Professional Documents
Culture Documents
Life Beginner Wordlist GR
Life Beginner Wordlist GR
2
big (adj) μεγάλος museum (n) μουσείο
home (n) σπίτι near (prep) κοντά
meeting (n) συνάντηση next to (prep) δίπλα σε
office (n) γραφείο opposite (prep) αντίθετα
poor (adj) φτωχός park (n) πάρκο
rich (adj) πλούσιος train station (n) σιδηροδρομικός
small (adj) μικρός σταθμός
young (adj) νεαρός
PAGES 48–49
PAGES 40–41 bell (n) καμπάνα
baby (n) μωρό Friday (n) Παρασκευή
congratulations (n) συγχαρητήρια guidebook (n) ταξιδιωτικός
engaged (adj) αρραβωνιασμένος οδηγός
engagement (n) αρραβώνας map (n) χάρτης
follow (v) ακολουθώ Monday (n) Δευτέρα
great (adj) περίφημος open (adj) ανοιχτός
kind (adj) ευγενικός Saturday (n) Σάββατο
lovely (adj) αξιαγάπητος Sunday (n) Κυριακή
party (n) πάρτι Thursday (n) Πέμπτη
welcome (adj) ευπρόσδεκτος timetable (n) χρονοδιάγραμμα
tourist (n) τουρίστας
PAGE 43 Tuesday (n) Τρίτη
capital (n) πρωτεύουσα vertical (adj) κάθετος
country (n) χώρα Wednesday (n) Τετάρτη
farmer (n) αγρότης
ger (n) Γκερ PAGES 50–51
taxi driver (n) οδηγός ταξί beginning (n) έναρξη
closed (adj) κλειστός
UNIT 4 CITIES end (n) τέλος
PAGE 45 midday (n) μεσημέρι
building (n) κτήριο restaurant (n) εστιατόριο
new (adj) νέος time zone (n) ζώνη ώρας
tower (n) πύργος
PAGES 52–53
PAGES 46–47 cake (n) κέικ
bank (n) τράπεζα coffee (n) καφές
bus station (n) σταθμός fruit juice (n) φρουτοχυμός
λεωφορείων mineral water (n) μεταλλικό νερό
café (n) καφέ salad (n) σαλάτα
car park (n) πάρκινγκ sandwich (n) σάντουιτς
αυτοκινήτων tea (n) τσάι
cinema (n) σινεμά large (adj) μεγάλος
information centre κέντρο
(n) πληροφοριών PAGE 55
market (n) αγορά art (n) τέχνη
3
bridge (n) γέφυρα webcam (n) κάμερα web
garden (n) κήπος
lights (n) φώτα PAGES 62–63
shopping street εμπορικός basic (adj) βασικός
(n) δρόμος bowl (n) μπολ
sign (n) πινακίδα box (n) πλαίσιο
snack bar (n) σνακ μπαρ cheap (adj) φτηνός
surf (v) κάνω σερφ design (n) σχέδιο
symbol (n) σύμβολο electric (adj) ηλεκτρικός
gas (n) αέριο
UNIT 5 heat (v) θερμαίνω
INVENTIONS lid (n) καπάκι
PAGE 57 maximum (n) μέγιστος
air (n) αέρας newspaper (n) εφημερίδα
fly (v) πετώ oven (n) φούρνος
robot (n) ρομπότ panel (n) πάνελ
toy (n) παιχνίδι pot (n) κατσαρόλα
solar (adj) ηλιακός
PAGES 58–59 sun (n) ήλιος
basket (n) καλάθι
carry (v) μεταφέρω PAGES 64–65
cook (v) μαγειρεύω alarm clock (n) ξυπνητήρι
drive (v) οδηγώ dollar (n) δολάριο
generation (n) γενιά euro (n) ευρώ
intelligent (adj) έξυπνος expensive (adj) ακριβός
move (v) κινώ image (n) εικόνα
play (v) παίζω memory stick (n) στικάκι
ride (v) ιππεύω pound (n) λίρα
run (v) τρέχω quality (n) ποιότητα
see (v) βλέπω radio (n) ραδιόφωνο
sing (v) τραγουδώ
speak (v) μιλώ PAGE 67
supermarket (n) σουπερμάρκετ appointment (n) ραντεβού
swim (v) κολυμπώ busy (adj) απασχολημένος
technology (n) τεχνολογία diary (n) ημερολόγιο
gadget (n) μικροσυσκευή
PAGES 60–61 kitchen (n) κουζίνα
backpack (n) σακίδιο laptop (n) φορητός
camera (n) φωτογραφική υπολογιστής
μηχανή microwave (n) φούρνος
headphones (n) ακουστικά μικροκυμάτων
MP3 player (n) συσκευή organise (v) οργανώνω
αναπαραγωγής
ΜΡ3 UNIT 6
video camera (n) βιντεοκάμερα PASSIONS
4
PAGE 69 horrible (adj) φριχτός
fan (n) θαυμαστής table tennis (n) επιτραπέζια
football (n) ποδόσφαιρο αντισφαίριση
international (adj) διεθνής
passionate (adj) παθιασμένος PAGE 79
prize (n) βραβείο bone (n) κόκκαλο
rugby (n) ράγκμπι bread (n) ψωμί
team (n) ομάδα Brie (n) μπρι
Camembert (n) καμαμπέρ
PAGES 70–71 peach (n) ροδάκινο
cheese (n) τυρί stall (n) πάγκος
chocolate (n) σοκολάτα tomato (n) ντομάτα
competition (n) διαγωνισμός vegetarian (n) χορτοφάγος
dish (n) πιάτο
egg (n) αβγό UNIT 7
fish (n) ψάρι DIFFERENT
fruit (n) φρούτο LIVES
giant (adj) γιγάντιος PAGE 81
meat (n) κρέας autumn (n) φθινόπωρο
pasta (n) ζυμαρικά celebration (n) γιορτή
pumpkin pie (n) κολοκυθόπιτα month (n) μήνας
rice (n) ρύζι spring (n) άνοιξη
tennis (n) τένις summer (n) καλοκαίρι
traditional (adj) παραδοσιακός winter (n) χειμώνας
vegetable (n) λαχανικό
PAGES 82–83
PAGES 72–73 reindeer (n) τάρανδος
action (n) πράξη study (v) σπουδάζω
bird (n) πουλί tractor (n) τρακτέρ
comedy (n) κωμωδία understand (v) καταλαβαίνω
detective (n) ντετέκτιβ
jazz (n) τζαζ PAGES 84–85
novel (n) μυθιστόρημα board (n) πίνακας
reality (n) πραγματικότητα book (n) βιβλίο
wildlife (n) άγρια ζωή classmate (n) συμμαθητής
classroom (n) σχολική αίθουσα
PAGES 74–75 college (n) κολλέγιο
festival (n) φεστιβάλ Maasai (n) Μασάι
pigeon (n) περιστέρι pen (n) στυλό
race (n) αγώνας pencil (n) μολύβι
tourist attraction τουριστικό school (n) σχολείο
(n) αξιοθέατο student (n) μαθητής
university (n) πανεπιστήμιο
PAGES 76–77 unusual (adj) ασυνήθιστος
boring (adj) βαρετός village (n) χωριό
5
PAGES 96–97
PAGES 86–87 archaeologist (n) αρχαιολόγος
climbing (n) αναρρίχηση article (n) άρθρο
cloudy (adj) συννεφιασμένος colleague (n) συνάδελφος
cycling (n) ποδηλασία geologist (n) γεωλόγος
golf (n) γκολφ laboratory (n) εργαστήριο
photo (n) φωτογραφία lecture (n) διάλεξη
rainy (adj) βροχερός noisy (adj) θορυβώδης
running (n) τρέξιμο object (n) αντικείμενο
season (n) εποχή report (n) αναφορά
skiing (n) σκι teach (v) διδάσκω
snowy (adj) χιονισμένος
sunny (adj) ηλιόλουστους PAGES 98–99
wet (adj) βρεμένος automatic (adj) αυτόματος
windy (adj) ανεμώδης conservation (n) προστασία
crisis (n) κρίση
PAGES 88–89 domestic (adj) εγχώριος
bored (adj) βαριεστημένος hunt (v) κυνήγι
hungry (adj) πεινασμένος jaguar (n) ιαγουάρος
thirsty (adj) διψασμένος leopard (n) λεοπάρδαλη
tired (adj) κουρασμένος radio collar (n) κολάρο-πομπός
tiger (n) τίγρης
PAGE 91 wild (adj) άγριος
couple (n) ζευγάρι
fire (n) φωτιά PAGE 103
hard (adj) σκληρός call (v) καλώ
journey (n) ταξίδι drink (v) πίνω
sleep (v) κοιμάμαι eat (v) τρώω
snow (n) χιόνι gentle (adj) τρυφερός
soft (adj) μαλακός greet (v) χαιρετώ
travel (v) ταξιδεύω hand (n) χέρι
have a bath (v) κάνω μπάνιο
UNIT 8 identify (v) αναγνωρίζω
ROUTINES individual (n) μεμονωμένος
PAGE 93 jeep (n) τζιπ
computer (n) υπολογιστής lie down (phr v) ξαπλώνω
helicopter (n) ελικόπτερο trunk (n) προβοσκίδα
modern (adj) σύγχρονος
UNIT 9 TRAVEL
PAGES 94–95 PAGE 105
breakfast (n) πρωινό flying (n) πτήση
dinner (n) δείπνο interesting (adj) ενδιαφέρων
exercise (n) άσκηση plane (n) αεροπλάνο
lunch (n) μεσημεριανό train (n) τρένο
6
PAGES 106–107 lifetime (n) ολόκληρη ζωή
bag (n) τσάντα opera (n) όπερα
boot (n) μπότα option (n) επιλογή
coat (n) παλτό rail (n) σιδηροδρομικός
dress (n) φόρεμα sightseeing (n) περιήγηση στα
hat (n) καπέλο αξιοθέατα
jacket (n) σακάκι view (n) θέα
jeans (n) τζιν
jumper (n) πουλόβερ PAGES 112–113
pocket (n) τσέπη alarm (n) ξυπνητήρι
sandals (n) σανδάλια desk (n) γραφείο
scarf (n) κασκόλ meal (n) γεύμα
shirt (n) πουκάμισο menu (n) μενού
shoe (n) παπούτσι
shorts (n) σορτς PAGE 115
skirt (n) φούστα ancient (adj) αρχαίος
suitcase (n) βαλίτσα bang (n) μπανγκ
top (n) μπλούζα canoe (n) κανό
trousers (n) παντελόνι crash (v) τρακάρω
T-shirt (n) μπλουζάκι μακό donkey (n) γάιδαρος
gold (n) χρυσάφι
PAGES 108–109 goldmine (n) χρυσορυχείο
armchair (n) πολυθρόνα landmine (n) νάρκη
bed (n) κρεβάτι llama (n) λάμα
chair (n) καρέκλα loud (adj) δυνατός
cheap (adj) φτηνός plate (n) πιάτο
comfortable (adj) άνετος sand dune (n) αμμόλοφος
desk (n) γραφείο sheep (n) πρόβατο
fridge (n) ψυγείο track (n) μονοπάτι
hostel (n) ξενώνας
lamp (n) λάμπα UNIT 10
shower (n) ντους HISTORY
sofa (n) καναπές PAGE 117
table (n) τραπέζι digital (adj) ψηφιακός
TV (n) τηλεόραση disc (n) δίσκος
wardrobe (n) γκαρνταρόμπα history (n) ιστορία
invention (n) εφεύρεση
PAGES 110–111 recorder (n) καταγραφικό
adventurous (adj) περιπετειώδης television (n) τηλεόραση
diving (n) κατάδυση test (n) τεστ
hiking (n) πεζοπορία video (n) βίντεο
hitch-hike (v) ταξιδεύω με
οτοστόπ PAGES 118–119
horse riding (n) ιππασία captain (n) καπετάνιος
in advance (exp) εκ των προτέρων expedition (n) αποστολή
7
North Pole (n) Βόρειος Πόλος tragedy (n) τραγωδία
Portuguese (adj) Πορτογάλος
space (n) διάστημα UNIT 11
successful (adj) επιτυχημένος DISCOVERY
PAGE 129
PAGES 120–121 arrive (v) φτάνω
basketball (n) καλαθοσφαίριση discover (v) ανακαλύπτω
champion (n) πρωταθλητής leave (v) αναχωρώ
friendly (adj) φιλικός
funny (adj) αστείος PAGES 130–131
hero (n) ήρωας arrow (n) βέλος
nature (n) φύση body (n) σώμα
sportsman (n) αθλητής discovery (n) ανακάλυψη
investigation (n) έρευνα
PAGES 122–123 kill (v) σκοτώνω
ago (adv) πριν knife (n) μαχαίρι
celebrity (n) διασημότητα mountaineer (n) ορειβάτης
empire (n) αυτοκρατορία mystery (n) μυστήριο
land (n) γη scientific (adj) επιστημονικός
leader (n) ηγέτης
now (adv) τώρα PAGES 132–133
president (n) πρόεδρος adventure (n) περιπέτεια
prisoner (n) αιχμάλωτος dangerous (adj) επικίνδυνος
today (adv) σήμερα film (v) ταινία
war (n) πόλεμος pool (n) πισίνα
watch (v) παρακολουθώ
PAGES 124–125
late (adj) αργά PAGES 134–135
seat (n) θέση crazy (adj) τρελός
sorry (adj) συγγνώμη cut (v) κόβω
worry (v) ανησυχώ deep (adj) βαθύς
species (n) είδος
PAGE 127 traffic (n) κίνηση
astronaut (n) αστροναύτης
die (v) πεθαίνω PAGES 136–137
goal (n) στόχος delicious (adj) νόστιμος
Mercury (n) Ερμής last (adj) τελευταίος
orbit (v) τροχιά pay (v) πληρώνω
programme (n) πρόγραμμα shark (n) καρχαρίας
satellite (n) δορυφόρος
shuttle (n) διαστημικό PAGE 139
λεωφορείο acidic (adj) όξινος
speech (n) λόγος balloon (n) μπαλόνι
Sputnik (n) Σπούτνικ chemist (n) χημικός
success (n) επιτυχία close (adj) κλειστός
8
earthy (adj) γήινος builder (n) χτίστης
experience (v) εμπειρία community (n) κοινότητα
flower (n) λουλούδι dream house (n) το σπίτι των
juicy (adj) ζουμερός ονείρων σας
man-made (adj) χειροποίητο fun (adj) αστείος
perfume (n) άρωμα organisation (n) οργανισμός
scent (n) μυρωδιά professional (adj) επαγγελματικός
stephanotis (n) στεφανωτή project (n) έργο
taste (v) γεύομαι roof (n) στέγη
watery (adj) νερουλός tornado (n) ανεμοστρόβιλος
tornado-resistant ανθεκτικό στους
UNIT 12 THE (adj) ανεμοστρόβιλους
WEEKEND voluntary (adj) εθελοντικός
PAGE 141 volunteer (n) εθελοντής
factory (n) εργοστάσιο
weekend (n) σαββατοκύριακο PAGES 148–149
adult (n) ενήλικας
PAGES 142–143 brochure (n) φυλλάδιο
bath (n) μπάνιο castle (n) κάστρο
bathe (v) πλένομαι court (n) γήπεδο
bathroom (n) λουτρό exhibition (n) έκθεση
bedroom (n) κρεβατοκάμαρα finish (v) τελειώνω
cooking (n) μαγειρική return ticket (n) εισιτήριο
dining room (n) τραπεζαρία επιστροφής
ironing (n) σιδέρωμα special (adj) ειδικός
living room (n) καθιστικό
mat (n) χαλάκι PAGE 151
motorbike (n) μοτοποδήλατο concert (n) συναυλία
read (v) διαβάζω flying fish (n) ιπτάμενα ψάρια
sit (v) κάθομαι group (n) ομάδα
smile (v) χαμογελάω guitar (n) κιθάρα
talk (v) μιλάω main (adj) κύριος
toilet (n) τουαλέτα musician (n) μουσικός
wash (v) πλένομαι painter (n) ζωγράφος
wear (v) φοράω prepare (v) προετοιμάζω
rest (v) ξεκουράζομαι
PAGES 144–145 song (n) τραγούδι
folk (n) φολκ
free (adj) ελεύθερος
sale (n) πώληση
shopping (n) ψώνια
stuff (n) πράγματα
trip (n) ταξίδι
PAGES 146–147