὶ ὁ ἡδυπαθὴς φλοῖσβος τῆς θαλάσσης, ἡ ἀνέκφραστος ἐξ
ἀνθέων εὐωδία, χρησιμεύουν ὡς αἰτία παραγωγῆς ἐκστάσεως.
Ἀλλ’ εἰς τὸν ἔτι περισσότερον πνευματωθέντα ἄνθρωπον, ψυχικὸν
πάλιν αἴτιον δύναται νὰ προκαλέσῃ ἔκστασιν: Ἡ φαντασία. Διὰ ταύτης
φθάνει ὁ ποιητὴς εἰς ἔκστασιν, δι’ ἧς ἐν αἰσθητικῇ ἀπονεκρώσει δια-
τελῶν ἀνέρχεται εἰς τοὺς κόσμους τῆς συμμετρίας καὶ τῶν ὑψηλῶν πα-
ραστάσεων. Ὁμοίως καὶ ὁ ζωγράφος ἢ ὁ γλύπτης ἢ ὁ μουσουργὸς ἢ ἄλλως
πως μεσάζων.
Ἡ ἔκστασις εἶναι ἡ θυγάτηρ τῆς ἀποπνευματώσεως. Κατὰ τὴν
ἔκστασιν ὁ ἄνθρωπος παύει ὑπάρχων ἐν τῇ ὕλη καὶ εἰς βαθμὸν πολὺ
μεγαλύτερον τῆς ἀποπνευματώσεως, καθ’ ἣν μόνον στιγμὰς τινὰς μᾶς
χαρίζει, ἐνῷ πρώτη ἡ ἔκστασις δύναται νὰ ἐπιτρέπῃ τὴν εἰς τοὺς ὑψηλοὺς
κόσμους περιοδείαν μας εἰς ὁλοκλήρους ὥρας.
Ἐν τοῖς π νευματικοῖς κόσμοις, ὁσάκις π νευματικαὶ ὀντότητες
περιέρχω­ν ται εἰς ἔκστασιν, διέρχονται ἐν τῇ ἰδίᾳ καταστάσει αἰῶνας ὁλο-
κλήρους ὡς στιγμάς. Ὁλόκληρος δὲ ἡ Πνευματικὴ Ζωή, δὲν εἶναι ἄλλο
εἰμὴ διαρ­κὴς ἔκστασις.
Ἡ ἔκστασις διαφέρει τῆς λανθανούσης ἀποπνευματώσεως κατὰ τοῦτο:
Κατὰ τὴν ἔκστασιν οἱ δεσμοὶ πρὸς τὴν ὕλην εἶναι πολὺ χαλαρώτεροι ἢ κατὰ
τὴν μερικήν. Κατὰ μὲν τὴν πρώτην ζῶμεν στιγμὰς πνευματικάς, κατὰ δέ
τὴν δευτέραν κλέπτομεν στιγμὰς πνευματικάς.
Πάντα ὅθεν τὰ πνευματικὰ ὄντα ὁδεύομεν πρὸς τὴν διαρκῆ ἔκ-
στασιν, ἐν ᾗ περιλαμβάνεται ἡ Ἄπειρος Εὐτυχία, ἡ Ἁρμονία καὶ Ἄπει-
ρος Εὐρυθμία, αἵτινες βασιλεύουν εἰς τὰ βασίλεια τῶν Ὑπερπέραν.
18. ΛΑΝΘΑΝΟΥΣΑ ΑΠΟΠΝΕΥΜΑΤΩΣΙΣ

Ζῶμεν ἐν τῇ ὕλῃ. Ἐν τῇ διηνεκῇ βιωτικῇ μερίμνῃ καὶ τῇ ἀσχολούσῃ καὶ


καθημερίᾳ πάλη, εἰς τὸ ἀπέραντον τοῦτο πέλαγος τῶν ὑλικῶν ἀσχολιῶν,
παρεμβάλλονται καὶ στιγμαὶ ξένου κόσμου, ζωῆς ξένης μὲ τὴν ὑλικήν, στιγ-
μαὶ πνευματικαί. Οἱ διανοητικῶς σκεπτόμενοι ζῶσιν εἰς στιγμὰς τοιαύτας
πολλάκις.
Ἡ πνευματικὴ ἡμῶν ὀντότης, ἥτις λόγῳ ὑπερτάτου πνευματικοῦ
νόμου εὑρίσκεται εἰς τὸν ἄρρυθμον τοῦτον μετὰ τῆς ὕλης συνειρμόν, ζητεῖ
τὴν ἀπαρχήν της, πρὸς ἣν τρέχει ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ.
Εἰς τοὺς στίχους τοῦ ποιητοῦ, εἰς τὰς γραμμὰς καὶ τὰ χρώματα τοῦ
ζωγράφου, ὡς καὶ εἰς τὰ λαξεύματα τοῦ γλύπτου ἢ τὰς συνθέσεις τοῦ μου-
σουργοῦ, ἐκδηλοῦται λανθανόντως ἡ πνευματικὴ αὕτη πρὸς χωρισμὸν
ἀπὸ τῆς ὕλης τάσις, ἡ ὑπολανθάνουσα ἀποπνευμάτωσις.
Ἀπὸ τὰ ἄπειρα, καὶ ἀσύλληπτα βάθη τοῦ Ἀπείρου ἐξαπολύονται αἱ
Οὐράνιαι ἀκτῖνες παντὸς πνευματικοῦ, ἐν ὅλῃ τῇ Θείᾳ αὐτῶν λαμπηδόνι
καὶ αἱ ἀσύλληπται πνευματικαὶ παραστάσεις ἀφήνουν τὴν ἐκθαμβωτικὴν
λάμψιν των, ἧς μόνον ἀσθενεῖς μαρμαρυγὰς δεχόμεθα διὰ τὴν ἀδυναμίαν
τῶν πνευματικῶν μας ὀφθαλμῶν. Πλειστάκις ὅμως, ὡς ἐλαυνόμενοι ἀπὸ
πνευματικὴν κυριότητα, τρέχομεν καὶ ἡμεῖς πρὸς τὸν ὅμοιον ἐκεῖνον Πνευ-
ματικὸν Κόσμον καὶ ἐκεῖ ἀναμιγνυόμενοι μὲ τὰ σμήνη ἐκεῖνα τῶν πνευμα-
τικῶν κοινωνιῶν, ζῶμεν οὕτω ὀλίγας στιγμάς.
Κατὰ τὴν λανθάνουσαν ἀποπνευμάτωσιν τὸ πνεῦμα ἡμῶν ἐπι-
σκέπτεται τὰς μονὰς αὐτοῦ καὶ οὕτω ρυθμίζει τὴν ἐν τῷ σκηνώματι δι-
αγραφομένην τροχιάν, ἀκολουθοῦν κίνησιν ἀντίρροπον τῆς ὕλης. Κατὰ
τὰς στιγμὰς ταύτας ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τὴν προέλευσίν του καὶ τὸ
τέρμα πρὸς ὃ βαίνει.
188 Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

19. ΤΟ ΔΕΟΣ

Ἀναλλοίωτοι καὶ ἀμετάπτωτοι Νόμοι δεσπόζουν ἐπὶ τῆς καθόλου


ζωῆς, οἱ Νόμοι τῆς Δημιουργίας, τὸ σύνολον τῶν Ἀρχῶν τῆς Ἀπειρότητος.
Τὴν καθολικότητα ταύτην τῆς ζωῆς κρατεῖ ἐν ὑποστάσει ἐνεργῷ
πληθὺς νόμων, ἀρχῶν καὶ ἰδιοτήτων, ἐν ἀλληλουχίᾳ εὑρισκομένων, περι-
στρεφομένων περὶ κανόνα ἢ ἄξονα ἀμετάβλητον, ὅστις καλεῖται, Ἄπειρος
Ἁρμονικὴ Σοφία. Αἱ εἰς τὰς ἀπείρους ἐκδηλώσεις τοῦ Φυσικοῦ καὶ Πνευ-
ματικοῦ Κόσμου δρῶσαι Δυνάμεις ἐν ὁλομελείᾳ, ἀπαρτίζουν τὸν Ἁρ-
μονικὸν Συνειρμὸν τῆς Ἀπείρου Θεότητος.
Ἐκ τῆς ἀφαντάστου πληθύος τῶν νόμων τῆς Ἀπειρότητος, ἐκ τοῦ
Πυρῆνος τούτου τῆς ὑπάρξεως τοῦ παντός, ἐξαπολύεται εἰς τῶν κυριωδε-
στάτων νόμων, ὁ δεσπόζων τὴν καθολικὴν ζωήν, ὁ Νόμος τῆς αὐτοσυντη-
ρήσεως. Εἶναι ὁ νόμος ὁ διατηρῶν τὰ γένη τῆς ζωῆς, εἶναι ὁ νόμος εἰς ὃν
ὀφείλεται ἡ ὑπόστασις τῆς ἀπείρου ποικιλίας τῶν ζωϊκῶν μορφῶν, εἶναι ὁ
νόμος δι’ οὗ βοηθεῖται ἡ πνευματικὴ ἐξέλιξις.
Πᾶς νόμος δὲν εἶναι ἡ ἐνέργεια, ἥτις καθιστᾶ ἔκδηλον τὴν ὑπόστα-
σιν αὐτῆς ὑπὸ τὰς καταλλήλους συνθήκας. Πᾶσα δὲ τῆς ἐνεργείας ἐκ-
δήλωσις παρουσιάζει καὶ ἓν ἀντίστοιχον φαινόμενον, ἀκολουθούμενον
καὶ τοῦτο ἀπὸ τὰς ἐκ τῆς δημιουργίας αὐτοῦ γεννωμένας ἐκφάνσεις. Οὕτω
ἐνταῦθα τὸ φαινόμενον, τὸ παραγόμενον ἀπὸ τὴν ἐνέργειαν τοῦ νόμου
τῆς αὐτοσυντηρήσεως, εἶναι ἡ διατήρησις τῆς δημιουργηθείσης ζωῆς.
Τὸ φαινόμενον δὲ τοῦτο τῆς διατηρήσεως τῆς ζωῆς ἀκολουθεῖται ἀπὸ τὰς
γεννωμένας παραλλήλους ἐκφάνσεις.
Καὶ ἰδοὺ ἡ πεῖνα ἀναγκάζει τὸν λέοντα νὰ ριψοκινδυνεύσῃ πήδημα
ἐντὸς μανδρίου, ἐν ᾧ κοιτάζονται αἰγοπρόβατα ἢ βόες, ἀδιαφορῶν διὰ τὸν
κίνδυνον. Πεινασμένη ἀλώπηξ ἀδιαφορεῖ διὰ τοὺς ἐνεδρεύοντας κύνας,
ἐνῷ ἐκεῖ παράτολμος λύκος βαδίζει ἀπαθῶς πρὸς τὰς βολίδας τοῦ ποιμέ-
νος. Λαίμαργος σπουργίτης πίπτει δι’ ἓν κοκκίον σίτου τυφλῶς εἰς τὴν πα-
γίδα μειρακίων, ἐνῶ ἄνους λαγωὸς ἐγκαταλείπει τὴν ξηρὰν πλευρὰν τοῦ
ὑψηλοῦ δάσους καὶ τολμᾷ κάθοδον εἰς λαχανόκηπον ἔνθα τὸν ἀναμένει
συνήθως ἡ ἀπώλεια. Ὁ μικρὸς κοχλίας ζητεῖ ἕρπων εἰς ἀποστάσεις τὴν τρο-
φήν του, ἐνῷ ἡ κάμπη ἐγκαταλείπουσα τὴν ἀφανῆ κρύπτην της ἐκτίθεται
εἰς τὸ ράμφος τοῦ βασιλίσκου, δι’ ἓν πράσινον φύλλον. Ἡ συκῆ, ὡς καὶ πᾶν
δένδρον, ὡς πλοκάμους ἁπλώνει τὰς ρίζας, ἐνίοτε εἰς ἀρκετὴν ἀπόστασιν,
πρὸς εὕρεσιν θρεπτικοῦ ἐδάφους, ἐνῷ καὶ τὸ ταπεινὸν βρύον περιβάλλει
ἀρκετὴν ἐπιφάνειαν τῆς ξηρᾶς πέτρας. Ποσάκις πεινῶσαι ἀγέλαι ζώων
δέν κατέφαγον ἀλλήλας καὶ ποσάκις καὶ τὸ τελειότατον ἀκόμη αὐτὸ ὄν,
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 189

ὁ ἄνθρωπος, δὲν ἔφαγε πεινῶν τὸν ὅμοιόν του; Ἀνάλογα ἀποτελέσματα


ἔχει καὶ ἡ δίψα. Πλὴν τῶν δύο τούτων καὶ ἑτέρων παραπλησίων ὑλικῶν
ἐκφάνσεων, ἀκολουθοῦν τὸ φαινόμενον τῆς διατηρήσεως τῆς ζωῆς, ἄλ-
λαι πάλιν ἐνστικτικῆς ἢ ὁρμεμφυτικῆς, ἄρα ψυχικῆς φύσεως ἐκφάνσεις,
ἀκολουθοῦν ὡς συμφυεῖς ἐξαρτήσεις τὸ ἐκ τῆς ἐνεργείας τοῦ νόμου τῆς
αὐτοσυντηρήσεως προκῦπτον φαινόμενον τῆς διατηρήσεως τῆς ζωῆς.
Καὶ πρώτη ἡ ἄμυνα εἶναι ἡ πρώτη ψυχικὴ ἐκδήλωσις τῶν ἐμψύ-
χων. Ἡ ἄμυνα, ἥτις παρουσιάζεται μὲ τοὺς ὑλικοὺς καὶ φυσικοὺς ἢ τεχνι-
κοὺς προμαχῶνας της καὶ ὁπλισμούς. Ἀπειλητικοὺς προβάλλουν τοὺς ὀδό-
ντας τὰ σαρκοφάγα, ποικιλόμορφοι ὁπλαῖ συγκολλῶνται ἀπὸ τὴν φύσιν
εἰς τὰ ἄκρα τῶν τετραπόδων, ὀστεώδεις αἰχμαὶ ἀκατάβλητοι στολίζουν
ὁπλίζουσαι τὰς κεφαλὰς ἄλλων ζώων καὶ γαμψοὶ ὄνυχες καὶ ράμφη ἀπει-
λοῦν νὰ σχίσουν τὰς σάρκας τοῦ ἐχθροῦ. Ἄκανθαι καὶ ἀνώμαλος ἐπιφάνεια
προφυλάττουν τὰ δένδρα καὶ τὰ φυτά, ἐνῷ φυσικὴ κακὴ ὀσμὴ σώζει τὰς
βοτάνας. Ἀλλὰ καὶ κατὰ τῶν φυσικῶν ἐχθρῶν ὥπλισεν ἡ φύσις τὴν ζωήν.
Πτέρυγες ἐδῶ καὶ ἄφθονα μαλλιὰ χρησιμεύουσιν ὡς ὅπλον κατὰ τὰς χει-
μερίας ὥρας εἰς τὰ ζῶα ταῦτα, ἐνῷ δέρμα τραχὺ ἐκεῖ, φλοιὸς σκληρὸς διὰ
τὰ φυτά, προφυλάττει ὡσαύτως ταῦτα. Καὶ ὁ ἄνθρωπος τί δὲν ἐφεῦρε διὰ
τὴν κατὰ τῆς φύσεως καὶ τῶν λοιπῶν ζώων ἄμυναν αὐτοῦ;
Ἀλλ’ ἡ ἄμυνα, ἡ ἔκφανσις αὕτη τῆς καθόλου ζωῆς, τοῦ φυσικοῦ
φαινομένου τούτου τοῦ προκαλουμένου ἐκ τῆς ἐνεργείας τοῦ δεσπό-
ζοντος νόμου τῆς αὐτοσυντηρήσεως, δὲν εἶναι ἢ προϊὸν αἰτίου, ὅπερ
εἰς τὸν κόσμον τῆς ψυχῆς ὀνομάζεται δέος. Τὸ δέος εἶναι τὸ κύριον
γνώρισμα, ἡ κυρία ἐκδήλωσις τοῦ νόμου τῆς αὐτοσυντηρήσεως, Πᾶσα
κίνησις, πᾶσα λειτουργία, πᾶσα τοῦ ὁρμεμφύτου ἐκδήλωσις, ἔχει ὡς κύριον
ἐλατήριον τὸ δέος. Τὸ δέος δὲν εἶναι ἢ αὐτὸς οὕτος ὁ νόμος τῆς αὐτοσυ-
ντηρήσεως.
Πῶς θ’ ἀμυνθῇ ζωή τις καθ’ ἑτέρας, ὅταν δὲν καταληφθῇ ἀπὸ δέος δι’
ἐπικειμένην ἀπώλειαν τῆς ζωῆς αὐτῆς ταύτης; Δέος αἰσθανομένη ἡ δειλὴ
δορκὰς τρέπεται εἰς φυγὴν ἄτακτον μὲ τὸν παραμικρότερον θροῦν τῶν φυλ-
λωμάτων. Ὁ ἀκανθόχοιρος συσπειροῦται, ὁ ὄφις φεύγει, τὰ πτηνὰ πετοῦν
κατὰ σμήνη ἄτακτα, οἱ ἰχθεῖς βυθίζονται βαθύτερον εἰς τὰ ὕδατα καὶ αὐτὴ ἡ
χελώνη κρύπτεται εἰς τὸ δύσθραυστον ὅστρακον αὐτῆς. Πολλὰ φυτὰ κλείου-
σι τὰ ἂνθη αὐτῶν, ἐξ ὧν ἤρτηται ἡ νέα ὁμοία ζωή, ἐνῷ τὸ φυτὸν ἀνάκλεια
συσπειρώνει τὰ φύλλα αὐτοῦ ἅμα τῇ ἐλαφροτέρᾳ ἐπαφῇ. Ἡ ἐπιθυμία τῆς
διαρκῶς ζητουμένης ἀπείρου ζωῆς ἀπὸ τὰ ἔμψυχα ὄντα, τί ἄλλο ἐκδη-
λοῖ ἢ τὸ δέος, τὴν ἔκφανσιν ταύτην τοῦ νόμου τῆς αὐτοσυντηρήσεως;
Δύναταί τις δικαιότατα νὰ κατατάξῃ τὸ δέος εἰς τὴν χορείαν τῶν συναι-
σθημάτων τῶν ψυχικῶν, ἢ τῶν ἐκδηλώσεων τῶν ψυχικῶν, τῶν ἀπαρτιζου-
σῶν ἐν συνειρμῷ τὸν κόσμον τοῦ ὁρμεμφύτου, αὐτὸ τὸ ἔνστικτον.
Ἅμα τῇ γεννήσει των, τὰ ἔμψυχα ἢ ὀργανικὰ ὄντα φέρουσι τὰ δείγμα-
τα τοῦ δέους. Πάντα τὰ στοιχεῖα ἀμύνης αὐτῶν, ἥτις ὡς οὖσα ἀποτέλεσμα
τοῦ δέους, δὲν ἐκδηλώνει παρὰ τὸ δέος τοῦτο. Ἡ αὐτοδίδακτος τῆς τροφῆς
190 Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

ζήτησις φανερώνει τὴν ὁρμεμφυτικὴν ὕπαρξιν τοῦ δέους. Καὶ ἰδοὺ ὕστερον
ἡ ἐκδήλωσις αὐτοῦ καθίσταται περισσότερον καταφανής. Ἔξω θύελλα μα-
στίζει τὴν φύσιν. Κεραυνοὶ αὐλακώνουν τὸν ὁρίζοντα καὶ τοὺς αἰθέρας. Αἱ
μεμακρυσμέναι ἐκεῖναι λάμψεις φωτίζουν ἐπὶ στιγμὰς τὴν ἀτμοσφαῖραν.
Τὰ ὄντα τρέχουν εἰς τὰς κρύπτας πρὶν ἡ θύελλα προλάβῃ αὐτὰ ἔξω. Καὶ
ὅμως, ἂν καὶ ὑπὸ ἀσφαλεῖς κρύπτονται κρύπτας καὶ αἱ ρωγμαὶ καὶ τὰ βα-
θέα σπήλαια ἀσφαλῶς ταῦτα φυλάττουσιν ἀπὸ τῆς βροχῆς καὶ τῆς χαλά-
ζης, ὅμως πάντα συσπειρούμενα εἰς μίαν ὁμάδα καὶ ἑνοῦντα τὰς κεφαλάς
των μένουν ἐκεῖ συνεσταλμένα καὶ πεφοβισμένα, ὡς νὰ τ’ ἀναμένῃ ἡ
ἀπώλεια. Φοβοῦνται. Τὴν ὥραν ἐκείνην ἐκεῖ βασιλεύει τὸ δέος.
Εἰς τὸν ἄνθρωπον, τὴν τελειοτέραν ζωϊκὴν ὕπαρξιν, ἐν ᾗ συνυπάρχει
καὶ ἡ πνευματικὴ ὀντότης, τὸ δέος, ἐκτὸς τῆς ὑπὸ τὴν ἀνωτέρω μορφὴν
ἐκδηλώσεως, παρουσιάζεται καὶ ὑπὸ ἑτέραν μορφήν, τὴν ψυχικήν. Τὸ
ἄγνωστον προκαλεῖ τὸ δέος εἰς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ. Εὑρισκόμενος ἐν μέσῳ
ἐρήμου μεγαλοπρεποῦς, μόνος, ἀτενίζων τὸ ὑψηλὸν καὶ ἐπιβλητικὸν
παράστημα τῶν ὀρέων, βλέπων κάτω ἐκεῖ χαράδρας καὶ ἐκτεταμένους χει-
μάρρους, αἰσθάνεται ἀπροσδιόριστον δέος, ὅπερ πιέζει τὴν καρδίαν του.
Ἡ εἴσοδος ἐντὸς ναοῦ κατὰ μόνας γεννᾷ τὸ δέος.
Ὡσαύτως, πᾶσαι αἱ κατὰ ποικίλους τρόπους γεννώμεναι φυσικαὶ
ἐκδηλώσεις γεννοῦν εἰς αὐτὸν τὸ δέος τὸ Ἅγιον. Ἡ ἀνάμνησις τῆς ὥρας
τοῦ θανάτου προκαλεῖ εἰς πάντας τοὺς ἀνθρώπους ποιάν τινα μελαγχο-
λίαν ἱεράν, ἥτις εἶναι ἀποκύημα τοῦ δέους. Ἡ ἀνάμνησις τῶν νεκρῶν καὶ
μία κατὰ μόνας ἐπίσκεψις εἰς τὴν χώραν αὐτῶν, τὸ νεκροταφεῖον, γεννᾷ
ὡσαύτως τὸ ἱερὸν ἐκεῖνο δέος, ὅπερ, ὅσον ἀφορᾷ τὸν Θεὸν μεταβάλλεται
εἰς κρᾶμα ἀγάπης, εἰς αὐτὴν τὴν ἀγάπην, τὸ δέος ἀγάπη.
20. ΔΙΑΙΣΘΗΣΙΣ ΚΑΙ ΑΥΤΑΙΣΘΗΣΙΣ

Εἰς τὸ ἀνεξερεύνητον ζωϊκὸν βασίλειον, ὅπερ πολύμορφον καὶ πάντο-


τε νέον ἐκτείνεται εἰς τοὺς ὁρίζοντας τῆς λοιπῆς φύσεως, παρουσιάζονται
εἰς τὰς ποικίλας ζωϊκὰς ἐκδηλώσεις μὴ ἔχουσαι ὡς αἰτίαν τὰς ὑλικὰς ἀλλοι-
ώσεις τῆς ζώσης ὕλης, οὐδὲ τοὺς συνήθεις μηχανικοὺς ὅρους ὡς ἀφορμήν,
περιεργόταται ἐκφάνσεις ἰδιοτήτων τῶν ζώντων ὀργανισμῶν, καθιστῶσαι
ἀνεξερεύνητον ἐπὶ τὸ μᾶλλον τὸ μυστικὸν τῆς Δημιουργίας.
Εἶναι αἱ αἰσθήσεις τῆς ἐξελιγμένης ζωῆς. Ἡ ἰδιότης τοῦ αἰσθάνεσθαι
τὸν ἀντικειμενικὸν κόσμον, τοῦ διώκειν διὰ τῆς αἰσθήσεως τὸ καλόν, φεύ-
γειν δὲ τὸ κακὸν τὸ ἐν αὐτῷ, τὸ ἀναγνωρίζειν καὶ συγκρίνειν διὰ τούτων τὰ
αὐτοῦ, ἀποτελεῖ διὰ τὸν διανοούμενον παρατηρητὴν μυστήριον, ὅπερ ἐν
τῇ ἐκδηλώσει τῆς ζωῆς παρουσιάζει τὸ Μεγαλεπήβολον καὶ Ἀσύγκριτον
βάθος τῆς Γνώσεως τοῦ Δημιουργοῦ καὶ τῆς ΣΟΦΙΑΣ Αὐτοῦ.
Εἰς τὰς πολυμόρφους χορείας τῶν ὄντων διακρίνονται τὰ ἔμψυχα, ἅτι-
να εἶναι τὰ κυρίως αἰσθητικά. Ἡ δὲ κλῖμαξ αὕτη, ἡ διήκουσα δι’ ὅλων τῶν
αἰσθητικῶν ὄντων, ἔχει ὡς τελευταίαν αὐτῆς βαθμίδα, ἐν ᾗ σταματᾷ ἡ ἐκ-
δήλωσις τῆς ζώσης ὕλης τῆς αἰσθανομένης ζωῆς, τὸ εἶδος τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ ἄνθρωπος, ἡ ἀρτιωτάτη αὕτη διάπλασις τῆς ὀργανικῆς ὕλης, ὁ τέλειος
οὗτος ζωϊκὸς μηχανισμός, εἶναι τὸ κινούμενον μυστήριον, τὸ συγκεντρῶ-
νον ἐξ ὁλοκλήρου σχεδὸν τὸ Ἀσύλληπτον Μυστικὸν τῆς Δημιουργίας, τὸ
Ἀκατανόητον Δημιουργικὸν τοῦ Θείου σχέδιον. Ἐν αὐτῷ ὑπάρχουσι πᾶσαι αἱ
μορφαί, αἱ διακρίνουσαι συλλήβδην ὁλόκληρον τὴν λοιπὴν ζωϊκὴν φύσιν, ἔτι
δὲ παρατηροῦνται πᾶσαι αἱ ἰδιότητες τῆς αἰσθητικότητος τῆς ζωῆς. Ἀλλὰ
ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι τὸ μόνον ζῶν ὑπάρχον, ὅπερ ἐκδηλοῖ διὰ
τῆς ζωῆς τὸ στοιχεῖον τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ κυρίως εἶναι τὸ δοχεῖον τὸ κρα-
τοῦν τόσον ἐπιμελῶς τὰς Πνευματικὰς Εὐωδίας, εἶναι τὸ σκήνωμα τοῦ
Πνεύματος, διὰ τοῦτο ἐν αὐτῷ παρατηροῦνται καὶ ἄλλαι τινὲς ἰδιότη-
τες, μὴ στολίζουσαι τῶν ἄλλων αἰσθητικῶν ὄντων τὴν ὕπαρξιν, ἰδιότη-
τες ἐπιμαρτυροῦσαι τὴν Ὑπόστασιν Ὀντότητος, οὐδεμίας ἐχούσης σχέ-
σιν μὲ τὴν ξενίζουσαν αὐτὴν ζωϊκὴν ἢ ψυχικὴν τοιαύτην.
Αἱ μὴ συναντώμεναι ἐκτὸς τοῦ ἀνθρώπου περιεργόταται αὗται ἰδιότη-
τες, ὁμιλοῦσι περὶ φύσεως ἐντελῶς διαφόρου τῆς ἐμφανιζομένης ζωϊκῆς
τοιαύτης. Αἱ ἰδιότητες αὗται αἱ αἰσθητικαί, αἱ αἰσθήσεις αὗται εἶναι ἡ Διαί-
σθησις καὶ ἡ Αὐταίσθησις. Ἐκτὸς τῶν ἑτέρων πέντε αἰσθήσεων, χαρακτηρι-
ζουσῶν ὡσαύτως ὁλόκληρον ὁμάδα ζωϊκῶν ὄντων, ποικίλων μορφῶν, καὶ
αἱ ὁποῖαι ἐκδηλοῦσι τὴν κινουμένην ὕλην, ὅ ἐστι τὴν ζῶσαν καὶ τὴν ψυχὴν
αὐτῆς, ἥτοι τὴν αἰτίαν τὴν προκαλοῦσαν τὴν ζωήν, ὑφίστανται ἐξαιρετικῶς
192 Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

εἰς τὸν ἄνθρωπον αἱ δύο αὗται αἰσθήσεις, χαρακτηρίζουσαι τὴν ὑψηλο-


τέραν του καταγωγὴν καὶ τὴν Θείαν του Κληρονομίαν, ἣν κλείει εἰς τὸν
συναισθηματικόν του κόσμον.

Ἡ Διαίσθησις. Διὰ τῆς ἀκοῆς δέχεταί τις ἐκ τοῦ ἀντικειμενικοῦ κό-


σμου τοὺς ἤχους τοὺς προελθόντας ἀπὸ τὴν ἐνέργειαν ὑλικῶν αἰτίων. Διὰ
τῆς ὁράσεως συλλαμβάνει τὸ σχῆμα τῶν ἀντικειμενικῶν ὄντων, διὰ τῆς
ἀφῆς ἅπτεται αὐτῶν, διὰ τῆς ὀσφρήσεως δοκιμάζει τὰς διαφόρους τούτων
ἀποπνοίας, ἐνῷ διὰ τῆς γεύσεως ἐλέγχει τὰ ὠφέλιμα διὰ τὴν διατήρησιν
τῆς ζωῆς αὐτοῦ. Ἐκ τῶν πέντε τούτων αἰσθήσεων ἡ μία, ἡ γεῦσις κυρίως,
εἶναι ἡ αἴσθησις τῆς ὕλης, δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν, αἱ λοιπαὶ αἰ αἰσθήσεις τῆς
ψυχῆς, ἐνῷ αἱ τελευταῖαι δύο, ἡ Διαίσθησις καὶ ἡ Αὐταίσθησις, εἶναι αἱ
αἰσθήσεις τοῦ Πνεύματος.
Διὰ τῆς διαισθήσεως συλλαμβάνει ἡ ψυχικὴ ὅρασις τὰς παραστάσεις
τῶν ἀοράτων εἰκόνων καὶ ἐπίσης τοὺς τόνους τῶν ἀποκόσμων ἁρμονιῶν
τοῦ ἀπείρου, δι’ ἃς μένει ἀσυγκίνητον τὸ οὖς ἡμῶν, ἡ πνευματικὴ ἀκοή. Μὲ
τὰς πτέρυγας τῆς φαντασίας, ἥτις δὲν εἶναι ἢ δημιούργημα τῆς διαισθήσε-
ως, ἐπισκεπτόμεθα ἑκάστοτε τοὺς κόσμους τοὺς τελείους καὶ περιοδεύο-
μεν εἰς τὰς χώρας τῶν ἰδεῶν. Διὰ τῆς διαισθήσεως αἰσθανόμεθα τὸν Ὑπέρ-
τατον Δημιουργόν, διὰ ταύτης συνομιλοῦμεν μὲ τὴν ψυχὴν τοῦ πλησίον καὶ
ἑνούμεθα μὲ τὸν ἱερὸν δεσμὸν τῆς φιλίας, τῆς συμπαθείας, τῆς ἀγάπης.
Ὡς διὰ τῶν ἄλλων αἰσθήσεων συλλαμβάνωμεν τοὺς ἤχους, τὰ χρώμα-
τα καὶ τὰς μορφὰς τοῦ ἀντικειμενικοῦ κόσμου, οὕτω καὶ διὰ τῆς διαισθή-
σεως συλλαμβάνομεν πᾶν ὅ,τι εἶναι δημιούργημα τοῦ Πνευματικοῦ
στοιχείου, πᾶν ὅ,τι ἡ ψυχὴ καὶ ὁ νοῦς καὶ ὁ λόγος ἀποκυεῖ. Βλέπομεν τὸν
πλησίον ἡμῶν, τὸ ὁρατὸν σύνολον τοῦ πλησίον ἡμῶν, διὰ τῶν ὀφθαλμῶν,
ἀλλὰ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ, τὰ συναισθήματα, τὰς προθέσεις, ἐν γένει δὲ τὸ
ψυχικὸν αὐτοῦ ποιόν, τὴν ψυχικήν του σύνθεσιν, διὰ τῆς διαισθήσεως. Αὕτη
εἶναι ἡ αἴσθησις δι’ ἧς συλλαμβάνομεν τὰς σκέψεις καὶ ἡ παραγωγὸς τῶν
συναισθημάτων τῶν δημιουργούντων τὸ δικαίωμα εἰς τὸ καθῆκον.
Ἡ διαίσθησις εἶναι ἡ γνωρίζουσα ἡμῖν τὸν Θεόν, εἰς πάσας τὰς
ἰδιότητας Αὐτοῦ. Αὕτη εἶναι τὸ μέσον, δι’ οὗ ἐρχόμεθα εἰς ἐπαφὴν μὲ τὰς
ἐκτὸς τοῦ σώματος τοῦ ὑλικοῦ Πνευματικὰς ὑπάρξεις. Αὕτη τέλος εἶναι ἡ
αἴσθησις ἡ ἐκδηλοῦσα τὴν ὕπαρξιν τῆς πνευματικῆς φύσεως τοῦ πνευματι-
κοῦ σώματος ἡμῶν.

Ἡ Αὐταίσθησις. Ἀλλὰ ἡ σπουδαιοτέρα πασῶν τῶν αἰσθήσεων, καὶ


αὐτῆς τῆς διαισθήσεως ὑπερτέρα, εἶναι ἡ αὐταίσθησις. Εἶναι αἴσθησις
πνευματική, ἥτις διακρίνει κυρίως τὸν ἄνθρωπον τοῦ ἄλλοθι. Εἶναι ἡ αἴ-
σθησις ἐκείνη, ἥτις δὲν συλλαμβάνει οὔτε ἤχους πνευματικοὺς ἢ ὑλικούς,
οὔτε διακρίνει τὸ ὑποσυνείδητον τοῦ πλησίον καὶ μετὰ τούτου ἔρχεται εἰς
ἐπαφήν. Δὲν εἶναι ἡ αἴσθησις ἡ ζητοῦσα καὶ εὑρίσκουσα καὶ συλλαμβάνου-
σα ἔστω καὶ ἀμυδρὰν τοῦ Ὑπερτάτου Θεοῦ τὴν ἔννοιαν, ὡς ἡ διαίσθησις,
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 193

ἐκτὸς τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἡ αἴσθησις ἡ ἐμβαθύνουσα εἰς τὸ πολυσύν-


θετον ἀνθρώπινον μυστήριον καὶ ἐκεῖ εἰς τοὺς ἀπέραντους κόσμους καὶ
ἀπείρους, ὡς Ἄπειρος Θεός, εὑρίσκουσα τὸν Ὑπέρτατον Δημιουργόν.
Ἀναγκάζουσα τὴν ψυχικὴν ὅρασιν νὰ στραφῇ εἰς τοὺς ψυχικοὺς λαβυ-
ρίνθους, διακρίνει διὰ ταύτης τὸ παρελθὸν καὶ διαβλέπει τὸ μέλλον. Ἀνα-
σύρει τοὺς πέπλους τοῦ ἀγνώστου καὶ εἰσέρχεται εἰς τὰ σκότη τῆς Λήθης.
Ἀναγκάζουσα τὴν ψυχικὴν ἀκοὴν νὰ ἐνωτισθῇ τῶν τοῦ ἔνδον, συλλαμ-
βάνει διὰ ταύτης τοὺς Παλμοὺς τοῦ Θεοῦ, ἀκούει τὰς Προσταγὰς Αὐτοῦ,
τὰ Θελήματα, τὰς Ἐπιπλήξεις καὶ τοὺς Ἐπαίνους Αὐτοῦ. Ἡ Αὐταίσθησις
ἐπιτρέπει εἰς τὸ ἐνσαρκωμένον Πνεῦμα νὰ συνομιλῇ μὲ τὸν Θεὸν τὸν
Πατέρα του, εἰς τὰ πεδία τῆς συνειδήσεως.
Ἀληθῶς, τί ἐπιτελεῖται εἰς τὸ ἔνδον ἡμῶν, χωρὶς ἡμεῖς οὐδὲ νὰ δυνάμε-
θα νὰ παρακολουθῶμεν καὶ τὸ ἐλάχιστον; Ἡ αὐταίσθησις εἶναι ἡ θέτου-
σα τὸν ἄνθρωπον εἰς τὸ σημεῖον ὥστε νὰ ἀποτελῇ τὴν Κορωνίδα τῆς
Δημιουργίας. Διότι στοιχεῖα διαισθήσεως ἔχουν καὶ ἄλλαι ὑπάρξεις τῆς
ὀντοτικῆς ζωϊκῆς κλίμακος, πλὴν ἡ αὐταίσθησις ἀνήκει ἐξ ὁλοκλήρου
εἰς τὸν ἄνθρωπον καὶ μόνον, διότι ἐν αὐτῷ μόνῳ ἡ Πνοὴ τοῦ Θεοῦ, ὁ
Θεός. Ὑπάρχουν καὶ νῦν πλεῖστα ζῶα διαισθανόμενα τὸν κίνδυνον, ἢ τὸν
θάνατον, ἢ κρισίμους στιγμὰς τοῦ κυρίου των, ἀλλ’ οὐδὲν τούτων ἐλέγχει
ἑαυτό, ἢ ἔχει τὴν ἰδιότητα τῆς αὐτοπαρατηρήσεως, ἥτις διακρίνει μόνον
τὸν ἄνθρωπον καὶ ἥτις εἶναι προϊὸν τῆς αὐταισθήσεως. Ἐνῷ διὰ πασῶν
τῶν ἑτέρων αἰσθήσεων ὁ ἄνθρωπος παρατηρεῖ τὸν ἐκτὸς αὐτοῦ ὁρατὸν
καὶ ἀόρατον κόσμον, διὰ τῆς αὐταισθήσεως περιοδεύει εἰς τὰς ἐκτεινομέ-
νας βασιλείας καὶ συναντᾶται μὲ τὴν κυρίαν αὐτοῦ προσωπικότητα, τὸ
Πνεῦμα, καὶ ἐκεῖ, ἐνῶ παρατηρεῖ, συγχρόνως αὐτοπαρατηρεῖται.
Διὰ ταύτης ἀκούει τὴν Φωνὴν τοῦ Θεοῦ καὶ γνωρίζει τὴν καταγωγὴν
αὐτοῦ, τὸ αἴτιον τῆς παρούσης καταστάσεώς του καὶ τὸ μέλλον αὐτοῦ. Ἐπὶ
τούτων δὲ μορφώνει ἑαυτὸν οὕτως ὥστε νὰ γνωρίσῃ τὸν προορισμόν του.
Ἡ διαίσθησις τὸν φέρει εἰς ἐπαφὴν μὲ πᾶσαν ὕπαρξιν, ἐνῷ ἡ αὐταίσθησις
μὲ τὴν ἰδικήν του. Ἡ διαίσθησις τοῦ ἀποκαλύπτει τὰ μυστήρια καὶ τὰ
ἀνεξερεύνητα κάλλη τῆς Δημιουργίας τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ ἡ αὐταίσθησις
τοῦ ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι Θεός. «Ἐγὼ εἶπα· θεοί ἐστε καὶ υἱοὶ
Ὑψίστου πάντες.» (Ψαλμοὶ ΠΑ΄ 6, Ἰωάν. Ι΄ 34)
Ἄπειρε Θεέ, Ἀνεξερεύνητε! Εἰς τὰ μέσα ταῦτα, δι’ ὧν ἐπιτρέπεις εἰς τὸν
ἄνθρωπον νὰ ἀποκαλύπτῃ τὰ μυστήριά Σου, πλέκεις τὸ μεγαλύτερον Μυ-
στήριον... Θεέ μου, Ἀκατάληπτε!
21. Ο ΜΕΣΑΖΩΝ

Ἡ ἐπικοινωνία δὲν εἶναι ἀντικείμενον, οὐδὲ πρᾶγμα ἀπορρέον


ἀπὸ τῆς ὕλης, ἵνα καταβάλῃς προπαθείας καὶ ἐπιτύχῃς τοῦτο. Εἶναι
αἰθέριον, ἱστάμενον ὑψηλά, εἰς ἀναριθμήτους βαθμίδας. Ἄνελθε ἵνα
τὸ συλλάβῃς, ἄνελθε ἵνα τὸ κατανοήσῃς, ἄνελθε ἵνα τὸ γνωρίσῃς.
Σοῦ δίδω χεῖραν βοηθείας καί, ἐξυψῶν σε, ἐξυψῶ μετὰ σοῦ καὶ τὸ φορ-
τίον τῆς ὕλης, συμπαρασύρων οὕτω τὰς ἐν αὐτῇ ἀδυναμίας καὶ μερίμνας, τὴν
ἐν αὐτῇ σκοτεινότητα, ἥτις δὲν σοῦ ἐπιτρέπει νὰ ἴδῃς τὸ Φῶς, νὰ κατανοή-
σῃς τοὺς νόμους τῆς ἀνόδου τῶν βαθμίδων ἐπὶ τῆς ὁποίας ἀνέρχεσαι. Ἵστα-
σαι ὀλίγον καὶ πίπτεις, διὰ νὰ ἀποκτήσῃς περισσοτέρας ἐν τῇ ἀνόδῳ σου δυ-
σκολίας. Ἐὰν σὲ ἐγκαταλείψῃ τὸ θάρρος, ἡ ἐλπίς, ἡ πίστις, πρὸ παντὸς ἡ
θέλησις, θὰ ἔχῃς πάντοτε νεκρὰν ἐνέργειαν, νεκρὰ ἀποτελέσματα.
Σύνελθε, σύνελθε ἐκ τῆς πλάνης καὶ τῆς ἀπιστίας, σύνελθε εἰς ἑαυτὸν
καὶ βοήθησόν Με ἐν τῇ προσπαθείᾳ, τὴν ὁποίαν καταβάλλω διὰ σέ. Σοῦ
ὑπέδειξα πολλάκις ποῖα εἶναι τ’ ἀποτελέσματα τὰ ἐκ τῆς ἀνόδου σου ἀνα-
μενόμενα καὶ δὲν μὲ ἐπίστευσας. Σοῦ ἤνοιξα διάπλατα τοὺς θόλους τοῦ
Φωτὸς καὶ ἔκλεισας τὰ ὦτα σου, διὰ νὰ μὴν ἀκούσῃς τὴν Ὑπερκοσμίαν
Μουσικήν, ἔδεσες τὰς χεῖρας σου, διὰ νὰ μὴ συλλέξῃς τὰ ἄνθη τῶν ἀγρῶν
τοῦ Ἀπείρου, ἐνέκρωσας τὴν ὄσφρησίν σου, διὰ νὰ μὴν αἰσθανθῇς τὸ Ἄρω-
μα τῆς Ἀπείρου Εὐωδίας καὶ ἐσκλήρυνας τὴν γλῶσσαν σου καὶ τὸ ἐσωτερι-
κὸν τοῦ στόματός σου, διὰ νὰ μὴ γευθῇς καὶ αἰσθανθῇς τὴν γλυκύτητα τῶν
καρπῶν τῶν Ἔργων τοῦ Δημιουργοῦ σου.
Κρατεῖτε τὸν ἐγωϊσμόν σας εἰς τὸ ὕψος τὸ ἁρμόζον εἰς ὑπάρξεις ὡς αἱ
ἰδικαί σας, κομπάζετε, μὴ παραλείποντες νὰ οἰκειοποιήσθε καὶ τὰς Δυνά-
μεις Μας καὶ τὸ ἀνεχόμεθα τοῦτο μὲ τὴν ἀνεκτικότητα τῶν Πνευμάτων,
καταχωροῦντες ὅμως ταῦτα, ὡς καὶ πάντα τὰ συναφῇ τούτων τὰ ἐκ τῶν
ἀδυναμιῶν σας ἀπορρέοντα, εἰς τὴν μερίδα τοῦ παθητικοῦ σας. Σᾶς ἐνι-
σχύομεν εἰς τὴν μερίδα τοῦ ἐνεργητικοῦ σας καὶ ὅταν ἴδωμεν ὅτι δὲν δύ-
νασθε νὰ προσθέσητε εἰμὴ ζημίας, τότε εὑρισκόμεθα εἰς τήν σκληρὰν ἀνά-
γκην νὰ σᾶς ἐγκαταλείψωμεν.
Ἡ πτῶσις σας εἶναι σκληρά, σκληροτάτη, ἀλλ’ ἀναπόφευκτος ἐκ τῆς
πορείας σας, ἀπαραίτητος διὰ τὴν μέλλουσαν ἐξυγίανσίν σας. Δὲν ἀνέρ-
χεταί τις, ἐὰν δὲν εὑρεθῇ χαμηλά, δὲν ἀνεγείρεται ἐὰν δὲν πέσῃ. Καὶ
ἱστάμενος μὲν ὄρθιος, παραπαίων ὅμως, ὀφείλει νὰ πέσῃ ἵνα ἀναγει-
ρόμενος σταθῇ καλῶς.
Καὶ ἑτοιμόρροπος οἰκία κρημνίζεται, διὰ νὰ μὴ καταπλακώσῃ τοὺς
οἰκοῦντας καὶ τοὺς διαβάτας. Ἦτο καὶ αὕτη ποτὲ ἐν τῇ ἀκμῇ της, καινουρ-
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 195

γής, ὡραία, ἀλλ’ ὁ χρόνος καὶ ἡ ἀδιαφορία τῶν οἰκούντων καὶ ἀνοικοδομη-
σάντων αὐτὴν τὴν ἔφερον εἰς τὴν θέσιν ταύτην, ὥστε νὰ τὴν κατακρημνί-
σωμεν. Ἐπὶ τοῦ τόπου αὐτῆς ἴσως μὴν ἀνεγερθῇ ἄλλη οἰκία, ἀλλὰ δὲν θὰ
εἶναι ἐπίφοβος πλέον ὁ τόπος οὕτος διὰ τοὺς διαβάτας. Καὶ ἐπὶ τοῦ χώρου
αὐτῆς μὲ καιρὸν θέλουσι βλαστήσῃ ἄνθη ἄγρια, τὰ ὁποῖα θὰ ἡδύνωσι τοὺς
ὀφθαλμοὺς τῶν διαβατῶν, ἀντὶ νὰ τοὺς φοβίζουν αἱ ρωγμαὶ αὐτῇς. Ἐὰν
δὲ οἰκοδομήσωσιν αὐτην ἐκ νέου, θέλουσι θέσει στερεὰς βάσεις καὶ κατα-
σκευάσωσιν αὐτὴν λαμπροτέραν.
Οὕτω καὶ ὑμεῖς. Ἐφ’ ὅσον ἡ πνευματική σας ὑπόστασις δὲν ἀνταποκρί-
νεται εἰς τὰς ἀπαιτήσεις τῆς πνευματικότητος καὶ κινδυνεύει νὰ καταπλα-
κωθῇ ἀπὸ τὸ ράκος τῆς ζωῆς σας, ἐφ’ ὅσον τυφλώττετε πρὸ τῶν χαινου-
σῶν σχισμῶν αὐτῆς καὶ τῶν κινδύνων τῇς καταπλακώσεως τῆς ψυχῆς σας,
διὰ τῆς ὑπερισχύσεως τῆς πεπυρωμένης ἀσυνειδησίας, διὰ τοῦτο ἐπιβάλ-
λεται τὸ τοιοῦτον οἰκοδόμημα νὰ κρημνισθῇ.
Ἐὰν τὴν πτῶσιν ταύτην δὲν ἤθελεν αἰσθανθῇ ἡ ψυχή σας καὶ δὲν προ-
σπαθήσητε νὰ ἐγείρητε νέον ἠθικὸν οἰκοδόμημα, λαμπρὸν καὶ στερεόν,
δὲν θὰ ἔχωσι καὶ οἱ ἄλλοι, οἱ ἐφαπτόμενοι τῆς ψυχῆς ταύτης, τὸν κίνδυνον
νὰ ζημιωθοῦν ἐξ αὐτῆς, διότι ἡ πτῶσις της θὰ τοὺς ἀπομακρύνῃ.
Φ.Α.Ρ.Α.Χ. Φῶς Ἀληθείας Ρέον ἀπὸ Χριστοῦ τὸ Ὄνομά Μου. Εἰς τὸ
Ὄνομα τοῦ Παντοδυνάμου Θεοῦ ἐπικυρῶν ὁρκίζομαι.
Οὔτε ὁ ὅρκος, οὔτε αἱ λέξεις, οὔτε τὸ κείμενον, οὐδὲ αἱ φράσεις εἶναι
δυναταί, ἵνα ἐξ αὐτῶν κατανοήσητε τὸ Πνεῦμα τῆς ἐπικοινωνίας μεθ’ ὑμῶν.
Καθ’ ἣν στιγμὴν νομίζετε ὅτι ἐπικοινωνεῖτε μὲ ἓν Πνεῦμα ἀγαθὸν καὶ ἐπὶ
Πνευμάτων Ἀνώτατον, ἀντ’ αὐτοῦ ἔρχεται ἄλλο, οὐχὶ μὲν πονηρόν, ἀγα-
θὸν δὲ καὶ τοῦτο, ἵνα καταστῇ δεύτερος τῆς ἐπικοινωνίας μεσάζων.
Πιστεύετε ὅτι ἔχετε τόσην ἀγνότητα, διὰ νὰ ἐπικοινωνήσητε μὲ
τὸν ἴδιον Αὐτὸν τὸν Θεόν; Τότε εἶναι ἀληθὲς ὅτι ἐπικοινωνείτε ἀπ’
εὐθείας μὲ Αὐτόν. Πῶς θέλετε ὅμως ὅταν στερήσθε παντελῶς ταύτης ἢ
ἔχετε ταύτην ἀνεπτυγμένην ἡμιτελῶς, πῶς εἶναι δυνατὸν τότε νὰ ἐπικοι-
νωνήσητε ἀπ’ εὐθείας μετὰ τοῦ Θεοῦ; Ἐπικαλεῖσθε, ἐπὶ παραδείγματι,
τὸ Πνεῦμα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἐὰν μὲν τὸ ὕψος τῆς
ἀγνότητός σας δύναται νὰ σᾶς ὑψώσῃ τόσον, ὥστε νὰ πλησιάσητε πρὸς τὸ
Πνεῦμα καὶ αὐτὸ πρὸς ἐσᾶς, τότε ἐπικοινωνεῖτε ἀπ’ εὐθείας μὲ τὸ Πνεῦμα
τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ὅταν ὅμως ἡ ἀγνότης τῆς ψυχῆς σας δὲν
εἶναι εἰς τὸ ὕψος αὐτό, ἕτερος πνευματικὸς μεσάζων παρεμβάλλεται, ἵνα
συμπληρώσῃ το χάσμα, τὸ ὑφιστάμενον μεταξὺ σοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος.
Δύνασθε νὰ εἴπητε τότε ὅτι δὲν ἐπικοινωνεῖτε μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Ἰωάν-
νου τοῦ Χρυσοστόμου; Ὄχι. Οὕτω λοιπὸν ἐν ταῖς ἐπικοινωνίαις γίνεται
ὑπεράνω ὑμῶν ὁλόκληρος ἐργασία.
Αἱ ἀδυναμίαι σας καὶ πρὸ παντὸς ἡ ἔλλειψις πίστεως μᾶς κάμνουσιν
νὰ καλλιεργῶμεν καὶ συμπληρῶμεν τὰς ἐκ τούτων προβαλλομένας ἐλλεί-
ψεις διὰ τοὺς ὅρους τῇς ἐπικοινωνίας, τοῦτο σᾶς τὸ ἀποδεικνύω. Σήμερον
εἶσθε ἁγνός. Ἐπικοινωνεῖτε μὲ ἕνα πολὺ ἐξελιγμένον Πνεῦμα ἀπ’ εὐθείας,
196 Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

λαμβάνετε τὸ ὕψος τῆς ἐκφράσεως τοῦ Πνεύματος ἐκείνου, τὸ ὕψος τῶν


βαθυστοχάστων ἐννοιῶν καὶ τὴν ἀγνότητα τῶν ἐκφράσεων αὐτοῦ. Αὔριον
ἐπικοινωνεῖτε ἢ ἐπικαλεῖσθε τὸ ἴδιον Πνεῦμα καὶ μὴ ἔχοντες τήν ψυχι-
κὴν ἁγνότητα τῆς χθές, ἐπικοινωνοῦντες νομίζετε ὅτι ἐπικοινωνεῖτε
μὲ αὐτό, ἀλλὰ τὸ ἐξαγόμενον ἀποτέλεσμα ἐκ τῆς ἀνακοινώσεως δὲν σᾶς
ἱκανοποιεῖ καὶ παρατηρεῖτε ἀπείρους ἐλλείψεις εἰς τὰς ἀνακοινώσεις σας
ταύτας παραβαλλομένας μετὰ τῶν ἀνακοινώσεων τῆς χθές.
Δὲν θέλετε νὰ πιστεύσητε καὶ ν’ ἀποδώσητε τοῦτο εἰς τήν αἰτίαν τῆς
ἀτελείας σας, ἀλλὰ θέτετε ἐν ἀμφιβόλῳ την ἐπικοινωνίαν καὶ παραδέχε-
σθε ὅτι δὲν ἐπικοινωνήσατε μὲ τὸ Πνεῦμα ὅπερ ἐκαλέσατε, ἐνῷ δύναμαι
νὰ σᾶς διαβεβαιώσω ὅτι τὸ ἴδιον Πνεῦμα ἦτο, μὴ δυνάμενον ὅμως νὰ
συνδυάσῃ τὰ Πνευματικὰ ρευστά του, εὑρέθη εἰς τὴν θέσιν νὰ χρησιμο-
ποιήσῃ καὶ τὰ ρευστά ἄλλου πνεύματος, ἀγαθοῦ μὲν καὶ τούτου, ἀλλὰ
κατωτέρου αὐτοῦ καὶ μικροτέρας δυνάμεως. Παρέστη ἀνάγκη δηλαδὴ
νὰ ζητηθῇ συνδετικὸς μεσάζων μεταξὺ σοῦ καὶ τοῦ ἐπικληθέντος πνεύμα-
τος. Εἰς τὰς περιπτώσεις ταύτας παρατηροῦνται ἄπειροι δυσκολίαι, τῶν
ὁποίων αἱ ἐκδηλώσεις ἐκφαίνονται ἐπὶ τῶν ἐπικοινωνιῶν.
Διὰ τοῦτο δὲ καὶ ἀμφιβάλλετε πολλάκις εἰς αὐτὰς καὶ ὅταν γνωσθῇ
ἡ ἀμφιβολία, τὸ μικρόβιον τοῦτο τῶν ἐπικοινωνιῶν, τότε χαλαροῦται ἡ
πίστις, ἀποδίδετε τ’ ἀποτελέσματα ταῦτα εἰς ἄλλας ἀφορμὰς καὶ αἰτίας,
πολὺ μακρὰν τῇς ἀληθείας ἀπεχούσας καὶ, χωρὶς νὰ τὸ αἰσθάνεσθε, ἀπο-
μακρύνεσθε τῆς τελειοποιήσεως τῇς ψυχῆς σας, πορώνετε ταύτην καὶ
λαμβάνοντες ὅλως ἀντίθετον τροπήν, ἐπισύρετε τὰς συμπαθεῖς πρὸς τὴν
ψυχικήν σας κατάστασιν Πνευματικάς δυνάμεις.
Θέλω νὰ σᾶς δώσω νὰ ἐννοήσητε καλλίτερον ἀκόμη τὸν ὀργανισμὸν
τῆς ἐπικοινωνίας. Σήμερον ἐπικοινωνεῖτε μὲ τελείαν κατάνυξιν, σεβα-
σμὸν, καὶ ἠθικῶς εἶσθε τέλειοι. Δύνασθε νὰ ἐπισύρητε πλησίον σας ἢ
ν’ ἀνέλθητε πρὸς αὐτό, πρὸς τὸ ἴδιον τὸ ἐπικαλούμενον Πνεῦμα. Αὔριον
ὑστερεῖτε κατὰ μίαν βαθμίδα εἰς τὴν ἁγνότητα. Ἔχομεν ἀνάγκην ἑνὸς συν-
δετικοῦ μεσάζοντος. Τὴν ἑπομένην ὑστερεῖτε κατὰ δύο βαθμίδας. Ἔχομεν
ἀνάγκην καὶ δευτέρου συνδετικοῦ μεσάζοντος. Τὴν μεθεπομένην αὐξάνο-
νται αἱ ἀδυναμίαι σας καὶ ἀναμφιβόλως θὰ αὐξηθοῦν, ἂν δὲν προσπαθήση-
τε νὰ ἐπανορθώσητε τὸ κακόν, γίγνεσθε ἀδύνατοι εἰς περισσοτέρας βαθ-
μίδας, ἔχετε ἀνάγκην περισσοτέρων συνδετικῶν μεσαζόντων καὶ οὕτω,
ὅσον κατέρχεσθε, ἐπὶ τοσοῦτον καὶ ὁ πλησιέστερος πρὸς σᾶς συνδετικὸς
μεσάζων πνευματικῶς ὁμοιάζει μὲ τὰς ἀδυναμίας καὶ ἐλλείψεις σας, τὰς
ὁποίας προσπαθεῖ μὲν νὰ συνδέσῃ μετὰ τοῦ Ἀνωτάτου Πνεύματος καὶ διὰ
τῶν ἄλλων, κλιμακοειδῶς ἱσταμένων συνδετικῶν κρίκων-μεσαζόντων, ἀλλ’
ἡ ἐπικοινωνία αὕτη, ἐντελῶς παραμορφωμένη καὶ ἀσθενής, οὐ μόνον δὲν
ἔχει ὁμοιότητα, ἀλλὰ καὶ πολλάκις διατυποῦται ἀντιθέτως τῶν ὅσων
ἐπιδιώκει νὰ διατυπώσῃ.
Εἶναι ὡσάν τὰ ἠχητικά κύματα, ἅτινα μακρὰν ἱστάμενοι τὰ ἀκούετε
πλέον ἀσθενέστερα καὶ ἀπομακρυνόμενοι ἔτι περισσότερον δὲν τὰ ἀκούε-
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 197

τε καθόλου. Οὕτω καὶ ὑμεῖς, ὅσον καταπίπτετε, ἐπὶ τοσοῦτον ἀδυνατεῖτε


νὰ αἰσθανθῇτε καὶ ἀκούσητε τὰ ὑπαγορευόμενα ὑμῖν, ἐγκαταλείπεσθε δὲ
τελείως, ὅταν ἀπομακρύνεσθε παντελῶς ἀφ’ ἡμῶν καὶ ἐκφεύγετε τότε τοῦ
κύκλου τῆς ἐνεργείας μας, περιπίπτοντες εἰς τὰς ἐνεργείας ἄλλου κύκλου,
τελείως ἀντιθέτου τοῦ ἀγαθοῦ. Εἶναι δὲ ὁ κύκλος οὗτος κατ’ ἀρχὰς ἀπατη-
λὸς καὶ δὲν δύνασθε ν’ ἀναγνωρίσητε ἂν ἡ δρῶσα ἐνέργεια εἶναι αὐτὴ ἢ
ἄλλη.
Εἰς τοῦτο συντελεῖ καὶ ἡ πόρωσις τῆς καρδίας σας καὶ ἀδυνατοῦντες
νὰ τὸν κατανοήσητε, ἐμπίπτετε εἰς αὐτὸν αὐταπατώμενοι καὶ δελεαστικῶς
πλησιάζετε πρὸς τὸ κέντρον τοῦ κύκλου αὐτοῦ, ὁπότε εἶσθε καὶ τελείως
κατεστραμμένοι. Δὲν δύναμαι να σᾶς ζωγραφίσω τὴν ἀγωνίαν τῶν πνευ-
μάτων διὰ τὴν τύχην τοιούτων μεσαζόντων. Εἶναι ἕρμαια πλέον τοῦ πονη-
ροῦ καὶ εὑρίσκονται εἰς τὴν διάθεσιν καὶ τῆς ἐλαχίστης αὐτῶν ἰδιοτροπίας.
Γενόμενοι ἀθύρματα, χρησιμοποιοῦνται κατὰ βούλησιν αὐτῶν. Δὲν ἔχου-
σιν πλέον οἱ μεσάζοντες οὗτοι οὔτε θέλησιν ψυχικὴν οὔτε καὶ τῶν ἄλλων
ψυχικῶν δυνάμεων, ὧν ἐνεφοροῦντο τὸ πρῶτον. Εἶναι τελείως γυμνοὶ καὶ
ἄνευ μηδενὸς στοιχείου πνευματικοῦ καθίστανται τὰ ὄργανα πράξεων
χαμερπῶν, πονηρῶν καὶ ἐν γένει πράξεων τοιούτων, ἐχουσῶν σχέσιν μὲ
τὴν ποιότητα τῶν ὁδηγῶν των.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ὀδυνηρά τῶν μεσαζόντων πτῶσις, αὐτὸ εἶναι τὸ καίριον
κτύπημα, τὸ ὁποῖον ἀφρονοῦντες ὑφίστανται. Θὰ ἐπανέλθωσιν ἢ θὰ πα-
ραμείνωσι νεκροὶ εἰς τὸ βασίλειον τοῦ σκότους; Ταῦτα εἶναι ἀποτελέσμα-
τα τῆς ἀτομικότητός των τῆς ψυχικῆς. Ἀναπολοῦντες τὸν πνευματικὸν
πλοῦτον τῶν παλαιῶν ἡμερῶν, τὴν χρυσῆν ἐποχήν των, ὡς μεσάζοντες,
καὶ τὴν τότε παραγωγήν των τὴν πνευματικήν, τότε δυνατὸν νὰ ἐπανέλ-
θουν καὶ ἐπανερχόμενοι ἔχομεν νὰ ἐλπίζωμεν ἀπὸ τὰ ὄργανα ταῦτα τῇς
πνευματικῆς ἐκδοχῆς ἔτι λαμπρότερα φαινόμενα τῶν πρώτων. Ἐὰν ὅμως
κλείσουν τοὺς ὀφθαλμούς των καὶ νεκρώσουν τὰς αἰσθήσεις των, τότε
ἐνεκρώθησαν διὰ τὸν Πνευματικὸν Κόσμον.
22. ΤΟ ΣΤΕΡΕΩΜΑ

Ἀπέραντος θόλος περιβάλλει τῆν σφαῖραν τῆς γῆς, ἐντὸς τοῦ ὁποίου
δίκην παιγνίου αἰωρεῖται αὕτη, διαγράφουσα κεκανονισμένας τροχιὰς περὶ
ἑαυτήν, περὶ τὸν ἥλιον καὶ ὁμοῦ πέριξ ἄλλων αἰωρουμένων σωμάτων τοῦ
ἀπείρου. Μαργαρῖται φωτεινοί, ἀνὰ τὸν ἀτέρμονα τοῦτον θόλον, παίγνια
καὶ ταῦτα τοῦ Ἀπείρου μὲ τὸ τρεμοσβῦνον φῶς των, στολίζουσι τὸ Ἀχανὲς
τοῦτο Ἄπειρον.
Ὁποία λαμπρότης, ὁποῖον μεγαλεῖον, ὁποῖον μυστήριον! Ἕπτὰ με-
γαλοπρεπεῖς ἀστέρες, ἰσχυρᾶς φωτιστικῆς ἐντάσεως, ὁρίζουσι τὴν με-
γαλοπρεπῆ μεγάλην ἄρκτον, ἐνῷ, κατ’ ἀντίστροφον φοράν, προβάλλει
δι’ ἄλλων ἑπτὰ ἀσθενεστέρων ἡ μικρὰ ἄρκτος, μὲ ἄξονα τοῦ Ἀπείρου τὸν
παμμεγέθη Σείριον εἰς τήν οὐράν της, τὸν μέγα καὶ ἀπομεμακρυσμένον
τοῦτον ἥλιον, πέριξ τοῦ ὁποίου στροβιλίζονται βοῶντες ἐν τῷ Ἀπείρῳ, οἱ
ἄπειροι ἀστερισμοί.
Ἡ σελήνη μειδιῶσα καὶ ἀκούραστος φρουρὸς τῆς γῆς, προβάλλει ἐκ τοῦ
βάθους τοῦ Στερεώματος, ἵνα φωτίσῃ μὲ τὸ γλυκὺ ἀργυροῦν αὐτῆς φῶς τὴν
ἐπιφάνειαν τῆς γῆς, ἐνῷ ταυτοχρόνως πολλοὶ τῶν σαπφείρων τοῦ Ἀπείρου,
ὠχριῶντες πρὸ τῆς ἐμφανίσεως τῆς Σελήνης, ἐξαφανίζονται ἀπὸ τῶν
ὀφθαλμῶν μας. Μόλις διακρίνονται ἤδη ὁ Κρόνος καὶ ἡ μεγάλη γαλακτώδης
ζώνη, ἡ ἀπέραντος τοῦ Γαλαξίου, ἥτις σχεδὸν διχοτομεῖ τὸ Στερέωμα.
Καὶ βαθύτερον ἐπικάθεται τὸ μυστήριον, καὶ σκοτεινοτέρα καθίσταται
ἡ αἰώνιος τοῦ Ἀπείρου λύσις, ἐνῷ οἱ ἄπειροι ἐμφανεῖς καὶ ἀφανεῖς κόσμοι,
ἀδιαφοροῦντες διὰ τὰ προβαλλόμενα ἐρωτήματα παρ’ ὅλων τῶν ἐπ’
αὐτῶν ὑπάρξεων, διαγράφουσι τὰς τροχιάς των, ἐκτελοῦντες τὸν αἰώνιον
τοῦ ἀπείρου νόμον, μετ’ ἁρμονίας, ταχύτητος καὶ ἐπὶ ὡρισμένης κατευθύν-
σεως, χωρὶς νὰ παρεκκλίνωσι ποσῶς ταύτης.
Ἕκαστος κόσμος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀνά τὸ Ἄπειρον συμπυ-
κνώσεως τῆς ὕλης, ὅπως καὶ ἕκαστον κενόν, ὅπερ διαχωρίζει τούτους,
εἶναι πεπληρωμένον ὕλης. Ὕλη διάφορος ἡ μὲν ἀπὸ τῆς δέ, τόσον τῶν
ἀπείρων κενῶν, ὅπως καὶ τῶν ἀπείρων κόσμων. Καὶ ἄοκνος ἐκτελεῖται
ἐργασία ρυθμικὴ καὶ μετ’ ἁρμονίας, ὅπως καὶ διηνεκῶς ἐκτελεῖται ἡ Δημι-
ουργία Νέων Κόσμων καὶ ἡ ἀπώλεια σαθρῶν τοιούτων, ἐκπληρωσάντων
τὰς ὑποχρεώσεις των, ἐν τῷ ἀπείρῳ μεγαλοπρεπεῖ οἰκοδομήματι.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εὑρισκόμενος πρὸ μιᾶς συσκευῆς θαυμασίας εὑρί-
σκεται ἐν ἐκστάσει πρὸ τῆς λεπτῆς καὶ ρυθμικῆς αὐτῆς λειτουργίας, θαυ-
μάζων τὴν συσκευὴν ταύτην, δὲν νομίζετε ὅτι ὁ θαυμασμός του ἀπευθύνε-
ται εἰς τήν Διανόησιν Ἐκείνου, Ὅστις κατώρθωσε καὶ ἔκαμε τὴν τελείαν
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 199

ἐν τῇ λειτουργίᾳ της ταύτην συσκευήν; Ἑπομένως, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ


παραδεχθῶμεν ὅτι ὅλη ἡ ἄπειρος ρυθμική, μεγαλοπρεπὴς καὶ ἀκατανόη-
τος συσκευή, ἡ πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν μας ἐκτεινομένη καθ’ ἑκάστην στιγμήν,
δὲν ἔχει οὐδένα Δημιουργὸν, ἀλλ’ εὑρέθη αὐτομάτως, ἄνευ τῆς ἐπηρείας
οὐδεμιᾶς Διανοήσεως; Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ παραδεχθῶμεν ὅτι ἡ τοιαύτη
ἐνέργεια τῆς ὕλης εἶναι ἀποτέλεσμα Δυνάμεως, παραγόμενον ἀφ’ ἑαυτῆς
καὶ δὲν παραδεχόμεθα ὅτι ἡ κατασκευή μιᾶς συσκευῆς εἶναι ἀποτέλεσμα
τῶν διαπλασθέντων ἐξαρτημάτων αὐτῆς;
Ὅπως διὰ τὴν κατασκευὴν αὐτῆς ἠργάσθησαν τὰ ἐγκέφαλικά κύτταρα
ἑνὸς ἀτόμου, τὰ ὁποῖα διὰ νὰ ἐργασθῶσιν ἔπρεπε νὰ ἦσαν ἐν τῇ ζωῇ καὶ
δεύτερον νὰ εἶχον τὴν δύναμιν νὰ συλλάβουν ταύτην, καὶ ἡ δύναμις αὕτη,
ἀπορρέουσα ἐκ τῆς πνευματικῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀτόμου καὶ οὐχὶ ἐκ
τοῦ ὑλικοῦ αὐτοῦ ὀργανισμοῦ, ὅστις φθείρεται, διατί νὰ μὴ παραδεχθῶ-
μεν ὅτι καὶ ἡ Δύναμις, ἡ ἐπιδρῶσα ἐπὶ τῆς ὕλης, τῶν ἀπείρων κενῶν καὶ
κόσμων ἀπορρέει ἐκ τῆς Ζώσης Ἀπείρου Πνευματικότητος, τῆς Ἀστει-
ρεύτου ἐν Φωτεινότητι καὶ Ἀπείρου ἐν Δυνάμει Ἰσχυρᾶς;
Πρὸ ὑμῶν ἐκτείνεται τὸ μυστήριον τοῦ ἐγώ σας, πρὸ ὑμῶν ἐκτεί-
νεται τὸ μυστήριον τῆς ζωῆς σας, μὲ τὰ ἄπειρα καὶ ἀκατανόητα αὐτὰ
­φαινόμε­να καὶ ἐν τούτοις ἀδυνατεῖτε νὰ λύσητε αὐτά, ἀδυνατεῖτε νὰ τὰ
ἐξηγή­σητε καὶ νὰ δώσητε εἰς αὐτὰ ὁρισμὸν τινά. Οἱ θελήσαντες νὰ δώσω-
σι ­-φαινομενιματίσωσι- τοῦτο ὡς δόγμα διὰ τὴν ἀνθρωπότητα, δὲν κα-
τώρθωσαν νὰ πείσωσι τὸν ἑαυτόν των τοὐλάχιστον. Οἱ ἐριζόμενοι ἐπὶ τῆς
δυνάμεως τῆς ὕλης καὶ προσπαθήσαντες νὰ λύσωσι τὰ αἰώνια ταῦτα προ-
βλήματα, ἐν τέλει ὑπεχώρησαν κατισχυμένοι.
Εἶναι δὲ μοιραῖον πάντες οἱ μὴ παραδεχόμενοι τὴν Ἄπειρον Πνευματι-
κότητα καὶ τὴν Πνευματικότητα τῆς ζώσης ὑπάρξεως καὶ οἱ ἐργασθέντες
ἐφ’ ὅλης αὐτῶν τῆς ζωῆς, ἵνα πάσῃ δυνάμει ἀποδείξωσι τὸ ἐναντίον, διὰ
πλείστων ὅσων ἐπιχειρημάτων, εἶναι μοιραῖον, λέγω, ὅτι καθ’ ἣν στιγμὴν ἡ
ἀμαξοστοιχία τῆς ζωῆς των φθάσῃ εἰς τὸ τέρμα τοῦ ταξειδίου της καὶ ὅταν
ἐκ φόβου κλείσωσι πρὸς στιγμὴν τοὺς ὀφθαλμούς, ἀτενίζοντες τὸν θάνα-
τον εἰς τὴν παντελῆ αὐτῶν ἀφάνειαν κατὰ τὰς θεωρίας των, ἐν τῷ ἀπείρῳ,
καὶ ὁπόταν διέλθωσι πρὸ τῆς σκέψεως αὐτῶν, ἀναπολοῦντες ὅλα τὰ ἔργα
τοῦ παρελθόντος των, ὅλαι αἱ θεωρίαι καὶ αἱ ἀρχαί των θὰ λάβωσιν μόναι
τὸν σπόγγον καὶ θὰ ἐξαλείψωσι ἐκ τοῦ ἀβακίου ὅλα ὅσα ἐδημιούργησαν,
ἀναφωνοῦντες ὅτι «ἓν οἰδασι ὅτι οὐδὲν οἴδασι».
Τὸ Ἄπειρον καὶ οἱ νόμοι του εἶναι ἀκατανόητοι. Δὲν ἐπιδρᾷ ἡ ὕλη
ἐπὶ τῆς λειτουργίας, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα ἐπὶ τῆς λειτουργούσης ὕλης. Τὸ
Πνεῦμα δημιουργεῖ τὸ Πνεῦμα, διότι ἡ ὕλη εἶναι τὸ ὄργανον. Μὴ ζητεῖτε
μὲ τὴν μικρὰν τῶν ὀλίγων ἐτῶν ζωήν σας νὰ κατανοήσητε διὰ τῆς μικρᾶς
σκέψεώς σας τὸ Ἄπειρον καὶ τοὺς ἀπείρους νόμους αὐτοῦ. Αἱ θεωρίαι σας
εἶναι καλαὶ διὰ νὰ ἐπικρατήσωσι τόσον ἐπὶ τῆς ἀνθρωπότητος, ὅση εἶναι
ἡ μικρὰ διάρκεια τῆς ζωῆς σας καὶ μέχρις ὅτου ἀναφανῶσιν ὑγιέστεραι
αὐτῶν καὶ ἐπικρατήσωσι αὗται ἐπ’ αὐτῶν.
200 Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Τὸ Ἄπειρον εἶναι Ἄπειρον καὶ ὁ ὁρισμὸς τοῦ Ἀπείρου ἐκτείνεται


τόσον ὅσον καὶ τὸ Ἄπειρον, εἰς ὕψος καὶ βάθος, χωρὶς νὰ δύναταί τις
νὰ εἴπῃ ὅτι ἔφθασε εἰς τὸ τέρμα τοῦ Ἀπείρου, τὸ ὀποῖον τέρμα εἶναι
καὶ αὐτὸ Ἄπειρον.
Χάος πρὸ ὑμῶν ἐκτείνεται ἀπέραντον, ἐντὸς τοῦ ὁποίου οἱ λογισμοί
σας καὶ αἱ σκέψεις σας ὁμοιάζουν τὰς στιγμιαίας ἐλαφρὰς τῶν φύλλων τῶν
δένδρων δονήσεις καὶ τῆς πολὺ ἐλαφρᾶς ριπῆς τοῦ ἀνέμου, τοῦ διατρέχο-
ντος τὰς ἀποστάσεις.
23. ΤΑ ΥΔΑΤΑ

Ἐπὶ τῆς μεγαλυτέρας ἐπιφανείας τῆς γῆς ἁπλοῦνται οἱ ὑγροὶ τάπητες


τῶν θαλασσῶν. Ὡς τεράστιοι χερσαῖοι δράκοντες ἐκτείνονται οἱ ἐλικοει-
δεῖς ποταμοί, διασχίζοντες λαοὺς καὶ ἐπικρατείας. Ὡς κάτοπτρα ἀπλοῦ-
νται αἱ γαληνιαῖαι λίμναι, ὡς ἀκοίμητοι κόραι τῶν δασῶν προβάλλουσιν
αἱ ναματιαῖαι πηγαί, μὲ τοὺς κελαρύζοντας ρύακας, μὲ τοὺς μικρούς των
καταρράκτας.
Καὶ ἐκεῖ μέν, εἰς τὰ μυστηριώδη βάθη τῶν ὠκεανῶν, ὁλόκληρον βασίλει-
ον ἀπεράντου ζωῆς ἐκτείνεται, ἐδῶ δὲ πλουτίζεται διὰ ζωῆς τὸ βασίλειον
τῆς χέρσου, ζωϊκὸν καὶ φυτικόν, κήτη τεράστια, ὑποθαλάσσιοι βασιλεῖς,
κινοῦνται εἰς τὸν ἐκτεταμένον τοῦτον ὑγρὸν πόντον καὶ μύρια ἄλλα γένη
ἰχθύων, ἐξ ὧν ἰδιόρρυθμοι ὀργανισμοὶ ἀπαρτίζουν τοὺς παραδείσους τῶν
θαλασσῶν τούτων μὲ τὰ ἀπειράριθμα γένη τῶν ὑδροβίων φυτῶν, κοραλλίων
κλπ. Ἐδῶ δὲ τὰ δροσερὰ ὕδατα ζωηρρύτου πηγῆς ποτίζουσι τὰς πλησίον
αὐτῆς ὑψουμένας πλατάνους καὶ λεύκας, τρέφουσι τὴν τρυφεροτάτην πρα-
σιὰν καὶ πραΰνουσι τὴν δίψαν ἀγέλης δορκάδων ἢ ἐλάφων ἢ δροσίζουσι τὰ
κατὰ τὸ θέρος πλήττοντα ὑπὸ τὸν πνικτικὸν καύσωνα σμήνη τῶν πτηνῶν.
Καὶ ὅμως, ὑπὸ τὴν ἀπέραντον ἐπιφάνειαν τῶν θαλασσῶν εὑρίσκονται
εἰς ἀέναον κίνησιν τὰ βωβὰ βασίλεια αὐτῶν. Πάντες οἱ νόμοι τῆς ζωῆς
δρῶσιν ἐκεῖ, πάντες οἱ νόμοι τῆς φύσεως λειτουργοῦσιν ὡσαύτως. Καὶ
ἐνῷ ὄντως ἡ ὑγρὰ αὕτη φύσις εἶναι ἡ μόνη αἰτία τῆς ζωῆς, ὑπαρχούσης
ἐκεῖ χάρις εἰς τὴν αἰωνίαν αὐτῆς ἀνανέωσιν, τὰ ὕδατα τῆς χέρσου ἐδῶ
συγκρατοῦσιν ἐπίσης εἰς τὸ «Εἶναι» ἅπασαν τὴν ποικιλόμορφον τῆς γῆς
ζωήν, ὑπὸ τὰ γένη τοῦ Ζωϊκοῦ καὶ Φυτικοῦ βασιλείου. Ἐκεῖ μακρὰν εἰς τὸ
­λεκανοπέδιον ἐκεῖνο, δροσεροτάτη πηγή, σχηματίζουσα περὶ αὐτὴν χάν-
δακας μικροὺς ἐντὸς τῶν ὁποίων τρέχουσιν οἱ χυνόμενοι ἐκ ταύτης ὑγροὶ
ἀδάμαντες, ποτίζει τὴν μετὰ τοσαύτης στοργῆς ἁπλουμένην πλησίον
αὐτῆς χλόην καὶ τὴν ὑπερηφάνως ὑψουμένην ἐλάτην.
Εἶναι θέρος. Πετῶν ὑψηλά κορυδαλλός τις ἄφωνος, ὡς πυρπολούμε-
νος ἐκ τοῦ ἀφορήτου καύσωνος, διακρίνει ἐκ τῶν κινουμένων μαρμαρυγῶν
τὰ δροσερὰ ὕδατα τῆς πηγῆς καί ταχὺς κατέρχεται εἰς τὴν μελαγχολικὴν
ἰτέαν καὶ λουόμενος καὶ πίνων ζωῆν ἐπανακτᾷ δυνάμεις καὶ οὕτω ἀρχίζει
ἀπὸ τὰ βαθύσκια φυλλώματα τῶν δένδρων, τῶν τέκνων τῆς πηγῆς, τὰ μυ-
στικοπαθῆ αὐτοῦ τερετίσματα, ἵνα πετάξῃ μετ’ ὀλίγον καὶ πάλιν εἰς τοὺς
γαλανοὺς αἰθέρας καὶ θαυμάσῃ ἄλλα τοπία. Μετ’ ὀλίγον καταφθάνει φι-
λανθὴς μέλισσα καὶ εἰς τὰ ὕδατα τῆς πηγῆς τὰ κρυσταλλικά, πραΰνει τὴν
θανατηφόρον δίψαν αὐτῆς.
202 Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Εἶναι μεσημβρία. Ὁ καύσων φθάνει εἰς τὸ ὕψος του. Τά ζῶα, ἂν καὶ ὑπὸ
τὰς σκιὰς τῶν δένδρων ἀναπαύωνται, ἐν τούτοις κατέχωνται ὑπὸ δίψης,
ἥτις τὰ πυρπολεῖ. Δὲν σείεται οὐδὲ ἓν φύλλον. Ἐντὸς μικροῦ, δειλὴ δορ-
κὰς πίνει πλησίον τῆς πηγῆς καὶ ἀκούουσα θροῦν τρέπεται εἰς φυγήν, ἐνῷ
ἀπὸ τοὺς κινηθέντας θάμνους προέβαλεν ἀσθμαίνων ἀγριόχοιρος, ὅστις
ὡσαύτως ρίπτεται εἰς τὸν μικρὸν ρύακα, πίνων καὶ λουόμενος, ἀδιαφορῶν
διὰ τὸν λύκον, ὅστις λίαν ὑπούλως πίνει εἰς τὴν ἀντίπεραν ὄχθην. Προσῆλ-
θον οἱ ὄναγροι, οἱ λαγοί καὶ αἱ ἀλώπεκες καί ζητοῦσιν πράϋνσιν τοῦ καιο-
μένου λάρυγγος αὐτῶν, ἐνῷ ἅμα ἀπὸ τὰ ὕψη τοῦ ὁρίζοντος κατῆλθε ταχὺς
ἀετὸς καὶ πιῶν ὕδωρ ἐπέταξε καὶ πάλιν ταχέως. Καὶ ἐνῷ ταῦτα γίγνονται
περὶ τὴν πηγήν, ἐκεῖ, εἰς την συστάδα τῶν πτελεῶν, σμήνη μικρῶν πτηνῶν,
τῶν ἀοιδῶν τούτων τοῦ ἀέρος, ψάλλουν περιέργους συνθέσεις. Ἡ ζωὴ τὴν
ὥραν ἐκείνην διατηρεῖται ἀπὸ τὴν φιλόστοργον πηγήν.
Μετ’ ὀλίγον καταφθάνει κεκμηκὼς ὁπλοφορῶν κυνηγὸς καὶ μὲ τὴν
ὁμάδα τῶν πιστῶν του κυνῶν καταυλίζει ὑπὸ τὴν παχεῖαν σκιὰν τῶν πλα-
τάνων τῆς πηγῆς ἀναπαυόμενος. Καὶ καθ’ ἣν στιγμήν ταῦτα γίγνονται
εἰς τὸ λεκανοπέδιον τοῦτο, ἐκεῖ εἰς τά μεμακρυσμένα βάθη τῆς ἐκτε-
ταμένης ἀμμοερήμου, τὸ ὀλίγον ὕδωρ βαθέος φρέατος διατηρεῖ ἀνθηρὰν
­μικράν τινα ὄασιν, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκουν φιλόστοργον καταφυγὴν τὰ
κατακαιό­μενα καραβάνια.
Ἐὰν ἔλειπεν ἀπὸ τὴν ξηρὰν ἡ ὑγρὰ φύσις, ἐὰν ἔλειπον τὰ ὕδατα! Ἡ τόση
ἀνθηρότης, τὸ ὑπερθεσπέσιον στόλισμα, ἡ γελῶσα ζωή, ἅτινα διατηρεῖ ἡ
ὑδατίνη φύσις, δὲν θὰ ὑπῆρχον, καὶ οὕτω αἱ ἐκτεταμέναι ἐκτάσεις τῆς χέρ-
σου γῆς ἐντελῶς φαλακραί, θὰ παρουσίαζον εἰκόνα βασιλείας θανάτου.
Ἐνῷ ὅμως ἐδῶ εἰς τὴν ξηρὰν τὰ ὕδατα εἶναι τὸ μέσον καὶ τὸ ἓν εἶδος
τῶν τροφῶν τῆς ζωῆς, καθ’ ὅτι τὸ ἕτερον εἶναι ἡ ἀτμοσφαῖρα, ἐκεῖ εἰς
τὰς θαλάσσας τὰ ὕδατα εἶναι σχεδὸν αὐτὴ αὕτη ἡ ζωή, ἡ ἐκτεινομένη ὑπ’
αὐτήν. Ἐὰν ἡ θερμοκρασία τοῦ ἡλίου ἐν τῇ παρελεύσει τῶν αἰώνων ἐξήραι-
νε τὰς θαλάσσας, μη ὅμως πλουτιζομένας οὐδαμόθεν, οὕτε ὡς νῦν διὰ τῶν
βροχῶν ἢ τῶν ποταμῶν, ἡ ζωὴ θὰ ἀπώλετο, διότι μόνον ἡ ἀτμοσφαῖρα
οὐδὲν ἐκ τῶν θαλασσίων γενῶν διατηρεῖ. Ἀλλ’ ἡ Σοφία ἡ Ἄπειρος προνόη-
σε διὰ τοῦτο. Ἡ θάλασσα διὰ τῶν ἐξατμίσεων αὐτῆς, γεννωμένων νεφῶν,
παράγει τὴν βροχήν, ἥτις δημιουργεῖ τὰς πηγάς, τοὺς ρύακας καὶ τὰ πο-
τάμια, ἅτινα οὕτω διατηροῦντα ὁλόκληρον τῆν χερσαίαν ζωήν, ἐπανέρχο-
νται εἰς τὴν γενέτειραν θάλασσαν, πλουτίζοντα αὐτὴν ποσοτικῶς ἐξ ἴσου.
Καὶ οὕτω διὰ τῶν ὑγρῶν τούτων ἀρτηριῶν διατηρεῖται ἡ ζωή, τὰ δὲ ὕδατα
ἐπιστρέφουν εἰς τὴν καρδίαν, διατηροῦντα αὐτήν.
Αἱ χειμερίαι ὅμως ὧραι διὰ τοῦ ψύχους ἠπείλουν νὰ μεταβάλλωσι τὴν
ὑγρὰν ταύτην καὶ ζωητρόφον φύσιν εἰς παγετῶνας, τὴν δὲ θάλασσαν εἰς
παγοερήμους. Πλὴν ἡ Ἄπειρος Σοφία καὶ διά τοῦτο προνόησε. Ἔδωκεν εἰς
μόνον τὸ ὕδωρ, ἐξ ὅλων τῶν ὑγρῶν, τὴν ἰδιότητα ὅπως πηγνυόμενον
καθίσταται ἐλαφρότερον ἴσου ὄγκου τοιούτου, ὥστε ἐν τῇ ἐλαφρότη-
τί του νὰ ἐπιπλέῃ τῶν θαλασσῶν, μὴ ἐπιτρέπον τὴν διάδοσιν εἰς κα-
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 203

τώτερα στρώματα ὑδάτινα τῆς πήξεως, καὶ οὕτω διατηρεῖ τὴν ὁμοίως
κινουμένην εἰς τὰ βάθη ζωήν.
Ὦ, πόσον τὸ μέγεθος τῆς Πανσοφίας τοῦ Ἀπείρου ἐκείνου Νοῦ! Ποία
ὑπερφυὴς ταξινόμησις τῶν διεπόντων τὴν ὑγρὰν φύσιν! Ὦ, ἐὰν δὲν ὑπῆρ-
χον τὰ ὕδατα, ἡ γῆ θὰ ὡμοίαζε πρὸς κόλασιν...
Τὰ ὕδατα, τὸ ἀπαραίτητον ἐνταῦθα στοιχεῖον ζωῆς, ἔχουσι τὴν ὕπαρξιν
αὐτῶν καὶ ἐκτὸς τῆς ὑδρογείου. Εἰς τὰ ἀσύλληπτα ἐκεῖνα βάθη τοῦ Οὐρα-
νοῦ διεκρίθησαν τῇ βοηθείᾳ τοῦ φακοῦ ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινον ὀφθαλμὸν
ἐκτεταμέναι θάλασσαι, ὅτε κατ’ ἀναλογίαν ὑπάρχουν αἱ πηγαὶ καὶ ποταμοὶ
μετὰ καταρρακτῶν καὶ λίμναι καὶ πρασιαί. Δικαίως δὲ δυνάμεθα νὰ εἰκοτο-
λογήσωμεν ὅτι εἰς πάντα τὰ βασίλεια τοῦ ὑπερπέραν ἐκτείνονται οἱ ὑγροὶ
πόντοι, τὰ δροσερὰ ὕδατα.
Τὰ ὕδατα, ὁπόσην ὡραιότητα καὶ ἁρμονίαν προσδίδουν εἰς τὰς φύ-
σεις τῶν κόσμων τῶν ἐκτεινομένων εἰς τὸ Ἄπειρον. Παρέχουν πανταχοῦ
ζωήν, γεννοῦν τὴν εὐφροσύνην, τὴν ἀγαλλίασιν, τὴν ἔξαρσιν. Ὑψῶνουσι τὸ
ἐλεύθερον πνεῦμα εἰς τὰ ὕψη τοῦ Ἀπείρου, τὸ πλησιάζουσι πρὸς τὴν Ἀπαρ-
χήν του! Ὦ, πόσον Ἄμετρον τὸ μέγεθος τῆς Σοφίας τῆς Ἀπείρου Δυνάμε-
ως, τῆς Ἀπείρου Ἀγάπης!
Τὰ ὕδατα, τὸ στοιχεῖον τὸ διακρίνον ὅλους τοὺς κόσμους τοῦ Ἀπείρου,
τὸ χρησιμεῦον ὡς λουτρὸν παλιγγενεσίας, τὸ δημιουργοῦν τὴν ποικιλίαν
τῆς ζωῆς, ἣν διὰ τὸν πνευματικὸν ἄνθρωπον παρουσιάζει ἡ ἐκτεταμένη
Δημιουργία, ὁμιλοῦσιν ἑκάστοτε περὶ Ἁρμονιοδηγοῦ Δυνάμεως, περὶ
­Σοφωτάτου Πλάστου, δίδοντος διὰ τούτων τὸ τελευταῖον καὶ πρῶτον εἰς
τὴν λεπτοτάτην ταύτην εἰκόνα τῶν ποικίλων φύσεων τοῦ Ἀπείρου κόσμου,
τοῦ Ἀσυλλήπτου πέραν. Ὦ ἡ γλῶσσα, ἡ τόσον σαλπίζουσα τὴν ὕπαρξιν
αὐτῆς, εἶναι τὰ ὕδατα.
Ὦ, Ἄπειρε Θεέ, Δημιουργὲ τοῦ Παντός, ὁ Κρατῶν τὰ ὕδατα, ὁπόσον
Μέγας παρουσιάζεσαι πρὸ τῶν ψυχικῶν μου ὀμμάτων, ὅταν μελετῶ τὴν
φύσιν τῶν ὑδάτων!
Σοφία Ἄπειρος, ὁπόσον εἶσαι Ἀτέρμων καὶ Ἀνεξιχνίαστος! ...
24. ΦΥΣΕΙΣ - ΒΑΘΜΙΔΕΣ - ΕΞΕΛΙΞΙΣ

Πάσαν φύσιν διακρίνει ἀπέραντος κλῖμαξ, ἑκάστη βαθμὶς τῆς


ὁποίας χαρακτηρίζει καὶ ἰδίαν μορφὴν τῆς φύσεως ταύτης, μὲ ἴδιον
ἐκδηλωτικὸν τρόπον, μὲ ἰδίαν συνθετικὴν πλοκήν, μὲ ἴδιον σύνολον
νόμων διεπόντων τὸ τμῆμα τοῦτο τοῦ φυσικοῦ ὅλου.
Πάσα δὲ βαθμὶς δύναται νὰ ἐκληφθῇ ὡς μέσον τῆς ἀπείρως ἐκτεινο-
μένης κλίμακος, οὕτως ὥστε κάτωθεν αὐτῆς νὰ ἐκτείνωνται αἱ κατὰ τὸ
μᾶλλον τῆς φύσεως ταύτης ἀτελεῖς μορφαί, ἄνωθεν δὲ αἱ τείνουσαι πρὸς
τὸ ἰδανικῶς Τέλειον, Ἀπείρως Τέλειον, ἐντελέστεραι μορφαί.
Πάσαν ὅμως τὴν κλίμακα ταύτην, τὴν διέπουσαν ἢ τὴν ὑλικὴν ζωϊκὴν
φύσιν, ἢ τὴν ὑλικὴν νεκράν, ἢ τὴν πνευματικὴν τοιαύτην, διακρίνει συνοχὴ
καὶ τελεία διαδοχὴ εἰς τὰς βαθμίδας αὐτῆς, οὕτως ὥστε οὐδαμοῦ νὰ ὑφί-
σταται ἀσύνθετον ἢ τὸ κενόν, μεταξὺ τῶν βαθμίδων, καὶ νὰ μὴ παρατη-
ρῆται ἡ ἁλματώδης μετάπτωσις ἀπὸ τῆς μὲν μορφῆς τῆς φύσεως εἰς τὴν
ἀνομοίαν ταύτης μορφήν, ἀλλὰ ἡ ἐπὶ τὰ πρόσω ἢ ὀπίσω μιᾶς βαθμίδος
κίνησις νὰ συναντᾷ μορφὰς οὐχὶ μὲν τὰς αὐτάς, πλὴν ἐχούσας τὰς πλεί-
στας ὁμοιότητας, διαφερούσας δὲ μόνον κατὰ τὰς προσθήκας ἰδιοτήτων,
ἃς ὁ τρόπος δημιουργίας καὶ ἡ θέσις καὶ ὁ καιρὸς ἐπέβαλεν.
Ὁ δρῶν δὲ πάντοτε τῆς Ἐξελίξεως νόμος, ὁ ὠθῶν τὰς φύσεις προοδευ-
τικῶς πρὸς τὰ πρόσω, δημιουργεῖ, ἐν τῇ διαδοχῇ τῇ ἀμέσῳ, τὴν ἰδιομορ-
φίαν τῶν φύσεων, ὁρίζων οὕτω τὴν ἁρμονικὴν συμμετρίαν τοῦ μήκους καὶ
πλάτους πάσης βαθμίδος καὶ τὸν χρόνον, ὃν ἀπαιτεῖ ἡ εἰς ἑτέραν βαθμίδα
μετάπτωσις. Ἡ δὲ Πανσοφία τοῦ Δημιουργικοῦ Ὄντος, καταγνοῦσα τὴν
ἰδίαν σκοπιμότητα τῶν τριῶν φύσεων τοῦ Ἀπείρου, συνεδύασε κατὰ τρό-
πον ὑπερφυῆ τὴν συνυπαρξίαν τῶν κόσμων τούτων, εἰς τρόπον ὥστε τὸ
σκόπιμον τοῦ ἑνὸς κόσμου νὰ δημιουργῆται ἢ ἐπιτυγχάνεται διὰ τῆς μετὰ
τοῦ ἑτέρου κόσμου συναρμογῆς.
Οὕτω πᾶσα βαθμίς, ὡρισμένης τινὸς φύσεως, διακρίνεται ὑπὸ στοιχεῖα,
ἅτινα ἀπαιτοῦνται διὰ τὸν δυνατὸν συνδυασμὸν μετὰ βαθμίδος ἑτέρας
ἰδιομόρφου φύσεως. Οἱ κόσμοι τοὐτέστιν τοῦ Στερεώματος, οἱ ἄπειροι
κοσμικοὶ κύκλοι, οἵτινες πληροῦν τὰ τῶν πέραν καὶ ὑπερπέραν διάκενα, αἱ
διάφοροι Οὐράνιαι Σφαῖραι, ἔχουσι καὶ πλοκὴν στοιχείων τοιαύτην ἢ το-
σαύτην, οἵαν ἀπαιτεῖ ὁ συνειρμὸς τῶν νόμων τῆς ἐκεῖ βιούσης ζωῆς τινος
ἢ ἐκεῖ σταθμευούσης Πνευματικότητός τινος. Ἀνάλογος δὲ τῆς βαθμίδος
τῆς ἐξελίξεως τῆς ἀνθρωπίνης, λχ, Πνευματικῆς Ὀντότητος, εἶναι καὶ ἡ
διάπλασις καὶ κατασκευὴ τῆς Σφαίρας εἰς ἣν αὕτη θὰ διαμένῃ.
Ὅταν ἡ πνευματικὴ ὑμῶν προσωπικότης εὑρίσκεται, ὡς ἐκ τῆς πα-
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 205

χυλῆς ἀμαθείας καὶ ἀτελοῦς ἀναπτύξεως, ὑπὸ τὸ τυραννικὸν κράτος


τῆς βαρείας ὕλης, ἡ Σφαῖρα ἡ μᾶλλον προσιτὴ καὶ κατοικήσιμος εἶναι
ἡ ἔχουσα βαρεῖαν τὴν ὑλικήν ἀτμοσφαῖραν, ὡς ἡ πνευματικὴ ἡ βιοῦσα
ἐν αὐτῇ ἔχουσα ὑλικὴν τῶν στοιχείων σύνθεσιν μᾶλλον χονδροειδῆ, ἐκ-
δήλωσιν ζωῆς ἀτελῆ καὶ ἀσυνείδητον μὴ συναισθηματικήν.
Ἡ ἀμέσως ἐξελιγμένη πως ὀντότης τοῦ Πνεύματος ἔχει, ὡς ἐκ τῶν
νέων συνθηκῶν καὶ ὅρων, οἵτινες προβάλλουσι καὶ ἀνάλογον κόσμον δι-
αμονῆς καὶ δράσεως, ὅστις ὅμως δὲν θὰ διαφέρῃ ἀπολύτως τοῦ πρώτου,
συγγενεύοντος ἀρκετὰ εἰς τὰς οὐσιώδεις γραμμὰς καὶ ἐφεξῆς οὕτω, μέχρις
ὅτου κλῖμαξ τις συγκρινομένη τόσον εἰς τὴν μορφὴν τῆς φύσεώς της, ὅσον
καὶ εἰς τὰς συνθήκας αὐτῆς μετὰ ὑπερβατῶς πολὺ ἀνωτέρας ἢ κατωτέρας
κλίμακος, νὰ παρουσιάζῃ τελείαν σχεδὸν ἀνομοιότητα, πλὴν τὰ στοιχεῖα
πάντων ὃμοια.
Ἡ ὕλη εἶναι πάντοτε ὕλη, ἡ ζωὴ - ζωὴ καὶ τὸ Πνεῦμα - Πνεῦμα. Με-
ταβάλλονται μόνον ἐν τῇ ἐξελίξει αἱ σχέσεις αἱ δημιουργοῦσαι τὰς
ὑποστάσεις καὶ ὁ τρόπος τῆς δράσεως τῶν δημιουργικῶν δυνάμεων.
Οἱ ἴδιοι νόμοι διέπουσι πάσας τὰς φύσεις, αἱ ἴδιαι ἀρχαί, αἱ ἴδιαι δυνά-
μεις, πλὴν οὐχὶ αἱ αὐταὶ ἰδιότητες, οὐχὶ αἱ αὐταὶ ἐκδηλωτικαὶ ἰκανότη-
τες εἰς τὰς μὲν ἢ δὲ ἐνεργείας τῶν νόμων. Ἡ Ζωὴ ἐκτείνεται εἰς τὸ
Ἄπειρον, ἡ Πνευματικότης κατοικεῖ εἰς τὸ Πᾶν καὶ ἡ Ὕλη πληροῖ τὰ
Σύμπαντα.
Εἰς πάντας τοὺς κόσμους, οἵτινες ἀπαρτίζουσι τὴν θείαν καὶ Ὑπερ­
θεσπεσίαν Ἀλουργίδα τοῦ Δημιουργοῦ τοῦ Παντός, ζωγραφίζεται ἡ ἰδία γη-
ΐνη εἰκών, ὁ ἴδιος γήϊνος τύπος, μὲ ποικίλους βαθμοὺς τελειότητος. Παντοῦ
τὰ ἄλση, παντοῦ οἱ ἐλικορρέοντες ποταμοί, πανταχοῦ τὰ ναματιαῖα πηγαῖα
ὕδατα καὶ οἱ ἀνθοστόλιστοι λειμῶνες. Ἐκτείνονται τὰ δάση, φυσοῦν αἱ
αὖραι, τερετίζουν τὰ πτηνὰ καί πολλαπλασιάζονται τὰ ζῶντα. ­Ὑπάρχουσι
πολιτεῖαι καὶ ἰδιόμορφοι κοινωνίαι, πανταχοῦ ἡ ἐξέλιξις, ἡ πρόοδος, ­ἡ
­τελειοποίησις.
Αἱ ἄπειροι αὗται καταστάσεις εὑρίσκονται εἰς ἀμεσωτάτην σχέσιν. Ὁ
δεύτερος κόσμος εἶναι προϊὸν τοῦ πρώτου, ὅστις ἅμα εἶναι καὶ ὁ τύπος τοῦ
δευτέρου, καὶ οὕτω καθεξῆς. Εἰς τὸ Πᾶν λοιπὸν ὑπάρχει καὶ ὑπεισέρχε-
ται τῆς ὁμοιότητος ἡ παράστασις καὶ τοῦ ἀνομοίου ἡ ἐκδήλωσις.
Τὸ Πᾶν φέρει τὸν τῦπον τῆς Αἰωνιότητος, τὸ Πᾶν διέπεται ἀπὸ
τοὺς αὐτοὺς Ἀναλλοιώτους Νόμους τοῦ Δημιουργοῦ, καὶ τὸ Πᾶν πα-
ρουσιάζει τὴν αὐτὴν Εἰκόνα.
25. Ο ΓΟΛΓΟΘΑΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ

Ἤδη εἰσερχόμεθα εἰς τὰς ἡμέρας τῶν παθῶν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώ-
που. Ὁ Μέγας τῆς ἀνθρωπότητος Μάρτυς, ὁ διὰ τοῦ μαρτυρικοῦ Αὐτοῦ
ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ θανάτου ἀνυψώσας τὸν ἄνθρωπον εἰς τὸ χριστιανικὸν
ἐπίπεδον τῆς χριστιανικῆς ἀγαθότητος καὶ τῆς ἀδελφικῆς ἀγάπης, ὁ διὰ
τῆς μελιρρύτου Διδασκαλίας καταστείλας τὰ πάθη καὶ ἐνσταλάξας τὴν
φιλαν­θρωπίαν, ἄγεται πρὸς τὸ μαρτύριον τοῦ Γολγοθᾶ.
Ἡ λεπτοφυῆς Αὐτοῦ σάρξ, φέρουσα ἐπ’ ὤμων τὸ βαρὺ φορτίον τοῦ
Αἱματοβλήτου Σταυροῦ Της, ἀνέρχεται ἀσθενὴς τῷ βήματι, τὸν λιθόσπαρ-
τον δρόμον, ὅστις ἀργότερον ἐπεστρώθη διὰ τῶν ἀμαράντων ἀνθέων τοῦ
προσκυνήματος ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος.
Ἡ καθήλωσις Αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ καὶ ἡ ροή τοῦ Ἀθώου Του Αἵματος
ἐξεχύθη ἐξ Αὐτοῦ καὶ διέρρευσεν ἔκτοτε, διά μέσου τῶν αἰώνων, ἐκ τῶν
φλεβῶν ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων, ἐπιζητούντων ν’ ἀποπλύνωσι τὴν
βαθύρ­ριζον ἁμαρτίαν, ἥτις ἐξακολουθεῖ νὰ ἐπικάθηται ἐπὶ τοῦ τραχήλου
τῆς ἀνθρωπότητος, συσφίγγουσα τὸν λαιμὸν αὐτῆς καὶ ἐκμυζῶσα τὸ ἁμαρ-
τωλὸν αἷμα της.
Ὁ Ἰησοῦς ἀπέθανε καὶ Ἀνέστη...
Τὸ Αἱματόβρεκτον Αὐτοῦ Σῶμα, καταρρεῦσαν ἐκ τῶν χαινουσῶν πλη-
γῶν, κατετέθη ἐν μνημείῳ. Ἀλλ’ ἡ Ἀθάνατος Αὐτοῦ Αἴγλη, ἡ τὴν ἀνθρω-
πότητα σύμπασαν ἐπιφωτίσασα, ἐπέχυσεν ἐπ’ Αὐτοῦ τὴν Ἀκτινοβο-
λίαν τῆς Ἀφθάρτου Ζωής, διέσπασε τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου καὶ Ἀνέστη
ἐκ τοῦ τάφου, ἵνα ἐπιμαρτυρήσῃ εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι ὁ μεταξὺ δύο
κακούργων, ὡς λῃστής, σταυρωθεὶς ἦτο ὁ ΣΩΤΗΡ, πρὸς Ὃν πάντοτε
ἔκτοτε ἐνατενίζουν ἐγκαρτεροῦντες παρ’ Αὐτοῦ τὴν Ἀνάστασιν.
Ἡ Φωτοβόλος Λάμψις, τὴν ὁποίαν ὁ Ἰησοῦς ἐπέχυσε, διέλυσε τὸ ζοφῶ-
δες σκότος τῆς ἀμαθείας καὶ τοῦ βαρβαρισμοῦ καὶ διήνοιξε τὰς πύλας τοῦ
Ἅδου, μεθ’ ὃ ἐλευθέρως ἐπικοινωνοῦσιν οἱ ἐπιζητοῦντες τὸ Μέγα Του Ἔλεος.
Καὶ αἱ σκιαὶ τῶν αἰώνων, αἵτινες ἐξηφανίσθησαν ἐν τῷ παρελθόντι, διέρ-
χονται ἐκ τῶν ὁλονὲν φωτιζομένων ὀμμάτων τῆς ἀνθρωπότητος καὶ ἐπιμαρ-
τυροῦσι τὸ Ἐξανθρωπιστικὸν Ἔργον, τὸ ὁποῖον ὁ μαρτυρικὸς θάνατος τοῦ
Ἰησοῦ καὶ ἡ Ἀνάστασις Αὐτοῦ ἐφ’ ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος ἀπεκάλυψεν.
Καὶ ἤδη μετὰ παρέλευσιν τόσων αἰώνων, ἡ ἀνθρωπότης ἡ ἐλπίσασα
καὶ ἀναμείνασα ἐπὶ σειρὰν ἐτῶν τὴν κοσμοσωτήριον σωτηρίαν της, κυλίε-
ται εἰς τὸ αἷμα τῶν τέκνων της καὶ ἐκ τῶν χαινουσῶν αὐτῆς πληγῶν, ἃς ἡ
ἀντιχριστιανική αὐτῆς πολιτεία διήνοιξεν, διαρρέει ὁ πόνος καὶ τὸ φρικτὸν
μαρτύριον τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου.
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 207

Ὁ αἰὼν οὗτος εἶναι αἰὼν μαρτυρίου καὶ βασάνων...


Ἐπὶ σειράν δεκάδων αἰώνων ἡ ἀνθρωπότης ἐσύρετο, ἵνα φθάσῃ ἐν ἐπι-
γνώσει της τὸ ταχύτερον πρὸς τὸν Γολγοθᾶ της. Καὶ ἔφθασε. Καθηλώθη ἐπὶ
τοῦ σταυροῦ, τὸν ὁποῖον ἡ ἰδία πρὸς ἐξιλασμόν της προετοίμασεν. Καὶ ἤδη
φρικιῶσα ἀσπαίρει ἐν μέσῳ τῶν φρικτῶν βασάνων.
Ἀλλὰ τὸ μαρτύριόν της δὲν θὰ ἐξακολουθήσῃ ἐπὶ πολύ. Θανοῦσα ἐν
τῇ ἁμαρτίᾳ, θ’ ἀναστηθῇ ἐν τῇ Ζωῇ. Μαρτυρήσασα ἐν τοῖς βασάνοις, θὰ
ἐπαναπαυθῇ ἐν τῇ Παγκοσμίᾳ Γαλήνη καὶ Εὐτυχίᾳ. Καθηλωθεῖσα ἐπὶ τοῦ
σταυροῦ της, θ’ ἀνεγερθῇ ἐν τῇ διαρκῇ Εἰρήνῃ καὶ παντελεῖ Ὁμοδοξίᾳ καὶ
Ἀγάπῃ. Αἱ ἡμέραι τῶν παθῶν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου ἦλθον καὶ ἀντιπαρῆλ-
θον. Τὰ δεινὰ τῆς ἀνθρωπότητος ἐπεδεινώθησαν ἐν ταῖς ἡμέραις ἡμῶν,
ἀλλὰ δὲν θὰ βραδύνῃ ἐκ τοῦ τάφου, πρὸς ὃν ἤδη ἐναποτίθεται, ν’ ἀναστη-
θῇ, ἐγκολπουμένη τὴν Διδασκαλίαν καὶ ἀκολουθοῦσα τὰς πράξεις Ἐκεί-
νου, Ὅστις διὰ τοῦ μαρτυρικοῦ Του θανάτου ἐπεζήτησε νὰ ἄρῃ τὸν
σκοτεινὸν πέπλον, ὅστις ἐπισκιάζει τοὺς ἀμβλυωποῦντας ὀφθαλμοὺς
τῶν ἀνθρώπων καὶ δὲν ἐπιτρέπει αὐτοῖς νὰ ἴδωσι τὸ Φῶς τῆς Ἀληθοῦς
Γνώσεως.
26. ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ ΤΟΥ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΥ
Ο ΓΟΛΓΟΘΑΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Κάτω ἐκεῖ εἰς τὴν χώραν τῶν Προφητῶν, εἰς τὸ παλαιὸν βασίλειον τοῦ
Προφητάνακτος Δαυίδ, ἔξω τῆς πολυθρυλήτου Ἰερουσαλήμ, ἐστήθη πρὸ
δύο περίπου χιλιάδων ἐτῶν, ἐπὶ τῆς ἀκροπόλεως τοῦ Μαρτυρίου ὁ Σταυ-
ρὸς τῆς Ἀγὰπης.
Ἐπὶ τοῦ ἀσήμου τότε Γολγοθᾶ ὑψοῦτο τὸ Ξύλον τῆς Ζωῆς, ἐπὶ τοῦ
ὁποίου ἐτελεύτα ἡ τελευταία στιγμὴ τῆς Ἐπικρατείας τοῦ Θανάτου καὶ
ἐγεννάτο ἡ Ἀθάνατος Ζωή.
Ἐκεῖ, ὑπὸ τὰ ὄμματα τῆς Μωσαϊκῆς διδασκαλίας, ἐτελεῖτο τὸ με-
γαλύτερον Δρᾶμα τῆς ἀπανθρωπίας καὶ ἐδημιουργεῖτο ὁ Μεγαλύτερος
Σταθμὸς τοῦ ἀνθρωπισμοῦ.
Οἱ ἑρμηνευταὶ τοῦ νόμου καὶ οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Δημιουργοῦ χρησι-
μεύουν ὡς τὰ κύρια πρόσωπα τοῦ Δράματος ἀφ’ ἑνός, ἐνῷ Αὐτὸς ὁ Δημι-
ουργὸς ἀφ’ ἑτέρου εἶναι τὸ Πρωταγωνιστοῦν Πρόσωπον. Κάτω ἐκεῖ εἰς
τὰς χώρας τῆς Ἀνατολῆς, ὑπὸ τὸν ὁρίζοντα τῶν μυστηρίων ἐκτυλίσσεται
τὸ Δράμα τῆς Σταυρώσεως τοῦ Ἰησοῦ.
Ὁ λαὸς θεώμενος καθ’ ἑκάστην τὰ θαυμάσια Αὐτοῦ, ἐμπεποτισμένος
μὲ τὸ δηλητήριον τῆς Προφητοκτονίας, κορεσθεὶς θεαματικότητος, ἐζήτει
χωρὶς πολλὰς περιστροφὰς τὸ τέλος τοῦ Δράματος, ἐδίψα πλέον εἰς τὴν
θέαν τοῦ αἵματος, ἀνέμενεν ἐναγωνίως τὴν προσαγωγήν τινος εἰς τὸ μαρ-
τυρικὸν ἰκρίωμα. Καὶ ὅταν εὑρέθησαν οἱ ὑποδαυλίζοντες τὴν εὐαίσθητον
ταύτην χορδὴν αὐτοῦ Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι, πάνυ προθύμως, ἤγειρε
τὴν κραυγήν του «ἆρον ἆρον» κατὰ τοῦ Εὐεργέτου.
Συνωθοῦνται κάτωθεν τοῦ Πραιτωρίου, τοῦ ἀντιπροσώπου τῆς
Ρώμης οἱ συρφετοὶ τῆς ἐκφυλισθείσης ψυχῆς, καὶ οἱ μισάνθρωποι τοῦ
νόμου ζητοῦσι διὰ τῆς κινήσεως πάσης πέτρας τὴν καταδίκην, ἐν τῷ Προ-
σώπῳ τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ Ἐθνεγέρτου, τοῦ Μεγάλου Ἐπαναστάτου τῆς ἠθικῆς
τῶν ἐθνῶν. Αἱ κραυγαὶ «ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν» (Ἰωαν. ΙΘ΄ 15),
τῶν τετυφλωμένων ἀνθρωπομαζῶν, καταπνίγουσι τὰς μὴ ἀκουομένας
ὑπερασπίσεις τῶν ὁπωσδήποτε εὐεργετηθέντων παρὰ τοῦ Γλυκυτάτου
Ναζωραίου.
Ἐμπαιζόμενος, προπηλακιζόμενος, ὁ Ἰησοῦς, εἰς τὸ Πραιτώριον ἐκεῖ-
νο, ἔνθα ἐπὶ ἐδρῶν ἐκαθέσθησαν ἀσελγεῖς καὶ ἄνομοι Τετράρχαι, δὲν εἶχεν
οὐδένα συμπονετικὰ ρίπτοντα πρὸς Αὐτὸν βλέμματα. Οὐδαμοῦ οἱ λεπροί
Του, οἱ θεραπευθέντες, οἱ τυφλοί, οἱ χωλοὶ καὶ οἱ παραλυτικοί Του. Μόνος,
ἐν τῷ μέσῳ τῆς κορυβαντιώσης φρενίτιδος, λύσσης καὶ μανίας, μόνος,
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 209

περιβαλλόμενος ἀπὸ τὰ αἱμοδιψῆ βλέμματα τοῦ Περιουσίου Του λαοῦ καὶ


δεχόμενος τῶν βουνεύρων τὰς πληγάς.
Δὲν ἀπαντᾷ εἰς τὰς προβαλλομένας ἐρωτήσεις, δὲν γογγύζει διὰ τὰς
ἐπιφερομένας πληγάς. Στρέφει μόνον τὸ βλέμμα Του πρὸς τὸ βάθος τοῦ
ὁρίζοντος καὶ ἐκεῖ, ὑπεράνω ἑνὸς Σταυρικοῦ Μαρτυρίου, βλέπει νὰ σε-
λαγίζῃ ἡ Ἀνάστασις τῆς ἐκπεσούσης ἀνθρωπότητος, ἡ Ἐπικράτεια τῆς
Ἀληθείας, ἡ Νίκη τοῦ Δικαίου.
Ἡ ἐθελοθυσία Αὐτοῦ Τὸν ὑποβιβάζει μέχρι τῆς ταπεινῆς προτιμήσεως
ἑνὸς κακούργου ἢ Αὐτοῦ καὶ ἡ Ἄπειρος Αὐτοῦ Συγκατάβασις Τὸν καθιστᾶ
ὁμότιμον μὲ λῃστάς. Κατηγορεῖται ἀπὸ τὴν ὁμαδικὴν πόρωσιν καὶ τὴν
Φαρισαϊκὴν ὑποκρισίαν καὶ τὴν μαύρην ψυχὴν καὶ καταδικάζεται ἀπὸ τὴν
ἀνανδρίαν καὶ τὸν ἐκφυλισμὸν ἐνὸς ψοφοδεοῦς Πιλάτου.
Μαίνονται ἐκεῖ αἱ μάζαι τῶν Ἰουδαίων καὶ γαυριῶσιν ἐπὶ μιαιφονίᾳ αἱ
ψυχικαὶ ἀγριότητες τῶν Πατριαρχῶν τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ. Ἐλευθεροῦται ὁ Βα-
ραββᾶς καὶ καταδικάζεται ὁ Ἰησοῦς, ὁ Ἀθῶος. Δὲν ἐτρόμαζε πλέον τὴν κα-
κουργίαν τοῦ Βαραββᾶ ὁ λυσσῶν Ἰσραήλ, καθότι ἡ κακουργία του ὑπερέ-
βαινε τὰ Ἐκείνου ὅρια. Ἐφοβεῖτο τὴν παρείσφρησιν ἐν αὐτῷ τοῦ ἐναντίον
στοιχείου τῆς Ἀγάπης, τῆς Δικαιοσύνης.
Ἐκεῖ εἰς τὸ λιθόστρωτον τοῦ μεγάρου τοῦ Πιλάτου, εἰς τὸν Γολγοθάν,
συγκρούονται τὸ μῖσος και ἡ Ἀγάπη, ἡ παραφορὰ μὲ τὴν Ὑπομονήν,
τὸ ψεῦδος μὲ τὴν Ἀλήθειαν, ἡ ἀδικία μὲ τὴν Δικαιοσύνην. Οἱ ὁρμητικοὶ
χείμαρροι, τὰ ἄγρια κύματα τῆς λυσσώσης λαϊκῆς ψυχῆς, κατακλύζοντα
τὴν Ἄπειρον Ἀγάπην, ἐθραύοντο μαινόμενα περὶ Αὐτὴν καὶ προσεπάθουν
νὰ Τὴν καταποντίσωσιν, ἀλλ’ εἰς μάτην.
Δέχεται τοὺς κολαφισμούς, τὰ ραπίσματα τῶν ὑπηρετῶν, τοὺς ἐμπτυ-
σμοὺς καὶ τὰς πληγάς, χωρὶς νὰ γογγίσῃ, χωρὶς νὰ ἀφήσῃ ἓν ἔστω παράπο-
νον πρὸς τὴν μοιχαλίδα γενεάν, δι’ ἣν τόσον ἠργάσθη. Τίποτε, τίποτε δὲν
ἐκλόνισε τὸ θάρρος Αὐτοῦ πρὸς τὸ Μαρτύριον. Αἱ ρανίδες τοῦ Θείου Του
Αἵματος στάζουσιν ἀδιακόπως, ἵνα ἀποπλύνουσι τοὺς ἁμαρτωλοὺς ρύ-
πους τῆς Δημιουργίας Του.
Μόνον ὅταν στρέφῃ τοὺς ὀφθαλμοὺς πρὸς τήν θέαν τῆς Ἁγίας πόλεως,
τῆς Ἰερουσαλήμ, ἀπὸ τοῦ μαρτυρικοῦ λόφου ὅπου προσήχθη, αἰσθάνεται
αἱμάσσουσαν τὴν Ψυχὴν Αὐτοῦ ἀπὸ τὸν πόνον, ὃν ἐξεδήλωσεν ὀλίγον πρὸ
τῆς συλλήψεως: «Ἰερουσαλὴμ Ἰερουσαλήμ, ἡ ἀποκτείνουσα τοὺς προ-
φήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν· ποσάκις ἠθέλη-
σα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου ὃν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυ-
τῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε. ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν
ἔρημος.» (Ματθ. ΚΓ΄ 37-38).
Ὑψοῦται ὁ Σταυρὸς καὶ ἐπὶ Τούτου καθηλοῦται ἡ Ἀγάπη καὶ τὸ Δίκαιον.
Γύρωθεν αἱ κορεννύμεναι ἐκ τῆς θέας τοῦ Μαρτυρίου χορεῖαι τῶν κτισμάτων
Του, λούονται μὲ τὰς τοῦ Αἵματός Του σταγόνας, καὶ ὡς μὴ ἀρκούμεναι εἰς
τοῦτο κάμνουσι διαθήκην, δι’ ἧς χαρίζονται τῆς ἡδύτητος τοῦ χυνομένου
Αἵματος τοῦ Ἀθώου καὶ τοῦ εὐχαριστοῦντος αὐτοὺς ἀγρίου θεάματος τὴν εὐ-
210 Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

χαρίστησιν καὶ τὴν διὰ τὸ ἀνοσιούργημα εὐθύνην καὶ εἰς τὰ τέκνα αὐτῶν.
Οἵα πόρωσις. Οἵα μιαιοφονία. Οἷον ἀνοσιούργημα! Ἀλλ’ οἵα Σωτη-
ρία, οἵα Ἀπολύτρωσις! ...
Ἔπρεπεν οὕτως νὰ γίνῃ. Ἵνα παταχθῇ ἡ ἀδικία ἔπρεπε νὰ ἀποθάνῃ ὡς
ἄδικος ὁ Δικαιότατος. Ἵνα κατασταλῇ τοῦ μίσους καὶ τῆς κακουργίας τὸ ἔν-
στικτον, ἔπρεπε νὰ καθηλωθῇ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ ἡ Ἀγάπη, ἡ Ἀνεξικακία. Ἵνα
βασιλεύσῃ ἡ ταπεινότης ἔπρεπε νὰ κριθῇ ἰσότιμος ὁ Βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ
μὲ ληστὰς καὶ νὰ τύχῃ ὁμοίου θανάτου.
Ὦ, ποῖοι τιτάνιοι ἀγῶνες ἔγιναν περὶ τὸν Σταυρὸν τῆς Ἀναστάσεως, εἰς
τὸν τόπον ἐκεῖνον τοῦ Κρανίου; Νεκροῦται ἡ σάρξ καὶ ἀποθνήσκει, ἵνα διὰ
τοῦ θανάτου αὐτῆς χαρίσῃ τὴν Ἀτελεύτητον Ζωὴν εἰς τὸ Πνεῦμα. Ὑπο-
κύπτει ἡ Ἀγάπη εἰς τὰ βαρέα πλήγματα τοῦ μίσους ἵνα κατὰ τὴν ὑστάτην
στιγμήν, περιλοὺουσα πάσαν φύσιν, Ἀναστῇ Αἰωνία εἰς πᾶσαν σάρκα.
Ἐκεῖ, εἰς τὸν αἱματόβρεκτον Γολγοθᾶν, συνετελέσθη τὸ Μέγα Γεγονός,
ὅπερ πρὸ ἑκατονταετηρίδων προανήγγειλαν τῶν Προφητῶν τὰ στόματα
καὶ ἀνέμενον οἱ αἰῶνες τοῦ σκότους, τῆς ἀμαθείας, τῆς βαρβαρότητος καὶ
τῆς δουλείας. Καὶ ὅμως, ὅταν τοῦτο συνετελεῖτο, οὐδεὶς τὸ ἐπρόσεξεν, οὐ-
δεὶς τὸ ᾐσθάνθη. Διότι οἱ σύγχρονοι Αὐτοῦ ἦσαν κωφοὶ τὰ ὦτα καὶ τυφλοὶ
τὰ ὄμματα καὶ εἶχε παχυνθῇ ἡ καρδία αὐτῶν.
Εἰς τὸν ἱστορικὸν λόφον τοῦ Γολγοθᾶ λαμβάνει χώραν ἡ ἐκπλήρω-
σις τοῦ μεγαλυτέρου Μυστηρίου, καὶ ἡ συνειδητὴ φύσις οὐδὲν ἐννοεῖ.
Τὰς στιγμὰς ἐκείνας ὁ Σταυρός, τὸ ξύλον ἐν ᾧ ἐτάθησαν αἱ Χεῖρες τῆς
Ζωῆς, τὸ Ξύλον τῆς Ζωῆς, ἐπανώρθωσε τὸ μέγα κακόν, ὅπερ ἐδωρήσατο
εἰς τὸν Ἀδὰμ τὸ ἀνθρώπινον, τὸ ξύλον τῆς παρακοῆς.
Καὶ ὅμως, τὰ οὕτως εὐεργετούμενα λογικὰ κτίσματα ἔμειναν ἀσυ-
γκίνητα, ἀναίσθητα. Τὰς στιγμὰς ἐκείνας ὑπεγράφετο τὸ Ὕψιστον
Συμβόλαιον μεταξὺ τοῦ Θείου καὶ τοῦ ἀνθρωπίνου, δι’ οὗ ἐπετυγ-
χάνετο ἡ ἄνοδος τοῦ πεσόντος ἀνθρωπίνου γένους, καὶ ὅμως οἱ
τοιαύτην κληρονομίαν λαμβάνουσα ἀνθρωπίνη ἀχαριστία ἐξέσπα ἔτι
εἰς ὕβρεις καὶ εἴρωνας ἐμπαιγμούς... «Ἠλίαν φωνεῖ... Ἄλλους ἔσωσεν,
ἑαυτὸν οὑ δύναται σῶσαι... Κατάβηθι ἀπὸ τοῦ Σταυροῦ...» (Ματθ. ΚΖ΄
27-49 σποραδικά).
Καὶ ὅμως οὕτω μυστικῶς, οὕτως ἠρέμως συνετελεῖτο τὸ Μέγα Γεγονός,
ὅπερ ἐζήτει ἡ τῶν ἐθνῶν παγκλησία. Ἡ Ἀγάπη σταυροῦται καὶ ἀπὸ τοῦ
Σταυροῦ χέει ἀφειδῶς τοὺς κρουνοὺς αὐτῆς πρὸς τοὺς σταυρωτάς Αὐτῆς
καὶ χαράσσει φιλοστόργως τὴν τροχιάν, ἣν ἔμελλον ν’ ἀκολουθήσουν οἱ
μετέπειτα αἰῶνες.
Ἡ ἀκολουθήσασα Ἀνάστασις, δι’ ἧς κατηργήθη ὁ Ἅδης, ἐπεσφράγι-
σε τὴν σπουδαιότητα τοῦ Δράματος τῆς Σταυρώσεως, ὅπερ δὲν ἦτο ἢ ἡ
ἐκτύλιξις τοῦ ἀναδιφήτου Μυστηρίου, ὅπερ ἐκάλυπτε τὴν πτῶσιν τοῦ ἀν-
θρωπίνου γένους. Ἐκεῖνο ὅπερ σιωπηλῶς καὶ τόσον γοργῶς ἐγένετο εἰς
τὰ στενὰ καὶ ὑπὸ ζυγὸν ὅρια τῆς Ἰερουσαλήμ, εἰς τὴν αἱμοσταγῆ Ἰουδαίαν,
ἐπέπρωτο μετ’ οὐ πολὺ νὰ διασαλπισθῇ εἰς τὰ τέσσαρα σημεῖα τοῦ ὁρίζο-
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 211

ντος, εἰς τὰς τελευταίας ἐσχατιὰς τῆς Οἰκουμένης, ἵνα διὰ τῶν αἰώνων δια-
τρανωθῇ ἔτι μᾶλλον καὶ καταδειχθῇ ἔτι φαεινότερον.
Τὸ Δράμα τοῦ Γολγοθά καὶ πάλιν λαμβάνει χώραν πρὸ τῆς ἀνθρωπότη-
τος, ὥστε καὶ πάλιν λαμβάνει χώραν ἡ ἰδία σκηνή. Ὑπάρχουν ἔτι χείρονες
Ἄνναι καὶ Καϊάφαι, ἄλλοι Ἰοῦδαι καὶ Πιλάτοι καὶ νέοι αἱμοδιψεῖς παράφρο-
νες καὶ πεπορωμένοι Ἰουδαῖοι. Ὁ Ἰησοῦς δὲν ἐσταυρώθη ἅπαξ, σταυροῦται
καθ’ ἑκάστην. Οἱ αἰῶνες ἐπαναλαμβάνουσι τὴν αὐτὴν Ἱστορίαν, σημειοῦσι
τά αὐτὰ γεγονότα. Εἰς τοὺς ἀπαισίους ὀργασμοὺς τῆς ἀδικίας καὶ τὰ ἔκ-
φυλα σκιρτήματα τῆς ὑλοφροσὺνης, τοῦ μίσους καὶ τῆς ὑποκρισίας,
εὑρίσκεται Νέος Χριστός, ὑψοῦται Νέος Σταυρός.
Οἱ αἰῶνες παρέρχονται καὶ ὁ Γολγοθάς τῆς Ἀγάπης προσθέτει καὶ νέας
δόσεις ἀπανθρωπίας καὶ ἀποκτηνώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ νέας
σταγόνας ἐξιλαστηρίων ρανίδων Αἵματος. Ἡ εὐρύτης ὅμως τοῦ Δράματος
τοῦ Γολγοθά, ὅπερ σήμερον παίζεται, ὑπόσχεται καὶ τὴν εὐρεῖαν καὶ γενι-
κὴν Ἀνάστασιν, ἥτις θ’ ἀκολουθήσῃ.
Ὁ Αἱμόφυρτος Γολγοθᾶς τῆς Ἀγάπης διαγράφεται καὶ σήμερον εἰς
τὸν ὁρίζοντα, ἐνῷ εἰς βαθύτερον ὁρίζοντα ἀμυδρῶς πως τῆς Παγκο-
σμίου Ἀναστάσεως τὸ Σέλας, τῆς Ἐπικρατείας τῆς Καθολικῆς Ἀγάπης καὶ
τῆς Αἰωνίου Ζωῆς ἡ ἐλευσις. Ἂς εἰσδύσωμεν λοιπὸν εἰς τὸ μαρτύριον τῆς
Σταυρώσεως, ἂς ἀνέλθωμεν εἰς τὸν Γολγοθᾶν, ἂς καθηλωθῶμεν ἐπὶ τοῦ
Σταυροῦ, ἐὰν θέλωμεν νὰ Ἀναστῶμεν.
Κάτω ἐκεῖ εἰς τὴν Ἰερουσαλήμ, ἐπὶ τῆς Ἀκροπόλεως τοῦ Μαρτυρίου,
ἐσταυρώθη ἡ Ἀγάπη. Σήμερον ἁπανταχοῦ προβάλλει ὁ Γολγοθᾶς.
«Μιμηταί μου γίγνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ.» (Κορ. Α΄, ΙΑ΄ 1), φωνά-
ζει ὁ Παῦλος.
Ὦ πόσον ἐταπεινώθη ὁ ἀνυψῶσας ἡμᾶς, πόσον ἔπαθεν ὁ εὐεργετήσας
ἡμᾶς. Καὶ ταῦτα ἵνα κληροδοτήσῃ ἡμῖν τὴν Ἀγάπην καὶ τὴν Ζωήν διὰ
τοῦ Γολγοθᾶ. Ὦ ἐὰν θέλωμεν νὰ ζήσωμεν πρέπει νὰ σταυρωθῶμεν. Πρέ-
πει ν’ ἀνέλθωμεν τὸν Γολγοθάν, πρέπει νὰ πάθωμεν. Ἐκεῖνος, ᾧ συνέπα-
σχον τὰ σύμπαντα, τὸ ἐδήλωσεν ρητῶς, «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν,
ἀπαρνησάτω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω
μοι.» (Μάρκ. Η΄ 34, Ματθ. ΙΣΤ΄ 24).
27. Η ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΟΣ
ΣΤΑΥΡΩΣΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ

Πρὸ δέκα ἐννέα αἰώνων, τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, ἐνσαρκωθέν ἐν


τῷ Προσώπῳ τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ, ὡμίλησεν εἰς τούς ἀνθρώπους,
πρὸ τοῦ μαρτυρικοῦ καὶ Σταυρικοῦ θανάτου, περὶ τῆς Ἀληθείας.
Τὸ Θεῖον Φῶς, τὸ ὁποῖον περιέβαλλεν Αὐτόν, ἔλυσε τὰ ἀνθρώπι-
να δεσμὰ καὶ ὑπὸ τὰς πτυχάς Του τὰς ἐκπάγλους, ἄφησε νὰ κατέλθῃ
μέχρι τῶν μυχιαιτάτων τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς τὸ Ἄρωμα τῶν Θείων
Λόγων. Ἡ Ἀλήθεια ὑπὸ τὸ φῶς τῆς Ἀγάπης ἐνεσταλάχθη εἰς τὰς ἀπε-
σκληρυμένας καρδίας.
Ἡ Ἄρρητος Διδασκαλία Του, ὑπὸ μελιρρύτου γλώσσης, εἰς ἓν μειλίχιον
ὕφος Ὑπερτάτης Διανοήσεως, μετέδιδεν εἰς τὰ διψῶντα τὴν Ἀλήθειαν
πλήθη τὴν θείαν αἴγλην, μεθ’ ἧς κατὰ τὰς τελευταίας Του στιγμὰς ἐπλαισίω-
νε μὲ τὸ Φωτοστεφάνωμά Της τὸ Πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ οἱ λόγοι Αὐτοῦ,
ὡς κρουνοὶ καὶ χείμαρροι μιᾶς Ἀκενώτου Ἀθανάτου Πηγῆς, κατέκλυζον τὰ
ὦτα τῶν ἀκουώντων τὸ μελιστάλακτον Ρῆμα τῆς Θείας Ἐμπνεύσεως.
Οἱ ἀκούοντες ἀνεκήρυττον ὡς τὸν Βασιλέα τῆς Δόξης τῆς Ἰερουσαλήμ,
ἐστεφάνωνον Αὐτὸν μὲ δάφνας, ἐσύροντο πρὸ τῶν ποδῶν Του, ἐπέστρω-
νον τὰς ὁδοὺς καὶ ἔρραινον Αὐτὸν κατὰ τὴν διάβασίν Του δι’ ἀνθέων ψάλ-
λοντες: «Ὡσανά ἐν τοῖς Ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι
Κυρίου· εἰρήνη ἐν οὐρανῷ καὶ δόξα ἐν ὑψίστοις.» (Λουκ. ΙΘ΄ 38), ἐνῷ μετ’
ὀλίγας ἡμέρας τὰ ἴδια ἀσύνετα αὐτὰ πλήθη ἐκραύγαζον πρὸ τοῦ Πιλάτου:
«Ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν.» (Ἰωαν. ΙΘ΄ 15).
Τὸ ψυχικὸν Αὐτοῦ ἀπομονωτήριον, πρὸς ὃ ἀπεσύρετο καθ’ ἑκάστην
ἑσπέραν, ἵνα ἐλευθέρως καὶ ἀνενοχλήτως ἐπικοινωνῇ κατ’ ἰδίαν μετὰ τοῦ
Θείου Πατρός Του, τοῦ πληροῦντος καὶ ἐνισχύοντος τὴν ψυχὴν Αὐτοῦ διὰ
νέας Δυνάμεως καὶ Φωτός, ἐπροδόθη παρ’ ἑνὸς τῶν στενῶν μαθητῶν Του,
τοῦ Ἰσκαριώτου Ἰούδα, τοῦ ὁποίου ἡ ὀλίγωρος πίστις δὲν ἦτο ἱκανὴ νὰ με-
ταλαμπαδεύσῃ ἐν τῇ ὑπὸ τῆς φιλαργυρίας κατακυριευθείσῃ καὶ ὑπερπλη-
ρωθείσῃ ψυχῇ του, τὴν Θείαν Φλόγα τῆς Θεοδότου καὶ Οὐρανοπέμπτου
Διδασκαλίας Του καὶ τὴν θερμουργὸν τῶν θαυμάτων Του ἐξιλαστήριον
καὶ ἀποκαθαρτήριον ψυχῶν καὶ σωμάτων Θεϊκὴν Αὐτῆς Δύναμιν.
Ὁ τῆς ἐθνικῆς κυριαρχίας τῶν Ἐβραίων Ρωμαῖος κατακτητής, ἀπὸ
τὴν κρίσιν καὶ ἀπόφασιν τοῦ ὁποίου ἐξηρτᾶτο ἡ ἐκτέλεσις τῶν ἱερατικῶν
Ἰουδαϊκῶν νόμων, ἐν σχέσει μὲ τὰς ἰσχυούσας ἀρχὰς τῆς Κυβερνήσεως
τῆς Ρώμης, εὗρεν ἀντάξιον τῆς σκληρᾶς καὶ ἀναλγήτου αὐτῶν καρδίας
ἀπεσταλμένον ἡγεμόνα, τὸν Πόντιον Πιλάτον. Διότι οὗτος ἀντικρύσας τὴν
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 213

γαλήνιον καὶ ἥρεμον Μορφὴν τοῦ Ἰησοῦ, ἐπὶ τῆς ὁποίας κατωπτρίζετο ἐν
ὅλῃ αὐτῆς τῇ ἐκτάσει καὶ μεγαλοπρεπείᾳ ἡ Ὑπέργειος Χάρις, ἡ καταυ-
γάζουσα, συναρπάζουσα καὶ αἰχμαλωτίζουσα τοὺς πάντας Θεϊκή Του
Καταγωγή, ἀνεγνώρισε τὴν ὑπ’ Αὐτὴν ἐγκρυπτομένην Ἀνεξίκακον καὶ
Ἀναμάρτητον Ψυχήν, καὶ ἐνῷ ἠδύνατο, δυνάμει τῆς ὑπάτης τοῦ Πραίτω-
ρος ἐξουσίας του, νὰ ἀπολύσῃ Αὐτόν, ἐπροτίμησε νὰ ὑποκύψῃ εἰς τὰς
κραυγὰς τοῦ ἐγκαθέτου ὑπὸ τῶν Φαρισαίων καὶ Γραμματέων πλήθους, ν’
ἀποπλύνῃ τὰς χεῖρας του ἐκ τοῦ φοβεροῦ καὶ ἀποτροπαίου ἐγκλήματος,
τὸ ὁποῖον ἐν πλήρει ἐπιγνώσει καὶ ἐνσυνειδήτως κατὰ τὴν ὥραν ἐκείνην
ἐξετέλει, ὡς ὑπέρτατος καὶ ἐλεύθερος ἄρχων καὶ ἐκτελεστής, περιορισθεὶς
μόνον νὰ εἴπῃ: «ἀθῷος εἰμί ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου· ὑμεῖς ὄψε-
σθε.» (Ματθ. ΚΖ΄ 24) καὶ νὰ ἀκούσῃ ὡς ἠχὼ ἐπαναλαμβανομένην καὶ εἰς τὰ
πέρατα τῆς γῆς ἀντηχοῦσαν ἐκ τοῦ στόματος τοῦ μαινομένου ὄχλου: «Τὸ
αἷμα αὐτοῦ ἐφ’ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν.» (Ματθ. ΚΖ΄ 25)
Δὲν παρῆλθεν πολὺς χρόνος καὶ οἱ πλεῖστοι μάρτυρες τοῦ τραγικοῦ
τοῦ Ἰησοῦ μαρτυρίου ἐπέζησαν διὰ νὰ ἴδωσι καταβρεχομένους τοὺς λίθους
καὶ τὰ ἐρείπια τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος καὶ τῆς Ἰερουσαλὴμ ὑπὸ τοῦ
ἐκχυθέντος αἵματος αὐτῶν καὶ τῶν σφαδαζόντων τέκνων των, καὶ ὑπὸ τὸ
πέλμα τοῦ Ρωμαίου κατακτητοῦ νὰ ἀντιμετωπίσωσι καὶ τὴν Δικαίαν τοῦ
Θείου Κρίσιν καὶ ἀνταπόδοσιν, ἥτις διεσκόρπισε τὸν μέχρι τῆς στιγμῆς
ἐκείνης περιούσιον καὶ ἐκλεκτὸν λαὸν τοῦ Κυρίου, εἰς τὰ τέσσαρα σημεῖα
τοῦ ὁρίζοντος, ἄνευ βασιλείας, περιφρονουμένων καὶ ὑπὸ πάντων ὡς
πλάνητα καταδιωκόμενον.
Ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ ὕψη τῆς Θείας Του Ἀποστολῆς, τῆς ἰδίας Του Δόξης,
ἐδέχετο τὰ ραπίσματα καὶ τοὺς κολάφους αὐτῶν καὶ κατέπιπτεν εἰς τὰ
τάρταρα μιᾶς ἀπεγνωσμένης καταπτώσεως, ἑνὸς πρωτοφανοῦς διὰ τὴν
ἀνθρωπότητα μαρτυρίου, κρημνιζόμενος ὡς ὁ ἔσχατος τῶν κακούργων εἰς
τὸν Γολγοθᾶν.
Ὁ Ἥλιος μεσουρανήσας ἐν τῷ στερεώματι καὶ στεφανωθεὶς διὰ
τῆς Θείας Του Αἴγλης, ἐσκεπάσθη ὑπὸ τῶν σκοτεινῶν νεφῶν τῆς κα-
κίας τῆς ἀνθρωπίνης σκληρότητος, τῆς μυσαρᾶς καὶ κακεντρεχοῦς
τῶν ἐχθρῶν Αὐτοῦ δολιότητος. Ὁ Σταυρικός Του θάνατος καὶ τὰ μαρ-
τύρια, τὰ ὁποῖα ὑπέστη, συγκατέλεξαν Αὐτὸν μεταξὺ τῶν ποταπῶν κα-
κούργων, τοὺς ὁποίους ἐξέλεξαν ὡς ἀπαραιτήτους συντρόφους τοῦ μαρ-
τυρίου Του, διὰ νὰ ταπεινώσουν τὴν ἐπηρμένην, κατ’ αὐτούς, ψυχήν Του.
Οἱ αἰῶνες ὅμως οἵτινες διέρρευσαν διέλυσαν τὸ σκότος, τὸ ἐπικαλῦ-
πτον τὴν Αἰγλήεσσαν Μορφήν Του καὶ ἀφῆκαν νὰ ἀναφανῇ εἰς τὰς νέας
γενεὰς τὸ διὰ τοῦ Σταυροῦ Του Φῶς, τὸ Ἀδιάλυτον Φωτοστεφάνωμά
Του, τὸ ὁποῖον διὰ τῆς Θείας Του Ἀκτινοβολίας ἐξακολουθεῖ καὶ σήμερον,
μετὰ δέκα ἐννέα αἰῶνας, νὰ φωτίζῃ τὰς σκοτεινοτέρας γωνίας τῆς δῆθεν
ἐκπολιτισθείσης ἀνθρωπότητος, εἰς τὰ πέρατα τοῦ κόσμου καὶ νὰ κατα-
στῇ ὁ Θεῖος Βωμός, πέριξ τοῦ ὁποίου μὲ συντριβὴν καρδίας προσέρχο-
νται ὄχι πλέον τὰ ἀμαθῆ πλήθη, ἀλλ’ αἱ μᾶλλον πεφωτισμέναι διάνοιαι,
214 Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

νὰ προσφέρωσι τὸ ὁλοκαύτωμα τῆς θυσίας, ὡς ἐξιλαστήριον ἔναυσμα


τῆς ἀναιμάκτου λατρείας των.
Ἡ δόξα πόσους δὲν περιέβαλλεν ἔκτοτε, ἀφοῦ πρότερον ἐπότισεν
αὐτοὺς μὲ τὸ μαρτύριον τοῦ Μεγάλου τῆς ἀνθρωπότητος Ἀναμορφω-
τοῦ! Πόσοι ἔκτοτε διδάξαντες τῆν Ἀλήθειαν καὶ ἐξυπηρετήσαντες τὴν
ἀνθρωπότητα δὲν ὡδηγήθησαν ὡς Αὐτὸς εἰς τὸ μαρτύριον τοῦ Γολγαθᾶ!
Οἱ μεγάλοι ἀνακαινισταὶ ὡς τελευταίαν αὐτῶν ἀνταμοιβὴν ἔσχον τὸν διὰ
μαρτυρίου θάνατον. Οἱ ἀπελευθερωταὶ τῶν λαῶν ἔπεσαν ὑπὸ τὸ πλῆγμα
ἐκείνων πρὸς οὓς ἔδωσαν τὸ φῶς τῆς ἐλευθερίας. Οἱ μεγάλοι τῶν ἐθνῶν
ἀρχηγοὶ καὶ ἐκπολιτισταί, κατὰ τὰς τελευταίας αὐτῶν στιγμάς, ἐδοκίμασαν
τὰς πικρίας τῆς τοιαύτης δοκιμασίας. Ἄλλοι ἐσύρθησαν εἰς τὰς ἀνηλίους
φυλακάς, εἰς ἃς ἐγκατέλειπον τὴν τελευταίαν πνοήν των. Ἄλλοι ἐν ἐξορίαις
ἐτελεύτησαν καὶ ἄλλοι ἐτυφεκίσθησαν ὡς κακοῦργοι ὑπὸ μιᾶς ὁμάδος
στρατιωτῶν, οἵτινες πρό τινος χρόνου ἀπεκαλύπτοντο πρὸ αὐτῶν καὶ ἐζη-
τωκραύγαζον εἰς τὴν διάβασίν των.
Τὸ αἷμα τῶν ἀθώων μαρτύρων, τῶν κηρύκων τῆς Ἐλευθερίας,
τῆς Ἰσότητος, τῆς Ἀγάπης, ἐπλήρωσε μὲ ποταμοὺς τὴν ἐπιφάνειαν
τῆς Γῆς καὶ τὰ ρεῖθρα αὐτῶν ἐκάλυψαν τὰ ἄνυδρα αὐτῆς μέρη, εἰς ἂ
τὸ δένδρον τῆς Ἐλευθερίας εἰς μάτην ἀναζητεῖ νὰ εὕρῃ τὴν ζώπυρον
αὐτοῦ καρποφορίαν. Πολιτισμένοι καὶ Χριστιανικοὶ λαοὶ ὑπακούοντες,
λατρεύοντες καὶ προσκυνοῦντες τὸ αὐτὸ Σύμβολον, ἀνεπέτασαν αὐτὸ
κατ’ ἀλλήλων, οὐχὶ διὰ νὰ διεκδικήσωσιν ὑπὲρ αὐτοῦ τὴν δι’ αὐτοῦ συμβο-
λιζομένην Εἰρήνην καὶ Ἀγάπην, ἀλλ’ ἵνα, δι’ ἀθώων ἀνθρωπίνων ὁλο-
καυτωμάτων χιλιάδων ἑκατομβῶν, θύσωσι πρὸ τοῦ νέου Μολώχ, τῆς
οἰκονομικῆς αὐτῶν ὑπερτερήσεως καὶ τῶν πολλαπλῶν συμφερόντων
τὰς σκοτεινὰς καὶ ἀπανθρώπους ὑλικὰς αὐτῶν ἐπιδιώξεις.
Ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς Ἐλευθερίας τῶν λαῶν, ἐπέδραμον κατὰ τὸν
βαρβαρώτερον τρόπον ἐπὶ τῶν ἀσθενεστέρων κρατῶν. Ὑπὸ τὴν τέφραν
τῶν καπνιζόντων ἐρειπίων τῶν ἀκμαζουσῶν πόλεων τῆς Μικράς Ἀσίας καὶ
ὑπὸ τὴν ἀπειλὴν τῆς μαχαίρας καὶ τῶν φρικωδεστέρων μαρτυρίων τῆς θη-
ριώδους μανίας τῶν Τούρκων, οἱ Χριστιανοὶ καὶ Ἕλληνες τῆς Ἀνατολῆς εἰς
μάτην ἐπεζήτουν καταφύγιον ὑπὸ τῆν αἰγίδα τῶν στόλων τῶν Χριστιανι-
κῶν Δυνάμεων, αἱ ὁποῖοι ἔχοντες ἐστραμμένους πρὸς αὐτοὺς τοὺς προβο-
λεῖς των καὶ ὑπὸ τὴν ἀνταύγειαν τῶν φωτιζομένων τηλεβόλων των καὶ τοῦ
ἀνεμιζομένου Ἀδεκάστου θεατοῦ καὶ Κριτοῦ, Σταυροῦ τῶν σημαιῶν των,
ἐφώτιζον τὴν μακάβριον τραγῳδίαν τῶν νέων μαρτύρων τοῦ Χριστιανικοῦ
Πανθέου, ἐνῷ ἡ παιανίζουσα καὶ χαρμόσυνος μουσική των, ὡς ἐπωδὸς μιᾶς
Δαντείου Κολάσεως, ἐρρύθμιζε τοὺς ἤχους τῶν ἐκλεκτοτέρων ἐμπνεύσεων
καὶ συμφωνιῶν, πρὸς ἔπαινον καὶ δόξαν τῆς διὰ τοῦ Εὐαγγελίου κληρο-
νομηθείσης αὐτοῖς Χριστιανικῆς Φιλανθρωπίας.
Γνήσιοι ἀπόγονοι τοῦ Ποντίου Πιλάτου καὶ αὐστηροὶ τηρηταὶ τῶν κλη-
ρονομηθεισῶν εἰς αὐτοὺς παραδόσεων ἐκείνου, δὲν ἠδύναντο νὰ τείνωσι
χεῖρα βοηθείας πρὸς τοὺς ἐκλιπαροῦντας τὴν εὐσπλαχνίαν των ἀδελφούς
Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 215

των Χριστιανούς, διότι ἴσως, καθ’ ὅλον τὸ διάστημα τῆς φρικτῆς καὶ αἱμα-
τηρᾶς αὐτῶν τραγῳδίας νὰ ἀνησχολοῦντο μὲ τὴν ἐξάλειψιν τοῦ ρύπου,
τὸν ὁποῖον τὸ αἷμα τῶν θυμάτων τῆς ἀνηκούστου καὶ ἀνιστορήτου ἀναλ-
γησίας των ἐχάρασσε τὰ ἀνεξίτηλα καὶ αἱματηρὰ ἴχνη του, ἐν τῇ μελλούσῃ
ἱστορίᾳ τῆς ἐξανθρωπισθησομένης ἀνθρωπότητος.
Τὰ αὐτὰ πολιτισμένα καὶ Χριστιανικὰ κράτη, συμπτυχθέντα ὑπὸ μίαν
Κοινωνίαν τῶν Ἐθνῶν πρὸς ἐπίλυσιν τῶν καθ’ ἑκάστην προκυπτόντων
μεγάλων προβλημάτων τῆς πολιτικῆς ζυμὼσεως καὶ ἀκριβῆ τήρησιν καὶ
ἀπονομὴν τοῦ Δικαίου τῶν πολλαπλῶν διαφορῶν των, ἐξακολουθοῦσι νὰ
ἀπονέμωσι τῆν Δικαιοσύνην ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ πάντοτε ἰσχύοντος δικαίου
τοῦ ἰσχυροτέρου, ἀδιαφοροῦντα διὰ τὴν καταπάτησιν τῶν συμφερόντων
καὶ τῆς δικαίας κατ’ αὐτῶν διαμαρτυρίας τῶν μικρῶν κρατῶν.
Ἡ φωνὴ ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων, κυπτόντων ὑπὸ τὸ βάρος μιᾶς
ἀπανθρώπου καταδυναστεύσεως, εἰς μάτην ἐγείρεται καὶ ἠχεῖ εἰς τὰ ὑπὸ
κηροῦ, ὡς ἄλλου Ὀδυσσέως, ἐσφραγισμένα ὦτα της. Οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς
δυνάσται, ὑπὸ ἕνα ψευδὲς συνοθύλευμα ἀσκόπων συζητήσεων καὶ
ὑποσχέσεων, προσπαθοῦσιν, ὑπὸ τὴν φενάκην τῆς εἰρηνικῆς καὶ ἐκ-
πολιτιστικῆς μορφῆς τῆς Κοινωνίας τῶν Ἐθνῶν, νὰ προασπίσωσι καὶ
διατηρήσωσι τὰ κλονιζόμενα καὶ κινδυνεύοντα συμφέροντά των εἰς
τὰς χώρας καὶ τὰ κράτη, τὰ ὁποῖα ὡς ἀκούραστοι καὶ ἀνεξάντλητοι
εἵλωτες, διὰ τοῦ πεινῶντος καὶ γυμνητεύοντος πληθυσμοῦ των, εἰς
μάτην προσπαθοῦσι νὰ πληρώσωσι, διὰ τοῦ ἱδρῶτος τῆς ἐπιμόχθου
ἐργασίας των καὶ ἀδιεξόδου οἰκονομικῆς των καχεξίας, τὰς εἰς βάρος
καὶ ἐκ τοῦ λίπους αὐτῶν τρεφομένας καὶ παχυνομένας γαστέρας των.
Χριστιανικοὶ λαοί, ἄξιοι τῆς Ἐλευθερίας καὶ μιᾶς καλλιτέρας καὶ ἰσο-
τίμου τύχης, κύπτουσι τὸν αὐχένα ὑπὸ τὸ πέλμα τοῦ Χριστιανικοῦ, ἀλλὰ
φεῦ τυραννικοῦ ζυγοῦ, χωρὶς τὸ δίκαιον αὐτῶν νὰ εὑρίσκῃ ἀποδοχὴν
μιᾶς ἔστω καὶ τυπικῆς ἢ ἀκαδημαϊκῆς συζητήσεως ὑπὸ τῆς Κοινωνίας τῶν
Ἐθνῶν, ἥτις ὡς μοναδικὸν καὶ ἀποκλειστικὸν αὐτῆς σκοπὸν ἔθετο τὴν ἐξυ-
πηρέτησιν τῆς Δικαιοσύνης, Ἐλευθερίας καὶ τοῦ κοινοῦ καλοῦ ὁλοκλήρου
τῆς ἀνθρωπότητος.
Θὰ ἔλθῃ ὅμως ἡμέρα, καὶ δὲν εἶναι μακράν, καθ’ ἣν τὸ σταυρικὸν μαρ-
τύριον, ὃ ἡ ἀνθρωπότης διέρχεται, θὰ μεταβληθῇ εἰς Θείαν Νέμεσιν ἥτις
θέλει, ὡς εἰς τοὺς σκληροτραχήλους Ἑβραίους, ἐπιπέσῃ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς
τῶν ἰσχυρῶν καὶ θὰ συντρίψῃ αὐτούς, ἐπὶ τῶν ἐρειπίων εἰς τὰ ὁποῖα τὸ
χυθησόμενον αἷμα αὐτῶν καὶ τῶν τέκνων των, θέλει συναμιχθῇ μὲ τὸν ἀπὸ
τόσους αἰῶνας χυνόμενον ἱδρῶτα τῶν καταδυναστευομένων λαῶν, ἵνα διὰ
τοῦ μίγματος αὐτῶν ἀνθίσῃ καὶ καρποφορήσῃ τὸ Ἀληθὲς τῆς Χριστιανι-
κῆς ἀδελφωσύνης καὶ Ἐλευθερίας δένδρον.
Ὁ Ἰησοῦς ἐσταυρώθη καὶ διὰ τοῦ μαρτυρικοῦ Του θανάτου ἐδίδαξεν εἰς
τοὺς ἀνθρώπους, ὅτι διὰ νὰ ἀνθίσῃ καὶ καρποφορήσῃ ἡ Ἀλήθεια ὀφείλει νὰ
ποτισθῇ διὰ τοῦ αἵματος τῶν ἀκραιφνῶν καὶ διαπρυσίων αὐτῆς κηρύκων.
Ἀλλ’ ὅπως ὁ Ἰησοῦς σταυρωθεὶς καὶ διασυρθεὶς ὡς ἔσχατος τῶν κα-
216 Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

κούργων Ἀνέστη, ἡ δὲ Θεία Διδασκαλία διὰ τῆς Νέας Του Ἀθανάτου Ζωῆς
κατέστη τὸ Θεῖον Φῶς, τὸ διαλῦον τὰ σκότη τῆς βαρβαρότητος, οὕτω καὶ
τὸ δένδρον τῶν σκαπανέων τῆς Ἀρετῆς καὶ τοῦ Καλοῦ καὶ τῶν μεγάλων
ἀνακαινιστικῶν ἔργων τῆς ἀνθρωπότητος, μέλλει ἐν τῷ μέλλοντι νὰ
ἀναστήσῃ εἰς τὰς ἐσκοτισμένας διανοίας καὶ τὰς ἀπεσκληρυμένας ὑπὸ
τῶν ταπεινῶν παθῶν καρδίας, τοὺς καρποὺς μιᾶς Νέας ἀνακαινιστικῆς
δι’ ὅλην τῆν ἀνθρωπότητα Ἀναστάσεως.
Ὡς ὁ Ἰησοῦς, οὕτω καὶ ἡ ἀνθρωπότης, μετὰ τὸν σταυρικὸν αὐτῆς θάνα-
τον, ὃν διέρχεται σήμερον ὑπὸ τὴν βάρβαρον τῶν ἰσχυόντων πολιτείαν, θὰ
θραύσῃ τὰ δεσμά της καὶ θὰ χαιρετίσῃ ἀφοῦ ὑποστῇ τὴν τελευταίαν τοῦ
μαρτυρίου της βάσανον, πληρώνουσα διὰ μιᾶς ἀναποφεύκτου συρράξε-
ως, καὶ διὰ τοῦ αἵματός της, τὴν ποθητὴν ὑπὸ πάντων Παγκόσμιον καὶ
Κοσμοσωτήριον Ἀνάστασιν αὐτῆς.
Η ΚΛΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

Μακάριοι οἱ εἰδότες τὴν Ἀλήθειαν καὶ ταύτην


ὡς γνώμονα τοῦ βίου αὐτῶν θέντες.
Μακάριοι οἱ πιστεύσαντες εἰς αὐτήν, ὡς οὗ­τοι
ἄξιοι αὐτῆς κληθέντες, ἐν αὐτῇ δὲ ­ἐμμένοντες καὶ
ταύτην τηροῦντες, ὑπὲρ αὐτῆς τὸν βίον ­αὐτῶν
καταλειψάμενοι, τὸν ἐν τῇ Ἀληθείᾳ κεκρυμμένον
θησαυρὸν Πνευματικῆς ἀποκαταστάσεως, ὡς
ἄξιοι αὐτῆς τηρηταὶ συναποκομίσωσιν.
Ἀπὸ πάντας τοὺς Ἀκολούθους Μου ἐπιζητῶ
τὴν διηνεκῆ πάλην αὐτῶν ἐν τῇ ἐπιλάμψει τῆς
Ἀληθείας.
Η ΚΛΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

Κόσμος ὁλόκληρος ἀγνώστων δυνάμεων, ἄπειροι συνδυασμοί τῶν λει-


τουργιῶν τῆς Ψυχῆς, ὁλομέλεια πληθύος νόμων, ἀφαντάστου ἰσχύος ἐμ-
φωλεύουν εἰς τὸν ἐνδότερον ἄνθρωπον· πάντα ταῦτα ὑπολανθάνουν ἐν τῇ
φαινομενικῇ αὐτῶν ἀφανείᾳ εἰς τὸ ὑλικὸν σκήνωμα τοῦ ἀνθρώπου.
Ὅτε τὸ πρῶτον ἡ ζωὴ ἐξεδηλώθη εἰς τὴν Γῆν καὶ ἐν τῇ μορφῇ τοῦ ἀν-
θρώπου ὡς φαινόμενον τῆς μυστηριώδους ὀργανικῆς λειτουργίας, παρου-
σίαζε κατὰ καιροὺς ἐν τῇ ἁπλότητι τοῦ μικροῦ συνδυασμοῦ τῶν ὑλικῶν
αὐτοῦ αἰσθητηρίων, καὶ προϊόντα ἑτέρων αἰσθήσεων, μὴ ἀναγομένων
εἰς τὸ φαινόμενον τῆς ὑλικῆς ζωῆς, οὔτε εἰς τὴν διπλῆν λειτουργίαν τῶν
εὐαρίθμων αἰσθητηρίων. Ἀνῆκεν εἰς εἶδος τι αἰσθήσεως, ἥτις μετεῖχε τόσον
τῆς Ὑλικῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ὁποίας καὶ πλείστας ἐκδοχὰς
ἐποιεῖτο, ὅσον καὶ τοῦ ψυχοπνευματικοῦ καὶ ψυχοϋλικοῦ συνδέσμου.
Ἡ αἴσθησις αὕτη, ἡ μὴ παρουσιάζουσα ἴδιον καὶ μεμονωμένον ὄργανον
ἐκδηλώσεως, ἐν τῇ μιᾷ της ἐκδηλώσει ἐξεδήλου τὸ δισυπόστατον αὐτῆς.
Αἱ δύο αὗται ἐκδηλούμεναι αἰσθήσεις ὡς μία εἰς τὰς μυστηριώδεις αὐτῶν
ἐκδηλώσεις ἐν τῷ συνόλῳ αὐτῶν, ἀπετέλουν τὴν ἐκδοχὴν τῶν νόμων τῶν
καθοριζόντων καὶ διεπόντων τὸν κόσμον τῶν αἰσθημάτων καὶ συναισθη-
μάτων, ἐξ ὧν ἐν παράγοντι ψυχοπνευματικῷ, ἀπορρέει ἡ ἀπόλυτος Πί-
στις καὶ Θέλησις, ἡ Ὑπομονῆ καὶ ἡ Ἐπιμονή.
Ὁ κόσμος οὗτος, ὁ κατὰ τρόπον τόσον ὑπερφυᾷ συνδεδυασμένος μετὰ
τοῦ ὑλικοῦ ὀργανικοῦ ὑπάρχοντος, δύναται νὰ μείνῃ παντελῶς ἄγνωστος
καὶ οἱ ἀπειράριθμοι ἐν αὐτῷ δυνάμεις ἐντελῶς ἀνενεργεῖς, ἂν μὴ ζητηθῇ ἡ
κλείς, ἡ ἀνοίγουσα τὴν πύλην τὴν μετάγουσαν εἰς τὸν κόσμον τῶν μυστη-
ριωδῶν τούτων λειτουργιῶν, καὶ ἂν μὴ δοθῇ εἶτα ἡ κατάλληλος κίνησις εἰς
τὸν μικρὸν κινητῆρα, δι’ οὗ τὸ ὅλον θέλει κινηθῇ ἐν τῇ ἀρμονία αὐτοῦ καὶ
ἀποδώσῃ τὰς ἐκ τούτου γεννωμένας ἐκφάνσεις.
Ἐν τῇ διελεύσει ὅμως τῶν αἰώνων οἱ ἄνθρωποι ἐν ἀντιθέσει μὲ τοὺς
πρώτους ὁμοίους των, ἔπαυσαν χρησιμοποιοῦντες τὴν λειτουργίαν τῶν δυ-
νάμεων τούτων καὶ οὕτω ἀτροφησάσης τῆς χειρὸς τοῦ Πνεύματος κατέστη
ἀδύνατος ἡ διὰ τῆς κλειδὸς ἐπικοινωνία τοῦ Ὑλικοῠ ἀνθρώπου μετὰ τοῦ
δυναμικοῦ ψυχικοῦ συνειρμοῦ, μετὰ τοῦ ἐν αὐτῷ Πνευματικοῦ τοιούτου.
Κατὰ μικρὸν ἡ κλεὶς ἀπωλέσθη εἰς τοὺς ψυχικοὺς λαβυρίνθους καὶ οὕτω, ὁ
ἐν ὑμῖν γίγας ἄνθρωπος περιῆλθεν εἰς λήθαργον, ἀδρανείας ἓνεκα, ὥστε
διὰ τὴν ἐγρήγορσιν αὐτοῦ πρέπει νὰ κρουσθοῦν αἱ ψυχικαὶ θύραι καὶ ζητη-
θοῦν αἱ κλεῖδες αὐτῶν.
Πᾶσα ὀντότης ἠδύνατο τὸ πρὶν κατὰ τὸ δοκοῦν κινοῦσα κατ’ ἄγνω-
στον, πλὴν συνήθη, τρόπον, νὰ θέσῃ εἰς ἐνέργειαν τὸ σύνολον ἐκεῖνο τῶν
δυνάμεων. Οὕτω δὲ ἐνισχύουσα τὴν μὲν ἢ δὲ ὑλικὴν αὐτῆς αἴσθησιν, νὰ
220 Η ΚΛΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

ἀκούῃ εἰς ἀποστάσεις, νὰ βλέπῃ τὰ μακράν, νὰ κοινωνῇ μετὰ τῶν ἄλ-


λων κόσμων, καὶ ἐν γένει νὰ θέτῃ εἰς κίνησιν νόμους οἵτινες ἐν τῇ δράσει
αὐτῶν ἤθελον φανῆ ὡς ἄντικρυ εὑρισκόμενοι μὲ τοὺς νῦν δρῶντας ἐπὶ τοὺ
συνόλου τῆς ὕλης.
Οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι ἐγνώριζον τὰς ἰδιότητας ταύτας καὶ ἐν τῷ ­καθό­λου
αὐτῶν βίῳ, χρῆσιν ἐποιοῦντο τούτων οὐχὶ ἐσκεμμένως ἀλλ’ ­ἐ νστικτικῶς.
Οἱ πρῶτοι μάλιστα μνημονευόμενοι τῆς Ἀρείας φυλῆς ἄνθρωποι, ἐκτεινό-
μενοι μέχρι τῶν χωρῶν ἔνθα καὶ ἡ φυλὴ τῶν πιστῶν τοῦ θρυμματισθέντος
ὑπὸ τοῦ Προφήτου Ἡλιοῦ Βάαλ, ἀνεπιγνώτως καὶ κατὰ τρόπον μυστηριώ-
δη εἶχον ὑπερεντεταμένην αὐτῶν τὴν ἐνέργειαν καὶ ἰσχὺν ὥστε νὰ πλεονε-
κτοῦν εἰς ὑψηλὰς ἐκδηλώσεις. Ἡ τῶν Σεβίκων εἶτα φυλὴ καὶ ἡ τῶν Ναρῶν,
ἥτις ὡς τμῆμα τῆς Ἀρείας διασπασθεῖσα ἐξηπλώθη εἰς τὴν νῦν μέσην Ἀνα-
τολὴν καὶ πρὸς τὴν Δὺσιν διὰ τῆς λωρίδος τῶν Μεσογειακῶν παραλίων,
εἴτε ὡς ἐκ τῶν νέων βιωτικῶν καὶ καιρικῶν συνθηκῶν, εἴτε ὡς ἐκ τῆς προ-
σπαθείας ἀτομικῆς ἐρεύνης, ὀφειλομένης εἰς τὴν ὀργῶσαν κατὰ μικρὸν
τοῦ ἀνθρώπου φαντασίαν, ἠτρόφησεν ἐκφυλίσασα τὰς δυνάμεις ταύτας
καὶ μετ’ οὐ πολὺ ἠγνόησεν.
Αἱ δυνάμεις αὗται ἐκφυλισθεῖσαι οὐχὶ κατὰ ποσὸν ἢ ποιὸν ἀλλὰ κατὰ
τὸν τρόπον τῆς ἐνεργείας, ἔμειναν μετὰ πάροδον αἰώνων γνωσταὶ μόνον
εἰς τοὺς μύστας τῶν Ἐλευσινίων μυστηρίων ἐν Ἑλλάδι, ἐν δὲ τῇ Δύσει
εἰς τὰς χρησμοδοτούσας Ἱερείας τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ εἰς τὴν Αἴγυπτον εἰς
τοὺς ἱερεῖς, τοὺς κατὰ τὴν ἐποχὴν τῆς ἀκμῆς τῆς Βαβυλῶνος δρῶντας.
Ἀλλ’ ἐν τῇ Ἄπω Ἀνατολῇ ἡ κοινωνία αὕτη μετὰ τοῦ κόσμου τούτου τῶν
μυστηριωδῶν δυνάμεων ἔμεινε γνωστὴ ἐπὶ μακρὸν μέχρι τῆς δύσεως τῆς
φυλῆς τῶν Νεμρώδ. Ὡσαύτως ἦτο γνωστὴ ἐπὶ γενεῶν ἕως τοὺ Κρίσνα καὶ
Βισνοὺ μετὰ τόσων ἄλλων διαφυλαχθεῖσα διὰ τῶν αἰώνων εἰς τὸ πρόσω-
πον τῶν Φακιρῶν.
Οἱ Φακῖραι (γιαγγῆ) διεφύλαξαν μυστικὴν τὴν θυρίδα ταύτην τῶν ἀπορ-
ρήτων μέχρι τῆς σήμερον, ἵνα εἰς τὸ πρὸ ἡμῶν μέλλον πᾶσα ψυχὴ ζητήσῃ
τὴν σπουδαιοτάτην ταύτην λειτουργίαν καὶ καταστῇ κάτοχος τοῦ τρόπου
της πᾶσα σάρξ. Τὸ μυστικὸν τῶν Φακιρῶν εἶναι ἐν τῇ πληθώρα τῶν ποικίλων
καὶ παραδόξων φαινομένων ἓν καὶ μόνον: Οἱ Φακῖραι ἔχουσι τὴν γνῶσιν τῆς
ἀτραποῦ τῆς ἀγούσης διὰ μέσου τοῦ ψυχικοῦ λαβυρίνθου εἰς τὸ μεσότοι-
χον, τὸ χωρίζον τὸν Ὑλικὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν Ψυχικόν, καὶ ἐν ᾧ ἐστιν ἡ
πύλη, δι’ ἧς κοινωνεῖ ὁ πρῶτος ἄνθρωπος μετὰ τοῦ δευτέρου. Καὶ ἡ γνῶ-
σις αὕτη εἶναι ἡ χαρακτηρίζουσα τὸ μυστικὸ αὐτῶν. Εἶτα μὲ στιβαρὰν τὴν
πνευματικὴν χεῖρα καὶ διὰ τῆς κλειδὸς τοῦ μυστηρίου ἀνοίγουσι τὴν πύλην
ταύτην καὶ εἰσερχόμενοι εἶτα ἐντὸς τοῦ ἀπεράντου τούτου περιβόλου, τοῦ
ἀνεξερευνήτου τούτου Κόσμου τῆς ψυχῆς, ἀφυπνίζουσιν οἵαν οὗτοι ἐπιθυ-
μοῦσιν δύναμιν καὶ θέτουν εἰς ἐνέργειαν οἷον βούλονται νόμον.
Ἵνα φθάσῃ ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο τῆς κατὰ τὸ δοκοῦν κινή-
σεως ἢ ἐνεργείας τῶν δυνάμεων τούτων ἀναχωρῶν ἀπὸ τοῦ Πνευματικοῦ
Κόσμου ὡς Ὀντότης Πνευματική, ὡς Πνευματικός, ἀκολουθεῖ πολυδαιδά­
Η ΚΛΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ 221

λειον τροχιάν, διερχόμενος ποῦ μὲν ἀνυπέρβλητα τείχη, χωρίζοντα δια-


φόρους ὑποστατικὰς ἐπικρατείας, ποῦ δὲ σκιώδη ἄντρα ὁρίζοντα τὰ ὅρια
διαφόρων κόσμων. Καθ’ ὅλην αὐτὴν τὴν διαδρομὴν ὁ Πνευματικὸς ἄνθρω-
πος γνωρίζεται μὲ πάντας τοὺς ἑτέρους ἀνθρώπους τοὺς διεπομένους
ἀπὸ διαφόρους νόμους, τοὺς παρουσιάζοντας διαφόρους ἐνεργείας καὶ
ἀποτελέσματα καὶ οἵτινες ἐν ὁλομελείᾳ, ἐν θαυμαστῇ καὶ ὑπερφυᾷ ἑνώσει,
ἀπαρτίζουν τὸ Ἑνιαῖον σύμπλεγμα τοῦ ἀνθρώπου.
Γνωρίζεται ὁ Πνευματικὸς ἄνθρωπος μετὰ τοῦ ψυχικοῦ καὶ διὰ τούτου
μετὰ τοῦ Ὑλικοῦ τοιούτου. Ὁ Ψυχικὸς ἄνθρωπος εἶναι ὁ μεσάζων μεταξὺ
τοῦ Πνευματικοῦ καὶ Ὑλικοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐν ᾧ ρυθμίζο-
νται τοῦ Πνευματικοῦ καὶ Ὑλικοὺ αἱ ἐνέργειαι, συμβιβάζονται τὰ ἀντίθε-
τα καὶ συμπληροῦνται αἱ ἐλλείψεις. Ὁ Πνευματικὸς ἄνθρωπος διὰ τὴν
ἐκδήλωσιν αὐτοῦ εἶχεν ἀνάγκην τῆς ὕλης ἔτι δὲ τῆς ψυχῆς, ἥτις εἶναι ἡ
ἀνωτέρα ζωή. Ὁ δὲ Ὑλικὸς ἀνθρωπος εἶχεν ἀνάγκην δυνάμεων διὰ τὴν δια-
τήρησιν αὐτοῦ, ἃς ἐδανείσθη ἀπὸ τὸν Πνευματικόν, ἀφέντα ταύτας εἰς τὸν
Ψυχικὸν τοιοῦτον ὡς δυνάμεις ψυχικάς.
Οἱ τρεῖς οὗτοι ἄνθρωποι ἐν ἑνὶ ὑπάρχοντος δίδουν τὴν Προσωπικότη-
τα τοῦ ἀνθρώπου, ἥτις δὲν εἶναι ἢ συνύπαρξις τῶν τριῶν τούτων καὶ δι-
αφόρων στοιχείων διεπομένων ἀπὸ ἰδίους νόμους καὶ συνηνωμένων διὰ
διαμέσων στοιχείων ἐπαμφοτεριζόντων εἰς τὴν ὑπόστασιν αὐτῶν μὲ τὰ
προηγούμενα καὶ τὰ ἑπόμενα. Μεταξὺ τοῦ πνευματικοῦ στοιχείου καὶ τοῦ
ψυχικοῦ, μεταξὺ τοὺ Πνευματικοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ Ψυχικοῦ ὑφίσταται
μεσάζουσα βαθμίς, ἕτερος ἄνθρωπος ὁ Ψυχοπνευματικός ἢ πνευματοψυ-
χικός, μετέχων τόσον τῆς Πνευματικῆς ὅσον καὶ τῆς Ψυχικῆς ὑποστάσεως.
Ἀκολουθεῖ ὁ Ψυχικὸς, ὅστις γειτνιάζει μετὰ τοῦ Ὑλικοῦ ἀνθρώπου διὰ
τοῦ Ψυχοϋλικοῦ τοιούτου, ἔχοντος νόμους καὶ ὑπόστασιν ψυχοϋλικήν.
Ἀλλὰ καὶ ἕτερος εἰρμὸς ἑνώνων τὰ ἄκρα ὑφίσταται κατὰ τὸν μᾶλλον
μυστηριώδη τρόπον καὶ συνέχει τὰ ἐντελῶς διάφορα, τοὺς διαφόρους καὶ
ἀντιθέτους νόμους, τοὺς δεσπόζοντας τῶν πάντῃ διαφόρων κόσμων τῆς
ὕλης καὶ τοῦ Πνεύματος, καθιστῶν ὁμορρόπους τὰς ἀντιρρόπους τούτῳ
κατευθύνσεις καὶ δημιουργῶν οὕτω τὸν δεσμὸν τῶν τοῦ Ὑλικοῦ καὶ τοῦ
Πνευματικοῦ ὑποστάσεων. Ὁ σύνδεσμος οὕτος, ἡ δυναμικὴ αὕτη συναρ-
μολόγησις ἄρχεται λειτουργοῦσα ὅταν τὸ Πνευματικὸν χωρισθῇ διὰ τοῦ
θανάτου τοῦ χονδροειδοῦς συμπλέγματος τῆς ὕλης καὶ ὁπόταν στοιχεῖα
ὕλης κάπως αἰθερίας μορφῆς ἑνοῦνται μετὰ τοῦ Πνευματικοῦ δημιουργοῦ-
ντα τὸν Πνευματοϋλικόν ἄνθρωπον.
Ἡ περισσότερον μόνιμος τοῦ ἀνθρώπου κατάστασις αὕτη, ἀκολου-
θεῖται ἀπὸ ὁλόκληρον τὸν συνειρμὸν τῶν προϊόντων τοῦ Ψυχικοῦ Κόσμου,
ἤτοι τῶν ψυχικῶν συναισθημάτων μὲ τὰ δημιουργοῦντα αὐτὰ αἴτια καὶ
ἅτινα εἰσὶν συνυφασμένα εἰς τὸ ὑλικὸν τοῦ Πνευματικοῦ, τὸ Περίπνευμα.
Ἀναλόγως δὲ τοῦ ποιοῦ καὶ τοῦ ποσοῦ τῶν συναισθημάτων τῶν καλῶν ἢ
κακῶν, ὑφίσταται καὶ ἀντίστοιχος συνεκτικότης τῶν ὑλικῶν στοιχείων τοῦ
ὑλικοῦ τοῦ πνεύματος περιβολίου, καθιστῶσα εὐχερῆ ἢ δυσχερῆ καὶ ἀδύ-
222 Η ΚΛΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

νατον τὴν κίνησιν ἢ ἄνοδον εἰς ἄλλας πνευματικὰς σφαίρας τοῦ πνεύματος
καὶ δημιουργοῦντα τὰς διαφόρους βαθμίδας τῆς πνευματικῆς ἐξελικτικῆς
κλίμακος.
Ἐπειδὴ δὲ τόσον τὸ αἴσθημα ὅσον καὶ τὸ προηγούμενον τοιοῦτον τὸ
συναίσθημα ὁρίζονται ἀπὸ ὑλικὰς πάντοτε ἀλλοιώσεις, διαφόρους εἰς τὰ
διάφορα καὶ ἐπειδὴ αἱ ἐκφάνσεις τούτων γίνονται πάντοτε δι’ ὑλικῶν μέ-
σων, ἕπεται ὅτι τοιαύτη ἢ τοιαύτη κατάστασις τῆς συναισθηματικῆς ὕλης
προϋποθέτει ὕπαρξιν τοιούτου ἢ τοιούτου συναισθήματος. Ἤτοι ἡ ὕλη
εἶναι ἐκδοχὴ τῶν συναισθημάτων ὅπως καὶ τὸ συναίσθημα εἶναι προϊὸν
ὑλικῆς ἢ κάλλιον ἀνωτέρας ὑλικῆς αἰσθήσεως, αἰσθήσεως ψυχικῆς.
Οὕτω ἐν τῷ Πνευματοϋλικῷ ἀνθρώπῳ ἡ ὕπαρξις τῶν συναισθημάτων
καὶ κατ’ ἀκολουθίαν καὶ τῆς ἐκδεχομένης ψυχικῆς αἰθεριώδους ὕλης εἶναι
ἐκεῖνα, ἅτινα δημιουργοῦσι τὴν ἰσχυρὰν ἢ χαλαρὰν συνεκτικότητα τῶν ὑλι-
κῶν στοιχείων. Πᾶν συναίσθημα δημιουργούμενον διὰ τὴν ὕλην καὶ ὑπὲρ
τῆς ὕλης δι’ ἐπικράτησιν αὐτῆς, γεννᾶ ροπὴν ἀντιπνευματικήν, συνδέει
τὸ Πνευματικὸν μὲ περισσοτέρους δεσμοὺς μὲ τὴν ὕλην. Καὶ οὕτω ἐν τῷ
Πνευματοϋλικῷ συνδέσμῳ ἡ ὕπαρξις συναισθημάτων διὰ τὴν ὕλην γεννᾷ
ἀγάπην πρὸς αὐτὴν καὶ οὕτω ἡ Πνευματικὴ Ὀντότης ἄγεται δεσμευμένη
πρὸς ὑλικὰς ἐπικρατήσεις, αἵτινες εἰ καὶ μὴ μόνιμοι, κρατοῦν μὲ ἰσχυροὺς
ὑλικοὺς δεσμοὺς τὸ πνεῦμα, ὅπερ ὡσεὶ κεκλεισμένον εἰς περιωρισμένον
χῶρον μὲ ὑψηλὰ περιτειχίσματα ἀδυνατεῖ νὰ κινῆται ἐλευθέρως εἰς τὸν κό-
σμον τῆς δράσεώς του.
Τοὐναντίον πᾶσα ἀποβολὴ ἀντιπνευματικῶν συναισθημάτων, ἀπο-
βάλλει καὶ ἀνάλογα ὑλικὰ στοιχεῖα, ἅτινα οὕτω δημιουργοῦν διὰ τῆς
ἀποβολῆς των κατὰ τὸ μᾶλλον αἰθεριώτερον ὑλικὸν τοῦ Πνεύματος περί-
βλημα, ἄχρις οὗ ἀποβληθέντος παντὸς τοιούτου συναισθήματος, ψυχικῆς
δυνάμεως τοῦ κακοῦ, ἆρα καὶ στοιχείου ὑλικοῦ μείνουν μόνον τὰ δυναμικὰ
πνευματικά συμπλέγματα ἐν τῇ ἀΰλῳ αὐτῶν μορφῇ, τὰ χαρακτηρίζοντα
τὸν ἕβδομον ἄνθρωπον, τὸν Ἄϋλον, τὸν δυναμικόν, τὴν ὑστάτην Πνευ-
ματικὴν ἐξέλιξιν ἢ τὸν Θεοποιηθέντα ἄνθρωπον, ὅστις ἔσεται τὸ σύνο-
λον Ἀρχῶν, Νόμων, Ἰδιοτήτων καὶ Δυνάμεων.
Ἑπτὰ ὅθεν προσωπικότητες ἐγκρύπτονται ἐν ἑνὶ ἑκάστῳ ἀνθρώπῳ,
αἵτινες συνεχόμεναι ὑπὸ τῆς μιᾶς παρουσιάζονται ὡς μία προσωπικότης
τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὑπὸ τὴν κυριώδη, τὴν ἀναλλοίωτον Πνευματικὴν προ-
σωπικότητα. Ἕκαστος τῶν ἑπτὰ ἐν ὑμῖν ἀνθρώπων, ὑφίσταται, λειτουρ-
γεῖ καὶ ἐκδηλοῦται ἐπὶ τῇ βάσει ἰδίων νόμων, δρώντων κατ’ ἴδιον τρόπον
ἐνεργείας, δι’ ἕνα ἕκαστον τῶν ἑπτὰ ἐν ἡμῖν ἀνθρώπων, ἰδίας μορφῆς αἴτια
μὲ ποικιλίαν ἀντιστοίχων φαινομένων, ἅτινα ἐν τοῖς ἀναλόγοις ἐκδηλώσε-
σιν αὐτῶν, ὁρίζουν τὴν διαφορὰν ἑκάστου καὶ τὴν μυστηριώδη συνοχήν,
τὴν διέπουσαν τὰς τῶν ἑπτὰ ποικιλομόρφους καὶ διαφόρους ἐκδηλώσεις.
Ἰδία ἑκάστοτε δυναμικὴ πλοκὴ διακρίνει ἑκάστην λειτουργίαν, διάφορα
μέσα χρησιμεύουσιν ὡς ὄργανα ἐκδηλώσεως ἑκάστης τούτων. Ποικίλοι
συνδυασμοί, συνειρμοὶ ἀνομοιόμορφοι, ποικίλαι μορφαὶ τῆς ἀντιθέσεως
Η ΚΛΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ 223

ὁρίζουσιν ἕκαστον ἄνθρωπον ἐκ τῶν ἐν ἡμῖν. Εἰς τὰς διαφορὰς δὲ ταύτας,


εἰς τὰς διαφόρους ἀναλογίας, εἰς τὴν κατὰ διαφόρους ἐντελῶς τρόπους
ἐκδήλωσιν ἐνεργουσῶν δυνάμεων εἰς τὴν ὑπερτροφίαν ἢ ἀτροφίαν ἑνὸς
τῶν ἑπτά ἐν ἡμῖν ἀνθρώπων, ἔγκειται καὶ ἡ διάκρισις ἡ ὑφισταμένη μεταξὺ
τῶν διαφόρων ἀτόμων ἡ διακρίνουσα τὸν πνευματωδέστερον τοῦ μέν, τὴν
σωματικὴν ρώμην τοῦ δέ, τὴν ψυχικὴν λεπτότητα ἑτέρου, τὴν εὔκολον ἐπι-
κοινωνίαν μὲ τὸ Ἀόρατον καὶ τὸ εὐμετάπτωτον ἑνὸς ἄλλου.
Ἀλλὰ πάσας τὰς ἐκ τῆς μιᾶς ἀπὸ τὰς ἑπτὰ ταύτας προσωπικότητας
εἰς τὴν ἀπειρίαν τῶν ποικίλων συνδυασμῶν τόσον τῶν δρωσῶν δυνάμεων
καὶ αἰτίων ὅσον καὶ τῶν ἀποτελεσμάτων καὶ τῶν ἐκδηλώσεων αὐτῶν, δύο
διέπουν παντοῦ ἐκτεινόμενοι νόμοι, οἱ Νόμοι τοῦ Κακοῦ καὶ τοῦ Καλοῦ. Εἰς
τὴν παρατηρουμένην τῶν μερῶν ἀνομοιογένειαν ὑπάρχει ἡ ταυτότης ἡ
αὐτὴ τῆς ἀντιθέσεως. Εἰς τὴν μορφὴν τῶν παραγωγικῶν αἰτίων ἡ αὐτὴ πά-
ντοτε ὑφίσταται γένεσις τοῦ ἀντιθέτου. Εἰς τὰ παραγόμενα καὶ εἰς τὰς ἐκ-
δηλώσεις τούτων ἡ αὐτὴ πάντοτε ἰσοσθενὴς ἐπίδρασις τοῦ ἀντιδρῶντος.
Καὶ τοῦτο ἀκριβῶς εἶναι τὸ στοιχεῖον τὸ ἑνοῦν τὰ ἀνόμοια, τὸ συμβάλλον
τὸ ἀσύμπτωτο, τὸ παραλληλίζον τὰ ἑτερογενῆ καὶ τὸ ὑπαγάγον ὑπὸ τὸ ἓν
τὰ πολλά, τὸ παρουσιάζον τέλος τὴν Μίαν Προσωπικότητα.
Ἡ κοινότης αὕτη τῆς ἀντιμορφίας δηλονότι παντὸς αἰτίου καὶ ἀπο-
τελέσματος καὶ τῆς περὶ τὸ ἓν τῆς ὁλικῆς ἐνεργείας, σκοπιμότης, εἶναι ἡ
ἀποτελοῦσα τὸν ἀδιάσπαστον κρῖκον τὸν ἀποτελοῦντα συνδετικῶς τὸν
ἕναν ἄνθρωπον, μὲ μίαν κυρίαν ἐνεργείαν, μὲ ἕνα οὐσιώδη σκοπὸν μὲ μίαν
φροντίδα καὶ ἕνα προορισμόν.
Οὕτω δὲ πάσα δρᾶσις ἑνὸς ἑκάστου ἀνθρώπου ἢ κάλλιον μιᾶς ἑκάστης
προσωπικότητας ἐκ τῶν ἐν ἡμῖν ἑπτά, πᾶσα λειτουργία νόμου ὑπὸ τὴν ποι-
κιλίαν τῆς δημιουργικῆς μορφῆς καὶ τοῦ ἐκδηλωτικοὺ τρόπου αὐτῆς, ἕνα
ἐπιδιώκει πάντοτε σκοπὸν καὶ διὰ μίαν καὶ μόνην προσωπικότητα φροντί-
ζει κυρίως, διὰ τὴν Πνευματικὴν, διὰ τὴν πρόοδον αὐτῆς, θὰ ἠδύνατο τι νὰ
εἴπῃ ὅτι πᾶσαι αἱ λοιπαὶ προσωπικότητες δὲν εἶναι ἢ ἐπίκουροι τῆς μιᾶς,
στοιχειακαὶ δυνάμεις, συμπλέγματα προοριζόμενα διὰ τὴν ἐπικουρίαν τῆς
μιᾶς τῶν ἑπτὰ προσωπικοτήτων. Διὰ τῆς ὁμοιογενοῦς ὅθεν λειτουργίας
ἐνεργειῶν, διὰ πολέμου τῆς ἀντιδράσεως τῶν δρωσῶν δυνάμεων, διὰ μέ-
σου τοῦ σάλου, ὅστις ταράσσει τὰ ἐνεργοῦντα ἀντίθετα αἴτια, εἰς τὰ παρα-
γόμενα ἀποτελέσματα, εἰς τὰς μεταπτώσεις, εἰς τὰς κατὰ καιροὺς ἐπικρα-
τήσεις, τῶν προσωπικοτήτων τῆς μιᾶς αὐτῶν, εἰς τὴν ἀέναον ταύτην τῶν
ἀντιθέσεων ζύμωσιν, δὲν δημιουργεῖται εἰ μή ἡ Πνευματικὴ ἐξέλιξις καὶ
ἀνύψωσις.
Ἡ ἀνισομέρεια δὲ αὕτη ἡ παρατηρουμένη μεταξὺ τῶν ἑπτὰ ἐν τῇ μιᾷ
τῶν προσωπικοτήτων, εἶναι τὸ αἴτιον τὸ προκαλοῦν τὰς διαδοχικὰς ἐνσαρ-
κώσεις πνευματικότητός τινος, διὰ τὴν ἄνοδον αὐτῆς εἰς τὴν ἐξελικτικὴν
προοδευτικὴν κλίμακα. Αὕτη ἐπίσης εἶναι ἡ γεννῶσα τὴν μετάπτωσιν τὴν
πνευματικὴν καὶ ἡ δημιουργοῦσα τὴν ἀντίστασιν ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ τῆς αὐτῆς
λογικῆς. Ἡ ἀνισομέρεια ἐπίσης αὕτη, ἡ μὴ ἁρμονικὴ συνολικὴ ἑφθημέρεια
224 Η ΚΛΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

εἶναι ἡ διακρίνουσα τὴν ἀτομικὴν σύστασιν, τὸν χαρακτῆρα τὸν ἀτομικόν.


Ἐπειδὴ δὲ ἐν ἑνὶ ἀτόμῳ ἡ δυσαρμονία εἰς τὴν ἐφθυπόστατον αὐτοῦ
ὁλομέλειαν εἶναι διάφορος τῆς παρατηρουμένης τοιαύτης εἰς ἕτερον
ἄτομον, διὰ τοῦτο καὶ ἡ ποικιλία τῶν διαβαθμίσεων τῶν ἀναλογικῶν πο-
σοτικῶν σχέσεων τῶν ἑπτὰ τοῦ ἑνός, δημιουργοῦν τὴν ἀνισορροπίαν τὴν
παρατηρουμένην εἰς τὰ κοινωνικὰ συμπλέγματα. Ἡ παρατηρουμένη
ὅθεν κοινωνικὴ ἀρρυθμία, ἡ μὴ συμβιβάζουσα εἰς τὴν τοῦ αὐτοῦ εἴδους
ὑπόστασιν τὴν ἀπειρίαν τῶν ἀνθρωπίνων ὀντοτήτων, εἶναι προϊὸν τῆς μὴ
ἰσομερῶς κατανεμομένης ἐνισχύσεως τῶν διαφόρων ὑπάρξεων τοῦ αὐτοῦ
ἀνθρώπου. Εἰς τοῦτο δὲ συμβάλλουσιν αἱ διάφοροι συνθῆκαι, αἱ παρατη-
ρούμεναι εἰς τὰς κατὰ διάφορον τρόπον δρώσας κοινωνικὰς ὁλομελείας.
Ἵνα δὲ ἐπέλθῃ ἰσορροπία εἰς πάντα τὰ μέλη, ἅτινα συνδετικῶς ἀπαρτί-
ζουν τὸ ὅλον μιᾶς Κοινωνίας, πρέπει πρωτίστως νὰ ἰσορροπήσωσιν πᾶσαι
αἱ δυνάμεις τῶν ἑπτὰ ἐν ἑνὶ προσωπικοτήτων καὶ ἁρμονισθῶσιν αἱ δράσεις
τῶν ἀντιστοίχων νόμων τῶν διεπόντων τὰς ἐνεργείας καὶ τὰ αἴτια αὐτῶν.
Ὅταν πάντων ἡ ἐνέργεια στραφῇ περὶ ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν ἄξονα σκοπιμότη-
τος, ὅταν εἷς καὶ μόνον κανὼν χρησιμεύσῃ ὡς παραλληλίζων τῶν ποικίλων
ἐνεργειῶν τὰς κατευθύνσεις, ὅταν ἡ παρεχομένη εἰς τοὺς ἑπτὰ ἀνθρώπους
τροφὴ εἶναι ποσοτικῶς ἴση, ὅταν ἡ ἀνάπτυξις τῶν ἑπτὰ ἀνθρώπων εἶναι
ταυτόχρονος, τότε ἡ ἰσορροπημένη αὕτη ἐφθυπόστασις παρουσιάζει ἁρ-
μονικωτάτας Κοινωνίας, ἐν αἷς εὐπαθεστάτη θέλει παρατηρηθῇ ἰσορροπία
καὶ δι’ ἧς ἄρχεται ἡ ἐξέλιξις πρὸς τὴν ἄνοδον τοῦ ἀνθρώπου.
Πᾶσαι αἱ λοιπαὶ αὐτοῦ προσωπικότητες ἡ μία κατόπιν τῆς ἄλλης συγ-
χωνεύονται, ἀποβάλλουσαι τὴν ἰδίαν καὶ διακριτικὴν αὐτῶν αὐθυπαρξίαν
καὶ παρουσιαζόμενοι κατὰ μικρὸν ὡς πολλαπλαῖ συγχωνεύσεις μιᾶς κυ-
ριαρχούσης ὑποστάσεως. Οὕτω κατὰ πρῶτον μὲν εἰς τὸν ἰσορροπηθέντα
ἄνθρωπον, ὅταν ἡ ἐξέλιξις ἀπολύτως λαμβάνῃ χώραν ἐν τῇ προοδευτικῇ
Πνευματικῇ κλίμακι, ὁ Ὑλικὸς ἄνθρωπος ἢ ἡ ὑλικὴ αὐτοῦ προσωπικότης
ἀποβάλλουσα διὰ τοῦ ζωϊκοῦ θανάτου τῆς ὀργανικῆς αὐτῆς συνθέσεως τὸ
ὑποστατὸν χάνεται ὡς χονδροειδές στοιχεῖον ὕλης, ἀποβάλλει τὸν αἰσθη-
τῶς ὑλικὸν αὐτῆς χαρακτῆρα καὶ ὑπεισέρχεται εἰς τὸ ὅλον ὑποστατὸν τοῦ
Ψυχοϋλικοῦ.
Ἡ συγχώνευσις αὕτη δίδει αὑτῇ χαρακτῆρα ἴδιον εἰ καὶ κατὰ βάθος
τὸν αὐτόν, ἀπαραλλάκτως ὅπως συμβαίνῃ μὲ τὰ ὀργανικὰ ὄντα, ἅτινα
παραλαμβάνοντα τὴν ἀνόργανον ὕλην ἀφομοιοῦσιν αὐτὴν καθιστῶσα ὀρ-
γανικήν. Ἤλλαξεν κατὰ ταῦτα ἡ φύσις ἢ ὁ χαρακτὴρ αὐτῆς οὐχὶ ὅμως καὶ ἡ
ὑπόστασις. Οὕτω δὲ κατὰ ταῦτα μόνον ἓξ παραμένουσιν ἴδιον χαρακτηρι-
σμὸν ἔχουσαι προσωπικότητες, τῆς μιᾶς μετὰ τὸ φαινόμενον τοῦ θανάτου
ἐκλειψάσης ὡς αὐτουσίου καὶ ὑπεισελθούσης εἰς τὴν γειτνιάζουσαν προ-
σωπικότητα, ἧς οἱ νόμοι ἔχουσιν ποιὰν τινὰ ὁμοιότητα τόσον εἰς τὰ παρα-
γωγικὰ αἴτια, ὅσον καὶ εἰς τὸν τρόπον ἐκδηλώσεως αὐτῶν μετὰ τῶν νόμων
τῆς γειτνιαζούσης προσωπικότητος.
Ἀλλὰ τὸ Ψυχοϋλικόν ὡς ἀνωτέρω ἐξέθημεν, ἀνῆκον εἰς προσωπικότη-
Η ΚΛΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ 225

τα αὐτουσίαν μέν, πλὴν χρησιμεύουσαν ὡς σύνορα δύο διαφόρων ὀντο-


τήτων, ἀλλ’ ἐπαμφοτεριζούσης πλοκῆς καὶ συνθέσεως, ὑποσκελίζεται ἀπὸ
τὸ καθαρῶς Ψυχικόν, ὅπερ κυριαρχοὺν κρατεῖ μέρος τῆς ὑλικῆς προσωπι-
κότητος, τῆς ἐν τῷ Ψυχοϋλικῷ, καὶ διὰ τοῦ Πνευματικοῦ - Ψυχικοῦ παρει-
σάγουσα τοῦτο εἰς τὴν Πνευματικὴν προσωπικότητα ἀποτελεῖ διὰ μυστη-
ριώδους συνδυασμοῦ τὸν περίεργον δεσμὸν τῆς ἕκτης προσωπικότητος
τοῦ Πνευματοϋλικοῦ.
Ἡ Ψυχικὴ ὀντότης εἶναι κυρίως αὐτὴ αὕτη ἡ ζωϊκὴ ἐκδήλωσις, τὸ φαι-
νόμενον τῆς ζωῆς μὲ τὴν πληθώρα τῶν αἰσθημάτων καὶ συναισθημάτων,
ἅτινα ἐκ ταύτης γεννῶνται ἢ καὶ ταύτην ἐκδηλοῦντα ὁρίζουσιν. Ἐνῶ τὸ
Ψυχοπνευματικόν εἶναι ἡ προσωπικότης ἡ ἐπαμφοτερίζουσα εἰς πνευμα-
τικὰς ἰδιότητας καὶ ψυχικὰς ἢ ζωϊκὰς ἢ ὑλικὰς τοιαύτας. Οὕτω δὲ ἡ ­ὑλικὴ
προσωπικότης διὰ τῆς συγχωνεύσεως αὐτῆς καὶ παρεισδύσεως εἰς τὸ
Ψυχο­ϋλικὸν καὶ Πνευματοϋλικόν, λαμβάνει ἴδιον χαρακτῆρα, ἰδίαν σύστα-
σιν, ὑπαγομένη εἰς νέους νόμους καὶ περιβάλλουσα τὴν ψυχικὴν ὀντότητα
διττῶς, ὡς Ψυχικὸν - Ὑλικὸν ἐντεῦθεν ὡς Πνευματικὸν - Ὑλικὸν ἐκεῖθεν.
Ὁπότε ἡ Ψυχικὴ ὀντότης, ἡ μία τῶν ἐξεχουσῶν τριῶν προσωπικοτήτων
χαρακτηρίζεται ὡς προσωπικότης ἢ ὡς τὸ πεδίον ἢ τὸ μέσον δι’ οὗ ἡ
ὁλομελὴς ἑνιαία ἀνθρωπίνη προσωπικότης μετέχει τῶν δύο ἀπολύτως
ἀντιθέτων φύσεων τῆς Πνευματικῆς καὶ τῆς Ὑλικῆς.
Διὰ ταύτης ἡ ὕλη ζωοποιεῖται παρουσιάζουσα τὸ φαινόμενον τῆς ζωῆς,
διὰ ταύτης δέχεται τὴν ἐν τῇ ὀργανικῇ αὐτῆς δράσει Πνευματικὴν κυβέρ-
νησιν, τὴν Λογικήν. Διὰ τῆς Ψυχικῆς προσωπικότητος παρουσιάζονται εἰς
τὴν Ὕλην τὰ ζωϊκὰ σκιρτήματα, διὰ ταύτης δρῶσιν ἐπὶ τῆς ὕλης οἱ ἐκ τοῦ
Πνευματικοῦ ἀπορρέοντος νόμοι τοῦ ὁρμεμφύτου καὶ τοῦ ἐνστίκτου. Δι’
αὐτῆς τὸ Ψυχοϋλικὸν μὲ τοὺς ἰδίους νόμους του ἕλκει τὸ ὅλον Πνευματι-
κὸν πρὸς τὸ Ὑλικὸν ἐπικρατοῦν, καὶ δι’ αὐτῆς ὡσαύτως ἡ ὑπερβάλλουσα
Πνευματικὴ προσωπικότης διὰ τοῦ Ψυχοπνευματικοῦ ἕλκει τὸ ἀντίθετον
Ὑλικὸν πρὸς ἑαυτήν.
Ἡ Ψυχὴ εἶναι ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τὸ μέσον τὸ ἐξελίσσον τὸ ζωϊκὸν αἴ-
σθημα εἰς συναίσθημα καὶ τὸ περίβλημα τὸ περιβάλλον τὸ πνευματικὸν
σῶμα. Εἶναι ἡ ἐνεργοποιηθεῖσα καὶ ὑπολανθανόντως ὑπάρχουσα ἐν τῷ
σώματι ζωϊκῇ δύναμις. Ζωοποιεῖ τὴν ὕλην τὴν ἄψυχον, τὴν νεκράν, ἀλλ’ ἔρ-
χεται ἐκ τοῦ ὅλου Πνευματικοῦ, ὁπότε εἶναι σπέρμα ἐνεργείας πνευματικῆς
καὶ ὁπότε τὸ Πνεῦμα ἐστὶ τὸ ζωοποιοῦν. Ἐξαπελύθη ὡς ἰδία προσωπικότης
ἀπὸ τὸ Πνευματικὸν ὅλον καὶ ἆρα δύναται νὰ θεωρηθῇ ὡς δημιουργηθεῖσα
Ὀντότης εἰ καὶ ὑπῆρχε πρὶν κεχωρισμένως δημιουργηθεῖσα ἐν τῇ ἑνιαία
πνευματικῇ ὑποστάσει. Ὡς ἴδιον «ΕΝ» ἔχον ἀρχὴν δημιουργίας θὰ ἔχῃ ὡς
τοιοῦτον καὶ τέλος. Ἡ Ψυχὴ κατὰ ταῦτα γεννηθεῖσα θὰ ἀποθάνῃ. Ἀλλ’ ὁ
θάνατος αὐτῆς οὐδὲν ἄλλον θέλει εἶναι ἢ ἡ ἀποβολὴ τοῦ ἰδίου αὐτῆς χαρα-
κτῆρος, τῆς ἰδιομόρφου αὐτῆς προσωπικότητος μέ τοὺς ἰδίους νόμους. Οὐ-
δὲν ἄλλο ἢ ἐξαφάνισις τοιαύτης μορφῆς καὶ ἀλλαγῆς εἰς ἑτέραν ἢ κάλλιον
εἰπεῖν συνυπάρξεως μεθ’ ἑτέρας καὶ συγχωνεύσεως. Καθ’ ὅτι ὁ θάνατος
226 Η ΚΛΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

δέν ὑπάρχει εἰς τὰς δημιουργικὰς καὶ δημιουργημένας ὑποστάσεις, εἰ μὴ


μόνον ἡ ἀλλαγή.
Ἡ Ψυχικὴ προσωπικότης εἶναι προϊὸν τοῦ Νόμου τῆς Πνευματικῆς
καθόδου, ἡ δ’ ἐξαφάνισις αὐτῆς, τοῦ Νόμου τῆς Πνευματικῆς ἀνόδου δη-
μιούργημα, ἵνα οὕτω συντελεσθῇ ἡ εἰς τὸ ΕΝ κατάληξις τῆς ἐκ τοῦ Ἑνὸς
δημιουργηθείσης τριπλῆς ὑποστάσεως, τῆς διαγραφούσης οὕτω τὸν
κύκλον τῆς Πνευματικῆς ἐξελίξεως. Οὕτω δὲ ὁ νόμος τῆς συγχωνεύσεως,
ὁ δρῶν κατὰ τὴν ὅλην διαδρομὴν τῆς πνευματικῆς προοδευτικῆς κλίμακος,
εἶναι ὁ ὠθῶν τὰς ἰδιομόρφους ἑτέρας προσωπικότητας εἰς τὴν ὑπεισαγω-
γὴν αὐτῶν τούτων εἰς τὴν μίαν προσωπικότητα τὴν κυρίως ὁρίζουσαν τὰς
πνευματικὰς ὀντότητας. Συγχωνευόμεναι αἱ ὑποστάσεις ἀκολουθοῦσι τὴν
ἑξῆς σειράν.
Τὸ Ὑλικὸν διὰ τοῦ φυσιολογικοῦ θανάτου ἢ κάλλιον εἰπεῖν διὰ τῆς ἀπο-
βολῆς τοῦ ἰδίου χαρακτῆρος, ὑπεισέρχεται ὡς ἀνωτέρω ἐξέθημεν εἰς τὸ
Ψυχοϋλικόν, ἐνῶ διὰ τοῦ Ψυχικοῦ, κατὰ τὸν νόμον τῆς ὑπερβατῆς ψυχικῆς
ἕλξεως, εἰς τὸ Πνευματικόν. Τὸ Ψυχοϋλικόν, ἐν ᾧ ἐνέχεται τὸ Ψυχικόν,
ἔχον ὁμοιογένειαν εἰς τὸ ἓν τῶν συνθετικῶν του παραγόντων μετὰ τοῦ
Πνευματοϋλικοῦ, ἀφιστάμενον τοῦ καθαρῶς Ὑλικοῦ σχηματίζει συνθε-
τικῶς τὸ Πνευματοψυχικόν, ἐνῶ παρατηρεῖται ἡ ἰδία λειτουργία ἕλξεως,
ὁπόταν παραμένουν αἱ ὑποστάσεις τοῦ Πνευματοψυχικοῦ, τοῦ Πνευματι-
κοῦ καὶ τοῦ Ὑλικοῦ. Ἀλλὰ τὸ μὲν Πνευματικὸν ἔχεται τοῦ Ψυχικοῦ, ὅπερ
ἔχεται τοῦ Ὑλικοῦ ὡσαύτως.
Ἀλλὰ κατὰ τὰ ἀνωτέρω τὸ Ὑλικὸν παρεισφρῦον εἰς τὸ Ψυχικόν, ὅπερ
ἔχεται τοῦ Πνευματικοῦ εἶναι ἅμα καὶ εἰς τὸ Πνευματικὸν διὰ τοῦ ψυχο-
πνευματικοῦ, ὅτε δημιουργεῖται συμφυῶς μία οὐδετέρα κατάστασις τῆς
αἰθεριώδους Ψυχοπνευματοϋλικῆς Ὀντότητος, ἥτις ἐξελισσομένη ἐξι-
κνεῖται εἰς τὸ Ἂϋλον, τὸ χαρακτηρίζον τὸ συγχωνευτικόν ΕΝ Ἀναλλοίω-
τον, τὸ ὕστατον σημεῖον τῆς Πνευματικῆς ἐξελίξεως, ἀφ’ οὗτινος ἄρχε-
ται ἡ Ἄπειρος ἐξέλιξις τῆς αὐτῆς ὑποστάσεως ἀπείρως ἐξελισσομένης
πρὸς Ἄπειρον.
Ὥστε ἐν τῷ Ἀπείρῳ τὸ πᾶν τείνει πρὸς Ἄπειρον, ἵνα ἐκτεινόμενον
ὡς αὐτὸ εἰς τὸ αὐτὸ Ἄπειρον μείνῃ ὡς τοιοῦτον εἰς τὸ αὐτὸ Ἄπειρον, εἰς
τό ΕΝ Ἄπειρον. Καὶ ὁ Θεὸς ἄρα, Ἄπειρος ΩΝ καὶ ἐν τῷ Ἀπείρῳ καὶ συνέ-
χων τὸ Ἄπειρον εἶναι ἡ Ὑστάτη Ἐξέλιξις, ἡ Ἀναλλοίωτος, ὁ τριχῶς δρῶν
καὶ ΩΝ ΕΝ. Πρὸς τό ΕΝ τοῦτο τρέχει καὶ ἡ ἀνθρωπίνη προσωπικότης διὰ
τῆς ἐξελίξεως αὐτῆς ὡς Ἀΰλου. Πᾶσα πνευματικὴ Ὀντότης κινεῖται πρὸς
τὸ ΕΝ τοῦτο τὴν Θεοποίησιν αὐτῆς.
Τὸ πνευματικὸν εἶναι τοῦ ἀνθρώπου, ἐξ οὗ ἀπέρρευσαν τὸ τὲ Ψυχικὸν
καὶ τὸ Ὑλικὸν αὐτοῦ ὄν, εἶναι ἡ προσωπικότης ἡ διαγράφουσα τὴν πρὸς
Θεοποίησιν ἐξελικτικὴν τροχιάν. Τὸ Ψυχικὸν ἢ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ Ὑλικὸν
αὐτοῦ μετέχοντα κατόπιν τῶν διαδοχικῶν συγχωνεύσεων αὐτῶν καὶ τοῦ
Πνευματικοῦ θέλουσι ἀποβάλλει τὸν χαρακτῆρα αὐτῶν λαμβάνοντα οἵαν
ὑπόστασιν εἶχον καὶ πρὶν ἐν τῷ Πνευματικῷ, τῷ προϋπάρχοντι καὶ μόνῳ
Η ΚΛΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ 227

ὑφισταμένῳ. Κατὰ ταῦτα τὸ μὴ θνῆσκον εἶναι τὸ Πνεῦμα, τῆς Ψυχῆς καὶ


τοῦ σώματος, τοῦ Ὑλικοῦ τουτέστιν ἀνθρώπου ἐχόντων τέλος ὡς ἐχό-
ντων ἀρχὴν δημιουργίας.
Τὸ τὲ Ψυχικὸν καὶ τὸ Ὑλικὸν εἶχον τὰ σπέρματα τῆς ὑπάρξεως αὐτῶν
εἰς τὸ ὅλον τοῦ Πνευματικοῦ κατὰ τὸ ποιὸν ἢ τὸν τρόπον ἐνεργείας καὶ
ἐκδηλώσεως αὐτῶν. Οὕτω δέ κλείεται ὁ κύκλος ὃν διέγραψεν ἡ Πνευμα-
τικὴ προσωπικότης τοῦ ἀνθρώπου, τὸ μὲν ἀκολουθοῦσα τὸν Νόμον τῆς
Καθόδου καὶ παρουσιάζουσα τὰς ἑπτὰ ἰδιομόρφους προσωπικότητας, τὸ
δὲ ἀκολουθοῦσα τὸν Νόμον τῆς Ἀνόδου δι’ οὗ κατόπιν, βαθμιαίων συγχω-
νεύσεων τῶν ἑπτὰ προσωπικοτήτων καὶ καταλήγουσα εἰς τὸ σημεῖον τῆς
ἀρχῆς, φθάνει εἰς τό ΕΝ ἐξ οὗ ἀπέρρευσεν. Δημιουργεῖται δὲ οὕτω κατὰ
μικρὸν τὸ Ἑνιαῖον τριπλοῦν ἢ τὸ τριπλοῦν ΕΝ, τὸ Ψυχοπνευματοϋλικὸν ἢ
καὶ καθαρῶς τὸ Πνευματικὸν Αἰθεριῶδες, τὸ Πνευματικὸν Ἄϋλον.
Εἰς τὴν καθαρῶς Πνευματικὴν προσωπικότητα, τὴν κυρίαρχον καὶ
γενέτειραν τῶν λοιπῶν, ὡς ἀνωτέρω ἐξέθημεν, θέλουσιν ὑπεισέλθη τὸ τὲ
Ὑλικὸν καὶ Ψυχικόν, ἅτινα ὡς ἰδιόμορφοι μὲν προσωπικότητες θέλουσιν
ἀποθάνει ἢ θέλουσι ἐξαφανισθῇ, πλὴν ὡς Πνευματικά παραμένοντα σπέρ-
ματα, ὡς καὶ τὸ πρὶν ἦσαν, θέλουσι μείνει Ἀδιάφθορα, Ἀθάνατα, Ἀναλ-
λοίωτα, Αἰώνια. Εἶναι μέρη ὑπολογίζοντα πάντοτε τὸ Πνευματικὸν ποιὸν
καὶ ποσόν. Ἀνήκουσιν εἰς αὐτὸ τὸ Πνευματικὸν σῶμα, εἶναι αὐταὶ αἱ χεῖρες
ἢ πόδες αὐτοῦ δι’ ὧν κινεῖται, αὐτὴ ἡ καρδία δι’ ἧς ζῇ. Τὸ πνεῦμα δὲν ἐν-
νοεῖται ἄνευ τῆς ἐννοίας τῆς Ζωῆς ἢ κάλλιον τῆς ζωϊκῆς ἰδιότητος, ἥτις
πάλιν δὲν δύναται νὰ ἐκδηλωθῇ ἄνευ Ὕλης.
Ὥστε τὰ ἰδιόμορφα ταῦτα στοιχεῖα ἔχονται ἀλληλενδέτως καὶ κατὰ
τρόπον δηλοῦντα τὸ ἑνιαῖον καὶ ἀναπόσπαστον τούτων. Κατὰ ταῦτα τῆς
δημιουργίας τῆς Ὑλικῆς προσωπικότητος καὶ τῆς Ψυχικῆς τοιαύτης ἡ ἀρχὴ
ὀφείλετο, εἰς τὸν Νόμον τῆς Πνευματικῆς Καθόδου ἢ Πτώσεως, ἧς ἕνεκα
ἐδημιουργήθησαν αὗται ἵνα κατορθωθῇ ἡ Πνευματικὴ κυριότης νὰ προσα-
νατολίζηται πρὸς τὰς νέας συνθήκας, ἃς αὐτὴ αὕτη ἐδημιούργησεν.
Τὰς ἀναριθμήτους Πνευματικὰς Μονάδας, ἃς δυνάμεθα ὡς Ἀνάρχους
ν’ ὀνομάσωμεν κατὰ τὴν ποσότητα, ἓνεκα τῆς ὑπάρξεως αὐτῶν εἰς τὸ ὅλον
εἶναι τοῦ Δημιουργοῦ τοῦ Ἀνάρχου, πλὴν ἐχούσας ἀρχὴν δημιουργίας ἰδίων
μονομερῶν ὀντοτήτων, περιέβαλεν ἅπας ὁ Κόσμος τῶν τε Δυνάμεων μὲ
τὰς ποικιλομόρφους Ἐνεργείας, ὡς καὶ τῶν ἀπείρων ἐκδηλώσεων καὶ φαι-
νομένων, ἅτινα οἱ μυστηριώδεις συνδυασμοί τούτων δημιουργοῦν. Περὶ
τὴν αὐτουσίαν λοιπὸν ἀνθρωπίνην ὑπόστασιν ἢ τὴν μονομερῆ Πνευματι-
κήν ταύτην Μονάδα ἐλάμβανον χώραν αἱ ἀναρίθμητοι καὶ πολυσύνθετοι
λειτουργίαι τῶν ἀμεταπτώτων Δημιουργικῶν Νόμων, ἐστροβιλίζοντο εἰς
τὰς ἀχανεῖς τοῦ Ἀπείρου ἐκτάσεις αἱ ἄρτι συμπλεκόμεναι στοιχειακαὶ μᾶ-
ζαι, ἡρμονίζοντο κινήσεις, ἐδημιουργοῦντο Κοσμικοὶ ἄξονες, ἐνεφανίζετο ἡ
ζωὴ καὶ προελαμβάνοντο καταστρεπτικαὶ συγκρούσεις εἰς τὰς Οὐρανίους
σφαίρας κατὰ τὰς περιόδους τῶν ἀσυλλήπτων στροφοδινῶν.
Ἡ ἀνθρωπίνη Πνευματικὴ ὀντότης ἐθεᾶτο τοῦ Παντὸς καὶ ἀπήλαυνε
228 Η ΚΛΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

πάσης Γνώσεως, καθ’ ὅτι ὡς Εἰκὼν καὶ Ὁμοίωμα τοῦ Δημιουργοῦ εἶχεν
ἐπ’ αὐτῆς καὶ τὸ στοιχεῖον τῆς Παντογνωσίας. Ἐν αὐτῇ εἶχε τὰ σπέρματα
τῆς ψυχῆς καὶ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ὕλης.
Ὡμοίαζε δὲ ὡς ὁ ξηρὸς ἐκεῖνος καρπός, ὅστις ἐνέχει τὴν ζωὴν καὶ τὴν
ἐνέργειαν καὶ τὴν δύναμιν τῆς ἐκδηλώσεως αὐτῆς, ἐγκλείει ὁλόκληρον τὸ
δένδρον ἐν σμικρῷ καὶ ἀφανεῖ, πλὴν ὅμως ἐν τῇ ἰδιομορφίᾳ του ταύτῃ δὲν
παρουσιάζει παρὰ μόνον τὸν ἕνα καρπόν. Κατὰ ταῦτα δυνάμεθα νὰ εἴπω-
μεν ὅτι ὁ καρπὸς εἶναι τὸ δένδρον ἅμα δὲ οὐχὶ καὶ αὐτὸ τὸ ὅλον δένδρον.
Ἡ ζωϊκὴ ἐνέργεια ἡ ἐγκλειομένη εἰς τὸν καρπὸν καὶ ἡ ἐν αὐτῷ ὀργανικὴ
διάπλασις ἡ κρατοῦσα καὶ διατηροῦσα τὴν ζωὴν εἶναι ἱκαναὶ νὰ δημιουρ-
γήσουν τὸ ὅλον δένδρον πλὴν ὅμως ἐν τῷ καρπῷ δὲν ὑφίσταται ἐν ὑπο-
στάσει ἐκδηλωτικῇ οἱ ἐκ τοῦ καρποῦ προελθοῦσαι τοῦ δένδρου ἰδιότητες.
Ὁ φλοιός λ.χ. τοῦ δένδρου καὶ τὸ αἴσθημα τὸ ἐκ τῆς ἁφῆς αὐτοῦ προερχό-
μενον δὲν ὑφίσταται εἰς τὸν καρπόν. Τὸ ἐκδηλούμενον πράσινον τῆς χλω-
ροφύλλης, εἰ καὶ ὑπάρχει αὕτη εἰς τινὰς καρπούς, δὲν δίδει τὸ ἀναλογοῦν
συναίσθημα. Ὡσαύτως τὸ μέγεθος, ὁ τρόπος τοῦ ζῆν, τοῦ τρέφεσθαι, τοῦ
πολλαπλασιάζεσθαι καὶ τοῦ θνῄσκειν εἰ καὶ ὡς λανθάνουσαι ἐνέργειαι
καθεύδουν εἰς τὰς φυσικὰς σάρκας τοῦ καρποῦ ὅμως δὲν ἔχουν τὴν ἐκ-
δήλωσιν αὐτῶν ὡς εἰς τὸ δένδρον. Κατὰ ταῦτα πάντα τὰ στοιχεῖα τοῦ δέν-
δρου εὑρίσκονται ἐν τῷ καρπῷ, ἐξ οὗ καὶ τὸ πρῶτον λαμβάνει ταῦτα, ὅλαι
αἱ ἰδιότητες, αἱ δυνάμεις, καὶ αἱ συνθῆκαι, πλὴν δὲν δυνάμεθα ἀπολύτως νὰ
εἴπωμεν ὅτι ὁ καρπὸς ἢ τὸ σπέρμα εἶναι τὸ δένδρον ἢ ὅτι τὸ δένδρον εἶναι
τὸ σπέρμα ξηρόν. Ἡ διαφορὰ ὑφίσταται εἰς τὸ ὅτι πάντα τὰ στοιχεῖα ἐδῶ
μὲν ὑπολανθάνοντα φαίνονται ἀνενεργά, ἐκεῖ δὲ ἐνεργοποιούμενα ἐκδη-
λοῦνται λειτουργοῦντα καὶ παρουσιάζοντα τὸ μὴ αἰσθανόμενον ἀφανὲς ὂν
ὡς αἰσθητικὸν καὶ ἔκδηλον τοιοῦτον.
Οὕτω καὶ ἡ Πνευματικὴ τοῦ ἀνθρώπου Κυριότης ἐνέκλειε τὰ σπέρ-
ματα τῆς Ζωῆς ἢ τῆς ψυχῆς καὶ τῆς Ὕλης ἀφομοιωμένα ὡς ἐντελῶς
Πνευματικά, ὡς ὅμοια μέρη τοῦ αὐτοῦ ὅλου ἐν ἑαυτῇ καὶ παρουσίαζεν
οὕτω ἓν ὁμοιογενὲς Εἶναι μὲ μίαν ἐκδήλωσιν ἐνεργείας. Μετεῖχε πάσης
Γνώσεως περὶ παντὸς συμβαίνοντος ἐν τῷ Ἀπείρῳ δημιουργήματι, ἐγνώρι-
ζε τοὺς Νόμους, δι’ ὧν ἐλειτούργει ἡ πολύπλοκος μηχανὴ τοῦ Σύμπαντος
ἐμόρφωνεν ἐπὶ τούτοις ἀνάλογα συναισθήματα, πλὴν ὅλως αὐτομάτως,
χωρίς νὰ προηγηθῇ ἡ αἴσθησις καὶ τὸ αἴσθημα, ἅτινα εἶναι τὰ ἀναγκαῖα
μέσα δι’ ὧν δημιουργεῖται τὸ συναίσθημα. Καὶ ναὶ μὲν ἐπετυγχάνοντο αἱ
δημιουργίαι τῶν συναισθημάτων διὰ τῶν ὑπαρχόντων ἐν τῷ Πνεύματι ζω-
ϊκῶν καὶ ψυχοϋλικῶν σπερμάτων, πλὴν ὅμως ἐπειδὴ ταῦτα ὑπῆρχον ὡς ἓν
εἰς τὸ ὅλον ἓν τοῦ Πνεύματος, τὰ παραγόμενα συναισθήματα, τὰ κυρίως
διακρίνοντα τὰ λογικὰ ὅντα ἐφαίνοντο ὡς ὑπάρχοντα ἢ ὡς ἀποδιδόμενα
αὐτομάτως ἀπὸ τὴν προκληθεῖσαν ἀντίστοιχον σκέψιν.
Ἡ ἀποσπασθεῖσα ἀπὸ τὸ Πανδημιουργικὸν Ὄν Πνευματικὴ τοῦ ἀν-
θρώπου Μονάς, συγκεντροῦσα οὕτω πᾶσαν Γνῶσιν, ἐστερεῖτο μόνον
τῆς γνώσεως τῆς Αἰσθήσεως καὶ τοῦ Αἰσθήματος, δι’ ὧν κυρίως ἐκδη-
Η ΚΛΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ 229

λοῦται ἐμπράκτως πως τὸ θεωρητικῶς δημιουργούμενον συναίσθημα διὰ


γνωστόν τι.
Ἐγνώριζε οὕτω τὰ πάντα ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἐδέμ, τοὺς λειτουργοῦντας
Νόμους, τὰς δρώσας Δυνάμεις, τὰ κινούμενα συστήματα, τὰ δημιουργηθέ-
ντα πάντα, τὰ δημιουργούμενα καὶ ἐκεῖνα ἅτινα θὰ ἐδημιουργοῦντο. Ἦτο
καὶ οὗτος Πυρὴν Σοφίας, Πνεῦμα Παγγνωσίας ὡς τὸ ἐξ Οὗ ἀπέρρευσεν.
Ἠδύνατο νὰ γευθῇ πάντων τῶν καρπῶν τῶν δένδρων τοῦ συμβολι-
κοῦ Παραδείσου, ἠδύνατο νὰ συζῇ μὲ πάντα τὰ θηρία, ἠδύνατο νὰ πε-
ριφρονῇ πάσας τὰς μεταβολὰς καὶ γυμνὸς νὰ κινῆται εἰς πᾶν τμῆμα τῆς
Οὐρανίου Ἐδέμ. Τοὐτέστιν κατεῖχεν πᾶσαν Γνῶσιν ἀναγομένην εἰς τὰ
Ἄπειρα ὑπαρκτὰ τοῦ Ἀπείρου ἁρμονικοῦ Δημιουργήματος, συνυπῆρχεν
ἐν τῷ Σύμπαντι μετὰ πάντων τῶν δυναμικὼν στοιχείων, ὡς ὢν αὐτὸς
οὗτος συγκέντρωσις Δυνάμεων, Ἀρχῶν, Νόμων καὶ Ἰδιοτήτων.
Συνέζη μετὰ τῶν θηρίων πάντων ἠρέμως, συνεχρωτίζετο τουτέστιν
μετὰ τῶν δυνάμεων χωρὶς νὰ ὑποστῇ τὴν ἐνέργειαν αὐτῶν, ὡς ὢν αὐτὸς
οὗτος Δύναμις, Κέντρον Δυνάμεων. Ἐκινεῖτο παντοῦ γυμνός, μὴ βλέπων
τὴν γυμνότητά του. Πνευματικότης δὲ τελεία διέτρεχε διὰ τῆς Γνώσεως καὶ
τῆς Σκέψεως τὸ Σύμπαν, μὴ ἐννοοῦσα ἐν τῇ τελειότητί της τὴν ἐν τῇ Πνευ-
ματικῇ ἁπλότητι ἐμφωλεύουσαν ὑλικὴν ὑπόστασιν, διὰ τὴν ἐκδήλωσιν τῆς
ὁποίας δὲν εἶχον εἰσέτι δημιουργηθῇ στοιχεῖα.
Ἡ ὑλικὴ δ’ ὕστερον ἐκδήλωσις εἶναι ἡ περιβαλοῦσα τὰς δύο ἀντι-
θέτους δυνάμεις τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικὸς μὲ τὰ σκηνώματα τὰ
ὑλικά, ὅπερ εἶναι τὸ πρῶτον ἄλμα, ἡ πρώτη περίοδος τῆς ἐνεργείας τοῦ
Νόμου τῆς Καθόδου ἢ Πτώσεως, καὶ ὁπότε διὰ ταύτην τὸ πρῶτον ᾐσθάν-
θη τὴν πρώτην αἰδημωσύνην ὁ ἐνσαρκωθείς δυναμικὸς τοῦ ἀνθρώπου
συνειρμὸς καὶ ἐγνώρισε τὴν γυμνότητα αὐτοῦ, τοὐτέστιν τὴν ἀπώλειαν
τῶν ἰδιοτήτων αὐτοῦ.
Ἐκινεῖτο τὸ πρὶν ὁ Λόγος ἐν τῷ Ἀπείρῳ, ἕδρα τὸ ἐκ δύο ἀντιθέτων
δυνάμεων ΕΝ ἀνθρώπινον σύμπλεγμα ἁπανταχοῦ καὶ ἐλειτούργει ἡ
Παγγνωσία. Ἀνὴρ καὶ Γυνὴ δὲν ἦσαν τὸ πρῶτον ἢ αἱ ἀντίθετοι δυνάμεις,
αἱ χαρακτηρίζουσαι ἐν τῇ ἰσοσθενεῖ ἀντιθέσει αὐτῶν τὴν οὐδετέραν κα-
τάστασιν τοῦ Ἑνὸς ἀνθρώπου, λειτουργοῦσαι κατὰ τὸν πάντα διέποντα
Νόμον τῆς Τριμορφίας. Ὺπῆρχον κεχωρισμένως ἵνα ἀποτελῶσι τὸ Ἕν,
ἵνα ἐνσκηνώσει ὑλικῇ, διῃρημέναι εἰς τὰ ἀντίθετα ὁμοιογενῆ, ἓλκωνται
διὰ τὴν ἀποτέλεσιν τοῦ Ἑνός.
Ἡ οὐδετέρα αὕτη κατάστασις τοῦ ἀνθρώπου, ἔχουσα πάντα τὰ ἀνω-
τέρω στοιχεῖα, ἅτινα ἐκ τοῦ κατ’ Εἰκὸνα αὐτὸν δημιουργήσαντος Θεοῦ
παρέλαβεν, ἐστερεῖτο μιᾶς μόνον γνώσεως ἢ μᾶλλον καὶ ταύτην ἔχουσα
ἐστερεῖτο τῆς ἐμπράκτου, ἂς εἴπωμεν διὰ τὸ σαφέστερον γνώσεως, ἣν
ἤθελε προσδώσει τῷ ἀνθρώπῳ ἡ γεῦσις τοῦ ἀπηγορευμένου καρποῦ ἢ ὅπερ
τὸ αὐτὸ ἡ αἴσθησις ἢ τὸ συναίσθημα, καὶ τὸ ἐκ τούτου παραγόμενον συναί-
σθημα ἐκ τῆς ἐμπράκτου ἐφαρμογῆς τῆς γνώσεως τῆς ἐκδηλώσεως αὐτοῦ ἐν
τῇ ὕλῃ. Εἶχεν ἐν ἄλλαις λέξεσι τὴν γνῶσιν, ἀλλ’ ἐστερεῖτο τῆς ἐκ τῆς γνώσε-
230 Η ΚΛΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

ως προερχομένης ἑτέρας γνώσεως. Ἐζήτει τὴν Γνῶσιν τῆς γνώσεως.


Ἡ γνῶσις λ.χ. τοῦ ἡδέος ἢ τοῦ πικροῦ δὲν εἶναι ἡ αὐτὴ μὲ τὴν γνῶ-
σιν τὴν προερχομένην ἐκ τῆς γεύσεως τοῦ ἐκ γνώσεως ἡδέος ἢ πικροῦ.
Ἐγνώριζεν ὁ ἄνθρωπος, ὡς παντογνώστης, τὰ τοῦ Νόμου τῆς ἐνσαρκώσε-
ως, ἐδημιούργει τὰ ἀπείρως τέλεια ἐκ τούτου συναισθήματα, πλὴν ὅμως
τῷ ἔλειπεν ἡ Αἰσθητικὴ γνῶσις, ἥτις εἶναι ἀναγκαῖον συμπλήρωμα τῆς
Τελείας Γνώσεως.
Πᾶσαι αἱ ἕτεραι γνώσεις, ὡς ἀναγόμεναι εἰς Δυνάμεις ἢ στοιχεῖα Πνευ-
ματικά, τῷ ἦσαν προσιταὶ εἰς ἔμπρακτον γνωστικὴν δημιουργίαν πλὴν τῆς
ἐμπράκτου γνώσεως τῆς ἀφορώσης τὴν αἰσθητικὴν ὑλικὴν ζωήν, ἥτις
ἀπὸ τὸν Ἄπειρον Λόγον, τὴν Ἄπειρον Λογικήν, τὴν οἰκοῦσαν καὶ ἐν αὐτῷ,
τῷ ἀπηγορεύθη, ὡς ἐνεργοποιοῦσα τὸν Νόμον τῆς Πνευματικῆς καθό-
δου, ὡς δημιουργοῦσα τὴν Πτῶσιν. Ἀλλ’ ὡσαύτως ὁ Νόμος τῆς Ἐλευ-
θέρας Βουλήσεως ἐκ τοῦ ὅλου εἰς τὸ ὅμοιον μέρος μεταδοθείς, ἐπέτρεπε
καὶ ἐνέργειαν πέραν τῶν ὁρίων τῆς ἀπαγορεύσεως εὑρισκομένην καὶ
οἱανδήποτε δημιουργίαν καταστάσεως. Κατὰ ταῦτα μόνος ὁ ἄνθρωπος
ἔθετο ἑαυτῷ τὴν ἀπαγόρευσιν καὶ μόνος πάλιν ἐνήργησε πέραν καὶ ἐκτὸς
ταύτης.
Καὶ οὕτω ἠθέλησε νὰ γευθῇ τοῦ ἀπηγορευμένου καρποῦ τοῦ Παρα-
δεισίου δένδρου τῆς Αἰσθητικῆς Γνώσεως καὶ ὑπείκων εἶτα εἰς τὴν ἰσο-
σθενῆ καὶ ἀντίρροπον δύναμιν, τὴν Εὔαν τῆς Γραφῆς, ἔκοψε τὸ μῆλον
καὶ ἐνεργοποίησε τὸ πρῶτον τὴν κατὰ τοῦ Λόγου ἐπιθυμίαν, ἐνεργο-
ποιῶν οὕτω ἀντίθετον τούτου νόμον, τὸν Νόμον τοῦ Κακοῦ, ζωοποιῶν
τὸν ἐπίβουλον ὄφιν τῆς Εὔας.
Καὶ οὕτω ὁ Λόγος ὑπερεβλήθη ἀπὸ τὴν ἐλευθέραν βούλησιν, ἥτις στη-
ριζομένη ἐπὶ τῆς ἰδιὸτητος τῆς Παντοδυναμίας τῆς Πνευματικῆς Ὀντότη-
τας ἐνεργοποίησε τὰς λανθανούσας δυνάμεις τοῦ νόμου τοῦ κακοῦ, καὶ
ἔδωκε στοιχεῖα ἐκδηλώσεως εἰς τὰ ἀφανῆ ὑλικὰ τοῦ Πνεύματος σπέρ-
ματα, ἀναγκάσασα τὸν ἀνθρωπον τῆς Ἐδὲμ νὰ πλησιάσῃ τὸ δένδρον τῆς
παρακοῆς. Ἐκεῖ δὲ βλέπομεν παλαίοντα τὸν ἐν τῷ Θεῷ ὑπάρχοντα, πλὴν
δημιουργηθέντα Θεόν, κατὰ τῶν Νόμων τῶν ἀντιθέτων τοῦ Λόγου. Πλὴν
ὅμως ἐκάμφθη καὶ τείνας τὴν χεῖρα ἔλαβε παρὰ τῆς Εὔας τὸ μῆλον καὶ
ἐγεύθη τούτου. Ἄς ἴδωμεν ἂν ἠδύνατο νὰ κυριαρχήσῃ κατὰ τὴν πάλην
ταύτην ὁ ἄνθρωπος τοῦ Παραδείσου.
Ἡ Πνευματικότης τούτου ἡ ὁρίζουσα τὸ ΕΝ τοῦ ὅλου, μὴ οὖσα ἢ
μέρος τοῦ Ὅλου Θεοῦ, Ἄναρχος καὶ Ἀτελεύτητος, εἶχεν ἀρχὴν δημιουρ-
γίας τὴν στιγμὴν καθ’ ἣν ἀποσπασθεῖσα ἀπετέλεσεν ἰδίαν Ὀντότητα,
μὲ κεχωρισμένην δρᾶσιν. Δημιουργηθεῖσα κατ’ Εἰκόνα καὶ Ὁμοίωσιν τοῦ
Δημιουργοῦ ἐκέκτητο πάντων τῶν ἰδιοτήτων, αἵτινες ἐχαρακτήριζον τὸν
Θεόν, καθ’ ὅτι δὲν ἦτο ἢ ὁμοιογενὲς μέρος τοῦ Ὅλου. Πάντες δὲ οἱ νόμοι
οἱ ἐξαπολυόμενοι ἀπὸ τὸν πυρῆνα τῆς Θεότητος συνέχοντες τὰ πάντα
καὶ διέποντες ἆρα τὰ πάντα ἐξετείνοντο καὶ μέχρι τῆς Πνευματικῆς τοῦ
ἀνθρώπου Μονάδος, δυναμένης ταύτης νὰ ἐξαπολύῃ πρὸς δράσεις καὶ νὰ
Η ΚΛΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ 231

ὑφίσταται τὴν δράσιν τούτων.


Ἐπειδὴ ὅμως τῶν νόμων οἱ ἄπειροι συνδυασμοί, δρῶντες ἰδίως καὶ
ὡρισμένως, εἶχον ὡς ἀπαρχήν, ὡς ἀφετηρίαν αὐτῶν, δύο κυριαρχοῦντας
τοῦ παντὸς νόμους, τοῦ Καλοῦ καὶ τοῦ Κακοῦ, ἐπειδή, ἡ ἀντίθεσις εἶναι ἡ
ὁρίζουσα τὸ Πᾶν καὶ ἡ κρατοῦσα εἰς τὸ Εἶναι πᾶν τὸ ὑπαρκτόν, διὰ τοῦτο
ἐκ τῆς Ἀπείρου Θεότητος, τῆς Οὐδετέρας ταύτης καταστάσεως τῶν δύο
ἀντιθέτων νόμων, μετηγγίσθη εἰς τὰ δημιουργήματα ἡ ἰδία ἑτερωνυμία
τῶν δρωσῶν δυνάμεων μὲ τὰς ποικίλας κατευθύνσεις τῶν νόμων αὐτῆς.
Ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ ὁ Ἄπειρος Λόγος ἐν τῇ μυστηριώδη τῶν νόμων τριμορ-
φία ταξινομήσας τὰ ἀντίθετα διὰ τῆς ἰσορροπίας ἢ τῆς τρίτης καταστάσε-
ως, ἐξουδετέρωσε, διακρίνων ἅμα ταῦτα καὶ κεχωρισμένως, οὕτως ὥστε
τὸ Καλὸν νὰ μὴ εἶναι τὸ αὐτὸ μὲ τὸ Κακὸν καὶ τἀνάπαλιν, ἐν ᾧ ἅμα τό τε
Καλὸν καὶ τὸ Κακὸν ἐν ἑνὶ νὰ ὁρίζωσι τὴν κατάστασιν τοῦ Οὐδετέρου, τὸ
μόνον σκόπιμον, τὴν ἔννοιαν τοῦ Τελείου Καλοῦ.
Ἡ ἀντίθεσις δημιουργεῖ τὴν Οὐδετέραν κατάστασιν, δι’ ἧς λαμβάνομεν
ἔννοιαν τῶν ἀντιθέτων, ἡ ἰδία διατηρεῖ ὡς γεννῶσα πᾶν τὸ ὑπάρχον ὁρα-
τὸν καὶ ἀόρατον. Ὁ Θεὸς ἆρα ἡ Τελεία καὶ Ἀπόλυτος ἐκδήλωσις τοῦ Κα-
λοῦ ἡ Οὐδετέρα κατάστασις τῶν ἀντιθέτων, πόρρῳ ἱσταμένη τοῦ κεχω-
ρισμένου Κακοῦ ὑπερέβαλε τοῦτο ἐξουδετερώσασα διὰ τοῦ ἰσοσθενοῦς
Ἀπολύτου Καλοῦ.
Ἀλλ’ ὁ ἀποσπασθεὶς ἄνθρωπος ἀπωλέσας τὴν αὐτὴν κυριαρχίαν κατὰ
τοῦ κακοῦ ὡς ἐκ τῆς χαλαρᾶς συνεκτικότητος, ἥτις ὑπῆρξεν ἀποτέλεσμα
τῆς δράσεως τοῦ Νόμου τῆς ἀποστάσεως, μὴ ἔχων δηλονότι τὴν αὐτὴν
ἣν εἶχε μὲ τὸ Ὃλον, ὡς ὢν ἐν τῷ Ὅλῳ συνοχήν, ἄφηνε μὲ τὸν λόγον του
τὸν οἰκοῦντα καὶ ἐν αὐτῷ, ἀνισομερῆ τὰ ἀντίθετα, νὰ ἐνισχύωνται ἀπὸ
τὰ δρῶντα ἐξωτερικὰ στοιχεῖα, οὕτως ὥστε κεχωρισμένως ὑφισταμένη ἡ
ἀντίθετός του ὑπόστασις, νὰ δημιουργῇ οὐχὶ τελείαν τὴν οὐδετέραν αὐτοῦ
κατάστασιν. Καὶ τοῦτο ὡς ἐκ τῆς ἀμβλύτητος τῶν ἰδιοτήτων αὐτοῦ, ἥτις
προέκυψεν ἐκ τῆς ἀτελοῦς μὲ τὸ τέλειον Ὅλον συνοχῆς.
Ἡ Παγγνωσία του ἐλλείπετο τῆς Αἰσθητικῆς γνώσεως. Ἡ ἀντίθετος
δύναμις αὐτοῦ ἡ Εὔα, ἐπότιζε μὲ τὸ στοιχεῖον τοῦ βουλητικοῦ τὰ λαν-
θάνοντα σπέρματα τῆς ὕλης καὶ ἡ ἐλευθέρα βούλησις συνεχομένη ἢ
μᾶλλον κυριευομένη ἀπὸ τὴν ἄπειρον ἔφεσιν, ἐδημιούργει τὴν ἀνατροπὴν
τοῦ Λόγου, τοῦ μὴ ἐνισχυομένου οὐδαμόθεν. Οὕτω δὲ τὸ ἐκ τοῦ Τελείου
τέλειον μετεβλήθη εἰς ἀτελὲς πρὸς τέλειον, τὸ καλὸν καὶ τὸ κακὸν ἀνισο-
μερῆ ἔλαβον κεχωρισμένην παρ’ αὐτῷ ζωὴν καὶ ἐνέργειαν καὶ τὰ ἀντίθετα
αὐτοῦ μονομερῆ καὶ ἰδιόμορφον ἐκδήλωσιν καὶ ἐγένετο ὁ Ἀνὴρ καὶ ἡ Γυνή.
Ἔλαβεν ὁ Δημιουργὸς πλευρὰν τοῦ Ἀδάμ, ἐξ ἧς τὴν Εὔαν ἐδημιούργησεν.
Ἀφῃρέθη τοὐτέστιν μέρος τι ἐκ τοῦ ὅλου ἀνθρώπου. Κατεστράφη ὅθεν
ἡ ὑφισταμένη ἰσορροπία τῶν ἀντιθέτων ἐν τῇ οὐδετέρα καταστάσει τῇ
ὁριζούσῃ τὸν ἰσορροπημένον ἐκ τοῖς νόμοις ἄνθρωπον. Καὶ ἐκ τῆς ἥνπερ
ἀφῇρεσε πλευρᾶς ἐδημιούργησε τὴν Εὔαν. Ἐκ τῆς ἀνισορροπίας τῶν ἀντι-
θέτων δηλονότι προέκυψεν ἡ Εὔα, τῆς ὁποίας ἡ δημιουργία δηλοῖ τὸν χω-
232 Η ΚΛΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

ρισμὸν τῶν ἑτερωνύμων εἰς αὐτοτελῆ καὶ τὴν διαρκῆ πάλιν καὶ μὴ ἰσορ-
ροπίαν ὡς ἐκ τοῦ ἀνίσου ποσοτικῶς τούτων. Καὶ ὁ μὲν Ἀδὰμ τὸ θετικὸν
καὶ ὁ Λόγος ἡ δὲ Εὕα τὸ ἀρνητικὸν μὲ πάντα τὰ στοιχεῖα, τὴν ἔφεσιν, τὸ
ὑλικόν, τὸ δυναμικὸν τὴν ἐλευθέραν βούλησιν καὶ δρᾶσιν.
Καὶ οὕτω τὸ βουλητικὸν μὲ τὴν διακαῆ ἔφεσιν τῆς τελείας γνώσεως
ὤθησε τὴν Εὔαν πρὸς ζήτησιν τοῦ ἀπηγορευμένου τῆς αἰσθητικῆς γνώσε-
ως καρποῦ, τὴν ὁποίαν ἐκέντησεν ὁ δρῶν νόμος τοῦ κακοῦ, ὁ Σατανᾶς, καὶ
ὃν ἔθετο ἔκτοτε ἐν λειτουργίᾳ ἐπί πᾶν τὸ ἀνθρώπινον ἢ ὑπακούουσα εἰς
τὴν φωνήν του Εὔα, κόψασα τὸ μῆλον, γευσαμένη καὶ δόσασα τῷ Ἀδάμ,
παρακούσαντι, ἐξ ἰσχυρᾶς καὶ ἀντιθέτου ἕλξεως, τῷ Ἀπείρῳ Λόγῳ καὶ ὁ ἄν-
θρωπος ΕΠΕΣΕΝ.
Καὶ ἰδοῦ ἡ ἐπιθυμία μεταβάλλεται εἰς ἔργον, ἡ ἰδέα ζωοποιεῖται καὶ τὸ
σπέρμα τῆς ἐν τῷ Πνεύματι ὑλικῆς ζωῆς ἀφήνει τὸ φύτρον της ἐκτὸς τοῦ
ξηροῦ περιβλήματος πίπτον εἰς τὴν Γῆν ἐκ τοῦ δένδρου. Ὁ ἄνθρωπος ἐνερ-
γοποιεῖ τοὺς νόμους τοὺς διέποντας τὴν ὕλην, ἥτις λαμβάνουσα διὰ τοῦ
ζωϊκοῦ ἐνέργειαν δημιουργεῖται ὡς ἰδίᾳ ὑπόστασις, ὡς ἀφομοιωτικὴ ζύμη,
ἀφομοιοῦσα τὴν προσληφθεῖσαν ὕστερον ἄψυχον ὕλην, ἣν μορφώσασα
κατέστησε τὸ πλῆρες σκήνωμα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος παρακούσας,
ἡμάρτησεν, ἁμαρτήσας δὲ ἔπεσεν.
Τὸ Πνευματικὸν δὲν ἠρκεῖτο εἰς τὴν αὐτόματον γένεσιν τῶν συναι-
σθημάτων του, ἐφ’ ᾧ καὶ ἐζήτησε τὴν γνῶσιν τῆς δημιουργίας των. Καὶ
οὕτω ἡ ἐπιθυμία αὕτη ἐγέννησεν ἀμέσως τὸν Πνευματοψυχικὸν ἄνθρω-
πον ἐκ τοῦ Πνευματικοῦ, ὅπερ ἔσχε τὴν ἀπόστασίν του ἢ δημιουργίαν
του ἐκ τοῦ Ἀΰλου Θεοῦ. Τὸ Πνευματοψυχικόν ἀκολούθως δημιούργησεν
τὸ Ψυχικόν, τὴν προσωπικότητα δηλονότι τῶν συναισθημάτων, τὸ αἴτιον
τῆς ὑλικῆς ζωῆς, ἥτις ἀναφανεῖσα ἐζωοποίησε τὰ σπέρματα τῆς ὕλης, ἅτι-
να οὕτω διαδοχικῶς λαβόντα τὴν ἐνέργειάν των ἀπὸ τὸ Πνευματικόν, ἐδη-
μιούργησαν τὸ Πνευματοϋλικόν, καὶ οὕτω ὁ πεσὼν ἄνθρωπος ἐγέννησε
διὰ τοῦ Νόμου τῆς Καθόδου ἢ Πτώσεως τὰς ἑπτὰ ἐν ἑνὶ προσωπικότητας
αὐτοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε, περιεβλήθη τὴν σάρκα, καὶ ἐγνώρισε τὴν Εὔαν καὶ
κατεῖδε τὴν γυμνότητά του διὰ τῆς ἀπωλείας τῶν προηγουμένων αὐτοῦ
ἰδιοτήτων. Ὁ καρπὸς ἔπεσεν εἰς τὴν Γῆν καὶ ἐφύτρωσεν. Ἔρριψε ρίζας καὶ
ἤρχισεν ἀφήνων βλαστοὺς καὶ φῦλλα. Ἐζήτησε τροφὴν διὰ τῶν ριζῶν τῶν
διεπόντων τὴν ὕλην. Οἱ ἄνεμοι ἐπέπεσαν κατὰ τοῦ αὐξάνοντος δενδρυλίου,
αἱ χάλαζαι καὶ αἱ καταιγίδες. Τὰ ζῶα κατέτρωγον αὐτό, καὶ ἐν γένει πάντα
τὰ στοιχεῖα ἀπειλητικῶς αὐτὸ περιέβαλον. Ὁ Πνευματικὸς ἄνθρωπος ἐν-
σκηνωθεὶς ἐν τῇ ὕλῃ, ἀπώλεσε τὰς ἰδιότητας αὐτοῦ γυμνωθεὶς καὶ αἰσθαν-
θεὶς τὴν γυμνότητά του. Ἡ λανθάνουσα ὑλικὴ ζωὴ ἐγένετο ἔκδηλος καὶ αἱ
ἐνεργοῦσαι θεϊκαὶ αὐτοῦ δυνάμεις ἀπωλέσθησαν λαθοῦσαι καὶ ἄνεργοι
μένουσαι ὑπὸ τὸ ὑλικὸν περίβλημα. Καὶ οὕτω ὁ ἄνθρωπος ὁ Πνευματικὸς
περικλεισθεὶς ἐν φυλακῇ διὰ πρώτην φορὰν ἀντίκρυσε τὴν γυμνότητά του,
αἰσχυνθείς. Ὑλικαὶ πέδαι ἔδεσαν τὰς χεῖρας αὐτοῦ καὶ τοὺς πόδας καὶ οὕτω
Η ΚΛΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ 233

δέσμιος καὶ γυμνὸς ἀπῆλθε τῇ προσταγῇ τοῦ Ἀγγέλου, καὶ τῷ ἐλέγχῳ τῆς
ἐντὸς αὐτοῦ φωνῆς τοῦ Θείου Λόγου.
Ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα, περιβεβλημένοι τὰ θνητὰ ὑλικὰ αὐτῶν σώματα, ἐν
οἷς ἐμφωλεύουσιν αἱ ἕτεροι ὑποστάσεις ἢ προσωπικότητες, ἐξέρχονται
τοῦ Παραδείσου τῆς Γραφῆς καὶ εἰσέρχονται εἰς τὸν κόσμον τῶν στοιχείων
καὶ δέχονται τὰς ἐνεργείας τῶν νόμων, ὧν αἱ ἀρχαὶ εὕρηνται καὶ ἐν αὐτοῖς.
Ἤδη τὸ ἀνόμοιον αὐτῶν μὲ τὸν Δημιουργήσαντα, ἀπομακρὺνει ἔτι μᾶλλον
τούτους Ἐκείνου, καὶ καθιστᾶ μόλις ὑπάρχουσαν τὴν συνοχὴν αὐτῶν. Ὁ πα-
ντογνώστης Ἀδὰμ δὲν ἑγνώριζε νῦν εἰμὴ ὀλίγα πλέθρα Γῆς, δὲν κατενόει
παρὰ μόνον τὰ ἔνστικτα καὶ τὰς ὁρμὰς αὐτοῦ καὶ δὲν ἠδύνατο ἢ διὰ πλα-
γίων αἰσθήσεων τῆς ψυχικῆς του ὑποστάσεως νὰ αἰσθάνεται τὴν ἀπαρχήν
του. Παρήκουσε τὸν Θεῖον Λόγον καὶ ἔπρεπε ν’ ἀποτίσῃ τῆς παρακοῆς του
τὴν ὀφειλήν. Ὁ φυτρώσας καρπὸς ἔπρεπε διὰ μέσου ὅλων τῶν περιόδων
τῆς ἀναπτύξεώς του νὰ ἀποβῇ καὶ πάλιν τοιοῦτος. Ἡ ἄνοδος μετὰ τὴν
πτῶσιν, ἡ ἐπανάκτησις μετὰ τὴν ἀπώλειαν μετὰ τὰς δοκιμασίας ἡ ἀμοιβή.
Ἀπήλαυσεν ὁ θνητὸς ἤδη Ἀδὰμ τὴν γνῶσιν τῆς αἰσθητικῆς γνώσεως διὰ τῆς
ἐπιθυμίας τῆς ἐνσαρκώσεως, πλὴν ὅμως αἱ συνέπειαι ἀφαντάστως τρομε-
ραί. Ὀ Ἀδὰμ ἔπεσεν ἀκολουθήσας τὸν νόμον τῆς καθόδου ἢ πτώσεως, ἵνα
ἀνέλθῃ ἀκολουθῶν τὸν νόμον τῆς πνευματικῆς ἀνόδου.
Ἐν τῇ ὅλῃ τούτῃ διαδρομῇ τὸ Ἄϋλον εἰσῆλθεν εἰς τὸ ὑλικὸν ἵνα συ-
μπληρουμένης τῆς τροχιᾶς ταύτης ἐπανακτήσῃ τὴν Ἄϋλον αὐτοῦ ὑπόστα-
σιν. Ἡ δημιουργία τῶν ἑπτὰ προσωπικοτήτων αὐτοῦ ἐπαναλαμβάνεται
ἀντιθέτως. Ὁ παράδεισος κατὰ μικρὸν ἐπανακτᾶται καὶ ὁ ὀφιόμορφος
Σατὰν ἐξουδετεροῦται, ἐπανακτωμένης τῆς Ἀδαμιαίας πλευρᾶς καὶ ἀπορ-
ριπτομένου διὰ τὸ ἀηδὲς τῆς γεύσεως τοῦ ἀπηγορευμένου καρποῦ. Ὁ
Ἀδὰμ ἄρχεται ἀποβάλλων τὴν ἀντίληψιν τοῦ γυμνοῦ ἀκολουθῶν τὰ κε-
λεύσματα τοῦ ἐνσαρκωθέντος Θείου Λόγου. Καὶ οὕτως ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα,
οἱ δύο αὗται τῆς ἀντιθέσεως δυνάμεις, αἵτινες ἐν τῇ Οὐδετέρᾳ αὐτῶν δυνα-
μικῇ καταστάσει ἀπετέλουν τὸν ἄνθρωπον, ἐσκήνωσαν εἰς ὑλικοὺς ὀργα-
νισμούς, εἰς ὑλικὰ συμπλέγματα, ἅτινα ἐζωοποίησαν διὰ τοῦ στοιχείου τοῦ
ψυχικοῦ διὰ τῆς Ψυχῆς.
Καταστραφείσης ὡς εἴπωμεν ἀνωτέρω τῆς ἰσορροπίας τῶν δύο τού­των
ἀντιθέτων δυνάμεων, πλεοναζούσης εἰς ποσὸν δυναμικὸν τῆς Εὔας διὰ
τῆς νίκης τοῦ βουλητικοῦ προῆλθεν ἡ ἐν τῇ ὕλῃ ἐνσκήνωσις τούτων καὶ ἡ
παρουσία τοῦ ὀργανικοῦ ζωϊκοῦ ἀνθρώπου, ἐν ᾧ κρύπτεται ὁ Πνευματικὸς
μετὰ τῶν ἑτέρων ὑπ’ αὐτοῦ γεννηθέντων ἀνθρώπων. Ἀλλὰ κατὰ τὴν ἐν-
σάρκωσιν ταύτην καὶ πάλιν μέγιστον καὶ κύριον ρόλον ἔπαιξεν ὁ νόμος τῆς
ἀντιδράσεως, ὁ νόμος τοῦ ἀντιθέτου. Ἡ Εὔα, ἡ μία δύναμις, μὲ τὴν διακαῆ
ἔφεσιν τῆς γεύσεως τοῦ ἀπηγορευμένου καρποῦ, ἧλξε τὴν ἑτέραν δύναμιν,
τὸν Λόγον, τὸν Ἀδάμ, ὅστις ὑπερβληθεὶς ἐξεδήλωσε τὴν αὐτὴν ἐπιθυμίαν,
ἥτις κατόπιν ἐξεπληρώθη. Ἀλλ’ ἡ Εὔα ἡ ἕλξασα τὸν Ἀδὰμ ἦτο ἡ μία ἀντίθε-
τος δύναμις ἐκ τῶν ἀποτελουσῶν τὸν ἄνθρωπον. Ὀ δὲ Ἀδὰμ ὁμοίως. Κατὰ
λόγον δὲ κύριον, ἵνα ὁ ἄνθρωπος ἐνεσκηνοῦτο ἐν τῇ ὕλῃ, ἔπρεπε νὰ ὑπαχθῇ
234 Η ΚΛΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

ἐν τῇ οὐδετέρᾳ αὐτοῦ καταστάσει εἰς τὰ τῆς ὕλης, ὅτε δύναται νὰ νοηθῇ


τοιοῦτος ἐν τῇ δρώσῃ ἐν αὐτῷ δυναμικῇ τριμορφίᾳ.
Ἀλλὰ κατὰ τὴν ἐνσάρκωσιν ταύτην ἔδει νὰ κυριαρχήσῃ ἐκ τῶν δύο
ἀντιθέτων δυνάμεων ἡ μία, ἥτις θὰ ἔδιδε καὶ τὸν προσήκοντα τύπον εἰς τὸ
ὑλικὸν αὐτῆς περίβλημα. Ἡ Εὔα ἤθελε παρουσιάσῃ τὴν ὑλικὴν γυναῖκα, τῆς
δυνάμεως τοῦ ἀνδρὸς λανθανούσης ὑπ’ αὐτήν. Ἀλλὰ ἡ ἐνσάρκωσις, γεννω-
μένη κατὰ τὴν ὑπερίσχυσιν τῆς μιᾶς δυνάμεως, χαρακτηρίζει διὰ τῆς πα-
ρουσίας ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς τὸν ἄνθρωπον, τὴν μονομερῆ ὕπαρξιν δύο
συνειρμών τριμορφίας, τοῦ Ἀδὰμ Ἀνθρώπου καὶ τῆς Εὔας Ἀνθρώπου. Ἐν
ἑνὶ δὲ τούτων ἑκάστῳ ὑπῆρχεν ἡ ἀντίθεσις τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικός.
Ὁ Ἀδὰμ τοὐτέστιν ἐχαρακτήριζε τὴν οὐδετέραν κατάστασιν τῶν δύο δυ-
νάμεων τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικός. Ἡ Εὔα ὡσαύτως. Ἡ Εὔα, πλασθεῖσα
ἐκ τῆς πλευρᾶς τοῦ Ἀδάμ, ἐκ τῆς οὐδετέρας καταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου,
ἐπαρουσίαζε τὴν αὐτὴν ἀντίθεσιν τὴν διακρίνουσαν τὸν Ἀδάμ. Πλὴν ὅμως
εἶχεν ἐπὶ πλέον ἐν ἑαυτῇ τὴν δύναμιν τῆς γυναικὸς τῆς ἐν ἀντιθέσει δυνα-
μικῇ πρὸς τὸν ἄνδρα χαρακτηριζούσης τὸν ἄνθρωπον. Οὕτω δὲ ὑπῆρχον
δύο συμπλέγματα ἀντίθετα. Ὀ Ἀδάμ, ἄνθρωπος, ἡ οὐδετέρα κατάστασις,
τῶν δύο δυνάμεων τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικὸς πλέον τῆς ποσοτικῆς δυ-
νάμεως τῆς γυναικὸς τῆς προστεθείσης αὐτῇ κατὰ τὴν ἐκ τοῦ Ἀδὰμ δημι-
ουργίαν αὐτῆς.
Εἰς τὸ πλέον τοῦτο δυναμικὸν στηρίζεται καὶ ὀφείλεται ἡ ἕλξις τῶν
κεχωρισμένων τριμορφιὼν, τῶν κεχωρισμένων ἀνθρώπων. Καὶ οὕτω ἡ
Εὔα, ἡ μία δύναμις τῆς οὐδετέρας καταστάσεως εἶναι ἱκανὴ μεγαλυτέρας
δυναμικότητος ἀπὸ τὸν Ἀδάμ, τὴν ἄλλην οὐδετέραν κατάστασιν, μετέδω-
κε τὴν ἐπιθυμίαν καὶ τάχιστα ἡ ἐνσάρκωσις ἠκολούθησε μὲ τὴν παρουσίαν
τοῦ ἄρρενος Ἀδὰμ καὶ τοῦ θήλεως Εὔας, ὑλικῶν δηλονότι μορφῶν, αἵτινες
χαρακτηρίζουσι τὴν ἀντίθεσιν, ἥτις διὰ τῆς συμμίξεως, τῆς δημιουργίας
δηλονότι οὐδετέρας καταστάσεως, εἶναι ἱκανὴ νὰ διατηρήσῃ τὰ ἀντίθετα
ἐν ἐνεργῷ ὑποστάσει. Καὶ οὕτω αἱ ἐνσκηνωθεῖσαι δύο αὗται τριμορφίαι
ἔχουσιν ἀπὸ κοινοῦ τὰ αὐτὰ στοιχεῖα, χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὰς αὐτὰς ἰδι-
ότητας. Ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα ἔχουσι τὸν ὅμοιον τύπον, ὅστις γενικῶς χαρακτη-
ρίζει τὸν ἄνθρωπον. Ἡ ποσοτικὴ ὅμως τῶν ἐν αὐτοῖς ἀντιθέτων ἀνισότης
δρῶσα, εἶναι ἡ δημιουργοῦσα τὴν αἰωνίαν ταύτην ἕλξιν τοῦ ἀνδρὸς πρὸς
τὴν γυναῖκα πρὸς ἀποτέλεσιν τοῦ οὐδετέρου, τοῦ ἑνός, πρὸς ἐξουδε-
τέρωσιν τοῦ κεχωρισμένου Κακοῦ διὰ τοῦ Καλοῦ.
Πλὴν ὅμως ἡ ἀντίθεσις ἐξακολουθεῖ καὶ ἡ ἕλξις συμμιγνύουσα τὰ
ἀντίθετα διατηρεῖ ταῦτα, ἅτινα τείνοντα πρὸς ἰσορροπίαν διὰ τῆς ἀποβο-
λῆς παρὰ τῆς γυναικὸς τῆς πλεοναζούσης δυνάμεως καὶ προσθήκης ταύτης
ἐν τῷ ἀνδρί. Ἡ ἀντίθεσις καὶ ἡ ἀνισότης αὕτη ἔλαβεν ἀντίθετον μορφὴν
διὰ τοῦ ὑψίστου γεγονότος, ὅπερ συνετελέσθη κατὰ τὴν ὑπερφυᾷ γέννη-
σιν ἐκ τῆς γυναικὸς Παρθένου Μαρίας, ὡς ἀνδρὸς τοῦ Θείου Λόγου, τοῦ
Ἰησοῦ ἀφ’ ὅτου θεωρεῖται ἀνερχόμενον τὸ ἀνθρώπινον, ὁ ἰσορροπημέ-
νος Ἀδάμ.
Η ΚΛΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ 235

Οἱ πρῶτοι ὅμως ἄνθρωποι, ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα, ἐν τῇ ὑλικῇ αὐτῶν ἀντι-


μορφίᾳ διὰ τῆς συμμίξεως ἐδημιούργησαν πᾶν τὸ ὑλικὸν ἀνθρώπινον, ἐν ᾧ
τὸ κεχωρισμένον καλὸν καὶ κακὸν συγκρούονται καὶ πάλιν ἀποχωρίζονται
διὰ τὴν ἀποτέλεσιν τοῦ Τελείου Καλοῦ. Ὀ Ἀδὰμ συμμιγεὶς τῇ Εὔα ἐγέννη-
σε τὸν Κάϊν καὶ τὸν Ἄβελ. Ὁ μὲν ἐκδήλωσις τοῦ Κακοῦ, ὁ δὲ τοῦ Καλοῦ.
Συγκρούονται ταῦτα καὶ ὁ κακός, ὁ Κάϊν, γίνεται ἀδελφοκτόνος, φονεύων
τὸν καλὸν Ἄβελ. Πλὴν Κάϊν καὶ Ἄβελ ἀδελφοὶ γεννηθέντες ἐκ τῆς αὐτῆς
γαστρὸς καὶ προϊόντες ἐκ τῆς ὁμοίας συμμίξεως, ἐκ τοῦ αὐτοῦ οὐδετέρου.
Ὁ ἐστὶ Καλὸν καὶ Κακὸν ἐξ ἑνὸς ἐχόμενα, χωρισθέντα ὕστερον ἐξεδη-
λώθησαν ἀντιθέτως ὡς ἀντίθετα εἰ καὶ ἐκ τοῦ αὐτοῦ ἀπέρρευσαν καὶ
ἐχαρακτήριζον τὸ αὐτό. Ὁ Κάϊν ἡ ἀντίθεσις τοῦ Ἄβελ. Ἐξηκολούθη δη-
λονότι ἡ δημιουργία καὶ ἡ διατήρησις τῆς ἀντιθέσεως τῆς προερχομένης
ἐκ τοῦ οὐδετέρου.
Ὁ Κάϊν φονεύει τὸν Ἄβελ. Συγκρούεται ὅθεν τὸ κεχωρισμένον κακὸν
πρὸς τὸ κεχωρισμένον καλόν. Οὕτω δὲ ὁ Κάϊν, φονεύων τὸν Ἄβελ, μένει
μόνος αὐτός, μένει μόνον τὸ Κακόν. Πλὴν ὅμως τὸ ἐν οὐδετέρα καταστάσει
ὑπάρχον ἐντὸς αὐτοῦ Καλὸν ὁ Λόγος, ὁ Θεός, ἡ Συνείδησις ἠγέρθη πρὸ τοῦ
ἰσχύοντος κακοῦ, ἀντιδρῶν ἰσχυρῶς, ὅπερ μᾶς γνωστοποιεῖ ἡ ἐγερθεῖσα
συνείδησις, ἡ ἀκουσθεῖσα φωνὴ τοῦ Θεοῦ. Οὕτω δὲ ὁ Κάϊν καὶ ὁ Ἄβελ χα-
ρακτηρίζουσι τὴν ἄμεσον καὶ πρώτην πάλην τοῦ Καλοῦ καὶ τοῦ Κακοῦ.
Οὕτω δὲ ἔχομεν τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔαν, τὸν πρῶτον ἄνθρωπον, τοὺς
πρώτους ἀνθρώπους, τοὺς ἐκπεσόντας θεούς, ὑπαγομένους εἰς τοὺς
νόμους τῆς ὕλης, ἀποκτῶντας φυσικὰς ἰδιότητας καὶ δεχομένους τῶν φυ-
σικῶν νόμων τὴν ἐπίδρασιν. Ἡ ὕλη περιορίζει αὐτῶν τὰς ἰδιότητας, οὕτω δὲ
τὸ περικεκλεισμένον εἰς τὸ ὑλικὸν δεσμωτήριον Πνεῦμα αὐτῶν, παρ’ ὅλην
τὴν ἐπικουρίαν τῶν ἑτέρων προσωπικοτήτων, τῶν γεννηθεισῶν ἐξ αὐτοῦ,
μένει ὡς ἀνενεργὸν καὶ ὡς ἐν σκοτεινωτάτῃ φυλακῇ, ἀδυνατῶν νὰ συμμε-
θέξῃ τῆς ἐν τῷ Ἀπείρῳ Εὐτυχίας.
Πλὴν ὅμως, ἐν ἀντιθέσει τῆς ἀπωλείας τῶν ἀναριθμήτων θείων αὐτοῦ
ἰδιοτήτων ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, προσέθηκεν αὐτῷ τὴν γνῶσιν τοῦ Κα-
λοῦ καὶ τοῦ Κακοῦ, διέστειλε ταῦτα ἐκ τοῦ οὐδετέρου καὶ ἐγνώρισε τὴν
ἀντίθεσιν. Ἡ γνῶσις ὅμως αὕτη, ἥτις ἐχρησίμευσεν αὐτῷ ὡς ἡ μεγαλυ-
τέρα καταδίκη διὰ τὴν παρακοὴν αὐτοῦ, ὡς ἡ χειροτέρα τῶν -Κολάσεων-
ἐπεσώρευσεν αὐτῷ καὶ ἐπισωρεύει ἔκτοτε βαρεῖς τοὺς πέπλους τῆς δυ-
στυχίας, ἥτις προερχομένη ἐκ τῆς ὕλης ἀρχικῶς, εἰς ἣν κυρίως ὀφείλεται,
ἐπιδρᾶ ἐπὶ τῆς ψυχῆς καὶ διὰ ταύτης ἐπὶ τοῦ Πνεύματος, ὅπερ δέχεται μετὰ
συγκλονιστικοῦ ἄλγους τὰς τρώσεις τῆς ψυχῆς. Ὁ ὑλικὸς αὐτοῦ πλέον
σύντροφος, τὸ ὑλικὸν αὐτοῦ περίβλημα, δεχόμενον τῶν ἀντιθέσεων, τὴν
γνῶσιν ἣν τὸ Πνεῦμα ἐκτήσατο, τὴν ἐπήρειαν αὐξάνει ἔτι μᾶλλον τῶν δο-
κιμασιῶν τὸν ἀριθμόν, καθιστᾶ ἔτι ἐπαχθεστέραν τὴν ζωήν.
Ὁ ἐνσαρκωθεὶς Ἀδὰμ διακρίνει τὸ ψῦχος τῆς θερμότητος, τὸ ἡδὺ τοῦ
πικροῦ, τῆς ἀνακουφίσεως τὸν πόνον, τὴν ἀλγηδόνα τοῦ ἀναλγήτου, γνω-
ρίζει τὸν κάματον, τὸν φόβον, τὴν ἀπόγνωσιν, τὸν κίνδυνον, τὴν ἀσθένειαν
236 Η ΚΛΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

καὶ τέλος τὸν θάνατον τοῦ ὑλικοῦ αὐτοῦ σκηνώματος. Ἡ Παγγνωσία αὐτοῦ
καλύπτεται ἀπὸ τὴν βαρυτάτην καλύπτραν τῆς λήθης καὶ τὸν ἀδιαπέρα-
στον πέπλον τοῦ μυστηριώδους μελλοντικοῦ Ἀγνώστου. Ὁ Ἀδὰμ δὲν γνω-
ρίζει πλέον τὸ θεῖον παρελθόν του. Βλέπει ὅμως τοῦτο ἐν στιγμαῖς εἰς τὰ
ἔγκατα τοῦ ἔνδον αὐτοῦ, ὡς ἀμυδρὸν σκιαγράφημα. Ὁ Ἀδὰμ ἐκοιμήθη ἐν
Πνεύματι. Ἐγνώρισεν ἐν ὑλικὸν Θάνατον, ᾐσθάνθη τὴν δυστυχίαν, τὴν
ἀλγηδόνα τῆς ψυχῆς καὶ οὕτω ἐπλήρωσεν ἀδρότατα τὴν εὐχαρίστησιν
αὐτοῦ, ἥν θὰ ᾐσθάνετο ἐπὶ τῇ ἀποκτήσει τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ
κακοῦ. Ἐγεύθη τοῦ ἀπηγορευμένου καρποῦ, πλὴν ὅμως ἀργὰ ᾐσθάνθῃ τὸ
ἀηδὲς αὐτοῦ. Ἤδη εἶχε καταβροχθισθῇ καὶ ὁ δηλητηριώδης αὐτοῦ χυμὸς
εἶχεν ἐμποτίσει καὶ τὴν τελευταίαν ἐσχατιὰν τοῦ συνόλου του.
Ἡ γνῶσις ἐδηλητηρίασε τὸ Πνευματικὸν σῶμα, ὅπερ οὕτω νοσῆσαν
ἔπαθε νεκροφάνειαν ὑπὸ τὰς βαρείας μάζας τῆς ὕλης καὶ τελείαν ἀνενέρ-
γειαν τῶν πλείστων ἰδιοτήτων αὐτοῦ. Ὁ κόσμος τῶν ἀντιθέσεων περιέβα-
λε τὸν ταλαίπωρον Ἀδάμ, τὸν ἄνθρωπον, καὶ πάντα τὰ στοιχεῖα ἠγέρθησαν
ἀπέναντι αὐτοῦ ἀπειλητικά. Ἐν τῇ μήνει της ἡ Φύσις ἠπείλη τὴν ζωὴν τοῦ
πρώτου ἀνθρώπου διὰ τῶν καιρικῶν αὐτῆς ἐκδηλώσεων, ἐν ᾡ οἱ λύκοι, οἱ
λέοντες καὶ αἱ παρδάλεις καὶ τὰ λοιπὰ ἤρεμα καὶ ἀβλαβῆ πρὸς αὐτὸν ζῶα
τοῦ Παραδείσου ἤρχισαν ἀσμένως νὰ ὀσφραίνωνται τὴν σάρκα αὐτοῦ. Καὶ
οὕτω ὁ Θεὸς Ἀδάμ, ράπτει φύλλα συκῆς διὰ νὰ περικαλύψῃ τὸ τρέμον ἐκ
τοῦ ψύχους σῶμα του, καταφεύγει εἰς σπήλαιον ἵνα ἀποφύγῃ τὴν τρομα-
κτικὴν καταιγίδα μὲ τὰς χαλάζας καὶ τὰς πολυῶρους βροχάς. Ἀνέρχεται
εἰς δένδρα ἵνα ἀποφύγῃ τοὺς ὀξεῖς τῆς τίγρεως ὀδόντας καὶ κατὰ μικρὸν
προσπαθεῖ νὰ τιθασεύσῃ μικρὰ ζῶα, αὐτός ὁ Κύριος πάντων τῶν ζώων, ὁ
ἰσχυρὸς νομεὺς παντὸς τοῦ Παραδείσου, παντὸς δημιουργήματος.
Καὶ ἀπελπίζεται καὶ φοβεῖται καὶ ἀγωνιᾷ. Ἑκάστη φυσικὴ μῆνις τοῦ
γεννᾷ τὸ δέος. Κάθε σφύριγμα τοῦ ὁρμητικοῦ ἀνέμου, κάθε ἐμφάνισις τῆς
χαλάζης, πᾶσα λάμψις κεραυνοῦ τοῦ γεννοῦν τὸ δέος. Εἰς τὰς φυσικὰς
ταύτας ἐκδηλώσεις νομίζει ὅτι ἀκούει πάντοτε τὴν ἀπειλητικὴν φωνὴν
τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῷ παραπτώματί του, διὰ τὴν παρακοήν του. Νομίζει ὅτι
βλέπει τὴν πυρίνην ρομφαίαν τοῦ φρουροῦντος τὸν παράδεισον ἀγγέλου.
Δυστυχὴς ὡς Πνευματικότης, θνητὸς ὡς ὕλη! Οἷον μέγεθος συμφορᾶς! Οἵα
πτῶσις! Ὁπόσον αὐστηρῶς ἐπλήρωσεν τῆς παρακοῆς του τὴν ὀφειλήν!
Ὁ Παράδεισος τότε ἐκλείσθη αὐτῷ ὥστε νὰ μὴν δυνηθῇ μετὰ τὴν πτῶσιν
ἔστω, νὰ γευθῇ τοῦ ξύλου τῆς Ζωῆς καὶ καταστῆ Ἀθάνατος. Ἔπρεπε νὰ
κατέλθῃ ἁμαρτήσας, ἵνα ὕστερον ἀνέλθῃ τελειούμενος. Τὸ ξύλον τῆς
Γνώσεως ἐδημιούργησε τὴν πτῶσιν ἢ κάθοδον αὐτοῦ, τὸ δὲ ξῦλον τῆς Ζωῆς
ὕστερον, Ὁ Σταυρός, τὴν ἄνοδον αὐτοῦ. Διὰ τοῦ μὲν περιεβλήθη ὁ Ἀδὰμ
τὸ θνητόν, διὰ τοῦ δὲ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύεται Ἀθανασίαν. Ὦ! Μυστήριον
τῆς Θείας Ἐνσαρκώσεως!...
Ὡς εἴπομεν ἡ Παντογνωσία τοῦ Ἀδὰμ τοῦ ἀνθρώπου διέλαθεν εἰς τὰ
βάθη αὐτοῦ ὡς ἐξαφανισθεῖσα, ἐν ᾧ ἡ γνῶσις ἀντικατέστησεν αὐτὴν μὲ
τὴν πενιχρὰν πεῖραν. Ὁ ἐκτειθέμενος εἰς τὰς ποικίλας προσβολὰς ἄνθρω-
Η ΚΛΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ 237

πος, ἵνα ἀμυνθῇ εἰς τὴν γνῶσιν ἐζήτησε τὰ ὅπλα. Ὑπῆρχεν ἐν αὐτῷ ἡ γνῶ-
σις καὶ ἀμυδρότατα πως ἡ συναίσθησις τῆς Παντογνωσίας καὶ οὕτω διὰ
τὴν ἀπόκτησιν ταύτης ἐγεννήθη ἡ ἐπιθυμία τῆς διαρκοῦς γνώσεως καὶ τῆς
ἀενάου ἐρεύνης. Ὁ ἄνθρωπος ἤρξατο οὕτω ἐρευνῶν καὶ μανθάνων πλου-
τίζων τὴν γνῶσιν αὐτοῦ.
Καὶ οὕτω ἐν τῇ διελεύσει τῶν αἰώνων ὁ ἄνθρωπος ἐπαρουσίασε τοὺς
συνοικισμοὺς τῶν ὁμοφύλων, τὰς κατοικίας, τὰ ἀμυντικὰ κατὰ τῶν ποι-
κίλων προσβολῶν μέσα, διεμόρφωσε κοινωνίας καὶ τέλος ἤρχισε στρε-
φόμενος πρὸς ἑαυτὸν ἐπιθυμῶν ὅπως ἄρῃ πτυχὰς τινὰς τοῦ παρελθόντος
αὐτοῦ, ὅπως ἐξονυχίσῃ τὴν παροῦσαν αὐτοῦ κατάστασιν. Τοιουτοτρόπως
δὲ τὸ στοιχεῖον τῆς γνώσεως ἐχρησίμευσε τῷ Ἀδὰμ ὡς τὸ μόνον ὅπλον
διατηρήσεως καὶ σωτηρίας διὰ μέσου τῶν ζοφερῶν νυκτῶν τῆς ἀρχεγό-
νου του καταστάσεως καὶ ὡς τὸ μόνον φῶς εἰς τὰ ἐρεβῶδη τάρταρα τῶν
ὑλικῶν αὐτοῦ φυλακῶν, μέχρι τῆς ἐλεύσεως τοῦ ἀνεγείραντος αὐτόν. Ἡ
παγγνωσία τοῦ Ἀδὰμ λανθάνει ὑπὸ τὸν βαρὺ πέπλον τῆς λήθης καὶ ταύτην
ἀντικαθιστᾶ ἡ πτωχοτάτη γνῶσις. Ὁ Ἀδὰμ δέν γνωρίζει. Μανθάνει διὰ νὰ
γνωρίζῃ καὶ ἐρευνᾷ διὰ νὰ μάθῃ. Τὸ ταμεῖον τοῦτο τῆς παντογνωσίας δὲν
γνωρίζει ἑαυτό.
Ἡ ἅλυσος ὅμως τῶν παραστάσεων πάσης γνώσεως ὑφισταμένη λαν-
θανόντως εἰς τὰ βάθη τοῦ ἔνδον αὐτοῦ ἀποδίδει ἑκάστοτε καὶ μίαν γνῶσιν
εἰς τὸ συνειδητὸν τοῦ ἀνθρώπου ὅταν ἡ Πνευματικὴ χεὶρ κινήσῃ ταύτην.
Οὕτω ἡ προσθήκη καὶ νέας γνώσεως ὀφειλομένης εἰς ἐξωτερικὴν μὲν
αἰτίαν πλὴν ἐκ τοῦ πλουσίου ἔνδον ἀνεγειρομένης πλουτίζει τὴν πεῖραν
τοῦ Πνεύματος δημιουργοῦσα κατὰ μικρὸν τὴν πλήρη ἔκφανσιν τῆς
πρώτης ἰδιότητος, τῆς Παντογνωσίας. Οὐδεμία γνῶσις ἀποκτᾶται, οὐδὲ
ἐκ τοῦ μὴ εἶναι δημιουργεῖται. Αἱ γνώσεις πᾶσαι ὑπάρχουσιν ἐν παντὶ ἡ
δὲ πρόσκλησις τούτων δὲν εἶναι ἢ ἡ ἀνέγερσις τούτων ἐκ τοῦ ληθάργου.
Ἡ γνῶσις λοιπὸν τὸ στοιχεῖον ἐκεῖνο τὸ δημιουργῆσαν τὴν κάθοδον, τὴν
πτῶσιν, πλουτιζομένη ἑκάστοτε ἐκ τε τοῦ καλοῦ καὶ ἐκ τοῦ κακοῦ ἤρξατο
μὲ τὴν ἐπαμφοτερίζουσαν ταύτην μορφὴν νὰ δημιουργῇ τὰς ἀνισορρο-
πίας τῶν ἑπτὰ τοῦ ἀνθρώπου προσωπικοτήτων παρουσιάζουσα οὕτω τὴν
φρικτὴν τῶν νόμων δυσαρμονίαν. Ἐκ τῶν ἑπτὰ δὲ τοῦ ἀνθρώπου προσω-
πικοτήτων ἡ κυριαρχοῦσα κατὰ τὴν ὃλην διαδρομὴν τῆς ἀνθρωπίνης ἐξελι-
κτικῆς κλίμακος κατὰ τὴν περίοδον τῆς Πνευματικῆς καθόδου ἢ πτώσεως
προσωπικότητος, εἶναι ἡ τοῦ Ὑλικοῦ ἀνθρώπου, ἡ προσωπικότης ἡ Ὑλική.
Ἡ προσωπικότης δηλονότι ἐκείνη, ἥτις ἐδημιουργήθη τελευταία κατὰ τὴν
ἀπότιμον τοῦ Πνεύματος ὑποσκήνωσιν.
Ὡς ἀνωτέρω εἴπομεν ἐν τῷ Πνευματικῷ ὑπῆρχον τὰ σπέρματα τῆς
Ψυχῆς καὶ τῆς Ὕλης. Ἐκ τοῦ Πνεύματος παρήχθη ἡ ψυχὴ διὰ τοῦ Πνευμα-
τοψυχικοῦ τῆς μεταβατικῆς ταύτης περιόδου. Ἐκ δὲ τῆς Ψυχῆς ἢ τοῦ Ψυ-
χικοῦ διὰ τοῦ Ψυχοϋλικοῦ παρήχθη ἡ Ὑλικὴ ἀνθρωπίνη ὑπόστασις, ἥτις
παραλαβοῦσα καὶ ἑτέραν ὕλην ἐκτὸς ἑαυτῆς συνεπλήρωσε τὸ ἰδιόμορφον
καὶ πολύπλοκον ἀνθρώπινον σκήνωμα. Καὶ τοῦτο συνέβη ὡς συμβαίνει
238 Η ΚΛΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

εἰς τὸν ξηρὸν καρπὸν δένδρου τινός. Ἡ δύναμις ἐκείνη ἡ παρουσιάζουσα


τὴν ζωὴν τοῦ δένδρου ἂς προσομοιωθῇ μὲ τὸ Πνεῦμα. Ἄνευ ταύτης ὁ καρ-
πὸς εἶναι νεκρός. Ἡ μυστηριώδης δὲ αὕτη δύναμις ἐνέχει ἐν ἑαυτῇ, ἐν τῷ
συνόλῳ αὐτῆς τὴν ζωὴν τοῦ φυτοῦ ἢ τοῦ δένδρου, ἣν ἂς προσομοιῶσωμεν
μὲ τὴν ἀνθρώπινην ψυχήν. Ἔτι δέ, ὡς τὸ Πνεῦμα οὕτω καὶ ἡ δύναμις αὕτη
ἡ συνέχουσα τὸ ἓν ὅλον τοῦ καρποῦ, ἐνέχει καὶ τὸ ὑλικόν, ὃ ἐστὶ τὸ σαρκῶ-
δες μέρος τοῦ φυτοῦ, ὅπερ ἂς παραλληλισθῇ μὲ τὸ ὑλικὸν τοῦ ἀνθρώπου
σῶμα.
Τὸ παράδειγμα τοῦτο εἰ καὶ χονδροειδέστατον καθιστᾶ ἀρκούντως
σαφῆ καὶ εὔκολον τὴν κατανόησιν τῶν ἀναπτυσσομένων. Ὁ καρπὸς οὕτω
πίπτων εἰς τὴν Γῆν ἐκ τοῦ δένδρου ἐνεργοποιεῖ τὸ πρῶτον τὸ σπέρμα τῆς
ἐν αὐτῷ ὑπαρχούσης λανθανόντως ζωῆς, ἥτις διὰ τὴν ἐκδήλωσιν αὐτῆς
χρησιμοποιεῖ τὸ πρῶτον τὸν πυρῆνα τῆς ὕλης τῆς ἐνεχομένης ἐν τῷ ὅλῳ
καρπῷ. Ἡ ὕλη δ’ αὕτη τοῦ καρποῦ, αἱ φυτικαὶ σάρκες, χρησιμεύουσιν ὕστε-
ρον διὰ τὴν ἀφομοίωσιν τῆς ἔξωθεν προσλαμβανομένης ὕλης ἄνευ τῆς
ὁποίας ἡ δύναμις τοῦ δένδρου ἢ τοῦ φυτοῦ τοῦ ἐν τῷ καρπῷ δὲν δύναται
νὰ ἐκδηλωθῇ ἀρτίως οὔτε νὰ διαγράψῃ τὴν ζωϊκήν του τροχιάν, Οὕτω δὲ
ἔχομεν ἐκ τῆς πτώσεως τοῦ καρποῦ εἰς τὴν Γῆν τὴν δημιουργίαν καὶ ἐκ-
δήλωσιν τῶν λανθανουσῶν μορφῶν τῆς ζωῆς καὶ τῆς ὑλικῆς ζωῆς τοῦ καρ-
ποῦ διὰ διαφόρων διαμέσων καταστάσεων ὁριζουσῶν τὴν μεταβατικὴν
περίοδον μεθ’ ἣν ἐμφανίζεται ἑκάστη νέα μορφή.
Οὕτω καὶ ὁ Πνευματικὸς ἄνθρωπος πεσών ἐξ ἁμαρτίας ἐξεδήλωσεν
ἐνεργοποιήσας τὰς ἐν σπέρματι προσωπικότητας, δημιουργήσας κατὰ τὰ
προειρημένα τὸν μυστηριώδη ὅσον καὶ ὑπερφυᾶ συνειρμὸν τῶν ἑπτὰ προ-
σωπικοτήτων αὐτοῦ. Ἐκ τούτων ἡ Ὑλικὴ προσωπικότης εἶναι ἐκείνη ἥτις ὡς
ἐπὶ τῷ πλεῖστον κυριαρχεῖ τῶν λοιπῶν. Καὶ τοῦτο διότι, αὕτη εἶναι ἐκείνη
ἡ ὑπόστασις διὰ τὴν ἐπιθυμίαν πρὸς ἀπόκτησιν τῆς ὁποίας ἐνήργησεν
ἀλόγως ὁ ἄνθρωπος ἁμαρτήσας. Ἕως οὗ τὸν νόμον τῆς Καθόδου διεδέχθη
ὁ νόμος τῆς Πνευματικῆς ἀνόδου δρῶν ἐπὶ τοῦ ἐφθυποστάτου τούτου
συνειρμοῦ παρουσίασε περίεργον διαδοχὴν ἐπικρατείας τῆς ὑλικῆς προ-
σωπικότητας διὰ τῆς πνευματικῆς τοιαύτης κυριαρχοὺσης. Ἡ δὲ ἀντίθετος
καὶ μυστηριώδης διαδοχή, ἐπετεὺχθη διὰ τῆς βασιλείας τοῦ Πνεύματος καὶ
τοῦ θανάτου τῆς σαρκός, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ἐπέτυχε τὸ δρᾶμα τῆς Σταυ-
ρώσεως τοῦ Θεανθρώπου.
Ἔκτοτε διεχαράχθη πλέον σαφὴς ἡ νέα τροχιὰ τῆς Πνευματικῆς Κυ-
ριαρχίας καὶ μετηγγίσθη ἀσφαλῶς τὸ μικρόβιον τῆς ἀποσυνθέσεως εἰς τὸ
κυριαρχοῦν κράτος τοῦ σώματος τῆς ὕλης. Τὸ δὲ ἀποσυνθετικόν τοῦτο τοῦ
ὑλικοῦ κράτους μικρόβιον, εἶναι ὁ γεννηθεὶς καὶ γεννώμενος εἰς τὰς ἐσκη-
νωμένας πνευματικότητας Πνευματικὸς Ἔρως, ἡ Θεία Ἀγάπη, ἡ γνῶσις τοῦ
προορισμοῦ! Ἔκτοτε δέ, ἀπὸ τῆς Σταυρώσεως τοῦ Ἰησοῦ ἐγεννήθη καὶ ἡ
σωτηρία ὦσις, ἡ παρωθοῦσα τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν παρακολούθησιν τῆς
νέας καὶ τόσον ἐπιμελῶς χαραχθείσας τροχιᾶς τῆς ἀγούσης εἰς τὰ Πνευμα-
τικὰ βασίλεια καὶ ἐχορηγήθησαν τὰ μέσα εἰς τὴν Πνευματικὴν προσωπι-
Η ΚΛΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ 239

κότητα δι’ ὧν ἠδύνατο νὰ ἐπιπλεύσῃ τῶν λοιπῶν καὶ ὁρίσῃ τὴν κατεύθυν-
σιν καὶ τροχιὰν αὐτῶν. Ἔκτοτε θεωρεῖται τὸ ἀνθρώπινον ἀνιστάμενον.
Ἀλλὰ τὸ πρῶτον ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ὁ ἀπόκληρος τοῦ Παρα-
δείσου, μὴ ἔχων οὐδένα Ποδηγέτην μὴ ἔχων τὸν Φάρον τῆς σωτηρίας, μὴ
ἔχων λυχνίαν τῆς Σοφίας, οἵαν ἐδωρήσατο ἡμῖν ὁ Θεός, ἀλλὰ κινούμενος
εἰς ἀπροσπέλαστα σκότη χωρὶς κατεύθυνσιν, χωρὶς ἐπίγνωσιν ὡρισμένου
σκοποῦ, ἐδεσπόζετο ἀπὸ τοὺς νόμους τῆς σαρκός, οἵτινες δίδοντες αὐτῷ
τὴν δυναμικήν των φορὰν προσωμοίουν αὐτὸν μὲ τὰ λοιπὰ ζῶα, ἀπὸ τῶν
ὁποίων μόνον διέφερε κατὰ τὴν ἐν αὐτῷ ὑπάρχουσαν καὶ ἐκδηλουμένην
Θείαν Ὑπόστασιν τοῦ Πνεύματος. Ἡ δὲ ὑπόστασις αὕτη ἐξεδηλοῦτο πάντο-
τε μὲ τὸ μέσον τῆς διαισθήσεως, ὅπερ ἐχρησίμευεν ὡς τὸ ἑνωτικὸν νῆμα
τὸ ἑνῶνον τὴν πεσοῦσαν Θεότητα μὲ τὴν Ἀπαρχὴν αὐτῆς. Αἱ δὲ ἐκφάνσεις
αὗται, αἱ ὁρίζουσαι τὴν τοῦ ἐνσκηνωθέντος Πνεύματος ἐνέργειαν, χαρα-
κτηρίζουσι τὴν μὲ τὸ Θεῖον τοῦ ἀνθρώπου συνοχήν, ἥτις ἐδημιούργει τὴν
μεταξὺ αὐτῶν ἕλξιν.
Αὐξανομένης κατὰ μικρὸν τῆς Πνευματικῆς ἰσχύος καὶ πλουτιζομένης
τῆς γνώσεως ἡ ἐπίγνωσις παρὰ τοῦ ἀνθρώπου τοῦ θείου ἐκ τῆς ὑποσυνει-
δήτου τοιαύτης μετετράπη εἰς τὴν ἐνσυνείδητον καὶ λελογισμένην, εἰς τὴν
γνωστικὴν πρόσληψιν τῆς ἐννοίας Αὐτοῦ καὶ εἰς τὴν μελέτην τῶν ἐξ Αὐτοῦ
καὶ τῶν μετ’ Αὐτοῦ σχέσεων. Τοιουτοτρὸπως δὲ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἐπι-
κουρίαν τοῦ ἐν αὐτῷ πάντοτε οἰκοῦντος Θείου Λόγου, κατώρθωσε λογικῶς
νὰ πιστεύσῃ, ὅπερ διαισθητικῶς ἐγνώριζε, καὶ νὰ αἰσθανθῇ τὸ Θεῖον ἐν ὅλῃ
τῇ μεγαλειώδει αὐτοῦ ὑποστάσει. Πλὴν τοῦτο ἐπετεύχθη διὰ μέσου πολ-
λῶν αἰώνων καὶ ποικίλων δοκιμασιῶν.
Ὁ πρῶτος ὅμως Ἀδὰμ ἔχων τὴν γνῶσιν εἰς ἐμβρυώδη βαθμὸν ἀνεπτυγ-
μένην μετεχειρίζετο τὸ στοιχεῖον τῆς διαισθήσεως χωρὶς κἂν νὰ γνωρίζῃ
τὶ ἦτο αὕτη καὶ πῶς χρῆσιν ταύτης ἐποίει. Ἡ διαίσθησις ἡ ψυχικὴ αὕτη αἴ-
σθησις, λειτουργοῦσα κατὰ τρόπον μυστηριώδη καὶ μὴ ἔχουσα ἴδιον μέσον
ὅπερ αὐτὸ ὄργανον ἐκδηλώσεως, καθίστα ἑκάστοτε ἱκανὸν μὲ τὸ Θεῖον
ἐπικοινωνίας τὸν ἄνθρωπον καὶ ἐχρησίμευεν οὕτως αὐτῷ ὡς ἡ μόνη πυξὶς
εἰς τὸν ἀνεξερεύνητον πόντον τῆς ζωῆς, ἡ εὐθύνουσα διὰ μέσου τῶν σάλων
τῆς φύσεως τοῦτον, εἰς τὸν ἀσφαλῆ λιμένα τῆς διατηρήσεώς του. Καὶ οὕτω
ὁ Ἀδὰμ διήρχετο τὰ ἔτη τῆς βιωτῆς αὐτοῦ. Ἡ περιβολὴ τοῦ σαρκικοῦ σκη-
νώματος ἐγέννησεν ἀμέσως τὴν σωτηρίαν λήθην μὲ χλαμύδα τῆς ὁποίας
περιβάλλεται ἔκτοτε τὸ παρελθὸν τοῦ ταλαιπώρου Ἀδάμ.
Οὕτω δὲ ἡ τελεία ἀμνημοσύνη τοῦ Θεϊκοῦ παρελθόντος αὐτοῦ γίνεται
ἡ δημιουργὸς τῆς Πνευματικῆς αὐτοῦ ὑπνώσεως καὶ συνεπῶς διατηρήσε-
ως ἀσφαλῶς, ἀπὸ τὴν γνῶσιν, ἥτις ζωγραφίζουσα ζωηρῶς τὴν θείαν του
ζωήν, ἤθελε δημιουργήσει μαρτύριον θανατηφόρον μὲ τὴν πνευματικὴν
στασιμότητα, ἣν ἤθελε δημιουργήσει καταστρεπτικὴ ἐκ κακῶν κλονισμῶν
ἔκτασις τοῦ Πνεύματος. Ὕστερον οὐδὲν ἐγνώριζεν ἐκ τῶν περὶ αὐτόν.
Ἀλλὰ τὸ ἔτι σπουδαιότερον ἠγνόει τὸ ἔνδον αὐτοῦ. Οὐδὲν κατενόει, ὅπερ
δὲν ἐδέχετο τὸν δι’ ἁφῆς ἔλεγχον. Μόνον τὰ διὰ τῶν αἰσθησιακῶν του
240 Η ΚΛΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

ἐκφάνσεων θιγόμενα τῷ ἦσαν προσιτά. Αἱ ὁρμαὶ αὐτοῦ αἱ ἐνστικτικαὶ τῷ


ἦσαν περισσότερον γνωσταὶ καὶ αἱ φυσικαὶ ἀνάγκαι ἢ αἱ ψυχικαὶ ἐκδηλώ-
σεις καὶ αἱ ἐπιταγαὶ τοῦ Ἐγώ.
Καὶ ἐπειδὴ πᾶν τὸ περὶ αὐτὸν ὑποστατὸν ὑλικὸν τῷ καθίστατο προσιτὸν
διὰ τῶν ὑλικῶν του μέσων, ἐπειδὴ πᾶν τὸ ἀφορῶν τὴν ζωὴν ἐξεδηλοῦτο διὰ
τοῦ ὑλικοῦ συνειρμοῦ τῶν αἰσθητηρίων αὐτοῦ, ἡ γνῶσις αὐτοῦ περιωρίζε-
το εἰς τὴν γνῶσιν τοῦ ὑλικοῦ του συντρόφου τῆς ὑλικῆς προσωπικότητος
αὐτοῦ. Ἠσθάνετο τὰς ἀνάγκας, ἐγνώριζεν αὐτὰς καὶ ὑποκύπτων ἐγνώριζε
τὰ μέσα τῆς ἐκπληρώσεως αὐτῶν. Πᾶσαι δὲ αἱ ψυχικαὶ ἐκδηλώσεις αὐτοῦ,
αἱ ἐκδηλούμεναι εἰς τὰ φίλτρα τῆς πατρότητος καὶ συζυγικὰ τοιαῦτα καὶ αἱ
ἐκδηλούμεναι ὡς δημιουργοὶ φόβου ἢ τέρψεως τῷ ἦσαν ἀπρόσιτοι καὶ ὡς
ἐκδηλώσεις ἐπηρεάζουσι αὐτὸν μόνον καὶ διακρίνουσαι τὴν ἐξαιρετικὴν
αὐτοῦ ἀπὸ τὴν τῶν ἄλλων ζώων ὑπόστασιν.
Ἐκεῖνο ὅμως ὅπερ διέκρινε τὸν ἄνθρωπον εἰς ἀνόμοιόν τι τῶν λοι-
πῶν ζώων ἦτο ἡ ληθαργοῦσα ὑπόστασις τοῦ Πνευματικοῦ αὐτοῦ Εἶναι, ἡ
ἐκδηλουμένη μόνον διὰ τῆς διαισθήσεως καὶ τῆς ἀσυνειδήτου ἐξάρσεως.
Κατὰ τὰ λοιπά ὁ Ἀδὰμ ὡς ζητήσας ἐθελουσίως τὴν γνῶσιν τῆς ζωῆς καὶ
διὰ τῆς ὑλικῆς τοιαύτης, ἵνα διὰ ταύτης διαστείλῃ τοῦ καλοῦ τὸ κακόν,
περιεβλήθη τὸν τύπον τοῦ ζώου καὶ ἐδέχθη τῶν ζωϊκῶν νόμων τὴν ἐνέρ-
γειαν. Ὁ Πνευματικὸς Ἀδὰμ παρουσίασε τὸν Ζωϊκὸν Ἀδὰμ διὰ τῆς δημιουρ-
γίας πρῶτον τοῦ ψυχικοῦ Ἀδάμ. Ἀπεσπάσθη ὡς Πνεῦμα, ἐγένετο ζῶσα
ψυχὴ καὶ ἐξεδηλώθη ὡς ζωϊκὴ ὕλη. Ἵνα δὲ ἀποβῇ Πνεῦμα ὡς καὶ πρῶτον
ἐκ τοῦ ψυχικοῦ θὰ μεταπηδήσῃ εἰς τὸν Πνευματικόν, Διότι κατὰ τὴν μεθ’
ὕλης δημιουργίαν αὐτοῦ πρῶτον παρουσιάσθη διὰ τοῦ Πνευματοψυχικοῦ
τὸ Ψυχικόν. Ὥστε πρῶτον τὸ Ψυχικὸν δι’ ὃ κατὰ τὴν ἐξέλιξιν ὕστερον τὸ
Πνευματικόν, Τὸ Ψυχικὸν ἐξεδηλώθη κατὰ τὴν πτῶσιν, τὸ δὲ Πνευματικὸν
ἐκδηλοῦται κατὰ τὴν ἄνοδον. Ἡ πτῶσις ἐδημιούργησε τὰς ἑπτὰ προσω-
πικότητας ἐν ταῖς τρισίν, ἐν τῇ μιᾷ προσωπικότητι, ἡ δὲ ἄνοδος συγχω-
νεύει πάσας εἰς μίαν.
Ὁ Πνευματικὸς Ἄϋλος, ἐγέννησε τὸν Πνευματικόν, τὸν Ψυχικόν, εἶτα τὸν
ὑλικὸν διὰ τῶν τριῶν τοῦ Πνευματοϋλικοῦ, Ψυχοπνευματικοῦ καὶ Ψυχοϋλι-
κοῦ ὑποστάσεων, ἐνῶ διὰ τοῦ ὑλικοῦ, τὸν Ψυχοϋλικὸν εἶτα τὸν Ψυχικὸν καὶ
διὰ τῶν τριῶν τοῦ Πνευματικοῦ διὰ τοῦ Πνευματοψυχικοῦ καὶ Πνευματοϋλι-
κοῦ κινοῦνται πρὸς τὸν Πνευματικὸν Ἄϋλον. Ἐξετάσωμεν, λοιπόν, πρῶτον
τὴν πορείαν τῆς πτώσεως μὲ τὴν δημιουργίαν τῶν ἑπτὰ προσωπικοτήτων,
ἵνα εἶτα ἐξετάσωμεν τὴν ἄνοδον μέ τὴν συγχώνευσιν εἰς ἕν.
Ὡς ἀνωτέρω ἐξετέθη, ἡ πτῶσις τοῦ Ἀδὰμ ἤρξατο ἀπὸ τῆς στιγμῆς τῆς
ὁποίας ἐγεννήθη ἡ ζωηρὰ ἐπιθυμία τῆς Αἰσθητικῆς γνώσεως, ἡ ἐπιθυμία
τοὐτέστιν ἐκείνη τῆς ὁποίας ἡ ἐκπλήρωσις διὰ τῆς παρακοῆς ἔκαμε τὴν
λανθάνουσαν διάκρισιν τοῦ ναὶ καὶ τοῦ ὄχι, τῆς ἀντιθέσεως τοῦ Καλοῦ καὶ
τοῦ Κακοῦ. Ἡ παροραθεῖσα τοῦ Λόγου Ἐπιταγὴ ἐδημιούργησε τοὺς πρώτους
ἀντιπάλους, διέστειλε τὰ ἀντικρουόμενα, ἐγνώρισε τὴν ἄρνησιν τῆς θέσε-
ως. Ὁ δὲ οὐδέτερος ἄνθρωπος ὁ ἐν ταῖς ἀντιθέσεσιν καὶ ἐκτὸς τούτων ὤν,
Η ΚΛΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ 241

ἐγνώρισε ταύτας ἐν τῷ ἀπολύτῳ αὐτῶν τύπῳ, ἐγνώρισε τὸ Καλὸν καὶ τὸ


Κακόν.
Καὶ τότε ἄρχεται ἡ ἐνεργοποίησις καὶ ἡ ἐκδήλωσις τῶν ἀντιθέτων δυ-
νάμεων τῶν μὴ διαστελλομένων πρὶν καὶ δρωσῶν δυνάμεων ἕνεκεν τῆς
ἐξ ἀγνοίας ἀδιακρισίας αὐτῶν. Ὑπῆρχεν δηλονότι τὸ Κακὸν καὶ πρὶν ἐν τῷ
Καλῷ, ἀλλὰ τοῦ δυναμικοῦ ἀνθρώπου ἀγνοοῦντος τοῦτο, οὐδόλως ἐξεδη-
λοῦτο ἐνεργοῦν καὶ διακρινόμενον ὡς ἄλλοτι καὶ κατὰ συνέπειαν διὰ τὸν
ἄνθρωπον δὲν ὑφίστατο εἰ μὴ ὡς Καλόν. Διὰ τὸν ἀγνοοῦντα τι, ταὐτὸ καὶ
τὸ μὴ ὑπάρχειν διὰ τοῦτον τὸ ἀγνοούμενον. Ἠγνόει ὁ Ἀδὰμ τὸ Κακὸν ἄρα
διὰ τοῦτον δὲν ὑπῆρχεν εἰ μὴ ὡς Καλὸν καὶ κάλλιον εἰπεῖν ὡς τὶ ἐκτὸς
καὶ τοῦ Καλοῦ καθότι καὶ τοῦτο ἠγνόει ἀγνοουμένου καὶ τοῦ Κακοῦ. Ἔζη
ὑπὸ τὴν γνῶσιν καὶ ἐπήρειαν τῆς μέσης ἢ οὐδετέρας αὐτῶν φύσεως, ἔζη
εἰς Ἔκστασιν.
Ἀφ’ ἧς ὅμως στιγμῆς διὰ τῆς παρακοῆς διέστειλε ταῦτα εἰς τὴν ἀντίθε-
σιν ἐνεργοποίησε τοὺς ἀντιθέτους νόμους, τὰς ἀντιθέτους δυνάμεις καὶ
ἰδιότητας, αἱ ὁποῖαι οὕτω ἀκολουθοῦσαι ἀπὸ τῆς στιγμῆς ἐκείνης τὴν
ἐνεργητικήν των τροχιὰν παρήγαγον τὴν πολλαπλὴν προσωπικότητα τοῦ
ἀνθρώπου, παρουσιάσασαι ὡς ἀντίθετοι τῶν πρὶν δυνάμεων καὶ ἰδιοτήτων
καὶ ἀντίθετον φύσιν τῆς ἣν ἐπαρουσίαζον τὸ πρῶτον αἱ ἀντίθετοι τούτων
δυνάμεις καὶ ἰδιότητες. Καὶ διὰ τὸ σαφέστερον.
Τῆς ἀντιθέτως τοῦ Καλοῦ ἢ τοῦ Κακοῦ μὴ τὸ πρῶτον νοητῆς καὶ τῶν
δυνάμεων ἐκδηλουμένων ἐν τῷ Πνευματικῷ ἐδέσποζεν ἡ φύσις ἡ Πνευμα-
τική. Τῆς ἀντιθέσεως ὕστερον γνωρισθείσης καὶ τῶν ἀντιθέτων δυνάμεων
διαστελλομένων, ὁ τῶν ἀντιθέτων δυνάμεων εἰς ἀρμαθὸς παρουσίασε καὶ
φύσιν ἀντίθετον διὰ τῆς παρουσίας τοῦ Ὑλικοῦ ἀνθρώπου. Οὕτω δὲ ὁ μὴ
γνωρίζων τὸ Καλὸν καὶ τὸ Κακόν, Ἀδάμ, ὁ ἄνθρωπος, ἡ οὐδετέρα κατά-
στασις τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικός, εἶχε πρὶν τὴν δυναμικὴν φύσιν, ὃ
ἐστὶ τὴν Ἄϋλον Πνευματικὴν. Ἡ γνῶσις ὕστερον τῆς ἀντιθέσεως ἐδημι-
ούργησε τὸν Ἄνδρα καὶ τὴν Γυναῖκα, διὰ δὲ τὴν φύσιν παρήγαγε ἐν διαστο-
λῇ τὸ Πνευματικὸν καὶ τὸ Ὑλικόν. Ὥστε αἱ ἀντίθετοι δύο προσωπικότητες
αἱ προελθοῦσαι ἐκ τῆς πρώτης τῆς Ἀΰλου Πνευματικῆς, εἶναι ἡ πρώτη ἔκ-
φανσις τῆς δρώσης ἀντιθέσεως κατόπιν τῆς ἐπιγνώσεως αὐτῆς.
Πᾶσα ὅμως ἀντίθεσις δὲν ὑφίσταται ἐὰν μὴ ἰσορροπῶσιν αἱ ἰσοσθε-
νεῖς δυνάμεις αὐτῆς. Ἡ δὲ ἰσορροπία αὕτη ἢ κάλλιον τὸ πεδίον ἐκεῖνο τῆς
ἰσορροπίας αὐτῶν χρησιμεύει ὡς ἑνωτικὸς συντηρητικὸς κρίκος, ὁ διατη-
ρῶν τὴν μορφὴν τῆς ἀντιθέσεως. Ὡς τοιοῦτος κρίκος ὡς οὐδέτερον πεδίον
ἰσορροπίας τῶν ἀντιθέτων τοῦ ἀνθρώπου φύσεων, τοῦ Πνευματικοῦ καὶ
τοῦ Ὑλικοῦ εἶναι ὁ Ψυχικὸς ἄνθρωπος, διὰ τῶν αἰσθημάτων τοῦ ὀποίου ζῇ
ἡ σάρξ, ὁ Ὑλικὸς ἄνθρωπος καὶ διὰ τῶν συναισθημάτων τοῦ ὁποίου ἀνέρ-
χεται τὸ Πνεῦμα, ὁ Πνευματικὸς ἄνθρωπος. Τοιουτοτρόπως δὲ ἐπαρουσι-
άσθησαν αἱ τρεῖς κύριαι τοῦ ἀνθρώπου προσωπικότητες ἐκ τῆς γνώσεως
τῆς ἀντιθέσεως καὶ τῆς διαστολῆς τῶν ἀντιθέτων.
Ὁ Ψυχικὸς δὲ ἄνθρωπος, ὁ μέγας οὗτος τοῦ Πνεύματος καὶ τῆς ὕλης
242 Η ΚΛΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

συνειρμός, χρησιμεύων ὡς ἑνωτικὸς κρίκος τῶν δύο ἀντιθέτων φύσεων


τοῦ ἀνθρώπου χωρίζει εἰς ἑπτὰ τὰς ἓξ ὑποστάσεις οὕτως ὥστε αἱ μὲν νὰ
ἔχωσι τὴν φύσιν αὐτῶν ἐπιρρεπῆ πρὸς τὴν Ἄϋλον Πνευματικὴν ἐξέλιξιν,
αἱ δὲ πρὸν τὴν Ὑλικὴν τοιαύτην, ἥτις ὅμως διὰ τῆς μυστηριῶδους καὶ τῆς
ὑπερφυοῦς ἐκδηλώσεως τοῦ Πνευματοϋλικοῦ λαμβάνει τὴν αὐτὴν ἐξέλιξιν
πρὸς τὸ Πνευματικόν. Οὕτω δὲ ἔχομεν τὸ Πνευματικὸν καὶ τὸ Πνευματοψυ-
χικόν ἐντεῦθεν τοῦ Ψυχικοῦ, τὸ δὲ Ψυχοϋλικὸν καὶ τὸ Ὑλικὸν ἐκεῖθεν τοῦ
Ψυχικοῦ, ἵνα ὡσαύτως ἑκατέρωθεν καὶ ἐν ἀντιποδίᾳ τεθῶσι τὸ Πνευματο-
ϋλικὸν καὶ τὸ Πνευματικὸν Ἄϋλον.
Καὶ ἐν ταξινομήσει ἔχομεν:
Ἄϋλον Πνευματικόν.
Ὑλικὸν - Ψυχικὸν - Πνευματικόν.
Ψυχοϋλικὸν - Ψυχοπνευματικόν.
Πνευματοϋλικόν.
Ἤτοι ἐκ τοῦ Πνευματικοῦ Ἀΰλου κατόπιν τῆς γνώσεως ἐδημιουργήθη-
σαν αἱ ἐν σπέρμασιν ὑπάρχουσαι φύσεις τοῦ Πνευματικοῦ καὶ τοῦ Ὑλικοῦ.
Αἱ φύσεις ὅμως αὗται διὰ τὴν ἐνεργὸν ὑπόστασιν τούτων εἶχον ἀνάγκην
ἀλλήλων, ὁπότε ἐν τῇ ἀντιθέσει αὐτῶν καὶ κατ’ ἀκολουθίαν ἐν τῷ ὁρισμῷ
τοῦ ἑνός, τοῦ ἀνθρώπου, ἐπαρουσίασαν καὶ τὴν φύσιν τὴν Ψυχικήν, ἥτις
ἐδημιουργήθη ἐκ τῆς συμβολῆς τοῦ Πνεύματος καὶ τῆς Ὕλης. Καὶ τοῦτο
καθ’ ὅτι ἡ Ψυχὴ εἶναι ἡ Ἀνωτέρα Ζωή, ἡ Αἰσθητική, πλὴν καὶ ἡ Συναισθη-
ματικὴ τοιαύτη ἡ Πνευματική, ἡ διὰ τῶν ἐκ τῶν αἰσθημάτων (ὑλικὴ ζωὴ)
παραγομένων συναισθημάτων (πνευματικὴ ζωὴ) διακρίνουσα τὴν Πνευμα-
τικὴν ὑπόστασιν.
Ἄρα τὸ Ψυχικόν, τὸ ἑνωτικὸν στοιχεῖον τοῦ ὑλικοῦ καὶ τοῦ Πνευμα-
τικοῦ εἶναι τὸ δημιουργικὸν αἴτιον τῆς παρουσίας τοῦ Πνευματοϋλικοῦ
τοῦ ἀνθρώπου, τῆς προσωπικότητος δηλονότι ἐκείνης τῆς ἐκ τῆς αὐτῆς
συνενώσεως δημιουργουμένης μὲ τὸ Ψυχικόν, τῆς πνευματοποιούσης, ἆρα
ζωοποιούσης τὴν ὕλην. Ὕστερον ἡ μεσάζουσα μεταξὺ τοῦ Ὑλικοῦ καὶ τοῦ
Ψυχικοῦ, ἡ προσωπικότης τοῦ Ψυχοϋλικοῦ προβάλλει ἐνεργὸς ἐντεῦθεν,
ἐν ᾧ ἐκεῖθεν μεταξὺ τοῦ Ψυχικοῦ καὶ τοῦ Πνευματικοῦ ὑφίσταται, ἡ προ-
σωπικότης ἡ Ψυχοπνευματική. Τοιουτοτρόπως δὲ παρουσιάζονται αἰ ἑπτὰ
προσωπικότητες αἱ ἐν τῷ ἑνὶ ὁρίζουσαι τὸν ἀνθρώπον. Νῦν δὲ ἔχοντες ἐν
ἑνὶ ἀνθρώπῳ τὰς ἑπτὰ ταύτας προσωπικότητας, ἐξετάσωμεν μιᾶς ἑκάστης
τούτων τὴν φύσιν. Ἐρευνήσωμεν δηλαδὴ τὴν σύνθεσιν αὐτῶν καὶ μάθωμεν
ποῖοι Νόμοι καὶ ἐνέργειαι ἐπὶ μιᾶς ἑκάστης τούτων δρῶσιν. Ἔτι δὲ ζητή-
σωμεν ἐν ταῖς ἐκδηλώσεσι τοῦ ἀνθρώπου τὴν διάκρισιν μιᾶς ἑκάστης προ-
σωπικότητος καὶ ἂς μάθωμεν πῶς θέλει ἐκδηλωθῇ ἑκάστη τούτων ἐν ταῖς
σχέσεσιν μετὰ τῶν λοιπῶν καὶ ποίαν λειτουργίαν ἔχει ἐν τῷ πολυπλόκῳ
τούτων συνειρμῷ.
Μέχρι τοῦ νῦν ὁρίζοντες ἁπλῶς τὰ στοιχειακὰ τοῦ ἀνθρώπου συ-
μπλέγματα οὐδὲν πλέον ἐπράξαμεν ἀπὸ τοῦ νὰ μετατοπίσωμεν ἐν ταῖς
οἰκίαις θέσεσιν ἕκαστον καὶ νὰ χαρακτηρίσωμεν ὡρισμένως ἓν τούτων. Καὶ
Η ΚΛΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ 243

ἐξαιρουμένης τῆς ἑρμηνείας τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς γενέσεως
τῆς συνθέσεως μὲ τὴν δημιουργίαν τῆς ὑλικῆς τοῦ ἀνθρώπου ἐκδηλωτικῆς
μορφῆς, ὁ Ἄνθρωπος μᾶς ἔμεινε εἰσέτι ἄγνωστος. Τὸ ὡς ἐνεργὸν ἑφθυπό-
στατον τοῦτο Ὄν, μένει ἀνεξέλεγκτον μέχρι τοῦ νῦν εἰς τὰς λειτουργίας
αὐτοῦ, τοὺς δυναμικοὺς αὐτοῦ συνδυασμούς, τὰ δρῶντα αἴτια καὶ τὰς ἐκ-
δηλώσεις τῶν ἐνεργουσῶν αἰτίων.
Πῶς ὑφίστανται ἐν τῷ ἑνὶ οἱ ἑπτὰ ἄνθρώποι; Πῶς διατηροῦνται καὶ
τίνι τρόπῳ ἐκδηλοῦνται μονομερῶς, ἐν ὅσῳ πᾶσα τοῦ ἀνθρώπου ἐνέργεια
συνδυάζεται μὲ στοιχεῖα τῶν ἑπτὰ ἀνθρώπων τῶν ἐν αὐτῷ εὑρισκομένων;
Διέπονται ἀπὸ τοὺς αὐτοὺς νόμους; Δρῶσιν ὁμοίως; Ἔχουσιν τὴν αὐτὴν
σκοπιμότητα; Μήπως ἆραγε αἱ ὑπάρξεις αὗται κατὰ μέρη λαμβανόμεναι
εἶναι ἐξαρτήσεις τῶν λοιπῶν; Ποῖαι τέλος αἱ ἐπιδράσεις ἑνὸς ἑκάστου ἀν-
θρώπου ἐκ τῶν ἑπτὰ ἐπὶ τῶν ἑτέρων καὶ πῶς γίνονται αὗται; Ἀληθῶς ὑπὸ
τὴν γνωστὴν ταύτην ἐπίφασιν ποῖον μυστήριον κρύπτεται! Ὑπὸ τὸ χον-
δροειδὲς καὶ λεπτότατον τοῦτο Ἕν ποῖαι λειτουργίαι, ποῖοι συνδυασμοὶ
λαμβάνουσι χώραν ἀνὰ πᾶσαν στιγμήν! Ποῖος ρυθμὸς καὶ ποία Ἁρμονία
κρύπτεται εἰς τὸ ἔνδον παντὸς ἀνθρώπου!
Ἄνθρωπε, ἀγνοεῖς τὸν ἑαυτόν σου! Ζητεῖς διὰ τῆς ἐκτός σου ἐρεύνης
ἐκεῖνο ὅπερ ἐννυχεύει ἐν σοί, ἐκεῖνο ὅπερ εὑρίσκεται κεκαλυμμένον ὑπὸ
διαφανῆ πέπλον εἰς τὸ ἔνδον σου. Καταμάνθανε σεαυτὸν καὶ θέλεις τά-
χιστα ἀντικρύσει τὸν Ἀόρατον Θεόν. Ἀπορεῖς; Γνώρισον τὰς ἐν σοὶ λαμ-
βανούσας χώρας λειτουργίας, παρακολούθησον τῶν ἐν σοὶ δυνάμεων τὰς
ἐκφάνσεις, ἐξονὺχιζε κατὰ τὸ δυνατὸν καὶ ἐπιμόνως τοὺς ἐν σοὶ συνδυα-
σμοὺς καὶ θέλεις ἔκθαμβος σταματήσει τὴν ἔρευναν ἀποκαλυπτόμενος
πρὸ τοῦ Δημιουργοῦ, Ὃν θέλεις συναντήσει ἐν σοί. Θέλεις θαυμάσει τὸν
ἐνοικοῦντα Θεόν, ὅστις θὰ εἶσαι ἐσύ. Τότε, ἄνθρωπε θνητέ, θέλεις κινηθῇ
πρὸς τὴν Θεοποίησήν σου!
Ἄνθρωπε! Ζητεῖς πανταχοῦ τὸν Θεὸν καὶ ἐν τῇ πεπερασμένη σου δια-
νοίᾳ καὶ εἰς τὸ παρεφθαρμένον ὅλον τῆς γνώσεώς σου προβάλλεις ἀρνή-
σεις, δημιουργεῖς περὶ Αὐτοῦ συλλογισμούς. Ἀποκαλεῖς τερθρίας τὰς τῶν
προγόνων σου περὶ τοῦ Θεοῦ ἀντιλήψεις καὶ ἀπορρίπτεις ἔστιν ὅτε ὡς
λήρους ἢ ὡς φανταστικὰ ἀποκυήματα τὰς τῶν θεοφρόνων κρίσεις. Ζητεῖς
ἀπανταχοῦ τὸν Θεόν. Ἐρευνᾶς τὴν φύσιν, βασανίζεις τὴν Δημιουργίαν, ζη-
τεῖς τὸ αἴτιον τῆς Καθολικῆς ζωῆς, ἵνα ἢ πιστεύσῃς ἐν τῷ βάθει ἀπιστῶν καὶ
κραδαινόμενος ἢ ἀπορρίψῃς ἐντελῶς τὴν τυραννοῦσαν σε ἰδέαν περὶ τοῦ
Θεοῦ καὶ ριφθῇς ὕστερον ἀσυστὸλως εἰς τὸν ζωϊκὸν κυκεῶνα καὶ σταθμεύ-
σης πνευματικῶς εἰς σφαῖραν ὑποκτηνώσεως.
Στῆθι! Μὴ ζητεῖς ἐν διαστήματι αἰώνων τώρα ἐν τῇ ἐκτός σου ἐρεύνῃ
τὸν Θεόν. Μὴ εὐθύνης εἰς τὰ χάη τοῦ Ἀπείρου τὸν ἐρευνητικὸν φακὸν τοῦ
τηλεσκοπίου σου, ἵνα ἐκεῖ ποῦ συναντήσεις τὴν Ὀντότητα Αὐτοῦ. Ὄχι. Εἰς
τὰ ἀπροσπέλαστα ταῦτα ὅρια τοῦ Ἀχανοῦς αἰθέρος, εἰς τὰς ἀναριθμήτους
χορείας τῶν περιστρεφομένων κόσμων, ἐκεῖ, εἰς τὰς καταστροφὰς καὶ
δημιουργίας θέλεις ἴδει γεγραμμένον τὸ ὄνομα αὐτοῦ, θέλεις ἴδει ἐκτει-
244 Η ΚΛΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

νομένην τὴν Βασιλείαν του, ἀλλὰ δὲν θέλεις εὕρει Αὐτόν, δὲν δύνασαι νὰ
ἐρευνήσῃς Αὐτόν. Μὴ ζητῇς Αὐτὸν ἐν τῇ ἐρεύνῃ τῆς δημιουργίας τῆς ζωῆς
παρακολουθῶν τὴν ἐξέλιξιν ταύτης καὶ κατερχόμενος εἰς τὰ βάθη τῶν γη-
ΐνων πετρωμάτων καὶ διαρρηγνύων αἰωνίους ὄγκους παγετώνων, ἵνα ἐκ
τῶν ἰχνῶν παρελθούσης ζωῆς φθάσῃς ἀναδρομικώς εἰς τὴν πρωταρχικὴν
μορφήν της εἰς τὴν παραγωγικὴν αἰτίαν αὐτῆς. Εἶναι ματαιοπονία! Διότι
ἐὰν καὶ τοῦτο κατῶρθωνες, ἐὰν ὁλόκληρον τὸν πλανήτην σου ἀνέλυες,
θὰ ἠδυνάτῃς νὰ κάμῃς τὸ αὐτὸ καὶ εἰς τούς τόσους ἄλλους κόσμους τοὺς
περιβάλλοντάς σε. Θέλεις καὶ ἐκεῖ εὕρει γεγραμμένον τὸ Ὄνομα Αὐτοῦ,
θέλεις ἴδει καὶ ἐκεῖ ἐκτεινομένην τὴν Βασιλεία Του, πλὴν Αὐτὸν δὲν θέλεις
συναντήσει καὶ ἐρευνήσει. Ἄφες τὰ θεωρητικά σου οἰκοδομήματα, φεῦγε
τὰ ἐρεβώδη ἄντρα τῆς ἐκτὸς σοῦ ἐρεύνης.
Στρέψου πρὸς ἑαυτὸν καὶ βύθισον τὸ ἐρευνητικὸν βλέμμα σου πρὸς
τὰς ἀτέρμονας ἐκτάσεις τῶν ἐν σοὶ Κόσμων περιόδευσον αὐτοὺς καὶ
πλεῦσον εἰς τὸν ὠκεανὸν τῆς σοφίας μὲ τὴν λέμβον τῆς σωφροσύνης.
Βάδισον πεζῇ εἰς τὰς ποικιλομόρφους πλοκὰς τοῦ ὑλικοῦ ἀνθρώπου,
ἐρεύνησον τὰς ἐσχατιὰς τοῦ Ψυχοϋλικοῦ. Λάβε τὰς κώπας τῆς ὑπομονῆς
καὶ ἐπίσκεψαι τὰς χώρας τῆς Ψυχῆς, τοῦ Ψυχικοῦ, καὶ ἁλείσθω εἰς τὴν ἀντί-
περαν ὄχθην περιοδεύων εἰς τὸ βασίλειον τοῦ Ψυχοπνευματικοῦ. Μεταρ-
σιούμενος ἄρθητι εἰς τὰς ὀνειρῶδεις χώρας τοῦ Πνεύματος καὶ δι’ ἀΰλων
πτερύγων πέταξον πρὸς τὰ μυστηριώδη βασίλεια τοῦ Πνευματικοῦ Ἀΰλου.
Καὶ τότε ἄνθρωπε, θέλεις συναντήσει τὸν Θεόν, θέλεις ἐρευνήσει ἐν τῷ
τόπῳ Του, Αὐτόν.
Περιόδευσον τότε τοὺς Κόσμους τούτους, ἐρεύνησον τὰς ἐσχατιὰς
αὐτῶν, ἐξέτασε τὰς Ἐπικρατείας μὲ τοὺς Νόμους αὐτῶν καὶ καταμάνθανε
τὸν τρόπον τῆς ἐνεργείας τῶν Δυνάμεων αὐτῶν. Καὶ εἴσελθε εἰς τὰ μυστικὰ
τῶν Ἁρμονιῶν, ζήτησον νὰ ἀνεύρῃς τὴν αἰτίαν τῆς ἰσορροπίας ἢ ἀνισορρο-
πίας αὐτῶν, ἐρεύνησον τοὺς νόμους τῆς ἐν ἑνὶ συμβολῆς αὐτῶν, παρακο-
λούθησον τοὺς συνδυασμοὺς καὶ τὰς σχέσεις αὐτῶν καὶ θέλεις ἀσφαλῶς
συναντήσῃ εἰς τὰ ἐκτεταμένα καὶ ποικιλὸμορφα Βασίλεια τῶν Ἑπτά Κό-
σμων σου τὴν Γενέτειραν Αἰτίαν τῆς ὑπάρξεως αὐτῶν, τὸ συντηρητικὸν
στοιχεῖον τῆς βασιλείας των.
Εἰς τοὺς Κόσμους τούτους κινούμενος, διασχίζων τοὺς ψυχικοὺς κή-
πους μὲ τὰ καρποφόρα δένδρα τῶν ἀγνῶν συναισθημάτων καὶ τὰς ἀκαν-
θώδεις ἀτραποὺς τῶν κακῶν, περιοδεύων ὑπὸ τὴν βαρεῖαν ἀτμόσφαιραν
τῆς ὕλης καὶ πετῶν εἰς τὰς Ἀΰλους Ἐπικρατείας τοῦ Πνευματικοῦ, θέλεις
συναντήσει Πυρίμορφον Θρόνον ἐξαπολύοντα ἐκτυφλωτικὰς ἀναλα-
μπὰς Φωτός καὶ ἐκχέοντα Θέρμην καὶ Ζωὴν εἰς τοὺς ἄλλους Κόσμους. Ἐπὶ
τούτου καθέζεται ὁ Κυβερνήτης τῶν Ἑπτά βασιλειῶν, ὁ Δημιουργὸς τῶν
Ἑπτὰ Κόσμων. Εἶναι τὸ Πνεῦμα. Ἐὰν δὲ ἔχῃς τὴν δύναμιν νὰ ἀτενίσῃς
τὴν Μορφὴν Αὐτοῦ, θέλεις εὕρει ἐν ταύτῃ τὸν τύπον τοῦ Δημιουργοῦ τοῦ
Παντός, αὐτὸν τὸν Θεόν.
Καὶ τότε στρέψον περὶ ἑαυτὸν τὰ βλέμματα καὶ ζήτησον τὸν ἐρευνη-
Η ΚΛΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ 245

τὴν ἑαυτόν σου τῶν ἑπτὰ Κόσμων σου καὶ ζήτησον νὰ ἐνατενίσῃς τὸν ἐπὶ
τοῦ Φωτοβόλου Θρόνου καθήμενον Βασιλέα. Ἀλλ’ εἰς μάτην. Οὕτε τὸν μὲν
οὕτε τὸν δὲ θέλεις συναντήσει. Διότι ὁ ἐρευνητὴς καὶ ὁ βασιλεὺς θὰ εἶσαι
Ἐσύ. Ἐν σοὶ δὲ προβάλλει τότε ὁ τύπος τοῦ Θεοῦ, ἐπαγγελόμενος τὴν Θεο-
ποίησίν σου, ἄν θελήσῃς νὰ κινηθῇς πρὸς ταύτην. Ἀφοῦ ἴδῃς καὶ γνωρίσῃς
ταύτας ἐγείρου. Ὁπλίσθητι μὲ τὰς Αἰθερίους Πνευματικάς σου πτέρυγας
καὶ ὡς βασιλεὺς ζήτησον ὑπὸ τὰς διαταγάς σου τὰς θεραπαινίδας σου, αἵτι-
νες θὰ ἵστανται πλησίον σου, τὸ Σῶμα καὶ τὴν Ψυχήν. Καὶ πέταξε εἰς τὸ πρὸ
σοῦ ἐκτεινόμενον Ἄπειρον, ἄνελθε εἰς τὰ τοῦ ἀπείρου δυσθεώρητα ὕψη καὶ
κάτελθε εἰς τὰς ἀπεράντους σου ἀβύσσους, ἵνα παντοῦ ζητήσῃς τοῦ ἀγνώ-
στου τὴν γνῶσιν. Ὑποδούλωνε τοὺς Νόμους, ἀπόκτησον τὰς Ἰδιότητας,
γνώρισε τὰς Αἰτίας, δημιούργησον τὰ Ἀποτελέσματα, καταμάνθανε τὰς
Ἀρχὰς καὶ γενοῦ κάτοχος πασῶν τῶν Δυνάμεων, καὶ τότε ἐγνώρισας τὸν
Θεὸν καὶ Τοῦτον συνήντησες διότι ἐγνώρισες τὸν Ἑαυτόν σου. Ἡ γῆ εἶναι
πλέον κτῆμα σου, Οὐρανὸς τὸ Οἴκημά σου, καὶ ὁ αἰθὴρ ὁ τόπος τῆς περι-
οδείας σου. Ἡ ὕλη θεραπαινίς σου, ἡ ζωὴ ἔργον σου καὶ ἡ Πνευματικότης
Βασιλεία σου.
Καὶ τώρα κάμνε τὴν ἀρχὴν τῆς ἐρεύνης σου ἀκολουθῶν τὴν τροχιὰν ἣν
ἐχάραξεν ὁ ἄνθρωπος πίπτων. Συναντᾶς τὸν Πνευματικὸν Ἄϋλον, ὕστε-
ρον τὸν Πνευματικόν, τὸν Ψυχοπνευματικόν, τὸν Ψυχικόν, τὸν Ψυχοϋλι-
κὸν καὶ τέλος τὸν Ὑλικὸν, ὃν νῦν γνωρίζεις ὡς τὸν ἄνθρωπον. Ὕστερον
ἀκολουθῶν τὸν δρόμον τῆς ἀνόδου ἀνάγεσαι εἰς τὴν ἀφετηρίαν ἐξ ἧς ἀνε-
χώρησας. Ἐπειδὴ ὅμως ἐν τῇ καταστάσει ἐν ᾗ νῦν εὑρίσκεσαι καὶ ἐπειδὴ
γνωρίζεις ἐν τῇ ἐπιφάσει τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ Ὑλικῷ δηλονότι ἀνθρώπῳ,
τὸν ἄνθρωπον ἀρχὴν ποιοῦ τῆς ἐρεύνης ἐντεῦθεν ἔνθα οἱ τε Νόμοι, ὡς καὶ
αἱ σχέσεις αὐτῶν καὶ αἱ ἀρχαὶ τυγχάνουσι περισσότερον γνωσταὶ καὶ πρὸς
γνῶσιν προσιταὶ ἢ ἐκεῖθεν ὅπου ἀπὸ τοῦ ἁπλουστάτου ἕως τοῦ συνθέτου
σὲ διακρίνει ἄγνοια καὶ ἀδυναμία ἀμέσου γνώσεως.
Ἐρεὺνησον τὸν Ὑλικὸν ἄνθρωπον, οὗτινος νῦν ἅπτεται καὶ κατὰ μι-
κρὸν ἅπλωνε κατακτητικῶς τὰς ἐρευνητικάς τους χεῖρας καὶ ἐπὶ τῶν
ἑτέρων ἀνθρώπων. Ὀλίγον δὲ κατ’ ὀλίγον θέλεις ἐρευνήσει τοὺς ἑπτὰ ἀν-
θρώπους τοὺς ἐν σοὶ ἐνοικοῦντας καὶ θέλεις γνωρίσει τὸ πῶς συνδυάζονται
οὗτοι, ὥστε νὰ παρουσιάζονται ὡς εἷς. Θέλεις γνωρίσει τὰς σχέσεις αὐτῶν
καὶ τὰς ἰδιότητας. Τοὺς νόμους καὶ τὴν ἐπ’ ἀλλήλους ἐπίδρασιν αὐτῶν.
Θέλεις ἐρευνήσει τὰς ἐκδηλώσεις αὐτῶν καὶ κυρίως θέλεις ὁρίσει τὴν φύ-
σιν αὐτῶν. Τέλος, θέλεις καταμάθει τὸν τρόπον τῆς δράσεώς αὐτῶν καὶ τὴν
σκοπιμότητα.
Ὁ Ὑλικὸς Ἄνθρωπος ἢ ἡ Ὑλικὴ Προσωπικότης.
Ἰδοῦ ἔμπροσθεν ἡμῶν ἵσταται εἰς ἄνθρωπος. Διὰ τῶν αἰσθητηρίων
ἡμῶν δυνάμεθα νὰ ἐρευνήσωμεν αὐτόν, βλέποντες ἢ ὁρώμενοι αὐτοῦ.
Στοιχεῖα ὕλης ποικίλως συνδυασθέντα ἐπαρουσίασαν τὸν περιεργότατον
τοῦτον συνειρμὸν μὲ τὰ ποικίλα σχήματα καὶ τὰς διαφόρους ὀργανικὰς
διασκευάς, μὲ τὰς λεπτὰς λειτουργίας αὐτοῦ καὶ τὰ ἰδιόρρυθμα ὄργανα.
246 Η ΚΛΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

Ποικιλότροποι στοιχειακαὶ τῆς ὕλης ἑνώσεις, ἰδιόμορφα στοιχειακὰ συ-


μπλέγματα, ὄργανα διαφέροντα εἰς ὑφήν, σύνθεσιν καὶ σκοπιμότητα ἐν ἑνὶ
ἑνούμενα ἀποτελοῦσιν τὸν Ὑλικὸν ἄνθρωπον, τὴν ὑλικὴν τοῦ ἀνθρώπου
σκοπιμότητα.
Ἀλλὰ πρὸς στιγμὴν ἀφαιροῦμεν αὐτοῦ τὰς λειτουργίας ἀφαιροῦμεν
τὴν κίνησιν. Δὲν ἔχομεν πλέον εἰ μὴ περιεργότατον διὰ τὴν λεπτότητά του
μηχανισμὸν ἀδρανῆ καὶ νεκρόν. Ἡ ἐπισταμένη ἔρευνα φέρει εἰς φῶτα ὄρ-
γανα τέλεια διὰ τὸν κόσμον τῶν αἰσθήσεων προοριζόμενα μηχανικὰ πεδία,
ἐν οἷς ρυθμίζεται ἡ αἴσθησις καὶ μεταβάλλεται εἰς συναίσθημα. Ἀποκαλύ-
πτει κεκρυμμένα συστήματα γενεσιουργὰ καὶ ἐκδηλωτικὰ τῆς σκέψεως,
καὶ ἁρμονικωτάτας ὀργανικὰς συμμετρίας τῶν μηχανικῶν ὀργανισμῶν
τοῦ νοῦ μὲ πάντα τὰ ἀκολουθοῦντα αὐτὸν στοιχεῖα ἀπὸ τοῦ Λόγου καὶ τῆς
Ἐλευθέρας Βουλήσεως μέχρι τῆς Μνήμης καὶ τῆς Κρίσεως. Ἐρευνῶντες
θέλομεν ἀνακαλύψει ποικιλομόρφους ὀργάνων πλοκὰς προοριζομένας δι’
ἰδίας λειτουργίας ἐκδηλωτικὰς εἰς δρᾶσιν καὶ ἐνέργειαν ἢ εἰς πρόσληψιν
καὶ ἀφομοίωσιν.
Οἱ διάφοροι οὗτοι τῆς ὕλης συνδυασμοὶ οἱ ὁρίζοντες τὸν ὑλικὸν ἄνθρω-
πον, ἀπαυγάσματα ἀρμονικῶς δρώσης παραγωγικῆς δυνάμεως ὁμιλοῦσιν
μὲ τὸν ἐμφαντικώτερον τῶν τρόπων περὶ Μηχανικοῦ ἐργασαμένου τὸν λε-
πτότατον καὶ θαυμάσιον τοῦτον ὑλικὸν μηχανισμόν, ἐν ᾧ τὰ διάφορα μέρη
συνδυάζονται κατὰ τρόπον τόσον ἀριστουργηματικὸν ὥστε διὰ τῶν συν-
δυασμῶν αὐτῶν καὶ ρυθμικῶν λειτουργειῶν νὰ ἐκδηλοῦνται αἱ λεπτότεραι
ἐνέργειαι καὶ κινήσεις τοῦ ἔνδον οἰκοῦντος ἀνθρώπου.
Συνειρμὸς ὀστέων ἐδῶ ἀποτελεῖ τὸν σκελετὸν τοῦ ὑλικοῦ ἀνθρώπου,
ἐν ᾧ γίνεται ἡ πρόσφυσις πάντων τῶν ἄλλων ὀργάνων τούτου. Τὰ ὀστᾶ
συνιστάμενα ἀπὸ στοιχεῖα τῆς ἀψύχου ὕλης συναρμολογούμενα τόσον
θαυμασίως πρὸς ἄλληλα, καταπλήσσουν διὰ τοῦ σχήματός των, τοῦ τόσον
ποικίλου καὶ ἀνομοίου ἀναλόγως τῆς σκοπιμότητος, ἣν ἕκαστον τούτων
ἐπιδιώκει. Ἐσοχαί, ἐξοχαί, κοιλότητες, σφαιροειδεῖς, καὶ κορυφαὶ ὅμοιαι.
Ἀκανθώδεις ἢ ὀδοντωταὶ ἀποφύσεις πεπλατυσμένα ὀστᾶ ἢ κυρτὰ καὶ σω-
ληνοειδῆ διακρίνουν τὸ ὅλον τοῦ ὀστεώδους τούτου συνόλου. Ἐπὶ τούτου
δὲ μῦς σκληροῖ ἢ μαλακοί, ἶνες ποικιλόμορφοι, τένοντες καὶ νεῦρα καὶ
γάγγλια, προσφύονται ἀποτελοῦντα τὸ Νευρικόν, Μυϊκὸν καὶ Γαγγλικὸν
σύστημα.
Εἰς τὰ τρία ταῦτα συστήματα ἀνήκουσιν ἡ Κίνησις, ἡ Ζωὴ καὶ ὁ Νοῦς,
ἡ Λογικὴ δηλονότι Ζωή. Τὸ Μυϊκὸν σύστημα μὲ τοὺς μῦς, τὸ Νευρικὸν μὲ
τὸν ἐγκέφαλον, τὸν νωτιαῖον μυελὸν καὶ τὰ νεῦρα καὶ τὸ Γαγγλικὸν μὲ τὰ
σπλάχνα τὰ διακρινόμενα διὰ τὰς ὑπερσπουδαιοτάτας λειτουργίας τοῦ
αἵματος καὶ τῆς ἀναπνοῆς, χαρακτηρίζουσι τὸν ὑλικὸν ἄνθρωπον, τὴν συ-
νιστῶσαν ταύτην ὀργανικὴν μηχανὴν τόσων συνιστωσῶν μικρῶν τοιούτων
καταλαμβανουσῶν καὶ αὐτὴν τὴν ἀκροτελευταίαν ἐσχατιὰν τοῦ ὀργανικοῦ
ὅλου εἴτε ὡς πόρος, εἴτε ὡς ἀρτηρίας ἢ φλέψ, εἴτε ὡς ἀγγεῖον ἢ κύτταρον.
Ἀφαιρουμένης ὅθεν τῆς κινητηρίου δυνάμεως καὶ τῆς ἐνοικούσης ἐν
Η ΚΛΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ 247

αὐτῷ ζωῆς, ὁ Ὑλικὸς ἄνθρωπος παρουσιάζεται εἰς τὰ ἐρευνητικὰ ὅμματα


ὡς πολυπλοκώτατος ὑλικὸς συνειρμός, ἐν ᾧ οἱ συνδυασμοὶ οἱ ἀπείρως λε-
πτοὶ καὶ παράδοξοι χαρακτηρίζουν καὶ ὑψηλὴν σκοπιμότητα, λεπτοτάτας
λειτουργίας, δι’ ὧν καθίστανται δυναταὶ καὶ αἱ ἐλαφρότεραι ἀλλοιώσεις
τῶν συνδεδυασμένων στοιχείων, ἵνα ἐκδηλοποιῆται καὶ ἡ ἐλαχίστη ἔκφαν-
σις τοῦ δρῶντος αἰτίου.
Διὰ τοῦ ὑλικοῦ τούτου μηχανισμοῦ, τοῦ τόσον λεπτοῦ καὶ πολυπλόκου
κατορθοῦνται αἱ ἐκδηλώσεις καὶ τῶν ἀπείρως λεπτῶν κραδασμῶν τοῦ
κινοῦντος αἰτίου, ἐν ἄλλοις λόγοις κατορθοῦται τελείως ἡ ἐκτέλεσις καὶ
ἡ μηχανικὴ ἔκφανσις τῶν ἀπείρων λειτουργεῖν τῶν Ἑπτὰ προσωπικο-
τήτων καθοριζομένων ἀπὸ ἰδίους νόμους χαρακτηριζομένων ἀπὸ ἰδίας
λειτουργίας καὶ ἐκπληρουσῶν διὰ τὸν γενικόν «ΕΝΑ» προορισμὸν καὶ ἴδιον
τοιοῦτον.
Τῷ ὅντι, ὁπόσον πρέπει νὰ θαυμάσῃ τις τὸν Ἀριστοτέχνην Δημιουργόν,
τὸν ἀποτυπώσαντα ἐν τῷ τύπῳ τοῦ ἀνθρωπίνου σκηνώματος τὴν ἰδεώδη
μηχανική, ἐκδηλουμένην εἰς μηχανισμὸν τόσον ἀφαντάστως λεπτὸν ὥστε
τυγχάνει εἰς τὸ ἐρευνὸν πνεῦμα πάντῃ ἀδύνατος ἡ γνῶσις καὶ ἡ ἔρευνα
τῶν ποικίλων μηχανικῶν συστημάτων καὶ συνειρμῶν τοὺς ὁποίους μόνον
εἷς Θεὸς ἠδύνατο νὰ συλλάβῃ καὶ ἀποτυπώσῃ. Ἀλλὰ μήπως τὸ Πᾶν δὲν
ὁμιλεῖ διὰ τὸν μεγαλεπήβολον Αὐτοῦ Νοῦν, ἀπείρως Τέλειον εἰς σύλλη-
ψιν καὶ δημιουργικότητα ἀπείρων τοιούτων μηχανικῶν θαυμάτων; Μό-
νον ἡ παρατήρησις τοῦ διαστέρου Οὐρανοῦ, τοῦ ἐκτεινομένου μέχρις τοῦ
ὁρατοῦ τούτου στερεώματος -διότι πέραν αὐτοῦ ἄρχονται ἄλλοι Οὐρανοὶ-
μόνον ἡ ἁρμονικὴ τῶν τόσων Κόσμων κίνησις μᾶς πείθει περὶ τοῦ Ἀπείρου
καὶ μεγάλα σχεδιάζοντος καὶ δημιουργοῦντος Ἐκείνου Νοῦ, τῆς Σκέψε-
ως, τῆς Σοφίας καὶ τοῦ Λόγου Αὐτοῦ.
Παντοῦ φαίνεται ἡ Σκεπτομένη Αὕτη Δύναμις ἐκδηλουμένη ἐν τοῖς με-
γαλεπηβόλοις σχεδίοις Της. Ἀπὸ τοῦ ἀπείρως μεγάλου μέχρι τοῦ ἀπείρως
μικροῦ διακρίνεται τὸ αὐτὸ λειτούργημα, ἡ αὐτὴ Τελειότης. Ἐν δὲ τῷ ὑλικῷ
ἀνθρώπῳ δύναταί τις εἰπεῖν ὅτι ἡ Θεϊκὴ Χεὶρ διασκεύασεν ἐπὶ τὸ τελειότε-
ρον τὸ Τέλειον διὰ τῆς ἀποδόσεως τοῦ αὐτοῦ τύπου, τῆς ὁμοιώσεως μὲ
Αὐτόν, καὶ τῆς ἐκτυπώσεως ἐπὶ τούτου τῆς Εἰκόνος Αὐτοῦ. Καὶ ἀπέδωκεν
ὄντως τὸν ἰδεώδη τοῦτον μηχανισμόν, ἰδεώδη δὲ καὶ τέλειον ἐν ὅσῳ ἐπέ-
πρωτο νὰ φιλοξενηθῇ ἐντὸς αὐτοῦ τὸ τελειότερον καὶ ἰδανικώτερον τῆς
Δημιουργίας Του Ὄν, ὁ Πνευματικὸς Ἄνθρωπος, ἡ ἀνθρωπίνη ζωή, Αὐτὴ
ἡ Πνοή του.
Τοιουτοτρόπως δὲ ἐν τοῖς ὑλικοῖς συνδέσμοις, οὓς τόσον θαυμασίως
συνήρμοσε, καθώρισε τὰ τρία κυριώδη συστήματα τὸ μυϊκὸν μὲ τὸν σκε-
λετόν, τὸ γαγγλικὸν καὶ τὸ νευρικόν, ἵνα δι’ αὐτῶν ἐκδηλῶνται ἡ Τριὰς τοῦ
Σύμπαντος, αἱ τρεῖς Αὐτοῦ ἰδιότητες, ἡ Κίνησις, ἡ Ζωὴ καὶ ὁ Νοῦς μὲ τὴν
Σκέψιν καὶ τὴν Λογικήν, Καὶ διὰ μὲν τῆς Κινήσεως ἐκδηλοῦται ἡ Ζωή, ἐν
τῇ Ζωῇ δὲ καὶ δι’ αὐτῆς ἡ ψυχὴ διά δὲ τοῦ Νοός, οἷον τοῦ Λόγου καὶ τῆς
Σκέψεως, τὸ Πνεῦμα, ἡ Κορωνὶς αὕτη τῶν Ὑποστάσεων.
248 Η ΚΛΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

Καὶ τῷ ὄντι θαυμασίως λειτουργοῦσα ἡ μηχανικὴ αὕτη πλοκὴ ἀποδίδει


διὰ τῶν ἀσυλλήπτων λειτουργειῶν αὐτῆς τὰς πλέον ἀφανεῖς καὶ ἀνεξερευ-
νήτους δράσεις τοῦ ἐνοικοῦντος αἰτίου κατὰ τρόπον ἐντελῶς ἰδεώδη καὶ
ἀφάνταστον. Καὶ βλέπομεν πολλάκις τὰ ἀσύλληπτα καὶ μὴ ὑποκείμενα εἰς
ποιοτικὴ ἔρευναν λόγῳ τῆς αἰθεριώδους των ὑποστάσεως, συναισθήματα
νὰ γίνωνται ἔκδηλα μόνον διὰ μηχανικῶν ἐκφάνσεων, ἃς κατὰ τρόπον τόσον
μυστηριώδη κατορθοῖ ὁ ἀνθρώπινος ὀργανισμός. Ἡ λύπη ἐκδηλοῦται εἰς
δάκρυα καὶ στεναγμούς, ἡ χαρὰ εἰς θεῖα μειδιάματα, ἡ ἀπελπισία καὶ ἡ ἀπό-
γνωσις ζωγραφίζονται εἰς τὴν πελιδνότητα τοῦ προσώπου, ἡ ὀργὴ ἀπὸ τοὺς
σπινθηροβόλους ὀφθαλμούς, ἡ ἀγάπη εἰς τὸ αἰγλεῖεν τοῦ προσώπου καὶ τὸ
τρυφερὸν τοῦ βλέματος, ἐνῶ τέλος αὐτὴ ἡ Σκέψις ἐξωτερικεύεται διὰ τῶν
συναισθημάτων μὲν ἐδῶ, διὰ τῶν μηχανικῶν δὲ ἔργων ἐκεῖ, διὰ τῶν πράξεων.
Ἐν πᾶσιν τούτοις καὶ διὰ πάντων τούτων ἐκδηλοῦται ὁ Νοῦς, ἡ πρώτη
Αἰτία. Ἐν τῷ Νῷ ὑπάρχει ἡ Σκέψις καὶ ὁ Λόγος δι’ ὧν δημιουργοῦνται τὰ
συναισθήματα, ἤτοι ἡ Ψυχὴ δηλαδὴ ἡ ἀνωτέρα Ζωή, ἥτις ἐκδηλοῦται διὰ
τῆς Κινήσεως. Κατὰ ταῦτα ἡ Κίνησις εἶναι ἐκδήλωσις τῆς Ζωῆς, ἥτις εἶναι
ἀπόρροια τοῦ Νοῦ. Ὅτε ὁ Νοῦς ἡ πρώτη Αἰτία, ἡ πρώτη ὕπαρξις, ἡ δὲ Κίνη-
σις ἡ τρίτη καὶ τελευταία, ἥτις καὶ ἀρχὴ καὶ μέσον τῶν πράξεων, τῶν δημι-
ουργημένων ὄντων. Ὥστε ἡ Κίνησις Αἰτία τῆς Δημιουργίας καὶ Ἀρχή.
Αἱ μεγάλαι λοιπὸν αὗται τρεῖς ἰδιότητες, αἱ ὁρίζουσαι τὴν Δημιουργίαν
καὶ αἱ ἐγκρυπτόμεναι ἐν τῷ ἀνθρώπῳ ἐκδηλοῦνται θαυμασίως διὰ τῆς τρι-
άδος ταύτης τῶν ὀργανικῶν συστημάτων, τοῦ μυϊκοῦ, τοῦ γαγγλικοῦ καὶ
τοῦ νευρικοῦ. Τοιοῦτος παρουσιάζεται ἡμῖν ὁ ἀνθρώπινος ὑλικὸς ὀργανι-
σμός, ὁ ὑλικὸς ἄνθρωπος ἐξεταζόμενος ἀπὸ ἀπόψεως λειτουργικῆς. Ταῦτα
εἶναι τὰ συστήματα τὰ διακρίνοντα τὰς τρεῖς οὐσιώδεις λειτουργίας καὶ
ἰδιότητας τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλὰ πρὸς ταῦτα ἔχομεν νὰ παρατηρήσωμεν ὅτι
ἡ ἔρευνα καὶ γνῶσις τοῦ ὑλικοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀτελεστάτη ἂν μὴ ζητηθῇ
καὶ ἐπιτευχθῇ ἡ ἐξονύχισις καὶ γνῶσις τῶν δυνάμεων δι’ ὧν ἐργάζονται τὰ
συστήματα ταῦτα, καὶ αἵτινες διέπουν τὴν ὅλην μηχανικὴν λειτουργίαν τοῦ
ὑλικοῦ ἀνθρώπου. Ἒτι δὲ ἐξεταστέα ἡ φύσις τῆς ὕλης, τῆς ἐν τῇ καθόλου
λειτουργίᾳ χαρακτηριζούσης τὴν ὑλικὴν προσωπικότητα.
Καὶ διὰ μὲν τὸ δεύτερον ἐρευνῶντες γνωρίζομεν ὅτι ἡ συνιστῶσα τὸν
ὑλικὸν τοῦτον μηχανικὸν συνειρμόν, ὕλη εἶναι ἑπτὰ φύσεων. Στερεᾶς
φύσεως, στερεοειδοῦς, ρευστῆς, ἡμιρρεύστου, ἀτμώδους, ἀερώδους
καὶ αἰθεριώδους. Ἐξετάζοντες κατωτέρω εἰδικῶς τὰς ἑπτὰ ταύτας φύσεις
θέλομεν καθορίσει αὐτὰς ὡς καὶ τὰ ὑλικὰ στοιχεῖα, ἅτινα περιλαμβάνει
μία ἑκάστη τῶν φύσεων τούτων. Ὡς πρὸς δέ τὸ πρῶτον τοὐτέστιν ὡς πρὸς
τὴν ἔρευναν καὶ γνῶσιν τῶν δυνάμεων δι’ ὧν λειτουργεῖ τὸ ὅλον τοῦ ὀργα-
νισμοῦ καὶ ζῶντος τούτου μηχανισμοῦ, ἂς ἀρχίσωμεν τὴν ἔρευναν ἡμῶν
ἀπὸ τὸν μηχανισμὸν τῶν πέντε αἰσθήσεων, αἵτινες μὲ τὰς λανθανούσας
ἑτέρας δύο, ἀποτελοῦν τὸν δεύτερον ἑφθυπόστατον συνειρμὸν ἐκ τῶν ἐν
τῷ ἀνθρώπῳ ἑπτά, μὲ τὴν περιεργοτάτην καὶ θαυμασιοτάτην λειτουργίαν
των εἰς τὴν παραγωγὴν τῶν αἰσθημάτων.
Η ΚΛΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ 249

Αἱ δι’ ὑλικῶν στοιχείων τεχνουργηθεῖσαι αἰσθήσεις εἶναι ἑπτά. Ἡ


ὅρασις, ἡ ἀκοή, ἡ ὄσφρησις, ἡ γεῦσις, ἡ ἁφή, (διὰ τούτων κυρίως γνω-
στῶν οὐσῶν λαμβάνομεν γνῶσιν τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμου) ἡ αὐταίσθησις
καὶ ἡ διαίσθησις. Ἐκ τούτων δὲ διὰ τὴν μηχανικὴν λειτουργίαν αἱ μὲν
πέντε πρῶται ἔχουσι μηχανισμούς, ὧν ἡ ὑλικὴ ὑπόστασις ἔχει στοιχεῖα
ἀνήκοντα εἰς τὴν στερεὰν φύσιν, στερεοειδῆ, ρευστὴν καὶ ἡμίρρευστον
αἱ δὲ δύο τελευταῖαι ἐκδηλοῦνται διὰ μηχανισμῶν ὧν ἡ ὑλικὴ συσκευὴ ἔχει
ὑλικὰ στοιχεῖα ἀνήκοντα εἰς τὰς τρεῖς τελευταίας φύσεις τὴν ἀτμώδη, τὴν
ἀερώδη καὶ τὴν αἰθεριώδη. Ἐπὶ πλέον τῶν ἑπτὰ τούτων αἰσθήσεων Πηγὴ
Ἐνεργείας ὁ Ἐγκέφαλος εἰς ὃν αἱ λειτουργίαι των κατευθύνονται, διὰ δὲ
τὰς δύο ἑτέρας τὸ ὑλικὸν τοῦ Πνεύματος, τὸ Περίπνευμα.
Ἐν τῇ ἐρεύνῃ, λοιπόν, τῶν αἰσθήσεων θέλομεν συναντήσει μίαν καὶ τὴν
αὐτὴν πάντοτε δύναμιν ἐνεργοῦσαν ὡς παραγωγικὸν στοιχεῖον τῶν συναι-
σθημάτων, ἅτινα ἡ λειτουργία τῶν αἰσθήσεων προκαλεῖ. Ἔτι δὲ καὶ αὐτὴν
τὴν λειτουργίαν εὑρίσκομεν προκαλοῦσαν τὴν αὐτὴν δύναμιν. Ἡ δύναμις
αὕτη ἥτις ἐδῶ μέν παραλαμβάνει τοὺς ὀπτικοὺς ἢ ἠχητικοὺς κραδασμούς,
ἐκεῖ ἀντιλαμβάνεται τὴν συνεκτικότητα τῶν ὑλικῶν ἀντικειμένων, δέχεται
τὰς παντοειδεῖς ἀποπνοίας καὶ διακρίνει τὴν ὑλικὴν σύνθεσιν καὶ ποιότητα
τῶν γενομένων, ἡ δύναμις αὕτη, ἥτις διακρίνει τὰ γιγνόμενα ἐν τῷ αὐτῷ ἐν
ᾧ καὶ αὕτη δρᾶ καὶ ἥτις διαισθάνεται τὰ γιγνόμενα ἐκτὸς καὶ πρὸς τὸ ἄτο-
μον τοῦτον ἄμεσα εἶναι ἡ Ἀνωτέρα Ὑπόστασις τῆς ζωϊκῆς ἐκδηλώσεως, ἡ
Βιολογικὴ ἐνέργεια, ὁ Βιολογικὸς Μαγνητισμὸς ἢ κάλλιον τὸ Αἰθεριῶδες
Ρευστόν.
Τοῦτο χαρακτηρίζει τὸ φαινόμενον τῆς Ζωῆς, τοῦτο ὁρίζει τὸ ψυχικὸν
ὑποστατόν. Διὰ τούτου λειτουργεῖ ἡ Σκέψις, τοῦτο μεταχειρίζεται πρὸς
ἐξωτερίκευσιν καὶ ἐνέργειαν ὁ Λόγος. Ἑνώνει ἡ δύναμις αὕτη τὰς ἑπτὰ ὑλι-
κὰς φύσεις τοῦ ἀνθρώπου καὶ συνέχει θαυμασίως τὰς ἑπτὰ αὐτοῦ αἰσθή-
σεις. Εἶναι τὸ στοιχεῖον δι’ οὗ ἐπιτυγχάνεται ἡ ἐκ τῶν αἰσθημάτων δημιουρ-
γία τῶν συναισθημάτων καὶ εἶναι ἡ δύναμις ἡ προκαλοῦσα καὶ αὐτὴν τὴν
κινητικὴν λειτουργίαν τῶν διαφόρων ὀργανικῶν ὑλικῶν συστημάτων. Διὰ
τούτου ζωοποιεῖται ἡ νεκρὰ ὕλη τοῦ ἐγκεφάλου καὶ τηρῆται πάντοτε ἐν
κινήσει. Τὸ Αἰθεριῶδες Ρευστὸν τέλος εἶναι ὁ ἑνωτικὸς κρῖκος, ὁ ἑνώνων
τὰς ἑπτὰ προσωπικότητας τοῦ ἀνθρώπου καὶ παρουσιάζει διὰ τούτων μία
προσωπικότητα μὲ μίαν λελογισμένην ἐνέργειαν καὶ μίαν Σκοπιμότητα,
ἥτις διακρίνει ἐν τοῖς μέροις καὶ ἐν αὐτῷ τῷ ἐνιαίῳ ὅλῳ τὸν πολυπλοκώτα-
τον τοῦτον συνειρμὸν τοῦ ἀνθρώπου.
Τὸ Αἰθεριῶδες τοῦτο Ρευστόν, ἢ ὡς καλεῖται, ὁ Βιολογικὸς Μαγνητι-
σμὸς εἶναι ἡ ἐνέργεια δι’ ἧς παρατηροῦνται πάντα τὰ φαινόμενα τὰ διακρί-
νοντα τὴν ἀνθρωπίνην ὑπόστασιν ὡς Πνεῦμα, ὡς Ψυχὴν καὶ ὡς Ὕλην. Ἡ δὲ
ἐνέργεια αὕτη ἡ οὗσα αἰτία πάσης λειτουργικῆς τοῦ ἀνθρώπου ἐκδηλώσε-
ως διακρινομένη εἰς ἑπτὰ μορφάς, ἐντοπίζει τοὺς λειτουργικοὺς τρόπους
τῶν τριῶν κυρίων προσωπικοτήτων τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ Πνεύματος, τῆς
Ψυχῆς καὶ τοῦ Σώματος, οὕτως ὥστε ὑπὸ διαφόρους μορφὰς τῆς ἐνεργείας
250 Η ΚΛΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

ταύτης νὰ ἐκτελῶνται αἱ ἴδιαι λειτουργίαι αἱ χαρακτηρίζουσαι τὰς ἰδίας


ὑποστάσεις τῶν τριῶν τούτων φύσεων. Αἱ ἑπτὰ τῆς μιᾶς ταύτης ἐνεργείας
μορφαὶ εἰναι αἱ ἑξῆς τεταγμέναι κατὰ προσωπικότητας:

Βιολογικὴ ἐνέργεια ἢ Αἰθεριῶδες Ρευστόν.

α) Κινητικὴ ἐνέργεια Προσωπικότης ὑλική.


β) Αἰσθητική
γ) Συναισθηματικὴ Προσωπικότης ψυχική.
δ) Παραστατική
ε) Ἀφομοιωτικὴ Προσωπικότης Πνευματικῇ.
ς) Διανοητική
ζ) Κριτική

Καὶ ὄντως ἡ μὲν Κινητικὴ ἐνέργεια ἐκδηλοῦται μόνον ἐν τῷ ὑλικῷ


ὀργανισμῷ διὰ τῆς ἐνέργειας τοῦ Αἰθεριώδους Ρευστοῦ κινοῦντος τοὺς
ὑλικοὺς μηχανικοὺς συνδέσμους πρὸς ἴδιον σκοπόν. Ἡ κεντρομόλος καὶ ἡ
κεντόφυξ δύναμις αἱ κατὰ μῆκος καὶ πλάτος παλμικαὶ καὶ περιστροφικαὶ
κινήσεις, αἱ συσταλτικαὶ καὶ διασταλτικαὶ τοιαῦται εἶναι αἱ ἐκδηλώσεις τῆς
κινητικῆς, ἐνεργείας τῆς κινούσης πρὸς ἴδιον σκοπὸν ἰδίως, πάντα τὸν ὑλι-
κόν ὀργανισμόν.
Ἡ Αἰσθητική δὲ ἐνέργεια ἔχουσα ὡς βάσιν ἐκδηλώσεως τὴν Κινητικὴν
ἐνέργειαν στηρίζεται ἐπὶ τῆς ἰδιότητος τοῦ νὰ δημιουργῇ ἐκ τῶν διαφόρων
μορφῶν τῆς Κινητικῆς ἐνεργείας τῶν ἰδιομὸρφων κραδασμῶν τῆς ὑλικῆς
φύσεως καὶ τῶν ποικίλων μορφῶν τῆς ἐντάσεως αὐτῶν, τάς ΑΙΤΙΑΣ τῶν
ἐντυπώσεων, τὰ Αἰσθήματα ἅτινα δημιουργούμενα ἐπὶ τοῦ Ψυχικοῦ πεδίου
εἶναι ἡ κροῦσις ἢ ἐπαφὴ τῶν κινητικῶν ἀποτελεσμάτων (τῶν παλμῶν τῆς
κινουμένης ὕλης ἐπὶ τῆς Ψυχικῆς περιφερείας), ἐπὶ τοῦ Ψυχικοῦ σώματος.
Ἐκ τῆς ἐπαφῆς ταύτης ἢ κρούσεως, δημιουργεῖται ἐν τῷ ψυχικῷ πεδίῳ
ἰδία λειτουργία, ἥτις συντελουμένη κυρίως ἐντὸς τοῦ ἐργαστηρίου τῶν
αἰθεριωδῶν στοιχείων τῆς Ψυχῆς ἔνθα ἀμιγὲς καὶ αὐτόματον δρᾷ τὸ Αἰθε-
ριῶδες Ρευστόν, χαρακτηρίζει τὴν Συναισθηματικήν ἐνέργειαν, τὴν ὑψη-
λοτέραν ἐκδήλωσιν τῆς βιολογικῆς ἢ ὀντοτικῆς ἐνεργείας.
Τὰ δύο ταῦτα παραγόμενα συναισθήματα τῆς ψυχῆς εἰσερχόμενα
ὕστερον εἰς τὸ εὐρὺ πεδίον τῶν ἀντιθέσεων, ἐκδηλοῦν τήν Παραστατικήν
ἐνέργειαν, ἥτις κατόπιν τοῦ ἐλέγχου ὃν ἐδέχθησαν τὰ συναισθήματα καὶ
τὴν κατανομὴν αὐτῶν εἰς τὴν μίαν τῶν ἀντιθέτων μερίδα, προσθέτει αὐτὰ
εἰς τὴν ἅλυσον τῶν παραστάσεων καὶ χαρακτηρίζει διὰ τούτων, τὸ Συνει-
δός, τὴν συνειδητὴν ἱκανότητα τοῦ Πνεύματος.
Ἐν τῷ ἰδιαιτέρῳ τούτῳ ψυχικῷ παραρτήματι, τῇ Συνειδήσει, ἥτις εἶναι
τὸ οὐσιῶδες διακριτικὸν τῆς ψυχῆς, λαμβάνει ἀκολούθως χώραν ἄλλη τις
μορφὴ ἐνεργείας ἡ Ἀφομοιωτική ἐνέργεια ἥτις κάμνει χρῆσιν ἑτέρων στοι-
χείων τῶν ἀνηκόντων εἰς τὴν Πνευματικὴν φύσιν. Ἡ ἀφομοιωτικὴ ἐνέργεια
Η ΚΛΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ 251

ἀποδίδει τὰς λειτουργίας της εἰς τὸ Πνεῦμα ἐν ᾧ αἱ τρεῖς ἀναφερθεῖσαι,


αἰσθητική, συναισθηματικὴ καὶ παραστατικὴ ἀποδίδουν τὰς ἐκφάνσεις
αὐτῶν εἰς τὴν Ψυχήν.
Αἱ παραστάσεις ἐν τῇ ὁλότητί των καὶ τῇ συνεχείᾳ των ἀφομοιοῦνται
ἀπὸ τὴν Πνευματοϋλικὴν φύσιν τοῦ περιπνεύματος, ὑπεισέρχονται δηλα-
δὴ εἰς τὴν Περιφέρειαν τοῦ Πνεύματος. Τότε δὲ ἑτέρα μορφὴ ἐνεργείας
ἐχούσης ἀφετηρίαν Πνευματικὴν ἡ Διανοητική ἐνέργεια ἢ ἐνέργεια τῆς
δημιουργίας τῶν σκέψεων ἐκδηλοῖ τὴν ἐπέμβασιν τοῦ Νοῦ.
Ὁλόκληρον τὴν ἐνέργειαν ταύτην τὴν παρουσιάζουσαν τόσας περιερ-
γοτάτας μεταπτώσεις καὶ ἀκολουθίας ἐπιστρέφει ἡ ἀρίστη τῆς ἐνεργείας
μορφὴ ἡ ΚΡΙΤΙΚΗ ἐνέργεια. Αὕτη ἀπορρέουσα ἐκ τῆς Ἀΰλου Πνευματικῆς
φύσεως δύναται νὰ χαρακτηρισθῇ ὡς ἡ κυρίως Πνευματικὴ ἐνέργεια δι’ ἧς
ἐκδηλοῦται ὁ ΛΟΓΟΣ, ἡ ἐν ἡμῖν ἐνοικοῦσα Θεία Ὑπόστασις, τὸ Θεῖον Ὂν τὸ
παρακολουθοῦν καὶ ταξινομοῦν οὕτω θαυμασίως καὶ σαφῶς τὰς μορφὰς
τῆς ἐνεργείας μὲ τὴν ποικιλίαν τῶν λειτουργιῶν καὶ τῶν ἐκφάνσεων.
Τοιουτοτρόπως δὲ ὑπὸ τὰς ἑπτὰ ταύτας μορφὰς ἐπιτελεῖ ὁλόκληρον
τὴν πολυδαιδάλειον λειτουργίαν τῶν ἑπτὰ προσωπικοτήτων ἡ Βιολογικὴ
ἐνέργεια, τὸ Αἰθεριῶδες Ρευστόν. Εἶναι ἡ κινοῦσα αἰτία τοῦ ἀνθρώπου. Θὰ
ἠδυνάμεθα δὲ νὰ τὸ ὀνομάσωμεν τὸ πρῶτον ἀνθρώπινον, πρῶτον ἀνθρώ-
πινον κινοῦν. Πᾶσα μορφὴ ἐκ τῶν ὁρισθεισῶν ἑπτὰ τῆς αὐτῆς ἐνεργείας
κατανέμεται ὕστερον εἰς ἑπτὰ τρόπους ἐνεργείας δι’ ὧν ἐκδηλοῦται ἰδία
ἑκάστοτε μορφὴ ἐνεργείας ἐκ τῶν γνωστῶν ἑπτά.
Οὕτω ἡ Κινητικὴ ἐνέργεια ἐκδηλοῦται δι’ ἑπτὰ τρόπων κινήσεως.
Εὐθύγραμμος κίνησις, Καμπυλόγραμμος, Περιοδική, Ἁρμονική, Περι-
στροφική, Συγκεκροτημένη καὶ Ὁμαλὴ ἐν σχέσει πρὸς τὸν χρόνον. Εἰς
τὰς ἑπτὰ δὲ ταύτας τῆς κινήσεως μορφὰς τρεῖς εἶναι αἱ κυριώδεις. Ἡ εὐθύ-
γραμμος, ἡ καμπυλόγραμμος καὶ ἡ περιοδική κίνησις.
Ἡ Αἰσθητικὴ ἐνέργεια ὡσαύτως ἐκδηλοῦται διὰ τῶν ἑπτὰ τρόπων καθ’
οὓς λειτουργοῦσιν αἱ ἑπτὰ αἰσθήσεις: Ἡ ὅρασις, ἡ ἀκοή, ἡ γεῦσις, ἡ ὄσφρη-
σις, ἡ ἁφή, ἡ διαίσθησις καὶ ἡ αὐταίσθησις.
Ἡ Συναισθηματικὴ ἐνέργεια παρουσιάζει ἐπίσης ἑπτὰ μορφὰς τῆς
ἐνεργείας τῆς ἀποδιδούσης οὕτως ἐκ τῶν ἑπτὰ μορφῶν αὐτῆς, ἑπτὰ εἰδῶν
συναισθήματα. Ὀπτικά, ἀκουστικά, γευστικά, ὀσφρηντικά, ἁφῆς, διαι-
σθητικὰ καὶ αὐταισθητικά. Πλὴν ὅμως εἶναι τρία ἐκ τῶν ἑπτὰ αἰσθήσεων
προερχόμενα κύρια αἰσθήματα. Τὰ ἄμεσα, τὰ ἔμμεσα καὶ τὰ οὐδέτερα
(ψευδαισθήσεις). Ὡς καὶ τρεῖς εἶναι αἱ κυριῶδεις μορφαὶ τῶν συναισθη-
μάτων. Ἔχομεν συναισθήματα: Εὐχάριστα, δυσάρεστα καὶ τρίτα ἢ οὐ-
δέτερα ὡς συναισθήματα αὐτοθυσίας κλπ. Ἀλλὰ ἂς προχωρήσωμεν ἐν τῇ
ἐρεύνῃ ἡμῶν.
Ἡ Παραστατικὴ ἐνέργεια, ἡ μορφὴ δηλονότι τῆς ἐνεργείας καθ’ ἣν αἱ
ἐκ τοῦ ἀντικειμενικοῦ κόσμου δημιουργούμεναι παραστάσεις ἀπαρτίζου-
σιν τὴν ἅλυσον τῶν συναισθημάτων ἢ τὴν συνείδησιν, παρουσιάζει ἑπτὰ
τρόπους δημιουργίας δι’ ὧν ἑπτὰ παραστάσεις μορφαὶ παρουσιάζονται.
252 Η ΚΛΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

Ὺπάρχουν παραστάσεις ἁπλαῖ, σύνθετοι, καθολικαί, μερικαί, ὅμοιαι ἢ


Αὐταὶ ἀντίθετοι καὶ ἀσύγκριτοι. Ἐν τοῖς ἑπτὰ τούτοις μορφαῖς διακρίνο-
νται αἱ τρεῖς τῶν ἁπλῶν, συνθέτων καὶ ἀντιθέτων παραστάσεων.
Ἡ Ἀφομοιωτικὴ ἐνέργεια παρουσιάζει ἑπτὰ τρόπους ἐνεργείας δι’
οὓς ἐνεργεῖται ἡ ἀφομοίωσις τῶν παραστάσεων τῶν εἰκόνων δηλονότι τῶν
ἐκ τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμου λαμβανομένων. Καὶ ὄντως ἡ ἀφομοίωσις εἶναι:
Ἐνεργητική, παθητική, διορθοῦσα, συμπληροῦσα, αἰτιολογοῦσα, ὑπά-
γουσα καὶ ταυτίζουσα. Εἰς τοὺς ἑπτὰ ὅμως τούτους τῆς ἐνεργείας τρόπους
κυριώδεις καὶ ἐξέχοντες εἶναι τρεῖς καθ’ οὓς ἐπιτελεῖται ἡ ἐνεργητική, ἡ
παθητικὴ καὶ ἡ ταυτίζουσα ἀφομοίωσις.
Ἡ Διανοητική ὕστερον ἐνέργεια, ἥτις ἀποτελεῖ διὰ τὸν ἄνθρωπον τὴν
σπουδαιοτέραν μορφὴν τῆς βιολογικῆς ἐνεργείας τοῦ αἰθεριώδους ρευ-
στοῦ, γίνεται ἔκδηλος διὰ τῆς συλλογιστικῆς ἐργασίας διὰ τοῦ τρόπου τοῦ
συλλογίζεσθαι διὰ τῶν συλλογισμῶν. Καὶ ὄντως ἐν τῇ πληθώρα τῶν τύπων
τῶν συλλογισμῶν, οἵτινες χαρακτηρίζουσι τὸ διανοεῖσθαι καὶ οἵτινες ἐκδη-
λώνουσι τὴν πολυμορφίαν τῆς ἀνθρωπίνης σκέψεως, διακρίνομεν ἑπτὰ
εἴδη συλλογισμῶν, πᾶσαι δὲ αἱ λοιπαὶ μορφαὶ δὲν ἀποτελοῦν ἐν τῷ βάθει
ἢ τὰς μορφὰς τῶν ἑπτὰ κυρίων συλλογισμῶν. Αἱ ἑπτὰ δὲ αὗται μορφαὶ τῆς
διανοητικῆς ἐνεργείας τὰ ἑπτὰ εἴδη τῶν συλλογισμῶν εἶναι τὰ ἑξῆς: Ἔχο-
μεν, κατηγορικούς, ὑποθετικούς, συγκριτικούς, ἀναφορικούς, διαγνω-
στικοὺς καὶ ἐναντιωματικούς συλλογισμούς. Οἱ κυριώδεις δὲ τούτων εἰσὶν
πάλιν τρεῖς: Ὁ κατηγορηματικός, ὁ ὑποθετικὸς καὶ ὁ διαγνωστικός.
Τέλος δὲ ἡ Κριτικὴ ἐνέργεια, ἡ μορφὴ δηλονότι τῆς Βιολογικῆς ἐνερ-
γείας, ἥτις θέλει τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν βαθμῖδα τοῦ Πνευματικοῦ Ὄντος
καὶ ἥτις ὁμιλεῖ περὶ τῆς ὑπάρξεως καὶ ἐνεργείας τοῦ ΛΟΓΟΥ τοῦ ἐν τῷ ἀν-
θρώπῳ οἰκοῦντος καὶ διακρίνοντος τὴν ὑψηλὴν καὶ θείαν αὐτοῦ Καταγω-
γήν, παρουσιάζεται δρῶσα κατὰ τρόπους ἑπτὰ γεννῶντας ἑπτὰ μορφῶν
κρίσεις. Ἔχομεν κρίσεις, κατηγορηματικάς, ὑποθετικάς, διαζευτικάς,
βεβαιωτικάς, ἀποδεικτικάς, προβληματικὰς καὶ διαιρετικάς. Ἐὰν δὲ
δώσωμεν εὐρυτέραν εἰς αὐτὰς μορφὴν θέλομεν διακρίνει τὰς κρίσεις εἰς
ἀτομικάς, μερικὰς καὶ γενικάς ἐν αἷς πάλιν τρεῖς μορφαὶ εἶναι κυριώδεις
αἱ καταφατικαὶ, αἱ ἀποφατικαὶ καὶ αἱ ἀποδεικτικαί.
Ἀληθῶς! Ποία μυστηριώδης πλοκὴ παρατηρεῖται εἰς τὴν ὕπαρξιν μιᾶς
καὶ μόνης μορφῆς! Θὰ ἠδυνάμεθα νὰ προβῶμεν καὶ εἰς περισσοτέρας
ἀναλύσεις, ἐάν δὲν ὑπῆρχεν φόβος νὰ συσκοτισθοῦν περισσότερον τὰ
ἀναλυόμενα. Ἓν μόνον ἐκ τῶν ἀπείρων τοῦ ἀνθρώπου στοιχείων, ἡ Βιολο-
γικὴ ἐνέργεια παρουσιάζει τοσοῦτον λαβυρινθώδη πλοκὴν ἐν τῇ λειτουρ-
γίᾳ τοῦ ἀνθρωπίνου συνειρμοῦ μὴ δυναμένην νὰ μελετηθῇ ἐν ταῖς λεπτο-
μερείας αὐτῆς. Μία καὶ μόνον ἡ βιολογικὴ ἐνέργεια παρουσιάζει τοιοῦτον
μυστήριον!
Ἀλλὰ καὶ μόνον ἡ βιολογικὴ ἐνέργεια παρουσιάζει τοιοῦτον μυστήριον!
Ἀλλὰ πὸσας πολυσυνθέτους λειτουργίας, ποίους καὶ πόσους ἀνεξιχνία-
στους συνδυασμοὺς δημιουργοῦν αἱ τόσαι ἄλλαι φύσεις, αἵτινες ἐν συ-
Η ΚΛΕΙΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ 253

μπλέγματι οὕτω θαυμαστῷ παρουσιάζουν τὸ ἑνιαῖον ὅλον τοῦ ἀνθρώπου!


Πόσον Ἀκατάληπτος εἶναι ἐν τοῖς σχεδίοις Του ὁ Ἄπειρος Θεὸς καὶ πό-
σον Θαυμαστὸς ἐν τοῖς κατασκευάσμασιν Αὐτοῦ!
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΙ

Ὁ ἀγαπῶν Ἐμέ, ἂς ἀγαπήσῃ τὸν πλησίον αὐτοῦ

ὡς πραγματικὸν αὐτοῦ ἀδελφὸν καὶ πάντες ἀδελφο-

πητοὶ γενόμενοι ἂς ἀκολουθήσητε τὸν Πρεσβύτερον

ὑμῶν Ἀδελφόν, Ὅστις ἐθυσιάσθη διὰ τὴν σωτηρίαν

οὐ μόνον ὑμῶν, ἀλλ’ ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος

καὶ τῶν μελλουσῶν αὐτῆς γενεῶν, ἕως ὅτου δυνηθῶ

νὰ ἀποκατασταθῶ ἐν μέσῳ ὑμῶν καὶ πάλιν ἐκ τῆς τε-

λειοποιήσεως καὶ ἀναγωγῆς ὑμῶν πρὸς Ἐμὲ καὶ δη-

μιουργήσητε τὴν Ζῶσαν Μου Ἐκκλησίαν, ἐν τῇ ὁποίᾳ

νὰ ἐπανέλθω καὶ λειτουργήσω ἐν Αὐτῇ οὐ μόνον ὡς


Πνευματικὸς καὶ Καθοδηγητής, ἀλλ’ ὡς Ἄρχων τοῦ

Κόσμου καὶ ὡς Πνευματικὸς Ἥλιος τῶν Ὑπάτων

Πνευματικῶν Ἐξουσιῶν καὶ Δυνάμεων.


ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΙ

ΥΛΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟΣΥΝΘΕΣΙΣ

Ἐλέχθη ἐν ταῖς πράξεσι τῶν Ἀποστόλων (Κεφ. 12) καὶ εἰς μαρτυρίαν ἐγρά-
φῃ ὅτι, ὢν ποτὲ ἐν φυλακῇ ὁ Πέτρος, ἐξῆλθε ταύτης τῇ ἐνεργείᾳ Ἀγγέλου,
ἁψαμένου τούτου.
Ὁ Πέτρος εὑρέθη ἐκτὸς φυλακῆς, ἐνῲ τὸ πρὶν ἦτο κοιμώμενος μετα-
ξὺ δύο στρατιωτῶν, δεδεμένος ἁλύσεσι δυσίν. Ἀλλ’ ἐξελθών... ἠκολούθει
αὐτῷ (τῷ Ἀγγέλῳ) καὶ οὐκ ᾔδει, ὅτι ἀληθὲς ἐστὶ τὸ διὰ τοῦ Ἀγγέλου γινό-
μενον. Ἐδόκει δὲ ὅραμα βλέπειν. Διελθόντες δὲ πρώτην καὶ δευτέραν φυ-
λακὴν ἦλθον ἐπὶ τὴν σιδηρᾶν πύλην, ἥτις αὐτομάτως ἠνοίχθη αὐτοῖς καὶ
ἐξελθόντες προῆλθον ρύμην μίαν καὶ εὐθέως ἀπέστη ὁ Ἄγγελος ἀπ’ αὐτοῦ.
Καὶ ὁ Πέτρος γενόμενος ἐν ἑαυτῷ εἶπεν. Νῦν οἶδα, ὅτι Κύριος ἐξαπέστειλεν
τὸν Ἄγγελον Αὐτοῦ. Συνιδών τε ἦλθε ἐπὶ τὴν οἰκίαν Μαρίας... οὗ ἦσαν ἱκα-
νοὶ συνηθροισμένοι καὶ προσευχόμενοι. Κρούσαντος δὲ αὐτοῦ προσῆλθε
παιδίσκη Ρόδη ὀνόματι καὶ ἐπιγνοῦσα τὴν φωνην τοῦ Πέτρου οὐκ ἤνοιξε
τὸν πυλῶνα, εἰσδραμοῦσα δὲ ἀπήγγειλεν ἑστάναι τὸν Πέτρον πρὸ τοῦ πυ-
λῶνος. Οἱ δὲ εἶπον αὐτῇ, μαίνῃ (τρελλάθηκε;), ἡ δὲ ἰσχυρίζετο οὕτως ἔχειν.
Οἱ δὲ ἔλεγον ὁ ἄγγελος αὐτοῦ ἐστίν... Γενομένης δὲ πρωΐας ἧν τάραχος οὐκ
ὀλίγος ἐν τοῖς στρατιώταις, τί ἇρα ὁ Πέτρος ἐγένετο;
Ἐξῆλθεν ὁ Πέτρος τῶν φυλακῶν. Καὶ, ἐὰν μὲν τῆς ἐξόδου συνείδησιν
ἐλάμβανεν, ταύτης γενομένης, πῶς θὰ διηπόρη μετὰ τὴν ἔξοδόν του
ἐκεῖθεν;
- Καὶ ὁ Πέτρος γενόμενος ἐν ἑαυτῷ: Ἄρα οὐκ ἦν ἐν ἑαυτῷ. Ἄρα ἐκτὸς
ἑαυτοῦ ἦν.
Ἐξακολουθεῖ δὲ περαιτέρω νὰ λέγῃ: Συνιδών τε. Ἄρα οὐκ ἐγνώριζεν (ὁ
ἴδιος) τὸ συμβάν.
Καὶ, ἐὰν οὐχ οὕτως, ἀλλ’ ἄλλως ἐγίγνετο, δηλαδὴ ἐὰν διὰ τῶν ποδῶν
διέσχιζον τὴν φυλακήν, ἀπὸ τῆς πρώτης μέχρι τῆς σιδηρᾶς πύλης ἀπόστα-
σιν, δὲν ἤθελεν ἀφήσει οὐδένα κρότον;
Πῶς ἔπεσαν αἱ ἁλύσεις τῶν χειρῶν αὐτοῦ καὶ πῶς οἱ παρακοιμώμενοι
στρατιῶται οὐδὲν ᾐσθάνθησαν;
Καὶ ἐὰν τις ν’ ἀμφιβάλλῃ θέλει λέγων, ὅτι βαθέως ἐκοιμῶντο οἱ φυλάσ-
σοντες, πῶς δὲν εἶδεν αὐτόν, τὸ ἄγρυπνον βλέμμα τῶν τὰς θύρας φρου-
ρούντων;
- «Τῷ δὲ Πέτρῳ ἐδόκει ὅραμα βλέπειν. Καὶ ἀπορῶν καὶ ἐκπληττόμενος
ἠκολούθει τὸν Ἄγγελον, ὅραμα λέγων τοῦτο κατ’ ὄναρ».
Καὶ διῆλθε τρεῖς φυλακᾶς ἀόρατος ὢν καὶ προῆλθε μετὰ τοῦ Ἀγγέλου
ρύμην μίαν, ὅτε τούτου ἀοράτου, τοῦ δὲ ὁρατοῦ, τοῦ Ἀοράτου ὁδηγοῦ
ἀποστάντος, ὁ Πέτρος συνῆλθεν.
258 ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΙ

Καὶ εἶδεν ἑαυτὸν μακρὰν τῶν φυλακῶν. Ἀντὶ τῶν τοίχων τοῦ σκοτεινοῦ
δώματος, εὑρίσκετο ὐπὸ τὸν εὐρὺν ὁρίζοντα, ἀντὶ τῶν ἁλύσων βάρους,
ἐλευθέρας εἶχε τὰς χεῖρας του. Ἀντὶ τῆς φυλασσούσης φρουρᾶς καὶ τῆς
σιδηρᾶς πύλης, ἰδοῦ ἠνοίγετο αὐτῷ ρύμη, ἄγουσα εἰς τοὺς ἀγωνιῶντας δι’
αὐτὸν ἀδελφούς.
Τὸ ὅραμα ἐνσαρκοῦται καὶ ὁ Πέτρος ἀπορεῖ διὰ τὸ συμβάν. Τίνι τρόπῳ
διῆλθεν ἄνευ ἁλύσεων τὰς τρεῖς φυλακάς; Πῶς αὐτομάτως ἠνοίχθη αὐτοῖς
ἡ σιδηρᾶ πύλη καὶ πῶς προῆλθε καὶ ρύμην μίαν, χωρὶς οὐδὲν νὰ αἰσθανθῇ,
εἰ μὴ δοκεῖν ὅραμα βλέπειν;
Γενόμενος δὲ ἐν ἑαυτῷ εἶπεν: «Νῦν οἶδα, ὅτι Κύριος ἀπέστειλε τὸν Ἄγ-
γελον Αὐτοῦ».
Ὁ δὲ τούτῳ συνδραμὼν Ἄγγελος ἐπάταξε τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. Δὲν ἠδύ-
νατο μήπως νὰ φωνάξῃ τούτῳ ἢ ὅραμα δίδων νὰ κάμῃ τοῦτον γρηγοροῦντα;
Διατὶ ἦτο ἐπάναγκες νὰ πατάξῃ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, νὰ ἐγγίσῃ αὐτόν;
Τοῦ Ἀγγέλου ἁψαμένου τοῦ Πέτρου, ἐγένετο τὸ γινόμενον. Ὁ Πέτρος
κατέστη ἀόρατος. Ὁ σταθμητός του ὀργανισμὸς ἐγένετο ὡς ἀστάθμη-
τος. Ὁ συνειρμὸς τῶν στοιχείων, τῶν ἀποτελούντων τὸ σῶμα του, δι-
ελύθη καὶ οὕτω τὰ στοιχεῖα ἔλαβον τὴν μονομερῆ τούτων μορφήν.
Τὸ συντιθέμενον ἀπεσυνετέθη καὶ τὸ ὑπάρχον ἠλλάγη. Τὸ βαρὺ κα-
τέστη ἀβαρές, τὸ πυκνὸν ἀραιότατον, τὸ σκιερὸν διαφανὲς ὡς ἡ ἀτμό-
σφαιρα.
Ἀπορεῖτε; Καὶ ὅμως ἀνατρὲξατε εἰς τὴν πτωχήν σας πεῖραν, τὴν ἀτελῆ
καὶ χωλαίνουσαν μὲ τὰς ἀτελεστάτας γνώσεις σας καὶ ἐκεῖ θέλετε εὕρει
ἀνάλογόν τι.
Τὸ μὴ κραδαινόμενον ὑπέστη κραδασμόν, τὸ δὲ ἠρεμοῦν ἐκυμάνθη
κυμάνσεις ἐλαχίστου μήκους. Καὶ διὰ τοῦτο τὸ ἀδιαπέραστον κατέστη
διαπερατόν, τὸ σκιῶδες διαφώτιστον καὶ τὸ ὑπάρχον ὡς μὴ ὑπάρχον.
Ἀπορεῖτε; Ξένα λαλῶ καὶ σκοτεινά; Ἀλλ’ ἐπικαλοῦμαι τὴν πτωχήν σας
πεῖραν, τὴν ἀτελῆ καὶ χωλαίνουσαν, τὴν μεταβάλλουσαν τὸ σκιερὸν εἰς δι-
αφώτιστον, τὸ πυκνὸν ἀραιόν, τὸ βαρὺ ἐλαφρὸν καὶ τὸ ἀδιαπέραστον πε-
ρατόν. Τὸ στερεὸν γίνεται ἀέριον. Τὸ δὲ ἀέριον εἶναι διαφανές, μὴ πυκνόν,
περατόν, ἀραιόν, διαφώτιστον.
Ἀπορεῖτε; Ἀλλ’ ἰδοῦ. Ἐν ὅλῃ σας τῇ σοφίᾳ ἐκάματε τὸ τεράστιον ἅλμα
τοῦ ἑνὸς ἀπειροεκατομμυρίου ἀνακαλύψαντες, ὅτι οὐσία τις, καλουμένη
ἄμυλον, ἔχει τὴν ἰδιότητα δι’ ἐπιδράσεως τοῦ ὀξυνισμένου διά (Η2SO4) θειϊ-
κοῦ ὀξέως ὕδατος νὰ μετατρέπηται εἰς σάκχαρον, χωρὶς νὰ ἀφήνῃ αὐτὸ
τοῦτο τὸ ἄμυλον, ἀμύλου ὑποστάθμην. Ἀλλὰ καὶ τοῦτο τὸ σάκχαρον, τὸ
προελθὸν ἐκ τοῦ ἀμύλου, μετατρέπεται εἰς ἀμυλόπνευμα (ὑγρὸν), ὅπερ
πάλιν εὐκολώτατα εἰς ἀτμοὺς ἢ ταυτὸ εἰς ἀέριον.
Τὸ βαρὺ ἄμυλον, τὸ σκιερόν, τὸ πῖπτον ὡς ἐκ τῆς βαρύτητος, τὸ ἀδια-
φώτιστον ἀποβαίνει εἰς διαφώτιστον, ἀνερχόμενον ἀπὸ πυκνοῦ εἰς ἀραι-
ότατον.
Ἀλλ’ ἰδοῦ ἔτι ἐν τῇ σοφίᾳ σας ἐξητάσατε τὸ φαινόμενον στοιχείου τι-
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΙ 259

νός ἢ ἑνώσεως, χωρὶς νὰ ζητήσητε ἑρμηνείαν τοῦ συνόλου τούτων. Τὸ ἀμυ-


λόπνευμα ἢ οἱ ἀτμοὶ αὐτοῦ καίονται, τὸ δὲ βαρὺ καὶ σκιερὸν ἄμυλον μετα-
βάλλεται οὕτω εἰς φλόγα, φωτίζουσαν καὶ θερμαίνουσαν. Ἢ τὸ ἄμυλον τὸ
σταθμητὸν μετετράπη ὅλον εἰς ἀστάθμητον. Ἐκπλήσσεσθε; Ἀλλὰ δικαίως.
Ἔχετε τὸ ἄμυλον. Ζυγίσατε αὐτό. Ἔχετε βάρος. Δύνασθε ἄλλως τε νὰ
λάβητε ἀρκετὰ χιλιόγραμμα. Σᾶς ἐπιτρέπω νὰ λάβητε ὅλον τὸ ἄμυλον τῆς
γῆς. Μετατρέψατέ το εἰς σάκχαρον, ὅπερ ζυμούμενον θέλει γίνει ἀμυλό-
πνευμα. Δώσατε τήν μικρὰν αἰτίαν καὶ ἰδοῦ ἡ ἀπέραντος αὐτὴ ποσότης
ἤλλαξεν.
Τὸ ἀμυλόπνευμα μετετράπη κυρίως εἰς φῶς καὶ εἰς θερμότητα, ἀβαρῆ
ρευστά, ὡς ἐν ὅλῃ τῇ ἀσχαλούσῃ σοφίᾳ σας δικαίως τὰ ὠνομάσατε.
Ψεύδομαι; Ἀλλὰ τὰς γνώσεις σας ἐπικαλοῦμαι. Ἀλλ’ ἀπόλλυται οὕτω
τὸ ἀμυλόπνευμα;
Ὄχι, σᾶς λέγω. Οὐδὲν ἀπόλλυται ἐν τῇ Δημιουργίᾳ. Τὸ ἀπόλλυσθαι ἢ
θνήσκειν, λέξεις κεναί, δηλοῦσαι μόνον ἀλλαγὴν καὶ μεταμόρφωσιν.
Ἰδοῦ παρουσιάζεται ὡς θερμότης -φῶς καὶ ὀλίγος ἀέριος ὑδρατμός.
Ἀλλὰ τὶ εἶναι ὁ ὑδρατμός; Ὀξυγόνον, λέγετε, καὶ ὑδρογόνον, ἀμφότερα
ἀέρια, διεισδύοντα οὐ μόνον εἰς συνεκτικότητα τοίχων, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐλαχί-
στως πορώδη.
Οὕτω δέ, ἐν παρόδῳ λαλῶ, τὸ στερεὸν ἄμυλον ἐκ τοῦ περικεκλεισμέ-
νου αὐτοῦ χώρου ἐχάθη φαινομενικῶς, ὑποστὰν κυρίως ἀλλαγήν. Τὸ στε-
ρεὸν ἀπέδωσεν ἀέρια, ὀξυγόνον, ὑδρογόνον καὶ διοξείδιον τοῦ ἄνθρακος,
ἀλλὰ κυρίως ποσότητα φωτὸς καὶ θερμότητος.
Ἀλλ’ εἰ οὐκ ἔχει οὕτω, λέγω τῷ εὑρίσκοντι ἀτέλειαν:
Τὶ εἶναι φλόξ; Θὰ τρέξῃ εἰς τὸν ἀνύπαρκτον προμαχῶνα ἀπαντῶν μοι
«Φαινόμενον».
Ἀλλά, σοφέ μου, τὸ φαινόμενον θέλει αἴτιον, τὸ δὲ αἴτιον πρέπει νὰ
ἔχῃ ἐνέργειαν. Δεῖξον μοι τὸ αἴτιον, τι δὲ ἐνέργεια; Λανθάνουσαι δυνάμεις.
- Ἀλλὰ καὶ τὶ δύναμις; Ἰδιότης; Ἰδιότης δὲ τί; Χεὶρ φαινομένου, ἄρα φαινό-
μενον.
Ἀλλὰ λέγω στρέφεις εἰς τὰ ἴδια. Ἀναχωρῶν ἐκ τοῦ φαινομένου καταλή-
γεις εἰς τὸ φαινόμενον. Δυσανασχετεῖς, Ἀθυμεῖς καὶ ἀσχάλλεις; Σὲ πραΰνω
βεβαιῶν σε, ὅτι τοῦτο ἴδιον τῆς ἀτελείας σου.
Τὶ δὲ θερμότης; Κίνησις.
Τὶ δὲ κίνησις; Θερμότης.
Ἄρα ἓν κίνησις καὶ θερμότης. Ἀλλὰ καὶ διάφορα εἶναι. Ἑκάστη δια-
φόρους παρουσιάζει ἐκφάνσεις, διάφορα γεννᾶ συναισθήματα.
Καὶ ἐρωτῶ; Πῶς τὰ διάφορα εἶναι καὶ τὰ αὐτὰ; Τὶ σιωπᾶς; Ἐπανα­
τρέχω εἰς τ’ ἀνωτέρω.
Τίνα εἶναι τὰ προκαλοῦντα τὴν θερμότητα καὶ τὸ φῶς, εἰ μῆ τὰ ἀέρια,
ἅτινα εἶναι τὸ διοξείδιον τοῦ ἄνθρακος, ὀξυγόνον καὶ ὑδρογόνον;
Πάντα ταῦτα στοιχεῖα καιόμενα, μετατρεπόμενα εἰς ἀβαρῆ -φῶς καὶ
θερμότητα- φλόγα.
260 ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΙ

Ἀβαρῆ ὄντα ἤδη εἶναι καὶ σταθμητά, καθότι μετὰ τὴν πρόκλησιν τοῦ
φαινομένου ἀποδίδονται καὶ πάλιν τὰ αὐτὰ -ὑδρατμοὺς (ὀξυγόνον καὶ
ὑδρογόνον) καὶ διοξείδιον τοῦ ἄνθρακος (ἄνθραξ καὶ ὀξυγόνον).
Κατὰ ταῦτα: Ἡ θερμότης καὶ κίνησις. Τὸ σταθμητὸν-ἀστάθμητον καὶ
το βαρὺ ἀβαρές.Δηλαδή τὰ αὐτὰ εἶναι ἅμα καὶ τὰ ἕτερα, τὰ δὲ ἕτερα εἶ-
ναι καὶ τὰ αὐτά.
Ἀλλὰ ποῦ ἡ σοφία σας, ποῦ οἱ συλλογισμοί σας;
Τὸ αὐτό, κατὰ τὴν λογικήν σας, δὲν εἶναι ἅμα καὶ ἄλλο, τοῦτο δὲ τὸ
ἄλλο δὲν εἶναι ἄλλο. Ἀλλ’ ἀφοῦ τὸ αὐτὸ δὲν εἶναι ἄλλο, αὐτὸ δὲ τὸ ἄλλο
δὲν εἶναι ἄλλο, συνεπῶς αὐτὸ τὸ αὐτό, τὸ μὴ ὂν ἄλλο, ὅπερ δὲν εἶναι αὐτὸ
ἄλλο, ἐνῷ τὸ αὐτὸ εἶναι ἄλλο. Ἄλλο δὲ ὄν, εἶναι ἅμα καὶ τὸ αὐτό.
Τὸ ἓν αὐτό, ἀνόμιον τοῦ ἄλλου, ὅπερ ἄλλο, ἀνόμιον τοῦ ἄλλου. Ἄρα τό
τε αὐτὸ καὶ τὸ ἄλλο τοῦ ἄλλου εἶναι ἀνόμοια.
Ὥστε τὸ πρῶτον ἀνόμοιον τοῦ δευτέρου, ὅπερ δεύτερον ἀνόμοιον τοῦ
τρίτου. Ὥστε τό τε πρῶτον καί δεύτερον ὡς καὶ τὸ τρίτον ἀνόμοια.
Κοινή αὐτῶν ἰδιότης τὸ ἀνόμοιον. Εἰς τὴν ἀνομοιότητα δὲ ἴσα καθότι
ἀνόμοια. Ἡ ποσότης δὲ τῆς ἀνομοιότητος, ἡ αὐτὴ πάντοτε.
Οὕτω μία πάντοτε ἡ ποσότης τῆς Ἀληθείας, ἡ δὲ Ἀλήθεια μία.
Οὕτω πάντοτε ἡ αὐτὴ ἀνομοιότης, καθότι τὸ ἀνόμοιον πάντοτε ἡ αὐτὴ
ἔννοια.
Ἡ ἀνομοιότης λοιπὸν μία καὶ ἴση πάντοτε.
Τὸ ἀνόμοιον μὲ τι ἄλλο εἶναι πάντοτε ἀνόμοιον. Διότι, ἐὰν κατά τι δὲν
εἶναι ἀνόμοιον, εἶναι ὅμοιον.
Εἰς τὰ ἀνόμοια κατὰ ταῦτα ἡ ἀνομοιότης ἴση.
Εἴχομεν ἀνωτέρω ἀνόμοια τρία. Τὸ αὐτὸ ἀνόμοιον τοῦ ἄλλου, ὅπερ
πάλιν ἀνόμοιον τοῦ ἄλλου αὐτό. Τὸ πρῶτον αὐτὸ εἰς ἀνομοιότητα ἴσον τῷ
δευτέρῳ ἄλλῳ, ὅπερ δεύτερον εἰς ἀνομοιότητα ἴσον τῷ τρίτῳ, τὸ ἄλλο τοῦ
ἄλλου.
Καὶ ἤδη ἐπικαλοῦμαι ἀξίωμα τῆς σκέψεώς σας. «Τὰ τρίτῳ τινὶ ἴσα καὶ
ἀλλήλοις ἴσα».
Ὅτε σαφῶς καταδείκνυται πλέον, ὅτι τὸ αὐτὸ εἶναι καὶ ἄλλο.
Ἡ κίνησις θερμότης καὶ ἡ θερμότης κίνησις.
Πόσον σκοτεινά, ἀλλὰ καὶ καθαρώτατα ὁμιλῶ. Πόσον γριφωδῶς, ἀλλὰ
καὶ μετὰ σαφηνείας. Πόσον στενῶς, ἀλλὰ καὶ εὐρέως.
Τρωτὸν εὑρίσκεις; Ἀνάφερε τοῦτο.
Σκοτεινόν, φώτισον. Φωτεινόν, ἀμαύρωσον. Δύνασαι;
Ἐπικαλοῦ τοὺς σοφοὺς τῆς λογικῆς, ἀλλὰ φοβοῦμαι, μήπως τοὺς
εὕρῃς γυμνοὺς καὶ παραλόγους.
Τὸ εἶναι τι, εἶναι καὶ μή εἶναι τι;
Ἐρωτῶ. Τὸ «εἷναι», ὡς ὄν ἔσχεν ἀρχήν. Ἵνα δὲ ἀποβῇ «μὴ εἶναι», θὰ ἔχει
τέλος.
Ἀλλ’ ἐρωτῶ. Ποῦ ἡ ἀρχή; Ἄλλοτε εἶπον σοι, ἐκεῖ ἔνθα καὶ τὸ τέλος.
Ποῦ δὲ τὸ τέλος; Ἐκεῖ, ἔνθα καὶ ἡ ἀρχή.
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΙ 261

Ὥστε Ἕνα Ἀρχὴ καὶ Τέλος;


Ταῦτα δηλοῦν ὑμῖν σαφῶς τὸ σύμβολον τοῦ κύκλου.

Ἀρχή καὶ τέλος αὐτῷ ποῦ; Ἐκεῖ, ἔνθα ἡ ἀρχή, ἐκεῖ καὶ τὸ τέλος. Καὶ ἐκεῖ,
ἔνθα τὸ τέλος, ἐκεῖ καὶ ἡ ἀρχή. Πᾶν σημεῖον ἀρχή, ἀλλ’ αὐτὸ καὶ τέλος.
Ἀλλὰ κινούμενον ἐν τῷ αὐτῷ κύκλῳ, κύκλῳ πάντοτε μένοντι,ἀλλὰ
ἐκτείνοντι τὴν Ἀκτῖνα εἰς τὸ Ἀπειρον, πάλιν μένομεν ἄνευ Ἀρχῆς καὶ
Τέλους.
Ἀλλ’ ἐάν που εἴπομεν ἐδῶ ἡ ἀρχή, ἐκεῖ τὸ τέλος. Ἄπειρος ὅθεν ἡ Ἀρχή,
Ἄπειρον καὶ τὸ Τέλος. Σκοτεινοτάτη ἡ ἀρχή, ζοφῶδες τὸ τέλος.
Ὁ κύκλος ἔχει ἀρχὴν ἢ τέλος;
Ὤ, ἐννοεῖται, ὅτι εἶναι ἄνευ Ἀρχῆς καὶ Τέλους.
Ἂναρχος καὶ Ἀτελεύτητος.
Μέσα ὁρίζομεν καὶ διάμεσα. Ἄπειρον ἐπὶ Ἄπειρον δίδει Ἄπειρον. Ἄναρ-
χον καὶ Ἀτελεύτητον. Τοῦτο Ἀρχὴ καὶ Τέλος Σοφίας, ὅπερ πάλιν Ἕν, ὅπερ
Ἄπειρον.
Ὁ θέλων νοεῖν, νοείτω. Δυσνόητα ὑμῖν λελάληκα, ἀλλὰ προσιτά.
Καὶ ἰδοῦ, μεταχειριζόμενος δι’ ὑμᾶς εὐκόλως ἀφομοιουμένας ἐννοίας,
σᾶς ἔδωσα τὰ στοιχεῖα, ἵνα παρακατιῶντες μὲ ἐννοήσητε. Δὲν ξενίζουν τοῦ
θέματος ταῦτα. Εἶναι τὰ βάθρα δι’ ὑμᾶς.
Καὶ ἤδη ἰδοῦ ὁ Πέτρος.
Καὶ εἶπον ὑμῖν ταῦτα, ὅπως σᾶς ἀνοίξω τὰς πύλας, δι’ ὧν θέλετε εἰ-
σέλθει εἰς τὸν κόσμον τῶν μυστηριωδῶν λειτουργιῶν, αἵτινες συμβαίνουν
εἰς τὸν ψυχικόν σας κόσμον καὶ ὅπως γνωρίσητε τὸν τρόπον, καθ’ ὃν ἐργα-
ζόμενοι θέλετε εὕρει τὰς κλείδας ταύτας τοῦ Ἀπορρήτου συνόλου τῶν
Πνευματικῶν Νόμων, οἵτινες παρουσιάζουσι τὴν ἀπειρίαν ἐκείνην τῶν
ἀνεξηγήτων εἰσέτι πνευματικῶν φαινομένων.
Θὰ προσπαθήσω καὶ θὰ τὸ κατορθώσω νὰ σᾶς δώσω στοιχεῖα, δι’ ὧν ἡ
κατανόησις τῶν Ὑπερτάτων ἐκείνων νόμων γίνεται δυνατή.
Μικρὰ μόνη τούτων προαίσθησις καὶ ἔστω ἐν ἐλαχίστῳ κατανόησις,
θέλει σᾶς φέρει ἀπὸ ἰλίγγου εἰς ἴλιγγον. Θ’ ἀρχίσητε τότε μὲ τὴν ἀλαζόνα
σκέψιν σας νὰ δίδητε ἐξηγήσεις εἰς τὰ ὑψηλὰ ταῦτα τοῦ πνεύματος φαινό-
262 ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΙ

μενα, ὅτε μετὰ ἔτη πολλὰ ἰδικά σας μία γενεὰ θέλει ἀναφωνήσει:
«Ὤ... αὐτὸ ἦτο ὅλον... Πόσον ἀφελεῖς ἦσαν οἱ προϋπάρξαντες ἡμῶν...»
Αἱ ἐξηγήσεις σας σήμερον περὶ τὰ πνευματικὰ ὁμοιάζουν μὲ τὰς ἐξηγή-
σεις περὶ κεραυνοῦ τῶν πατέρων σας. Ἐδέησε νὰ παρέλθουν αἰῶνες, ἵνα,
ἀνακαλυπτομένης τῆς ἠλεκτρικῆς ἐνεργείας, δοθῇ ἐξήγησις εἰς τὸ φαινό-
μενον τοῦ κεραυνοῦ.
Ἀλλὰ θὰ εἴπητε. Ὥστε καὶ ἡμεῖς οἱ περὶ τὰ πνευματικὰ ἀσχολούμενοι
σήμερον τόσον πλανώμεθα;
Ἀλλὰ θὰ εἴπω ὑμῖν τοῦτο καὶ μόνον. Καὶ καθ’ ἣν ἐποχὴν ὁ κεραυνὸς καὶ
τὰ κατὰ τοῦτον ἠγνοοῦντο, ποῦ ὠφείλοντο, ὁ κεραυνὸς δὲν ὑπῆρχεν; Δὲν
ἐλειτούργει καὶ ἕδρα ὁμοίως; Τὸ φαινόμενον τοῦτο δὲν ἐξεδηλοῦτο, ὑφ’ ἃς
συνθήκας καὶ νῦν, ὅτε ἀρκετά ἀκριβῶς τὰ κατ’ αὐτὸν ἐγνώσθησαν;
Ἡ κατανόησις λοιπὸν ἀρχῶν τινων τοῦ συνόλου τῶν Ἀδιασαλεύτων καὶ
Ἀπείρων ἅμα Πνευματικῶν Νόμων θέλει σᾶς εἰσαγάγει εἰς τὸν κύκλον τῆς
ἐξηγήσεως πολλῶν σκοτεινῶν. Ἡ δὲ περαιτέρω ἔρευνα αὐτῶν θέλει ἐμπε-
δώσει ἀρχὰς γενικάς, ἐν αἷς συμβάλλουν, οἵ τε φυσικοὶ καὶ πνευματικοί, καὶ
ἐξ ὧν, ὡς ἀπὸ ἀφετηρίας, προχωροῦν ἑκάτεροι διχαζόμενοι καὶ ἐξακολου-
θοῦντες εἰς ἀντίθετα ἄπειρα.
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΙ 263

ΦΥΣΙΚΟΝ ΑΠΕΙΡΟΝ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΝ ΑΠΕΙΡΟΝ.

Ἄπειρον + Ἄπειρον = Ἄπειρον.


Ἡ πρόσθεσις εἶναι ἡ μόνη λαμβάνουσα ἐν τοῖς κόσμοις ἐνέργειαν. Τὰ
πάντα γίνονται διὰ προσθήκης.
Καὶ ἰδοῦ, ποιούμενος σταθμὸν νῦν τῆς ὡς ἄνω διατριβῆς μου, σᾶς ἐξη-
γῶ:
Τί εἶναι ἡ προσθήκη; Πρόσθεσις. Ἡ πρᾶξις, δι’ ἧς τὸ Σύμπαν ἐγένετο.
Προσθήκῃ ἀενάῳ ἐγένοντο οἱ Κόσμοι τοῦ Στερεώματος. Διὰ προ-
σθήκης ἀπαρτίζεται πᾶν σύνολον.
Τὰ πάντα εἶναι ΕΝ (Ι), τὸ δέ Ι εἶναι πολλά.
Πῶς τοῦτο δυνατόν; Ἄνευ τοῦ Ἑνός δὲν γίνονται πολλά. Ἀλλὰ καὶ τὰ
πολλὰ ἀπαρτίζουν τό ΕΝ τῶν πολλῶν.
Οὕτω δὲ ἐκτείνοντες τήν ἰδίαν ἀρχήν, τὸν ἴδιον συλλογισμόν, ἐκτεινό-
μεθα εἰς τὸ Ἄπειρον, διότι ἄλλως τε εἰς αὐτὸ εἴμεθα.
Τὶ εἶναι τό Ι, εἰ μή Ἄπειρον; Ποῦ τὸ τέλος του, ποῦ δὲ ἡ ἀρχή του;
ΕΝ. Δι’ ἐπαναλήψεως τοῦ Ἀπείρου τούτου, τουτέστιν διὰ προσθήκης
λαμβάνομεν Ἄπειρον Ἀπείρων.
Ἄπειρον + Ἄπειρον = Ἄπειρον.
Σᾶς συνιστῶ καὶ σᾶς προτρέπω νὰ προσέξητε τὴν συνθηματικὴν παρά-
στασιν τῆς προσθήκης. Δύο σύμβολα συνδυάζουσι δύο Ἄπειρα, ἵνα ἀποδώ-
σωσιν Ἄπειρον.
Ἄπειρον + ...... Σταυρός;
Ἀπορεῖτε; Σᾶς φαίνεται ἁπλοῦν; Σταματήσατε ἐδῶ τήν ἀφέλειάν σας
πρὸ τῆς ἐκδηλώσεως ἑνὸς μυστηρίου. Ποσάκις καὶ ἀπὸ πότε δὲν εἴδατε
τὸ σημεῖον τοῦτο (τοῦ Σταυροῦ) σημειούμενον ὡς σημεῖον προσθήκης, ὡς
σύμβολον, ὡς τὸ ἀπεκαλέσατε καὶ ὅμως οὐδέποτε σᾶς ἐγέννησε μυστη-
ριώδεις στοχασμούς;
Εἴπομεν ἀνωτέρω, ὅτι ὑπάρχει σταθμός τις, ἐν ᾧ διχάζονται ἢ ἐν ᾧ
συμβάλλουν οἱ νόμοι, οἵ τε φυσικοὶ καὶ πνευματικοί. Ἀπὸ τὸ κοινὸν δὲ αὐτὸ
σημεῖον ἀναχωροῦν καὶ πάλιν, ἵνα εἰς τὸ Ἄπειρον χωρήσουν.
Ἔρχεται ἐκ τοῦ Ἀπείρου μία γραμμὴ ἡ Μονάς (Ι), συναντᾶ τὴν ἐξ
Ἀπείρου ἐρχομένην ἑτέραν γραμμήν, τὴν ἑτέραν Μονάδα Ι καὶ σημειοῦσαι
Σταυρὸν χωροῦν εἰς τὸ Ἄπειρον.
Καὶ ἰδοῦ ὁ Σταυρός +, Μονάδες δύο, ἐρχόμεναι ἐκ τοῦ Ἀπείρου, ἐνοῦ-
νται εἰς ἓν σημεῖον συμπλεκόμεναι καὶ οὕτω ἀπὸ δύο μορφάς Ι καί λαμ-
βάνομεν τρίτην, τήν + διὰ προσθήκης.
Προσέξατε Μυστήριον σᾶς ἀποκαλύπτω:
Ὥστε μᾶς παρουσιάζεται Μονάς (Ι), Δυάς (Ι ) καὶ Τ ρ ι ά ς (+).
Καὶ πάλιν λέγω ὑμῖν. Ἰδοῦ ὁ Σταυρός +.
Προσέξατε εἰσάγω τήν σκέψιν σας εἰς τὰ ἀπόρρητα τῶν συμβόλων.
264 ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΙ

Μονάς (Ι) = Νόμοι Φυσικοί ἐρχόμενοι ἀπὸ τὸ Ἄπειρον ἵνα εἰς τὸ


Ἄπειρον βαδίσωσι καὶ πάλιν.
Μονάς (Ι) = Νόμοι Πνευματικοί, ἐρχόμενοι ἀπὸ τὸ Ἄπειρον, ἵνα καὶ
πάλιν εἰς τὸ Ἄπειρον βαδίσωσιν.
Αἱ Ἄπειροι Μονάδες συναντῶνται εἰς τὸ μέσον των, ἐξ οὗ, ὡς ἀπὸ ἀφε-
τηρίας, ἄρχονται τέσσαρα Ἄπειρα.
Συναντώμεναι αἱ Ἄπειροι Μονάδες σχηματίζουσι τὸ τρίτον τοῦτο καὶ
Νέον σύμβολον τοῦ Ἀπείρου.
Ἰδοῦ ὑμῖν Μυστήρια λαλῶ. Εἰς τὸ κοινὸν δὲ ἐκεῖνο σημεῖον ἑνοῦται τὸ
Ὑλικὸν Ἄπειρον (Νόμοι Ὑλικοὶ) καὶ τὸ Πνευματικὸν Ἄπειρον καὶ ἀποτελοῦν
κοινόν τι σημεῖον, ἀνῆκον εἰς τά δύο Ἄπειρα, τῷ τε Ὑλικῷ καὶ τῷ Π
­ νευματικῷ.
Τὸ σημεῖον τοῦτο εἶναι πάλιν ΕΝ (τὸ μυστήριο τῆς Μονάδος) καὶ
τοῦτο Ἄπειρον, ἀλλ’ οὐχὶ καὶ ἄλλο. Ἔχει φύσιν Ἄπειρον Ὑλικήν, ὡς καὶ
τοιαύτην Πνευματικήν Ἄπειρον.
Ἀλλὰ καὶ πάλιν λέγω. Ἰδοῦ ὁ Σταυρός +.
Μυστήρια λαλῶ, προσέξατε.
Ἔχομεν Ἄπειρον Ὑλικὸν + Ἄπειρον Πνευματικὸν = Ἄπειρον Πνευματι-
κὸν + Ὑλικόν.
Ἕνώσατε ἄλλως τὰ δύο Ἄπειρα λέγοντες:
Ἄπειρον ἐπὶ Ἄπειρον, ὃ ἐστὶν Ἄπειρον ἐπὶ Ἄπειρον = Ἄπειρον. Καὶ
τοῦτο σύμβολο, ὡς προειρήκαμεν, σύμβολον προσθήκης. Σᾶς ὑπενθυμίζω,
ὅτι εἶναι καὶ τὸ ἀρχικὸν γράμμα τῆς λέξεως ΧΡΙΣΤΟΣ ...... . Ι . + .
Ἀλλ’ ἰδοῦ μυστήρια λαλῶ.
Οὕτως ἐξηγεῖται, ὅτι μόνον ΕΝ Ἄπειρον, τὸ μόνον σημεῖον τοῦ
­ΣΤΑΥΡΟΥ, ἐν ᾧ τὰ δύο ἕτερα συναντῶνται, ἔχει χροιάν ἅμα Ὑλικοῦ καὶ
Πνευματικοῦ Ἀπείρου.
Πρὸς τούτοις ἡ μία Μονάς Ι σὺν τῇ ἑτέρᾳ Μονάδι (Ι καί Ι) ἀπετέλεσαν
τό Ι+Ι ἢ +, ὁ ἐστί Πατήρ, εὑρισκόμενος εἰς πᾶσαν Ὕλην καὶ Πνεῦμα.
Ὕλη καὶ Πνεῦμα ἀπετέλεσαν τὸν Υἱόν, μετέχοντα κατὰ τ’ ἀνωτέρω
Ὕλης καὶ Πνεύματος.
Ἀλλὰ προσέξατε καὶ πάλιν λέγω ὑμῖν. Οὕτως ὁ μετέχων τῶν δύο φύ-
σεων καὶ μόνος Χριστός, Ἄνθρωπος Τέλειος καὶ Θεὸς Τέλειος, εἶναι τῶν
δύο Ἀπείρων ὁ συνδυασμὸς.
Καὶ τοῦτο πρὸς τί; Τὸ ἓν Ἄπειρον, τὸ ὑλικόν, ἐξ Ἀπείρου πηγάζον καὶ
πρὸς Ἄπειρον βαῖνον συναντᾶται μετὰ τοῦ Πνευματικοῦ Ἀπείρου δι’ ἑνὸς
σημείου, ὅπερ λαμβάνει φύσιν ὑλικὴν ἅμα καὶ πνευματικήν.
Οὕτω δὲ διὰ τοῦτο τὸ ὑλικὸν διέρχεται διὰ τοῦ Πνευματικοῦ, ὅπερ
πάλιν κατέρχεται σκοπίμως πρὸς συνάντησιν τοῦ Ὑλικοῦ. Οὕτω τὰ μὲν τοῦ
Πνευματικοῦ μένουν Πνευματικά, ἐνῷ τὰ τοῦ ὑλικοῦ μετέχουν διὰ τοῦ κοι-
νοῦ σημείου καὶ τοῦ πνευματικοῦ.
Ὥστε, ὡς ἄνω εἶπον ὑμῖν, σαφῶς ἐκδηλοῦται ἡ πρόσθεσις Ἄπειρον ὑλι-
κὸν + Ἄπειρον Πνευματικὸν = Ἄπειρον Πνευματικὸν καὶ ὑλικόν.
Ἐκ τῶν δύο διαφόρων Ἀπείρων διὰ τοῦ + προέκυψε τρίτον Ἄπειρον,
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΙ 265

ἔχον συνηνωμένας τὰς δύο διαφόρους ποσότητας.

Πνευματικόν Ἄπειρον

Ὑλικόν Ἄπειρον

Ἕτερα λέγω ὑμῖν. Προσέξατε. Κατὰ τ’ ἀνωτέρω ἐλάβατε σαφῆ καὶ


βεβαίαν γνῶσιν, ὅτι τὰ Πνευματικά μένουν Πνευματικά, Αἱ Πνευματι-
καὶ τάξεις τῶν Ἀγγέλων μένουν ἐσαεὶ Πνευματικαί, ἐν ᾧ τὰ ὑλικά, ὅταν
θέλουν, ταχέως, ἀλλὰ καὶ πάντοτε μετέχουν καὶ τῆς Πνευματικῆς φύσε-
ως, ὄντα καὶ ὑλικά.
Σαφῶς ἤδη σᾶς ἑρμηνεύεται χωρίον τι τῆς Γραφῆς, δι’ οὗ δηλοῦται πᾶ-
σιν, ὅτι ἀναστήσονται οἱ νεκροὶ ἐν σώμασιν ὑλικοῖς, ἵνα μεθέξωσι καὶ τῆς
Ἀπείρου Πνευματικότητος. (Κορινθ. Α΄. ΙΕ, 51). Ὥστε μείζονας Ἀγγέλων
ἔταξε ὑμᾶς ὁ Θεὸς. (Ἑβρ. Α΄καί Β΄).
Ἀλλὰ προσθέτω ὑμῖν, προσέξατε. Εἶπον, ὅτι τὸ κοινὸν σημεῖον τῆς συ-
ναντήσεως τῶν δύο ἀπείρων γίνεται ἡ ἀφετηρία τεσσάρων Ἀπείρων, ἐξ ὧν
τὰ μὲν δύο μένουν ὡς Ἀδιάφθορα ἢ μᾶλλον ἀπρόσβλητα Πνευματικά,
τά δὲ ἕτερα δύο διάφορα. Τὸ ἓν ὑλικόν, τὸ δὲ ἓτερον Πνευματικὸν καὶ
ὑλικόν.
Ἀλλ’ ἰδοῦ βαίνομεν ἔτι.
Ἰδοῦ καὶ πάλιν τὸ σύμβολον τοῦ Σταυροῦ.
υ
ε ίρο
Ἀπ
ρία
τη
Ἀ φε

Οὕτω δὲ παρατηροῦμεν καλῶς


Φ
Ζ-Ω-Η = Σταυρὸς καὶ πάλιν.
Σ
266 ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΙ

Ἄρχονται τὰ τέσσαρα Ἄπειρα κινούμενα εἰς τὸ Ἄπειρον ἀπὸ τῆς κοινῆς


ἀφετηρίας Ο. Καὶ τὸ μέν 1 ὁδεύει Πνευματικῶς. Τὸ δὲ 2 Ὑλικῶς. Τὸ 3 Πνευ-
ματικῶς, τὸ δὲ 4 Πνευματικῶς καὶ Ὑλικῶς.
Α

Ἄπειρον
1

Ὑλικ. + Πνευμ. Ὑλικόν 2 Δ


Α
4 Ἄπειρον Ἄπειρον (α)
Πνευματικόν

3
Μ
Κατὰ ταῦτα οἱ κινούμενοι ἐν τῷ Πνευματικῷ Ἀπείρῳ ὁδεύουν Πνευμα-
τικῶς. Οἱ δὲ ἐν τῷ ὑλικῷ ὑλικῶς. Οἱ δὲ ἐν τῷ Πνευματικῷ καὶ ὑλικῷ, Πνευ-
ματικῶς καὶ ὑλικῶς.
Οὕτω δὲ τὰ Πνευματικῶς κινούμενα εἶναι Πνευματικά.
Ἀλλ’ ἵνα τὸ ὑλικὸν συμμεθέξῃ καὶ τοῦ Πνευματικοῦ, πρέπει νὰ κινηθῇ
κατὰ τὸ ἀντίθετον βέλος (α), κινούμενον ἀντιθέτως τῆς φορᾶς του καὶ
οὕτως ἀκολουθοῦν τὴν νέαν καὶ ἀντίθετον τροχιὰν καὶ διερχόμενον διὰ
τοῦ κοινοῦ σημείου (Ο) τῆς ἀφετηρίας συμμεθέξει καὶ τοῦ Πνευματικοῦ, κι-
νούμενον εἶτα ὁμορρόπως τῷ βέλει, τοῦ Πνευματικοῦ καὶ ὐλικοῦ.
Καὶ ἐρεῖ τις, πῶς θέλει κινηθῇ ἡ φορὰ τοῦ βέλους (2), δίδοντος πᾶσι κι-
νουμένοις ἐν τῷ Ἀπείρῳ του τὴν ἀκατάσχετον ροπήν;
Λέγω, οὐχὶ πάντα δύνανται νὰ βαδίσουν ἀντιρρόπως, ἀλλ’ ὅσα τοῦ ὑλι-
κοῦ ἔχουν στοιχεῖον ἑλκόμενον ἀπὸ τὸ Πνευματικὸν Ἄπειρον. Τοὐτέστιν,
ὅσα ἔχουν στοιχεῖα Πνευματικά. Ὅσα ἔχουν καὶ ἀκολουθοῦν καὶ ξένους
νόμους πλὴν τῶν διεπόντων αὐτὰ ὑλικῶν.
Καὶ πάλιν προσέξατε εἰς ἐκεῖνα, ἅτινα μέλλω νᾶ σᾶς ἀποκαλύψω.
Ἵνα, εἶπον, τὸ Ὑλικὸν Ἄπειρον κοινωνήσῃ καὶ τοῦ Πνευματικοῦ, πρέπει
ὁριζοντίως ἐρχόμενον νὰ διέλθῃ διὰ τῆς ἀφετηρίας τοῦ κοινοῦ, τοὐτέστιν
σημείου, τοῦ μετέχοντος τῶν δύο Ἀπείρων.
Οὕτω δὲ ἐκ τούτου ἄρχεται τὸ νέον Πνευματικὸν + Ὑλικὸν Ἄπειρον.
Ἀλλ’ ἵνα ἡ ζωή χωρήσῃ οὕτω, ἔχουσα, ὡς προειρήκαμεν, τὰ στοιχεῖα, ἅτινα
ὑφίστανται τὴν ἕλξιν τοῦ Πνευματικοῦ Ἀπείρου, πρέπει νὰ διέλθῃ διὰ τοῦ
κοινοῦ τούτου σημείου, ὅπερ ἐδηλώθη ὡς ὁ Χριστός.
Καὶ πάλιν λέγω ὑμῖν, ἰδοῦ ὁ Σταυρός +.
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΙ 267

Θέσατε κατ’ ἀντιστοιχίαν τό Α.Δ.Α.Μ. καὶ ἔχετε τὸν κάτωθι τύπον:

Α
(Ἄρκτος)

(Δύσις)
Δ Α
(Ἀνατολή)

(Μεσημβρία)
Μ
Τὰ ἄκρα τῶν Ἀπείρων δηλοῦν διὰ τῶν τεσσάρων γραμμάτων τὰ τέσσα-
ρα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος. Λαμβάνομεν Α= Ἀνατολήν, Δ= Δύσιν, Α= Ἄρκτον,
Μ= Μεσημβρίαν, ὡς ὁ ἄνωθεν τύπος, σημειῶν διὰ τῶν τεσσάρων γραμ-
μάτων τῶν τεσσάρων του Ἀπείρων τὸ ὄνομα ΑΔΑΜ, τοῦ πρώτου ἀνθρώ-
που, ἢ κάλλιον εἰπεῖν, τῆς Καθολικῆς Ζωῆς τοῦ Ἀπείρου.
Καὶ σᾶς ἀναγκάζω μὲ ταῦτα νὰ ἐνθυμηθῆτε τὴν Γραφήν:
Ἦλθε, λέγει, σῶσαι τὸν Ἀδάμ (Κορινθ. Α΄. ΙΕ 22 - Ρωμ. Ε΄. 12, καὶ ΣΤ΄. 23).
Πολλὰ δύναμαι ἐνταῦθα νᾶ σᾶς εἴπω, ἀλλ’ ἀφήνω τὴν σκέψιν σας νὰ ἐξη-
γήσῃ, ὅσα ἤθελον νὰ σᾶς εἴπω.
Ἀλλ’ ἰδοῦ Μυστήρια ἄλλα σᾶς ἀποκαλύπτω. Προσέξατε.
Τὸ σχῆμα τοῦ Σταυροῦ σᾶς ὁμιλεῖ ἤδη.
Α
(Ἄπειρος)

(Δύναμις)
Δ Α
(Ἄπειρος)

(Μονάς)
Μ
268 ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΙ

Προσέξατε τὰ ἀντίστοιχα γράμματα ΑΜ καί ΑΔ, τὰ εὑρισκόμενα ἑκάτε-


ρα ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ ἄξονος.
Ἄ-πειρος Μ-ονάς Ἄ-πειρος Δ-ύναμις.
Ὥστε ἡ Ἄπειρος Μονὰς μετὰ τῆς Ἀπείρου Δυνάμεως παρήγαγον τό
Πᾶν, τόν Κόσμον ὁλόκληρον.
Ἀλλ’ ἰδοῦ προσέξατε ἔτι:
Καὶ τοῦτον τὸν σταυρὸν διχοτομοῦντες λαμβάνομεν τὸν τύπον τοῦτον,
ἐνῷ θεωροῦντες τὰ ἄνω τῆς γραμμῆς ΦΦ/ΔΑ θετικὰ λαμβάνομεν τὰ κάτω-
θι τῆς γραμμῆς ΦΦ/ΑΜ ἀρνητικά.

Α
Φ
+∞ Θετικόν

Δ Θετικόν Ἀρνητικόν Α
Ἀρνητικόν

Φ
−∞
Μ
Προσέξατε οὐχὶ τυχαῖον, ἀλλὰ Μυστήριον.
Ὅπως καὶ ἂν λάβητε τὰ γράμματα, εἴτε ἐκ τῶν μὲν τοὺς ἀντίποδάς
των, εἴτε ὁμοῦ τὰ ἑκατέρωθεν τῆς γραμμῆς ΦΦ, θέλετε ἔχει ΑΜ, ΑΔ, Ἄπει-
ρον Μονάδα καὶ Ἄπειρον Δύναμιν.
Προσέξατε. Ὑπάρχει καὶ Πνευματικὸν Θετικὸν, ὡς ὑπάρχει καὶ Ἀρνητι-
κὸν τοιοῦτον, ὡς πάλιν ἔχομεν Ἀρνητικὸν ὑλικὸν, ὡς ὑπάρχει τὸ Θετικὸν
Ὑλικὸν + Πνευματικὸν.
Πολλὰ ὁμιλοῦν ταῦτα. Ἐρευνήσατε τὶς ἡ διαφορὰ τοῦ Θετικοῦ καὶ τοῦ
Ἀρνητικοῦ Πνευματικοῦ, ὡς καὶ τὶς ἡ διαφορὰ τοῦ Θετικοῦ καὶ Ἀρνητικοῦ
Πνευματικοῦ ὑλικοῦ.
Καὶ κατὰ ταῦτα φωνῶ ὑμῖν, εἰ νοεῖν θέλετε, ἐρευνήσατε.
Ἀκούετε;
Λέγω. Τὶς ὁ Χριστός, ἄρα οὐκ ἢν πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι, ἀφοῦ
προῆσαν ἡ Ἄπειρος Μονὰς καὶ ἡ Ἄπειρος Δύναμις.
Τίς δ’ ὁ Χριστός; Τί δὲ ὁ Σταυρός; Πῶς ἐτελεύτησεν ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ ὁ
Χριστός; Διατί;
Ἄλλα πολλὰ ἔχω ὑμῖν λαλῆσαι.
Ἰδοῦ ὁ Σταυρός. Προσέξατε καὶ ἄλλο, ὅπερ ἀποκαλύπτω.
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΙ 269

Ὁ Σταυρός εἶναι σημεῖον ὅλου τοῦ κόσμου τοῦ Ἀπείρου.


Προσέξατε. Ἡ ἄλλως ἐρχομένη νῦν γραμμὴ Φ΄Φ΄ χωρίζει ἄλλως
τοὺς ἀντίποδας. Οὕτω δὲ ἑκατέρωθεν τῆς γραμμῆς ταύτης, τῆς ἀγούσης
ὡσαύτως εἰς τὸ Ἄπειρον, ἔχομεν ἓν Θετικὸν καὶ ἓν Ἀρνητικὸν Ἄπειρον.

Α
Φ΄

Ἀρνητικόν
Δ Θετικόν Ἀρνητικόν
Α
Θετικόν

Φ΄
Μ
Καὶ προσέξατε ἐνταῦθα μυστηριώδεις θέλουσιν ἀποκαλυφθῇ ὑμῖν
νόμοι.
Ἰδοῦ Ἄπειρος ὁ Νόμος τῆς θέσεως καὶ Ἀντιθέσεως, Ἄρσεως ἢ
­Θέσεως, Δράσεως καὶ Ἀντιδράσεως, Θετικοῦ καὶ Ἀρνητικοῦ, ὁ Νόμος
τῶν ­Ἑτερωνύμων.
Τά δ’ ὁμώνυμα; Κεχωρισμένα.
Παρατηρήσατε τῆν ἕλξιν καὶ ἄπωσιν ἢ ὦσιν τῶν Ἀπείρων. Τὰ ὁμογενῆ,
τὰ ὁμοιόμορφα, τὰ ταυτομερῆ, ἐν γένει τὰ ὁμώνυμα ἀπωθοῦνται.
Νοήσατε θέλοντες τὴν καθολικότητα καὶ τὴν δεσπόζουσαν Ἀρχὴν δρῶ-
σαν εἰς πάντα τὰ Ἄπειρα, τά τε Πνευματικὰ καὶ τὰ ὑλικά.
Νουθετῶ, προσέξατε. Ἀπὸ τὸ διγενὲς ἢ δίφυλον τῆς ζωῆς ἀναχθῆτε εἰς
τὸ ἑτερογενὲς τῆς ἀψύχου ὕλης.
Τρέξατε εἰς τὰς ἀπείρους κινήσεις καὶ ἰδιαίτατα εἰς τὰς ἑνώσεις τῶν
ἀψύχων στοιχείων, ἵνα ἐννοήσητε τὴν παραγωγὴν τοῦ Ἀπείρου, τὴν διαι-
ώνισιν τοῦ Παντὸς καὶ τὴν ἀνομοιόμορφον Ἀπειρότητα.
Ἀλλὰ πάλιν ταὐτὰ καὶ εἰς τὰ Πνευματικὰ Ἄπειρα. Τὸ ἑτερογενές, τὸ
ἑτερώνυμον ἐν τῇ δράσει, θέλει εὑρεθῆ καὶ ἡ ἀντίδρασις ἡ Πνευματική.
Νοήσατε θέλοντες. Τὶ καλόν, τὶ κακόν. Τὶ ἀγαθόν, τὶ πονηρόν. Τὶ δίκαι-
ον, τὶ ἄδικον κ.λ.π. Ἐξετάσατε τὴν σύνθεσιν παντὸς σώματος, ἐρευνήσατε
πᾶσαν ἕνωσιν καὶ θὰ εὕρητε πάντοτε τὰ Ἑτερώνυμα. Πᾶσα ἐκδήλωσις ὑλι-
κή, πᾶν φαινόμενον, ἔχει τὴν ἀρχὴν εἰς τὸ ἀνόμοιον.
Τὸ Ἕν δὲν ὑπάρχει ἄνευ τοῦ Ἑτέρου ὡς καὶ ἀμφότερα ἐν συνενώσει
ἀπαρτίζουν τὸ Ἓν καὶ ἰδοῦ τό ΑΠΕΙΡΟΝ ΕΝ, Θετικὸν καὶ Ἀρνητικὸν.
270 ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΙ

Προσέξατε νέον ἀποκαλύπτεται ὑμῖν Μυστήριον.


Ἰδοῦ τὸ Ἕν ἐν τῇ ἀπειρότητί του Θετικὸν καὶ ἀρνητικόν.
Οὕτω δὲ ἀμφότερα ἀποτελοῦσι τὸ Οὐδέτερον, τὴν σύνθεσιν.
Τὶ δὲ ἄλλο εἶναι ἡ ἀποσύνθεσις, εἰ μὴ ὁ σχηματισμὸς ἄλλου οὐδε-
τέρου, ἡ ἕλξις πρὸς ἄλλα ἐτερώνυμα;
Προσέξατε. Καὶ ἰδοῦ, ὡς εἶπον ὑμῖν, ἀποσύνθεσις εἶναι ὁ σχηματισμὸς
νέου οὐδετέρου, ἡ σύνθεσις μὲ ἄλλα ἑτερώνυμα.
Ἀλλὰ προσέξατε. Ἴδετε τὸν Σταυρόν. Νέον ὑμῖν Μυστήριον ἀποκαλύ-
πτω.

Α
Φ + Φ΄

Δ + −Α

Φ΄ Φ
−Μ
Αἱ γραμμαί ΦΦ καὶ Φ΄Φ΄ εἶναι οἱ δύο ἄξονες τοῦ Ἀπείρου. Καὶ ὁ μὲν ἄξων
ΦΦ εἶναι ὁ ἄξων, περὶ ὃν κινεῖται καὶ ρυθμίζεται πᾶσα κίνησις καί πᾶσα
τροχιὰ τῶν ἀστρικῶν συστημάτων τῆς ἀπεράντου καὶ ἀπείρου ἐκείνης
μηχανῆς, ἐν ᾗ, ἐὰν ἠδράνει τροχός τις καὶ ἐπὶ ἓν δεύτερον λεπτόν, ἤθε-
λεν ἐπέλθει συνολικὴ καταστροφή.
Ἀλλ’ ἰδοῦ στρέψατε καὶ πάλιν πρὸς τὸν ἄνω τύπον. Ἄνω ἢ ἐκεῖθεν τοῦ
ἄξονος ΦΦ εὑρίσκονται τὰ Θετικὰ καὶ Ἀρνητικὰ Ἄπειρα τῶν Ἀπείρων
τῆς Δημιουργίας Ὀντοτήτων τῆς Ἀπείρου Μονάδος καὶ τῆς Ἀπείρου Δυ-
νάμεως.
Προσέξατε, λέγω. Παρατηρήσατε, ὅτι εἰς τὸ ἄνωθεν ἢ ἐκεῖθεν μέρος
τῆς ΦΦ εὕρηνται τὸ Θετικὸν καὶ Ἀρνητικὸν Ἄπειρον, ὡς καὶ εἰς τὸ κάτωθεν
ἡ ἄντικρυς ὁμοίως.
Καὶ ἕτερον, τὰ ὁμώνυμα τῶν Ἀπείρων τούτων ἐν διαχωρήσει εὑρισκό-
μενα, διατελοῦν ὑπὸ Αἰωνίαν ἄπωσιν, ἐνῷ τὰ κάτωθι τῆς γραμμῆς ταύτης,
τοὐτέστι τοῦ Οὐρανογραφικοῦ ἄξονος, τοῦ Κοσμικοῦ ἢ Οὐρανίου ἄξονος
καλουμένου, εὕρηνται ὡσαύτως ἑτερώνυμα Ἄπειρα.
Προσέξατε: Τὰ εἰς ὦσιν αἰωνίαν εὑρισκόμενα Ἄπειρα ὁρίζουσι τῶν
ὅλων κόσμων τὴν κίνησιν καθ’ ὡρισμένας τροχιάς, ἐνῷ ἅμα ἡ Παγκόσμιος
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΙ 271

ὡσαύτως Ἕλξις ἀποτελεῖ τὸ ἀντιστάθμισμα τῆς ἀπώσεως.


Ἀλλὰ προανέφερα ὑμῖν, ὅτι ταῦτα εἶναι ἀπαρχὴ τῆς ἀρχῆς τῆς δεσπο-
ζούσης ὡς ὁ Νόμος ἕλξεως καὶ ὤσεως.
Τώρα, ἐὰν ἡ ἕλξις αὕτη, ὡς νόμος μεταξὺ τῶν ἑτερωνύμων ἤθελεν ἐπ’
ἄπειρον ἐνεργήσει, οἱ δύο κοσμικοὶ ἄξονες ἤθελον συμπέσει εἰς ἕνα.
Ὁ ἄξων Φ΄Φ΄, ὁ ἄξων οὗτος, ὁ διέπων τὴν Ζωὴν τῶν ὄντων καὶ τῆς
πνευματικότητος αὐτῶν, ἤθελε συμπέσει μετὰ τοῦ ἑτέρου ἄξονος, τοῦ
ρυθμίζοντος τῶν ἀπείρων κόσμων τῶν διακένων των σύρων τὰς ὑπερα-
πείρους τροχιὰς καὶ κινήσεις.
Τὸ ὅλον σύστημα τῶν δύο ἀξόνων, τῶν τεμνομένων ὡσαύτως εἰς τὸ
κοινὸν ἐκεῖνο σημεῖον κατὰ τὸ σύστημα ὀρθογωνίων ἀξόνων, ἀκολουθεῖ
συνεχῶς τὴν καθ’ ὡρισμένας μοίρας ἄπειρον ἐκείνην κίνησιν.
Ὅτε τὸ τελικὸν τῆς συγκλήσεως ταύτης εἶναι Εἷς ἄξων Πνευματικὸς
καὶ ὑλικὸς, ἢ μᾶλλον θέλει εἶναι ὁ διφυὴς ἄξων καὶ ὁ μόνος, περὶ ὃν κι-
νεῖται πᾶν νεκρὸν καὶ πᾶσα Ζωή, κόσμοι ὑλικοὶ καὶ κόσμοι Πνευματικοί.
Προσέξατε τὸ ἀνωτέρω. Θέλει σᾶς χρησιμεύσει ὡς βάσις διὰ τὴν μετέ-
πειτα ἀνάλυσιν τῶν παραλλήλων Νόμων τῆς Δημιουργίας Πνευματικῶν καὶ
Ὑλικῶν.
Ἀλλὰ λέγω ὑμῖν καὶ πάλιν, προσέξατε. Εἰς τὸν ἄνω τύπον εἴδομεν, ὅτι
ἡ σύγκλισις αὕτη θέλει ἔχει, ὡς καὶ ἔχει, ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἑνότητα τῶν
δύο κοσμικῶν ἀξόνων εἰς ἕνα. Ἰδοῦ πάλιν τὸ μυστήριον τῆς Μονάδος.
Ἀλλὰ τὰ ἑτερώνυμα ταῦτα Ἄπειρα τῶν δύο μονάδων ἢ τῆς Ἀπείρου
Μονάδος καὶ τῆς Ἀπείρου Δυνάμεως, ἐὰν ἠκολούθουν, ὡς ἔδει, τὸν νόμον
τοῦτον τῆς ἕλξεως, ἤθελον καὶ αὗται συμπέσει.
Οὕτω δὲ ἤθελον τὰ τέσσαρα ἄπειρα καταλήξει εἰς ΕΝ. Φρονήσατε,
ἀλλὰ προσέξατε.
Οὕτω θὰ ἐγίνετο, καὶ τὰ πάντα ἤθελον καταλήξει εἰς τὴν Ἀπόλυτον
καὶ Ἄπειρον Μονάδα, ἐξ ἧς ἀπεχωρίσθησαν καὶ τὰ πάντα ἐκ τῆς Μο-
νάδος εἰς τὸ Ἀπόλυτον μηδέν, ἐὰν μὴ ἐν τοῖς αὐτοῖς ἀντίποσιν, ἐν ταῖς
αὐταῖς μονάσιν δὲν ὑπῆρχεν ἡ θέσις καὶ ἡ ἄρνησις.
Προσέξατε, παρατηρεῖτε. Κάτωθεν τῶν ἀξόνων ΦΦ εὕρηνται θετικὰ
καὶ ἀρνητικὰ Ἄπειρα, ὡς ὡσαύτως καὶ ἄνωθεν τούτων.
Ἀλλὰ παρατηρήσατε ἐπίσης ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ ἀντίποδος ΑΜ ἢ ΑΔ ὑπάρχει
ὡς ἐν ἀντιποδίᾳ τὸ θετικὸν καὶ ἀρνητικὸν καὶ ἰδοῦ γνωστὰ ὑμῖν λαλῶ.
Ἐν τῷ αὐτῷ ἀποδέκτῃ, ἢ ἀγωγῷ, ἢ σώματι, ἢ ὄντι, ὡς ἠθέλατε ἀπο-
καλέσει ταῦτα, ἡ ὕπαρξις τῶν ἑτερωνύμων δὲν θέλει δράσει ἢ καὶ δρᾶ
ἐντονώτερον καὶ κατὰ προτίμησιν, λόγῳ τοῦ ὅτι ἡ συνεκτικότης τῶν
μορίων καὶ ἡ συνοχὴ ἐπιτρέπουσιν εὐκολώτερον τὴν συνένωσιν καὶ ἀπο-
τέλεσιν τοῦ οὐδετέρου, ἢ ἐν ἀγωγοῖς, ἐν οἷς μεσολαβεῖ ἑτερωνυμία μὲν
ἀλλὰ καὶ χαλαρὰ καὶ ἀνομοιογενὴς συνεκτικότης.
Ἀλλὰ καὶ πάλιν μὴ λησμονήσητε καὶ τὸν νόμον τῆς ἐξ ἀποστάσεως ἐπι-
δράσεως τῶν ἑτερογενῶν καὶ ἑτερωνύμων, καθ’ ὅτι καὶ οὕτω ἐξηγεῖται καὶ
ὁ μεταξὺ γῆς καὶ νεφῶν παραγόμενος κεραυνός.
272 ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΙ

Καὶ ἰδοῦ τὸ σχῆμα ὑπὸ τὸν νέον τύπον αὐτοῦ:

Α
Φ΄ +
+ Φ
+
+
−− − − − +
Δ Α

+
+
+
+
+
−− − − −
Φ Φ΄
Μ
Προσέξατε ἐν τῷ ἄξονι ΑΜ παρατηρεῖται ἡ ἀνομοιογενὴς ἐτερωνυμία
εἰς τοὺς ἀντίποδας ΑΟ-ΟΜ, τοῦ μὲν πρώτου ὄντος θετικοῦ, τοῦ δὲ δευ-
τέρου ἀρνητικοῦ.
Ταὐτὸ δὲ ἐπακριβῶς καὶ εἰς τούς ΑΔ ἡ αὐτὴ ἀκριβῶς ἑτερωνυμία παρα-
τηρεῖται.
Ἀλλὰ πάλιν προσέξατε. Οἱ διάφοροι ἀντίποδες ΟΜ καὶ ΟΑ παρουσιά-
ζουσιν, ἣν ἀνωτέρω προανέφερα ὑμῖν ἀνομοιογένειαν, ὁ μέν ΑΟ θετικός, ὁ
δέ ΟΜ ἀρνητικός.
Λοιπὸν ἔχομεν ἐνταῦθα ἕλξιν μεταξὺ τῶν τοῦ αὐτοῦ ἄξονος ἀντιπόδων
ΟΑ καὶ ΟΜ, ὡς ὡσαύτως καὶ ἕλξιν τοῦ ΟΜ μετὰ τοῦ ἄξονος ἢ μᾶλλον ἀντί-
ποδος τοῦ δευτέρου ἄξονος τοῦ ΑΔ τοῦ ΟΑ ἐξ ἀντιδράσεως.
Ἔχομεν δηλαδὴ δύο ἕλξεις, τὴν μὲν ἐκ συνοχῆς, τὴν δὲ ἐξ ἐπιδρά-
σεως, δεδομένου δὲ ὅτι πάντα συνέχονται εἰς ἓν σημεῖον κοινὸν δι’ ἀμφο-
τέρους τοὺς ἄξονας, αἱ ἕλξεις αὗται εἶναι ἴσαι. Οὕτω δὲ ἀντισταθμίζεται
ἡ συνάντησις τῶν τεσσάρων Ἀπείρων, κατὰ συνέπειαν ἡ ἑνότης πάντων
εἰς ΕΝ.
Αἱ ἐσωτερικαὶ ἕλξεις, ἐν τῇ συνοχῇ τῶν ἀντιπόδων τῶν ἀξόνων ὀφει-
λόμεναι, εἶναι ἴσαι μὲ τὰς ἐξωτερικὰς ὤσεις τῶν ὁμωνύμων τῶν διαφόρων
ἀντιπόδων.
Οὕτω δὲ μία ὁποιαδήποτε ἕλξις ἔχει ὡς ἀντιστάθμισμα ἰσοδύναμον
ἄπωσιν καὶ κατὰ τὸν τρόπον τοῦτον γεννᾶται ἡ Ἀρμονία τοῦ Σύμπαντος,
καθ’ ἣν τὰ πάντα κινοῦνται ἑλκόμενα καὶ ἀπωθούμενα.
Ὁ παράδοξος δὲ οὗτος τῶν ἀντιθέτων συνειρμὸς εἶναι ὁ κρατῶν τὰ
πάντα ἐν τῇ παραδόξῳ, ὅσον καὶ μυστηριώδει θαυμαστῇ ἀλληλουχίᾳ, ἐν
ᾗ οὐδὲν κυρίως δὲν παίζει τόσον ρόλον, ὅσον ὁ Νόμος τῆς Δράσεως καὶ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΙ 273

Ἀντιδράσεως, ὁ καθολικὸς καὶ δεσπόζων οὗτος νόμος.


Προσέξατε. Τὰ ἀπὸ τῆς κοινῆς ἀφετηρίας Ο δύο συνεχῆ Ἄπειρα τοῦ
Ἀπείρου Οὐρανίου ἢ Κοσμογραφικοῦ ἄξονος ΦΦ εὕρηνται μεταξὺ ἀντι-
θέτων ἢ ἑτερωνύμων Ἀπείρων καὶ δὴ εἶναι διχοτόμοι τῶν ὀρθογωνίων τε-
τμημένων ἀξόνων ΟΜ καὶ ΟΑ, ὡς καὶ ΟΔ καὶ ΟΑ.
Ἢ ἄλλως αἱ Ἄπειροι συνιστάμεναι ἀπείρως συνιστωσῶν δύο ἑκάτερον.
Οὕτω δέ, ὡς εὑρισκόμενα ταῦτα εἰς θέσιν ἀπέχουσαν ἰσάκις τῶν ἑτε-
ρωνύμων τούτων Ἀπείρων, ἐξ ἐπιδράσεως ὑφίστανται Ἕλξιν, ἴσην καὶ
Ἄπωσιν.
Καὶ ταῦτα πάντα, τὰ περὶ τὸν ἄξονα τοῦτον κινούμενα, θέλουσιν ἀκο-
λουθήσει, ὡς προειρήκαμεν, τροχιὰν ρυθμιζομένην ἀπὸ τὰς ἴσας ταύτας
ἕλξεις καὶ ὤσεις.
Ὁ Σταυρός, τὸ σύμβολον τοῦ Παντός, τὰ δύο συναντώμενα καὶ σχη-
ματιζόμενα διὰ τῆς κοινῆς ἀφετηρίας τέσσαρα Ἄπειρά του διατρέχουν τὰ
Ἄπειρα τῶν Ἀπείρων, ὁδεύοντα εἰς Ἄπειρα ἴσα καὶ ἐκεῖ εἰς Ἄπειρα χωρή-
σουν Ἀπείρως εἰς Ἄπειρα.
Ὁ Κοσμικὸς ἄξων ΦΦ ρυθμίζει τὴν κίνησιν τῶν Ἀπείρων ἡλιακῶν ἢ
ἀστρικῶν συστημάτων, ἅτινα στροβιλίζονται εἰς τὰς τροχιάς των ἐν μέρει,
ἐν συνόλῳ δὲ ἀκολουθοῦντα ἄλλας τροχιὰς εἰς τὰ Ἄπειρα τοῦ Ἀπείρου
­Βασίλεια.
Αἱ ἄπειροι αὗται τῶν Οὐρανίων σωμάτων χορεῖαι ἀκολουθοῦσαι τὸν
νόμον τοῦτον τῆς ἕλξεως καὶ ἀπώσεως δίδουσι τὴν ἄπειρον ποικιλίαν εἰς
τὸν ρυθμὸν τῶν διαφόρων κινήσεων.
Ἀλλὰ προσέξατε. Ὁ ἄξων Φ΄Φ΄ περὶ ὃν κινεῖται πᾶσα ζωϊκὴ ἐκδήλωσις
καὶ Πνευματικὴ Ὀντότης, παρουσιάζει ἑν τοῖς δύο Ἀπείροις του ἀντίθετον
τὸ φαινόμενον τῶν ἑτερωνύμων.
Ὁ μὲν εἷς ἀντίπους αὐτοῦ, ἢ τὸ μέν ΕΝ Ἄπειρον, τὸ ΟΦ΄ εὕρηται
ὡς διχοτόμος ὀρθογωνίως τεμνομένων ὁμωνύμων ἀξόνων ΟΑ΄καὶ ΟΑ,
ὄντων Θετικῶν, ἐνῷ ἅμα τὸ ἓτερον Ἄπειρον του ΟΦ΄ καὶ τὰ ἀντίθετα
ἄπειρα ΟΔ καὶ ΟΜ, ὅντα ὁμώνυμα ἤ ἀμφότερα Ἀρνητικά.
Ἐνταῦθα ἐπικαλοῦμαι τὰς γνώσεις σας. Εἰς τὸν Νόμον τῆς ἰσορροπίας
τῶν δυνάμεων εὕρηται ἀξίωμά τι, καθ’ ὃ δυνάμεις ἴσαι καὶ ἀντιθέτως
δρῶσαι ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ ἄξονος ἰσορροποῦσιν ἀλλήλας.
Ὥστε ἀμφότεραι αἱ ἀπώσεις θέλουσιν ἐσαεὶ διατηρεῖ ἀμετάβλητον
τὴν θέσιν τῶν δύο Ἀπείρων τοῦ ἄξονος τούτου Φ΄Φ΄.
Ἀλλ’ ἰδοῦ ἡ ἀπορία καὶ ὁ νόμος τῶν ἑτερωνύμων, Προσέξατε. Ἀκολου-
θεῖ ἐνταῦθα ἄλλως τὸ σύστημα. Παρατηρήσατε, ὅτι ὁ εἷς ἡμιάξων εὑρί-
σκεται εἰς Ἄπειρα θετικά, ὁ δὲ ἕτερος εἰς Ἄπειρα ἀρνητικά.
Ἰδοῦ ἡ ἀντίθεσις καὶ ἡ ἑτερωνυμία ἐν τῷ ἄξονι. Ἑτερωνυμία τοῦ αὐτοῦ
ὁλικοῦ ἄξονος, ἑτερωνυμία συνοχῆς.
Ἀλλ’ εἶπον ἀνωτέρω, ὅτι οἱ δύο οὗτοι ἄξονες κατόπιν συγκλίσεως συ-
μπίπτουσιν εἰς ἕνα, ἐνῷ ἐκ τῶν ὑστέρων ἀποδεικνύεται τὸ ἀντίθετον.
Ἀλλ’ ἐνθυμηθῆτε. Τὸ αὐτὸ εἶναι ἅμα καὶ ἄλλο.
274 ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΙ

Οἱ ἄξονες οὗτοι ταυτίζουν εἰς ἓν σημεῖον τὴν διάφορον αὐτῶν ὀντότη-


τα, δηλονότι συμπίπτουν ὄντος ἅμα ὅ αὐτὸς ἄξων καὶ ἄλλος.
Λίαν σκοτεινὸν θέλει φανεῖ τοῦτο ὑμῖν καὶ ἀσαφές. Ἀλλὰ προεῖπον. Τὰ
ἀσαφῆ εἶναι σαφέστατα, ὅσον καὶ πάλιν ταῦτα σκοτεινά. Ἐν καιρῷ θέλω
ἀποδείξει, δι’ ὅρων τὴν σύμπτωσιν ταύτην τῶν ἀξόνων.
Ἀλλὰ προσέξατε τὸ νέον μυστήριον, ὅπερ σᾶς ἀποκαλύπτεται. Τὸ μυ-
στήριον τῆς Τριάδος, ὡς ἀνωτέρω.
Σταυρός εἷς (Μονὰς) συμπλεκόμενος μετὰ Σταυροῦ ἑτέρου (Δυὰς)
σχηματίζουν τὸ νέον σύμπλεγμα, σχῆμα νέον προϊὸν ἐκ τῆς Δυάδος, ἥτις
προῆλθεν ἐκ τῆς Μονάδος, ἤτοι τὴν Τριάδα.
Ταῦτα εἰς τὸν παρόντα τύπον ἐκ (+) Μονάς, (× +) Δυάς καὶ () Τριάς.
Ἡ Τριάς σχῆμα, τρίτον προϊὸν ἐκ τῆς Δυάδος, εἶναι καὶ Μονάς, διότι εἶ-
ναι τὸ μόνον σχῆμα, ὁ μόνος τύπος, ὅστις προέρχεται οὕτως, ὁπωσδήποτε
καὶ ἂν μετατεθοῦν οἱ δύο Σταυροὶ συμπλεκόμενοι δίδουν πάντοτε τὸ ἄνω
τρίτον σχῆμα.
Ἡ Τριάς προῆλθεν ἐκ τῆς Δυάδος, ἥτις πάλιν ἐκ τῆς Μ ο ν ά δ ο ς (+).
Ἀλλ’ ἡ Μονάς εἶναι καὶ Τριάς κατὰ τὰ ἀνωτέρω, καθ’ ὅτι, ἵνα σχηματι-
σθῇ, ἔλαβε μέρος Μονάς μία (I ἢ Ι), Μονάδες δύο ἢ Δυάς (Ι− ἢ Ι−) καὶ ἐλήφθη
τὸ Τρίτον ἡ Τριάς (+).
Ὥστε ἡ μία Μονάς εἶναι καὶ Τριάς ἅμα καὶ Μονάς.
Ἀλλ’ ἰδοῦ Νέον Μυστήριον ἀποκαλύπτεται.
Ἐπανέλθητε εἰς τὸν ἄνω τύπον, ὃν ἔχομεν καὶ ἐδῶ.

Α
Φ Φ΄

Δ Α΄

Φ΄ Φ
Μ
Λάβετε ἀρχικῶς τὸν ὁριζόντιον ἄξονα Α΄Δ. Ὑπεράνω αὐτοῦ μένουν
τρεῖς ἡμιάξονες, ἔχοντες τὴν ἀφετηρία των εἰς τό Ο, κάτωθεν οἱ ἄλλοι
τρεῖς.
Οἱ ἄνωθεν εἶναι οἱ ΟΦ, ΟΑ, ΟΦ΄, οἱ δὲ κάτωθεν ΟΦ΄, ΟΜ, ΟΦ.
Τώρα πάλιν ἔχετε τὸν ἄξονα τὸν κατακόρυφον ΑΜ. Δεξιὰ μὲν τούτου
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΙ 275

ἔχετε τοὺς ἄξονας ΟΦ΄, ΟΑ΄, ΟΦ΄. Ἀριστερὰ δὲ τούς ΟΦ, ΟΔ, ΟΦ΄.
Κατὰ ταῦτα λαμβάνομεν τὸ σύστημα τῶν δώδεκα ἡμιαξόνων, τῶν ἐχό-
ντων τὴν αὐτὴν ἀφετηρίαν.

ΟΦ , ΟΑ , ΟΦ΄ ΟΦ΄, ΟΑ΄, ΟΦ


καὶ
ΟΦ΄, ΟΜ, ΟΦ ΟΦ , ΟΔ , ΟΦ΄

Τὸ ἴδιον σύστημα δυνάμεθα νὰ τὸ λάβωμεν κατὰ τὸν ἑξῆς συνδυασμὸν


καὶ οὕτω:

ΟΦ , ΟΑ , ΟΦ΄ ΟΦ΄, ΟΜ, ΟΦ


ΟΦ΄, ΟΑ΄, ΟΦ καὶ ΟΦ , ΟΔ , ΟΦ΄

Παρατηρήσατε εἰς τοὺς δύο ἄνω συνδυασμοὺς καὶ εἰς τὸν ἐκ τούτων
προελθόντα τρίτον καὶ θέλετε εὕρει πολλὰ μυστήρια ὄντως. Καὶ εἴτε σχη-
ματίσωμεν δύο συνδυασμοὺς ἐκ τῶν κατὰ μέρος λαμβανομένων ἡμια-
ξόνων, εἴτε ἕνα γενικόν, παρατηρεῖται ὁ ἄριστος καὶ θαυμάσιος εἰρμὸς
τῆς ἑτερωνυμίας καὶ ὁμωνυμίας ἅμα.
Προσέξατε τ’ ἀντίστοιχα ζεύγη.

ΟΦ ἢ ΟΑ ἢ ΟΦ΄ ἢ εν τῷ τρίτω ΟΦ ἢ ΟΑ ἢ ΟΦ΄


ΟΦ΄ ΟΜ ΟΦ συστήματι ΟΦ΄ ΟΑ΄ ΟΦ

Πλὴν τῆς παραδόξου ἀντιποδίας παρατηρεῖται καὶ ἡ ἔτι παραδοξο-


τέρα ὁμοιογένεια ΟΦ΄ καὶ ΟΦ. Τά τε ἄνω κάτω, τά τε δεξιὰ καὶ ἀριστερά,
ὡς τά τε ἄνω καὶ δεξιὰ ὡς καὶ τὰ κάτω καὶ ἀριστερὰ παρουσιάζουν τὴν
αὐτὴν ἀκριβῶς σχέσιν μὲ ἕνα ἄξονα πάντοτε κοινόν.
Προσέξατε. Κάμνω μικρὰν νῦξιν τοῦ Μυστηρίου. Τὸ σύστημα ἁρμονι-
κώτατον. Ἡ συνοχή, ἡ ὁμοιογένεια καὶ ἑτερωνυμία καταπλήσσουσα.
Ἡ ἀρχὴ τῶν ἀξόνων ἡ αὐτή.
Φ
Ὁ Σταυρός ἡ Ἄπειρος Ζωή. Ζ-Ω-Η
Σ
Ἐκ τοῦ κοινοῦ κέντρου ἀναχωροῦν δώδεκα ἄξονες.
Τὸ Κέντρον ἐλέχθη ὡς ὁ Χριστός, οἱ δὲ ἐξ αὐτοῦ ἀναχωροῦντες δώδε-
κα ἄξονες οἱ Ἀπόστολοι.
Ἀλλ’ ὁ Σταυρός, ὁ Κόσμος τῆς Ζωϊκῆς ἢ Ὑλικῆς πνευματικότητος. Δώ-
δεκα φυλαὶ τοῦ Κέντρου τοῦ Ἰσραήλ. Οἱ μαθηταὶ θέλουσι κρίνει τὰς δώδε-
κα τοῦ Ἰσραὴλ φυλάς.
276 ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΙ

Ἀλλ’ ἰδοῦ προτρέπω εἰς ὑμᾶς ταῦτα χάριν ἀποκαλύψεως Νέου Μυστη-
ρίου.
A
9
Φ 8 Φ΄
α
2
α
α
7
1
α
Δ α A΄
3
α
α
α
6
Φ΄ 4 Φ
5
M
Δίδω ὑμῖν τὸν τύπον, προερχόμενον διὰ τῆς ἑνώσεως τῶν δύο Σταυ-
ρῶν, ὡς ἐν τῷ ἄνω συμπλέγματι καὶ διὰ τῆς ἑνὼσεως εἶτα τῶν ἄκρων τῶν
ἀξόνων τούτων, ὡς ἐν τῷ παρακειμένῳ τύπῳ δεικνύεται, ὁπότε τὸ προκῦ-
πτον εἶναι ΕΙΣ ΑΣΤΗΡ.
Προσέξατε ἄλλα Μυστήρια ἐν αὐτῷ θέλω σᾶς ἀποκαλύψει.
Ὁ Ἄπειρος οὕτος Ἀστήρ, καθ’ ὅτι ἀπὸ Ἄπειρα σύγκειται, συμβολίζει
τὸ Ἀπείρως Φαῖνον τῆς Ἀπείρου Μονάδος καὶ Ἀπείρου Δυνάμεως ΦΩΣ
τῆς ΑΠΕΙΡΟΥ ΘΕΟΤΗΤΟΣ.
Προσέξατε θέλετε εὕρει τοὺς μυστηριώδεις συνδυασμούς. Πρὶν ὅμως,
τοῦτο ἀναζητήσητε, ἀνατρέξατε εἰς τὸν ἄνω τύπον, ἐν ᾧ τὰ διά ΦΦ καὶ
­Φ΄Φ΄ σημειούμενα τέσσαρα σημεῖα τῶν δύο Ἀπείρων Κοσμικῶν ἀξόνων
εἶναι αἱ ἐκχεόμεναι Ἄπειροι Ἀκτῖνες τοῦ ἐκ τῶν ἔνδον (Ο) ἐξερχομένου
Ἀπείρου Φωτός.
Τὸ Φαῖνον Φῶς Ἀπείρου Δυνάμεως καὶ τὸ Φαῖνον Φῶς τῆς Ἀπείρου
Μονάδος Φ΄ΦΑΔ - ΦΦ΄ΑΜ.
Ἤδη δὲ ἀνατρέξωμεν καὶ πάλιν εἰς τὸν ἄνω τύπον. Ἔχομεν ταὐτά. Μὲ
τὴν διαφοράν, ὅτι ὁ συνδυασμὸς ἀπετέλεσεν Ἀστέρα.
Ὅθεν ὁ Ἀστήρ ὁ Ἀπείρως Φαίνων τῷ κόσμῳ ΑΔΑΜ, τὸ Ἄπειρον Φῶς
τῆς ΑΜ καὶ ΑΔ, εἶναι τὸ σύμβολον, τὸ ἐκπροσωποῦν τὴν ΘΕΟΤΗΤΑ.
Ἀλλὰ πλὴν τούτων προσέξατε ἐκεῖνο, ὅπερ θέλω νὰ σᾶς ἀποκαλύψω.
Θέσατε ἀρχόμενοι ἀπὸ τοῦ Κέντρου τῆς γενικῆς ἀφετηρίας ἀριθμοὺς
καὶ θέλετε ἔχει τὸν ἀριθμόν 9.
Ἰδοῦ λέγω ὑμῖν τὰ Ἐννέα τάγματα τῶν Ἀγγέλων: Ἄγγελοι, Ἀρχάγγελοι,
Δυνάμεις, Χερουβείμ, Ἐξουσίαι, Θρόνοι, Ἀρχαί, Κυριότητες, Σεραφείμ.
Καὶ κατ’ ἀριθμόν: Περὶ τὸν Θρόνον τοῦ Ὑψίστου τὰ πολυόμματα Χε-
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΙ 277

ρουβείμ(Ι), εἶτα τὰ φρικτά Σεραφείμ(2), Δυνάμεις(3), Ἐξουσίαι(4), Θρό-


νοι(5), Κυριότητες(6), Ἀρχάγγελοι (7), Ἄγγελοι (8), Ἀρχαί(9).
Παρατηρήσατε καὶ τοῦτο:
Αἱ πέριξ ὀκτὼ (8) τῶν Ἀγγέλων τάξεις ἐν μιᾷ περὶ τὴν Θεότητα ἑνότητι
σχηματίζουν τό Σύμβολον τοῦ Ἀστέρος. Κάμετε ἀρχὴν ἀπὸ τὸν ἀριθμὸν 2
- τὰ Σεραφεὶμ - ἀκολουθήσατε τὴν μίαν τῶν ἐξωτερικῶν γραμμῶν ἐκ τῶν
τριῶν, οὕτω 2-7, 7-4, 4-9, 9-6, 6-3, 3-8, 8-5, 5-2. Κατελήξαμεν εἰς τὸ 2 καὶ
πάλιν.
Ἀλλὰ πλὴν τούτων εἰς τὰ κοινὰ σημεῖα τομῆς (α) συμβάλλουν γραμμαί
ΕΠΤΑ. Προέβαλεν ὑμῖν ὁ ἀριθμός(7) ΕΠΤΑ.
Ἡ κυρία συμβολὴ καὶ σύντμησις γίνεται τεσσάρων ἢ κάλλιον εἰπεῖν
δύο ἐνωτικῶν σημείων εἰς σημεῖον τι ἐκ τῶν κυριωδῶν ἀξόνων τῆς Ἀπείρου
Θεότητος ἢ τῆς Ἀπείρου Μονάδος καὶ τῆς Ἀπείρου Δυνάμεως.
Οὕτως ἡ κυρία συμβολὴ γίνεται εἰς σημεῖον, ὅπερ χρησιμεύει ὡς ἀφε-
τηρία τεσσάρων Ἀπειρογραμμῶν μεθ’ ἑνὸς τῶν κυριωδῶν ἀξόνων τοῦ
ἀριθμοῦ ΠΕΝΤΕ. Αἱ τέσσαρες ὅμως, αἱ ἐκ τῆς ἀφετηρίας (α) διαφόρως
ὁδεύουσαι, συναντοῦν αἱ μὲν ἐξωτερικαὶ τὰς δύο ἀπὸ τῆς κορυφῆς τοῦ
ἀντιστοίχου ἄξονος βαινούσας δύο Ἀπειροενωτικὰς γραμμὰς κορυφῶν καὶ
οὕτω προβάλλει ὁ ἀριθμός (7) ΕΠΤΑ.
Ἀλλὰ πρὶν ἔτι, προχωρήσωμεν εἰς τὸν ἀριθμόν, ἂς ἐξετάσωμεν τὸν τύ-
πον τοῦ Ἀστέρος.
Ἀπὸ τοῦ Κέντρου τούτου (Ο) ὁδεύουν πρὸς τὸν σχηματισμὸν τῶν κορυ-
φῶν τοῦ ἀστέρος οἱ (8) ὀκτὼ συμβολικοὶ ἄξονες, οἱ ἀπαρτιζόμενοι ἀπὸ τὸ
σύνθετον τῶν δύο Σταυρῶν σύμπλεγμα.
Οὕτως οἱ ὀκτὼ ἄξονες σχηματίζουν τὰς ὀκτὼ (8) κορυφὰς τοῦ Ἀστέρος.
Οὕτω δὲ ἁρμονικώτατα προβάλλει ἐν καταπλησσούσῃ ἁρμονίᾳ ὁ ἀριθμός
(8) ὀκτώ.
Παρατηρήσατε τὸ περίεργον σύμπλεγμα.
Τὰς κορυφάς Α καὶ Φ΄ ἢ 9 καὶ 2 συγχρόνως μὲ τὰς ἀπέναντι Φ΄ καὶ Μ ἢ
6 καὶ 5.
Ἐκ τοῦ Α διήκει πρὸς τὸ Φ΄ ἢ ἀπὸ τὸ 9 πρὸς τὸ 6 ἡ ΑΦ΄ ἐνοῦσα τοὺς
Ἀπείρους ἡμιάξονας ΟΑ καὶ ΟΦ΄, ὡς καὶ τὸν Φ΄ ενώνει μὲ τὸν Μ, ἢ τὸ 2 μὲ
τὸ 5, ἡ Φ΄Μ ἐνοῦσα τοὺς δύο ἠμιάξονας ΟΦ΄ καὶ ΟΜ.
Ἀκολούθως λέγω, προσέξατε.
Τὰ ἄρρυθμα τῶν ἀντιπόδων τῶν Ἀπείρων ἀξόνων ἑνούμενα οὕτω: 5-9,
2-6, δίδουν τό Χ (Χριστός).
Ὡσαύτως ἑνοῦντες τὸ Φ΄Δ, ἢ 2 καὶ 7 διὰ τῆς Φ΄Δ ἑνοῦνται οἱ ἡμιάξονες
ΟΦ΄ καὶ ΟΑ, ἐνῷ διὰ τῆς Α΄Φ΄ ἢ 3 καὶ 6 οἱ ΟΑ΄ καὶ ΟΦ, οἵτινες δίδουν πάλιν
ρυθμούμενοι τὸ Φ΄Φ΄ καὶ Α΄Δ ἢ τὸ 2-6 καὶ 3-7.
Οὕτω δὲ προκύπτει καὶ πάλιν Χ (Χριστός).
Ἐξακολουθοῦντες καὶ ἐνοῦντες διὰ τῆς Α΄Φ ἢ 3-8 τὸ Α΄Φ ἑνοῦμεν τοὺς
ἡμιάξονας ΟΑ΄ καὶ ΟΦ, διὰ δὲ τῆς ΦΔ ἢ 4-7 ἑνοῦμεν τοὺς ἡμιάξονας ΟΦΟΔ
καὶ πάλιν Χ (Χριστός).
278 ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΙ

Ἀκολούθως διὰ τῆς ΦΑ ἢ 4-9 ἑνοῦντες τὰς κορυφάς ΦΑ ἢ 4-9, ἑνοῦμεν


τοὺς ἡμιάξονας ΟΦ καὶ ΟΑ διὰ τῆς 5-8 ἢ ΟΜ καὶ ΟΦ καὶ πάλιν Χ (Χριστός).
Συνεχίζοντες διὰ τῆς ΜΦ΄ ἢ 5-2 ἑνοῦντες τό Μ καὶ Φ ἑνοῦμεν τοὺς ἡμιά-
ξονας ΟΜ καὶ ΟΦ΄ καὶ ἀντιστοίχως διὰ τῆς Φ΄Α ἑνοῦντες τὸ Φ΄ καὶ Α ἢ 6-9
ἑνοῦμεν τοὺς ἡμιάξονας ΟΦ΄ καί ΟΑ καὶ πάλιν Χ (Χριστός).
Ἡ διὰ τῆς ΔΦ΄ τῶν Δ καὶ Φ’ ἢ 7-2 ἑνώνει τούς ΟΔ καὶ ΟΦ΄.
Ἐπίσης ἡ ἕνωσις διὰ τῆς ΔΦ ἢ 7-4 ἑνώνει τοὺς ἡμιάξονας ΟΔ καὶ ΟΦ, ἡ
δὲ διὰ τῆς ΦΑ΄ ἢ 8-3 τούς ΟΦ καὶ ΟΑ΄ καὶ πάλιν ὡς καὶ ἀνωτέρω Χ (Χριστός).
Τέλος διὰ τῆς ΦΜ ἢ 8-5 τά Φ καί Μ ἑνοῦνται οἱ ἡμιάξονες ΟΦ καί ΟΜ
διὰ τῆς ΑΦ ἢ 9-4 τά Α καί Φ ἑνοῦνται ἡ ΟΑ καὶ ΟΦ καὶ πάλιν Χ (Χριστός).
Κατόπιν τούτων λαμβάνομεν τὸν κάτωθι πίνακα, προελθόντα ἐκ συμ-
μετρικῆς ἀντιστοιχίας τῶν ἑνωτικῶν γραμμῶν καὶ τῶν διχοτομουμένων
κυριωδῶν ἀξόνων.

ΠΙΝΑΞ
Ἁρμονιῶν καὶ Ἀπείρου Συμμετρίας

²Ã»ÉÊΠΥ»Ê»Σ»ΡΛÇΪΦΤÈ ΔÄΡΥ»Σ¿È
͵ ͵ Ͷ Ͷ
͟ ͻǡ͸

ʹǡͷ

ͻǡͷ

ʹǡ͸
  ɫɜ
ͷ ͷ Ͷ Ͷ
͠ ʹǡ͹

͵ǡ͸

ʹǡ͸

͵ǡ͹
  ɝɪɯ
ͷ ͵ Ͷ Ͷ
͡ ͵ǡͺ

Ͷǡ͹

͵ǡ͹

Ͷǡͺ
 
 ɞɜ
ͷ ͵ Ͷ Ͷ
͢ Ͷǡͻ

ͷǡͺ

Ͷǡͺ

ͷǡͻ
  ɟɤ
͵ ͵ Ͷ Ͷ
ͣ ͷǡʹ

͸ǡͻ

ͷǡͻ

͸ǡʹ
   ɥɠ
͵ ͷ Ͷ Ͷ
ͤ ͸ǡ͵

͹ǡʹ

͸ǡʹ

͹ǡ͵
  ɡɳ
͵ ͷ Ͷ Ͷ
ͥ ͹ǡͶ

ͺǡ͵

͹ǡ͵

ͺǡͶ
 
 ɨɢ
͵ ͷ Ͷ Ͷ
ͦ ͺǡͷ

ͻǡͶ

ͺǡͶ

ͻǡͷ
  ɫɜ

Δι’ αὐτοῦ καὶ διὰ τῶν ἐν αὐτῷ ὑπαρχουσῶν σχέσεων, διὰ καταλλήλου
συνδυασμοῦ καὶ διὰ παραγωγῆς ἄλλων σχέσεων τόσον πολυπλόκων καὶ
ἁπλῶν, κρυπτομένων μόνον μυστηριωδῶς ὑπὸ τοὺς ἁπλουστάτους συνδυ-
ασμοὺς τῶν ἁπλουστάτων τούτων σχέσεων, θέλω ἐπανερχόμενος μετ’ οὐ
πολὺ ἐκτενῶς ὁμιλήσει ὑμῖν τὰς ὑπαρχούσας σχέσεις μετὰ τοῦ διαστήμα-
τος τοῦ Ἀπείρου καὶ τοῦ Ἀπείρου Χρόνου, ἤτοι ΑΔ καὶ ΑΧ, ὅπερ Χ εἰς τοὺς
Ἀπείρους συνδυασμοὺς εἶναι ταὐτὸ καθ’ ἃ ἀπέδειξα ὑμῖν καὶ τὸ σύμβολον
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΙ 279

τοῦ +, ὅπερ (Ι-Μονὰς) ὥστε θέλω ὁμιλήσει ὑμῖν τὰς ὑπαρχούσας σχέσεις
τῆς Ἀπείρου Μονάδος καὶ Ἀπείρου Δυνάμεως (ΑΜ καί ΑΔ).
Θέλω οὕτω εἰσαγάγει ὑμᾶς εἰς τὰς σχέσεις τοῦ Ἀπείρου.
Ὡς πρὸς τὸν ἄνω πίνακα λέγω ὑμῖν, ὅτι εἶναι ἅμα καὶ ὁ τύπος τῆς
Ἀπείρου Συμφωνίας ἢ Ἁρμονίας, τῆς ἀπορρεούσης ἐκ τοῦ Κέντρου καὶ δι’
ὀκτὼ Ἀπείρων ρυθμικῶν κυμάνσεων διαχέεται εἰς τὸ Ἄπειρον.
Εἰς τὰ μεταξὺ τῶν ὀκτὼ τούτων ἀπείρων ἁρμονικῶν κυμάνσεων δι-
άκενα ἀπέραντοι ἄλλαι μουσικαὶ κυμάνσεις ἄπειροι εἰς τὸ Ἄπειρον τοῦ
Ἀπείρου, μακρὰν μὲν τοῦ Κέντρου, τεραστίου μήκους καὶ πλάτους μὲ ἀραι-
οτέρους ἀπείρους κραδασμούς, ὅσον δὲ πλησιάζουν πρὸς τὸ Κέντρον μὲ
μῆκος μικρότερον, μὲ αὐξανόμενον ἀριθμὸν παλμῶν, γίνεται ἄπειρος καὶ
μῆκος καὶ πλάτος τῶν κυμάνσεων ἀπείρως ἐλάχιστον, ἀπέραντοι, λέγω,
κυμάνσεις ἁρμονικαὶ ὑφίστανται.
Οἱ ἀντίστοιχοι τούτων ἀριθμοὶ εἶναι ἀσύλληπτοι διὰ τὸν ἀσθενῆ σας
ἐγκέφαλον καὶ ἡ ἀποκάλυψίς των δι’ ἕνα προσέχοντα ἤθελεν γεννήσει
ἀσφαλῶς ἴλιγγον. Ἄλλως τε τὰ στοιχεῖα, ἅτινα ἔχετε, δὲν ἀρκοῦν διὰ
τοιαύτην ἀνάλυσιν.
Καὶ ἤδη λέγω ὑμῖν.
Ἐκ τούτων τῶν ἀπείρων ἁρμονικῶν στόνων μόνον ἀσθενῆ ᾐσθάνθητε
τὴν ἠχὼ τῶν κυριωδῶν, οὓς ἐν τῇ ἁρμονικῇ σας κλίμακι ἐκδηλοῦτε.
Ὧ πόσον ἀσθενὴς τυγχάνει ἡ μουσική σας ἐκδήλωσις...
Πόσον θὰ ἄφηνε ἀσυγκίνητον πνευματικὴν ὀντότητα, ἧς τὰς λεπτὰς
χορδὰς κραδαίνουν οἱ ἀνεπαίσθητοι τοῦ Ἀπείρου στόνοι, κρούουν αἱ
ἀπείρως λεπταὶ τῆς Δημιουργίας ἀναπάλσεις καὶ οἱ πέραν καὶ ὑπερπέραν
κραδασμοί.
Κάθε κίνησις τῶν ἀπείρων ἡλιακῶν συστημάτων ἢ τῶν ὑπερμεγέθων
ἀστρικῶν σωμάτων, ὡς καὶ ἡ κίνησις αὐτοῦ τοῦ ἀπειροελαχίστου μορίου
ἀποτελεῖ μουσικὴν ἁρμονίαν, τὴν ὁποίαν αἱ πνευματικαὶ ὑπάρξεις αἰσθανό-
μεθα ἐν ὅλῃ τῇ ἀλλασσούσῃ καὶ παραδόξῳ χροιᾷ μιᾶς ἑκάστης τούτων.
Πᾶσα κίνησις εἶναι παλμῶν ἄθροισμα καὶ αὐτὴ ἡ θερμότης, οὖσα
κίνησις, τὶ ἄλλο εἶναι ἢ κυμάνσεις κραδαινομένων μορίων;
Πᾶς κραδασμὸς ἔχει κατὰ γενικὸν φυσικὸν κανόνα ἐπακόλουθον τὸν
ἤχον ὅστις ποικίλλει εἰς ἔντασιν, ὕψος καὶ χροιάν, ἀναλόγως τοῦ ἀριθμοῦ
ἢ ὕψος καὶ πλάτος τῶν παλμῶν.
Αἱ φωτειναὶ ἀκτῖνες, αἱ ἐκπεμπόμεναι ἀπὸ τὰ διάφορα φωτοβόλα
σώματα, παράγουν ἤχους, ἁρμονίαν.
Οἱ στροβιλισμοὶ εἰς τὰς τροχιάς των τῶν ἀπείρων κόσμων προκα-
λοῦν περιεργοτάτην σύνθεσιν, διήκουσαν εἰς τὰς ἐσχατιὰς τῶν ἀπείρων.
Κάθε πνευματικὴ ὀντότης, κινουμένη, ἀφήνει μυστηριώδεις στό-
νους.
Ἀλλὰ καὶ πόση ἁρμονία διαχέεται γύρω σας; Καὶ ἰδοῦ λέγω ὑμῖν, ὅτι κάθε
συλλογισμός σας, κάθε ἔξαρσις φαντασίας, τέλος κάθε σκέψις σας, ὡς κίνη-
σις, εἶναι λεπτοτάτη ἁρμονία, παραγομένη ἐν ὑμῖν, χωρὶς νὰ γίνῃ αἰσθητή.
280 ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΙ

Πᾶς ἦχος σᾶς λέγω, καὶ τοῦτο προσέξατε, πλὴν τῆς ὡς ἤχου ὑποστά-
σεώς του, παράγει καὶ ἄλλον ἦχον διὰ τῶν κυμάνσεων, αἵτινες σχηματίζο-
νται περὶ τὸ ἠχογόνον σῶμα διὰ τὴν μετάδοσιν τοῦ ἤχου.
Τὰ ἀπείρως ἐλάχιστα τῷ μεγέθει ἔντομα ἢ καὶ τὰ ἐκ τούτων ἐλάχιστα
μικρόβια, ἐν τῇ μικροβιότητί των εἰς πᾶσαν κίνησίν των ἢ λειτουργίαν ἀφή-
νουν ἁρμονίαν.
Πᾶσαι ἀναρίθμητοι ζυμώσεις τελοῦνται ἀνὰ πᾶσαν ἀπειροελάχιστην
χρονικὴν μονάδα πέριξ ὑμῶν εἰς τὸ ἄπειρον τῆς Δημιουργίας ἢ φύσεως ἐρ-
γαστήριον, χωρὶς αἱ ρυθμικαὶ ἁρμονικαὶ ἀποχρώσεις των νὰ γίνουν αἰσθη-
ταὶ εἰς ὑμᾶς;
Καθεύδετε ἢ ἀδρανεῖτε; Πᾶς ὅμως μυὼν ἢ πᾶσα ἶς, πᾶν κύτταρον ὑφί-
σταται ἀλλαγήν, κίνησιν.
Τὸ αἷμα κινεῖται. Ὁ στόμαχος λειτουργεῖ. Ἡ ἀναπνοὴ ρυθμικῶς χα-
ρακτηρίζει τὴν ἐν συνόλῳ ἁρμονίαν.
Ὅλαι αὐταὶ αἱ λειτουργίαι δὲν εἶναι ἄλλο, παρὰ συγχρωτισμὸς κυμάν-
σεων ἁρμονικῶν, αἱ ὁποῖαι δυστυχῶς διαφεύγουν τὴν προσοχήν σας.
Τὰ χρώματα, ἵνα γίνουν αἰσθητά, καθίστανται πηγαὶ ἐκπομπῆς τῶν
ἀκτίνων αὐτοῦ τοῦ χρώματος, αἵτινες ἁνήκουν καὶ εἰς τὸ χρῶμα. Οὕτω δὲ
κατὰ τῆς μεταδόσεως τοῦ φωτός, ὡς θὰ γνωρίζητε, ἐκπέμπονται κυμάν-
σεις ἴδιαι καθ’ ἕκαστον χρῶμα, ἅτε ἴδιαι ἑκάστοτε ἁρμονικαὶ ἐκφάνσεις
πηγάζουν.
Κινεῖσθε εἰς τοὺς ἀπείρους συνδυασμοὺς τῶν κυμάνσεων, εἰς τὸν
κόσμον τῆς ἀπείρου μουσικῆς ἁρμονίας, ζῆτε εἰς τοὺς συγχρωτισμοὺς
ἀπείρων ἁρμονικῶν ἀναπάλσεων καὶ ὅμως δὲν λαμβάνετε αἴσθησιν, εἰ
μὴ μόνον τῆς χονδροειδεστάτης ἠχοῦς τῶν συμπλεγμάτων τῶν ὀκτὼ ἁρμο-
νικῶν κυριωδῶν φθόγγων καὶ μάλιστα μὲ τὸν συνδυασμὸν τούτων ἐποικο-
δομεῖτε τῇ ἀληθείᾳ τήν ἐσβεσμένην ἠχὼ τῆς ἐκ τῶν πέραν καὶ Ὑπερπέραν
ἐρχομένης ἀσυλλήπτου Ὑπερκοσμίου Συνθέσεως.
Τὸ χονδροειδὲς ἀκουστικόν σας ὄργανον, τὸ οὗς, δὲν συλλαμβάνει,
εἰ μὴ ἤχους βαρυτάτους, παραγομένους ὑπὸ παλμῶν (20) κατὰ δεύτερον
λεπτόν, ὀξυτάτους δὲ παραγομένους ὑπὸ παλμῶν 40.000 κατὰ δεύτερον
λεπτόν.
Λέγω δὲ ὑμῖν, ὅτι οὐδὲ τοὺς ἀριθμοὺς δὲν δύνασθε νὰ ἀναμετρήσητε,
ὅταν ἀναφέρω ὑμῖν τούτους, χαρακτηρίζοντας λεπτότατόν τινα κραδασμόν.
Ἡ τυφλὴ παρατηρητικότης σας κατώρθωσε νὰ μετρήσῃ παλμοὺς ἤχου
ἀνερχομένους εἰς 40.000 κατὰ ἓν δευτερόλεπτον, οὓς ὅμως καίτοι αἰσθη-
τοὺς εἰς τὴν μέτρησιν, δὲν αἰσθάνεσθε ὡς ἦχον.
Ἐὰν εἴχατε τ’ ἀπαιτούμενα διὰ τὴν κατανόησιν ἁπλῶν τινων ὅρων
στοιχεῖα ἤθελον σᾶς κάμει περιγραφήν τινα θεμελιωδεστάτου Νόμου, δι’
οὗ, κατορθουμένης τῆς βοηθείας τεχνικῶς τῆς ἀκοῆς σας ἢ τῆς ὁράσεώς
σας, νὰ ἀκούητε ἀγνώστους ἤχους καὶ νὰ βλέπητε ἀσύλληπτα χρώματα.
Ἡ ἐξέλιξίς σου θέλει μοὶ δώσει ἐν καιρῷ τὴν εὐκαιρίαν αὐτή.
Περὶ τήν ΘΕΟΤΗΤΑ, τὸ σύμβολον καὶ Πηγὴν ταύτης τῆς Ἁρμονίας, λαμ-
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΙ 281

βάνουν χώραν οἱ ἄπειροι κυματισμοί, οἵτινες διὰ τῶν ὀκτὼ κυρίως, κυριω-
δῶν ἀπειροαξόνων, χωροῦν εἰς τὸ Ἄπειρον διάστημα.
Ἀλλὰ καὶ οὗτοι οἱ ἄξονες, κυρίως ὅμως ἡμιάξονες τῶν τεσσάρων ἀπειρο-
αξόνων, τῶν ἐν συμπλέγματι ἀπαρτιζόντων ἐκ Μονάδος καὶ Δυάδος τὴν Τρι-
άδα, εἶναι οἱ ἄξονες τοῦ Ἀπείρως Πνευματικοῦ καὶ Ἀπείρως ὑλικοῦ, ὡς καὶ οἱ
Κοσμικοὶ ἄξονες, περὶ μὲν τὸν ἕνα ἐκ τῶν ὁποίων κινεῖται πᾶσα ἀνόργανος
ὕπαρξις, περὶ δὲ τὸν ἄλλον πᾶσα ἐκδήλωσις ζωϊκὴ καὶ Πνευματική.
Οἱ δύο τελευταῖοι ἄξονες εἶναι ἅμα καὶ οἱ ἄξονες τοῦ ἐκ τῶν ΕΝΔΟΝ
ΦΩΤΟΣ.
Προσέξατε. Εἰς τὴν κοινὴν συμβολὴν τούτων, ὡς ἀνωτέρω ἐξέθη-
κα ὑμῖν, ἀντιπροσωπεύεται ἡ Ἄπειρος ΘΕΟΤΗΣ, ἥτις κατὰ ταῦτα εἶναι ἡ
­ΑΡΜΟΝΙΑ, ἡ διαχέουσα ἐν τῷ Ἀπείρῳ τὴν ἁρμονίαν.
Καὶ νῦν παρατηρήσωμεν τὸν Ἀστέρα καὶ πάλιν. Ὁ ἐκ τούτου προελθὼν
πίναξ χρησιμεύει μετ’ οὐ πολὺ πρὸς μελέτην τοῦ Ἀπείρου Χρόνου καὶ Τόπου.
Προῆλθεν ἐκ τῆς συμμετρικῆς ἀντιστοιχίας τῶν Ἀπείρων, ἥτις ἀντι-
στοιχία παρατηρουμένη δίδει ΟΚΤΩ ΣΤΑΥΡΟΥΣ.
Τοῦτο προσέξατε, διότι ἀμέσως θέλω ὁμιλήσει ὑμῖν καὶ ἀποκαλύψει
μυστήριον:
Τὸ ὡς ἄνω σύμβολον τοῦ Ἀστέρος ἀποκαλύπτει ὑμῖν καὶ τοῦτο. Λάβε-
τε, ὡς ἔχει ὁ τύπος, τὸν ἄξονα ΔΑ΄. Ἄνωθεν αὐτοῦ ἔχετε τὰς κορυφάς ΦΑ
καὶ Φ΄ ἢ 8, 9, 2, ἐν ἑκάστῃ τῶν ὁποίων συμβάλλουν τρεῖς ἀπειρογραμμαί.
Κάτωθεν τοῦ ἰδίου ἄξονος ἔχετε τὰς κορυφὰς τὰς ἀντιστοίχους Φ΄Μ καὶ Φ
ἢ 6, 5, 4, ἐν ὅλῳ 6 κορυφάς.
Εἶτα λαμβάνοντες τὸν ἄξονα ΑΜ, τὸν κάθετον (ἀμφότεροι ἄξονες τῆς
Ἀπείρου Θεότητος) καὶ ἔχετε δεξιὰ τούτου τὰς κορυφὰς Φ΄Α΄ καί Φ. Ἀρι-
στερὰ δὲ τὰς κορυφάς ΦΔ καὶ Φ΄ ἢ 2, 3, 4, δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ 8, 7, 6, ἐν ὅλῳ
ἕξ (6).
Οὕτως ὁ ἀριθμὸς τῶν οὕτω ληφθεισῶν κορυφῶν δίδει τὸν ἀριθμὸν δώ-
δεκα (12). Ἰδοῦ λέγω ὑμῖν τά δώδεκα ἡλιακά Ζώδια, ἐν οἷς ἑκάστοις ἀντι-
στοιχεῖ εἷς Μήν.
Αἱ συμβάλλουσαι εἰς τὰς κορυφὰς τρεῖς ἀπειρογραμμαὶ εἶναι αἱ τρεῖς
δεκαμερίαι ἑκάστου μηνός, ἢ αἱ τριάκοντα ἡμέραι, αἱ ἐν ὅλῳ κατὰ ταῦτα
360, ὅτε καὶ τὸ ἔτος συμβολίζεται ὑπὸ τοῦ Ἀστέρος.
Πλὴν τούτου προσέξατε, λαμβάνοντες ἕνα ἐκ τῶν δύο κυριωδῶν
ἀξόνων, ἔχομεν ἑκατέρωθεν τούτου ἐξ κορυφάς, ἀποτελουμένας ἀπὸ δύο
ἴσας γωνίας ἑκάστην.
Αἱ κορυφαὶ 12 αἱ γωνίαι ἅρα 24. Νοεῖτε, ὅτι τοῦτο συμβολίζει τὸ εἰκο-
σιτετράωρον.
Καὶ ταῦτα διὰ τὴν στενὴν ἔννοιαν, ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ σχετικοῦ χρόνου,
ὅστις ὁρίζεται μὲ τὰς σχετικὰς περὶ τὸν ἥλιόν σας κινήσεις ἐν τῷ ἀτέρμονι
ἀπείρῳ.
Ἀλλὰ πλὴν τούτων λέγω ἐπιπροσθέτως ὑμῖν, ὅτι ἐνταῦθα παρίστα-
νται συμβολικῶς οἱ δώδεκα οὐρανοὶ καὶ οἱ δώδεκα Ἀπόστολοι. Λέγω δώ-
282 ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΙ

δεκα οὐρανοὺς τοὺς ἀπαρτίζοντας τὴν ὁλομέλειαν τῶν ἀπείρων ἄλλων


Οὐρανῶν, οἴτινες ἐν χορείαις συνωθοῦνται κινούμενοι εἰς τὰ Ἄπειρα τῶν
Ἀπείρων.
Πλὴν τούτων τὸ 12 προβάλλει ὡσαύτως καὶ εἰς τὰ κοινὰ σημεῖα τομῆς
(α). Λάβετε λ.χ. τὸν ἄξονα 9-5 καὶ ἔχετε ἑκατέρωθεν τούτου τοὺς 8-3 καὶ 2-7.
Λαμβάνοντες εἶτα τὸν 2-7 ἔχετε τοὺς 9-5 καὶ τόν 8-3.
Ὕστερον τὸν ἄξονα 3-8, ἔχομεν ἑκατέρωθεν τοὺς 2-7 καὶ 9-5. Ἄν χρη-
σιμεύσῃ ὡς ἀφετηρία τό (α), λαμβάνομεν τοὺς 12 ἡμιάξονες, α2-α7-α8-α3-
α9-α5-α8-α3-α2-α7-α9-α5 ἐπὶ τῆς σχέσεως ταύτης θέλω ἐξακολουθήσει
καὶ ἐπανέλθη.
Εἰς τήν ἀνωτέρω σχέσιν λάβομεν ὑπὸ τὴν μορφὴν δύο ἀθροισμάτων
εἰς κλασικὴν μορφήν, ἔχομεν τὸν προκύπτοντα τύπον:

α2,α7 + α8,α3 + α9,α5


α9,α5 + α8,α3 + α2,α7

Ἴσον μὲ τὴν Μονάδα, καθότι ἀντιστοίχως λαμβανόμενοι οἱ ὅροι ὡς ἴσοι


δίδουν τὴν Μονάδα.
Ἰδοῦ καὶ πάλιν, ὅτι προβάλλει τὸ μυστήριον τῆς Μονάδος.
Τά πάντα ἐξ Ἑνός.
Εἰς πᾶσαν τομήν (α) προκύπτει τὸ αὐτό.
Ἐν τῷ Ἀστέρι τούτῳ ὑπολείπεται ἤδη ἡ ἑρμηνεία τῶν ποικίλων τρι-
γώνων, ἅτινα εἰς πάσας τὰς συμβολὰς καὶ διχοτομήσεις τῶν ἀπειρογραμ-
μῶν λαμβάνουσι σχηματισμόν.
Παρακατιὼν θέλω δώσει ὑμῖν τήν ἑρμηνείαν τοῦ τριγώνου.
Αἱ ἀνωτέρω σχέσεις ὁρίζουν σαφῶς τὰ περὶ συγκλήσεως τῶν δύο κο-
σμικῶν Ἀπειροαξόνων, ἅτινα ἐν προηγουμένοις ἀναφέραμεν.
Ἀλλ’ ἰδοῦ λέγω ὑμῖν τὴν ταυτότητά ταύτην τῶν ἀνομοιογενῶν δύο
ἀξόνων, τῶν διαιρουμένων διὰ τῆς κοινῆς των τομῆς (Ο) εἰς τέσσαρας καὶ
περὶ τοὺς ὁποίους κινεῖται πᾶσα Φυσικὴ καὶ Πνευματική ὑπόστασις, τὴν δι-
έκρινα κατόπιν εἰς θέσιν ἀσύμπτωτον.
Μὲ παρακολουθεῖς; Τρέξε εἰς τὰ ἀνωτέρω. Δηλαδὴ εἰς θέσεις, εἰς ἃς
οὐδόλως δύναται νὰ ἐπέλθῃ ἕλξις μεταξὺ τούτων καὶ κατὰ συνέπειαν σύ-
μπτωσις τῶν δύο εἰς ἕνα.
Οἱ ἄξονες ἀφιστάμενοι μένουν ἐν μιᾷ θέσει ἀκολουθοῦντες τὰς ἕλξεις
καὶ ὤσεις, τὰς ὑφισταμένας μεταξὺ τῶν δύο κυρίων Ἀπειροαξόνων, ἐν οἷς
ὑφίσταται ἡ ἀνομοιογενὴς ἀντιποδία.
Καὶ πῶς τοῦτο; Εἶναι δυνατὸν ἐκεῖ, ἔνθα κυριαρχεῖ τὸ ἀσύμπτωτσν, νὰ
μεσολαβῇ καὶ σύγκλησις ἢ παραλληλισμὸς;
Ὅταν χῶρον τινα πληροῖ ὄν τι, δύναται ἅμα τὸν αὐτὸν χῶρον νὰ πλη-
ροῖ συγχρόνως καὶ ἓτερόν τι ὄν;
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΙ 283

Ἀλλὰ πάλιν ἐρωτῶ: Πῶς συμβαίνει εἰς τὸν κόσμον ἢ τὴν ὁλομέλειαν
τῶν ἐν τῷ κόσμῳ δυνάμεων νὰ ὑπάρχῃ ἡ ἐν ἑνὶ συνύπαρξις;
Πᾶς νόμος, πᾶσα ἀρχή, πᾶς κανών, ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ ὁποίου ἐκτυλίσ-
σεται φαινόμενόν τι, εἶναι δεσπόζων, διότι, ἂν μὴ τοιοῦτος τυγχάνει, δὲν
εἶναι Νόμος. Καὶ ὡς τοιοῦτος ἐκτείνεται ἐπὶ πᾶν, ὅ,τι ἀνήκει ἐντὸς τοῦ
κύκλου τῆς δράσεώς του.
Αἱ δυνάμεις, αἱ δρῶσαι ἐν τῷ κόσμῳ τῆς ὕλης, δρῶσι κατὰ τὴν σοφίαν
σας ἐπὶ τῇ βάσει νόμων.
Ἐὰν δὲν δοθῇ τὸ ἀνάλογον αἴτιον -ἡ εὐκαιρία-ἡ δύναμις ἀδρανεῖ, εἶ-
ναι ὡς νὰ μὴ ὑφίσταται, λανθάνει ἡ ὕπαρξίς της.
Πρέπει νὰ φθάσῃ εἰς τὴν κρίσιμον θερμοκρασίαν της, τὴν θερμοκρα-
σίαν καύσεως ἡ πυρῖτις, ἵνα ἀναφλεγῇ.
Ὥστε ὁ Νόμος ὁ εὐθύνων πᾶσαν ὑλικὴν ἐκδήλωσιν διέπει καὶ τὰς δυ-
νάμεις, δι’ ὧν ἡ ὕλη μετατρέπεται, κινεῖται, ρυθμίζεταί πως.
Αἱ δυνάμεις αἱ ὑπάρχουσαι ἐν τῇ ὕλῃ δὲν δύνανται νὰ ἐκδηλωθοῦν
ἄνευ τῆς ὕλης, ἥτις τἀνάπαλιν δὲν δύναται νὰ γίνῃ οὐδ’ αἰσθητὴ ἄνευ τῶν
ἰδιοτήτων ἢ δυνάμεων.
Ἄν λ.χ. ἐν τῇ ὕλῃ δὲν ὑπῆρχεν ὁ νόμος τῆς βαρύτητος ἢ τῆς ἀντιστάσε-
ως κ.λ.π. ἡ ὕλη δὲν θὰ εἶχε κατὰ πρῶτον βάρος. Ὁπὸτε φαντασθῆτε τὶ θὰ
ἐπηκολούθει.
Ἐπειδὴ ἡ βαρύτης, ἥτις ἄρα καὶ ἕλξις, εἶναι ἡ αἰτία ἡ κρατοῦσα εἰς συ-
νοχὴν πάντας τοὺς ἀθροιστικοὺς συνειρμοὺς τῶν συνθέτων, ἐὰν δὲν ὑπῆρ-
χεν, οὐδὲν θὰ ὑφίστατο. Ἡ συνεκτικότης θὰ ἐξέλιπεν, ὅτε αἱ ἄπειροι αὗται
σωρεῖαι καὶ ἀθροίσεις τῆς ὕλης θὰ ἐστροφοδοτοῦντο ἀδιακόπως εἰς τὸ
ἀχανὲς ὑπὸ μορφὴν τῶν ἐλαχιστοτάτων μονάδων αὐτῆς.
Δὲν θὰ ὑπῆρχεν ὄγκος, ὅτε τούτου ἐκλιπόντος τὸ φῶς οὐδὲν θὰ καθίστα
ὁρατόν, ἡ θερμότης εἰς οὐδὲν θὰ ἐχρειάζετο ἡ ὕλη καὶ ὑφισταμένη θὰ εἶχε
μόνον τὴν ἀέριον μορφὴν καὶ οὕτω οἱ ἀναρίθμητοι κόσμοι, οἱ ἀπαρτίζοντες
ἐν χωρείαις τὰ συστήματα τῶν ὅλων, δὲν θὰ ἐγίνοντο αἰσθητοί, ἀφοῦ ἐπι-
προσθέτως καὶ τὰ αἰσθανόμενα ὄντα θὰ ἠκολούθουν ὡς ὐλικὰ τὴν αὐτὴν
τύχην.
Ἀλλὰ συνυπάρχουν ἀμφότερα. Ἡ συνύπαρξις τούτων ἀκολουθεῖ τοὺς
αὐτοὺς κατὰ ταῦτα νόμους.
Ἀλλὰ προσέξατε. Αἱ δυνάμεις, αἱ δρῶσαι ἐν τῇ ὕλῃ, ἀκολουθοῦν τοὺς
νόμους, οὓς ὁ ὑλικὸς κόσμος ἔχει.
Ἐν ἑνί, λέγει ἡ σοφία σας, δὲν ὑπάρχει ἅμα καὶ ἄλλο. Ἀλλὰ σᾶς λέγω.
Ἰδοῦ δίδω ὑμῖν τὸν χάρτην τοῦτον. Εἶναι τεμάχιον ἔχον χρῶμα ἐρυθρόν,
σχήματος τριγωνικοῦ, πάχους δύο χιλιοστῶν, εὐπρεπὴς ποιότητος ἀρί-
στης, εὐλύγιστος καὶ ὀλίγον ἁπορροφητικός.
Προσέξατε. Τὸ χρῶμα, ἵνα ἐκδηλωθῇ, ἀκολουθεῖ νόμον. Ἀπορροφοῦ-
νται αἱ λοιπαὶ ἀκτῖνες, πλὴν τῶν ἐρυθρῶν, ἄρα ἡ δυνατὴ καὶ μόνη ἐκδήλω-
σις τῶν ἐρυθρῶν ἀκτίνων κατὰ τὸν ἀνάλογον νόμον εἶναι ἰδιότης τῶν ἐρυ-
θρῶν ἄρα δύναμις. Τὸ σχῆμα ἀκολουθεῖ, ἵνα προσδιορισθῇ, νόμον ὀπτικόν.
284 ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΙ

Ἤτοι ἡ κατὰ ἕνα τρόπον καὶ μόνον καὶ οὐχὶ ἄλλον ἀντανάκλασις τῶν προ-
σπιπτουσῶν φωτεινῶν ἀκτίνων ὁρίζει τὸ τριγωνικὸν σχῆμα. Δηλαδή, ὅταν
κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον καὶ μόνον φωτεινὴ ἀντανάκλασις λαμβάνει χώραν,
παρουσιάζεται ἡ μορφή, ἡ εἰκών, ἡ παράστασις ἢ ἡ ἔννοια τοῦ τριγωνικοῦ.
Ὥστε τὸ τριγωνικὸν ἀκολουθεῖ καὶ τοῦτο ἴδιον ὀπτικὸν νόμον ἄρα ἰδι-
ότης ἢ, ὅπερ τοῦτο, δύναμις.
Τὸ πάχος, ἤτοι ὁ ὄγκος, ρυθμίζεται καὶ γίνεται αἰσθητὸς ποικιλοτρὸ-
πως, ἀναλόγως τῆς ὑπαρχούσης ἐν τῇ ὕλῃ συνεκτικότητος τῶν ἀπειροε-
λαχίστων μονάδων καὶ τῶν ὀπτικῶν ἐκδηλώσεων. Ἤτοι καὶ πάλιν νόμοι, ἢ
ἰδιότητες, ἢ δυνάμεις εἶναι αἱ ἐκδηλοῦσαι αὐτόν.
Τὸ εὐλύγιστον ἀκολουθεῖ τοὺς νόμους τῆς ἐλαστικότητος, τῆς ἀντι-
στάσεως, ἔχει σχέσιν μὲ τὸν ὄγκον κ.λ.π. Ὥστε ἔχει ἰδίους νόμους καὶ ἰδι-
ότητας καὶ κατὰ συνέπειαν δυνάμεις.
Καὶ ὅμως πάντα ταῦτα συγχρωτίζονται ἐν ἑνὶ καὶ τὰ πολλὰ ἐκδηλοῦ-
νται εἰς ἕν. Τόσαι δυνάμεις ἑνούμεναι ἀποτελοῦν μίαν δύναμιν. Τόσαι ἰδι-
ότητες ἀποτελοῦν ἀθροιζόμεναι μίαν ἰδιότητα. Διότι τὸ προαναφερθὲν
τεμάχιον χάρτου ἔχει τὴν ἰδιότητα νὰ εἶναι ἐρυθρόν, τριγωνικοῦ σχήματος,
εὐλύγιστον κ.λ.π.
Μία ἡ ἰδιότης ἡ παρουσιάζουσα τοιοῦτον σῶμα. Ἐὰν λείψῃ τὸ εὐλύγι-
στον, τὸ σῶμα τοῦτο παύει ὑφιστάμενον. Καὶ τοῦτο, διότι χάνει τὴν γενικὴν
ἰδιότητα. Ἡ ἰδιότης λοιπὸν μία, μία ἀποτελουμένη ἐκ πολλῶν.
Τὸ ὅτι εἶναι μία καὶ ἀρκετὴ νὰ χαρακτηρίσῃ τοῦτο ἐν συνόλῳ καὶ εἰς τὰ
μέρη, μᾶς τὸ ἀποδεικνύει τὸ ἑξῆς παράδειγμα:
Ἔχετε τὸν χάρτην αὐτὸν ἐμπροσθέν σας. Μία καὶ μόνη καὶ βεβιασμένη
παρατήρησις ἢ ἓν καὶ μόνον ταχὺ βλέμμα μᾶς χαρακτηρίζει τοῦτον, μᾶς
δημιουργεῖ τὴν παράστασιν καὶ μίαν μόνην.
Ὅταν θέλω ἐν ἐμοὶ ν’ ἀναπλάσσω τὸν χάρτη, ἀνέρχεται τοῦ κατω-
φλίου τῆς συνειδήσεως μία καὶ μόνη παράστασις, ἡ τοῦ χάρτου. Καὶ αὕτη
ἀκολουθεῖται ὑπὸ πασῶν τῶν λοιπῶν.
Ἔχει τὴν γενικὴν ταύτην. Λαμβάνει καὶ τὰς ἑτέρας διὰ διαχωρισμοῦ.
Θέλω νὰ λάβω τὸ ἐρυθρόν. Χωρίζω ταύτην τῶν λοιπῶν. Κυριαρχεῖ τῆς συ-
νειδήσεως, ἐνῷ αἱ λοιπαὶ λανθάνουσιν ὑπὸ τὸ κατώφλιον αὐτῆς. Καὶ οὕτω
ἔχω τὴν παράστασιν τοῦ ἐρυθροῦ. Οὕτω ἔχω καὶ τὰς τοῦ εὐλύγιστου, τοῦ
τριγωνικοῦ, τοῦ πάχους κ.λ.π.
Ὅταν ὅμως θέλω ν’ ἀναπλάσσω τὴν μοναδικὴν ταύτην ὀντότητα, τὸν
χάρτην, ἀναπλάττω τὸ σύνολον ὡς ἓν καὶ ἔχω μίαν παράστασιν.
Τὸ αὐτὸ ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ εἰς τὴν παράστασιν τῶν προσώπων. Δι-
ότι, ἄν δὲν ἐγίνετο οὕτω, θὰ ἀνέπλαττον τὰ μέρη καθ’ ἑαυτά, ὅτε οὐδέποτε
θὰ ἐλάμβανον τὸ σύνολον, συνεπῶς οὐδέποτε αἱ σύνθετοι παραστάσεις θὰ
εὑρίσκοντο.
Τὰ πολλὰ ἀναπλάσσονται, ὡς ἓν καὶ ἐκ τοῦ ἑνὸς δημιουργῶν ἔχων
τὰ πολλά.
Ἀλλ’ ἀνωτέρω τὰ πολλὰ εἶναι δυνάμεις δρῶσαι ἐν τῇ ὕλῃ, ὅλαι δὲ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΙ 285

αὗται αἱ δυνάμεις συγχέονται εἰς μίαν καὶ συνυπάρχουν ἄριστα ἐν αὐτῇ,


προσδιορίζουσαι αὐτήν, ἐνῷ ἅμα ὑπάρχουν καὶ κεχωρισμέναι.
Τὸ ἓν εἶναι ἅμα καὶ ἄλλο. Ἐν τῷ ἑνὶ ὑπάρχουν πολλὰ καὶ τἀνάπαλιν.
Ἀλλὰ κατὰ ταῦτα ποῦ ὁ νόμος τοῦ ἀδιαχωρήτου;
Εἶπον, ὅτι αἱ δυνάμεις ἀκολουθοῦν τοὺς αὐτοὺς μὲ τὴν ὕλην νόμους,
καθ’ ὅτι κυρίως οἱ νόμοι καὶ ἰδιότητες τῆς ὕλης παρουσιάζονται ἐπὶ τῶν δυ-
νάμεων ἢ ἐξαρτῶνται ἐκ τῶν δυνάμεων.
Ἀπορεῖς;
Αἰσθάνεσαι ἐπανάστασιν;
Ἀλλ’ ἠρέμει.
Κατὰ ταῦτα οἱ ἀπειροάξονες ΦΦ καὶ Φ΄Φ΄ ἀσύμπτωτοι ὄντες καὶ συ-
μπίπτουν, παραλλήλως δὲ βαίνοντες χωροῦν ἐπίσης εἰς τὸ ἄπειρον πάλιν
ἀσύμπτωτοι. Ὁ εἷς τούτων, ὁ ρυθμίζων πᾶσαν τῆς ὕλης κίνησιν, ὁ δὲ ἕτερος
πᾶσαν ἰδιότητα ἢ ἐκδήλωσιν τοῦ πνεύματος. Οἱ δύο συνυπάρχουν ἐν ἑνὶ
καὶ διΐστανται ἅμα. Συμπίπτοντες βαίνουν καὶ παραλλήλως ἀσύμπτω-
τοι ὄντες. Καὶ τοῦτο παριστᾷ τὸ σημεῖον τῆς ἰσότητος (=).
Δύο Ἄπειρα ἀθροίζονται ( Ι) ἀπαρτίζουν Ἓν (+), ἀλλὰ καὶ πάλιν εἶναι
δύο ἀσύμπτωτα (=).
Ἄπειρον + Ἄπειρον = Ἄπειρον.
Προσέξατε τὴν μυστηριώδη ταύτην σχέσιν καὶ πόσαι δὲν ἐγκλείονται
εἰς αὐτήν. Ἵνα σχηματισθῇ ὁ πρῶτος καὶ μόνος σύνθετος ἀριθμός, πρέπει
νὰ συντεθοῦν ἢ προστεθοῦν δύο ἁπλοῖ, δύο μονάδες(+=2). Ὥστε ἡ πρό-
σθεσις εἶναι κυρίως ἡ σχέσις τῶν τριῶν Ἀπείρων. Ἑνὸς Ἀπείρου, Ἄλλου
Ἀπείρου καὶ ἄλλου ἐκ τοῦ ἄλλου καὶ τοῦ ἄλλου ἀποτελουμένου Ἀπείρου.
Ι + Ι = 2 ἀλλὰ τό 2 = Ι + Ι
Ἤτοι ἐν ἑνὶ ἀριθμῷ εἶναι δύο καὶ τὰ δύο ἀπαρτίζουν τὸ Ἕν:
Ἕκαστον τῶν δύο εἶναι Ἄπειρον (Ι ἄπειρον καί Ι ἄπειρον, ἀλλὰ καὶ τὸ 2
ἄπειρον ὡς ἄθροισμα Ἀπείρων).
Ὥστε ἓν ἀπειρον Ι σὺν ἄπειρον - δίδουν δύο ἄπειρα + συμπίπτοντα τὰ
δύο ἢ =. Αἱ δύο ἄπειροι γραμμαί, ἄπειροι μονάδες, τὰ δύο (2) ἄπειρα ἑνοῦνται
εἰς νέαν ἄπειρον δύο (2), ἀλλὰ καὶ ἀσύμπτωτοι εἶναι παραλλήλως βαίνουσαι
πρὸς τὸ ἄπειρον, δημιουργοῦσαι ἓν ἄπειρον, ὅπερ ἅμα εἶναι καὶ δύο.
Καὶ οὕτω ἀνωτέρω ὥρισα ὑμῖν τοὺς ἄξονας ΦΦ καὶ Φ΄Φ΄ ὡς συμπίπτο-
ντας καὶ ἀσυμπτώτους.
Χαρακτηρίζω τούτους νῦν καὶ παραλλήλους.
Ἔχετε τὸν τύπον:
Νόμοι πνευματικοί
Νόμοι ὑλικοί
Ὄντες δὲ οἱ ὑλικοὶ καὶ πνευματικοὶ νόμοι οἱ αὐτοὶ καὶ διάφοροι,
ἔχoυν ὁμοίας ἰδιότητας καὶ διαφόρους. Ὁμοίας βάσεις καὶ ἑτέρας. Ὁμοίας
ἐκδηλώσεις καὶ ἑτέρας: Τὰ αὐτὰ ἀποτελέσματα καὶ ἄλλα. Καὶ ἀρχίζομεν
ἀπὸ τοὺς ὑλικοὺς νόμους.
286 ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΙ

Ἡ βαρύτης, ἡ ἕλξις, τὸ ἀδιαχώρητον, τὸ πορῶδες, ἡ ἐλαστικότης, ἡ


συνεκτικότης, καὶ τόσοι ἄλλοι νόμοι, διέποντες τὰ ὑλικὰ ὑπάρχουν καὶ εἰς
τὰ πνευματικά, ὁρῶντες ὁμοίως, ἔχοντες τὰς αὐτὰς ἐκδηλώσεις, τὰ αὐτὰ
ἀποτελέσματα, ἀκολουθοῦν τὴν αὐτὴν τροχιάν, προκαλοῦσι τὰ αὐτὰ
φαινόμενα καὶ γεννοῦν τὰ αὐτὰ αἴτια. Ἀλλὰ διαφέρουν κατὰ τὴν φύσιν.
Βαρύτης τῶν ὑλικῶν - βαρύτης τῶν Πνευματικῶν.
Πνευματικὸν καὶ ὑλικὸν οὐ ταὐτό, ἀλλ’ ἑνοῦνται καὶ ἀποτελοῦν ἓν
πνευματοϋλικόν.
Ἕλξις τῶν ὑλικῶν - ἕλξις τῶν πνευματικῶν.
Συνεκτικότης εἰς τὰ ὑλικὰ - συνεκτικότης καὶ εἰς τὰ πνευματικά.
Πνευματικὰ καὶ ὑλικὰ διάφορα ==, ἀλλ’ εἶναι ἓν εἰς τὸ Πνευματικὸν + ἢ
2, ὅπερ + ἢ 2 εἶναι καί ==.
Δι’ ὃ Ἄπειρον + Ἄπειρον == Ἄπειρον καί Ι + Ι = 2.
Καὶ ἐξετάζοντες τὴν σχέσιν ὑπὸ τὸ ἄθροισμα, ἔχομεν ἓν Ἄπειρον τὸ
(σύνθετον) 2, εἶναι καὶ δύο ἢ διάφορα = διάφορα Ι, ἅπερ διάφορα Ι = εἶναι
καὶ τὸ Ἓν ταὐτὸν +, ὅπερ πάλιν εἶναι ἕν (Ι) διάφορον τοῦ Ἓν (+), ὅπερ δύο
καὶ Ἕν ===.
Δύο ἄπειρα βαίνοντα εἰς τὸ ἄπειρον οὐδαμοῦ συναντώμενα, ἀλλ’ ἐκ-
φραζόμενα δι’ ἑνὸς τοῦ 2.
Ἡ ὀνομασία δὲ τοῦ συμβόλου == ὡς ἴσον, τοῦτο δηλοῖ, ὅτι τό Ι καί Ι ἢ Ι
καὶ _ _ ἢ + εἶναι ἴσον ἢ, ὅπερ ταὐτὸ μὲ ==, ἅπερ διάφορα, ἀλλὰ καὶ 2, ὅπερ
εἷς, ὡς καὶ ὁ πρῶτος, ὅπερ (Ι) ἕν.
Ὅτι τὰ ἄπειρα Ι καὶ _ _ ἢ + ἢ == εἶναι ταὐτά Ι ἢ 2 ἢ + ὅπερ ταὐτὰ ἅμα καὶ
διάφορα.
Ἤτοι τὸ + ἴσον μὲ ==. Ἀλλὰ εἰς τὸν Σταυρὸν τὰ δύο Ἄπειρα ἑνοῦνται,
ἐνῷ καὶ διάφορα εἰς τὸ == ἴσον τὰ δύο Ἄπειρα εἶναι ἀσύμπτωτα.
Τὸ αὐτὸ εἶναι ἅμα καὶ ἄλλο.
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Στενὴ καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδός, ἀλλὰ τίς δύνα-


ται διαβῆναι τὴν στενότητα αὐτῆς, ἂν μὴ λεπτυνθῇ

ὑπεράγαν, ἵνα διὰ τῆς στενῆς ταύτης ὀπῆς διέλθῃ ;

Τίς οὐ μὴ ἀλγήσει κτυπώμενος διὰ τοῦ σφυροῦ

ἐπὶ τοῦ ἄκμωνος, ἵνα προσκτήσῃ την ἀπαιτουμὲνην

λεπτότητα καὶ χρησιμότητα;

Τίς ὃς μὴ ἂν θύσῃ ἑαυτόν, Ἐμὲ οὐ θύει καὶ ἐκ τῆς

Ἐμῆς Ἀγάπης οὐ μὴ καταναλίσκει εἰς τὴν ὄψιν τῶν

ψευδῶν τοῦ κόσμου πραγμάτων;

Ἐγὼ ὁ ἁλισκόμενος, Ἐγὼ ὁ θυόμενος, Ἐγὼ ὁ

βρώμενος, ὅταν ὑμεῖς πάσχετε διὰ τὴν ἀνάδειξιν


τοῦ Ἔργου Μου.

Τίς ἀκολουθεῖσαί Με δύναται; Εἰ θέλετε τῇ Ἀλη-

θείᾳ ἀναγαγεῖν ἑαυτοὺς μέχρι τῆς Ἐμῆς Ἀγάπης, ἑαυ-

τοὺς θύσατε ταῖς τοῦ κόσμου ψευδαῖς ἀντιλήψεσιν.


ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Οὐδεὶς ἄνθρωπος ἐγνώρισε τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Οὐδεὶς γιγνώσκει τί


τελεῖται πέραν τῆς γηΐνης ἐπιφανείας, τί Νόμοι λειτουργοῦσι καὶ διέπουσι
τήν Ἁρμονίαν τοῦ Σύμπαντος. Ἐπειδὴ δὲ οἱ ἄνθρωποι ἐμφυσημένοι ὑπὸ
Πνεύματος προσπαθοῦσι νὰ γνωρίσωσι τὰ μυστήρια καὶ πᾶν ὅ,τι φαίνεται
ἄγνωστον, ἐγέννησαν πολλά, τὰ ὁποῖα διὰ τῆς προόδου τῆς Ἐπιστήμης καὶ
τῆς ἐφευρέσεως νέων μέσων σπουδῆς καταρρίπτονται καὶ ἡ πρόοδος δί-
δει νέας βάσεις, ἐπὶ τῶν ὁποίων βαδίζουσι καὶ προοδεύουσιν.
Θέσας ὡς ὅρον τῆς Ἐπικοινωνίας Μου τὴν ἀπὸ γνωστὰ πράγματα πρὸς
ἄγνωστα πορείαν, θέλω ἀρχίσει ἐκ τῶν ἤδη ὑφισταμένων γνωστῶν καὶ
φθάνων ἐν ἀγνώστοις, ἀφοῦ ἐπεξηγήσω τινά, θὰ χωρήσω ἐπὶ τῆς ἀγνώ-
στου εἰς ὑμᾶς ὁδοῦ, ἐπιφυλασσόμενος ὅμως νὰ ἀναγάγω τὸ πνεῦμα σου εἰς
ἀνωτάτην τῶν μέχρι τοῦδε ἀφοσιωμένων σοι πνευμάτων βαθμίδα, τοὐτέ-
στιν νὰ σοῦ καταστήσω γνωστὸν πᾶν ὃ,τι ἤθελεν ὠφελήσει οὐ μόνον σέ,
ἀλλὰ καὶ σύμπασαν τὴν ἀνθρωπότητα.
Ὁ ζῆλος σου ὅμως δὲν ὁμοιάζει κατὰ πολὺ πρὸς τὸν ζῆλον τῶν ἐπιθυ-
μούντων νὰ προοδεύσωσιν. Πολλοὶ ἐπιθυμοῦσι νὰ φθάσωσι εἰς τὸ ἐπίπε-
δον τῆς ἰδικῆς σου πνευματικῆς διαπλάσεως καὶ ὅμως δὲν τὸ κατορθοῦσι,
διότι δὲν ἐπλάσθησαν ὡς ἐσύ. Ἐν τούτοις ὅμως σὺ ἀσχολεῖσαι εἰς ἐγκόσμια
καὶ παραλείπεις ν’ ἀνέλθῃς εἰς τὰ ὕψη, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀνελθὼν θὰ ἐμβλέπῃς
ἐπὶ τῆς γῆς τοὺς μωροὺς καὶ ἀνοήτους χωλαίνοντας διὰ τῶν ἐπιγείων, προ-
σκαὶρων ἀγαθῶν καὶ ἀπολαύσεων, τῶν μὲ οὐδεμίαν πνευματικὴν ἀπόλαυ-
σιν καὶ ψυχικὴν ἐντρύφησιν ἐξισουμένων.
Ἀληθὲς ὅμως ὅτι πολλάκις συναισθάνεσαι τί δοκιμασία ἀπαιτεῖται, διὰ
νὰ φθάσῃ τις εἰς τὴν ἀνωτάτην ταύτην τῆς ἀνθρωπίνης ἀνελίξεως βαθμί-
δα. Πολλοὶ ἀδημονοῦντες ὁραματίζονται, πολλοὶ δὲ μὴ δυνάμενοι νὰ ἐξα-
κολουθήσωσι τὴν σκολιὰν τῆς ἀνόδου ταύτης ὁδόν, κάμπτονται ὑπὸ τῆς
κοπώσεως καὶ τοῦ καμάτου καὶ τρέπονται εἰς τὴν ἀντίθετον ταύτης ὁδόν.
Ἄραγε σύ, ὁ ὁποῖος ἔχεις συμβοηθοὺς καὶ ὑποστηρικτὰς Ἀνώτατα πνεύμα-
τα, θὰ δυνηθῇς ν’ ἀκολουθήσῃς τὴν ὁδὸν τοῦ προορισμοῦ σου, θὰ δυνηθῇς
νὰ ἐξαγνισθῇς τόσον, ὅσον ἀπαιτεῖ ἡ Θεία Δικαιοσύνη διὰ νὰ φθάσῃς εἰς
τὸ ἀνώτατον ἐπίπεδον τῆς πνευματικῆς διαπλάσεως;
Τίς δύναται νὰ περιγράψῃ ὅσα ἐγνώρισε; Τίς δύναται νὰ ἀναγράψῃ
ὅσα τὸ Πνεῦμα ἐξελισσόμενον διὰ μέσου τῶν αἰώνων, διαβλέπει και ἐξετά-
ζει; Θὰ ἀπῃτεῖτο πρὸς τοῦτο βιβλίον καλῦπτον ὁλόκληρον τὸν μέχρι τοῦδε
ἐν Οὐρανῷ γνωστόν σας κόσμον, διότι πολλὰ πνεύματα καὶ πέραν τούτου
ἐπεκτείνωσι τὴν δρᾶσιν των.
Οὐδεὶς ἔγνωκε τὸν κόσμον, εἰ μὴ ὁ Θεὸς. Ὁ Θεὸς ἐστιν Πνεῦμα. Ἄρα-
γε καὶ τὰ ἐξ Αὐτοῦ ἐκπορευθέντα ἢ ἐμφυσηθέντα ὑπὸ πνεύματος ὄντα,
290 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

ἀδύνατον νὰ μὴ καταστῶσι τῆς Θείας Αὐτοῦ Σοφίας ἀποδέκται. Οὐδεὶς


τὸν Θεὸν ἔγνωκεν. Οὐδεὶς εἰ μὴ ὁ Θεὸς Αὐτός. Τίς δύναται νὰ φθάσῃ ἀπὸ
τῆς γῆς εἰς τὸν ἥλιον; Τίς ἄλλος ἢ αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ ἥλιος; Καὶ τίς δύναται νὰ
φθάσῃ τὴν Δύναμιν τοῦ Θεοῦ, εἰ μη ὁ Θεὸς Αὐτός;
Οὐδεὶς ἔγνωκεν Κύριον τὸν Θεὸν ἂν καὶ πάντες ἐκ Θεοῦ ἐξήλθομεν.
Ὁ Θεὸς ὁ δρῶν καὶ ἐπιβλέπων καὶ ἐτάζων τὰ πάντα κατὰ τὴν ἰδίαν Αὐτοῦ
θέλησιν καὶ προορατικότητα, ἣν οὐδεὶς ἔγνωκεν ἐκ τῶν πνευματικῶν,
Αὐτὸς καὶ Ἐμὲ ἐπιτάσσει, ὅπως ἀφήσω τὴν δύναμίν μου νὰ διευθύνῃ τὴν
γραφίδα σου καὶ γράψῃς περὶ τῶν ὅσων θέλω σοὶ καταδείξει ἢ θέλω σοὶ
ὑπαγορεύσει ἐν τῇ Δυνάμει Μου ὡς Πνεύματος Ἀνωτάτου Ἀγαθοῦ. Προ-
ϊδὼν ὅτι θέλεις ἐπιδοθῇ ἐν τῷ μέλλοντι μετὰ ἐνθερμοτέρας ζέσεως εἰς τὴν
μελέτην καὶ τὴν λύσιν πολλῶν ἀγνώστων πραγμάτων, προϊδὼν ὅτι μέλλεις
νὰ ἐπιχύσῃς Φῶς Ἀληθείας Ἀνέσπερον καὶ Φαεινὸν εἰς τὰς μέχρι σήμε-
ρον συγκρουομένας ἀληθεῖς καὶ ἀναληθεῖς θεωρίας, ἐπαφίημι ὅλην τὴν
Δύναμίν μου, ἡ ὁποία θέλει σὲ καθοδηγήσει εἰς ἀνωτέραν ἀνάδειξιν καὶ
τελειοποίησιν, ἡ ὁποία θέλει σοὶ καταδείξει τὴν ὁδόν, ἡ ὁποία ἄγει εἰς προ-
ορισμόν, δι’ ὃν ὁ ἄνθρωπος ἐρχόμενος εἰς τὴν γῆν, ὁφείλει ν’ ἀκολουθήσῃ,
ἐὰν θέλῃ νὰ παραγάγῃ ἔργα ἀντάξια τῆς ἀποστολῆς του, ἡ ὁποία θέλει κα-
θορίσει τὴν ἐν ἄλλαις ἀνωτέραις κλίμαξιν τὴν ἀνθρωπίνην αὐτοῦ ἐξέλιξιν
καὶ ἀναγωγήν.
Οὐδεὶς γνωρίζει τί ὁ Θεὸς σκέπτεται. Ὁ ἄνθρωπος ἐλθὼν εἰς τὸν κόσμον
τοῦτον δὲν ἔρχεται ὅπως ἐνδιατρίβῃ ἐπὶ τῶν ὑλικῶν ἀνουσίων καὶ ἀνυπάρ-
κτων δι’ ἓν πνεῦμα πραγμάτων. Οὗτος δὲν δύναται νὰ ἀναγάγῃ τὸ πνεῦμα
του ποτὲ εἰς ἀνωτέραν τῆς ὑφισταμένης ἐν τῇ γῇ πνευματικῆς ἀναπτύξεως
βαθμίδα, ἐὰν δὲν ἀναπτυχθῇ πνευματικῶς, ἐὰν δὲν ἀποβάλῃ τὰς κακὰς
αὐτοῦ ἕξεις, ἐὰν δὲν ἀπαρνηθῇ τὴν ὑλικῆν εὐζωΐαν καὶ ἐὰν δὲν ἀσχοληθῇ
ψυχῇ τε καὶ σώματι εἰς ἐξυπηρέτησιν τοῦ Θείου προορισμοῦ του.
Τίς ὅμως ἄνθρωπος δύναται ν’ ἀκολουθήσῃ ὁδόν, τὴν ὁποίαν διεχάρα-
ξεν ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος; Τίς δύναται ν’ ἀπαρνηθῆ τὴν ὑπαρκτικὴν
δι’ αὐτὸν ζωὴν καὶ ἐντρύφησιν καὶ ν’ ἀκολουθήσῃ ὁδὸν δράσεως οὐδὲν τὸ
ὑλικὸν ἀποφέρουσαν; Θάρρος! Ὀφείλεις ν’ ἀποβάλλῃς κακάς τινας ἕξεις.
Ὀφείλεις νὰ ἀκολουθήσῃς τὴν ὁδὸν τὴν ὁποίαν ἤδη μέλλω νὰ σοὶ χαράξω.
Τι ὠφεληθήσεται ἄνθρωπος ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδίσῃ τὴν δὲ ψυχὴν
αὐτοῦ ἀπωλέσῃ; Ὁ κόσμος πρὸς τί ἄραγε ἐπλάσθη; Ἐπλάσθη διὰ νὰ ἀπο-
λαμβάνῃ ἡ ὕλη τῶν ἀγαθῶν αὐτοῦ, ἢ ἐπλάσθη, ὅπως ἡ πνευματικὴ διά-
πλασις ἐντρυφᾷ ἐν αὐτῷ;
Βεβαίως ἡ ὕλη μόνη της οὐδὲν δύναται νὰ αἰσθανθῇ. Συνενουμένη
ὅμως μετὰ τοῦ πνεύματος διαβλέπει καὶ πραγματοποιεῖ δόξαν ἡ ὁποία
ἄνευ αὐτοῦ θὰ ἐξέλιπεν. Ὥστε ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ ψυχοπνευματι-
κὸν ὄν, ποὺ ἦτο πρὶν τῆς ἐνσαρκώσεως αὐτοῦ, ὡς θὰ ἴδητε ἀναλυομένην
τὴν ἄποψιν αὐτὴν κατωτέρω, ἐνεσαρκώθη, ὀφείλει ν’ ἀναπτύξῃ τὴν ἐν τῇ
γῇ πνευματικὴν αὐτοῦ ὀντότητα, ἐὰν θέλῃ νὰ φθάσῃ ἐν δόξῃ. Ὀφείλει ν’
ἀναπτύξῃ τὸ πνεῦμα του καὶ ὄχι νὰ παραμελήσῃ τὴν πνευματικὴν αὐτοῦ
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 291

ἀνάπτυξιν, χάριν τῆς σωματικῆς του εὐεξίας ἢ διαθρέψεώς του. Θὰ μοῦ εἴ-
πητε ὅτι ἄνευ τῆς σωματικῆς του διαθρέψεως ὁ ἄνθρωπος θ’ ἀποθάνῃ, θ’
ἀποβάλῃ δηλαδὴ τὸ σαρκίον του, τὸ ὁποῖον τὸν καθιστᾶ ἄνθρωπον.
Οὐδεὶς ὅμως γνωρίζει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον τῆς
γῆς ἔρχεται μὲ τὸν σκοπόν, ὅπως τελειοποιήσῃ τὰς πνευματικὰς αὐτοῦ
ἰδιότητας. Ἀφοῦ οἰκείᾳ βουλήσει ὀλισθήσας ἐνεσαρκώθη καὶ διὰ τῆς
ἐνσαρκώσεως, ὠσεὶ διϋλιστηρίου διερχόμενος, θὰ ἐκκαθαρισθῇ, διὰ
νὰ ἀποχωρισθῇ αὐτῆς ἀλώβητος. Ἀλλὰ ἀποχωρίζεται ἐντελῶς τῆς ὕλης
ἀποχωριζόμενος αὐτῆς; Ὄχι. Διότι ὡς θὰ ἴδωμεν, καὶ ἡ ψυχὴ εἶναι ὕλη, εἰς
τὴν ὁποίαν ἐνοικεῖ τὸ Πνεῦμα. Ἀλλὰ ἡ ὕλη δὲν δύναται νὰ ἐνδιαιτᾶται ἐν
τῷ Πνεύματι, ὥστε ν’ ἀμελήσωμεν τὴν Πνευματικὴν διάθρεψιν χάριν τῆς
σωματικῆς.
Ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν, ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον μόνον σκοπὸν ἔχει
νὰ πραγματοποιήσῃ τὸν κύριον ἐπὶ τῆς γῆς προορισμόν του, τοὐτέστιν
ἐνσαρκούμενος εἰς σάρκα γήϊνην νὰ γνωρίσῃ ἢ ἐντρυφήσῃ εἰς αὐτὴν
πνευματικῶς. Πράττων ὅμως ἀντιθέτως, τοὐτέστιν ἐντρυφῶν πρὸς κορε-
σμὸν τῆς σαρκικῆς αὐτοῦ ἐντρυφήσεως καὶ ἀπολαύσεως, δίδει δωρεὰν τὸ
πνεῦμα του τῇ σαρκὶ καὶ δοκιμάζεται ἐκ νέου.
Ὁ προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀποβλέπει εἰς τήν πνευματι-
κὴν ἀνάδειξιν καὶ εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ ἐν μέλλοντι. Θέλεις ν’ ἀκολουθήσῃς
τὴν ὁδόν, ἣν τὸ Πνεῦμα Μου σοῦ χαράσσει; Προσπάθησον ὅσον δύνα-
σαι, νὰ περιορίσῃς τάς σωματικάς σου ἀπαιτήσεις, τάς σωματικάς σου
ροπάς καὶ ν’ ἀναδείξῃς τὸ πνεῦμά σου, ὑποβοηθούμενος πρὸς τοῦτο
παρ’ Ἡμῶν. Ὁ προορισμός σου ἐπὶ τῆς γῆς εἶναι διττός. Ἡ ἀνάδειξις τοῦ
πνεύματός σου καὶ ἡ διαμόρφωσις τοῦ πνεύματος τῶν ἄλλων. Ἀπαρνού-
μενος τήν ἀνάδειξιν ταύτην καθίστασαι ὑπαίτιος ἀνεπανορθώτου σφάλ-
ματος. Καθίστασαι ἔνοχος.
Ἀκολούθησον πᾶν ὅ,τι σήμερον σοῦ δίδω. Ἐὰν βεβαίως ἀκολουθήσῃς
πᾶν ὅ,τι τὸ Πνεῦμα Μου λέγει σοι, ἀναγωγὴν τοῦ πνεύματός σου ποιεῖς
ἀκολουθῶν. Ἀναδεικνυόμενος ἐν παιδείᾳ, σοφία καὶ συνέσει, ἀνάδειξίς σου
πνευματικὴ τοῦτο. Ὁ ἄνθρωπος δὲν δύναται βεβαίως ὅσον καὶ ἂν προσπα-
θήσῃ ν’ ἀποβάλῃ τὰς κακάς του ἕξεις καὶ τάς πνευματικὰς του ἀπαιτήσεις.
Οὐχ ἦττον ὅμως, ὅσον ὀλιγωτέρας ἀπαιτήσεις ἔχει, τοσοῦτον καὶ πνευμα-
τικῶς προάγεται.
Ἀνάτρεξε εἰς τήν ἱστορίαν τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων καὶ θὰ ἴδῃς ὅτι οἱ
μεγαλύτεροι σοφοί, οἱ μεγαλύτεροι ἀνθρωπομορφωταί τοῦ ἀνθρωπίνου
κοινωνικοῦ βάθρου, ἐπὶ τοῦ ὁποίου σήμερον ὁ ἄνθρωπος ἐπαναπαύεται,
ἀπέβαλον τὰς κοινωνικὰς ἀπαιτήσεις, περιώρισαν τὰς σωματικάς των
τοιαύτας, τὰς μικροεπιδείξεις καὶ ἀνήγαγον διά τῆς ἀπομο­νώσεως, διά τῆς
ἐν τῷ ἀπείρῳ αὐτῶν προσηλώσεως τὸ πνεῦμα των εἰς περιωπὴν τοιαύτην,
πράξαντες ἔργα τοιαῦτα ἀναδείξαντα καὶ διαπλάσαντα τὸ πνεῦ­μα τῶν
­ἀνθρώπων.
Θεὸς ὁ Ἄναρχος, ὁ ἐν Ἑαυτῷ ὑπάρχων καὶ Ἑαυτὸν ἀναδεχόμενος
292 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

παντὶ καὶ πάντοτε καιρῷ καὶ χρόνῳ Αὐτὸς Θείᾳ Ἐπινεύσει καὶ Δικαιο-
σύνῃ, Ἀνωτέρα Αὐτοῦ Ἐπινοίᾳ καὶ Νοήσει ἀγαθὸν νομίσας τὸν κόσμον
ἐποίησεν.
ΘΕΟΣ ἀφῃρημένη ἔννοια, λέξις τις ἀκαθόριστος, οὐ δύναται ἔχειν τὴν
ἔκφρασιν τοῦ Ἀνωτάτου παντὸς ἀΰλου, ὁρατοῦ καὶ ἀοράτου ἐν τῷ Σύμπα-
ντι Δημιουργοῦ.
Ἀδύνατον ὁ ἄνθρωπος νὰ φαντασθῇ τὸ Μεγαλεῖον τοῦ δημιουργηθέ-
ντος κόσμου καὶ ἀδύνατον ἐξέλιξις ἀνθρωπίνου πνεύματος νὰ ἐξιστορήσῃ
καὶ νά συλλάβῃ τὴν ἔννοιαν τῆς Παντοδυναμίας τοῦ ΘΕΟΥ, τοῦ ἐξουσιάζο-
ντος πᾶν ὅ,τι ὁ ἀνθρώπινος στοχασμὸς ἀδυνατεῖ νὰ διακρίνῃ ἐν τῷ σκότει,
ἐν τῷ ὁποίῳ περιπλανᾶται.
Ἐπάναγκες θεωρῶ νά δώσω ὁρισμόν τινα περὶ τῆς Δυνάμεως ἂν ὄχι
περὶ τῆς ἰδιότητος τοῦ ΘΕΟΥ.
Δύναμιν δὲν ἐννοῶ τήν Ἐξουσίαν, ἣν παραθέτει ἐν τῇ ἰδίᾳ Αὐτοῦ Αὐτο-
βουλήσει, ἀλλὰ τὴν Δημιουργικότητα, ἐξ ἧς ἀπέρρευσεν ὁ Κόσμος, ἐφ’ οὗ
ἐνδιαιτῶνται τὰ ὄντα, τὰ ὁποῖα καὶ αὐτὰ ἐπλάσθησαν, ἵνα ἀποδεικνύωσι
διὰ τῶν πράξεών των τὴν Θείαν Δικαιοσύνην, ἡ ὁποία κατέστησεν αὐτὰ
Ἔμψυχα, Νοητὰ ἵνα συναισθάνωνται τὴν Θείαν Δημιουργικότητα, τὸ Θεῖον
τοῦ Πλαστουργοῦ Μεγαλεῖον, τὴν ἀνέκφραστον διά λόγων καὶ λέξεων ἔν-
νοιαν τῆς ἀναφερομένης ὑπὸ πολλῶν ἄνευ σημασίας λέξεως ΘΕΟΣ.
ΘΕΟΣ εἶναι, εἶπον, Ἄναρχος μὴ ἒχων ἀρχὴν ἢ τέλος, Ἄναρχος μὴ δυνά-
μενος ν’ ἀναγνωρίσῃ ἄλλην τινὰ ἀρχὴν ἐκτὸς τῆς Ἑαυτοῦ Ἀρχῆς καὶ Δυνά-
μεως, ἡ παραγωγὸς πασῶν τῶν ἀρχῶν καὶ ὡς Ἄρχων πάσης ἀρχῆς καὶ ὡς
Ἄρχων τοῦ ἰδίου Ἑαυτοῦ Του.
Εἶπον, Ἄναρχος οὐδὲ ἀρχὴν καὶ τέλος ἀναγνωρίζων. Ὡς τὸ Σύμπαν εἶ-
ναι Ἄπειρον, οὕτω καὶ ἡ Θεία Δύναμις ἡ ἐν αὐτῷ τῷ Σύμπαντι διεσπαρμένη,
ἐστὶν Ἄπειρος. Ἄπειρος οὖσα, ἀπειρίαν ἔργων ἀναδεικνύει ἀνὰ πᾶν χρονι-
κὸν διάστημα. Ἀναφέρω δὲ τοῦτο, ἵνα καταστήσω ὑμῖν γνωστὸν ὅτι πᾶσα
κίνησις, πᾶσα παραγωγὴ ἐκ Θεοῦ ἐκπηγάζει καὶ πρὸς Θεὸν κατατείνεται.
Ἀρχὴν χρόνου γεννήσεως ἐφ’ ὅσον δὲν ἀναγνωρίζει ὁ Θεός, πῶς δύνα-
ταί τις ν’ ἀντιληφθῇ τὸ μέγεθος τῆς Σοφίας, ἡ ὁποία ἐνδυναμώνει τὰ μετὰ
τὴν Δημιουργίαν Πνεύματα;
Ἀναφέρω ἐνταῦθα: «μετὰ τὴν Δημιουργίαν Πνεύματα», χωρὶς ν’ ἀπο-
καλύψω τί εἶχε πρὸ τῆς ἁρμονίας τοῦ κόσμου τούτου.
Θεὸς καὶ Σύμπαν ἓν ἐστι. Σύμπαν δὲν ἐννοῶ τὴν ἄψυχον ὕλην, τὴν ἐν-
διαιτουμένην καὶ περιφερομένην ἐν τῷ ἀχανεῖ ὁρίζοντι τοῦ Ἀπείρου.
Θεὸν δὲν ἐννοῶ μόνον τὴν Ἀνωτάτην Θείαν Πνευματικὴν Δύναμιν, τὴν
ἀναδεικνύουσαν τὰ Θεῖα ἔργα, ἐπὶ τῶν, ὁποίων στηριζόμενοι οἱ ἄνθρωποι
παραδέχθησαν αὐτὰ καὶ ἐδόξασαν καὶ δοξάσωσιν Αὐτὸν ἐν μέλλοντι αἰῶνι.
Θεὸς ὡς ὢν Ἄναρχος, οὐδὲ μίαν ἀρχὴν ἀναγνωρίσας, θάπτεται ἐν τῷ
Ἀπείρῳ ὡς τὸ Ἄπειρον συγχωνεύεται ἐν τῇ Πνευματικῇ Αὐτοῦ Δυνάμει, ἡ
ὁποία εἶναι διεσπαρμένη καὶ ἐν τῇ ἐλαχίστῃ γωνία τοῦ Ἀπείρου.
Ὅπου κόσμος ὑπάρχει ἐκεῖ καὶ Θεός. Ὅπου παραγωγικότης ὑφίστα-
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 293

ται, ἐκεῖ καὶ Δύναμις Θεοῦ. Ἀφοῦ τὸ Σύμπαν λειτουργεῖ διὰ δυνάμεων τοῦ
Θεοῦ, ἕπεται, ὅτι ἐν αὐτῷ ὁ Θεὸς ὑπάρχει καὶ διαβούλεται, ὅ,τι ἀγαθὸν ἢ
ἁρμονικὸν διορῶμεν.
Πρὸ τῆς Δημιουργίας τοῦ Σύμπαντος, πρὸ τῆς ἀρχικῆς τοῦ κόσμου ἐμ-
φανίσεως ὁ Θεὸς ὢν δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ὤκνῃ, ἀλλὰ ἠργάζετο δημιουρ-
γῶν τοὐτέστιν μεταβάλλων τὴν ἀρχικήν τοῦ κόσμου ὄψιν.
Ὁ Θεὸς ὡς ὢν ἐξ ἀρχῆς Δημιουργικὸς δὲν ἐπανεπαύθη ἀδρανῶν καὶ
μὴ παράγων, συνεπῶς ἡ ἀρχικὴ ὄψις καὶ αἱ δυνάμεις τοῦ Σύμπαντος δὲν
ἐδημιουργήθησαν, ἀλλ’ ὑφίσταντο ὡς καὶ ὁ Θεὸς Αὐτός. Ἐὰν ἀρνηθῶμεν
τὴν ἀπειρίαν ὅλου τοῦ κόσμου, ἀπαρνούμεθα τὴν Ὀντότητα τοῦ Θεοῦ. Ἐὰν
δὲν ἀποφανθῶμεν περὶ Δημιουργίας, χωρὶς νὰ καθορίσωμεν τὴν Θείαν τοῦ
Θεοῦ Ἀρχὴν ὑπὸ ἔννοιαν σαφεστέραν, θ’ ἀρνηθῶμεν αὐτὸν τὸν Θεόν.
Πῶς ὁ Θεὸς ἐδημιούργησε τὸν κόσμον, ἀφοῦ ὁ κόσμος οὗτος δὲν ὑπῆρ-
χεν; Καὶ πῶς ὁ Θεὸς ὢν Δημιουργικός, πρὸ τῆς Δημιουργίας τοῦ κόσμου
ἐκάθευδεν; Παραγωγικὸς Δημιουργὸς ὢν ὁ Θεός, δὲν ἠδύνατο ποτὲ νὰ κα-
θεύδῃ, ἀλλὰ πάντοτε ἐδημιούργει.
Ἐκ τούτου δῆλον γίνεται, ὅτι ἡ Δημιουργικότης τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει
ὅσον καὶ ὁ Θεὸς καὶ ἐξ αὐτοῦ καταφαίνεται, ὅτι ὁρίζων τις τὸν Θεόν, ὁρίζει
τὸ Ἄπειρον περιβάλλον τῆς Θείας Παραγωγῆς, τοὐτέστιν τὴν Ἀτέρμονα,
Ἀχανῆ καὶ Ἀκαθόριστον ὑπὸ λέξεων Ἀναδεικτικὴν τοῦ Σύμπαντος Μᾶζαν, ἡ
ὁποία ὑπῆρχεν ἐν διαπλάσει ὅσον καὶ ὁ Θεός, δηλαδὴ ἐν ἅπαντι τῷ αἰῶνι.
Πῶς; Δυνάμεθα ν’ ἀντιστῶμεν εἰς τὴν Γραφὴν καθορίζοντες οὕτω τὴν
Θείαν Δύναμιν τοῦ Θεοῦ; Θεὸς δὲν εἶναι μόνον ἡ Πνευματικὴ Δύναμις,
ἀλλὰ καὶ ἡ Ὕλη.
Ἂν ἄνθρωπός τις ἀποβιώσῃ καὶ ἀποβάλῃ τὸ σῶμα του, λέγομεν τὸν
ἄνθρωπον τοῦτον ἀπολολῶτα;
Ὄχι, διότι ὑπάρχοντος ἐν αὐτῷ τοῦ Πνεύματος δὲν δυνάμεθα νὰ ἀπο-
φανθῶμεν περὶ θανάτου, θανάτου, λοιπόν, ὄχι τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ τοῦ
σώματός του.
Οὕτω καὶ σήμερον ἀποφαινόμενοι περὶ Θεοῦ, ἀναγκαζόμεθα νὰ σᾶς
ἀποκαλύψωμεν ὅτι ἐν τῷ Σύμπαντι οὖσα διεσπαρμένῃ ἡ Θεία Δύναμις,
ἐμφιλοχωροῦσα οὕτως εἰπεῖν, αὕτη ἐν αὐτῷ συνοδεύεται ὑπὸ τῆς ὕλης,
τοὐτέστιν ὑπὸ τῆς Δημιουργικῆς Δυνάμεως τοῦ Θεοῦ παραγωγῆς.
Ἀπαρνούμενοι τὸν καθορισμὸν τοῦτον ἀπαρνούμεθα τὴν Ὀντότητα τοῦ
Θεοῦ. Θεὸς ὢν ἐν πάσῃ γωνίᾳ τοῦ Ἀπείρου «πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα
πληρῶν», ἀναδεικνύει ἔργα ἀντάξια τῆς Ἀναδοχικῆς Του Δημιουργικότητος.
Θεὸς ὢν ἐν Ἑαυτῲ, πῶς δύναται καὶ ἐν τῷ Σύμπαντι νὰ μὴν ὑπάρχῃ;
Ἄλλο ἐστι Σύμπαν καὶ ἄλλο Θεός; Ἡ Γραφὴ λέγει: «οὐκ οἴδατε, ὅτι
ὑμεῖς γὰρ Ναὸς Θεοῦ ἐστε ζῶντος, καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, οἰκεῖ ἐν ὑμῖν;»
(Β΄ Κορ. στ΄ 16). Ἄλλο ἐστιν ἄνθρωπος καὶ ἄλλο σῶμα καὶ ἄνθρωπος; Ὄχι
βέβαια.
Ἰδού, λοιπόν, ἡ λύσις. Ὁ ἄνθρωπος ὁμοίωμα τοῦ Θεοῦ ἐστιν. Κρᾶμα
ὕλης καὶ Πνεύματος, ὅ ἐστι Θεοῦ. Πνεῦμα ὁ Θεὸς.
294 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Ὅπως δὲ ὁ ἄνθρωπος ζῇ ἐν τῷ ὑλικῲ σαρκίῳ του, διότι καὶ ἀποθνή-


σκων, δηλαδὴ ἀποβάλλων τὴν χονδροειδῆ του ὕλην καὶ πάλιν εἰς ὕλην ἐν-
διαιτᾶται, αὕτη δὲ εἶναι ἡ ψυχή του ἡ ὁποία δὲν εἶναί τι ἄλλο παρὰ καὶ αὐτὴ
ὑλικὴ καὶ ἡ ὁποία ἐπλάσθη διὰ τῆς Θείας Δυνάμεως.
Οὕτω καὶ ὁ Θεός ἐστι Παραγωγός. Δηλαδὴ ἐκ τῆς Πνευματικῆς Αὐτοῦ
Ὀντότητος ἐν τῇ ὁποίᾳ ἐν λανθανούσῃ καταστάσει ὑπάρχουν πάντα τὰ
στοιχεῖα τά ἀπαρτίζοντα τὸ Σύμπαν, δι’ Ἀνωτέρας Αὐτοῦ Ἐπινοίας καὶ Δυ-
νάμεως καὶ Παραγωγικότητος ἀπέρρευσεν ἐξ Αὐτῆς ἡ ὑλικὴ τοῦ Σύμπα-
ντος ἐξέλιξις, ἡ ὁποία διαπλάσσεται ἕως ὅτου ἀναδεχθῇ τὴν πνευματικὴν
τῶν ὄντων ἐξέλιξιν, ἕως ὅτου ἀναδειχθῶσιν ὄντα ἀνώτερα εἰς πνευματικὰς
παραλλαγάς, ὄντα δυνάμενα νὰ φέρουν τὸ βάθρον τῆς πνευματικῆς ἁρμο-
νίας καὶ πέραν τῆς καθορισθείσης ὑπὸ τῶν ἀνθρωπίνων λογισμῶν ἀναδοχῆς.
Ἐν τῷ κειμένῳ τούτῳ ὑπάρχουν πολλά, τὰ ὁποῖα ἀδύνατον νὰ νοή-
σουν οἱ πάντες. Πολλὰ θέλω ἀναφέρει, πολλὰ θέλω ἐξιστορήσει, ἀλλ’ ἡ
Μεγάλη Ἀρχή, ἐξ’ ἧς ἀντλῶ περὶ τῆς ἀγνώστου πρὸς ὑμᾶς Δημιουργίας τοῦ
Σύμπαντος δὲν καθορίζεται εὐκόλως, ἐπειδὴ ὡς Ἀρχὴ πασῶν τῶν ἀρχῶν,
Ἀρχὴν ἐν Ἑαυτῇ μόνον ἐνέχει, εἰς δὲ τοὺς ἄλλους τοὺς ἐπιθυμοῦντας νὰ
­γ νωρίσωσι τὴν Ἀρχὴν ταύτην, ἐνδίδει τὸ Ἀκαθόριστον καὶ τὸ Ἀκατανόητον.
Τίς δύναται νὰ φαντασθῆ τὴν ἀπειρίαν τοῦ Σύμπαντος τῆς Πνευμα-
τικῆς τοῦ Θεοῦ Ὀντότητος, τὴν χρονολογίαν τῶν ἐν τῷ κόσμῳ ἐξελισσο-
μένων δημιουργημάτων ταύτης; Οὐδεὶς ἀνθρώπινος νοῦς, οὐδεὶς πνευμα-
τικὸς ἀναλογισμὸς δύναται νὰ συλλάβῃ τοιοῦτόν τι.
Φαντασθῆτε ἐπὶ παραδείγματι, ὅτι τὸ γνωστόν σας Σύμπαν κατέχεται
ὑπὸ τόσων μορίων, ἐλαχίστων ἐν σμικρότητι, ὅσον καὶ τὸ ἰσχυρότερον
μικροσκόπιον ἀδυνατεῖ νὰ ἴδῃ, αὐτὰ δὲ τά μόρια ἀποτελοῦσιν αἰῶνας, θὰ
εὕρισκέ τις ἓν τέλος; Τί τέλος ὅμως θὰ δυνηθῇ τις νὰ εὕρῃ ἐν τοῖς ἔτεσι τῆς
Δημιουργίας;
Οὐδείς, λοιπόν, δύναται νὰ περιγράψῃ Ἀφάνταστον Μεγαλεῖον, Ἀνέκ-
φραστον Πνευματικὴν παραβολήν.
Ἀναδεικνυόμενοι δὲ πνευματικῶς ἂς ἀναφωνήσωμεν οὕτω:
ΠΑΝ Ο,ΤΙ ΕΓΝΩΚΑΜΕΝ ΟΥΔΕΝ ΓΙΝΩΣΚΟΜΕΝ, ΕΙ ΜΗ ΟΤΙ Ο ΘΕΟΣ
ΜΕΓΑΣ ΕΣΤΙ.
Εὐλογημένος Κύριος, ὁ ὢν καὶ ὑπάρχων ἐν παντὶ καὶ πάντοτε χρόνῳ
καὶ τόπῳ, ὁ ἀναλαβὼν νὰ δώσῃ τοῖς πᾶσι Φῶς Ἄφθαρτον.
Γνωρίζω ὅτι θέλω παρέξει τοῖς ἀνθρώποις Νᾶμα Εὐφρόσυνον, ἐπισκο-
πῶν πᾶν ὅ,τι ἡ ἀνθρωπίνη ἀντίληψις δύναται νὰ ἐννοήσῃ καὶ συμπεριλά-
βει ἐν τῇ ἀναπτύξει αὐτῆς, ἀπεφάσισα νὰ ἀναλύσω ἐνταῦθα πᾶν ὅ,τι ἤθελε
δώσει ἀπόδειξιν τῆς ὑπάρξεως τῆς Ὀντότητος πάντων τῶν Ἀΰλων καὶ ὑλι-
κῶν, ὃ θέλω συμπεριλάβει ἐν τῷ τομιδίῳ τούτῳ τῷ ἐπιγραφομένῳ: «ΘΕΙΑ
ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ».
Ἔν ᾧ χρόνῳ πάντες οἱ λαοὶ τῆς Γῆς σπαράσσονται ἐν ᾧ χρόνῳ ἡ μὲν
Θρησκεία, ἣν ὁ Χριστὸς αὐτοῖς ἐδίδαξεν, ἐξωκοίλασα διά τῆς ἀπαρνήσεως
τῆς τηρήσεως τῶν διδαχῶν αὐτῆς διότι καὶ οἱ μᾶλλον πρὸς τὴν εἰρηνικὴν
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 295

τοῦ ἀνθρώπου διαβίωσιν προσκείμενοι, ἀναδιφῶντες ἐν ταῖς Γραφαῖς καὶ


τοῖς Ἁγίοις Γράμμασι, τὸν Θεὸν παριδόντες ἀναμεταξύ των σφαγὴν ἔθεσαν,
ἵνα διὰ πράξεων ἐφαρμόσωσι τὸ «Ἀγαπάτε ἀλλήλους» καὶ καθ’ ὃν χρόνον
αἱ μὲν ἄλλαι θρησκεῖαι ἀναπέμπουν δέησιν πρὸς κατάπαυσιν τοῦ θείου
προρρήματος, δηλαδὴ τῆς ἀλληλοσφαγῆς τῶν ἐθνῶν, ἡ θρησκεία ἡ ὁποία
ἔμελλε νὰ εἰρηνεύσῃ διὰ τῶν διδαχῶν αὐτῆς τὸν κόσμον καὶ νὰ ἐξημερώσῃ
τὰ ἑκατομμύρια τῶν ἀπολιτίστων ὁμάδων ἐν τῇ Χριστιανικῇ Ἀγάπῃ νῦν
πράξεις ἀντιθέτους πρὸς τὴν προσδοκίαν ὁρᾷ τις.
Ποῖος ἀρχηγὸς τῆς θρησκείας τοῦ Χριστοῦ ἠκούσθη κατά τὴν αἱματη-
ρὰν ταύτην τῶν ἐθνῶν ἀλληλοσφαγήν, καὶ τίς ἐπεχείρησε νά διαχωρίσῃ τὰ
ἀντιμαχόμενα μέρη; Ἡ μὲν μία τάξις ἐπικαλεῖται τὸν Θεόν της, ὅπως εὐο-
δώσῃ τὰ ὅπλα της, ἡ δὲ ἑτέρα ἐπίσης ἀποτείνεται πρὸς τὸν Μέγα τοῦ Σύ-
μπαντος Δημιουργὸν, τὸν Μέγα τῆς ἀνθρωπὸτητος Σωτῆρα, ὅπως ἐπιφέρῃ
τὸν ὄλεθρον, τὸν Θάνατον εἰς τοὺς ἀδελφοὺς αὐτῆς, εἰς τοὺς ὁμοθρήσκους
ἢ ἀλλοθρήσκους, τέκνα ἀμφότερα τοῦ Μεγάλου Δημιουργοῦ. Ποῖον εἰ-
σακούσει Κύριος ὁ Θεὸς ὁ ὁρῶν καὶ ἐπιβλέπων καὶ ἐκζητῶν πάντοτε τὴν
Δικαιοσύνην;
Ποῖον ἀφήσει ἐλεύθερον καὶ ποῖον τιμωρήσει, ἀφοῦ δὲν ἐπικαλοῦνται
τὸ Μέγα Του Ἔλεος, οὐδὲ τὴν Μεγάλην Του Φιλευσπλαγχνίαν καὶ Ἀγα-
θότητά Του; Τίς ὅμως ἔθεσεν ὡς μέγα αὐτοῦ μέλημα τὴν κατίσχυσιν τῆς
ἑδραιώσεως τῆς διαρκοῦς Εἰρήνης, ἡ ὁποία παρ’ ὅλην τὴν Θεοφώτισιν τοῦ
Σωτῆρος τῆς ἀνθρωπότητος δυστυχῶς δὲν ἐπεφυλάχθη;
Ὁ ἄνθρωπος θὰ ἐξακολουθῇ νὰ ἔχῃ πάντοτε αἱμοχαρῆ ὁρμήν, θὰ ἐξα-
κολουθῇ νὰ διατηρῇ τὰς ἀγρίας αὐτοῦ ὁρμάς, τὰς ὁποίας καὶ ἡ Ἀνωτάτη
αὕτη ἐπὶ τῆς γῆς Ἀποστολὴ δὲν θὰ κατορθώσῃ νὰ καταπνίξῃ;
Τίς δύναται νά παραγκωνίσῃ τὸ μέγα τοῦτο ἀδιάσπαστον μῖσος καὶ τίς
δύναται κατόπιν τόσης ἀνθρωποθυσίας νὰ εἰρηνεύσῃ τὸν κόσμον; Οἱ λαοὶ
ἄραγε μόνοι των θὰ συναισθανθῶσι τὸ βάραθρον, εἰς ὃ τὸ μῖσος τοὺς ἔφερεν;
Ἡ Χριστιανικὴ θρησκεία θὰ εἶναι εἰς θέσιν νὰ ἐπιβάλῃ τὴν ἰσχύν της, ἐν
ᾧ χρόνῳ αἱ μυριάδες τῶν μυριάδων τείνουσι τὴν χεῖρα πρὸς ἀλλήλους καὶ
ἀλληλοσπαράσσονται; Ἐν ᾧ χρόνῳ σύμπασα ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μετ’
εὐχῶν καὶ εὐλογιῶν ἀποδέχεται τὴν τοιαύτην τῶν τέκνων της σφαγήν;
Ταῦτα πάντα διαγράφουσιν ὡρισμένην ἀνθρωπίνην τροχιάν, τὴν ὁποίαν
διέρχεται ὡς ὑπόλειμμα τῆς πρὸς τὴν γῆν καθόδου του ὁ ἄνθρωπος, ἐκτίων
τὴν αὐτοβούλως ἐκ τῆς παρακοῆς του ἀποκτηθεῖσαν ποινὴν αὐτήν, ἵνα ἐν τῇ
ἀγρίᾳ αὐτῇ πάλῃ του ἀφυπνιζόμενος ἐκ ταύτης διανοιγῶσιν οἱ ὀφθαλμοί του
διὰ νὰ διακρίνῃ τὸν Νέον Φαεινὸν Ἥλιον, τὸν μέλλοντα νὰ ἐπιφωτίσῃ τὸν
κόσμον, τὸν κυλιόμενον ἐν τῇ ἀδικία καὶ τῇ ἀλληλοκαταστροφῇ. Καὶ ὁ Ἥλιος
αὐτός, ὁ μέλλων νὰ ἐπιφωτίσῃ καὶ χειραγωγήσῃ τὸν κόσμον, νὰ ἐπιχύσῃ τὴν
μεγάλην του ἀνθρωπιστικὴν καὶ σωτήριόν του Ζωὴν εἰς πάντας ὑμᾶς διὰ τῆς
πραγματοποιήσεως τῆς τοῦ Σωτῆρος ρήσεως «καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω, ἃ οὐκ
ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης· κἀκεῖνά με δεῖ ἀγαγεῖν, καὶ τῆς φωνῆς μου ἀκού-
σουσι, καὶ γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμὴν» (Ἰωάν. Ι΄ 16), ἤρχισε ἀνατέλλων.
296 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Ναί, ὁ Φαεινὸς αὐτὸς Ἥλιός ἐστιν ἡ Πνευματικὴ Ἐπικοινωνία.


Ἄνθρωποι ἀσχολούμενοι μὲ τὴν Πνευματικὴν Ἐπικοινωνίαν, διά τῶν συγ-
γραμμάτων των θὰ ἐπιχύσωσι φῶς εἰς τὰς θεωρίας, αἱ ὁποῖαι παρέμενον
καὶ παραμένουν σκοτειναί, ἄλυτοι ἢ διφορούμεναι καὶ θὰ προσπαθήσουν
ἀδιακρίτως φυλῆς καὶ θρησκεύματος νὰ μεταδώσωσι τὰ ζείδωρα φῶτα
τῶν ἀληθειῶν, αἱ ὁποῖαι θὰ ἐπιδίδωνται αὐτοῖς ἄνωθεν ὑπὸ τοῦ Μεγάλου,
τοῦ Φωτοδότου Δημιουργοῦ των, τοῦ ἐμπεπλησμένου Ἀγαθωσύνης και
Ἀγάπης.
Τίς δύναται νὰ περιλάβῃ ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ τὴν Ἀγάπην, ἣν ὁ Δημιουρ-
γὸς τοῦ Σύμπαντος τρέφει τοῖς τέκνοις Αὐτοῦ;
Τίς δύναται νὰ συνενώσῃ τὴν ἀγάπην ὅλων τῶν πλασμάτων Αὐτοῦ καὶ
νὰ τὴν ἀντιπαραβάλῃ μὲ τὴν Μεγάλην Αὐτοῦ Ἀγαθότητα πρὸς τὸ Μέγα φίλ-
τρον, τὸ ὁποῖον ἄγει ἕκαστον ὑμῶν πρὸ τῆς Ἀτέρμονος καὶ Ἀνεξαντλήτου
Ἀγάπης Του;
Ὁ Θεός, ὡς εἶναι Μέγας, ὡς εἶναι Ἄπειρος ἐν ἔργοις, οὕτω εἶναι καὶ
Ἀτέρμων καὶ Ἀνεξάντλητος καὶ Ἄπειρος ἐν Ἀγάπῃ καὶ τρυφερότητι πρὸς
τὸν κόσμον.
Ἐὰν τὸ φίλτρον τῆς μητρὸς πρὸς τὰ τέκνα της ἀδύνατον ἄνθρωπος νὰ
καταλογίσῃ, ἐὰν ἡ ἀνθρωπίνη καρδία ἀποτελοῦσα μηδὲν τῆς Θείας Ἀγά-
πης ἀγαπᾷ τὰ τέκνα της, πόσον μᾶλλον ἡ Δημιουργὸς τῆς καρδίας αὐτῆς
Πρόνοια καὶ Ἀγάπη δὲν ἀγαπᾷ τὸν κόσμον, δὲν τρέφει ἀπεριόριστον τρυ-
φερότητα πρὸς τά πλάσματα Αὐτῆς;
Τίς δύναται νὰ λάβῃ ἀπεριόριστον ἀγάπην καὶ περικλείσῃ αὐτὴν ἐν τῇ
καρδίᾳ αὐτοῦ;
Τίς δύναται νὰ ἀναβλέψῃ τὸν Θεὸν τὸν δώσαντα αὐτῷ τὴν ζωὴν καὶ θὰ
τιμωρηθῇ διὰ τοῦτο; Ἢ τίς δύναται ν’ ἀτενίζῃ τὸν Δημιουργὸν τῆς ψυχῆς
του καὶ νὰ ἐκλιπαρήσῃ Αὐτὸν πρὸς σωτηρίαν αὐτῆς, Οὗτος δὲ ἤθελε τὸν
ἀποπέμψει;
Πολλὰ ὑπάρχουσι, τά ὁποῖα παρερμηνεύονται ἀκριβῶς ὑπ’ ἐκείνων οἱ
ὁποῖοι διδάσκουσι τὴν ἀγάπην καὶ τὴν ἀδελφωσύνην καὶ τὴν ἀλληλεγγύην
καὶ τὴν ἀλληλοβοήθειαν καὶ φιλευσπλαγχνίαν καὶ παρέρχονται ἄνευ δια-
μαρτυρίας τινὸς τὴν Μεγάλην τοῦ Θεοῦ πρὸς τὰ πλάσματά Του Ἀγάπην.
Ὁ κόσμος δὲν δύναται βεβαίως ν’ ἀντιληφθῆ τὸ Μεγαλεῖον τῆς Θείας
τοῦ Θεοῦ Δικαιοσύνης. Δὲν δύναται νὰ ἐννοήσῃ τὴν ἀφάνταστον πρὸς τὰ
τέκνα Του Ἀγάπην. Ἐὰν ἠδύνατο νὰ ἐννοήσῃ ταύτην, θὰ ἄφηνε πᾶν ἐπίγει-
ον ἀγαθὸν καὶ θὰ προσήλωνε τὸν νοῦν του πρὸς τὸν Μέγα Δημιουργὸν καὶ
τοῦ κόσμου Ποδηγέτην.
Ἀδυνατεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀντιληφθῆ τὴν ἀγάπην, διότι δὲν ἀγαπᾷ
ὁλοψύχως. Ἀνετράφη ἐν τῇ ἁμαρτία τῶν γονέων του, τοῦ πλησίον του, ἐν
ἁμαρτίᾳ τῶν ἀνωτάτων τῆς διδασκαλίας αὐτοῦ ἡγετῶν.
Μήπως ἡ Θρησκεία τοῦ Μεγάλου τῆς ἀνθρωπότητος Εὐεργέτου καὶ
Σωτῆρος δὲν δίδει τὴν Ἀγάπην; Διατὶ οἱ ὁπαδοί αὐτῆς παρερμηνεύουν τὸν
Θεῖον Λόγον;
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 297

Ἀφ’ ἑνὸς μὲν διδάσκουσιν, ὅπως ὁ κόσμος ἀγαπᾷ τὸν πλησίον του, ὡς ὁ
Θεὸς ἠγάπησε τὸν κόσμον, ὡς ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ἠγάπησε τὴν ὕπαρξιν καὶ
τὴν ζωήν του καὶ ἀφ’ ἑτέρου διδάσκουσι παρερμηνευταὶ ὄντες τῶν Θείων
ρήσεων, τὴν πρὸς τὸν ἀλλόθρησκον ἐκδίκησιν, τὴν διά τῶν ὅπλων ἄμυναν
τῶν πατρίων ἤ Θείων παραδόσεων.
Εἶμαι Ἕλλην Χριστιανὸς καὶ ὀφείλω νά τηρήσω τὴν Ἑλληνικὴν Ὀρθό-
δοξον Ἐκκλησίαν. Εἶμαι Ρῶσσος ἢ Βούλγαρος καὶ οὐδέποτε θὰ ταπεινωθῶ
πρὸ τοῦ μικροῦ Ἔθνους τῶν Ἑλλήνων.
Τίς δύναται ὅμως νὰ ἐνσπείρῃ μῖσος ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ
καὶ τίς δύναται νὰ ἀποπέμψῃ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ ν’ ἀγαπηθῇ παρ’ αὐτοῦ;
Τίς δύναται ν’ ἀνυψωθῇ τοσοῦτον ὥστε νὰ ἐπιχύσῃ ἀφοσίωσιν καὶ
ἀγάπην ἐν τῇ καρδία τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ καὶ τίς δύναται νὰ προπηλακίσῃ
τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ ν’ ἀγαπηθῆ παρ’ αὐτοῦ;
Τίς δύναται ν’ ἀνυψωθῇ τοσοῦτον, ὥστε νὰ ἐπιχύσῃ ἀφοσίωσιν καὶ
ἀγάπην ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ μισοῦντος καὶ ἀπαρνουμένου τὴν ἀδελφωσύνην,
ὁμόνοιαν καὶ ἀλληλεγγύην;
Οἱ ὁπαδοὶ τῆς Χριστιανικῆς Θρησκείας, ἀφοῦ διέσπειραν τὸ μῖσος εἰς
τοὺς ὁμοθρήσκους των καὶ ὁμοϊδεάτας αὐτῶν, ἠθέλησαν ν’ ἀποδώσωσι τὴν
ἀτέλειάν των αὐτὴν καὶ εἰς τὸν Μέγαν τοῦ Κόσμου Πλαστουργόν, τὸν Θεόν,
ὁ Ὁποῖος ἐν τῇ Ἀπείρῳ Αὐτοῦ Παναγαθότητι ἔπλασε τὴν καρδίαν αὐτῶν, ἐν-
σταλάξας ἐν αὐτῇ τὴν στοργήν, ἣν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι διατηροῦν ἐν ληθάργῳ.
Ἐν τῇ Μεγάλῃ Αὐτοῦ Ἀγαθότητι ὁ Δημιουργὸς πάντων τῶν ἐν τῇ γῇ καὶ
τῷ Οὐρανῷ ὄντων καὶ ὑλικῶν παραγωγῶν ἔδωσεν εἰς τὸν ἄνθρωπον ἐκτὸς
τῆς Ἀγάπης καὶ μέρος τῆς Φωτοδότου Θείας Αὐτοῦ Σοφίας, ἵνα οὗτος κατα-
νοῇ τὴν ἀγάπην, ἣν αὐτῷ ἐδωρήσατο.
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ἐν τῇ ἀτελείᾳ αὐτοῦ παριδὼν τὸ ἄφθαστον τῆς Ἀγά-
πης Αὐτοῦ μέγεθος καὶ τὴν Ἀνεξάντλητον Πηγήν, ἔπλασεν ἐν τῇ φαντασίᾳ
του τὸν Ἀπειράγαθον Θεὸν τιμωρὸν τῆς ἀνθρωπίνης παραστρατήσεως,
ἐνέβαλεν ἐν τῇ καρδίᾳ Αὐτοῦ ἐξ ἴσου ἀγάπην καὶ μῖσος πρὸς τὰ τέκνα Του.
Ἀφωμοίωσε δηλαδὴ τὸν Θεὸν μὲ ἑαυτὸν παρανοήσας καὶ παρεξηγήσας
τοὺς Νόμους Του.
Οὕτω ἐννοοῦντες τὸν Θεὸν ἁμαρτάνομεν.
Ὁ Θεὸς Ἀγαθώτατος ὥν, πῶς δύναται πράττειν κακόν; Καὶ ὣν ἀφοσι-
ωμένος εἰς τὴν ἀνάδειξιν τοῦ ἀνθρώπου, πῶς δύναται ν’ ἀποφανθῇ περὶ
τῆς καταστροφῆς ἤ τῆς Αἰωνίου αὐτοῦ τιμωρίας ἄνευ Εὐσπλαγχνίας τινός;
Μήτηρ τις βλέπουσα τὸν ἄσωτον υἱὸν της παρεκτρεπόμενον παρηγορεῖ
αὐτὸν ὑποφέροντα. Πόσον δὲ ὁ Θεὸς βλέπων τὸ τέκνον Του, τὸν ἄνθρωπον
δὲν ἀφοσιοῦται πρὸς ἐπαναφοράν καὶ μετάγνωσιν ἀπὸ τῆς κακίας του;
Ἄραγε ἡ μήτηρ εἶναι δυνατὸν νὰ συγχωρήσῃ τὸν υἱόν της, ὁ δὲ Πανά-
γαθος Θεὸς ὁ ἐνσταλάξας ἐκ τῆς Ἀπείρου Ἀγάπης Του ἐλάχιστον ἴχνος εἰς
τὴν καρδίαν τῆς μητρός, ἀδυνατεῖ νὰ ἀναγνωρίσῃ τὴν μετάνοιαν ἤ τὴν
ἀναπεμπομένην ὑπὸ τοῦ ἀνθρώπου δέησιν πρὸς συγχώρησιν καὶ ἄφεσιν
τῶν ἁμαρτημάτων αὐτοῦ;
298 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Θὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ ἀφήσητε τὴν διάνοιάν σας νὰ προσηλωθῇ


πρὸς τὴν Ἀτέρμονα τοῦ Κόσμου Ἀγκάλην. Ὅταν κατορθώσητε νὰ διασχί-
σητε τὰς Ἀπεράντους τοῦ Ἀπείρου διαστάσεις, τότε θὰ κατορθώσητε νὰ
αἰσθανθῆτε καὶ ἐν τῇ καρδία σας πολλοστημόριον τῆς Ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τῆς
ὑπερπληρούσης τὸ Σύμπαν καὶ χαριζούσης τὴν Πηγὴν τῆς Συμφωνίας Αὐτοῦ.
Πρὶν ἢ διαλάβωμεν ἐν τῷ παρόντι πῶς ὁ κόσμος ἐδημιουργήθη, καλὸν
ἐθεωρήσαμεν ν’ ἀναπτύξωμεν τὴν Ὑπερτέλειαν Ἀγάπην εἰς αἰσθήματα τοῦ
Πλαστουργοῦ τῆς ἀνθρωπίνης καρδίας καὶ σύμπαντος τοῦ ἐν τῷ ἀπείρῳ
Κόσμῳ Θεοῦ, Ὃς ἐπιχέει τοῖς πᾶσι τὴν Ἀνεξάντλητον Ἀνεξικακίαν καὶ Ἀναλ-
λοίωτον Αὐτοῦ Μακροθυμίαν καὶ Ἔλεος, ἐπισφράγισιν τῆς ὁποίας ἀποτε-
λεῖ ἡ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ ἐπίκλησις τοῦ Ἀπεσταλμένου ὑπὸ τῆς Θείας Ἀγάπης
Σωτῆρος Χριστοῦ, ἀναφωνήσαντος: «Πάτερ μὴ καταλογίσης αὐτοῖς τὴν
ἁμαρτίαν ταύτην, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι.» (Λουκ. ΚΓ΄ 34)
Ἡ Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὑπὲρ τοῦ κόσμου ἀποβαίνει καὶ τὸν κόσμον περι-
λαμβάνει ἐν τῇ Ἀπείρῳ Αὐτοῦ Διαποθήσει. Ὁ Θεὸς τὸν κόσμον ἠγάπησεν
καὶ τὸν κόσμον ἀνέδειξε τῆς Ἀγάπης Αὐτοῦ ἀποτέλεσμα.
Ἡ Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δὲν δύναται νὰ καταλογισθῇ, ὡς ὁ Θεὸς εἶναι Ἄπει-
ρος, ὡς ὁ Θεὸς εἶναι Ἀναλλοίωτος καὶ Ἄφθαστος, οὕτω καὶ ἡ Ἀγάπη, ἣν
πρὸς σύμπαντα τὸν κόσμον τρέφει ὁ Θεὸς Ἀναλλοίωτος καὶ Ἄφθαστός
ἐστιν.
Ἀλλὰ θά μοῦ εἴπῃ τις. Ἀφοῦ ὁ ἴδιος ἐδημιούργησεν τὸν Σατανᾶν τὴν συ-
στηματικὴν αὐτὴν ἀντίδρασιν, τὸ κακόν, τί νὰ κάμῃ ὁ μοιραῖος ἄνθρωπος,
ὁ ἀδυνατῶν νὰ εἰσπλεύσῃ εἰς τὰς μέχρις ἐδῶ ἀβυσσαλέας περὶ τῆς Ἀγάπης
τοῦ Θεοῦ ἐννοίας λόγῳ τοῦ διανοητικοῦ του σκότους καὶ βλέπων τὰ περὶ
ἑαυτὸν φαινόμενα ἀντίστροφα καὶ ὡς πάντοτε ἐξομοιώνων τὸν Θεὸν τῆς
Ἀπείρου Ἀγάπης μὲ ἑαυτόν, ἀπέδωσεν δογματικῶς εἰς τὸν Πανάγαθον Θεὸν
καὶ ἀδυνάτους ἰδιότητας ὡς Δημιουργοῦ τοῦ Σατανᾶ, τὸν ὁποῖον ἀντικρύ-
ζει εἰς πᾶν του βῆμα ὡς ἀντίδρασιν, ὡς πρόσκομμα ἐπὶ τῶν προσπαθειῶν
του. Ἐνῶ ἐὰν διεισδύσῃ τις εἰς τὸ βάθος τῆς προσωπικότητός του, θὰ δια-
κρίνῃ ὅτι καὶ τὸ πρόσκομμα αὐτὸ ἐν ἑαυτῷ ὑπάρχει, λαβὸν θέσιν ἀκατα-
νοήτου ἀλληγορίας διά μέσου τῶν χιλιετηρίδων.
Δὲν ὑπάρχει Σατανᾶς; Ὑπάρχει ἐν ἑαυτῷ καὶ ἔξωθεν αὐτοῦ, ἀφοῦ, ὡς
αὐτὸς ὑφίσταται, ὑφίστανται καὶ ἄλλοι ἔξωθεν αὐτοῦ τοιαῦται ὀντὸτητες
μετ’ αὐτοῦ παλαίουσαι, ὅπως ὁρατῶς καὶ ἀοράτως.
Τοῦτο τὸ προϊὸν ἐκ τῆς πτώσεώς του καὶ τῆς ἐκ τοῦ Παραδείσου ἐξώ-
σεώς του, παλαίει πάλην σκληράν. Ὑπεύθυνος δὲ πρέπει νὰ εἶναι ὁ οὕτω
δημιουργήσας τὴν κατάστασιν ἄνθρωπος.
Ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι κατέστησαν ἀδύνατοι διά τῆς ἐπεμβάσεως τῆς Σα-
τανικῆς ἀντιδράσεως, ἀπό ἑωσφόροι ὅπου ἦσαν, μετενσαρκωθέντες ὡς
τοιοῦτοι πού εἶναι εἰς τὴν γῆν, ἐμφανισθείσης οὕτω ὅπως λέγει καὶ ἡ Γρα-
φή, διὰ τῆς βρώσεως τοῦ ἀπηγορευμένου καρποῦ, τῆς γνώσεως τοῦ Καλοῦ
καὶ τοῦ Κακοῦ.
«Καὶ εἶπεν ὁ ὄφις πρὸς τὴν γυναῖκα, δὲν θέλετε βεβαίως ἀποθάνει· ἀλλ’
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 299

ἐξεύρει ὁ Θεός, ὅτι καθ’ ἣν ἡμέραν φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ, θέλουσιν ἀνοιχθῇ οἱ
ὀφθαλμοί σας, καὶ θέλετε εἶσθαι ὡς Θεοί, γνωρίζοντες τὸ Καλὸν καὶ τὸ Κα-
κόν.» (Γέν. Γ΄ 4-5)
Τὸ Κακὸν αὐτὸ εἶναι ὁ Σατανᾶς.
Ἀλλὰ καὶ ἂν δὲν ἦτο τὸ μῖσος ὡς νόημα, πῶς θὰ κατενοεῖτο ἡ Ἀγάπη ὡς
τοιαύτη;
Ἡ Ἀγάπη ἐν τῇ πραγματικῇ αὐτῇ ἀτελείᾳ σας δὲν κατανοεῖται ὡς
ἀγάπη, διότι ἐν τῇ φαινομενικῇ αὐτῇ ἀντιθέσει προβάλλει ὁ ἐν ἀδρανείᾳ
διατελῶν Θεῖος Ρυθμιστής, ἡ Δικαιοσύνη, μεταξὺ τῶν ἀνθρωπίνων καὶ ἡ
ὁποία εἶναι τὸ αὐστηρὸν τῆς Ἀγάπης τέκνον καὶ ὁ μοναδικὸς ρυθμιστὴς
τῆς ἀνθρωπότητος, διὰ τοῦ ὁποίου καὶ μόνον καθίστανται εἰς τὴν μικρὰν
ἀντίληψίν σας πασιφανὴς ἡ Θεία ἐπὶ τοῦ παντὸς Ἀγάπη.
Ἀνεφέραμεν ἐν προηγουμένοις τὴν ἀγάπην τῆς μητρὸς πρὸς τὸ τέκνον
της. Ἂς λάβωμεν ὡς μονάδα τὴν Ἀγάπην αὐτὴν καὶ ποιήσωμεν τὸν ἑξῆς
συλλογισμὸν θὰ καταλήξωμεν εἰς τά ἐξῆς: Ἡ γῆ ἐστι κόκκος ἀφανὴς ἐν τῷ
Σύμπαντι. Γῆ σημαίνει μηδὲν τῶν ἀνεξιχνιάστων καὶ ἀκαταλήπτων ἀριθ-
μῶν τοῦ Σύμπαντος Κόσμου.
Κατὰ λογικὸν ὅθεν συμπέρασμα σύμπασαι αἱ καρδίαι τῶν μητέρων ὄχι
μόνον τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ συμπάσης τῆς ζώσης ὑπάρξεως, διότι παντοῦ
ἐμφωλεύει ἡ μητρικὴ ἀγάπη, συνενούμεναι ἤθελον ἀποτελέσει μηδὲν
ἀντιπαραβαλλόμεναι πρὸς τὴν Ἀγάπην, ἣν τρέφει ὁ Θεὸς πρὸς τὰ Ἑαυτοῦ
πλάσματα.
Τίς δύναται νὰ ἀντιπαραβάλῃ τὴν γῆν μὲ τὸ Ἄπειρον; Καὶ τίς θὰ ἐπιχει-
ρήσῃ νὰ συμπεριλάβῃ ἐν τῇ καρδίᾳ του πολλοστημόριον τῆς Ἀγάπης τοῦ
Θεοῦ;
Σεῖς οἱ Θεὸν πιστεύοντες καὶ περὶ Θεοῦ ἀποφαινόμενοι ἀνανήψατε ἐκ
τοῦ ὀλέθρου, εἰς ὃν περιπίπτετε κατηγοροῦντες τὸν Θεὸν ὡς τιμωρὸν τοῦ
ἀνθρώπου.
Ὁ Θεὸς ὡς εἶναι Ἄπειρος εἰς Ἀγάπην δὲν δύναται νὰ εὐσπλαγχνισθῇ
ἄνθρωπον, τὸν ὁποῖον ἡ μητρικὴ καρδία οἰκτείρει καὶ συγχωρεῖ καὶ ἐλεεῖ;
Εἶναι δυνατὸν ἡ Μακροθυμία τοῦ Ἀνωτάτου Ὄντος νὰ ἀντιπαραβληθῇ μὲ
τὴν αἰσθανομένην ἀγάπην καρδίαν τοῦ πλάσματός του; Καὶ ὅταν ἀποδί-
δωμεν τὴν ἀγάπην αὐτὴν εἰς τὸν Θεόν, εἶναι ποτέ δυνατὸν ἡ Ἀγάπη αὕτη ἡ
Ἀτέρμων καὶ Ἀνιστόρητος νὰ στραφῇ πρὸς τὴν ἀντίθετον αὐτῆς μισαρότη-
τα, ἀντιτιθεμένης ταύτης εἰς τὴν Ἄπειρον Αὐτοῦ Δικαιοσύνην;
Ὁ ἄνθρωπος ἀπέναντι ἑνὸς πάσχοντος, αἰτοῦντος τὴν βοήθειαν
αὐτοῦ, ἐξανίσταται καὶ τὸν ἐκλιπαροῦντα σώζει ἢ θυσιάζεται χάριν αὐτοῦ.
Ὁ Θεὸς, ὁ Ἀνεξίκακος, θὰ ἤθελε ποτέ ἀφήσει τὸν ἄνθρωπον τὸν ἀναδείξα-
ντα δι’ ἔργων τὴν Θείαν ἀποστολήν του, νὰ ἀπωλεσθῇ διά τὸν λόγον, ὅτι
ἐκεῖνος ἡμάρτησεν;
Ὁ Θεὸς ἐδημιούργησεν τὸν ἄνθρωπον ἐλεύθερον καὶ μὲ ὅλας τὰς διακρι-
τικὰς δυνάμεις, ὥστε καὶ διὰ τὴν τιμωρίαν του ἀκόμη διὰ τὰ ὀλισθήματά του
νὰ αὐτοτιμωρεῖται, ὅπως εἶπεν εἷς Μέγας Ἀναμορφωτής, διά τῆς τοῦ «συ-
300 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

νειδότος του δαπάνης». Σκεπτόμενοι δὲ οὕτω περὶ Θεοῦ δὲν ἁμαρτάνομεν;


Ἀνανήψατε ἄνθρωποι. Ἐγερθῆτε ἐκ τοῦ ληθάργου. Εὐχαριστήσατε
τὸν Μέγα τοῦ Σύμπαντος Δημιουργόν, διότι ἔθεσέ Με ὡς ὄργανον τῆς
Μεγάλης Ἀποκαλύψεώς Του, ὅπως διαλαλήσω εἰς τὰ πέρατα Σύμπα-
ντος τοῦ Κόσμου καὶ ἐνοικισμένου πληθυσμοῦ τῆς γῆς, ὅτι Κύριος ὁ
Θεὸς τῶν Πατέρων ὑμῶν, ὁ Θεὸς τῆς Ἀγάπης καὶ τῆς Ἀνεξικακίας ἐπὶ
πάντα τὸν λαὸν Αὐτοῦ θέλει δώσει Εἰρήνην, ἐπὶ πάντα τὸν λαὸν Αὐτοῦ
ἀνεξαρτήτως φυλῆς καὶ θρησκεύματος Ἀγάπην καὶ τὸ Μέγα Του Ἔλεος.
Ανανήψατε ἐκ τοῦ μέχρι σήμερον ληθάργου σας καὶ ἀτενίζοντες τὸ
Ἄτερμον περιβάλλον τοῦ Ἀπείρου ἀναλογιζόμενοι τὸ Μέγα τοῦ Θεοῦ
Δίκᾳιον ἀναφωνήσατε:
«Ὦ! Εἶσαι Μέγας ἐν ἔργοις Κύριε τῶν Πατέρων ἡμῶν, οὕτω Μέγας καὶ
Ἄφθαστος ἐν αἰσθήμασιν Ἀγάπης και Μεγαθυμίας εἶσαι, ὦ Πάνσεπτε τοῦ
Κόσμου Ποδηγέτα καὶ Ζωοδότα Θεέ.»
Ἆρα γε οἱ λόγοι Μου οὗτοι θὰ γεννήσωσι τὴν ἀπορίαν, θὰ φέρωσι νέαν
αἵρεσιν εἰς τὰς τόσας αἱρέσεις τῆς Χριστιανικῆς ἀναγεννήσεως, ἢ θὰ ἐπι-
φέρωσι τὴν τελείαν τοῦ ἀνθρώπου ἀναστήλωσιν καὶ μεγάλην ἀναγέν-
νησιν τῆς θρησκείας του, τὴν Μεγάλην πρὸς τὸν Πλαστουργὸν Ἀγάπην;
Πολλοὶ θὰ εἴπωσιν, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι μὲν Ἀγαθός, ἀλλὰ καὶ Τιμωρὸς τοῦ
κακοῦ, ὡς ἤδη ἐδηλώθη ἀνωτέρω.
Ο Θεὸς δὲν ἔχει Κακόν, δὲν ἀναγνωρίζει Κακόν, οὕτε τιμωρεῖ, ὁ
Θεὸς, εἴπομεν ὅτι ἐστί Τέλειος. Ὡς ἐκ τῆς Ὑπερτελειότητος Αὐτοῦ τὸν κό-
σμον Τέλειον ἐποίησεν. Ἀπαρνούμενοι τὸ τοιοῦτον, ἀπαρνούμεθα αὐτὴν
τὴν Τελειότητα τοῦ Θεοῦ. Ἀπαρνούμενοι τὴν Τελειότητα τοῦ Θεοῦ, ἀπαρ-
νούμεθα αὐτὴν τὴν Ὀντότητα τοῦ Θεοῦ αὐτὴν τὴν Ἁρμονία τοῦ Κόσμου.
Ἐὰν σήμερον ὁ Κόσμος δὲν ἀναγνωρίζει τοῦτο, δὲν ἕπεται ἐκ τούτου,
ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι Μέγας τοῦ κόσμου Δημιουργὸς καὶ Ἀνεξάντλητος εἰς
Τελειότητα καὶ Μεγαλεῖον.
Ὁ Μέγας τοῦ ἀνθρώπου Ποδηγέτης, ὁ ἀνυψώσας αὐτὸν μέχρι τῆς Θείας
Αὐτοῦ Ἀδιαφθόρου Ἀφοσιώσεως, εἶπεν μὲν ὅτι ὁ Θεὸς τοὺς μὲν ἀγαθοὺς
ἐλεήσει, τοὺς δὲ κακοὺς τιμωρήσει ἀναλόγως τῶν ἔργων αὐτῶν ἀλληγορι-
κῶς παραστήσας τὴν ἐν τῇ γῇ διαβίωσιν αὐτοῦ μὲ τὴν ἐν τῷ Οὐρανῷ ἀπο-
κατάστασίν του.
Ὁ ἄνθρωπος ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον, ὄχι ὅπως δικαιωθῇ ἁπλῶς ἢ ὅπως
καταδικασθῇ εἰς αἰωνίαν καταδίκην ἢ ὅπως ἐγκατασταθῆ εἰς αἰωνίαν Βα-
σιλείαν, ἀλλά ἦλθεν ἀκριβῶς, διὰ νά ἀναπτύξῃ, ὅπως εἴπωμεν, καὶ ἐν τῇ
ἀρχῇ τοῦ παρόντος τὴν πνευματικήν του κατάστασιν. Ἀναλόγως δὲ τῆς
πνευματικῆς ἀναπτύξεως ἔσεται ἡ ἀνταπόδοσις εἰς τὰς ἄλλας αὐτοῦ
ἀναγεννήσεις ἢ ἐξελίξεις.
Ὁ Χριστὸς ἕνεκα τῆς ἀμαθείας τοῦ κόσμου, ἕνεκα τῆς μεγάλης ροπῆς
τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ κακὸν παρέστησε μὲ τὰ ζωηρότερα τῶν χρωμάτων
τὴν Θείαν τοῦ Δημιουργοῦ τιμωρίαν, ἵνα μὴ ἐξακολουθῶσιν οὗτοι νὰ
­ἁμαρτάνωσιν.
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 301

Προϊδὼν ὅμως ἢ καλλίτερον εἰπεῖν γνωρίζων, ὅτι ὁ κόσμος ἡμέραν


τινὰ ἀναπτυσσόμενος μόνος του ἤθελε κατανοήσει τὴν ἀναγέννησίν του,
εἶπεν τοῖς μαθηταῖς Αὐτοῦ: «Ἔτι πολλὰ ἔχω λέγειν ὑμῖν, ἀλλ’ οὐ δύνασθε
βαστάζειν ἄρτι. Ὅταν δὲ ἔλθῃ ἐκεῖνος, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγή-
σει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν· οὐ γὰρ λαλήσει ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἀλλ’ ὅσα ἂν
ἀκούσῃ λαλήσει καὶ τὰ ἐρχόμενα ἀναγγελεῖ ὑμῖν. Ἐκεῖνος ἐμὲ δοξάσει, ὅτι
ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν, πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατήρ, ἐμά ἐστι·
διὰ τοῦτο εἶπον ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν.» (Ἰωὰν- ΙΣΤ΄
12-15)
Ἐπὶ τοῦ παρόντος, ἐπειδὴ ἡ ὥρα δὲν ἔφθασεν ἀκόμη, ἀλλὰ πλησιάζει,
ἀκατανόητα θέλουσι ὑμῖν μείνει ταῦτα. Βεβαίως, ἂν ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἔλε-
γεν εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ὅτι ὁ Θεὸς Ἀνεξίκακος ὤν, οὐδέποτε ἤθελεν τοὺς
τιμωρήσει, ὁ κόσμος θὰ ἐξετροχιάζετο ἔτι περισσότερον, ἀναγνωρίζων ὅτι
οὐδεμία ἀνταπόδοσις τῶν πράξεων αὐτοῦ ὑφίσταται.
Σήμερον ὅμως ἡ Πνευματικὴ Ἐπικοινωνία, ἡ Ἰδεαλιστικὴ αὐτὴ Διδα-
σκαλία τοῦ Χριστιανισμοῦ διδάσκει καὶ ἀποφαίνεται διὰ στόματος Ἀνω-
τάτων Πνευμάτων, ἐξουσίαν ἀνθρωπίνην οὐκ ἰδόντων, ἀλλὰ Δικαιοσύνην
Θεοῦ ὑποστάντων, ἐὰν ὁ Μέγας Ποδηγέτης τοῦ ἀνθρωπισμοῦ, ὁ ἀναστη-
λώσας τὸ ἀνθρώπινον ἔρεισμα, ἐπὶ τοῦ ὁποίου σήμερον ἐπαναπαύεται ἡ
ἀνθρωπίνη ἀντίληψις, ἄφησε πολλὰ δι’ εὐθετώτερον χρόνον νὰ ἀποκα-
λυφθῶσι καὶ τὰ ὁποῖα σήμερον διά τοῦ Παρακλήτου ἐπέστη ὁ καιρὸς νὰ
ἐπεξηγηθῶσιν, θ’ ἀποτελέσῃ ἡ ἐπεξήγησις αὐτὴ πλήρη πιστοποίησιν τῆς
μεγάλης Αὐτοῦ παραγγελίας.
Ἡ Πνευματικὴ Ἐπικοινωνία εἶναι ἡ μέλλουσα Θρησκεία τῶν Ἐθνῶν.
Εἶναι ὁ Πρόδρομος τῆς ἀναμενομένης Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ Διδασκα­
λία τοῦ Θεανθρώπου εἰς γενεάν, ποὺ εἶχεν ἀκόμη ἀνάγκην γάλατος καὶ
ὄχι στερεᾶς τροφῆς διὰ τὴν κατανόησιν ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων τοῦ βάθους
τῶν Ἀληθειῶν Του, ἄφησε τὸν ἄνθρωπον τελείως ἐλεύθερον, ὅπως διὰ τῆς
στενῆς καὶ τεθλιμμένης ὁδοῦ εἰσέλθῃ εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
Διά τοῦτο δέν συνεκέντρωσε καὶ τὰς γεννήσεις τῶν ἀνθρώπων εἰς μίαν
καὶ τὴν αὐτὴν θρησκείαν. Βλέπετε, ὅτι αἱ ἄλλαι θρησκεῖαι, αἱ μὴ Χριστιανι-
καὶ, ἀριθμοῦσι πλείονα ἑκατομμύρια ἀνθρωπίνων ὑπάρξεων.
Παντοῦ προβάλλει ἡ Θεία Διαφώτισις. Ἀλλὰ διαστρεβλωθεῖσα αὕτη
ὑπὸ τῶν διαδόχων τῆς Θείας Διαφωτίσεως κατὰ τί πταίει ὁ πιστὸς οἱασδή-
ποτε θρησκείας, ὁ διδαχθείς ὑπὸ τῶν πατέρων αὐτοῦ, ὅτι ἡ μόνη ἀληθὴς
θρησκεία εἶναι ἡ τῶν πατέρων αὐτοῦ;
Κατὰ τί πταίει ἐπίσης, ἐὰν ἡ Θεία Δικαιοσύνη κατὰ τὴν διδασκαλίαν
αὐτὴν ἐπιφορτίζει αὐτὸν μὲ τὴν αἰωνίαν τιμωρίαν καὶ καταδίκην;
Τί πταίει ὁ ἀπολίτιστος ἄνθρωπος, ἐὰν δὲν προσῆλθεν εἰς τὴν ἀληθῆ
θρησκείαν τοῦ Χριστοῦ, τὴν εὐαγγελίζουσαν καὶ ἐξανθρωπίζουσαν αὐτόν;
Τί πταίει ἀκόμη, ἐὰν οἱ ἱεραπόστολοι καὶ αὐτοῦ τοῦ Χριστιανισμοῦ
ἐφανάτισαν αὐτὸν καὶ ἐγέννησαν ἀντίθετα πρὸς τὴν Διδασκαλίαν τοῦ Χρι-
στοῦ φρονήματα; Ὁ Θεὸς ὀφείλει νὰ τιμωρήσῃ αὐτόν, διότι δὲν ἐπίστευσεν;
302 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Καὶ οὗτος τότε δικαὶως θὰ ἔλεγεν: « Ὤφειλες, Μεγάλε τοῦ Κόσμου Πλα-
στουργέ, νὰ μοῦ ἔδιδες γονεῖς ἀνταξίους τῆς Μεγάλης Σου Δικαιοσύνης καὶ
τῆς Ἀληθοῦς Σου Θρησκείας Διδασκάλους.»
Ἰδοὺ σήμερον ἐπιχειρήματα, δι’ ὧν καταπίπτει ἡ πεποίθησίς σας περὶ
τιμωρίας τοῦ Παναγάθου Θεοῦ, τοῦ ἀποδίδοντος ἐξ ἴσου τὰ ἀγαθά καὶ εἰς
τοὺς πιστεύοντας καὶ δοξάζοντας τὸ Μέγα Αὐτοῦ Ὄνομα καὶ εἰς τοὺς ἀπο-
δίδοντας Αὐτῷ τὸ ἀντίθετον τῆς Μεγάλης Αὐτοῦ Ἀγαθοεργίας.
Πάντες οἱ λαοὶ τῆς γῆς θὰ ἀνακύψωσιν ἐκ τοῦ ληθάργου, εἰς ὃν μέχρι
σήμερον ἐκυλίοντο. Πάντες οἱ λαοί τῆς γῆς αἰνέσουσι καὶ δοξάσουσι τὸν
Μέγα τοῦ Σύμπαντος Ἁρμονιοδημιουργόν, τὸν Μέγα τῆς ἀνθρωπίνης
καρδίας Ἐξαγνιστήν.
Οὐδεὶς γνωρίζει βεβαίως, ὅτι ὁ Θεὸς δέν γνωρίζει διαιρέσεις Θρησκειῶν
καὶ αἱρέσεις. Οὐδείς, ὅτι ὁ Θεὸς καὶ ἀφοσιωμένους Αὐτῷ ἐλεεῖ καὶ ἀδικοῦ-
ντας προστατεύει. Πάντες οἱ ἂνθρωποι ἕν ἐστιν. Πάντες οἱ ἄνθρωποι ἐξ
ἴσου ἐπλάσθητε καὶ ἐξ ἴσου ἀπολαμβάνητε καὶ ἐξ ἴσου κριθήσεσθε.
Ὡς ὁ Θεὸς ἠγάπησε τὸν κόσμον, οὕτω καὶ αὐτὸν κρίνει. Ὡς ὁ Θεὸς
ἀνταποδίδει τὸ δίκαιον καὶ τὸ ἄδικον ἐλεεῖ, οὕτω καὶ ἐν τῇ μεγάλῃ τοῦ
ἀνθρώπου ἀναγεννήσει τὸ δίκαιον ἀνυψώσει ἀναλόγως τῆς δικαιοσύνης
αὐτοῦ, τὸν δὲ ἄδικον ἐλεήσει ἀναλόγως τῆς ἀδικίας αὐτοῦ.
Ἰδοὺ τὰ σωτήρια Νάματα, τὰ ὁποῖα Θείᾳ Ἐπινεύσει ἔρχομαι ὑμῖν διδά-
ξαι. Ἰδοὺ διδασκαλίαι, αἵτινες θέλουσι στηριχθῇ ἐπὶ ἐπιστημονικῶν θεωριῶν
καὶ φιλοσοφικῶν πραγμάτων, χωρίς νὰ δύνανται νὰ καταπολεμηθῶσιν.
Ἐὰν σὺ (ὁ γράφων), ὅστις ἐδοκίμασες τὴν ἐπενέργειαν τοῦ Ἀΰλου Κό-
σμου, δὲν δύνασαι ἀκόμη ν’ ἀντιληφθῇς, ὅσα ἡ χείρ σου χαράσσει, πόσον
μᾶλλον οἱ ἄνθρωποι, οἱ μὴ εἰδότες καὶ μὴ δυνάμενοι νὰ εἰσχωρήσωσιν εἰς
τὴν μεγάλην ἔννοιαν τῶν ρήσεων τοῦ τε Ἐμοῦ καὶ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χρι-
στοῦ, τοῦ Μεγάλου τῆς φύσεως Ἀναμορφωτοῦ.
Τὸ ἔργον σου ἐν ἀρχῇ ἤδη εὑρίσκεται. Πολλὰ θέλουσι σοὶ ἀποκαλυφθῇ
καὶ πολλὰ θέλουσι σοὶ δοθῇ πρὸς ἀναστήλωσιν τῶν θεωριῶν, αἱ ὁποῖαι
μέλλουσι νὰ εἶναι ὁ πρόδρομος τῆς μεγάλης ἐπὶ τῆς γῆς ἐμφανίσεως τοῦ
Νέου Ἀναμορφωτοῦ τῆς Νέας ἀνθρωπίνης ἀναγεννήσεως, Ὃς ἐπιφωτί-
σει πᾶσαν ἀνθρωπίνην διάνοιαν καὶ νόησιν.
Ὡμιλήσαμεν περὶ τῆς Δημιουργίας τοῦ Σύμπαντος ὑπὸ τοῦ Ἀνωτάτου
ἐν ἀΰλοις καὶ ὑλικοῖς κόσμοις Ὄντος. Ὁ Ὣν καὶ ὁ Ὑπάρχων ἀπὸ αἰώνων καὶ
ὁ μέλλων ὑπάρχειν ἐν ἅπαντι αἰῶνι Θεὸς Δημιουργός, δὲν παρέλειψε δημι-
ουργεῖν. Μία ἔτι τῶν Ἀνωτάτων τοῦ Θεοῦ Δυνάμεων εἶναι καὶ ἡ Δημιουργι-
κότης. Θεὸς Δημιουργός. Ἄνευ Αὐτοῦ οὐδὲν καὶ ἄνευ Δημιουργίας οὐδεμία
Αὐτοῦ Ὑπόστασις. Ὁ Θεὸς ἐδημιούργησε τὸ Σύμπαν διὰ πράξεων καὶ σκέ-
ψεων, ὡς πράττει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν πρόκειται νὰ ἐφεύρῃ ἢ νὰ ποιήσῃ τι
πρὸς κοινὴν αὐτοῦ χρῆσιν καὶ πρὸς συντὸμευσιν τῶν ἀναγκῶν αὐτοῦ;
Ο Θεὸς δὲν ἔχει ἀνάγκην σκέψεως, διότι ἐστὶν Αὐτόβουλος. Ὡς Αὐτό-
βουλος ὢν ὁ Θεὸς δέν σκέπτεται πρίν, ἐὰν εἶναι καλὸν ἢ κακόν. Καὶ ἀφοῦ
ἡ Αὐτοβουλία τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ καλὸν ἀποβλέπει, ἕπεται ὅτι ἑκάστη ἐκ
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 303

Θεοῦ προερχομένη πρᾶξις πρὸς τὸ καλὸν κατατείνεται καὶ πρὸς τελικὴν


τοῦ Σύμπαντος Ἁρμονίαν ἀποβλέπει.
Ὁ Θεὸς ὡς μόνον κόπον θέτει τὸν Λόγον, τὸν ἐκπηγάζοντα ἐκ τῆς Ἀδιαι-
ρέτου καὶ Ἀναλλοιώτου Αὐτοῦ Ὀντότητος.
ΘΕΟΣ ὁ ὣν καὶ ὁ ὑπάρχων. Αὐτὸς καὶ Ἐμὲ ἐπιφωτίζει διὰ Λόγου, ὅπως
διὰ Λόγου ἐποίησε τὸ Σύμπαν.
Ἐν τῇ ἀτέρμονι ταύτῃ τοῦ Σύμπαντος χώρᾳ, ἐν τῇ ἀχανεῖ ταύτῃ τοῦ
Ἀπείρου σφαίρᾳ, ἐν ἀναπτύξει παραγαγοῦσα τὴν Ἄπειρον Ἐπουράνιον
Παραγωγήν, ἡ Θεία Ἀνωτάτη πρᾶξις διά Λόγου ἀνήγαγε τὴν Πνευματικὴν
Οὐσίαν τοῦ Σύμπαντος εἰς στερεάν, ὑγράν καὶ ἀέριον.
Ὁ Θεὸς ὑπῆρχε πρὸ αἰώνων, ὡς δὲ ὑπῆρχε πρὸ αἰώνων, οὕτω ἀμέσως
ἤρχισε Δημιουργῶν. Ἐκ τῆς Πνευματικῆς Αὐτοῦ Δυνάμεως καὶ διὰ τοῦ
Λόγου Του, παρήχθη ἡ Ἀδιάφθορος Οὐσία, ἡ ὡς Χάος ὑφισταμένη εἰς τὸ
Ἄπειρον Σύμπαν. Τὴν ἐν αὐτῷ διεσπαρμένην ἄμορφον Οὐσίαν μετεποίη-
σεν, διακρίνας ταύτην διά νόμων φυσικῶν, οἱ ὁποῖοι διὰ τοῦ Λόγου ἐνομο-
ποιήθησαν καὶ οἱ ὁποῖοι ὑπῆρχον ὡς ὑπῆρχεν καὶ ὁ Θεός, ὡς ἀποτελοῦντες
τὰς Δυνάμεις τῆς Παραγωγικότητος καὶ Δημιουργικότητος τοῦ Θεοῦ.
Διά τοῦ Λόγου τῆς Ἀνωτάτης τοῦ Θεοῦ Σοφίας, ἀνήγαγε καὶ ὑμᾶς εἰς
τὴν ἀναγωγὴν τῆς Πνευματικῆς διαπορεύσεως τῆς Πνευματικῆς Οὐσίας
τοῦ Σύμπαντος.
Ὁ Θεὸς ὢν δημιουργικός, διὰ τοῦ Λόγου αὐτοῦ τοῦ Δημιουργικοῦ τὸν
κόσμον ἐποίησε οὕτω. Διὰ τὴν κατανόησιν ὅμως τῆς Θείας Δημιουργίας
πρέπει νὰ γνωρίζητε καὶ προηγούμενα περὶ Δημιουργίας συγγράμματα
σοφῶν καὶ διαπρεπῶν ἐπιστημόνων, διαφωτισθέντων καὶ αὐτῶν ὑπὸ τῆς
Θείας Παραγωγῆς, τῆς ἐπιχεούσης παντὶ ἐπιθυμοῦντι τὰ Νάματα τῆς Ἀρ-
ρήτου Αὐτοῦ Σοφίας, ἄνευ τῶν ὁποίων οὐδέν θέλετε ἀντιληφθῇ.
Ἐπί τὸ καταφανέστερον καὶ μᾶλλον ἀντιληπτὸν θέλω ἐν ὀλίγοις δι-
ασαφηνίσει τὴν περὶ παραγωγῆς τῆς Δημιουργίας ἐξέλιξιν. Ὁ Θεὸς ὡς ὢν
Δημιουργός, ὡς ὑπῆρχεν πρὸ πάντων τῶν αἰώνων, οὕτω ἐκ τοῦ Λόγου τοῦ
ἐκτελοῦντος τὴν Δημιουργικότητα Αὐτοῦ ἐγεννήθη ἢ ἀπέρρευσεν ἐκ
τῆς Ὑπερπνευματικῆς Οὐσίας ἡ ψυχοπνευματικὴ Οὐσία τοῦ σημερινοῦ
Σύμπαντος ἢ μᾶλλον ἡ ψυχικὴ Οὐσία τοῦ Σύμπαντος μὲ στοιχεῖα ὑλικά
αἰθέρια, ὡς λέγονται εἰς τὴν παναρχαίαν γλῶσσαν τῶν μυστῶν τῆς Αἰγυ-
πτιακῆς καὶ Ἑλληνικῆς ἀρχαιότητος.
Ἡ Αἰθερικὴ αὕτη Οὐσία, ἥτις ἐκ τοῦ Λόγου ἀπέρρευσεν, ἀποτελοῦσε
δυναμικήν τινα τοῦ Ἀνωτάτου Ὄντος παραγωγὴν καὶ ἐξ αὐτῆς ἐποιήθη καὶ
ὁ ἄνθρωπος ἢ ἀπετελέσθησαν τὰ ἄϋλα σώματα τῶν Ἀγγέλων καὶ Ἀνω-
τάτων Πνευμάτων, εἰς ἃ ἀνῆκε καὶ ὁ Ἄνθρωπος καὶ τῶν μὴ δυναμένων
ὡς ἐκ τῆς Ἀναλλοιώτου καὶ Ἀδιαφθόρου αὐτῶν Ὑποστάσεως καὶ Οὐσίας
νὰ ἀποσυντεθῶσιν ἢ διασπασθῶσιν.
Ὁ Αἰθερικὸς οὕτος Κόσμος, ὁ ἀποτελῶν τὴν Πρωτογενῆ, οὕτως εἰπεῖν
Οὐσίαν τῆς Μάζης τοῦ Σύμπαντος, ἐὰν δέν ὑπῆρχεν ἡ Δημιουργικότης
τοῦ Θείου Λόγου ἀφοσιωμένη οὖσα εἰς τὴν διάπλασιν καὶ ἀνάδειξιν αὐτῆς
304 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

βεβαίως ἤθελεν μείνει ἄψυχος καὶ ἀναμόρφωτος. Ἀναχθεῖσα ὅμως διὰ


τοῦ Θείου τοῦ Θεοῦ Λόγου εἰς τὴν ἐξέλιξιν αὐτῆς διὰ τῆς παρόδου ἑκατομ-
μυρίων καὶ ἀκατονομάστων αἰώνων, μετεποιήθη εἰς ἀέριον διαφανὲς, εἰς
ὑγρὰν καὶ εἶτα εἰς στερεὰν μᾶζαν, ἀποσπασθεῖσαν ἐννοεῖται, διὰ περι-
στροφικῆς αὐτῆς κινήσεως εἰς σώματα αὐτοτελῆ.
Ὁ κόσμος, λοιπόν, σὺν τῷ χρόνῳ διεπλάσθῃ καὶ οὐχὶ εἰς ἓξ ἡμέρας,
ὅπως ἀλληγορικὼς ἡ Γραφὴ διαλαμβάνει. Αἱ ἓξ αὗται ἡμέραι ἀποτελοῦν
αἰώνας αἰώνων.
Ἡ ἄπειρος αὐτὴ μᾶζα, ἡ διεσπαρμένη καὶ ὑπερπληροῦσα τὸ Ἄπειρον,
διαχωρισθεῖσα ἀπετέλεσε τὰ διάφορα ἡλιακὰ συστήματα.
Ἕκαστον ἡλιακὸν σύστημα ἔχει καὶ ἰδιάζουσαν ἐν αὐτῷ ζωήν. Ὅπως δὲ
ἕκαστον ἡλιακὸν σύστημα ἀποβαίνει καὶ παραγωγὴ πολλοστημορίων κό-
σμων, οὕτω ἕκαστος κόσμος ἐνέχει καὶ ἰδιάζουσαν, ἀναλόγως τῆς φύσεως
αὐτοῦ, ζωήν.
Πόσα πράγματα δὲν γνωρίζουσι καὶ πόσα πράγματα οἱ μεγάλοι τῆς γῆς
ἐπιστήμονες και σοφοὶ θέλουσι νὰ λύσωσι διὰ τῆς φυσικῆς τοῦ πλανήτου
σας συστάσεως;
Ἄραγε οἱ ὑπερπληροῦντες τὸ Σύμπαν κόσμοι εἰσὶν ἀκατοίκητοι; Ἄραγε
τὰ ἀναρίθμητα συστήματα τῶν ἡλίων δὲν τρέφουσι τόσας ὑπάρξεις ὅσας
καὶ ἡ γῆ;
Ἤθελεν εἶναι μωρία, νομίζω νὰ φαντασθῇ τις, ὅτι τὸ ἐλάχιστον ἢ
τὸ μηδὲν αὐτοῦ τοῦ Σύμπαντος νὰ κατοικήται ἡ δὲ Ἄπειρος χώρου τοῦ
Ἀπείρου ἐστίν ἀκατοίκητος.
Ὁ Μέγας τοῦ κόσμου Δημιουργὸς ἀνέδειξε μόνον τὸν ἀνθρωπσν τῆς
γῆς δοξολόγον τῆς ἑαυτοῦ Δυνάμεως ἢ ἀνέδειξεν ἄραγε ὄντα ἀνώτερα εἰς
σωματικὰς καὶ πνευματικὰς παραλλαγὰς μὲ τὸν ἄνθρωπον, ὂντα δυνάμε-
να ὡς ἐκ τῆς ὑποστάσεως αὐτῶν, ὡς ἐκ τῆς πνευματικῆς των δυνάμεως καὶ
τῆς τοῦ σώματός των Ἀδιαφθόρου Οὐσίας νὰ ἀποβαίνωσι τῆς Θείας Αὐτοῦ
Σοφίας ἀπόφοροι καὶ δοξολόγοι;
Θὰ ἐξετάσωμεν τοῦτο προβαίνοντες συνάμα εἰς τὴν περὶ Δημιουργίας
θεωρίαν ἡμῶν.
Ὁ Θεός, εἴπομεν, ὅτι διὰ τῆς Πνευματικής Του Δυνάμεως παραδώ-
σας διὰ τοῦ Λόγου Αὐτοῦ τὴν Δημιουργικότητα ἀπέρρευσεν ἡ Αἰθερία
τοῦ Σύμπαντος Οὐσία, ἐξ ἧς ἐπλάσθη διὰ τοῦ Λόγου ἡ ἀνθρώπινος ψυχὴ
καὶ ἐπηκολούθησε διὰ τῆς πτώσεώς του καὶ τὸ ὑλικὸν χονδροειδές του
σῶμα. Ἐπίσης ἐπλάσθησαν ἐκ τῆς Αἰθερίας αὐτῆς ὕλης καὶ τὰ σώματα
τῶν ἀΰλων πνευμάτων τῶν Ἀγγέλων, τῶν ὑπαρχόντων ὡς ὁ κόσμος
ἐτέθη εἰς κίνησιν εἰς τὸ Σύμπαν, ὡς τὸ Σύμπαν ἐτέθη εἰς Δημιουργίαν.
Ψυχικὸν σῶμα λέγεται τὸ σῶμα, τὸ ὁποῖον ἐγεννήθη ὑπὸ τοῦ Λόγου
τοῦ Θεοῦ ἐκ τῆς Ἀναλλοιώτου Αἰθερίας τοῦ Σύμπαντος Οὐσίας καὶ Ἀδια-
φθόρου οὔσης ἀπὸ πάντων τῶν αἰώνων, εἰς ὑλικὰς διαφθοράς.
Οὕτω πως ἐπεξηγεῖται νῦν, ὅτι ἡ ψυχή εἶναι ὑλική, πῶς ἡ Αἰθερία αὕτη
ὕλη εἶναι Ἀδιάφθορος, Ἀλλοίωτος καὶ Ἀδιάσπαστος, πῶς δὲν δύναται νὰ
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 305

καθορισθῇ ὡς ἀναγομένη εἰς τὴν Ἀνωτὰτην τῆς ὕλης ὑπόστασιν, εἰς τὴν
Ἀδιάφθορον τῆς Ὑπεραΰλου Οὐσίας τοῦ Σύμπαντος κόσμου παραγωγήν.
Κατανοηθείσης τῆς ὑποστάσεως τῆς Οὐσίας ταύτης, θέλει ­κατανοηθῇ
καὶ ἡ γένεσις τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἡ παραγωγὴ τῶν ζωϊκῶν
­οὐσιῶν ἐν τῇ ἀψύχῳ μάζῃ τῇ ἀποτελούσῃ τὴν ἄψυχον φθαρτὴν καὶ ἀπο-
συντιθεμένη οὐσίαν ἢ ὕλην τοῦ Σύμπαντος.
Ἡ Πνευματικὴ Οὐσία τοῦ Σύμπαντος, ἡ ὁποία προϋπῆρχεν, ὡς καὶ ὁ
Θεὸς Αὐτός, ἐπειδὴ εἴδομεν, ὅτι ὁ Θεὸς ὡς ὑπῆρχεν ἐξ ἀρχῆς καὶ Δημιουρ-
γικὸς ὤν, συνεπῶς οὐδὲ στιγμὴν ἔμενε μὴ δημιουργῶν καὶ διαπλάσσων τὸν
κόσμον, διεμορφώθη διὰ τοῦ Θείου τοῦ Θεοῦ Λόγου εἰς σώματα Ἄϋλα καὶ
Ἀδιάφθορα καὶ Ἀναλλοίωτα, τά ὁποῖα ἀπετέλεσαν τοὺς ἀπείρους κόσμους
τῶν Ἀνωτάτων Πνευμάτων.
Ἡ μάζα αὕτη, ἡ Αἰθερία, διὰ Θείας Ἐπινοίας καὶ διὰ τῆς παρόδου ἀνυ­
πο­λογίστων καὶ ἀκατανομάστων αἰώνων ἐξελισσομένη μετεβλήθη εἰς
στερεὰν διασπασθεῖσα διὰ τῆς κινήσεως, ἣν ἔδωκεν εἰς αὐτὴν ὁ Θεὸς πρὸς
Δημιουργίαν καὶ διάπλασιν τῶν διαπύρων τοῦ Ἀπείρου Ἡλιακών συστη-
μάτων.
Ἐπίσης ἡ μᾶζα αὕτη ἐξελισσομένη πρὸς τὴν στερεάν αὐτῆς μορφὴν
διεφύλαξεν τὴν Πνευματικὴν καὶ τὴν Αἰθερίαν αὐτῆς Οὐσίαν, ὅπως παρέ-
μεινεν καὶ εἰς τὰ ἄλλα ἔμψυχα ὄντα ἡ Πνευματικὴ τοιαύτη καὶ τὰ ὁποῖα κα-
τοικοῦν τοὺς ἀπείρους ἀστέρας τῶν ἀπείρων συστημάτων τοῦ Ἀπείρου.
Ἀφοῦ διὰ τῆς Ἐπινοίας τοῦ Θεοῦ διῃρέθησαν τὰ ἡλιακά συστήματα διε-
χώρισεν ἑκάστην ζωϊκὴν οὐσίαν, ἡ ὁποία εἰς τὰ διάφορα αὐτῆς εἴδη καὶ τὰς
διαφόρους αὐτῆς παραγωγάς, ἀφοῦ διὰ τοῦ Λόγου Αὐτοῦ ἔδωσεν αὐτοῖς
τὸ δικαὶωμα νὰ λάβωσι σχῆμα, τὸ ὁποῖον ἤθελεν αὐτοῖς χρησιμεύσει ὡς
σῶμα παραγωγὸν τῆς διαιωνίσεώς των, ἐν μὲν τῇ γῇ ἐνεφάνισε τά ζῶα, τὰ
πτηνὰ, ἰχθεῖς, ἔντομα καὶ πᾶν ζωϊκὸν ὄν, ἐν δὲ τῷ Ἀπείρῳ τῶν διαπύρων
κτισμάτων ἀφωμοίωσεν ὄντα παραχθέντα διὰ τῆς τοῦ Πνεύματός Του ἐμ-
φυσήσεως καὶ τὰ ὁποῖα ἐκάλεσε διὰ τοῦ Λόγου Του πνεύματα, ὡς καὶ τὰ
ἐν τῇ γῇ ὅμοια, ἀλλ’ ἐνσαρκωθέντα ταῦτα ἐν σώμασιν ἀνθρώποις.
Λαμβάνοντές δε τὴν Γραφὴν καὶ ἐπισκοποῦντες αὐτὴν ἀποβλέπομεν,
ὅτι ἐν πρώτοις ὁ Θεὸς ἐποίησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, εἶτα δέ σύμπα-
ντα τὰ ἐν τῇ θαλάσσῃ ζωϊκὰ καὶ τὰ ἐν τῇ ξηρᾷ φυτὰ, ζῶα καὶ παραγωγὰς
αὐτῶν.
Ὁ ἄνθρωπος βεβαίως δὲν ἐπλάσθη τελευταῖος ὅλων, διότι ἡ Οὐσία τῆς
ψυχῆς αὐτοῦ ἢ κάλλιον εἰπεῖν ἡ Πνευματικὴ αὐτοῦ Δύναμις, ἡ διευθύνου-
σα τὰς ψυχικὰς αὐτοῦ ἰδιότητας ἐνυπῆρχεν ἐν τῇ Πνευματικῇ Οὐσία τοῦ
Ἀπείρου ὡς ἐπίσης καὶ ἡ ὑλικὴ ψυχῇ τῶν ζώων.
Ἐμφυσηθεῖσα ἡ Πνευματικὴ αὐτοῦ Δύναμις ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀναδείξαντος αὐτὸν μετὰ τῶν Ὑπερτελείων Πνευμάτων καὶ
τῶν τετελειωμένων εἰς ἀναμνηστικὴν καὶ ἀπόφορον τῆς Μεγάλης Αὐτοῦ
Δικαιοσύνης καὶ Δόξης.
Πῶς ὅμως ὁ ἄνθρωπος κατῆλθεν εἰς τὴν γῆν; Πῶς ὁ ἄνθρωπος ὁ ζῶν
306 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

ἐν ὀντότητι ὑπερτελείᾳ κατῆλθεν εἰς τῆν γῆν; Πῶς ὁ ἄνθρωπος, ὁ ζῶν


ἐν ὀντότητι ὑπερτελείᾳ κατῆλθεν εἰς τὴν γῆν, ὅπως περιβληθῇ τὸ θνητὸν
ἀνθρώπινον σῶμα καὶ ἀφομοιωθῇ μὲ τὰ ὄντα, τὰ ὁποῖα ἔχουσι μὲν ψυχήν,
ὡς ἀποτελοῦντα καὶ αὐτὰ μέρος τοῦ ἐμψύχου κόσμου, ἀλλὰ στερούμενα
τῶν πνευματικῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς, τὰς ὁποίας μόνον ὁ ἄνθρωπος καὶ
τὰ ὑπερτέλεια πνεύματα ἄλλων κόσμων ἢ πνευματικῶν διαπλάσεων
­κατέχουσιν;
Ὁ ἄνθρωπος ἀποτελῶν μέρος τῶν Ἀνωτάτων Πνευμάτων, τοὐτέστιν
τῶν πνευμάτων τῶν προϋπαρχόντων τῶν ἄλλων ὄντων, διὰ Θείας Δικαι-
οσύνης ἢ μᾶλλον Θείας παραχωρήσεως, ἑδραζομένης ἐπὶ τῆς δωρηθείσης
ἐλευθερίας εἰς τὰ κτίσματά Του, ὅπως ἀντλήσωσιν ἐκ τῆς ὑλικῆς ζωῆς τὴν
εὐζωΐαν, ἐνεσαρκώθησαν εἰς ἀνθρώπινον σῶμα καὶ οὕτω παρήχθησαν ἢ
ἐνεφανίσθησαν οἱ πρῶτοι άνθρωποι ἐπὶ τῆς γῆς, οἱ ὁποῖοι καὶ ἐφωράθησαν
ἁμαρτήσαντες διὰ τῆς περιβολῆς τῶν ἀνθρωπίνων σωμάτων, τὰ ὁποῖα
ἤθελον μεταβάλλει τὰς ψυχικὰς αὐτῶν ἰδιότητας καὶ ἤθελον ἐπιφέρει τὴν
συστολὴν τῆς πνευματικῆς αὐτῶν δυνάμεως ὡς ἐκ τῆς συμμίξεως αὐτῶν
μετὰ ὑλικῆς περιβολῆς καὶ διαφυλάξεως τῆς σαρκός, ἡ ὁποία ἤθελε γεν-
νήσει αὐτοῖς τὴν πρὸς τὰ σαρκικὰ καὶ κοσμικὰ ἐπιθυμίαν.
Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος περιεβλήθη τὸ σαρκίον, δὲν ἔπταισεν εἰς τοῦτο ὁ Με-
γάθυμος τοῦ Σύμπαντος Ἐκτελεστῆς καὶ Δημιουργός;
Ὄχι. Ὁ ἄνθρωπος, ὅπως καὶ τὰ ἄλλα Ἀνώτατα Πνεύματα, ἐξεπορεύθη-
σαν, ὡς εἴπομεν, ἐλεύθερα, ὡς Ἐλευθέριος εἶναι καὶ ἡ Ἀνωτάτη τοῦ Σύμπα-
ντος Δύναμις, ἡ ὁποία καὶ ἐξεπόρευσεν αὐτά.
Θὰ ἔζη ὁ ἄνθρωπος Ἀθάνατος, λέγει ἡ Γραφή, ἐὰν δὲν ἔτρωγεν ἐκ τοῦ
καρποῦ τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ.
Θὰ ἦτο πράγματι Ἀθάνατος ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν δὲν κατήρχετο εἰς τὴν
γῆν ἰδίᾳ αὐτοῦ βουλήσει καὶ δυνάμει τῆς ἐλευθερίας, ἣν ἔδωκεν αὐτῷ ὁ
Θεός.
Ἐὰν δὲν ἐλάμβανε τὸ σῶμα, ὅπως αἰσθανθῆ καὶ τὴν τέρψιν τῶν σαρ-
κικῶν ἡδονῶν, ὅπως κορέσῃ ἐν τῇ σαρκικῇ ταύτῃ ἡδονῇ τὴν πνευματικήν
ἰδιότητα, ἡ ὁποία ἐφωράθη ἐκπεσοῦσα ὡς ἐκ τῆς συνενώσεως αὐτοῦ μετὰ
τῆς ἀνθρωπίνης σαρκὸς καὶ ἡ ὁποία παρήγαγε καὶ τὴν ἐν τῷ κόσμῳ ἁμαρ-
τίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, δὲν θὰ συνεπληροῦτο, ἡ ἔννοια τῆς γνώσεως
καλοῦ τε καὶ κακοῦ ἐμπραγμάτως διὰ νὰ διαπιστωθῆ ἀπολύτως ἡ λειτουρ-
γία τοῦ Νόμου τῶν Ἑτερωνύμων, διὰ τῆς λειτουργίας τοῦ ὁποίου πᾶσα
ἀπολύτως ἐκδήλωσις εἰς τὸ ἀχανὲς πεδίον τοῦ Ἀπείρου Σύμπαντος καθί-
σταται νοητή.
Συνεπῶς τὸ ἀνθρώπινον σαρκίον, ὡς ἀποτελούμενον ἐκ ζωϊκῶν οὐσι-
ῶν, αἱ ὁποῖαι ὑφίστανται ἀλλοίωσιν καὶ ἐπιδράσεις τῆς ἀτμοσφαιρικῆς ἢ
φυσικῆς μεταλλαγῆς ὑπόκειται ἐκ τῶν ἐπιδράσεων αὐτῶν εἰς φθοράν.
Φαεινόν, λοιπόν, γίνεται, ὅτι ἐστὶ τοῦτο γυμνόν, ἐνῷ τὸ ψυχικὸν εἶναι
Ἀναλλοίωτον καὶ Ἄφθαρτον.
Θεάρεστον ἔργον ποιοῦντες θέλομεν ἀποφανθῇ ἐπὶ πάσης ὑλικῆς ἢ
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 307

ἀΰλου Ὀντότητος τοῦ Σύμπαντος, ἐπεξηγοῦντες τούς τε νόμους τοὺς ὑφι-


σταμένους καὶ προϋπάρχοντας καὶ τὴν ἐν τῇ φύσει ἀνόργανον ἢ ὀργανικὴν
παραγωγήν, τὴν μὴ προάγουσαν ἀνωτέρας τῆς ὑποστάσεως αὐτῆς καὶ τοῦ
προορισμοῦ, ὃν ἔχει ἀναδείξει.
Ἐκ τῆς Πνευματικῆς Οὐσίας τῆς ἐν τῷ Ἀπείρῳ οὔσης καὶ ἀπορρε-
ούσης διὰ τῆς Θείας τοῦ Θεοῦ Παντοδυναμίας καὶ διὰ τοῦ Θείου Αὐτοῦ
Λόγου, τοῦ ὑπάρχοντος ὡς Αὐτὸς ὁ Θεὸς ὑπῆρχεν, ἐξεπορεύετο ἡ Ζωϊκὴ ἢ
Ἔμψυχος παραγωγή, ὑφισταμένης ταύτης πρὸ τῆς ὑλικῆς τοῦ Σύμπαντος
Δημιουργίας ὑπὸ Νόμων μεταφυσικῶν, οἱ ὁποῖοι ἐνομοποιήθησαν ὑπὸ τοῦ
Θείου Λόγου.
Ἡ Πνευματική Οὐσία ἐπαρκῆς οὖσα διὰ τὴν ἀνάδειξιν τοῦ νῦν ὑφι-
σταμένου ὑλικοῦ Ζωϊκοῦ Σύμπαντος, διὰ τῆς ἐν τῆ ἐμψύχῳ Ζωϊκῇ παραγω-
γῇ ἐνυπαρχούσης Ζωϊκῆς μάζης ἢ Ζωϊκῶν Κυττάρων ἐν ἀμόρφῳ καταστά-
σει καὶ νηφαλιότητι διατελούντων, τὰ ὁποῖα διὰ τῆς παρόδου τοῦ χρόνου,
διὰ τῆς ἐν τῇ ἀμόρφῳ μάζῃ τοῦ Σύμπαντος διεσπαρμένης θερμαντικῆς ζω-
τικότητος ζυμωθέντα, ἀπετέλεσαν κατ’ ἀρχὰς μὲν τὰς φυσικάς οὐσίας καὶ
εἶτα τὰς ζωϊκὰς παραγωγάς, αἰ ὁποῖαι ἀναλόγως τῆς ἐν τῇ περιεκτικότητι
αὐτῶν ἀναλογίας ἀπετέλεσαν τὰ διάφορα εἴδη τοῦ τε φυτικοῦ καὶ Ζωϊκοῦ
Βασιλείου.
Ἐπὶ ἐπιστημονικῶν βάσεων καὶ θεωριῶν βασιζόμενοι λέγομεν ταῦτα
ἢ γιγνώσκομεν τὴν Δημιουργικότητα τῆς Ζωϊκῆς παραγωγῆς ὑπὸ τῆς περι-
φερομένης ἐν τῷ ἀπείρῳ ἡμῶν Ὑποστάσεως.
Βεβαίως αἱ θεωρίαι ἡμῶν αὗται δυνατὸν νὰ συνταυτίζωνται μὲ τὰς
ἐπιστημονικὰς θεωρίας τῶν φυσιολόγων τῆς γῆς, οὐχ ἦττον ὅμως διατε-
λοῦντες ὅλως ἀμέτοχοι ἀπὸ τὴν ἐπίδρασιν τῶν θεωριῶν αὐτῶν, διασαφηνί-
ζομεν σύστημα πρωτότυπον εἰς τοὺς μεσάζοντας.
Ἡ Πνευματικὴ Οὐσία εἴπομεν, ἐνέχει ἐν νηφαλιότητι ζωϊκὰς παρα-
γωγικὰς οὐσίας, αἱ ὁποῖαι ζυμωθεῖσαι καὶ διαμορφωθεῖσαι ὑπὸ τοῦ Θείου
Λόγου καὶ διὰ τῆς παρόδου τοῦ καταλλήλου χρόνου, ὅπως παραγάγῃ τὴν
ἀπειρίαν τοῦ τε ἀΰλου καὶ ὑλικοῦ κόσμου τοῦ Σύμπαντος, ἀπετέλεσεν καὶ
τά διάφορα ἐπὶ τῆς γῆς εἴδη τῶν φυτῶν καὶ τῶν ζώων.
Ἐν ἀρχῇ ἐπὶ τῆς γῆς, διότι μόνον περὶ τῆς γῆς ὡμιλήσαμεν, ἐνεφανί-
σθησαν τὰ φυτὰ, τὰ ὁποῖα ἐνέχουν ζωτικότητά τινα, ἀλλ’ εἰσὶν ἄψυχα. Ἐν
δε τῇ ζωικῆ οὐσία τῆς ἀμόρφου μάζης τῆς γῆς Ἐπουράνιός τις Δύναμις ἐνυ-
πῆρχεν καὶ ἡ Δύναμις αὕτη ἦτο ἡ Πνευματικὴ ἰδιότης ἡ μὴ ἀποβληθεῖσα
ἀπὸ τῆς ζυμώσεως τῶν διαφόρων Οὐρανίων σωμάτων, ὡς προϋπάρξασα
πάντων και ἐνέχουσα ἐν ἑαυτῇ τὰ στοιχεῖα ὅλων τῶν ποικίλων ἐκδηλώσε-
ων ἀΰλου καὶ ὑλικῆς φύσεως ὄντων διεφώτισε τὸ ἐσωτερικὸν τῆς πολλο-
στημοριακῆς οὐσίας τοῦ Ζωϊκοῦ Βασιλείου, δηλαδή τῶν ἐμψύχων ὄντων.
Συνοψίζοντες πάλιν πρὸς κατανόησιν τὰς θεωρίας ἡμῶν καταλήγο-
μεν ὡς ἐξῆς: Ἡ Πνευματική Οὐσία ἡ ἀπορρέουσα ἐκ τῆς Παντοδυναμίας
τοῦ Θείου Λόγου ἐνεῖχε ζωϊκὰς παραγωγάς, αἱ ὁποῖαι διὰ τῆς παρόδου τοῦ
χρόνου καὶ διὰ τῆς ἐξωτερικεύσεως τῆς Πνευματικῆς Οὐσίας, ἀπέρρευσαν
308 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

εἰς τε τὴν ὑλικὴν ἀνόργανον καὶ ἐνόργανον Ζωὴν τοῦ Σύμπαντος καὶ τῶν
ἀπείρων Ἡλιακῶν Συστημάτων, μεταβληθέντων ἀναλόγως τῆς παραχθεί-
σης ὑπὸ τῆς Θείας τοῦ Λόγου Δυνάμεως Διαμορφώσεως εἰς ὄντα ἀνήκοντα
εἰς τὴν ζωϊκὴν ὀντότητα τοῦ Σύμπαντος.
Οὕτω δε τὰ μὲν φυτὰ ἀποτελοῦσιν οὐσίαν ζωϊκὴν ἢ λανθάνουσαν ψυ-
χήν, οὐδεμίαν δὲ πνευματικήν ὀντότητα διαλαμβάνοντα ἐν τῷ ὀργανισμῷ
των. Ἔχουσιν ὅμως ποιάν τινα αἴσθησιν λανθάνουσαν ὡς ὄντα γεννώμενα,
ἀναπτυσσόμενα καὶ θνήσκοντα.
Τὰ ζῶα ὅμως διαφυλάξαντα εἰς λανθάνουσαν κατάστασιν τὴν Πνευ-
ματικήν Οὐσίαν τῆς ἐνοργάνου παραγωγῆς διὰ τῆς ὑλικῆς ψυχῆς των,
αἰσθάνονται, κινοῦνται καὶ διανοοῦνται ἀναλόγως τῆς ποσότητος τῆς
Πνευματικῆς αὐτῶν Οὐσίας.
Ἡ Πνευματική, λοιπόν, Οὐσία τοῦ Σύμπαντος προϋπάρξασα τῆς ἐξελί-
ξεώς του, διετήρησε τὴν Ἔμψυχον αὐτῆς ποιότητα εἰς τὰς Ζωϊκὰς αὐτῆς
παραγωγὰς καὶ ἔστιν ὅτε εἶναι διεσπαρμένῃ ἐν τῷ ἀχανεῖ τοῦ Ἀπείρου
χώρῳ, οὐδόλως ἀλλοιουμένη καὶ μὴ μεταποιουμένη, πάντοτέ δὲ ἐμψυχοῦ-
σα τὰ ὄντα, τὰ ὁποῖα ἤθελον πολλαπλασιασθῆ διὰ τῆς διαιωνίσεως αὐτῶν.
Οἱ ἄνθρωποι ἄραγε κατανοοῦσιν, ὅτι ὁ Ζωϊκὸς κόσμος ἀποτελεῖ Ἔμ-
ψυχον τῆς φύσεως βασίλειον, διατηροῦν ἐν αὐτῷ τὴν Ἀνωτάτην τῆς πα-
ραγωγικῆς Οὐσίας τοῦ Σύμπαντος Πνευματικήν Οὐσίαν, τὴν παράγουσαν
τὴν ψυχικὴν ὑλικήν παραγωγήν;
Οὕτω καθορίζοντες τὴν ζωτικότητα τῶν ἐμψύχων ὄντων τῆς γῆς δὲν
ὑποστηρίζομεν τὴν ἀθανασίαν αὐτῶν; Καὶ ἀποδεχόμενοι τὴν ἀθανασίαν
τῆς ψυχῆς τῶν ζώων, δὲν ἐξισοῦμεν αὐτὰ μὲ τὸν ἄνθρωπον; Δὲν ἀναβιβά-
ζομεν τὴν ὑλικὴν αὐτῶν ψυχὴν μὲ τὴν τοῦ ἀνθρώπου περιωπήν;
Οὐδόλως διάφορος ἡ ψυχή του τῆς τῶν ἐμψύχων ὄντων. Εἴπομεν, ὅτι
ἐκ τῆς Πνευματικῆς Οὐσίας, τῆς εὑρισκομένης ἐν νηφαλιότητι ἐν τοῖς Ζωϊ-
κοῖς κυττάροις ἤ τῆς Ζωϊκῆς παραγωγῆς παρήχθησαν τὰ διάφορα ἔμψυχα
ὄντα, τὰ κατοικοῦντα τὴν γῆν ἢ καὶ ἄλλους πλανήτας.
Ἡ Αἰθερικὴ Οὐσία πρὸ τῆς ἐκδηλώσεως τοῦ ὑλικοῦ κόσμου ἀποτελοῦ-
σα τὴν Ἀνωτάτην ἀναγωγὴν τῆς ὑλικῆς ὑποστάσεως, ἐξ’ ἧς διὰ τῆς παρό-
δου αἰώνων - αἰώνων παρήχθη ἡ Ἀνόργανος τῆς Μάζης τοῦ Σύμπαντος
Οὐσία, δὲν εἶναι δυνατὸν παρὰ νὰ εἶναι Ἀθάνατος, ὡς Ἀθάνατος εἶναι καὶ ἡ
ἄψυχος αὐτὴ μᾶζα, ὡς μὴ ἀποθνήσκουσα, ἀλλ’ ἀποσυντεθειμένη καὶ διαι-
ωνιζομένη ἀναλόγως τῶν καιρικῶν ἤ φυσικῶν μεταβολῶν, ὑφ’ ἃς διατελεῖ.
Ἡ ψυχή συνεπῶς τῶν ζώων εἶναι Ἀθάνατος μεταβαίνουσα εἰς τὴν
παραγωγικὴν αὐτῆς ἐκπόρευσιν, τοὐτέστιν εἰς τὴν ἐν τῷ ἀπείρῳ Αἰθε-
ρικὴν τοῦ Σύμπαντος Οὐσίαν.
Ἕν ζῶον σφαζόμενον ἢ θνῆσκον ἀποσυντίθεται, δηλαδὴ ὁ ὀργανικὸς
αὐτοῦ ὀργανισμός. Μεταβάλλονται εἰς οὐσίας ἐν τῇ φύσει ἐνυπαρχούσας
τὰ διάφορα αὐτοῦ συστατικά, ἐξ ὧν ἀποτελεῖται τὸ σῶμα του, ἀποβαίνο-
ντα τῆς φύσεως παράγωγα.
Οὕτω καὶ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ παραληφθεῖσα ἀπὸ τῆς Αἰθερικῆς παραγωγῆς,
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 309

μετὰ θάνατον αὐτοῦ μεταβαίνει εἰς τὴν ἀρχικὴν αὐτῆς ἀπόρρευσιν.


Ἐνταῦθα ὅμως παρατηροῦμεν, ὅτι ἐκ τῆς αὐτῆς Αἰθερίας Πηγῆς τοῦ
Σύμπαντος ἐξεπορεύθη καὶ τὸ Αἰθέριον ἢ ψυχικὸν σῶμα τοῦ ἀνθρώπου.
Γεννᾶται, λοιπόν, ἡ ἀπορία: Πῶς, ἀφοῦ τὸ ψυχικὸν περιβάλλον τοῦ ἀνθρώ-
που εἶναι ὅμοιον μὲ τὴν ὑλικὴν τῶν ζώων ψυχὴν καὶ ἀφοῦ ἡ ψυχὴ τῶν ζώων
μεταβαίνει εἰς τὴν ἀρχήν, ἐξ ἧς ἐξεπήγασεν, πῶς ἡ Αἰθερία ὑλικὴ περιβολή
τοῦ Πνευματικοῦ ἀνθρώπου μετὰ τὴν ἐκ τοῦ γηΐνου σώματος αὐτοῦ ἀπό-
σπασίν της δὲν ἤθελεν μεταβῇ εἰς τὴν ἀρχικὴν προέλευσιν;
Βεβαίως, ἐὰν δὲν διασαφηνίσωμεν τὸ ζήτημα τοῦτο, ἠθέλομεν φωρα-
θῇ ὡς μὴ δώσαντες ἐπαρκεῖς καὶ ἀκαταπολεμήτους ἐξηγήσεις ἀνακαινι-
ζούσας τὰς μέχρι σήμερον τοιαύτας ὑφισταμένας.
Ἡ Οὐσία τῆς Ἀκαθορίστου Αἰθερίας ὑλικῆς παραγωγῆς ἤρχισεν ἀλλοι-
ωμένη καὶ ἐξελισσομένη πραγματικῶς οὖσα Αἰθερία. Ἐκ τῆς Αἰθεριότητος
αὐτῆς διεμορφώθησαν αἱ ψυχικαὶ περιβολαί τῶν Πρωτοπλάστων καὶ
συνεπῷς καὶ τοῦ Πρωτοπλάστου Ἀνθρώπου.
Εἴπομεν, ὅτι ἡ Αἰθερία αὕτη ὕλη παρήχθη ἢ ἐξεπορεύθη διὰ τοῦ Θείου
Λόγου ἐκ τῆς Πνευματικῆς ἐπίσης Ἀκαθορίστου Πηγῆς, ὁ ὁποῖος Λόγος ἐν
τῇ μάζῃ ταύτῃ ἐνυπάρχων ὡς καὶ ὁ Θεὸς Αὐτός, ἀπετέλεσε διὰ τῆς Αἰθερίας
αὐτῆς ὑλικῆς μάζης καὶ διὰ τῆς λειτουργίας ἀκαταλήπτων εἰσέτι τοῖς ἀν-
θρώποις νόμων τὸ Σύμπαν ὁλόκληρον.
Ἐὰν δὲν παραδεχθῶμεν, ὅτι ἐν τῇ Αἰθερία ταύτῃ μάζῃ ἐνδιαιτᾶται ἡ
Δύναμις τοῦ Θεοῦ ἤ ὁ Θεὸς Αὐτός, ἀπαρνούμεθα τὴν ὕπαρξιν Αὐτοῦ ἐν τῷ
Σύμπαντι καὶ ἐν παντὶ τόπῳ καὶ γωνία αὐτοῦ, ἀφοῦ βεβαίως ἡ Αἰθερία αὕτη
Οὐσία διεμόρφωσε τὸ Σύμπαν ὁλόκληρον καὶ ἀπετέλεσεν τὴν Ζωϊκὴν ἔμ-
ψυχον αὐτοῦ ὀντότητα.
Ὅπως δὲ τὰ διάφορα ἡλιακά συστήματα ἀπεσπάσθησαν καὶ διεχωρί-
σθησαν ἐκ τῆς Πρωτογενοῦς Αἰθερικῆς ὕλης καὶ ἀπετέλεσαν ἕκαστον ἰδιά-
ζοντα αὐτῆς κόσμον καὶ ἐξ αὐτῶν πάλιν ἀπεσπάσθησαν οἱ πλανῆται καὶ ἐξ
αὐτῶν οἱ δορυφόροι των χωρὶς ὑπὸ τὸν φυσικὸν νόμον τῆς ἕλξεως αὐτῶν
καὶ τῆς φυγοκέντρου δυνάμεώς των νὰ συνενωθῶσιν ἡμέραν τινά, οὕτω
καὶ τὰ διάφορα τῶν Πνευμάτων σώματα ἀποσπασθέντα ἤ ποιηθέντα ἐκ
τῆς Ἀμόρφου καὶ Αἰθερικῆς ὕλης οὐδόλως πλέον θέλουσιν ἐπανέλθη ἐν τῇ
ἀρχικῇ αὐτῶν ὑποστάσει, ὡς ἐνέχοντα Πνεῦμα Ἅγιον τοῦ Θεοῦ, ὡς κατα-
στάντα Ἀνώτερα αὐτῆς ὡς πρὸς τὴν Οὐσίαν αὐτῶν, διότι ἐκ Πνεύματος
Ἁγίου ἐνεφυσήθησαν.
Ἀνώτατα Πνεύματα ἀποτελοῦσι Κόσμους Ἀΰλους, ὅπως κόσμους ὑλι-
κοὺς ἀποτελοῦσιν αἱ ἀνόργανοι οὐσίαι, αἱ παραχθεῖσαι διὰ τῆς ἐξελίξεως
τῆς Αἰθερικῆς ὕλης, ἀριθμοῦσαι τοὺς Ἀπείρους κόσμους ἤ πλανήτας.
Ὁ Ἄνθρωπος, λοιπόν, ἀποτελεῖ τὴν Ἀνωτάτην Ὀντότητα τοῦ τε
Ζωϊκοῦ, Φυτικοῦ καὶ Αἰθερικοῦ Βασιλείου, ἀνάγεται δηλαδὴ εἰς τὴν
Ἀνωτάτην Βαθμίδα τῶν Ἐμψύχων Ὀντοτήτων, τῶν μὴ ἀποσπωμένων
καὶ μὴ διαχωριζομένων καὶ ἀποσυντιθεμένων. Ὁ ἄνθρωπος διά τοῦτο
πρέπει ἐνδομύχως νὰ καυχᾶται, διότι ἠξιώθη τῆς Βασιλείας τοῦ Σύμπαντος
310 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Κόσμου, πρέπει καὶ νὰ ταπεινοφρονῇ, διότι ἐκ τῆς ὑλικῆς ὑποστάσεως, τὴν


ὁποίαν περιεβλήθη, ὁ Πανάγαθος Θεὸς ἀνήγαγεν αὐτὸν διά τῆς ἀποφερο-
μένης Οὐσίας τοῦ ψυχικοῦ του περιβλήματος ἐν παντὶ χώρῳ τοῦ Ἀπείρου,
χωρὶς ἡ Οὐσία αὕτη νὰ ἀλλοιωθῇ ἢ διαχωρισθῇ ἤ ἀποσπασθῇ, ἀλλ’ ἀποτε-
λοῦσα τὸ Ἀναλλοίωτον καὶ Ἀδιάσπαστον τῆς ὑποστάσεως αὐτοῦ.
Ἐπειδὴ βεβαίως ὁ ἄνθρωπος οὕτω ποιηθεὶς ἀνάγεται εἰς τὴν τῶν
Ἀθανάτων Ἐμψύχων ὄντων βαθμίδα, ἕπεται ὅτι οὗτος ὀφείλει νὰ πράττῃ
παρεμφερῶς μὲ τὰς σωματικάς του ἀσκήσεις καὶ τὰς πνευματικὰς του
διαπλάσεις καὶ διαμορφώσεις καὶ ἀναπτύξεις, ἐὰν θέλῃ νὰ ἀναγάγῃ
τὴν ὀντότητα αὐτοῦ εἰς τὴν Ἀνωτάτην βαθμίδα τῆς ἐκπορεύσεώς του:
Τοὐτέστιν εἰς τὴν παραχθεῖσαν ἐξ ἀρχῆς αὐτοῦ Ὀντότητα, εἰς τὴν Ἀνω-
τάτην τῶν Ἀνωτάτων Πνευμάτων ἐξέλιξιν, ἡ ὁποία περιφέρεται ἐν παντὶ
χρόνῳ, τόπῳ καὶ παραγωγῇ ὡς Αὐτὸς ὁ Θεός.
Οὐδὲν βεβαίως δύναται ν’ ἀντιληφθῇ ὁ ἄξεστος ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρω-
πος ὁ μὴ ἀνελθὼν εἰς τὰ ἀνώτερα τῆς γηΐνης διαπλάσεως καὶ τῆς πνευματι-
κῆς αὐτῆς ἀναγωγῆς ἐπίπεδα. Αἱ θεωρίαι ἡμῶν ἤθελον τῷ φανῇ γρίφοι καὶ
αἱ πασίδηλοι, αἱ καταφανέστατοι ἀλήθειαί μας αἱρέσεις.
Ὅσοι ἐκ τῶν ἀνθρώπων θελήσωσι νὰ ἐπικρίνωσι τὸ ἔργον ἡμῶν οὐδὲν
θέλομεν πράξει, εἰ μὴ ζητήσει τὸν λόγον. Ἐὰν ἐπιφέρωσι κρίσεις ἐπὶ τὸ ἔρ-
γον ἡμῶν καὶ ἐὰν τὰς κρίσεις αὐτῶν δὲν παραγκωνίσωμεν καὶ καταρρίψω-
μεν, τότε ἀποβλέποντες ἐν τῷ Ἀπείρῳ ἀναφωνήσατε: Οὐδὲν ἐν τῷ κόσμῳ,
ει μὴ ἡ ὑλικὴ παραγωγὴ καὶ οὐδεὶς βασιλεύει παρὰ ἡ ὑλικὴ ἄψυχος οὐσία.

Ὡμιλήσαντες περὶ τῶν φυσικῶν καὶ ζωϊκῶν παραγωγῶν τοῦ Σύμπα-


ντος, διελάβομεν ἐν ταῖς προηγουμέναις ἡμῶν θεωρίαις καὶ περὶ ἐμφανίσε-
ως τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς, ὡς ἐπίσης καὶ περὶ τῆς ἐκπορεύσεως αὐτοῦ.
Ἔδειξαν αἱ θεωρίαι ἡμῶν, ὅτι ἡ Αἰθερία τοῦ Σύμπαντος Οὐσία ἐμψυχώ-
νει τὰς ζωϊκὰς ἤ ἐμψύχους ὑπάρξεις πάντων τῶν κόσμων παρατηρήσαντες,
ὅτι αἱ Ἀνώτατοι τῶν Ὑπεραῦλων Πνευμάτων παραγωγαί, ὡς ἐνέχου-
σαι Πνεῦμα Θεοῦ ἢ καλλίτερον εἰπεῖν τὸν Θεῖον Αὐτοῦ Λόγον, οὐδόλως
ἀλλοιοῦνται, οὔτε μεταξὺ αὐτῶν συνενοῦνται, οὔτε διασπῶνται, ἀλλ’
ἀποτελοῦσι τὴν Ἀδιάλυτον, Ἀδιάσπαστον καὶ Ἀδιαχώριστον Οὐσίαν
τῆς Πνευματικῆς μετὰ τῆς Ψυχικῆς τῶν Ἀΰλων Ὄντων Ὑποστάσεως.
Οὐδέποτε βεβαίως θέλουσι τὰ σώματα, αἱ ψυχαὶ δηλαδὴ τῶν Ἀΰλων
Πνευμάτων τῶν ἀποβιωσάντων ἀνθρώπων τῆς γῆς συνενωθῇ εἰς μίαν καὶ
τὴν αὐτή ὁμογενῆ Οὐσίαν, διότι ὄχι μόνον ὁ ἄνθρωπος ἀλλὰ κάθε Ἄϋλον
Ὄν Ἔμψυχον Νοητὸν ἐνέχει καὶ Αὐτοτέλειαν. Οὗτος εἶναι Νόμος Ἀπαρά-
βατος, Ἀναλλοίωτος καὶ μὴ ἐπιδεχόμενος μεταβολήν τινα ἢ παράβασιν.
Ἐν τῇ ὑπάρξει τοῦ ἀνθρώπου ὅθεν διαβλέπομεν τὴν ἑτεροφαεινῆ
οὕτως εἰπεῖν Ψυχικὴν Ὀντότητα, ἀποτελοῦσαν αὐτοτέλειαν ἀδιαχώριστον
καὶ αὐταρχικότητα δεδοκιμασμένην.
Ἀναλύσαντες ἐν τοῖς προηγουμένοις κεφαλαίοις τὴν ἐκ τῆς Ὑπεραΰλου
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 311

Αἰθερικῆς Οὐσίας σύστασιν τῆς ψυχικῆς Ὀντότητος τοῦ ἀνθρώπου, νῦν


θέλομεν καθορίσει καὶ τὰς ἰδιότητας αὐτῆς.
Ἡ ψυχὴ ἤ ἐξωτερικὸν σῶμα τοῦ Πνεύματος, ἀναγομένη εἰς τὴν
Ἀνωτάτην τῆς ὕλης βαθμίδα, οὐδόλως ἀποσυντίθεται, οὔτε διαιω-
νιζεται, δηλαδὴ ἐξ αὐτῆς γεννᾶται ἄλλη, ὡς ἀποτελοῦσα Ὀντότητα
Αὐτοτελῆ, Ἀδιάσπαστον καὶ Ἀδιαχώρητον, ὡς Αὐτοτελὲς εἶναι καὶ τὸ
Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἐξ Οὗ ἐξεπορεύθη, ἐμφυσηθὲν ἐξ Αὐτοῦ, τὸ ἀνθρώπι-
νον πνεῦμα καὶ ὡς ἐκ τούτου μὴ ἐπιδεχόμενον παραγωγήν τινα ὁμοίαν ἢ
μεταλλαγὴν καὶ διαχώρισιν εἰς ἴσα ἢ ἄνισα μέρη.
Ὁ Θεὸς ὅθεν ἐποίησεν ἄνθρωπον κατ’ Εἰκόνα Αὐτοῦ καὶ Ὀμοίωσιν.
Ὁ Θεὸς Πνεῦμά ἐστιν. Καὶ ὁ ἄνθρωπος ὁ δρῶν καὶ ἐνεργῶν Πνευματι-
κός ἐστιν.
Ὁ Θεὸς ἔχει Δυνάμεις ἐξουσιαζομένας ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ
διενεργουμένας ὑπὸ τοῦ Θείου Λόγου, δηλαδὴ τοῦ Νόμου τῆς ἐκδηλώσεώς
Του. Καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔχει πνευματικὰς δυνάμεις διευθυνομένας ὑπὸ τοῦ
πνεύματός του, καὶ ἐκτελουμένας ὑπὸ τῶν ἐμψύχων αὐτοῦ οὐσιῶν, τοὐτέ-
στι τοῦ ψυχικοῦ περιβλήματος.
Ὅπως δε ὁ Θεὸς συνίσταται ἐκ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ Θείου Λόγου
καὶ ἐνυπάρχει ἐν τῇ Ὑπεραΰλῳ Οὐσίᾳ τοῦ Σύμπαντος, ἐξ ἧς πᾶν τὸ ὁρατὸν
Σύμπαν διεπλάσθη, οὕτω καὶ ὁ ἄνθρωπος συνίσταται:
1. ἐκ τοῦ ἐμφυσηθέντος Θείου Πνεύματος
2. ἐκ ψυχῆς διαπλασθείσης ὑπὸ τοῦ Θείου Λόγου ἐκ τῆς Αἰθερίας τοῦ
Σύμπαντος Οὐσίας καὶ
3. ἐκ σώματος διαμορφωθέντος τῇ ἐπιθυμίᾳ του ἐκ τῆς ζωϊκῆς οὐσι-
ώδους παραγωγικότητος τοῦ πλανήτου Γῆ ἐξομοιωθεὶς μὲ τὰς ἄλλας δια-
μορφωθείσας, ὅπως λέγει ἡ Γραφή: «Ἂς γεννήσωσι τὰ ὕδατα ἐν ἀφθονίᾳ νη-
κτὰ ἔμψυχα, καὶ πετεινὰ πετόμενα ἐπάνωθεν τῆς γῆς κατὰ τὸ στερέωμα τοῦ
οὐρανοῦ.» (Γεν. Α΄ 20) «Ἂς γεννήσῃ ἡ γῆ ζῶα ἔμψυχα κατὰ τὸ εἶδος αὐτῶν,
κτήνη, καὶ ἑρπετά, καὶ ζῶα τῆς γῆς κατὰ τό εἶδος αὐτῶν.» (Γεν. Α΄ 24), ζωϊκὰς
ὀντότητας.
Οὕτω, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος ἐνυπάρχει καὶ ἐνδιαιτᾶται ὡς Ζῶσα Δύνα-
μις ἐν τῷ Ἀπείρῳ Σύμπαντι, διαθέτων πρὸς ἁρμονικότητα καὶ διάπλασιν
αὐτοῦ τὸν Θεῖον Λόγον καὶ τοὺς νομοποιηθέντας ὑπ’ Αὐτοῦ φυσικοὺς τοῦ
Ἀπείρου ἤ τῆς Φύσεως νόμους, ἐνοικεῖ δὲ ἐν τῷ σώματι αὐτοῦ τῷ γηΐνῳ,
διευθύνων τὰς κινήσεις αὐτοῦ διὰ τῆς σκέψεως τοῦ Πνεύματός του καὶ τῶν
ψυχικῶν του δυνάμεων ἐκ παραλλήλου, αἵτινες δύνανται νὰ λειτουργήσω-
σι καὶ ἄνευ τῆς τοῦ σώματος ἐπενεργείας, καθότι καὶ ἡ ψυχὴ εἶναι Αἰθερία
ὕλη καὶ αἱ ὁποῖαι δυνάμεις δὲν γίνονται ἀντιληπταὶ ὑπὸ τοῦ ἀνθρώπου, ἐὰν
δὲν καθορισθῶσι, ἐὰν δὲν διασαφηνισθῶσιν.
Πῶς εἶναι δυνατὸν τὸ Αἰθέριον σῶμα νὰ κινῆται, νὰ ἐπενεργῇ ὅπως
ἡ στερεά ὕλη; Ἡ ψυχὴ πιστεύομεν, ὅτι ὡς ἐκ τοῦ ἡμιϋλικοῦ συμπαγοῦς
σώματος αὐτῆς συστέλλεται καὶ διαστέλλεται κατά βούλησιν. Ἀλλά πάντα
ταῦτα χρήζουν ἀποδείξεως.
312 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Ὅταν διαβλέπῃ τις νὰ κινῶνται ἔπιπλα, χωρὶς οὐδεὶς τῶν ἐν τῇ γῇ ἀν-


θρώπων νὰ θέσῃ τὰς χεῖρας του ἐπ’ αὐτῶν, ὅταν βλέπῃ ὑπέρογκα βάρη νὰ
αἰωρῶνται εἰς τὸν ἀέρα, χωρὶς νὰ ὑποβαστάζωνται ὑπὸ οὐδενὸς ἢ στηρίγ-
ματός τινος, βεβαίως γεννᾶται ἡ ἀπορία καὶ ἀναζητεῖται ἡ λύσις.
Πῶς εἶναι δυνατὸν ἄϋλος, ὅπως λέγουσιν οἱ Πνευματισταί, Οὐσία τοῦ
Πνεύματος νὰ ἀναβιβάζῃ ἢ ὑποβαστάζῃ καὶ μετακινῇ ἐν τῷ ἀέρι πράγ-
ματα, κατέχοντα χῶρον καὶ βάρος ἄνισον τῆς δυνάμεως τοῦ ἀνθρωπίνου
σώματος;
Βεβαίως ὁ ἀήρ, ὁ συμπαρασύρων εἰς τὴν ὁρμήν του δένδρα καὶ πολ-
λάκις καὶ οἰκίας ὁλοκλήρους, πῶς παρασύρει καὶ κατακρημνίζει αὐτάς, ἐὰν
δὲν ἐνεῖχεν ἐν τῇ ἀφανείᾳ του δυνάμεις;
Ὁ ἀτμὸς καὶ ὁ ἠλεκτρισμός, ὅστις εἶναι ἀκατανόητος ὡς δύναμις, πῶς
κινοῦν ὁλοκλήρους ὄγκους σκαφῶν, σιδηροδρόμων και μυρίων ἄλλων, ἐὰν
δὲν ἐνέκλειον ἐν τοῖς κόλποις των δυνάμεις, τὰς ὁποίας ἐπὶ τοῦ παρόντος
δὲν παρατηρεῖ τις εἰς οὐδὲν ἔμψυχον ζωϊκὸν ὄν;
Ἐὰν βεβαίως ἡ ἄψυχος ἀόρατος οὐσία τοῦ ἠλεκτρισμοῦ και τοῦ ἀτμοῦ
δίδει δυνάμεις ἀνωτέρας τῶν στερεῶν σωμάτων, πόσον μᾶλλον ἡ Ψυχή,
ἡ ἐνέχουσα Ζωὴν Ὑπερτελείαν, διευθυνομένη ὑπὸ τοῦ Πνεύματος καὶ
ἀναγομένην εἰς τὴν Ὑπερτελείαν Αἰθερίαν τοῦ Ἀπείρου Οὐσίαν, ἐξ ἧς
ἐξεπήγασαν αἱ διάφοροι ὑποδεέστεραι δυνάμεις τοῦ Σύμπαντος.
Θὰ ἦτο βεβαίως μωρία νὰ πιστεύῃ τις, ὅτι ὁ ἀὴρ ἢ ὁ ἀτμὸς ἤ ὁ ἠλεκτρι-
σμὸς ἤθελεν παραγάγει δυνάμεις, ἡ δέ Ψυχή, ἡ ἀποτελοῦσα μάλιστα ἐν τῇ
ἰδιότητί της καὶ σῶμα, δυνάμενον κατὰ βούλησιν ἤ ἐν διδομένῃ εὐκαιρίᾳ
νὰ ὑλοποιηθῇ, δὲν δύναται νὰ ἐνδώσῃ εἰς ἀποτελέσματα δυναμικά.
Ἡ Ψυχὴ ,ὅθεν ἐκτὸς τοῦ ὅτι εἶναι Ἀδιαπαραγώγητον καὶ Ἀδιάσπαστον
ἄϋλον σῶμα τῶν Πνευματικῶν ἀνθρώπων, χρησιμεύει καὶ εἰς πᾶσαν ἀνά-
γκην ἢ πρᾶξιν, ὡς ἐκ τῆς ἰδιότητος αὐτῆς τοῦ μεταποιεῖσθαι κατὰ βούλησιν
ἀπὸ ἀΰλου εἰς ὑλοποιουμένην.
Ἐκτεθέντος βεβαίως πῶς ἡ Ψυχὴ δύναται ν’ ἀποτελέσῃ καὶ ἀντενεργὸν
δυναμικὸν σῶμα κατάδηλον γίνεται, πῶς δύναται νὰ ἐπιθέσῃ δύναμιν ἐπί
τινος τραπέζης καὶ εἰς τὴν προσκόμισιν οἱουδήποτε ἀντικειμένου καὶ νὰ
κινήσῃ τὴν τράπεζαν ἤ νὰ ὑποβαστάσῃ ταύτην καὶ ἀνορθωθῇ ἐν τῷ ἀέρι.
Ἐὰν βεβαίως, ὦ ἄφρονες ἄνθρωποι, πιστεύετε εἰς τὴν ὕπαρξιν μετὰ
θάνατον τῆς ψυχῆς, μετὰ τὴν ἐπεξήγησιν ἡμῶν ταύτην ἤθελεν σᾶς φανῇ
ἀδύνατος ἡ κίνησις ὑλικῶν ἀντικειμένων ἤ ἡ κίνησις τῆς χειρὸς εἰδικοῦ
­μεσάζοντος;
Ἐὰν τοῦτο βεβαίως ἐγένετο ὑπὸ ἀψύχου τινὸς ἀΰλου δυνάμεως,
ἠθέλατε πιστεύσει, γενομένη ὅμως ὑπὸ τῆς ἀοράτου εἰς ὑμᾶς ψυχῆς, δὲν
πιστεύετε τοῦτο ἀντικείμενον καὶ εἰς αὐτὸν τὸν ὀρθὸν λόγον;
Ἡ λογικὴ ἐπιτάσσει νὰ πιστεύητε εἰς τὰς ἀρχὰς τῶν πιστευόντων εἰς
τὴν ἀθανασίαν τῆς ψυχῆς πάσης φύσεως Πνευματιστῶν, τῶν ἀποδεικνυό-
ντων διὰ θεωριῶν ἐπιστημονικῶν καὶ δὴ ἀκαταμαχήτων τὴν ὕπαρξιν τῆς
ψυχῆς, τὴν ὁποίαν ἔνιοι ἀμφιταλαντευόμενοι δὲν παραδέχεσθε.
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 313

Τότε πῶς εὐσταθεῖ τὸ ἐπιστημονικὸν ἀπόφθεγμα: ὅτι «οὐδὲν ἐν τῇ φύ-


σει ἀπόλλυται;» Ἡ δὲ δύναμις, ἡ εἰς τὴν ὕλην δίδουσα ζωὴν ἀπόλλυται;
Βεβαίως ἑκάστη ὑλικὴ οὐσία ἀποσυντεθεῖσα, διαλυθεῖσα καὶ διασκορ-
πισθεῖσα ἐνυπάρχει ἐν τῷ Ἀπείρῳ σώματι ἐν τῇ φύσει, ἡ Πνευματικὴ Οὐ-
σία, ἡ ὡς ἐπένδυμά της ἔχουσα τὴν Ἀναλλοίωτον Αἰθερίαν ὕλην ἤ Ψυχὴν
ἀπόλλυται; Κατόπιν τῶν τόσων ἀνεξηγήτων ἐκδηλώσεων, ποὺ ἀναφέρα-
μεν καὶ ἡ περὶ τῶν ὁποίων γνώμη εἶναι ἀποτέλεσμα ἀγνοίας τῆς πραγματι-
κότητος, ἥτις συνίσταται εἰς τὴν ὕπαρξιν τοῦ Πνευματικοῦ Ὄντος καὶ ἐπε-
νεργοῦντος διὰ τῶν ψυχικῶν δυνάμεων. Ἡ κατάστασις αὐτὴ εἶναι καθαρὰ
τύφλωσις, ὄχι διότι οἱ τυφλοὶ μὴ βλέποντες λέγουσιν, δὲν βλέπομεν, ἀλλ’
εἶναι μῳρία καὶ δειλία, διότι, ἐνῶ βλέπετε τὸν ἥλιον, λέγετε τοῦτον σκότος.
Καὶ ἐνῶ ἀποκαλεῖτε τὸ Φῶς σκότος, δὲν τολμᾶτε νὰ ἀποδείξητε καὶ εἰς
ἡμᾶς τὴν ἀνυπαρξίαν τοῦ φωτός...
Ἐὰν βεβαίως σεῖς οἱ ἄνθρωποι, οἱ κατέχοντες τόσας ἐπιστημονικὰς γνώ-
σεις, δὲν δύνασθε ν ἀποφανθῆτε περὶ τοῦ πλανήτου, ἐφ’ οὗ κατοικεῖτε, ὅπως
ἀποφαίνεσθε περὶ τῶν σωματικῶν σας παραγωγῶν, πόσον μᾶλλον δύνασθε
ν’ ἀνυψώσητε τὴν διάνοιάν σας πέραν τῶν ὁρίων τῆς γηΐνης ἐπιφανείας;
Ἄραγε ἡ γῆ, ἣν κατοικεῖτε, ἀποτελεῖ πλανήτην παρέχοντα ζωὴν εἰς
τοὺς ἀνθρώπους αὐτῆς καὶ τὰ λοιπὰ ἔμψυχα ὂντα, εἰς δὲ τοὺς ἄλλους
πλανήτας οὐδὲν σημεῖον ζωῆς ὑφίσταται;
Διότι πῶς θέλετε ἐξηγήσει βεβαίως τὴν ὕπαρξιν ζωῆς ἐν πλανήτῃ τοῦ
ὁποίου ἡ ἀτμόσφαιρα καὶ ἡ θερμοκρασία ἀνέρχεται τούς 600 βαθμοὺς
ὑπὲρ τὸ μηδέν, ἡ ἄλλου τινός, τοῦ ὁποίου τὸ ψῦχος κατέρχεται εἰς τούς 600
βαθμοὺς ὑπὸ τὸ μηδέν;
Πῶς, λοιπόν, εἰς πλανήτας, ὅπου εἶναι ἀπολύτως ἀδύνατος ἡ ζωὴ εἰς τὰ
ἐπὶ γῆς ὄντα, ἐνυπάρχει εἰς αὐτοὺς ἡ ζωή;
Ἐὰν οἱ ἄπειροι οὗτοι κόσμοι δὲν κατοικοῦνται καὶ κατοικεῖται μόνον
ὁ μικροσκοπικὸς τοῦ Σύμπαντος πλανήτης σας, βεβαίως ὁ Δημιουργὸς
αὐτῶν παρατηρεῖται ὡς ἀνάξιος τῆς Θείας Αὐτοῦ Σοφίας, καθ’ ὅτι ὁ μικρο-
σκοπικὸς τοῦ Σύμπαντος πλανήτης κατοικεῖται, οἱ δὲ ἀπειράριθμοι ἄλλοι
τοιοῦτοί εἰσιν ἀκατοίκητοι.
Ἂς παρατηρήσωμεν ἐνταῦθα, ὅτι πρόκειται περὶ τῆς θετικῆς ἐπιστή­
μης, χάριν τῆς ὁποίας καταναλίσκουν οἱ σοφοί σας οὐ μόνον τὸν χρόνον
τῆς ἐπὶ γῆς διαμονῆς των, ἀλλὰ καὶ τὴν πολυμάθειάν των, διὰ νὰ καταλήξω-
σιν εἰς τὴν ἀπάρνησιν τῆς ζωϊκῆς τοῦ Σύμπαντος Ζωῆς εἰς πλανήτας κατὰ
πολὺ ἀνωτέρους τοῦ ἰδικοῦ των καὶ κατὰ πολὺ προηγουμένων, ὡς ἐκ τῆς
φαινομενικῆς συστάσεώς των, διότι λέγουν, ὅτι ἡ Ζωϊκὴ Ζωή, δὲν παράγε-
ται ἐν κλίμασι διαφερόντων τοῦ κλίματος τῆς γῆς.
Οἱ σοφοὶ τῆς γῆς ἐσοφίσθησαν νὰ διδάσκουν, ὅτι μόνον οἱ νόμοι οἱ λει-
τουργοῦντες ἐν τῇ γῇ παρέχουσι ζωήν. Τὸ καταστατικὸν δὲ αὐτὸ τῆς παρα-
γωγικότητος τῆς γῆς δέον νὰ ἔχωσιν ὅλοι οἱ ἐπουράνιοι κόσμοι, εἰ δ’ ἄλλως
ἐκλείπει. Αὐτὰ γιγνώσκοντες οἱ σοφοὶ τῆς γῆς, βεβαίως δὲν δύνανται ν’
ἀντιληφθῶσι τί ἐνέχει ἡ Ἄπειρος Δημιουργία.
314 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Τίς δύναται βεβαίως νὰ γνωρίσῃ τὴν σύστασιν τοῦ ἡλίου τοῦ πλανη-
τικοῦ των συστήματος; Τίς δύναται νὰ γνωρίζῃ τὰ διάφορα μέταλλα, τὰ
ὁποῖα ὑπάρχουν εἰς τὸ κέντρον τοῦ πλανήτου σας;
Τίς δύναται νὰ γνωρίζῃ τὰς ἰδιότητας τῆς Ζωῆς ὅλων τῶν ἐν τῇ γῇ
ὄντων; Τίς δύναται νὰ ὀνομάσῃ τὰς ἀγνώστους δυνάμεις, αἱ ὁποῖαι εἰς τὸ
μέλλον διὰ τῆς συγχρόνου ἐξελισσομένης ἀνθρωπότητος θέλουσιν ἀπο-
καλυφθῇ; Βεβαίως οὐδεὶς γνωρίζει.
Καὶ ἀφοῦ οὐδεὶς σοφὸς τῆς γῆς ἠδυνήθη νὰ μελετήσῃ ἕνα μόνον κλά-
δον ἐπιστήμης ἐπισταμένως καὶ ὁλοκληρωτικῶς, πόσον μᾶλλον ἤθελε εἶ-
ναι δι’ αὐτὸν μωρία νὰ ὁμιλῇ συζητῶν καὶ ἀποφαινόμενος περὶ πραγμάτων
τινῶν, τὰ ὁποῖα δὲν ὑποπίπτουν εἰς τὴν ἀντίληψίν του, τὰ ὁποῖα προκατα-
βολικῶς καταπολεμῶσι χωρὶς ν’ ἀναμένωσι τὴν ἐξήγησιν αὐτῶν;
Πρόκειται περὶ τῆς Πνευματικῆς Ἐπικοινωνίας ὡς ἐπιστήμης, ἡ ὁποία
μόλις ἤρχισεν ὑποφώσκουσα ἐν τῷ ὁρίζοντι τοῦ ἐπιστημονικοῦ κόσμου.
Ἐπιστήμη ἡ ὁποία δυνατὸν προαγομένη ν’ ἀνυψώσῃ τὸν ἄνθρωπον εἰς
τὴν Ἀνωτάτην αὐτοῦ Καταγωγήν, ἐξ ἧς κατέπεσεν, διὰ τοῦ προπατορικοῦ
ἁμαρτήματός του, ἐπιστήμη τέλος, ἡ ὁποία οὐ μόνον ἤθελεν ἀναμορφώ-
σει, διὰ τῆς τελειοποιήσεώς της τὸ ἀνθρώπινον γένος, ἀλλ’ ἤθελε συμπε-
ριλάβει καὶ συμπτύξει πάσας τὰς ἄλλας ἐπιστήμας ἐν αὐτῇ.
Αναφανεῖσα ὅμως ἡ ἐπιστήμη αὕτη ὑπὸ φιλοσοφικὴν χροιὰν μὲ ἐπι-
στημονικὴν μορφήν, κατεπολεμήθη ἐν τῇ ἀρχῇ αὐτῆς, οὖσα ὑπό τε τῶν
δοκησισοφούντων φιλοσόφων τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος, τῶν καὶ «θετικιστῶν»
κατ’ εὐφημισμὸν αὐτοκαλουμένων, καθὼς καὶ ὑπὸ τῶν θεολόγων ἀκριβῶς
ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ὤφειλον νὰ προλειάνωσι τὸ ἔδαφος τῆς κατακτήσεως
καὶ προόδου αὐτῆς, χωρὶς νὰ προκαταλαμβάνωνται ὑπὸ τῶν διαφόρων ἐν-
σπειρομένων ἐπὶ τούτῳ ἀστηρίκτων δοξασιῶν, αἱ ὁποῖαι μετὰ ἐπισταμένην
μελέτην ἀναγνωρίζονται ὡς δοξασίαι ἀντιβαίνουσαι πρὸς τὸ πνεῦμα τῶν
ἀνθρώπων τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος.
Οἱ μεγαλύτεροι σοφοί, οἱ ὁποῖοι ἠθέλησαν νὰ καταπολεμήσουν τὰς
ἀρχὰς καὶ τὰς δοξασίας τῶν περὶ τὰ πνευματιστικά ἀσχολουμένων, δὲν κα-
τώρθωσαν νὰ ἀπομακρύνουν ἀπ’ αὐτῶν τὰ ἑκατομμύρια τῶν ὀπαδῶν των,
τὰ ἀναθρώσκοντα ἐν ἑκάστῃ γωνία τῆς γῆς, παρ’ ὅλην τὴν διδαχὴν τῶν
ὑλιστῶν τῶν ἀπαρνουμένων τὴν Ἀθανασίαν τῆς ψυχῆς.
Τίς μέγας σοφός, ἐπισταμένως ἐξετάσας δὲν ἐβεβαιώθη περὶ τῆς
ὑπάρξεως οὐ μόνον τοῦ Ἀΰλου Κόσμου τῶν πνευμάτων, ἀλλὰ καὶ περὶ
τῆς ἐπικοινωνίας αὐτῶν μὲ τὸν ἄνθρωπον τῆς γῆς;
Τίς σοφὸς εἴτε ὑλιστὴς ἢ θεϊστὴς ἐμελέτησε τὴν φιλοσοφίαν καὶ τὴν
ἐπιστημονικὴν αὐτὴν θεωρίαν καὶ δὲν εὗρεν ἀνταποκρινομένην αὐτὴν ὡς
πρὸς ὅλας αὐτοῦ τὰς ἀπαιτήσεις καὶ ἀπορίας;
Τίς σοφὸς δύναται ν’ ἀποφανθῇ περὶ τῆς Πνευματικῆς Ἐπικοινωνίας ἐν
πλήρει αὐτοπεποιθήσει τῆς εἰλικρινείας του καὶ τῆς σημασίας τῶν λόγων του
καὶ δὲν ἤθελεν ἀναγνωρίσει τὴν Ἀνωτάτην αὐτὴν Φιλοσοφικὴν καὶ Ἐπιστη-
μονικὴν ἐντρύφησιν ὡς τὴν ἀνωτέραν πασῶν τῶν ἄλλων πραγματειῶν;
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 315

Σεῖς οἱ σοφοὶ τῆς Εὐρώπης καὶ σύμπαντος τοῦ πεπολιτισμένου κόσμου


τῆς γῆς κλίνατε γόνυ, διότι ἐπέστη ὁ καιρός, καθ’ ὃν ἡ ἀνθρωπότης θέλει
χωρήσει εἰς τὴν ὁδόν, τὴν ὁποίαν ὁ Δημιουργὸς τοῦ Σύμπαντος κόσμου
τῇ προώρισεν, ὅτι ἐπέστη ὁ χρόνος, καθ’ ὃν οἱ ἄνθρωποι διὰ τῶν γραμ-
μάτων θέλουσι διὰ παιδείας καὶ ἐπιστήμης φθάσει εἰς τὸ Ἀνώτατον ἐπίπε-
δον τῆς πνευματικῆς διαπλάσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, θέλουσιν ὅλα
ἀναχθῇ εἰς τὴν ἀνωτάτην ἐξέλιξιν τῆς ἀνθρωπίνης χειραφετήσεως, θέλου-
σι παραστεῖ ὡς πνευματικῶς ζῶντες καὶ οὐχὶ σωματικῶς.
Πάντα ταῦτα ἤθελον σᾶς φανῶσιν ὡς παραληρήματα ἀνθρώπου ἀφαι-
ρεθέντος ἐκ τῶν γηΐνων αὐτοῦ ἕξεων καὶ περιφερομένου εἰς χώρας οὐδὲν
ἀναγνωριστικὸν σημεῖον ἐχουσῶν μὲ τὴν λογικὴν καὶ τὴν θετικότητα τοῦ
αἰῶνος ὑμῶν. Αὐτὰ ὅμως σᾶς τὰ προλέγει ἓν Πνεῦμα, Πνεῦμα τὸ ὁποῖον
εὑρίσκεται ὕπερθεν ὑμῶν, Πνεῦμα τὸ ὁποῖον δὲν λέγει τι πρὶν ἤ γνωρίσει
καὶ διασαφηνίσει αὐτὸ καλῶς, γνωρίζον ὅτι ἔχει ἑτοίμους καὶ τοὺς λόγους,
ὅπως καταπολεμήσῃ τὰ ἐπιχειρήματα ὑμῶν.
Βεβαίως ὁ κόσμος τῶν γραμμάτων ἀδύνατον νὰ μὴ παραδεχθῇ, ὅτι οἱ
λόγοι καὶ θεωρίαι Μου, ἂν καὶ κατὰ τὸ ἐξωτερικὸν αὐτῶν εἰσιν ὑπέρογκοι ἤ
ἀπίθανοι, εἶναι ὅμως λογικοὶ καὶ ἐκτελέσιμοι. Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος αὐτὴν
τὴν στιγμὴν γράφει, δὲν ἔχει διαπλασθῇ τόσον πνευματικῶς, ὡς ἤθελον
νομίσει πολλοὶ μὴ γνωρίζοντες αὐτόν.
Πολλοὶ θέλουσι παρατηρήσει, ὅτι ὑπάρχουσιν ἔργα μεγαλυτέρας
ἀξίας, ἔργα δυνάμενα ν’ ἀποστομώσωσι καὶ τὸν μᾶλλον ἀντίθετο φρο-
νοῦντα οὐχ ἦττον ὅμως ἂν ἐγνώριζον, ὅτι ἐν τῷ βάθει τοῦ περιεχομένου
τούτου παρουσιάζεται Νέα τις Φιλοσοφία, ἡ ὁποία χρήζει μελέτης ἤθελον
συνδράμει τὸ ἔργον ἡμῶν, ἤθελον ἐπικροτήσει αὐτό, ὡς ἀντάξιον παρατη-
ρήσεως καὶ ἐπισταμένης μελέτης οὐ τῆς τυχούσης.
Ἂν δὲ ἐκ παραδρομῆς τινος ἤθελον ἀναγνωρίσει ἀτελείας τινὰς ἢ ἀνα-
πήρους ἐκφράσεις, ἂς συγχωρήσωσι τὴν ἀτέλειαν τῆς Ἐπικοινωνίας μου
καὶ ἂς ἐπιρρίψουν τὰς εὐθύνας εἰς τὴν ἀκαλαίσθητον πνευματικὴν τοῦ
μεσάζοντος διάπλασιν καὶ ἐκπαίδευσιν, παρεμφερῆ ὅμως οὖσαν τῆς ἰδικῆς
σας ἀναπτύξεως.
Ἡ Πνευματικὴ Ἐπικοινωνία δὲν ἐμελετήθη ἐπισταμένως, ἀλλ’ ἐν τῷ
μέλλοντι θέλει καταλάβει τὰ σκῆπτρα τῆς φωτοδότου ἐπιστήμης. Δὲν
χρήζει ἁπλῆς μελέτης μόνον, ἀλλὰ μεγίστης προσοχῆς, διότι θὰ ἐμφανίσῃ
ἔργα ἀναγεννῶντα τὸν κόσμον.
Ἄνθρωποι, δὲν ἐπιθυμῶ νὰ σᾶς ψέξω. Σοφοὶ δὲν ἐπιθυμῶ, οὕτε ἁρμό-
ζει νὰ σᾶς παρωθήσω εἰς τὸ ἔργον τὸ ὁποῖον ὡς ἐκ τῆς παραστάσεώς του
δυνατὸν νὰ σᾶς ζημιώσῃ, ἐνῶ ἡ ἀσχολία σας εἰς ἄλλα ἤθελε σᾶς προσκο-
μίσει πλούσια κέρδη. Ὄχι δὲν θέλω τὴν ζημίαν σας, ὅπως δὲν ἐπιθυμῶ καὶ
τὴν πραγματοποίησιν τῆς ἀφροσύνου ἐπιμονῆς σας νὰ καθίστασθε πρό-
σκομμα εἰς τὴν πρόοδον τῆς Πνευματικῆς Ἐπικοινωνίας.
Κάποτε εἰς παρομοίαν περίπτωσιν ἐδικάζοντο ὑπὸ ἀναλόγων δικα-
στῶν, ὡς ὑμεῖς, μερικοί ἀδαεῖς περὶ τά πνευματικὰ κατὰ τὴν ἀντίληψίν
316 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

των, διότι ἐμαρτύρουν τὴν Ἀλήθειαν. Νομοδιδάσκαλός τις ὅμως, τίμιος


παντὶ τῷ λαῷ ἐκέλευσεν ἔξω βραχύ τι τοὺς ἀποστόλους ποιήσας καὶ τοῖς
εἶπεν: «Ἀπόστητε ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων τούτων καὶ ἀφήσατε αὐτούς, ὅτι ἐὰν
ἦ ἐξ ἀνθρώπων ἡ βουλὴ αὕτη, ἢ τὸ ἔργον τοῦτο καταλυθήσεται, εἰ δὲ
ἐκ Θεοῦ ἐστίν, οὐ δύνασθε καταλῦσαι αὐτό, μήποτε καὶ Θεομάχοι εὑρε-
θῆτε.» (Πράξ. Ε΄ 38-39). Ὅπερ καὶ ἐγένετο, ὡς τὰ πράγματα ἀπέδειξαν.
Θέλω μόνον ὁ κόσμος νὰ προσέξῃ, νὰ ἐννοήσῃ μόνος του, ὅτι ἡ Πνευ-
ματικὴ Ἐπικοινωνία εἶναι ἐπιστήμη, ἡ ὁποία ἐρείδεται ἐπί ἐπιστημονικῶν
θεωριῶν καὶ ἀποδείξεων, δι’ ὧν ἀποδεικνύει τὴν ὕπαρξιν καὶ ἀθανασίαν
τῆς ψυχῆς καὶ τὴν ἐπικοινωνίαν αὐτῆς μὲ τὸν ἐπίγειον ἄνθρωπον.
Ἐὰν βεβαίως αἱ ἀσχολίαι ὑμῶν οὐδὲν ἔχουν ἀποτέλεσμα, δὲν δίδεται
ἐκ τούτου ἡ τελικὴ ἀπόδειξις τῆς ὑπάρξεως τοῦ Πνευματικοῦ Κόσμου, πά-
ντως προσπαθοῦμεν νὰ ἐπιχύσωμεν φῶς εἰς τὰς τόσας σκοτεινὰς θεωρίας,
αἱ ὁποῖαι συγκρούονται μὲ τὰς ἑκάστοτε ἐμφανιζομένας νέας τοιαύτας,
ἐπισκοποῦντες ἐν τῷ ἔργῳ ἡμῶν ποσότητά τινα ἐκ τῶν γνώσεών μας, θὰ
ἀποτελέσουν δὲ αὗται ἀφετηρίαν ἐξ ἧς ἤθελε προκύψει νέα περίοδος, δια-
νοίγουσα τοὺς κόλπους αὐτῆς παντί τῷ ἐπιθυμοῦντι νὰ γνωρίσῃ τὰ Νάμα-
τα τῆς Θείας Δικαιοσύνης καὶ Φροντίδος.
Οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἠσχολήθησαν εἰς τὴν Πνευματικὴν Ἐπικοι-
νωνίαν ἔφθασαν εἰς τὸ σημεῖον, εἰς ὃ ἔδει νὰ φθάσωσιν, ἀλλ’ ἀπεσύρθησαν
ἐν τέλει μὲ τὴν πλήρη αὐτοπεποίθησιν τῆς ὑπάρξεως τοῦ Ἀΰλου Πνευματι-
κοῦ ἀνθρώπου, τῆς Ἀθανασίας του καὶ τῆς ἐπικοινωνίας αὐτοῦ μὲ τὸν ἐπί-
γειον ἄνθρωπον.
Θεωρῶ ἐπάναγκες νὰ ἀναφέρω, ὅτι ἐκ τῶν πειραμάτων πολλῶν
ἐπιστημόνων ἀπέρρευσεν ἡ ἀλάνθαστος αὐτῶν μελέτη, ἡ ὁποία παρε-
τήρησεν, ἐξήτασεν καὶ ἀπέδειξεν οὐχὶ θεωρητικῶς, ἀλλὰ πρακτικῶς διὰ
πειραμάτων ὅλην τὴν ἔννοιαν τῆς ἀρξαμένης περιόδου τοῦ ἀποκαλυπτο-
μένου πνευματισμοῦ, τοῦ δίδοντος τὴν ἀφοσίωσιν εἰς πάντα φέροντα
πρὸς τοῦτο προσόντα καὶ παρέχοντος φόρον εὐγνωμοσύνης εἰς τὸν ἀντι-
ληφθέντα τὴν φυσικὴν τῶν πραγμάτων ἐξήγησιν.
Θεάρεστον κατ’ ἀρχὴν ποιοῦντες ἔργον πάντες οἱ σοφοί τῆς γῆς,
θέλουσι νὰ ἐξετάζωσι τὰ πάντα ἐπιστημονικῶς, ἀναψηλαφῶντες ταῦτα,
διὰ νὰ δυνηθοῦν νὰ ἀποδείξουν αὐτὰ ὄχι μόνον θεωρητικῶς, ἀλλὰ καὶ πει-
ραματικῶς.
Θεάρεστον ἐπίσης ἔργον ποιοῦντες οἱ Θεολόγοι, παραδεχόμενοι ἐκτὸς
τῶν ἐπιστημονικῶν θεωριῶν, ὅτι ὑφίστανται καὶ Θεολογικαὶ τοιαῦται, αἱ
ὁποῖαι καταδεικνύονται ὑπὸ φιλοσοφικῶν συμπερασμάτων καὶ ἀποδει-
κνύονται ὑπὸ τοῦ ὀρθοῦ λόγου καὶ τῆς λογικῆς.
Οἱ ὀπαδοί τῶν Θεολογικῶν θεωριῶν, τῶν παραδεχομένων τὴν μετα-
φυσικὴν λεγομένην φιλοσοφίαν ἢ ἐπιστήμην, ἀνέρχονται εἰς ἑκατοντάδας
ἑκατομμυρίων, συγκαταλέγουσι δὲ μεταξὺ αὐτῶν καὶ πολλοὺς ἀνεπτυγμέ-
νους καὶ λογικῶς σκεπτομένους φιλοσόφους καὶ ἐκ τῶν ἐπιστημόνων τοὺς
ἀρίστους, τοὺς κορυφαίους. Οἱ δὲ βασιζόμενοι ἐπὶ τῶν θετικιστικῶν λεγο-
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 317

μένων θεωριῶν, ἀποτελοῦν ἐλαχίστην μειονότητα ἀπέναντι τοῦ ἀριθμοῦ


τῶν ὀπαδῶν τῶν μεταφυσικῶν θεωριῶν.
Οἱ ὑλισταὶ θετικισταὶ πιστεύουσιν, ὅτι πᾶσα ζωϊκὴ οὐσία, πᾶσα δύνα-
μις μὴ ἀποδεικνυομένη πειραματικῶς καὶ μὴ ὑποπίπτουσα εἰς τὰς αἰσθή-
σεις τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, εἴτε διὰ τῆς ἐκδηλώσεως τῶν συστατικῶν
αὐτῆς εἰς ὄγκον, βάρος καὶ ποσὸν ἢ τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς δυνάμεως
αὐτῆς, ὅπως ὁ ἠλεκτρισμὸς καὶ ἀλλα ἀκόμη παρεπόμενά του, ἤθελεν εἶναι
ἀπαράδεκτος καὶ ἀκαταλόγιστος ἐκφεύγουσα τῆς θετικῆς ἐπιστήμης καὶ
ἀναγομένη μόνον εἰς τὴν μεταφυσικήν, τὴν ὁποίαν ἀποκρούουν.
Οἱ σκεπτόμενοι οὕτω προβάλλουν, ὅτι διὰ τῆς ἐπιμονῆς πρὸς ἀπόδει-
ξιν τῶν θεωριῶν των καὶ ἐμπράκτως, συνετέλεσαν, ὅπως ἡ ἀνθρωπότης
ἀναχθῇ εἰς τὸ σημεῖον, τὸ ὁποῖον σήμερον εὑρίσκεται, κατορθώσασα νὰ
διαχύσῃ φῶς εἰς τὰς τόσας σκοτεινὰς θεωρίας, αἱ ὁποῖαι δὲν ἠδύναντο νὰ
φέρωσιν ἄλλο τι, παρὰ τὴν φοβερὰν τοῦ μεσαιωνισμοῦ ἀμάθειαν καὶ θρη-
σκοληψίαν.
Ὅπως δύναταί τις νὰ τοῖς ἀποδώσῃ πληρέστατον δίκαιον, διότι οὐδὲν
τὸ ἀπορριπτέον, διότι καὶ αἱ θετικιστικαὶ παρατηρήσεις εἶναι μὲν ἀληθεῖς,
ἀλλὰ δὲν ἀποδίδουν τὸ πλῆρες νόημα, τοιουτοτρόπως καὶ οἱ θεολόγοι,
οἱ ὁποῖοι ἀντιθέτως ἀντὶ νὰ συμπληρώσωσι τὰ κενὰ τῶν θετικιστικῶν
θεωριῶν, ἐπὶ θεολογικῶν πραγματικῶς βάσεων, προβάλλουν ἀβαθῆ ἐπι-
χειρήματα διὰ τὴν ἀπόδειξιν τῆς πρὸς τὸ Πνεῦμα πίστεώς των, δὲν ἀφίστα-
νται αὐτῶν εἰς ἀτέλειαν παρ’ ὅτι αὐτοὶ εἶναι πολὺ πλησιέστεροι πρὸς τὴν
Ἀλήθειαν καὶ διὰ τὸν λόγον τοῦτον, ὡς ἀνεφέραμεν, οἱ ὀπαδοί των εἶναι
ἀσυγκρίτως πολυπληθέστεροι τῶν ὑλιστῶν.
Ἀφοῦ, λοιπόν, αἱ ἑκατοντάδες τῶν ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων παραδέ-
χονται θεωρίας ἀπορριπτομένας ὑπὸ τῆς θετικῆς ἐπιστήμης τοῦ εἰκοστοῦ
αἰῶνος καὶ ἀφοῦ εἰς τὰς τάξεις αὐτῆς συγκαταλέγονται οἱ πλεῖστοι τῶν
κορυφαίων ἐπιστημόνων, φιλοσόφων, ἀστρονόμων, ἰατρῶν, χημικῶν καὶ
σοφιστῶν καὶ τέλος ἄνθρωποι πάντων τῶν ἐπί γῆς ἐπαγγελμάτων καὶ ἐπι-
στημόνων παντὸς κλάδου πῶς δὲν ἠθέλομεν ἐξετάσει αὐτοὺς καὶ ἠθέλο-
μεν ἀπονείμει τὸ γέρας τῆς λογικῆς σκεπτομένων ἀνθρώπων ἄνευ ἐξετά-
σεώς τινος εἰς τοὺς ἀπαρνουμένους τὴν ὕπαρξιν τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς
καὶ τῆς μετὰ θάνατον τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος Ἐξελίξεως καὶ Ἀθανασίας
αὐτῆς;
Ὁ κόσμος, λοιπόν, διῃρημένος εἰς δύο ἀντιμαχόμενα στρατόπεδα τῶν
θετικιστῶν ἢ ὑλιστῶν καὶ τῶν θεϊστῶν ἢ πνευματιστῶν οὐδόλως συνηνώθη
ἢ κατώρθωσε νὰ ἀποδείξῃ ὁ εἷς εἰς τὸν ἄλλον τὴν ἀλήθειαν τῆς ὀρθοφρο-
συνης του.
Οἱ μὲν ὑλισταί παραδεχόμενοι τὴν παραδοχὴν ἑκάστης θεωρίας μόνον
κατόπιν τῆς πειραματικῆς ἀποδείξεώς της, οἱ δὲ σοφισταὶ θεολόγοι, δη-
λαδὴ Πνευματισταὶ διὰ τῆς παρατάξεως σειρᾶς λογικῶν συμπερασμάτων,
συγκρούονται μεταξύ των καὶ καθ’ ἐκάστην ἀπομακρύνονται χωρίς ὁ μὲν
νὰ πεισθῇ ὑπὸ τοῦ ἑτέρου, καθ’ ὃν χρόνον τὰ διαμαχόμενα μέρη ἔφθασαν
318 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

εἰς τὸ κατακόρυφον τοῦ διαπληκτισμοῦ των, οἱ μὲν ἀποκαλοῦντες τοὺς


δὲ μωροὺς ἢ τρελλούς, οἱ δὲ τοὺς πρώτους ἀθέους, ἄφρονας καὶ ὑπὸ τοῦ
Θεοῦ καταραμένους.
Ἐν ᾧ χρόνῳ πολλοὶ τῶν ἐπιστημόνων ἀποσκιρτοῦντες ἀπὸ τὰς τάξεις
τῆς Ἐκκλησίας ἐτάσσοντο μὲ τὸ μέρος τῶν ὑλιστῶν ἢ θετικῶς σκεπτο-
μένων, ἡ δὲ Ἐκκλησία καὶ οἱ μετ’ αὐτῆς διὰ τὴν παρανομίαν καὶ ἀποσκίρ-
τησιν αὐτῶν ἐξετόξευε μύδρους ἀφορισμῶν καὶ ἀγανακτήσεως. Θείᾳ
Ἐπινοίᾳ ἀνεφάνη ἡ Πνευματικὴ Ἐπικοινωνία, ὅπως ἐπιχύσῃ φῶτα διὰ τῶν
διδασκαλιῶν της, ὅπως δώσῃ τὰς ἀπαιτουμένας ἐξηγήσεις καὶ εἰς τοὺς μὲν
καὶ εἰς τοὺς δὲ, ὅπως ἀπονείμῃ δίκαιον εἰς ἀμφοτέρους ὅπως, τέλος, πά-
ντας συνενώσῃ ὑπὸ μίαν αἰγίδα, ὑπὸ μίαν θρησκείαν, ὑπὸ μίαν Ἰδέαν καὶ
ἀκολουθήσῃ τὸν μέγα τῆς ἀνθρωπότητος προορισμὸν εἰς τοὺς αἰῶνας τῆς
ἐξελίξεώς της, ὅπως τέλος ἀνυψώσῃ τὴν ἀνθρωπίνην διάνοιαν καὶ πέραν
τῶν ὁρίων τῆς γηΐνης ἐπιφανείας, ὅπως φέρῃ εἰς φῶς νέας θεωρίας στηρι-
ζομένας καὶ ἐπὶ τοῦ ὀρθοῦ λόγου καὶ ὑπὸ τῆς θετικῆς ἐπιστήμης καὶ διὰ τῆς
πειραματικῆς ἀκόμη ἀποδείξεως τῆς ἐκδηλώσεως τῶν δυνάμεων, τῶν ὑπ’
αὐτῆς παραδεχομένων.
Ἡ Πνευματικὴ Ἐπικοινωνία, λοιπόν, καὶ οἱ αὐτὴν ἀσπαζόμενοι διδά-
σκουσι τὰς θεωρίας τῶν τε θεολόγων καὶ φιλοσόφων ἐπὶ τῇ βάσει νόμων,
ὅπως τῶν ὑλικῶν ἀναλόγως καὶ πνευματικῶν καὶ ἐπεξηγοῦσιν αὐτάς, ἐπὶ
τὸ καταφανέστερον καὶ κατανοητότερον εἰς τοὺς ὑλιστὰς ὡς θετικῶς σκε-
πτομένους ἐπιστήμονας, δι’ ἐπιστημονικῶν πειραματικῶν ἀποδείξεων.
Ἡ ἐπιστήμη, λοιπόν, αὕτη, ἡ ἐπὶ τοῦ ὀρθοῦ λόγου βαδίζουσα καὶ ὑπὸ
πειραμάτων καὶ ἀποδείξεων στερρῶν ἀποδεικνύουσα τὰς θεωρίας της,
δέον νὰ παραγκωνισθῇ ἢ νὰ ἀφοπλισθῇ;
Οἱ θεολόγοι, οἱ καταπολεμούμενοι ὑπὸ τῶν ὀρθῶν ἐπιχειρημάτων τῶν
ὑλιστῶν καὶ ὑπὸ τῆς ἀνεγνωρισμένης αὐτῶν λογικῆς καὶ μὴ δυνάμενοι νὰ
ἀνταπαντήσουν εἰς τὰ θετικὰ αὐτῶν πειράματα, δὲν ἀσπάζονται τὴν Νέαν
Ἐπιστήμην, τὴν τείνουσαν εἰς αὐτοὺς τὴν χείρα καὶ καταπολεμοῦσαν τὰς
θεωρίας τῶν ἀντιπάλων των οὐχὶ μόνον μὲ θεωρίας καὶ ρητά, ἀλλὰ δι’ ἀπο-
δείξεων ἐπιστημονικῶν καὶ πειραμάτων, ὅπως καὶ τῶν ὑλιστῶν;
Διά νὰ πολεμήσῃ τίς τινα, ὀφείλει νὰ μεταχειρισθῇ τὰ ἴδια αὐτοῦ ὅπλα
ἢ τὰ καταρρίπτοντα αὐτά, ἐὰν θέλῃ νὰ ἔχῃ μεθ’ ἑαυτοῦ τὴν νίκην.
Οἱ εἰς τὸ Πνεῦμα, λοιπόν, πιστεύοντες Θεολόγοι διακηρύττοντες τὸ
«Πνεῦμα ὁ Θεὸς» ἀντὶ νὰ καταπολεμοῦν τὴν Πνευματικὴν Ἐπικοινωνίαν, τὴν
ἐπιστήμην δηλαδή, ἡ ὁποία ἔρχεται ν’ ἀποδείξῃ τὰς θεωρίας των, ἂς δώσω-
σιν εἰς αὐτὴν τὴν χεῖρα των καὶ ἂς ἀναγνωρίζουν αὐτὴν Βασιλίδα τῶν ἐπι-
στημῶν, διότι ἀνταποκρίνεται πληρέστατα εἰς τὰς ἀπαιτήσεις ἑκατέρων.
Οἱ ὑλισταὶ οἱ μὴ παραδεχόμενοι τὴν ὕπαρξιν καὶ ἀθανασίαν τοῦ ἐν
τῇ ψυχῇ Πνεύματος, ἀλλ’ ἀποδίδοντες τὰς πνευματικὰς τοῦ ἀνθρώπου,
ἐκδηλώσεις εἰς τὰς σωματικὰς αὐτοῦ δυνάμεις, ἀλλὰ παραδεχόμενοι συγ-
χρόνως ὅτι ἑκάστη δύναμις ἢ οὐσία ὑλικὴ ἐν τῇ φύσει ἐνυπάρχουσα δὲν
ἀπόλλυται, ἀλλὰ διαιωνίζεται ἢ ἀποσυντιθεμένη μεταβάλλεται εἰς τὰς
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 319

πρώτας της οὐσίας ἢ δυνάμεις, ἐξ ὧν παράγεται ἡ ὁρατὴ καὶ χονδροειδὴς


ὕλη, ἂς μὴ ἐμφανίζωνται μονόπλευροι.
Ἀφοῦ, λοιπόν, ἡ ἄψυχος ὕλη, ἡ ἀτελὴς καὶ οὐδὲν συντελεστικὸν παρά-
γουσα ἄνευ τῶν δυνάμεων τῶν διεπουσῶν αὐτήν, δὲν ἀπόλλυται ἀποσυ-
ντεθεῖσα, ἀφοῦ αἱ δυνάμεις, αἱ μὴ ἔχουσαι πνευματικὰς ἢ λογικὰς ἐκδηλώ-
σεις, ἐπίσης διαιωνίζονται καὶ ἐν τῇ φύσει ἐνυπάρχουσιν Ἀμετάβλητοι καὶ
Αἰώνιαι, ἡ ψυχὴ διὰ τοῦ Πνεύματός της ἐκδηλοῖ δυνάμεις κατὰ πολὺ ἀνω-
τέρας πασῶν τῶν ἐν τῇ φύσει διεσπαρμένων τοιούτων, ἤθελεν ἀπωλεσθῇ;
Λογικῶς, λοιπόν, σκεπτόμενοι ἀναγνωρίζετε τὴν ἀλήθεια τῶν ἐπιχει-
ρημάτων μας, ἀλλὰ λείπει ἀπὸ σᾶς ἡ ἀπόδειξις καὶ συνεπῶς δὲν δύνασθε
νὰ παραδεχθῆτε τὴν ὕπαρξίν της.
Ἡ Πνευματικὴ Ἐπικοινωνία ὅμως σᾶς ἀποδεικνύει καὶ ἐμπραγμάτως
τὰς πνευματικὰς ἐκδηλώσεις τῶν Πνευματικῶν Δυνάμεων καὶ μάλιστα
μετὰ τὴν ἀποχώρησιν τῶν πνευματικῶν του δυνάμεων ἐκ τοῦ σώματος,
ἐξακολουθεῖτε καταπολεμοῦντες αὐτήν, ἐξακολουθεῖτε ἀπαρνούμενοι
τὴν Ἀθανασίαν τῆς Ψυχῆς καὶ τοῦ Πνεύματος, δὲν ἀναγνωρίζετε ἐν τῇ ἐπι-
στήμῃ ταύτῃ τὴν θετικότητα, ἀφοῦ αὕτη ἀκριβῶς ὑποστηρίζει τὸ δίκαιον
ὑμῶν, τὴν φιλομάθειάν σας καὶ ζητεῖ διὰ λογικῶν συμπερασμάτων, ἀλλὰ
καὶ πειραμάτων τοῖς πᾶσιν ἀντιληπτῶν καὶ ὑπὸ τῶν ἐπιστημονικῶν ὀρ-
γάνων ἐξελεγχομένων, τὴν πιστοποίησιν θεωριῶν, αἱ ὁποῖαι δυνατὸν νὰ
ἦσαν ἀναληθεῖς;
Θεολόγοι, Ἐπιστήμονες, Σοφοὶ καὶ Θετικισταὶ τείνατε τὴν χεῖραν ὑμῶν
εἰς ἐπιστήμην, ἡ ὁποία μέλλει ν’ ἀναδείξῃ ὑμᾶς τελειωτέρους, ἡ ὁποία θέλει
διὰ τῆς τελειοποιήσεως αὐτῆς συντελέσει εἰς τὴν ἀνάδειξιν ὅλων τῶν ἐπι-
στημονικῶν κλάδων, ἡ ὁποία θέλει ἐπιχύσει φῶς εἰς τὰς μέχρι σήμερον συ-
γκρουομένας καὶ οὐδὲν ἀποδεικνυούσας σταθερῶς θεωρίας ὑμῶν, παρέξετε
διὰ τῶν μελετῶν σας τὴν ἀρωγήν, ἣν ἐπιζητεῖ πρὸς ἀνάδειξίν της.
Ὅπως δὲ οἱ μεγάλοι ἐφευρέται, οἱ μεγάλοι ἀποκαλύψαντες παρη-
γκωνίσθησαν καὶ ἐκαυτηριάσθησαν καὶ ἀμαθεῖς ἀπεκλήθησαν εἰς τὸ τέλος
ἀνεγνωρίσθησαν, οἱ δὲ παριδόντες τὸ μέγα αὐτῶν ἔργον, οἱ καταπολεμή-
σαντες τὸν μέγα αὐτῶν ζῆλον ἐξηνεμίσθησαν ἐκ τῶν πραγμάτων, οὕτω
καὶ σήμερον ἐν τῇ βρεφικῇ αὐτῆς ἡλικία εὑρισκομένη ἡ ἐπιστήμη τοῦ
πνευματισμοῦ ἡμέραν τινά, διὰ τῆς παρόδου ἐννοεῖται πολλῶν ἐτῶν, τε-
λειοποιουμένη ἤθελε ψέξει καὶ καυτηριάσει ὡς ἀμαθεῖς καὶ ἀναξίους τῆς
προόδου τοῦ ἀνθρώπου τοὺς παραγκωνίσαντας καὶ παριδόντας τὸ μέγα
καὶ σωτήριον αὐτῆς ἔργον.
Θὰ τοὺς καυτηριάσῃ ὡς ἀπαρνησαμένους τὰ ζείδωρα αὐτῆς φῶτα, τὰ
διαχέοντα παντὶ τῷ ἀνθρώπῳ διὰ τῆς πνευματικῆς ἀναδείξεως καὶ διαπλά-
σεώς των καὶ τὴν τελικὴν ἁρμονίαν τῆς ἐν τῇ γῇ διαβιώσεώς των, διὰ κα-
ταδείξεως τῆς ὁδοῦ, ἣν ὀφείλουσι ν’ ἀκολουθήσωσιν, ἐὰν θέλουσι νὰ ἴδωσι
τὸ Πνεῦμα αὐτῶν ἐξελισσόμενον μετὰ τὸν θάνατον τοῦ σώματός των καὶ
ἀναγόμενον εἰς τὰς ἀνωτάτας βαθμίδας τῆς πνευματικῆς διαπλάσεως καὶ
ἀναδείξεως.
320 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Πάντες, λοιπόν, οἱ ἄνθρωποι οἱ ἐνέχοντες ἐν αὐτοῖς δυνάμεις, ἃς ἡ ἐπι-


στήμη τοῦ πνευματισμοῦ διδάσκει, ἀνακύψατε ἔτι τῆς ἀλόγου ἐπιμονῆς
σας καὶ τείνατε χεῖρα ὑποστηρίξεως εἰς τὸ ἔργον τῆς ἤδη ἀναφανείσης ἐπι-
στήμης τῆς πνευματικῆς ἐπικοινωνίας.
Δοξολογοῦντες δὲ τὸν Μέγαν τοῦ Κόσμου Φωτοδότην εὐχαριστή-
σατε Αὐτόν, διότι ἠξίωσε νὰ ἐπιχύσῃ φῶς Ἀληθείας ἐν τῇ ἀχλύῃ, ὑφ’ ἧς
πᾶσα ἡ ἐπὶ γῆς ἀνθρωπότης ἐκαλύπτετο.
Ἀναβλέποντες δέ, ἐν σκότει ὄντες, τὸν Φαεινὸν τῆς δόξης τοῦ Πνεύμα-
τός σας Ἥλιον, ἀναφωνήσατε: «Ἐν δόξῃ ἡμᾶς ἐποιήσας Ζωοδότα Δημιουρ-
γέ, ἐν δόξῃ τελοῦντες τὴν δόξαν ἡμῶν ἀναληψόμεθα.»
Ἐννοεῖται ὅτι πλῆρες ἐπιβάλλεται ἡμῖν τὸ καθῆκον, ὅπως ἀποδείξωμεν,
ἐὰν μὲν οἱ θεολόγοι καὶ οἱ περὶ τὰ πνευματικὰ διακείμενοι ἔχουσι πλῆρες τὸ
δίκαιον ἀποκαλοῦντες ἀναξίους τῆς τοῦ Θεοῦ ἀγάπης τοὺς ὑλιστὰς ἢ οὐ ὑλι-
σταί ἔχουσιν ὁλοκληρωτικῶς δίκαιον ἀπαρνούμενοι τὴν ὕπαρξιν, Πνεύματος
καὶ Ἀθανασίαν αὐτοῦ μετὰ τὸν ἐκ τοῦ σώματος θάνατον.
Οἱ θεολόγοι λέγουν, ὅτι, ἐὰν ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶχεν ψυχὴν ἐν ἐαυτῷ,
ἐὰν ἡ ὕλη τελειοποιουμένη παρήγαγε τὰς ἐνεργοὺς τοῦ Πνεύματος δυνά-
μεις, αἱ δυνάμεις αὗται ἤθελον εἶναι φυσικαὶ, ὡς αἱ ἐν τῇ φύσει τοιαῦται
διεσπαρμέναι καὶ οὐχὶ πνευματικαὶ. Οἱ ἄνθρωποι ἤθελον εἶναι φυσικόν τι
ὑλικὸν ὂν τῆς ὑλικῆς φύσεως, συνεπῶς δὲ αἱ πνευματικαὶ αὐτῶν δυνάμεις
ἤθελον ἔχει ἑνιαίαν ἑνότητα, μὴ διαφέρουσαν τῶν ἄλλων δυνάμεων τῆς
φύσεως, ἠλεκτρισμοῦ, μαγνητισμοῦ κλπ.
Ὁ ἠλεκτρισμὸς τῆς φύσεως, ὁ μαγνητισμὸς τῆς γῆς, οἱ φυσικοὶ τοῦ Σύ-
μπαντος Νόμοι, οἱ ἀκολουθοῦντες τὴν τροχιάν αὐτῶν, χωρὶς οὐδόλως νὰ
παρεκκλίνωσιν, εἰσὶ δυνάμεις φυσικαὶ, οὐχὶ δὲ καὶ πνευματικαὶ, ὡς εἶναι τὸ
ἐν τῇ ἡμιϋλικῇ ψυχῇ Πνεῦμα.
Ὁ ἡλεκτρισμὸς ἐὰν δὲν τεθῇ ὑπὸ φυσικόν τινά νόμον ἤ ὑπὸ τῆς τοῦ
ἀνθρωπίνου πνεύματος δυνάμεως δὲν λειτουργεῖ, δὲν αὐτενεργεῖ, ἐνῶ τὸ
ἀνθρώπινον πνεῦμα εἰς οὐδένα φυσικὸν νόμον ὑπακούει. Προκύπτει δὲ
πολλάκις τὸ πνεῦμα νὰ ἐπιβληθῇ τῇ σαρκί, ὡς ἐπίσης καὶ ἡ σὰρξ νὰ ὑποχω-
ρῇ πρὸ τῆς ἐπιβολῆς τοῦ πνεύματος.
Τὸ Πνεῦμα, ἐὰν ἦτο δύναμις φυσική, προελθοῦσα ὡς ἐκ τῆς ἐξελίξεως
τῆς ὕλης, ἤθελεν ὑπόκειται εἰς τὴν ὕλην καὶ ὑπ’ αὐτῆς θὰ προήγετο, συνε-
πῶς τὰ ἀποτελέσματα τῶν ἐκδηλώσεων αὐτοῦ ἤθελον εἶναι ὑλικὰ ἢ δυνα-
μικὰ καὶ οὐχὶ πνευματικά.
Ὁ ἄνθρωπος δηλαδὴ ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον θὰ ἐνεῖχε δυναμικάς
τινας δυνάμεις ὑπὸ τῆς ὑλικῆς φύσεως διευθυνομένας, αὐτενεργούσας
ὑπὸ φυσικοῦ τινος νόμου, οὐδόλως δὲ θὰ ἐποίῃ ἀντίθετα τῶν σωματικῶν
του ἀπαιτήσεων, θὰ ἦτο δύναμις ἐνεργὸς καὶ οὐχὶ Αὐτόβουλος, δύναμις
δυναμικὴ καὶ οὐχὶ Πνευματικὴ. Δὲν θὰ εἶχε τὴν δύναμιν νὰ καλλιεργῇ διὰ
τῆς μελέτης τὸ Πνεῦμα του, ἀλλὰ θὰ ἀντλοῦσε τὴν δύναμιν αὐτοῦ ἀπὸ τὰς
διεσπαρμένας ἐν τῷ Ἀπείρῳ ἤ τῇ ὑλικῇ φύσει δυνάμεις αὐτοῦ.
Ὅπως ὁ ἡλεκτρισμὸς ἀντλεῖ αὐξομείωσιν τῶν δυνάμεών του ὑπὸ τῆς
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 321

φύσεως, οὕτω καὶ ὁ ἄνθρωπος θὰ ἀντλοῦσε τὰς πνευματικὰς δυνάμεις ὑπὸ


τῆς φύσεως, ὑπακούων εἰς φυσικόν τινα νόμον αὐτῆς.
Ὁ ἄνθρωπος δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ ἀναπτύξῃ καὶ καλλιεργήσῃ τὰς Πνευ-
ματικάς του δυνάμεις, διότι θὰ ἤντλη αὐτὰς ὑπὸ τῆς φύσεως. Δὲν θὰ ἀνε-
πτύσσετο, οὔτε θὰ ἐδίδετο αὐτῷ τὸ δικαὶωμα τῆς ἀναπτύξεως, διότι θὰ
διατέλει ὑπὸ τὴν ἐπήρειαν φυσικοῦ τινος νόμου.
Ἀλλὰ θὰ μοῦ εἴπητε, βεβαίως πῶς τὸ δένδρον ἀναπτύσσεται, οὕτω καὶ
αἱ πνευματικαὶ δυνάμεις ἀναπτύσσονται τελειοποιούμεναι ὅπως τὸ φυτὸν
διὰ τῆς καλλιεργείας;
Τὸ φυτὸν θ’ ἀναπτυχθῇ μέχρι τινὸς καὶ θὰ σταθῇ ὡς ἐκ τῆς φύσε-
ως αὐτοῦ τῆς ὑλικῆς, τῆς μὴ ἐπιτρεπούσης ν’ αὐξηθῇ περισσότερον τῆς
δυνάμεως τῆς φύσεως αὐτοῦ. Ἐπίσης τὸ ἀνθρώπινον σῶμα, τὸ ὁποῖον
ἀναπτύσσεται μέχρις ὁρίου τινὸς καὶ σταματᾶ, διότι ἡ φύσις αὐτοῦ δὲν
δύναται νὰ τοῦ παρέξῃ περισσοτέραν τῶν φυσικῶν αὐτοῦ δυνάμεων αὔξη-
σιν. Τὸ ἀνθρώπινον ὅμως Πνεῦμα καλλιεργούμενον πνευματικῶς διὰ τῆς
μελέτης καὶ τῶν γραμμάτων αὐξάνει τὰς δυνάμεις του, οὐδόλως δὲ παύει
ἡ αὐξομείωσις αὐτοῦ, ἀλλ’ ὅσον τὸ Ἄπειρον ἐστὶ Ἀτελεύτητον, ὅπως ἡ ἐν
τῷ Ἀπείρῳ Δύναμις τοῦ Θεοῦ Ἀτελεύτητος καὶ Ἀτέρμων ἐστί, οὕτω καὶ ἡ
Πνευματικὴ ἀνάπτυξις τοῦ ἀνθρωπίνου Πνεύματος Ἀτελεύτητος ἐστίν.
Τὸ ἀνθρώπινον ὅθεν Πνεῦμα ἀποδεικνύεται ἐκ τούτου, ὅτι εἰς οὐδένα
φυσικὸν τῆς φύσεως νόμον ὑπακούει, οὕτε ὑπ’ αὐτὸν διατελεῖ, διότι ἤθελε
περιορισθῇ ἡ ἀνάπτυξις αὐτοῦ καὶ τὰ πνευματικὰ αὐτοῦ ἀποτελέσματα θὰ
ἦσαν περιορισμένα, ὅπως καὶ ἡ φύσις αὐτή ὑπὸ περιορισμὸν τεθεῖσα ἀκο-
λουθεῖ τὴν ἐξέλιξιν αὐτῆς, μὴ μεταβάλλουσα τοὺς φυσικοὺς αὐτῆς νόμους.
Ὁ ἄνθρωπος διὰ τῆς καλλιεργείας τοῦ Πνεύματός του ἀναδεικνύει νέα
δημιουργήματα. Ἐπίσης, ἂν ἡ φύσις τῶν δυνάμεων τοῦ Πνεύματος ἦσαν
ἀπόρροια τῆς ἐξελίξεώς τῶν ὑλικῶν ζωϊκῶν παραγωγῶν, τὸ Πνεῦμα βεβαίως
ἤθελεν ὑπακούσει καὶ ἐκτελεῖ τὰς ἀπαιτήσεις τῆς σαρκός. Πῶς ὅμως παρατη-
ροῦμεν, ὅτι τὸ Πνεῦμα ἐξεγείρεται κατὰ τῶν σαρκικῶν ἀπαιτήσεων καὶ ὀρέ-
ξεων καὶ πολλάκις ποιεῖ ἀντίθετα τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ ὀρέξεων τῆς σαρκός;
Ἂν ὅντως ἡ πνευματικὴ τοῦ ἀνθρώπου δύναμις ἦτο ἐξέλιξις τῆς ὑλικῆς
τοῦ σώματος συστάσεως, ἔδει νὰ καθυποτάσσεται ὑπὸ τῆς σαρκὸς καὶ ὄχι
νὰ ἀνθίσταται εἰς τὰς ἀπαιτήσεις αὐτῆς, ὁπότε λέγομεν κατεπνίξαμεν τὰς
σωματικὰς ἡμῶν ἀπαιτήσεις.
Ἕπεται ἐκ τούτου, ὅτι τὸ Πνεῦμα ἀποτελεῖ συστατικόν τι Ἀνόμοιον τοῦ
σώματος, μὴ ὑποβαλλόμενον εἰς τὰς σωματικὰς ὀρέξεις, ἀλλ’ ἐξεγειρόμε-
νον πολλάκις ὅπως καταπνίξῃ αὐτάς. Βεβαίως, ὁπόταν τις ἔχει ἐλαττώμα-
τα, δὲν ὑποβάλλεται εἰς σωματικὴν θεραπείαν, ὁπόταν ἔχει τις σωματικὰς
ὀρέξεις ἢ ἀτελείας ἀντικειμένας πρὸς τὴν λογικότητα καὶ πνευματικὴν
ἀντίληψιν τοῦ ἀνθρώπου, δὲν ὑφίσταται τομήν τινα, δὲν ὑποβάλλεται εἰς
ἐγχείρησιν, ὅπως ἀποβάλῃ αὐτάς, ἀλλὰ διὰ τῆς ἐπιτηδείας τοῦ Πνεύματος
καλλιεργείας καὶ διὰ τῆς καταλλήλου διδασκαλίας ἀποβάλλει τὰς κακὰς
τοῦ σώματος ἕξεις καὶ συνηθείας ἢ ἐλαττώματα.
322 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Βεβαίως, ἐὰν ἠθέλομεν φέρει ἐγκληματίαν τινὰ εἰς τὴν εὐθεῖαν ὁδόν,
δὲν θέλομεν ἀφαιρέσει τὰ σπερματοζωάρια τῆς ἐγκληματικότητος αὐτοῦ
ἐκ τῶν κυττάρων τοῦ σώματός του, ἀλλὰ μόνον διὰ τῆς καλῆς ἀγωγῆς καὶ
τῆς πνευματικῆς καλλιεργίας ἠθέλομεν μεταβάλλει τὴν φύσιν τῆς ἐλαττω-
ματικότητός του.
Ἐκ τούτου δῆλον γίνεται καὶ πασιφανέστατα καταδεικνύεται, ὅτι
τὸ Πνεῦμα πολλάκις ἐπιβάλλεται τῇ σαρκί, συνεπῶς ὡς ἐπιβαλλόμενον
ἐνέχει ἰδιότητας ἢ δυνάμεις μὴ ἀναγομένας εἰς τὴν τοῦ ὑλικοῦ σώματος
διάπλασιν. Ἐπίσης τὸ Πνεῦμα δὲν ἀφομοιοῦται τῇ ὕλῃ, ἀλλὰ τὴν ὕλην πο-
λεμᾷ καὶ διασκευάζει καὶ εἰς ὑλικὴν ἀπαίτησιν τῆς σαρκὸς ἐξεγείρεται.
Ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει ὑποβληθῇ εἰς τὴν ἀπαιτουμένην διδα-
σκαλίαν καὶ εἰς ἀναλόγους μελέτας, ὅπως ἀναπτύξῃ τὰς πνευματικάς του δυ-
νάμεις, βεβαίως ἡ ἐγκεφαλικὴ αὐτοῦ κατάστασις ἤθελεν εἶναι ἀσθενεστέρα
πάντοτε. Διὰ τῶν γραμμάτων καὶ τῆς μετὰ ζήλου σπουδῆς τοῦ Πνεύματος αἱ
πνευματικαὶ δυνάμεις ἀναπτύσσονται καὶ οἱ γῦροι τοῦ ἐγκεφάλου πολλα-
πλασιάζονται, ὁπότε λέγομεν, ὁ νοῦς ὀξύνεται καὶ ἡ διάνοια εὐρύνεται.
Βεβαίως, ἂν τὸ Πνεῦμα ἦτο ἀπόρροια τῆς ἐγκεφαλικῆς διασκευῆς τοῦ
ἀνθρώπου καὶ ἐὰν ἡ ὑλικὴ οὐσία τῶν ἐγκεφαλικῶν κυττάρων πρὸς αὕξησιν
τῶν πνευματικῶν ὑμῶν δυνάμεων, ἔπρεπε νὰ ἐτρέφετο μὲ οὐσίας ὑλικὰς
καὶ οὐχὶ μὲ ἀΰλους Πνευματικὰς διδασκαλίας καὶ ἀνουσίας μελέτας, οὐδὲν
συστατικὸν ἐνεχούσας, οὐδέποτε θὰ ἀνεπτύσσωμεν τοὺς γύρους τῆς ἐγκε-
φαλικῆς οὐσίας.
Ἐκ τούτου, λοιπόν, καταδεικνύεται, ὅτι τὸ ἀνθρώπινον Πνεῦμα εἶ-
ναι Ἀνόμοιον μὲ τὰς ὑλικάς τῆς φύσεως οὐσίας, δὲν ὑπόκειται εἰς τὰς
τῆς φύσεως ἐξελίξεις ἀλλ’ ἀνάγεται εἰς ἀνωτέραν τῆς ὑλικῆς φύσεως
Οὐσίαν, εἰς τὴν Πνευματικὴν Οὐσίαν τοῦ Σύμπαντος καὶ εἰς τήν Θείαν
τοῦ Θεοῦ Πνευματικὴν Ἐμφύσησιν.
Ἡ δύναμις, ἡ ἐνυπάρχουσα ἐν τῇ ἐγκεφαλικῇ οὐσίᾳ τοῦ ἀνθρώπου,
εἶναι Πνευματικὴ ἀπόρροια ἐκ τῆς Πνευματικῆς τοῦ Σύμπαντος Μάζης, τῆς
ἐνυπαρχούσης ἐν τοῖς ζωϊκοῖς κυττάροις, τὰ ὁποῖα ἐκ τῆς ὕλης αὐτῆς παρή-
χθησαν καὶ διαιωνισθέντα διὰ τῆς ἀναδείξεως αὐτῶν εἰς ἔμψυχα ὄντα ἢ
ζωϊκὰς παραγωγὰς διεφύλαξαν ἐν τῇ διαιωνίσει αὐτῶν τὴν προτεραιότητα
τῆς ἐμψυχούσης τὸν ἐγκέφαλον Πνευματικῆς Οὐσίας, τῆς ἐμφυσηθείσης
κατὰ τήν παράδοσιν ὑπὸ τοῦ Θείου Πνεύματος, περὶ οὗ θέλομεν διαλάβει
ἐν ἄλλῳ κεφαλαίῳ.
Ὡς ἐκ τῆς Πνευματικῆς, λοιπόν, δυνάμεως ὁ ἄνθρωπος διαφέρει τῶν
ἄλλων ὑλικῶν ὀντοτήτων κατὰ τὴν Πνευματικὴν αὐτοῦ δύναμιν καὶ τὴν
Ψυχικὴν αὐτοῦ προσωπομοιότητα.
Ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν, ἐστὶ Θνητός κατὰ τὸ σῶμα καὶ ἀθάνατος κατὰ τὸ
Πνεῦμα καὶ μέχρι τινὸς ὁρίου καὶ τὴν Ψυχήν, τοῦ μὲν ἀποτελοῦντος συστα­
τικὸν τῆς Πνευματικῆς τοῦ Θεοῦ Ὑποστάσεως, τοῦ δ’ ἑτέρου τῆς Ψυχῆς
ἀποτελούσης Αἰθέριον Οὐσίαν, συστατικὸν αὕτη τῆς Ἀπεράντου τοῦ Σύ-
μπαντος Αἰθερικῆς τοιαύτης.
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 323

Θὰ ἴδωμεν ὅμως καὶ πῶς οἰ ὑλισταὶ παραδέχονται τὸν ἀνθρωπον. Λέ-


γουν, λοιπόν, τὰ κατωτέρω οἱ ὑλισταί. Ἡ φύσις ἡ ἐφαρμόζουσα εἰς ἑκά-
στην διαμόρφωσιν τῶν εἰδῶν αὐτῆς τοὺς ἀμετακλήτους φυσικοὺς νόμους,
τοὺς ὑφισταμένους πρὸ τῆς στερεοποιήσεως καὶ ἐξελίξεως τῆς ὑλικῆς
παραγωγικότητός της, οὐδόλως ἤθελε φανῇ ἀφύσικος ὡς πρὸς τὸν ἄνθρω-
πον. Ἐκ τῶν ζωϊκῶν κυττάρων, τὰ ὁποῖα ἐν τῇ ζωϊκῇ μάζῃ τῆς φύσεως εὑρί-
σκοντο ἐν νηφαλιότητι πρὸ τῆς ἐξελίξεως αὐτῆς, διὰ τῆς στερεοποιήσεως
τῆς γῆς, διὰ τῆς ἀπορροφήσεως τῶν ἀναλόγων πρὸς παραγωγὴν τῶν ζωϊ-
κῶν εἰδῶν συστατικῶν καὶ διὰ τῆς ἐπιδράσεως τῆς ἀτμοσφαιρικῆς ἀλλοιώ-
σεως καὶ ζωτικότητος τὰ ζωϊκὰ ταῦτα κύτταρα ζυμωθέντα καὶ ἐξελιχθέντα
παρήγαγον τοὺς διαφόρους ζωϊκοὺς ὀργανισμούς. Συνεπῶς πάντα τὰ ζῶα
καὶ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος κατέχει τὴν ἀνωτέραν διασκευὴν τῆς ὑλι-
κῆς οὐσίας, ἀποτελεῖ μέρος τι τῆς φύσεως.
Ἡ ὕλη διαιρεῖται εἰς δρῶσαν ἐνεργὸν καὶ εἰς λανθάνουσαν ἀδρανῆ.
Ὁ ἄνθρωπος καὶ τὰ ζῶα ἀνήκουν εἰς τήν ἐνεργὸν ὕλην. Ὁ ἐγκέφαλος τοῦ
ἀνθρώπου ὡς καὶ τῶν ζώων συγκεντροῖ ἅπασαν τὴν τῆς ὑλικῆς αὐτοῦ δι-
ασκευῆς ἐνέργειαν καὶ διὰ τοῦτο πᾶσα ἄλλη σωματικὴ ἐνέργεια διακλαδί-
ζεται διὰ τῆς ἐγκεφαλικῆς οὐσίας εἰς ὁλόκληρον τὸ σῶμα. Πᾶν μέλος τοῦ
σώματος καὶ ἑκάστη αἴσθησις αὐτοῦ κέντρον ἔχει τὸν ἐγκέφαλον. Πᾶσα
νοητή, λοιπόν, ἐκδήλωσις εἶναι τοῦ ἐγκεφάλου προϊόν.
Καταστρεφομένων τῶν κυττάρων, τῶν φάρων οὕτως εἰπεῖν τῆς ἀνθρω-
πίνης νοητῆς ἐκδηλώσεως, ἑκάστη παραγωγικὴ ἐγκεφαλικὴ ἐνέργεια κατα-
παύει καὶ ὁ ἄνθρωπος μεταβάλλεται εἰς ὑλικὴν ὑπολανθάνουσαν ἐνέργειαν.
Οὕτω δὲ ἀποδεικνύεται καταφανέστατα, ὅτι πνευματικὴ δύναμις δὲν ὑφί-
σταται ἐν τῷ ἀνθρώπῳ καὶ ὅτι πᾶσα ἐκδήλωσίς του εἶναι ὑλική.
Οἱ ὑλισταὶ ἔχουν πληρέστατον δίκαιον νὰ πιστεύουν καὶ νὰ ἐπιμένουν
εἰς τὴν ὑποστήριξιν τῶν ἰδεῶν αὐτῶν, ἀφοῦ μάλιστα στηρίζονται ἐπὶ θεω-
ριῶν, αἱ ὁποῖαι δέον νὰ καταπολεμηθῶσι δι’ ἀποδεικτικῶν ἐπίσης μέσων,
διὰ ν’ ἀποδώσωσι τὴν ἀλάνθαστον Ἀλήθειαν εἰς τὰς ὑποστηρίξεις τῶν θεο-
λόγων, πνευματιστῶν καὶ πάντων τῶν παραδεχομένων τὴν ὕπαρξιν Ψυχῆς
καὶ Πνεύματος καὶ τὴν Ἀθανασίαν αὐτῶν.
Ὄντως ἡ πνευματικὴ τοῦ ἀνθρώπου ὑπόστασις δὲν ἐκδηλοῦται ἄνευ
τῆς ἐγκεφαλικῆς οὐσίας, ἀλλ εὑρίσκεται ἐν ὑπολανθανούσῃ καταστάσει.
Διὰ τὴν ἀπόδειξιν τῆς ὑπάρξεως τοῦ Πνεύματος ἀναφέρομεν τὰ ἑξῆς ἐπι-
χειρήματα
Ὁ ἠλεκτρισμὸς τῆς φύσεως εἶναι ἤδη γεγονὸς ἀναντίρρητον. Εἶναι δι-
εσπαρμένος ἐν αὐτῇ. Ὁ ἄνθρωπος κατασκευάζει μίαν μηχανήν, διοχετεύει
εἰς αὐτὴν μίαν ποσότητα ἠλεκτρισμοῦ ἀνάλογον τῆς ἀντοχῆς της, διὰ νὰ
λειτουργήσῃ, νὰ ἐκδηλωθῇ δηλαδὴ ἡ ἐν τῇ μηχανῇ ἠλεκτρική δύναμις,
τίθενται εἰς κίνησιν διάφορα ἔμβολα ἄνευ τῆς ἀνθρωπίνης βοηθείας ἢ
ἐπιβολῆς. Ἂν ἐκ τῆς μηχανῆς αὐτῆς ἀφαιρεθῇ ἔμβολόν τι, τότε παραμένει
ἀδρανής, οὐδὲν σημεῖον ἐνεργείας παρεχούσης.
Μὲ τὸ φαινόμενον αὐτὸ τῆς μηχανικῆς ἀδρανείας δυνάμεθα νὰ εἴπω-
324 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

μεν, ὅτι ὁ ἠλεκτρισμὸς δὲν ὑπάρχει; Λίαν εὐνόητον, ὅτι δὲν δυνάμεθα νὰ τὸ
εἴπωμεν, διὰ νὰ μὴ φωραθῶμεν ἀνόητοι.
Δὲν ἤθελε, λοιπόν, εἶναι μεγαλυτέρα ἀνοησία νὰ πιστεύωμεν, ὅτι τὸ
Πνεῦμα ἢ ἡ Ψυχὴ δὲν ὑφίστανται ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ σώματι καταστρεφο-
μένου τοῦ μέσου δι’ οὗ ἐπενεργεῖ;
Ὅπως ὁ ἠλεκτρισμὸς δὲν παράγεται ἀπὸ τὸ μηχάνημα, ἀλλ’ ἀπλῶς
διο­­χετεύεται δι’ αὐτοῦ, τοιουτοτρόπως καὶ τὸ Πνεῦμα διὰ τοῦ ἐγκεφάλου.
Καὶ μετὰ τὸ φαινόμενον αὐτό, τὸ φαινομενικῶς ἐπιστημονικόν, τοῦ ὅτι
καταστρεφομένου τοῦ ἐγκεφάλου καὶ λοιπῶν τὸ Πνεῦμα καὶ ἡ Ψυχὴ ὑφίστα-
ται ἐν τῷ ἀνθρώπῳ, προκαλουμένου τοῦ θανάτου τοῦ σώματος ἡ Ψυχὴ ἢ
μᾶλλον εἰπεῖν ὁ Ψυχικὸς ἄνθρωπος ἀποκτᾷ ἐν νηφαλιότητι, λόγω τῆς παθή-
σεως τοῦ ἐγκεφάλου, ὄργανα αὐτῆς, τὰς προτέρας αὐτοῦ δυνάμεις.
Ἐὰν οἱ ὑλισταὶ δὲν ἰκανοποιοῦνται μὲ αὐτά, προχωροῦμεν καὶ εἰς ἄλλα
ἐπιχειρήματα.
Παραδεχόμεθα, ὅτι ἡ ἐγκεφαλικὴ λειτουργία ὡς ἐνεργὸς δρῶσα δύνα-
μις παράγει ἀποτελέσματα δυναμικά. Εἴπομεν, ὅτι διαιρεῖται εἰς ἐνεργὸν
καὶ εἰς λανθάνουσαν δύναμιν ἡ ὕλη. Ἡ ἐν ἐνεργείᾳ εὑρισκομένη ὕλη παρέ-
χει ἡμῖν ἐκδηλώσεις δυναμικὰς ἐκ τῶν ὑπαρχουσῶν ἐν τῇ ὑλικῇ ἀμόρφῳ
φύσει ἐν ὑπολανθανούσῃ καταστάσει. Ἀναλόγως καὶ τὰ ἀποτελέσματα τῶν
ἐκδηλώσεων τῆς ἐγκεφαλικῆς οὐσίας τοῦ ἀνθρώπου τὰ ὁποῖα εἶναι νοητι-
κά, ἔπεται ὅτι καὶ τὰ ἐν τῇ φύσει ἐν ὑπολανθανούσῃ ἐνεργείᾳ εὑρισκόμενα
τοιαῦτα συστατικὰ ἤθελον εἶναι ὁμοίως νοητικά. Πῶς ὅμως ἡ φύσις, παρ’
ὅλην τὴν καταπληκτικὴν αὐτῆς ἐνέργειαν δὲν μᾶς παρουσιάζει ἀποτελέ-
σματα νοητικά, ἀλλ’ ἐμφανίζει στερεοτύπους καὶ μόνον ἐκδηλώσεις;
Διότι ἡ Φύσις διατελοῦσα ὑπὸ τὴν ἐπήρειαν τῶν φυσικῶν νόμων, συ-
ντελεῖ εἰς τὴν ἐκδήλωσιν καὶ ἐξέλιξιν αὐτῆς, ὡς ἐτάχθη ὑπὸ τοῦ τὰ πάντα
ρυθμίζοντος Ἀπείρου Νοῦ.
Λέγουν οἱ ὑλισταί, ὅτι ὑπὸ τοὺς φυσικοὺς νόμους διατελεῖ καὶ τὸ
Πνεῦμα, ἡ λειτουργία δηλαδὴ τῆς ἐγκεφαλικῆς οὐσίας τοῦ ἀνθρώπου. Συ-
νεπῶς οἱ φυσικοὶ αὐτοῦ νόμοι καὶ διὰ τὴν κατανόησιν τοῦ νοήματος ἂς τοὺς
ὀνομάσωμεν «Πνευματικοὺς νόμους», ὡς παρουσιάζωνται, φαίνονται νὰ
εἶναι ἀνώτεροι τῶν τῆς ἐν ἐνεργείᾳ εὑρισκομένης σωματικῆς ὕλης.
Πῶς ὅμως, ἐνῶ, ὡς λέγεται, αἱ πνευματικαὶ ἐκδηλώσεις εἶναι ἐκδηλώ-
σεις φυσικαὶ καὶ τὰ ἀποτελέσματα νὰ εἶναι ἀντίστροφα, δηλαδὴ νοητικά, ὁ
ἐστὶ πνευματικά;
Ἄρα λελανθασμένος ὁ βασικὸς αὐτὸς ἐπιστημονικὸς συλλογισμός.
Τὸ ἀνθρώπινον ὅθεν Πνεῦμα ἕπεται, ὅτι δὲν ἐνυπάρχει οὔτε ἐν
τῇ ἐν ἐνεργείᾳ, οὔτε ἐν τῇ λανθανούσῃ ὕλῃ, ἀλλ’ ἀντιστρόφως ἐν τῇ
Καθολικῇ Πηγῇ τοῦ παντὸς τῷ Πνεύματι, ἐν ᾧ ἐνυπάρχουσι τά πάντα,
ἐξ οὗ καὶ Δημιουργοῦ τούτου τοῦ παντός, ἐξ οὗ τὰ πάντα κατὰ τήν
­διάταξίν Του ἐκπορεύονται.
Ἄν πάλιν παραδεχθῶμεν ὅτι ἡ ὕλη ἐξελιχθεῖσα παρήγαγε πνευματικὰ
ἀποτελέσματα ἢ νοητικὰς ἐκδηλώσεις τῆς ἐγκεφαλικῆς οὐσίας τοῦ ἀνθρώ-
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 325

που ἢ τὰς αἰσθητικὰς τοιαύτας τῶν ζώων, ἔπρεπε ἡ ἀνωτάτη αὐτὴ ἐξέλιξις
τῆς ὕλης, οὖσα ἀνωτέρα εἰς ποιότητα καὶ εἰς ἐκδηλώσεις ἀπὸ τὴν ἀτελε-
στέραν τῆς φύσεως σύστασιν, ἔπρεπε νὰ καθυποτάξῃ τὴν φύσιν, ὡς οὖσα
αὕτη νοητικὴ καὶ δυναμικὴ ἐνεργὸς ὕλη, ἡ δὲ φύσις ἁπλῶς ἐνεργὸς καὶ αἰ-
σθητική.
Διὰ τῶν ὁπωσδήποτε ἀκαταγωνίστων αὐτῶν ἐπιχειρημάτων μας ἂς
ἐλπίσωμεν, ὅτι θέλομεν δώσει τὰ ἀνάλογα πλήγματα εἰς τὰς ὑλιστικὰς
θεωρίας τῶν ἐπιχειρημάτων μας χρησιμοποιουμένων ὑπὸ τῶν περὶ τά
πνευματικὰ διακειμένων καὶ τὴν Ἀθανασίαν τῆς Ψυχῆς καὶ τοῦ Πνεύματος,
παραδεχομένων δὲ ἤθελον ἀποβῇ διὰ τῆς τελειοποιήσεως αὐτῶν τελικῶς
νικηφόρα.
Ἄς ἐλπίσωμεν ἐπίσης, ὅτι πολλοὶ τῶν ὑλιστῶν θέλουσι παραδεχθῇ τὰ
σωτήρια ἡμῶν διδάγματα καὶ θέλουσιν ἀναγνωρίσει τὴν ἀλήθειαν τῶν θεω-
ριῶν ἡμῶν, αἱ ὁποῖαι δὲν ἐξέρχονται ἀπὸ τῆς ἐμπνεύσεως ἐπιστήμονος, οὐδὲ
γράφονται μὲ τὴν γραφίδα διαπρεποῦς φιλοσόφου ἢ πρακτικοῦ ἐμβριθοῦς
μελετητοῦ, ἀλλὰ χαράσσονται ὑπὸ τῆς χειρὸς ἀνθρώπου, οὐδὲν φιλοσοφι-
κὸν ἢ ἐπιστημονικὸν σύγγραμμα ἀναγνώσαντος καὶ μὴ διαμορφωθέντος ἐν
ἐγκυκλοπαιδικῇ τουλάχιστον παιδείᾳ, ἀλλ’ ἔχοντος τὴν μεγάλην τοῦ Δημι-
ουργοῦ ἡμῶν δωρεάν, τῆς ἐπικοινωνίας αὐτοῦ μετὰ Ἀληθῶν Πνευμάτων.
Τὰ Πνεύματα αὐτὰ διδάσκουσι καὶ ἐκπαιδεύουσιν αὐτὸν διὰ τῆς γραφῖδος
καὶ προάγουσιν αὐτὸν διὰ τῶν συγγραμμάτων, τὰ ὁποῖα ὑπαγορεύσουσιν
αὐτῷ, ὥστε τὸ Πνεῦμα του, τὸ ὁποῖον παρ’ ὅλην τὴν ἀμάθειαν αὐτοῦ διδά-
σκει πολὺ ἀνωτέρους εἰς παιδείαν καὶ οὐ τυχούσης μελέτης διδασκάλους
αὐτῆς. Ἐλπίζω δέ, ὅτι ἐν εὐθετωτέρῳ χρόνῳ θέλομεν δώσει αὐτῷ καὶ νέα
διδάγματα πρὸς τὸ καλὸν τῆς ἀνθρωπότητος.
Τοῦ ἔργου δὲ ἡμῶν τούτου θὰ δώσωμεν λεπτομερείας τινὰς ἐν τοῖς
ἐπομένοις κεφαλαίοις, εἰς τὰ ὁποῖα θέλομεν διαλάβει καὶ τὴν ἐν τῇ γῇ
ἐξέλιξιν τοῦ ἀνθρωπίνου Πνεύματος καὶ τὴν μετὰ θάνατον τοῦ ὑλικοῦ
σώματος τοῦ ἀνθρώπου ἀναγωγὴν εἰς τὰς ἀνωτέρας τῆς Πνευματικῆς ἀνα-
γωγῆς βαθμίδας.
Οἱ ἀναγιγνώσκοντες, λοιπόν, τὰς θεωρίας ταύτας, ἂς συγχωρήσωσι τὸν
μεσάζοντα διὰ τυχὸν ἀτελείας καὶ ἂς ἀποβλέψωσιν ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τὴν
ἐνεργὸν τοῦ Πνεύματός μας ὑπαγόρευσιν.

Ἐν τοῖς προηγουμένοις κεφαλαίοις ἀπεδείξαμεν, δι’ ἀκαταβλήτων θε-


ωριῶν, πῶς ἡ Ψυχὴ ἐνυπάρχει ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ σώματι, ἀποτελοῦσα μὲ
τὰς δυνάμεις αὐτῆς τὰς πνευματικάς, Ἀναλλοίωτον καὶ Ἀδιαίρετον Οὐσίαν
μὴ ἀποχωριζομένη αὐτῶν καὶ μὴ ὑποβαλλομένη εἰς τοὺς φυσικοὺς τῆς
ὑλικῆς φύσεως νόμους, μὴ ἀλλοιουμένη δηλαδὴ ὑπὸ τῶν καιρικῶν μεταβο-
λῶν, οὔτε ἀποσυντιθεμένη ὑπὸ τῶν τῆς φύσεως νόμων, ὅπως ἡ στερεὰ ὕλη
ὑπάγεται εἰς διάλυσιν καὶ ἀποσύνθεσιν.
326 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Οὐσίαν Ψυχῆς ἀποκαλοῦμεν τὴν Ψυχικήν, οὕτως εἰπεῖν, Ὑπόστα-


σιν ἢ τὸ σῶμα τοῦ Πνεύματος, μὲ τὴν γλῶσσαν ὑμῶν ἐκφραζόμενοι, τὸ
ἐκπηγάσαν ἐκ τῆς Πνευματικῆς Οὐσίας τοῦ Σύμπαντος, ἐν τῇ ὁποίᾳ εἶναι
ἐγκατεσπαρμένα τὰ ψυχικὰ στοιχεῖα, τὰ ὑπακούοντα εἰς νόμους πέραν
τῶν γνωστῶν ἐν τῇ ἀντιλήψει ὑμῶν νόμων, ἀλλὰ μὴ δυναμένων καὶ αὐτῶν
εἰσέτι ν’ ἀναδείξουν πνευματικὰς λειτουργίας, ὡς ὑπολειπομένων καὶ ἀπ’
αὐτῶν τῶν δυνάμεων τοῦ Πνεύματος καὶ τοῦ ὁποίου Πνεύματος εἶναι καὶ
αὐτὴ ὑπηρέτης, ὅπως καὶ ὁ ἐγκέφαλος, τὸ δὲ Πνεῦμα εἶναι ἡ ἀπ’ εὐθείας
τοῦ Ἀπείρου Δημιουργοῦ ἐκδήλωσις ὡς Θεῖος Λόγος ἐκφρασθεῖσα καὶ
ἐκ τοῦ ὁποίου ἀπέρρευσεν ἡ Ψυχή, ἡ πρώτη βαθμὶς αὕτη τῆς καθόδου
τοῦ Πνεύματος πρὸς τὰς ἐνεργοὺς δυνάμεις.
Καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς Δυνάμεως Ψυχῆς καλουμένης, διὰ τῆς παρόδου τοῦ
χρόνου μετεσχηματίσθη ἡ ὄψις τοῦ κόσμου ἀπὸ τῆς Ὑπερυλικῆς αὐτῆς
καταστάσεως, γειτνιαζούσης ταύτης τῆς Πνευματικῆς, εἰς Αἰθερίαν, Φω-
τεινήν, Ἀέριον, Ὑγράν, Στερεάν.
Θά ὁμιλήσωμεν περὶ τῆς Οὐσίας τοῦ Πνευματικοῦ Σώματος, τῆς ψυχῆς
δηλαδή. Αὕτη ἐξαχθεῖσα ἐκ τῆς ἐν τῇ ἀρχικῇ αὐτῆς ὑποστάσει διατελούσης
Πνευματικῆς Οὐσίας, εἶναι Ἀμετάβλητος, ὡς ἐκ τῆς οὐσίας αὐτῆς, εἰς τὰς
καιρικὰς καὶ φυσιολογικὰς μεταβολάς, Ἀναλλοίωτος εἰς τὴν θερμοκρασίαν
καὶ τὸ ψῦχος, ἀφοῦ ταῦτα εἶναι ἰδιότητές της, ἐπειδὴ ἡ γένεσις αὐτῆς ἀνά-
γεται εἰς προγενεστέραν τῶν μεταπτώσεων τῆς μαζικῆς ὑπερυλικῆς δυνά-
μεως εἰς τὰς κατωτέρας αὐτῆς ἀναφερθείσας ἐκδηλώσεις, ἐξ ὧν παρήχθη ἡ
μεταβολὴ ἢ διάκρισις τῆς θερμοκρασίας.
Ἐν ἀρχῇ ἡ ὑπεράϋλος ὕλη, διατελοῦσα οὐχὶ εἰς κατάστασιν, ἀέριον, ἂς
εἴπωμεν ἕνεκα τῆς ὑπερυψωμένης αὐτῆς θερμότητος, ἀλλὰ εἰς τοιαύτην
ἀραιὰν κατάστασιν, εἰς ὅσην δὲν διατελεῖ ὁ αἰθήρ, ὁ ὑπὸ πολλῶν παραδε-
χόμενος ὡς μὴ ὑφιστάμενος.
Τὸ σῶμα, λοιπόν, τοῦ Πνεύματος, ἡ Ψυχή, εὑρίσκεται ἐν ἀνωτέρᾳ
χρονικῇ περίοδῳ τῆς τοῦ χρόνου τῆς μεταποιήσεως τῆς ἀρχικῆς αὐτῆς
ὑλικῆς οὐσίας, μὲ τοὺς γνωστοὺς τῆς φύσεως νόμους σας.
Αὕτη, μὴ ὑποβληθεῖσα εἰς τοὺς φυσικοὺς τῆς φύσεως νόμους, διετήρη-
σεν ἅπασαν τὴν Ὑπερτελείαν αὐτῆς Οὐσίαν καὶ ὡς ἐκ τούτου φωτεινήν.
Τὰ ἀποφαινόμενα ἐκ τῆς συστολῆς τῆς ὑλοποιήσεως αὐτῆς μόριά εἰσιν
φωτεινὰ καὶ νεφελώδη καὶ διὰ τοῦτο πᾶν Πνεῦμα ἐρχόμενον εἰς ἐπικοι-
νωνίαν μετ’ εἰδικοῦ μεσάζοντος ὑλοποιούμενον παρίσταται ὡς νεφελῶδές
τι σῶμα φωτεινόν, ἐκπέμπον ἴδιον φῶς.
Ἀλλὰ πῶς εἶναι ὕλη ἅμα καὶ ἄϋλος ἡ Ψυχή; Τί δὲ σημαίνει καὶ ἄϋλον;
Ἄϋλον σημαίνει οὐσίαν μὴ ὑποπίπτουσαν εἰσέτι εἰς τὰς ἀνθρωπίνας αἰ-
σθήσεις μὴ ὑποβαλλομένην εἰς χημικὴν ἀνάλυσιν ἢ ἀπόδειξιν τῆς ποιότη-
τος αὐτῆς, μὴ ἔχουσαν τέλος ὄγκον καὶ μὴ δυναμένην νὰ καταμετρηθῇ ἡ
ὑπόστασις αὐτῆς εἰς μέτρα καὶ σταθμά. Ἄϋλον δύναμιν δυνάμεθα νὰ παρα-
δεχθῶμεν τὴν δύναμιν τοῦ ἠλεκτρισμοῦ, μαγνητισμοῦ κλπ.
Πῶς ὅμως δυνάμεθα νὰ παραδεχθῶμεν τὴν ἡμιϋλικὴν οὐσίαν τῆς ψυ-
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 327

χῆς ὡς ἐντελῶς ἄϋλον καὶ εἰς τίνα κατηγορίαν νὰ τὴν κατατάξωμεν;


Εἴπομεν, ὅτι ἡ Ψυχὴ εἶναι φωτεινή. Ἀλλ’ ἕκαστον σῶμα φωτεινὸν θὰ
ἔχῃ ἐν ἑαυτῷ φωτεινὰ διαπαραγωγικά τοῦ φωτὸς μόρια. Συνεπῶς καὶ τὰ
ψυχικὰ μόρια εἶναι φωτεινά. Ἡ ψυχὴ δὲν εἶναι σῶμα φωτεινόν, ἀλλὰ τῶν
στοιχείων της ζυμωθέντων παρήχθη τὸ φῶς. Ὡς ἐκ τῆς αἰτίας ταύτης δύνα-
ται νὰ διαφωτισθῇ αὕτη, ὡς ἐκ τοῦ εἴδους τῆς οὐσίας της καὶ ἡ ὁποία οὐσία
ἀποκαλυπτομένη θὰ καταστήσῃ ὁρατὸν καὶ τὸν Πνευματικὸν Κόσμον καὶ εἰς
τοὺς μᾶλλον ἀντιφρονοῦντας, ἀλλὰ χωρὶς νὰ διαφωτίζῃ καὶ ἄλλο σῶμα.
Ἀλλά, ἀφοῦ δέν διαφωτίζει ἄλλο σῶμα, τότε πῶς ἐν τῇ ὑλοποιήσει τῆς
ψυχῆς τὰ ἀνθρώπινα μάτια τὴν βλέπουν ἐν τῷ σκότει ὑλοποιημένην;
Τὰ μάτια τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελοῦν τὴν ἐκδήλωσιν τῆς Ψυχῆς αὐτὴν
καθ’ ἑαυτὴν καὶ τὰ ὁποῖα ὡς ἰδιοσυστασία ἔχουν τὰ αὐτὰ μὲ τὴν ψυχὴν
στοιχεῖα καὶ ὡς τοιαῦτα τὰ μάτια εἶναι ὁ πιστὸς ὑπηρέτης τοῦ Πνεύμα-
τος, διαβιβάζοντα ταῦτα τὰς πιστὰς εἰκόνας διὰ τοῦ κεντρικοῦ ὀργάνου
του τοῦ ἐγκεφάλου εἰς τὸν κυρίαρχον τοῦ παντός, τὸ Πνεῦμα.
Τὴν σχέσιν ταύτην θὰ σᾶς ἀναπτύξω κατωτέρω καὶ πληρέστερον ἄλ-
λοτε, ὁπόταν θ’ ἀποκαλυφθῶσι καὶ ἄγνωστοι εἰσέτι ἀκτίνες, αἵτινες θὰ
ὁρατοποιήσωσι τὸν Πνευματικὸν Κόσμον, ὁπόταν ἡ ἐνυπάρχουσα Ἀλήθεια
ἀποκαλυπτομένη θὰ κατανοηθῇ, τότε καὶ τὸ ἀκατάληπτον ἐν πολλοῖς
τῆς Γραφῆς γρᾶμμα τῆς μαρτυρούσης τὴν ὕπαρξιν τοῦ Ἀοράτου Κόσμου,
συμπληρουμένης ταύτης τότε διὰ τοῦ: «καὶ ἠνεώχθησαν οἱ οὐρανοὶ καὶ
ἀπεκάλυψαν τὰ κοινὰ ἀπὸ καταβολῆς κόσμου ἢ ἠνεώχθησαν οἱ οὐρανοὶ
καὶ ἔψαλλον τὴν δόξαν τοῦ Κυρίου.»
Ἕκαστον σῶμα εἶναι αὐτόφωτον ἢ ἑτερόφωτον. Ὁ ἥλιος εἶναι αὐτό-
φωτον σῶμα. Ἀλλ’ ἡ Οὐσία παρήχθη ἐκ τῆς ζυμώσεως τῶν λανθανουσῶν
ψυχικῶν τοιούτων τῶν καὶ τῆς ζωῆς παραγωγῶν ἐν τῇ ἐξελίξει των καὶ φωτί-
ζουσα αὐτά, μή δυνάμενα ὡς ἐκ τῆς στερεότητος αὐτῶν νὰ ἔχωσι ἴδιον φῶς.
Ἡ γῆ ὡς ἑτερόφωτος, δηλαδὴ στερεοποιηθὲν σῶμα, καὶ τὰ ἐν αὐτῇ ὄντα
ἢ πράγματα δανείζονται ἐκ τῆς Πηγῆς αὐτῶν, ἥτις ἐστὶν ὁ ἥλιος, τὸ φῶς.
Ὁ ἄνθρωπος ὅθεν ὑλοποιηθεὶς ἄνευ τοῦ ἡλίου ἢ ἀλλου τεχνικοῦ φω-
τός, δὲν δύναται νὰ βλέπῃ ἐν ἀπλέτῳ σκότει. Ὁ ἥλιος, ὡς αὐτόφωτος
ἐπίσης, οὐ μόνον ἐν ἀπλέτῳ φωτὶ εὕρηται ἡ ὕλη αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ τὰ πέριξ
αὐτοῦ ἀντικείμενα φωτίζει. Ἡ ψυχὴ ὅμως δὲν συγκαταλέγεται εἰς τὴν κα-
τηγορίαν ταύτην τῶν αὐτοφώτων, ὡς ὁ ἥλιος, ἢ τῶν ἑτεροφώτων, διότι,
ἐνῶ εἶναι αὐτόφωτος δὲν παρέχει τὸ φῶς αὐτῆς εἰς ἑτερόφωτα σώματα.
Ἐὰν δηλαδὴ ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος, ἢ ὁποιοδήποτε ἄλλο Πνεῦμα,
μὴ ἐνσαρκωθὲν εἰς σῶμα ὑλικόν, ἐμφανισθῇ κατὰ τὰ πνευματιστικὰ πει-
ράματα τῶν εἰς τὸν πνευματισμὸν ἀσχολουμένων, δι’ εἰδικοῦ μεσάζοντος,
ἤθελον ἰδῇ οὗτοι ὡς σῶμά τι φωτεινόν, ἔχον ἴδιον φῶς, ἀλλὰ μὴ φωτίζον,
τὸ Πνεῦμα τοῦτο νὰ παρίστατο διαρκῶς ὑλοποιημένον, θὰ ἐβλέπατε μίαν
στήλην φωτεινὴν ἔχουσαν τὸ ἀρχικὸν τοῦ ἀνθρώπου σῶμα ἢ σχῆμά τι, τὸ
ὁποῖον κατὰ βούλησιν τοῦ Πνεύματος ἤθελεν ἀποδυθῇ ἡ ψυχή, ἀποτελοῦ-
σα τὴν φωτεινὴν οὐσίαν, ἐξ ἧς τὸ σῶμα αὐτῆς ἀποτελεῖται.
328 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Ἐκ τούτου, λοιπόν, καταφαίνεται, ὅτι ἡ Ψυχὴ δὲν ἀνάγεται εἰς τὰς


Φωτεινὰς Οὐσίας, ἀλλ’ εἰς Ἀνωτέραν τῆς Φωτεινῆς Οὐσίας βαθμίδα,
δηλαδὴ εἰς τὴν διαφωτιστικὴν τῆς Πνευματικῆς Οὐσίας ποιότητα τὴν
αὐτοφωτιζομένην καὶ μὴ διαφωτίζουσαν ἀντικείμενά της.
Ἡ φωτεινὴ λάμψις, ἡ ἐξερχομένη ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν, ἢ καλλίτερον
εἰπεῖν ἡ δύναμις ἡ ἐξερχομένη ἐξ αὐτῶν, εἶναι τῆς Ψυχῆς δύναμις. Τὸ Ρευ-
στὸν, τὸ ὁποῖον ἐνυπάρχει ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ σώματι καὶ τὸ ὁποῖον ἄλλοι
μὲν ἐπιστήμονες καλοῦσι μαγνητικὸν ρευστόν, ἄλλοι αἰθέρα, ἄλλοι ζωϊκὸν
ρευστόν, οὐδὲν ἄλλον ἐστί, παρὰ αὐτὴ ἡ Ὑλικὴ Ἂϋλος Οὐσία τῆς Ψυχῆς,
ἡ ὁποία ἐν ἑκάστῃ ζωϊκῇ ὑποστάσει εὕρηται ἀναλόγως τῆς ποσότητος
τῆς Πνευματικῆς ὕλης, τῆς ἀποτελούσης ἑκάστην ψυχήν. Διὰ τοῦτο δὲ εἰς
τὰ ὑπνωτιστικὰ πειράματα ἰσχυροτέρα ποσότης ρευστοῦ τῆς ψυχῆς κα-
ταβάλλει τὴν ἀσθενεστέραν τῆς ἀντιστοίχου ψυχῆς ποσότητα καὶ οὕτω
ἡ ψυχὴ τοῦ ὑπνωτιζομένου ἀνθρώπου ἢ καλλίτερον αἱ πνευματικαὶ τῆς
ψυχῆς αὐτοῦ δυνάμεις ὑπακούουσιν εἰς τὴν ἐπιβολὴν τοῦ ὑπνωτίζοντος,
καθ’ ὅτι οὗτος διοχετεύσας ἐκ τοῦ ρευστοῦ του τοῦ ἀποτελοῦντος τὸ σῶμα
τῆς ψυχῆς του, καθυπέταξε ὑπὸ τὴν ἐπίδρασίν του τὸ ψυχικὸν ρευστὸν τοῦ
ὑπνωτιζομένου.
Ἀλλὰ τότε ἐξερχόμενον τὸ Ρευστὸν τῆς ψυχῆς δέν συναποφέρει μεθ’
ἑαυτοῦ καὶ τὸ σῶμα τῆς ψυχῆς, ἀφοῦ, ὡς εἴπομεν, ὅτι εἶναι ρευστή τις ὕλη
ἐκ τῆς ἀρχικῆς Πνευματικῆς Οὐσίας ἐκπηγάσασα καὶ ὅτι εἶναι Ἀναλλοίω-
τος, Ἄφθαρτος καὶ Ἀθάνατος.
Ὅπως τὰ μόρια τοῦ Ραδίου ἐκπέμποντα φωτεινὰς ἀκτίνας καὶ αἱ ἀκτῖ-
νες-Χ εἰσερχόμεναι εἰς σῶμά τι στερεὸν δὲν καταστρέφονται, οὕτω καὶ τὸ
ἄγνωστον τοῦτο εἰς ὑμᾶς Ρευστὸν τῆς Ψυχῆς ἐκπεμπόμενον διὰ τῆς τῶν
ὀφθαλμῶν προσηλώσεως πρὸς τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ ὑπνωτιζομένου εἰσ-
δύει εἰς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ καὶ σὺν τῷ χρόνῳ ἐπιβαλλομένου καὶ διοχετεύο-
μένου τοῦ ἰσχυροτέρου, οὕτως εἰπεῖν, ρεύματος τῆς ψυχῆς ἐν τῇ ἑτέρᾳ,
αὕτη ὑπακούει εἰς τὰς διατάξεις αὐτοῦ χωρὶς ν’ ἀλλοιωθῇ.
Ἐπίσης παρατηροῦμεν, ὅτι δὲν συντείνει μόνον ἡ διοχέτευσις τοῦ Ρευστοῦ
τῆς Ψυχῆς, τὸ ὁποῖον οἱ ἐπιστήμονες, ὅπως καθώρισαν αὐτὸ κατὰ τὰς ὑλιστι-
κὰς αὐτῶν θεωρίας, ἀπεκάλεσαν αὐτὸ ζωϊκὸν ρευστὸν ἢ μαγνητικόν, ἀλλὰ ἡ
τοῦ Πνεύματος ἐπιβολή, δηλαδὴ ἡ ἔντονος ἐπιβολὴ τῆς θελήσεως ἡμῶν διὰ
τῆς φωνῆς. Ὁπόταν δὲ ὁ ὑπνωτιζόμενος ἔλθῃ εἰς πλήρη μετὰ τοῦ Ρευστοῦ
τοῦ ὑπνωτίζοντος ἐπικοινωνίαν, ὅταν δηλαδὴ τὸ Ρευστὸν αὐτοῦ ἀποκτήσῃ
τὴν μετὰ τοῦ Ρευστοῦ τοῦ ὑπνωτίζοντος ἕνωσιν, τότε πλέον διὰ τῆς νοερᾶς
ἐπιβολῆς τοῦ ὑπνωτίζοντος οὗτος ὑπακούει εἰς τὰ κελεύσματά του.
Ἐὰν τὸ ρευστὸν τοῦτο ἦτο σωματικόν, ὁπόταν κλειομένων τῶν ὀφθαλ-
μῶν τοῦ ὑπνωτιζομένου, θὰ ἦτο δυνατὸν οὗτος νὰ διατέλῃ ὑπὸ τὴν θέλη-
σιν τοῦ ὑπνωτίζοντος;
Ἐρωτῶ τοὺς ἐπιστήμονας, ἂν ὁ ὑπνωτιζόμενος ἤθελε προσηλώσει
εἰς κεκλεισμένους ὀφθαλμοὺς τοῦ θέλοντος νὰ ὑπνωτίσῃ, ἤθελεν ὑποπέ-
σει οὗτος εἰς ληθαργίαν, καταληψίαν ἢ ὑπνοβασίαν; Ἤθελεν ὑποστῇ τὴν
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 329

ἐπήρειαν τοῦ μαγνητικοῦ ἢ ζωϊκοῦ ρευστοῦ, ὅπως ἐπονομάζεται αὐτὸ


κατὰ τὴν ὑλιστικὴν ὑμῶν μέθοδον, ὁπόταν ὁ ὑπνωτίζων διατελεῖ ἐν ὕπνῳ
ἢ ὁ ὑπνωτιζόμενος ἤθελε προσηλώσει τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀφόβως ἢ μὲ τὴν
προδιάθεσιν, ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν ἢ δὲν θέλει νὰ ὑπνωτισθῇ;
Ὄχι, δὲν ἐπέρχεται τὸ ἀποτέλεσμα ἐκτὸς τῆς περιπτώσεως τῆς αὐθυ-
ποβολῆς, προερχόμενον ἐκ μακρᾶς πείρας τοῦτον.
Ἐὰν τὸ ρευστὸν τοῦτο τῆς ψυχῆς ἦτο φυσικόν, ὅπως ὁ μαγνητισμὸς ἢ
ὁ ἡλεκτρισμὸς καὶ ἐπέδρα ἐπὶ τοῦ ἀντιστοίχου ρευστοῦ, ὅπως τὰ ρευστὰ
τῆς φύσεως, ἔπρεπε, ὡς οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ ὑπνωτιζομένου προσηλοῦντο
μετ’ ἐντάσεως ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ ὑπνωτίζοντος τὸ ρευστὸν τούτου
νὰ ἐξέλθῃ ἐκ τοῦ σώματός του καὶ νὰ ἑνωθῇ μετὰ τοῦ ὑπνωτιζομένου καὶ
προκαλέσῃ τὴν ὑπνοβασίαν αὐτοῦ διὰ τῆς συνενώσεως δύο ἀντιθέτων
ρευστῶν, τουτέστι δύο ἀντιθέτων πόλων, ὅπως ἐν τῷ ἠλεκτρισμῷ.
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως, διὰ νὰ ἐπιβάλῃ τὸ ψυχικὸν αὐτοῦ ρευστὸν εἰς τὴν
ἐν συστολῇ εὑρισκομένην ψυχὴν τοῦ μεσάζοντος, δέον νὰ εἶναι ἡ πνευμα-
τικὴ αὐτοῦ δύναμις ἐν πλήρει ἐγρηγόρσει καὶ μετ’ ἐπιβολῆς.
Ἐδῶ συμβαίνει τὸ ἐναντίον. Τὸ ρευστὸν τὸ προκαλοῦν τήν ὕπνωσιν,
δὲν εἶναι ζωϊκὸν ἢ μαγνητικόν, ἀλλά ρευστὸν τῆς Ψυχικῆς Οὐσίας, ἐξ
ἧς τὸ σῶμα αὐτῆς ἀποτελεῖται.
Αἱ Θεωρίαι ἡμῶν αὗται, αἱ ἀποδεικνύουσαι ἔτι ἅπαξ τὴν ὑπόστασιν τῆς
ψυχῆς δὲν εὕρηνται ἐν οὐδενὶ συγγράμματι ἐπιστήμονος ἢ θετικιστοῦ ἤ
πνευματιστοῦ ἀκόμη. Εἰς οὐδὲν δὲ Πνεῦμα τῶν εἰς τὰ φαινόμενα τοῦ πνευ-
ματισμοῦ ἀσχολουμένων ἐπῆλθε ποτὲ ἡ ἰδέα νὰ παρατηρήσωσι τοῦτο.
Ἐὰν βεβαίως αἱ θεωρίαι αὕται ἦσαν τῶν ἐν τῇ γῇ ἐπιστημόνων, ἤθελον
οὗτοι παρατηρήσει τὴν περίπτωσιν ταύτην, καθ’ ἣν ὁ ὑπνωτιζόμενος δὲν
ὑποπίπτει ὑπὸ τὴν ἐπήρειαν τοῦ ὑπνωτίζοντος, ἐὰν οὗτος κοιμᾶται ἢ τὸ
Πνεῦμα του διατελεῖ ἐν ἀδρανείᾳ, ὅπερ τὸ ἴδιον. Συνεπῶς δέν ἠδύναντο νὰ
ὀνομάσουν ζωϊκὸν ἢ μαγνητικὸν ρευστόν, τὸ ρευστὸν τὸ ὁποῖον δὲν θὰ προ-
εκάλει συνένωσιν λόγῳ ἀδρανείας ἢ ἀδυναμίας τοῦ Πνεύματος νὰ ἐπιβληθῇ.
Οὕτω δὲ καταφαίνεται, ὅτι τὸ ρευστὸν δὲν εἶναι φυσικὸν τοῦ σώματος,
δηλαδή, ἀφοῦ ἀδρανεῖ ὁπόταν τὸ Πνεῦμα δὲν ἔχει τὴν ἁρμόζουσαν ἐπιβο-
λὴν νὰ ἐκπέμψῃ τὰ ρευστὰ τῆς ψυχῆς του.
Τὴν ψυχὴν δυνάμεθα νὰ τὴν ἀποκαλέσωμεν καὶ περίπνευμα, ἀλλ’
ἀφοῦ καθιερώθη ὡς Ψυχή, θὰ ἀναφέρωμεν ταύτην ὡς Ψυχήν.
Ἀποδείξαντες καὶ πάλιν τὴν ὕπαρξιν τῆς ψυχῆς καὶ τῆς ἐπιδράσεως
αὐτῆς, θέλομεν ἐξακολουθήσει ἀποδεικνύοντες τὴν νοητικὴν καὶ συναι-
σθηματικὴν τῆς ψυχῆς δύναμιν, ἡ ὁποία ἀποδεικνύει ἔτι ἅπαξ τὴν ὕπαρξίν
της καὶ τὴν μετὰ τὸν θάνατον τοῦ σώματος ἀναγωγὴν αὐτῆς εἰς ἀνωτέρας
Πνευματικὰς ἀναπτύξεις.
Θέλομεν ἐπιχύσει Νέον Φῶς εἰς τὰς συγκρουομένας θεωρίας καὶ
αὐτῶν ἀκόμη τῶν περὶ τὰ πνευματιστικὰ διακειμένων.
Ὡμιλήσαμεν ἐν τοῖς προηγουμένοις κεφαλαίοις περὶ τοῦ Ψυχικοῦ
Ρευστοῦ, τοῦ ἀποτελοῦντος τὸ σῶμα αὐτῆς. Ἡ Ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπο-
330 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

τελεῖται ἀπὸ Ἡμιϋλικὸν ρευστόν, ἐν τῷ ὁποίῳ ἑδράζει τὸ Πνεῦμα, ἀνα-


πόσπαστον αὐτοῦ μέρος ἀποτελοῦν, ἑνιαίαν οὕτως εἰπεῖν καὶ συμπαγῆ
Δύναμιν, ἡ ὁποία καὶ ἀδιαφόρως τῶν σωματικῶν ἀφετηριῶν ἢ ἀπαιτήσεων
δύναται νὰ δράσῃ, νὰ φέρῃ δηλαδὴ ἀποτελέσματα διάφορα τῶν σωματι-
κῶν ἐκδηλώσεων.
Ἐν τῷ προηγουμένῳ κεφαλαίῳ ἀπεδείξαμεν, ὅτι τὸ ρευστὸν τὸ ὑπὸ
τῶν ὑπνωτιστῶν καὶ ἰατρῶν καλούμενον μαγνητικὸν ἢ ζωϊκὸν ρευστὸν
ἐξ αὐτοῦ σύγκειται τὸ σῶμα τῆς ψυχῆς. Ἀπεδείξαμεν ἐπίσης ὅτι ἄνευ τῆς
θελήσεως καὶ τῆς ἐπιβολῆς τοῦ Πνεύματος τοῦ ὑπνωτίζοντος ἐπὶ τοῦ
Πνεύματος τοῦ ὑπνωτιζομένου ἀδύνατον οὕτος νὰ ὑπνωτισθῇ ἢ νά πε-
ριέλθῃ εἰς ληθαργίαν, καταληψίαν καὶ ὑπνοβασίαν. Νῦν δὲ θέλομεν ἀπο-
δείξει, ἐὰν τὸ Πνεῦμα ἐπιβάλλεται τῇ σαρκὶ ἢ ἡ σὰρξ ἐπιβάλλεται εἰς τὸ
Πνεῦμα διὰ νὰ ἀποδειχθῇ κατὰ τοὺς ὑλιστὰς ἡ φυσικὴ ἐκδήλωσις τῶν ζωϊ-
κῶν τῆς σαρκὸς ἐκδηλώσεων καὶ νὰ θέσῃ ταύτην κατόπιν τῆς ἀποδείξεως
ὡς ὅρον ἀπαράβατον καὶ ἀναλλοίωτον τῆς φύσεως ἐκδήλωσιν.
Πᾶσα ἐκδηλουμένη δύναμις καὶ ἐκ τῆς ἐν ἐνεργείᾳ διατελούσης ὕλης
ἐκπηγάζουσα ἀπείρως διαφέρει ἀπὸ τήν δύναμιν τῆς ἐν ἀδρανείᾳ εὑρισκο-
μένης ὕλης καὶ οὕτω οἱ ἄνθρωποι δὲν δύνανται νὰ διακρίνωσι τὴν ἐν ἐνερ-
γείᾳ τοιαύτην τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος.
Τοὺς ἀποδεχομένους τὴν ὕλην ὡς ἀναμορφωτὴν τοῦ Σύμπαντος κό-
σμου, τοὺς ἀποφαινομένους περὶ τῆς ἐν ἐνεργείᾳ ὕλης ὡς περὶ δυνάμεώς
τινος φυσικῆς, ὑπακοούσης εἰς φυσικόν τινα νόμον θέλομεν καταπολεμή-
σει δι’ ἀκαταγωνίστων ἐπιχειρημάτων καὶ ἀποδείξει τὸ λελανθασμένον
τῶν γνωμῶν αὐτῶν.
Ἡ ὕλη ὄντως διαιρεῖται εἰς ἐνεργὸν καὶ εἰς λανθάνουσαν ἐνέργειαν.
Ἐὰν ποτὲ ἐπέλθῃ ὑλική τις βλάβη ἐπαναφέρομεν τὴν θεραπείαν τῆς βλα-
βείσης ὕλης διὰ τῆς ἀντικαταστάσεως τοῦ ἀπωλεσθέντος μέρους ἢ συστα-
τικοῦ. Ἐπὶ παραδείγματι:
Τὸ ὕδωρ ἀναλυόμενον ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο μέρη ὑδρογόνου καὶ ἑνὸς
ὀξυγόνου. Ὑπέστη δηλαδὴ διὰ τῆς ἀναλύσεως ἀλλοίωσιν τὸ ὕδωρ. Πρὸς
ἐπαναφοράν δὲ τοῦ ἀπωλεσθέντος ὕδατος ἑνώνομεν πάλιν τά δύο ταῦτα
συστατικὰ καὶ ἀποκτῶμεν τὴν ποσότητα τοῦ ἀπωλεσθέντος ὕδατος.
Τὸ φαινόμενον αὐτὸ εἶναι σταθερόν. Ἀλλὰ ὁ ρυθμιστὴς τῆς ἀναλογίας
ταύτης; Ἡ τύχη, τὸ αὐτόματον; Ὄχι ὡς ἀδύνατον αὐτό. Χρειάζεται ὁ λογι-
κός, ὁ νοητὸς τοιοῦτος, ὅπως διὰ τῆς νοήσεως καὶ μόνον τῆς νοήσεως ἀπε-
καλύφθη ἡ τὸ ὕδωρ ἀποτελοῦσα ἀναλογία.
Ἐπίσης, ἐὰν ὁ ὑλικὸς ὀργανισμὸς τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ἤθελεν
ὑποστῇ βλάβην τινά, διὰ τοῦ καταλλήλου φαρμάκου θὰ ἐπέλθῃ ἡ θερα-
πεία. Ἐὰν ἀποκόψω τὸν πόδα ἑνὸς ζώου ἢ ἑνὸς ἀνθρώπου, ὁ ποῦς των δὲν
ἐπανέρχεται διὰ τῆς ἐμβατεὺσεως τῶν συστατικῶν, ἐξ ὧν ἀποτελεῖται ὁ
ποῦς, ὅπως τὸ ὕδωρ ἐπανέρχεται διὰ τῆς συνθέσεως τῶν συστατικῶν.
Ὥστε παρατηρεῖται διαφορὰ μεταξὺ ἐνοργάνου ὕλης καὶ ἀνοργάνου
διότι ἀποσυντεθέν τὸ ἀποκοπὲν μέλος ἀλλοιώθησαν τὰ ἀπαρτίζοντα αὐτὸ
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 331

στοιχεῖα, μεταβληθέντα ἀπὸ τὴν ἐν ἐνεργείᾳ κατάστασιν εἰς τὴν λανθά-


νουσαν τοιαύτην. Ἐὰν βεβαίως ἡ ἐν ἐνεργείᾳ εὑρισκομένη ὕλη λειτουργῇ
ὅπως τὸ ἀνθρώπινον πνεῦμα καὶ ἐὰν ἡ ὑλικὴ αὐτή ὑπόστασις ἐξελιχθεῖσα
διὰ τῆς ἐξελίξεως παρήγαγε τὸ ἀνθρώπινον σῶμα, ἔπρεπε ὡς ὑλικὴ ποὺ
εἶναι καὶ ὡς ἐν ἐνεργείᾳ διατελοῦσα νὰ παραγάγῃ ἓτερον πόδα, ἀναπλη-
ροῦσα τὸν ἀπωλεσθέντα τοιοῦτον.
Ἡ Φύσις ὅμως, ἡ ὁποία διέπλασε μόνη της τὰ ἀνθρώπινα καὶ τὰ ὀρ-
γανικά σώματα, δέν δύναται νὰ ἐπαναφέρῃ τὴν ἀπωλεσθεῖσαν ζωϊκὴν
οὐσίαν. Ὁ ὀργανισμὸς ὅθεν τῶν ζωϊκῶν παραγωγῶν δὲν διατελεῖ ὑπὸ
τήν φυσικὴν τῆς φύσεως καὶ τῶν νόμων αὐτῆς ἐξουσίαν. Ἡ φύσις αὐτὴ
δὲν παρέχει εἰς τὸν ἄνθρωπον τὴν Νόησιν, Συναισθηματικότητα, Αἰ-
σθητικότητα κατὰ βούλησιν. Ἡ φύσις δὲν εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία ἔφερε
τὸν ἄνθρωπον ἐπὶ τῆς γῆς, διὰ νὰ παραγάγῃ ὅμοια αὐτοῦ ὄντα διὰ νὰ
συντελέσῃ εἰς τὴν τελικήν διαιώνισιν καὶ ἁρμονίαν αὐτῆς.
Ἐὰν ἡ φύσις ὄντως ἦτο ἡ διαπλάσσασα τὴν ἄμορφον μᾶζαν, ἔπρεπε νὰ
ἐπαναφέρῃ τὸ ἀπωλεσθὲν τῆς ὀργανικῆς οὐσίας τοῦ σώματος μέρος, εἰς τὴν
ἀρχικὴν αὐτοῦ κατάστασιν. Ἀλλ’ ἡ φύσις δὲν δύναται νὰ πράξῃ τοῦτο εἰς τὰς
ἀνοργάνους ζωϊκὰς οὐσίας, διότι αὗται εἶναι ἀνώτεραι τῆς ἀψύχου ὕλης.
Εἴπομεν ὅτι τὸ ὕδωρ ἐξατμιζόμενον ἐπανέρχεται εἰς τὴν ἐαυτοῦ ἀρχι-
κὴν ὑπόστασιν. Τὸ δένδρον ἀποκοπέν, διὰ τῆς ἀπορροφήσεως συστατικῶν
ὁμοίων πρὸς τὴν σύστασιν τοῦ σώματός του προεκτείνει ὁμοίους κλάδους
καὶ ἀποκτᾷ νέους τοιούτους.
Ἰδού, λοιπόν, ζητήματα, τὰ ὁποῖα ἔχρηζον περισσοτέρας παρατηρή-
σεως καὶ μελέτης. Ἰδοὺ ζητήματα, τὰ ὁποῖα φαίνονται ὅτι δὲν ἀκολουθοῦν
τὴν φυσικὴν τῆς φύσεως ἐξέλιξιν. Ἰδοὺ τέλος ζητήματα, τὰ ὁποῖα ἀπο-
δεικνύουν ὅτι ἡ φύσις δὲν εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία ζωοποιεῖ καὶ ἐμψυχώνει
τὰ ὄντα, ἀλλὰ πᾶσα ζωϊκὴ δύναμις ἀρύεται τὴν ὑπόστασίν της οὐχὶ ἀπὸ
τῆς ὕλης, τῆς μὴ δυναμένης νὰ ποιήσῃ τι ἁρμονικόν, ὡς διατελοῦσα ἐν
ἀμόρφῳ διαπλάσει, ἀλλ’ ἀπὸ τὸν Μέγα τοῦ Σύμπαντος Δημιουργὸν, τὸν
­Ὑπερτέλειον τοῦ Κόσμου Ἀναμορφωτὴν καὶ Ποιητήν.
Ἐὰν τὸ σῶμα τῶν ζώων καὶ τῶν ἀνθρώπων ὑφίστατο βλάβην τινά,
ἔπρεπε νὰ προκαλέσῃ διὰ τῆς ἐν ἐαυτῷ ὑφισταμένης ὕλης, ἐν ἐνεργείᾳ
διατελούσης, τὴν ἀπόκτησιν τοῦ ὀργάνου ἢ μέλους αὐτοῦ, διὰ τῆς ἐν αὐτῷ
ἐννοεῖται ἐμβατεύσεως οὐσιῶν ἐχουσῶν τὰ αὐτὰ συστατικὰ τοῦ ἀπωλε-
σθέντος μέρους.
Ἀφοῦ ὅμως τοῦτο εἶναι ἀκατόρθωτον, ἕπεται ὅτι ὁ ἀνθρώπινος καὶ ζω-
ϊκὸς ὀργανισμὸς εἶναι ὅλως ἀνόμοιος τῆς ἀψύχου ἐν ἐνεργείᾳ διατελού-
σης ὕλης. Θὰ μοῦ εἴπητε ὅμως, ἡ οὐσία ἢ τὰ συστατικὰ τοῦ ἀποκοπέντος
μέλους τοῦ σώματος ὑμῶν δὲν ἀπόλλυνται, ὡς μεταβληθέντα εἰς ὕλην ἐν
λανθανούσῃ καταστάσει, ἀλλ’ ἐν ἐνεργείᾳ διατελοῦντα. Ὁ ἀνθρώπινος καὶ
ζωϊκὸς ὀργανισμὸς εἶναι ὕλη ἐν ἐνεργείᾳ διατελοῦσα καὶ ἡ αὔξησις τῶν φυ-
τικῶν παραγωγῶν ἢ τέλος πᾶσα φυσικὴ ἐξέλιξις, ἀφοῦ κινεῖται καὶ διατελεῖ
ἐν διαμορφώσει διατελεῖ ἐν ενεργείᾳ;
332 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Δὲν δύνασθε βεβαίως ν’ ἀρνηθῆτε τοῦτο. Πῶς ὅμως τὸ ἐξατμιζόμενον


ὕδωρ, τὸ ὁποῖον ἐξατμίζεται τῇ ἐνεργείᾳ φυσικοῦ τινος νόμου ἢ δυνάμεως
ὑλικῆς ἐν ἐνεργείᾳ διατελούσης, πῶς ἐπανέρχεται ἀμέσως ἢ μετὰ πάροδον
χρόνου εἰς τὴν ἀρχικὴν αὐτοῦ ὑπόστασιν;
Πῶς τὸ ἀποκοπὲν δένδρον διὰ τῆς ἀπορροφήσεως τῶν καταλλήλων
συστατικῶν, τῶν ἀποτελούντων τὸ σῶμα του, ἀνακτᾷ τοὺς ἀποκοπέντας
κλάδους του καὶ πῶς τὸ ἀνθρώπινον σῶμα, ἀποκοπέντος μέλους τινὸς διὰ
ἐμβατεύσεῳς ἐν αὐτῷ ὁμοίων πρὸς τὴν σύστασίν του συστατικῶν δὲν ἐπα-
νακτᾷ αὐτό; Ποία ἄραγε λειτουργία ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ σώματι ὑπάρχει καὶ
ποία λειτουργία τὴν φύσιν διέπει;
Διότι ἐνυπάρχει ἐν αὐτῷ ἡ Ψυχὴ καὶ τὸ Πνεῦμα καὶ πᾶν ἔμψυχον ὂν
ἀλλοιούμενον δὲν ἐπανακτᾷ τὰς ἀπωλεσθείσας αὐτοῦ ὑλικὰς οὐσίας,
τὰς ἐκδηλούσας ἐμψύχους ἐκδηλώσεις.
Τὸ ἀνθρώπινον σῶμα δύναται νὰ ἀποκτήσῃ μόνον συστατικὰ κατάλ-
ληλα πρὸς διᾳτροφὴν καὶ ἀνάπτυξίν του ἢ πρὸς ἐπανάκτησιν τῶν ἀπολε-
σθεισῶν αὐτοῦ δυνάμεων. Ἀποδεικνὺεται ἐκ τούτου, ὅτι τὸ ἀνθρώπινον
σῶμα, ὅπως καὶ πᾶσα ἄλλη ἔμψυχος ὀντότης, δὲν ἐπλάσθησαν οὕτως
ὥστε νὰ διαφέρωσι τῶν ἄλλων ὑλικῶν ὀντοτήτων ἢ διαπαραγωγῶν τῶν ἐν
ἐνεργείᾳ ὕλῃ διατελούντων.
Τώρα ἀπομένει νὰ ἀποδείξωμεν, ἂν τὸ ἀνθρώπινον σῶμα παράγῃ τὰ
νοητὰ ἀποτελέσματα ἢ τὸ ἐν τῇ ὕλῃ ταύτῃ εὑρισκόμενον Πνεῦμα παράγει
τὰς πνευματικὰς τοῦ σώματος ἐκδηλώσεις.
Εἴμεθα σύμφωνοι μετὰ τῶν ὑλιστῶν, ὅτι πᾶσαν σωματικὴν ἀνωμαλίαν
ἢ ἀσθένειαν πάσης φύσεως θὰ τὴν θεραπεύσωμεν διὰ τῆς χρήσεως ἀναλό-
γων φυσικῶν φαρμάκων. Φαίνεται ἐκ τούτου, ὅτι τὸ Πνεῦμα δὲν ἐξουσιά-
ζει τὴν σάρκα, διὰ νὰ καταπαύσῃ τοὺς πόνους της. Θὰ προτάξωμεν ὅμως
καὶ τὰ ἑξῆς ἐπιχειρήματα, ἀποδεικνύοντα ὅτι ἡ θεραπεία τοῦ ἀνθρωπί-
νου σώματος δυνατὸν ν’ ἀποβῇ συντελεστικωτέρα διὰ τῆς ἐπιβολῆς τοῦ
Πνεύματος εἰς τὴν σάρκα.
Ἐὰν πάσχῃ τις π.χ. ὑπὸ νευρικοὺ νοσήματος, ἀντὶ φαρμακευτικῆς ἢ ψυ-
χιατρικῆς θεραπείας, δι’ ἐπανειλημμένων τοῦ Πνεύματος ὑποβολῶν δύ-
ναται νὰ θεραπευθῆ ἀποτελεσματικώτερον. Διὰ τῆς θελήσεως, ἥτις εἶναι
δύναμις, μὴ ἐκ τῆς ὕλης ἀπορρεούσης, θεραπεύονται πολλαὶ διαταράξεις,
εἴτε ἐσωτερικῆς, εἴτε ἐξωτερικῆς μορφῆς τοῦ ἀνθρωπίνου ὀργανισμοῦ.
Πολλοὶ μάλιστα κατώρθωσαν νὰ θεραπεύσουν καὶ νόσους ἀνιάτους ἢ
ὄργανα ἐν φθορᾷ εὑρισκόμενᾳ, δυνάμει τῆς ὑποβολῆς τοῦ Πνεύματος ἐπὶ
τοῦ σώματος. Ἀλλὰ θὰ μοῦ εἴπῃτε ὅτι ἡ δύναμις ἢ τὸ ρευστὸν τὸ ἐνυπάρ-
χον ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ ἢ ζωϊκῷ ὀργανισμῷ εἶναι ἐνεργὸς τῆς ὕλης δύναμις,
ἤ καλλίτερον ἀγνώστου ὑλικοῦ νόμου λειτουργία.
Αλλ’ ἀπεδείξαμεν ὅμως, ὅτι τὸ ρευστὸν τοῦτο δὲν εἶναι δύναμις, ὡς ἡ
τοῦ ἠλεκτρισμοῦ ἢ τοῦ μαγνητισμοῦ, ἀλλ’ εἶναι ρευστὸν τοῦ πνευματικοῦ
περιβλήματος, ἤ μᾶλλον τοῦ Ψυχικοῦ τοῦ ἀνθρώπου σώματος καὶ ἐκ
τοῦ ὁποίου καὶ ἡ Ψυχὴ συνίσταται.
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 333

Συνεπῶς, ἂν τὸ ρευστὸν τοῦτο ἦτο ἐνεργός τις ὑλικὴ δύναμις, ἔπρεπε


νὰ μὴν ὑποβάλλεται ὁ ἄνθρωπος εἰς ἐπιβολὴν πρὸς θεραπείαν τοῦ σώμα-
τός του, ἀλλὰ νὰ διοχετεύωμεν τὸ ρευστὸν τοῦτο, τὸ ὁποῖον θὰ ἠδύνατο νὰ
θεραπεύσῃ ἢ νὰ ἐπαναφέρῃ τὴν ἀρχικὴν τοῦ πάσχοντος μέλους κατάστα-
σιν ἢ ὀργάνου τοῦ σώματος, ὅπως κάμνωμεν μὲ τὰς ἠλεκτροθεραπευτικὰς
θεραπείας.
Διατὶ ὅμως ἐπιβάλλεις εἰς τὸν ὑπνωτιζόμενον νὰ σὲ ἀκούῃ, διατὶ ἡ
Πνευματικὴ δύναμις τοῦ ὑπνωτιζομένου διατελεῖ ἐν ὑποβολῇ καὶ διατὶ
τὸ ρευστὸν τῆς Ψυχῆς του δὲν συντελεῖ διὰ τῆς ὑπνώσεως μόνον εἰς τὴν
θεραπείαν τοῦ σώματος; Βεβαίως ὑπνωτίζοντες πάσχοντά τινα δὲν θερα-
πεύομεν αὐτὸν μόνον διὰ τοῦ ὕπνου, ἀλλ’ ὑποβάλλομεν αὐτῷ καταλλήλως
ὅτι τὸ μέλος αὐτοῦ, ὅταν ἐξυπνήσῃ, θὰ εἶναι βελτιωμένον ἢ ἐντελῶς θερα-
πευμένον, ἢ θὰ βαίνῃ πρὸς θεραπείαν.
Ἐκ τούτου προδήλως πλέον φᾳίνεται, ὅτι ἡ ὑπόστασις τοῦ Πνεύματος
ἀποτελεῖ Δύναμιν, ἡ ὁποία δύναται νὰ παρακεντήσῃ τὴν ὑλικὴν τοῦ σώμα-
τος εἰς παραγωγὴν καὶ γονιμότητα.
Ἀποδεικνύεται δὲ ἡ ἐπιρροὴ αὕτη ἔτι πρακτικώτερον, διότι καὶ δι’ ὑγιὲς
ἀκόμη μέλος, ἐὰν ὑποβληθῇ ὅτι πάσχει, ἀφυπνιζόμενος αἰσθάνεται τὸν
πόνον εἰς τὸ ὑγιὲς αὐτοῦ μέρος. Τοῦτο δὲν ἀποτελεῖ ἄλλο, παρὰ ἀπόδειξιν
ἐνεργείας βουλητικῆς καὶ ὄχι φυσικῆς. Ἐὰν δὲ τὸ Πνεῦμα δὲν ὑφίστατο,
ἔπρεπε τότε ἄνευ κελευσμάτων, ἀλλὰ μόνον διὰ τῆς ὑπνώσεως μόνης νὰ
ἐπιτελεῖτο τὸ ἀποτέλεσμα τῆς θεραπείας.
Ἐὰν ἡ πνευματικὴ αὐτὴ ἐκδήλωσις δὲν ἦτο πνευματική, ἀλλὰ ἁπλῆ
τῆς ἐνεργοῦς ὕλης ἀπόρροια, ἔπρεπε νὰ ἀδιαφορῇ εἰς τὴν ὑποβολὴν αὐτὴν
τὴν Πνευματικήν, ἡ ὁποία μεταβάλλει τὸν φυσικόν της ροῦν, αὐτὴν τὴν φυ-
σικὴν ἐξέλιξιν τῆς ζωῆς τῆς ὕλης. Δὲν εἶναι, λοιπόν, Ἀλήθεια ὅτι εἶναι ὑλική
ἐκδήλωσις, διότι ἐὰν ἦτο, δὲν θὰ ἐπέτρεπε ξένας ἐπεμβάσεις εἰς τὴν δικαι-
οδοσίαν της.
Καὶ ἐρωτῶνται οἱ μεγάλοι ἐπιστήμονες: Πῶς γίνεται ἡ διὰ τοῦ Ἐνάρ-
θρου Λόγου θεραπεία; Πῶς πρέπει ν’ ἀποδοθῇ ἡ ἀποτελεσματικὴ θερα-
πεία τῶν νόσων τοῦ σώματος ἢ καὶ ἡ πρόκλησις νόσων εἰς ὑγιὲς σῶμα;
Βεβαιώτατα ἡ ἐνεργὸς ὕλη δὲν ἔχει ἐκδηλώσεις, αἱ ὁποῖαι διὰ τοῦ
ἐνάρθρου λόγου μεταβάλλονται, βεβαίως οἱ φυσικοὶ νόμοι, οἱ ὑπὲρ τὴν
φύσιν ἱστάμενοι, ὡς πάντες σεῖς παραδέχεσθε, δὲν ἀλλάσσουσι τὴν φυσι-
κὴν ἐξέλιξιν τῶν διαφόρων σωμάτων διὰ τῆς ἐπιβολῆς τοῦ ἐνάρθρου λό-
γου, δηλαδὴ διὰ μόνου τοῦ λόγου σας.
Ἀφοῦ οἱ φυσικοὶ νόμοι τῆς ὕλης δὲν ὑπόκεινται εἰς τὸν ἔναρθρον λόγον,
πῶς ἡ ἐνεργὸς ὕλη τοῦ σώματός σας ὑπακούει εἰς αὐτόν; Ἰδοὺ ζητήματα
χρήζοντα ἐπισταμένης μελέτης καὶ ἀρκετῆς διορατικότητος ἢ σαφεστέρας
ἐνδιατριβῆς.
Ἂν ἄραγε τὴν δύναμιν, τὴν ὁποίαν ἔχει τὸ Πνεῦμα, τὴν ἔχει καὶ ἡ ἐνερ-
γὸς ὕλη, πῶς ἡ ὕλη ὑπακούει εἰς τὸν ἔναρθρον λόγον; Πῶς δηλαδὴ δὲν
ὑπάρχει καὶ ἐν τῇ φύσει ἓν Πνεῦμα μὲ τὴν τοῦ ἀνθρώπου δύναμιν καὶ νὰ
334 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

εἴπῃ: «Δένδρον ξηράνθητι» καὶ ἀμέσως νὰ ξηρανθῇ; Ἢ εἰς τὰ ζῶα διὰ νὰ


τοῖς ὑποβάλῃ τὴν ἔννοιαν τοῦ καθήκοντος ἢ τῆς αὐτοθυσίας ἢ τῆς διανύ-
σεως μεγάλων ἀποστάσεων, νὰ συνδράμῃ ἕναν ὁμόφυλόν των, παρὰ μό-
νον κινοῦνται ἀπὸ τὸ ἔνστικτον τῆς αὐτοσυντηρήσεως καὶ μόνον;
Καὶ τοῦτο μία ἀπόδειξις τῆς ὑπάρξεως τοῦ Πνεύματος ἐν τῷ ἀνθρώ-
πῳ. Ἐὰν μαγνητίσωμεν ἢ ὑπνωτίσωμεν ἕνα ζῶον καὶ τοῦ ὑποβάλλομεν
νὰ τρέχῃ, τοῦτο ἤθελε παραμένει ἀδρανὲς. Ἣ ἐὰν ὑποβάλλωμεν εἰς αὐτὸ
ὅτι ὁ ποῦς του πάσχει ὑπὸ ρευματισμῶν, ἢ νὰ μὴ δύναται νὰ κινήσῃ αὐτόν,
ἡ ἐκδήλωσις αὕτη τῆς ὑποβολῆς ἡμῶν ἤθελε εἶναι ἀδύνατος, διότι δὲν θὰ
ἠδύνατο ποτὲ νὰ εὕρῃ ἔδαφος γόνιμον ἡ διὰ τῆς ὑποβολῆς πρὸς τὰ ζῶα
ἐνέργεια ἡμῶν.
Πῶς δυνάμεθα, λοιπόν, ποτὲ νὰ παραδεχθῶμεν ὅτι ἡ δύναμις τοῦ
Πνεύματος, ἡ ὑπὲρ τὴν ὕλην ὑπερκειμένη καὶ τὴν ὕλην αὐτὴν διαπλάσσου-
σα καὶ τῶν φυσικῶν δυνάμεων κυριαρχοῦσα, ἢ αὐτὰς ἐν ἐνεργείᾳ θέτουσα
ἀπόλλυται καὶ καταστρέφεται, ἡ δὲ ἄψυχος ὕλη παραμένει ἀθάνατος;
Ζήτωσαν, λοιπόν, οἱ ὑλοφρονοῦντες, ἀφοῦ αὐτοὶ ἔχουσι τὴν ἐνεργὸν
ὑλικήν ἐκδήλωσιν, ἡ δὲ φύσις ἡ ὁποία παρήγαγεν αὐτὰς ἢ τὰς διέπλασεν
διὰ τῆς ἐξελίξεώς της, δὲν ἔχει τὴν ἐνέργειαν τῶν κτισμάτων της, παραμέ-
νουσα δὲ ἄφωνος δὲν διαμαρτύρεται ἐναντίον των, ὅπως ἡμεῖς κατὰ τῶν
ὑλοφρονούντων, τῶν παραδεχομένων ὅτι ἡ ὕλη καὶ ἐκ τῆς ὕλης τὸ πᾶν.
Ἐναντίον πάσης ὑλικῆς ἐνεργείας τοῦ σώματος διακείμενοι ἀπεδείξα-
μεν οὐ μόνον δι’ ἀκαταμαχήτων θεωριῶν καὶ παραδειγμάτων τὴν ὑπόστα-
σιν τῆς ψυχῆς καὶ τὰς ἐκδηλώσεις αὐτῆς, ἀλλὰ καὶ ἐμπράκτως κατεστή-
σαμεν γνωστὴν τὴν ὕπαρξιν αὐτῆς καὶ τοῦ Πνεύματος, τοῦ διευθύνοντος
αὐτὴν καὶ τὸ σῶμα καὶ αὐτὸ καθυποβάλλον κατὰ βούλησιν.
Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ἦτο ἁπλῶς ὕλη ἐνεργός, καθὼς ἐπίσης καὶ ἡ τῶν ζώων
ἐνέργεια ἔδει καὶ ὁ ὀργανισμὸς τῶν ζώων νὰ ὑποβάλλεται εἰς τὰ πειράματα
τοῦ ὑπνωτισμοῦ, νὰ ὑπόκειται εἰς τὴν ὑπνωτικήν ἐπήρειαν τοῦ ὑπνωτίζο-
ντος αὐτὰ Πνεύματος. Ἀλλ’ ἀπεδείχθη ὅτι τὰ ζῶα δὲν ἔχουσι τὴν αὐτενέρ-
γειαν καὶ τὴν αὐτόβουλον πνευματικὴν ἐνέργειαν τοῦ ἀνθρώπου, δι’ αὐτὸ
δὲν ὑπακούουν εἰς τὰ κελεύσματα τοῦ θέλοντος νὰ ὑπνωτίσῃ αὐτὰ ἀν-
θρώπου. Ἔχουσιν μὲν καὶ αὐτὰ ψυχὴν ὑλικήν, ἀλλ’ ἐλλείπει ἀπὸ αὐτὰ τὸ
Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον καὶ μόνον δύναται νὰ παραγάγῃ ἀποτελέσματα νοητικά,
πνευματικά, ἐνῶ τὰ ἀποτελέσματα τῆς ψυχῆς εἶναι μόνον αἰσθητικά.
Βεβαίως μεγαλυτέραν ἀπόδειξιν δὲν δυνάμεθα νὰ σᾶς παρέξωμεν,
ὦ ἐπιστήμονες σοφοί, διότι καὶ ἂν ἠθέλαμεν σᾶς δώσει ἀποδείξεις κατα-
φανεστέρας, ὡς ἐκ τῆς ἀτελείας σας δὲν θὰ ἠδύνασθε ν’ ἀντιληφθῆτε καὶ
ὁ ὀργανισμός σας δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ ἔχῃ τὴν ἀπαιτουμένην πνευματι-
κὴν διορατικότητα, ὅπως ὑποπέσῃ εἰς τὴν ἀντίληψίν σας ἡ ἐπήρεια τοῦ
Πνεύματος, ὅπως ἤδη δὲν ὑποπίπτει καὶ παραδέχεσθε καὶ νομίζετε ὅτι αἱ
πνευματικαὶ καὶ ψυχικαὶ ἢ αἰσθητικαὶ ἐκδηλώσεις των εἶναι ἐκδηλώσεις τῆς
ἐν ἐνεργείᾳ ὕλης.
Θὰ σᾶς ἐπεξηγήσωμεν κατωτέρω πῶς ἡ ψυχὴ ἔχει ἕδραν αὐτῆς τὴν ἐν
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 335

τῷ Ἀπείρῳ διεσπαρμένην Ὑπερυλικὴν ἢ μᾶλλον Αἰθερίαν Οὐσίαν, ἐξ ἧς καὶ


διεπορεύθη ἢ ἐξῆλθε ἢ ἐπλάσθη ὑπὸ τοῦ Θείου τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ ὑπὸ
Ἀνωτέρας Δυνάμεως καὶ Βουλήσεως καὶ Δικαιοσύνης τοῦ Ἀνωτάτου ἐν πᾶ-
σιν ἀΰλοις καὶ ὑλικαῖς ὑποστάσεσιν Ὄντος, τοῦ διευθύνοντος καὶ καθορί-
ζοντος πᾶσαν φυσικὴν ἐνόργανον ἢ ἀνόργανον ἐξέλιξιν, τοῦ διέποντος τὸ
Σύμπαν ὁλόκληρον καὶ τὰς ἐν αὐτῷ δρώσας ὑλικάς παραλλαγάς, θέσας
ἑκάστην ὑλικήν ἢ ἄϋλον δύναμιν ὑπὸ Νόμους, οἱ ὁποῖοι οὐδόλως μετα-
βάλλονται, ἀλλ’ εἶναι Ἀμετάβλητοι, Ἀμετάπτωτοι.
Οὕτω, λοιπόν, διαβλέπομεν τὸν ἄνθρωπον νὰ ἔχῃ αἰσθητικότητας, αἱ
ὁποῖαι ἀνήγαγον αὐτὸν εἰς ἣν σήμερον εὕρηται περιωπήν, ἡ ὁποία ἔδωσε
εἰς αὐτὸν τὴν φυσικὴν ροπήν νὰ παράγῃ, νὰ δημιουργῇ καὶ μόνος του νὰ
καλλιεργῇ τὰς πνευματικὰς δυνάμεις του καὶ ἀναγάγῃ τὸ Πνεῦμα του εἰς
ἀνωτέρας βαθμίδας τῆς πνευματικῆς ἀναγωγῆς καὶ διαμορφώσεως, οὐχὶ
ἐντρυφῶν ἐν τῇ ὕλῃ, ὡς θὰ ἔπραττε, ἐὰν συνέκειτο ἐξ ὑλικῶν παραγωγῶν
ἢ ἐὰν ἦτο ἐκδήλωσις τῆς ἐν ἐνεργείᾳ διατελούσης ὕλης ἀλλὰ τρέφεται
Πνευματικῶς, τουτέστιν ὑπὸ ἀΰλου οὐσίας.
Αἱ ἀποδείξεις ἡμῶν αὗται ἄραγε θὰ ἐμποιήσωσι τὴν ἀπαιτουμένην αἴ-
σθησιν εἰς τοὺς ἐπιστημονικοὺς κύκλους, ἢ θὰ παραγκωνισθῶσιν, ὅπως καὶ
τόσαι ἄλλαι θεωρίαι, αἱ ὁποῖαι ἀκριβῶς οὐδόλως ἐλήφθησαν ὑπ’ ὄψει;
Αἱ θεωρίαι ἡμῶν αὗται ἂν καὶ σήμερον δὲν ληφθῶσιν ὑπ’ ὄψει ὑπὸ
τοῦ κόσμου, τοῦ πλέοντος ἐν ὑλικῇ ἐνεργείᾳ, δὲν εἶναι μακρὰν ὁ χρόνος,
καθ’ ὃν ἡ ὑλικῆ τῶν ἀνθρώπων ὑπόστασις θὰ μεταβληθῆ εἰς Πνευματικήν
τοιαύτην, διὰ τῆς ἀποδείξεως ἀνωτέρων μέσων, δι’ ὧν πλέον πασιφανέ-
στατα θὰ ἐκδηλωθῆ ἐκ τῆς ἐν ἐνεργείᾳ διατελούσης ὕλης τὸ Πνεῦμα, τὸ
ὁποῖον καὶ θα κυριαρχήσῃ τῆς ὕλης, ὅμως καὶ ἤδη ἡ ὕλη ὑπόκειται εἰς τὴν
πραγματικὴν τοῦ Πνεύματος αὐταρχικότητα, ὡς ὂν συστατικὸν ἀνώτερον
τῆς ὕλης, ὡς οὖσα Ἄϋλος Οὐσία, ἐξ ἧς διὰ τοῦ Θείου Λόγου ἐξεπήγασεν ἡ
ὑλικὴ διαπαραγωγὴ τοῦ Σύμπαντος.
Ἐὰν βεβαίως, ἀνεξαρτήτως ὡς πρὸς τὰ πειράματα τῶν εἰς τὸν πνευμα-
τισμὸν ἀσχολουμένων, ἀποδειχθῇ ἡ πνευματικὴ τοῦ ἀνθρώπου ὑπόστασις
δι’ ἀποδείξεων, μὴ ἐπιδεχομένων ἀμφισβήτησιν, τότε ὁ ἄνθρωπος θὰ φθά-
σῃ εἰς τὸ ἀνώτατον ἐπίπεδον τῆς πνευματικῆς ἀναγωγῆς καὶ διαπλάσεως.
Ὁ ἄνθρωπος τότε οὐ μόνον θὰ μεριμνήσῃ περὶ τῆς ἑαυτοῦ ἀναδείξεως,
ἀλλὰ πάντας τοὺς ἄλλους θὰ παροτρύνῃ εἰς τὴν τοιαύτην ἀνάδειξιν. Ἐὰν
δὲ ἡ ἐπιστήμη σήμερον στηρίζεται ἐπὶ βάσεων, αἱ ὁποῖαι ἀδύνατον φαινο-
μενικῶς νὰ καταρριφθῶσι δι’ ἀκλονήτων ἀποδείξεων, ἀποδεκτῶν καὶ ὑπὸ
τῶν μᾶλλον ἀδιαφόρων φανατικῶν πρὸς τὰς ὑλιστικὰς θεωρίας διακει-
μένων, ἀδύνατον νὰ μὴ ἐκδηλώσωσιν ἐνεργῶς ἀφοσίωσιν εἰς τὰς πνευμα-
τικὰς θεωρίας.
Ἐὰν βεβαίως ὁ ἀνθρώπινος λογισμὸς δὲν συνωδεύετο ὑπὸ τῆς σωματι-
κῆς του ἐκδηλώσεως, ὁ ἄνθρωπος θὰ κατενόῃ τί ἐστι Πνεῦμα; Ἀπαλλαγὲν
τοῦ σώματος τὸ Πνεῦμα καὶ ἀφιέμενον ἐλεύθερον καὶ ἀναγνωρίζον τὴν με-
γάλην αὐτὴν ἐλευθερίαν, ὡς ἐπίσης καὶ τὴν μεγάλην αὐτοῦ διορατικότητα,
336 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

τότε ἀναβλέπει τὸ Ἄφθαστον Μεγαλεῖον τῆς πνευματικῆς διαπλάσεως καὶ


μετὰ μεγάλης του λύπης θὰ ἔβλεπε τὴν νέαν αὐτοῦ ὑποδούλωσιν ἐν σαρκί.
Ὑπάρχουν πολλὰ ἄλυτα, τὰ ὁποῖα θέλουσι καθορισθῆ καὶ ἀποδειχθῇ
καὶ αὐτὰ ἐπιστημονικῶς Θὰ πράξω δὲ τοῦτο, ἀφοῦ ἅπαξ ἀποδείξω τὴν
ὕπαρξιν καὶ Ἀθανασίαν τοῦ Πνεύματος.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀνέλθῃ εἰς ἀνωτέραν τινὰ βαθμίδα, βλέπει ἔτι πε-
ρισσότερον τὴν πέριξ αὐτοῦ φύσιν. Οὕτω καὶ τὸ Πνεῦμα ἀνελθὸν βαθμίδα
τινά, διορᾷ ἐμφανέστερον πᾶσαν πνευματικὴν ἐκδήλωσιν καὶ κατανοεῖ
ὁπόσον πρὸ αὐτοῦ εὐρύνεται τὸ Ἄπειρον περιβάλλον, τὸ ὁποῖον ὀφείλει
νὰ διΐδῃ καὶ ἐξετάσῃ, ἀνερχόμενον μίαν πρὸς μίαν τὰς βαθμίδας τῆς πνευ-
ματικῆς αὐτοῦ ἀναπτύξεως καὶ ἀναδείξεως.
Ἐὰν, λοιπόν, παράγῃ ἀνώτερα τῆς ἀναπτύξεως αὐτοῦ ἔργα, τοῦτο
ὀφείλεται εἰς δύο τινά. Ἢ εἰς τὴν προγενεστέραν αὐτοῦ πνευματικὴν
ἀνάπτυξιν, ἡ ὁποία διὰ τῆς νέας ἐν σαρκί ὑποδουλώσεώς της, ἐνῶ ἀπω-
λέσθη ἡ προγενεστέρα ζωή του, διετηρήθησαν ἐν αὐτῷ τὰ λείψανα τῆς
ἀναπτύξεώς του, ἢ ἐμπνέεται ὑπὸ τῶν περικυκλούντων αὐτὸν καὶ ὑποστη-
ριζόντων αὐτὸν Πνευμάτων, τὰ ὁποῖα καὶ ἀναδεικνύουσιν αὐτόν, προάγο-
ντα τὸ Πνεῦμα του καὶ καλλιεργοῦντα αὐτὸ καταλλήλως, διὰ καταλλήλων
πρὸς τὴν ταχυτέραν αὐτοῦ ἀνάδειξιν ἐμπνεύσεων.
Πῶς ὁ ἄνθρωπος εὕρηται περιστοιχούμενος ὑπὸ Πνευμάτων καὶ πῶς
ταῦτα συντείνουσι κατὰ μέγα μέρος εἰς τὴν ἀνάδειξιν αὐτοῦ, θέλομεν δι-
αλάβει ἐν ἄλλοις κεφαλαίοις. Νῦν θέλομεν διαπραγματευθῇ, πῶς ὁ ἄνθρω-
πος προάγεται ὑπὸ τῆς ἐν σαρκί αὐτοῦ ἐνσαρκώσεως τοῦ πνεύματός του,
πῶς παράγονται τὰ δισεκατομμύρια τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς κλπ.
Εἴπομεν ἐν προηγουμένῳ κεφαλαίῳ, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ Πνευματι-
κὸς κατελθὼν εἰς τὴν γῆν, ὅπως δοκιμάσῃ καὶ τὰς σαρκικάς ἡδονάς, ὅπως
ἐντρυφήσῃ καὶ διὰ τῆς ὑλικῆς περιβολῆς εἰς τὰ ὑπ’ αὐτοῦ νομιζόμενα ὑλικὰ
ἀγαθά, ἐνεσαρκώθη εἰς γήϊνον σῶμα, τὸ ὁποῖον βεβαίως διεπλάσθη ὑπὸ
τῆς ἐν τῷ Ἀπείρῳ διεσπαρμένης τοῦ Δημιουργοῦ τοῦ Σύμπαντος Δημιουρ-
γικότητος τοῦ Θείου Λόγου καὶ διὰ τῆς Ὑπεραΰλου ὕλης ζωϊκῶν παραγω-
γῶν, τὰ ὁποῖα ἀπέρρευσαν ἐξ αὐτῆς διὰ τῆς παρόδου ἀναριθμήτων ἐτῶν
καὶ τὰ ὁποῖα ἐξελιχθέντα καὶ ζυμωθέντα ὑπὸ τῆς παρόδου τοῦ χρόνου καὶ
τῆς ἐξελίξεως τῆς Ὑπερυλικῆς Οὐσίας, διεμορφώθησαν καταλλήλως, ὡς
εἴπομεν, ὑπὸ τῆς Θείας τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ Δυνάμεως, παρήγαγον τὰ δι-
άφορα ἐπὶ τῆς γῆς ζωϊκὰ ὄντα, τὰ ὁποῖα ἐνέχουν ἐν αὐτοῖς ψυχὴν ὑλικὴν,
εἰλημμένης ταύτης ἐκ τῆς Ὑπερυλικῆς ἢ Αἰθερίας τοῦ Σύμπαντος Οὐσίας,
ἡ ὁποία καὶ ἐμψυχώνει αὐτὰ καὶ ἀποτελοῦντος μόνον τοῦ ἀνθρώπου
ἐξαίρεσιν, διότι ἐκτὸς τῆς ψυχῆς ἢ μᾶλλον ἐν τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἐνοικεῖ
τὸ Πνεῦμα του, τὸ ὁποῖον προϋπῆρχεν τῆς Πρωτογενοῦς τοῦ ἀνθρώ-
που ἐνσαρκώσεως καὶ ἐξακολουθεῖ παραμένον καὶ φυλακισμένον ἐν
τῇ σαρκὶ καὶ ἐν τῷ σπέρματι αὐτοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος κατελθὼν εἰς τὴν γῆν ἐνσαρκῳθεὶς ὑπὸ Θείας Ἐπινοίας
καὶ Συγκαταθέσεως, λόγῳ τῆς ἐλευθερίας του, τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς ἐδωρί-
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 337

σατο εἰς Πνεῦμα του, διετήρησεν ἐν τῇ νέᾳ αὐτοῦ ὑποστάσει τὸ σπέρμα


τῆς πνευματικῆς αὐτοῦ ἰδιότητος, τὸ ὁποῖον καὶ διαιωνίζεται ἐν τοῖς πο-
λυαρίθμοις ἀνθρώποις, οἱ ὁποῖοι ἔκτοτε ἐκ τοῦ ἀνθρωπίνου σπέρματος
ἐγεννήθησαν. Οἱ Πρωτογενεῖς ὅθεν ἄνθρωποι ἦσαν πολὺ ἀνώτεροι τῶν
σημερινῶν, ἀφοῦ βεβαίως κατ’ ἀρχὰς ἦσαν Πνεύματα ἢ ὑποστάσεις ἀΰλων
ὄντων καὶ ὄχι, ὅπως λέγεται παρ’ ὑμῶν, ὅτι ἐξελίχθησαν ἐκ τοῦ ζωοφύτου.
Ὅταν ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Θείου Αὐτοῦ Λόγου παρήγαγε τὴν Ὑπερυλικήν τοῦ
Σύμπαντος Οὐσίαν, διεπλάσθησαν ἐκ τῆς ἀρχικῆς αὐτῆς ὑποστάσεως καὶ
πρὸ τῆς ἐξελίξεως αὐτῆς εἰς τὴν ὑλικὴν τοῦ Σύμπαντος Οὐσίαν, τὰ σώματα
τῶν Ἀΰλων ὄντων, ἐξ ὧν συνέκειτο καὶ ὁ Πνευματικὸς ἄνθρωπος.
Ὁ Θεὸς ἔδωσεν αὐτοῖς ἀπεριόριστον καὶ πλήρη ἐλευθερίαν, ὡς ἐκ τῆς
δοθείσης δὲ αὐτῷ ἐλευθερίας, ἥτις συνίστατο εἰς τὴν ἐκλογὴν δύο δια-
φόρων κατευθύνσεων: ἢ νὰ μείνῃ ὁ ἄνθρωπος εἰς τὴν ἀρχικὴν αὐτοῦ Ψυχο-
πνευματικὴν ὑπόστασιν, ἢ νὰ ἀκολουθήσῃ τὸν τῆς πτώσεως δρόμον.
Οὗτος ἐπροτίμησε τὸν δεύτερον, ἐνσαρκωθεὶς εἰς τὸ ἀνθρώπινον
ὑλικὸν σῶμα, τὸ ὁποῖον ἐσχηματίσθη ἐκ τῶν αὐτῶν ζωϊκῶν κυττάρων, τῶν
εὑρισκομένων ἐν τῇ Πρωτογενῇ τῆς Οὐσίας τοῦ Σύμπαντος μάζῃ, ἐν νηφα-
λιότητι ἢ λανθανούσῃ καταστάσει. Ὑπὸ τῆς ἀτμοσφαιρικῆς δὲ ἐπιδράσε-
ως, θερμοκρασίας καὶ τοῦ ἀέρος παρήχθησαν καὶ ἀπετέλεσαν τὸ ἐπὶ τῆς
γῆς ἔμψυχον ζωϊκὸν βασίλειον.
Ὁ Πνευματικός, λοιπόν, ἄνθρωπος ἐπιθυμήσας ν’ ἀπολαύσῃ καὶ αὐτὸς
τὰς τῆς σαρκὸς ἐπιθυμίας, ἐπιθυμῶν νὰ πολλαπλασιασθῇ κατ’ ἀρχήν, ὡς
ἐκ τῆς διαπλάσεως τοῦ ἀΰλου σώματός του ὢν ἀδιαπαραγώγητος καὶ εἰς
παραγωγὰς ἀδιάφορος, ἐνεσαρκώθη εἰς τὸ γήϊνον σῶμα, τὸ ὁποῖον ἤρχισε
διαπλατυνόμενον καὶ διαμορφούμενον ἐκ τῶν λευκοκυττάρων τῆς ζωϊκῆς
μάζης, τὰ ὁποῖα ἐζυμώθησαν ἐκ τῆς καιρικῆς τοῦ Σύμπαντος ἀλλοιώσεως
καὶ ὑπὸ τῶν καταλλήλων πρὸς διαμόρφωσιν αὐτῶν παραγωγικῶν οὐσιῶν.
Ἐμφανισθέντος τοῦ ἀνθρώπου κατ’ ἀρχὰς εἰς τὴν γῆν καὶ ἀναπτυχθέ-
ντος, ἀνεπτύχθησαν μετ’ αὐτοῦ καὶ αἱ ὁρμαί, τὰς ὁποίας τὸ ἀτελὲς σῶμα
ἐνεῖχεν ὡς ἐκ τῆς ὑλικῆς αὐτοῦ ὑποστάσεως. Ὁ ἄνθρωπος τότε συνουσια-
σθεὶς ἀπέκτησεν ἀπειρίαν ἄλλων ἀπογόνων.
Ἐκ τοῦ Θεοῦ, λοιπόν, κατ’ ἀρχὴν καὶ ἡ γέννησις τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς
γῆς καὶ διὰ τὴν ὁποίαν κατωτέρω θὰ ὑπεισέλθωμεν εἰς ἀναλυτικωτέρας
λεπτομερείας.
Ὁ Θεὸς διορῶν ὅτι ὁ Πνευματικὸς Ἄνθρωπος, ὡς ἐκ τῆς ἐλευθερίας
του, θὰ προσπαθήσῃ νὰ ἀπολαύσῃ καὶ τὴν ἀνθρωπίνην σάρκα ἐν τῇ συ-
νενώσει αὐτοῦ μετὰ τῆς σαρκός, ἔθεσεν τὴν νέαν αὐτοῦ ἐν τῇ σαρκὶ μορ-
φὴν ὡς ἑξῆς:
Τὸ σπέρμα τοῦ ἀνθρώπου ἐνέχει ὄχι μόνον ζωϊκὰς παραγωγάς,
ἀλλὰ καὶ Πνευματικὰς τοιαύτας. Ὁ ἄνθρωπος δηλαδὴ ἐν τῷ σπέρματι
ὢν ἐν νηφαλιότητι ἢ λανθανούσῃ καταστάσει διὰ τῆς ἐν τῇ μήτρᾳ τῆς γυ-
ναικὸς κυοφορίας ἀναπτύσσεται καὶ φέρεται εἰς τὴν γέννησιν.
Θὰ ἐπιστήσωμεν τὴν προσοχὴν τῶν χημικῶν εἰς τοῦτο, ἀφοῦ ἡ θετική
338 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

ἐπιστήμη ἔχει δώσει τὸν τελευταῖον αὐτῆς λόγον ἐπὶ τῆς βάσεως, ἐπὶ τῆς
ὁποίας καὶ στηρίζεται καὶ ἐρωτῶμεν τοὺς χημικούς, οἱ ὁποῖοι δύνανται
νὰ ἀναλύσωσι πᾶσαν ζωϊκὴν καὶ ὑλικὴν οὐσίαν, νὰ μᾶς ἀπαντήσουν, ἐὰν
τὸ σπέρμα τοῦ ἀνθρώπου ἐνέχῃ Πνευματικὰς ἰδιότητας, ἢ μόνον ζωϊκὰς
παραγωγάς; Ἀφοῦ βεβαίως οἱ ἐπιστήμονες οὗτοι στηρίζονται ἐπὶ θετικῶν
ἀποδείξεων, κάλλιον ἡμῶν θὰ ἠδύναντο ν’ ἀποφανθῶσι περὶ τούτου.
Ἐρωτῶντες ὅμως τούτους εἴμεθα εἰς θέσιν ἐκ τῶν προτέρων νὰ γνω-
ρίζωμεν τί θὰ ἀπαντήσωσιν. Λέγουσι, λοιπόν, οἱ ἐπιστήμονες, ὅτι ἡ οὐσία
τοῦ σπέρματος ἐκ τῆς ἀναλύσεως κατεδείχθη ὅτι ἀποτελεῖται ἀπὸ ζωϊκὰ
κύτταρα, δηλαδὴ οὐσίας ὑλικάς. Τὰ κύτταρα αὐτὰ διὰ τῆς καταλλήλου
ἐμφορεύσεως εἰς ἀνάλογα παραγωγικὰ τῆς ἀναπτύξεώς των συστατικὰ
δύνανται νὰ καταστῶσι βιώσιμα. Ἂν δὲ ἀπαντήσωμεν εἰς αὐτούς, ὅτι πα-
ραγωγὴ ἀνθρώπων ἄνευ συνουσίας ἐστὶν ἀδύνατος, θὰ μᾶς ἀπαντήσουν,
ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὡς ἐνέχων ζωϊκὰς παραγωγὰς ὀφείλει νὰ διαπλασθῇ καὶ
διαμορφωθῇ ἐν ζωϊκοῖς παράγουσι. Ἀδύνατον ὅμως ἤθελεν εἶναι διὰ τὴν
ἐπιστήμην νὰ κατασκευάσῃ ὁμοίωμα μήτρας, εἰς τὴν ὁποίαν νὰ μεταμο-
σχεὺσῃ ὄργανα ὅμοια μὲ τὰ ἐσωτερικὰ αὐτῆς, διὰ νὰ ἐναποθηκεύσῃ εἰς
αὐτὴν σπέρμα ἀνθρώπινον, ἀφοῦ καταλλήλως δι’ ἄλλων ὀργάνων διακλα-
δίζῃ αἷμα ἐνέχον τὰ αὐτὰ συστατικά, ἐκ τῶν ὁποίων ἀπορροφῶν τὸ ἀνα-
πτυσσόμενον ἐν αὐτῇ ἀνθρώπινον ἔμβρυον ἤθελε μετὰ πάροδον ἀρκετοῦ
χρόνου ἀναπλασθῇ εἰς τέλειον ἄνθρωπον.
Ἡ ἐπιστήμη, ἡ ὁποία κατορθώνει ν’ ἀναλύῃ τὸ ὕδωρ καὶ πάλιν συνενώ-
νει αὐτὸ διὰ τῆς χημικῆς ἐπιδράσεως, οἱ ἐπιστήμονες οἱ ὁποῖοι ἀποφαίνο-
νται περὶ τῆς ὑλικῆς οὐσίας τοῦ ἀνθρώπου, δὲν δύνανται νὰ παράγωσιν
ἐκ τῶν συστατικῶν, τὰ ὁποῖα τόσον ἔχουν καθορίσει, ἀνθρώπινον σῶμα
καὶ ἐκ τῶν ὁποίων γνωρίζουσιν ὅτι τοῦτο ἀποτελεῖται.
Οἱ ἐπιστήμονες καὶ οἱ σοφοί, οἱ λύοντες πᾶσαν παραγωγικότητα τό-
σον εὐκόλως, δὲν θὰ κατορθώσουν ἄνευ συνουσίας, ἄνευ συμμίξεως
μετὰ γυναικὸς νὰ παραγάγωσιν ἀνθρώπους. Ἐὰν ἡ ἐπιστήμη ὄντως
ἐστηρίζετο ἐπὶ θετικῶν βάσεων, ὤφειλε νὰ παραγάγῃ ὄντα ζωϊκὰ ἢ πνευ-
ματικά, ὅπως ἐκ τῶν διαφόρων συστατικῶν δημιουργεῖ εἴδη, συνθέτουσα
καὶ ἀποσυνθέτουσα αὐτά. Τοῦτο ὅμως εἶναι ἀκατόρθωτον καὶ θὰ παρα-
μείνῃ τοιοῦτον, διότι ὁ ἄνθρωπος ἀγνοεῖ ὅτι διὰ τὴν παραγωγὴν ὄντων
ἀπαιτεῖται Ἀνωτέρα τις Δύναμις, οὐχὶ τῆς ἀψύχου φύσεως, διότι ἡ φύσις
οὐδόλως ἤθελεν ἐξαιρέσει τὴν διαπαραγωγὴν τῶν ζωϊκῶν ὄντων τοῦ κανό-
νος της ἀλλὰ τῆς Ἀνωτάτης Δημιουργίας, ἀπὸ τῆς ὁποίας διεμορφώθησαν
πάντα τὰ ἐν τῷ Ἀπείρῳ φυσικὰ ἢ ὑπερφυσικὰ ὄντα.
Οἱ ἐπιστήμονες, λοιπόν, οἱ ἀναλώσαντες πᾶσαν φυσικὴν ὑλικὴν οὐσίαν
ἢ φυτικὴν τοιαύτην δὲν δύνανται νὰ μᾶς δώσωσι σαφεῖς πληροφορίας, ἂν
τὸ ἀνθρώπινον σπέρμα ἐνέχῃ πνευματικὰς ἰδιότητας ἢ μόνον ζωϊκὰς πα-
ραγωγάς.
Ὄντος δὲ ἐκ τούτων προέκυψαν αἱ πολλαπλαῖ περὶ τῆς ἐν τῷ ἀνθρώπῳ
συλλήψεις τοῦ Πνεύματος θεωρίαι. Ἐκ τούτων μὲν ἄλλοι ἀποφαίνονται ὅτι
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 339

τὸ Πνεῦμα ἐνυπάρχει ἐν τῷ σπέρματι τοῦ ἀνθρώπου, ἄλλοι ὅτι ἐνυπάρχει


ἐν τῇ φύσει, ἢ ἐν τῇ Ἀνωτάτῃ τοῦ Δημιουργοῦ τοῦ Σύμπαντος Δυνάμει, ἐξ Οὗ
καὶ ἐμφυσεῖται, ὡς ἤθελεν συνουσιασθῇ ὁ ἄνθρωπος καὶ συλλαμβάνεται, ὡς
ἤθελεν ἡ γυνὴ συλλάβει. Ἄλλοι πάλιν ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ ἀνθρώπινον εἶναι ἐν
τῇ φύσει εἰς παραγωγικότητα διατιθέμενον αὐτοτελὲς καὶ ὅταν ἡ γυνὴ συλ-
λάβῃ ἀμέσως ἐνσαρκοῦται, ἢ ὅταν γεννήσῃ ἀμέσως τὸ Πνεῦμα τὸ θέλον νὰ
ἐνσαρκωθῇ εἰσέρχεται ἐν τῷ βρέφει καὶ διὰ τοῦτο λέγουσιν, ὅτι μόλις τοῦτο
ἀποχωρισθῇ τῶν συγκρατούντων αὐτὸ ὀργάνων φωνάζει.
Ἐν μέσῳ, λοιπόν, τόσων συγκρουομένων θεωριῶν ἡ «θετικὴ» ἐπιστήμη
ἀδυνατεῖ νὰ μᾶς παρέξῃ τὰ φῶτα της. Ὅσον δὲ αὐτὴ θετικίζει, τοσοῦτον
καὶ οἱ θετικισμοί της ἀποβαίνουν ἀδύνατοι ἀπέναντι τῆς Πνευματικῆς τοῦ
ἀνθρώπου ὑποστάσεως.
Ὁ ἄνθρωπος βεβαίως ἐνέχει ἐν τῷ σπέρματι αὐτοῦ ζωϊκὰς οὐσίας,
ἀλλὰ συγχρόνως ἐνέχει καὶ τὴν Πνευματικὴν τοιαύτην. Θὰ ὁμιλήσωμεν
ἐπὶ τοῦ ζητήματος αὐτοῦ, τοῦ τόσον σοβαροῦ, μετὰ περισσοτέρας σαφη-
νείας, διότι ἐξ αὐτοῦ πρόκειται νὰ προκύψουν Νέαι τινὲς θεωρίαι
Ἡ ψυχὴ ἐνυπάρχουσα ἐν τῳ ἀνθρωπίνῳ σπέρματι θὰ ἐνυπῆρχεν καὶ
ἐν τῷ Πρωτογενῇ ἀνθρώπῳ, τῷ ἐμφανισθέντι καὶ διαπλασθέντι ἐκ τῶν ἐν
τῇ φύσει κυττάρων. Οὕτω πῶς ἀποφαινόμενοι δὲν καταρρίπτομεν τὰς θε-
ωρίας ἡμῶν, ὅτι ὁ Πρωτογενὴς ἄνθρωπος ἦτο Πνεῦμα ἄϋλον καὶ τὸ ὁποῖον
ἐνεσαρκώθη κλπ; Ἂν πάλιν παραδεχθῶμεν ὅτι τὸ σπέρμα τὸ ἀνθρώπι-
νον δὲν ἐνέχει Πνευματικὰς δυνάμεις, τότε πρέπει νὰ ἀπαντήσωμεν ἢ νὰ
ἐξηγήσωμεν πῶς οἱ Πρωτογενεῖς ἄνθρωποι, οἱ ἐμφανισθέντες ἐν τῇ γῇ
ἐπολλαπλασιάσθησαν καὶ πῶς ἐνσαρκωθέντων τῶν πρώτων Πνευμάτων
καὶ αὐτὰ πάλιν μετὰ τὴν ἐκ τοῦ σώματος αὐτῶν ἐλευθερίαν, ἐν συνεννοή-
σει εὑρισκομένων πάντοτε μετὰ τῶν Ἀΰλων Πνευμάτων, τῶν μὴ ἰδόντων
σωματικὴν ἐπίδρασιν δὲν ἤθελον παραδειγματίσει αὐτά, ὅτι ἡ σωματικὴ
ὑλικὴ ὑπόστασις εἶναι πολὺ εὐτελεστέρα τῆς Πνευματικῆς καὶ πῶς αὐτοὶ
ὤφειλον νὰ μὴ ὑποδουλώσωσι τὸ Πνεῦμα αὐτῶν;
Πῶς ἐπίσης θέλομεν ἐξηγήσει, ὅτι τὰ Πνεύματα τῶν Πρωτογενῶν ἀν-
θρώπων ἐπολλαπλασιάσθησαν ἄνευ τῆς ἐν τῷ σπέρματι πνευματικῆς δυ-
νάμεως; Ἀλλὰ καὶ πάλιν πῶς θὰ ἐξηγήσωμεν, ὅτι ἐν τοῖς πρωτοκυττάροις
τῶν ἀνθρωπίνων σωμάτων, τῶν ἐμφανισθέντων διὰ τῆς ζυμώσεως τῆς
Πρωτογενοῦς ζωϊκῆς Οὐσίας τῆς γῆς δὲν ὑπῆρχε Πνευματικὴ Δύναμις καὶ
ἄνευ ταύτης ἐνεσαρκώθησαν;
Θὰ ἐξηγηθῶμεν: Εἴπομεν ἀνωτέρω, ὅτι ὁ Πρωτογενὴς ἄνθρωπος ἐνυ-
πῆρχεν ὡς Πνεῦμα ἐν τῇ φύσει. Καὶ ὡς τὰ διάφορα λευκοκύτταρα ἤρχισαν
ἀναπλαττόμενα καὶ ζυμωνὸμενα πρὸς διαμόρφωσιν τοῦ ἀνθρωπίνου
σώματος, οὗτος θέλων νὰ αὐξήσῃ τὸ εἶδος του καὶ νὰ δημιουργήσῃ πληθὺν
ὄντων ὁμοίων του ἐνεσαρκώθη εἰς τὴν σχηματιζομένην αὐτὴν οὐσίαν καὶ
οὕτω πως ἐνεφανίσθη ὁ πρῶτος ἄνθρωπος τῆς γῆς, διαφέρων τῶν ἄλλων
ζωϊκῶν ὀντοτήτων, ὡς πρὸς τὴν Πνευματικὴν αὐτοῦ δύναμιν, ἡ ὁποία καὶ
ἀποδίδεται εἰς τὴν ἐν τῇ ἀνθρωπίνῃ σαρκὶ ἐνσάρκωσιν Πνεύματος.
340 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Ἡ οὐσία ὅμως τῶν λευκοκυττάρων, διαμορφωθεῖσα εἰς ἀνθρώπινον


σῶμα, διετήρησε διὰ τῆς διαδοχῆς τὰς Πνευματικὰς τοῦ Πρωτογενοῦς ἀν-
ρώπου δυνάμεις. Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ὡς γνωρίσας τὴν δοκιμασίαν αὐτὴν
τῆς σαρκός, ὡς αἰσθανθεὶς τὴν ἄφθαστον τῆς ἀΰλου αὐτοῦ ὑποστάσεως
διαφορὰν καὶ ἐν συναφείᾳ μετὰ τοῦ λοιποῦ Ἀΰλου Κόσμου εὑρισκόμενος
ἐπιθυμεῖ τὴν προτέραν αὐτοῦ ὑπόστασιν.
Διὰ τὴν πτῶσιν του ταύτην τῆς ἐνσαρκώσεως καὶ διὰ τὴν ἐπιθυμίαν
του ν’ ἀπολυτρωθῇ ἐκ ταύτης ὁ Δημιουργὸς διὰ δοκιμασίαν του ἐπέβα-
λεν ἀλλεπαλλήλους ἐνσαρκώσεις μέχρι τῆς ἐξαγνίσεώς του. Ἐπανερ-
χόμενος ὅμως εἰς τὴν γῆν διατηρεῖ τὰς Πνευματικὰς αὐτοῦ προτέρας δυνά-
μεις ἐν λανθανούσει καταστάσει.
Ἐκ τῶν θεωριῶν ὅμως αὐτῶν προκύπτουν δύο τινά: Ἀφοῦ ὁ Πνευματι-
κὸς ἄνθρωπος διατηρεῖ τὰς ἑαυτοῦ δυνάμεις ἐν λανθανούσῃ καταστάσει,
πῶς ὁ ἐξ αὐτοῦ γεννηθεὶς υἱὸς δὲν ὁμοιάζει τὸν πατέρα ὡς πρὸς τὸ Πνεῦμα,
ὅπῳς καὶ κατὰ τὸ σῶμα;
Ἢ, ἐὰν παραδεχθῶμεν ὅτι τὸ ἀνθρώπινον σῶμα δὲν ἐνέχει πνευμα-
τικὰς δυνάμεις τότε πῶς ἐκ τοῦ Πρωτογενοῦς ἀνθρώπου παρήχθησαν τὰ
δισεκατομμύρια τῶν σημερινῶν ἀνθρώπων;
Πρὶν ἢ προχωρήσωμεν ἐν τῷ κυρίῳ προορισμῷ τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς
γῆς, καθῆκον ἔχομεν ὅπως ἐπεξηγήσωμεν σαφέστερον τὰς περὶ γενέσεως
τοῦ ἀνθρώπου θεωρίας ἡμῶν. Δὲν εἷναι δὲ δυνατὸν νὰ παραδεχθῶμεν ὅτι
διὰ τὸν πολλαπλασιασμὸν τῶν ἀνθρώπων ἐνσαρκοῦνται εἰς ἀνθρώπινα
σώματα ἄλλα ἐκτὸς τῶν ἀνθρωπίνων Πνεύματα, διότι παραδεχόμενοι
τοῦτο, παρερχόμεθα ἀδιαφόρως τὴν πνευματικὴν τῶν Ἀΰλων Πνευμάτων
δύναμιν, ἡ ὁποία καὶ γνωρίζει τὴν ἀνθρωπίνην ἀδυναμίαν καὶ τὸ ὑποδεέ-
στερον αὐτῆς. Γνωρίζουσα δὲ τοῦτο, πῶς ἤθελον ὑποδουλωθῇ εἰς σάρκα,
πῶς ἤθελον ὑποστῇ ὑποδεεστέραν ὑπόστασιν, κατάπτωσιν καὶ ὑποδούλω-
σιν τῆς πνευματικῆς των διαπλάσεως καὶ ἀναγωγῆς;
Ἀλλὰ πῶς τότε ἡ ἀνθρωπίνη φύσις τῶν προγόνων διαφέρει τῶν ἀπο-
γόνων ; Καὶ πῶς ἡ πνευματικὴ δύναμις τοῦ πατρὸς δὲν ὑπάρχει ἐν τῷ υἱῷ;
Ὁ ἄνθρωπος, εἴπομεν, ὅτι ἐνσαρκούμενος διατηρεῖ ἐν τῷ σπέρματί του
τὰς σωματικὰς καὶ Πνευματικάς του δυνάμεις. Ὥστε ἐκ τοῦ σπέρματος τῶν
Πρωτογενῶν ἀνθρώπων ἐπολλαπλασιάσθη τὸ ἀνθρώπινον εἶδος καὶ ὄχι
διὰ τῆς ἐνσαρκώσεως Ἀΰλων Πνευμάτων. Πῶς ὅμως τὸ Πνεῦμα τῶν Πρωτο-
γενῶν ἀνθρώπων ἐνεσαρκώθη; Τὸ Πνεῦμα τῶν Πρωτογενῶν ἀνθρώπων
ἐνεσαρκώθη, διότι δὲν ἐγνώριζεν ὅτι ἐκ τῆς ἐνσαρκώσεως του ταύτης
ἤθελε προκύψει ἡ κατάπτωσις τοῦ Πνεύματός του, ἀλλὰ ὅτι ἠδύναντο
νὰ φθάσωσι τὸν Θεόν.
Ἐκ τούτου ὅμως καταφαίνεται ὅτι τὸ ἀνθρώπινον Πνεῦμα ἐξερχόμενον
τοῦ σώματος μετὰ τὴν τελευτὴν αὐτοῦ, δὲν θὰ ἤθελεν ἐκ νέου νὰ ὑποδου-
λωθῇ. Ὅταν ἐπίσης ἀναχθῇ εἰς ὑπέρτερα διανοητικὰ ἐπίπεδα καὶ διαβλέψῃ
ὅτι ἡ θέσις του ἀνήκει εἰς τὰ Ἄϋλα Πνεύματα, μετ’ ἀνεκφράστου λύπης θὰ
ἐδέχετο τὴν μετενσάρκωσίν του εἰς ὑλικὸν καὶ πάλιν σῶμα.
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 341

Αλλ’ ἐρωτῶμεν: Ἀφοῦ τὰ Πνεύματα ἐνσαρκοῦνται καὶ τὸ ἀνθρώπινον


σπέρμα ἐνέχει πνευματικὰς δυνάμεις, πῶς, ἀφοῦ ἐκ τοῦ σπέρματος ἐκπη-
γάζει ἡ πνευματικὴ δύναμις, εἶναι δυνατὸν ἐν αὐτῷ νὰ ὑφίσταται καὶ ἐν-
σαρκώμενον Πνεῦμα;
Ὁ ἄνθρῳπος, εἴπομεν, ἐν τῷ σπέρματι αὐτοῦ ἐνέχει Πνευματικὰς δυ-
νάμεις, αἱ ὁποῖαι ἐπολλαπλασίασαν τὸ ἀνθρώπινον γένος. Ἀλλὰ θὰ ἴδωμεν
κατωτέρω, αἱ δυνάμεις αὗται εὕρηνται ἐν νηφαλιότητι ἢ λανθανούσει
καταστάσει καὶ ἂν ἐν τῷ σπέρματι αὐτῷ ἤθελε ποτὲ ἐνσαρκωθῇ πνεῦμά
τι ἀνθρώπινον καὶ οὐχὶ πνεῦμα ἐν ἀναγωγῇ εὑρισκομένου ἀνθρώπου, ἡ
πνευματικὴ δύναμις τοῦ σπέρματος ἀπόλλυται ἀφομοιουμένη μὲ τὸ
ἐνσαρκούμενον πνεῦμα. Ὥστε εἶναι πιθανὴ ἐνσάρκωσις ἐν τῇ γῇ. Θὰ ἀνα-
πτύξωμεν τὸ ζήτημα αὐτὸ κατωτέρω.
Αἱ θεωρίαι ἡμῶν αὗται, ἂν μὴ καιναί, ἐν τούτοις πολλοὺς θέλουσι φέρει
εἰς δίλημμα καὶ πολλοὶ θέλουσιν ἀποδεχθῇ ἢ πολεμήσῃ ταύτας καὶ τὰς
ὁποίας θέλομεν ἀποδείξει ὄχι μόνον θεωρητικῶς, ἀλλὰ καὶ πρακτικῶς καὶ
πειραματικῶς, εἰ δυνατόν.
Ὁ ἄνθρωπος κυοφορηθεὶς ἐν τῇ μήτρᾳ τῆς μητρὸς αὐτοῦ ἐπὶ ἐννέα
ἀκριβῶς ἢ ὀλιγωτέρους μῆνας, ἀπαλλασσόμενος τοῦ περικυκλοῦντος
αὐτὸν κλοιοῦ, μόλις ἐξέλθη ἀμέσως ἐκδηλοῖ τὰς ζωϊκὰς αὐτοῦ ἰδιότητας.
Οἱ θετικοὶ ἐπιστήμονες λέγουσιν, ὅτι ἡ ἐν ἐνεργείᾳ ὕλη εὑρίσκεται ἐν
ἡμιενεργείᾳ ἐν τῷ βρέφει. Ὁ ἄνθρωπος πράγματι, διατὶ μόλις γεννηθῇ
δὲν ἐκδηλοῖ τὰς πνευματικὰς αὐτοῦ δυνάμεις καὶ ἰδιότητας; Ὁ ἄνθρωπος
ὡς τὸ τελειότερον πάντων τῶν ζωϊκῶν ὄντων, καθίσταται τὸ τελειότερον
πάντων τῶν ἐν τῇ γῇ ὄντων, γεννᾶται τὸ ἀτελέστερον πάντων; Τίς δύναται
ν’ ἀρνηθῇ ὅτι ὅλα τὰ ζῶα, ὅταν γεννῶνται, δὲν εἶναι τελειότερα ἀπὸ τὸν
ἄνθρωπον; Οὐδείς. Τὰ ζῶα ὅταν γεννηθῶσιν, ἀκολουθοῦσι τὴν μητέρα των,
τρέχουν, πηδοῦν, παίζουν καὶ τρώγουν πολλάκις καὶ τροφὴν ἐκτὸς τῆς πα-
ρεχομένης ὑπὸ τῆς μητρός των.
Ὁ ἄνθρωπος γεννᾶται τόσον ἀτελής, ὥστε καὶ τὴν μητέρα του ἀκόμη
δὲν ἀναγνωρίζει καὶ τὸν τόπον τῆς γεννήσεως του οὐδόλως μεταλλάσ-
σει, ἐὰν πρὸς τοῦτο δὲν μετακινηθῇ ὑπὸ τῶν οἰκείων του. Ἐὰν βεβαίως ἡ
ὑλικὴ ὑπόστασις τοῦ ἀνθρώπου ἦτο τελεία ἐνεργὸς ὕλη μόνον, ἔδει τότε
ὁ ἄνθρωπος μόλις γεννηθῇ νὰ ἐκδηλώσῃ τὴν ἀνωτάτην τῆς ὑλικῆς αὐτοῦ
ὑποστάσεως αὐτενέργειαν. Πῶς τὸ ἀτελὲς ζῶον ἐν εὐτελεστέρᾳ ἐνεργείᾳ
διατελοῦν ἐκδηλοῖ ἀμέσως τ’ ἀνωτέρω ἀναφερθέντα, ὁ δὲ ἄνθρωπος ἀδυ-
νατεῖ νὰ πράξῃ τοῦτο;
Σεῖς οἱ μεγάλοι σοφοὶ καὶ ἐπιστήμονες θετικισταί, εἴπατέ μας διατὶ ἡ
ἀντιστροφὴ αὐτὴ τῶν ὅρων; Τὸ ζῶον μόλις γεννᾶται ἔχει τὰς αὐτὰς περί-
που ἱκανότητας μὲ τῶν ἐν ἐνηλικιώσει. Δύναταί τις νὰ εἴπῃ, ὅτι μικρότερον
εἶναι καὶ εὐφυέστερον τὸ ζῶον. Διατί, ἐνῶ ταῦτα ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀτελέστε-
ρα εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἀτελέστερος; Τοῦτο καὶ μόνον ἀποτελεῖ ἀπόδειξιν ὅτι
τὸ Πνεῦμα ὑφίσταται ἐν τῷ ἀνθρώπῳ καὶ ὅτι δὲν εἶναι ἐνεργὸς ὕλη, δι-
ότι, ἐὰν ἦτο τοιαύτη θὰ ἐξεδηλοῦτο ἀμέσως, ὅπως καὶ τῶν ζώων, Θείᾳ καὶ
342 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

τοῦτο Επινοίᾳ, ἵνα ἀποδειχθῇ ὅτι ὁ ἄνθρωπος γεννώμενος τὸ ἀτελέ-


στερον ζωϊκὸν ὄν, καθίσταται ἀνώτερον πάσης ζωϊκῆς παραγωγῆς,
χωρὶς ν’ ἀκολουθῇ τοὺς νόμους της, ἀλλ’ ὑπόκειται εἰς τὴν ἀνωτέραν,
τῆς πόρρω ἀπεχούσης ὑλικῆς ἐνεργείας, ὑπόστασιν μὲ πρόοδον ἁλματι-
κῶς αὐξάνουσαν μέχρι τοῦ θανάτου του.
Παρατηροῦμεν πολλὰ ἐν τῇ ζωῇ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος οὔτε τὸν
πατέρα αὐτοῦ, οὔτε καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἀπαρνεῖται, πολλάκις δὲ καὶ
τὰ ἤθη καὶ τὰ ἐθιμα τῶν προπατόρων του. Διατὶ ἡ κτυπητὴ αὐτὴ διαφορά;
Διὸτι τὸ ἐν τῷ ἀνθρώπῳ Πνεῦμα ἔχει ἰδιότητᾳς ὅλως διόλου διαφερούσας
ἀπὸ τὰς σωματικὰς τοιαύτας. Ἐν πρώτοις ὁ ἐνέχων τὸ Πνεῦμα ἄνθρωπος
ἔχει ὡς μάρτυρα τὴν ἐλπίδα τῆς πίστεώς του εἰς τὴν ἰδέαν τῆς ὑπάρξεώς
του ἀφ’ ἑνὸς και τῆς μετὰ θάνατον αὐτοτελείας του, ἰδιότητας ποὺ εἶναι
ἀδύνατον νὰ ἐκδηλοῦν αἱ ὑλικαὶ ἐνέργειαι.
Ὁ ἄνθρωπος καὶ μέχρι τῆς τελευταίας αὐτοῦ στιγμῆς ἐλπίζει. Ἐλπίζει
διὰ τὴν πνευματικὴν αὐτοῦ δρᾶσιν ἐπὶ τῆς γῆς, ἐλπίζει διὰ τὴν μετὰ θά-
νατον ζωήν. Τίς ἄνθρωπος φονεύει τὸν πλησίον του καὶ δὲν μετανοεῖ καὶ
ἀναρίθμητα ἄλλα τοιαῦτα παραδείγματα;
Οἱ θετικοφρονοῦντες ἀποδίδουσι τοῦτο εἰς τὸν φόβον τῆς ἀνταπο-
δόσεως καὶ τοῦ ἀπειλοῦντος αὐτὸν ἀγνώστου. Ἀλλ’ ἐρωτῶμεν τούτους:
Πιστεύετε ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὅσον και ἂν ἀπιστῇ, δὲν τύπτεται ὑπὸ τοῦ συ-
νειδότος, τὸ ὁποῖον εἶναι ἑτέρα ἀπόδειξις τοῦ πνεύματος καὶ δὲν συνέχεται
πάντοτε ὑπὸ τῆς ἀμφιβολίας;
Πιστεύετε σεῖς οἱ ἀποδίδοντες τὴν πνευματικὴν ἐκδήλωσιν τοῦ ἀν-
θρώπου εἰς τὴν ἐνέργειαν τῆς ὑλικῆς τοῦ σώματός του διασκευῆς, ὅτι
μετὰ τὸν θάνατον τοῦ ἀνθρώπου δέν ὑφίσταται πλέον οὐδεμία ἐκδήλωσις
τῆς νοητικῆς αὐτοῦ δυνάμεως καὶ τοῦτο πιστεύοντες δὲν ἀμφιβάλλετε;
Ἀτενίζοντες δὲ πρὸς τὸν Οὐρανόν, πρὸς τὸ ἄτερμον τοῦτο περιβάλλον, τὸ
ὁποῖον διανοίγεται πρὸ ὑμῶν καὶ ἐξετάζοντες πᾶσαν διαπαραγωγὴν καὶ
διαβλέποντες ὅτι οὐδεμία παραγωγικότης ἀποσυντιθεμένη ἀπόλλυται,
δὲν γεννᾶται ἐν ὑμῖν ἡ ἀμφιβολία ὅτι δέν ἀπόλλυται καὶ ἡ δύναμις, ἡ ἐν τῷ
ἀνθρωπίνῳ σώματι ὑφισταμένη;
Ἀποβλέποντες δὲ ἐν ὑμῖν τέλειόν τι ὄν, ὂν ἀνώτερον πάσης ὑλικῆς ἢ
φυσικῆς ἐκδηλώσεως, ὂν τὸ ὁποῖον λειτουργεῖ, ὅπως καὶ αὐτὴ ἡ Δύναμις, ἡ
διαμορφοῦσα τὸ Σύμπαν, δὲν λέγετε ποτέ, δὲν σᾶς γεννᾶται ἡ ἀπορία καὶ
νὰ εἴπητε, ἀφοῦ δὲν ἀπόλλυται συστατικόν τι ἄψυχον τῆς φύσεως, πῶς ἡ
πνευματικὴ ζωὴ ὑμῶν καὶ ὑπόστασις ἀπόλλυται; Ἐκτὸς ὅμως τῶν ἀμφι-
βολιῶν, τὰς ὁποίας ἔχετε, δὲν ἔχετε καὶ μίαν εἰσέτι ἀπορίαν; Ὁ ἄνθρωπος
διατὶ νὰ γεννηθῇ καὶ γεννώμενος εἰς τὸν κόσμον τοῦτον τὸν ὑλικόν, διατὶ
νὰ ἐπιθυμῇ νὰ προαχθῇ πνευματικῶς, ἐπιζητῶν ὁπωσδήποτε τὴν πνευ-
ματικὴν αὐτοῦ ἀνάδειξιν περισσότερον τῆς ὑλικῆς αὐτοῦ ἐντρυφήσεως
ἐν ὑπαρκτοῖς δι’ αὐτὸν ἀγαθοῖς καὶ διατί, ἐνῶ ἀποκτᾶ ὅλα τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ
δὲν εὐχαριστεῖται, δὲν ἀρέσκεται, ἀλλ’ ἐπιζητεῖ περισσότερον ἀπὸ αὐτὸ
τὴν πνευματικήν του ἀνάδειξιν, τὴν πνευματικὴν ἀνάπτυξιν; Διατὶ δέν
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 343

καταγίνεται περισσότερον εἰς ἀσχολίας νὰ αὐξάνῃ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ἀλλὰ


καταγίνεται εἰς πνευματικὰς ἀσκήσεις συντελούσας εἰς τὴν εὐρυτέραν τοῦ
πνεύματός του ἀνάδειξιν καὶ τελειοποίησιν τῶν ἐφευρέσεών του;
Ἔρχομαι ἐπίκουρος τῶν ἐξεγειρομένων ἐν ὑμῖν ἀμφιβολιῶν καὶ ταύτας
θέλω διασκεδάσει διὰ τῶν ἐπιφερομένων πρὸς ἀπόδειξιν τῆς ὑπάρξεως
τοῦ πνεύματος θεωριῶν μου. Ὄχι μόνον δὲ τοῦτο ἀπέδειξα, ἀλλὰ καὶ διὰ
μέσων πειραματικῶν ἤδη θέλω ἀποδείξει καὶ διὰ τῆς ἠθικῆς λεγομένης δι-
δασκαλίας τὴν ὕπαρξιν τοῦ πνεύματος μετὰ θάνατον.
Ὁ ἄνθρωπος ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον τὸν γήϊνον, ἀκολουθεῖ ἕνα κλά-
δον, ἀναλόγως τῆς κοινωνικῆς αὐτοῦ θέσεως, τῆς οἰκογενειακῆς αὐτοῦ
ἀναδείξεως, ἀναλόγως τέλος τῆς πνευματικῆς αὐτοῦ διαπλάσεως ἢ δυ-
νάμεως. Ὁ ἄνθρωπος, ἐνῶ προσπαθεῖ ν’ ἀπολαύσῃ τῶν ὑπαρκτῶν αὐτοῦ
ἀγαθῶν, ζητεῖ, ὡς εἴπομεν, καὶ ἀνωτέρῳ, ν’ ἀναπτύξῃ καὶ τὸ Πνεῦμα του,
ν’ ἀφήσῃ τὴν ἀνάπτυξιν αὐτὴν καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους του, οἱ δὲ ἀπόγονοί
του οἱ γεννώμενοι ν’ ἀποβῶσι τελειότεροι εἰς πνευματικὰς μέ αὐτὸν πα-
ραλλαγάς.
Ἐρωτῶ πάντας ὑμᾶς τοὺς ὑλοφρονοῦντας ἐπιστήμονας, διατὶ ὁ ἄν-
θρωπος νὰ ἐγκαταλείπῃ συγγράμματα, διατὶ ν’ ἀνακύπτῃ τὸ Πνεῦμα του,
διατὶ νὰ ἐγκαταλείπῃ ἐφευρέσεις καὶ διατὶ νὰ μὴν ἀσχολῆται μᾶλλον εἰς
εὐόδωσιν τῶν σωματικῶν του ἀπαιτήσεων, ἀφοῦ μάλιστα οὐδὲν ἔχει ν’
ἀποκτήσῃ μετὰ θάνατον, ἀφοῦ ἡ ὑπόστασίς του ἐξαλείφεται μετὰ θάνα-
τον, ἢ ἀποβαίνει ὕλη ἐν λανθανούσῃ καταστάσει εὑρισκομένη, τουτέστιν
ἄψυχος ὕλη οὐδὲν τὸ αἰσθητικὸν καὶ νοητικὸν ἀποφέρουσα;
Οἱ ἐπιστήμονες, οἱ θέλοντες νὰ μεταδώσωσι τὰ ζείδωρα αὐτῶν φῶτα,
καλλίτερον ἂς διδαχθῶσι πρῶτον πρὶν ἢ μεταδώσωσιν αὐτὰ ὅτι ὀφείλουσι
νὰ ἐπιμεληθῶσι τῆς σωματικῆς αὐτῶν ὑποστάσεως, νὰ ριφθῶσι δηλαδὴ
εἰς κορεσμὸν τῶν σαρκικῶν ἀπαιτήσεών των, ἀφοῦ μετὰ τὴν τελευτὴν τοῦ
σώματός των θ’ ἀπωλεσθῶσιν ἐν τῇ ὑλικῇ ἀποσυνθέσει των.
Διατὶ νὰ προσπαθῆτε ν’ ἀσχολῆσθε εἰς πνευματικὰς ἀσκήσεις, διατὶ νὰ
χάνετε τὸν πολύτιμον καιρόν σας εἰς λὺσιν τόσων ἀνεξηγήτων πραγμάτων,
τὰ ὁποῖα βεβαίως ἀδύνατον νὰ ὑποπέσωσιν εἰς τὴν ὑλικὴν ὑμῶν ὑπόστα-
σιν, διατὶ νὰ κουράζετε ἀδίκως τὸ πνεῦμα σας εἰς τὴν ὕπαρξιν τοῦ ὁποίου
δὲν πιστεύετε, ἐνῶ τὸν πολύτιμον αὐτὸν χρόνον, ποὺ χάνετε εἰς αὐτὰς τὰς
ἀσχολίας, τὴν παιδείαν, θὰ δύνασθε ν’ ἀσχολῆσθε μὲ τὴν ἐξάσκησιν τῶν
σωματικῶν σας ἀπολαυῶν πρὸς τέρψιν καὶ ἡδονὴν τοῦ σώματός σας, ἀφοῦ
μάλιστα τοῦτο θ’ ἀποσυντεθῇ καὶ ἀφοῦ ἡ ἀπόλαυσις αὐτὴ δὲν θὰ διαρκέσῃ
ἐπὶ πολύ;
Διὰ ποῖον λόγον νὰ ἐπιζητῆτε νὰ μάθητε, ἂν ὁ πλανήτης Α κατοικεῖται
ἢ πόσον ἀπέχει ὁ πλανήτης Β ἀπὸ τὸν πλανήτη Γ, ἢ διατὶ νὰ κουράζεσθε
τόσον μὲ τὴν μελέτην τόσων ἀνουσίων πραγμάτων, τὰ ὁποῖα τίποτε δὲν
ἤθελον ὠφελήσει τὸν ἄνθρωπον τὸν ἀπόγονόν σας, εἰς ὃν μεταδίδετε τὰς
γνώσεις σας αὐτάς, ἀφοῦ εἰς ὑμᾶς, ὅπως καὶ εἰς αὐτόν, δὲν ὠφελεῖ ἡ πνευ-
ματικὴ ἀνάπτυξις καὶ ἀφοῦ σεῖς δὲν θὰ ὑπάρχετε ν’ ἀπολαμβάνετε τῶν κό-
344 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

πων σας αὐτῶν; Τί θὰ ὠφεληθῆτε, ἂν γίνετε κάτοχοι πάσης ἐπιστήμης καὶ


σοφοὶ τῶν σοφῶν, ἀφοῦ ἡμέραν τινὰ θὰ ἀποθάνητε, θ’ ἀποσυντεθῆτε καὶ
οὐδὲν θὰ συνεπιφέρητε μεθ’ ὑμῶν;
Ταλαίπωροι ἄνθρωποι, πόσον σᾶς λυποῦμαι... Καταναλίσκετε τὸν
καιρόν σας εἰς ἀνούσια πράγματα, εἰς ἀσκήσεις πνευματικὰς, αἱ ὁποῖαι
ἐξασθενοῦσι τὴν σωματικήν σας διάπλασιν, ἀντὶ νὰ ἐντρυφήσητε εἰς τὰς
σωματικὰς ἀπολαύσεις καὶ ἡδονάς.
Προσπαθήσατε ἄνθρωποι νὰ εὕρητε τελειοτέρας εἰς τὸ εἶδος των
σωματικὰς ἀπαιτήσεις, προσπαθήσατε ν’ ἀναπτύξητε τὰς σωματικάς σας
ἡδονὰς καὶ ἀπαιτήσεις, προσπαθήσατε νὰ καταστήσητε μᾶλλον τρυφη-
λὸν τὸν βίον σας ἐπὶ τῆς γῆς, ἀφοῦ ἡ ἐπ’ αὐτῆς ζωή σας εἶναι τόσον ὀλιγο-
χρόνιος, ἀφοῦ μετὰ θάνατον πλέον οὐδὲν θέλετε αἰσθανθῇ, οὐδὲν θέλει
σᾶς ἀναμένει, ἀφοῦ ἀπαρτίζεσθε ἀπὸ τῆς ἐνεργοῦς τῆς φύσεως ὕλης, ἡ
ὁποία, λέγετε, μετὰ τὸν θάνατόν σας καθίσταται ἐνεργὸς λανθάνουσα του-
τέστιν ἄσβεστος, φωσφόρον, ἄζωτον, ὀξυγόνον, ὑδρογόνον κλπ;
Τί σᾶς ἐνδιαφέρει, ἂν ὁ εἷς εἶναι πλούσιος ἢ ὁ ἕτερος πτωχός; Προσπα-
θήσατε νὰ γίνητε ὅμοιοι διὰ νὰ ζήσητε ἀνετώτερον διὰ νὰ ἀπολαύσητε ἐν
ἀνέσει τὰς σωματικὰς ἡδονάς, τὰς ὁποίας ὀφείλετε ν’ ἀναδείξητε πρὸς
εὑρυτέραν τέρψιν τοῦ ὀλιγοχρονίου βίου σας. Ἐὰν ἐγεννήθητε ὑπὸ γονέων
πτωχῶν, οἱ ὁποῖοι οὐδὲν ὑλικὸν ἀγαθὸν ἐγκατέλειψαν εἰς ὑμᾶς, ἀντὶ νὰ
προσπαθῆτε διὰ τοῦ ἱδρῶτος σας ν’ ἀποκτήσητε περιουσίαν ἢ ἐντρύφησιν
ὑλικήν, φονεύσατε τὸν πλούσιον, φονεύσατε τὸν πλησίον σας, τὸν ἀδελφό
σας, τὴν μητέρα σας, ὅσους τέλος δυνηθῆτε περισσοτέρους, ἀποκτῶντες
τὰ μέσα, τὰ ὁποῖα θὰ ἁρπάσητε ἀπ’ αὐτοὺς διὰ νὰ ἀπολαύσητε σεῖς.
Τίς ἡ ἀνάγκη τῆς ἐργασίας, τοῦ κόπου, ἀφοῦ δύνασθε ν’ ἀποκτήσητε
περισσότερα διὰ τῆς ἁρπαγῆς καὶ τοῦ φόνου; Μήπως θὰ ζῆτε μετὰ θάνα-
τον, μήπως ὑπάρχει Θεός, μήπως ὑπάρχει Πνεῦμα, Ψυχή, ἀνταπόδοσις
μετὰ θάνατον, μετὰ τὴν ἀποσύνθεσιν τοῦ σώματός σας; Ὄχι. Δὲν ὑπάρχει
τίποτε. Τὸ σῶμα σας διαιωνίζεται, ὡς λέγετε, ἀποσυντιθέμενον εἰς τὰ φυτὰ
καὶ τὰ ζῶα ἢ εἰς τὴν φύσιν, μεταβάλλεσθε εἰς λανθάνουσαν ἐνέργειαν,
ὕλην τουτέστιν ἄψυχον, μὴ αἰσθανομένην.
Ἀφοῦ, λοιπόν, δὲν θὰ αἰσθάνεσθε, διατὶ θέλετε νὰ ἀφήσητε ἔργα
πνευματικὰ εἰς τοὺς ἀπογόνους σας, διατὶ θέλετε νὰ καλλιεργηθῆτε καὶ
ἀναπτύξητε τὸ πνεῦμα σας, ἀφοῦ τοῦτο δὲν ὑφίσταται, ἀφοῦ ἡ ἀνάπτυξίς
του δὲν διατηρεῖται, ἀφοῦ ἀπόλλυται ἐν τῇ φύσει; Διατὶ νὰ κοπιάζωσιν οἱ
ἄνθρωποι εἰς τόσα πράγματα ἀνούσια καὶ δὲν ἀσχολοῦνται μὲ τὰς ὑλικὰς
ἀπολαυὰς ἀποκλειστικῶς;
Ἰδού, λοιπόν, διδασκόμενός τις, ὑπὸ θετικιστοῦ δοκισισοφοῦντος σο-
φοῦ, ποῦ δύναται νὰ καταλήξῃ... Ἰδοὺ ἡ δῆθεν θετικὴ ἐπιστήμη ποῦ στηρί-
ζεται, τί φέρει εἰς τὴν ἀνθρωπὸτητα.
Ὦ ἄνθρωποι, σεῖς οἱ μᾶλλον προσκείμενοι πρὸς τὸν θετικισμόν, πρὸς
τὰς θετικιστικὰς θεωρίας, διατὶ δὲν δίδετε χεῖρα βοηθείας εἰς τοὺς κακουρ-
γοῦντας, εἰς τοὺς διαταράττοντας τὴν ἥσυχον διαβίωσιν τῶν ἀνθρώπων,
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 345

διατὶ θέλετε νὰ τιμωρῆτε αὐτούς; Μήπως οὗτοι δὲν ἀπαρτίζουν μίαν ὁμά-
δα θετικοφρονούντων, ἀφοῦ δὲν τύπτονται ὑπὸ τῆς συνειδήσεώς των, ὅτι
μετὰ θάνατον τοῦ σώματός των θὰ ὑποστῶσι τιμωρίαν τινά;
Ἐννοεῖτε, λοιπόν, ἂνθρωποι, ὅτι ἐν τῇ ἰδιότητι οὐχὶ τῆς σωματικῆς δι-
απλάσεως καὶ τῆς ἐνεργοῦς ὑλικῆς σας ὑποστάσεως, ἀλλ’ ἐν τῷ Πνεύματί
σας ἐνυπάρχει ἡ ἠθική, ἡ ὁποία καὶ ὑμᾶς αὐτοὺς τοὺς θετικοφρονούντας
ἀναχαιτίζει, παρ’ ὅλην τὴν ἀπόκρουσίν σας καὶ σᾶς ὠθεῖ πρὸς τὴν ὁδόν, τὴν
ὁποίαν δέν θ’ ἀκολουθῆτε τηροῦντες τὰς πνευματικὰς θεωρίας, αἱ ὁποῖαι
διδάσκουσιν ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει ν’ ἀγαπᾶ τὸν πλησίον του, ὀφείλει
ν’ ἀκολουθῇ πᾶν ὅ,τι ἡ πνευματικὴ διδασκαλία διδάσκει αὐτῷ καὶ νὰ μὴν
ἀκολουθῇ τὰς σωματικὰς ἀπαιτήσεις του, διότι ἐν αὐτῷ καὶ χωρὶς κἂν τῆς
ἐπιγνώσεώς της ἐξεγείρεται ἡ ἠθική, ἡ Ἠθικὴ Δύναμις τοῦ Πνεύματος;
Θετικισταί καὶ ὑλισταί. Θέλετε αἱ διδασκαλίαι ὑμῶν νὰ τελεσφορήσω-
σιν; Ἀποδεχθῆτε πᾶν ὅ,τι πρὸ ὀλίγου ἐξέθεσα, ἀφήσατε τὴν πνευματικήν
σας ἀνάπτυξιν ὡς ἀνουσίαν, ἀφοῦ τίποτε δὲν ἀπομένει καὶ ἐντρυφήσατε
ἐπὶ τῆς γῆς κατὰ τὴν ὀλιγοχρόνιον ὕπαρξίν σας.
Διατὶ ὅμως δὲν πράττετε τοῦτο; Διατὶ διδάσκετε ὑλιστικὰς θεωρίας,
ἀφ’ ἑνὸς ἀπαρνούμενοι τὴν ὕπαρξιν τοῦ Πνεύματος καὶ ἀφ’ ἑτέρου διδά-
σκετε ἠθικήν;
Μήπως ἡ ἐνεργὸς ὕλη διδάσκει ἠθικοποίησιν τῶν ὑλικῶν αὐτῆς παρα-
γωγῶν; Μήπως ἡ ὑλική σας ὑπόστασις ἐξεγείρεται διὰ τὴν ἐξάσκησιν τῶν
θετικῶν αὐτῶν ἀπαιτήσεων;
Ὄχι. Οὐδὲν τούτων... Ἐν ὑμῖν ἐνυπάρχει τὸ Πνεῦμα, τὸ διέπον τὴν
σάρκα κατὰ τὴν ἑαυτοῦ βούλησιν, αὐτῆς καὶ μόνον δεσπόζον, τὸ ὁποῖον
πνεῦμα ἔχει ὡς κύριον σκοπὸν τὴν πνευματικὴν ἀνάδειξιν τοῦ ἀνθρώπου,
ὡς κύριον μέλημα τὴν ἠθικοποίησιν αὐτοῦ, ἀφοῦ μάλιστα καὶ ὑμᾶς αὐτοὺς
τοὺς ὑλιστάς, παρ’ ὅλην τὴν ὑλόφρονα ὑμῶν ἀκολουθίαν, σᾶς ἔχει φρου-
ροὺς τῶν ἠθικῶν αὐτῶν ἀποδοχῶν.
Ἐὰν τὰ παραδείγματα ἡμῶν ταῦτα δὲν σωφρωνήσωσιν ὑμᾶς, δέν συ-
νετίσωσι τὴν ἄλογον ὑμῶν ἐπιμονήν, τότε εἶσθε ἀνάξιοι νὰ καλῆσθε θετι-
κισταί. Διότι ἀφ’ ἑνὸς μὲν διατείνεσθε ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός, Πνεῦμα, μετὰ
θάνατον ζωὴ καὶ ἀνταπόδοσις τῶν πράξεων ὑμῶν καὶ ἀφ’ ἑτέρου διδάσκε-
τε ἠθικοποίησιν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Σύμφωνα μὲ τὰς βασικάς σας θεωρίας ὀφείλετε νὰ καταστήσητε τὸν
ἄνθρωπον μισαρόν, ἐκδικητικόν, φονέα, ἄτιμον, ἀνθρωποκτόνον καὶ πᾶν
ὅ,τι ἡ ἀνθρώπινος ἀντίληψις δύναται νὰ συμπεριλάβῃ ἐν τῇ πράξει τῆς
κακίας καὶ μισαρότητος. Μὴ πράττοντες τοῦτο ἐν ἐπιγνώσει καὶ τοῦτο
ἀποτελεῖ ἀκόμη ἀπόδειξιν τῆς ἐν ἀγνοίᾳ σας ἐκδηλώσεως τῆς ἠθικῆς τοῦ
πνεύματός σας ὑποστάσεως καὶ σᾶς ἀποκαλεῖ δικαιότατα διαστρεβλωτὰς
τῆς Ἀληθείας, ἀνθρωποκτόνους, Θεοκτόνους τῆς Ὑπερτελείας ἐν τῷ Σύ-
μπαντι Δημιουργικῆς Δυνάμεως, ἀναξίους τῆς ἀνθρωπίνης διαπλάσεως καὶ
τέλος μὴ φέροντας λογικὴν καὶ σκέψιν.
Πάντες δὲ οἱ λοιποὶ ἀκολουθοῦντες τὴν Διδασκαλίαν Μου, ἂς ἀνακύ-
346 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

ψητε ἐκ τοῦ ληθάργου τῶν ὑλιστικῶν θεωριῶν καὶ ἀναπέμποντες τὴν ἐν-
δόμυχον πρὸς τὸν Μέγα τοῦ Κόσμου Ἀναμορφωτὴν καὶ Φωτοδότην Θεὸν
δέῃσίν σας, εὐχαριστοῦντες Αὐτόν, διότι ἠξίωσε ὑμᾶς ν’ ἀκολουθήσητε
τὴν εὐθεῖαν ὁδὸν τῶν Εὐαγγελικῶν Αὐτοῦ Ρήσεων, ἀκολουθοῦντες τὴν Δι-
δασκαλίαν Μου, ἐμβατεύοντες ἐν τοῖς διδάγμασί Μου τούτοις τὴν ψυχὴν
ὑμῶν, σωφρονιζόμενοι ἀκολουθήσατε τὴν ὁδόν, ἣν μέλλει διαχαρᾶξαι τὸ
Πνεῦμα Μου.
Ὁ ἄνθρωπος, ὡς ἐκ τῆς Πνευματικῆς αὐτοῦ Ὀντὸτητος, ὡς κατέχων ἐν
ἑαυτῷ τὴν Ἀνωτάτην παντὸς ὑλικοῦ δύναμιν, ὀφείλει νὰ μεριμνήσῃ περὶ
τῆς πνευματικῆς αὐτοῦ ἀναπτύξεως καὶ καλλιεργείας περισσότερον ἀπὸ
τῆς σωματικῆς του ἀναδείξεως καὶ διαπλάσεως. Ἂν ὁ ἄνθρωπος μεριμνᾷ
καὶ τυρβάζῃ μόνον ἐν τῇ ὕλῃ, ἂν ὁ ἄνθρωπος φροντίζῃ πῶς νὰ ἐπαναπαυ-
θῇ περισσότερον, πῶς νὰ εὐημερήσῃ, πῶς ν’ ἀποκτήσῃ ἀνετώτερον βίον,
θὰ ἔλθῃ στιγμή, καθ’ ἣν τὴν μὲν θησαύρισιν τῶν ἐπιγείων ἀγαθῶν θέλει
ἀφήσει εἰς κληρονόμους, οἱ ὁποῖοι ἴσως ἀκολουθήσωσιν ἐναντίαν ὁδὸν
κατασπαταλῶντες πᾶν ὅ,τι ὁ πατὴρ αὐτῶν κλέπτων καὶ ἀδικῶν ἐθησαύρι
σεν, τὴν δὲ επίσης σωματικὴν εὐτροφίαν θέλει ἐγκαταλείψει ἐν τῇ γῇ, ἐν
ᾗ σκώληκες κατοικοῦσι, ἀπορροφῶντες καὶ ἐκμυζῶντες τὸ σῶμα ἐκεῖνο
τὸ εὐθελές, τὸ καλλίμορφον, τὸ ὁποῖον ἐπὶ τόσον καιρὸν ἐκαλλωπίζετο,
ἀδιαφοροῦντες πρὸς τὴν πνευματικήν των καλλιέργειαν, ἡ ὁποία καὶ μόνη
εἶναι ἡ ἀκολουθοῦσα ὑμᾶς, μὲ τὰς ἀτελείας τὰς ὁποίας κατὰ τὴν ἐν τῇ γῇ
διαβίωσίν σας ἀπεκτήσατε.
Οὐδείς, λοιπόν, ἄνθρωπος δύναται ν’ ἀποφύγῃ τὸν φυσικὸν τοῦτον
νόμον καὶ ἀπαράγραπτον, ὁ ὁποῖος καὶ ἐτάχθη ὡς φρουρὸς τῆς προόδου
τῆς ἀνθρωπίνης ἀναπτύξεως.
Ἄνθρωποι, ὅσοι πιστεύετε εἰς τὴν Ἀθανασίαν τῆς Ψυχῆς καὶ τοῦ Πνεύ­
ματός σας καὶ πάντες οἱ ἀπαρνούμενοι οὐ μόνον τὴν ὕπαρξιν αὐτοῦ, ἀλλὰ
καὶ αὐτὸν τὸν Δημιουργὸν πάσης παραγωγῆς καὶ ὀντότητος, ἐμβλέψατε
εἰς τὸ Ἄπειρον, τὸ ὁποῖον διανοίγεται ἔμπροσθέν σας ἄτερμον. Ἂν ἡ φα-
ντασία σας, τὰ μέσα τὰ ὁποῖα διαθέτετε κατορθώσωσι νὰ διασχίσωσι τὰς
ἀπροσπελάστους αὐτοῦ ἀποστάσεις κατὰ τοσοῦτον καὶ ὑμεῖς χωλαίνοντες
ἀπὸ βῆμα εἰς βῆμα καὶ ἱστάμενοι ἀνὰ πᾶσαν Νέαν ἀναγέννησιν, ὅπως βελ-
τιώσητε τὴν ἀπ’ ἀρχῆς ὀπισθοδρόμησιν τοῦ Πνεύματός σας, θὰ δυνηθῆτε
νὰ φθάσητε εἰς τὸ τέρμα τοῦ προορισμοῦ σας.
Ἀσχοληθῆτε μετὰ περισσοτέρας ζέσεως εἰς τὴν ἀνάδειξιν τῶν πνευμα-
τικῶν σας ἀρετῶν, κατορθώσατε ἀφ’ ἑνὸς μὲν ν’ ἀναδείξητε τὸ Πνεῦμα
σας ἀπόφορον πάσης Ἀρετῆς και Εὐαγγελικῆς Διδασκαλίας, ἀφ’ ἑτέρου
δὲ καταπνίξατε τὰς σωματικάς σας ἀπαιτήσεις καὶ ὀρέξεις, τὰς πάντοτε
κακὸν ἀποδιδούσας.
Ἄνθρωποι, δέν πρόκειται πλέον περὶ Αἰωνίου καταδίκης. Δέν πρόκειται
περί σωματικῆς τινος τιμωρίας. Πρόκειται αὐστηρῶς περὶ ψυχικῆς τιμω-
ρίας, πρὸς τὴν ὁποίαν δὲν ἐξισοῦνται καὶ αἱ φρικωδέστεραι βάσανοι τῆς
«Κολάσεως».
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 347

Ποσάκις ἡ ψυχὴ ὑμῶν πάσχει; Ποσάκις ἡ ψυχὴ ὑμῶν βλέπουσα τὴν δυ-
στυχίαν της ἢ τὴν εὐτυχίαν τῶν ἄλλων δὲν ἐπιζητεῖ τὸν θάνατον; Πολλάκις
τὸ ψυχικόν σας μαρτύριον ὑπερβαίνει καὶ τὰς πληγὰς τοῦ σώματος.
Ὅταν εἶσθε κεκλεισμένοι ἐντὸς φρουρίου τινὸς καὶ πάσχετε σωματι-
κῶς, ὑπὸ πείνης καὶ δίψης τυραννεῖσθε ὑπὸ τῶν ἐγκλεισάντων ὑμᾶς, ὑπο-
φέρετε ταῦτα μετ’ ἀπαραδειγματίστου θάρρους. Ἀλλ’ ὅταν παρουσιάζουν
τὰ τέκνα καὶ τὴν σύζυγον ὑμῶν πρὸ τῶν ὀμμάτων σας ἀτιμάζοντες καὶ κρε-
ουργοῦντες ταῦτα, τὸ μαρτύριον τὸ ψυχικόν, τὸ ὁποῖον θὰ ὑφίστασθε κατ’
ἐκείνην τὴν ὥραν, θὰ εἶναι φρικωδέστερον χιλίων βασάνων σωματικῶν,
χιλίων κολάσεων.
Ναὶ ἀγαπητοί μου ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι μεριμνᾶτε μόνον περὶ τῆς ὑλι-
κῆς ὑμῶν διαβιώσεως ἐπὶ τῆς γῆς, ναὶ ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, οἱ ὁποῖοι
προορίζεσθε ὑπὸ τοῦ Ἀγαθωτάτου τῶν Πατέρων εἰς τὴν Δόξαν τὴν ὁποίαν
παραβλέποντες ἀπαρνεῖσθε.
Προσπαθήσατε δι’ ὅλων ὑμῶν τῶν δυνάμεων ν’ ἀναδειχθῆτε πνευμα-
τικῶς, διότι ἡ πνευματικὴ ἀνάδειξίς σας ἐπί τῆς γῆς θὰ συντελέσῃ εἰς τὴν
πνευματικήν σας ἀναγωγὴν ἐν ἅπαντι τῷ αἰῶνι, ἐν μέλλοντι. Ὅπως ὁ τυ-
φλὸς ὁ ἐπιθυμῶν νὰ ἴδῃ τὸν ἥλιον καὶ ζηλεύων τοὺς ὁρῶντας τὴν λάμψιν
αὐτοῦ, οὕτω καὶ ὁ πονηρὸς ἄνθρωπος, βλέπων τὴν μεγάλην τῶν ὁμοίων
του Πνευμάτων πρόοδον μετὰ θάνατον ἐπιζητεῖ νὰ τοὺς φθάσῃ ἀλλ’ ἡ με-
γάλη αὐτοῦ πρὸς τὰ ὑλικὰ προσήλωσις τὸν ἔχει καθηλωμένον, μὴ δυνάμε-
νος νὰ φθάσῃ τὸ μέγα ὕψος τοῦ ἐν δόξῃ βαδίζοντος ἀδελφοῦ αὐτοῦ.
Εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξισωθῇ βάσανός τις τοῦ σώματος μὲ τὴν βάσανον
καὶ τὸ μαρτύριον τῆς ψυχῆς; Εἶναι δυνατὸν ὁ ἐν διαρκεῖ σκότει εὑρισκό-
μενος νὰ προτιμᾷ τὸ διαρκὲς σκότος ἀπὸ βάσανόν τινα σωματικήν; Ὄχι,
μυριάκις ὄχι. Ὅσοι ποτὲ ᾐσθάνθησαν τὸ ψυχικὸν μαρτύριον, τὴν ψυχικὴν
ὀδύνην, αὐτοὶ μόνον δύνανται νὰ παραβάλλουν ταύτην μὲ τὴν ψυχικὴν ἀλ-
γηδόνα.
Ἄνθρωποι, σεῖς τῶν ὁποίων ὁ προορισμὸς εἶναι μέγας, σεῖς τῶν ὁποίων
ἡ δόξα μέλλει νὰ διασχίσῃ τὰ ἀπέραντα τοῦ Απείρου βάθη καὶ νὰ ἀναλάμ-
ψῃ ἐν ἅπαντι τῷ αἰῶνι, καταλογίσατε ὅτι τὸ Πνεῦμα Μου ὁμιλεῖ τὴν
Ἀλήθειαν. Προσπαθεῖ νὰ σᾶς βελτιώσῃ. Προσπαθεῖ νὰ σᾶς καταδείξῃ τὰ
μέσα, δι’ ὧν δύνασθε ἐδῶ πάντες νὰ διανύσητε τὴν πρὸ ὑμῶν διανοιγο-
μένην ἀτέρμονα ὁδόν, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ ὑμᾶς πρὸς τὴν δόξαν ἐκείνην, πρὸς
τὴν ὁποίαν δὲν ἐξισοῦται οὕτε ἡ λαμπροτέρα ἐπικράτεια τῆς γῆς.
Ἄνθρωποι ἀναλαμβάνοντες ὡς μέλημα ὑμῶν τὴν ἐν τῇ γῇ ἀνάπτυξιν
τῶν ἀρετῶν τοῦ Πνεύματός σας, δίδετε αὐτῷ μεγαλυτέραν τοῦ ἐπὶ γῆς βα-
σιλείου θέσιν, παρέχετε αὐτῷ χωρὶς νὰ τὸ αἰσθάνεσθε, τὴν μεγαλυτέραν ἐν
τῷ μέλλοντι ψυχικὴν ἐντρύφησιν, ψυχικὴν ἀγαλλίασιν καὶ εὐτυχίαν.
Πῶς ὅμως ὁ ἄνθρωπος δὲν μεριμνᾷ περὶ τῆς πνευματικῆς αὐτοῦ ἀνα-
δείξεως, ἀλλὰ προσηλοῦται ἔτι μᾶλλον πρὸς θησαύρισιν ἐπιγείων ἀγαθῶν,
πρὸς ἀπόκτησιν ἐφημέρου δόξης καὶ ἀπολαύσεως; Ἡ σωματική του παρο-
δικὴ στέρησις ἐξισοῦται μὲ τὴν πνευματικὴν ἐν τῷ μέλλοντι ἀπόλαυσιν;
348 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Ὄχι. Ἐν τῷ κόσμῳ, λοιπόν, τούτῳ, ἐν τῷ ὁποίῳ κυριαρχεῖ ἡ ἀκολασία καὶ ἡ


σωματικὴ μόνον ἀπόλαυσις, πᾶς τις Ἄρχων αὐτοῦ θὰ τὸν κατασυνέτριβε.
Ὁ Θεὸς ὅμως πᾶν ὅ,τι ἐποίησε, πρὸς τὸ καλὸν πάντοτε παρήγαγε, ἀδύνα-
τον νὰ ἀφήσῃ ἐν τῇ αἰωνίᾳ καταδίκῃ, ἐν τῇ αἰωνίᾳ σκοτίᾳ τὰ πνεύματα τῶν
ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι παρεκκλίναντες τῆς εὐθείας ὁδοῦ παρημέλησαν τὴν
πνευματικὴν αὐτῶν ἀνάδειξιν εἰς ἀρετάς, προτιμήσαντες τὴν φθαρτὴν ἐπί-
γειον ἀπόλαυσιν καὶ ἀπολαβήν.
Διὰ τοῦτο τοὺς μὲν κακοὺς ἀνθρώπους ἀφήνει ἐλευθέρους νὰ πράττωσι
τὸ κακόν, ὅπως ἐλεύθερα ἀφήνει καὶ τὰ πνεύματά των νὰ ὑφίστανται τὸ
ψυχικόν των μαρτύριον. Ναί, δὲν πρόκειται μετὰ θάνατον ὁ ἄνθρωπος νὰ
ὑποφέρῃ αἰωνίας βασάνους, κολάσεις, ἀλλὰ μαρτύριον κολάσεως ψυχικῆς.
Ὅπως ὁ ἄνθρωπος θὰ ἐπροτίμα χιλίας θανατηφόρους πληγὰς νὰ
ἐλάμβανεν ἐν τῷ σώματί του, παρὰ τὸ ἠθικὸν καὶ ψυχικὸν μαρτύριόν του,
οὕτω καὶ ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἐγκαταλείπει τὸ σῶμα του,
τὸ ὁποῖον παρώθησεν αὐτόν, ὡς ἐκ τῆς ἀτελείας του, εἰς τὴν ἀδικίαν καὶ
τὸ ἔγκλημα, τοῦτο λέγω, θὰ ἐπροτίμα χιλιάκις βασάνους κολάσεως πυρὸς
ἢ μαρτύριον ψυχικὸν τουτέστιν αἰώνιον σκότος, αἰωνίαν τύψιν, αἰωνίαν
ψυχικὴν ὀδύνην, ἐνῶ μακρὰν πολὺ μακρὰν ἀτενίζει τὴν πρόοδον τοῦ ἀδελ-
φοῦ του ἐν Ἀσπέρῳ Φωτί, ἐν λάμψει δόξης και ψυχικῆς ἐντρυφήσεως, τὸ
Πνεῦμα, ἐπιφερόμενον πρὸς τὸν μεγάλον αὐτοῦ προορισμόν, ὃν ὁ Πανά-
γαθος Πατὴρ καὶ Δημιουργὸς τῷ προώρισεν.
Πιστεύοντες ὅμως εἰς τὴν αἰωνίαν κόλασιν, οὕτω δηλαδὴ ἐννοοῦντες
τὴν Θείαν Δικαιοσύνην, δὲν ἀπεικονίζομεν σκληράν τινα εἱμαρμένην, ἡ
ὁποία φαίνεται ἄσπλαγχνος, ἀνάλγητος, σκληρὰ πρὸς τὰ μαρτύρια τῶν
ἁμαρτησάντων ἀνθρώπων ἐκ κακοῦ ὑπολογισμοῦ, ἐξ ἀτελείας σωματικῆς,
ἐκ δυνάμεως μὴ κατανοουμένης ὑπ’ αὐτοῦ; Ὄχι. Ἡ Ἀνωτάτη Δικαιοσύνη
τοῦ Ἀνωτάτου Ὄντος, τοῦ διέποντος τὸ Σύμπαν καὶ τοῖς πᾶσιν παρέχο-
ντος ζωὴν καὶ εὐτυχίαν, οὐδόλως ἤθελεν ὀνομάζεται Θεία Δικαιοσύνη,
ἂν ἡ ἀνταπόδοσις τῆς τιμωρίας, ἣν πρὸς παρανομήσαντας πρὸς τοὺς Ἀμε-
ταπτώτους Αὐτοῦ Νόμους ἐπεφυλάσσετο ὅπως καὶ ἡ τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ Θεὸς δὲν δύναται ποτὲ νὰ πράξῃ κακόν. Ὁ Θεὸς δὲν τιμωρεῖ,
σωφρονίζει. Ὁ Θεὸς δὲν καταστρέφει, διαπλάσσει. Ὅσοι πιστεύουν
εἰς τὸν Θεὸν Ἐκδικητὴν τῆς κακίας, ἀπατῶνται. Ὁ Θεὸς λαμβάνει πρό-
νοιαν διὰ τοὺς ἀδίκους. Τοὺς προάγει εἰς τελειοτέραν βαθμίδα, ἀφοῦ
πρῶτον αὐτοὺς παραδειγματίσει. Ἐκ τῶν ὑστέρων δὲ θὰ ἴδωμεν πῶς ὁ
Θεὸς ἐπιφυλάσσει καὶ εἰς τοὺς ἀδίκους τὴν δόξαν, ἀφοῦ αὐτοὺς παραδειγ-
ματίσῃ, ἀφοῦ αὐτοὺς σωφρονίσῃ.
Ἐδώσαμεν πολλάκις διὰ παραδειγμάτων νὰ ἐννοήσωσιν οἱ ἀκούοντες
τὸν λόγον ἡμῶν, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Ἀγαθώτατος Πατὴρ πάντων τῶν ὄντων
τῶν ἐκπορευθέντων ἐκ τῆς ὑπὸ τοῦ Θείου Λόγου ἐκπηγασάσης Ὑπερυλι-
κῆς ἢ Αἰθερίας ὕλης καὶ τῶν ἐμφυσηθέντων ὑπ’ Αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου, τοῦ Θεοῦ
Πνεύματος.
Ὁ Ἀνώτατος ὅθεν Ποδηγέτης πάσης ἀνθρωπίνης σταδιοδρομίας καὶ
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 349

ἀναπτύξεως, ὁ Ἀνώτατος Ἄρχων πάσης Ἀρχῆς καὶ φυσικῆς τῶν ὄντων


ἐξελίξεως, ὁ Θεὸς, τὸν ἄνθρωπον τὸν ἐγκαταλειπόντα εἰς τὸ σπέρμα αὐτοῦ
τὴν προπατορικὴν ἁμαρτίαν, τουτέστιν τὸν θάνατον, οὐ μόνον διὰ τῆς
Ἀνωτάτης Αὐτοῦ Καλοκαγαθίας καὶ Δικαιοσύνης Ἀθάνατον αὐτὸν κατέστη-
σεν, ἀλλὰ καὶ εἰς τοὺς ἁμαρτωλοὺς καταστάντας ἀνθρώπους, ὡς ἐκ τοῦ
σπέρματός του ἐξελθόντας, εἰς αὐτοὺς καὶ πάλιν τὴν Βασιλείαν τῆς Δόξης
προορίζει, διά τινος φυσικῆς ἀναγωγῆς τοῦ Πνεύματός των.
Ὅσοι δὲ ἐν τῇ γῇ διαβιώσουν ἐναρέτως καὶ ἐν ὁδῷ εὐθυδικίας, οὗτοι θ’
ἀπαλλαγῶσι τοῦ ψυχικοῦ μαρτυρίου καὶ θὰ βαδίσωσι πρὸς τὴν Αἰωνίαν Δό-
ξαν καὶ θὰ πλέωσιν εἰς Ἄπλετον Φῶς, τὸ ὁποῖον θὰ καθίσταται φωτεινότε-
ρον, ἐφ’ ὅσον καὶ αἱ βαθμίδες τῆς ἀναγωγῆς τοῦ Πνεύματός των αὐξάνουσιν.
Θὰ εἶσθε ἴσως περίεργοι νὰ γνωρίζητε πῶς ἡ ἀναγωγὴ τῶν πνευμάτων
συντελεῖται. Ἓν Πνεῦμα θὰ ζητήσῃ νὰ ἀνέλθῃ εἰς τὴν πρώτην ἐλευθέραν,
οὕτως εἰπεῖν βαθμίδα τῆς πνευματικῆς αὐτοῦ ἀναπτύξεως, ἓν Πνεῦμα τὸ
ὁποῖον θέλει νὰ ἐπιφωτισθῇ ὑπὸ τῆς Αστειρεύτου τοῦ Ανωτάτου Ὄντος
Ἀπαυγαζούσης Δόξης, ὀφείλει κατὰ τὴν ἐν τῇ γῇ διάπλασίν του ν' ἀκολου-
θήσῃ τὴν εὐθεῖαν Εὐαγγελικὴν ὁδόν, τὴν ὁδὸν ἐκείνην, ἡ ὁποία οὐδόλως,
ἢθελεν ἐπιτρέψει αὐτῷ νὰ κυλίεται ἐν τοῖς ἐγκοσμίοις ὑπαρκτοῖς διὰ τῶν
ἐκ τῆς γῆς ἀγαθῶν, ἀλλ’ ἡ ὁποία ἤθελεν ἀναδείξει καὶ προαγάγει τὸ πνεῦμα
του εἰς τοιαύτην περιωπήν, εἰς ἣν βεβαίως ἀνῆλθον πάντες οἱ ἀνθρωποδη-
γέται τοῦ σημερινοῦ πολιτισμοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος βεβαίως, ἂς λάβῃ ὑπ’ ὄψει του ὅτι ἐξεταζόμενος ὑπὸ τῆς
συνειδήσεως αὐτοῦ, μετὰ θάνατον ὀφείλει νὰ ἀνερευνήσῃ ἐν τῇ ζωῇ, ὄχι
ἂν ὑπέπεσεν εἰς σφᾶλμά τι ἢ ἁμάρτημα. Ὄχι ἐὰν ἔβλαψέ τινα ἢ ἠδίκησε
τὸν πλησίον του, ἀλλὰ πρῶτον πάντων, ἂν ἠλέησεν αὐτόν. Ἄν προσῆλ-
θεν ἐπίκουρος εἰς τὴν δυστυχίαν αὐτοῦ. Ἄν κατώρθωσε νὰ ἐγκαταλείψῃ
εἰς τοὺς πέριξ αὐτοῦ ἀνθρώπους τὴν ἀπεριόριστον αὐτοῦ ἀγάπην, τὴν
ἀσύγκριτον αὐτοῦ φιλευσπλαγχνίαν, τὰς ἀνεκτιμήτους αὐτοῦ ἀρετὰς καὶ
τέλος ἔργα ἀποβλέποντα πρὸς ἀνάδειξιν οὐχὶ τοῦ ἐαυτοῦ του, ἀλλὰ συ-
μπάσης τῆς ἀνθρωπότητος.
Δυστυχῶς ὅμως ἄνθρωποι τοιοῦτοι δὲν ὑπάρχουσιν ἢ καὶ ἂν ὑπάρχου-
σιν, εἶναι τόσον σπάνιοι, ὥστε νὰ ἀριθμῶνται ἐν τοῖς δακτύλοις τῆς μιᾶς
χειρός.
Οὐδεὶς σχεδὸν ἀκολουθεῖ τὴν ὁδὸν τῆς Αρετῆς, τῆς πραγματικῆς ἀνα-
πτύξεως, λέγων δὲ πνευματικῆς ἀναπτύξεως ἐννοῶ οὐχὶ τὴν διὰ γραμ-
μάτων καὶ παιδείας μόνον ἀνάπτυξιν, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐνίσχυσιν τῶν ψυχικῶν
τοῦ ἀνθρώπου προτερημάτων καὶ ἀρετῶν.
Οὐδεὶς ἄνθρωπος ἐν τῷ κόσμῳ ἐγκαταλείπει τὸν πατέρα καὶ τὴν μη-
τέρα αὐτοῦ διὰ νὰ ἀκολουθήσῃ τὸ Μέγα μαρτύριον τοῦ Σταυροῦ αὐτοῦ, διὰ
ν’ ἀκολουθήσῃ τὸν Διδάσκοντα τὴν πνευματικὴν ἀναγωγὴν καὶ τελειότη-
τα. Ἀφοῦ δὲ κανείς δὲν ἐγκαταλείπει ὄχι τὴν μητέρα καὶ τὸν πατέρα, ἀλλὰ
τὰ ἐπίγεια ἀγαθά, τὰ ὁποῖα οἱ γονεῖς ἐκληρονόμησαν εἰς αὐτόν, πῶς τότε
τὰ ἑκατομμύρια τῶν ἀνθρωπίνων ὑπάρξεων σωθήσονται;
350 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Πῶς οἱ ὑποπεσόντες εἰς ἁμαρτήματα, μὴ προερχόμενα ἐκ τῆς πνευ-


ματικῆς των ὑπαιτιότητος, ἀλλ’ ὑπὸ τῆς σωματικῆς των ἀτελείας καὶ ὑπὸ
τῆς κακῆς ἀντιλήψεως καὶ διδασκαλίας θέλωσιν ἀκολουθήσει τὴν εὐθεῖαν
ὁδόν, τὴν ὁδηγοῦσαν εἰς τὴν ὁδὸν τὴν ἐπίζηλον, τὴν παρέχουσαν Νάματα
Εὐφροσύνης Ψυχικῆς καὶ Δόξαν Ἀναλλοίωτον;
Οὐδεὶς ἄνθρωπος βεβαίως θὰ ἠδύνατο ποτὲ νὰ ἀκολουθήσῃ τὴν βαθ-
μιαίαν ἀναγωγὴν τοῦ Πνεύματός του, διότι πάντες οἱ ἐπὶ τῆς γῆς κατοι-
κοῦντες περί τά σωματικὰ καὶ εἰς τὰς ἐντρυφὰς αὐτῶν τυρβάζουν. Ἐὰν δὲ
ὁ Ἀνώτατος Δημιουργὸς των δὲν ἐπεφύλαττε νέαν τινὰ ἐφήμερον δοκι-
μασίαν ἀπέναντι τῆς Αἰωνίας ὀδύνης τῆς ψυχῆς, ὁ Παναγαθότατος Πατὴρ
ἡμῶν Θεὸς ἤθελε θεωρηθῇ σκληρὸς καὶ ἀνάλγητος ἔναντι τῆς ψυχικῆς
ὀδύνης τῶν ὑπ’ Αὐτοῦ ἐμφυσηθέντων ὄντων, ἐὰν ἡ φυσικὴ τροχιὰ τῆς ἀν-
θρωπίνης ἐξελίξεως ἀδρανοῦσε πρὸ τῆς ἀπολύτου μεταλλαγῆς τῆς φύσε-
ως τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τὴν ἐκ τῆς γηΐνης αὐτοῦ σαρκὸς ἀπαλλαγήν.
Ὁ Θεός, ὁ Ὢν καὶ ὁ Ὑπάρχων, δὲν τιμωρεῖ αἰωνίως, ἀλλὰ διορθοῖ
καὶ διαπλάσσει τὸ πονηρόν, τὸ ἀτελές, διὰ νὰ καταστήσῃ αὐτὸ προσι-
τὸν πρὸς τὴν Ἑαυτοῦ Βασιλείαν καὶ Θείαν Μακαριότητα. Οὕτω πως ὁ
Ἀνώτατος ἐν Ἀΰλοις καὶ ὑλικοῖς Δημιουργὸς ἀναλάμπει πρὸ τῶν ὀμμάτων
ὑμῶν τῶν ταπεινῶν πλασμάτων Του, ἔτι Μεγαλοπρεπέστερος καὶ Φωτοζω-
οδότης ἐν Δόξῃ.
Πῶς ἡ Θεία Αὐτοῦ Στοργὴ καὶ Δικαιοσύνη ἤθελεν εἶναι ἀνεπίδεκτος Εὐ-
σπλαγχνίας καὶ Συγχωρήσεως πρὸ τοῦ αἰωνίου ψυχικοῦ μαρτυρίου τοῦ ἐν
σκότει ψυχικῶς εὑρισκομένου ἀνθρώπου, ὅστις μὲν ἔπταισεν ἁμαρτήσας,
ἀλλὰ μὴ ὢν καὶ τόσον ὑπαίτιος τῆς ἁμαρτίας αὐτοῦ, ὡς ἐκ τῆς σαρκικῆς
ἀτελοῦς ὑποστάσεως του;
Ἀλλ’ εἴπομεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὑποφέρει, ὑφίσταται ψυχικήν, οὕτως
εἰπεῖν, σταύρωσιν, μαρτύριον αἰώνιον. Μαρτύριον αἰώνιον σημαίνει τὴν
διάρκειαν αὐτοῦ ἐπὶ ἀτελευτήτου χρονικοῦ διαστήματος. Ὄντως τὸ ψυχι-
κὸν μαρτύριον θὰ ἦτο αἰώνιον, ἀτελεύτητον, ἐὰν ὁ ἁμαρτήσας ἄνθρωπος
ἡμέραν τινὰ δὲν μετενόει. Ἡ Θεία ὅμως τοῦ ἀνθρωποδηγέτου τῆς γῆς Διδα-
σκαλία ρητῶς λέγει: «Ἐν τῷ Ἅδῃ οὔκ ἐστι μετάνοια.» Πῶς, λοιπόν, ὁ ἄν-
θρωπος μετανοεῖ καὶ πῶς μετανοῶν εἰσακούεται ἡ μετάνοιά του ὑπὸ τοῦ
καταδικάσαντος αὐτὸν ρητοῦ Θείου Νόμου εἰς ψυχικὴν ὀδύνην αἰώνιον;
Ὁ Ἀνώτατος ἐν Θείᾳ περιβολῇ ἀπεικονιζόμενος ἄνθρωπος - Χριστὸς
ἐλάλησεν ἐν παραβολαῖς. Καθῆκον ἡμεῖς ἔχομεν νὰ ὑποστηρίξωμεν ἀφ’
ἑνὸς τὴν Θείαν Αὐτοῦ ρῆσιν, ἀφ’ ἑτέρου νὰ δώσωμεν ἐξηγήσεις εἰς τοὺς
ὑπὸ ἀλληγορίας κεκαλυμμένους αὐτοὺς λόγους.
Ὄντως ἐν τῷ Ἅδῃ οὐχ ὑπάρχει μετάνοια, διότι καὶ ἂν ὁ ἄνθρωπος με-
τανοήσῃ, δέν δύναται ν’ ἀκολουθήσῃ τὴν φυσικὴν ἀναγωγὴν τοῦ Πνεύμα-
τος αὐτοῦ εἰς ἀνωτέρας βαθμίδας, διότι τότε δὲν θὰ ὑφίστατο διάκρισις
μεταξὺ καλῶν καὶ κακῶν. Ὅπως καταστήσωμεν κατανοητότερα τὰ λεγό-
μενα ἡμῶν, παραδειγματίζομεν αὐτὰ ὡς ἐξῆς:
Ἄνθρωπος ἁμαρτήσας δὲν δύναται νὰ συγκαταλογισθῇ μετὰ τῶν
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 351

δικαὶων, τῶν πασχόντων χάριν τοῦ κοινοῦ τῆς ἀνθρωπότητος καλοῦ. Τὸ


Πνεῦμα αὐτοῦ καὶ ἂν μετανοήσῃ δὲν θέλει ἀναχθῇ ἐν τῇ βαθμίδι τοῦ
ἐν ἀρετῇ καὶ εὐθυδικίᾳ καὶ ἀγαθοεργίᾳ τελευτήσαντος. Ὡς ἐκ τούτου
ἐν τῷ Ἅδῃ οὐκ ἔστι μετάνοια, ὡς ὁ Μέγας Θεογνώστης Διδάσκαλος ἐδί-
δαξεν. Ἂν δὲ ἡ μετάνοια αὐτοῦ δὲν δύναται νὰ τὸν ἀναγάγῃ εἰς τὴν θέσιν
τοῦ ἀγαθοποιοῦ πνεύματος, δὲν ἕπεται ἐκ τούτου, ὅτι μετὰ θάνατον δὲν
ὑφίσταται μετάνοιαν. Ἐὰν δέν ὑφίστατο μετὰ θάνατον μετάνοια εἰς τὸν
ἁμαρτήσαντα, πῶς οὗτος θὰ συνῃσθάνετο τὸ μέγα αὐτοῦ ψυχικὸν μαρ-
τύριον τῆς αἰωνίας κολάσεως;
Ἐὰν ἦτο ἀνάλγητος καὶ μὴ μετανοῶν, δὲν ὑπονοοῦμεν αὐτὸν ὡς ἀναί-
σθητον; Καὶ ὑπονοοῦντες αὐτὸν ἀναίσθητον ἐν τῇ ψυχικῇ αὐτοῦ ὀδύνῃ
ἀπέναντι τοῦ ἀφθάστου μεγαλείου τοῦ φωτοστεφανουμένου ὑπὸ δόξης
Πνεύματος τοῦ ἀγαθοεργοῦ ἀνθρώπου δὲν δίδομεν αὐτῷ τὴν ἀναισθησίαν
ἐν τῇ τιμωρίᾳ του; Καὶ ἀναλογίζοντες αὐτὸν ὡς μὴ αἰσθανόμενον τὸ μαρ-
τύριόν του, δὲν ἀπαρνούμεθα τιμωρίαν καὶ συνέτισιν τῆς ψυχῆς, ὡς ἀνα-
φέρεται, ἀφοῦ αὐτὴ δὲν αἰσθάνεται τὴν τιμωρίαν αὐτήν;
Ὁ ἄνθρωπος, ὡς ἀναφέρεται καὶ εἰς τὴν βαρυσήμαντον παραβολὴν
τοῦ Εὐαγγελίου «τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου», ὅπου ἀναφέρεται ὅτι χά-
σμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι πρὸς τὸν ἐκεῖθεν μὴ δύ-
νανται, μὴ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν, παρεκάλεσε δὲ τὸν Ἀβραάμ,
ἵνα στείλῃ εἰς τὸν κόσμον εἰς τοὺς πέντε ἀδελφούς του νὰ μετανοήσωσιν,
διὰ νὰ μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσι εἰς τὸν τόπον τοῦ βασάνου, θὰ κατανοήσῃ ὄχι
μόνον τὴν θέσιν αὐτοῦ, ἀλλὰ ὡς ἀναφέρεται ἐν τῇ παραβολῇ, τὸ μαρ-
τύριον αὐτοῦ θεωρηθὲν ὡς δικαὶα ἀνταπόδοσις τῶν πράξεών του μετὰ θά-
νατον, ὅπως τοῦ πλουσίου τοῦ Εὐαγγελίου, συνυπάρχει ἐν αὐτῷ καὶ ἡ εὐ-
συνειδησία τῶν πράξεών του, ὡς ἐπίσης αὐτὸς κατανοεῖ καὶ συναισθάνεται
τὴν δυστυχίαν του. Μετανοεῖ δὲ διότι κατὰ τὴν ἐν τῇ γῇ διαβίωσίν του δὲν
ἠκολούθησε τὴν δικαὶαν ὁδόν, ἀλλ’ ἄφησε νὰ κυριαρχήσουν ἐπ’ αὐτοῦ αἱ
σαρκικαὶ ἀπαιτήσεις, αἱ συνεπιφέρουσαι τὴν ἐντρύφησιν αὐτοῦ ἐν ὑλικοῖς
πράγμασι. Ὁ ἄνθρωπος ὅθεν ὁ ἁμαρτωλός, κατανοῶν τὸ ψυχικὸν αὐτοῦ
μαρτύριον μετὰ θάνατον μετανοεῖ, ἀλλὰ δὲν δύναται ν’ ἀναχθῇ τὸ πνεῦμα
αὐτοῦ ἐν τῇ ἀρχικῇ αὐτοῦ βαθμίδι τῆς πνευματικῆς ἀναγωγῆς.
Αἱ ἐκλιπαρήσεις τῶν ἀγαθῶν Πνευμάτων πρὸς τὸν Μέγαν τοῦ Σύμπα-
ντος Νομοθέτην καὶ Δημιουργὸν οὐδόλως ἰσχύουσιν. Ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρω-
πος ὑποφέρει ψυχικῶς μετανοῶν καὶ συναισθανόμενος τὸ ψυχικόν του
μαρτύριον. Ὁ Θεὸς ὅμως τιμωρῶν τὸν ἁμαρτήσαντα ἄνθρωπον διὰ φρικώ-
δους ψυχικῆς ὀδύνης αἰωνίως, παρίσταται ὡς ἀνίλεως, ὡς σκληρὰ ἀδυσώ-
πητος καὶ ἀνάλγητος εἱμαρμένη, σκληροτέρα καὶ αὐτῆς τῆς τίγρεως, τῆς
ἀγαλλομένης εἰς τὸ αἷμα τοῦ κατασπαραχθέντος ὑπ’ αὐτῆς θύματος.
Ἂν σεῖς οἱ ἀπαιτοῦντες τιμωρίαν ἀνθρώπου, ἀτελοῦς ὄντος, ὑπὸ τοῦ
Μεγάλου Δημιουργοῦ τοῦ Σύμπαντος, διότι ἐφάνη ἀνάλγητος πρὸ τῆς δυ-
στυχίας τοῦ πλησίον αὐτοῦ τῆς ἐφημέρου ζωῆς, τιθέμενοι Δικαιοκρίται,
πῶς θέλετε ἀπονείμει δικαιοσύνην εἰς τὸν Μέγα τοῦ Κόσμου Κριτὴν Θεόν,
352 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

ὁ ὁποῖος τιμωρεῖ εἰς αἰώνιον καταδίκην τὸν μὴ εὐσπλαγχνισθέντα τὸν


πλησίον αὐτοῦ, τὸν σκληρῶς φερθέντα πρὸς τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, τὸν κα-
ταστήσαντα διὰ τῶν ἁρπαγῶν του προσωρινῶς δυστυχῆ τὸν πλησίον
του, πῶς θέλετε, ἂν ὑμεῖς εἶσθε Δικαιοκρίται καταδικάσει τὰς πράξεις τοῦ
Ὑπερτελείου Ὄντος, ὡς πολὺ ἀδικωτέρας, ὡς παρεχούσας τῷ ἁμαρτωλῷ
αἰωνίαν κόλασιν, καθιστῶσαν αὐτὸν αἰωνίως δυστυχῆ καὶ πάσχοντα, διότι
οὗτος κατέστησε τὸν πλησίον αὐτοῦ ὀλιγοήμερον δυστυχῆ, ὡς ἐκ τῶν ἀνό-
μων αὐτοῦ πράξεων;
Νομίζω ὅτι παριστάνοντες τὸν Θεὸν αἰώνιον τιμωρὸν καὶ ἐκδικητὴν
τῶν ἀνθρωπίνων σφαλμάτων ἢ ἁμαρτημάτων, ὑποβιβάζετε εἰς τὴν ἀν-
θρώπινον ὑμῶν δικαιοσύνην τὴν Ἄφθαστον Αὐτοῦ ἀπόδοσιν τῆς Θείας
Δικαιοσύνης, διὰ τῆς ὁποίας καταδικάζει τὸν ἁμαρτωλόν, σωφρονίζων
καὶ διαπλάττων αὐτόν.
Βεβαίως ἡ Θεία Αὐτοῦ Δικαιοσύνη δὲν θὰ ἦτο ὄντως Θεία, ἐὰν ἀνταπέ-
διδεν εἰς τὰ πλάσματα αὐτοῦ τὰ ὑποδεέστερα ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος καὶ μά-
χαιραν ἀντὶ μαχαίρας. Ὁ Θεὸς οὕτως παριστάμενος ἐκπίπτει τῆς Μεγάλης
Αὐτοῦ Ἀξίας. Ἂν βεβαίως παιδίον τι ἔπταισεν εἰς ὑμᾶς καὶ ὑμεῖς ζητήτε νὰ
ἐκδικηθῆτε αὐτό, δὲν καταλογίζεσθε ἀσύνετοι ὡς μικρόνοες; Πῶς, λοιπόν,
δὲν ἤθελεν εἶναι ἡ Θεία Δικαιοσύνη ἀσύνετος, ἐὰν ἤθελεν ἐκδικηθῇ ὄχι
πλέον παιδίον, ἀλλὰ ὂν τὸ ὁποῖον ἐπλάσθῃ ὑπ’ Αὐτῆς ἀσθενὲς καὶ ἀνίδεον
ἀσυγκρίτως ὡς πρὸς ὑμᾶς καὶ τὸ παιδίον;
Πῶς ὅμως οἱ ἁμαρτωλοὶ τιμωροῦνται καὶ ἡ θεία Δικαιοσύνη καταδι-
κάζει αὐτοὺς; Ὁ ἁμαρτωλὸς ὅταν ἀποθάνῃ ἐλέγχεται διαρκῶς ὑπὸ τῆς
Συνειδήσεως αὐτοῦ, ὅπως λέγει καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς εἰς τὴν
ἑρμηνείαν περὶ αἰωνίου κολάσεως «ἡ τοῦ συνειδότος δαπάνη», στερεῖται
τῆς διαγνώσεως τῶν πραγμάτων, δηλαδὴ δὲν προγιγνώσκει τὰ μέλλοντα,
δὲν ἔχει οὐδεμίαν δύναμιν, ὡς ἐπίσης στερεῖται τῆς ὁράσεως. Οἱ πνευμα-
τικοὶ ἄνθρωποι δέον νὰ γνωρίζητε δὲν βλέπουσι διὰ τῶν ὀφθαλμῶν. Αἰ-
σθάνονται τὰ πέριξ αὐτῶν ἀντικείμενα. Διορῶσι δηλαδὴ ἐν ἑαυτοῖς, χωρὶς
νὰ ἴδωσιν. Ἐν τῷ νῷ ὑμῶν σχηματίζεται μία εἰκών. Τὴν βλέπετε εὐκρινῶς,
ὅσον καὶ ὅταν βλέπετε διὰ τῶν ὀφθαλμῶν σας, ἐνῶ οἱ ὀφθαλμοί σας μέ-
νουν κλεισμένοι. Οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι, ὡς καὶ πάντα τὰ Ἄϋλα πνεύμα-
τα δὲν βλέπουσι δι’ ὀφθαλμῶν, ἀλλὰ διορῶσι τὰ πέριξ, ὡς ἐπίσης καὶ τὰ εἰς
ἀκαταλογίστους ἀποστάσεις ἀντικείμενα διὰ τοῦ Πνεύματός των. Τοῦτο δὲ
καλεῖται διόρασις. Ἡ διόρασις εἰς τὰ ἁμαρτωλά Πνεύματα καὶ εἰς τὰ κα-
ταστάντα πονηρὰ ἐκλείπει, διὰ τοῦτο δὲ καὶ αὐτὰ ἐπικοινωνοῦντα μετὰ
τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς διὰ μεσαζόντων δὲν δύνανται ν’ ἀπαντήσωσι κα-
ταλλήλως εἰς τὰς ἐρωτήσεις πρὸς αὐτά.
Ὁ Πνευματικός, λοιπόν, ἄνθρωπος ὄχι μόνον βλέπει, ἀλλὰ καὶ
ἀκούει καὶ αἰσθάνεται καὶ ὑπονοεῖ τὰ πάντα διὰ τῆς διορατικότη-
τος τοῦ Πνεύματός του. Ἴσως τοῦτο ἤθελεν εἶναι δι’ ὑμᾶς ἀκατανόητον.
Πῶς δηλαδὴ κατορθοῦται ἡ συνεννόησις αὐτῶν, ἀφοῦ τὰ φυσικὰ ὄργανα
ἐλλείπουν. Ἀλλὰ μήπως ἐν τῷ ὕπνῳ ὑμῶν τὰ σωματικὰ ὄργανα λειτουρ-
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 353

γοῦν; Ὅπως δὲ κατὰ τὴν ἐν ὕπνῳ ἐνέργειαν τοῦ Πνεύματός σας ἀκούετε,
αἰσθάνεσθε καὶ ὁμιλεῖτε καὶ κατανοεῖτε, χωρὶς τὰ αἰσθητικὰ ὑμῶν σωμα-
τικὰ ὄργανα νὰ πλήττωνται ὑπὸ φωνῆς ἢ ἄλλης τινὸς ἐπιδράσεως, οὕτω
καὶ ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος αἰσθάνεται, ἀκούει, βλέπει καὶ ὁμιλεῖ διὰ τοῦ
Πνεύματός του καὶ ἄνευ τῆς λειτουργίας ὀργάνων.
Ὁ ἁμαρτωλὸς ὅμως ἄνθρωπος ἢ Πνεῦμα δὲν ἔχει τὴν διορατικότητα
τοῦ ἐναρέτου. Πῶς, λοιπόν, ἤθελε φανῇ αὐτῷ ὁ κόσμος, ἀφοῦ οὕτε δύνα-
ται νὰ ἴδῃ, οὔτε δύναται ν’ ἀντιληφθῇ τὰ ἀντικείμενα, τὸν κόσμον ὁλόκλη-
ρον τέλος, ὅπως τὸ Πνεῦμα τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἐναρέτου; Δὲν εἶναι, λοιπόν, ἡ
ζωὴ αὕτη τοῦ πονηροῦ πνεύματος διαρκὲς ψυχικὸν μαρτύριον; Δὲν εἶναι
δι’ αὐτὸν προτιμώτερον χίλιαι βάσανοι κολάσεως; Τὸ δὲ ψυχικὸν αὐτὸ μαρ-
τύριον κατὰ τὴν Θείαν Δικαιοσύνην ἤθελεν εἶναι αἰώνιον; Καὶ ἂν τοῦτο ἦτο
αἰώνιον, δὲν παρίσταται ἡ Θεία Δικαιοσύνη τοῦ Πανσόφου Θεοῦ ὡς ἀναρ-
μόστως ἀτελὴς καταδικάζουσα εἰς αἰωνίαν καταδίκην πλᾶσμα τὸ ὁποῖον,
ὡς ἐκ τῆς ἀτελείας του, ἔπραξεν εἰς τὸν πλησίον του ἐλαχιστομόριον τοῦ
ὅτι παριστάνεται ὅτι ἀνταποδώσει αὐτῷ ἡ Θεία Δικαιοσύνη, ἡ ὁποία ἐν τῇ
ἐκτελέσει της, κατὰ τὴν ἰδικήν σας παράστασιν εἶναι κατὰ πολὺ εὐτελε-
στέρα τῆς ἀνθρωπίνης;
Ὁ Θεός, λοιπόν, στερεῖ κατὰ μέγα μέρος τὸν ἁμαρτωλὸν τῆς διορατι-
κότητος τοῦ Πνεύματος του καὶ ἀναζωπυρεῖ τὴν ἀπωλεσθεῖσαν ὑπὸ τῶν
ἐν τῇ γῇ ὀλισθημάτων αὐτοῦ Συνείδησιν, ἵνα περισσότερον κατανοήσῃ τὴν
θέσιν του καὶ ἵνα ἔτι μᾶλλον συναισθάνεται τὴν ἁμαρτίαν. Ὅταν δὲ οὕτος
συναισθάνεται τὴν ὀδύνην, ὑφ’ ἣν διατελεῖ ἡ ψυχή του, δὲν εἶναι δυνατὸν
παρὰ νὰ μετανοῇ διὰ τὰς ἐν τῇ γῇ πράξεις του. Μετανοῶν δὲ καὶ συναι-
σθανόμενος τὸ ὁλίσθημά του ἐπιθυμεῖ νὰ ἀνέλθῃ εἰς τὸ πνευματικὸν ἐπί-
πεδον τοῦ δικαὶου καὶ τοῦ ἀγαθοῦ. Ἀλλὰ ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια τάσσονται
πρὸ αὐτοῦ καὶ τὰ ἐμπόδια ταῦτα εἶναι ἡ ἄδικος αὐτοῦ πολιτεία πρὸς τὸν
ἀδελφὸν αὐτοῦ ἄνθρωπον. Μία, λοιπόν, ὁδὸς διανοίγεται πρὸ αὐτοῦ, τὴν
ὁδὸν ταύτην ἐὰν ἀκολουθήσῃ σωθήσεται. Εἶναι ἐλεύθερος νὰ πράξῃ τοῦτο.
Εἶναι ἐλεύθερος νὰ μείνῃ ἐν διηνεκεῖ σκότει, ὡς ἐκ τῆς στερήσεως τῆς διο-
ρατικότητος τοῦ Πνεύματός του, ἢ νὰ ζητήσῃ τὴν σωτηρίαν του ἀπαλλασ-
σόμενος τοῦ ψυχικοῦ μαρτυρίου του. Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἁμαρτωλός, ἐὰν θέλῃ
νὰ σωθῇ, ν’ ἀποπλύνῃ τὸν ρῦπον τῶν ἁμαρτημάτων αὐτοῦ, ὀφείλει ν’ ἀκο-
λουθήσῃ τὴν ὁδὸν ταύτην, ἡ ὁποία διανοίγεται ἔμπροσθέν του.
Εἶναι ἐλεύθερος νὰ πράξῃ τοῦτο. Εἶναι ἐλεύθερος νὰ τὴν παρακολου-
θήσῃ ἢ νὰ παραμείνῃ αἰωνίως ἐν τῇ ψυχικῇ του ὀδύνῃ. Ἐὰν ὀ ἄνθρωπος
δὲν ἦτο ἐλεύθερος, δὲν θὰ καθίστατο ἁμαρτωλός. Καταστὰς δὲ ἁμαρτω-
λός, ἐὰν πάλιν δὲν ἦτο ἐλεύθερος, αἰωνίως θὰ ὑφίσταται τὸ ψυχικόν του
μαρτύριον. Ὀφείλομεν ἐνταῦθα νὰ ὑπομνήσωμεν ὅτι δὲν ἔχομεν ν’ ἀπο-
καλύψωμεν νέαν τινὰ αἵρεσιν, νέαν τινὰ ὁδὸν ἄγνωστον. Ἡ ὁδὸς αὕτη ἡ
σωτήριος εἶναι ἡ Μετενσάρκωσις. Πῶς βεβαίως ὁ ἁμαρτωλὸς σωθήσε-
ται, ἐὰν ἐκ νέου δὲν ὑποβληθῇ εἰς νέαν τῆς σαρκὸς δοκιμασίαν;
Ἂν βεβαίως πολλοὶ θέλουσι νὰ καταπολεμήσωσιν ἡμᾶς, οὐδὲν θὰ κα-
354 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

τορθώσωσιν. Ἔχομεν μὲ τὸ μέρος ἡμῶν οὐ μόνον ἁπτὰς ἀποδείξεις, ἀλλὰ


καὶ πειράματα καὶ πολλοὺς μεμυημένους, οἱ ὁποῖοι παρ’ ὅλην τὴν ἐξάπλω-
σιν τοῦ Χριστιανισμοῦ διατηροῦσι καὶ θὰ διατηρῶσι τὰς ἀρχὰς και πεποι-
θήσεις αὐτῶν.
Ἡ τὴν μετενσάρκωσιν πιστεύουσα θρησκεία παρίσταται ὡς εἰδωλο-
λατρική, ἀλλὰ παρέχει εἰς τοὺς ὁπαδοὺς αὐτῆς Νάματα Εὐφροσύνης, ἀπο-
καλύψεις Θείας, στηριζομένας μάλιστα καὶ ἐπὶ ἐπιστημονικῶν ἀποδείξεων,
εἶναι δὲ αὕτη ἡ τῶν Ἰνδιῶν. Οἱ Ἰνδοὶ πιστεύουσιν εἰς τὴν μετενσάρκωσιν. Εἶ-
ναι δὲ τόσον βέβαιοι περὶ αὐτῆς, ὅσον οἱ Χριστιανοὶ δὲν εἶναι πεπεισμένοι
περὶ τῆς Θείας τοῦ Χριστοῦ Ὑποστάσεως.
Εἴπομεν ὅτι δὲν ἐρχόμεθα νὰ διδάξωμεν καινά. Ἡ θεωρία τῆς μετεν-
σαρκώσεως ἀνάγεται εἰς προϊστορικὴν ἐποχὴν καὶ διετηρήθη εἰς πολλοὺς
χρόνους. Αἱ μέγισται διάνοιαι ὁ Πυθαγόρας, Πλάτων, Σωκράτης κλπ. ἐπί-
στευον καὶ διεκήρυττον τὴν μετενσάρκωσιν. Πολλὰ χωρία καὶ γεγονότα
τῆς Γραφῆς ὑπομιμνήσκουν τὸ δυνατὸν τῆς μετενσαρκώσεως. Ἀνατρέξατε
εἰς τὰ βιβλία τῆς Γενέσεως, Ἱερεμίου, Ἰεζεκιήλ, Ἔσδρας κλπ. Ἡμεῖς δυνάμε-
θα ἐπὶ τοῦ παρόντος διὰ τῆς λογικῆς καὶ τῆς ὀρθῆς σκέψεως ν’ ἀποδείξω-
μεν.
Ὁ ἄνθρωπος διατὶ νὰ γεννᾶται ὑπὸ γονέων πλουσίων καὶ νὰ καθί-
σταται κατόπιν πτωχός; Ὁ ἄνθρωπος διατὶ, ὡς λέγεται, νὰ πληρώσῃ τὰς
ἁμαρτίας τῶν γονέων του; Τί ἔπταισεν ὁ ἀθῶος αὐτός, ὁ πολλάκις καλὸς
τὴν ψυχὴν καὶ τὰ αἰσθήματα, διὰ τὰς ἁμαρτίας τῶν γονέων του; Ὁ Θεὸς δὲν
καταδεικνύεται ἐκ τούτου ἄδικος; Δὲν παρατηροῦμεν πολλάκις ἐν τῇ κοι-
νωνίᾳ πατέρας μὲν κακούργους, υἱοὺς δὲ ἐναρέτους καὶ τανάπαλιν;
Διατὶ ἡ διάκρισις αὐτή; Μήπως ὁ υἱὸς δὲν ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ σπέρματος
τοῦ πατρὸς αὐτοῦ; Μήπως ἡ ἄκακος μήτηρ δὲν γεννᾶ ἀκατάστατον υἱόν;
Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον, διετήρει τὰς ἀρετὰς τοῦ πα-
τρὸς αὐτοῦ ἔδει ὁ υἱὸς νὰ ὁμοιάζῃ πάντοτε τὸν πατέρα αὐτοῦ. Ὁ υἱὸς ὡς
ἐπὶ τὸ πλεῖστον διαφέρει τῶν γονέων του.
Ἂς ὑποθέσωμεν ὅμως, ὅτι καθ’ ὅλα ὁμοιάζει τὸν γεννήτορά του. Διατὶ
ὁ υἰὸς ὅμως νὰ πληρώνῃ τὰς ἁμαρτίας τῶν γονέων του; Τί ἔπταισεν οὗτος
εἰς τὸν Θεόν; Εἶναι δίκαιον ἀθῶοι νὰ ὑφίστανται τὸ μαρτύριον τῆς ζωῆς διὰ
τὰ σφάλματατῶν ἀδίκων; Ὄχι, βεβαιότατα ὄχι.
Ἂν σεῖς, ὅσοι θέλετε νὰ καταπολεμήσετε τὴν θεωρίαν τῆς μετενσαρ-
κώσεως, μᾶς ἐξηγήσῃτε πῶς ἕνας ἀθῶος τιμωρεῖται χωρὶς νὰ πταίσῃ εἰς
τίποτε, τότε ἡμεῖς θὰ δυνηθῶμεν νὰ μὴν παραδεχθῶμεν τὴν περὶ μετεν-
σαρκώσεως θεωρίαν. Τότε ἑκόντες ἄκοντες θὰ ὑποκύψωμεν πρὸ ὑμῶν, ἂν
καὶ ἡμεῖς θὰ γνωρίζωμεν, ὡς ἐκ τῆς Ἀΰλου ὑποστάσεώς μας καὶ διορατι-
κότητός μας ὅτι ὑφίσταται μετενσάρκωσις.
Θὰ μοῦ εἴπητε ἴσως, ὅτι ὁ υἱὸς, ὀφείλει νὰ τιμωρηθῇ, διότι ἐκληρο-
νόμησε παρὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ τὴν κακὴν ὑλικὴν ἐντρύφησιν, λῃστείας
καὶ ἀδικίας. Οὕτως θὰ ἐδικαιολογεῖσθε, ἐὰν ὁ υἱὸς ἦτο φύσει κακός. Ἀλλὰ
πολλάκις οὗτος φύσει καλὸς συναισθανόμενος τὰ ἁμαρτήματα τῶν γεννη-
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 355

τόρων του, ἀκολουθεῖ τὴν ὁδὸν τῆς εὐθυδικίας, προσπαθεῖ ἐν ἀγαθοεργίαις


ν’ ἀποπλύνῃ τὸν πατρικὸν ρῦπον, ἐν τούτοις παρ’ ὅλας αὐτοῦ τὰς ἀρετάς,
παρ’ ὅλην τὴν προσήλωσίν του εἰς τὸ ἀγαθοποιεῖν, τιμωρεῖται.
Ἢ πρέπει, λοιπόν, νὰ παραδεχθῶμεν ὅτι δὲν ὑπάρχει Ἀνωτάτη τις Δύ-
ναμις, ἡ ὁποία ἀνταποδίδει εἰς ἕνα ἕκαστον κατὰ τὰ ἔργα του ἢ ἡ ὑπάρχου-
σα τοιαύτη εἶναι ἄδικος καὶ ἀδικεῖ τοὺς τὴν ἀρετὴν ἀκολουθούντας. Ὅ,τι
καὶ ἂν μᾶς εἴπητε σεῖς, δὲν θὰ δυνηθῆτε νὰ εὕρητε πειστικὰ ἐπιχειρήματα.
Ὁ ἄδικος πατὴρ ὀφείλει νὰ τιμωρηθῇ καὶ οὐχὶ οἱ ἐκ τοῦ σπέρματος αὐτοῦ
ἐξελθόντες ἄνθρωποι, διότι τοῦτο ἀντίκειται εἰς τὴν Δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ.
Ἰδού, λοιπόν, ὁ πραγματικὸς τῆς τιμωρίας λόγος, ὁ ἄνθρωπος ὁ ἁμαρτω-
λός, ἀπαλλαγεὶς τοῦ σώματός του τότε, εἰς τὴν νέαν αὐτοῦ κατάστασιν
κατανοεῖ ὅτι ἔσφαλλε ἐκ τῆς σωματικῆς αὐτοῦ ἀκολασίας.
Ἐκ τῆς αἰτίας ταύτης παραλείψας κατὰ τὴν ἐν τῇ γῇ διαμονήν του τὴν
ἀνάδειξιν τοῦ Πνεύματός του, στερούμενος ὡς ἐκ τούτου τῆς ἀναλόγου
διορατικότητος εἰς τὴν ἐκτὸς τοῦ σώματος αὐτοῦ ζωὴν πρὸς εὐρυτέραν
ἀνάπτυξιν καὶ ἀναγωγὴν αὐτοῦ καὶ μὴ δυνάμενος ν’ ἀνέλθῃ τὴν ὁδὸν τὴν
ἀκολουθοῦσαν πρὸς τὴν δόξαν, ὡς ἐκ τοῦ βάρους αὐτοῦ τῶν ἁμαρτημάτων
του, ὑφιστάμενος διηνεκὲς μαρτύριον ψυχικόν, ὡς ἐκ τῆς τύψεως τῆς συ-
νειδήσεώς του, γνωρίζει, ὅτι ἐὰν ἐκ νέου ἀναλάβῃ σωματικὴν περιβολὴν ἐν
τῇ ἐπακολουθούσῃ μετανοίᾳ του, εἶναι εἰς θέσιν νὰ ὑποστῇ, χάριν τῆς ἀνα-
πτύξεώς του τῆς πνευματικῆς, νέαν ἐπίγειον τιμωρίαν, τιμωρίαν σαρκός, ἡ
ὁποία εἶναι καὶ ἡ παραίτιος τῆς ψυχικῆς του ὀδύνης καὶ στασιμότητός του.
Εἶναι ἐλεύθερος νὰ προτιμήσῃ ἢ τὴν αἰωνίαν ψυχικὴν ὀδύνην ἢ τὸν ἐξι-
λασμὸν τοῦ Πνεύματός του ἐνσαρκούμενος καὶ πάλιν εἰς νέαν σάρκα, ἵνα
ὑφιστάμενος τὰς ἀτυχίας καὶ τὰ σφάλματα τοῦ πατρός του ἐξιλεωθῇ διὰ
τὴν ἐν τῇ γῇ προηγουμένην αὐτοῦ ἀκολασίαν.
Ὁ ἁμαρτωλὸς ὅθεν ἄνθρωπος ἐνσαρκοῦται εἴτε ἐν τῷ σπέρματι ἀδικη-
σάντων γονέων, εἴτε πενήτων καὶ ἀγαθῶν γονέων.
Εἶναι, νομίζω, κατόπιν τῶν ἐξηγήσεών μου τούτων εὐληπτοτέρα ἡ
Δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ἀντιλαμβάνεσθε ἤδη ἄνθρωποι, ὅτι ὁ γεννώμενος
καλὸς υἱὸς ἀδίκου πατρός, ὁ καὶ τιμωρούμενος ἐν τῇ γῇ, δὲν τιμωρεῖται διὰ
τ’ ἁμαρτήματα καὶ τὰς ἀδικίας τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἀλλ’ ὑποφέρει καὶ τιμω-
ρεῖται διὰ τὴν προγενεστέραν αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ ἄδικον διαβίωσιν.
Οὕτω πως κατανοουμένη ἡ τιμωρία τῶν ἀπογόνων τοῦ ἁμαρτήσαντος
γονέως ἀποβαίνει δικαὶα. Ἐν τῇ σμικρότητι τῆς ἀνθρωπίνης ὑμῶν ἀντι-
λήψεως τοῦτο ἤθελεν εἶναι ἀδύνατον, ὅσον καὶ φοβερόν. Ἐρχόμενός τις
εἰς τὸν κόσμον καὶ πάλιν ἔπρεπε νὰ ἐνθυμῆται τὴν προγενεστέραν αὐτοῦ
ὕπαρξιν. Θὰ ἀντιτάξητε ἴσως, ἀλλὰ καὶ εὐλόγως, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὁ μετεν-
σαρκούμενος χάνει πλέον τὴν ὀντότητά του, ἀφοῦ ἔρχεται μέ νέαν ὑπό-
στασιν ἐν τῇ γῇ. Ἀλλὰ θ’ ἀπαντήσω ὡς ἑξῆς: Ὁ ἄνθρωπος ἀποβαλὼν τὰ
ἐξωτερικά του ροῦχα, ἀλλάζει καὶ τὴν μορφήν του; Δὲν ἀναγνωρίζεται ὡς
ὁ ἴδιος πάντοτε; Ὁ ὄφις ἀπεκδυόμενος τοῦ ἐξωτερικοῦ φλοιοῦ τοῦ σώμα-
τός του, δὲν παραμένει ὁ ἴδιος; Ὁ ἄνθρωπος ὅθεν ὅταν ἀπαλλαγῇ, ὡς ὁ
356 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

ὄφις, τοῦ ἐξωτερικοῦ αὐτοῦ σώματος καὶ ἀποκτῶν διὰ τοῦ νέου του σώμα-
τος νέαν ὑπόστασιν δὲν εἶναι ὁ ἴδιος;
Ἐπίσης ἠμπορεῖτε νὰ μοῦ εἴπητε ὅτι ὁ ἐξιλασμός του οὗτος δὲν εἶναι
δυνατός, ἀφοῦ δὲν ἐνθυμεῖται τὴν προγενεστέραν αὐτοῦ ὕπαρξιν. Θὰ ἦτο
τοῦτο ἀδικία δι’ αὐτὸν νὰ ὑφίστατο τὴν τύψιν τῆς συνειδήσεώς του καὶ ἐν
τῇ νέᾳ αὐτοῦ ὑπάρξει, ἀφοῦ διὰ τὸν σκοπὸν αὐτὸν ἐπανῆλθεν εἰς τὸ σῶμα,
ν’ ἀπαλλαγῇ τοῦ ψυχικοῦ μαρτυρίου τῆς τύψεως τοῦ συνειδότος του, δο-
κιμαζόμενος διὰ τὰ προηγούμενά του ὀλισθήματα, χωρὶς νὰ ἔχῃ ἐπίγνωσιν
αὐτῶν, ἀλλὰ χάριν τῶν ὁποίων ἰδίᾳ ἀποφάσει κατῆλθεν εἰς τὴν γῆν ἐνσαρ-
κωθείς ν’ ἀποπλύνῃ τὰ πρότερον αὐτοῦ ἁμαρτήματα.
Θὰ μοῦ εἴπητε καὶ πάλιν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος μετενσαρκούμενος καὶ μὴ
ἔχων συναίσθησιν τῶν προγενεστέρων αὐτοῦ πράξεων συνεπῶς δύναται
οὕτος ἀντὶ νὰ ἐξιλεωθῇ ν’ ἀποβῇ ἔτι μᾶλλον ἁμαρτωλός, ἀδικώτερος. Ἐὰν
αἱ συνθῆκαι εἶναι αἱ αὐταὶ μὲ τὴν προηγουμένην αὐτοῦ ὕπαρξιν, οὗτος
ἤθελε καταστῇ ἁμαρτωλότατος καὶ ἀδικώτατος. Ἀλλ’ εἰς ὁλόκληρον τὸν
ἐπὶ γῆς αὐτοῦ βίον θὰ ἀντιτάσσεται εἰς αὐτὸν πάντοτε εἱμαρμένη τις δύ-
στροπος καὶ τὰ πάντα αὐτοῦ θὰ ἀνατρέπῃ. Θὰ θέλῃ αἴφνης, ἐὰν ἐγεννήθη
ὑπὸ πτωχῶν γονέων, ν’ ἀποκτήσῃ περιουσίαν. Ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια θὰ
τάσσωνται πρὸ αὐτοῦ, διότι κατὰ τὴν ἐν τῇ γῇ νέαν διαμονήν του ὀφείλει
νὰ ὑποφέρῃ. Ἐν τῇ συνειδήσει αὐτοῦ ὑπάρχει ἡ διηνεκὴς ἐξέγερσις κατὰ
τῆς ἀδικίας, οὕτως ὥστε σπανίως δύναται νὰ ὑποστῇ νέαν μετενσάρκωσιν
ἐκ νέου τινὸς ὀλισθήματος. Ὁ ἄνθρωπος οὗτος, ἀδικῶν τιμωρεῖται ἀμέσως,
πρὶν εἰσέτι ἀπολαύσει τὰ ἀποκτηθέντα ἀγαθὰ ἐκ τῆς ἀδικίας αὐτοῦ ὑπὸ
τῶν ἀνθρωπίνων νόμων, ἡ δέ ζωὴ αὐτοῦ διελθοῦσα ἐν νέῳ μαρτυρίῳ καθι-
στᾶ αὐτὸν ἐνάρετον, ὡς ἐκ τῆς μετανοίας αὐτοῦ.
Ἰδού, λοιπόν, ἡ σωτήριος αὕτη ὁδός, τὴν ὁποίαν δέν δύνασθε νὰ κα-
τανοήσητε, διότι ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς δὲν ἐδίδαξεν εἰς ὑμᾶς αὐτὴν κα-
θαρῶς, πῶς ἀποβαίνει σωτήριος διὰ τὸν εἰς αἰωνίαν καταδίκην καταδικα-
σθέντα ἁμαρτωλὸν ἄνθρωπον.
Ἀλλὰ πῶς γίνεται τὸ Πνεῦμα τὸ ἐνσαρκούμενον νὰ μὴν ἔχῃ συναίσθη-
σιν τῆς προϋπάρξεως αὐτοῦ καὶ πῶς μὴ ἔχον συναίσθησιν δὲν χάνει τὴν
ὀντότητα αὐτοῦ; Ἡ Ὀντότης τοῦ Πνεύματος δὲν ἀπόλλυται. Ἂν ἀλλάσ-
σῃ τὸ σῶμα δὲν ἀλλάσσει καὶ τὸ Πνεῦμα. Θὰ ἦτο βεβαίως, ὅπως καὶ προη-
γουμένως εἴπομεν, ἐν διαρκῇ ἐλέγχῳ καὶ τοῦτο θὰ ἦτο δι’ αὐτὸν ἔτι μᾶλλον
μεγαλυτέρα τιμωρία. Ἀλλὰ ἄνθρωπος τις μὴ ἔχων συναίσθησιν τῆς προ-
γενεστέρας αὐτοῦ ὑπάρξεως δὲν εἶναι ἴδιον ὡς νὰ μὴ ὑφίσταται ἐν αὐτῷ
προγενεστέρα ὕπαρξις; Βεβαίως. Ἡ προγενεστέρα αὐτοῦ ὕπαρξις, οὖσα
ἁμαρτωλός, ἐξιλεοῦται διὰ τῆς νέας τοιαύτης καὶ τὰ ἁμαρτήματα αὐτοῦ
συγχωροῦνται ὑπὸ τῆς ἐξιλεώσεως αὐτοῦ ἐν τῇ νέᾳ αὐτοῦ ὑπάρξει.
Ἀλλὰ διατὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐνθυμεῖται; Πῶς ὁ ἄνθρωπος ὁ διατηρῶν
ἐν τῇ πνευματικῇ αὐτοῦ ὑποστάσει πᾶσαν ἀνάμνησιν νὰ χάνῃ ταύτην ἐν
τῇ γῇ; Ὁ ἄνθρωπος ἐκ νέου ἐρχόμενος εἰς τὸν ὑλικὸν κόσμον ἐν τῇ μήτρᾳ
ὑποδουλώσει τοῦ Πνεύματός του χάνει τὴν συναίσθησιν τῶν πράξεών του,
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 357

τῆς ἀναμνήσεως ὄχι μόνον τῆς προγενεστέρας αὐτοῦ ὑπάρξεως, ἀλλὰ καὶ
τὸ μαρτύριον, τὸ ὁποῖον ὑπέστη καὶ κατὰ τὴν ἐκ σαρκὸς ἀπολύτρωσίν του.
Τοῦτο βεβαίως γίνεται κατ’ Ἀνωτέραν τοῦ Θεοῦ Δικαιοσύνην καὶ Ἐπί-
νοιαν, ἵνα οὗτος εἶναι ὅμοιος μὲ τὸν ἐκ σπέρματος ἐξελθόντα ἀνθρωπον.
Ἴσως εἶναι τοῦτο ἀκατανόητον καὶ ἀδύνατον, ἀλλὰ σᾶς ἐρωτῶμεν: Ἐνθυ-
μεῖσθε τί ἐφάγατε κατὰ τὴν 9ην ἡμέραν τοῦ ἕκτου μηνὸς τοῦ 11ου ἔτους
τῆς ἡλικίας σας; Βεβαίως καὶ τοῦτο ἤθελεν εἶναι ἀδύνατον, διότι ἡ ἀνά-
μνησις τῆς ἡμέρας ταύτης δὲν διετηρήθη ἐν τῇ μνήμῃ σας. Δυνατὸν δὲ τὴν
ἡμέραν ἐκείνην ἐν τῇ οἰκίᾳ σας νὰ ἦτο συμπόσιον καὶ μεγάλη τις οἰκογενει-
ακὴ ἑορτή. Ἔπρεπε νὰ τὴν ἐνθυμῆσθε, ἀφοῦ, ἐὰν ἦτο πλησιέστερον πρὸς
τὴν ἐποχὴν ἐκείνην τὸ χρονικὸν διάστημα, θὰ ἐνθυμῆσθε κάλλιστα τοῦτο.
Μήπως πολλάκις δέν συναντήσατε πρόσωπα μετὰ τῶν ὁποίων συνε-
φιλιώθητε καὶ συνεφάγατε καὶ ἐπεριπατήσατε καὶ κατὰ τὴν συνάντησιν
μετ’ αὐτῶν κατόπιν ἀρκετοῦ χρονικοῦ διαστήματος δὲν ἐνθυμεῖσθε οὔτε
τὸ ὄνομα αὐτῶν; Πῶς, λοιπόν, λησμονεῖτε τόσας πολλὰς ἀναμνήσεις τοῦ
παρόντος βίου σας ὄντες ἐν τῷ ἰδίῳ σώματι, καὶ πῶς ἀπορεῖτε ὅτι τὸ ἐν-
σαρκούμενον Πνεῦμα δὲν ἐνθυμεῖται τὴν προγενεστέραν αὐτοῦ ὕπαρξιν;
Ὁ ἄνθρωπος ὅθεν ὁ ἐνσαρκωθεὶς εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐνθυμηθῇ πράξεις
τῆς προγενεστέρας αὐτοῦ ὑπάρξεως, ἀφοῦ βεβαίως τὸ σῶμα αὐτοῦ ἀντε-
κατεστάθη ὑπὸ νέου.
Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἁμαρτωλὸς ὅθεν τυπτόμενος ὑπὸ τῆς συνειδήσεως
αὐτοῦ καὶ μὴ δυνάμενος ν’ ἀνέλθῃ τὰς πνευματικὰς βαθμίδας τῆς τοῦ
ἀΰλου Πνευματικοῦ ἀνθρώπου ἀναγωγῆς καὶ ἐγκαρτερῶν πάντα βελτίω-
σιν τινὰ καὶ μὴ δυνάμενος, ὡς ἐκ τοῦ βάρους τῶν ἁμαρτημάτων αὐτοῦ νὰ
ἐξιλασθῇ ἀπέναντι τοῦ Δικαιοκρίτου Θεοῦ του καὶ τῆς ἐξαγνισμένης συ-
νειδήσεώς του, ἐλεύθερος ὢν νὰ διατελῇ ὑπὸ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτημάτων
του ἢ ν’ ἀκολουθήσῃ τὴν ὁδὸν τῆς μετενσαρκώσεως, δὲν εἶναι δυνατὸν ἢ ν’
ἀκολουθήσῃ θᾶττον ἢ βράδιον αὐτὴν καὶ νὰ ἔλθῃ εἰς τὸν κόσμον, ὅπως ἐξι-
λεωθῇ καὶ ἀποκτήσῃ τὴν ἀρετήν, ἧς ἐστερήθη ὑπείκων εἰς τὰς σωματικάς
του ἀπαιτήσεις.
Ὁ ἄνθρωπος ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ὀφείλει νὰ ἐξαγνισθῇ
ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ του, ὀφείλει ν’ ἀκολουθήσῃ τὴν ὁδὸν τῆς Εὐθυδικίας
καὶ τῆς Ἀρετῆς, ἐὰν θέλῃ νὰ ἴδῃ τὴν ἄϋλον αὐτοῦ ὑπόστασιν ἀνερχομένην
τὰς πολλαπλὰς βαθμίδας τῆς Πνευματικῆς του ἀναγωγῆς, δι’ ὧν καθοδη-
γεῖται οὗτος πρὸς τὴν δόξαν, ἣν προορίζει αὐτῷ ὁ Δίκαιος τῶν ἀΰλων Πνευ-
μάτων Ἀνώτατος πάντων καὶ πάσης Ἀρχῆς Παραγωγός.
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως, καθὼς γνωρίζομεν, ἐνασχολεῖται πάντοτε εἰς ἀπό-
κτησιν ἐπιγείων ἀγαθῶν και ἐντρύφησιν ἐν ἔργοις προσκαὶρου δόξης καὶ
ἀπολᾳβῆς, παραλείπων τὴν πνευματικήν του ἀνάδειξιν, δηλαδὴ τὴν ἀρε-
τὴν καὶ τὰς πνευματικὰς ἐν γένει ἀγαθότητας. Ἀφοῦ δὲ ἀπασχολεῖται πρὸς
ἀπόκτησιν ἐφημέρου δόξης καὶ μεγαλείου, δὲν εἶναι δίκαιον νὰ ἔλθῃ καὶ
πάλιν ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ τῷ ματαίῳ καὶ προσκαὶρῳ δι’ αὐτόν, ὅπως ἐπα-
νορθώσῃ τὴν σφαλερὰν αὐτοῦ πολιτείαν ἐπὶ τῆς γῆς;
358 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἐξ ἀγαθῶν γονέων γεννηθεὶς γεννᾶται ἀγαθός, ἀλλὰ


δοκιμάζεται ὑπὸ Θείας Ὑπεραγαθωσύνης Δυνάμεως τοῦ Θεοῦ πρὸς ἀνύ-
ψωσιν ἔτι μᾶλλον τοῦ φρονήματός του, ἀνταμειβόμενος ἀναλόγως ἐν τῇ
παρούσῃ καὶ μελλούσῃ ζωῇ.
Ἄνθρωποι σεῖς, οἵτινες δὲν πιστεύετε τὴν Θείαν ἀνταπόδοσιν ἐπὶ τῶν
ἔργων ὑμῶν ὑπὸ τοῦ Δικαιοκρίτου Θεοῦ σας, δὲν παρατηρεῖτε πολλάκις ἐν
τῇ ἀνθρωπίνῃ σας κοινωνίᾳ ὅτι οἱ μὲν ἀγαθοὶ καὶ ὑποφέροντες ἀνταμεί-
βονται ἡμέραν τινά, οἱ δὲ κακοὶ καὶ ἄδικοι, παρ’ ὅλην αὐτῶν τὴν ἄδικον καὶ
κακὴν πολιτείαν ἀπέναντι τῶν πλησίων των οὐδόλως μένουσιν ἥσυχοι καὶ
εὐχαριστημένοι; Ὁ Θεὸς, λοιπόν, ὁ ἐπιβλέπων καὶ ὁρῶν καὶ ἐτάζων τοὺς
πάντας, Αὐτὸς ἑκάστῳ ἀνταποδίδει τὸ δίκαιον ἢ ἄδικον.
Ὁ Θεὸς βεβαίως δὲν θέλει τὸ κακὸν τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεὸς δὲν τιμω-
ρεῖ τοὺς κακούς, ἀλλ’ ἡ ἁμαρτία τῶν κακῶν αὐτοὺς ἀπωλεῖ. Ἰδού, λοιπόν,
ἡ διδασκαλία ἡμῶν τί διδάσκει ὑμῖν. Ἐρευνᾶ παντοῦ καὶ ἐν παντὶ πράγμα-
τι. Ζητεῖ νὰ εὕρῃ τὴν Δικαιοσύνην τοῦ Ἀνωτάτου Ὄντος. Ἡ Δικαιοσύνη τοῦ
Θεοῦ ἀποβλέπει πρὸς ἀνάδειξιν τοῦ ἀνθρώπου, διὰ τοῦτο δὲ καὶ ἡ Ἁγία
Γραφὴ λέγει: «Πάντες Υἱοί Θεοῦ κληθήσονται.»
Πῶς ἂν οἱ ἄνθρωποι ὅλοι Υἱοὶ Θεοῦ κληθήσονται, ἐὰν βεβαίως δὲν ὑφί-
σταται ἡ μετενσάρκωσις; Ἄνευ τῆς μετενσαρκώσεως οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ
ἄδικοι πῶς θὰ καταστῶσι δίκαιοι, ἵνα κληθῶσι κατὰ τὴν Γραφὴν Υἱοὶ Θεοῦ;
Ψεύδεται ἡ Γραφή; Ὄχι. Ἀφοῦ δὲν ψεύδεται, ὁ μόνος δρόμος διὰ τὸν
ὑπὸ τῆς Γραφῆς ὑποδεικνυόμενον δρόμον εἶναι ἡ μετενσάρκωσις, διὰ νὰ τι-
μωρηθῆ καὶ μετανοήσῃ, διὰ ν’ ἀκολουθήσῃ τὴν εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ
ἄγουσαν ὁδόν. Ἀφοῦ δέ οἱ πρώτοι ἄνθρωποι οἱ ὑποστάντες τὸ προπατορι-
κὸν ἁμάρτημα, τουτέστιν τὴν ἐνσάρκωσιν, ἐνεσαρκώθησαν εἰς ἀνθρώπι-
νον σῶμα, οἱ ἀπόγονοι αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι διετήρησαν ἐν τῷ σπέρματι αὐτῶν
πάσας τὰς πνευματικὰς ἰδιότητάς των, εἶναι ἀδύνατον νὰ μετενσαρκωθῶ-
σιν; Ἡ Δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ βεβαίως πῶς ἤθελεν ἐξιλεώσει τὸν ἁμαρτωλὸν
καὶ ἄδικον ἄνθρωπον, ἐὰν δὲν ὑπῆρχεν ἡ ἀρχὴ τῆς μετενσαρκώσεως;
Ἐπίσης πολλὰ χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀναφέρουσι τὸ δυνατὸν τῆς
τοιαύτης μετενσαρκώσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ παραπέμπομεν τοὺς ἀρμο-
δίους εἰς ταῦτα. Ἀναγνώσατε μετὰ τὸ πέρας αὐτοῦ τοῦ βιβλίου ἀπ’ ἀρχῆς
μέχρι τέλους τὰ ἐδάφια τῆς Θείας Γραφῆς καὶ θέλει ὑμᾶς διαφωτίσει, πῶς
ὑπονοεῖται ἡ ἐνσάρκωσις. Δέον οἱ ἄνθρωποι νὰ γνωρίζητε, ὅτι οὐδέν συ-
ντελεῖται ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ ἄνευ φυσικῆς τινὸς ἐπιρροῆς καὶ ἄνευ Νόμου
φυσικοῦ. Τὰ θαύματα, τὰ ὁποῖα ἐξετέλῃ ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς, εἶχον
νόμους φυσικοὺς ὡς πηγήν. Πολλὰ τούτων ἔγιναν δυνάμει ὑποβολῆς τοῦ
Θείου Αὐτοῦ Πνεύματος ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων πνευμάτων καὶ σωμάτων.
Πολλὰ δὲ πάλιν εἶχον φυσικὴν τινὰ ἀναγωγὴν εἰς μεταφυσικὸν τῆς φύσεως
νόμον, μὴ ἀντιληπτὸν ὑφ’ ὑμῶν τῶν ἀτελῶν ἀνθρώπων.
Οὐδέν, λοιπόν, κατορθωτὸν ἐν τῷ κόσμῳ ἄνευ φυσικοῦ τινὸς Νόμου.
Τὰ πάντα ἐξηγοῦνται καὶ θὰ ἐξηγηθῶσι ἤδη διὰ τῆς ἐπιστήμης. Ὁ χρόνος
τῆς ἀμαθείας καὶ ἀγυρτείας, ὡς ἐπίσης καὶ τῆς μαγείας ἐξέλιπον. Οἱ θεολό-
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 359

γοι, λοιπόν, πάντες καὶ οἱ τὴν Θείαν Γραφὴν ἀποδεχόμενοι ὡς Θείαν Ἀπο-
κάλυψιν τοῖς ἀνθρώποις πρὸς σωτηρίαν καὶ ἀνάδειξιν αὐτῶν πνευματικῶς,
ἂς δεχθῶσι τὴν θεωρίαν ἡμῶν, χωρὶς νά ζητήσουν νὰ καταπολεμήσωσιν
ἡμᾶς.
Ἂς ἀναζητήσωσιν ἐν τῇ Θείᾳ Γραφῇ τὴν ἑρμηνείαν πολλῶν ἐδαφίων,
ἀναφερόντων περὶ τοῦ δυνατοῦ τῆς μετενσαρκώσεως τοῦ Πνεύματός των.
Ἐγὼ μόνον δύναμαι ν’ ἀναφέρω ἓν παράδειγμα: Πῶς ὁ Λάζαρος ἀνέστη
ἐκ νεκρῶν μετὰ τὴν τετραήμερον ἀπουσίαν τοῦ Πνεύματός του ἐκ τοῦ
σώματός του καὶ τὸ ὁποῖον «ὄζει ἤδη» ὡς ἀναφέρεται ἐν τῇ Γραφῇ; Πῶς
τὸ πνεῦμα τῆς θυγατρὸς τοῦ Ιαείρου ἐπανῆλθεν εἰς τὸ ἴδιον αὐτῆς σῶμα
ἀφοῦ ἅπαξ ἀπηλευθερώθη ἀπ’ αὐτοῦ;
Θὰ μοῦ εἴπητε βεβαίως, ὅτι τοῦτο ἔγινε Θείᾳ Εὐδοκίᾳ καὶ Δυνάμει τοῦ
Θείου Ἰησοῦ. Ἀλλὰ πῶς, ἐρωτῶ, παρατηρεῖται ἐξαίρεσίς τις, εἰς τὸν φυσι-
κὸν κόσμον, τὸν ἀκολουθοῦντα τὴν φυσικὴν αὐτοῦ τροχιάν, ἀφ’ ἧς στιγ-
μῆς ἤρξατο δημιουργούμενος; Ἐρωτῶ ὑμᾶς, ὑπάρχουσι φυσικοὶ νόμοι, οἱ
ὁποῖοι δύνανται νὰ κάμωσι ἐξαιρέσεις εἴς τινες περιστάσεις;
Τοῦτο βεβαίως ἤθελεν εἶναι ἀδύνατον, διότι παραδεχόμενοι ἐξαιρέ-
σεις εἰς τὴν φυσικὴν ἀκολουθίαν πάντων τῶν ἰδιοτήτων τῆς ζωῆς τοῦ Σύ-
μπαντος καὶ τῆς ἐξελίξεως αὐτοῦ, ἀπαρνούμεθα αὐτὴν τὴν ὕπαρξιν καὶ
Θείαν τοῦ Θεοῦ Δημιουργικότητα, ἀπαρνούμεθα αὐτοὺς τοὺς φυσικοὺς
νόμους, τοὺς λειτουργοῦντας ἐν παντὶ καὶ πάντοτε ἐν τῇ φύσει, διότι ἐμ-
φανίζοντες ἐξαιρέσεις παύουν νὰ εἶναι Νόμοι, δηλαδὴ τέλειοι, ὡς ὁ Θεὸς
Τέλειός ἐστιν.
Παραδεχόμενοι ἐξαιρέσεις εἴς τινας περιπτώσεις τῶν φυσικῶν νόμων
τῶν διεπόντων τὸν κόσμον, ἀπαρνούμεθα αὐτὴν τὴν Ἀναλλοίωτον Ὑπό-
στασιν τοῦ Δημιουργοῦ τοῦ Σύμπαντος καὶ ὑπονοοῦμεν Αὐτὸν ὡς εὐκόλως
μεταβαλλόμενον. Βεβαίως οἱ φυσικοὶ νόμοι, οἱ διέποντες πᾶσαν σωματοε-
ξέλιξιν, εἴτε ἀναγωγὴν ἑκάστης ποσότητος καὶ εἴδους φυσικοῦ, εἴτε ὑλικοῦ
καὶ ἀΰλου, ἀπέρρευσαν ἀκριβῶς ὑπὸ τῆς Παντοδυναμίας Αὐτοῦ, διὰ νὰ
ὦσιν Ἀναλλοίωτοι καὶ Ἀμετάπτωτοι ἀναμορφωταὶ καὶ ἐξελικταὶ πάσης φυ-
σικῆς ἐκπορεύσεως, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μεταβάλλωσιν ἰδιότητα, ν’ ἀνα-
γνωρίζωσιν ἐξαίρεσιν, ἔστω καὶ ὑπὸ τῆς Θείας τοῦ Θεοῦ Δυνάμεως ἐπι-
βαλλόμενοι, ἀφοῦ ἡ Θεία αὕτη Δύναμις παρήγαγεν αὐτοὺς Ἀναλλοιώτους
καὶ Ἀμεταπτώτους, τουτέστιν μὴ μεταβαλλομένους κατὰ βούλησιν, ὅπως
καὶ τὸ Σύμπαν δέν μεταβάλλει τὴν ἀρχικὴν αὐτοῦ τροχιὰν ἐν ἅπαντι τῷ
αἰῶνι, διότι ἀκριβῶς διατελεῖ ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν τῶν φυσικῶν νόμων τοῦ
Δημιουργοῦ τοῦ Σύμπαντος, ὁ ὁποῖος ἐστιν Αὐτόβουλος καὶ ἐν τῇ Αὐτο-
βουλίᾳ Του Ἀναλλοιώτους αὐτοὺς ἐθέσπισεν.
Ἂν δὲ παραδεχθῶμεν ὅτι ὁ Θεὸς μεταβάλλει κατὰ βούλησιν πᾶν ὅ,τι
ἐξ ἀρχῆς ἐποίησεν, ἀρνούμεθα αὐτὴν τὴν σταθερὰν Παντοδυναμίαν καὶ
τὸ Ἀναλλοίωτον τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ Θεὸς, ἄνευ Αὐτοβουλίας καὶ Διορατι-
κότητος Ἀνεκφράστου οὔτε ὑπάρχει, οὔτε κατανοεῖται. Καὶ ἀφοῦ ἐξ ἀρχῆς
διέγνωσεν ὁ Θεὸς ἐν τῇ Παντοδυναμίᾳ Του καὶ Παντογνωσίᾳ Αὐτοῦ ὅτι οἱ
360 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

φυσικοὶ νόμοι θὰ ὦσιν Ἀναλλοίωτοι καὶ Ἀμετάπτωτοι καὶ καθιστῶν ὁ Ἴδιος


αὐτοὺς μεταπτωτοὺς εἰς ἀνωτάτην πάλιν μετάγνωσίν Του, ἢ εἰς τὴν Ἀπερί-
γραπτον Αὐτοῦ Παντοδυναμίαν, ἀπαρνούμεθα Αὐτὸν τὸν Θεὸν, αὐτὴν
τὴν Αὐτοβουλίαν, Διορατικότητα καὶ Παντοδυναμίαν Του. Βεβαίως οὔτω
ἐννοοῦντες τὸν Θεὸν καὶ ἀναγνωρίζοντες εἰς Αὐτὸν τὸ εὐμετάβλητον, δὲν
παραδεχόμεθα, δὲν ὑπονοοῦμεν ὅτι ὁ Θεὸς Αὐτὸς δυνατόν, ὡς ἐκ τῆς Αὐτο-
βουλίας Του, καὶ Παντοδυναμίας Του, νὰ καταστῇ καὶ κακὸς καὶ πονηρός,
ὅσον ἐστὶν Ἀγαθός;
Οὐδέν, λοιπόν, ἐν τῇ φύσει μεταβάλλεται. Ἂν ὁ Χριστὸς ἀνέστησε
τὸν Λάζαρον μετὰ τετραήμερον ἀπουσίαν τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ ἐκ τοῦ
σώματός του, ἂν ὅντως πιστεύετε εἰς τὴν νεκρανάστασιν αὐτήν, ὀφείλε-
τε νὰ ἀποδώσητε τοῦτο εἰς τὴν μετενσάρκωσιν. Ἂν τὸ Πνεῦμα δὲν εἶχε
δικαὶωμα νὰ ἐνσαρκωθῇ ἢ μετενσαρκωθῇ, δὲν θὰ ἐπανήρχετο οὔτε τὸ
Πνεῦμα τοῦ Λαζάρου, οὔτε τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου εἰς τὰ σώματα αὐτῶν.
Ἠμπορεῖ νὰ εἴπητε, ὅτι δὲν ἔγινε ἐν τῷ θαύματι τούτῳ ἢ καλλίτερον ἐν
τῇ φυσικῇ ταύτῃ παραστάσει ἐνσάρκωσις, τότε τί ἔγινεν; Ἐπίσης θὰ μοῦ
ἀντείπητε, ὅτι ἐπανῆλθεν εἰς τὸ σῶμα ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἀπῆλθεν.
Ἀφοῦ παραδέχεσθε τυφλῶς, ὦ ἄνθρωποι, ὅτι Πνεῦμά τι δύναται ὑπὸ
Θείας βεβαίως Δυνάμεως καὶ Ἐξουσιοδοτήσεως νὰ εἰσέλθῃ εἰς σῶμά τι,
ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐξῆλθεν καὶ ἀπουσίασεν ἐπί τι χρονικὸν διάστημα, δὲν πι-
στεύετε ὅτι τὸ αὐτὸ Πνεῦμα ὑπεῖκον εἰς Θείαν ἐπίσης Ἐπίνοιαν εἶναι δυ-
νατὸν μετὰ περισσοτέραν ἀπουσίαν νὰ μετενσαρκωθῇ εἰς σῶμά τι;
Ἂς ὑποθέσωμεν ὅτι ὑπάρχει θρυαλίς τις λυχνίας τινός, ἡ ὁποία δυνατὸν
νὰ ἐμβαπτισθῇ εἰς οἰνὸπνευμα καὶ νὰ ἀπορροφήσῃ αὐτό. Ἐπίσης δὲ αὕτη
ξηρανθεῖσα καὶ πάλιν αὐτὸ ν’ ἀπορροφήσῃ, ἠθέλαμεν τοῦτο ἀναγνωρίσει
μόνον εἰς τὴν ἰδικήν μας θρυαλίδα καὶ ἀπαρνηθῇ τοῦτο εἰς τὰς θρυαλίδας
ἄλλων λυχνιῶν; Οὕτω καὶ τὸ ἀνθρώπινον Πνεῦμα ἀφοῦ πιστεύετε, ὦ ἄν-
θρωποι, ὅτι εἶναι δυνατὸν ὑπὸ Θείας βεβαίως Παντοδυναμίας καὶ Θελήσε-
ως νὰ ἐπανέλθῃ εἰς σῶμά τι, ἀπὸ τὸ ὁποῖον πρό τινος χρόνου ἀπεσπάσθη
καὶ ἀπεχωρίσθη ἐντελῶς εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐπανέλθῃ εἰς ἄλλο ἐπίσης
ἀνθρώπινον σῶμα, ἔχον τὰ αὐτὰ ἐπίσης συστατικὰ πρὸς ἐκδήλωσιν τῆς
πνευματικῆς αὐτοῦ ἐνεργείας; Ἂν ἀπαρνῆσθε τὴν ἀνάστασιν τοῦ Λαζάρου,
τὴν ἐπαναφοράν τοῦ Πνεύματος τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου, τότε καὶ ἡμεῖς δυ-
νάμεθα νὰ μὴν ἀναγνωρίσωμεν τὴν μετενσάρκωσιν.
Ἐν’ ὅσῳ ὅμως παραδέχεσθε, ὅτι Πνεῦμά τι ὑπὸ Θείας τοῦ Θεοῦ Εὐδο-
κίας καὶ Δυνάμεως καὶ Συγκαταθέσεως ἐπανέρχεται εἰς σῶμά τι, ἀπὸ τὸ
ὁποῖον ἀπῆλθεν, ἀπουσίασεν καὶ ἐξέλιπεν, πῶς δὲν παραδέχεσθε τότε καὶ
τὰς θεωρίας τῆς μετενσαρκώσεως, ἡ ὁποία ἀκριβῶς ἐπεξηγεῖ καὶ ἀναγνω-
ρίζει τὴν ὑφ’ ὑμῶν ἀποκαλουμένην θαυματοποιΐαν τοῦ Ἰησοῦ, τὴν ὁποίαν,
ἀκριβῶς καὶ ἡμεῖς ὑποστηρίζομεν, παραδεχόμενοι μάλιστα ταύτην πε-
ρισσότερον ἀπὸ ὑμᾶς, οἱ ὁποῖοι ἀγνοεῖτε, ὅτι οὐδὲν ἐν τῷ κόσμῳ γίνεται,
ἂν δὲν ὑπάρχῃ καὶ ἡ πρὸς τοῦτο φυσικὴ ἐξήγησις; Οὐδὲν δὲ ἐν τῷ κόσμῳ
τούτῳ γίγνεται, ἐὰν ἐπίσης δὲν μεσολαβήσῃ φυσική τις δύναμις τοῦ Ἀνω-
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 361

τάτου Ὄντος, ἡ ὁποία θὰ ὑφίστατο καὶ πρὸ τῆς συντελέσεως τοῦ δημιουρ-
γήματος ἢ τῆς πράξεως ταύτης.
Οἱ φυσικοί, λοιπόν, νόμοι εἰσὶν Ἀναλλοίωτοι, ὅπως καὶ Αὐτὸς ὁ Θεός. Ὡς
ἐκ τούτου, λοιπόν, ὁ Θεὸς δὲν ἐποίησεν ἐξαίρεσίν τινα εἰς τὴν ἀνάστασιν
τοῦ Λαζάρου καὶ τῆς θυγατρὸς τοῦ Ἰαείρου, ἀλλ’ ἀκριβῶς ἡ ἀνάστασις
τούτων συνετελέσθη ὑπὸ τῆς φυσικῆς τοῦ Πνεύματος ἰδιότητος τοῦ
δυναμένου νὰ μετενσαρκωθῇ. Ἂν ἀπαρνηθῆτε τοῦτο σεῖς οἱ Χριστιανοί,
οἱ Χριστὸν καὶ Θεὸν πιστεύοντες θεολόγοι καὶ σοφοί, ἀπαρνεῖσθε αὐτὴν τὴν
Θείαν τοῦ Χριστοῦ Δύναμιν. Καταρρίπτετε τὴν θρησκείαν, ἡ ὁποία ἠδραιώθη
κατὰ μέγα μέρος οὐχὶ ὑπὸ τῆς φιλοσοφικῆς αὐτῆς ἀπόψεως, τὴν ὁποίαν οἱ
ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἠδυνάτουν ν’ ἀντιληφθῶσιν, ἀλλὰ διὰ τῶν
θαυμάτων, τὰ ὁποῖα ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς ἐποίησε καὶ πᾶσαν Αὐτοῦ τὴν Δύ-
ναμιν τῆς Θείας Αὐτοῦ Ἀποστολῆς ἐπὶ τῆς γῆς ἐπεδείξατο, ὅπως προσφέρῃ
τῷ ἀνθρώπῳ τὴν Θείαν Ἀποκάλυψιν τοῦ Πατρός Του.
Ὁ Κύριος, λοιπόν, Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν θὰ ἐποίῃ τὰ θαύματα ταῦτα, δὲν
θὰ ἀνέστηνε τὸν Λάζαρον καὶ τὴν κόρην τοῦ Ἰαείρου, ἐὰν ἀντέκειντο οἱ
φυσικοὶ νόμοι, οὓς ὁ Θεὸς ἀνέδειξεν Ἀναλλοιώτους.
Ὑπείκοντες οἱ νόμοι εἰς τὴν φυσικὴν αὐτῶν ἐξέλιξιν, ὁ Θεάνθρωπος
Ἰησοῦς γνωρίζων, ὅτι δυνατὸν τὸ Πνεῦμα τοῦ Λαζάρου νὰ ἐπανέλθῃ εἰς τὴν
γῆν εἰς τὸ ἤδη ὑπὸ ἀποσύνθεσιν εὑρισκόμενον σῶμα αὐτοῦ, εἶπεν τῇ ἀδελ-
φῇ αὐτοῦ, «Μάρθα μὴ φοβοῦ». Ἀναφωνήσας δὲ καὶ καλέσας αὐτόν, οὗτος
ἀνεστήθη, ὑπείκων εἰς τὸν νόμον τῆς μετενσαρκώσεως, ὁ ὁποῖος νόμος
ὑπὸ τὴν Ἐξουσίαν τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ ἐτέθη, ὅπως ἀκολουθήσῃ τὴν
τροχιὰν αὐτοῦ.
Διατὶ βεβαίως ὁ Ἰησοῦς δὲν ἔπραξε τοῦτο και εἰς τὸν ἀξιώσαντα Σα-
τανᾶν, παρ’ ὅλην τὴν ἀπεριόριστον Ἐξουσίαν Του παρὰ τοῦ Πατρὸς Αὐτοῦ
νὰ μετατρέψῃ τοὺς λίθους εἰς ἄρτους; Διότι οἱ λίθοι ὑποκείμενοι εἰς φυσι-
κόν τινα νόμον, διὰ τὸν ὁποῖον ἐνεφανίσθησαν ἐν τῇ γῇ, δὲν δύνανται ν’
ἀλλάξουν τὴν τροχιὰν αὐτῶν, μεταβάλλοντες τὴν οὐσίαν τοῦ λίθου εἰς οὐ-
σίαν ἐξ ἧς σύγκειται ὁ ἄρτος.
Ἀρνεῖσθε, ὦ ἄνθρωποι, οἱ ἀναγιγνώσκοντες τὴν Ἁγίαν Γραφήν τοῦτο,
Ἀρνεῖσθε ὅτι ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος ὄντως ἦτο Θεῖος, ἢ ἀφοῦ ἡμεῖς
τὰ Ἀνώτατα Πνεύματα λέγομεν ὑμῖν τοῦτο καὶ ἀναγνωρίζομεν Αὐτὸν ὡς ἐκ
τῆς θείας τοῦ Θεοῦ Ὑποστάσεως ἐκπορευόμενον, ὅτι δὲν ἠδυνήθη νὰ μετα-
βάλῃ τοὺς λίθους εἰς ἄρτους;
Διατὶ δὲν ἐποίησε τοῦτο, ἵνα περισσότερον δοξάσῃ τὸν Πατέρα Αὐτοῦ,
τὸν ἐν τοῖς Οὐρανοῖς, τὴν Ἰδίαν Αὐτοῦ Αὐτόβουλον Δύναμιν καὶ Θείαν Ὑπό-
στασιν; Ἂν μετέβαλεν τοὺς λίθους εἰς ἄρτους, τοῦτο ἤθελεν ἀντίκειται πρὸς
αὐτὴν τὴν Διορατικότητα καὶ Αὐτοβουλίαν τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἰδίου δηλαδὴ
Αὐτοῦ Πνεύματος, ὁ ὁποῖος κατέστησε τοὺς φυσικοὺς νόμους Ἀναλλοιώτους
καὶ Ἀμεταβλήτους εἰς τὴν ἐπήρειαν καὶ αὐτοῦ τοῦ ἰδίου Πνεύματός Του.
Οἱ φυσικοὶ Νόμοι ἀποτελοῦν Δύναμιν τοῦ Θεοῦ. Ἀποβάλλοντες
τὸ Ἀναλλοίωτον αὐτῶν καθιστοῦν τὸν Θεὸν μεταβλητὸν. Ὅθεν, ἀφοῦ ἡ
362 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

ἀνάστασις τοῦ Λαζάρου καὶ τῆς θυγατρὸς τοῦ Ἰαείρου, συνετελέσθησαν


δυνάμει φυσικοῦ νόμου, δηλαδὴ τῆς μετενσαρκώσεως καὶ ἀφοῦ οἱ φυσικοὶ
νόμοι εἰσίν Ἀναλλοίωτοι καὶ Ἀμετάπτωτοι, ὑπονοεῖται ἐκ τούτου ὅτι καὶ τὰ
πνεύματα τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων ὡς καὶ πάντων τῶν ἐχόντων εἰδι-
κὴν ἐπὶ τῆς γῆς ἀποστολὴν πρὸς ἀνάδειξιν καὶ διαμόρφωσιν τοῦ ἀνθρω-
πίνου γένους, ἢ πρὸς ἐπίλυσιν ἀγνώστων πραγμάτων, εἶναι δυνατὸν νὰ
μετενσαρκωθῶσιν εἰς νέον σῶμα, ἀφοῦ βεβαίως ἀπεδείξαμεν ὅτι ἅπαξ
συνετελέσθη ἡ ἐπὶ τῆς γῆς ἐνσάρκωσις ἀπελθόντος πνεύματος ἐν τῷ ἰδίῳ
σώματι.
Ἂν βεβαίως δὲν ὑφίστατο ἡ μετενσάρκωσις, οὐδόλως ὁ ἄνθρωπος
ἤθελεν ἐξαγνισθῇ. Ἐὰν δὲ αὕτη δὲν ὑφίστατο, πῶς αἱ μυριάδες τῶν μυριά-
δων ἀνθρώπων ἤθελον δικαιωθῇ;
Εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφὴν ἀναφέρεται: «Οὐδείς ἀναμάρτητος, εἰ μὴ ὁ Θεός.»
Καὶ ἀφοῦ πάντες οἱ ἄνθρωποι ἁμαρτωλοί εἰσιν, δηλαδὴ πάντες οἱ ἄνθρω-
ποι ὑπόκεινται εἰς τὴν διάκρισιν τῆς κακίας, ποῖοι τότε σωθήσονται; Ἐὰν
βεβαίως οἱ περισσότεροι τῶν γεννωμένων ἀνθρώπων εἰσὶν ἁμαρτωλοὶ καὶ
ἄδικοι καὶ θὰ τιμωρηθοῦν εἰς αἰωνίαν κόλασιν καὶ μαρτύριον, ὅπως λέγε-
ται, τότε ποῦ μεταβήσονται οὗτοι, καὶ διατὶ ὁ Θεὸς ἐποίησεν αὐτούς, ἀφοῦ
μέλλει καταδικᾶσαι αὐτοὺς εἰς αἰωνίαν καταδίκην καὶ μαρτύριον αἰώνιον;
Αὐτά ἄραγε συνάδουν μέ τὸ Ἄφθαστον Μεγαλεῖον τοῦ Δημιουργοῦ; Ὁ
Θεός, ὁ ποιήσας τὸν ἄνθρωπον ἐλεύθερον καὶ συναινέσας ὡς ἐκ τῆς ἐλευ-
θερίας, τὴν ὁποίαν ἔδωσεν εἰς αὐτόν, νὰ κατέλθῃ οὗτος εἰς τὴν γῆν, ποτὲ
δὲν θὰ θελήσῃ νὰ καταδικάσῃ τὸ πλεῖστον μέρος τῶν ἀνθρωπίνων πλα-
σμάτων Του εἰς αἰωνίαν κόλασιν καὶ μαρτύριον.
Τί ἔπταισαν οἱ ἄνθρωποι, ἂν ἐπλάσθησαν ἀτελεῖς καὶ ἂν ὑπόκεινται εἰς
ἁμαρτίαν; Ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἐποίησεν αὐτοὺς οὕτως ὥστε νὰ ὑπόκεινται εἰς
τὴν διαφθορὰν τοῦ κακοῦ, ὀφείλει νὰ τιμωρήσῃ δι’ αἰωνίου καταδίκης διὰ
τοῦτο; Ὄχι, βεβαιότατα ὄχι.
Διὰ τοῦτο πρὸς ἐξιλέωσιν τοῦ ἀνθρώπου ἐτέθη ἡ μετενσάρκωσις,
ἵνα ὁ ἄνθρωπος ὁ ἁμαρτωλὸς ἐπανερχόμενος εἰς τὸν κόσμον τοῦτον
ἀποπλύνῃ τὰς ἁμαρτίας αὐτοῦ, τελειοποιηθῇ καὶ δυνηθῇ ν’ ἀκολου-
θήσῃ τὴν ἀνάπτυξιν καὶ ἀναγωγὴν τοῦ πνεύματός του εἰς τὰς βαθμί-
δας τῆς Ἀνωτάτης Πνευματικῆς ἀναδείξεώς του, τῆς φερούσης αὐτὸ
εἰς τὸ ἀνώτατον ἐπίπεδον τῆς ἀΰλου πνευματικῆς διαμορφώσεως καὶ
πρὸς τὴν Αἰωνίαν Δόξαν, δι’ ἣν προορίζεται ὑπὸ τοῦ Ὑπερτελείου ἐν
πάσοις παραγωγαῖς Ὄντος.
Οἱ ἁμαρτωλοί, λοιπόν, κατέρχονται καὶ πάλιν ἐν σαρκὶ νέᾳ ἐν τῇ γῇ,
γεννῶνται δὲ εἴτε σωματικῶς ἀνάπηροι, εἴτε πνευματικῶς ἀγαθοί, ἀλλὰ
δυστυχεῖς. Ἐὰν παρ’ ὅλην αὐτῶν τὴν ἀγαθότητα, ἥτις προέρχεται ἐκ τῆς
μετανοίας καὶ ἐξελίξεως τοῦ Πνεύματός των, διότι δέον νὰ σημειωθῇ, με-
τενσάρκωσις δέν ὑφίσταται ἄνευ μετανοίας, ὑποπέσουν καὶ πάλιν εἰς
μεγαλύτερα ἁμαρτήματα, ὀφείλουν καὶ πάλιν νὰ μετενσαρκωθοῦν πρὸς
τέλειον ἐξαγνισμόν.
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 363

Εἴπομεν ἀνωτέρω, ὅτι ἄνευ μετανοίας μετενσάρκωσις δὲν ὑφίσταται.


Ὄντως ἐὰν πνεῦμά τι ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου δὲν μετανοήσῃ τυπτόμενον
ὑπὸ τῆς συνειδήσεώς του καὶ προτιμήσῃ τὴν νέαν αὐτοῦ μετενσάρκωσιν
ἀπὸ τὴν αἰωνίαν αὐτοῦ τύψιν τῆς συνειδήσεώς του, ὅπως καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ
Δαμασκηνός, ἐπαναλαμβάνω, λέγει εἰς τὴν ὁμιλίαν του ἐπὶ τῆς Δευτέρας
Παρουσίας: «ἡ τοῦ συνειδότος δαπάνη», ἥτις διὰ τὸ ἁμαρτωλὸν πνεῦμα εἶ-
ναι τὸ φοβερώτερον τῶν μαρτυρίων, πῶς θέλει μετενσαρκωθῇ;
Ὁ ἄνθρωπος ὢν ἐλεύθερος νὰ ὑφίσταται τὸ ψυχικόν του μαρτύριον
ἢ τὴν μετενσάρκωσιν, προτιμᾶ αὐτὴν καὶ οὕτω κατερχόμενος εἰς τὴν γῆν
ἀκολουθεῖ τὸν προορισμόν του ἐπ’ αὐτῆς, ἕως ὅτου ἀπαλλαγῇ τοῦ γηΐνου
σαρκίου του καὶ δυνηθῇ ν’ ἀνυψωθῇ εἰς τὰς ἐξιλασθείσας βαθμίδας τῆς
πνευματικῆς ἀναδείξεως.

Ὅ,τι δὲν δύνασθε ὑμεῖς οἱ ἂνθρωποι νὰ ἀντιληφθῆτε, καλεῖτε ὑπερφυ-


σικόν. Ὑπερφυσικὸν ὅθεν κατὰ τὴν ἀντίληψίν σας εἶναι καὶ ἡ μετενσάρκω-
σις, ὅπως καὶ πᾶσαι αἱ ἐκδηλώσεις τῆς Ἀΰλου Πνευματικῆς Οὐσίας. Εἴπομεν
ὅμως ἐν προηγουμένῳ ἡμῶν κεφαλαίῳ, ὅτι ἡ Ψυχὴ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἡμι-
ϋλικόν τι ρευστόν, συνεπῶς δὲ εἶναι ὕλη ἀναγομένη εἰς τὴν Ἀνωτάτη τῆς
ὕλης βαθμίδα, μὴ ἀντιληπτὴν εἰς ὑμᾶς, ὡς ἐκ τῆς ἀϋλότητός της.
Αἱ ἄϋλοι οὐσίαι δὲν δύνανται νὰ καθορισθῶσιν εἰς ποιὸν καὶ οὐσίαν, εἰ
μὴ μόνον ὡς ἐκδηλώσεις αὐτῆς γίνονται ἀντιληπταί καὶ οὕτω ἐννοοῦνται
καὶ αὗται ὡς ὑφιστάμεναι. Παράδειγμα, τὸν ἠλεκτρισμὸν οὐδεὶς δύναται νὰ
κατανοήσῃ καὶ ἅψῃ. Τοῦτο γίνεται, διότι ὁ ἠλεκτρισμὸς εἶναι δύναμις ἢ ρευ-
στόν, οὕτως εἰπεῖν, ἄϋλον, τοῦ ὁποίου μόνον τὰ ἀποτελέσματα κατανοοῦμεν.
Ὁ ἠλεκτρισμὸς καὶ ἄλλαι δυναμικαὶ ἄϋλοι οὐσίαι ὑφιστάμεναι
εἶναι μόνον δυναμικαί, ἐνῶ ἡ τῆς Ψυχῆς ἡμιϋλικὴ οὐσία καὶ ἡ τοῦ
Πνεύματος ἐντελῶς ὑπεράϋλος δύναμις, εἶναι Νοητικαὶ.
Ψυχὴ καὶ Πνεῦμα εἶναι ἓν ἀδιάσπαστον καὶ ἀδιαχώριστον. Ὅπως ὁ
ἠλεκτρισμὸς δέν ὑφίσταται, εἰ μὴ μόνον ὡς δυναμικὴ δύναμις, οὕτω καὶ
τὸ Πνεῦμα μετὰ τῆς ψυχῆς δέν ὑφίστανται, εἰ μὴ μόνον διὰ τὰς νοητικάς
των ἐκδηλώσεις. Ἡ μὲν Ψυχὴ χρησιμεύει πρὸς σύνδεσιν τοῦ Πνεύματος
μετὰ τῆς ὕλης, ἡ δὲ ὕλη χρησιμεύει ὡς ἀγωγὸς τῆς ἐκδηλώσεως τοῦ
Πνεύματος.
Ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν, μετενσαρκούμενος, εἶναι δύναμις νοητικὴ ἢ
Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον δύναται νὰ χαρακτηρισθῇ ὡς Πνευματική, ὡς φορεὺς
τυγχάνουσα δυνάμεων πνευματονοητικῶν καὶ ἀφοῦ αὕτη δύναται νὰ δι-
εισδύσῃ παντοῦ καὶ νὰ διατρέχῃ ἀποστάσεις, ὡς ὁ λογισμὸς αὐτὸς τοῦ
ζῶντος ἀνθρώπου, πῶς εἶναι ἀδύνατον ὡς ἐκ τῆς ἰδιότητός της αὐτῆς νὰ
εἰσέλθῃ ἐν νέῳ τινί διασκευαζομένῳ σώματι καὶ ἐνσαρκωθῇ;
Βεβαίως τοῦτο εἶναι κατανοητότερον νομίζω, ἀπὸ τὸν αἰθέρα, τὴν μὴ
νοητικὴν αὐτὴν ὕλην, ἡ ὁποία καταλαμβάνει τὸ Ἄπειρον κενόν. Ὅπως δὲ ὁ
σκώληξ ἐγκλείεται εἰς τὸν βόμβυκά του καὶ ἀναζῇ μεταβαλλόμενος εἰς χρυ-
364 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

σαλίδα, οὕτω καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐγκλειόμενος ἐν τῷ σαρκίῳ του, ἀπαλλασσό-


μενος αὐτοῦ καθίσταται ἄϋλος, ἔχων Ἄϋλον Πνευματικὴν Ὑπόστασιν.
Θὰ παράσχωμεν ὑμῖν πολλά, τὰ ὁποῖα θέλουσιν ἀποδείξει τὴν μετεν-
σάρκωσιν. Ἐν τινι βρέφει δέν παρατηρεῖτε πολλάκις ἰδιότητάς τινας, τὰς
ὁποίας δὲν δύνασθε ἄλλως νὰ ἐξηγήσῃτε, εἰ μὴ διὰ τῆς μετενσαρκώσεως;
Πολλαχοῦ τῆς γῆς παρατηροῦνται παιδία τριῶν ἐτῶν ἢ καὶ ὀλιγωτέρων νὰ
ὁμιλῶσι διαφόρους γλώσσας, χωρὶς οὐδεὶς καθηγητὴς νὰ ἐδίδαξεν αὐτά.
Πολλὰ δὲ γνωρίζουσι καὶ παίζουν μουσικὰ τεμάχια ἐπὶ κλειδοκυμβάλου ἢ
ἄλλου τινὸς ὀργάνου, ὡς οἱ καλλίτεροι καὶ διασημότεροι μουσικοί, χωρὶς
ποτέ οὐδεὶς νὰ διδάξῃ αὐτὰ ἔστω καὶ τὴν μουσικὴν κλίμακα. Θὰ ἠδύνατο
ποτὲ τὰ παιδία ταῦτα, ὅσον καὶ ἂν ἤσαν ἰδιοφυῆ νὰ διδαχθῶσι γλῶσσας δι-
αφόρους ἢ νὰ καταστῶσι διάσημοι μουσικοί, χωρὶς οὐδεὶς νὰ διδάξῃ αὐτά;
Πρό τινων ἐτῶν ἐνεφανίσθη παιδίον τι, τὸ ὁποῖον ἠδύνατο ν’ ἀπαντᾷ
ἀμέσως ἄνευ τῆς ἐλαχίστης σκέψεως εἰς τὰ δυσκολώτερα προβλήματα
τῆς μαθηματικῆς ἐπιστήμης μετὰ τοιαύτης μαθηματικῆς ἀκριβείας, οὕτως
ὥστε νὰ ἐξανίστανται καὶ οἱ μᾶλλον διάσημοι μαθηματικοί, διὰ τὰς ἀκρι-
βεῖς αὐτοῦ ἀπαντήσεις ἐν ἀκαρεῖ, ἐνῶ οὗτοι ἐχρειάζοντο τουλάχιστον
ἀρκετὸν χρονικὸν διάστημα πρὸς λῦσιν αὐτῶν. Οὕτω αἴφνης ἐπὶ παραδείγ-
ματι πόση εἶναι ἡ ἐπιφάνεια καὶ ὄγκος τῆς γῆς πρὸς τὴν ἐπιφάνειαν καὶ τοῦ
ὄγκου τοῦ ἡλίου καὶ πόση ἐστὶν ἡ κωνοειδὴς σκιὰ τῆς γῆς, ἡ παραγομένη
ἐκ τῆς διαφωτίσεως τοῦ ἡλίου, ἐὰν δέ ὁ χῶρος, ὃν καταλαμβάνει εἶναι κε-
καλυμμένος ὑπὸ φλοιοῦ χρυσοῦ ἴσον μέ τὸ πάχος εἰκοσοφράγκου πόσα
εἰκοσόφραγκα ἠθέλομεν κατασκευάσει ἐξ αὐτοῦ; Βεβαίως διὰ νὰ ἀπαντή-
σῃ τις μὴ διδαχθεὶς οὔτε τὰ ψηφία τῶν ἀριθμῶν καὶ τὰς πράξεις αὐτῶν δὲν
εἶναι μικρόν. Πῶς, λοιπόν, ἐξηγεῖται τοῦτο, εἰ μὴ ὅτι τὸ Πνεῦμα τοῦ παιδίου
τούτου ἐνεσαρκώθη ἐξ ἄλλου τινὸς πλανήτου, κατὰ πολὺ προηγμένου τοῦ
ἰδικοῦ σας, ἕνεκα παρεκτροπῆς τινος;
Ἀφοῦ φαίνεται ἀδύνατον παιδίον τι χωρὶς νὰ διδαχθῇ νὰ λύῃ προ-
βλήματα, νὰ παίζῃ μουσικήν, νὰ συζητῇ περὶ ὑψηλῶν θεμάτων, δύο τινὰ
ὑπονοοῦνται: Ἢ τὸ παιδίον τοῦτο εἶναι Πνεῦμα μετενσαρκωμένον, προϋ-
πάρξαν κατὰ τὴν προγενεστέραν αὐτοῦ ὕπαρξιν πολὺ ἀνεπτυγμένον, προ-
ηγμένον δὲ εἰς μόρφωσιν πνευματικήν, ἀλλ’ ὑστεροῦν κατὰ τὰς πνευμα-
τικὰς ἀρετάς, ἢ ἐστι μεσάζων ἐρχόμενος εἰς ἐπικοινωνίαν μετὰ Ἀνωτάτου
Πνεύματος, τὸ ὁποῖον μέσῳ αὐτοῦ ὁμιλεῖ, χωρὶς τοῦτο ν’ ἀντιλαμβάνεται
οὐδέν. Ὅθεν δὲν δύναται νὰ δοθῇ ἄλλη τις ἐξήγησις, πάντως ὅμως δέον νὰ
παραδεχθῆτε μετενσάρκωσιν ἢ ἐνσάρκωσιν, εἰσχώρησιν δηλαδὴ Ἀΰλου
Πνεύματος ἐν τῇ ἀνθρωπίνῃ σαρκί .
Διὰ τὴν ἀπόδειξιν τῆς μετενσαρκώσεως ἠδυνάμεθα νὰ παρατάξωμεν πο-
λυσελίδους τόμους παραδειγμάτων. Ἀφοῦ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι ἐπανέρ-
χονται εἰς τὸν κόσμον τοῦτον, ὅπως ἐξιλασθῶσιν, ἔπεται ὅτι ἡμέραν τινὰ πά-
ντες οἱ ἐν τῇ γῇ γεννηθέντες θὰ ἐξιλασθῶσι καὶ θὰ ἀνέλθωσι τὰς βαθμίδας
τῆς Πνευματικῆς ἀναδείξεως τοῦ Ἀΰλου Πνευματικοῦ Κόσμου, ὁπότε πάντες
Υἱοὶ Θεοῦ κληθήσονται. Οἱ ἂνθρωποι, λοιπόν, πάντες ­δικαιωθήσονται. Πά-
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 365

ντες θὰ καταστῶσι μία ποίμνη, ὑπὸ ἕνα Ποιμένα. Ὁ Ὑπερτέλειος δηλαδὴ


ἐν παντὶ Κόσμος - Θεός.
Ὁ Θεὸς ἀφοῦ ἐστιν Ἀγαθὸς οὐδόλως τὸ κακὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐπιζη-
τήσει. Ἀφοῦ δὲ τὸ κακὸν τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἐπιζητεῖ, ἄρα βελτιώνει τὸν
κακὸν καὶ ἄδικον καὶ ἁμαρτωλὸν καταστάντα, ὡς ἐκ τῆς ἀτελείας του καὶ
παραγνωρίσεως τῆς πραγματικῆς ὁδοῦ, τὴν ὁποίαν ὤφειλε ν’ ἀκολουθή-
σῃ, ἡ ὁποία δηλαδὴ εἶναι ἡ ὁδὸς τῆς εὐθυδικίας καὶ τῆς Ἀρετῆς, ἀκολουθή-
σας ἀντ’ αὐτῆς ὁδὸν ἄνομον καὶ κακήν. Βεβαίως ἐν προηγουμένοις ἡμῶν
κεφαλαίοις ἀπεδείξαμεν ὅτι ὁ Θεὸς αὐτὸν καταστήσει οὐχὶ αἰωνίως κατα-
δικασμένον ἐν ἁμαρτίαις, ἐν κολάσει καὶ μαρτυρίοις, ἀλλ’ ἐξαγνίζει αὐτὸν
καὶ διορθοῖ καὶ φέρει εἰς τὴν ὁδὸν τῆς δόξης, δι’ ἣν αὐτὸν προώρισεν.
Διατὶ ὅμως ὁ ἄνθρωπος πράττει κακόν; Ὑπείκων εἰς τὴν σωματικὴν
αὐτοῦ ἀτέλειαν καὶ εἰς τὴν νομιζομένην ὑπ’ αὐτοῦ ὑπαρκτὴν ζωὴν τῶν
ἐπιγείων ἀγαθῶν. Ἀκολουθήσας ὅμως κατόπιν μετανοίας, προκληθείσης
ταύτης ἐκ τῆς πείρας τῆς ὑλικῆς ζωῆς, τὴν ὁδὸν τῆς μετενσαρκώσεως καὶ
ἐξαγνισθείς διὰ τὴν προτέραν αὐτοῦ κακὴν διαβίωσιν, ἀνέρχεται κατευθυ-
νόμενος εἰς τὴν πρώτην αὐτοῦ πνευματικὴν βαθμίδα, ἥτις τελικῶς θὰ εἶναι
ἡ Δόξα τοῦ Κυρίου, διὰ τὴν ὁποίαν Αὐτὸς τὸν προώρισεν.
Ἴσως θέλετε νὰ μάθητε ποία ἡ Δόξα αὐτὴ τοῦ Κυρίου. Δόξα τοῦ Κυ-
ρίου εἶναι ἡ Δύναμις, ἡ δυναμένη τὰ πάντα ἐν τῇ ἰδίᾳ αὐτῆς Ἐξουσίᾳ
νὰ θέσῃ, ἐντὸς τῶν ὁρίων, ἐννοεῖται, τῶν φυσικῶν Νόμων τοῦ Σύμπα-
ντος, οἱ ὁποῖοι εἰσιν Ἀναλλοίωτοι καὶ Ἀπαράγραπτοι, μὴ ἀλλοιούμενοι,
ἀλλὰ διατρέχοντες τὴν φυσικὴν αὐτῶν τροχιὰν ἐν ἅπαντι τῷ αἰῷνι.
Ταῦτα δὲν εἶναι ἀντιληπτὰ ὑμῖν, ἐὰν δὲν τὰ ἐπεξηγήσωμεν. Ὁδὸς δό-
ξης εἶναι ἡ Ὑπερτελεία ἀναγωγὴ τῶν Πνευμάτων εἰς τὴν Ἀνωτάτην
βαθμίδα τῆς Πνευματικῆς ἀναπτύξεως. Ὅταν δηλαδὴ πνεῦμά τι φθάσῃ
εἰς τὴν ἀνωτάτην βαθμίδα τῆς πνευματικῆς ἀναπτύξεως, δύναται τὰ πά-
ντα νὰ κατορθώσῃ. Δύναται νὰ προγνωρίζῃ τὸ μέλλον τῆς μεταβολῆς τοῦ
Σύμπαντος καὶ τῆς ἐξελίξεως αὐτοῦ. Δύναται νὰ εἰσχωρῇ παντοῦ ἐν ταῖς
πλέον ἀποκεντρωτικαῖς χώραις τοῦ Σύμπαντος καὶ τὰ πάντα νὰ ὦσιν αὐτῷ
γνωστά. Ὅταν δηλαδὴ θελήσῃ ν’ ἀπαριθμήσῃ τοὺς πλανήτας τοῦ γνω-
στοῦ σας Ἀπείρου, ἀμέσως πάντες οἱ ἀριθμοὶ αὐτοῦ ἀπαριθμοῦνται ἐν τῷ
Πνεύματι αὐτοῦ ἀκαριαίως.
Προείπομεν ἐν προηγουμένῳ κεφαλαίῳ ὅτι τὰ Πνεύματα βλέπουν
καὶ ἀκούουν ὄχι ὅπως οἱ ἄνθρωποι. Οὔτε αἰσθάνονται διὰ τῶν αἰσθητικῶν
ὀργάνων, ἀλλὰ διὰ τῆς διορατικότητος. Θέλει νὰ μάθῃ αἴφνης τί τελεῖται
εἰς πλανήτην τινά, ὁ ὁποῖος ἀπέχει χιλιάδας τετράκις ἑκατομμύρια χιλιό-
μετρα, εἰς τὰ ὁποῖα διὰ νὰ δυνηθῶσιν νὰ φθάσωσιν ἀπὸ τῆς γῆς μέχρι ἐκεῖ
θὰ χρειασθοῦν ἀπειρία αἰώνων, τὸ Πνεῦμα διορᾷ τὰ ἐν τῷ πλανήτῃ αὐτῷ
συμβαίνοντα ἐντὸς δευτερολέπτου.
Ἡ Δύναμις αὐτὴ εἶναι ἀκατανόητος εἰς ὑμᾶς καὶ τόσον μάλιστα ἀκα-
τανόητος, καθόσον δέν γνωρίζετε καὶ τὴν Ἀνωτάτην τῶν πνευμάτων Πνευ-
ματικὴν ἀνάδειξιν. Εἶπον ἐν τῇ ἀρχῇ τοῦ παρόντος ὅτι διὰ νὰ περιγράψῃ
366 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

τις ὅ,τι τὸ Ἀνώτατον Πνεῦμα γιγνώσκει, ἀπαιτεῖται βιβλίον καλῦπτον τὸ


διὰ τῶν τηλεσκοπίων γνωστόν σας Σύμπαν. Ἡ Δύναμις, λοιπόν, αὕτη τῶν
Ἀνωτάτων Πνευμάτων εἶναι ἀκαθόριστος καὶ ἀνθρώπινος λογισμὸς δέν δύ-
ναται νὰ ἐννοήσῃ.
Ἂν δέ ἡ ἀνωτάτη αὐτὴ τῶν Πνευμάτων ἀνάδειξις φαίνεται τόσον
ἀπέραντος εἰς τὸ ὕψος, βάθος καὶ ἔκτασιν αὐτῆς, ἄραγε πῶς δύνασθε νὰ
ἐννοήσητε τὸ Ὕψος τοῦ Ὑπερτάτου ἐν Ἀΰλοις Ὄντος, ὁ ὁποῖος καὶ ἡμᾶς
αὐτοὺς ὁδηγεῖ καὶ ἐμπνέει καὶ ἀναδεικνύει καὶ ἀπέναντι τοῦ Ὁποίου σύ-
μπαντα τὰ Πνεύματα συνενούμενα ἀποτελοῦμεν μηδέν;
Δύνασθε, λοιπόν, μικροὶ ἄνθρωποι, νὰ ἐννοήσητε τὸ μυστήριον πέραν
τῆς γηΐνης ἐπιφανείας, δύνασθε νὰ ἀφήσητε τὴν διάνοιάν σας νὰ διασχί-
σῃ τὰς ἀπεράντους ἀποστάσεις τοῦ Ἀπείρου καὶ νὰ εἰσδύσητε εἰς τὰ μυ-
στήρια, τὰ καλύπτοντα αὐτὸ ἀνὰ πᾶν βῆμα;
Ἀφοῦ, λοιπόν, ἐὰν πράξητε τοῦτο κατὰ ἓν μόνον βῆμα, ἤθελε καταλά-
βει ὑμᾶς ἴλιγγος, πῶς θέλετε νὰ καταπολεμήσητε ἐπιστήμην, ἡ ὁποία ἀκρι-
βῶς ἑδράζεται ἐπὶ τῆς ἀπείρου αὐτῆς διδασκαλίας καὶ τῆς ἐπεξηγήσεώς
της; Πῶς θέλετε καταπολεμήσει τὴν Πνευματικὴν Ἐπικοινωνίαν, ἡ ὁποία
ἀκριβῶς αἴρει τὰ νέφη, τὰ περικαλύπτοντα τὴν γηΐνην ἐπιφάνειαν καὶ δί-
δει εἰς τὴν διάνοιαν ὑμῶν τὸ Ἀνέσπερον Φῶς τῆς Ἀλανθάστου παρατηρη-
τικότητος τῶν Πνευμάτων, τὸ ὁποῖον ὁδηγεῖ ὑμᾶς πρὸς τὴν Ἀλήθειαν καὶ
ἀνάδειξιν πνευματικήν;
Τὰ Ἀνώτατα Πνεύματα τὰ ἀνερχόμενα τὰς βαθμίδας τῆς πνευματικῆς
ἀναδείξεως ὁλοέν ἀναπτύσσονται πνευματικῶς. Διότι ὅπως τὸ Ἄπειρόν
ἐστι ἄτερμον καὶ ἀχανές, οὕτω καὶ ἡ Πνευματικὴ ἀνάδειξις Ἀτέρμων
ἐστίν. Ὅπως δέ τὸ Ἄπειρον δέν ἀναγνωρίζει τέλος, οὕτω καὶ τὰ Πνεύματα
δὲν ἀναγνωρίζουσι τέλος πνευματικῆς ἀναγωγῆς καὶ ἀναπτύξεως. Αὐτὰ
εἶναι δι’ ὑμᾶς ὀλίγον ἀκατανόητα, ἀλλὰ καὶ ἀληθῆ.
Τὸ Πνεῦμα, λοιπόν, ἀρχίζει νά ἐξελίσσεται, ὅταν ἀρχίσῃ νὰ ἑδράζῃ
ἐπὶ τῆς πρώτης βαθμίδος τῆς πνευματικῆς ἀναγωγῆς καὶ ἀναπτύξεως καὶ
καταφθάνει μέχρι ἀπεριορίστου ὁρίου πνευματικῆς ἀναδείξεως. Ἐπίσης
δὲ τὰ πνεύματα ἔχοντα συνάφειαν μὲ πάντα τὰ ἐν σώματι ἐνσαρκωμένα
πνεύματα, ὁδηγοῦσιν αὐτὰ, εἰς τὴν τελειότητα. Οὕτω καὶ πολλοὶ ἄνθρωποι
ἐμπνεόμενοι ἀναδεικνὺονται πνευματικῶς, χωρὶς ἐπὶ τούτῳ νὰ διαμορ-
φωθῶσιν, χωρὶς ν’ ἀναπτυχθῶσι πνευματικῶς καὶ τύχωσιν ἀνωτέρας τινὸς
ἐκπαιδεύσεως καὶ διδαχῆς.
Πῶς τοῦτο συμβαίνει, ἐὰν δὲν ἔχουσι τοὺς καταλλήλους διδασκάλους,
τὰ Πνεύματα τὰ ὁποῖα διαφωτίζουσι αὐτοὺς καὶ διδάσκουσι, χωρίς οὗτοι
νὰ μαθητεύσωσιν ἐν ἀνωτέροις ἐκπαιδευτηρίοις; Ἀπόδειξις ὁ μεσάζων,
ὁ ὁποῖος ὁδηγούμενος ὑπὸ τοῦ Πνεύματός Μου, ἄμοιρος τῆς ἀνωτέρας
μαθήσεως, καθίσταται σήμερον ἐμβριθὴς σπουδαστής, μελετητὴς τῆς φι-
λοσοφίας, φυσικῆς καὶ φυσιοδίφης, χωρίς κἂν νὰ διδαχθῇ τὰ στοιχεῖα τῶν
ἐπιστημῶν αὐτῶν. Τοῦτο και μόνον ἔδει νὰ σᾶς κάμῃ ν’ ἀσχοληθῆτε μετὰ
περισσοτέρας ζέσεως εἰς τὴν μελέτην τῆς ἐπιστήμης τῆς πνευματικῆς ἐπι-
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 367

κοινωνίας, τῆς ἀναμορφούσης καὶ ἀναπτυσσούσης ἀτελῆ πνεύματα.


Ὅταν ἄνθρωποι ἀπαρνῆσθε τὴν πνευματικὴν ἐπικοινωνίαν, ἀπαρ-
νεῖσθε αὐτὴν τὴν ὕπαρξίν σας, διότι ἐν ὑμῖν ἐμφιλοχωρεῖ τὸ Πνεῦμα, τὸ
ὁποῖον σᾶς καθοδηγεῖ πάντοτε και ἑκάστοτε εἰς τὰς μερίμνας τῆς ἐπὶ γῆς
διαβιώσεώς σας.
Νῦν θέλω καθορίσει τὴν πολιτείαν ὑμῶν ἐπὶ τῆς γῆς καὶ τί ὀφείλετε
νὰ πράττητε, ἐὰν θέλετε τὴν ἀναγωγὴν τοῦ πνεύματός σας νὰ ἴδητε συ-
ντελουμένην. Ἐν προηγουμένοις κεφαλαίοις ἀνεπτύξαμεν τὴν ὀντότητα
τῆς ψυχῆς καὶ τὴν Ἀθανασίαν αὐτῆς, μετὰ τὴν ἀπαλλαγὴν τοῦ φθαρτοῦ
ἀνθρωπίνου σώματος, τὸ ὁποῖον καὶ αὐτὸ δέν ἀπόλλυται, ὡς συνιστάμε-
νον και αὐτὸ ἐξ ὕλης, ἡ ὁποία δύναται ν’ ἀλλάξῃ μορφὴν ἀποσυντιθεμένη,
ἀλλὰ πάντοτε ὅμως ὑφίσταται ὡς καὶ πάντα τὰ ἐν τῇ φύσει στοιχεῖα, τὰ
ὁποῖα συνενοῦνται ἢ διαλύονται, οὐδόλως ὅμως ἀπόλλυνται.
Αφοῦ δὲ ἡ σωματικὴ ὕλη διαιωνίζεται καὶ οὐδόλως ἀπόλλυται, πόσο
μᾶλλον ἤθελεν εἶναι μωρία ἡ πνευματικὴ ὑπόστασις ν’ ἀπόλλυται μετὰ
τὴν ἐκ τοῦ σώματος τελευτήν. Ἡ ὕλη διαχωρίζεται ἀποθνήσκοντος τοῦ
σώματος εἰς τὰ ἀνάλογα συστατικά, ἐξ ὧν σύγκειται. Ἡ Πνευματικὴ ὅμως
Ὑπόστασις τοῦ ἀνθρώπου οὔτε ἀλλοιοῦται, οὔτε διαχωρίζεται, οὔτε ἀπο-
σπᾶται καὶ μεταβάλλεται, ἀλλὰ παραμένει πάνυ διάφορος εἰς τὰς τῆς χη-
μικῆς ἑνώσεως μεταβολάς.
Ὅπως δὲ τὰ διάφορα στοιχεῖα ἑνοῦνται καὶ ἀποτελοῦν τὰ διάφορα σύμ-
μικτα εἴδη τῆς φύσεως, ἡ Πνευματικὴ Ὑπόστασις ἀντιθέτως οὔτε ἐνοῦται
μετ’ ἄλλου τινὸς στοιχείου, οὔτε διαχωρίζεται, ἀλλὰ παραμένει Ἀναλλοίω-
τος, ἐπειδὴ οὐδέν ἐν τῇ φύσει ὁμοιάζει αὐτῇ, ὡς ἀναγομένη εἰς πνευματικὴν
ὑπόστασιν καὶ ὄχι εἰς ὑλικήν τινα διαπαραγωγήν. Ἀφοῦ, λοιπόν, ἡ κυρία ὑπό-
στασις τῆς ψυχῆς, τὸ Πνεῦμα, ἀναδεικνύει τὸν ἄνθρωπον καὶ θέτει αὐτὸν
ὑπεράνω ὅλων τῶν ἄλλων ὑλικῶν παραγωγικοτήτων τῆς φύσεως, σεῖς οἱ ἄν-
θρωποι δὲν ὀφείλετε νὰ ἐνασχολῆσθε περισσότερον ἀπὸ τὴν φθαρτὴν τοῦ
σώματός σας ὑπόστασιν μὲ τὴν Ἄφθαρτον Πνευματικήν σας ἀνάδειξιν;
Ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει περισσότερον παντὸς ἄλλου ν’ ἀσχοληθῇ μὲ
τὴν πνευματικήν του ἀνάδειξιν, ἀφήνων εἰς δευτερεύουσαν βαθμίδα τὰς
σωματικὰς του ἀπαιτήσεις. Πῶς ὅμως ὁ ἄνθρωπος δύναται νὰ κατορθώσῃ
τοῦτο; Εὰν ἐπιδοθῇ εἰς τὴν μελέτην, εἰς τὴν παιδείαν καὶ πνευματικὴν καλ-
λιέργειαν τοῦ πνεύματός του ἐκτελεῖ τὸν προορισμόν του; Ὄχι δυστυχῶς.
Διότι δὲν συντελεῖ μόνον ἡ πνευματικὴ κᾳλλιέργεια καὶ μόρφωσις,
οὕτως εἰπεῖν, πρὸς τὴν κυρίαν ἀποστολήν σας εἰς τὴν γῆν, πρὸς τὴν ἐν
τῷ μέλλοντι ἀναγωγὴν τοῦ πνεύματός σας, πρὸς ἀπαλλαγὴν αὐτοῦ ἀπὸ
πάσης μετενσαρκώσεως καὶ ἠθικῆς ψυχικῆς τιμωρίας ἢ καλλίτερον εἰπεῖν
παραδειγματισμοῦ καὶ σωφρονισμοῦ τῆς πνευματικῆς ὑμῶν ὑποστάσεως.
Ὁ ἄνθρωπος ἀναπτυχθεὶς πνευματικῶς καὶ μὴ ἀποβαλὼν τὰ ἐλατ-
τώματα τῆς σαρκός του, μὴ καταπνίγων τὰ πάθη ἐκεῖνα τῆς σαρκός,
τὰ καθιστῶντα ὑπόδουλον τῇ σαρκὶ τὸ Πνεῦμα, οὐδὲν πράττει, διὰ
τῆς πνευματικῆς του ταύτης ἀναδείξεως.
368 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Ὁ ἄνθρωπος συνωδᾷ μὲ τὴν πνευματικήν του καλλιέργειαν ὀφείλει ν’


ἀναπτύξῃ καὶ τὰς πνευματικάς του ἀρετάς. Ἐὰν βεβαίως δὲν καλλιεργή-
σῃ τὸ Πνεῦμα ἀναλόγως πρὸς τὴν ὁδὸν τὴν πρέπουσαν, πρὸς τὴν μέλλου-
σαν ἀναγωγὴν καὶ Ἀθανασίαν, οὐδέν πράττει.
Διατὶ ὅμως ὁ ἄνθρωπος δὲν δύναται ν’ ἀναπτύξῃ τὰς πνευματικάς του
ἀρετὰς καὶ διατὶ πάντοτε νὰ κωλύεται ὑπὸ τῶν ἀπαιτήσεων τῆς σαρκός; Οὐ-
δεὶς βεβαίως δύναται ν’ ἀρνηθῇ, ὅτι δὲν ὑπέκυψεν εἰς τὸ κακόν. Οὐδεὶς δύνα-
ται ν’ ἀρνηθῇ, ὅτι δὲν ἠδίκησεν τὸν πλησίον του, ἢ τέλος δὲν ὑπέκυψεν ἀπὸ
τὸ βάρος τοῦ ἐλέγχου τῆς συνειδήσεώς του. Ἀφοῦ δὲ πάντες οἱ ἄνθρωποι
ὑπόκεινται εἰς τὴν ἁμαρτίαν, ἀφοῦ πάντες οἱ ἄνθρωποι μηδενὸς ἐξαιρουμέ-
νου, παρ’ ὅλην τὴν πνευματικήν των καλλιέργειαν καὶ τὴν προσήλωσίν των
πρὸς τὴν ἀρετήν, ὑπέκυψαν πρὸ τῆς ὕλης καὶ αὐτὴν ἐλάτρευσαν, ἕπεται ὅτι
ἡ σὰρξ, αὐτῶν εἶναι ἀτελὴς καὶ συνεπῶς δὲν πταίουν, ἂν παρασύρωνται ὑπὸ
τῶν ἀπαιτήσεών τῆς ζωῆς εἰςτὴν διάπραξιν πλείστων ὅσων παραπτωμάτων,
ἀντιβαινόντων πρὸς τὴν πνευματικὴν ἀνάδειξιν αὐτῶν.
Ὄχι, ἡ σὰρξ αὐτῶν δὲν εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία ὠθεῖ αὐτοὺς εἰς τὴν ἁμαρ-
τίαν. Διότι, ἂν ἡ σὰρξ αὐτῶν ἦτο ἀτελὴς καθὼς καὶ ἡ πνευματικὴ αὐτῶν
κατάστασις ἐπίσης, τότε λόγῳ τῆς ἀτελείας του ταύτης ὁ ἄνθρωπος δὲν
καθίσταται ὑπόλογος διὰ τὰς πράξεις του. Συνεπῶς δὲν πρέπει νὰ ὑποστῇ
τιμωρίαν τινὰ ἢ ἔλεγχον παρὰ τοῦ Ὑπερτελείου Ὄντος.
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως εἶναι τέλειος κατὰ τὴν πνευματικήν του ὑπό-
στασιν καὶ ἐπίσης τέλειος κατὰ τὴν σωματικήν του διάπλασιν. Ὁ ἄν-
θρωπος ἐὰν δὲν ἦτο τέλειος δὲν θὰ ἀφίετο ἐλεύθερος καὶ δὲν θὰ ὑφίστατο
τιμωρίαν μετὰ τὴν ἀθέτησιν τῆς πνευματικῆς του ἀπαιτήσεως.
Εἶσθε βεβαίως περίεργοι νὰ μάθετε πῶς ὁ ἄνθρωπος, ἐνῶ ἐπλάσθη
τόσον τέλειος νὰ ὑφίσταται τόσας ταπεινώσεις ἀπέναντι τῶν ἀπαιτήσεών
τοῦ σώματός του, τὸ ὁποῖον ἐπλάσθη ὡς τὸ τελειότερον πάντων τῶν ἄλ-
λων ἐπὶ τῆς γῆς ζωϊκῶν παραγωγῶν.
Ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ δέον νὰ γνωρίζετε ὅτι ὑπάρχουσι δύο πράγμα-
τα ὅλως διόλου ἀντίθετα. Οὕτω ἐπὶ παραδείγματι, διὰ νὰ ὑπάρξῃ καλὸν
πρέπει νὰ ὑπάρχῃ κακόν, πρὸς διάκρισιν. Διὰ νὰ ὑπάρξῃ φῶς, ἀπαιτεῖται
σκότος. Ὅπως διὰ νὰ ὑπάρξῃ Πνευματικὴ Ἀρετὴ πρέπει νὰ ὑφίσταται καὶ
κακία.
Θ’ ἀντιτάξητε ἴσως καὶ λογικῶς σκεπτόμενοι τὸν ἑξῆς συλλογισμόν.
Πῶς ἐκ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Υπερτελείου Ὄντος καὶ Ἀδιαφθόρου εἰς ἀτελείας
παρήχθησαν αἱ ἀτέλειαι καὶ αἱ κακίαι; Ὁ Θεός, εἴπομεν, ὅτι εἶναι ὁ Ὑπέρ-
τατος ἐν ἔργοις Δημιουργός, εἶναι Αναλλοίωτος, Ἀνεξάντλητος καὶ Ἀτέρ-
μων Πῃγὴ Τελειότητος.
Πόθεν, λοιπόν, ἡ ἀντινομία αὕτη; Αναδιφῶντες’ ἐν τῷ τὸ μιδίῳ τούτῳ
θέλετε εὕρει τὴν λῦσιν, ὦ ἀτελεῖς ἄνθρωποι, ἐν τῇ τελειότητί σας.
Εἴπομεν ἐν ἀρχῇ τοῦ παρόντος βιβλίου ὅτι ἐκ τοῦ Θείου τοῦ Θεοῦ Λό-
γου προέκυψεν ἡ Ὑπερυλικὴ Οὐσία τοῦ Σύμπαντος, ἐξ ἀρχῆς ὡς ὁ Θεὸς
ὑφίστατο. Ἐκ τῆς Ὑπερυλικῆς αὐτῆς Οὐσίας διεπλάσθησαν τὰ σώματα τῶν
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ 369

Ἀγγέλων καὶ τῶν Πνευματικῶν ὑπάρξεων ἐν γένει. Κατόπιν τῆς διαπλάσε-


ως αὐτῶν καὶ τῆς ἄκρας αὐτῶν τελειότητος, ἡ ὁποία σὺν τῷ χρόνῳ ἐπε-
κτείνεται ἐσσαεὶ εἰς τελειότητα. Ἐν τῇ ἀενάῳ ζυμώσει της ἐκ τῆς Ὑπερυλι-
κῆς αὐτῆς Οὐσίας ἐσχηματίσθη ἡ Ὑλικὴ τοῦ Σύμπαντος κόσμου ὑπόστασις.
Ὁ κόσμος ὅθεν τοῦ Ἀπείρου, πλανῆται, ἀπλανεῖς καὶ πάντα τὰ ἐν τῇ
φύσει ἐνδιαιτώμενα ὑλικὰ ὄντα καὶ δυνάμεις ἐκ τῆς ἐξελίξεως τῆς Ὑπε-
ρυλικῆς ἢ Αἰθερίας τοῦ Σύμπαντος Οὐσίας ἀπέρρευσαν. Τὰ ἐν τῇ φύσει,
διεσπαρμένα στοιχεῖα τῶν διαφόρων ὑλικῶν παραγωγικοτήτων τῆς Ὑπε-
ρυλικῆς καὶ ἀπώτερον τῆς Ἀπολύτου Πνευματικῆς, ἐξ ἧς τὰ πάντα ἀπέρ-
ρευσαν, εὕρηντο.
Ζυμωθέντων τούτων διὰ τῶν φυσικῶν νόμων τῶν ὑπαρχόντων ὡς καὶ
ὁ Θεὸς Αὐτός, διότι τοῦ Θεοῦ δυνάμεις εἶναι νομοποιηθεῖσαι ἀφ’ ὅτου ὁ
Θεὸς ὑπάρχει, ἀπὸ καταβολῆς δηλαδὴ κόσμου, ἀπετέλεσαν τὰς διαφόρους
ὑλικὰς παραγωγάς, τὰς ὁποίας βλέπομεν διεσπαρμένας ἐν τῷ ἀτελευτήτῳ
Ἀπείρῳ.
Ἐκ τῶν ζωϊκῶν κυττάρων, τῶν εὑρισκομένων ἐν νηφαλιότητι ἐν τῷ
σχηματισμῷ τῶν διαφόρων ἐξελισσομένων Οὐρανίων σωμάτων, ἀπέρρευ-
σαν τὰ διάφορα ζωϊκὰ ὄντα, τὰ κατοικοῦντα τοὺς διαφόρους πλανήτας
τοῦ Σύμπαντος.
Τὰ Πνεύματα, ἢ μία τάξις Πνευμάτων, τὰ διαπλασθέντα πρὸ τῆς
ἐξελίξεως τῆς Ὑπερυλικῆς Οὐσίας τοῦ Σύμπαντος, τὰ ἐνέχοντα τὴν
Πνοὴν τοῦ Θεοῦ ἢ τὴν ἐμφύσησιν τοῦ Πνεύματος Αὐτοῦ, ἐνεσαρκώθη-
σαν μεταβληθέντα ἀπὸ τὴν τελείαν Ὑπερυλικήν των Υπόστασιν εἰς τὰ ἀν-
θρώπινα σώματα.
Ἡ Ὑπερυλικὴ Οὐσία, ὡς εἴπομεν, εὑρίσκετο κατὰ τὴν διάπλασιν τοῦ
ψυχικοῦ του σώματος ἐν ὑπερτελείᾳ καταστάσει. Ἐν καταστάσει τοιαύτῃ,
ἣν ὑμεῖς ἀδύνατον νὰ ἀντιληφθῆτε, ὡς ἐκ τῆς ὑπεραϋλότητος αὐτῆς. Ἀφοῦ
δὲ τὰ πνεύματα ταῦτα ἦσᾳν τέλεια, ὡς ἐκ τῆς διαπλαστικότητός των ἀφ’
ἑνὸς καὶ τοῦ ἀΰλου σώματός των, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἐκ τῆς Πνευματικῆς Ἐμ-
φυσήσεως τοῦ Παναΰλου καὶ Πνευματικοῦ Δημιουργοῦ αὐτῶν, ἕπεται ὅτι
ἐνσαρκούμενα εἰς σῶμα ὑλικόν, τὸ ὁποῖον διὰ τῆς ἐξελίξεως τῆς Ὑπερυλι-
κῆς τοῦ Σύμπαντος Οὐσίας παρήχθη, ποθήσαντα τὴν ἀπόλαυσιν τῆς ὑλικῆς
των ὑποστάσεως καὶ ὑποβιβασθέντα ὡς ἐκ τούτου εἰς τὴν κατωτέραν τῆς
Ὑπερυλικῆς των Ὑποστάσεως βαθμίδα, κατέστησαν ἑαυτὰ ἀτελέστερα.
Συνεπῶς ἡμάρτησαν.
Ὥστε τὸ ἁμάρτημα προέκυψεν ἐκ τῆς πρώτης τῶν Ὑπεραΰλων
Πνευμάτων καθόδου εἰς ὑλικὴν Ὀντότητα, ἡ ὁποία ὡς ἄψυχος αὐτὴ καθ’
ἑαυτὴν οὖσα ὑπείκει εἰς τὴν ἐν τοῖς ἀψύχοις καὶ ἀνουσίοις πράγμασιν προ-
σήλωσιν καὶ ἐντρύφησιν αὐτῆς ἐνῶ ἡ Πνευματική των ὑπόστασις ἀπαιτεῖ
τὴν ἀπὸ ὑλικὰς διατροφικὰς ἀπαιτήσεις ἀποχὴν καὶ τὴν ἐντρύφησιν εἰς
τὸν Πνευματικὸν αὐτῆς προορισμόν.
Ἐντεῦθεν ἡ πάλη σαρκὸς καὶ Πνεύματος.
Τὰ πνεύματα ὅθεν τῶν προγόνων ἀνθρώπων ἐνσαρκωθέντα ἐν ὑλικῷ
370 ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

σώματι ἰδίᾳ βουλήσει καὶ παραλείψαντα, ὡς ἐκ τῶν ὑλικῶν ἀπαιτήσεων


τοῦ σώματός των, τὴν πνευματικήν των ἀνάδειξιν, κατέστησαν ἁμαρτωλὰ
καὶ ὡς ἐκ τούτου προέκυψεν ἐκ τῆς πάλης σαρκὸς καὶ Πνεύματος ἡ ἁμαρ-
τία. Τουτέστιν ἡ ἀτέλεια ἐκ τῆς ὑπερτελείας διαπλάσεώς του. Ἡ δεινὴ αὕτη
πάλη ἀποτελεῖ τὴν ἄπειρον αὐτὴν εἰκόνα εἰς τὴν ἀχανῆ καὶ ἄπειρον αὐτὴν
κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος, εὐστόχως χαρακτηρισθείσης ὡς τοιαύτης, εἰς ἣν
ὑφίσταται μία ἀπέραντος δογματολογία, διὰ νὰ μὴ τὴν εἴπω σατανολογίαν.
ΦΑΡΑΧ_Β_WEB.indb 371 18-Sep-21 7:35:34 PM
ΦΑΡΑΧ_Β_WEB.indb 372 18-Sep-21 7:35:34 PM

You might also like