Download as doc, pdf, or txt
Download as doc, pdf, or txt
You are on page 1of 107

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΌΛΟΓΟΣ 3

ΜΕΡΟΣ Α 4

1. ΕΙΣΑΓΩΓΉ 5
1Α. ΣΥΝΟΠΤΙΚΉ ΙΣΤΟΡΙΚΉ ΑΝΑΦΟΡΆ 7
1Β. Η ΙΔΕΟΛΟΓΊΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΜΒΑΤΙΚΈΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΈΣ ΑΞΊΕΣ 8
1Γ. Η κοινωνική παρέκκλιση 10
2. ΔΊΚΑΙΟ ΚΑΙ ΈΓΚΛΗΜΑ 12
2Α. Η ΈΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΕΓΚΛΉΜΑΤΟΣ 13
2Β. Η ΈΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΒΑΡΎΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΉ ΠΡΆΞΗ 15
3. Η ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΌΤΗΤΑ 16
3.Α. Η ΚΑΤΑΓΡΑΦΉ ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΌΤΗΤΑΣ 17
3Β. Το πρόβλημα της καταγραφής της εγκληματικότητας. 17
3Γ. Η συγκρισιμότητα της εγκληματικότητας 20
3Δ. ΠΑΡΆΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΆΖΟΥΝ ΤΗΝ «ΑΠΟΚΆΛΥΨΗ» ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΡΑΦΉ ΤΗΣ
ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΌΤΗΤΑΣ 22
4. ΟΙ ΘΕΩΡΊΕΣ ΕΡΜΗΝΕΊΑΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΉΜΑΤΟΣ. 26
4Α. ΒΙΟΛΟΓΙΚΈΣ- ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΈΣ ΘΕΩΡΊΕΣ 27
4Β. ΟΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΈΣ ΘΕΩΡΊΕΣ 28
4Γ. ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΈΣ ΘΕΩΡΊΕΣ 29
5. ΟΙ ΘΕΤΙΚΙΣΤΙΚΈΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΚΕΝΤΡΙΚΈΣ ΘΕΩΡΊΕΣ 30
6. ΤΑ ΑΊΤΙΑ ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΌΤΗΤΑΣ-ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΙΚΌΤΗΤΑΣ 32
7. ΟΙ ΕΠΙΠΤΏΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΆΤΩΝ 37
7.Α. ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΈΣ ΕΠΙΠΤΏΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΆΤΩΝ 37
7.Β. ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΈΣ ΕΠΙΠΤΏΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΆΤΩΝ 38
8. Η ΈΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΣΦΆΛΕΙΑΣ 38
9. Ο ΚΊΝΔΥΝΟΣ ΑΠΌ ΤΟ ΈΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ Ο ΦΌΒΟΣ ΘΥΜΑΤΟΠΟΊΗΣΗΣ 40
9A. Ο ΗΘΙΚΌΣ ΠΑΝΙΚΌΣ 42
10. Η ΟΡΓΑΝΩΜΈΝΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΌΤΗΤΑ 44
10.Α. ΟΙ ΔΙΑΣΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΩΜΈΝΟΥ ΕΓΚΛΉΜΑΤΟΣ. 46
10.B.ΤΟ ΟΡΓΑΝΩΜΈΝΟ ΈΓΚΛΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΆΔΑ 49

Β΄ ΜΕΡΟΣ 52

ΕΙΔΙΚΈΣ ΚΑΤΗΓΟΡΊΕΣ ΕΓΚΛΗΜΆΤΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΏΝ 52


11. ΤΑ ΝΑΡΚΩΤΙΚΆ ΚΑΙ Η ΤΟΞΙΚΟΜΑΝΊΑ 52
11.Α. ΤΑ ΑΊΤΙΑ ΠΟΥ ΟΔΗΓΟΎΝ ΣΤΗ ΧΡΉΣΗ ΝΑΡΚΩΤΙΚΏΝ 54
11.Β.ΟΙ ΕΠΙΠΤΏΣΕΙΣ ΤΗΣ ΧΡΉΣΗΣ ΤΩΝ ΝΑΡΚΩΤΙΚΏΝ 54
11.Γ. ΝΑΡΚΩΤΙΚΆ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΌΤΗΤΑ 55
12. ΤΟ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΌ ΈΓΚΛΗΜΑ 57
13. ΤΑ ΕΓΚΛΉΜΑΤΑ ΒΊΑΣ 59
13. Β. Η ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΉ ΒΊΑ 62
13. Γ. Η εξωτερίκευση του προβλήματος της ενδοοικογενειακής βίας 64

1
13.Δ. Η ΑΝΤΙΜΕΤΏΠΙΣΗ ΤΗΣ ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΉΣ ΒΊΑΣ 65
13.Ε. Η ΑΙΜΟΜΙΞΊΑ 66
14. ΤΑ ΕΓΚΛΉΜΑΤΑ ΚΑΤΆ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΊΑΣ 67

ΜΕΡΟΣ Γ΄ 68

ΕΙΔΙΚΈΣ ΚΑΤΗΓΟΡΊΕΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΏΝ 68


15. ΟΙ ΑΝΉΛΙΚΟΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΊΕΣ 68
15. Α. Η ΑΝΤΙΜΕΤΏΠΙΣΗ ΤΗΣ ΝΕΑΝΙΚΉΣ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΌΤΗΤΑΣ 71
15.Β. Οι Επιμελητές Ανηλίκων – Δικαστήριο Ανηλίκων 71
16. ΟΙ ΑΛΛΟΔΑΠΟΊ ΚΑΙ Η ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΌΤΗΤΆ ΤΟΥΣ 73

ΜΕΡΟΣ Δ 74

1. Η ΠΡΌΛΗΨΗ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΜΕΤΏΠΙΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΌΤΗΤΑΣ- ΑΝΤΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΉ ΠΟΛΙΤΙΚΉ. 74


1.Α. Ο ΚΟΙΝΩΝΙΚΌΣ ΈΛΕΓΧΟΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΉΜΑΤΟΣ 76
1.Α.1. Ο εσωτερικός κοινωνικός έλεγχος 77
1.Α.2. Ο εξωτερικός ή επίσημος κοινωνικός έλεγχος 78
2. ΠΡΌΛΗΨΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΟΛΉ 80
2.Α. Η πρόληψη 80
2.Β. Η ΚΑΤΑΣΤΟΛΉ 81
3. Η ΑΣΤΥΝΌΜΕΥΣΗ 82
3. Α. Η Αστυνομία 83
4.Α.Η διακριτική ευχέρεια στην εξουσία των αστυνομικών 88
5. Η ΘΕΩΡΊΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΌΤΥΠΟ ΑΣΤΥΝΌΜΕΥΣΗΣ ΤΗΣ «ΜΗΔΕΝΙΚΉΣ ΑΝΟΧΉΣ». 89
6. Η ΚΟΙΝΟΤΙΚΉ ΑΣΤΥΝΌΜΕΥΣΗ 90
7. Η ΙΔΙΩΤΙΚΉ ΑΣΤΥΝΌΜΕΥΣΗ 94
8. ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΌ ΣΎΣΤΗΜΑ ΑΣΤΥΝΌΜΕΥΣΗΣ 95
8.Α. Εξέλιξη και δομή της Ελληνικής Αστυνομίας. 95
8.Β. Διάρθρωση και λειτουργία της Αστυνομίας στην Ελλάδα 96
ΑΝΤΊ ΕΠΙΛΌΓΟΥ 100
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 102
Άρθρα σε Εφημερίδες και περιοδικά 106

2
Πρόλογος

Στην εποχή μας οι πολύπλοκες κοινωνικές σχέσεις έχουν αναδείξει το ζήτημα της εγκληματικότητας
ως ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα σε διεθνές επίπεδο. Η παραβίαση των κοινωνικών κανόνων συχνά
δημιουργεί προβλήματα στην κοινωνική συνοχή και μπορεί να προκαλεί φόβο και ανασφάλεια. Τα αίτια και
οι συνέπειες των εγκληματικών πράξεων διερευνώνται από χιλιάδες επιστήμονες σε όλο τον κόσμο και
βέβαια περίοπτη θέση στην αναζήτησή τους έχουν οι μέθοδοι και οι τεχνικές για την αντιμετώπιση της
εγκληματικότητας. Η αντιμετώπιση της εγκληματικότητας ανατίθεται στις κρατικές υπηρεσίες οι οποίες
καλούνται να διαχειριστούν το πρόβλημα παράλληλα με την άσκηση εκ μέρους τους της κρατικής εξουσίας.
Συχνά και ανάλογα με το βαθμό δημοκρατικής συγκρότησης ενός κράτους, οι παραβατικές πράξεις δεν είναι
παρά αντίδραση στην κυρίαρχη εξουσία. Ακριβώς για αυτό η ανάγκη για διαφύλαξη των βασικών ατομικών
και κοινωνικών δικαιωμάτων στις δημοκρατικές κοινωνίες και κράτη, δημιουργεί νέες απαιτήσεις στις
διαδικασίες του κοινωνικού ελέγχου και καθιστά το ζήτημα της εγκληματικότητας ακόμη ποιο περίπλοκο.
Επιπλέον η εγκληματικότητα έχει ένα ολοένα αυξανόμενο διεθνικό και οργανωμένο χαρακτήρα. Κατά
λογική συνέπεια, δημιουργεί αντίστοιχες απαιτήσεις στην αντιμετώπισή της. Ακόμη, η γέννηση μέσα από
ένα ιδιαίτερα περίπλοκο σύστημα γεωπολιτικών σχέσεων, νέων απειλών ασφάλειας οι οποίες
δημιουργούνται από την παραβίαση κανόνων της διεθνούς κοινωνίας, διαμορφώνουν ένα νέο πεδίο «υπέρ-
εγκληματικότητας» η αντιμετώπιση της οποίας ξεφεύγει από τα μέχρι τώρα γνωστά και εφαρμοσμένα
συστήματα αντεγκληματικής πολιτικής.
Όμως γύρω από την έννοια της εγκληματικότητας δημιουργούνται αρκετές ασάφειες ιδιαίτερα μάλιστα στην
εποχή μας κατά την οποία η υπέρ-πληροφόρηση αλλά συχνά και η παρά-πληροφόρηση, μέσα από όλους
τους αγωγούς επικοινωνίας κυρίως όμως από τα ΜΜΕ, είναι μεγαλύτερες από ποτέ.
Έτσι συχνά μιλάμε για την εγκληματικότητα μέσα σε ένα απροσδιόριστο πλαίσιο, συχνά επίσης
δημιουργούνται φόβοι θυματοποίησης άλλοτε δικαιολογημένοι άλλοτε αδικαιολόγητοι ενώ αρκετά συχνά
διαμορφώνονται επιφανειακές προσεγγίσεις του φαινομένου από αρμόδιους και αναρμόδιους. Η
εγκληματικότητα λοιπόν ως έννοια και κατάσταση έχει έρθει στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια πολύ
περισσότερο από ότι στο παρελθόν και επιπλέον έχει αρχίσει να συνδέεται ολοένα και περισσότερο με την
έννοια της ασφάλειας και τους κινδύνους που δημιουργούνται από την αστάθεια στις πολύπλοκες
κοινωνικές σχέσεις.
Γύρω από τα ζητήματα της εγκληματικότητας έχει αναπτυχθεί η επιστήμη της εγκληματολογίας και πολλοί
επιστήμονες του κλάδου έχουν ασχοληθεί αναλυτικά με το σύνολο των εγκληματολογικών προβλημάτων,
συχνά με ιδιαίτερα αναλυτικό και εξαντλητικό τρόπο. Η εγκληματολογία διδάσκεται στο σύνολο σχεδόν των
θεωρητικών σχολών (Νομική, Κοινωνιολογία, Δημοσιογραφία, Αστυνομικές Σχολές, Κοινωνική Διοίκηση,
Κοινωνική Εργασία, Φιλοσοφία, Ψυχολογία) ενώ συναφείς κλάδοι όπως είναι η Σωφρονιστική και η
Θυματολογία, διδάσκονται κυρίως στις Νομικές Σχολές.
Όμως η ιδιαίτερα αναλυτική και θεωρητική διερεύνηση των εγκληματολογικών ζητημάτων, συχνά θέτει το
σπουδαστή μπροστά σε ένα όγκο εγκληματολογικής θεωρίας για την οποία δεν είναι προετοιμασμένος, ενώ
μια γενική γνώση των εγκληματολογικών ζητημάτων καθώς και των ζητημάτων αντεγκληματικής πολιτικής,

3
είναι αναγκαία κατά τη γνώμη μου για τον κάθε ενημερωμένο πολίτη ιδιαίτερα όμως για όλους εκείνους
που ασχολούνται επαγγελματικά τόσο ως μελετητές όσο και ως υπεύθυνοι κοινωνικών και κρατικών
δράσεων για την αντιμετώπισή της παραβατικότητας.
Το Βιβλίο αυτό δεν φιλοδοξεί να αποτελέσει ένα πρωτοποριακό θεωρητικό επιστημονικό εγχειρίδιο.
Στόχος του είναι χωρίς να παραβλέπει την αναγκαία επιστημονική τεκμηρίωση, να αποτελέσει μια πρώτη
βασική, γενική και συνοπτική προσέγγιση των προβλημάτων εγκληματικότητας, κοινωνικού ελέγχου και
αντεγκληματικής πολιτικής σε θεωρητικό αλλά κυρίως σε εφαρμοσμένο πεδίο, για τους φοιτητές
κοινωνικών επιστημών, για σπουδαστές και επαγγελματίες που ασχολούνται με την παραβατική
συμπεριφορά, (Αστυνομικοί, κοινωνικοί λειτουργοί, νομικοί, δημοσιογράφοι κ.λ.π) αλλά και για όποιον
πολίτη θέλει να έχει μια βασική ενημέρωση και να προβληματιστεί στα ζητήματα αυτά τα οποία ολοένα και
περισσότερο απασχολούν την κοινωνία μας.
Το βιβλίο αποτελείται από τέσσερα κύρια μέρη. Το πρώτο αποτελείται από την εισαγωγή, την
αποσαφήνιση εννοιών και μια συνοπτική αναφορά στην ιστορική εξέλιξη της επιστήμης και των θεωριών
της εγκληματολογίας. Περιλαμβάνει επίσης μια γενική καταγραφή και ανάλυση εννοιών και προβλημάτων
γύρω από το ζήτημα της εγκληματικότητας. Το δεύτερο μέρος περιέχει αναλύσεις των κυριότερων μορφών
εγκληματικότητας καθώς και ορισμένων ειδικών κατηγοριών εγκληματιών. Στο τρίτο μέρος
προσεγγίζονται η έννοια και οι φορείς του κοινωνικού ελέγχου και γίνεται μια εκτεταμένη αναφορά στην
έννοια, τις θεωρίες, τις τάσεις και τους φορείς της αντεγκληματικής πολιτικής.
Το βιβλίο βασίζεται στην Ελληνική και ξένη βιβλιογραφία καθώς και σε δεδομένα κυρίως του
ελληνικού χώρου που σχετίζονται με την εγκληματικότητα. Η θεωρητική του προσέγγιση βασίζεται στις
θεωρίες της κοινωνικής ψυχολογίας, της κοινωνιολογίας, της πολιτικής επιστήμης και της νομικής.
Ελπίζω και εύχομαι το βιβλίο αυτό να φανεί χρήσιμο και να συμβάλλει ως ένα βασικό και
συνοπτικό βοήθημα στην έγκυρη ενημέρωση για τα σύγχρονα προβλήματα που αναπτύσσονται γύρω από
το εγκληματικό φαινόμενο και τις πολιτικές για την αντιμετώπισή του. Άλλωστε για όσους ενδιαφέρονται να
εμβαθύνουν η ελληνική επιστημονική κοινότητα ιδιαίτερα στον τομέα της εγκληματολογίας, του ποινικού
δικαίου και της πολιτικής επιστήμης, έχει να επιδείξει κορυφαίους επιστήμονες με σημαντικότατο
επιστημονικό έργο οι οποίοι έχουν συμβάλλει στην αναβάθμιση της επιστήμης της εγκληματολογίας στη
χώρα μας και με το έργο τους δίνουν τη δυνατότητα σε όποιον επιθυμεί να ασχοληθεί λεπτομερέστερα στα
επιμέρους θέματα.

ΜΕΡΟΣ Α

4
1. Εισαγωγή
Η ανθρώπινη κοινωνία σε όλες τις περιόδους της ιστορικής της εξέλιξης, δομείται, διαμορφώνεται
και λειτουργεί με βάση κανόνες οι οποίοι ρυθμίζουν την κοινωνική συμβίωση. Αντίστοιχα σε όλες τις
περιόδους υπάρχουν περιπτώσεις παραβίασης των κανόνων αυτών. Οι παραβιάσεις αυτές διαταράσσουν την
ομαλή κοινωνική συμβίωση και δημιουργούν κινδύνους και απειλές τόσο για την κοινωνική συμβίωση όσο
και για τον καθένα ξεχωριστά. Δημιουργείται λοιπόν η ανάγκη να αντιμετωπίζονται από την οργανωμένη
κοινωνία και το κράτος ώστε να ελαχιστοποιούνται οι κίνδυνοι αυτοί.
Η παραβίαση των κανόνων αυτών, με το δεδομένο ότι η θεσμοθέτησή τους ποτέ δεν γίνεται με απόλυτη
ομοφωνία, θεωρήθηκε από ορισμένους επιστήμονες αναπόφευκτη για την ανθρώπινη κοινωνία και ως εκ
τούτου «φυσιολογική»1
Η διαφορά του «νόμιμου» και αποδεκτού από το «παράνομο» και απαράδεκτο, διακρίνεται από την απειλή
τιμωρίας που υπάρχει για την «παράνομη» συμπεριφορά. Η τιμωρία αυτή μπορεί να πάρει πολλές μορφές
από την απλή εκδήλωση δυσαρέσκειας του κοινωνικού περίγυρου ή μέρους αυτού μέχρι ακόμη και τη
θανάτωση εκείνου που παραβιάζει τους κανόνες. Η ανάγκη για κοινωνική συμβίωση και η απειλή τιμωρίας,
δημιουργεί την ανάγκη προσαρμογής των μελών της κοινωνίας στους κανόνες που καθορίζουν ακριβώς
αυτό το πλαίσιο του «νόμιμου» και «κοινωνικά αποδεκτού».
Στη σημερινή εποχή οι παραβιάσεις των κοινωνικών κανόνων με την ευρεία έννοια, αποτελούν μια
πραγματικότητα η οποία επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες και επηρεάζει με τη σειρά της τις
εκδηλώσεις της κοινωνικής συμβίωσης. Τα «παραπτώματα» όπως θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε
των μελών της κοινωνίας απέναντι στο νομικό και ηθικό πλαίσιο με το οποίο λειτουργεί η κοινωνία, έχουν
πολλές και ποικίλες συνέπειες τόσο στο κοινωνικό σύνολο όσο και στο πρόσωπο του παραπτωματία και στις
σχέσεις του με την κοινωνία. Αποτελούν μια εκδήλωση της κοινωνικής ζωής η οποία δυσκολεύει την
κοινωνική συμβίωση και προκαλεί την αντίδραση της κοινωνίας προκειμένου να ελαχιστοποιήσει τους
κινδύνους που προέρχονται από τις παραπτωματικές πράξεις.
Από τα πολύ παλιά ακόμη χρόνια η αναζήτηση των αιτίων της παρέκκλισης από τους κοινωνικούς κανόνες
απασχόλησε πολύ τους ανθρώπους σε μια προσπάθεια να βρουν τους παράγοντες που οδηγούν σ’ αυτήν και
να τους θεραπεύσουν. Όμως στη διαδικασία αυτή δημιουργούνται σημαντικά ζητήματα οριοθέτησης
εννοιών. Όπως για παράδειγμα ο τρόπος που προσδιορίζεται μια πράξη ως κοινωνικά αποδεκτή ή
κοινωνικά απαράδεκτη και απορριπτέα. Η διάκριση αυτή εξαρτάται από πολλούς παράγοντες με
σημαντικότερους εκείνους που σχετίζονται με την άσκηση της εξουσίας δηλαδή την πολιτική οργάνωση της
κοινωνίας που δεν είναι άλλη από το κράτος. Η άσκηση της εξουσίας στο πλαίσιο του κράτους, διαμορφώνει
τον τρόπο που μια ή περισσότερες κοινωνικές ομάδες, επιδρούν στη διαμόρφωση των κοινωνικών κανόνων
που ισχύουν.
Με την εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας η απόλυτη επίδραση μιας κοινωνικής ομάδας στη διαμόρφωση
της έννοιας του «φυσιολογικού» από το «μη φυσιολογικό» έχει αμβλυνθεί, όμως νέοι μηχανισμοί έχουν
δημιουργηθεί οι οποίοι στο πλαίσιο λειτουργίας της παγκοσμιοποιημένης πια κοινωνίας μπορούν και
επηρεάζουν τη διαμόρφωση της κλίμακας αξιών της κοινωνικής οργάνωσης. Σημαντικότερος όλων είναι ο

1
Durkcheim E. (1994), Οι κανόνες της κοινωνιολογικής μεθόδου. Μτφρ. Επιμ. Λ.Μ. Μουσούρου. Αθήνα: Gutenberg

5
ρόλος των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, ιδίως των ηλεκτρονικών τα οποία κυριαρχούν στην πληροφόρηση.
Ένα ραγδαία αναπτυσσόμενο επίσης μέσο πληροφόρησης είναι το διαδίκτυο.
Έτσι η διαχείριση των κοινωνικών προβλημάτων όπως είναι και εκείνο της εγκληματικότητας,
διαμορφώνεται συνήθως κάτω από την εποπτεία και τις στάσεις της «κοινής γνώμης», σε μια μακρόχρονη
και πολύπλοκη διαδικασία αλληλεπίδρασης η οποία συμβαίνει παράλληλα με τις διαδικασίες
κοινωνικοποίησης του ατόμου. Όπως είναι φυσικό επηρεάζεται από τους κοινωνικούς θεσμούς και τις
απόψεις ατόμων με αυξημένη επιρροή (π.χ θρησκευτικοί ηγέτες, πολιτικοί, καλλιτέχνες κ.λ.π) ενώ ιδιαίτερη
σημασία στη διαδικασία αυτή έχουν μετά το 19 ο αιώνα τα ΜΜΕ. Έτσι οι παράγοντες αυτοί επηρεάζουν
σημαντικά την οριοθέτηση της «φυσιολογικής» συμπεριφοράς. Κάθε πράξη που υπερβαίνει τα όρια αυτά
θεωρείται ως παρεκλίνουσα συμπεριφορά
Η συμπεριφορά αυτή είναι αντικείμενο μελέτης από διάφορους επιστήμονες ανάλογα με τον τύπο
της (π.χ. ψυχίατροι για τους ψυχικά ασθενείς, ποινικολόγοι για τους ποινικούς εγκληματίες, κοινωνικοί
λειτουργοί, ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι κ.λ.π). Η εγκληματική συμπεριφορά ως παρεκλίνουσα αποτελεί
αντικείμενο μελέτης της επιστήμης της εγκληματολογίας, η οποία όμως στις έρευνες και στις μελέτες της
συνεπικουρείται από το σύνολο σχεδόν των κοινωνικών επιστημών.
Η επιστήμη της εγκληματολογίας είναι συμβατή και συνεπικουρείται από την επιστήμη του ποινικού
δικαίου, με την έννοια ότι ασχολείται κατά κύριο λόγο με τις πράξεις τις οποίες χαρακτηρίζει ως εγκλήματα
το ποινικό δίκαιο. Εκείνες δηλαδή που εμπίπτουν στη νομική θεώρηση της έννοιας του εγκλήματος.
Ταυτόχρονα δίνει μεγάλη σημασία στους κοινωνικούς παράγοντες που διαμορφώνουν το πλαίσιο της
εγκληματικότητας και ασχολείται με ένα ευρύτερο πλαίσιο πράξεων που εμπίπτουν στην παραπτωματική
συμπεριφορά με βάση την ουσιαστική έννοια του εγκλήματος. Οι δύο αυτές διατάσεις της επιστήμης της
εγκληματολογίας δεν σημαίνει ότι λειτουργούν ανταγωνιστικά μεταξύ τους. Αντίθετα η σύνθεση και η
αμοιβαία προσπάθεια για την κατανόηση του φαινόμενου του εγκλήματος, ενοποιούν την επιστημονική
προσπάθεια. Στα επόμενα κεφάλαια θα μπορέσουμε να προσεγγίσουμε ορισμένες από τις διαφοροποιήσεις
αυτές.
Η μελέτη της εγκληματικότητας αποτελεί μια διαδικασία στην οποία εμπλέκονται πολλές επιστήμες.
Ο σκοπός της δεν είναι απλά θεωρητικός αλλά έχει κύρια πρακτικό χαρακτήρα και αποσκοπεί στην
εξεύρεση τρόπων μείωσης της καθώς και της εξάλειψης των συνεπειών της. Η εγκληματολογία είναι εκείνη
η οποία μέσα από τις έρευνές της αλλά και μέσα από τις έρευνες και τα συμπεράσματα άλλων επιστημών
προσπαθεί να εξάγει χρήσιμα συμπεράσματα για την ερμηνεία των αιτίων και την ανάλυση των
παραγόντων που επιδρούν στο έγκλημα και στην εγκληματικότητα με σκοπό την πρόταση τρόπων και
διαδικασιών μείωσής τους. Από την άποψη αυτή είναι μια εφαρμοσμένη επιστήμη όπως επίσης
χαρακτηρίζεται και ως «πολιτική» επιστήμη με την έννοια ότι οι έρευνες και οι μελέτες στο πλαίσιο των
δραστηριοτήτων της κατατείνουν στην εισήγηση και την εφαρμογή μέτρων αντεγκληματικής πολιτικής από
τις κυβερνήσεις.
Στη μελέτη της εγκληματικότητας χρησιμοποιούνται όλες οι γνωστές επιστημονικές μέθοδοι
έρευνας τόσο ποιοτικές όσο και ποσοτικές. Έτσι χρησιμοποιούνται τα αριθμητικά στοιχεία που είναι
διαθέσιμα συνήθως από τις αστυνομικές ή δικαστικές αρχές μέσα από διάφορες στατιστικές αναλύσεις,

6
χρησιμοποιούνται τα πειράματα, η μελέτη περιπτώσεων, ερωτηματολόγια με ποσοτική και ποιοτική
ανάλυση, η συγκριτική μελέτη διαφορετικών περιπτώσεων, η παρατήρηση, η συμμετοχική παρατήρηση, οι
συνεντεύξεις βάθους κ.λ.π.
Το κύριο πρόβλημα στη μελέτη της εγκληματικότητας και στην εφαρμογή αποτελεσματικού
κοινωνικού ελέγχου είναι ο εντοπισμός των αιτίων που ένα άτομο εγκληματεί, η πρόβλεψη του γεγονότος
αυτού και η απάλειψη, όπως είναι φυσικό των παραγόντων που το οδηγούν στο έγκλημα. Επειδή όμως
όπως θα δούμε στα παρακάτω κεφάλαια το έγκλημα είναι πολυπαραγοντικό γεγονός που εντάσσεται στην
κοινωνική αλλά και την ατομική ζωή του ανθρώπου και επίσης σε μεγάλο βαθμό πρόκειται για κοινωνική
κατασκευή, η προσπάθεια εντοπισμού του συνόλου των αιτίων είναι ιδιαίτερα δύσκολη και εντάσσεται στη
διαλεκτική αναζήτηση των αιτίων κοινωνικής μεταβολής. ‘Έτσι η αναζήτηση συγκεκριμένων κανόνων και
ερμηνευτικών επιστημονικών αξιωμάτων μέχρι τώρα είναι ατελέσφορη και μοιάζει περισσότερο με μια
προσπάθεια προς την κατεύθυνση εντοπισμού επιδραστικών ατομικών και κοινωνικών παραγόντων στο να
διαπράξει κάποιος έγκλημα διαμορφώνοντας έτσι επιστημονικές ερμηνευτικές τάσεις. Επιπλέον αντικείμενο
της εγκληματολογίας είναι η αντιμετώπιση των συνεπειών του εγκλήματος και ειδικά η μείωση της
κοινωνικής του –αρνητικής-επίδρασης. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι η μελέτη της εγκληματικότητας
εμπεριέχει σημαντικά κοινωνιολογικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά, νομικά και διαδικαστικά στοιχεία
και οπωσδήποτε σημαντικά στοιχεία πολιτικής.

1Α. Συνοπτική ιστορική αναφορά


Το έγκλημα και γενικότερα η απόκλιση από τα κοινωνικά παραδεκτά πρότυπα, υπήρχε σε όλες τις
κοινωνίες, από τα πανάρχαια ακόμη χρόνια. Εγκλήματα αναφέρονται ακόμη και στα αρχαιότερα ανθρώπινα
κείμενα (π.χ. στην παλαιά διαθήκη, στον κώδικα Χαμουραμπί, στα ομηρικά έπη κ.λ.π) 2. Η αντιμετώπισή του
στις πρώτες κοινωνίες ήταν ιδιωτική υπόθεση. Εκείνος ο οποίος θιγόταν από την εγκληματική συμπεριφορά
ήταν και αρμόδιος για την τιμωρία του δράστη. Κατάλοιπα αυτής της συμπεριφοράς έφτασαν μέχρι τις
μέρες μας με τη μορφή της «βεντέτας» ιδιαίτερα σε απομονωμένες κοινωνίες με έντονα κοινοτικά
χαρακτηριστικά. Αργότερα η τιμωρία των εγκληματιών ήταν αρμοδιότητα της ίδιας της κοινότητας και της
πολιτικής της οργάνωσης, δηλαδή το κράτος. Οι νόμοι του Σόλωνα, ήδη στην αρχαία Αθήνα, θεωρούσαν τη
σύλληψη και τιμωρία των εγκληματιών ως δημόσια υπόθεση.3
Τα εγκλήματα στα παλιότερα χρόνια συχνά θεωρούνταν ότι πρόσβαλλαν θεϊκές προσταγές ή
ταμπού, τα οποία υπήρχαν για την προστασία της ηθικής και κοινωνικής συνοχής της ανθρώπινης
κοινωνίας. Βέβαια όπως θα δούμε αναλυτικότερα παρακάτω, διαφορετικές πράξεις θεωρούνται ως
εγκλήματα σε διαφορετικές εποχές και διαφορετικές κοινωνίες.
Αρχικά η αιτία των εγκλημάτων αποδίδονταν στα «δαιμόνια» ή στην αμαρτία των εγκληματιών.
Όμως στην αρχαία ελληνική γραμματεία (Πλάτωνας, Αριστοτέλης κ.λ.π) γίνεται για πρώτη φορά αναφορά

2
Σπινέλλη Κ. «Έγκλημα».Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρους Μπριτάννικα, τ. 22, σ.67-68
3
Φαρσεδάκης Ιάκωβος, (1990), Η εγκληματολογική σκέψη από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας. Αθήνα: Νομική
βιβλιοθήκη, σ. 17.

7
στη «λογική» ερμηνεία των αιτίων του εγκλήματος και της αντιμετώπισης του εγκληματία. 4 Ιδιαίτερα όμως
με το τέλος του Μεσαίωνα και με την επίδραση του διαφωτισμού άρχισε η αναζήτηση λογικών αιτίων για
την ερμηνεία του εγκληματικού φαινόμενου. Η αρχή έγινε περίπου στα τέλη του 19 ου αιώνα, οπότε
άρχισε για πρώτη φορά συστηματικά, η προσπάθεια μελέτης και ερμηνείας των αιτιών του εγκλήματος. Η
πρώτη θεωρητική προσπάθεια έγινε από τον Garofalo (1852-1936) και εμπειρικά από τον Lombrozo (1836-
1909).
Στην Ελλάδα θεμελιωτής της εγκληματολογίας ως επιστήμης υπήρξε ο Κωνσταντίνος Γαρδίκας, ο
οποίος προχώρησε το 1936 στην έκδοση του τρίτομου έργου του «Εγκληματολογία», το οποίο αποτέλεσε
για χρόνια το βασικό επιστημονικό έργο εγκληματολογίας στην Ελλάδα. Σήμερα η εγκληματολογία
διδάσκεται ως μάθημα σε αρκετά τμήματα ελληνικών πανεπιστημίων καθώς και στις αστυνομικές σχολές
(Αξιωματικών και Αστυφυλάκων), ενώ γίνονται προσπάθειες για τη δημιουργία πανεπιστημιακού τμήματος
εγκληματολογίας. Στο Πάντειο πανεπιστήμιο η εγκληματολογία διδάσκεται σε μεταπτυχιακό επίπεδο.
Πάντως η συμβολή των εγκληματολόγων στη διαμόρφωση της κρατικής αντιεγκληματικής πολιτικής έχει
σημαντικά περιθώρια βελτίωσης δεδομένου ότι οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες δεν προστρέχουν παρά μόνο
αποσπασματικά μέχρι τώρα στις υπηρεσίες των εγκληματολόγων –επιστημόνων.
Στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες η εγκλημοτολογία (Criminology- Criminologie), βρίσκεται σε
άνθηση. Επίσης αναπτύσσονται ορισμένοι κλάδοι της και διαμορφώνονται ορισμένες εξειδικεύσεις της όπως
είναι η επιστήμη της Σωφρονιστικής, η θυματολογία και η αστυνομική επιστήμη οι οποίες δειλά κάνουν την
παρουσία τους και στη χώρα μας.
Τα τελευταία χρόνια εξαιτίας συγκεκριμένων πράξεων που χαρακτηρίστηκαν τρομοκρατικές, οι
οποίες διατάραξαν την ομαλή κοινωνική ζωή και έθεσαν σε κίνδυνο ή οδήγησαν στο μαζικό θάνατο
εκατοντάδες ή και χιλιάδες ανθρώπους, επαναπροσδιορίζεται η έννοια της ασφάλειας η οποία
διαταράσσεται από διάφορες πράξεις «υπερεγκληματικότητας». 5 Η μελέτη και η έρευνα για τα αίτια και
τους τρόπους αντιμετώπισης των πράξεων αυτών, δημιουργούν νέες προκλήσεις στην επιστημονική
κοινότητα και στην πολιτική μια που εντάσσονται στο γενικότερο πλαίσιο της εγκληματολογίας και της
αντεγκληματικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, με τις ανάλογες βέβαια εξειδικεύσεις και οπωσδήποτε
απαιτούν επειγόντως προτάσεις από την επιστημονική κοινότητα.

1Β. Η ιδεολογία και οι συμβατικές κοινωνικές αξίες


Όπως είδαμε στη διευκρίνιση των εννοιών που επιχειρήσαμε παραπάνω, βασικό ρόλο στη διάκριση
της παραπτωματικής συμπεριφοράς έχουν οι κοινά αποδεκτές κοινωνικές αξίες. Οι αξίες δηλαδή που είναι
συμβατές με τη λειτουργία και την πρόοδο της συγκεκριμένης κοινωνίας. Η ανάδειξη των αξιών αυτών είναι
μια μακρά και ιδιαίτερα πολύπλοκη διαδικασία η οποία διαδραματίζεται στο ιστορικό πλαίσιο εξέλιξης της
κοινωνίας. Οι αξίες αυτές ενσωματώνονται και εκφράζονται μέσα από τις πολιτικές και κοινωνικές σχέσεις
στο Δίκαιο του αντίστοιχου κράτους. Οι αξίες μιας κοινωνίας διαμορφώνονται μέσα από κοινωνικές,
4
Φαρσεδάκης Ι. (1990), Η εγκληματολογική σκέψη από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας. Αθήνα: Νομική
Βιβλιοθήκη, σ. 29
5
Βλ. σχετικά τις επιθέσεις της 11/9/2001 στη Νέα Υόρκη, την επίθεση το Σεπτέμβριο του 2004 στο σχολείο του
Μπεσλάν στην Οσετία της Ρωσίας, τις επιθέσεις στη Μαδρίτη το 2004 και στο Μετρό του Λονδίνου το 2005,κ.α.

8
οικονομικές, περιβαλλοντικές, ιστορικές, εθνικές και θρησκευτικές επιδράσεις και συνθέτουν την ιδεολογία
της συγκεκριμένης κοινωνίας.
Με τον όρο ιδεολογία, χαρακτηρίζουμε μια αλληλένδετη δέσμη από δοξασίες και ιδέες οι οποίες
ενεργούν υποστηρίζοντας και κατοχυρώνοντας μια υπάρχουσα ή επιθυμούμενη, διευθέτηση εξουσίας,
αρχής, πλούτου και θέσης στην κοινωνία. 6 Η ιδεολογία μιας κοινωνίας σημαίνει το «φόντο» πάνω στο οποίο
η κοινωνία καθορίζει την ιεράρχηση των αξιών της και διαμορφώνει την λεγόμενη κοινή αντίληψη για τις
αποδεκτές αξίες της ζωής. Στενά συνδεδεμένη με την ιδεολογία είναι η έννοια της άποψης, της
προκατάληψης, του στερεότυπου.7 Η διαμόρφωση της ιδεολογίας γίνεται μέσα από την ιστορική μνήμη μιας
κοινωνίας, τις κοινωνικές συνθήκες, την κοινωνικοποίηση και τους μηχανισμούς του συγκεκριμένου
κράτους.

Έτσι για παράδειγμα μέσα από τις διαδικασίες που συνοπτικά αναφέραμε η αξία της ζωής έχει
κατοχυρωθεί και είναι ιδιαίτερα αισθητή στο σύγχρονο κόσμο. Επίσης η αξία της ιδιοκτησίας, η αξία της
ελευθερίας κ.λπ. Σε κάθε περίπτωση στη διαμόρφωση των συμβατικών αξιών συμμετέχουν σε μια
αλληλεπιδραστική διαδικασία οι κοινωνικοί εταίροι-τάξεις μέσα από τις συγκεκριμένες κοινωνικές
συνθήκες, τις διαμορφωμένες κοινωνικές ανισότητες, μέσα από συγκρουσιακές ή συναινετικές διαδικασίες
που προκύπτουν από την αέναη σύγκρουση ή διαπραγμάτευση των κοινωνικών δυνάμεων και στις οποίες
επικρατούν και επιδρούν περισσότερο οι κυρίαρχες κοινωνικές τάξεις.

Η αναπαραγωγή και η σταθεροποίηση των αξιών γίνεται μέσα από τη διαδικασία της
κοινωνικοποίησης και με την επίδραση αμέτρητων παραγόντων με κυριότερους τους λεγόμενους
μηχανισμούς κοινωνικοποίησης όπως είναι η οικογένεια, το σχολείο, το άμεσο κοινωνικό περιβάλλον καθώς
και οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους. Τα τελευταία χρόνια έχει αναδειχτεί ιδιαίτερα ο ρόλος των
ΜΜΕ και περισσότερο των ηλεκτρονικών. Τα ΜΜΕ συνεισφέρουν σε μεγάλο βαθμό στη διαμόρφωση του
πλαισίου της έννοιας του «φυσιολογικού» και της παρέκκλισης από αυτό.

Η διαφύλαξη από την παρέκκλιση, συντελείται με τον κοινωνικό έλεγχο στην ανεπίσημη (κοινωνικό
περιβάλλον) και στην επίσημη μορφή του (μηχανισμοί κοινωνικού ελέγχου). Η εξασφάλιση της
ιδεολογικής συνέχειας της κοινωνίας γίνεται μέσα από τις διαδικασίες του κοινωνικού ελέγχου και τους
επίσημους μηχανισμούς στους οποίους η κοινωνία αναθέτει τη διασφάλιση της ομαλής κοινωνικής
συμβίωσης. Οι μηχανισμοί αυτοί μπορεί να είναι απλά κοινωνικές εκδηλώσεις ή συμπεριφορές στο πλαίσιο
της κοινωνίας που επιδοκιμάζουν ή αποδοκιμάζουν μια συγκεκριμένη πράξη, είναι όμως και οι μηχανισμοί
του κράτους το οποίο θεσμοθετεί τους κανόνες δικαίου με βάση τους οποίους, διακρίνει τις παραπτωματικές
συμπεριφορές.

Οι συμβατικές αξίες και η ιδεολογία μιας κοινωνίας, καθορίζουν το πλαίσιο της «φυσιολογικής»
συμπεριφοράς. Η υπέρβαση αυτής της συμπεριφοράς σημαίνει την παραβίαση συγκεκριμένων κανόνων του
κράτους στο οποίο η συγκεκριμένη κοινωνία υπάγεται. Η διαφύλαξη του κοινωνικού συνόλου από την
παραβίαση των κανόνων αυτών εξασφαλίζει την ομαλή κοινωνική συμβίωση. Η ύπαρξη του κράτους είναι
6
Athabasca University, (10/10/2000), Online Dictionary of Sociology:
http://bitbucket.icaap.org/cgi-bin/glossary/Socialdict.
7
Lenk Kurt, (1990), Πολιτική Κοινωνιολογία. Επιμ. Κατσούλης Ηλίας. Αθήνα: Εκδ. Παρατηρητής, σ. 177,178.

9
αναγκαία για την ύπαρξη των κρατικών μηχανισμών ελέγχου και το αντίστροφο. Οι μηχανισμοί ελέγχου
είναι ταυτόχρονα και οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του. Η διάκρισή τους είναι με βάση την αμεσότητα της
λειτουργίας και των επιδράσεών τους. Οι μηχανισμοί αυτοί είναι:
α) Οι εξαναγκαστικοί μηχανισμοί του κράτους, οι οποίοι μπορούν να κατευθύνουν τη συμπεριφορά
απευθείας, όπως είναι η αστυνομία, η δικαιοσύνη και το σωφρονιστικό σύστημα. Η λειτουργία των
μηχανισμών αυτών στηρίζεται και εκφράζει την ιδεολογία του δικαίου του κράτους και εξασφαλίζει
ταυτόχρονα την ύπαρξη του ίδιου του κράτους. Ιδιαίτερα το ποινικό δίκαιο, είναι το δίκαιο το οποίο
καθορίζει το πλαίσιο της παράνομης ή εγκληματικής συμπεριφοράς.
β) Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους. Πρόκειται για κάθε είδους οργάνωση που λειτουργεί είτε στον
πυρήνα του κράτους είτε στις παρυφές του ή ακόμη και ως κοινωνική οργάνωση με κρατική προώθηση ή
και απλά ανοχή. Οι οργανώσεις αυτές παράγουν ιδεολογίες και διαμορφώνουν μέσα από την
κοινωνικοποίηση τους κανόνες παραδεκτής και απαράδεκτης συμπεριφοράς τους οποίους οι πολίτες ως
μονάδες αλλά και ως ομάδες εσωτερικεύουν και ενεργούν σύμφωνα με αυτούς στην κοινωνική τους δράση.
Οι μηχανισμοί αυτοί περιλαμβάνουν τα σχολεία, την Εκκλησία, την οικογένεια, το νομικό σύστημα, την
πολιτική, την τέχνη, τα διαδεδομένα σπορ κ.α.8.
Σε κάθε κοινωνία διαμορφώνεται αυτό που ονομάζουμε «κυρίαρχη ιδεολογία», η οποία δεν είναι
τίποτα άλλο παρά η επικρατούσα ιδεολογία είτε με όρους επικυριαρχίας της ιδεολογίας μιας κοινωνικής
τάξης στις άλλες κοινωνικές τάξεις είτε με όρους επικράτησης μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας έναντι άλλων
ιδεολογιών σε σχέση με ένα θέμα. Η κυρίαρχη ιδεολογία θέτει πρότυπα συμπεριφοράς και κυριαρχεί στη
διαμόρφωση του πλαισίου στο οποίο κινείται η έννοια του φυσιολογικού. Η αποτύπωση της κυρίαρχης
ιδεολογίας γίνεται μέσα από το δίκαιο που ισχύει στο κράτος σε μια διαδικασία μακροχρόνιας
αλληλεπίδρασης μεταξύ κοινωνικών σχέσεων και κρατικής εξουσίας. Το δίκαιο δίνει στους υπαρκτούς
κανόνες κοινωνικής συμβίωσης εξαναγκαστικό χαρακτήρα και τους εκφράζει με συγκεκριμένο τρόπο.
Χωρίς δίκαιο, δε νοείται κράτος. 9 Επίσης χωρίς δίκαιο δε νοείται οριοθέτηση παραβατικής-εγκληματικής
συμπεριφοράς. Ο βαθμός της δημοκρατίας σε ένα κράτος και η ουσιαστική δυνατότητα μιας κοινωνίας να
εκφράζεται ελεύθερα και να διαμορφώνει την ιδεολογία της μέσα από πλουραλιστικές διαδικασίες και με
σεβασμό του συνόλου των ανθρωπίνων, ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, εγγυάται ότι διαδικασίες οι
κανόνες δικαίου αντανακλούν και τις κοινωνικές ανάγκες για την ομαλή και δημιουργική κοινωνική
συμβίωση.

1Γ. Η κοινωνική παρέκκλιση


Με τον όρο κοινωνική παρέκκλιση εννοούμε τις πράξεις εκείνες που παρεκκλίνουν από την έννοια
του φυσιολογικού. Στην πραγματικότητα υπάρχει αρκετά μεγάλη ασάφεια στον ορισμό αυτό. Όπως είπαμε
παραπάνω, η έννοια του «φυσιολογικού» εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την κουλτούρα και την ιδεολογία
μιας κοινωνίας, από την ελευθερία και την ανεκτικότητά της, από τη δημοκρατική της συγκρότηση, από το
νομικό της σύστημα. Ένας από τους πρώτους κοινωνιολόγους που μελέτησαν το θέμα, ο Talcott Parsons,
ορίζει ως παρέκκλιση απλά «Μια παρεκτροπή από τα φυσιολογικά πρότυπα, τα οποία έχουν εδραιωθεί ως
8
Αλτουσέρ…
9
Καρακώστας Γ. (1984), Ελληνικό Ποινικό Δίκαιο. Αθήνα

10
συνήθης κουλτούρα».10 Ο Albert Cohen, θεωρεί ότι η παρεκκλίνουσα συμπεριφορά αφορά την παράβαση
κάθε κανόνα οπουδήποτε, εφόσον η παράβαση αυτή προκαλεί αποδοκιμασία, θυμό ή αγανάκτηση. 11
Μπορούμε να διακρίνουμε δύο βασικές «σχολές» ως προς τη θεώρηση της έννοιας της παρέκκλισης. Η μία
είναι η θετικιστική, η οποία θεωρεί την παρέκκλιση ως αντικειμενικό γεγονός και προδιαγεγραμμένη
συμπεριφορά που προκαλείται από αντικειμενικές συνθήκες. Η άλλη είναι η ανθρωποκεντρική, η οποία
θεωρεί ότι η παρέκκλιση είναι σχετική δηλαδή διαφοροποιείται σε δεδομένο τόπο και χρόνο, είναι
υποκειμενική και είναι μια εκούσια πράξη.
Στην πραγματικότητα η έννοια της παρέκκλισης περιέχει στοιχεία και από τις δύο προσεγγίσεις.
Αποτελεί δηλαδή πράξη με πραγματικά αντικειμενικά στοιχεία αποτελεί όμως και χαρακτηρισμό (συχνά
υποκειμενικό) που «οι άλλοι, οι πολλοί» αποδίδουν στην πράξη. Παρόλο που πάντα θα υπάρχουν ασάφειες
σε ότι αφορά τα όρια της έννοιας της παρέκκλισης, τελικά η ουσία της έννοιας προσδιορίζεται από την
κοινωνία και την κουλτούρα της και από το νομικό σύστημα του συγκεκριμένου κράτους. Πάντως μια
επιπλέον διάκριση μπορούμε να κάνουμε ανάλογα με τον τύπο της παρέκκλισης. Έτσι, η πράξη του φόνου
για παράδειγμα είναι «αντικειμενικά» παρεκκλίνουσα πράξη σε σχέση με μια άλλη όπως π.χ. η χρήση
μαριχουάνας στην οποία υπάρχει μεγαλύτερη σχετικότητα και υποκειμενικότητα (Βλ. π.χ. συζήτηση για
νομιμοποίηση της χρήσης της). Μπορούμε λοιπόν να θεωρήσουμε ότι ο βαθμός αντικειμενικότητας στο να
θεωρείται μια πράξη παρεκκλίνουσα εξαρτάται από το βαθμό ομοφωνίας του κοινωνικού συνόλου στη
θεώρηση αυτή.12 Εδώ πρέπει να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στην πράξη κοινωνικής παρέκκλισης και
ανάμεσα στον κοινωνικά αποκλίνοντα άνθρωπο.
Στο ποινικό δίκαιο, προβλέπονται και τιμωρούνται πράξεις και όχι χαρακτήρες. Τιμωρείται π.χ. η
ληστεία ως κοινωνικά αποκλίνουσα πράξη, όμως είναι αντικείμενο διαφωνιών αν και σε πιο βαθμό ο ληστής
θεωρείται κοινωνικά αποκλίνων. Είναι επίσης δυνατό να θεωρείται ένα άτομο ως κοινωνικά αποκλίνων
χωρίς όμως να διαπράττει παράνομες πράξεις (π.χ. ένας αλκοολικός). Το συνηθέστερο όμως είναι,
ανεξάρτητα από τον τρόπο που τις αντιμετωπίζει το ποινικό δίκαιο, να θεωρούνται ως κοινωνικά
αποκλίνουσες οι πράξεις που προσβάλλουν τις κοινά αποδεκτές αξίες και αρχές της κοινωνικής συμβίωσης.
Όπως είναι φυσικό τα όρια του τι αποκλίνει και τι όχι, είναι σε αρκετές περιπτώσεις δυσδιάκριτα και η
ενεργοποίηση των διαδικασιών με τις οποίες διακρίνεται και γίνεται αντικείμενο ανάλογης αντιμετώπισης
μια «αποκλίνουσα» πράξη, εξαρτώνται πολλές φορές από τις συγκεκριμένες τοπικά και χρονικά συνθήκες
που επικρατούν σε μια κοινωνία.

2. Δίκαιο και Έγκλημα

Η έννοια του δικαίου και ειδικά του Ποινικού Δικαίου είναι καθοριστική για τον προσδιορισμό της
έννοιας του εγκλήματος. Οι κανόνες δικαίου ρυθμίζουν εξαναγκαστικά την κοινωνική συμβίωση. Το

10
Parsons Talcott (1951), The Social System. New York: Free Press, p. 206, στο: Thio Alex, (2003), Παρεκλίννουσα
Συμπεριφορά. 4η έκδ. Αθήνα: εκδόσεις Έλλην. σ. 25
11
Cohen Albert (1966), Deviance and Control. Englewood Cliffs, N.J.: Prentice- Hall στο: Thio Al. οπ π.
12
Thio Alex, Οπ.π. σ. 49.

11
κράτος είναι εκείνο που δίνει στους υπαρκτούς κανόνες κοινωνικής συμβίωσης εξαναγκαστικό χαρακτήρα.
Χωρίς δίκαιο, δε νοείται κράτος.13
Υπάρχουν δύο διαφορετικές προσεγγίσεις - θεωρίες του δικαίου με ενδιάμεσες διαφοροποιήσεις.
Α) Η μαρξιστική, ή οποία όπως διατυπώθηκε στα έργα των Engels, Marx, και Lenin, συνοψίζεται στη
θεώρηση ότι το δίκαιο ιδιαίτερα το ποινικό, καθορίζεται από την κυρίαρχη τάξη η οποία διαμορφώνει τους
κανόνες κοινωνικής συμβίωσης. Οι κανόνες αυτοί μαζί με τους μηχανισμούς του κράτους (στρατό,
αστυνομία, δικαιοσύνη), οι οποίοι φροντίζουν για την εκτέλεσή τους, συνθέτουν την εξουσία του κράτους
στην οποία τη σημαντικότερη επιρροή έχει η κυρίαρχη κοινωνική τάξη.
Β) Η φιλελεύθερη θεώρηση, σύμφωνα με την οποία το δίκαιο εκφράζει τους αποδεκτούς κανόνες της
κοινωνικής συμβίωσης, οι οποίοι έχουν διαμορφωθεί μέσα από «συναινετική» διαδικασία- συμφωνία των
κοινωνικών τάξεων.14
Κοινό σημείο και στις δύο αντιλήψεις είναι ότι οι κανόνες δικαίου είναι εξαναγκαστικοί και η τήρησή τους
επαφίεται στους μηχανισμούς του κράτους. (Κυρίως στην Αστυνομία, τα δικαστήρια και τις φυλακές, αλλά
συνήθως υπάρχουν και άλλες κρατικές υπηρεσίες που επιβάλλουν τους κανόνες δικαίου).
Στο πλαίσιο της μαρξιστικής αντίληψης το δίκαιο θεωρείται ότι αντιστοιχεί σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό
καθεστώς, που θεμελιώνεται πάνω στην αντίθεση των ατομικών συμφερόντων και διαμορφώνεται από την
επικράτηση συγκεκριμένων ταξικών συμφερόντων. 15 Ο Gramsci ανέδειξε τη βαρύτητα που έχει η
ηγεμονική κοινωνική τάξη16 στη διαμόρφωση των κανόνων δικαίου.
Στο δίκαιο, στα ήθη και τα έθιμα αλλά και στις πρακτικές ενός κοινωνικού σχηματισμού εκφράζεται η
κυρίαρχη ιδεολογία μιας κοινωνίας.17
Η ισχύς του κράτους δε δημιουργεί από μόνη της δίκαιο. Η διευθέτηση της άσκησης της ισχύος του
κράτους γίνεται μέσα από κανόνες οι οποίοι τη ρυθμίζουν και μέσα από τους μηχανισμούς του κράτους και
τη γραφειοκρατία επιβάλλονται εξαναγκαστικά στους πολίτες, ρυθμίζοντας και το σύνολο των κοινωνικών
σχέσεων.18 Η έκφραση της ισχύος της πολιτικής εξουσίας του κράτους μέσα από το δίκαιο αλλά και η
υποταγή της σ’ αυτό, η εξαναγκαστική δηλαδή ισχύς των κανόνων και για τους εξουσιάζοντες, δημιουργεί
το κράτος δικαίου.19
Στην πραγματικότητα, το κράτος είναι εκείνο που επιβάλλει τους κανόνες δικαίου αλλά και που
φροντίζει για την τήρησή τους. Άλλωστε, όλη η κρατική γραφειοκρατία λειτουργεί εφαρμόζοντας κανόνες
δικαίου που έχουν επιβληθεί από το συνδυασμό της πολιτικής εξουσίας και της γραφειοκρατίας των
κρατικών υπηρεσιών.20 Οπωσδήποτε η εξαναγκαστική ισχύς του δικαίου, η οποία όπως είπαμε επιβάλλεται

13
Καρακώστας Γ. Οπ. π. ,σ. 9.
14
Weber Max, (1983), Βασικές έννοιες κοινωνιολογίας οπ. π.
15
Πασουκάνις Ε., (1985), Μαρξισμός και Δίκαιο, Αθήνα: Οδυσσέας, σ. 79.
16
Buci.-Glucksmann, C., (1984), Ο Γκράμσι και το κράτος. Αθήνα: Θεμέλιο
17
Πουλαντζάς Ν., (χ.χ), Η Κρίση του Κράτους. Αθήνα: Παπαζήσης. σ. 28. Επίσης του ίδιου, Κράτος Εξουσία και
Σοσιαλισμός, Αθήνα: Παπαζήση.
18
Dworkin, Ronald M. (1982), The Philosophy of law. London, New York: Oxford University Press.
19
Πάσχος Γ., (1991), Κράτος Δικαίου και Πολιτική. Αθήνα: Ο Πολίτης, σ. 136.
20
Τερλεξής Π., (1988), Max Weber και το φάντασμα του Marx, Αθήνα: Παπαζήση, σ. 138. Bλ. Επίσης Hambermas
Jurgen, Το Πραγματικό και το Ισχύον, Αθήνα: Νέα Σύνορα- Α.Α., Λιβάνη.

12
από το κράτος, στηρίζεται στην κοινωνική συναίνεση, όπως αυτή διαμορφώνεται από το πολιτικό σύστημα.
Από τον τρόπο δηλαδή που διαμορφώνεται η πολιτική εξουσία του κράτους.
Ο κύριος διαχωρισμός του δικαίου είναι σε δημόσιο και ιδιωτικό. Δημόσιο είναι στην περίπτωση
που ρυθμίζει σχέσεις με το κράτος, ιδιωτικό είναι στην περίπτωση ρύθμισης σχέσεων μεταξύ ιδιωτών. 21
Η διάκριση μεταξύ παραβατικότητας και νομιμότητας εξαρτάται από το ποινικό δίκαιο, άρα ανήκει
στην αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους το οποίο διαμορφώνει σε δίκαιο τις επικρατούσες κοινωνικές
αντιλήψεις περί νόμιμου και παράνομου, στο βαθμό που οι κοινωνικές δυνάμεις συναινούν και η συναίνεση
αυτή εκφράζεται από το κράτος. Το κράτος είναι λοιπόν ο αποκλειστικός φορέας της ποινικής εξουσίας, η
οποία του εκχωρείται μέσα από τις διαδικασίες ανάδειξης των οργάνων του. 22 Για την άσκησή της,
χρησιμοποιεί τους κρατικούς μηχανισμούς και κυρίως την Αστυνομία και τη Δικαιοσύνη.

2Α. Η έννοια του εγκλήματος

Έχοντας υπόψη τα παραπάνω, η έννοια του εγκλήματος έχει δύο διαστάσεις. Υπάρχει η νομική
διάσταση και η ουσιαστική ή κοινωνιολογική διάσταση της έννοιας του εγκλήματος. Στην πρώτη
περίπτωση, ως έγκλημα θεωρείται οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη, η οποία είναι άδικη, καταλογιστή
στο δράστη (δηλαδή τη διαπράττει με πλήρη συναίσθηση του τι κάνει), προβλέπεται και τιμωρείται
από το νόμο. Η ουσιαστική έννοια του εγκλήματος σημαίνει τις πράξεις εκείνες τις οποίες ανεξάρτητα αν
τις προβλέπει ή όχι ο νόμος προσβάλλουν αξίες της κοινωνικής ζωής, οι οποίες είναι κοινά αποδεκτές. 23
Έχοντας υπόψη τις δύο διαφορετικές διαστάσεις της έννοιας του εγκλήματος, μπορούμε να πούμε
βάσιμα ότι υπάρχουν πράξεις οι οποίες αντιβαίνουν στις κοινά αποδεκτές κοινωνικές αξίες αλλά δεν
προβλέπονται ούτε τιμωρούνται από το νόμο, ενώ είναι δυνατό να υπάρχουν πράξεις που να
χαρακτηρίζονται νομικά ως εγκλήματα αλλά να μην αντιβαίνουν σε κοινά αποδεκτές κοινωνικές αξίες.
Σχεδόν πάντοτε σε όλες τις κοινωνίες και στα αντίστοιχα κράτη μπορούμε να παρατηρήσουμε
διαφορές σχετικά με το τι θεωρεί ο νόμος ως έγκλημα και το τι θεωρεί η κοινωνία ή μέρος της, ως έγκλημα.
Από τα παραπάνω συνάγεται το συμπέρασμα ότι κατ’ αρχήν το έγκλημα είναι μια νομική
κατασκευή, έχει δηλαδή μια νομική υπόσταση η οποία συχνότατα αντανακλά και μια κοινωνική κατασκευή.
Οι κανόνες δικαίου που χαρακτηρίζουν ορισμένες πράξεις ως εγκληματικές, εξαρτώνται από τις
γενικά παραδεκτές κοινωνικές αξίες και τη φύση του συγκεκριμένου κράτους, ιδιαίτερα από τη συγκρότηση
(δημοκρατική-αυταρχική) της πολιτικής εξουσίας, και το βαθμό που σ’ αυτήν αντανακλώνται οι κοινωνικές
διεργασίες. Εξαρτάται ακόμη από τη νομική παράδοση, το ρόλο των κοινωνικών εταίρων και τα τελευταία
χρόνια από το ρόλο των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας, ο οποίος έχει ολοένα και ποιο αυξανόμενη επιρροή.
Σε γενικές γραμμές λοιπόν, αν μια πράξη ή παράλειψη χαρακτηρίζεται κάθε φορά ως έγκλημα,
εξαρτάται από τη συγκεκριμένη τοπικά και χρονικά κοινωνία στην οποία αναφερόμαστε και τις δομές της.
21
Ανδρουλάκη Ν. (χ.χ.), Ποινικόν Δίκαιον, (πανεπιστημιακαί παραδόσεις). Αθήνα-Κομοτηνή: Νομικαί εκδόσεις Αντ.
Ν. Σάκκουλα.
22
Γεωργάκης Ι. Α., (1991), Ιδεολογικοί ορίζοντες του Σύγχρονου Ποινικού Δικαίου, Αθήνα- Κομοτηνή: Αντ. Ν.
Σάκκουλα, σ. 149.
23
Μαγκάκη Γ.Α., (1982), Ποινικό Δίκαιο, Διάγραμμα γενικού μέρους, εκ. β΄, Αθήνα. σ. 107 κ.ε. Επίσης, Σπινέλλη
Κ.Δ.: οπ. π., Επίσης, Αλεξιάδης Σ. (1986) Εγκληματολογία, οπ.π.

13
Σε παγκόσμιο επίπεδο όμως υπάρχουν κάποιες αξίες που έχουν γενική αναγνώριση και είναι ψηλά στην
ιεραρχική κλίμακα των αξιών για τα περισσότερα πολιτισμένα κράτη ή για εκείνα που συχνά λέγονται
«κράτη του δυτικού κόσμου». Οι αξίες αυτές είναι η αξία της ζωής, η αξία της προσωπικής ελευθερίας, της
ιδιοκτησίας, της ελεύθερης οικονομικής δραστηριότητας, η αξία της οικογένειας κ.λ.π. Ο τρόπος που
προστατεύονται οι βασικές αυτές αξίες σε κάθε κοινωνία και κράτος με συγκεκριμένους νομικούς κανόνες,
διαφέρει σε λεπτομέρειες κατά περίπτωση, όμως σε γενικές γραμμές έχουν κοινό βασικό κορμό. (π.χ. η
ανθρωποκτονία, η ληστεία, η κλοπή, η απαγωγή κ.λ.π προβλέπονται στο σύνολο σχεδόν των κρατών ως
εγκλήματα, διαφέρουν όμως σε λεπτομέρειες οι σχετικές νομικές προβλέψεις για τη στοιχειοθέτηση του
εγκλήματος, τις απειλούμενες ποινές κ.α.).
Μια ιδιαίτερη εξέλιξη τα τελευταία χρόνια παρατηρείται εξαιτίας νέων μορφών απειλών ασφάλειας
σε διεθνές επίπεδο, οι οποίες έχουν κάνει ιδιαίτερα απειλητικά την εμφάνισή τους μέσα από πράξεις τις
οποίες θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε «υπερέγκλημα» δεδομένου ότι προκαλούν τεράστιες ζημιές
κυρίως στις γενικά αποδεκτές αξίες που αναφέραμε παραπάνω. Έτσι τα κράτη είναι αναγκασμένα να
συμφωνούν από κοινού στο νομικό χαρακτηρισμό ορισμένων πράξεων ως εγκληματικών και προχωρούν
ακόμη περισσότερο στην από κοινού συγκρότηση νομικών και επιχειρησιακών μηχανισμών αντιμετώπισής
τους (π.χ. τρομοκρατία κάθε είδους, οργανωμένο έγκλημα, ηλεκτρονικό έγκλημα κ.λ.π).
Ένα καθοριστικό στοιχείο όπως θα δούμε παρακάτω για να καταγραφεί ένα έγκλημα και να έχει
νομική συνέχεια ή να αποτελέσει μέρος μιας μελέτης, είναι η εμπλοκή μιας κρατικής αρχής στην οποία το
έγκλημα θα αναγγελθεί (με οποιοδήποτε τρόπο). Η αρχή αυτή είναι συνήθως η αστυνομία η οποία είναι
αρμόδια να απευθύνεται στη δικαιοσύνη για την επίτευξη των συνεπειών που προβλέπονται (π.χ. τιμωρία
για το δράστη- αποζημίωση για το θύμα) καθώς επίσης και για την καταγραφή και τήρηση των σχετικών
στατιστικών ή ποιοτικών στοιχείων του εγκλήματος σε κάποιο αρχείο, προκειμένου αυτό να αποτελέσει
μέρος του καταγραμμένου μεγέθους της εγκληματικότητας. 24
Το ενδιαφέρον της εγκληματολογίας εστιάζεται, όπως είναι φυσικό στις πράξεις εκείνες που
χαρακτηρίζονται ως εγκλήματα είτε με τη νομική είτε με την ουσιαστική πλευρά τους και προσπαθεί να
εντοπίσει τις αιτίες και τους παράγοντες εγγληματογέννεσης και να διακρίνει τις συνθήκες εκείνες που
μπορεί να συμβάλλουν στην μείωση των πράξεων αυτών και την εξάλειψη των κοινωνικών συνεπειών τους.
Στις μελέτες της εγκληματολογίας εκτός από τη λέξεις – έννοιες έγκλημα και εγκληματικότητα,
χρησιμοποιούνται και οι λέξεις παράβαση-παραβατικότητα ή παράπτωμα και παραπτωματικότητα. Η
διάκριση της παράβασης από το παράπτωμα αφορά κυρίως το ότι με τον όρο παράβαση εννοούμε συνήθως
την παραβίαση συγκεκριμένων κανόνων δικαίου όχι κατ’ ανάγκη ποινικού χαρακτήρα (π.χ. διοικητικοί
κανόνες)25 οπότε ταιριάζει περισσότερο προς το νομικό ορισμό του εγκλήματος ενώ το παράπτωμα αφορά
κυρίως πράξεις ή παραλείψεις που αντιβαίνουν προς τις κοινά αποδεκτές κοινωνικές αξίες, ανεξάρτητα αν ο
νομοθέτης προβλέπει τιμωρία για αυτές. Ταιριάζει δηλαδή με τον ουσιαστικό (κοινωνιολογικό) ορισμό του
εγκλήματος. Πολλοί επιστήμονες θεωρούν τις έννοιες αυτές σχεδόν ταυτόσημες και αναφέρονται γενικά
στις πράξεις εκείνες που παραβαίνουν τους κοινά αποδεχτούς κανόνες της κοινωνικής ζωής και έχουν

24
Cousson Maurice (2002), Σύγχρονη Εγκληματολογία. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 19,20
25
Είναι χαρακτηριστική η επικράτηση για παράδειγμα της χρήσης του όρου «παράβαση» για τα τροχαία εγκλήματα.
(συνήθως πλημμελήματα, πταίσματα ή διοικητικές παραβάσεις)

14
συγκεκριμένες νομικές (π.χ. φυλάκιση, πρόστιμο) ή κοινωνικές συνέπειες (π.χ. περιθωριοποίηση, αποβολή
από την κοινότητα κ.λ.π) για το δράστη.
Το έγκλημα έχει τρεις βασικές συνιστώσες. Αυτές είναι:
Α) Ο δράστης της εγκληματικής πράξης. Είναι το φυσικό πρόσωπο που διαπράττει την πράξη ή
παραλείπει να πράξει κάτι το οποίο επιβάλλεται από νομικούς κανόνες και αυτή η συμπεριφορά
χαρακτηρίζεται ως έγκλημα.
Β) Είναι το θύμα της εγκληματικής πράξης ή παράλειψης. Θύμα χαρακτηρίζεται εκείνος που
ζημιώνεται από το έγκλημα
Γ) Είναι η πράξη ή η παράλειψη δηλαδή η αλληλουχία των γεγονότων που διαμορφώνουν τη
συμπεριφορά η οποία περιγράφεται από το νόμο ως εγκληματική.
Απαιτείται η σύμπραξη και των τριών παραγόντων για να υπάρξει έγκλημα. Με το δεδομένο ότι οι
ενέργειες του εγκληματία επηρεάζονται από την προσωπικότητά του αλλά και από τις γενικότερες
κοινωνικές συνθήκες, το έγκλημα είναι ένα γεγονός στο οποίο συνδυάζονται ατομικά και κοινωνικά
χαρακτηριστικά. Χαρακτηρίζεται λοιπόν ως ένα βιοκοινωνικό 26 γεγονός. Ομοίως οι συνέπειες ενός
εγκλήματος μπορεί να είναι ατομικές, κοινωνικές, οικονομικές, πολιτισμικές, κ.λ.π.. Με βάση αυτά κάθε
έγκλημα έχει μια μοναδικότητα με το δεδομένο ότι μπορεί να υπάρχουν διαφορές στο πρόσωπο του δράστη,
στο θύμα ή στον τρόπο και χρόνο διάπραξης. Παρόλα αυτά για λόγους καλύτερης μελέτης όπως θα δούμε
παρακάτω μπορούμε να κατηγοριοποιήσουμε τα διάφορα εγκλήματα ανάλογα με το κυρίαρχο στοιχείο που
θέτουμε κάθε φορά. Έτσι τα εγκλήματα κατηγοριοποιούνται ανάλογα με τη βαρύτητά τους, ανάλογα με το
πρόσωπο του δράστη, ανάλογα με το θύμα, ανάλογα με τον τρόπο διάπραξης ή ακόμη ανάλογα με την
προσβαλλόμενη κάθε φορά κοινωνική αξία.

2Β. Η έννοια της βαρύτητας στην εγκληματική πράξη


Η ποιοτική αποτίμηση μιας εγκληματικής πράξης εκφράζει τη βαρύτητα της επίδρασης που έχει
στις κοινωνικές αξίες. Κάθε εγκληματική πράξη «τραυματίζει» λίγο έως πολύ συγκεκριμένες κοινωνικές
αξίες. Η αρνητική αυτή επίδραση έχει υποκειμενικά και αντικειμενικά χαρακτηριστικά. Μια κλοπή π.χ.
μικρού χρηματικού ποσού, έχει μικρότερη βαρύτητα από μια κλοπή ενός πολύ μεγαλύτερου χρηματικού
ποσού όμως η κλοπή ενός αντικειμένου μικρής αξίας αλλά μεγάλης συναισθηματικής σημασίας μπορεί να
έχει αυξημένη βαρύτητα για το συγκεκριμένο θύμα.
Η βαρύτητα ενός εγκλήματος εξαρτάται από τις επιμέρους πράξεις που το συνθέτουν, τις αξίες που
προσβάλλει και την υποκειμενική βλάβη (υλική και ηθική), την οποία υφίσταται το θύμα. Όπως έχουμε ήδη
αναφέρει η διαμόρφωση των κοινωνικών αξιών και η ιεραρχική τους κατάταξη, εξαρτάται από τη
συγκεκριμένη κοινωνία στην οποία διαπράττεται το έγκλημα. Από την άλλη πλευρά η υποκειμενική
θεώρηση της βλάβης που υφίσταται το θύμα εξαρτάται από πολλούς αστάθμητους και ασαφείς παράγοντες.
Ο νομοθέτης λοιπόν μπροστά στην υποκειμενικότητα αυτή όταν προβλέπει τη νομική υπόσταση των
εγκλημάτων λαμβάνει υπόψη του τις επικρατούσες γενικά κοινωνικές αξίες και προβλέπει τις ανάλογες

26
Αλεξιάδης Σ. Οπ.π.

15
ποινές για τους δράστες, υπερβαίνοντας σε γενικές γραμμές τη σχετική βαρύτητα που έχει κάθε έγκλημα για
το αντίστοιχο θύμα.
Στο ελληνικό ποινικό δίκαιο, οι πράξεις που προβλέπονται και τιμωρούνται από το νόμο ως
εγκλήματα διαχωρίζονται ανάλογα με τη βαρύτητά τους σε τρεις κατηγορίες:
Α) Τα πταίσματα. Αυτά είναι τα λιγότερο σοβαρά παραπτώματα τα οποία τιμωρούνται με μικρής
διάρκειας φυλάκιση (μέχρι ένα χρόνο), ή πρόστιμο.
Β) Τα πλημμελήματα, τα οποία είναι εκείνα που έχουν βαρύτερη σημασία και τιμωρούνται με
φυλάκιση έως πέντε χρόνια και πρόστιμο.
Γ) Τα κακουργήματα είναι εκείνα τα οποία αποτελούν τις σοβαρότερες εγκληματικές πράξεις και
τιμωρούνται με κάθειρξη. Δηλαδή με φυλάκιση τουλάχιστον πέντε χρόνια μέχρι και ισόβια. 27
Η κατάταξη αυτή των εγκλημάτων μπορεί να μην καλύπτει απολύτως το σύνολο των ιδιαιτεροτήτων
της υποκειμενικής βαρύτητας των εγκλημάτων, αποτελεί όμως τη μοναδική μέχρι τώρα μέθοδο αποτίμησής
της.

3. Η εγκληματικότητα
Σύμφωνα με όσα αναφέραμε παραπάνω για το έγκλημα, διαμορφώνεται και η έννοια της
εγκληματικότητας, η οποία αναφέρεται γενικά σε ένα σύνολο εγκληματικών πράξεων.
Ως εγκληματικότητα ονομάζουμε ένα μέγεθος, το οποίο είναι ο αριθμός των εγκλημάτων που
συμβαίνουν σε μια συγκεκριμένη περιοχή, ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. (Π.χ., η
εγκληματικότητα στην Αττική το έτος 2003. Σημαίνει το συνολικό αριθμό των εγκλημάτων που έγιναν στην
Αττική τη χρονιά αυτή). Αντίστοιχες είναι οι έννοιες της παραβατικότητας ή της παραπτωματικότητας.
Βέβαια όπως εύκολα καταλαβαίνουμε το μέγεθος της εγκληματικότητας έχει μια ποσοτική και μια ποιοτική
διάσταση.
Η ποσοτική διάσταση σημαίνει απλά την ποσότητα των εγκλημάτων, παραβάσεων ή παραπτωμάτων
αντίστοιχα. Η ποιοτική διάσταση σημαίνει τη βαρύτητά τους σε σχέση με τις κοινωνικές αξίες τις οποίες
προσβάλλουν. Στην ποσοτική διάσταση της εγκληματικότητας, προσμετρούνται όλα τα εγκλήματα
ανεξαρτήτως βαρύτητας (πταίσματα-πλημμελήματα-κακουργήματα). Συχνά στην καθημερινή χρήση των
όρων τόσο του εγκλήματος όσο και της εγκληματικότητας εννοούνται μόνο συγκεκριμένα εγκλήματα όπως
είναι τα εγκλήματα κατά της ζωής και κατά της ιδιοκτησίας (φόνοι, ληστείες, κλοπές) όμως η πραγματική
έννοια της εγκληματικότητας περιλαμβάνει το σύνολο των εγκλημάτων όπως αναφέραμε και ποιο πάνω
(π.χ. συμπεριλαμβάνονται οι τροχαίες παραβάσεις, τα οικονομικά εγκλήματα, τα φορολογικά κ.λ.π).
Η ποιοτική διάσταση της εγκληματικότητας, εξαρτάται από τη βαρύτητα που έχει κάθε
εγκληματική πράξη και ως σύνολο απαρτίζεται από το ποιοτικό σύνολο των εγκληματικών πράξεων. (π.χ
είναι διαφορετικής βαρύτητας η κλοπή ενός κινητού τηλεφώνου από την κλοπή σπάνιων και ακριβών
κοσμημάτων, ή από μια δολοφονική απόπειρα). Η ποιοτική διάσταση της εγκληματικότητας έχει σημαντικά
στοιχεία υποκειμενικότητας τόσο στη γενική της θεώρηση, (π.χ. για άλλους τα εγκλήματα κατά της

27
Βλ. Ποινικό κώδικα, (2003) εκδ. Ποινική Δικαιοσύνη.

16
γενετήσιας ελευθερίας είναι σημαντικότερα από εκείνα κατά της ιδιοκτησίας), όσο και στη θεώρηση που
έχει το κάθε άτομο ξεχωριστά.
Πάντως σε γενικές γραμμές η βαρύτητα της εγκληματικότητας εξαρτάται από την ιεραρχική
κλίμακα των αξιών της συγκεκριμένης κοινωνίας, από τις πολιτισμικές συνθήκες, το βαθμό ανεκτικότητας
σε μια κοινωνία, από την κυρίαρχη ιδεολογία και την πολιτική εξουσία, από τη χρονική συγκυρία και από
τον τρόπο προβολής των εγκλημάτων στα ΜΜΕ. Έτσι π.χ. ένα σύνολο εγκλημάτων κατά της ζωής
θεωρείται βαρύτερο από ένα σύνολο εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας. Η εκτίμηση λοιπόν της βαρύτητας
της εγκληματικότητας, είναι στην ουσία μια διαδικασία με έντονα κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά.

3.Α. Η καταγραφή της εγκληματικότητας

Όπως είναι φυσικό η προσέγγιση της έννοιας της εγκληματικότητας, εμπεριέχει αρκετές ασάφειες
και τεράστιες δυσκολίες ποσοτικής και ποιοτικής αποτίμησης. Υπάρχουν σημαντικές δυσκολίες καταγραφής
και μέτρησης τις οποίες αναλύουμε συνοπτικά παρακάτω:
3Β. Το πρόβλημα της καταγραφής της εγκληματικότητας.
Τα διάφορα εγκλήματα όταν συμβαίνουν δεν είναι σίγουρο ότι γίνονται και γνωστά στο κοινό αν
δεν ακολουθηθούν ορισμένες διαδικασίες. Γνώση του εγκλήματος έχει πάντοτε ο δράστης. Τις περισσότερες
φορές γνώση του εγκλήματος έχει και το θύμα όμως για να καταγραφεί το έγκλημα επίσημα, πρέπει να
λάβουν γνώση και μάλιστα σύμφωνα με ορισμένους τύπους, οι αρμόδιες αρχές (Αστυνομία και εισαγγελικές
αρχές).
Τα εγκλήματα χωρίζονται σε εκείνα που διώκονται «κατ’ έγκληση» ύστερα δηλαδή από καταγγελία
του θύματος και σε εκείνα που διώκονται «αυτεπαγγέλτως», δηλαδή με ανακάλυψη και δίωξη από την
αστυνομία ή με την άσκηση ποινικής δίωξης από τον αρμόδιο εισαγγελέα.
Η ποσοτική και ποιοτική καταγραφή των εγκλημάτων στην Ελλάδα (αλλά σε γενικές γραμμές και
στις άλλες χώρες), γίνεται με βάση το σύνολο των εγκλημάτων που με οποιοδήποτε τρόπο λαμβάνουν
γνώση και κινούν τις διαδικασίες ποινικής δίωξης οι αρμόδιες αρχές. Όμως όπως είναι ευνόητο πολλά
εγκλήματα γίνονται και δεν έρχονται ποτέ στο φως είτε γιατί δεν καταγγέλθηκαν από τα θύματα είτε γιατί η
αστυνομία δεν τα ανακάλυψε. Για παράδειγμα δύο οδηγοί αυτοκινήτων που συγκρούονται,
αλληλοεξυβρίζονται, αλλά προτιμούν να μην υποβάλλουν έγκληση ο ένας εναντίον του άλλου, ή κάποιος
δράστης διενεργεί λαθροθηρία χωρίς να γίνει αντιληπτός από τις αστυνομικές ή δασικές αρχές. Και στις δύο
περιπτώσεις τα εγκλήματα έχουν συντελεστεί, αλλά δεν καταγράφονται, οπότε δεν έρχονται στο φως και δεν
αποτελούν μέρος του καταγεγραμμένου ποσοτικού και ποιοτικού μεγέθους της εγκληματικότητας. Με βάση
αυτές τις παρατηρήσεις μπορούμε να διακρίνουμε τις παρακάτω κατηγορίες στην ποσοτική και ποιοτική
καταγραφή της εγκληματικότητας:
1) Πρώτη κατηγορία είναι η καταγεγραμμένη ή «εμφανής» εγκληματικότητα. Σημαίνει το
αριθμητικό σύνολο και το ποιοτικό μέγεθος των εγκλημάτων που καταγγέλλονται με οποιονδήποτε τρόπο, ή

17
«ανακαλύπτονται» από τις αρχές και ως εκ τούτου καταγράφονται στα σχετικά αρχεία. Οι δυνατότητες
καταγραφής είναι αυτές που αναφέραμε στην προηγούμενη παράγραφο. Πρέπει να επισημάνουμε ότι η
καταγραφή των εγκλημάτων που διώκονται αυτεπάγγελτα, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη
δραστηριοποίηση των διωκτικών αρχών. Αν π.χ. υποθέσουμε ότι σε μια περιοχή το παράνομο εμπόριο
ναρκωτικών είναι σταθερό, όταν στην περιοχή αυτή έχουμε μια αδρανή αστυνομική δύναμη, θα συλλάβει
λίγους εγκληματίες – εμπόρους ναρκωτικών, οπότε δεν θα καταγράψει πολλές υποθέσεις ναρκωτικών. Αν
αντίθετα η αστυνομική δύναμη δραστηριοποιείται έντονα, τότε θα ανακαλύψει και θα καταγράψει
περισσότερες υποθέσεις. Στην περίπτωση αυτή ο αριθμός των υποθέσεων ναρκωτικών δεν μας δείχνει τον
πραγματικό αριθμό των πραγματικών εγκλημάτων γύρω από τα ναρκωτικά, αλλά αποτελεί ίσως μια ένδειξη
για τη δραστηριοποίηση της αστυνομίας. Επιπλέον άλλη παράμετρος είναι και η σοβαρότητα των
περιπτώσεων. Αν δηλαδή πρόκειται για σύλληψη χρηστών ή εμπόρων ή μικρεμπόρων κ.λ.π.
2) Δεύτερη κατηγορία είναι η δικαστικά διαπιστούμενη εγκληματικότητα. Είναι το μέγεθος της
εγκληματικότητας το οποίο διαπιστώνεται με βάση τις δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες χαρακτηρίζουν
εγκλήματα και καταδικάζουν δράστες. Συνήθως δεν αρκεί η κατηγορία από την αστυνομία εναντίον ενός
δράστη εγκλήματος, με το δεδομένο ότι αυτός σύμφωνα με το νομικό μας πολιτισμό θεωρείται αθώος μέχρι
να αποδειχτεί η ενοχή του και να καταδικαστεί. Είναι γεγονός όμως ότι ένας αριθμός κατηγορουμένων
αθωώνεται είτε γιατί δεν αποδεικνύεται η συμμετοχή του σε συγκεκριμένο έγκλημα είτε γιατί το δικαστήριο
θεωρεί ότι δεν έχει διαπραχθεί τελικά έγκλημα. Ειδικά αυτή η τελευταία περίπτωση, διαφοροποιεί
σημαντικά τον αριθμό των εγκλημάτων τα οποία καταγράφει η αστυνομία από τον αριθμό των εγκλημάτων
τα οποία τα δικαστήρια διαπιστώνουν τελεσίδικα ότι πραγματικά διαπράχθηκαν. Το ποιοτικό και ποσοτικό
μέγεθος της εγκληματικότητας που καταγράφεται δικαστικά αποτελεί λοιπόν ένα μεγάλο υποσύνολο του
αντίστοιχου μεγέθους της καταγεγραμμένης από την αστυνομία και τις εισαγγελικές αρχές
εγκληματικότητας.
3) Η σημαντικότερη ίσως κατηγορία του μεγέθους της εγκληματικότητας είναι η αφανής
εγκληματικότητα η οποία αποτελεί το αριθμητικό σύνολο των εγκλημάτων για τα οποία δεν υπάρχει
κάποια καταγγελία και καμία επίσημη καταγραφή, οπότε στην ουσία είναι άγνωστα στο επίσημο σύστημα
της ποινικής δικαιοσύνης. Η αφανής εγκληματικότητα αποτελεί την πολυπληθέστερη κατηγορία και
αποτελεί αυτό που θα λέγαμε σκοτεινό αριθμό της εγκληματικότητας. Συχνά επίσης πολλές πράξεις που
χαρακτηρίζονται ως εγκλήματα δεν βιώνονται ως τέτοια και ενώ συμβαίνουν «φανερά» και αποτελούν
επίσημα τουλάχιστον, συμπεριφορά που θεωρείται απαράδεκτη, εν τούτοις οι δράστες αλλά και ο
κοινωνικός περίγυρος δεν τις συγκαταλέγουν στα εγκλήματα και η καταγραφή τους εξαρτάται από τη
διακριτική ευχέρεια των διωκτικών αρχών. (Οι τροχαίες ή οι φορολογικές παραβάσεις ποινικού χαρακτήρα,
αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα όπου για το σύνολο σχεδόν των Ελλήνων, δεν βιώνονται ως
εγκλήματα).
Τις παραπάνω τρεις κατηγορίες της εγκληματικότητας που αναφέραμε θα μπορούσαμε να τις
αναπαραστήσουμε με το παρακάτω σχήμα.

18
Δικαστικά διαπιστούμενη
εγκληματικότητα

Αστυνομικά
καταγεγραμμένη ή
δηλούμενη εγκληματικότητα
Αφανής εγκληματικότητα

4) Μια άλλη κατηγορία διαφορετική από τις προηγούμενες η οποία αποτελεί μια ιδιότυπη
αποτίμηση του μεγέθους της εγκληματικότητας, η οποία έχει επίσης σημαντικό ρόλο στη μελέτη της
εγκληματικότητας και κυρίως στο σχεδιασμό της αντιεγκληματικής πολιτικής, είναι η αναπαράσταση της
εγκληματικότητας που κυριαρχεί στο κοινωνικό σύνολο. Δηλαδή η εικόνα την οποία η κοινωνία έχει για
την εγκληματικότητα. Το μέγεθος δηλαδή της εγκληματικότητας που η κοινωνία νομίζει ότι υπάρχει. Η
κατηγορία αυτή δεν αντιπροσωπεύει φυσικά κάποιο υπαρκτό μετρήσιμο μέγεθος αλλά αποτελεί την
κυρίαρχη αίσθηση στην κοινή γνώμη για το μέγεθος της εγκληματικότητας. Η αναπαράσταση της
εγκληματικότητας εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Οι κυριότεροι είναι:
Α) Η ενημέρωση γύρω από το πραγματικό μέγεθος της εγκληματικότητας.
Β) Ο τρόπος παρουσίασης της εγκληματικότητας από τα ΜΜΕ.
Γ) Η αξιοπιστία και η αποτελεσματικότητα των αρχών καταπολέμησης του εγκλήματος (Αστυνομία-
Δικαιοσύνη) και ο τρόπος που αυτή εκφράζεται και αξιολογείται.
Δ) Η συγκεκριμένη κοινωνικό-οικονομική κατηγορία στην οποία ανήκει ο πολίτης.
Ε) Ο τόπος κατοικίας και οι γενικότερες συνθήκες διαβίωσης.
Επιπλέον η διαμόρφωση της εικόνας της εγκληματικότητας που έχει ο πολίτης είναι άμεσα
συνυφασμένη με την πιθανότητα που έχει να γίνει θύμα ενός εγκλήματος, (με τον πραγματικό δηλαδή
κίνδυνο θυματοποίησης), με τη γενικότερη αίσθηση ασφάλειας που έχει (ή νομίζει ότι έχει) αλλά έχει
επίσης πολύ μεγαλύτερη συσχέτιση με το διαμορφωμένο φόβο ότι θα πέσει θύμα εγκλήματος (φόβος
θυματοποίησης). Οι τρεις αυτές καταστάσεις παρόλο που είναι εννοιολογικά εντελώς διαφορετικές όπως
θα δούμε παρακάτω, εν τούτοις είναι σε διαρκή σχέση αλληλεπίδρασης επηρεάζοντας και επηρεαζόμενοι
από την εικόνα της εγκληματικότητας που επικρατεί στην κοινωνία. (Όποιος φοβάται ότι θα πέσει θύμα
εγκλήματος έχει μια απειλητική εικόνα της εγκληματικότητας, το αντίστροφο ισχύει επίσης, όποιος δηλαδή

19
έχει μια εικόνα αυξημένης και απειλητικής εγκληματικότητας φοβάται ότι θα πέσει θύμα εγκλήματος και
νοιώθει ανασφαλής).
Έχοντας υπόψη τα παραπάνω και επιπλέον το ζήτημα της ποιοτικής διαφοροποίησης των διαφόρων
εγκλημάτων που συναπαρτίζουν την έννοια της εγκληματικότητας βλέπουμε πόσο δύσκολο είναι να
αποτιμήσουμε το μέγεθος του κοινωνικού προβλήματος που εκφράζει κάθε φορά η έννοια και το «μέγεθος»
της εγκληματικότητας.

3Γ. Η συγκρισιμότητα της εγκληματικότητας


Όπως είναι φυσικό εκτός από την καταμέτρηση των εγκλημάτων δυσκολίες δημιουργούνται ακόμη
και στις περιπτώσεις σύγκρισης της εγκληματικότητας μεταξύ διαφόρων περιοχών, αφού οι μετακινήσεις
πληθυσμού και δραστών ή η δράση των τοπικών διωκτικών και δικαστικών υπηρεσιών είναι δύσκολο να
αξιολογηθούν. Δυσκολίες επίσης υπάρχουν στη σύγκριση μεταξύ κρατών γιατί εκεί έχουμε συνήθως και
διαφορές στην ποινική νομοθεσία. Μπορεί δηλαδή στο ένα κράτος μια πράξη να χαρακτηρίζεται ως
έγκλημα και να προσμετράται στα αριθμητικά στοιχεία ενώ σε ένα άλλο κράτος η ίδια πράξη να μην
χαρακτηρίζεται έγκλημα ή να θεωρείται απλή διοικητική παράβαση.
Δυσκολίες σύγκρισης υπάρχουν ακόμη και μεταξύ των χρονικών περιόδων, με το δεδομένο ότι η
νομοθεσία εξελίσσεται, οι κοινωνίες εξελίσσονται και βέβαια αλλάζουν και τα συστήματα καταμέτρησης.
Έτσι είναι επιστημονικά ατεκμηρίωτο να πούμε π.χ. Η εγκληματικότητα στη Γαλλία είναι μεγαλύτερη από
την εγκληματικότητα στην Ελλάδα. Μπορούμε ενδεχομένως απλά να πούμε ότι ο αριθμός των
καταγεγραμμένων εγκλημάτων (σύμφωνα με τη Γαλλική νομοθεσία) στη Γαλλία, είναι μεγαλύτερος από τον
αριθμό των καταγεγραμμένων εγκλημάτων (σύμφωνα με την Ελληνική νομοθεσία) στην Ελλάδα. Κατά
καιρούς βέβαια χρησιμοποιούνται κάποιοι δείκτες με βάση τον πληθυσμό και τον αριθμό των εγκλημάτων.
Έτσι για παράδειγμα για να δούμε το δείκτη κλοπών σε μια περιοχή το μόνο που μπορούμε να
κάνουμε είναι να μετρήσουμε τις κλοπές που έχουν καταγγελθεί στην αστυνομία (και όχι αυτές που έχουν
γίνει πραγματικά γιατί απλά δεν τις ξέρουμε) και να διαιρέσουμε τον αριθμό των κατοίκων με τον αριθμό
των κλοπών εξάγοντας έτσι την αναλογία κλοπών ανά 1000 ή 10000 ή 100000 κατοίκους. Επιπλέον όμως
δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τις εποχιακές ή για άλλους λόγους μετακινήσεις του πληθυσμού (π.χ.
τουρισμός) ή αν έχει υπάρξει μετακίνηση δραστών. Επίσης δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πόσες κλοπές
διαπράχθηκαν και δεν αναγγέλθηκαν στην αστυνομία. Ακόμη είναι δύσκολο να δούμε και να μετρήσουμε με
τον ίδιο τρόπο την κλοπή π.χ. σημαντικών έργων τέχνης με την κλοπή ενός πορτοφολιού.
Έτσι ένας μεγάλος αριθμός εγκλημάτων παραμένει άγνωστος όπως άγνωστος τελικά παραμένει και
ο βαθμός της σοβαρότητάς τους. Έχουμε λοιπόν την τέλεση εγκλημάτων την οποία όμως δεν γνωρίζει
κανείς (εκτός από το δράστη ή και το θύμα) και τα οποία όμως έχουν κοινωνικές συνέπειες. Αν
αναλογιστούμε και αυτά που αναφέραμε στην εισαγωγή ότι σε διαφορετικές κοινωνίες διαφορετικές πράξεις
χαρακτηρίζονται ως έγκλημα σε συνδυασμό με το δεδομένο ότι στα διάφορα κράτη σε διάφορες εποχές
χρησιμοποιούνται άλλες μέθοδοι καταγραφής, εύκολα κατανοούμε πόσο δύσκολο είναι να υπάρξει
σύγκριση των μεγεθών της εγκληματικότητας σε διάφορα κράτη ή σε διάφορες εποχές.

20
Έχουν προταθεί κατά καιρούς διάφοροι τρόποι για τον υπολογισμό της αφανούς εγκληματικότητας,
η οποία αυθαίρετα υπολογίζεται από ορισμένους ότι αποτελεί το 80% του συνόλου, οι τρόποι όμως αυτοί
δεν έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικοί. Επίσης σημαντικό ζήτημα είναι η ποιοτική καταγραφή της
εγκληματικότητας και η δυνατότητα σύγκρισης του μεγέθους της μεταξύ δύο διαφορετικών περιοχών, με
την επινόηση π.χ. ενός αντικειμενικού δείκτη εγκληματικότητας. Μία μέθοδος που αναπτύχθηκε από το
Σουηδό G. Fredrikson, προτείνει τη μέτρηση των επιβλαβών συνεπειών, που τα εγκλήματα επιφέρουν στο
κοινωνικό σύνολο. Έτσι το μέγεθος της εγκληματικότητας είναι ανάλογο του μεγέθους των επιβλαβών
κοινωνικών συνεπειών του συνόλου των εγκλημάτων. Ούτε η μέθοδος αυτή στερείται μειονεκτημάτων,
όπως για παράδειγμα είναι η δυσκολία εντοπισμού και αποτίμησης τους μεγέθους της βλάβης που προκαλεί
ένα έγκλημα (σωματική, ηθική, ψυχολογική κ.λ.π).
Άλλη μέθοδος η οποία φιλοδοξεί να προσεγγίσει και την ποιοτική διάσταση του μεγέθους της
εγκληματικότητας, είναι η επινόηση ενός δείκτη εγκληματικότητας μέσα από τη βαθμολόγηση με
συγκεκριμένο βαθμό κάθε εγκληματικής πράξης χωριστά. Έτσι μπορεί σε τοπικά και χρονικά ορισμένη
εγκληματικότητα να προσδίδεται ένας δείκτης που να κάνει δυνατή τη σύγκριση της με ένα άλλο μέγεθος
εγκληματικότητας. Η μέθοδος προτάθηκε από τους Αμερικανούς Th. Sellin και Marvin Wolfgang. Αρχικά
αποσκοπούσαν στη μέτρηση της εγκληματικότητας των ανηλίκων, όμως θεωρήθηκε ότι είχε δυνατότητα
εφαρμογής στο σύνολο της εγκληματικότητας. Η μέθοδος αυτή λειτουργεί συνοπτικά ως εξής: Σε κάθε
εγκληματική πράξη που καταγράφεται, οι ερευνητές έδιναν ένα συγκεκριμένο βαθμό. Π.χ. ένας εγκληματίας
απειλεί κάποιον με όπλο, του αφαιρεί χρήματα και κοσμήματα, τον χτυπά στο κεφάλι και τον αφήνει
αναίσθητο και ακολούθως του κλέβει το αυτοκίνητο και διαφεύγει. Η βαθμολόγηση διαστρωματώνεται
ανάλογα και όταν καταρτιστούν φύλλα βαθμολόγησης για τα περιστατικά, αφαιρούνται όσα έχουν
βαθμολογία 1 ως τα πιο ασήμαντα και αθροίζονται οι υπόλοιπες βαθμολογίες. Υπολογίζεται μετά ο αριθμός
των ανηλίκων από 7-17 ετών και κατόπιν βγαίνει η αναλογία της βαθμολογίας επί 10000. Μπορούν να
διαμορφωθούν υποδείκτες για συγκεκριμένα εγκλήματα π.χ. κλοπή, απειλή κ.λ.π. 28
Η μέθοδος αυτή προκάλεσε το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας, όμως ούτε και αυτή
μπόρεσε να αποτελέσει μια γενικευμένη μέθοδο αποτίμησης της εγκληματικότητας.
Μια άλλη μέθοδος που αναπτύχθηκε πρόσφατα από το πολυτεχνείο Κρήτης, (Εργαστήριο
συστημάτων παραγωγής και διοίκησης) αφορά στην πολυκριτήρια ανάλυση της καταγεγραμμένης
εγκληματικότητας με σκοπό όχι να μετρηθεί η αφανής εγκληματικότητα αλλά να γίνει δυνατή η σύγκριση
της εγκληματικότητας μεταξύ δύο περιοχών, χρησιμοποιώντας πολλαπλούς δείκτες-κριτήρια, που
βασίζονται σε συγκεκριμένα αριθμητικά δεδομένα κάθε περιοχής. Με τη μέθοδο αυτή προτείνεται π.χ. η
σύγκριση της εγκληματικότητας μεταξύ του νομού Γρεβενών και Ρεθύμνου, με βάση τις καταγραφές της
αστυνομίας και με τη χρήση περίπου τριάντα επιμέρους δεικτών όπως είναι το τοπικό ποσοστό ανεργίας, η
ηλικιακή κατανομή πληθυσμού, το μέσο εισόδημα κ.λ.π. Παρόλο που είναι δυνατή μια σχετικά
αντικειμενική σύγκριση μεταξύ των μεγεθών της καταγεγραμμένης εγκληματικότητας, δεν αιτιολογείται η

28
Βλ. περισσότερα Αλεξιάδης Στ. (1996) Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας, Θεσσαλονίκης: Σάκκουλας, σ. 116.

21
αιτιώδης συνάφεια ορισμένων δεικτών με την εγκληματικότητα και η διαφορετικότητα της επίδρασής τους.
Επιπλέον δεν προσφέρει η μέθοδος αυτή καμιά βοήθεια στην καταγραφή της αφανούς εγκληματικότητας 29
Γενικά όλες οι παραπάνω μέθοδοι έχουν το μειονέκτημα ότι δεν προσφέρουν λύσεις στο πρόβλημα
της καταγραφής της αφανούς εγκληματικότητας. Στην εξεύρεση δηλαδή ενός τρόπου όπου κάθε έγκλημα
που συμβαίνει θα γίνεται γνωστό και θα καταγράφεται. Η προσφορότερη μέθοδος για αυτό είναι η
εγκληματολογική έρευνα με ερωτηματολόγιο, σε όσο περισσότερο γίνεται αντιπροσωπευτικό δείγμα του
πληθυσμού. Στα ανώνυμα ερωτηματολόγια είναι δυνατό να απαντήσουν τόσο τα θύματα όσο και οι δράστες
εγκλημάτων και να γίνει έτσι γνωστός ( πάντα κατά προσέγγιση) ο αριθμός των θυμάτων. Ακόμη όμως και
σ’ αυτή την περίπτωση τα στοιχεία δεν είναι ικανά για να μας δώσουν μια πλήρη εικόνα του μεγέθους της
εγκληματικότητας. Σε κάθε περίπτωση ο αριθμός των εγκλημάτων της αφανούς εγκληματικότητας
εξαρτάται από τον τύπο των εγκλημάτων, από την κοινωνία στην οποία βρισκόμαστε και από το σύστημα
ελέγχου και καταγραφής. Έτσι για παράδειγμα σε διαφορετικό ποσοστό καταγράφονται οι κλοπές
αυτοκινήτων από τους βιασμούς και αυτό οφείλεται σε διάφορες αιτίες ο προσδιορισμός των οποίων είναι
αντικείμενο μελέτης των επιστημόνων.
Γενικά οι ειδικοί επιστήμονες μελετούν τρόπους για την όσο το δυνατό πληρέστερη καταγραφή των
εγκλημάτων καθόσον είναι αυτονόητο ότι η ουσιαστική αποτίμηση της εγκληματικότητας είναι ιδιαίτερα
σημαντική όχι μόνο από την άποψη θεωρητικής μελέτης αλλά κυρίως για την ανάλυση και την ερμηνεία
αιτίων και συμπεριφορών και την εφαρμογή μέτρων για τη μείωσή της αλλά και για την εξάλειψη των
συνεπειών της. Η ποιοτική και ποσοτική της ανάλυση μπορεί να μας οδηγήσει σε χρήσιμα συμπεράσματα
για τη λήψη μέτρων αντιμετώπισης εγκλημάτων, περιορισμού της ζημιάς που αυτά προκαλούν στα θύματα
και πρόληψης γενικά των συνεπειών τους. Η εφαρμογή μιας ολοκληρωμένης αντεγκληματικής πολιτικής
απαιτεί μια όσο το δυνατό πληρέστερη γνώση του μεγέθους της εγκληματικότητας και της εξέλιξής του στο
χρόνο.

3Δ. Παράγοντες που επηρεάζουν την «αποκάλυψη» και την καταγραφή της
εγκληματικότητας

Η επίσημη καταγραφή των εγκλημάτων γίνεται με βάση τα στοιχεία που τηρούνται από την
αστυνομία. Τα στοιχεία αυτά περιλαμβάνουν μόνο τα εγκλήματα τα οποία με οποιοδήποτε τρόπο έλαβε
γνώση η αστυνομία. Όπως αναφέραμε σε προηγούμενα κεφάλαια η καταγραφή της εγκληματικότητας δεν
είναι πλήρης και ένα μεγάλο μέρος των εγκλημάτων δεν καταγράφονται και δεν καταχωρούνται. Οι
παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται η «εμφάνιση» των εγκλημάτων αυτών και η καταγραφή τους είναι
πολλοί και πολύπλοκοι και αποτελούν αντικείμενο μελέτης σχετικά με τον τρόπο και το βαθμό που
επιδρούν στην καταγραφή της εγκληματικότητας. Συνοπτικά αναφέρονται παρακάτω οι παράγοντες οι

Βλ. Ζοπουνίδης Κ ., Νικολαρακης Μ. (2002) Πολυκριτήρια ανάλυση της εγκληματικότητας των νομών της Ελλάδας.
29

Πολυτεχνείο Κρήτης.

22
οποίοι επιδρούν με διάφορους τρόπους στην καταγραφή των εγκλημάτων με την επισήμανση ότι ο ακριβής
τρόπος και ο βαθμός επίδρασής τους, είναι αντικείμενο μελέτης. Οι παράγοντες αυτοί κατηγοριοποιούνται
για λόγους μεθοδολογικούς σε εκείνους που επηρεάζουν περισσότερο τα εγκλήματα που διώκονται κατ’
έγκληση και σε εκείνους που επηρεάζουν περισσότερο τα εγκλήματα που διώκονται αυτεπάγγελτα. Επίσης
οι παράγοντες αυτή διαφοροποιούνται αν αφορούν περισσότερο το δράστη, το θύμα, την ίδια την πράξη, την
ικανότητα των διωκτικών αρχών κ.λ.π
Α) Για τα εγκλήματα που διώκονται κατ’ έγκληση (μετά δηλαδή από καταγγελία του θύματος) η καταγγελία
εξαρτάται από τους παρακάτω παράγοντες:
1. Τη βαρύτητά τους. Είναι γεγονός ότι όσο βαρύτερη είναι η εγκληματική πράξη που υφίσταται κάποιος
τόσο μεγαλώνει η τάση να το καταγγείλει στις αρχές. Συχνά διάφορα «μικροεγκλήματα» δεν
καταγγέλλονται.30
2. Από την εμπιστοσύνη που έχουν στις διωκτικές αρχές (Αστυνομία-Δικαιοσύνη ) οι πολίτες, ότι αυτές θα
ενεργήσουν αποτελεσματικά. Όσο αυξάνεται η εμπιστοσύνη τόσο αυξάνεται η τάση να καταγγέλλονται οι
εγκληματικές πράξεις
3. Από το φόβο που ενδεχομένως νοιώθουν για το δράστη. Συχνά ο φόβος ότι θα υποστεί κάποιος
μεγαλύτερη ζημιά από το δράστη αν καταγγείλει το έγκλημά του, δρα ανασταλτικά στην καταγγελία του
εγκλήματος.31
4. Από τον τρόπο που οι διωκτικές αρχές αντιμετωπίζουν τα θύματα. Συχνά οι αστυνομικοί αποτρέπουν
τους πολίτες από την καταγγελία μικρής σημασίας εγκλημάτων για να μην τα «χρεωθούν». Επίσης για
ορισμένου τύπου εγκλήματα η στάση ορισμένων αστυνομικών ή δικαστών είναι αποτρεπτική στην
καταγγελία τους εκ μέρους των θυμάτων (π.χ. βιασμοί, ενδοοικογενειακή βία κ.λ.π)
5. Από τις τοπικές κοινωνικές συνθήκες οι οποίες συχνά επηρεάζουν τα θύματα στο να θεωρήσουν μια
συμπεριφορά που εκδηλώνεται σε βάρος τους ως εγκληματική. (π.χ. χρήση των όπλων σε κοινωνίες όπου η
οπλοφορία θεωρείται «ανεκτή», όπως λ.χ. η Κρήτη) ή να θεωρήσουν ότι η τιμωρία του δράστη είναι δική
τους υπόθεση. (π.χ. Βεντέτα, ζωοκλοπές κ.λ.π)
6. Από την κατάσταση που βρίσκεται το θύμα σε σχέση με δικές του πράξεις. Όταν το θύμα ενός
εγκλήματος διαπράττει ή έχει διαπράξει και αυτό παράνομη πράξη συχνά δεν καταγγέλλει εύκολα
παράνομη πράξη σε βάρος του Για παράδειγμα είναι γνωστό ότι συχνά οι μετανάστες οι οποίοι βρίσκονται
παράνομα στη χώρα δεν καταγγέλλουν διάφορες παράνομες πράξεις σε βάρος τους εξαιτίας του φόβου
σύλληψης και απέλασής τους.
7. Σε περιπτώσεις βαριάς ή οργανωμένης εγκληματικότητας όπου κυριαρχεί ο λεγόμενος «νόμος της
σιωπής», συχνά τα θύματα φοβούνται ή εκβιάζονται και δεν αποκαλύπτουν τα σε βάρος τους εγκλήματα.
(π.χ. περιπτώσεις εκβιαστικής «προστασίας», σεξουαλικής εκμετάλλευσης, κ.λ.π)
8. Περιπτώσεις όπου τα θύματα είναι και δράστες (π.χ. ανήλικοι που εισέρχονται σε απαγορευμένες
παραστάσεις ή ενήλικες που παίζουν παράνομα τυχερά παιχνίδια, ή χρήστες παράνομων ουσιών κ.λ.π)

30
ΤΑ ΝΕΑ, «Η μαύρη τρύπα της εγκληματικότητας» 22-23/2/2003, σλ. 14-15.
31
Η επίδραση του φόβου αποτελεί τη σημαντικότερη ίσως αιτία μη καταγγελίας των εγκλημάτων ενδοοικογενειακής
βίας.

23
9. Ο τρόπος που ορισμένες πράξεις παρουσιάζονται από τα ΜΜΕ μπορεί να συμβάλλει θετικά ή
ανασταλτικά στην καταγγελία τους. Σε περιπτώσεις δημιουργίας για παράδειγμα ηθικού πανικού απέναντι
σε ορισμένες πράξεις τότε αυτές καταγγέλλονται ευκολότερα. Αντίθετα όταν τα ΜΜΕ υποστηρίζουν
κάποιες παραβατικές συμπεριφορές για διάφορους λόγους, δημιουργούν έτσι ανασταλτικούς μηχανισμούς
στην καταγγελία τους
10. Σύμφωνα επίσης με διεθνείς επιστημονικές έρευνες, τα θύματα που ανήκουν στα χαμηλότερα
κοινωνικοοικονομικά στρώματα καταγγέλλουν σπανιότερα τα σε βάρος τους εγκλήματα ή όσοι δεν
διεκδικούν ασφαλιστική κάλυψη.32 Υπάρχουν τέλος πολλοί άλλοι παράγοντες (ψυχολογικοί, κοινωνικοί,
οικογενειακοί, συγκυριακοί κ.λ.π) οι οποίοι επηρεάζουν τα θύματα στο να μην καταγγείλουν εγκλήματα
που έγιναν σε βάρος τους.

Β) Για τα εγκλήματα που διώκονται αυτεπάγγελτα, ισχύουν όλοι οι προηγούμενοι παράγοντες και επιπλέον:
1. Η οργανωτική δομή και τα κίνητρα λειτουργίας των αστυνομικών αρχών. Η ορθολογική οργάνωση και
λειτουργία των αστυνομικών υπηρεσιών, η σωστή στελεχιακή πολιτική και η ύπαρξη κινήτρων απόδοσης,
συμβάλλουν στην αύξηση της αστυνομικής δραστηριότητας η οποία κατευθύνεται στη δίωξη των
εγκλημάτων που διώκονται αυτεπάγγελτα και στην αύξηση των καταγεγραμμένων περιπτώσεων. Οι
προτεραιότητες που καθορίζονται στη δράση των αστυνομικών αρχών μπορούν να συμβάλλουν στη μείωση
ή αύξηση των καταγεγραμμένων περιπτώσεων. Έτσι όταν η δράση της αστυνομίας είναι προσανατολισμένη
στην αυξημένη επιτήρηση και τον έλεγχο στη γειτονιά μπορεί να επιτευχθεί μείωση των μικροκλοπών,
διαρρήξεων κ.λ.π στη γειτονιά αυτή και να έχουμε αύξηση σε κάποια άλλη ή να έχουμε αύξηση των
σοβαρών περιστατικών. Όταν η αστυνομία είναι προσανατολισμένη στην πρόληψη σοβαρών ληστειών,
επιθέσεων ή άλλων σοβαρών εγκλημάτων, μπορεί να έχουμε αύξηση των μικροκλοπών.
2. Η ψυχολογική υποκίνηση των αστυνομικών για δραστηριοποίηση. Συχνά σε περιόδους που
δημιουργούνται διάφορα προβλήματα από ορισμένης μορφής εγκληματικότητα ή αμφισβητείται η
ικανότητα της αστυνομίας ή ακόμη εξαιτίας της επιθυμίας για καριέρα και την ύπαρξη άμιλλας μεταξύ
αστυνομικών και αστυνομικών υπηρεσιών, δημιουργούνται ψυχολογικές υποκινήσεις για απόδοση
περισσότερου έργου που εκφράζεται με αυξημένη δραστηριότητα και καταμήνυση περισσότερων
εγκλημάτων.
3. Οι σχέσεις αστυνομικών αρχών με την κοινωνία. Όσο καλύτερες και βαθύτερες είναι τόσο περισσότερες
πληροφορίες δέχεται η Αστυνομία που οδηγούν στην αύξηση των πληροφοριών και των καταγγελλομένων
περιπτώσεων εγκλημάτων.
4. Η επίδραση των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας. Συχνά δημοσιογραφικές αποκαλύψεις ή η αυξημένη
δημοσιότητα σε ένα θέμα οδηγούν την αστυνομία σε αυξημένη δραστηριοποίηση με συνέπεια την αύξηση
των καταγεγραμμένων περιπτώσεων των εγκλημάτων για τα οποία γίνεται η συζήτηση.
Συγκεκριμένα για την Ελλάδα η καταγραφή της εγκληματικότητας σήμερα, γίνεται με βάση τις
αναφορές των κατά τόπους αστυνομικών τμημάτων προς τις προϊστάμενες υπηρεσίες τους και κυρίως προς
το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας, από το οποίο τηρούνται τα αριθμητικά στοιχεία της

32
Βλ. ΤΑ ΝΕΑ, Οπ.π. σελ. 14

24
καταγεγραμμένης εγκληματικότητας.33 Παρόλο που τα στοιχεία αυτά είναι σημαντικά για την επιστημονική
έρευνα μια που είναι τα μόνα που υπάρχουν, είναι επίσης αρκετά ελλιπή και η επιστημονική τους
εκμετάλλευση είναι αρκετά περιορισμένη.
Σε ότι αφορά την καταγραφή της εγκληματικότητας στην Ελλάδα, σύμφωνα με πανελλαδική έρευνα
που έγινε το έτος 2003 για λογαριασμό του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης από την εταιρεία V-PRC υπό την
επιστημονική ευθύνη του καθηγητή εγκληματολογίας κ Βασίλη Καρύδη, είναι ιδιαίτερα σημαντικά τα
ποσοστά των κάθε λογής εγκλημάτων τα οποία δεν καταγγέλλονται. Έτσι σύμφωνα με την έρευνα, το
ποσοστό των σεξουαλικών εγκλημάτων που δεν καταγγέλλονται στην Ελλάδα ανέρχεται περίπου στο 90%
ενώ σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες υπολογίζεται στο 85%. Το ποσοστό των ληστειών που δεν καταγγέλλονται,
στην Ελλάδα ανέρχεται στο 58% στις άλλες χώρες στο 45%. Οι βανδαλισμοί και οι φθορές αυτοκινήτων δεν
καταγγέλλονται σε ποσοστό 76% στην Ελλάδα και 59% σε άλλες χώρες ενώ οι κλοπές αντικειμένων μέσα
από αυτοκίνητα δεν καταγγέλλονται σε ποσοστό 54% στην Ελλάδα και 39% σε άλλες χώρες.
Σύμφωνα με την ίδια έρευνα οι πολίτες δεν καταγγέλλουν τα διάφορα εγκλήματα που γίνονται σε
βάρος τους είτε γιατί θεωρούν ότι το περιστατικό δεν είναι ιδιαίτερα σοβαρό για να το καταγγείλουν στην
αστυνομία σε ποσοστό 34%, είτε γιατί ένα σημαντικό μέρος (21%) θεωρεί ότι ακόμη και να το δήλωνε στην
αστυνομία «δεν θα γινόταν τίποτα ούτως ή άλλως».34
Για ορισμένα εγκλήματα η καταγγελία τους είναι ακόμη ποιο δύσκολη. Σύμφωνα με έρευνα του
εγκληματολόγου κ Άγγελου Τσιγκρή καταγγέλλεται μόνο ένας στους 17 βιασμούς και μόνο δύο στους
χίλιους βιαστές καταδικάζονται.35
Η άποψη που εκφράζεται ορισμένες φορές ότι η αύξηση της καταγεγραμμένης εγκληματικότητας
σημαίνει γενικά την αύξηση της εγκληματικότητας, δεν έχει αποδειχθεί επιστημονικά μια που όπως είδαμε
η αποκάλυψη της εγκληματικότητας εξαρτάται από πάρα πολλούς και συχνά αντιφατικούς μεταξύ τους
παράγοντες. Για να εξάγουμε ασφαλή συμπεράσματα για το αν η αύξηση των καταγεγραμμένων από την
αστυνομία εγκλημάτων σημαίνει αύξηση γενικά της εγκληματικότητας, πρέπει να ερευνήσουμε πολλά άλλα
στοιχεία τα οποία αφορούν τον τύπο τγων εγκλημάτων, τα ποσοστά καταγγελιών, τη δραστηριότητα της
Αστυνομίας, τις συνθήκες λειτουργίας των μηχανισμών άσκησης ποινικού ελέγχου, τις εντολές της
πολιτικής ηγεσίας κ.λ.π.
Επίσης παρόλο που όπως αναφέρουμε παραπάνω επιστημονικές έρευνες μπορούν να μας δώσουν
μια πληρέστερη εικόνα για το πραγματικό μέγεθος της εγκληματικότητας, εν τούτοις η ακριβής πραγματική
αποτίμησή της είναι ιδιαίτερα δύσκολη και εξακολουθεί να είναι ζητούμενο στην εγκληματολογική σκέψη.
Η σημασία του εντοπισμού του πραγματικού μεγέθους της εγκληματικότητας είναι αυτονόητη και
χρησιμεύει κυρίως στη διάγνωση- μέσα από τα πραγματικά εγκληματολογικά δεδομένα- των κοινωνικών
προβλημάτων, τα οποία αναφέρονται σ’ αυτή την ίδια την κοινωνική συνοχή και τη βελτίωση της ποιότητας
ζωής. Είναι επίσης απαραίτητη για τη χάραξη προτεραιοτήτων αντιεγκληματικής πολιτικής.

33
Βλ. Κανονιστική διαταγή 3002/16/26-γ του Αρχηγείου Ελ. Αστυνομίας
34
Βλ. Εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, «Η μαύρη τρύπα της Εγκληματικότητας», 22-23 Φεβρουαρίου 2003, σελ. 14, 15.
35
Οπ. π. σελ. 15

25
4. Οι θεωρίες ερμηνείας του εγκλήματος.

Το έγκλημα ως ένα βιοκοινωνικό φαινόμενο έχει απασχολήσει αρκετούς θεωρητικούς στην


προσπάθειά τους να το εξηγήσουν. Τα αίτια που ωθούν έναν άνθρωπο στο έγκλημα θεωρούνται ότι έχουν
χαρακτηριστικά κοινωνικά αλλά και ατομικά-προσωπικά ή βιολογικά. Επιπλέον η γενικότερη, διαχρονική,
ύπαρξη του εγκλήματος παράλληλα με την ανθρώπινη κοινωνία έχει δημιουργήσει σημαντικά ερευνητικά
ερωτήματα. Με βάση όσα έχουμε αναφέρει μέχρι τώρα το έγκλημα είναι σε σημαντικό βαθμό μια κοινωνική
κατασκευή με την έννοια ότι οι δυνάμεις της κοινωνίας με την ευρεία έννοια καθορίζουν την αποδεκτή
συμπεριφορά και διακρίνουν απ’ αυτήν την εγκληματική συμπεριφορά στους φορείς της οποίας επιβάλλουν
κυρώσεις. Η προσπάθεια που έχει γίνει ιστορικά να ερμηνευτεί η εγκληματική συμπεριφορά, έχει
ακολουθήσει παράλληλους δρόμους με την ερμηνεία της διαδικασίας θέσπισης των κανόνων δικαίου. Έτσι
όταν οι κανόνες δικαίου θεωρούνταν ότι προέρχονται από το Θεό, η παραβίασή τους ήταν αμαρτία και έργο
δαιμόνων, αργότερα η θεώρηση των κανόνων δικαίου ως φυσικού έργου του έλλογου ανθρώπου, η
παραβίασή τους θεωρήθηκε ως παραβίαση των κανόνων της φύσης, σαν λάθος στην εξέλιξη του ανθρώπου.
Όταν κατανοήθηκαν σε γενικές γραμμές η πολυπλοκότητα και οι ιστορικές συνθήκες διαμόρφωσης των
κανόνων δικαίου, ανάλογη υπήρξε και η εξέλιξη στην προσπάθεια ερμηνείας των πράξεων παραβίασής
τους.
Πρώτος ο κοινωνιολόγος Emile Durkheim, υποστήριξε γενικά την άποψη ότι το έγκλημα είναι
συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης κοινωνίας 36 προσπάθησε όμως να προσδιορίσει τις ειδικές συνθήκες
που κάνουν έναν συγκεκριμένο άνθρωπο εγκληματία αναφέροντας πρώτη φορά τον όρο «αποκλίνων» και
θεωρώντας ως βασικό στοιχείο που τον οδηγεί στο έγκλημα, τη διαφορά μεταξύ των αναγκών ή επιθυμιών
του με τις δυνατότητές του να τις ικανοποιήσει μέσα στο πλαίσιο των υφισταμένων κοινωνικών και νομικών
δομών και κανόνων.
Οι βασικές θεωρίες για το έγκλημα και τον εγκληματία, μπορούν να διαχωριστούν στις παρακάτω
κατηγορίες:
Α) Στις βιολογικές-ανθρωπολογικές στις οποίες κύριο βάρος για την ερμηνεία της
εγκληματογέννεσης δίνεται στους βιολογικούς-κληρονομικούς (φυσικούς) παράγοντες.
Β) Στις ψυχολογικές θεωρίες στις οποίες το βάρος δίνεται στην προσωπικότητα του εγκληματία.
Γ) Στις κοινωνιολογικές θεωρίες με τις οποίες επιχειρείται η ερμηνεία της εγκληματογέννεσης με
βάση κοινωνιολογικούς όρους.
Διάκριση των εγκληματολογικών θεωριών γίνεται επίσης σε δύο μεγάλες κατηγορίες στις
θετικιστικές και στις Ανθρωποκεντρικές θεωρίες τις οποίες θα δούμε παρακάτω, αναλύοντας συνοπτικά τις
επί μέρους θεωρίες που τις αποτελούν.

36
Durkheim E. (1974) Sosiologie et Philosophie, 4e ed. Paris: Press Universitaires de France.

26
4Α. Βιολογικές- ανθρωπολογικές θεωρίες
Οι θεωρίες αυτές αποτέλεσαν ιστορικά την πρώτη προσπάθεια θεμελίωσης της επιστήμης της
εγκληματολογίας. Ήδη από την αρχαιότητα ο Αριστοτέλης είχε ασχοληθεί με την φυσιογνωμική, τον
προσδιορισμό δηλαδή του χαρακτήρα του ανθρώπου από τη φυσιογνωμία του προσώπου του. Αργότερα
στους νεότερους χρόνους, ο πρώτος που ασχολήθηκε με ζητήματα ανθρωπολογικής προσέγγισης του
εγκληματία υπήρξε ο Ιταλός Della Porta ήδη από το 164037.
Ο Ελβετός Lavater (1741-1801) επιχείρησε να αποδείξει ότι ο χαρακτήρας του ανθρώπου φαίνεται
από τις γραμμές του προσώπου επαναφέροντας έτσι τις βάσεις της φυσιογνωμικής. Σπουδαιότερος όμως
υποστηρικτής της ανθρωπολογικής προσέγγισης ήταν ο Ιταλός γιατρός Lombrozo. Η υπηρεσία του σε
φυλακές και άσυλα τον παρακίνησε να προβεί σε ανθρωπολογικές μελέτες και να εξετάσει ανατομικά 383
κρανία καθώς και να μελετήσει ανθρωπομετρικά (διαστάσεις κεφαλής, μήκος και σχήμα αυτιών, μύτης
κ.λ.π) περίπου 5907 κρατουμένους. Οι μελέτες του κατέληξαν στην έκδοση του βιβλίου «Ο εγκληματίας
άνθρωπος» στο οποίο αναφέρει ότι η παρουσία ενός αριθμού φυσικών χαρακτηριστικών και στιγμάτων
(μέγεθος κρανίου, σχήμα αυτιών κ.λ.π) σε ορισμένους ανθρώπους, συσχετίζεται με την προδιάθεσή τους στο
έγκλημα. Κατέληξε έτσι σε συμπεράσματα όπως ότι ο κλέφτης έχει μεγάλη κινητικότητα και αραιά γένια, ο
φονιάς έχει στενό κρανίο κ.λ.π.
Η θεωρία αυτή στην ουσία κατέληγε στην παραδοχή της ύπαρξης του εκ γενετής εγκληματία και
επηρεάστηκε από τη θεωρία του Δαρβίνου για την εξέλιξη των ειδών, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ο
εγκληματίας αποτελεί μια παρέκκλιση στην εξελικτική διαδικασία και παραμονή σε μια προγενέστερη
μορφή στην εξέλιξη του ανθρώπου38. Στο πλαίσιο των προσεγγίσεων αυτών ορισμένοι επιστήμονες όπως ο
Γερμανός Kretschmer, διαχώρισαν το ανθρώπινο είδος σε μορφολογικούς τύπους με βάση τα δεδομένα του
νευρικού, αιματολογικού και αναπνευστικού συστήματος διαμορφώνοντας έτσι κατηγορίες- τύπους ψυχικών
ιδιοσυγκρασιών (π.χ. ο κυκλοειδής τύπος, ο σχιζοειδής τύπος κ.λ.π), τους οποίους προσπάθησαν να
αντιστοιχήσουν με ορισμένους τύπους εγκληματιών.
Η ανθρωπολογική θεωρία εξελίχθηκε με την πρόοδο της επιστήμης και οδήγησε ορισμένους
επιστήμονες να ασχοληθούν με τα χρωμοσώματα των εγκληματιών σε μια προσπάθεια βιοτυπολογικής ή
βιοχαρακτηρολογικής κατηγοριοποίησης των εγκληματιών39.
Η προσπάθεια αυτή βασίστηκε στην ανίχνευση ανωμαλιών στα χρωμοσώματα των εγκληματιών,
χωρίς όμως να αποδειχθεί άμεση συσχέτιση των ανωμαλιών αυτών με την εκγληματογέννεση, αφού
υπάρχουν εγκληματίες που δεν έχουν καμιά χρωμοσωματική ανωμαλία.
Οι ανθρωπολογικές θεωρίες αποτέλεσαν την αρχική φάση της εγκληματολογικής έρευνας και από την
άποψη αυτή οι βασικοί της εκπρόσωποι όπως ο Lobrozo, θεωρούνται ως οι θεμελιωτές της επιστήμης της
εγκληματολογίας λόγω κυρίως των συστηματοποιημένων ερευνών που διενήργησαν. Φαίνεται όμως ότι η
προσπάθεια απόδοσης ανθρωπολογικών και βιολογικών χαρακτηριστικών οφειλόταν στην ελπίδα να
τεκμηριωθεί ότι οι εγκληματίες αποτελούν άλλη «ράτσα» ανθρώπων και η ροπή τους στο έγκλημα αποτελεί
κατά κάποιο τρόπο «λάθος» της φύσης.

37
Πανούσης Γ.(1990) Σύγχρονα θέματα εγκληματολογίας. Αθήνα: Εκδ. Δανιά
38
Αλεξιάδης Σ.(1996), Εγχειρίδιο εγκληματολογίας .Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας
39
Πανούσης Γ. (1990), οπ.π.

27
Παρόλο που κάποια φυσικά ή κληρονομικά χαρακτηριστικά ενδέχεται να επηρεάζουν ευνοϊκά την
αντικοινωνική ή εγκληματική συμπεριφορά, οι ανθρωπολογικές θεωρίες δεν κατάφεραν να αποδείξουν ότι
εγκληματίας είναι κάποιος από τη φύση του.

4Β. Οι ψυχολογικές θεωρίες


Οι θεωρίες αυτές βασίστηκαν στην προσπάθεια ερμηνείας των αιτίων που γίνεται κάποιος
εγκληματίας μέσα από ψυχολογικούς παράγοντες. Διαχωρίζονται στις θεωρίες που βασίζουν την
προσέγγισή τους στην υπόθεση ότι οι εγκληματίες είναι άτομα περιορισμένης διανοητικής ικανότητας, στις
ψυχαναλυτικές θεωρίες και στις θεωρίες που υποστηρίζουν ότι οι εγκληματίες είναι άτομα ψυχοπαθητικής
προσωπικότητας40. Πρώτος ο Garofalo (1852-1934) θεώρησε ότι οι εγκληματίες δεν έχουν ηθικά ένστικτα ή
αισθήματα συμπάθειας.
Ο Lagache ήταν εκείνος που ανέφερε ότι ο εγκληματίας έχει διαταραγμένη προσωπικότητα η οποία
οφείλεται στην ατελή κοινωνικοποίησή του. Θεωρούσαν δηλαδή σε γενικές γραμμές ότι οι εγκληματίες ήταν
διανοητικά καθυστερημένα άτομα. Από την άλλη πλευρά οι υπέρμαχοι της ψυχαναλυτικής θεωρίας, με
βάση τις θεωρίες του Freud και του Yung, προσπάθησαν να ερμηνεύσουν την εγκληματική συμπεριφορά ως
αποτέλεσμα μιας εξελικτικής κατάληξης που έχει τη βάση της στην παιδική ηλικία και στηρίζεται σε
επιδράσεις του υποσυνείδητου. Άλλοι θεωρητικοί ανέπτυξαν θεωρίες που υποστήριζαν ότι ο εγκληματίας
έχει συγκεκριμένη ψυχοπαθολογία, συσχετίζοντας παθήσεις όπως η φρενοβλάβεια ή η επιληψία με τη ροπή
προς το έγκλημα. Στις θεωρίες αυτές οι εγκληματίες θεωρούνται περισσότερο ως ασθενείς που χρήζουν
θεραπείας.
Άλλοι επιστήμονες (π.χ. Maudsley 1835-1918), θεώρησαν την παραφροσύνη σε συνδυασμό με την
έλλειψη ηθικής, ως την κύρια αιτία εγκληματικής συμπεριφοράς.
Οι ψυχολογικές ή ψυχοπαθολογικές θεωρίες συνεισφέρουν σημαντικά στην εγκληματολογική
επιστήμη από την άποψη ότι εντόπισαν το ρόλο των ψυχολογικών χαρακτηριστικών στους παράγοντες
εγκληματογέννεσης και συσχέτισαν ορισμένα χαρακτηριστικά ή διαταραχές της προσωπικότητας με την
εγκληματική συμπεριφορά. Δεν κατάφεραν όμως να αποτελέσουν μια συνολική θεωρίας ερμηνείας του
εγκλήματος και δεν μπόρεσαν να αποδείξουν άμεση και ικανή σχέση των ψυχικών διαταραχών με το
έγκλημα, δεδομένου ότι υπάρχουν εγκληματίες που δεν παρουσιάζουν καμία ψυχολογική διαταραχή.

4Γ. Οι κοινωνιολογικές θεωρίες


Ονομάζουμε έτσι τις θεωρίες που προσπαθούν να ερμηνεύσουν την εγκληματική συμπεριφορά
κυρίως μέσα από την αναζήτηση κοινωνικών αιτίων. Οι βασικότερες από αυτές είναι:
Η μαρξιστική θεωρία, η οποία βέβαια δεν είναι μια εγκληματολογική θεωρία όμως σε αρκετά
σημεία των κειμένων του Marx και του Engels αναφέρονται ως αιτίες εγκληματικής συμπεριφοράς οι
άθλιες συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης και η περιφρόνηση της από το κοινωνικό σύστημα που

40
Αλεξιάδης (1996), οπ.π.

28
επικρατεί. Στο πλαίσιο αυτό διατυπώνεται η άποψη ότι το έγκλημα γεννήθηκε με την εμφάνιση της
ατομικής ιδιοκτησίας και του ταξικού κράτους.
Εγκληματολόγοι οι οποίοι ακολούθησαν τη μαρξιστική σκέψη όπως ο Bonger (1876-1940),
ασχολήθηκαν με τον τρόπο που διαμορφώνεται η εγκληματική σκέψη την οποία θεώρησαν ως τον
πρωταρχικό παράγοντα της εγκληματικής συμπεριφοράς. Απέδωσαν τη δημιουργία της εγκληματικής
σκέψης στην αδυναμία του καπιταλιστικού συστήματος να διαπαιδαγωγήσει τις χαμηλότερες
κοινωνικοοικονομικές τάξεις. Η αδυναμία της ορθόδοξης μαρξιστικής θεωρίας να εξηγήσει τα πραγματικά
αίτια της εγκληματικής συμπεριφοράς, οδήγησε τους νεομαρξιστές στην αναζήτηση συγκεκριμένων
κοινωνικών παραγόντων ως αιτιών που προκαλούν την εγκληματική συμπεριφορά. Έτσι η γαλλική
κοινωνιολογική σχολή, γνωστή και ως σχολή της Λυών, ανέπτυξε τη θεωρία των κοινωνικών παραγόντων οι
οποίοι συμβάλλουν στην εγκληματική συμπεριφορά, όπως είναι η φτώχεια, οι οικονομικές συνθήκες και ο
αλκοολισμός (ο οποίος επίσης θεωρείται ότι απορρέει από τα δύο προηγούμενα). Αναφέρθηκε επίσης στους
κοινωνικούς νόμους της μίμησης και της υποβολής.
Στο πλαίσιο των κοινωνιολογικών θεωριών αναπτύχθηκαν απόψεις που θεωρούν το έγκλημα ως
αποτέλεσμα των επικρατουσών κοινωνικών συνθηκών και ως σύμπτωμα κυρίως της κοινωνικής
αποδιοργάνωσης. Κυριότερος εκπρόσωπος αυτής της άποψης ήταν ο Ε. Durcheim, ο οποίος εκτός από τη
θέση του ότι το έγκλημα είναι σύμφυτο με την κοινωνία, όπως αναφέραμε και στην αρχή του παρόντος
κεφαλαίου, αναφέρθηκε κυρίως στην έννοια της «ανομίας» ως φαινόμενου κοινωνικής αποδιοργάνωσης και
τη θεώρησε ως βασικό αίτιο του φαινόμενου της αυτοκτονίας. Αργότερα ο Αμερικανός κοινωνιολόγος R.
Merton βασίστηκε στην έννοια της «ανομίας» και θεώρησε το περιεχόμενο της ως αιτιολογική βάση της
κοινωνικής παραπτωματικότητας. Ο Merton συνδυάζει τους κοινωνικούς στόχους με τα μέσα για την
επίτευξή τους και θεωρεί ότι όταν αναπτύσσεται η κυριαρχία των στόχων έναντι οποιονδήποτε μέσων για
την επίτευξή τους τότε, αναπτύσσεται εγκληματική συμπεριφορά. Ο ίδιος όπως θα δούμε παρακάτω είναι
από τους βασικότερους εκπροσώπους της θετικιστικής τάσης στις εγκληματολογικές θεωρίες.
Στις κοινωνιολογικές θεωρίες υπάγεται και η θεωρία της οικολογικής σχολής του Σικάγου. Η
θεωρία αυτή αναπτύχθηκε στις αρχές του 20 ου αιώνα στο Σικάγο των Η.Π.Α.και συσχετίζει την εγκληματική
συμπεριφορά ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων οικολογικών-πολεοδομικών συνθηκών που οδηγούν στην
περιθωριοποίηση του ατόμου. Παρά την κριτική που ασκήθηκε στην εν λόγω θεωρία ότι είναι περιγραφική
και δεν αποδεικνύει την αιτιολογική βάση της εγκληματικής συμπεριφοράς και επιπλέον παραβλέπει ότι ενώ
πολλά άτομα βρίσκονται κάτω από τις ίδιες κοινωνικές συνθήκες, μόνο ορισμένα από αυτά εγκληματούν,
εντούτοις η συμβολή της θεωρίας αυτής ήταν σημαντική, ιδιαίτερα στις Η.Π.Α. για την ανάπτυξη της
εγκληματολογίας και την ανάδειξη διαφόρων κοινωνικών παραγόντων η μελέτη των οποίων είχε μέχρι τότε
παραμεληθεί. Άλλη θεωρία κοινωνιολογικού χαρακτήρα είναι η θεωρία της σύγκρουσης κανόνων
συμπεριφοράς41. Σ’ αυτήν αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία ως παράγοντες εγκληματικής συμπεριφοράς στις
συγκρούσεις και στις αντιφάσεις των διαφόρων κοινωνικών ρόλων του ατόμου και των υποχρεώσεων που
επιβάλλονται για την τήρησή τους.

41
Αλεξιάδης Σ. (1996), Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας. Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας, σ. 31 κ.ε

29
Άλλη θεωρία είναι η θεωρία της συναναστροφής και της μίμησης, η οποία βασίζεται στο ότι η
εγκληματική συμπεριφορά μαθαίνεται μέσα από τη συναναστροφή με άλλες ομάδες ή άτομα τα οποία
παρουσιάζουν εγκληματική συμπεριφορά.
Οι κοινωνιολογικές θεωρίες ερμηνείας του εγκλήματος συνεισφέρουν πολλά και σημαντικά στη
γενικότερη εγκληματολογική έρευνα. Ούτε όμως οι θεωρίες αυτές μπορούν να ερμηνεύσουν πλήρως τις
διαδικασίες γέννησης της εγκληματικής συμπεριφοράς γιατί παραβλέπουν τους βιολογικούς και
ψυχολογικούς παράγοντες που ως ένα σημείο φαίνεται ότι και αυτοί επηρεάζουν και διαμορφώνουν το
έγκλημα ως ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο. Αποτελούν όμως μια σημαντική προσπάθεια ερμηνείας
κυρίως της συστηματικής εγκληματικής συμπεριφοράς και των κοινωνικών διαστάσεων τους καλύπτοντας
σε σημαντικό βαθμό το κοινωνικό κομμάτι της βίο-κοινωνικής διάστασης του εγκλήματος.

5. Οι Θετικιστικές και οι Ανθρωποκεντρικές θεωρίες

Εκτός από το διαχωρισμό των θεωριών που επιχειρήσαμε παραπάνω, στη σύγχρονη εγκληματολογία,
μπορούμε να διακρίνουμε δυο βασικές σχολές στην προσπάθεια ερμηνείας και κατανόησης του
εγκληματικού φαινόμενου, σε σχέση με τη φύση και την ερμηνεία του . Οι δύο βασικές τάσεις της θεωρίας
για το φαινόμενο της εγκληματικότητας και τις παρέκκλισης γενικότερα, είναι η θετικιστική και η
ανθρωποκεντρική.
Στην πρώτη η παρέκκλιση θεωρείται ως απόλυτη και ουσιαστικά πραγματική, ως ένα αντικειμενικό
γεγονός που μπορεί να μελετηθεί αντικειμενικά και είναι μια «προδιαγεγραμμένη συμπεριφορά» ως
αποτέλεσμα κάποιας ή κάποιων αιτιών. Η θετικιστική λοιπόν τάση στη θεωρία χαρακτηρίζεται από
απολυτότητα, αντικειμενικότητα, και ντετερμινισμό με την έννοια της ύπαρξης συγκεκριμένων αιτίων για
κάθε εγκληματική συμπεριφορά.
Στην ανθρωποκεντρική θεωρία η παρέκκλιση θεωρείται ότι είναι σχετική, είναι δηλαδή ένας
χαρακτηρισμός που ορίζεται σε δεδομένο τόπο και χρόνο, είναι εμπειρία η οποία εκτιμάται υποκειμενικά και
είναι μια έκφραση της ελεύθερης βούλησης όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στις κοινωνικές συνθήκες. Η
ανθρωποκεντρική τάση λοιπόν στην εγκληματολογική θεωρία χαρακτηρίζεται από σχετικότητα,
υποκειμενικότητα και διαμόρφωση ελεύθερης βούλησης στις ενέργειες των ανθρώπων που εγκληματούν.
Εκπρόσωποι των θετικιστών είναι οι θεωρητικοί που ανέπτυξαν τη θεωρία της έντασης με τις
επιμέρους διαφοροποιήσεις της, όπως είναι ο R. Merton ο οποίος ανέπτυξε τη θεωρία για το χάσμα μέσων
και στόχων ως σημαντική αιτία παρέκκλισης, ο Albert Cohen, ο οποίος ανέπτυξε τη θεωρία της
αποστέρησης κοινωνικής θέσης ως βασικής αιτίας για την εκδήλωση εγκληματικής συμπεριφοράς και οι
Cloward και Ohlin που ανέπτυξαν τη θεωρία της διαφορικής παράνομης ευκαιρίας. Άλλη θεωρία της
θετικιστικής άποψης είναι η θεωρία του διαφορικού συγχρωτισμού με επιμέρους εκπροσώπους τον
Sutherland, (θεωρία του διαφορικού συγχρωτισμού, σύμφωνα με την οποία εάν ένα άτομο σχετίζεται
περισσότερο με εγκληματίες τότε είναι πιθανό να αναπτύξει και αυτό εγκληματική συμπεριφορά), τον
Glaser (θεωρία τη διαφορικής συνταύτισης, όπου υποστηρίζει σε σχέση με τον προηγούμενο ότι δεν αρκεί

30
να σχετίζεται το άτομο με εγκληματίες αλλά πρέπει να ταυτίζεται και με αυτούς οπότε είναι πιθανό να
εκδηλώσει εγκληματική συμπεριφορά) και τους Burgess και Akers με τη θεωρία της διαφορικής
ενδυνάμωσης, οι οποίοι προσθέτουν στα προηγούμενα δύο την έννοια της ενδυνάμωσης κάτω από
συγκεκριμένες συνθήκες και κίνητρα για την εκδήλωση της εγκληματικής συμπεριφοράς (π.χ. οι ληστές αν
έχουν εκτός από τη συναναστροφή και σημαντικό κίνητρο, θα ληστέψουν τη λεία τους και θα συνεχίσουν να
ληστεύουν αν έχουν επιτυχίες στην άσκηση αυτή της δραστηριότητά τους).
Τρίτη βασική θεωρία των θετικιστών είναι η θεωρία του ελέγχου με επιμέρους εκπροσώπους τον
Hirschi (θεωρία του δεσμού με την κοινωνία) και τον Braithwaite (επανένταξη μέσω της ντροπής). Ο
βασικός άξονας της θεωρίας του ελέγχου είναι ότι ο έλεγχος προκαλεί τη συμμόρφωση. Η απουσία του
ελέγχου μπορεί να προκαλέσει την εκδήλωση εγκληματικής συμπεριφοράς. Ο Hirschi θεωρεί ότι όσο ποιο
«δεμένο» είναι το άτομο με την κοινωνία τόσο περισσότερο «ελέγχεται» από αυτήν ως προς τη
συμπεριφορά του και τόσο λιγότερο εγκληματεί ενώ ο Braithwaite θεωρεί την έννοια της «ντροπής» ως
εκείνη που συμβάλλει στην κοινωνική επανένταξη.42
Από την άλλη πλευρά οι ανθρωποκεντρικές θεωρίες, διακρίνονται σε τρεις θεωρητικές υποομάδες, οι
οποίες είναι η θεωρία του χαρακτηρισμού, η φαινομενολογική θεωρία και η θεωρία της κοινωνικής
σύγκρουσης η οποία είναι και η σημαντικότερη. Εκπρόσωποι της θεωρίας του χαρακτηρισμού ή όπως
αλλιώς ονομάζεται θεωρία της κοινωνικής διαντίδρασης, θεωρούνται οι Howard Becker, Kai Erikson και ο
John Kitsuse, οι οποίοι στις αρχές της δεκαετίας του 60, εξήγησαν την παρέκκλιση ως μια διαδικασία
συμβολικής αλληλεπίδρασης, τονίζοντας περισσότερο τη σπουδαιότητα των χαρακτηρισμών στην
οριοθέτηση της παρέκκλισης και θεωρώντας ότι σε γενικές γραμμές οι άνθρωποι που αντιπροσωπεύουν τις
ισχυρές κοινωνικές και κρατικές δυνάμεις είναι εκείνοι που έχουν αυξημένη επιρροή στο να χαρακτηρίζουν
κάποιον ως παρεκκλίνοντα και ο χαρακτηρισμός αυτός έχει συγκεκριμένες αρνητικές συνέπειες.
Η φαινομενολογική θεωρία έρχεται να συμπληρώσει το ότι η θεωρία του χαρακτηρισμού δεν
αναφέρεται στην ουσία της εσωτερικής διεργασίας που συμβαίνει στον άνθρωπο που εγκληματεί αλλά
ασχολείται απλά με την κοινωνική αντίδραση απέναντι στην εγκληματική συμπεριφορά τους. Η
φαινομενολογική θεωρία υποστηρίζει ότι όλα τα άτομα, είτε οι εγκληματίες είτε εκείνοι που τους θεωρούν
ως τέτοιους, είναι πολύ υποκειμενικά στην «κατασκευή» της έννοιας του εγκλήματος και του εγκληματία,
στον ορισμό τους, στην ερμηνεία της παρέκκλισης, των αιτίων κ.λ.π παρόλο που ισχυρίζονται ότι είναι πολύ
αντικειμενικά. Στην ουσία οι φαινομενολόγοι, ασκούν ουσιαστική κριτική στους θετικιστές οι οποίοι
ισχυρίζονται ότι η παρέκκλιση είναι αντικειμενική έννοια.
Η θεωρία της κοινωνικής σύγκρουσης, επιχειρεί να ερμηνεύσει την εγκληματική συμπεριφορά,
αναλύοντας τις συγκρουσιακές καταστάσεις που υπάρχουν στις ανθρώπινες κοινωνίες. Οι υποστηρικτές της,
θεωρούν ότι στο σημερινό κόσμο υπάρχει μια διαρκής κοινωνική και πολιτισμική σύγκρουση, η οποία
προέρχεται από τις ασυμβίβαστες επιθυμίες και προτεραιότητες διαφόρων κοινωνικών ομάδων με αντίθετα
πολλές φορές συμφέροντα και επιδιώξεις. Π.χ Εργοδότες εναντίον εργαζομένων, συντηρητικά πολιτικά
κόμματα εναντίον φιλελεύθερων, λευκοί εναντίον μαύρων, φτωχοί εναντίον πλουσίων κ.λ.π.
Εκπρόσωποι της θεωρίας αυτής είναι ο Austin Turk ο οποίος αναφέρθηκε στα στοιχεία της
42
Thio Alex (2003), Παρεκκλίνουσα Συμπεριφορά. 4η έκδοση, επιμ. Χρ. Τσουραμάνης. Αθήνα: Εκδόσεις Ελλην, σ. 53
κ.ε.

31
εγκληματοποίησης τονίζοντας ότι το να χαρακτηρίζεται κάποιος ως εγκληματίας στην ουσία αυτό γίνεται
από τις αρχές και προέρχεται από τη σύγκρουσή του με αυτές. Όταν π.χ. οι αρχές θεωρούν ως ιδιαίτερα
σημαντική την εφαρμογή ενός συγκεκριμένου νόμου είναι πιθανό να προσδώσουν εγκληματικό
χαρακτηρισμό στα υποκείμενα που διαπράττουν πράξεις που εμπίπτουν στο νόμο αυτό.
Ο William Chambliss, ανέπτυξε τη θεωρία της πραγματικότητας του νόμου, σύμφωνα με την οποία η
πραγματική εφαρμογή του νόμου διαφέρει από το περιεχόμενό του και στην πράξη οι αρχές που είναι
επιφορτισμένες με την εφαρμογή του είναι άδικες και ανέντιμες ευνοώντας τους πλούσιους και ισχυρούς
έναντι των φτωχών και ανίσχυρων. Θεωρεί ότι αυτό γίνεται από τη φύση των οργανισμών και δεν εξαρτάται
από τις επιμέρους θελήσεις των ατόμων που τους απαρτίζουν. Έτσι η εγκληματοποίηση των ατόμων συχνά
είναι απόρροια του τρόπου επέμβασης των αρχών αυτών. Άλλος θεωρητικός ο Richard Quinney, θεωρεί
ευθέως το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής ως υπεύθυνο για τον άδικο νόμο. Στην θεωρία του «η
κοινωνική πραγματικότητα του εγκλήματος», θεωρεί ότι η κυρίαρχη τάξη ορίζει ως εγκληματικές εκείνες τις
πράξεις που απειλούν τα συμφέροντά της, η ίδια φροντίζει για την εφαρμογή των νόμων που επιβάλλει και
τα μέλη των κατώτερων τάξεων υποχρεώνονται από τις δυσκολίες της ζωής να εμπλακούν σε παράνομες
πράξεις.
Οι ανθρωποκεντρικές θεωρίες από τη φύση τους δεν προσπαθούν να αιτιολογήσουν την παρεκκλίνουσα
συμπεριφορά αλλά κυρίως να την κατανοήσουν και να την ερμηνεύσουν. Ως προς την αιτιολόγηση των
εγκληματικών συμπεριφορών οι θεωρητικοί της κοινωνικής σύγκρουσης, βασίστηκαν στη Μαρξιστική
κυρίως ανάλυση.43

6. Τα αίτια της εγκληματικότητας-παραπτωματικότητας


Από ότι είδαμε παραπάνω καμιά θεωρία μέχρι σήμερα δεν μπορεί να αιτιολογήσει και να
ερμηνεύσει επαρκώς τα αίτια της εγκληματικής συμπεριφοράς. Παρόλο που σε αρκετές περιπτώσεις οι
επιστήμονες μπορούν να αποδείξουν τάσεις και συσχετισμούς ιδιαίτερα στην κοινωνική διάσταση του
εγκλήματος και να προτείνουν μέτρα που αφορούν την αντιμετώπιση και την πρόληψή του, το εγκληματικό
φαινόμενο δεν μπορεί να αιτιολογηθεί και να ερμηνευτεί πλήρως. Λέγοντας για παράδειγμα τη φράση « η
ανεργία συμβάλλει στην αύξηση της εγκληματικότητας» αυτό σε καμία περίπτωση δε σημαίνει ότι όλοι οι
άνεργοι εγκληματούν και δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε γιατί ο Α άνεργος εγκληματεί και ο Β’ άνεργος
όχι, ενώ επίσης μπορεί να εγκληματεί και ο Γ΄ που δεν είναι άνεργος.
Η παραπάνω φράση μπορεί απλά να υποδηλώνει ότι η ανεργία ως κοινωνικοοικονομικό φαινόμενο,
δημιουργεί τέτοιες συνθήκες κατά τις οποίες παρατηρείται κάποια αύξηση της συνολικής εγκληματικότητας
μπορεί όμως κάποιος να ισχυριστεί ότι δεν είναι το φαινόμενο της ανεργίας που τα δημιουργεί αυτά αλλά οι
συνθήκες που ευνοούν την ανάπτυξη της ανεργίας η οποία σε τελευταία ανάλυση είναι και αυτή μια «μη
φυσιολογική» κατάσταση σε μια κοινωνία. Όπως καταλαβαίνουμε μπορούμε με τέτοιες σκέψεις να
φτάσουμε πολύ μακριά, όχι όμως να ερμηνεύσουμε αυτή καθ’ εαυτή την εγκληματικότητα.

43
Thio Alex (2003), οπ.π. σ. 79 κ.ε.

32
Είναι λοιπόν φανερό ότι το έγκλημα είναι πολυπαραγοντικό φαινόμενο. Η μελέτη του απαιτεί τη
μελέτη πολλών παραγόντων, οι οποίοι σχετίζονται μεταξύ τους με πολύπλοκες σχέσεις και λειτουργίες.
Αναλυτικότερα όπως ξέρουμε κάθε έγκλημα αποτελείται από τρία συστατικά στοιχεία, τα οποία
είναι: ο εγκληματίας, η πράξη και το θύμα. Η καταγραφή του εγκλήματος στηρίζεται στην προσθήκη και
ενός τέταρτου στοιχείου που είναι ο αστυνομικός (με την ευρεία έννοια, δηλαδή ο κρατικός λειτουργός που
είναι αρμόδιος να δεχθεί μια καταγγελία ή να διενεργήσει ένα έλεγχο). 44 Οι συνέπειες ενός εγκλήματος που
δεν καταγράφεται επιδρούν βέβαια στο γενικότερο κοινωνικό πλαίσιο αλλά επειδή δεν ακολουθείται
καμιά διαδικασία, το μη καταγεγραμμένο έγκλημα είναι ανύπαρκτο για τους κρατικούς μηχανισμούς.
(Οπότε δεν κινείται διαδικασία ποινικής δίωξης, δεν ανακαλύπτεται, δεν κατηγορείται και δεν τιμωρείται ο
δράστης). Στις περιπτώσεις αυτές δημιουργούνται προβλήματα για την αντεγκληματική πολιτική δεδομένου
ότι η μη καταγεγραμμένη εγκληματικότητα είναι ένα «αόρατο» και άρα απροσδιόριστο πρόβλημα.
Σε κάθε ένα από τα παραπάνω συστατικά στοιχεία της τέλεσης και της καταγραφής ενός
εγκλήματος είναι δυνατό να συνυπάρχουν βιολογικοί, ψυχολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες που
επηρεάζουν το να συμβεί και να καταγραφεί η συγκεκριμένη εγκληματική πράξη. Οι παράγοντες αυτοί
εξειδικεύονται σε πολύπλοκες επιδράσεις που διαμορφώνουν με τη σειρά τους πολύπλοκες συνθέσεις, αιτίες
και αφορμές. Σε μια ιδανική κατάσταση το ζητούμενο είναι να μειώνεται όσο γίνεται περισσότερο η τέλεση
εγκλημάτων και να αυξάνεται όσο γίνεται περισσότερο το ποσοστό καταγραφής τους, (δηλαδή να
λαμβάνουν γνώση οι αρμόδιες διωκτικές αρχές και ακολούθως οι δικαστικές αρχές, ώστε να είναι δυνατή η
τιμωρία του δράστη).
Η επιστήμη της εγκληματολογίας δεν έχει κατορθώσει μέχρι σήμερα να διαπιστώσει την ύπαρξη
γενικών κανόνων που να ερμηνεύουν και να καθορίζουν το συνολικό πλαίσιο στο οποίο δημιουργείται η
εγκληματική συμπεριφορά. Έχει όμως ιδιαίτερη σημασία να τονίσουμε ότι σε τελευταία ανάλυση η
εκδήλωση εγκληματικής συμπεριφοράς, αποτελεί εκδήλωση που αντιβαίνει στην έννοια της φυσιολογικής
συμπεριφοράς. Η «φυσιολογική» ή « νόμιμη» συμπεριφορά σε γενικές γραμμές επιβάλλεται από την
κοινωνικοποίηση του ατόμου και την υιοθέτηση εκ μέρους του των κανόνων κοινωνικής συμβίωσης. Είναι
λοιπόν σίγουρο ότι η εγκληματική συμπεριφορά ως ένα σημείο αποτελεί αποτυχία των μηχανισμών
κοινωνικοποίησης χωρίς όμως να είναι απόλυτη η συσχέτιση αυτή, όπως θα δούμε παρακάτω σχετικά με τη
σημασία της εσωτερίκευσης των κοινωνικών αξιών στην πρόληψη τους εγκλήματος.
Η συνεχής ανάπτυξη της εγκληματολογίας σε συνδυασμό με τις άλλες κοινωνικές επιστήμες
(ψυχολογία, κοινωνιολογία, κοινωνική ψυχολογία, πολιτική επιστήμη, Αστυνομική επιστήμη, ποινικό δίκαιο
κ.λ.π) αυξάνουν τις γνώσεις μας γύρω από το εγκληματικό φαινόμενο, την πρόληψη και την αντιμετώπισή
του. Σήμερα δε μιλάμε για αίτια του εγκλήματος αλλά για παράγοντες εγκληματικότητας η βαρύτητα
επίδρασης των οποίων είναι υπό έρευνα προκειμένου να διακριβωθεί. Σε ορισμένες περιπτώσεις γίνονται
παραδεκτές, ως αίτια εγκληματικότητας, συγκεκριμένες ατομικές καταστάσεις ή παθήσεις και οι
περιπτώσεις αυτές αντιμετωπίζονται ανάλογα. Π.χ η κλεπτομανία θεωρείται ως ψυχική πάθηση, σε κάποιες
χώρες η ροπή σε ορισμένα σεξουαλικά εγκλήματα ομοίως, οπότε οι δράστες αντιμετωπίζονται ανάλογα,
κυρίως με διάφορες ψυχοθεραπευτικές μεθόδους.

44
Cusson, Οπ.π.

33
Πρέπει να κάνουμε επίσης διάκριση της έννοιας του κινήτρου ενός εγκλήματος. Το κίνητρο που έχει
ένας εγκληματίας (π.χ. ο ληστής έχει ως κίνητρο το περιουσιακό όφελος), δεν είναι και το αίτιο του
εγκλήματος δεδομένου ότι το ίδιο κίνητρο ενδεχομένως έχουν και άλλοι πολλοί άνθρωποι οι οποίοι όμως
δεν ληστεύουν, γιατί έχουν ικανούς ανασταλτικούς μηχανισμούς. Το κίνητρο είναι ένας παράγοντας άλλες
φορές σημαντικός, άλλες όχι στα γενικότερα αίτια του εγκλήματος.
Οι γενικότερες κοινωνικές συνθήκες, η τεχνολογία, ο πληθυσμός και η ηλικιακή του κατανομή, ο
τρόπος της οικιστικής ανάπτυξης, η κουλτούρα, η θρησκεία, οι διαφορές μεταξύ εθνικών κοινωνικών
ομάδων, η οικογενειακή κατάσταση, η προσωπικότητα αυτή καθαυτή και βέβαια διάφοροι συγκυριακοί
παράγοντες, επηρεάζουν την εγκληματικότητα.

6. Τα είδη και οι παράγοντες της εγκληματικότητας.

Για την αναλυτικότερη μελέτη της εγκληματικότητας μπορούμε να διακρίνουμε κάποιους


παράγοντες που υπάρχουν σε εγκληματικές πράξεις με βάση τους οποίους μπορούμε να
κατηγοριοποιήσουμε τα είδη της εγκληματικότητας. Έτσι για λόγους καλύτερης μελέτης διακρίνουμε τα
παρακάτω είδη εγκληματικότητας όπως τουλάχιστον παρουσιάζονται τη σύγχρονη εποχή.
Α) Η εγκληματικότητα που έχει ως κύριο χαρακτηριστικό τη βία. Στην κατηγορία αυτή
περιλαμβάνεται η βίαιη συμπεριφορά κάθε μορφής η οποία δεν χρησιμοποιείται απλά ως μέσον για την
επίτευξη ενός σκοπού αλλά ως κύριο σκοπό έχει να βλάψει (σωματικά, ψυχικά) τον άλλο. Στην κατηγορία
αυτή υπάγονται οι επιθέσεις οποιασδήποτε μορφής, οι σωματικές βλάβες, οι εξυβρίσεις οι ανθρωποκτονίες,
οι βανδαλισμοί, η βία στους αθλητικούς χώρους.
Β) Η εγκληματικότητα που έχει ως σκοπό το παράνομο περιουσιακό όφελος την προσβολή δηλαδή
της αξίας της ιδιοκτησίας. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται οι κλοπές, οι ληστείες, οι διαρρήξεις, οι απάτες,
οι υπεξαιρέσεις κ.λ.π
Γ) Ως ξεχωριστή κατηγορία εγκληματικότητας, παρόλο που έχει σκοπό το παράνομο περιουσιακό
όφελος, μπορούμε να θεωρήσουμε το κάθε λογής παράνομο εμπόριο. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνεται
το παράνομο εμπόριο νόμιμων ειδών ή υπηρεσιών, (π.χ. λαθρεμπόριο πετρελαίου, τσιγάρων κ.λ.π) καθώς
και το παράνομο εμπόριο παράνομων ειδών (π.χ. ναρκωτικά, εμπόριο ανθρώπων, κ.λ.π)
Δ) Η διεθνής υπέρ-εγκληματικότητα, η οποία παρουσιάζεται ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό με τη
μορφή της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος και η οποία διαβρώνει σε τελευταία ανάλυση
τον κοινωνικό ιστό αλλά ακόμη και τη συγκρότηση του κράτους.
Ε) Η εγκληματικότητα που σχετίζεται με τη σεξουαλική ζωή σε όλες της τις εκφάνσεις.
Στ) Η εγκληματικότητα που σχετίζεται με το εμπόριο και την εκμετάλλευση ανθρώπων.

34
Στην προσπάθεια να αναλύσουμε περισσότερο τους παράγοντες που οδηγούν στο έγκλημα
μπορούμε να τους κατηγοριοποιήσουμε σε παράγοντες που σχετίζονται με τον «εγκληματία» ως
πρόσωπο, παράγοντες που σχετίζονται με την πράξη και παράγοντες που σχετίζονται με το θύμα, τις
ιδιότητες και τις συμπεριφορές του.
6Α. Παράγοντες που σχετίζονται με τον «εγκληματία»
Είναι όλοι οι παράγοντες (βιολογικοί, ψυχολογικοί, κοινωνικοί), οι οποίοι έχουν επηρεάσει ή
επηρεάζουν το δράστη ενός εγκλήματος και συμβάλλουν στη διαμόρφωση της εγκληματικής του τάσης.
Μπορούμε να τους διαχωρίσουμε σε υποκειμενικούς και αντικειμενικούς. Οι πρώτοι είναι εκείνοι που
αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπο του δράστη (προσωπικότητα, βιολογικοί παράγοντες,
συγκεκριμένη διαδικασία κοινωνικοποίησης) οι δεύτεροι είναι σχετικά ανεξάρτητοι από το πρόσωπο του
δράστη (π.χ. κοινωνικό περιβάλλον, συμπεριφορά θύματος, συγκυρία) όμως, ο διαχωρισμός αυτός δεν είναι
απόλυτος. Η προσωπικότητα του δράστη επηρεάζεται από το κοινωνικό περιβάλλον και συχνά εντάσσεται
σε ένα πλαίσιο όπου συνδυάζονται και αλληλεπιδρούν ατομικοί, βιολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες.
Στην προσωπικότητα του εγκληματία, την αιτιολόγηση και την ερμηνεία της συμπεριφοράς του
αναφέρονται όλες οι θεωρίες που εκθέσαμε στα προηγούμενα κεφάλαια.
Στην πράξη, ο εντοπισμός των παραγόντων που επιδρούν στον εγκληματία προκύπτει μέσα από την
ανάλυση της προσωπικότητάς του και την περιγραφή του εγκληματικού του «προφίλ». Την ανάλυση του
κοινωνικού περιβάλλοντος και τις επιδράσεις του καθώς και των διαφόρων ιδιοτήτων του όπως είναι το
φύλο, η ηλικία και το επάγγελμα, η οικογενειακή του κατάσταση, οι συνήθειες, ο τρόπος ο οποίος δρα κατά
τη διάπραξη των εγκλημάτων, η κοινωνική του ζωή και η τυχόν ψυχοπαθολογία του.
6Β. Παράγοντες που σχετίζονται με την πράξη
Η αλληλουχία των ενεργειών ή των παραλείψεων που χαρακτηρίζονται παράνομες είναι η «πράξη»
του εγκλήματος. Ο τύπος της πράξης είναι εκείνος που χαρακτηρίζει το έγκλημα και τη βαρύτητά του (π.χ.
ένας ληστής μπαίνει σε ένα κοσμηματοπωλείο και με την απειλή όπλου ληστεύει τα κοσμήματα. Ένας άλλος
μπαίνει στο κοσμηματοπωλείο, σκοτώνει τον ιδιοκτήτη και παίρνει τα κοσμήματα). Οι δύο πράξεις
διαφέρουν ως προς τις συγκεκριμένες ενέργειες και το αποτέλεσμά τους έτσι ώστε με βάση τις ενέργειες
αυτές το δεύτερο έγκλημα να θεωρείται βαρύτερο του πρώτου.
Ένα σημαντικό στοιχείο της εγκληματικής πράξης ή παράλειψης, είναι το στοιχείο της πρόθεσης
του δράστη να επιφέρει το συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Το στοιχείο αυτό καθορίζει τη θέληση του δράστη να
επιφέρει τις δυσμενείς επιδράσεις και εκφράζει την αμφισβήτηση εκ μέρους του των αντίστοιχων
κοινωνικών αξιών. Έτσι η ίδια πράξη όταν εμπεριέχει πρόθεση να επέλθει το ζημιογόνο αποτέλεσμα
χαρακτηρίζεται ως βαρύτερο έγκλημα σε σχέση με αντίστοιχη πράξη που όμως γίνεται από αμέλεια. (π.χ. ο
Β΄ σκοτώνει τον Γ΄ για να του πάρει τα χρήματα. Έχει δηλαδή τη βούληση να σκοτώσει ώστε με την ησυχία
του να του πάρει τα χρήματα. Σε μια άλλη περίπτωση όμως ο Δ’ οδηγώντας το αυτοκίνητό του, από
απροσεξία, παρασύρει και σκοτώνει τον πεζό Α΄ χωρίς να έχει τέτοια βούληση). Στην πρώτη περίπτωση
έχουμε ανθρωποκτονία με πρόθεση και στη δεύτερη ανθρωποκτονία από αμέλεια. Οπωσδήποτε η πρώτη
πράξη είναι πολύ πιο απεχθής και επικίνδυνη κοινωνικά, γιατί εκφράζει βούληση αφαίρεσης ζωής. Εκφράζει
δηλαδή ενσυνείδητη αμφισβήτηση της αξίας της ζωής κάτι που αποτελεί σημαντική απειλή για την

35
κοινωνία. Στη δεύτερη πράξη υπάρχει αμέλεια η οποία όμως δεν δείχνει αμφισβήτηση της κοινωνικής αξίας
της ζωής. Η διάκριση στο ποινικό δίκαιο της πρόθεσης από την αμέλεια είναι ιδιαίτερα σημαντική και στην
πραγματικότητα μεγαλύτερη εγκληματολογική σπουδαιότητα έχουν φυσικά οι πράξεις που γίνονται με
πρόθεση να επέλθει το δυσμενές αποτέλεσμα.

6.Γ. Παράγοντες που σχετίζονται με το θύμα


Με βάση όσα είπαμε παραπάνω για τις ιδιότητες του θύματος, είναι δυνατό κάποιοι παράγοντες που
ενυπάρχουν στο θύμα να συμβάλλουν στην εκδήλωση εγκληματικής πράξης σε βάρος του, χωρίς βέβαια
αυτό να σημαίνει ότι το θύμα προκαλεί το σε βάρος του έγκλημα. (π.χ. Μια νοικοκυρά ξεχνά την πόρτα του
σπιτιού της ανοικτή και απουσιάζει επί ώρες. Είναι δυνατό αυτό να αποτελέσει πρόκληση για έναν επίδοξο
κλέφτη, ο οποίος προφανώς θα προτιμήσει το ανοικτό σπίτι από το διπλανό που είναι κανονικά
κλειδωμένο). Η ανάλυση των παραγόντων που αναφέρονται στο θύμα μπορεί να περιλαμβάνουν ανάλυση
της προσωπικότητας, των συνηθειών, της ηλικίας του φύλου κ.λ.π Επίσης υπάρχουν ορισμένα εγκλήματα
τα οποία στοιχειοθετούνται μόνο και μόνο από τις ιδιότητες του θύματος (π.χ. αποπλάνηση ανηλίκου). Η
θυματολογία είναι ξεχωριστή επιστήμη, η οποία συμβάλλει στο γενικότερο σκοπό της εγκληματολογίας,
προσπαθώντας να μελετήσει τους τρόπους που το θύμα επηρεάζει την τέλεση ενός εγκλήματος σε βάρος
του. Συχνά διάφορα απλά και λογικά συμπεράσματα σχετικά με ορισμένα εγκλήματα αποτελούν
θυματολογικά συμπεράσματα και βοηθούν την κατανόηση ορισμένων εγκληματικών φαινομένων. (π.χ. οι
συμβουλές που δίνουν οι αστυνομικές αρχές όταν οι κάτοικοι αστικών κέντρων λείπουν από τα σπίτια τους
σε διακοπές, προκειμένου να αποφύγουν διαρρήξεις: «Φροντίστε να αφήνετε κάποιο φως ανοικτό», «μην
διαδίδεται ότι θα λείψετε πολλές μέρες», «πείτε σε κάποιον να παίρνει το ταχυδρομείο σας για να μη
φαίνεται η απουσία σας» κ.λ.π., προέρχονται από μελέτη των ιδιοτήτων των θυμάτων διαρρήξεων. Επίσης
μελέτη της συμπεριφοράς και των ιδιοτήτων των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας, μπορεί να βοηθήσει
στην αντιμετώπιση του εγκληματικού αυτού φαινομένου)

7. Οι επιπτώσεις των εγκλημάτων


Το κάθε έγκλημα που συμβαίνει έχει πολλές και διάφορες επιπτώσεις οι οποίες επηρεάζουν την
ατομική ζωή δράστη και θύματος αλλά και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Οι επιπτώσεις των
εγκλημάτων μπορεί να είναι κοινωνικές, οικονομικές, ψυχολογικές, περιβαλλοντικές. Συχνά είναι δύσκολο
να αποτιμηθούν ακριβώς, καθώς μπορεί να είναι άμεσες ή έμμεσες ή να εκδηλώνονται με το πέρασμα του
χρόνου. Μπορεί να είναι μόνιμες ή προσωρινές. Να επηρεάζουν λίγους ή περισσότερους ανθρώπους.
Οι συνέπειες των εγκλημάτων επηρεάζονται από πολλούς παράγοντες, οι οποίοι σχετίζονται με το
συγκεκριμένο έγκλημα, (την πράξη δηλαδή), την προσωπικότητα του δράστη, το θύμα, τη δημοσιότητα που
το έγκλημα παίρνει, την αντιμετώπιση που έχει από τις αρχές και τη δικαιοσύνη. Φυσικά οι επιδράσεις
εξαρτώνται επίσης από τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που υπάρχουν σε κάθε κοινωνία.

36
Ένα σημαντικό μέρος της αντεγκληματικής πολιτικής, όπως θα δούμε σε επόμενα κεφάλαια,
ασχολείται με τη μείωση των δυσμενών επιπτώσεων των εγκλημάτων στην κοινωνική ζωή. Παρακάτω θα
αναφερθούμε συνοπτικά στις κοινωνικές και τις οικονομικές επιπτώσεις των εγκλημάτων και της
εγκληματικότητας

7.Α. Οι κοινωνικές επιπτώσεις των εγκλημάτων


Τα εγκλήματα ανάλογα με τη φύση τους έχουν κοινωνικές συνέπειες. Οι συνέπειες αυτές επιδρούν
στο θύμα και στο δράστη του εγκλήματος αλλά και στο κοινωνικό περιβάλλον. Το θύμα δέχεται τις άμεσες
δυσμενείς επιδράσεις του εγκλήματος και ζημιώνεται σε περιουσιακό, κοινωνικό, ψυχολογικό επίπεδο. Ο
δράστης αντίστοιχα μέσα από την εγκληματική πράξη του, ικανοποιεί τις διάφορες επιδιώξεις του. Όμως
κάθε έγκλημα έχει ευρύτερες επιπτώσεις στο κοινωνικό σύνολο όχι μόνο εξαιτίας των άμεσων συνεπειών
του αλλά κυρίως εξαιτίας των γενικότερων επιδράσεων του. Οι επιδράσεις αυτές επενεργούν στο κοινωνικό
σύνολο και οδηγούν σε αμφισβήτηση των κοινωνικών αξιών ιδιαίτερα όταν ο εγκληματίας δεν υφίσταται
κάποιου είδους τιμωρία για την πράξη του. Είναι πιθανό να οδηγήσουν στην καλλιέργεια προτύπων προς
μίμηση και να λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά στην τέλεση και άλλων εγκληματικών πράξεων.
Ο μεγάλος αριθμός εγκλημάτων μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία κλίματος ανασφάλειας με
ευρύτερες συνέπειες. Ακόμη, μια συχνά επαναλαμβανόμενη εγκληματική συμπεριφορά, υπό ορισμένες
προϋποθέσεις μπορεί να οδηγήσει σε καταστάσεις ηθικού πανικού, οι οποίες αποτελούν συλλογική
αποκλίνουσα κοινωνική συμπεριφορά όπως θα δούμε παρακάτω.
Η γενικότερη κατάσταση από πλευράς εγκληματικότητας έχει ευρύτερες επιδράσεις στο κοινωνικό
σύνολο. Η ύπαρξη πολλών και σοβαρών εγκλημάτων συμβάλλει σημαντικά στη διαμόρφωση γενικευμένων
κοινωνικών τάσεων και προβλημάτων. Έτσι μπορεί σε τέτοιες περιπτώσεις να αμφισβητείται η ικανότητα
της ίδιας της κοινωνίας να δημιουργήσει περιβάλλον ασφάλειας ή ακόμη και η ικανότητα του κράτους να
εγγυηθεί την ασφάλεια των πολιτών. Το πρόβλημα της ανεξέλεγκτης εγκληματικότητας (είτε είναι στην
πραγματικότητα ανεξέλεγκτη είτε φαίνεται ως τέτοια), μπορεί να καταστεί σημαντικό κοινωνικό και βέβαια
πολιτικό πρόβλημα και να απαιτήσει συγκεκριμένες κοινωνικές και κυρίως κρατικές δράσεις στο πλαίσιο
μιας αντεγκληματικής πολιτικής.

7.Β. Οι οικονομικές επιπτώσεις των εγκλημάτων

Οι οικονομικές επιπτώσεις των εγκλημάτων έχουν ιδιαίτερη σημασία, ειδικά αν αναλογισθούμε ότι
ένα μεγάλο μέρος της εγκληματικότητας αφορά εγκλήματα που έχουν στόχο την οικονομική δράση. Ως
οικονομικές επιπτώσεις δεν εννοούμε μόνο τις άμεσες οικονομικές συνέπειες που επέρχονται στα θύματα
και στους δράστες των εγκλημάτων αλλά και τις ευρύτερες οικονομικές συνέπειες στο οικονομικό σύστημα,
οι οποίες σε περιπτώσεις οργανωμένης εγκληματικότητας μπορεί να είναι ιδιαίτερα σημαντικές και να
προκαλέσουν ακόμη και αποσταθεροποιήσεις κρατών ή περιοχών. Τα περισσότερα εγκλήματα έχουν
οικονομικά κίνητρα και ανάλογα με την εγκληματική δραστηριότητα δημιουργείται αντίστοιχο οικονομικό
όφελος για τους δράστες και ζημιά για τα θύματα.

37
Η «οικονομία του εγκλήματος», αποτελεί ένα σημαντικό μέγεθος και συχνά τα ποσά που προέρχονται από
παράνομες δραστηριότητες κάθε είδους είναι ιδιαίτερα μεγάλα.
Το παράνομο εμπόριο όπλων, ναρκωτικών ουσιών και ανθρώπων, είναι οι εγκληματικοί τομείς που
παρατηρούνται τα μεγαλύτερα οικονομικά μεγέθη. Τον τελευταίο καιρό τα εγκλήματα που διαπράττονται με
ηλεκτρονικό τρόπο, κυρίως μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών, αυξάνονται ολοένα και περισσότερο με
ανάλογη αύξηση των οικονομικών μεγεθών που προκύπτουν από αυτά.
Η διαδικασία νομιμοποίησης των εσόδων από παράνομες πράξεις, (ξέπλυμα βρώμικου χρήματος), θεωρείται
νομικά αυτοτελές έγκλημα. Παρόλα αυτά δεν φαίνεται τάση μείωσης του οργανωμένου εγκλήματος και το
μερίδιο της «οικονομίας του εγκλήματος» δεν φαίνεται να μειώνεται με το πέρασμα του χρόνου.

8. Η έννοια της ασφάλειας


Η περιγραφή της έννοιας της ασφάλειας είναι γεγονός ότι δεν υπάρχει στο ποινικό δίκαιο, παρόλο
που σε αρκετές περιπτώσεις η έννοια της ασφάλειας χρησιμοποιείται για να περιγραφούν αξιόποινες πράξεις
(π.χ. τα εγκλήματα κατά της ασφάλειας των συγκοινωνιών) 45 Επίσης το ίδιο το Σύνταγμα της Ελλάδας,
αναφέρεται έμμεσα στη δημόσια ασφάλεια, χωρίς όμως να την αναφέρει ρητά ως αυτοτελές ατομικό ή
κοινωνικό δικαίωμα.46 Από ορισμένους επιστήμονες θεωρείται ως συστατικό της δημόσιας τάξης. 47
Το δικαίωμα της ασφάλειας γίνεται αποδεκτό ότι περιλαμβάνεται στην αρχή του κοινωνικού
κράτους δικαίου η οποία έμμεσα προστατεύει το δικαίωμα του πολίτη στην ασφάλεια. Στον επιστημονικό
κόσμο, η έννοια του όρου «ασφάλεια» προσεγγίζεται με δύο τρόπους. Είτε με την προσπάθεια περιγραφής
της έννοιας της ασφάλειας είτε με την προσπάθεια περιγραφής της κατάστασης που σημαίνει διαταραχή της
ασφάλειας. Γενικά επιχειρώντας ένα ορισμό της έννοιας της δημόσιας ασφάλειας μπορούμε να την
θεωρήσουμε ως την κατάσταση εκείνη κατά την οποία εφαρμόζονται και ισχύουν, με άλλα λόγια βιώνονται,
όλα τα ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα του ανθρώπου και δεν διαταράσσεται η άσκησή τους.
Με βάση τη θεώρηση αυτή η έννοια της ασφάλειας ορίζεται επίσης από την περιγραφή του πότε έχουμε
διαταραχή της ασφάλειας και οι πολίτες βιώνουν κατάσταση ανασφάλειας. Έτσι, οποιαδήποτε απειλή ή
φόβος που μπορεί να οδηγήσει στην ανάλογη τροποποίηση της συμπεριφοράς των ανθρώπων και τη
διακύβευση των δικαιωμάτων τους ή την παραίτησή τους από αυτά, κάτω από φυσικό ή ψυχολογικό
εξαναγκασμό, σημαίνει διατάραξη της ασφάλειάς τους.
Μπορούμε να κάνουμε λόγο για την ασφάλεια με διάφορα προσδιοριστικά επίθετα ανάλογα με την
περίπτωση. Έτσι μιλούμε για τη δημόσια ασφάλεια που αφορά τους πολίτες, για την κρατική ασφάλεια, η
οποία αναφέρεται στο κράτος, τη διεθνή ασφάλεια, η οποία αναφέρεται στις κρατικές διεθνείς σχέσεις, τη
φυσική ασφάλεια η οποία αναφέρεται στην προστασία από φυσικούς κινδύνους, την ατομική ασφάλεια
κ.ο.κ. Πάντως στο σύγχρονο κόσμο οι διάφορες έννοιες και μορφές της ασφάλειας αποτελούν ένα ενιαίο
σύνολο με διάφορα επίπεδα.

45
Ραφτόπουλου Παναγιώτη (2001), Ποινικό Δίκαιο. Αθήνα: Έκδ. ίδιου, άρθρα 287-296.
46
Παπαθεοδώρου Θ. (2002), Δημόσια Ασφάλεια και Αντεγκληματική πολιτική. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 59.
47
Δρόσος Γ. (1992), «Δημόσια Τάξη» και «Δημόσια Ασφάλεια»: Δύο έννοιες του εθνικού Συντάγματος σε διεθνές
πλαίσιο. Χαριστήρια στον Ι. Δεληγιάννη δ’ μέρος σελ. 27 επ. στο Παπαθεοδώρου, θ. , οπ. π.

38
Ο όρος ασφάλεια περιέχει αλλά και προϋποθέτει ένα ευρύτερο φάσμα εννοιών και σχέσεων. 48 Η
παραδοσιακή εγκληματικότητα θεωρείται μέχρι τώρα ότι επηρεάζει κυρίως την ατομική ασφάλεια. Στο
σύγχρονο κόσμο όμως και ιδιαίτερα μετά την 11 η Σεπτεμβρίου 2001 ημέρα κατά την οποία έγινε η επίθεση
στους δίδυμους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης, η διεθνής υπερεγκληματικότητα μπορεί να διαταράξει το
σύνολο της ασφάλειας σε πλανητικό επίπεδο. 49 Η δημόσια ασφάλεια λοιπόν μπορεί να δέχεται απειλές σε
ατομικό ή συλλογικό επίπεδο ανάλογα με το μέγεθος (ποσοτικό και ποιοτικό) της εγκληματικής πράξης
Η ύπαρξη ασφάλειας σε μια κοινωνία σημαίνει ότι υπάρχει ομαλή και ειρηνική κοινωνική
διαβίωση, ότι επιτυγχάνονται οι σκοποί της κοινωνίας και δεν υπάρχει καμιά απειλή, τέτοια που να
επηρεάζει την κοινωνική συμπεριφορά. Στην ουσία η δημόσια ασφάλεια δεν είναι ένα ξεχωριστό δημόσιο
αγαθό ή δικαίωμα αλλά η σύμπραξη της ελεύθερης άσκησης του συνόλου των έννομων αγαθών και
δικαιωμάτων που απολαμβάνει ο άνθρωπος σε μια ευνομούμενη πολιτεία. 50
Η δημιουργία κλίματος ανασφάλειας σε μια κοινωνία σημαίνει όχι μόνο το φόβο θυματοποίησης
που μπορεί να διαχέεται στα μέλη της αλλά και μια ορισμένη καχύποπτη και επιφυλακτική αναπαράσταση
της πραγματικότητας. Η κατάσταση αυτή αλληλεπιδρά με τη γενικότερη ύπαρξη ανομίας στη συγκεκριμένη
κοινωνία αποτελώντας αίτιο αλλά και αποτέλεσμά της σε μια διαρκή σχέση αλληλεπίδρασης. Για τη
δημιουργία κλίματος ανασφάλειας σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η εγκληματικότητα που σχετίζεται κυρίως
με τη βία και με πράξεις κατά της ιδιοκτησίας, ανεξάρτητα αν είναι στη μορφή της αφανούς
εγκληματικότητας.
Σημαντική επίσης επίδραση στη διαμόρφωση κλίματος ανασφάλειας έχει και το μέγεθος της
αναπαριστώμενης εγκληματικότητας. Όπως αναφέραμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, η εικόνα της
εγκληματικότητας που έχει ο κάθε πολίτης επηρεάζει την αίσθηση ασφάλειας που νοιώθει. Συχνά
επηρεάζεται από πράξεις που έχουν άμεση επίδραση στον ίδιο, ιδιαίτερα από πράξεις βίας και προσωπικής
ενόχλησης, ενώ σημαντικότατη είναι και η επίδραση των ΜΜΕ, στην αναπαριστώμενη εικόνα για την
εγκληματικότητα. Η υιοθέτηση ή όχι εκ μέρους του προσώπου της ύπαρξης απειλής με βάση τα στοιχεία
αυτά, τον κάνει να νοιώθει ανασφαλής και τον υποχρεώνει να τροποποιήσει αναλόγως τη συμπεριφορά του,
διεκδικώντας συνήθως περισσότερα μέτρα επίβλεψης και ελέγχου από τις αρμόδιες υπηρεσίες.
Μία άλλη έννοια η οποία μπορούμε να πούμε ότι σχετίζεται με την έννοια της ασφάλειας και η
οποία συχνά αναφέρεται στα νομικά κείμενα, είναι η έννοια της δημόσιας τάξης. Η έννοια αυτή έχει
συγκεκριμένη νομική προστασία η οποία αναφέρεται στα άρθρα 183-197 του ποινικού κώδικα. Δημόσια
τάξη σημαίνει την ύπαρξη «ευταξίας» στη λειτουργία του κράτους και της κοινωνίας. Σημαίνει την
κοινωνική ηρεμία και γαλήνη στην οποία πρέπει να συμβιώνουν τα άτομα. 51 Η δημόσια τάξη φυσικά
διασυνδέεται σχεδόν απόλυτα με τη δημόσια ασφάλεια και διαταραχές της τάξης διαφόρων μορφών,
επηρεάζουν οπωσδήποτε την αίσθηση της ασφάλειας. Πάντως, η δημόσια ασφάλεια σύμφωνα με τον
καθηγητή Θ. Παπαθεοδώρου, τείνει να λάβει τα χαρακτηριστικά ενός έννομου αγαθού, που λειτουργεί

48
Huysmans J. (1998), “Security! What do you mean? From Concept to Thich signifier” European Journal of
International Relations. Vol.4, No 2. Sage Publications
49
Μπόση Μαίρη (1999), Ζητήματα Ασφάλειας στη Νέα Τάξη πραγμάτων. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση, σ. 28 κ.ε.
50
Παπαθεοδώρου Θεόδωρος, (2002), οπ.π. σ. 64.
51
Μανωλεδάκης Ι. (1994), Επιβουλή της Δημόσιας Τάξης (άρθρα 183-197ΠΚ), Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας, σ. 21 κ.ε.

39
κομβικά και επιτρέπει την απρόσκοπτη άσκηση όλων των άλλων έννομων αγαθών. 52 Όπως είναι φυσικό
στην διαμόρφωση «εικόνας ασφάλειας ή ανασφάλειας» σε μια κοινωνία, σημαντικό ρόλο παίζουν τα ΜΜΕ,
τα οποία είναι οι μόνοι φορείς που παρουσιάζουν την πραγματικότητα για την οποία δεν έχει άμεση
αντίληψη ο κάθε άνθρωπος.53 Τα ίδια επίσης παρουσιάζουν και τους τρόπους αντίδρασης του κράτους και
της κοινωνίας για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας και μέσα από αυτά διαμορφώνεται η εικόνα των
πολιτών για την κοινωνική και κρατική αντίδραση στο έγκλημα. Έτσι στο σύγχρονο κόσμο κατά κάποιο
τρόπο η πραγματικότητα «κατασκευάζεται» μια που αποτελεί τελικά την εικόνα, έτσι όπως γίνεται
αντιληπτή από τους πολίτες. Πολλές φορές η κατάσταση αυτή έχει ευρύτερες συνέπειες και δημιουργεί
54

διάφορα προβλήματα στην κοινωνική συμβίωση.

9. Ο κίνδυνος από το έγκλημα και ο φόβος θυματοποίησης

Ένα από αυτά είναι η δημιουργία του «φόβου θυματοποίησης», του φόβου δηλαδή που
δημιουργείται στα μέλη της κοινωνίας για το ενδεχόμενο να πέσουν θύματα εγκλήματος. Για να δούμε ποιο
αναλυτικά την έννοια του φόβου αυτού θα πρέπει να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στον Κίνδυνο από το
έγκλημα και στο φόβο από το έγκλημα.
Ο κίνδυνος από το έγκλημα είναι μια πραγματική κατάσταση η οποία αντιπροσωπεύει τον
πραγματικό κίνδυνο με βάση τις πιθανότητες του να πέσει κάποιος θύμα εγκλήματος. Εξαρτάται από τα
χαρακτηριστικά του κάθε εγκλήματος, τη συχνότητά του, το δράστη και οπωσδήποτε το θύμα. Έτσι για
παράδειγμα όταν σε μια πόλη 100000 νοικοκυριών γίνονται 300 διαρρήξεις σπιτιών το χρόνο τότε η
στατιστική πιθανότητα ένα νοικοκυριό να πέσει θύμα διάρρηξης σε ένα χρόνο, είναι 100000/300 δηλαδή μία
ανά 333. όμως δεν αρκεί αυτή η ένδειξη για να αποτυπώσει τον πραγματικό κίνδυνο για διάρρηξη.
Οπωσδήποτε ένα «φτωχόσπιτο» αποτελεί πολύ λιγότερο πιθανό θύμα μιας διάρρηξης από ένα αφύλακτο
«πλουσιόσπιτο» σε ερημική τοποθεσία, οπότε ο κίνδυνος διάρρηξης για το πρώτο σε σχέση με το δεύτερο
είναι κατά πολύ μικρότερος.
Ο πραγματικός λοιπόν κίνδυνος να πέσει κάποιος θύμα εγκλήματος εξαρτάται από πολλούς
παράγοντες αρκετοί εκ των οποίων αναφέρονται στον ίδιο ως υποψήφιο θύμα και τις ιδιότητές του. Όταν
αυξάνεται σημαντικά ο αριθμός συγκεκριμένων εγκληματικών πράξεων, αυτό σημαίνει ότι αυξάνεται και ο
πραγματικός κίνδυνος κάποιος να πέσει θύμα αυτών των εγκληματικών πράξεων όταν βέβαια υπάρχει
συσχέτιση των υποψηφίων θυμάτων. Για παράδειγμα όταν αυξάνονται οι ληστείες τραπεζών αυξάνεται η
πιθανότητα να πέσει θύμα ληστείας και μια τράπεζα που μέχρι τότε δεν είχε υποστεί ληστεία. Είναι
ζητούμενο αν αυξάνεται η πιθανότητα να πέσει θύμα ληστείας ένας απλός πολίτης. Ορισμένες φορές
μάλιστα οι σχέσεις είναι αρκετά ποιο πολύπλοκες. Μπορεί για παράδειγμα η εύκολη θυματοποίηση των
τραπεζών και άρα η αύξηση των ληστειών τους, να σημάνουν μείωση του αριθμού των ληστειών σε οικίες,
ενώ η ελαχιστοποίηση των ληστειών τραπεζών με τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων αποτροπής, μπορεί να

52
Παπαθεοδώρου Θ., οπ. π. σ. 65
53
Curran James, Gurevitch Michael (2001), Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και Κοινωνία. Μετφρ. Κίκιζας Δημ. Αθήνα:
εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ
54
Λαμπροπούλου, 1999

40
οδηγήσει στην αύξηση των ληστειών οικιών ή καταστημάτων. Οι σχέσεις αυτές μεταξύ των διαφόρων
τύπων εγκλημάτων και των περιπτώσεων αυξομείωσής τους απαιτούν ειδικές επιστημονικές έρευνες για την
αποτύπωσή τους.
Ο ρόλος και οι ιδιότητες του θύματος είναι ιδιαίτερα σημαντικό θέμα σε σχέση με την πραγματικό
κίνδυνο να γίνει θύμα. Άλλωστε η μελέτη του θύματος, η οποία όπως είπαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο
είναι αντικείμενο μιας ολόκληρης επιστήμης, της θυματολογίας, αποσκοπεί ακριβώς στην ανάλυση εκείνων
των ιδιοτήτων του θύματος που το καθιστούν εν τέλει, θύμα. Όμως, δεν μπορούμε να πούμε ότι το θύμα
προκαλεί το σε βάρος του έγκλημα γιατί τότε αποκτά την ιδιότητα του ηθικού αυτουργού. Απλά είναι
δυνατό κάποιες ιδιότητες του θύματος να συμβάλλουν στους παράγοντες εκδήλωσης της εγκληματικής
συμπεριφοράς σε βάρος του (π.χ. εκείνος που κατοικεί σε ένα πλούσιο απομονωμένο και χωρίς φύλαξη
σπίτι, κινδυνεύει περισσότερο να πέσει θύμα κλοπής ή ληστείας από εκείνον που κατοικεί σε ένα φτωχό
σπίτι σε πολυσύχναστη περιοχή. Επίσης ένα παιδί και όχι ένας ενήλικας μπορεί να πέσει θύμα
παιδεραστίας). Η γνώση των ιδιοτήτων που συμβάλλουν στη θυματοποίηση είναι πολύ χρήσιμη για τη
μελέτη του εγκλήματος αλλά και για το σχεδιασμό της αντεγκληματικής πολιτικής.
Ο φόβος για το έγκλημα είναι ο φόβος που διακατέχει το άτομο με βάση την αναπαράσταση, την
εικόνα δηλαδή που έχει για την πιθανότητα να πέσει θύμα ενός εγκλήματος. Αποτελεί μια ψυχολογική και
όχι μια πραγματική κατάσταση. Ο φόβος θυματοποίησης είναι συχνά ανεξάρτητος του πραγματικού
κινδύνου θυματοποίησης και διαμορφώνεται κάτω από την επίδραση πολλών παραγόντων. Ένας απ’
αυτούς, ίσως ο σημαντικότερος, είναι τα ΜΜΕ και ο τρόπος που παρουσιάζουν τα ζητήματα
εγκληματικότητας.55 Όπως είναι φυσικό είναι συνυφασμένος με την εικόνα που έχουν οι πολίτες για το
ποσοτικό και ποιοτικό μέγεθος της εγκληματικότητας. Ορισμένοι παράγοντες οι οποίοι σχετίζονται είτε με
το δράστη είτε με το θύμα ή ακόμη και με την πράξη, επηρεάζουν περισσότερο τη δημιουργία φόβου
θυματοποίησης. Έχει αποδειχθεί από έρευνες ότι όσο ποιο βίαια είναι τα εγκλήματα που διαπράττονται τόσο
περισσότερο φόβο δημιουργούν στους πολίτες. Από την άλλη πλευρά, πολλές μορφές οργανωμένης
εγκληματικότητας δεν δημιουργούν συνθήκες φόβου θυματοποίησης, καθόσον οι δράστες ή ακόμη και ο
τύπος των εγκληματικών πράξεων δεν προκαλούν φόβο στους πολίτες. (π.χ. διάφορες απάτες, οργανωμένο
λαθρεμπόριο κάθε μορφής κ.λ.π)
Τόσο ο αυξημένος πραγματικός κίνδυνος θυματοποίησης, όσο και ο φόβος θυματοποίησης έχουν
σημαντικές επιδράσεις στην κοινωνική οργάνωση. Ο φόβος για το έγκλημα είναι συχνά μια προβληματική
κατάσταση για την κοινωνία, ανεξάρτητα αν υπάρχουν πραγματικά περιστατικά που τον δικαιολογούν. Η
φοβική κοινωνία είναι μια κλειστή, επιφυλακτική κοινωνία, χωρίς ανεκτικότητα και συχνά εχθρική σε
μειονεκτικές ομάδες (τοξικομανείς, μετανάστες κ.λ.π), στις οποίες εύκολα προβάλλει τις αιτίες των φόβων
της.
Η φοβική κοινωνία διαμορφώνει επιπλέον ένα κοινωνικό πλαίσιο αύξησης της εγκληματικότητας
μέσα από τη μείωση της επικοινωνίας και την απομόνωση, την ανάπτυξη της καχυποψίας και του
ατομικισμού ιδιαίτερα σε κοινωνίες έντονα ανταγωνιστικές όπως είναι οι σύγχρονες κοινωνίες. 56 Ως
συνέπεια έχουμε την επικράτηση κλίματος ανασφάλειας όπου συχνά διάφορες κοινωνικές ομάδες «παίρνουν
55
Λαμπροπούλου Ε. οπ.π..
56
Αρτινοπούλου Β., Μαγγανάς Α. (1996), Θυματολογία και όψεις θυματοποίησης. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη

41
το νόμο στα χέρια τους». Αποτέλεσμα της κατάστασης αυτής είναι συχνά η δημιουργία ενός «φαύλου
κύκλου», όπου η αυξημένη αναπαριστώμενη εγκληματικότητα οδηγεί στην αύξηση του φόβου και την
ανασφάλεια που με τη σειρά τους οδηγούν στην απομόνωση, τον ατομικισμό και την καχυποψία που
οδηγούν στην αύξηση της εγκληματικότητας κ.ο.κ

Ο φαύλος κύκλος του φόβου θυματοποίησης


Φόβος θυματοποίησης

Προβολές και δαιμονοποιήσεις, Ηθικός πανικός. Αύξηση εγκληματικών πράξεων

Καχυποψία, ανασφάλεια, ατομικισμός

9A. Ο ηθικός πανικός


Ο ηθικός πανικός είναι ένα παράδειγμα δημιουργίας γενικευμένου φόβου και ανασφάλειας σε μια
κοινωνία εξαιτίας μιας σειράς πράξεων ή συμπεριφοράς μιας ομάδας ατόμων. Ως ηθικός πανικός λογίζεται η
κατάσταση εκείνη στην οποία η συμπεριφορά κάποιων μελών της κοινωνίας ή κάποιων κοινωνικών ομάδων,
θεωρείται ιδιαίτερα προβληματική από τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας. Εκλαμβάνεται ως απειλητική και
επικίνδυνη για την κοινωνική συνοχή. Η κοινωνία στις περιπτώσεις ηθικού πανικού αντιδρά υπερβολικά
προκειμένου να αντιμετωπίσει την «απειλητική» κατάσταση.
Η ύπαρξη κατάστασης ηθικού πανικού, σημαίνει ότι κάποια μέλη της κοινωνίας διαπράττουν
κάποιες πράξεις εκδηλώνοντας μια συγκεκριμένη συμπεριφορά την οποία η υπόλοιπη κοινωνία τη θεωρεί
ανήθικη, ότι προσβάλλει τις αξίες και άρα υποσκάπτει τη συνοχή της και αποτελεί επικίνδυνη απειλή. Για
τους λόγους αυτούς η κοινωνία δέχεται ότι η συμπεριφορά αυτή πρέπει να «παταχθεί» γιατί αποτελεί
«εχθρική πράξη» στην ευημερία της. Έτσι η κοινωνία έχει την τάση να ενισχύσει τους μηχανισμούς
ελέγχου που εξειδικεύονται προς την κατεύθυνση επιβολής αυστηρότερων νόμων και αυστηρότερων
πρακτικών για τον έλεγχο του φαινόμενου. Τα μέτρα αυτά πολλές φορές είναι υπερβολικά ως προς την
αναλογία τους με τις πράξεις και τις συνέπειές τους. Συνήθως οι καταστάσεις ηθικού πανικού προκύπτουν
σε περιόδους ανομίας, ταραχών ή γενικά σε περιόδους που η κοινωνία εύκολα, κάτω από ένα κλίμα
ανασφάλειας, δαιμονοποιεί πρόσωπα και συμπεριφορές ως απειλές για την ίδια.
Οι καταστάσεις ηθικού πανικού διαμορφώνονται συνήθως με μια συγκεκριμένη χρονική ακολουθία
που εξαρτάται από τη φύση της «απειλητικής» συμπεριφοράς. Έτσι ξεκινούν πάντα με ένα αυξανόμενο
ενδιαφέρον για το γεγονός, το οποίο συνήθως είναι πράξεις «χαμηλής» εγκληματικότητας οι οποίες μπορεί
να προϋπάρχουν αλλά δεν είχαν μέχρι τότε αποτελέσει το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Το αυξανόμενο

42
ενδιαφέρον μπορεί να προκύψει από μια συγκυριακή έξαρση της παράνομης συμπεριφοράς, από μια ειδική
περίπτωση μιας συγκεκριμένης πράξης και του τρόπου τέλεσής της, από ένα άρθρο σε μια εφημερίδα ή ένα
ρεπορτάζ στην τηλεόραση. Το ενδιαφέρον αυτό συνοδεύεται από μια εχθρική στάση της κοινωνίας για τη
συγκεκριμένη συμπεριφορά. Στο επόμενο στάδιο συνήθως δημιουργείται μια κοινή αντίληψη, μια
γενικευμένη συναίνεση των μελών της κοινωνίας και των κοινωνικών φορέων, στο ότι η συμπεριφορά αυτή
θεωρείται ως πραγματική απειλή για την κοινωνία και για το λόγο αυτό διαμορφώνεται η απαίτηση της
«κοινής γνώμης» για τη λήψη μέτρων.
Κάτω από έντονες πιέσεις της κοινής γνώμης, οι οποίες συνοδεύονται από αντίστοιχες στάσεις των
ΜΜΕ σε μια διαδικασία αλληλεπίδρασης, οι κυβερνήσεις παίρνουν μέτρα για τον έλεγχο της συμπεριφοράς
αυτής που θεωρείται ως απειλή. Τα μέτρα που προκύπτουν μέσα από αυτή τη διαδικασία είναι συνήθως
δυσανάλογα για το πραγματικό μέγεθος της απειλής και μπορεί να έχουν και σοβαρότερες οικονομικές, ή
νομικές συνέπειες. Τελικά μετά από την ολοκλήρωση του κύκλου, η απειλή «ξεχνιέται» και παύει να
απασχολεί την κοινή γνώμη συνήθως το ίδιο γρήγορα όπως προέκυψε, τα μέτρα όμως (νομοθετικά και
άλλα) συχνά παραμένουν.
Όπως είναι φυσικό ο ρόλος των ΜΜΕ σε μια τέτοια διαδικασία είναι ιδιαίτερα σημαντικός και
πολλές φορές η κοινή γνώμη διαμορφώνεται μέσα από αυτά. Έτσι βλέπουμε ακόμη και διάφορες ενέργειες
της πολιτείας να γίνονται με βάση δημοσιεύματα του τύπου και με στόχο την άμβλυνση ενός ηθικού
πανικού που προέρχεται από την επίδραση που τα ΜΜΕ έχουν στους πολίτες. Τέτοιες περιπτώσεις είναι για
παράδειγμα διάφορες επιχειρήσεις «σκούπα» που διενεργεί η αστυνομία ή κάποιες αλλαγές νομοθεσίας που
γίνονται σπασμωδικά και κάτω από εφήμερες έντονες πιέσεις που προκύπτουν από καταστάσεις ηθικού
πανικού. (π.χ. Στην Ελλάδα χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση που οδήγησε στην πλήρη απαγόρευση
ηλεκτρονικών παιχνιδιών μετά από την αποκάλυψη ενός σκανδάλου από ρεπορτάζ τηλεοπτικού σταθμού. Ο
σάλος που ξεσηκώθηκε και ο ηθικός πανικός που δημιουργήθηκε στην ελληνική κοινωνία για τον κίνδυνο
από τον ηλεκτρονικό «τζόγο», οδήγησε στη λήψη αυστηρότατων μέτρων κάτω από την κοινωνική πίεση). 57
Ο ηθικός πανικός μπορεί να καταστεί επικίνδυνος ειδικά όταν οδηγεί σε εύκολες προβολές για τα
αίτια των «απειλών της κοινωνίας»

10. Η οργανωμένη εγκληματικότητα


Με βάση την προσέγγιση που έχουμε κάνει στα προηγούμενα κεφάλαια, το έγκλημα εξαρτάται από
την κοινωνία στην οποία αναφερόμαστε. Η πολιτική οργάνωση της κοινωνίας, το κράτος είναι εκείνο που
επιβάλλει το δίκαιο και μέσα από τους επίσημους μηχανισμούς κοινωνικού ελέγχου, ελέγχει τις
εγκληματικές συμπεριφορές και εξασφαλίζει περιβάλλον ασφάλειας για τους πολίτες.
Αυτή η κατά κάποιο τρόπο γενική θεώρηση της έννοιας του εγκλήματος, διαμορφώνει ταυτόχρονα
και την προβληματική που αναπτύσσεται γύρω από την έννοια του οργανωμένου εγκλήματος.
Η συνηθισμένη εικόνα που έχει ο μέσος πολίτης για το οργανωμένο έγκλημα είναι εκείνη της
εγκληματικής ομάδας του υποκόσμου, η οποία με οργανωμένο τρόπο και με τη χρήση βίας ή και κάποιας
τεχνολογίας διαπράττει εγκλήματα που σχετίζονται με την άμεση απόκτηση οικονομικού οφέλους.
57
Βλ. Σχετικά δημοσιεύματα εφημερίδων…

43
Δυστυχώς η πραγματικότητα απέχει αρκετά από αυτό. Οι σύγχρονες ομάδες οργανωμένου εγκλήματος
έχουν συνήθως ως αρχηγούς άτομα υπεράνω υποψίας που κινούνται συνήθως στον επιχειρηματικό και στον
κοσμικό χώρο, έχουν αυτό που λέμε «καλό» πρόσωπο στην κοινωνία, συναναστρέφονται κυρίως άτομα
υψηλών κοινωνικοοικονομικών τάξεων, έχουν δημόσια ζωή και εκφράζουν αυτό που θα λέγαμε κοινωνικό
«στάτους». Οπωσδήποτε είναι πρόσωπα με σημαντική, ανάλογα με την περίπτωση, επιρροή, διαθέτουν
προσβάσεις και συχνά, περισσότερο καθορίζουν παρά καθορίζονται από το νομικό σύστημα μιας χώρας. Οι
ομάδες των οποίων ηγούνται έχουν νόμιμες και φανερές δραστηριότητες αλλά ταυτόχρονα ένα αφανές
μέρος αυτών ασχολείται με παράνομες δραστηριότητες. Οι επικεφαλής σπάνια έρχονται σε άμεση επαφή με
τα παράνομα τμήματα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τους. Το οργανωμένο έγκλημα έχει συνήθως
σχέση με τα λεγόμενα «εγκλήματα του λευκού κολάρου».58
Τις τελευταίες δεκαετίες το οργανωμένο έγκλημα δημιουργεί ένα σοβαρό πρόβλημα για όλες τις
κοινωνίες του κόσμου. Το σοβαρότερο ζήτημα που γεννιέται είναι αυτός ο ίδιος ο εντοπισμός του, η
οριοθέτησή του και φυσικά η καταπολέμησή του. Συχνά τα μέλη της κοινωνίας δε νοιώθουν να απειλούνται
από το οργανωμένο έγκλημα δεδομένου ότι οι εκδηλώσεις του δεν είναι πάντα βίαιες και δεν προκαλούν
συναισθήματα ανασφάλειας. Το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος π.χ. δεν θεωρείται ως απειλή από τους απλούς
πολίτες ενώ απειλή μπορεί να θεωρείται η επικίνδυνη οδήγηση δικύκλων ή αυτοκινήτων από νεαρούς.
Συχνά από την κοινωνία ασκείται πίεση στις διωκτικές αρχές να ασχολούνται περισσότερο με τη λεγόμενη
μικροεγκληματικότητα αντί για το οργανωμένο έγκλημα, γιατί συνήθως είναι άμεσα ενοχλητική, μπορεί να
προκαλεί ανασφάλεια και να υποβαθμίζει την ποιότητα ζωής. Αντίθετα, το οργανωμένο έγκλημα συχνά δεν
είναι άμεσα αντιληπτό, δεν προκαλεί στις εκδηλώσεις του ενώ οι ηγέτες οργανωμένων εγκληματικών
ομάδων ανήκουν συχνά στη λεγόμενη «καλή κοινωνία». Υπάρχουν παραδείγματα όπου η τοπική κοινωνία
υποστηρίζει τη δράση ομάδων οργανωμένου εγκλήματος οι οποίες π.χ. μπορεί να αναλαμβάνουν την
προστασία των φτωχών, μέσα από ιδιόρρυθμες σχέσεις φόβου, σεβασμού, συνήθειας και κουλτούρας.
(περίπτωση της Μαφίας στη νότια Ιταλία). Έτσι σπάνια υπάρχουν κοινωνικές πιέσεις για την καταπολέμηση
του οργανωμένου εγκλήματος δεδομένου ότι η κοινωνία σπάνια συνειδητοποιεί τους κινδύνους που
διατρέχει από αυτό.
Το οργανωμένο έγκλημα λοιπόν δεν είναι απλά μια μορφή εγκλήματος περισσότερο οργανωμένη
στην εκτέλεσή της. Το φαινόμενο του οργανωμένου εγκλήματος εκτείνεται σχεδόν στο σύνολο των
δραστηριοτήτων του ανθρώπου και δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στην οικονομική, την πολιτική και την
κοινωνική ζωή. Επηρεάζει και αυτή την ίδια τη διαδικασία προσδιορισμού πράξεων ως εγκληματικών. Έτσι,
το οργανωμένο έγκλημα δεν είναι απλά μια μορφή εγκληματικότητας, είναι η διαστρέβλωση και η ολική
σχεδόν αμφισβήτηση των κανόνων κοινωνικής συμβίωσης όπως καθορίζονται από τις κοινωνικές διεργασίες
και την καθιερωμένη κλίμακα αξιών, με τη χρήση πολλές φορές αυτών των ίδιων των κανόνων
διαμόρφωσης πολιτικής. Πολλές φορές αποτελεί απειλή για την ίδια την κοινωνική συνοχή αλλά και αυτή
την ίδια την κρατική υπόσταση. Μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί απειλή για την ίδια τη δημοκρατία.

58
Βλ. Σπινέλλη Κ., Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριττάνικα, σ. 68

44
Το οργανωμένο έγκλημα είναι διεθνές φαινόμενο. Η μεγέθυνσή του ακολουθεί ή και προηγείται
αυτής της ίδιας της παγκοσμιοποίησης και δημιουργεί το αρνητικό είδωλο μιας κοινωνίας που η ύπαρξη
του εγκλήματος φαίνεται ότι είναι συστατικό της στοιχείο. 59
Όμως τι είναι οργανωμένο έγκλημα; Ο ακριβής προσδιορισμός του έχει ίσως μόνο μεθοδολογική
σημασία μια που μέσα από αυτόν επιχειρείται η περιγραφή ιδιαίτερα περίπλοκων ανθρωπίνων συλλογικών
ενεργειών. Οι ενέργειες αυτές είναι αντίθετες σε συγκεκριμένους κανόνες δικαίου που ισχύουν στο σύνολο
τουλάχιστον των λεγόμενων ανεπτυγμένων κρατών και αναγνωρίζονται διεθνώς ως αναγκαίοι για τη
συγκρότηση και ομαλή λειτουργία όχι μόνο της κοινωνικής συμβίωσης αλλά και του συνολικού
κοινωνικοπολιτικού συστήματος του σύγχρονου κόσμου. Ο διεθνής χαρακτήρας του οργανωμένου
εγκλήματος, απαιτεί εκ των πραγμάτων διεθνή συνεργασία για την καταπολέμησή του.
Σύμφωνα με την Interpol ο ορισμός του οργανωμένου εγκλήματος είναι «Μια ομάδα που έχει
επιχειρηματική δομή και κύριο αντικείμενο της είναι η πρόσκτηση οικονομικού οφέλους μέσα από
παράνομες δραστηριότητες που ευδοκιμούν βασιζόμενες συχνά στο φόβο και τη διαφθορά» 60 Ο ορισμός
αυτός όπως όλοι καταλαβαίνουμε είναι πολύ γενικός και, άλλοτε υπερκαλύπτει άλλοτε υπολείπεται στην
περιγραφή των πράξεων του οργανωμένου εγκλήματος.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει υιοθετήσει ένα άλλο τρόπο περιγραφής της έννοιας του οργανωμένου
εγκλήματος. Χρησιμοποιεί για αυτό το σκοπό 11 χαρακτηριστικά ως κριτήρια με βάση τα οποία γίνεται η
διάκριση της ύπαρξης ή όχι οργανωμένου εγκλήματος σε μια οποιαδήποτε εγκληματική ενέργεια. Τα
κριτήρια αυτά είναι:
1. Να υπάρχει συνεργασία μεταξύ περισσοτέρων προσώπων
2. Να υπάρχει καταμερισμός καθηκόντων μεταξύ τους
3. Η εγκληματική δραστηριότητα να έχει μεγάλη χρονική διάρκεια
4. Να υπάρχει εσωτερική πειθαρχία και έλεγχος στην «ομάδα»
5. Να γίνεται διάπραξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων
6. Η εγκληματική δράση να έχει διεθνή χαρακτήρα
7. Να γίνεται χρήση διαφόρων μορφών βίας
8. Να υπάρχουν διάφορες μορφές επιχειρηματικών ή εμπορικών δομών.
9. Να διενεργείται ξέπλυμα χρήματος
10. Να υπάρχει τάση για άσκηση επιρροής και στενές σχέσεις στους τομείς της πολιτικής, των ΜΜΕ,
της δημόσιας διοίκησης, των δικαστικών, οικονομικών ή αστυνομικών αρχών.
11. Βασικός στόχος να είναι η επιδίωξη κέρδους ή ισχύος.

Για να χαρακτηριστεί μια εγκληματική πράξη ότι υπάγεται στην οργανωμένη εγκληματικότητα πρέπει να
ισχύουν τουλάχιστο 6 από τα παραπάνω κριτήρια και ιδίως τα 1,3,5 και 11.
Τα κριτήρια αυτά είναι αποδεκτά και από τη χώρα μας για τον χαρακτηρισμό ή όχι μιας πράξης ως
οργανωμένο έγκλημα.

59
Durkcheim E. οπ. π.
60
Fenton Bresler, (1992) "Interpol" London: Penguin

45
Πρέπει όμως να παρατηρήσουμε ότι είναι αρκετά δύσκολο να καταγραφούν όλοι οι δυνατοί
συνδυασμοί και οι ενέργειες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως οργανωμένο έγκλημα ακόμη
περισσότερο όταν οι διάφορες οργανωμένες εγκληματικές ομάδες, σχετίζονται με διαφθορά ανώτερων
κρατικών υπαλλήλων ή πολιτικών και επηρεάζουν πολλές φορές ακόμη και την ίδια τη διαδικασία
διαμόρφωσης του δικαίου ενός κράτους.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο κυριότερος μηχανισμός για τη συνολική καταπολέμησή του, είναι η Ευρωπαϊκή
Ένωση στο πλαίσιο της οποίας κανένα σύστημα αντεγκληματικής πολιτικής δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί
πια αυστηρά εθνικό. Αντίθετα, η ευρωπαϊκή του διάσταση ολοένα και μεγεθύνεται ακολουθώντας την
ανάπτυξη των προβλημάτων εγκληματικότητας τα οποία παίρνουν ολοένα και περισσότερο διεθνή και
οργανωμένο χαρακτήρα

10.Α. Οι διαστάσεις του οργανωμένου εγκλήματος.

Οι κλασσικές μορφές οργανωμένου εγκλήματος σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο όπως ξέρουμε
είναι η «Μαφία» και η «Κόζα Νόστρα» στην Ιταλία και στις ΗΠΑ, είναι οι «Τριάδες» και η «Γιακούζα»
στην Ανατολική και νότια Ασία αλλά οι περισσότερο αναπτυσσόμενες τον τελευταίο καιρό εγκληματικές
οργανώσεις είναι οι οργανώσεις των πρώην ανατολικών χωρών και κυρίως η Ρωσική και η Αλβανική
Μαφία.
Η φύση των εγκλημάτων που διαπράττονται από οργανωμένες ομάδες, είναι πολυποίκιλη και
περιλαμβάνει το σύνολο σχεδόν των γνωστών εγκληματικών πράξεων.
Οι κυριότερες δραστηριότητες όλων αυτών είναι η διακίνηση ναρκωτικών, όπλων, μεταναστών και
η σεξουαλική εκμετάλλευση γυναικών. Επιπλέον εγκλήματα στα οποία συνήθως δραστηριοποιούνται
ομάδες οργανωμένου εγκλήματος, είναι ο παράνομος τζόγος, οι εκβιασμοί, οι χρηματοοικονομικές απάτες, η
παραχάραξη, η κλοπή και παράνομη διακίνηση έργων τέχνης, η κλοπή και παράνομη εκμετάλλευση
πνευματικής ιδιοκτησίας καθώς και η αντιγραφή «επώνυμων» προϊόντων, η διακίνηση κλεμμένων
οχημάτων, το ηλεκτρονικό και το περιβαλλοντικό έγκλημα.
Τα οργανωμένα δίκτυα διακίνησης ναρκωτικών εξαπλώνονται σε όλο τον κόσμο με κύρια πεδία
κατανάλωσης τις χώρες τις Ευρώπης, της Βόρειας Αμερικής την Ιαπωνία και την Αυστραλία. Ένα
οργανωμένο δίκτυο διακίνησης ναρκωτικών, συγκροτείται από τους παραγωγούς, τους χονδρεμπόρους-
εισαγωγείς, τους χονδρεμπόρους διανομείς και τους λιανοπωλητές. Περιλαμβάνουν ειδικούς στις μεταφορές,
υπεράκτιες εταιρίες, συχνά τραπεζικούς οργανισμούς και αρκετά συχνά συνεργάζονται με κρατικούς
υπαλλήλους ή κυβερνήσεις ειδικά στις χώρες παραγωγής. Οι σημαντικότεροι παγκόσμιοι δρόμοι παραγωγής
και διακίνησης είναι η παραγωγή κοκαΐνης στις χώρες της Νότιας Αμερικής (Κολομβία, Βολιβία, Περού)
και η διακίνησή της προς τις Η.Π.Α, τον Καναδά και τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε μέσω του
Λιμανιού του Άμστερνταμ, είτε μέσω των μεγάλων ευρωπαϊκών αεροδρομίων, ή ακόμη μέσω της
λεγόμενης «Βαλκανικής Οδού», η οποία περιλαμβάνει την Αλβανία, την Ελλάδα, τα Σκόπια και τη

46
Βουλγαρία. Σημαντική οδός ακόμη είναι η «Ασιατική οδός» όπου από τις χώρες της Κεντρικής και
νοτιοανατολικής Ασίας διακινούνται κυρίως προϊόντα οπίου και ηρωίνη προς την Ευρώπη (κυρίως μέσω
Τουρκίας) και προς τις Η.Π.Α. Σημαντική επίσης είναι η παραγωγή συνθετικών ναρκωτικών σε περιοχές
της Ευρώπης (Βρετανία, Ολλανδία) και των Βαλκανίων (Σκόπια, Αλβανία, Βουλγαρία).
Η παράνομη διακίνηση όπλων και εκρηκτικών, αποτελεί μια άλλη δραστηριότητα ομάδων
οργανωμένου εγκλήματος η οποία μάλιστα συνδέεται με τις πολεμικές συγκρούσεις στις διάφορες περιοχές
του πλανήτη αλλά και με την τρομοκρατία. Συχνά τα έσοδα από το εμπόριο ναρκωτικών έρχονται να
καλύψουν τα έξοδα για την αγορά όπλων για ολόκληρες εμπόλεμες περιοχές.
Μια ιδιαίτερη κατηγορία που φαίνεται να έχει ανάπτυξη τον τελευταίο καιρό είναι η οργανωμένη
εγκληματικότητα που σχετίζεται με την εκμετάλλευση και τη διακίνηση ανθρωπίνων υπάρξεων. Η
διακίνηση μεταναστών είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική περίπτωση συγκρότησης πολυεθνικών
οργανωμένων συμμοριών που αναλαμβάνουν τη στρατολόγηση και τη μεταφορά λαθρομεταναστών και οι
οποίες πολλές φορές έχουν «παρακλάδια» ή διασυνδέονται με άλλες ομάδες που βρίσκουν δουλειά στους
αλλοδαπούς και τους εκμεταλλεύονται.
Οι ιδιαίτερες κατηγορίες αυτής της μορφής οργανωμένου εγκλήματος είναι οι παρακάτω:
 Διακίνηση μεταναστών με σκοπό την οικονομική εκμετάλλευση
 Διακίνηση γυναικών ή και παιδιών με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση
 Εκμετάλλευση αλλοδαπών στην προσπάθειά τους να βρουν δουλειά
 Εκμετάλλευση της δουλειάς αλλοδαπών.
Συνήθως οι διαστάσεις της οργανωμένης εγκληματικότητας είναι πολύ μεγαλύτερες από ότι
αποκαλύπτεται από τις διωκτικές αρχές. Οι λόγοι που ο εντοπισμός και η καταπολέμηση του οργανωμένου
εγκλήματος είναι ιδιαίτερα δύσκολος είναι οι παρακάτω:
1. Συχνή ανάμειξη των οργανωμένων εγκληματικών δραστηριοτήτων με νόμιμες δραστηριότητες
2. Ιδιαίτερη οργάνωση και εξειδίκευση των εγκληματικών ομάδων.
3. Χρήση πολλές φορές ιδιαίτερα υψηλής τεχνολογίας
4. Διαφθορά δημόσιων λειτουργών ή και πολιτικών με δέλεαρ τα τεράστια ποσά που διακινούνται
από το οργανωμένο έγκλημα.
5. Νομικά κενά ή νομικές ανεπάρκειες που οφείλονται είτε στην καθυστέρηση λήψης νομικών
μέτρων (π.χ. νομοθεσία σε σχέση με το διαδίκτυο), είτε στη μη λήψη τέτοιων μέτρων εξαιτίας
επιρροής από τις ίδιες τις εγκληματικές ομάδες.
6. Πολιτισμικές, κοινωνικές και οικονομικές ιδιαιτερότητες περιοχών ή ακόμη και κρατών.
7. Ανταγωνισμός των νόμιμων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων για την πρόσκτηση των
οικονομικών προσόδων που προέρχονται από το οργανωμένο έγκλημα.
8. «Ζήτηση» των υπηρεσιών του οργανωμένου εγκλήματος από την ίδια την κοινωνική οργάνωση.
9. Το οργανωμένο έγκλημα είναι συχνά διεθνής δραστηριότητα με αποτέλεσμα να εκμεταλλεύεται
διαφορές νομοθεσίας, πολιτικές ή θρησκευτικές διαφορές, τοπικές συγκρούσεις κ.λ.π.

47
Για την αντιμετώπιση αυτών των δυσχερειών όλα τα αναπτυγμένα κράτη αναπτύσσουν συγκεκριμένες
δράσεις οι οποίες έχουν τρεις βασικούς άξονες:

1. Δημιουργούν ειδικό θεσμικό πλαίσιο σε εσωτερικό επίπεδο, καθώς και ειδικές δομές και υπηρεσίες
για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος και εκπαιδεύουν προσωπικό.
2. Αναπτύσσουν συστήματα πληροφοριών και συνεργασίας μεταξύ τους
3. Δημιουργούν ειδικό διεθνές θεσμικό πλαίσιο.
4. Συγκροτούν συστήματα «στεγανοποίησης» των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων από την είσοδο
δράσεων οργανωμένης εγκληματικότητας ή προσόδων που προέρχονται από αυτήν.
Οι τρεις αυτοί άξονες έχουν όπως καταλαβαίνουμε δυσκολίες στην υλοποίησή τους και σε κάθε περίπτωση
προϋποθέτουν σημαντικές πολιτικές παρεμβάσεις.
Στην πρώτη περίπτωση η διεθνής συνεργασία για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος αφορά
κυρίως την ανάπτυξη κοινών συστημάτων πρόσκτησης και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών
καθώς και την ανάπτυξη της δικαστικής συνεργασίας. (Interpol, Europol, OLAF61, Schengen,
Teledrug )κ.λ.π
Στη δεύτερη περίπτωση δημιουργούνται νέες υπηρεσίες σε εθνικό και διεθνές επίπεδο και ειδικό προσωπικό
εκπαιδεύεται σε νέες τεχνολογίες και συστήματα ενώ λαμβάνονται και ειδικά μέτρα κατά της διαφθοράς.
Στην τρίτη περίπτωση θωρακίζονται νομικά οι επιχειρηματικές δραστηριότητες και δημιουργούνται
δικλείδες ασφαλείας κυρίως στα τραπεζικά συστήματα. 62
Ένα σημαντικό πρόβλημα που προκύπτει στην αντιμετώπιση περιπτώσεων οργανωμένου
οικονομικού εγκλήματος είναι ότι εκτός από ορισμένες περιπτώσεις όπου η εγκληματική συμπεριφορά
εκδηλώνεται με βία ή με τρόπο που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με καθορισμένες κοινωνικές αξίες, δεν
διαφαίνεται αμέσως και ευθέως η κοινωνική του απαξία. Συχνά η κοινωνία δεν νοιώθει απειλή από το
οργανωμένο έγκλημα αφού οι δραστηριότητές του δεν είναι εμφανείς και η λειτουργία των οργανωμένων
εγκληματικών ομάδων γίνεται συχνά σύμφωνα με τους υπάρχοντες κοινωνικούς κανόνες, τους οποίους απλά
φαίνεται να υπερβαίνουν Κάποιες μάλιστα φορές η οργανωμένη εγκληματικότητα ακολουθεί συγκεκριμένα
ηθικά πρότυπα ή εθιμικά φαινόμενα και υποβοηθείται από τις κοινωνικές σχέσεις που υπάρχουν σε ένα
τόπο. Κλασσικό τέτοιο παράδειγμα είναι η περίπτωση της Σικελικής Μαφίας.
Στη νέα εποχή η κοινωνική απαξία σε περιπτώσεις οργανωμένου εγκλήματος εκδηλώνεται
περισσότερο σε ορισμένες πράξεις και λιγότερο ή καθόλου σε άλλες. Έτσι για παράδειγμα, ενώ το
οργανωμένο έγκλημα της διακίνησης ναρκωτικών έχει σημαντική κοινωνική απαξία, το οργανωμένο
περιβαλλοντικό έγκλημα δεν αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο. Αντίθετα υπάρχουν ακόμη και χώρες που
αποδέχονται την απόρριψη π.χ. σ’ αυτές τοξικών αποβλήτων με τρόπο που διακυβεύει το περιβάλλον, χωρίς
να θεωρούν τη δραστηριότητα αυτή ως εγκληματική.63 Ακόμη είναι γεγονός ότι κράτη ολόκληρα και

61
Πρόκειται για τον Οργανισμό Καταπολέμησης της Απάτης στο πλαίσιο της Ε.Ε. (Organization Lute A Froid)
62
Παπακωνσταντής Γ. (2004), Σύγχρονες απειλές ασφάλειας και η διεθνής αστυνομική συνεργασία για την
αντιμετώπισή τους. Ρέθυμνο, β΄έκδοση ίδιου σελ. 30 κ.ε.
63
Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται συχνά σε φτωχές χώρες της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, με διαφθαρμένες
κυβερνήσεις

48
μάλιστα από τα λεγόμενα πολιτισμένα, ανέχονται την παράνομη διακίνηση όπλων ή χημικών προκειμένου
να έχουν οικονομικό όφελος οι επιχειρήσεις τους.
Οι συμμορίες οργανωμένου εγκλήματος, αποτελούν –τουλάχιστον θεωρητικά- προτεραιότητα στη
δράση των κρατικών αρχών, ακριβώς γιατί η απειλή του οργανωμένου εγκλήματος είναι βαριά πάνω από τις
κοινωνίες και τα κράτη. Για το σκοπό αυτό δημιουργούνται θεσμοί και ειδικοί νόμοι, οι οποίοι έχουν σκοπό
να συμβάλλουν αποφασιστικά στην καταπολέμησή του. 64 Όμως ο αγώνας είναι δύσκολος δεδομένου ότι η
ύπαρξη του οργανωμένου εγκλήματος, διαπλέκεται συχνά με τις νόμιμες οικονομικές δραστηριότητες και
συμβάλλει στη δόμηση του σημερινού οικονομικού συστήματος αποτελώντας το αρνητικό του είδωλο.

10.B.Το οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα


Η καταγραφή των περιπτώσεων οργανωμένης εγκληματικότητας στην Ελλάδα γίνεται από τις
υπηρεσίες του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και κυρίως από τη Διεύθυνση Δημόσιας Ασφάλειας και το
ειδικό Τμήμα Ανάλυσης Εγκληματικότητας. Κάθε χρόνο υποβάλλεται έκθεση στο πλαίσιο του δικτύου
επαφής και υποστήριξης για το Οργανωμένο Έγκλημα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, από όλες τις χώρες μέλη. Η
έκθεση αυτή αποτελεί μέρος της προσπάθειας των χωρών της Ευρώπης να ανταλλάσουν πληροφορίες και
να συνεργάζονται στην καταπολέμησή του οργανωμένου εγκλήματος.
Η διαδικασία καταγραφής των περιπτώσεων ύπαρξης οργανωμένης εγκληματικότητας στηρίζεται
κυρίως στην ανακριτική διερεύνηση των υποθέσεων από τις αστυνομικές υπηρεσίες και η ανάλυση της
ύπαρξης ή όχι των χαρακτηριστικών οργανωμένου εγκλήματος γίνεται σε κεντρικό επίπεδο από το ΥΔΤ με
βάση τα κριτήρια για το οργανωμένο έγκλημα, τα οποία έχει καθιερώσει η Ε.Ε. και τα οποία αναφέραμε σε
προηγούμενο κεφάλαιο. Αυτό σημαίνει ότι η καταγραφή των πραγματικών περιπτώσεων οργανωμένης
εγκληματικότητας είναι ιδιαίτερα δύσκολη και το μεγαλύτερο μέρος της, παραμένει στην αφάνεια. Είναι
χαρακτηριστικό ότι στην Ελλάδα, η καταγραφή της οργανωμένης εγκληματικότητας, ξεκίνησε μόλις στα
μέσα της δεκαετίας του 1990. Μέχρι τότε κυριαρχούσε η άποψη ότι δεν υπήρχε Οργανωμένο Έγκλημα στην
Ελλάδα.
Τα τελευταία χρόνια σε εθνικό επίπεδο έχει συσταθεί δίκτυο Αξιωματικών -συνδέσμων για την
ανάλυση του οργανωμένου εγκλήματος και έχει αναπτυχθεί στενή συνεργασία μεταξύ της Ελληνικής
Αστυνομίας και άλλων υπηρεσιών όπως είναι το Λιμενικό, τα Τελωνεία, το ΣΔΟΕ κ.λ.π. Επιπροσθέτως σε
ορισμένες περιπτώσεις έχει υπάρξει συνεργασία των διωκτικών αρχών με ειδικούς επιστήμονες για την
ανάλυση και την πρόβλεψη της εξέλιξης του φαινομένου.
Με βάση τις ετήσιες εκθέσεις, παρατηρείται μια σταθερή άνοδος των καταγεγραμμένων περιπτώσεων της
οργανωμένης εγκληματικότητας. Η αύξηση αυτή φαίνεται ότι σχετίζεται κυρίως με την αύξηση των
δυνατοτήτων και της δραστηριότητας της Ελληνικής Αστυνομίας και των άλλων αρμόδιων υπηρεσιών

64
Van Reenen, P. (1989) “Policing Europe after 1992: cooperation and competition” European
Affairs, 3 (2), pp.45-53.

49
απέναντι στην οργανωμένη εγκληματικότητα, η οποία επέφερε αύξηση των περιπτώσεων αποκάλυψης
οργανωμένων εγκληματικών δραστηριοτήτων. Πάντως γενική πεποίθηση είναι ότι ο πραγματικός αριθμός
των περιπτώσεων οργανωμένης εγκληματικότητας στην Ελλάδα αυξάνεται και η αύξηση αυτή συνδέεται με
τη γενικότερη γεωπολιτική κατάσταση της περιοχής στην οποία βρίσκεται η χώρα μας. Η ύπαρξη
φτωχότερων και με ασταθή πολιτικοοικονομικά συστήματα χωρών στην περιοχή, το κύμα της
μετανάστευσης, η τεράστια τεχνολογική εξέλιξη και η οικονομική ανάπτυξη σε συνδυασμό με την ύπαρξη
της κουλτούρας του εύκολου πλουτισμού, έχουν δώσει μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη της οργανωμένης
εγκληματικότητας.
Σύμφωνα με την έκθεση του έτους 2004 για το οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα, υπήρξαν 178
υποθέσεις οι οποίες χαρακτηρίστηκαν ότι εμπίπτουν στα κριτήρια του οργανωμένου εγκλήματος. Από αυτές
ο κύριος όγκος αφορούσε περιπτώσεις παράνομης μετανάστευσης (46), εμπόριο ανθρώπων (39), διακίνηση
ναρκωτικών (28), πλαστογραφίες και απάτες (25) καθώς και άλλες εγκληματικές δραστηριότητες σε
λιγότερο βαθμό (κλοπές αυτοκινήτων, παραχαράξεις κ.λ.π). Οι εγκληματικές ομάδες που συμμετείχαν
αποτελούνταν αποκλειστικά από ημεδαπούς οι 52, αποκλειστικά από αλλοδαπούς οι 76 και οι 45 ήταν
μικτές. 65
Η φύση των εγκλημάτων που διαπράττονται από οργανωμένες ομάδες, είναι πολυποίκιλη και
περιλαμβάνει το σύνολο σχεδόν των γνωστών εγκληματικών πράξεων.
Χαρακτηριστικό όλων σχεδόν των περιπτώσεων, σύμφωνα με την έκθεση, είναι ότι πρόκειται για
περιπτώσεις οργανωμένης εγκληματικότητας χαμηλής κλίμακας. Δεν αποκαλύπτονται δηλαδή υποθέσεις
οργανωμένης εγκληματικότητας που εμπλέκονται εγκληματίες του «λευκού κολάρου», ή ακόμη και αν
αποκαλύπτονται τέτοιες περιπτώσεις, διαφεύγουν τη δίωξη οι υψηλά ιστάμενοι στην ιεραρχία των
εγκληματικών οργανώσεων.
Η σημαντικότερη καταγραφή περιπτώσεων οργανωμένου εγκλήματος, γίνεται από τις ελληνικές υπηρεσίες
κυρίως στην περίπτωση της παράνομης διακίνησης μεταναστών. Για τη μεταφορά μεταναστών
χρησιμοποιούνται όλα τα μέσα μεταφοράς, κυρίως από τα βόρεια και τα ανατολικά σύνορα της χώρας μας
προς το εσωτερικό της. Οι εγκληματικές ομάδες που οργανώνουν αυτές τις μεταφορές είναι συνήθως
πολυεθνικές και συμμετέχουν σ’ αυτές σχεδόν πάντοτε και Έλληνες υπήκοοι. Η διακίνηση μεταναστών είναι
ίσως η πιο χαρακτηριστική περίπτωση συγκρότησης πολυεθνικών οργανωμένων συμμοριών που
αναλαμβάνουν τη στρατολόγηση και τη μεταφορά λαθρομεταναστών και οι οποίες πολλές φορές έχουν
«παρακλάδια» ή διασυνδέονται με άλλες ομάδες που βρίσκουν δουλειά στους αλλοδαπούς και τους
εκμεταλλεύονται.
Η οικονομική εκμετάλλευση των ανθρώπων αυτών αλλά και οι κίνδυνοι και οι κακουχίες που υφίστανται
δημιουργούν ένα εντελώς απάνθρωπο πλαίσιο δράσης των οργανωμένων συμμοριών. Οι διακινητές από τις
χώρες της Ασίας, ενεργούν συνήθως μέσω Τουρκίας και προεισπράττουν χρήματα για τη μεταφορά των
μεταναστών, τους υπόσχονται ότι θα τους μεταφέρουν στην Ιταλία ή στην Ελλάδα και τους μεταφέρουν

65
Ετήσιες Εκθέσεις (1997, 1998,….2004), για το οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα του Υ.Δ.Τ. προς την Ε.Ε.
Αθήνα: Υ.Δ.Τ.

50
αρχικά σε κάποιο συνοριακό σημείο στη χώρα μας οπότε ή τους εγκαταλείπουν στην τύχη τους ή άλλοι
συνεργοί τους, αναλαμβάνουν τη μεταφορά τους προς το εσωτερικό της χώρας. Αντίστοιχους τρόπους
χρησιμοποιούν επίσης διακινητές διαμέσου των χερσαίων συνόρων με την Αλβανία, τη FYROM και τη
Βουλγαρία..
Ένας ιδιαίτερος τομέας της διακίνησης μεταναστών είναι η διακίνηση γυναικών με σκοπό τη σεξουαλική
εκμετάλλευση.
Στον τομέα αυτό επιδίδονται σχεδόν αποκλειστικά οργανωμένες εγκληματικές συμμορίες. Ιδιαίτερα
δίκτυα διακίνησης έχουν αφετηρία τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης και τις χώρες της πρώην Σοβιετικής
Ένωσης και κατάληξη είτε τη χώρα μας είτε κάποια άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ελλάδα,
χρησιμοποιείται όμως και ως κύριο πέρασμα προς τις χώρες αυτές. Υπήρξε περίπτωση στην οποία συμμορία
4 ατόμων κατηγορήθηκε για την παράνομη διακίνηση 137 γυναικών από ανατολικές χώρες. Τα χρόνια 1998-
2004, εξαρθρώθηκαν αρκετές συμμορίες διακίνησης γυναικών. Αντίστοιχης σημασίας φαίνεται ότι είναι η
διακίνηση παιδιών με σκοπό την οικονομική εκμετάλλευση. 66 Χαρακτηριστικότερη περίπτωση υπήρξε η
ανακάλυψη από την αστυνομία, τον Οκτώβριο του 2005, οργανωμένης ομάδας η οποία προωθούσε στο
διαδίκτυο παιδική πορνογραφία. Η ομάδα αυτή αποτελούνταν από 20 άτομα περίπου, από όλες τις
κοινωνικές ομάδες (μεταξύ αυτών καθηγητές, μαθητές, πανεπιστημιακοί κ.α.). 67
Εκτός των παραπάνω, υπάρχουν ακόμη δύο μορφές οργανωμένης εκμετάλλευσης μεταναστών.
Είναι η εκμετάλλευση της προσπάθειας των αλλοδαπών για να βρουν δουλειά, η οποία έρχεται πολλές φορές
σε συνέχεια των διαδικασιών διευκόλυνσης παράνομης εισόδου τους στην Ελλάδα, αλλά είναι και η
εκμετάλλευση της δουλειάς μεταναστών όπου οι απασχολούμενοι αλλοδαποί αμείβονται με πολύ
χαμηλότερη αμοιβή, είναι ανασφάλιστοι, απασχολούνται πολλές ώρες, δεν έχουν μέτρα ασφάλειας κ.λ.π. 68
Οι δύο αυτές μορφές δεν παρουσιάζονται στις καταγραφές των αρχών παρόλο που είναι αυτονόητα
υπαρκτές και δεν υπολογίζονται ως περιπτώσεις οργανωμένης εγκληματικότητας αν και θα μπορούσαν να
βρεθούν αρκετά στοιχεία που θα συνηγορούσαν σ’ αυτό. Οι λόγοι πρέπει να αναζητηθούν στην κοινωνική
ανοχή που υφίσταται στην οικονομική εκμετάλλευση των αλλοδαπών και μάλιστα είναι φανερό ότι
συνειδητά η ανάπτυξη της οικονομίας στηρίζεται και στην οικονομική εκμετάλλευση των αλλοδαπών. Με
τα δεδομένα αυτά δεν καταγράφονται περιπτώσεις οργανωμένης εγκληματικότητας, οι οποίες συντίθενται
από την ίδια την παράνομη απασχόληση, αλλά και μορφές εγκληματικότητας, οι οποίες στα αίτια γέννησής
τους εντάσσονται και η αδήλωτη εργασία την οποία προσφέρουν οι παράνομοι μετανάστες.
Ένα μεγάλο μέρος της οργανωμένης εγκληματικότητας καλύπτει η λεγόμενη «διαφθορά» κρατικών
αξιωματούχων. Ο εντοπισμός όμως, η απαγγελία κατηγοριών και η καταγραφή οργανωμένης
εγκληματικότητας αυτής της μορφής είναι ιδιαίτερα δυσχερής και έτσι δεν υπάρχουν καταγεγραμμένες
σοβαρές περιπτώσεις αυτής της μορφής.
Είναι αδήριτη ανάγκη λοιπόν ο προσανατολισμός των υπηρεσιών προς την διερεύνηση και
καταγραφή όλων των μορφών οργανωμένης εγκληματικότητας. Επίσης είναι απαραίτητη η προσπάθεια για
66
Οπ. π..
67
Βλ. δημοσιεύματα ημερήσιου Αθηναϊκού τύπου της 18,19,20/10/2005
68. Ετήσιες εκθέσεις για το Οργανωμένο έγκλημα της EUROPOL, 1998,1999,2000. Χάγη: Europol. Επίσης:
68
Καρύδης Β. (1996). Η Εγκληματικότητα των μεταναστών στην Ελλάδα

51
την ευαισθητοποίηση όλων των κοινωνικών και των κρατικών φορέων σε ότι αφορά στη θεώρηση της
αδήλωτης εργασίας ως ένα βασικό στοιχείο που συμβάλλει στη διαμόρφωση πρόσφορου πεδίου για την
ανάπτυξη μορφών οργανωμένου εγκλήματος. Η ευαισθητοποίηση αυτή μπορεί να δημιουργήσει τις
αναγκαίες συνθήκες για την ουσιαστική αναβάθμιση του κοινωνικού ελέγχου και την ουσιαστική βελτίωση
των συνθηκών εργασίας των αλλοδαπών.

Β΄ ΜΕΡΟΣ

Ειδικές κατηγορίες εγκλημάτων και Εγκληματιών

11. Τα Ναρκωτικά και η τοξικομανία

Τα ναρκωτικά και η χρήση τους, δηλαδή η τοξικομανία, αποτελούν ένα ιδιαίτερο πεδίο
παραβατικότητας. Το πεδίο αυτό συγκροτεί ένα περιβάλλον εγκληματικής δράσης με δράστες και θύματα,
αρκετά πολύπλοκο και ιδιαίτερα εγκληματογόνο. Ναρκωτικά θεωρούνται κατά κανόνα, τοξικές ουσίες που
έχουν βλαπτική επίδραση στον ανθρώπινο οργανισμό. Επηρεάζουν το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα και η
χρήση τους μπορεί να προκαλέσει τοξικομανία ή εξάρτηση του ατόμου, δηλαδή ακατανίκητη επιθυμία για
επανάληψη της δόσης. Οι διάφορες ναρκωτικές ουσίες έχουν ποικίλες επιδράσεις στον άνθρωπο. Κάποιες
απ’ αυτές προκαλούν αναισθησία, λήθαργο, ύπνο ή γενική εκτόνωση του σωματικού πόνου και άλλες
επηρεάζουν τις ψυχικές λειτουργίες του ανθρώπου και επιφέρουν διαταραχές στη φυσιολογική συμπεριφορά
του. Η εξάρτηση από τις ουσίες μπορεί να είναι ψυχολογική ή σωματική. Η ψυχολογική εξάρτηση μπορεί να
μη συνοδεύεται από σωματική εξάρτηση, ενώ η σωματική πάντα συνοδεύεται από την ψυχολογική.
Για να γίνει περισσότερο κατανοητή η έννοια «ναρκωτικά» και οι κοινωνικές συνέπειες της
χρήσης τους καθώς και οι επιδράσεις τους στην εγκληματικότητα, θα πρέπει να εξηγηθούν μερικοί όροι
που χρησιμοποιούνται σχετικά μα τα ναρκωτικά και έχουν καθιερωθεί από την Παγκόσμια
Οργάνωση Υγείας (Π.Ο.Υ). Οι όροι αυτοί είναι οι παρακάτω:
Ανοχή είναι η κατάσταση εκείνη που ο οργανισμός συνηθίζει στη χημική ουσία και δεν
ανταποκρίνεται στις συνηθισμένες φαρμακευτικές και θεραπευτικές δόσεις. Τα άτομα που έχουν
αναπτύξει ανοχή απέναντι σε μία ουσία, πρέπει να αυξάνουν συνέχεια τη δόση της, για να έχουν
το επιθυμητό αποτέλεσμα..

52
Ψυχική εξάρτηση είναι η κατάσταση στην οποία το άτομο νιώθει την ακατανίκητη ανάγκη
να χρησιμοποιήσει μία ουσία, για να ικανοποιήσει ψυχικές του ανάγκες. Η σωματική και ψυχική
εξάρτηση δεν είναι απαραίτητο πάντοτε να συνυπάρχουν (π.χ. το χασίς δε δημιουργεί σωματική
εξάρτηση). Οι καταστάσεις αυτές δεν είναι πάντοτε ίδιες, αλλά εξαρτώνται από το είδος του
ναρκωτικού και από την αντίδραση του οργανισμού.
Η Φαρμακευτική εξάρτηση περιλαμβάνει την ψυχική και σωματική εξάρτηση από μία χημική
ουσία. Είναι μία νοσηρή κατάσταση που προκύπτει από τη συνεχή ή περιοδική χρησιμοποίηση της
ουσίας αυτής. Τα άτομα που εμφανίζουν φαρμακευτική εξάρτηση εμφανίζουν ακατανίκητη ανάγκη
να πάρουν την ουσία αυτή και πολλές φορές για να το πετύχουν φτάνουν σε εγκληματικές πράξεις
(κλοπές, διαρρήξεις, επιθέσεις…). Ο όρος «φαρμακευτική εξάρτηση» έχει αντικαταστήσει τον όρο
«τοξικομανία» από το 1963, ύστερα από πρόταση της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας, η οποία
καθόρισε εφτά τύπους φαρμακευτικής εξάρτησης:
 Φαρμακευτική εξάρτηση τύπου μορφίνης (π.χ. όπιο, ηρωίνη)
 Φαρμακευτική εξάρτηση τύπου βαρβιτουρικών (υπνωτικά χάπια)
 Φαρμακευτική εξάρτηση τύπου ινδικής κάνναβης (χασίς, μαριχουάνα)
 Φαρμακευτική εξάρτηση τύπου κοκαίνης
 Φαρμακευτική εξάρτηση τύπου αμφεταμίνης
 Φαρμακευτική εξάρτηση τύπου KHAT (φύλλα του φυτού catha edulius) και
 Φαρμακευτική εξάρτηση τύπου ψευδαισθησιογόνων ή παραισθησιογόνων ( π.χ. LSD,
μεσκαλίνη, ψιλοκυμβίνη, DMT, STP κ.λ.π)
Τέλος Εθισμός, σύμφωνα με τον ορισμό της Π.Ο.Υ. το 1957, είναι κατάσταση περιοδικής ή
χρόνιας δηλητηρίασης, που προκαλείται από την επαναλαμβανόμενη χρήση μιας ουσίας. Ο εθισμός
χαρακτηρίζεται από υπερβολική επιθυμία ανεύρεσης και λήψης της ουσίας αυτής με κάθε τρόπο,
συνεχή αύξηση της δόσης, ψυχική εξάρτηση και καταστροφική δράση της ουσίας στο συγκεκριμένο
άτομο και φυσικά στο κοινωνικό σύνολο.69

11.Α. Τα αίτια που οδηγούν στη χρήση ναρκωτικών


Κατά την κλινική άποψη, σαν βασική προϋπόθεση για την κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών
θεωρείται η ψυχοπαθητική προσωπικότητα. Θεωρείται δηλαδή ότι οι χρήστες είναι άτομα ευαίσθητα,
συναισθηματικά ασταθή, κυκλοθυμικά, φοβισμένα, με έλλειψη αυτοπεποίθησης και με συναισθηματική
ανωριμότητα και αδυναμία στη δημιουργία καλών διαπροσωπικών σχέσεων. Συνήθως επιδιώκουν άμεση
ικανοποίηση των επιθυμιών τους και δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν της δυσκολίες της ζωής. Συχνά
επίσης παρουσιάζουν επιθετικότητα, εκκεντρικότητα, αντικοινωνική συμπεριφορά και δυσκολίες
κοινωνικής προσαρμογής. Συνήθως απουσιάζει το αίσθημα ευθύνης και χαρακτηρίζονται από αδυναμία

69
Μαυρέας, Βενετσάνος (1994), Κατάχρηση ουσιών, Πρόληψη και έλεγχος. Εκδ. Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας

53
θέλησης. Σε σχέση με τα φυσιολογικά άτομα η συναισθηματική τους κατάσταση εξαρτάται σε μεγαλύτερο
βαθμό από το περιβάλλον.70
Άλλοι επιστήμονες τονίζουν περισσότερο τα κοινωνικά αίτια και θεωρούν ως τη σημαντικότερη
αιτία τη χαλάρωση του θεσμού της οικογένειας. Αρκετές έρευνες έχουν δείξει θετική συσχέτιση της
παρουσίας διαλυμένων ή διαταραγμένων οικογενειών με τη φαρμακευτική εξάρτηση. Επίσης
ενοχοποιούνται ο τρόπος συμπεριφοράς των γονέων και του άμεσου κοινωνικού περιβάλλοντος στην αγωγή
των παιδιών και στη διαδικασία κοινωνικοποίησής τους. Αδιάφοροι ή υπερβολικά αυταρχικοί γονείς,
ανομικό περιβάλλον, κοινωνική απομόνωση, είναι δυνατό να συμβάλλουν στην εξάρτηση. Σημαντική
επίσης είναι η επίδραση της ομάδας των συνομηλίκων η οποία είναι περισσότερο έντονη όσο μικρότερη
επικοινωνία και διάλογος υπάρχουν μεταξύ γονέων και εφήβου.
Στα γενικότερα κοινωνικά αίτια συγκαταλέγονται ο σύγχρονος τρόπος ζωής, τα καταναλωτικά
πρότυπα, το άγχος, ο ανταγωνισμός για επιτυχία κ.λ.π . Το χάσμα των γενεών, η τάση για αμφισβήτηση του
κόσμου των μεγάλων, η ανεπάρκεια του τρόπου ζωής των ενηλίκων συμβάλλουν επίσης στην ανάπτυξη
τάσης για δοκιμή των ναρκωτικών. Ταυτόχρονα η άγνοια, η περιέργεια, η ξενομανία, ο μιμητισμός σε
συνδυασμό με την έντονη αστικοποίηση και την έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας είναι παράγοντες που
προστίθενται στους παραπάνω.71

11.Β.Οι επιπτώσεις της χρήσης των ναρκωτικών

Οι επιπτώσεις της τοξικομανίας είναι πολλές και ποικίλες μπορούμε να τις διαχωρίσουμε σε
ατομικές και κοινωνικές, σε υλικές, βιολογικές και ψυχολογικές.
Σε ότι αφορά το άτομο, ο τοξικομανής ζει και υπάρχει αποκλειστικά για την κατανάλωση του ναρκωτικού
από το οποίο είναι εξαρτημένος. Η ζωή του αποσκοπεί στην καθημερινή εξεύρεση της δόσης του και
σταδιακά, περιθωριοποιείται από το κοινωνικό περιβάλλον, δεν είναι σε θέση να εργαστεί, συχνά δεν έχει
κοινωνική ζωή και όλοι οι φίλοι και γνωστοί του, κινούνται γύρω από τον κόσμο των ναρκωτικών. Σιγά -
σιγά εξουθενώνεται και σωματικά, ενώ σε πολλές περιπτώσεις και ανάλογα με το είδος του ναρκωτικού, η
κατάληξη είναι ο θάνατος.
Οι κοινωνικές επιπτώσεις από την τοξικομανία είναι σημαντικές καθώς ένα ολόκληρο κομμάτι της
κοινωνίας, ζει και κινείται γύρω από το κύκλωμα των ναρκωτικών με προφανείς αρνητικές συνέπειες στην
οικονομική και κοινωνική ζωή. Οικογένειες καταστρέφονται, αναπτύσσεται εγκληματικότητα και ένας
ολόκληρος πληθυσμός κινείται και ενεργεί στο κοινωνικό περιθώριο.
Σημαντικές είναι ακόμη οι οικονομικές συνέπειες για όλους όσους εμπλέκονται στην τοξικομανία
και βέβαια για τις οικογένειές τους οι οποίες καταστρέφονται οικονομικά στην προσπάθεια να
απεγκλωβίσουν τους τοξικομανείς ή να καλύψουν τις ολοένα αυξανόμενες ανάγκες τους.
Η σωματική εξάρτηση έχει επίσης σημαντικές βιολογικές συνέπειες μια που για τη φυσιολογική
λειτουργία του οργανισμού του εξαρτημένου ατόμου, είναι απαραίτητη η λήψη του ναρκωτικού. Το άτομο

70
Μεσημέρης Σταμάτης (1991), Η ψυχολογία των ναρκομανών. Αθήνα: Εκδ. Ταμασσός
71
Σταθόπουλος Πέτρος (1999), Κοινωνική Πρόνοια. Αθήνα: Εκδ. Έλλην

54
είναι πολύ ποιο ευάλωτο σε διάφορες αρρώστιες (ηπατίτιδα, aids, τέτανος, πνευμονικές επιπλοκές). Τέλος οι
ψυχικές και συναισθηματικές επιπτώσεις είναι ίσως οι σοβαρότερες επιπτώσεις της τοξικομανίας. Η ψυχική
εξάρτηση είναι πολύ έντονη. Τα άτομα είναι στην κυριολεξία δούλοι του ναρκωτικού και δεν ελέγχουν τη
βούλησή τους. Οι εξαρτημένοι είναι ευερέθιστοι, έχουν φαντασιώσεις και παραισθήσεις και είναι ανίκανοι
να αντιληφθούν την πραγματικότητα. Συχνά είναι σε κατάσταση πλήρους συναισθηματικής απάθειας.

11.Γ. Ναρκωτικά και εγκληματικότητα

Η συσχέτιση των ναρκωτικών με την εγκληματικότητα αποτελεί ένα πεδίο στο οποίο πολλοί
επιστήμονες και εγκληματολόγοι έχουν ενσκήψει και η μελέτη της σχέσης αυτής έχει πολλές πλευρές. Σε
γενικές γραμμές το εμπόριο των ναρκωτικών καθώς και η κατανάλωσή τους, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων
υπό προϋποθέσεις, (όπως π.χ. η χρήση χασίς στην Ολλανδία), είναι παράνομα. Κάθε λοιπόν ενέργεια
εμπορίου ή χρήσης ναρκωτικού είναι παράνομη. Αποτελεί δηλαδή εγκληματική συμπεριφορά και
διαφοροποιείται ως προς τη βαρύτητά της ανάλογα με το είδος και την ποσότητα της ουσίας, το είδος της
πράξης (χρήση, εμπορία, δωρεά κ.λ.π) και το πρόσωπο του δράστη (χρήστης- μη χρήστης).
Η εγκληματικότητα που σχετίζεται με τα ναρκωτικά έχει κυρίως δύο μορφές:
Α) Εκείνη που αποτελείται από αυτό καθ’ εαυτό το εμπόριο και τη χρήση των ναρκωτικών.
Β) Την παρεπόμενη εγκληματικότητα, δηλαδή τα εγκλήματα κάθε είδους που σχετίζονται με οποιοδήποτε
τρόπο με τα ναρκωτικά.
Το εμπόριο ναρκωτικών είναι μια σύνθετη παράνομη πράξη που στις μέρες μας αποτελεί ένα μεγάλο
κομμάτι της γενικής εγκληματικότητας.72 Στη δραστηριότητα αυτή, υπάρχουν παραγωγοί, μεταποιητές,
χονδρέμποροι διακινητές, εισαγωγείς, λιανοπωλητές και χρήστες. Συχνά η παραγωγή και η εμπορία
ναρκωτικών εμπλέκει ολόκληρα κράτη και διαμορφώνει πολιτικές (π.χ. Αφγανιστάν, Κολομβία κ.λ.π).
Όλο το σύστημα στηρίζεται στη ζήτηση εκ μέρους των χρηστών των ναρκωτικών ουσιών και στην
ανελαστικότητά της, δεδομένου ότι τα εξαρτημένα άτομα δεν έχουν δυνατότητα να μη ζητήσουν
ναρκωτικά. 73
Συχνά οι χρήστες λόγω της οικονομικής αφαίμαξης που υφίστανται έχουν την τάση να
διευρύνουν τον κύκλο των καταναλωτών ναρκωτικών προκειμένου πουλώντας κάποιες ποσότητες και
πολλαπλασιάζοντας έτσι την κατανάλωση, να κερδίζουν ως προμήθεια τουλάχιστον τη δόση τους.
Το σύνολο του παράνομου εμπορίου ναρκωτικών στηρίζεται στην οικονομική απόδοση που έχει σε
όλα τα επίπεδα με μια τάση να αποδίδει περισσότερο όσο περισσότερη ποσότητα διακινεί κάποιος.
Η άνθηση του ναρκοεμπορίου, στηρίζεται ακριβώς στη μεγάλη του οικονομική απόδοση η οποία
αφ’ ενός δημιουργεί κίνητρα για να διακινδυνεύσει κάποιος, με το δεδομένο ότι το εμπόριο ναρκωτικών
είναι μια επικίνδυνη δραστηριότητα, αφ’ ετέρου μπορεί να εξαγοράζει διεφθαρμένους κρατικούς
λειτουργούς και να τους χρησιμοποιήσει στην εμπορική δραστηριότητα. Το εμπόριο ναρκωτικών είναι μια
κατ’ εξοχήν οργανωμένη εγκληματική δραστηριότητα με διεθνή χαρακτήρα. Η καταπολέμηση του είναι μια
αρκετά δύσκολη υπόθεση και πρέπει να συνδυάζει πολιτικές πρόληψης και καταστολής. Σε κάθε περίπτωση

72
Ραχωβίτσας Γ. Ι, Σίμογλου Δ. Θ. (2003), Ναρκωτικά και Αστυνομία. Αθήνα: Σαββάλας.
73
Cusson, οπ.π.

55
πρέπει να επιδιώκεται η μείωση της διαθεσιμότητας των ναρκωτικών αλλά και της διάθεσης των υποψηφίων
χρηστών να το δοκιμάσουν.
Η μείωση της διαθεσιμότητας των ναρκωτικών επιτυγχάνεται με την προσπάθεια ανακάλυψης και
κατάσχεσης από τις διωκτικές αρχές των ποσοτήτων που διατίθενται από τους χονδρεμπόρους σε
συνδυασμό με την καθημερινή προσπάθεια της αστυνομίας για τη μείωση των «λιανικών» πωλήσεων.
Η μείωση της ζήτησης των ναρκωτικών μπορεί να επιτευχθεί είτε με τα διάφορα προγράμματα
πρόληψης για τη δημιουργία ανασταλτικών μηχανισμών για τη χρήση ναρκωτικών είτε με τη δημιουργία
δυσμενούς περιβάλλοντος για τους χρήστες όπως είναι οι συχνοί έλεγχοι των χρηστών από την αστυνομία
ώστε να παραδειγματίζονται οι «υποψήφιοι» χρήστες και να φοβούνται ότι αν κάνουν χρήση (παρόλο που
ενδεχομένως θα επιθυμούσαν) θα ελεγχθούν και θα υποστούν κυρώσεις οι οποίες μπορεί να επιφέρουν
κοινωνική απαξίωση, στιγματισμό τους κ.λ.π.
Σε ότι αφορά στην παρεπόμενη εγκληματικότητα από το εμπόριο των ναρκωτικών αυτή αποτελείται
από τις εγκληματικές πράξεις συνήθως κλοπών και ληστειών που συχνά αναγκάζονται να διαπράξουν οι
χρήστες για την αγορά της δόσης τους, την αύξηση της πορνείας, των απατών, της επαιτείας, την
επιθετικότητα και τις πράξεις βίας που γίνονται από χρήστες υπό την επήρεια των ναρκωτικών. Σημαντικό
επίσης μερίδιο σ’ αυτή την εγκληματικότητα έχουν οι πράξεις βίας, οι ξυλοδαρμοί και οι επιθέσεις ακόμη
και οι δολοφονίες που διαπράττονται στον αδυσώπητο αγώνα των εμπόρων ναρκωτικών για τον έλεγχο όλο
και μεγαλύτερου μεριδίου της αγοράς. Έτσι συχνά με πράξεις βίας τιμωρούνται οι κακοπληρωτές, οι
καταδότες, εκείνοι που νοθεύουν υπερβολικά ή εκείνοι που μπαίνουν σε «ξένα χωράφια». Συχνά ξεσπούν
βίαιες συγκρούσεις με δολοφονίες, εμπρησμούς, ξυλοδαρμούς κ.λ.π μεταξύ συμμοριών για τον «εμπορικό
έλεγχο» των περιοχών κατανάλωσης.
Το εμπόριο ναρκωτικών είναι μια μορφή εγκληματικότητας κατ’ εξοχήν οργανωμένης, η οποία έχει
συχνά διεθνικό χαρακτήρα.74 Άλλωστε η παραγωγή ναρκωτικών σε παγκόσμιο επίπεδο, έχει υπό τον έλεγχό
της ολόκληρα κράτη με αποτέλεσμα η καταπολέμησή της να προσκρούει σε πολλά εμπόδια. Οι μεγαλύτερες
χώρες παραγωγής ναρκωτικών ουσιών είναι η Κολομβία (Κοκαϊνη), Το Αφγανιστάν και το «χρυσό
τρίγωνο» (Λάος, Βιετνάμ, Καμπότζη) όπου παράγονται προϊόντα οπίου, κυρίως ηρωϊνη. Στην Ευρώπη
παράγονται κυρίως συνθετικά ναρκωτικά (Έκσταση, LSD, Αμφεταμίνες, κ.λ.π), ενώ προϊόντα Κάνναβης
(χασίς), παράγονται στη Δυτική Ασία, τη Μέση ανατολή, τη Βόρεια Αφρική, τα Βαλκάνια και ιδιαίτερα
στην Αλβανία. Στην Ελλάδα παράγονται ορισμένες ποσότητες κάνναβης από παράνομες καλλιέργειες σε
δύσβατα μέρη (Κρήτη, Νομοί Ηλείας και Μεσσηνίας, νομός Έβρου κ.α.). 75

12. Το ηλεκτρονικό έγκλημα

Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, έχει αλλάξει ριζικά τα τελευταία 30 χρόνια τη ζωή σε ολόκληρο τον
πλανήτη. Η χρήση του πολλαπλασίασε ασύλληπτα τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά την επεξεργασία πάσης

74
Βλ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής, Περιοδικό «Κ», τ. 120, 18 Σεπτεμβρίου 2005, Αθήνα
75
Με βάση στοιχεία του Υ.Δ.Τ. στην Ελλάδα, κατστρέφονται από τις αστυνομικές αρχές περισσότερα από 50000
καλλιεργούμενα δενδρύλλια κάνναβης, τα οποία αντιστοιχούν σε 50 τόνους περίπου ακατέργαστης «φούντας».

56
φύσεως δεδομένων. Νομοτελειακά λοιπόν εκτός από «εργαλείο» προόδου, έγινε και «εργαλείο»- μέσο
διάπραξης εγκλήματος αλλά και «θύμα» συγκεκριμένων, νεοφανών αξιόποινων πράξεων. Η εμφάνισή του
Η/Υ, όχι μόνο άνοιξε το δρόμο για να προκύψουν νέες μορφές αδικημάτων (π.χ. η διοχέτευση
ηλεκτρονικών ιών σε συστήματα επεξεργασίας δεδομένων) αλλά και προσέφερε νέες διαστάσεις σε
«παραδοσιακές» παραβάσεις, όπως π.χ. είναι η απάτη. 76
Η σύγκλιση των τεχνολογιών της πληροφορικής με αυτές των τηλεπικοινωνιών επέφεραν την τρίτη
φάση της βιομηχανικής επανάστασης, την ψηφιακή. Από τη σύγκλιση δηλαδή αυτή γεννήθηκαν τα δίκτυα,
με γνωστότερο από αυτά το Διαδίκτυο (Internet). Το Διαδίκτυο σε πολύ σύντομο χρόνο από την εμφάνισή
του, έγινε ελκυστικό σε εταιρίες και ιδιώτες και μετατράπηκε σε μηχανισμό παροχής πληροφοριών,
επικοινωνιακό και ταυτόχρονα εμπορικό μέσο παγκόσμιας εμβέλειας. Όπως ήταν φυσικό αποτέλεσε το
επίκεντρο πάσης φύσεως «υποψηφίων εγκληματιών» οι οποίοι διέκριναν στη χρήση του μεγάλες ευκαιρίες
διάπραξης των παράνομων πράξεών τους.
Σε γενικές γραμμές τα ηλεκτρονικά εγκλήματα διακρίνονται στις παρακάτω κατηγορίες 77:
Α) Στα εγκλήματα που διαπράττονται με διάφορα μέσα και με την εμφάνιση της κοινωνίας της
πληροφορίας και της πληροφορικής, προστέθηκε στη διάπραξή τους και ο ηλεκτρονικός τρόπος (π.χ. η
συκοφαντική δυσφήμηση, μπορεί να τελεστεί πια και μέσω e-mail)
Β) Στα εγκλήματα που εμφανίστηκαν και διαπράττονται μόνο σε περιβάλλον Η/Υ, χωρίς να είναι
πάντοτε απαραίτητη η χρήση δικτύου (π.χ. η χωρίς δικαίωμα αντιγραφή λογισμικού)
Γ) Στα εγκλήματα που γίνονται αποκλειστικά στον «Κυβερνοχώρο» και μέσω αυτού και μπορούμε να
τα χαρακτηρίσουμε ως γνήσια εγκλήματα κυβερνοχώρου (π.χ. το hacking, δηλαδή η χωρίς δικαίωμα
διείσδυση σε συστήματα υπολογιστών)
Τα πλέον συνηθισμένα εγκλήματα που λαμβάνουν χώρα στον «παγκόσμιο ιστό» όπως αλλιώς μπορούμε
να ονομάσουμε το διαδίκτυο, είναι τα οικονομικά εγκλήματα όπως οι κάθε μορφής απάτες, εγκλήματα
κλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας, η διακίνηση παιδικής πορνογραφίας και η πορνογραφία γενικά, τα
εγκλήματα κατά της εθνικής ασφάλειας, το εμπόριο ναρκωτικών και άλλων παράνομων ουσιών καθώς και
η προαγωγή βίαιων πράξεων (π.χ. οδηγίες για την παρασκευή ναρκωτικών, οδηγίες κατασκευής εκρηκτικών,
για εκτέλεση τρομοκρατικών πράξεων κ.λ.π).
Οι οικονομικές επιπτώσεις του ηλεκτρονικού εγκλήματος στην παγκόσμια οικονομία είναι στην
πραγματικότητα ανυπολόγιστες, καθώς οι διεθνείς στατιστικές αφορούν μόνο στις περιπτώσεις εμφανούς
εγκληματικότητας και πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι συχνά εταιρίες θύματα ηλεκτρονικού εγκλήματος
δεν το δημοσιοποιούν για να μη βλάψουν την εικόνα για την ασφάλειά τους. Σύμφωνα δε με αυτές, το
κόστος είναι τεράστιο και ανέρχεται π.χ. στις ΗΠΑ στο ποσό των 202 εκατ. δολαρίων το χρόνο, με διαρκώς
ανοδικές τάσεις και στη Μεγάλη Βρετανία σε περισσότερο από 3,9 εκατομμύρια λίρες ετησίως. 78

76
Βασιλάκη Ειρήνη (1993), Η καταπολέμηση της εγκληματικότητας μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών. Αθήνα-
Κομοτηνή: Α.Ν. Σάκκουλας.
77
Πρβλ. Αγγελή, Διαδίκτυο (Internet) και ποινικό δίκαιο – Έγκλημα στον κυβερνοχώρο (Cybercrime – Internet Crime),
ΠοινΧρ Ν΄(2000), σελ. 675επ.).
78
Αργυρόπουλος Α., Το ηλεκτρονικό έγκλημα. Εισήγηση στην ημερίδα με θέμα: «Το Οργανωμένο και το Οικονομικό
έγκλημα στο σύγχρονο κόσμο, οικονομικό επιμελητήριο, Ρέθυμνο 31-3-2003

57
Το έγκλημα μέσω των δικτύων διαφέρει ουσιαστικά από το μέχρι σήμερα «σύνηθες» έγκλημα, για τους
παρακάτω λόγους:
1. Στη διάπραξή του συνήθως δεν αφήνει ίχνη, ή τα ίχνη του είναι πολύ δύσκολα ανιχνεύσιμα.
2. Είναι γρήγορο, αφού για την τέλεσή του χρειάζονται λίγα μόνο δευτερόλεπτα, ενώ σπάνια το
θύμα αντιλαμβάνεται αμέσως την σε βάρος του πράξη.
3. Οι δράστες, σχεδόν στο σύνολό τους δεν ενεργούν με την αληθινή τους ταυτότητα
4. Τις περισσότερες φορές δεν απαιτείται η φυσική μετακίνηση του δράστη για τη διάπραξη
ηλεκτρονικού εγκλήματος
5. Δημιουργούνται σημαντικά προβλήματα ως προς την «πατρίδα» του ηλεκτρονικού εγκλήματος,
διότι αφενός τα αποτελέσματά του μπορεί να γίνονται ταυτόχρονα αισθητά σε πολλούς τόπους,
αφετέρου ο πραγματικός τόπος τελέσεώς του είναι συχνά ασαφής
6. Για την τέλεσή του απαιτούνται «ειδικές γνώσεις»
7. Το διαδίκτυο δίνει τη δυνατότητα σε κοινωνικές ομάδες με ιδιαιτερότητες π.χ. σε παιδόφιλους,
να επικοινωνούν μεταξύ τους και να συνεργάζονται ανώνυμα και ανέξοδα
8. Η ηλεκτρονική εγκληματικότητα είναι στην αφάνεια σε μεγάλο βαθμό, καθώς είναι ακόμη
δυσκολότερο να αποτιμηθεί ποιοτικά και ποσοτικά ή να καταγραφούν στατιστικά στοιχεία που
την αφορούν
9. Η διερεύνηση και εξιχνίαση των ηλεκτρονικών εγκλημάτων είναι πολύ δύσκολη και απαιτεί
εξειδικευμένες τεχνικές γνώσεις από όλες τις διωκτικές αρχές και τα μέλη του ποινικού
συστήματος (αστυνομικοί, δικαστές, δικηγόροι κ.λ.π).
10. Η εξέλιξη του ηλεκτρονικού εγκλήματος είναι ραγδαία και ακολουθεί τη ραγδαία ανάπτυξη της
τεχνολογίας.
Ο εγκληματίας του κυβερνοχώρου παρουσιάζεται με τους παρακάτω τρεις βασικούς τύπους 79:
Α) Οι «hackers», πρόκειται για εκείνους που εισβάλλουν σε υπολογιστές οργανισμών, επιχειρήσεων
και ιδιωτών, χωρίς οικονομικό – κατ’ αρχήν – όφελος, αλλά με σκοπό να «σπάσουν» κωδικούς πρόσβασης
και προστασίας των ηλεκτρονικών συστημάτων. Ενεργούν κυρίως από περιέργεια και ευχαρίστηση να
νικήσουν ένα πρόγραμμα, το οποίο, κατά κανόνα, το έχει κατασκευάσει κάποιος που βρίσκεται σε
καλύτερη οικονομική και κοινωνική θέση από αυτούς. Η εισβολή τους συχνά συνοδεύεται από
χιουμοριστικές ή άλλες παρεμβάσεις στα προγράμματα των θυμάτων τους
B) Οι «crashers», λειτουργούν όπως οι πρώτοι αλλά στοχεύουν στην καταστροφή προγραμμάτων και
αρχείων στο ξένο σύστημα.
Γ) Οι «crackers», οι οποίοι χρησιμοποιούν διάφορα τεχνάσματα προκειμένου να επιτύχουν οικονομικό
όφελος από τις δραστηριότητές τους. Έτσι επιζητούν να μάθουν κωδικούς, αριθμούς πιστωτικών καρτών
κ.λ.π προκειμένου να εισέλθουν λαθραία σε λογαριασμούς τραπεζών και να επιτύχουν παράνομες
μεταφορές ποσών, να αντιγράψουν λογισμικό κ.λ.π.
Οι ενέργειες προστασίας για την αποφυγή των παραπάνω πράξεων είναι:

79
Πρβλ. Αργυρόπουλος Α. (2001), Ηλεκτρονική Εγκληματικότητα. Εγκληματο-λογικά, 19. Αθήνα: Α. Ν. Σάκκουλα,

58
- η σωστή επιλογή, η διαρκής προστασία και η συστηματική ανανέωση του συνθηματικού κωδικού
πρόσβασης (password). Για τον ίδιο λόγο, ο κωδικός πρόσβασης δεν πρέπει να γράφεται σε σημεία, όπως το
πληκτρολόγιο ή η ατζέντα. Συχνά, όπως έχει διαπιστωθεί ηλεκτρονικά εγκλήματα διαπράττουν υπάλληλοι
εταιρειών οι οποίες είναι και τα θύματα, εκμεταλλευόμενοι την εμπιστοσύνη των συναδέλφων τους και
ενδεχομένως την αφέλειά τους.
- επίσης η συχνή δημιουργία αντιγράφων ασφαλείας των αρχείων (back-up) είναι απαραίτητη. Ομοίως
απαραίτητη είναι η χρήση σύγχρονων και αναβαθμισμένων προγραμμάτων αντιμετώπισης «ιών»
(αντιβιοτικών) καθώς και ειδικών ζωνών ασφαλείας που μπορούν να λειτουργούν ως φράγματα μεταξύ των
υπολογιστών μιας εταιρίας π.χ. και του διαδικτύου.
Αυτό που έχει με ασφάλεια διαπιστωθεί μέχρι σήμερα είναι ότι η εξέλιξη των απειλών είναι ραγδαία και
πάντοτε εφευρίσκονται νέοι τρόποι για την παραβίαση πληροφορικών συστημάτων, έτσι δεν υπάρχει
απόλυτα ασφαλές σύστημα. Οι εταιρίες λογισμικού και υλικού Η/Υ, πάντως προσπαθούν συνεχώς και
βελτιώνουν την ασφάλεια των συστημάτων.

13. Τα εγκλήματα βίας

Η βία σε όλες της τις μορφές είναι ένα από τα συχνότερα στοιχεία που συναντούμε σε πολλά
εγκλήματα. Είτε πρόκειται για σωματική βία είτε για ψυχολογική ή λεκτική, η βία αποτελεί βασικό
συστατικό στοιχείο σε πολλές μορφές εγκλημάτων. Μάλιστα τα εγκλήματα που βασίζονται στη βία, τείνουν
να θεωρούνται σοβαρότερα και από πολλούς χαρακτηρίζονται ως «πραγματικά» εγκλήματα.
Η βία είναι μια επιθετική συμπεριφορά η οποία εξαναγκάζει τον άλλο να δεχθεί προσβολές της
σωματικής ή της ψυχικής του υπόστασης οι οποίες μπορεί να φτάσουν σε ακραίες μορφές.
Η ποιο ακραία εκδήλωση βίας είναι η ανθρωποκτονία. Η αφαίρεση δηλαδή της ζωής ενός ή περισσοτέρων
ανθρώπων. Επίσης το στοιχείο της βίας περιέχεται στις επιθέσεις και στις σωματικές βλάβες, στους
εκβιασμούς και στις απαγωγές, στις ληστείες στις εξυβρίσεις, στις απειλές, στους διάφορους σεξουαλικούς
καταναγκασμούς κ.λ.π..
Πολλοί επιστήμονες έχουν προσπαθήσει να εξηγήσουν τα αίτια της ανθρωποκτόνου βίας. Ποιοι
είναι δηλαδή οι λόγοι που οδηγούν ένα άνθρωπο να αφαιρέσει τη ζωή ενός άλλου ανθρώπου.
Σύμφωνα με πολλές επιστημονικές έρευνες, οι δράστες ανθρωποκτονιών είναι κατά το μεγαλύτερο
ποσοστό γνωστοί του θύματος. Παρουσιάζεται μια αναλογία στις ανθρωποκτονίες σε σχέση με το χρόνο που
βρίσκονται μαζί δράστης και θύμα. Ο εγκληματολόγος Maurice Cusson, θεωρεί τη «συγκρουσιακή βία» ως
τη διαδικασία που οδηγεί σε ακραίες εκδηλώσεις βίας μεταξύ των οποίων και ανθρωποκτονίες. Η
συγκρουσιακή βία σημαίνει τη βίαιη (λεκτική, σωματική) προσβολή ενός ατόμου, την ανταπόδοση από το
δεύτερο άτομο παρόμοιας και ποιο αναβαθμισμένης βίαιης συμπεριφοράς, την εκ νέου βίαιη αντίδραση του
πρώτου ώσπου η διαδικασία αυτή να καταλήξει είτε σε μια κορυφαία εκδήλωση βίας (φόνος, σοβαρές

59
σωματικές βλάβες), είτε να εκτονωθεί με την επίδραση «ειρηνοποιών» παραγόντων, όπως π.χ. είναι η
επέμβαση ενός τρίτου, ή της Αστυνομίας. 80 Όπως είναι φυσικό οι συγκρούσεις αυτές για να συμβούν έχουν
ως προϋπόθεση την επικοινωνία και την εγγύτητα με την ευρεία έννοια, δράστη και θύματος.
Με βάση έρευνες που έχουν γίνει στις Η.Π.Α., τις ημέρες των εορτών (Χριστούγεννα,
πρωτοχρονιά), τα Σαββατόβραδα και τις παραμονές των αργιών παρουσιάζεται αύξηση των
ανθρωποκτονιών η οποία ερμηνεύεται ότι οφείλεται στο ότι τις χρονικές περιόδους αυτές πολλά άτομα
έρχονται σε επαφή μεταξύ τους, διασκεδάζουν μαζί, βγαίνουν έξω σε παρέες κ.λ.π. Έτσι δημιουργούνται
μεγαλύτερες πιθανότητες για την εκδήλωση διαδικασιών συγκρουσιακή βίας οι οποίες μπορεί να
καταλήξουν σε ανθρωποκτονίες. Η αύξηση αυτή είναι περισσότερο φανερή στις ανθρωποκτονίες που
γίνονται από μέλη των χαμηλών κοινωνικοοικονομικών τάξεων, ενώ στις ανθρωποκτονίες που ενεργούνται
από δράστες μεσαίων και υψηλών κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων δεν παρατηρούνται σημαντικές
διαφορές στο χρόνο τέλεσης. Στα μέσα που χρησιμοποιούνται για την τέλεση ανθρωποκτονιών σημαντικό
ρόλο διαδραματίζει η διαθεσιμότητα του μέσου, (αν π.χ. σε ένα καυγά, υπάρχει διαθέσιμο ένα πιστόλι είναι
εύκολο να χρησιμοποιηθεί πάνω στην ένταση και το πάθος των αντιμαχόμενων), καθώς και η «φονικότητα»
του μέσου (π.χ. η ύπαρξη προσιτού μαχαιριού αντί για πιστόλι μειώνει κατά 80% τις πιθανότητες να συμβεί
φόνος). 81
Στην Ελλάδα από το 1991 μέχρι το 2004, παρουσιάζονται λίγες αυξομειώσεις στις καταγεγραμμένες
ανθρωποκτονίες που διαπράχθηκαν, με τις λιγότερες να έχουν γίνει το έτος 2002 (94) και τις περισσότερες
το έτος 1997 (203). Συγκεκριμένα ανά έτος οι καταγεγραμμένες ανθρωποκτονίες τα τελευταία 12 χρόνια
έχουν ως εξής:82
Έτος Αριθμός Ανθρωποκτονιών
1991 138
1992 137
1993 150
1994 133
1995 151
1996 169
1997 203
1998 154
1999 154
2000 146
2001 132
2002 94
2003 116
2004 111

80
Cusson Maurice (2002), Σύγχρονη Εγκληματολογία. Οπ. π. σ. 45 κ.ε.
81
Thio Alex, (2003), Παρεκλίνουσα συμπεριφορά. Οπ. π. σ. 151
82
Πηγή: Στατιστικές επετηρίδες Ελ.ΑΣ., Οπ.π.

60
Υπάρχουν αρκετές θεωρίες για την ανθρώπινη επιθετικότητα και τη βία, οι οποίες όμως δεν
καταφέρνουν να επεξηγήσουν ακριβώς όλες τις περιπτώσεις εκδήλωσης βίαιης συμπεριφοράς. Άλλες
αναφέρονται στα ψυχολογικά αίτια, άλλες σε κοινωνικά αίτια. Υπάρχουν ακόμη και οι βιολογικές θεωρίες
που προσπαθούν να ερμηνεύσουν το φόνο είτε από την έλλειψη ένστικτου «αναστολής του φονικού» στους
ανθρώπους, μια που ο άνθρωπος φαίνεται να είναι το μόνο έμβιο ον που σκοτώνει τους όμοιούς του, είτε
στις ανωμαλίες στα χρωμοσώματα ενός μικρού ποσοστού ανδρών οι οποίοι έχουν ένα χρωμόσωμα Y
επιπλέον.
Συχνά περιπτώσεις μαζικών δολοφονιών (π.χ. επίθεση με όπλα σε σχολείο και ο θάνατος δεκάδων
ατόμων, τρομοκρατικές επιθέσεις και ο θάνατος εκατοντάδων ατόμων), προκαλούν την προσοχή της κοινής
γνώμης αλλά είναι πολύ δύσκολο να ερμηνευτούν. Αρκετοί επιστήμονες θεωρούν ότι οι δράστες αυτών των
πράξεων δεν είναι διανοητικά άρρωστοι αλλά συχνά πρόκειται για συνηθισμένους ανθρώπους της «διπλανής
πόρτας». Συχνά πρόκειται για απελπισμένους μαθητές απολυμένους υπαλλήλους, απελπισμένους
οικογενειάρχες ή για φανατικούς τρομοκράτες.
Στην αναζήτηση των αιτίων της βίας δεν μπορούμε παρά να σκεφτούμε ότι ιδιαίτερη σημασία έχει
το κοινωνικό περιβάλλον το οποίο ευνοεί την εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς. Ο σκληρός ανταγωνισμός
που επικρατεί σε όλες σχεδόν τις εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής, οι κοινωνικές ανισότητες, η
περιθωριοποίηση, ο κυνισμός του σύγχρονου τρόπου ζωής συμβάλλουν γενικά στη δημιουργία του
κατάλληλου υπόβαθρου για την εκδήλωση βίας.
Μια ιδιαίτερη κατηγορία βίας είναι η μαζική βία που εκδηλώνεται σε συγκεντρώσεις συνήθως νέων
ανθρώπων, σε αθλητικές κυρίως δραστηριότητες. Ο «χουλιγκανισμός», όπως ονομάζονται τέτοιου τύπου
εκδηλώσεις νέων, περιλαμβάνει την εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς εναντίον προσώπων (των οπαδών της
«αντίπαλης» ομάδας ή εναντίον της αστυνομίας) είτε βία εναντίον πραγμάτων (βανδαλισμοί), με διάφορες
αφορμές ήττα ή νίκη της ομάδας, υποδοχή, κ.λ.π. Ο «Χούλιγκαν», 83 είναι στην ουσία ένας ταραξίας των
γηπέδων αλλά συχνά και σε χώρους έξω από αυτά, ο οποίος προβαίνει σε διάφορες αξιόποινες πράξεις βίας.
Πολλές φορές η βία που εκδηλώνεται από τους διάφορους οπαδούς αποτελεί ένα είδος «επικοινωνιακής»
διαδικασίας ένταξης στην «ομάδα» των οπαδών, η οποία έχει ως συνεκτικό στοιχείο τις πράξεις βίας
εναντίον των κοινών «εχθρών».
Η εκδήλωση βίας στα γήπεδα και έξω από αυτά, αποτελεί την εκδήλωση μιας επιθετικότητας που
εκτονώνεται και έχει τις ρίζες της σε σοβαρά κοινωνικά και προσωπικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι
νέοι ταραξίες. Συχνά οργανωμένοι σύνδεσμοι οπαδών χρησιμοποιούνται ως φορείς άσκησης βίας ή απειλής
βίας στις διάφορες διεργασίες για τον έλεγχο και την άσκηση επιρροής στο χώρο του αθλητισμού και
ιδιαίτερα του επαγγελματικού ποδοσφαίρου.
Ένας σημαντικός παράγοντας που συμβάλλει στην εκδήλωση βίας στους αθλητικούς χώρους είναι η
αίσθηση της δύναμης του πλήθους η οποία αυξάνει την ένταση και το πάθος και μειώνει την υπευθυνότητα
του ατόμου ιδιαίτερα όσο περισσότερο το πλήθος γίνεται ανεξέλεγκτος όχλος. Συχνά ακόμη η βία αυτή
συνοδεύεται ή υποδαυλίζεται από τη χρήση αλκοόλ ή και ναρκωτικών οπότε είναι περισσότερο ανεξέλεγκτη
και φυσικά ποιο επικίνδυνη
83
Ο όρος είναι αγγλικός και προέρχεται από την ονομασία των Άγγλων οπαδών-ταραξιών οι οποίοι για χρόνια ήταν και
οι ποιο βίαιοι.

61
13. Β. Η ενδοοικογενειακή βία

Η βία όλων των μορφών που ασκείται στο πλαίσιο των οικογενειακών σχέσεων ή των συντροφικών
σχέσεων, είναι ένα ιδιαίτερο φαινόμενο και ένα σοβαρό πρόβλημα παραπτωματικότητας, το οποίο παρόλο
που υπάρχει δεν φανερώνεται για διάφορους λόγους και αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι της «αφανούς»
κυρίως, εγκληματικότητας.
Η βία αυτής της μορφής έχει συνήθως θύματα τις γυναίκες, τα παιδιά και τα άτομα τρίτης ηλικίας.
Οι μορφές της βίας μπορεί να είναι διάφορες όπως για παράδειγμα σωματική βία, σεξουαλική βία,
ψυχολογική βία, λεκτική βία, απειλές ή αποστέρηση στοιχειωδών υλικών ζωής (χρήματα, ρούχα, φυσικός
αποκλεισμός, κοινωνικός αποκλεισμός κ.λ.π).
Οι ενδεχόμενοι δράστες ενδοοικογενειακής βίας είναι συνήθως άνδρες ενώ δεν παρατηρούνται στατιστικές
διαφορές ανάλογα με το κοινωνικοοικονομικό ή μορφωτικό επίπεδο του δράστη. Η ενδοοικογενειακή βία
σε όλες της τις μορφές, είναι το κατ’ εξοχήν αφανές έγκλημα και η πραγματική αποτύπωση της έκτασης και
της έντασής της είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αποκαλυφτεί. Συνήθως η ενδοοικογενειακή βία διαπράττεται
στη σφαίρα του «ιδιωτικού χώρου» με αποτέλεσμα να είναι ιδιαίτερα μικρές οι δυνατότητες να επενεργήσει
ο κοινωνικός έλεγχος. Το πρόβλημα εντείνεται ακόμη περισσότερο όταν η ενδοοικογενειακή βία λαμβάνει
χώρα σε κοινωνικό περιβάλλον με παραδοσιακές κοινωνικές και οικογενειακές δομές στο οποίο οι ρόλοι
των δύο φύλων είναι κατανεμημένοι με βάση τα παραδοσιακά πρότυπα του άνδρα- αρχηγού της οικογένειας
και της γυναίκας υποταγμένης στην εξουσία του. Στις περιπτώσεις αυτές συχνά ο κοινωνικός περίγυρος
ανέχεται ή και υποστηρίζει βίαιες συμπεριφορές από τον άνδρα- αφέντη, στη γυναίκα που θεωρείται ότι έχει
ένα «υποταγμένο» ρόλο στο πλαίσιο της αυταρχικής οικογένειας.
Με το δεδομένο ότι ακόμη και στη σύγχρονη εποχή διατηρούνται πολλά χαρακτηριστικά της αυταρχικής,
ανδροκρατούμενης οικογένειας ακόμη και στις πολιτισμένες χώρες, τα θύματα σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις
καταγγέλλουν ή δημοσιοποιούν το έγκλημα το οποίο υφίστανται, για διάφορους λόγους. Οι γυναίκες που
υφίστανται βία, συχνά δεν καταγγέλλουν το γεγονός αυτό, έχοντας χαμηλή αυτοεκτίμηση, ή νοιώθοντας
περίπου ένοχες για αυτό που συμβαίνει και «δικαιολογούν» με διάφορους τρόπους τη σε βάρος τους
συμπεριφορά μη κατανοώντας ότι είναι θύματα μιας αδικαιολόγητης βίας. Συχνά επίσης τις διακατέχει
έντονος φόβος για τις συνέπειες της καταγγελίας τους. Φοβούνται ιδιαίτερα την ένταση της βίαιης
συμπεριφοράς, ακόμη και το θάνατο. Ο φόβος αυτός δεν είναι αδικαιολόγητος αφού ιδιαίτερα αυξημένα
είναι τα ποσοστά άσκησης ακραίων μορφών βίας που μπορεί να φτάσουν μέχρι την ανθρωποκτονία. Σε
αρκετές περιπτώσεις οι δράστες ενδοοικογενειακής βίας διαπράττουν απόπειρες ανθρωποκτονίας.
Οι δράστες ενδοοικογενειακής βίας σύμφωνα με ορισμένες επιστημονικές έρευνες, διαπιστώθηκε
ότι συνήθως είναι άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση, με έντονο στρες, συχνά κάνουν χρήση αλκοόλ ή άλλων
τοξικών ουσιών. Η συχνή χρήση βίας από την πλευρά των ανδρών- δραστών, συνοδεύεται συνήθως από
τεχνικές «αποενοχοποίησής τους» έτσι ώστε πολύ σπάνια παραδέχονται το λάθος τους. Θεωρούν υπεύθυνη
τη σύζυγο/σύντροφο και συχνά η χρήση βίας γίνεται για «να συνετιστεί», « να μάθει να μην κάνει αυτό ή

62
εκείνο». Οι δράστες αυτοί διακατέχονται συχνά από έντονα στερεότυπα για την ανωτερότητα του ανδρικού
φύλου και την παραδοσιακή «υποταγή» της γυναίκας. Συχνά παρουσιάζουν αντικοινωνικές συμπεριφορές
καθώς και αποκλίσεις από τα χαρακτηριστικά της φυσιολογικής συμπεριφοράς.
Σε γενικές γραμμές οι γενικοί παράγοντες που συμβάλλουν στη δημιουργία των συνθηκών της
ενδοοικογενειακής βίας είναι:
α) Οι βιολογικές διαφορές των δύο φύλων και η αυξημένη ανδρική επιθετικότητα που θεωρείται ότι
προέρχεται και από ορμονικούς παράγοντες.
Β) Η κοινωνικοποίηση με βάση τα στερεότυπα των διαφορών των δύο φύλων (άνδρας αρχηγός-γυναίκα
υποταγμένη) και της ανάπτυξης της «κουλτούρας της βίας»
γ) Οι ιδιαίτερες συνθήκες διαβίωσης του δράστη και η ένταξή του στο περιβάλλον του σε σχέση και με την
κοινωνικοοικονομική του θέση.
Διάφοροι ερευνητές προσπάθησαν να κατατάξουν τους δράστες ενδοοικογενειακής βίας με βάση διάφορα
χαρακτηριστικά. Έτσι για παράδειγμα αναφέρονται οι κατηγορίες:
Α) Ο ελεγκτής (η σύντροφός του γίνεται αντικείμενο ελέγχου γύρω από τις κινήσεις της, τις συναναστροφές
της, τη συμπεριφορά της κ.λ.π που επιβάλλεται με βία)
Β) Ο υπερασπιστής. Θεωρεί τη σύντροφό του παράλληλα εχθρική αλλά και ελκυστική. Θεωρεί ότι την
υπερασπίζει και τη συνετίζει (με τη βία) από κακές έξεις θεωρεί ότι «της δίνει ένα μάθημα». Σε άλλες
περιπτώσεις μπορεί να γίνεται ιδιαίτερα τρυφερός.
Γ) Ο κυνηγός επιδοκιμασίας. Η σύντροφος σ’ αυτή την περίπτωση εκπροσωπεί την εξάρτηση που υπήρχε
από τους γονείς του δράστη οπότε μπορεί να εξυψώνεται με την επιδοκιμασία της.
Δ) Ο «Συγχωνευμένος». Είναι εκείνος που έχει σχέση εξάρτησης με τη σύντροφό του.
Άλλες κατηγορίες είναι ο ψυχοπαθής, ο κυκλοθυμικός και ο υπερελεγχόμενος εκείνος δηλαδή που ασκεί βία
με συγκεκριμένη , «ψυχρή» λογική.84

13. Γ. Η εξωτερίκευση του προβλήματος της ενδοοικογενειακής βίας

Τα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας, δεν αναφέρουν όπως είπαμε, τα περιστατικά τα οποία
υφίστανται για διαφόρους λόγους. Οι γυναίκες-θύματα, είναι συνήθως άτομα εξαρτημένα, με χαμηλή
αυτοεκτίμηση και συντηρητικό προσανατολισμό. Έχουν εσωτερικεύσει τα στερεότυπα των ρόλων των
φύλων, αποδέχονται τον άνδρα ως «την κεφαλή της οικογένειας» και συχνά αισθάνονται ένοχες για τη
συμπεριφορά του άνδρα τους, την οποία πολλές φορές «δικαιολογούν». Οι γυναίκες θύματα κακοποίησης
υποφέρουν συχνά από μόνιμο στρες, ή έχουν κατάθλιψη. Πολλές φορές καταφεύγουν στο αλκοόλ ή σε
άλλες ουσίες και σε ψυχοφάρμακα. Συνήθως δεν κατανοούν εύκολα ότι είναι θύματα και ότι έχουν
δικαιώματα και δυνατότητες να βγουν από αυτή την κατάσταση. Συχνά μπορούμε να υποθέσουμε ότι μια
γυναίκα είναι θύμα βίας από εξωτερικές σωματικές ενδείξεις ή από συγκεκριμένη συμπεριφορά.
Η βία μέσα στο σπίτι γίνεται συχνά γνωστή από τους γείτονες, ή από τους συγγενείς, οι οποίοι είτε
αποφεύγουν να εμπλακούν « στα εσωτερικά ζητήματα του ζευγαριού» είτε όταν τα πράγματα είναι σοβαρά

84
Gelles, 1997

63
καλούν την αστυνομία να επέμβει. Στην περίπτωση αυτή η συνήθης αστυνομική πρακτική είναι να
αντιμετωπισθεί το ζήτημα ως «οικογενειακό επεισόδιο» και να λειτουργήσουν οι αστυνομικοί ως
«ειρηνοποιοί» στη διένεξη του ζευγαριού, αγνοώντας συχνά ότι στη σχέση αυτή βίας κάποιος είναι ο θύτης
και κάποιος το θύμα.
Ο τρόπος αντιμετώπισης στην περίπτωση αυτή των θυμάτων και των δραστών εκ μέρους των
αρμόδιων αστυνομικών αρχών που προστρέχουν στα βίαια αυτά επεισόδια, είναι καθοριστικός για την
εξέλιξη των σχέσεων αυτών και κυρίως για την προστασία των γυναικών –θυμάτων. Επειδή συχνά η
καταγγελία των γυναικών –θυμάτων, ότι έχουν υποστεί βία είναι πολύ δύσκολη, οι αρμόδιοι που
ασχολούνται, μπορούν να κατανοήσουν την κατάστασή τους έχοντας υπόψη κάποια εξωτερικά
«γνωρίσματα». Τα εξωτερικά συμπτώματα που παρουσιάζονται συχνά στις γυναίκες-θύματα
ενδοοικογενειακής βίας είναι τα παρακάτω:
 Πιθανές απόπειρες αυτοκτονίας
 Διάφορα «ψυχοσωματικά» νοσήματα (ταχυπαλμίες, δυσκοιλιότητα, αϋπνία κ.λ.π)
 Τραυματισμός (μώλωπες κ.λ.π) που δεν δικαιολογούνται από τις εξηγήσεις που δίνει το θύμα
 Ενδείξεις χρήσης αλκοόλ ή και ναρκωτικών.
 Διάφορες σωματικές κακώσεις σε διάφορα στάδια επούλωσης
 Συχνά τραύματα στο πρόσωπο στα μάγουλα στο λαιμό ή στα χέρια
 Προβλήματα κατά την κύηση (αιμορραγίες κ.λ.π).
 Συναισθηματική αστάθεια και προσπάθεια απόκρυψης συναισθημάτων.
 Διάφορα σχισίματα, καψίματα, συχνοί αυτοτραυματισμοί.
 Συχνά ατομικά αυτοκινητιστικά δυστυχήματα.
 Συχνή χρήση διαφόρων φαρμάκων (ασπιρίνες, ηρεμιστικά, γάζες κ.λ.π)
Στις περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας με θύματα παιδιά, υπάρχουν τα ίδια προβλήματα και
δυσκολίες σχετικά με την καταγγελία των περιστατικών. Επιπλέον σε κοινωνίες όπου οι σωματικές ποινές
χρησιμοποιούνται ως παιδαγωγικό μέσο, είναι ιδιαίτερα δύσκολο από οποιονδήποτε έξω από την οικογένεια
να επέμβει για τη μη άσκησης βίας στα παιδιά. Έτσι καταγγέλλονται μόνο πολύ σοβαρές περιπτώσεις
συνήθως από τον ένα γονέα, ή από συγγενείς ή ανακαλύπτονται κατά τη νοσηλεία του παιδιού σε
νοσοκομείο.
Οι ενδείξεις στη συμπεριφορά ανηλίκων ότι πιθανόν είναι θύματα βίας συνήθως είναι οι παρακάτω:
 Απώλεια όρεξης, αϋπνία ή εφιάλτες.
 Ψυχολογική παλινδρόμιση (Νυχτερινή ενούρηση, θηλασμός αντίχειρα),
 Έντονοι φόβοι και αγωνίες
 Ασυνήθιστες για την ηλικία του σεξουαλικές γνώσεις
 Κακή σχέση με το σώμα τους και την καθαριότητα
 Δυσκολία στο σχολικό περιβάλλον
 Συχνή επιθετική συμπεριφορά, παραβατικότητα και τάσεις φυγής.

64
Ιδιαίτερη και ποιο αποκρουστική μορφή βίας σε βάρος ανηλίκων είναι η σεξουαλική βία, η οποία όμως στις
περισσότερες περιπτώσεις είναι πολύ δύσκολο να εντοπιστεί. Η άσκηση σεξουαλικής βίας σε ανήλικους
προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την ικανοποίηση διεστραμμένων σεξουαλικών προτιμήσεων μέσα από
το διαδίκτυο αυξάνεται ολοένα και περισσότερο τον τελευταίο καιρό και η αντιμετώπιση των περιπτώσεων
αυτών είναι αρκετά δύσκολη και απαιτεί πολύ υψηλό επίπεδο εξειδίκευσης από τις αρμόδιες αρχές και
αρκετά προηγμένη τεχνολογία.

13.Δ. Η αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας

Στην αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακή βίας δημιουργούνται συχνά προβλήματα από τα


προϋπάρχοντα κοινωνικά στερεότυπα. Μόλις τα τελευταία χρόνια η ενδοοικογενειακή βία θεωρείται ότι έχει
τα χαρακτηριστικά εγκληματικής συμπεριφοράς στην οποία κάποιο πρόσωπο συνήθως γυναίκα,
ηλικιωμένος ή παιδί, είναι θύμα και έχει συγκεκριμένα δικαιώματα. Αρμόδιοι για την αντιμετώπιση των
περιπτώσεων ενδοοικογενειακής βίας είναι οι αστυνομικοί, οι κοινωνικοί λειτουργοί και τα ειδικά κέντρα
και ξενώνες περίθαλψης κακοποιημένων γυναικών. Επειδή όμως υπάρχουν ακόμη αντιλήψεις που δεν
δίνουν την πρέπουσα σημασία στην εγκληματικότητα της ενδοοικογενειακής βίας, οι αρμόδιοι για την
παρέμβαση, την καταστολή και τη θεραπεία των περιπτώσεων ενδοοικογενειακής βίας πρέπει να έχουν
υπόψη τους ότι:
Η ενδοοικογενειακή βία είναι έγκλημα και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζεται.
Λόγω της φύσης της και του ειδικού χαρακτήρα του οι προσπάθειες των επαγγελματιών καταστολής και
κοινωνικής παρέμβασης (αστυνομικοί, κοινωνικοί λειτουργοί, εισαγγελείς κ.λ.π), πρέπει να κάνουν τις
παρακάτω ενέργειες:
 Να ενημερώνουν το θύμα βοηθώντας το να κατανοήσει ότι είναι θύμα εγκληματικών ενεργειών σε
βάρος του και ότι έχει συγκεκριμένα δικαιώματα.
 Να ακούν με προσοχή το θύμα
 Να τονώνουν την αυτοεκτίμηση του θύματος και να το πείσουν ότι θα έχει την καλύτερη δυνατή
συμπαράσταση από τις αρμόδιες υπηρεσίες
 Πρέπει να ενεργούν ώστε το θύμα να νοιώσει ασφάλεια
 Πρέπει να του δείξουν ότι κατανοούν τα προβλήματα του
 Πρέπει να γίνεται αναλυτική ενημέρωση για τις δυνατότητες εγκατάστασης στα ειδικά κέντρα,
καθώς και νομικής, κοινωνικής και οικονομικής υποστήριξης.

Ειδικά για το ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας εκδόθηκε το Μάιο του 2005 από το Υπουργείο Δημόσιας
Τάξης, ειδικό φυλλάδιο για την ενδοοικογενειακή βία, στο οποίο αναφέρεται η δεοντολογία συμπεριφοράς

65
των αστυνομικών προς τα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας, προκειμένου να νοιώσουν ασφάλεια και να
μπορέσουν να απεγκλωβιστούν από τη βίαιη συμπεριφορά των συντρόφων τους. 85
Η έκδοση του φυλλαδίου, έρχεται να καλύψει τους κινδύνους που υπάρχουν από τη συμπεριφορά
ανεκπαίδευτων αστυνομικών οι οποίοι όταν δέχονται καταγγελίες από θύματα ενδοοικογενειακής βίας,
στην ουσία τα αποτρέπουν από το να προχωρήσουν στην περαιτέρω καταγγελία του δράστη και τη
διεκδίκηση ουσιαστικής προστασίας.86

13.Ε. Η αιμομιξία

Είναι μια ιδιαίτερη κατηγορία ενδοοικογενειακής εγκληματικότητας. Για το έγκλημα αυτό στην
Ελλάδα υπάρχει η έρευνα της Β. Αρτινοπούλου 87 στην οποία αναφέρεται ότι στην αιμομικτική οικογένεια
(στην περίπτωση πατέρα-κόρης), ο δράστης- πατέρας είναι συνήθως ένα άτομο βίαιο που συχνά κακοποιεί
τα μέλη της οικογένειάς του και εμπνέει φόβο σ’ αυτούς. Σε ένα μεγάλο ποσοστό αιμομικτών υπάρχουν ήδη
καταδίκες για σωματικές βλάβες, για εγκλήματα κατά των ηθών ή κλοπές και ανθρωποκτονίες. Αυτό δείχνει
ότι τα άτομα αυτά είναι βίαια και εκτός οικογένειας.
Η οικογένεια στην οποία υπάρχουν αιμομικτικές σχέσεις έχει συνήθως πολλά προβλήματα, ανήκει
στα χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα, έχει χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης και συχνά έχει ως κύριο
χαρακτηριστικό της την οικογενειακή βία σε όλες τις μορφές της. Η αιμομιξία ανήκει στα κατ’ εξοχήν
εγκλήματα της «αφανούς» εγκληματικότητας, αφού οι περιπτώσεις καταγγελίας από το θύμα ή άλλο
συγγενικό πρόσωπο είναι σπάνιες, εξαιτίας κυρίως του φόβου για το δράστη, των συναισθημάτων
αυτοενοχοποίησης και του φόβου κοινωνικού στιγματισμού.

14. Τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας

Τα εγκλήματα που στρέφονται κατά της αξίας της ιδιοκτησίας, αποτελούν τον κορμό αυτών που
ονομάζουμε συνήθη εγκληματικότητα. Εγκλήματα όμως κατά της ιδιοκτησίας μπορούμε να πούμε ότι είναι
το σύνολο των λεγόμενων οικονομικών εγκλημάτων.

85
Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, (2005), Ενδοοικογενειακή Βία.
86
Σε έρευνα του ΑΤΕΙ Κρήτης, με θέμα την επίδραση της συμπεριφοράς των αστυνομικών στα θύματα
ενδοοικογενειακής βίας για την περαιτέρω καταγγελία της βίας που υφίστανται, διαπιστώθηκε ότι ορισμένοι
αστυνομικοί είναι προκατειλημμένοι και δεν θεωρούν ότι οι γυναίκες-θύματα, υφίστανται εγκληματική συμπεριφορά.
Βλ. Ατωνιάδου Ελισάβετ, κ.α. Παπακωνσταντής Γ. επιμ, (2005), Η επίδραση των αστυνομικών στα θύματα
ενδοοικογενειακής βίας. Πτυχιακή εργασία, ΑΤΕΙ Κρήτης, Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας, Υπό δημοσίευση.
87
Αρτινοπούλου Β. (1995), Αιμομιξία: Θεωρητικές προσεγγίσεις και ερευνητικά δεδομένα, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη,
Αθήνα 1995.

66
Στην πρώτη περίπτωση οι απλές κλοπές, οι διαρρήξεις, οι ληστείες, οι απάτες, οι κλοπές
αυτοκινήτων, δικύκλων κ.λ.π είναι πράξεις που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της συνήθους
εγκληματικότητας, εκείνης που δημιουργεί σημαντικά προβλήματα στην καθημερινότητα των πολιτών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα τελευταία 50 χρόνια τα εγκλήματα αυτά παρουσιάζουν δραματική άνοδο.
Σύμφωνα με τον Cusson, η αύξηση αυτή προέρχεται από πολλούς παράγοντες, κυριότεροι των
οποίων είναι:
Α) Η μεγάλη αύξηση του αριθμού των κινητών πραγμάτων που είναι υποκείμενα ιδιοκτησίας και πρόσφορα
για κλοπή. Εκτός από τα χρήματα και τα τιμαλφή, υπάρχουν στη σύγχρονη εποχή οχήματα, ηλεκτρονικά
είδη, λογισμικό, ρουχισμός, διάφορα αξεσουάρ, καταναλωτικά αγαθά κ.λ.π., πολλά από τα οποία δεν
υπήρχαν πριν από 50 χρόνια.
Β) Η αφθονία αυτή των υλικών κινητών πραγμάτων, επέφερε την ίδια τη μείωση της απολυτότητας της
αξίας της ιδιοκτησίας. Η προστασία π.χ. ενός κινητού τηλεφώνου από κλοπή δεν είναι το κυρίαρχο μέλημα
του ιδιοκτήτη του, ο οποίος πολλές φορές το ξεχνά, δεν θυμάται που το έχει κ.λ.π.
Γ) Ο σύγχρονος τρόπος ζωής που έφερε συχνότερες απουσίες από το σπίτι με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν
«φύλακες» στο σπίτι, αλλά ούτε και στη γειτονιά.
Πολλές από αυτές τις πράξεις χαρακτηρίζονται από απλότητα που βασίζεται στην κοινή λογική ( θα κλαπεί
το αντικείμενο που είναι εκτεθειμένο, μη φυλασσόμενο αντί εκείνου που δεν είναι προσιτό),
χαρακτηρίζονται επίσης από τον πολύ σύντομο χρόνο εκτέλεσης (συνήθως κάποια δευτερόλεπτα) και τέλος
από το μεγάλο αριθμό τους ο οποίος είναι αναγκαίος για τους δράστες προκειμένου να αποκομίσουν ένα
σημαντικό κέρδος.88
Εξαιτίας του μεγάλου αριθμού αυτών των πράξεων, η εξιχνίασή τους από τις αστυνομικές αρχές
είναι πολύ δύσκολη και η αντιμετώπισή τους συνήθως έχει στοιχεία καθημερινής ρουτίνας, η οποία συνήθως
συνίσταται στην απλή καταγραφή των περιστατικών. Σε πολύ μεγάλο ποσοστό διάφορες μικροκλοπές (π.χ.
από τα ράφια περιπτέρων ή πολυκαταστημάτων, κλοπές κινητών τηλεφώνων) δεν καταγγέλλονται. Το ίδιο
συμβαίνει σε περιπτώσεις μικροληστειών ή διαρρήξεων. Στα προβλήματα αυτά οι δυνατότητες ουσιαστικής
παρέμβασης των διωκτικών αρχών είναι περιορισμένες και τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη
συχνότητα των πράξεων αυτών, είναι δύσκολο να αντιμετωπιστούν. Έτσι δημιουργούνται συχνά αισθήματα
ανασφάλειας και δυσαρέσκειας στο κοινωνικό σύνολο και τάσεις ανάπτυξης «αυτοάμυνας» των πολιτών
απέναντι στην εγκληματικότητα. Οι τάσεις αυτές συχνά συνοδεύονται από εύκολες ενοχοποιήσεις
ολόκληρων κοινωνικών ομάδων και προβολές τους ως των βασικών «εγκληματιών» που πρέπει να
«παταχθούν» στο πλαίσιο ηθικού πανικού που αναπτύσσεται σε σχέση με αυτές τις πράξεις.
Οι σύγχρονες αστυνομίες παρόλο που είναι προσανατολισμένες στην αντιμετώπιση κυρίως των
εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας, αναγκάζονται να ασχολούνται στην πράξη μόνο με τα σοβαρότερα από
αυτά, όπως είναι οι σοβαρές κλοπές και διαρρήξεις με λεία σημαντικά ποσά, οι ένοπλες ληστείες τραπεζών
και πολυκαταστημάτων, τα οργανωμένα δίκτυα κλοπών αυτοκινήτων κ.λ.π. οι αντιμετώπιση των οποίων
καθώς και οι εξιχνιάσεις τους έχουν ευρύτερη επίδραση στην κοινή γνώμη.

88
Cusson, οπ.π. σ. 60 κ.ε.

67
ΜΕΡΟΣ Γ΄

Ειδικές κατηγορίες εγκληματιών

15. Οι ανήλικοι εγκληματίες

Οι ανήλικοι εγκληματίες ή όπως έχει προταθεί από την καθηγήτρια εγκληματολογίας Κ. Σπινέλλη
να ονομάζονται, «παραβάτες», είναι μια ιδιαίτερη κατηγορία παραβατών οι οποίοι παρουσιάζουν διάφορες
παραβατικές συμπεριφορές και αντιμετωπίζονται τόσο από το ποινικό δίκαιο όσο και από το σύστημα
απονομής δικαιοσύνης με ιδιαίτερο τρόπο. Ως ανήλικοι "εγκληματίες" εννοούνται σύμφωνα με το ισχύον
Ελληνικό Ποινικό Δίκαιο «…αυτοί που διατρέχουν από το 7ο έτος της ηλικίας τους έως το 17ο έτος
συμπληρωμένο. Από αυτούς όσοι έχουν ηλικία έως το 12ο έτος τους συμπληρωμένο ονομάζονται ΠΑΙΔΙΑ και
οι υπόλοιποι ΕΦΗΒΟΙ. Οι ανήλικοι υποβάλλονται σε αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα ή σε ποινικό
σωφρονισμό».89 Οι ανήλικοι αποτελούν συχνά θύματα ορισμένων εγκλημάτων αλλά παρουσιάζουν και οι
ίδιοι παραβατικές συμπεριφορές.
Η διαφοροποίηση της αντιμετώπισης του ανηλίκου σε σχέση με τους ενήλικες εγκληματίες,
στηρίζεται φυσικά στο ότι αυτός δεν έχει ακόμη κοινωνικοποιηθεί πλήρως και δεν έχει την απόλυτη ευθύνη
των πράξεών του. Η προσωπικότητά του βρίσκεται σε μια εξελικτική φάση προς την ενηλικίωσή του και την
πλήρη ένταξή του στην κοινωνία. Ο ανήλικος βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης από την οικογένειά του και
από το κοινωνικό του περιβάλλον. Ακριβώς γι’ αυτό επηρεάζεται σημαντικά από την κατάσταση την οποία
βρίσκεται η οικογένειά του και τις εμπειρίες που βιώνει σ’ αυτήν και στο κοινωνικό του περιβάλλον. Η
διαφοροποίηση των παραβατών ανηλίκων από τους ανήλικους που δεν είναι παραβάτες οφείλεται συχνά σε
διαταραχές του οικογενειακού και του κοινωνικού περιβάλλοντος στο οποίο ζουν.
Σύμφωνα με την καθηγήτρια του πανεπιστημίου Θράκης Λουκία Μπεζέ, , η επίδραση του
οικογενειακού περιβάλλοντος στη διαμόρφωση ανηλίκων παραβατών είναι καθοριστική σε συνδυασμό
πάντα με το κοινωνικό περιβάλλον.
Όπως προκύπτει από έρευνες η γενική εικόνα του οικογενειακού περιβάλλοντος των παραβατικών
ανηλίκων, χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα από έλλειψη οικογενειακών συνθηκών σταθερότητας, ασφάλειας,
κύρους, πειθαρχίας και της αναγκαίας για την ανάπτυξη τους παιδευτικής και στοργικής ατμόσφαιρας. 90
Χαρακτηριστικά είναι επίσης δύο παραδείγματα- συμπεράσματα από σχετικές επιστημονικές έρευνες:

89
«Ποινικός Κώδικας»,(2002), Αθήνα: Εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, άρθρο 121
90
Μπεζέ Λ. (1985), Ανήλικοι παραβάτες . Αθήνα- Κομοτηνη: Α.Ν. Σάκκουλα.

68
1. Ένα υψηλό ποσοστό νέων με παραβατική σεξουαλική δραστηριότητα, είχε αδιάφορες (ως προς την
αγωγή τους) μητέρες.
2. Οι υπερπροστατευτικές μητέρες μεγαλώνουν ένα υψηλό ποσοστό γιων με παραβατικότητα βίαιης
μορφής (κατά της ζωής και σωματικής ακεραιότητας). Επίσης σε μια συγκριτική έρευνα (50)
πενήντα παραβατικών αγοριών και κοριτσιών και (50) νευρωτικών παιδιών, ο Bennet (1959)
διαπίστωσε πως ορισμένοι οικογενειακοί και κοινωνικοί παράγοντες τείνουν να δρουν από κοινού,
να ομαδοποιούνται προς ορισμένες μορφές συμπεριφοράς και στην περίπτωσή μας προς την
παραβατικότητα. Αναφέρει πως τα παραβατικά παιδιά παρατηρούνται με πολύ μεγαλύτερη
συχνότητα όταν συντρέχουν οι παρακάτω συνθήκες:
- Διακεκομμένες σχέσεις πατέρα-παιδιού.
- Διακεκομμένες σχέσεις μητέρας-παιδιού.
- Ασταθή νοικοκυριά, συχνές μετακομίσεις (όταν γίνονται κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης
του παιδιού, επηρεάζουν όλη τη διαδικασία της προσαρμογής και της κοινωνικοποίησής
του).
- Ο χωρισμός των γονέων
- Η ζωή σε θετή οικογένεια.
- Οι πολυπληθείς οικογένειες.
- Διαταραγμένες σχέσεις πατέρα-μητέρας.
- Πατέρας ή μητέρα με ηθικά ασταθή ή αντικοινωνική προσωπικότητα.
- Ασυνεπείς τρόποι επιβολής πειθαρχίας στα παιδιά.
Τα εγκλήματα τα οποία διαπράττουν ανήλικοι δράστες διαφέρουν ως προς το είδος, την
αιτία, και τον τρόπο διάπραξής τους από αυτά των ενηλίκων, επειδή σχετίζονται με την προσωπική
τους ανάπτυξη και συχνά απορρέουν από καταστάσεις σύγκρουσης της ηλικίας τους.
Για να δούμε το ποσοστό συμμετοχής των ανηλίκων στη γενική εγκληματικότητα θα εξετάσουμε
ενδεικτικά τα αριθμητικά στοιχεία καταγραφής εγκλημάτων για το έτος 1996. Βλέπουμε ότι καταγράφηκαν
στη χώρα μας συνολικά 349476 αδικήματα. Το σύνολο των γνωστών δραστών που διέπραξε τα
αδικήματα αυτά ανέρχεται σε 297139 άτομα. Από αυτά το 6% περίπου των ατόμων ( 17,940 )
αναλογούν σε παιδιά και εφήβους ηλικίας 7-17 ετών, και το 9,33% ( 27,940 ) σε νέους ηλικίας 18-
20 ετών. Ο μεγαλύτερος αριθμός αυτών των αδικημάτων αφορά αδικήματα που σχετίζονται με την τροχαία
κίνηση και ακολουθούν αδικήματα κατά της ιδιοκτησίας. 91
Προσπαθώντας να ερμηνεύσουμε τα αίτια της παραβατικότητας των ανηλίκων θα πρέπει επίσης να
λάβουμε υπόψη μας ότι ένα μεγάλο μέρος αυτής της παραβατικότητάς έχει παροδικό και επεισοδιακό
χαρακτήρα και συχνά η συμπεριφορά τους αυτή έχει πολύ περισσότερο σχέση με μια διαδικασία
ωρίμανσης και μετάβασής τους στην ενηλικίωση, παρά με μια σοβαρή ένδειξη ότι αποτελεί την
αφετηρία μιας εγκληματικής σταδιοδρομίας. Έτσι, λοιπόν, κάποιοι ανήλικοι έρχονται σε σύγκρουση
με το νόμο, γιατί στην πραγματικότητα ίσως να αγνοούν ότι η συγκεκριμένη ενέργεια απαγορεύεται,

91
Στοιχεία ου Υ.Δ.Τ. (Στατιστική Επετηρίδα ΕΛ.ΑΣ. 1996)

69
ή γιατί θέλουν να ενοχλήσουν τους γονείς τους, να προκαλέσουν την προσοχή για κάποιο λόγο, να
επικοινωνήσουν ή να «καθιερωθούν» στην ομάδα συνομηλίκων κ. ο. κ.
Οι επιστήμονες καταλήγουν ότι ο σημαντικότερος ίσως παράγοντας που επηρεάζει την
παραβατικότητα των ανηλίκων είναι η οικογένεια και τονίζουν ότι η διατήρηση του θεσμού της οικογένειας
και της γειτονιάς, το ενδιαφέρον των γονέων και η ουσιαστική επικοινωνία με τα παιδιά τους μπορούν να
εξισορροπήσουν τα εξωτερικά ερεθίσματα τα οποία τείνουν να αλλοιώσουν την κοινωνία μας και να
προστατέψουν τους νέους από αρνητικές επιδράσεις. 92 Σε πολλές έρευνες αποδεικνύεται ότι οι αδιάφοροι
γονείς, εκείνοι π.χ. που δεν ξέρουν και δεν ενδιαφέρονται για το που είναι τα παιδιά, με ποιους είναι, τι
κάνουν κ.λ.π, βρίσκονται πολύ συχνά γονείς παιδιών με παραβατική συμπεριφορά. 93
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους αντικοινωνικές
συμπεριφορές ανηλίκων με περισσότερο συλλογικές και οργανωμένες μορφές. Αν και η μετεξέλιξη
αυτή στην Ελλάδα παρέμεινε σε οριακά επίπεδα, η εμφάνιση και η δράση οργανωμένων ομάδων
ανηλίκων σε περιοχές της πρωτεύουσας, καθώς και η καταγραφή ορισμένου αριθμού κρουσμάτων
συλλογικής παραβατικής συμπεριφοράς, οδήγησε στον προβληματισμό περί της ύπαρξης συμμοριών
ανηλίκων. Η παρουσία επίσης πολλών νεαρών αλλοδαπών ανηλίκων των οποίων οι γονείς έχουν
μεταναστεύσει στην Ελλάδα και οι ίδιοι βρίσκονται ανάμεσα σε δύο κουλτούρες, εκείνη της πατρίδας τους
και της χώρας που τους φιλοξενεί, δημιουργεί προβλήματα ταυτότητας, πολιτισμικές συγκρούσεις και
δυσκολίες προσαρμογής και αφομοίωσης. Αποτέλεσμα όλων αυτών μπορεί να είναι η
περιθωριοποίηση, η δημιουργία περιθωριακών ομάδων ανηλίκων, οι οποίες συχνά προβαίνουν σε
αντικοινωνικές ενέργειες ως μέσο αντίδρασης στις δυσκολίες προσαρμογής και επικοινωνίας. Η τάση για
εμφάνιση οργανωμένων ομάδων ανηλίκων σε σχολικές μονάδες και σε εξωσχολικούς χώρους
προβληματίζει και μπορεί να πάρει επικίνδυνες διαστάσεις και είναι ενδεχόμενο να προκύψουν στο μέλλον
σημαντικά προβλήματα με παρεκκλίνουσες συμπεριφορές και με συλλογική βία ανηλίκων.

15. Α. Η αντιμετώπιση της νεανικής παραβατικότητας

Ένα σημαντικό ζήτημα στην αντιμετώπιση της παραβατικότητας των ανηλίκων είναι το είδος των
μέτρων που πρέπει να παίρνονται για τους παραβάτες ανήλικους. Ποια είναι δηλαδή τα κατάλληλα μέτρα
που θα αποτρέψουν την υποτροπή των ανηλίκων σε παραβατικές πράξεις. Πολλές έρευνες για το θέμα έχουν
αντιφατικά αποτελέσματα μεταξύ τους τα οποία βέβαια εξαρτώνται από τα αίτια που προκαλούν κάθε φορά
τη συγκεκριμένη παραβατική συμπεριφορά. Έτσι σε άλλες περιπτώσεις είναι καταλληλότερες οι συμβουλές,

92
Πρβλ. Τομαράς Κώστας, Εγκληματικότητα ανηλίκων «Ασπίδα» η Οικογένεια. Εφημ. ΕΘΝΟΣ, ηλεκτρονική έκδοση
http://www.ethnos.gr /1-4-2005
93
Cusson, οπ.π.

70
η ενημέρωση των γονέων, η απλή επίπληξη και σε άλλες μπορεί να είναι καταλληλότερα βαρύτερα μέτρα
όπως η επιβολή αναμορφωτικών μέτρων ο εγκλεισμός σε ειδικό ίδρυμα κ.λ.π.
Κατά κανόνα στην Ελλάδα, όπως προκύπτει από το άρθρο 126 του Ποινικού Κώδικα, όλοι οι
ανήλικοι εγκληματίες, υποβάλλονται σε αναμορφωτικά ( αρθρ. 122 Π. Κ ) ή θεραπευτικά ( αρθρ. 123
Π. Κ ) μέτρα ασφαλείας, επειδή εκτιμάται ότι η παραβατικότητα των δραστών αυτών, που δεν έχουν
ωριμάσει ακόμα βιολογικά και ψυχοπνευματικά, δεν οφείλεται ασφαλώς στην ενσυνείδητη ροπή τους
προς το έγκλημα, αλλά αποτελεί έκφραση των αρνητικών οικογενειακών και κοινωνικών συνθηκών,
που πλαισιώνουν τη ζωή τους. Είναι συνεπώς δικαιολογημένη η αντιμετώπιση της εγκληματικής
δράσης τους με αναμορφωτικά και θεραπευτικά μέτρα.
Τα θεραπευτικά μέτρα κατά των ανηλίκων εγκληματιών λαμβάνονται εφ’ όσον η κατάστασή
τους απαιτεί την ιδιαίτερη θεραπευτική τους μεταχείριση. (π. χ. όταν οι ανήλικοι πάσχουν από
κάποια ψυχική ασθένεια, είναι τοξικομανείς ή εμφανίζουν καθυστέρηση στη σωματική και πνευματική
τους ανάπτυξη κ.λ.π). Τα αναμορφωτικά μέτρα αποτελούν τον κανόνα στη σωφρονιστική μεταχείριση
των ανηλίκων εγκληματιών και έχουν αναπληρωματικό χαρακτήρα έναντι της ποινής. Άλλοτε μεν
επιβάλλονται αποκλειστικά μόνο τα μέτρα αυτά, όπως συμβαίνει στην διάπραξη οποιουδήποτε
εγκλήματος από παιδιά ή κάποιου πταίσματος από εφήβους, 94 ενώ άλλοτε πάλι επιβάλλονται ως
υποκατάσταση ή επικουρική κύρωση στους εφήβους95, στην περίπτωση κατά την οποία οι τελευταίοι
δεν μπορούν να υποβληθούν σε σωφρονισμό 96

15.Β. Οι Επιμελητές Ανηλίκων – Δικαστήριο Ανηλίκων

Οι ειδικές ανάγκες που δημιουργούνται για την αντιμετώπιση της παραβατικότητας των ανηλίκων
απαιτούν εξειδικευμένες παρεμβάσεις από ειδικευμένο προσωπικό σε όλα τα στάδια της εφαρμογής των
ποινικών κυρώσεων σε βάρος ανηλίκων. Έτσι ιδρύθηκαν τα Δικαστήρια Ανηλίκων και σχεδόν ταυτόχρονα
εμφανίζεται σε διεθνή κλίμακα και ο θεσμός του Επιμελητή Ανηλίκων. Στα καθήκοντά του
ανήκει η διενέργεια της κοινωνικής έρευνας, η άσκηση του κυριότερου αναμορφωτικού μέτρου της
επιμέλειας και η επιτήρηση στα πλαίσια της προστατευτικής επίβλεψης. Γενικότερα φέρνει το
μεγαλύτερο βάρος στην αντιμετώπιση της λεγόμενης εγκληματικότητας ανηλίκων, τόσο στην
πρόληψη, όσο και στην καταστολή της.
Στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του ο Επιμελητής Ανηλίκων ασχολείται με την ανθρώπινη
συμπεριφορά και τις ανθρώπινες σχέσεις, χρησιμοποιώντας τις βασικές αρχές τις ψυχολογίας. Επίσης
συνεργάζεται με όλες τις συναρμόδιες αρχές (Αστυνομία, Δικαστήρια κ.λ.π) με στόχο την αντιμετώπιση
όπου χρειάζεται και τη θεραπεία της εγκληματικότητας των ανηλίκων.
94
( αρθρ. 126 παρ. 1, 128 Π. Κ )
95
( αρθρ. 126 παρ. 2 Π. Κ )
96
Τραϊανού –Λουλά Αγλαΐα – «Ανήλικος παραβάτης και η δίκη του»- ΄΄ Νομικό βήμα΄΄- τομ. 30, τευχ.4/1982-
σελ.282 έως 285.

71
Η ουσιαστική του εργασία διακρίνεται σε δύο στάδια στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους και
αλληλοεξαρτώμενα : το διαγνωστικό, που αποβλέπει στην διερεύνηση της προσωπικότητας και των
συνθηκών διαβίωσης ( οικογενειακών, επαγγελματικών, κοινωνικών κ. λ.. π. ) και το αναμορφωτικό,
που αποβλέπει στην υποβοήθηση επίλυσης των προβλημάτων, στην κοινωνικοποίηση του ανηλίκου
κ. λ. π.
Κύριος συντελεστής και φορέας της σωφρονιστικής μεταχείρισης των νεαρών παραβατών
είναι τα Δικαστήρια Ανηλίκων με άμεσο συνεργάτη την Υπηρεσία Επιμελητών Ανηλίκων, που είναι
στενά συνδεδεμένη μαζί τους. Το μεγαλύτερο βάρος συμμετοχής σε αυτό το μηχανισμό φέρουν όπως
είπαμε οι Επιμελητές Ανηλίκων. Άλλοι βοηθητικοί παράγοντες είναι οι Εταιρίες Προστασίας
Ανηλίκων, καθώς και τα Αναμορφωτικά ( ιδρύματα αγωγής ) και Σωφρονιστικά Καταστήματα.
Γενικότερα η αντιμετώπιση της νεανικής παραβατικότητας από τους τρεις αυτούς φορείς της,
πραγματοποιείται είτε σε ιδρύματα με εσωτερική υποχρεωτική διαβίωση των ανηλίκων είτε εξωιδρυματικά
με παρακολούθηση και επιμέλεια της διαβίωσής τους με απώτερο στόχο την προστασία τους από την
περαιτέρω παραβατική τους επιβάρυνση.
Στην αρμοδιότητα των Δικαστηρίων Ανηλίκων ανήκουν κυρίως οι υποθέσεις των νεαρών
ατόμων, παιδιών 7-12 και εφήβων 13-17 χρόνων που παραβιάζουν μια ποινική διάταξη. Επίσης
εκείνων που εμφανίζουν παραβατική συμπεριφορά με τη μορφή αντικοινωνικών εκδηλώσεων χωρίς
την τέλεση «αδικήματος» όπως το καθορίζει ο νόμος ή βρίσκονται στο λεγόμενο «ηθικό κίνδυνο».
Οι αρμοδιότητες αυτές δεν διαφέρουν σε γενικές γραμμές στις νομοθεσίες των διαφόρων χωρών, αν
και υπάρχουν παραλλαγές στις λεπτομέρειες. Κατά τη νομοθεσία μας, τα Δικαστήρια Ανηλίκων από
τη στενή δικονομική άποψη είναι ποινικά δικαστήρια που ασκούν ειδική ποινική δικαιοδοσία.
Χαρακτηριστικά των δικαστηρίων αυτών είναι η απλουστευμένη διαδικασία, απαλλαγμένη
δηλαδή από δικονομικούς τύπους, η διευκόλυνση του δικαστή στο έργο του και η κατάλληλη
ατμόσφαιρα ( ανεπίσημη, ήρεμη, φιλική, κ. λ. π. )97

16. Οι αλλοδαποί και η εγκληματικότητά τους

Το φαινόμενο της μετανάστευσης έχει γίνει ιδιαίτερα οξύ τα τελευταία 15 χρόνια και όλοι
βλέπουμε ότι η Ελλάδα από χώρα αποστολής που ήταν μέχρι πρότινος έχει γίνει χώρα υποδοχής
μεταναστών. Οι αιτίες της μετανάστευσης είναι κυρίως η ύπαρξη έντονων οικονομικών διαφορών μεταξύ
των χωρών αποστολής και των χωρών υποδοχής, γι’ αυτό άλλωστε γεννήθηκε ο όρος "οικονομικοί
πρόσφυγες", και ταυτόχρονα, η ύπαρξη μεγάλης διαφοράς στη δημογραφική δυναμική μεταξύ των χωρών
αποστολής και των χωρών υποδοχής. Επιπλέον πολλές φορές και σε συνδυασμό με τις δύο προηγούμενες

97
Οπ.π.

72
αιτίες, οι πόλεμοι, οι εξεγέρσεις, οι φυλετικές διακρίσεις, τα αυταρχικά καθεστώτα είναι σημαντικές αιτίες
που συμβάλλουν στη δημιουργία μεταναστευτικών ροών.
Στο φαινόμενο της μετανάστευσης, διακρίνουμε τα εξής χαρακτηριστικά
Α. Υπάρχει συνεχής αύξηση παγκοσμίως του αριθμού των μεταναστών και ταυτόχρονα αύξηση του
αριθμού των "λαθρομεταναστών" σε σχέση με τους νόμιμα μεταναστεύοντες. Αυτό οφείλεται στις ολοένα
και ποιο έντονες οικονομικές ανισότητες και στην αύξηση του αριθμού των φτωχών σε συνδυασμό με τους
ολοένα και πιο αυστηρούς περιορισμούς που επιβάλλονται στις χώρες υποδοχής για την είσοδο και
νομιμοποίηση των μεταναστών
Β. Η γενική τάση του φαινόμενου της μετανάστευσης από τις φτωχές περιοχές του πλανήτη (χώρες του
τρίτου κόσμου) προς το Βορρά, όπου βρίσκονται οι πλούσιες βιομηχανικές χώρες.
Ε. Η μεγάλη συμβολή στην αύξηση των μεταναστευτικών ροών από τις χώρες της Ασίας της Αφρικής και
των πρώην ανατολικών χωρών.
ΣΤ. Η τάση που διαμορφώνεται παγκοσμίως, για «αυτορύθμιση» των μεταναστευτικών ροών, τόσο
εξαιτίας της σχέσης «προσφοράς και ζήτησης» προσδοκιών ευημερίας στις πλούσιες χώρες, όσο και από τη
σταδιακή εξομοίωση των νομοθεσιών αλλά και των διαδικασιών ελέγχου, ιδιαίτερα στις χώρες της Ε.Ε.
Η ξαφνική εμφάνιση του φαινόμενου, δημιούργησε σημαντικά προβλήματα και συγκρούσεις στην
ελληνική κοινωνία, μέσα στην οποία οι δυσκολίες προσαρμογής και ένταξης των μεταναστών, σε
συνδυασμό με την επιφυλακτικότητα απέναντι στους «ξένους» που αναπτύχθηκε, καλλιεργήθηκε η
εντύπωση στην ελληνική κοινωνία, ότι οι αλλοδαποί εκδηλώνουν αυξημένη εγκληματικότητα. Η εικόνα
αυτή μάλιστα αρκετά συχνά προβλήθηκε από τα ΜΜΕ, συμβάλλοντας περαιτέρω στη δημιουργία
αρνητικής εικόνας των μεταναστών σε σχέση με την εγκληματικότητα.
Σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες98 οι αλλοδαποί δεν παρουσιάζουν συνολικά αυξημένη
εγκληματικότητα με βάση τα στατιστικά στοιχεία που τηρούνται. Παρουσιάζουν αυξημένα ποσοστά
συμμετοχής μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις, (έχοντας πάντα υπόψη τα προβλήματα που παρουσιάζουν οι
στατιστικές και η μέτρηση της εγκληματικότητας που αναφέραμε στα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου). Τα
εγκλήματα που με βάση τα τηρούμενα στοιχεία φαίνεται αυξημένη η συμμετοχή των αλλοδαπών με βάση
τον αριθμό των συλληφθέντων είναι: Οι πλαστογραφίες όπου στο σύνολο των συλληφθέντων το έτος 2002,
το 86% ήταν αλλοδαποί. (Οι περισσότεροι από αυτούς με πλαστά δικαιολογητικά ταυτότητας ή πλαστά
ταξιδιωτικά έγγραφα), η Επαιτεία, όπου στο σύνολο των συλληφθέντων για το ίδιο έτος το 69% ήταν
αλλοδαποί, το λαθρεμπόριο, (το 49% των συλληφθέντων το 2002 ήταν αλλοδαποί) ενώ για τις Ληστείες και
τις ανθρωποκτονίες τα ποσοστά ήταν 33%.99 Τα στοιχεία αυτά που αναφέρονται σε καταγεγραμμένες από
την αστυνομία περιπτώσεις σε καμιά περίπτωση δεν αποδεικνύουν αυξημένη συμμετοχή των αλλοδαπών
στις πράξεις εγκληματικότητας, αλλά κυρίως υποδηλώνουν μια διαφορετική θέση των αλλοδαπών στην
κοινωνία υποδοχής και αντίστοιχα μια διαφορετική μεταχείριση προς τους αλλοδαπούς του συστήματος
ποινικής δικαιοσύνης.
98
Καρύδης Β. (1996), Η εγκληματικότητα των μεταναστών στην Ελλάδα. Αθήνα: Α.Ν. Σάκκουλας. Επίσης: Κοσκινάς
Κ. κ.α. (1999)Αστυνομικοί και Μετανάστες αμοιβαίες πολιτικές ταυτότητας. Έρευνα, Πάντειο Πανεπιστήμιο και
Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
99
Βλ. Ετήσιες Στατιστικές επετηρίδες της Ελληνικής Αστυνομίας, 1995-2002. Αθήνα: Εκδ. Υπουργείο Δημόσιας
Τάξης

73
Γενικά η καταγγελία, η ενοχοποίηση, η παραπομπή σε δίκη και τελικά η καταδίκη ενός αλλοδαπού
είναι ευκολότερη από ότι οι αντίστοιχες διαδικασίες για έναν ημεδαπό. Επιπλέον ο πληθυσμός των
αλλοδαπών που βρίσκονται ως οικονομικοί μετανάστες σε μια χώρα, αποτελείται κυρίως από νέους άνδρες,
ηλικίας 16-45 ετών. Η ηλικιακή αυτή κατηγορία είναι και η ποιο ενεργή από κοινωνική, οικονομική αλλά
και εγκληματολογική άποψη, ανεξαρτήτως εθνικότητας, φυλής, χρώματος κ.λ.π. Έτσι τα ποσοστά
καταγεγραμμένης εγκληματικότητας των αλλοδαπών αν συγκριθούν με τα αντίστοιχα ποσοστά της ίδιας
ηλικιακής ομάδας των ημεδαπών, θα δούμε ότι δεν διαφέρουν ουσιαστικά. Ιδιαίτερα οι αλλοδαποί οι
οποίοι βρίσκονται σε καθεστώς μη νόμιμης παραμονής στη χώρα, εξαιτίας της περιθωριοποίησής τους
βιώνουν περισσότερες πιθανότητες θυματοποίησης αλλά και «ενοχοποίησης». Η παραμονή τους στη χώρα
υποδοχής σε καθεστώς παρανομίας δημιουργεί διάφορα προβλήματα και ενδεχομένως διαμορφώνει
συνθήκες που συμβάλλουν στην παραπτωματική τους συμπεριφορά και στη θυματοποίησή τους. Η
θεσμοθέτηση μέτρων νομιμοποίησης της παραμονής τους βοηθά στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης με
συνέπεια την άμβλυνση των παραπάνω συνθηκών. 100

ΜΕΡΟΣ Δ

1. Η πρόληψη και η Αντιμετώπιση της Εγκληματικότητας- Αντεγκληματική Πολιτική.

Στο πλαίσιο αντιμετώπισης των προβλημάτων εγκληματικότητας, οι κυβερνήσεις στα διάφορα


κράτη, διαμορφώνουν ειδικές πολιτικές οι οποίες μπορούμε να πούμε ότι συνοψίζονται στον όρο
Αντεγκληματική Πολιτική.
Η αντεγκληματική πολιτική μπορεί να περιλαμβάνει διάφορες επιμέρους επιλογές, οι οποίες συμβάλλουν
στην πρόληψη και την καταστολή της εγκληματικότητας.
Είναι βέβαια γεγονός ότι οι πολιτικές που ασκούνται σε διάφορους τομείς μπορεί να συμβάλλουν
έμμεσα στη μείωση των εγκλημάτων με το να βελτιώνουν διάφορες συνθήκες της κοινωνικής ζωής και να
αίρουν παράγοντες που συμβάλλουν στην εγκληματικότητα. (π.χ. πολιτικές για τη μείωση της φτώχειας και
100
Καρύδης Β. οπ.π.

74
της ανεργίας, οικιστικές αναπλάσεις, μέτρα κοινωνικής πρόνοιας κ.λ.π), όμως οι πολιτικές που ασκούνται με
άμεσο σκοπό τη μείωση της εγκληματικότητας με συγκεκριμένα μέτρα, συνθέτουν τη γενικότερη
αντεγκληματική πολιτική.
Ως αντεγκληματική πολιτική λοιπόν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ένα σύστημα διαδικασιών που
στηρίζονται σε ορισμένες κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές αρχές και προτεραιότητες, οι οποίες
εφαρμόζονται από την πολιτική εξουσία και κατατείνουν στη μείωση της εγκληματικότητας. 101 Το σύνολο
των πολιτικών που συμβάλλουν είτε έμμεσα είτε άμεσα στη μείωση της εγκληματικότητας δέχεται
επιδράσεις από τα συμπεράσματα των κοινωνικών επιστημών και ιδιαίτερα της εγκληματολογίας.
Η αντεγκληματική πολιτική περιλαμβάνει συνήθως μέτρα, τα οποία αφορούν:
 την άμεση αντιμετώπιση της εγκληματικότητας και των συνεπειών της,
 την αντιμετώπιση (ανακάλυψη, προσαγωγή σε δίκη, τιμωρία, σωφρονισμό κ.λ.π) των δραστών,
 την αποκατάσταση των θυμάτων,
 την αποτελεσματική διαχείριση των διαδικασιών εφαρμογής του ποινικού δικαίου,
 την ενεργοποίηση και την κατάλληλη διευθέτηση των μηχανισμών του κράτους που έχουν την
αρμοδιότητα της πρόληψης και της καταστολής του εγκλήματος (Αστυνομία, Δικαστήρια,
Κοινωνικές υπηρεσίες).
Μια συνεπής αντεγκληματική πολιτική αποσκοπεί στην πραγματική μείωση της εγκληματικότητας και
όχι στη μείωση των διαφόρων δεικτών που υιοθετούνται για τη «μέτρηση» της εγκληματικότητας. Βέβαια
υπό κανονικές συνθήκες μπορεί να υποστηριχθεί ότι η πραγματική μείωση της εγκληματικότητας,
αποτυπώνεται και στη μείωση των καταγεγραμμένων εγκλημάτων, όμως αυτό δεν είναι πάντοτε σίγουρο.
Μπορούμε όμως να χρησιμοποιήσουμε διάφορους άλλους τρόπους με τους οποίους τελικά αξιολογείται η
επιτυχία της αντεγκληματικής πολιτικής (π.χ. μεγάλες εγκληματολογικές έρευνες, έρευνες για την
αποτύπωση του φόβου θυματοποίησης κ.λ.π). Η αντεγκληματική πολιτική περιλαμβάνει επίσης μέτρα
πρόληψης, θεραπείας και αποκατάστασης των βλαβών που προκαλούνται από το έγκλημα.
Στην κατηγορία των μέτρων πρόληψης δεν περιλαμβάνονται μόνο τα ειδικά μέτρα πρόληψης
εγκληματικότητας, αλλά το σύνολο των μέτρων κοινωνικού ελέγχου που μπορεί να επηρεάζει η κρατική
πολιτική και τα οποία συντείνουν στην κοινωνική συνοχή και συμβάλλουν στην απάλειψη διαφόρων
συνθηκών και παραγόντων που έμμεσα συμβάλλουν στο έγκλημα.
Η αντεγκληματική πολιτική είναι ένας τομέας που αναπτύσσεται ραγδαία τα τελευταία χρόνια και
συνδυάζεται με την πολιτική ασφάλειας, η οποία περιλαμβάνει όλα εκείνα τα μέτρα για την κατοχύρωση του
αισθήματος ασφάλειας των πολιτών και την εξάλειψη διαφόρων απειλών. Στην ουσία της μια επιτυχημένη
αντεγκληματική πολιτική συμβάλλει στη βελτίωση της ποιότητας ζωής, στην εμβάθυνση της δημοκρατίας
και στην προστασία όλων των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών.
Ως ένα είδος αντεγκληματικής πολιτικής, μπορεί να χαρακτηριστεί η πολιτική της
αποποινικοποίησης διαφόρων πράξεων και ο αποχαρακτηρισμός τους έτσι από ποινικά αδικήματα. Η τάση
αποποινικοποίησης, συμβαδίζει με τη φιλελευθεροποίηση μιας κοινωνίας και μειώνει το σύνολο των
εγκληματικών πράξεων που προβλέπονται από το ποινικό δίκαιο.

101
Αλεξιάδης Σ. οπ.π.

75
Όμως εξετάζοντας την αντεγκληματική πολιτική για τη μείωση των πραγματικών και όχι μόνο των νομικών
εγκλημάτων, σε γενικές γραμμές και για καλύτερη ανάλυση μπορούμε να τη διαχωρίσουμε στην πολιτική
πρόληψης και στην πολιτική αντιμετώπισης, παρόλο που και οι δύο λειτουργούν παράλληλα και
αλληλοσυμπληρώνονται. Επίσης μπορούμε να διακρίνουμε την αντεγκληματική πολιτική σε κεντρική και
περιφερειακή αλλά και να την αναλύσουμε με βάση τις πολιτικές προτεραιότητες που εκφράζονται με την
άσκησή της.
Βασικό στοιχείο στην πρόληψη και την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας όπως θα δούμε παρακάτω,
είναι η έννοια του κοινωνικού ελέγχου του εγκλήματος και των μηχανισμών κοινωνικού ελέγχου και ο
τρόπος που χρησιμοποιούνται και επιδρούν στην άσκηση αντεγκληματικής πολιτικής.

1.Α. Ο κοινωνικός έλεγχος του εγκλήματος


Η έννοια του κοινωνικού ελέγχου διαφέρει ανάλογα με τις ιστορικές, πολιτικές, οικονομικές και
γενικότερα κοινωνικές συνθήκες. Είναι στην ουσία η ικανότητα μιας κοινωνικής οργάνωσης να
αυτορυθμίζεται, με βάση το σκοπό που επιδιώκει και το σύστημα αξιών από το οποίο διαπνέεται. 102
Η έννοια του «ελέγχου» περιλαμβάνει νοήματα όπως η εξουσία, η πειθαρχία, η έρευνα, η κυριαρχία, η
επίβλεψη, η αναίρεση, η επιβολή. Η έννοια του κοινωνικού ελέγχου εμφανίστηκε στις αρχές του αιώνα και
αναπτύχθηκε τα μεταπολεμικά χρόνια συνδεδεμένη με το δίκαιο, τη νομιμότητα και την κομφορμιστική
συμπεριφορά, τις προσπάθειες δηλαδή που καταβάλλει ο άνθρωπος στο να προσαρμόζει τη συμπεριφορά
του έτσι ώστε να εντάσσεται καλύτερα στο περιβάλλον του.
Ο κοινωνικός έλεγχος διακρίνεται σε εσωτερικό και εξωτερικό, σε τυπικό και άτυπο, σε ενεργό και
επίσημο-αντιδραστικό κοινωνικό έλεγχο. Όλες οι μορφές του αλληλοεπηρεάζονται και
αλληλοσυμπληρώνονται, σχηματίζοντας στην πραγματικότητα ένα ενιαίο πλαίσιο διαδικασιών ρύθμισης της
κοινωνικής συνοχής, με βάση τα καθολικά παραδεκτά κοινωνικά πρότυπα, τους εσωτερικευμένους κανόνες
συμπεριφοράς και τις αδιαμφισβήτητες αξιολογήσεις που διαμορφώνονται με τη διαδικασία της
κοινωνικοποίησης, την κυρίαρχη ιδεολογία και τον κομφορμισμό των μελών της κοινωνίας. Σημαντικό
στοιχείο κατά συνέπεια είναι οι κανόνες δικαίου, οι οποίοι αποκρυσταλλώνουν τα παραπάνω στοιχεία και
επιβάλλονται από την κρατική εξουσία, διαθέτοντας σημαντικά στοιχεία κοινωνικού καταναγκασμού. 103
Ο κοινωνικός έλεγχος για λόγους μεθοδολογικούς διακρίνεται σε εσωτερικό κοινωνικό έλεγχο και σε
επίσημο ή τυπικό κοινωνικό έλεγχο.

1.Α.1. Ο εσωτερικός κοινωνικός έλεγχος


Ο εσωτερικός κοινωνικός έλεγχος σημαίνει όλο το πλαίσιο της προσωπικότητας ενός ατόμου και
όλες εκείνες τις διαδικασίες που διαμορφώνουν στο άτομο την επιθυμία να συμμορφώνεται με τους κανόνες
της κοινωνικής συμπεριφοράς και να μην εγκληματεί.

102
Λαμπροπούλου, Ε., (1994), Κοινωνικός Έλεγχος του Εγκλήματος. Αθήνα: Παπαζήση.
σ. 20.
103
Φίλιας Β. (1994), Όψεις της διατήρησης και της μεταβολής του κοινωνικού συστήματος, τ. Α,΄ Αθήνα: Νέα Σύνορα, σ.
144.

76
Σημαίνει τον έλεγχο που πηγάζει από την ίδια την προσωπικότητα του ατόμου ή με άλλα λόγια τη
«συνείδησή» του και ο οποίος λειτουργεί προληπτικά διαμορφώνοντάς του την έλλειψη επιθυμίας να
εγκληματήσει και οδηγώντας έτσι στην αποτροπή του εγκλήματος. Ο «αυτοέλεγχος» αυτός δημιουργείται
μέσα από την εσωτερίκευση συγκεκριμένων αξιών, ιδεών και προτύπων που διαμορφώνονται με τη
διαδικασία της κοινωνικοποίησης. Ο εσωτερικός κοινωνικός έλεγχος εξαρτάται από τις κοινωνικές αξίες
και την ιδεολογία του ατόμου αλλά και από τις επικρατούσες κοινωνικές και ιδεολογικές συνθήκες. Η
υιοθέτηση των κοινωνικών κανόνων και η πειθαρχία σ’ αυτούς διαμορφώνει εσωτερικούς ανασταλτικούς
παράγοντες που δεν αφήνουν το άτομο να προχωρήσει σε πράξεις αντίθετες με τα πιστεύω του. Στην ουσία
ο εσωτερικός κοινωνικός έλεγχος διαμορφώνει επιθυμία συμπεριφοράς σύμφωνα με τις επικρατούσες αξίες
εντιμότητας και άμεμπτης διαγωγής.
Η αξία του εσωτερικού ελέγχου στη μείωση της εγκληματικότητας είναι πολύ σημαντική μια που ο
εσωτερικός έλεγχος θεωρείται ως ο αποτελεσματικότερος τρόπος διατήρησης της κοινωνικής
συνεκτικότητας και συμμόρφωσης στους αποδεκτούς κοινωνικούς κανόνες. Τα άτομα εσωτερικεύουν την
επιθυμία να ακολουθήσουν τους κοινωνικούς κανόνες χωρίς την οποιαδήποτε παρουσία εξωτερικού
καταναγκασμού.104
Το έγκλημα παρόλο που θεωρείται ως αναπόφευκτο και απαραίτητο στοιχείο της κοινωνίας, 105
είναι ταυτόχρονα εγγενές αποτέλεσμα της αποτυχίας των μηχανισμών συνολικά του κοινωνικού ελέγχου 106
ιδιαίτερα αποτυχία του εσωτερικού κοινωνικού ελέγχου που δεν κατάφερε να δημιουργήσει τους
απαραίτητους ανασταλτικούς μηχανισμούς. Η ιδεολογική ενσωμάτωση των ατόμων στο κοινωνικό
περιβάλλον στο οποίο ζουν και η εσωτερίκευση των «κανόνων» λειτουργίας της κοινωνίας σημαίνει βέβαια
κατ’ αρχή μια τάση αναπαραγωγής των υφιστάμενων κοινωνικών δομών, των ιδεολογιών, των αξιών και της
κουλτούρας. Μπορούμε να πούμε όμως ότι επειδή οι κυρίαρχοι κανόνες επιβάλλονται από τις κυρίαρχες
τάξεις η αμφισβήτηση της κυριαρχίας αυτής με όρους κοινωνικής σύγκρουσης οδηγεί και στην
αμφισβήτηση των κανόνων.
Ο εσωτερικός έλεγχος διαφοροποιείται από την ιδεολογική επικυριαρχία στο βαθμό που μια
κοινωνία είναι δημοκρατική και φιλελεύθερη και διαθέτει σημαντικά στοιχεία αλληλεγγύης και κοινωνικής
συνοχής. Η ενδυνάμωση του εσωτερικού κοινωνικού ελέγχου, μπορεί να επιτευχθεί με τις ομόφωνα
αποδεκτές σταθερές ηθικές αξίες. Ταυτόχρονα η μείωση των κοινωνικών προβλημάτων που έχουν σχέση με
την περιθωριοποίηση και τις κοινωνικές συγκρούσεις, μπορούν να δώσουν στον εσωτερικό έλεγχο έναν
χαρακτήρα αυτοδιάθεσης και αυτοπειθαρχίας των πολιτών και όχι μια εξαναγκαστική υιοθέτηση κανόνων
που έχουν επιβληθεί από τις κυρίαρχές κοινωνικές τάξεις.
Συχνά ο εσωτερικός κοινωνικός έλεγχος περιλαμβάνει και όλες εκείνες τις συνθήκες που υπάρχουν
στο κοινωνικό περιβάλλον του ατόμου και τον επηρεάζουν στο να διαπράξει ή όχι μια παράνομη πράξη.
Ακόμη και αν η συνείδηση του ατόμου είναι ελαστική και ενδεχομένως θα του επέτρεπε να προβεί σε
εγκληματική πράξη, οι ανάγκες ένταξής του στην κοινωνική ομάδα και ο φόβος μήπως η πράξη του
προκαλέσει την αποδοκιμασία της και την αποβολή του από αυτήν συγκρατεί το άτομο από την εκδήλωση
104
Λαμπροπούλου Ε., οπ. π., σ. 78 και 99-121.
105
Durkheim E. (1994), Οι κανόνες της κοινωνιολογικής μεθόδου, μτφρ, Λ.Μ. Μουσούρου, Αθήνα: Gutenberg. Επίσης
του ίδιου: (1974) Sociologie et philosophie, 4e ed, Paris: Presses Universitaires de France
106
Αλεξιάδης Σ. (1980), Εγκληματολογία. Πανεπιστημιακές παραδόσεις. Θεσσαλονίκη: Σάκκουλα. σ. 144.

77
παράνομης συμπεριφοράς. Στην πραγματικότητα στις περιπτώσεις αυτές έχουμε ουσιαστικό έλεγχο της
κοινωνίας ή της κοινότητας στη συμπεριφορά του ατόμου. Έτσι οι επιθυμίες του καθενός επηρεάζονται από
την επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία του κοινωνικού του περιβάλλοντος και οι πράξεις του ελέγχονται από
τους συνανθρώπους του κατά πόσο κινούνται στη σφαίρα του κοινωνικά αποδεκτού.
Σε πολλές περιπτώσεις η εκδήλωση παραβατικής συμπεριφοράς σημαίνει τη δοκιμασία ή και τη
ρήξη των σχέσεων του ατόμου με το κοινωνικό του περιβάλλον. Είναι επίσης δυνατό να παρουσιάζεται
διάσταση μεταξύ του κοινωνικά αποδεκτού σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα μιας περιοχής και του
τυπικά παράνομου. Έτσι πράξεις που από την κοινωνία είναι αποδεκτές ή και επιβάλλονται μπορεί από το
νόμο να θεωρούνται παράνομες και να ασκείται σ’ αυτές επίσημος κοινωνικός έλεγχος με τους μηχανισμούς
του κράτους όπως θα δούμε παρακάτω.107 Στις περιπτώσεις αυτές διαφοροποιείται ο ανεπίσημος από τον
επίσημο κοινωνικό έλεγχο και παρατηρούνται συμπεριφορές που είναι αποδεκτές κοινωνικά να θεωρούνται
εγκληματικές από νομική άποψη. Η αποδοχή από τα άτομα του ενός ή του άλλου τύπου κοινωνικού ελέγχου
και η συμμόρφωση με το νόμο ή με το κοινωνικά αποδεκτό, εξαρτάται από το βαθμό ενσωμάτωσής τους
στην τοπική κοινωνία, την κοινωνική του κατάσταση και από τους ρόλους που επιτελεί στο άμεσο και
ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον.

1.Α.2. Ο εξωτερικός ή επίσημος κοινωνικός έλεγχος


Ο επίσημος κοινωνικός έλεγχος αποτελεί σύνθεση των μέτρων που παίρνει η κρατική εξουσία,
προκειμένου να εξασφαλίζει την κοινωνική συμβίωση. Τα μέτρα αυτά συνδυασμένα μεταξύ τους και
αλληλοσυμπληρούμενα, αποσκοπούν στον έλεγχο της εγκληματικότητας και την κατοχύρωση της δημόσιας
ασφάλειας και τάξης αλλά και στην κατοχύρωση των δομημένων σχέσεων κοινωνίας και εξουσίας.
Αποτελούνται από το σύνολο των θεσμών που διαμορφώνουν την ποινική εξουσία η οποία παρόλο που
λειτουργεί υπέρ της κοινωνικής συμβίωσης ασκείται αποκλειστικά από το κράτος.
Οι φορείς άσκησης του ελέγχου αυτού είναι κατά βάση η Αστυνομία, η ποινική δικαιοσύνη και τα
σωφρονιστικά καταστήματα. Το σύνολο των ενεργειών τους κατατείνουν στη γενική πρόληψη και την
αποτροπή του κάθε πολίτη από την παράβαση των κανόνων δικαίου, κάτω από το φόβο των συνεπειών που
απειλούνται από το ποινικό δίκαιο.108 Αλλά και στην επιβολή των κυρώσεων που απειλούνται για τους
εγκληματίες. Οι φορείς του επίσημου κοινωνικού ελέγχου είναι εκείνοι που χρησιμοποιούνται στην άσκηση
της άμεσης κρατικής αντεγκληματικής πολιτικής ανάλογα με τις προτεραιότητες που θέτει η κυβέρνηση
όπως επηρεάζεται από τις διάφορες κοινωνικές πιέσεις.
Η οργάνωση των διωκτικών-αστυνομικών αρχών, οι προτεραιότητες που θέτουν και οι μέθοδοι στη
δράση τους, η οργάνωση των δικαστηρίων και γενικά των δικαστικών διαδικασιών, η λειτουργία
επιμελητών και δικαστηρίων ανηλίκων, η λειτουργία των φυλακών και τα μέτρα σωφρονισμού, κ.λ.π
μπορεί να είναι μέτρα άσκησης άμεσης αντεγκληματικής πολιτικής. Αντεγκληματική πολιτική μπορεί να

107
Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση είναι η οπλοκατοχή στην Κρήτη, η οποία ενώ είναι παράνομη και επιβάλλονται
ποινικές κυρώσεις για την κατοχή όπλων, η τοπική κοινωνία δεν έχει την ίδια αντίληψη. Βλ. Παπακωνσταντής Γ.
(2003) Ελληνική Αστυνομία. Οργάνωση, Πολιτική και Ιδεολογία. Αθήνα: Α.Ν. Σάκκουλας.
108
Αλεξιάδης Σ. (1995), Σωφρονιστική, 2η έκδ., Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας.

78
ασκείται επίσης εξειδικευμένα για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων παραβατικών συμπεριφορών, όπως
είναι π.χ. η τροχαία παραβατικότητα,109 τα ναρκωτικά, οι κλοπές κ.λ.π.
Οι φορείς του επίσημου κοινωνικού ελέγχου επιβάλλουν μέτρα τα οποία περιλαμβάνουν όλο το
φάσμα των μέτρων αποτροπής και τιμωρίας όπως συνοπτικά μπορούμε να δούμε στις παρακάτω
ιεραρχημένες ενέργειες.
1. Έλλειψη επιθυμίας στο άτομο να εγκληματήσει
2. Ύπαρξη επιθυμίας αλλά αναστολή της εξαιτίας του φόβου για το τι θα πουν οι άλλοι
(κοινωνικό περιβάλλον).
3. Υπέρβαση του ελέγχου του κοινωνικού περιβάλλοντος αλλά αναστολή της επιθυμίας να
εγκληματήσει κάποιος εξαιτίας του φόβου ότι θα γίνει αντιληπτός από τις κρατικές αρχές
(αστυνομία, υγειονομικές αρχές, πολεοδομία, δημοτική αστυνομία κ.λ.π) και θα συλληφθεί.
4. Υπέρβαση όλων των παραπάνω και εκδήλωση εγκληματικής συμπεριφοράς.
5. Καταγγελία εγκλήματος. Προσπάθειες από τις αρχές για ανακάλυψη του δράστη
6. Εξιχνίαση-ανακάλυψη του δράστη ο οποίος τίθεται στη διάθεση του ποινικού συστήματος
και έναρξη διαδικασίας ποινικής κύρωσης.
7. Επιβολή ποινής.
Οπωσδήποτε η παραπάνω κλίμακα υπέρβασης των ανασταλτικών μηχανισμών για να εγκληματήσει
κάποιος είναι συνοπτική και απλοποιημένη και δεν λαμβάνει υπόψη της τα αίτια που οδηγούν στην
εγκληματική συμπεριφορά όμως με την κλίμακα αυτή μπορούμε να κατανοήσουμε όλα τα επίπεδα του
κοινωνικού ελέγχου και τις επιδράσεις του. Οι τρεις πρώτες καταστάσεις μπορούμε να πούμε ότι κινούνται
στη σφαίρα της πρόληψης και οι τρεις τελευταίες στη σφαίρα της καταστολής όπως αναλυτικότερα θα δούμε
παρακάτω. Όμως όπως είναι φανερό και όπως έχουν δείξει αρκετές επιστημονικές έρευνες η
αποτελεσματικότητα στην ανακάλυψη των δραστών εγκλημάτων και η αυξημένη πιθανότητα σύλληψής
τους συμβάλλουν αποτρεπτικά στους υποψήφιους δράστες παρόμοιων εγκλημάτων. Επίσης
αποτρεπτικά αλλά σε μικρότερο βαθμό και όχι σε όλες τις περιπτώσεις, συμβάλλει το ύψος των
απειλουμένων ποινών, οπότε μπορούμε να πούμε ότι η αποτελεσματική καταστολή συμβάλλει σε σημαντικό
βαθμό στην πρόληψη.110
Έχοντας λοιπόν υπόψη ότι πάντοτε θα υπάρχει μεγάλος αριθμός ατόμων που θα υπερβαίνουν τους
εσωτερικούς ανασταλτικούς μηχανισμούς και θα εκδηλώνουν την επιθυμία να διαπράξουν παράνομη πράξη,
το κύριο βάρος της αντεγκληματικής πολιτικής που ασκείται από το κράτος πέφτει στους μηχανισμούς του
επίσημου κοινωνικού ελέγχου και κυρίως στην αστυνόμευση και στα διάφορα συστήματα και αρχές που
αυτή εφαρμόζεται, όπως θα δούμε σε επόμενο κεφάλαιο.

109
π.χ. το Ελληνικό πρόγραμμα «Καθ’ οδόν» το οποίο άρχισε να εφαρμόζεται το 2000 με σκοπό τη μείωση των
παραβατικών συμπεριφορών στην οδήγηση οχημάτων η οποία συμβάλλει στη μείωση των τροχαίων ατυχημάτων που
ήταν και το ζητούμενο. Αφορούσε μέτρα που εφαρμόστηκαν από μια πλειάδα υπουργείων όπως το Δημόσιας Τάξης, το
ΥΠΕΧΩΔΕ, το Υπουργείο Συγκοινωνιών κ.λ.π.
110
Βλ. Cusson, 2002, Ζαραφωνίτου 1996, κ.λ.π

79
2. Πρόληψη και καταστολή
Οι έννοιες της πρόληψης και της καταστολής είναι έννοιες που χρησιμοποιούνται συχνά στην
αντεγκληματική πολιτική. Στην πραγματικότητα είναι άμεσα συνυφασμένες με την έννοια του κοινωνικού
ελέγχου. Η πρόληψη και η καταστολή, όπως συνοπτικά περιγράψαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο,
αποτελούν συχνά αλληλοσυμπληρούμενες ενέργειες για τη μείωση του εγκλήματος και εκφράζουν η μεν
πρώτη τις ενέργειες πριν από την εκδήλωση της εγκληματικής πράξης για την αποτροπή της η δεύτερη τις
ενέργειες για την ελαχιστοποίηση των επιδράσεων και την τιμωρία των δραστών μετά την εκδήλωση μιας
εγκληματικής πράξης.

2.Α. Η πρόληψη

Οι έννοιες της πρόληψης και της καταστολής είναι βασικές στην αντιμετώπιση της παραβατικότητας
και χρησιμοποιούνται στην άσκηση της αντεγκληματικής πολιτικής. Η πρόληψη όπως είπαμε, ορίζεται ως η
κατάσταση εκείνη κατά την οποία «προλαμβάνεται» η εκδήλωση της παραπτωματικής συμπεριφοράς και
θεωρείται ότι είναι κοινωνικά προτιμότερη από την καταστολή η οποία σημαίνει την εκ των υστέρων
αντιμετώπιση της παραβατικής συμπεριφοράς, η οποία έχει ήδη εκδηλωθεί. Η πρόληψη είναι στην ουσία το
αποτέλεσμα του κοινωνικού ελέγχου και ανάλογα με το ποιο είδος κοινωνικού ελέγχου κυριαρχεί, μπορούμε
να τη διακρίνουμε σε τρία στάδια.
Είναι η πρωτογενής πρόληψη, η οποία σημαίνει ότι κυριαρχεί ο εσωτερικός έλεγχος και το άτομο
δεν εγκληματεί γιατί έχει αυτοέλεγχο και εσωτερικούς ανασταλτικούς μηχανισμούς. (Κυριαρχεί η ηθικότητά
του, η οποία συνοψίζεται στη φράση «δεν το επιτρέπει η συνείδησή μου»).
Είναι η δευτερογενής πρόληψη κατά την οποία το άτομο αν ήταν απολύτως σίγουρο ότι δεν θα γινόταν
αντιληπτό ενδεχομένως να προέβαινε στη διάπραξη παραπτώματος αλλά δεν το κάνει γιατί σκέφτεται ότι
αυτό θα προκαλέσει την αποδοκιμασία του κοινωνικού περιβάλλοντός του. Η απόφασή του αυτή προκύπτει
από την επίδραση πάνω του, του ανεπίσημου κοινωνικού ελέγχου που επιβάλλεται από τις κοινωνικές
συνθήκες. (Η αναστολή της εκδήλωσης παραβατικής συμπεριφοράς, στηρίζεται στο φόβο ή ακριβέστερα
στη ντροπή καθώς σκέφτεται «τι θα πει ο κόσμος» για την εγκληματική του πράξη).
Η τριτογενής πρόληψη, σημαίνει ότι το άτομο δεν εγκληματεί μόνο και μόνο γιατί φοβάται ότι οι
μηχανισμοί του κράτους θα αντιδράσουν και θα τον αποτρέψουν, με όλες τις συνέπειες. Σκέφτεται τις
ποινικές συνέπειες της πράξης του και παραδειγματίζεται από την καταστολή άλλων παρόμοιων πράξεων.
Κυρίαρχο στοιχείο στην απόφασή του αυτή είναι η ύπαρξη αποτελεσματικού τυπικού ή επίσημου
κοινωνικού ελέγχου μέσα από τους μηχανισμούς του κράτους. Επίσης επιδρά η ύπαρξη αποτελεσματικής
καταστολής πάλι από τους αρμόδιους κρατικούς μηχανισμούς έτσι ώστε να του δημιουργείται η πεποίθηση
ότι δεν μπορεί να διαφύγει από αυτούς. (Σκέφτεται δηλαδή ότι «αν διαπράξω την πράξη θα συλληφθώ και
θα μπω φυλακή»)

80
Όπως είναι ευνόητο ζητούμενο είναι η ανάπτυξη του εσωτερικού ελέγχου, της πρωτογενούς δηλαδή
πρόληψης, η οποία είναι και η αποτελεσματικότερη. Η διαδικασία αυτή είναι σε πολύ στενή συνάρτηση με
τη γενική διαδικασία κοινωνικοποίησης των μελών μιας κοινωνίας και του τρόπου που δομούνται και
αναπαράγονται οι ιδεολογίες και οι αξίες της. Η επιτυχής πρωτογενής πρόληψη είναι το ζητούμενο για κάθε
κοινωνία και στην ουσία πρόκειται για μια γενική αποδοχή και τήρηση των κανόνων αλληλοσεβασμού
μεταξύ των μελών της κοινωνίας. Η μεγάλη πλειονότητα των φιλήσυχων πολιτών που δεν προβαίνουν σε
παραβατικές πράξεις, διαμορφώνεται από αυτή την αποδοχή των υφιστάμενων κανόνων κοινωνικής
συνοχής οι οποίοι κατά κανόνα συνθέτουν και τους κανόνες δικαίου. Κάθε αντεγκληματική πολιτική για να
είναι αξιόπιστη και αποτελεσματική, προϋποθέτει ότι θα λαμβάνει υπόψη της τη γενικότερη αναβάθμιση
των κοινωνικών συνθηκών που συμβάλλουν στη μείωση της εγκληματικότητας.

2.Β. Η Καταστολή

Η καταστολή είναι το σύνολο εκείνων των ενεργειών που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση μιας ήδη
εκδηλωμένης παραπτωματικής συμπεριφοράς. Βασικό της στοιχείο είναι η επιβολή ποινής ή η λήψη μέτρων
«θεραπείας» για τον δράστη της παραπτωματικής συμπεριφοράς. Η τιμωρία αποσκοπεί στο
«σωφρονισμό»του δράστη ή στον περιορισμό του ώστε να προφυλαχθεί η κοινωνία από ενδεχόμενη
επανάληψης της πράξης του ή ακόμη και στην ελαχιστοποίηση των δυσμενών επιπτώσεων που έχουν για
την κοινωνία οι πράξεις αυτές. Η θεραπεία, αποσκοπεί πρώτιστα στην αποκατάσταση της φυσιολογικής
συμπεριφοράς του δράστη ανεξάρτητα των ποινικών ευθυνών του και την ομαλή επανένταξή του στην
κοινωνία.
Η καταστολή στηρίζεται κυρίως στους κρατικούς μηχανισμούς (δικαιοσύνη, αστυνομία, φυλακές).
Πρακτικά σε όλους τους κοινωνικούς θεσμούς διαπιστώνονται κατασταλτικές μορφές δράσης (Σχολεία,
Οικογένεια, εκκλησία, άμεσο κοινωνικό περιβάλλον), οι δράσεις αυτές είναι διαφόρων ειδών τιμωρίες και
περιορισμοί (π.χ. αποβολή από το σχολείο, τιμωρία από τους γονείς στο παιδί, κ.λπ). Η λειτουργία των
κρατικών θεσμών καταστολής επηρεάζει άμεσα την εξέλιξη των μεγεθών της εγκληματικότητας. Η
αποτελεσματική καταστολή έχει σημαντική προληπτική επίδραση.
Η θεραπεία ατόμων με παρεκκλίνουσα συμπεριφορά που δε χαρακτηρίζεται εγκληματική ή
βρίσκεται στα όρια μεταξύ παρέκκλισης και εγκλήματος, στηρίζεται επίσης σε κρατικούς και κοινωνικούς
φορείς, οι οποίοι όμως είναι προσανατολισμένοι στην εφαρμογή μεθόδων ψυχολογικής και κοινωνικής
υποστήριξης και επανένταξης, ή σε επιστημονικές και εθελοντικές ομάδες. Οι φορείς μπορεί να είναι η
τοπική αυτοδιοίκηση, τα Υπουργεία Υγείας και Πρόνοιας ακόμη και διάφορες ομάδες ή σωματεία. 111 .

Όπως είναι π.χ. οι θεραπευτικές κοινότητες, τα κέντρα απεξάρτησης, τα προγράμματα χορήγησης μεθαδόνης σε
111

τοξικομανείς κ.λ.π

81
Η έναρξη των διαδικασιών καταστολής σχεδόν πάντα στηρίζεται στην έναρξη μιας ενέργειας από
την αστυνομία η οποία είναι αρμόδια να δεχθεί καταγγελία για ένα έγκλημα να συλλάβει το δράστη ή να
ξεκινήσει τη διαδικασία για την ποινική του κύρωση παραπέμποντας την υπόθεση στον εισαγγελέα. Με το
δεδομένο ότι η αποτελεσματική καταστολή επηρεάζει σημαντικά και την πρόληψη αλλά και με το δεδομένο
ότι πολλές προληπτικές διαδικασίες στηρίζονται στην επιτήρηση και τον έλεγχο της αστυνομίας, γίνεται
κατανοητό ότι ο βασικότερος μηχανισμός άσκησης άμεσης αντεγκληματικής πολιτικής είναι η
αστυνόμευση την έννοια της οποίας θα δούμε στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο.

3. Η Αστυνόμευση
Με την έννοια αστυνόμευση αναφερόμαστε σε ένα σύστημα που περιλαμβάνει θεσμούς, πρόσωπα
και δράσεις που είναι προσανατολισμένα για τον έλεγχο και την καταστολή της εγκληματικότητας.
Φορείς της αστυνόμευσης είναι τα αστυνομικά σώματα και κάθε κρατικός μηχανισμός κοινωνικού
ελέγχου.112
Υπάρχει μια σχετική ασάφεια ως προς τον ακριβή προσδιορισμό της έννοιας. Εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό
από την κοινωνία στην οποία αναφερόμαστε. Οι θεωρητικοί που γράφουν για την αστυνόμευση,
δυσκολεύονται να την προσδιορίσουν με ένα συγκεκριμένο ορισμό. 113 Πάντως, τα βασικά χαρακτηριστικά
της αστυνόμευσης, σύμφωνα με τον Baley (1985), είναι:
α) Η λειτουργία της, η οποία επικεντρώνεται στη διαφύλαξη της τάξης και των κατεστημένων
κοινωνικών δομών,
β) Η συγκεκριμένη δομή της, το οποίο σημαίνει ότι διεξάγεται από εξειδικευμένα άτομα που είναι
οργανωμένα κατά τον καλύτερο τρόπο ώστε να μπορούν να ανταποκρίνονται στις αναγκαίες λειτουργίες και
γ) Η νομιμότητα, που βασίζεται στην εποπτεία της δομής και της λειτουργίας του οργανισμού από
μια πολιτική, δημοκρατικά αναδεικνυόμενη αρχή. 114 Κάθε σύστημα αστυνόμευσης εξαρτάται σε μεγάλο
βαθμό από την κοινωνία στην οποία αναπτύσσεται.115
Η δόμηση και η λειτουργία ενός συστήματος αστυνόμευσης αποτελεί στην ουσία την αιχμή του
δόρατος για την αντεγκληματική πολιτική δεδομένου ότι κατατείνει στην άμεση μείωση της
εγκληματικότητας και στην εμπέδωση του αισθήματος ασφάλειας των πολιτών. Η αστυνόμευση
θεσμοθετείται με διάφορους νόμους και στην ουσία της αποτελεί μια πολιτική διαδικασία
ιστορικοκοινωνικής εξέλιξης στην οποία αποκρυσταλλώνονται τα βασικότερα στοιχεία της κουλτούρας και
της ιδεολογίας του κράτους και δημιουργεί το πεδίο συνάντησης των λειτουργιών κράτους και κοινωνίας.
Παρόλο που σε αρκετές χώρες η τοπική αυτοδιοίκηση έχει σημαντικές αρμοδιότητες στην οργάνωση και
διαχείριση της αστυνόμευσης, η αστυνομική λειτουργία θεωρείται μια κατ’ εξοχήν κρατική λειτουργία. Οι
112
(Για την Ελλάδα π.χ., αστυνόμευση διενεργούν η Δημοτική Αστυνομία, η Πολεοδομία, το Σώμα Δίωξης
Οικονομικού Εγκλήματος, τα Τελωνεία, το Λιμενικό Σώμα, οι επόπτες υγείας κ.λ.π για θέματα της αρμοδιότητάς τους)
113

114

115

82
αλλαγές στις δομές και στις λειτουργίες της γίνονται με σχετικά αργούς ρυθμούς. Εκτός από ορισμένες
εξειδικευμένες κρατικές υπηρεσίες οι οποίες είναι αρμόδιες να αστυνομεύουν συγκεκριμένα θέματα της
αρμοδιότητάς τους, η αστυνόμευση ασκείται κυρίως από ειδικούς κρατικούς ή δημοτικούς υπαλλήλους οι
οποίοι αποτελούν την οργάνωση που έχει επικρατήσει να ονομάζεται με τη λέξη Αστυνομία (Police).

3. Α. Η Αστυνομία

Η Αστυνομία αποτελεί ένα μηχανισμό και μια μορφή οργάνωσης η οποία παρουσιάζεται από την
πρώτη στιγμή της ύπαρξης του θεσμού του Κράτους.116
Ιστορικά, η γέννηση της ως θεσμού κοινωνικού ελέγχου, συνδέεται με την ανάγκη της κρατικής
εξουσίας να εξασφαλίζει την πειθαρχία των πολιτών σε συγκεκριμένους κανόνες που η ίδια διαμορφώνει και
με τους οποίους, από τη μία ρυθμίζει την κοινωνική συμβίωση με συγκεκριμένο τρόπο και από την άλλη,
διατηρεί και αναπαράγει το διαμορφωμένο κυρίαρχο σύστημα εξουσίας. 117

Είναι χρήσιμο να γίνει μια συνοπτική αναφορά στις διαδικασίες γέννησης της σύγχρονης μορφής
Αστυνομίας. Η γέννηση του αστυνομικού θεσμού, όπως τον ξέρουμε σήμερα, ανάγεται στις αρχές του
προηγούμενου αιώνα και ειδικότερα σχετίζεται με την εμφάνιση και την ανάπτυξη του καπιταλιστικού,
βιομηχανικού κράτους. Μετά τη βιομηχανική επανάσταση, οι ανάγκες κρατικής παρέμβασης ολοένα και
διευρύνονται 118
για να εξασφαλίζουν την απρόσκοπτη λειτουργία του συστήματος της ελεύθερης
(καπιταλιστικής) οικονομίας, δημιουργώντας την αναγκαία θεσμική και τεχνική υποδομή. Στο πλαίσιο αυτό
διαμορφώνονται ιδιαίτερα πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ έθνους -κράτους-γραφειοκρατίας και κοινωνίας, με το
κράτος να διαθέτει το μονοπώλιο της νόμιμης βίας119 με προφανή και βασικό το ρόλο του αστυνομικού
θεσμού ο οποίος και αυτός ανταποκρίνεται πια στον ευρύτερο, περισσότερο περίπλοκο, κρατικό μηχανισμό.
Έτσι, η αυξανόμενη επικράτηση της αστικής τάξης και του φιλελευθερισμού δημιούργησε την ανάγκη για
οργανωμένη συγκρότηση του κράτους. Μέρος της συγκρότησης αυτής αποτελεί και η αστυνομία, η οποία
μετατρέπεται σε ένα συγκροτημένο οργανισμό, ικανό να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις της κυρίαρχης αστικής
τάξης για ασφάλεια και τάξη.120

Στο πλαίσιο αυτό καθιερώθηκε η στρατιωτικού τύπου οργάνωση και συγκρότηση της αστυνομίας
κυρίως για να τη διακρίνει από τον υπόλοιπο πληθυσμό, να εγκαθιδρύσει στρατιωτικού τύπου πειθαρχία και
ακόμη, να ξεχωρίσει την αστυνομία από την εργατική τάξη παρόλο που κατά κύριο λόγο συντίθεται από μέλη
της τάξης αυτής. Υπό τις συνθήκες αυτές ιδρύεται η Μητροπολιτική Αστυνομία του Λονδίνου το 1829, η
Μητροπολιτική Αστυνομία της Βοστόνης το 1838 και της Νέας Υόρκης το 1845, αντικαθιστώντας τις μέχρι
τότε μορφές αστυνόμευσης, που είχαν κοινοτικό ή ιδιωτικό κυρίως χαρακτήρα, όπως ήταν π.χ. στις Η.Π.Α. οι
«περιπολίες ελέγχου των σκλάβων», ( Plantation Slave Patrols). Τα παραπάνω μητροπολιτικά αστυνομικά

116
Φαρσεδάκης Ι.,(1990), Η εγκληματολογική σκέψη από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας. Νομική βιβλιοθήκη,
Αθήνα, σ. 17.
117
Πουλαντζάς Ν., (1978), Κράτος εξουσία και σοσιαλισμός. Αθήνα: Θεμέλιο
118
Giddens A. ,(1993), Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία. Επιμ. Κονιαβίτης Θωμάς. 3η έκδοση, Αθήνα: Οδυσσέας, σ. 101.
119
Giddens A., ο.π., σ. 104. και Weber Max (1987), Η πολιτική ως επάγγελμα
120
Forst Brian & Manning Peter, (1999), The Privatization of Policing, Washington D.C.: George Town University
Press. σ. 5.

83
Σώματα ήταν τα πρώτα με ειδική ορθολογική - «γραφειοκρατική» 121 οργάνωση και ειδική εκπαίδευση, που
σηματοδοτούν την παρουσία της σύγχρονης μορφής της αστυνομίας. Την ίδια εποχή, σημειώνεται η ύπαρξη
ειδικών στρατιωτικών σωμάτων σε ορισμένες χώρες όπως η Γαλλία, με αρμοδιότητα την αστυνόμευση,
(Gendarmerie), 122

Σε ένα δημοκρατικό κράτος, η αστυνομία κατ’ αρχήν θεωρείται ως ο φορέας προστασίας και
τήρησης των θεμελιωδών ανθρωπίνων, ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Αντίθετα, ένα αυταρχικό
κράτος, εκφράζει την αυταρχικότητά του χρησιμοποιώντας την αστυνομία ως μηχανισμό καταπίεσης των
πολιτών.
Με δεδομένη τη σύνδεση του ρόλου της αστυνομίας με την πολιτική εξουσία, η τελευταία κατά καιρούς σε
όλα τα μήκη και πλάτη της γης, χρησιμοποίησε την αστυνομική καταστολή εναντίον κοινωνικών κινημάτων,
πολιτικών δικαιωμάτων, νομιμότητας πολιτευμάτων ή εναντίον επιλεγμένων κοινωνικών ομάδων. Στο
βαθμό που η αστυνομική δράση συνδέθηκε με πρακτικές αμφίβολης, ή ανύπαρκτης δημοκρατικής
νομιμότητας, η κοινή γνώμη στάθηκε αρνητικά απέναντι στην αστυνομία και το ρόλο της.
Ο κύριος ρόλος της αστυνομίας όμως είναι η μείωση της εγκληματικότητας και τα αστυνομικά
σώματα συνήθως αξιολογούνται ανάλογα με την αποτελεσματικότητά τους στον τομέα αυτόν. Όμως η
πραγματική μέτρηση της εγκληματικότητας είναι από μόνη της μια πολύ δύσκολη υπόθεση οπότε η
αποτελεσματικότητα της Αστυνομίας πρακτικά δεν μπορεί να μετρηθεί. 123 Ο ρόλος της όμως είναι πολύ πιο
σημαντικός και περίπλοκος. Ασχολείται επιπλέον με πολλά θέματα που ρυθμίζουν κανονιστικά την
κοινωνική συμβίωση, υλοποιεί την εφαρμογή της έννομης τάξης και είναι ο μηχανισμός που εδραιώνεται
και στον οποίο στηρίζεται η κρατική εξουσία προκειμένου να ασκηθεί και να πραγματώσει τους
επιδιωκόμενους σκοπούς της στην κοινωνία.
Η αύξηση των δυνατοτήτων της Αστυνομίας θα έπρεπε να σημαίνει ότι θα επιφέρει τη σταδιακή
μείωση έως και εξάλειψη της εγκληματικότητας και τη δημιουργία της «ιδανικής» κοινωνίας. Λογικά λοιπόν
μια πλήρως αποτελεσματική αστυνομία θα οδηγούσε στη σταδιακή συρρίκνωση, έως αυτοκατάργησή
της.124 Αντί γι’ αυτό παρατηρούμε μια ολοένα και μεγαλύτερη διόγκωση των αστυνομικών υπηρεσιών,
αύξηση του αστυνομικού προσωπικού παγκοσμίως και χρήση νέας προηγμένης τεχνολογίας αστυνόμευσης.
Αυτό δεν σημαίνει μόνο ότι αυξάνεται η ουσιαστική εγκληματικότητα, αλλά κυρίως ότι η αυξανόμενη
πολυπλοκότητα της κοινωνικής και οικονομικής ζωής αυξάνει δραματικά τις απειλές για την ασφάλεια και
οδηγεί στον χαρακτηρισμό όλο και περισσότερων συμπεριφορών ως παραβατικών και συνεπώς καθίσταται

Με την επιστημονική έννοια του όρου. (Βλ. Weber Max, (1983), Βασικές έννοιες Κοινωνιολογίας, μτφρ. Μ.Γ.
121

Κυπραίου, Αθήνα: Κένταυρος)


122
Η Gendarmerie, σηματοδοτεί τον τύπο της συγκεντρωτικής (Ναπολεόντειας) διοίκησης που περιλαμβάνει και την
αστυνόμευση μέσα από συγκεντρωτικά οργανωμένα, «παραστρατιωτικά» σώματα. Ο τελευταίος αυτός τύπος επηρέασε
και την εμφάνιση του πρώτου αστυνομικού θεσμού στην Ελλάδα. Βλ.: Institute for the Study of Labor and Economic
Crisis, (1977), The iron Fist…οπ. π. σ. 23. Επίσης: Δημητράς Η. Παναγιώτης. (1991), Πολιτικός Περίγυρος, Κόμματα και
Εκλογές στην Ελλάδα. Τομ. 1ος, Εκδ. Λύχνος, Αθήνα. σ. 17
Wright Alan (2002), Policing. An introduction to consepts and practice. Devon: Willan Publishing
123

124
Robilliard john, McEwan Jenny, (1986), The Police Powers and the individual. Oxford: Basil Blackwell LTD, σ. 3:
“…σε μια πραγματικά δίκαιη κοινωνία δεν θα υπάρχει αστυνομία όπως την ξέρουμε …”

84
αναγκαία η εξέλιξη των κρατικών μηχανισμών για την επιβολή πολυπλοκότερων διαδικασιών ελέγχου,
παρασύροντας και την αστυνομία προς αυτή την κατεύθυνση. 125
Ταυτόχρονα βέβαια, εγείρεται το ζήτημα της δημοκρατικής νομιμοποίησης της Αστυνομίας όταν
ολόκληρη η κοινωνική οργάνωση στηρίζεται σ’ αυτήν και απαιτεί τη μείωση της εγκληματικότητας και την
εγκαθίδρυση της μέγιστης δυνατής ασφάλειας διαμορφώνοντας έτσι, πρόσφορο έδαφος για την επικράτηση
της αρχής «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» με επιβαρυντικά αποτελέσματα στις δημοκρατικές κοινωνίες. Για
την αποφυγή λοιπόν ενδεχομένων προβλημάτων αυτονόμησης της αστυνομίας και καταστρατήγησης των
δικαιωμάτων των πολιτών εξαιτίας του «ζήλου» για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας και τη
διατήρηση της τάξης, απαιτείται ο πολιτικός έλεγχος της αστυνομίας από δημοκρατικά εκλεγμένες και
ελεγχόμενες πολιτικές αρχές (Police Authority).
Η αστυνομία αποτελεί τον κορμό όπως είπαμε της αστυνόμευσης για την οποία έχουν διατυπωθεί
αρκετές θεωρίες που αποσκοπούν στην καλύτερη αξιοποίηση των αστυνομικών δυνάμεων προκειμένου να
αντιμετωπισθεί η εγκληματικότητα. Έτσι έχουν διαμορφωθεί διάφορα συστήματα αστυνόμευσης τα οποία
θα δούμε παρακάτω.

4. Συστήματα Αστυνόμευσης

Πριν προχωρήσουμε στα συστήματα αστυνόμευσης θα δούμε συνοπτικά ποιες είναι οι βασικές
ενέργειες που κάνει ένα αστυνομικό σώμα για να εκτελέσει την αποστολή του για να συμβάλλει δηλαδή
αποτελεσματικά στην πρόληψη και την καταστολή του εγκλήματος.
Η βασικότερη ενέργεια της αστυνομίας, είναι αυτή η ίδια η παρουσία της.
Η «Θεατότητά» της από τους πολίτες, οι οποίοι βλέπουν ένστολους να ξεχωρίζουν από το πλήθος εξαιτίας
της στολής, με ειδικό εξοπλισμό (όπλα, γκλομπ, σφυρίκτρα, χειροπέδες, ειδικά οχήματα κ.λ.π) με ειδικό
κώδικα συμπεριφοράς (χαιρετισμός, σήματα κλ.π), γνωρίζουν ότι είναι ειδικά επιλεγμένοι και
εκπαιδευμένοι και η παρουσία τους, τους δημιουργεί συναισθήματα ασφάλειας και προσδοκίας ότι δεν
κινδυνεύουν από τις εγκληματικές εκείνες πράξεις που προκαλούν φόβο, όπως είναι οι πράξεις π.χ. βίας. Η
παρουσία της Αστυνομίας λειτουργεί θετικά για τους πολίτες που νοιώθουν ανασφάλεια.
Όμως η Αστυνομία δεν παρίσταται μόνο. Η κυριότερη δραστηριότητά της είναι η επιτήρηση την
οποία διενεργεί με την παρουσία της αλλά και με διάφορα τεχνολογικά μέσα (π.χ. κάμερες). Στην
πραγματικότητα η παρουσία αστυνομικών σημαίνει και επιτήρηση εκ μέρους τους του χώρου που
βρίσκονται και στον οποίο μπορεί να διαπραχθεί μια παράνομη πράξη.
Άλλη δραστηριότητα της αστυνομίας είναι η διενέργεια ελέγχων για την αποκάλυψη εγκληματικών
πράξεων και την ανακάλυψη των δραστών. Ο έλεγχος δίνει τη δυνατότητα στους αστυνομικούς είτε να
ελέγχουν την πρόσβαση σε ένα χώρο είτε τη διάπραξη ενός εγκλήματος για το οποίο πρέπει να ενεργήσουν
125
Γεωργακοπούλου Κωστία, Τέλος εποχής, Οικονομικός Ταχυδρόμος, φ. 36 (2418), 9-9-2000, σ. 78-79. Βλ. επίσης,
Μαγκάκης Γ-Α., (8-2-1999). Εισήγηση σε ημερίδα με θέμα: Η κατάσταση στα Σώματα Ασφαλείας, Αθήνα: έκδοση της
Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ.Ε, σ. 30-34. Βλ. επίσης : ΤHE EUROPEAN, 28-4 1995, “Who’s Watching Big
Brother?” Επίσης: Σκανδαλίδης Κ., (1997), Πολιτεία Ανθρώπου, η Αριστερά στη Δίνη της Χιλιετίας. Αθήνα : Νέα
Σύνορα, Α. Α. Λιβάνη, σ. 35 κ.ε. και: Anderson M. (1989), Policing the World, Interpol and the politics of International
Police Co-operation. Oxford: Clareton Press. Βλ. επίσης, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 3-4-1999, Σένγκεν, «Ευροχειροπέδες»
στα δικαιώματά μας.

85
για να επέλθει η ποινική κύρωση. Σε περίπτωση που καταγγελθεί από τους πολίτες κάποια εγκληματική
πράξη ή όταν από τους ελέγχους που διενεργεί η αστυνομία αποκαλύψει κάποια εγκληματική πράξη η οποία
διώκεται αυτεπαγγέλτως, τότε έχει την αρμοδιότητα να προχωρήσει σε συγκεκριμένες ενέργειες. Οι
ενέργειές αυτές είναι συνήθως προανακριτικές πράξεις για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων και την
παραπομπή των δραστών στη δικαιοσύνη προκειμένου να τιμωρηθούν. Μπορεί στις ενέργειες αυτές να
περιλαμβάνεται και η άμεση σύλληψη του δράστη όταν συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις (π.χ. «επ’
αυτοφώρω» εγκλήματα)
Η επιτυχία όμως μιας αντεγκληματικής πολιτικής και μιας πολιτικής ασφάλειας για τον πολίτη δεν
μπορεί να είναι εγγυημένη απλά και μόνο από την ύπαρξη ενός παραδοσιακού Αστυνομικού Σώματος.
Απαιτείται η δόμηση και η οργάνωση ενός συστήματος αστυνόμευσης το οποίο θα λαμβάνει υπόψη του όλα
τα δεδομένα των προβλημάτων της εγκληματικότητας.
Ένα σύστημα αστυνόμευσης, σημαίνει το σύνολο των φορέων, σχέσεων, δομών και λειτουργιών που
αφορούν στις διαδικασίες του επίσημου κοινωνικού ελέγχου.
Περιλαμβάνει όλους τους κρατικούς και κοινωνικούς θεσμούς που μπορούν να συμβάλλουν στον κοινωνικό
έλεγχο είτε είναι άμεσοι όπως ελεγκτικές υπηρεσίες εκτός του κύριου αστυνομικού σώματος (Σώματα
οικονομικού ελέγχου, λιμενική αστυνομία, διοικητικές αρχές κ.λ.π.) είτε έμμεσοι όπως είναι οι πολιτικοί
θεσμοί, η παιδεία, η εκκλησία, οι συνδικαλιστικές και πολιτιστικές οργανώσεις, τα ΜΜΕ κ.λ.π.
Στις μέρες μας οι περισσότερες εκθέσεις των διεθνών οργανισμών, αναφέρουν την μεγέθυνση του
οργανωμένου εγκλήματος. Για την αντιμετώπιση του φαινόμενου, δημιουργούνται νέες δομές και
υπηρεσίες εθνικού και διεθνούς χαρακτήρα. Έτσι φαίνεται ότι δομούνται συστήματα αστυνόμευσης
«υψηλού επιπέδου» διεθνικού χαρακτήρα προκειμένου να αντιμετωπισθούν αντιστοίχου επιπέδου διεθνικά
υπερ- εγκλήματα η οργάνωση των οποίων πολλές φορές μοιάζει με «μινι κράτος» χωρίς σύνορα.
( Τρομοκρατία, Ξέπλυμα χρήματος, τραπεζικές απάτες, διακίνηση ναρκωτικών, ανθρώπων κ.λ.π.)
Από την άλλη πλευρά η ανάγκη διαφύλαξης της καθημερινής «ησυχίας και τάξης» στη γειτονιά και της
ποιότητας στην καθημερινή ζωή των πολιτών, απαιτεί την οργάνωση συστημάτων αστυνόμευσης «χαμηλού
επιπέδου», σε άμεση συνεργασία με τους πολίτες, ώστε να μπορεί να δημιουργεί στους πολίτες τις
αναγκαίες συνθήκες ασφάλειας και προστασίας στην καθημερινότητα της γειτονιάς ή στους χώρους
δουλειάς με άλλα λόγια να αναβαθμίζει την ποιότητα της καθημερινής τους ζωής.
Όσο και αν φαίνεται παράξενο, τα δύο αυτά επίπεδα αστυνόμευσης είναι δύσκολο να εναρμονιστούν μεταξύ
τους παρόλο που οι στόχοι τους είναι παραπλήσιοι. Παράγοντες όπως τα ΜΜΕ, η πολιτική συγκυρία, η
κοινωνική διαστρωμάτωση κ.λ.π. επηρεάζουν τη θέση προτεραιοτήτων και με το δεδομένο του
περιορισμένου όγκου των αναγκαίων πόρων και του αναγκαίου προσωπικού που ασχολείται με την
αστυνόμευση, παρατηρείται μια μορφή «ανταγωνισμού» του ενός συστήματος με το άλλο, ακόμη και όταν
διεκπεραιώνονται από το ίδιο αστυνομικό σώμα. Την ίδια στιγμή και εξαιτίας ακριβώς αυτών των συνθηκών
τα ίδια τα αστυνομικά σώματα βρίσκονται σε μια περίοδο προσαρμογής και αναδιάταξης των
προτεραιοτήτων τους αλλά και οι ίδιοι οι αστυνομικοί διακατέχονται πολλές φορές από σύγχυση σχετικά με
τις προτεραιότητες του κοινωνικού τους ρόλου.

86
Για παράδειγμα, ο σύγχρονος ευρωπαίος αστυνομικός, πρέπει να έχει ένα εύρος ικανοτήτων από το να είναι
ικανός να ρυθμίσει την κυκλοφορία σε ένα πολυσύχναστο δρόμο και να βοηθήσει ένα ανήμπορο πολίτη να
περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο, μέχρι να επέμβει σε μια ληστεία, να ελέγξει πορνογραφικές σελίδες στο
διαδίκτυο, να εξακριβώσει πληροφορίες για κακοποίηση παιδιών σε μια οικογένεια, να ασχοληθεί με
πληροφορίες για τρομοκράτες, να ασχοληθεί με πληροφορίες για διεφθαρμένους συναδέλφους του ή ακόμη
να περιθάλψει έναν κρατούμενο στο Αστυνομικό Τμήμα με στερητικό σύνδρομο.
Η ενδεικτική αυτή παράθεση αποτελεί ένα ελάχιστο δείγμα των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων
των αστυνομικών σήμερα. Ταυτόχρονα, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι όλες οι ενέργειες αυτές πρέπει
να γίνονται χωρίς περιθώριο λάθους και πάντοτε μέσα στο πλαίσιο των συνταγματικών κανόνων και των
διεθνών συνθηκών για τα δικαιώματα του ανθρώπου. Άλλωστε, η απαρέγκλιτη τήρηση αυτών των κανόνων
είναι η βασική νομιμοποιητική βάση της αστυνομίας απέναντι στο κοινωνικό σύνολο με το δεδομένο ότι η
επιτέλεση των αστυνομικών καθηκόντων από οποιονδήποτε άλλο φορέα εκτός της Αστυνομίας δεν εγγυάται
την τήρηση της αρχής της νομιμότητας. Η ανάπτυξη στην εποχή μας των ιδιωτικών αστυνομιών όχι μόνο
είναι απειλή για την τήρηση των δικαιωμάτων των πολιτών αλλά καθιστά το ατομικό δικαίωμα της
ασφάλειας που είναι απαραίτητο σε κάθε άνθρωπο, εξαγοράσιμο και σημείο έκφρασης άλλης μιας
σημαντικής κοινωνικής ανισότητας.
Τα σύγχρονα κράτη, προσανατολίζουν την εξέλιξη των συστημάτων αστυνόμευσης σε δυο βασικούς
άξονες:
α) Στην αναπροσαρμογή των οργανωτικών σχημάτων και δομών σε όλα τα επίπεδα προκειμένου να
ανταποκρίνονται στα νέα δεδομένα και
β) στην αναβάθμιση και αξιοποίηση του ανθρώπινου παράγοντα.
Στην πρώτη περίπτωση, οι δομικές αλλαγές προσαρμόζονται στα δύο διαφορετικά επίπεδα.
Α) Στην Αστυνόμευση υψηλού επιπέδου με αντικείμενο τα σημαντικά προβλήματα ασφάλειας είτε αυτά
έχουν διεθνικό ή εσωτερικό χαρακτήρα, όπως είναι η τρομοκρατία, το οργανωμένο έγκλημα και η ιδιαίτερα
βαριά εγκληματικότητα και
Β) στην Αστυνόμευση σε επίπεδο καθημερινότητας που στοχεύει στην καταπολέμηση της
μικροεγκληματικότητας και στην αναβάθμιση της ποιότητας ζωής του πολίτη. Η αστυνόμευση αυτού του
τύπου έχει την τάση να ενσωματώνεται στις λειτουργίες της κάθε τοπικής κοινωνίας, (κοινότητας). Στο
πλαίσιο αυτό έχουν αναπτυχθεί νέα συστήματα αστυνόμευσης όπως είναι το σύστημα της Κοινοτικής
Αστυνόμευσης, της παρακολούθησης της γειτονιάς (neighbor watching), ή της αστυνόμευσης επίλυσης
προβλημάτων (Problem solving policing).
Παρόλο που η αντιμετώπιση της βαρύνουσας εγκληματικότητας φαίνεται ότι αποτελεί μέχρι τώρα
την προτεραιότητα των αστυνομικών σωμάτων, στην πραγματικότητα το κύριο μέρος της ασχολίας τους
είναι η λεγόμενη μικρή εγκληματικότητα, η οποία επίσης απασχολεί κατά κύριο λόγο και τα συστήματα
ποινικής δικαιοσύνης.
Στις νέες αστυνομικές δομές εντάσσονται οι ευρωπαϊκοί και οι διεθνείς αστυνομικοί οργανισμοί
πληροφοριών όπως η ΕUROPOL και η INTERPOL, αλλά και η ανάπτυξη ειδικών μονάδων αντιμετώπισης
του οργανωμένου εγκλήματος, επιστημονικών εργαστηρίων και υπηρεσιών πληροφοριών. Όπου χρειάζεται

87
δημιουργούνται εντελώς νέες αστυνομικές υπηρεσίες, όπως είναι για παράδειγμα τα κοινά αστυνομικά
τμήματα που έχουν αρκετές χώρες της Ευρώπης στα μεταξύ τους σύνορα. Επιπλέον τα τελευταία χρόνια στα
όργανα της Ε.Ε γίνονται θετικές εισηγήσεις και προτάσεις για ανάπτυξη ενιαίου ευρωπαϊκού σώματος
ασφάλειας συνόρων. Οι βασικές κατευθύνσεις στις οργανωτικές ανακατατάξεις είναι η αποκέντρωση, η
επιστημονικοποίηση, η εισαγωγή θεσμών παρέμβασης της κοινωνίας, και ο έλεγχος των αστυνομικών
σωμάτων από πλουραλιστικά πολιτικά όργανα.
Ο δεύτερος τομέας, η αναβάθμιση και αξιοποίηση του προσωπικού, αποτελεί κύριο μέλημα στις
σύγχρονες αστυνομίες. Έτσι διαμορφώνονται στελεχιακές πολιτικές έχοντας υπόψη τις πιο σύγχρονες
θεωρίες διοίκησης και διαχείρισης ανθρωπίνων πόρων.
Βασικό στοιχείο κάθε συστήματος αστυνόμευσης είναι το ότι πρέπει να έχει υπόψη του ότι αποτελεί στην
ουσία διαδικασία ανθρώπινων και κοινωνικών σχέσεων, έχει να κάνει δηλαδή με διαχείριση ανθρωπίνων
υπάρξεων. Είτε αυτές είναι στην πλευρά των εφαρμοστών του νόμου είτε είναι στην πλευρά των παραβατών
είτε ακόμη είναι η μεγάλη κοινωνική μάζα η οποία πρέπει να νοιώθει ασφαλής. Ο μεγαλύτερος εχθρός σε
μια τέτοια προσπάθεια είναι τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις ή η λειτουργία με βάση ιδεολογικά και όχι
ορθολογικά πλαίσια.
Βασικές συνισταμένες της διαχείρισης των ανθρώπινων πόρων σε ένα αστυνομικό σώμα, είναι η
διαδικασία προσλήψεων η εκπαίδευση του προσωπικού (βασική και δια βίου) και η οργάνωση των σχέσεων
και των λειτουργιών.

4.Α.Η διακριτική ευχέρεια στην εξουσία των αστυνομικών

Η έννοια της διακριτικής ευχέρειας στην άσκηση της εξουσίας των αστυνομικών είναι πολύ
σημαντική στο να μας βοηθήσει να δούμε τις διαφοροποιήσεις στα συστήματα αστυνόμευσης. Αν και σε
όλα τα ποινικά συστήματα του σύγχρονου κόσμου όπως και στην Ελλάδα, προβλέπεται ότι οι αστυνομικοί
είναι υποχρεωμένοι να προβαίνουν σε ελέγχους εκείνων που διαπράττουν παράνομες πράξεις και να
επιβάλλουν αυτά που προβλέπει ο νόμος, στην πράξη έχουν σημαντική ευχέρεια στην εξουσία τους και
ενεργούν ανάλογα. Η ευχέρεια αυτή εξαρτάται από τη σχέση πρωτοβουλίας με την πειθαρχία και
επηρεάζεται από τις γενικές πολιτικές αρχές που διέπουν την ασκούμενη αντεγκληματική πολιτική όπως θα
δούμε παρακάτω. Έτσι για παράδειγμα σε μια περίπτωση ενός νεαρού που οδηγεί αυτοκίνητο χωρίς άδεια
ικανότητας οδηγού, ο αστυνομικός που τον ελέγχει μπορεί είτε να τον συλλάβει και να ακολουθήσει
αυτόφωρη διαδικασία, είτε απλά να συντάξει μήνυση σε βάρος του προκειμένου να ξεκινήσει μια ποινική
διαδικασία εναντίον του είτε τέλος να του απευθύνει μόνο συστάσεις και συμβουλές, πρακτική η οποία έστω
και αν δεν είναι σύμφωνη με το γράμμα του νόμου, εντούτοις είναι συνηθισμένη.
Η διακριτική ευχέρεια στην εξουσία του αστυνομικού και οι κατευθύνσεις οι οποίες δίνονται προς
τους αστυνομικούς για τη διαχείρισή της αποτελούν ένα σημαντικό πεδίο εφαρμογής συστημάτων
αστυνόμευσης και άσκησης αντεγκληματικής πολιτικής. Παρακάτω θα δούμε τις θεωρίες οι οποίες έχουν
αναπτυχθεί κατά καιρούς.

88
5. Η θεωρία και το πρότυπο αστυνόμευσης της «Μηδενικής Ανοχής».

Το πρότυπο αστυνόμευσης της μηδενικής ανοχής, σημαίνει ένα πλαίσιο πολιτικών και μεθόδων
αστυνόμευσης που αποσκοπεί στην αποκατάσταση της τάξης και την εμπέδωση της ασφάλειας των πολιτών,
μέσα από την προώθηση και την ενίσχυση του ελεγκτικού και επιτηρητικού ρόλου της αστυνομίας στη
διαχείριση του εγκληματικού φαινόμενου.126 Πρόκειται για ένα επιτηρητικό-ελεγκτικό σύστημα που
σημαίνει ανάπτυξη διαδικασιών επιτήρησης και ελέγχου της κοινωνίας για την καταστολή οποιασδήποτε
εγκληματικής συμπεριφοράς και την εμπέδωση συστήματος ασφάλειας, μείωση έως εξάλειψη της
διακριτικής ευχέρειας στην άσκηση της εξουσίας των αστυνομικών και στοχοθέτηση συγκεκριμένων
πληθυσμιακών ομάδων οι δραστηριότητες των οποίων θεωρούνται ότι αποτελούν προοίμιο
εγκληματικότητας. Οι θεωρητικοί της μηδενικής ανοχής εμφανίστηκαν τη δεκαετία του 1960 και 70 με
πρώτο τον Ph. Zimbrardo, καθηγητή στο αμερικάνικο πανεπιστήμιο του Stanford, ο οποίος μετά από
ορισμένα πειράματα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αταξία που εκφράζεται με μικροενοχλήσεις στις
σχέσεις μεταξύ των πολιτών και πράξεις μικροπαραβατικότητας είναι άμεσα συνδεδεμένη με την
εγκληματικότητα. Το ίδιο υποστήριξαν οι J.Q. Wilson και o G. Kelling, οι οποίοι ανέπτυξαν τη θεωρία των
«σπασμένων παράθυρων», σύμφωνα με την οποία σε υποβαθμισμένες και παραμελημένες συνοικίες,
ευνοείται η ανάπτυξη του εγκλήματος.127
Πρακτική εφαρμογή της θεωρίας της μηδενικής ανοχής, ξεκίνησε το 1994 ο τότε δήμαρχος της Νέας
Υόρκης, R. Giuliani, με τον W. Bratton, ο οποίος ήταν επικεφαλής της Μητροπολιτικής Αστυνομίας της
Νέας Υόρκης και τον είχε διορίσει ο ίδιος. Οι βασικές ενέργειες στο πλαίσιο της εφαρμογής της θεωρίας της
Μηδενικής Ανοχής, ήταν η αύξηση του αριθμού των αστυνομικών κατά 12000, η αναδιάρθρωση των
αστυνομικών υπηρεσιών και η εφαρμογή προγραμμάτων ελέγχου και εξουδετέρωσης των «προβληματικών»
ομάδων του πληθυσμού η παρουσία των οποίων δημιουργούσε αταξία στην πόλη και θεωρούνταν ότι
δημιουργούσε πρόσφορο πεδίο στην εγκληματικότητα.
Το βασικότερο χαρακτηριστικό της «μηδενικής ανοχής» ήταν ότι δινόταν προτεραιότητα στη δίωξη
συγκεκριμένων ομάδων του πληθυσμού που θεωρούντο «παρεκκλίνουσες» και «προβληματικές» και
λιγότερο στη δίωξη συγκεκριμένων πράξεων.128 Αυτό επιτυγχάνονταν με αυστηρούς ελέγχους, προσαγωγές
και διώξεις των κοινωνικών ομάδων εκείνων όπως οι επαίτες, οι άστεγοι, οι τοξικομανείς και οι αλήτες ώστε
να εγκαθιδρύεται ευταξία και να εμπεδώνεται το αίσθημα ασφάλειας των «φιλήσυχων» πολιτών.
Παράλληλα, η διακριτική ευχέρεια στην άσκηση της εξουσίας των αστυνομικών ήταν περιορισμένη μέσα
από την αυστηρή τήρηση κανόνων πειθαρχίας.
Οι κυριότερες λοιπόν δράσεις της αστυνομίας σε ένα σύστημα μηδενικής ανοχής, είναι η έντονη
επιτήρηση και ο έλεγχος υπόπτων, κυρίως σε ύποπτες - υποβαθμισμένες περιοχές και στέκια. Η διενέργεια
ελέγχων στοιχείων ταυτότητας, σωματικών ελέγχων και οι προσαγωγές ατόμων. Οι δράσεις αυτές όμως

126
Παπαθεοδώρου Θ. (2002), Δημόσια Ασφάλεια και Αντεγκληματική Πολιτική. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 237-
238.
127
Οπ. π.
128
Οπ.π.

89
συχνά μπορεί να σημαίνουν την ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων και το στιγματισμό συγκεκριμένων
κοινωνικών ομάδων.
Το σύστημα της «μηδενικής ανοχής» θεωρήθηκε από τους εφαρμοστές του ότι μείωσε σημαντικά
την εγκληματικότητα και ιδιαίτερα την εγκληματικότητα «του δρόμου». Πράγματι την περίοδο που
εφαρμόστηκε στη Νέα Υόρκη η εγκληματικότητα παρουσίασε μείωση 44%, όμως παρόμοια μείωση υπήρξε
και σε άλλες πόλεις στις οποίες δεν εφαρμόστηκε η «μηδενική ανοχή». Σύμφωνα με τον καθηγητή
Παπαθεοδώρου, η εφαρμογή της μηδενικής ανοχής, τα μόνο σίγουρα αποτελέσματα που είχε ήταν η μείωση
της μικρομεσαίας εγκληματικότητας, η καταστολή της κοινωνικής απειθαρχίας και η αύξηση του
σωφρονιστικού πληθυσμού.129

6. Η Κοινοτική Αστυνόμευση

Ο όρος Κοινοτική Αστυνόμευση, αναφέρεται στο μοντέλο αστυνόμευσης που βασίζεται στη
συνεργασία αστυνομίας και κοινότητας μέσα από δραστηριότητες που είναι κοινές και εντάσσονται στο
πλαίσιο της γενικότερης κοινωνικής δράσης, οι οποίες έχουν σκοπό την πρόληψη της εγκληματικότητας, την
εξάλειψη των προβλημάτων παραβατικότητας και τη μείωση του φόβου απέναντι στο έγκλημα. Κατατείνει
δηλαδή στη γενικότερη βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών. 130
Κατά καιρούς έχουν δοθεί διαφορετικές ερμηνείες των εννοιών κοινότητα και κοινωνία, σύμφωνα με τον
Μακρυδημήτρη:
οποιαδήποτε μορφή συλλογικής δράσης μπορεί να αποτελέσει κοινότητα… αρκεί να
υφίσταται σ’ αυτήν και να καλλιεργείται ο «κοινοτικός δεσμός» 131

Ο όρος όμως «Κοινοτική Αστυνόμευση», δεν αφορά μόνο τα αυστηρά όρια της κοινότητας
σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό της (σύνολο ατόμων με ισχυρούς δεσμούς μεταξύ τους σε ένα ιδιαίτερο
γεωγραφικό περιβάλλον)132αλλά προβάλλεται ως ένα γενικό σύστημα αστυνόμευσης που λειτουργεί κατ’
αρχήν σε τοπικό επίπεδο και επιδιώκει την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των προβλημάτων που
σχετίζονται με παραβατικές συμπεριφορές. Στοχεύει δηλαδή όχι μόνο στην εξάλειψη του εγκλήματος αλλά
και στην εξαφάνιση του φόβου του εγκλήματος, επηρεάζοντας στην ουσία την ποιότητα ζωής της
κοινότητας. Η αστυνόμευση, ξεφεύγει από την αποκλειστικότητα της Αστυνομίας και γίνεται στην ουσία
υπόθεση της κοινότητας με κύριο κορμό την προληπτική και όχι την κατασταλτική δράση.

129
Οπ. π. σ. 243
130
Kratcoski, C. P., & Dukes Duane, (1995), Issues in Community Policing, Cincinnati & Highland Heights: Academy
of Criminal Justice Sciences and Anderson Publishing Co. σ. 7
131
ΤΟ ΒΗΜΑ (2000), «Κοινοτισμός: Το Αμερικάνικο υποκατάστατο του σοσιαλισμού;» Φάκελος ιδεολογίες, Κυριακή
26 Νοεμβρίου 2000. Σχετικό άρθρο Μακρυδημήτρη, Α.
132
Βασιλείου, Θ. Σταματάκη Ν. (1992) Λεξικό των επιστημών του Ανθρώπου, Αθήνα: Gutenberg.

90
Από πολλούς, ιδιαίτερα στις Η.Π.Α., θεωρείται ότι το μοντέλο αυτό δεν είναι και τόσο νέο αλλά
στην ουσία εμφανίστηκε στα τέλη του περασμένου αιώνα με τους πρώτους αστυνομικούς που διενεργούσαν
περιπολίες πεζοί, ήταν διορισμένοι από την κοινότητα ή το δήμο και υποστηρίζονταν στη δουλειά τους από
εθελοντές πολίτες, αλλά και από το σύνολο της κοινότητας μέσα από υποχρεώσεις που ήταν όχι μόνο
κοινωνικά αποδεκτές αλλά και επιβεβλημένες. Η ανάπτυξη των αστικών περιοχών και η έξαρση της βαριάς
εγκληματικότητας, αλλά και οι αυξανόμενοι εργατικοί αγώνες έφεραν την ανάπτυξη του επαγγελματικού
μοντέλου αστυνόμευσης, το οποίο όμως τα τελευταία 30 χρόνια, έδειξε ότι δεν είναι σε θέση να
ανταποκριθεί στις σύγχρονες κοινωνικές απαιτήσεις. Από τη δεκαετία του 1970, ξεκίνησε στις Η.Π.Α. η
σταδιακή, θεωρητική στην αρχή, πρακτική αργότερα, ανάπτυξη του συστήματος της Κοινοτικής
Αστυνόμευσης.133
Η εξάπλωσή του είναι ραγδαία και παρά τις κριτικές που έχουν ασκηθεί κατά καιρούς, η ολοένα και
αυξανόμενη αποδοχή του δείχνει την επιτυχία του σε σχέση με το επαγγελματικό μοντέλο αστυνόμευσης. Η
Κοινοτική Αστυνόμευση αφορά στην εκπόνηση και εφαρμογή συγκεκριμένων προγραμμάτων
αστυνόμευσης της γειτονιάς σε συνεργασία με τους κατοίκους. Τα προγράμματα αυτά αναπληρώνουν το
υπάρχον σύστημα της επαγγελματικής- γραφειοκρατικής αστυνόμευσης ημι-στρατιωτικού χαρακτήρα και το
αντικαθιστούν σταδιακά.134
Η κοινοτική Αστυνόμευση δεν αποτελεί ακόμη ένα ολοκληρωμένο σύστημα που πλήρως και
αποκλειστικά εφαρμόζεται σε κάποια ευρύτερη περιφέρεια. Όμως, περιέχει σημαντικά στοιχεία
«κοινωνικοποίησης» της αστυνομίας και μέχρι τώρα έχει αποδείξει ότι μπορεί να συνεισφέρει στο
μεγαλύτερο μέρος των αστυνομικών δραστηριοτήτων ώστε αυτές να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των
κοινωνικών διαδικασιών μετατρέποντας έτσι την αστυνομία σε ουσιαστικό και νομιμοποιημένο παράγοντα
του κοινωνικού ελέγχου ο οποίος όμως ασκείται από το σύνολο της κοινότητας. Στην ουσία δηλαδή
πρόκειται για ένα «ολοκληρωτικό» αλλά και συμμετοχικό σύστημα αστυνόμευσης και «παρακολούθησης
της γειτονιάς» (Neighbor Watching) από τους ίδιους τους κατοίκους, με την υποστήριξη και καθοδήγηση
της αστυνομίας.135
Βασικές προϋποθέσεις της εφαρμογής Κοινοτικής Αστυνόμευσης είναι η αποκέντρωση της
οργάνωσης της Αστυνομίας, η ύπαρξη σημαντικών αρμοδιοτήτων στην τοπική αυτοδιοίκηση ως προς τη
διοίκηση και την άσκηση ελέγχου στην Αστυνομία και η ύπαρξη κατάλληλου αστυνομικού προσωπικού
που έχει τις γνώσεις και τη διάθεση να λειτουργήσει προς την κατεύθυνση της συνεργασίας με την
κοινότητα με ένα ρόλο καθοδηγητικό και πρωτοπόρο. Ακόμη βασικότερη όμως προϋπόθεση, είναι η θετική

133
Kelling, G., A. Pate. D. Dieckman and C. Brown (1974), The Kansas City Preventive Patrole Experiment: A
summary Report. Washington, D.C.: Police Foundation και Τrojanowicz, R. et al. (1982), An Evaluation of the
Neighborhood Foot Patrol Program in Flint, Michigan. East Lansing, Mich.: Michigan State University. Στο Kratcoski,
et. al. οπ. π,. σ. 13.
134
Muir, W. (1977), Police: Streetcorner Politicians, Chicago: University of Chicago Press. “…όλα τα αστυνομικά
Σώματα έχουν να αντιμετωπίσουν την διαφορά μεταξύ της δημόσιας τάξης και της τοπικής καθημερινής αστυνόμευσης.
Στις Η.Π.Α., ειδικές δυνάμεις έχουν ιδρυθεί για την αντιμετώπιση της διατάραξης της τάξης. Στη βάση ότι οι ρόλοι είναι
ασύμβατοι…ώστε να αφήνουν τους αστυνομικούς ελεύθερους για την κοινοτική αστυνόμευση”
135
Forst Brian & Manning Peter, (1999), The Privatization of Policing, Washington D.C.: George Town University
Press. σ. 14. «...H κοινοτική αστυνόμευση στην ουσία μπορεί να ενδυναμώσει το βασικό δημοκρατικό τρόπο
διακυβέρνησης με μια Αστυνομία που υπηρετεί το κοινό, που είναι υπόλογη σ’ αυτό και στην οποία το κοινό έχει φωνή
στο να προσδιορίζει πως θέλει η Αστυνομία να το υπηρετεί…»

91
προδιάθεση της κοινότητας προς την αστυνομία της κυρίως όσον αφορά στην ύπαρξη σχέσεων
εμπιστοσύνης σχετικά με τους επιδιωκόμενους σκοπούς.136
Η Κοινοτική Αστυνόμευση, στην καθημερινή της άσκηση, προϋποθέτει από οργανωτική άποψη την
ύπαρξη γραφείων αστυνόμευσης στις συνοικίες, τα οποία δεν έχουν καμιά σχέση με τα γνωστά Αστυνομικά
Τμήματα αλλά αποτελούν στην ουσία το χώρο συνάντησης των αστυνομικών με τους πολίτες. Τα γραφεία
αυτά πρέπει να είναι εύκολα στην πρόσβαση, ανοικτά κατά τη διάρκεια της ημέρας και να
χρησιμοποιούνται μόνο ως βάση των αστυνομικών που θα περιπολούν είτε πεζοί είτε με αυτοκίνητο στη
γειτονιά.137 Υπάγονται σε μια μεγαλύτερη αστυνομική μονάδα της πόλης, η οποία έχει και την ευθύνη της
επιχειρησιακής δράσης και της ανταπόκρισης στις κλήσεις του κοινού, για άμεση επέμβαση σε συνεργασία
με τους αστυνομικούς που περιπολούν στη συνοικία, σε περίπτωση ανάγκης. 138 Η συνηθισμένη
δραστηριότητα των αστυνομικών είναι η περιπολία στη γειτονιά με πρώτιστο σκοπό, όχι τον έλεγχο αλλά
την επαφή και την προσέγγιση. Συγκεκριμένα, τα βασικά χαρακτηριστικά της καθημερινής αστυνόμευσης
πρέπει να είναι:
 Η αστυνομία επιχειρεί στη γειτονιά
 Συναντήσεις με ομάδες της κοινότητας,
 Ανάλυση και επίλυση προβλημάτων της γειτονιάς,
 Εργασία μαζί με μέλη της κοινότητας σε προγράμματα πρόληψης του εγκλήματος,
 Επαφές των αστυνομικών με πολίτες μέσα από συναντήσεις πόρτα-πόρτα.
 Συζητήσεις με μαθητές στα σχολεία.
 Συναντήσεις με τοπικούς εμποροβιοτέχνες, εμπόρους και οικονομικούς παράγοντες,
 Καθιέρωση ελέγχων ασφαλείας των επιχειρήσεων και γενικά των πιθανών εγκληματικών στόχων
της γειτονιάς
 Επαφές με «παραβατικά» άτομα, κ.λ.π.139
Οι ικανότητες που πρέπει να έχει ένας αστυνομικός που ενεργεί στα πλαίσια της Κοινοτικής
Αστυνόμευσης, είναι να είναι διαλλακτικός, να έχει ικανότητες επικοινωνίας, να μπορεί να «ακούσει», να
μπορεί να αναπτύσσει εποικοδομητικές πρωτοβουλίες και να εμπνέει εμπιστοσύνη. Ένας αστυνομικός που
θεωρεί ότι πρωταρχική του υποχρέωση είναι να υπακούει σε εντολές, δεν μπορεί να προσαρμοστεί στις
ανάγκες της κοινοτικής αστυνόμευσης.140

136
Watheritt, M. (1986), Innovations in Policing, London: Croom Helm «…Για να εφαρμοστεί η κοινοτική
αστυνόμευση, χρειάζεται επανεξέταση της κοινωνικής αντίληψης αλλά και της αστυνομίας για το ρόλο της πρόληψης του
εγκλήματος, Το ρόλο των καταναλωτών των αστυνομικών υπηρεσιών με την εισαγωγή νέων νομικών μέσων και
αναδιάρθρωση των διαδικασιών ελέγχου…»
137
Παπακωνσταντής Γ. (2003), Ελληνική Αστυνομία. Οργάνωση, Πολιτική και ιδεολογία. Αθήνα: Α.Ν. Σάκκουλας, σ.
262 κ.ε.
138
Kratcoski, C. P., & Dukes Duane, (1995) Issues in Community Policing, Cincinnati & Highland Heights: Academy
of Criminal Justice Sciences and Anderson Publishing co. σ. 142, επίσης: Peak j. Kenneth, Glensor W. Ronald, (1999),
Community Policing & Problem Solving. 2nd edition, New Jersey: Prentice Hall, Inc.
139
Kratcoski, C. P., & Dukes Duane, (1995), οπ.π. σ. 142.
140
Οπ. π. σ. 63.

92
Η Κοινοτική Αστυνόμευση έχει ως βασική προϋπόθεση την ύπαρξη ευρείας διακριτικής ευχέρειας
στους αστυνομικούς οι οποίοι όμως θα είναι εκπαιδευμένοι και καλλιεργημένοι ως προς τη χρήση της προς
όφελος της κοινότητας και του σκοπού για τον οποίο δουλεύουν.141
Σε πολλούς παράγοντες της Αστυνομίας επικρατεί σύγχυση σχετικά με τη διάκριση της κοινοτικής
αστυνόμευσης από τις σχέσεις συνολικά αστυνομίας και κοινότητας και ορισμένοι θεωρούν ότι η κοινοτική
αστυνόμευση ταυτίζεται με την προσπάθεια για την καλυτέρευση απλά της εικόνας της Αστυνομίας στην
κοινότητα. Η σύγχυση αυτή προέρχεται κυρίως από το ότι η Αστυνομία είναι προσανατολισμένη γενικά σε
άλλου τύπου αστυνόμευση, με κυριαρχία του ελέγχου και της καταστολής και η προσέγγιση με τους
κατοίκους στη βάση ενός συγκεκριμένου προγράμματος συνεργασίας, θεωρείται ότι δεν ανήκει στην σφαίρα
της πραγματικής αστυνομικής εργασίας.142
Οι δυσκολίες στην εφαρμογή της Κοινοτικής Αστυνόμευσης είναι πολλές και σημαντικές. 143
Οι αστυνομικοί, παρόλο που, όπως φαίνεται με αυτό το σύστημα νοιώθουν μεγαλύτερη ικανοποίηση
από τη δουλειά τους και δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην επίλυση μη-εγκληματικών προβλημάτων, την ίδια
στιγμή βλέπουν με σκεπτικισμό τις πεζές περιπολίες καθώς και την αποτελεσματικότητα της κοινοτικής
αστυνόμευσης. Πιστεύουν πως το σύστημα είναι περισσότερο κουραστικό και δεν ανταποκρίνεται στην
πραγματική αστυνομική δουλειά.144 Ο προσανατολισμός των περισσότερων Αστυνομικών Σωμάτων, ακόμη
και στις περιπτώσεις που εφαρμόζουν προγράμματα κοινοτικής αστυνόμευσης, είναι προς την κατεύθυνση
του επαγγελματικού, συγκεντρωτικού μοντέλου αστυνόμευσης που είναι ασύμβατος με την κοινοτική
διάσταση του ρόλου της αστυνομίας.145
Επιπλέον, διαμορφώνονται δυνάμεις που αντιστέκονται στις προσπάθειες για αλλαγή των κατεστημένων
σχέσεων και δομών.146

141
Fielding G. Nigel (1991),The police and social conflict. London: The Athlone Press. σ. 118, αναφέρει ένα
χαρακτηριστικό παράδειγμα αστυνόμευσης και ενεργειών από έναν αστυνομικό σε μια αγροτική περιοχή της Αγγλίας:
“ Οδηγεί το ασθενοφόρο όταν χρειάζεται, βοηθά στη δουλειά τους νέους, συμμετέχει στα εκκλησιαστικά συμβούλια
και το δημοτικό συμβούλιο, «μερικές φορές μου φαίνεται ότι κάνω πολύ λίγο αστυνόμευση, είμαι περισσότερο
κοινωνικός λειτουργός», διαβάζει ιστορίες σε μία σχολή νοσοκόμων δυο φορές την εβδομάδα, παίρνει τα παιδιά για
ασφαλείς περιπάτους, αλλά επίσης πρόσφατα συνέλαβε τρεις νεαρούς για διάρρηξη. «οι γονείς τους ήταν θυμωμένοι
στην αρχή και είπαν ότι δεν θα μου ξαναμιλήσουν αλλά, επανήλθαν σύντομα.»
142
Kratcoski, C. P., & Dukes Duane, (1995),Οπ. π., σ. 63… «Οι νεώτεροι άνδρες αστυνομικοί, τείνουν να θεωρούν ότι η
κοινοτική αστυνόμευση δεν είναι η πραγματική δουλειά του αστυνομικού. Όταν είναι νέοι, θεωρούν ότι βγαίνουν έξω στο
δρόμο για να κάνουν συλλήψεις όχι φίλους…»
143
Fielding G. Nigel (1991), οπ.π., σ. 116. «…η κοινοτική αστυνόμευση δεν σημαίνει ένα βουκολικό ειδυλλιακό τοπίο.
…πρέπει να αναρωτηθούμε κάτω από ποιες προϋποθέσεις είναι το κοινό σε θέση να έχει έγκυρη άποψη στην
αστυνομική πρακτική και ποιές αποφάσεις χρειάζονται σε σχέση με νομικές ρυθμίσεις και προϋποθέσεις για το τι θα
είναι αντικείμενο εξω-δικαιϊκής μη-αστυνομικής επίλυσης…»
144
Lurigio, A. J. & W. G. Skogan, (1994), Winning the hearts and minds of police officers: an assessment of staff
perceptions of community policing in Chicago, Crime and Delinquency 40, 315-33 βλ. επίσης: “I’ m too tired for
community policing”, στη διεύθυνση: http://www.communitypolicing.org/exchange/e1998/e19gleason.htm.
145
Mawby, R.I., (1999), Policing Across the World, London: UCL Press.
146
Bayley, D., Policing: The World Stage. Στο: Mawby, οπ. π., σ. 6. Υπάρχει μια τάση να θεωρούμε ότι ο
τρόπος που είναι διευθετημένα τα πράγματα είναι ο τρόπος που πρέπει να είναι. Πιο συγκεκριμένα, οι
εμπειρίες του καθενός είναι ο τρόπος που τα πράγματα πρέπει να είναι διευθετημένα…

93
Η εφαρμογή του συστήματος της κοινοτικής αστυνόμευσης, κυρίως στις Η.Π.Α, έχει θεωρηθεί ότι
παρουσιάζει καλύτερα αποτελέσματα. Άλλωστε, περισσότερα από τα δύο τρίτα των αστυνομικών
υπηρεσιών εφαρμόζουν προγράμματα κοινοτικής αστυνόμευσης. 147

7. Η ιδιωτική αστυνόμευση

Εξαιτίας των ολοένα αυξανόμενων προβλημάτων εγκληματικότητας που οδηγούν στην αύξηση της
ανασφάλειας των πολιτών, τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται η ιδιωτική αστυνόμευση (εταιρείες security).
Πρόκειται για εταιρείες παροχής ιδιωτικών υπηρεσιών ασφάλειας οι οποίες στηρίζονται στη χρήση
τεχνολογίας επιτήρησης και προσωπικού. Οι δραστηριότητές τους είναι κυρίως η φύλαξη χώρων και ο
έλεγχος πρόσβασης σ’ αυτούς, αλλά και η επιτήρηση τους. Οι αρμοδιότητές τους εξαντλούνται στο να
ενημερώνουν την αστυνομία όταν διαπιστώνουν την τέλεση παράνομων πράξεων στο χώρο του οποίου
έχουν αναλάβει την προστασία.
Η παροχή υπηρεσιών ιδιωτικής ασφάλειας έχει τεράστια ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια και σε
ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιείται σε μεγάλο βαθμό ακόμη και από δήμους ή κοινότητες. Η διαφορά
της από την αστυνόμευση είναι ότι η δεύτερη ασχολείται με τη δημόσια ασφάλεια ως δημόσιο αγαθό το
οποίο πρέπει να είναι προσιτό σε όλους τους πολίτες και αποτελεί μέρος της κρατικής πολιτικής. Οι
εταιρείες παροχής υπηρεσιών ασφάλειας, παρέχουν ιδιωτική ασφάλεια ως καταναλωτικό προϊόν- υπηρεσία,
με κριτήρια αγοράς.
Σε πολλές περιπτώσεις οι ιδιαίτερα σκληρές εργασιακές σχέσεις μεταξύ εργοδοτών και
εργαζομένων σε εταιρείες ιδιωτικής ασφάλειας, αναδεικνύουν ένα ποιο επαγγελματικό τρόπο αντιμετώπισης
των προβλημάτων ασφάλειας από τις ιδιωτικές εταιρείες προς όφελος των πελατών τους. Από την άλλη
πλευρά όμως, αδυναμία των εταιρειών ιδιωτικής ασφάλειας είναι η αναξιοπιστία στον έλεγχο της ποιότητας
του προσωπικού και της εκπαίδευσής του,148 ενώ η ανάπτυξη των εταιρειών αυτών δημιουργεί ζητήματα
κοινωνικής ανισότητας με το δεδομένο ότι η ασφάλεια καθίσταται αγαθό προς πώληση με αποτέλεσμα να
είναι ευκολότερα προσιτό στους πλουσιότερους, δημιουργώντας έτσι προβλήματα ταξικών διαφορών ακόμη
και στην ασφάλεια των πολιτών. Η αποτελεσματική λειτουργία του δημόσιου συστήματος αστυνόμευσης,
συμβάλλει προς την κατεύθυνση της δημιουργίας ασφάλειας για όλους. 149

8. Το ελληνικό σύστημα αστυνόμευσης


8.Α. Εξέλιξη και δομή της Ελληνικής Αστυνομίας.
Το κύριο Αστυνομικό Σώμα στην Ελλάδα, είναι η «Ελληνική Αστυνομία». Είναι ο οργανισμός που
έχει γενική αρμοδιότητα για την αστυνόμευση στο σύνολο του ελληνικού χώρου. Εκτός από αυτήν
υπάρχουν η Δημοτική Αστυνομία, με αρμοδιότητες διευθέτησης απλών ζητημάτων τάξης σε επίπεδο

147 ?
Trojanowicz, R. C. & Bouqueroux B. (1992), Toward Development of Meeaningful and Effective
`Performance Evaluations. East Lansing, MI: National Center for Community Policing, Michigan State University
148
Cusson οπ. π.
149
Παπακωνσταντής οπ.π. σ. 277 κ.ε.

94
Δήμων, το Λιμενικό Σώμα, με αρμοδιότητες στο θαλάσσιο χώρο και τις ακτές και οι ειδικές υπηρεσίες του
υπουργείου οικονομικών που ασχολούνται κυρίως με την εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας.
Η Ελληνική Αστυνομία, υπάγεται στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, το οποίο εκτός από την
αρμοδιότητα της Αστυνόμευσης έχει την αρμοδιότητα της Πυροσβεστικής και της Εθνικής Υπηρεσίας
Πληροφοριών. Διοικείται επιχειρησιακά από ένα ενιαίο αρχηγείο. Η ηγετική ομάδα της Αστυνομίας είναι: Ο
αρχηγός, ο υπαρχηγός, ο προϊστάμενος επιτελείου, ο γενικός επιθεωρητής νότιας Ελλάδας και ο γενικός
επιθεωρητής βόρειας Ελλάδας. Όλοι οι παραπάνω έχουν το βαθμό του Αντιστράτηγου. Η πολιτική αρχή
στην οποία υπάγεται είναι ο υπουργός, ο υφυπουργός και ο γενικός γραμματέας του υπουργείου δημόσιας
τάξης, οι οποίοι είναι μέλη της κυβέρνησης.
Η Ελληνική Αστυνομία είναι ένα αστυνομικό σώμα που έχει γενικές αρμοδιότητες αστυνόμευσης
στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας. Αποτελείται περίπου από 50000 αστυνομικούς άνδρες και γυναίκες
και από 1500 πολιτικούς υπαλλήλους.
Ιδρύθηκε το έτος 1984 με το νόμο 1481 και προέκυψε από τη συνένωση των δύο παλιών αστυνομικών
σωμάτων, της «Αστυνομίας Πόλεων» και της «Χωροφυλακής».
Η συγκρότηση της είχε σκοπό τη δημιουργία ενός ενιαίου αστυνομικού σώματος με αρμοδιότητες
σε όλη τη χώρα, κάτω από άμεσο πολιτικό έλεγχο και με ορθολογικό οργανωτικό σχήμα. Αποτελεί από
τότε, το μοναδικό ενιαίο και με γενική αρμοδιότητα, αστυνομικό σώμα στην Ελλάδα. 150
Σε όλη τη διάρκεια της περιόδου από την ίδρυσή της μέχρι σήμερα, τα προβλήματα
εγκληματικότητας που η Ελληνική Αστυνομία είχε να αντιμετωπίσει, παρουσίασαν σημαντική εξέλιξη.
Στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της, η εγκληματικότητα ήταν αρκετά χαμηλή και η Αστυνομία
ανταποκρινόταν στις υποχρεώσεις της με επάρκεια, παρόλο που γενικά η εκτίμηση των πολιτών απέναντι
της ήταν μάλλον περιορισμένη.151 Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 παρουσιάζεται μια σταδιακή
αύξηση των καταγεγραμμένων εγκλημάτων (πλημμελήματα και κακουργήματα ) σε ετήσια βάση. 152 Την ίδια
περίοδο εμφανίστηκε και άρχισε να παρουσιάζει σταδιακή αύξηση το ρεύμα οικονομικών μεταναστών προς
την Ελλάδα.
Το 1996 είναι η χρονιά που για πρώτη φορά γίνονται αναφορές για την ύπαρξη περιπτώσεων
οργανωμένου εγκλήματος στην Ελλάδα. 153 Επίσης ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 80, η Ελλάδα μετέχει
στην ομάδα των χωρών TREVI154. Από το έτος 1992, η Ελληνική Αστυνομία συμμετέχει ανελλιπώς στις
αντίστοιχες ομάδες εργασίας των συμφωνιών Schengen και του Γ΄ Πυλώνα της συνθήκης για την Ε.Ε.
(δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων) ενώ συμμετέχει και στη EUROPOL από την ίδρυσή της, το
Φεβρουάριο του 1994.155
150
Βλ. εισηγητική έκθεση του ν. 1481/1984
151
Lampropoulou E., (2002), Organized crime in Greece. In: Den Boer Monica, (ed.), (2002), Organized Crime: A
catalyst in the Europeanisation of National Police and prosecution Agencies? Maastricht: European Institute of Public
Administration
152
Βλ. Στατιστικές επετηρίδες της Ελληνικής Αστυνομίας, 1989-1999, όπου αναφέρονται οι αριθμοί των διαφόρων
εγκλημάτων
153
Βλ. Έκθεση για το οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα, του Υ.Δ.Τ. προς το ευρωπαϊκό δίκτυο επαφής για το
οργανωμένο έγκλημα (1999)
154
Από τα αρχικά: Terrorisme Et Violence Information , η οποία αποτελούσε το πρώτο δίκτυο συνεργασίας για την
αντιμετώπιση της τρομοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
155
Στις 16 Φεβρουαρίου 1994,επί Ελληνικής Προεδρίας, έγιναν τα εγκαίνια της EDU-EUROPOL στη Χάγη, με την
παρουσία του αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας. Βλ. επίσης: Παπακωνσταντής Γ. (2001), Συμφωνίες Schengen.

95
Η εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Συνεργασίας, επηρέασε την Ελληνική Αστυνομία και
προκάλεσε ορισμένες προσαρμογές στην οργάνωσή της.
Οι προσαρμογές αυτές περιλάμβαναν τη δημιουργία επαρκούς συστήματος εσωτερικής ασφάλειας και
ασφάλειας συνόρων, ώστε η Ελλάδα να καταστεί ικανή να προχωρήσει στο άνοιγμα των συνόρων της με τις
άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να συμμετάσχει έτσι στον ενιαίο χώρο ελεύθερης κυκλοφορίας
των προσώπων στην Ε.Ε. Κατά την περίοδο αυτή αυξήθηκε η δύναμή της κατά 5000 αστυνομικούς και
συμπεριλήφθηκαν σ’ αυτήν δύο νέες κατηγορίες αστυνομικών, οι «Συνοριοφύλακες» που είναι αρμόδιοι για
τον έλεγχο και την ασφάλεια των συνόρων και οι «ειδικοί φρουροί ευπαθών στόχων» οι οποίοι είναι
αρμόδιοι για αστυνομικά καθήκοντα φρούρησης επιτήρησης και περιπολίας. Με το νόμο 2800 που
ψηφίστηκε το έτος 2000, αναδιαρθρώθηκαν οι υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας σε μια προσπάθεια
μεγαλύτερης αυτονόμησης από την πολιτική ηγεσία και ορθολογικοποίησης της δομής της. Σημαντικότερη
καινοτομία ήταν η ίδρυση Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, διακριτού από το Υπουργείο Δημόσιας
Τάξης. Κατά την ίδια περίοδο (1993-2000), η Ελληνική Αστυνομία έδωσε προτεραιότητα στον εξοπλισμό
της, στην ίδρυση υπηρεσιών ασφάλειας συνόρων, στην αύξηση της παρουσίας της στο δρόμο και στην
εκπαίδευση του προσωπικού156. Επιπλέον, ανέλαβε το κύριο έργο της οργάνωσης της ασφάλειας των
ολυμπιακών αγώνων της Αθήνας το 2004, που ήταν το μεγαλύτερο επιχειρησιακό γεγονός που έχει ποτέ
αναλάβει. Για το σκοπό αυτό συνεργάστηκε με αστυνομίες άλλων χωρών που είχαν σχετική εμπειρία αλλά
και με αρκετές άλλες υπηρεσίες του Ελληνικού Κράτους.

8.Β. Διάρθρωση και λειτουργία της Αστυνομίας στην Ελλάδα

Η διάρθρωση των αστυνομικών υπηρεσιών στην Ελλάδα διαφοροποιείται σε σχέση με την


αρμοδιότητα και σε σχέση με τη γεωγραφική περιοχή. Η λειτουργία και η δράση της ολοκληρώνεται μέσα
από την κάθετη ιεραρχία. 157 Στον επιχειρησιακό τομέα η διαφοροποίηση σε σχέση με την αρμοδιότητα,
διαχωρίζεται σε τρεις βασικούς τομείς α) Την Αστυνομία Τάξης, β) την Αστυνομία Τροχαίας και γ) την
Αστυνομία Ασφάλειας. Σε αρκετές περιπτώσεις ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις, η διαφοροποίηση
εξειδικεύεται περισσότερο, όπως: δ) Αστυνομία Δίωξης Ναρκωτικών, ε) Τουριστική Αστυνομία στ)
Αστυνομία Ασφάλειας αεροδρομίων. Υπάρχουν επίσης ειδικές Ομάδες Πρόληψης και Καταστολής
Εγκληματικότητας, Τμήματα φύλαξης Συνόρων, υπηρεσίες αλλοδαπών, υπηρεσίες εσωτερικών υποθέσεων
(νότιας και βόρειας Ελλάδας), η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία και τα αστυνομικά εργαστήρια.
Η διαφοροποίηση σε σχέση με τη γεωγραφική περιοχή, βασίζεται στη διοικητική διαίρεση της
χώρας και περιλαμβάνει μια Αστυνομική Διεύθυνση σε κάθε νομό και μια Γενική Αστυνομική Διεύθυνση σε
κάθε μία από τις περιφέρειες. Στους νομούς Αττικής και Θεσσαλονίκης εξ’ αιτίας του μεγάλου πληθυσμού

Γενική επισκόπηση, βασικά κείμενα Γ’ έκδοση ιδίου.


156
Κατά την περίοδο αυτή άλλαξε ριζικά ο τρόπος πρόσληψης αστυνομικών και εντάχθηκε στο γενικότερο σύστημα
για εισαγωγή στα πανεπιστήμια. (Νόμος 2226/1994), έγινε δεκτό το δικαίωμα του συνδικαλισμού των αστυνομικών,
(Νόμος 2265/1994) και εφαρμόστηκαν συγκεκριμένα κριτήρια κοινωνικού χαρακτήρα για τις μεταθέσεις των
αστυνομικών.
157
Timsit G., (1989), Κράτη και Διοικήσεις. Μετ- επιμ., Τσέκος Θ. Αθήνα: Ελληνικές Πανεπιστημιακές Εκδόσεις. Στη
σ. 13 . Σύμφωνα με το συγγραφέα, οι αρχές της διαφοροποίησης και της Ολοκλήρωσης θεωρούνται οι δυο βασικές
οργανωτικές αρχές των κρατικών οργανώσεων.

96
τους λειτουργούν Γενικές Αστυνομικές Διευθύνσεις. Υπάρχει επίσης η κάθετη ιεραρχία των υπηρεσιών
προκειμένου να ολοκληρώνεται και να γίνεται ενιαία η δράση της. 158 Οι Αστυνομικές υπηρεσίες
διακρίνονται σε κεντρικές-επιτελικές και σε περιφερειακές. Οι κεντρικές αστυνομικές υπηρεσίες,
συγκροτούν το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας. Οι υπηρεσίες του Αρχηγείου έχουν επιτελικό κυρίως
χαρακτήρα και η αρμοδιότητά τους εκτείνεται στο σύνολο του ελλαδικού χώρου. Υπάγονται σε τρεις
κλάδους (Κλάδος ασφάλειας και τάξης, κλάδος διοικητικού και κλάδος οικονομοτεχνικών μέσων και
πληροφορικής). Στους τρεις αυτούς κλάδους υπάγονται 14 διευθύνσεις που καλύπτουν το σύνολο των
αστυνομικών δραστηριοτήτων σε επιτελικό- κεντρικό επίπεδο. Υπάρχουν επίσης άλλες 14 κεντρικές
υπηρεσίες σε επίπεδο διεύθυνσης που υπάγονται απευθείας στον Αρχηγό του Σώματος, καθώς και η
Αστυνομική Ακαδημία
Το σύνολο της χώρας, καλύπτουν επιχειρησιακά 14 Γενικές Αστυνομικές Διευθύνσεις, στις οποίες
υπάγονται συνολικά 67 Αστυνομικές Διευθύνσεις. 159 Σε κάθε Αστυνομική Διεύθυνση, υπάγεται ανάλογος
αριθμός Αστυνομικών Τμημάτων και σε κάθε Αστυνομικό Τμήμα. ανάλογος αριθμός Αστυνομικών
Σταθμών.160
Η κατανομή της Αστυνομικής δύναμης, στις διάφορες περιοχές της Ελλάδας, γίνεται με βάση την
προβλεπόμενη οργανική δύναμη, όπως αυτή έχει καθορισθεί με εμπειρικό τρόπο και στηρίζεται στον
πληθυσμό που κατοικεί στη συγκεκριμένη περιοχή.
Σύμφωνα με όσα περιγράφονται παραπάνω, στην Ελληνική Αστυνομία, υπάρχουν περίπου 2150
αστυνομικές υπηρεσίες και ο μέσος αριθμός των αστυνομικών που έχει κάθε υπηρεσία είναι περίπου 17.
Βέβαια υπάρχουν υπηρεσίες με ένα αστυνομικό και υπηρεσίες με περισσότερους από 500 αστυνομικούς.
Η λειτουργία της Ελληνικής Αστυνομίας στη σύγχρονη εποχή καλείται να αντιμετωπίσει τα
παρακάτω βασικά ζητήματα:
1) Η αντιμετώπιση της λαθρομετανάστευσης και η ασφάλεια των συνόρων. Ο στόχος αυτός
αποτέλεσε μια από τις πρώτες προτεραιότητες της Ελληνικής Προεδρίας στην Ε.Ε. το
πρώτο εξάμηνο του 2003 και συνεχίζει να είναι πρωταρχικός. 161
2) Η καταπολέμηση κάθε μορφής τρομοκρατίας
3) Η ενσωμάτωση των αποτελεσμάτων και εμπειριών από την επιτυχή διεκπεραίωση του
έργου της ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων, στο μέλλον της Αστυνομίας.
4) Η βελτίωση της κυκλοφορίας των οχημάτων και η μείωση των τροχαίων ατυχημάτων
5) Η αντιμετώπιση της εμφάνισης και της ανάπτυξης του οργανωμένου εγκλήματος
6) Η βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών που η Αστυνομία παρέχει στους πολίτες.
7) Η αντιμετώπιση των γραφειοκρατικών δυσκολιών και η αύξηση της αστυνομικής
παρουσίας «στο δρόμο»
8) Η καταπολέμηση της συνήθους εγκληματικότητας

158
Η ιεραρχική διάταξη έχει διαμορφωθεί σύμφωνα με τον νόμο 2800/2000.
159
Βλ. ομοίως όπως παραπάνω,
160
Βλ. Ν. 2800/2000.
161
Βλ. Συμπεράσματα από τη Σύνοδο της Θεσσαλονίκης, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Ιούνιος 2003

97
9) Η βελτίωση στον τρόπο πρόσληψης και η αναβάθμιση της εκπαίδευσης των
αστυνομικών
Όλα τα παραπάνω θέματα τα οποία καλείται η Ελληνική αστυνομία να αντιμετωπίσει,
παρουσιάζονται σε ένα γενικό πλαίσιο μιας κοινωνίας με έντονα στοιχεία μεταβατικότητας. Εκ των
πραγμάτων λοιπόν εκτός των πρακτικών ζητημάτων που αναφέρθηκαν πιο πάνω, δημιουργούνται ανάγκες
αλλαγής φιλοσοφίας και μεθόδων αστυνόμευσης, ιδιαίτερα σε ότι αφορά στις σχέσεις της με τις τοπικές
κοινωνίες και τη δυνατότητά τους να παρεμβαίνουν σε ένα «ημιστρατιωτικό» μοντέλο αστυνόμευσης που
για χρόνια εφαρμόζεται. Στην ελληνική κοινωνία, παρουσιάζεται ακόμη απροθυμία στους πολίτες να
απευθύνονται στην αστυνομία για την επίλυση προβλημάτων, εκφράζοντας μια έλλειψη σχέσεων
εμπιστοσύνης που εντάσσεται στη γενικότερη έλλειψη αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ κράτους και
κοινωνίας.162 Η προσπάθεια εφαρμογής στοιχείων κοινοτικής αστυνόμευσης μέχρι στιγμής κυρίως με την
εφαρμογή του θεσμού «αστυνομικού της γειτονιάς», είναι περιστασιακή και δεν συνοδεύεται από μια
ανάλογη προσπάθεια εκπαίδευσης και προσαρμογής της νοοτροπίας των αστυνομικών. Πάντως η εφαρμογή
νέων μεθόδων αστυνόμευσης όπως η κοινοτική αστυνόμευση ή η αστυνόμευση που προσανατολίζεται στην
επίλυση προβλημάτων, αποτελεί ως φαίνεται ένα προσανατολισμό στις τάσεις εξέλιξης της Ελληνικής
Αστυνομίας. Όμως η ουσιαστική εφαρμογή αυτών των μεθόδων απαιτεί ευρύτερες προσαρμογές όχι μόνο
στην αστυνομική δομή αλλά ακόμη και στις κοινωνικές αντιλήψεις για το ρόλο της αστυνομίας στην
Ελλάδα.163 Κυρίως οι σχέσεις κοινωνίας και κράτους όπως είναι δομημένες δημιουργούν συγκεκριμένες
δυσκολίες σε αυτή τη διαδικασία. 164 Άλλωστε οι συχνές οργανωτικές και λειτουργικές αλλαγές που γίνονται
τα τελευταία 6 χρόνια στην Ελληνική Αστυνομία, αποδεικνύουν ότι ακόμη δεν έχουν σταθεροποιηθεί οι
τάσεις εξέλιξής της.165
Τα παραπάνω προβλήματα που η Ελληνική Αστυνομία έχει μπροστά της απαιτούν όπως είναι φυσικό
οργανωτικές προσαρμογές και νέες πολιτικές ως προς τη δράση και τη στρατηγική της
Συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι το αστυνομικό σύστημα στην Ελλάδα βρίσκεται σε μια
μεταβατική περίοδο η οποία αποτελεί σύμπτωμα αλλά ταυτόχρονα και αποτέλεσμα της μεταβατικής
περιόδου στην οποία βρίσκεται η Ελληνική κοινωνία γενικότερα. 166
Η μεταβατική αυτή περίοδος, έχει ξεκινήσει περίπου από το 1994 και σ’ αυτήν παρουσιάζεται μια
διαδικασία σταδιακής μετεξέλιξης της Ελληνικής Αστυνομίας.
Η μετεξέλιξη αυτή περιλαμβάνει οργανωτικές αλλαγές, βελτίωση εκπαίδευσης και εξοπλισμού, βελτίωση
της διαχείρισης ανθρώπινων πόρων, βελτίωση των συνθηκών εργασίας του προσωπικού. Όλα αυτά
στοχεύουν στην αύξηση της αποδοτικότητας και στην αναβάθμιση της ποιότητας των παρεχομένων
υπηρεσιών. Δεν αποτελούν πάντως συνολική αλλαγή του αστυνομικού μοντέλου, κάτι που άλλωστε δεν
είναι σίγουρο ότι θα είναι αποδεκτό από την Ελληνική Κοινωνία
Παράλληλα εξελίσσονται και οι ανάγκες που καλείται να καλύψει η Αστυνομία στην Ελλάδα.

162
Μακρυδημήτρης Α., (1999), Η αναγκαία μεταρρύθμιση του κράτους. Δημόσιος Τομέας,τ.χ.150, Μάρτιος 1999.
163
Wright Alan (2002), Policing. Devon: Willan Publishing, p. 6-12
164
Τσουκαλάς Κ. (1999), Κοινωνική ανάπτυξη και κράτος. Αθήνα: Θεμέλιο
165
Βλ. για παράδειγμα: Λαμπρόπουλος Β. Οι μαύρες τρύπες της ΕΛ.ΑΣ., ΤΟ ΒΗΜΑ, 21 Νοεμβρίου 2004, σ. Α 41.
166
Βλ. Τσουκαλάς, οπ. π.

98
Στο πλαίσιο αντιμετώπισης των αναγκών και με το βάρος των προβλημάτων αλλά και της εμπειρίας του
παρελθόντος, η μετεξέλιξη της αστυνομίας στηρίζεται στους παρακάτω άξονες:
Α) Στην αύξηση των πόρων που διατίθενται για εξοπλισμό, τεχνολογία και εκπαίδευση προσωπικού. 167
Β) Στην αύξηση του αριθμού των αστυνομικών που υπηρετούν στο δρόμο, τόσο με την αύξηση των
προσλήψεων, όσο και μέσα από την αναδιάρθρωση των υπηρεσιών. 168
Γ) Στην ανάπτυξη συνεργασίας με αστυνομίες άλλων χωρών τόσο στο πλαίσιο της Ε.Ε. όσο και σε διμερή
βάση, οι οποίες έχουν μεγαλύτερη εμπειρία σε ορισμένα θέματα. Χαρακτηριστικές είναι για παράδειγμα οι
συνεργασίες με την Scotland Yard και το FBI σε θέματα τρομοκρατίας και ασφάλειας ολυμπιακών αγώνων,
η συνεργασία με την Αυστραλιανή Αστυνομία σε θέματα ασφάλειας ολυμπιακών αγώνων κ.λ.π.
Δ) Στην βελτίωση της Εκπαίδευσης σε όλα τα επίπεδα. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται στη δια βίου εκπαίδευση
των αστυνομικών.169
Όλα τα παραπάνω όπως είναι φυσικό απαιτούν μεγάλες προσπάθειες και συναντούν αρκετές δυσκολίες. Οι
δυσκολίες παρουσιάζονται με δύο βασικές μορφές:
α) Είναι οι εσωτερικές συνθήκες που από χρόνια έχουν διαμορφωθεί στην Αστυνομία όπως είναι η
διαμορφωμένη οργανωσιακή κουλτούρα και η ιδεολογία της Αστυνομίας, η γραφειοκρατική αντίληψη και ο
κομφορμισμός. Είναι θεωρητικό αξίωμα ότι οι οργανώσεις αντιστέκονται στις αλλαγές που έχουν σκοπό να
διαφοροποιήσουν την οργανωσιακή τους κουλτούρα.170
β) Είναι οι αντικειμενικές δυσκολίες που υπάρχουν στην ελληνική κοινωνία, η οποία για χρόνια έβλεπε και
ως ένα σημείο εξακολουθεί να βλέπει με επιφύλαξη τους κρατικούς μηχανισμούς. 171 Επιπλέον κυριαρχεί το
πρότυπο του αστυνομικού ως όργανο καταστολής που γενικώς κυνηγά εγκληματίες. Από την άποψη αυτή
φαίνεται να έχει εναποθέσει στην κατασταλτική αστυνόμευση, ένα δυσανάλογα μεγάλο κομμάτι από το
σύστημα της αντεγκληματικής πολιτικής.
Τα βασικότερα όμως προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει η Ελληνική Αστυνομία είναι το
πρόβλημα του προσδιορισμού του ρόλου της και το πρόβλημα της προσέγγισης και αποκατάστασης
σχέσεων εμπιστοσύνης με την κοινωνία σε πανελλήνιο και τοπικό επίπεδο. Τα δύο αυτά προβλήματα είναι
συνυφασμένα, εφόσον ο προσδιορισμός του ρόλου της εξαρτάται από τις κοινωνικές ανάγκες που καλείται
να καλύψει η Αστυνομία, η έκφραση των οποίων μπορεί να γίνει μόνο μέσα από την αποκατάσταση
σχέσεων εμπιστοσύνης.
Η βελτίωση των σχέσεων αστυνομίας και κοινωνίας υπάγεται στη γενική αναγκαιότητα μείωσης της
διάστασης κράτους και κοινωνίας η οποία έχει ιστορικές, πολιτικές και κοινωνικές καταβολές. Η εφαρμογή
της κοινοτικής αστυνόμευσης, σε τελευταία ανάλυση, είναι περισσότερο ζήτημα εκδημοκρατισμού της ίδιας
της κοινωνίας η οποία σαν ευρύτερο πεδίο δομής και οργάνωσης συμβάλλει στη συνθετική διαδικασία του

167
Σύμφωνα με κυβερνητικές ανακοινώσεις από το 1998, ξεκίνησε εξοπλιστικό πρόγραμμα της Ελληνικής Αστυνομίας,
συνολικής αξίας περίπου 30.000.000 Euro
168
Σημειώνεται ότι η αριθμητική δύναμη συνολικά της Ελληνικής Αστυνομίας έχει αυξηθεί τα τελευταία 10 χρόνια
περίπου κατά 20%
169
Είναι ήδη σε εξέλιξη διαδικασία νομοθετικής παρέμβασης για τον εκσυγχρονισμό της αστυνομικής εκπαίδευσης.
170
Clegg R. S., (1990), Modern Organizations. London: SAGE Publications, p. 39
171
Τσουκαλάς Κ., (1999), οπ. π.

99
κράτους, των μηχανισμών του αλλά και των επιμέρους συλλογικών οργανώσεων. Προϋποθέτει αμοιβαίες
σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ κράτους και κοινωνίας, ανάπτυξη της ενεργητικής παρουσίας και της
συμμετοχής των πολιτών στις αποφάσεις που αφορούν στην καθημερινή ζωή και ταυτόχρονα
αποκεντρωμένες διαδικασίες λειτουργίας και ελέγχου της Αστυνομίας. Με άλλα λόγια, είναι απαραίτητη η
«κοινωνικοποίηση» της Ελληνικής Αστυνομίας η οποία δεν μπορεί παρά να προκύψει μέσα από την
επικράτηση του πολιτικού πλουραλισμού στο επίπεδο του πολιτικού της ελέγχου, του οργανωτικού
ορθολογισμού στο επίπεδο της οργανωτικής δομής και διάρθρωσης και της κοινωνικής δικαιοσύνης και
προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στο ιδεολογικό πεδίο.

Αντί επιλόγου

Στις σελίδες του βιβλίου αυτού, δόθηκαν ορισμένα στοιχεία που αφορούν τις παραβατικές
συμπεριφορές του ανθρώπου και τις προσπάθειες που καταβάλλει ως κοινωνικό ον, προκειμένου να τις
αντιμετωπίσει.
Η ανθρώπινη εγκληματικότητα είναι συνοδό στοιχείο της ανθρώπινης κοινωνίας. Οι εκδηλώσεις της καθώς
και τα αίτιά της αποτελούν αντικείμενο μελέτης χιλιάδων επιστημόνων αλλά και κοινωνικών και κρατικών
λειτουργών με ζητούμενο πάντα την ιδανική κοινωνία.
Όπως έγινε κατανοητό στις προηγούμενες σελίδες η ανθρώπινη παραβατική συμπεριφορά έχει πολλές
πλευρές και αποτελεί συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης κοινωνίας. Ιστορικά δεν έχει υπάρξει μια κοινωνία
χωρίς έγκλημα και όπως φαίνεται δεν θα υπάρξει ούτε στο μέλλον. Είναι όμως αδύνατο να υπάρξει,
τουλάχιστον στη μορφή που ξέρουμε σήμερα, και μια κοινωνία η οποία δεν αντιμετωπίζει τις εγκληματικές
συμπεριφορές των μελών της.
Ανάμεσα στις διαπιστώσεις αυτές με τη βοήθεια των κοινωνικών επιστημών, μελετούνται και καθορίζονται
οι δράσεις και οι πολιτικές απέναντι στο εγκληματικό φαινόμενο. Όμως τα αίτια της εγκληματικής
συμπεριφοράς, οι επιπτώσεις της, οι διαφορετικές προσεγγίσεις στην ερμηνεία του εγκληματικού
φαινόμενου καθώς και οι πολιτικές διαφοροποιήσεις στην αντιμετώπισή του, δημιουργούν πολλές φορές
σύγχυση τόσο στους θεωρητικούς επιστήμονες όσο και στους κρατικούς λειτουργούς που μελετούν και
προσπαθούν να ερμηνεύσουν και να περιορίσουν το φαινόμενο.
Το εγκληματικό φαινόμενο, είναι ένα φαινόμενο που βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο του κοινωνικού
διαλόγου και των κρατικών πολιτικών. Εξελίσσεται παράλληλα με την εξέλιξη των κοινωνιών και
δημιουργεί πάντοτε νέα ερευνητικά ερωτήματα και νέα θέματα προς αντιμετώπιση.
Από την άποψη αυτή πιστεύω ότι τα θέματα τα οποία αναπτύχθηκαν συνοπτικά στις προηγούμενες σελίδες
ακούμπησαν τα βασικά εγκληματολογικά προβλήματα καθώς και τα προβλήματα αντεγκληματικής
πολιτικής και έδωσαν μια πρώτη γνώση σε όποιον ενδιαφέρεται να βυθιστεί στα βαθειά νερά των
εγκληματολογικών αναζητήσεων.

100
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Αγγελής Ε. Διαδίκτυο (Internet) και ποινικό δίκαιο – Έγκλημα στον κυβερνοχώρο (Cybercrime –
Internet Crime), ΠοινΧρ Ν΄(2000), σελ. 675επ.).
2. Αρτινοπούλου Β. (1995), Αιμομιξία: Θεωρητικές προσεγγίσεις και ερευνητικά δεδομένα, Αθήνα:
εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη
3. Αρτινοπούλου Β., Μαγγανάς Α. (1996), Θυματολογία και όψεις θυματοποίησης. Αθήνα: Νομική
Βιβλιοθήκη
4. Βγενόπουλος Κ. Γ. (Επιμ.,1998), Πρόσφυγες και Μετανάστες στην Ελληνική αγορά εργασίας.
Αθήνα: Ελληνικό Κέντρο Ευρωπαϊκών Μελετών
5. Αλεξιάδης Στέργιος (1996), Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας. Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας

101
6. Αλεξιάδης Στέργιος (1995), Σωφρονιστική. Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας.
7. Αργυρόπουλος Ανδρέας (2001), Ηλεκτρονική εγκληματικότητα. Αθήνα-Κομοτινή: Α.Ν. Σάκκουλας
8. Γεωργάκης Ι. Α. (1991): Ιδεολογικοί ορίζοντες του Σύγχρονου Ποινικού Δικαίου. Αθήνα-
Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλα
9. Λαμπροπούλου Ε., (1994), Κοινωνικός Έλεγχος του Εγκλήματος. Αθήνα: Παπαζήση.
10. Σπινέλλη Κ.Δ., (1982), Η Γενική Πρόληψη των Εγκλημάτων. Ποινικά, Αθήνα: Σάκκουλας
11. Σπινέλλη Κ. Δ.:(1984), Εισαγωγή στις Ποινικές και Εγκληματολογικές Επιστήμες, Αθήνα: χ.ε.
12. Σπινέλλη Κ.Δ.(1985), Εγκληματολογία. Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Ν.Σάκκουλας
13. Σπινέλλη Κ.Δ. (1997), Σημειώσεις Εγκληματολογίας, Χειμ. Εξαμήνου 1996-97 και 1997-98.
Τομέας Ποινικών Επιστημών Νομικού Τμήματος Πανεπιστημίου Αθηνών. Αθήνα: Αντ. Ν.
Σάκκουλα.
14. Σταθόπουλος Πέτρος (1999), Κοινωνική Πρόνοια. Αθήνα: Εκδ. Έλλην
15. Λαμπροπούλου Έφη (1999), Η κατασκευή της πραγματικότητας και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Η περίπτωση της βίας και της εγκληματικότητας. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
16. Νέστορος Ν. Ι.(επιμ,1992), Η επιθετικότητα στην οικογένεια, στο σχολείο και στην κοινωνία.
Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
17. Δασκαλάκης Η. (1985), Η εγκληματολογία της κοινωνικής αντίδρασης. Αθήνα: Σάκκουλας
18. Τσουραμάνης Χρήστος, (1992), Η Ληστεία: Εγκληματολογική-Κοινωνιολογική ανάλυση. Αθήνα:
Αντ. Ν. Σάκκουλας
19. Φαρσεδάκης Ι.,(1990), Η εγκληματολογική σκέψη από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας. Αθήνα:
Νομική βιβλιοθήκη.
20. Παπακωνσταντής Γιώργος (2003), Ελληνική Αστυνομία: Οργάνωση, Πολιτική και ιδεολογία.
Αθήνα: Α.Ν. Σάκκουλας
21. Μακρυδημήτρης Α., (1999), Διοίκηση και Κοινωνία. Αθήνα: Θεμέλιο
22. Μικράκης Α.(1998) «Εμείς και οι «άλλοι», οι διαφορετικοί, οι ξένοι: Η σύγκρουση στο συμβολικό
επίπεδο», από το συλλογικό τόμο, Κοινωνικές ανισότητες και κοινωνικός αποκλεισμός, Αθήνα.:
ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα,
23. Μπόση Μαίρη, (1996), Ελλάδα και Τρομοκρατία. Αθήνα-Κομοτηνη: Αντ. Ν . Σάκκουλα
24. Μπόση Μαίρη (1999), Ζητήματα Ασφάλειας στη Νέα Τάξη πραγμάτων. Αθήνα: Εκδόσεις
Παπαζήση.
25. Μπεζέ Λ. (1985), Ανήλικοι παραβάτες . Αθήνα- Κομοτηνη: Α.Ν. Σάκκουλα.
26. Νικολαϊδου Σήλλα., (1993), Η κοινωνική οργάνωση του αστικού χώρου. Αθήνα: Παπαζήση
27. Παϊπάης Γ. (1996), Λεξικό Εννοιών Πολιτικών-Κοινωνικών Επιστημών και Γενικής Παιδείας,
Αθήνα: Σταμούλη.
28. Πανούσης Γ. «Εγκληματολογικοί αναστοχασμοί. Το έγκλημα-Ο εγκληματίας -Η τιμωρία».
Ποινική Δικαιοσύνη 2/2000 σ. 182-184.
29. Πανούσης Γ., Βιδάλη Σ. (2001), Κείμενα για την αστυνομία και την Αστυνόμευση,
εγκληματολογικά, Αθήνα- Κομοτηνή: Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα.

102
30. Παπαμιχαήλ Σ. (1999) Σημειώσεις εγκληματολογίας: Ενδοοικογενειακή βία. Σχολή Αστυφυλάκων.
31. Timsit G., (1989), Κράτη και Διοικήσεις. Μετ- επιμ., Τσέκος Θ. Αθήνα: Ελληνικές
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις
32. Παπαστάμου Σ., & Μαντόγλου Α. (επιμ, 1995), Κοινωνικές Αναπαραστάσεις, Αθήνα: Οδυσσέας
33. Παπαστάμου Σ. (επίμ.), (1990), Διομαδικές σχέσεις. Αθήνα: Οδυσσέας,
34. Πάσχος Γ., (1991), Κράτος Δικαίου και Πολιτική. Αθήνα: Ο Πολίτης
35. Ραφτόπουλος Παναγιώτης (2001), Ποινικό Δίκαιο. Αθήνα: Έκδ. ίδιου, άρθρα 287-296.
36. Χτούρης Σωτήρης (1997), Μεταβιομηχανική κοινωνία και η κοινωνία της πληροφορίας. Αθήνα:
Ελληνικά Γράμματα
37. Καρακώστας Γ.(1984), Ελληνικό Ποινικό Δίκαιο. Αθήνα
38. Παπακωνσταντής Γ. (2003,2004), Σύγχρονες απειλές ασφάλειας και η διεθνής αστυνομική
συνεργασία για την αντιμετώπισή τους. Ρέθυμνο, έκδοση ίδιου
39. Μαγκάκης Γ.Α. (1982), Ποινικό Δίκαιο, Διάγραμμα γενικού μέρους, εκ. β΄, Αθήνα.
40. Αραβαντινός Ιωάννης (1983), Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου. Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκκουλα.
41. Πασουκάνις Ε., (1985), Μαρξισμός και Δίκαιο, Αθήνα: Οδυσσέας,
42. Athabasca University, (10/10/2000), Online Dictionary of Sociology: http://bitbucket.icaap.org/cgi-
bin/glossary/Socialdict.
43. Lenk Kurt, (1990), Πολιτική Κοινωνιολογία. Επιμ. Κατσούλης Ηλίας. Αθήνα: Εκδ. Παρατηρητής,
44. Miaille Michel (1988), Κριτική εισαγωγή στο Δίκαιο. Αθήνα: Παρατηρητής
45. Buci.-Glucksmann, C., (1984), Ο Γκράμσι και το κράτος. Αθήνα: Θεμέλιο.
46. Curran James, Gurevitch Michael (2001), Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και Κοινωνία. Μετφρ.
Κίκιζας Δημ. Αθήνα: εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ
47. Clegg R. S., (1990), Modern Organizations. London: SAGE Publications
48. Durkcheim E. (1994), Οι κανόνες της κοινωνιολογικής μεθόδου. Μτφρ. Επιμ. Λ.Μ. Μουσούρου.
Αθήνα: Gutenberg
49. Πουλαντζάς Ν., (χ.χ), Η Κρίση του Κράτους. Αθήνα: Παπαζήσης.
50. Πουλαντζάς Ν.,(1978), Κράτος Εξουσία και Σοσιαλισμός, Αθήνα: Παπαζήση
51. Weber Max, (1983), Βασικές έννοιες κοινωνιολογίας
52. Καρύδης Β. (1996), Η εγκληματικότητα των μεταναστών στην Ελλάδα. Αθήνα: Α.Ν. Σάκκουλας.
53. Κοσκινάς Κ. κ.α. (1999), Αστυνομικοί και Μετανάστες αμοιβαίες πολιτικές ταυτότητας. Έρευνα,
Πάντειο Πανεπιστήμιο και Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
54. Ετήσιες Στατιστικές επετηρίδες της Ελληνικής Αστυνομίας, 1995-2002. Αθήνα: Εκδ. Υπουργείο
Δημόσιας Τάξης
55. Ζοπουνίδης Κ., Νικολαρακης Μ. (2002), Πολυκριτήρια ανάλυση της εγκληματικότητας των νομών
της Ελλάδας. Πολυτεχνείο Κρήτης.
56. Ραχωβίτσας Γ. Ι, Σίμογλου Δ. Θ. (2003), Ναρκωτικά και Αστυνομία. Αθήνα: Σαββάλας
57. Παπαθεοδώρου Θ. (2002), Δημόσια Ασφάλεια και Αντεγκληματική Πολιτική. Αθήνα: Νομική
Βιβλιοθήκη,

103
58. Foucault, M., (1979), Discipline and Punish : The Birth of the Prison. New York: Vintage Books
( Ελλην. Μεταφρ.: Φουκώ Μ.(1989), Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής Αθήνα;
Ράππα).
59. Huysmans J. (1998), “Security! What do you mean? From Concept to Thich signifier” European
Journal of International Relations. Vol.4, No 2. Sage Publications
60. Cain, M., (1979), «Trends in the sociology of Policework». International Journal of the Sociology
of Law 7, 143-67.
61. Baley, D.H. (1985), Patterns of Policing: a comparative international analysis. New Brunswick:
Rutgers University Press. :
62. Manning, P.K., (1996), “Dramaturgy, Politics and the Axial Media Event”. Sociological Quarterly.
37:101-18
63. Edelman, M. (1988), Constructing the political Spectacle. Chicago: University οf Chicago Press.
64. Shils, Ε.: “The consept and function of ideology”. Στο: International encyclopedia of the social
sciences. New York, τομ. 7,
65. Converse, Ph. E., (1964), The nature of belief systems in mass puplics. New York
66. Cousson Maurice (2002), Σύγχρονη Εγκληματολογία. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη,
67. Cain, M., (1979), «Trends in the sociology of Policework». International Journal of the Sociology
of Law 7, 143-67.
68. Baley, D.H. (1985), Patterns of Policing: a comparative international analysis. New Brunswick:
Rutgers University Press Fenton Bresler, (1992) "Interpol" London: Penguin
69. Weber Max, (1983), Βασικές έννοιες Κοινωνιολογίας, μτφρ. Μ.Γ. Κυπραίου, Αθήνα: Κένταυρος)
70. Trojanowicz, R. C. & Bouqueroux B. (1992), Toward Development of Meeaningful and Effective
Performance Evaluations. East Lansing, MI: National Center for Community Policing,
Michigan State University
71. Forst Brian & Manning Peter, (1999), The Privatization of Policing, Washington D.C.: George
Town University Press
72. Fielding G. Nigel (1991),The police and social conflict. London: The Athlone Press
73. Mawby, R.I., (1999), Policing Across the World, London: UCL Press
74. Lurigio, A. J. & W. G. Skogan, (1994), Winning the hearts and minds of police officers: an
assessment of staff perceptions of community policing in Chicago, Crime and Delinquency 40,
315-33
75. Kratcoski, C. P., & Dukes Duane, (1995) Issues in Community Policing, Cincinnati & Highland
Heights: Academy of Criminal Justice Sciences and Anderson Publishing co
76. Kelling, G., A. Pate. D. Dieckman and C. Brown (1974), The Kansas City Preventive Patrole
Experiment: A summary Report. Washington, D.C.: Police Foundation
77. Giddens A. ,(1993), Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία. Επιμ. Κονιαβίτης Θωμάς. 3η έκδοση, Αθήνα:
Οδυσσέας,
78. Σταθόπουλος Πέτρος (1999), Κοινωνική Πρόνοια. Αθήνα: Εκδ. Έλλην

104
79. Μεσημέρης Σταμάτης (1991), Η ψυχολογία των ναρκομανών. Αθήνα: Εκδ. Ταμασσός
80. Μαυρέας, Βενετσάνος (1994), Κατάχρηση ουσιών, Πρόληψη και έλεγχος. Εκδ. Παγκόσμιος
Οργανισμός Υγείας
81. Fenton Bresler, (1992) "Interpol" London: Penguin
82. Thio Alex (2003), Παρεκκλίνουσα Συμπεριφορά. 4η έκδοση, επιμ. Χρ. Τσουραμάνης. Αθήνα:
Εκδόσεις Ελλην, σ. 53 κ.ε.
83. Δημητράς Η. Παναγιώτης. (1991), Πολιτικός Περίγυρος, Κόμματα και Εκλογές στην Ελλάδα. Τομ.
1ος, Εκδ. Λύχνος, Αθήνα. σ. 17
84. Wright Alan (2002), Policing. An introduction to consepts and practice. Devon: Willan Publishing
85. Robilliard john, McEwan Jenny, (1986), The Police Powers and the individual. Oxford: Basil
Blackwell LTD
86. Parsons Talcott (1951), The Social System. New York: Free Press
87. Cohen Albert (1966), Deviance and Control. Englewood Cliffs, N.J.: Prentice- Hall
88. Βασιλάκη Ειρήνη (1993), Η καταπολέμηση της εγκληματικότητας μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών.
Αθήνα-Κομοτηνή: Α.Ν. Σάκκουλας
89. Παπαθεοδώρου Π. Θεόδωρος - ΄΄Δημόσια ασφάλεια και αντεγκληματική πολιτική ΄΄- Έκδοση
Νομική Βιβλιοθήκη 2002 – σελ. 198 έως 200.
90. Ποινικός Κώδικας – Άρθρα 121-133- Ποινική Δικαιοσύνη, νέα έκδοση ενημέρωση μέχρι 26-6-
2001
91. Curran James, Gurevitch Michael (2001), Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και Κοινωνία. Μετφρ.
Κίκιζας Δημ. Αθήνα: εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ
92. Den Boer Monica, (ed.), (2002), Organized Crime: A catalyst in the Europeanisation of National
Police and prosecution Agencies? Maastricht: European Institute of Public Administration
93. Σκανδαλίδης Κ., (1997), Πολιτεία Ανθρώπου, η Αριστερά στη Δίνη της Χιλιετίας. Αθήνα: Νέα
Σύνορα, Α. Α. Λιβάνη,
94. Anderson M. (1989), Policing the World, Interpol and the politics of International Police Co-
operation. Oxford: Clareton Press

Άρθρα σε Εφημερίδες και περιοδικά

95. Αρτινοπούλου Β., «Η μικροπολιτική του εγκλήματος», ΤΑ ΝΕΑ, 3-6-1999.


96. Κρουσταλάκης Ε. Προβλήματα και προβληματισμοί από την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης.
Αστυνομική Επιθεώρηση, Δεκέμβριος 1999,
97. Πανούσης Γιάννης, «Τοπική Κοινωνία και Κοινοτική Αστυνόμευση», Αστυνομική Επιθεώρηση,
Νοέμβριος 1999, σ. 684
98. Πανούσης Γ. «Εγκληματολογικοί αναστοχασμοί. Το έγκλημα-Ο εγκληματίας -Η τιμωρία». Ποινική
Δικαιοσύνη 2/2000 σ. 182-184.

105
99. Πανούσης Γ.,(26,27-9-1998) « Η εκπαίδευση των αστυνομικών για την αντιμετώπιση του
σύγχρονου εγκλήματος. Ανάγκες και προϋποθέσεις». Εισήγηση στο 1ο πανελλήνιο συνέδριο «Η
εκπαίδευση των αστυνομικών στη σύγχρονη κοινωνία», Ρέθυμνο, υπό δημοσίευση.
100. Πανούσης Γ., Βιδάλη Σ. (2001), Κείμενα για την αστυνομία και την Αστυνόμευση,
εγκληματολογικά, Αθήνα- Κομοτηνή: Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα.
101. Παπακωνσταντής Γ. (22-10-1999), «Οργανωτικές δομές των υπηρεσιών για την αντιμετώπιση της
εγκληματικότητας.» Εισήγηση σε πανελλήνια ημερίδα που οργανώθηκε από το Πολυτεχνείο Κρήτης
στα Χανιά με θέμα : «Εγκληματικότητα. Οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις.» Πρακτικά
Ημερίδας, αδημοσίευτα, Πολυτεχνείο Κρήτης.
102. Σωμερίτης Ρ., «Ένοχοι και Αθώοι», ΤΟ ΒΗΜΑ, 11-10-1998.
103. Ηλιού Κατερίνα, Μαλαπέτσα Μαρία, Τσαγκαράκη Βασιλική (2000), Ετήσια Έκθεση
ΕΚΠΝΤ για το 2000 σχετικά με την κατάσταση του προβλήματος των ναρκωτικών στην Ε.Ε.
Αθήνα: Ποινική Δικαιοσύνη, 12/ 2001 σ. 1304-1312
104. Ιωαννίδης Β., Κουτσελίνης Αντ. (2002), Έγκλημα: Μια γενική θεώρηση ενός διαχρονικού
φαινομένου. Αθήνα: Αστυνομική Ανασκόπηση, Νοέμβριος Δεκέμβριος 2002, τ. 216 (2), 217 (3).
105. Μπιλανάκη Ελευθερία (2003), Έφηβοι: Η παραπτωματική συμπεριφορά τους και η χρήση
ουσιών. Αιτιολογικοί παράγοντες που την ερμηνεύουν. Αθήνα: Αστυνομική Ανασκόπηση, τ. 220,
Ιούλιος- Αύγουστος 2003, σ. 52-54
106. Μέσα Ενημέρωσης Ψεύδη και Δημοκρατία. Αθήνα: Ελληνική Έκδοση Le Monde
diplomatique, Μάιος 1993
107. Μέσα Ενημέρωσης, μηχανισμοί χειραγώγησης. Αθήνα: Ελλην. Έκδ. Le monde diplomatique,
Απρίλιος 1996
108. Βερσή Μερόπη (2003), Ενδο-οικογενειακή βία, Κακοποίηση γυναικών. Αθήνα: Αστυνομική
Ανασκόπηση, Μάρτιος-Απρίλιος 2003, σ. 174-177.
109. Αργυρόπουλος Α. Το ηλεκτρονικό έγκλημα. Εισήγηση στην ημερίδα με θέμα: «Το
Οργανωμένο και το Οικονομικό έγκλημα στο σύγχρονο κόσμο» Οικονομικό επιμελητήριο, Ρέθυμνο
31-3-2003
110. Τομαράς Κώστας, Εγκληματικότητα ανηλίκων «Ασπίδα» η Οικογένεια. Εφημ. ΕΘΝΟΣ,
ηλεκτρονική έκδοση http://www.ethnos.gr /1-4-2005
111. Τραϊανού –Λουλά Αγλαΐα - ΄΄Ανήλικος παραβάτης και η δίκη του΄΄- Άρθρο στο
΄΄Νομικό βήμα τομ.30, τευχ.4/1982- σελ.282 έως 285
112. Χονδροματίδης Γεώργιος΄΄Παραβατικότητα Ανηλίκων Αστυνομική Επιθεώρηση, Ιούνιος
1998 – σελ. 368 έως 369.
113. Γαρδίκας Γ. Κωνσταντίνος - ΄΄Αι ειδικαί των εγκληματιών κατηγορίας και
μεταχείριση αυτών ΄΄ - σελ. 178 έως 180.
114. Κωστάρας Παν. Αλέξανδρος - ΄΄ Έννοιες και Θεσμοί του ποινικού δικαίου ΄΄ -Εκδόσεις
Σακκούλα 2001 – σελ. 210 έως 212.

106
115. Γεωργακοπούλου Κωστία, Τέλος εποχής, Οικονομικός Ταχυδρόμος, φ. 36 (2418), 9-9-2000,
σ. 78-79.
116. Μαγκάκης Γ-Α., (8-2-1999). Εισήγηση σε ημερίδα με θέμα: Η κατάσταση στα Σώματα
Ασφαλείας, Αθήνα: έκδοση της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ.Ε, σ. 30-34.
117. ΤHE EUROPEAN, 28-4 1995, “Who’s Watching Big Brother?”
118. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 3-4-1999, Σένγκεν, «Ευροχειροπέδες» στα δικαιώματά μας.

107

You might also like