Professional Documents
Culture Documents
αυτεπάγγελτος έλεγχος-ΕΣΔΙ
αυτεπάγγελτος έλεγχος-ΕΣΔΙ
Β.ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΗΣ Δ.Δ.-Δ.Ν.
1Η μελέτη αυτή αποτελεί τη γραπτή αποτύπωση της προφορικής εισηγήσεώς μου στους σπουδαστές της
Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών στις 28.11.2018, στην ημερίδα με θέμα «Αυτεπαγγέλτως
ερευνώμενα ζητήματα στις διοικητικές διαφορές».
2ΟλΣτΕ 3919/2010, ΣτΕ 2884/2016, 1902/2017, 153/2017.
3Κριτήρια διάκρισης μεταξύ των ακυρωτικών διαφορών και των διαφορών ουσίας είναι η εξουσία του
διοικητικού δικαστηρίου επί της διαφοράς και οι συνέπειες των αποφάσεων που εκδίδει. Έτσι, στην
περίπτωση των ακυρωτικών διαφορών, το δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης
διοικητικής πράξης και την ακυρώνει, αν είναι μη νόμιμη, δεν προβαίνει δε σε ουσιαστική εκτίμηση των
πραγματικών περιστατικών παρά μόνο μέσα από τον έλεγχο της αιτιολογίας, της υπέρβασης των ακραίων
ορίων της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου και της πλάνης περί τα πράγματα. Αντιθέτως,
στις διοικητικές διαφορές ουσίας, ο δικαστής ελέγχει και εκτιμά πλήρως τα πραγματικά περιστατικά της
τιθέμενης διαφοράς, αναγνωρίζει ή διαπλάθει την έκταση και το περιεχόμενο ενός δικαιώματος και έχει την
εξουσία να ακυρώσει ή να τροποποιήσει την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη.
4Για το ζήτημα αυτό, βλ. S.DOUMBE-BILLE, «Recours pour excès de pouvoir et recours de plein contentieux»,
AJDA, 1993, σ.3 επ., H. LEPETIT-COLLIN, «La distinction des recours contentieux en matière administrative.
Nouvelles perspectives», RFDA, 2011, σ.813, D.TRUCHET, «Office du juge et distinction des contentieux :
renoncer aux « branches », RFDA, 2015, σ. 657.
ακυρώσεως, αφού και ο πρώτος έχει την εξουσία τόσο να ακυρώσει την πράξη
όσο και να την τροποποιήσει5.
Η παρούσα εισήγηση δεν έχει, όμως, ως αντικείμενο την πλευρά αυτή της
αυτεπάγγελτης εξουσίας του δικαστή, αλλά διαπραγματεύεται την εξουσία του
να λάβει υπόψη του ex officio έναν λόγο νομιμότητας που δεν προβάλλεται από
τους διαδίκους με το δικόγραφο της προσφυγής ή των προσθέτων λόγων.
Από αυτή και μόνον την εξουσία που αναγνωρίζεται στον διοικητικό
δικαστή κατανοούμε ότι κύριος σκοπός του δικαστή της νομιμότητας είναι και η
ακύρωση των παράνομων διοικητικών πράξεων και όχι μόνον η επίλυση της
ένδικης διαφοράς, όπως τέθηκε από τον διάδικο της δίκης.
5W.LELLIG, L'office du juge administratif de la légalité, thèse, Université Montpellier, 2015, σ.25.
6A.COURREGES/ S.DAEL, Contentieux administratif, PUF, Paris 2013, σ. 95.
7B.DUFOURCQ, L’office du juge dans la phase d’instruction du procès administratif, thèse, Poitiers, 2008, σ.
18
8W.LELLIG, L'office du juge administratif de la légalité, ό.π., σ.39.
9 CE, 8 août 1919, Delacour, CE, 17 novembre 1982, Kairenga, CE, 19 février 1982, Commaret.
Παρόλα αυτά, ο δικαστής ενεργεί και αυτεπαγγέλτως. Όταν ο δικαστής
λαμβάνει υπόψη του έναν λόγο αυτεπαγγέλτως ενεργεί ultra petita;
Καταρχήν, κατά μία άποψη, ο δικαστής αποφαίνεται ultra petita, όταν (α)
υπερβαίνει το πλαίσιο των ισχυρισμών των διαδίκων, (β) αποφαίνεται για
πρόσωπα που δεν είναι διάδικοι της δίκης ή (γ) διαπιστώνεται αντίθεση μεταξύ
των αιτιολογιών και του διατακτικού της αποφάσεώς του10. Συνεπώς, όταν
υπερβαίνει το αντικείμενο, τους λόγους και την αιτία της διαφοράς11. Ωστόσο,
πρέπει να δεχθούμε ότι στην περίπτωση των αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενων
λόγων12, ο δικαστής δεν λειτουργεί ultra petita. Ο δικαστής δεν προσβάλλει την
αρχή του μη αποφαίνεσθαι πέραν των αιτηθέντων, αφού δεν τροποποιεί το
αντικείμενο του ένδικου βοηθήματος, αλλά εισάγει έναν καινούργιο λόγο στη
συζήτηση13.
Παρά την εγγενή αδυναμία ορισμού του λόγου αυτού και του ότι τα
διοικητικά δικαστήρια λαμβάνουν υπόψη αυτεπαγγέλτως ορισμένους λόγους,
χωρίς πάντα να αιτιολογούν γιατί αυτοί αποτελούν λόγοι δημόσιας τάξης14,
σύμφωνα με έναν ορισμό, λόγος δημοσίας τάξης «είναι κάθε λόγος που
συνυφαίνεται με ένα ζήτημα τέτοιας σπουδαιότητας, που αν ο δικαστής δεν τον
λάμβανε υπόψη του αυτεπαγγέλτως, δεν θα εκπλήρωνε την αποστολή του, που
είναι να αποφαίνεται σύμφωνα με τους θεμελιώδεις κανόνες δικαίου 15».
Σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό είναι η εγγενής ουσιαστική σπουδαιότητα του
λόγου που υποχρεώνει τον δικαστή να τον εξετάσει αυτεπαγγέλτως. Κατ’ άλλη
άποψη, επικεντρωμένη στο νομικό καθεστώς του λόγου αυτού16, κυρίως δε στις
δικονομικές συνέπειές του, και όχι στα ουσιαστικά του χαρακτηριστικά, λόγος
δημόσιας τάξης είναι κάθε λόγος που ο δικαστής λαμβάνει υπόψη του
αυτεπαγγέλτως, που μπορεί να προταθεί ακόμη κι αν δεν προβλήθηκε στο
πλαίσιο της άσκησης μίας προηγούμενης διοικητικής προσφυγής, που μπορεί να
προβληθεί πέραν των προβλεπόμενων δικονομικών προθεσμιών, ακόμη και
στη ΣτΕ 3718/2003 το δικαστήριο έκρινε ότι «….Κατά την πάγια, άλλωστε, νομολογία του, και πάντως
όταν δεν πρόκειται περί πειθαρχικών υποθέσεων δημοσίων υπαλλήλων, το Δικαστήριο δεν προβαίνει στην
αυτεπάγγελτη έρευνα του ανωτέρω λόγου (τήρηση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης του
διοικουμένου), περιοριζόμενο, όσον αφορά την εξωτερική νομιμότητα της προσβαλλόμενης ατομικής
πράξης, μόνο στον αυτεπάγγελτο έλεγχο της αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την πράξη, υπό τις
διάφορες εκδοχές της, θεωρώντας προφανώς ότι πρόκειται για λόγο που προεχόντως συνάπτεται με την
τήρηση κανόνων δημόσιας τάξης, δηλαδή των κανόνων οργάνωσης της Διοίκησης και όχι με το συμφέρον
του ενδιαφερομένου…».
15R.ODENT, Contentieux administratif, Les Cours du droit, Paris 1981, σ.1205, rééd. Dalloz, Paris 2007, t. 1,
σ.4-5.
ενώπιον του δικαστή της έφεσης ή της αναίρεσης17, ο οποίος δεν υπόκειται σε
διαδικαστικές προθεσμίες και από τον οποίο τα διάδικα μέρη δεν μπορούν να
παραιτηθούν18. Εξάλλου, κύριο χαρακτηριστικό του λόγου δημόσιας τάξης είναι
ότι μπορεί να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή19.
3818/2001.
22J.GHESTIN, «L’ordre public, notion à contenu variable», in Les notions à contenu variable en droit,
l’agriculture.
Ελέγχεται, όμως, η κατά χρόνο μη εφαρμογή του νόμου28, η κατάργηση
του νόμου ή η μη έναρξη της ισχύος του , ήτοι γενικότερα, όταν ελλείπει η
νόμιμη βάση έκδοσης της διοικητικής πράξεως29.
Όπως κρίθηκε, «η έρευνα τυχόν αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενου λόγου προϋποθέτει δικόγραφο ορισμένο,
προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει εν προκειμένω, κατά τα ήδη εκτεθέντα», ΣτΕ 982/2011, 3645/2001.
35ΣτΕ 3324/2001: «Εφ' όσον δε το απαράδεκτον, λόγω μη νομιμοποιήσεως του υπογράφοντος το
δικόγραφον δικηγόρου, ως εκ της φύσεώς του, αποκλείει οιανδήποτε κρίσιν επί του δικογράφου τούτου, το
εν λόγω απαράδεκτον προηγείται της κρίσεως τόσον περί της αρμοδιότητος του Τμήματος του Συμβουλίου
της Επικρατείας (πρβλ. ΣτΕ 1973/2001), όσον και περί της καταργήσεως της διά του ενδίκου μέσου τούτου
ανοιγείσης δίκης (πρβλ. ΣτΕ 1147/2000 Επταμ.)
36 ΣτΕ 993/2011, 4425/2011.
37ΣτΕ 2011/2014: «Για το λόγο δε αυτό, αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο, η υπό κρίση αίτηση θα έπρεπε να
γίνει δεκτή. Λόγω όμως της μείζονος σπουδαιότητος του ανακύψαντος ζητήματος ως προς το κατά πόσον
το δικάσαν εφετείο όφειλε να εξετάσει αυτό αυτεπαγγέλτως και να ερμηνεύσει το δικόγραφο της αγωγής
των ήδη αναιρεσειόντων ως στρεφόμενο κατά του Νοσοκομείου Σητείας……», ΣτΕ 3544/2003: «Εξάλλου,
προσκόμιση παραβόλου, το έννομο συμφέρον38 ή το δικαίωμα του διαδίκου να
προσφύγει ενώπιον του δικαστηρίου, την εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης
διοικητικής πράξης39 και την έλλειψη εκκρεμοδικίας ή δεδικασμένου40. Ελέγχει,
επίσης, αυτεπαγγέλτως τις προϋποθέσεις της ομοδικίας και της συνάφειας, την
τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν τη νομότυπη και εμπρόθεσμη συντέλεση
των κοινοποιήσεων του αρχικού δικογράφου και των κλητεύσεων στη δίκη 41
ήτοι την τήρηση της νόμιμης προδικασίας, την έκλειψη του αντικειμένου της
δίκης, όπως για παράδειγμα την κατάργηση της δίκης λόγω αντικατάστασης της
προσβαλλόμενης πράξης42.
επί αγωγής, το ζήτημα του προσώπου που ευθύνεται σε αποζημίωση συνάπτεται με το νόμω βάσιμο αυτής
και, επομένως, ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το διοικητικό εφετείο, σύμφωνα με την προαναφερθείσα
διάταξη του άρθρου 69 παρ. 2 του Π.Δ. 341/1978».
38ΣτΕ 1410/2011.
39 ΣτΕ 4101/2012, 993/2011.
40Π.ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ, Διοικητικό δικονομικό δίκαιο, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2004, σ.438-
439.
41 ΣτΕ 757/2013, ΟλΣτΕ 1823/2012.
42ΣτΕ 2/2013.
43
Α.ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ, «Το κριτήριον της διακρίσεως μεταξύ της «εξωτερικής και εσωτερικής
νομιμότητος» των διοικητικών πράξεων εις το γαλλικόν δίκαιον», ΕΔΔΔΔ, 1975, σ.128-135(135).
44
Α.ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ, ibidem, σ.135, βλ. και Ε.ΓΑΛΑΝΗ, «Παράβαση νόμου», Εφαρμογές Διοικητικού,
Ουσιαστικού & Δικονομικού Δικαίου (7), Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2012, σ.465-551(469).
ελέγχει πρώτα τους λόγους που αφορούν στην αρμοδιότητα και στη διαδικασία
έκδοσης της διοικητικής πράξης και κατόπιν τους λόγους ουσιαστικής
νομιμότητας45. Στην Ελλάδα, οι λόγοι εξωτερικής νομιμότητας ιστορικά
προηγήθηκαν από τους λόγους εσωτερικής νομιμότητας, υπό την έννοια ότι
αφενός μεν χρησιμοποιήθηκαν πρώτοι ως λόγοι ακυρώσεως των διοικητικών
πράξεων, αφετέρου δε για ορισμένες κατηγορίες διοικητικών πράξεων
αποτελούσαν τους μόνους επιτρεπτούς λόγους ακυρώσεως46.
Εξάλλου, για τη διάκριση μεταξύ των λόγων εσωτερικής και εξωτερικής
νομιμότητας υφίσταται και το δικονομικό κριτήριο, το οποίο αντιμετωπίζει τους
λόγους αυτούς ως νόμιμες βάσεις για την αποδοχή του ένδικου βοηθήματος.
Έτσι, στην περίπτωση της αποδοχής του ένδικου βοηθήματος για έναν λόγο
εξωτερικής νομιμότητας, γίνεται δεκτό καταρχήν ότι η υπόθεση αναπέμπεται
στη Διοίκηση και η τελευταία μπορεί νομίμως να εκδώσει τη διοικητική πράξη
εκ νέου, τηρώντας τον τύπο που παραβιάστηκε. Αντίθετα, στην περίπτωση της
ακύρωσης για λόγο ουσιαστικής νομιμότητας δεν είναι δυνατή καταρχήν η
επανέκδοση της διοικητικής πράξης47.
Στον έλεγχο της εσωτερικής νομιμότητας μπορεί να συμπεριληφθεί η
παράβαση κατ’ ουσίαν διάταξης νόμου, η υπέρβαση των ακραίων ορίων της
διακριτικής ευχέρειας και η κατάχρηση εξουσίας48.
Η μελέτη, πάντως, θα περιοριστεί στην περίπτωση μόνον της
παράβασης κατ’ ουσίαν διάταξης νόμου, ήτοι στην παραβίαση οιουδήποτε
ουσιαστικού νόμου, οποιουδήποτε κανόνα δικαίου με γενικό και αφηρημένο
χαρακτήρα, από οποιαδήποτε πηγή κι αν προέρχεται49.
45
βλ. Γ.ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, «Η αντισυνταγματική άρνηση του ελέγχου της εξωτερικής νομιμότητας των
διοικητικών πράξεων», ΔτΑ, 20/2003, σ.1205-1218(1207), Π.ΠΑΡΑΡΑ, «Η υποβάθμιση της εξωτερικής
νομιμότητας των διοικητικών πράξεων. Ένα νέο πλήγμα κατά του κράτους δικαίου; Σχόλια στις ΣΕ
2076/2000 και 4231/2000 του Δ΄τμήματος», ΔτΑ, 2001, σ.1237-1255(1239-1241), καθώς και D.GILTARD,
«L’évolution du contrôle de la légalité des actes administratifs unilatéraux», Zbornik radova Pravnog
fakulteta u Splitu, 2/2013, σ.339-349(341).
46
βλ.Α.ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟ, Το κριτήριον της διακρίσεως μεταξύ της «εξωτερικής και εσωτερικής
νομιμότητος» των διοικητικών πράξεων εις το γαλλικόν δίκαιον, ό.π., σ.129.
47
βλ.Α.ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟ, Το κριτήριον της διακρίσεως μεταξύ της «εξωτερικής και εσωτερικής
νομιμότητος» των διοικητικών πράξεων εις το γαλλικόν δίκαιον, ό.π., σ.130-131 και την σχετική κριτική
του.
48
Δ.ΚΟΡΣΟΣ, Εισηγήσεις Διοικητικού δικονομικού δικαίου, Τόμος Β΄, Το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα
ενώπιον αυτού ασκούμενα ένδικα μέσα, Τεύχος Α΄, Αθήνα 1984, σ.1
49
Θ.ΤΣΑΤΣΟΣ, Η αίτησις ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, Τρίτη έκδοση, Εκδόσεις
Σάκκουλα, Αθήνα 1971, σ.254.
50Π.ΛΑΖΑΡΑΤΟΣ, Διοικητικό δικονομικό δίκαιο, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα 2014, σ.631.
51Ε.ΓΑΛΑΝΗ, Παράβαση νόμου, ό.π., σ.550.
52E.ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002,
σ.455.
Ωστόσο, κατά την εδώ υποστηριζόμενη άποψη, συντασσόμενοι
απόλυτα στο σημείο αυτό με τον Δαγτόγλου, ενόψει των άρθρων 93 παρ.4 και
87 παρ.2 του Συντάγματος, ο διοικητικός δικαστής πρέπει να ελέγχει
αυτεπαγγέλτως, πέρα από τη συνταγματικότητα της εφαρμοστέας για την
έκδοση της διοικητικής πράξης νομοθετικής διάταξης και κάθε εν γένει απώλεια
του νόμιμου ερείσματος της προσβαλλόμενης πράξης, καθώς και εάν η Διοίκηση
με την έκδοση της διοικητικής πράξης συμμορφώνεται σε ρητή επιταγή ή
ενεργεί αντίθετα προς ρητή απαγόρευση του νόμου53.
Τούτο δε, διότι κάθε πράξη της Διοικήσεως και εν γένει της εκτελεστικής
λειτουργίας πρέπει να στηρίζεται στον νόμο και να εκδίδεται σύμφωνα με τους
κανόνες που ρυθμίζουν το ουσιαστικό περιεχόμενο και τη διαδικασία εκδόσεώς
της, κατ’ επιταγή της αρχής του κράτους δικαίου54. Τα όργανα της Διοικήσεως
δεν δρουν αυτόνομα, αλλά πάντα βάσει της αρμοδιότητας που τους απονέμεται
από ειδική διάταξη νόμου και δεσμευόμενα να τηρούν όλες τις θεμελιώδεις
αρχές της έννομης τάξης55.
53Π.ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ, Διοικητικό δικονομικό δίκαιο, ό.π., σ.580. Η Μουκίου, ως προς τον έλεγχο του ακυρωτικού
δικαστή επί του νόμιμου ερείσματος της ατομικής διοικητικής πράξης, υποστηρίζει ότι αυτός είναι πλήρης,
ελέγχοντας (ο δικαστής) την ορθότητα του προσδιορισμού του εφαρμοστέου στην επίδικη περίπτωση
κανόνα δικαίου από το διοικητικό όργανο, την εγκυρότητά του και την ορθότητα της ερμηνείας του από το
εκδόν την πράξη όργανο. Εντούτοις, σπεύδει να διευκρινίσει ότι ο πλήρης αυτός έλεγχος οριοθετείται από
την τήρηση των δικονομικών κανόνων που επιβάλλουν στον δικαστή την εξέταση των προβαλλόμενων
λόγων ακύρωσης και κατ’ εξαίρεση την εξέταση αυτεπαγγέλτως των λόγων αυτών, χωρίς, όμως, να
οριοθετεί με νοηματική ακρίβεια, πως συνδυάζεται ο επονομαζόμενος πλήρης έλεγχος του δικαστή με την
δέσμευσή του από τους προτεινόμενους λόγους, και, τελικά, τι ελέγχει αυτεπαγγέλτως ο δικαστής στο
πλαίσιο του ελέγχου του νόμιμου ερείσματος της διοικητικής πράξης, βλ. Χ.ΜΟΥΚΙΟΥ, «Ο έλεγχος του
ακυρωτικού δικαστή επί του νόμιμου ερείσματος ατομικής διοικητικής πράξης», Τιμ.Τομ.ΣτΕ-75 χρόνια,
Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2004, σ.711 επ.(716).
54Α.ΜΑΝΙΤΑΚΗΣ, Κράτος δικαίου και δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας, Εκδόσεις Σάκκουλα,
56
Βλ., όμοιες, ΣτΕ 3210/1998, 4291/1999.
57
ΣτΕ 208/2013.
58Για εφαρμογή του ανακριτικού συστήματος οργάνωσης της διοικητικής δίκης μέσα από την αρχή της
αυτεπάγγελτης εξέτασης των νομικών πλημμελειών από το δικαστήριο, βλ. Σ.ΔΕΛΗΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟ, Ερμηνεία
κώδικα διοικητικής δικονομίας, Δίκαιο&Οικονομία, Εκδόσεις Π.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα 2008, ερμηνεία επί του
άρθρου 79 του ΚΔΔ.
πλημμέλειες των διοικητικών πράξεων59. Πάντως, να σημειωθεί, ότι στη θεωρία
υποστηρίζεται ότι η ανακριτική αρχή και όχι, πάντως, το ανακριτικό σύστημα
οργάνωσης της δίκης, συνδέεται με την εξουσία του δικαστή ως προς την
εύρεση και εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και εν γένει του
αποδεικτικού υλικού και δεν συνέχεται με την εξουσία του να εφαρμόζει
αυτεπαγγέλτως τους κανόνες δικαίου60.
59Μ΄ αυτή την έννοια η εξουσία του δικαστή να αναζητά αυτεπάγγελτα την ουσιαστική αλήθεια
συνδυάζεται με την εξουσία του να ελέγχει αυτεπάγγελτα τις ουσιώδεις νομικές πλημμέλειες,
αποτυπώνοντας δύο όψεις μίας κοινής και αλληλένδετης εξουσίας. Βλ. αναλόγως, την άποψη ότι εφόσον η
συλλογή του πραγματικού υλικού ανατίθεται στο δικαστήριο, τούτο συνεπάγεται την μη δέσμευση του
δικαστή από τους ισχυρισμούς και τις ενέργειες των διαδίκων, Π.ΜΟΥΖΟΥΡΑΚΗ, «Όψεις του ανακριτικού
και του συζητητικού συστήματος στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας», ΔιΔικ, 2005, σ.1416-1424(1416).
Contra, Α.ΣΚΙΑΔΑ, «Ο αυτεπάγγελτος έλεγχος της τυπικής νομιμότητας των διοικητικών πράξεων», ΘΠΔΔ,
7/2015, σ.619-634(622), η οποία υποστηρίζει ότι η σύνδεση του ζητήματος των αυτεπαγγέλτως
εξεταζόμενων λόγων με την ανακριτική αρχή αποτελεί παρανόηση, παρά το ότι αποδέχεται ότι οι
αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενοι λόγοι αφορούν κυρίως στις περιπτώσεις όπου ο διάδικος δεν επικαλείται τα
κρίσιμα πραγματικά περιστατικά θεμελίωσής τους, αλλά αυτά προκύπτουν από τον φάκελο της
υποθέσεως. Επομένως, αν δεν ίσχυε το ανακριτικό σύστημα οργάνωσης της δίκης, πως ο δικαστής θα
ήλεγχε αυτεπαγγέλτως μία νομική πλημμέλεια της οποίας η πραγματική βάση, δεν επικαλείτο από τον
διάδικο; Περαιτέρω, ποια η αξία και σημασία της ανακριτικής αρχής αν αυτή περιορίζεται μόνο στο σκέλος
της αυτεπάγγελτης εξουσίας του δικαστή για την αναζήτηση και εκτίμηση των πραγματικών
περιστατικών, εφόσον ο δικαστής δεν μπορεί να λάβει υπόψη του αυτεπαγγέλτως τις ουσιαστικές
πλημμέλειες της ένδικης πράξης;
60Π.ΛΑΖΑΡΑΤΟΣ, Διοικητικό δικονομικό δίκαιο, ό.π.,σ.412-413. Ο Δαγτόγλου είναι λιγότερο
κατηγορηματικός και απόλυτος ως προς την μη σύνδεση της ανακριτικής αρχής με την εξουσία
αυτεπάγγελτης εξέτασης των νομικών πλημμελειών από τα Τ.Δ.Δ., βλ.Π.ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ, Διοικητικό δικονομικό
δίκαιο, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2004, σ.272-273.
61Οι διάδικοι, παρά την ισχύ της ανακριτικής αρχής στη διοικητική δίκη, είναι υποχρεωμένοι να
επικαλούνται και να προσάγουν στο δικάζον δικαστήριο το απαραίτητο πραγματικό υλικό και τα οικεία
αποδεικτικά μέσα, ανεξαρτήτως της δυνατότητας του δικαστή να αναζητήσει αυτεπαγγέλτως την
ουσιαστική αλήθεια, Δ.ΡΑΙΚΟΣ, «Διαθετική Αρχή και Διοικητική Δίκη», ΔιΔικ, 21/2009, σ.1089 επ.(1093).
Για το ζήτημα της υποχρέωσης ή ευχέρειας του διοικητικού δικαστή να διατάσσει τη συμπλήρωση των
η ένδικη πράξη πάσχει από νομικές πλημμέλειες, τότε ο δικαστής μπορεί να
ελέγξει και αυτεπαγγέλτως τη νομιμότητά της και να την ακυρώσει, μολονότι
δεν προτείνεται σχετικός λόγος από τον διάδικο.
Ο διοικητικός δικαστής είχε πλήρη εξουσία ελέγχου του νομικού μέρους
της διαφοράς, έλεγχε αυτεπαγγέλτως την πράξη στο σύνολό της κατά το νομικό
της μέρος, τόσο ως προς την εσωτερική όσο και ως προς την εξωτερική
νομιμότητά της62. Ειδικότερα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο νομοθέτης του
Κ.Φ.Δ. απέβλεψε περισσότερο στην κατοχύρωση του αυτεπάγγελτου ελέγχου
της εσωτερικής-ουσιαστικής νομιμότητας των καταλογιστικών του φόρου
πράξεων, διότι όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη σχετική αιτιολογική
έκθεση «παρασχεθή πλήρης ελευθερία εις το δικαστήριον προς εξέτασιν τούτου
και πέραν των αιτηθέντων, επί τη σκέψει ότι δεν θα ήτο σύμφωνον προς την
φύσιν της φορολογικής διαφοράς και την σύχρονον περί δικαίου αντίληψιν, εφ’
όσον το δικαστήριον διαπιστοί νόμιμον περίπτωσιν ολικής ή μερικής εκ του
φόρου απαλλαγής του προσφεύγοντος, ην εξ αγνοίας ούτος δεν επεκαλέσθη, να
παρέρχηται τούτο εν σιωπή. Ως προς τα ζητήματα όμως της ουσίας δεν
συντρέχουν οι αυτοί λόγοι…».
Εντούτοις, στο διοικητικό δικονομικό δίκαιο, η ανακριτική αρχή ή έστω
η αυτεπάγγελτη εξουσία του δικαστηρίου να ελέγχει τις νομικές πλημμέλειες της
προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, συνυπάρχει με τη διαθετική αρχή, την
εξουσία του διαδίκου να διαθέτει το αντικείμενο της διαφοράς, ήτοι να εισάγει ο
ίδιος με δική του πρωτοβουλία το ένδικο βοήθημα ενώπιον του δικαστηρίου και
να προσδιορίζει το αντικείμενο της δίκης. Η εφαρμογή της διαθετικής αρχής
περιορίζει τον δικαστή να αποφανθεί μόνο μέσα στα όρια της προσφυγής,
προσδιοριζόμενα (τα όρια) αυτά από τους λόγους και το αίτημά της,
απαγορεύοντάς του (στον δικαστή) να χειροτερεύσει τη θέση του διαδίκου που
αιτήθηκε την ένδικη προστασία63 και να αποφασίσει πέραν των αιτηθέντων
(ultra petita); Στο πλαίσιο αυτό ο διοικητικός δικαστής περιορίζεται να εξετάσει
μόνον τους λόγους που προτείνει ο διάδικος; Η απάντηση είναι αρνητική. Τα
όρια μεταξύ ανακριτικής και διαθετικής αρχής καθορίζονται από τη διάκριση
μεταξύ νομικών και ουσιαστικών σφαλμάτων της διοικητικής πράξης. Η αρχή
της νομιμότητας, που απαιτεί η Διοίκηση να ενεργεί intra και secundum legem,
διασφαλίζεται κατασταλτικά από τον έλεγχο του διοικητικού δικαστή και την
εξουσία που του απονέμεται. Ο δικαστής εξοπλίζεται με το προνόμιο της
αυτεπάγγελτης εξέτασης των νομικών σφαλμάτων64, προκειμένου να
διασφαλίσει την τήρηση της αρχής της νομιμότητας, που απορρέει από την αρχή
του κράτους δικαίου65. Η διοικητική δίκη και οι σκοποί της διαφέρουν από την
πολιτική δίκη. Ο διοικητικός δικαστής καλείται να παράσχει έννομη προστασία
και να προστατεύσει τα δικαιώματα και έννομα συμφέροντα των διοικουμένων,
καλείται, όμως, ταυτόχρονα, να διαφυλάξει την αρχή της νομιμότητας και την
αποδείξεων, που καταρχήν εισφέρουν οι διάδικοι, βλ. Κ.ΣΤΑΜΑΤΗ, «O Διοικητικός Δικαστής δεν έχει
«διακριτική ευχέρεια» να διατάξει ή όχι τη συμπλήρωση των αποδείξεων», ΔιΔικ, 1/2009, σ.20 επ.
62Χ.ΚΕΙΜΑΛΗΣ, «Σε διακινδύνευση το κράτος δικαίου. Παρέμβαση με αφορμή τις τελευταίες δικονομικές
64Η εξουσία αυτή του δικαστή αποτελεί το αντιστάθμισμα των προνομίων του Δημοσίου να επιφέρει
μονομερώς και άμεσα, με την έκδοση των πράξεων του, τις οικείες έννομες συνέπειες.
65Ο.ΣΠΑΧΗΣ, «Η αυτεπάγγελτη εξέταση των νομικών πλημμελειών της προσβαλλόμενης πράξης από τα
διοικητικά δικαστήρια», Ραδάμανθυς, Περιοδική έκδοση του Δικηγορικού Συλλόγου Ηρακλείου, 21/2012,
σ.9-19(9) σε http://www.dsh.gr/radamanthis/t21/files/assets/common/downloads/publication.pdf.
τήρησή της εκ μέρους της Διοικήσεως, ενώ ο δεύτερος αυτός σκοπός διευρύνει
τα όρια της εξουσίας και της έκτασης του ελέγχου του, πέρα από τους λόγους
που προτείνουν οι διάδικοι66.
Η αυτεπάγγελτη εξέταση των νομικών πλημμελειών από το δικαστήριο
μπορεί να οδηγήσει και σε χειροτέρευση της θέσης του προσφεύγοντος,
αναδεικνύοντας ότι σκοπός της διοικητικής δίκης δεν είναι μόνο η προστασία
των δικαιωμάτων των διαδίκων αλλά και η τήρηση της αρχής της
νομιμότητας67. Η αυτεπάγγελτη βέβαια εξέταση των νομικών πλημμελειών, για
να είναι υπαρκτή και ελεγκτή, πρέπει τα πραγματικά περιστατικά, από την
εκτίμηση των οποίων αυτή συνάγεται, να προκύπτουν από την ίδια την πράξη ή
την έκθεση ελέγχου που την συνοδεύει68, να ασκείται εντός των ορίων της
προσφυγής, να αφορά δηλαδή η πλημμέλεια κεφάλαιο της ένδικης πράξης, που
ήδη έχει προσβληθεί με το δικόγραφο του προσφεύγοντος, άλλως, δεν
επιτρέπεται να εξεταστεί από το δικαστήριο69, και να μην οδηγεί η
αυτεπάγγελτη αυτή εξέταση σε μεταρρύθμιση της πραγματικής βάσης που
δέχθηκε η Διοίκηση για την έκδοση της καταλογιστικής του φόρου πράξης70.
Όπως είχε κριθεί, από τις ως άνω διατάξεις και ιδίως αυτής του άρθρου
54 παρ. 2, σε συνδυασμό και προς το γεγονός ότι το εν λόγω προεδρικό
διάταγμα, καίτοι παραπέμπει προς ανάλογη εφαρμογή σε πλήθος διατάξεων του
Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας, δεν παραπέμπει και στην περί ορίων ελέγχου
της πράξεως διάταξη του άρθρου 75 αυτού, προκύπτει, ότι το Διοικητικό
Πρωτοδικείο ελέγχει τις προσβαλλόμενες διοικητικές πράξεις, ως προς το νόμο
και την ουσία, εντός των ορίων της προσφυγής και του αιτήματος που
διατυπώνεται με αυτήν και, συνεπώς, πλην των λόγων που αφορούν στη
δημόσια τάξη, δεν ερευνά αυτεπαγγέλτως λόγους ακυρώσεως, δηλαδή μη
προταθείσες με την προσφυγή νομικές πλημμέλειες της διοικητικής πράξεως, η
παραδοχή των οποίων άγει σε ακύρωση ή μεταρρύθμιση της πράξεως, προς
όφελος ή προς βλάβην του προσφεύγοντος71.
Μετά τη θέσπιση του Κ.Δ.Δ. και την κατάστρωση ενός ενιαίου κώδικα
εκδίκασης των διοικητικών διαφορών, ο διοικητικός δικαστής, σε όλες τις
66Για εμάς οι σκοποί της διοικητικής δίκης, ήτοι η προστασία των δικαιωμάτων των διαδίκων και η τήρηση
της αρχής της νομιμότητας, δεν τίθενται διαζευκτικά ή ιεραρχικά αλλά σωρευτικά. Ο δικαστής καλείται να
εκπληρώσει και τους δύο σκοπούς, με συνέπεια, να σταθμίζονται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, εάν
αυτοί συγκρούονται και να προβαίνει σε πρακτικές εναρμόνισης και μέγιστης δυνατής επίτευξης και των
δύο σκοπών.
67Μ.ΚΥΠΡΑΙΟΣ, «Το πρόβλημα της αυτεπάγγελτης εξέτασης της νομικής πλημμέλειας στη φορολογική δίκη
και η χειροτέρευση της θέσης του προσφεύγοντος», ΔΦΝ, 1993, σ.1027 επ.
68ΣτΕ 509/2015, 279/2009 (σκ.3), 3887/2010 (σκ.5), 1871/2014 (σκ.15), 56/2002, 1620/1993.
69 ΣτΕ 701/1974, 220/1978, 1240/1980, 2806/1983, 408/1988.
70ΣτΕ 176-178/2015.
71ΣτΕ 533/2007, 3683/1991, 912/1981.
διοικητικές διαφορές ουσίας, πλην πλέον των φορολογικών72, ελέγχει
αυτεπαγγέλτως αν η πράξη είναι πλημμελής κατά τη νόμιμη βάση της, ήτοι
ελέγχει αυτεπαγγέλτως ορισμένες από τις ουσιαστικές νομικές πλημμέλειες και
την παράβαση του δεδικασμένου, ενώ, ως προς τις τυπικές πλημμέλειες,
αναγόμενες στην εξωτερική νομιμότητα, περιορίστηκε στον αυτεπάγγελτο
έλεγχο της αναρμοδιότητας του εκδόντος την πράξη οργάνου ή της μη νόμιμης
συγκρότησης ή σύνθεσης του συλλογικού οργάνου. Οι υπόλοιπες, ως προς τους
ουσιώδεις τύπους της διαδικασίας, πλημμέλειες, κατά την κρατούσα
νομολογιακώς άποψη, εξαιρέθηκαν του αυτεπαγγέλτου ελέγχου 73.
Η προαναφερόμενη, όμως, θέση, δεν γινόταν πάντα και καθολικά
αποδεκτή από την ελληνική νομολογία. Αρχικώς, σύμφωνα με τη νομολογία του
ΣτΕ «παρά τη γραμματική διατύπωση του ανωτέρω άρθρου 79 του ΚΔΔ, η
πλημμέλεια της πράξης κατά τη νόμιμη βάση της, την οποία ελέγχει και
αυτεπαγγέλτως το διοικητικό πρωτοδικείο, ταυτίζεται με τη νομική πλημμέλεια
την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 75 του ΚΦΔ74, το δικαστήριο
ελέγχει δηλαδή ως προς το νόμω βάσιμο την πράξη στο σύνολό της75». Η
νομολογία αυτή είχε ως συνέπεια, πολλές δικαστικές αποφάσεις, ιδίως σε
φορολογικές διαφορές, να συμπεριλάβουν στην έννοια της αυτεπαγγέλτως
εξεταζόμενης νομικής πλημμέλειας και την παράβαση ουσιώδους τύπου της
διαδικασίας, καθώς και κάθε εν γένει διαδικαστική παρανομία που συντελείται
κατά τη διαδικασία έκδοσης που έχει ταχθεί για τη διενέργειά της76.
Ωστόσο, όπως τονίζει ο Λαζαράτος, η πλημμέλεια κατά τη νόμιμη βάση
συνέχεται με περιπτώσεις σοβαρού και βαρύτατου σφάλματος της διοικητικής
πράξης, όταν τα πραγματικά περιστατικά υπάγονται σε άλλο κανόνα δικαίου ή
στον ίδιο αλλά με άλλο νοηματικό περιεχόμενο 77. Ομοίως, ο Σπάχης θεωρεί ότι
πλημμελής κατά την νόμιμη βάση της είναι η πράξη, όταν υπάρχει εσφαλμένη
ερμηνεία ή εφαρμογή του νόμου, ή όταν η Διοίκηση εφαρμόζει νόμο, το
περιεχόμενο του οποίου αντίκειται σε υπέρτερους κανόνες δικαίου78. Τέλος, ο
Παπαλάμπρου τονίζει ότι νομικά πλημμελής είναι η διοικητική πράξη, όταν από
τα πραγματικά γεγονότα, συνδυαζόμενα συλλογιστικά με τις σχετικές
νομοθετικές διατάξεις, συνάγεται ότι απαγορευόταν η πράξη να έχει αυτό το
διατακτικό79. Επομένως, πλημμελής κατά τη νόμιμη βάση της είναι η διοικητική
72Για το ζήτημα αυτό, βλ. Β.ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ, «Ο αυτεπάγγελτος έλεγχος των διοικητικών δικαστηρίων επί
της ουσιαστικής- εσωτερικής νομιμότητας των καταλογιστικών του φόρου πράξεων πριν και μετά την
έναρξη ισχύος του άρθρου 20 του ν.3900/2010-Με αφορμή την ΔΕφΑθ 2829/2015 και την ΜονΔΠρΘ
3990/2014», σε Το δημόσιο δίκαιο μέσα από τις αποφάσεις των δικαστηρίων (επιμ.Β.ΤΖΕΜΟΣ), Νομική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2016, σ.119 επ., καθώς και ΔτΑ, 73/2017, σ.611-650.
73Χ.ΚΕΙΜΑΛΗΣ, Σε διακινδύνευση το κράτος δικαίου, ό.π., σ.867.
74ΣτΕ 1800/2002 (σκ.3), 297/2003 (σκ.4), 298-300/2003, 1748/2007, 1878-1881/2009, 3887/2010
(σκ.5).
75ΣτΕ 2475/2011 (σκ.15).
76Αυτή τη διευρυμένη σημασία αποδίδει στην έννοια της νομικής πλημμέλειας και ο Χατζητζανής, βλ.
Ν.ΧΑΤΖΗΤΖΑΝΗ, Κώδιξ Διοικητικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρον, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-
Κομοτηνή 2004, σ.617 επ, καθώς και Δ.ΡΑΙΚΟ, Διαθετική Αρχή και Διοικητική Δίκη, ό.π., σ.1108.
77Π.ΛΑΖΑΡΑΤΟΣ, Διοικητικό δικονομικό δίκαιο, ό.π., σ.488 205.
78Ο.ΣΠΑΧΗΣ, Η αυτεπάγγελτη εξέταση των νομικών πλημμελειών της προσβαλλόμενης πράξης από τα
τον ΚΦΔ», ΔΦΝ, 1993, σ.1108 επ.(1110). Σε άλλα γραπτά του ο ίδιος συγγραφέας υποστηρίζει ότι, ναι, μεν,
ο αυτεπάγγελτος έλεγχος της νομικής πλημμέλειας περιλαμβάνει κυρίως τον έλεγχο της ουσιαστικής
νομιμότητας της πράξης, και σε αυτόν απέβλεψαν οι συντάκτες του Κ.Φ.Δ., αλλά κατά την άποψή του ο
αυτεπάγγελτος έλεγχος περιλαμβάνει κάθε παράβαση της νομιμότητας, ουσιαστική και τυπική, βλ.
Α.ΠΑΠΑΛΑΜΠΡΟΥ, «Η αυτεπάγγελτος εξέτασις του “νόμω βασίμου” της πράξεως υπό των φορολογικών
πράξη, όταν πάσχει από ουσιαστικές νομικές πλημμέλειες και όχι για λόγους που
αφορούν στην εξωτερική νομιμότητά της80.
Τελικώς, το ΣτΕ με πάγια πλέον νομολογία προσδιόρισε την έννοια της
αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενης νομικής πλημμέλειας. Ειδικά, για την εξωτερική
νομιμότητα, έκρινε, ερμηνεύοντας τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 79 του
Κ.Δ.Δ., ότι «από το συνδυασμό της παρ. 1 περ. α΄ με την παρ. 3 περ. α΄ και β΄ του
άρθρου 79, συνάγεται ότι αποκλείεται ο αυτεπάγγελτος έλεγχος της παράβασης
ουσιώδους τύπου της διαδικασίας που έχει ταχθεί για την έκδοση της πράξης,
ενώ, αντιθέτως, προβλέπεται ότι ερευνάται αυτεπαγγέλτως μόνο αν η πράξη
έχει εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο ή από συλλογικό όργανο που δεν έχει
νόμιμη συγκρότηση ή σύνθεση»8182. Σε σύγχρονες αποφάσεις, το ΣτΕ
επιβεβαίωσε την νομολογία αυτή, καθώς με την ΣτΕ 921/2012 Τμ.Β83, με
γραμματική και εσωτερική συστηματική ερμηνεία του άρθρου 79 κρίθηκε ότι το
δικαστήριο «κατ’ εξαίρεση ελέγχει και αυτεπαγγέλτως τους αναφερομένους στο
τελευταίο εδάφιο της ανωτέρω παραγράφου 1 του άρθρου 79 λόγους, μεταξύ
των οποίων την αναρμοδιότητα του οργάνου και την μη νόμιμη συγκρότηση ή
σύνθεση του οργάνου που εξέδωσε την πράξη, όχι, όμως και την μη τήρηση
ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, που έχει ταχθεί για την έκδοση της πράξεως,
εφ’ όσον η ως άνω διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 περ. α΄ παραπέμπει μόνον στην
περίπτωση α΄, όχι δε και στην περίπτωση β΄ της παρ. 3 αυτού84». Να σημειωθεί,
πάντως, ότι στην απόφαση αυτή διατυπώθηκε και μειοψηφία σύμφωνα με την
οποία «ο αυτεπάγγελτος έλεγχος των ουσιωδών τύπων της διαδικασίας
εκδόσεως των διοικητικών πράξεων δεν έχει αποκλεισθεί 85».
Με βάση τα ανωτέρω, με την εισαγωγή του Κ.Δ.Δ. ο κοινός νομοθέτης
διέκρινε την έκταση του αυτεπάγγελτου ελέγχου του δικαστή ανάλογα με το αν
πρόκειται για λόγο εσωτερικής ή εξωτερικής νομιμότητας. Έτσι, στον
αυτεπάγγελτο έλεγχο της εσωτερικής ή ουσιαστικής νομιμότητας δεν επέφερε
αλλαγές σε σχέση με τον έλεγχο που προβλεπόταν στον Κ.Φ.Δ., ενώ, αντίθετα,
περιόρισε τον έλεγχο της εξωτερικής ή τυπικής νομιμότητας.
δικαστηρίων και ο κατ' αναίρεσιν έλεγχος των αποφάσεών των», σε Νομικές Μελέτες, Νομική Βιβλιοθήκη,
Αθήνα 2008, σ.225 επ.(233).
80
Έτσι, Α.ΣΚΙΑΔΑ, Ο αυτεπάγγελτος έλεγχος της τυπικής νομιμότητας των διοικητικών πράξεων, ό.π., σ.629.
81ΣτΕ 3718/2003, ΕΔΚΑ, 2004, σ.431, ΣτΕ 3890/2010, 1913/2011, contra, ΣτΕ 3111/2004 (σκ.3), ΔΦΝ,
2005, σ.1790.
82ΔΕφΑθ 2003/2009 1ο Τμ, ΘΠΔΔ, 11/2010, σ.1186.
83 ΘΠΔΔ, 7/2012, σ.599 με παρατηρήσεις Πάνου Τσόγκα.
84Μεταξύ άλλων ΣτΕ 3403/2010, 948/2012, 271/2014, 533/2014, 235/2015, βλ. Ε.ΜΕΛΙΣΣΑΡΙΔΗ,
«Παραδεκτό και έκταση έρευνας των λόγων ακυρώσεως», in Συμβούλιο της Επικρατείας, Εφαρμογές
Διοικητικού, Ουσιαστικού & Δικονομικού Δικαίου (7), Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2012, σ.351-368(364).
85Υπάρχουν και άλλες σύγχρονες αποφάσεις που εμμένουν να θεωρούν ότι ορισμένοι ουσιώδεις τύποι της
διαδικασίας συνεχίζουν να ελέγχονται αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή στις διοικητικές διαφορές ουσίας.
Βλ. ΣτΕ 755/2011, όπου κρίθηκε ότι ο δικαστής ελέγχει αυτεπαγγέλτως αν στο σώμα της ΠΕΕ αναφέρονται
ο υπόχρεος προς καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών εργοδότης, καθώς και το ύψος των εισφορών
αυτών και του προσθέτου τέλους. Ειδικότερα, αν η ΠΕΕ δεν περιέχει όλα τα ανωτέρω στοιχεία ή αν η
συνταχθείσα έκθεση ελέγχου, στην οποία πρέπει να περιέχονται τα ελλείποντα στοιχεία, δεν τα αναφέρει,
τότε παραβιάζεται ουσιώδης τύπος της διαδικασίας για την έκδοση της ΠΕΕ, ο οποίος ελέγχεται
αυτεπαγγέλτως από τα δικαστήρια. Όμοιες, ΣτΕ 3042/2008, 1968/2008. Επίσης, σύμφωνα με την ΣτΕ
4701/2012, πράξη οργάνου του ΙΚΑ, με την οποία επιβάλλεται σε βάρος εργοδότη η κύρωση της μη
χορήγησης βεβαίωσης ασφαλιστικής ενημερότητας, εξαιτίας οφειλών από μη καταβληθείσες εργοδοτικές
εισφορές, χωρίς να έχει προηγηθεί κοινοποίηση στο συγκεκριμένο εργοδότη της σχετικής ΠΕΕ είναι
νομικώς πλημμελής, κατά την έννοια του άρθρου 79 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και το διοικητικό
πρωτοδικείο οφείλει και αυτεπαγγέλτως να ελέγξει την πλημμέλεια αυτή.
V. Ο ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΛΟΓΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ
ΤΑΞΕΩΣ
86Για όλα αυτά, βλ. Β.ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ, Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων και ο δικαστικός
έλεγχος της συνταγματικότητας, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2018.
87Α.ΜΑΝΙΤΑΚΗΣ, Συνταγματική οργάνωση του κράτους, (Γ΄έκδοση), Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-
Θεσσαλονίκη 2009, σ.82. Για την έννοια της δίκης, βλ. την πολύ ενδιαφέρουσα διδακτορική διατριβή του
M.-P.VINH-DALMAIS, La notion d’instance, thèse, Paris II, 2000.
88Α.ΜΑΝΕΣΗΣ/Α.ΜΑΝΙΤΑΚΗΣ, Η υπόθεση Ανδρεάδη και το οικονομικό Σύνταγμα, Τετράδια Συνταγματικού
εξετάσει αυτεπαγγέλτως την αντισυνταγματικότητα του νόμου, δηλαδή η υποχρέωση του ελέγχου να
εκκινεί για τον δικαστή μετά την επίκληση του ισχυρισμού της αντισυνταγματικότητας από τον διάδικο.
Έτσι, στη Γαλλία, στον κατασταλτικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, μόνον ο διάδικος της
δίκης μπορεί να προβάλλει την ένσταση αντισυνταγματικότητας του νόμου ενώπιον του κοινού δικαστή,
ενώ ο ίδιος δεν έχει αρμοδιότητα αυτεπάγγελτου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, αν και
υποχρεούται να ασκήσει έλεγχο συνταγματικότητας, εφόσον ο διάδικος προτείνει παραδεκτώς τον
ισχυρισμό της αντισυνταγματικότητας, βλ. D.CHAUVAUX, «L’ exception d’ inconstitutionnalité, 1990-2009:
réflexion sur un retard», RDP, 3/2009, σ.566-580(572), X.PHILIPPE, «La question prioritaire de
constitutionnalité: a l’ aube d’ une nouvelle ère pour le contentieux constitutionnel français….Réflexions
âpres l’ adoption de la loi organique», RFDC, 82/2010, σ.273-287(277). Επίσης, στην Κύπρο ο έλεγχος
της αντισυνταγματικότητας από το δικαστήριο, αν και υποχρεωτικός, διεξάγεται μόνον κατόπιν ένστασης
των διαδίκων και όχι αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή, Π.ΠΑΠΑΣΑΒΒΑΣ, La justice constitutionnelle a
Chypre, Economica-PUAM, Paris 1998, σ.46. Στα συστήματα αυτά, ο υποχρεωτικός χαρακτήρας του
ελέγχου διαφοροποιείται πλήρως από τον αυτεπάγγελτο χαρακτήρα του, καθώς ο λόγος της
αντισυνταγματικότητας τίθεται στην απόλυτη διάθεση των διαδίκων.
90Ο Χρυσόγονος αντιμετωπίζει τον αυτεπάγγελτο χαρακτήρα του ελέγχου ως αυτοτελές γνώρισμά του, σε
σχέση με τον υποχρεωτικό του χαρακτήρα, Κ.ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΣ, Συνταγματικό Δίκαιο, 2η έκδοση, Εκδόσεις
Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2014, σ.135.
Ωστόσο, στην ελληνική έννομη τάξη, κατά την κρατούσα άποψη στη
θεωρία, οι έννοιες του υποχρεωτικού και αυτεπάγγελτου χαρακτήρα του
ελέγχου δεν διακρίνονται, αλλά, αντίθετα, η μία επικαλύπτεται και
απορροφάται από την άλλη91. Ο έλεγχος είναι υποχρεωτικός και ταυτόχρονα
αυτεπάγγελτος για τον δικαστή, υπό την έννοια ότι ο ίδιος οφείλει και δεν
δικαιούται απλώς να εξετάσει τη συνταγματικότητα της εφαρμοστέας
διατάξεως του νόμου, ανεξάρτητα αν έχει προβληθεί σχετικός λόγος από τον
διάδικο.
91Ο υποχρεωτικός χαρακτήρας του ελέγχου συνέχεται με τον αυτεπάγγελτο, διότι ο υποχρεωτικός
χαρακτήρας του οδηγεί στην αυτεπάγγελτη εξέταση της συνταγματικότητας από τον δικαστή, βλ.
Κ.ΧΑΛΑΖΩΝΙΤΗ, «Ο δικαστικός έλεγχος των τυπικών στοιχείων του νόμου», Τιμητικός τόμος για τα 150
χρόνια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα 1984, σ.389-440(397).
92Στην ΟλΣτΕ 147/2013 (σκ.12) κρίθηκε ότι κάθε δικαστήριο έχει υποχρέωση, σύμφωνα με το άρθρο 93
παρ.4 του Συντάγματος, να ελέγχει αυτεπαγγέλτως τη συνταγματικότητα της κρίσιμης διάταξης του νόμου
που καλείται να εφαρμόσει στην υπόθεση που εκδικάζει και ενόψει του παρεμπίπτοντος χαρακτήρα του
ελέγχου, καθώς η κρίση αυτή που αφορά στην ισχύ του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, αποτελεί πρόκριμμα
για οποιαδήποτε άλλη κρίση. Όμοια, ΣτΕ 1265/2014 (σκ.8).
93Για την αντιμετώπιση του ζητήματος της συνταγματικότητας ως μία μορφή σύγκρουσης κανόνων δικαίου
που έχει υποχρέωση να επιλύει ο δικαστής, βλ. C.FRANCK, Les fonctions juridictionnelles du Conseil
Constitutionnel et du Conseil D´Etat dans l´ordre constitutionnel, LGDJ, Paris 1974, σ.31 F.ZOLLER,
«Marbury v. Madison, Deux siècles de censure judiciaire sur les lois», in Marbury v. Madison:1803-2003 Un
dialogue franco-américaine, (ed.F.ZOLLER), Dalloz, Paris 2003, σ.1-15(3). Η αποδοχή της οπτικής αυτής
δεν συνεπάγεται ότι το ζήτημα της συνταγματικότητας ομοιάζει πλήρως με κάθε άλλο ζήτημα σύγκρουσης
κανόνων δικαίου, διότι αφορά και επιλύει, ταυτόχρονα, τόσο το ζήτημα της ισχύος του νόμου όσο το
ζήτημα της επιλογής του εφαρμοστέου στην εκδικαζόμενη υπόθεση κανόνα δικαίου.
94Για το ζήτημα αυτό που δεν μπορεί να αναλυθεί περισσότερο στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης, βλ.
T.SANTOLINI, «La question prioritaire de constitutionnalité au regard du droit comparé», RFDC, 1/2013,
σ.83-105(98) και τις εκεί αναφερόμενες βιβλιογραφικές παραπομπές.
95Δ.ΚΥΡΙΑΚΟΥ, Ερμηνεία του συντάγματος, Τύποις Π.Δ. Σακελαρίου, Αθήναι 1904, σ.347.
σιωπηρή και εξυπακουόμενη νόμιμη βάση κάθε ένδικου βοηθήματος που
ελέγχεται υποχρεωτικώς από τον δικαστή96. Εξάλλου, από την υποχρέωση μη
εφαρμογής του αντισυνταγματικού νόμου που επιτάσσεται από το άρθρο 93
παρ.4 του Συντάγματος, οδηγούμαστε στην υποχρέωση αυτεπάγγελτου ελέγχου
της αντισυνταγματικότητας του νόμου97.
96Ε.ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, παρέμβαση στη συζήτηση που παρατίθεται in Le recours des particuliers devant le
juge constitutionnel, Economica-Bruylant, Paris-Bruxelles 1991, σ.202.
97Κ.ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, «Ο αυτεπάγγελτος έλεγχος της (αντι)συνταγματικότητας των νόμων. Σχόλιο στην
απόφαση ΣτΕ 3195/2000» ΔτΑ, 16/2002, σ.1175-1193(1177). Στην απόφαση ΣτΕ 798/2014 (σκ.9) το
δικαστήριο θεμελίωσε τον αυτεπάγγελτο χαρακτήρα του ελέγχου στην υποχρέωση που υπέχει, βάσει του
άρθρου 93 παρ.4 του Συντάγματος, να μην εφαρμόζει αντισυνταγματικές διατάξεις.
98Για την εφαρμογή της άποψης αυτής στη νομολογία, βλ. την ΣτΕ 3195/2000, ΤοΣ, 2001, σ.172, όπου ο
της συνταγματικότητας του νόμου. Παρατηρήσεις με αφορμή την ΟλΣτΕ 173/1998», ΔτΑ, 3/1999, σ.627-
660(630).
101 J.NORMAND, « Le pouvoir de relever d’office les moyens de droit au regard de la Convention européenne
de sauvegarde des droits de l'homme et des libertés fondamentales», RTDC, 1996, σ. 689.
102Στην απόφαση 1528/2003 της Ολομέλειας του ΣτΕ (σκ.10), Αρμ., 2003, σ.1346, το δικαστήριο προέβη σε
αυτεπάγγελτο έλεγχο συνταγματικότητας της εφαρμοστέας διατάξεως του νόμου, ενώ πανηγυρικά στην
τελευταία σκέψη της απόφασης αναφέρει ότι ο λόγος της αντισυνταγματικότητας λήφθηκε αυτεπαγγέλτως
υπόψη. Ομοίως, στην απόφαση ΣτΕ 723/2009 (σκ.6).
γνώρισμα του ελληνικού δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των
νόμων.
103ΕΔΔΔ, 3/2004, σ.525-526. Η νομολογία αυτή έχει καταστεί παγία, βλ., ενδεικτικά, ΣτΕ 921/2012,
3167/2013, 4575/2014, 3491/2015.
104ΤοΣ, 8/1982, σ.233.
105Στην ΣτΕ 4076/2013 (σκ.5) το δικαστήριο διακηρύσσει πανηγυρικά ότι τα δικαστήρια έχουν υποχρέωση
παραδεκτώς ακόμη και στο στάδιο των ενδίκων μέσων θεμελιώνεται στον αυτεπάγγελτο χαρακτήρα του
ελέγχου, βλ. ΑΠ 115/1980, ΝοΒ, 1980, σ.1446.
107A.ΣΒΩΛΟΣ, «Η έρευνα της συνταγματικότητος των νόμων υπό των δικαστηρίων», in Νομικαί Μελέται Β΄,
διαμορφώσει την άποψή του, επηρεαζόμενος από τις πρακτικές του δικαστικού ελέγχου της
συνταγματικότητας των νόμων στην Αμερική, όπου τόσο ο κοινός δικαστής όσο και ο δικαστής του
Ανωτάτου Δικαστηρίου εξαρτούν την άσκηση του ελέγχου της αντι-συνταγματικότητας από την αυστηρή
θεμελίωση του έννομου συμφέροντος του διαδίκου που επικαλείται τον ισχυρισμό αντισυνταγματικότητας.
Για το θέμα αυτό βλ. D.CUSTOS, «La recevabilité du recours constitutionnel devant la Cour Suprême
Américaine», RDP, 1991, σ.1017-1038(1031), E.ZOLLER, « Comment une question politique peut-elle devenir
une question judiciaire aux Etats-Unis ? Le verrou de l’intérêt pour agir», Mélanges Genevois, Dalloz, Paris
2009, σ.1139-1156.
Στην απόφαση 106/1991 της Ολομέλειας του ΣτΕ, η πλειοψηφία του
δικαστηρίου έκρινε ότι, ενόψει του αυτεπάγγελτου χαρακτήρα του ελέγχου,
ουδόλως κωλύεται το δικαστήριο να εξετάσει την αντισυνταγματικότητα της
εφαρμοστέας διατάξεως του νόμου, ακόμη κι αν ο αιτών φέρεται να έχει
παραβιάσει την ίδια διάταξη νόμου, της οποίας επικαλείται την
αντισυνταγματικότητα, ήτοι ακόμη κι αν ο διάδικος δεν θεμελιώνει έννομο
συμφέρον για την προβολή του λόγου της αντισυνταγματικότητας. Κατά την
άποψη, όμως, της μειοψηφίας, αντικείμενο της ακυρωτικής δίκης δεν είναι η
αντισυνταγματικότητα του νόμου, αλλά η νομιμότητα της διοικητικής πράξεως
που έχει προσβληθεί με το ένδικο βοήθημα της αιτήσεως ακυρώσεως. Κατά τη
μειοψηφία, ο παρεμπίπτων χαρακτήρας του ελέγχου χαράσσει και τα όρια του
αυτεπάγγελτου ελέγχου του δικαστή, με συνέπεια ο αυτεπάγγελτος έλεγχος να
διεξάγεται βάσει των δικονομικών όρων της κυρίας δίκης. Ενόψει αυτών, το
δικαστήριο δεν έχει εξουσία να εξετάσει αυτεπαγγέλτως λόγους ακυρώσεως,
τους οποίους ο αιτών δεν μπορεί να προβάλλει με έννομο συμφέρον, ακόμη κι αν
αυτοί αναφέρονται στην αντισυνταγματικότητα της εφαρμοστέας διατάξεως
του νόμου.
119ΤοΣ, 2001, σ.166. Η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια επί της οποίας εκδόθηκε η
προαναφερόμενη ΟλΣτΕ 1314/2001.
120Η άποψη αυτή έγινε δεκτή στην ΟλΣτΕ 2639/09, με την οποία κρίθηκε ότι δεν αίρεται το έννομο
συμφέρον της αιτούσας εταιρίας να προβάλλει λόγους συνταγματικότητας και νομιμότητας που ανάγονται
στην παραβίαση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας από τρίτη εταιρία, διότι αυτή παραβιάζει την ίδια
νομοθεσία, «δεδομένου ότι η ορθή εφαρμογή των περί προστασίας του περιβάλλοντος διατάξεων ενδιαφέρει
το κοινωνικό σύνολο και ανάγεται σε θέμα γενικότερου δημοσίου συμφέροντος». Μ’ αυτή την έννοια, η
αυτεπάγγελτη εξέταση της αντισυνταγματικότητας από το δικαστήριο ή η δικαιολόγηση του έννομου
συμφέροντος του διαδίκου να προβάλλει τον λόγο της αντισυνταγματικότητας της εφαρμοστέας
διάταξης, παρά το ότι αυτή έχει εφαρμοστεί και στον ίδιο, αιτιολογείται από τον υπερατομικό χαρακτήρα
του εννόμου αγαθού που πλήττεται από την ελεγχόμενη διάταξη. Έτσι, και Α.ΜΑΝΙΤΑΚΗΣ, Οι
(αυτό)δεσμεύσεις, ό.π., σ.421.
περίπτωση, εφόσον ο δικαστής είναι αρμόδιος για την εκδίκαση του ένδικου
βοηθήματος, το οποίο εν γένει ασκήθηκε παραδεκτώς.
όταν το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον λόγο αυτόν, όπως στην περίπτωση της
αντισυνταγματικότητας, Π.ΛΑΖΑΡΑΤΟΣ, Διοικητικό δικονομικό δίκαιο, ό.π., σ.1119.
124ΔτΑ, 2002, σ.535.
αντισυνταγματικότητας, ως έναν απλό λόγο νομιμότητας, για την προβολή του
οποίου ο διάδικος δεν θεμελιώνει έννομο συμφέρον, εφόσον συμμετείχε σε
διαγωνισμό δημοσίου έργου και δεν έθεσε επιφυλάξεις στο προσυμβατικό
στάδιο αναφορικά με τη νομιμότητα ή συνταγματικότητα της διακήρυξης του
διαγωνισμού, όπως κρίνει παγίως για κάθε άλλο λόγο νομιμότητας. Πάντως, να
σημειωθεί ότι σύμφωνα με τη μειοψηφία που διατυπώθηκε στην απόφαση
2951/2004 του ΣτΕ, ο παρεμπίπτων έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων
είναι υποχρεωτικός και αυτεπάγγελτος, με συνέπεια να ελέγχεται η
συνταγματικότητα του εφαρμοστέου νόμου, ακόμη κι αν ο διαγωνιζόμενος δεν
διατύπωσε επιφυλάξεις ως προς τους όρους της διακήρυξης που
επαναλαμβάνουν τις σχετικές αντισυνταγματικές διατάξεις, δεδομένου ότι η
γενική αρχή του διοικητικού δικαίου περί απώλειας του έννομου συμφέροντος
από την ανεπιφύλακτη αποδοχή της διοικητικής πράξεως από τον διοικούμενο
δεν κατισχύει της συνταγματικής διατάξεως του άρθρου 93 παρ.4, που δεν
εισάγει καμία τέτοια διάκριση.
Στο ίδιο πλαίσιο, διαφορετική ήταν η νομολογία που αφορούσε στους
διαγωνισμούς του Α.Σ.Ε.Π. Στην απόφαση 900/2003 του ΣτΕ, κρίθηκε ότι κι αν
ακόμη ο υποψήφιος σε διαγωνισμό του Α.Σ.Ε.Π. δεν συμπεριέλαβε επιφύλαξη
στην αίτηση συμμετοχής του, περί της συνταγματικότητας των όρων και
προϋποθέσεων της διακηρύξεως, δεν απολλύει το έννομο συμφέρον του να
προβάλλει λόγους αντισυνταγματικότητας που αφορούν στη διακήρυξη του
διαγωνισμού, διότι αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα προσέκρουε στο δικαίωμα
παροχής έννομης προστασίας. Αντίθετα, με την 1236/2003 απόφαση του ίδιου
τμήματος, κρίθηκε ότι εφόσον υποψήφιος έλαβε μέρος σε διαγωνισμό προς
πλήρωση θέσεων με τη διαδικασία του Α.Σ.Ε.Π., υποβάλλοντας σχετική αίτηση
και δικαιολογητικά, χωρίς να διατυπώσει επιφύλαξη σχετικά με τυχόν αντίθεση
όρων της προκήρυξης, που αποτελούν ταυτοχρόνως διατάξεις της νομοθεσίας
που διέπει τον διαγωνισμό, προς το Σύνταγμα ή την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στερείται πλέον εννόμου συμφέροντος να
αμφισβητήσει τους όρους αυτούς, στρεφόμενος κατά της προκήρυξης ή των
βλαπτικών γι' αυτόν πράξεων που στηρίζονται στους εν λόγω όρους, δεδομένου
ότι από την παράλειψή του αυτή συνάγεται ότι έχει αποδεχθεί ανεπιφυλάκτως
τη νομιμότητα των όρων αυτών της προκήρυξης. Αντίθετα, κατά την άποψη της
μειοψηφίας, η παραδοχή της στέρησης του έννομου συμφέροντος του
αιτούντος, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για όρους ή οι βλαπτικές συνέπειες των
οποίων δεν μπορούν σε κάθε περίπτωση να προβλεφθούν με ακρίβεια εκ των
προτέρων ή οι οποίες είναι ενδεχόμενο μόνον ότι θα επέλθουν για τον
υποψήφιο, αντίκειται στο δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας.
126Χ.ΚΕΙΜΑΛΗΣ, «Σε διακινδύνευση το κράτος δικαίου. Παρέμβαση με αφορμή τις τελευταίες δικονομικές
τροποποιήσεις», ΔιΔικ, 4/2013, σ.865 επ. (875).
Η ευρύτητα του ελέγχου της συνταγματικότητας σε ορισμένες από τις
προαναφερόμενες αποφάσεις στηρίζεται στο γεγονός ότι ο λόγος της
αντισυνταγματικότητας αντιμετωπίζεται από το δικαστήριο ως λόγος δημόσιας
τάξης127. Ως λόγος δημόσιας τάξης μπορεί να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από
τον δικαστή, ακόμη και κατά χρονική προτεραιότητα σε σχέση με άλλους λόγους
που προτείνει ο διάδικος, να προβληθεί από τον διάδικο χωρίς να υπόκειται σε
διαδικαστικές προθεσμίες, ακόμη και για πρώτη φορά ενώπιον του δικαστή της
έφεσης ή της αναίρεσης128, και από τον οποίο τα διάδικα μέρη δεν μπορούν να
παραιτηθούν129.
127G.DRAGO, «Le contentieux constitutionnel des lois, contentieux d´ordre pub lic par nature», Mélanges en
hommage Ronald Drago, L´ unité en droit, (dir.G.DRAGO), Economica, Paris 1996, σ.9-23(18), D.TURPIN, Le
Conseil Constitutionnel son rôle, sa jurisprudence, (Collection Les fondamentaux), Hachette, Paris 2000,
σ.41, Κ.ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Η επίδραση, ό.π., σ.166.
128Πρβλ., όμως, την 953/2009 απόφαση του ΣτΕ, ΘΠΔΔ, 8-9/2009, σ.987, στην οποία το δικαστήριο
δικάζοντας το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως διοικητικού εφετείου στην οποία
δεν είχε εξεταστεί αυτεπαγγέλτως λόγος αντισυνταγματικότητας, με λόγο αναιρέσεως την παράλειψη του
δικαστηρίου να ασκήσει αυτεπαγγέλτως έλεγχο αντισυνταγματικότητας, έκρινε ότι το δευτεροβάθμιο
δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως μόνον τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 97 παρ.2 του ΚΔΔ,
με συνέπεια, εφόσον ο αναιρεσειών δεν είχε προβάλλει τον ισχυρισμό της αντισυνταγματικότητας με το
δικόγραφο της εφέσεως να μην υφίσταται υποχρέωση αυτεπάγγελτης εξέτασής του από το εφετείο,
διότι η υπόθεση δεν του είχε μεταβιβαστεί κατά το μέρος αυτό. Βλ., όμοιες, ΣτΕ 2567/2010, 743/2010.
129T. Di MANNO, Le Conseil Constitutionnel et les moyens et conclusions soulevés d´office, ό.π., σ.56.
130G.DRAGO, Le contentieux constitutionnel des lois, contentieux d´ordre public, ό.π., σ.20 και τις εκεί
λόγος δημοσίας τάξης, μπορεί να μην λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από τον δικαστή,
διακόπτοντας, ωστόσο, με την άποψη αυτή, την απόλυτη σχέση μεταξύ λόγου δημοσίας τάξης και
αυτεπάγγελτης λήψης υπόψη του από τον δικαστή, βλ.σε Entretiens et Débats, «Le projet de loi organique
relatif a la question préjudicielle de constitutionnalité», ΑIJC, 2008, σ.11-32(22).
132Βλ. C.DEBOUY, Les moyens d’ ordre public dans la procédure administrative contentieuse, ό.π., σ.478.
δεν μπορεί το δικαστήριο να προβεί αυτεπαγγέλτως σε παρεμπίπτοντα
δικαστικό έλεγχο συνταγματικότητας μίας διάταξης νόμου που δεν συνέχεται
με κεφάλαιο της πράξης που έχει προσβληθεί με το δικόγραφο της προσφυγής,
αλλά με μη προσβαλλόμενο μέρος της διοικητικής πράξης. Στην απόφαση αυτή
διατυπώθηκε και μειοψηφούσα γνώμη, σύμφωνα με την οποία ο δικαστικός
έλεγχος της συνταγματικότητας και συμβατότητας ασκείται οποτεδήποτε και
χωρίς περιορισμούς. Ομοίως, στην ΣτΕ 2097/2011 (σκ.7), κρίθηκε ότι ο έλεγχος
της συνταγματικότητας και συμβατότητας των κανόνων δικαίου, βάσει των
οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, λαμβάνει χώρα και αυτεπαγγέλτως,
εντούτοις το αποτέλεσμα του ελέγχου περιορίζεται μόνο στα κεφάλαια της
πράξης που έχουν προσβληθεί με την προσφυγή και δεν εκτείνεται πέρα από
τα όρια των αιτημάτων του ένδικου βοηθήματος133.
αναιρέσεως ενώπιον του ΑΠ, διεξαγόταν, βάσει της δικονομικής διάταξης του άρθρου 562 παρ.4 του ΚΠολΔ,
όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν.4335/2015, μόνον
εφόσον προβαλλόταν ο σχετικός λόγος στην έγγραφη έκθεση που συνέτασσε ο εισηγητής δικαστής, η
οποία κατατίθετο εμπρόθεσμα στο δικαστήριο, άλλως δεν εξεταζόταν αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο.
135Μ΄ αυτή την έννοια, Α.ΜΑΝΙΤΑΚΗΣ, Οι (αυτό)δεσμεύσεις, ό.π., σ.426.
σκοπός του ελέγχου είναι η διασφάλιση της ιεραρχίας των κανόνων δικαίου και
η προστασία του κύρους του Συντάγματος, ο δικαστής μπορεί να εξετάζει τη
συνταγματικότητα του νόμου, ανεξάρτητα αν προστατεύει δικαίωμα, συμφέρον
ή αξίωση του διαδίκου136 ή και ανεξάρτητα από τις ανάγκες και τις δικονομικές
δεσμεύσεις της ένδικης διαφοράς. Σ΄ αυτή την περίπτωση, η διαδικασία αποκτά
έναν αντικειμενικό χαρακτήρα και εκφεύγει από τα στενά όρια της ένδικης
αμφισβήτησης137, όπως τίθενται από τον διάδικο και τους δικονομικούς κανόνες
που διέπουν τη δίκη, εξηγώντας τον δευτερεύοντα ρόλο των διαδίκων, καθόσον
τα μέρη της δίκης είτε εκκινούν τον έλεγχο είτε τον υφίστανται, αλλά δεν
αντιμετωπίζονται ως διάδικα μέρη στις παραδεκτές αξιώσεις των οποίων ο
δικαστής οφείλει να αποφανθεί138. Αν πρωταρχικός σκοπός του διάχυτου
ελέγχου εκληφθεί ότι είναι ο έλεγχος της ισχύος του νόμου και της τήρησης του
Συντάγματος και όχι η παροχή έννομης προστασίας και η προστασία των
δικαιωμάτων των διάδικων, τότε προέχει η αντικειμενική όψη του ελέγχου και ο
δικαστής αποκτά ευρείες εξουσίες αυτεπάγγελτου ελέγχου και απόφανσης
πέραν των κοινών δικονομικών κανόνων. Αν αντίθετα σκοπός του ελέγχου είναι
η επίλυση της διαφοράς και η λυσιτελής παροχή του δικαιώματος έννομης
προστασίας139, τότε ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων
μετασχηματίζεται σε όχημα για την επίλυση της υποθέσεως και εξαρτάται από
τις ανάγκες και τους περιορισμούς της ένδικης διαφοράς.
137Για τη διάκριση μεταξύ αντικειμενικής και υποκειμενικής αμφισβήτησης, βλ. C.CREWE, «Subjectivité et
objectivité dans le contentieux de la cour de Karlsruhe», Droits, 9/1989, σ.131 επ., S.SCHMITT, «La nature
objective du contentieux constitutionnel des normes: les exemples français et italien, RFDC, 4/2007, σ.719-
747.
138J.M.AUBY/R.DRAGO, Traité de contentieux administratif, ό.π., σ.135.
139 Σε αυτή τη θέση προσχωρεί ο Μανιτάκης, βλ. Oι (αυτό)δεσμεύσεις, ό.π., σ.426.
140Ρυθμίσεις ανάλογες με αυτές του άρθρου 12 του ν.3900/2010 είχαν τεθεί με το άρθρο 35 του
ν.3772/2009, με το οποίο προβλέφθηκε ότι αίρεται το απαράδεκτο της αιτήσεως αναιρέσεως λόγω ποσού,
εάν ο διάδικος προβάλλει ότι με αυτή τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της
αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προς την νομολογία του ΣτΕ, άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς άλλες
αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων.
141Αναλυτικότερα για το ζήτημα αυτό, βλ. Β.ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ, «Οι δικονομικές μεταρρυθμίσεις που τέθηκαν
στην άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως με το άρθρο 12 του ν.3900/2010 και η επιρροή τους στα
χαρακτηριστικά του δικαστικού ελέγχου των νόμων στην Ελλάδα», ΕφημΔΔ, 5/2016, σ.543-569.
Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης
αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου
ανωτάτου δικαστηρίου, είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού
δικαστηρίου».
πρόσθετων λόγων, ΣτΕ 849/2015, 2670, 4203/2014, 3990/2013, 598/2012, ούτε με το υπόμνημα,
ΣτΕ4127/2015, 2162/2015, 4383/2014. Πρβλ. ΣτΕ 3367/2011, ΘΠΔΔ, 2012, σ.57 επ. με σχόλιο
Ε.Καϋμενάκη, κατά την γνώμη της οποίας, το ΣτΕ σ’ αυτή την απόφαση, ενώ η προβολή των
συγκεκριμένων ισχυρισμών σχετικά με την αντίθεση στη νομολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως,
μάλλον έγινε από τον αναιρεσείοντα το πρώτον με το υπόμνημα, παρόλα αυτά, προέβη σε ερμηνεία του
εισαγωγικού δικογράφου, ως διαλαμβάνον τους απαιτούμενους συγκεκριμένους ισχυρισμούς και έκρινε
αυτούς ως παραδεκτώς προβληθέντες, αν και εντέλει αβάσιμους, προκειμένου να «διασώσει» το
παραδεκτό του κρινόμενου δικογράφου, έστω και υπό το εξαιρετικά αντίξοο καθεστώς των νέων
ρυθμίσεων. Ωστόσο, βλ., ήδη, την ΣτΕ 2987/2017, στην οποία το δικαστήριο, αφού ερμήνευσε τη σχετική
προυπόθεση υπό το φως του άρθρου 46 της ΕΣΔΑ, ήτοι της υποχρέωσης των συμβαλλόμενων κρατών να
λαμβάνουν μετά την έκδοση καταδικαστικής αποφάσεως του ΕΔΔΑ σε βάρος τους τα κατάλληλα μέτρα,
ώστε να αποφευχθεί στο μέλλον παρόμοια παραβίαση, έκρινε ότι παραδεκτώς προβάλλεται με το
δικόγραφο των πρόσθετων λόγων η αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προς απόφαση του
ΕΔΔΑ, η οποία δημοσιεύτηκε μετά την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως, εφόσον ο αναιρεσείων στο
εισαγωγικό δικόγραφό του έθεσε το σχετικό νομικό ζήτημα. Βλ.και την ΣτΕ 3076/2017, σύμφωνα με την
οποία «ακόμα κι αν, κατά την έννοια του άρθρου 53 παρ.3 εδαφ.α΄του π.δ 1989, είναι κατ’ εξαίρεση
επιτρεπτή η εκ των υστέρων (μετά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης) προβολή νέου λόγου αναίρεσης, με
τον οποίο γίνεται επίκληση αντίθεσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς οψιγενή νομολογία του
Δικαστηρίου, πάντως, τέτοιος λόγος θα μπορούσε να προβληθεί παραδεκτώς μόνο με δικόγραφο
προσθέτων λόγων».
144Οι ισχυρισμοί θα πρέπει να είναι ειδικοί, δηλαδή, να μην πρόκειται για ισχυρισμούς που προβάλλονται
απλώς προς ενίσχυση της βασιμότητας ενός προβαλλόμενου λόγου αναίρεσης, και όχι, ειδικώς, προς άρση
του κατά την εν λόγω διάταξη απαραδέκτου της κρινομένης αίτησης, βλ. ΣτΕ 1790/2011 7μ. (σκ.4),
4464/2012 (σκ.5), 3785/2012 (σκ.5), 976/2012 (σκ.5), 429/2015.
145ΣτΕ 737/2015, 2176/2015.
146Ως ανώτατα δικαστήρια η νομολογία θεωρούσε μέχρι πρόσφατα μόνον τον ΑΠ, το ΣτΕ και το ΕλΣυν, βλ.
ΣτΕ 3008/2013, ΘΠΔΔ, 1/2014, σ.61. H διάταξη σιωπά και δεν ορίζει, εάν είναι παραδεκτή η αναίρεση, όταν
οι παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως επί του συγκεκριμένου νομικού ζητήματος έρχονται σε
αντίθεση με τη νομολογία ενός υπερεθνικού δικαστηρίου που δεσμεύει, όμως, τα δικαστήρια της ελληνικής
έννομης τάξης, όπως του ΕΔΔΑ ή του ΔΕΕ. Αν και το γράμμα της διατάξεως δεν επιτρέπει ούτε απαγορεύει
ρητά την υιοθέτηση αυτής της ερμηνευτικής εκδοχής, το ορθότερο θα ήταν, κατά διασταλτική της
ερμηνεία, να υπαχθεί στο κανονιστικό περιεχόμενό της η εκδοχή αυτή, ότι, δηλαδή, στην έννοια του
ανωτάτου δικαστηρίου συγκαταλέγεται το ΔΕΕ και το ΕΔΔΑ, καθώς, σε αντίθετη περίπτωση, εμφιλοχωρεί
ο κίνδυνος να καταστεί αμετάκλητη μία δικαστική απόφαση που αντίκειται στο ενωσιακό δίκαιο ή στο
δίκαιο της ΕΣΔΑ, με συνέπεια την παραβίαση από το κράτος των διεθνών και ενωσιακών του
υποχρεώσεων, την αστική ευθύνη του για παράβαση του ενωσιακού ή του διεθνούς δικαίου και την
μεταγενέστερη καταδίκη του από το ΕΔΔΑ. Θετικός προς αυτή την εκδοχή, Γ.ΔΕΛΛΗΣ, Η διοικητική
δικαιοσύνη σε αναζήτηση ταχύτητας. Ανατρέποντας το μύθο της «ωραίας κοιμωμένης», Νομική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2013, σ.136. Βλ., ήδη, ΣτΕ 167-169/2017, με τις οποίες κρίθηκε ότι «… νομολογία
ανωτάτου δικαστηρίου, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989,
αποτελεί και απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), από την οποία
ζήτημα που επέλυσε η απόφαση δεν υπάρχει νομολογία των δικαστηρίων της
ελληνικής έννομης τάξης. Μάλιστα, για το παραδεκτό του ενδίκου μέσου, πρέπει
να μνημονεύει ο διάδικος τις σχετικές δικαστικές αποφάσεις στο δικόγραφό
του147. Επίσης, θα πρέπει ο διάδικος να προσκομίζει τις σχετικές αποφάσεις,
εκτός αν πρόκειται για αποφάσεις του ΣτΕ ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου148.
Εξάλλου, ως υπάρχουσα αντίθετη νομολογία νοείται αυτή που αφορά στο
συγκεκριμένο νομικό ζήτημα που επιλύθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη
απόφαση και όχι αυτή που αφορά σε άλλο παρόμοιο ή ανάλογο 149. Η νομολογία
δεν απαιτείται να είναι πάγια, αρκεί να είναι παγιωμένη ή έστω μη
ανατραπείσα150, αν, και κατ’ άλλη θέση, αρκεί η μνεία ακόμη και μίας απόφασης
του ανωτάτου δικαστηρίου, για να θεμελιωθεί το παραδεκτό της αιτήσεως
αναιρέσεως151. Επιπλέον, η αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στην
υπάρχουσα νομολογία πρέπει να προκύπτει μεταξύ των αιτιολογικών που
στηρίζουν το διατακτικό των συγκρινόμενων αποφάσεων των δικαστηρίων 152.
Τέλος, το νομικό ζήτημα το οποίο επικαλείται ο διάδικος, θα πρέπει να ήταν
καίριο για την επίλυση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, να ερείδεται σ’
αυτό η ίδια η υπόθεση και όχι απλά να αφορά ένα μη ουσιώδες τμήμα της153, να
κρίνεται, δηλαδή, απαραίτητη η εξέτασή του για την επίλυση της όλης
υποθέσεως154. Με απλά λόγια, θα πρέπει η επίλυση του νομικού αυτού
ζητήματος να οδηγεί στην αναίρεση της αποφάσεως, άλλως η εξέτασή του δεν
θα παρίσταται λυσιτελής.
προκύπτει, κατά τρόπο αρκούντως σαφή, ερμηνεία διάταξης της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), συμπεριλαμβανομένων των Πρόσθετων Πρωτόκολλων αυτής, λαμβανομένου υπόψη
αφενός, ότι, όσον αφορά την ερμηνεία της ΕΣΔΑ στην ημεδαπή έννομη τάξη, οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ έχουν
σημασία και βαρύτητα ανάλογη με εκείνη της νομολογίας των εθνικών ανωτάτων δικαστηρίων και,
αφετέρου, ότι η προβαλλόμενη αντίθεση μεταξύ της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και της νομολογίας
του ΕΔΔΑ δημιουργεί, κατά τεκμήριο, σοβαρό νομικό ζήτημα, αναγόμενο στο σεβασμό των διεθνών
υποχρεώσεων της χώρας στο πεδίο των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ώστε να δικαιολογείται, ενόψει και του
σκοπού της προαναφερόμενης διάταξης, η εξέτασή του από το Συμβούλιο της Επικρατείας, προς
διασφάλιση της ορθότητας και της ενότητας της νομολογίας, περί της ερμηνείας και της εφαρμογής της
ΕΣΔΑ, στο πλαίσιο της απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης». Βλ., όμοια, ΣτΕ 664/2018. Μ’ αυτή την
έννοια, οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ ή του ΔΕΕ αποκτούν στην ελληνική έννομη τάξη ένα οιωνεί αποτέλεσμα
έναντι όλων, με συνέπεια το ερμηνευτικό τους δεδικασμένο να αποτελεί λόγο αναιρέσεως κάθε αντίθετης
ως προς αυτό δικαστικής απόφασης ελληνικού δικαστηρίου, έτσι, N.PERLO, «L’attribution des effets erga
omnes aux arrêts de la Cour européenne des droits de l’homme en Italie : la révolution est en marche»,
RFDC, 4/2015, σ.887-910(890).
147ΣτΕ 2961/2010, 386/2015.
148ΣτΕ 3493/2015, 4725/2014, ΟλΣτΕ 3475/2011. Βλ.ΣτΕ 906/2014, όπου κρίθηκε ότι, αν δεν
προσκομίζονται οι αποφάσεις των ΤΔΔ, δεν μπορεί να θεμελιωθεί το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως.
149ΣτΕ 4461/2015, 1591/2014, ΣτΕ 4163/2012, ΔιΔικ, 2013, σ.346, ΣτΕ 2961/2010.
150ΣτΕ 3008/2013, 2756/2014.
151Γ.ΔΕΛΛΗΣ, Η διοικητική δικαιοσύνη σε αναζήτηση ταχύτητας, ό.π., 135.
152 ΣτΕ 4688/2014, 3280/2015.
153 ΣτΕ 3719/2015, 915/2012, 3971/2011.
154 ΣτΕ 3946/2012.
155Βλ. για την μη αυτεπάγγελτη εξέταση άλλων λόγων δημοσίας τάξης στο πλαίσιο της αιτήσεως
αναιρέσεως, ΣτΕ 4273/2013, όπου δεν εξετάστηκε αυτεπαγγέλτως η έλλειψη δικαιοδοσίας του δικάσαντος
ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και να κρίνει αντισυνταγματική την
εφαρμοστέα από το δικαστήριο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης διάταξη του
νόμου. Συνακόλουθα, στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως, ο ανώτατος
δικαστής απολλύει την εξουσία της αυτεπάγγελτης άσκησης του ελέγχου της
συνταγματικότητας των νόμων και του δικαιώματός του να προβάλλει στο
πλαίσιο της δίκης που διεξάγεται την αντισυνταγματικότητα της εφαρμοστέας
διατάξεως.
Πάντως, στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι στην απόφαση ΣτΕ
798/2014 (σκ.9) το δικαστήριο κλήθηκε να κρίνει ισχυρισμό του διαδίκου,
σύμφωνα με τον οποίο το δικαστήριο της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης
ερμήνευσε εσφαλμένα τις διατάξεις του άρθρου 15 του ν.3852/2010, διότι
δέχθηκε ότι, κατά την έννοιά τους, δημοτικός σύμβουλος εκπίπτει για χρέη που
γεννήθηκαν κατά το χρόνο που, σε προηγούμενη θητεία των αιρετών δημοτικών
αρχών, ήταν δήμαρχος και δεν εξοφλήθηκαν με βάση τις ιδιαίτερες υποχρεώσεις
του ως δημάρχου, ενώ, κατά την έννοια του νόμου, ούτε ιδιαίτερες υποχρεώσεις
έχει ο δήμαρχος, ούτε, εάν είχε τέτοιες ιδιαίτερες υποχρεώσεις, θα μπορούσε να
εκπέσει από το αξίωμα του δημοτικού συμβούλου για το οποίο εκλέχθηκε σε
επόμενη θητεία, χωρίς να υπάρχει επί του ζητήματος αυτού νομολογία του
Συμβουλίου της Επικρατείας. Το δικαστήριο κατέληξε ότι ο λόγος αυτός
προβάλλεται παραδεκτώς από την άποψη της συνδρομής των προϋποθέσεων
της διάταξης του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, όπως αντικαταστάθηκε με
το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, ενώ τόνισε «οίκοθεν, δε, νοείται ότι η
εξέταση της βασιμότητας του λόγου αυτού προϋποθέτει την ερμηνεία των
εφαρμοστέων στην προκείμενη υπόθεση διατάξεων του άρθρου 15 του
ν.3852/2010, καθώς και τον αυτεπάγγελτο έλεγχο της συνταγματικότητάς τους,
δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος, τα δικαστήρια
οφείλουν να μην εφαρμόζουν νόμο, το περιεχόμενο του οποίου αντίκειται στο
Σύνταγμα». Επομένως, το δικαστήριο απεφάνθη ότι στο πλαίσιο που
παραδεκτώς επιλαμβάνεται να κρίνει στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως την
ερμηνεία μίας διάταξης νόμου, μπορεί αυτεπαγγέλτως να κρίνει και την
αντισυνταγματικότητά της156.
δικαστηρίου, όμοια ΣτΕ 4280/2014, ΣτΕ 1303/2014 (σκ.7) όπου το δικαστήριο διατύπωσε ρητά ότι δεν
δύναται να εξετάσει λόγο αυτεπαγγέλτως για το παραδεκτό της αναίρεσης. Επίσης, ΣτΕ 61/2016,
4016/2015, 3323/2011, ΟλΣτΕ 867/2012, ΣτΕ 563/2014, 3411/2013.
156Βλ., αντίθετα, την 233/2018 απόφαση του ΣτΕ, στην οποία κρίθηκε ότι οι λόγοι αντισυνταγματικότητας
Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διάταξη δεν θεσπίζει ένα νέο και ιδιαίτερο
ένδικο μέσο160, αλλά θέτει ένα νέο λόγο αναιρέσεως, του οποίου η συνδρομή
«αίρει» τα ειδικά δικονομικά απαράδεκτα που μπορεί να προκύπτουν στο
157Με τη διάταξη του άρθρου 2 του ν.3900/2010 δεν θεσπίζεται, όπως θα αναπτυχθεί στη συνέχεια, μίας
νέας μορφής αίτηση αναιρέσεως, αλλά ένας νέος λόγος αναίρεσης, ο οποίος στην περίπτωση που
συντρέχει, καθιστά παραδεκτή την ασκούμενη αίτηση αναιρέσεως, ακόμη κι αν δεν καταφάσκονται οι
ειδικές δικονομικές προϋποθέσεις της ασκήσεώς της και χωρίς να απαιτείται για την παραδεκτή άσκησή
της, η εξάντληση των προηγούμενων βαθμών δικαιοδοσίας, επιτρέποντας στην ελληνική έννομη τάξη την
κατ’ άλμα αναίρεση. Επομένως, και στην περίπτωση του άρθρου 2 του ν.3900/2010, πρέπει να συντρέχουν
οι γενικές διαδικαστικές προϋποθέσεις άσκησης της αιτήσεως αναιρέσεως, μεταξύ των οποίων,
περιλαμβάνεται το έννομο συμφέρον του αναιρεσειόντος. Ως εκ τούτων, θα πρέπει αυτή να ασκείται από
τον ηττηθέντα διάδικο είτε από το διατακτικό είτε από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης,
ενώ η εξέταση του ισχυρισμού της αντισυνταγματικότητας πρέπει να είναι λυσιτελής, ήτοι να επιφέρει
έννομες συνέπειες για τον διάδικο και τη δίκη.
158Βλ., όμως, ήδη την ΣτΕ 1528/2017 (Γ΄τμήμα), με την οποία κρίθηκε ότι η έφεση (άρα και η αναίρεση) του
άρθρου 2 του ν.3900/2010 πρέπει να ασκείται και κατά αποφάσεως του διοικητικού δικαστηρίου με την
οποία κρίθηκε διάταξη νόμου συνταγματική, εφόσον υφίστανται στην έννομη τάξη αντίθετες αμετάκλητες
αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων με τις οποίες η ίδια διάταξη κρίθηκε αντισυνταγματική. Και τούτο,
διότι η άρση της αμφισβήτησης περί της αντισυνταγματικότητας διατάξεως τυπικού νόμου που
προκαλείται μεταξύ αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων που δεν μπορούν να αχθούν προς έλεγχο με το
ένδικο βοήθημα της εφέσεως ή της αιτήσεως αναιρέσεως, αλλά και από το ΑΕΔ, αποτελεί ζήτημα
συνταγματικής τάξης, και ειδικότερη έκφανση του κράτους δικαίου, του δικαιώματος δικαστικής
προστασίας (άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος) και της ισότητας ενώπιον του νόμου (άρθρο 4 παρ. 1 του
Συντάγματος).
159Η διάταξη, πάντως, δεν προσδιορίζει, αν επιτρέπεται η αίτηση αναιρέσεως με βάση το άρθρο 2 του
ν.3900/2010 στην περίπτωση που παρότι υπάρχει σχετική απόφαση του ΣτΕ για το ίδιο ζήτημα
συνταγματικότητας που κρίθηκε από το διοικητικό δικαστήριο, εντούτοις, η απόφαση του διοικητικού
δικαστηρίου κρίνει αντίθετα με αυτή, ήτοι κρίνει τη διάταξη αντισυνταγματική, ενώ το ανώτατο διοικητικό
δικαστήριο την έκρινε, με προηγούμενη απόφασή του, συνταγματική. Η αίτηση αναιρέσεως του άρθρου 2
του ν.3900/2010 ασκείται, μόνον όταν ένα ζήτημα συνταγματικότητας επιλύεται για πρώτη φορά στην
έννομη τάξη, χωρίς να υπάρχει η ενοποιητική σφραγίδα του ΣτΕ, με σκοπό την αφηρημένη ενότητα του
δικαίου και της νομολογιακής ερμηνείας ή με σκοπό την ενοποίηση και ενότητα της νομολογίας στα
ζητήματα αντισυνταγματικότητας, υπό τη στενή έννοια του να μην υπάρχουν αντιφατικές αποφάσεις
στην έννομη τάξη αναφορικά με κρίσεις αντισυνταγματικότητας διατάξεως τυπικού νόμου; Αν σκοπός
της διάταξης είναι η αφηρημένη ενότητα του δικαίου και της νομολογιακής ερμηνείας, τότε η αίτηση
αναιρέσεως στην ανωτέρω περίπτωση δεν είναι παραδεκτή, διότι, εφόσον υπάρχει απόφαση του ΣτΕ
που έχει ήδη επιλύσει το σχετικό ζήτημα, τότε η επανάκρισή του δεν προσφέρει στην αφηρημένη ενότητα
της νομολογιακής ερμηνείας ή του δικαίου, η οποία επλήγησε από μία ή περισσότερες μεμονωμένες
αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων που διατυπώνουν αντίθετη κρίση περί της
αντισυνταγματικότητας στο πλαίσιο του διάχυτου ελέγχου. Αντίθετα, εάν σκοπός της διάταξης είναι η εν
στενή έννοια της ενότητας της νομολογίας και η μη ύπαρξη αποφάσεων στην ελληνική έννομη τάξη που
αντιφάσκουν στις κρίσεις τους ως προς την αντισυνταγματικότητα διατάξεως τυπικού νόμου, τότε η
αίτηση αναιρέσεως βάσει του άρθρου 2 του ν.3900/2010 είναι παραδεκτή.
160Πρβλ., μάλλον, Φ.ΑΡΝΑΟΥΤΟΓΛΟΥ, Η «πρότυπη» ή «πιλοτική» δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της
Επικρατείας, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2012, σ.178, ο οποίος υποστηρίζει ότι ο νομοθέτης θέσπισε μία
ακόμη αίτηση αναιρέσεως.
πλαίσιο της άσκησης της αιτήσεως αναιρέσεως, θεσπίζοντας μία μορφή κατ’
άλμα αναίρεσης. Τούτο έγινε δεκτό σιωπηρά από το ΣτΕ, το οποίο νομολόγησε
ότι στο πλαίσιο της άσκησης της αιτήσεως αναιρέσεως, όταν δεν συντρέχει η
ειδική δικονομική προϋπόθεση του χρηματικού κατωφλίου της διαφοράς,
μπορεί να εκδικαστεί η αίτηση αναιρέσεως, παρόλα αυτά, με εφαρμογή της
διάταξης του άρθρου 2 του ν.3900/2010, εφόσον ο διάδικος επικαλείται κατά
τρόπο ρητό την εφαρμογή της διάταξης αυτής, με σκοπό την άρση του
δικονομικού αυτού απαραδέκτου, χωρίς να δικαιούται το δικαστήριο να
εξετάσει, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, αυτεπαγγέλτως 161,
ακόμη κι αν περιλαμβάνεται κρίση αντισυνταγματικότητας στην
αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του δικαστηρίου, διότι το ζήτημα αυτό ανήκει
στην ευχέρεια του διαδίκου162.
Η αρχή της κατ’ αντιμωλίαν διεξαγωγής της συζήτησης απαιτεί κάθε λόγος
που προτείνεται στο πλαίσιο της δίκης να είναι γνωστός σε όλους τους
διαδίκους, ώστε να μπορούν να τον αντικρούσουν. Παλαιότερα, στη γαλλική
θεωρία υποστηρίζετο ότι η αρχή της κατ’ αντιμωλίαν διεξαγωγής της συζήτησης
είναι λιγότερο σημαντική πρακτικά στην περίπτωση που το δικαστήριο εξετάζει
έναν λόγο ακραιφνώς νομιμότητας. Μόνον όταν τα στοιχεία του δικαίου και τα
πραγματικά περιστατικά συγχέονται ή συνυφαίνονται, η αρχή αυτή αποκτά μία
ιδιαίτερη σημασία164.
Στον ελληνικό έλεγχο της συνταγματικότητας, το δικαστήριο, ως συνέπεια
του παρεμπίπτοντος ελέγχου, δεν διαθέτει στο νομικό του οπλοστάσιο ειδικούς
Γι’ αυτόν τον λόγο, θα πρέπει να τηρείται κατά τον έλεγχο της αντι-
συνταγματικότητας του νόμου και η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως166 και της
κατ’ αντιμωλίαν διεξαγωγής της συζητήσης. Οι διάδικοι επί του ζητήματος της
αντι-συνταγματικότητας167 του νόμου που έχει τεθεί έχουν το δικαίωμα, αφενός
να λάβουν γνώση των ενστάσεων αντισυνταγματικότητας που διατυπώνουν τα
διάδικα μέρη ή ο δικαστής, και αφετέρου να αντιλέξουν και να εκφέρουν τις
απόψεις τους επί του ζητήματος αυτού, στο δικαστήριο168. Συνεπώς, αν ο λόγος
της αντι-συνταγματικότητας ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο,
προκειμένου να τηρηθεί η δικονομική αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως των
διαδίκων169 και η αρχή της ισότητας των όπλων, θα πρέπει (το δικαστήριο)
αυτό να αναβάλει την έκδοση της οριστικής αποφάσεώς του, ώστε να δώσει τη
δυνατότητα στους διαδίκους να εκφέρουν τις απόψεις τους επί του ζητήματος
της αντισυνταγματικότητας.
165
A.TUNC, «Le contrôle juridictionnel des lois aux Etats-Unis», in Actualité du contrôle juridictionnel des
lois, Journée d´études juridiques Jean Bodin, Bibliothèque de la faculté de droit de l´ université catholique de
Louvain, Larcier, Bruxelles 1973, σ.17-41(27).
166
Ακόμη κι αν εκληφθεί ο λόγος αντισυνταγματικότητας ως λόγος δημοσίας τάξεως, θα πρέπει να τηρείται
η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως. Για το ζήτημα της σχέσης των λόγων δημοσίας τάξεως και της αρχής
της εκατέρωθεν ακροάσεως των διαδίκων, βλ. B.PACTEAU, «Du nouveau en procédure contentieuse
administrative: la communication des moyens d’ ordre public», RFDA, 1992, σ.480-488, M.COMBARNOUS, «A
propos de la communication des moyens d’ ordre public», RFDA, 1992, σ.855-856.
167Το ζήτημα της συνταγματικότητας προϋποθέτει ότι αμφισβητείται η συνταγματικότητα μίας διάταξης ή
ενός κανόνα δικαίου, ενώ το συνταγματικό ζήτημα αποτελεί ευρύτερη έννοια που εγκολπώνεται κάθε
διαφωνία σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή συνταγματικών διατάξεων, βλ. Α.ΚΑΙΔΑΤΖΗ, «Μεγάλη
πολιτική και ασθενής δικαστικός έλεγχος. Συνταγματικά ζητήματα και ζητήματα συνταγματικότητας στο
Μνημόνιο», ΤοΣ, 1/2012, σ.259-292(263).
168Για το ζήτημα αυτό, βλ. M.VERPAUX, «La procédure contradictoire et le juge constitutionnel», RFDA,
17/2001, σ.339 επ., καθως και A.-M.LECIS COCCO ORTU, «QPC et interventions des tiers : le débat
contradictoire entre garantie des droits de la défense et utilité des amici curiae», σ.1-17, εισήγηση της
συγγραφέως στο ΙΧ΄ συνέδριο της γαλλικής ένωσης συνταγματικού δικαίου στη Λυών, σε
http://www.droitconstitutionnel.org/congresLyon/CommLA/A-lecis_T2.pdf, τελευταία πρόσβαση στις
29.04.2017.
169
T. Di MANNO, Le Conseil Constitutionnel et les moyens et conclusions soulevés d´office, Economica-PUAM,
Paris 1994, σ.59.
170Κ.ΜΠΕΗΣ, «Αυτεπάγγελτη λήψη υπ' όψη αναιρετικού λόγου, συνιστάμενου στην εφαρμογή κανόνα
δικαίου που δεν έπρεπε να εφαρμοστεί λόγω αντισυνταγματικότητάς του», Δ, Ιανουάριος 2001, σε
Από την άποψη του ευρωπαϊκού δικαίου, στις υποθέσεις Kress κατά
Γαλλίας της 7ης Ιουνίου 2011171, Borgers κατά Βελγίου της 30ης Οκτωβρίου
1991172, Lobo Machado κατά Πορτογαλίας της 20ης Φεβρουαρίου 1996173 και
Reinhardt et Slimane-Kaïd κατά Γαλλίας της 31ης Μαρτίου 1998174, το Ε.Δ.Δ.Α.
κατέληξε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α., εξαιτίας της μη
προηγούμενης κοινοποίησης στα διάδικα μέρη των ισχυρισμών είτε του γενικού
εισαγγελέα είτε του δημόσιου εισηγητή και της αδυναμίας τους να αντιλέξουν σ’
αυτούς. Το δικαστήριο στις ανωτέρω αποφάσεις τόνισε την ανάγκη να τηρείται
η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, σημειώνοντας ότι αυτή προϋπέθετε το
δικαίωμα των διάδικων μερών να λάβουν γνώση των αποδεικτικών στοιχείων ή
των ισχυρισμών που προβάλλονται ενώπιον του δικαστηρίου, ακόμα και από
έναν ανεξάρτητο δικαστή, και να αντιλέξουν σ’ αυτούς.
Πράγματι, μία από τις εγγυήσεις διασφάλισης της δίκαιης δίκης κατά τη
νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. είναι η τήρηση της αρχής της ισότητας των όπλων. Αυτή
η έννοια αποτελεί, εδώ και καιρό, στο ευρωπαϊκό δίκαιο, έναν από τους
ακρογωνιαίους λίθους της δίκαιης δίκης175.
Η αρχή της ισότητας των όπλων μαζί με την αρχή της condratictoire
(αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως) συνιστούν δύο από τις βασικές αρχές της
δίκαιης δίκης. Η αρχή της ισότητας των όπλων κατοχυρώθηκε για πρώτη φορά
από τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. το έτος 1959 με την απόφαση Szwabowicz κατά
Σουηδίας, στην οποία κρίθηκε ότι «κάθε διάδικος μέρος πρέπει να διαθέτει την
εύλογη δυνατότητα να εκθέσει στο δικαστήριο τις αιτιάσεις και τους
ισχυρισμούς του, υπό προϋποθέσεις, που δεν καθιστούν δυσμενέστερη τη θέση
του, σε σχέση με τον αντίδικό του…»176.
22/1997/806/1009).
175Για την αρχή της ισότητας των όπλων, βλ. G.COHEN-JONATHAN, «L’égalité des armes selon la Cour
τη νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία μπορεί να είναι διακριτή από τη σημασία που έχει η έννοια σε κάθε
συμβαλλόμενο κράτος, με σκοπό να ισχύει με το κανονιστικό περιεχόμενο που προσδίδει σε αυτή το
δικαστήριο, σε όλα τα συμβαλλόμενα κράτη, προάγοντας την ενιαία και ομοιόμορφη ερμηνεία των
διατάξεων της σύμβασης, την εναρμόνιση των εθνικών δικαίων, και την τήρηση της αρχής της ισότητας
ερμηνεύει διασταλτικά τον όρο "αντίδικος", στην έννοια αυτή μπορεί να υπαχθεί
και κάθε δικαστής της ένδικης διαφοράς που λαμβάνει υπόψη του ένα λόγο
αυτεπαγγέλτως.
κατά την εφαρμογή της σύμβασης. Για τις έννοιες αυτές, βλ. F.SUDRE, «Le recours aux notions autonomes»,
in L´ interprétation de la Convention européenne des droits de l´ homme, coll. Droit et justice, Bruylant,
Bruxelles 1999, σ.93 επ.
184ΕΔΔΑ, Σκονδριανός κατά Ελλάδας, 18.12.2003, (αριθμ.προσφ.63000/00, 74291/01 et 74292/01), §§ 29-
30, ΕΔΔΑ, Clinique des Acacias κ.ά κατά Γαλλίας, 13.10.2005, (αριθμ.προσφ.65399/01, 65406/01,
65405/01 και 65407/01), § 38, ΕΔΔΑ, Prikyan et Angelova κατά Βουλγαρίας, 16.02.2006,
(αριθμ.προσφ.44624/98), § 42.
185ΕΔΔΑ, Liga Portuguesa de Futebol Profissional κατά Πορτογαλίας, 17.5.2016, (αριθμ.προσφ.4687/11),
&59.
186Σύμφωνα με την αιτιολογία της αποφάσεως Liga Portuguesa de Futebol Profissional κατά Πορτογαλίας,
το ανώτατο δικαστήριο ήλεγξε αυτεπαγγέλτως την τυπική αντισυνταγματικότητα του εφαρμοστέου νόμου
και κατέληξε στην αντισυνταγματικότητά του, χωρίς να ενημερώσει προηγουμένως την προσφεύγουσα για
τη διενέργεια του αυτεπάγγελτου αυτού ελέγχου και δίχως το ζήτημα αυτό να έχει συζητηθεί κατά τη
διάρκεια της ένδικης διαδικασίας. Το δικαστήριο τόνισε επίσης ότι ακόμη και ένας καλά ενημερωμένος
δικηγόρος δεν μπορούσε να προβλέψει την πιθανότητα ότι το δικαστήριο θα εξέταζε την υπόθεση κάτω
από το πρίσμα αυτό, εντούτοις, θα ανέμενε νομίμως να κληθεί ρητώς από το Δικαστήριο να λάβει θέσει επ’
αυτού, σύμφωνα το άρθρο 3 παρ.3 του του ΚΠολΔ, ιδίως μάλιστα σε περίπτωση όπως η κρινόμενη, στην
οποία το διακύβευμα δεν ήταν αμελητέο και το ζήτημα μπορούσε να θεωρηθεί εριζόμενο, καταλήγοντας ότι
υπό τα δεδομένα αυτά υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ.
Σύμφωνα με τη νομολογία του δικαστηρίου, η αρχή της εκατέρωθεν
ακροάσεως αποτελεί τμήμα των δικαιωμάτων της άμυνας που ως γενική αρχή
του δικαίου υποχρεούται να διασφαλίζει το δικαστήριο. Αυτή η αρχή
εφαρμόζεται σε κάθε διαδικασία που μπορεί να καταλήξει σε έκδοση
αποφάσεως κοινοτικού οργάνου, που επηρεάζει αισθητά τα συμφέροντα ενός
ατόμου187. Εξάλλου, ο ίδιος ο ενωσιακός δικαστής οφείλει να διασφαλίσει και να
σεβαστεί την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως 188, ήτοι πρόκειται για μία αρχή
που ενεργεί και έναντι αυτού.
59.
192
ΕΔΔΔΔ, 2005, σ.585, με παρατηρήσεις Απόστολου Παπακωνσταντίνου.
ότι, αν ο νόμος κριθεί αντισυνταγματικός, η υπόθεση θα παραπεμφθεί στην
Ολομέλεια του δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ.5 του Συντάγματος,
η πλειοψηφία καταλήγει στην κρίση ότι δεν τίθεται ζήτημα αναβολής εκδόσεως
οριστικής απόφασης, καθώς οι διάδικοι θα εκφέρουν τις απόψεις τους επί του
ζητήματος, στη δίκη που θα διεξαχθεί ενώπιον της Ολομέλειας. Κατά την πρώτη
μειοψηφούσα άποψη, το δικαστήριο μπορεί να κρίνει το ζήτημα της
συνταγματικότητας του νόμου, χωρίς να απαιτείται να ακούσει τις απόψεις των
διαδίκων, ενώ, κατά τη δεύτερη μειοψηφία που διατυπώθηκε, συντρέχει εκ του
λόγου αυτού περίπτωση αναβολής εκδικάσεως της υποθέσεως.
193βλ.ΕΔΔΑ, Ruiz-Mateos v.Espagne, 26.06.1993, (12952/1987). Για την απόφαση αυτή, βλ. G.-C.JONATHAN,
«Justice constitutionnelle et Convention européenne des droits de l’homme. L’arrêt Ruiz Mateos c. Espagne»,
RFDC, 1994, σ.175-183, J.-F.FLAUSS, «Convention des droits de l’homme et contentieux constitutionnel»,
RFDC, 1993, σ.207-216.
κατά γενική δικονομική αρχή, να μην εκδώσει ακυρωτική απόφαση, αλλά να
αναβάλει, με την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οριστική επίλυση της
διαφοράς, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στους διαδίκους, να υποβάλουν
τις παρατηρήσεις τους επί του λόγου αυτού».
197Βλ. ΣτΕ
4092/2015, ΟλΣτΕ 3315/2014, καθώς και Ε.ΠΑΥΛΙΔΟΥ, «Οι αλυσιτελείς αιτήσεις ακυρώσεως στη
νομολογία του ΣτΕ», ΕφημΔΔ, 2/2015, σ.246-257(253-254).
δικαστήριο κατέληξε ότι αυτή η λύση δεν αντίκειται στα χαρακτηριστικά του
δικαστικού ελέγχου, διότι ο έλεγχος ασκείται «μέσα στο πλαίσιο απονομής της
δικαιοσύνης» που καθιερώνει το Σύνταγμα- με βάση τους κοινούς δικονομικούς
κανόνες και τις αρχές εκδίκασης της κύριας διαφοράς θα λέγαμε εμείς- βασικό
στοιχείο του οποίου αποτελεί η κατοχύρωση του θεσμού της αιτήσεως
αναιρέσεως και η συμμόρφωση του κατώτερου δικαστηρίου προς τα κριθέντα
της αναιρετικής αποφάσεως. Συνακόλουθα, με την ανωτέρω απόφαση κρίθηκε
ότι οι δικονομικές διατάξεις που καθορίζουν τις έννομες συνέπειες της
αναιρετικής απόφασης επενεργούν και αποκλείουν τον έλεγχο και την κρίση
περί αντισυνταγματικότητας του κοινού δικαστή, δεδομένου ότι ο έλεγχος
συνταγματικότητας ασκείται εντός του πλαισίου της δίκης στην οποία
ανακύπτει και με βάση τις κοινές δικονομικές διατάξεις που εφαρμόζονται σ’
αυτή.
Ομοίως, στην υπ’ αριθμόν 2798/2011 (σκ.4) απόφαση του ΣτΕ, το
δικαστήριο πιο λιτά έκρινε ότι το δικαστήριο της ουσίας που επιλαμβάνεται εκ
νέου την εκδίκαση υποθέσεως κατόπιν αποφάσεως επί αναιρέσεως, δεσμεύεται
από τα κριθέντα από αυτή, ακόμη και από τις σιωπηρές αποδοχές της
αποφάσεως, όπως σε ότι αφορά στο αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο ζήτημα της
αντισυνταγματικότητας του νόμου198.
Να σημειωθεί, όμως, ότι, αντίθετα, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής
Ένωσης έκρινε πως αντίκεινται στο ενωσιακό δίκαιο, εθνικές ρυθμίσεις,
σύμφωνα με τις οποίες το κατώτερο εθνικό δικαστήριο, το οποίο επιλαμβάνεται
μετά από παραπομπή της υπόθεσης κατόπιν αναιρέσεως από το ανώτατο
δικαστήριο, δεν μπορεί να αποστεί από τα νομικώς κριθέντα από αυτό και να
αφήσει ανεφάρμοστες εθνικές διατάξεις που κρίνει ότι αντίκεινται στο
ενωσιακό δίκαιο199.
Επί του ειδικότερου αυτού ζητήματος, με την υπ’ αριθμόν 309/2015
απόφαση του ΣτΕ, κρίθηκε ότι «το δικαστήριο της ουσίας που επιλαμβάνεται εκ
νέου ορισμένης υποθέσεως κατόπιν αναιρετικής αποφάσεως του Συμβουλίου
της Επικρατείας δεσμεύεται ως προς τα ζητήματα που κρίθηκαν με την
τελευταία αυτή απόφαση και οφείλει να συμμορφωθεί προς τις σχετικές κρίσεις
του αναιρετικού δικαστηρίου, έστω και σιωπηρές, ως προς τα αυτεπαγγέλτως
ερευνώμενα από το τελευταίο ζητήματα, όπως η συνταγματικότητα και, γενικά,
η συμβατότητα προς υπερκείμενους κανόνες δικαίου των διατάξεων που
κρίθηκαν εφαρμοστέες στην επίδικη περίπτωση, χωρίς να μπορεί να αποφανθεί
διαφορετικά επί των ζητημάτων αυτών. Υποχρεούται δε πρωτίστως να
εφαρμόσει τις διατάξεις που κρίθηκαν εφαρμοστέες στην επίδικη περίπτωση με
την αναιρετική απόφαση, αποδίδοντας σ’ αυτές την ίδια ακριβώς έννοια που
τους απέδωσε και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Την ίδια υποχρέωση έχει και
το Συμβούλιο Επικρατείας, όταν δικάζει αίτηση αναιρέσεως κατά της
αποφάσεως που εκδόθηκε από το δικαστήριο της παραπομπής. Ειδικότερα,
ούτε το επιληφθέν μετ’ αναίρεση δικαστήριο της ουσίας ούτε το Συμβούλιο της
Επικρατείας, δικάζοντας αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως που
200Όμοια, ΣτΕ 382/2017. Για το ζήτημα αυτό ειδικότερα, βλ. Κ.ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟ, «Το δίκαιο της
Ευρωπαϊκής Ένωσης και η χειραφέτηση των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων από το Συμβούλιο της
Επικρατείας», ΕφημΔΔ, 1/2014, σ.10-17(14-15).
Βλ. ΔΕΕ, C-106/77, 9 Μαρτίου 1978, Simmenthal, σκ.21-24, C-13/91, 4 Ιουνίου 1992, Debus, σκ.32, C-
201
ΣτΕ 249/1997 (σκ.6) όπου ελέγχθηκε αυτεπαγγέλτως η συμφωνία της εφαρμοστέας διατάξεως με το
202
206ΔΕΕ, C-430/91 έως 431/93, 7η Ιουνίου 2007, Jeroen van Schijndel , σκ.22., και C-227/08, 17η Δεκεμβρίου
2009, Martin Martin, σκ.19, όπου κρίθηκε ότι «το κοινοτικό δίκαιο δεν επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια την
υποχρέωση να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως ισχυρισμό αντλούμενο από την παράβαση κοινοτικών
διατάξεων, εφόσον η εξέταση του ισχυρισμού αυτού θα τα υποχρέωνε να εγκαταλείψουν την επιβαλλόμενη
ουδετερότητά τους, εξερχόμενα των ορίων της ένδικης διαφοράς, όπως προσδιορίστηκε από τους
διαδίκους, και στηριζόμενα σε άλλα γεγονότα και περιστάσεις πέραν εκείνων επί των οποίων στηρίζει το
αίτημά του ο διάδικος ο οποίος έχει συμφέρον για την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων».