Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 50

«Ο αυτεπάγγελτος έλεγχος της ισχύος (συνταγματικότητας), της

συμβατότητας με το ενωσιακό και το διεθνές δίκαιο και της “ορθής”


ερμηνείας του νόμου στις διοικητικές διαφορές ουσίας 1»

Β.ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΗΣ Δ.Δ.-Δ.Ν.

Ι. Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ

Η παρούσα εισήγηση έχει ως αντικείμενο τον αυτεπάγγελτο έλεγχο του


διοικητικού δικαστή στις διαφορές ουσίας ή πλήρους δικαιοδοσίας επί των
ζητημάτων συνταγματικότητας και συμβατότητας του νόμου, καθώς και το εάν
ελέγχεται αυτεπαγγέλτως (εκ μέρους του δικαστή) η ορθή ερμηνεία του νόμου
από το εκδόν τη διοικητική πράξη όργανο.

Θα πρέπει εκ των προτέρων να τονιστεί ότι η διάκριση των διοικητικών


διαφορών σε ακυρωτικές, που ανήκουν κατά το γενικό τεκμήριο αρμοδιότητας
που θέτει το Σύνταγμα στην ακυρωτική δικαιοδοσία του Συμβουλίου της
Επικρατείας (ΣτΕ)2, και διαφορών ουσίας ή πλήρους δικαιοδοσίας που
εκδικάζονται κατά κανόνα από τα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια (Τ.Δ.Δ.), δεν
ασκεί ουσιαστική επιρροή στο ζήτημα εν γένει του αυτεπάγγελτου ελέγχου του
διοικητικού δικαστή.

Και τούτο, διότι, όχι, μόνον, οι διαφορές 3 μεταξύ των ένδικων


βοηθημάτων που ασκούνται στο πλαίσιο της διοικητικής δικαιοσύνης έχουν
αμβλυνθεί4, αλλά, κυρίως, ενόψει του ίδιου έργου που καλείται να επιτελέσει ο
ακυρωτικός δικαστής και ο δικαστής της ουσίας. Και οι δύο δικαστές είναι
δικαστές της νομιμότητας, καλούνται να ελέγξουν τη νομιμότητα μίας
διοικητικής πράξης με κανόνα αναφοράς τον νόμο, το Σύνταγμα, τις διεθνείς
συμβάσεις ή το ενωσιακό δίκαιο.
Συνακόλουθα, η αυτεπάγγελτη εξουσία του διοικητικού δικαστή δεν
διαφέρει από το αν πρόκειται για δικαστή πλήρους δικαιοδοσίας ή δικαστή

1Η μελέτη αυτή αποτελεί τη γραπτή αποτύπωση της προφορικής εισηγήσεώς μου στους σπουδαστές της
Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών στις 28.11.2018, στην ημερίδα με θέμα «Αυτεπαγγέλτως
ερευνώμενα ζητήματα στις διοικητικές διαφορές».
2ΟλΣτΕ 3919/2010, ΣτΕ 2884/2016, 1902/2017, 153/2017.
3Κριτήρια διάκρισης μεταξύ των ακυρωτικών διαφορών και των διαφορών ουσίας είναι η εξουσία του

διοικητικού δικαστηρίου επί της διαφοράς και οι συνέπειες των αποφάσεων που εκδίδει. Έτσι, στην
περίπτωση των ακυρωτικών διαφορών, το δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης
διοικητικής πράξης και την ακυρώνει, αν είναι μη νόμιμη, δεν προβαίνει δε σε ουσιαστική εκτίμηση των
πραγματικών περιστατικών παρά μόνο μέσα από τον έλεγχο της αιτιολογίας, της υπέρβασης των ακραίων
ορίων της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου και της πλάνης περί τα πράγματα. Αντιθέτως,
στις διοικητικές διαφορές ουσίας, ο δικαστής ελέγχει και εκτιμά πλήρως τα πραγματικά περιστατικά της
τιθέμενης διαφοράς, αναγνωρίζει ή διαπλάθει την έκταση και το περιεχόμενο ενός δικαιώματος και έχει την
εξουσία να ακυρώσει ή να τροποποιήσει την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη.
4Για το ζήτημα αυτό, βλ. S.DOUMBE-BILLE, «Recours pour excès de pouvoir et recours de plein contentieux»,

AJDA, 1993, σ.3 επ., H. LEPETIT-COLLIN, «La distinction des recours contentieux en matière administrative.
Nouvelles perspectives», RFDA, 2011, σ.813, D.TRUCHET, «Office du juge et distinction des contentieux :
renoncer aux « branches », RFDA, 2015, σ. 657.
ακυρώσεως, αφού και ο πρώτος έχει την εξουσία τόσο να ακυρώσει την πράξη
όσο και να την τροποποιήσει5.

Μ’ αυτή την έννοια, ο διοικητικός δικαστής, ο δικαστής της νομιμότητας,


έχει τη δική του «δικαιοδοτική ταυτότητα», είναι εξοπλισμένος με την ίδια
εξουσία ελέγχου, είτε πρόκειται για δικαστή ουσίας είτε για ακυρωτικό. Τούτο,
δε, διότι, επιπλέον, όλα τα ένδικα βοηθήματα της διοικητικής δίκης έχουν ως
σκοπό τους και τον έλεγχο της νομιμότητας που παραβιάστηκε6.

Μόνο στην περίπτωση της αγωγής αποζημιώσεως, ο δικαστής της


αγωγής, δεδομένου ότι δεν έχει ως κύριο σκοπό του την αποκατάσταση της
νομιμότητας, αλλά, κυρίως, την επιδίκαση ή μη αποζημίωσης για τη βλάβη που
ισχυρίζεται ο ενάγων ότι επήλθε στο πρόσωπό του, δεν δικαιούται να επεκτείνει
τη νομική αιτία της διαφοράς, ελέγχοντας αυτεπαγγέλτως τη νομιμότητα της
διοικητικής πράξης, στην οποία ερείδεται η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη της
Διοικήσεως.

ΙΙ. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ


ΔΙΚΑΣΤΗ ΚΑΙ Η ΑΡΧΗ ΝΟΝ ULTRA PETITA

Η αυτεπάγγελτη εξουσία του δικαστή στη διοικητική δίκη ορίζεται σαν


τον σύνολο των ex officio εξουσιών και υποχρεώσεών του σε σχέση με τους
διαδίκους της δίκης και το αντικείμενό της7.

Έτσι, ο διοικητικός δικαστής, στο πλαίσιο του ανακριτικού συστήματος


οργάνωσης της διοικητικής δίκης φέρει την ευθύνη συγκρότησης του
πραγματικού υλικού της υποθέσεως.

Η παρούσα εισήγηση δεν έχει, όμως, ως αντικείμενο την πλευρά αυτή της
αυτεπάγγελτης εξουσίας του δικαστή, αλλά διαπραγματεύεται την εξουσία του
να λάβει υπόψη του ex officio έναν λόγο νομιμότητας που δεν προβάλλεται από
τους διαδίκους με το δικόγραφο της προσφυγής ή των προσθέτων λόγων.

Από αυτή και μόνον την εξουσία που αναγνωρίζεται στον διοικητικό
δικαστή κατανοούμε ότι κύριος σκοπός του δικαστή της νομιμότητας είναι και η
ακύρωση των παράνομων διοικητικών πράξεων και όχι μόνον η επίλυση της
ένδικης διαφοράς, όπως τέθηκε από τον διάδικο της δίκης.

Για να είμαστε, όμως, απολύτως ακριβείς, ο πρώτος σκοπός αναγκαίως


περιορίζεται από το αντικείμενο της δίκης και τους δικονομικούς περιορισμούς
της8. Έτσι, ο κανόνας στη διοικητική δίκη είναι, καταρχήν, ότι ο δικαστής
οφείλει να αποφαίνεται μόνον επί των ισχυρισμών των διαδίκων 9. Το
δικόγραφο της προσφυγής, το αίτημά της και οι ισχυρισμοί των διαδίκων
διαγράφουν την περίμετρο εντός της οποίας οφείλει ο διοικητικός δικαστής να
ασκήσει τη δικαιοδοσία του.

5W.LELLIG, L'office du juge administratif de la légalité, thèse, Université Montpellier, 2015, σ.25.
6A.COURREGES/ S.DAEL, Contentieux administratif, PUF, Paris 2013, σ. 95.
7B.DUFOURCQ, L’office du juge dans la phase d’instruction du procès administratif, thèse, Poitiers, 2008, σ.

18
8W.LELLIG, L'office du juge administratif de la légalité, ό.π., σ.39.
9 CE, 8 août 1919, Delacour, CE, 17 novembre 1982, Kairenga, CE, 19 février 1982, Commaret.
Παρόλα αυτά, ο δικαστής ενεργεί και αυτεπαγγέλτως. Όταν ο δικαστής
λαμβάνει υπόψη του έναν λόγο αυτεπαγγέλτως ενεργεί ultra petita;

Καταρχήν, κατά μία άποψη, ο δικαστής αποφαίνεται ultra petita, όταν (α)
υπερβαίνει το πλαίσιο των ισχυρισμών των διαδίκων, (β) αποφαίνεται για
πρόσωπα που δεν είναι διάδικοι της δίκης ή (γ) διαπιστώνεται αντίθεση μεταξύ
των αιτιολογιών και του διατακτικού της αποφάσεώς του10. Συνεπώς, όταν
υπερβαίνει το αντικείμενο, τους λόγους και την αιτία της διαφοράς11. Ωστόσο,
πρέπει να δεχθούμε ότι στην περίπτωση των αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενων
λόγων12, ο δικαστής δεν λειτουργεί ultra petita. Ο δικαστής δεν προσβάλλει την
αρχή του μη αποφαίνεσθαι πέραν των αιτηθέντων, αφού δεν τροποποιεί το
αντικείμενο του ένδικου βοηθήματος, αλλά εισάγει έναν καινούργιο λόγο στη
συζήτηση13.

Α. Οι λόγοι δημόσιας τάξης

Οι λόγοι που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή έχουν


καθιερωθεί στη θεωρία να ονομάζονται λόγοι δημόσιας τάξης. Ποια είναι, όμως,
η έννοια των λόγων δημόσιας τάξης;

Παρά την εγγενή αδυναμία ορισμού του λόγου αυτού και του ότι τα
διοικητικά δικαστήρια λαμβάνουν υπόψη αυτεπαγγέλτως ορισμένους λόγους,
χωρίς πάντα να αιτιολογούν γιατί αυτοί αποτελούν λόγοι δημόσιας τάξης14,
σύμφωνα με έναν ορισμό, λόγος δημοσίας τάξης «είναι κάθε λόγος που
συνυφαίνεται με ένα ζήτημα τέτοιας σπουδαιότητας, που αν ο δικαστής δεν τον
λάμβανε υπόψη του αυτεπαγγέλτως, δεν θα εκπλήρωνε την αποστολή του, που
είναι να αποφαίνεται σύμφωνα με τους θεμελιώδεις κανόνες δικαίου 15».
Σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό είναι η εγγενής ουσιαστική σπουδαιότητα του
λόγου που υποχρεώνει τον δικαστή να τον εξετάσει αυτεπαγγέλτως. Κατ’ άλλη
άποψη, επικεντρωμένη στο νομικό καθεστώς του λόγου αυτού16, κυρίως δε στις
δικονομικές συνέπειές του, και όχι στα ουσιαστικά του χαρακτηριστικά, λόγος
δημόσιας τάξης είναι κάθε λόγος που ο δικαστής λαμβάνει υπόψη του
αυτεπαγγέλτως, που μπορεί να προταθεί ακόμη κι αν δεν προβλήθηκε στο
πλαίσιο της άσκησης μίας προηγούμενης διοικητικής προσφυγής, που μπορεί να
προβληθεί πέραν των προβλεπόμενων δικονομικών προθεσμιών, ακόμη και

10J.M.AUBY/R.DRAGO, Traité de contentieux administratif, LGDJ, Paris 1984, t.2, σ. 539.


11 J.M.AUBY, « L’"ultra petita" dans la procédure contentieuse administrative», in Mélanges M. Waline, LGDJ,
Paris 1974, t.2, σ. 267- 268.
12A.HEURTE , «Les règles générales de procédure», AJDA, 1964, σ. 4- 6.
13H.LE BERRE , Droit du contentieux administratif, Ellipses, Paris 2010, n° 208.
14Πρβλ.ΟλΣτΕ 1581/2010 (σκ.6), όπου κρίθηκε ότι η αναρμοδιότητα αποτελεί λόγο δημοσίας τάξης. Επίσης

στη ΣτΕ 3718/2003 το δικαστήριο έκρινε ότι «….Κατά την πάγια, άλλωστε, νομολογία του, και πάντως
όταν δεν πρόκειται περί πειθαρχικών υποθέσεων δημοσίων υπαλλήλων, το Δικαστήριο δεν προβαίνει στην
αυτεπάγγελτη έρευνα του ανωτέρω λόγου (τήρηση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης του
διοικουμένου), περιοριζόμενο, όσον αφορά την εξωτερική νομιμότητα της προσβαλλόμενης ατομικής
πράξης, μόνο στον αυτεπάγγελτο έλεγχο της αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την πράξη, υπό τις
διάφορες εκδοχές της, θεωρώντας προφανώς ότι πρόκειται για λόγο που προεχόντως συνάπτεται με την
τήρηση κανόνων δημόσιας τάξης, δηλαδή των κανόνων οργάνωσης της Διοίκησης και όχι με το συμφέρον
του ενδιαφερομένου…».
15R.ODENT, Contentieux administratif, Les Cours du droit, Paris 1981, σ.1205, rééd. Dalloz, Paris 2007, t. 1,

σ. 958, C.DEBBASCH/ J.C.RICCI, Contentieux administratif, Dalloz, Paris 2001, σ. 785.


16C.DEBOUY, Les moyens d’ ordre public dans la procédure administrative contentieuse, PUF, Paris 1980,

σ.4-5.
ενώπιον του δικαστή της έφεσης ή της αναίρεσης17, ο οποίος δεν υπόκειται σε
διαδικαστικές προθεσμίες και από τον οποίο τα διάδικα μέρη δεν μπορούν να
παραιτηθούν18. Εξάλλου, κύριο χαρακτηριστικό του λόγου δημόσιας τάξης είναι
ότι μπορεί να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή19.

Ωστόσο, ο λόγος δημόσιας τάξης μπορεί να ληφθεί υπόψη


αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή, εφόσον ασκεί επιρροή στην εκδίκαση της
υπόθεσης και οδηγεί στην αποδοχή ή στην απόρριψη του ένδικου βοηθήματος,
ενώ το πραγματικό της εφαρμογής του πρέπει να προκύπτει, καταρχήν, από τον
φάκελο της υποθέσεως20, ήτοι, εφόσον η εξέτασή του δεν απαιτεί καμία
εκτίμηση νέων πραγματικών περιστατικών, δεν μεταβάλλει την πραγματική
βάση του αντικειμένου της δίκης. Να σημειωθεί, όμως, ότι, κατ’ άλλη άποψη,
μπορεί ο δικαστής να διατάξει τη συμπλήρωση των αποδείξεων με δικαστική
απόφαση, προκειμένου να λάβει υπόψη του αυτεπαγγέλτως έναν λόγο δημόσιας
τάξης, του οποίου το πραγματικό της εφαρμογής δεν προκύπτει από τα
πραγματικά περιστατικά που έχουν τεθεί στη διάθεσή του21.

Ενόψει των ανωτέρω, αδυνατώντας να ορίσουμε με σαφήνεια και


ακρίβεια τον λόγο δημόσιας τάξης, δεδομένου της ασάφειας και πολυσημίας
του22, μπορούμε να τον αναγνωρίσουμε μέσα από τη νομολογιακή του
εφαρμογή και όχι από τη νοηματοδότησή του.

Στη γαλλική θεωρία, οι ισχυρισμοί περί του απαραδέκτου του ένδικου


βοηθήματος της προσφυγής ή της αιτήσεως ακυρώσεως είναι λόγοι δημόσιας
τάξης23. Έτσι, η αναρμοδιότητα του δικαστηρίου24, το έννομο συμφέρον25 και η
προθεσμία άσκησης της προσφυγής26 είναι εξ ορισμού λόγοι δημόσιας τάξης.
Στην περίπτωση αυτή η διαδικαστική δημόσια τάξη υπερέχει και υπερβαίνει την
ουσιαστική δημόσια τάξη, κι ως εκ τούτου, την ίδια την αρχή της νομιμότητας.

Από τους ουσιαστικούς λόγους, λόγος δημόσιας τάξης αποτελεί και η


«παραγνώριση» του πεδίου εφαρμογής του νόμου. Τούτο δεν σημαίνει ότι κάθε
άμεση παραβίαση της διάταξης του νόμου αποτελεί λόγο δημόσιας τάξης και
εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Έτσι, όπως κρίθηκε από το
γαλλικό ΣτΕ, δεν ελέγχεται αυτεπαγγέλτως η αντίθεση της κανονιστικής
διοικητικής πράξης με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου, αφού ο ισχυρισμός της παραγνώρισης του πεδίου εφαρμογής του
νόμου δεν συγχέεται με την άμεση παραβίαση του νόμου27.

17J.M.AUBY/ R.DRAGO, Traité de contentieux administratif, ό.π., σ.241.


18 T. Di MANNO, Le Conseil Constitutionnel et les moyens et conclusions soulevés d´office, Economica-PUAM,
Paris 1994, σ.56. Από τη νομολογία, βλ., CE, 7 juin 1926, De Watigny, CE, 1 octobre 1976, Deddouche.
19R.HOUSTIOU , Procédures et formes de l’acte administratif unilatéral en droit français, LGDJ, 1975, σ. 302.
20CE, 13 Φεβρουαρίου 1987, Morel.
21C.DEBOUY, Les moyens d’ ordre public dans la procédure administrative contentieuse, ό.π., σ.434. Βλ.ΣτΕ

3818/2001.
22J.GHESTIN, «L’ordre public, notion à contenu variable», in Les notions à contenu variable en droit,

Bruylant, Bruxelles1984, σ. 77 επ.


23CE, 15 février 1984, Association industrielle du terroir de Belfort.

24CE, 6 octobre 1995, Hassini.


25CE, 27 janvier 1911, Richemond.
26CE, 19 juillet 1939, Election du maire d’Aston.
27CE, 28 juillet 1993, Bach et autres, CE, 16 janvier 1995, SARL Constructions industrielles pour

l’agriculture.
Ελέγχεται, όμως, η κατά χρόνο μη εφαρμογή του νόμου28, η κατάργηση
του νόμου ή η μη έναρξη της ισχύος του , ήτοι γενικότερα, όταν ελλείπει η
νόμιμη βάση έκδοσης της διοικητικής πράξεως29.

Πάντως, το γαλλικό ΣτΕ έχει κρίνει ότι οι λόγοι της


αντισυνταγματικότητας30 και αντισυμβατότητας31 δεν είναι λόγοι δημόσιας
τάξης.

Β. Οι λόγοι δημόσιας (διαδικαστικής) τάξης στο ελληνικό δίκαιο

Κατά τη γαλλική θεωρία, οι λόγοι δημόσιας τάξης διακρίνονται σ’ αυτούς


που αφορούν στην άσκηση του ένδικου βοηθήματος και στην τήρηση
ορισμένων διαδικαστικών διατάξεων εκδίκασης της υπόθεσης και σ’ αυτούς που
αφορούν στην ουσία της διαφοράς32.

Στην ελληνική έννομη τάξη, ο διοικητικός δικαστής δικαιούται και


υποχρεούται να ελέγξει αυτεπαγγέλτως, καταρχήν, τις διαδικαστικές
προϋποθέσεις κάταρξης και συνέχισης της δίκης, χωρίς να υποστηρίζεται ότι οι
λόγοι αυτοί είναι λόγοι δημόσιας τάξης. Στο πλαίσιο αυτό θα προβούμε σε μία
αναφορά των λόγων αυτών, χωρίς να αποφεύγουμε μάλλον τον κίνδυνο να
παραλείψουμε κάποιον από αυτούς και δίχως να θέτουμε σε αυστηρή
δικονομική σειρά ελέγχου τα απαράδεκτα του ένδικου βοηθήματος που ελέγχει
ο διοικητικός δικαστής.

Έτσι, ο διοικητικός δικαστής ελέγχει αυτεπαγγέλτως τη δικαιοδοσία και


την αρμοδιότητά του, σύμφωνα με το άρθρο 12 του Κ.Δ.Δ., καθώς και όλους
τους λόγους που σχετίζονται με το απαράδεκτο του ένδικου βοηθήματος ή
μέσου33, όπως το κύρος και την υπόσταση του δικογράφου του ένδικου
βοηθήματος, ήτοι την υπογραφή του από δικηγόρο και το ορισμένο του34.
Ελέγχει, επίσης, αυτεπαγγέλτως τη νομιμοποίηση του δικηγόρου 35, την τήρηση
της κατεστημένης ενδικοφανούς διαδικασίας, την προθεσμία άσκησης του
ένδικου βοηθήματος36, τη νομότυπη κατάθεσή του, την ικανότητα διαδίκου, την
ικανότητα δικαστικής παραστάσεως των διαδίκων, τη δικολογική ικανότητά
τους, την έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεώς τους37, την

28CE, Sect., avis, 5 avril 1996, Houdmond, RFDA, 1996, σ. 624.


29W.LELLIG, L'office du juge administratif de la légalité, ό.π., σ.99-100.
30CE, Ass., 18 décembre 1998, SARL du Parc d’activités de Blotzheim.
31CE, Ass., 6 décembre 2002, Maciolak.
32J.L.REY, «Les moyens d'ordre public en appel», ΑJDA, 2003, σ.118.
33 ΣτΕ 4425/2011.
34Η προϋπόθεση αυτή μάλλον ελέγχεται πριν από την αρμοδιότητα του δικαστηρίου, ΣτΕ 2406/1989.

Όπως κρίθηκε, «η έρευνα τυχόν αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενου λόγου προϋποθέτει δικόγραφο ορισμένο,
προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει εν προκειμένω, κατά τα ήδη εκτεθέντα», ΣτΕ 982/2011, 3645/2001.
35ΣτΕ 3324/2001: «Εφ' όσον δε το απαράδεκτον, λόγω μη νομιμοποιήσεως του υπογράφοντος το

δικόγραφον δικηγόρου, ως εκ της φύσεώς του, αποκλείει οιανδήποτε κρίσιν επί του δικογράφου τούτου, το
εν λόγω απαράδεκτον προηγείται της κρίσεως τόσον περί της αρμοδιότητος του Τμήματος του Συμβουλίου
της Επικρατείας (πρβλ. ΣτΕ 1973/2001), όσον και περί της καταργήσεως της διά του ενδίκου μέσου τούτου
ανοιγείσης δίκης (πρβλ. ΣτΕ 1147/2000 Επταμ.)
36 ΣτΕ 993/2011, 4425/2011.
37ΣτΕ 2011/2014: «Για το λόγο δε αυτό, αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο, η υπό κρίση αίτηση θα έπρεπε να

γίνει δεκτή. Λόγω όμως της μείζονος σπουδαιότητος του ανακύψαντος ζητήματος ως προς το κατά πόσον
το δικάσαν εφετείο όφειλε να εξετάσει αυτό αυτεπαγγέλτως και να ερμηνεύσει το δικόγραφο της αγωγής
των ήδη αναιρεσειόντων ως στρεφόμενο κατά του Νοσοκομείου Σητείας……», ΣτΕ 3544/2003: «Εξάλλου,
προσκόμιση παραβόλου, το έννομο συμφέρον38 ή το δικαίωμα του διαδίκου να
προσφύγει ενώπιον του δικαστηρίου, την εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης
διοικητικής πράξης39 και την έλλειψη εκκρεμοδικίας ή δεδικασμένου40. Ελέγχει,
επίσης, αυτεπαγγέλτως τις προϋποθέσεις της ομοδικίας και της συνάφειας, την
τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν τη νομότυπη και εμπρόθεσμη συντέλεση
των κοινοποιήσεων του αρχικού δικογράφου και των κλητεύσεων στη δίκη 41
ήτοι την τήρηση της νόμιμης προδικασίας, την έκλειψη του αντικειμένου της
δίκης, όπως για παράδειγμα την κατάργηση της δίκης λόγω αντικατάστασης της
προσβαλλόμενης πράξης42.

ΙΙΙ. Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΛΟΓΩΝ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ ΣΕ ΛΟΓΟΥΣ


ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ/ΤΥΠΙΚΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ/ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗΣ
ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ. Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ
ΟΡΘΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ

Οι λόγοι δημόσιας τάξης, όπως όλοι οι λόγοι νομιμότητας, μπορούν να


διακριθούν σε λόγους εξωτερικής/τυπικής νομιμότητας και λόγους
εσωτερικής/ουσιαστικής νομιμότητας. Θα λέγαμε σχηματικά, για τις ανάγκες
της παρούσας μελέτης, ότι λόγος εσωτερικής ή ουσιαστικής νομιμότητας είναι
κάθε λόγος που αφορά και αναφέρεται στο ουσιαστικό (κανονιστικό)
περιεχόμενο της διοικητικής πράξης και στη σχέση και συμφωνία της με το
ουσιαστικό περιεχόμενο των κανόνων δικαίου βάσει των οποίων εκδόθηκε ή
συνυφαίνεται ερμηνευτικά. Αντίθετα, ο λόγος της εξωτερικής νομιμότητας
αφορά και αναφέρεται στην τήρηση των διαδικαστικών κανόνων που
ρυθμίζουν τη διαδικασία έκδοσης της πράξης, στους κανόνες που καθορίζουν
την αρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου και την τήρηση κάθε τύπου που
ρυθμίζει τη νόμιμη έκδοσή της43. Όπως εύστοχα τονίζει ο Καλογερόπουλος, η
εξωτερική νομιμότητα εμπεριέχει όλα τα στοιχεία τα οποία αφορούν στην
παραγωγή του δικαίου, ενώ, η εσωτερική, τα νομικά στοιχεία που είναι
απαραίτητα για τη δημιουργία της πράξεως44.
Η διάκριση μεταξύ των λόγων εσωτερικής και εξωτερικής νομιμότητας
έχει κι έναν ιστορικό χαρακτήρα, καθώς, ειδικά, για το ένδικο βοήθημα της
αιτήσεως ακυρώσεως, θεωρείτο ότι θεσπίστηκε με σκοπό τον έλεγχο τήρησης
της αρχής της νομιμότητας εκ μέρους της Διοικήσεως, η οποία αποτυπώνεται,
κυρίως, στους κανόνες της εξωτερικής νομιμότητας, οι οποίοι εξ ορισμού
αποτελούσαν λόγους δημόσιας τάξης που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως
από τον δικαστή. Ενόψει τούτων, υποστηρίχθηκε ότι απαιτείται ο δικαστής να

επί αγωγής, το ζήτημα του προσώπου που ευθύνεται σε αποζημίωση συνάπτεται με το νόμω βάσιμο αυτής
και, επομένως, ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το διοικητικό εφετείο, σύμφωνα με την προαναφερθείσα
διάταξη του άρθρου 69 παρ. 2 του Π.Δ. 341/1978».
38ΣτΕ 1410/2011.
39 ΣτΕ 4101/2012, 993/2011.
40Π.ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ, Διοικητικό δικονομικό δίκαιο, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2004, σ.438-

439.
41 ΣτΕ 757/2013, ΟλΣτΕ 1823/2012.
42ΣτΕ 2/2013.
43
Α.ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ, «Το κριτήριον της διακρίσεως μεταξύ της «εξωτερικής και εσωτερικής
νομιμότητος» των διοικητικών πράξεων εις το γαλλικόν δίκαιον», ΕΔΔΔΔ, 1975, σ.128-135(135).
44
Α.ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ, ibidem, σ.135, βλ. και Ε.ΓΑΛΑΝΗ, «Παράβαση νόμου», Εφαρμογές Διοικητικού,
Ουσιαστικού & Δικονομικού Δικαίου (7), Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2012, σ.465-551(469).
ελέγχει πρώτα τους λόγους που αφορούν στην αρμοδιότητα και στη διαδικασία
έκδοσης της διοικητικής πράξης και κατόπιν τους λόγους ουσιαστικής
νομιμότητας45. Στην Ελλάδα, οι λόγοι εξωτερικής νομιμότητας ιστορικά
προηγήθηκαν από τους λόγους εσωτερικής νομιμότητας, υπό την έννοια ότι
αφενός μεν χρησιμοποιήθηκαν πρώτοι ως λόγοι ακυρώσεως των διοικητικών
πράξεων, αφετέρου δε για ορισμένες κατηγορίες διοικητικών πράξεων
αποτελούσαν τους μόνους επιτρεπτούς λόγους ακυρώσεως46.
Εξάλλου, για τη διάκριση μεταξύ των λόγων εσωτερικής και εξωτερικής
νομιμότητας υφίσταται και το δικονομικό κριτήριο, το οποίο αντιμετωπίζει τους
λόγους αυτούς ως νόμιμες βάσεις για την αποδοχή του ένδικου βοηθήματος.
Έτσι, στην περίπτωση της αποδοχής του ένδικου βοηθήματος για έναν λόγο
εξωτερικής νομιμότητας, γίνεται δεκτό καταρχήν ότι η υπόθεση αναπέμπεται
στη Διοίκηση και η τελευταία μπορεί νομίμως να εκδώσει τη διοικητική πράξη
εκ νέου, τηρώντας τον τύπο που παραβιάστηκε. Αντίθετα, στην περίπτωση της
ακύρωσης για λόγο ουσιαστικής νομιμότητας δεν είναι δυνατή καταρχήν η
επανέκδοση της διοικητικής πράξης47.
Στον έλεγχο της εσωτερικής νομιμότητας μπορεί να συμπεριληφθεί η
παράβαση κατ’ ουσίαν διάταξης νόμου, η υπέρβαση των ακραίων ορίων της
διακριτικής ευχέρειας και η κατάχρηση εξουσίας48.
Η μελέτη, πάντως, θα περιοριστεί στην περίπτωση μόνον της
παράβασης κατ’ ουσίαν διάταξης νόμου, ήτοι στην παραβίαση οιουδήποτε
ουσιαστικού νόμου, οποιουδήποτε κανόνα δικαίου με γενικό και αφηρημένο
χαρακτήρα, από οποιαδήποτε πηγή κι αν προέρχεται49.

Κατά μία ευρέως διατυπωμένη άποψη, ο διοικητικός δικαστής δεν


ελέγχει, καταρχήν, αυτεπαγγέλτως την παράβαση ουσιαστικής διάταξης
νόμου50, εκτός αν πρόκειται για την αντισυνταγματικότητα, την εν γένει ισχύ
του κανόνα δικαίου, με την έννοια της νόμιμης υπόστασης ή την κατάφαση της
νομικής του ύπαρξης· ελέγχει, δηλαδή, την απώλεια για οποιοδήποτε λόγο του
νόμιμου ερείσματος της πράξης51. Στην έλλειψη του νόμιμου ερείσματος της
πράξης συμπεριλαμβάνεται και η αντισυνταγματικότητα της νομοθετικής
πράξης, που αποτέλεσε το θεμέλιο έκδοσης της προσβαλλόμενης διοικητικής
πράξης52.

45
βλ. Γ.ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, «Η αντισυνταγματική άρνηση του ελέγχου της εξωτερικής νομιμότητας των
διοικητικών πράξεων», ΔτΑ, 20/2003, σ.1205-1218(1207), Π.ΠΑΡΑΡΑ, «Η υποβάθμιση της εξωτερικής
νομιμότητας των διοικητικών πράξεων. Ένα νέο πλήγμα κατά του κράτους δικαίου; Σχόλια στις ΣΕ
2076/2000 και 4231/2000 του Δ΄τμήματος», ΔτΑ, 2001, σ.1237-1255(1239-1241), καθώς και D.GILTARD,
«L’évolution du contrôle de la légalité des actes administratifs unilatéraux», Zbornik radova Pravnog
fakulteta u Splitu, 2/2013, σ.339-349(341).
46
βλ.Α.ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟ, Το κριτήριον της διακρίσεως μεταξύ της «εξωτερικής και εσωτερικής
νομιμότητος» των διοικητικών πράξεων εις το γαλλικόν δίκαιον, ό.π., σ.129.
47
βλ.Α.ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟ, Το κριτήριον της διακρίσεως μεταξύ της «εξωτερικής και εσωτερικής
νομιμότητος» των διοικητικών πράξεων εις το γαλλικόν δίκαιον, ό.π., σ.130-131 και την σχετική κριτική
του.
48
Δ.ΚΟΡΣΟΣ, Εισηγήσεις Διοικητικού δικονομικού δικαίου, Τόμος Β΄, Το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα
ενώπιον αυτού ασκούμενα ένδικα μέσα, Τεύχος Α΄, Αθήνα 1984, σ.1
49
Θ.ΤΣΑΤΣΟΣ, Η αίτησις ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, Τρίτη έκδοση, Εκδόσεις
Σάκκουλα, Αθήνα 1971, σ.254.
50Π.ΛΑΖΑΡΑΤΟΣ, Διοικητικό δικονομικό δίκαιο, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα 2014, σ.631.
51Ε.ΓΑΛΑΝΗ, Παράβαση νόμου, ό.π., σ.550.
52E.ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002,

σ.455.
Ωστόσο, κατά την εδώ υποστηριζόμενη άποψη, συντασσόμενοι
απόλυτα στο σημείο αυτό με τον Δαγτόγλου, ενόψει των άρθρων 93 παρ.4 και
87 παρ.2 του Συντάγματος, ο διοικητικός δικαστής πρέπει να ελέγχει
αυτεπαγγέλτως, πέρα από τη συνταγματικότητα της εφαρμοστέας για την
έκδοση της διοικητικής πράξης νομοθετικής διάταξης και κάθε εν γένει απώλεια
του νόμιμου ερείσματος της προσβαλλόμενης πράξης, καθώς και εάν η Διοίκηση
με την έκδοση της διοικητικής πράξης συμμορφώνεται σε ρητή επιταγή ή
ενεργεί αντίθετα προς ρητή απαγόρευση του νόμου53.
Τούτο δε, διότι κάθε πράξη της Διοικήσεως και εν γένει της εκτελεστικής
λειτουργίας πρέπει να στηρίζεται στον νόμο και να εκδίδεται σύμφωνα με τους
κανόνες που ρυθμίζουν το ουσιαστικό περιεχόμενο και τη διαδικασία εκδόσεώς
της, κατ’ επιταγή της αρχής του κράτους δικαίου54. Τα όργανα της Διοικήσεως
δεν δρουν αυτόνομα, αλλά πάντα βάσει της αρμοδιότητας που τους απονέμεται
από ειδική διάταξη νόμου και δεσμευόμενα να τηρούν όλες τις θεμελιώδεις
αρχές της έννομης τάξης55.

Μ’ αυτή την έννοια, τα διοικητικά δικαστήρια δικαιούνται να ελέγξουν, αν


το διοικητικό όργανο προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου.
Στην ΣτΕ 1247/2004 το δικαστήριο ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων
5 του ν. 1331/1949 και 1 παρ. 5 του ν. 2412/1996, κατ’ εφαρμογή των οποίων
εξεδόθη η προσβαλλόμενη ενώπιον του πράξη. Οι ανωτέρω διατάξεις
προέβλεπαν την παραχώρηση ακινήτων του Δημοσίου σε Ιδρύματα και
Οργανισμούς ή Σωματεία Κοινής Ωφέλειας. Κατά τις κρίσεις του δικαστηρίου,
στην έννοια «των "σωματείων κοινής ωφελείας" δεν εμπίπτουν, ανεξαρτήτως
των τυχόν ειδικοτέρων ρυθμίσεων των καταστατικών τους, οι συνδικαλιστικές
οργανώσεις των εργαζομένων οι οποίες, κατά το νόμο (άρθρο 4 του ν.
1264/1982, ΦΕΚ Α΄ 79, που εφαρμόζεται και στις συνδικαλιστικές οργανώσεις
των δημοσίων υπαλλήλων κατά το άρθρο 30 του ιδίου νόμου), συνιστώνται με
σκοπό "τη διαφύλαξη και προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών,
ασφαλιστικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων των
εργαζομένων "και όχι την επιδίωξη σκοπών επωφελών για το κοινό, εν όλω ή εν
μέρει. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία παραχωρήθηκε
στην παρεμβαίνουσα δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση των
υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών ακίνητο του Δημοσίου, εξεδόθη κατά
παράβαση των ως άνω διατάξεων των άρθρων 5 του ν. 1331/1949 και 1 παρ. 5
του ν. 2412/1996».

53Π.ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ, Διοικητικό δικονομικό δίκαιο, ό.π., σ.580. Η Μουκίου, ως προς τον έλεγχο του ακυρωτικού
δικαστή επί του νόμιμου ερείσματος της ατομικής διοικητικής πράξης, υποστηρίζει ότι αυτός είναι πλήρης,
ελέγχοντας (ο δικαστής) την ορθότητα του προσδιορισμού του εφαρμοστέου στην επίδικη περίπτωση
κανόνα δικαίου από το διοικητικό όργανο, την εγκυρότητά του και την ορθότητα της ερμηνείας του από το
εκδόν την πράξη όργανο. Εντούτοις, σπεύδει να διευκρινίσει ότι ο πλήρης αυτός έλεγχος οριοθετείται από
την τήρηση των δικονομικών κανόνων που επιβάλλουν στον δικαστή την εξέταση των προβαλλόμενων
λόγων ακύρωσης και κατ’ εξαίρεση την εξέταση αυτεπαγγέλτως των λόγων αυτών, χωρίς, όμως, να
οριοθετεί με νοηματική ακρίβεια, πως συνδυάζεται ο επονομαζόμενος πλήρης έλεγχος του δικαστή με την
δέσμευσή του από τους προτεινόμενους λόγους, και, τελικά, τι ελέγχει αυτεπαγγέλτως ο δικαστής στο
πλαίσιο του ελέγχου του νόμιμου ερείσματος της διοικητικής πράξης, βλ. Χ.ΜΟΥΚΙΟΥ, «Ο έλεγχος του
ακυρωτικού δικαστή επί του νόμιμου ερείσματος ατομικής διοικητικής πράξης», Τιμ.Τομ.ΣτΕ-75 χρόνια,
Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2004, σ.711 επ.(716).
54Α.ΜΑΝΙΤΑΚΗΣ, Κράτος δικαίου και δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας, Εκδόσεις Σάκκουλα,

Αθήνα-Θεσσαλονίκη 1994, σ.128 επ.


55D. LOSCHAK, «Le principe de légalité, Mythes et mystification», AJDA, 1981, σ.387 επ.
Το δικαστήριο εξέτασε τον ανωτέρω λόγο αυτεπαγγέλτως, ως αναγόμενο
στην ορθή εφαρμογή του νόμου.

Ομοίως, στην ΣτΕ 2580/2001 το δικαστήριο ερμήνευσε τη διάταξη της


παραγράφου 7 του άρθρου 8 του ν.1512/1985 υπό το φως των
προστατευτικών του οικιστικού περιβάλλοντος συνταγματικών διατάξεων και
κατέληξε ότι αυτή αναφέρεται μόνο σε εκείνα τα αυθαίρετα κτίσματα, τα οποία
έχουν ανεγερθεί μέχρι την 31.1.1983, επιτρέποντας την εξαίρεσή τους από την
κατεδάφιση.

Ακολούθως, έτσι ερμηνεύοντας, έκρινε ότι «επειδή, με την


προσβαλλομένη απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, η οποία εκδόθηκε κατ'
επίκληση του άρθρου 8 παράγραφος 7 του Ν. 1512/1985, εξαιρέθηκαν από την
κατεδάφιση τμήματα της οικοδομής των παρεμβαινουσών, τα οποία έχουν
ανεγερθεί, όπως και η υπόλοιπη οικοδομή, μετά την 31.1.1983, κατ' εκτέλεση
οικοδομικής αδείας εκδοθείσης το έτος 1992. Εν όψει τούτου, καθώς και των
εκτεθέντων στην προηγουμένη σκέψη, η νομαρχιακή αυτή απόφαση στερείται
νομίμου ερείσματος και πρέπει να ακυρωθεί». Το δικαστήριο έλαβε τον
ανωτέρω λόγο αυτεπαγγέλτως υπόψη, ως αναγόμενο στην ορθή εφαρμογή του
νόμου56, εντάσσοντάς τον στην ευρύτερη έννοια της απώλειας του νόμιμου
ερείσματος της πράξης.

Τέλος, όπως έχει κριθεί, ελέγχεται αυτεπαγγέλτως η εσφαλμένη


εφαρμογή του νομοθετικού καθεστώτος, ήτοι η εφαρμογή άλλης διάταξης αντί
της προσήκουσας57.

IV. Ο ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ TOY ΕΛΛΗΝΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ ΚΑΙ


ΤΑ ΝΟΜΙΚΑ ΕΡΕΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ

Στο δικονομικό σύστημα οργάνωσης των διοικητικών διαφορών,


αποτελεί κοινά αποδεκτό τόπο ότι ο δικαστής ελέγχει κατά κανόνα
αυτεπαγγέλτως ορισμένες από τις νομικές πλημμέλειες της προσβαλλόμενης
διοικητικής πράξης είτε αυτές ανάγονται στην εξωτερική-τυπική είτε στην
εσωτερική-ουσιαστική νομιμότητά της.
Η εξουσία αυτή αποτελεί συνέπεια της γενικής δικονομικής αρχής ότι ο
δικαστής εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τους αναγκαστικούς κανόνες δικαίου ή
τους κανόνες δημόσιας τάξης (iura novit curia), ταυτόχρονα, όμως, συνιστά
αναγκαίο συμπλήρωμα της αρχής της νομιμότητας, την τήρηση εφαρμογής της
οποίας αναλαμβάνει ο δικαστής στη διοικητική δίκη να ελέγξει. Απορρέει δε
έμμεσα, ως παρακολούθημά της, και από το ανακριτικό σύστημα οργάνωσης
των διοικητικών διαφορών58, το οποίο πρέπει να δεχθούμε ότι υπολαμβάνει την
εξουσία του δικαστηρίου να ελέγχει αυτεπαγγέλτως τις ουσιώδεις νομικές

56
Βλ., όμοιες, ΣτΕ 3210/1998, 4291/1999.
57
ΣτΕ 208/2013.
58Για εφαρμογή του ανακριτικού συστήματος οργάνωσης της διοικητικής δίκης μέσα από την αρχή της

αυτεπάγγελτης εξέτασης των νομικών πλημμελειών από το δικαστήριο, βλ. Σ.ΔΕΛΗΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟ, Ερμηνεία
κώδικα διοικητικής δικονομίας, Δίκαιο&Οικονομία, Εκδόσεις Π.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα 2008, ερμηνεία επί του
άρθρου 79 του ΚΔΔ.
πλημμέλειες των διοικητικών πράξεων59. Πάντως, να σημειωθεί, ότι στη θεωρία
υποστηρίζεται ότι η ανακριτική αρχή και όχι, πάντως, το ανακριτικό σύστημα
οργάνωσης της δίκης, συνδέεται με την εξουσία του δικαστή ως προς την
εύρεση και εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και εν γένει του
αποδεικτικού υλικού και δεν συνέχεται με την εξουσία του να εφαρμόζει
αυτεπαγγέλτως τους κανόνες δικαίου60.

Α. Το νομοθετικό θεμέλιο του αυτεπάγγελτου ελέγχου των διοικητικών


δικαστηρίων επί των νομικών πλημμελειών κατά τον Κ.Φ.Δ. και η
σύνδεσή του με τη διαθετική αρχή

Η ανωτέρω αρχή της αυτεπάγγελτης εξουσίας του δικαστηρίου να


ελέγχει τις νομικές πλημμέλειες των προσβαλλόμενων ενώπιον του πράξεων,
αποτυπώθηκε στο άρθρο 75 του προϊσχύοντος Κ.Φ.Δ. (ν.4125/1960-ΦΕΚ Α΄202,
ο οποίος μεταγλωττίστηκε στη δημοτική με το π.δ 331/1985), ο οποίος
εφαρμοζόταν κατά τη διαδικασία εκδίκασης των φορολογικών διαφορών. Στη
σχετική αιτιολογική έκθεση του εν λόγω Κώδικα και στο περιεχόμενο των
οικείων διατάξεων ο νομοθέτης διέκρινε τις νομικές από τις ουσιαστικές
πλημμέλειες της προσβαλλόμενης καταλογιστικής του φόρου πράξης. Μέσω της
διάκρισης αυτής οριοθετήθηκε και η έκταση της αυτεπάγγελτης εξουσίας
ελέγχου του δικαστή. Σύμφωνα με τον Κ.Φ.Δ., εάν η πράξη πάσχει από
ουσιαστική πλημμέλεια, δηλαδή υπάρχει σφάλμα της διοικητικής πράξης ως
προς τη συνδρομή και εκτίμηση από το διοικητικό όργανο των πραγματικών
περιστατικών, εναπόκειται στον διάδικο να προτείνει τον σχετικό λόγο,
προσκομίζοντας, καταρχήν, και τα οικεία αποδεικτικά μέσα που θα ανατρέπουν
την πραγματική βάση που δέχθηκε η Διοίκηση κατά την έκδοση της διοικητικής
πράξης ή που θα κλονίζουν την ουσιαστική εκτίμηση των πραγματικών
περιστατικών από το αρμόδιο διοικητικό όργανο 61. Στην περίπτωση, όμως, που

59Μ΄ αυτή την έννοια η εξουσία του δικαστή να αναζητά αυτεπάγγελτα την ουσιαστική αλήθεια
συνδυάζεται με την εξουσία του να ελέγχει αυτεπάγγελτα τις ουσιώδεις νομικές πλημμέλειες,
αποτυπώνοντας δύο όψεις μίας κοινής και αλληλένδετης εξουσίας. Βλ. αναλόγως, την άποψη ότι εφόσον η
συλλογή του πραγματικού υλικού ανατίθεται στο δικαστήριο, τούτο συνεπάγεται την μη δέσμευση του
δικαστή από τους ισχυρισμούς και τις ενέργειες των διαδίκων, Π.ΜΟΥΖΟΥΡΑΚΗ, «Όψεις του ανακριτικού
και του συζητητικού συστήματος στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας», ΔιΔικ, 2005, σ.1416-1424(1416).
Contra, Α.ΣΚΙΑΔΑ, «Ο αυτεπάγγελτος έλεγχος της τυπικής νομιμότητας των διοικητικών πράξεων», ΘΠΔΔ,
7/2015, σ.619-634(622), η οποία υποστηρίζει ότι η σύνδεση του ζητήματος των αυτεπαγγέλτως
εξεταζόμενων λόγων με την ανακριτική αρχή αποτελεί παρανόηση, παρά το ότι αποδέχεται ότι οι
αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενοι λόγοι αφορούν κυρίως στις περιπτώσεις όπου ο διάδικος δεν επικαλείται τα
κρίσιμα πραγματικά περιστατικά θεμελίωσής τους, αλλά αυτά προκύπτουν από τον φάκελο της
υποθέσεως. Επομένως, αν δεν ίσχυε το ανακριτικό σύστημα οργάνωσης της δίκης, πως ο δικαστής θα
ήλεγχε αυτεπαγγέλτως μία νομική πλημμέλεια της οποίας η πραγματική βάση, δεν επικαλείτο από τον
διάδικο; Περαιτέρω, ποια η αξία και σημασία της ανακριτικής αρχής αν αυτή περιορίζεται μόνο στο σκέλος
της αυτεπάγγελτης εξουσίας του δικαστή για την αναζήτηση και εκτίμηση των πραγματικών
περιστατικών, εφόσον ο δικαστής δεν μπορεί να λάβει υπόψη του αυτεπαγγέλτως τις ουσιαστικές
πλημμέλειες της ένδικης πράξης;
60Π.ΛΑΖΑΡΑΤΟΣ, Διοικητικό δικονομικό δίκαιο, ό.π.,σ.412-413. Ο Δαγτόγλου είναι λιγότερο
κατηγορηματικός και απόλυτος ως προς την μη σύνδεση της ανακριτικής αρχής με την εξουσία
αυτεπάγγελτης εξέτασης των νομικών πλημμελειών από τα Τ.Δ.Δ., βλ.Π.ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ, Διοικητικό δικονομικό
δίκαιο, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2004, σ.272-273.
61Οι διάδικοι, παρά την ισχύ της ανακριτικής αρχής στη διοικητική δίκη, είναι υποχρεωμένοι να

επικαλούνται και να προσάγουν στο δικάζον δικαστήριο το απαραίτητο πραγματικό υλικό και τα οικεία
αποδεικτικά μέσα, ανεξαρτήτως της δυνατότητας του δικαστή να αναζητήσει αυτεπαγγέλτως την
ουσιαστική αλήθεια, Δ.ΡΑΙΚΟΣ, «Διαθετική Αρχή και Διοικητική Δίκη», ΔιΔικ, 21/2009, σ.1089 επ.(1093).
Για το ζήτημα της υποχρέωσης ή ευχέρειας του διοικητικού δικαστή να διατάσσει τη συμπλήρωση των
η ένδικη πράξη πάσχει από νομικές πλημμέλειες, τότε ο δικαστής μπορεί να
ελέγξει και αυτεπαγγέλτως τη νομιμότητά της και να την ακυρώσει, μολονότι
δεν προτείνεται σχετικός λόγος από τον διάδικο.
Ο διοικητικός δικαστής είχε πλήρη εξουσία ελέγχου του νομικού μέρους
της διαφοράς, έλεγχε αυτεπαγγέλτως την πράξη στο σύνολό της κατά το νομικό
της μέρος, τόσο ως προς την εσωτερική όσο και ως προς την εξωτερική
νομιμότητά της62. Ειδικότερα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο νομοθέτης του
Κ.Φ.Δ. απέβλεψε περισσότερο στην κατοχύρωση του αυτεπάγγελτου ελέγχου
της εσωτερικής-ουσιαστικής νομιμότητας των καταλογιστικών του φόρου
πράξεων, διότι όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη σχετική αιτιολογική
έκθεση «παρασχεθή πλήρης ελευθερία εις το δικαστήριον προς εξέτασιν τούτου
και πέραν των αιτηθέντων, επί τη σκέψει ότι δεν θα ήτο σύμφωνον προς την
φύσιν της φορολογικής διαφοράς και την σύχρονον περί δικαίου αντίληψιν, εφ’
όσον το δικαστήριον διαπιστοί νόμιμον περίπτωσιν ολικής ή μερικής εκ του
φόρου απαλλαγής του προσφεύγοντος, ην εξ αγνοίας ούτος δεν επεκαλέσθη, να
παρέρχηται τούτο εν σιωπή. Ως προς τα ζητήματα όμως της ουσίας δεν
συντρέχουν οι αυτοί λόγοι…».
Εντούτοις, στο διοικητικό δικονομικό δίκαιο, η ανακριτική αρχή ή έστω
η αυτεπάγγελτη εξουσία του δικαστηρίου να ελέγχει τις νομικές πλημμέλειες της
προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, συνυπάρχει με τη διαθετική αρχή, την
εξουσία του διαδίκου να διαθέτει το αντικείμενο της διαφοράς, ήτοι να εισάγει ο
ίδιος με δική του πρωτοβουλία το ένδικο βοήθημα ενώπιον του δικαστηρίου και
να προσδιορίζει το αντικείμενο της δίκης. Η εφαρμογή της διαθετικής αρχής
περιορίζει τον δικαστή να αποφανθεί μόνο μέσα στα όρια της προσφυγής,
προσδιοριζόμενα (τα όρια) αυτά από τους λόγους και το αίτημά της,
απαγορεύοντάς του (στον δικαστή) να χειροτερεύσει τη θέση του διαδίκου που
αιτήθηκε την ένδικη προστασία63 και να αποφασίσει πέραν των αιτηθέντων
(ultra petita); Στο πλαίσιο αυτό ο διοικητικός δικαστής περιορίζεται να εξετάσει
μόνον τους λόγους που προτείνει ο διάδικος; Η απάντηση είναι αρνητική. Τα
όρια μεταξύ ανακριτικής και διαθετικής αρχής καθορίζονται από τη διάκριση
μεταξύ νομικών και ουσιαστικών σφαλμάτων της διοικητικής πράξης. Η αρχή
της νομιμότητας, που απαιτεί η Διοίκηση να ενεργεί intra και secundum legem,
διασφαλίζεται κατασταλτικά από τον έλεγχο του διοικητικού δικαστή και την
εξουσία που του απονέμεται. Ο δικαστής εξοπλίζεται με το προνόμιο της
αυτεπάγγελτης εξέτασης των νομικών σφαλμάτων64, προκειμένου να
διασφαλίσει την τήρηση της αρχής της νομιμότητας, που απορρέει από την αρχή
του κράτους δικαίου65. Η διοικητική δίκη και οι σκοποί της διαφέρουν από την
πολιτική δίκη. Ο διοικητικός δικαστής καλείται να παράσχει έννομη προστασία
και να προστατεύσει τα δικαιώματα και έννομα συμφέροντα των διοικουμένων,
καλείται, όμως, ταυτόχρονα, να διαφυλάξει την αρχή της νομιμότητας και την

αποδείξεων, που καταρχήν εισφέρουν οι διάδικοι, βλ. Κ.ΣΤΑΜΑΤΗ, «O Διοικητικός Δικαστής δεν έχει
«διακριτική ευχέρεια» να διατάξει ή όχι τη συμπλήρωση των αποδείξεων», ΔιΔικ, 1/2009, σ.20 επ.
62Χ.ΚΕΙΜΑΛΗΣ, «Σε διακινδύνευση το κράτος δικαίου. Παρέμβαση με αφορμή τις τελευταίες δικονομικές

τροποποιήσεις», ΔιΔικ, 4/2013, σ.865 επ.(866).


63Δ.ΡΑΙΚΟΣ, Διαθετική Αρχή και Διοικητική Δίκη, ό.π., σ.1091.

64Η εξουσία αυτή του δικαστή αποτελεί το αντιστάθμισμα των προνομίων του Δημοσίου να επιφέρει

μονομερώς και άμεσα, με την έκδοση των πράξεων του, τις οικείες έννομες συνέπειες.
65Ο.ΣΠΑΧΗΣ, «Η αυτεπάγγελτη εξέταση των νομικών πλημμελειών της προσβαλλόμενης πράξης από τα

διοικητικά δικαστήρια», Ραδάμανθυς, Περιοδική έκδοση του Δικηγορικού Συλλόγου Ηρακλείου, 21/2012,
σ.9-19(9) σε http://www.dsh.gr/radamanthis/t21/files/assets/common/downloads/publication.pdf.
τήρησή της εκ μέρους της Διοικήσεως, ενώ ο δεύτερος αυτός σκοπός διευρύνει
τα όρια της εξουσίας και της έκτασης του ελέγχου του, πέρα από τους λόγους
που προτείνουν οι διάδικοι66.
Η αυτεπάγγελτη εξέταση των νομικών πλημμελειών από το δικαστήριο
μπορεί να οδηγήσει και σε χειροτέρευση της θέσης του προσφεύγοντος,
αναδεικνύοντας ότι σκοπός της διοικητικής δίκης δεν είναι μόνο η προστασία
των δικαιωμάτων των διαδίκων αλλά και η τήρηση της αρχής της
νομιμότητας67. Η αυτεπάγγελτη βέβαια εξέταση των νομικών πλημμελειών, για
να είναι υπαρκτή και ελεγκτή, πρέπει τα πραγματικά περιστατικά, από την
εκτίμηση των οποίων αυτή συνάγεται, να προκύπτουν από την ίδια την πράξη ή
την έκθεση ελέγχου που την συνοδεύει68, να ασκείται εντός των ορίων της
προσφυγής, να αφορά δηλαδή η πλημμέλεια κεφάλαιο της ένδικης πράξης, που
ήδη έχει προσβληθεί με το δικόγραφο του προσφεύγοντος, άλλως, δεν
επιτρέπεται να εξεταστεί από το δικαστήριο69, και να μην οδηγεί η
αυτεπάγγελτη αυτή εξέταση σε μεταρρύθμιση της πραγματικής βάσης που
δέχθηκε η Διοίκηση για την έκδοση της καταλογιστικής του φόρου πράξης70.

Αντίθετα, πάντως, για τις λοιπές διαφορές ουσίας, όπως τις


κοινωνικοασφαλιστικές διαφορές του ν.702/1977, δεν εφαρμόζετο η
δικονομική διάταξη του άρθρου 75 του Κ.Φ.Δ., αλλά οι διατάξεις των άρθρων 53
και 54 του π.δ/τος 341/1978.

Όπως είχε κριθεί, από τις ως άνω διατάξεις και ιδίως αυτής του άρθρου
54 παρ. 2, σε συνδυασμό και προς το γεγονός ότι το εν λόγω προεδρικό
διάταγμα, καίτοι παραπέμπει προς ανάλογη εφαρμογή σε πλήθος διατάξεων του
Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας, δεν παραπέμπει και στην περί ορίων ελέγχου
της πράξεως διάταξη του άρθρου 75 αυτού, προκύπτει, ότι το Διοικητικό
Πρωτοδικείο ελέγχει τις προσβαλλόμενες διοικητικές πράξεις, ως προς το νόμο
και την ουσία, εντός των ορίων της προσφυγής και του αιτήματος που
διατυπώνεται με αυτήν και, συνεπώς, πλην των λόγων που αφορούν στη
δημόσια τάξη, δεν ερευνά αυτεπαγγέλτως λόγους ακυρώσεως, δηλαδή μη
προταθείσες με την προσφυγή νομικές πλημμέλειες της διοικητικής πράξεως, η
παραδοχή των οποίων άγει σε ακύρωση ή μεταρρύθμιση της πράξεως, προς
όφελος ή προς βλάβην του προσφεύγοντος71.

Β. Το νομοθετικό θεμέλιο του αυτεπάγγελτου ελέγχου σύμφωνα με τον


Κ.Δ.Δ.

Μετά τη θέσπιση του Κ.Δ.Δ. και την κατάστρωση ενός ενιαίου κώδικα
εκδίκασης των διοικητικών διαφορών, ο διοικητικός δικαστής, σε όλες τις

66Για εμάς οι σκοποί της διοικητικής δίκης, ήτοι η προστασία των δικαιωμάτων των διαδίκων και η τήρηση
της αρχής της νομιμότητας, δεν τίθενται διαζευκτικά ή ιεραρχικά αλλά σωρευτικά. Ο δικαστής καλείται να
εκπληρώσει και τους δύο σκοπούς, με συνέπεια, να σταθμίζονται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, εάν
αυτοί συγκρούονται και να προβαίνει σε πρακτικές εναρμόνισης και μέγιστης δυνατής επίτευξης και των
δύο σκοπών.
67Μ.ΚΥΠΡΑΙΟΣ, «Το πρόβλημα της αυτεπάγγελτης εξέτασης της νομικής πλημμέλειας στη φορολογική δίκη

και η χειροτέρευση της θέσης του προσφεύγοντος», ΔΦΝ, 1993, σ.1027 επ.
68ΣτΕ 509/2015, 279/2009 (σκ.3), 3887/2010 (σκ.5), 1871/2014 (σκ.15), 56/2002, 1620/1993.
69 ΣτΕ 701/1974, 220/1978, 1240/1980, 2806/1983, 408/1988.
70ΣτΕ 176-178/2015.
71ΣτΕ 533/2007, 3683/1991, 912/1981.
διοικητικές διαφορές ουσίας, πλην πλέον των φορολογικών72, ελέγχει
αυτεπαγγέλτως αν η πράξη είναι πλημμελής κατά τη νόμιμη βάση της, ήτοι
ελέγχει αυτεπαγγέλτως ορισμένες από τις ουσιαστικές νομικές πλημμέλειες και
την παράβαση του δεδικασμένου, ενώ, ως προς τις τυπικές πλημμέλειες,
αναγόμενες στην εξωτερική νομιμότητα, περιορίστηκε στον αυτεπάγγελτο
έλεγχο της αναρμοδιότητας του εκδόντος την πράξη οργάνου ή της μη νόμιμης
συγκρότησης ή σύνθεσης του συλλογικού οργάνου. Οι υπόλοιπες, ως προς τους
ουσιώδεις τύπους της διαδικασίας, πλημμέλειες, κατά την κρατούσα
νομολογιακώς άποψη, εξαιρέθηκαν του αυτεπαγγέλτου ελέγχου 73.
Η προαναφερόμενη, όμως, θέση, δεν γινόταν πάντα και καθολικά
αποδεκτή από την ελληνική νομολογία. Αρχικώς, σύμφωνα με τη νομολογία του
ΣτΕ «παρά τη γραμματική διατύπωση του ανωτέρω άρθρου 79 του ΚΔΔ, η
πλημμέλεια της πράξης κατά τη νόμιμη βάση της, την οποία ελέγχει και
αυτεπαγγέλτως το διοικητικό πρωτοδικείο, ταυτίζεται με τη νομική πλημμέλεια
την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 75 του ΚΦΔ74, το δικαστήριο
ελέγχει δηλαδή ως προς το νόμω βάσιμο την πράξη στο σύνολό της75». Η
νομολογία αυτή είχε ως συνέπεια, πολλές δικαστικές αποφάσεις, ιδίως σε
φορολογικές διαφορές, να συμπεριλάβουν στην έννοια της αυτεπαγγέλτως
εξεταζόμενης νομικής πλημμέλειας και την παράβαση ουσιώδους τύπου της
διαδικασίας, καθώς και κάθε εν γένει διαδικαστική παρανομία που συντελείται
κατά τη διαδικασία έκδοσης που έχει ταχθεί για τη διενέργειά της76.
Ωστόσο, όπως τονίζει ο Λαζαράτος, η πλημμέλεια κατά τη νόμιμη βάση
συνέχεται με περιπτώσεις σοβαρού και βαρύτατου σφάλματος της διοικητικής
πράξης, όταν τα πραγματικά περιστατικά υπάγονται σε άλλο κανόνα δικαίου ή
στον ίδιο αλλά με άλλο νοηματικό περιεχόμενο 77. Ομοίως, ο Σπάχης θεωρεί ότι
πλημμελής κατά την νόμιμη βάση της είναι η πράξη, όταν υπάρχει εσφαλμένη
ερμηνεία ή εφαρμογή του νόμου, ή όταν η Διοίκηση εφαρμόζει νόμο, το
περιεχόμενο του οποίου αντίκειται σε υπέρτερους κανόνες δικαίου78. Τέλος, ο
Παπαλάμπρου τονίζει ότι νομικά πλημμελής είναι η διοικητική πράξη, όταν από
τα πραγματικά γεγονότα, συνδυαζόμενα συλλογιστικά με τις σχετικές
νομοθετικές διατάξεις, συνάγεται ότι απαγορευόταν η πράξη να έχει αυτό το
διατακτικό79. Επομένως, πλημμελής κατά τη νόμιμη βάση της είναι η διοικητική

72Για το ζήτημα αυτό, βλ. Β.ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ, «Ο αυτεπάγγελτος έλεγχος των διοικητικών δικαστηρίων επί
της ουσιαστικής- εσωτερικής νομιμότητας των καταλογιστικών του φόρου πράξεων πριν και μετά την
έναρξη ισχύος του άρθρου 20 του ν.3900/2010-Με αφορμή την ΔΕφΑθ 2829/2015 και την ΜονΔΠρΘ
3990/2014», σε Το δημόσιο δίκαιο μέσα από τις αποφάσεις των δικαστηρίων (επιμ.Β.ΤΖΕΜΟΣ), Νομική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2016, σ.119 επ., καθώς και ΔτΑ, 73/2017, σ.611-650.
73Χ.ΚΕΙΜΑΛΗΣ, Σε διακινδύνευση το κράτος δικαίου, ό.π., σ.867.
74ΣτΕ 1800/2002 (σκ.3), 297/2003 (σκ.4), 298-300/2003, 1748/2007, 1878-1881/2009, 3887/2010

(σκ.5).
75ΣτΕ 2475/2011 (σκ.15).
76Αυτή τη διευρυμένη σημασία αποδίδει στην έννοια της νομικής πλημμέλειας και ο Χατζητζανής, βλ.

Ν.ΧΑΤΖΗΤΖΑΝΗ, Κώδιξ Διοικητικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρον, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-
Κομοτηνή 2004, σ.617 επ, καθώς και Δ.ΡΑΙΚΟ, Διαθετική Αρχή και Διοικητική Δίκη, ό.π., σ.1108.
77Π.ΛΑΖΑΡΑΤΟΣ, Διοικητικό δικονομικό δίκαιο, ό.π., σ.488 205.
78Ο.ΣΠΑΧΗΣ, Η αυτεπάγγελτη εξέταση των νομικών πλημμελειών της προσβαλλόμενης πράξης από τα

διοικητικά δικαστήρια, ό.π., σ.14-15.


79Α.ΠΑΠΑΛΑΜΠΡΟΥ, «Ο δικαστικός έλεγχος του « νόμω βασίμου» της πράξης της φορολογικής αρχής κατά

τον ΚΦΔ», ΔΦΝ, 1993, σ.1108 επ.(1110). Σε άλλα γραπτά του ο ίδιος συγγραφέας υποστηρίζει ότι, ναι, μεν,
ο αυτεπάγγελτος έλεγχος της νομικής πλημμέλειας περιλαμβάνει κυρίως τον έλεγχο της ουσιαστικής
νομιμότητας της πράξης, και σε αυτόν απέβλεψαν οι συντάκτες του Κ.Φ.Δ., αλλά κατά την άποψή του ο
αυτεπάγγελτος έλεγχος περιλαμβάνει κάθε παράβαση της νομιμότητας, ουσιαστική και τυπική, βλ.
Α.ΠΑΠΑΛΑΜΠΡΟΥ, «Η αυτεπάγγελτος εξέτασις του “νόμω βασίμου” της πράξεως υπό των φορολογικών
πράξη, όταν πάσχει από ουσιαστικές νομικές πλημμέλειες και όχι για λόγους που
αφορούν στην εξωτερική νομιμότητά της80.
Τελικώς, το ΣτΕ με πάγια πλέον νομολογία προσδιόρισε την έννοια της
αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενης νομικής πλημμέλειας. Ειδικά, για την εξωτερική
νομιμότητα, έκρινε, ερμηνεύοντας τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 79 του
Κ.Δ.Δ., ότι «από το συνδυασμό της παρ. 1 περ. α΄ με την παρ. 3 περ. α΄ και β΄ του
άρθρου 79, συνάγεται ότι αποκλείεται ο αυτεπάγγελτος έλεγχος της παράβασης
ουσιώδους τύπου της διαδικασίας που έχει ταχθεί για την έκδοση της πράξης,
ενώ, αντιθέτως, προβλέπεται ότι ερευνάται αυτεπαγγέλτως μόνο αν η πράξη
έχει εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο ή από συλλογικό όργανο που δεν έχει
νόμιμη συγκρότηση ή σύνθεση»8182. Σε σύγχρονες αποφάσεις, το ΣτΕ
επιβεβαίωσε την νομολογία αυτή, καθώς με την ΣτΕ 921/2012 Τμ.Β83, με
γραμματική και εσωτερική συστηματική ερμηνεία του άρθρου 79 κρίθηκε ότι το
δικαστήριο «κατ’ εξαίρεση ελέγχει και αυτεπαγγέλτως τους αναφερομένους στο
τελευταίο εδάφιο της ανωτέρω παραγράφου 1 του άρθρου 79 λόγους, μεταξύ
των οποίων την αναρμοδιότητα του οργάνου και την μη νόμιμη συγκρότηση ή
σύνθεση του οργάνου που εξέδωσε την πράξη, όχι, όμως και την μη τήρηση
ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, που έχει ταχθεί για την έκδοση της πράξεως,
εφ’ όσον η ως άνω διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 περ. α΄ παραπέμπει μόνον στην
περίπτωση α΄, όχι δε και στην περίπτωση β΄ της παρ. 3 αυτού84». Να σημειωθεί,
πάντως, ότι στην απόφαση αυτή διατυπώθηκε και μειοψηφία σύμφωνα με την
οποία «ο αυτεπάγγελτος έλεγχος των ουσιωδών τύπων της διαδικασίας
εκδόσεως των διοικητικών πράξεων δεν έχει αποκλεισθεί 85».
Με βάση τα ανωτέρω, με την εισαγωγή του Κ.Δ.Δ. ο κοινός νομοθέτης
διέκρινε την έκταση του αυτεπάγγελτου ελέγχου του δικαστή ανάλογα με το αν
πρόκειται για λόγο εσωτερικής ή εξωτερικής νομιμότητας. Έτσι, στον
αυτεπάγγελτο έλεγχο της εσωτερικής ή ουσιαστικής νομιμότητας δεν επέφερε
αλλαγές σε σχέση με τον έλεγχο που προβλεπόταν στον Κ.Φ.Δ., ενώ, αντίθετα,
περιόρισε τον έλεγχο της εξωτερικής ή τυπικής νομιμότητας.

δικαστηρίων και ο κατ' αναίρεσιν έλεγχος των αποφάσεών των», σε Νομικές Μελέτες, Νομική Βιβλιοθήκη,
Αθήνα 2008, σ.225 επ.(233).
80
Έτσι, Α.ΣΚΙΑΔΑ, Ο αυτεπάγγελτος έλεγχος της τυπικής νομιμότητας των διοικητικών πράξεων, ό.π., σ.629.
81ΣτΕ 3718/2003, ΕΔΚΑ, 2004, σ.431, ΣτΕ 3890/2010, 1913/2011, contra, ΣτΕ 3111/2004 (σκ.3), ΔΦΝ,

2005, σ.1790.
82ΔΕφΑθ 2003/2009 1ο Τμ, ΘΠΔΔ, 11/2010, σ.1186.
83 ΘΠΔΔ, 7/2012, σ.599 με παρατηρήσεις Πάνου Τσόγκα.
84Μεταξύ άλλων ΣτΕ 3403/2010, 948/2012, 271/2014, 533/2014, 235/2015, βλ. Ε.ΜΕΛΙΣΣΑΡΙΔΗ,

«Παραδεκτό και έκταση έρευνας των λόγων ακυρώσεως», in Συμβούλιο της Επικρατείας, Εφαρμογές
Διοικητικού, Ουσιαστικού & Δικονομικού Δικαίου (7), Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2012, σ.351-368(364).
85Υπάρχουν και άλλες σύγχρονες αποφάσεις που εμμένουν να θεωρούν ότι ορισμένοι ουσιώδεις τύποι της

διαδικασίας συνεχίζουν να ελέγχονται αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή στις διοικητικές διαφορές ουσίας.
Βλ. ΣτΕ 755/2011, όπου κρίθηκε ότι ο δικαστής ελέγχει αυτεπαγγέλτως αν στο σώμα της ΠΕΕ αναφέρονται
ο υπόχρεος προς καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών εργοδότης, καθώς και το ύψος των εισφορών
αυτών και του προσθέτου τέλους. Ειδικότερα, αν η ΠΕΕ δεν περιέχει όλα τα ανωτέρω στοιχεία ή αν η
συνταχθείσα έκθεση ελέγχου, στην οποία πρέπει να περιέχονται τα ελλείποντα στοιχεία, δεν τα αναφέρει,
τότε παραβιάζεται ουσιώδης τύπος της διαδικασίας για την έκδοση της ΠΕΕ, ο οποίος ελέγχεται
αυτεπαγγέλτως από τα δικαστήρια. Όμοιες, ΣτΕ 3042/2008, 1968/2008. Επίσης, σύμφωνα με την ΣτΕ
4701/2012, πράξη οργάνου του ΙΚΑ, με την οποία επιβάλλεται σε βάρος εργοδότη η κύρωση της μη
χορήγησης βεβαίωσης ασφαλιστικής ενημερότητας, εξαιτίας οφειλών από μη καταβληθείσες εργοδοτικές
εισφορές, χωρίς να έχει προηγηθεί κοινοποίηση στο συγκεκριμένο εργοδότη της σχετικής ΠΕΕ είναι
νομικώς πλημμελής, κατά την έννοια του άρθρου 79 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και το διοικητικό
πρωτοδικείο οφείλει και αυτεπαγγέλτως να ελέγξει την πλημμέλεια αυτή.
V. Ο ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΛΟΓΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ
ΤΑΞΕΩΣ

Η άσκηση του ελέγχου συνταγματικότητας δεν είναι παρά άσκηση μίας


δικαιοδοτικής αρμοδιότητας.
Στη χώρα μας ο έλεγχος είναι διάχυτος, ασκείται απ’ όλα τα δικαστήρια
της ελληνικής έννομης τάξης, κάθε βαθμού και κάθε δικαιοδοσίας. Κάθε
δικαστήριο, ανεξάρτητα από τη θέση που κατέχει στη δικαστική ιεραρχία, τον
κλάδο δικαιοσύνης στον οποίο υπάγεται και το είδος της διαφοράς που καλείται
να επιλύσει, έχει την αρμοδιότητα να ασκήσει έλεγχο αντισυνταγματικότητας
επί του εφαρμοστέου, στη διαφορά που εκδικάζει, νόμου86.
Εξάλλου, ο έλεγχος συνταγματικότητας είναι παρεμπίπτων. Το ζήτημα
της συνταγματικότητας είναι παρεμπίπτον, προκύπτει, δηλαδή, στο πλαίσιο
μίας ήδη ανοικτής δίκης87, η οποία έχει ξεκινήσει και συνεχίζεται παραδεκτώς88,
ως προδικαστικό ζήτημα ενώπιον του δικαστηρίου και όχι ως κύριο αντικείμενο
εκδίκασης της υποκείμενης διαφοράς.
Ο δικαστής δικαιούται ή υποχρεούται να ελέγξει την
αντισυνταγματικότητα του νόμου αυτεπαγγέλτως;

Καταρχήν, ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων μπορεί να είναι


υποχρεωτικός για τον δικαστή, μόνον όταν ο διάδικος της δίκης προβάλλει
λόγους αντισυνταγματικότητας της εφαρμοστέας διατάξεως του νόμου, χωρίς ο
ίδιος να δικαιούται ή να υποχρεούται να λάβει υπόψη τον λόγο αυτόν
αυτεπαγγέλτως89. Επομένως, ο αυτεπάγγελτος χαρακτήρας του ελέγχου μπορεί
να αποτελέσει ίδιο και αυτοτελές γνώρισμα του δικαστικού ελέγχου της
συνταγματικότητας των νόμων και δεν συνέχεται πάντα ούτε αποτελεί
συνέπεια του υποχρεωτικού του χαρακτήρα90.

86Για όλα αυτά, βλ. Β.ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ, Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων και ο δικαστικός
έλεγχος της συνταγματικότητας, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2018.
87Α.ΜΑΝΙΤΑΚΗΣ, Συνταγματική οργάνωση του κράτους, (Γ΄έκδοση), Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-

Θεσσαλονίκη 2009, σ.82. Για την έννοια της δίκης, βλ. την πολύ ενδιαφέρουσα διδακτορική διατριβή του
M.-P.VINH-DALMAIS, La notion d’instance, thèse, Paris II, 2000.
88Α.ΜΑΝΕΣΗΣ/Α.ΜΑΝΙΤΑΚΗΣ, Η υπόθεση Ανδρεάδη και το οικονομικό Σύνταγμα, Τετράδια Συνταγματικού

Δικαίου, Νο15, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1991, σ.8.


89Πράγματι, μπορεί ο έλεγχος να είναι υποχρεωτικός για τον δικαστή, αλλά να μην δικαιούται ο ίδιος να

εξετάσει αυτεπαγγέλτως την αντισυνταγματικότητα του νόμου, δηλαδή η υποχρέωση του ελέγχου να
εκκινεί για τον δικαστή μετά την επίκληση του ισχυρισμού της αντισυνταγματικότητας από τον διάδικο.
Έτσι, στη Γαλλία, στον κατασταλτικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, μόνον ο διάδικος της
δίκης μπορεί να προβάλλει την ένσταση αντισυνταγματικότητας του νόμου ενώπιον του κοινού δικαστή,
ενώ ο ίδιος δεν έχει αρμοδιότητα αυτεπάγγελτου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, αν και
υποχρεούται να ασκήσει έλεγχο συνταγματικότητας, εφόσον ο διάδικος προτείνει παραδεκτώς τον
ισχυρισμό της αντισυνταγματικότητας, βλ. D.CHAUVAUX, «L’ exception d’ inconstitutionnalité, 1990-2009:
réflexion sur un retard», RDP, 3/2009, σ.566-580(572), X.PHILIPPE, «La question prioritaire de
constitutionnalité: a l’ aube d’ une nouvelle ère pour le contentieux constitutionnel français….Réflexions
âpres l’ adoption de la loi organique», RFDC, 82/2010, σ.273-287(277). Επίσης, στην Κύπρο ο έλεγχος
της αντισυνταγματικότητας από το δικαστήριο, αν και υποχρεωτικός, διεξάγεται μόνον κατόπιν ένστασης
των διαδίκων και όχι αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή, Π.ΠΑΠΑΣΑΒΒΑΣ, La justice constitutionnelle a
Chypre, Economica-PUAM, Paris 1998, σ.46. Στα συστήματα αυτά, ο υποχρεωτικός χαρακτήρας του
ελέγχου διαφοροποιείται πλήρως από τον αυτεπάγγελτο χαρακτήρα του, καθώς ο λόγος της
αντισυνταγματικότητας τίθεται στην απόλυτη διάθεση των διαδίκων.
90Ο Χρυσόγονος αντιμετωπίζει τον αυτεπάγγελτο χαρακτήρα του ελέγχου ως αυτοτελές γνώρισμά του, σε

σχέση με τον υποχρεωτικό του χαρακτήρα, Κ.ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΣ, Συνταγματικό Δίκαιο, 2η έκδοση, Εκδόσεις
Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2014, σ.135.
Ωστόσο, στην ελληνική έννομη τάξη, κατά την κρατούσα άποψη στη
θεωρία, οι έννοιες του υποχρεωτικού και αυτεπάγγελτου χαρακτήρα του
ελέγχου δεν διακρίνονται, αλλά, αντίθετα, η μία επικαλύπτεται και
απορροφάται από την άλλη91. Ο έλεγχος είναι υποχρεωτικός και ταυτόχρονα
αυτεπάγγελτος για τον δικαστή, υπό την έννοια ότι ο ίδιος οφείλει και δεν
δικαιούται απλώς να εξετάσει τη συνταγματικότητα της εφαρμοστέας
διατάξεως του νόμου, ανεξάρτητα αν έχει προβληθεί σχετικός λόγος από τον
διάδικο.

Επομένως, τα ελληνικά δικαστήρια έχουν την υποχρέωση να ελέγχουν


αυτεπαγγέλτως τη συνταγματικότητα του νόμου που καλούνται να
εφαρμόσουν στην επίδικη διαφορά και να τον παραμερίζουν σε περίπτωση που
κρίνουν ότι αντίκειται στο Σύνταγμα92. Και τούτο, καταρχάς, διότι η
συνταγματικότητα ή μη του νόμου καθορίζει την ορθή διάρθρωση της μείζονος
πρότασης του δικανικού συλλογισμού, την οποία συνθέτει ο δικαστής. Ο
δικαστής πρέπει να προσδιορίσει τον κανόνα δικαίου που θα εφαρμόσει στην
επίδικη διαφορά και εφόσον ανακύψει ζήτημα συνταγματικότητάς του είναι
υποχρεωμένος να το επιλύσει, διότι είναι εν γένει σκοπός του να επιλύει όλες τις
συγκρούσεις των κανόνων δικαίου93 κατά την εφαρμογή τους, προκειμένου να
ανεύρει το εκάστοτε ισχύον εφαρμοστέο δίκαιο. Με την ίδια έννοια, ο
αυτεπάγγελτος έλεγχος αποτελεί συνέπεια ή προέκταση της γενικής αρχής του
δικαίου iura novit curia94.

Επιπλέον, η εξουσία ή αρμοδιότητα αυτή του δικαστή είναι ταυτόχρονα


και υποχρέωσή του, καθώς ο δικαστής αναλαμβάνει με τον όρκο ανάληψης των
καθηκόντων του να υπακούει στο Σύνταγμα95. H υποχρέωση του ελέγχου είναι
απόρροια της υποχρέωσης προστασίας του Συντάγματος από τον δικαστή,
υποχρέωσης εφαρμογής και τήρησής του, σύμφωνα με το άρθρο 87 παρ.2 του
Συντάγματος.

Όπως υποστηρίζει γλαφυρά ο Σπηλιωτόπουλος, ο ισχυρισμός της


αντισυνταγματικότητας δεν έχει απλώς τη νομική φύση της ένστασης, δεν
αποτελεί μόνον ένα απλό δικονομικό μέσο άμυνας του διαδίκου, αλλά συνιστά

91Ο υποχρεωτικός χαρακτήρας του ελέγχου συνέχεται με τον αυτεπάγγελτο, διότι ο υποχρεωτικός
χαρακτήρας του οδηγεί στην αυτεπάγγελτη εξέταση της συνταγματικότητας από τον δικαστή, βλ.
Κ.ΧΑΛΑΖΩΝΙΤΗ, «Ο δικαστικός έλεγχος των τυπικών στοιχείων του νόμου», Τιμητικός τόμος για τα 150
χρόνια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα 1984, σ.389-440(397).
92Στην ΟλΣτΕ 147/2013 (σκ.12) κρίθηκε ότι κάθε δικαστήριο έχει υποχρέωση, σύμφωνα με το άρθρο 93

παρ.4 του Συντάγματος, να ελέγχει αυτεπαγγέλτως τη συνταγματικότητα της κρίσιμης διάταξης του νόμου
που καλείται να εφαρμόσει στην υπόθεση που εκδικάζει και ενόψει του παρεμπίπτοντος χαρακτήρα του
ελέγχου, καθώς η κρίση αυτή που αφορά στην ισχύ του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, αποτελεί πρόκριμμα
για οποιαδήποτε άλλη κρίση. Όμοια, ΣτΕ 1265/2014 (σκ.8).
93Για την αντιμετώπιση του ζητήματος της συνταγματικότητας ως μία μορφή σύγκρουσης κανόνων δικαίου

που έχει υποχρέωση να επιλύει ο δικαστής, βλ. C.FRANCK, Les fonctions juridictionnelles du Conseil
Constitutionnel et du Conseil D´Etat dans l´ordre constitutionnel, LGDJ, Paris 1974, σ.31 F.ZOLLER,
«Marbury v. Madison, Deux siècles de censure judiciaire sur les lois», in Marbury v. Madison:1803-2003 Un
dialogue franco-américaine, (ed.F.ZOLLER), Dalloz, Paris 2003, σ.1-15(3). Η αποδοχή της οπτικής αυτής
δεν συνεπάγεται ότι το ζήτημα της συνταγματικότητας ομοιάζει πλήρως με κάθε άλλο ζήτημα σύγκρουσης
κανόνων δικαίου, διότι αφορά και επιλύει, ταυτόχρονα, τόσο το ζήτημα της ισχύος του νόμου όσο το
ζήτημα της επιλογής του εφαρμοστέου στην εκδικαζόμενη υπόθεση κανόνα δικαίου.
94Για το ζήτημα αυτό που δεν μπορεί να αναλυθεί περισσότερο στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης, βλ.

T.SANTOLINI, «La question prioritaire de constitutionnalité au regard du droit comparé», RFDC, 1/2013,
σ.83-105(98) και τις εκεί αναφερόμενες βιβλιογραφικές παραπομπές.
95Δ.ΚΥΡΙΑΚΟΥ, Ερμηνεία του συντάγματος, Τύποις Π.Δ. Σακελαρίου, Αθήναι 1904, σ.347.
σιωπηρή και εξυπακουόμενη νόμιμη βάση κάθε ένδικου βοηθήματος που
ελέγχεται υποχρεωτικώς από τον δικαστή96. Εξάλλου, από την υποχρέωση μη
εφαρμογής του αντισυνταγματικού νόμου που επιτάσσεται από το άρθρο 93
παρ.4 του Συντάγματος, οδηγούμαστε στην υποχρέωση αυτεπάγγελτου ελέγχου
της αντισυνταγματικότητας του νόμου97.

Στην ελληνική θεωρία υποστηρίχθηκε και η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με


την οποία ναι, μεν, ο δικαστής μπορεί να ασκήσει αυτεπαγγέλτως τον έλεγχο της
συνταγματικότητας, ωστόσο, ο έλεγχος αυτός είναι δυνητικός και όχι
υποχρεωτικός98, αποτελεί δικαίωμα και όχι υποχρέωσή του. Συνακόλουθα, η
συνταγματικότητα εξετάζεται, μόνον εφόσον υπάρξει προβαλλόμενος λόγος είτε
από τους διαδίκους είτε από τον δικαστή99. Κατά την άποψη αυτή, ο δικαστής
οφείλει μεν να κάνει μία προκαταρκτική αξιολόγηση ως προς τη συμφωνία του
εφαρμοστέου κανόνα δικαίου με το Σύνταγμα, αλλά αυτό δεν το πράττει κατ’
επιταγή κανόνα δικαίου100. Μ΄ αυτή την έννοια, ο αυτεπάγγελτος χαρακτήρας
του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων αποτελεί με αντίστροφη φορά
ίδιο χαρακτηριστικό γνώρισμα του ελληνικού ελέγχου της συνταγματικότητας,
καθώς δεν συνυφαίνεται απόλυτα με τον υποχρεωτικό του χαρακτήρα,
δεδομένου ότι ο δικαστής δικαιούται να ασκήσει τον έλεγχο συνταγματικότητας
αυτεπαγγέλτως, αλλά δεν έχει υποχρέωση προς τούτο. Όπως, όμως,
υποστηρίχθηκε στη γαλλική θεωρία η αποδοχή της άποψης αυτής θα
προσέκρουε στην αρχή της ισότητας των διαδίκων ενώπιον της δικαιοσύνης.
Τούτο, δε, διότι η αρχή της ισότητας απαιτεί κάθε πρόσωπο να δικάζεται από τα
ίδια δικαστήρια, σύμφωνα με τους ίδιους διαδικαστικούς κανόνες. Αν δε ο
αυτεπάγγελτος έλεγχος ήταν δυνητικός και όχι υποχρεωτικός, δεν αποκλείεται
ένα δικαστήριο να ελάμβανε τον σχετικό λόγο αυτεπαγγέλτως υπόψη και ένα
άλλο όχι, με συνέπεια η ίδια υπόθεση να κρίνεται διαφορετικά από κάθε
δικαστή101.

Από τα ανωτέρω, πάντως, συνάγεται ότι κρατούσα στην Ελλάδα πρέπει να


θεωρηθεί η άποψη ότι ο έλεγχος της συνταγματικότητας του νόμου είναι
υποχρεωτικός και αυτεπάγγελτος102 είτε υπό την έννοια ότι ο αυτεπάγγελτος
χαρακτήρας του ελέγχου αποτελεί συνέπεια του υποχρεωτικού χαρακτήρα του,
είτε ότι ο αυτεπάγγελτος έλεγχος αποτελεί ίδιο και αυτοτελές χαρακτηριστικό

96Ε.ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, παρέμβαση στη συζήτηση που παρατίθεται in Le recours des particuliers devant le
juge constitutionnel, Economica-Bruylant, Paris-Bruxelles 1991, σ.202.
97Κ.ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, «Ο αυτεπάγγελτος έλεγχος της (αντι)συνταγματικότητας των νόμων. Σχόλιο στην

απόφαση ΣτΕ 3195/2000» ΔτΑ, 16/2002, σ.1175-1193(1177). Στην απόφαση ΣτΕ 798/2014 (σκ.9) το
δικαστήριο θεμελίωσε τον αυτεπάγγελτο χαρακτήρα του ελέγχου στην υποχρέωση που υπέχει, βάσει του
άρθρου 93 παρ.4 του Συντάγματος, να μην εφαρμόζει αντισυνταγματικές διατάξεις.
98Για την εφαρμογή της άποψης αυτής στη νομολογία, βλ. την ΣτΕ 3195/2000, ΤοΣ, 2001, σ.172, όπου ο

αυτεπάγγελτος έλεγχος αναλύεται ως δικαίωμα και όχι υποχρέωση του δικαστή.


99Π.ΠΑΡΑΡΑΣ, «Η νομολογιακή ερμηνεία του άρθρου 93 παρ.4 του Συντάγματος. Παρουσίαση της

αποφάσεως ΣτΕ 3195/2000», ΔτΑ, 16/2002, σ.1171-1174(1173).


100Π.ΠΑΡΑΡΑΣ, «Το κοινωνικό δικαίωμα για αξιοπρεπή κατοικία. Αξιοπρέπεια του ανθρώπου και έλεγχος

της συνταγματικότητας του νόμου. Παρατηρήσεις με αφορμή την ΟλΣτΕ 173/1998», ΔτΑ, 3/1999, σ.627-
660(630).
101 J.NORMAND, « Le pouvoir de relever d’office les moyens de droit au regard de la Convention européenne

de sauvegarde des droits de l'homme et des libertés fondamentales», RTDC, 1996, σ. 689.
102Στην απόφαση 1528/2003 της Ολομέλειας του ΣτΕ (σκ.10), Αρμ., 2003, σ.1346, το δικαστήριο προέβη σε

αυτεπάγγελτο έλεγχο συνταγματικότητας της εφαρμοστέας διατάξεως του νόμου, ενώ πανηγυρικά στην
τελευταία σκέψη της απόφασης αναφέρει ότι ο λόγος της αντισυνταγματικότητας λήφθηκε αυτεπαγγέλτως
υπόψη. Ομοίως, στην απόφαση ΣτΕ 723/2009 (σκ.6).
γνώρισμα του ελληνικού δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των
νόμων.

Το ζήτημα του υποχρεωτικού και αυτεπάγγελτου χαρακτήρα του


ελέγχου έχει απασχολήσει πολλάκις τη νομολογία. Στην απόφαση 3178/2003
του ΣτΕ, το δικαστήριο έκρινε ότι η υποχρέωση αυτεπάγγελτου ελέγχου αφορά
στην ουσιαστική αντισυνταγματικότητα της εφαρμοστέας διάταξης του νόμου,
και καταλήγει (στη σκέψη 4) ότι το δικαστήριο δεν διαθέτει ευχέρεια να
εξετάζει τους αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενους λόγους αλλά επιτακτική προς
τούτο υποχρέωση103. Επίσης, στην απόφαση 1608/1982104, το ΣτΕ έκρινε ότι,
ενόψει των άρθρων 20 παρ.1, 87 παρ.2 και 93 παρ.3 και 4 του Συντάγματος, το
δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως τους λόγους αντισυνταγματικότητας,
ανεξάρτητα από τους ισχυρισμούς και τα αιτήματα των διαδίκων.

Εφόσον, επομένως, ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων είναι


υποχρεωτικός105 και αυτεπάγγελτος, η εξέταση του ζητήματος της
συνταγματικότητας από τον δικαστή μπορεί να λάβει χώρα σε κάθε στάση και
φάση της δίκης που έχει ανοιγεί με την άσκηση οιουδήποτε ένδικου βοηθήματος
ή μέσου, περαιτέρω, δε, η προβολή του ισχυρισμού αυτού από τον διάδικο
μπορεί να γίνει και κατά το στάδιο των ενδίκων μέσων 106, ακόμη και στο
πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως, ως προβολή προνομιακού ισχυρισμού, ως
λόγου δημόσιας τάξης107 που αποτελεί και λόγο αναίρεσης της απόφασης,
καθώς το δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή νόμου108, ενός
αντισυνταγματικού νόμου που δεν θα έπρεπε να εφαρμοστεί, αλλά να
παραμεριστεί109.

Ωστόσο, ναι, μεν, ο ισχυρισμός της αντισυνταγματικότητας, αναγόμενος


στην ισχύ του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, μπορεί να προβληθεί το πρώτον
κατ’ αναίρεση, θα πρέπει, όμως, να αναφέρεται σε κεφάλαιο της υποθέσεως που
είχε αμφισβητηθεί από τον διάδικο στο πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο
δικαστήριο110. Συνεπώς, αν και λόγος δημόσιας τάξης που μπορεί να προβληθεί
το πρώτον κατ’ αναίρεση, περιορίζεται, εντούτοις, η παραδεκτή προβολή του,
από τους δικονομικούς κανόνες που διέπουν την εκδίκαση της υποθέσεως και
συγκεκριμένα από το «μεταβιβαστικό» αποτέλεσμα του ενδίκου μέσου.

103ΕΔΔΔ, 3/2004, σ.525-526. Η νομολογία αυτή έχει καταστεί παγία, βλ., ενδεικτικά, ΣτΕ 921/2012,
3167/2013, 4575/2014, 3491/2015.
104ΤοΣ, 8/1982, σ.233.
105Στην ΣτΕ 4076/2013 (σκ.5) το δικαστήριο διακηρύσσει πανηγυρικά ότι τα δικαστήρια έχουν υποχρέωση

να ελέγχουν αυτεπαγγέλτως τη συμφωνία των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου με το Σύνταγμα, ήτοι το


κύρος του κανόνα δικαίου. Στην απόφαση ΣτΕ 1919/1999 (σκ.9), το δικαστήριο ρητά, επίσης, έκρινε ότι
σε κάθε περίπτωση τα δικαστήρια όχι μόνο δικαιούνται, αλλά και υποχρεούνται να προβαίνουν σε
αυτεπάγγελτο έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, ενώ απέρριψε σχετικό λόγο αναιρέσεως με τον
οποίο προτάθηκε ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του προέβη σε
ανεπίτρεπτο αυτεπάγγελτο έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων.
106Για το ότι η δικονομική ευχέρεια του διαδίκου να προτείνει τον ισχυρισμό της αντισυνταγματικότητας

παραδεκτώς ακόμη και στο στάδιο των ενδίκων μέσων θεμελιώνεται στον αυτεπάγγελτο χαρακτήρα του
ελέγχου, βλ. ΑΠ 115/1980, ΝοΒ, 1980, σ.1446.
107A.ΣΒΩΛΟΣ, «Η έρευνα της συνταγματικότητος των νόμων υπό των δικαστηρίων», in Νομικαί Μελέται Β΄,

Εκδόσεις Ι.Ζαχαρόπουλος, Αθήναι 1958, σ.213-243(226).


108Γ.ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ, «Αυτεπάγγελτος έλεγχος της συνταγματικότητας και στην κατ΄αναίρεση δίκη, Σχόλιο

στην ΣτΕ 3195/2000», ΔτΑ, 16/2002, σ.1195-1202(1196).


109Β.ΣΚΟΥΡΗΣ/Ε.ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ, Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, Εκδόσεις Αντ.Ν.

Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1985, σ. 54-55.


110
Βλ. 1006/2002 απόφαση του Στ΄ Τμήματος του ΣτΕ, ΤοΣ, 6/2002, σ.898 (σκ.13),.
Τούτο, όμως, δεν σημαίνει ότι ο έλεγχος της συνταγματικότητας ασκείται
ανεξάρτητα από τις ανάγκες και τους περιορισμούς της ένδικης διαφοράς και
ότι ο δικαστής μπορεί, ενόψει του αυτεπάγγελτου χαρακτήρα του ελέγχου, να
δικάζει και να επιδικάζει πέραν των αιτηθέντων. Αντίθετα, όριο του ελέγχου
είναι το αίτημα του ένδικου βοηθήματος ή μέσου, ενώ ο δικαστής δεν μπορεί να
δικάσει ultra petita. Στην απόφαση 99/2014 το Στ΄ Τμήμα του ΣτΕ έκρινε ότι,
ναι, μεν, ο έλεγχος συνταγματικότητας μπορεί να ασκηθεί αυτεπαγγέλτως, αλλά
δεν μπορεί το αποτέλεσμά του να οδηγεί σε επιδίκαση αξιώσεων πέραν των
αιτηθέντων. Συγκεκριμένα, το διοικητικό εφετείο, στην αναιρεσιβαλλόμενη
απόφαση, εξέτασε αυτεπαγγέλτως την αντι-συνταγματικότητα της διατάξεως
του άρθρου 18 του ν.1947/1991, που ορίζει ότι ο τόκος υπερημερίας για
καθυστέρηση πληρωμής του αναδόχου ή μελετητή δημοσίου έργου από το
Ελληνικό Δημόσιο ανέρχεται στο 85% του τόκου των εξαμηνιαίων εντόκων
γραμματίων του Δημοσίου και αφού την έκρινε ως αντίθετη στην αρχή της
ισότητας, επιδίκασε τόκους επί του κεφαλαίου της ένδικης διαφοράς με βάση το
εκάστοτε γενικώς ισχύον επιτόκιο υπερημερίας. Το ΣτΕ αναίρεσε την απόφαση
αυτή με την αιτιολογία ότι με τον έλεγχο συνταγματικότητας που άσκησε
αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, επιδίκασε πέραν των αιτηθέντων, πέραν των
ορίων των αιτημάτων της αγωγής, καθώς ενόψει της διαφοράς των επιτοκίων
επιδίκασε μεγαλύτερο ποσό στον ενάγοντα, από αυτό που σε αφηρημένο
επίπεδο ζητούσε.

Επίσης, ζήτημα ανακύπτει, εάν ο διάδικος παραιτηθεί από τους λόγους


αντισυνταγματικότητας που προέβαλε, αν δικαστής δικαιούται ή υποχρεούται
να λάβει υπόψη τους λόγους αυτούς αυτεπαγγέλτως υπόψη. Κατά τη γαλλική
θεωρία, όπως προαναφέρθηκε, δεν χωρεί παραίτηση από τους λόγους δημόσιας
τάξης. Ωστόσο, το ΣτΕ, με την υπ’ αριθμόν 2213/1977 παλαιότερη απόφαση της
Ολομέλειάς του, έκρινε ότι δεν εξετάζονται λόγοι αντισυνταγματικότητας της
προσβαλλόμενης κανονιστικής πράξης, τους οποίους είχε προτείνει ο διάδικος
με το κύριο δικόγραφό του, εφόσον ο τελευταίος στη συνέχεια παραιτήθηκε από
το αίτημα της εξέτασής τους με σχετική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου
του στο ακροατήριο. Μ’ αυτή την έννοια, ο έλεγχος συνταγματικότητας του
δικαστή εξαρτάται από τα αιτήματα του διαδίκου, εντασσόμενος στο πεδίο της
αρχής της ελεύθερης διαθέσεως του αντικειμένου της διαφοράς εκ μέρους των
διαδίκων. Πάντως, σε αντίθεση με την προαναφερόμενη απόφαση, με την
απόφαση 759/2018 της Ολομελείας του δικαστηρίου, στο πλαίσιο εκδίκασης
της πιλοτικής δίκης, κρίθηκε ότι μετά την έκδοση της πράξης της Επιτροπής του
άρ. 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, με την οποία γίνεται δεκτό το σχετικό αίτημα του
διαδίκου και αποφασίζεται η εκδίκαση του ενδίκου βοηθήματος από το
Συμβούλιο της Επικρατείας, δεν χωρεί παραίτηση από το αίτημα αυτό,
δεδομένου ότι η αποδοχή του εν λόγω αιτήματος χωρεί, προεχόντως, για λόγους
δημοσίου συμφέροντος και όχι κυρίως χάριν του διαδίκου που το υπέβαλε, η
αναγνώριση δε τέτοιας δυνατότητας παραίτησης θα συνεπαγόταν κατάργηση
της πράξης της Επιτροπής και επάνοδο της υπόθεσης στο αρχικώς και κατά τις
πάγιες διατάξεις αρμόδιο δικαστήριο με μόνη τη (μεταβληθείσα) βούληση του
διαδίκου.
Α. Η σχέση του αυτεπάγγελτου χαρακτήρα του ελέγχου με τον
παρεμπίπτοντα χαρακτήρα του

Το ζήτημα, όμως, που τίθεται αναφορικά με τον υποχρεωτικό και


αυτεπάγγελτο χαρακτήρα του ελέγχου είναι η σύνδεση και η σχέση του με τον
παρεμπίπτοντα χαρακτήρα του.

Ενόψει του υποχρεωτικού και αυτεπάγγελτου χαρακτήρα του ελέγχου


υποστηρίχθηκε στη θεωρία η άποψη ότι παραδεκτώς ο διάδικος προβάλλει τον
ισχυρισμό της αντισυνταγματικότητας, ακόμη κι αν δεν θεμελιώνει έννομο
συμφέρον για την προβολή του ή ο δικαστής λαμβάνει υπόψη του τον λόγο
αυτόν αυτεπαγγέλτως111, αρκεί να έχει καταστεί γενικά αρμόδιος για την
εκδίκαση της κρινόμενης διαφοράς. Μ΄ αυτή την έννοια, μόνη προϋπόθεση
άσκησης του ελέγχου είναι η εκκρεμοδικία της υπόθεσης και να έχει επιληφθεί
αρμοδίως και παραδεκτώς ο δικαστής, ενώ ο τελευταίος δεν εξαρτά τον έλεγχό
του από τους παραδεκτά προβαλλόμενους, δυνητικά ή πραγματικά, ισχυρισμούς
των διαδίκων, καθώς «η τήρηση της υποχρεώσεως του άρθρου 93 παρ.4 του
Συντάγματος δεν βρίσκεται στη διάθεση των τελευταίων»112.

Αντίθετα, κατ’ άλλη άποψη, το έννομο συμφέρον του διαδίκου είναι


δικονομικός όρος απαρέγκλιτος τόσο για την παραδεκτή προβολή του
ισχυρισμού της αντισυνταγματικότητας από τον ίδιο όσο και για τον
αυτεπάγγελτο έλεγχο του δικαστή 113. Κατά την τελευταία άποψη, ο
παρεμπίπτων χαρακτήρας του ελέγχου και οι δικονομικές δεσμεύσεις που
πηγάζουν από αυτόν οριοθετούν την αυτεπάγγελτη εξουσία του δικαστή. Τούτο
δεν σημαίνει ότι ο αυτεπάγγελτος έλεγχος δεν είναι υποχρεωτικός ή έστω
υποχωρεί ο υποχρεωτικός του χαρακτήρας, αλλά ότι ασκείται η αυτεπάγγελτη
εξουσία ελέγχου συνταγματικότητας του δικαστή, ως άσκηση αρμοδιότητας,
μέσα στο πλαίσιο των δικονομικών κανόνων που εφαρμόζονται στη δίκη που
διεξάγεται και το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας δεν ελέγχεται, παρά μόνον
εφόσον έχει τεθεί ή μπορεί να τεθεί με έγκυρο δικονομικά τρόπο. Εφόσον,
δηλαδή, προϋπόθεση εν γένει για την εξέταση της ουσιαστικής νομικής
βασιμότητας ενός λόγου ακυρώσεως είναι η προηγούμενη αποδοχή του έννομου
συμφέροντος επίκλησής του από τον διάδικο, αυτό ισχύει και για τον λόγο της
αντισυνταγματικότητας της εφαρμοστέας διατάξεως.

Η νομολογία στο ζήτημα της σχέσης μεταξύ αυτεπάγγελτου ελέγχου


συνταγματικότητας και επίκλησης του λόγου αντισυνταγματικότητας με έννομο
συμφέρον από τον διάδικο διακυμάνθηκε.

111Κ.ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΣ, Συνταγματικό Δίκαιο, ό.π., σ.135, Κ.ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Ο αυτεπάγγελτος έλεγχος της


(αντι)συνταγματικότητας των νόμων, ό.π., σ.1179.
112Κ.ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της

συνταγματικότητας των νόμων, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2013, σ.164.


113Α.ΜΑΝΙΤΑΚΗΣ, Οι (αυτό)δεσμεύσεις του δικαστή, ό.π., σ.414 και 427. Ο καθηγητής Μανιτάκης έχει

διαμορφώσει την άποψή του, επηρεαζόμενος από τις πρακτικές του δικαστικού ελέγχου της
συνταγματικότητας των νόμων στην Αμερική, όπου τόσο ο κοινός δικαστής όσο και ο δικαστής του
Ανωτάτου Δικαστηρίου εξαρτούν την άσκηση του ελέγχου της αντι-συνταγματικότητας από την αυστηρή
θεμελίωση του έννομου συμφέροντος του διαδίκου που επικαλείται τον ισχυρισμό αντισυνταγματικότητας.
Για το θέμα αυτό βλ. D.CUSTOS, «La recevabilité du recours constitutionnel devant la Cour Suprême
Américaine», RDP, 1991, σ.1017-1038(1031), E.ZOLLER, « Comment une question politique peut-elle devenir
une question judiciaire aux Etats-Unis ? Le verrou de l’intérêt pour agir», Mélanges Genevois, Dalloz, Paris
2009, σ.1139-1156.
Στην απόφαση 106/1991 της Ολομέλειας του ΣτΕ, η πλειοψηφία του
δικαστηρίου έκρινε ότι, ενόψει του αυτεπάγγελτου χαρακτήρα του ελέγχου,
ουδόλως κωλύεται το δικαστήριο να εξετάσει την αντισυνταγματικότητα της
εφαρμοστέας διατάξεως του νόμου, ακόμη κι αν ο αιτών φέρεται να έχει
παραβιάσει την ίδια διάταξη νόμου, της οποίας επικαλείται την
αντισυνταγματικότητα, ήτοι ακόμη κι αν ο διάδικος δεν θεμελιώνει έννομο
συμφέρον για την προβολή του λόγου της αντισυνταγματικότητας. Κατά την
άποψη, όμως, της μειοψηφίας, αντικείμενο της ακυρωτικής δίκης δεν είναι η
αντισυνταγματικότητα του νόμου, αλλά η νομιμότητα της διοικητικής πράξεως
που έχει προσβληθεί με το ένδικο βοήθημα της αιτήσεως ακυρώσεως. Κατά τη
μειοψηφία, ο παρεμπίπτων χαρακτήρας του ελέγχου χαράσσει και τα όρια του
αυτεπάγγελτου ελέγχου του δικαστή, με συνέπεια ο αυτεπάγγελτος έλεγχος να
διεξάγεται βάσει των δικονομικών όρων της κυρίας δίκης. Ενόψει αυτών, το
δικαστήριο δεν έχει εξουσία να εξετάσει αυτεπαγγέλτως λόγους ακυρώσεως,
τους οποίους ο αιτών δεν μπορεί να προβάλλει με έννομο συμφέρον, ακόμη κι αν
αυτοί αναφέρονται στην αντισυνταγματικότητα της εφαρμοστέας διατάξεως
του νόμου.

Στην προαναφερόμενη απόφαση, κατά τη μειοψηφία, σε αντίθεση με την


πλειοψηφία, η υποχρέωση που υπέχει το δικαστήριο να εξετάσει την
αντισυνταγματικότητα του νόμου αυτεπαγγέλτως, οριοθετείται από τον
παρεμπίπτοντα χαρακτήρα του ελέγχου και τις δικονομικές δεσμεύσεις του
δικαστή από αυτόν. Ο δικαστής μπορεί μεν να προβεί αυτεπαγγέλτως σε έλεγχο
συνταγματικότητας, αλλά μόνον εφόσον ο διάδικος είχε έννομο συμφέρον για
να προβάλλει ο ίδιος τον ισχυρισμό της αντισυνταγματικότητας. Αν ο διάδικος
δεν προτείνει παραδεκτώς τον λόγο αυτόν, δεν δικαιούται ούτε ο δικαστής να
τον λάβει υπόψη του αυτεπαγγέλτως, παραγκωνίζοντας τη θέση και τα
δικονομικά δικαιώματα των διαδίκων.

Το ακανθώδες αυτό ζήτημα αντιμετωπίστηκε με άλλους νομικούς


χειρισμούς από τη μεταγενέστερη νομολογία. Στην απόφαση 1314/2001 της
Ολομέλειας του ΣτΕ114, το δικαστήριο καλούμενο να κρίνει, αν υφίσταται το
έννομο συμφέρον των αιτούντων να προβάλλουν ισχυρισμό περί
αντισυνταγματικότητας της εφαρμοστέας εξουσιοδοτικής νομοθετικής
διατάξεως, στην οποία θεμελίωσαν εν γένει το έννομο συμφέρον τους για την
παραδεκτή άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως, αποφάνθηκε, κατά πλειοψηφία,
ότι η προβολή του λόγου αυτού δεν αντίκειται στην αρχή της καλής πίστης, διότι
η αποδοχή του δεν πλήττει ευθέως το κύρος της ατομικής άδειας που έλαβαν οι
αιτούντες, βάσει της κανονιστικής αποφάσεως που εκδόθηκε με νόμιμο έρεισμα
την ίδια εξουσιοδοτική διάταξη που πλήττουν ως αντισυνταγματική. Η
μειοψηφία, αντίθετα, έκρινε ότι δεν θεμελιώνεται το έννομο συμφέρον των
αιτούντων για την προβολή του ισχυρισμού της αντισυνταγματικότητας,
αφενός μεν διότι η αποδοχή του λόγου αυτού θα οδηγούσε στη διαπίστωση του
ανίσχυρου του νομοθετικού καθεστώτος βάσει του οποίου έλαβαν την οικεία
άδεια και στην οποία θεμελιώνουν το εν γένει έννομο συμφέρον τους για την
άσκηση του ένδικου βοηθήματος, με συνέπεια τη χειροτέρευση της θέσης τους

114ΔιΔικ, 2002, σ.657.


από την απόφαση του δικαστηρίου, ενόψει του διαπλαστικού αποτελέσματος
της αιτήσεως ακυρώσεως στο στάδιο της συμμορφώσεως της Διοικήσεως,
αφετέρου δε διότι η επίκληση του λόγου αυτού εμπεριέχει και μία
αποδοκιμαζόμενη από την έννομη τάξη αντίφαση, άνευ νομίμου λόγου, των
αιτούντων προς εαυτούς, «κατά το μέρος που αποδέχονται ως θεμιτόν το επί
της βαλλομένης διατάξεως ερειδόμενον καθεστώς όταν εξ αυτού αρύωνται
ωφελήματα (άδειες), αθέμιτον δε το την αυτήν πλημμελείαν πάσχον καθεστώς
στο μέτρο που (άρθρα 2, 3, 5 της προσβαλλομένης) επηρεάζει δυσμενώς τα
επαγγελματικά των συμφέροντα», χωρίς να υπάρχει ή να επικαλούνται κανένα
λόγο δημοσίου συμφέροντος, που να καθιστά συγγνωστή την αντίφαση αυτή.

Ομοίως, στην 3095/2001115 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της


Επικρατείας116, το δικαστήριο επέλυσε το μείζον νομικό ζήτημα, αν μπορεί να
προβληθεί λόγος ακυρώσεως που αναφέρεται σε παραβίαση του Συντάγματος,
με σκοπό την ακύρωση οικοδομικής άδειας που εκδόθηκε υπέρ τρίτου
προσώπου, εφόσον η ίδια διάταξη νόμου βάσει της οποίας εκδόθηκε η
προσβαλλόμενη διοικητική πράξη έχει εφαρμοστεί προς όφελος του αιτούντος
που επικαλείται την αντισυνταγματικότητα.
Κατά την άποψη της πλειοψηφίας, ο αιτών με έννομο συμφέρον προβάλει
λόγους αντισυνταγματικότητας της νομοθετικής διατάξεως στην οποία
στηρίχθηκε η έκδοση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, παρά το γεγονός
ότι η ίδια διάταξη νόμου έχει εφαρμοστεί και στο πρόσωπο του, ήτοι έχει
εκδοθεί με την ίδια νομική βάση άδεια οικοδομής στο όνομά του και από τη
διοικητική αυτή πράξη εν γένει αρύεται το έννομο συμφέρον του για την
παραδεκτή άσκηση του ενδίκου βοηθήματος. Και τούτο, διότι το συμφέρον δεν
παύει να είναι έννομο από μόνον το γεγονός ότι ο αιτών φέρεται να έχει
παραβιάσει διάταξη της κοινής νομοθεσίας, καθώς ο νόμος αρκείται για τη
θεμελίωση του έννομου συμφέροντος να υπάρχει σύνδεση του αιτούντος με την
προσβαλλόμενη διοικητική πράξη. Εξάλλου, το έννομο συμφέρον του αιτούντος
θεμελιώνεται, συνεχίζει η πλειοψηφία, σε μία ατομική διοικητική πράξη, η οποία,
αφού δεν έχει ακυρωθεί ή ανακληθεί από τη Διοίκηση, παράγει όλα τα έννομα
αποτελέσματά της, χωρίς να μπορεί να λάβει χώρα έλεγχος της νομιμότητάς της
παρεμπιπτόντως, και, δη, στο πλαίσιο μίας άλλης δίκης και χωρίς την τήρηση
επαρκών δικονομικών εγγυήσεων.

Αντίθετα, κατά την άποψη της μειοψηφίας, το έννομο συμφέρον του


αιτούντος δεν πρέπει να αντίκειται στην έννομη τάξη. Αν ο αιτών επικαλείται
για τη θεμελίωση του έννομου συμφέροντος επίκλησης των σχετικών λόγων
αντισυνταγματικότητας και νομιμότητας, ιδιότητα που αντίκειται στο δίκαιο
και την οποία θεμελιώνει σε παράβαση της κείμενης νομοθεσίας, ο λόγος αυτός
είναι απαράδεκτος, ανεξαρτήτως αν αναφέρεται στην αντισυνταγματικότητα ή
την παρανομία της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης.

Η πλειοψηφία της απόφασης θεμελιώνει τη δυνατότητα εξέτασης των


λόγων της αντισυνταγματικότητας και νομιμότητας που προτείνει ο διάδικος,
115ΕΔΚΑ,2002, σ.115.
116Γιαπαλαιότερη νομολογία, βλ. ΟλΣτΕ 173/1998, ΕΔΔΔΔ,1998, σ.296, όπου κρίθηκε ότι ο αιτών έχει
έννομο συμφέρον να προβάλλει ισχυρισμούς περί της αντισυνταγματικότητας της εφαρμοστέας διάταξης
του νόμου βάσει της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη οικοδομική άδεια τρίτου προσώπου, παρά το ότι
οικοδόμησε όμορο ακίνητο βάσει της ίδιας διατάξεως.
όχι στον αυτεπάγγελτο χαρακτήρα του ελέγχου, αλλά στην ίδια την έννοια του
έννομου συμφέροντος, το οποίο, σε αντίθεση με τη μειοψηφία, θεωρεί ότι
υφίσταται, ανεξαρτήτως από το γεγονός ότι ο αιτών έχει ωφεληθεί από την ίδια
διάταξη νόμου, όπως και το πρόσωπο υπέρ του οποίου εκδόθηκε η
προσβαλλόμενη διοικητική πράξη, η οποία ισχυρίζεται ότι είναι
αντισυνταγματική. Αντίθετα, η μειοψηφία αρνείται να εξετάσει τον λόγο
αντισυνταγματικότητας που επικαλείται ο διάδικος άνευ έννομου συμφέροντος,
χωρίς να κάνει μνεία και προσπερνώντας τον αυτεπάγγελτο χαρακτήρα του
ελέγχου.

Στις ανωτέρω αποφάσεις ο δικαστής αποφεύγει να υπεισέλθει στη


διαμάχη μεταξύ αυτεπάγγελτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου, ενώ τόσο από την
πλειοψηφία όσο και από τη μειοψηφία γίνεται υπόρρητα δεκτό ότι ο λόγος
αντισυνταγματικότητας πρέπει να προτείνεται, όπως κάθε λόγος ακυρώσεως,
με έννομο συμφέρον από τον διάδικο, για να είναι παραδεκτός. Το δικαστήριο
στις ανωτέρω αποφάσεις επιδεικνύει μία σιωπηρή προτίμηση και προσήλωση
κατά τον έλεγχο συνταγματικότητας που διεξάγει στην τήρηση των
δικονομικών δεσμεύσεων που επιβάλλει ο παρεμπίπτων χαρακτήρας του και
αποφεύγει να χρησιμοποιήσει την εξουσία του για αυτεπάγγελτη εξέταση του
λόγου αντισυνταγματικότητας, πέρα και πάνω από τα όρια των εφαρμοστέων
δικονομικών διατάξεων117.

Ομοίως, στην 3057/2009 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ 118, η


πλειοψηφία της αποφάσεως του δικαστηρίου έκρινε ότι η επίκληση της
παραβίασης της αρχής της ισότητας των δύο φύλων από τον διάδικο,
προϋποθέτει ότι ο τελευταίος είναι φορέας του επικαλούμενου ατομικού
δικαιώματος, ήτοι ανήκει στην κατηγορία του φύλου που υφίσταται την
ανισότιμη δυσμενή μεταχείριση, άλλως δεν μπορεί να επικαλεστεί παραδεκτώς
τον σχετικό ισχυρισμό αντισυνταγματικότητας, ακόμη κι αν έμμεση και
αντανακλαστική συνέπεια της υποτιθέμενης αποδοχής του ισχυρισμού αυτού
θα ήταν η πρόσδωση οιασδήποτε ωφέλειας στο πρόσωπό του.

Ουσιαστικά η πλειοψηφία της αποφάσεως απαιτεί ο διάδικος να


επικαλείται τον ισχυρισμό της αντισυνταγματικότητας με έννομο συμφέρον,
άλλως ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος και δεν μπορεί να εξεταστεί από το
δικαστήριο. Μ’ αυτή την κρίση, η πλειοψηφία του δικαστηρίου δίνει το
προβάδισμα στον παρεμπίπτοντα χαρακτήρα του ελέγχου έναντι της
υποχρέωσής της να ελέγχει αυτεπαγγέλτως την αντισυνταγματικότητα του
νόμου.

Αντίθετα, η μειοψηφία που διατυπώνεται στην ίδια απόφαση, με το


επιχείρημα ότι το Σύνταγμα αποτελεί μία αντικειμενική τάξη κανόνων δικαίου
αυξημένης τυπικής ισχύος, οι οποίοι εξαρτούν την ισχύ των λοιπών κανόνων
δικαίου της έννομης τάξης, υποστήριξε ότι ο λόγος της αντισυνταγματικότητας
αποτελεί ισχυρισμό που μπορεί να επικαλεστεί κάθε διάδικος και να ληφθεί
υπόψη αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή, ανεξαρτήτως αν ο διάδικος έχει έννομο
συμφέρον ή μη για την προβολή του, εφόσον, άλλωστε, την αυτεπάγγελτη

117Έτσι, και Α.ΜΑΝΙΤΑΚΗΣ, Οι (αυτό)δεσμεύσεις, ό.π., σ.417.


118ΕΔΔΔ, 4/2009, σ.947 επ.
εξέταση της αντισυνταγματικότητας επιβάλλει το άρθρο 93 παρ.4 του
Συντάγματος.

Επίσης, στην απόφαση 1357/2000 του ΣτΕ119, το δικαστήριο έκρινε ότι ο


αιτών άνευ έννομου συμφέροντος επικαλείται λόγους αντισυνταγματικότητας
της εφαρμοστέας διατάξεως του νόμου, διότι η διάταξη αυτή αποτελεί τον
κανόνα δικαίου στον οποίο θεμελίωσε το έννομο συμφέρον του για την
παραδεκτή άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως.

Ειδικότερα, κατά την πλειοψηφία, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να


εξετάσει αυτεπαγγέλτως, ενόψει του άρθρου 93 παρ.4 του Συντάγματος, τον
ισχυρισμό αντισυνταγματικότητας που επικαλείται ο αιτών άνευ εννόμου
συμφέροντος, διότι αφενός μεν θα οδηγείτο σε αφηρημένο έλεγχο
αντισυνταγματικότητας, αφετέρου δε το αποτέλεσμα της κρίσης του, ήτοι η μη
εφαρμογή του νόμου, θα επέφερε βλάβη στον αιτούντα που επικαλείται την
αντισυνταγματικότητα, μέσω της κήρυξης του ανίσχυρου της νομοθετικής
διατάξεως στην οποία θεμελίωσε το έννομο συμφέρον του για την άσκηση του
ένδικου βοηθήματος, η οποία (βλάβη) βαίνει πέραν των αιτηθέντων.

Κατά τη γνώμη, όμως, της πρώτης μειοψηφίας, ο δικαστής εφόσον


θεμελιωθεί το έννομο συμφέρον του αιτούντος για την άσκηση της αιτήσεως
ακυρώσεως υποχρεούται να ελέγξει αυτεπαγγέλτως τη συνταγματικότητα της
εφαρμοστέας διάταξης του νόμου, καθώς η κρίση αυτή εξαρτά την ορθή
συγκρότηση της μείζονος πρότασης του δικανικού συλλογισμού της απόφασης
που εκδίδει και τον ορθό προσδιορισμό του ισχύοντος δικαίου. Τέλος κατά τη
δεύτερη μειοψηφία, ο δικαστής σε κάθε περίπτωση πρέπει να σταθμίζει την
υποχρέωση επικλήσεως του λόγου ακυρώσεως και δη αντισυνταγματικότητας
με έννομο συμφέρον και της βλάβης που θα επέλθει, από την μη εξέτασή του,
στο δημόσιο συμφέρον120.

Κατά την πλειοψηφία της ως άνω αποφάσεως, η εξέταση του ζητήματος


της αντισυνταγματικότητας από τον δικαστή συνέχεται και εξαρτάται από τους
δικονομικούς όρους της υφιστάμενης δίκης στην οποία αυτό τίθεται και της
απαρέγκλιτης εφαρμογής της γενικής αρχής, της εξέτασης του παραδεκτού κάθε
προτεινόμενου λόγου πριν από την εξέταση της ουσίας του. Κατά την
πλειοψηφία, ο λόγος της αντισυνταγματικότητας αντιμετωπίζεται, όπως κάθε
κλασσικός λόγος ακυρώσεως, κι ως εκ τούτου, για να δικαιούται ο δικαστής να
εξετάσει τη νομική βασιμότητά του, προαπαιτείται η παραδεκτή προβολή του, η
επίκληση του σχετικού λόγου με έννομο συμφέρον από τον διάδικο. Αντίθετα,
κατά την πρώτη μειοψηφία, ο έλεγχος, ως αυτεπάγγελτος, ασκείται σε κάθε

119ΤοΣ, 2001, σ.166. Η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια επί της οποίας εκδόθηκε η
προαναφερόμενη ΟλΣτΕ 1314/2001.
120Η άποψη αυτή έγινε δεκτή στην ΟλΣτΕ 2639/09, με την οποία κρίθηκε ότι δεν αίρεται το έννομο

συμφέρον της αιτούσας εταιρίας να προβάλλει λόγους συνταγματικότητας και νομιμότητας που ανάγονται
στην παραβίαση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας από τρίτη εταιρία, διότι αυτή παραβιάζει την ίδια
νομοθεσία, «δεδομένου ότι η ορθή εφαρμογή των περί προστασίας του περιβάλλοντος διατάξεων ενδιαφέρει
το κοινωνικό σύνολο και ανάγεται σε θέμα γενικότερου δημοσίου συμφέροντος». Μ’ αυτή την έννοια, η
αυτεπάγγελτη εξέταση της αντισυνταγματικότητας από το δικαστήριο ή η δικαιολόγηση του έννομου
συμφέροντος του διαδίκου να προβάλλει τον λόγο της αντισυνταγματικότητας της εφαρμοστέας
διάταξης, παρά το ότι αυτή έχει εφαρμοστεί και στον ίδιο, αιτιολογείται από τον υπερατομικό χαρακτήρα
του εννόμου αγαθού που πλήττεται από την ελεγχόμενη διάταξη. Έτσι, και Α.ΜΑΝΙΤΑΚΗΣ, Οι
(αυτό)δεσμεύσεις, ό.π., σ.421.
περίπτωση, εφόσον ο δικαστής είναι αρμόδιος για την εκδίκαση του ένδικου
βοηθήματος, το οποίο εν γένει ασκήθηκε παραδεκτώς.

Στο ίδιο πλαίσιο της σχέσης μεταξύ αυτεπάγγελτου και παρεμπίπτοντος


ελέγχου τίθεται και η επιρροή που αναπτύσσει η έγκυρη δικονομική εκφορά του
λόγου της αντισυνταγματικότητας από τον διάδικο στον αυτεπάγγελτο έλεγχο
του δικαστή.

Καταρχήν, η έγκυρη δικονομική εκφορά του λόγου της


αντισυνταγματικότητας από τον διάδικο δεν ασκεί πάντα έννομη επιρροή στον
αυτεπάγγελτο έλεγχο του δικαστή. Έτσι, στην απόφαση 1521/1992121, το ΣτΕ
αποφάνθηκε ότι, ακόμη κι αν ο διάδικος προτείνει τον λόγο
αντισυνταγματικότητας, το πρώτον, απαραδέκτως με το υπόμνημα, με το οποίο
μόνον ανάπτυξη των ήδη προταθέντων λόγων μπορεί να γίνει και όχι επίκληση
νέων ισχυρισμών, εντούτοις, το δικαστήριο δεν κωλύεται να εξετάσει τον λόγο
αυτόν αυτεπαγγέλτως122. Στην απόφαση αυτή ο δικονομικά έγκυρος τρόπος
εκφοράς του λόγου της αντισυνταγματικότητας δεν ασκεί επιρροή123 και δεν
εμποδίζει την άσκηση του ελέγχου της αντισυνταγματικότητας αυτεπαγγέλτως
από τον δικαστή. Ο λόγος της αντισυνταγματικότητας εντάσσεται στους λόγους
παράβασης του νόμου, κι ως εκ τούτου, μπορεί να ληφθεί υπόψη
αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή.

Ομοίως, η απώλεια του έννομου συμφέροντος του αιτούντος, μπορεί να


οδηγήσει στην αδυναμία αυτεπάγγελτου ελέγχου συνταγματικότητας του
νόμου εκ μέρους του δικαστή. Στην απόφαση ΣτΕ 1415/2000124, που αφορούσε
υπόθεση διαγωνισμού δημοσίου έργου, η πλειοψηφία του δικαστηρίου
αποφάνθηκε ότι εφόσον οι διατάξεις του νόμου, των οποίων την
αντισυνταγματικότητα επικαλείται ο διάδικος, αποτέλεσαν περιεχόμενο της
διακηρύξεως του διαγωνισμού και ρήτρες αυτής, μέσω της παραπομπής της
διακήρυξης στις διατάξεις του νόμου, δεν μπορεί ο αιτών, που δεν είχε
προσβάλλει τη διακήρυξη με αίτηση ακυρώσεως, να προβάλλει, επ’ ευκαιρία
προσβολής των λοιπών πράξεων και, συγκεκριμένα, της πράξης αποκλεισμού
του από τον διαγωνισμό, ισχυρισμό περί της αντισυνταγματικότητάς τους. Ο
λόγος αυτός, κατά την κρίση του δικαστηρίου, είναι απαράδεκτος, διότι ο
διάδικος στερείται του έννομου συμφέροντος να τον επικαλεστεί, εφόσον με
την ανεπιφύλακτη συμμετοχή του στον διαγωνισμό αποδέχθηκε πλήρως τους
όρους της διακήρυξης, κι ως εκ τούτου, και τη συνταγματικότητα των
διατάξεων του νόμου. Ωστόσο, κατά τη μειοψηφία του δικαστηρίου, η άποψη
αυτή δεν συμβαδίζει με την αρχή της ασφάλειας δικαίου, ενώ το απαράδεκτο
της επίκλησης του λόγου της αντισυνταγματικότητας από τον αιτούντα,
παραβιάζει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Η πλειοψηφία του
δικαστηρίου, στην προαναφερόμενη απόφαση, αντιμετωπίζει τον λόγο
121ΤοΣ, 1993, σ.191.
122Ομοίως, στην απόφαση ΣτΕ 1919/1999, το δικαστήριο σε σχετικό ισχυρισμό διαδίκου, ότι το
δευτεροβάθμιο δικαστήριο υπερέβη τη δικαιοδοσία του, διότι έκρινε την εφαρμοστέα διάταξη νόμου
αντισυνταγματική, παρά το ότι δεν προτάθηκε σχετικός ισχυρισμός, αποφάνθηκε ότι, αφενός μεν ο
σχετικός ισχυρισμός είχε προταθεί με το υπόμνημα, αφετέρου δε τα δικαστήρια όχι μόνο δικαιούνται, αλλά
και υποχρεούνται να ελέγχουν τη συνταγματικότητα των διατάξεων που εφαρμόζουν (σκ.9).
123Αν και ο Λαζαράτος υποστηρίζει ότι δεν ισχύει το απαράδεκτο επίκλησης νέου λόγου με το υπόμνημα,

όταν το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον λόγο αυτόν, όπως στην περίπτωση της
αντισυνταγματικότητας, Π.ΛΑΖΑΡΑΤΟΣ, Διοικητικό δικονομικό δίκαιο, ό.π., σ.1119.
124ΔτΑ, 2002, σ.535.
αντισυνταγματικότητας, ως έναν απλό λόγο νομιμότητας, για την προβολή του
οποίου ο διάδικος δεν θεμελιώνει έννομο συμφέρον, εφόσον συμμετείχε σε
διαγωνισμό δημοσίου έργου και δεν έθεσε επιφυλάξεις στο προσυμβατικό
στάδιο αναφορικά με τη νομιμότητα ή συνταγματικότητα της διακήρυξης του
διαγωνισμού, όπως κρίνει παγίως για κάθε άλλο λόγο νομιμότητας. Πάντως, να
σημειωθεί ότι σύμφωνα με τη μειοψηφία που διατυπώθηκε στην απόφαση
2951/2004 του ΣτΕ, ο παρεμπίπτων έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων
είναι υποχρεωτικός και αυτεπάγγελτος, με συνέπεια να ελέγχεται η
συνταγματικότητα του εφαρμοστέου νόμου, ακόμη κι αν ο διαγωνιζόμενος δεν
διατύπωσε επιφυλάξεις ως προς τους όρους της διακήρυξης που
επαναλαμβάνουν τις σχετικές αντισυνταγματικές διατάξεις, δεδομένου ότι η
γενική αρχή του διοικητικού δικαίου περί απώλειας του έννομου συμφέροντος
από την ανεπιφύλακτη αποδοχή της διοικητικής πράξεως από τον διοικούμενο
δεν κατισχύει της συνταγματικής διατάξεως του άρθρου 93 παρ.4, που δεν
εισάγει καμία τέτοια διάκριση.
Στο ίδιο πλαίσιο, διαφορετική ήταν η νομολογία που αφορούσε στους
διαγωνισμούς του Α.Σ.Ε.Π. Στην απόφαση 900/2003 του ΣτΕ, κρίθηκε ότι κι αν
ακόμη ο υποψήφιος σε διαγωνισμό του Α.Σ.Ε.Π. δεν συμπεριέλαβε επιφύλαξη
στην αίτηση συμμετοχής του, περί της συνταγματικότητας των όρων και
προϋποθέσεων της διακηρύξεως, δεν απολλύει το έννομο συμφέρον του να
προβάλλει λόγους αντισυνταγματικότητας που αφορούν στη διακήρυξη του
διαγωνισμού, διότι αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα προσέκρουε στο δικαίωμα
παροχής έννομης προστασίας. Αντίθετα, με την 1236/2003 απόφαση του ίδιου
τμήματος, κρίθηκε ότι εφόσον υποψήφιος έλαβε μέρος σε διαγωνισμό προς
πλήρωση θέσεων με τη διαδικασία του Α.Σ.Ε.Π., υποβάλλοντας σχετική αίτηση
και δικαιολογητικά, χωρίς να διατυπώσει επιφύλαξη σχετικά με τυχόν αντίθεση
όρων της προκήρυξης, που αποτελούν ταυτοχρόνως διατάξεις της νομοθεσίας
που διέπει τον διαγωνισμό, προς το Σύνταγμα ή την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στερείται πλέον εννόμου συμφέροντος να
αμφισβητήσει τους όρους αυτούς, στρεφόμενος κατά της προκήρυξης ή των
βλαπτικών γι' αυτόν πράξεων που στηρίζονται στους εν λόγω όρους, δεδομένου
ότι από την παράλειψή του αυτή συνάγεται ότι έχει αποδεχθεί ανεπιφυλάκτως
τη νομιμότητα των όρων αυτών της προκήρυξης. Αντίθετα, κατά την άποψη της
μειοψηφίας, η παραδοχή της στέρησης του έννομου συμφέροντος του
αιτούντος, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για όρους ή οι βλαπτικές συνέπειες των
οποίων δεν μπορούν σε κάθε περίπτωση να προβλεφθούν με ακρίβεια εκ των
προτέρων ή οι οποίες είναι ενδεχόμενο μόνον ότι θα επέλθουν για τον
υποψήφιο, αντίκειται στο δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας.

Ζήτημα, επίσης, ανακύπτει, εάν ο διάδικος παραδεκτώς προβάλλει με το


υπόμνημα έναν λόγο δημόσιας τάξης, ακόμη κι αν τους συνδέει με πραγματικούς
ισχυρισμούς που είναι απαραίτητοι για τη θεμελίωση της βασιμότητάς τους.
Στην ΣτΕ 205/2010125 κρίθηκε ότι οι πραγματικοί ισχυρισμοί που συνδέονται με
το εμπρόθεσμο της έφεσης, το οποίο ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το
δικαστήριο, μπορούν να προβληθούν νομίμως και με το υπόμνημα. Πάντως,
στον έλεγχο της συνταγματικότητας το δικαστήριο φαίνεται να διατυπώνει
αντίθετη άποψη, καθώς με την ΣτΕ 260/2004 (σκ.10) απέρριψε ισχυρισμό
αντισυνταγματικότητας, ως απαραδέκτως προβληθέντα, διότι προτάθηκε το

125ΔιΔικ, 24/2012, σ.564 επ.


πρώτον με το υπόμνημα, ενώ ο διάδικος ανέφερε για πρώτη φορά με το
υπόμνημα τα πραγματικά περιστατικά, η συνδρομή των οποίων απαιτείτο για
την πλήρωση του πραγματικού της αμφισβητούμενης, ως προς τη
συνταγματικότητά της, διάταξης, προκειμένου να θεμελιωθεί η παραβίαση της
αρχής της ισότητας. Επομένως, ο διάδικος επικαλέστηκε για πρώτη φορά όχι
μόνο νέο λόγο με το υπόμνημα, αλλά νέα πραγματικά περιστατικά,
απαραδέκτως. Επίσης στη ΣτΕ 826/2010 (σκ.4), το δικαστήριο πιο ξεκάθαρα
έκρινε ότι ο ισχυρισμός περί αντισυνταγματικότητας στην αρχή της ισότητας,
της νομοθετικής διάταξης με την οποία επιτρέπεται σε πρόσωπα που κατέχουν
ήδη θέση συμβολαιογράφου να διεκδικούν κενές θέσεις συμβολαιογράφου πριν
παραιτηθούν, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, δεδομένου ότι στηρίζεται σε
νέο πραγματικό στοιχείο, το οποίο προβλήθηκε το πρώτον με το υπόμνημα.
Εξάλλου, γενικότερα, στην περίπτωση που τα πραγματικά περιστατικά του
φακέλου της υποθέσεως δεν καλύπτουν το πραγματικό του αυτεπαγγέλτως
εξεταζόμενου λόγου, αυτός δεν εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. Στην ΣτΕ
1361/2013 (σκ.12) κρίθηκε ότι « ο λόγος αυτός αναφέρεται μεν σε πλημμέλεια
συγκροτήσεως της ως άνω αρχής, η διάγνωσή του όμως προϋποθέτει έρευνα
πραγματικού και, συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση, δεν είναι εκ των
αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενων από το Δικαστήριο λόγων. Συνεπώς, εφ’ όσον
προβάλλεται το πρώτον με το ανωτέρω υπόμνημα της αιτούσας, πρέπει να
απορριφθεί ως απαράδεκτος». Στην ΣτΕ 4153/2015 (σκ.4) το δικαστήριο έκρινε
ότι λόγος ακυρώσεως περί πλημμελούς συγκρότησης του ΕΣΡ που προβλήθηκε
το πρώτον με το υπόμνημα μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, δεδομένου ότι η
εξέτασή του προϋποθέτει έρευνα πραγματικού, ενώ με το υπόμνημα έγινε το
πρώτον επίκληση του αναγκαίου για την εξέταση του ως άνω λόγου
πραγματικού, δεν είναι ικανή να καταστήσει τον λόγο αυτόν αυτεπαγγέλτως
εξεταστέο. Τέλος, στην ΣτΕ 4055/2013 (σκ.19) κρίθηκε ότι λόγοι ακυρώσεως, η
διάγνωση της βασιμότητας των οποίων από το ακυρωτικό δικαστήριο
προϋποθέτει έρευνα του πραγματικού, δεν εξετάζονται αυτεπαγγέλτως. Μια
διαφορετική άποψη διατυπώθηκε στη μειοψηφία της ΣτΕ 1675/2013 (σκ.7),
σύμφωνα με την οποία, στην προκείμενη περίπτωση, η παραγραφή πειθαρχικού
αδικήματος, ως λόγος δημόσιας τάξης, ελέγχεται αυτεπαγγέλτως, κι ως εκ
τούτου, δημιουργεί την υποχρέωση για το δικαστήριο, όταν το πραγματικό της
εφαρμογής του δεν καλύπτεται από τα πραγματικά περιστατικά της δίκης, να
απόσχει από την οριστική κρίση της υποθέσεως και να θέσει υπόψη των
διαδίκων το σχετικό ζήτημα και στη συνέχεια να αποφανθεί επί του λόγου
αυτού βάσει των ισχυρισμών και των πραγματικών περιστατικών που θα
προβάλλουν οι διάδικοι.

Εξάλλου, κατά την ορθότερη άποψη, ο διοικητικός δικαστής μπορεί να


λάβει υπόψη του αυτεπαγγέλτως λόγους αντισυνταγματικότητας της
εφαρμοστέας διατάξεως του νόμου στις φορολογικές διαφορές, παρά τη
διάταξη του άρθρου 20 του ν.3900/2010, με την οποία προβλέφθηκε ότι ο
αυτεπάγγελτος έλεγχος του δικαστή στις φορολογικές και τελωνειακές
διαφορές αφορά μόνο στη παράβαση του δεδικασμένου126.

126Χ.ΚΕΙΜΑΛΗΣ, «Σε διακινδύνευση το κράτος δικαίου. Παρέμβαση με αφορμή τις τελευταίες δικονομικές
τροποποιήσεις», ΔιΔικ, 4/2013, σ.865 επ. (875).
Η ευρύτητα του ελέγχου της συνταγματικότητας σε ορισμένες από τις
προαναφερόμενες αποφάσεις στηρίζεται στο γεγονός ότι ο λόγος της
αντισυνταγματικότητας αντιμετωπίζεται από το δικαστήριο ως λόγος δημόσιας
τάξης127. Ως λόγος δημόσιας τάξης μπορεί να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από
τον δικαστή, ακόμη και κατά χρονική προτεραιότητα σε σχέση με άλλους λόγους
που προτείνει ο διάδικος, να προβληθεί από τον διάδικο χωρίς να υπόκειται σε
διαδικαστικές προθεσμίες, ακόμη και για πρώτη φορά ενώπιον του δικαστή της
έφεσης ή της αναίρεσης128, και από τον οποίο τα διάδικα μέρη δεν μπορούν να
παραιτηθούν129.

Εντούτοις, η αυτεπάγγελτη εξέταση του λόγου δημόσιας τάξης εξαρτάται


πάντα από τα όρια που τίθενται από το αντικείμενο της ένδικης αμφισβήτησης,
από το πλαίσιο της πραγματικής και νομικής αιτίας της διαφοράς, όπως
αμφότερες έχουν προσδιοριστεί με το δικόγραφο του αιτούντος την παροχή
έννομης προστασίας130. Πρέπει να διακρίνουμε τον λόγο δημόσιας τάξης από τη
νομική και πραγματική αιτία που τον προκαλεί. Ο λόγος δημόσιας τάξης
λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή131, αλλά δεν μπορεί να
αφορά μία νομική ή πραγματική αιτία διακριτή, από αυτή που αναφέρεται στο
νομικό και πραγματικό θεμέλιο των αρχικών αξιώσεων και αιτημάτων των
διάδικων μερών132.

Στο ζήτημα της εξάρτησης του αυτεπάγγελτου ελέγχου της


συνταγματικότητας του δικαστή από τη νομική αιτία της διαφοράς, στην
απόφαση 1386/2010, το ΣτΕ, αφού επανέλαβε τον κανόνα, σύμφωνα με τον
οποίο το δικαστήριο επί προσφυγής μπορεί να ελέγξει ενδεχόμενη νομική
πλημμέλεια της πράξης, αυτεπαγγέλτως, εφόσον αυτή αναφέρεται σε κεφάλαιο
της πράξης που έχει προσβληθεί με το δικόγραφο του ένδικου βοηθήματος,
κατέληξε, ότι, βάσει του ανωτέρω δικονομικού κανόνα, ναι, μεν, ο δικαστής
μπορεί να ελέγξει και αυτεπαγγέλτως τη συνταγματικότητα ή τη συμβατότητα
του τυπικού νόμου, στον οποίο ερείδεται η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα
πρέπει να περιορίσει τον έλεγχο αυτόν επί του κεφαλαίου της πράξης που
αμφισβητήθηκε. Επομένως, σύμφωνα με την πλειοψηφία ο αυτεπάγγελτος
έλεγχος περιορίζεται από τους δικονομικούς κανόνες της ένδικης διαφοράς και

127G.DRAGO, «Le contentieux constitutionnel des lois, contentieux d´ordre pub lic par nature», Mélanges en
hommage Ronald Drago, L´ unité en droit, (dir.G.DRAGO), Economica, Paris 1996, σ.9-23(18), D.TURPIN, Le
Conseil Constitutionnel son rôle, sa jurisprudence, (Collection Les fondamentaux), Hachette, Paris 2000,
σ.41, Κ.ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Η επίδραση, ό.π., σ.166.
128Πρβλ., όμως, την 953/2009 απόφαση του ΣτΕ, ΘΠΔΔ, 8-9/2009, σ.987, στην οποία το δικαστήριο

δικάζοντας το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως διοικητικού εφετείου στην οποία
δεν είχε εξεταστεί αυτεπαγγέλτως λόγος αντισυνταγματικότητας, με λόγο αναιρέσεως την παράλειψη του
δικαστηρίου να ασκήσει αυτεπαγγέλτως έλεγχο αντισυνταγματικότητας, έκρινε ότι το δευτεροβάθμιο
δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως μόνον τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 97 παρ.2 του ΚΔΔ,
με συνέπεια, εφόσον ο αναιρεσειών δεν είχε προβάλλει τον ισχυρισμό της αντισυνταγματικότητας με το
δικόγραφο της εφέσεως να μην υφίσταται υποχρέωση αυτεπάγγελτης εξέτασής του από το εφετείο,
διότι η υπόθεση δεν του είχε μεταβιβαστεί κατά το μέρος αυτό. Βλ., όμοιες, ΣτΕ 2567/2010, 743/2010.
129T. Di MANNO, Le Conseil Constitutionnel et les moyens et conclusions soulevés d´office, ό.π., σ.56.
130G.DRAGO, Le contentieux constitutionnel des lois, contentieux d´ordre public, ό.π., σ.20 και τις εκεί

αναφερόμενες βιβλιογραφικές παραπομπές.


131Εντούτοις, η Anne Levade, διατύπωσε την άποψη ότι, ειδικά, ο λόγος της αντισυνταγματικότητας, αν και

λόγος δημοσίας τάξης, μπορεί να μην λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από τον δικαστή,
διακόπτοντας, ωστόσο, με την άποψη αυτή, την απόλυτη σχέση μεταξύ λόγου δημοσίας τάξης και
αυτεπάγγελτης λήψης υπόψη του από τον δικαστή, βλ.σε Entretiens et Débats, «Le projet de loi organique
relatif a la question préjudicielle de constitutionnalité», ΑIJC, 2008, σ.11-32(22).
132Βλ. C.DEBOUY, Les moyens d’ ordre public dans la procédure administrative contentieuse, ό.π., σ.478.
δεν μπορεί το δικαστήριο να προβεί αυτεπαγγέλτως σε παρεμπίπτοντα
δικαστικό έλεγχο συνταγματικότητας μίας διάταξης νόμου που δεν συνέχεται
με κεφάλαιο της πράξης που έχει προσβληθεί με το δικόγραφο της προσφυγής,
αλλά με μη προσβαλλόμενο μέρος της διοικητικής πράξης. Στην απόφαση αυτή
διατυπώθηκε και μειοψηφούσα γνώμη, σύμφωνα με την οποία ο δικαστικός
έλεγχος της συνταγματικότητας και συμβατότητας ασκείται οποτεδήποτε και
χωρίς περιορισμούς. Ομοίως, στην ΣτΕ 2097/2011 (σκ.7), κρίθηκε ότι ο έλεγχος
της συνταγματικότητας και συμβατότητας των κανόνων δικαίου, βάσει των
οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, λαμβάνει χώρα και αυτεπαγγέλτως,
εντούτοις το αποτέλεσμα του ελέγχου περιορίζεται μόνο στα κεφάλαια της
πράξης που έχουν προσβληθεί με την προσφυγή και δεν εκτείνεται πέρα από
τα όρια των αιτημάτων του ένδικου βοηθήματος133.

Για την οριοθέτηση του αυτεπάγγελτου ελέγχου συνταγματικότητας του


δικαστή από την πραγματική αιτία της διαφοράς, κρίσιμη είναι η ΣτΕ 1352/2014,
στην οποία το δικαστήριο απέρριψε ισχυρισμό αντισυνταγματικότητας που
πρότεινε ο διάδικος με το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως ως
απαράδεκτο, διότι τα πραγματικά περιστατικά που θεμελίωναν την
πραγματική βάση του προτεινόμενου ισχυρισμού, δεν αναφέροντο στην
αναιρεσιβαλλόμενη δικαστική απόφαση ούτε είχαν τεθεί υπόψη του κατώτερου
δικαστηρίου. Επομένως, για να είναι παραδεκτός ως λόγος αναιρέσεως ο
ισχυρισμός της αντισυνταγματικότητας της εφαρμοστέας διάταξης ή να μπορεί
να ληφθεί υπόψη ο σχετικός λόγος αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή, θα πρέπει
το πραγματικό στο οποίο στηρίζεται να καλύπτεται από τα πραγματικά
περιστατικά που είχαν προταθεί, αποδείχτηκαν και εξετάστηκαν από τον
δικαστή της ουσίας και τα οποία περιγράφονται με σαφήνεια στην
αναιρεσιβαλλόμενη δικαστική απόφαση. Μ’ αυτή την έννοια, ο έλεγχος της
συνταγματικότητας, στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως, διεξάγεται πάντα
βάσει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι
αποδείχτηκαν το δικαστήριο της ουσίας.

Πάντως, πρέπει να τονιστεί ότι ο δικαστής δικάζει το ζήτημα της


συνταγματικότητας σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες και τις αρχές της
κύριας δίκης, χωρίς να μπορεί να δημιουργήσει μία εξαιρετική διαδικασία εντός
της κύριας διαδικασίας για το ζήτημα της συνταγματικότητας134. Η λύση αυτή
επιτάσσεται από τον διάχυτο και παρεμπίπτοντα χαρακτήρα του ελέγχου, από
το γεγονός ότι σκοπός του ελέγχου είναι η προστασία των δικαιωμάτων και των
εννόμων συμφερόντων των διαδίκων.

Άλλωστε, ανάλογα με ποιο σκοπό ασκείται ο δικαστικός έλεγχος της


συνταγματικότητας, εξαρτάται και η ευρύτητα του ελέγχου του δικαστή 135. Εάν
133Για το θέμα αυτό βλ. ΟλΣτΕ 1943/2018, καθώς και Β.ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ, «Ο παρεμπίπτων έλεγχος της
συνταγματικότητας των νόμων και οι εγγενείς περιορισμοί του: Παρουσίαση της ΟλΣτΕ 1943/2018» σε
https://www.ddikastes.gr/node/3502
134Για παράδειγμα, ο αυτεπάγγελτος έλεγχος της συνταγματικότητας στο πλαίσιο της αιτήσεως

αναιρέσεως ενώπιον του ΑΠ, διεξαγόταν, βάσει της δικονομικής διάταξης του άρθρου 562 παρ.4 του ΚΠολΔ,
όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν.4335/2015, μόνον
εφόσον προβαλλόταν ο σχετικός λόγος στην έγγραφη έκθεση που συνέτασσε ο εισηγητής δικαστής, η
οποία κατατίθετο εμπρόθεσμα στο δικαστήριο, άλλως δεν εξεταζόταν αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο.
135Μ΄ αυτή την έννοια, Α.ΜΑΝΙΤΑΚΗΣ, Οι (αυτό)δεσμεύσεις, ό.π., σ.426.
σκοπός του ελέγχου είναι η διασφάλιση της ιεραρχίας των κανόνων δικαίου και
η προστασία του κύρους του Συντάγματος, ο δικαστής μπορεί να εξετάζει τη
συνταγματικότητα του νόμου, ανεξάρτητα αν προστατεύει δικαίωμα, συμφέρον
ή αξίωση του διαδίκου136 ή και ανεξάρτητα από τις ανάγκες και τις δικονομικές
δεσμεύσεις της ένδικης διαφοράς. Σ΄ αυτή την περίπτωση, η διαδικασία αποκτά
έναν αντικειμενικό χαρακτήρα και εκφεύγει από τα στενά όρια της ένδικης
αμφισβήτησης137, όπως τίθενται από τον διάδικο και τους δικονομικούς κανόνες
που διέπουν τη δίκη, εξηγώντας τον δευτερεύοντα ρόλο των διαδίκων, καθόσον
τα μέρη της δίκης είτε εκκινούν τον έλεγχο είτε τον υφίστανται, αλλά δεν
αντιμετωπίζονται ως διάδικα μέρη στις παραδεκτές αξιώσεις των οποίων ο
δικαστής οφείλει να αποφανθεί138. Αν πρωταρχικός σκοπός του διάχυτου
ελέγχου εκληφθεί ότι είναι ο έλεγχος της ισχύος του νόμου και της τήρησης του
Συντάγματος και όχι η παροχή έννομης προστασίας και η προστασία των
δικαιωμάτων των διάδικων, τότε προέχει η αντικειμενική όψη του ελέγχου και ο
δικαστής αποκτά ευρείες εξουσίες αυτεπάγγελτου ελέγχου και απόφανσης
πέραν των κοινών δικονομικών κανόνων. Αν αντίθετα σκοπός του ελέγχου είναι
η επίλυση της διαφοράς και η λυσιτελής παροχή του δικαιώματος έννομης
προστασίας139, τότε ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων
μετασχηματίζεται σε όχημα για την επίλυση της υποθέσεως και εξαρτάται από
τις ανάγκες και τους περιορισμούς της ένδικης διαφοράς.

VI. Ο ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ


ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 12 ΤΟΥ Ν.3900/2010

Με τις νέες ρυθμίσεις του άρθρου 12 του ν.3900/2010140 άλλαξε η λογική


και ο σκοπός της αιτήσεως αναιρέσεως που ασκείται ενώπιον του ΣτΕ 141, μέσω
των νέων δικονομικών προϋποθέσεων που τέθηκαν για την παραδεκτή άσκησή
της, (ρυθμίσεις) οι οποίες επενεργούν και στην άσκηση του ελέγχου της
συνταγματικότητας στο στάδιο της αιτήσεως αναιρέσεως. Ειδικότερα, με την
ανωτέρω διάταξη προβλέφθηκε ότι «η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον
όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που
περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του

136Δ.ΒΛΑΧΟΥ, Η έρευνα της συνταγματικότητος των νόμων: νομική-φιλοσοφική-συγκριτική-


πολιτειολογική-κοινωνιολογική εξέτασις του θεσμού της ερεύνης, Αθήναι 1954, σ.38.

137Για τη διάκριση μεταξύ αντικειμενικής και υποκειμενικής αμφισβήτησης, βλ. C.CREWE, «Subjectivité et
objectivité dans le contentieux de la cour de Karlsruhe», Droits, 9/1989, σ.131 επ., S.SCHMITT, «La nature
objective du contentieux constitutionnel des normes: les exemples français et italien, RFDC, 4/2007, σ.719-
747.
138J.M.AUBY/R.DRAGO, Traité de contentieux administratif, ό.π., σ.135.
139 Σε αυτή τη θέση προσχωρεί ο Μανιτάκης, βλ. Oι (αυτό)δεσμεύσεις, ό.π., σ.426.

140Ρυθμίσεις ανάλογες με αυτές του άρθρου 12 του ν.3900/2010 είχαν τεθεί με το άρθρο 35 του
ν.3772/2009, με το οποίο προβλέφθηκε ότι αίρεται το απαράδεκτο της αιτήσεως αναιρέσεως λόγω ποσού,
εάν ο διάδικος προβάλλει ότι με αυτή τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της
αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προς την νομολογία του ΣτΕ, άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς άλλες
αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων.
141Αναλυτικότερα για το ζήτημα αυτό, βλ. Β.ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ, «Οι δικονομικές μεταρρυθμίσεις που τέθηκαν

στην άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως με το άρθρο 12 του ν.3900/2010 και η επιρροή τους στα
χαρακτηριστικά του δικαστικού ελέγχου των νόμων στην Ελλάδα», ΕφημΔΔ, 5/2016, σ.543-569.
Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης
αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου
ανωτάτου δικαστηρίου, είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού
δικαστηρίου».

Σύμφωνα με την ερμηνεία της διατάξεως αυτής από το ΣτΕ, ως


επιπρόσθετο, ειδικό όρο του παραδεκτού της ασκηθείσας αιτήσεως
αναιρέσεως142, θα πρέπει ο διάδικος, στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφό
του143, να επικαλείται και να τεκμηριώνει με ειδικούς και συγκεκριμένους
ισχυρισμούς144 ότι για καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους της αιτήσεως
αναιρέσεως που έχει ασκήσει145, τίθεται ένα συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, το
οποίο ήταν κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς που επέλυσε το δικαστήριο
και για το οποίο είτε οι κρίσεις ή παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως
έρχονται σε αντίθεση με υφιστάμενη νομολογία του ΣτΕ, άλλου ανωτάτου
δικαστηρίου146 ή με ανέκκλητη απόφαση των Τ.Δ.Δ., είτε γι’ αυτό το νομικό

142Σωρευτικά θα πρέπει δηλαδή να συντρέχει, σε διαφορές με οικονομικό αντικείμενο, και η προϋπόθεση


των χρηματικών ορίων της διαφοράς, βλ.ΣτΕ 1873/2012, 797/2013, 3008/2013, 4231/2014, 4201/2014,
1570/2015.
143ΣτΕ 1716/2012, 196/2012. Επομένως, δεν μπορεί να συμπληρωθεί η έλλειψη αυτή με το δικόγραφο των

πρόσθετων λόγων, ΣτΕ 849/2015, 2670, 4203/2014, 3990/2013, 598/2012, ούτε με το υπόμνημα,
ΣτΕ4127/2015, 2162/2015, 4383/2014. Πρβλ. ΣτΕ 3367/2011, ΘΠΔΔ, 2012, σ.57 επ. με σχόλιο
Ε.Καϋμενάκη, κατά την γνώμη της οποίας, το ΣτΕ σ’ αυτή την απόφαση, ενώ η προβολή των
συγκεκριμένων ισχυρισμών σχετικά με την αντίθεση στη νομολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως,
μάλλον έγινε από τον αναιρεσείοντα το πρώτον με το υπόμνημα, παρόλα αυτά, προέβη σε ερμηνεία του
εισαγωγικού δικογράφου, ως διαλαμβάνον τους απαιτούμενους συγκεκριμένους ισχυρισμούς και έκρινε
αυτούς ως παραδεκτώς προβληθέντες, αν και εντέλει αβάσιμους, προκειμένου να «διασώσει» το
παραδεκτό του κρινόμενου δικογράφου, έστω και υπό το εξαιρετικά αντίξοο καθεστώς των νέων
ρυθμίσεων. Ωστόσο, βλ., ήδη, την ΣτΕ 2987/2017, στην οποία το δικαστήριο, αφού ερμήνευσε τη σχετική
προυπόθεση υπό το φως του άρθρου 46 της ΕΣΔΑ, ήτοι της υποχρέωσης των συμβαλλόμενων κρατών να
λαμβάνουν μετά την έκδοση καταδικαστικής αποφάσεως του ΕΔΔΑ σε βάρος τους τα κατάλληλα μέτρα,
ώστε να αποφευχθεί στο μέλλον παρόμοια παραβίαση, έκρινε ότι παραδεκτώς προβάλλεται με το
δικόγραφο των πρόσθετων λόγων η αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προς απόφαση του
ΕΔΔΑ, η οποία δημοσιεύτηκε μετά την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως, εφόσον ο αναιρεσείων στο
εισαγωγικό δικόγραφό του έθεσε το σχετικό νομικό ζήτημα. Βλ.και την ΣτΕ 3076/2017, σύμφωνα με την
οποία «ακόμα κι αν, κατά την έννοια του άρθρου 53 παρ.3 εδαφ.α΄του π.δ 1989, είναι κατ’ εξαίρεση
επιτρεπτή η εκ των υστέρων (μετά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης) προβολή νέου λόγου αναίρεσης, με
τον οποίο γίνεται επίκληση αντίθεσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς οψιγενή νομολογία του
Δικαστηρίου, πάντως, τέτοιος λόγος θα μπορούσε να προβληθεί παραδεκτώς μόνο με δικόγραφο
προσθέτων λόγων».
144Οι ισχυρισμοί θα πρέπει να είναι ειδικοί, δηλαδή, να μην πρόκειται για ισχυρισμούς που προβάλλονται

απλώς προς ενίσχυση της βασιμότητας ενός προβαλλόμενου λόγου αναίρεσης, και όχι, ειδικώς, προς άρση
του κατά την εν λόγω διάταξη απαραδέκτου της κρινομένης αίτησης, βλ. ΣτΕ 1790/2011 7μ. (σκ.4),
4464/2012 (σκ.5), 3785/2012 (σκ.5), 976/2012 (σκ.5), 429/2015.
145ΣτΕ 737/2015, 2176/2015.
146Ως ανώτατα δικαστήρια η νομολογία θεωρούσε μέχρι πρόσφατα μόνον τον ΑΠ, το ΣτΕ και το ΕλΣυν, βλ.

ΣτΕ 3008/2013, ΘΠΔΔ, 1/2014, σ.61. H διάταξη σιωπά και δεν ορίζει, εάν είναι παραδεκτή η αναίρεση, όταν
οι παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως επί του συγκεκριμένου νομικού ζητήματος έρχονται σε
αντίθεση με τη νομολογία ενός υπερεθνικού δικαστηρίου που δεσμεύει, όμως, τα δικαστήρια της ελληνικής
έννομης τάξης, όπως του ΕΔΔΑ ή του ΔΕΕ. Αν και το γράμμα της διατάξεως δεν επιτρέπει ούτε απαγορεύει
ρητά την υιοθέτηση αυτής της ερμηνευτικής εκδοχής, το ορθότερο θα ήταν, κατά διασταλτική της
ερμηνεία, να υπαχθεί στο κανονιστικό περιεχόμενό της η εκδοχή αυτή, ότι, δηλαδή, στην έννοια του
ανωτάτου δικαστηρίου συγκαταλέγεται το ΔΕΕ και το ΕΔΔΑ, καθώς, σε αντίθετη περίπτωση, εμφιλοχωρεί
ο κίνδυνος να καταστεί αμετάκλητη μία δικαστική απόφαση που αντίκειται στο ενωσιακό δίκαιο ή στο
δίκαιο της ΕΣΔΑ, με συνέπεια την παραβίαση από το κράτος των διεθνών και ενωσιακών του
υποχρεώσεων, την αστική ευθύνη του για παράβαση του ενωσιακού ή του διεθνούς δικαίου και την
μεταγενέστερη καταδίκη του από το ΕΔΔΑ. Θετικός προς αυτή την εκδοχή, Γ.ΔΕΛΛΗΣ, Η διοικητική
δικαιοσύνη σε αναζήτηση ταχύτητας. Ανατρέποντας το μύθο της «ωραίας κοιμωμένης», Νομική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2013, σ.136. Βλ., ήδη, ΣτΕ 167-169/2017, με τις οποίες κρίθηκε ότι «… νομολογία
ανωτάτου δικαστηρίου, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989,
αποτελεί και απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), από την οποία
ζήτημα που επέλυσε η απόφαση δεν υπάρχει νομολογία των δικαστηρίων της
ελληνικής έννομης τάξης. Μάλιστα, για το παραδεκτό του ενδίκου μέσου, πρέπει
να μνημονεύει ο διάδικος τις σχετικές δικαστικές αποφάσεις στο δικόγραφό
του147. Επίσης, θα πρέπει ο διάδικος να προσκομίζει τις σχετικές αποφάσεις,
εκτός αν πρόκειται για αποφάσεις του ΣτΕ ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου148.
Εξάλλου, ως υπάρχουσα αντίθετη νομολογία νοείται αυτή που αφορά στο
συγκεκριμένο νομικό ζήτημα που επιλύθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη
απόφαση και όχι αυτή που αφορά σε άλλο παρόμοιο ή ανάλογο 149. Η νομολογία
δεν απαιτείται να είναι πάγια, αρκεί να είναι παγιωμένη ή έστω μη
ανατραπείσα150, αν, και κατ’ άλλη θέση, αρκεί η μνεία ακόμη και μίας απόφασης
του ανωτάτου δικαστηρίου, για να θεμελιωθεί το παραδεκτό της αιτήσεως
αναιρέσεως151. Επιπλέον, η αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στην
υπάρχουσα νομολογία πρέπει να προκύπτει μεταξύ των αιτιολογικών που
στηρίζουν το διατακτικό των συγκρινόμενων αποφάσεων των δικαστηρίων 152.
Τέλος, το νομικό ζήτημα το οποίο επικαλείται ο διάδικος, θα πρέπει να ήταν
καίριο για την επίλυση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, να ερείδεται σ’
αυτό η ίδια η υπόθεση και όχι απλά να αφορά ένα μη ουσιώδες τμήμα της153, να
κρίνεται, δηλαδή, απαραίτητη η εξέτασή του για την επίλυση της όλης
υποθέσεως154. Με απλά λόγια, θα πρέπει η επίλυση του νομικού αυτού
ζητήματος να οδηγεί στην αναίρεση της αποφάσεως, άλλως η εξέτασή του δεν
θα παρίσταται λυσιτελής.

Σύμφωνα με το άρθρο 12 του ν.3900/2010 ο διάδικος υποχρεούται, επί


ποινή απαραδέκτου της αίτησης αναιρέσεως που έχει ασκήσει, να ισχυριστεί με
τρόπο συγκεκριμένο ότι για το νομικό ζήτημα που επιλύθηκε με την
αναιρεσιβάλλομενη απόφαση δεν υφίσταται νομολογία ή αντίθετα υφίσταται
αντίθετη νομολογία. Με την προϋπόθεση αυτή, ο δικαστής, αν δεν προβληθεί
σχετικός λόγος αντισυνταγματικότητας παραδεκτώς από τον διάδικο, φαίνεται
ότι δεν μπορεί να προβεί αυτεπαγγέλτως 155 στην άσκηση του δικαστικού

προκύπτει, κατά τρόπο αρκούντως σαφή, ερμηνεία διάταξης της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), συμπεριλαμβανομένων των Πρόσθετων Πρωτόκολλων αυτής, λαμβανομένου υπόψη
αφενός, ότι, όσον αφορά την ερμηνεία της ΕΣΔΑ στην ημεδαπή έννομη τάξη, οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ έχουν
σημασία και βαρύτητα ανάλογη με εκείνη της νομολογίας των εθνικών ανωτάτων δικαστηρίων και,
αφετέρου, ότι η προβαλλόμενη αντίθεση μεταξύ της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και της νομολογίας
του ΕΔΔΑ δημιουργεί, κατά τεκμήριο, σοβαρό νομικό ζήτημα, αναγόμενο στο σεβασμό των διεθνών
υποχρεώσεων της χώρας στο πεδίο των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ώστε να δικαιολογείται, ενόψει και του
σκοπού της προαναφερόμενης διάταξης, η εξέτασή του από το Συμβούλιο της Επικρατείας, προς
διασφάλιση της ορθότητας και της ενότητας της νομολογίας, περί της ερμηνείας και της εφαρμογής της
ΕΣΔΑ, στο πλαίσιο της απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης». Βλ., όμοια, ΣτΕ 664/2018. Μ’ αυτή την
έννοια, οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ ή του ΔΕΕ αποκτούν στην ελληνική έννομη τάξη ένα οιωνεί αποτέλεσμα
έναντι όλων, με συνέπεια το ερμηνευτικό τους δεδικασμένο να αποτελεί λόγο αναιρέσεως κάθε αντίθετης
ως προς αυτό δικαστικής απόφασης ελληνικού δικαστηρίου, έτσι, N.PERLO, «L’attribution des effets erga
omnes aux arrêts de la Cour européenne des droits de l’homme en Italie : la révolution est en marche»,
RFDC, 4/2015, σ.887-910(890).
147ΣτΕ 2961/2010, 386/2015.
148ΣτΕ 3493/2015, 4725/2014, ΟλΣτΕ 3475/2011. Βλ.ΣτΕ 906/2014, όπου κρίθηκε ότι, αν δεν

προσκομίζονται οι αποφάσεις των ΤΔΔ, δεν μπορεί να θεμελιωθεί το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως.
149ΣτΕ 4461/2015, 1591/2014, ΣτΕ 4163/2012, ΔιΔικ, 2013, σ.346, ΣτΕ 2961/2010.
150ΣτΕ 3008/2013, 2756/2014.
151Γ.ΔΕΛΛΗΣ, Η διοικητική δικαιοσύνη σε αναζήτηση ταχύτητας, ό.π., 135.
152 ΣτΕ 4688/2014, 3280/2015.
153 ΣτΕ 3719/2015, 915/2012, 3971/2011.
154 ΣτΕ 3946/2012.
155Βλ. για την μη αυτεπάγγελτη εξέταση άλλων λόγων δημοσίας τάξης στο πλαίσιο της αιτήσεως

αναιρέσεως, ΣτΕ 4273/2013, όπου δεν εξετάστηκε αυτεπαγγέλτως η έλλειψη δικαιοδοσίας του δικάσαντος
ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και να κρίνει αντισυνταγματική την
εφαρμοστέα από το δικαστήριο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης διάταξη του
νόμου. Συνακόλουθα, στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως, ο ανώτατος
δικαστής απολλύει την εξουσία της αυτεπάγγελτης άσκησης του ελέγχου της
συνταγματικότητας των νόμων και του δικαιώματός του να προβάλλει στο
πλαίσιο της δίκης που διεξάγεται την αντισυνταγματικότητα της εφαρμοστέας
διατάξεως.

Πάντως, στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι στην απόφαση ΣτΕ
798/2014 (σκ.9) το δικαστήριο κλήθηκε να κρίνει ισχυρισμό του διαδίκου,
σύμφωνα με τον οποίο το δικαστήριο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης
ερμήνευσε εσφαλμένα τις διατάξεις του άρθρου 15 του ν.3852/2010, διότι
δέχθηκε ότι, κατά την έννοιά τους, δημοτικός σύμβουλος εκπίπτει για χρέη που
γεννήθηκαν κατά το χρόνο που, σε προηγούμενη θητεία των αιρετών δημοτικών
αρχών, ήταν δήμαρχος και δεν εξοφλήθηκαν με βάση τις ιδιαίτερες υποχρεώσεις
του ως δημάρχου, ενώ, κατά την έννοια του νόμου, ούτε ιδιαίτερες υποχρεώσεις
έχει ο δήμαρχος, ούτε, εάν είχε τέτοιες ιδιαίτερες υποχρεώσεις, θα μπορούσε να
εκπέσει από το αξίωμα του δημοτικού συμβούλου για το οποίο εκλέχθηκε σε
επόμενη θητεία, χωρίς να υπάρχει επί του ζητήματος αυτού νομολογία του
Συμβουλίου της Επικρατείας. Το δικαστήριο κατέληξε ότι ο λόγος αυτός
προβάλλεται παραδεκτώς από την άποψη της συνδρομής των προϋποθέσεων
της διάταξης του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, όπως αντικαταστάθηκε με
το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, ενώ τόνισε «οίκοθεν, δε, νοείται ότι η
εξέταση της βασιμότητας του λόγου αυτού προϋποθέτει την ερμηνεία των
εφαρμοστέων στην προκείμενη υπόθεση διατάξεων του άρθρου 15 του
ν.3852/2010, καθώς και τον αυτεπάγγελτο έλεγχο της συνταγματικότητάς τους,
δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος, τα δικαστήρια
οφείλουν να μην εφαρμόζουν νόμο, το περιεχόμενο του οποίου αντίκειται στο
Σύνταγμα». Επομένως, το δικαστήριο απεφάνθη ότι στο πλαίσιο που
παραδεκτώς επιλαμβάνεται να κρίνει στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως την
ερμηνεία μίας διάταξης νόμου, μπορεί αυτεπαγγέλτως να κρίνει και την
αντισυνταγματικότητά της156.

VII. ΤΟ ΑΡΘΡΟ 2 ΤΟΥ Ν.3900/2010 ΚΑΙ Ο ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ


ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Με το άρθρο 2 του ν.3900/2010 προβλέφθηκε ότι κατά αποφάσεως


διοικητικού δικαστηρίου με την οποία κρίθηκε διάταξη τυπικού νόμου
αντισυνταγματική ή αντίθετη με άλλη υπερνομομοθετική διάταξη, χωρεί, κατά

δικαστηρίου, όμοια ΣτΕ 4280/2014, ΣτΕ 1303/2014 (σκ.7) όπου το δικαστήριο διατύπωσε ρητά ότι δεν
δύναται να εξετάσει λόγο αυτεπαγγέλτως για το παραδεκτό της αναίρεσης. Επίσης, ΣτΕ 61/2016,
4016/2015, 3323/2011, ΟλΣτΕ 867/2012, ΣτΕ 563/2014, 3411/2013.
156Βλ., αντίθετα, την 233/2018 απόφαση του ΣτΕ, στην οποία κρίθηκε ότι οι λόγοι αντισυνταγματικότητας

των εφαρμοστέων διατάξεων που επικαλέστηκε η αναιρεσείουσα με το δικόγραφο προσθέτων λόγων,


είναι απορριπτέοι, διότι αυτή δεν επικαλέστηκε με το κύριο δικόγραφο τους σχετικούς λόγους και,
επιπροσθέτως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έρχεται σε αντίθεση με υφιστάμενη νομολογία ανωτάτων
δικαστηρίων ως προς αυτούς. Επίσης, με τη ΣτΕ 561/2017 κρίθηκε ότι εφόσον η αναιρεσείουσα προβάλλει
με το κύριο δικόγραφο λόγους συνταγματικότητας που συνδέονται με την ορθότητα της αιτιολογίας της
αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και όχι υπό τους όρους του άρθρου 12 του ν.3900/2010, αυτοί
προτείνονται απαραδέκτως, τονίζοντας ότι οι δικονομικές προυποθέσεις του παραδεκτού που τέθηκαν με
την ανωτέρω διάταξη αφορούν σε όλους τους λόγους αναιρέσεως, και αυτούς της αντισυνταγματικότητας,
χωρίς τούτο να αντίκειται στο άρθρο 93 παρ.4 του Συντάγματος.
παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης, εάν το ζήτημα αυτό δεν έχει ήδη κριθεί με
προηγούμενη απόφαση του ΣτΕ, αίτηση αναιρέσεως, αν πρόκειται για
διοικητική διαφορά ουσίας, ή έφεση, αν πρόκειται για ακυρωτική διαφορά.

Με τη διάταξη αυτή, ο διάδικος μίας δίκης σε διαφορά ουσίας που διεξήχθη


ενώπιον ενός διοικητικού δικαστηρίου, ο οποίος θεμελιώνει έννομο
συμφέρον157, μπορεί να ασκήσει αίτηση αναιρέσεως, κατά παρέκκλιση κάθε
άλλης διατάξεως, κατά της εκδοθείσας αποφάσεως του διοικητικού
δικαστηρίου, εάν με αυτή κρίθηκε ρητά και απερίφραστα διάταξη τυπικού
νόμου αντισυνταγματική158, εφόσον, όμως, το ζήτημα της
αντισυνταγματικότητας που κρίθηκε με την απόφαση, δεν έχει ήδη κριθεί με
προηγούμενη απόφαση του ΣτΕ159.

Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διάταξη δεν θεσπίζει ένα νέο και ιδιαίτερο
ένδικο μέσο160, αλλά θέτει ένα νέο λόγο αναιρέσεως, του οποίου η συνδρομή
«αίρει» τα ειδικά δικονομικά απαράδεκτα που μπορεί να προκύπτουν στο

157Με τη διάταξη του άρθρου 2 του ν.3900/2010 δεν θεσπίζεται, όπως θα αναπτυχθεί στη συνέχεια, μίας
νέας μορφής αίτηση αναιρέσεως, αλλά ένας νέος λόγος αναίρεσης, ο οποίος στην περίπτωση που
συντρέχει, καθιστά παραδεκτή την ασκούμενη αίτηση αναιρέσεως, ακόμη κι αν δεν καταφάσκονται οι
ειδικές δικονομικές προϋποθέσεις της ασκήσεώς της και χωρίς να απαιτείται για την παραδεκτή άσκησή
της, η εξάντληση των προηγούμενων βαθμών δικαιοδοσίας, επιτρέποντας στην ελληνική έννομη τάξη την
κατ’ άλμα αναίρεση. Επομένως, και στην περίπτωση του άρθρου 2 του ν.3900/2010, πρέπει να συντρέχουν
οι γενικές διαδικαστικές προϋποθέσεις άσκησης της αιτήσεως αναιρέσεως, μεταξύ των οποίων,
περιλαμβάνεται το έννομο συμφέρον του αναιρεσειόντος. Ως εκ τούτων, θα πρέπει αυτή να ασκείται από
τον ηττηθέντα διάδικο είτε από το διατακτικό είτε από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης,
ενώ η εξέταση του ισχυρισμού της αντισυνταγματικότητας πρέπει να είναι λυσιτελής, ήτοι να επιφέρει
έννομες συνέπειες για τον διάδικο και τη δίκη.
158Βλ., όμως, ήδη την ΣτΕ 1528/2017 (Γ΄τμήμα), με την οποία κρίθηκε ότι η έφεση (άρα και η αναίρεση) του

άρθρου 2 του ν.3900/2010 πρέπει να ασκείται και κατά αποφάσεως του διοικητικού δικαστηρίου με την
οποία κρίθηκε διάταξη νόμου συνταγματική, εφόσον υφίστανται στην έννομη τάξη αντίθετες αμετάκλητες
αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων με τις οποίες η ίδια διάταξη κρίθηκε αντισυνταγματική. Και τούτο,
διότι η άρση της αμφισβήτησης περί της αντισυνταγματικότητας διατάξεως τυπικού νόμου που
προκαλείται μεταξύ αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων που δεν μπορούν να αχθούν προς έλεγχο με το
ένδικο βοήθημα της εφέσεως ή της αιτήσεως αναιρέσεως, αλλά και από το ΑΕΔ, αποτελεί ζήτημα
συνταγματικής τάξης, και ειδικότερη έκφανση του κράτους δικαίου, του δικαιώματος δικαστικής
προστασίας (άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος) και της ισότητας ενώπιον του νόμου (άρθρο 4 παρ. 1 του
Συντάγματος).
159Η διάταξη, πάντως, δεν προσδιορίζει, αν επιτρέπεται η αίτηση αναιρέσεως με βάση το άρθρο 2 του

ν.3900/2010 στην περίπτωση που παρότι υπάρχει σχετική απόφαση του ΣτΕ για το ίδιο ζήτημα
συνταγματικότητας που κρίθηκε από το διοικητικό δικαστήριο, εντούτοις, η απόφαση του διοικητικού
δικαστηρίου κρίνει αντίθετα με αυτή, ήτοι κρίνει τη διάταξη αντισυνταγματική, ενώ το ανώτατο διοικητικό
δικαστήριο την έκρινε, με προηγούμενη απόφασή του, συνταγματική. Η αίτηση αναιρέσεως του άρθρου 2
του ν.3900/2010 ασκείται, μόνον όταν ένα ζήτημα συνταγματικότητας επιλύεται για πρώτη φορά στην
έννομη τάξη, χωρίς να υπάρχει η ενοποιητική σφραγίδα του ΣτΕ, με σκοπό την αφηρημένη ενότητα του
δικαίου και της νομολογιακής ερμηνείας ή με σκοπό την ενοποίηση και ενότητα της νομολογίας στα
ζητήματα αντισυνταγματικότητας, υπό τη στενή έννοια του να μην υπάρχουν αντιφατικές αποφάσεις
στην έννομη τάξη αναφορικά με κρίσεις αντισυνταγματικότητας διατάξεως τυπικού νόμου; Αν σκοπός
της διάταξης είναι η αφηρημένη ενότητα του δικαίου και της νομολογιακής ερμηνείας, τότε η αίτηση
αναιρέσεως στην ανωτέρω περίπτωση δεν είναι παραδεκτή, διότι, εφόσον υπάρχει απόφαση του ΣτΕ
που έχει ήδη επιλύσει το σχετικό ζήτημα, τότε η επανάκρισή του δεν προσφέρει στην αφηρημένη ενότητα
της νομολογιακής ερμηνείας ή του δικαίου, η οποία επλήγησε από μία ή περισσότερες μεμονωμένες
αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων που διατυπώνουν αντίθετη κρίση περί της
αντισυνταγματικότητας στο πλαίσιο του διάχυτου ελέγχου. Αντίθετα, εάν σκοπός της διάταξης είναι η εν
στενή έννοια της ενότητας της νομολογίας και η μη ύπαρξη αποφάσεων στην ελληνική έννομη τάξη που
αντιφάσκουν στις κρίσεις τους ως προς την αντισυνταγματικότητα διατάξεως τυπικού νόμου, τότε η
αίτηση αναιρέσεως βάσει του άρθρου 2 του ν.3900/2010 είναι παραδεκτή.
160Πρβλ., μάλλον, Φ.ΑΡΝΑΟΥΤΟΓΛΟΥ, Η «πρότυπη» ή «πιλοτική» δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της

Επικρατείας, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2012, σ.178, ο οποίος υποστηρίζει ότι ο νομοθέτης θέσπισε μία
ακόμη αίτηση αναιρέσεως.
πλαίσιο της άσκησης της αιτήσεως αναιρέσεως, θεσπίζοντας μία μορφή κατ’
άλμα αναίρεσης. Τούτο έγινε δεκτό σιωπηρά από το ΣτΕ, το οποίο νομολόγησε
ότι στο πλαίσιο της άσκησης της αιτήσεως αναιρέσεως, όταν δεν συντρέχει η
ειδική δικονομική προϋπόθεση του χρηματικού κατωφλίου της διαφοράς,
μπορεί να εκδικαστεί η αίτηση αναιρέσεως, παρόλα αυτά, με εφαρμογή της
διάταξης του άρθρου 2 του ν.3900/2010, εφόσον ο διάδικος επικαλείται κατά
τρόπο ρητό την εφαρμογή της διάταξης αυτής, με σκοπό την άρση του
δικονομικού αυτού απαραδέκτου, χωρίς να δικαιούται το δικαστήριο να
εξετάσει, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, αυτεπαγγέλτως 161,
ακόμη κι αν περιλαμβάνεται κρίση αντισυνταγματικότητας στην
αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του δικαστηρίου, διότι το ζήτημα αυτό ανήκει
στην ευχέρεια του διαδίκου162.

Επομένως, δεν απαιτείται να ασκείται η αίτηση αναιρέσεως με


αποκλειστική νομική βάση το άρθρο 2 του ν.3900/2010, αλλά ο διάδικος
ασκώντας το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως, δικαιούται να επικαλείται
την ενδεχόμενη εφαρμογή της διατάξεως αυτής.

Επιπλέον, τούτο προκύπτει από το γεγονός ότι η απόφαση που εκδίδει το


δικαστήριο είναι αναιρετική για το σύνολο της διαφοράς που υπήχθη στον
έλεγχό του. Το δικαστήριο επιλαμβάνεται κατά το μέρος αυτό την εκδίκαση της
διαφοράς ως αναιρετικό δικαστήριο, δυνάμενο να εξαφανίσει, αν καταλήξει σε
αντίθετη κρίση, την απόφαση του πρωτοβάθμιου ή δευτεροβάθμιου διοικητικού
δικαστηρίου163.

Ωστόσο, ήδη, με νεότερη απόφαση του ΣτΕ (1327/2017-Α΄τμήμα,


παραπεμπτική στην επταμελή σύνθεση), κρίθηκε ότι η αίτηση αναιρέσεως του
άρθρου 2 του ν.3900/2010 θεσπίστηκε για προφανείς λόγους δημοσίου
συμφέροντος και, ειδικότερα, «διότι ο νομοθέτης θεώρησε ότι η μη εφαρμογή
διατάξεως νόμου εκ μέρους των δικαστηρίων της ουσίας, με την ρητώς
διατυπούμενη αιτιολογία της αντιθέσεώς της στο Σύνταγμα ή σε άλλο κανόνα
υπερνομοθετικής ισχύος, χωρίς να έχει αποφανθεί σχετικώς το Συμβούλιο της
Επικρατείας, με την εντεύθεν προκαλούμενη ανασφάλεια δικαίου και, κατά την
εισηγητική έκθεση, «γενικότερη αναταραχή», αποτελεί σοβαρό ζήτημα που
ενδείκνυται να αχθεί ενώπιον του τελευταίου τούτου δικαστηρίου, και μάλιστα
απ’ ευθείας, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη (όπως, ιδίως, τις
αφορώσες το εκκλητό ή το ποσό της διαφοράς) προκειμένου η σχετική ρητή
κρίση του δικαστηρίου της ουσίας να ελεγχθεί το δυνατόν συντομότερα…. αν η
αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περιέχει ρητή κρίση ως προς την
αντισυνταγματικότητα ή την αντίθεση προς υπερκείμενους κανόνες δικαίου
διατάξεων νόμου, η συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 2 του ν.
3900/2010 εξετάζεται όχι αποκλειστικά με την προβολή σχετικού ειδικού
ισχυρισμού εκ μέρους του αναιρεσείοντος, αλλά και αυτεπαγγέλτως από το
Συμβούλιο της Επικρατείας. Τούτο δε όχι μόνο λόγω της υποχρεώσεως των
δικαστηρίων να ελέγχουν αυτεπαγγέλτως την αντίθεση των νόμων που
καλούνται να εφαρμόσουν σε μια συγκεκριμένη περίπτωση τόσο σε σχέση προς
το Σύνταγμα - έτσι ώστε να ικανοποιείται η συνταγματική επιταγή να μην

161ΣτΕ 125/2015, 4266/2014, 2413/2012 (σκ.7).


162ΣτΕ 4123/2015 (σκ.8-9), 3102/2015.
163Γ.ΔΕΛΛΗΣ, Η διοικητική δικαιοσύνη σε αναζήτηση ταχύτητας, ό.π., σ.164.
εφαρμόζουν νόμο το περιεχόμενο του οποίου αντίκειται προς αυτό (άρθρο 93
παρ. 4 του Συντάγματος) - όσο και σε σχέση με υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες
δικαίου, αλλά και διότι με τον τρόπο αυτό θάλπεται ο σκοπός του νομοθέτη,
δηλαδή η διασφάλιση της συνταγματικής τάξεως αρχής της ασφάλειας δικαίου
…. συνισταμένης, εν προκειμένω, στην επίκαιρη επίλυση των σχετικών
ζητημάτων, έτσι ώστε, αιρομένης σε σύντομο διάστημα της αβεβαιότητας περί
το κύρος του κανόνα δικαίου, τα μεν δικαστήρια της ουσίας να αποφαίνονται
σύμφωνα με την κρίση του αναιρετικού δικαστηρίου επί των υποθέσεων που
άγονται ενώπιόν τους, η δε διοίκηση και οι πολίτες να προσαρμόζουν αναλόγως
την συμπεριφορά τους. Για τους παραπάνω λόγους δεν μπορεί το ζήτημα αυτό
να επαφίεται αποκλειστικά στην πρωτοβουλία των διαδίκων, ενώ ο εξαιρετικός
χαρακτήρας της διατάξεως δεν μπορεί να έχει την έννοια του μη αυτεπαγγέλτου
ελέγχου θεμάτων αντισυνταγματικότητας ή αντιθέσεως προς υπερκείμενους
κανόνες δικαίου». Τελικώς, με την ΣτΕ 711/2018 επταμελούς συνθέσεως
κρίθηκε ότι θα πρέπει ο διάδικος με το εισαγωγικό δικόγραφο της ασκηθείσας
αιτήσεως αναιρέσεως να επικαλείται την εφαρμογή του άρθρου 2 του
ν.3900/2010. Τούτο, δε, διότι «ο κατ’ αρχήν αυτεπάγγελτος έλεγχος από το
δικαστήριο της αντιθέσεως των εφαρμοστέων στην συγκεκριμένη υπόθεση
διατάξεων προς υπερκείμενους κανόνες δικαίου προϋποθέτει το παραδεκτό του
ασκηθέντος ενδίκου μέσου ή βοηθήματος, έχει δε παγίως κριθεί ότι οι διατάξεις
του ν. 3900/2010, με τις οποίες θεσπίζονται οι προϋποθέσεις του παραδεκτού
της αναιρέσεως δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα ή την Ευρωπαϊκή Σύμβαση
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου … Εξ άλλου, τυχόν σοβαρά νομικά ζητήματα, τα
οποία, ανεξάρτητα από τις τασσόμενες με την ανωτέρω διάταξη προϋποθέσεις
παραδεκτού, ενδείκνυται να αχθούν προς κρίση ενώπιον του Συμβουλίου της
Επικρατείας, όπως το ζήτημα της συμβατότητας ή μη διατάξεως τυπικού νόμου
με υπερκείμενους κανόνες δικαίου, μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο
αιτήσεως αναιρέσεως υπέρ του νόμου, κατά τις σχετικές διατάξεις, οι οποίες δεν
θίγονται και εξακολουθούν να ισχύουν ή και αντικείμενο πιλοτικής δίκης κατά
το άρθρο 1 του ν. 3900/2010».

VII. ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΩΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟΙ ΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΚΑΤ’


ΑΝΤΙΜΩΛΙΑΝ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΤΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΟΠΛΩΝ

Η αρχή της κατ’ αντιμωλίαν διεξαγωγής της συζήτησης απαιτεί κάθε λόγος
που προτείνεται στο πλαίσιο της δίκης να είναι γνωστός σε όλους τους
διαδίκους, ώστε να μπορούν να τον αντικρούσουν. Παλαιότερα, στη γαλλική
θεωρία υποστηρίζετο ότι η αρχή της κατ’ αντιμωλίαν διεξαγωγής της συζήτησης
είναι λιγότερο σημαντική πρακτικά στην περίπτωση που το δικαστήριο εξετάζει
έναν λόγο ακραιφνώς νομιμότητας. Μόνον όταν τα στοιχεία του δικαίου και τα
πραγματικά περιστατικά συγχέονται ή συνυφαίνονται, η αρχή αυτή αποκτά μία
ιδιαίτερη σημασία164.
Στον ελληνικό έλεγχο της συνταγματικότητας, το δικαστήριο, ως συνέπεια
του παρεμπίπτοντος ελέγχου, δεν διαθέτει στο νομικό του οπλοστάσιο ειδικούς

164D.LABETOULLE, «Les méthodes de travail au Conseil d'État et au Conseil constitutionnel», in Conseil


constitutionnel et Conseil d'État, DLGDJ, Montchrestien, Paris 1988, σ. 249-268(252).
δικονομικούς κανόνες, για να εκδικάσει το ζήτημα της συνταγματικότητας, αλλά
εφαρμόζει τους γενικούς δικονομικούς κανόνες που διέπουν την εκδίκαση της
κύριας υποθέσεως165. O δικαστής εκδικάζει την υπόθεση της
συνταγματικότητας, όπως ένα κοινό προδικαστικό ζήτημα που προκύπτει
παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο της κύριας δίκης, εφαρμόζοντας όλες εν γένει τις
δικονομικές διατάξεις και αρχές της τελευταίας. Αυτό το χαρακτηριστικό του
ελέγχου εξαίρει τη στενή σχέση μεταξύ του παρεμπίπτοντος ελέγχου
συνταγματικότητας και του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας.

Γι’ αυτόν τον λόγο, θα πρέπει να τηρείται κατά τον έλεγχο της αντι-
συνταγματικότητας του νόμου και η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως166 και της
κατ’ αντιμωλίαν διεξαγωγής της συζητήσης. Οι διάδικοι επί του ζητήματος της
αντι-συνταγματικότητας167 του νόμου που έχει τεθεί έχουν το δικαίωμα, αφενός
να λάβουν γνώση των ενστάσεων αντισυνταγματικότητας που διατυπώνουν τα
διάδικα μέρη ή ο δικαστής, και αφετέρου να αντιλέξουν και να εκφέρουν τις
απόψεις τους επί του ζητήματος αυτού, στο δικαστήριο168. Συνεπώς, αν ο λόγος
της αντι-συνταγματικότητας ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο,
προκειμένου να τηρηθεί η δικονομική αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως των
διαδίκων169 και η αρχή της ισότητας των όπλων, θα πρέπει (το δικαστήριο)
αυτό να αναβάλει την έκδοση της οριστικής αποφάσεώς του, ώστε να δώσει τη
δυνατότητα στους διαδίκους να εκφέρουν τις απόψεις τους επί του ζητήματος
της αντισυνταγματικότητας.

Εξάλλου, η υποχρέωση τήρησης της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως


κατά τον έλεγχο της αντισυνταγματικότητας δεν διαφοροποιείται δικονομικά,
από το εάν το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας τίθεται στο πλαίσιο της
πολιτικής ή διοικητικής δίκης, καθώς η εφαρμογή της ως άνω αρχής δεν
εξαρτάται ούτε από το ανακριτικό ή συζητητικό σύστημα οργάνωσης της δίκης
ούτε από την έκταση της αυτεπάγγελτης εξουσίας του δικαστή αναφορικά με
την εξέταση των νομικών λόγων βασιμότητας του εκδικαζόμενου ένδικου
βοηθήματος ή μέσου170.

165
A.TUNC, «Le contrôle juridictionnel des lois aux Etats-Unis», in Actualité du contrôle juridictionnel des
lois, Journée d´études juridiques Jean Bodin, Bibliothèque de la faculté de droit de l´ université catholique de
Louvain, Larcier, Bruxelles 1973, σ.17-41(27).
166
Ακόμη κι αν εκληφθεί ο λόγος αντισυνταγματικότητας ως λόγος δημοσίας τάξεως, θα πρέπει να τηρείται
η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως. Για το ζήτημα της σχέσης των λόγων δημοσίας τάξεως και της αρχής
της εκατέρωθεν ακροάσεως των διαδίκων, βλ. B.PACTEAU, «Du nouveau en procédure contentieuse
administrative: la communication des moyens d’ ordre public», RFDA, 1992, σ.480-488, M.COMBARNOUS, «A
propos de la communication des moyens d’ ordre public», RFDA, 1992, σ.855-856.
167Το ζήτημα της συνταγματικότητας προϋποθέτει ότι αμφισβητείται η συνταγματικότητα μίας διάταξης ή

ενός κανόνα δικαίου, ενώ το συνταγματικό ζήτημα αποτελεί ευρύτερη έννοια που εγκολπώνεται κάθε
διαφωνία σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή συνταγματικών διατάξεων, βλ. Α.ΚΑΙΔΑΤΖΗ, «Μεγάλη
πολιτική και ασθενής δικαστικός έλεγχος. Συνταγματικά ζητήματα και ζητήματα συνταγματικότητας στο
Μνημόνιο», ΤοΣ, 1/2012, σ.259-292(263).
168Για το ζήτημα αυτό, βλ. M.VERPAUX, «La procédure contradictoire et le juge constitutionnel», RFDA,

17/2001, σ.339 επ., καθως και A.-M.LECIS COCCO ORTU, «QPC et interventions des tiers : le débat
contradictoire entre garantie des droits de la défense et utilité des amici curiae», σ.1-17, εισήγηση της
συγγραφέως στο ΙΧ΄ συνέδριο της γαλλικής ένωσης συνταγματικού δικαίου στη Λυών, σε
http://www.droitconstitutionnel.org/congresLyon/CommLA/A-lecis_T2.pdf, τελευταία πρόσβαση στις
29.04.2017.
169
T. Di MANNO, Le Conseil Constitutionnel et les moyens et conclusions soulevés d´office, Economica-PUAM,
Paris 1994, σ.59.
170Κ.ΜΠΕΗΣ, «Αυτεπάγγελτη λήψη υπ' όψη αναιρετικού λόγου, συνιστάμενου στην εφαρμογή κανόνα

δικαίου που δεν έπρεπε να εφαρμοστεί λόγω αντισυνταγματικότητάς του», Δ, Ιανουάριος 2001, σε
Από την άποψη του ευρωπαϊκού δικαίου, στις υποθέσεις Kress κατά
Γαλλίας της 7ης Ιουνίου 2011171, Borgers κατά Βελγίου της 30ης Οκτωβρίου
1991172, Lobo Machado κατά Πορτογαλίας της 20ης Φεβρουαρίου 1996173 και
Reinhardt et Slimane-Kaïd κατά Γαλλίας της 31ης Μαρτίου 1998174, το Ε.Δ.Δ.Α.
κατέληξε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α., εξαιτίας της μη
προηγούμενης κοινοποίησης στα διάδικα μέρη των ισχυρισμών είτε του γενικού
εισαγγελέα είτε του δημόσιου εισηγητή και της αδυναμίας τους να αντιλέξουν σ’
αυτούς. Το δικαστήριο στις ανωτέρω αποφάσεις τόνισε την ανάγκη να τηρείται
η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, σημειώνοντας ότι αυτή προϋπέθετε το
δικαίωμα των διάδικων μερών να λάβουν γνώση των αποδεικτικών στοιχείων ή
των ισχυρισμών που προβάλλονται ενώπιον του δικαστηρίου, ακόμα και από
έναν ανεξάρτητο δικαστή, και να αντιλέξουν σ’ αυτούς.

Πράγματι, μία από τις εγγυήσεις διασφάλισης της δίκαιης δίκης κατά τη
νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. είναι η τήρηση της αρχής της ισότητας των όπλων. Αυτή
η έννοια αποτελεί, εδώ και καιρό, στο ευρωπαϊκό δίκαιο, έναν από τους
ακρογωνιαίους λίθους της δίκαιης δίκης175.

Η αρχή της ισότητας των όπλων μαζί με την αρχή της condratictoire
(αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως) συνιστούν δύο από τις βασικές αρχές της
δίκαιης δίκης. Η αρχή της ισότητας των όπλων κατοχυρώθηκε για πρώτη φορά
από τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. το έτος 1959 με την απόφαση Szwabowicz κατά
Σουηδίας, στην οποία κρίθηκε ότι «κάθε διάδικος μέρος πρέπει να διαθέτει την
εύλογη δυνατότητα να εκθέσει στο δικαστήριο τις αιτιάσεις και τους
ισχυρισμούς του, υπό προϋποθέσεις, που δεν καθιστούν δυσμενέστερη τη θέση
του, σε σχέση με τον αντίδικό του…»176.

Εξάλλου, η αρχή της ισότητας των όπλων πρέπει να τηρείται, όποιο κι αν


είναι το διάδικο μέρος της διαφοράς, ακόμη κι αν πρόκειται για διαφορά μεταξύ
του κράτους και του διοικουμένου, όπως στην περίπτωση των φορολογικών
διαφορών177. Η αρχή της ισότητας των όπλων εφαρμόζεται σε όλες τις δίκες και
ανεξάρτητα από τη φύση της διαφοράς που εκδικάζει το δικαστήριο, ακόμη και
στον έλεγχο της συνταγματικότητας του νόμου178.

http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=5&mid=1479&mnu=3&id=17805, τελευταία πρόσβαση στις


28.04.2017. Για το ζήτημα αυτό ειδικά στο πλαίσιο της συνταγματικής δίκης, βλ. T.SANTOLINI, «Le
contradictoire dans le procès constitutionnel incident en droit comparé», σε La question prioritaire de
constitutionnalité. Approche de droit comparé, (dir.L.GAY), (μορφή ebook), Bruylant, Bruxelles 2014, σ. 296-
320.
171 ΕΔΔΑ, Kress κατά Γαλλίας, 07.06.2011, (αριθμ.προσφ.39594/98).
172ΕΔΔΑ, Borgers κατά Βελγίου, 30.10.1991, (αριθμ.προσφ.12005/86).
173ΕΔΔΑ, Lobo Machado κατά Πορτογαλίας, 20.02.1996, (αριθμ.προσφ.15764/89).
174ΕΔΔΑ, Reinhardt et Slimane-Kaïd κατά Γαλλίας, 31.03.1998, (αριθμ.προσφ. 21/1997/805/1008 και

22/1997/806/1009).
175Για την αρχή της ισότητας των όπλων, βλ. G.COHEN-JONATHAN, «L’égalité des armes selon la Cour

européenne des droits de l’homme», Petites affiches, 238/2002, σ.21, J.-P.DIDIER/F.MELIN-SOUCRAMANIEN,


«Le principe de l’égalité des armes», Revue de la recherche juridique, 1993, σ.489.
176ΕΔΔΑ, Szwabowicz κατά Σουηδίας, 30.06.1959, ΕΔΔΑ, Dombo Beheer κατά Κάτω Χωρών, 27.10.1993,

(αριθμ.προσφ.14448/88), §33, ΕΔΔΑ, Nideröst-Huber κατά Ελβετίας, 18.02.1997,


(αριθμ.προσφ.18990/91),§23.
177 ΕΔΔΑ, Ηentrich κατά Γαλλίας, 22.09.1994, (αριθμ.προσφ.13616/88), § 56.
178 ΕΔΔΑ, Riuz-Mateos κατά Ισπανίας, 23.06.1993, (αριθμ.προσφ.12952/87).
Το δικαστήριο κατά την άποψη της γράφουσας προβαίνει στη νομολογία
του, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε μία σαφή διάκριση μεταξύ της αρχής της
ισότητας των όπλων και της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως, παρά την
αντίθετη άποψη που έχει διατυπωθεί στη θεωρία ότι οι δύο έννοιες δεν
διακρίνονται με σαφήνεια στη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α.179. Έτσι, η αρχή της
ισότητας των όπλων συνιστά ένα στοιχείο ευρύτερο της δίκαιης δίκης, που
εγκολπώνεται τη θεμελιώδη αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως180. Η τελευταία
αρχή σημαίνει και συνεπάγεται ότι τα διάδικα μέρη μπορούν να συμμετάσχουν
σε όλες τις διαδικαστικές ενέργειες που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο της δίκης,
όπως στη διεξαγωγή των αποδείξεων ή στον καθορισμό πραγματογνώμονα,
αλλά και να λαμβάνουν γνώση και να αντικρούουν όλα τα αποδεικτικά στοιχεία
που υποβάλλονται και όλων των ισχυρισμών που διατυπώνονται κατά τη
διάρκεια της δίκης. Για τον λόγο αυτό, η αρχή αυτή δεν εφαρμόζεται μόνο
μεταξύ των διάδικων μερών αλλά αφορά και στη σχέση του δικαστή με τους
διαδίκους και, ιδίως, εφαρμόζεται κατά την άσκηση της αρμοδιότητας του
τελευταίου να λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη λόγους νομιμότητας181. Ωστόσο,
η αρχή αυτή έχει διαφορετικά όρια από την αρχή της ισότητας των όπλων. Για
παράδειγμα, εάν ένα διάδικος μέρος έχει πρόσβαση σ’ ένα στοιχείο της δίκης,
ενώ το άλλο διάδικο μέρος δεν έχει αυτό το δικαίωμα, τότε πρόκειται για
παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων. Αντίθετα, όταν όλα τα διάδικα
μέρη δεν έχουν τη δυνατότητα να αντιλέξουν σ’ ένα στοιχείο της δίκης που
υποβάλλεται ενώπιον του δικαστή τότε υπάρχει παραβίαση της δεύτερης αρχής.

Το δικαστήριο, διαπιστώνοντας σε ορισμένες αποφάσεις του ότι δεν


παραβιάζεται η αρχή της ισότητας των όπλων αλλά το δικαίωμα της
εκατέρωθεν ακροάσεως182, διακρίνει επί της ουσίας το πεδίο εφαρμογής, την
κανονιστική εμβέλεια και τον σκοπό των δύο αρχών της δίκαιης δίκης.

Ωστόσο, η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως μπορεί να ειδωθεί και ως


αναπόσπαστο τμήμα της αρχής της ισότητας των όπλων, όταν διαταράσσεται
από την παραβίαση της πρώτης αρχής η ισορροπία των δικαιωμάτων και
υποχρεώσεων μεταξύ των διαδίκων.

Το ειδικότερο ζήτημα που τίθεται είναι αν η αρχή της ισότητας των


όπλων πρέπει να τηρείται όχι μόνο μεταξύ των διαδίκων αλλά και ενώπιον του
δικαστή της διαφοράς, υπό την έννοια, εάν οι διάδικοι πρέπει να γνωρίζουν, πριν
από την έκδοση της αποφάσεως, τους ισχυρισμούς που διατυπώνει ένα μέλος
του δικαστηρίου πριν ή κατά την εκδίκαση της υποθέσεως και να έχει τη
δυνατότητα να τους αντικρούει. Στον βαθμό που, σύμφωνα με την αρχή των
αυτόνομων εννοιών183, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

179F.SUDRE,/J.-P. MARGUENAUD/J.ANDRIANTSIMBAZOVINA/A.GOUTTENOIRE/M.LEVINET, Les grands arrêts


de la Cour européenne de Droits de l’Homme, Coll. Thémis, PUF, Paris 2003,σ.236.
180ΕΔΔΑ, Brandstetter κατά Αυστρίας, 28.08.1991, (αριθμ.προσφ.1170/84; 12876/87; 13468/87), § 66.
181M.MASCLET DE BARBARIN, « Du principe de l’´egalite des armes `a l’´egalite des droits des parties en

matière fiscale », σ.1-20(9) σε https://hal-amu.archives-ouvertes.fr/hal-01229084/document


182ΕΔΔΑ, Prikyan et Angelova κατά Βουλγαρίας, 16.02.2006, (αριθμ.προσφ.44624/98), && 40-43.
183Οι αυτόνομες έννοιες που το ΕΔΔΑ διαμορφώνει, αποκτούν μία ξεχωριστή ευρωπαϊκή σημασία μέσα από

τη νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία μπορεί να είναι διακριτή από τη σημασία που έχει η έννοια σε κάθε
συμβαλλόμενο κράτος, με σκοπό να ισχύει με το κανονιστικό περιεχόμενο που προσδίδει σε αυτή το
δικαστήριο, σε όλα τα συμβαλλόμενα κράτη, προάγοντας την ενιαία και ομοιόμορφη ερμηνεία των
διατάξεων της σύμβασης, την εναρμόνιση των εθνικών δικαίων, και την τήρηση της αρχής της ισότητας
ερμηνεύει διασταλτικά τον όρο "αντίδικος", στην έννοια αυτή μπορεί να υπαχθεί
και κάθε δικαστής της ένδικης διαφοράς που λαμβάνει υπόψη του ένα λόγο
αυτεπαγγέλτως.

Εξάλλου, το Ε.Δ.Δ.Α., έχει τονίσει ότι ο ίδιος ο δικαστής πρέπει να σέβεται


την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως και της κατ’ αντιμωλίαν διεξαγωγής της
συζήτησης, όταν λαμβάνει υπόψη του ένα λόγο αυτεπαγγέλτως στον οποίο
στηρίζει την επίλυση της υποθέσεως184. Ωστόσο, το δικαστήριο προσθέτει κι ένα
πρόσθετο κρίσιμο στοιχείο στην υποχρέωση αυτή: εάν ο διάδικος αιφνιδιάζεται
από το γεγονός αυτό185. Κατά την εκτίμηση του Ε.Δ.Δ.Α., το δικαστήριο πρέπει
να είναι ιδιαίτερα προσεκτικό στην τήρηση της αρχής αυτής, όταν η υπόθεση
εκφεύγει από το πλαίσιο που την έθεσε ο διάδικος, εισέρχεται στα χέρια του
δικαστή και παίρνει μία απρόσμενη έκβαση για αυτόν. Εξάλλου, η αρχή της
εκατέρωθεν ακροάσεως των διαδίκων επιτάσσει στα δικαστήρια να μην
θεμελιώνουν τις αποφάσεις τους σε πραγματικά δεδομένα ή νομικούς
ισχυρισμούς που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο γνώσης, διαλογικής συζήτησης
και αντίκρουσης στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας από όλους τους διαδίκους,
και, επιπλέον, οδηγούν την υπόθεση σ’ ένα δρόμο, που ακόμη κι ένας επιμελής
διάδικος δεν θα μπορούσε να προβλέψει186.

Στο Δ.Ε.Ε. το άρθρο 61 του Κανονισμού της διαδικασίας του δικαστηρίου,


ορίζει ότι το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από πρόταση του γενικού
εισαγγελέα ή των διάδικων μερών μπορεί να διατάξει την επανασυζήτηση της
υποθέσεως, εάν θεωρεί ότι δεν έχουν διαφωτιστεί επαρκώς ορισμένες από τις
πλευρές της υποθέσεως ή εάν η υπόθεση πρόκειται να επιλυθεί με βάση ένα
νομικό επιχείρημα το οποίο δεν αντικρούστηκε από τους διαδίκους. Τούτο
συμβαίνει, ιδίως, όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του έναν λόγο
αυτεπαγγέλτως κατά τη διάσκεψη της υπόθεσης. Έτσι, στο Δ.Ε.Ε. κάθε
αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενος λόγος από το δικαστήριο, δημιουργεί, καταρχήν,
την υποχρέωση έκδοσης αναβλητικής απόφασης, προκειμένου οι διάδικοι να
λάβουν γνώση του λόγου αυτού πριν από την έκδοση της οριστικής αποφάσεως
και να τους δοθεί η δυνατότητα να αντιλέξουν.

κατά την εφαρμογή της σύμβασης. Για τις έννοιες αυτές, βλ. F.SUDRE, «Le recours aux notions autonomes»,
in L´ interprétation de la Convention européenne des droits de l´ homme, coll. Droit et justice, Bruylant,
Bruxelles 1999, σ.93 επ.
184ΕΔΔΑ, Σκονδριανός κατά Ελλάδας, 18.12.2003, (αριθμ.προσφ.63000/00, 74291/01 et 74292/01), §§ 29-

30, ΕΔΔΑ, Clinique des Acacias κ.ά κατά Γαλλίας, 13.10.2005, (αριθμ.προσφ.65399/01, 65406/01,
65405/01 και 65407/01), § 38, ΕΔΔΑ, Prikyan et Angelova κατά Βουλγαρίας, 16.02.2006,
(αριθμ.προσφ.44624/98), § 42.
185ΕΔΔΑ, Liga Portuguesa de Futebol Profissional κατά Πορτογαλίας, 17.5.2016, (αριθμ.προσφ.4687/11),

&59.
186Σύμφωνα με την αιτιολογία της αποφάσεως Liga Portuguesa de Futebol Profissional κατά Πορτογαλίας,

το ανώτατο δικαστήριο ήλεγξε αυτεπαγγέλτως την τυπική αντισυνταγματικότητα του εφαρμοστέου νόμου
και κατέληξε στην αντισυνταγματικότητά του, χωρίς να ενημερώσει προηγουμένως την προσφεύγουσα για
τη διενέργεια του αυτεπάγγελτου αυτού ελέγχου και δίχως το ζήτημα αυτό να έχει συζητηθεί κατά τη
διάρκεια της ένδικης διαδικασίας. Το δικαστήριο τόνισε επίσης ότι ακόμη και ένας καλά ενημερωμένος
δικηγόρος δεν μπορούσε να προβλέψει την πιθανότητα ότι το δικαστήριο θα εξέταζε την υπόθεση κάτω
από το πρίσμα αυτό, εντούτοις, θα ανέμενε νομίμως να κληθεί ρητώς από το Δικαστήριο να λάβει θέσει επ’
αυτού, σύμφωνα το άρθρο 3 παρ.3 του του ΚΠολΔ, ιδίως μάλιστα σε περίπτωση όπως η κρινόμενη, στην
οποία το διακύβευμα δεν ήταν αμελητέο και το ζήτημα μπορούσε να θεωρηθεί εριζόμενο, καταλήγοντας ότι
υπό τα δεδομένα αυτά υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ.
Σύμφωνα με τη νομολογία του δικαστηρίου, η αρχή της εκατέρωθεν
ακροάσεως αποτελεί τμήμα των δικαιωμάτων της άμυνας που ως γενική αρχή
του δικαίου υποχρεούται να διασφαλίζει το δικαστήριο. Αυτή η αρχή
εφαρμόζεται σε κάθε διαδικασία που μπορεί να καταλήξει σε έκδοση
αποφάσεως κοινοτικού οργάνου, που επηρεάζει αισθητά τα συμφέροντα ενός
ατόμου187. Εξάλλου, ο ίδιος ο ενωσιακός δικαστής οφείλει να διασφαλίσει και να
σεβαστεί την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως 188, ήτοι πρόκειται για μία αρχή
που ενεργεί και έναντι αυτού.

Το δικαστήριο έχει κρίνει ότι η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως


προϋποθέτει αφενός το δικαίωμα των διαδίκων να λαμβάνουν γνώση των
αποδεικτικών στοιχείων που υποβάλλονται και των ισχυρισμών που
προτείνονται ενώπιον του ενωσιακού δικαστή και να εκφέρουν την άποψή τους
επί αυτών189, αφετέρου την υποχρέωση του δικαστηρίου να θεμελιώνει την
απόφασή του μόνο σε πραγματικά περιστατικά ή ισχυρισμούς, των οποίων
έλαβαν γνώση οι διάδικοι και τους δόθηκε η δυνατότητα να ανταποδείξουν ή να
αντιλέξουν, αντιστοίχως190.

Ο δικαστής σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο πρέπει να τηρεί την αρχή


της εκατέρωθεν ακροάσεως, ιδίως, όταν επιλύει διαφορά στηριζόμενος σε λόγο
τον οποίο έλαβε υπόψη αυτεπαγγέλτως. Όπως επισήμανε το δικαστήριο σε
απόφασή του, η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως περιλαμβάνει το δικαίωμα
των διαδίκων να λάβουν γνώση των νομικών ισχυρισμών τους οποίους ο
δικαστής έλαβε υπόψη αυτεπαγγέλτως και στους οποίους πρόκειται να στηρίξει
την απόφασή του και να αντιλέξουν σ’ αυτούς. Για αυτόν τον λόγο, πέραν των
εξαιρετικών περιπτώσεων, όπως εκείνες που προβλέπουν, μεταξύ άλλων, οι
Κανονισμοί Διαδικασίας του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου, ο ενωσιακός
δικαστής δεν μπορεί να στηρίξει την απόφασή του σε λόγο τον οποίο έλαβε
υπόψη αυτεπαγγέλτως, έστω και αν πρόκειται για λόγο δημόσιας τάξης, χωρίς
να έχει προηγουμένως καλέσει τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις
τους επί του λόγου αυτού191.

Η νομολογία του ΣτΕ είχε την ευκαιρία να ασχοληθεί με το ζήτημα των


αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενων λόγων και την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως
σε αποφάσεις του, πριν από την επικαιροποίηση του ζητήματος μέσα από τη
νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. Έτσι, στην 1567/2005 απόφασή του192, έκρινε κατά
πλειοψηφία ότι το ζήτημα της συνταγματικότητας του νόμου, το οποίο
προέκυψε μετά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, δεδομένου ότι ο
νόμος, του οποίου αμφισβητείτο η συνταγματικότητα, ψηφίστηκε μετά την
πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο και με σκοπό την επίλυση της εκκρεμούς
διαφοράς, δημιουργεί, καταρχήν, την υποχρέωση για το δικαστήριο να αναβάλει
την έκδοση της οριστικής του απόφασης, προκειμένου οι διάδικοι να εκφέρουν
τις απόψεις τους επί του θέματος της συνταγματικότητας. Εντούτοις, δεδομένου

187ΔΕΕ, C-315 / 99, Ismeri Europa, 10.07.2001, & 28.


188ΔΕΕ, Τμήμα μείζονος συνθέσεως, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.α, C-89/08, 02.12.2009, &54.
189ΔΕΕ, C-450/06, Varec, 14.02.2008, & 47.
190ΔΕΕ, C-199/99 Corus UK κατά Επιτροπής, 02.10.2003, & 19.
191ΔΕΕ, Τμήμα μείζονος συνθέσεως, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.α, C-89/08, 02.12.2009, &55-

59.
192
ΕΔΔΔΔ, 2005, σ.585, με παρατηρήσεις Απόστολου Παπακωνσταντίνου.
ότι, αν ο νόμος κριθεί αντισυνταγματικός, η υπόθεση θα παραπεμφθεί στην
Ολομέλεια του δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ.5 του Συντάγματος,
η πλειοψηφία καταλήγει στην κρίση ότι δεν τίθεται ζήτημα αναβολής εκδόσεως
οριστικής απόφασης, καθώς οι διάδικοι θα εκφέρουν τις απόψεις τους επί του
ζητήματος, στη δίκη που θα διεξαχθεί ενώπιον της Ολομέλειας. Κατά την πρώτη
μειοψηφούσα άποψη, το δικαστήριο μπορεί να κρίνει το ζήτημα της
συνταγματικότητας του νόμου, χωρίς να απαιτείται να ακούσει τις απόψεις των
διαδίκων, ενώ, κατά τη δεύτερη μειοψηφία που διατυπώθηκε, συντρέχει εκ του
λόγου αυτού περίπτωση αναβολής εκδικάσεως της υποθέσεως.

Το ζήτημα, ωστόσο, της τήρησης της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως


επί του ζητήματος της αντισυνταγματικότητας, αποκτά νέες κανονιστικές
συνιστώσες, αν ληφθεί υπόψη η νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. που απαιτεί να τηρείται
η αρχή της ισότητας των όπλων και κατά τη διαδικασία άσκησης του ελέγχου
της συνταγματικότητας των νόμων. Έτσι, το Ε.Δ.Δ.Α. έκρινε ότι θα πρέπει να
δίνεται η δυνατότητα να ακουστούν οι διάδικοι επί του ζητήματος της
συνταγματικότητας, εφόσον, όμως, ο νόμος που ελέγχεται υπάγεται στο
ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 6 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α.193.
Επίσης, στην ΟλΣτΕ 3319/2010, κατά πλειοψηφία κρίθηκε ότι ο
αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενος λόγος από το δικαστήριο αναγόμενος στο κύρος
του εφαρμοσθέντος κανόνος δικαίου, «δεν δημιουργεί λόγο εκδόσεως
προδικαστικής αναβλητικής αποφάσεως, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα
στους διαδίκους, να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί αυτού. Και τούτο
διότι, ανεξάρτητα από το αν η αρχή της αντιμωλίας επιβάλλει, όπως
υπολαμβάνει η γνώμη της ελάσσονος μειοψηφίας…….ή όχι την έκδοση
αναβλητικών αποφάσεων σε κάθε περίπτωση που δικαστήριο άγεται στην
αυτεπάγγελτη υιοθέτηση ενός καθαρά νομικού συλλογισμού, έχοντος επίδραση
στην λύση εκκρεμούς ενώπιόν του υποθέσεως και μη συναρτωμένου με
προβολή πραγματικού, προκειμένου να λαμβάνουν θέση επ’ αυτού οι διάδικοι,
στην προκειμένη πάντως περίπτωση, η κρίση επί του νομικού ζητήματος αν εκ
του Συντάγματος επιβάλλεται οι συνεδριάσεις της Α.Δ.Α.Ε. να είναι δημόσιες, με
συνέπεια, σε καταφατική περίπτωση ο εφαρμοσθείς Κανονισμός Λειτουργίας
αυτής, ο ορίζων το αντίθετο να είναι ανίσχυρος, δεν συνιστά νέα αυτοτελή
νομική κρίση, υιοθετηθείσα πρωτοτύπως και εξ υπαρχής από το Δικαστήριο,
αλλά συνδέεται αρρήκτως με το ευρύτερο ζήτημα, αν η εν λόγω Αρχή παρέχει τις
εγγυήσεις «δικαστηρίου», κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., το
οποίο με την σειρά του συνδέεται, επίσης αρρήκτως, με το περαιτέρω ζήτημα αν
η ακυρωτική δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου καλύπτει τις εγγυήσεις της
«δίκαιης δίκης», δηλαδή, ζήτημα, για το οποίο υποβλήθηκε σχετικός ισχυρισμός
από την αιτούσα και επί του οποίου, σύμφωνα με τα εκτεθέντα ανωτέρω
(σκέψη 8) οι διάδικοι διετύπωσαν τις απόψεις τους». Αντίθετα, κατά τη
μειοψηφία του δικαστηρίου, η οποία στήριξε την άποψή της και στη νομολογία
του Δ.Ε.Ε., «εφόσον το Δικαστήριο άγεται τελικώς, σε ακύρωση για λόγο
αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο, και, μάλιστα, ανεξαρτήτως του εάν αυτός
στηρίζεται, όπως εν προκειμένω, ή όχι σε πραγματικό, το δικαστήριο όφειλε,

193βλ.ΕΔΔΑ, Ruiz-Mateos v.Espagne, 26.06.1993, (12952/1987). Για την απόφαση αυτή, βλ. G.-C.JONATHAN,
«Justice constitutionnelle et Convention européenne des droits de l’homme. L’arrêt Ruiz Mateos c. Espagne»,
RFDC, 1994, σ.175-183, J.-F.FLAUSS, «Convention des droits de l’homme et contentieux constitutionnel»,
RFDC, 1993, σ.207-216.
κατά γενική δικονομική αρχή, να μην εκδώσει ακυρωτική απόφαση, αλλά να
αναβάλει, με την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οριστική επίλυση της
διαφοράς, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στους διαδίκους, να υποβάλουν
τις παρατηρήσεις τους επί του λόγου αυτού».

Εξάλλου, στο πρακτικό 4/2010 της διοικητικής Ολομέλειας του ΣτΕ


αναφέρεται ότι κατά τη γνώμη της Επιτροπής που είχε συγκροτηθεί για την
επεξεργασία των σχετικών προτάσεων, σε περίπτωση, που ανακύψει στη
διάσκεψη ζήτημα που δεν είχε περιληφθεί στην έκθεση του εισηγητή, θα πρέπει
να εκδίδεται υποχρεωτικά αναβλητική απόφαση. Αν και κατά τον Πρόεδρο της
Επιτροπής, εφόσον οι διάδικοι γνωρίζουν –ή οφείλουν να γνωρίζουν- τα
πραγματικά και νομικά δεδομένα της δίκης, μεταξύ των οποίων τα
αυτεπάγγελτα εξεταστέα, δεν βλάπτει μεν η θέση των ζητημάτων, αλλά
ασφαλώς δεν χρειάζεται αναβλητική απόφαση, γνώμη που τελικώς υιοθετήθηκε
από το σχετικό πρακτικό.

Πρέπει να υπομνησθεί πάντως ότι οι μειοψηφίες των ως άνω


αποφάσεων ήδη έχουν γίνει πλειοψηφίες σε σύγχρονες αποφάσεις του
δικαστηρίου. Έτσι, στην ΟλΣτΕ 1464/2013 τέθηκε από το δικαστήριο
αυτεπαγγέλτως «το ζήτημα της επιρροής επί του αντικειμένου της υπό κρίση
αιτήσεως των προαναφερόμενων νεότερων νομοθετικών και κανονιστικών
διατάξεων» και το δικαστήριο έκρινε ότι « …… με τα δεδομένα αυτά….. πρέπει να
αναβληθεί η εκδίκαση της παρούσης υποθέσεως, προκειμένου να δοθεί η
δυνατότητα στους διαδίκους να διατυπώσουν τις απόψεις τους περί της
επιρροής των ως άνω νεότερων νομοθετικών και κανονιστικών ρυθμίσεων επ’
αυτής». Στην ουσία το δικαστήριο, δεδομένου ότι τέθηκε μετά τη συζήτηση της
υποθέσεως το ζήτημα της κατάργησης της δίκης, επί του οποίου δεν είχαν την
ευκαιρία να αντιλέξουν οι διάδικοι, έκρινε ότι, προκειμένου να τηρηθεί η αρχή
της εκατέρωθεν ακροάσεως, έπρεπε να αναβληθεί η συζήτηση της υποθέσεως
και να οριστεί νέα δικάσιμος, ώστε οι διάδικοι να εκφέρουν τις απόψεις τους 194.
Περαιτέρω, ήδη με την ΣτΕ 1114/2016 το δικαστήριο ανέβαλε αυτεπαγγέλτως
τη συζήτηση της υποθέσεως, προκειμένου οι προσφεύγοντες να διατυπώσουν
τις απόψεις τους για το ζήτημα της κατάργησης της δίκης το οποίο ετίθετο,
δεδομένου ότι με την έκδοση μεταγενέστερων διοικητικών πράξεων
αντικαταστάθηκε το ουσιαστικό περιεχόμενο της προσβαλλόμενης διοικητικής
πράξης, επί του οποίου στηρίζονταν οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως. Τέλος,
στην ΟλΣτΕ 3474/2011, το δικαστήριο ανέβαλε την έκδοση οριστικής
απόφασης, διότι ένας εκ των διαδίκων με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων
επικαλέστηκε νέους λόγους αντισυνταγματικότητας των εφαρμοστέων
διατάξεων, προκειμένου να δώσει τη δυνατότητα στον έτερο διάδικο να λάβει
γνώση των ισχυρισμών αυτών και να αντιλέξει.

Συνακόλουθα, ήδη, διαφαίνεται ότι η σύγχρονη νομολογία του


δικαστηρίου απαιτεί, καταρχήν, σε κάθε λόγο που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως
από το δικαστήριο, να ακούγονται προηγουμένως οι διάδικοι, ώστε να τηρείται
η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως ως στοιχείο και συνιστώσα του δικαιώματος
σε δίκαιη δίκη.

194 Βλ.παλαιότερες, ΣτΕ 1649-1648/1994.


VIII. ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΙΤΗΜΑ ΜΕΡΙΚΗΣ
ΑΚΥΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ

Ένα ζήτημα που προκύπτει στην περίπτωση των αυτεπαγγέλτως


εξεταζόμενων λόγων είναι τι δικαιούται να πράξει το δικαστήριο στην
περίπτωση που ο προσφεύγων αιτείται την ακύρωση ενός μέρους της
διοικητικής πράξεως, ενώ ο αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενος λόγος αφορά στο
σύνολό της. Και τούτο, διότι το αίτημα του προσφεύγοντος οδηγεί αναγκαίως το
δικαστήριο στη μερική ακύρωση της διοικητικής πράξεως, ενώ ο
αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενος λόγος στην ολική ακύρωσή της.

Σύμφωνα με τη νομολογία του γαλλικού ΣτΕ, εάν ο δικαστής εξετάζει


έναν λόγο αυτεπαγγέλτως που μπορεί να οδηγήσει στην ολική ακύρωση της
διοικητικής πράξεως, οφείλει να περιοριστεί να κηρύξει τη μερική ακύρωση της
πράξης, ενόψει του λόγου δημόσιας τάξης που έλαβε υπόψη του
αυτεπαγγέλτως195. Αντιστρόφως, όταν επιλαμβάνεται να αποφανθεί επί
ισχυρισμών που τείνουν στη μερική ακύρωση μίας διοικητικής πράξης, της
οποίας οι διατάξεις δημιουργούν ένα αδιαίρετο σύνολο, υποχρεούται να
απορρίψει τους σχετικούς ισχυρισμούς, όποιοι κι αν είναι, παραμένοντας στο
πλαίσιο των λόγων που παραδεκτώς προβάλλονται κατά του μέρους της
προσβαλλόμενης απόφασης196.

Στην ελληνική νομολογία με την απόφαση 197/2016 του Δ΄ Τμήματος του


ΣτΕ, παραπεμπτική στην Ολομέλεια, σύμφωνα με το πραγματικό της υπόθεσης,
η αιτούσα είχε ζητήσει στο διοικητικό στάδιο με αίτησή της προς τον αρμόδιο
Δήμαρχο να της παραχωρηθεί κατά κυριότητα και κατ’ εφαρμογή των
διατάξεων του άρθρου 44 του ν.3220/2004 ένα ακίνητο, ως αυθαιρέτως
κατέχουσα αυτό και μονίμως διαμένουσα σε οικοδομή πρώτης κατοικίας, που
είχε ανεγερθεί πριν από την 31.12.1981. Όμοια αίτηση περί παραχωρήσεως
κατά κυριότητα του ως άνω ακινήτου υπέβαλε, βάσει των διατάξεων του
άρθρου 44 του ν.3220/2004, και ο αδελφός της αιτούσας. Τελικώς, ο αρμόδιος
δήμαρχος με απόφασή του παραχώρησε κατά κυριότητα το επίμαχο ακίνητο
στην αιτούσα και τον αδελφό της σε ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου στον καθένα,
αφού έκρινε ότι συντρέχουν στο πρόσωπό τους οι τασσόμενες από τις ανωτέρω
διατάξεις προϋποθέσεις.

Με αίτηση ακυρώσεως που άσκησε η αιτούσα, ζήτησε την ακύρωση της


σχετικής αποφάσεως του δημάρχου, κατά το μέρος που παραχωρήθηκε κατά
κυριότητα στον αδερφό της και όχι στην ίδια ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου του ως
άνω ακινήτου, βάσει του άρθρου 44 του ν.3220/2004. Το δικαστήριο άσκησε
αυτεπαγγέλτως έλεγχο συνταγματικότητας της διάταξης του άρθρου 44 του
ν.3220/2004, παρά το ότι η αιτούσα δεν θα θεμελίωνε έννομο συμφέρον για την
προβολή του σχετικού λόγου και έκρινε ότι έρχεται σε αντίθεση τόσο με τις
διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, που επιτάσσουν τον
ορθολογικό πολεοδομικό σχεδιασμό προς εξασφάλιση της λειτουργικότητας
των οικισμών, όσο και με τις συνταγματικές αρχές του κράτους δικαίου και της
ισότητας των πολιτών ενώπιον του νόμου. Το δικαστήριο, συγκεκριμένα,
αποφάνθηκε ότι «….επομένως, ως αντισυνταγματικές, οι διατάξεις του άρθρου

195CE, 6 janvier 1954, Sieur Angéras, CE, 19 mai 1961, Gianotti.


196CE, 5 novembre 1975, Société Pavita.
44 του ν.3220/2004 είναι ανίσχυρες και, ως εκ τούτου, μη εφαρμοστέες. Για τον
λόγο, συνεπώς, αυτόν, ο οποίος εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο,
οι εν λόγω διατάξεις δεν είναι δυνατόν να παράσχουν νόμιμο έρεισμα για την
έκδοση ατομικών διοικητικών πράξεων περί παραχωρήσεως δημοτικών
εκτάσεων σε αυθαίρετους κατόχους τους..».

Εξάλλου, το δικαστήριο αναφερόμενο στην προαναφερόμενη 106/1991


απόφαση της Ολομέλειάς του, έκρινε ότι «εκ του γεγονότος δε ότι, με την
εκδοθείσα βάσει των επίμαχων διατάξεων δημαρχιακή απόφαση, η αιτούσα
κρίθηκε δικαιούχος παραχώρησης σε ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου ακινήτου ως
αυθαιρέτως κατέχουσα το εν λόγω ακίνητο (το οποίο, με την ίδια πράξη, κατά
το πληττόμενο με την κρινόμενη αίτηση μέρος της, παραχωρήθηκε στον αδερφό
της κατά το υπολειπόμενο ½ εξ αδιαιρέτου τμήμα), το Δικαστήριο ουδόλως
κωλύεται να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως τη συνταγματικότητα των διατάξεων
αυτών, ενόψει της επιταγής του άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος, που
υποχρεώνει τα δικαστήρια να μην εφαρμόζουν το νόμο από τον οποίο διέπεται η
επίδικη σχέση, αν το περιεχόμενό του αντίκειται στο Σύνταγμα». Έτσι, το
δικαστήριο ήλεγξε αυτεπαγγέλτως την αντισυνταγματικότητα της διατάξεως,
μολονότι δέχθηκε ότι η αιτούσα δεν θα είχε έννομο συμφέρον να προβάλλει τον
σχετικό λόγο ακυρώσεως.

Κατόπιν τούτων, ενόψει του ότι η αιτούσα προσέβαλε την


προαναφερόμενη διοικητική πράξη, μόνον κατά το μέρος που παραχώρησε κατά
κυριότητα σε ποσοστό ½ το ως άνω ακίνητο στον αδερφό της και όχι κατά το
μέρος που παραχώρησε το ίδιο ποσοστό στην ίδια, το δικαστήριο κατέληξε ότι
«η προσβαλλόμενη πράξη, κατά το μέρος που ενέχει απόρριψη του αιτήματος
της ήδη αιτούσης περί παραχωρήσεως καθ’ ολοκληρίαν σε αυτήν του επίμαχου
ακινήτου, ως μόνης πληρούσης τις προϋποθέσεις υπαγωγής στις ρυθμίσεις του
άρθρου 44 του ν.3220/2004, παρίστανται πάντως νόμιμη, ανεξαρτήτως της
ανεπαρκούς αιτιολογίας της, καθόσον το εν λόγω αίτημα έπρεπε να απορριφθεί
από τη διοίκηση προεχόντως για τον λόγο ότι οι διατάξεις αυτές αντίκεινται στο
Σύνταγμα. Περαιτέρω, κατά το μέρος που ο αδερφός της αιτούσας, κρίθηκε με
αυτές δικαιούχος μερικής παραχώρησης του ακινήτου, είναι, ανεξαρτήτως της
ανεπαρκούς και κατά το μέρος της αυτό αιτιολογίας, μη νόμιμη, ως ερειδόμενη
επί αντισυνταγματικών διατάξεων, και θα έπρεπε να ακυρωθεί. Η ακύρωση,
όμως, αυτή παρίσταται ως αλυσιτελής, δοθέντος ότι η τυχόν αποδοχή της
κρινόμενης αιτήσεως δεν μπορεί να έχει το επιδιωκόμενο από την αιτούσα
αποτέλεσμα, να παραχωρηθεί, δηλαδή, σε αυτήν η πλήρης και αποκλειστική
κυριότητα του ανωτέρω ακινήτου βάσει των διατάξεων του άρθρου 44 του
ν.3220/2004, ενόψει της υποχρέωσης της Διοίκησης, σύμφωνα με τα άρθρα 95
παρ. 5 του Συντάγματος και 50 παρ. 4 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), να μην εφαρμόσει
τις εν λόγω διατάξεις ως ανίσχυρες ένεκα της αντιθέσεώς τους, κατά τα
εκτεθέντα, προς το Σύνταγμα. Η αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί, αλλά ενόψει
του ότι η Ολομέλεια δεν έχει αποφανθεί επί του ζητήματος της
συνταγματικότητας των διατάξεων του άρθρου 44 του ν.3220/2004, πρέπει το
εν λόγω ζήτημα, όπως και η υπόθεση στο σύνολό της, να παραπεμφθεί σε αυτήν,
σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ.5 του Συντάγματος».

Από την απόφαση αυτή καταδεικνύεται ότι η αυτεπάγγελτη άσκηση του


ελέγχου της συνταγματικότητας από τον δικαστή, πέρα και πάνω από τις
δεσμεύσεις του παρεμπίπτοντος χαρακτήρα του ελέγχου, και, ιδίως, όταν ο
διάδικος δεν έχει έννομο συμφέρον για την προβολή του σχετικού λόγου
αντισυνταγματικότητας, σε ορισμένες περιπτώσεις, όχι μόνο δεν επιφέρει
έννομες συνέπειες για τον διάδικο που αιτήθηκε τη δικαστική προστασία, αφού
δεν μπορεί να οδηγήσει στην ικανοποίηση των ένδικων αξιώσεών του, αλλά,
επιπροσθέτως, μπορεί να επιφέρει βλάβη σ’ αυτόν στο στάδιο της
συμμορφώσεως της Διοικήσεως στη σχετικώς εκδοθείσα δικαστική απόφαση, η
οποία βαίνει πέραν των αιτηθέντων. Στην προκείμενη δε περίπτωση η
αντισυνταγματικότητα της διάταξης οδηγεί στην αλυσιτέλεια του ένδικου
βοηθήματος που άσκησε η αιτούσα, διότι η αποδοχή του σχετικού λόγου
αντισυνταγματικότητας και της κρινόμενης αιτήσεως ακυρώσεως δεν μπορεί να
έχει το επιδιωκόμενο από αυτήν αποτέλεσμα, αλλά, αντίθετα, ενόψει της
υποχρέωσης της Διοίκησης να μην εφαρμόσει τις εν λόγω διατάξεις ως
ανίσχυρες ένεκα της αντιθέσεώς τους με το Σύνταγμα, να έχει ως συνέπεια την
ανάκληση της διοικητικής πράξης με την οποία παραχωρήθηκε το ως άνω
ακίνητο σε ποσοστό 50% σ’ αυτή. Έτσι, παρά το ότι στην περίπτωση των
αλυσιτελών λόγων ακυρώσεως το δικαστήριο απορρίπτει τους σχετικούς
λόγους, χωρίς να υπεισέλθει στην εξέτασή τους, στην περίπτωση των λόγων
ακυρώσεως που οδηγούν στην αλυσιτέλεια του ένδικου βοηθήματος, το
δικαστήριο πρώτα τους εξετάζει, και στη συνέχεια, ενόψει της πρόδηλης
βασιμότητάς τους, απορρίπτει ως αλυσιτελές το σχετικό ένδικο βοήθημα 197.

Συνακόλουθα, ορθώς το δικαστήριο προέβη σε κρίση περί


αντισυνταγματικότητας της εφαρμοστέας διάταξης, καθώς η κρίση αυτή ήταν
απαραίτητη για την εκτίμηση της λυσιτέλειας του κρινόμενου ένδικου
βοηθήματος.

ΙΧ. ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ


ΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΝΑΙΡΕΣΗ

Όταν το διοικητικό δικαστήριο επιλαμβάνεται κατόπιν αναιρέσεως της


αποφάσεώς του από το ΣτΕ δικαιούται να προβεί σε έλεγχο συνταγματικότητας
ή συμβατότητας των εφαρμοστέων διατάξεων; Στην απόφαση 3524/2013
(σκ.4) το ΣτΕ έκρινε, ακολουθώντας προγενέστερη νομολογία του (βλ.ΣτΕ
4186/1988), ότι κάθε εφαρμογή ενός κανόνα δικαίου από το δικαστήριο
εμπεριέχει τη σιωπηρή κρίση ότι ο κανόνας αυτός συνάδει με το Σύνταγμα,
εφόσον το δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ.4 του Συντάγματος,
υποχρεούται να μην εφαρμόζει νόμο, το περιεχόμενο του οποίου αντίκειται στον
θεμελιώδη νόμο. Επομένως, αν μετά από αναιρετική απόφαση του ΣτΕ, η
υπόθεση παραπεμφθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη
απόφαση για νέα κρίση, τότε αυτό δεν μπορεί να αποστεί από τα κριθέντα, κι ως
εκ τούτου, δεν μπορεί να προβεί σε δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας
του νόμου, αφήνοντας ανεφάρμοστη τη διάταξη που προηγουμένως είχε
εφαρμόσει το αναιρετικό, κρίνοντάς την, σιωπηρώς συνταγματική. Το

197Βλ. ΣτΕ
4092/2015, ΟλΣτΕ 3315/2014, καθώς και Ε.ΠΑΥΛΙΔΟΥ, «Οι αλυσιτελείς αιτήσεις ακυρώσεως στη
νομολογία του ΣτΕ», ΕφημΔΔ, 2/2015, σ.246-257(253-254).
δικαστήριο κατέληξε ότι αυτή η λύση δεν αντίκειται στα χαρακτηριστικά του
δικαστικού ελέγχου, διότι ο έλεγχος ασκείται «μέσα στο πλαίσιο απονομής της
δικαιοσύνης» που καθιερώνει το Σύνταγμα- με βάση τους κοινούς δικονομικούς
κανόνες και τις αρχές εκδίκασης της κύριας διαφοράς θα λέγαμε εμείς- βασικό
στοιχείο του οποίου αποτελεί η κατοχύρωση του θεσμού της αιτήσεως
αναιρέσεως και η συμμόρφωση του κατώτερου δικαστηρίου προς τα κριθέντα
της αναιρετικής αποφάσεως. Συνακόλουθα, με την ανωτέρω απόφαση κρίθηκε
ότι οι δικονομικές διατάξεις που καθορίζουν τις έννομες συνέπειες της
αναιρετικής απόφασης επενεργούν και αποκλείουν τον έλεγχο και την κρίση
περί αντισυνταγματικότητας του κοινού δικαστή, δεδομένου ότι ο έλεγχος
συνταγματικότητας ασκείται εντός του πλαισίου της δίκης στην οποία
ανακύπτει και με βάση τις κοινές δικονομικές διατάξεις που εφαρμόζονται σ’
αυτή.
Ομοίως, στην υπ’ αριθμόν 2798/2011 (σκ.4) απόφαση του ΣτΕ, το
δικαστήριο πιο λιτά έκρινε ότι το δικαστήριο της ουσίας που επιλαμβάνεται εκ
νέου την εκδίκαση υποθέσεως κατόπιν αποφάσεως επί αναιρέσεως, δεσμεύεται
από τα κριθέντα από αυτή, ακόμη και από τις σιωπηρές αποδοχές της
αποφάσεως, όπως σε ότι αφορά στο αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο ζήτημα της
αντισυνταγματικότητας του νόμου198.
Να σημειωθεί, όμως, ότι, αντίθετα, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής
Ένωσης έκρινε πως αντίκεινται στο ενωσιακό δίκαιο, εθνικές ρυθμίσεις,
σύμφωνα με τις οποίες το κατώτερο εθνικό δικαστήριο, το οποίο επιλαμβάνεται
μετά από παραπομπή της υπόθεσης κατόπιν αναιρέσεως από το ανώτατο
δικαστήριο, δεν μπορεί να αποστεί από τα νομικώς κριθέντα από αυτό και να
αφήσει ανεφάρμοστες εθνικές διατάξεις που κρίνει ότι αντίκεινται στο
ενωσιακό δίκαιο199.
Επί του ειδικότερου αυτού ζητήματος, με την υπ’ αριθμόν 309/2015
απόφαση του ΣτΕ, κρίθηκε ότι «το δικαστήριο της ουσίας που επιλαμβάνεται εκ
νέου ορισμένης υποθέσεως κατόπιν αναιρετικής αποφάσεως του Συμβουλίου
της Επικρατείας δεσμεύεται ως προς τα ζητήματα που κρίθηκαν με την
τελευταία αυτή απόφαση και οφείλει να συμμορφωθεί προς τις σχετικές κρίσεις
του αναιρετικού δικαστηρίου, έστω και σιωπηρές, ως προς τα αυτεπαγγέλτως
ερευνώμενα από το τελευταίο ζητήματα, όπως η συνταγματικότητα και, γενικά,
η συμβατότητα προς υπερκείμενους κανόνες δικαίου των διατάξεων που
κρίθηκαν εφαρμοστέες στην επίδικη περίπτωση, χωρίς να μπορεί να αποφανθεί
διαφορετικά επί των ζητημάτων αυτών. Υποχρεούται δε πρωτίστως να
εφαρμόσει τις διατάξεις που κρίθηκαν εφαρμοστέες στην επίδικη περίπτωση με
την αναιρετική απόφαση, αποδίδοντας σ’ αυτές την ίδια ακριβώς έννοια που
τους απέδωσε και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Την ίδια υποχρέωση έχει και
το Συμβούλιο Επικρατείας, όταν δικάζει αίτηση αναιρέσεως κατά της
αποφάσεως που εκδόθηκε από το δικαστήριο της παραπομπής. Ειδικότερα,
ούτε το επιληφθέν μετ’ αναίρεση δικαστήριο της ουσίας ούτε το Συμβούλιο της
Επικρατείας, δικάζοντας αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως που

198Βλ.όμοια, για λόγους αντισυνταγματικότητας και τις ΣτΕ 1480/2014, 596/2015.


199βλ.ΔΕΕ, C-173/09, 05.10.2010, Elchinov, σκ.32. Επίσης, βλ. ΔΕΕ, C-416/10, 5 Ιανουαρίου 2013, Krizan,
σκ.73, με την οποία το άρθρο 267 ΣΛΕΕ απονέμει σε κάθε εθνικό κατώτερο δικαστή την αρμοδιότητα να
υποβάλλει αυτεπαγγέλτως στο ΔΕΕ αίτημα έκδοσης προδικαστικής απόφασης, ακόμη κι όταν η απόφασή
του εκδίδεται κατόπιν αναιρέσεως προηγούμενης απόφασής του από το συνταγματικό δικαστήριο της
εθνικής έννομης τάξης, ανεξαιρέτως εάν οι εθνικές ρυθμίσεις επιτάσσουν τη συμμόρφωσή του στα νομικώς
κριθέντα από το ΣΔ.
εκδόθηκε από το δικαστήριο της παραπομπής, μπορούν, κατά τα προεκτεθέντα,
να αρνηθούν την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων με την αιτιολογία ότι είναι
ανίσχυρες ως αντίθετες προς το Σύνταγμα ή προς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής
Ένωσης ή προς άλλες υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις».
Εντούτοις, με την υπ’ αριθμόν 2178/2015 απόφαση του Στ΄ τμήματος
του ΣτΕ, παραπεμπτική στην επταμελή σύνθεση, βλέπουμε ότι παρουσιάζεται
μία ανατροπή της παραδοσιακής οπτικής. Παρόλο που το δικαστήριο έκρινε εκ
νέου ότι κάθε εφαρμογή της διάταξης του νόμου στο πλαίσιο της αναιρετικής
αποφάσεως συνεπάγεται τη σιωπηρή κρίση περί της συνταγματικότητάς της
και, επομένως, τη δέσμευση του επιλαμβανόμενου στη συνέχεια διοικητικού
δικαστηρίου από το κριθέν αυτό ζήτημα και την αναρμοδιότητά του να αφήσει
ανεφάρμοστη τη σχετική διάταξη λόγω της αντισυνταγματικότητάς της,
εντούτοις, κάνει μία δικονομική στροφή και κρίνει ότι εφόσον η απόφαση του
διοικητικού πρωτοδικείου αναιρείται, τούτο συνεπάγεται νομικά ότι
εξαφανίζεται και συζητείται εκ νέου η υπόθεση στο διοικητικό δικαστήριο σαν
να είναι νέα, με συνέπεια οι διάδικοι να επανέρχονται δικονομικά στη θέση που
βρίσκονταν πριν από τη συζήτηση της υποθέσεως και, επομένως, μπορούν να
προτείνουν νέους λόγους και ισχυρισμούς κατά την εκδίκαση της υποθέσεως, με
έγκυρο δικονομικά τρόπο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο διάδικος προέβαλε
ισχυρισμό αντισυμβατότητας της εφαρμοστέας διάταξης με το υπόμνημα,
προσκομίζοντας και σχετική απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α., ενώ, το μετά από αναίρεση
δικάσαν διοικητικό δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν, με την
αιτιολογία ότι δεσμεύεται από τα κριθέντα της αναιρετικής αποφάσεως, μεταξύ
των οποίων, και από την κρίση του περί συνταγματικότητας και συμβατότητας
της διάταξης. Το ΣτΕ αναίρεσε την απόφαση για τον λόγο ότι το κατώτερο
δικαστήριο έπρεπε να εξετάσει τη συμβατότητα της διάταξης, καθώς το
αναιρετικό δεν είχε συμπεριλάβει στην απόφασή του ρητώς σχετική κρίση.
Επίσης, στην προγενέστερη απόφαση ΣτΕ 4018/2013, το ανώτατο δικαστήριο
έκρινε ότι, αν κάνει δεκτή την αίτηση αναιρέσεως που έχει ασκηθεί ενώπιον του,
εξαφανίσει την προσβαλλόμενη με την αίτηση αυτή δικαστική απόφαση και
παραπέμψει περαιτέρω την υπόθεση ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, η
υπόθεση, συνεπώς δε και οι διάδικοι, ανεξαρτήτως του ειδικότερου λόγου για
τον οποίο αναιρέθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, επανέρχονται στη θέση στην
οποία βρίσκονταν πριν από τη συζήτηση, η οποία κατέληξε στην έκδοση της
αποφάσεως που αναιρέθηκε. Επομένως, οι διάδικοι μπορούν να προβούν
ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής σε οποιαδήποτε διαδικαστική
ενέργεια, έστω και αν αυτή είναι, κατά τον νόμο, επιτρεπτή μόνο μέχρι την
πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, διότι, ενόψει των ανωτέρω συνεπειών της
αναιρέσεως της δικαστικής αποφάσεως που προσβλήθηκε ενώπιον του
Συμβουλίου της Επικρατείας, η συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του
δικαστηρίου της παραπομπής δεν είναι νέα, αλλά επέχει θέση πρώτης
συζητήσεως της υποθέσεως αυτής. Τούτου έπεται ότι κατά τη νέα συζήτηση
ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής οι διάδικοι μπορούν να προβάλουν
και νέους λόγους και ισχυρισμούς, τηρώντας όμως τις οικείες δικονομικές
διατάξεις. Προκειμένου δε, ειδικότερα, περί αυτεπαγγέλτως ερευνητέου
ζητήματος, οι σχετικοί ισχυρισμοί μπορούν να προβληθούν και το πρώτον δι’
υπομνήματος. Εξ άλλου, το ζήτημα της ισχύος του εφαρμοσθέντος κανόνος
δικαίου το δικαστήριο οφείλει να το εξετάσει αυτεπαγγέλτως, ακόμη και αν δεν
προβάλλεται σχετική αιτίαση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το ΣτΕ έκρινε ότι ο
λόγος της αντισυμβατότητας της εφαρμοστέας διατάξεως προς το ενωσιακό
δίκαιο με την αναιρετική απόφαση δεν εξετάσθηκε, διότι προϋπέθετε ως
πραγματική βάση, πραγματικά περιστατικά που δεν είχαν τεθεί υπόψη του
διοικητικού δικαστή ουσίας και τα οποία είχε δεχθεί η αναιρεσιβαλλόμενη
απόφαση, με συνέπεια να μην μπορεί να εξεταστεί από το αναιρετικό
δικαστήριο ο σχετικός ισχυρισμός, αλλά θα έπρεπε να εξεταστεί από το
διοικητικό δικαστήριο στο οποίο επανήλθε η υπόθεση. Μετά δε την αναίρεση
της αποφάσεως, το διοικητικό δικαστήριο δεν εξέτασε τον σχετικό ισχυρισμό
που είχε υποβληθεί με το υπόμνημα, με συνέπεια το ΣτΕ να αναιρέσει την
απόφαση.
Ήδη, όμως, με την ΣτΕ 417/2016 επταμελούς συνθέσεως, η οποία
εκδόθηκε επί της ως άνω 2178/2015 παραπεμπτικής αποφάσεως του ίδιου
τμήματος, κρίθηκε ότι το δικαστήριο της ουσίας που επιλαμβάνεται εκ νέου
ορισμένης υποθέσεως κατόπιν αναιρετικής αποφάσεως του ΣτΕ δεσμεύεται ως
προς τα ζητήματα που κρίθηκαν με την τελευταία αυτή απόφαση και οφείλει να
μην αποστεί από τις κρίσεις αυτές, έστω και σιωπηρές, ως προς τα
αυτεπαγγέλτως ερευνώμενα από το αναιρετικό δικαστήριο ζητήματα, όπως η
συνταγματικότητα ή, γενικότερα, η συμβατότητα με υπερνομοθετικής ισχύος
κανόνες δικαίου των διατάξεων που κρίθηκαν εφαρμοστέες στην επίδικη
περίπτωση. Ειδικότερα, ούτε το επιληφθέν μετ’ αναίρεση δικαστήριο της
ουσίας ούτε το ΣτΕ δικάζοντας αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως που
εκδόθηκε από το δικαστήριο της παραπομπής, μπορούν να αρνηθούν την
εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων που κρίθηκαν εφαρμοστέες με την
αναιρετική απόφαση, με την αιτιολογία ότι είναι ανίσχυρες ως αντίθετες προς
το Σύνταγμα ή προς το δίκαιο της ΕΕ ή προς άλλες υπερνομοθετικής ισχύος
διατάξεις, έστω και αν η αναιρετική απόφαση δεν περιέχει ρητές κρίσεις περί
της συμβατότητας των διατάξεων που κρίθηκαν εφαρμοστέες από αυτή προς
τους εν λόγω υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες δικαίου200.

ΧΙ. ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΕΝΩΣΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ


ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ Ε.Σ.Δ.Α.

Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δ.Ε.Ε., τα κοινά δικαστήρια των


κρατών μελών υποχρεούνται και αυτεπαγγέλτως να ελέγχουν τη συμβατότητα
των εθνικών κανόνων που εφαρμόζουν με το ενωσιακό δίκαιο, αφήνοντας
ανεφάρμοστη κάθε διάταξη του εσωτερικού δικαίου που αντίκειται σ΄αυτό,
χωρίς να υποχρεούνται ή να δικαιούνται να αναμείνουν την ολοκλήρωση μίας
άλλης συνταγματικής ή νομοθετικής διαδικασίας201.

Στην ελληνική νομολογία έχει γίνει δεκτός ο αυτεπάγγελτος έλεγχος της


συμβατότητας των νόμων με το ενωσιακό δίκαιο202, όπως για παράδειγμα στη

200Όμοια, ΣτΕ 382/2017. Για το ζήτημα αυτό ειδικότερα, βλ. Κ.ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟ, «Το δίκαιο της
Ευρωπαϊκής Ένωσης και η χειραφέτηση των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων από το Συμβούλιο της
Επικρατείας», ΕφημΔΔ, 1/2014, σ.10-17(14-15).

Βλ. ΔΕΕ, C-106/77, 9 Μαρτίου 1978, Simmenthal, σκ.21-24, C-13/91, 4 Ιουνίου 1992, Debus, σκ.32, C-
201

314/08, 19 Νοεμβρίου 2009, Filipiak, σκ.81.

ΣτΕ 249/1997 (σκ.6) όπου ελέγχθηκε αυτεπαγγέλτως η συμφωνία της εφαρμοστέας διατάξεως με το
202

πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο.


ΣτΕ 1035/2000, όπου σημειώνεται ότι ο δικαστής ελέγχει πάντα
αυτεπαγγέλτως το κύρος του κανόνα δικαίου, ήτοι τη μη αντίθεσή του με το
ενωσιακό δίκαιο (εν προκειμένω επρόκειτο για διάταξη Κανονισμού). Ομοίως,
στην απόφαση 4244/2011 του ΣτΕ (σκ.6) κρίθηκε ότι το δικαστήριο ελέγχει και
αυτεπαγγέλτως, εάν η διάταξη του τυπικού νόμου στην οποία ερείδεται η
προσβαλλόμενη διοικητική πράξη, αντίκειται σε υπέρτερους κανόνες δικαίου,
όπως οι διατάξεις του ενωσιακού δικαίου.

Ωστόσο, ενώ το ζήτημα του αυτεπάγγελτου ελέγχου της συμβατότητας


των νόμων με το ενωσιακό δίκαιο είναι λυμένο στην ελληνική έννομη τάξη,
αντίθετα, το ζήτημα της συμβατότητας με το διεθνές δίκαιο φαίνεται να
αντιμετωπίζεται διαφορετικά. Στην ΣτΕ 260/2004 (σκ.11) το δικαστήριο
απέρριψε ισχυρισμό αντισυμβατότητας ως απαραδέκτως προβληθέντα, διότι
υποβλήθηκε με το υπόμνημα, παρά το ότι, εάν επρόκειτο για αυτεπαγγέλτως
εξεταζόμενο λόγο, το δικαστήριο δικαιούτο να τον εξετάσει, ακόμη κι αν
υποβλήθηκε με μη έγκυρο δικονομικά τρόπο203. Στην ΣτΕ 682/2017 το
δικαστήριο, στο πλαίσιο των φορολογικών διαφορών έκρινε ρητώς ότι δεν
εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο ζητήματα παραβίασης της
Ε.Σ.Δ.Α.204. Αντίθετα, στην 32/2018 απόφαση του Α΄ τμήματος του ΣτΕ κρίθηκε
ότι το ζήτημα της συμβατότητας της εφαρμοστέας διατάξεως με την Ε.Σ.Δ.Α. ή
το ενωσιακό δίκαιο εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο205. Το ζήτημα
αυτό δεν έχει επιλυθεί, πάντως, από την Ολομέλεια του δικαστηρίου.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η αυτεπάγγελτη εξουσία του δικαστή να


ελέγχει τη συμβατότητα των νόμων με το ενωσιακό δίκαιο ή το δίκαιο της
Ε.Σ.Δ.Α. ασκείται υπό τους δικονομικούς περιορισμούς που θέτει ο παρεμπίπτων
χαρακτήρας του ελέγχου της συμβατότητας. Έτσι, όπως έκρινε το Δ.Ε.Ε. «το
κοινοτικό δίκαιο δεν επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια την υποχρέωση να
εξετάζουν αυτεπαγγέλτως ισχυρισμό αντλούμενο από την παράβαση κοινοτι-
κών διατάξεων, εφόσον η εξέταση του ισχυρισμού αυτού θα τα υποχρέωνε να
εγκαταλείψουν την επιβαλλόμενη ουδετερότητα τους, εξερχόμενα των ορίων
της ένδικης διαφοράς, όπως προσδιορίστηκε από τους διαδίκους, και στηριζό-
μενα σε άλλα γεγονότα και περιστάσεις πέραν εκείνων επί των οποίων στηρίζει
το αίτημα του ο διάδικος ο οποίος έχει συμφέρον για την εφαρμογή των εν λόγω
διατάξεων»206.

203Π.ΛΑΖΑΡΑΤΟΣ, Διοικητικό δικονομικό δίκαιο, ό.π., σ.1119.


204Βλ.και 1438/2018.
205Πρβλ.ΣτΕ 417/2016, 316/2015, 2601/2015.

206ΔΕΕ, C-430/91 έως 431/93, 7η Ιουνίου 2007, Jeroen van Schijndel , σκ.22., και C-227/08, 17η Δεκεμβρίου
2009, Martin Martin, σκ.19, όπου κρίθηκε ότι «το κοινοτικό δίκαιο δεν επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια την
υποχρέωση να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως ισχυρισμό αντλούμενο από την παράβαση κοινοτικών
διατάξεων, εφόσον η εξέταση του ισχυρισμού αυτού θα τα υποχρέωνε να εγκαταλείψουν την επιβαλλόμενη
ουδετερότητά τους, εξερχόμενα των ορίων της ένδικης διαφοράς, όπως προσδιορίστηκε από τους
διαδίκους, και στηριζόμενα σε άλλα γεγονότα και περιστάσεις πέραν εκείνων επί των οποίων στηρίζει το
αίτημά του ο διάδικος ο οποίος έχει συμφέρον για την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων».

You might also like