Professional Documents
Culture Documents
Η ΜΝΗΜΕΙΑΚΗ ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΑΤΟΥ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ
Η ΜΝΗΜΕΙΑΚΗ ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΑΤΟΥ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ
Η ΜΝΗΜΕΙΑΚΗ ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΑΤΟΥ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ
LEONELA FUNDIĆ
Διδακτορική Διατριβή
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2013
LEONELA FUNDIĆ
Διδακτορική Διατριβή
Τομέας: Τομέας Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Αρχαίας και Βυζαντινής Τέχνης και Πολιτισμού
Εξεταστική Επιτροπή:
Η έγκριση της διδακτορικής διατριβής από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της
Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δεν υποδηλώνει ότι
αποδέχεται το Τμήμα τις γνώμες του συγγραφέα (Ν. 5343/1932, 202 παρ. 2).
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ iii
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ v
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ vii
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
5. Τέχνη και κτητορική δραστηριότητα στο λυκόφως του Δεσποτάτου της Ηπείρου
(τέλη 13ου αρχές του 14ου αι. μέχρι το 1318)
5.1 Η περίοδος της αντιβασίλισσας Άννας Παλαιολογίνας 78
5.2 Η περίοδος της κυβέρνησης του Θωμά, μετά το 1303 (;) μέχρι το 1318) 88
Β. ΜΝΗΜΕΙΑΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ «ΔΕΣΠΟΤΑΤΟΥ» ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ 13Ο ΚΑΙ 14Ο ΑΙ.
ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ
3. Η ζωγραφική της Ηπείρου στις τελευταίες δεκαετίες του 13ου και στις αρχές του 14ου αι.
3.1 Η Άρτα και η ευρύτερη περιοχή της 169
3.2 Η περιοχή των Ιωαννίνων 195
3.3 Η Αιτωλοακαρνανία και η ευρύτερη περιοχή 209
Γ. ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΕΙΑΚΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 13Ο
ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 14ΟΥ ΑΙΩΝΑ
1. Η μνημειακή ζωγραφική της Ηπείρου κατά τις πρώτες τρεις δεκαετίες του 13ου αι. 212
ΕΠΙΛΟΓΟΣ 221
SUMMARY
ii
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Από τη θέση αυτή επιθυμώ να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου προς όλους εκείνους,
οι οποίοι συνέβαλαν με ποικίλους τρόπους, ώστε να συνταχθεί και περατωθεί η παρούσα
εργασία. Ιδιαίτερα ευχαριστώ τον επόπτη καθηγητή μου κ. Αθανάσιο Σέμογλου, ο οποίος
μου εμπιστεύτηκε αυτό το δύσκολο και σύνθετο θέμα και ήταν σταθερά στο πλάι μου σε όλη
της διάρκεια της έρευνας, προστάτευοντάς με από τις «κακοτοπιές» και ενθαρρύνοντας όλες
μου τις προσπάθειες. Τις ευχαριστίες μου οφείλω και προς τους ομότιμους καθηγητές κ.
Γεώργιο Βελένη και κα Μαρία Καμπούρη, μέλη της τριμελούς συμβουλευτικής επιτροπής, οι
οποίοι από τη στιγμή της έγκρισης του θέματος έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για την πορεία
της έρευνάς μου. Οι συζητήσεις που είχα με τον κ. Βελένη ήταν για μένα ιδιαίτερα χρήσιμες.
Θερμές ευχαριστίες οφείλω ακόμα στην ομότιμη καθηγήτρια του Εθνικού και
Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Σοφία Καλοπίση. Παρά τον φόρτο εργασίας και
τις πάμπολλες υποχρεώσεις της, μου αφιέρωσε πολύτιμο χρόνο σε συζητήσεις γύρω από το
θέμα, το οποίο άλλωστε γνώριζε σε βάθος, έχοντας η ίδια δημοσιεύσει τις θεμελιώδεις
μελέτες της σχετικά με την τέχνη του 13ου αιώνα.
Χωριστά θα πρέπει να αναφέρω τον αγαπητό συνάδελφο και φίλο Γιώργο Φουστέρη,
ο οποίος συνέβαλε πολλαπλά στην ολοκλήρωση της εργασίας, σε όλα της στάδια: ήταν
δίπλα μου στην επιτόπια παρατήρηση των μνημείων, εκπόνησε τα σχέδια των ναών που
περιλαμβάνονται στον κατάλογο, μου παραχώρησε φωτογραφίες και ασχολήθηκε
λεπτομερώς με τη διόρθωση του κειμένου. Για την επιστημονική υποστήριξη, το ανθρώπινο
ενδιαφέρον, την ευγενική φιλοξενία και την ηθική συμπαράσταση που μου προσέφερε τόσο
γενναιόδωρα, του οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ.
Η τελική μορφή της διατριβής οφείλει επίσης πολλά στις εύστοχες παρατηρήσεις του
αγαπητού φίλου Μιχάλη Κάππα, η καθοδήγηση και η συμβολή του οποίου ήταν
καθοριστική για την εξέλιξή της. Πρόθυμος πάντοτε να προσφέρει τη γνώση και την
iii
εμπειρία του, με κατατόπισε σε άγνωστα για μένα μνημεία του ελλαδικού χώρου,
διευρύνοντας τους επιστημονικούς μου ορίζοντες. Ευχαριστώ πολύ και τη διευθύνουσα του
Κέντρου Ερεύνης της Βυζαντινής Τέχνης της Ακαδημίας Αθηνών κ. Γιάννα Μπίθα, για την
πολύπλευρη βοήθεια και τις διευκολύνσεις που μου παρείχε και γιατί διάβασε προσεκτικά
το κείμενο, επισημαίνοντας λάθη και αβλεψίες.
Άφησα τελευταίο τον αγαπημένο μου φίλο Ivan Drpić που υπήρξε για μένα
πολύτιμος συμπαραστάτης σε όλη της διάρκεια της μελέτης, εκμηδενίζοντας την τεράστια
γεωγραφική απόσταση που μας χώριζε. Με την στέρεη γνώση και την πολύπλευρη εμπειρία
του συνέβαλε σε ζητήματα μεθοδολογικής προσέγγισης και με τα ενθαρρυντικά του λόγια
με βοήθησε να προσπεράσω τις ώρες της απογοήτευσης.
iv
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
v
JÖB Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik
JÖBG Jahrbuch der Österreichischen Byzantinisten Gesellschaft
JBArA Journal of the British Archeological Association
ΚρητΧρον Κρητικά Χρονικά
LChrl Lexikon der Christlichen Ikonographie
ΛΣ Λακωνικαί Σπουδαί
OCP Orientalia Christiana Periodica
ODB Τhe Oxford Dictionary of Byzantium, III, ed. A. Kazhdan, New York - Oxford, 1991.
ΠΑΕ Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας
PG Migne J. P., Patrologiae cursus completus, Series graeca.
PLP Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit
RACr Rivista di Archeologia Cristiana
RBK Reallexikon zur byzantinischen Kunst
RÉB Revue des Études Byzantines
RN Revue Numismatique
TIB Tabula Imperii Byzantini
VizVrem Vizantijskij Vremennik
ZLU Zbornik za Likovne Umetnosti Matice Srpske
ZRVI Zbornik Radova Vizantološkog Instituta
vi
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αγγελίδη, Χ., και T. Παπαμαστοράκης. 2000. «Η μονή των Οδηγών και η Λατρεία της Θεοτόκου
Οδηγήτριας», Μήτηρ Θεού, 373-385.
Αλμπάνη, Τζ. 2006. «Οι τοιχογραφίες του ναού του Αγίου Ιωάννη στην Αξό Μυλοποτάμου»,
Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου. Ο Μυλοπόταμος από την Αρχαιότητα ως σήμερα,
Περιβάλλον - Αρχαιολογία - Ιστορία - Λαογραφία - Κοινωνιολογία. V: Βυζαντινοί
Χρόνοι, επιμ. Ε. Γαβριλάκη, Γ. Ζ. Τζιφόπουλος, Ρέθυμνο.
Αντίφωνον. Αφιέρωμα στον καθηγητή Ν. Β. Δρανδάκη, επιμ. Β. Κατσαρός, Θεσσαλονίκη 1994.
vii
Ασωνίτης, Σ. Ν. 1998. «Το πρόβλημα της χρονολόγησης της βυζαντινής επιχείρησης κατά της
Ηπείρου επί Ανδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου», Βυζαντιακά 18: 121-129.
Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Μ. 1975. «Βυζαντινές τοιχογραφίες στη μονή Βλαχέρνας της Άρτας, ΑΑΑ
VIII: 208-216.
-----. 1984. «Θέματα ζωγραφικής στην Άρτα της εποχής των Δεσποτάτων. Οι τοιχογραφίες της
μονής Βλαχέρνας». Σκουφάς, τ. Η΄, 39-46.
-----. 1985-1986. «Η ερμηνεία μιας τοιχογραφίας στη μονή Βλαχέρνας κοντά στην Άρτα», ΔΧΑΕ
ΙΓ΄: 301-306.
-----. 1989. «Άγιος Γεώργιος ο Διασορίτης», Νάξος, επιμ. Μ. Χατζηδάκης, 66-79.
-----. 1992. «Η ζωγραφική της Άρτας στο 13ο αιώνα και η μονή της Βλαχέρνας κοντά στην
Άρτα», Δεσποτάτο της Ηπείρου, 179-203.
-----. 2004. Οι τοιχογραφίες της μονής των Φιλανθρωπηνών στο νησί των Ιωαννίνων, Αθήνα.
-----. 2006. Στο Θάρι της Ρόδου: ο ναός και οι τοιχογραφίες της μονής του Ταξιάρχη Μιχαήλ,
Αθήνα.
-----. 2007. «Η μνημειακή ζωγραφική στα νησιά του Αιγαίου κατά το 13 ο αιώνα. Η περίπτωση
της Ρόδου και της Νάξου», Η Βυζαντινή τέχνη μετά την τέταρτη σταυροφορία, Αθήνα,
13-24.
-----. 2009. Η Βλαχέρνα της Άρτας, τοιχογραφίες, Αθήνα.
Βασιλακέρης, Α. και Μ. Φουντούλη. 2004. «Το ασκηταριό των Αγίων Πατέρων στη Βαράσοβα
Αιτωλίας» Β΄ Διεθνές Ιστορικό και Αρχαιολογικό Συνέδριο Αιτωλοακαρνανίας (B',
Αγρίνιο, 2002). Πρακτικά, τ. 2, Αγρίνιο, 535–548.
Βασιλάκη, M. 1985-1986. «Εικόνα του αγίου Χαραλάμπους», ΔΧΑΕ ΙΓ΄: 247-258.
Βασιλάκη-Καρακατσάνη, Α. 1971. Οι τοιχογραφίες της Όμορφης Εκκλησιάς στην Αθήνα, Αθήναι.
Βέη-Σεφέρλη Ε., 1971-1976. «O χρώνος στέψεως του Θεοδώρου Δούκα ως προσδιορίζεται εξ
ανεκδότων γραμμάτων Ιωάννου του Αποκαύκου», BNJ 21 (1971-1976): 272-129.
Βελένης, Γ. 1984. Ερμηνεία του εξωτερικού διακόσμου στη βυζαντινή αρχιτεκτονική (Επιστημονική
Επετηρίδα της Πολυτεχνικής Σχολής. Παράρτημα αρ. 10 του Θ΄ τόμου) Θεσσαλονίκη
1984).
-----. 1994. «Σχόλια και παρατηρήσεις σε πολύστιχες πλίθινες επιγραφές», Αντίφωνον,
Θεσσαλονίκη, 266-268.
-----. 2008α. «Γραπτές επιγραφές από το περιστώο του ναού της Παντάνασσας στη Φιλιππιάδα»,
ΔΧΑΕ ΚΘ΄: 81-85.
-----. 2008β. «Η γραφή των Κονταρήδων», Τρικαλινά 28: 49-78.
Βυζαντινές τοιχογραφίες και εικόνες, Εθνική πινακοθήκη, Σεπτέμβριος - Δεκέμβριος 1976, Αθήνα.
Η Βυζαντινή τέχνη μετά την τέταρτη σταυροφορία (Η Τέταρτη σταυροφορία και οι επιπτώσεις της.
Διεθνές Συνέδριο, επιμ. Π. Βοκοτόπουλος, Ακαδημία Αθηνών 2004.
Βοκοτόπουλος, Π. 1967α. « Μάστρου Επισκοπή», AΔ 22 Β΄2 - Χρονικά: 328-330.
-----. 1967β. « Άγιοι Πατέρες Βαράσοβα», AΔ 22 Β΄2 - Χρονικά: 325.
-----. 1967γ. «Μονή Μυρτιάς», ΑΔ 22 Β΄2 – Χρονικά: 330.
-----. 1967δ. «Άγιος Νικόλαος ο Κρεμαστός», ΑΔ 22 Β΄2 - Χρονικά: 327-328.
-----. 1969. «Επισκοπή Μάστρου», ΑΔ 24 Β΄ 2 - Χρονικά: 241, πίν. 240, 241α.
-----. 1970. «Επισκοπή Μάστρου», ΑΔ 25 Β΄ 2 - Χρονικά: 299-300, πίν. 240, 241α.
viii
-----. 1972α. «Βυζαντινά Μεσαιωνικά και νεώτερα μνημεία Ηπείρου», ΑΔ 27 Β΄2, Χρονικά: 455-
474.
-----. 1972β. «Νέα στοιχεία περί του καθολικού της μονής Παντανάσσης Φιλιππιάδος», ΑΑΑ V:
87-88.
-----. 1973α. «Ανασκαφή Παντανάσσης Φιλιππιάδος», ΑΑΑ VI 2: 402-414.
-----. 1973β. «Παρατηρήσεις επί της Παναγίας του Μπρυώνη», ΑΔ 28Α: 159-168, πίν. 83-87.
-----. 1973-1974. «Παρατηρήσεις επί της Παναγίας του Μπρυώνη», ΑΔ 29Β2: 614-615.
-----. 1977. «Ανασκαφή Παντανάσσης Φιλιππιάδος», ΑΑΑ, Χρονικά 2: 149-168.
-----. 1986. «Ο ναός της Παναγίας στην Πρεβέντζα της Ακαρνανίας», Βυζάντιον. Αφιέρωμα
Ανδρέα Ν. Στράτο: Ιστορία - τέχνη και αρχαιολογία, τ. 1, 251-275.
-----. 1989. «Παρατηρήσεις στις Βυζαντινές τοιχογραφίες της μονής του Αγίου Ιωάννου του
Θεολόγου στην Πάτμο», Ι. Μονή Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου - 900 χρόνια ιστορικής
μαρτυρίας (1088-1988), (Πάτμος 22-24, 1988), Αθήνα,193-203, πίν. 4-48.
-----. 1990. «Ανασκαφή του καθολικού της Μονής Παντανάσσης Φιλιππιάδος», ΠΑΕ 160-164, πίν.
107-111.
-----. 1992. Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική εις την Δυτικήν Στερεάν Ελλάδα και την Ήπειρον από
του τέλος του 7ου μέχρι του τέλος του 10ου αιώνος, Θεσσαλονίκη.
-----. 1993. «Ανασκαφή Παντάνασσης Φιλιππιάδος», ΠΑΕ: 111-116, πίν. 63-68.
-----. 1993-1994. «Παρατηρήσεις στον ναό του Σωτήρος κοντά στο Γαλαξείδι», ΔΧΑΕ ΙΖ': 199-210.
-----. 1994. «Η εύρεση και η ύψωση του Τιμίου Σταυρού στην Κρητική ζωγραφική», Αντίφωνον,
257-265.
-----. 1997. «Η τέχνη στην εποχή του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου», Ήπειρος 4000 χρόνια
ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού, Αθήνα, 224-237.
-----. 2007α. «Η τέχνη στην Ήπειρο τον 13ο αι», Η Βυζαντινή τέχνη μετά την τέταρτη
σταυροφορία, 47-56.
-----. 2007β. Παντάννασσα Φιλιππιάδος, Αθήνα 2007.
-----. 2008. «Η κτιτορική τοιχογραφία στο περίστωο της Παντανάσσης Φιλιππιάδος», ΔΧΑΕ ΚΘ΄:
73-79.
-----. 2012. Η Μονή του Αγίου Δημητρίου στο Φανάρι, Συμβολή στη μελέτη της αρχικτεκτονικής
του Δεσποτάτου της Ηπείρου, Αθήνα.
Βοκοτόπουλος, Π. και Τσιγαρίδας Ευθ. 1968. «Μεσαιωνικά μνημεία Αιτωλίας και Ακαρνανίας»,
ΑΔ 23, Χρονικά: 284-285, 225-227.
Βοκοτόπουλος, Π. και Παπαδοπούλου Β., 2007. Η Βυζαντινή μονή Αγίου Δημητρίου στην Κυψέλη
Νομού Πρεβέζης, Πρέβεζα.
Γαλάβαρης, Γ. 1995. Ζωγραφική βυζαντινών χειρογράφων, Αθήνα.
Γαρίδης, Μ. 1992 «Η εξωτερική ζωγραφική διακόσμηση στην Άρτα. Ναός Αγίας Θεοδώρας»,
Δεσποτάτο της Ηπείρου, Αθήνα, 401-417.
-----. 1992. «Το φανταστικό στοιχείο στη Βυζαντινή ζωγραφική του 16ου αι.», ΔΧΑΕ ΙΣΤ΄: 239-246.
Γεωργίου, Σ. 2007. «Μερικές παρατηρήσεις για τον τίτλο του δεσπότη», Βυζαντινά 21: 153-163.
Γιαννέλης, Θ. Κ. 1997. Τα Βυζαντινά Μνημεία της Άρτας, Αθήνα.
Γιαννούλης, Δ. 2001. Η Αγία Θεοδώρα η βασίλισσα της Άρτας, Άρτα.
ix
-----. 2003. «Το παρεκκλήσιο του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο καθολικό της Παρηγορήτισσας και η
αναθηματική παράσταση ηγεμόνων του Δεσποτάτου της Ηπείρου», Μίλτος Γαρίδης
(1926-1996) Αφιέρωμα, επιμ. Αθ. Παλιούρας, Αγγ. Σταυροπούλης, Ιωάννινα, τ. Α, 123-
152.
-----. 2010. Οι τοιχογραφίες των βυζαντινών μνημείων της Άρτας κατά την περίοδο του
Δεσποτάτου της Ηπείρου, Ιωάννινα.
Γκιολές, Ν. 2004. «Εικονογραφικά Θέματα στη Βυζαντινή τέχνη εμπνευσμένα από την
αντιπαράθεση και τα σχίσματα των δύο εκκλησιών», Θωράκιον, Αθήνα, 275-276.
Δελημάρης, Ι. 2000. Πατέρες Εκκλησίας και Εκκλησιαστικοί συγγραφείς της Δυτικής Ελλάδος Ι
Άπαντα Ιωάννου Αποκαύκου, Ναύπακτος. Δεσποτάτο της Ηπείρου. 1992: Πρακτικά
Διεθνούς Συμποσίου για το Δεσποτάτο της Ηπείρου, επιμ. E. Χρυσός, Άρτα.
Διονύσιος ο εκ Φουρνάς, Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης και αι κύριαι αυτής ανέκδοτοι πηγαί,
εκδιδομένη μετά προλόγου νύν το πρώτον πλήρης κατά το πρωτότυπον αυτής κείμενον
υπό Α. Παπαδοπούλου-Κεραμέως, Εν Πετρουπόλει 1909.
Δημητροκάλλης, Γ. 1974-1975. «Παναγία η Πανύμνητος», Επετηρίς Εταιρείας Στερεοελλαδικών
μελετών, 5: 53-54.
-----. 2001. Γεράκι. Οι τοιχογραφίες των ναών του Κάστρου, Αθήνα.
Δημητρακόπουλος, Π. 2008, «Κυψέλη (Τουρκοπάλουκο). Η μονή του Αγίου Δημητρίου», Βυζαντινά
Μνημεία της Ηπείρου, Ιωάννινα, 257-264
Δρανδάκης, Ν. 1971. «Δεόμενοι άγιοι επί του τεταρτοσφαιρίου αψίδος εις εκκλησίας της Μέσα
Μάνης», ΑΑΑ IV: 232-239.
-----. 1977-1979. «Οι τοιχογραφίες του Αγ. Νικόλαου Μονεμβασίας», ΔΧΑΕ Θ΄: 35-58.
-----. 1982. «Παναγία η Χρυσαφίτισσα (1290)», Πρακτικά Α΄ Τοπικού Συνεδρίου Λακωνικών
Μελετών 1982, Αθήνα, 337-403.
-----. 1984. «Από τις τοιχογραφίες του Αγίου Δημητρίου Κροκεών (1286)», ΔΧΑΕ ΙΔ΄: 203-237.
-----. 1988. «To Παλιομονάστηρο του Βρονταμά», ΑΔ 43, τ. Α΄ Μελέτες, 159-194.
-----. 1995. Βυζαντινές τοιχογραφίες της Μέσα Μάνης, Αθήναι.
Ευαγγελίδης, Δ. 1931. «Βυζαντινά μνημεία της Ηπείρου» 1, ΗΧ 6: 258-269.
Ευαγγελίδης, Δ. 1954. Η Παναγία των Χαλκέων, Θεσσαλονίκης.
Ευφρόσυνον. Αφιέρωμα στον Μανώλη Χατζηδάκη, επιμ. Ε. Κυπραίου, Αθήνα 1991, τ. 1 και 2.
Ζάρρας, Ν. 2008. «Στάδια προετοιμασίας του κώδικα σε παραστάσεις ευαγγελιστών της
παλαιολόγειας εποχής», Βυζαντινά 28: 511-528.
-----. 2011. O Εικονογραφικός κύκλος των εωθινών ευαγγελίων στην Παλαιολόγεια μνημειακή
ζωγραφική των Βαλκανίων, Θεσσαλονίκη.
-----. 2007. «Ο Χριστός εν ετέρα μορφή», ΔΧΑΕ ΚΗ΄: 213-224.
Ζιάγκος, N. Γ. 1974. Φεουδαρχική Ήπειρος και Δεσποτάτο της Ελλάδας, Αθήνα.
Ζίας, N. 1989. «Αγ. Ιωάννης στο Κεραμί», Νάξος, επιμ. Μ. Χατζηδάκης, Αθήνα, 90-99.
Θεοτοκάς, N. 1995. «Ο εικονογραφικός τύπος του Αγίου Δημητρίου στρατιωτικού και εφίππου και
οι σχετικές παραδόσεις των θαυμάτων», Acts, Ninth Byzantine International Congress
(Thessaloniki, 1953), Athens, τ. 1, 477-483.
Οι Θησαυροί του Αγίου Όρους, σειρά Α', Εικονογραφημένα Χειρόγραφα, τ. Β', υπό Σ. Πελικανίδου,
Π. Χρήστου, Χ. Μαυροπούλου-Τσιούμη, Σ. Καδά, 1975.
x
Ιωάννου, Α. Σ. 1959. Βυζαντινές Τοιχογραφίες της Εύβοιας, Αθήνα.
Καλοπίση-Βέρτη, Σ. 1999. «Τάσεις της μνημειακής ζωγραφικής περί το 1300 στον ελλαδικό και
νησιωτικό χώρο», Ο Μανουήλ Πανσέληνος και η εποχή του, Αθήνα, 63-90.
-----. 2007. «Επιπτώσεις της Δ΄ Σταυροφορίας στη μνημειακή ζωγραφική της Πελοποννήσου και
της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας έως τα τέλη του 13ου αι.», Η Βυζαντινή τέχνη μετά
την τέταρτη σταυροφορία, 63-81.
Καλομοιράκης, Δ. 1989-1990. «Ερμηνευτικές προσεγγίσεις στο εικονογραφικό πρόγραμμα του
Πρωτάτου», ΔΧΑΕ ΙΕ΄: 197-220
Καμαρούλιας, Δ. 1996. Τα μοναστήρια της Ηπείρου, Αθήνα.
Καμπούρη-Βαμβούκου, Μ. και Θ. Παπαζώτος. 1985. Η παλαιολόγεια ζωγραφική στη Θεσσαλονίκη,
Αθήνα.
Κάππας, Μ. 2011. «Ο ναός του Αγίου Νικολάου στο ρέμα του Σωφρόνη Λακωνίας», Βυζαντινά
Σύμμεικτα 21: 255-337.
Κάππας, Μ. και Γ. Φουστέρης. 2006. «Επανεξέταση δύο ναών του Σοφικού Κορινθίας», ΔΧΑΕ ΚΖ':
61-72.
Καπώνη, N. 2007. Η ναοδομική αρχιτεκτονική του Δεσποτάτου κατά την διάρκεια της δυναστείας
των Κομνηνών Αγγέλων (αδημοσίευτη διδακτ. διατρηβή). Ιωάννινα.
Καραγιάννη, A. 2010., Ο Σταυρός στη βυζαντινή μνημειακή ζηωγραφική. Η λειτουργία και το
δογματικό του περιεχόμενο, Θεσσαλονίκη, 49-60.
Κατσιώτη, A. 1998. Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του αγίου Ιωάννη Προδρόμου
στη βυζαντινή τέχνη, Αθήνα 1998.
-----. 2000. «Επισκόπηση της μνημειακής ζωγραφικής του 13ου αιώνα στα Δωδεκάνησα», ΑΔ 51-
52 (1996-1997) Α΄ Μελέτες: 269-302.
Κατσαρός, 1980α. «Μια ακόμη μαρτυρία για την βυζαντινή μονή του Κρεμαστού», Κληρονομία 12:
368-375.
-----. 1980β. «Ζητήματα, ιστορίας του βυζαντινού ναού του Ευπαλίου», Βυζαντινά 10: 11-50.
-----. 1981. «Οι τοιχογραφίες του ναού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο Ευπάλιο Δωρίδος,
Προβλήματα αναθεωρήσεων», Actes du XVe Congrès International d’ Etudes Byzantines,
Athenès, II, 237-252.
-----. 1988. «Η θέση της επισκοπής Αχελώου και η σχέση με τη βυζαντινή πόλη γύρω από το
λόφο «επισκοπή» κοντά στο χωριό «Μάστρου» της Αιτωλίας», Ιστορικογεωγραφικά
11: 198-201.
-----. 1989. «Από την καθημερινή ζωή στο «Δεσπτάτο» της Ηπείρου» Πρακτικά Α΄Διεθνούς
Συμποσίου «Η καθημεριινή ζωή στο Βυζάντιο», Αθήνα, 631-674.
-----. 1992. «Λόγια στοιχεία στην επιγραφική του «Δεσποτάτου». Λόγοι και διανοούμενοι κατά
τον 13ο αι. στην Ήπειρο με βάση τις έμμετρες επιγραφές του χώρου», Δεσποτάτο της
Ηπείρου, 517-544.
-----. 2008. «Πνεματικός βίος και πολιτισμός της Βυζαντινής Άρτας», Η βυζαντινή Άρτα και η
περιοχή της. Πρακτικά Β΄Διεθνούς αρχαιολογικού και ιστορικού συνεδρίου Άρτα, 12-14
απριλίου 2002, 25-42.
Κεφαλά, Κ. 2012. Οι τοιχογραφίες του 13ου αιώνα στις εκκλησίες της Ρόδου, (αδημ. διδακτ.
διατριβή), Αθήνα.
xi
Κίσσας, Σ. 1982. «Ταφικό μνημείο μέσα στην Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης», Δεύτερο Συμπόσιο
Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, Πρόγραμμα και περιλήψεις
ανακοινώσεων, Αθήνα, 44-45.
-----. 1983. «Σχόλια σε ένα σιγίλλιο του Ιωάννου Αποκαύκου», Αφιέρωμα στη μνήμη Στυλιανού
Πελεκανίδη, Θεσσαλονίκη, 167-196.
-----. 1986. Έκθεση Λευκού Πύργου, Ιστορία και Τέχνη, Θεσσαλονίκη, 73, εικ. 14, 15.
-----. 1992. «Όσιος Ανδρέας ο ερημίτης ο εκ Μονοδένδρου. Ιστορία, λατρεία, τέχνη», Δεσποτάτο
της Ηπείρου, Αθήνα, 205-237.
-----. 1996. «Ταφικό μνημείο μέσα στην Αγία Σόφια Θεσσαλονίκης», Μουσείο Βυζαντινού
πολιτισμού 3: 28 -35, εικ. 1-4.
-----. 2008. Ομορφοκκλησιά. Οι τοιχογραφίες του ναού του Αγίου Γεωργίου κοντά στην Καστοριά,
Βελιγράδι.
Κόλλιας, H. 1994. Η Μεσαιωνική πόλη της Ρόδου και το Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου, Αθήνα.
Κουκιάρης, Σ. 1989. Τα θαύματα-εμφανίσεις των αγγέλων και αρχαγγέλων στη βυζαντινή τέχνη
των Βαλκανίων, Αθήνα-Γιάννινα.
Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου, E. και Τούρτα A. 1997. Περίπατοι στη Βυζαντινή Θεσσαλονίκη.
Θεσσαλονίκη.
Κορδώσης, Μ. 2003. Τα Βυζαντινά Γιάννενα, Κάστρο (πόλη) – Ξώκαστρο –Διοίκηση –Οικονομία,
Αθήνα.
Κωνσταντινίδης, Κ. 2001. «Από την πνευματική ζωή του κράτους της Ηπείρου (1204-1340)»,
Μεσαιωνική Ήπειρος, Πρακτικά επιστημονικού Συμποσίου, Ιωάννινα, 231-357.
Κωνστάντιος, Δ. 1981. «Νεώτερα στοιχεία σε βυζαντινούς ναούς της Αιτωλοακαρνανίας», ΗΧ 23:
266-283.
-----. 1992. «Ήπειρος. Η αρχαιολογική έρευνα για τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο», ΗΧ
30: 61- 86.
Κωνσταντινίδη, X. 2003. Το Άγιο Μανδήλιο μεταξύ των ιεραρχών. Ένα ακόμα σύμβολο της θείας
Ευχαριστίας, in: Λαμπηδών. Αφιέρωμα στη μνήμη της Ντούλας Μουρίκη, επιμ. Μ.
Ασπρά-Βαρδαβάκη, τ. 2, Αθήνα, 486-487.
-----. 2003. «Η Αχειροποίητος - Φανερωμένη των πρώτων Παλαιολόγων», ΔΧΑΕ ΚΔ΄: 89-98.
-----. 2008. Ο Μελισμός, Αθήνα.
Λαδάς. Γ., 1982. Συνοπτική ιστορία της Ιεράς Μονής Κάτω Παναγίας, Αθήναι.
Λαμπάκης, Γ. 1903. «Η Παρηγορήτισσα», ΔΧΑΕ Γ΄: 71-80.
Λάμπρος, Σπ. 1906. «Η πρόρρησις του Ανδριτζοπούλου», ΗΧ 3: 474-476.
-----. 1909. «Άννα η Καντακουζηνή, βυζαντιακή επιγραφή εξ Αιτωλίας», ΝΕ 1: 37-42.
Λάππας Ν. Αθ. 2007. Πολιτική Ιστορία του κράτους της Ηπείρου κατά τον 13 ο αι. (αδημ. διδακτ.
διατρηβή), Θεσσαλονίκη.
Λασσιθιωτάκης K. E. 1969. «Εκκλησίες της Δυτικής Κρήτης», ΚΧ: 152-154.
Λίβα-Ξανθάκη, Θ. 1980. Αι τοιχογραφίαι της Μονής Ντίλιου, Ιωάννινα.
Μαυροπούλου-Τσιουμή, X. 1973. Οι τοιχογραφίες του 13ου αιώνα στην Κουμπελιδίκη της
Καστοριάς, Θεσσαλονίκη.
xii
-----. 2002. «Η μνημειακή ζωγραφική στη Μακεδονία κατά το 14ο αιώνα», Β΄ Διεθνές Συμπόσιο
«Η Μακεδονία κατά την εποχή των Παλαιολόγων», (Θεσσαλονίκη 14-20.12.1992),
Θεσσαλονίκη.
Μανουήλ Πανσέληνος εκ του ιερού ναού του Πρωτάτου, έκδ. Αγιορείτικη Εστία, Θεσσαλονίκη 2003,
επιμ. Λ. Μαυρομμάτης, Κ. Νικολάου
Μαντάς, Α. Γ. 2001. Το Εικονογραφικό πρόγραμμα του Ιερού Βήματος των μεσοβυζαντινών ναών της
Ελλάδας, Αθήνα.
Μανωλεδάκης, Μ. 2007. Από τον Κίσσο στον Χορτιάτη, Θεσσαλονίκη.
Μαρκόπουλος, A. 2005. «Ο Θρίαμβος της Ορθοδοξίας στην εικόνα του Βρενατικού Μουσείου. Τα
πρόσωπα και τα κείμενα», ΔΧΑΕ ΚΣΤ΄: 345-352.
Μέντζος Α. 2008. «Ζητήματα της εικονογραφίας του αγίου Δημητρίου», Βυζαντινά 28: 363-393.
Μεσαιωνική Ήπειρος. Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου, Ιωάννινα 17-19 Σεπτεμβρίου 1999,
Ιωάννινα 2001.
Μήτηρ Θεού. Μήτηρ Θεού, Απεικονίσεις της Παναγίας στη βυζαντινή τέχνη, επιμ. Μ. Βασιλάκη.
Μητσάνη, Α. 1998. «Βυζαντινές τοιχογραφίες της Σάμου», Η Σάμος από τα βυζαντινά χρόνια μέχρι
σήμερα, Πρακτικά συνεδρίου, τ. Α΄ Αθήνα, 85 - 142.
Μουρίκη, Ντ. 1968. «Τέσσαρες μη μελετηθείσαι σκηναί του βίου της Παναγίας εις την
Περίβλεπτον του Μυστρά» ΑΕ, Χρονικά, 1-6: πίν. Α, Β, Γ, Δ.
Μουρίκη, Ντ. 1970. «Αι Βιβλικαί προεικονίσεις της Παναγίας εις τον τρούλλον της Περιβλέπτου
του Μυστρά», ΑΔ 25: 217-251.
-----. 1974. «Οι βυζαντινές τοιχογραφίες των παρεκκλησίων της Σπηλιάς Πεντέλης», ΔΧΑΕ Ζ΄:
79-115.
-----. 1975. Οι τοιχογραφίες του Αγίου Νικολάου στην Πλάτσα της Μάνης, Aθήνα.
-----. 1978. Οι τοιχογραφίες του Σωτήρα κοντά στο Αλεποχώρι της Μεγαρίδος, Αθήνα.
-----. 1985. Tα Ψηφιδωτά της Νέας Μονής Χίου, Αθήνα.
-----. 1987-1988. «Οι τοιχογραφίες του παρεκκλησίου της Μονής Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου
στην Πάτμο», ΔΧΑΕ ΙΔ΄: 205-263.
Μουτσόπουλος, Ν. Κ. 2002. Οι Βυζαντινές εκκλησίες της Άρτας, Θεσσαλονίκη.
Μουτσόπουλος, Ν. Κ. και Γ. Δημητροκάλλης. 1981. Γεράκι. Οι εκκλησίες του οικισμού,
Θεσσαλονίκη.
Μπαλτογιάννη, Χ. 2000. «Η Παναγία στις φορητές εικόνες», Μήτηρ Θεού, 139-152.
Μπούρας, Χ. 1968. «Άγιος Στέφανος Ριβίου Ακαρνανίας», ΕΕΠΣΑΠΘ 3: 41-56.
Μπούρας, Χ. και Λ. Μπούρα. 2002. Η ελλαδική ναοδομία κατά τον 12ο αιώνα, Αθήνα.
Μπορμπουδάκης, Μ. 2011. «Ο ναός του Αγίου Νικολάου στα Κυριακοσέλια Αποκορώνου»,
Πεπραγμένα Ι΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Χανιά, 1-8 Οκτωβρίου 2006), τ. Β2,
Χανιά, 273-316.
Νικονάνος, N. 1972, «Η Εκκλησία της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στον Χορτιάτη», Κέρνος,
Τιμητική προσφορά στον καθηγητή Γεώργιο Μπακαλάκη, Θεσσαλονίκη, 102-110.
-----. 1979. Βυζαντινοί ναοί της Θεσσαλίας, από το 10ο αιώνα ως την κατάκτηση της περιοχής από
τους Τούρκους το 1393, Αθήνα.
Ντάμπλιας, Χ. 2002. Η ιστορία της Θεσσαλίας το 13ο αιώνα.Αθήνα.
xiii
Ξενόπουλος Σ. (Βυζάντιος) 1884. Δοκίμιον ιστορικής τινος περιλήψεως τής ποτε αρχαίας και
εγκρίτου Ηπειρωτικής Πόλεως Άρτης και της ωσαύτως νεωτέρας πόλεως Πρεβέζης,
Εν Αθήναις.
Ξυγγόπουλος, A. 1932. Ιστορημένα Ευαγγέλια Μονής Ιβήρων Αγίου Όρους, Αθήναι.
-----. 1933. «Αρχάγγελος Μιχαήλ «ο φύλαξ», ΔΧΑΕ Α΄: 18.
-----. 1948. «Ευλογία του αγίου Συμεών», ΕΕΒΣ 18: 79-98.
-----. 1949. «Οι στυλίται εις την βυζαντινήν τέχνην», ΕΕΒΣ 19: 116-129.
-----. 1952. «Αι περί του ναού της Αχειροποιήτου Θεσσαλονίκης ειδήσεις του Κωνσταντίνου
Αρμενόπουλου», Επιστημονική Επετηρίς Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών
(τόμος Κωνσταντίνου Αρμενοπούλου): 1-26.
-----. 1953. Η Ψηφιδωτή διακόσμησις του ναού των Αγίων Αποστόλων Θεσσαλονίκης,
Θεσσαλονίκη.
-----. 1954. «Λατρευτική εικών του ναού της Αχειροποιήτου Θεσσαλονίκης», Ελληνικά 13: 260-
262.
-----. 1957. Τα μνημεία των Σερβίων, Αθήνα.
-----. 1960. «Αι τοιχογραφίαι των Αγίων Τεσσαράκοντα εις την Αχειροποίητων της
Θεσσαλονίκης», ΑΕ: 6-30.
-----. 1965. «Το ανάγλυφον των αγίων αναργύρων εις τον Αγίον Μάρκον της Βενετίας», ΑΔ 20,
Μελέται: 84-95, πίν. 47-49.
Οικονομίδου, M. 1992. «Ανασκόπηση της νομισματοκοπίας του «Δεσποτάτου της Ηπείρου»,
Δεσποτάτο της Ηπείρου, Άρτα, 95-99.
Οικονομίδου, M., Γ. Τουράτσογλου και Η. Τσούρτη. 1992. «Συμβολή στην έρευνα της κυκλοφορίας
των βυζαντινών νομισμάτων στην Ήπειρο» (1204-1332), Δεσποτάτο της Ηπείρου, 101-
123.
Ορλάνδος, Α. 1922α. Η Μονή Βαρνάκοβας (και παράρτημα: Ο παρά το Ευπάλιον ναός του Αγίου
Ιωάνου του Θεολόγου, Αθήνα.
-----. 1922β. «Τρεις ανέκδοτοι βυζαντινοί ναοί των περιχώρων της Άρτης», ΔΙΕΕ Η΄: 316-325.
-----. 1927. «Μνημεία του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Η Κόκκινη Εκκλησιά (Παναγία Βελλάς)»,
ΗΧ 2: 153-169.
-----. 1935. «Η Πόρτα-Παναγιά της Θεσσαλίας», ΑΒΜΕ Α΄: 5-40.
-----. 1936α. «Ο παρά την Γέφυραν της Άρτης Άγιος Βασίλειος», ΑΒΜΕ Β΄: 148-150.
-----. 1936β. «Ο Άγιος Δημήτριος Κατσούρη», ΑΒΜΕ Β΄: 57-69.
-----. 1936γ «Η μονή της Κάτω Παναγίας», ΑΒΜΕ Β΄: 70-87.
-----. 1936δ. «Η Αγία Θεοδώρα της Άρτης», ΑΒΜΕ Β΄: 88-115.
-----. 1936ε. «O Άγιος Νικόλαος της Ροδίας», ΑΒΜΕ Β΄: 131-148.
-----. 1936στ. «Η παρά την Άρτα μόνη των Βλαχερνών», ΑΒΜΕ Β΄: 3-50.
-----. 1936ζ. «Η Παναγία του Μπρυώνη», ΑΒΜΕ Β΄: 51-56.
-----. 1936η. «Ο τάφος της Αγίας Θεοδώρας», ΑΒΜΕ Β΄: 105-115.
-----. 1936θ. «Οι μεταβυζαντινή ναοί της Άρτης» ΑΒΜΕ Β΄: 172-179.
-----. 1938. «Τα βυζαντινά μνημεία της Καστοριάς», ΑΒΜΕ Δ΄.
-----. 1948. «Βυζαντινοί και μεταβυζαντινοί ναοί της Ρόδου» μέρος Β', Αι τοιχογραφίαι, ΑΒΜΕ
ΣΤ΄: 113-215.
xiv
-----. 1961. «Βυζαντινά μνημεία της Αιτωλοακαρνανίας», ΑΒΜΕ Θ΄: 3-112.
-----. 1963. Η Παρηγορήτισσα της Άρτης, Αθήνα.
-----. 1970. Η Αρχιτεκτονική και αι βυζαντιναί τοιχογραφίαι της Μονής του Θεολόγου Πάτμου, Εν
Αθήναις.
Παζαράς, Θ. 1998. Ανάγλυφες σαρκοφάγοι και επιτάφιες πλάκες της μέσης και ύστερης βυζαντινής
περιόδου στην Ελλάδα, Αθήνα.
Παϊσίδου, M. 2010. «Μήτηρ Θεού η Μεγάλη Παναγία», Βυζαντινά 30: 260-272.
Πάλλας Δ. 1966. «Εικόνα του αγίου Ευσταθίου στη Σαλαμίνα», Χαριστήριον εις Αναστάσιον
Ορλάνδου, τ. Γ΄, Αθήνα 1966, 328-369.
Παλιούρας, A. 1985. Βυζαντινή Αιτωλοακαρνανία, Συμβολή στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή
μνημειακή τέχνη, Αθήνα.
-----. 1992. «Οι Βλαχέρνες της Άρτας και το πρότυπό τους», Δεσποτάτο της Ηπείρου, Άρτα, 164-
177.
-----. 1993. «Από την Ήπειρο στη Θεσσαλία. Ένας καλλιτεχνικός δρόμος», Πρακτικά Γ΄
Συμποσίου Τρικαλινών Σπουδών, Τρίκαλα, τ. Β΄, 41-46.
-----. 2011. Άγιος Νικόλαος Κρεμαστός, Αγρίνιο.
Παπαδοπούλου, Β. 2002. Η βυζαντινή Άρτα και τα μνημεία της, Αθήνα.
-----. 2004α. Τα μοναστήρια του Νησιού των Ιωαννίνων, Ιστορία – Αρχιτεκτονική - Ζωγραφική,
Ιωάννινα.
-----. 2004β. «Επιτύμβια παράσταση στο ναό της Παναγίας Παρηγορήτισσας στην Άρτα», ΔΧΑΕ
ΚΕ΄: 141-153.
-----. 2005. «Η βυζαντινή μονή Παναγίας Περιβλέπτου. Συμβολή στη μνημειακή τοπογραφία
της βυζαντινής Άρτας», ΔΧΑΕ ΚΣΤ΄: 283-302.
-----. 2007. «Κάτω Παναγία» Βυζαντινά 27: 369-396.
-----. 2008. «Η Κόκκινη εκκλησία στο Βουλγαρέλι Άρτας. Στοιχεία από την νεότερη έρευνα» ΗΧ
42: 323-345.
-----. 2009 (επιμ.). Μνημεία των Ιωαννίνων, πόλη, νησί, λεκανοπέδιο, Ιωάννινα.
Παπαδοπούλου, Β., και Α. Καραμπερίδη. 2006. Βυζαντινά και Μεταβυζαντινά Μνημεία
Μολυβδοσκεπάστου, Ιωάννινα.
------. 2008 (επιμ.). Τα Βυζαντινά Μνημεία της Ηπείρου, Υπουργείο Πολιτισμού - 8η Εφορεία
Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Ιωάννινα.
Παπαδοπούλου, Β., και Α. Τσιάρα. 2008. Εικόνες της Άρτας. Η εκκλησιαστική ζωγραφική στην
περιοχή της Άρτας κατά τους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους, Άρτα.
Παπαδόπουλος-Kεραμεύς, A. 1889. “Περὶ συνοικισμοῦ Ἰωαννίνων μετά τήν φραγγικὴν
κατάκτησιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως”, ΔΙΙΕ 3: 451-455.
-----. 1897. Ἀνάλεκτα Ἱεροσολυμιτικῆς σταχυολογίας, vol. 4, St. Petersburg: Kirschbaum, 1897,
(repr. Brussels: Culture et Civilisation, 1963).
-----. 1909. «Συνοδικά γράμματα Ιωάννου του Αποκαύκου, μητροπολίτου Ναυπάκτου», Βυζαντίς
Α΄, Αθήναι, 3-30.
Παπαζώτος, Θ. 1982. «Ο μεγάλος ναός της Θεοτόκου στη Θεσσαλονίκη. Μια επανεξέταση των
πηγών για την ιστορία της Αχειροποιήτου», Μακεδονικά 22, 112-131.
-----. 1994. Η Βέροια και οι ναοί της (11ος-18ος αι.), Αθήνα.
xv
-----. 1997. Βυζαντινές εικόνες της Βέροιας, Αθήνα.
-----. 2003. Οδοιπορικό στη Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Βέροια, Αθήνα.
Παπαθεοφάνος - Τσούρης, Ε. 1982. «Η εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης νήσου Περιθείας στην
Κέρκυρα», ΗΧ 24: 183-203.
Παπαμαστοράκης, Τ. 1985. «Οι προφήτες στην Παναγία του Άρακος και οι αντίστοιχες
περιπτώσεις της Παναγίας Μυριοκεφάλων και της Παναγίας Veljusa», ΑΔ 40: 87-88.
-----. 1987. «Το εικονογραφικό πρόγραμμα του τρούλλου του Αγίου Γεωργίου (Επισκοπής) στην
Κίττα της Μάνης», ΑΑΑ 20: 140-158.
-----. 1987-1988. «Η ένταξη των πρεικονίσεων της Θεοτόκου και της Ύψωσης του Σταυρού σε ένα
ιδιότυπο εικονογραφικό κύκλο στον Άγιο Γεώργιο Βιάννου Κρήτης», ΔΧΑΕ ΙΔ΄: 315-
328.
-----. 1996-1997. «Επιτύμβιες παραστάσεις κατά τη μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο», ΔΧΑΕ
ΙΘ΄, 285-304.
-----. 1992. «Το εικονογραφικό πρόγραμμα του τρούλλου του ναού του Αγίου Δημητρίου του
Κατσούρη», Δεσποτάτο της Ηπείρου. 1992: Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου για το
Δεσποτάτο της Ηπείρου, επιμ. E. Χρυσός, Άρτα., 419-454.
-----. 1998. «Ιστορίες και ιστορήσεις βυζαντινών παλληκαριών», ΔΧΑΕ Κ΄: 213-228.
-----. 2001. Ο διάκοσμος του τρούλου των ναών της παλαιολόγειας περιόδου (1261-1453) στην
Βαλκανική Χερσόνησο και την Κύπρο, Αθήνα.
Πασαλή, Α. 1996-1997. «Η Μεγάλη Παναγιά στην Παραμυθία Θεσπρωτίας», ΔΧΑΕ ΙΘ΄, 369- 394.
Πελεκανίδης, Σ. 1953. Καστοριά, Ι: Βυζαντιναί Τοιχογραφίαι, Θεσσαλονίκη.
Πελεκανίδης, Σ. και Μ. Χατζηδάκης. 1992. «Παναγία Μαυριώτισσα», Καστοριά, Αθήνα.
Πέννα, Β. 2000a. «Η απεικονίση της Θεοτόκου στα νομίσματα και τα μολυβδόβουλα», Μήτηρ
Θεού, 209-219
-----. 2000b. «Η απεικόνιση του αγίου Δημητρίου σε νομισματικές εκδόσεις της Θεσσαλονίκης:
Μεσοβυζαντινή και ύστερη βυζαντινή περίοδο», Οβολός 4, 195-210.
-----. 2002. Το Βυζαντινό νόμισμα. Μέσο συναλλαγής και έκφραση αυτοκρατορικής προπαγάνδας,
Λευκωσία.
Περάνθης, Μ. 1987. «Το Δεσποτάτο της Άρτας», Σκουφάς, τ. Η΄, Άρτα, 112-127.
Πρωτονοτάριος, Π. 1982. «Η νομισματοκοπία του Βυζαντινού κράτους της Ηπείρου (1204-1268)»,
ΗΧ 24: 130-150.
Ρωμανός, Ι. 1895. Περί του Δεσποτάτου της Ηπείρου, Κέρκυρα (επανέκδοση Άρτα 2002).
Σαββίδης, A. 1983. «Η Ρόδος και η δυναστεία των Γαβαλάδων και η ελληνοϊταλική διαμάχη για
την Ρόδο το 13ο αι.», Βυζαντινά 12: 407-423.
Σάθας, K. N. 1865. Χρονικόν ανέκδοτον Γαλαξειδίου ή Ιστορία Αμφίσσης, Ναυπάκτου, Γαλαξειδίου,
Λοιδορικίου και των περιχώρων από των αρχαιοτάτων μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων
μετά προλεγομένων και άλλων ιστορικών σημειώσεων, Αθήνησιν (Δ΄ έκδοση-
πρόλογος Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Μελέτες για την βυζαντινή και μεταβυζαντινή ελληνική
ιστορία 6, εκδ. Δημιουργία, Αθήνα 1996).
Σύγκελλου, E. 2008. Ο Πόλεμος στον Δυτικό Ελλαδικό χώρο κατά τον ύστερο μεσαιώνα (13ος-15ος
αι.), Αθήνα.
xvi
Σταυρίδου-Ζαφράκα, A. 1988. «Συμβολή στο ζήτημα της αναγόρευσης του Θεοδώρου Δούκα»,
Αφιέρωμα στον Εμμανουήλ Κριαρά (Πρακτικά επιστημονικού συμποσίου 3 Aπριλίου
1987) Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, Θεσσαλονίκη, 39-62.
-----. 1990. Νίκαια και Ήπειρος τον 13ο αιώνα. Ιδεολογική αντιπαράθεση στη προσπάθεια τους να
ανακτήσουν την αυτοκρατορία, Θεσσαλονίκη.
-----. 1993-1994. «Η χρονολόγηση επιστολών και εγγράφων του Ιωάννη Απόκαυκου», Εγνατία 4:
143-168.
-----. 2001. Α. Σταυρίδου- Ζαφράκα, «Το αξίωμα του “δεσπότη” και τα δεσποτικά έγραφα της
Ηπείρου», Μεσαιωνική Ήπειρος, 73-96.
Στίκα Ευ. 1970, Το Οικοδομικόν Χρονικόν της Μονής του Οσίου Λουκά Φωκίδας, Αθήναις.
Στρατή, A. 2004. «Το εικονογραφικό θέμα των επτά παίδων εν Εφέσω και η εξάπλωση του στη
Χριστιανική λαστρεία», Θωράκιον, 295-308.
Σωτηρίου, Γ. 1964-1965. «Η πρώιμος παλαιολόγειος αναγέννησις εις τας χώρας και τας νήσους
της Ελλάδας κατά τον 13ον αιώνα», ΔΧΑΕ Δ΄: 257-273, πιν. 49-64.
Σωτηρίου, Γ. και Μ. 1956-1958. Εικόνες της Μονής Σινά, τ. Α΄ και τ. Β΄ 1958.
Τωμαδάκης, Ν. 1957. «Οι λόγιοι του δεσποτάτου της Ηπείρου», ΕΕΒΣ 27: 3-62.
Τουράτσογλου, Γ. 1992. «Εγκόλπιο Στεατίτη από τη Βέροια», Ευφρόσυνον, τ. 2, 601-606.
Τριανταφυλλόπουλος, Δ. 1992. «Μεσαιωνική Ήπειρος: Η μαρτυρία των μνημείων. Απολογισμός
για τον απερχόμενο αιώνα και προοπτικές για τον ανατέλλοντα», Δεσποτάτο της
Ηπείρου, 505-515.
Τζαμαλή, Α. 1977. Νομίσματα του Ελληνικού χώρου 1184-1976, Αθήνα 1977.
Τσιλιγιάννης, Κ. Α. 2003. Τα τέκνα του Μιχαήλ Β΄ Αγγελοκομνηνοδούκα και της Αγίας Θεοδώρας
Βασίλισσης της Άρτης, Άρτα.
Τσιγαρίδας, Ε. 1969. «Ειδήσεις εκ Θεσπρωτίας», ΑΑΑ: 43-44.
-----. 1986. Οι τοιχογραφίες της μονής Λατόμου Θεσσαλονίκης και η βυζαντινή ζωγραφική του
12ου αι., Θεσσαλονίκη.
-----. 1996. «Τα ψηφιδωτά και οι βυζαντινές τοιχογραφίες», Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου,
τόμ. Α΄, Άγιον Όρος.
-----. 1999. Τοιχογραφίες της περιόδου των Παλαιολόγων σε ναούς της Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη.
-----. 2003. (επιμ.) Μανουήλ Πανσέληνος, Αγιορείτικη Εστία, Θεσσαλονίκη.
-----. 2006. «Τοιχογραφία του αγίου Δημητρίου στον ναό του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης»,
Δώρον, Θεσσαλονίκη, 209-212.
-----. 2008. Οι τοιχογραφίες του παρεκκλησίου του Αγίου Ευθυμίου (1302/3), Θεσσαλονίκη 2008.
Τσιτουρίδου, Α. 1985. Η Παναγία των Χαλκεών, Θεσσαλονίκη.
-----. 1986. Ο ζωγραφικός διάκοσμος του Αγίου Νικολάου Ορφανού στη Θεσσαλονίκη: συμβολή στη
μελέτη της Παλαιολόγειας ζωγραφικής κατά τον πρώϊμο 14ο αιώνα, Θεσσαλονίκη.
Τσουρής, Κ. 1988. Ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος των υστεροβυζαντινών μνημείων της
βορειοδυτικής Ελλάδος, Καβάλα.
Φιλίδου, Α. 2008 172-176· «Κωστάνιανη, ο ναός των Ταξιαρχών», Βυζαντινά Μνημεία της Ηπείρου,
Ιωάννινα.
xvii
Φουντάς, Π. Γ. 2005. «Κάτω Παναγία στην Άρτα: Παρατηρήσεις στην οικοδομική ιστορία του
ναού», 25ο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και τέχνης,
Πρόγραμμα και περίληψεις εισηγήσεων και ανακοινώσεων, Αθήνα 2005, 133.
-----. 2008. «Μια καταστροφική σεισμική ακολουθία κατά τον 13ο αιώνα ως χρονολογικό
terminus για επεμβάσεις σε μνημεία μιας ευρύτατης γεωγραφικής έκτασης», 28ο
Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και τέχνης, Πρόγραμμα και
περίληψεις εισηγήσεων και ανακοινώσεων, Αθήνα 2008, 99-100.
Φουστέρης, Γ. 2005. Εικονογραφικά προγράμματα σε βυζαντινούς σταυρεπίστεγους ναούς
(ανέκδοτη διδ. διατρ.), Θεσσαλονίκη.
Φωσκόλου, Β. 2000., Η Όμορφή Εκκλησιά στην Αίγινα. Εικονογραφική και τεχνοτροπική ανάλυση
των τοιχογραφιών (διδ. διατρ.), Αθήνα.
Χαραλαμπίδης, Κ. Π. 1989. Ο αποκεφαλισμός των μαρτύρων εις τας ιστορικοφιλολογικάς πηγάς
και την Βυζαντινήν τέχνην, Αθήνα.
Χαραλάμπους, Σ. 2008, «Πλακωτή. Η μονή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα», Τα Βυζαντινά
Μνημεία της Ηπείρου, επιμ. Β. Παπαδοπούλου και Α. Καραμπερίδη, Ιωάννινα, 241-
244.
Χατζηδάκης, M. 1964-1965. «Εικόνες επιστυλίου από το Άγιον Όρος», ΔΧΑΕ Δ: 377-400.
-----. 1968. «Θεσσαλία, Πόρτα Παναγία» ΑΔ 22: 24-25.
-----. 1979. «Ύστερη βυζαντινή τέχνη (1204-1453)» ΙΕΕ Θ΄, 424 - 430.
-----. 1989 (επιμ.) Νάξος, Αθήνα.
-----. 1996. Όσιος Λουκάς, Ψηφιδωτά - Τοιχογραφίες, Αθήνα.
Χατζηδάκης, M. - Ι. Μπίθα. 1997. Ευρετήριο Βυζαντινών Τοιχογραφιών Ελλάδος. Κύθηρα, Αθήνα.
Χειμωνοπούλου, Μ. 2012. «Οι τοπικοί άγιοι της Βέροιας και οι αρχαιολογικές ενδείξεις της
λατρείας τους», 32ο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και
τέχνης, Πρόγραμμα και περίληψεις εισηγήσεων και ανακοινώσεων, Αθήνα, 118-119.
Χιονίδης, Γ. 1970. Ιστορία της Βέροιας (της πόλεως και της περιοχής), Θεσσαλονίκη.
-----. 1982. Περίγραμμα της εκκλησιαστικής ιστορίας της Βέροιας, 1982.
Χρηστίδου, A. 2010. «Ερευνώντας την ιστορία μέσα από τα άγνωστα βυζαντινά αυτοκρατορικά
πορτρέτα σε εκκλησίες της Αλβανίας», Aνταπόδοση. Μελέτες Βυζαντινής και
μεταβυζαντινής αρχαιολογίας και τέχνης προς τιμήν της καθηγήτριας Ελένης
Δεληγιάννη - Δωρή, Αθήνα, 537 - 563.
Χρυσός Ε., 1976, «Προαγωγή επισκοπής Ιωαννίνων», Δωδόνη 5: 337-348.
------. 1983. Μια σημαντική συμβολή στην ιστορική γεωγραφία της Μεσαιωνικής Ηπείρου, ΗΧ
25:182-188.
------. 1992 (επιμ.) Δεσποτάτο της Ηπείρου, Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου για το Δεσοποτάτο της
Ηπείρου (Άρτα, 27 -31 Μαἰου 1990), Άρτα.
Acheimastou-Potamianou M., 1981. «The Byzantine Wall Paintings of Vlacherna monastery (area of
Arta)», Actes du XVe Congrès international d'études byzantines, Athènes (Septembre 1976)
Vol. 2, 1-14.
xviii
-----. 1991. «The Basilissa Anna Palaiologina of Arta and the Monastery of Vlacherna», Women and
Byzantine Monasticism, Proceedings of the Athens Symposium 28-29 March 1988, Athens,
43-49.
Albani, J. P. 2000. Die Byzantinischen Wandmalereien der Panagia Chrysaphitissa - Kirche in Chrysapha /
Lakonien, Athen.
Alibegashvili, Γ. 2003, «New Tendencies in Georgian Mural Painting of the the Late 12th Century.
Murals of the Main Church of the Assumption in Vardzia»,
Alpatoff, M. 1926. «Les fresques de Sainte-Sophie de Nicée», EO 25: 42-45.
Amprazogoula, Κ. 2007. «Particularités iconographiques de l’école de la Grèce du Nord-Ouest dans la
représentation des Stylites», ΔΧΑΕ ΚΗ΄: 225-236.
-----. 2008. «La vision de saint Eustathe dans la peinture post-byzantine«», Zograf 32: 163-172.
Angelidi, Ch., and T. Papamastorakis. 2005. «Picturing the spiritual protector: from Blachernitissa to
Hodegetria", Images of the Mother of God, Perceptions of the Theotokos in Byzantium, ed. M.
Vasilaki, Ashgate: Aldershot: Burlington. 209-223.
Angold, M. 1975. A Byzantine Government in Exile, Government and Society Under the Laskarids of Nicaea
(1204-1261), Oxford.
-----. 1995. Church and society in Byzantium under the Comneni, 1081-1261, Cambridge.
Arhiepiskop Sergii. 1901. Polnii masjaceslov Vostoka, I, Vladimir.
Archontopoulos, Th. 1987. «Les trois Hébreux dans le fournaise dans une icône du Musée Byzantin
d’Athènes (XVe – XVIe siècle)», CahBalk 11: 123-124.
Art byzantin, art européen, Catalogue de l' Exposition byzantine d' Athènes, Athènes 1964.
Babić, G. 1962. «Les fresques de Sušica en Macédoine et l'iconographie originale de leurs images de la
vie de la Vierge», CA 12: 303 - 340.
-----. 1965. «Les discussions christologiques et le décor des églises byzantines au XIIe siècle. Les
évêques officiant devant l’ Hétimasie et devant l’ Amnos», ZLU 2 : 11-31.
-----. 1967. «Chapelles laterales des églises Serbes du XIIIéme siècle et leur decor peint» L’ Art
Byzantin du XIIIe siècle, Symposium de Sopoćani, Belgrade, 179-187.
-----. 1977. «O preopolovljenju praznika», Zograf 7 (1977) 23-27.
-----. 1985. «Vladislav na ktitorskom portretu u naosu Milieševe», Mileševa, Mileseva dans l’histoire
du people serbe, Colloque scientifique international à l’occasion de 750 ans de son
existence (Juin 1985), Belgrade 1987, 37-51.
-----. 1988. «Les moines-poètes dans l’ église de la Mère de Dieu à Studenica», Studenica et l’Art
Byzantin autour de l’anne 1200, 205-217.
Babić, G., and D. Panić. 1975, Bogorodica Ljeviška, Beograd.
Babić, G., V. Korać, and S. Ćirković. 1986. Studenica, Beograd.
Babuin, Α. 2007. «Ο ίππος και η εξάρτυσή του κατά την ύστερη βυζαντινή εποχή», Βυζαντινά: 119-
152.
-----. 2010. «Σημαίες της παλαιολόγειας περιόδου», ΑΕ 149:109-143.
-----. 2013. «La decorazione ad affresco della chiesa degli Arangeli a Kostaniani in Epiro», VIe
Bisanzion, Atti del VII Congresso nazionale dell' Associazione Italiana di Studi Byzantini
(Venezia 2009), ed. A. Riga, A. Babuin, M. Trizio, 395-414.
xix
Bache, F. 1989, «La function funéraire du narthex dans les églises byzantines du XIIIe au XIVe siècle»,
Histoire de l' art Varia INHA 1989, n. 7, (Paris 1989), 25-31.
Bakalova, E., 1976. Stenopisite na crkvama pri selo Berende, Sofia.
Baldovin, J. G. 1987. The Urban Character of Christian Worship, Roma.
Baltrušaitis, J. 1981. Le Moyen Age Fantastique, Antiquités et exotismes dans l‘ art gothique, Paris
(Flammarion) 1981.
Barišić, F. 1978. «Veridbeni prsten kraljevća Stefana Duke - Radoslava Nemanjića», ZRVI 18: 257-269.
Belting, H., C. Mango and D. Mouriki. 1978. The Mosaics and Frescoes of St. Mary Pammakaristos
(Fethiye Camii) at Istanbul, Washington, D.C.
Bellinger, Α. and Grierson, P. ed. 1992. Catalogue of Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collections
and in the Whittemore Collection, Washington, tom. 2.
Bendall, S. 1971. «A New Tetarteron of Theodore Comnenus - Ducas», Numismatic Circular 79: 10.
Bergamini, G. and C. Gaberscek. 1992. Ori e tesori D' Europa: Mille anni di reficeria nel Friuli-Venezia
Giulia, Milano.
Bertelè, T. 1958. «La Vergine aghiosoritissa nella numismática Bizantina», RÉB 16: 233-234.
Bon, Α. 1957. «Dalle Funéraire d’une princesse de Morée (XIII siècle)”, Monuments et Mémoires 49: 129-
139.
Bredenkamp, F. 1983. «The Development of an imperial Constitution for the Empire of Thessaloniki
under Theodoros Doukas», Εκκλησιαστικός Φάρος 65: 75-129
Brooks, S. T. 2002. Commemoration of the Dead: Late Byzantine Tomb Decorations (Mid-Thirteenth to Mid-
Fiftheenth Centuries), [αδ. διδακτ. διατρ.], New York University.
-----. 2006. «Poetry and Female Patronage in Late Byzantine Tomb Decoration: Two Epigrams by
Manuel Philes», DOP 60: 223-248.
Brown, P. 1971. «The Rise and Function of the Holy Man in Latin Antiquity», The Journal of Roman
Studies, 61: 80-101.
Buchthal, H. 1975. «Toward a History of Palaeologan Illumination», The Place of Book Illumination in
Byzantine Art, Princeton, 143-177.
Buchthal, H. and H. Belting. 1978. Patronage in Thirteenth Century Constantinople, An Atelier of Late
Byzantine Book Illumination and Calligraphy, Washington (D.C.)
Buchwald, Η. 1979. «Laskarid Architecture», JÖB 29: 261-296.
Buckton, D. 1994. «Gold seal of Thomas, Despot of Epirus», Byzantium. Treasures of
Byzantine Art and Culture from British Collections, ed. D. Buckton, London.
Byzantium: Faith and Power, ed. H. C, Evans, New York, London, 2004.
Caillet, J. and P. et F. Joubert. 2012. «Le programme pictural de Saint-Sophie de Trébizonde: un jalon
essentiel de l' art byzantin et ses assonances italiennes?», Orient et Occident, 103-122.
Carevskaya, Τ. 1999. Freski cerkvi Blagovješčeniya na Myačine (“V Arkažax”), Novgorod.
-----. 2003. «The "Seven Sleepers of Ephesus" in the decoration of the prothesis of the church of the
annunciation at Arkazhi (Novgorod)», Λαμπηδών, επιμ. Μ. Άσπρα-Βαρδαβάκη, Αθήνα,
τομ. 2, 857-862.
Carile Α. 1965. Partitio terrarium Imperii Romanie, Studi Veneziani 7: 125-305.
xx
Carletti, C. 1974. «Sull’iconografia dei tre Giovani Ebrei di Babilonia di fronte a Nabuchidinisir», Atti
del III Congresso Nazionale di Archeologia Cristiana, Aquileia-Grado-Concordia-Urdine-
Cividale, 1972, Trieste 1974 (Antichita Altoadriatiche, VI) 17-30.
-----. 1975. «I Tre Giovani Ebrei di babylonia nell’arte Christiana antica», Quaderni di «Vetera
Chrisianorum» Roma 1975.
Carr, Α. W. 1992, Oxford, Barocci 29 and manuscript illumination in Epiros, Δεσποτάτο της Ηπείρου,
Άρτα, 567- 584.
-----. 1997. «Court Culture and Cult Icons in Middle Byzantine Constantinople», Byzantine Court
Culture from 829 to 1204, ed. H. Maguire, Washington, D.C., 81-99.
-----. 2000. «Η δημόσια λατρεία της Παναγίας», Μήτηρ Θεού, 325-337.
Chassoura, O. 1991. Les Peintures Murales Byzantines des Églises de Longanikos - Laconie, Athènes.
Chatzidakis, M. 1967. «Aspects de la peinture murale du XIIIe siècle en Grèce», L’ Art Byzantin du
XIIIe siècle, Symposium de Sopocani, Belgrade, 59-73.
-----. 1976. «L’évolution de l’Icone aux X-XIII siècles et la transformation du templon», XVe Congres
International d’études Byzantines, Rapports et Corapports, III, Art et Archeologie, Athènes, 159-
191.
-----. 1981. Mistra, Athènes.
Chatzidakis - Bacharas, Τ. 1982. Les Peintures Murales de Hosios Loukas les chapelles occidentales, Athens.
Cheynet, J. C. 1990. Pouvoir et contestations à Byzance (963 – 1210), Paris.
Chotzakoglou, Ch. 1996. «Die Palaiologen und das früheste Auftreten des byzantinischen
Doppeladlers«», ByzantinoSlavica 57: 60-68.
Ciggaar, K. 1976. «Une description de Constantinople traduit par un pelerin anglais», REB 34: 212-267.
-----. 1995. «Une description de Constantinople dans le Taragonensis», REB 53: 117 -140.
Constantinides, E. 1992. The Wall painting of the Panagia Olympiotissa at Elasson in northern Thessaly,
Athens.
Cormack, R. 2000. «Icon of the Triumph of Orthodoxy», Μήτηρ Θεού, 340-341.
Coumbaraki-Pansélinou, N. 1976. Saint-Pierre de Kalyvia-Kouvara et la chapelle de la Vierge de Mérenta,
Θεσσαλονίκη.
Coumoussi, A. 1985. «Une représentation rare de la vision de saint Eustache dans une église grecque
du XIIIe siècle», CA 33: 51-60.
Cutler, Α. 1984. The Aristocratic Psalters in Byzantium, Paris.
Cvetković, B. 1994. «The investiture relief in Arta, Epiros», ZRVI 33: 103-112.
-----. 2003. «Vizantijski car i freske u priprati Mileševe», Balcanica XXXII-XXXIII: 297-311.
-----. 2011. «Iconography of Female Regency: An Issue of Methodology», Niš i Vizantija 10: 405-414.
Cvetkovski, S. 2006-2007, «Portreti vizantijskih i sprskih vladara u manastiru Treskovac», Zograf 31:
153-167.
Čornakov, D. 1961. Freske u crkvi Svetog Klimenta u Ohridu 1295 god., Beograd.
Ćorović-Ljubinković, M. 1970. «Živopis crkve svetog Petra kod Novog Pazara», Starinar XX: 35-41.
Dagron, G, 1996. Empereur et prêtre; Étude sur le "césaropapisme" byzantin, Paris.
Delehaye, H., 1954. Synaxarium Ecclesiae Constantinopolitanae, Acta Sanctorum, Bruxellis.
Demus, O. 1949. The Mosaics of Norman Sicily, London.
xxi
-----. 1970. Byzantine Art and the West, New York.
-----. 1984. The Mosaics of San Marco in Venice, Chicago-London.
Der Nersessian S. 1962. «The Illustrations of the Homilies of Gregory of Nazianzus Paris: Gr. 510. A.
Study of the Connection between Text and Images», DOP 16: 197-228.
-----. 1975. «Program and Iconography of the Frescoes of the Parecclesion», The Kariye Djami, Studies
in the Art of the Kariye Djami and It's Intellectual Background, ed. P. A. Underwood vol. 4,
London, 304 - 349.
Deomene. L’immagine dell’Orante e Occidente (a cura di Angela Donati e Giovanni Gentill)
Dimitrijević, K. 2008. Predstava sedam efeskih mladića u Bogorodičinoj crkvi Studenici, ZLU 36: 43- 55
Dimitrov, B. St. Nicholas and St. Panteleimon Boyana Church, Sophia.
Dhamo, D. 1992. «Fresques des XIIIe- XVIe siècles en Albanie mériodionale», ΗΧ 30: 89-95.
Doherty, D. I. 1993. The Development of the Iconography of the Vision of St. Eustace (MA thesis, University
of Victoria), Victoria.
Dufrenne, S. 1965. «Les programmes iconographiques des coupoles dans les églises du monde
byzantin et postbyzantin», L’ information d’histoire de l’art, 10/5, Paris,185-199.
-----. 1966. L’illustration des psautiers grecs du moyen age I, Paris 1966.
-----. 1967. «L’ enrichissement du programme iconographique dans les églises Byzantines du
XIIIème siècle», L’ Art Byzantin du XIIIe siècle, Symposium de Sopoćani, Belgrade, 36-46.
Duffrenne, S., S. Radojčić, R. Stichel, I. Ševčenko and H. Belting. 1978. Der Serbische Psalter. Faksimile-
Ausgabe des Cod. Slav der Bayerischen Staatsbibliothek Munchen, Wiesbaden.
Djordjević, I. 1982α. «Sveti stolpnici u srpskom zidnom slikarstvu srednjeg veka»,μZLU 18: 41- 52.
-----. 1982β.«Die Säule und die Säulenheiligen als helenistisches Erbe in der byzantinischen und
serbischen Wandmalerei», Akten des XVI Internationalen Byzantinistenkongresses, Akten
II/5, Wien 1982= JÖB 32/5: 93-100.
-----. 2008. «Natpisi na svicima i knjigama u najstarijem studeničkom zidnom slikarstvu», Studije
srednjovekovne srpske umetnosti, 320-330.
Djurić, V. 1963. Sopoćani, Beograd.
-----. 1963. Crkva Svete Sofije u Ohridu, Beograd.
-----. 1967. «Istorijske kompozicije u srpskom slikarstvu srednjeg veka i njihove književne paralele
II», ZRVI 10: 131 - 148.
-----. 1967. «La peinture murale Serbe au XIIIe siècle» L’ Art Byzantin du XIIIe siècle, Symposium de
Sopoćani, Belgrade, 145-167.
-----. 1975. Vizantijske freske u Jugoslaviji, Beograd 1975.
-----. 1979. «La peinture murale byzantine XIIe et XIIIe siècle», Actes du XVe Congrès International d’
études Byzantines, Athèns, vol. I, 160-252.
-----. 1987. «Mileševsko najstarije slikarstvo, Izvori i paralele», Mileševa dans l’histoire du people serbe,
Colloque scientifique international à l’occasion de 750 ans de son existence (Juin 1985), Beograd,
27-36.
-----. 1995. «Les étapes stilistique de la peinture byzantine vers 1300 Constantinople, Thesaalonique,
Serbia Διεθνές Συμπόσιο Βυζαντινή Μακεδονία 324-1430 (Θεσσαλονίκη 29-31
Οκτωβρίου 1992), Θεσσαλονίκη 67-87.
xxii
-----. 2000. «La royauté et le sacerdoce dans la décoration de Žiča», Manastir Žiča zbornik radova,
ed. G. Subotić, Kraljevo, 123-144.
Djurić, V., S. Ćirković and V. Korać. 1990. Pećka Patrijaršija. Beograd.
Drandakis, N. 1984. «Les peintures murales des Saints-Théodores à Kaphiona (Magne du
Péloponnèse)», CahArch 32: 163-175.
Dželebdžić, D. 2008. «Pisma Jovana Apokavka Teodoru Duki», ZRVI 45: 125-138.
-----. 2012. Društvo u Epirskoj državi prve polovine XIII veka (αδημ. διδακτ. διατρηβή), Beograd.
Eastmond, A. 2009. «Byzantine identity and relics of the True Cross in the thirteenth century», Eastern
Christian Relics, ed. A.M. Lidov, Moscow, 205-215.
-----. 2004. Art and Identity in Thirteenth-Century Byzantium. Hagia Sophia and the Empire of Trebizond,
Aldershot.
Ebersolt, J. 1921. Sanctuaires de Byzance, Recherches sur les anciens trésors des églises de Constantinople,
Paris.
Epstein, A. W. 1980. «The Political Content of the Paintings of Saint Sophia at Ohrid», JÖB 29: 315-329.
-----. 1986. Tokali Kilise Tenth-century Metropolitan Art in Byzantine Cappadocia, Washington, DC.
Failler, A. 1982. «Les insignes et la signature du despote», REB 40: 171–186.
Falkenhausen, von V. 2007. The South Italian Sources, Byzantines and Crusaders in non Byzantine Sources
(Proceedings of the British Academy 132: 95–121.
Ferjančić, B. 1960. Despoti u Vizantiji i južnoslovenskim zemljama, Beograd.
-----. 1968. «Sevastokratori u Vizantiji», ZRVI 11: 141 - 191.
-----. 1973. «Još jednom o počecima titule despota», ZRVI 14–15: 45–53.
-----. 1974. Tesalija u XIII I XIV veku, Beograd.
Ferjančić, B. and Lj. Maksimović. 1998. «Sveti Sava i Srbija izmedju Epira i Nikeje», Sveti Sava u Srpskoj
istoriji i tradiciji, Beograd 1998, 13-25, ed. S. Ćirković, Belgrade, 13-25.
Fredenkamp, F. 1983-1984. The Development of an imperial political constitution for the Εmpire of
Thessaloniki under Theodore Doukas, Εκκλησιαστικός φάρος ΞΕ' - ΞΣΤ΄: 44-72.
Fundić, L. 2010. «Zidno slikarstvo crkve sv. Nikole Rodijasa kod Arte», Zograf 34: 87-110.
Fundić, L. and M. Kappas 2013. «Stauroproskynesis: an Iconographic theme and its context», ΔΧΑΕ
ΛΓ΄: 141-156.
Foss, C. 1996. Nicaea: A Byzantine Capital and Its Praises, Brookline NA.
Gabelić, S. 1985. «St. Kyriaki in walpainting in Cyprus», Archaeologia Cypria, I: 115-119.
-----. 1998. Manastir Lesnovo, Istorija i slikarstvo, Beograd 1998.
-----. 2008. Manastir Konče, Beograd.
Gaprindashvili, G. 1975. Ancient Monuments of Georgia, Vadzia, Leningrad.
Gavrilović, Z. 1980. «Divine Wisdom as Part of Byzantine Imperial Ideology, Research into the Artistic
Interpetations of the Theme in Medieval Serbia, Nartex Programmes of Lesnovo and
Sopoćani», Zograf 11: 44-54.
-----. 1981. «The Forty in art», The Byzantine Saint, Studies Supplementary to Sobornost 5, London 1981,
190-194.
-----. 1982. «The Forty Martyrs of Sebaste in the painted programme of Žiča vestibule, Further
research into the artistic interpretations of the Divine Wisdom - Baptism - Kingship
Ideology», JÖB 32/5: 185-193.
xxiii
-----. 1987. «Frescoes in the Vestibules of the Church of the Virgin at Studenica, Iconographic
Programme and Symbolic Meaning», Mileševa dans l’ histoire du peuple serbe. Colloque
scientifique international à l’ occasion de 750 ans de son existence. Juin 1985 (Colloques
scientifiques de l’académie serbe des sciences et des arts XXXVIII, Classe des sciences
historiques 6, Beograd, 185-190.
Gerstel, S. E. J. 1999. Beholding the Sacred Mysteries, Washington.
Gligorijević-Maksimović, 1998. «Osobenost hagiografskih ciklusa u srpskom i vizantijskom slikarstvu
XIII veka», ZRVI 37: 155-163.
The Glory of Byzantium, Art and Culture of the Middle Byzantine Era a.d. 843 - 1261, ed. H. C. Evans and
W. D. Wixom, New York, 1997.
Goldschimidt, A. and K. Weitzmann. 1930-1934. Elfenbeinskulpturen des X-XIII Jahrhunderts, Berlin.
Gouma-Paterson, T. 1976. «The Parecclesion of St. Euthymios in Thessalonica: Art and Monastic Policy
Under Andronicos II», The Art Bulletin, 58: 168-183.
-----. 1978. «Christ as Ministrant and the priest as Ministrant of Christ in a Palaeologan program of
1303», DOP 32, 199-216.
-----. 1991. «The Frescoes of the Parekklesion of St. Euthymios in Thessaloniki: Patrons, Workshop
and Style», The Twilight of the Byzantium, ed. S. Čurčić, D. Mouriki, Princeton, 1991, 111-
160.
Grabar A. 1924. «Un reflet du monde latin dans une peinture balkanique du 13 e siècle», Byzantion, I:
229-243.
-----. 1954. La Peinture byzantine, Skira.
-----. 1967. «Art du XIIIe siècle. Problems et methods d’ investigation», L’ Art Byzantin du XIIIe siècle,
Symposium de Sopocani, Belgrade, 1-9.
-----. 1969. «Les cycles d' images byzantine tirés de l' histoire biblique et leur symbolisme princier»,
Starinar 20: 133-137.
-----. 1974. «L’Hodigitria et L’Eléusa», ZLU 10: 1-14
-----. 1976. Scultpures Byzantines du Moyen Age II (XIe - XIVe siècle), Paris.
-----. 1978. L’église de Boiana, Sofia.
Grabar, A. and M. Manoussacas. 1979. L’ illustration du manuscrit de Skylitezès de la Bibliothèque
Nationale de Madrid, Venice.
Gravgaard, A. - M. 1979. Inscriptions of Old Testament Prophecies in Byzantine Churches, Copenhagen.
Grierson, Ph. 1999. Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the
Whittemore collection, vol. 5 part 1, Washington D.C.
Grigoriadou H., 1968. Peintures murales du XIIe siècle en Grèce, Paris.
Grozdanov C. 1980. Ohridsko zidno slikarstvo XIV veka, Beograd.
-----. 1990. «Ciklusot na cetiriesete macenici vo Sveta Sofija Ohridska», Studii za ohridskiot živopis,
Skopje, 42-45.
-----. 1997. «Sur la composition de la presentation de la Vierge au temple dans la peinture byzantine
a la fin du XIII et vers 1300», Zograf 26: 55-63.
Grumel, V. 1932. «Les mois de Marie des Byzantines», EO 31: 257-261.
Hadermann-Misguich, L. 1965. «La peinture Byzantine de la seconde motié du XIIe siècle», Byzantion
35: 429-448.
xxiv
-----. 1975. Kurbinovo: les fresques de Saint-Georges et la peinture byzantine du XIIe siècle, Bruxelles.
-----. 1979. «La peinture monumentale tardo-comnène et ses prolongements au XIIIe siècle», Actes du
XVe Congrès International d’ études Byzantines, Athens, vol. I: 255-283.
-----. 1995. «Influence de miniatures Constantinopolitaines sur les peintures murals des Saints-
Anargyres de Castoria et de Saint-Georges de Kurbinovo» Διεθνές Συμπόσιο: Βυζαντινή
Μακεδονία 324-1430 (Θεσσαλονίκη 31. 10. 1992), Θεσσαλονίκη, 116- 127.
Hadjitryphonos, Ev. 2010. «Presentations and Representations of Architecture in Byzantium: the
thought behind the image», Architecture as Icon, Perception and Representation of
Architecture in Byzantine Art, ed. S. Čurčić, Ev. Hadjitryphonos, Princeton, 141-143.
Hallman, R. 2004. «Signet Ring of Michael Zorianos», Byzantium: Faith and Power, no. 14, p. 46.
Hamann-Mac Lean, R. and H. Hallensleben. 1976. Die Monumentalmaleroi in Serbian and Makedonien,
vom 11. bis zum frühen 14. Jahrhundert: Register mit Denkmälerkarte und Beilagen,
Giesen.
Hendy, M. F. ed. 1968. Catalogue of Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the
Whittemore Collection, Washington. vol. 4.
-----. 1969. Coinage and money in the Byzantine empire 1081-1261, Washington DC.
Hunger, H. 1994. «Zur Terminologie der Theotokosdarstellungen auf byzantinischen Siegeln»,
Aachener Kunstblätter, Festschrift für Hermann Fillitz zum 70. Geburstag, Köln.
Houston, M. G., 1975, Medieval Costume in England and France The 13th, 14th and 15th century, Cirih 1975
Hutter, I. 1977. Corpus der Byzantinischen Miniaturenhandschriften (ed. O. Demus), Oxford Bodleian
Library, vol I, Stuttgart.
-----. 1982. Corpus der Byzantinischen Miniaturenhandschriften (ed. O. Demus), Oxford Bodleian Library,
vol. 3,1, Stuttgart.
Ivanišević, V. 2001, Novčarstvo srednjovekovne Srbije, Beograd.
-----. 2003. «Ostava “elektron” traheja Teodora Andjela iz Niške oblasti», Niš i Vizantija 1: 47-61.
Janin, R. 1958. «L’ Église latine a Thessalonique de 1204 a la conquete turque», REB 16: 206-216.
-----. 1969. La géographie ecclésiastique de l' Empire Byzantin Paris: Première partie : Le siège de
Constantinople et le patriarcat ecuménique, vol. 3 : Les églises et les monaastères, Paris.
-----. 1975. Les églises et les monastères des grands centres byzantins Byzantins. Bithynie, Hellespont, Latros,
Galèsios, Trébizonde, Athènes, Thessalonique, Paris.
Jerphaninon de G. 1936. Une nouvelle province de l’art byzantin, les églises rupestres de Cappadoce, Paris.
Jolivet-Levy, C. 1991. Les églises Byzantines de Cappadoce, Paris.
-----. 1993. «Contribution à l’étude de l’iconographie mésobyzantine des deux Syméons Stylites», Les
Saints et leur sanctuaire à Byzance. Textes, images et monuments, Paris, 35-47.
-----. 1998. «Note sur la représentation des archanges en costume impérial dans l'iconographie
byzantine», CA 46 (1998), 121-128.
-----. 2001. La Cappadoce médiévale: images et spiritualité, Paris.
-----. 2012. «La peinture a Constantinople au XIIIe siècle. Contacts et échanges avec l'Occident»,
Orient et Occident, 21-40.
Jovanović, G. and J. Tomović. 2011. «Starosrpski natpisi iy manastira Sv. Djordja kod Berana i iz
okoline», Djurdjevi stupovi I Budmiljanska eparhija, ed. Branislav Todić, 499-533.
xxv
Kalavrezu, I. 2004. «Helping Hands for the Empire: Imperial Ceremonies and the Cult of Relics at the
Byzantine Court», Byzantine Court Culture from 829 to 1204, ed. H. Maguire, Washington.
53-79.
Kalopissi-Verti, S. 1975. Die Kirche der Hagia Triada bei Kranidi in der Argolis, Iconographische und
stilistische Anlyze der Malereien (1244), München.
-----. 1984a «Osservazioni iconografiche sulla pittura monumentale della Grecia durante il XIII
secolo», CorsiRav 31: 191-220.
-----. 1984b. «Tendeze stilistiche della pittura monumentale in Grecia durante il XIII secolo», CorsiRav
31: 221-253.
-----. 1992. Dedicatory Inscriptions and Donor Portraits in Thirteenth Century Churches of Greece, Vienna.
-----. 2006. «The Proskynetaria of the Templon and Narthex: Form, Imagery, Spatial Connections
and Reception”, Thresholds of the Sacred, ed. Sharon Gerstel, Washington (D.C.) 123-131.
-----. 2012. «Aspects of Byzantine Art after the Recapture of Constantinople (1261- c. 1300):
Relections of Imperial Policy, Reactions, Confrontation with the Latins», Orient er
Occident, 41-64.
Karagianni, A. 2010. «Représentations des croix dans les églises byzantines du X e au XIIe siècle:
interprétation et liens avec la liturgie», Byzantiaka 29: 233-248.
Karpozilos, A. 1973. The Ecclesiastical Contraversy between the Kingdom of Nicaea and the Principality of
Epiros (1217-1233), Θεσσαλονίκη.
-----. 1974. «The Date of Coronation of Theodors Doukas Angelos», Βυζαντινά 6: 253-261.
Kaster, Τ. 1974. «Drei Jünglinge in Feuerofen», LCI 6: 96-97.
Kašanin, M., Dj. Bošković and P. Mijović. 1969. Žiča, Beograd.
Kašanin M., Čanak-Medić M., Maksimović J., Todić B. and Šakota M. 1986. Manastir Studenica,
Beograd.
Kirchhainer, K. 2004. «Die Fresken der Marienkirche in Cerskë bei Leskovik (Südalbanien). Ein beitrag
zur spätbyzantinischen Monumentalmalerei im Nördlichen Epirus», ΔΧΑΕ, περ. Δ, τ.
ΚΕ΄: 89-110.
Kissas, S. 1978. «O vremenu sklapanja braka Stefana Radoslava sa Anom Komninom», ZRVI 18: 131-
138.
-----. 1987a. «Umetnost u Solunu početkom XIII veka i mileševsko slikarstvo», Mileševa, Mileševa dans
l’histoire du people serbe, Colloque scientifique international à l’occasion de 750 ans de son
existence (Juin 1985), Belgrade 37-49.
------. 1987b. «Natpis Dimitrija Homatijana na okovu ikone Hrista Velikog Arhijereja iz Ohrida», ZLU
23 (1987): 165-173.
-----. 1984-5 «Fourteenth and Fifteenth Century Art in Ohrid and in the Areas under its Influence»,
Cyrillomethodianum VIII–IX (1984–1985): 355-378.
Kitzinger, Ε. 1984. «Ένας ναός του 12ου αιώνα αφιερωμένος στην Θεοτόκο. Η Παναγία του
Ναυάρχου στο Παλέρμο», ΔΧΑΕ ΙΒ΄: 167-194.
Klein, H. 2004. «Constantine, Helena, and the cult of the True Cross in Constantinople», Byzance et les
reliques du Christ, Paris, 31-59.
Kühnel, G. 1988. The Wall Painting in the Latin Kingdom of Jerusalim, Berlin.
Koco, D. and P. Miljković-Pepek. 1958. Manastir, Skopje.
xxvi
Koder, J. 1989. «Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος και η σταυροθήκη του Λίμπουργκ»,
Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος και η εποχή του, Β΄ Διεθνής Βυζαντινολογική
Συνάντηση, Δελφοί 22-26 Ιουλίου 1987, Αθήνα, 165-184.
Koder J. and F. Hild,1976. Tabula Imperii Byzantine 1, Hellas und Thessalia, Wien.
Koukiijaris, S. 2011. «The depiction of the Vision of Saint Peter of Alexandria in the sanctuary of
Byzantine churches», Zograf 35: 65-69.
Kornakov, S. D. 1961. «Po konzervatorskite raboti vo crkvata Sv. Bogodica Perivleptos (Sv. Kliment)
vo Ohrid», Kulturno nasledstvo 2: 73-93.
Kravari, V. 1989. Villes et villages de Macédoine occidentale, Paris.
Küpper, H. M. 1990. Der Bautypus der Grieschischen Dachtranseptkirche, Amsterdam.
Laiou, A. E. 1992. Mariage, Amour et Parenté à Byzance aux XIe - XIIIe siècles, Paris.
-----. 2001. «Use and Circulation of Coins in the Despotate of Epiros», DOP 55: 207-215.
Lafontaine-Dosogne, J. 1964. Iconographie de l’enfance de la Vierge dans l’Empire byzantin et en occident,
Tom I, Bruxelles.
-----. 1968. «Théophanies-vision auxquelles participent les prophètes dans l'art Byzantine après la
restauration des images», Synthronon, Art et Archéologie de la fin de l'Antiquité et du Moyen
Age, Paris, 135-143.
-----. 1972. «L’ église rupestre dite Eski Baca Kilisesi et place de la Vierge dans les absides
cappadociennes«», JÖB 21: 169-173
-----. 1979. L’ évolution du programme decoratif des èglises de 1071 a 1261. Actes du XVe Congrès
International d’ études Byzantines, Athens, 287-329.
Lauren, V. 1952. La Collection C. Orghidan, Paris.
Lazarev, V. 1947. Istoriia vizantiiskoi zhivopisi, Moskva 1947.
-----. 1963. «Živopis XI-XII veka u Makedonii», Actes du XIIe Congrès international d’études Byzantines,
vol. I, Beograd, 105-134.
-----. 1966. Old Russian murals and mosaics from the XI to the XVI century, London.
-----. 1967a «Tri fragmenta raspisnih epistiliev i vizantiiskij templon», VV XXVII: 162-196.
-----. 1967b. Storia della pittura byzantina, Torino.
-----. 1997. Die Russische Ikone, Düsseldorf.
Lechner, M. and C. Squarr, «Siebenschlafer (Sieben Kinder) von Ephesus», LCI, vol. 8, 344-48.
Lemerle, P. 1951. «Le privilège du Despote d’Epire Thomas ler pour Vénitien Jasques Contrareno» BZ
44: 389-396.
-----. 1953. «Trois actes du despote d’Epire Michel II concernant Corfou», Προσφορά είς Στ. Π.
Κυριακίδην, 30-39.
Lidov, A., 2000, «Miracle-Working Icons of the Mother of God», Mother of God, 47- 58.
-----. 2003. Mandilion i Keramion kak obraz-arhetip sakralnogo prostranstva», Eastern Christian
Relics, ed. A. M. Lidov, Moscow, 249-280.
-----. 2004. «The Flying Hodegetria», The Miraculous Image in the Late Middle Ages and the Renaissance,
ed. E Thuno and G. Wolf, Analecta Romana Instituti Danici, Supplementum, 35, Rome: L’
erma di Bretschneider, 291-321.
Likhachova, V. D. 1977. Byzantine Miniature, Masterpieces of Byzantine Miniature of IXth- XVth centuries
in Soviet Collections, Moscow.
xxvii
Lowden, J. 1992. The Octateuchs. A Study in Byzantine Manuscript Illustration, Pennsylvania.
Ljubinković, R. 1964. «Les influences de la vie politique contemporaine sur la décoration des églises d’
Ohrid», Actes du XIIe Congrès International d' Études Byzantines, (Ochride 10-16 Septembre
1961), Beograd, vol. III, 221- 225.
-----. 1980. «Sur le symbolisme de l’histoire de Joseph du narthex de Sopoćani», L‘ art byzantin du
XIIIe sièe, Symposium de Sopoćani 1965, Belgrade 1967, 207-237.
Magdalino, P. and R. Nelson. 2010. The Old Testament in Byzantium, Washington.
Maguire, H. «A Murderer among the Angels: The frontspiece miniatures of Paris Gr. 510 and the
Icnography of the iconography of Archangels in Byzantine Art», The Sacred Image East and
West, eds. L. Brubaker and R. Ousterhout 1995, 63-71
-----. 1997. «The Heavenly Court», Byzantine Court Culture from 829 to 1204, ed. H. Maguire,
Washington, D.C. 1997, 247-258.
Majasova, N. 1971. Drevnerusskoe Site, Moscow.
Majeska, G. P. 1984. Russian Travelers to Constantinople in the Fourteenth and Fifteenth Centuries,
Washington, D.C.
Maksimović, Lj. 1994. «Dvor Epirskih Despota u XIV i XV veku», ZRVI 33: 127-147.
Meyendorff, J. 1975. Spiritual Trends in Byzantium in the Late Thirteenth and Early Fourteenth
Centuries, The Kariye Djami, vol. 4, Studies in the Art of the Kariye Djami and Its
Intellectual Background, ed. P.A. Underwood, New York, 93-106.
Mancinelli, F. 1981. The Catacombs of Rome and Origins of Christianity, Scala, Firenze.
Mandylion Intorno al Sacro Volto, da Bisanzio a Genova, ed. G. Wolf, C. D. Bozzo, A. R. C. Masetti,
Genova - Milano 2004.
Mango, C. 1972. The Art of the Byzantine Empire, 312-1453. Sources and Documents, Prentice-Hall 1972.
-----. 1980. Byzantium. The Empire of New Rome, London.
------. 2000. «Η Κωνσταντινούπολη ως Θεοτοκούπολη», Μήτηρ Θεού, 17-25.
-----. 2002. (ed.) The Oxford History of Byzantium, Oxford.
Mango, C. and E. J. W. Hawkins. 1966. «The Hermitage of St. Neophytos and Its Wall Paintings»,
DOP 20:119-206.
Mangο, C. - Belting, H. - Mouriki, D. 1978. The Mosaics and the Frescoes of St. Mary Pammakaristos
(Fethiye Camii) at Istanbul (Washington D.C.).
Maraval, P. 1999. «Le premiers développements du culte des XL Martyres d Sébastée dans l’Orinet
byzantin et en Occident», Vetera Christianorum 36: 193-209.
Marić, R. 1954-55. «Iz numizmatičke zbirke Narodnog muzeja», Starinar 5-6: 349-355.
-----. 1960-1961. «Iz zbirke Narodnog muzeja», Zbοronik Narodnog muzeja 3: 17-30.
Marinković, Č. 2007. Slika podignute crkve, predstave arhitekture na ktitorskim portretima u srpskoj i
vizantijskoj umetnosti, Beograd.
Marković, Μ. 1952. «Vizantijske povelje Dubrovačkog arhiva», ZRVI 3: 205-262
Marković, M. 1995. «O ikonografiji svetih ratnika u istočnohrišćanskoj umetnosti i o predstavama ovih
svetitelja u Dečanima», Zidno slikarstvo manastira Dečana, Gradja i Studije, Beograd 1995,
567-630.
-----. 1995. «Ciklus Velikih praznika», Zidno slikarstvo manastira Dečana, Gradja i Studije, Beograd
1995, 107-120.
xxviii
-----. 1998. «Prvobitni živopis glavne manastirkse crkve», Manastir Hilandar, Beograd, 221-242.
-----. 2009. Prvo putovanje sv. Save u Palestinu, Beograd.
-----. 2011. «Ikonografski program najstarijeg živopisa crkve Bogorodice Perivlepte u Ohridu. Popιs
fresaka i beleške o pojedinim programskim osobenostima», Zograf 35: 119 - 142.
Martin, A. 1882. «Inscription grecque de Corcyre de 1228, Mélanges d’archéologie et d’ histoire II», 379-
389.
Mateos, J. 1963. Le Typicon de la Grande Église, II, Roma.
Mathews, T. F. «Saints Orestes and Eugenios», The Glory of Byzantium, 51, εικ. 17
Mavrodinova, L. 1974. Stenopisite na crkvata Sv. Cetirideset Mcenici v Veliko Trnovo, Sofia.
Maxwel, K. 2000. «Paris, Bibliothèque Nationale de France, Codex Grec 54. Modus Operandi of Scribes
and Artists in a Palaiologan Gospel Book», DOP 54: 119-221.
Medea, A. 1939. Gli Affreschi delle Cripte Eremitiche Puglies, Rome.
Meksi, A. 1972. «Tri Kisha Bizantine te Beratit», Monumentet 4, 59-102.
Michailidis, M. 1981. «Les peintures murales de l’ église de Saint-Jean le Théologien à Véria», Actes du
XVe Congrès international d’ études byzantines Art et Archéologie, Communications B,
Athènes, 469-488.
Mijatev, K. 1930. «Les Quarante martyrs fragment de fresque a Vodoča (Macédoine)», L'art byzantin
chez slaves. Les Balkans, I/1, Paris,102-109.
Miklosich, M. and J. Müller, 1860-1890. Acta et diplomata graeca medii aevi sacra et profana, vol. I-VI,
Vindobonae 1860-1890.
Milanović, V. 1987. «Proroci su te nagovestili u Peći», Arhiepiskop Danilo II i njegovo doba, Međunarodni
naučni skup povodom 650 godina od smrti (decembar 1987, ed. V. J. Đurić, Beograd, 409-424.
-----. 1997. «Program živopisa u priprati», Zidno slikarstvo manastira Deθani, ed. V. Djuriζ, 361-377.
-----. 2012. «Svetački lik u kontekstu: jedan nerasvetljeni primer iz eksonarteksacrkve u manastiru
Treskavac», Vizantijski svet na Balkanu, ed. B. Krsmanović, LJ. Maksimović, R. Radić, vol.
II, 459- 480.
Miller, W. 1926. Trebizond the Last Greek Empire, London.
Millet, G. 1910. Monuments Byzantins de Mistra, Paris.
-----. 1927. Monuments de l' Athos, Paris.
-----. 1960. Recherches sur l'iconographie de l'evangelie aux XIVe, XVe et XVI siècle d' après les monuments
de Mistra; de la Macédoine et du Mont Athos, Paris.
Millet, G. and D. Talbot-Rice. 1936. Byzantine painting at Trebizond, London.
Miljković-Pepek, P. 1964. «La formation d’ un nouveau style monumental au XIIIe siècle», Congrès
international d’ études byzantines III, Belgrade, 309-313.
-----. 1967. Deloto na zografite Mihailo i Eutihij, Skopje 1967.
-----. 1968. «L’Église de Saint-Élie près de village de Grnčari», Byzantion 38: 422- 433.
-----. 1967. Contribution aux recherches sur l' evolution de la peinture en Macédoine au XIIIe siècle,
L' Art Byzantine du XIIIe siècle, Symposium de Sopoćani 1965, Beograd, 189-196.
Miljković, B. 2006. «Hilandarska ikona srpskog cara Stefana», ZRVI 43: 319-348.
-----. 2008. Žitija Sv. Save kao izvori za istoriju srednjovekovne umetnosti, Beograd.
Möllers, S. Die Hagia Sophia in Iznik-Nikaia, Duseldorf, 1994 (Verlag und Datenbank für
Geisteswissenschaften).
xxix
Morrison, C. 2003. «The Emperor, the Saint, and the City: Coinage and Money in Thessalonike from the
Thirteenth to the Fifteenth Century» DOP 57: 173-203.
-----. 2010. «Thirteenth-century Byzantine "Metalic" Identities», Allegiances in the Eastern
Mediterranean after 1204, ed. J. Herrin, G. Saint-Guillain, Farnham, Surrey, Burlington:
Ashgate, 133-164.
Mouriki, D. 1978. «Stylistic trends in monumental painting of Greece at beginning of the fourteenth
century», L’ art byzantin au début du XIVe siècle, Symposium de Gračanica 1973, Belgrade, 55-
83.
-----. 1980-1. «The Mask Motif in the Wall Paintings of Mistra. Cultural Implications of a Classical
Features in Late Byzantine Painting», ΔΧΑΕ Ι:΄ 307-338, πίν. 83-94.
-----. 1991-2. «A Pair of early 13th century Moses icons at Sinai with the scenes of the burning bush
and the receiving of the law», ΔΧΑΕ ΙΣΤ΄: 171-184.
-----. 1995. «A Moses Cycle on Sinai Icon of the Early Thirteenth Century», Byzantine East, Latin
West, Art-Historical Studies in honor of Kurt Weitzmann, ed. D. Mouriki, S. Ćurčić, G.
Galavaris, H. L. Kesser, G. Vikan, Princeton, 531-546.
Mucaj, S., E. Hobdari and Y. Vitaliotis. 2005. «Kisha Mesjetare e Peshkëpisë (Nivicë) Sarandë (Raport
paraprak mbi gërmimet 2003-2004) με τη γαλλική περίληψη: L' église médiévale de
Peshkëpi (Nivica), Sarandë, Rapport préliminaire des fouilles (2003-2004)», Candavia 2:
273-309.
Mustoxidi, A. 1848. Delle Cose Corciresi, Tipografia del Governo.
Nelson, R. S. 2004. «Heavenly Allies at the Chora», Gesta 43: 31-40.
Nesbitt, J. 2004. «Gold Seal of Thomas, Despot of Epiros», Byzantium, Faith and Power, 35-36.
Nicolaides, Α. Α. 1990. «Les Sept Dormants d’ Ephese de la Panagia de Moutoullas a Chypre, Une
peinture inédite de la seconde moitié du XIVe siècle», CahBalk 15: 103-117.
-----. 1996. «L' église de la Panagia Arakiotissa à Lagoudéra Chypre: Etude iconographique des
fresques de 1192», DOP 50: 1-137.
Nicol, D. 1953. «The churches of Moluvdoskepastos», BSA 41: 141-154.
-----. 1957. The Despotate of Epiros, Oxford.
-----. 1961. «The Greeks and the Union of Churches: The Preliminaries to the Second Council od
Lyon, 1261-1274», Μedieval Studies presented to Aubrey Gwynn S. J., ed. J. A. Watt, J. B.
Morrall, F. X. Martin, Dublin, 454-480.
-----. 1968. The Byzantine Family of Kantakouzenos (Cantacuzenus) ca. 1100-1460, a genealogical and
prosopographical study, Washington.
-----. 1972. «The Relations of Charles of Anjou with Nikiphoros of Epiros», BF IV: 170-194.
-----. 1979. «Symbiosis and integration some Greco-Latin families in Byzantium in the 11th to 13th
centuries», BF VII:113- 135.
-----. 1984. The Despotate of Epiros, Cambridge.
-----. 1985. «Thomas Despot of Epiros and the Foundation Date of the Paregoritissa at Arta»,
Βυζαντινά 13, 748-758.
-----. 1994. The Byzantine Lady: Ten portraits 1250-1500, Cambridge.
-----. 1992. «Το Δεσποτάτο του Ηπείρου», ΗΧ 30: 47-59.
-----. 1997. «Κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ζωή», Ήπειρος 4000 χρόνια ελληνικής
ιστορίας και πολιτισμού, 219-222.
xxx
Omont, H. 1927. Miniatures des homélies sur la VIerge du moine Jacqu -ms.grec 1208 de Paris (Bulletin de la
Société Francaise de Reproduction de manuscrits à Peintures), Album II, Paris
-----. 1929. Minatures des plus anciens manuscrits grecs de la bibliothèque Nationale du Vie au XIVe siècle,
Paris.
-----. 1940. Évangiles avec peintures byzantines du XIe siècle ... Reproduction des 361 miniatures du
manuscrit grec 74 de la Bibliothèque nationale, Paris.
Ousterhout, R. 2002. The Art of the Kariye Camii, London, 2002
Orient et Occident 2012. Orient et Occident méditerranéens au XIIIe siècle: Les programme picturaux,
ed. J. P. Caillet et F. Joubert, Paris 2012.
Ostrogorski, G. 1951. «Urum-Despotes. Die Anfänge der Despotenwürde in Byzanz», BZ 44: 448-460.
-----. 1996. Istorija Vizantije, Beograd.
Oswald, Β. 2011. L' Épire du treizième au quinzième siécle: autonomie et hétérogénéité d' une région
balkanique, Toulouse (αδημοσ. διδα. διατ.).
Panayotidi, M. 1975. «Les églises de Véria en Macédonia», CorsiRav 22: 303-315.
-----. 2011. «Some Observation on Thirteenth-century Sinai Icons and Boyana Frescoes (1259)», The
Boyana church beween the East and the West in the Art of the Christian Europe, 238-247.
-----. 2012. «Thireenth-Century Icons and Frescoes at Catherine's Monastery on Mount Sinai. Some
Observations», Orient et Occident, 87-103.
Papadopoulou, V. 2007. «Voulgareli», Byzantium: Faith and Power, 86, fig. 42.
Parani, M. 2003. Reconstructing the Reality of Images, Byzantine Material Culture Religious Iconography
(11th-15th Centuries), Leiden-Boston.
Patterson - Ševčenko, N. 1983. The Life of Saint Nicholas in Byzantine Art, Torino.
-----. 1991. «Icons in the Liturgy», DOP 45: 45-57.
-----. 1995. «Servants of the Holy Icon», Byzantine East, Latin West - Historical studies in honor of Kurt
Weitzmann, επιμ. Ch. Moss, K. Kiefer, Princeton, 547- 556.
-----. 2000. «Mικρογραφία Hamilton», Μήτηρ Θεού, αρ. κατ. 54, σσ. 388-389.
Pentcheva, B. V. 2002. «The supernatural protector of Constantinople: the Virgin and her icons in the
tradition of the Avar siege», Byzantine and Modern Greek Studies 26: 2-41.
-----. 2005. «The "activated" icon: the Hodegetria procession and Mary's Eisodos», Images of the
Mother of God, Perceptions of the Theotokos in Byzantium, ed. M. Vasilaki, Ashgate:
Aldershot: Burlington, 195-208.
-----. 2006. Icons and Power. The Mother of God in Byzantium. University Park, Pa.
Penkova, B. 2011.«Km iztocnicite na stila na stenopisite ot 1259 g. Bojnskata crkva», The Boyana Church
between the East and the West in the Art of the Christian Europe, ed. B. Penkova, 248-261.
Petković, V. R. 1912. Spasova crkva u Žiči - arhitektura i živopis, Beograd.
Petković, S. 1986. Morača, Beograd.
Pétridès, S. 1909. «Jean Apocaucos, letters et autres documents inédits», Izvestia Russkago
Archeologiceskago Instituta v Konstantinopole, 14, τεύχος 2-3, Sofija, 1-32 (69-100).
Polemis, D. 1968. Contribution to Byzantine Prosopography, London.
Popkonstantinov, K. 2009. Zograf Vasilie and the Boyana church 750 years later, Sofia.
Prinzing, G. 1982. «Studien zur Provinz- und Zentral verwaltung in Machtbereich der epirotischen
Herrscher Michael I und Theodoros Dukas I», ΗΧ 24: 73-121.
xxxi
-----. 1983. «Studien zur Provinz- und Zentral verwaltung in Machtbereich der epirotischen
Herrscher Michael I und Theodoros Dukas II», ΗΧ 25 (1983) 37-112
-----. 2010. «Epiros 1204 - 1261: Historical Outline - Sources - Prosopography», Identities and
Allegiances in the Eastern Mediterranean after 1204, ed. J. Herrin, G. Saint-Guillain,
Farnham, Surrey, Burlington: Ashgate, 81-98.
Pušić, I. 1986. «Crkva Sv. Tome u Kutima», Zograf 17: 1973 - 1977.
Radojčić. S., 1939. S. Radojčić, Ruganje Hristu na fresci u Starom Nagoričinu, Zagreb.
-----. 1958-9. «Freska pokajanja Davidovog u ohridskoj Sv. Sofiji», Starinar 9-10: 1-11.
-----. 1963. Mileševa, Beograd.
-----. 1969a. Staro Srpsko slikarstvo, Beograd.
-----. 1969b. «Temnićki natpis. Sujeverice srednjovekovnih graditelja o čudotvornoj moći imena i
likova Sevastijskih mučenika», ZLU 5: 1-11.
-----. 1975. Postanak slikarstva renesanse Paleologa, Uzori I dela starih srpskih umetnika, Beograd.
-----. 1982, «Kentaur - strelac u srpskoj plastici kasnog XII veka», Odabrani članci i studije 1933-1978,
135 - 139.
-----. 1996. Portreti Srpskih vladara u srednjem veku, Beograd.
Radošević, Ν. 1987. «Nikejski carevi u savremenoj im retorici», ZRVI 26: 69-85.
Rajković, S. 2003. Porodica Vrijenija u XI i XII veku, Beograd.
Rassart-Debergh, Μ. 1978. «Les Trois Hébreux dans la fournaise dans l’art paléochrétien,
Iconographie», Byzantion 48: 430-455.
Rapp, C. 2010. «Old Testament Models for Emperors in Early Byzantium», The Old Testament in
Byzantium, Washington, ed. P. Magdalino, R. Nelson, 175-195.
Rautman, M. L. 1989. «Patrons and buildings in Late Byzantine Thessaloniki», JÖB 39: 295-315.
-----. 1991. Aspects of Monastic Patronage in Palaeologan Macedonia», The Twighlit of yhe Byzantium,
ed. S. Čurčić, D. Mouriki, Princeton, 53-74.
Raymond - J. Loenertz. 1964. «Lettre de Georges Bardanes, métropolite de Corcure, au patriarche
oecuménique Germain II, 1226-1227», EEΒΣ 33:
Restle, M. 1967. Byzantine wall painting in Asia Minore, Recklinghausen.
Rice, D. T. 1968. The Church of Haghia Sophia at Trebizond, Edinburg.
Rhoby, E. A. 2009. Byzantinische Epigramme auf Fresken und Mosaiken, Wien.
-----. 2010. «On the Interaction of Word and Image in Byzantium: The Case of the Epigrams on the
Florence Reliquary», Towards Rewriting? New Aproaches to Byzantine Archaeology and Art.
Proceedings of the symposium on Byzantine art and archaeology, eds. P.Ł. Grotowski and S.
Skrzyniarz,Cracow, September 8-10, 2008, Series Byzantina 8, Warsaw, 101-115.
Rodley, L. 1983. «The Pigeon House Crurch, Cavusin», JÖB 33: 301-339.
Safran, L. 1991. San Pietro at Otranto Byzantine Art in South Italy, Roma.
-----. 1992. «Exploring Artistic Links Between Epiros and Apulia in the Thirteenth Century: The
Problem of Sculpture and Wall Painting», Δεσποτάτο της Ηπείρου, Αθήνα, 455-474.
Saltykov, A. 1985. «La vision de saint Eustache sur la stèle de Tsebelda», CA 33: 5-15.
Schweinfurth, Ph. 1965. Die Fresken von Bojana, Mainz und Berlin.
Scepkina, M. 1977. Miniaturi Hludovskoi psaltiri, Greceskii illustrirovannii kodeks IX veka, Moskva.
xxxii
Scott, M. 2007. Medieval Dress and Fashion, London.
Seibt, W. 1987. «Die Darstellung der Theotokos auf byzantinischen Bleisiegeln, besonders im 11.
Jahrhundert», Studies in Byzantine Sigillography, ed. N. Oikonomides, Washington, 35-56.
Semoglou, Ath. 2001. «Portraits chypriotes de donateurs et le triomphe de l’ elegance. Questions
posées par l ΄etude des vêtements du XIVe au XVIe siècle. Notes additives sur un
materiel publié». Αφιέρωμα στη μνήμη του Σωτήρη Κίσσα, Ελληνική Εταιρεία
Σλαβικών Μελετών, Θεσσαλονίκη, 485-509.
-----. 2003a. Le voyage outre-tombe de la Vierge dans l’Art Byzantin, Θεσσαλονίκη.
-----. 2003b. «Les reliques de la Vraie Croix et du Chef de saint Jean Baptiste: Inventions et
Vénérations dans l' art byzantin et post-byzantin», Eastern Christian relics, ed. A. Lidov,
Moscow, 217-233.
Sinai, Byzantium, Russia, ed. V. Piatnitsky, O. Baddeley, E. Brunner, M. Mango, St. Petersburg 2000.
Sinkević, I. 2000. The church of St. Panteleiman at Nerezi, Wiesbaden.
Skawran, M. K. 1982. The development of middle Byzantine Fresco painting in Greece, Pretoria.
Sodini, J. P. 1989. «Remarques sur l’iconographie de Syméon l’Alepin, le premier stylite», MonPiot 70:
29-53.
Soustal P. and J. Koder 1981. Tabula Imperii Byzantini 3, Nikopolis und Kephallenia, Wien.
Spatharakis, I. 1976. The portrait in Byzantine illuminated manuscripts, Leiden.
-----. 1988. The left-handed evangelist: a contribution to Palaeologan iconography, London.
-----. 2001. Dated Byznatine Wall Paintings of Crete, Leiden.
Starodubcev, T. 2000. «Sticheron “What shall we offer you, Christ», CB 31: 21-37.
Stavridou - Zafraka, A. 2005. «The Political Ideology of the State of Epiros», Urbs Capta, ed. A. Laiou,
Paris 2005, 311-323.
Stern, H. 1936. «Les Représentations des conciles dans l’église de la Nativité a Bethléem», Byzantion 11:
101-152.
-----. 1948. «Nouvelles recherches sur les images de Conciles dans l’église de la Nativité a Bethléem»,
CA 3: 82-105.
Stiernon, L. 1959. «Les origines du Despotat d’ Epire», REB 17: 90-126.
Stylianou A. and J. Stylianou. 1985. The painted Churches of Cyprus, London.
Striker C. and D. Kuban (ed.) The Buildings, Their History, Architecture, and Decoration: Final Reports on
the Archaeological Exploration and Restoration at Kalenderhane Camii, 1966-1978, Mainz: P.
von Zabern, 1997)
Strycker, E. 1961. La Forme la plus ancienne du Protévangile de Jacques: recherches sur le Papyrus
Bodmer 5, avec une édition critique du texte grec et une trad. annotée, Bruxelles: Société
des Bollandistes (Subsidia hagiographica, 33), 110-112.
Subotić, G. and Lj. Maksimović. 2012.«Sveti Sava i podizanje Mileševe», Vizantijski svet na Balkanu, ed.
B. Krsmanović, Lj. Maksimović, R. Radić, Beograd, 97- 109.
Striker, C. and I. Y. D. Kuban. 1968. «Work at Kalenderhane Camii in Istanbul: second preliminary
report», DOP 22: 185-193.
Svoronos, N.G.1959. Recherches sur le cadastre byzantine et la fiscalité aux XIe et XIIe siècles: le Cadastre de
Thèbes, Athènes.
xxxiii
Talbot, A. M. 1996. «Affirmative Action in the 13th Century: An Act of John Apokaukos concerning
the Blachernitissa Monastery in Arta», Φιλέλλην Studies in Honour of Robert Browning,
Venice, 399-409.
-----. 1996 (ed. ) Holy Women of Byzantium: Ten Saint's Lives in English Translation, Washington, D.C.
1996.
Tatić-Djurić, M. 2007. «Vrata Slova. Ka liku i značenju Vlahernitise», Studije o Bogorodici, Beograd.
Teteriatnikova, N. 2003. Relics in the walls, pillars and columns of Byzantine churches,
Vostocnoxristianskie relikvii, ed. A. Lidov, Moscow, 78–79, 87, fig. 4.
Theis, L. 1990. Die Architektur der Panagia Paregoretissa in Arta/Epirus, Amsterdam.
Thierry, N. 1977. «Une problème de continuité ou de rupture: La Cappadoce entre Rome», Byzance et
les Arabes, Comptes rendus des séances de l’Académie des Inscrpitions et Belles-Lettres, 122-126.
-----. 1980. «Deux notes à propos du Mandylion», Zograf 11: 16 - 19.
-----. 2002. La Cappadoce de l’antiquité Moyen àge, Paris.
Todić, B. 1985. «Mileševa i Žiča - Tematske i ikonografske paralele», ed. V. J. Đurić, Mileševa dans
l’histoire du people serbe, Colloque scientifique international à l’occasion de 750 ans de son
existence (Juin 1985), Beograd, 81-89.
-----. 1997. «L' influence de la liturgie sur la decoration peinte du narthex de Sopoćani»,
Drevnerusskoe iskusstvo, Rus, Byzantia, Balkani, XII vek, St. Peterburg 1997, 43-58.
-----. 1998. Gračanica, Beograd.
-----. 1990 - 1991. «Ikonografska istraživanja žičkih fresaka», Saopštenja 22 - 23: 25-39.
-----. 1993. Staro Nagoričino, Beograd.
-----. 1999. Serbian medieval painting the age of King Milutin, Belgrade.
-----. 2011. «Novo tumačenje programa i rasporeda fresaka u Mileševi», Sur les pas de Vojislav J.
Djurić, ed. D. Medaković, C. Grozdanov, Beograd 2011, 55-68.
Tolstaa, T. V. 1995. «Sorok sevastiiskih mucenika v ikonograficeskoi programme zertvenika Sofii
Oxridskoi», Byzantinoslavica 56: 743-752.
Tomeković, S. 1988. «Contribution à l’étude du programme du narthex des églises monastiques (XIe
première moitié du XIIIe)», Byzantion 58 : 140-154.
-----. 2011. Les Saints Ermites et Moines dans la peinture murale Byzantine, Paris.
Tomić-Djurić, M. 2010. «Predstave poslednjih strofa Bogorodičinog akatista u srpskom zidnom
slikarstvu XIV veka i kult Bogorodice Odigitrije», Niš i Vizantija 9: 359-376.
Touratsoglou, J. and P. Protonotarios. 1977. «Les emissions de couronnement dans le monnayage
byzantine du XIIIe siècle», RN 19: 74-75.
Tsigaridas, Ef. 1987. «Les peintures murales de l’ ancienne Métropole de Véria», Mileševa dans l’histoire
du people serbe, Colloque scientifique international à l’occasion de 750 ans de son existence (Juin
1985), Belgrade 91-101.
Tsitouridou, A. 1981. «Les fresques du XIIIe siècle dans l’ églises de la Porta – Panagia en Thessalie»,
Actes du XVe Congrès International d’ Études Byzantines, (Athènes 1976), II: 863-879.
Underwood, A. P. 1957. Second Preliminary Report on the Restoration of the Frescoes in the Kariye
Camii at Istanbul, DOP 11: 210-211.
-----. 1966. The Kariye Djami, New York.
xxxiv
-----. 1975a. «Some Problems in Programs and Iconography of Ministry Cycles», The Kariye Djami,
Studies in the Art of the Kariye Djami and It's Intellectual Background, London, vol. 4, 245-
302.
-----. 1975b. (ed.) The Kariye Djami, Studies in the Art of the Kariye Djami and It's Intellectual Background,
London, vol. 4.
Vasilaki M. (ed.) 2005. Images of the Mother of God: Perceptions of the Theotokos in Byzantium, Aldershot
(England), Burlington: Ashgate.
Vasiliev, A. 1932. «Pero Tafur, a Spanish Traveler of the Fifteenth Century and His
Visit to Constantinople, Trebizond and Italy», Byzantion 7: 75-122.
Vasljevski, V. 1896. Epirotica saeculi XIII, VV 3: 233-299.
Velenis, G. 1988. «Thirteenth-Century Architecture in the Despotate of Epirus. The Οrigins of the
School», Studenica et l’art byzantin autour de l’année 1200, Symposium de Beograd, 279-286.
Velmans, Τ. 1964. «La rôle du décor architectural et la représentation de l’ espace dans la peinture des
Paléologues», CA 14: 183-216
-----. 1967. «Les valeurs affectives dans la peinture murale Byzantine au XIIIe siècle et la maniere de
les representer», L’ Art Byzantin du XIIIe siècle, Symposium de Sopoćani, Belgrade, 47- 57.
-----. 1971. «Le portrait dans l’ art des Paléologues», L’ Art et Société a Byzance sous les Paléologues,
Actes du colloque organisé par l’association internationale des études Byzantines a Venise en
septembre 1968, 91-148
-----. 1977. La peinture murale byzantine à la fin du moyen âge, Paris.
-----. 1979. L' église de Khé, en Géorgie, Zograf 10: 71-82.
-----. 1983. «Une icone au Musée de Mestia et le thème des Quarante martyrs en Géorgie», Zograf 14:
40-51
-----. 1985. «L’ église de Zenobani et le thème de la Vision de saint Eustache en Géorgie», CA 33, 18-
45.
-----. 1988 «La peinture murale en Géorgie qui se rapproche de la règle constantinopolitaine (fin
XIIe- début XIIIe s.)», Studenica et l’art Byzantine, 385-399.
-----. 2002. Le grand livre des Icônes, Paris.
Vitaliotis, Y. 2008. «The Basilica of the Forty Martyrs, Albania: A pilgrimage church of the Early
Christian Monuments», Routes of Faith in the Medieval Mediterranean History, Monuments,
People, Pilgrimage Perspectives Proceedings of an International Symposium, Thessalonike, 403-
413.
Vivian, M. R. 2010. «The World of St. Daniel the Stylite: Rhetoric, Religio and the Relationships in the
Life of the Pillar Saint», The Rhetoric of Power in Late Antiquity Religion and Politics in
Byzantium, Europe and the Early Islamic World, ed. R. M. Frakes, E. DP. Digeser, J. Stephens,
London - New York, 149- 152.
Vocotopoulos, P. 1997. «Arte under the “Despotate“ of Epirus», Epiros 4000 years of Greek history and
civilisation, Athens, 224-237.
-----. 1998-99: «Church Architecture in the Despotate of Epirus: the problem of influences», Zograf 27:
72-92.
-----. 2012. «Le peinture dans le Despotat d' Épire», Orient et Occident méditerranéens au XIIIe siècle,
123-134.
xxxv
Vojvodić, D. 2000. «Un regard nouveau sur la représentation du Concile de saint Siméon-Nemanja à
Arilje”, CahBa. 31: 11-20.
-----. 2005. Zidno slikarstvo crkve sv. Ahilija u Arilju, Beograd.
-----. 2011. «Žiča i Peć, prilog razmatranju sličnosti dva programa zidnog slikarstva», Saopštenja XLII:
31-47.
-----. 2012a. «Na tragu izgubljenih fresaka Žičc (III)», Saopštenja XLIV: 43-61.
Vulf, O. 1900. «Arhitektura i mozaik hrama Uspenia Bogorodici v Nikee», VV 7: 371-425.
Walter, C. 1970. L' iconographie des conciles dans la tradition byzantine, Paris.
-----. 1988. «“Later-Day” Saints in the model for the London and Berberini Psalters», REB 46: 211-
228.
-----. 1990. «Three Notes on the Iconography of Dionysius the Areopagite», REB 48: 268-274.
-----. 1992. «St. George “Kephalophores», Ευφροσύνον, τόμ. 2, 694-703.
Weiss, P. 1997. Die Mosaiken des Chora - Klosters in Istanbul, Stuttgart Zürich.
Weitzmann, Κ. 1971. «Constantinopolitan Book Illumination in the Period of the Latin Conquest»,
Studies in Classical and Byzantine Manuscript Illumination, London, 314- 334.
Weitzmann, K. and M. Bernabo. 1999. The Byzantine Octateuchs, Princeton.
Winfield, D. and J. 2000. «The Church of the Panaghia tou Arakos at Lagoudhera»,
Cyprus,Washington, (DC).
Wolf, G., C. D. Bozzo and A. R. C. Masetti. ed. 2004. Mandylion Intorno al Sacro Volto, da Bisanzio a
Genova, Genova - Milano.
Wortley, J. 2009. «The Wood of the True Cross», Studies on the Cult of Relics in Byznatium up to 1204,
Farnham : Burlington : Ashgate/Variorum.
Wroth, W. 1909. Imperial Byzantine Coins in the British museum, Chicago.
Wroth, W. 1911. Catalogue of the coins of the empires of Thessalonica, Nicea and Trebizond, London.
Xyngopoulos, A. 1955. Thessalonique et la peinture macédonienne, Athèns.
Zacos, G. and A. Veglery. 1972. Byzantine Lead Seals, Basel, I.
Zequo, M. 1986. «Monuments antiques et medievaux à inscriptions en verse», Monumentet 2: 33-36.
Živković, B. 1984. Sopoćani, Beograd.
Živojinović, M. 1977. «O boravcima svetog Save u Solunu», Istorijski Časopis 24: 63-71.
-----. 1979. «Ktitorska delatnost svetoga Save», Sava Nemanjić-Sveti Sava, Histoire et tradition, Beograd,
15-24.
xxxvi
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1
Ηπείρου ήταν ο Αν. Ορλάνδος,1 ο οποίος πραγματοποίησε ταυτοχρόνως και πολλές
αναστηλώσεις Ηπειρωτικών μνημείων. Το έργο του συνεχίστηκε από τον Ακαδημαϊκό
Παναγιώτη Βοκοτόπουλο, ο οποίος εκτελώντας το καθήκον του εφόρου στην εν λόγω
περιοχή, είχε παρουσιάσει σχεδόν όλα τα μνημεία που μελετώνται στην παρούσα
διατριβή με αναφορές στο Αρχαιολογικό Δελτίο. Ιδιαίτερα πολύτιμες είναι μελέτες
του, στις οποίες ασχολείται αναλυτικά με την τέχνη της Ηπείρου ή γενικότερα με την
καλλιτεχνική παραγωγή κατά τον 13ο αιώνα.2 Εξίσου σημαντικές είναι και οι μελέτες
άλλων ερευνητών που δημοσιεύτηκαν τα τελευταία χρόνια. Μεταξύ αυτών,
ξεχωριστή θέση καταλαμβάνουν οι μελέτες και ιδιαίτερα η μονογραφία για τη
Βλαχέρνα της Αχειμάστου-Ποταμιάνου.3 Πολύτιμα είναι και δύο βιβλία για την
καλλιτεχνική παραγωγή στην Άρτα που είδαν το φως της δημοσιότητας σχετικά
πρόσφατα και ανήκουν στη Βαρβάρα Παπαδοπούλου4 και τον Δημήτριο Γιαννούλη.5
Παρά ταύτα όμως διαπιστώνεται η έλλειψη συστηματικής και συνθετικής μελέτης του
ζωγραφικού διακόσμου των ηπειρωτικών μνημείων, την οποία καλούμαστε με την
παρούσα μελέτη να συμπληρώσουμε. Επιπλέον, απουσιάζει και ένας συστηματικός
κατάλογος των μνημείων με την καταγραφή των σωζόμενων τοιχογραφιών. Ο
Τσουρής στο βιβλίο του Ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος των υστεροβυζαντινών
μνημείων της βορειοδυτικής Ελλάδος δίνει έναν κατάλογο των μνημείων του
Δεσποτάτου με τη σχετική βιβλιογραφία. Ωστόσο, ο κατάλογος αυτός δεν είναι
πλήρης και εξαντλητικός, επειδή αφορά μόνο την αρχιτεκτονική των ναών, ενώ
συμπεριλαμβάνει δημοσιεύματα σχετικά με τη ζωγραφική, γλυπτική ή τις επιγραφές,
μόνο όταν βοηθούν στην αποκατάσταση της οικοδομικής ιστορίας, των φάσεων, κ.λπ.6
Οι ερευνητές, οι οποίοι μελετούσαν έως τώρα την τέχνη του Δεσποτάτου της
Ηπείρου βασίζονταν κυρίως στα πολιτικά του σύνορα και στα μνημεία που
βρίσκονταν υπό την άμεση επίδρασή τους. Στην παρούσα εργασία θα ακολουθηθεί η
ίδια προσέγγιση. Αυτό αποτελεί άλλωστε και μια από τις πρώτες δυσκολίες, τις οποίες
οφείλαμε να αντιμετωπίσουμε δεδομένου ότι τα σύνορα άλλαζαν σημαντικά καθ’ όλη
τη διάρκεια του 13ου αι., ιδιαίτερα επί της δεσποτείας του φιλόδοξου Θεοδώρου
Αγγέλου. Στην εργασία θα περιοριστούμε σε εκείνα τα μνημεία που αποδεδειγμένα
έχουν άμεση σχέση με το Κράτος της Ηπείρου, ακόμη και αν οι συγκεκριμένοι ναοί
2
Εισαγωγή
βρίσκονται στα εδάφη που ανήκαν στο Δεσποτάτο για πολύ σύντομο χρονικό
διάστημα. Υιοθετώντας την προαναφερθείσα εδραιωμένη προσέγγιση, είχαμε να
αντιμετωπίσουμε το ζήτημα της Θεσσαλίας, εάν δηλαδή έπρεπε να ασχοληθούμε και
με τα μνημεία της περιοχής αυτής, και κυρίως με την Πόρτα Παναγιά, στη διατριβή
μας. Επειδή όμως η Θεσσαλία αποτελούσε ξεχωριστό κράτος από την εποχή του
Σεβαστοκράτορος Ιωάννη (1231-1267/8), και εκδήλωνε αποσχιστικές τάσεις ήδη από
πολύ νωρίτερα, κρίναμε σκόπιμο να μην συμπεριλάβουμε το σημαντικό αυτό μνημείο
στον κατάλογο των μνημείων του Δεσποτάτου της Ηπείρου.
Εκτός από την εξέταση του πλούσιου αυτού εικαστικού υλικού και των
σχετικών επιγραφικών και αρχαιολογικών δεδομένων, στην εργασία μας ερευνούμε
και πλήθος γραπτών πηγών προκειμένου να ρίξουμε περισσότερο φως στην
καλλιτεχνική παραγωγή της Ηπείρου. Στις συγκεκριμένες πηγές ανήκουν επιστολές
των επιφανών ιεραρχών, όπως των Ιωάννη Απόκαυκου και Γεωργίου Βαρδάνη, μια
σειρά νομικών εγγράφων, τα οποία εξέδωσε ο Δημήτριος Χωματηνός, Αρχιεπίσκοπος
Αχρίδας, τα ιστορικά έργα των Γεωργίου Ακροπολίτη και Γεωργίου Παχυμέρη, του
Χρονικού του Μορέως, καθώς και τα αγιογραφικά έργα που συνετάχθησαν προς τιμή
της Αγίας Θεοδώρας, συζύγου του Δεσπότη Μιχαήλ Β΄, και του αγίου Σάββα Σερβίας.
Κύριο στόχο της διατριβής μας αποτελεί η ένταξη της καλλιτεχνικής
παραγωγής του Δεσποτάτου της Ηπείρου στο ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο της
εποχής, θεωρώντας την αφενός ως απάντηση στη λατινική κατοχή της
Κωνσταντινούπολης και, αφετέρου, ως έκφραση της εμπειρίας της εξορίας.
Εκτός από τα ζητήματα της πολιτικής, της ιδεολογίας και του κοινωνικού
πλαισίου της καλλιτεχνικής παραγωγής, στην παρούσα διατριβή εξετάζονται τα
εικονογραφικά προγράμματα καθώς και ζητήματα τεχνοτροπίας και η γενικότερη
εικαστική παράδοση του 13ου αι. Στο πλαίσιο αυτό στην παρούσα εργασία δεν θα
προβούμε σε αναλυτική εικονογραφική και τεχνοτροπική ανάλυση του κάθε
τοιχογραφημένου συνόλου ξεχωριστά. Αυτό θα γίνει μόνο σε εκείνες τις περιπτώσεις,
όπου δεν συμφωνούμε με τις χρονολογήσεις, τις ταυτίσεις παραστάσεων ή με τις
προτεινόμενες εικονογραφικές και τεχνοτροπικές αναλύσεις στις έως τώρα
δημοσιεύσεις.
Τα μνημεία που μελετούμε παρουσιάζονται στον κατάλογο της παρούσας
εργασίας που ακολουθεί ως δεύτερο μέρος της διατριβής. Ο κατάλογος αποτελείται
από μια σύντομη περιγραφή τους, προοπτικά σχέδια των εικονογραφικών
προγραμμάτων, καθώς και από επιλεγμένο φωτογραφικό υλικό.
Σε αυτή την προσπάθειά μας δεν φιλοδοξούμε να δώσουμε απαντήσεις σε όλα
τα ερωτήματα σχετικά με το περίπλοκο ζήτημα της καλλιτεχνικής παραγωγής στο
Δεσποτάτο της Ηπείρου. Επιχειρούμε, αξιοποιώντας τα μέχρι τώρα γνωστά
αποτελέσματα της επιστημονικής έρευνας όπως έχουν καταγραφεί στην
βιβλιογραφία, να δώσουμε τη δική μας θεώρηση των πραγμάτων.
3
2. Ιστορική επισκόπηση του μεσαιωνικού Κράτους της Ηπείρου
7 Για τη γενική ιστορία της Ηπείρου στον 13ο αι., βλ. κυρίως Nicol 1957 και Nicol 1992· Stiernon 1959 90-
126· Ferjančić 1960· Σταυρίδου-Ζαφράκα 1990 και Prinzing 2010, 81-99.
8 Η βιβλιογραφία είναι εκτενής, από την οποία θα ξεχωρίσουμε μόνο τους βασικούς τίτλους: Miller
1926· Carile, 1965, 125-305· Ostrogorski 1996, 396-422 Σταυρίδου-Ζαφράκα 1990.
9 Mango 2002, 250.
10 Για την καταγραφή των δεκαπέντε γνωστών χρυσόβουλλων, βλ. στο Lemerle 1953, 407 sq. Bλ., επίσης
Marković 1952, 205 και Lemerle 1951, 389 sq.
4
Εισαγωγή
κατάσταση στην Ήπειρο, καθώς και για τις σχέσεις του κράτους αυτού με τη Νίκαια.
Τέλος, η αλληλογραφία του Γεωργίου Βαρδάνη αποτελεί μια σημαντική πηγή για την
Κέρκυρα.11
Είναι γενικά αποδεκτό να ονομάζεται η ανεξάρτητη περιοχή της Ηπείρου ως
«Δεσποτάτο», παρόλο που ο όρος με αυστηρά επιστημονικά κριτήρια δεν είναι
ορθός.12 Η ιδέα δεσποτάτου είναι στην πραγματικότητα δυτικής προέλευσης, όπου δεν
υπήρχε κεντρική εξουσία, αλλά πλήθος μικρών ανεξάρτητων περιοχών. Για το λόγο
αυτό ο όρος απαντά στις πηγές, οι οποίες είναι στενά συνδεδεμένες με τους Δυτικούς,
όπως είναι το Χρονικόν του Μορέως.13
Οι Βυζαντινοί, αναφερόμενοι στο κράτος της Ηπείρου, χρησιμοποιούσαν
ορολογία σχετική με τη γεωγραφική του θέση. Έτσι, οι περιοχές της Ηπείρου ήταν «τὰ
κατὰ τὴν Δύσιν κάστρα καὶ χῶραι» ή «δυτικὰ θέματα»,14 ενώ ο ηγεμόνας ονομαζόταν
«δυσμοκράτωρ»15 ή «σκηπτροκρατῶν» των δυτικών φρουρίων.16
Έχει αποδειχθεί17 ότι ο ιδρυτής του ο Μιχαήλ Α΄ Άγγελος Κομνηνός Δούκας
ήταν απλά ένας τοπικός δυνάστης και δεν είχε τον τίτλο του δεσπότη.18 Επίσης και ο
αδελφός του και διάδοχος, Θεόδωρος, δεν είχε κάποιο τίτλο, μέχρι να καταλάβει τη
Θεσσαλονίκη και να γίνει αυτοκράτορας. Επίσης και οι υπογραφές του Μιχαήλ στα
επίσημα έγγραφα και στις επιστολές του επιβεβαιώνουν ότι δεν χρησιμοποιούσαν
ποτέ τον τίτλο του δεσπότη. Συνήθως έγραφε μόνο «Κομνηνὸς κυρ Μιχαήλ». Το ίδιο
ισχύει και για τον Θεόδωρο, ο οποίος προσέθετε και το επίθετο Δούκας («Θεόδωρος
5
Κομνηνὸς ὁ Δούκας»).19 Επομένως, οι δύο πρώτοι ηγεμόνες της Ηπείρου δεν κατείχαν
τον συγκεκριμένο τίτλο, αφού το δικαίωμα της χορήγησής του ανήκε, όπως
προαναφέραμε, στον βυζαντινό αυτοκράτορα· είναι δε γνωστό ότι οι πρώτοι ηγεμόνες
της Ηπείρου δεν είχαν καλές σχέσεις ούτε με τον Θεόδωρο Λάσκαρη ούτε με τους
Λατίνους.20
Κατά την περίοδο 1225-1230, όταν δηλαδή ο Θεόδωρος ανακηρύχθηκε
αυτοκράτορας, εμφανίζεται και ο τίτλος του δεσπότη στο κράτος της Ηπείρου. Ο
Ακροπολίτης αναφέρει ότι ο νέος αυτοκράτορας, Θεόδωρος Α΄ Άγγελος, το 1225
άρχισε να τοποθετεί δεσπότες, σεβαστοκράτορες, μεγάλους δομέστικους και
πρωτοβεστιάριους.21
Η επικράτεια που διοικούσε ο Μιχαήλ Δούκας (1204-1215) περιλάμβανε μεγάλο
μέρος της σημερινής Αλβανίας και εκτεινόταν από το Δυρράχιο, βόρεια, και έως τη
Ναύπακτο, νότια. Ο Μιχαήλ πριν από το θάνατό του κυριαρχούσε σε Ήπειρο,
Ακαρνανία, Κέρκυρα, Λευκάδα, Λάρισα και ένα μέρος της δυτικής Θεσσαλίας.22 Στο
Χρονικό του Μορέως αναφέρεται ότι ο Μιχαήλ Α΄ Άγγελος «κυβερνούσε της Βλαχίας
και όλης της Ελλάδος, της Άρτας και των Ιωαννίνων και όλου του Δεσποτάτου».23
Όπως η αυτοκρατορία της Νίκαιας στη Μικρά Ασία, με τον ίδιο τρόπο και το κράτος
της Ηπείρου έγινε ένα άλλο βυζαντινό κέντρο στα Βαλκάνια, αντιτιθέμενο στη
λατινική αυτοκρατορία της Θεσσαλονίκης, ανατολικά, στους Ενετούς, στην
Αδριατική, και στους νότιους Σλάβους, βόρεια και βορειοανατολικά.
Ο Ιωάννης Ι΄ Καματηρός, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, δεν αναγνώριζε
τον Μιχαήλ Α΄ ως νόμιμο διάδοχο, αλλά προσχώρησε στον Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρη στη
Νίκαια. Ο Μιχαήλ, από την άλλη πλευρά, αναγνώρισε τη δικαιοδοσία του πάπα
Ιννοκεντίου στην Ήπειρο, διακόπτοντας με αυτό τον τρόπο τις σχέσεις του με την
Ανατολική Εκκλησία.24
19 Την απόδειξη ότι ο Θεόδωρος δεν είχε ποτέ τον τίτλο του δεσπότη αποτελεί και η επιστολή του
Δημητρίου Χωματηνού προς τον πατριάρχη Γερμανό, στην οποία δικαιολογούσε τις επιδιώξεις του
Θεοδώρου να γίνει αυτοκράτορας. Στην επιστολή του αυτή ο Χωματηνός υπογραμμίζει τη συγγένεια
του Θεοδώρου με την οικογένεια των Κομνηνών, αναφέροντας και τον τίτλο του σεβαστοκράτορα,
τον οποίο είχε ο πατέρας του Θεοδώρου, ενώ πουθενά δεν αποκαλεί τον Θεόδωρο δεσπότη, βλ.
Ferjančić 1960, 52-58.
20 Σταυρίδου-Ζαφράκα 1990, σποραδικά.
21 G. Acropolitae, Opera I, ed. A. Heisenberg, Leipzig (Teubner) 1903, 33.
22 Nicol 1957, 47· Ferjančić 1974, 41-42.
23 The Chronicle of Morea, ed. J. Schmitt, London, 1904, 1030-1033.
24 Βλ. περισσότερα στους: Karpozilos 1973 και Σταυρίδου-Ζαφράκα 1990.
6
Εισαγωγή
Τον Μιχαήλ Α΄, μετά τη δολοφονία του, διαδέχθηκε ο αδελφός του Θεόδωρος
(1215-1230). Σύμφωνα με τους ιστορικούς της Νίκαιας, ο Θεόδωρος μετά την κατάλυση
της Κωνσταντινούπολης το 1204, διέμεινε για ένα χρονικό διάστημα στα ανάκτορα
της Νίκαιας και πριν αναχωρήσει για την Άρτα έδωσε όρκο πίστης στον Θεόδωρο
Λάσκαρι, αναγνωρίζοντας την εξουσία του.25 Κατά τα έτη 1215-1216 ο Θεόδωρος
απέσπασε από τους Βουλγάρους την Αχρίδα, τα Σκόπια και τη Στρούμιτσα, ενώ από
τους Λατίνους μεταξύ των ετών 1218 και 1224 τις Νέες Πάτρες (Υπάτη), τη Λαμία, τα
Γρεβενά, την Καστοριά, τη Βέροια, τον Πλαταμώνα (όπου υπήρχε το κάστρο, από το
οποίο ελεγχόταν ο δρόμος που οδηγούσε από τη Θεσσαλία προς τη Θεσσαλονίκη), τα
Σέρβια, τις Σέρρες και τη Χριστούπολη. Στα τέλη του 1224 κατέκτησε και τη
Θεσσαλονίκη και ίδρυσε το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης, λαμβάνοντας από τον τίτλο
του αυτοκράτορα των Ρωμαίων.26 Το κράτος της Ηπείρου υπό τον Θεόδωρο Δούκα
έγινε, λοιπόν, σοβαρός ανταγωνιστής του κράτους της Νίκαιας, αφού και τα δύο
βυζαντινά κράτη είχαν ως σκοπό την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης. Τον
Θεόδωρο εμπόδισαν οι Βούλγαροι, οι οποίοι τον νίκησαν στη μάχη της Κλοκότνιτσας
(1230) και ο ίδιος αιχμαλωτίστηκε. Την εξουσία στη Θεσσαλονίκη ανέλαβε ο αδελφός
του Μανουήλ (1230-1237), ενώ η διακυβέρνηση της Ηπείρου παραχωρήθηκε στο
Μιχαήλ Β΄ (1231-1267/68), τον υιό του Μιχαήλ Α΄.
Το 1242 ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Ιωάννης Βατάτζης πραγματοποίησε την
εκστρατεία εναντίον της Θεσσαλονίκης, αναγκάζοντας τον Μιχαήλ Β΄ να παραιτηθεί
από τον αυτοκρατορικό τίτλο. Γύρω στο 1250 ο Μιχαήλ αναγνώρισε τον Ιωάννη ως
αυτοκράτορα και ως αντάλλαγμα ο Ιωάννης τον αναγνώρισε ως Δεσπότη. Είναι η
πρώτη φορά που χρησιμοποιήθηκε επίσημα ο τίτλος του «δεσπότη» της Ηπείρου. Η
Θεσσαλονίκη και τα περίχωρά της ενσωματώθηκαν οριστικά στην αυτοκρατορία της
Νίκαιας και τέθηκαν υπό στρατιωτικό διοικητή. Στη συνέχεια ο Ιωάννης Βατάτζης και
ο Μιχαήλ Β΄ σύναψαν ειρήνη, την οποία σφράγισαν και με τον αρραβώνα μεταξύ της
κόρης του Ιωάννη, Μαρίας, και του υιού του Μιχαήλ, Νικηφόρου, το 1249. Ωστόσο,
ύστερα από την προτροπή του Θεοδώρου Αγγέλου, ο Μιχαήλ Β΄ κατέλαβε κάποιες
πόλεις στη Μακεδονία που ανήκαν στο κράτος της Νίκαιας. Ο πόλεμος, τον οποίο
προκάλεσε με αυτή την ενέργεια, τελείωσε με την ήττα του. Ο Μιχαήλ Β΄
αναγκάστηκε να δεχθεί τους όρους του Ιωάννη προκειμένου να επιτευχθεί η ειρήνη.
Επέστρεψε τις κατειλημμένες πόλεις, τη δυτική Μακεδονία, καθώς και τον Θεόδωρο
Άγγελο.27 Ωστόσο, ο Μιχαήλ προσπαθούσε με διάφορες συμμαχίες και ζ με δυτικούς
7
ηγεμόνες να επεκτείνει το κράτος της Ηπείρου, στρεφόμενος σαφώς κατά της
Αυτοκρατορίας της Νίκαιας και με απώτερο σκοπό την απελευθέρωση της
Κωνσταντινούπολης. Συμμάχησε με το βασιλιά των Δύο Σικελιών Μανφρέδο
Χοχενστάουφεν, δίνοντας του ως σύζυγο την κόρη του Ελένη,28 και την Άννα-Αγνή με
τον πρίγκιπα της Αχαΐας Γουλιέλμο. 29
Στη Θεσσαλία ο Μιχαήλ Β΄ Άγγελος κατάφερε να επανακτήσει τα εδάφη τα
οποία είχε χάσει. Από τις ελάχιστες πηγές που μας παρέχουν πληροφορίες για τη
ηγεμονία του, μαθαίνουμε ότι ακόμα και πριν από το θάνατό του το 1268, σε ορισμένα
μέρη της Θεσσαλίας εμφανίζονται αποσχιστικές τάσεις που βαθμιαία προετοίμαζαν
τις συνθήκες για πλήρη πολιτική ανεξαρτησία της συγκεκριμένης περιοχής. 30 Παρά
ταύτα, όμως, η Θεσσαλία εξακολουθεί να υπάγεται στο Δεσποτάτο της Ηπείρου έως
το θάνατό του.
Με το θάνατο του Μιχαήλ Β΄ αρχίζει η παρακμή του Δεσποτάτου. Το κράτος
του χωρίστηκε σε δύο μέρη: Την Ήπειρο – Αιτωλοακαρνανία, που κληρονόμησε ο υιός
του Νικηφόρος Α΄ (1267/8-1296) και την Θεσσαλία, η οποία παραχωρήθηκε στο νόθο
υιό του Ιωάννη (1266/7-1289), ο οποίος έγινε σεβαστοκράτορας.31
Για την κυβέρνηση του Νικηφόρου δεν έχουμε πολλά στοιχεία.32 Πριν έρθει
στην εξουσία τον πάντρεψαν με την Μαρία, κόρη του Θεοδώρου Β΄ Λάσκαρη. Παρόλο
που οι διαπραγματεύσεις για τον γάμο ξεκίνησαν το 1249, ο γάμος έγινε μόλις το 1256,
ενώ τον τίτλο του δεσπότη είχε λάβει ήδη το 1251.33 Αφού πέθανε η γυναίκα του, ο
Νικηφόρος ξαναπαντρεύτηκε το 1264 την Άννα, την ανεψιά του Μιχαήλ Η΄
Παλαιολόγου. Η εποχή της εξουσίας του Νικηφόρου στην Ήπειρο θα ήταν δυνατό να
χαρακτηριστεί ως περίοδος αμφιταλάντευσης μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Ο
Νικηφόρος έπρεπε να προσέχει ποια πολιτική θα ακολουθήσει, αφού οι
δραστηριότητες του Καρόλου Ανδεγαυικού στρέφονταν κατά των εδαφών του
8
Εισαγωγή
Δεσποτάτου της Ηπείρου. Θεωρείται ότι ο δεσπότης το 1279 έδωσε όρκο πίστης στον
Κάρολο. Μετά από την τελική αποτυχία των επιθετικών σχεδίων του Καρόλου και την
αλλαγή στο Βυζαντινό θρόνο, ο νέος αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος το
1282-3 αναλαμβάνει εκστρατεία εναντίον του Νικηφόρου. Ωστόσο, η γυναίκα του
Νικηφόρου Άννα το 1284 έφυγε κρυφά για την Κωνσταντινούπολη προκειμένου να
μεσολαβήσει στη σύναψη συμφωνίας μεταξύ τους. Το 1291 οι σχέσεις μεταξύ της
Ηπείρου και της Κωνσταντινούπολης πάλι χάλασαν. Ο βασιλιάς Ανδρόνικος έστειλε
το στρατό του εναντίον του Νικηφόρου. Ο δεσπότης συμμάχησε με τους ηγεμόνες της
Αχαΐας, Φλωρέντιο, και της Κεφαλληνίας, Ρικάρντο. Επίσης από το 1291 ο Νικηφόρος
διεξάγει διαπραγματεύσεις για να παντρέψει την κόρη του Θάμαρ με τον Φίλιππο του
Τάραντα. Ο γάμος τελικά έγινε το 1294 και ο Νικηφόρος έδωσε στο γαμβρό του
ορισμένα εδάφη και κάστρα της Ηπείρου όπως και κάποια κληρονομικά δικαιώματα.34
Τον Νικηφόρο διαδέχθηκε ο υιός του Θωμάς (1296-1318), τον οποίο αρχικά
επιτρόπευε η μητέρα του Άννα, επειδή ήταν ανήλικος. Η ίδια ήταν πολύ δραστήρια
και επαναπροσανατόλισε την πολιτική του Δεσποτάτου προς το Βυζάντιο. Μετά από
πολλά εμπόδια κατάφερε να παντρέψει τον Θωμά με την Άννα, την εγγονή του
αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου. Τότε δόθηκε ο τίτλος του δεσπότη και στον
Θωμά, ως γαμβρό των Παλαιολόγων.35 Οι πηγές δεν μας δίνουν πολλά στοιχεία για
την κυβέρνηση του Θωμά. Το 1318 ο Θωμάς δολοφονήθηκε από τον Νικόλαο Ορσίνι
(1318-1323) που ανέλαβε την εξουσία στην Άρτα.36
34 Αναλυτικά για το συμβόλαιο του γάμου και την προίκα της Θαμάρ, βλ. σσ. 81-82.
35 Ferjančić 1960, 73-74.
36 Nicol 1984, 81-105.
9
Α. ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΣΤΟ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ
ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ 13ΟΥ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 14ΟΥ ΑΙΩΝΑ.
Στην Ήπειρο υπήρχαν καλές συνθήκες για την απρόσκοπτη ανάπτυξη της
τέχνης, κυρίως των έργων μικροτεχνίας και ζωγραφικής, όπως επίσης της
λογοτεχνίας και της αρχιτεκτονικής.37
Στις αρχές του 13ου αι. υπήρχαν εργαστήρια υφασμάτων, καθώς και ένα
εργαστήριο επεξεργασίας μετάλλων και κεντημάτων.38 Τα αντικείμενα αυτά
συνοδεύονται και από επιγράμματα, τα οποία μαρτυρούν για τις υψηλές αισθητικές
αντιλήψεις των ανθρώπων που τα παράγγελαν. Τα διασωθέντα νομίσματα επίσης
μαρτυρούν και για την ύπαρξη νομισματοκοπείων στην περιοχή της Ηπείρου.39
Ιδιαίτερη ανάπτυξη γνώρισε η αρχιτεκτονική, η οποία εξελίχθηκε σε μια
τοπική σχολή.40 Σε σχέση με τα μνημεία, τα ζωγραφικά σύνολα είναι σχετικά λίγα και
37 Μια σύντομη επισκόπηση της τέχνης στην Ήπειρο κατά τις πρώτες τρεις δεκαετίες, βασισμένη σε
γραπτές πηγές και τα διασωθέντα αντικείμενα, έχει κάνει ο Κίσσας. Βλ. Kissas 1987, 37-49.
38 Ό.π. 40-43.
39 Σχετικά με τα νομίσματα των Ηπειρωτών, βλ. Wroth 1911, 192-199, 226, pl. XXVI· Προτονοταρίου 1982,
130–150· Οικονομίδου 1992, 95-99· Οικονομίδου - Τουρατσόγλου – Τσούρτη 1992, 101-123· Bellinger and
Grierson 1999, τ. 2, 621-625· Laiou 2001, 207-215.
40 Korać 1967, 11-22· Velenis 1988· Vocotopoulos 1998-1999 με τη σχετική βιβλιογραφία, όπως και η
αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή του Ν. Καπώνη, Η ναοδομική αρχιτεκτονική του Δεσποτάτου κατά
την διάρκεια της δυναστείας των Κομνηνών Αγγέλων, Ιωάννινα 2007.
10
Εισαγωγή
…ἔστιν ἐνταῦθα καὶ παρ’ ἡμῖν μοναχός τις τὸ σχῆμα, ὄνομα Νίκων, εἰ δὲ
καὶ τὸν τρόπον, οὐκ οἶδα. Θεός οἶδεν. Οὗτος αὐτονομίᾳ θέλων συζῆν καὶ
ἀνεπισκόπητος εἶναι, ἐνοικεῖ μὲν τῇ παρὰ τῶν ἡμετέρων μεγάλων
Κομνηνῶν, τοῦ τε κὺρ Μιχαὴλ ἐκείνου καὶ τοῦ νῦν κρατοῦντος κὺρ
Θεοδώρου, νεουργουμένῃ μονῇ. Καθεῖλε δὲ τὸν ἐπὶ σταυροπηγίῳ τοῦ ὑφ’
ὑμᾶς συναδέλφου ἡμῶν τοῦ Χιμάρας ἀνοικοδομούμενον ναὸν π α ρ ὰ τ ο ῦ
ἀοιδίμου κὺρ Μιχαὴλ τοῦ Κομνηνοῦ. Ἐν ᾧ καὶ ἡ
ἐπὶ τῇ καταβολῇ τῶν θεμελίων ἀνεφωνήθη παρὰ
τ ο ῦ Χ ι μ ά ρ α ς ε ὐ χ ὴ καὶ λείψανα μαρτυρικὰ κατετέθησαν καὶ
πάντα τὰ κατὰ τὸν ἐπὶ τοῖς τοιούτοις θεῖον νόμον ἐπισκοπικῶς
ἐτελέσθησαν. Ἐχόμενα δὲ τούτου καὶ πάνυ τι συνημμένως ἕτερον ἐπὶ
σταυροπηγίῳ τῆς σῆς ἁγιωσύνης οἰκοδομεῖ, ὡς πάντως τὴν ἐπισκοπικὴν
ἐποπτείαν ἀποφορτίσηται.42
11
Από τις επιστολές του Ιωάννη Αποκαύκου πληροφορούμαστε επίσης ότι στην
πρώτη δεκαετία του 13ου αι. ζωγραφίστηκε με χρήση μάλιστα χρυσού – «χρυσῷ τὴν
ἐκκλησίαν καταστιλπνώσας»43 – και η εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία
Πανύμνητο, η οποία ήταν καθεδρικός ναός της μητρόπολης της Ναυπάκτου. Οι
τοιχογραφίες ήταν έργο του ζωγράφου Επιφανίου από τη Θήβα.44
Στην εκκλησία επρόκειτο να ζωγραφιστούν ακόμα και τα πλάγια κλίτη και οι
νάρθηκες: «δέονται γὰρ ἱστορίας τὰ πτερύγια τοῦ ναοῦ καὶ οἱ νάρθηκες»,45 καθώς και
να ανακαινισθούν τα δάπεδα και τα γλυπτά: «δεύτερος δὲ [παρακλητικὸς λόγος] περὶ
ἑρμογλύφου· χρήζουσι γὰρ οἱ πρόναοι τοῦ ναοῦ καὶ ὅσα ἐκ καινῆς ποιηθήσονται λίθων
ξεστῶν εἰς παραστάδας, εἰς ἔδαφος».46
Ο Απόκαυκος είχε πρώτα απευθυνθεί στον ίδιο ζωγράφο, τον Επιφάνιο από τη
Θήβα, ο οποίος όμως δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στην πρόσκληση:
Για το λόγο αυτό ζητά από τον Ευθύμιο Τορνίκη από την Εύβοια, τον οποίο προσκαλεί
στη Ναύπακτο και με άλλες επιστολές,48 να πείσει τον ζωγράφο Νικόλαο να έλθει
μαζί του προκειμένου να αναλάβει την τοιχογράφηση του ναού, όπως επίσης να φέρει
και γλύπτες:
καὶ πείσατε τὸν αὐτόθι ζωγράφον κὺρ Νικόλαον ἰδεῖν καὶ τοὺς
ἐρημοπολίτας ἡμᾶς καὶ δουλεῦσαι τῇ Πανυμνήτῳ ἐμμίσθως, θεραπευτῶς,
αὐτοφιλοτίμως49 (...) καὶ συγκόμισαί μοι, αἰδέσιμος κεφαλή, μετὰ σοῦ καὶ
τοὺς ἄνδρας.50
ανώνυμο πατριάρχη, μάλλον τον Θεόδωρο Β΄ Ειρηνικό (1213-1215) και γράφηκε περί τα τέλη του 1215.
Βλ. Apokaukos (Bees) σ. 206.
43 Ό.π. 1976, αρ. 27, στ. 38-39, σ. 86.
44 Ὀ.π. αρ. 58, στ. 22-25, σ. 115.
45 Ό.π., αρ. 103, στ. 16 - 18, σ. 153.
46 Ό.π., αρ. 58, στ. 25-27, σ. 115.
47 Ό.π., αρ. 58, στ. 22-25, σ. 115.
48 Ό.π., αρ. 47, σ. 104 και αρ. 54, σσ. 110-111.
49 Ό.π., αρ. 58, στ. 20-23, σ. 115.
50 Ό.π., αρ. 58, στ. 27-28.
12
Εισαγωγή
Σε μια άλλη επιστολή του (υπ’ αριθμ. 104), η οποία γράφηκε το 1222,53 ο
Απόκαυκος αναφέρει ως αιτία της φθοράς των τοιχογραφιών την παλαιότητα του
ναού και τους σεισμούς:
Έτσι, λοιπόν, σύμφωνα με τον Βέη, ο οποίος εξέδωσε και σχολίασε τις εν λόγω
επιστολές, υπήρχαν δύο ανακαινίσεις του μητροπολιτικού ναού της Ναυπάκτου επί
μητροπολίτη Ιωάννη Απόκαυκου – η πρώτη κατά τα έτη 1218/19 και η δεύτερη το
1222.55
Από τις επιστολές του Απόκαυκου πληροφορούμαστε για την ύπαρξη ακόμα
ενός ναού, ο οποίος δεν σώζεται σήμερα. Πρόκειται για την μονή της Περιβλέπτου
στην Άρτα.56 Η Β. Παπαδοπούλου προτείνει, με βάση κάποια γλυπτά που βρέθηκαν
στα υπόγεια του Μητροπολιτικού Μεγάρου της Άρτας και άλλα παρόμοια που είναι
εντοιχισμένα στο ναό του Αγίου Μερκουρίου (Παλιά Μητρόπολη της Άρτας), ότι η
μονή της Περιβλέπτου ήταν κτισμένη στην περιοχή του Μητροπολιτικού Μεγάρου
κοντά στον σωζόμενο μεταβυζαντινό ναό του Αγίου Μερκουρίου. 57 Σε κάθε
περίπτωση, οι αναφορές του Απόκαυκου, ο οποίος διέμεινε εκεί για ένα σύντομο
χρονικό διάστημα επιβεβαιώνουν την ύπαρξη της μονής:
51 Ό.π., σ. 185.
52 Ό.π., αρ. 27, στ. 38-41, σ. 86.
53 Ό.π., σ. 236.
54 Ό.π., αρ. 104, στ. 7-10, σ. 154.
55 Ὀ.π., σ. 236.
56 Κατσαρός 2008, 25-42.
57 Παπαδοπούλου 2005, 283-302.
13
Kαὶ αὐτὸς ζῶ κατακείμενος ἐν τῇ μονῇ τῆς Περιβλέπτου, καθὼς μὲ
ἀφῆκες, πλὴν χωρὶς πόνων· οὗτοι γὰρ ἔλειψαν· ἀργεῖ δὲ ἡ κίνησις διὰ τὴν
τῶν γονάτων νάρκωσιν...58
Εὑρεθέντων ἡμῶν τὴν σήμερον ἐν τῇ κατὰ τὴν Ἄρταν σεβασμίᾳ μονῇ τῆς
ὑπεραγίας δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου τῆς Περιβλέπτου...59
Σύμφωνα με τον Χωματηνό στο Κράτος της Ηπείρου υπήρχαν ακόμα μερικοί
ναοί, οι οποίοι κτίστηκαν στον 13ο αι. Πρόκειται για την εκκλησία της Ελεούσας στην
Βέροια, που καταστράφηκε εντελώς σε σεισμό και την οποία έκτισε ξανά η Ελένη και
ο άντρας της Νικηφόρος Κούναλης. Στην συγκεκριμένη εκκλησία τοποθέτησαν και
ένα μοναχό να λειτουργεί καθημερινά με σκοπό ο ναός να γίνει το μοναστήρι, που θα
περιλάμβανε και κτήματα τα οποία αφιέρωσε η Ελένη από την προίκα της:
14
Εισαγωγή
Επίσης, κατά την ίδια περίοδο μαρτυρείται η ανέγερση μιας ακόμη εκκλησίας
στο Παλάτι των Σκοπίων:
15
τον 13ο αι. τόπος ταφής ικανού αριθμού προσώπων εκ του κραταιού κλάδου των
Κομνηνοδουκάδων δεσποτών της Ηπείρου.67
Ο ναός του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο χωριό
Ε υ π ά λ ι ο βρίσκεται σε απόσταση δέκα χιλιομέτρων από την πόλη της Ναυπάκτου
(Εικ. 143).68 Κτίσθηκε την εποχή του Μανουήλ Κομνηνού (1143-1180), αλλά υπάρχει και
μια δεύτερη φάση από το β΄ ήμισυ του 13ου αι., που αφορά τα προσκτίσματα του
νάρθηκα και της βόρειας κεραίας. Ο Β. Κατσαρός, εξετάζοντας τις σύγχρονες και τις
μεταγενέστερες μαρτυρίες, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ναός, που χρησίμευε ως
καθολικό μικρού μοναστηριού, θα μπορούσε ίσως να ταυτιστεί με κάποιο «μονίδιον …
του Αγίου Νικολάου» που παραδίδεται από μια επιστολή του Μιχαήλ Χωνιάτου προς
τον Ιωάννη Απόκαυκο.69 Οι πηγές αποδεικνύουν ότι ο ναός, αφιερωμένος άλλοτε στη
μνήμη του αγίου Νικολάου, ανήκε στη Μονή της Βαρνάκοβας. Επίσης, η παρουσία
σκηνών από τον κύκλο του βίου του αγίου Νικολάου στο νάρθηκα οδηγεί στο
συμπέρασμα ότι ο ναός αρχικά ήταν αφιερωμένος στον ίδιο άγιο. Αργότερα, άγνωστο
για ποιο λόγο, ο ναός αφιερώθηκε στον άγ. Ιωάννη. Η περίοδος ακμής της μονής θα
πρέπει να τοποθετηθεί στον 13ο αι., αφού και οι τρεις φάσεις τοιχογραφιών που
διακρίνονται, είναι δυνατό να χρονολογηθούν στον 13ο αι.70
Μια ακόμη γραπτή πληροφορία μαρτυρεί την ανάμειξη των
Κομνηνοδουκάδων της Ηπείρου. Στη μια συνοδική πράξη του μητροπολίτη Ιωάννη
Απόκαυκου, λίγο πριν από το 1230, αναφέρεται ότι η μονή Βλαχέρνας στην Άρτα
μετατράπηκε από ανδρική σε γυναικεία, σύμφωνα με την βούληση της «θελησάσης ...
κραταιᾶς Κομνηνῆς» Μαρίας Δούκαινας.71 Ο μητροπολίτης Ιωάννης Απόκαυκος
επίσης αναφέρει ότι στο μοναστήρι μόναζαν γυναίκες αριστοκρατικής καταγωγής
(«τά τε γένη καὶ τοὺς τρόπους ἐπίσημοι»).72 Η πληροφορία αυτή ίσως αφορά μοναχές,
οι οποίες ήρθαν από την Κωνσταντινούπολη. Το γεγονός αυτό πρέπει να
χρονολογηθεί μεταξύ των ετών 1224 και 1230. Δεν υπάρχουν γραπτές πηγές όμως που
να αναφέρονται σε οικοδομικές ή άλλες εργασίες που ενδεχομένως
16
Εισαγωγή
+ΑΡΧΙΣΤ
ΡΑΤΗΓΕ ΒΟ
ΙΘΙ ΤΟΝ ΔΟΥ
(Λ)ΟΝ ΣΟΥ
ΜΙΧΑΗΛ ΑΜ(ΗΝ)76
Ο Α. Παλιούρας συνδέει την επιγραφή αυτή με τον πρώτο ηγέτη της Ηπείρου
Μιχαήλ. Επίσης, κατά την γνώμη του ιδίου, οι τοιχογραφίες που βρίσκονται
εξωτερικά, δεξιά της εισόδου, βάσει των τεχνοτροπικών στοιχείων μπορούν να
χρονολογηθούν στον 13ο αι., ενώ οι υπόλοιπες στον 12ο αι.77 Πρέπει να κρατήσουμε
μια επιφύλαξη στην άποψη αυτή, γιατί δεν είναι βέβαιο ότι το όνομα του Μιχαήλ που
αναγράφεται στην επιγραφή πρέπει να συσχετιστεί υποχρεωτικά με τον Μιχαήλ Α΄
Άγγελο Κομνηνό Δούκα (1205-1215). Δεν υπάρχουν άλλες ιστορικές μαρτυρίες που θα
υποστήριζαν την δραστηριότητα των Κομνηνοδουκάδων της Ηπείρου στην μονή του
Κρεμαστού. Ωστόσο, όπως το διαβάζουμε σε σιγίλλιο του μητροπολίτη Ιωάννη
Απόκαυκου, υπήρχε στενή σχέση ανάμεσα στην Μονή και την υψηλή εκκλησιαστική
73 Αναλυτικά για το μνημείο αυτό με σχετική βιβλιογραφία, βλ. στον κατάλογο της παρούσας εργασίας,
σσ. 119-122.
74 Κίσσας 1983, 173-174· Παλιούρας 1985, 193.
75 Παλιούρας 2011, 65-66.
76 Παλιούρας 1985, 194.
77 Ό.π.
17
ιεραρχία της Ηπείρου.78 Το σιγίλλιο, είναι γραμμένο μεταξύ των ετών 1227-1230 και
μας παρέχει κάποια βιογραφικά στοιχεία ορισμένων σημαντικών προσώπων του
κράτους της Ηπείρου, ενώ αναφέρεται και στην οικονομική κατάσταση των
μοναστηριών της Αιτωλίας και της Ακαρνανίας.79 Έτσι πληροφορούμαστε, λόγου
χάριν, ότι μετά το θάνατο του Θεοδοσίου Ζικχία, ηγουμένου της μονής του Αγ.
Νικολάου του Κρεμαστού, το μοναστήρι βρέθηκε σε απελπιστική οικονομική
κατάσταση. Στην κατάσταση αυτή το βρήκε ο δούκας Αχελώου κυρ Νικόλαος ο
Γοριανίτης σημαντική προσωπικότητα του κράτους της Ηπείρου και της
αυτοκρατορίας της Θεσσαλονίκης,80 ο οποίος πέρασε από εκεί για την είσπραξη
φόρων.81 Βάσει των τεχνοτροπικών στοιχείων μιας φάσης της τοιχογράφησης κατά
την γνώμη μας πρέπει να τοποθετηθεί στο δεύτερο μισό του 13ου αι., όπως θα δούμε
αναλυτικά στο δεύτερο κεφάλαιο της εργασίας.82
Από ορισμένες σωζόμενες επιγραφές και αναφορές στα ιστορικά κείμενα
πιστοποιείται η καλλιτεχνική εξάρτηση του χώρου της Αιτωλοακαρνανίας τον 13ο αι.
από τον οίκο των Κομνηνοδουκάδων της Ηπείρου. Σήμερα στο χωριό Μάστρο στην
Αιτωλία σώζεται μια τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική, γνωστή ως επισκοπή Μάστρου
(Εικ. 155). Στα χρόνια του κράτους της Ηπείρου η εκκλησία μάλλον διετέλεσε έδρα του
επισκόπου Αχελώου. Η άποψη αυτή ενισχύεται από την πληροφορία του Ιωάννη
Απόκαυκου ότι ο επισκοπικός ναός του Αχελώου ήταν αφιερωμένος στον Άγιο
Ιωάννη τον Πρόδρομο. Ο Απόκαυκος εννοεί την εκκλησία αυτή, όταν στην επιστολή
του προς τον Νικόλαο Γοριανίτη (1229),83 γράφει το εξής:
...δός τῷ Θεῷ καὶ τῷ βαπτιστῇ τοῦ Χριστοῦ τὴν τῶν ὑπὸ τὴν αὐτοῦ ἐκκλησίαν καὶ
φυλακὴν καὶ συντήρησιν...»84
Στο νότιο μέρος του τεταρτοσφαιρίου της κόγχης, όπου και σήμερα υπάρχουν
μερικές τοιχογραφίες, τις οποίες μελετούμε στο δεύτερο κεφάλαιο, σώζεται και μια
μισοκατεστραμμένη επιγραφή, η οποία μας βοηθά να χρονολογήσουμε τις
τοιχογραφίες στην περίοδο του Θεοδώρου και του αδελφού του Κωνσταντίνου:
18
Εισαγωγή
+ Τὸ........................................................ ἀδε]λφοὺς
............................................................. στεφ]ηφόρους
.................................ηφορ ...... ε ....................... ν πρὸς θρό
νον βασιλείας ... δεσπο[ίνης Ἄν]νας φι[λευσεβε]στάτης με
γάλης Κομνηνῆς ....... δεσπ[ό]τῃ Θεοδ[ώ]ρ[ῳ καὶ Κ]ωνσταντίνῳ
ἐ[κ μητρό]τητος πάντας [γέ]νει βασιλέω[ν]
Κομνηνὸν Ἀλέ[ξιον] [τὸν] δοῦλον σὸν πάντως· εὐειδέστατ[ος] γὰρ
<β[ασι]λείας [ἐσ]χά[της] (;)>85
19
των Κομνηνών-Δουκάδων.89 Από το σύνολο των δεδομένων είναι προφανές ότι η μονή
της Βλαχέρνας συνδέεται με χορηγίες του βασιλικού οίκου των Κομνηνοδουκάδων.
Στον Μιχαήλ Β΄ αποδίδεται η ίδρυση μερικών μνημείων, όπως είναι η μονή της
Κάτω Παναγίας στην Άρτα. Εξωτερικά, στη νότια πλευρά, ανάμεσα σε δύο
παραστάδες της εγκάρσιας καμάρας, υπάρχουν δύο επιγραφές (Εικ. 37): Η πρώτη
είναι ένα πλίνθινο συμπίλημα του ονόματος του κτήτορα Μιχαήλ:90
Μ
Δ Κ Μ(ι)χ(αήλ) Δ(ού)κ(ας)
Χ
Πάνω από το συμπίλημα του ονόματος υπάρχει και μια δίστιχη επιγραφή, την οποία
έχει διαβάσει ο Βελένης από τα κάτω προς τα πάνω:91
Σώζεται και μια τρίτη έμμετρη επιγραφή σε πωρόλιθο στη δυτική παραστάδα
της βόρειας εγκάρσιας καμάρας (Εικ. 38): 92
Δ
Π Ρ
Μ
20
Εισαγωγή
παλαιότερη αναφορά για την Κάτω Παναγία γίνεται τον 13 ο αι. στο βίο της Αγ.
Θεοδώρας, τον οποίο έγραψε ο μοναχός Ιώβ Μελίας ο Ιασίτης στο δεύτερο μισό του
13ου αι.:93
Στον Μιχαήλ Β΄ αποδίδονται ακόμα δύο ναοί, ο ναός της Μεταμόρφωσης του
Σωτήρα κοντά στο Γαλαξείδι (Εικ. 137) και η Παντάνασσα κοντά στη Φιλιππιάδα (Εικ.
117), το καθολικό της οποίας χρονολογείται στην πέμπτη δεκαετία του 13ου αι.
Σε μια μεταγενέστερη πηγή, το Χρονικό του Γαλαξειδίου (1703), που βασίζεται
όμως σε παλαιότερες πηγές, αναφέρεται ότι ο πάτρωνας του ναού είναι ο Μιχαήλ Β΄.95
Το Χρονικό του Γαλαξειδίου βρέθηκε το 1864 στα ερείπια του αρχικού ναού μετά από
το σεισμό του 1862.96 Σύμφωνα με το χρονικό ο ναός κτίστηκε από τον εγχώριο
αρχιτέκτονα Νικόλαο Καρούλη. Είναι ο μοναδικός επώνυμος αρχιτέκτονας σε όλη την
περίοδο του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Σύμφωνα με το Χρονικό είχε εργαστεί και στη
Φραγκία, το πιθανότερο στην λατινοκρατούμενη ανατολική Στερεά. Αντίθετα ο
Küpper θεωρεί τον Νικόλαο Καρούλη δυτικής καταγωγής.97 Η ανέγερση του ναού
πραγματοποιήθηκε λίγο μετά την επιδρομή Λατίνων πειρατών στον Κορινθιακό
κόλπο. Η χρονολόγηση της επιδρομής το 1246/47 μας οδηγεί στα μέσα του 13ου αι.,
περίοδος που συμφωνεί και με τα αρχιτεκτονικά δεδομένα, εποχή που θα πρέπει να
τοποθετήσουμε και το μνημείο.98
Στην εποχή του Μιχαήλ Β΄ χρονολογείται και η εκκλησιά της Παναγίας
Μπρυώνη, η οποία βρίσκεται στο χωριό Νεοχωράκι (6 χλμ. από την Άρτα) (Εικ. 244).
Καταλαμβάνει μια ξεχωριστή θέση στην αρχιτεκτονική της Ηπείρου επειδή
21
πιστεύεται ότι αποτελεί το μοναδικό ακριβώς χρονολογημένο ναό. Σε μια πλίνθινη
επιγραφή αναφέρεται το όνομα του οικουμενικού πατριάρχη Γερμανού ( Εικ. 245):
Στα[υ]ρωπίγιο[ν] πατριαρχηκόν
Τὸ ἁγι[α]σθὲν παρὰ Γερμανοῦ καὶ οἰκο[υμενικοῦ
πατριάρχου]99.
Η Θεοδώρα, μετά το θάνατο του άνδρα της Μιχαήλ Β΄, πέρασε τα τελευταία
χρόνια της ζωής της ως μοναχή στη μονή του Αγίου Γεωργίου, δηλαδή στο σημερινό
ναό της Αγ. Θεοδώρας, και θεωρείται δεύτερος κτήτορας της μονής (Εικ. 1).
22
Εισαγωγή
καὶ γέγονε ... τὸν ναόν μὲν παντοίως κατεκόσμει καὶ ἀναθήμασι καὶ
σκεύεσι καὶ πέπλοις κατεκάλλυνε.103
Η Θεοδώρα συνδέεται, επίσης, και με την ανέγερση και την τοιχογράφηση του
σπηλαιώδους ναού, του οσίου Ανδρέα του Ερημίτη, κοντά στο χωριό Χαλκιόπουλοι
Αιτωλοακαρνανίας.104 Ο όσιος Ανδρέας ο Ερημίτης από το χωριό Μονόδενδρο άκμασε
στα χρόνια του δεσπότη Μιχαήλ Β΄ Αγγέλου, καθώς και του διαδόχου του Νικηφόρου
(1268-1296). Λίγο πριν από την οθωμανική κατάκτηση της περιοχής, γράφηκε το
συναξάρι του οσίου Ανδρέα, το οποίο παρά τις συνήθεις υπερβολές περιέχει και
ακριβείς ιστορικές πληροφορίες. Η ακολουθία του Οσίου εκδόθηκε για πρώτη φορά το
1807. Από το πρώτο μέρος του συναξαρίου που περιέχεται στην ακολουθία,
πληροφορούμαστε ότι μετά το άκουσμα της εκδημίας του, η βασίλισσα Θεοδώρα,
μοναχή τότε, φρόντισε για το κτίσμα και την ιστόρηση του ναού που του αφιέρωσε
μέσα στο σπήλαιο - ασκητήριό του.
Στο σπήλαιο του οσίου Ανδρέα του Ερημίτη υπάρχουν και δύο επιγραφές. Η
πρώτη και μεγαλύτερη είναι γραμμένη στην κόκκινη ταινία που χωρίζει την
Πλατυτέρα από τους ιεράρχες και αποδίδεται στον Ψελλό.
Η δεύτερη, αρκετά κατεστραμμένη, είναι κάτω από το χέρι της Παναγίας
(δεξιά) και είναι σημαντική, αφού μας βοηθά να χρονολογήσουμε το μνημείο. Ο Σ.
Κίσσας την συμπλήρωσε ως εξής:
Ἀ[νιστορήθ]η
Ὁ θ[εῖος κ(αί) πάνσεπ-]
[τ]ο[ς τοῦ ἐν ὁσίοι]ς
π(ατ)ρός [ἡμ(ῶν) Ἀνδρέ-]
ου ναός. ς ψ ϟ α (=1282/3)
[ἔτους. Ἀ]μήν. Ή [έτους] ια ἰν(δικτιῶνος) ή [τάδε] μιν.106
23
Εάν συνδυάσουμε το περιεχόμενο της επιγραφής με την πληροφορία που μας
παρέχει το συναξάρι του οσίου – «ἠνάγκασε δὲ ἡ φιλόχριστος βασιλίς, ἵνα ναόν τῷ ἁγίῳ
οἰκοδομήσωσιν», τότε πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι οι εργασίες έγιναν
το 1282/3 με τη συνδρομή της βασίλισσας Θεοδώρας.107
Η παρακμή του Δεσποτάτου κατά την περίοδο της ηγεμονίας του Νικηφόρου
Α΄ (1267/8-1296) δεν αποτυπώνεται στην τέχνη της ίδιας εποχής. Ο ίδιος ο Νικηφόρος
μαζί με την γυναίκα του βασίλισσα Άννα οικοδόμησε και διακόσμησε με ψηφιδωτά τη
μονή της Παναγίας Παρηγορήτισσας μεταξύ των ετών 1294 και 1296.108 Ανάμεσα στον
ανάγλυφο διάκοσμο του υπερθύρου υπάρχει κτητορική επιγραφή, η οποία δεν
σώζεται ολόκληρη. Στην επιγραφή αναφέρονται τρία ονόματα Κομνηνοδουκάδων, με
τα οποία οπωσδήποτε πρέπει να συνδεθεί η ανέγερση του ναού:
Επιγραφή Α΄:
+ Ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ πιστός
δεσπότης Κομνηνὸς Δούκας
Ἀγγελώνυμος Νικηφόρος.
Επιγραφή Β΄:
Ἄννα ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ εὐσεβεστάτη
Κομνηνοδουκένη ἡ Παλαιολογήνα.
......................
24
Εισαγωγή
Επιγραφή Γ΄:
+ Ἡ παμβασιλὶς τοῦ Θεοῦ Μήτηρ λόγου /
ὡς ἐκ νεφῶν ὕπερθεν οὐρανοδρόμος /
πλήθους στρατηγὸς ἀγγέλων ἀρχηγέτης
κάτεισιν / ἄνω τῷ στέφει .... μένη
τεχνουργικοῖς χρώμασιν / ἱστορουμένη
κόπος ...ε ............ εὐλαβεστάτου
τρισεύκαλων τε εὐαρεστάτων τύπων
..........................συντεταγμένου /
ἰλῶς κροτοφίζουσι εὐσεβεῖς πέρι
ταῖς δεσποτικαῖς ἀξίαιας ἐστεμμένοι
τρόμῳ παρ.......................................
Κομνηνοδουκόβλαστος / η συζυγία
Σὺν τοῖς νεθοῦσι εὐθαλεστάτοις κλάδοις
Ἄμφω κρατοῦντες δεσπόται κλ...............
........................................σοι τὸ κράτος /
ταρσῷ σκέποις ἄνασσα ἐν θείᾳ δίκῃ
...................................................ς
Νικηφόρῳ νέμουσα πανσθένει σθένει
μ......................................................
εἰς τὴν μονὴν εὔχοιο /.......................
25
Το όνομα της Άννας διαβάζουμε σε πρώτη επιγραφή σε μια πέτρινη πλάκα
από τον περίβολο ναού της Αγίας Σοφίας: 113
Στην μια άλλη πέτρινη πλάκα από τον περίβολο του Αγίου Νικολάου και Ταξιαρχών
αναφέρεται πάλι το όνομα του Ανδριτζοπουλώνυμου Κοσμά:116
26
Εισαγωγή
Και τέλος, στη τέταρτη επιγραφή (πάλι στην πέτρινη πλάκα από τον περίβολο του Αγ.
Νικολάου και των Ταξιαρχών αναφέρεται το όνομα του Ζωριανού Μιχαήλ:117
Από τις επιγραφές μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι κτήτορες των ναών στη
Μόκιστα ήταν η βασίλισσα Άννα Παλαιολογίνα μαζί με δύο άλλους αξιωματούχους.
Ο πρώτος, ο Ανδριτζοπουλώνυμος Κοσμάς ήταν συγγενής του Νικολάου
Ανδριτζοπουλωνύμου, ο οποίος ήταν απεσταλμένος από τον Νικηφόρο στον Κάρολο
Ανδεγαυικό το 1279. Ο Μιχαήλ Ζωριανός ήταν πρωτοστράτωρ και του Νικηφόρου.118
Ο Μιχαήλ Ζωριανός ήταν μάλλον κτήτορας ακόμα ενός μνημείου. Πρόκειται
για την μονή του Αγ. Δημητρίου στο χωριό Κυψέλη Θεσπρωτίας (πρώην
Τουρκοπάλουκο) που χρονολογείται στην τελευταία δεκαετία του 13ου αι.119 Στη νότια
πλευρά του εγκαρσίου κλίτους, αριστερά και δεξιά του τειχισμένου μονολόβου
παραθύρου σώζεται πλίνθινη επιγραφή από έξι γράμματα:
ΜΧλ ΖΡΝ
Η συγκεκριμένη συντομογραφία τελικά δεν ανήκει στον δεσπότη Μιχαήλ Β΄, όπως
υποστηριζόταν, αλλά μάλλον στον πρωτοστράτορα Μιχαήλ Ζωριανό. 120
Ένας άλλος πρωτοστράτορας του Δεσποτάτου της Ηπείρου, ο Θεόδωρος
Τζιμισκής, ήταν κτήτορας του ναού της Παναγίας Βελλάς (Κόκκινη Εκκλησία) στο
χωριό Βουλγαρέλι, στα 56 χλμ. από την Άρτα. Στην επιγραφή, η οποία σώζεται στο
δυτικό τοίχο του κυρίως ναού, δεν διασώθηκε η χρονολογία, αλλά με βάση την
27
ινδικτιώνα και τα αναφερόμενα ιστορικά στοιχεία έχουν προταθεί διάφορες
χρονολογήσεις από τις οποίες προκρίνουμε ως πιο πιθανό το έτος 1295/6. 121
Ναὸς ἅ[γιος............................
[εὐ κλ]έος τὸ συ .....................
εἰς ὄνομα τέθητο τῆς Θεοτόκου
εἰς κλίσην συνήρμοστω τῆς [Παν]υμνήτου
Τὸν δόμ[μον ἐδείματο Τζημησκῆς πέλω
σὺν τῇ συνεύνω τῇ ταπεινῇ Μαρίᾳ
οὐ μὴν οὖτοι ζηλω[ταὶ - - ν αἰσίως
πυκνοῖς ἀναλλώμασιν εἰς κάλλος τόσον
καθωραΐσας εἰκόν[ων τεχνουργίᾳ]
Βρυένις ὃς ἐξισοῦσθαι τῶν ἀνωτά[των]
- - - τος τῶν πάντων Δέσποινα, κάμ[ε
τα τῶν ἀνελο[μένων - - - -
τὸ σμῆνος ἅπαν τῶν δικαίων, ἀξίων.
Ἄλλ’ ὧ θρόνε προκ - - - - - - -
[Πανάχρα]ντε τοῦ μόνου βασιλέως
παράσχε τοῖς τλήμοσιν ἀμφοῖ[ν- - -]
[ἀμπλακημάτων λύσιν καὶ π]άσις βλάβης
ἀντὶ δὲ τοῦτο τοῦ τρισολβίου δόμο[υ
[αὐτοὺς καταξίωσον τὰς α]ἰωνίους
μονὰς δικαίων εἰς Ἐδὲμ τὸ χω[ρίον
σκηπτροκρα[τού]ντων τῶν δυτηκῶν φρουρίων
Νικηφόρου, Ἄννης[τε- - - - - - - -
Κομνηνοφυῶν δεσποτῶν ἀϊδοίμων
΄
Ἔτους [- - - - -] ἰνδ(ικτιῶνος) Θ΄122
Η αναφορά του θανάτου του δεσπότη Νικηφόρου ενισχύει ακόμα περισσότερο την
προαναφερθείσα χρονολόγηση.
Σύμφωνα με τις επιγραφές, ο ναός κτίστηκε και ζωγραφίστηκε από τον
πρωτοστράτορα Θεόδωρο Τζιμισκή και τη σύζυγό του Μαρία, οι οποίοι παριστάνονται
και στην κτητορική παράσταση στο νάρθηκα. Σύμφωνα με μια εκδοχή, ο Θεόδωρος
Τζιμισκής ήταν πιθανώς πρωτοστράτορας του στρατού του δεσπότη Νικηφόρου Α΄ και
συμμετείχε στη μάχη του Βερατίου, όταν το 1281 τα βυζαντινά στρατεύματα του
121 Αχειμάστου-Ποταμιάνου 1992, 181, υποσ. 16· Kalopissi 1992, 54-55, εικ. 15.
122 Η μεταγραφή της επιγραφής έχει γίνει από τον Β. Κατσαρό ο οποίος προτείνει ως πιθανή χρονολογία
το έτος ςψοη΄ = 1269/70· Κατσαρός 1992, 524-525.
28
Εισαγωγή
Δέησις τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Θεοδώρου πρωτοσ]τράτορος κτίτ[ορος κα]ὶ τί(ς)
σημβίου αὐτοῦ Μαρί]ας καί προτοστρατό[ρισσας
Και δεξιά:
Προς τα τέλη του 13ου αι. πρέπει να χρονολογηθεί και ο ναός γνωστός ως
Παναγία Πρεβέντζα, στην Ακαρνανία στην τοιχοποιία του οποίου σώζεται μια
πλίνθινη μεγαλογράμματη επιγραφή. Η επιγραφή αποτελείται από τρεις στίχους, οι
οποίοι γράφονται στο αέτωμα πάνω από την αψίδα και δύο απλώνονται και στις τρεις
πλευρές κάτω από τις οδοντωτές ταινίες του γείσου. Η επιγραφή γράφηκε από κάτω
προς τα πάνω, όπως και στην Κάτω Παναγία της Άρτας. Στην επιγραφή αναφέρεται ο
κτήτορας πανσέβαστος Βασίλειος Τζίσκος, που πρέπει να ήταν προωτοστράτορας
κατά πάσα πιθανότητα στον Αχελώο όπου ανήκε η Πρεβέντζα.
29
Θ(εοτό)κου τῆς Κιρη(ό)τησας τὸν Ἁγήον Θ[εο]δόρο[ν ἐκ]
βάθρον δη ἐξόδου τοῦ πανσεβάστ[ο]υ Βασηλίου τοῦ
Τζίσκου
Γεώργιος Κονόμου καὶ οἱ τεχνίτες]126
Η επιγραφή αρχίζει με επίσημη αναφορά στην ανακαίνιση του ναού, που έγινε
διὰ συνδρομῆς τε παρὰ τοῦ τιμιωτάτου ἱερέως κυρῶ Μιχαὴλ καὶ οἰκονόμου τῆς
ἁγιωτάτης Μητροπόλεως Ἰωαννίνων τοῦ Φιλανθρωπηνοῦ, ΣΩ (6800 από κτίσεως
κόσμου, σωτήριον ἔτος 1291/92. Η ανύψωση της επισκοπής Ιωαννίνων σε μητρόπολη
χρονολογείται, σύμφωνα με μία νεότερη άποψη, στο 1318/19 και θεωρείται ότι η
αναφορά της μεταβυζαντινής επιγραφής στη μητρόπολη Ιωαννίνων για το 1291/92
έχει αναδρομικό χαρακτήρα.128 Στο κτίσμα του Μιχαήλ του Φιλανθρωπηνού θα πρέπει
να ανήκουν τμήματα βυζαντινής τοιχοδομίας του ναού, που είναι ορατά στη νότια
πλευρά του. Ιερέας και μέγας οικονόμος αργότερα ο Μιχαήλ Φιλανθρωπηνός, μάλλον
στις αρχές του 14ου αι. όπως δείχνει το ανώτερο αξίωμα, αφιέρωσε στη μονή του
Αγίου Νικολάου «τῇ ἐπικεκλημένῃ τοῦ κύρ Ἰακώβου ἐν τῷ νησίῳ» παλίμψηστο
χειρόγραφο κώδικα, που σώζεται στο Μουσείο Μπενάκη, του οποίου η δεύτερη γραφή
αποδίδεται στον ίδιο το δωρητή.129
30
2. Μετά το 1204: Τέχνη, ανάμνηση της Κωνσταντινούπολης και
σχηματισμός της πολιτικής ταυτότητας στο κράτος της Ηπείρου
130 Για το ιδεολογικό υπόβαθρο των προσπαθειών της ανάκτησης της αυτοκρατορίας βλ. αναλυτικά
Σταυρίδου-Ζαφράκα 1990, ιδιαίτερα 117· Stavridou-Zafraka 2005, 316-323.
131 Βλ. παραπάνω σ. 19.
132 Βλ. παραπάνω σ. 20.
133 Βέη-Σεφερλή 1971-76, 272-279· Σταυρίδου-Ζαφράκα 1988, 39-44.
134 Ο Θεόδωρος υπογράφει δύο χρυσόβουλλους λόγους του, που χρονολογούνται στα 1228, που αφορούν
σε φορολογικές απαλλαγές για την Μητρόπολη Ναυπάκτου (Vasljevski 1896, αρ. 29, 296-299) και
ανανέωση προνομίων για την Κέρκυρα (Miklosich-Müller 1887, vol. V, 1887, αρ. ΙΙ.Ι, σ. 14-16). Επίσης η
επιγραφή: Ο Θεόδωρος εν Χριστώ τω Θεώ πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων Κομνηνός ο
Δούκας σώζεται σε μια μαρμάρινη πλάκα σήμερα στο Μουσείο Καπιτωλίου στη Ρώμη, βλ. Mustoxidi
1848, 410, 423, 688, Apendice V, LVI· Miklosich - Müller 1887, τ. V, 14-16· Martin 1882, 379-389, pl. XIII.
135 Bendall 1971, 10· Touratsoglou – Protonotarios 1977, 74-75· Περισσότερα για τα νομίσματα του
Θεόδωρου Δούκα στην παρούσα εργασία, σσ. 37-38., Εικ. 247.
31
Τις φιλόδοξες ιδέες του Θεοδώρου υποστήριζαν και οι επιφανείς αρχιερείς της
Ηπείρου, ο Ιωάννης Απόκαυκος, ο Γεώργιος Βαρδάνης και ο Χωματηνός, οι οποίοι
στην αλληλογραφία τους, υπερτονίζοντας με την σειρά τους την εξ αίματος βασιλική
καταγωγή.136
Οι φιλοδοξίες των Ηπειρωτών σχετικά με την ανάκτηση της βυζαντινής
αυτοκρατορίας δεν εκδηλώνονταν μόνο στην αλληλογραφία των ηγεμόνων και των
εκκλησιαστικών αξιωματούχων. Ανιχνεύονται επίσης και στις χορηγίες τους, δηλαδή
στην ίδρυση και την ανακαίνιση εκκλησιών και μοναστηριών, στην έμπνευση
ορισμένων εικονογραφικών προγραμμάτων, καθώς και στα νομίσματα και στη
γλυπτική. Ο M. Rautman θεωρούσε ότι στον 13ο αι. στη δυτική Ελλάδα, στην Ήπειρο,
οι χορηγίες υποκινούνταν μόνο από ευλάβεια, μετάνοια, ευχαριστίες και την επιδίωξη
της σωτηρίας.137 Θεωρούμε ωστόσο, και αυτό θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε στη
συνέχεια, ότι εκτός από τις μεταφυσικές ανησυχίες που αναμφίβολα απασχολούσαν
τους βυζαντινούς αυτοκράτορες και ηγεμόνες, οι Ηπειρώτες, με αφορμή τη νοσταλγία
για τη χαμένη «βασιλεύουσα», εξέφραζαν την ανάγκη τους να μιμούνται τους
κωνσταντινουπολίτικους τόπους λατρείας. Με τον τρόπο αυτό διατηρούσαν στη
μνήμη τη δόξα της Κωνσταντινούπολης, και η ανάμνηση αυτή λειτουργούσε ως
ιδεολογικό υπόβαθρο και κίνητρο στις προσπάθειές τους για την ανάκτηση της
αυτοκρατορίας. Ο μητροπολίτης Ιωάννης Απόκαυκος, μια από τις λαμπρότερες
εκκλησιαστικές και πνευματικές προσωπικότητες τους κράτους της Ηπείρου,
επηρέασε ιδιαίτερα τη διαμόρφωση του ιδεολογικού αυτού ρεύματος. Για τον
Απόκαυκο, ο οποίος πέρασε τα νεανικά του χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, η πρώην
πρωτεύουσα αποτελούσε το αδιαφιλονίκητο ιδεώδες, όπως έχει επισημάνει ο Michael
Angold: «η απώλεια της πόλης και η κυρίευσή της από τους Λατίνους πρέπει να
ενέτεινε την προσκόλλησή του προς την Κωνσταντινούπολη και η νοσταλγία πρέπει
να συσκότισε την πραγματικότητα της Κωνσταντινούπολης της νεότητάς του».138
Δεν διαθέτουμε πολλές γραπτές πληροφορίες για την κτητορική
δραστηριότητα των δύο πρώτων ηγεμόνων της Ηπείρου. Εκτός από την επιγραφή της
αψίδας στην Επισκοπή Μάστρου με τα ονόματα του Θεοδώρου και του αδελφού του
Κωνσταντίνου,139 σώζεται και μια μαρτυρία που δείχνει ότι υπήρχε κάποια σχέση της
μονής Βλαχέρνας στην Άρτα με τον οίκο του Θεόδωρου Δούκα. Πρόκειται για μια
136 Apokaukos (Bees), αρ. 69, σ. 128.70-72· Vasilievski 1896, 233-299· Dželebdžić 2008, 127-133, 136.
137 Rautman 1989, 308.
138 Angold 1995, 213-232, ειδικά, 230.
139 Βλ. παραπάνω, σσ. 19, 32.
32
Α. Τέχνη και πολιτική ιδεολογία στο μεσαιωνικό κράτος της Ηπείρου
33
υπογραμμίσουν τη βασιλική τους καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη και
συγκεκριμένα από την αυτοκρατορική οικογένεια του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού. Σε μια
ομιλία που αποδίδεται στο Θεόδωρο Σύγκελλο (πρώτο μισό του 7ου αι.), σημειώνεται
ότι από όλες τις κωνσταντινουπολίτικες εκκλησίες αφιερωμένες στη Θεοτόκο,
«κεφαλή τις ὥσπερ καθέστηκεν καὶ μητρόπολις, ὁ ἐν Βλαχέρναις αὐτῆς ὑπερένδοξος
καὶ θεῖος ναός».147 Έτσι ανάμεσα στις σημαντικότερες εικόνες της Πρωτεύουσας, η
Βλαχερνίτισσα θεωρείτο ως ένα από τα κυριότερα σύμβολα της προστασίας της
Πόλης.148 Το συγκεκριμένο τύπο της εικόνας έφερνε και ο βυζαντινός στρατός στις
πολεμικές του εκστρατείες από τον 11ο αι.149 Σύμφωνα με το Μιχαήλ Ατταλειάτη, ο
Ρωμανός Δ' Διογένης στη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071 είχε μαζί του την εικόνα της
Παναγίας Βλαχερνίτισσας.150 Για τη σπουδαιότητα που απέδιδαν οι Κομνηνοδουκάδες
στη Μονή Βλαχέρνας στην Άρτα μαρτυρεί και το γεγονός ότι αυτοί την επιλέγουν ως
μαυσωλείο τους. Στο βόρειο και νότιο τοίχο του κυρίως ναού σώζονται έως σήμερα
δύο σαρκοφάγοι. Έχει υποτεθεί ότι στη βόρεια πλευρά έχει εναποτεθεί η σαρκοφάγος
του Μιχαήλ Β΄.151 Οι πλάκες που τις κάλυπταν, με επιγραφές σε ιαμβικούς τρίμετρους
στίχους φυλάσσονται στην Αρχαιολογική Συλλογή της Παρηγορήτισσας. Βάσει των
επιγραφών θεωρείται ότι στις σαρκοφάγους πρέπει να ενταφιάσθηκαν επίσης και δύο
υιοί του Μιχαήλ Β΄, οι οποίοι πιθανώς δολοφονήθηκαν.152
Στην Κωνσταντινούπολη η λατρεία της Παναγίας καλλιεργείτο από τα τέλη
του 5ου αι. ενώ επί Ιουστινιανού η Παναγία αναγνωρίστηκε ως προστάτις της
Κωνσταντινούπολης.153 Μέχρι τα τέλη το 13ου αι. έχει σημειωθεί η ύπαρξη εκατόν
είκοσι τριών εκκλησιών αφιερωμένων στην Παναγία με διάφορα επίθετα. 154
Ονομασίες χαρακτηριστικές για τους κωνσταντινουπολίτικους ναούς, συναντούμε και
στην Ήπειρο καθ’ όλο το 13ο αι. Στην Άρτα: Περίβλεπτος,155 στην Φιλιππιάδα η
147 Theodore Synkellos, In Depositionem Pretiose Vestis, ed. F. Combefis, Historia Haeresis Monothelitarum (Paris
1648), 754.
148 Carr 2004, 90· Angelidi and Papamastorakis 2004, 210-211· Pentcheva 2006, 60–61.
149 Pentcheva 2002, 31-34· Angelidi and Papamastorakis 2004, 213.
150 Michaelis Attaliotae Historia, eds. W. Brunetto de Presle, I. Bekkerus, Bonn 1853, 152.21-153.14.
151 Αχειμάστου-Ποταμιάνου 2009, 44.
152 Για τις σαρκοφάγους αυτές, βλ. αναλυτικά: Ορλάνδος 1936, 30-37, εικ. 26-31 και 165, εικ. 10· Grabar
1976, 145, CXXIIIa, CXXIV, CXXV· Παζαράς 1988, 42-43, εικ. 38, 39· Παπαδοπούλου 2002, 76-78, εικ. 85-87.
153 Mango 2000, 17-25· Carr 2000, 325-337· Angelidi, Papamastorakis 2004, 209-217· Pentcheva 2006, σποραδικά.
154 Janin 1969, 156-253.
155 Η θέση της μονής Περιβλέπτου στην Άρτα δεν έχει εντοπιστεί μέχρι σήμερα. Για τις περισσότερες
γραπτές και αρχαιολογικές μαρτυρίες βλ. στην παρούσα εργασία, σ. 14. Η μονή της Περιβλέπτου στην
Κωνσταντινούπολη βρισκόταν στον ΝΔ τομέα της πόλης και είχε ιδρυθεί από τον αυτοκράτορα
34
Α. Τέχνη και πολιτική ιδεολογία στο μεσαιωνικό κράτος της Ηπείρου
Ρωμανό Γ΄τον Αργυρό (1028-1034). Michael Psellos, Chronographie, I, éd. E. Renauld, Paris 1926, 1: 41-43·
Janin 1969, 218-222· A. M. Talbot, A. Cutler, Perivleptos Monastery, ODB III, στ. 1629.
156 Janin 1969, 215-216.
157 Περισσότερα για την ύπαρξη της μονής αυτής και τη διακόσμησή της, βλ. στην παρούσα εργασία, σσ.
12-14.
158 Στην Κωνσταντινούπολη δεν σώζεται ναός αφιερωμένος στην Παναγία Πανύμνητο. H μαρτυρία για
την ύπαρξη του ναού αυτού αποτελεί μια αναφορά στην επιστολή του Πάπα Ιννοκέντιου Γ΄ από το
1206. Η λατρεία της Παναγίας Πανύμνητου ήταν ευρέως διαδεδομένη. Σε πολλές περιοχές σώζονται
εικόνες και εκκλησίες αφιερωμένες στην τιμή της, όπως λόγου χάριν στη Βέροια, την Πελοπόννησο,
την ΠΓΔΜ και τη Βουλγαρία. Βλ. Δημητροκάλλης 1974-1975, 53-54· Kissas 1984-1985, 363· Παπαζώτος
1994, 95, 162-163, 216.
159 Στην κτητορική επιγραφή στο δυτικό τοίχο του ναού διαβάζουμε: «εις κλίσην συνήρμοστω τής
Πανυμνήτου». Ορλάνδος 1927, 166· Rhoby 2009, 146–147· Στον κατάλογο της παρούσας εργασίας Εικ.
124.
160 Σήμερα η εκκλησία ονομάζεται η Μεγάλη Παναγιά. Στο παρελθόν όμως είχε προσωνυμία Παναγία
Παραμυθία και από τους κατοίκους ονομαζόταν Παναγία Παρηγορήτρια. Σχετικά με την εκκλησία
αυτή, βλ. Πασαλή 1996-1997, 369 - 393. Στην Κωνσταντινούπολη δεν βρέθηκε ναός με το επίθετο
Παραμυθία. Κρίνοντας ωστόσο από τα επιγράμματα που ακολουθούσαν τις περίφημες εικόνες της
Βλαχερνίτισσας, υποθέτουμε ότι είναι κωνσταντινουπολίτικης προέλευσης. Π.χ. Βλ. S. G. Mercati,
Collectanea Byzantina, vol. I, Bari, 1970, 269· Tatić-Djurić 2007, 102.
161 Τα Κύρου έχουν ταυτιστεί με το Kalendarhane Djami στη Κωνσταντινούπολη. Βλ. The Buildings, Their
History, Architecture, and Decoration: Final Reports on the Archaeological Exploration and Restoration at
Kalenderhane Camii, 1966-1978, ed. C. Striker and D. Kuban (Mainz: P. von Zabern, 1997) 7-17, 124-126. Για
τη μονή Κύρου βλ. Janin 1969, 192-194. Ναός της Παναγίας της Κυριώτισσας υπήρχε και στη Νίκαια,
στον οποίο, σύμφωνα με τον Ξανθόπουλο, τάφηκε ο πατριάρχης Γερμανός Β΄ τον Ιούνιο του 1240 (PG
147, 465). Βλ. Janin 1975, 113-114. Στην Παναγία Κυριώτισσα στην Ελλάδα ήταν αφιερωμέη ακόμα μια
σήμερα κατεδαφισμένη εκκλησία στη Βέροια, από την οποία διασώθηκαν μερικές τοιχογραφίες, που
πρέπει να χρονολογηθούν κατά τον Παπαζώτο στα τέλη του 12ου αι. ή αρχές του 13ου αι., βλ.
Παπαζώτος 1994, 212-213, 242, 274-275.
162 Σήμερα σώζονται μόνο τα ερείπιά της και η τρίπλευρη κόγχη του ίερού. Πρέπει να χρονολογείται στα
τέλη του 13ου ή αρχή του 14ου αι., Ορλάνδος 1936θ 178, εικ. 8.
35
Επίσης, ένα άλλο γνωστό κωνσταντινουπολίτικο επίθετο της Παναγίας
επιλέγει στα νομίσματά του ο Θεόδωρος Άγγελος, προβάλλοντας ακόμα μια φορά τις
σχέσεις του με την Κωνσταντινούπολη.163 Πρόκειται για το επίθετο Αγιοσορίτισσα, το
οποίο εμφανίζεται σε μια ομάδα αργυρών νομισμάτων που χρονολογούνται μετά την
κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τον Θεόδωρο Δούκα (Εικ. 247). Στη μπροστινή όψη
παριστάνεται η ολόσωμη Παναγία στον τύπο Παναγίας δεομένης με την επιγραφή
ΑΓΙΟΣΩΡΗΤΗΣΑ και ΑΓΙΟΣΟΡΗΤΙΣΑ , ενώ στην πίσω όψη απεικονίζεται ο Θεόδωρος ως
αυτοκράτωρ με τον άγιο Δημήτριο που του παραδίδει το ομοίωμα της τειχισμένης
πόλης της Θεσσαλονίκης.164
Τα βυζαντινά νομίσματα, ήδη από την εποχή των Κομνηνών,165 ήταν ιδανικό
μέσο αποτύπωσης και μετάδοσης έντονου συμβολισμού και προπαγάνδας με
επίκεντρο την προσωπικότητα του αυτοκράτορα.166 Το κριτήριο επιλογής των
αγιολογικών μορφών που συνοδεύουν τον αυτοκράτορα κινείται μάλλον στο πλαίσιο
προσωπικών προτιμήσεων που απορρέουν άλλοτε από δυναστικές συνήθειες και
άλλοτε από πράξεις πολιτικής σκοπιμότητας. Η πράξη αυτή ξεκίνησε από την εποχή
των Κομνηνών.167
Η ονομασία της Θεοτόκου Αγιοσορίτισσας προέρχεται από το παρεκκλήσιο της
Αγίας Σορού στο ναό των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη και στο ναό των
Χαλκοπρατείων, που φυλασσόταν μια από τις δύο ή και οι δύο σοροί που περιείχαν
κειμήλια της Θεοτόκου.168 Μια αγία Σορός υπήρχε επίσης και στη μονή του Κύρου
163 Οι έρευνες επιβεβαίωσαν την ύπαρξη των νομισματικοπείων των Δουκάδων της Ηπείρου στην Άρτα,
αλλά πρέπει να υπήρχαν και στη Θεσσαλονίκη. Σχετικά με το θέμα αυτό αναφέρουμε ενδεικτικά:
Wroth 1911, LXXIII 192-199, 226, pl. XXVI· Hendy 1969, 267-289, pl. 37 - 41, 21· Πρωτονοτάριος 1982, 130–
150· Οικονομίδου 1992, 95-99· Οικονομίδου - Τουράτσογλου - Τσούρτη, 1992, 101-123· Laiou 2001, 207-
215.
164 Τα αναφερόμενα νομίσματα, συνολικά δεκαοκτώ, βρέθηκαν κοντά στη σερβική πόλη Νις (Ναϊσσός).
Τα επτά σώζονται στο Εθνικό Μουσείο του Βελιγραδίου και μερικά άλλα σε διάφορες ιδιωτικές
συλλογές στη Σερβία. Βλ. Marić 1954-55, 351-352· ο ίδιος, 1960/61, 22-23, εικ. 8-11· Ivanišević 2001, 87-· ο
ίδιος882003, 476-61· Επίσης, ένα ίδιο παράδειγμα υπάρχει στη συλλογή του Dumbarton Oaks, βλ.
Hendy 1969, 268, Pl. 37, 3-4· Morrison 2003, 177, ill. 6,7· Βλ. επίσης Πέννα 2000, 212· Στη συλλογή του
Dumbarton Oaks σώζεται ακόμα ένα παράδειγμα του νομίσματος του Θεόδωρου Δούκα με την ίδια
εικονογραφία, ωστόσο το νόμισμα ανήκει σε άλλη έκδοση, όπως προκύπτει από την παρουσία της
επιγραφής ΑΓΙΟΣΟΡΙΤΙΣΑ. Βλ. Hendy 1968, vol. 4, part 2, pl. XXXVIII, 2c.
165 Πέννα 2002, 59.
166 Οι φιλόδοξες βλέψεις του Θεόδωρου στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης αντανακλώνται στα
νομίσματά του, αφού προσέθετε μαζί με το όνομά του και τους αυτοκρατορικούς τίτλους. Βλ.
Πρωτονοτάριου 1982, 134-140. Περισσότερα για τα νομίσματα ως μέσου προπαγάνδας του βυζαντινού
αυτοκράτορα, βλ. Πέννα 2002, 48-63.
167 Πέννα, ό.π. 59.
168 Ebersolt 1921, 57· Janin 1953, 169, 250; Α. W. Cameron, Soros, ODB ΙΙΙ, στ. 1929.
36
Α. Τέχνη και πολιτική ιδεολογία στο μεσαιωνικό κράτος της Ηπείρου
169 Michaelis Pselli, «Εγκώμιον εις τον μοναχόν Ιωάννην τον Κρουστουλάν αναγνόντα εν τη Αγία Σορώ»,
Michaelis Pselli Oratoria minora, ed. A. R. Littlewood, Leipzig 1985, αρ. 37 στ. 298-99.
170 Βλ. Bertelè 1958, 233-234· Hendy 1969, 196, 268, pl. 27.8-9, 37, 3-4· Ο Τουρατσόγλου έχει συντάξει ένα
μικρό κατάλογο νομισμάτων και μολυβδοβούλλων με την παράσταση της Αγιοσορίτισσας. Βλ.
Τουρατσόγλου 1992, 604-605. Βλ. επίσης Πέννα 2000, 212, pl. 149.
171 Seibt 1987, 48-50, bil. 11· Τουρατσόγλου, ό.π., 600-605, με μικρό κατάλογο στις σσ. 604-605· Hunger 1994,
135, 138, abb. 2b/1, 2c/1.
172 Σωτηρίου 1956-1958, 125, figs. 146-147· Μπαλτογιάννη 2000, 147-148, πίν. 87, 90.
173 Hendy 1969, 196, pl. 27.8-9.
174 Πολύ συχνά διαπιστώνει κανείς ένα ορισμένο επίθετο να συνοδεύει παραστάσεις που διαφέρουν
εικονογραφικά ή παραστάσεις του ίδιου εικονογραφικού τύπου να συνοδεύονται από διαφορετικά
επίθετα. Βλ. Grabar 1974, 3· Miljković 2006, 330. Σώζεται επίσης και ένα μολυβδόβουλλο από τη
Συλλογή του Orghidan με την Παναγία Βρεφοκρατούσα και την επιγραφή Αγιοσορίτισσα. Βλ. Laurent
1952, 234, pl. LIX (466).
175 Kissas 1984-1985, 363.
37
του 5ου αι., η οποία στην αρχή έφερε την επώνυμο Παναγία Θεοτόκος ή μεγάλος ναός
της Θεοτόκου.176 O Ξυγγόπουλος υπέθεσε πως η εκκλησία μετονομάστηκε σε
Αχειροποίητο όταν, μετά τη λατινική κατάκτηση το 1224, περιήλθε στους Αβραμίτες
μοναχούς,177 που και στην Κωνσταντινούπολη διατηρούσαν μονή με το ίδιο όνομα.178
Συμπληρώνει μάλιστα με τη σκέψη πως στην Θεσσαλονίκη πρέπει να έγινε η
επιζωγράφιση της παλιάς εικόνας ή κατασκευή νέας, με την Παναγία τώρα πια όχι σε
τύπο Οδηγήτριας, αλλά δεομένης, αντιγράφοντας, πιθανώς, της αχειροποίητη
εικόνας της μονής Αβραμιτών στην Κωνσταντινούπολη.179 Ωστόσο, ο Ξυγγόπουλος σε
μια άλλη μελέτη του, με βάση άλλες γραπτές πηγές και μολυβδόβουλλα καταλήγει
στο συμπέρασμα ότι η εικόνα από τη Μονή των Αβραμιτών δεν ήταν όρθια δεομένη,
αλλά όρθια Βρεφοκρατούσα.180 Είναι ωστόσο γενικά αποδεκτό ότι ο ναός της
Θεσσαλονίκης δεν πρέπει να συσχετίζεται με τους Αβραμίτες, οι οποίοι, σύμφωνα με
τις γραπτές πηγές, είχαν έρθει στην περιοχή της Θεσσαλονίκης ως πρόσφυγες.181 Η Χ.
Κωνσταντινίδη προτείνει ότι η βασιλική άλλαξε το όνομά της σε Αχειροποίητο επί του
Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου.182 Ανεξαρτήτως από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες η
βασιλική άλλαξε το όνομά της, το γεγονός ότι η δεομένη Παναγία ήταν ιδιαίτερα
δημοφιλής στη Θεσσαλονίκη και τη γύρω περιοχή, καθιστά εύλογη τη συσχέτιση της
ασυνήθιστης εικονογραφίας της Αγιοσορίτισσας στο νόμισμα του Θεοδώρου και της
λατρείας της Αχειροποιήτου στη συγκεκριμένη περιοχή. Πάντως σημασία δεν έχει
πώς ακριβώς ήταν το κωνσταντινουπολίτικο πρότυπο183 και αν ή εικόνα τελικά είχε
κάποιες σχέσεις με τους Αβραμίτες, αλλά ότι η δεομένη Παναγία με το επίθετο
Αχειροποίητος ήταν ιδιαίτερα τιμώμενη εικόνα στη Θεσσαλονίκη και την ευρύτερη
περιοχή της184 και ότι ο τύπος της συμπίπτει με το σπάνιο τύπο της Αγιοσορίτισσας
176 Ξυγγόπουλος 1952, 1-26· Janin 1952, 375–376· Παπαζώτος 1982, 112-131· Παϊσίδου 2010, 260-272.
177 Ξυγγόπουλος, ό.π., 14-19.
178 Janin 1969, 4-6.
179 Ξυγγόπουλος, ό.π.
180 Ξυγγόπουλος 1954, 260-262.
181 Janin 1975, 377-378.
182 Κωνσταντινίδη 2003, 89-98.
183 Ο Κίσσας αναφερόμενος στο παράδειγμα της τοιχογραφημένης παράστασης της Παμμακάριστου
στην Αγ. Σοφία Αχρίδας επισημαίνει ότι ο τύπος αυτός δεν έχει τυπολογικές σχέσεις με το πρότυπο
της Κωνσταντινούπολης, βλ. Kissas 1984-1985, 362.
184 Η Παναγία όρθια δεομένη με ή χωρίς την επιγραφή Αχειροποίητος, εμφανίζεται και σε αψίδες ναών
στην Βέροια, Καστοριά, Πρίλεπ, κ.λπ. Βλ. Τσιτουρίδου 1986, 63-65, πίν. 1, 2.· Koco D., Miljković-Pepek P.,
Manastir, Skopje 1958, 43, 50, εικ. 42· Gerstel 1999, fig 1, 31, 36. Το πλαιότερο παράδειγμα της Θεοτόκου
δεομένης με τον Χριστό σε μετάλλιο και την επιγραφή ΑΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΟΣ σώζεται στο παρεκκλήσιο
του αγίου Στεφάνου του Πρωτομάρτυρα στη Sopocani (π. 1265). Djurić 1963, 134-135.
38
Α. Τέχνη και πολιτική ιδεολογία στο μεσαιωνικό κράτος της Ηπείρου
39
Θεσσαλονίκη αφού δεν είναι υποχρεωτικό όλες να εκτελέστηκαν στην περίοδο της
σύντομης διακυβέρνησης του Θεοδώρου εκεί, όπως είναι γενικά αποδεκτό. Η
καλλιτεχνική δραστηριότητα στα αναφερόμενα κέντρα υπήρχε και πριν από την
εμφάνιση του Θεόδωρου και συνεχίστηκε αμέσως μετά.189
Την επιθυμία να διεκδικήσει ο Θεόδωρος το θρόνο της Κωνσταντινούπολης
εκφράζει αρκετά συχνά ο μητροπολίτης Ναυπάκτου Απόκαυκος σε πολλές επιστολές
του μετά τη στέψη του Θεόδωρου στη Θεσσαλονίκη.190 Ο μητροπολίτης αναφέρει
χαρακτηριστικά πως πρέπει να αξιωθεί και ο ίδιος και ο λαός να δουν το Θεόδωρο
Δούκα καθισμένο στο βασιλικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης.191 Στις επιστολές του
Απόκαυκου, του Χωματηνού και του Βαρδάνη, νομιμοποιείται κάθε ενέργεια του
Θεόδωρου Δούκα, αφού θεωρήθηκε «δώρο θεού» που εμφανίστηκε στους χριστιανούς
των δυτικών επαρχιών για να τους σώσει από τους εχθρούς της ορθής πίστης.192
Ο Τίτος Παπαμαστοράκης μελετώντας το εικονογραφικό πρόγραμμα του
τρούλλου στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου του Κατσούρη ανέδειξε ότι η επιλογή
των κειμένων στα ειλητάρια των προφητών μάλλον αποτελούν μια εικαστική
έκφραση «ενός οράματος που έχει ως περιεχόμενο την κατάκτηση της
Κωνσταντινούπολης και την ένωση της οικουμένης υπό το θρόνο του Βυζαντίου».193
Την ίδια έκφραση ο ίδιος παρατήρησε και στην περίπτωση του τρούλου της μονής του
Ταξιάρχη Μιχαήλ στο Θάρι της Ρόδου, όπου διαβάζοντας τα προφητικά κείμενα,
αναγνωρίζει τη συμβολική περιγραφή της πολιτικής κατάστασης μετά το 1204 και
των φιλοδοξιών του ηγέτη του νησιού Λέοντα Γαβαλά.194 Ο Γαβαλάς υπήρξε ο
επίσημος φορέας της ιδεολογίας της Νίκαιας για την αποκατάσταση της Βυζαντινής
αυτοκρατορίας.195 Είναι γνωστό ότι για τους βυζαντινούς λόγιους η
40
Α. Τέχνη και πολιτική ιδεολογία στο μεσαιωνικό κράτος της Ηπείρου
41
αιχμαλωσία και στην επιστροφή του από τη Βαβυλώνα στην Ιερουσαλήμ. Οι
προφήτες Ναούμ, Σοφονίας, Ιωήλ, Αββακούμ και Αβδιού, παραπέμπουν άμεσα στην
περιπέτεια της εξορίας του Ισραήλ και του επαναπατρισμού του. Το κύριο μέσο της
σωτηρίας είναι ο Λόγος του Θεού (η Ορθοδοξία), στον οποίο αναφέρονται οι προφήτες
Ιεζεκιήλ, Ζαχαρίας, Μαλαχίας, Μωυσής και Ιερεμίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό
το επεισόδιο από την ιστορία του Ισραήλ προβάλλεται στην τρέχουσα ιστορική
πραγματικότητα της βυζαντινής αυτοκρατορίας, η πρωτεύουσα της οποίας την εποχή
αυτή είναι κατειλημμένη από τους Σταυροφόρους.201
Ο δημιουργός της εικαστικής σύνθεσης του τρούλου του Αγ. Δημητρίου πρέπει
να ήταν κάποιος λόγιος που δρούσε στο κράτος της Ηπείρου. Ο Παπαμαστοράκης
θεωρεί ως πιθανότερο αυτός να ήταν ο Ιωάννης Απόκαυκος.202 Από τη συνοδική
απόφαση που αναφέραμε παραπάνω, συνάγεται ότι ο ναός του Αγίου Δημητρίου
αποτελούσε καθολικό μονής, την οποία διαχειρίζονταν εκκλησιαστικοί παράγοντες
και όχι κοσμικοί.
Ως μια παρόμοια εικαστική έκφραση του ιδεολογικού συμβολισμού, βασισμένη
στα τρέχοντα γεγονότα, πρέπει να ερμηνευθουν τα ειλητάρια των προφητών στην
Παλαιά Μητρόπολη της Βέροιας, του στρώματος τρίτης δεκαετίας του 13ου αι. (Εικ.
194-199).203 Στη δεύτερη ζώνη του βόρειου κλίτους κάτω από τον κύκλο των Παθών
υπάρχει σειρά από οκτώ προφήτες με ανοιχτά ενεπίγραφα ειλητάρια
Η παράταξη των προφητών ξεκινά με τον Μωυσή στο ειλητάριο του οποίου
αναγράφεται: ΩΨΕ/ΣΘΑΙ / ΤΗΝ ΖΩ/ΗΝ ΗΜ(ΟΝ) / ΚΡΕΜΑ(ΜΕΝΗΝ) (Λευ. 28,66) (Εικ.
199α). To κείμενο προέρχεται από το τμήμα του Δευτερονομίου που αναφέρεται στην
ενδεχόμενη τιμωρία του Ισραήλ αν αθετήσει τους νόμους του Θεού. 204
Στο επόμενο σωζόμενο ειλητάριο του προφήτη Ησαΐα αναγράφεται το κείμενο:
ΙΔΟΥ ΣΥ/ΝΙΣΕΙ Ο / ΠΕΣ ΜΟΥ / ΚΑΙ ΥΨΩΘΗΣΕ/ΤΕ (= Ἰδοὺ συνήσει ὁ παῖς μου καὶ
ὑψωθήσεται, Ησ. 52, 13) (Εικ. 199β), που είναι ειλημμένο από το κεφάλαιο στο οποίο
αναγγέλλεται η σωτηρία της Ιερουσαλήμ. Ο Κύριος θα ελευθερώσει τη Σιών από την
αιχμαλωσία. Το κείμενο απαντά για την πρώτη φορά σε ειλητάριο προφήτη, στη
201 Ό. π. 434.
202 Ό. π. 436.
203 Για τις τοιχογραφίες και σχετική βιβλιογραφία, βλ. παρακάτω στην παρούσα εργασία, σσ. 100-112, στο
κατάλογο Γ αρ. 4.
204 Το ίδιο κείμενο έχει σωθεί σε ελάχιστα μνημεία, π.χ. στην Παναγία Μυριοκεφάλων, στον Άγ. Δημήτριο
του Κατσούρη και στην Όμορφη Εκκλησία κοντά στην Καστοριά. Παπαμαστοράκης 1992, 437· ο ίδιος
2001, 185. Για το κείμενο από την Όμορφη Εκκλησιά κοντά στην Καστοριά, βλ. Κίσσας 2008, 17, σχ. 6α.
42
Α. Τέχνη και πολιτική ιδεολογία στο μεσαιωνικό κράτος της Ηπείρου
205 Το κείμενο σώθηκε σε πολλά ειλητάρια τόσο από τη μεσοβυζαντινή, όσο και από την παλαιολόγεια
εποχή. Λόγου χάριν στην Παναγία Κρήνα, την Παναγία του Άρακος, την Παναγία Ελεούσα (Veljusa),
την Αγ. Σοφία στο Novgorod, την Περίβλεπτο Αχρίδας, στους Αγ. Αποστόλους Θεσσαλονίκης, στην
Αγ. Τριάδα Βερατίου, κ.α. Βλ. Παπαμαστοράκης 1992, 439· ο ίδιος 2001, 233-235.
206 Παπαμαστοράκης 2001, 235.
207 Εμφανίζεται μόνο στην Παναγία Κρήνα, και μετά στην παλαιολόγεια τέχνη σε μερικά σέρβικα
μνημεία. Παπαμαστοράκης 1992, πίν. Α, σ. 438.
208 Το ίδιο κείμενο βρίσκουμε και στον Άγ. Νικόλαο της Ροδιάς και στην Παναγία Κρήνα. Ό.π. 1992, 438.
43
προφητειών του Σοφονία (3, 14), και το άλλο στο αντίστοιχο βιβλίου του Ζαχαρία (9,
9).209 Ο Θεόδωρος Μοψουεστίας, σχολιάζοντας το κείμενο αυτό, αναφέρεται στη
λύτρωση της Ιερουσαλήμ από τους εχθρούς της.210 Ανεξαρτήτως από το ποιος
προφήτης παριστάνεται και αν το εν λόγω κείμενο προέρχεται από τον Ζαχαρία ή τον
Σοφονία έχει το ξεκάθαρο μήνυμα ότι πλησιάζει η μέρα της απελευθέρωσης της
Ιερουσαλήμ. Σύμφωνα με τον Ησύχιο Ιεροσολύμων, ο προφήτης Σοφονίας γενικά
προφητεύει τη σωτηρία των εθνών.211
Με βάση τα παραπάνω θα μπορούσαμε στα κείμενα των προφητών να
διαβάσουμε ένα μήνυμα που ερμηνεύει την πολιτική κατάσταση της εποχής, δηλαδή
να δούμε έμμεσες αναφορές στην ελπίδα για την επιστροφή της αυτοκρατορίας στην
κραταιά της έδρα. Οι προφήτες συνδιαλέγονται μεταξύ τους και όπως στις
περιπτώσεις του Κατσούρη και στο Θάρι, τα κείμενα των ειληταρίων που κρατούν
έχουν άμεση σχέση μεταξύ τους, αποτελώντας ένα συμβολικό ανάγνωσμα. Η
υπόθεση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι μερικά από τα κείμενα της Μητρόπολης
αναγράφονται για πρώτη φορά (Ησ. 52,13 και Δαν. 3, 1 ή 4, 4), ενώ άλλα είναι πολύ
σπάνια (Λευ. 28:66; Ιεζ. 37, 1; Σοφ. 3. ή 14, Ζαχ. 9, 9), τουλάχιστον όσον αφορά τα
σωζόμενα παραδείγματα της μεσοβυζαντινής εποχής και μάλιστα του 13ου αι.
Όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο συντάκτης των κειμένων επέλεξε
προσεκτικά τα χωρία από την Παλαιά Διαθήκη στην προσπάθεια να γραφτεί ένα
ενιαίο ιστόρημα. Τα κείμενα που καταγράψαμε παρουσιάζουν ένα συνοπτικό
αποκαλυπτικό όραμα των προφητών για την απελευθέρωση της Νέας Ιερουσαλήμ,
209 Και τα δύο αυτά χωρία με την ίδια έννοια σώζονται και σε ειλητάρια μερικών άλλων μνημείων.
Σύμφωνα με την καταγραφή του Παπαμαστοράκη το ίδιο χωρίο αναγράφεται στα ειλητάρια του
Σοφονία στον Άγ. Δημήτριο του Κατσούρη (Παπαμαστοράκης 1992, 429, 439, εικ. 13), στο Θάρι της
Ρόδου (Αχειμάστου-Ποταμιάνου 2006, 78, πίν. 16.), στον Άγ. Αχίλλειο του Arilje, στη Βασιλική
Εκκλησία Studenica, στην Παναγία Οδηγήτρια Ιπεκίου, στην Περίβλεπτο Μυστρά, ενώ στα ειλητάρια
του Ζαχαρία στην Cappella Palatina και την Παναγία Ναυάρχου (Παπαμαστοράκης 1992, 439), στην
Περίβλεπτο Αχρίδας, στον Τίμιο Σταυρό Πελέντρι, στο Markov Manastir και τον Άγ. Ανδρέα Treska.
Βλ. Παπαμαστοράκης 2001, 236-239.
210 Θεόδωρος Μοψουεστίας PG 66, 472D.
211 Το αναφερόμενο χωρίο αναγράφεται στο ειλητάριο του προφήτη Σοφονία στον Άγ. Δημήτριο του
Κατσούρη, στο Θάρι της Ρόδου ενώ στο ειλητάριο του προφήτη Ζαχαρία από τα πρώιμα μνημεία
υπάρχει στην Cappella Palatina και την Παναγία Ναυάρχου, βλ. Παπαμαστοράκης 2002, 439. Στην
παλαιολόγεια εποχή το ίδιο κείμενο σώζεται επίσης στα ειλητάρια και των δύο προφητών, κυρίως
στις εκκλησίες της γειτονικής Σερβίας και της ΠΓΔΜ. Σύμφωνα με την καταγραφή του
Παπαμαστοράκη, το κείμενο αναγράφεται στο ειλητάριο του προφήτη Σοφονία στον Άγ. Αχίλλειο
στο Arilje, στη Βασιλική Εκκλησία Studenica, την Παναγία Οδηγήτρια Ιπεκίου, την Περίβλεπτο
Μυστρά, ενώ στο ειλητάριο του Ζαχαρία στην Περίβλεπτο Αχρίδας, στο Markov Manastir και τον Άγ.
Ανδρέα Treska, και στον Τίμιο Σταυρό Πελέντρι. Βλ. Παπαμαστοράκης 2001, 236-239.
44
Α. Τέχνη και πολιτική ιδεολογία στο μεσαιωνικό κράτος της Ηπείρου
ξεκινώντας με τον Μωυσή, ο οποίος οδήγησε τον περιούσιο λαό από την Αίγυπτο στη
Γη της Επαγγελίας. Το ειλητάριο του αναφέρεται στην ενδεχόμενη τιμωρία του
Ισραήλ αν αθετήσει τους νόμους του Θεού. Το κείμενο του Ησαΐα (Ησ. 52,13)
προέρχεται από το κεφάλαιο στο οποίο αναγγέλλεται η σωτήρια της Σιών από τη
Βαβυλώνα, ενώ του Ιεζεκιήλ περιγράφει την επανένωση του Ισραήλ και την
ανάστασή του. Ο Δανιήλ (Δαν. 3, 1 ή 4, 4) αναφέρει τον Ναβουχοδονόσορα, ιδρυτή της
νεοβαβυλωνιακής αυτοκρατορίας, τονίζοντας την εποχή. Ο προφήτης Σοφονίας και
Ζαχαρίας γενικά προφήτευαν τη σωτηρία των εθνών. Τα επεισόδιο αυτά από την
ιστορία του Ισραήλ θα μπορούσαν να προβληθούν στην τρέχουσα ιστορική
πραγματικότητα της βυζαντινής αυτοκρατορίας, η πρωτεύουσα της οποίας την εποχή
αυτή είναι κατειλημμένη από τους Σταυροφόρους.212 Σ’ αυτό το συμβάν επίσης
συνηγορεί ιδιαίτερα ο Γεώργιος Βαρδάνης στο λόγο του προς τον πατριάρχη Γερμανό
Β΄, όπου εκφράζει την ελπίδα για την επιστροφή του περιούσιου λαού από τη
Βαβυλώνα στα Ιεροσόλυμα.213
Μεταξύ όλων των προφητικών ειληταρίων από τη Μητρόπολη της Βέροιας θα
πρέπει να σχολιάσουμε ιδιαίτερα το κείμενο: Ἔ[τ]ους ὀκτωκαιδεκάτῳ
Ναβουχο[δονόσορ]. (Δαν. 3, 1· Δαν. 4, 4), το οποίο κρατά ο προτελευταίος στη σειρά
προφήτης, από την ανατολικά προς τα δυτικά, που μάλλον είναι ο Δανιήλ. Θεωρούμε
ότι η αναφορά στο δέκατο όγδοο έτος της βασιλείας του Ναβουχοδονόσορα στην
Ιουδαία δεν αποτελεί μόνο την ιστορική μαρτυρία για τα γεγονότα, τα οποία
περιγράφουν οι υπόλοιποι ὀμοροι προφήτες και που συνδέονται με τη συγκεκριμένη
εποχή του αυτοκράτορα της Βαβυλώνας.214 Το συγκεκριμένο έτος ίσως να έχει τη
συμβολική έννοια και να συμβολίζει σκριβώς το δέκατο όγδοο έτος από την κατάληψη
της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους. Με άλλα λόγια, αυτό ίσως να ήταν
το πραγματικό έτος της ζωγράφισης των προφητών στη βασιλική της Παλαιάς
Μητρόπολης. Ο Παπαζώτος τοποθετεί την απελευθέρωση της Βέροιας από τον
Θεόδωρο Άγγελο στο χρονικό διάστημα 1215/1216, προτείνοντας ταυτοχρόνως ότι και
οι ορισμένες τοιχογραφίες της Μητρόπολης εκτελέστηκαν μεταξύ των ετών 1215/1216
45
και 1224/5.215 Βεβαίως δεν ξέρουμε πότε ακριβώς απελευθερώθηκε η Βέροια.
Μπορούμε όμως να πούμε με βεβαιότητα ότι το γεγονός αυτό διαδραματίστηκε
οπωσδήποτε μετά το 1215. Η Kravari και ο Παπαζώτος θεωρούσαν ότι ο Χωματηνός
απέλυσε ένα έγγραφο το 1215/1216, όταν ο ίδιος ήταν ακόμα χαρτοφύλαξ, δηλαδή
πριν από την ανάρρησή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Αχρίδας το 1217,216 και
πως η Βέροια μέχρι το 1216 πρέπει να ήταν στα χέρια του Θεόδωρου της Ηπείρου. Η
πληροφορία αυτή αποδείχθηκε όμως λανθασμένη, σύμφωνα με τον Prinzing,217 με τον
οποίο συμφώνησε και η Α. Λαΐου,218 ότι το συγκεκριμένο έγγραφο πρέπει να
χρονολογηθεί λίγο μετά το 1220. Και οι δύο προτείνουν ως έτος της απελευθέρωσης
της Βέροιας το 1220. Μετά την απελευθέρωση της Βέροιας, που καταλάμβανε τη
σημαντική στρατηγική θέση, ο Θεόδωρος είχε ανοιχτό το δρόμο προς τη Θεσσαλονίκη,
την οποία κυριάρχησε μερικά χρόνια αργότερα. Ίσως λοιπόν τα δύο τελευταία
κείμενα στα χέρια των προφητών να ανακαλούν τα αναφερόμενα ιστορικά γεγονότα::
Ἔ[τ]ους ὀκτωκαιδεκάτῳ Ναβουχο[δονόσορ]. - Τάδε λέγει Κ(ύριο)ς: χαῖρε σφόδρα
(θύγατερ Σιὼν κήρυσσε θύγατερ Ἰερουσαλὴμ ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι, δίκαιος
καὶ σῴζων αὐτός, πραΰς. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο βιβλικός αυτός στίχος, ο οποίος
ενέπνευσε τη σύγκριση μεταξύ της Κωνσταντινούπολης και της Σιών απαντά στο
λόγο του Νικηφόρου Χρυσοβέργη που εκφωνήθηκε προς τον αυτοκράτορα Αλέξιο Γ΄
Άγγελο στις αρχές του 1202, μετά την εκστρατεία κατά του Ιβάνκο και την επάνοδό
του στην Πρωτεύουσα: Σὺ δ᾿ ἀλλ᾿ ἐξ ἐθάδος πρᾳότατος ἐπιδημεῖς ἡμῖν, καλλίνικε,
μέτριος καὶ σχεδιάζεις τὴν ἐπάνοδον εὐσυντέλεστον, Χριστὸν ζηλῶν τὸν
συγκαταβαίνοντα· ὥστε καὶ τῇ πόλει ταύτῃ λέγεσθαι διά σε· ‘θάρσει Σιών· ἰδού, ὁ
βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι σώζων τε ὁμοῦ καὶ πραΰς’.219
Το δέκατο όγδοο έτος της λατινικής κατοχής αντιστοιχεί λοιπόν στο έτος 1222.
Ο Θεόδωρος, ευρισκόμενος ήδη στην ελεύθερη Βέροια, και πλησιάζοντας
ταυτοχρόνως στη συμπρωτεύουσα, τη Θεσσαλονίκη, είχε αρχίσει να οραματίζεται την
εκπλήρωση του τελικού του στόχου, την απελευθέρωση της Νέας Σιών, της
Κωνσταντινούπολης. Η πόλη ήταν υπό την ηγεμονία των Ηπειρωτών έως το 1246,
46
Α. Τέχνη και πολιτική ιδεολογία στο μεσαιωνικό κράτος της Ηπείρου
όταν καταλαμβάνεται από την αυτοκρατορία της Νίκαιας και θα ανήκει ξανά στους
Ηπειρώτες για ένα σύντομο χρονικό διάστημα (1257-1259).220
Στην Παλαιά Μητρόπολη από την τοιχογραφημένη φάση των αρχών του 13ου
αι., το ενδιαφέρον μας προσελκύει η παράσταση Έλεγχος του Δαβίδ υπό του Νάθαν
στον πεσσό κάτω από τους προφήτες (Εικ. 204-205). Ο μητροπολίτης Ιωάννης
Απόκαυκος τονίζει τη σημαντική δραστηριότητα του Θεόδωρου Δούκα στα δυτικά
μέρη τής άλλοτε αυτοκρατορίας, επαινώντας τον για τους αγώνες του κατά των
αλλοφύλων221 και παραλληλίζοντάς τον με τον Δαβίδ.222 Η ίδια ακριβώς αντίληψη ως
προς τον Θεόδωρο Λάσκαρη της Νίκαιας, με έντονα υπογραμμισμένη τη δαβιδική
καταγωγή του και την εκ Θεού βασιλεία του, αναπτύσσεται στα κείμενα του Νικήτα
Χωνιάτη.223
Στις επιστολές των λογίων μητροπολιτών της Ηπείρου πολύ συχνά ο
Θεόδωρος ονομάζεται Δαβίδ. Οι αγώνες του ηγεμόνα της Ηπείρου εναντίον των
Λατίνων με τα περιορισμένα μέσα αλλά και την αδάμαστη θέληση και καρτερία ήταν
φυσικό να προσδώσουν στο πρόσωπό του την αίγλη ενός νέου Δαυίδ,224 όπως τον
ονόμαζε ο Χωματηνός «γυμνός ως ο Δαυίδ».225 Είναι γενικά αποδεκτό ότι συχνά η
παράσταση έλεγχος του Δαβίδ υπό του Νάθαν στη βυζαντινή τέχνη, και επομένως και
στη Μητρόπολη της Βέροιας, πρέπει να συσχετιστεί συμβολικά με την εικόνα του
αυτοκράτορα.226
220 Nicol 1957, 57-59, 163· Παπαζώτος 1994, 39-40 με τις πηγές και τη βιβλιογραφία.
221 «αὐτός γὰρ ἐγένετο ρήστης μετὰ θεὸν καὶ σωτὴρ ἡμέτερος ... καὶ ἐκ τοῦ πάντα τά καθ’ ἡμᾶς μέρη ταῦτα
τὰ δυτικὰ ἰδρῶσιν ἀμέτροις καὶ πόνων ὑπερβολαίες ἀπαξάπαντα αἰχμαλωτισθέντα τε καὶ ἀφανισθέντα
εἰς τὴν ἀρχαίαν χριστιανικὴν ἀποκαταστήσας διαγωγὴν καὶ κατάστασιν καὶ πολλοὺς μὲν καὶ
δυσαρίθμους ἀνακαθάρας ὄχλους λατινικούς τε καὶ Σκυθικούς». Πρᾶξις συνοδικὴ περὶ τῆς τοῦ δεσπότου
Θεοδώρου εἰς βασιλέα ἀναγορεύσεως, στο: Papadopoulos-Kerameus, Noctes Petropolitanae. Sbornik
vizantiiskih tekstov XII-XIII vekov, S. Peterburg 1913, στ. 16-22, σ. 258· Apokaukos (Bees) 107. στ. 69-74.
222 «ὁμάλιζε τοὺς ὄχθους, ὁπόσους ἡμῖν Ἰταλικὴ τυραννὶς ἐπεβόθρευσεν, ἀπογνάθου τούτους τοὺς λέοντας,
γίνου τῷ ἀλλοφύλῳ ἔθνει ν έ ο ς Δ α υ ί δ , βάλε ἐν τῷ πολεμικῷ σου καδίῳ τρεῖς λίθους, τῆς ἰσοσθενοῦς
τριάδος τὴν δύναμιν, σφενδόνησον αὐτοὺς κατὰ τοῦ ἀλλοφύλου, πλῆξον τοῦτον ἐν τῷ ἀναισχύντῳ
μετώπῳ θεοῦ παράταξιν ὀνειδίζοντα, θανάτωσον αὐτὸν ἐκ τοῦ παρευθύ» Papadopoulos-Kerameus, ό.π.
276. Για τη σύγκριση του Θεοδώρου με τον Δαβίδ βλ. επίσης στο Apokaukos (Bees) επιστ. 71.7, επιστ.
107. 69, επιστ. 107. 72· Παπαζώτος 1994, 244.
223 Nicetae Choniatae, Orationes et epistulae, rec. J. A. Van Dieten, Berlin - New York, 1972, επίστ. Ι4, σ. 171.
224 Σταυρίδου-Ζαφράκα 1990, 135.
225 Chomateni (Prinzing), επιστ. 110, στ. 447.
226 Dagron 1996, 129-138. Ιδιαίτερα για τη σύγκριση του αυτοκράτορα με τον Δαβίδ στη βυζαντινή
αντίληψη, βλ. σσ. 132-134· Παπαζώτος 1994, 244, υποσημ. 479, πίν. 35α.
47
Οι παραστάσεις του ελέγχου του Δαβίδ υπό του Νάθαν εμφανίζονται σε
χειρόγραφα, συνήθως δίπλα στον 50ό ψαλμό, από τον 9ο αι. Στη ζωγραφική το θέμα
αυτό είναι πολύ σπάνιο. Υπάρχει, λόγου χάριν, στη εκκλησία της Παναγίας στη μονή
Studenica (Εικ. 267),227 στη Mileševa,228 στην πρόθεση των Αγ. Αποστόλων στο
Ιππέκιο,229 στο υπερώο της Αγίας Σοφίας Αχρίδας230 κ. α. Η σύνθεση της παράστασης
του Ελέγχου του Δαβίδ υπό του Νάθαν, αποτελείται από τον Δαβίδ γονατισμένο
μπροστά στο Νάθαν. Σε μια ομάδα παραστάσεων πίσω στη γωνία ζωγραφίζεται
θρόνος, από τον οποίο κρυφοκοιτάζει η Βηθσαβεέ, ενώ σε άλλες εικονίζεται ο άγγελος
με το σπαθί, π.χ. στο σερβικό Ψαλτήριο του Μονάχου από τον 14ο αι., ενώ σε
ορισμένες άλλες περιπτώσεις πάνω από τον Δαβίδ λαμβάνει χώρα η προσωποποίηση
της Σοφίας και της Μετανοίας, όπως για παράδειγμα στο Ψαλτήριο των Παρισίων
(Paris. gr. 139).231 Η παράσταση του Ελέγχου του Δαβίδ στην Αγ. Σοφία της Αχρίδας
βρίσκεται δίπλα στην παράσταση των Οικουμενικών Συνόδων. Η φτερωτή
προσωποποίηση της Σοφίας, η οποία παρίσταται στη μετάνοια του Δαβίδ, αποτελεί
ταυτοχρόνως και υπαινιγμό στη Σοφία που εμπνέει τόσο το βασιλιά όσο και τα μέλη
της Συνόδου εναντίον των αιρετικών. Το χωρίο ελήφθη από το βιβλίο Σοφία
Σολομώντος: «Δός μοι τὴν τῶν σῶν θρόνων πάρεδρον σοφίαν» (9:4).
Ο Radojčić βάσει των αναφερόμενων σερβικών παραδειγμάτων ερμηνεύει την
παράσταση του Ελέγχου του Δαβίδ υπό του Νάθαν ως υπακοή των Σέρβων ηγεμόνων
στους αρχιερείς στον 13ο αι.232 Η επιλογή της παλαιοδιαθηκικής ιστορίας περί
αμαρτωλού ηγέτη έπρεπε να δείξει πως οι βασιλείς δεν είναι αλάθητοι και ότι είναι
δυνατό να βασιστούμε στις αποφάσεις τους μόνο εάν στη λήψη τους οδηγήθηκαν από
τη Θεία Σοφία. Στο πλαίσιο αυτό θα μπορούσε όντως να ενταχθεί και η παράσταση
από τη Μητρόπολη της Βέροιας. Στις σχέσεις του Θεόδωρου Δούκα με τους
πνευματικούς ηγέτες της Ηπείρου είχε υλοποιηθεί το ιδεώδες περί της συμφωνίας της
κοσμικής και της εκκλησιαστικής εξουσίας. Τη σοφή υπακοή του ηγέτη Θεόδωρου
Δούκα στους πνευματικούς ηγέτες υπογραμμίζει πολύ συχνά ο Απόκαυκος στις
επιστολές του, σχολιάζοντας την ευσέβειά του προς τον Θεό και την ταπεινοφροσύνη
48
Α. Τέχνη και πολιτική ιδεολογία στο μεσαιωνικό κράτος της Ηπείρου
του.233 Ωστόσο, με την εικόνα του Δαβίδ, ο οποίος πέφτει στα γόνατα ενώπιον του
Νάθαν, τονίζονται οι αρετές ταπεινοφροσύνης και αυτοσυγκράτησης, τις οποίες
έπρεπε να καλλιεργεί κάθε ηγεμόνας. Όπως σημειώνει και ο G. Dagron «η δύναμη του
ήταν απόλυτη, δεν του επέτρεπε να περιοριστεί σε νόμιμα όρια, και θεωρούνταν ιερή.
Αλλά αυτός που την εξασκούσε, όποιος και να ήταν, δεν θεωρούνταν ποτέ τελείως
αθώος και μπορούσε ανἀ πάσα στιγμή να κατηγορηθεί για παρανομία»234 Η
παράσταση του προσκυνήματος του Δαβίδ μπροστά στο Νάθαν στην Παλαιά
Μητρόπολη πρέπει ίσως να ιδωθεί κάτω από αυτό το πρίσμα. Έχοντας υπόψη τη
χρονολόγηση των τοιχογραφιών της Βέροιας, την εγγύτητα της μετάνοιας του Δαβίδ
στη σειρά προφητών με επιγραφές στα ειλητάρια πολιτικά φορτισμένες, καθώς και τη
σπανιότητα του συγκεκριμένου θέματος στη μνημειακή ζωγραφική, η συσχέτισή της
με το Θεόδωρο είναι πολύ εύλογη. Δεν έχουμε πληροφορίες αν η συγκεκριμένη
παράσταση υποδηλώνει τη βασιλική χορηγία στη ζωγραφική της Παλαιάς
Μητρόπολης. Ωστόσο, αυτή η φιλοφρόνηση προς τον αυτοκράτορα δηλώνει έμμεσα
ότι οι τοιχογραφίες έγιναν στα χρόνια ελέγχου της πόλης από το Θεόδωρο Άγγελο. Ο
ίδιος πρέπει να επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη Βέροια που βρισκόταν εξάλλου
στα πρόθυρα της Θεσσαλονίκης.235
Κάτω από την σκηνή του Ελέγχου του Δαβίδ υπό του Νάθαν από την ίδια
τοιχογραφημένη φάση των αρχών του 13ου αι., το ενδιαφέρον μας επίσης ιδιαίτερα
προσελκύει η απεικόνιση του Ιωάννη Αμαριανού, ο οποίος προσεύχεται μπροστά στον
ολόσωμο άγιο Ελευθέριο (Εικ. 200-202) τον οποίο ευλογεί από την πάνω δεξιά πλευρά
ο Χριστός.236 Η παράσταση αυτή βρίσκεται στον πρώτο από τα δυτικά πεσσό της
βόρειας κιονοστοιχίας. Πρόκειται για ένα άγνωστο από άλλες ιστορικές πηγές
πρόσωπο. Ο Παπαζώτος θεωρούσε ότι ο Κωνσταντίνος Μαριανός, τον οποίο αναφέρει
ο Χωματηνός,237 και ο Ιωάννης Αμαριανός, το όνομα του οποίου διαβάζουμε στην
τοιχογραφία από την Παλαιά Μητρόπολη στη Βέροια, ήταν από την ίδια οικογένεια.
Το γεγονός ότι η τοιχογραφημένη παράσταση του Ιωάννη Αμαριανού χρονολογείται
στην πρώτη φάση του 13ου αι., καθιστά την υπόθεση αυτή ακόμα πιο πιθανή. Το να
49
χάνεται το πρώτο σύμφωνο στις λέξεις ξένης προέλευσης, δεν ήταν ασυνήθιστο
φαινόμενο στα βυζαντινά ελληνικά. Τα στοιχεία από το Prosopographisches Lexikon der
Palaiologenzeit μας οδηγούν στο ίδιο συμπέρασμα. Στις αρχές του 14ου αι. στη
Θεσσαλονίκη ζούσαν ο Θεόδωρος Αμαριανός (1324) και δύο Μαριανοί - ο κληρικός
Δημήτριος (1304-1309) και ο κυρ Γρηγόριος (1315).238 Έχουν επίσης σημειωθεί και
υμνογράφοι Αμαριανός και Μαριανός, οι οποίοι ίσως ζούσαν και κατά την ίδια εποχή,
ενώ θα μπορούσαν να είναι και το ίδιο άτομο. Εάν όντως πρόκειται για το ίδιο
πρόσωπο, τότε έχουμε άλλη μια οικογένεια, η οποία είχε έρθει από την Ανατολή,
αφού το όνομα αυτό προέρχεται από το όνομα της πόλης Αμάρα που βρισκόταν σε
απόσταση 50 χιλιομέτρων βόρεια της Μελιτηνής. Οι Βυζαντινοί έχασαν την Αμάρα το
1090, και τότε προφανώς μετακόμισε και η οικογένεια των Αμαριανών στα δυτικά
μέρη της Αυτοκρατορίας.239
Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να βεβαιώνει ότι αυτός ο Ιωάννης υπήρξε
κτήτορας ή χορηγός της τοιχογράφησης του ναού. Ωστόσο, για να υπάρχει η
παράστασή του με την επιγραφή: Δέησις τοῦ δούλου τοῦ Θ(εο)ῦ Ἰω(άννου) τοῦ
Ἀμαριανοῦ, πρέπει οπωσδήποτε να συνέβαλε με κάποιο τρόπο στη διακόσμηση της
εκκλησίας. Η επιλογή δε του αγίου Ελευθερίου, στον οποίο προσεύχεται η κοσμική
μορφή του Ιωάννη Αμαριανού, πρέπει ίσως να συσχετιστεί και με τη σημασία του
ονόματός του, να παραπέμπει δηλαδή στην ποθούμενη ελευθερία από κάτι, αρρώστια
ή από τους εχθρούς. Οι απεικονίσεις του αγίου Ελευθερίου, επίσκοπου Ιλλυρικού δεν
είναι άγνωστες στη βυζαντινή μνημειακή τέχνη,240 και ιδιαίτερα συχνά στην Κρήτη.241
Παριστάνεται πιο συχνά στο χώρο του ιερού, μαζί με τους άλλους ιεράρχες, στην
κόγχη της κεντρικής αψίδας ως συλλειτουργούντος,242 όμως πιο συχνά ως μετωπικός
και εντός μεταλλίου στο διακονικό και της πρόθεσης. Πρόκειται για τον άγιο, ο οποίος
πρέπει να ήταν τιμώμενος στους Βυζαντινούς, όπως και στη σημερινή Ελλάδα, ως
50
Α. Τέχνη και πολιτική ιδεολογία στο μεσαιωνικό κράτος της Ηπείρου
προστάτης από την αρρώστια, των εγκύων γυναικών, όπως αναφέρεται και στην
ακολουθία του στο Μηναίο.243 Στην ερμηνεία αυτή εντάσσεται και η απεικόνισή του
αγίου Ελευθερίου μαζί με τους άλλους ιαματικούς αγίους στον Αγ. Βασίλειο Γέφυρας
κοντά στην Άρτα (Εικ. 29)244 ή μαζί με την Θεραπεία τυφλού και Θεραπεία της
συγκύπτουσας και με μερικούς άλλους ιαματικούς αγίους στην πρόθεση του ναού του
Άη Στράτηγου επάνω Μπουλαριών.245 Η Αλμπάνη σχολιάζοντας την συχνή ένταξη
του αγίου Ελευθερίου στο εικονογραφικό πρόγραμμα των ναών στην Κρήτη, ήδη από
τη μεσοβυζαντινή περίοδο, αναφέρει ότι αυτό πρέπει να οφείλεται στους στενούς
εκκλησιαστικούς δεσμούς της Κρήτης στην πρωτοβυζαντινή περίοδο με την επαρχία
του Ιλλυρικού.246 Είναι αναμενόμενο ότι οι παραστάσεις του να εντάσσονται πιο
συχνά στα ζωγραφισμένα σύνολα του Ιλλυρικού. Ωστόσο, στην περίπτωση πολλών
μνημείων όπου έχει σωθεί θεωρούμε πως οι επιρροές για την επιλογή του αγίου
Ελευθερίου πρέπει να αναζητηθούν στην κωνσταντινουπολιτική παράδοση, όπου η
μνήμη του ετελείτο την 15η Δεκεμβρίου στο μαρτύριό του κοντά στην περιοχή του
Ξερολόφου στην Κωνσταντινούπολη.247 Σε αυτό συνηγορούν και τα σωζόμενα
τοιχογραφημένα παραδείγματα που βρίσκονταν σε άμεση σχέση με την
κωνσταντινουπολιτική τέχνη, λ.χ. η μονή του Οσ. Λουκά, το Νέρεζι, η Αχρίδα, η
Studenica, η Επισκοπή στη Μάνη και η Βέροια. Δεν αποκλείεται βεβαίως και επιρροή
της τοπικής παράδοσης στο Ιλλυρικό και την ευρύτερη περιοχή του.
Η παράσταση του αγίου Ελευθερίου μαζί με δωρητή που τον ευλογεί ο Χριστός
απ’ όσο μας είναι γνωστό αποτελεί το μοναδικό διασωθέν μέχρι σήμερα παράδειγμα
στη βυζαντινή τέχνη. Η παρουσία της μορφής αυτής πρέπει να συνδεθεί με τη
σημασία του ονόματός του. Ο άγιος, με άλλα λόγια, είναι δυνατό να ιδωθεί ως
αλληγορία της ποθητής ελευθερίας από τους εχθρούς, στη συγκεκριμένη περίπτωση
από τους Λατίνους, όπως προτείνεται και από τον Παπαζώτο.248 Η εικονογράφηση του
Αμαριανού σε έναν τόσο σημαντικό ναό ίσως να δηλώνει την εμπλοκή του στη
243 15 Δεκεμβρίου: Τῶν ἐπιτόκων γυναίων Πάτερ κηδόμενος, ἐλευθερίαν δίδως, τῷ Ναῷ σου φοιτώσαις,
εὔπλοιαν δὲ πάλιν ἄλλοις θερμῶς, ἐξαιτοῦσιν ἐπέδωκας, καὶ τοῖς νοσοῦσιν ὑγείαν σὺ χορηγεῖς,
διαλάμπων ἐν τοῖς θαύμασι.
244 Γιαννούλης 2010, 194, πίν. 36.
245 Στον χώρο της πρόθεσης του Άη-Στράτηγου επάνω Μπουλαριών παριστάνονται οι σκηνές ιαματικού
χαρακτήρα όπως και στο διακονικό. Ακριβώς στην αντίστοιχη θέση της πρόθεσης όπου είναι ο
Ελευθέριος απεικονίζεται ο άγιος Θεράπων και οι άλλες δύο θεραπείες: του παραλυτικού αίροντος
τον κράβατον και παραλυτικού ξαπλωμένου. Δρανδάκης, 396, 430, πίν. 101.
246 Αλμπάνη ό.π.
247 Synaxarium EC, cols. 307ff.
248 Παπαζώτος 1994, 243-244
51
διακόσμηση της Παλαιάς Μητρόπολης. Από την άλλη πλευρά, δεν πρέπει να
αποκλειστεί και η δυνατότητα ότι εκείνος ήταν ο στρατιωτικός διοικητής, ο οποίος
είχε παραγγείλει την απεικόνισή του μετά από κάποια επιτυχή πολεμική εκστρατεία.
Η υπόθεση αυτή είναι δυνατό να υποστηριχθεί και μέσα από τα συμφραζόμενα του
ευρύτερου εικονογραφικού προγράμματος του πεσσού στον οποίο παριστάνεται. Η
παρουσία της απεικόνισης ενός έφιππου αγίου στη νότια πλευρά του πεσσού (Εικ. 201
και 203), καθώς και η παράσταση της μετάνοιας του Δαβίδ ενώπιον του Νάθαν πάνω
από τη σκηνή με τους αγίους Ελευθέριο και Αμαριανό, υποστηρίζει την υπόθεση
αυτή. Δυστυχώς, οι γραπτές πηγές δεν προσφέρουν περισσότερα στοιχεία, όμως οι
τοιχογραφίες στον ίδιο πεσσό όπου είναι και ο Ελευθέριος επιτρέπουν τέτοιες
προτάσεις. Στη βόρεια πλευρά του ίδιου πεσσού απεικονίζεται ένας έφιππος
στρατιωτικός άγιος, ενώ στην ανατολική όψη του ίδιου πεσσού ο τοπικός άγιος της
Βέροιας, όσιος Αντώνιος,249 ο διά Χριστόν σαλός, μεσίτης και προστάτης του προσώπου
που υπαινίσσεται το θέμα του ελέγχου υπό του Δαβίδ. Η ιδιαίτερη προβολή
ετοιμοπόλεμου έφιππου στρατιωτικού αγίου φαίνεται επίσης να αντικατοπτρίζει το
κλίμα της εποχής. Οι έφιπποι στρατιώτες, π.χ. οι άγ. Γεώργιος και Θεόδωρος
εμφανίζονται ήδη από τον 7ο αι., αλλά μεγάλη ανάπτυξη το θέμα θα έχει στο 13ο αι.,
αν και όχι τόσο στα ηπειρωτικά εδάφη όπως στην Πελοπόννησο.250 Στη Μητρόπολη
της Βέροιας το κεφάλι του αγίου στρατιώτη είναι εντελώς κατεστραμμένο και δεν
ταυτίζεται η μορφή του. Παρόμοιο άσπρο άλογο με το στρατιώτη σώζεται
αποσπασματικά στον Άγ. Βασίλειο της Γέφυρας, όπου παριστάνονται δύο έφιπποι
στρατιώτες.251 Η μεγάλη παράσταση του έφιππου στρατιώτη στον ίδιο πεσσό όπου
είναι και ο Ελευθέριος με τον Αμαριανό, ο όσιος Αντώνιος (τοπικός άγιος της Βέροιας)
και η απεικόνιση του Ελέγχου του Δαβίδ υπό του Νάθαν, και μάλιστα ακριβώς κάτω
από τη σύνθεση με τους προφήτες και τους κεφαλοφόρους (Εικ. 199) , θα μπορούσε να
εκφράζει τις απηχήσεις των γεωπολιτικών εξελίξεων στις αρχές του 13ου αι. και την
προσδοκία των χορηγών που ενέπνευσαν το εικονογραφικό πρόγραμμα της Βέροιας
να καταφέρει ο Θεόδωρος σύντομα να απελευθερώσει και τα υπόλοιπα μέρη της
βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Φράγκους.
Αναφέραμε προηγουμένως ότι η ανακαίνιση του ναού της Αχειροποιήτου στην
Θεσσαλονίκη και η διακόσμησή του, που δεν σώζεται ακέραια σήμερα, είναι δυνατό
52
Α. Τέχνη και πολιτική ιδεολογία στο μεσαιωνικό κράτος της Ηπείρου
252 Για την τέχνη στις αρχές του 13ου αι. στη Θεσσαλονίκη, βλ. στην παρούσα εργασία, σσ. 95-100.
253 Κουρκουτίδου-Νικολαϊδου – Τούρτα 1997, 194-195, εικ. 235, 236· Ξυγγόπουλος 1957, 6-30.
254 Για τη λατρεία, βλ. Demus 1960, 97-98· Walter 2003, 170-177.
255 P. Maraval, «Le premiers développements du culte des XL Martyrs de Sébastée dans l’Orient byzantin et
en Occident», Vetera Christianorum 36 (1999) 207-208.
256 Στην Αχρίδα, η πρόθεση του καθεδρικού ναού της Αγ. Σοφίας είναι αφιερωμένη στους Σαράντα
Μάρτυρες, όπου επίσης σώζεται και η παλαιότερη παράσταση του κύκλου του βίου τους βλ. Babić
1969, 117-119, fig. 83· Grozdanov 1990, 42-45, crt. 3-5· Tolstaa 1995, 743-752· Σχετικά με τις σωζόμενες
παραστάσεις των Σαράντα Μαρτύρων και τη λατρεία τους στην ΠΓΔΜ, βλ. Mijatev 1930, 102-109·
Radojčić 196, 3-11.
257 Στην Αλβανία η λατρεία των Σαράντα Μαρτύρων υπήρχε από την πρώιμη βυζαντινή εποχή. Στα τέλη
του 5ου ή στις αρχές του 6ου αι. χρονολογείται η βασιλική των Σαράντα Μαρτύρων στους Αγίους
Σαράντα, στην Αλβανία. Η εκκλησία αποτελούσε μεγάλο προσκύνημα, όπου πρέπει να υπήρχαν και
τα λείψανά τους. Βλ. Vitaliotis 2008, 403-413. Από την αρχή του 13ου αι., την περίοδο της
διακυβέρνησης των Κομνηνών της Ηπείρου, στη σημερινή Αλβανία, κοντά στο χωριό Nivica, περιοχή
53
παραστάσεις τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι μάρτυρες ζωγραφίζονται στην
παγωμένη λίμνη.259 Σώζονται επίσης, σε ελάχιστες περιπτώσεις ως στρατιώτες να
κρατούν όπλα,260 και επίσης ως μάρτυρες όπως στην Αχειροποίητο, ως ολόσωμες
φιγούρες ή προτομές, π.χ. πέντε πορτραίτα στο Tokali Kilisse στην Καππαδοκία,261 και
στο συριακό χειρόγραφο (Vatican, Cod. syr. 559, Part 1, fol. 93v) από τον 13ο αι.,262 στην
Αγία Σοφία στο Κίεβο, στην Neredica,263 κ.α. Στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο δεν έχουν
σωθεί πολλές παραστάσεις των αγίων Τεσσαράκοντα από την μεσοβυζαντινή
περίοδο και κατά τη διάρκεια του 13ου αι. Στην Ήπειρο στο ναό της Αγίας Θεοδώρας
στο δυτικό τοίχο της κάτω ζώνης του νάρθηκα υπάρχει η παράσταση των αγίων
Τεσσαράκοντα στην παγωμένη λίμνη (Εικ. 18), όπως στην Παναγία στη Μερέντα στην
Αττική και στο Παλαιομονάστηρο της μονής των Αγίων Τεσσαράκοντα στην
προσκυνηματική παράσταση μαζί με τον έφιππο άγιο Δημήτριο που επίσης
χρονολογείται στα τέλη του 13ου αι.264
Είναι δυνατό η απεικόνιση της εν λόγω παράστασης να πραγματοποιήθηκε
όντως όταν ο Θεόδωρος απελευθέρωσε την Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, δεν πρέπει να
αποκλειστεί ότι θα μπορούσε να ζωγραφίστηκαν μετά το 1230, δηλαδή μετά τη μάχη
στη Κλοκοτνίτσα, ως μνήμη στους στρατιώτες που σκοτώθηκαν υπέρ της ορθόδοξης
πίστης στην προσπάθεια της απελευθέρωσης της Κωνσταντινούπολης. Η μάχη στην
Κλοκοτνίτσα πρέπει να διαδραματίστηκε στις 9 Μαρτίου, δηλαδή την ημέρα της
μνήμης των Σαράντα Μαρτύρων. Στην υπόθεση αυτή συνηγορούν κάποιες
εικονογραφικές λεπτομέρειες. Οι σαράντα Μάρτυρες παριστάνονται ολόσωμοι και σε
μετάλλια ως μάρτυρες με σταυρό, ενώ τα δύο άκρα της παράστασης κλείνουν με ένα
Αγίων Σαράντα βρέθηκαν πολλά σπαράγματα των βυζαντινών τοιχογραφιών, μεταξύ των οποίων
είναι και η παραστάση των Σαράντα Μαρτύρων. Βλ. στον κατάλογο Δ, αρ. 1.
258 Στα περισσότερα μεγάλα σερβικά μνημεία σώζεται η παράσταση των Σαράντα Μαρτύρων της
Σεβάστειας, όπως στην Studenica, την Žiča, στη Mileševa, στη Morača, στο Gradac, στη Sopoćani, κ.α.
Στις αρχές του 13ου αι. ο άγιος Σάββας Σερβίας ανακαίνισε το καθολικό της Μονής Ξηροποτάμου στο
Άγιον Όρος, άλλοτε αφιερωμένο στο μάρτυρα Νικηφόρο, μετονομάζοντάς το προς τιμή των Σαράντα
Μαρτύρων, βλ. Živojinović 1979, 19-20· Miljković 2008, 107-109.
259 Για την εικονογραφία τους, βλ. T. Velmans, «Une icone au Musée de Mestia et le thème des Quarante
martyrs en Géorgie», Zograf 14 (1983) 40-51· Gavrilović 1987, 186-189.
260 Walter 2003, 174.
261 Epstein 1986, 26, 66, fig. 110, 111,
262 Demus 1960, fig. 5.
263 Radojčić 1969, 7.
264 Coumbaraki-Pansélinou 1976, 147-149, pl. 78· Κάππας 2011, 300, εικ. 34.
54
Α. Τέχνη και πολιτική ιδεολογία στο μεσαιωνικό κράτος της Ηπείρου
55
3. Καταστροφή και αναβίωση: Τέχνη και πολιτική ιδεολογία μετά
την κατάρρευση του Βασιλείου της Θεσσαλονίκης (1230 – 1267)
267 Διευθέτησε το ζήτημα της ρήξης μεταξύ των αρχιερέων της Εκκλησίας της Ηπείρου και του
Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο είχε δημιουργηθεί λόγω των χειροτονιών και των τάσεων
αυτονόμησης που είχε αναπτύξεi ο αρχιεπίσκοπος Αχρίδος Δημήτριος Χωματηνός. Nicol 1957, 76 - 102,
132.
268 Rautman 1989, 308.
269 Βλ. το πρώτο κεφάλαιο της παρούσας εργασίας, σσ. 20-22.
56
Α. Τέχνη και πολιτική ιδεολογία στο μεσαιωνικό κράτος της Ηπείρου
οποίος θεωρείται ότι ήταν ο χορηγός τόσο της μετασκευής όσο και της διακόσμησης
του ναού. Η ποιότητα της γλυπτικής, η χρήση ακριβών υλικών (λαζουρίτη, σποραδικά
και χρυσού) και το υψηλό επίπεδο της ζωγραφικής, δείχνουν ότι τα εργαστήρια που
υλοποίησαν την χορηγία των Κομνηνοδουκάδων τα οποία εκπαιδεύθηκαν σε ένα από
τα πιό προηγμένα καλλιτεχνικά περιβάλλοντα της εποχής.270 Ο Μιχαήλ έκτισε ακόμη
έναν ναό, τον οποίο αφιέρωσε στην Παντάνασσα, ενώ είναι πιθανό να συνδέεται και
με την ανέγερση του παλαιού ναού της Παρηγορήτισσας271 έχοντας προφανώς ως
πρότυπα τις ομώνυμες κωνσταντινουπολίτικες εκκλησίες.
Κατά την περίοδο της ηγεμονίας του Μιχαήλ Δούκα ήταν ακόμη ζωντανή η
φιλόδοξη ιδέα για τη διεκδίκηση του βυζαντινού θρόνου στην Κωνσταντινούπολη.
Μια εικονογραφική ιδιαιτερότητα στο διακονικό του Αγίου Νικολάου της Ροδιάς ίσως
να φανερώνει και την ενεργή ενασχόληση του πνευματικού δημιουργού του
εικονογραφικού προγράμματος με τα σύγχρονα ιστορικά γεγονότα και τα
εκκλησιαστικά ζητήματα επί ηγεμονίας του Μιχαήλ Β΄ Δούκα. Πρόκειται για μια
σπάνια παράσταση Η Προσκύνηση των Αγγέλων στο σταυρό (Εικ. 96).272 Στη μνημειακή
ζωγραφική δεν είναι γνωστές άλλες παραστάσεις αγγέλων σε πομπή που να
προσκυνούν το σταυρό μπροστά τους και να έχουν την επιγραφή Η ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΙΣ.273
Παρόμοια σκηνή σώζεται επίσης στο Κράτος της Ηπείρου, στο ασκηταριό των Αγίων
Πατέρων στη Βαράσοβα Αιτωλίας, όπου παριστάνεται ένας σταυρός και εκατέρωθέν
του δύο άγγελοι σε στάση προσκύνησης με την επιγραφή Η ΥΨΟ(Σ)Η ΤΟΥ ΤΙΜΗΟΥ
ΣΤΑΥΡΟΥ.274 Όσον αφορά τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο, πρέπει να μνημονευθεί ο ναός
της Υπαπαντής στο Σοφικό, στην ανατολική Κορινθία, όπου επίσης, όπως και στη
Βαράσοβα του εικονίζεται ένας σταυρός, τον οποίο προσκυνούν δύο άγγελοι. Ωστόσο,
η συνοδευτική επιγραφή είναι Η ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΙΣΙΣ.275 Από τα σχετικά παρόμοια
παραδείγματα στον υπόλοιπο Βυζαντινό κόσμο είναι αξιομνημόνευτος ο ναός της
270 Επιπλέον δεν χωρεί αμφιβολία ότι στην Άρτα, καθώς και στη Μονή Βλαχέρνα, υπήρχαν και
εικονογραφημένα χειρόγραφα που έφεραν οι πρόσφυγες από την Πόλη, και τα οποία μπορούσαν να
χρησιμοποιήθηκαν ως πρότυπα. Σχετικά με τα χειρόγραφα και τη σχέση τους με την τοιχογράφηση
της Βλάχέρνας, βλ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου 2009, 64.
271 Theis 1990, σποραδικά.
272 Για την περιγραφή της παράστασης και τις παλαιότερες λανθασμένες ταυτίσεις της ως Προσκύνηση
των Μάγων, βλ. στο κατάλογο Α, αρ. 7.
273 Fundić και Κάππας 2013, 141-142, 149-151, fig. 1 και 2.
274 Παλιούρας 1985, 80, 176–177, εικ. 182· Βασιλακέρης και Φουντούλη, 2004, 537–538, πίν. 6.
275 Κάππας και Φουστέρης 2006, 62, εικ. 4. Η Καραγιάννη χρονολογεί λανθασμένα την συγκεκριμένη
παράσταση στη μεσοβυζαντινή εποχή βλ. A. Karagianni, «Représentations des croix dans les églises
byzantines du Xe au XIIe siècle: interprétation et liens avec la liturgie», Βυζαντιακά 29 (2010) 246, εικ. 11.
57
Εγκλείστρας του Άγιου Νεοφύτου στην Κύπρο (1183–1196), όπου υπήρχε ένας ξύλινος
σταυρός εντοιχισμένος στο νότιο τοίχο, και πάνω στην οριζόντια κεραία, εκατέρωθεν
της κάθετης (κεραίας), είναι ζωγραφισμένοι δύο φτερωτοί άγγελοι στραμμένοι ο ένας
προς τον άλλο σε προσκύνηση.276 Με τον ίδιο τρόπο, δύο άγγελοι προσκυνούν το
σταυρό και σε ορισμένες εικόνες, όπως λόγου χάριν στη ρωσική εικόνα από την
Πινακοθήκη Τρετιάκοφ στη Μόσχα,277 καθώς επίσης και στη μαρμάρινη πλάκα
ενσωματωμένη στον τοίχο πάνω από την πύλη του εξωνάρθηκα στο Djurdjevi Stupovi
κοντά στο Berane (Μαυροβούνιο) (12ος-13ος αι.)278 και στο θωράκιο του τέμπλου από το
χωριό Kuti επίσης στο Μαυροβούνιο (12ος αι.)279
Οι προαναφερθείσες παραστάσεις στη μνημειακή ζωγραφική πρέπει βεβαίως
να συσχετιστούν με τις τελετές της προσκύνησης του Τιμίου Σταυρού
(Σταυροπροσκύνηση) που πραγματοποιούνταν στην Κωνσταντινούπολη από το έτος
630: την εορτή τη Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, 14 Σεπτεμβρίου, κατά την τέταρτη
εβδομάδα της Μεγάλης Σαρακοστής, την εορτή της προόδου του Τιμίου Σταυρού την
1η Αυγούστου που είναι η ανάμνηση της νίκης του Ηρακλείου κατά των Περσών,
καθώς και ορισμένες άλλες μέρες αν συνέτρεχε κάποιος λόγος.280 Και οι δυο εορτές
έχουν παρόμοιες τελετές που περιγράφονται στο Περί βασιλείου τάξεως έργο του
Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου. Η τελετή της Σταυροπροσκύνησης άρχιζε στα
αυτοκρατορικά ανάκτορα την Κυριακή της τρίτης εβδομάδας της Σαρακοστής. Τη
Δευτέρα της τέταρτης εβδομάδας ο σταυρός τοποθετείτο στην Αγία Σοφία,281 όπου η
προσκύνησή του διαρκούσε μέχρι την Παρασκευή,282 όταν τον επέστρεφαν στο
παλάτι.283
Ο συσχετισμός της Προσκύνησης του Αγ. Νικολάου Ροδιάς με κάποια από τις
εορτές της Προσκύνησης του Σταυρού284 ενισχύεται και με την παράσταση της
Σταυροπροσκύνησης που βρίσκεται στο νότιο τοίχο ακριβώς απέναντι από τους
276 Mango and Hawkins 1966, 158, figs. 34, 45–46· Teteriatnikova 2003, 78–79, 87, fig. 4.
277 Lazarev 1997, 34, abb. 5
278 Jovanović – Tomović 2011, 506, sl. 6.
279 Pušić 1986, 75, εικ. 7.
280 Για την λατρεία του Τίμιου Σταυρού στην Κωνσταντινούπολη με πηγές και την αναλυτική
βιβλιογραφία βλ. Klein 2004, 31-59· Wortley 2009, VI, 8-19.
281 Constantini Porphyrogeniti imperatoris, De ceremoniis aulae byzantinae (ed. I. I. Reiske), I, Bonn 1829, 549–550.
282 Περιγραφή της συγκεκριμένης τελετής στην Αγία Σοφία, βλ. στο Mateos 1963, 38–44.
283 Constantini Porphyrogeniti imperatoris, De ceremoniis aulae I, 550.
284 Την αναλυτική παρουσίαση και την ερμηνεία του εικονογρφικού προγράματος του ναού του Αγ.
Νικολάου της Ροδιάς, βλ. Fundić 2010, 87-110 και στην παρούσα εργασία, σσ.145-146, και στο κατάλογο
Α, αρ. 68.
58
Α. Τέχνη και πολιτική ιδεολογία στο μεσαιωνικό κράτος της Ηπείρου
αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη (Εικ. 97). Το τμήμα του σταυρού που σώζεται στην
παράσταση της Προσκύνησης είναι όμοιο με το μεγάλο σταυρό, τον οποίο κρατούν ο
πρώτος χριστιανός αυτοκράτορας και η μητέρα του. Στον Άγ. Νεόφυτο στην Κύπρο, οι
άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη παριστάνονται δίπλα στην παράσταση με τον Σταυρό
και τους αγγέλους.285
Επιπλέον, η Προσκύνηση των αγγέλων στον Άγ. Νικόλαο της Ροδιάς μπορεί
να συνδεθεί τόσο με την υπερκείμενη παράσταση της Υπαπαντής όσο και με τον
Παλαιό των Ημερών που βρίσκεται στο μέτωπο της κόγχης του διακονικού. Η επιλογή
του συγκεκριμένου χώρου δεν είναι τυχαία καθώς προοριζόταν, μεταξύ των άλλων,
και για τη φύλαξη των κειμηλίων.
Η γνώμη μας η είναι ότι η εν λόγω παράσταση, η Προσκύνηση των αγγέλων
στο Σταυρό, θα μπορούσε επίσης να ερμηνευθεί και στο πλαίσιο των φιλόδοξων
οραμάτων των Κομνηνών – Δουκάδων της Ηπείρου. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η
διακόσμηση του Αγ. Νικολάου της Ροδιάς πραγματοποιήθηκε την εποχή, κατά την
οποία διεξάγονταν αγώνες κατά των Λατίνων σε πολλές περιοχές της Βυζαντινής
αυτοκρατορίας. Οι επιτυχίες στους αγώνες αυτούς στη συνείδηση των Βυζαντινών
αποκτούσαν και θεολογική διάσταση, καθώς μπορούσαν να θεωρηθούν και ως νίκη
της Ορθοδοξίας. Για το λόγο αυτό, το θέμα του Σταυρού που αποτελεί το σύμβολο της
νίκης από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο οποίος μάλιστα απεικονίζεται
μαζί με τη μητέρα του Ελένη ακριβώς απέναντι από τη Σταυροπροσκύνηση, πρέπει
να ερμηνευθεί και κάτω από αυτό το πρίσμα. Στον πλαίσιο αυτό εντάσσεται και ένα
νόμισμα από την εποχή του Θεόδωρου Δούκα, σήμερα στη συλλογή του Dumbarton
Oaks.286 Το κέντρο καταλαμβάνει ένας μεγάλος πατριαρχικός σταυρός στο υπόβαθρο
με ημισέληνο και εκατέρωθέν του είναι ο Θεόδωρος Δούκας και ο άγιος Δημήτριος με
σπαθί και ασπίδα. Με το σταυρό, ως σύμβολο νίκης, αλλά και με τη βοήθεια του
στρατιώτη αγίου Δημητρίου, ο Θεόδωρος θα μπορούσε να υλοποιήσει τα φιλόδοξα
οράματά του.
Κατά την εκτίμησή μας, η ζωγραφική του Αγ. Νικόλαου της Ροδιάς
χρονολογείται ενδεχομένως όχι στις αρχές, αλλά στο δεύτερο μισό του 13ου αι., και
συγκεκριμένα είναι δυνατό να τοποθετεί μεταξύ των ετών 1250 και 1260. 287 Την εποχή
αυτή ανάμεσα στην Νίκαια και την Ήπειρο σημειώθηκαν πολλές συγκρούσεις. Μετά
την ανακατάληψη της Βέροιας το 1257 ο Μιχαήλ απειλούσε άμεσα τη Θεσσαλονίκη. Η
59
προσπάθειά του αυτή τελείωσε ωστόσο με την ήττα του στη μάχη της Πελαγονίας το
1259. Πολύ σύντομα, δηλαδή το 1261 η Νίκαια απελευθέρωσε την Κωνσταντινούπολη
που σήμανε και το τέλος των φιλόδοξων σχεδίων και διεκδικήσεων του Μιχαήλ Β΄
Δούκα για το βυζαντινό θρόνο. Δεν είναι απαραίτητο να θεωρούμε ότι ο ίδιος ο
δεσπότης Μιχαήλ είχε άμεσες σχέσεις με τη διακόσμηση του Αγ. Νικόλαου της Ροδιάς
και την επιλογή της συγκεκριμένης παράστασης. Ωστόσο, δεν πρέπει να
αποκλείσουμε και την επίδραση του κλίματος της εποχής που επικρατούσε στην
Ήπειρο, καθώς και του αποτελέσματος της μάχης κατά των Σταυροφόρων. Στην
υπόθεση αυτή συνηγορούν και παρόμοια παραδείγματα από την Πελοπόννησο και
υπόλοιπο ελλαδικό χώρο, όπου το ιδεολογικό υπόβαθρο για των πολιτικών και
εκκλησιαστικών ζητημάτων, συχνά επιδρούσε στα εικονογραφικά θέματα και
προγράμματα στη μνημειακή ζωγραφική.288
Η επιλογή ορισμένων άλλων θεμάτων στο εικονογραφικό πρόγραμμα του Αγ.
Νικόλαου της Ροδιάς είναι επίσης δυνατό να συνδεθεί με τα σύγχρονα ιστορικά και
εκκλησιαστικά γεγονότα. Στην κόγχη του Ιερού Βήματος, αρκετά χαμηλά, πίσω από
την Ιερά Τράπεζα μεταξύ των συλλειτουργούντων Ιεραρχών σώζεται το Μανδήλιο
(Εικ. 99), ένα από τα σπουδαιότερα κωνσταντινουπολίτικα κειμήλια. Στο σημείο αυτό
δεν θα σχολιάσουμε το γνωστό ιστορικό, δογματικό και λειτουργικό υπόβαθρο, πάνω
στο οποίο εξελίχθηκε η παράσταση του Μανδηλίου.289 Εκείνο που θα θέλαμε να
επισημάνουμε είναι ότι η αχειροποίητη εικόνα του Χριστού, γνωρίζει ιδιαίτερη
διάδοση στη μνημειακή ζωγραφική μετά το 1204 και μάλιστα στις
φρακγοκρατούμενες περιοχές της Ανατολής. 290 Η αφορμή για αυτό θα πρέπει ίσως να
συσχετιστεί με τους Σταυροφόρους, οι οποίοι το 1204 παίρνουν τα κειμήλια από την
Πρωτεύουσα, μεταξύ των οποίων ήταν και το αγαπημένο παλλάδιο της
Κωνσταντινούπολης. Το γεγονός αυτό προκάλεσε μεγάλη αίσθηση και οργή στους
Ορθόδοξους που από τότε αρχίζουν να το προβάλλουν πολύ συχνά στη μνημειακή
ζωγραφική. Ωστόσο, στον Άγ. Νικόλαο της Ροδιάς το Μανδήλιο βρίσκεται σε μία
ασυνήθιστη θέση. Παρόλο που οι απεικονίσεις του Μανδηλίου στο χώρο του Ιερού
είναι γνωστές ήδη από τον 11ο αι., η παράστασή του όμως δεν τοποθετείται τόσο
χαμηλά και μάλιστα μεταξύ των Ιεραρχών, αλλά στις επάνω ζώνες.291 Σε μια πολύ
288 Βλ. Παναγία Χρυσαφίτισσα στη Λακωνία, βλ. Albani 2000, 104-105, 124· Γκιολές 2004, σποραδικά
289 Gerstel 1999, 68-77· Lidov 2003, 249-280· Κωνσταντινίδη 2003, 483-489· Mandylion Intorno al Sacro Volto, da
Bisanzio a Genova, ed. G. Wolf, C. D. Bozzo, A. R. C. Masetti, Genova - Milano 2004, 7-85, 93-105, 157-189,
209-235.
290 Μαντάς 2001, 13· Γκιολές 2004, 275-276.
291 Thierry 1980, 16-19· Gerstel 1999, 68-77.
60
Α. Τέχνη και πολιτική ιδεολογία στο μεσαιωνικό κράτος της Ηπείρου
μικρή ομάδα μνημείων, τα οποία χρονολογούνται από τον 11ο μέχρι τον 13ο αι. το
Μανδήλιο εμφανίζεται στις κάτω ζώνες της κόγχης της αψίδας όπως, πχ. στην
εκκλησία της Αγ. Βαρβάρας στο χωριό Κάλα στην περιοχή Σβανέτι,292 στον Άγ.
Νικόλαο στη Μονεμβασία,293 στον Άγ. Σώζοντα στο Γεράκι,294 και σε δύο εκκλησίες της
Φθιώτιδας: στον Άγ. Νικόλαο Καμπιά και τον Άγ. Νικόλαο Έξαρχο.295 Η παράσταση
από τον Άγ. Νικόλαο της Ροδιάς θυμίζει την φορητή εικόνα, αφού η μορφή του
Χριστού ζωγραφίζεται σε ένα τετράγωνο πλαίσιο σε κίτρινο βάθος, όπως η ξύλινη
εικόνα του Μανδηλίου από την Πινακοθήκη Τρετιάκοβ στη Μόσχα296 ή η τοιχογραφία
από τον Άγ. Νικόλαο Έξαρχο.297 Επομένως, στο χώρο του Ιερού Βήματος του Άγ.
Νικολάου της Ροδιάς έχουμε παραστάσεις των δύο σπουδαιότερων
κωνσταντινουπολίτικων κειμηλίων: στο διακονικό τον Τίμιο Σταυρό με τα σύμβολα
του Πάθους στα χέρια των αγγέλων και στην κόγχη του Ιερού Βήματος την
αχειροποίητη εικόνα του αγίου Μανδηλίου. Διαπιστώνουμε επίσης αναλογίες με την
αμφίγραπτη εικόνα της Μόσχας όπου στη μια πλευρά παριστάνεται το Μανδήλιο και
στην άλλη η Σταυροπροσκύνηση των αγγέλων (Εικ. 269). Στην σπάνια αυτή
αμφίγραπτη εικόνα από τον 12ο αι. παριστάνονται τα σημαντικότερα κειμήλια, τα
οποία φυλάσσονταν στην εκκλησία του Φάρου και αφορούσαν τον Χριστό και τα
πάθη του.298
Στο εικονογραφημένο πρόγραμμα του Ιερού Βήματος στον Άγ. Νικόλαο της
Ροδιάς ίσως θα μπορούσε ακόμη μια σκηνή να συσχετιστεί με το λειτουργικό τυπικό
της Κωνσταντινούπολης. Πρόκειται για τα Εισόδια της Θεοτόκου που βρίσκονται στον
μέτωπο της κόγχης. Τοποθέτηση των Εισοδίων στο χώρο του Ιερού Βήματος αποτελεί
μια συνηθισμένη επιλογή, όπως έχει παρατηρηθεί και σε άλλα εικονογραφικά
προγράμματα. Ανταποκρίνεται νοηματικά στο περιεχόμενο της σκηνής, σύμφωνα με
το οποίο η Θεοτόκος εισέρχεται τα Άγια των Αγίων του ναού του Σολομώντα. Ο
συγκεκριμένος χώρος, δηλαδή τα Άγια των Αγίων, όπου εξελίχθηκε το γεγονός,
ταυτίζεται νοηματικά με τον άβατο χώρο του Ιερού Βήματος.299 Η τοποθέτηση των
Εισοδίων στην κόγχη της πρόθεσης του Αγ. Νικολάου της Ροδιάς, καθώς και η
61
σύνθεση της σκηνής, ίσως να έχει και μια άλλη ερμηνεία. Το θέμα εξελίσσεται από
τον 10ο αι. και συμπεριλαμβάνει τη μικρή Παναγία, την οποία ακολουθούν οι γονείς
της, και τις εφτά νέες παρθένες. Η διάταξη αυτή εμφανίζεται την ίδια ακριβώς εποχή
όταν η εβδομαδιαία λιτανεία της εικόνας της Παναγίας που λάμβανε χώρα κάθε
Τρίτη γίνεται μόνιμο δρώμενο της αστικής ζωής της Κωνσταντινούπολης.300 Πρόκειται
για μια υπέρβαση της καθημερινότητας που επέτρεπε στους ανθρώπους που
συμμετείχαν στην πομπή να αντιλαμβάνονται την εικόνα ως το πρόσωπο της ίδιας
της Θεοτόκου και να συμμετέχουν στο γεγονός των Εισοδίων. Αυτή η αφηγηματική
παράσταση μας επιτρέπει να καταλάβουμε τη διάταξη της συγκεκριμένης βυζαντινής
πομπής στην Πρωτεύουσα. Στις παλαιότερες παραστάσεις των Εισοδίων της
Θεοτόκου δεν εικονίζονται καθόλου οι κοπέλες παρθένες που ακολουθούν την μικρή
Παναγία. Το θέμα εξελίσσεται σταδιακά με την προσθήκη των επτά παρθένων που
κρατούν αναμμένα κεριά στα χέρια τους. Η λατινική περιγραφή της λιτανείας της
Οδηγήτριας αναφέρει παρουσία νεανίδων με μεταξωτά ρούχα που έψαλλαν
εκκλησιαστικούς ύμνους και περπατούσαν πίσω από την εικόνα. Επομένως, οι
εικονογραφικές λύσεις στην τοιχογραφία των Εισοδίων ίσως ανακαλούν την
πραγματική λιτανεία της εικόνας στην Κωνσταντινούπολη.301 Στην δεξιά πλευρά
παριστάνεται ο ιερέας Ζαχαρίας με την Παναγία, την οποία συνοδεύουν επτά
παρθένες με αναμμένες λαμπάδες και πίσω, ακολουθούν ο Ιωακείμ και η Άννα. Η
συγκεκριμένη διάταξη, όπου οι κοπέλες τοποθετούνται μεταξύ της Παναγίας και των
γονέων της, αποτελεί τον καινούριο εικονογραφικό τύπο, ο οποίος θα κυριαρχήσει
στην παλαιολόγεια τέχνη. Ο Grozdanov στο άρθρο του έχει μελετήσει αναλυτικά τις
εικονογραφικές λύσεις στις παραστάσεις των Εισoδίων, συμπεραίνοντας ότι από το
δεύτερο μισό του 13ου αι. και στο πρώτο μισό του 14ου στα μνημεία της Ελλάδας, της
Σερβίας και της ΠΓΔΜ κυριαρχούν παραστάσεις με καινούρια διάταξη των παρθένων
μεταξύ της Παναγίας και των γονέων της.302 Επομένως, η ομάδα των επτά παρθένων
μεταφέρεται στο κέντρο της παράστασης. Ως παραδείγματα αναφέρει τις
παραστάσεις από την Παναγία Περίβλεπτο της Αχρίδας, τη Μονή Χιλανδαρίου, τη
Žiča, την Matejiča, κ.λπ.303 Η παλαιά διάταξη των μορφών επικράτησε στις
62
Α. Τέχνη και πολιτική ιδεολογία στο μεσαιωνικό κράτος της Ηπείρου
τοιχογραφίες των Εισοδίων στα μνημεία στον 13ο και 14ο αι., όπου ο Ιωακείμ και
Άννα παριστάνονται μπροστά από τις κοπέλες, όπως πχ. στο Gradac, στο Arilje, στο
Polosko, στη Bojana (Palaeobulgarika XVIII 4), στη Μητρόπολη στη Μυστρά, στην Αγία
Σοφία στην Τραπεζούντα, κ.λπ. Όμως το καινούριο εικονογραφικό στοιχείο, όπως
εμφανίζεται στον Αγ. Νικόλαο Ροδιάς, εντοπίζεται σε λίγα παραδείγματα πριν από
τον 13ο αι.: από τον 10o αι. στο παρεκκλήσιο Göreme (10ος αι.), στη μαρμάρινη εικόνα
από το κρατικό μουσείο στο Βερολίνο (11ος αι.), στην τοιχογραφία από το Bertubani
της Γεωργίας,304 στην εικόνα του επιστυλίου του τέμπλου της Μονής Βατοπεδίου.305
Την καινούρια διάταξη των μορφών στη σκηνή των Εισοδίων στον Άγ. Νικόλαο της
Ροδιάς παρατήρησαν τόσο ο Ορλάνδος,306 όσο και ο Δρανδάκης, ο οποίος την
θεωρούσε, μαζί με το παρόμοιο παράδειγμα από το Παλημονάστηρο Βρονταμά
Λακωνίας, ως μοναδική στον ελλαδικό χώρο στον 13ο αι.307
Μετά από όσα αναφέραμε και υιοθετώντας την πρόταση της Pentcheva ότι το
εικονογραφικό θέμα της παράστασης των Εισοδίων της Παναγίας έχει εμπνευστεί
από τη λιτανεία της εικόνας της Παναγίας στην Κωνσταντινούπολη.308 Ενδεχομένως,
η παράσταση ενταχθεί στο πλαίσιο των επιρροών του λειτουργικό τυπικό της
Πρωτεύουσας μαζί με το Άγιο Μανδήλιο και την Προσκύνηση του Σταυρού.
Στο τοιχογραφημένο πρόγραμμα στο χώρο του ιερού Βήματος στον Άγ.
Νικόλαο της Ροδιάς υπάρχουν και ορισμένες άλλες εικονογραφικές ιδιαιτερότητες
που ίσως να ταιριάζουν με το κλίμα της εποχής. Πρόκειται για τις διαφορές μεταξύ
των δύο Εκκλησιών, της Ορθόδοξης και των Λατίνων που προβάλλονται ήδη από τον
11ο αι. στη μνημειακή τέχνη.309 Στην πρόθεση όπου ετοιμάζονται τα άγια Δώρα
προκειμένου να τελεστεί η θεία Λειτουργία, εικονίζεται η Πεντηκοστή, δηλαδή ένα
θέμα που, μεταξύ των άλλων, πιστοποιεί και την εκ του Πατρός εκπόρευση του Αγίου
Πνεύματος, με την επίκληση του οποίου ο άρτος και ο οίνος μεταβάλλονται σε σώμα
και αίμα Χριστού.310 Η λειτουργική αυτή επίκληση δεν υπάρχει στους Λατίνους και
63
συνιστά μια από τις δύο σημαντικότερες λειτουργικές διαφορές με την λειτουργική
πρακτική της Ανατολικής Εκκλησίας.311 Επίσης, στο χώρο του ιερού Βήματος
αναγνωρίζουμε και τις παραστάσεις ορισμένων κληρικών της δυτικής εκκλησίας: στο
ανατολικό μέτωπο της εισόδου προς την πρόθεση εικονίζεται ο Λέων Κατάνης, και
στην πρόθεση ο Σίλβεστρος και ο Κλήμης. Η παρουσία παπών της αρχαίας ρωμαϊκής
Εκκλησίας ίσως να είχε το σκοπό να υπενθυμίζει ότι οι παλαιότεροι πάπες σε
αντίθεση με τους σύγχρονους, στήριξαν και αγωνίστηκαν για τις ορθόδοξες
απόψεις.312
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η ασυνήθιστη παράσταση της Ύψωσης του Τίμιου
Σταυρού στο σπήλαιο της Βαράσοβας (Εικ. 136) θα μπορούσε να εκληφθεί ως μια
εικαστική ευχή για την επικείμενη απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης από το
λατινικό ζυγό με τη βοήθεια του Τιμίου Σταυρού.313 Δύο μετωπικοί ολόσωμοι άγγελοι
κραδαίνουν έναν μεγάλο σταυρό Αναστάσεως. Από τη βάση του συμβόλου ρέουν οι
τέσσερις ποταμοί του Παραδείσου. Μεγαλογράμματη επιγραφή βοηθά στην ταύτιση
της σκηνής: ἡ Ὕψο(σ)η τοῦ Τιμήου Σταυροῦ. Εικαστικές απεικονίσεις των δημόσιων
τελετών εις ανάμνηση των εορτών του Σταυρού κοσμούν εικονογραφημένα
χειρόγραφα ήδη από τον 11ο αιώνα, π.χ. στο χειρόγραφο Μ. Διονυσίου 587, φ. 119β,
11ος αι., στο χειρόγραφο Μονής Παντελεήμονος 2, φ. 189β, 12ος αι., ενώ σε
τοιχογραφίες εμφανίζονται με σχετική καθυστέρηση, κυρίως σε εκκλησίες της
ύστερης βυζαντινής εποχής.314 Η παράσταση της Βαράσοβας, δεν φαίνεται ωστόσο να
εμπνέεται από τις τελετές αυτές, καθώς δεν παρουσιάζει καμία εικονογραφική
συνάφεια με τις προαναφερθείσες απεικονίσεις του θέματος στη μικρογραφική και τη
μνημειακή ζωγραφική. Συνήθως παριστάνονται οι ιεράρχες σε άμβωνα που υψώνουν
τον σταυρό.315 Τα μοναδικά παραδείγματα παρουσίας αγγέλων σε απεικονίσεις του
ιστορικού γεγονότος της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού, εντοπίζονται στις τοιχογραφίες
64
Α. Τέχνη και πολιτική ιδεολογία στο μεσαιωνικό κράτος της Ηπείρου
του Αγίου Γεωργίου Βιάνου στη Κρήτη και στο ζωγραφικό διάκοσμο του Τιμίου
Σταυρού Αγιασμάτι στην Πλατανιστάσσα της Κύπρου, έργα αμφότερα του 15ου
αιώνα.316
Οι τέσσερις ποταμοί του παραδείσου που ρέουν από τη βάση του νικοποιού
συμβόλου στον σπηλαιώδη ναό της Βαράσοβας αποτελούν συμβολική αναφορά στη
Νέα Σιών, τη Νέα Ιερουσαλήμ. Είναι γνωστό ότι για τους βυζαντινούς λόγιους, η
Κωνσταντινούπολη ταυτιζόταν με τη Νέα Σιών και ο βυζαντινός λαός με το Νέο
Ισραήλ, ενώ πολύ συχνά οι λόγιοι και ιστορικοί παραλλήλιζαν τους βυζαντινούς
αυτοκράτορες με τους βασιλείς του Ισραήλ, όπως έχουμε επισημάνει και στην
περίπτωση των εικονογραφικών προγραμμάτων του Αγ. Δημητρίου του Κατσούρη και
της Παλαιάς Μητρόπολης στην Βέροια.317
316 Παπαμαστοράκης 1987-1988, 315-328· A. Stylianou and J. Stylianou 1985, 205, εικ. 116.
317 Βλ. πάνω σσ. 41-54.
65
4. Η Ήπειρος μεταξύ των Ανδεγαυών και Παλαιολόγων (1267-1296/8)
318 Georges Pachymere, De Michaele et Andronico Palaeologis, ed. I, Bekker, I vol. (Corpus Scriptorum Historiae
Byzantinae), Bonn 1835, 243· Georges Pachymere, Relations historiques, ed. A. Failler, II Paris 1984, IV 26, p.
399.
319 Nicol 1984, 11-20.
320 D. Nicol, «The Greeks and the Union of Churches: The Preliminaries to the Second Council od Lyon, 1261-
1274», Μedieval Studies presented to Aubrey Gwynn S. J., ed. J. A. Watt, J. B. Morrall, F. X. Martin, Dublin
1961, 454-480.
66
Α. Τέχνη και πολιτική ιδεολογία στο μεσαιωνικό κράτος της Ηπείρου
ορθοδοξία στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, δίνοντας έμφαση στην προβολή των
διαφορών μεταξύ των δύο Εκκλησιών.321
Στην Κωνσταντινούπολη πολλοί αντιστάθηκαν τόσο στην ένωση της Λυών
όσο και στον ίδιο τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο, ανάμεσά τους και η
αδελφή του Ειρήνη, τότε ήδη μοναχή Ευλογία μαζί με την κόρη της Θεοδώρα
Ραούλαινα, επίσης μοναχή.322 Ο ίδιος ο αυτοκράτορας τις εξόρισε από την
Κωνσταντινούπολη και τις φυλάκισε στο κάστρο του Αγ. Γεωργίου στην ακτή του
Ευξείνου Πόντου.323 Η βασίλισσα Άννα, σύζυγος του δεσπότη της Ηπείρου και η
μικρότερη κόρη της Ευλογία – Ειρήνη, τάχθηκε στην πλευρά του άνδρα της
Νικηφόρου στον αγώνα του αφενός κατά του βυζαντινού αυτοκράτορα και αφετέρου
κατά της Ένωσης της Λυών. Ο διάδοχος του Μιχαήλ Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος
ακύρωσε την Ένωση, πιθανότατα στη σύνοδο στο παλάτι των Βλαχερνών το Μάιο του
1284.
Φαίνεται ότι τα αναφερόμενα γεγονότα επηρέασαν και τις εικαστικές
συνθέσεις ορισμένων ηπειρωτικών συνόλων, όπως λόγου χάριν τον νάρθηκα της
μονής Βλαχέρνας. Στην κατώτερη ζώνη επιχωριάζουν θέματα που σχετίζονται με την
ίδια την αφιέρωση της μονής στην Παναγία Βλαχερνίτισσα. Κεντρικός πόλος αυτής
της ενότητας είναι η απεικόνιση πάνω από την κεντρική είσοδο προς τον κύριο ναό,
της Παναγίας στον εικονογραφικό τύπο της Γλυκοφιλούσας, μεταξύ δύο αγγέλων.
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η σύνδεση που επιχειρήθηκε ανάμεσα στην παράσταση
αυτή και την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας στην ομώνυμη μονή της
Κωνσταντινούπολης και επομένως με ένα αντίγραφό της, που προφανώς υπήρχε ως
εφέστια εικόνα στην «θυγατρική» μονή στην Άρτα.324
Στο νότιο αψίδωμα του δυτικού τοίχου, εικονίζεται η Λιτανεία της εικόνας της
Παναγίας της Οδηγήτριας στην Κωνσταντινούπολη και στην ομόλογη επιφάνεια στο
βόρειο τμήμα του νάρθηκα το Στιχηρό των Χριστουγέννων, το οποίο μάλιστα
συνδέεται άμεσα με την πανήγυρη της Μονής.325
Η σημαντικότερη σκηνή από το εικονογραφικό πρόγραμμα της μονής
321 Ο Νικηφόρος όταν πάντρεψε την κόρη του Θάμαρ με τον Φίλιππο του Οτράντο, απαιτούσε στις
διαπραγματεύσεις να μπορεί να ασκεί την oρθόδοξη πίστη της στα ανάκτορα στην Ιταλία. Βλ. Nicol
1994, 28.
322 Nicol 1994, 37-38.
323 Georges Pachymere, De Michaele et Andronico Palaeologis, ed. I, Bekker, vol. 2 (Corpus Scriptorum Historiae
Byzantinae), Bonn 1835, 15.
324 Angelidi and Papamastorakis 2006, 212 κ.ε.· Αχειμάστου-Ποταμιάνου 2009, 97-98.
325 Η εκκλησία είναι αφιερωμένη στη μνήμη της Σύναξης της Θεοτόκου (26 Δεκεμβρίου).
67
Βλαχερνών είναι αναμφίβολα η Λιτανεία της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας
Οδηγήτριας.326 Παριστάνεται η Λιτανεία, η οποία πραγματοποιείτο κάθε Τρίτη στην
Κωνσταντινούπολη.327 Επρόκειτο για την σημαντικότερη από τις δεκάδες λιτανείες
και αγρυπνίες που πραγματοποιούνταν στην Κωνσταντινούπολη προς τιμή της
Παναγίας.328
Την ερμηνεία της παράστασης της λιτανείας βοηθά και η επιγραφή, και ειδικά
η πρώτη λέξη της: Η ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ Θ(ΕΟΤΟ)ΚΟΥ / ΤΗΣ Ο[ΔΗ]ΓΗΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΝ
ΤΗ / ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΙ. Η παρουσία του όρου χαρά δεν είναι τυχαία. Βάσει της
λέξης αυτής η Αχειμάστου-Ποταμιάνου υποθέτει ότι εδώ δεν πρόκειται για μια από
τις καθιερωμένες εβδομαδιαίες λιτανεύσεις της εικόνας, αλλά για ένα ξεχωριστό
γεγονός που αποτυπώνει την χαρά της εκκλησίας και των πιστών. Και ποιο γεγονός
θα μπορούσε να είχε προκαλέσει μεγαλύτερη χαρά από αυτό της πρόσφατης
αποκήρυξης της Συνόδου της Λυών, της επακόλουθης ειρήνης στους κόλπους της
εκκλησίας, που σήμαναν νέο θρίαμβο για την Ορθοδοξία.329 Σύμφωνα με την ίδια
ερευνήτρια, μέσα στην σκηνή της λιτανείας εικονίζεται ένα ιστορικό γεγονός, η
συνάντηση στην Κωνσταντινούπολη τριών γυναικών – της Άννας Παλαιολογίνας,
βασίλισσας της Ηπείρου, της αδελφής της Θεοδώρας Ραούλαινας και της μητέρας της
Ειρήνης-Ευλογίας.330 Η ίδια προτείνει επίσης ότι στη βόρεια καμάρα του νάρθηκα,
πάνω από την τοιχογραφία της λιτανείας, ίσως να εικονίζονταν και οι δύο τοπικές
σύνοδοι που συνδέονται με την αποκήρυξη της ενωτικής πολιτικής του Μιχαήλ Η΄: η
σύνοδος των Βλαχερνών το 1283 και εκείνη του Αδραμυττίου το 1284.331 Στο αριστερό
κάτω άκρο της σκηνής παριστάνονται σε μικρογραφία δύο γυναικείες μορφές σε
326 Acheimastou-Potamianou 1981, 4-14, εικ. 14-17· ή ίδια 1992, 185-186, πίν. 11-13, και 1991, 43-49· Lidov
2003, 277-280, fig. 5.
327 Ciggaar 1976, 219· ο ίδιος 1995, 138-139· Majeska 1984, 36-37, 362-366· Angelidi and Papamastorakis 2000,
378-379· Lidov 2004, σποραδικά· Pentcheva 2006, 129-143.
328 Τακτικές αγρυπνίες και λιτανείες είχαν εντάξει πλήρως την Παναγία στη ζωή της
Κωνσταντινούπολης. Κατά το Τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας στις οδούς της Κωνστατινούπολης
πραγματοποιούνταν ετησίως εξήντα οκτώ διάφορες λιτανείες. Βλ. J. G. Baldovin, The Urban Character of
Christian Worship, Roma 1987, ιδιαίτερα Appendix 8, σσ. 292-297. Εκτός από τη λιτανεία της Τρίτης, κατά
τον 12ο αι. υπήρχε και μια άλλη εβδομαδιαία λιτανεία, η οποία λάμβανε χώρα κάθε Παρασκευή, όπως
μας πληροφορεί ο Κεδρηνός. Ξεκινούσε από τις Βλαχέρνες και διερχόταν όλη την πόλη μέχρι τα
Χαλκοπρατεία. Η λιτανεία αυτή καθιερώθηκε από τον Ιωάννη Β' Κομνηνό (1119-1143). Βλ. Byzantine
Monastic Foundation Documents, vols. II, ed. J. Thomas and A. C. Hero, Washington D. C. 2000, 756·
Patterson-Ševčenko 1991, 48, υποσημ. 24· η ίδια, 1995, 549· Carr 2004, 91· Pentcheva 2006, 169-173.
329 Acheimastou-Potamianou 1991, 46.
330 Ό. π. 45.
331 Ό. π. 47-48, πίν. 4, εικ. 14.
68
Α. Τέχνη και πολιτική ιδεολογία στο μεσαιωνικό κράτος της Ηπείρου
332 Georges Pachymeres, De Michaele et Andronico Palaeologis, ed. I, Bekker, (Corpus Scriptorum Historiae
Byzantinae), Bonn 1835, 58-59.
333 Stern 1936, 101-152· ο ίδιος 1948, 82-105.
334 Djurić 1967, 131 - 148· Vojvodić 2000, 11-20.
335 Walter 1970.
69
Αχρίδας, Άγ. Δημήτριος στο Peć, Bogorodica Ljeviška στο Prizren, κ.ά.336
Παρεμφερές ιδεολογικό περιεχόμενο φαίνεται ότι λανθάνει πίσω από την
επιλογή της παράστασης της Φιλοξενίας του Αβραάμ στο ημικυκλικό τύμπανο του
νότιου τοίχου του ηπειρωτικού μνημείου που μας απασχολεί. Σε ορισμένες
περιπτώσεις στη μνημειακή ζωγραφική η Φιλοξενία συνδέεται και με παραστάσεις
Οικουμενικών ή άλλων τοπικών συνόδων, εφόσον αυτές συμπεριλαμβάνονται στο
εικονογραφικό πρόγραμμα του νάρθηκα. Στην παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας
επικρατεί η πίστη ότι οι Οικουμενικές Σύνοδοι εμπνεύσθηκαν και καθοδηγήθηκαν
από τον Τριαδικό Θεό και στερέωσαν την πίστη σε Αυτόν. Επομένως, η Φιλοξενία του
Αβραάμ, που στο πλαίσιο του συμβολισμού ερμηνεύεται ως προεικόνιση της Αγίας
Τριάδας, εικονίζεται από κοινού με τις Οικουμενικές Συνόδους. Βάσει αυτής της
πεποίθησης συνδέει ο Djurić την σκηνή της Φιλοξενίας του Αβραάμ στο Djurdjevi
Stupovi (1282/83) με τις τέσσερις τοπικές Σερβικές Συνόδους που εικονίζονται σε
διπλανό διάχωρο.337 Κατά την έναρξη κάθε τοπικής Συνόδου, των σερβικών μη
εξαιρούμενων, διαβαζόταν το Σύμβολο της Πίστης, το οποίο θεσπίστηκε στις δύο
πρώτες Οικουμενικές Συνόδους.
Δύο ακόμη παραστάσεις έχουν ερμηνευτεί με τρόπο που πείθει ότι συνιστούν
συνειδητές επιλογές των εμπνευστών του εικονογραφικού προγράμματος του ναού
που μας απασχολούν. Πρόκειται για την Φυγή της Ελισάβετ που εμφανίζεται
αυτονομημένη από τον κύκλο της Γεννήσεως στον οποίο εντάσσεται και η Κοινωνία
της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Οι παραστάσεις αυτές έχουν προσφυώς συνδεθεί με
τις περιπέτειες της βασίλισσας και μετέπειτα αγίας Θεοδώρας, μέλους του
ηγεμονικού οίκου της Ηπείρου και άμεσα συνδεδεμένης με την επαναλειτουργία της
μονής της Βλαχέρνας.338
Οι τοιχογραφίες από τον νάρθηκα της Μονής Βλαχέρνας με τα σύνθετα
εικονογραφικά θέματά τους συνιστούν προφανώς ένα κορυφαίο δείγμα της αυλικής
τέχνης της Ηπείρου, ενώ οι ζωγράφοι που τις φιλοτέχνησαν, προέρχονταν από την
ίδια την Κωνσταντινούπολη. Πρέπει να επισημανθεί στο σημείο αυτό ότι ο Νικηφόρος
ορκίστηκε πίστη στον Κάρολο τον Ανδεγαυό και ότι η Άννα, η οποία θεωρείται
κτητόρισσα του νάρθηκα της Βλαχέρνας, από την αρχή και ιδιαίτερα μετά από το
θάνατο του άνδρα της, υπογράμμιζε τόσο την παλαιολόγεια καταγωγή της όσο και τη
336 Αναλυτικά για την εξέλιξη του εικονογραφικού θέματος των Οικουμενικών Συνόδων στη μνημειακή
βυζαντινή ζωγραφική, βλ. Walter 1970· Vojvodić 2005, 99-103.
337 Djurić 1967, 136.
338 Αχειμάστου-Ποταμιάνου 2009, 101.
70
Α. Τέχνη και πολιτική ιδεολογία στο μεσαιωνικό κράτος της Ηπείρου
στενή σχέση της με τα Ανάκτορα της Κωνσταντινούπολης. Υπό το πρίσμα αυτό ίσως
θα πρέπει να ειδωθεί και η παράσταση της Λιτανείας της Θεοτόκου στην
Κωνσταντινούπολη, καθώς και ολόκληρο το εικονογραφικό πρόγραμμα του
νάρθηκα.339 Το εν λόγω εικονογραφικό σύνολο παρουσιάζει ένα ακόμα παράδειγμα
νοσταλγίας για την ίδια την Κωνσταντινούπολη και τη ζωή στη βασιλεύουσα πόλη,
δεδομένου ότι στην παράσταση της λιτανείας δεν απεικονίζεται μόνο η περιφορά της
περίφημης εικόνας, αλλά και πολλές ρεαλιστικές λεπτομέρειες από την καθημερινή
ζωή της πόλης, όπως η αγορά με τους εμπόρους και το πλήθος που συνωστίζεται σε
αυτά, αρχιτεκτονικά σύνολα, ενδυμασίες, κ.ά. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η
βασίλισσα Άννα το 1282 δεν ήρθε στην Κωνσταντινούπολη μόνο για να επισκεφθεί
τους συγγενείς της και για να πανηγυρίσει την ακύρωση της Ένωσης της Λυών. Η
αλλαγή στο βυζαντινό θρόνο δεν ήταν θετική για το κράτος της Ηπείρου, αφού ο
καινούριος αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος το 1282-3 αναλαμβάνει
εκστρατεία εναντίον του Νικηφόρου.340 Μετά μάλιστα την απόρριψη της ΄Ενωσης της
Λυών από τον Ανδρόνικο Β΄, ο Νικηφόρος δεν μπορούσε πλέον να παρουσιάζεται στις
πολιτικές διαμάχες ως μόνος προστάτης της Ορθοδοξίας. Παρά ταύτα όμως, δεν ήταν
έτοιμος να θυσιάσει την ανεξαρτησία του Δεσποτάτου. Απέστειλε λοιπόν τη σύζυγό
του Άννα στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να μεσολαβήσει στη σύναψη
συμφωνίας μεταξύ αυτοκράτορα και δεσπότη χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στη συνέχεια
τα βυζαντινά στρατεύματα στράφηκαν εναντίον των Ηπειρωτών και το 1290,
σύμφωνα με το Χρονικό του Μορέως341 ο στρατός του Ανδρονίκου πολιόρκησε το
κάστρο των Ιωαννίνων και πολλά πλοία ήρθαν στον κόλπο της Άρτας, χωρίς ωστόσο
να σημειώσουν κάποια επιτυχία. Στον αντίποδα των παραπάνω γεγονότων ο
Νικηφόρος αποφάσισε το 1294 να ενισχύσει τη συμμαχία του με την Ιταλία μέσω του
γάμου μεταξύ της κόρης του Θάμαρ και του υιού του Καρόλου του Ανδεγαυού,
Φιλίππου. Παρόλο που η Άννα δεν συμφωνούσε με την ιδέα αυτή και προσπαθούσε
να παντρέψει την κόρη της στην Κωνσταντινούπολη, τελικά τον Αύγουστο του 1294 η
ίδια συνοδεύει την κόρη της στην Ιταλία, στο Οτράντο, όπου πραγματοποιήθηκε και ο
γάμος της. Με τον γάμο αυτό συνδέεται ένα ενδιαφέρον έργο μικροτεχνίας, ένα από
71
τα δώρα της Θάμαρ προς τον σύζυγό της Φίλιππο. Πρόκειται για μια επίχρυση
σμαλτωμένη θήκη σχήματος φύλλου κισσού που εκτίθεται σήμερα στο Αρχαιολογικό
Μουσείο Cividale del Friuli της Ιταλίας.342 Η θήκη ήταν διακοσμημένη με κρινάνθεμα,
σύμβολα του οίκου των Ανζού, και με δικέφαλους αετούς, σύμβολα των Βυζαντινών.
Όπως έχει σημειώσει και ο Nicol, το δώρο της Θάμαρ συμβόλιζε την ένωση των δύο
πολιτισμών. Η ενότητα αυτή όμως αποδέχτηκε τόσο εφήμερη όσο και ένα φύλλο
κισσού που πλήττεται από ισχυρό άνεμο.343 Φαίνεται ότι ο δεσπότης της Ηπείρου
χρησιμοποιούσε τον δικέφαλο αετό απλώς ως σύμβολο της αυτοκρατορικής
εξουσίας.344 Στην κτητορική παράσταση από το περίστωο της Παντάνασσας
Φιλιππιάδος η βασίλισσα Άννα φορά αυλική ενδυμασία διακοσμημένη με κύκλους
που περικλείουν φυτά και δικέφαλους αετούς.345 Και στο καθολικό της μονής
Παρηγορήτισσας, στην κορυφή του τόξου του ανάγλυφου διακόσμου του υπερθύρου
όπου βρίσκεται η κτητορική επιγραφή με τα ονόματα του Νικηφόρου, της Άννας και
του υιού τους Θωμά, παριστάνεται ο δικέφαλος αετός, ενώ η κάτω ταινία του τόξου
διακοσμείται με τα κρινάνθεμα.346 Το καθολικό της μονής Παρηγορήτισσας που στη
σημερινή του μορφή αποτελεί μετασκευή ενός προγενέστερου σταυροειδούς
εγγεγραμένου ναού, αποτελεί παράδειγμα δημιουργικής όσμωσης της βυζαντινής με
τη δυτική παράδοση. Η μετασκευή ολοκληρώθηκε πριν από τον θάνατο του
Νικηφόρου το 1296. Σύμφωνα με τις πηγές η τελευταία φορά που βρέθηκε στην Άρτα
η κόρη του Νικηφόρου Θάμαρ ήταν στις αρχές του έτους 1295 όταν πιθανολογείται ότι
έγιναν και τα επίσημα εγκαίνια του ναού της Παρηγορήτισσας.347 Τυπολογικά το
καθολικό αποτελεί unicum στην βυζαντινή αρχιτεκτονική. Συγκεκριμένα
εφαρμόστηκε ο τύπος του οκταγωνικού ναού στον οποίο επιτυγχάνεται η μείωση της
διαμέτρου του τρούλου με την παρεμβολή ενός σύνθετου συστήματος με
προβόλους.348 Ο A. Ορλάνδος έχει σημειώσει πως το καθολικό της Παρηγορήτισσας
342 Bergamini, G. and C. Gaberscek, Ori e tesori D' Europa: Mille anni di oreficeria nel Friuli-Venezia Giulia,
Milano, 1992, II. 1· Babuin 2010, 140-141, εικ. 7.
343 Nicol 1994, 28.
344 Για να εξηγήσει την παρουσία του δικεφάλου αετού στη θήκη ο Χοτζάκογλου τονίζει ότι η Θάμαρ δεν
ήταν μόνο μια Κομνηνή, αλλά και Παλαιολογίνα. Βλ. Chotzakoglou 1996, 60-68. Δεν υπάρχει λόγος να
τονίζεται η σχέση του δικεφάλου αετού με τον οίκο των Παλαιολόγων, αφού τον χρησιμοποιούσαν
στην Κωνσταντινούπολη και πολύ πριν από τον Μιχαήλ Η΄. Το «ουδέτερο» περιεχόμενο του
συμβόλου αυτού έχει παρουσιάσει αναλυτικά ο Babuin με τις πηγές και τη βιβλιογραφία. Βλ. Babuin
2010, 140-142.
345 Βοκοτόπουλος 2008, 75, εικ. 2, 4
346 Ορλάνδος 1963, 98, 99, εικ. 106-108.
347 Nicol 1985, 753-758· ο ίδιος 1994, 32.
348 Velenis 1988, 280-281· Παπαδοπούλου 2002, 135-139.
72
Α. Τέχνη και πολιτική ιδεολογία στο μεσαιωνικό κράτος της Ηπείρου
θυμίζει τα μέγαρα της πρώιμης ιταλικής αναγέννησης. Η γλυπτική του, όπως έχει
αποδεχθεί από τον ίδιο ερευνητή, παραπέμπει σε αντίστοιχα έργα της νότιας Ιταλίας,
από όπου πρέπει και να κλήθηκαν οι τεχνίτες που εργάστηκαν στην Άρτα.349 Ωστόσο,
ο ψηφιδωτός διάκοσμος του συνιστά γνήσιο έργο στην πρωτοπορία των
καλλιτεχνικών αναζητήσεων της παλαιολόγειας τέχνης.
Παρά τη μεγάλη κρίση που αντιμετώπιζε η Ήπειρος στα τελευταία χρόνια της
ηγεμονίας του Νικηφόρου, στην τέχνη δεν παρατηρείται καμία παρακμή. Καθόλη την
διάρκεια του 13ου αι. οι ηγέτες της Ηπείρου κυριαρχούν σχεδόν κατά
αποκλειστικότητα στο πεδίο των χορηγιών.350 Ωστόσο, προς τα τέλη του 13ου αι.,
κάνουν την εμφάνιση τους και άλλα πρόσωπα. Εκτός από τα μέλη της
αυτοκρατορικής δυναστείας, η τοπική αριστοκρατία και οι πλούσιοι αξιωματούχοι
πρωταγωνίστησαν εδώ, όπως και στην υπόλοιπη βυζαντινή αυτοκρατορία, στην
ίδρυση ναών και μονών. Συνηθιζόταν μάλιστα να απεικονίζονται τιμητικά σε
αφιερωματικές παραστάσεις,351 όπως λόγου χάριν στην Κόκκινη εκκλησία (Παναγία
Βελλάς), όπου επίσης διαπιστώνονται κάποιες εικονογραφικές λύσεις επηρεασμένες
από τις πολιτικές εξελίξεις στην Ήπειρο.
Η Κόκκινη εκκλησία (Παναγία Βελλάς) συνιστά το κτητορικό έργο του
Θεόδωρου Τζιμισκή πιθανώς του πρωτοστράτορα του στρατού του δεσπότη
Νικηφόρου Α΄, που συμμετείχε στη μάχη του Βερατίου το 1281. Δεν προκαλεί έκπληξη
που ένα σύνολο τοιχογραφιών, ζωγραφισμένο κατά παραγγελία ενός ανθρώπου
προερχόμενου από την τάξη των στρατιωτικών διαπνέεται από μοναστικό πνεύμα. Η
εμφάνιση πολλών οσίων, που αποτελούν τα σημαντικότερα πρότυπα του μοναχικού
βίου, δεν πρέπει να συνδέεται μόνο με το γεγονός ότι η εκκλησία ανήκε σε
μοναστηριακό συγκρότημα. Είναι γνωστό ότι η μοναστική επιρροή στον ίδιο τον
βυζαντινό αυτοκράτορα και στη μεσαιωνική κοινωνία της εποχής εν γένει ήταν
έντονη, ιδιαίτερα στο χρόνο αυτό, κατά τον οποίο το ανανεωτικό πνεύμα της
Ορθόδοξης Εκκλησίας εθεωρείτο από πολλούς ως ελπίδα για την αναβίωση της
αυτοκρατορίας. Για το λόγο αυτό οι αυτοκράτορες και οι ηγέτες τονίζουν την ίση
σημασία των οσίων μοναχών και των στρατιωτικών αγίων. Ο ρόλος τον οποίο είχαν οι
μοναχοί με τις προσευχές τους για τους ηγέτες, στρατιώτες, και για κάθε άνθρωπο
73
ήταν πολύ σπουδαίος. Επομένως, και η διακόσμηση των εκκλησιών αντανακλούσε
την αυξημένη μοναχική επιρροή και τη φιλομοναχική πολιτική των αυτοκρατόρων. Το
φαινόμενο αυτό παρουσιαζόταν ιδιαίτερα στα τέλη του 13ου και τις αρχές του 14ου αι.
επί Ανδρόνικου Β΄, αυτοκράτορα ιδιαίτερα ευσεβούς και ευνοϊκά διατεθειμένου
απέναντι στους μοναχούς. Ένα από τα καλύτερα παραδείγματα της συνδυαστικής
προβολής αγίων από τις τάξεις των μοναχών και των στρατιωτών διαπιστώνεται στο
εικονογραφικό πρόγραμμα του παρεκκλησίου του Αγίου Ευθυμίου στη
Θεσσαλονίκη.352
Η στενή θέση ανάμεσα σε ηγέτη, στρατιωτικούς ηγέτες αλλά και άλλα
μέλη της κοινωνίας με τους μοναστικούς κύκλους δεν είναι φαινόμενο που
εμφανίζεται για πρώτη φορά στα τέλη του 13ου αι., αφού ανάλογες τάσεις
διαπιστώνονται ήδη από την πρώιμη βυζαντινή περίοδο.353 Η σχέση αυτή
αντανακλάται σε πολλά μεσοβυζαντινά εικονογραφικά σύνολα, όπως λ.χ. στο Nerezi,
όπου στην κατώτερη ζώνη κυριαρχούν όσιοι μοναχοί μαζί με στρατιωτικούς αγίους.354
Ωστόσο, από τα τέλη του 13ου αι. στη μνημειακή ζωγραφική εισάγονται πιο συχνά
άγιοι από τις τάξεις στρατιωτικών και των μοναχών και σε ναούς εκτός μοναστικών
κέντρων. Στα σερβικά μνημεία οι στρατιώτες άγιοι εισάγονται σταθερά στη
μνημειακή ζωγραφική και τοποθετούνται σε περίοπτες θέσεις ήδη από τα τέλη του
13ου αι., στα χρόνια της βασιλείας του κράλη Μιλούτιν. Είναι δε γνωστές οι μεγάλες
φιλοδοξίες του, οι οποίες δεν στηρίζονταν μόνο στις στρατιωτικές του επιτυχίες, αλλά
και στις στενές του σχέσεις με τους μοναχούς και την Εκκλησία, εν γένει.355
Υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να ιδωθεί και η επιλογή των απεικονίσεων
μεγάλων ασκητών και στρατιωτικών αγίων, καθώς και η περίοπτη θέση τους σε
ορισμένα ηπειρωτικά σύνολα, τα οποία μας απασχολούν. Στην Παναγία Βελλάς, οι
κτήτορες της οποίας ήταν εκπρόσωποι στρατιωτικής τάξης, ενδιαφέρον παρουσιάζει η
352 Πρόκειται για ένα παρεκκλήσιο, το οποίο κτίστηκε και διακοσμήθηκε από τον πρωτοστράτορα
Μηχαήλ Δούκα Γλαβά Ταρχανειώτη και τη σύζυγό του Μαρία Δούκαινα Κομνηνή Παλαιολογίνα
Βράναινα. Ο κτήτορας αν και ανήκει στη στρατιωτική τάξη αφιερώνει το ναό στον άγιο Ευθύμιο και
τον κτίζει δίπλα στην περίφημη βασιλική του Αγ. Δημητρίου. Στο παρεκκλήσιο ζωγραφίζεται
ανεπτυγμένος κύκλος του βίου του οσίου Ευθυμίου και σε ιδιαίτερα περίοπτη θέση, στους
ανατολικούς πεσσούς, δύο μεγάλες τοιχογραφημένες εικόνες στον τύπο προσκυνηταριών του αγίου.
Δημητρίου και του οσίου Ευθυμίου, Βλ. Gouma-Paterson 1976, 168-183. η ίδια 1991, 112, figs. 17, 18,
Τσιγαρίδας 2008, σχεδ. 3, εικ. 6, 42, 43 και Τσιγαρίδας 2008, 17-18.
353 P. Brown, «The Rise and Function of the Holy Man in Latin Antiquity», The Journal of Roman Studies, 61
(1971), 80-101.
354 Sinkević 2000, 59-61, fig. VII, X, XI, 50-69.
355 Marković 1995, 600, 604
74
Α. Τέχνη και πολιτική ιδεολογία στο μεσαιωνικό κράτος της Ηπείρου
προβολή των στυλιτών σε αρκετά περίοπτη θέση στον δυτικό τοίχο, εκατέρωθεν της
κεντρικής εισόδου και της μεγάλης κτητορικής επιγραφής. Οι στυλίτες δεν ήταν όπως
οι άλλοι μεγάλοι ασκητές, που ζούσαν σε απόμακρα μέρη ή μοναστήρια. Αντιθέτως,
πάντα ασκήτευαν κοντά σε κατοικημένες περιοχές διαδραματίζοντας και έναν ενεργό
κοινωνικό ρόλο, με χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό του στυλίτη Δανιήλ. Σύμφωνα
με τον βίο του, ο Δανιήλ διαδραμάτιζε σπουδαιότατο ρόλο στην κοινωνία. Εκτός από
πνευματικές συμβουλές φαίνεται ότι διέθετε και ένα διπλωματικό χάρισμα όταν
ξεσπούσαν κοινωνικές συγκρούσεις. Διατηρούσε μια ιδιαίτερη σχέση με τους
στρατιώτες και, όπως και άλλοι στυλίτες, προανήγγειλε στην κοινωνία σπουδαία
γεγονότα.356 Στο πλαίσιο αυτό ίσως πρέπει να δούμε και το ρόλο των στυλιτών στο
εικονογραφικό πρόγραμμα της Παναγίας Βελλάς. Η μεγάλη κτητορική επιγραφή
βρίσκεται ανάμεσα σε δύο στυλίτες, οι οποίοι μας πληροφορούν ουσιαστικά για τους
κτήτορες, για την εποχή της ίδρυσης του ναού καθώς επίσης και για τον βασικό ηγέτη
στον πολιτικό στίβο της εποχής, τον Δεσπότη Νικηφόρο και την γυναίκα του Άννα. Τη
σχέση τους με την επιγραφή αναδεικνύει και η στάση του στυλίτη Δανιήλ, ο οποίος
παριστάνεται δεόμενος σε στάση τριών τέταρτων, στραμμένος προς την επιγραφή,
σαν να υποδεικνύει το κείμενο. Πρόκειται για μια ασυνήθιστη για τους στυλίτες
στάση, οι οποίοι παριστάνονται σχεδόν πάντα μετωπικοί.357 Δεδομένου ότι οι
παραστάσεις τους καταλαμβάνουν εξέχουσα θέση μέσα στο ναό, κάτι που προφανώς
απηχεί τον σημαίνοντα ρόλο που τους αναγνώριζε η μεσαιωνική κοινωνία, θεωρούμε
ότι στην παράσταση των ηπειρωτικών μνημείων που μας απασχολούν δεν συνδέονται
μόνο με την ανακοίνωση των ιστορικών δεδομένων περί του ναού. Εάν λάβουμε
υπόψη το γεγονός ότι στη χριστιανική παράδοση η λέξη στύλος είχε ανέκαθεν και την
έννοια της ηθικής στερεότητας και σταθερότητας – ας μη λησμονούμε ότι σε μια
επιστολή του ο απόστολος Παύλος χαρακτηρίζει την Εκκλησία ως «στύλο και
εδραίωμα της αληθείας» (Προς Τιμόθεον Α΄ επιστολή, 3, 15) –,358 τότε η παρουσία του
στύλου και των στυλιτών πρέπει να ερμηνευθεί και μεταφορικά. Για το λόγο αυτό η
παράσταση των στυλιτών είναι δυνατό να συνδυαστεί επίσης και με τις χριστιανικές
αρετές των κτητόρων και του δεσπότη Νικηφόρου που αναφέρεται στην επιγραφή. Η
παράσταση των στυλιτών εκατέρωθεν της κεντρικής εισόδου στο δυτικό τοίχο μπορεί
356 Brown, όπ.π.· M. R. Vivian, «The World of St. Daniel the Stylite: Rhetoric, Religio and the Relationships in
the Life of the Pillar Saint», The Rhetoric of Power in Late Antiquity Religion and Politics in Byzantium, Europe
and the Early Islamic Worrld, ed. R. M. Frakes, E. D. Digeser, J. Stephens, London - New York 2010, 149-152.
357 Βλ. παρακάτω σ. 189.
358 Πρβλ. το χωρίο αυτό με το άλλο, στο οποίο ο ίδιος απόστολος ονομάζει τους κορυφαίους αποστόλους,
δηλαδή Ιάκωβο, Πέτρο και Ιωάννη, στύλοι: «οι δοκούντες στύλοι είναι» (Προς Γαλ. 2, 9).
75
ταυτοχρόνως να συσχετιστεί και με την επανάληψη της ιδέας της θριαμβικής εισόδου,
η οποία προέρχεται από την αυτοκρατορική τέχνη της ύστερης αρχαιότητας.359
Στο νάρθηκα της Παναγίας Βελλάς, όπου βρίσκεται και η κτητορική
παράσταση, συναπεικονίζονται ορισμένοι από τους σημαντικότερους θεμελιωτές του
μοναχικού βίου, όπως λ. χ. ο Ιωάννης της Κλίμακος, ο Ευθύμιος και ο Αντώνιος από
κοινoύ με δύο στρατιωτικούς αγίους στον δυτικό τοίχο, από τους οποίους σώζονται
ελάχιστα κατάλοιπα ενώ διαβάζεται και το όνομα του ενός. Πρόκειται για τον
Ευστάθιο. Στο εικονογραφικό πρόγραμμα έχουν συμπληρώσει επίσης κάτω από την
κτητορική παράσταση δύο μικρές ζωγραφισμένες εικόνες εκ των οποίων η μία
ταυτίζεται με τον άγιο Βάκχο, ενώ στην άλλη εικονίζεται προφανώς ο Σέργιος (Εικ.
133). Η επιλογή των οσίων μοναχών και των αγίων στρατιωτών πλησίον της
κτητορικής παράστασης σε ένα μνημείο, το οποίο ιδρύθηκε από εκπροσώπους της
στρατιωτικής τάξης, ενισχύει την προβληματική που αναπτύξαμε παραπάνω, ότι
δηλαδή οι δύο συγκεκριμένες ομάδες αγίων βρίσκονται ως εκπρόσωποι και προστάτες
της μοναχικής και της στρατιωτικής τάξης της αυτοκρατορίας, τονίζοντας παράλληλα
και την αρμονική συνύπαρξη των δύο αυτών πυλώνων της βυζαντινής κοινωνίας.
Οι Βυζαντινοί πίστευαν στη βοήθεια και την προστασία των στρατιωτικών
αγίων στα πεδία των μαχών. Από νωρίς μάλιστα οι στρατιωτικοί άγιοι
καταλαμβάνουν την κατώτερη ζώνη των εικονογραφικών προγραμμάτων στους
πολλούς ναούς. Επομένως, δεν είναι τυχαίο που στα ηπειρωτικά τοιχογραφημένα
σύνολα παριστάνεται μεγάλος αριθμός στρατιωτικών αγίων, και κυρίως σε ναούς της
εποχής των Κομνηνοδουκάδων της Ηπείρου, οι οποίοι διεξήγαν συνεχείς πολέμους,
αλλάζοντας συνεχώς τα σύνορα ηπειρωτικού κράτους. Έτσι στον Άγ. Βασίλειο
Γέφυρας σώζονται μεγάλες παραστάσεις έφιππων στρατιωτικών αγίων: του αγίου
Γεωργίου, του αγίου Ευσταθίου του Πλακίδα στο Όραμά του, και επίσης ενός ακόμα
άγνωστου έφιππου δίπλα στον άγιο Γεώργιο.360 Επίσης στον Άγ. Νικόλαο της Ροδιάς
στις κάτω ζώνες του κυρίως ναού εικονίζονται ολόσωμες μορφές, από τις οποίες
κυριαρχούν οι δέκα στρατιωτικοί άγιοι μαζί με τον άγ. Αρτέμιο361 πάνω από το
κιονόκρανο στην ανατολική πλευρά του νοτιοδυτικού κίονα, οι οποίοι είναι ντυμένοι
76
Α. Τέχνη και πολιτική ιδεολογία στο μεσαιωνικό κράτος της Ηπείρου
77
5. Τέχνη και κτητορική δραστηριότητα στο λυκόφως του Δεσποτάτου
της Ηπείρου (τέλη του 13ου - αρχές του 14ου αιώνα, μέχρι το 1318)
Μετά το θάνατο του Νικηφόρου το 1296 ξέσπασε στο Δεσποτάτο της Ηπείρου
δυναστική κρίση εξαιτίας των διεκδικήσεων του γαμπρού του Φιλίππου του Τάραντα,
να κληρονομήσει την εξουσία σε ολόκληρη την επικράτεια του Δεσποτάτου.363 Όπως
έχουμε ήδη αναφέρει, ο Νικηφόρος, στην προσπάθειά του να ενισχύσει τη συμμαχία
με την Ιταλία, πρόσφερε την κόρη του Θάμαρ ως νύφη για τον υιό του Καρόλου του
Ανδεγαυού, Φίλιππο του Τάραντα, παραχωρώντας του ως προίκα το μεγαλύτερο
μέρος του βασιλείου του. Με την παραχώρηση αυτή δεν συμφώνησε ποτέ η σύζυγος
του Νικηφόρου βασίλισσα Άννα Καντακουζηνή Παλαιολογίνα, παρόλο που την κὀρη
της, τον Αύγουστο του 1294 συνόδευσε στο Οτράντο της Ιταλίας, όπου
πραγματοποιήθηκε με επισημότητα ο γάμος της. Έτσι μετά τον θάνατο του άνδρα της
το 1296, αθέτησε τους όρους της προίκας της Θάμαρ και ως γνήσια Παλαιολογίνα
αρνήθηκε να παραδώσει το Δεσποτάτο της Ηπείρου στα χέρια του γαμβρού της
Φιλίππου, δηλαδή στους Λατίνους. Αντίθετα αποφάσισε να αναλάβει η ίδια την
διακυβέρνηση του κράτους της Ηπείρου ως επίτροπος του ανήλικου υιού της Θωμά, ο
οποίος ήταν τότε μόνο έξι χρονών. Η αντιβασιλεία της Άννας αποδείχτηκε αρκετά
επιτυχημένη, προβάλλοντας αντίσταση σε κάθε είδους δυτικές πιέσεις. To 1304 ο
στρατός του Καρόλου Β' Ανδεγαυού έφθασε με πλοία στο λιμάνι της Κόπραινας και
προσέγγισε απειλητικά την Άρτα επιδιώκοντας να πολιορκήσει το κάστρο της. 364 Η
ανδεγαυική στρατιωτική επέμβαση ήταν μια πράξη αντιποίνων στην πολιτική
προσέγγισης που ακολουθήθηκε από την Άννα. Μετά από ένα μήνα άκαρπης
πολιορκίας, ο στρατός των Ανδεγαυών αποσύρθηκε.
Η βασίλισσα Άννα επιχειρούσε με διάφορους τρόπους να κατοχυρώσει τη
νομιμότητα της εξουσίας της, καθώς και του υιού της Θωμά. Η ίδια θεωρείται ότι
διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην καθιέρωση της λατρείας της αγίας Θεοδώρας που
78
Α. Τέχνη και πολιτική ιδεολογία στο μεσαιωνικό κράτος της Ηπείρου
συνιστούσε αναμφίβολα σπουδαία ιδεολογική βάση για την ηγεμονία της Άννας, η
οποία τόνιζε τη συγγένειά της με την αγία. Η βασίλισσα Άννα εκτιμούσε ιδιαίτερα
την πεθερά της Θεοδώρα την οποία είχε ως πρότυπο. Σύμφωνα με ορισμένους
ερευνητές, η προσθήκη του νάρθηκα στον ναό της Aγ. Θεοδώρας καθώς και η
συγγραφή του βίου που χρονολογείται στον 13ο αι., οφείλονται σε πρωτοβουλίες της
βασίλισσας Άννας.365
Σήμερα κέντρο της λατρείας της αγίας Θεοδώρας είναι ο ομώνυμος ναός στην
Άρτα, στο διακονικό του οποίου φυλάσσονται τα λείψανά της. Αυτό παρέσυρε
ορισμένους ερευνητές να ταυτίσουν λανθασμένα με την αγία Θεοδώρα την
παράσταση του αγίου Γεωργίου στο τεταρτοσφαίριο της κόγχης του διακονικού
(Εικ.4).366
Με χορηγία της Άννας θα πρέπει να λαξεύτηκε και η μαρμάρινη σαρκοφάγος
τοποθετημένη αριστερά της κύριας εισόδου του ναού, στην οποία ίσως να
παριστάνεται η ίδια η βασίλισσα με τον υιό της Θωμά (Εικ. 25). Κάτι τέτοιο είναι
δύσκολο να αποδειχθεί εξαιτίας της απουσίας επιγραφικών στοιχείων. Στην τοπική
παράδοση, ωστόσο, η σαρκοφάγος ταυτίζεται με τον τάφο της βασίλισσας αγίας
Θεοδώρας.367 Στο κέντρο της πλάκας έχει λαξευτεί μια γυναικεία και μια ανδρική
μορφή κάτω από διακοσμητικό τόξο και εκατέρωθέν τους από ένας άγγελος.
Υπάρχουν διάφορες προτάσεις για την ταύτιση των δύο αυτών μορφών. Σύμφωνα με
μία ερμηνεία πρόκειται για την αγία. Θεοδώρα, γυναίκα του δεσπότη Μιχαήλ Β και
τον υιό της Νικηφόρο. Άλλοι ερευνητές θεωρούν ότι η ανδρική μορφή είναι ο σύζυγος
της Θεοδώρας, Μιχαήλ Β΄, ο οποίος εικονίζεται σε μικρότερη κλίμακα λόγω των
αμαρτιών του απέναντι στη Θεοδώρα και της μετέπειτα μετανοίας του.368 Ο Β.
Cvetković έχει προτείνει και μια άλλη ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία η γυναικεία
μορφή θα μπορούσε να ταυτιστεί όχι με τη Θεοδώρα, αλλά με τη νύφη της Άννα
Καντακουζηνή Παλαιολογίνα.369 Η απεικόνιση του αγοριού στη σαρκοφάγο ταιριάζει
365 Cvetković 1994. Βλ. επίσης σχετικά με το βίο της και στο Holy Women of Byzantium: Ten Saint's Lives in
English Translation, ed. A. M. Talbot, Washington D.C. 1996.
366 Γιαννούλης 2010, 286-287. Σχετικά με το εικονογραφικό πρόγραμμα της κόγχης της αψίδας, βλ. τον
κατάλογο της παρούσας εργασίας Α, αρ. 1.
367 Ο τάφος είναι κατασκευασμένος στον 19ο αι. από βυζαντινά γλυπτά, τα οποία βρέθηκαν εκεί.
Ορλάνδος 1936η, 105-115· Παζαράς 1998, 42, πίν. 36γ-δ, 37.
368 Ορλάνδος 1936η, 110· Παπαδοπούλου 2002, 51.
369 Cvetković 1994, 103-112· ό ίδιος, "Iconography of Female Regency: An Issue of Methodology", Niš i
Vizantija 10 (2011), 405-414.
79
ως προς την ηλικία με τον υιό της Θωμά.370 Η τελευταία υπόθεση είναι και η
πιθανότερη, αφού την τεκμηριώνουν πολλά εικονογραφικά στοιχεία. Το γεγονός ότι η
γυναικεία μορφή απεικονίζεται με βασιλική ενδυμασία ταιριάζει περισσότερο με την
Άννα που διατήρησε την ιδιότητα της βασίλισσας μέχρι το θάνατό της παρά με την
αγία Θεοδώρα, η οποία απεβίωσε ως μοναχή.371 Από τις σωζόμενες παραστάσεις και
τις σχετικές γραπτές πηγές γνωρίζουμε ότι οι επιτύμβιες παραστάσεις ζωγραφίζονται
πάνω από τον τάφο (σαρκοφάγο) ή λαξεύονται στο μάρμαρο και τοποθετούνται
κοντά στο μνήμα. Αντιθέτως, δεν έχουν εντοπιστεί παραστάσεις προσώπων σε
βυζαντινές σαρκοφάγους ή ψευδοσαρκοφάγους, ούτε μνημονεύονται στις γραπτές
πηγές. Το σταυροειδές σκήπτρο συνήθως ζωγραφίζεται στο χέρι της βασίλισσας μόνο
εφόσον η ίδια κυβερνούσε μόνη της το κράτος ως επίτροπος του ανήλικου υιού, ο
οποίος δεν ήταν έτοιμος να ασκήσει το κληρονομικό του δικαίωμα επί του θρόνου.
Μετά το θάνατο του Μιχαήλ Β΄, η σύζυγός του Θεοδώρα εκάρη μοναχή (μεταξύ των
ετών 1266-1268)372 και το θρόνο του κληρονόμησε ο υιός τους Νικηφόρος, ο οποίος ήταν
στην κατάλληλη ηλικία να κυβερνήσει. Επομένως, η Θεοδώρα δεν διετέλεσε ποτέ
αντιβασίλισσα του υιού της. Επιπλέον, απεικόνιση του Νικηφόρου θα ήταν
δικαιολογημένη μόνο εάν είχε πεθάνει σε μικρή ηλικία και είχε ταφεί εκεί.
Μια άλλη ένδειξη που συνηγορεί στην υπόθεση ότι η βασίλισσα Άννα ήταν η
κτητόρισσα του νάρθηκα του σημερινού ναού της Αγ. Θεοδώρας αποτελεί και ο
τοιχογραφημένος διάκοσμος στον ίδιο χώρο. Πρόκειται για το εικονογραφικό
πρόγραμμα της νότιας καμάρας του νάρθηκα που περιλαμβάνει σκηνές από το βίο
του πατριάρχη Ιακώβ, που είναι πολύ σπάνιες στη βυζαντινή ζωγραφική. Έτσι λοιπόν
θα πρέπει και εδώ, όπως και στην περίπτωση των τοιχογραφιών του νάρθηκα της
μονής Βλαχέρνας,373 να αναζητηθεί η ερμηνεία του εικονογραφικού προγράμματος
βάσει των ιστορικών γεγονότων της εποχής. Ο συγκεκριμένος κύκλος από την
Παλαιά Διαθήκη, όπως σχολιάζεται και στον κατάλογο, περιλαμβάνει επεισόδια από
τη ζωή του Ιακώβ, σύμφωνα με τη διήγηση του βιβλίου της Γενέσεως.374 Πρόκειται για
απεικόνιση πολύ διευρυμένου κύκλου, γνωστού από εικονογραφημένα χειρόγραφα
80
Α. Τέχνη και πολιτική ιδεολογία στο μεσαιωνικό κράτος της Ηπείρου
της Οκτατεύχου,375 που όμως στη μνημειακή τέχνη πρέπει να αποτελεί το μοναδικό
σωζόμενο παράδειγμα. Σε κάποιες περιπτώσεις μερικές σκηνές από το βίο του Ιακώβ
εντάσσονταν σε ευρύτερους κύκλους της Παλαιάς Διαθήκης, π.χ. στις
παλαιοχριστιανικές ρωμαϊκές κατακόμβες (320-350) 376 και στα μεσοβυζαντινά
ψηφιδωτά στο Monreale, το Palermo και στην Martorana.377 Στη μνημειακή ζωγραφική
απεικονίζονται μόνο δύο σκηνές από το βίο του Ιακώβ: η Πάλη του με τον άγγελο και
η Κλίμαξ,378 οι οποίες ερμηνεύονται ως προεικονίσεις της Θεοτόκου (Γέν. 28, 11-17 και
Γέν. 32, 24).379 Και στο ναό της Αγ. Θεοδώρας στην Άρτα οι δύο αναφερόμενες
παραστάσεις πρέπει επίσης να συσχετιστούν με τις προεικονίσεις της Παναγίας. Αυτό
ισχύει ιδιαίτερα για την παράσταση της Πάλης του Ιακώβ με τον άγγελο που είναι
τοποθετημένη στο δυτικό τοίχο, βόρεια της κεντρικής εισόδου, μαζί με τις άλλες
σκηνές προεικονίσεων της Παναγίας, ξεχωριστά από τον υπόλοιπο κύκλο του
Ιακώβ.380 Ωστόσο, δεν χωρεί αμφιβολία ότι με τον ανεπτυγμένο βίο του Ιακώβ στην
Αγ. Θεοδώρα επιδιώκεται ο παραλληλισμός και η θεολογική νομιμοποίηση πολιτικών
επιλογών της Άννας Παλαιολογίνας με συγκεκριμένες αναφορές στην Βίβλο. Για να
καταλάβουμε καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο οι αναφερόμενες παραστάσεις είναι
δυνατό να συνδεθούν με τις πολιτικές επιλογές της Άννας Παλαιολογίνας, είναι
απαραίτητη μια λεπτομερέστερη ανασκόπηση των ιστορικών γεγονότων της εποχής,
όταν ακόμη ζούσε ο σύζυγός της Νικηφόρος, δεσπότης της Ηπείρου. Μεταξύ των ετών
1291 και 1294, όπως προαναφέραμε, ο Νικηφόρος αποφάσισε να στερεώσει τη
συμμαχία με την Ιταλία παντρεύοντας την κόρη του Θάμαρ με τον υιό του Καρόλου
του Ανδεγαυού, Φίλιππο. Στη Θάμαρ δόθηκαν ως προίκα τα εξής τέσσερα κάστρα: ο
375 Πρόκειται για τέσσερις μεσοβυζαντινές Οκτατεύχους: Vat. gr. 746, Vat. gr. 747, Istanbul Top Kapi Saray
library cod. gr. 1. 8. και Smyrna Evangelical school library codex A. Octateuch. Για τους κύκλους του βίου
του Ιακώβ στις αναφερόμενες Οκτατεύχους, βλ. Weitzmann and Bernabo 1999, t. I, 94-110, t. 2, fg. 355-
440. Για τις βασικές πληροφορίες σχετικά με τα εικονογραφημένα χειρόγραφα της Οκτατεύχου, βλ. J.
Lowden, The Octateuchs. A Study in Byzantine Manuscript Illustration, Pennsylvania 1992.
376 F. Mancinelli, The Catacombs of Rome and Origins of Christianity, Scala, Firenze, 33, fig. 64, 65.
377 Demus 1949, 122, 251, 255, 264, fig. 107, 108, 109a.
378 Στον Περίβλεπτο της Αχρίδας (Der Nerssesian 1975, t. 4, fig. 12), στο Πρωτάτο (Μανούλ Πανσέληνος,
εικ. 116-117), την Bogorodica Ljeviška (Babić 1975, 77, 139, σχέδ. 30· Radojčić 1966, 95, στη Μονή της
Χώρας (Underwood 1966, fig. 437-442), στη Dečani (Todić 354, 359, 364, 365, ), κ.λπ.
379 Οι προεικονίσεις της Θεοτόκου στη μνημειακή τέχνη περί το 1300 πρέπει να συσχετιστεί με το κλίμα
της εποχής. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς έγραφε στις αρχές του 14ου αι. ότι κανένας δεν μπορούσε να δει
το Θεό χωρίς μεσολάβηση συμβόλων και τύπων. Έτσι, στην Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη, την
Αχρίδα και σε ευρύτερη περιοχή παριστάνονται προεικονίσεις, τύποι και σύμβολα. Με τον τρόπο
αυτό, καλλιτέχνες μετέτρεπαν το αφηρημένο δόγμα σε ζωγραφισμένες μεταφορές. Babić, ό.π. 77·
Dufrenne 1978, 33-34· Milanović 1987, 409-424.
380 Ο κύκλος του Ιακώβ βρίσκεται στην βόρεια καμάρα του νάρθηκα. Βλ. κατάλογο σ. 10, Εικ. 3.
81
Βλοχός, γνωστός και ως Ακρόπολη των Θεστιέων, βορειοανατολικά του Καινούριου,
το Αγγελόκαστρο νοτιοδυτικά του Αγρινίου, η Ναύπακτος και η Βόνιτσα.381 Το
συμβόλαιο γάμου περιείχε και άρθρο σχετικά με τη διαδοχή. Το Δεσποτάτο εθεωρείτο
φέουδο του Νικηφόρου και της Άννας μέχρι το θάνατό του, οπότε έπρεπε να
περιέλθει στην κόρη τους Θάμαρ και τον άνδρα της Φίλιππο ως Δεσπότη. Εάν όμως ο
μικρότερος αδελφός της Θάμαρ Θωμάς ζούσε περισσότερο από τον πατέρα του, τότε
έπρεπε εκείνος να γίνει Δεσπότης, αλλά υπό την επικυριαρχία του Φιλίππου και υπό
τον όρο να παραχωρήσει στο Φίλιππο το κάστρο της Φωτικής, καθώς και ολόκληρη
την περιοχή της Θεσπρωτίας.382 Το Δεσποτάτο ήταν τώρα περισσότερο από ποτέ
συνδεδεμένο με το Βασίλειο της Νεάπολης. Τέλος, είχε συμφωνηθεί εκ των προτέρων
ότι στη Θάμαρ έπρεπε να ανήκει το ένα τρίτο της ιδιοκτησίας του άνδρα της και να
της εξασφαλιστεί η πλήρης ελευθερία άσκησης της ορθόδοξης πίστης.
Η Άννα δεν τήρησε κανένα από τους όρους της προίκας της Θαμάρ,
καταφέρνοντας με επιτυχία να αντισταθεί στους Λατίνους και ταυτόχρονα να φέρει
και πάλι το Δεσποτάτο της Ηπείρου πιο κοντά στον υπόλοιπο βυζαντινό κόσμο. Για
τον σκοπό αυτό πάντρεψε τον υιό της Θωμά με την κόρη του Μιχαήλ Θ΄
Παλαιολόγου. Στo Χρονικό τoυ Μορέως η βασίλισσα περιγράφεται ως μια από τις
εξυπνότερες γυναίκες στο Βυζάντιο.383 Κάτω από το πρίσμα των προαναφερθέντων
ιστορικών γεγονότων ίσως πρέπει να δούμε και την επιλογή των τόσο σπάνιων
σκηνών από το βίο του πατριάρχη Ιακώβ στο νάρθηκα της Αγ. Θεοδώρας στην Άρτα.
Η ισχυρή προσωπικότητα της Άννας, καθώς και ο τίτλος του Δεσπότη που είχε ο
Θωμάς, ήταν αρκετοί για την εξασφάλιση της διαδοχής. Ωστόσο, φαίνεται ότι η ίδια
επιδίωξε να ενισχύσει την νομιμότητα της επιλογής της με συμβολικό τρόπο μέσω της
τέχνης. Το κεντρικό σημείο της βιβλικής διήγησης περί Ιακώβ συνίσταται στην
παραχώρηση των πρωτοτοκίων σε αυτόν ως νεότερο υιό παρόλο που ο Ησαύ ήταν ο
πρωτότοκος υιός του Ισαάκ.384 Είναι γνωστό ότι τόσο στο Βυζάντιο όσο και σε
νεοσύστατα γειτονικά κράτη, τα οποία βρίσκονταν υπό την άμεση επίδραση του
Βυζαντίου, η ιστορία του Ιακώβ και άλλες διηγήσεις από την Παλαιά Διαθήκη είχαν
χρησιμοποιηθεί για την θεολογική ισχυροποίηση της νομιμότητας της κληρονομικής
εξουσίας. Έτσι, λόγου χάριν, ο Στέφαν Νεμάνια, ιδρυτής του σερβικού μεσαιωνικού
κράτους, στο κτητορικό έγγραφο περί ίδρυσης της Μονής Χιλανδαρίου αναφέρει ότι
381 Οι όροι της προίκας της Θάμαρ αναφέρονται αναλυτικά στο Χρονικό του Μορέως, βλ. Chron. Mor. fr., &
658, σσ. 262-3.
382 Nicol 1984, 47.
383 Chron. Mor. fr., &974, σ. 381.
384 Γέν. 25, 20-22.
82
Α. Τέχνη και πολιτική ιδεολογία στο μεσαιωνικό κράτος της Ηπείρου
μετά την παραχώρηση της εξουσίας στο δευτερότοκο υιό του, τον Στέφανο τον
Πρωτοστεφή, τον ευλόγησε «με κάθε ευλογία, όπως ο Ισαάκ ευλόγησε τον υιό του
Ιακώβ».385 Ο υιός και βιογράφος του, άγιος Σάββας, επαναλαμβάνει τις
προαναφερθείσες λέξεις της ευλογίας, προσθέτοντας και τη λέξη «εκτάκτως»,
υπαινισσόμενος με τον τρόπο αυτό ότι σύμφωνα με το κληρονομικό δίκαιο το θρόνο
έπρεπε να διαδεχθεί ο πρωτότοκος υιός τού Στέφαν Νεμάνια, Βούκαν: «Και τον [δηλ.
τον Στέφανο τον Πρωτοστεφή] έστεψε και ευλόγησε εκτάκτως, όπως ο Ισαάκ
ευλόγησε τον Ιακώβ, τον υιό του, με κάθε ευλογία».386 Συγκρίσεις σέρβων ηγεμόνων
με παλαιοδιαθηκικές προσωπικότητες απαντούν συχνά στους βίους του Στεφάνου
(Συμεών) Νεμάνια και του αγίου Σάββα. Ο Ιωσήφ, παραδείγματος χάριν, συνδέεται
με τους Στέφανο Νεμάνια και Στέφανο τον Πρωτοστεφή.387 Απηχήματα της
αντίληψης αυτής αναγνωρίζουμε και στην τέχνη. Έτσι, ο κύκλος του βίου του Ιωσήφ
σε μερικά σερβικά μνημεία συνδέεται άμεσα με την ιδεολογία των Σέρβων ηγεμόνων,
όπως λόγου χάριν στο νάρθηκα της μονής Sopoćani και στο Lesnovo.388 Οι Grabar και
Der Nersessian έχουν ήδη επισημάνει την ύπαρξη άμεσης σχέσης με την
αυτοκρατορική εικονογραφία στις απεικονίσεις της ιστορίας του Ιωσήφ στο
χειρόγραφο Paris. gr. 510.389
Εκτός από τον κύκλο του Ιακώβ, φαίνεται ότι έχουν ιδεολογικό περιεχόμενο
και ορισμένες άλλες παραστάσεις στο νάρθηκα της Αγ. Θεοδώρας. Αυτό πρωτίστως
ισχύει για την τοιχογραφία των αγίων Τεσσαράκοντα (Εικ. 18) και το όραμα του αγίου
Πέτρου Αλεξανδρείας (Εικ. 17). Στην κάτω ζώνη του δυτικού τοίχου της νότιας
καμάρας, κάτω από το βίο του Ιακώβ, σώζεται μεγάλη παράσταση των αγίων
Τεσσαράκοντα στην παγωμένη λίμνη. Γενικά, η παράστασή τους δίπλα στην είσοδο
στο ναό είχε μεσιτικό και προστατευτικό ρόλο, όπως στην Žiča, στο Gradac, στο
385 Sveti Sava, Sabrani spisi, τ. ΙΙ, ed. D. Bogdanović, “Hilandarska povelja Simeona Nemanje”, 32.
386 Ό. π. 102. Πρβλ. επίσης και το σχόλιο στη σ. 180.
387 Όπως αναφέρεται στον βίο του, ο ίδιος ο Στέφανος Νεμάνια απευθύνεται προς τον υιό και διάδοχό
του Στέφανο τον Πρωτοστεφή συγκρίνοντάς τον με τον Ιωσήφ. Sveti Sava, Sabrani spisi, τ. ΙΙ, σ. 102.
Επίσης, όταν ο Σάββας περιγράφει τη μετακομιδή των λειψάνων του Στέφανου Νεμάνια από το
Άγιον Όρος στην Studenica, συγκρίνει τα αδέλφιά του Στέφανο και Βούκαν επίσης με τον Ιωσήφ. Sveti
Sava, Sabrani spisi, τ. ΙΙ, σ. 117. Παρόμοιοι τόποι απαντούν και στους βίους του Συμεών Νεμάνια και του
αγίου Σάββα, τους οποίους συνέταξε ο Domentijan: Život Svetog Save και Život Svetog Simeona, στο Stara
srpska književnost I, Beograd 1988, σποραδικά.
388 R. Ljubinković, «Sur le symbolisme de l’histoire de Joseph du narthex de Sopoćani», L’art byzantin du XIIIe
siècle, Symposium de Sopoćani 1965, Belgrade 1967, 207-237· Z. Gavrilović, «Divine Wisdom as Part of
Byzantine Imperial Ideology, Research into the Artistic Interpetations of the Theme in Medieval Serbia,
Narthex Programmes of Lesnovo and Sopoćani», Zograf 11 (1980), 49-50.
389 Der Nersessian 1962, 214-215, 223-224· Grabar 1969, 134.
83
Lesnovo, κ.λπ. Ο V. Djurić μελετώντας το παράδειγμα από την Žiča έχει αποδείξει ότι
η συγκεκριμένη παράσταση συνδέεται και με την ιδεολογία των σέρβων ηγεμόνων.390
Tο περιεχόμενο της ακολουθίας των αγίων Τεσσαράκοντα υπαινίσσεται τους εν ζωή
ηγεμόνες. Αυτοκράτορες και ηγεμόνες οφείλουν πάντα να θυμούνται ότι η δύναμη
και η εξουσία τούς έχει παραχωρηθεί από τον Θεό. Στην προσευχή προς τους αγίους
Τεσσαράκοντα, μεταξύ των άλλων θεωρείται ως δεδομένη η εναπόθεση της ελπίδας
στη βοήθειά τους για μεσολάβηση στις εκστρατείες.391 Η τελική στέψη των αγίων ως
επιβράβευση για την πίστη που επέδειξαν, ερμηνεύεται εδώ και ως έμμεση
προεικόνιση στέψης ηγεμόνα ή χειροτονίας επισκόπου ή ηγουμένου. Κάτω από το
πρίσμα αυτό η σκηνή στο νάρθηκα της Αγ. Θεοδώρας στην Άρτα συμπληρώνει την
προαναφερθείσα ερμηνεία του κύκλου του πατριάρχου Ιακώβ μέσα από
συμφραζόμενα των ιστορικών γεγονότων στα τέλη του 13ου και τις αρχές του 14ου αι.
Επίσης, και η τοποθέτηση της παράστασης του οράματος του αγίου Πέτρου
Αλεξανδρείας πάνω από την κεντρική είσοδο είναι πολύ ασυνήθιστη. Η σκηνή
τοποθετείται κατά κανόνα στο ιερό των βυζαντινών ναών392 και μόνο σε ορισμένες
περιπτώσεις ως συμπλήρωση της σκηνής της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου στο δυτικό
μέρος του ναού.393 Πιστεύουμε ότι ο λόγος για την επιλογή του οράματος πρέπει να
ήταν διδακτικός. Η σκηνή απεικονίζεται στο σημείο αυτό για να ενισχύει το ηθικό του
ορθοδόξου κλήρου και λαού που υφίστατο συνεχείς πιέσεις από τους Λατίνους. Δεν
πρέπει να λησμονούμε ότι οι τελευταίοι επιδίωκαν με κάθε τρόπο να αποσπάσουν
περιοχές της Ηπείρου. Στην περίπτωση που ο θρόνος της αντιβασίλισσας Άννας και
του Θωμά περιερχόταν στα χέρια του Φιλίππου, αυτό αναμφίβολα θα είχε επιπτώσεις
και στην Ορθοδοξία. Από τις αρχές του 13ου αι. παρατηρείται συχνή απεικόνιση του
οράματος του αγίου. Πέτρου Αλεξανδρείας στον ελλαδικό χώρο και ιδιαίτερα στις
περιοχές όπου ορθόδοξοι συνυπήρχαν με Λατίνους υφιστάμενοι πολύ συχνά πιέσεις,
όπως λόγου χάριν στην Κρήτη, τη Ρόδο και την Εύβοια.394
Ο πνευματικός δημιουργός της εικαστικής σύνθεσης του νάρθηκα της Αγ.
Θεοδώρας πρέπει να ήταν κάποιος από τους λογίους που δρούσαν στα τέλη του 13ου ή
τις αρχές του 14ου αι. στο περιβάλλον της βασίλισσας Άννας. Από τις σωζόμενες
390 Djurić 2000, 139-142. Την ίδια ερμηνεία προτείνει και η Gabelić για την παράσταση των αγίων
Τεσσαρακόντα στο Lesnovo, Gabelić 1998, 207.
391 Djurić, ό. π.
392 Koukijaris 2011, 65-69.
393 Grozdanov 1980, 74-75.
394 Koukijaris, ό.π., 68-69.
84
Α. Τέχνη και πολιτική ιδεολογία στο μεσαιωνικό κράτος της Ηπείρου
πηγές γνωρίζουμε ονόματα δύο λογίων: του Μιχαήλ Ζωριανού και του Κοσμά
Ανδριτζόπουλου, οι οποίοι κατείχαν σημαντικές θέσεις επί ηγεμονίας της Άννας
Παλαιολογίνας. Το όνομα της βασίλισσας Άννας βρίσκεται και στην επιγραφή από το
ναό της Αγ. Σοφίας στη Μόκιστα μαζί με τα ονόματα του Μιχαήλ Ζωριανού και του
Κοσμά Ανδριτζόπουλου, όπως αναφέραμε στο πρώτο κεφάλαιο, κάτι που τεκμηριώνει
τη δική τους κοινή κτητορική δραστηριότητα.395
Ο Ζωριανός ήταν στρατηγός και ανώτερος αξιωματούχος πρωτοστράτωρ του
Δεσπότη της Ηπείρου Θωμά (1296-1318).396 Η καταγωγή του ήταν από την Φωκίδα, απ’
όπου είναι και η προέλευση του επιθέτου του, δηλαδή από το χωριό Ζωριάνο.397 Στο
Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης έχει σωθεί και ένα χρυσό δαχτυλίδι -
σφραγίδα του, στην οποία αναγράφεται: ΣΦΡΑ/ΓΗΣ ΜΙ/ΧΑΗΛ ΤΟ/Υ ΖΩΡΙ/ΑΝΟΥ.398
Προφανώς με το συγκεκριμένο δαχτυλίδι σφραγίζονταν και έγγραφα (Εικ. 288),
γεγονός που καταδεικνύει την υψηλή θέση που κατείχε ο Ζωριανός.
Γνωρίζουμε ότι ο ίδιος έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον και για την τέχνη, αφού
ήταν ευρύτερα γνωστός για τα συγγράμματα και τις χορηγίες του που δεν
περιορίζονταν μόνο στην περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας. Στη μονή του Αγ.
Δημητρίου στο χωριό Κυψέλη Θεσπρωτίας (πρώην Τουρκοπάλουκο) κοντά στην
Πρέβεζα στη νότια πλευρά του εγκάρσιου κλίτους, αριστερά και δεξιά του
τοιχισμένου μονόλοβου παραθύρου σώζεται πλίνθινη επιγραφή με δύο συμπιλήματα,
τα οποία συνδέονται από τους περισσότερους ερευνητές με το όνομα του Μιχαήλ
Ζωριανού.399 Ο ίδιος επίσης είχε παραγγείλει και ένα σπουδαίο χειρόγραφο, το
τετραευάγγελο Barocci 29, που σώζεται στην Bodleian Library στην Οξφόρδη,400 όπου
σώζεται η υπογραφή και τα βιογραφικά του στοιχεία. Στα φφ. 29v - 30r σε ιαμβικό
τρίμετρο σε δώδεκα στίχους αποκαλύπτεται η ταυτότητα του κτήτορα και το αξίωμά
του:
85
εὐαγγελιστῶν τοὺς θεοπνεύστους / τομαῖς διαιρεθέντας εὐεπιβόλοις / καὶ τῇδε
βίβλῳ τεχνικῶς ἡρμοσμένους / ἅπας ἀκούων καὶ τρυφῶν καθ’ ἡμέραν / ἔστωσιν
ὦσι τοῖς ὑπεκφώνου μένοις / Μ ι χ α ὴ λ δ ὲ θ α ύ μ α ζ ε τ ῷ Ζ ω ρ ι ά ν ῳ /
ὀφφικίου ἔχοντος τοῦ τῆς τραπέζης / Θωμᾶ δεσπότου
ε ὐ σ ε β ο ῦ ς β α σ ι λ έ ω ς / τῷ σπουδάσαντι συντόνῳ προθυμίᾳ / σπούδασμα
πολλοῖς οὐ πρὶν ἐσπουδασμένον / καὶ καλλιεργήσαντι κόσμοις ποικίλοις / τοὺς
μὲν ξενίζει, τοὺς ὁρῶντας ὡς ἔχει / τοῖς τοῦ Θεοῦ δὲ ρήμασι ψυχοτρόφοις /
εὐεργετεῖ ἅπαντας ἀκροωμένους.
Στο ίδιο χειρόγραφο, φ. 341v υπάρχει ένας ακόμη στίχος σε ιαμβικό τρίμετρο,
γραμμένος με το ίδιο χέρι όπως οι προηγούμενοι, όπου αναφέρεται πάλι το όνομα του
Μιχαήλ Ζωριανού:
φ. 341v:
ἐμοὶ δοθῆναι τῷ πόθον κεκτημένῳ / Μιχαὴλ δὲ τάλανι τῷ Ζωριάνῳ / τὴν παντὸς
ὄλβου τήνδε τιμιωτέραν / τῶν σῶν φαεινῶν δογμάτων θεῖον βίβλον./...
86
Α. Τέχνη και πολιτική ιδεολογία στο μεσαιωνικό κράτος της Ηπείρου
της μεσοβυζαντινής εποχής, όσο και του 13ου αι.,405 τότε οι εμπνευστές του
συγκεκριμένου εικονογραφικού προγράμματος έπρεπε να γνώριζαν από πρώτο χέρι
τα αντίστοιχα έργα. Αλλά και οι ζωγράφοι είχαν δει εικονογραφημένα χειρόγραφα με
το βίο του Ιακώβ, βάσει των οποίων δημιούργησαν την εικονογραφική σύνθεση της
νότιας καμάρας στον νάρθηκα της Αγ. Θεοδώρας. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι το
περίφημο χειρόγραφο Barocci 29 αποτελεί παραγγελία του Μιχαήλ Ζωριανού, όπου
υπάρχουν μικρογραφίες των τεσσάρων Ευαγγελιστών, (στο φ. 30 ο Ματθαίος, στο φ.
117 ο. Μάρκος, στο φ. 176 ο Λουκάς και στο φ. 276 ο Ιωάννης). Οι μορφές
παριστάνονται σε πολύ ψηλό καλλιτεχνικό παλαιολόγειο επίπεδο. Είναι το μοναδικό
σωζόμενο χειρόγραφο με τις εικονιζόμενες παραστάσεις, το οποίο συνδέεται με την
Ήπειρο. Ωστόσο, κανένα στοιχείο δεν μας επιτρέπει να το ταυτίσουμε ως ηπειρωτικό
έργο. Δεν είναι δυνατό να εξακριβωθεί που ακριβώς ζωγραφίστηκαν οι μικρογραφίες
από το Barocci 29. Είναι όμως προφανές ότι έχουν πολλά κοινά στοιχεία με δύο
αγιορείτικους κώδικες των αρχών του 14ου αι.: Βατ. 938 (1301) και Παντοκρ. 47 (1304).406
Το Barocci 29 δημιουργήθηκε λίγο πριν ή γύρω στο 1300. Αυτό προκύπτει από την
ανάλυση της γραφής, η οποία απαντά σε πολλά μικρά ευαγγέλια από την περίοδο
μεταξύ των ετών 1285 και 1310.407
Στο νάρθηκα της Αγίας Θεοδώρας στην Άρτα ακόμα μια σκηνή ίσως θα
μπορούσε να συσχετιστεί με την βασίλισσα Άννα. Πρόκειται για την ομιλία της
Σαμαρείτιδας με τον Χριστό στο δυτικό τοίχο της βόρειας καμάρας. Η Κεφαλά στην
διατριβή της προτείνει ότι η μορφή της Σαμαρείτιδας στη μονή του Αρχαγγέλλου στο
Θάρι της Ρόδου να συμβολίζει ή να υπαινίσσεται μια γυναίκα αριστοκρατικής
προέλευσης ίσως τη σύζυγο του Ιωάννη Γαβαλά τοπικού ηγεμόνα της Ρόδου. 408 Για
την υπόθεση αυτή ανακαλεί πρώτα την σπάνια πλούσια αριστοκρατική ενδυμασία
της μορφής της Σαμαρείτιδας, όπως και την ακάλυπτη κεφαλή της. Επίσης ανακαλεί
και τα παραδείγματα των κτητόρων σε πρωταγωνιστικές μορφές θρησκευτικών
παραστάσεων.409 Αν μια τέτοια υπόθεση τίθεται για την παράσταση στο Θάρι, τότε
405 Βλ. παραπάνω, σσ, 180-182. Στον κύκλο του Ιακώβ από την Αγ. Θεοδώρα βρίσκουμε πολλές
ομοιότητες με τις παραστάσεις από το βίο του Ιακώβ στα εξής χειρόγραφα: Ομιλίες του μοναχού
Ιακώβου Κοκκινοβάφου, Vat. 1164 και Par. 1208 (Omont 1927, 15, pl. X/1).
406 Buchthal 1975, 143-177· Weyl Carr 1990, 571-574, fig. 5-8.
407 Carr 1992, 571.
408 Κεφαλά 2012, 124-127, 360, 397.
409 Ο προφήτης Δαβίδ στο μέτωπο της αψίδας του καθολικού της μονής Σινά θεωρείται η απεικόνιση του
αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Επίσης η παράσταση του προφήτη Σολομώντα από την Εις Άδου Κάθοδο
στη Νέα Μονή της Χίου αναγνωρίζονται προσωπογραφικά χαρακτηριστικά του Κωνσταντίνου Θ΄
Μονομάχου. Επίσης η Αχειμάστου-Ποταμιάνου προτείνει ότι στη μονή Βλαχέρνα της Άρτας στη
87
και στην ασυνήθιστα πλούσια ντυμένη μορφή της Σαμαρείτιδας της Αγ. Θεοδώρας
στην Άρτα θα μπορούσε να αναγνωριστεί η βασίλισσα Άννα που ήταν και κτητόρισσα
του νάρθηκα.
5.2. Περίοδος της κυβέρνησης του Θωμά, μετά το 1303 (;) μέχρι το 1318.
Ο Θωμάς όταν ανέλαβε την διακυβέρνηση μετά τον θάνατο της μητέρας του
Άννας, συμπεριφερόταν ως ανεξάρτητος ηγεμόνας βυζαντινού τύπου. Μιμούμενος
τους βυζαντινούς αυτοκράτορες, το 1303 απέλυσε μια δωρεά, στην οποία το θέμα
χειρίζεται των προνομίων, όπως ακριβώς και εκείνοι. Ονόμασε επιπλέον το έγγραφο
αυτό χρυσόβουλλο, παρόλο που ο ίδιος δεν ήταν αυτοκράτορας αλλά δεσπότης.410
Στην υπογραφή του ακολουθεί τους προγόνους του από το πρώτο μισό του 13ου αι.,
ονομάζοντας τον εαυτό του Κομνηνοδούκα. Εκτός από την αναφορά στους
προγόνους, υπογραμμίζει και τη σχέση του, μέσω της μητέρας του, με τους
Παλαιολόγους. Το 1307 παντρεύτηκε την κόρη του Μιχαήλ Θ΄ Παλαιολόγου411 και
λαμβάνει τον τίτλο του «δεσπότη», από τον Ανδρόνικο Β΄, ενισχύοντας τους δεσμούς
του με τον οίκο των Παλαιολόγων.412
Σε μια χρυσή σφραγίδα του ο Θωμάς παριστάνεται ως αυτοκράτορας,
φορώντας αυτοκρατορική στολή και κρατώντας τα σύμβολα της αυτοκρατορικής
εξουσίας, δηλαδή το σκήπτρο στο δεξιό χέρι και την ακακία στο αριστερό, και
συνοδευόμενος από την εξής επιγραφή: ΑΓΓΕ/ΛΟΓΟ/ΝΟΥ / ΣΦΡ/Α-ΓΙΣΜ/Α / ΘΩΜ/Α
ΔΕ/ΣΠΟ/ΤΟΥ (=Ἀγγελογόνου σφράγισμα Θωμᾶ δεσπότου). Στην πίσω όψη
παριστάνεται ο αρχάγγελος Μιχαήλ ντυμένος με αυτοκρατορική στολή. 413 Η
σφραγίδα τονίζει την καταγωγή του Θωμά από την αυτοκρατορική οικογένεια των
Αγγέλων.414 Η συσχέτιση του Θωμά με τον αρχάγγελο απαντά και σε μια λίστα των
ελλήνων αρχόντων που συντάχθηκε το 1313, στην οποία ο Θωμάς ονομάζεται, μεταξύ
των άλλων Archang(eli) Dominus, όπου η λέξη Archang(eli) ενδεχομένως να δηλώνει
μορφή του Σολομώντα παριστάνεται ο Νικηφόρος δεσπότης της Ηπείρου. Βλ. αναλυτικά Κεφαλά
2012, ό.π.
410 Το έγγραφο αυτό σώζεται στη λατινική μετάφραση, βλ. Lemerle 1951, 389-396· Maksimović 1994, 129,
υποσημ. 15.
411 Nicol 1984, 75· Maksimović, ό.π. 129.
412 Ο Νικηφόρος, ο πατέρας του Θωμά, ήταν ο πρώτος ηγέτης της Ηπείρου, ο οποίος επισκέφτηκε την
Κωνσταντινούπολη, όπου πήρε και τον τίτλο του «δεσπότη», βλ. παραπάνω, σ. 10.
413 D. Buckton, «Gold seal of Thomas, Despot of Epirus», Byzantium. Treasures of Byzantine Art and Culture from
British Collections, ed. D. Buckton, London 1994, No. 214, 198-199· Nesbitt 2004, 35-36.
414 Nesbitt, ό.π., 35-36.
88
Α. Τέχνη και πολιτική ιδεολογία στο μεσαιωνικό κράτος της Ηπείρου
το κάστρο που είναι γνωστό ως Θωμόκαστρο, κτισμένο από τον ίδιο το Θωμά στο
χωριό Ριζά (Ρηνιάσα) στις ακτές βόρεια από την Πρέβεζα.415 Η πιθανότητα ο
συσχετισμός αυτός να ανταποκρίνεται στα πράγματα ενισχύεται από την τιμή που ο
ίδιος έτρεφε προς τον αρχάγγελο.
Παρόλο που ο αρχάγγελος Μιχαήλ ήταν προστάτης των ηγετών της Ηπείρου,
δεν ήταν ιδιαίτερα αναπτυγμένη η λατρεία του. Η μορφή του αρχαγγέλου Μιχαήλ
εισάγεται αρχικά στο νόμισμα του Μιχαήλ Β΄ Δούκα416, ενώ το ίδιο θέμα προβάλλει
στο νόμισμά του και ο νόθος υιός του σεβαστοκράτορας Ιωάννης, ο οποίος
κυβερνούσε τη Θεσσαλία (1268-1289).417 Με τον Ιωάννη συνδέεται και ο ναός της
Πόρτα Παναγιάς όπου στη γνωστή επιτύμβια παράσταση ένας άγγελος, προφανώς ο
Μιχαήλ, να οδηγεί τον μοναχό προς την Παναγία.418 Ανεξαρτήτως από το εάν στη
συγκεκριμένη μοναστική μορφή πρέπει να δούμε το σεβαστοκράτορα Ιωάννη ή
κάποιο ηγούμενο δωρητή του ναού που έζησε σε λίγο μεταγενέστερη εποχή, η
επιλογή του αρχαγγέλου Μιχαήλ δείχνει την ιδιαίτερη τιμή προς αυτόν.419 Έξαρση
στην προβολή των Αρχαγγέλων παρατηρείται στην ζωγραφική του δεύτερου μισού
του 13ου αι.: Στα τεταρτοσφαίρια των κογχών της πρόθεσης και του διακονικού στον
89
Άγ. Νικόλαο της Ροδιάς εικονίζονται αντίστοιχα οι αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ.
Άγγελοι πρωταγωνιστούν επίσης στις σπάνιες παραστάσεις με προφανές ιδεολογικό
περιεχόμενο, στη Σταυροπροσκύνηση στον Άγ. Νικόλαο της Ροδιάς και στην Ύψωση
του Τίμιου Σταυρού στο ναό των Αγίων Πατέρων στη Βαράσοβα. Δύο μεγάλες μορφές
αγγέλων με αυτοκρατορικές ενδυμασίες δέονται εκατέρωθεν του Παλαιού των
Ημερών στον Άγ. Νικόλαο Κρεμαστό (Εικ. 161 και 166).420 Ωστόσο, μέχρι τα τέλη του
13ου αι. δεν φαίνεται να αφιερώνονται μνημεία προς τιμήν του αρχαγγέλου Μιχαήλ ή
γενικά των αρχαγγέλων. Η ιδιαίτερη προβολή τους θα ξεκινήσει επί των χρόνων της
ηγεμονίας του Νικηφόρου (1267/68-1296), για να φτάσει στο απόγειό της επί του
διαδόχου του Θωμά στις αρχές του 14ου αι.421 Θεωρούμε ότι η διαπίστωση αυτή όχι
μόνο δεν είναι τυχαία κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, αλλά πρέπει να έχει άμεση
σχέση με την πολιτική κατάσταση της εποχής στην Ήπειρο. Δεν υπάρχει αμφιβολία
ότι η Άννα Παλαιολογίνα συνέβαλε στην αναζωογόνηση της λατρείας του
αρχάγγελου στην Ήπειρο μεταλαμπαδεύοντας στο κράτος των Κομνηνοδουκάδων τις
μητροπολιτικές συνήθειες και αντιλήψεις των Παλαιολόγων. Είναι γνωστή από τις
πηγές η μεγάλη τιμή και ο σεβασμός που απέδιδαν οι Παλαιολόγοι στον Αρχάγγελο
Μιχαήλ. Σύμφωνα με τον Παχυμέρη, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος (1261-
1282) έστησε σε στήλη, που ήταν μπροστά από τον ναό των Αγίων Αποστόλων, ένα
χάλκινο άγαλμα του προστάτη του αρχάγγελου Μιχαήλ, στη βάση του οποίου
ορθωνόταν ένα άλλο, που παρίστανε τον ίδιο τον αυτοκράτορα να προσφέρει το
ομοίωμα της Κωνσταντινούπολης στον Αρχάγγελο. Το άγαλμα καταστράφηκε στο
σεισμό το 1296, αλλά το ανακαίνισε ο διάδοχός του Ανδρόνικος Β΄ (1282-1328).422
Επίσης, τόσο στα νομίσματα όσο και στις σφραγίδες ο Μιχαήλ Η΄ και ο Ανδρόνικος Β΄
επιλέγουν τις παραστάσεις του αρχαγγέλου.423 Η τιμή που απέδιδαν και οι δύο στον
προστάτη τους αρχάγγελο Μιχαήλ διαπιστώνεται σε κτητορικές παραστάσεις τους
ακόμη και σε περιοχές απομακρυσμένες από την Κωνσταντινούπολη, όπως λ.χ. στον
420 Ο Παλιούρας προτείνει πώς στο σπηλαιώδη ναό του Αγ. Νικολάου του Κρεμαστού, έξω από το
σπήλαιο, νότια του ανοίγματος της εισόδου διακρίνεται η μία βραχογραφία του αρχαγγέλλου
Γαβριήλ, με την ευχή – επιγραφή, που κατά τον ίδιο είναι δυνατό να χρονολογηθεί στον 13ο αι. Βλ.
Παλιούρας 1975, 194.
421 Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η έντονη λατρεία του θα συνεχιστεί στην Ήπειρο και στους επόμενους
αιώνες και θα επικρατήσει μέχρι και σήμερα. Στα Ιωάννινα σε όλους τους ναούς καλλιεργείται
έκφραση τιμής και σεβασμού προς τον αρχάγγελο Μιχαήλ. Τοποθετούνται οι εικόνες του σε περίοπτη
θέση και ταυτοχρόνως είναι και ο πολιούχος των Ιωαννίνων.
422 Pachymeres IX, 15: Relations historiques, III, 258-261. Nelson, 2004. 38.
423 Grierson 1999, 80· Zacos, G. and A. Veglery, Byzantine Lead Seals, Basel 1972, I, 3, 1581-1583, νo. 2757.
90
Α. Τέχνη και πολιτική ιδεολογία στο μεσαιωνικό κράτος της Ηπείρου
Άγ. Νικόλαο Perhondi424 και στην Αγ. Τριάδα στο Βεράτιο στην Αλβανία.425 Στα
Κύθηρα, στο ναό του Αγ. Γεωργίου στα Ντουριάνικα, όπου σώζεται η κτητορική
επιγραφή του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου με χρονολογία 1275, σε περίοπτη θέση στο
νότιο τοίχο δίπλα στη Δέηση σώζεται ολόσωμος ο Αρχάγγελος Μιχαήλ με
αυτοκρατορική αμφίεση.426 Η συχνή προβολή τέτοιων αγγέλων επιχωριάζει και σε
μνημεία της Μάνης, λ.χ. στους Αγίους. Θεοδώρους κοντά στην Καφιόνα, στην
Επισκοπή κοντά στο Σταυρί, στην Αγήτρια, κ.λπ.427
Έχουμε ήδη αναφέρει την εύστοχη κατά την γνώμη μας άποψη του B.
Cvetković,428 ότι στην ανάγλυφη παράσταση της σαρκοφάγου στο ναό της Αγίας
Θεοδώρας στην Άρτα, παριστάνεται η Άννα Παλαιολογίνα με τον υιό της Θωμά.
Εκατέρωθέν τους προβάλλονται δύο μεγάλες στηθαίες μορφές αγγέλων με σκήπτρο
(Εικ. 25). Παρόλο που άγγελοι παριστάνονται συχνά σε γλυπτά και αντικείμενα
μικροτεχνίας, τοιχογραφίες, κ.λπ., η επιλογή τους σε στάση δέησης εκατέρωθεν των
κοσμικών προσώπων στη συγκεκριμένη παράσταση, συνδέεται αναμφισβήτητα με
τον προστατευτικό ρόλο των αγγέλων.
Κατά την ίδια περίοδο εμφανίζονται στην Ήπειρο και οι πρώτες εκκλησίες
αφιερωμένες στους Ταξιάρχες: στην Κωστάνιανη κοντά στη Δωδώνη, στη Μόκιστα
της Αιτωλοακαρνανίας, και στη νοτιοανατολική ακρόπολη του κάστρου στα Ιωάννινα
όπου ο μητροπολιτικός ναός ήταν αφιερωμένος στον Ταξιάρχη Μιχαήλ.429
Με αυτό το πνευματικό κλίμα συνάδει και το εικονογραφικό πρόγραμμα του
ναού της Παναγίας Βελλάς. Συγκεκριμένα στο δυτικό τοίχο του κυρίως ναού, στα
τοξωτά τύμπανα των δυτικών γωνιακών διαμερισμάτων, παριστάνονται σε
υπερφυσικό μέγεθος δύο άγγελοι, κάτι που δεν έχει επισημανθεί ως σήμερα,
προφανώς ο Μιχαήλ και ο Γαβριήλ (Εικ. 128-129). Στο νότιο τύμπανο σώζεται το
μεγαλύτερο μέρος της μορφής, ενώ στο βόρειο η τοιχογραφία έχει καταπέσει σχεδόν
424 Στον εξωνάρθηκα, στην κάτω ζώνη του βόρειου τοίχου κάτω από το ζεύγος ολόσωμων, μετωπικών
αυτοκρατορικών πορτραίτων που η Α. Χριστίδου έχει ταυτίσει με τον Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο και
την Ειρήνη/ Υολάνδα, δίπλα στο τοξωτό άνοιγμα παριστάνεται ένας μεγάλος αρχάγγελος, βλ.
Χριστίδου 2010, 542, εικ. 5β.
425 Στο νάρθηκα, στην κάτω ζώνη του ανατολικού τοίχου, νότια παριστάνεται το ζεύγος των κτητόρων
και στη συνέχεια στη βόρεια πλευρά δύο στρατιωτικοί άγιοι και ο αρχαγγέλος Μιχαήλ. Σύμφωνα με
την επιγραφή πρόκειται για τον τον Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο. Βλ. Χρηστίδου 2010, εικ. 10, 11, εικ. 549-
556.
426 Χατζηδάκης και Μπίθα 1997, 134-141, εικ. 17.
427 Δρανδάκης, 1995, 84-85, εικ. 11, πίν. 50, 57.
428 Cvetković 1994· ο ίδιος 2011, 412-414.
429 Παπαδοπούλου και Καραμπερίδη 2008, 148.
91
ολόκληρη. Και οι δύο άγγελοι είναι μετωπικοί με μεγάλα ανοικτά φτερά. Ο άγγελος
στη νότια πλευρά παριστάνεται με στρατιωτική ενδυμασία. Είναι σύνηθες στη
βυζαντινή μνημειακή ζωγραφική να επιλέγονται οι αρχάγγελοι δίπλα στη δυτική
είσοδο, ως φύλακες της εκκλησίας. Έχοντας υπόψη ότι η Παναγία Βελλάς ήταν το
κτητορικό έργο αξιωματούχων, η επιλογή των δύο υπερφυσικού μεγέθους αγγέλων
με στρατιωτική στολή κοντά στην κτητορική επιγραφή πρέπει να εκφράζει
ταυτοχρόνως τον στρατιωτικό και τον τελετουργικό χαρακτήρα τους ως επίσημων
φρουρών.430 Στους αγγέλους και ιδιαίτερα στον αρχάγγελο Μιχαήλ αρμόζει και ο
ρόλος του μεσίτη, αφού ο αρχάγγελος έχει την ιδιότητα του ψυχοπομπού και βοηθού
των ανθρώπων κατά την ώρα του θανάτου. Στη Μολυβδοσκέπαστη, επίσης στη
δυτική είσοδο του κυρίως ναού, υπάρχει παράσταση του αρχαγγέλου Μιχαήλ,
συνοδευόμενου από το επίθετο ΦΥΛΑΞ. Πρόκειται για μεταβυζαντινή επιζωγράφηση
πάνω σε τοιχογραφία υστεροβυζαντινών χρόνων. Ένα παρόμοιο παράδειγμα του
αρχαγγέλου Μιχαήλ, μαζί με το Συμεών τον Στυλίτη, εικονίζεται δίπλα στην είσοδο
στο δυτικό τοίχο του ναού της Παναγίας στο Cerskë κοντά στο Leskovik της νότιας
Αλβανίας.431
Επικρατεί η άποψη ότι οι ηγεμονικές χορηγίες πολλών αξιόλογων εκκλησιών
της Ηπείρου και της Θεσσαλίας στα τέλη του 13ου και αρχές του 14ου αι. πρέπει να
συσχετιστούν με το ιδεολογικό κλίμα της αποκατάστασης της ορθοδοξίας μετά την
Ένωση των Εκκλησιών που επιβλήθηκε από τον Μιχαήλ Η΄.432 Θεωρούμε ότι οι
χορηγίες στην Ήπειρο, δηλαδή η ανακαίνιση των παλαιότερων ναών και η ανέγερση
νέων, δεν επηρεάζονταν πολύ από το εν λόγω γεγονός. Ο Δεσπότης της Ηπείρου
Νικηφόρος και η γυναίκα του Άννα συνέχισαν την οικοδομική δραστηριότητα του
πατέρα του Μιχαήλ Β΄, που ήταν ήδη αρκετά εντυπωσιακή γύρω στα μέσα του 13ου
αι. Στις προηγούμενες σελίδες προσπαθήσαμε να δείξουμε ότι παρά τη θέληση των
ηγετών να διασφαλίσουν την αιώνια ζωή κτίζοντας ναούς και χρησιμοποιώντας τους
ως τόπους ταφής, οι ίδιοι προέβαλλαν, μέσα από τις χορηγίες τους ορισμένες φορές
έμμεσα και κάποιες άλλες πιο άμεσα, και την πολιτική τους και τις φιλοδοξίες τους
για την εξέλιξη του κράτους της Ηπείρου.
430 Α. Ξυγγόπουλος, «Αρχάγγελος Μιχαήλ «ο φύλαξ», ΔΧΑΕ, περ. Γ΄, τ. Α΄ (1933), 18· Μουρίκη 1973-74,
101-102.
431 K. Kirchhainer, «Die Fresken der Marienkirche in Cerskë bei Leskovik (Südalbanien). Ein beitrag zur
spätbyzantinischen Monumentalmalerei im Nördlischen Epirus», ΔΧΑΕ ΚΕ΄ (2004) 93, abb. 4.
432 Kalopissi 1999, 69.
92
Β. ΜΝΗΜΕΙΑΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ «ΔΕΣΠΟΤΑΤΟΥ» ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ
13Ο – 14Ο ΑΙ. – ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ.
433 Οι γραπτές μαρτυρίες δίνουν επίσης κάποιες σπουδαίες πληροφορίες για τις καλλιτεχνικές
δραστηριότητες στις πρώτες δεκαετίες του 13ου αι. Ο Σ. Κίσσας ήταν ο πρώτος που προσπάθησε να
ερευνήσει την καλλιτεχνική δραστηριότητα στο λεγόμενο Δεσποτάτο της Ηπείρου από την ίδρυσή του
μέχρι το 1230. Βλ. Kissas 1987α, 37-49.
434 Βλ. σ. 19.
435 Βλ. το πρώτο κεφάλαιο της παρούσας εργασίας σσ. 32 - 56.
93
τον αρχαιολογικό χώρο στη Nivicä, στην περιοχή Άγιοι Σαράντα (Αλβανία), καθώς
και το ζωγραφικό σύνολο του ταφικού κιβώριου από την Αγ. Σοφία Θεσσαλονίκης
(σήμερα στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού στη Θεσσαλονίκη). Παρόλο που τα
αναφερόμενα δείγματα μνημειακού διακόσμου είναι λίγα, αποσπασματικά και τις
περισσότερες φορές ασυντήρητα, είναι ωστόσο δυνατό να παρακολουθήσουμε βάσει
αυτού του υλικού την ζωγραφική κατά τις πρώτες τρεις δεκαετίες του 13ου αι. στο
μεσαιωνικό κράτος της Ηπείρου.
1.1.1. Η Θεσσαλονίκη
94
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
δραστηριότητές τους στους Αγίους Τόπους.436 Δυστυχώς, όμως, οι μαρτυρίες για την
κατάσταση στο χώρο της τέχνης στην κατειλημμένη πόλη είναι ελάχιστες. Μια
γραπτή πηγή, η οποία μαρτυρεί ότι στην πόλη ζούσαν και δραστηριοποιούνταν
άριστοι βυζαντινοί ζωγράφοι, είναι ο βίος του αγίου Σάββα, του αρχιεπισκόπου
Σερβίας.437 Κατά τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 13ου αι. ο άγιος Σάββας ταξίδεψε
τέσσερις φορές στη Θεσσαλονίκη και φιλοξενείτο συνήθως στη μονή του
Φιλοκάλλους, στην οποία τον θεωρούσαν κτήτορα, αφού είχε δώσει σημαντικό
χρηματικό ποσό για την ίδρυση της μονής.438 Η μονή αυτή, αφιερωμένη στον Χριστό
Παντοκράτορα, ιδρύθηκε πριν από το 1112, παίρνοντας το όνομά της από τον
άγνωστο κτήτορα, ο οποίος ανήκε στην οικογένεια του Φιλοκάλλους.439 Όταν ο άγιος
Σάββας, μετά την χειροτονία του στη Νίκαια, επανήλθε στη Θεσσαλονίκη το 1219 και
διέμενε και πάλι στη μονή του Φιλοκάλλους, παρήγγειλε από κάποιους ζωγράφους
δύο εικόνες, του Χριστού και της Παναγίας, προκειμένου να τις χαρίσει στο μοναστήρι
που τον φιλοξενούσε:
436 Janin 1958, 214. Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει στην Θεσσαλονίκη και τη μονή του Ακαπνίου όπου
έμειναν ορθόδοξοι μοναχοί, βλ. σσ. 214-215.
437 Τα δύο μεγαλύτερα έργα της σερβικής μεσαιωνικής γραμματείας είναι οι Βίοι του αγίου Σάββα. Τον
πρώτο έγραψε ο Δομεντιανός και χρονολογείται πριν από το 1243, και δεύτερο είναι του Θεοδοσίου,
που γράφτηκε πριν από το 1335/6. Βλ. αναλυτικά: Miljković 2008, 26-32.
438 Η διαμονή του αγίου Σάββα στη μονή Φιλοκάλλους επιβεβαιώνει το γεγονός ότι οι Λατίνοι δεν είχαν
εκδιώξει τους ορθόδοξους μοναχούς, αφού κατά τη διάρκεια της λατινικής εξουσίας στη Θεσσαλονίκη
ο αναφερόμενος άγιος επισκέφθηκε τρεις φορές τη Θεσσαλονίκη μεταξύ των ετών 1202-1219,
διαμένοντας και τις τρεις φορές σ’ αυτό το μοναστήρι. Βλ. Teodosije, 76-78, Miljković 2008, 111, 112, 115-
117. Μόνο την τελευταία φορά που επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη, δηλαδή το 1229, όταν η πόλη είχε
απελευθερωθεί από τον Θεόδωρο Δούκα, ο Σάββας ήταν φιλοξενούμενος από τον ίδιο τον
αυτοκράτορα. Βλ. M. Živojinović. «O boravcima svetog Save u Solunu», Istorijski Časopis 24 (1977), 63-71
και Miljković 2008, 118.
439 Janin 1958, 214· ο ίδιος 1975, 418-419.
95
τιμήν του Θεού έως και τώρα εις μνήμην του αγίου βρίσκονται στον τόπο, όπου
και είχαν τοποθετηθεί».440
440 Teodosije, Žitija, εκδ. D. Bogdanović, Beograd 1988, 135-136. Πριν από τον 16ο αι. δεν υπάρχουν γνωστά
παραδείγματα εικόνας με επίθετο όρος. Βλ. Miljković 2008, 118.
441 Kissas 1987, 46, υποσημ. 74, όπου παρατίθεται και το χαρακτηριστικό απόσπασμα από τη
συγκεκριμένη επιστολή.
442 Τσιγαρίδας 2006, 209-212. Βλ. επίσης το πρώτο κεφάλαιο της παρούσας εργασίας, σσ. 40-41 .
443 Τσιγαρίδας, ό. π.
444 Κίσσας 1982, 44-45· ο ίδιος 1986, 73, εικ. 14, 15· ο ίδιος 1987, 46· ο ίδιος 1996, 28-35, εικ. 1-4.
445 Ό. π.
96
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
97
Μουρίκη, οι οποίοι τις τοποθετούν στις τελευταίες δεκαετίες του 12ου αι. ή στο έτος
1200. Οι τοιχογραφίες του Χορτιάτη (Εικ. 252, 253) είναι περισσότερο προσκολλημένες
στην κομνήνεια αντίληψη θυμίζοντας πολύ έντονα το διάκοσμο της Μονής Λατόμου
(Οσίου Δαβίδ)455 και της Κοσμοσώτειρας Φερών,456 καθώς επίσης και ορισμένων
μικρότερων απομακρυσμένων μνημείων του 12ου αι. Έτσι, παραδείγματος χάριν, η
μορφή του Ιωάννη του Χρυσοστόμου από το Χορτιάτη ανακαλεί τη μορφή του ίδιου
αγίου από τον Άγ. Γεώργιο το Χωστό στη Λίνδο της Ρόδου χρονολογημένο στον 12ο αι.
(Εικ. 254)457
Ωστόσο, οι ολόσωμες μορφές και προτομές των Σαράντα Μαρτύρων της
Σεβάστειας στο ναό της Αχειροποιήτου θα μπορούσαν να ενταχθούν στην
καλλιτεχνική παραγωγή του 13ου αι..458
Πρόκειται για μια ασυνήθιστη επιλογή της παράστασης των Σαράντα
Μαρτύρων ζωγραφισμένων ως αυτόνομες μορφές (Εικ. 180-183). Οι μάρτυρες
συνηθιζόταν να ζωγραφίζονται στην παγωμένη λίμνη, και μόνο σε ελάχιστες
περιπτώσεις ως στρατιώτες με όπλα ή ως μάρτυρες, όπως το έχουμε αναλυτικά
παρουσιάσει στο προηγούμενο κεφάλαιο.459 Στην Αχειροποίητο σώζονται συνολικά
δεκαοκτώ μορφές. Οι άγιοι είναι ντυμένοι ως μάρτυρες, ανακαλώντας τους αγίους
στρατιώτες Δημήτριο και Γεώργιο από τα παλαιοχριστιανικά ψηφιδωτά της
Θεσσαλονίκης. Οι μορφές, τόσο στο ντύσιμο, όσο και ως προς τα προσωπικά τους
χαρακτηριστικά, είναι αναμφίβολα εμπνευσμένες από τα ψηφιδωτά. Οι ομοιότητες με
τα ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης παρατηρούνται και σε άλλα έργα της ευρύτερης
περιοχής που χρονολογούνται στην ίδια εποχή, όπως λόγου χάριν στην Mileševa.
Ο Ξυγγόπουλος έχει προτείνει ότι στην Αχειροποίητο πρέπει να
συνεργάστηκαν δύο καλλιτέχνες. 460 Τις ολόσωμες μορφές ζωγραφίζει συντηρητικός
ζωγράφος, ο οποίος ακολουθεί την παλαιότερη τέχνη, ενώ τις προτομές άλλος, πιο
προοδευτικός, με έντονη ρεαλιστική διάθεση.
Μια ιδιαίτερη ζωντάνια της παράστασης δίνει η χρήση διάφορων χρωματιστών
κάμπων στα μετάλλια, κάτι που προϋπήρχε και στη μεσοβυζαντινή εποχή και
98
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
επεκτείνεται σε πολλά μνημεία του 13ου αι., π.χ. στην Επισκοπή της Ευρυτανίας, στην
Mileševa, στο Πατριαρχείο του Peć,461 στον Άγ. Ιωάννη στο Κεραμί της Νάξου,462 κ.α.
Οι μορφές των Τεσσαράκοντα έχουν ιδιαίτερη συγγένεια με τις τοιχογραφίες
από την Mileševa, την Žiča και τους Αγ. Αποστόλους στο Peć. Οι παραστάσεις των
αγίου Γαΐου και Λεοντίου έχουν πολλές ομοιότητες με τον απόστολο Ιωάννη στην
Mileševa και τον απόστολο Λουκά στην Žiča, όπως και οι μορφές των Φλώρου και
Λαύρου με τις αντίστοιχες παραστάσεις από τους Αγ. Αποστόλους στο Peć.463
Ομοιότητες παρουσιάζονται και με το διάκοσμο από την Επισκοπή της Ευρυτανίας. Οι
τοιχογραφίες της Αχειροποίητου χρονολογούνται γενικά στην εποχή της σύντομης
διακυβέρνησης του Θεοδώρου στη Θεσσαλονίκη. Κατά τη γνώμη μας είναι πολύ
πιθανό να πραγματοποιήθηκαν λίγο μετά το 1230, δηλαδή κατά την τέταρτη δεκαετία
του 13ου.464
Οι ελάχιστες αυτές σωζόμενες τοιχογραφίες στην Αχειροποίητο αποτελούν και
μια σπουδαία απόδειξη για το υψηλότατο επίπεδο της τέχνης στη Θεσσαλονίκη. Δεν
απομακρύνονται πολύ από τα καλλιτεχνικά χαρακτηριστικά του 12ου αι., ενώ με το
ύφος, τον όγκο και το εύρος του σώματος, καθώς και με τη χρήση των χρωμάτων
δείχνουν καινούριες τάσεις που είναι πολύ χαρακτηριστικές για τα σέρβικα μνημεία
των αρχών του 13ου αι. Οι καλλιτέχνες που ήδη δραστηριοποιούνταν στη
Θεσσαλονίκη και στην ευρύτερη περιοχή της, μάλλον έρχονται σε επαφή με
ζωγράφους οι οποίοι ήλθαν στην πόλη αυτή μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης
φέροντας μαζί τους και προχωρημένες καλλιτεχνικές τάσεις από την Πρωτεύουσα.
1.1.2. Η Βέροια
Η Βέροια κατείχε σημαντική πολιτική και στρατηγική θέση για το κράτος της
Ηπείρου στα χρόνια του Θεοδώρου Κομνηνού-Δούκα. Έχει ήδη γίνει λόγος στα
προηγούμενα κεφάλαια ότι η πόλη εντάχτηκε στο νεοσύστατο κράτος υπό την
ηγεμονία του μετά το 1220,465 ενώ ο Θεόδωρος ήταν εγκαταστημένος έως το 1224. Οι
ερευνητές προτείνουν ότι στην τρίτη δεκαετία του 13ου αι. είναι δυνατό να
χρονολογηθεί ο τοιχογραφημένος διάκοσμος σε δύο εκκλησίες, την Παλαιά
99
Μητρόπολη και τον Άγ. Ιωάννη Θεολόγο. Ο Παπαζώτος θεωρούσε επίσης ότι τα
αποτοιχισμένα σπαράγματα τοιχογραφιών του σήμερα χαμένου ναού της Παναγίας
Κυριώτισσας, θα μπορούσαν να τοποθετηθούν στην αρχή του 13ου αι., αλλά πριν από
τη σύντομη διακυβέρνηση του Θεόδωρου Δούκα στη Βέροια.466
Τις τοιχογραφίες της δεύτερης φάσης της Π α λ α ι ά ς Μ η τ ρ ό π ο λ η ς τ η ς
Β έ ρ ο ι α ς τοποθετήθηκαν από εμάς για λόγους ιστορικούς μετά το 1220, όπως έγινε
αναλυτικά ο λόγος στο δεύτερο κεφάλαιο της εργασίας μας.467 Εκτός από τους
ιστορικούς λόγους στην υπόθεση για την χρονολόγηση αυτή συνηγορούν και τα
τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά των τοιχογραφιών.
Ο Ε. Τσιγαρίδας τη δεύτερη φάση της ζωγραφικής από την Παλαιά Μητρόπολη
της Βέροιας την τοποθετεί στα τέλη του 12ου και τα πρώτα χρόνια του 13ου αι.,
συγκρίνοντάς τες με τις τοιχογραφίες από τη μονή Λατόμου, το Σωτήρα Χριστό στο
Χορτιάτη και την Αχειροποίητο της Θεσσαλονίκης.468 Με βάση τις υφολογικές
διαφορές και συνθετικές αντιλήψεις των παραστάσεων ο ίδιος διακρίνει τέσσερις
ομάδες στα θέματα του Δωδεκαόρτου και του κύκλου των Παθών:
Η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει τη Γέννηση, την Έγερση του Λαζάρου και τη
Βαϊοφόρο. Στη δεύτερη εντάσσονται η Υπαπαντή, η Βάπτιση και η Μεταμόρφωση. Την
τρίτη ομάδα συγκροτούν η Αποκαθήλωση και ο Ενταφιασμός, ενώ η τέταρτη
παρουσιάζεται εκτενέστερη με τον Ευαγγελισμό, το Νιπτήρα, το Μυστικό Δείπνο, το
Λίθο, τη Σταύρωση και την Εις Άδου Κάθοδο.
Ο Παπαζώτος συμφωνεί με τον Τσιγαρίδα ότι οι περισσότερες τοιχογραφίες
των πιο πάνω ομάδων ανήκουν στην ίδια περίοδο, την οποία όμως τοποθετεί στα
1215-16 και θεωρεί ότι συνδέονται με το μεσαιωνικό κράτος της Ηπείρου. Αποκλείει
την πιθανή χρονολόγηση στα πρώτα χρόνια του 13ου αι., αναφέροντας πρώτα τους
ιστορικούς λόγους, όπως είναι η κατάληψη της πόλης της Βέροιας από τον Βονιφάτιο
Μομφερρατικό (1204-1205), η βουλγαρική κατοχή (1206-1209) και η κατάληψή της από
τους Φράγκους (1209).469
Ο Παπαζώτος έχει επίσης ομαδοποιήσει τα παραπάνω αναφερόμενα
εικονογραφικά θέματα σε πέντε ομάδες. Η ομαδοποίησή του παρουσιάζει ορισμένες
100
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
μικρές διαφορές από την πρόταση του Τσιγαρίδα.470 Έτσι, την πρώτη ομάδα
αποτελούν η Γέννηση, η Βαϊοφόρος, ο Νιπτήρας, ο Μυστικός Δείπνος, ο Ελκόμενος
Χριστός και η Εις Άδου Κάθοδος· τη δεύτερη ομάδα η Υπαπαντή, η Βάπτιση, η
Μεταμόρφωση και η Έγερση του Λαζάρου· την τρίτη ομάδα η Αποκαθήλωση και ο
Ενταφιασμός· την τέταρτη η Σταύρωση και ο Λίθος· και την πέμπτη ο Ευαγγελισμός.
Τις υπόλοιπες σκηνές, τις οποίες ο Παπαζώτος χρονολογεί επίσης στην ίδια
φάση του 13ου αι. ξεχωρίζει σε τρεις άλλες ομάδες. Στη πρώτη ομάδα ανήκουν οι
προφήτες και οι ολόσωμοι άγιοι επίσκοποι από τη δεύτερη ζώνη του βόρειου τοίχου
του κεντρικού κλίτους. Στη δεύτερη η Κοίμηση της Θεοτόκου και ορισμένοι άγιοι κάτω
από την Κοίμηση, ενώ στη τρίτη ομάδα ανήκουν και οι άγιοι της κόγχης του ιερού,
ορισμένοι άλλοι σε διάφορα σημεία του κεντρικού κλίτους και ο Ευαγγελισμός.
Παρόλο που οι τοιχογραφίες είναι έργο διαφορετικών εργαστηρίων με ποικιλία
αντιλήψεων, παρουσιάζουν όμως κοινά χαρακτηριστικά της μεταβατικής περιόδου, η
οποία ενώνει δύο καλλιτεχνικά ρεύματα. Το πρώτο είναι αρχαϊκό, στηριζόμενο στα
πρότυπα του 11ου αι., και το άλλο είναι προχωρημένο με καινούριες τάσεις που
εμφανίζονται ήδη από τα τέλη του 12ου αι., ενώ θα μεσουρανήσει κατά τη διάρκεια
του 13ου αι.
Η εικονογραφία συνεχίζει την αμέσως προηγούμενη εικονογραφική
παράδοση. Την πάνω ζώνη του νότιου και βόρειου τοίχου καταλαμβάνει το
Δωδεκάορτο και ο κύκλος των Παθών. Σε όλες τις σκηνές κυριαρχεί μια αυστηρή
συμμετρία, όπου το κεντρικό πρόσωπο προβάλλεται στο πρώτο επίπεδο της σκηνής,
ενώ οι υπόλοιπες μορφές που συμμετέχουν στο γεγονός χωρίζονται σε δύο ομάδες
τοποθετημένες αριστερά και δεξιά. Οι σκηνές που ανήκουν στην πρώτη ομάδα
τοιχογραφιών, σύμφωνα με τη διάταξη του Παπαζώτου, στον εικονογραφικό τύπο
ακολουθούν αυστηρά τα πρότυπα του 11ου αι. Έτσι, λόγου χάριν, ο Μυστικός Δείπνος
έχει μεγάλη ομοιότητα με την αντίστοιχη σκηνή από την κρύπτη του Οσίου Λουκά. 471
Οι μορφές είναι διατεταγμένες γύρω από μαρμάρινο τραπέζι ημικυκλικού σχήματος
με μαρμαροθετήματα και στην αριστερή άκρη είναι ο Χριστός σε μεγαλύτερη κλίμακα
σε σχέση με τα υπόλοιπα πρόσωπα. Εκτός από τη γενική διάταξη και τα σχήματα, τη
σκηνή από τον Όσ. Λουκά ανακαλούν και οι κινήσεις των μορφών, τα
μαρμαροθετήματα και άλλες λεπτομέρειες. Από την άλλη πλευρά, ο Νιπτήρας
αντιγράφει το αντίστοιχο ψηφιδωτό από τη Νέα Μονή Χίου472 ή την τοιχογραφία από
101
την Κοίμηση στην Vardzia της Γεωργίας.473 Παρουσιάζει επίσης πολλές ομοιότητες και
με τη μεσοβυζαντινή εικόνα του Νιπτήρα του 11ου αι. από τη μονή Σινά,474 καθώς
επίσης και με την αντίστοιχη μικρογραφία από το τετραευάγγελο Paris. gr. 74.475 Οι
απόστολοι δεν είναι απλά καθισμένοι μπροστά στον Χριστό, αλλά παριστάνονται σε
κίνηση και σε διαφορετικές στάσεις. Μόνο τρεις από αυτούς είναι καθιστοί με
ανάλογες κινήσεις όπως και στη Νέα Μονή της Χίου. Συγγένεια με τη Νέα Μονή της
Χίου υπάρχει γενικά σε όλη την σύνθεση και ιδιαίτερα στην απόδοση της στιγμής
όταν ο Χριστός σκουπίζει τα πόδια του Πέτρου, καθώς και στην επιλογή του
μακρόστενου σκαμνιού, στο οποίο κάθονται οι απόστολοι, στα πεταμένα σανδάλια
μπροστά τους και άλλες μικρές λεπτομέρειες. Στο Μυστικό Δείπνο και το Νιπτήρα
από τη Μητρόπολη της Βέροιας σε αντίθεση με τα προαναφερθέντα ψηφιδωτά
υπάρχει αρχιτεκτονικό βάθος υπό μορφή στοάς με κιονοστοιχία που επίσης δεν ήταν
άγνωστη στη μεσοβυζαντινή τέχνη.476 Η τοποθέτηση των αρχιτεκτονικών στοιχείων
είναι κυρίως στον οριζόντιο άξονά τους, κάτι που δεν βοηθά πολύ στη δημιουργία
εντύπωσης βάθους και τρίτης διάστασης. Η πτυχολογία χαρακτηρίζεται από
σχηματοποίηση η οποία στις περιπτώσεις των ανοικτόχρωμων ενδυμάτων και
αμφίων γίνεται σχεδόν απλουστευτική.
Πολύ κοντινά παράλληλα παραδείγματα με τις αναφερόμενες παραστάσεις
στην εικονογραφική και τεχνοτροπική εκτέλεση, εκτός από τα μεσοβυζαντινά
μωσαϊκά, βρίσκουμε και στις τοιχογραφίες από την Παναγία Χαλκέων της
Θεσσαλονίκης,477 στη Μαυριώτισσα Καστοριάς,478 καθώς και σe μια σειρά φορητών
εικόνων της μονής Σινά.479
Οι υπόλοιπες σκηνές τόσο από την πρώτη όσο και από τη δεύτερη ομάδα κατά
την διάταξη του Παπαζώτου, δηλαδή η Γέννηση, η Υπαπαντή, η Βάπτιση, η
Μεταμόρφωση, η Έγερση του Λαζάρου, η Βαϊοφόρος, ο Ελκόμενος Χριστός και η Εις
Άδου Κάθοδος, στα εικονογραφικά πρότυπα και την τεχνοτροπία ακολουθούν την
παραδοσιακή υστεροκομνήνεια ζωγραφική. Ανεξαρτήτως από το εάν η πρόταση του
Παπαζώτου είναι σωστή, ότι δηλαδή οι προαναφερόμενες παραστάσεις πρέπει να
102
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
χωριστούν σε δύο ομάδες, ή ακόμη και σε τρεις, όπως θεωρεί ο Τσιγαρίδας, είναι
προφανές ότι η Σταύρωση, η Αποκαθήλωση, ο Ενταφιασμός και ο Λίθος διαφέρουν
από τις υπόλοιπες σκηνές του Δωδεκάορτου.480 Αυτές οι τέσσερις παραστάσεις
ανήκουν σε διαφορετικούς καλλιτέχνες, όπως διαπιστώθηκε και από τον
Παπαζώτο.481 Παρά το γεγονός ότι η εικονογραφία δεν απομακρύνεται από τα
μεσοβυζαντινά πρότυπα, μία νέα ζωγραφική αντίληψη κυριαρχεί στην εκτέλεση των
μορφών. Ιδιαίτερα τα πρόσωπα αποδίδονται με έντονα φυσιογνωμικά
χαρακτηριστικά, τα οποία τονίζονται με τολμηρούς πρασινόχρωμους προπλασμούς
και ρόδινες κηλίδες στα σαρκώματα. Από την ομάδα αυτή πολύ εντυπωσιακή είναι η
σκηνή του Λίθου. Εκτός από την παρουσία της Παναγίας μαζί με τις δύο μυροφόρες, η
σκηνή ακολουθεί τα συνηθισμένα εικονογραφικά πρότυπα. Ωστόσο, αυτές οι μεγάλης
κλίμακας παραστάσεις οφείλονται σε καλλιτέχνες με ιδιαίτερες συνθετικές
ικανότητες και υψηλού επιπέδου εικαστική παιδεία.
Ένα άλλο ζωγραφικό εργαστήριο από την τρίτη δεκαετία του 13ου αι.
εικονογραφεί τη δεύτερη ζώνη του βόρειου τοίχου, τις ολόσωμες μορφές των
προφητών και επισκόπων. Παριστάνονται οκτώ προφήτες, οι οποίοι ταυτίζονται με
ασφάλεια εκτός από τον τελευταίο προς τα δυτικά. Στην περίπτωση αυτή η
συνοδευτική επιγραφή είναι εξίτηλη, ενώ στο ειλητάριό του αναγράφεται χωρίο που
απαντάται πανομοιότυπο σε κείμενα των προφητών Σοφονία και Ζαχαρία. Το
πρόβλημα της ταύτισης δεν επιλύεται καθώς τα προσωπογραφικά χαρακτηριστικά
των δύο αυτών προφητών διαφέρουν από μνημείο σε μνημείο. Στους κύκλους των
προφητών έως και την παλαιολόγεια περίοδο ο Ζαχαρίας παριστάνεται νέος,
αγένειος ή με κοντή γενειάδα και με μακριά μαλλιά, π.χ. στον Άγ. Δημήτριο του
Κατσούρη,482 στην Παμμακάριστο στην Κωνσταντινούπολη, στην Περίβλεπτο στην
Αχρίδα, κ.α. Ωστόσο, σε πολλές εκκλησίες διαπιστώνονται και διαφοροποιήσεις ως
προς την ηλικία και τα ατομικά χαρακτηριστικά του προσώπου του, όπως λόγου χάριν
στον Άγ. Νικόλαο της Στέγης και στην Κακοπετριά Κύπρου.483 Από τα σωζόμενα
παραδείγματα προκύπτει ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν υπάρχουν
κάποια ιδιαίτερα ατομικά στοιχεία που να τον ξεχωρίζουν και να τον καθιστούν
εύκολα αναγνωρίσιμο.
480 Στο τελευταίο διαχωρισμό συμφωνούν και o Τσιγαρίδας και ο Παπαζώτος. Βλ. Παπαζώτος 1994, 245-
247.
481 Παπαζώτος 1994, 247.
482 Παπαμαστοράκης 1992, εικ. 12.
483 Για τα αναφερόμενα και πολλά άλλα παραδείγματα, βλ. Παπαμαστοράκης, ό. π., πίν. 2, 18, 48, 63,
κλ.π.
103
Οι μορφές των προφητών είναι αρκετά ραδινές, ψηλές, τοποθετημένες πάνω
στο κόκκινο κάμπο (Εικ. 193-194). Ορισμένες είναι στραμμένες ελαφρά η μια προς την
άλλη, ιδιαίτερα οι προφήτες, και δίνουν την εντύπωση ότι συνδιαλέγονται, όπως
συχνά τονίζουν οι χειρονομίες τους.484 Έτσι, παραδείγματος χάριν, ο Ιερεμίας δείχνει
το κείμενο της προφητείας του με το δάκτυλο, στραμμένος ελαφρά προς το διπλανό
προφήτη. Οι μορφές δεν ακολουθούν μόνο τα μεσοβυζαντινά πρότυπα, όπως είναι
στην περίπτωση του τρούλου στον Άγ. Δημήτριο του Κατσούρη. Ο Μωυσής (Εικ. 195)
εικονίζεται ως ώριμος άνδρας με μικρό γένι όπως συνηθιζόταν στην παλαιολόγεια
τέχνη. Οι πολύ ραδινές μορφές προφητών με άσαρκα σώματα και την επίπεδη
πτυχολογία θα μπορούσαν να οδηγήσουν την χρονολόγησή τους ακόμη και στον 11ο
αι. Από την άλλη πλευρά όμως τα πρόσωπά τους είναι πολύ καλοδουλεμένα. Οι
μεγάλες μύτες χωρίζουν κάθετα σε δύο μέρη τα πρόσωπα. Τα μάτια έχουν ολόκληρες
κόρες και βαθύ βλέμμα. Χρησιμοποιείται σκίαση με σκούρο πράσινο χρώμα, συχνά
γύρω στα μάτια, από τη μια ή και τις δύο πλευρές της μύτης, και σποραδικά πάνω από
το στόμα, καθώς επίσης και καστανοκόκκινη (σκίαση) στα μάγουλα. Μερικές μορφές,
όπως ο Μωυσής (Εικ. 195) και ο Ιερεμίας (Εικ. 197), παρουσιάζουν μεγάλη ομοιότητα
με τις τοιχογραφίες στην εκκλησία των Αγ. Πέτρου και Παύλου στο Τύρνοβο, π.χ. με
τον άγιο Σαμωνά (Εικ. 262),485 καθώς και με τις μορφές ενός συγκεκριμένου ζωγράφου
από την Mileševa (Εικ. 264).486
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το κόκκινο χρώμα του κάμπου πίσω από τους
προφήτες και τους ιεράρχες. Η εναλλαγή του κόκκινου και του βαθυκύανου βάθους
στα αγιογραφικά πορτραίτα, αλλά και στις σκηνές στη μνημειακή βυζαντινή
ζωγραφική, ήταν σπάνιο φαινόμενο. Η Ντ. Μουρίκη μελετώντας την εναλλαγή του
χρώματος του κάμπου στο Σωτήρα κοντά στο Αλεποχώρι της Μεγαρίδος, αναφέρει
ότι η ίδια ιδιομορφία παρουσιάζεται ως ένα βαθμό και σε ορισμένες τοιχογραφίες στα
τέλη του 12ου αρχές του 13ου αι.: στον Άγ. Ιερόθεο κοντά στα Μέγαρα, στον Άγ.
Νικόλαο της Χαλιδούς στο Λιόπεσι και στα παρεκκλήσια της Σπηλιάς της Πεντέλης,
όπως και στην αψίδα του Αγίου Γεωργίου (Ροτόντα) στη Θεσσαλονίκη (9ος αι).487 Το
484 Πολύ χαρακτηριστικές κινήσεις για τους προφήτες από τον 13ο αι. π.χ. Επισκοπή Μάνης, Άι-
Στράτηγος Μπουλαριών, Μονή Θάρι, Άγ. Νικόλαος της Ροδιάς, Άγ. Δημήτριος του Κατσούρη, κ.ά. Βλ.
γενικά στον Παπαμαστοράκη 2001.
485 Djurić 1987, fig. 16· L. Mavrodinova, Stenopisite na crkvata Sv. Cetirideset Mcenici v Veliko Trnovo, Sofia 1974.
486 Τα πολλά εικονογραφικά πρότυπα, ωστόσο ολόσωμων μορφών, διαφέρουν μεταξύ της Παλαιάς
Μητρόπολης στην Βέροια και της Mileševa, όστοσω πρόκειται για την κοινή τεχνική στην εκτέλεση
επιμέρους στοιχείων. Radojčić 1963, fig. XXX.
487 Μουρίκη 1978, 51.
104
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
488 Χατζηδάκης 1964-1965, 377-400· V. Lazarev, «Tri fragmenta raspisnih epistiliev i vizantiiskij templon», VV
XXVII (1967), 162-196· Sinai, Byzantium, Russia, St. Petersburg 2000, ed. V. Piatnitsky, O. Baddeley, E.
Brunner, M. M. Mango, 102-104, No. B-86.
489 Το θέμα της κεφαλοφορίας έχει παρουσιαστεί από τον Κ. Π. Χαραλαμπίδη, Ο Αποκεφαλισμός των
μαρτύρων εις τας ιστορικοφιλολογικάς πηγάς και την βυζαντινήν τέχνην, Αθήνα 1989. Για τον
αποκεφαλισμό του Προδρόμου βλ. Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές της ζωής και ο εικονογραφικός κύκλος του
αγίου Ιωάννη Προδρόμου στη βυζαντινή τέχνη, Αθήνα 1998, 134-147. Για τον αποκεφαλισμό του αγίου
Διονυσίου βλ. Walter 1990, 268-274, fig. 6-8. Επίσης για τις σκηνές του αποκεφαλισμού ή τις
παραστάσεις των κεφαλοφόρων σε πολλά ζωγραφισμένα μηνολόγια, όπως λόγου χάριν στο Staro
Nagoričino, στην Gračanica, στο Treskavac, κ.α. βλ. Mijović 1973, σποραδικά.
490 Οι παραστάσεις διάφορων κεφαλοφόρων είναι πολύ διαδεδομένες στη μεταβυζαντινή τέχνη. Βλ.
Walter 1992, 694-703.
491 Walter 1990, fig. 12
492 Στον Άγ. Αχίλλειο στο Arilje (Vojvodić 2005, 163-164, pl. 20), στο δυτικό εξωτερικό τοίχο της Παναγίας
Κουμπελιδίκης στην Καστοριά, αργότερα στην Gračanica (Todić 1998, εικ. 75.), στον Άγ. Νικόλαο
Ορφανό στη Θεσσαλονίκη (Τσιτουρίδου 1986, πίν. 16.)
105
χειρόγραφο μηνολόγιο 175, φ. 28 του Κρατικού Ιστορικού Μουσείου της Μόσχας.493 Το
πλησιέστερο παράδειγμα με τη σωζόμενη σειρά των αγίων επισκόπων από τη Βέροια
παρουσιάζει η μικρογραφία από το χειρόγραφο της Μόσχας, στο οποίο ο άγιος
Διονύσιος εικονίζεται ως μετωπικός επίσκοπος που κρατά στα χέρια την κεφαλή του.
Στην αριστερή του πλευρά βρίσκονται άλλοι δύο άγιοι επίσκοποι, όχι όμως
κεφαλοφόροι.
Στην Παλαιά Μητρόπολη της Βέροιας, δίπλα στον πρώτο προφήτη στην
ανατολική πλευρά, σώζεται ακόμη δύο νεαροί αγίοι κεφαλοφόροι μάρτυροι, αυτή τη
φορά όμως σε μετάλλια.
Η επιλογή των κεφαλοφόρων μπορεί επίσης να ήταν εμπνευσμένη από το
γεγονός ότι η Παλαιά Μητρόπολη της Βέροιας, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν
αφιερωμένη στους Αγ. Αποστόλους Πέτρο και Παύλο. Είναι γνωστό ότι στη Βέροια
γενικά υπήρχε μια ιδιαίτερη τιμή προς τον απόστολο Παύλο, ο οποίος την
επισκέφτηκε στη δεύτερη περιοδεία του, μεταξύ των ετών 49 και 52, όπου έμεινε για
ένα σύντομο χρονικό διάστημα, ιδρύοντας και την εκεί τοπική εκκλησία. Σύμφωνα με
την παράδοση, ο Παύλος αποκεφαλίσθηκε. Στη Βέροια τιμάται ιδιαίτερα και η τοπική
αγία Ιερουσαλήμ που επίσης εικονίζεται στην Παλαιά Μητρόπολη στο δεύτερο από
τα δυτικά πεσσό της βόρειας κιονοστοιχίας, στην ανατολική όψη, όπου είναι και οι
απόστολοι Πέτρος και Παύλος.494 Και η συγκεκριμένη αγία μαρτύρησε δι’
αποκεφαλισμού ανάμεσα στα έτη 276-282. Στους Βεροιώτες ήταν λοιπόν πολύ γνωστή
η ιδέα του μαρτυρικού θανάτου δι’ αποκεφαλισμού, κάτι που μπορούσε ενδεχομένως
να τους προτρέψει να εντάξουν τους κεφαλοφόρους αγίους στο εικονογραφικό
πρόγραμμα του ναού.
Στο ίδιο εργαστήριο που εκτέλεσε τις ολόσωμες μορφές της δεύτερης ζώνης
του βόρειου τοίχου αποδίδουμε και τις τοιχογραφίες από την πρώτη ζώνη στον ίδιο
τοίχο: τη Μετάνοια του Δαβίδ και τις μορφές διάφορων οσίων και δενδριτών, καθώς
και εκείνες στους πεσσούς (Εικ. 200-203): τον Αμαριανό που προσεύχεται στον άγιο
Ελευθέριο, έναν άγνωστο έφφιπο άγιο, τον όσιο Αντώνιο και τα στηθάρια διάφορων
αγίων στα εσωράχια των τόξων.
106
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
107
απόστολοι παριστάνονται λίγο ασυνήθιστα. Δεν είναι μαζεμένοι σε μια πυκνή ομάδα,
αλλά περπατούν στη σειρά ακολουθώντας ο ένας τον άλλον. Ο πρώτος απόστολος,
που πρέπει να είναι ο Ιωάννης, υψώνει το δεξιό του χέρι, δείχνοντας προς την
Παναγία, ενώ με το αριστερό κρατά το κλειστό ειλητάριο. Τοποθετούνται στο
βαθυκύανο κάμπο, που στερείται από το σύνηθες αρχιτεκτονικό βάθος ή άλλο
προσδιοριστικό του χώρου. Ωστόσο, παρόλο που υπάρχει μια λιτότητα στο χώρο που
θυμίζει τις αντίστοιχες σκηνές από την Αιτωλοακαρνανία, οι μορφές, οι οποίες
συνθέτουν την Κοίμηση στην Μητρόπολη Βέροιας παρουσιάζουν στοιχεία πολύ
προοδευτικής τέχνης. Οι μορφές είναι ψηλές, αλλά όχι ραδινές και βρίσκονται εν
κινήσει. Υπάρχει μνημειακή αντίληψη για το ανθρώπινο σώμα, μεγάλος όγκος και
βαριά πέλματα, που θυμίζουν τις αντίστοιχες μορφές στην Κοίμηση από τη Sopoćani.
Ο ζωγράφος της Βέροιας τονίζει όμως υπερβολικά τον όγκο και δεν πετυχαίνει την
αντίστοιχη ποιότητα στην εκτέλεση των σωμάτων. Τα πρόσωπα είναι πολύ
εκφραστικά, δηλώνοντας τη λύπη, αλλά ταυτοχρόνως και τη γαλήνη. Κάτω από την
Κοίμηση σώζονται μερικές μορφές όρθιων αγίων, αριστερά οι απόστολοι Πέτρος και
Παύλος και δεξιά αταύτιστοι όσιοι, τους οποίους αποδίδουμε στο ίδιο εργαστήριο. Οι
τοιχογραφίες αυτές κατά την εκτίμησή μας πρέπει να ζωγραφίστηκαν σε άλλη,
μεταγενέστερη φάση, δηλαδή κατά την εικοσαετία 1270-1290, όταν και
πραγματοποιήθηκε η τρίτη φάση εικονογράφησης του ναού.501 Στην πρόταση αυτή
συνηγορεί και η άποψη του Παπαζώτου, ο οποίος στην εκτέλεση των μορφών από τη
σκηνή της Κοιμήσης στην Παλαιά Μητρόπολη αναγνωρίζει την κοινή αντίληψη με τις
τοιχογραφίες από το Μεγάλο Θεολόγο στη Βέροια.502 Ο διάκοσμος του Μεγάλου
Θεολόγου έχει χρονολογηθεί στο πρώτο μισό του 13ου αιώνα, ωστόσο θεωρούμε πως
πρέπει να τοποθετηθεί στην εικοσαετία 1270-1290, όπως θα το δούμε αναλυτικά
παρακάτω.
Η έβδομη και η τελευταία ομάδα κατά τη διάταξη του Παπαζώτου, που
περιλαμβάνει τους ιεράρχες από την κόγχη του Ιερού (Εικ. 206-207) και τον
Ευαγγελισμό, εντάσσεται στη δεύτερη φάση ζωγραφικής του 13ου αι. Ο Παπαζώτος
αναφέρει ότι πρόκειται για τον καλύτερο ζωγράφο του ναού, ο οποίος ήταν
απελευθερωμένος από την κομνήνεια τέχνη των αρχών του 13ου αι. Οι μορφές έχουν
πολλές αναμνήσεις της κομνήνειας γραμμικότητας, την οποία δεν εγκαταλείπει.
Ωστόσο, η δεξιοτεχνία του ζωγράφου παρατηρείται στην απόδοση της πλαστικότητας
501 Για τις σωζόμενες παλαιολόγειες τοιχογραφίες στην Παλαιά Μητρόπολη της Βέροιας, βλ. Παπαζώτος
1994, 250-253, πίν. 8, 38.
502 Παπαζώτος ό.π., 250.
108
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
503 Στη Mileševa παρατηρούνται τρεις διαφορετικές τάσεις τόσο στο πλάσιμο μορφών όσο και στους
εικονογραφικούς τύπους. Οι παραστάσεις με τις οποίες σχετίζονται η σκηνές από τη Βέροια είναι οι
εξής: η Αποκαθήλωση, το Πορευθέντες μαθητεύσατε, η Υπαπαντή, και οι μορφές στα μετάλλια στα
τόξα πάνω από το τέμπλο. Βλ. Radojčić 1963, IX, X, XX-XXVII
504 Kissas 1987, 47-48.
109
το ρόλο του Σέρβου αρχιεπίσκοπου αγίου Σάββα στη διακόσμηση της Mileševa, και
για τη σχέση της σερβικής βασιλικής οικογένειας με τον Θεόδωρο Κομνηνό Δούκα.
Κατά την τελευταία επίσκεψή του στη Θεσσαλονίκη το 1229, ο άγιος. Σάββας
φιλοξενήθηκε από τον Θεόδωρο Δούκα.505 Δεν αποκλείεται ο Σάββας να πήρε τότε
μαζί του και ορισμένους καλούς ζωγράφους για να συμμετάσχουν στη διακόσμηση
της Mileševa, όπου είχε ετοιμάσει και τον τάφο του.506 Ο Djurić επίσης τονίζει τη σχέση
της τέχνης της Mileševa με το λεγόμενο Δεσποτάτο της Ηπείρου αναφέροντας και τις
δυναστικές σχέσεις μεταξύ των Σέρβων και των Ηπειρωτών – ο γάμος μεταξύ της
κόρης του Θεοδώρου Κομνηνοδούκα της Ηπείρου με τον υιό του Stefan Prvovenčani
Radoslav.507 Ο ίδιος έχει προτείνει ότι στο νάρθηκα της Mileševa η παράσταση του
βυζαντινού αυτοκράτορα στο βόρειο τοίχο του νάρθηκα απέναντι από την κτητορική
παράσταση πρέπει να ταυτιστεί με τον Θεόδωρο Κομνηνοδούκα της Ηπείρου.508
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια οι ερευνητές διασταυρώνοντας προσεκτικότερα τις
ιστορικές πηγές πρότειναν ως πιθανότερη χρονολόγηση της τοιχογράφησης της
Mileševa την περίοδο μεταξύ των ετών 1228 και 1234, δηλαδή επί ηγεμονίας του
Radoslav.509 Στην τοιχογραφία παριστάνεται ο Στέφανος ο Πρωτοστεφής με τους
γιούς του Radoslav και Vladislav. Ο Σέρβος αρχιεπίσκοπος Σάββας ευλόγησε τον
Vladislav να γίνει κτήτορας της Mileševa, όταν κυβερνούσε ο αδελφός του Radoslav
(1228-1234). Στην τοιχογραφία ο Radoslav έχει στέμμα, στοιχείο που μαρτυρεί ότι ο
διάκοσμος πρέπει να πραγματοποιήθηκε πριν από 1234, δηλαδή πριν να έρθει ο
Vladislav στο θρόνο. Η παράσταση του βυζαντινού αυτοκράτορα στο νάρθηκα
τελευταία ταυτίζεται με τον Αλέξιο Γ΄ Άγγελο (1195-1203) και όχι με τον Θεόδωρο
Κομνηνοδούκα της Ηπείρου.510 Η κόρη του Ευδοκία ήταν παντρεμένη με τον Stefan
505 B. Ferjančić-LJ. Maksimović, «Sveti Sava izmedju Epira i Nikeje», Sveti Sava u Srpskoj istoriji i tradiciji, ed. S.
Ćirković, Beograd 1998, 13-25. Βλ. στην παρούσα εργασία, σ. 95.
506 Από τις πηγές πληροφορούμαστε πως ο άγιος Σάββας συμμετείχε ενεργώς στην παραγωγή έργων
τέχνης παραγγέλνοντας εικόνες, έργα μικροτεχνίας και φέρνοντας μαζί του καλλιτέχνες από τα
μέρη που επισκεπτόταν στην Ανατολή. Για το θέμα αυτό βλ. αναλυτικά Miljković 2008, σποραδικά. M.
Marković, Prvo putovanje sv. Save u Palestinu, Beograd 2009, σποραδικά. Για την ανάμιξη του αγίου
Σάββα στο διάκοσμο της Mileševa, βλ. Todić 1985, 55-68.
507 Ο Κίσσας προτείνει ότι η σύναψη του γάμου πραγματοποιήθηκε μεταξύ 1219 και 1220. Βλ. επίσης F.
Barišić, «Veridbeni prsten kraljevća Stefana Duke (Radoslava Nemanjića)», ZRVI 18 (1978) 257-269.
508 Djurić 1979, 219.
509 G. Subotić - Lj. Maksimović, «Sveti Sava i podizanje Mileševe», Vizantijski svet na Balkanu, ed. B.
Krsmanović, Lj. Maksimović, R. Radić, Beograd 2012, 97-109.
510 B. Cvetković, «Vizantijski car i freske u priprati Mileševe», Balcanica XXXII-XXXIII (2003) 297-311· B. Todić,
«Novo tumačenje i raspored fresaka u Mileševi», Sur les pas de Vojislav J. Djurić, red. D. Medaković, C.
Grozdanov, Beograd 2011, 55-68.
110
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
511 Ό.π.
512 Ο Djurić επισημαίνει ορισμένες ομοιότητες με τα ψηφιδωτά της Ροτόντας στη Θεσσαλονίκη, Djurić
1979, 219.
513 Σχετικά με το θέμα, βλ. αναλυτικά στο Miljković 2008 και Marković 2009, σποραδικά.
514 Σχετικά με τις πολλές ομοιότητες μεταξύ της Mileševa και της Žiča, βλ. Todić 1985, σποραδικά.
111
όπως μαρτυρεί και η σωζόμενη αρχιτεκτονική εκεί.515 Δυστυχώς, από τη μνημειακή
διακόσμηση έχει σωθεί μόνο κεφάλι ενός αγγέλου στο βόρειο παρεκκλήσιο της Αγίας
Σοφίας της Νίκαιας που χρονολογείται στην πρώτη πεντηκονταετία του 13ου αι.516
Θεωρείται ότι στα μεγάλα σερβικά μνημεία, όπως είναι στην Studenica, στην Žiča,
στην Mileševa, και μετά στους Αγ. Αποστόλους στο Peć, η τέχνη ακολουθεί τη
ζωγραφική της Πρωτεύουσας. Η προέλευση των ζωγράφων ήταν από διάφορες
περιοχές – Κωνσταντινούπολη, Νίκαια, Θεσσαλονίκη, Άγιον Όρος, ωστόσο όλοι ήταν
φορείς του ίδιου ύφους.
Πιστεύουμε ότι στην Mileševa δεν έχουμε ένα καινούριο μνημειακό ύφος το
οποίο είχε διαμορφωθεί στην Ήπειρο, όπως το είχε προτείνει ο Κίσσας.517 Στο ναό
πρέπει να συνεργάστηκαν καλλιτέχνες τόσο από την Κωνσταντινούπολη / Νίκαια
που ήδη είχαν εργαστεί σε σερβικές περιοχές από την αρχή του 13ου αι. όσο και από
τη Θεσσαλονίκη.
Η ζωγραφική της Παλαιάς Μητρόπολης εντάσσεται στη σφαίρα επιρροής της
Θεσσαλονίκης, δηλαδή σχετίζεται με τους καλλιτέχνες που προέρχονται ήδη από την
περιοχή πριν από το 1204518 και που συνεργάστηκαν με τις καινούριες ομάδες
καλλιτεχνών που βρέθηκαν στα μέρη αυτά.519
Στην τρίτη δεκαετία του 13ου αι. έχει χρονολογηθεί και ο διάκοσμος τ ο υ
Μ ε γ ά λ ο υ Θ ε ο λ ό γ ο υ σ τ η Β έ ρ ο ι α (Εικ. 273 - 278). Ο Χατζηδάκης τον τοποθετεί
στα τέλη του 12ου ή στις αρχές του 13ου αι,520 ενώ ο Djurić περί τα 1230, συνδέοντάς
τον με τις τοιχογραφίες στο ναό των Σαράντα Μαρτύρων στο Τύρνοβο της
Βουλγαρίας.521 Με τη χρονολόγηση του Djurić συμφωνεί και ο Μιχαηιλίδης, ο οποίος
ήταν ο πρώτος που έδωσε μια αναλυτική παρουσίαση του εικονογραφικού
515 C. Foss, Nicaea: A Byzantine Capital and its Praises, Brookline NA 1996, 93-95· H. Buchwald, «Laskarid
Architecture», JÖB 29 (1979) 261-296
516 Restle 1967, pl. III, 190, fig. 551· Djurić 1979, pl VII, fig. 14.
517 Kissas 1987α, 46.
518 Στη Θεσσαλονίκη και την ευρύτερη περιοχή της ακόμη και πριν από το 1204 είχαν φθάσει ζωγράφοι, οι
οποίοι διέδιδαν καινούριες τάσεις στην τέχνη. Ως παράδειγμα αναφέρονται οι προφήτες από το
Βατοπέδι. Ν. Τουτός - Γ. Φουστέρης, Ευρετήριον της Μνημειακής Ζωγραφικής του Αγίου Όρους, Αθήνα
2010,113, 123, 1266· Ε. Τσιγαρίδας, «Τα ψηφιδωτά και οι βυζαντινές τοιχογραφίες», Ιερά Μεγίστη Μονη
Βατοπαιδίου, Α΄, Άγιον Όρος 1996, 237, 259, εικ. 195, 196, 217. Για τη χρονολόγηση στην τελευταία
δεκαετία του 12ου αι., βλ. Miljković 2008, 42-66, ιδιαίτερα για το καθολικό και τις τοιχογραφίες, 46-55.
519 Παπαζώτος 1994, 249.
520 Chatzidakis 1967, 63, fig. 7.
521 Djurić 1979, 216.
112
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
113
ορισμένες κατηγορίες, οι οποίες βοηθούν την ερμηνεία του Ασπασμού των
αποστόλων.526
Θεωρούμε ότι η εικονογραφική λεπτομέρεια δεν πρέπει να συσχετιστεί με την
αντιλατινική πολεμική της μεσοβυζαντινής περιόδου, αλλά με την αντιλατινική
προπαγάνδα κατά τον 13ο αι. Πιο συγκεκριμένα, το θέμα αυτό πρέπει να σχετίζεται
με τα γεγονότα σχετικά με την Ένωση των εκκλησιών Ανατολής και Δύσης στη Λυών,
την οποία υπέγραψε ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος το 1274. Μετά τη μάχη της
Πελαγονίας (1259) η Βέροια περιήλθε στην αυτοκρατορία της Νικαίας και στον
Μιχαήλ Η΄.527 Αυτό σημαίνει ότι η παράσταση μπορούσε να είχε ζωγραφιστεί είτε
αμέσως μετά τη σύναψη της Ένωσης ως αντίδραση του κλήρου, ο οποίος με διάφορους
τρόπους έστελνε τα μηνύματα είτε μετά τη διάλυση της Ένωσης το 1284.
Για την καινούρια χρονολόγηση την οποία προτείνουμε δεν βασιζόμαστε μόνο
στην πιθανή πολιτική ερμηνεία της Κοινωνίας των Αποστόλων. Είναι πολύ
πειστικότερα τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά που είναι κοινά για μια ομάδα
μνημείων, τα οποία χρονολογούνται μετά το 1270. Εφόσον θεωρούμε ότι ο Μέγας
Θεολόγος δεν ανήκει στη δημιουργία του Μεσαιωνικού κράτους της Ηπείρου είναι
προφανές ότι δεν πρέπει να ενταχθεί στον κατάλογο της εργασίας αυτής και
επομένως δεν θα κάνουμε λεπτομερή ανάλυση των τοιχογραφιών. Θα αναφέρουμε
μόνο μερικές παρατηρήσεις βάσει των οποίων το μνημείο πρέπει να χρονολογηθεί
μετά το 1270.
Οι τοιχογραφίες αυτές με βάση εικονογραφικές και μερικές τεχνοτροπικές
συγκρίσεις όντως σχετίζονται με πολλές κομνήνειες παραστάσεις, π.χ. στον Άγ.
Παντελεήμονα στο Νέρεζι, τον Άγ. Αρχάγγελο στο Prilep (τέλη του 12ου ή αρχές του
13ου αι.),528 καθώς και με την απομακρυσμένη Vardzia στη Γεωργία.529 Το καλύτερο
παράδειγμα είναι η σκηνή της Αποκαθήλωσης που ανακαλεί τα αντίστοιχα
παραδείγματα του 12ου και των αρχών του 13ου αι., ιδιαίτερα εκείνο από τον Άγ.
Παντελεήμονα στο Nerezi,530 που πρέπει να αποτελούσε το πρότυπό του. Η Παναγία
συγκρατεί το σώμα του Χριστού βοηθώντας τον Ιωσήφ να το κατεβάσει από το
Σταυρό. Η Παναγία δεν συγκρατεί απλώς αλλά ουσιαστικά αγκαλιάζει το σώμα του
526 Είναι γνωστό ότι παρόμοιες συζητήσεις διεξάγοντας στην Αχρίδα και ότι αυτό αντανακλάται στο
εικονογραφικό πρόγραμμα της Αγ. Σοφίας της Αχρίδας.
527 Kravari 1989, 64.
528 Miljković-Pepek 1967, fig. 1-7.
529 Alibegashvili 2003, fig. 15, fig. 16
530 Sinkević 2000, fig, XLV.
114
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
Χριστού ακουμπώντας το πρόσωπό της στο δικό του, σαν να ασπάζεται το νεκρό της
υιό. Αυτό που ξεχωρίζει την παράσταση είναι η έντονη συναισθηματική φόρτιση.
Παρόμοια δομή της ίδιας σκηνής σώζεται στην κρύπτη της Ακυληίας, που
χρονολογείται στο 1200, στη Mileševa και σε πολλά ιταλικά παραδείγματα.531
Οι υπόλοιπες σωζόμενες σκηνές, η Γέννηση, η Μεταμόρφωση, ο Λίθος, η Εις
Άδου Κάθοδος και η Ανάληψη, επίσης ακολουθούν τους γνωστούς εικονογραφικούς
τύπους της κομνήνειας εικονογραφικής παράδοσης.
Άλλες τοιχογραφίες παρουσιάζουν ένα πολύ ανθρώπινο ύφος. Οι μορφές
αποδίδονται ρεαλιστικά με εύστοχη αντιμετώπιση της ψυχολογικής κατάστασης των
εμπλεκομένων. Στην Αποκαθήλωση τα πρόσωπα έχουν μια έντονη έκφραση πόνου.
Το σώμα του Χριστού εικονογραφείται με έντονη διάθεση για φυσιοκρατική απόδοση
των ανατομικών λεπτομερειών. Ορισμένες σκηνές έχουν εξαιρετική ζωντάνια και
δραματικότητα στην απόδοση της κίνησης, π.χ. η Αποκαθήλωση, η Ανάληψη και η Εις
Άδου Κάθοδος. Πολλές μορφές στην Ανάληψη, στο Λίθο, καθώς και η Παναγία με
τους αγγέλους στην κόγχη, ανακαλούν κλασικά πρότυπα της ελληνικής τέχνης, και
θυμίζουν μορφές, λόγου χάριν, από τον ναό του Αγ. Νικολάου στα Κυριακοσέλια.532
Στην Ανάληψη οι άγγελοι αποδίδονται με μεγάλους μανδύες που πλαισιώνονται με
μαργαριτάρια, ενώ οι χιτώνες έχουν διακοσμημένες παρυφές . Με την ενδυμασία
αυτή ο ζωγράφος προσδίδει όγκο στις μορφές. Ο συσχετισμός των αγγέλων της
Ανάληψης με τους αντίστοιχους από τον Άγ. Νικόλαο Κασνίτζη, που προτείνει η
Gerstel δεν μας βρίσκει σύμφωνους.533
Ωστόσο, οι τοιχογραφίες πρέπει να προσγραφούν στα εργαστήρια, τα οποία
εργάστηκαν μετά το 1270 στον Άγ. Νικόλαο Manastir (Moriovo), στον Άγ.
Κωνσταντίνο στο Svećani και στον Άγ. Ιωάννη το Θεολόγο στο Kaneo της Αχρίδας.534
Πρόκειται για μια ομάδα μνημείων, στην οποία επιβιώνουν τα κομνήνεία στοιχεία σε
τέτοιο βαθμό που θα οδηγούσαν στο 12ο αι.535 Ωστόσο, ο αυξημένος όγκος των
μορφών και το πλάσιμο των προσώπων αποδεικνύουν τις μεταγενέστερες τάσεις του
13ου αι. Για παράδειγμα, οι στηθαίες μορφές των αγίων Μωκίου και Σαμψών έχουν
531 Αναλυτικά για τα αναφερόμενα παραδείγματα βλ. Djurić 1987, 28-29, εικ. 9-12.
532 Πρβλ. ενδεικτικά τη μορφή του αγγέλου από την Ανάληψη στο ναό του Αγ. Ιωάννη Θεολόγου με τη
νεανική μορφή του αγίου. Σεργίου από τον Άγ. Νικόλαο στα Κυριακοσέλια. Μπορμπουδάκης 2011,
302-303, εικ. 17, 9.
533 Gerstel 1999, 96.
534 Miljković-Pepek, 194, fig. 10-14.
535 Ιδιαίτερα σχετίζονται με τον Άγ. Παντελεήμονα στο Nerezi, ο οποίος θεωρείται και το πρότυπό τους,
όπως και στην περίπτωση του Μέγα Θεολόγου. Βλ. Sinkevic 2000, σποραδικά.
115
υπερβολικά τονισμένο τον σωματικό τους όγκο, όπως και οι απόστολοι στην Κοίμηση
της Παλαιάς Μητρόπολης στη Βέροια. Ιδιαίτερη ομοιότητα παρουσιάζουν οι μορφές
των συλλειτουργούντων ιεραρχών και των συμμετεχόντων στην Κοινωνία στο Μέγα
Θεολόγο με τις αντίστοιχες μορφές στον Άγ. Ιωάννη το Θεολόγο στο Kaneo.
Επίσης και η διαπίστωση της κοινής παρουσίας ενός σπάνιου θέματος του
Ασπασμού στην Κοινωνία των Αποστόλων σε αυτά τα γειτονικά μνημεία αποτελεί
ένα ακόμα πειστικότερο επιχείρημα ότι υπάρχει άμεση αλληλεπίδραση μεταξύ τους.
Για όλους τους αναφερόμενους λόγους δεν συμπεριλαμβάνουμε στην παραγωγή του
μεσαιωνικού κράτους της Ηπείρου το διάκοσμο του Μέγα Θεολόγου στη Βέροια
προτείνοντας τη χρονολόγησή του στην εικοσαετία μετά το 1270.
1.2. Η Άρτα
Η Άρτα, μια μεσαιωνική πόλη κτισμένη στους πρόποδες του λόφου της
Περάνθης με παραθαλάσσια λιμάνια και το γεωργικό πλούτο της, ήταν ιδανική για
πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους της Ηπείρου. Στην πόλη αυτή και την περιοχή
της έχουν σωθεί σημαντικά κτίσματα των Kομνηνοδουκάδων της Ηπείρου που
ανεγέρθηκαν κατά τη διάρκεια του 13ου αι. Όσον αφορά τόσο τα κτήρια, όσο και το
μνημειακό διάκοσμό τους, μόνο η πρώτη φάση ζωγραφικής σ τ ο ν Ά γ . Δ η μ ή τ ρ ι ο
του Κ α τ σ ο ύ ρ η είναι δυνατό να τοποθετεί χρονικά πριν από το 1230. Στη
βιβλιογραφία έχει επικρατήσει η άποψη ότι οι τοιχογραφίες από τον Άγ. Νικόλαο της
Ροδιάς επίσης ανάγονται στις πρώτες τρεις δεκαετίες του 13ου αι. Ωστόσο, η άποψη
αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους.536
Στο ναό του Αγ. Δημητρίου του Κατσούρη δεν υπάρχει επιγραφή ή κάποια
γραπτή μαρτυρία, στην οποία θα αναφερόταν ρητά το έτος της τοιχογράφησής του. Ο
Τ. Παπαμαστοράκης, ερμηνεύοντας το διάκοσμο του τρούλου ως εικαστική έκφραση
της πολιτικής ιδεολογίας της εποχής, χρονολογεί τις τοιχογραφίες αυτές στην περίοδο
πριν το 1230.537 Η εκκλησία είναι γνωστή από πολλές δημοσιεύσεις και τελευταία
παρουσιάσθηκε αναλυτικά ο διάκοσμός της από τον Δ. Γιαννούλη.538 Για το λόγο αυτό,
στη συνέχεια της εργασίας θα επισημάνουμε μόνο μερικές λεπτομέρειες για την
καλύτερη κατανόηση του ύφους και της ποιότητας των τοιχογραφιών στο πλαίσιο της
γενικής μας θεώρησης του μνημειακού διακόσμου στην Ήπειρο.
116
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
Ο διάκοσμος του Αγ. Δημητρίου του Κατσούρη είναι διαφορετικός τόσο από
εκείνο της Θεσσαλονίκης και της περιοχής της, όσο και από την Αιτωλοακαρνανία,
όπως θα δούμε στη συνέχεια. Η τεχνική χαρακτηρίζεται από απλότητα εκτέλεσης και
μεγάλη γραμμικότητα. Πολλά πρόσωπα εικονίζονται σε αυστηρή μετωπική στάση
και δεν βλέπουν προς το θεατή. Οι καλλιτέχνες εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη
μεσοβυζαντινή τέχνη, από την οποία παίρνουν πρότυπα για τις μορφές. Το πιο
χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι προφήτες στον τρούλο. Ο Μωυσής παριστάνεται
νέος και αγένειος με μακριά μαλλιά όπως στον τρούλο της Παναγίας του Ναυάρχου
στο Παλέρμο,539 της Ζωοδόχου Πηγής στο Σάμαρι της Μεσσηνίας,540 κ.λπ. Ο Μωυσής
στον ίδιο τύπο εμφανίζεται μερικές φορές και στις αρχές του 13ου αι., στον τρούλο
στον Άγ. Γεώργιο (Επισκοπή) στην Κίττα της Μάνης,541 στο Θάρι της Ρόδου,542 καθώς
και σε εικόνες της μονής Σινά,543 ενώ στην παλαιολόγεια τέχνη εικονίζεται ως ώριμος
άνδρας με μικρό γένι. Και οι περισσότερες άλλες μορφές των προφητών ανακαλούν
πρότυπα που συγκροτούν τους κύκλους τους από τον 11ο - 12ο αι., λόγου χάριν στα
ψηφιδωτά της Παναγίας του Ναυάρχου, της Μονής Δαφνίου, στις τοιχογραφίες του
Αγ. Ιερόθεου κοντά στα Μέγαρα, στα Μυριοκέφαλα Ρεθύμνης, κ.λπ. Οι μορφές των
Ναούμ και Αβδιού εισέρχονται στους κύκλους των προφητών αρκετά όψιμα, μάλλον
κατά τον 13ο αι., με το παλαιότερο σωζόμενο παράδειγμα από τον Άγ. Δημήτριο του
Κατσούρη.544 Σε άλλα μνημεία της Ηπείρου τα οποία μελετάμε όπου έχουν σωθεί οι
προφήτες, π.χ. οκτώ στην Παλαιά Μητρόπολη της Βέροιας, τέσσερις στον τρούλο του
Αγίου Νικολάου της Ροδιάς και δύο στη μονή Βλαχέρνας, οι μορφές ακολουθούν
περισσότερο νέα πρότυπα, τα οποία θα κυριαρχήσουν στην παλαιόλογεια τέχνη.
Εκείνο που ξεχωρίζει τους προφήτες από τον Άγ. Δημήτριο του Κατσούρη είναι ο
τρόπος με τον οποίο ο ζωγράφος προσδίδει στις μορφές μια ιδιαίτερη κίνηση σαν να
διαλέγονται, όπως είναι συνηθισμένο από τον 13ο αι., π.χ. στη μονή του Αρχαγγέλου
Μιχαήλ στο Θάρι και στην Επισκοπή της Μάνης. Είναι πολύ σημαντικό που σώζεται
σχεδόν πλήρης εικονογραφικός διάκοσμος του τρούλου στον Άγ. Δημήτριο του
117
Κατσούρη, δεδομένου ότι υπάρχουν μερικά μόνο διατηρημένα παραδείγματα
χρονολογούμενα στις πρώτες δεκαετίες του 13ου αι. Το πρόγραμμα στον τρούλο του
Κατσούρη που εκφράζει θεολογικές ιδέες και ίσως και πολιτικά μηνύματα της εποχής
σχετίζεται με το αντίστοιχο πρόγραμμα στη μονή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο Θάρι.
Οι υπόλοιπες σκηνές της πρώτης φάσης του Αγ. Δημητρίου του Κατσούρη, η
Γέννηση του Χριστού, η Προσκύνηση των Μάγων, η Υπαπαντή και οι μεμονωμένοι
άγιοι και όσιοι, ακολουθούν παλαιότερα πρότυπα. Τεχνοτροπικά εντάσσονται σε ένα
κοινό εικαστικό ρεύμα που είναι γνωστό από αρκετά τοιχογραφικά σύνολα ιδιαίτερα
στον νότιο Ελλαδικό χώρο.545
545Ενδεικτικά βλέπε τον Αγ. Πέτρο στα Καλύβια-Κουβαρά, την Παναγία στη Μερέντα
(Coumbaraki-Pansélinou 1976, σποραδικά), στους ναούς στα Δωδεκάνισια (Κατσιώτη 2000,
σποραδικά) κ.λπ.
546 Βλ. σ. 19.
118
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
547 Βοκοτόπουλος, ΑΔ 25 (1970), 298· Κατσαρός 1992, 532. Βλ. τον κατάλογο της παρούσας εργασίας Β αρ.
6.
548 Η προτίμηση της ένθρονης Βρεφοκρατούσας μεταξύ δύο αγγέλων με αυλικές ενδυμασίες θεωρείται
ότι αντανακλά κωνσταντινοπολίτικα πρότυπα (J. Lafontaine-Dosogne, «L’église rupestre dite Eski Baca
Kilisesi et la place de la Vierge dans les absides cappadociennes», JÖB 21 (1972), 169-173). Η συγκεκριμένη
παράσταση της Παναγίας με δύο αγγέλους με αυλικές ενδυμασίες είναι αρκετά διαδεδομένη στο
τεταρτοσφαίριο της αψίδας των ναών στον 13ο αι., π.χ. στην Παναγία Μαυριώτισσα στην Καστοριά
(Πελεκανίδης και Χατζηδάκης 1992, 70, 71, εικ. 5 και 7), στον Άγ. Νικόλαο στα Κυριακοσέλια στην
Κρήτη (Μπουρμπουδάκης 2011, 287), στην Bojana της Βουλγαρίας (Dimitrov 2009, πιν. 11), στον Άγ.
Θεοδώρο Τσόπακα (Δρανδάκης 1995, σχέδ. 7), κ.λπ. Η ίδια εικονογραφία σώζεται και στα γειτονικά
μνημεία της Μάστρου: στον Αγ. Γεώργιο στο Καινούριο και στον Άγ. Νικόλαο Κρεμαστό, βλ.
Παλιούρας 2004, εικ. 64, 71.
549 Αναλυτικά για την εξέλιξη του λώρου, βλ. Parani 2003, 18-27.
550 Rodley 1983, 321, fig. 7a, 7b.
551 Frolow, Les Reliquaires, fig. 38a,b, 39. J. Koder, «Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος και η σταυροθήκη
του Λίμπουργκ», Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος και η εποχή του, Β΄ Διεθνής Βυζαντινολογική
Συνάντηση, Δελφοί 22-26 Ιουλίου 1987, Αθήνα 1989, 165-184.
552 Πελεκανίδης και Χατζηδάκης 1992, 70, 71, 75, εικ. 5, 7, 12,
119
κρατά μεγάλη σφαίρα. Στο κεφάλι τα μαλλιά προσδένονται με λευκή ταινία. Η
παράσταση ακολουθεί τύπο οικείο για τη μεσοβυζαντινή εποχή, όπου η
αυτοκρατορική στολή αγγέλου σχετίζεται με την πραγματική ενδυμασία
μεσοβυζαντινών αυτοκρατόρων, π.χ. η παράσταση του Νικηφόρου Φωκά (963-969)
στην κόγχη της αψίδας του Μεγάλου Περιστερώνα στο Çavuşin,553 και θα επικρατήσει
και στις μεταγενέστερες εποχές, π.χ. η μικρογραφία του Μανούλ Β΄ Παλαιολόγου στο
Par. supple. gr. 39, f. VI, 1407.554
Στην Επισκοπή Μάστρου η μορφή του αγγέλου διατηρεί τις εικονογραφικές
και τεχνοτροπικές αρχές από τη μεσοβυζαντινή εποχή και θα μπορούσε να
αντιπαραβληθεί εύστοχα με αντίστοιχες μορφές της κωνσταντινουπολίτικης τέχνης
του τέλους του 12ου αι., από τις οποίες ίσως και να κατάγεται. Η τεχνική παρουσιάζει
μια απλότητα εκτέλεσης στα διακοσμητικά στοιχεία στην ενδυμασία του (Εικ. 157). Το
πρόσωπο έχει υποστεί φθορές και για το λόγο αυτό δεν είναι δυνατή η ανάλυση των
τεχνοτροπικών χαρακτηριστικών. Παρατηρούμε μόνο το στρογγυλό πρόσωπο με
έκφραση γαλήνης. Η σύγκριση της μορφής αυτής με τα υπόλοιπα εικονογραφικά
σύνολα από την Αιτωλοακαρνανία και τις γειτονικές περιοχές φανερώνει την υψηλή
ποιότητα της ζωγραφικής στην Επισκοπή Μάστρου που αναμφίβολα σχετίζεται με
την ανώτερη κοινωνία. Ο ναός αποτελούσε έδρα του επισκόπου, και βρισκόταν
ταυτοχρόνως υπό τη φροντίδα των Κομνηνοδουκάδων της Ηπείρου, όπως
πληροφορούμαστε και από την κτητορική επιγραφή. Όλα αυτά δείχνουν ότι η
εκκλησία πρέπει να ζωγραφίστηκε από κάποιο ζωγράφο ή εργαστήριο που συνδεόταν
ή προέρχονταν από ένα σημαντικό καλλιτεχνικό κέντρο. Η επιλογή της
συγκεκριμένης αυτοκρατορικής ενδυμασίας του αγγέλου και του αριστοκρατικού
ύφους του, σε συνδυασμό με την κτητορική επιγραφή και την απεικόνιση μιας
γονατιστής, προφανώς «αφιερωτικής μορφής», ίσως να είχε προπαγανδιστικό ρόλο
στην όλη σύνθεση.555 Η κοσμική γονατισμένη μορφή, κάτω από τον θρόνο της
Παναγίας και δίπλα της, είναι αρκετά εξίτηλη. Ωστόσο, είναι προφανής η ύπαρξή της
553 Rodley 1983, 309, fig. 5. Στο ίδιο ναό παριστάνονται και οι μεγάλες μορφές αρχαγγέλων στην
αυτοκρατορική στολή. Jolivet - Lévy 1998, fig. 5, 6.
554 Spatharakis 1976, fig. 175.
555 Η μεταφορά των αυτοκρατορικών διακριτικών σημαδιών στους αγγέλους έχει εξεταστεί από τον
Henry Maguire και την C. Jolivet-Lévy. Βλ. H. Maguire. «A Murderer among the Angels: The frontspiece
miniatures of Paris gr. 510 and the iconography of Archangels in Byzantine Art», The Sacred Image East and
West, eds. L. Brubaker and R. Ousterhout 1995, 63-71· ο ίδιος, «The Heavenly Court», Byzantine Court
Culture from 829 to 1204, ed. H. Maguire, Washington, D.C. 1997, 247-258· C. Jolivet-Lévy, «Note sur la
représentation des archanges en costume impérial dans l'iconographie byzantine», CA 46 (1998), 121-128.
120
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
(Εικ. 156).556 Η τοποθέτηση των κτητορικών επιγραφών στην κόγχη του Ιερού δεν ήταν
άγνωστη στη βυζαντινή τέχνη, αν και έχουν σωθεί ελάχιστες παραστάσεις δωρητών,
π.χ. Άγ. Δημήτριος στα Καμπιάνικα Κιθήρων, και κτητόρων στη συγκεκριμένη θέση.557
Την πλέον παρεμφερή σύνθεση με εκείνη από την επισκοπή Μάστρου παρουσιάζει ο
γονατιστός μοναχός με την επιγραφή κάτω στα πόδια της ένθρονης Παναγίας στην
αντίστοιχη θέση στην Παναγία Μαυριώτισσα στην Καστοριά.558 Οι τοιχογραφίες
αυτές από τη Μαυριώτισσα πρέπει να χρονολογηθούν στην περίοδο μετά το 1200.559
Στο γεγονός ότι ο τοιχογραφημένος διάκοσμος της επισκοπής Μάστρου δεν
πρέπει να ήταν έργο κάποιου τοπικού ζωγράφου συνηγορεί και η σύγκρισή του με
άλλο σωζόμενο διάκοσμο στα γειτονικά μνημεία της Αιτωλοακαρνανίας, π.χ. στο
παλαιό καθολικό της Μυρτιάς, στο ναό του Αγ. Γεωργίου στο Καινούριο και στον Άγ.
Γεώργιο στο Ευηνοχώρι. Στους αναφερόμενους ναούς σώζονται επίσης ελάχιστα
τμήματα ζωγραφικής, για τα οποία έχουν γίνει προτάσεις από ορισμένους ερευνητές
να ενταχθούν στην καλλιτεχνική παραγωγή του Μεσαιωνικού κράτους της Ηπείρου
και να χρονολογηθούν στις πρώτες δεκαετίες του 13ου αι.560 Άλλοι όμως πιστεύουν ότι
πρόκειται για έργα της μεσοβυζαντινής περιόδου.561 Η τέχνη αυτή παρουσιάζει πολλά
χαρακτηριστικά της κομνήνειας παράδοσης του 12ου αι., αλλά και τη λιτότητα και
συντηρητικότητα των προηγούμενων αιώνων, του 10ου και του 11ου αι., που
επιβιώνουν σε πολλά επαρχιακά μνημεία του 13ου αι.
Σε ορισμένους ναούς βρίσκουμε και σπουδαία τεκμήρια που οδηγούν σε μια
χρονολόγηση μέσα στο 13ο αι. Έτσι, λόγου χάριν, στο κτήριο του Αγ. Γεωργίου στο
Ευηνοχώρι παρατηρείται μια φάση με οικοδομικά χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής
του λεγόμενου Δεσποτάτου της Ηπείρου,562 γεγονός που επιτρέπει να τοποθετηθεί
χρονικά και η ιστόρηση της αψίδας στον 13ο αι. Ωστόσο, λόγω φθορών στη ζωγραφική
121
είναι δύσκολο να οριστεί με περισσότερη ακρίβεια σε ποια δεκαετία εκτελέστηκε η
τοιχογράφηση.
Από το καθολικό της μονής Μυρτιάς, στον παλαιότερο ναΐσκο, που σήμερα
υπέχει θέση Ιερού, σώζονται οι μοναδικές τοιχογραφίες από την πρώτη φάση, που θα
μπορούσαν να τοποθετηθούν στις πρώτες δεκαετίες του 13ου αι. Πρόκειται για
παραστάσεις της Κοίμησης της Θεοτόκου και του ολόσωμου αγίου Στέφανου του
Πρωτομάρτυρα. Στις τοιχογραφίες επιβιώνουν πολλά στοιχεία χαρακτηριστικά για τη
μεσοβυζαντινή εποχή: αρχαϊκή γραμμική πτυχολογία, επίπεδο πλάσιμο των
προσώπων, απλοποιημένο σχέδιο και λιτότητα στην εικονογραφική σύνθεση. Η
Κοίμηση παρουσιάζει τον απλούστερο εικονογραφικό τύπο των παλαιότερων εποχών,
από τον οποίο απουσιάζει κάθε είδους αφηγηματικότητα και εμπλουτισμός. Η σκηνή
δεν περιλαμβάνει μορφές γυναικών και αγγέλων που θρηνούν και άλλα
δευτερεύοντα επεισόδια, π.χ. την Έλευση των αποστόλων μέσα σε νεφέλες, αποκοπή
του χεριού του Ιεφωνία, κ. λπ. Επίσης, η παράσταση στερείται και από το σύνηθες
αρχιτεκτονικό βάθος ή άλλο προσδιοριστικό του χώρου. Παρατηρούνται και ορισμένες
άλλες συντηρητικές λεπτομέρειες: ο Χριστός κρατά την ψυχή της Παναγίας με
ακάλυπτα χέρια563 και απουσιάζει η δόξα που συνήθως περιβάλλει τον Χριστό και
τους αγγέλους. Στον Άγ. Νικόλαο Κρεμαστό, το γειτονικό μνημείο της περιοχής, από
το οποίο ορισμένες τοιχογραφίες θα μπορούσαν να αποδοθούν στην τέχνη του
νεογέννητου Ηπειρωτικού κράτους της Ηπείρου στα μέσα του 13ου αι., η σκηνή της
Κοίμησης επίσης περιορίζεται στα απολύτως απαραίτητα πρόσωπα, χωρίς τους
Ιεράρχες και το αρχιτεκτονικό βάθος. Παρόλο που στον 13ο αι. κυριαρχούν
παραστάσεις της Κοίμησης με προσθήκες και επιμέρους εικονογραφικές ενότητες, δεν
λείπουν και απλοποιημένες εικονογραφικές συνθέσεις, π.χ. στον Άγ. Γεώργιο
Δρακαίων της Σάμου, που χρονολογείται στις τελευταίες δεκαετίες του 13ου αι.564 στον
Άγ. Γεώργιο το Βάρδα στην Απολακκιά της Ρόδου (1289/90),565 στον Άγ. Νικόλαο στο
Μισοσκάλι της Τήλου, στα τέλη του 13ου αι.566 κ.λπ. Πολλά συντηρητικά στοιχεία που
αναφέραμε εμφανίζονται ωστόσο και στις ανεπτυγμένες σκηνές της Κοιμήσης, όπως
563 Με τα γυμνά χέρια ο Χριστός κρατά την ψυχή της Παναγίας στον Άγ. Γεώργιο στο Κουρμπίνοβο,
(Haderman-Misguich 1975 εικ. 90), στην Αγ. Σοφία της Αχρίδας (Millet-Frolow I, pin. 5), καθώς επίσης
και σε ορισμένα μνημεία του 13ου αι.: στην Παναγία Μαυριώτισσα στη Καστοριά (Μουτσόπουλος
1967, 103, 105), στην Bojana (Dimitrov 2009, pin. 21), κ.α.
564 Α. Μητσάνη, «Βυζαντινές τοιχογραφίες της Σάμου», Η Σάμος από τα βυζαντινά χρόνια μέχρι σήμερα,
Πρακτικά συνεδρίου, Α΄ Αθήνα 1998, 91, πίν. 6 και 8 β.
565 Ορλάνδος 1948, 131-132.
566 Κατσιώτη 2000, 289, πίν. 116.
122
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
λόγου χάριν στη Μαυριώτισσα της Καστοριάς,567 στην Bojana,568 στην Όμορφη
Εκκλησιά στην Αθήνα569 κ.λπ.
Η Παναγία φορά βαθυπόρφυρο μαφόριο με τεθλασμένο περίγραμμα. Έχει
κλειστά μάτια και ήρεμο πρόσωπο. Ο Djurić προτείνει ότι και οι δύο παραστάσεις από
τη μονή Μυρτιάς είναι δυνατό να χρονολογηθούν στις αρχές του 13ου αι.570 Ο
ζωγράφος επιδεικνύει ιδιαίτερη επιμέλεια στην απόδοση του διακόσμου, πολύ
χαρακτηριστικού για τον 13ο αι. Τη νεκρική κλίνη καλύπτει πολυτελής ποδέα, με
πλούσια κεντήματα. Πρόκειται για καλοσχεδιασμένα κοσμήματα που αποτελούνται
από ομοιόμορφα τετράγωνα, τα οποία περικλείουν δενδρύλλιο και
επαναλαμβάνονται ρυθμικά. Στις γωνίες υπάρχουν και άλλα μικρά στοιχεία που
σχηματίζουν μεταξύ τους μικρά λουλούδια. Πάνω στην ποδέα εικονίζονται τρία
μεγάλα διακοσμητικά σχήματα: κύκλος, ρόμβος και ακόμα ένας κύκλος με ελικοειδή
διάκοσμο, όπως στη Μαυριώτισσα Καστοριάς. Παρόμοια διακοσμητική διάθεση στην
ποδέα της κλίνης συναντούμε συχνά και στον 12ο αι., π.χ. στον Άγ. Νικόλαο
Κασνίτζη,571 αλλά όχι με τόσο σχολαστική απόδοση των διακοσμητικών
λεπτομερειών, όπως θα επικρατήσει στη ζωγραφική του 13ου αι. (βλ. Επισκοπή
Ευρυτανίας (Εικ. 149-154)
Σε γενικές γραμμές, η διάταξη των προσώπων και των λοιπών
εικονογραφικών στοιχείων στη σκηνή της Κοίμησης στη Μυρτιά, ανακαλεί την
αντίστοιχη παράσταση από τη Μαυριώτισσα της Καστοριάς και από τον Άγ. Νικόλαο
τον Κρεμαστό.572
Από την περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας, στο σπηλαιώδη ναό του Αγίου
Νικολάου του Κρεμαστού, πολύ κοντά στην επισκοπή Μάστρου, έχουν σωθεί
τοιχογραφίες από τις οποίες πολλές θα μπορούσαν να χρονολογηθούν στον 13ο αι.
Εξαιτίας της ανάμνησης της συντηρητικής τεχνοτροπίας, αρκετών αρχαϊσμών και
απλοποιημένου σχεδίου, έχουν γίνει πολλές προτάσεις τα σπαράγματα στον κυρίως
ναό να τοποθετηθούν στον 12ο αι., ενώ αυτά του εξωτερικού τοίχου του σπηλαίου,
δεξιά της εισόδου, στις αρχές του 13ου.573 Πειστικότερη θεωρούμε τη χρονολόγηση
123
όλου του διακόσμου στον 13ο αιώνα, όπως προτείνει και ο Π. Βοκοτόπουλος,574 δηλαδή
την εποχή, στην οποία τοποθετούνται και άλλες ανάλογες τοιχογραφίες στην
Ήπειρο, καθώς και σε άλλες περιοχές, όπως θα δούμε παρακάτω.
Ε π ι σ κ ο π ή Ε υ ρ υ τ α ν ί α ς . Το αποτοιχισμένο τρίτο στρώμα τοιχογραφιών
από την Επισκοπή Ευρυτανίας, που σήμερα φυλάσσεται στο Βυζαντινό Μουσείο των
Αθηνών, χρονολογείται βάσει των τεχνοτροπικών κριτηρίων στην πρώτη
πεντηκονταετία του 13ου αι., και πιο συγκεκριμένα, γύρω στα 1230. 575 Οι τοιχογραφίες,
που εκτελέστηκαν από διαφορετικούς καλλιτέχνες, είναι δυνατό να χωριστούν σε
τρεις ομάδες:
Την πρώτη ομάδα αποτελούν η Γέννηση του Χριστού, η Κοίμηση της Θεοτόκου,
ο Μυστικός Δείπνος και η Πεντηκοστή. Τη δεύτερη οι ολόσωμες μορφές των αγίων
Αναργύρων με τη μητέρα τους Θεοδότη, του αγίου Παντελεήμονα, και των αγίων
Σαμωνά, Άβιβου και Γουρία. Τέλος, την τρίτη ομάδα αποτελούν η Ανάληψη, οι άγιοι
Ορέστης, Ευγένιος και Θεόδωρος.
Και οι τρεις ομάδες απηχούν τα χαρακτηριστικά της κομνήνειας ζωγραφικής,
κυρίως από την τελευταία δεκαετία του 12ου αι., κάτι που επισημαίνεται κυρίως στον
τρόπο απόδοσης των προσώπων: τα αμυγδαλωτά μάτια έχουν χαρακτηριστική
επιμήκυνση της γραμμής του άνω βλεφάρου, στυλιζαρισμένη κόμμωση με έντονη
γραμμικότητα και πτυχώσεις.
Στην πρώτη ομάδα το πλάσιμο του προσώπου είναι μαλακό, αλλά με αυστηρά
χαρακτηριστικά. Οι μορφές είναι πολύ ήρεμες. Τα μάτια είναι μεγάλα και
εκφραστικά. Τις παραστάσεις συμπληρώνουν πλουσίως διακοσμημένα κτήρια,
έπιπλα και φυτικά θέματα. Η Κοίμηση θυμίζει τις τοιχογραφίες από την
Αιτωλοακαρνανία, ιδιαίτερα την αντίστοιχη σκηνή από τη μονή Μυρτιάς. Επίσης, η
σύγκριση με τις μορφές από τον Προφήτη Ηλία στο Grnčari (ΠΓΔΜ) είναι ενδεικτική
της κοινής τους τεχνοτροπίας.
Μεσοβυζαντινά πρότυπα ανακαλούν ιδιαίτερα τα πρόσωπα από τη δεύτερη
ομάδα τοιχογραφιών, π.χ. ο Κοσμάς, ο Δαμιανός, η μητέρα τους Θεοδότη και ο
Παντελεήμονας, στους οποίους αναγνωρίζεται τεχνοτροπία χαρακτηριστική για τους
προφήτες από τη μονή Βατοπεδίου (κοκκινωπά μάγουλα, μύτη, μάτια, σκιάσεις στο
πρόσωπο, κ.λπ.) (Εικ. 248, 249).576 Πολλά κοινά στοιχεία με τους Αγίους Αναργύρους
574 Ο Βοκοτόπουλος τις χρονολογεί στο μέσο του 13ου αι. Βλ. Βοκοτόπουλος 1967γ, 328.
575 Βυζαντινές τοιχογραφίες και εικόνες: Εθνική Πινακοθήκη, Σεπτέμβριος - Δεκέμβριος 1976, Αθήνα 1976,
27-37, πίν. V-XVI, 4-18.
576 Τσιγαρίδας 1996, εικ. 217· Miljković 2008, 46-52.
124
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
και τη μητέρα τους Θεοδότη βρίσκουμε και σε μια κομνήνεια εικόνα από το Σινά με
τους ίδιους αγίους.577 Τα πρόσωπα από τη δεύτερη ομάδα είναι πιο ήρεμα από την
πρώτη. Τα μάτια τους είναι μεγάλα και εκφραστικά με ολόκληρες τις κόρες, όπως στις
μορφές των Τεσσαράκοντα Μαρτύρων από την Αχειροποίητο, καθώς και σε πολλές
μορφές από την Παλαιά Μητρόπολη της Βέροιας. Οι πτυχώσεις είναι γραμμικές, αλλά
καλοσχεδιασμένες με πολλά διακοσμητικά στοιχεία, ιδιαίτερα στα υφάσματα του
αγίου Παντελεήμονα.
Στις μορφές της τρίτης ομάδας, παρά το γεγονός ότι παραμένουν ραδινές, ο
όγκος και το σωματικό εύρος είναι πιο αυξημένα. Ως παραδείγματα μπορεί να
αναφερθούν ο ολόσωμος άγιος Ορέστης και ο άγιος Ευγένιος στο παρακείμενο
μετάλλιο με το κόκκινο βάθος. Ο τελευταίος ανακαλεί τις μορφές από την
Αχειροποίητο της Θεσσαλονίκης. Τα πρόσωπα από την Ευρυτανία παραπέμπουν στις
τοιχογραφίες από το Vladimir και το Bačkovo, παρά στα σύγχρονα παραδείγματα
τοιχογραφιών του 13ου αι. Ο τρόπος με τον οποίο αποδίδονται τα φωτίσματα στα
πρόσωπα, με λεπτές λευκές πινελιές προμηνύει τις εξελίξεις της υστεροβυζαντινής
ζωγραφικής. Παρά τις μικρές διαφορές στις λεπτομέρειες των τριών ομάδων, όλοι οι
ζωγράφοι προτιμούν πρότυπα της κλασικής ωραιότητας. Οι μορφές είναι ήρεμες, θα
λέγαμε σχεδόν ακίνητες. Εικονίζονται πολλά διακοσμητικά στοιχεία, με πολλές
λεπτομέρειες, ιδιαίτερα πλούσια υφάσματα, ρούχα με πυκνά έντονα μοτίβα και
διαφορετικά γεωμετρικά στοιχεία.
Η ήρεμη έκφραση των μορφών με όγκο ανακαλεί την Κοίμηση από τον
Προφήτη Ηλία στο Grnčari (ΠΓΔΜ) (Εικ. 242-243), μορφές από την Αχειροποίητο της
Θεσσαλονίκης και την Παλαιά Μητρόπολη στη Βέροια, καθώς και από
απομακρυσμένα μνημεία όπως τον Άγ. Φανούριο στη μεσαιωνική πόλη της Ρόδου.
Από εικονογραφική άποψη οι παραστάσεις στην Επισκοπή της Ευρυτανίας
ακολουθούν τα συνηθισμένα πρότυπα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η παράσταση της
αγίας Θεοδότης σε ένα πλούσια διακοσμημένο μεγάλο μετάλλιο μεταξύ των παιδιών
της, Κοσμά και Δαμιανού. Παρόλο που το ζεύγος των αγίων ήταν πολύ δημοφιλές, η
μητέρα τους δεν παριστάνεται πολύ συχνά στη μνημειακή τέχνη.578 Η αγία Θεοδότη
εικονιζόταν και στη δεύτερη φάση ζωγραφικής, που ανάγεται στον 11ο αι., τούτη τη
125
φορά όμως ολόσωμη.579 Μεταξύ των υιών της παριστάνεται επίσης σε ένα ανάγλυφο
των αγίων Αναργύρων στον Αγ. Μάρκο της Βενετίας,580 στον Άγ. Βασίλειο Γέφυρας
(Εικ. 30), στο διακονικό της Παναγίας Χρυσαφίτισσας στη Λακωνία,581 σε ορισμένα
πρώιμα κομνήνεια μνημεία, όπως στη Ασίνου και στην Καστοριά (Άγ. Νικόλαος
Κασνίτζης), καθώς και στην προαναφερθείσα κομνήνεια εικόνα του Σινά.582 Η
απεικόνιση της αγίας Θεοδότης σε μετάλλιο οφείλεται μάλλον στους πρακτικούς
λόγους, επειδή δεν υπήρχε αρκετός χώρος για ολόσωμες μορφές, και για το λόγο αυτό
ο ζωγράφος τις τοποθετούσε εναλλάξ με τα μετάλλια. Το διακοσμημένο με φυτικό
μοτίβο μετάλλιο, το οποίο περιλαμβάνει την αγία στην Επισκοπή της Ευρυτανίας,
είναι πολύ περίτεχνο και διαφορετικό από το μετάλλιο του Ευγένιου. Παρόμοια
στολισμένα μετάλλια απαντούν στη μεσοβυζαντινή τέχνη, λόγου χάριν στην
Παναγία του Ναυάρχου στο Παλέρμο, στον Άγ. Ιερόθεο στα Μέγαρα,583 κ.α.
Η υπερφυσικού μεγέθους στηθαία προτομή του αγίου Νικολάου σε μετάλλιο,
μαρτυρεί ότι η απόδοση ιδιαίτερης τιμή προς τον συγκεκριμένο Άγιο ήταν πολύ
έντονη και στην Ευρυτανία. Μια υπερφυσική προτομή του έχει σωθεί και στο
ομώνυμο ναό στο Κρεμαστό. Επίσης, πρέπει να υπήρχε και ανεπτυγμένος κύκλος του
αγίου Νικολάου στην Επισκοπή της Ευρυτανίας, από τον οποίο σώζεται το γενέσιό
του στην πρόθεση. Αντίστοιχος τοιχογραφημένος κύκλος της ζωής και των θαυμάτων
του αγ. Νικολάου στην Ήπειρο σώζεται στον ομώνυμο ναό της Ροδιάς και στο
Ευπάλιο Δωρίδας. Από τα μέσα του 13ου θα γνωρίσει ακόμη μεγαλύτερη εξάπλωση.584
Αναμφίβολα οι μνημειακά στημένες μορφές και η υψηλή ποιότητα της
ζωγραφικής της Ευρυτανίας, αποτελούν ένα σύνολο έργων που εντάσσεται στη
σφαίρα καλλιτεχνικής επιρροής της Θεσσαλονίκης παρόλο που δεν βρισκόταν στην
ευρύτερη περιοχή της.
126
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
1.4. Θεσπρωτία
Στην Θεσπρωτία η οποία επίσης ανήκε στο Δεσποτάτο της Ηπείρου σώζονται
δύο ναοί που τοποθετούνται στην εποχή του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Ο πρώτος,
βρίσκεται νοτιοδυτικά της Παραμυθιάς γνωστή ως Μεγάλη Παναγιά κάποτε
ονομαζόταν ως Παναγία η Παραμυθία. Πρόκειται για ένα μνημείο με όλα τα
χαρακτηριστικά των ναών του Δεσποτάτου της Ηπείρου, Στην εκκλησία δεν υπάρχει
ο τοιχογραφημένος διάκοσμος. Η εκκλησία χρονολογείται στον δεύτερο μισό του 13ου
αι.
Ο δεύτερος ναός στην Θεσπρωτία είναι ο ν α ό ς τ η ς Μ ε τ α μ ό ρ φ ω σ η ς
τ ο υ Σ ω τ ή ρ α σ τ η ν Π λ α κ ω τ ή . Η εκκλησία δεν έχει μελετηθεί, ενώ μέχρι
σήμερα δεν έχουν επισημανθεί στις πηγές κάποιες μαρτυρίες σχετικά με την ίδρυσή
της585. Ο Ε. Τσιγαρίδας και ο Π. Βοκοτόπουλος βάσει των αρχιτεκτονικών και
εικονογραφικών στοιχείων το χρονολογούν στην αρχή του 13ου αι.586
Οι τοίχοι του ναού είναι καλυμμένοι με ασβεστοκονίαμα, ωστόσο, είναι βέβαιο
ότι κάτω από αυτό διατηρείται εκτεταμένος τοιχογραφικός διάκοσμος. Αυτό
συνάγεται από τμήματα τοιχογραφιών που έχουν αποκαλυφθεί σε διαφορετικά
σημεία του ναού. Συγκεκριμένα, στην επιφάνεια της κόγχης του ιερού εντοπίστηκαν
μετωπικοί ιεράρχες (Εικ. 235). Στη βόρεια κεραία του σταυρού παριστάνεται η σκηνή
της Κοίμησης (Εικ. 234). Η σκηνή καταλαμβάνει τη μεγάλη επιφάνεια του τοίχου
ανακαλώντας την αντίστοιχη σκηνή στον Άγ. Νικόλαο της Ροδιάς η οποία βρίσκεται
στην ίδια ακριβώς θέση (Εικ. 104). Ωστόσο, η τοιχογραφία της Κοίμησης από την
Μεταμόρφωση του Σωτήρα στην Πλακωτή εκπροσωπεί ένα έργο με μάλλον
επαρχιακό χαρακτήρα. Σε γενικές γραμμές οι μορφές, των αποστόλων και των
αγγέλων, είναι μάλλον κοντές και πολύ γραμμικές. Ακραία σχηματοποίηση και
συνοπτική απόδοση χαρακτηρίζει τις πτυχώσεις των ενδυμάτων με γεωμετρικά
σχήματα.
Ωστόσο στο μνημείο εκπροσωπούνται και περισσότερο προοδευτικές
εικαστικές τάσεις που ασφαλώς σχετίζονται με την παρουσία άλλου ζωγράφου.
Χαρακτηριστική είναι η μορφή του ολόσωμου αγένειου αγίου που παριστάνεται
παριστάνεται ολόσωμος και μετωπικός στην κάτω ζώνη του βόρειου τοίχου δίπλα στο
τέμπλο, σε μια ιδιαίτερα περίοπτη θέση (Εικ. 236).587 Αν και δεν σώζεται η επιγραφή με
585 Ο ναός αναφέρεται από τον Χαραλάμπους ως καθολικό μονής, βλ. Χαραλάμπους 2008, 241-244
586 Τσιγαρίδας 1969, 43-44· Vocotopoulos 2012, 128, εικ. 12.
587 Χαραλάμπους 2008, 244.
127
το όνομα δίπλα στη μορφή του αγίου, τα εικονογραφικά χαρακτηριστικά της μορφής
και ιδιαίτερα της ενδυμασίας παραπέμπουν στον άγιο Παντελεήμονα. Η χειρουργική
λαβίδα με την οποία συνήθως εικονίζεται ο άγιος δεν διακρίνεται σήμερα στο δεξιό
χέρι. Το άλλο χαρακτηριστικό αντικείμενό του, δηλαδή ένα ανοικτό κιβωτίδιο με
φάρμακα στο αριστερό χέρι, αν και ιδιαίτερα διακοσμημένο, αποδίδεται επίπεδο
παραπέμποντας περισσότερο σε βιβλίο με διάλιθη στάχωση.
Η μορφή του αγίου Παντελεήμονα θα πρέπει να αποδοθεί σε άλλον ζωγράφο
από εκείνον της Κοίμησης, καθώς παρουσιάζει εικαστική ποιότητα που απέχει από
την ακραία σχηματοποίηση και την συνοπτική απόδοση μορφών και ενδυμάτων που
διακρίνεται στην παράσταση της Κοίμησης. Το πλατύ πρόσωπο του αγίου αλλά και ο
τρόπος απόδοσης των ενδυμάτων ανακαλεί τη απόδοση της μορφή του αγίου
Δημητρίου στον ομώνυμο ναό στη Θεσσαλονίκη (Εικ. 186).
Η ανεπτυγμένη λατρεία του αγίου Παντελεήμονα απαντά σε όλο το Βυζαντινό
κόσμο, καθώς και σε άλλες περιοχές που βρίσκονταν υπό την επίδρασή του. Στον ίδιο
άγιο αφιερώνονται πολλοί ναοί, ενώ εξαίρεται στα εικονογραφικά προγράμματα ήδη
από τη μεσοβυζαντινή εποχή.588 Η επιλογή μιας ιδιαίτερα τιμητικής θέσης για τον
συγκεκριμένο άγιο στην Πλακωτή, αποτελεί μια επιπλέον απόδειξη ότι ήταν
ιδιαίτερα τιμώμενος στην περιοχή της Ηπείρου, καθώς σε περίοπτη θέση εικονίζεται
επίσης στον Άγ. Βασίλειο Γέφυρας, στην Επισκοπή Ευρυτανίας, στους Ταξιάρχες στη
Κωστάνιανη κ.α.
Το γεγονός ότι σώζονται ελάχιστα δείγματα της ζωγραφικής από τον ναό της
Μεταμόρφωσης του Σωτήρα και μάλιστα από δύο ζωγράφους με σημαντική
«ποιοτική» μεταξύ τους διαφορά, καθιστά πολύ δύσκολο να δώσουμε κάποιες
περισσότερες παρατηρήσεις και να προτείνουμε συγκεκριμένη χρονολόγηση. Ωστόσο,
εκτιμώντας συνολικά τα πενιχρά δεδομένα αλλά και τον διττό χαρακτήρα του
τοιχογραφικού συνόλου της Πλακωτής, θεωρούμε ότι ορθά έχει ενταχθεί στην
καλλιτεχνική παραγωγή της Ηπείρου των αρχών του 13ου αι. Οπωσδήποτε όμως ο
καθαρισμός των τοιχογραφιών αυτών που παραμένουν στο μεγαλύτερό τους ακόμη
καλυμμένες, εκτός από την ασφαλέστερη χρονολόγησή τους, αναμένεται να
συμβάλλει σημαντικά στην έρευνα της καλλιτεχνικής παραγωγής της ύστερης
βυζαντινής περιόδου στην Ήπειρο.
588 Άγ. Παντελεήμονας στους Επάνω Μπουλαριούς (Δρανδάκης 1995, 365-391), στο Nerezi, (Sinkević 2000),
κ.λπ.
128
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
Κατά τα έτη 1215 - 1216 το μεσαιωνικό κράτος της Ηπείρου επεκτείνεται και
στα εδάφη που σήμερα ανήκουν στην Π.Γ.Δ.Μ. Μετά την άλωση της
Κωνσταντινούπολης το 1204 την περιοχή αυτή διεκδικούσαν τόσο οι Ηπειρώτες όσο
και οι Βούλγαροι. Ωστόσο, εάν εξαιρέσουμε ορισμένα σύντομα χρονικά διαστήματα,
τα συγκεκριμένα εδάφη βρίσκονταν κυρίως υπό την κυριαρχία των ηγεμόνων της
Ηπείρου. Ο Θεόδωρος κατάφερε να αποσπάσει από τους Βουλγάρους την Αχρίδα, τα
Σκόπια και τη Στρούμιτσα. Επιπλέον, η Αρχιεπισκοπή Αχρίδας γίνεται το κέντρο της
εκκλησιαστικής διοίκησης του κράτους της Ηπείρου. Η τέχνη στα μέρη αυτά γνώρισε
μεγάλη ακμή κατά τη μεσοβυζαντινή εποχή, επηρεάζοντας την εικαστική παραγωγή
στην ευρύτερη περιοχή. Δυστυχώς όμως όσον αφορά στην τέχνη από τον πρώιμο 13ο
αι., και ιδιαίτερα από την εποχή της σύντομης ηγεμονίας του Θεοδώρου, δεν έχει
σωθεί σχεδόν τίποτα. Ο αρχιεπίσκοπος Δημήτριος Χωματηνός αναφέρει ένα ναό που
ιδρύθηκε στο παλάτι των Σκοπίων στις αρχές του 13ου αι.,589 ο οποίος δεν σώζεται
σήμερα.
Από τις αρχές του 13ου αι. μόνο λίγα σπαράγματα των τοιχογραφιών από τη
μικρή εκκλησία του Π ρ ο φ ή τ η Η λ ί α κ ο ν τ ά σ τ ο G r n č a r i στη λίμνη Πρέσπα,
μπορούν να τοποθετηθούν στην εποχή που μας ενδιαφέρει. Στο ναό σώζεται η σκηνή
της Κοίμησης της Θεοτόκου (Εικ. 241-243) και ελάχιστα σπαράγματα της
Μεταμόρφωσης στο δυτικό τοίχο. Τις τοιχογραφίες αυτές έχει παρουσιάσει ο
Miljković-Pepek τοποθετώντας τες στην αρχή του 13ου αι.590 Με τη χρονολόγηση αυτή
συμφωνεί και ο Djurić.591 Η εικονογραφία της Κοίμησης είναι μια απλή σύνθεση
χαρακτηριστική για τη μεσοβυζαντινή εποχή, η οποία θα διατηρηθεί σε πολλούς
επαρχιακούς ναούς και κατά τον 13ο αι. Στη σκηνή συμμετέχουν λίγες μορφές, όπως
στη μονή Μυρτιάς (Εικ. 158) και στον Άγ. Νικόλαο Κρεμαστό της Αιτωλοακαρνανίας.
Τον Χριστό δεν περιβάλλουν άγγελοι, όπως στο Kurbinovo,592 ούτε υπάρχουν πολλοί
επίσκοποι, εκτός από έναν πάνω από το κεφάλι της Παναγίας. Από τους αποστόλους
σώζονται μόνο οι τρεις, από τους οποίους αναγνωρίζουμε τον Πέτρο με θυμιατό και
τον Ιωάννη στη συνηθισμένη στάση της προσκύνησης καθώς ασπάζεται την Παναγία
για τελευταία φορά. Στο βάθος ζωγραφίζεται ένα κτήριο αριστερά, το οποίο
τοποθετείται κυρίως στον οριζόντιο άξονά του και δεν βοηθά στη δημιουργία
129
εντύπωσης βάθους. Η παραδοσιακή εικονογραφία και ο συντηρητισμός προδίδουν τον
επαρχιακό χαρακτήρα του διακόσμου. Στην τεχνοτροπία οι ζωγράφοι ενώ είναι
φορείς των εκφραστικών μέσων της κομνήνειας παράδοσης, εισάγουν και κάποια
προοδευτικά στοιχεία στην τεχνική. Για παράδειγμα, η χρήση των γαλαζοπράσινων
προπλασμών στην απόδοση των φωτοσκιάσεων της σάρκας σηματοδοτεί μία σαφή
τάση υπέρβασης του τεχνοτροπικού συντηρητισμού.
593 Oswalld 2011, 47, υποσημ. 69, όπου και οι πηγές και αναλυτική βιβλιογραφία.
594 Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Γ. Βιταλιώτη, ο οποίος μου παραχώρησε τις φωτογραφίες του και
έδωσε πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τις ανασκαφές και τα μνημεία στην Αλβανία.
595 Mucaj – Lako – Hobdari – Vitaliotis 2004, 93-123.
596 Mucaj – Hobdari – Vitaliotis 2005, 303, fig. 22.
597 Βλ. στο πρώτο κεφάλαιο σσ. 53-54.
130
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
Σαράντα, υπήρχε και η βασιλική των Σαράντα Μαρτύρων (5ος - 6ος αιώνας), η οποία
αποτελούσε μεγάλο προσκύνημα, όπου πρέπει να υπήρχαν και τα λείψανα τους.598
Τέλος στην ίδια περιοχή, στο D h i v r i ( D h i v ë r ) , στον σπηλαιώδη ναό του
Αγίου Γεωργίου, το πρώτο στρώμα κατά την εκτίμηση του Ι. Βιταλιώτη, πρέπει επίσης
να χρονολογηθεί στη φάση της ηγεμονίας των Κομνηνοδουκάδων της Ηπείρου.599
131
2. Ναοί με στρώματα τοιχογραφιών από το 1231 - 1268
Παρά την παρακμή του κράτους της Ηπείρου και την απώλεια ορισμένων
εδαφών, τα οποία είχαν στην επικράτειά τους οι πρώτοι δύο ηγέτες, Μιχαήλ Α΄ και
Θεόδωρος, η τέχνη συνεχίζει να εξελίσσεται δημιουργικά και μετά το 1230. Όπως
έχουμε ήδη επισημάνει, τα διασωθέντα κατάλοιπα ζωγραφικής των πρώτων τριών
δεκαετιών προσφέρουν μια ελλιπή και αποσπασματική εικόνα, η οποία δεν μας
επιτρέπει ούτε την ακριβή χρονολόγηση του διακόσμου, ούτε και την κατά πλάτος
εξέταση των εικονογραφικών προγραμμάτων και της τεχνοτροπίας. Επί του Μιχαήλ
Β΄ (1231-1267/8) και της συζύγου του Θεοδώρας ανακαινίστηκαν ορισμένες παλαιές
εκκλησίες και κτίστηκαν καινούριες, από τις οποίες οι περισσότερες συνδέονται
άμεσα με τη δική τους χορηγία. Όπως προκύπτει από την έρευνά μας, οι εκκλησίες με
στρώματα τοιχογραφιών που πρέπει να χρονολογηθούν στην εποχή μεταξύ των ετών
1230 και 1270 είναι συνολικά εννέα. Οι περισσότεροι από αυτούς τους ναούς
βρίσκονται στην Άρτα: μονή Βλαχέρνας, Κάτω Παναγία, Άγ. Νικόλαος της Ροδιάς,
Άγ. Βασίλειος της Γέφυρας, Αγ. Θεοδώρα και μια μικρή φάση στον Άγ. Δημήτριο
Κατσούρη· ο ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα στο Γαλαξείδι, και δύο
σπηλαιώδεις ναοί στην περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας: ο Άγ. Νικόλαος ο Κρεμαστός
και οι Άγιοι Πατέρες στη Βαράσοβα. Ωστόσο, από τους προαναφερθέντες ναούς έχουν
χαθεί σημαντικά τμήματα ζωγραφικής, αφήνοντας έτσι μια αποσπασματική εικόνα,
ιδιαίτερα στην Κάτω Παναγία, στο ναό της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα στο
Γαλαξείδι, στη Βλαχέρνα, στον Άγ. Βασίλειο της Γέφυρας και στην Αγ. Θεοδώρα.
i. Άρτα
132
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
601 Βλ. αναλυτικά στην εισαγωγή και στον κατάλογο με σχετική βιβλιογραφία, σσ. 22-21, 255-
258, εικ. 37-38.
602 Βλ. Παπαδοπούλου 2007, 369-370, υποσημ. 3.
603 Παπαδοπούλου ό. π. 370-396. Βλ. επίσης στην προηγούμενη μελέτη της, Παπαδοπούλου
2002, 99-101.
604 Γιαννούλης 2010, 209-225, πίν.43-50, εικ. 509-520.
133
ζωγραφική της μονής Βλαχέρνας στην Άρτα, καθώς της Αγίας Θεοδώρας επίσης στην
Άρτα.
Εκείνο που δεν έχει προσεχθεί στη μέχρι τώρα έρευνα είναι ότι η επιγραφή που
συνοδεύει τη σκηνή του Ιησού διδάσκοντος εν τω Ιερώ είναι έμμετρη,606 αποτελούμενη
από δύο δωδεκασύλλαβους στίχους: ΕΝ ΤΟ ΙΕΡΩ ΔΙΔΑΣΚΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΩΝ / ΤΟΥΣ
ΑΠΙΘΕΙΣ ΙΟΥΔΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΟΙΣ.607
Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνει ότι συνεχίζεται η καλλιτεχνική παράδοση με τις
υψηλές θεολογικές και λογοτεχνικές αντιλήψεις των κτητόρων και καλλιτεχνών, τις
οποίες διαπιστώσαμε και στις πρώτες δεκαετίες του 13ου αι., όταν οι τρεις Ηπειρώτες
συγγραφείς και εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι, ο Ιωάννης ο Απόκαυκος, ο Δημήτριος ο
Χωματηνός και ο Γεώργιος ο Βαρδάνης συμμετείχαν ενεργώς στην καλλιτεχνική
δραστηριότητα στο Δεσποτάτο.608
Από τα μνημεία που αναφέραμε η μονή της Β λ α χ έ ρ ν α ς έχει
εξέχουσα θέση μεταξύ των άλλων και επειδή αποτελούσε το μαυσωλείο των
Δουκάδων της Ηπείρου. Ο τοιχογραφικός διάκοσμος διατηρείται αποσπασματικά
στον κυρίως ναό και σε μεγαλύτερη έκταση στον νάρθηκα ο οποίος μάλιστα έγινε σε
δύο διαφορετικές περιόδους. Τα τοιχογραφικά σύνολα έχουν μελετηθεί επαρκώς με
λεπτομερείς αναλύσεις, και μάλιστα στην πρόσφατη μονογραφία της Μ. Αχειμάστου-
Ποταμιάνου.609 Το μνημείο αυτό ωστόσο δεν θα ήταν δυνατόν να εξαιρεθεί από τη
γενική θεώρηση της ζωγραφικής της Ηπείρου στον 13ο αι. Στο πλαίσιο της δικής μας
606 Στην Κάτω Παναγία υπάρχουν και άλλες δύο έμμετρες επιγραφές. Και οι δύο είναι
εξωτερικές, εκ των οποίων η μια είναι πλίνθινη, τοποθετημένη στη νότια πλευρά του ναού, και
σύμφωνα με την αποκατάσταση του Γ. Βελένη διαβάζεται ως εξής: ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ [ΣΩ]Ν
ΠΑΝΑΓΝΕ ΙΣΤΩ[ΜΕ]Ν ΔΟΜΟΝ. Η δεύτερη είναι χαραγμένη στη δυτική παραστάδα της
βόρειας εγκάρσιας καμάρας και έχει ως εξής: ΠΥΛΑΣ ΗΜΙΝ ΑΝΟΙΞΟΝ Ω Θ(Ε)ΟΥ Μ(ΗΤ)ΕΡ /
ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ΟΥΣΑ ΠΥΛΗ. Βλ. Παπαδοπούλου 202, 98.
607 Το κείμενο είναι ειλημμένο από ένα στιχηρό της ακολουθίας της Μεσοπεντηκοστής: «Ἐν τῷ
Ἱερῷ ἐπέστης, ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ, μεσούσης τῆς ἑορτῆς, διδάσκων καὶ ἐλέγχων τοὺς ἀπειθεῖς
Ἰουδαίους, τοὺς Φαρισαίους καὶ Γραμματεῖς, καὶ βοῶν παρρησίᾳ πρὸς αὐτούς·...».
608 Το καλύτερο παράδειγμα παρουσιάζουν μαρτυρίες για τα επιγράμματα των λογίων αυτών
στα έργα της μικροτεχνίας, λόγου χάριν του Δημήτριου Χωματινού στο αργυρό πλαίσιο της
σήμερα απολεσθείσας εικόνας του Χριστού Μεγάλου Αρχιερέως από την Αχρίδα. S. Kissas,
«Natpis Dimitrija Homatijana na okovu ikone Hrista Velikog Arhijereja iz Ohrida», ZLU 23 (1987),
165-173. Επίσης και στις μολυβένιες σφραγίδες του Μιχαήλ Α΄ Αγγέλου και του Δημητρίου
Χωματινού. Βλ. αναλυτικά Kissas 1987, 41 - 42. Η ψηλή θεολογική και λογοτεχνική αντίληψη
παρουσιάζουν και οι επιλογή των κειμένων στα διάφορα ειλητάριο στον Αγ. Δημήτριο του
Κατσούρη και Παλαιάς Μητρόπολης στην Βέροια.
609 Αχειμάστου-Ποταμιάνου 2009.
134
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
μελέτης θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε κριτικά τις απόψεις της έρευνας για την
ένταξη των δύο έργων στην μνημειακή ζωγραφική της Ηπείρου όπως επίσης και το
γενικότερο ιδεολογικό περιεχόμενό τους.
Οι ερευνητές προτείνουν ότι προορισμός της μονής Βλαχέρνας να λειτουργεί
ως μαυσωλείο των Δουκάδων ορίστηκε από τον Μιχαήλ B΄ Δούκα, ο οποίος θεωρείται
και κτήτορας της ανοικοδόμησης και διακόσμησης του ναού. Το μοναστήρι όμως
κατείχε μια σημαίνουσα θέση και κατά την εποχή του Θεοδώρου Δούκα, όπως το
έχουμε επισημάνει και στο προηγούμενο κεφάλαιο.610 Η Αχειμάστου-Ποταμιάνου,
αναφέροντας και τις ιστορικές πληροφορίες, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι
εργασίες στη μονή, δηλαδή η ανέγερση της τρίκλιτης τρουλαίας βασιλικής, δεν
πραγματοποιήθηκε επί του Θεοδώρου Δούκα, αφού ο χρόνος που μεσολάβησε από το
1227 έως το 1230 ήταν σύντομος, για να ολοκληρωθούν τέτοιας έκτασης εργασίες. Η
άποψη αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους, εάν λάβουμε υπόψη ότι δεν ήταν
ασυνήθιστο να κτιστεί ένα κτήριο μέσα σε αντίστοιχο χρονικό διάστημα. Δεν
αποκλείεται όμως ότι οι μετατροπές του ναού να ξεκίνησαν μετά το 1230, ενώ η αιτία
των κατασκευών είναι δυνατό να ήταν μερική καταστροφή της εκκλησίας από το
σεισμό του 1231, όπως το έχει προτείνει ο Π. Φουντάς.611 Όσον αφορά στην εκτέλεση
του μνημειακού διακόσμου, η Αχειμάστου-Ποταμιάνου προτείνει ως πιθανή τη
χρονολόγησή του στα μέσα του 13ου αιώνα.
Ωστόσο, εάν λάβουμε υπόψη τη σημασία της συγκεκριμένης μονής, τότε δεν
φαίνεται ιδιαίτερα πειστική η υπόθεση ότι οι εργασίες στη διακόσμησή της ξεκίνησαν
τόσο αργά. Το έγγραφο από το 1227 δείχνει ότι στο μοναστήρι είχαν ήδη
εγκατασταθεί μοναχές (το αργότερο από το 1224), που μπορεί να σημαίνει ότι αυτό
συνοδευόταν και από κάποιες εργασίες. Για το λόγο αυτό πιστεύουμε ότι η
διακόσμηση του ναού είναι δυνατό να ξεκίνησε κατά την τρίτη δεκαετία του 13ου και
ότι συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια της ανακαίνισης του ναού μετά τις καταστροφές, τις
οποίες είχε προκαλέσει ο σεισμός.
Η Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου έχει ευφυώς προτείνει μία ερμηνεία του
εικονογραφικού προγράμματος στο ΒΔ γωνιακό διαμέρισμα, σε σχέση με την
135
μετάνοια που επέδειξε ο Μιχαήλ για την συμπεριφορά του έναντι της συζύγου του
Θεοδώρας. Συγκεκριμένα θεωρεί ότι η μοναδική στην μνημειακή τέχνη σύζευξη των
βασιλέων της Παλαιάς Διαθήκης Σολομώντα και Εζεκία στο ανατολικό τόξο του ΝΔ
γωνιακού διαμερίσματος, όπου πιστεύεται ότι βρισκόταν η σαρκοφάγος του Μιχαήλ,
δεν γίνεται τυχαία: αποτελεί συνειδητή επιλογή που υπαινίσσεται την μετάνοια,
αλλά και την κτητορική δραστηριότητα του ηπειρώτη ηγεμόνα, κατ’ αναλογία προς
τα συγκεκριμένα ιερά πρόσωπα, με τα οποία επιχειρείται μία αναγωγή μέσα στο
πνεύμα των προσφιλών στους Βυζαντινούς προτυπώσεων.612
Tο εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού δεν σώζεται πλήρως. Ωστόσο, τόσο ο
διατηρημένος διάκοσμος, όσο και οι μεγάλες διαθέσιμες επιφάνειες στο ναό, στις
οποίες υπήρχαν τοιχογραφίες, επιβάλλουν το συμπέρασμα ότι το εικονογραφικό
πρόγραμμα πρέπει να ήταν πολύ ανεπτυγμένο και ιδιαίτερα ο Χριστολογικός κύκλος.
Η ποιότητα της γλυπτικής, η χρήση ακριβών υλικών (λαζουρίτης, σποραδικά και
χρυσού) και το υψηλό επίπεδο της ζωγραφικής δείχνουν ότι η φάση της Βλαχέρνας
πρέπει να συνδεθεί με τεχνίτες που είχαν εκπαιδευθεί σε ένα σημαντικό
καλλιτεχνικό κέντρο. Αναζητώντας σχέσεις με ανάλογα έργα της μεταβατικής και
ενδιαφέρουσας αυτής περιόδου, έχει επισημανθεί ότι ο διάκοσμος της Βλαχέρνας
παρουσιάζει εντυπωσιακές ομοιότητες με τον αντίστοιχο της Mileševa (1222-1228). Η
Μ. Αχειμάστου Ποταμιάνου θεωρεί ότι η μεταξύ τους συνάφεια δεν υπερβαίνει τα
όρια που απορρέουν από την κοινή καλλιτεχνική παράδοση.613 Πιστεύει ότι
περισσότερο στενή είναι η σχέση της Βλαχέρνας με άλλα έργα της περιόδου, όπως
είναι η πρώτη φάση των Αγίων Αποστόλων του Peć και της Αγίας Σοφίας στην
Τραπεζούντα.614
Επανερχόμενοι στη Mileševa επισημαίνουμε ότι το σερβικό μνημείο έχει
απασχολήσει την έρευνα, καθώς έχει γίνει δεκτό ότι εκπροσωπεί ένα εικαστικό
ιδίωμα που δεν επηρέασε την τοπική εικαστική παραγωγή. O Djurić αναφέρει ότι η
ζωγραφική της Mileševa δεν είχε ευρύτερη απήχηση στις σερβικές περιοχές. Όταν
ολοκλήρωσαν την τοιχογράφηση της Mileševa, οι ζωγράφοι εγκατέλειψαν τη Σερβία
και παραμένει άγνωστο πού συνέχισαν να εργάζονται. Ο ίδιος ερευνητής
αναγνωρίζει το εικαστικό ιδίωμα του εργαστηρίου της Mileševa στην Αγ. Σοφία της
Μονεμβασίας.615
136
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
Επανεξετάζοντας τις σχέσεις ανάμεσα στα μνημεία αυτά και τις απόψεις των
προγενέστερων μελετητών, πιστεύουμε ότι το τοιχογραφικό σύνολο που βρίσκεται
πλησιέστερα στη Mileševa είναι χωρίς αμφιβολία η Βλαχέρνα. Η εικαστική συνάφεια
ανάμεσα στα δύο έργα είναι εμφανής χωρίς να επιβάλλει την απόδοσή τους στον ίδιο
καλλιτέχνη ή εργαστήριο. Οπωσδήποτε όμως τα τεχνοτροπικά κατ’ αρχάς αλλά και
τα εικονογραφικά στοιχεία επιτρέπουν να υποστηρίξουμε ότι πρόκειται για
καλλιτέχνες που ήταν εκπαιδευμένοι στο ίδιο καλλιτεχνικό κέντρο ή ίσως
χρησιμοποιούσαν κοινά πρότυπα. Για παράδειγμα εμφανείς ομοιότητες μεταξύ της
Μileševa και της μονής Βλαχέρνας παρουσιάζουν οι σκηνές της Προσευχής στη
Γεθσημανή, της Προδοσίας του Χριστού, οι ιεράρχες στην αψίδα, και οι άγιοι
Παντελεήμων και Μαρδάριος.
Οι τοιχογραφίες της μονής Βλαχέρνας στην Άρτα ακολουθούν την
εικονογραφία της μεσοβυζαντινής εποχής με εμπλουτισμό που είναι πολύ
χαρακτηριστικός για την παλαιολόγεια τέχνη. Επίσης, παρατηρούνται και μικρές
δυτικές επιδράσεις. Ως το καλύτερο παράδειγμα σκηνής που περιλαμβάνει όλα τα
πάνω αναφερόμενα χαρακτηριστικά είναι ο Εμπαιγμός. Πρόκειται για ένα σπάνιο
θέμα έως τα μέσα του 13ου αι. Η συγκεκριμένη σκηνή στη μονή Βλαχέρνας ακολουθεί
πρότυπα της μεσοβυζαντινής τέχνης,616 ενώ παράλληλα εισάγονται και πολλά
στοιχεία χαρακτηριστικά για τη μεταγενέστερη τέχνη. Στο κέντρο της σκηνής
τοποθετείται η ολόσωμη μορφή του Χριστού. Δεξιά και αριστερά του Χριστού, δύο
ομάδες στρατιωτών. Αριστερά του Χριστού είναι ο στρατιώτης, ο οποίος φορά κωνικό
στρατιωτικό κράνος με επαυχένιο και αλυσιδωτό περιλαίμιο. Το αλυσιδωτό
περιλαίμιο είναι το κυριότερο γνώρισμα της στολής των Σταυροφόρων. 617 Τέτοιο
κράνος με αλυσιδωτό περιλαίμιο στους στρατιώτες είναι όμως πιο χαρακτηριστικό για
την παλαιολόγεια ζωγραφική, π.χ. στους Αγ. Αποστόλους στο Peć στις σκηνές της
Προδοσίας και της Κρίσης,618 στον Άγ. Νικόλαο Ορφανό στη σκηνή της Κρίσης (1310-
1320) ή του Ελκομένου στην εκκλησία της Ανάστασης στη Βέροια (1315),619 στη
Σταύρωση στο Staro Nagoričino620 κ.λπ. Ωστόσο, και κατά τον 13ο αι. εικονίζεται
παρόμοιο κράνος με φολιδωτό περιλαίμιο στους στρατιώτες σε διαφορετικές σκηνές,
π.χ. στην Mileševa,621 στην Κοίμηση της Θεοτόκου Οξύλιθου Ευβοίας,622 στους
616 Αντίστοιχη παράσταση σώζεται, λόγου χάριν, στον Άγ. Μάρκο Βενετίας. Βλ. Demus 1984, 200-201.
617 Για τα στρατιωτικά κράνη στη μνημειακή ζωγραφική, βλ. Parani 2003, 123-125.
618 Djurić, Ćirković, Korać 1990, εικ. 71, 74.
619 Parani 2003, fig. 92 και 142.
620 Todić 1993, πίν. 11. S. Radojčić, Ruganje Hristu na fresci u Starom Nagoričinu, Zagreb, 1939.
621 Radojčić 1963, πίν. X
137
Ταξιάρχες στην Κωστάνιανη, κ.λπ. Ο αριστερός και ο δεξιός στρατιώτης στον
Εμπαιγμό της μονής Βλαχέρνας στην Άρτα κρατούν ασπίδες δυτικού τύπου,
οξύληκτες και δίχρωμες ασπίδες. Στο κάτω μέρος της τοιχογραφίας του Εμπαιγμού
εικονίζεται μια μορφή μίμου/χορευτή, ο οποίος κάνει διάφορες χειρονομίες. Μίμοι
είναι επίσης χαρακτηριστικοί για την παλαιολόγεια ζωγραφική.623 Χορευτής με
ιδιότυπες μακριές χειρίδες του ενδύματος απαντά στον Εμπαιγμό από τον 11ο αι.,
χορεύοντας όρθιος σε μικρογραφία του Laur. VI 23, καθώς και σε δύο εικόνες της
μονής Σινά.624 Όμως αυτός της Βλαχέρνας αντιστοιχεί ως προς τη στάση και τις
χειρονομίες με τον νέο που γονατίζει δεξιά στην παράσταση του Αγ. Μάρκου, χωρίς
τις χειρίδες του χορευτή εκεί, ενώ δύο πάλι στα γόνατα, σε αναλογία, λοιδορούν από
αριστερά τον Ιησού. Παρόμοιοι μίμοι εικονίζονται και στην αντίστοιχη παράσταση
του Αγ. Νικολάου της Ροδιάς.
Ο διάκοσμος της μονής Βλαχέρνας τοποθετείται στο πρώτο μισό του 13ου
αιώνα. Αν η πρόταση του Π. Φουντά ότι οι μετασκευές του ναού οφείλονται στην
σεισμική καταστροφή το 1231 είναι σωστή, τότε και η τοιχογράφηση του ναού πρέπει
να τοποθετηθεί στην εικοσαετία 1230-1250. Τα εικονογραφικά και τεχνοτροπικά
στοιχεία ανακαλούν τόσο τις καλλιτεχνικές τάσεις που διαμορφώνονται στη
Θεσσαλονίκη, όσο και το γενικότερο καλλιτεχνικό ρεύμα που αναγνωρίζεται στα
τοιχογραφημένα σύνολα της Σερβίας, της Πάτμου, της Βουλγαρίας και του Σινά. Την
τέχνη στις τελευταίες αυτές περιοχές μαζί με ορισμένες άλλες, π.χ. στην Κρήτη, στη
Ρόδο,625 και άλλα νησιά του Αιγαίου, συνδέει κοινό ύφος, και η τέχνη αυτή
χαρακτηριστική στη βιβλιογραφία ως «τέχνη της Νίκαιας». Πρόκειται ουσιαστικά για
την τέχνη της Κωνσταντινούπολης που αποτελούσε το κέντρο της κύριας
καλλιτεχνικής έκφρασης και από την οποία οι ζωγράφοι διασκορπίζονται σε διάφορες
περιοχές, όπου και δημιουργούνται καινούρια εργαστήρια. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι
υπήρχε ομαδική απομάκρυνση καλλιτεχνών από την Κωνσταντινούπολη προς τη
Νίκαια μετά το 1204, αφού έπρεπε να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες της καινούριας
πρωτεύουσας. Εκεί πρέπει να διαμορφώνονται και σημαντικά καλλιτεχνικά
εργαστήρια, τα οποία τροφοδοτούσαν την καλλιτεχνική παραγωγή τόσο των
138
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
γειτονικών περιοχών όσο και ορισμένων απομακρυσμένων, όπως ήταν η Σερβία626 και
το Σινά.627 Οπωσδήποτε όμως ένας αριθμός ζωγράφων παρέμεινε στην
Κωνσταντινούπολη συνεχίζοντας την προηγούμενη καλλιτεχνική παράδοση της, η
οποία εξελίσσεται με μια καινούρια τεχνοτροπία και προχωρημένη εικονογραφία.628
Ο τοιχογραφημένος διάκοσμος της μονής Βλαχέρνας κινείται στο ίδιο
εικονογραφικό και τεχνοτροπικό πλαίσιο που παρατηρείται στην Τράπεζα της
Πάτμου, στην Mileševa και στους Αγ. Αποστόλους στο Peć που χρονολογείται στην
περίοδο της τρίτης και τέταρτης δεκαετίας του 13ου αι. Ανακαλεί επίσης και
μεταγενέστερα χρονολογημένες τοιχογραφίες των Αγ. Νικολάου και Παντελεήμονα
στην Bojana (1259), οι οποίες στις τελευταίες δημοσιεύσεις συνδέονται με την τέχνη
της Νίκαιας. Η ποιοτική διακόσμηση της μονής Βλαχέρνας στην Άρτα μπορεί να
συσχετιστεί με την τέχνη της Κωνσταντινούπολης / Νίκαιας.
Από το έγγραφο του 1227 προκύπτει ότι στη Μονή, μετά την μετατροπή της σε
γυναικεία, εγκαταστάθηκε αδελφότητα ευγενών μοναζουσών από την
Κωνσταντινούπολη. Όπως έχει εύστοχα υποστηριχθεί, στη Μονή διαμορφώθηκαν
όλες οι πρϋποθέσεις για την μετάκληση ζωγράφων οι οποίοι ανταποκρίνονταν στις
απαιτήσεις τους.629
Με το ίδιο καλλιτεχνικό ύφος και τις καινούριες τάσεις που διαφαίνονται στο
διάκοσμο της μονής Βλαχέρνας μπορούν να συσχετιστούν και τοιχογραφίες ακόμα
τριών ναών του μεσαιωνικού κράτους της Ηπείρου στα μέσα του 13ου αιώνα. Ο
πρώτος είναι ο διάκοσμος της Κάτω Παναγίας και ο δεύτερος, κατά την εκτίμησή μας,
του Αγ. Νικολάου της Ροδιάς, για τον οποίο προτείνουμε χρονολόγηση στο δεύτερο
μισό του 13ου αιώνα. Ο τρίτος είναι ο Σωτήρας του Γαλαξείδι με ελάχιστες σωζόμενες
παραστάσεις, οι οποίες κατά τον Π. Βοκοτόπουλο σχετίζονται με τη μοναδική
σωζόμενη παράσταση στην Αγ. Σοφία στη Νίκαια.630
626 Αναφέραμε προηγουμένως ότι ο σέρβος αρχιεπίσκοπος Σάββας μετά τη χειροτονία του στη Νίκαια
φέρνει μαζί του καλλιτέχνες στη Σερβία. Βλ. Mljković 2008, 138· Todić 1990-1991, 25-26.
627 Panayotidi 2011, 238-243.
628 Striker - Kuban 1968, 185-193· Weitzmann 1971, 314-334.
629 Αχειμάστου-Ποταμιάνου 2009, 61-63.
630 Βοκοτόπουλος 1993-1994, 208.
139
Ρόδον τον Αμάραντον, κοντά στην Άρτα, το οποίο ονομαζόταν Ροδιά.631 Ο Ορλάνδος
χρονολόγησε το μνημείο στα τέλη του 13ου αι. ή αρχές του 14ου.632 Τα τελευταία
χρόνια έγινε δεκτό ότι οι τοιχογραφίες χρονολογούνται στις αρχές του 13 ου αι., όταν το
κράτος της Ηπείρου βρισκόταν στην ακμή της δύναμής του.633 Ως επιχείρημα για
αυτήν την χρονολόγηση θεωρήθηκε η τεχνοτροπία που παραμένει προσκολλημένη σε
συντηρητικά σχήματα, προσαρμοσμένα στην κομνήνεια παράδοση όπως και η
θεματολογία.634 Από την αναλυτική ανάλυση προκύπτει ότι αρκετά τεχνοτροπικά και
εικονογραφικά στοιχεία των τοιχογραφιών πηγάζουν από την παράδοση του 12ου αι.,
που ήταν και ένα γνωστό φαινόμενο κατά την διάρκεια ολόκληρου του 13ου αι., όπως
το έχουμε σχολιάσει προηγουμένως. Παράλληλα στον Άγ. Νικόλαο της Ροδιάς οι
πολλές προοδευτικές τάσεις σχετικά με την τεχνοτροπία εκφράζονται με ένα
διακριτικό τρόπο. Ωστόσο η γενική επιλογή των παραστάσεων και η διάρθρωση του
εικονογραφικού προγράμματος, εκτός από τα παραδοσιακά στοιχεία, εμπεριέχει και
πιο προχωρημένες αντιλήψεις που προσιδιάζουν στην παλαιολόγεια μνημειακή
τέχνη. Πρώτον, το εικονογραφικό πρόγραμμα χαρακτηρίζεται από μια έντονη
αφηγηματική διάθεση. Ο χριστολογικός κύκλος διευρύνεται με πολλά επεισόδια από
το δημόσιο βίο και τα πάθη του μαζί με κάποιο εμπλουτισμό. Έτσι η σκηνή της
Μεταμόρφωσης εμπλουτίζεται με τις σκηνές της ανόδου και της καθόδου του Χριστού
στο όρος Θαβώρ (Εικ. 109, 110), οι οποίες είναι τοποθετημένες χαμηλότερα από την
κύρια παράσταση, εκατέρωθεν του παραθύρου. Στην πρώτη ο Χριστός ανεβαίνει
συνομιλώντας με τους τρεις μαθητές. Την ίδια διάταξη μορφών ακολουθεί και η
σκηνή της καθόδου όπου ο Χριστός απευθύνει στους μαθητές την εντολή να μην
ανακοινώσουν πουθενά το γεγονός, στο οποίο ήταν παρόντες. Η σχετική επιγραφή
από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (17, 9) αναγράφεται πάνω στην σκηνή: [ΜΗΔΕΝΙ
ΕΙΠΗΤΕ] ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΕΩΣ ΟΥ Ο ΥΙΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ Ε[Κ ΝΕΚΡΩΝ ΑΝΑ]ΣΤΗ .
631 Η μονή αυτή, σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες, εκτός από αυτό είχε και άλλα τρία μετόχια. Σεραφείμ
Ξενόπουλος (Βυζάντιος), Δοκίμιον ιστορικής τινος περιλήψεως τής ποτε αρχαίας και εγκρίτου
ηπειρωτικής πόλεως Άρτης και της ωσαύτως νεωτέρας πόλεως Πρεβέζης, Εν Αθήναις 1884, 171-172· Δ.
Καμαρούλης, Τα Μοναστήρια της Ηπείρου, 2, Αθήνα 1996, 315-322.
632 Ορλάνδος 1936ε, 147.
633 Παπαδοπούλου 2002, 69· Βοκοτόπουλος 2007, 51· ο ίδιος 2012, 123.
634 Ό. π.
635 G. Millet, Recherches sur l'iconographie de l'evangile aux XIVe, XVe et XVI siècle d'après les monuments de Mistra;
de la Macédoine et du Mont Athos, Paris 1916 (1960), 231, fig. 198-200.
140
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
141
ίσως αφιερωμένο στους Ταξιάρχες.647 Στην παλαιολόγεια περίοδο η παρουσία
προφήτη στη Βάπτιση είναι περισσότερο συνηθισμένη, π.χ. καθολικό της Μονής του
Χιλανδαρίου όπου παριστάνεται μέσα στη Βάπτιση ο προφήτης Ησαΐας με το κείμενο
από το βιβλίο των Προφητειών του.648 Η απεικόνιση προφητών με ανοιχτά
ενεπίγραφα ειλητάρια κοντά σε ευαγγελικές σκηνές, τις οποίες κατά κάποιο τρόπο
σχολιάζουν εμφανίζονται σποραδικά και στη μεσοβυζαντινή μνημειακή τέχνη, αλλά
θα αποκτήσει πολύ μεγαλύτερη διάδοση στους χρόνους των Παλαιολόγων. Στον Αγ.
Νικόλαο της Ροδιάς στην σκηνή του Ευαγγελισμού, δίπλα στην Παναγία
ζωγραφίζεται σε μετάλλιο ο προφήτης Ησαΐας με το ειλητάριο που προφητεύει την
Γέννηση του Χριστού με το εξής γραμμένο κείμενο: ΙΔΟΥ Η ΠΑΡΘΕΝΟΣ [Ε]Ν ΓΑΣΤΡΙ
ΛΗΨΕΤΑΙ [ΚΑΙ ΤΕ]ΞΕΤΑΙ [ΥΙΟΝ ΚΑΙ] ΚΑΛΕΣΟΥ[Σ]Ι [ΤΟ] Ο[Ν]Ο[ΜΑ ΑΥΤ]ΟΥ
ΕΜ[Μ]ΑΝΟΥΗΛ (Ησ. 7,14).
Από τον 12ο αι. στη μνημειακή ζωγραφική αυτονομούνται και εξελίσσονται
όλο και πιο συχνά οι σκηνές από τη ζωή της Παναγίας.649 Ο Νίκων
Κωνσταντινουπόλεως ήδη από το 1088 μέσα στις Μεγάλες εορτές περιλάμβανε και το
Γενέσιο, τα Εισόδια και την Κοίμηση της Παναγίας650 και παράλληλα η παράσταση
εμφανίζεται και στην μνημειακή ζωγραφική, πχ. στoν Άγ. Μάρκο της Βενετίας, στο
Pskov κ.λπ. Αν είναι σωστή η υπόθεση μας, την οποία αναφέραμε στον κατάλογο, ότι
σκηνές από την δεύτερη ζώνη του νότιου τοίχου της Πρόθεσης επίσης ταυτίζονται με
τα επεισόδια από την ζωή της Παναγίας, τότε πρόκειται για ένα αναπτυγμένο κύκλο
της Παναγίας, ο οποίος περιλάμβανε τουλάχιστον δέκα σκηνές, μεταξύ των οποίων
είναι και η παράσταση της Παραδόσεως της πορφύρας στην Παναγία, πολύ σπάνια
παράσταση, γνωστή μόνο στην μνημειακή τέχνη της παλαιολόγειας εποχής, π.χ.
στην εκκλησία του Αγ. Νικολάου στη Sušica κοντά στο Markov Manastir,651 στον
εξωνάρθηκα της Μονής της Χώρας652 και στην Περίβλεπτο στο Μυστρά.653 Από τα
πρωιμότερα παραδείγματα το συγκεκριμένο γεγονός εντοπίζεται όχι στις
τοιχογραφίες, αλλά στα χειρόγραφα με Ομιλίες του Ιακώβου.654
142
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
Μέσα στον κύκλο της Παναγίας έχει ενδιαφέρον να αναφερθούμε και στις
εικονογραφικές λύσεις, τις οποίες παρουσιάζει η παράσταση των Εισοδίων στον Άγ.
Νικόλαο, την οποία και σχολιάσαμε εκτενώς στο προηγούμενο κεφάλαιο.655 Στη δεξιά
πλευρά παριστάνεται ο ιερέας Ζαχαρίας με την Παναγία, την οποία συνοδεύουν επτά
παρθένες με αναμμένες λαμπάδες και πίσω της ακολουθούν ο Ιωακείμ και η Άννα. Η
συγκεκριμένη διάταξη όπου οι παρθένες τοποθετούνται μεταξύ της Παναγίας και
των γονέων της αποτελεί καινούριο εικονογραφικό τύπο, ο οποίος θα κυριαρχήσει
στην παλαιολόγεια ζωγραφική.
Ο κύκλος της Παναγίας ολοκληρώνει με την παράσταση της Κοίμησης της
Θεοτόκου, η οποία καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του βόρειου τοίχου του κυρίως
ναού. Η σκηνή αποτελείται από δύο μέρη. Στο κάτω μέρος είναι το κεντρικό θέμα της
Κοίμησης, ενώ στο άνω τμήμα εικονίζεται η μεταφορά των αποστόλων σε νεφέλες.
Είναι προφανές ότι ο ζωγράφος δεν είχε αρκετό χώρο να ζωγραφίσει μια τόσο μεγάλη
σύνθεση στο δυτικό τοίχο, όπου είναι και η συνηθισμένη θέση της Κοίμησης. Από την
άλλη πλευρά όμως, τοποθετώντας την στο βόρειο τοίχο, την συνδέει άμεσα και με τον
υπόλοιπο Θεομητορικό κύκλο στην πρόθεση, και αφήνει ταυτοχρόνως το δυτικό μέρος
του ναού για ανάπτυξη του Χριστολογικού κύκλου. Η τοποθέτηση της παράστασης
της Κοίμησης στο βόρειο τοίχο στα βυζαντινά μνημεία δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο.
Μόνο στην περίπτωση των σταυρεπίστεγων βυζαντινών ναών παρατηρούμε ότι από
τις δεκαέξι περιπτώσεις που εμφανίζεται η Κοίμηση, στους οκτώ ναούς η σκηνή αυτή
παριστάνεται στο βόρειο τοίχο.656 Επίσης στον ελλαδικό χώρο, η Κοίμηση στην ίδια
θέση απαντά και στη Μεταμόρφωση στο Πλακωτή,657 στον Άγ. Νικόλαο
Μονεμβασίας, 658 στην Περίβλεπτο του Μυστρά, κ.λπ. Η παρουσία της Κοίμησης στο
βόρειο τοίχο σε αρκετά βυζαντινά μνημεία συνδέεται με τον υπόλοιπο Θεομητορικό
κύκλο, άλλα όχι σε όλα, όπως π.χ. στον Άγ. Νικόλαο στη Μονεμβασία, όπου
υπάρχουν τέσσερις σκηνές από το θεομητορικό κύκλο, ενώ η Κοίμηση δεν συνδέεται
με αυτές. Η Κοίμηση εμφανίζεται και ως μοναδική θεομητορική παράσταση: στην Άγ.
Τριάδα (Κρανίδι), στους Αγ. Κωνσταντίνο και Ελένη (Αχρίδα), κ.λπ.659 Η παράσταση
143
της Κοίμησης στο βόρειο τοίχο του Αγ. Νικολάου της Ροδιάς βρίσκεται κοντά και στην
Πεντηκοστή, η οποία καταλαμβάνει ολόκληρη την καμάρα της Πρόθεσης. Η Κοίμηση
και η Πεντηκοστή αποτελούν τις κύριες εορτές της θερινής περιόδου.
Στις κάτω ζώνες του κυρίως ναού εικονίζονται ολόσωμες μορφές, από τις
οποίες κυριαρχούν οι δέκα στρατιωτικοί άγιοι, με ωραίες στρατιωτικές ενδυμασίες. Τα
κεφάλια τους είναι αρκετά κατεστραμμένα. Αναγνωρίζουμε από τα γράμματα μόνο
τους αγίους Μερκούριο και Αρτέμιο. Μέχρι τον 13ο αι. ο άγιος Αρτέμιος παριστανόταν
αποκλειστικά ως μάρτυρας και όχι ως στρατιώτης. Στον 12ο αι. ο άγιος αυτός
εξακολουθεί να εικονίζεται ως μάρτυρας ντυμένος με μακρύ χιτώνα και τοποθετείται
κυρίως μαζί με τους υπόλοιπους στρατιώτες. Από τον 13ο αι. αρχίζει να ζωγραφίζεται
με στρατιωτικά ρούχα και διάφορα όπλα. Το παλαιότερο παράδειγμα είναι από την
ΠΓΜΔ το Manastir (1271)660 και το Πρωτάτο.661
Στο ναό του Αγίου Νικολάου της Ροδιάς ενδιαφέρον παρουσιάζει και η επιλογή
και η διάταξη μερικών άλλων σπάνιων σκηνών. Στο νότιο τοίχο του νάρθηκα, δεξιά
από το παράθυρο, σώζεται επιγραφή Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΜΕΤΑΛΜΒΑ[ΝΩΝ] ΤΟΝ ΑΝΘΡΑΚΑ
που σημαίνει ότι στο σημείο αυτό εικονιζόταν η ενόραση του προφήτη Ησαΐα.
Διακρίνεται και η μορφή του προφήτη Ησαΐα κάτω από την επιγραφή, που γυρίζει το
κεφάλι προς τα πάνω. Είναι προφανές ότι απεικονιζόταν το γεγονός με το Σεραφείμ
που άγγιξε κρατώντας με λαβίδα ένα αναμμένο κάρβουνο το στόμα του προφήτη
Ησαΐα (Ησ. 6, 6-7), όπως στην Παναγία Περίβλεπτο στην Αχρίδα (1295-1296) (Εικ. 279)
και στο καθολικό της μονής Χιλανδαρίου (1320).662 Οι παλαιότερες απεικονίσεις της
ενόρασης του προφήτη Ησαΐα σώζονται στα χειρόγραφα ήδη από τον 9ο αι., π.χ. στις
Ομιλίες του Γρηγορίου Θεολόγου Par. gr. 510 f. 67v,663 και στην Χριστιανική
Τοπογραφία του Κοσμά του Ινδικοπλεύστη, κωδ. Vat. gr 699, f. 72v,664 ενώ στη
μνημειακή τέχνη από την αρχή του 10ου αι. στην Καππαδοκία: στην εκκλησία των
Τριών Σταυρών στο Güllü Dere, στους Αγ. Αποστόλους στη Σινασό665 και στο Pancarlik
kilise (Αγ. Θεόδωρος), κοντά στο Ürgüp από τον 11ο αι.666 Το θέμα επαναλαμβάνεται
στον 12ο αι. σε μερικά κωνσταντινουπολίτικα χειρόγραφα, π.χ. στις ομιλίες του
144
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
145
καθαρώτατος Θεός, ἵνα τὴν σάρκα πιστώσῃ μου, τὴν ἐκ Παρθένου» (Όρθρος, Κάθισμα
μετά το πολυέλαιο).
Και στο διακονικό της μονής Κάτω Παναγίας στην Άρτα στο τεταρτοσφαίριο
της κόγχης είναι τοποθετημένος ο Χριστός ως Παλαιός των Ημερών, όπου και πάλι
μπορεί να συνδεθεί με τον κύκλο της παιδικής ηλικίας του Χριστού, αφού στο βόρειο
τοίχο του ίδιου χώρου σώζεται η παράσταση του Ιησού Δωδεκαετούς στον ναό.
Με την Υπαπαντή και τον Παλαιό των Ημερών πρέπει να συνδεθεί και η
παράσταση της Προσκύνησης των φτερωτών Αγγέλων στο σταυρό. Στο συμπέρασμα
αυτό μας οδηγεί και το τρίτο στιχηρό Εις την Λιτήν της ακολουθίας της Υπαπαντής,
όπου αναφέρεται: «Ὅνπερ οἱ ἄνω λειτουργοὶ τρόμῳ λιτανεύουσι, κάτω νῦν ὁ Συμεών,
ὑλικαῖς ἀγκάλαις δεχόμενος, τὸ θεῖον τοῖς ἀνθρώποις ἑνοῦσθαι ἐκήρυττε».674 Δεν
αποκλείεται ο δημιουργός του εικονογραφικού προγράμματος να βρήκε στο στιχηρό
αυτό την έμπνευση για ολόκληρη την άνω ζώνη του διακονικού, αφού η διάταξη των
σκηνών ακολουθεί τις λέξεις του στιχηρού: στη μέση παριστάνεται ο Παλαιός των
Ημερών, από την δεξιά του πλευρά, στο βόρειο τοίχο, τον προσκυνούν οι άγγελοι στην
πομπή, ενώ στο νότιο τοίχο είναι τοποθετημένη η Υπαπαντή. Και η παρουσία του
Σταυρού, ο οποίος βρίσκεται μπροστά από την πομπή, τον οποίο οι άγγελοι επίσης
προσκυνούν, καθώς και το σύμβολο του πάθους στο χέρι του πρώτου αγγέλου, πρέπει
να συνδεθούν με την εν λόγω εορτή. Τόσο στην περιγραφή του γεγονότος της
Υπαπαντής στην Καινή Διαθήκη (Λουκ. 2, 35) όσο και στην υμνογραφία της εορτής,
γίνονται αναφορές στο Πάθος του Χριστού, το οποίο ο Συμεών προανήγγειλε στην
Παναγία: «Καὶ σοῦ τὴν καρδίαν ἄφθορε, ῥομφαία διελεύσεται, Συμεὼν τῇ Θεοτόκῳ
προηγόρευσεν, ἐν Σταυρῷ καθορώσης, τὸν Υἱὸν ᾧ βοῶμεν· Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὁ τῶν
Πατέρων ἡμῶν».675
Στη μνημειακή ζωγραφική δεν είναι γνωστές άλλες παραστάσεις των
αγγέλων στην πομπή που να προσκυνούν τον σταυρό μπροστά τους και να έχουν την
επιγραφή Η ΠΡΟΣΚΥΝΙΣΗΣ (Εικ. 96).676 Σώζονται όμως παρόμοιες σκηνές στη
μνημειακή ζωγραφική του ελλαδικού χώρου, όπως λόγου χάριν στο ναό της
146
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
Υπαπαντής στο Σοφικό, στην ανατολική Κορινθία,677 και στο ασκηταριό των Αγίων
Πατέρων στη Βαράσοβα Αιτωλίας.678
Μια άλλη σπάνια επιλογή εικονογραφικών θεμάτων στον Άγ. Νικόλαο της
Ροδιάς παρουσιάζουν οι σκηνές στα τύμπανα του νότιου και βόρειου γωνιακού
διαμερίσματος του κυρίως ναού. Στο νότιο είναι τοποθετημένη η παράσταση των
Τριών Παίδων εν τη καμίνω ενώ στην ίδια θέση στο βόρειο γωνιακό διαμέρισμα η
σκηνή των Επτά Παίδων εν Εφέσω, σε συμμετρική διάταξη με την πρώτη σκηνή.
Η απεικόνιση των Τριών Παίδων εν καμίνω ήταν αρκετά γνωστή στη
μνημειακή ζωγραφική ήδη από την παλαιοχριστιανική περίοδο και μετά,679 ενώ
αντιθέτως η παράσταση των Επτά Παίδων εμφανίζεται από τον 11ο αι. και ανήκει σε
ομάδα πολύ σπάνιων παραστάσεων.680
Οι παλαιότερες παραστάσεις των Επτά Παίδων έχουν σωθεί σε μικρογραφίες
χειρογράφων από τον 9ο αι.,681 ενώ στη μνημειακή ζωγραφική αντίστοιχα
παραδείγματα χρονολογούνται από τον 11ο αι., π.χ. στην Αγ. Βαρβάρα στην
Καππαδοκία (1006-1021)682 και στην Αγ. Σοφία της Αχρίδας (γύρω στο 1050),683 στο ναό
του Ευαγγελισμού στο Arkazhi, Novgorod (1189),684 στο παρεκκλήσιο της Μονής του
147
Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο (1200).685 Στην Αγ. Βαρβάρα της Καππαδοκίας
και στην Πάτμο οι Επτά Παίδες παριστάνονται ως αυτόνομες προσωπογραφίες μέσα
σε μετάλλια και όχι κοιμώμενοι μέσα σε ένα σπήλαιο, όπως συνηθιζόταν.
Η συγκεκριμένη παράσταση από τον Άγ. Νικόλαο της Ροδιάς παρουσιάζει
ενδιαφέρον όχι μόνο ως σπάνιο εικονογραφικό θέμα, το οποίο επέλεξε ο ζωγράφος,
αλλά και ως μια πρωτότυπη τοιχογραφία. Έτσι η σκηνή παρουσιάζει την στιγμή που
άρχισαν να ξυπνούν οι νέοι, δύο εικονίζονται ξύπνιοι, ενώ οι υπόλοιποι ακόμα
κοιμούνται. Στις άλλες παραστάσεις οι νεαροί εικονίζονται βυθισμένοι σε ύπνο.
Επίσης, στον Άγ. Νικόλαο της Ροδιάς οι Εφτά Παίδες δεν είναι τοποθετημένοι ο ένας
δίπλα στον άλλο. Είναι διατεταγμένοι σε δύο ζώνες και κάθε νεαρός έχει το δικό του
χώρο στο σπήλαιο, ενώ η στάση τους είναι άνετη και διαφορετική.686 Παρόμοιες
στάσεις υπάρχουν και στην εκκλησία στο Arkazhi του Novgorod (1189)687 αλλά και
στην μεταβυζαντινή ζωγραφική, όπως σε μια εικόνα από το μουσείο Hermitage 16ο
αι.688 Δίπλα σε κάθε νεαρό υπάρχουν από δύο καλάθια κρεμασμένα σε μεταλλικές
βέργες. Συνήθως ζωγραφίζεται στο πάνω μέρος μόνο ένα καλάθι σε ολόκληρη
παράσταση.689 Στη μορφή του Μαρτίου εκτός από το καλάθι υπάρχει και κρεμασμένο
δοχείο νερού. Όλες οι μορφές εικονίζονται σε νεαρή ηλικία, αγένειοι με κοντά μαλλιά
και στα κεφάλια τους φορούν ανατολικού τύπου μικρούς πίλους και έχουν
φωτοστεφάνους. Φορούν πολύτιμα ενδύματα διακοσμημένα με παρόμοια κεντήματα
στα μανίκια, στις άκρες του χιτώνα. Όλοι φέρουν χιτώνες που πορπώνονται στον
ώμο. Στα πόδια έχουν υφασμάτινες δρομίδες που φτάνουν μέχρι το γόνατο.
Η παράσταση των Επτά Παίδων εν Εφέσω δεν σώζεται στα άλλα μνημεία του
Δεσποτάτου της Ηπείρου, και γενικά σπάνια περιλαμβάνονται στο ζωγραφικό
διάκοσμο των βυζαντινών ναών. Ωστόσο, εμφανίζεται στην Αχρίδα από τον 11ο αι.
και στη μονή Studenica (1208),690 στοιχείο που μαρτυρεί ότι η λατρεία τους ήταν
γνωστή στην ευρύτερη περιοχή.
148
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
Ήδη αναφέραμε ότι στον Άγιο Νικόλαο οι σκηνές βρίσκονται στα γωνιακά
διαμερίσματα. Στον 12ο αι. τα γωνιακά διαμερίσματα προορίζονταν για ορισμένες
σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη, π.χ. στη Ζωοδόχο Πηγή Σαμαρίνας, όπου στο νότιο
σώζονται οι Τρεις Παιδες εν καμίνω και η Φιλοξενία του Αβραάμ, ενώ στο βόρειο
δυστυχώς δεν αναγνωρίζονται οι σκηνές. Στην Studenica η σκηνή των Εφτά Παίδων
παριστάνεται στο βόρειο παρεκκλήσιο μαζί με τις σκηνές των Τριών Παίδων και της
Θυσίας του Αβραάμ, αλλά και της Ανάληψης του Προφήτη Ηλία. Όλες αυτές οι
σκηνές έχουν κάποιο συμβολισμό, όπως της Ευχαριστίας, ή προεικονίζουν την
Παναγία, την Ανάληψη, κ.λπ. και όλες μαζί προεικονίζουν την Ανάσταση. Στον Άγ.
Νικόλαο της Ροδιάς στη δυτική πλευρά του ναού, μεταξύ των παραστάσεων των
Τριών Παίδων και των Επτά Παίδων υπάρχουν σκηνές από τα Πάθη του Χριστού – η
Προσευχή, η Προδοσία, ο Ελκόμενος, η Σταύρωση και η Αποκαθήλωση. Η θέση των
σκηνών των Τριών Παιδών εν καμίνω και των Επτά Παίδων εν Εφέσω θα μπορούσε
να είναι κατανοητή σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες σκηνές, οι οποίες βρίσκονται
γύρω τους. Οι δύο αυτές σκηνές προεικονίζουν λοιπόν τη σωτηρία του ανθρώπου, η
οποία συντελέστηκε με τα πάθη του Χριστού και την Ανάστασή του. Ωστόσο, η
παράσταση των Εφτά Παίδων από ορισμένους μελετητές έχει συνδεθεί και με τις
προεικονίσεις της Παναγίας, όπως π.χ. από την Τ. Carevskaya στο Arkazhi του
Novgorod (1189), όπου η παράσταση τοποθετείται στη συνέχεια του Θεομητορικού
κύκλου.691 Στον Άγ. Νικόλαο της Ροδιάς η σκηνή επίσης βρίσκεται στη συνέχεια του
κύκλου της Παναγίας. Επομένως, εάν η ερμηνεία αυτή ευσταθεί, τότε είναι δυνατή η
εφαρμογή της και στην περίπτωση του δικού μας ναού.
Ο κύκλος του βίου του αγίου Νικολάου που βρίσκεται στον νάρθηκα του
ομώνυμου ναού της Ροδιάς έχει χρονολογηθεί στο δεύτερο μισό του 13ου αι.692
Πρόκειται για έναν ιδιαίτερα ανεπτυγμένο κύκλο του βίου του δημοφιλούς αγίου.
Παρόλο που το μεγαλύτερο μέρος των τοιχογραφιών είναι καλυμμένο με αιθάλη,
χωρίς αμφιβολία ανήκει στην ίδια ζωγραφική φάση με τον υπόλοιπο ναό. Εάν
προσέξουμε μόνο τις δύο καλύτερα σωζόμενες παραστάσεις, της διάσωσης του πλοίου
και της απελευθέρωσης των καταδίκων από τον άγιο Νικόλαο, θα παρατηρήσουμε ότι
ο τρόπος με τον οποίο ζωγραφίζονται τα πρόσωπα και η ενδυμασία είναι όμοιος με τις
υπόλοιπες σκηνές στον κυρίως ναό. Έτσι, λόγου χάριν, η σύγκριση του διακόσμου στα
μανίκια του αγίου. Νικολάου και στους Επτά Παίδες, θα μας οδηγήσει στο ίδιο
συμπέρασμα. Η παράσταση της διάσωσης του πλοίου διαφέρει σ’ ένα σημείο από τις
149
παραστάσεις με την ίδια θεματική στη μνημειακή ζωγραφική του 13ου αι. Εάν την
συγκρίνουμε με την αντίστοιχη σκηνή από την Αγ. Σοφία Μονεμβασίας, τον Άγ.
Νικόλαο στη Μεγάλη Καστάνια Μάνης, στην Bojana και στο Μελένικο (Melnik) της
Βουλγαρίας, θα παρατηρήσουμε ότι στον Άγ. Νικόλαο της Ροδιάς ο άγιος
ζωγραφίζεται όρθιος, κάτι που είναι σπάνιο για τον 13ο αι., αφού συνηθίζεται να
παριστάνεται καθιστός, αυστηρός και να κοιτά προς τους ναύτες. Στην εικονογραφία
από τον 14ο ο άγιος Νικόλαος ζωγραφίζεται όρθιος στη Θεσσαλονίκη στον Άγ.
Νικόλαο Ορφανό, στον Άγ. Νικόλαο Πλάτσας στο Καμπινάρι, στο Staro Nagoričino,
στην Gračanica κ.α. και είναι τοποθετημένος πιο κοντά προς το κέντρο του πλοίου
κρατώντας στο ένα χέρι βιβλίο και έχοντας το άλλο υψωμένο προς τους δαίμονες
μέσα στη θάλασσα.693 Η προτεινόμενη από άλλους ερευνητές χρονολόγηση του
τοιχογραφημένου βίου του αγίου Νικολάου στο δεύτερο μισό του 13ου αι. συνηγορεί
στην υπόθεσή μας ότι ο διάκοσμος του Νικολάου της Ροδιάς πρέπει να τοποθετηθεί
μετά το 1250.
150
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
Κατά την εκτίμησή μας, ο διάκοσμος του ναού πρέπει να χρονολογηθεί στα
μέσα του 13ου αι. Την ίδια εποχή και τάση εκφράζει ο διάκοσμος του Άγ.
Παντελεήμονα στην Bojana, όπου και διαπιστώνονται ιδιαίτερες ομοιότητες ανάμεσά
τους. Ο διάκοσμος του καλύμματος της αγίας Τράπεζας στη Μετάληψη στον Αγ.
Νικόλαο της Ροδιάς είναι ίδιος με εκείνο το αντίστοιχο ύφασμα στην παράσταση της
χειροτονίας του αγίου Νικολάου από την Bojana. Επίσης, και οι ιεράρχες στην αψίδα
στην εικονογραφία και την τεχνοτροπία ανακαλούν τους αντίστοιχους ιεράρχες από
την Bojana.694 Η στάση των Ιεραρχών (οκτώ συνολικά, αρκετά κατεστραμμένοι) στον
Άγ. Νικόλαο της Ροδιάς δεν είναι μετωπικοί, όπως έχει προταθεί,695 και στα χέρια τους
κρατούν ανοιχτά ειλητάρια, όχι βιβλία.
Οι τοιχογραφίες του Αγ. Νικόλαο της Ροδιάς ανακαλούν και άλλα
τοιχογραφημένα σύνολα που χρονολογούνται στα μέσα του 13ου αι. Ο Παλαιός των
Ημερών από το διακονικό στη Ροδιά ανακαλεί την αντίστοιχη μορφή στην Κάτω
Παναγία στην Άρτα, στον Αγ. Ιωάννη Καλθβίτη στα Ψαχνά της Εύβοιας (1245),696 ενώ
σαφείς αναλογίες διακρίνουμε στην απόδοση ορισμένων προσώπων από την Αγ.
Τριάδα στο Κρανίδι (1244).697
Στην Άρτα σώζεται διάκοσμος και ενός άλλου ναού που οι ερευνητές έχουν
τοποθετήσει στα μέσα του 13ου αι. Πρόκειται για τον Ά γ . Βασίλειο της
Γ έ φ υ ρ α ς κοντά στην παλαιά γέφυρα, από την οποία και πήρε την ονομασία «της
Γέφυρας». Η μοναδική ιστορική αναφορά στην εκκλησία αυτή ανήκει στο
μητροπολίτη της Άρτας Σεραφείμ Ξενόπουλο στο «Δοκίμιον Ιστορικόν περί Άρτης και
Πρεβέζης»698, στο οποίο με λεπτομερή τρόπο παρουσιάζει την ιστορία, κυρίως
εκκλησιαστική, των προαναφερόμενων περιοχών και της Ηπείρου γενικότερα. Ο
συγγραφέας αναφέρει ότι αρχικά ο ναός αποτελούσε καθολικό μονής και μετά
μετατράπηκε σε ενοριακό. Δεν έχουμε καμία ιστορική πληροφορία για την ακριβή
χρονολόγηση των τοιχογραφιών στο Άγ. Βασίλειο της Γέφυρας.
Ο διάκοσμος του ναού είναι διαφορετικός από τα τρία άλλα τοιχογραφημένα
σύνολα στην Άρτα, τα οποία ήδη αναφέραμε: στη μονή Βλαχέρνας, στην Κάτω
Παναγία και στον Άγ. Νικόλαο της Ροδιάς. Ως προς την τεχνοτροπία, ο καλλιτέχνης
694 K. Popkonstantinov, Zograf Vasilie and the Boyana church 750 years later, Sofia 2009, fig 46a.
695 Γιαννούλης 2010, 40, 104.
696 Ιωάννου 1959, εικ. 6-12.
697 Kalopissi-Verti 1975, πίν. 15, 16, 21.
698 Δοκίμιον Ιστορικόν περί Άρτης και Πρεβέζης, Άρτα 1986.
151
παραμένει προσκολλημένος στα υστεροκομνήνεια πρότυπα. Παρατηρείται έντονη
γραμμικότητα, ιδιαίτερα στα περιγράμματα των μορφών, η οποία δεν είναι τόσο
παχιά όπως στον Άγ. Νικόλαο της Ροδιάς. Χοντρές γραμμές δηλώνουν τις πτυχώσεις
των ενδυμάτων. Οι ρυτίδες στα πρόσωπα αποδίδονται με έντονες γραμμές. Οι μύτες
των αγίων αποδίδονται ίσιες και λεπτές και τα μάτια σε στρογγυλό σχήμα. Οι μορφές
είναι ψηλές, με σωστές αναλογίες. Είναι πολύ ήρεμες με ένα ζωηρό βλέμμα.
Οι ιεράρχες παριστάνονται σε μετωπική στάση με πλάγιο βλέμμα. Στη
συνέχεια των ιεραρχών της κόγχης της αψίδας στους τοίχους της ανατολικής κεραίας
παριστάνεται η ομάδα των ιαματικών αγίων. Στο νότιο τοίχο εικονίζονται οι άγιοι
Ανάργυροι, Κοσμάς και Δαμιανός, και ανάμεσά τους η μητέρα τους αγία Θεοδότη,
ενώ στο βόρειο ο άγιος Παντελεήμονας και άλλοι δύο άγιοι, στους οποίους είναι
δυνατό να αποδοθούν θεραπευτικές ιδιότητες, ο άγιος Ελευθέριος και σύμφωνα με
τον Γιαννούλη ο άγιος Χαράλαμπος.699 Ο Δ. Γιαννούλης, αναλύοντας το
εικονογραφικό πρόγραμμα, σχολιάζει ότι η παράσταση των ιαματικών αγίων στη
θέση αυτή αποτελεί έναν αρχαϊσμό. Ωστόσο, η επιλογή και η θέση τους στη
μνημειακή ζωγραφική διέφερε από ναό σε ναό. Από τον 10ο μέχρι τον 12ο αι. η πιο
συνηθισμένη θέση τους ήταν όντως στο Ιερό Βήμα ή κοντά στο Ιερό (π.χ. στους Αγίους
Αναργύρους στην Καστοριά700, στην Αγ. Σοφία στην Αχρίδα, στην Παναγία των
Χαλκέων στη Θεσσαλονίκη,701 στην Παναγία Μαυριώτισσα στην Καστοριά, κ.α.).
Βεβαίως υπάρχουν και παραδείγματα από τον 12ο αι. όπου οι άγιοι Ανάργυροι
παριστάνονται στο δυτικό μέρος του ναού, όπως λ. χ. στην Παναγία Αρακιώτισσα
στην Κύπρο, στον Άγ. Νικόλαο τον Κασνίτζη στην Καστοριά,702 στον Αη Στράτηγο
Επάνω Μπουλαριών στη Μάνη,703 κ.λπ. Αντίθετα, στον 13ο αι. εμφανίζονται και στο
ανατολικό μέρος, όπως στο διακονικό της Μητρόπολης του Μυστρά, όπου υπάρχει
τοιχογραφία των αγίων Κοσμά και Δαμιανού μαζί με τις παραστάσεις τεσσάρων
θαυμάτων τους·704 στο βόρειο τοίχο του διακονικού της Παναγίας Χρυσαφίτισσας στην
Λακωνία, όπου παριστάνονται οι άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός και η μητέρα τους αγία
699 Ο άγιος Χαράλαμπος στο συναξάρι του αναφέρεται ως θαυματουργός και ιαματικός άγιος με
ιδιαίτερη χάρη κατά της αρρώστιας της πανούκλας. H. Delehaye, Synaxarium Ecclesiae
Constantinopolitanae, Acta Sanctorum, Bruxellis 1954, 455· Μ. Βασιλάκη, «Εικόνα του αγίου
Χαραλάμπους», ΔΧΑΕ ΙΓ΄ (1985-1986), 247-258.
700 Πελεκανίδης 1953, πίν. 5, 12.
701 Α. Τσιτουρίδου, Η Παναγία των Χαλκεών, Θεσσαλονίκη 1985, 45, 46, εικ. 19.
702 Πελεκανίδης 1992, 52.
703 Δρανδάκης 1995, 404, εικ. 21 και 22, πίν. 110 .
704 Chatzidakis 1981, 55.
152
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
Θεοδότη,705 στο διακονικό του Αγ. Σώζοντος στο Γεράκι όπου σώζονται στηθαίες
μορφές των αγίων Κύρου και Ιωάννου706 κ.λπ.
Από τα εικονογραφικά θέματα στον Άγ. Βασίλειο της Γέφυρας αξίζει να
σχολιάσουμε και μια άλλη, αρκετά σπάνια παράσταση, την οποία έχουν παρουσιάσει
και οι προηγούμενοι ερευνητές.707 Πρόκειται τα κατάλοιπα τοιχογραφίας του
οράματος του αγίου μεγαλομάρτυρα Ευσταθίου του Πλακίδα στην κάτω ζώνη του
βόρειου τοίχου της δυτικής κεραίας. Στην παράσταση εικονίζεται το γεγονός της
θεοφάνειας και της μεταστροφής του Πλακίδα στη χριστιανική πίστη κατά το κυνήγι
ενός ελαφιού.708 Στην παράσταση σώζεται τμήμα λευκού άλογου (κεφάλι, λαιμός και
μπροστινά πόδια). Μπροστά στο άλογο εικονίζεται το ελάφι, από το οποίο σήμερα
σώζεται μόνο το πίσω μέρος με τα πόδια και το κεφάλι του μαζί με τα μεγάλα κέρατα.
Ανάμεσα στα κέρατα εικονίζεται το κεφάλι του Χριστού. Στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ
του αγίου και του ελαφιού σώζονται κάποια γράμματα στα οποία καταγράφεται η
φωνή του Χριστού: [Ω ΠΛΑΚΙ]ΔΑ [Τ]Η [ΜΕ ΔΙΩΚ]ΗΣ ΕΓΩ Η[ΜΙ] Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΟΝ Σ[Υ
Α]Γ[ΝΟΩ]Ν [ΔΙΩΚΕΙΣ].
Τοιχογραφίες σε μνημεία με παραστάσεις του διπλού αυτού θέματος, της
θεοφάνειας και της μεταστροφής του αγίου Ευσταθίου, είναι σπάνιες. Το θέμα
απαντά στη μνημειακή ζωγραφική κυρίως της Καππαδοκίας και της Γεωργίας από
τον 11ο αι.,709 καθώς και της Δύσης από τον 12ο αι.710 Οι απόψεις των ερευνητών
διίστανται ως προς τον τόπο προέλευσης της παράστασης αυτής στη μνημειακή
ζωγραφική. Η Thierry θεωρεί ότι πρωτοεμφανίστηκε στην Καππαδοκία, ενώ η
Velmans στη Γεωργία.711 Το παλαιότερο γνωστό παράδειγμα του θέματος είναι στην
153
στήλη από την Tsebelda στη Γεωργία από τον 7ο αι.712 Από τον 9ο αι. εμφανίζεται και
στα χειρόγραφα: στο ψαλτήριο Χλουντώφ,713 και μετά στον 11ο αι. στο μηνολόγιο της
Μονής Εσφιγμένου κώδ. 14.714
Στον ελλαδικό χώρο οι παραστάσεις με το όραμα του αγίου Ευσταθίου
υπάρχουν στο Παλαιομονάστηρο του Βρονταμά Λακωνίας,715 στον Άγ. Γεώργιο
Διασορίτη της Νάξου,716 στην Αγ. Θέκλα στην Εύβοια,717 και στο ναό του Αγίου
Νικολάου στην Κρήνη Τρικάλων.718 Οι περισσότερες επιγραφές σε όλα τα
αναφερόμενα παραδείγματα πρέπει να ήταν όμοιες με τον Άγ. Βασίλειο Γέφυρας. Η
επιγραφή εμφανίζεται στην Καππαδοκία από τον 10ο αι. Στον Άγ. Γεώργιο στη Νάξο
από την παράσταση στην κάτω ζώνη του βόρειου δυτικού διαμερίσματος, σήμερα
υπάρχει μόνο η επιγραφή: Ω ΠΛΑΚΙΔΑ ΤΗ ΜΕ ΔΙΩΚΗΣ. Στο Παλαιομονάστηρο του
Βρονταμά Λακωνίας η παράσταση σώζεται μαζί με την ίδια επιγραφή, την οποία
βρίσκουμε και στον Άγ. Βασίλειο Γέφυρας, με τη διαφορά όμως ότι αντί της κεφαλής
του Χριστού μεταξύ των κεράτων του ελαφιού εμφανίζεται ο σταυρός, όπως και στα
μνημεία στην Καππαδοκία.719 Η παράσταση του αγίου Ευσταθίου τοποθετείται
ανάμεσα σε άλλους έφιππους άγιους: λόγου χάριν, στο Παλαιομόναστηρο, στον Άγ.
Βασίλειο Άρτας και τον Άγ. Γεώργιο Διασορίτη. Η παράσταση από τον Άγ. Βασίλειο
Γέφυρας έχει κάποια κοινά στοιχεία με τις παραστάσεις από Gueik Κilise και Gok
Kilise (Münsil kilise) Soganli στην (Καππαδοκία).720
Η λατρεία του αγίου Ευσταθίου εμφανίζεται στη Δύση, και πιο συγκεκριμένα
στην Ιταλία κατά τη διάρκεια της μετανάστευσης των Ελλήνων-Συρίων στους 6ο και
7ο αι. ύστερα από την εισβολή των Αράβων και Περσών, αλλά και μεταγενέστερα
εξαιτίας των διωγμών από τους Εικονοκλάστες.721 Στον 8ο αι. στη Ρώμη αφιερώνεται
712 A. Saltykov, «La vision de saint Eustache sur la stèle de Tsebelda», CahArch (1985), 5-15.
713 Scepkina 1977, εικ. 97.
714 Γαλάβαρης 1995, 126, εικ. 128.
715 Δρανδάκης 1958, εικ. 9
716 Velmans 1985, 35· Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, «Άγιος Γεώργιος ο Διασορίτης», Νάξος, επιμ. Μ.
Χατζηδάκης, 68, σχεδ. 1.
717 A. Coumoussi, «Une représentation rare de la vision de saint Eustache dans une église grecque du XIIIe
siècle», CahArch 33 (1985), 51-60.
718 Η τοιχογραφία είναι σήμερα αποτοιχισμένη. Βλ. Βυζαντινή και μεταβυζαντινή τέχνη, 57-58, εικ. 56.
719 Παραστάσεις με το κεφάλι του Χριστού ανάμεσα στα κέρατα εμφανίζονται στη Γεωργία, ενώ στην
Καππαδοκία κυριαρχεί ο σταυρός. Βλ. Velmans 1985, σποραδικά.
720 Velmans ό.π., fig. 23,
721 Περισσότερο για τη διαμόρφωση της λατρείας του Αγ. Ευσταθίου στη Δύση, βλ. Κ. Amprazogoula, «La
vision de saint Eustathe dans la peinture post-byzantine«», Zograf 32 (2008) 166, υποσημ. 27.
154
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
και μια εκκλησία στο διάκονο άγιο Ευστάθιο. Οι παλαιότερες ωστόσο απεικονίσεις
του οράματος είναι από τον 12ο αι. από την Απουλία, και πιο συγκεκριμένα στην
επαρχία του Τάραντα, στην κρύπτη των Αγίων Ερημιτών στο Palagianello.722 Επίσης
από την περιοχή του Τάραντα υπάρχει και άλλο παράδειγμα στην κρύπτη του Αγ.
Ονουφρίου,723 η οποία χρονολογείται στα τέλη του 13ου αι. Στον Άγ. Ονούφριο
σώζεται επιγραφή Ω ΠΛΑΚΙΔΑ ΤΗ ΜΕ ΔΙΩΚΗΣ και το όνομα του αγίου Ευσταθίου.
Η Velmans στη μελέτη της συμπεραίνει ότι η παράσταση του οράματος του
αγίου Ευσταθίου εμφανίζεται μόνο κατ’ εξαίρεση στη μνημειακή ζωγραφική στα
αναφερόμενα μνημεία στη Νάξο, στην Εύβοια, στην Άρτα και την Απουλία, δηλαδή
στις περιοχές, οι οποίες σχετίζονταν άμεσα είτε με τη χριστιανική Ανατολή, κυρίως
την Καππαδοκία, είτε με τη Δύση724. Η A. Κουμούση στο άρθρο της επίσης θέτει το
ερώτημα πώς μπορεί να εξηγηθεί η εμφάνιση του θέματος του οράματος του αγίου
Ευσταθίου στον ελλαδικό χώρο, αναφέρει την εκκλησία της Αγ. Θέκλας στην
Εύβοια.725 Προτείνει ότι ο κτήτορας του ναού ίσως να ήταν από την Ανατολή, δηλαδή
πρόσφυγας στην Εύβοια, αφού η χρονική περίοδος 1276-1278 και μετά ήταν δύσκολη
για τους εμπόρους (επιδρομή Μογγόλων), ενώ η Εύβοια πάντα ήταν σταυροδρόμι
μεταξύ της Μικράς Ασίας και της Ελλάδας. Στην Αγ. Θέκλα η παράσταση αυτή ήταν
μέρος του επιτύμβιου προγράμματος, όπως συνηθιζόταν στην Καππαδοκία. Σχετικά
με την άποψη της Κουμούση πρέπει να επισημανθούν ορισμένα πράγματα. Πρώτον,
δεν ήταν μόνο η Εύβοια και η ευρύτερη περιοχή της το σταυροδρόμι για τους
πρόσφυγες κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, δηλ. 1276-1278. Οι συχνές
μεταναστεύσεις από την Ανατολή στα Βαλκάνια και αλλού ήταν πολύ συνηθισμένες
μετά τη Μάχη του Μαντζικέρτ 1071, ενώ υπήρχαν και από πριν.726 Τα κίνητρα των
μετακινήσεων αυτών ήταν διάφορα: προσωπικά (γάμος, παραχώρηση κτημάτων από
τον αυτοκράτορα), επαγγελματικά (διάφορες κρατικές ή εκκλησιαστικές υπηρεσίες), ή
το γεγονός ότι ο μετανάστης είχε σε ένα συγκεκριμένο τόπο κάποιο συγγενή με
επιρροή. Υπήρχαν βεβαίως και πολιτικές μεταναστεύσεις ως συνέπεια των
πολέμων.727 Επομένως, οι οικογένειες από την Ανατολή που μετανάστευσαν στα
155
Βαλκάνια κατά τη διάρκεια της μεσοβυζαντινής εποχής,728 μπορούσαν να φέρουν και
τη λατρεία του αγίου Ευσταθίου του Πλακίδα. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να δούμε και
τη σπάνια παράσταση του Οράματος του αγίου Ευσταθίου στον Άγ. Βασίλειο
Γέφυρας, δεδομένου ότι στη δεύτερη και την τρίτη δεκαετία του 13ου αι. ο
μεγαλύτερος αριθμός οικογενειών που ζούσαν στα εδάφη του κράτους της Ηπείρου
καταγόταν από τη Μικρά Ασία και άλλες απομακρυσμένες ανατολικές περιοχές της
Αυτοκρατορίας. Ένας μικρότερος αριθμός ήταν από την Κωνσταντινούπολη, από τα
Βαλκάνια, καθώς και από τη νότια Ιταλία. Ήδη αναφέραμε πως στην Ιταλία υπήρχε η
λατρεία του αγίου. Ευσταθίου, και συγκεκριμένα στην Απουλία σώζονται
παραδείγματα του Οράματός του στη μνημειακή τέχνη από τον 12ο αι. Για την
παρουσία των οικογενειών από την Ιταλία στην κεντρική Ελλάδα ήδη από την αρχή
του 11ου αι. μαρτυρεί το Κτηματολόγιο από τη Θήβα,729 και ύστερα τα έγγραφα του
Χωματηνού και του Απόκαυκου.730 Πρέπει να σημειώσουμε ότι οι εν λόγω οικογένειες
ζούσαν συνήθως στα δυτικά μέρη του κράτους της Ηπείρου, δηλαδή στα μέρη που
είχαν στενές σχέσεις με την Ιταλία, όπως λόγου χάριν στην Ναύπακτο, στην Κέρκυρα
και τη Βελλά. Υπήρχαν βεβαίως και εξαιρέσεις, όπως για παράδειγμα η οικογένεια
Κούναλη, η οποία ζούσε στη Βέροια. Από την άλλη μεριά, η διαχρονικά σημαντική
παρουσία του ελληνικού στοιχείου στην Ιταλία και τη Σικελία συνέχιζε να ασκεί
σημαντική επιρροή και κατά τον 12ο αι.731
Στην κάτω ζώνη στο δυτικό τοίχο της βόρειας κεραίας παριστάνονται δύο
έφιπποι άγιοι. Ο ένας σώζεται σε καλή κατάσταση και έχει αναγνωριστεί ως άγιος.
Γεώργιος,732 ενώ το πρόσωπο και η επιγραφή του άλλου έχουν καταστραφεί επομένως
δεν είναι δυνατή η ταύτισή του. Ο Δ. Γιαννούλης σημειώνοντας ότι σύμφωνα με την
παράδοση ο άγιος Δημήτριος εικονίζεται με τον άγιο Γεώργιο θεωρεί αυτονόητη την
ταύτιση της κατεστραμμένης μορφής733. Η άποψη αυτή παραμένει πολύ πιθανή
κυρίως λόγω της στενής σχέσης ανάμεσα στους δύο αγίους που εδραιώθηκε στην
στη μάχη του Μυριοκεφάλου το 1176. Για το λόγο αυτό ένα μέρος των μεταναστεύσεων, αναμφίβολα
μικρότερο, πρέπει οπωσδήποτε να ακολούθησε το γεγονός αυτό. (όπ.π., 366-367).
728 Cheynet, ό.π.
729 Svoronos, Cadastre de Thèbes, 70.
730 Dželebdžić 2012, 129.
731 Σχετικά με την προσωπογραφία στη νότια Ιταλία και τη Σικελία, καθώς και για πολλά ελληνικά
έγγραφα, βλ. V. von Falkenhausen, The South Italian Sources, Byzantines and Crusaders in non Byzantine
Sources (Proceedings of the British Academy 132 [2007]), 95–121.
732 Γιαννούλης 2010, 199-200, πίν. 39, εικ. 167.
733 Γιαννούλης ό.π., 200.
156
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
εικονογραφία. Σημειώνουμε ωστόσο ότι δεν έχει εξακριβωθεί από πότε εμφανίζονται
απεικονίσεις του έφιππου αγίου Δημητρίου, αφού δεν σώζονται κάποιες παλαιές
παραστάσεις του, ενώ ταυτοχρόνως για την εμφάνιση του εικονογραφικού αυτού
τύπου έχουν εκφραστεί άκρως αντικρουόμενες απόψεις.734 Πρέπει επίσης να
σημειώσουμε ότι ο έφιππος άγιος Γεώργιος παριστανόταν επίσης και με τον άγ.
Θεόδωρο, όπως το παράδειγμα στο βυζαντινό ανάγλυφο από το Μουσείο Ουκρανικής
Τέχνης Κιέβου (11ος αι.)735 ή στις τοιχογραφίες από το Παλαιομονάστηρο του
Βρονταμά, όπου εικονίζεται με άλλους τρεις έφιππους αγίους, τους Μηνά, Ευστάθιο
τον Πλακίδα και Νικήτα.736
Το ζήτημα του αυξημένου αριθμού των έφιππων αγίων στη μνημειακή τέχνη
του 13 το έχουμε ήδη θίξει συνδέοντάς το με τις γεωπολιτικές εξελίξεις της εποχής.737
ου
734 Σύμφωνα με την Ν. Θεοτοκά οι παραστάσεις του έφιππου αγίου Δημητρίου ανάγονται στον 7ο αι. Βλ.
Ν. Θεοτοκά, «Ο εικονογραφικός τύπος του αγίου Δημητρίου στρατιωτικού και εφιππου και οι σχετικές
παραδόσεις των θαυμάτων», Acts, Ninth Byzantine International Congress (Thessaloniki, 1953), Athens,
1955, 1, 477-483. Ο Παπαμαστοράκης προτείνει ότι πρέπει να υπήρχε μετά την Εικονομαχία μια
τοιχογραφία ή ψηφιδωτό, όπου ο άγιος θα εικονιζόταν έφιππος με στρατιωτική ενδυμασία και
ξιφηφόρος. Βλ. Παπαμαστοράκης 1999, 223. Ο Α. Μέντζος θεωρεί ότι ο εικονογραφικός τύπος του
έφιππου Αγίου εμφανίζεται κατά την παλαιολόγεια περίοδο. Βλ. Α. Μέντζος, «Ζητήματα της
εικονογραφίας του αγίου Δημητρίου», Βυζαντινά 28 (2008) 379. Ανεξαρτήτως από το ποιά από τις
προαναφερθείσες υποθέσεις είναι σωστή, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η απεικόνιση του έφιππου αγίου
Δημητρίου απλώνεται ιδιαίτερα από τον 13ο αι. και στο εξής.
735 Παπαμαστοράκης 1998, 214, εικ. 4.
736 Δρανδάκης 1988, 184, εικ. 97.
737 Βλ. αναλυτικά στο πρώτο κεφάλαιο της παρούσας εργασίας, σσ. 51 -52.
738 Γιαννούλης 2001, εικ. 58-59· ο ίδιος 2010, 286-287.
157
παράστασης – ενδύματα, τα οποία φορά η μορφή, 2) στην ομοιότητα της τοιχογραφίας
με τη γυναικεία παράσταση από το μαρμάρινο τάφο στο ίδιο ναό, 3) στο γεγονός ότι η
αγία Θεοδώρα ήταν και δεύτερος κτήτορας της Μονής, στην οποία και μόνασε μέχρι
το τέλος της ζωής της. Ωστόσο, τα δύο πρώτα επιχειρήματα δεν ανταποκρίνονται στα
πράγματα. Πρώτον, η ενδυμασία, την οποία περιγράφει ο Γιαννούλης, δεν αντιστοιχεί
στην τοιχογραφία του διακονικού. Αναφέρει ότι: η μορφή αυτή φέρει τραχηλέα και
διάλιθο βασιλικό λώρο, στοιχεία που αποδίδονται σε βασιλικό πρόσωπο.739 Φαίνεται
όμως καθαρά ότι πρόκειται για ανδρική μορφή και όχι γυναικεία. Την περιοχή του
λαιμού ο ζωγράφος αφήνει ακάλυπτη ολόκληρη, στοιχείο που δεν συνηθίζεται στις
παραστάσεις των γυναικείων μορφών. Η ενδυμασία ταιριάζει ακριβώς με τις
παραστάσεις του αγίου Γεωργίου: Ο βαθυκύανος χιτώνας που διακοσμείται με
χρυσοκέντημα και πορφυρό ιμάτιο που σκεπάζει τον αριστερό ώμο.740 Διαπιστώνεται
επίσης και ομοιότητα μεταξύ του προσώπου του Αγ. Γεωργίου στον πεσσό, ο οποίος
ανήκε στο προσκυνητάριο του τέμπλου, ως προς τα μαλλιά και τα χαρακτηριστικά
του προσώπου. Επιπλέον, δεν φαίνεται να υπάρχει καμία ομοιότητα μεταξύ της
τοιχογραφίας στην κόγχη και της παράστασης της γυναικείας μορφής στον τάφο (Εικ.
25).
Ο ναός στον 13ο αι. ήταν αφιερωμένος στον άγιο Γεώργιο και επομένως δεν
πρέπει να θεωρηθεί ασυνήθιστη η επιλογή του τιμωμένου αγίου να παριστάνεται
στην κόγχη του ιερού, του διακονικού ή της πρόθεσης. Η απεικόνιση στην κόγχη του
δεομένου αγίου, στον οποίο ήταν αφιερωμένος ο ναός ή ήταν ιδιαίτερα τιμώμενος
στην περιοχή που κτίστηκε ο ναός ήταν η πρακτική που απαντά ήδη στα
παλαιοχριστιανικά μαρτύρια για να συνεχιστεί σε μερικούς ναούς της
μεσοβυζαντινής εποχής στην Καππαδοκία, την Ιταλία, την Ελλάδα,741 αλλά και στον
13ο και τον 14ο αι. π.χ. στην περιοχή της Μάνης, στη Μητρόπολη του Μυστρά, στον
Άγ. Θεόδωρο της Τρύπης κοντά στο Μυστρά στην πρόθεση (13ος αι.), στα Κύθηρα,742
κ.λπ.
158
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
Παρόλο που οι περισσότερες τοιχογραφίες στο ναό της Αγ. Θεοδώρας στην
Άρτα έχουν χαθεί, μόνο από τα διακοσμητικά στοιχεία που διασώθηκαν φαίνεται ότι
ο ναός ήταν πλούσια διακοσμημένος. Στο βόρειο τοίχο υπάρχει επίσης μίμηση
ορθομαρμάρωσης και διακοσμητικό θέμα με δύο πτηνά που συμπλέκουν τους
μακρούς λαιμούς τους. Το θέμα ήταν γνωστό στα δάπεδα, τη χριστιανική γλυπτική,
όπως για παράδειγμα στα κιονόκρανα της Πόρτας Παναγιάς και στο τέμπλο της
μονής της Βλαχέρνας.743 Στο δυτικό τοίχο σώζονται μεγάλα ορθογώνια διάχωρα με
γεωμετρικά μοτίβα, σηρικοί τροχοί με ρόδακες και σύμπλεγμα τετραγώνων με
ρόμβους. Κόσμημα διασώζεται στο κατώτερο τμήμα της κόγχης του ιερού Βήματος,
μια διακοσμητική ταινία και στα εσωράχια των δίλοβων παραθύρων. Το μεγαλύτερο
ενδιαφέρον στη διακόσμηση παρουσιάζει η διακοσμητική ποδιά του βόρειου τοίχου
δίπλα στην παράσταση με τις πέρδικες. Ζωγραφίζεται επίσης και ένα ασυνήθιστο
θέμα της πάλης Κενταύρου και έφιππου στρατιώτη. Κένταυρος - τοξότης ήταν
σύμβολο του δαίμονα που τοξεύει βέλη εναντίον των ενάρετων ανθρώπων (πρβλ.
Ψαλμ. 10, 2). Κατ' επέκταση, μπορούσε επίσης να δηλώνει αιρετικούς και ασεβείς, και
γενικά συμβόλιζε το κακό. Ήταν γνωστό διακοσμητικό στοιχείο που απαντά λ.χ. στη
χάλκινη πόρτα στο Novgorod, στο δυτικό τύμπανο του παράθυρου στη Studenica, και
ιδιαίτερα στη δυτική τέχνη.744 Ο στρατιώτης φορά στρατιωτική πανοπλία με
μεταλλικό φολιδωτό θώρακα και μεταλλικό επίσης κολάρο με φολίδες. Το σώμα και η
πανοπλία του στρατιώτη καλύπτονται επιπλέον με στρατιωτικό χιτώνα πορφυρού
χρώματος. Η ενδυμασία του στρατιώτη στη σκηνή της πάλης του κενταύρου με
έφιππο στρατιώτη έχει στοιχεία που μας παραπέμπουν στην παλαιολόγεια περίοδο,
αλλά και σε ενδυμασίες σταυροφόρων.745
Οι σκηνές του χριστολογικού κύκλου, το Χαίρε των Μυροφόρων και η
Ψηλάφηση του Θωμά, δεν έχουν την μεγαλοπρέπεια των αντίστοιχων παραστάσεων
της μονής Βλαχέρνας. Οι τοιχογραφίες της Αγ. Θεοδώρας δεν σώζονται σε καλή
κατάσταση και επομένως δεν μπορούμε να κάνουμε πολλές τεχνοτροπικές
παρατηρήσεις. Οι σκηνές είναι εξίτηλες και τα επί μέρους στοιχεία των παραστάσεων
δεν διακρίνονται εύκολα. Παρά ταύτα όμως είναι προφανή τα στοιχεία
συντηρητικότητας όσον αφορά την τεχνοτροπία, όπως π.χ. στην έντονα γραμμική
159
σχηματοποίηση του αρχιτεκτονικού βάθους και την αφαιρετική απόδοση του τοπίου
σύμφωνα με την εικαστική παράδοση της κομνήνειας ζωγραφικής.
Σύμφωνα με το Χρονικό του Γαλαξειδίου, ο ναός της
Μ ε τ α μ ο ρ φ ώ σ ε ω ς τ ο υ Σ ω τ ή ρ α στην ομώνυμη πόλη ανεγέρθηκε από τον
Μιχαήλ τον Β΄ λίγο μετά την επιδρομή των Λατίνων πειρατών στον Κορινθιακό
κόλπο κατά τα έτη 1246/47. Στο Χρονικό αναφέρεται επίσης ότι ο ναός κτίστηκε σε
ένδειξη μετανοίας για το αμάρτημα του Μιχαήλ Β΄ απέναντι στη γυναίκα του
Θεοδώρα.746
Ο ναός ήταν κατάγραφος, ενώ σήμερα σώζονται μόνο ελάχιστα τμήματα.
Κάποτε στην αψίδα υπήρχε η Δέηση, την οποία αποτελούσαν ο Χριστός
Παντοκράτορας, η Παναγία και ο Πρόδρομος. Πρόκειται για μοναδικό ναό στο
Δεσποτάτο της Ηπείρου, στον οποίο η Δέηση απαντά στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας.
Στους άλλους εικονογραφείται η Παναγία βρεφοκρατούσα. Η Δέηση στην κόγχη της
αψίδας είναι σπάνια στις ηπειρωτικές περιοχές των Βαλκανίων. Εμφανίζεται ωστόσο
σε ναούς της Απουλίας,747 της νότιας Πελοποννήσου,748 καθώς και σε νησιά του
Αιγαίου, π.χ. στη Νάξο,749 τη Ρόδο,750 τη Χίο, την Κρήτη, κ.λπ. Η επιλογή της Δέησης
έχει σχετιστεί με την εικονογραφία της Ανατολής, όπως μαρτυρούν τα σωζόμενα
παραδείγματα από την Γεωργία, τη Μικρά Ασία και τα αναφερόμενα νησιά που η
τέχνη τους βρισκόταν υπό την επιρροή των ανατολικών επαρχιών. Σύμφωνα με τον
Π. Βοκοτόπουλο, η επιλογή του θέματος της Δέησης στην αψίδα του ναού της
Μεταμορφώσεως του Σωτήρα στο Γαλαξείδι είναι δυνατό να συνδεθεί και με τον
κτήτορα, ο οποίος παρακαλεί τον Κύριο να του συγχωρέσει τις αμαρτίες του.751
Στο ναό σώζονται ακόμα δύο αδιάγνωστες άγιες με καστανέρυθρα και
ανοικτοπράσινα ρούχα, ζωγραφισμένες σε μικρότερη κλίμακα. Το πλάσιμο στα
πρόσωπά τους είναι μαλακό, με πρασινωπές σκιές. Χαρακτηριστικά είναι τα μεγάλα
μάτια τους με τονισμένο το επάνω βλέφαρο.
160
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
Στην προτεινόμενη χρονολόγηση στα μέσα του 13ου αι. συνηγορούν και τα
τεχνοτροπικά στοιχεία, όπως έχει υποστηρίξει ο Π. Βοκοτόπουλος. Ο ζωγράφος είναι
προσκολλημένος στη γραμμική τεχνοτροπία που χαρακτηρίζει πολλά επαρχιακά
μνημεία του 13ου αι. Πρόκειται για επαρχιακή εκδοχή της μνημειακής πλαστικής
τεχνοτροπίας του δεύτερου και του τρίτου τέταρτου του 13ου αι.
O Βοκοτόπουλος, θεωρεί ότι οι τοιχογραφίες θα μπορούσαν να συσχετιστούν
με τις λίγες μορφές που σώζονται στην Αγία Σοφία της Νίκαιας752 ή με τους αγίους
Αναργύρους και την αγία Θεοδότη στην Επισκοπή Ευρυτανίας,753 η πρόταση την
οποία αποδεχόμαστε και εμείς.
752 M. Restle, Die byzantinische Wandmalerei in Kleinasien, Recklinghausen 1967, III, εικ. 551.
753 Βοκοτόπουλος, ό. π.
754 Παλιούρας 1975, 196.
755 Βοκοτόπουλος 1967γ, 328.
161
κεφάλαιο. Ο Ιωάννης Απόκαυκος φρόντιζε τη μονή αυτή που διέθετε και
βιβλιογραφικό εργαστήριο. Το μοναστήρι διήλθε μια περίοδο οικονομικής εξαθλίωσης
στις αρχές του 13ου αι. (μέχρι και το 1229, αν ισχύει η χρονολόγηση του σιγιλλίου).756
Ανάμεσα στα συνηθισμένα εικονογραφικά θέματα επισημαίνονται και
επιμέρους διαφοροποιήσεις, οι οποίες αποδεικνύουν ότι η ζωγραφική του σπηλαίου
θα μπορούσε να ενταχθεί στην καλλιτεχνική παραγωγή μετά από τις αρχές του 13ου
αιώνα. Στην παράσταση της Γέννησης του Χριστού αριστερά σώζεται το ασυνήθιστο
συμπληρωματικό επεισόδιο, όπου ο άγγελος οδηγεί τους τρεις έφιππους μάγους προς
την Παναγία (Εικ. 159). Η Έλευση των Μάγων με άλογα στο επεισόδιο της
προσκύνησής τους στο νεογέννητο Χριστό, απεικονίζεται πολύ σπάνια τόσο στη
μεσοβυζαντινή,757 όσο και στην παλαιολόγεια ζωγραφική (π.χ. στην Περίβλεπτο της
Αχρίδας, στους Αγ. Αποστόλους Θεσσαλονίκης, κ.λπ.).758 Η Προσκύνηση των Μάγων
εμφανίζεται ως ανεξάρτητη από τη Γέννηση του Χριστού παράσταση και στους
Οίκους Η΄, Θ΄ ή Ι΄ του Ακάθιστου Ύμνου, όπου μπορεί να ενταχθεί και η έλευσή τους
στα άλογα.759 Στον Άγ. Νικόλαο τον Κρεμαστό ο άγγελος εμφανίζεται δυο φορές στη
σύνθεση. Στο αριστερό άκρο εικονίζεται ο πρώτος που προπορεύεται και υποδεικνύει
το δρόμο στους έφιππους μάγους και στη συνέχεια ο άγγελος αριστερά από την
Παναγία καλεί τους ποιμένες. Η διάταξη των έφιππων μάγων και γενικά ολόκληρης
της σύνθεσης της Γέννησης ανακαλεί την αντίστοιχη σκηνή από στο σπήλαιο του S.
Biagio κοντά στο Brindisi στην Απουλία.760 Στον μνημείο που εξετάζουμε οι μάγοι με
τις ζωηρές τους χειρονομίες πάνω σε άλογα που καλπάζουν, και με πανωφόρια που
κυματίζουν στις πλάτες τους, δίνουν μια αφηγηματική διάσταση. Η σέλα στα άλογα
αποδίδεται απλοϊκά και είναι πολύ ψηλή, χαρακτηριστικό που εμφανίζεται συχνά σε
μεταγενέστερη εποχή.761 Στη δεξιά πλευρά της παράστασης ο ζωγράφος παρόλο που
162
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
είχε περιορισμένο χώρο στη διάθεσή του δεν παραλείπει να βάλει πολύ μικρά
πρόβατα δίπλα στους ποιμένες, όπως και ξύλινο κάθισμα στο οποίο κάθεται μια μαία.
Επίσης, υπάρχουν και αρκετά διακοσμητικά στοιχεία στα ρούχα των μορφών, μικρά
γεωμετρικά σχήματα στην κολυμβήθρα, κ.λπ.
Σε περίοπτη θέση παριστάνεται ο Παλαιός των Ημερών πλαισιωμένος από δύο
ολόσωμες μορφές αρχαγγέλων ντυμένων με αυτοκρατορικές στολές που δέονται (Εικ.
162, 166). Πρόκειται για μια ασυνήθιστη σύνθεση στη βυζαντινή ζωγραφική, αφού
συνήθως ο Παλαιός των Ημερών παριστάνεται σε προτομή ως αυτόνομη μορφή.
Παρόμοιο παράδειγμα απαντά στον Άγ. Νικόλαο τον Κασνίτζη, όπου εικονίζεται η
Δέηση με την Παναγία, τον Πρόδρομο και τον Παλαιό των Ημερών. 762 Υπάρχουν
πολλά παραδείγματα, στα οποία ο Παλαιός των Ημερών εικονίζεται με αγγέλους.
Έτσι, λόγου χάριν, στο κεντρικό μετάλλιο εικονίζεται ο Παλαιός των Ημερών
περιβαλλόμενος κυκλικά από οκτώ μετάλλια, μέσα στα οποία εικονίζονται στηθαίοι
μετωπικοί άγγελοι.763 Επίσης, στον Άγ. Νικόλαο της Ροδιάς, στη βόρεια καμάρα του
διακονικού, τρεις άγγελοι προσκυνούν το σταυρό πορευόμενοι προς τα ανατολικά,
όπου παριστάνεται ο Παλαιός των Ημερών (Εικ. 95).
Η μορφή φορά χιτώνα άσπρου χρώματος πάνω από τον οποίο πέφτει ιμάτιο
καστανού χρώματος που καλύπτει τον αριστερό ώμο. Στο αριστερό χέρι κρατά
κλειστό ειλητάριο, ενώ με το δεξιό ευλογεί. Στο πρόσωπό του κυριαρχεί απόλυτη
συμμετρία. Η κόμη και η γενειάδα αποδίδονται με έντονη σχηματοποίηση. Τα μάτια
του είναι πολύ εκφραστικά και μεγάλα, όπως και η μύτη με τους τονισμένους
ρώθωνες. Παρόμοια προσωπογραφικά χαρακτηριστικά και τεχνική εκτέλεσης
παρουσιάζει η αντίστοιχη μορφή από την εκκλησία του Αγ. Ιωάννη Καλυβίτη στα
Ψαχνά (1245)764 και στην Κάτω Παναγία στην Άρτα (Εικ. 39-40).
Η σκηνή της Κοίμησης έχει πολλές ομοιότητες με την αντίστοιχη σκηνή στην
γειτονική μονή Μυρτιάς. Βέβαια στον Κρεμαστό η σύνθεση είναι πιο απλή, χωρίς
αρχιτεκτονικό βάθος και άλλα συμπληρωματικά γεγονότα. Ομοιότητες υπάρχουν και
στη μορφή του Χριστού.
Η Σταύρωση (Εικ. 160-161) παρά το γεγονός ότι επαναλαμβάνει το στερεότυπο
εικονογραφικό σχήμα, παρουσιάζει εκφραστικές αρετές που εκδηλώνονται με λεπτό
τρόπο σε πολλά στοιχεία της σύνθεσης. Όπως και στις υπόλοιπες παραστάσεις
κυριαρχούν παντού οι ρωμαλέες γραμμές, στοιχείο που καθιστά τις χρωματικές
163
διαβαθμίσεις δευτερεύουσες. Πράγματι ο ζωγράφος αρκείται στην απόδοση των
πτυχώσεων με έντονες γραμμές, ενώ χρωματικά αποφεύγει τις τονικές διαβαθμίσεις
στα ενδύματα. Στην στρατιωτική εξάρτυση του Λογγίνου όπως και στις
αυτοκρατορικές ενδυμασίες των αρχαγγέλων κυριαρχεί η πυκνή γεωμετρική
διακόσμηση. Όλα τα παραπάνω αποτελούν βασικά στοιχεία της κομνήνειας
εικαστικής παράδοσης, αναμενόμενα για ένα επαρχιακό μνημείο της περιόδου.
Ωστόσο στο κέντρο της σύνθεσης το καλοσχεδιασμένο σώμα του Χριστού αποδίδεται
με σχηματοποιημένες ανατομικές λεπτομέρειες και πλάθεται με τονική διαβάθμιση
που προσδίδει ικανοποιητική απόδοση των όγκου. Η μορφή του Χριστού παρουσιάζει
μία ήρεμη μεγαλοπρέπεια που ισορροπεί ανάμεσα στην οδύνη που υφίσταται η
ανθρώπινη φύση και την κυριαρχία της θεότητας πάνω στον θάνατο. Τα πρόσωπα
που μετέχουν στο γεγονός εκατέρωθεν έχουν ορθάνοιχτα μάτια σε μία συγκρατημένη
έκφραση μάλλον έκπληξης και προσμονής παρά θλίψης. Είναι σαφές ότι ο ζωγράφος
στο βαθμό που του επιτρέπει η συντηρητική εικαστική του παιδεία κινείται
επιφυλακτικά σε κάποιες αναζητήσεις που ενδεχομένως θα ήταν ακόμη περισσότερο
εμφανείς εάν το επέτρεπε η κατάσταση διατήρησης των χρωμάτων, η οποία πράγματι
δεν είναι ικανοποιητική.
Ο διάκοσμος του Αγ. Νικολάου Κρεμαστού είναι έργο λαϊκού ζωγράφου, ο
οποίος χρησιμοποιεί άλλοτε αρχαΐζοντα και άλλοτε σύγχρονα πρότυπα. Η συμμετρία
χαρακτηρίζει τις περισσότερες μορφές. Ο τρόπος απόδοσης πολλών προσώπων είναι
λιτός. Όλα τα πρόσωπα έχουν μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια με πράσινες σκιές κάτω
από τα μάτια και τη μια πλευρά της μύτης. Οι τρίχες στα γένια και τα μαλλιά είναι
λεπτές. Σε πολλά σημεία εντοπίζονται και πιο προχωρημένες αντιλήψεις, που
εκφράζονται σε σαρκώδη πρόσωπα με ζωγραφικό πλάσιμο, σε στιβαρούς λαιμούς και
στην έντονη σωματική παρουσία των μορφών. Οι μορφές δεν είναι ραδινές και
αποκτούν μεγαλύτερο όγκο σε σχέση με τα προηγούμενα σύνολα στην
Αιτωλοακαρνανία, π.χ. ο Χριστός και ο απόστολος Ιωάννης στη Σταύρωση, οι άγγελοι
με τον Παλαιό των Ημερών, κ.λπ. Το βάθος των παραστάσεων δεν καλύπτεται με
κτήρια ή κάποια άλλα στοιχεία. Μόνο στη δεξιά πλευρά της Βαϊοφόρου εικονίζεται
ένα μεγάλο κτήριο (τα τείχη της Ιερουσαλήμ), το οποίο δεν είναι τρισδιάστατο. Είναι
όμως διακοσμημένο με πολλές λεπτομέρειες ανακαλώντας τα κτήρια από τη μονή
Βλαχέρνα της Άρτας.
Ως προς το ύφος, γενικά οι τοιχογραφίες από τον Άγ. Νικόλαο Κρεμαστό
ιδιάζουν στη ζωγραφική του δεύτερου μισού του 13ου αι., όπως για παράδειγμα ο
αρχάγγελος του Ευαγγελισμού, αλλά και οι άγγελοι από τη σκηνή της Κοίμησης, που
164
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
θυμίζουν τον άγγελο από τη Βάπτιση στη μονή Βρονταμά (Εικ 272) (μετά το 1270),765
καθώς και την αντίστοιχη μορφή από τη Γέννηση στην Αγ. Τριάδα στο Κρανίδι (1244).
Πολλές άλλες μορφές ως προς το ύφος και τα επιμέρους στοιχεία ανακαλούν τη
ζωγραφική του Αγ. Ιωάννη Καλυβίτη στα Ψαχνά (1245), της Κάτω Παναγίας στην
Άρτα και του Αγ. Ιωάννη στη θέση «Κουφάς» Παραδεισίου στη Ρόδο.766
Βορειοανατολικά της Ναυπάκτου σώζεται ακόμα ένα σπουδαίο ναό με
σπαράγματα τοιχογραφιών. Πρόκειται για το ν α ό ς τ ο υ Α γ ί ο υ Ι ω ά ν ν ο υ τ ο υ
Θ ε ο λ ό γ ο υ σ τ ο ν Ε υ π ά λ ι ο Δ ω ρ ί δ ο ς , είχε θεωρηθεί αρχικά από τον Ορλάνδο
ως κτίσμα του 16ου αι. με ακόμη μεταγενέστερο τοιχογραφικό διάκοσμο.767 Ο Β.
Κατσαρός στο 15ο Διεθνές Βυζαντινολογικό Συνέδριο στην Αθήνα παρουσίασε
αναλυτικά τον διάκοσμο του ναού χρονολογώντας τον στον 13ο αι.768 Προτάσεις για
μία χρονολόγηση στη βυζαντινή εποχή ήδη είχαν γίνει από τον Δρανδάκη, ο οποίος
ξεκίνησε την μελέτη του μνημείου μαζί με τον Κατσαρό.769 Ο Βοκοτόπουλος δέχθηκε
την πρόταση αυτή εντάσσοντας τον διάκοσμο στην παραγωγή του Δεσποτάτου της
Ηπείρου.770
Ο Κατσαρός διακρίνει τρεις ομάδες τοιχογραφιών.771 Στην πρώτη εντάσσονται
οι ολόσωμες μορφές της κάτω ζώνης (άγιοι Δημήτριος, Γεώργιος, Αικατερίνη,
Αναστασία, Μαρίνα, Αρσένιος, αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ) και η διακόσμηση
της κόγχης του ιερού (Πλατυτέρα και ιεράρχες).
Η δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει τις τοιχογραφίες της ανατολικής καμάρας
(Γέννηση και Υπαπαντή (Εικ. 144)), στα τόξα και στα τύμπανα της εγκάρσιας κεραίας
του σταυρού (προφήτες, ευαγγελιστές, απόστολοι, εις Άδου Κάθοδος και ολόσωμες
μορφές αγίων). Την τρίτη ομάδα συγκροτούν οι τοιχογραφίες της δυτικής κεραίας
(Προδοσία, Ελκόμενος, Σταύρωση (Εικ. 146), Αποκαθήλωση (Εικ. 147), Ενταφιασμός ή
Θρήνος) και του νάρθηκα (Βαϊοφόρος, Ανάσταση του Λαζάρου, οι Μυροφόρες,
Μεταμόρφωση, οι σκηνές από το βίο και τα θαύματα του αγίου Νικολάου)
165
Από την εικονογραφική άποψη οι τοιχογραφίες στο σύνολό τους έχουν μεγάλη
εξάρτηση από την εικονογραφία του 13ου αι. Αν και ορισμένες λεπτομέρειες μπορούν
να χαρακτηριστούν αρχαϊκές, δεν απουσιάζουν και κάποια στοιχεία που
προαναγγέλλουν την εικονογραφία του 14ου αι.
Στην πρώτη ομάδα των τοιχογραφιών αναγνωρίζονται τεχνικά στοιχεία
γνωστά στα τέλη του 12ου και στο πρώτο μισό του 13ου αι. Το πλάσιμο του προσώπου
γίνεται με ωχροκίτρινο τόνο. Πλατιές καστανές σκιές βοηθούν στη πλαστική απόδοση
στην ωχρή σάρκα. Η κόμη είναι πλούσια βοστρυχωτή, αλλά πολύ γραμμική.
Οι τοιχογραφίες της δεύτερης ομάδας βρίσκονται σε άμεση σχέση με εκείνες
της πρώτης τις οποίες και ακολουθούν χρονολογικά. Η αντίληψη όμως για την
τεχνοτροπική απόδοση των χαρακτηριστικών είναι διαφορετική από την πρώτη
ομάδα. Στα ωοειδή πρόσωπα επικρατεί η γραμμικότητα και η σχηματοποίηση. Τα
μάτια είναι μικρά, αμυγδαλωτά, τα φρύδια σπαθωτά. Λεπτές γραμμές αποδίδουν τις
ρυτίδες φωτίζοντας ταυτόχρονα τη σάρκα (το πρόσωπο του Συμεών στην παράσταση
της Υπαπαντής (Εικ. 144)). Η απόδοση της κόμης και των γενιών παραμένει γραμμική,
όπως και στην πρώτη ομάδα, θυμίζοντας τα έργα του 12ου αι.
Η τρίτη ομάδα διακρίνεται από μια διαφορετική αντίληψη ως προς την
απόδοση των θεμάτων. Οι μορφές παριστάνονται σε μικρότερη κλίμακα, μέσα σε
παραλληλόγραμμα πλαίσια που αναγκάζουν τον καλλιτέχνη να προσαρμόζεται στις
απαιτήσεις του χώρου.
Απ’ όλες τις αναφερόμενες παραστάσεις το μεγαλύτερο ενδιαφέρον
παρουσιάζει η παράσταση του Εμπαιγμού (Εικ. 145), όπου οι Εβραίοι είναι ντυμένοι
στα φαρδιά διακοσμημένα ρούχα που θυμίζουν δυτικές ενδυμασίες. Γύρω στο 1200 τα
ρούχα στη δυτική Ευρώπη είναι αρκετά φαρδιά και κατασκευάζονται από λεπτά
υφάσματα που διαμόρφωναν πτυχώσεις.772
Στο ναό παρατηρούνται και άλλα στοιχεία δυτικών επιδράσεων: η ασπίδα του
αγίου Δημητρίου και τα τοξωτά πλαίσια των παραθύρων.773
Οι τοιχογραφίες μπορούν να ενταχθούν στην περίοδο από τις αρχές έως τα
μέσα περίπου του 13ου αι. Σε γενικές γραμμές ανακαλούν πολύ τις παραστάσεις από
το γειτονικό μνημείο του Αγ. Νικολάου του Κρεμαστού.
772 M. Scott, Medieval Dress and Fashion, Londino 2007, M. G. Houston, Medieval Costume in England and France
The 13th, 14th and 15th century, Cirih 1975., 1-11,
773 Κατσαρός 1980, 252.
166
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
167
Η παρουσία των αγγέλων στην τοιχογραφία της Βαράσοβας υπογραμμίζει το
προφανές εσχατολογικό περιεχόμενο της εξεταζόμενης παράστασης. Μεγαλύτερο
ενδιαφέρον παρουσιάζει ωστόσο η προσπάθεια ερμηνείας της σύνθεσης μέσα από
την ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ Βυζαντίου και Δύσης που
πυροδοτεί η άλωση της Κωνσταντινούπολης στα 1204, από τα σταυροφορικά
στρατεύματα και η επακόλουθη εγκαθίδρυση λατινικών κρατιδίων στα άλλοτε
βυζαντινά εδάφη, όπως αναφέραμε και στο πρώτο κεφάλαιο.778
Οι απόψεις για τη χρονολόγηση των τοιχογραφιών του αιτωλικού ασκητηρίου
διίστανται. Ο Παλιούρας χρονολογεί τις τοιχογραφίες στην πρώιμη μετεικονομαχική
περίοδο και κυρίως στον 10ο-11ο αι., συγκρίνοντάς τις με την ζωγραφική της
Καππαδοκίας, από τον 9ο ως τον 12ο αι.779 Στο πρόσφατο άρθρο του Α. Βασιλακέρη
και της Μ. Φουντούλη, προτείνεται παρόμοια χρονολόγηση, δηλαδή στον 10ο αι.780 Ως
πειστικότερη θεωρούμε την ένταξή τους από τον Π. Βοκοτόπουλο εντός του 13 ου αι.
Εκτός από τα τεχνοτροπικά στοιχεία τα οποία έχει επισημάνει ο ίδιος, όπως είναι η
μαλακή πτυχολογία και οι χαρακτηριστικές για την ζωγραφική του 13ου αι. πράσινες
σκιές, στην χρονολόγηση αυτή συνηγορεί και η σπάνια παράσταση της Ύψωσης του
Τιμίου Σταυρού. Στον 13ο αιώνα τοποθετούνται και οι ανάλογες θεματικά
τοιχογραφίες από την Ήπειρο, στον Άγ. Νικόλαο της Ροδιάς και στο ναό της
Υπαπαντής του Σοφικού στην Κορινθία.781 Η παράσταση στο σπήλαιο της Βαράσοβας
θα μπορούσε επίσης να εγγραφεί στα πολιτικά και ιδεολογικά συμφραζόμενα της
εποχής. Οι τέσσερις ποταμοί του παραδείσου που ρέουν από τη βάση του νικοποιού
συμβόλου αποτελούν συμβολική αναφορά στη Νέα Σιών και τη Νέα Ιερουσαλήμ.
Είναι γνωστό ότι για τους βυζαντινούς λόγιους, η Κωνσταντινούπολη ταυτιζόταν με
την Νέα Σιών και ο βυζαντινός λαός με το Νέο Ισραήλ, ενώ πολύ συχνά στα κείμενα
οι βυζαντινοί αυτοκράτορες παραλληλίζονται με τους παλαιοδιαθηκικούς βασιλείς
του Ισραήλ. Σε κείμενα της εποχής διαγράφεται η πεποίθηση ότι, όπως ο λαός του
Ισραήλ εξορίστηκε στη Βαβυλώνα, όπου περίμενε τον Σωτήρα του από τη δαβιτική
γενιά για να τον οδηγήσει στην Ιερουσαλήμ, έτσι και το Νέο Ισραήλ, εξορίζεται από
την Νέα Σιών στα νεοσύστατα ελληνικά κράτη της Νίκαιας και της Ηπείρου,
καρτερώντας τη στιγμή που οι ορθόδοξοι ηγέτες του θα αποκαταστήσουν την αδικία,
οδηγώντας τον ξανά στη Νέα Σιών, δηλαδή την Κωνσταντινούπολη.
168
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
Ο τομέας της τέχνης στο ανεξάρτητο κράτος της Ηπείρου γνωρίζει ιδιαίτερη
άνθηση την εποχή των δύο τελευταίων Κομνηνοδουκάδων δεσποτών, του Νικηφόρου
Α΄ (1267-1298) και το γιου του Θωμά (1296-1318). Πρωταγωνιστικό λόγο στις
καλλιτεχνικές εξελίξεις του Δεσποτάτου αναμφίβολα είχε η βασίλισσα Άννα
Παλαιολογίνα, είτε ως σύζυγος του δεσπότη Νικηφόρου είτε μετά ως επίτροπος του
γιου της Θωμά μέχρι την ενηλικίωσή του (1296-περ.1306). Η ίδια Άννα, όπως έχουμε
ήδη δείξει στο πρώτο κεφάλαιο, συνδέεται και με τις περισσότερες χορηγικές
δραστηριότητες στην Ήπειρο. Λόγω της καταγωγής της από τον οίκο των
Παλαιολόγων, είχε την δυνατότητα να ενημερώνεται για την καλλιτεχνική κίνηση
και δραστηριότητα στην Κωνσταντινούπολη, καθώς δεν διέκοψε ποτέ την επικοινωνία
της με την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας όπου είχε ενηλικιωθεί.782
Στην εποχή αυτή χρονολογούνται τα ψηφιδωτά της Παρηγορήτισσας και άλλα
τρία σύνολα μνημειακής ζωγραφικής στην Άρτα και τα περίχωρά της: οι τοιχογραφίες
του νάρθηκα της μονής Βλαχέρνας, μια φάση στο ναό του Αγ. Δημητρίου του
Κατσούρη και οι τοιχογραφίες του νάρθηκα της Αγ. Θεοδώρας. Επίσης, στην ίδια
περίοδο εντάσσονται οι τοιχογραφίες της Παντάνασσας στη Φιλιππιάδα, της
Κόκκινης Εκκλησίας (Παναγίας Βελλά), των Ταξιαρχών της Κωστάνιανης κοντά στη
Δωδώνη, του καθολικού της μονής του Αγ. Δημητρίου στο Φανάρι, του σπηλαιώδους
ναού του Αγ. Ανδρέα στο Χαλκιόπουλο της Αιτωλοακαρνανίας και της Παναγίας
στην Πρεβέντζα.
Στην Άρτα, την πρωτεύουσα του Δεσποτάτου, και μετά το 1270 εξέχουσα θέση
είχε η μονή Βλαχέρνας. Την εποχή αυτή προστέθηκε ο νάρθηκας με πλούσιο
διάκοσμο. Δεδομένου ότι οι τοιχογραφίες της μονής Βλαχέρνας έχουν γίνει
αντικείμενο συστηματικής έρευνας στη σχετικά πρόσφατη βιβλιογραφία, όπως το
έχουμε ήδη αναφέρει, στην παρούσα εργασία, δεν θα ασχοληθούμε αναλυτικά με την
εικονογραφία και την τεχνοτροπία του διακόσμου αυτού. Στη συνέχεια θα γίνει
αναφορά μόνο σε εκείνα τα σημεία, όπου υπάρχουν διαφοροποιήσεις στα
782 D. Nicol, The Byzantine Family of Kantakouzenos (Cantacuzenus) ca. 1100-1460, a Genealogical and
Prosopographical Study, Washington D.C. 1968, 20-24.
169
συμπεράσματα από την προγενέστερη βιβλιογραφία, καθώς επίσης και εκεί που θα
χρειαστούν διευκρινίσεις για την καλύτερη κατανόηση της ζωγραφικής του 13ου αι.
Το εικονογραφικό πρόγραμμα του νάρθηκα της μονής Βλαχέρνας παρουσιάζει
ιδιάζον ενδιαφέρον καθώς κύκλοι που απαντούν στους νάρθηκες τον 13ο αι.
συνδυάζονται με ορισμένα πρωτότυπα θέματα783 Οι συντελεστές του προγράμματος
συνδέουν εσχατολογικές, ευχαριστιακές και υμνογραφικές σκηνές με θέματα
φορτισμένα με θεολογικές αντιλήψεις που προσδιορίζουν την ιδεολογική τους
ταυτότητα και προβάλλουν τις σχέσεις τους με την Πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας.
Στο ανώτερο τμήμα του τριμερούς νάρθηκα το εικονογραφικό πρόγραμμα
συγκροτείται από τρία βασικά θέματα: Την Δευτέρα Παρουσία στον κεντρικό θόλο,
τις Οικουμενικές συνόδους στις δύο καμάρες βόρεια και νότια και την Φιλοξενία του
Αβραάμ στο τύμπανο της νότιας καμάρας. Στην ίδια ενότητα εντάσσονται και οι
μεμονωμένες μορφές των μαρτύρων που διατάσσονται στις μικρότερες επιφάνειες
που δημιουργούν τα τόξα. Είναι προφανές ότι ο θεολογικός πυρήνας της σύνθεσης
πρέπει να αναζητηθεί τις συναπτές Κυριακές του τέλους του Πεντηκοσταρίου: των
318 αγίων Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου (Οικουμενικές Σύνοδοι), της
Πεντηκοστής (Φιλοξενία του Αβραάμ) και των Αγίων Πάντων (μεμονωμένες μορφές
μαρτύρων). Επομένως η θεματολογία ανταποκρίνεται στην εξάρτηση που έχουν τα
εικονογραφικά προγράμματα από τον ετήσιο λειτουργικό – εορτολογικό κύκλο. Πέρα
από την πολυσήμαντη φόρτιση των παραστάσεων αυτών που έχουν ταυτόχρονα
δογματικό – διδακτικό – εσχατολογικό χαρακτήρα, είναι σαφές ότι στη συνείδηση των
πιστών και μάλιστα σε ένα μοναστικό περιβάλλον, συνέχονται μέσω του
εκκλησιαστικού τυπικού.
Στις κατώτερες ζώνες επιχωριάζουν θέματα που σχετίζονται με την ίδια την
αφιέρωση της μονής στην Παναγία Βλαχερνίτισσα. Κεντρικός πόλος αυτής της
783 Στους νάρθηκες από τον 13ο αι. γενικά ιστορούνται: εσχατολογικά θέματα όπως τα προφητικά
οράματα, σκηνές από τον κύκλο των Παθών και η Δευτέρα Παρουσία, θέματα που δηλώνουν τη
μύηση του πιστού στη ζωή της εκκλησίας όπως η Βάπτιση, και παραστάσεις με ευχαριστιακό –
εσχατολογικό χαρακτήρα, π.χ. η Μετάληψη της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, η Φιλοξενία του
Αβραάμ ή οι Τρεις Παίδες εν καμίνω, καθώς και θέματα που τονίζουν τη διαχρονική συμμετοχή των
αγίων στο ιστορικό γίγνεσθαι της Εκκλησίας όπως είναι ο βίος του τιμώμενου αγίου, οι Οικουμενικές
Σύνοδοι, οι άγιοι ιεράρχες, μάρτυρες, ασκητές και οι κτήτορες του ναού. Για τα εικονογραφικά θέματα
του νάρθηκα κατά την περίοδο αυτή, βλ. S. Tomeković, «Contribution à l’étude du programme du
narthex des églises monastiques (XIe première moitié du XIIIe)», Byzantion 58.1 (1988), 140-154· F. Bache,
«La function funéraire du narthex dans les églises byzantines du XIIIe au XIVe siècle», Histoire de l' art
Varia INHA 1989, n. 7, (Paris 1989), 25-31· Milovanović 1997 · B. Todić, «L' influence de la liturgie sur la
decoration peinte du narthex de Sopoćani», Drevnerusskoe iskusstvo, Rus, Byzantia, Balkani, XII vek, St.
Peterburg 1997, 43-58·
170
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
784 Angelidi - Papamastorakis 2006, 212 κ. εξ.· Αχειμάστου – Ποταμιάνου 2009, 97-98.
785 Βλ. παραπάνω σσ. 68-69.
786 Αγγελίδη – Παπαμαστοράκης 2000, 379.
787 Vasiliev 1932, 106-107.
171
Η δημόσια λιτανεία εικόνων της Παναγίας ήταν συνυφασμένη με μεγάλα
έκτακτα γεγονότα, αλλά και καθιερωμένες πομπές ενταγμένες στο τυπικό διάφορων
καθιδρυμάτων της Κωνσταντινούπολης.788 Η παρουσία της Παναγίας στη ζωή της
Κωνσταντινούπολης ήταν έντονη καθώς ήταν ενταγμένη στον εβδομαδιαίο
λειτουργικό κύκλο με τακτικές αγρυπνίες και λιτανείες. Κάθε Τρίτη, σύμφωνα με τα
περιηγητικά κείμενα, την εικόνα της Θεοτόκου περιέβαλλαν κληρικοί και τη
συνόδευαν λαϊκοί και γυναίκες με ολομέταξα ενδύματα κρατώντας αναμμένα κεριά.
Η λιτανεία διερχόταν από διάφορες εκκλησίες της πόλης, όπου ψαλλόταν κάθε φορά
η ακολουθία, και στη συνέχεια επέστρεφε στη μονή των Οδηγών. Κατά την
παλαιολόγεια περίοδο η λατρευτική αυτή εκδήλωση της Τρίτης είχε διαφοροποιηθεί.789
Η λιτανεία της εικόνας δεν διερχόταν από άλλες εκκλησίες της πόλης, αλλά
περιορίστηκε στην πλατεία κοντά στην Αγία Σοφία. Συγκεκριμένα περιέφεραν την
εικόνα στους ώμους ψάλλοντας πενήντα φορές γύρω από την πλατεία. Μια εικαστική
μαρτυρία για την καινούρια αυτή, δηλ. την παλαιολόγεια, λιτανεία αποτελεί η
παράσταση από την Βλαχέρνα της Άρτας, η θεματολογία της οποίας συμπίπτει με τις
περιγραφές των περιηγητών.790
Παρόμοιες λιτανείες υπήρχαν και σε άλλα μέρη της Βυζαντινής
αυτοκρατορίας, όπως π.χ. στη Θεσσαλονίκη, όπου από τον 12ο αι. η εικόνα της
Οδηγήτριας λιτανευόταν τακτικά γύρω από την πόλη,791 όπως και στον 11ο αι. στο
μοναστήρι της Παναγίας Ναυπακτιώτισσας στη Θήβα, το οποίο κατείχε μια
θαυματουργή εικόνα της Παναγίας.792 Αν και δεν έχει διασωθεί κάτι σχετικό στις
γραπτές πηγές είναι πολύ πιθανό παρόμοιες λιτανείες να πραγματοποιούνταν και
στην Ήπειρο.
Η παράσταση της λιτανείας ως μια ξεχωριστή σκηνή στο νάρθηκα της μονής
Βλαχερνών είναι μοναδική στη βυζαντινή μνημειακή ζωγραφική. Τα παραδείγματα
σκηνών λιτάνευσης της εικόνας της Παναγίας σώζονται και σε ορισμένα έργα
μικροτεχνίας, όπως λ.χ. στη μικρογραφία Hamilton (περί το 1300) στο Κρατικό
172
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
Μουσείο του Βερολίνου, όπου απεικονίζεται η Προσκύνηση της εικόνας της Παναγίας
Οδηγήτριας.793 Ανάλογες παραστάσεις υπάρχουν σε Εικόνα με το Θρίαμβο της
Ορθοδοξίας (γύρω στο 1437) στο Βρετανικό Μουσείο Λονδίνο794 και στο κεντημένο
εκκλησιαστικό ύφασμα που χρονολογείται στο έτος 1498 στο Κρατικό Ιστορικό
Μουσείο της Μόσχας.795 Επίσης από τον 14ο αι. η σκηνή με την λιτανεία εικόνας
Οδηγήτριας καθιερώθηκε να απεικονίζεται στον οίκο Ω του Ακάθιστου Ύμνου τόσο
σε χειρόγραφα όσο και στη μνημειακή ζωγραφική, όπως για παράδειγμα στην εικόνα
με τον κύκλο του Ακάθιστου Ύμνου από το Κρατικό Μουσείο του Κρεμλίνου στη
Μόσχα,796 στο Ψαλτήριο από το Μουσείο Μπενάκη κώδ. 34.3, fol. 194r,797 στο ψαλτήριο
Tomić Psalter κώδ. 2792 fol. 296v στο Ιστορικό Μουσείο της Μόσχας,798 και στις
τοιχογραφίες της μονής Markov, κ.λπ.799 Στη μνημειακή ζωγραφική εκτός από τον
Ακάθιστο ύμνο η παράσταση της λιτανείας εμφανίζεται και σε άλλα εικονογραφικά
θέματα, όπως λόγου χάριν στη σκηνή της μεταφοράς των λειψάνων του Συμεών
Νεμάνια στη εκκλησία της Παναγίας στη μονή Studenica, όπου στη Λιτανεία φέρουν
και την εικόνα της Παναγίας.800
Στο εικονογραφικό πρόγραμμα του νάρθηκα της Βλαχέρνας στο προς βορρά
αψίδωμα του δυτικού τοίχου εικονίζεται ακόμα μια σύνθετη παράσταση, η οποία
φαίνεται να εμφανίζεται τον 13ο αιώνα και αλλά δεν γνώρισε πολύ μεγάλη διάδοση.
Πρόκειται για το Στιχηρό των Χριστουγέννων («Τί σοι προσενέγκωμεν, Χριστέ») που
παρουσιάζει τους αγγέλους, τους ανθρώπους και τα στοιχεία της φύσης να
προσφέρουν συμβολικά δώρα στην Θεοτόκο και τον Χριστό συμμετέχοντας στο
γεγονός της Ενανθρώπισης.801 Η συγκεκριμένη σκηνή από τη μονή Βλαχέρνας έχει
793 Patterson-Ševčenko, «Mικρογραφία Hamilton», Μήτηρ Θεού, αρ. κατ. 54, σσ. 388-389.
794 R. Cormack 2000, «Icon of the Triumph of Orthodoxy, 340-341· Α. Μαρκόπουλος, «Ο Θρίαμβος της
Ορθοδοξίας στην εικόνα του Βρετανικού Μουσείου. Τα πρόσωπα και τα κείμενα», ΔΧΑΕ ΚΣΤ΄ (2005),
345-352.
795 N. Majasova, Drevnerusskoe Site, Moscow, 1971, αρ. 27· A. N. Svirin, Drevnerusskoe Site, Moscow, 1963, 52-57.
796 A. Lidov, «Miracle-Working Icons of the Mother of God», Mother of God, fig, 23.
797 Patterson-Ševčenko 1991, fig. 6.
798 Moscow State Historical Museum, Muz. 2792, S. Duffrenne, S. Radojčić, R. Stichel, I. Ševčenko, H. Belting,
Der Serbische Psalter. Faksimile-Ausgabe des Cod. Slav der Bayerischen Staatsbibliothek München, Wiesbaden
1978, 261-265.
799 M. Tomić-Djurić, «Predstave poslednjih strofa Bogorodičinog akatista u srpskom zidnom slikarstvu XIV
veka i kult Bogorodice Odigitrije», Niš i Vizantija 9 (2010), 359-376.
800 Babić, Korać and Ćirković, Studenica, Beograd 1986, εικ. 72.
801 Αχειμάστου-Ποταμιάνου 1985-1986, 301-306.
173
θεωρηθεί ότι είναι μία από τις πρωιμότερες παραστάσεις του θέματος. 802 Πράγματι
όλες οι γνωστές παραστάσεις του Στιχηρού θα μπορούσαν να θεωρηθούν σύγχρονες
ή μεταγενέστερες. Τμήμα της παράστασης σώζεται σε ανάγλυφο τόξο κιβωρίου από
το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών που χρονολογείται στο 13ο αι.,803 όπου
εικονίζονται οι τρεις στίχοι: οι μάγοι τα δώρα / οι άγγελοι τον ύμνον / οι ποιμένες το
Θαύμα. Ασφαλώς δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι πρόκειται για συνεπτυγμένη
μορφή του θέματος καθώς είναι πολύ πιθανό οι υπόλοιποι στίχοι να εικονίζονταν
στις υπόλοιπες πλευρές του κιβωρίου.
Στην αφηγηματική και διευρυμένη παράσταση της Γέννησης στη μονή Gradac
(1271) εμφανίζονται στοιχεία του Στιχηρού σε μία ενδιαφέρουσα απόπειρα
εμπλουτισμού της βασικής παράστασης με υμνογραφικά στοιχεία.804 Με βάση αυτό το
πρώιμο παράδειγμα θα μπορούσε κανείς να δεχθεί ότι αρχικά το Στιχηρό εκφράζει
την διάθεση εμπλουτισμού της εικονογραφίας της Γέννησης και στη συνέχεια
αυτονομήθηκε με πρώτο γνωστό παράδειγμα την παράσταση της Βλαχέρνας.
Ένα άλλο χρονολογημένο παράδειγμα της πλήρους απεικόνισης του Στιχηρού
σώζεται στην Περίβλεπτο της Αχρίδας (Άγ. Κλήμης) από το 1295.805 Εικάζουμε ότι
στην αμέσως προηγούμενη περίοδο θα πρέπει να χρονολογηθεί και η παράσταση που
εξετάζουμε. Παραδείγματα της παράστασης του Στιχηρού των Χριστουγέννων
σώζονται επίσης και στην Žiča,806 στους Αγίους Αποστόλους στη Θεσσαλονίκη, στο
Mateič (στην πρόθεση), και τη Ravanica.807 Η παράσταση της Βλαχέρνας ως προς την
εικονογραφική και τη συνθετική δομή της σχετίζεται περισσότερο με τις τοιχογραφίες
της Αχρίδας και της Θεσσαλονίκης.808
174
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
175
θεματολογία του νάρθηκα δεν υποστηρίζεται από μία ανάλογη προοδευτική
τεχνοτροπία, με δεδομένο ότι ο ανώνυμος ζωγράφος και το εργαστήριό του
μετακλήθηκε από την Κωνσταντινούπολη. Θα περίμενε κανείς να κινείται σε ένα
ποιοτικό επίπεδο πολύ υψηλότερο, αντάξιο της Πρωτεύουσας. Αντίθετα, το έργο
διαπνέεται από ένα «επαρχιωτικό» χαρακτήρα έκδηλο στις απλουστευτικές
σχεδιαστικές λύσεις αλλά και στην χρωματολογία, παρά το γεγονός ότι
χρησιμοποιούνται ακριβά υλικά όπως λαζουρίτης και χρυσός. Αδιαφορεί για τις
αναλογίες των σωμάτων, τα οποία άλλοτε παρουσιάζονται επιμήκη, όπως στην
χορεία των μοναζουσών στην Λιτανεία της Οδηγήτριας, ενώ άλλοτε συμπιέζονται
προκειμένου να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της σύνθεσης, όπως στην περίπτωση των
Οικουμενικών Συνόδων και του Στιχηρού. Υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις όπως είναι
το κομψό σύμπλεγμα των δύο βοσκών του Στιχηρού το οποίο προφανώς οφείλεται σε
μία πιστή μεταφορά ενός πολύ καλού προτύπου. Σε γενικές γραμμές, αν και ο
ζωγράφος δεν διστάζει να δημιουργήσει πρωτότυπες συνθέσεις, καταφεύγει στην
στερεότυπη και απλοϊκή επανάληψη φυσιογνωμικών τύπων και στάσεων που
φανερώνουν τις αδυναμίες του. Ακόμη και τα κτήρια και τα έπιπλα αποδίδονται με
μία ακραία σχηματικότητα χωρίς καμία πρόθεση στερεομετρικής απόδοσης που
χαρακτηρίζει τις πιο προοδευτικές εικαστικές προτάσεις της περιόδου. Είναι σαφές ότι
βασίζεται πολύ περισσότερο στην μνημειακότητα των πολυπρόσωπων συνθέσεων
που δημιουργούν μία εντυπωσιακή σκηνογραφία που καλύπτει τις αδυναμίες του. Ο
σχεδιασμός και το πλάσιμο των προσώπων σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να
συγκριθεί με την ποιοτική και εκλεπτυσμένη ζωγραφική της Παντάνασσας, όπως
επίσης και της ρωμαλέας και ώριμης τελευταίας υστεροβυζαντινής φάσης του Αγ.
Δημητρίου του Κατσούρη. Είναι προφανές ότι οι τοιχογραφίες της Βλαχέρνας
υστερούν σημαντικά ακόμη και σε σχέση με το εργαστήριο που διακόσμησε τον
Ταξιάρχη Κωστάνιανης και την Κόκκινη Εκκλησία Βελλάς. Όλες οι παραπάνω
επισημάνσεις υπογραμμίζουν το γεγονός ότι το επίπεδο της εικαστικής παραγωγής
στην Ήπειρο ήταν σε ιδιαίτερα υψηλό για την εποχή περίοδο, αντάξιο ακόμη και της
Πρωτεύουσας.
176
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
πρέπει να χρονολογηθεί γύρω στο έτος 1300.813 Πρόκειται για ένα σημαντικό σύνολο,
το οποίο χωρίς καμία αμφιβολία ανήκει στα καλύτερα παραδείγματα της πρώτης
φάσης της παλαιολόγειας τεχνοτροπίας. Από όλα τα αναφερόμενα ηπειρωτικά
σύνολα, τα οποία παρουσιάσαμε, οι τοιχογραφίες του Αγ. Δημητρίου του Κατσούρη
συνδέονται με πιο προοδευτικές τάσεις της εποχής.
Είναι βέβαιο ότι λόγω της κακής κατάστασής τους οι τοιχογραφίες αυτές, παρά
την εξαιρετική τους ποιότητα, παραμένουν ακόμη ελάχιστα γνωστές. Στις
τοιχογραφίες αυτές αναγνωρίζουμε όλες τις αρετές της ώριμης παλαιολόγειας
ζωγραφικής που χαρακτηρίζεται από την κλασικίζουσα αντίληψη των αναλογιών και
την εξαιρετική ισορροπία του σχεδίου. Αν και η κατάσταση των τοιχογραφιών δεν μας
επιτρέπει να αντιληφθούμε σε όλη τους την έκταση την χρήση των χρωματικών και
τονικών διαβαθμίσεων, είναι σαφές ότι δεν υστερεί σε τίποτε ακόμη και σε σύγκριση
με τα πιο προοδευτικά έργα της εποχής. Μάλιστα σε σχέση με το πρώτο έργο των
Μιχαήλ Αστραπά και Ευτύχιου στην Περίβλεπτο της Αχρίδας, ο ζωγράφος του
Κατσούρη είναι πολύ περισσότερο πλαστικός τόσο στην διαμόρφωση της
πτυχολογίας όσο και των υπόλοιπων επιμέρους στοιχείων. Τα πρόσωπα αποδίδονται
κατά κανόνα με έκφραση γαλήνης και ευγένειας και αποπνέουν εκλεπτυσμένη
πνευματικότητα. Η εικαστική ποιότητα διατρέχει συνολικά το έργο του ανώνυμου
ζωγράφου από την οργάνωση του χώρου στις συνθέσεις μέχρι και τις λεπτομέρειες.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι αποφεύγει την επανάληψη φυσιογνωμικών
τύπων, στάσεων κα χειρονομιών, στοιχείο ζωγράφου με εξαιρετική εικαστική παιδεία
που παραπέμπει σε ένα από τα δύο σημαντικότερα καλλιτεχνικά κέντρα της εποχής,
την Κωνσταντινούπολη ή την Θεσσαλονίκη.814
Το εικονογραφικό πρόγραμμα πρέπει να ακολουθούσε το παλαιό πρώτο
στρώμα, όπως το βλέπουμε στην παράσταση της Μετάληψης και της Μετάδοσης, οι
οποίες ζωγραφίζονται πάνω στα ίδια εικονογραφικά θέματα και επίσης
επαναλαμβάνουν τα βασικά στοιχεία της προηγούμενης σκηνής της Μετάληψης.815
813 Ο Djurić χρονολόγησε τις τοιχογραφίες στο β΄μισό του 13ου αιώνα (Djurić 1979, 222). Η Ντ. Μουρίκη
πρότεινε το τελευταίο τέταρτο του 13ου αιώνα (Mouriki 1978, 57), ο Βοκοτόπουλος τα τέλη του 13ου
(Vocotopoulos 2012, 123), ενώ η Καλοπίση-Βέρτη περί τα 1300 (Καλοπίση-Βέρτη 1999, 67, εικ. 2).
814 Στο πρόσφατο άρθρο του Βοκοτόπουλου ο ίδιος σύντομα σχολιάζοντας την σκηνή της Πεντηκοστής
και την Φιλοξενία του Αβραάμ από τον Άγ. Δημήτριο του Κατσούρη συνδέει τις τοιχογραφίες με
τέχνη της Κωνσταντινούπολης. Vocotopoulos 2012, 123.
815 Το δεξιό τμήμα του δεύτερου στρώματος της σκηνής της Μετάληψης είχε εκπέσει και αποκαλύφθηκε
το πρώτο στρώμα.
177
Στο τετρατοσφαίριο της κόγχης του Ιερού απεικονίζεται η Θεοτόκος σε
προτομή στο τύπο της Βλαχερνίτισσας. Ο Χριστός κρατά στο χέρι του ανοιχτό
ειλητάριο, ενώ στη συνοδευτική επιγραφή της Παναγίας αναγνωρίζουμε το επίθετο Η
(Μ)ΕΣΗ(ΤΡΙΑ). Αντίστοιχη παράσταση σώζεται και στην κόγχη του Ιερού στο
Χαλκιόπουλο Βάλτου Ακαρνανίας (Εικ. 178), όπως επίσης και στον ναό της Θεοτόκου
στη Sušica της ΠΓΔΜ.816
Οι υπόλοιπες σωζόμενες σκηνές – ο Ευαγγελισμός, η Βαϊοφόρος, η Εις Άδου
Κάθοδος, η Ανάληψη και η Πεντηκοστή – ακολουθούν τα καθιερωμένα από την
κομνήνεια περίοδο εικονογραφικά πρότυπα.817
Η καλύτερα σωζόμενη παράσταση είναι η Πεντηκοστή που καταλαμβάνει
ολόκληρη την καμάρα της δυτικής κεραίας. Οι απόστολοι παριστάνονται καθισμένοι
σε έδρανο και στο μέσον του κλειδιού της καμάρας εικονίζεται η Ετοιμασία του
Θρόνου: η αγία Τράπεζα και πάνω της πορφυρό ύφασμα και ευαγγέλιο. Πίσω από το
θρόνο προβάλλει ο Σταυρός και τα όργανα του Πάθους. Ο Γιαννούλης θεωρεί ότι στο
ύφασμα εικονίζεται και το σύμβολο του Αγίου Πνεύματος, το περιστέρι.818 Η σύνθεση
βασίζεται σε γνωστά παλαιότερα πρότυπα, όπως λ.χ. εκείνο του Αγίου Μάρκου στη
Βενετία.819 Αν και η θέση της Πεντηκοστής στην καθιερωμένη κυκλική και
δεξιόστροφη διάταξη του χριστολογικού κύκλου, κατά κανόνα ήταν στο ανατολικό
τμήμα των ναών, υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις και μάλιστα στην ύστερη βυζαντινή
περίοδο όπου μεταφέρεται στο δυτικό σκέλος. Η επιλογή αυτή προφανώς συνδέεται
με το γεγονός ότι σε έναν πλήρη χριστολογικό κύκλο η Πεντηκοστή είναι η τελευταία
παράσταση, όπου με την έλευση του Παρακλήτου δηλ. του Αγίου Πνεύματος κατά
την υπόσχεση του Χριστού ολοκληρώνεται το επίγειο έργο του. Η τοποθέτηση της
παράστασης στο δυτικό σκέλος συμβάλλει στον τονισμό τού κατά μήκος άξονα με
κίνηση από ανατολικά προς τα δυτικά. Με τον τρόπο αυτό το εικονογραφικό
πρόγραμμα ολοκληρώνεται όχι μόνο με την Πεντηκοστή, αλλά σε πολλές
περιπτώσεις και με την Δευτέρα Παρουσία και την Κοίμηση της Θεοτόκου. Οι δύο
πρώτες παραστάσεις συνδέονται σαφώς τόσο ως προς τον εσχατολογικό τους
χαρακτήρα,820 ενώ η Κοίμηση συνέχεται με την Πεντηκοστή, λόγω της θέσης της στο
178
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
λειτουργικό έτος. Μέσα στο πνεύμα της εσχατολογικής ερμηνείας της Πεντηκοστής
εντάσσεται και η απεικόνιση της Ετοιμασίας του Θρόνου, η οποία επιπρόσθετα
αποτελούσε και το σύμβολο του ορθόδοξου δόγματος, εκφράζοντας την Τριαδική
θεότητα. Αντίστοιχες παραστάσεις στην ίδια θέση έχουν σωθεί στον Άγ. Πέτρο στο
Οτράντο της Απουλίας,821 στον Άη Στράτηγο Μπουλαριών Μάνης,822 στον Άγ.
Νικόλαο στα Κυριακοσέλια,823 και στην Όμορφη Εκκλησιά Αθηνών.824
Από απόψεως τυπολογίας φυσιογνωμικών τύπων και καλλιτεχνικών τρόπων
οι μορφές συνδέονται άμεσα με τη ζωγραφική του τέλους του 13ου αιώνα, όπως
κυρίως εκφράστηκε σε εξέχοντα μνημεία του ευρύτερου μακεδονικού χώρου. Σε
ορισμένες μορφές αναγνωρίζονται πρότυπα καλλιτεχνικών εργαστηρίων της
Θεσσαλονίκης περί το 1300 με τα στρογγυλά, γεμάτα πρόσωπα που αποδίδονται με
ζωγραφική μαλακότητα πλαστικού ύφους, όπως είναι στη σκηνή της Φιλοξενίας του
Αβραάμ (Εικ. 85) στη νότια καμάρα του διακονικού και στους απόστολους της
Πεντηκοστής, στο βόρειο ημιχόριο της δυτικής καμάρας.
Σ τ ο ν ά ρ θ η κ α τ η ς Α γ ί α ς Θ ε ο δ ώ ρ α ς , το οποίο έχουμε ήδη σχολιάσει
στο πρώτο κεφάλαιο,825 σήμερα σώζεται το μεγαλύτερο μέρος του αρχικού διακόσμου
(Εικ. 3). Οι τοιχογραφίες ήταν καλυμμένες με αιθάλη σε τέτοιο βαθμό ώστε ο
Ορλάνδος το 1936 μπορούσε να αναγνωρίσει μόνο τις ολόσωμες αγίες Κυριακή και
Μαρίνα στην κάτω ζώνη του νότιου τοίχου.826 Το 2011 ολοκληρώθηκε ο καθαρισμός
των τοιχογραφιών, οι οποίες σε ορισμένα σημεία σώζονται σε ικανοποιητική
κατάσταση.827
Στο νάρθηκα της Αγ. Θεοδώρας απαντούν ορισμένα μοναδικά εικονογραφικά
θέματα στην Ήπειρο, όσον αφορά την περίοδο που εξετάζουμε (13ος - πρώτες
δεκαετίες 14ου αι). Πρόκειται για τα γεγονότα της Θεοφάνειας στο Μωυσή πάνω στο
όρος Χωρήβ (Εικ. 16), ο κύκλος του βίου του πατριάρχη Ιακώβ (Εικ. 9-15), αλλά και
ορισμένες παραστάσεις του Χριστολογικού κύκλου: ο Χριστός περπατών στην
νεκρούς) συνάπτεται νοηματικά με την αναφορά στην Πεντηκοστή και στο Άγιο Πνεύμα τὸ ἐκ τοῦ
Πατρός ἐκπορευόμενον κ.λπ.
821 Safran 1992, 460-461, fig. 12, 13.
822 Δρανδάκης 1995, εικ. 58.
823 Μπορμπουδάκης 2011, 290-291, εικ. 5, πίν. 21.
824 Βασιλάκη – Καρακατσάνη 1971, 50, εικ. 33.
825 Βλ. σσ. 79-84.
826 Ορλάνδος 1936δ, 103.
827 Γιαννούλης 2010, 294-306.
179
θάλασσα , ο εν Κανά Γάμος (Εικ. 20), ο Χριστός εκδιώκει τους εμπόρους από τον ναό
(Εικ. 21), ο Χριστός με τη Σαμαρείτιδα (Εικ. 24) και η εμφάνιση του Χριστού στη λίμνη
της Τιβεριάδας. Το ίδιο ισχύει και για το όραμα του αγίου Πέτρου Αλεξανδρείας (Εικ.
17).
Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σκηνές από το βίο του Ιακώβ που
έχουμε ήδη σχολιάσει στο πρώτο κεφάλαιο και αναπτύσσονται με αφηγηματική
ενότητα στον ημικύλινδρο και τα τύμπανα της νότιας καμάρας του τριμερούς
νάρθηκα. Πρόκειται για απεικόνιση πολύ διευρυμένου κύκλου, γνωστού στα
εικονογραφημένα χειρόγραφα της Οκτατεύχου,828 που όμως στη μνημειακή τέχνη
πρέπει να αποτελεί το μοναδικό γνωστό σε μας σωζόμενο παράδειγμα.
Η αφετηρία του κύκλου πιστεύουμε ότι ήταν στην πάνω ζώνη του ανατολικού
τυμπάνου της καμάρας. Εκατέρωθεν του παραθύρου, στο αριστερό του τμήμα
διακρίνεται μορφή ηλικιωμένου άντρα να κάθεται μπροστά από ψηλά οικοδομήματα
και να έχει στραμμένη την προσοχή του στην απέναντι πλευρά, όπου σήμερα δεν
διακρίνεται τίποτα. Πρέπει να παριστανόταν η ευλογία του Ιακώβ από τον πατέρα
του Ισαάκ (Γέν. 27). Το αριστερό τμήμα, όπου διακρίνεται ο ηλικιωμένος άνδρας
ανακαλεί της αντίστοιχες παραστάσεις στα χειρόγραφα όπως στο Vat. gr. 746 και Vat.
gr. 747.829
Τον βόρειο ημικύλινδρο καταλαμβάνουν τρεις σκηνές από το επεισόδιο της
φυγής του Ιακώβ στην Χαρράν, στο θείο του Λάβαν: Στο ανατολικό τμήμα της πρώτης
σκηνής παριστάνεται ο αποχαιρετισμός του Ιακώβ από τον πατέρα του Ισαάκ (Γέν. 27,
41- 28, 9) (Εικ. 11-13). Ακριβώς από κάτω είναι η φυγή του Ιακώβ (Γέν. 28, 10).
Συγκεκριμένα εικονογραφείται η διέλευσή του από τους ποταμούς Τίγρη και του
Ευφράτη. Το τρίτο επεισόδιο, στο δυτικό τμήμα της βόρειας καμάρας, αποτελεί το
όνειρο του Ιακώβ με την Κλίμακα (Γέν. 28, 11-22, (Eικ. 11)
Στο δυτικό τύμπανο της νότιας καμάρας πρέπει να εικονίζονταν τα γεγονότα
στο σπίτι του θείου του Λάβαν, τον αδελφό της μητέρας του Ρεβέκκας, στην Χαρράν.
Στο νότιο ημικύλινδρο της καμάρας παριστάνεται η επιστροφή του Ιακώβ στην
Παλαιστίνη (Γέν. 32, 1, Εικ. 14).
828 Πρόκειται για τέσσερις μεσοβυζαντινές Οκτατεύχους: Vat. gr. 746· Vat. gr. 747· Istanbul Top Kapi Saray
library cod. gr. 1. 8, και Smyrna Evangelical School Library codex A. Octateuch. Για τους κύκλους του
βίου του Ιακώβ στις αναφερόμενους Οκτατεύχους, βλ.: Weitzmann and Bernabo 1999, τ. I, 94-110, τ. 2,
pl. 355-440. Για τις βασικές πληροφορίες σχετικά με τα εικονογραφημένα χειρόγραφα της
Οκτατεύχου, βλ. J. Lowden, The Octateuchs. A Study in Byzantine Manuscript Illustration, Pennsylvania 1992.
829 Weitzmann and Bernabo 1999, όπ.π.
180
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
Από όλες τις αναφερόμενες παραστάσεις η μοναδική που είναι γνωστή και
μάλιστα ιδιαίτερα διαδεδομένη στη μνημειακή τέχνη ήδη από την παλαιοχριστιανική
εποχή, είναι η Κλίμαξ του Ιακώβ με τη συνηθισμένη εικονογραφία που δεν έχει
αλλάξει: ο Ιακώβ είναι ξαπλωμένος δεξιά από τη σκάλα (κλίμακα) και οι άγγελοι
ανεβαίνουν και κατεβαίνουν, όπως είναι στην κατακόμβη στην Via Latina (4ος αι.),830
στην Αγ. Σοφία στην Τραπεζούντα,831 την Περίβλεπτο της Αχρίδας (Εικ. 280), κ.λπ. Η
μοναδική διαφορά μεταξύ των παραστάσεων είναι ότι σε ορισμένες περιπτώσεις
πάνω στην κλίμακα στα βυζαντινά παραδείγματα εισάγεται ο στηθαίος Χριστός και
σε μερικές άλλες η Παναγία που ευλογούν. Στην περίπτωση που εξετάζουμε,
εικονίζεται ο Χριστός, όπως στην Bogorodica Ljeviška.832
Όσον αφορά τις υπόλοιπες σκηνές, παράλληλα παραδείγματα συναντούμε
μόνο σε εικονογραφημένα χειρόγραφα. Η σύνθεση της νότιας καμάρας αντιγράφει
πιστά παραστάσεις από τα f. 73v και 54v των ομιλιών του Ιακώβου του Κοκκινοβάφου
(Paris ms. grec 1208, φ. 73v και Vat. gr. 1162, f. 54v) (Εικ. 283): έχουμε τον ίδιο αριθμό
μορφών που συμμετέχουν, με παρόμοιες φυσιογνωμίες, έπιπλα, κτήρια και δύο
προσωποποιήσεις των ποταμών. Είναι προφανές ότι το συγκεκριμένο χειρόγραφο θα
μπορούσε να αποτελεί το πρότυπο για τους ζωγράφους της Αγ. Θεοδώρας στην Άρτα.
Το ίδιο ισχύει και για την παράσταση της επιστροφής του Ιακώβ στη βόρεια καμάρα
που αντιγράφει την αντίστοιχη σκηνή στο φ. 15v από τις ομιλίες του Ιακώβου του
Κοκκινοβάφου (Εικ. 284 ).
Στο κεντρικό τύμπανο του δυτικού τοίχου, πάνω από τη θύρα εικονίζονται
ακόμα δύο παραστάσεις από την Παλαιά Διαθήκη. Πρόκειται για τα γεγονότα της
Θεοφάνειας στο Μωυσή πάνω στο όρος Χωρήβ (Εικ. 16). Αριστερά είναι ο Μωυσής και
η φλεγόμενη Βάτος, και δεξιά η αποκάλυψη του Θεού στον Μωυσή. Ακριβώς από
κάτω, στην επόμενη ζώνη, κάτω από την φλεγόμενη Βάτο, παριστάνεται η πάλη του
Ιακώβ με τον άγγελο. Η επιλογή των τριών αυτών σκηνών δεν είναι τυχαία, καθώς τα
γεγονότα αυτά αποτελούν προεικονίσεις της Θεοτόκου που αρχίζουν να εισάγονται
όλο και συχνότερα στη μνημειακή τέχνη περί το 1300. Η τάση αυτή συσχετίζεται με το
κλίμα της εποχής, όταν αρχίζει να τονίζεται ακόμα περισσότερο η τιμή προς την
Παναγία. Από το 1297 στην Κωνσταντινούπολη ο μήνας Αύγουστος αφιερώθηκε στη
μνήμη και την τιμή της Θεοτόκου.833 Ο Νικηφόρος Γρηγοράς έγραφε στις αρχές του
830 F. Mancinelli, The Catacombes of Rome and the Origins of Christianity, Scala, Firenze 1981, 34, fig. 64.
831 Rice 1968, pl. VII, pl. 63.
832 Der Neressians 1975, 335, fig. 2.
833 V. Grumel, «Les mois de Marie des Byzantines», EO 31 (1932): 257-261.
181
14ου αι. ότι κανένας δεν μπορούσε να δει το Θεό χωρίς μεσολάβηση συμβόλων και
τύπων834 και υπό την επίδραση της θεολογικής σκέψης εισάγονται στην τέχνη
προεικονίσεις, τύποι και σύμβολα, π.χ. στην Περίβλεπτο της Αχρίδας,835 στην Αγ.
Σοφία της Τραπεζούντας,836 στην Bogorodica Ljeviška,837 στην Gračanica,838 στη μονή
της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη,839 στο Lesnovo,840 κ.λπ.
Η θεοφάνεια της φλεγόμενης βάτου ερμηνευόταν από τους πατέρες της
εκκλησίας ως αλληγορία της Ενσάρκωσης. Η τυπολογική συσχέτιση της βάτου του
Μωυσή με την Παναγία απαντά συχνά στην υμνολογία. Τα παλαιότερα
εικονογραφικά παραδείγματα σώζονται στα χειρόγραφα όπως λ.χ. της Χριστιανικής
Τοπογραφίας του Κοσμά Ινδικοπλεύστη.841
Η σκηνή της Θεοφάνειας στην Αγ. Θεοδώρα Άρτας πρέπει να είχε τα πρότυπά
της στα μεσοβυζαντινά χειρόγραφα, όπως δείχνουν και κάποιες σπάνιες
λεπτομέρειες. Στην παράσταση της φλεγόμενης και μη καιόμενης Βάτου, μέσα στη
βάτο αντί της Θεοτόκου απεικονίζεται η μορφή του Χριστού. Στη δεύτερη Θεοφάνεια ο
Μωυσής στο χέρι αντί για την ράβδο κρατά το φίδι. Στη μνημειακή ζωγραφική δεν
εικονιζόταν το φίδι στο χέρι του Μωυσή, όπως π.χ. στη μονή της Χώρας όπου κρατά τη
ράβδο,842 ενώ στην Περίβλεπτο της Αχρίδας, στον Άγ. Νικόλαο Ορφανό, Gračanica,
Staro Nagoričino δεν κρατά τίποτα.843 Το μοναδικό σε μας γνωστό παράδειγμα στη
βυζαντινή μνημειακή τέχνη, όπου στη Θεοφάνεια στο χέρι του Μωυσή εμφανίζεται το
φίδι, αποτελεί το παράδειγμα από το Lesnovo (1349).844
Οι αναφερόμενες εικονογραφικές ιδιαιτερότητες ανακαλούν την αντίστοιχη
παράσταση από τις ομιλίες του Ιακώβου του Κοκκινοβάφου (Paris ms. grec 1208, f. 73v
834 Nicephori Gregorae liber dogmaticus quartus Migne PG 149, col. 357· Babić – Panić 1975, 78.
835 Der Nerssesian 1975, fig. 12· Marković 2011, 138, fig. 28· Kalopissi 2012, 55, fig. 13.
836 Rice 1968, 149, 183, 151, 183, pl. 63.
837 Babić – Panić 1975, 70-80.
838 Todić 1988, 133, 146, 181, 183
839 Underwood 1957, 210-211· Der Nersesian 1975, 311-318, 334-349· Underwood 1966, vol. 3 pl. 437-468.
840 Gabelić 1998, 172-181.
841 Ντ. Μουρίκη, «Αι βιβλικαί προεικονίσεις της Παναγίας εις τον τρούλλον της Περίβλεπτου του
Μυστρά», ΑΔ 25 (1970), 221-222.
842 Underwood 1975, pl. 229
843 Τσιτουρίδου 1986, 157-159, πίν. 61, 62
844 Στη σκηνή αυτή δεν πρόκειται για ράβδο που αποκτά τη μορφή φιδιού, αλλά για ένα όρθιο φίδι, που
εμφανίζεται μπροστά από τον Μωυσή, όπως περιγράφεται και στην Παλαιά Διαθήκη (Έξοδος 4: 2-4)·
Gabelić 1998 177, fig. XLVI.
182
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
και Vat. gr. 1162, f. 54v),845 χειρόγραφο με το οποίο ήδη βρήκαμε πολλές ομοιότητες και
στις σκηνές από τον κύκλο του Ιακώβ (Εικ. 284).
Η πάλη του Ιακώβ με τον άγγελο, κάτω από τη Θεοφάνεια του Μωυσή,
αποτελούσε ακόμη μια γνωστή προεικόνιση της Παναγίας (Εικ. 15). Η σκηνή τώρα
αυτονομείται από την Κλίμακα του Ιακώβ, κάτι που ήταν ασυνήθιστο στη μνημειακή
τέχνη.846 Είναι δεδομένο ότι ο συντάκτης του εικονογραφικού προγράμματος δεν θα
μπορούσε να παραλείψει τη σκηνή της Κλίμακας του Ιακώβ από τον κύκλο του βίου
του που αναπτύσσεται στη νότια καμάρα. Επομένως, ένα τμήμα της σκηνής, δηλαδή η
Πάλη του Ιακώβ με τον άγγελο, μεταφέρεται στο δυτικό τοίχο μαζί με άλλες
προεικονίσεις της Παναγίας. Σε πολλά εικονογραφημένα χειρόγραφα η σκηνή της
Πάλης του Ιακώβ επίσης αυτονομείται από την Κλίμακα ακολουθώντας την
χρονολογική σειρά των γεγονότων στο κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης, όπως
συμβαίνει λ.χ. Vat. 747, f. 50r, και f. 551, Vat. 746, f. 97r και f. 108v, Sm., f. 41v και 46v,
Ser., f. 102v., κ.λπ.847
Η παράσταση του οράματος του αγίου Πέτρου Αλεξανδρείας ακολουθεί το
συνηθισμένο γνωστό τύπο. Το θέμα ζωγραφιζόταν κατά κανόνα στο Ιερό, ωστόσο,
δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που συμπληρώνει την παράσταση της Α΄ Οικουμενικού
Συνόδου στο δυτικό μέρος του ναού, όπως λ.χ. στην Gračanica, στην Παναγία και το
Άγ. Δημήτριο του Peć , στο Matejče, στο Zaum, στην Παντάνασσα του Μυστρά και στη
στοά της Αγίας Σοφίας στην Αχρίδα.848
Στις πάνω ζώνες της βόρειας καμάρας τοποθετούνται οι σκηνές που ανήκουν
στον κύκλο της Πεντηκοστής: η Εκδίωξη των εμπόρων από το ναό, ο εν Κανά Γάμος, ο
Χριστός με την Σαμαρείτιδα, ο Χριστός περιπατών επι των κυμάτων, η Εμφάνιση του
Χριστού στη λίμνη της Τιβεριάδας και η Εμφάνιση του Χριστού στο όρος της
Γαλιλαίας, γνωστή ως το Πορευθέντες μαθητεύσατε. Πρόκειται για θέματα πολύ
γνωστά από μεσοβυζαντινά χειρόγραφα που θα γνωρίσουν μεγάλη διάδοση στη
μνημειακή ζωγραφική της παλαιολόγειας και της μεταβυζαντινής εποχής.
845 Omont, 1927, 15, pl. X/1· Lazarev 1967, 192-193, eik. 252-253.
846 Οι δύο αυτές σκηνές ζωγραφίζονταν μαζί στη μνημειακή ζωγραφική ήδη από την παλαιοχριστιανική
εποχή. Ωστόσο, η διαίρεση της σκηνής σε δύο τμήματα λόγω έλλειψης χώρου δεν ήταν άγνωστη στη
μνημειακή ζωγραφική, όπως, λόγου χάριν, στο Lesnovo. Βλ. Gabelić 1988, 177.
847 Η διήγηση περί της Κλίμακος του Ιακώβ βρίσκεται στο Γέν. 28, 11-22, ενώ η Πάλη με τον Άγγελο στο
Γέν. 32, 21-32. Για τα αναφερόμενα χειρόγραφα, βλ. Weitzmann and Bernabo 1999, tom II, pl. 391-394,
435, 436, 437.
848 Grozdanov 1980, 74-75.
183
Η εκδίωξη των εμπόρων από το ναό θα ζωγραφίζεται αρκετά συχνά στην
παλαιολόγεια μνημειακή τέχνη.849 Στη σκηνή της Αγ. Θεοδώρας στην Άρτα δεσπόζει
ένα μεγάλο τραπέζι, με πολλά αναποδογυρισμένα πολύτιμα σκεύη. Ο Χριστός είναι
τοποθετημένος στην αριστερή άκρη και κρατά μαστίγιο, ενώ δεξιά είναι η ομάδα των
εμπόρων ντυμένων με πολυτελή ενδύματα. Τη σκηνή συμπληρώνουν τα
οικοδομήματα του ναού, ένα κιβώριο πάνω από τους εμπόρους και πίσω τους ένας
τοίχος. Στη σκηνή απουσιάζει συνηθισμένη απεικόνιση των ζώων.
Στις υπόλοιπες σκηνές του Πεντηκοσταρίου παρουσιάζονται κάποιες
ιδιαιτερότητες στην εικονογραφία που δεν ακολουθούν τα συνηθισμένα
παλαιολόγεια παραδείγματα. Στον εν Κανά Γάμο ο Χριστός δεν εμφανίζεται δύο
φορές. Εικονίζεται η στιγμή που η Θεοτόκος έρχεται στο Χριστό να αναγγείλει στον
Χριστό ότι «οἶνον οὐκ ἔχουσιν» που είναι στο αριστερό τμήμα, ενώ στο δεξιό ο
υπηρέτης που γεμίζει τα έξι λίθινα σκεύη με νερό, χωρίς τον Χριστό που ευλογεί.
Δίπλα στον Χριστό παριστάνονται οι νεόνυμφοι. Η νύφη φορά κόκκινο χιτώνα και
γαλάζιο μανδύα. Δεν έχει στέμμα, αλλά μια απλή μαντίλα κόκκινου χρώματος. Στο
τραπέζι είναι τοποθετημένα ποτήρια, σκεύη για φαγητό, ραπανάκια και ψωμάκια. Σε
ορισμένες λεπτομέρειες η σκηνή ανακαλεί την αντίστοιχη στην Αγ. Σοφία της
Τραπεζούντας, ιδιαίτερα τα σύνθετα κτήρια με τα κρεμασμένα υφάσματα μεταξύ
τους, αλλά και οι χειρονομίες και οι στάσεις μερικών μορφών, όπως είναι η δεύτερη
μορφή στην αριστερή πλευρά της σκηνής της Αγ. Θεοδώρας, η οποία είναι ξαπλωμένη
στο τραπέζι.850
Η σκηνή της ομιλίας του Χριστού με την Σαμαρείτιδα είναι αρκετά
κατεστραμμένη. Σε μια εικονογραφική παρατήρηση η Ντίνα Κεφαλά στη διατριβή της
ξεχωρίζει την παράσταση από τις γνωστές σκηνές.851 Πρόκειται για την ασυνήθιστη
ενδυμασία της Σαμαρείτιδας που φορά πλούσια κοσμική ενδυμασία και έχει
ακάλυπτη την κεφαλή της. Το λαμπρό κόκκινο φόρεμα φέρει αστεροειδή διακόσμηση
με χρυσοκέντημα.852 Στο παράδειγμα στη μονή στο Θάρι της Ρόδου, η αντίστοιχη
μορφή επίσης φορά πολύτιμα ρούχα. Η Κεφαλά προτείνει ότι πρόκειται για την πιστή
αντιγραφή των κοσμικών ενδυμασιών γυναικών της αριστοκρατικής τάξης της
849 T. Gouma-Peterson, «Christ as Ministrant and the Priest as Ministrant of Christ in a Palaeologan Program
of 1303», DOP 32 (1978), 204-205.
850 Rice 1968, 139, 167, pl. IV.
851 Κεφαλά 2012, 124-127, 360, 397, υποσημ. 363.
852 Γιαννούλης 2010, 303.
184
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
εποχής.853 Είναι προφανές ότι το ίδιο ίσως θα μπορούσε να ισχύει και για την
Σαμαρείτιδα στην Αγ. Θεοδώρα της Άρτας.854
Μια πολύ σπάνια σκηνή όσον αφορά τη μνημειακή ζωγραφική σώζεται στο
νάρθηκα της Αγ. Θεοδώρας στην Άρτα. Πρόκειται για την σκηνή του Χριστού
περιπατούντος επί των κυμάτων, εμπνευσμένη από τα ευαγγέλια Ματθ. 14, 25-33,
Μάρκ. 6, 47-51, Ιω. 6, 16-21. Η σκηνή είναι αρκετά κατεστραμμένη και δεν διακρίνονται
πολλές λεπτομέρειες. Ο Χριστός εικονίζεται να περπατά στα κύματα της θάλασσας
και δίπλα του είναι βάρκα με αποστόλους. Αντίστοιχο θέμα εμφανίζεται στην Αγ.
Σοφία της Τραπεζούντας.855 Το θέμα της κατάπαυσης των κυμάτων, σε διαφορετικό
εικονογραφικό τύπο υπήρχε και στα ψηφιδωτά του Αγ. Μάρκου Βενετίας, ωστόσο
στην παράσταση αυτή ο Χριστός δεν περπατά στη θάλασσα, αλλά είναι όρθιος μέσα
στη βάρκα και ευλογεί. 856
Ασυνήθιστα εικονογραφικά στοιχεία εμφανίζονται και στη σκηνή της
Εμφάνισης του Χριστού στη λίμνη της Τιβεριάδας (Ιω. 21, 1-14).857 Ο Γιαννούλης
ταυτίζει τη σκηνή ως Κλήση των μαθητών που περιγράφεται στο Ματθ. 4, 20.858 Η
σύνθεση περιλαμβάνει τα εξής επεισόδια: αριστερά την έλκυση των διχτύων από τον
Πέτρο και δίπλα του ο Χριστός που περπατά στη θάλασσα υψώνοντας το δεξιό του
χέρι σε χειρονομία ομιλίας με τους μαθητές που είναι στην όχθη της λίμνης. Στη
δεξιά πλευρά εικονίζεται ο μετωπικός Χριστός που συνομιλεί με τους μαθητές. Οι
λεπτομέρειες της σκηνής αυτής δεν δικαιολογούνται από την ευαγγελική περικοπή
Ιω. 21, 1-14, όπου περιγράφεται το συγκεκριμένο γεγονός. Ο Χριστός σε όλες τις
σωζόμενες παραστάσεις είναι στην όχθη της λίμνης και επίσης πολύ συχνά
εικονίζεται και η βάρκα με τους αποστόλους.859 Αρκετές ομοιότητες σε επιμέρους
εικονογραφικά θέματα της Εμφάνισης του Χριστού στη λίμνη της Τιβεριάδας
παρουσιάζει η αντίστοιχη σκηνή της μονής Spas Mirožski στη Ρωσία.860 Το δεξιό τμήμα
της παράστασης στην Αγ. Θεοδώρα είναι επίσης αρκετά ασυνήθιστο. Θα πρέπει να
απεικονίζεται ένα από τα δύο ενδιάμεσα γεγονότα μεταξύ της Εμφάνισης και
Γεύματος, όπως είναι η στιγμή που ο Χριστός καλεί τους μαθητές σε γεύμα. Θεωρούμε
185
πιθανό, η κεντρική μορφή της σύνθεσης πάνω από το παράθυρο, να ταυτίζεται με τον
απόστολο Πέτρο που μεταφέρει το δίχτυ στους ώμους του.
Οι ζωγράφοι του συνόλου που εξετάζουμε φαίνεται ότι ήταν εξαρτημένοι από
ορισμένα μεσοβυζαντινά χειρόγραφα όσον αφορά τη βασική δομή των παραστάσεων.
Έτσι, λόγου χάριν, αντιγράφεται το βασικό τοπίο, η διάταξη και ο αριθμός των
μορφών, όπως και αρκετά φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά τους. Το καλύτερο
παράδειγμα εξάρτησης από χειρόγραφο αποτελεί η απεικόνιση της προσωποποίησης
των ποταμών στο βίο του Ιακώβ. Ωστόσο, οι σκηνές εμπλουτίζονται με πολλές
λεπτομέρειες διαμορφώνοντας αρκετά πλούσια τοπία: στο ποτάμι ζωγραφίζονται
πολλά χρωματιστά ψάρια και καβούρια, βραχώδη ακτή, ωραία διακοσμημένα κτήρια
με προοπτική απόδοση κ.λπ. Επίσης, ορισμένες σκηνές αναπτύσσονται αφηγηματικά
με την ένταξη επεισοδίων που προηγούνται ή ακολουθούν το κυρίως θέμα, όπως
συνηθιζόταν στην τέχνη του 14ου αι. Το καλύτερο παράδειγμα εικονογραφικής
αφήγησης με πλήθος επιμέρους επεισοδίων είναι η επιστροφή του Ιακώβ από τη
Μεσοποταμία στο νότιο ημικύλινδρο της νότιας καμάρας. Ορισμένα από τα παιδιά
του Ιακώβ παριστάνονται την ώρα που βγάζουν τα πουκάμισα, ενώ άλλα μπαίνουν
στο ποτάμι ή ήδη κολυμπούν. Τα κόκκινα πουκάμισά τους είναι κρεμασμένα στα
δέντρα. Η σύνθεση ανακαλεί σε σημαντικό βαθμό τη Βάπτιση από την Παλαιά
Μητρόπολη της Βέροιας861 ή από τη Gračanica.862
Στις τοιχογραφίες παρατηρείται και έντονη τάση για διακόσμηση, λόγου χάριν
στα τραπέζια στον εν Κανά Γάμο και στην Εκδίωξη των εμπόρων, όπως και στα σκεύη
στο τραπέζι. Η ίδια τάση παρατηρείται και στην διακόσμηση των κτηρίων.
Το αρχιτεκτονικό βάθος απλώνεται στις περισσότερες παραστάσεις. Ο
ζωγράφος προσπαθεί να προσδώσει στα κτήρια στερεομετρικό χαρακτήρα. Ωστόσο, η
παρουσία τους υπηρετεί περισσότερο την αφηγηματικότητα καθώς κατά κανόνα
πλαισιώνουν τα πρόσωπα συμβάλλοντας στη διάκριση των επιμέρους σκηνών.
Από τεχνοτροπική άποψη, οι μορφές είναι λεπτές και ραδινές και μόνο σε
μερικές περιπτώσεις υπάρχει σωματικό πλάτος, όπως είναι ο Χριστός στην Εκδίωξη
των εμπόρων και οι προφήτες στον τρούλο. Παρόλο που ο ζωγράφος εισάγει την
αφηγηματικότητα και ζωγραφίζει τα επεισόδια σε δράση και κίνηση, οι μορφές
παραμένουν στατικές όπως λ.χ. η κεντρική μορφή του εμπόρου στην Εκδίωξη που
προσπαθεί να κρατήσει να μην πέσουν τα σκεύη ή το τραπέζι.
186
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
863 Μ. Γαρίδης, «Η εξωτερική ζωγραφική διακόσμηση στην Άρτα. Ναός Αγίας Θεοδώρας», Δεσποτάτο της
Ηπείρου, Αθήνα 1992, 401-417.
864 Βλ. στην παρούσα εργασία σσ. 28-29.
187
του ίδιου αιώνα προστέθηκε το περίστωο επί Νικηφόρου του Α΄, που περιβάλλει το
ναό από τη δυτική, τη νότια και τη βόρεια πλευρά. Ο ναός πρέπει να καταστράφηκε
ήδη από το 15ο αι. Η συστηματική ανασκαφή που έχει διενεργηθεί στο μνημείο από
τον ακαδημαϊκό Π. Βοκοτόπουλο έχει αποδώσει πλήθος σπαραγμάτων
τοιχογραφιών.865 Στη ΝΔ γωνία του περιστώου εικονιζόταν το ζεύγος των κτητόρων
με τα παιδιά τους, τους οποίους στέφει η στηθαία Θεοτόκος και ευλογεί ο Χριστός που
κρατεί στην αγκαλιά της. Από τις επιγραφές προκύπτει ότι κτήτορες είναι ο δεσπότης
της Ηπείρου Νικηφόρος Α΄ (1267-1296) και η σύζυγός του Άννα Παλαιολογίνα.
Επιβεβαιώνεται έτσι η άποψη, την οποία έχει υποστηρίξει ο Βοκοτόπουλος πριν
πολλά χρόνια, ότι το περίστωο της Παντάνασσας ανηγέρθη επί Νικηφόρου Α΄. Οι
κτητορικές παραστάσεις ηγεμόνων με την οικογένειά τους, τους οποίους ευλογεί
συχνά ο Χριστός ή η Θεοτόκος, είναι ήδη γνωστές από τα μεσοβυζαντινά
χειρόγραφα,866 ωστόσο απαντούν ιδιαίτερα σε τοιχογραφίες της παλαιολόγειας
εποχής, π.χ. στη τράπεζα της Μονής Περιβλέπτου (Sulu manastir) στην
Κωνσταντινούπολη, Treskavac, Pološko, 867 κ.λπ.
Οι μορφές από την κτητορική παράσταση, όπως και άλλες από τα
σπαράγματα της αδιάγνωστης ευαγγελικής σκηνής, του ευαγγελιστή Μάρκου, του
Ιωάννου Δαμασκηνού, και των ιεραρχών στην κόγχη παρουσιάζουν μια εξαιρετική
ποιότητα εκτέλεσης ακολουθώντας τις νεώτερες τεχνοτροπικές εξελίξεις της ώριμης
παλαιολόγειας ζωγραφικής του 14ου αι. Μόνο η ίσια σχηματοποιημένη κόμη των
μορφών, όπως και η γενειάδα του ευαγγελιστή Μάρκου, που ζωγραφίζονται με
παράλληλες αδρές γραμμές ανακαλούν την κομνήνεια τέχνη, όπως και τα μάτια που
είναι μικρά και όχι εκφραστικά.
Όπως έχουμε αναφέρει και στην εισαγωγή της εργασίας μας, ο ν α ό ς τ η ς
Π α ν α γ ί α ς Β ε λ λ ά ς κτίστηκε και διακοσμήθηκε, σύμφωνα με την επιγραφή και
την παράσταση των κτητόρων, από έναν ανώτατο στρατιωτικό αξιωματούχο, τον
πρωτοστράτορα Θεόδωρο Τζιμισκή, και τον αδελφό του Ιωάννη. Η επιγραφή
αναφέρεται στο θάνατο του Νικηφόρου και αποτελεί τεκμήριο για την χρονολόγηση,
που τοποθετείται ιστορικά μεταξύ των ετών 1296-1298. Τα τμήματα των τοιχογραφιών
της Παναγίας Βελλάς που διατηρούνται αποσπασματικά, έχουν δημοσιευτεί.868
188
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
189
λόγου χάριν ο Αλύπιος στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β΄ (Vat. gr. 1613). Η δεξιά
παλάμη είναι ανοικτή μπροστά του με το εσωτερικό προς τον θεατή, ενώ συμμετρική
φαίνεται ότι ήταν και η χειρονομία του κατεστραμμένου δεξιού χεριού, δηλ. σε στάση
δέησης, όπως παράδειγμα η στάση του Συμεών του Στυλίτη από την εκκλησία του Αγ.
Γεωργίου στο Λογκανίκο Λακωνίας.872 Ο στυλίτης Δανιήλ από την Κωστάνιανη
εικονίζεται επίσης κατά τα τρία τέταρτα. Η μορφή του Δανιήλ από την Παναγία
Βελλάς (Εικ. 125) έχει σωματικό όγκο και παριστάνεται σε μεγάλη σχετικά κλίμακα,
πράγμα που χαρακτηρίζει και τις υπόλοιπες σωζόμενες μορφές του μνημείου. Η
επιλογή της κλίμακας προφανώς οφείλεται στις εκτεταμένες διαθέσιμες επιφάνειες
του ναού. Το φωτοστέφανό του είναι αρκετά μεγάλο και κεραμίδι χρώματος.
Στην βόρεια πλευρά της κτητορικής παράστασης σώζονται ελάχιστα
σπαράγματα της άλλης μορφής (Εικ. 124). Σήμερα σώζονται μόνο τα περιγράμματα
του ανάλαβου με κουκούλιο και το κάτω μέρος του προσώπου με την γενειάδα.
Δεδομένου ότι στην νότια πλευρά παριστάνεται ο στυλίτης Δανιήλ, μπορούμε να
υποθέσουμε ότι στην συμμετρική διάταξη είναι ο άλλος Στυλίτης Συμεών, αφού και
πολύ συχνά στη Βυζαντινή τέχνη αυτοί οι δύο στυλίτες απεικονίζονται ανά ζεύγη.873
Η μορφή παριστάνεται με κουκούλιο, που χαρακτηρίζει συνήθως της παραστάσεις
του στυλίτη Συμεών.874Από την συνοδευτική επιγραφή σώζεται η λέξη ΑΓΙΟΣ, τα
γράμματα της οποίας έχουν παρόμοια μορφή με εκείνα των Ιεραρχών του Ιερού. Ο
Συμεών με κουκούλιο και κοντό σκούρο γένι παριστάνεται μαζί με τον Δανιήλ και
στον δυτικό τοίχο του Ταξιάρχη Κωστάνιανης.
190
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
875 Οι κίονες και οι πεσσοί παρουσιάζουν μια από τις πιο κατάλληλες θέσεις για τους στυλίτες, αφού και
ο ίδιος ο στυλίτης παριστάνεται στον κίονα/στύλο. Σε πολλές περιπτώσεις, το μέρος που θα
τοποθετηθεί ένας στυλίτης προσδιορίζεται από τις θέσεις των κιόνων ή πεσσών σ’ ένα ναό. Βλ.
Djordjević 1982, 18, 44.
876 Ο Συμεών Στυλίτης βρίσκεται στο νάρθηκα, δίπλα στην είσοδο στο βορειοδυτικό παρεκκλήσιο. Βλ.
Sinkević 2000, 71, fig. L
877 M. Ćorović-Ljubinković, «Živopis crkve svetog Petra kod Novog Pazara», Starinar XX (1970) 47· Djordjević
1982, εικ. 1
878 Underwood 1966, vol. 3, pl. 520.
879 Εκατέρωθεν της εισόδου σώζονται μόνο κίονες, όπου κάποτε πρέπει να υπήρχαν στυλίτες, βλ.
Djordjević 1982, 44, εικ. 5.
880 Κάποτε υπήρχαν τρεις στυλίτες: ο ένας στο νότιο τοίχο και οι άλλοι δύο εκατέρωθεν της εισόδου.
Σήμερα σώζεται μόνο αυτός στο νότιο τοίχο, ενώ οι άλλοι δύο είναι κατεστραμμένοι, βλ. Djordjević,
ό.π., 44.
881 Ο στυλίτης Συμεών εικονίζεται μαζί με τον αρχάγγελο Μιχαήλ δίπλα στην είσοδο στο δυτικό τοίχο
του ναού. Βλ. K. Kirchhainer, «Die Fresken der Marienkirche in Cerskë bei Leskovik (Südalbanien). Ein
beitrag zur spätbyzantinischen Monumentalmalerei im Nördlischen Epirus», ΔΧΑΕ, 25 (2004) 93, abb. 4.
882 Η παράσταση δημοσιεύτηκε και σχολιάστηκε από πολλούς ερευνητές: Ορλάνδος 1927, 165-167·
Kalopissi-Verti 1992, 54-55, 98-99, fig. 15, 87, 88· Παπαδοπούλου 2002, 123, εικ. 143· Rhoby 2009, 146-150,
abb. 19· Γιαννούλης 2010, 320-322, εικ. 373.
883 Parani 2003, 74 και 78.
191
Βελλάς ο άνδρας φορά καββάδιο με μανίκια άνετα από τα οποία ξεπροβάλλουν τα
κόκκινα επιμάνικα του εσωτερικού ενδύματος. Το ύφασμα είναι πολυτελές με
κυκλικό διάκοσμο σε όλη την επιφάνεια. Στη μέση φέρει ζώνη, της οποίας η
άκρη πέφτει χαλαρά. Στα δεξιά της ζώνης κρέμεται λευκό μαντήλι. Εσωτερικά φορά
ένδυμα με κόκκινα επιμάνικα.884 Η γυναίκα φέρει εσωτερικό ένδυμα με μακριά
κωνικά μανίκια από πολυτελές ένδυμα και μάλλον εσωτερική μεταξωτή λευκή
επένδυση, ανάλογη με του άνδρα, αλλά με διαφορετική ενυφασμένη διακόσμηση.
Εξωτερικά, φορά επενδύτη κόκκινο με καστανό ωμίτη, ίσως υπονοεί ότι είναι από
γούνα. Το κάλυμμα της κεφαλής, μάλλον αποτελεί μετεξέλιξη του καπέλου της
Ειρήνης Γαβρά, 1067.885
Στη μνημειακή τέχνη του 13ου αι., όσο μας είναι γνωστό, έχει σωθεί μόνο ένα
μικρό τμήμα γυναικείας αριστοκρατικής ενδυμασίας στην κτητορική παράσταση της
Αγ. Τριάδας στο κάστρο Βερατίου στην Αλβανία.886 Στην κατεστραμμένη σε μεγάλο
βαθμό τοιχογραφία δεν σώζεται ούτε το κεφάλι ούτε τα πάνω άκρα της γυναικείας
μορφής. Από το κάτω μέρος του ενδύματος παρατηρείται ότι η απόδοση των
διακοσμητικών μοτίβων παρουσιάζει αναλογίες με τα κτητορικά πορτραίτα της
Παναγίας Βελλάς.
Σημαντικές πληροφορίες για την αρχική μορφή του ναού της Παναγίας
Βελλάς παρέχει το ομοίωμα που κρατούν οι κτήτορες. Παραστάσεις με ομοιώματα
ναών στα χέρια των κτητόρων εμφανίζονται ήδη από το 6ο αι., αλλά γνωρίζουν
ιδιαίτερη διάδοση από την δεύτερη δεκαετία του 13ου αι. στα σερβικά μνημεία όπου
σχεδόν σε κάθε σημαντικό ναό σώζεται μια αντίστοιχη παράσταση.887 Η Č.
Marinković, μελετώντας στη μονογραφία της τα περισσότερα βυζαντινά μνημεία, στα
οποία σώζονται παραστάσεις δωρητών ή κτητόρων με το ομοίωμα του ναού (συνολικά
89),888 συμπεραίνει ότι στα ομοιώματα αποδίδονται τα πραγματικά χαρακτηριστικά
του ναού.889 Υπάρχουν βεβαίως και τα ομοιώματα τα οποία διαφέρουν εντελώς από
κτίρια όπως σώζονται σήμερα, π.χ. στο παρεκκλήσιο του Κοσμά και Δαμιανού στο
μοναστήρι Djurdjevi Stubovi, το κοιμητηριακό παρεκκλήσιο στο Bačkovo, την Παναγία
884 Parani ό.π., 58-59, 60-62, 65, 66· Πρβλ. τυπικό Βεβαίος Ελπίδος, π. 1330, Μ. Χώρας, Parani ό.π. εικ. 87, σ.
78· Spatharakis 1976, 204-206, εικ. 143-144, 146-151· Γαλάβαρης 1995, 262, εικ. 226.
885 Parani ό.π., 77-78, εικ. 81· Spatharakis 1976 60, εικ. 28.
886 Χρηστίδου 2010, 549, εικ. 10α, και 10β.
887 Για τον κατάλογο των μνημείων, βλ. Marinković 2007, 93-195
888 Στον κατάλογο της Marinković δεν περιλαμβάνεται το παράδειγμα από την Παναγία Βελλάς.
889 Marinković, ό.π. 88-90.
192
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
193
πέντε αυτοκρατορικές μορφές. Η Αγία Τριάδα ανήκει στο τύπο του σταυροειδούς
εγγεγραμμένου δικιόνιου με τρούλο και νάρθηκα. Ο ναός κατά τον Meksi πρέπει να
χρονολογηθεί στα τέλη του 13ου αι., ενώ ο νάρθηκας λίγο μεταγενέστερα, στην αρχή
του 14ου.894 Πρόκειται για ναό με τυπολογικά και κατασκευαστικά χαρακτηριστικά
που υποδηλώνουν σαφείς σχέσεις με την αρχιτεκτονική του Δεσποτάτου της Ηπείρου.
Η τοιχοδομία και ο εξωτερικός κεραμικός πλαστικός διάκοσμος των τόξων των
παραθύρων συγγενεύουν με της Παναγίας Βελλάς, αλλά και με της Βλαχέρνας στην
Άρτα. Η κτητορική παράσταση στην Αγία Τριάδα βρίσκεται στην ίδια θέση όπως και
στην Παναγία Βελλάς, στον ανατολικό τοίχο του νάρθηκα και το ομοίωμα του ναού
απεικονίζεται επίσης από τη βορειοδυτική πλευρά. Δυστυχώς το πρωτογενές υλικό
από την Αγία Τριάδα στο Βεράτιο παραμένει ακόμη αδημοσίευτο και επομένως δεν
μπορούμε να εξετάσουμε πιθανές αναλογίες με τα σωζόμενα τοιχογραφικά σύνολα
του Δεσποτάτου. Κρίνοντας βάσει της κτητορικής παράστασης και κάποιων
λεπτομερειών στην ενδυμασία, θεωρούμε πιθανή τη σχέση μεταξύ της Παναγίας
Βελλάς και της Αγίας Τριάδας Βερατίου. Ας σημειωθεί ότι η μεταξύ των δύο μνημείων
χρονική απόσταση δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από έξι χρόνια (1296 / 1301(3)).
Στην Παναγία Βελλάς, στα μικρά διάχωρα κάτω από τους κτήτορες
παριστάνονταν προτομές δύο ζευγών αγίων, οι οποίοι συνδέονται με τους ιδρυτές του
ναού. Σήμερα σώζεται στα δεξιά μόνο ο άγιος Βάκχος, ενώ στην αριστερή κατά πάσα
πιθανότητα υπήρχε και ο άγιος Σέργιος. Οι άγιοι Σέργιος και Βάκχος είναι δύο από τα
περισσότερο τιμώμενα ζεύγη στρατιωτικών αγίων, από τους οποίους οι αξιωματούχοι
ζητούσαν μεσιτεία και βοήθεια. Κάτω απ’ αυτούς, δεξιά και αριστερά της πύλης προς
τον κυρίως ναό σώζονται οι μορφές του Χριστού και της Θεοτόκου. Η μορφή της
Παναγίας εικονίζεται με στροφή τριών τετάρτων προς τον Χριστό, προς τον οποίο έχει
εκτεταμένα σε δέηση τα χέρια της. Και οι δύο μορφές είναι πλαισιωμένες με κόκκινες
ταινίες και θυμίζουν φορητές εικόνες ή προσκυνητάρια του τέμπλου στους
ανατολικούς πεσσούς. Τοποθέτηση παρόμοιων παραστάσεων στο χώρο του νάρθηκα
είναι χαρακτηριστική για την παλαιολόγεια τέχνη.895 Από το αναφερόμενο
πρόγραμμα στον ανατολικό τοίχο μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ολόκληρη η
σύνθεση μπορεί να ερμηνευθεί ως δέηση και προσφορά των κτητόρων προς τον
Χριστό και την Παναγία και στους προστάτες τους Σέργιο και Βάκχο. Από το
εικονογραφικό πρόγραμμα του νάρθηκα θα σχολιάσουμε και μια άλλη μορφή. Στο
194
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
νότιο τοίχο της κάτω ζώνης των ολόσωμων μορφών σώζεται αρκετά κατεστραμμένη
μορφή του αγίου Ευφροσύνου του Μάγειρα. Ο άγιος ταυτίζεται μόνο βάσει του
κλάδου φυτού με τρία μικρά μήλα με τα οποία συνήθως ζωγραφιζόταν.896 Πρόκειται
για έναν άγιο, ο οποίος εικονίζονταν πολύ σπάνια στη βυζαντινή ζωγραφική. Το
παλαιότερο σωζόμενο παράδειγμα είναι από το Kurbinovo,897 αλλά πρέπει να υπήρχε
και στους Αγ. Αναργύρους στην Καστοριά.898 Στο πρόσφατο άρθρο της V. Milanović
προτείνεται μια ερμηνεία σχετικά με την παράσταση του αγίου Ευφροσύνου του
Μάγειρα στα συμφραζόμενα του εικονογραφικού προγράμματος του νάρθηκα στο
μοναστήρι Treskavac.899 Η παράσταση του αγίου που κρατά κλαδί με παραδείσια μήλα
πρέπει να υπαινίσσεται μια θεολογική ερμηνεία του μυστηρίου του Βαπτίσματος ως
αρχή της επιστροφής του ανθρώπου του στον Παράδεισο, δηλαδή ως πύλη του
Παραδείσου.900 Σημειωτέον ότι και στην Παναγία Βελλάς ο άγιος Ευφρόσυνος
παριστάνεται πολύ κοντά στην σκηνή της Βάπτισης, η οποία περιλαμβάνεται στην
κάτω ζώνη του ανατολικού τοίχου.
Ο ζωγράφος των τοιχογραφιών του νάρθηκα της Παναγίας Βελλάς δεν
φαίνεται να είχε κάποια συμμετοχή στην εικονογράφηση των σωζόμενων
παραστάσεων του ναού.
Η μνημειακή αντίληψη των μορφών και η έμφαση στον όγκο είναι σύμφωνες
με τις τεχνοτροπικές εξελίξεις που εμφανίζονται περί τα 1300.901 Ο ζωγράφος
συνδυάζει την αντίληψη του ογκηρού με την αδρή κομψότητα του σχεδίου.
Χρησιμοποιεί λεπτές γραμμές στα περιγράμματα ενδυμάτων και μερικών προσώπων,
στα επιμέρους χαρακτηριστικά των προσώπων (στα μάτια, στις μύτες, κ.λπ.), καθώς
επίσης και απαλούς φωτισμούς. Κυριαρχούν τα ανοικτά χρώματα στα ενδύματα και
ζωηρή πτυχολογία. Η τάση του για καλλιγραφική και εκλεπτυσμένη απόδοση των
λεπτομερειών φαίνεται και στην απόδοση των πολυτελών ενδυμασιών των κτητόρων.
195
Ήπειρο.902 Επικρατεί η άποψη ότι μερικές αριστοκρατικές οικογένειες, όπως οι
Φιλανθρωπηνοί903 και οι Στρατηγόπουλοι,904 μετά το 1204 εγκατέλειψαν την
Κωνσταντινούπολη και ήλθαν στα Ιωάννινα.905 Σύμφωνα με το Χωματηνό, μετά την
Άλωση μεγάλος αριθμός εκκλησιαστικών αξιωματούχων και μελών της συγκλήτου
βρίσκει καταφύγιο στην Ήπειρο.906 Ο ίδιος αναφέρει και ένα συγκεκριμένο
παράδειγμα, δηλαδή κάποιον Θεόδωρο Μακρεμβολίτη, ο οποίος μετακινείται στην
Κέρκυρα, αφού παντρεύτηκε εκεί.907 Ωστόσο το παράδειγμα αυτό είναι μεμονωμένο
και δεν επαρκεί για να τεκμηριώσει την συχνά αναφερόμενη στην έρευνα
μετεγκατάσταση ισχυρών οικογενειών στην Ήπειρο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι
μεταξύ των προσφύγων από την Κωνσταντινούπολη θα μπορούσαν να υπήρχαν και
σπουδαίες και γνωστές οικογένειες. Τεκμήρια όμως που να αποδεικνύουν πως ο
Μιχαήλ Α΄ εγκατέστησε τους πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη και από άλλες
λατινοκρατούμενες περιοχές στο κάστρο των Ιωαννίνων δεν υπάρχουν.908 Δυστυχώς,
δεν έχουν σωθεί ούτε εκκλησίες που θα μπορούσαν να χρονολογηθούν πριν από τα
τέλη του 13ου αιώνα στην περιοχή αυτή.
Στα τέλη του 13ου αιώνα η πόλη των Ιωαννίνων με το κάστρο της
διαδραμάτιζε εξέχοντα ρόλο στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. Όταν το 1304 ο Κάρολος Β΄
Ανδεγαυός της Νεαπόλεως πολεμούσε με τον Δεσπότη της Ηπείρου, η βασίλισσα
Άννα, τότε επίτροπος του ενήλικου υιού της Θωμά, κατέφυγε στα Ιωάννινα.909 Επίσης,
η παρουσία μελών των παραπάνω αναφερόμενων επιφανών οικογενειών των
Φιλανθρωπηνών και των Στρατηγοπούλων, καθώς και οι καλλιτεχνικές
δραστηριότητές τους ανιχνεύονται στις πηγές από τα τέλη του 13ου αι.. Η οικογένεια
Φιλανθρωπηνών συνδέεται με την ίδρυση της μονής Αγίου Νικολάου των
Φιλανθρωπηνών που είναι ένα από τα σημαντικότερα μοναστήρια στο Νησί της
λίμνης των Ιωαννίνων,910 ενώ οι Στρατηγόπουλοι με ένα άλλο μοναστήρι του Αγίου
Νικολάου Ντίλιου σε μικρή απόσταση από το πρώτο.911
196
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
Στα τέλη του 13ου και τις αρχές του 14ου αιώνα στην περιοχή των Ιωαννίνων
υπήρχε μεγάλη άνθηση στον τομέα της τέχνης, όπως μαρτυρούν τα σωζόμενα
μνημεία. Εκτός από τα δύο προαναφερθέντα μοναστήρια στο νησί των Ιωαννίνων,
έχουν σωθεί και άλλες εκκλησίες στην ευρύτερη περιοχή, όπου παρατηρούνται
ναοδομικές φάσεις της περιόδου του Δεσποτάτου της Ηπείρου, π.χ. ο Άγ. Ηλίας
Πλατανιάς,912 ο Άγ. Γεώργιος Κάτω Λαμψίστας,913 η Μεταμόρφωση του Σωτήρα στη
θέση Καλύβια Κλειδωνιάς914 και στο χωριό Μολυβδοσκέπαστο ο ναός της Κοιμήσης
της Θεοτόκου, του Αγ. Δημητρίου και των Αγ. Αποστόλων.915 Ωστόσο, σε κανένα από
αυτά δεν σώζεται διάκοσμος από την εποχή, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της
παρούσας εργασίας.
Ο μοναδικός ναός με σωζόμενες τοιχογραφίες που είναι δυνατό να
τοποθετηθούν στις αρχές του 14ου αιώνα είναι από την εκκλησία των
Α ρ χ α γ γ έ λ ω ν σ τ η Κ ω σ τ ά ν ι α ν η κοντά στη Δωδώνη. Η γραπτή κτητορική
επιγραφή, η οποία βρίσκεται πάνω από τη βόρεια θύρα δεν σώζεται ακέραιη,916 και
επομένως, η χρονολόγηση των τοιχογραφιών γίνεται κατ’ εκτίμηση με τεχνοτροπικά
κριτήρια και μέσω συσχέτισης με συγγενικά χρονολογημένα μνημεία.
Ο Χριστολογικός κύκλος είναι αρκετά διευρυμένος και κυριαρχεί
καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο τμήμα των προσφερόμενων επιφανειών.917
Αποτελείται από είκοσι παραστάσεις, εξαιρουμένης της Βάπτισης, η οποία
παραλείπεται. Από τον κύκλο της Παναγίας λείπουν τα Εισόδια και η Κοίμηση.
κτητορική επιγραφή στη μονή του Αγ. Νικολάου των Φιλανθρωπηνών όπου αναφέρεται η ανακαίνισι
του καθολικού το 1291-1292, βλ. στην παρούσα εργασία σσ. 31-32.
911 Στην περίπτωση της μονής του Αγ. Νικολάου Στρατηγοπούλου ή Ντίλιου σώζεται το κτήριο που βάσει
των χαρακτηριστικών στοιχείων της τοιχοποιίας και πλίνθινης διακόσμησης χρονολογείται στα τέλη
του 13ου. Οι τοιχογραφίες όμως χρονολογούνται στο 1542/43. Θ. Λίβα-Ξανθάκη, Αι τοιχογραφίαι της
Μονής Ντίλιου, Ιωάννινα 1980 Καπώνης 2004, 72-76.
912 Βοκότουλος 1972α, 472· Τσουρής 1988, 48, εικ. 56· Καπώνης 2004, 233-235.
197
Ωστόσο, υπάρχει η Προσευχή του Ιωακείμ και της Άννας και το Γενέσιον.918 Επίσης,
δεν υπάρχει η Πεντηκοστή, ενώ εικονίζεται η Μεσοπεντηκοστή.919
Στο ναό πρέπει να εργάστηκαν δύο εργαστήρια. Το ένα έχει διακοσμήσει τις
περισσότερες επιφάνειες του ναού: ολόκληρο το Ιερό Βήμα και την εγκάρσια καμάρα,
όπως και τις σκηνές από τον κύκλο των Παθών και ορισμένες ολόσωμες μορφές στη
δυτική καμάρα. Το έργο κινείται στα εικαστικά δεδομένα της κομνήνειας περιόδου. Οι
μορφές είναι ορισμένες φορές εξαιρετικά ραδινές (Εικ. 217), στοιχείο που απηχεί την
παράδοση της κομνήνειας τεχνοτροπίας και πάντως δεν επηρεάζονται από την
χαρακτηριστική «ογκηρή» απόδοση των σωμάτων που προσδιορίζει την παλαιολόγεια
τέχνη στα τέλη του 13ου αι. Επίσης, και τα κτήρια είναι επίπεδα, χωρίς την τρίτη
διάσταση και τη μεγάλη απόδοση των διακοσμητικών στοιχείων στα κτήρια, π.χ. στο
Γενέσιον της Θεοτόκου, στο Όνειρο του Ιωσήφ (Εικ. 216), στη Φυγή στην Αίγυπτο, και
στη Μεσοπεντηκοστή. Μόνο στην παράσταση της Βαϊοφόρου στη δεξιά πλευρά
εικονίζεται η πόλη της Ιερουσαλήμ που απαρτίζεται από πολλά και διάφορα είδη
οικοδομημάτων: στρογγυλό πύργο, κτήρια που απολήγουν σε ορθογώνιες επάλξεις
σαν κάστρα, ένα άλλο με στέγη που φέρει τριγωνικό αέτωμα και ένα τρίτο διώροφο
μακρόστενο κίτρινο. Όλα όμως είναι επίπεδα, χωρίς την τρίτη διάσταση. Το φυσικό
περιβάλλον συνίσταται στην απεικόνιση βράχων, λόφων, φυτών, σπηλαίων και
απαντά ιδιαίτερα στις παραστάσεις της Γέννησης του Χριστού, της Μεταμόρφωσης,
της Βαϊοφόρου, του Ελκόμενου, του Επιτάφιου Θρήνου και της Ανάληψης. Το
μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι μορφές φανταστικού χαρακτήρα στην
απεικόνιση λόφων, στις παραστάσεις του Επιτάφιου Θρήνου και της Ανάληψης (Εικ.
218). Πρόκειται για μια σειρά από ανθρώπινες μάσκες ή φανταστικά όντα, κεφάλια
τεράτων, και ζώων, που διαγράφονται μέσα στον όγκο βουνών και βράχων. Στην
Ανάληψη και τον Επιτάφιο Θρήνο στην κορυφή του λόφου εντοπίζονται δύο μικρά
κεφάλια τεράτων ή μάσκες που υπενθυμίζουν κάποια ζώα. Έχουν ανοιχτά στόματα
με μικρή λεπτή γλώσσα προς τα έξω, όπως στους δράκους. Παρόμοιες και
παλαιότερες παραστάσεις φανταστικών μορφών στη βυζαντινή τέχνη συναντούμε
στην Περίβλεπτο του Μυστρά, όπου στην παράσταση της Κοίμησης oι απόστολοι
μεταφέρονται σε ένα μεγάλο σύννεφο, στο περίγραμμα του οποίου διαγράφονται
918 Στα πολλά βυζαντινά μνημεία παραλείπουν αναφερόμενες σκηνές, ωστόσο στην Κωστάνιανη σε ένα
τόσο αναπτυγμένο εικονογραφικό κύκλο θα ήταν αναμενόμενη η ύπαρξη ορισμένων σκηνών όπως
είναι η Κοίμηση της Θεοτόκου.
919 Παράσταση της Μεσοπεντικοστής περιλαμβάνεται συχνά στο εικονογραφικό πρόγραμμα λακωνικών
μνημείων του 13ου αι. Πιθανώς η εορτή αυτή να κατείχε ιδιαίτερη θέση στη θρησκευτική ζωή της
περιοχής, βλ. Albani 2000, 115. Βλ. επίσης Babić 1976, 23-27.
198
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
κεφάλια τα οποία ερμηνεύτηκαν ως προσωποποίηση του ανέμου. Στη μονή της Χώρας
στην Κωνσταντινούπολη και στην Παντάνασσα του Μυστρά έχουν επίσης σωθεί
ζωόμορφες και ανθρωπόμορφες μάσκες.920 Αντίστοιχες μορφές διατάσσονται κατά
διαστήματα στην ταινία - πλοχμό που περιβάλλει το μετάλλιο με τον Παντοκράτορα
στον Άγ. Νικόλαο στο Θεολόγο της Λακωνίας (1370-1400).921 Τέτοιου είδους
ασυνήθιστα στοιχεία στην περιοχή της Ηπείρου εντοπίζονται αργότερα κατά τον 15ο
και τον 16ο αι., π.χ. στα έργα του Θεοφάνη στον Άγ. Νικόλαο Αναπαυσά στα
Μετέωρα και στο καθολικό της Μεγίστης Λαύρας, στα έργα του Φράγκου Κατελάνου
στο καθολικό της μονής Βαρλαάμ του 1548 στα Μετέωρα, κ.λπ.922 Στην περίπτωση των
Αρχαγγέλων Κωστάνιανης, τα τέρατα και φανταστικά όντα δεν αποδίδονται
σχηματικά με το περίγραμμά τους, αλλά διαγράφονται μέσα στον όγκο βουνών και
βράχων, ως κανονικά περίοπτες μορφές με φωτοσκιάσεις. Οι μορφές αυτές έχουν
πολλά κοινά στοιχεία με ορισμένες μορφές από το καθολικό της μονής Βαρλαάμ στα
Μετέωρα στην σκηνή της Κοιμήσης του Θεοτόκου.923 Ο Baltrušaitis, περιγράφοντας
παρόμοια στοιχεία στη γοτθική τέχνη, όπου αντίστοιχες παραστάσεις κυριαρχούν στα
τοπία, αναφέρει πως εμφανίσεις των φανταστικών στοιχείων στα αναφερόμενα
σημεία συνδέονται με χώρους όπου κατά παράδοση κατοικούσαν τέρατα και άλλα
φανταστικά στοιχεία. Πρόκειται δηλαδή για βραχώδη τοπία που λόγω του σχήματός
τους προσφέρονται σε φαντασιώσεις και μυστικιστικούς φόβους, εξορκισμούς,
αγωνίες, οιωνούς και μηνύματα, και θεωρούνται χώροι κατοίκησης τέτοιων όντων
που προσωποποιούν παρόμοιες δοξασίες.924
Από τα εικονογραφικά θέματα που αποδίδουμε στο πρώτο εργαστήριο στην
Κωστάνιανη θα ξεχωρίσουμε την παράταξη των αγγέλων στους πλάγιους τοίχους
του Ιερού, που αποτελεί το πρωιμότερο σωζόμενο παράδειγμα της Ουράνιας
λειτουργίας. Στη δεύτερη ζώνη, σε δύο τμήματα στο βόρειο και το νότιο τοίχο του
Ιερού Βήματος, παριστάνονται δύο ομάδες από πέντε αγγέλους σχηματίζοντας μια
λιτανεία (πομπή) που κινείται από τα δυτικά προς τα ανατολικά (Εικ. 217). Η
παράταξη των αγγέλων θυμίζει την παράσταση από την Αγ. Σοφία στην Αχρίδα, με
920 Βλ. περισσότερα στο D. Mouriki, «The Mask Motif in the Wall Paintings of Mistra. Cultural Implications
of a Classical Features in Late Byzantine Painting», ΔΧΑΕ Ι (1980-1981), 307-338, πίν. 83-94.
921 Παπαμαστοράκης 2001, 14, 72, πίν. 52-54.
922 Πρόκειται για τις παραστάσεις της Κοίμησης, της Δευτέρας Παρουσίας και της Μεταμόρφωσης του
Σωτήρα. Γαρίδης 1992, 239-246.
923 Γαρίδης ό.π., εικ. 1, 5.
924 J. Baltrušaitis, Le Moyen âge fantastique, Antiquités et exotismes dans l’art gothique, Paris (Flammarion) 1981,
247-248, εικ. 174, 175, 176.
199
τη διαφορά όμως ως προς τη στάση και την ενδυμασία. Στην Κωστάνιανη οι άγγελοι
είναι ντυμένοι με διακονικά άμφια με κεντημένα επιμανίκια. Στο δεξί χέρι κρατούν
θυμιατό και προσκλίνουν προς την αψίδα του Ιερού. Επομένως, οι άγγελοι μπορούν
να συσχετιστούν με την Ουράνια Λειτουργία, χωρίς τη συμμετοχή του Αρχιερέα
Χριστού.925 Στη συνέχεια, στην ίδια ζώνη στον ημικύλινδρο της αψίδας, κάτω από τη
Θεοτόκο με δύο αγγέλους, παριστάνεται η Κοινωνία των Αποστόλων. Είναι γνωστό
ότι η Ουράνια λειτουργία είναι μια σύνθεση, η οποία αποτελεί πρωτότυπο
δημιούργημα της μνημειακής ζωγραφικής της παλαιολόγειας περιόδου.926
Το δεύτερο εργαστήριο, το οποίο πρέπει να αποτελούσαν δύο καλλιτέχνες,
ζωγράφισε τα δυτικά τμήματα του ναού. Οι δύο ζωγράφοι έχουν ένα ύφος, ορισμένες
φορές σχεδόν ταυτόσημο, το οποίο διαφέρει σε σημαντικό βαθμό από το πρώτο
εργαστήριο. Ακολουθούν μία τεχνοτροπική τάση πολύ χαρακτηριστική γύρω στο 1300
που έχει επικρατήσει να ονομάζεται «βαριά», «ογκηρή» ή «κυβιστική» τεχνοτροπία.927
Οι μορφές έχουν μεγάλο όγκο και δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην απεικόνιση του
αρχιτεκτονικού χώρου, π.χ. στις παραστάσεις των τεσσάρων ευαγγελιστών. Ως προς
τη μορφή, τα οικοδομήματα είναι πολυάριθμα, πολύπλοκα, όπως τα συναντούμε στα
αρχιτεκτονήματα της παλαιολόγειας ζωγραφικής του πρώτου τέταρτου του 14ου
αιώνα, ιδιαίτερα στα έργα εργαστηρίων της Θεσσαλονίκης,928 του Πρωτάτου,929 στο
καθολικό της μονής Χιλανδαρίου,930 αλλά και γενικά στη μεσαιωνική Σερβία.931
Επίσης, τα κτήρια είναι εμπλουτισμένα με πολλά διακοσμητικά στοιχεία και
διάφορους κίονες που φέρουν κορινθιάζοντα κιονόκρανα, όπως π.χ. στην παράσταση
του ευαγγελιστή Ιωάννη. Πολύ ασυνήθιστη και αρκετά πρωτότυπη είναι η
αρχιτεκτονική στη παράσταση του ευαγγελιστή Ματθαίου. Είναι καθισμένος κάτω
από μια στέγη που στηρίζεται πάνω σε τέσσερις κίονες, που μοιάζει πάρα πολύ με
κιβώριο. Δεξιά και αριστερά από τον ευαγγελιστή εικονίζεται χαμηλό τείχος με
200
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
ορθογώνιες επάλξεις ακριβώς μέσα στο κτήριο. Στην παράσταση υπήρχαν και άλλα
κτήρια, από τα οποία σήμερα σώζονται μερικά κατάλοιπα, όπως και ένας μεγάλος
κίονας. Τα έπιπλα είναι επίσης πλούσια διακοσμημένα και προσαρμόζονται στα
υπόλοιπα οικοδομήματα, όπως το τραπέζι που στηρίζεται στους κίονες στη
παράσταση του ευαγγελιστή Ιωάννη.
Το αρχιτεκτονικό βάθος δίπλα στους ευαγγελιστές (Εικ. 219-220) δείχνει ότι οι
ζωγράφοι ήξεραν να εναρμονίσουν τα σχήματα των κτηρίων στην παράσταση και
επιχειρούν να αποδώσουν τον όγκο και την τρίτη διάσταση. Η προσπάθεια
δημιουργίας της αίσθησης του χώρου με στοιχεία προοπτικής αν και δεν υπακούει σε
κάποιο ορθολογικό σύστημα, προσδίδει μία ζωντάνια στις συνθέσεις. Η σημασία των
κτηρίων που απεικονίζονται υπογραμμίζεται και με την ποικιλία των κτισμάτων που
διαφοροποιούνται σημαντικά και δεν επαναλαμβάνονται στερεότυπα από
παράσταση σε παράσταση. Το πλούσιο αρχιτεκτονικό βάθος δεν ήταν άγνωστο και
στην κομνήνεια τέχνη, όπως αυτό απαντάται για παράδειγμα στα Λαγουδερά. 932
Όμως εκεί τα κτήρια είναι κατά κανόνα επίπεδα, χωρίς όγκο και με υποτυπώδη ή
ανύπαρκτη προοπτική. Από τα μέσα του 13ου αι. η ζωγραφισμένη αρχιτεκτονική
προσλάμβανε όλο και πιο σύνθετη μορφή που συνέβαλε στην επίτευξη του βάθους
και στην ισορροπία της σύνθεσης, δίνοντας ταυτοχρόνως την έμφαση στο χώρο που
διαδραματίζονται τα γεγονότα.
Η ίδια εικαστική αντίληψη του χώρου και του αρχιτεκτονικού βάθους
εμφανίζονται και στις υπόλοιπες τρεις σκηνές, τη Φιλοξενία του Αβραάμ, την Άνοδο
στο Σταυρό και τη Σταύρωση, οι οποίες και αποδίδονται στο δεύτερο εργαστήριο.
Στην παράσταση της Καλέστρας του Αβραάμ διαγράφεται επίσης σε βουνό
ένα φανταστικό στοιχείο προσωποποίησης, ελεύθερα σχεδιασμένο, που είναι πολύ
μεγαλύτερο και πιο εντυπωσιακό από τα προηγούμενα που περιγράψαμε σε
παραστάσεις του πρώτου εργαστηρίου (Eικ. 221-222). Η εκφραστική αυτή μορφή στην
περίπτωση αυτή παραπέμπει σε μία κατά κρόταφον απόδοση ανθρώπινης μάσκας.
Στους Αρχαγγέλους στη Κωστάνιανη μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η
διάταξη και σχέση ορισμένων μεμονωμένων μορφών με ειλητάρια και μερικών
σκηνών από το χριστολογικό κύκλο. Τα ειλητάρια αυτά, τα οποία και θα δούμε στη
συνέχεια, δείχνουν την ευρεία θεολογική παιδεία των δημιουργών τους. Στα
εσωράχια των τόξων του δυτικού σκέλους παριστάνονται στη νότια πλευρά οι
ολόσωμες μορφές του Ιωάννη του Δαμασκηνού και του Κοσμά του Μελωδού, ενώ
201
στην αντίστοιχη θέση στη βόρεια πλευρά ο Ιωσήφ ο Υμνογράφος και μία άγνωστη
μορφή επισκόπου με μοναστικό μανδύα, που ίσως πρέπει να ταυτιστεί με τον
Θεοφάνη τον Γραπτό. Οι τέσσερις αυτοί σπουδαίοι άγιοι βρίσκονται ακριβώς κάτω
από τον κύκλο των Παθών. Πρόκειται για μια θέση αρκετά κατάλληλη για αυτούς,
αφού οι εν λόγω υμνογράφοι συνέταξαν πολλά κείμενα (κανόνες και ύμνους), στα
οποία υμνούν τα Πάθη του Χριστού. Παρόμοιο παράδειγμα συνδυασμού ποιητών με
τα Πάθη συναντούμε και στη μονή του Αγ. Παντελεήμονα στο Nerezi, όπου οι ίδιοι
εικονίζονται κάτω από την γνωστή παράσταση του Θρήνου και μερικών άλλων
σκηνών από τον κύκλο των Παθών.933 Τα κείμενα που αναγράφονται στα ειλητάρια
δεν συνδέονται άμεσα με τις υπερκείμενες παραστάσεις, ωστόσο το στοιχείο αυτό
είναι δευτερεύον, αφού η παρουσία και μόνο των υμνογράφων παραπέμπει σε αυτές.
Στην Κωστάνιανη μόνο το κείμενο του Κοσμά συνδέεται με την ακολουθία των
Παθών. Ο Κοσμάς (Εικ. 229) παριστάνεται ακριβώς κάτω από την Προδοσία του
Χριστού και το κείμενο του ειληταρίου του είναι από την Ε΄ ωδή του κανόνα της
Μεγάλης Πέμπτης: Η ΤΟ ΑΣΧ[Ε]/ΤΟΝ ΚΡΑ/ΤΟΥΣΑ / ΚΑΙ ΥΠΕ/ΡΟΟΝ Ε/Ν ΑΙΘΕ/ΡΙ ΥΔΩΡ (=
Ἡ τὸ ἄσχετον κρατοῦσα και ὑπερῶον ἐν αἰθέρι ὕδωρ [ἡ ἀβύσσους χαλινοῦσα καὶ
θαλάσσας ἀναχαιτίζουσα Θεοῦ σοφία, ὕδωρ νιπτῆρι βάλλει, πόδας ἀποπλύνει δὲ
δούλων Δεσπότης].934
Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός με φακιόλι στο κεφάλι του και προσωπικά
χαρακτηριστικά , όπως σταθερά συνηθιζόταν να απεικονίζεται σε πολλές εκκλησίες
από τον 12ο αιώνα,935 κρατά ανοιχτό ενεπίγραφο ειλητάριο, στο οποίο αναγράφεται:
ΠΟΙ/ΑΝ ΣΟΙ / ΕΠΑΞΙ/ΟΝ ΟΔΗΝ / Η ΗΜΕΤΕ/ΡΑ ΠΡΟΣ/ΗΣΕΙ ΑΣ/ΘΕΝΕΙΑ / ΕΙ ΜΗ ΤΗΝ /
ΧΑΡΜΟ/ΣΥΝΟΝ (=Ποίαν σοι ἐπάξιον ᾠδήν, ἡ ἡμετέρα προσοίσει ἀσθένεια; Εἰ μὴ τὴν
χαρμόσυνον [ἣν Γαβριὴλ ἡμᾶς ἐμυσταγώγησε. Χαῖρε Θεοτόκε, Παρθένε Μήτηρ
ἀνύμφευτε] (Εικ. 121). Το κείμενο είναι ειλημμένο από την Οκτώηχο, όρθρος, Κυριακή,
τροπάριο της α΄ ωδής του α΄ ήχου του κανόνος στη Θεοτόκο.
202
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
(ειρμός της Θ΄ ωδής),936 στην Studenica (τροπάριο της γ΄ ωδής και ειρμός της δ΄ ωδής
του β΄ κανόνα των Χριστουγέννων)937 κ.λπ. Σε άλλες περιπτώσεις αναγράφονται
κείμενα από την ακολουθία της Κοίμησης της Θεοτόκου, αφού ο Δαμασκηνός μαζί με
τον Κοσμά το Μελωδό ήταν ο κατ’ εξοχήν υμνογράφος της εορτής της Κοίμησης.938
Το ίδιο κείμενο στο ειλητάριο του Δαμασκηνού, όπως εκείνο στους
Αρχάγγελους στην Κωστάνιανη, συναντούμε στο ειλητάριο από το βόρειο
παρεκκλήσιο της Παντάνασσας, στο βόρειο τμήμα της ανατολικής καμάρας: ΠΟΙΑΝ
ΣΟΙ / [ΕΠ]ΑΞΙΟΝ / ΩΔΗΝ Η / ΗΜΕΤΕΡΑ / ΠΡΟΣΟΙΣΕΙ / ΑΣΘΕΝΙΑ / ΕΙ ΜΙ ΤΗΝ/ ΧΑ[Ρ]ΜΩΣ . Η
μορφή που κρατά το ειλητάριο είναι κατεστραμμένη σχεδόν ολοσχερώς. Διακρίνεται
μόνο η μοναχική ενδυμασία και το φακιόλι που μας επιτρέπουν να ταυτίσουμε τη
μορφή με τον άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό.939
Ο Ιωσήφ ο Υμνογράφος εικονίζεται με μοναστική ενδυμασία και το κουκούλι
πεσμένο πίσω από τον αυχένα. Το κείμενο του ειλητάριου του δεν διαβάζεται.
Τέταρτη άγνωστη μορφή υποθέτουμε ότι πρέπει να είναι ο Θεοφάνης ο
Γραπτός. Στο δεξιό χέρι κρατά ειλητάριο με το εξής κείμενο άγνωστης προέλευσης:
ΑΔΕΛΦΟΙ / ΚΑΙ Π(ΑΤΕ)ΡΕΣ / ΤΩΝ ΑΜΕΤ/ΡΙΤΩΝ ΕΒ/ΕΡΓΕΣΙΩ/Ν ΤΟΥ ΘΥ (=Ἀδερφοὶ καὶ
π(ατέ)ρες τῶν ἀμετρίτων ἐβεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ) (Εικ. 231). Ο Θεοφάνης, επίσκοπος
Νικαίας, παριστάνεται συχνά σε ζεύγος μαζί με τον Ιωσήφ Ποιητή, αλλά και
γενικότερα εντάσσεται στην ίδια ομάδα με τον Ιωάννη Δαμασκηνό και τον Κοσμά
Ποιητή940. Στην πρότασή μας ότι πρόκειται για το Θεοφάνη Γραπτό συνηγορούν τα
εικονιστικά χαρακτηριστικά, η ενδυμασία του που δείχνει ότι πρόκειται για τον
203
επίσκοπο, καθώς και το γεγονός ότι συχνά παριστανόταν μαζί με τους υπόλοιπους
υμνογράφους.
Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός και ο Κοσμάς ο Μελωδός ήταν τα εξέχοντα μέλη της
Λαύρας του Αγίου Σάββα, ενώ ο Ιωσήφ της μονής Στουδίου. Και οι τρεις, όπως και οι
υπόλοιποι υμνογράφοι, πρέπει να θεωρούνται και ως ηγέτες των μοναστικών
κοινοτήτων, οι οποίοι τόσο με τον βίο τους όσο και με την ποιητική και υμνογραφική
τους παραγωγή επιβάλλονται ως πρότυπα προς μίμηση από το όλο το πλήρωμα της
Εκκλησίας.
Είναι προφανές ότι το εικονογραφικό πρόγραμμα στην Κωστάνιανη έχει
μοναστικό χαρακτήρα, αφού εκτός από τους τέσσερις υμνογράφους που αναφέραμε
παριστάνονται αρκετές ολόσωμες μορφές των σημαντικότερων προτύπων του
μοναχικού βίου. Ακριβώς κάτω από τον Κοσμά στην κατώτερη ζώνη στο δυτικό πεσσό
παριστάνεται ολόσωμος ο άγιος Σάββας, σπουδαίος εκπρόσωπος του μοναχικού βίου
της Παλαιστίνης. Στον βόρειο τοίχο εικονίζεται ο άγιος Αντώνιος και νότια οι άγιοι
Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης, Ευθύμιος και Αρσένιος, δηλαδή οι επιφανέστεροι
εκπρόσωποι και ηγέτες του ασκητικού βίου.941
Μόνο στα χέρια του αγίου Σάββα (Εικ. 227) σώζεται το κείμενο του ειληταρίου,
στο οποίο αναγράφεται το εξής κείμενο, άγνωστης προέλευσης: ΣΤΟΙΧΗΣΟΝ / ΤΟ
ΚΕΛΛΙΟΝ / ΣΟΥ Ω (ΑΔΕΛΦΕ;) / ΚΑΙ ΑΛΛΟΝ / ΚΕΛΙΟΝ / ΜΗ ΠΑΡΑ / ΛΑ(ΒΗΣ) . Το κείμενο
είναι γεμάτο ορθογραφικά λάθη, όπως και το όνομά του – Σ ά μ β α ς (sic).942 Το ίδιο
σπάνιο περιεχόμενο του ειληταρίου σώζεται στον Άγ. Γεώργιο στην Ομορφοκκλησιά,
κοντά στην Καστοριά: ΑΔΕΛΦΕ / ΤΥΧΙΣΟΝ / ΤΟ ΚΕΛΙΟΝ / Κ(ΑΙ) ΑΛΛΟΝ ΜΗ
ΠΑ/ΡΑΛΑΒΗΣ.943
Στο ναό υπάρχουν και άλλοι σπουδαίοι εκπρόσωποι των οσίων μοναχών, από
τους οποίους ξεχωρίζουμε τους δύο στυλίτες. Παριστάνονται στην ίδια θέση και την
ίδια στάση, όπως και στην Παναγία Βελλάς, στο δυτικό τοίχο εκατέρωθεν της
κεντρικής πύλης. Ο άγιος Συμεών ο Στυλίτης αποδίδεται με κοντό λευκό και σγουρό
γένι. Είναι ντυμένος με μοναχικό ένδυμα που κουμπώνει στον στέρνο και ανάλαβο με
κουκούλιο που καλύπτει την κεφαλή του (Εικ. 225). Εκατέρωθεν του αγίου
941 Η ομάδα των οσίων, την οποία αποτελούν ο Σάββας, ο Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης, ο Ευθύμιος και ο
Αντώνιος, ήταν ιδιαίτερα αγαπητή στη βυζαντινή μνημειακή ζωγραφική και συχνά παριστάνονται
μαζί, π.χ. στην Αγ. Σοφία στην Τραπεζούντα (Rice 1968, pl. 44a,) στο Staro Nagoričino (Todić 1993, 87)
κ.α.
942 Είδαμε ότι και σε άλλες συνοδευτικές επιγραφές εμφανίζονται λάθη, όπως: ΕΠΕΓΜΟΣ, και
ευαγγελιστής ΜΑΚΟΝ, χωρίς Ρ.
943 Κίσσας 2008, 37, εικ. 71α.
204
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
205
Τραπεζούντα.952 Ο τύπος αυτός του Ιωάννη, δηλαδή να μην γράφει και να στρέφει το
κεφάλι, είναι γνωστός από πολλά χειρόγραφα, όπου κάθεται είτε μόνος, όπως λόγου
χάριν στο Petrop. gr. 403.953 Στους Ταξιάρχες της Κωστάνιανης o ευαγγελιστής Λουκάς
παριστάνεται να βουτά ξυσμένο καλάμι στο μελάνι, όπως στα χειρόγραφα
Παντοκράτορος 47, f. 173v, το οποίο χρονολογείται στο 1301, το Βατοπέδι 938, f. 114v
από το 1304, το Selden Sup. 6, f. 172v, το Marc. gr. I, 22, f. 78v,954 κ.λπ., καθώς και στο
Arilje.955 Μπροστά στο τραπέζι του Λουκά είναι τοποθετημένη ανοιχτή θήκη για το
καλάμι, μικρό δοχείο με μελάνι, μαχαίρι με το οποίο επεξεργάζεται την άκρη της
γραφίδας (Εικ. 220), όπως στο χειρόγραφο Barocci 29,956 και τρία κλειστά βιβλία
τοποθετημένα ένα πάνω στο άλλο. Ο ευαγγελιστής Μάρκος γράφει, κρατώντας στο
αριστερό χέρι κλειστό ειλητάριο (Εικ. 219), όπως και ο Ματθαίος.
Οι τοιχογραφίες του δεύτερου εργαστηρίου των Ταξιαρχών στην Κωστάνιανη
εντάσσονται από άποψη τυπολογίας, φυσιογνωμικών τύπων και καλλιτεχνικών
τρόπων στις τάσεις που επικρατούν γύρω στο 1300. Οι μορφές είναι βαριές, σχεδόν
στατικές, και μόνο στα ελάχιστα σημεία υπάρχουν κινήσεις, αλλά ποτέ δεν
προσλαμβάνουν δραματικό χαρακτήρα. Τα μάτια είναι αρκετά μικρά και τα
βλέμματα λιγότερα εκφραστικά, πολύ συχνά και χωρίς έκφραση. Οι ζωγράφοι
εργάζονται στο ύφος της τέχνης της πρώτης περιόδου των Παλαιολόγων, αλλά σε
επαρχιακό ύφος.
Η μορφή του στυλίτη Δανιήλ από την Παναγία Βελλάς (Εικ. 125) παρουσιάζει
ιδιαίτερα στενή προσωπογραφική, καλλιτεχνική και εκφραστική συνάφεια με την
ομώνυμη μορφή από την Κωστάνιανη (Εικ. 224). Στο κεφάλι υπάρχουν πυκνά μαλλιά
που πέφτουν με τη μορφή βοστρύχων στους ώμους. Υπάρχουν και ορισμένες
διαφορές στη κόμη. Στην Κωστάνιανη στο πάνω μέρος του κεφαλιού τα μαλλιά είναι
άτακτα, αλλά στους ώμους πέφτουν με τον ίδιο τρόπο, χωρισμένα σε τέσσερις
βοστρύχους. Η γενειάδα του είναι επίσης βραχύτερη και στρογγυλωπή. Τα μάτια είναι
μικρά και έχουν ίδιο σχήμα και μόνο η κατεύθυνση του βλέμματος είναι προς την
άλλη πλευρά. Με τον ίδιο τρόπο εικονίζονται οι ρυτίδες στο μέτωπο, τα φρύδια, τα
αυτιά και το στόμα. Χρησιμοποιούνται επίσης και τα ίδια χρώματα. Η μορφή των
206
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
κιγκλίδων μπροστά στο στυλίτη είναι απολύτως ίδια, όπως στην Κωστάνιανη.
Ανάμεσα στις δύο αυτές μορφές υπάρχει συνάφεια και σε επίπεδο εικονογραφικού
τύπου και τη τυπολογίας, ενώ παρατηρείται μικρή διαφορά στην τεχνική. Η διαφορά
αυτή θα μπορούσε να αποδοθεί στην όποια χρονική απόσταση ανάμεσα στα δύο
έργα. Ενδέχεται δηλαδή να είναι έργα του ίδιου καλλιτέχνη, ο οποίος εξελίσσεται και
για την ακρίβεια προοδεύει σύμφωνα με τις καινούριες παλαιολόγειες τάσεις. Δεν
μπορεί βέβαια να αποκλειστεί και η περίπτωση κάποιος βοηθός ή μαθητής του
ζωγράφου της Παναγίας Βελλάς να εργάστηκε στην Κωστάνιανη. Ο ζωγράφος του
στυλίτη Δανιήλ χρησιμοποιεί λεπτές πινελιές, με τις οποίες επεξεργάζεται την
τριχοφυΐα γύρω από το στόμα, ενώ στη γενειάδα και στα μαλλιά οι τρίχες είναι πιο
παχιές με σχηματική αλλά πιο αδρή απόδοση.
Δυστυχώς, στην παράσταση του στυλίτη Συμεών από την Παναγία Βελλάς,
λόγω της εκτεταμένης φθοράς δεν μπορούμε να δούμε με σαφήνεια ορισμένες
τεχνοτροπικές λεπτομέρειες, εκτός από την εκτέλεση της γενειάδας, των παρειών και
γενικά του κάτω μέρους του προσώπου. Στα λίγα αυτά στοιχεία παρατηρούμε την ίδια
τεχνική, όπως στην ομώνυμη μορφή του στυλίτη Συμεών και του στηθαίου
υπερφυσικού αγίου Νικολάου.
Η ολόσωμη μορφή του αποστόλου Πέτρου από την Παναγία Βελλάς (Εικ. 126)
ως προς την τυπολογία, τον σωματικό όγκο και τη διάρθρωση της πτυχολογίας
επαναλαμβάνει την ομώνυμη μορφή από τους Αρχαγγέλους στην Κωστάνιανη, η
οποία παριστάνεται στο βορειοανατολικό πεσσό στην ανατολική πλευρά (Εικ. 226). Ο
άγιος έχει κοντά μαλλιά, αποδοσμένα με λεπτές λευκές πινελιές δημιουργώντας
μικρούς βοστρύχους. Στο μέτωπο διαγράφονται λεπτές ρυτίδες. Φορά λευκό χιτώνα
και ιμάτιο σε απόχρωση της ώχρας. Με το αριστερό χέρι κρατά το ιμάτιο, ενώ σε δεξί
κρατά μακριά ράβδο που απολήγει σε σταυρό, στοιχείο όχι τόσο συνηθισμένο.
Ανάμεσα στις δύο μορφές παρατηρείται μεγάλη ομοιότητα και στην τεχνική. Παρά
την εκτεταμένη φθορά στο πρόσωπο του απόστολου Πέτρου από την Παναγία
Βελλάς, παρατηρούμε ότι ο σχεδιασμός των ρυτίδων στο μέτωπο, των ματιών, του
αυτιού και των τριχών της γενειάδας και των μαλλιών σχεδόν δεν διαφέρουν μεταξύ
των δύο μορφών. Ο ζωγράφος σχεδιάζει με τον ίδιο τρόπο τόσο τον χιτώνα όσο και το
ιμάτιο χρησιμοποιώντας τα ίδια χρώματα. Στο αριστερό χέρι υπάρχουν φθορές, οι
οποίες δεν μας επιτρέπουν να δούμε αν έχει κλειδιά. Στη γενειάδα του αποστόλου
Πέτρου από Κωστάνιανη δημιουργείται μικρότερος αριθμός βοστρύχων, αλλά είναι
δουλεμένοι με τον ίδιο τρόπο με λεπτές λευκές πινελιές όπως στην Παναγία Βελλάς.
Η ομοιότητα ανάμεσα στον απόστολο Πέτρο από την Παναγία Βελλάς και την
ομώνυμη μορφή στην Κωστάνιανη είναι μεγαλύτερη από την ομοιότητα, την οποία
έχουν οι παραστάσεις του στυλίτη Δανιήλ, από τον δυτικό τοίχο. Ο απόστολος Πέτρος
207
και στα δύο μνημεία παριστάνεται χαρακτηριστικά όπως συνηθιζόταν στα μνημεία
στα τέλη του 13ου αιώνα, π.χ. στην Περίβλεπτο της Αχρίδας, και στις αρχές του 14ου
αι., π. χ. Staro Nagoričino,957 κ.λπ. Το πιο κοντινό παράδειγμα της ολόσωμης μορφής
του αποστόλου. Πέτρου από την Παναγία Βελλάς παρουσιάζει το παράδειγμα από τη
Sopoćani με ράβδο, ειλητάριο και κλειδιά στη νότια ορθογώνια κόγχη.958 Ασφαλώς ο
ζωγράφος της Κωστάνιανης δεν φτάνει στο επίπεδο της ποιότητας των
αναφερόμενων μορφών από το Staro Nagoričino και τη Sopoćani, αλλά ωστόσο τα
έργα συνδέονται τυπολογικά.
Για τη συγγένεια των δύο ναών, της Παναγίας Βελλάς και των Ταξιάρχων στη
Κωστάνιανη, εκτός από τις πολλές ομοιότητες στους εικονογραφικούς τύπους, την
τεχνική της εκτέλεσης και την ίδια διάταξη του εικονογραφικού προγράμματος στο
δυτικό τοίχο, συνηγορούν και μορφολογικές ομοιότητες των γραμμάτων στις
συνοδευτικές επιγραφές και στα κείμενα των ειληταρίων. Έτσι, λόγου χάριν, η μορφή
των γραμμάτων από τα ειλητάρια των ιεραρχών της Παναγίας Βελλάς απαντάται και
σε αρκετές συνοδευτικές επιγραφές πολλών παραστάσεων καθώς και στα κείμενα
ειληταρίων στο ναό των Ταξιαρχών στην Κωστάνιανη. Πρόκειται για μια ομάδα
συνοδευτικών επιγραφών των αγίων Νικολάου, Σάββα, Σαμωνά, Άβιβου, Συμεών
Στυλίτη, Προτάσιου, Κέλσιου, Κοσμά Ποιητή, Ιωάννη Δαμασκηνού, Παρασκευής, των
ευαγγελιστών Λουκά και Μάρκου, των παραστάσεων του Εμπαιγμού, της
Σταύρωσης, καθώς επίσης και στα κείμενα των πέντε ειληταρίων, τα οποία κρατούν
οι άγιοι Κοσμάς ο Ποιητής, Ιωάνης ο Δαμασκινός, Σάββας, προφήτης Ησαιας και ένας
αδιάγνωστος άγιος (βλ. παρακάτω τα χαρακτηριστικά γράμματα. Η πρώτη σειρά
είναι από την Παναγία Βελλάς και δεύτερη από τους Ταξιάρχες στη Κωστάνιανη).
208
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
209
Οι τοιχογραφίες έχουν καλή ποιότητα με έντονο επαρχιακό χαρακτήρα κυρίως
στην απόδοση των προσωπογραφικών χαρακτηριστικών. Οι σχηματοποιημένες
λεπτομέρειες στις κομμώσεις και στα γένεια, όπως στους ιεράρχες αγίους Ανδρέα και
Βασίλειο, ανακαλούν την κομνήνεια παράδοση. Ωστόσο, η γενικότερη απόδοση των
προσώπων υποδηλώνει επαφή με τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα της
παλαιολόγειας ζωγραφικής. Ιδιαίτερα, το πρόσωπο του Χριστού Εμμανουήλ που είναι
στρογγυλό και σαρκώδες παραπέμπει σε αντίστοιχες μορφές εργαστηρίων της
Θεσσαλονίκης περί το 1300.
Ένα ακόμη στοιχείο αποδεικνύει ότι το τοιχογραφημένο σύνολο του
Χαλκιόπουλου συνδέεται με κτήτορες ή καλλιτέχνες υψηλής θεολογικής και
λογοτεχνικής παιδείας. Πρόκειται για μια δεύτερη επιγραφή στην ταινία, που
διαχωρίζει την Παναγία από τους ιεράρχες, η οποία περιλαμβάνει ένα ποίημα που
αποδίδεται στον Μιχαήλ Ψελλό.962
Όπως έχει παρατηρήσει και ο Κίσσας είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι ένα
ποίημα του Ψελλού με συμβολικό περιεχόμενο καταλήγει στην κόγχη του ιερού μίας
άσημης εκκλησίας, μέσα στο σπήλαιο της Καλάνας του Βάλτου.963 Στίχοι αυτού του
σπουδαίου βυζαντινού λογίου, στη μνημειακή τέχνη έχουν σωθεί μόνο στο
Kurbinovo.964
210
Β. Μνημειακή ζωγραφική του «Δεσποτάτου» της Ηπείρου
Υπηρεσίας. Πριν από την αποτοίχιση των τοιχογραφιών μεγάλα τμήματα είχαν ήδη
πέσει.
Από τις φωτογραφίες καλύτερα διακρίνονται οι τοιχογραφίες από το Ιερό. Στο
τεταρτοσφαίριο της κόγχης εικονιζόταν η δεομένη Θεοτόκος, με τον Χριστό σε
μετάλλιο στο στήθος. Στην επόμενη ζώνη, ακριβώς κάτω από την Θεοτόκο βρίσκεται
ο Μελισμός μεταξύ δύο αγγέλων, οι οποίοι κρατούν ριπίδια. Αριστερά και δεξιά του
Αμνού τοποθετούνται στη βόρεια πλευρά η Μετάληψη και τη νότια η Μετάδοση.
Πρόκειται για μοναδική σωζόμενη εκκλησία, όπου στη συνέχεια του Μελισμού
εικονίζεται η Κοινωνία των Αποστόλων, η οποία και καταλάμβανε ολόκληρο τον
χώρο της κόγχης.
Η εκκλησία στη Πρεβέντζα ήταν αφιερωμένη στη Παναγία Κυριώτισσα, η
οποία εικονιζόταν ως Παναγία Πλατυτέρα. Η όρθια Παναγία ανακαλεί τις
αντίστοιχες παραστάσεις από τα τέλη του 13ου αι.
Οι συλλειτουργούντες ιεράρχες σηκώνουν το ένα χέρι υψώνοντας μεγάλα
ανοιχτά ειλητάρια. Τα σώματα των Ιεραρχών είναι ραδινά, ωστόσο, το υψωμένο χέρι
μαζί με το φαιλόνιο προσδίδει εύρος. Τα φαιλόνια είναι ένσταυρα και τα επιτραχήλια
φέρουν πολλά διακοσμητικά καλλιγραφικά στοιχεία.
Τα περισσότερα πρόσωπα των μορφών είναι εντελώς κατεστραμμένα εκτός
της Παναγίας, των δύο αγγέλων από το Μελισμό, ενός αποστόλου στη νότια πλευρά
της κόγχης του Ιερού και του ολόσωμου στρατιωτικού αγίου από την κάτω ζώνη.
211
Γ΄ ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΕΙΑΚΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ
ΚΑΤΑ ΤΟΝ 13Ο ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 14ΟΥ ΑΙΩΝΑ.
965 Ο ναός του Ευαγγελισμού στο Arkazhi, Novgorod (1189) και του Αγ. Δημήτριου στο Vladimir. Βλ.
Carevskaya 1999, σποραδικά· Lazarev 1966, 81-87, 244-245.
966 Η Κοίμηση της Θεοτόκου στην Vardzija, G. Gaprindashvili, Ancient Monuments of Georgia, Vadzia,
Leningrad 1975· T. Velmans, «La peinture murale en Géorgie qui se rapproche de la règle
constantinopolitaine (fin XIIe- début XIIIe s.)», Studenica et l’art byzantin, 385-399· Alibegashvilli 2003, 11-24.
967 Εγκλείστρα του Αγίου Νεοφύτου στην Πάφο (1183) και η Παναγία Αρακιότισσα στα Λαγουδερά
(1192), βλ. Mango and Hawkins 1966, 119-206.
968 Σήμερα σώζονται μόνο μερικές τοιχογραφίες στο Βατοπέδι, που πρέπει να τοποθετηθούν στα
τελευταία χρόνια του 12ου αι. Τις άμεσες σχέσεις της μονής με την Κωνσταντινούπολη
επιβεβαιώνουν και τα βασιλικά χρυσόβουλλα που φυλάσσονται στο αρχείο του μοναστηριού. Βλ.
Miljković 2008, 49, υποσημ. 57.
212
να αποκτά μεγαλύτερη πλαστικότητα και όγκος και πιο σύνθετες εικονογραφικές
λύσεις, οι οποίες θα ακμάσουν στην παλαιολόγεια εποχή.
Η ζωγραφική της Ηπείρου στις πρώτες δεκαετίες του 13ου αι. χαρακτηρίζεται
από περισσότερο προοδευτικά στοιχεία στις βόρειες περιοχές της, οι οποίες
βρίσκονταν στην άμεση επιρροή της τέχνης της Θεσσαλονίκης και της ευρύτερης
περιοχής της Μακεδονίας. Κατά τους προηγούμενους αιώνες στην ευρύτερη περιοχή
απαντώνται μεγάλα καλλιτεχνικά κέντρα, στα οποία ωρίμαζαν νέες καλλιτεχνικές
τάσεις και σχήματα. Πολλές μορφές βρίσκονται πιο κοντά στους τρόπους και στις
αντιλήψεις που χαρακτηρίζουν τις προχωρημένες τάσεις της ζωγραφικής του 12ου αι.
Οι ζωγράφοι επιλέγουν πρότυπα της κλασικής ομορφιάς και ήρεμες μορφές με
καλοσχεδιασμένες πτυχώσεις. Οι μορφές συνήθως είναι ψηλές και ραδινές. Σταδιακά
όμως διαμορφώνεται ο όγκος που αποδίδεται με διακριτικό τρόπο. Υποχωρεί σε
σημαντικό βαθμό η γραμμικότητα και αντιμετωπίζεται με μεγαλύτερη ελευθερία η
ανθρώπινη μορφή, η οποία σταδιακά γίνεται πιο ρεαλιστική. Αναζητώνται νέοι
χειρισμοί του χρώματος, ιδιαίτερα στον τρόπο απόδοσης του προσώπου – οι πράσινες
αποχρώσεις στα σκιασμένα μέρη. Επιδιώκεται επίσης η απόδοση ολοένα και
περισσότερο της ψυχολογικής κατάστασης των εμπλεκομένων στις σκηνές
προσώπων. Η επιμέλεια και η διακοσμητική διάθεση των ζωγράφων ενισχύεται
αναδεικνύοντας περισσότερο τις επιμέρους εικονογραφικές λεπτομέρειες των σκηνών
και τις ενδυμασίες των μορφών.
Στην Αιτωλοακαρνανία, όπως είδαμε, σώζονται ελάχιστες τοιχογραφίες που
δεν μας επιτρέπουν να καταλήξουμε σε μια γενική θεώρηση της ζωγραφικής.
Παρατηρούμε ωστόσο ότι τα προοδευτικά στοιχεία δεν ήταν άγνωστα, όπως λόγου
χάριν στην Επισκοπή Μάστρου. Ωστόσο, αργούν να εφαρμοστούν όπως στην περιοχή
της Θεσσαλονίκης. Τα διασωθέντα σπαράγματα απηχούν πιο προχωρημένες
αντιλήψεις σχετικά με την απόδοση του όγκου του σώματος, αν και η γραμμικότητα
δεν εγκαταλείπεται. Το πλάσιμο του προσώπου αρχίζει να γίνεται με ζωγραφικά
μέσα και να αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη πλαστικότητα.
Η περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας και της Ναυπάκτου πρέπει να είχε έλλειψη
από καλούς προοδευτικούς ζωγράφους, όπως προκύπτει και από ορισμένες γραπτές
πηγές. Από τις επιστολές του μητροπολίτη Ιωάννη Απόκαυκου, τις οποίες αναφέραμε
και στο πρώτο κεφάλαιο, πληροφορούμαστε ότι στην πρώτη δεκαετία του 13ου αι.
ζωγραφίστηκε από τον ζωγράφο Επιφάνιο από τη Θήβα με χρυσό βάθος ο καθεδρικός
ναός της Μητρόπολης της Ναυπάκτου.969 Δεδομένου ότι ο διάκοσμος αφενός μεν δεν
213
είχε ολοκληρωθεί και αφετέρου είχε υποστεί πολλές φθορές από τους σεισμούς και τις
βροχές, ο Απόκαυκος κατά τα έτη 1218/19 και 1222, ψάχνει και πάλι ζωγράφους και
γλύπτες. Αυτή τη φορά καλεί κάποιο ζωγράφο Νικόλαο από την Εύβοια. Οι
πληροφορίες αυτές ίσως είναι ενδεικτικές της έλλειψης ικανών ζωγράφων από το
περιβάλλον του. Μάλλον δραστηριοποιούνται ορισμένα τοπικά εργαστήρια στις
περιοχές της Ναυπάκτου και της Αιτωλοακαρνανίας, αλλά ο Απόκαυκος αναζητούσε
διάκοσμο υψηλού επιπέδου για τον καθεδρικό ναό αντίστοιχο με εκείνον με τον οποίο
ήλθε σε επαφή στη νεανική του ηλικία στην Πρωτεύουσα.970 Εκτός από τα τοπικά
εργαστήρια, στην περιοχή εργάστηκαν και καλοί ζωγράφοι, όπως μας μαρτυρούν οι
τοιχογραφίες από την επισκοπή της Ευρυτανίας, που ήταν υπό την άμεση επιρροή της
Θεσσαλονίκης. Ο διάκοσμος της Επισκοπής Μάστρου πρέπει επίσης να αποτελούσε
έργο προοδευτικών τάσεων και όχι τοπικών εργαστηρίων. Ωστόσο, ο ελάχιστος
διάκοσμος που έχει σωθεί δεν μας επιτρέπει να καταλήξουμε σε ασφαλή
συμπεράσματα. Σύμφωνα με ορισμένες διασωθείσες πηγές, στην αρχή του 13ου αι. η
μονή βρέθηκε σε δεινή θέση όσον αφορά τα οικονομικά της, γεγονός που ασφαλώς
δεν επέτρεπε μίσθωση καλών καλλιτεχνών. Οι καλοί ζωγράφοι ίσως να ήταν ήδη
απασχολημένοι ή απλά ήταν περαστικοί στην περιοχή αυτή, όταν ταξίδευαν από την
Ανατολή προς τη Δύση. Αναμφίβολα σε κάποιες περιπτώσεις διαδραμάτιζε το ρόλο
του και ο οικονομικός παράγων, όπως συμβαίνει στον Αγ. Νικόλαο Κρεμαστό.
Η τέχνη στην Ήπειρο στα μέσα του 13ου αιώνα συνεχίζει την προγενέστερη
παράδοση της Θεσσαλονίκης εμπλουτισμένη με πολλά καινούρια στοιχεία ενδεικτικά
της τέχνης που διαμορφώνεται από την τέταρτη δεκαετία του 13ου αιώνα και
μετέπειτα. Η εικονογραφία στηρίζεται στην παλαιότερη κομνήνεια παράδοση. Τα
προγράμματα παρόλο που δεν σώζονται ολόκληρα φαίνεται να είχαν εκτεταμένους
χριστολογικούς και θεομητορικούς κύκλους, όπως και τον βίο του αγίου Νικολάου. Οι
κύκλοι εμπλουτίζονται με παραστάσεις που εμφανίζονται στην πρώτη
970 Για τον Ιωάννη Απόκαυκο, ο οποίος πέρασε τη νεανική του ηλικία στην Κωνσταντινούπολη, η πρώην
Πρωτεύουσα υπήρξε το αδιαφιλονίκητο ιδεώδες. Στο σημείο αυτό θα επαναλάβουμε την εύστοχη
παρατήρηση του Michael Angold: «η απώλεια της Πόλης και η κατάκτησή της από τους Λατίνους
πρέπει να ενέτεινε την προσήλωσή του προς την Κωνσταντινούπολή και η νοσταλγία του πρέπει να
κάλυπτε την πραγματική Κωνσταντινούπολη της νεανικής του ηλικίας». Angold 1995, 213-232,
ειδίκοτερα 230.
214
πεντηκονταετία του 13ου αιώνα, και σταδιακά καθιερώνονται στην παλαιολόγεια
τέχνη. Επίσης, στα εικονογραφικά προγράμματα εισάγονται και σπάνια θέματα,
όπως το όραμα του αγίου Ευσταθίου του Πλακίδα, καθώς και πολύ σπάνιες
παραστάσεις στη βυζαντινή μνημειακή ζωγραφική και μάλιστα με παραπλήσια
θεματολογία: την Προσκύνηση του Σταυρού από τους Αγγέλους στην εκκλησία του
Αγ. Νικολάου της Ροδιάς και την Ύψωση του Σταυρού στο σπηλαιώδη ναό των Αγ.
Πατέρων στη Βαράσοβα. Και οι δύο παραστάσεις διαφοροποιούνται εικονογραφικά
και ερμηνευτικά από τη σκηνή της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού.
Ως προς το γενικό ύφος, η ζωγραφική της μονής Βλαχέρνας, της Κάτω
Παναγίας, του Αγ. Νικολάου της Ροδιάς και της Μεταμορφώσεως του Σωτήρα στο
Γαλαξείδι παρουσιάζει ομοιότητες με την τέχνη που έχει καθιερωθεί στην έρευνα ως
«τέχνη της Νίκαιας». Πρόκειται για την κωνσταντινουπολίτικη τέχνη που συνεχίζει
να ακμάζει στη Νίκαια, αλλά και σε άλλες περιοχές. Έχουμε δείξει ότι ο διάκοσμος
του καθολικού της μονής Βλαχέρνας παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με τις
τοιχογραφίες από τη Σερβία, τις οποίες και εκτελούν έμπειροι εικονογράφοι που
συνδέονται με την τέχνη της Κωνσταντινούπολης / Νίκαιας. Η λεγόμενη τέχνη της
Νίκαιας αναζητήθηκε σε ναούς σε διάφορες περιοχές της Κρήτης, της Ρόδου, της
Πάτμου, της Βουλγαρίας και σε μερικές φορητές εικόνες από το Σινά. Πράγματι σε
ορισμένα σημεία ως προς την εκτέλεση, ο διάκοσμος της Βλαχέρνας στην Άρτα
ανακαλεί τις τοιχογραφίες από την Τράπεζα της Πάτμου και την Bojana της
Βουλγαρίας.
Η διαρκής πολιτική αντιπαλότητα που έφτασε μέχρι και την πολεμική
σύγκρουση ανάμεσα στην αυτοκρατορία της Νίκαιας και την Ήπειρο, δεν επηρέασε
τις κινήσεις ζωγράφων μεταξύ των δύο αυτών κρατών. Είναι πολύ λογικό η επιρροή
της αυτοκρατορικής τέχνης της Κωνσταντινούπολης / Νίκαιας να ήταν ισχυρή και
στα δυτικά μέρη του Βυζαντίου. Πολλοί καλλιτέχνες φεύγουν αμέσως μετά το 1204
από την Κωνσταντινούπολη προς τις ανεξάρτητες περιοχές, όπου οι προϋποθέσεις
για καλλιτεχνική δραστηριότητα ήταν ευνοϊκές, και επιδίδονται σε μία εικαστική
δραστηριότητα που χαρακτηρίζεται από νέες αναζητήσεις. Οι πολιτικές σχέσεις της
Ηπείρου-Νίκαιας αποκαθίστανται έστω και προσωρινά από τα μέσα του 13ου
αιώνα.971 Η σύζυγος του δεσπότη Μιχαήλ Β΄ Θεοδώρα καταγόταν από την οικογένεια
των Πετραλίφα, η οποία ήταν μια από τις πολύ σημαντικές οικογένειες της
971 Γύρω στο 1250 ο δεσπότης της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ αναγνώρισε τον Ιωάννη Βατάτζη ως αυτοκράτορα
και ως αντάλλαγμα ο Ιωάννης τον αναγνώρισε ως Δεσπότη της Ηπείρου. Στη συνέχεια ο Ιωάννης και
ο Μιχαήλ Β΄ σύναψαν ειρήνη, την οποία σφράγισαν και με τον αρραβώνα μεταξύ της κόρης του
Ιωάννη, Μαρίας, και του υιού του Μιχαήλ, Νικηφόρου, το 1249. Βλ. στην παρούσα εργασία σσ. 8-9.
215
αυτοκρατορίας στα τέλη του 12ου αι. Ο πατέρας της Θεοδώρας ήταν Ιωάννης
Πετραλίφας, σεβαστοκράτορας και διοικητής της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, ενώ
η μητέρα της Ελένη ανήκε σε αριστοκρατική οικογένεια της Κωνσταντινούπολης.972
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, η οικογένεια Πετραλίφα διαιρέθηκε
μεταξύ της Ηπείρου και της Νίκαιας. Η ίδια Θεοδώρα προσπαθούσε με διάφορους
τρόπους να πλησιάσει την Ήπειρο και την Νίκαια μεσολαβώντας στις
διαπραγματεύσεις να παντρέψει τον υιό της Νικηφόρο, όταν πέθανε η πρώτη του
γυναίκα με τη βασίλισσα Άννα Καντακουζηνή Παλαιολογίνα ανιψιά του Μιχαήλ Θ΄
Παλαιολόγου.973 Παρόλο που η συμφωνία αυτή αποδείχθηκε συγκυριακή και πολύ
σύντομα διαλύθηκε, θα μπορούσε να συμβάλει στην ενίσχυση καλλιτεχνικών
δεσμών. Άλλωστε οι μετακινήσεις αριστοκρατικών οικογενειών και οι προσπάθειες
σύναψης διπλωματικών και συγγενικών σχέσεων υποστηρίζονταν συχνά και από
καλλιτεχνικές δραστηριότητες.
Οι ναοί της Κάτω Παναγίας και της Μεταμορφώσεως του Σωτήρα στο
Γαλαξείδι ήταν κτητορικά έργα του Μιχαήλ Β΄. Ο ίδιος είχε ενδεχομένως κάποια
εμπλοκή και στη μονή Βλαχέρνας στην Άρτα, η οποία αποτελούσε και το μαυσωλείο
των Δουκάδων. Η ανάμιξη του ηγέτη της Ηπείρου του Μιχαήλ Δούκα και της συζύγου
του Θεοδώρας στην οικοδόμηση και διακόσμηση των εκκλησιών συνέβαλαν στην
ανύψωση και του επιπέδου της τέχνης αφού μπορούσαν να απευθυνθούν και να
μετακαλέσουν καλούς ζωγράφους από μεγάλα καλλιτεχνικά κέντρα. Το γεγονός
μάλιστα ότι τα τέσσερα τοιχογραφικά σύνολα φιλοτεχνήθηκαν από διαφορετικά
καλλιτεχνικά εργαστήρια, τα οποία δεν φαίνεται να συνδέονται μεταξύ τους,
σημαίνει ότι οι ανάγκες για την παραγωγή έργων μνημειακής ζωγραφικής στην
περιοχή της Ηπείρου δεν πρέπει να συνδέθηκαν με ένα μόνο καλλιτεχνικό κέντρο.
Το γενικότερο επαρχιακό καλλιτεχνικό ρεύμα στην Αιτωλοακαρνανία επίσης
φαίνεται ότι δέχεται επιρροές από τα μεγάλα κέντρα. Η τεχνοτροπία των
τοιχογραφιών του σπηλαίου του Αγ. Νικολάου Κρεμαστού χαρακτηρίζεται από τη
συνύπαρξη διαφορετικών στοιχείων. Από τη μια πλευρά είναι εμφανής η εκδήλωση
των συντηρητικών τάσεων που απηχούν την παράδοση της υστεροκομνήνειας
ζωγραφικής, όπως φαίνεται από τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά, το πλάσιμο, τη
σχηματοποίηση της πτυχολογίας και την επίπεδη, χωρίς όγκο, απόδοση της
ανθρώπινης μορφής. Ωστόσο, σε άλλα σημεία εντοπίζονται πιο προχωρημένες
972 Σύμφωνα με τις πηγές η οικογένεια ήταν ιταλικής καταγωγής και καταγόταν από την πόλη Alife, στη
νότια Ιταλία κοντά στην Caserta. Nicol 1957, 215-216 όπου και οι πηγές.
973 Nicol 1957, 159-160,192,
216
αντιλήψεις, που εκφράζονται με το ζωγραφικό πλάσιμο στα σαρκώδη πρόσωπα, με
τους στιβαρούς λαιμούς και με το σωματικό εύρος. Πρόκειται δηλαδή για μία
απόπειρα συνδυασμού στοιχείων, η οποία αποδεικνύει ότι ο ανώνυμος καλλιτέχνης
του Κρεμαστού, έστω ασυνείδητα, βρίσκεται σε ένα μεταβατικό στάδιο αναζήτησης
που προαναγγέλει τις εξελίξεις που θα ακολουθήσουν.
Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η τέχνη της Ηπείρου την
περίοδο αυτή χαρακτηρίζεται από τη συνύπαρξη προοδευτικών και συντηρητικών
στοιχείων που εμπλουτιζόμενα από τις αναζητήσεις ταλαντούχων ζωγράφων
καθορίζουν ένα νέο εικαστικό ιδίωμα. Σε ένα πρώτο στάδιο εμφανίζεται ένα κοινό
αίτημα ανανέωσης, το οποίο σταδιακά θα οδηγήσει στην εγκατάλειψη των
εικαστικών αξιών που είχαν επικρατήσει σε όλη την βυζαντινή αυτοκρατορία μέχρι το
1204. Με την έννοια αυτή, η ζωγραφική της Ηπείρου δεν μπορεί να χαρακτηριστεί
επαρχιακή, καθώς βρίσκεται στο επίκεντρο των εικαστικών αναζητήσεων, δηλαδή
στον χώρο δράσης καλλιτεχνών που συμμετέχουν στις εξελίξεις της εποχής.
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 13ου και τις αρχές του 14ου αιώνα
παρατηρούνται μεγάλες ποιοτικές αλλαγές στη μνημειακή ζωγραφική στην Ήπειρο,
καθώς και σε άλλες βυζαντινές επαρχίες. Στην εποχή αυτή παρατηρείται μία αύξηση
της καλλιτεχνικης δραστηριότητας στην Κωνσταντινούπολη και τη Μακεδονία
ενταγμένες στη θρησκευτική πολιτική του Ανδρόνικου Β΄. Ο ίδιος ακύρωσε τις
αποφάσεις της Συνόδου της Lyon (1274) και επιδίωξε να εμφανιστεί ως εγγυητής της
Ορθοδοξίας και να γίνει αποδεκτός από τους θεολογικούς κύκλους και τα μοναστικά
κέντρα που είχαν αντιταχθεί στην φιλενωτική πολιτική του πατέρα του. Σημαντικός
ήταν ο ρόλος πνευματικών προσωπικοτήτων του αγιορείτικου μοναχισμού που
αναδείχθηκαν στα ύπατα αξιώματα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, όπως του
πατριάρχη Αθανασίου Α΄ (1289-1293 και 1303-1309), που ενθάρρυνε την ανακαίνιση
παλαιότερων ναών και την ανέγερση νέων, καθώς και του Θεολήπτου
Φιλαδελφείας. 974 Η ζωγραφική της Ηπείρου, όπως είναι φυσικό, επηρεάζεται από
974 J. Meyendorff, «Spiritual Trends in Byzantium in the Late Thirteenth and Early Fourteenth Centuries», Art
et Societe à Byzance sous les Paleologues, Venice 1971. Για το πνευματικό κλίμα της εποχής, την σχέση των
ησυχαστικών κύκλων του Αγίου Όρους με την Κωνσταντινούπολη και την επιρροή στην τέχνη, βλ. Δ.
217
αυτήν την καλλιτεχνική άνθηση. Σε ορισμένες περιπτώσεις η καλλιτεχνική
δραστηριότητα πρέπει να εξυπηρετούσε σε σημαντικό βαθμό το πολιτικό και
εκκλησιαστικό κλίμα της εποχής.
Στην Ήπειρο οι ζωγράφοι ήταν ενήμεροι για τις νέες τάσεις της εποχής και
ήξεραν πολύ καλά τα νέα εικονογραφικά θέματα αλλά και τις λύσεις στα σύνθετα
εικονογραφικά προγράμματα. Ωστόσο, στην τεχνοτροπία επικρατούν πολλά
συντηρητικά στοιχεία που συνδέονται με το ακμαίο ακόμη υστεροκομνήνειο ρεύμα
που επιβιώνει στον ευρύτερο βορειοελλαδικό χώρο μέχρι και τις αρχές του 14ου αι. Η
ζωγραφική των εργαστηρίων που δραστηριοποιούνται στην Ήπειρο, δεν μπορεί να
συνδεθεί άμεσα με την καλλιτεχνική παράδοση των εργαστηρίων της Θεσσαλονίκης
του τέλους του 13ου και των αρχών του 14ου αι., όπως εμφανίζεται στο Πρωτάτο, στο
παρεκκλήσιο του Αγ. Ευθυμίου και στην Περίβλέπτο της Αχρίδας. O εικονογραφικός
διάκοσμος των ηπειρωτικών μνημείων χαρακτηρίζεται από υπογράμμιση του όγκου
και συνδυασμό ζωγραφικών και γραμμικών στοιχείων. Αναπτύσσεται η τεχνοτροπική
τάση που έχει επικρατήσει να ονομάζεται «βαριά», «ογκηρή» ή «κυβιστική»
τεχνοτροπία, επειδή δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη στερεομετρική απόδοση του όγκου
στις μορφές και στα οικοδομήματα.975
Από την άλλη πλευρά τα ψηφιδωτά της Παρηγορήτισσας στην Άρτα
ακολουθούν μια πιο προχωρημένη τεχνοτροπία που συνδέεται άμεσα με
κωνσταντινουπολίτικα έργα, όπως ο μεσαίος τρούλος του νάρθηκα του Kilise Camii.
Τα υπόλοιπα ηπειρωτικά τοιχογραφικά σύνολα εκπροσωπούν δύο διαφορετικά αλλά
όχι συγκρουόμενα εικαστικά ρεύματα. Στην πρώτη ομάδα ανήκουν η Παναγία
Βελλάς και οι Ταξιάρχες στην Κωστάνιανη που προσγράφονται στην δραστηριότητα
του ίδιου καλλιτεχνικού εργαστηρίου. Οι τοιχογραφίες αυτές παρά το γεγονός ότι σε
βασικά σημεία όπως είναι η απόδοση του αρχιτεκτονικού βάθους εμφανίζουν πολύ
προοδευτικά στοιχεία που συνάδουν με τις νεώτερες αντιλήψεις, αποπνέουν ωστόσο
ένα τεχνοτροπικό συντηρητισμό που παραπέμπει στην παράδοση της κομνήνειας
τέχνης. Συντηρητικά στοιχεία χαρακτηρίζουν και το εργαστήριο της Αγ. Θεοδώρας
κυρίως όσον αφορά την απόδοση του τοπίου και των κτηρίων.
Οι τοιχογραφίες στο ασκηταριό του Οσίου Ανδρέα στο σπήλαιο Καλάνας έξω
από το χωρίο Χαλκιόπουλοι, αλλά και στην Παναγία στην Πρεβέντζα αν και
218
παρουσιάζουν κάποια προοδευτικά στοιχεία κινούνται στον απόηχο της κομνήνειας
παράδοσης και επομένως θα λέγαμε ότι έχουν έναν έντονο επαρχιακό χαρακτήρα.
Από την άλλη μεριά στον τοιχογραφικό διάκοσμο της Παντάνασσας και της
τελευταίας υστεροβυζαντινής φάσης του Αγ. Δημητρίου του Κατσούρη
εκπροσωπούνται οι ανανεωτικές και προοδευτικές τάσεις που εκπορεύονται από τα
ισχυρά καλλιτεχνικά κέντρα της αυτοκρατορίας και θα επικρατήσουν στις αρχές του
14ου αιώνα. Αυτά τα δύο παραδείγματα μαρτυρούν ότι ζωγράφοι πολύ υψηλών
προδιαγραφών μετέφεραν στην Ήπειρο τις πιο προχωρημένες και ποιοτικά αξιόλογες
εικαστικές προτάσεις της εποχής. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μια ώριμη
ζωγραφική που δεν θα μπορούσε να διαμορφωθεί εξελικτικά στην περιφέρεια, αλλά
τροφοδοτείται από ένα σημαντικό καλλιτεχνικό κέντρο σαν και αυτό της
Θεσσαλονίκης και της Κωνσταντινούπολης.
Οι τοιχογραφίες του νάρθηκα της Μονής Βλαχέρνας, συνδέονται χωρίς καμία
αμφιβολία με την Κωνσταντινούπολη καθώς η παράσταση της λιτανείας της
Οδηγήτριας προϋποθέτει την άμεση συμμετοχή του ζωγράφου στο δρώμενο που
απεικονίζει. Επομένως είμαστε υποχρεωμένοι να εντάξουμε το τοιχογραφικό αυτό
σύνολο στην καλλιτεχνική δραστηριότητα ενός εργαστηρίου που προσκλήθηκε από
την Κωνστανινούπολη με πρωτοβουλία των αριστοκρατικών κύκλων της ηπειρωτικής
πρωτεύουσας. Παρ΄ όλα αυτά ως προς την ποιότητά του το έργο αυτό δεν
ανταποκρίνεται στις υψηλές καλλιτεχνικές προδιαγραφές της Πρωτεύουσας.
Αντίθετα ο ανώνυμος καλλιτέχνης, παρά την αφηγηματική του ικανότητα και τον
πρωτότυπο χειρισμό των εικονογραφικών θεμάτων, ενώ φαίνεται να είναι ενήμερος
για τα νέα εικαστικά δεδομένα και τις εξελίξεις της εποχής, εμφανίζει ως προς την
τεχνοτροπία σαφείς αδυναμίες. Χαρακτηρίζεται από ένα μάλλον απλουστευτικό
λαϊκότροπο ύφος που προσιδιάζει περισσότερο σε μία υψηλών προθέσεων αλλά
ταυτόχρονα αφελή εκδοχή της υστεροκομνήνειας ζωγραφικής με κάποια στοιχεία
ανανέωσης.
Η κινητικότητα των καλλιτεχνικών εργαστηρίων και οι μεταξύ τους σχέσεις
εντός του Δεσποτάτου αλλά και στις γειτονικές περιοχές ανιχνεύεται σε επίπεδο
τεχνοτροπίας, επιγραφικού υλικού αλλά και διάταξης εικονογραφικών
προγραμμάτων. Πιο συγκεκριμένα, η ομοιότητα στον τοιχογραφημένο διάκοσμο
ανάμεσα στην Παναγία Βελλάς και τους Ταξιάρχες στην Κωνστάνιανη, μας
υποχρεώνει να τα εντάξουμε στην δραστηριότητα του ίδιου συνεργείου. Η παρουσία
παρόμοιων σπάνιων κειμένων στα ειλητάρια στην Παντάνασσα, στην Κωστάνιανη
αλλά και την Όμορφη Εκκλησιά στην Γκάλιστα προφανώς αποτελεί σαφή ένδειξη
κοινής παιδείας ή επικοινωνίας των ζωγράφων σε θεολογικό ή θεωρητικό γενικότερα
επίπεδο. Τέλος έχει επισημανθεί ότι μπορεί να υπάρχει σχέση ανάμεσα στο
219
εικονογραφικό πρόγραμμα δύο ναών που συγγενεύουν τυπολογικά: των Ταξιαρχών
Κωστάνιανης και της Κάτω Παναγιάς Άρτας. Συγκεκριμένα, ο τρόπος διαίρεσης της
εγκάρσιας καμάρας και η παράσταση της Ανάληψης που αποτελεί το κεντρικό
εικονογραφικό θέμα της εγκάρσιας καμάρας της Κωστάνιανης, παραπέμπουν στην
εγκάρσια καμάρα του καθολικού της μονής της Κάτω Παναγίας. Με βάση την
διαπίστωση αυτή, βάσιμη μπορεί να θεωρηθεί η υπόθεση ότι στην μεταβυζαντινή
επιζωγράφηση της Κάτω Παναγίας (1715) ενδεχομένως επαναλαμβάνεται το ίδιο
θέμα από την αρχική φάση τοιχογράφησης, στοιχείο που ασφαλώς ανταποκρίνεται
σε μία κοινή αντίληψη για το εικονογραφικό πρόγραμμα των δύο μνημείων.976
220
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
221
επίσης και τη ζωγραφική τέχνη του νεοσύστατου κράτους. Θεωρούμε ότι οι βλέψεις των
ηγεμόνων της Ηπείρου στη διαδοχή του θρόνου της Κωνσταντινούπολης έναντι των
αντιπάλων τους από τη Νίκαια και στον αγώνα τους εναντίον των σταυροφόρων,
βρήκαν εύγλωττη έκφραση σε ορισμένα εικονογραφικά προγράμματα που
εκτελέστηκαν εντός των συνόρων του μεσαιωνικού ηπειρωτικού κράτους, όπως στον
Άγιο Δημήτριο του Κατσούρη, στην Παλαιά Μητρόπολη Βέροιας, στον Άγιο Νικόλαο
της Ροδιάς, στη μονή της Βλαχέρνας, στην Αγία Θεοδώρα στην Άρτα κ.α.
Στο πρώτο μέρος ιδιαίτερη έμφαση δίνεται 1) στον τρόπο με τον οποίο η τέχνη
αντανακλούσε και προωθούσε την πολιτική ιδεολογία του νεοσύστατου κράτους της
Ηπείρου, και 2) στο ρόλο που διαδραμάτιζε η τέχνη στη γένεση και την ανάπτυξη της
ταυτότητας στη βυζαντινή περιφέρεια μετά τη διάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας
το 1204.
Στη συνέχεια, η περίοδος μετά το 1230 χαρακτηρίζεται από αμφιταλάντευση του
ηπειρωτικού κράτους ανάμεσα στη δυναστεία των Ανδεγαυών και εκείνη των
Παλαιολόγων. Παρά την απώλεια πολλών εδαφών και της κατάληψης της
Κωνσταντινούπολης από τον αυτοκράτορα της Νίκαιας το 1261, οι Ηπειρώτες δεν
εγκαταλείπουν τις πολιτικές φιλοδοξίες τους σχετικά με τη διεκδίκηση του θρόνου της
Κωνσταντινούπολης. Στη μνημειακή τέχνη της συγκεκριμένης περιόδου
αντανακλώνται τα αναφερόμενα ιστορικά γεγονότα εξυπηρετώντας ταυτοχρόνως και
τις φιλοδοξίες των ηγεμόνων.
Κατά την τελευταία περίοδο, τις δύο τελευταίες δεκαετίες μέχρι το 1318, η
Ήπειρος συγκρούεται με τους Λατίνους στην προσπάθεια να διατηρήσει τα εδάφη της.
Θεωρούμε ότι η τέχνη και η κτητορική δραστηριότητα κατά τις δύο αυτές δεκαετίες
βρισκόταν στην υπηρεσία της πολιτικής «επιβίωσης» του Δεσποτάτου, καθώς και της
διατήρησης της «Βυζαντινής ταυτότητάς» του.
Εκτός από τα ζητήματα της πολιτικής, της ιδεολογίας και του κοινωνικού
πλαισίου της καλλιτεχνικής παραγωγής στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, στην παρούσα
διατριβή εξετάστηκαν εικονογραφικά προγράμματα, καθώς και ζητήματα
τεχνοτροπίας, τα ίχνη μετακινήσεων των ζωγράφων και η γενικότερη εικαστική
παράδοση του 13ου αι. Στο πλαίσιο αυτό μελετήσαμε τριάντα τοιχογραφημένα
μνημεία, τα οποία ποικίλουν από τις αυτοκρατορικές δωρεές της δυναστείας των
Κομνηνών-Δουκάδων μέχρι τους σεμνούς σπηλαιώδεις ναούς ή τις μικρές εκκλησίες που
είναι κτισμένες σε χωριά από την τοπική κοινωνία. Η καλλιτεχνική παραγωγή είναι
δυνατό να χωριστεί σε τρεις περιόδους: 1) από το 1204 μέχρι το 1230, 2) από το 1230 μέχρι
το 1268, και 3) από το 1268 μέχρι το 1318. Η διαίρεση αυτή πραγματοποιήθηκε με κριτήριο
τα ακριβώς χρονολογημένα μνημεία χάρη στις επιγραφές ή τα μνημεία η χρονολόγηση
των οποίων στηρίχθηκε σε τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά.
222
Ο σωζόμενος τοιχογραφημένος διάκοσμος του Δεσποτάτου της Ηπείρου
υποδηλώνει ότι ο βυζαντινός κόσμος του 13ου και των αρχών του 14ου αι. ήταν
ενωμένος καλλιτεχνικά παρά την πολιτική διαίρεσή του. Λόγου χάριν, οι τοιχογραφίες
από τον Άγιο Νικόλαο της Ροδιάς, τη μονή της Βλαχέρνας και του νάρθηκα της Αγίας
Θεοδώρας της Άρτας είναι δυνατό να συνδεθούν με τοιχογραφίες της αντίστοιχης
περιόδου της Σερβίας, της Βουλγαρίας και του υπόλοιπου ελλαδικού χώρου. Επιπλέον,
πολλά εικονογραφημένα σύνολα συνδέονται άμεσα με την κωνσταντινουπολίτικη
παράδοση και τους τόπους λατρείας της Πρωτεύουσας. Σημειωτέον επίσης ότι
διαπιστώνονται μετακομίσεις ζωγράφων και χρήση παρόμοιων προτύπων μέσα στο ίδιο
το μεσαιωνικό κράτος της Ηπείρου. Λόγου χάριν, τα ίδια χέρια εκτέλεσαν τον
τοιχογραφημένο διάκοσμο στους Ταξιάρχες στην Κωστάνιανη και στην Κόκκινη
εκκλησία στο Βουλγαρέλι, ενώ τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά τους βρίσκουν
απήχηση στις τοιχογραφίες του Δημητρίου του Κατσούρη (τρίτη φάση) και της Παναγίας
Παντάνασσας στην Φιλιππιάδα.
Ο μετασχηματισμός και η εξέλιξη της βυζαντινής μνημειακής ζωγραφικής του
13ου αιώνα, παραδοσιακά περιγράφεται με όρους που εκφράζουν τη δυναμική ανάμεσα
στη «συντηρητική» και «προοδευτική» τάση. Η τελευταία τάση καθορίζεται από την
προσκόλληση σε ένα κλασικιστικό τρόπο απόδοσης, που έφτασε στην πλήρη άνθησή
του κατά τη διάρκεια της λεγόμενης παλαιολόγειας «αναγέννησης». Πρόκειται για μια
τελεολογική σκέψη που ζητά να διαμορφώσει σε μια οργανωτική βάση τη θεωρούμενη
«αναρχία» της τέχνης του 13ου αιώνα, εντοπίζοντας σε αυτή τις απαρχές της
κλασικιστικής τάσης του πρώιμου 14ου αιώνα. Η παρούσα έρευνα ελέγχει αυτό το
ερμηνευτικό σύστημα και επιχειρεί να προσφέρει έναν περισσότερο διαβαθμισμένο και
ιστορικά επικεντρωμένο απολογισμό των εξελίξεων του 13ου αιώνα. Συμβάλλει στην
αναγνώριση του πλουραλισμού των εικονιστικών μεθόδων της περιόδου, κάποιες από
τις οποίες μπορεί να συνυπάρχουν εντός του ίδιου μνημείου.
Πρόθεσή μας ήταν να αξιοποιήσουμε οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση πληροφορία
που θα μπορούσε να φωτίσει τις αντιλήψεις και τη νοοτροπία των ηγεμόνων του
Ηπειρωτικού κράτους την περίοδο αυτή. Είναι προφανές ότι επιχειρούν σινειδητά να
διαμορφώσουν ένα πολιτικο-θρησκευτικό όραμα προσανατολισμένο στην προοπτική
της ανασύστασης της αυτοκρατορίας. Άλλωστε, σύμφωνα με τις καθιερωμένες
αντιλήψεις των βυζαντινών, το πολιτικό μέλλον της κλονισμένης αυτοκρατορίας μόνο
ως μέρος της ιερής ιστορίας μπορεί να νοηθεί. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η θρησκευτική
τέχνη, πέρα από την διατύπωση των καθιερωμένων συμβολικών εικόνων, επιχειρεί σε
ορισμένες περιπτώσεις να εκφράσει και το πολιτικό όραμα των ηγεμόνων που
προσλαμβάνει εσχατολογικό χαρακτήρα.
223
224
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΜΝΗΜΕΙΩΝ
226
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
227
228
229
230
Α. ΑΡΤΑ ΚΑΙ ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΧΗ
Εικ. 1.
231
ρα, σύζυγο του δεσπότη της Ηπείρου (Γιαννούλης 2010, 286-287).
Στον ημικύλινδρο της κόγχης του διακονικού, στην κάτω ζώνη, υπάρχει μετωπι-
κός με κλειστό ευαγγέλιο ο άγιος Μητροφάνης πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και
στους πλάγιους τοίχους ολόσωμες μορφές ιεραρχών που δεν μπορούν να ταυτιστούν.
Στην πάνω ζώνη του ανατολικού τοίχου σώζονται σκηνές από τον χριστολογικό κύ-
κλο: οι Μυρφόρες στο Κενό Μνήμα (Λίθος), το Χαίρε των Μυροφόρων και η Ψηλάφηση
του Θωμά (Εικ. 7). Στο εσωράχιο της πύλης, από το Διακονικό προς το Ιερό Βήμα στην
ανατολική παρειά παριστάνεται ο διάκονος Ρωμανός ο Μελωδός και στη δυτική ο Πρό-
χορος (Εικ. 5-6).
Κάποιες τοιχογραφίες της βυζαντινής τοιχογράφησης διατηρούνται και στο κεντρι-
κό τμήμα του ιερού Βήματος: Στον ημικύλινδρο της κόγχης διακρίνεται χαμηλά τμήμα
διακοσμητικής ταινίας. Στις δυτικές απολήξεις των τοίχων πλαγίων διαχωριστικών
τοίχων, διατηρήθηκαν προστατευμένα από το ξυλόγλυπτο μεταβυζαντινό τέμπλο
τμήματα των ολόσωμων μορφών των αγίων Κύριλλου (βόρεια) και Ιγνατίου του Θεο-
φόρου (νὀτια). Και οι δύο ιεράρχες προσκλίνουν πρός ανατολάς, στοιχείο που μαρτυρεί
ότι όλοι οι εικονιζόμενοι ιεράρχες στο κεντρικό τμήμα του Βήματος ήταν συλλειτουρ-
γούντες.
Στα μέτωπα των διαχωριστικών τοίχων του ιερού Βήματος εικονίζονται τα πρόσω-
πα των αγίων Γεωργίου (βόρεια) και Δημητρίου (νότια), οι οποίοι ανήκαν στα προσκυ-
νητάρια του τέμπλου.
Στην κάτω ζώνη του βόρειου τοίχου του κυρίως ναού διασώζονται κατάλοιπα της
Δέησης και πιο συγκεκριμένα τμήματα του Χριστού και της Θεοτόκου. Ο Χριστός είναι
καθιστός σε θρόνο με υποπόδιο. Στο πάνω μέρος είναι τοποθετημένο πορφυρό μαξι-
λάρι. Η Παναγία είναι σε στάση δέησης – αυτό προκύπτει από τη θέση των ποδιών και
από τις πτυχώσεις των ιματίων της που πέφτουν στο έδαφος. Στη συνέχεια της Δέησης
εικονίζονταν ολόσωμοι άγιοι από τα οποία διασώζονται κατάλοιπα των κάτω τμημα-
των τους.
Εκατέρωθεν των δίλοβων παραθύρων τόσο στο ανατολικό όσο και στο δυτικό αέτω-
μα του κεντρικού κλίτους υπάρχουν μορφές τεσσάρων στηθαίων προφητών με μεγά-
λα ενεπίγραφα ειλητάρια.
Παρόλο που το μεγαλύτερο μέρος των τοιχογραφιών δεν σώζεται σήμερα, από τα
διακοσμητικά στοιχεία που διατηρούνται, είναι βέβαιο ότι ο ναός ήταν πλούσια διακο-
σμημένος. Στο βόρειο τοίχο, στην κάτω ζώνη, μέσα σε μετάλλιο απεικονίζεται σύνθεση
από δύο πτηνά που συμπλέκουν τους μακρούς λαιμούς τους. Στη συνέχεια σώζεται μια
άλλη διακοσμητική ποδιά με παράσταση της πάλης Κένταυρου-τοξότη και έφιππου
στρατιώτη (Εικ. 8). Στο δυτικό τοίχο ζωγραφίζονται μεγάλα ορθογώνια διάχωρα με γε-
ωμετρικά μοτίβα, σηρικοί τροχοί με ρόδακες και σύμπλεγμα τετραγώνων με ρόμβους.
Κόσμημα διασώζεται και στο κατώτερο τμήμα της κόγχης του ιερού Βήματος, όπου
232
Άρτα. Αγία Θεοδώρα
έχουμε μια διακοσμητική ταινία, καθώς και στα εσωράχια των δίλοβων παραθύρων.
Εικονογραφικό πρόγραμμα του νάρθηκα (Εικ. 3): Στο τρούλο εικονίζεται ο Πα-
ντοκράτορας, τον οποίο περιβάλλουν οκτώ μετάλλια με στηθαίους μετωπικούς αγγέ-
λους. Κάτω από αυτούς ακολουθεί ζώνη με δέκα προφήτες, από τους οποίους ταυτίζο-
νται οι Δαυίδ, Δανιήλ και Σαμουήλ. Στα σφαιρικά τρίγωνα εικονίζονται τα εξαπτέρυ-
γα και μεταξύ τους τοποθετούνται ανά δυο ή τρεις στηθαίοι προφήτες. Η ζώνη αυτή
έχει πολλές φθορές. Στα εσωράχια των τόξων που στηρίζουν τον τρούλο εικονίζονται
ολόσωμοι αδιάγνωστοι ιεράρχες και όσιοι.
Στην καμάρα του νοτίου τμήματος του τριμερούς νάρθηκα εικονίζονται σκηνές από
το βίο του πατριάρχη Ιακώβ. Η αφετηρία του κύκλου πρέπει να ήταν στην πάνω ζώνη
του ανατολικού τυμπάνου της καμάρας, όπου πρέπει να παριστανόταν η Ευλογία του
Ιακώβ από τον πατέρα του Ισαάκ (Γέν. 27 · Εικ. 9). Τον βόρειο τμήμα της καμάρας κατα-
λαμβάνουν τρεις σκηνές από το επεισόδιο της φυγής του Ιακώβ στην Χαρράν, στο θείο
του Λάβαν τον αδελφό της μητέρας του Ρεβέκκας (Εικ. 11-13). Στο ανατολικό τμήμα
της πρώτης σκηνής παριστάνεται ο αποχαιρετισμός του Ιακώβ από τον πατέρα του
Ισαάκ (Γέν. 27, 41- 28). Ακριβώς από κάτω είναι η φυγή του Ιακώβ (Γέν. 28, 10). Το τρίτο
επεισόδιο, στο δυτικό τμήμα της βόρειας καμάρας, αποτελεί το όνειρο του Ιακώβ με
την Κλίμακα (Γέν. 28,11-22· Εικ. 11). Στην πάνω ζώνη του δυτικού τυμπάνου πρέπει
να εικονίζονταν τα γεγονότα στο σπίτι του θείου του Λάβαν (Εικ. 10), ενώ στο νότιο
ημικύλινδρο της καμάρας η επιστροφή του Ιακώβ στην Παλαιστίνη (Γεν. 32, 1· Εικ. 14).
Κάτω από τις σκηνές της πρώτης υψηλότερης ζώνης της ίδιας καμάρας στον ανα-
τολικό, βόρειο και δυτικό τοίχο εικονίζονται άγιοι σε μετάλλια, ενώ στο βόρειο δύο
αδιάγνωστες σκηνές. Στην τρίτη ζώνη είναι οι προτομές των τριών αγίων που πρέπει
να ταυτιστούν ως υμνογράφοι.
Στην κάτω ζώνη του δυτικού τοίχου εικονίζονται οι άγιοι Τεσσαράκοντα στην πα-
γωμένη λίμνη (Εικ. 18), ενώ στο νότιο τρεις ολόσωμες αγίες, από τις οποίες ταυτίζονται
η αγία Κυριακή δεξιά από την θύρα και δίπλα της η αγία Μαρίνα. Αριστερά από την
θύρα διακρίνεται ολόσωμη μορφή, πιθανώς αγγέλου με αυτοκρατορική στολή και σε
στάση τριών τέταρτων προς τα ανατολικά.
Στο τύμπανο του δυτικού κεντρικού τοίχου, στο τύμπανο της θύρας καταλαμβάνει
η παράσταση του Μωυσή πάνω στο όρος Χωρήβ (Εικ. 16). Αριστερά εικονίζεται ο Μω-
υσής και η Φλεγομένη Βάτος, και δεξιά η αποκάλυψη του Θεού στο Μωυσή. Ακριβώς
από κάτω, στην επόμενη ζώνη, στην αριστερή πλευρά παριστάνεται η πάλη του Ιακώβ
με τον Άγγελο (Εικ. 15), ενώ δεξιά το όραμα του αγίου Πέτρου Αλεξανδρείας (Εικ. 17).
Στις πάνω ζώνες της βόρειας καμάρας τοποθετούνται οι σκηνές που ανήκουν στον
κύκλο του Πεντηκοσταρίου. Στο δυτικό τύμπανο παριστάνεται η Εκδίωξη των Εμπό-
ρων από το ναό (Εικ. 21). Το βόρειο τμήμα της καμάρας καταλαμβάνει ο εν Κανά Γάμος
(Εικ. 20), το ανατολικό τύμπανο η συνομιλία του Χριστού με τη Σαμαρείτιδα (Εικ. 24)
233
και το νότιο τμήμα η Εμφάνιση του Χριστού στη λίμνη της Τιβεριάδας (Εικ. 19). Στην
επόμενη ζώνη στον δυτικό τοίχο εικονίζεται ο Χριστός Περιπατών επί των Κυμάτων
και στο βόρειο η Εμφάνιση του Χριστού στο όρος της Γαλιλαίας, γνωστή ως το Πορευ-
θέντες μαθητεύσατε (Εικ. 22).
Στη μεσαία ζώνη του δυτικού και του βόρειου τοίχου εικονίζονται οι ιεράρχες σε
προτομή, από τους οποίους αναγνωρίζουμε στον βόρειο τοίχο τους αγίους Νικηφό-
ρο, Κυπριανό και Ιάκωβο τον Αδελφόθεο (Εικ. 23). Στην προέκταση της ίδιας ζώνης,
στη βόρεια παρειά της παραστάδας σώζεται η προτομή του αγίου Σωσίπατρου. Κάτω
από αυτόν εικονίζεται η μορφή αδιάγνωστου Στυλίτη. Στην συνέχεια της ίδιας ζώνης,
στο δυτικό και βόρειο τοίχο εικονίζονται οι ολόσωμες μορφές των οσίων και ασκητών.
Αναγνωρίζουμε την πρώτη μορφή από την αριστερή πλευρά. Πρόκειται για τον άγιο
Εφραίμ τον Σύρο, στο ανοιχτό ειλητάριο του οποίου αναγράφεται το εξής κείμενο: ΤΟΝ
Θ[ΕΟ]Ν ΦΟΒΟΥ ΑΓΑΠΗΤΕ∙ ΚΑΙ ΤΑΣ ΕΝΤΟΛΑΣ ΑΥΤΟΥ ΤΗΡΕΙ.
Χρονολόγηση των τοιχογραφιών: 13ος αι. (ναός), αρχές του 14ου αι. (νάρθηκας).
Οι υπόλοιπες τοιχογραφίες χρονολογούνται από τα τέλη του 17ου μέχρι τις αρχές του
18ου αι.
Βιβλιογραφία: Ορλάνδος 1936γ, 86-115· Βελένης 1984, 120· Γαρίδης 1992, 401-417·
Παπαδοπούλου 2002, 45-62· Βοκοτόπουλος 2007, 53· Παπαδοπούλου - Τσιάρα 2008, 51-
52, 56-57, εικ. 44, 45· Γιαννούλης 2010, 277- 310, πίν. 69 -78, εικ. 270-358.
234
Άρτα. Αγία Θεοδώρα
Εικ. 2. Άρτα, Αγία Θεοδώρα, Διακονικό. Προοπτική άνοψη και κατάλογος παραστάσεων.
235
ΑΡΤΑ, ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ ΝΑΡΘΗΚΑΣ
1. Ιησούς Χριστός, ο Παλαιός των
Ημερών
2. Άγγελοι σε μετάλλια
3. Ο προφήτης Δανιήλ
4. Αταύτιστος προφήτης
5. Ο προφήτης Σολομών
6. Ο προφήτης Δαυίδ
7. Αταύτιστος προφήτης
8. Αταύτιστος προφήτης
9. Ο προφήτης Ιεζεκιήλ
10. Αταύτιστος προφήτης
11. Αταύτιστος προφήτης
12. Χερουβείμ
13. Αδιάγνωστος άγιος (στηθαίος)
14. Αδιάγνωστος άγιος (στηθαίος)
15. Αδιάγνωστος άγιος (στηθαίος)
16. Κατάλοιπα στηθαίου αγίου
17. Αδιάγνωστος άγιος (στηθαίος)
18. Αδιάγνωστος άγιος (στηθαίος)
19. Αδιάγνωστος άγιος (στηθαίος)
20. Αδιάγνωστος άγιος (στηθαίος)
21. Αδιάγνωστος άγιος (στηθαίος)
22. Αδιάγνωστος άγιος (στηθαίος)
23. Αδιάγνωστος άγιος (στηθαίος)
24. Αδιάγνωστος άγιος (ολόσωμος)
25. Αδιάγνωστος άγιος (μετάλλιο)
26. Αδιάγνωστος άγιος (στηθαίος)
27. Αδιάγνωστος όσιος (ολόσωμος)
28. Αδιάγνωστος άγιος (μετάλλιο)
29. Αδιάγνωστος όσιος (ολόσωμος)
30. Αδιάγνωστος άγιος (στηθαίος)
31. Αδιάγνωστος άγιος (ολόσωμος)
32. Ολόσωμος όσιος (Αντώνιος;)
33. Η αγία Μαρίνα (στηθαία)
34. Αδιάγνωστος άγιος (ολόσωμος)
35. Αδιάγνωστος άγιος (ολόσωμος)
36. Αδιάγνωστος στηθαίος ιεράρχης
37. Ο Μωυσής στο όρος Χωρήβ
(Φλεγόμενη Βάτος)
236
Άρτα. Αγία Θεοδώρα
237
Εικ. 4.Διακονικό. Άποψη προς ανατολάς.
238
Άρτα. Αγία Θεοδώρα
239
Εικ. 9. Νάρθηκας. Η Ευλογία του Ιακώβ από τον πατέρα του Ισαάκ.
240
Άρτα. Αγία Θεοδώρα
241
Εικ. 14. Νάρθηκας. Η Επιστροφή του Ιακώβ στην Παλαιστίνη.
242
Άρτα. Αγία Θεοδώρα
243
Εικ. 18. Νάρθηκας. Οι άγιοι Τεσσαράκοντα.
Εικ. 19. Νάρθηκας. Ο Χριστός Περιπατών επί των Κυμάτων και στηθαίοι ιεράρχες.
244
Άρτα. Αγία Θεοδώρα
245
Εικ. 22. Νάρθηκας. Η εμφάνιση του Χριστού στη Γαλιλαία (Πορευθέντες μαθητεύσατε).
246
Άρτα. Αγία Θεοδώρα
247
Εικ. 26.
2. Άρτα. Παρηγορήτισσα
Θέση: Άρτα
Αρχιτεκτονική: Ιδιότυπος ναός οκταγωνικού τύπου με διώροφο περίστωο.
Χρονολόγηση του ναού: Ανάμεσα στα 1294 και 1296. Ενσωμάτωσε το κατώτερο
μέρος ενός προγενέστερου σύνθετου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού των μέσων
του 13ου αι.
Επιγραφή: Πάνω από το υπέρθυρο της κεντρικής εισόδου του ναού.
Κτήτορας: O Νικηφόρος Α΄ Κομνηνός Δούκας και η σύζυγός του Άννα Παλαιολο-
γίνα.
Εσωτερικός διάκοσμος: Δεν υπάρχουν τοιχογραφίες από την φάση του 13ου αι.
όμως σώζονται τα ψηφιδωτά. Ο τρούλος κοσμείται με τον Παντοκράτορα. Στο τύμπα-
νο σώζονται ολόσωμοι δώδεκα προφήτες, εναλλασσόμενοι με εξαπτέρυγα σεραφείμ,
πολυόμματο χερουβείμ και φτερωτούς τροχούς. Στα σφαιρικά τρίγωνα εικονίζονται οι
τέσσερις Ευαγγελιστές. Κατά τον Ορλάνδο βρέθηκαν ελάχιστα τμήματα των ψηφιδω-
τών στις ανατολικές καμάρες. Στον ναό υπήρχε πλούσιος γλυπτός διάκοσμος.
Στο βόρειο παρεκκλήσιο και έξω από αυτό, υπάρχουν τοιχογραφίες μαζί με μία επι-
τύμβια παράσταση που χρονολογούνται στον 14ο-15ο αι.
Στον κυρίως ναό και στο νάρθηκα υπάρχουν τοιχογραφίες από μεταγενέστερες φά-
σεις που χρονολογούνται από τον 16ο αι. έως και τον 18ο αι.
Χρονολόγηση των ψηφιδωτών: 1294 -1296
Βιβλιογραφία: Ορλάνδος 1963· Mango - Belting - Mouriki 1978 · Nicol 1985, 748-758,
248
Άρτα, Παρηγορήτισσα
πίν. 123a-b· Velenis 1988, 280-281· Theis, 1990· Kalopissi-Verti 1992, 53, εικ. 11-14· Παπαμα-
στοράκης 2001, 6, 40-41, 65-66 πίν. 6-12· Παπαδοπούλου 2002, 131-161· Παπαδοπούλου
2004β· Βοκοτόπουλος 2007β, 49, πίν. 35α-β, 39· Παπαδοπούλου - Τσιάρα 2008, εικ. 16, 42,
43, 47-49.
249
Εικ. 28.
3 . Άρτ α . Ά γ ι ο ς Β ασ ί λ ει ος τη ς Γέ φυρα ς
250
Άρτα. Άγιος Βασίλειος της Γέφυρας
χης (Εικ. 34). Ακολουθούν ο άγιος Παντελεήμονας, ενώ στο νότιο τοίχο οι άγιοι Ανάργυ-
ροι, Κοσμάς και Δαμιανός με τη μητέρα τους αγία Θεοδότη ανάμεσά τους (Εικ. 30).
Στις καμάρες του ναού, αν και παραμένουν πλήρως καλυμμένες με κονιάματα, θε-
ωρούμε ότι υπήρχε πιθανότατα περιμετρική παράθεση των σκηνών του Χριστολογικού
κύκλου. Από τον κύκλο σήμερα σώζονται τμήματα τριών μόνο παραστάσεων, συγκε-
κριμένα, στο βόρειο μέτωπο της κόγχης του Ιερού υπάρχει κεφάλι αγγέλου με στροφή
προς τα δεξιά, που προφανώς ταυτίζεται με τον αρχάγγελο Γαβριήλ από τον Ευαγγε-
λισμό. Στο βόρειο τοίχο της δυτικής κεραίας υπάρχουν σπαράγματα της Έγερσης του
Λαζάρου. Τέλος διακρίνονται τα τμήματα της Ανάληψης στην ανατολική καμάρα.
Στη κάτω ζώνη του βόρειο τοίχου της δυτικής κεραίας σώζονται τα κατάλοιπα τοι-
χογραφίας του οράματος του αγίου μεγαλομάρτυρα Ευσταθίου του Πλακίδα (Εικ. 31).
Στην παράσταση εικονίζεται το γεγονός της θεοφάνειας και της μεταστροφής του
Πλακίδα στη χριστιανική πίστη κατά το κυνήγι ενός ελαφιού. Σώζεται τμήμα λευκού
αλόγου - το κεφάλι, ο λαιμός και τα μπροστινά πόδια του. Μπροστά στο άλογο εικο-
νίζεται το ελάφι, από το οποίο σήμερα σώζεται μόνο το πίσω μέρος με τα πόδια και το
κεφάλι του μαζί με τα μεγάλα κέρατα. Ανάμεσα στα κέρατα εικονίζεται η προτομή
του Χριστού. Στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ του Αγίου και του ελαφιού υπάρχουν και
τα γράμματα στα οποία αναγράφεται η φράση: [Ω ΠΛΑΚΙ]ΔΑ [Τ]Η [ΜΕ ΔΙΩΚ]ΗΣ ΕΓΩ
Η[ΜΙ] Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΟΝ Σ[Υ Α]Γ[ΝΟΩ]Ν [ΔΙΩΚΕΙΣ].
Την κάτω ζώνη στο δυτικό τοίχο της νότιας κεραίας καταλαμβάνουν οι άγιοι Κων-
σταντίνος και Ελένη (Εικ. 32). Πάνω από αυτούς διατηρούνται σπαράγματα της Βάπτι-
σης - το κεφάλι του Χριστού και το χέρι που ευλογεί.
Στην νότια κεραία του δυτικού τοίχου σώζονται παραστάσεις δύο έφιππων αγίων
από τους οποίους αναγνωρίζεται μόνο ένας, ο άγιος Γεώργιος.
Χρονολόγηση των τοιχογραφιών: Βάσει των στοιχείων τεχνοτροπίας, το παλαι-
ότερο στρώμα των τοιχογραφιών, είναι δυνατό να χρονολογηθεί στο πρώτο μισό του
13ου αι. Οι υπόλοιπες τοιχογραφίες χρονολογούνται από τον 16ο μέχρι και τον 18ο αι.
Βιβλιογραφία: Ορλάνδος 1922β, 312-315· Ορλάνδος 1936α, 312-315· Βοκοτόπουλος
1970, 316-319· ο ίδιος 1972, 460-463· Djurić 1979, 221· Βοκοτόπουλος 1992, 45-50, 183-185·
Αχειμάστου – Ποταμιάνου 1992, 180· Παπαδοπούλου 2002, 33-37· Βοκοτόπουλος 2007,
51, πίν. 36α.· Παπαδοπούλου - Τσιάρα 2008, 34-35, εικ. 21· Γιαννούλης 2010, 180-207, πίν.
32-42, εικ. 144-173· Vocotopoulos 2012, 123, fig. 2.
251
ΑΡΤΑ, ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΓΕΦΥΡΑΣ 14. Αδιάγνωστος διάκονος
15. Ο άγιος Κοσμάς
1. Η Θεοτόκος 16. Η αγία Θεοδότη
2. Άγγελος 17. Ο άγιος Δαμιανός
3. Άγγελος 18. Ο άγιος Νικόλαος
4. Ο άγιος Παντελεήμων 19. Ο άγιος Κωνσταντίνος
5. Αδιάγνωστος Ιεράρχης 20. Η αγία Ελένη
6. Ανάληψη (κατάλοιπα) 21. Η Βάπτιση του Χριστού
7. Ο άγιος Ελευθέριος 22. Η Έγερση του Λαζάρου
8. Ο άγιος Στέφανος ο Πρωτομάρτυς 23. Το Όραμα του αγίου Ευσταθίου
9. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος 24. Ο άγιος Γεώργιος (έφιππος)
10. Αδιάγνωστος ιεράρχης 25. Ο άγιος Δημήτριος (έφιππος)
11. Άγιος Βασίλειος ο Μέγας 26. Ο άγιος Γερμανός
12. Κατάλοιπα ιεράρχη 27. Ο άγιος Βλάσιος
13. Κατάλοιπα ιεράρχη 28. – 30. Τοιχογραφίες 16ου και 18ου αι.
Εικ. 29. Άρτα, άγιος Βασίλειος της Γέφυρας. Προοπτική άνοψη και κατάλογος τοιχογραφιών.
252
Άρτα. Άγιος Βασίλειος της Γέφυρας
253
Εικ. 32. Η αγία Ελένη.
254
Εικ. 35.
Θέση: Στους πρόποδες του λόφου της Περάνθης, νότια της Άρτας.
Αρχιτεκτονική: Ορθογώνιο κτήριο κατασκευασμένο στον τύπο της τρίκλιτης σταυ-
ρεπίστεγης βασιλικής με τρουλοκαμάρα.
Χρονολόγηση του ναού: Μέσα του 13ου αι.
Επιγραφές: Τρεις ενσωματωμένες στις όψεις του καθολικού. Η μία βρίσκεται στη
νότια πλευρά και πρόκειται για το πλίνθινο συμπίλημα με το μονόγραμμα του δεσπό-
τη Μιχαήλ Β΄ Κομνηνού Δούκα (Εικ. 37). Η δεύτερη, επίσης πλίνθινη ενσωματωμένη
στην τοιχοποιία, ακριβώς πάνω από το συμπίλημα, αποτελείται από δύο στίχους (Εικ.
37). Η τρίτη επιγραφή είναι χαραγμένη σε πωρόλιθο στη δυτική παραστάδα του βόρει-
ου δομικού τόξου μαζί με σταυροειδές συμπίλημα (Εικ. 38).
Κτήτορας: Ο Μιχαήλ Β΄ Κομνηνός Δούκας.
Ζωγραφική: Δύο στρώματα. Ο ναός είναι κατάγραφος με τοιχογραφίες του 18ου
αι. Ο αρχικός διάκοσμος σώζεται μόνο στο χώρο του διακονικού και αποσπασματικά
στη κάτω ζώνη των περιμετρικών τοίχων του κυρίως ναού.
Εικονογραφικό πρόγραμμα (Εικ. 36):
Στο τεταρτοσφαίριο της κόγχης του διακονικού εικονίζεται ο Χριστός ως Παλαι-
ός των Ημερών (Εικ. 39-40). Στο μέτωπο της κόγχης υπάρχει διακοσμητική ταινία με
γεωμετρικά μοτίβα. Κάτω από τον Χριστό παριστάνονται οι τρεις μορφές μετωπικών
Ιεραρχών, οι άγιοι Μελέτιος, Νικήτας και Ελευθέριος. Στην καμάρα σώζονται δύο σκη-
255
νές: ο Ιησούς δωδεκαετής στον ναό (Eικ. 41-42)) και η Άρνηση των Δώρων με επιγραφή:
ΦΕΡΟΝΤΕΣ ΤΑ ΔΩΡΑ ΑΥΤΩΝ ΤΩ ΙΕΡΩ Κ(ΑΙ) ΕΚΔΙΟΚΟΝΤΕΣ ΔΙΑ ΤΗΣ ΑΤΕΚΝΙΑΣ (Εικ.
43-44). Στη νότια πλευρά κάτω από την παράσταση της αποπομπής από το Ιερό του Ιω-
ακείμ και της Άννας, υπάρχουν όρθιοι μετωπικοί άλλοι τέσσερις Ιεράρχες: Μοδέστος,
Αντίπας (;), Υπάτιος και Οικουμένιος (Εικ. 45-46). Στο βόρειο τοίχο παριστάνονται μόνο
δύο ιεράρχες: οι άγιοι Γρηγόριος της Μεγάλης Αρμενίας και Άνθιμος. Στην κατώτερη
ζώνη υπάρχει διάκοσμος, ο οποίος μιμείται ορθομαρμάρωση.
Στον κυρίως ναό έχει εντοπιστεί σε χαμηλή στάθμη διακοσμητική ζώνη από τη πρώ-
τη φάση τοιχογράφησης με συνεχή τετράγωνα ή ορθογώνια διάχωρα, στα οποία είναι
ζωγραφισμένα κυρίως γεωμετρικά θέματα. Τα περισσότερα, εκτός των γεωμετρικών
σχημάτων φέρουν διάκοσμο που μιμείται την τεχνική του opus sectile.
Χρονολόγηση των τοιχογραφιών: Οι τοιχογραφίες του διακονικού και στη κάτω
ζώνη του κυρίως ναού ανάγονται στα μέσα του 13ου αι. Ο υπόλοιπος διάκοσμος χρο-
νολογείται από το 1715 και μετά.
Βιβλιογραφία: Ορλάνδος 1936, 70-87· Chatzidakis 1967, 61· Λαδάς, 1982· Djurić 1979,
221· Kalopissi-Verti 1984, 227· Βελένης 1984, 28, 97, 120-121, 187, 191· Αχειμάστου-Ποτα-
μιάνου 1992, 180· Κατσαρός 1992, 8-13, 16-17, 29-32, 120-122, 187, 194-195· ο ίδιος 1994,
266-268· Kalopissi-Verti 1992, 50-52, εικ. 5-6· Παπαδοπούλου 2002, 91-104· Βοκοτόπουλος
2007, 51· Παπαδοπούλου 2007, 369-396· Vocotopoulos 2012, 123.
256
Άρτα. Μονή Κάτω Παναγίας, καθολικό
2 3
Δ 4 Δ
Δ
1
5
10 11
9 6
7
8
Εικ. 36. Άρτα, Μονή Κάτω Παναγίας, διακονικό. Προοπτική άνοψη και κατάλογος παραστάσεων.
257
Εικ. 37. Πλίνθινη κτητορική επιγραφή στη νότια όψη του ναού.
Εικ. 38. Επιγραφή στη δυτική παραστάδα της βόρειας εγκάρσιας καμάρας.
258
Άρτα. Μονή Κάτω Παναγίας, καθολικό
259
Εικ. 41-42. Διακονικό. Ο Ιησούς διδάσκων εν τω Ιερώ.
260
Άρτα. Μονή Κάτω Παναγίας, καθολικό
261
Εικ. 45-46. Διακονικό. Ο άγιος Οικουμένιος.
262
Εικ. 47.
263
τολικό σφαιρικό τρίγωνο διατηρείται ένας ευαγγελιστής από την αρχική τοιχογράφη.
Στην κόγχη της Πρόθεσης σώζεται μία μορφή με τα χέρια υψωμένα πλάγια. Με το
δεξί ευλογεί, ενώ με το αριστερό κρατά κλειστό βιβλίο. Η Μ. Αχειμάστου-Ποταμίανου
θεωρεί ότι η μορφή πρέπει να ταυτιστεί με τον άγιο Νικόλαο (Αχειμάστου-Ποταμία-
νου, 2009, 39, εικ. 23). Ακολουθούν δύο σκηνές από το βίο της Θεοτόκου – στη βόρεια
πλευρά της καμάρας η Ευλόγηση της Παναγίας από τους ιερείς (Εικ. 49-51) και από
κάτω ο Ασπασμός της Θεοτόκου με την Ελισάβετ. Στην κάτω ζώνη του βόρειου τοίχου
βρίσκονται τρεις ολόσωμοι ιεράρχες, από τους οποίους αναγνωρίζουμε τον άγιο Ελευ-
θέριο (Εικ. 54) και δίπλα του πιθανότατα τον άγιο Σπυρίδωνα.
Από το διάκοσμο του διακονικού σώζεται μόνο η προτομή του αγίου Ιωάννη του
Προδρόμου στην κόγχη (Εικ. 52).
Στις καμάρες του κυρίως ναού εικονίζονταν ευαγγελικές σκηνές. Σήμερα σώζονται
τέσσερις παραστάσεις από τον κύκλο των Παθών στην καμάρα του νότιου κλίτους: η
Προσευχή (Εικ. 55), η Προδοσία (Εικ. 55), ο Εμπαιγμός (Εικ. 57) και η Κρίση του Πιλάτου.
Ο κύκλος των Παθών μαζί με τη Σταύρωση συνεχιζόταν στην δυτική καμάρα του
κεντρικού κλίτους όπου σήμερα διακρίνονται μόνο κάτω μέρος της εις Άδου Καθόδου
και στο νοτιοδυτικό τμήμα τα κατάλοιπα από την παράσταση του Ενταφιασμού του
Χριστού ή του Επιτάφιου Θρήνου.
Το εικονογραφικό πρόγραμμα συνεχιζόταν στην δυτική καμάρα του βόρειου κλί-
τους με τις σκηνές των εορτών που ακολουθούν το Πάσχα και συγκροτούν τον κύκλο
του Πεντηκοσταρίου. Στη βορειοδυτική καμάρα παριστάνεται το Χαίρε των Μυροφό-
ρων και η Ψηλάφηση του Θωμά (Εικ. 58), ενώ σώζεται μικρό τμήμα μίας ακόμη Χριστο-
λογικής σκηνής, την οποία σήμερα δεν αναγνωρίζουμε. Από το Χαίρε των Μυροφόρων
σώζεται το πάνω μέρος μαζί με την επιγραφή: ΔΙΔΟΥΣ ΤΟ ΧΑΙΡΕ ΤΑΙΣ ΜΟΙΡΟΦΩΡΑΙΣ.
Στο τύμπανο του δυτικού τοίχου της ίδιας καμάρας υπάρχουν σπαράγματα σκηνής
της Ιάσεως του Παραλυτικού, η οποία είναι τοποθετημένη εκατέρωθεν του δίλοβου
παραθύρου του δυτικού τοίχου. Σώζεται αριστερά ο Χριστός με τρεις μαθητές και στο
δεξιό τμήμα η μορφή του παραλυτικού, ο οποίος σηκώνει το κρεβάτι, χωρίς το στρώμα.
Στον τρούλο του νότιου κλίτους σώζονται σπαράγματα της Πεντηκοστής. Φαίνονται
τρεις απόστολοι με φωτοστέφανα. Στα σφαιρικά τρίγωνα του νότιου τρούλου εικονί-
ζονταν μάρτυρες σε στηθάρια, από τους οποίους διατηρείται μόνο ο άγιος Μαρδάριος
στο νοτιοδυτικό τρίγωνο (Εικ. 60). Στο τύμπανο του δυτικού τοίχου της νότιας καμάρας,
εκατέρωθεν του δίλοβου παραθύρου, παριστάνονται μέσα σε μετάλλια οι μορφές των
δύο Αναργύρων, του Κοσμά και του Δαμιανού. Στο τύμπανο του νότιου τοίχου κάτω
από το λοφίο του τρούλου όπου είναι ο άγιος Μαρδάριος, εικονίζεται ολόσωμος ο άγιος
Παντελεήμονας. Κάτω από αυτόν σώζεται το πάνω τμήμα ενός ακόμη αγίου με ορι-
σμένα γράμματα της επιγραφής του ονόματός του. Ίσως θα μπορούσε να ταυτιστεί
με τον άγιο Πολύευκτο. Στο εσωράχιο του τόξου της νοτιοδυτικής τοξοστοιχίας υπάρ-
264
Άρτα. Μονή Βλαχερνών, καθολικό
χουν δύο ολόσωμες μορφές: ο προφήτης Εζεκίας στη νότια πλευρά και ο Σολομών στη
βόρεια τοξοστοιχία. Στον Εζεκία διαβάζεται η επιγραφή: ΕΓΩ ΕΙΠΑ ΕΝ ΤΩ ΥΨΕΙ ΤΩΝ
ΗΜΕΡΩΝ ΜΟΥ (Ησ. 38, 10).
Στο ναό σώζονται κοσμητικές ταινίες στη βάση του νότιου τρούλου, στις δυτικές
καμάρες των πλάγιων κλιτών, στην πρόθεση και στα πλάγια κλίτη.
Εικονογραφικό πρόγραμμα του νάρθηκα (Εικ. 43): Ένα μέρος των τοιχογραφιών
στο νάρθηκα της Βλαχέρνας είναι εντελώς κατεστραμμένο.
Στο φουρνικό σώζονται λίγα κατάλοιπα από την τοιχογραφία της Δευτέρας Πα-
ρουσίας: Ο Δίκαιος Κριτής, ο Χριστός, κάθεται σε θρόνο και με την έκταση του δεξιού
χεριού καλεί τους δικαίους να εισέλθουν στον παράδεισο. Από το χορό των δικαίων
διακρίνονται κατάλοιπα σωμάτων. Από την απεικόνιση του Παραδείσου σώζονται δύο
τμήματα. Στο ένα εικονίζεται ο Αβραάμ να κρατεί ανοικτή σινδόνη μέσα στην οποία
διακρίνονται οι κεφαλές δύο μόνο νηπίων, από τη σφαγή των νηπίων από το βασιλιά
Ηρώδη. Στο δεύτερο σπάραγμα εικονίζεται τμήμα του παραδείσιου τοπίου με δένδρα
και φυτά, ανάμεσα στα οποία εικονίζεται η μορφή του δίκαιου ληστή. Ο ληστής είναι
γυμνός από τη μέση και πάνω και με τα δύο του χέρια κρατάει το σταυρό στον ώμο,
στοιχείο που μαρτυρεί και την ταυτότητά του.
Από τις ευχαριστιακές-εσχατολογικές σκηνές σώζονται δύο από τις αρκετά χαρα-
κτηριστικές παραστάσεις στο βυζαντινό νάρθηκα: η κοινωνία της Όσιας Μαρίας της
Αιγυπτίας και η Φιλοξενία του Αβραάμ. Στο βόρειο μέτωπο της παραστάδας του νότι-
ου τοίχου εικονίζεται ολόσωμη η μορφή της Όσιας Μαρίας (Εικ. 62). Αφού είναι στραμ-
μένη προς τα δεξιά σε δέηση, υποθέτουμε ότι στη γωνία του ανατολικού τοίχου εικονι-
ζόταν ο όσιος Ζωσιμάς τη στιγμή που μετέδιδε την κοινωνία στην Οσία.
Στο τύμπανο του νότιου τοίχου της νοτιοδυτικής καμάρας παριστάνεται η Φιλοξε-
νία του Αβραάμ (Εικ. 67). Στη νοτιοδυτική καμάρα του νάρθηκα σώζονται αποσπα-
σματικά οι σκηνές των Οικουμενικών Συνόδων. Οι τοιχογραφίες αυτές έχουν μεγάλες
φθορές. Παρά ταύτα όμως από ορισμένα στοιχεία μπορούμε να ξεχωρίσουμε και να
ταυτίσουμε κάποιες Συνόδους. Υπήρχαν ανά δύο Σύνοδοι σε κάθε πλευρά αντίστοιχα.
Στο βόρειο τμήμα πιθανώς απεικονίζεται η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος. Στη βορειοδυτική
καμάρα οι τοιχογραφίες είναι σχεδόν κατεστραμμένες. Διακρίνεται μόνο ο θρόνος με
αρχιερατική μορφή και τρεις αιρετικούς. Πάνω στο κόκκινο ένδυμα της πρώτης μορ-
φής υπάρχει η επιγραφή ΟΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ. Δεν αποκλείεται οι τρεις αιρετικοί να είναι εκ-
πρόσωποι των αρειανών, των πνευματομάχων και των απολλιναριστών, τους οποίους
καταδίκασε η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος. Σώζονται επίσης και γράμματα του ονόματος
του καθιστού αρχιερέα: Ο ΑΓΙΟΣ ΔΑ[ΜΑΣΟΣ] Π(ΑΠ)ΑΣ ΡΩΜΗΣ (Εικ. 63). Πρόκειται
για τον πάπα Ρώμης Δάμασο, ο οποίος δεν συμμετείχε στη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο της
Κωνσταντινούπολης, αλλά δέχτηκε τις αποφάσεις της.
Η Αχειμάστου-Ποταμιάνου προτείνει ότι στη βόρεια καμάρα, πάνω από την πα-
265
ράσταση της Λιτανείας και κοντά στις Οικουμενικές Συνόδους, θα εικονίζονταν ίσως
και άλλες τοπικές σύνοδοι (Αχειμάστου-Ποταμιάνου 1991, 47-48, πίν. 4, εικ. 14). Στο
αριστερό κάτω άκρο της σκηνής εικονίζονται σε μικρογραφία δύο γυναικείες μορφές
σε προτομή, ντυμένες με μαφόριο και χωρίς φωτοστέφανο. Η πιθανότερη εξήγηση,
την οποία προτείνει η Αχειμάστου-Ποταμιάνου, είναι ότι πρόκειται για δύο από τις
επίσημες γυναίκες που εικονίζονται και στην παράσταση της Λιτανείας της Παναγίας,
δηλαδή για την Άννα Παλαιολογίνα και την αδελφή της Θεοδώρα Ραούλαινα. Επομέ-
νως, στη βόρεια καμάρα είναι δυνατό να εικονιζόταν η σύνοδος των Βλαχερνών 1283 ή
του Αδραμυτίου 1284.
Το νότιο αψίδωμα του δυτικού τοίχου του νάρθηκα καταλαμβάνει η σκηνή της Λιτα-
νείας της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας Οδηγήτριας (Εικ. 64-66). Απεικονίζεται
η Λιτανεία, η οποία πραγματοποιείτο κάθε Τρίτη στην Κωνσταντινούπολη, όπως μαρ-
τυρεί και η επιγραφή: Η ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ Θ(ΕΟΤΟ)ΚΟΥ Τ(Η)Σ ΟΔ[Η]ΓΗΤΡΙΑΣ
ΤΗΣ ΕΝ ΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΙ.
Στην εσωτερική πλευρά της παραστάδας υπάρχει μια ηλικιωμένη γυναίκα, μάλλον
πρόκειται για τη διακόνισσα, που έχει στο λαιμό κρεμασμένα σε αλυσίδα μικρά δοχεία
με κάποιο ποτό και δίπλα της δύο μορφές νεαρών ανδρών να αγοράζουν και να πίνουν
από το περιεχόμενό τους (Εικ. 65).
Στο πρώτο επίπεδο της σύνθεσης της σκηνής της Λιτανείας εικονίζεται η αγορά της
πόλης. Στην πρώτη παράσταση από αριστερά ζωγραφίζεται όμιλος τεσσάρων νέων
που πίνουν. Σώζεται η επιγραφή [...] ΑΣ [...ΠΟΛ]ΩΝ ΤΑ ΦΩΚΑΔΙΑ]. Πρόκειται για κά-
ποιο είδος οίνου ή ποτού. Δίπλα τοποθετείται η μορφή λαχανοπωλήτριας όπως προ-
κύπτει από τη σχετική επιγραφή: Η ΛΑΧΑΝΟΠΩΛΙΣΣΑ ΠΩ[ΛΟΥ]ΣΑ ΤΑ ΛΑΧΑΝΑ. Η
γυναίκα καθισμένη πίσω από τον πάγκο πωλεί διάφορα λαχανικά. Στην επόμενη, την
τρίτη σκηνή, παριστάνεται η οπωροπώλισσα όπως προκύπτει και από την επιγραφή:
[Η ΟΠ]ΩΡ[ΟΠ]ΩΛ[ΙΣΣΑ ΠΟΛ[ΟΥΣ[Α] ΤΑ ΟΠΩΡΙΚΑ. Η σκηνή είναι αρκετά κατεστραμ-
μένη. Ωστόσο, διακρίνεται η καθισμένη γυναίκα σε διάλογο με έναν άνδρα για την
αγορά των προσφερομένων προϊόντων. Μπροστά από τη γυναίκα είναι τοποθετημένα
τρία κατά σειρά κοφίνια γεμάτα με φρούτα. Κάτω από την οπωροπώλισσα υπήρχε τοι-
χογραφία, στην οποία παριστάνονται μορφές σε μικρό μέγεθος. Θυμίζουν παιδιά, τα
οποία στέκονται στις άκρες της αγοράς.
Ακόμα μία σκηνή από την αγορά σώζεται στην εσωτερική πλευρά της παραστάδας,
ακριβώς κάτω από τη σκηνή της διακόνισσας. Πρόκειται για παράσταση της αγορα-
πωλησίας χαβιαριού. Η σκηνή ταυτίζεται με βάση την επιγραφή Ο ΧΑΖΑΡΙΣ ΠΟΥΛΩΝ
ΤΟ ΧΑΒΙΑΡ[ΙΝ]. Στο κέντρο παρατίθεται τραπέζι πάνω στο οποίο υπάρχουν προϊόντα.
Αριστερά εικονίζεται ο πωλητής - χάζαρης και δεξιά ο αγοραστής. Κρατούν και οι δύο
ζυγαριά με δίσκους πάνω στην οποία ζυγίζουν το χαβιάρι.
Στο βόρειο αψίδωμα του δυτικού τοίχου εικονίζεται ακόμα μια σύνθετη παράστα-
266
Άρτα. Μονή Βλαχερνών, καθολικό
ση – το Στιχηρό των Χριστουγέννων («Τι σοι προσενέγκωμεν, Χριστέ», εικ. 68-69). Στο
κέντρο της παράστασης παριστάνεται ψηλά καθισμένη σε πολύτιμο θρόνο η Πανα-
γία. Αριστερά της είναι οι μάγοι, οι οποίοι προσφέρουν τα δώρα σε κλειστά ορθογώνια
κιβωτίδια στο νεογέννητο Χριστό. Δεξιά από την Παναγία εικονίζονται δύο ποιμένες
που προσάγουν το θαύμα. Ο νεαρός βοσκός δείχνει με το χέρι επάνω σε μαρτυρία του
θαύματος, και γυρίζοντας σκύβει στο γέρο βοσκό αγκαλιάζοντάς τον από τον ώμο.
Κάτω από τους μάγους ζωγραφίζονται προσωποποιημένες η γη και η έρημος. Η πρώτη
εικονίζεται ως γυναικεία μορφή, ντυμένη σε πολύτιμη ενδυμασία, η οποία προσφέρει
στον Χριστό ως δώρο το σπήλαιο, σύμφωνα με το Στιχηρό. Υπάρχει και η επιγραφή Η
ΓΗ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟΝ. Η έρημος προσωποποιείται ως ηλικιωμένη γυναίκα ασπροντυμέ-
νη και προσφέρει στον Χριστό ως δώρο ορθογώνια κιβωτιόσχημη φάτνη. Στην κάτω
ζώνη της παράστασης εικονίζονται σε δύο ομάδες οι άνθρωποι, οι οποίοι πρόσφεραν
ως δώρο στον Χριστό τη μητέρα του – την Παρθένο. Ανάμεσα τους ανθρώπους παρι-
στάνονται επίσης δεόμενοι βασιλείς, ιερωμένοι, μοναχοί και λαϊκοί, δηλαδή δώδεκα
πρόσωπα συνολικά. Στην πάνω ζώνη της σκηνής θα πρέπει να υπήρχαν οι άγγελοι,
οι οποίοι σύμφωνα με το Στιχηρό προσφέρουν τους ύμνους και οι ουρανοί τα αστέρια.
Στο κεντρικό αψίδωμα της ανατολικής πλευράς εικονίζονται στο τύμπανο της θύ-
ρας η Παναγία Ελεούσα ή Γλυκοφιλούσα σε προτομή και στο εσωρράχιο του τόξου του
αψιδώματος δύο ολόσωμοι σεβίζοντες αρχάγγελοι. Στο νότιο αψίδωμα της ίδιας πλευ-
ράς, στην αντίστοιχη επιφάνεια πάνω από τη θύρα παριστάνεται η αγία Ελισάβετ με
τον μικρό Ιωάννη στο σπήλαιο και στο τύμπανο του αψιδώματος αριστερά ολόσωμος
κατά μέτωπο άγιος.
Στο μέτωπο του ανατολικού αψιδώματος εικονίζονται άγιοι σε μετάλλια: αριστερά
ο άγιος Ακεψιμάς και δεξιά ένας αδιάγνωστος μάρτυρας. Στην αντίστοιχη επιφάνεια
του δυτικού αψιδώματος τοποθετούνται πάλι σε μετάλλια ο άγιοι Πλάτωνας και πιθα-
νώς ο αγιος Ρωμανός.
Στο νότιο μέτωπο του νότιου εγκάρσιου τόξου υπάρχουν τρεις ορθογώνιες εικόνες
στηθαίων αγίων, του Μηνά, του Ερμογένη και του Εύγραφου.
Στη δυτική παραστάδα του νότιου εγκάρσιου τόξου, στην ανατολική πλευρά της,
εικονίζεται ο άγιος Ανεμπόδιστος. Ένας ολόσωμος άγνωστος μάρτυρας παριστάνεται
επίσης στην ανατολική επιφάνεια της ακραίας προς βορρά παραστάδας στη δυτική
πλευρά.
Τη ζωγραφική συμπληρώνουν διακοσμητικές ταινίες, που σώζονται κατά τόπους,
κυρίως στο νότιο μέρος του νάρθηκα: στα στενά διαστήματα τόξων και παραστάδων,
και ρόδακες επάνω από τον άγιο στο τύμπανο του νότιου αψιδώματος της ανατολικής
πλευράς.
Χρονολόγηση των τοιχογραφιών: Οι τοιχογραφίες του κυρίως ναού χρονολογού-
νται στα μέσα του 13ου αι. H εικονογράφηση του νάρθηκα της Βλαχέρνας είναι πιθανό
267
να ολοκληρώθηκε στα τέλη του 13ου αι. και μάλλον μετά το 1284, δηλαδή μετά την
επιστροφή της Άννας από την Κωνσταντινούπολη και την αποκήρυξη της συνόδου της
Λυών κατά τα έτη 1283-1284.
Βιβλιογραφία: Ορλάνδος 1963ε, 3-50∙ Αχειμάστου-Ποταμιάνου 1975, 208-216∙ η ίδια
1985-1986, 301-306 και 1992, 179 – 203∙ Βελένης 1984, 30, 97, 109, 111, 260, 272∙ Τσουρής
1988, 32-35, 188, 194-196∙ Βοκοτόπουλος 1992, 186-187∙ Μπούρας-Μπούρα 2002, 88∙ Πα-
παδοπούλου 2002, 79-87∙ Βοκοτόπουλος 2007, 52, εικ. 36β∙ Παπαδοπούλου-Τσιάρα 2008,
37-46, εικ. 23-32∙ Αχειμάστου-Ποταμιάνου 2009∙ Γιαννούλης 2010, εικ. 199-269, πίν. 51-67.
268
Άρτα. Μονή Βλαχερνών, καθολικό
Εικ. 48. Άρτα, Μονή Βλαχερνών, καθολικό. Προοπτική άνοψη και κατάλογος παραστάσεων.
269
Εικ. 49. Η Ευλόγηση της Παναγίας υπό των ιερέων.
270
Άρτα. Μονή Βλαχερνών, καθολικό
271
Εικ. 55. Η προσευχή στη Γεσθημανή και η Προδοσία.
Εικ. 56. Λεπτομέρεια της εικόνας 55. Εικ. 57. Λεπτομέρεια από τον Εμπαιγμό.
272
Άρτα. Μονή Βλαχερνών, καθολικό
273
Εικ. 61. Νάρθηκας. Η Φυγή της Ελισάβετ.
Εικ. 62. Νάρθηκας. Η οσία Μαρία η Εικ. 63. Νάρθηκας. Λεπτομέρεια Οικουμενικής Συνόδου.
Αιγυπτία.
274
Άρτα. Μονή Βλαχερνών, καθολικό
275
Εικ. 67. Νάρθηκας. Η Φιλοξενία του Αβραάμ.
276
Εικ. 70.
277
νότιο διαχωριστικό τοίχο πάνω από το δίβηλο άνοιγμα κάτω από τη δεύτερη φάση της
ζωγραφικής αποκαλύφθηκε η Μετάληψη των Αποστόλων. Η κάτω ζώνη του κυλίνδρου
της κόγχης περιλαμβάνουν οκτώ ολόσωμους ιεράρχες σε μετωπική στάση. Αναγνωρί-
ζουμε τους αγίους Επιφάνιο Κύπρου, Νικηφόρο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τον
Ομολογητή, Βλάσιο αρχιεπίσκοπο Σεβαστείας (Εικ. 79), Μόδεστο και Πολύκαρπο.
Στα εσωράχια των τεσσάρων μικρών τόξων που διαμορφώνονται στα δίβηλα ανοιγ-
μάτων του Ιερού προς την πρόθεση και το διακονικό, εικονίζονται ανά δύο, οι μορφές
μαρτύρων σε προτομή. Στο ανατολικό τμήμα του δίλοβου ανοίγματος προς την πρόθε-
ση παριστάνεται ο άγιος Ανατόλιος, ενώ στο δυτικό εσωράχιο ο άγιος Τρύφωνας. Αντί-
στοιχα τα εσωράχια της εισόδου προς το δακονικό διακρίνουμε μόνο τον άγιο Ανίκητο
σε προτομή.
Στο τμήμα του ημικύλινδρου του διακονικού σώζονται δύο ιεράρχες, στο ανώτερο
τμήμα ο άγιος Αχίλλειος και κάτω ο άγιος Γρηγόριος ο Θαυματουργός (Εικ. 78). Από
την κάτω ζώνη των ολόσωμων αγίων στο νότιο τοίχο σώζεται ακόμα μια μορφή του
ιεράρχη. Στο κεφάλι φέρει λευκή καλύπτρα, που σημαίνει ότι πρόκειται είτε για τον
άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας είτε για τον άγιο Άνθιμο. Σε στενή ζώνη που περιλαμβά-
νει τα τόξα του δίλοβου ανοίγματος προς το Ιερό εικονίζονται τρεις άγιοι σε προτομή∙
αναγνωρίζουμε τους αγίους Αλφειό και Φιλάδελφο.
Στο τεταρτοσφαίριο της κόγχης της Πρόθεσης βρίσκεται ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρο-
μος σε προτομή.
Στα μέτωπα των δίβηλων ανοιγμάτων των διαχωριστικών τοίχων του Ιερού, προς
την Πρόθεση και το Διακονικό, παριστάνονται τέσσερις όσιοι, από τους οποίους ανα-
γνωρίζουμε μόνο τον άγιο Νικήτα.
Από τον χριστολογικό κύκλο της πρώτης φάσης ζωγραφικής σώζονται στο ανατο-
λικό τμήμα της νότιας καμάρας η σκηνή της Γέννησης του Χριστού με δύο επιγραφές:
στη κορυφή της παράστασης Η Χ[ΡΙΣΤ]ΟΥ ΓΕΝΗΣΙΣ και στο αριστερό μέρος πάνω από
τους αγγέλους ΠΑΥΕΤΕ ΑΓΡΑΒΛΟΥΝΤΕΣ. Στο τύμπανο της νότιας κεραίας τοποθετεί-
ται η Προσκύνηση των Μάγων, ενώ στο δυτικό τμήμα της ίδιας καμάρας η Υπαπαντή
(Εικ. 83). Στο τύμπανο της βόρειας κεραίας σήμερα δύσκολα διακρίνεται η σκηνή του
Λίθου (Εικ. 76).
Στην κάτω ζώνη του νότιου τοίχου του νότιου σκέλους, δίπλα στο Ιερό, διακρίνονται
με δυσκολία πέντε μετωπικές ολόσωμες μορφές, οι οποίες κρατούν μεγάλα ανοιχτά
ειλητάρια. Κάπως καλύτερα σώζεται μόνο η πρώτη μορφή που κρατά ειλητάριο με
το εξής κείμενο: ΠΑΡΑΚΑΛΟ ΥΜΑΣ ΑΔΕΛΦΥ ΔΗΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΤΟΥ ΚΥ ΗΜΟ[Ν] ΙΥ
ΧΥ ΑΨΟΜΕΘΑ ΤΕΣ ΦΡΟΝΤΗΔΟΣ ΤΟΝ ΨΥΧΟΝ [ΗΜ]Ω[Ν] (Εικ. 81). Ο δεύτερος άγιος
έχει καταστραφεί αφού στην θέση αυτή μεταγενέστερα διανοίχθηκε παράθυρο. Σώ-
ζεται όμως και το κείμενο στο ειλητάριο το οποίο κρατούσε: ΑΡΧΗΚΑ ΤΑΣ ΤΡΟΦΗΣ
ΜΟΝΑ[Υ] ΓΕΛΟΣ ΚΕ ΠΑΡΗΣΙΑ (Εικ. 82). Τα κείμενα έχουν πολλά ορθογραφικά λάθη.
278
Άρτα, Πλησιοί. Άγιος Δημήτριος του Κατσούρη
Η μορφολογία των γραμμάτων είναι ίδια όπως και στις επιγραφές του τρούλου και των
άλλων σκηνών τις οποίες τοποθετούμε στην πρώτη φάση ζωγραφικής. Οι υπόλοιπες
τρεις μορφές του νότιου τοίχου καλύφθηκαν από παράσταση του 19ου αι. με αποτέλε-
σμα να μην φαίνονται σήμερα μόνο τα κάτω άκρα τους χωρίς ειλητάρια.
Δεύτερη φάση: Η Καλοπίση-Βέρτη προτείνει πως στο βόρεια τμήμα της καμάρας
του διακονικού ο διάκοσμος ανήκει σε άλλη φάση ζωγραφικής, ίσως στα μέσα του 13ου
αι. (Kalopissi-Verti 1984, 226). Πρόκειται για τις δύο παραστάσεις από την Παλαιά Δι-
αθήκη: την Θυσία του Αβραάμ και στην συνέχεια την Υποδοχή των Τριών Αγγέλων
(Εικ. 84).
Τρίτη φάση: Στο τεταρτοσφαίριο της κόγχης του ιερού Βήματος εικονίζεται η Θεο-
τόκος Πλατυτέρα με τον Χριστό (Εικ. 87). Στο αριστερό χέρι κρατάει μισανοιγμένο ει-
λητάριο στο οποίο διαβάζουμε: Ο ΤΟΝ ΛΟΓ[ΟΝ] [ΜΟΥ] ΑΚΟΥΟ[Ν] Κ[ΑΙ] ΠΙΣΤΕΥΩΝ...].
Κάτω της σώζεται ένα μικρό τμήμα του Μελισμού, τμήμα τράπεζας με το Άγιο Ποτή-
ριο.
Στο βόρειο τοίχο της ανατολικής καμάρας του ναού και πάνω από το δίβηλο άνοιγ-
μα που οδηγεί στην πρόθεση, πάνω στο στρώμα της πρώτης φάσης ζωγραφικής σώ-
ζεται η Μετάδοση (Εικ. 88) με την επιγραφή: [ΛΑΒΕΤΕ ΦΑ[ΓΕ]ΤΕ ΤΟΥΤΟ ΜΟΥ ΕΣΤΙ ΤΟ
ΣΩΜΑ και στη αντίστοιχη θέση νότια η Μετάληψη που συνοδεύεται με την επιγραφή:
ΠΙΕΤΕ [ΕΞ ΑΥ]ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΣ ΤΟΥΤΟ [ΕΣΤΙΝ ΤΟ] ΑΙΜΑ ΤΟ ΤΗΣ Κ[ΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
ΤΟ ΥΠΕΡ ΥΜΩΝ ΕΚΧΥΝΟΜΕΝΟΝ]. Την ανατολική καμάρα που στεγάζει το Ιερό κατα-
λαμβάνει η Ανάληψη.
Στο τεταρτοσφαίριο της κόγχης του Διακονικού παριστάνεται ο Χριστός στηθαίος.
Φέρει μεγάλο ένσταυρο φωτοστέφανο και στο αριστερό χέρι κρατεί ανοικτό ευαγγέλιο
με την επιγραφή ΕΓΩ ΕΙΜΙ ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Ο ΑΚΟΛΟΥΘΩΝ. Ορισμένοι ερευ-
νητές θεωρούν πως πρόκειται για τον εικονογραφικό τύπο Χριστού Εν Ετέρα Μορφή.
Κάτω από την μορφή υπήρχε κυκλικά και επιγραφή, από την οποία σώζονται σήμερα
μόνο μερικά γράμματα: ... Ν .. ΤΟΜΟ...
Η καμάρα του διακονικού χωρίζεται σε δύο ισότιμα τμήματα. Στο νότιο τοποθετεί-
ται η παράσταση της Φιλοξενίας του Αβραάμ στον τύπο των καθισμένων αγγέλων
γύρω από ημικυκλική τράπεζα (Εικ. 85).
Από τον χριστολογικό κύκλο σώζονται ο Ευαγγελισμός (Εικ. 91-91) στα μέτωπα των
ανατολικών πεσσών προς τον κύριως ναό, η Βαϊοφόρος στο δυτικό τμήμα της βόρειας
καμάρας (Εικ. 75), ενώ στο αντίστοιχο ανατολικό τμήμα η Εις Άδου Κάθοδος.
Ολόκληρη τη δυτική καμάρα καταλαμβάνει η παράσταση της Πεντηκοστής (Εικ.
89-90). Στο κέντρο της σύνθεσης απεικονίζεται η Ετοιμασία του Θρόνου με το ύφασμα,
Ευαγγέλιο, Σταυρό και όργανα του Πάθους.
Στην καμάρα που στεγάζει την Πρόθεση υπάρχουν έξι ιεράρχες σε προτομές, ανά
τρεις σε κάθε πλευρά, χωρισμένοι με λεπτή διακοσμητική ταινία.
279
Το τεταρτοσφαίριο της κόγχης του βορειοδυτικού διαμερίσματος καταλαμβάνει το
κεφάλι του Χριστού. Αρκετά θυμίζει την παράσταση του αγίου Μανδηλίου. Στο πάχος
του κοσμήτη υπάρχε η επιγραφή, από την οποία διακρίνεται ...ΘΗΣΟΜΕΘ... που μπορεί
να συνδεθεί με το κείμενο της επιγραφής με τον 4ο στίχο του 79ου ψαλμού.
Στα εσωράχια των τεσσάρων σφενδονίων κάτω από τον τρούλο, εικονίζονται ζεύγη
ολόσωμων προφητών. Από τοις συνολικά οκτώ ερχικά προφητικές μορφές σώζονται
έξι. Στο εσωράχιο του ανατολικού σφενδονίου, πάνω από την σκηνή του Ευαγγελι-
σμού, εικονίζονται οι Δαυίδ και Σολομών, ενώ στο εσωράχιο του βόρειου σφενδονίου,
δίπλα στη σκηνή της Βαϊοφόρου, ο προφήτης Ααρών ή ο Μελχισέδεκ.
Στο εσωράχιο του σφενδονίου του νότιου σκέλους εικονίζονται επίσης δύο προφή-
τες με ενεπίγραφα ειλητάρια.
Το τεταρτοσφαίριο της κόγχης του νοτιοδυτικού διαμερίσματος καταλαμβάνει η
μορφή της ένθρονης Θεοτόκου, η οποία πλαισιώνεται από δύο σεβίζουντες αγγέλους.
Στη νότια πλευρά της καμάρας που στεγάζει τον ίδιο χώρο σώζονται οι στηθαίες μορ-
φές των αγίων Ερμολάου, Νικολάου, Κοσμά και Δαμιανού (;), πρωτομάρτυρα Στεφά-
νου και τoυ Παντελεήμονα.
Χρονολόγηση των τοιχογραφιών: Η πρώτη φάση ζωγραφικής χρονολογείται λίγο
πριν το 1230. Η δεύτερη φάση ζωγραφικής χρονολογείται προς τα τέλη του 13ου αι.
Στη κόγχη της Πρόθεσης και στο τοιχισμένο τρίλοβο παράθυρο του Ιερού υπάρχει μια
μικρή επιζωγράφηση από τον 18ο ή τις αρχές του 19ου αι.
Βιβλιογραφία: Kalopissi-Verti 1984β, 226· Ορλάνδος 1922, 316-325· Ορλάνδος 1936,
57-69· Παπαμαστοράκης 1992, 419-454· Βοκοτόπουλος 1992, 183· Καλοπίση-Βέρτη 1999,
67, εικ. 2· Παπαδοπούλου 2002, 25-33· Βοκοτόπουλος 2004· Ζάρρας 2007· Παπαδοπούλου
- Τσιάρα 2008, 31-32, 47, εικ. 17-19, 38-41· Γιαννούλης 2010, 111-179, πίν. 14-31, εικ. 78-143·
Vocotopoulos 2012, 123, fig. 1, fig. CD 1, CD 2.
280
Άρτα, Πλησιοί. Άγιος Δημήτριος του Κατσούρη
Εικ. 71α. Πλησιοί Άρτας. Άγιος Δημήτριος του Κατσούρη. Προοπτική άνοψη.
281
Εικ. 71β. Πλησιοί Άρτας. Άγιος Δημήτριος του Κατσούρη. Προοπτική άνοψη των γωνιακών διαμερι-
σμάτων και κατάλογος παραστάσεων.
282
Άρτα, Πλησιοί. Άγιος Δημήτριος του Κατσούρη
283
Εικ. 72. Ο Τρούλος (Αρχείο Βυζαντινού Μουσείου Εικ. 73. Οι προφήτες Σοφονίας και Ιωήλ
Αθηνών)*. (Αρχείο Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών)*.
Εικ. 74. Προφήτες Μωυσής και Ησαΐας (Αρχείο Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών)*.
284
Άρτα, Πλησιοί. Άγιος Δημήτριος του Κατσούρη
Εικ. 76. Λεπτομέρεια από τον Λίθο. (Αρχείο Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών)*.
285
Εικ. 77. Δύο φάσεις τοιχογραφιών (διακονικό). Εικ. 78. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θαυματουργός.
286
Άρτα, Πλησιοί. Άγιος Δημήτριος του Κατσούρη
287
Εικ. 84. Η Θυσία του Αβραάμ και η υποδοχή των Αγγέλων.
Εικ. 85. Η Φιλοξενία του Αβραάμ (λεπτομέρεια). Εικ. 86. Αδιάγνωστος ιεράρχης.
288
Άρτα, Πλησιοί. Άγιος Δημήτριος του Κατσούρη
Εικ. 87. Η Θεοτόκος με τον Χριστό στο τεταρτοσφαίριο της κόγχης του Ιερού.
289
Εικ. 89. Η Πεντηκοστή.
290
Άρτα, Πλησιοί. Άγιος Δημήτριος του Κατσούρη
Εικ. 91-92. Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ και η Θεοτόκος από τον Ευαγγελισμό (Ιστορικά και Φωτογρα-
φικά Αρχεία Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου) ΒΙΕ91_35, ΒΙΕ91_38.
291
Εικ. 93.
292
Άρτα, Κιρκιζάτες. Άγιος Νικόλαος της Ροδιάς
293
ριστάνεται η προτομή του Παλαιού των Ημερών (Εικ. 95). Κρατάει το ανοιχτό βιβλίο με
το κείμενο: ΕΓΩ ΘΕΟΣ ΠΡΟΤΟΣ ΠΛΗΝ ΕΜΟΥ ΟΥΚ <ЕСΤΙΝ> [ΑΛΛΟΣ ΘΕΟΣ] (πρβλ. Ησ.
44, 6). Εκατέρωθεν του παραθύρου εικονίζονται δύο ολόσωμοι αδιάγνωστοι Ιεράρχες.
Στην κάτω ζώνη του νότιου τοίχου στον ίδιο χώρο τοποθετούνται ολόσωμοι οι άγιοι
Γρηγόριος ο Θαυματουργός και Κωνσταντίνος και Ελένη (Εικ. 97), ενώ στο βόρειο τοίχο
ο άγιος Πολύκαρπος Σμύρνης. Στο τοξωτό άνοιγμα, το οποίο οδηγεί προς το Ιερό εικο-
νίζονται οι άγιοι Ιγνάτιος, ο Θεοφόρος και ο Γρηγόριος Νύσσης και ανάμεσά τους ένα
μετάλλιο με άγνωστο άγιο. Πάνω από το άνοιγμα όπως δηλώνεται από αποσπασμα-
τικές επιγραφές υπήρχε η μορφή κάποιου αγίου Γρηγορίου, [ΑΓ. ΓΡΗΓΟ[ΡΙΟΣ], μάλλον
στηθαίου αφού δεν υπάρχει διαθέσιμος χώρος για ολόσωμη μορφή. Στη βόρεια πλευρά
της καμάρας του διακονικού σώζεται αποσπασματικά η παράσταση της Προσκύνησης
του Σταυρού από τους Αγγέλους με την επιγραφή Η ΠΡΟΣΚΥΝΙΣΗΣ στην αριστερή
πλευρά (Εικ. 96), ενώ στην νότια πλευρά σώζεται αποσπασματικά η Υπαπαντή.
Η εκκίνηση του Χριστολογικού κύκλου γίνεται με τον Ευαγγελισμό στα δυτικά μέ-
τωπα των ανατολικών πεσσών. Μετά στη νότια καμάρα ακολουθεί η παράσταση της
Γέννησης και στο βόρειο τοίχο του διακονικού η Υπαπαντή, όπως ήδη αναφέραμε. Οι
παραστάσεις από την ζωή του Χριστού συνεχίζονται στη νότια καμάρα όπου είναι το-
ποθετημένες οι εξής σκηνές: Μεταμόρφωση, Έγερση του Λαζάρου, Βαϊοφόρος και Μυ-
στικός Δείπνος. Στην παράσταση της Μεταμόρφωσης υπάρχουν και τα συμπληρωμα-
τικά επεισόδια της Ανόδου και του Καθόδου στο Θαβώρ (Εικ. 109-110) που συνοδεύεται
από την επιγραφή: [ΜΗΔΕΝΙ ΕΙΠΗΤΕ] ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΕΩΣ ΟΥ Ο ΥΙΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Ε[Κ ΝΕΚΡΩΝ ΑΝΑ]ΣΤΗ (πρβλ. Μθ. 17, 9). Στο νοτιοδυτικό τοίχο παριστάνεται ο Νιπτή-
ρας και στη δυτική κεραία η Προσευχή στη Γεθσημανή με αποσπασματικά σωζόμενο
το κείμενο της συνοδευτικής επιγραφής: [ΚΑΘ]ΕΥΔΕΤΕ ΤΟ ΛΟΙΠΟΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΕΥΕ-
ΣΕ[ΘΕ] (πρβλ. Μθ. 26, 45 και Μκ 14, 41). Ακολουθούν η Προδοσία (Εικ. 111), ο Εμπαιγ-
μός, ο Ελκόμενος (Εικ. 112) και η Αποκαθήλωση. Σήμερα δεν σώζεται η Σταύρωση, η
οποία πρέπει να ήταν τοποθετημένη στο τύμπανο του δυτικού τοίχου. Αυτό ενισχύε-
ται και από την διάταξη μορφών στον Ελκόμενο - Ο Σίμων, στρατιώτης και ο Χριστός
πορεύονται προς τον δυτικό τοίχο. Ο Χριστολογικός κύκλος συνεχίζεται στη νότια κα-
μάρα με τις εξής παραστάσεις: τον Επιτάφιο Θρήνο, την Ανάσταση και Το Χαίρε των
Μυροφόρων. Ο κύκλος ολοκληρώνεται στο χώρο του ιερού Βήματος, στην ανατολική
καμάρα με την Ανάληψη και στην καμάρα της πρόθεσης με την Πεντηκοστή.
Στο βορειοδυτικό γωνιακό διαμέρισμα ξεκινά και ο Θεομητορικός κύκλος. Στο νό-
τιο τμήμα υπάρχει παράσταση που αναλύεται σε τρεις σκηνές: την Προσευχή Άννας,
την Προσευχή του Ιωακείμ με την επιγραφή Ο Α[ΓΙΟΣ] ΙΩΑΚΙΜ ΚΑΘΕΖΩΜΕΝΟΣ ΕΝ
ΤΗ ΣΚ [ΗΝΗ] και τον Ασπασμό του Ιωακείμ και Άννας (Ο Α[ΓΙΟΣ] ΙΩΑΚΙΜ – Η ΑΓΙΑ
ΑΝΝΑ, εικ. 106). Στο βόρειο τμήμα δεν αναγνωρίζεται παράσταση, διακρίνονται μόνο
τα αρχιτεκτονικά τόξα και μερικές μορφές. Ο κύκλος της Παναγίας συνεχίζεται στην
294
Άρτα, Κιρκιζάτες. Άγιος Νικόλαος της Ροδιάς
πρόθεση με δύο σκηνές: τα Εισόδια που είναι τοποθετημένα στον τύμπανο του ανατο-
λικού τοίχου πάνω από την κόγχη και τον Ασπασμό της Παναγίας και της Ελισάβετ
στην κάτω ζώνη του νότιου πεσσού. Η τελευταία παράσταση με την Παναγία είναι η
Κοίμηση της Θεοτόκου, η οποία καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του βόρειου τοί-
χου του κυρίως ναού (Εικ. 104).
Στον δυτικό τύμπανο του βορειοδυτικού διαμερίσματος παριστάνονται οι Εφτά Παι-
δες εν Εφέσω (ΕΙκ. 108) και σε συμμετρική διάταξη στην ίδια θέση του νοτιοδυτικού δια-
μερίσματος οι Τρεις Παίδες εν Καμίνω. Δίπλα στις μορφές των επτά Παίδων σώζονται
τα ονόματα: Κάτω ΙΑΜΒΛΗΧΟΣ, ΑΝΤΟΝΙΟΣ και ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ και πάνω ΕΞΑΚΟΥΣΤΟΥ-
ΔΙΑΝΟΣ, [ΜΑΞΙΜΙ]ΛΙΑ[ΝΟΣ], ΙΩ[ΑΝΝΗΣ] και ΜΑΡΤΙΝΟΣ.
Την διακόσμηση του ναού στις πάνω ζώνες συμπληρώνουν τα μετάλλια των στη-
θαίων αγίων. Σήμερα σώζονται δεκατέσσερα μετάλλια τα οποία δεν αναγνωρίζονται
εκτός από την μορφή του προφήτη Ησαΐα με τον γραμμένο ειλητάριο: ΙΔΟΥ Η ΠΑΡΘΕ-
ΝΟΣ [Ε]Ν ΓΑΣΤΡΙ ΛΗΨΕΤΑΙ [ΚΑΙ ΤΕ]ΞΕΤΑΙ ΎΙΟΝ ΚΑΙ] ΚΑΛΕΣΟΥ[Σ]Ι [ΤΟ] Ο[Ν]Ο[ΜΑ
ΑΥΤ]ΟΥ ΕΜ[Μ]ΑΝΟΥΗΛ (πρβλ. Ησ. 7,14). Στην ίδια ζώνη με τις στηθαίες μορφές, στον
τοίχο πάνω από τους δυτικούς στύλους παριστάνονται και δύο ολόσωμοι στρατιωτικοί
άγιοι από τους οποίους αναγνωρίζουμε τον άγιο Αρτέμιο πάνω από το βόρειο κίονα
(Εικ. 105).
Στις κάτω ζώνες του κυρίως ναού εικονίζονται ολόσωμες μορφές, από τις οποίες
κυριαρχούν οι στρατιωτικοί άγιοι. Σώζονται συνολικά δέκα μορφές των στρατιωτικών,
όμως τα κεφάλια τους είναι αρκετά κατεστραμμένα. Αναγνωρίζουμε από τα γράμμα-
τα μόνο τον άγιο Μερκούριο, τελευταία μορφή στο νότιο τοίχο. Στο δυτικό τοίχο της
κάτω ζώνης, εκατέρωθεν της πύλης προς το Νάρθηκα είναι τοποθετημένοι οι άγιοι
Πέτρος και Παύλος. Τα ονόματά τους είναι κατεστραμμένα, αλλά από το κείμενο το
οποίο σώζεται στο ειλητάριο, το οποίο κρατάει η μία μορφή, προκύπτει ότι πρόκειται
για τον απόστολο Πέτρο. ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΩΣ ΠΑΡΟΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΠΑΡΕΠΙΔΗ-
ΜΟΥΣ ΑΠΕΧΕΣΘΑΙ ΤΩΝ ΣΑΡΚΙΚΩΝ ΕΠΙΘΥΜΙΩΝ. (Α’ Πέτρου 2, 11). Από τις ολόσωμες
μορφές στην κάτω ζώνη του κυρίου ναού αναγνωρίζουμε σήμερα μόνο τον άγιο Ιωάν-
νη τον Πρόδρομο στο βόρειο τοίχο σε επαφή με το αρχικό τέμπλο.
Ο διάκοσμος στο ναό συμπληρώνεται με διάφορα φυτικά και γεωμετρικά θέματα.
Σώζονται σποραδικά στην αψίδα του Ιερού, στην κόγχη του διακονικού αριστερά από
των Παλαιό των Ημερών, στα παράθυρα του τρούλου και πάνω από την παράσταση
του Νιπτήρα.
Νάρθηκας: Οι τοιχογραφίες του νάρθηκα λόγο της αιθάλης είναι μαύρες και δύ-
σκολα αναγνωρίζονται. Στην κάτω ζώνη, στον ανατολικό τοίχο, στη βόρεια πλευρά
σώζεται η σκηνή της βάπτισης του Χριστού. Στο υπόλοιπο χώρο του νάρθηκα κυριαρ-
χούν οι απεικονίσεις σκηνών από το βίο του αγίου Νικολάου. Διακρίνονται ένδεκα πα-
ραστάσεις, από τις οποίες ταυτίζονται εφτά. Στην κεντρική κάθετη καμάρα που στε-
295
γάζει το κεντρικό μέρος του νάρθηκα σώζονται καλά δύο σκηνές: η γέννηση του Αγίου
και η προσαγωγή του μικρού Νικολάου στο σχολείο. Στον ανατολικό τοίχο, πάνω από
τη σκηνή της Βάπτισης, απεικονίζονται δύο σκηνές με δύο διαφορετικές χειροτονίες
του Αγίου σε διάκονο ή ιερέα και σε επίσκοπο. Στη δυτική πλευρά του βόρειου τύμπα-
νου εικονίζεται ο άγιος Νικόλαος σώζων τους τρεις καταδίκους (ο Άγιος είναι όρθιος
και αρπάζει το σπαθί από τον δήμιο, εικ. 114). Τέλος, στο βόρειο τοίχο αριστερά από το
παράθυρο είναι η καλύτερα σωζόμενη παράσταση: ο άγιος Νικόλαος σώζει το πλοίο
εκ του κλύδονος της θάλασσας με την επιγραφή: [Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙ]ΚΟΛΑΟΣ ΔΙΑΣΟΖΩΝ
ΤΟ ΠΛΙΟΝ ΕΚ ΤΟΥ ΚΛΥΔΟΝΟΣ ΤΙΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ. Αριστερά από το παράθυρο στον ίδιο
τοίχο διακρίνεται η μορφή του αγίου Νικολάου και επιγραφή από την οποία εύκολα
διαβάζουμε όνομα ΑΒΛΑΒΙΟΣ, ότι μας δείχνει ότι πρόκειται για την παράσταση του
αγίον ενώπιον του Αβλαβίου. Στο βόρειο τοίχο υπήρχε τουλάχιστον ακόμα μια παρά-
σταση, όπως και στο δυτικό τοίχο πάνω από την κεντρική είσοδο.
Τοιχογραφίες στην πάνω ζώνη του νότιου τοίχου είναι επίσης αρκετά κατεστραμ-
μένες. Σώζεται μόνο δεξιά από τον παράθυρο επιγραφή Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΜΕΤΑΛ-
ΜΒΑ[ΝΩΝ] ΤΟΝ ΑΝΘΡΑΚΑ και επομένως εικονιζόταν η όραση του προφήτη Ησαΐα
(Εικ. 113). Διακρίνεται και η μορφή του προφήτη Ησαΐα κάτω από την επιγραφή, που
γυρίζει το κεφάλι προς το πάνω. Αριστερά υπήρχε μια άλλη σκηνή η οποία έπρεπε να
είναι κάποιος γεγονός από την ζωή του προφήτη Ιλία και τον Ελισαίο, αφού σώζεται
από επιγραφή το όνομα ... [...] ΤΟΥ ΕΛΙΣΣΑΙΟΥ.
Την κατώτερη ζώνη του νάρθηκα καταλαμβάνουν οι όρθιες ολόσωμες μορφές των
οσίων με μεγάλα ανοιχτά ειλητάρια. Οι κεφαλές και οι επιγραφές με τα ονόματά τους
έχουν καταστραφεί. Σώζονται ωστόσο αποσπασματικά τα κείμενα στα ειλητάρια που
είναι δυνατό να αποκατασταθούν. Πρόκειται κυρίως για αποφθέγματα γερόντων της
Αιγύπτου. Από το γεγονός αυτό προκύπτει ότι πίσω από τις ημικατεστραμμένες μορ-
φές κρύβονται άγιοι ασκητές και ερημίτες. Τα περισσότερα κείμενα μπορούν να διαβα-
στούν και αποτελούν διδασκαλία και συμβουλές προς τους μοναχούς. Στο βόρειο τοίχο
υπάρχουν τέσσερις μορφές, από τις οποίες η πρώτη παριστάνεται χωρίς ειλητάριο. Ο
δεύτερος όσιος κρατά ειλητάριο με το εξής κείμενο: + Ε[ΑΝ Μ]Η Ο [ΝΟΥΣ] ΨΑ[ΛΛΗ Μ]
ΕΤ[Α ΤΟΥ ΣΩΜ]ΑΤΟΣ Ε[Ι]С ΜΑΤ[Η]Ν Ο [ΚΟΠΟΣ ∙ ΕΑΝ ΓΑΡ [Τ]ΙΣ ΑΓ[Α]ΠΑ ΤΗΝ ΘΛΙΨΙ[Ν
ΥΣ]ΤΕ[ΡΟ]Ν Γ[ΙΝ]ΕΤΑΙ ΑΥΤΩ ΕΙΣ ΧΑΡΑΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΑΥΣΙΝ. Το κείμενο αποδίδεται στον
όσιο Ηλία.1
Η επιγραφή στο ειλητάριο στα χέρια του τρίτου οσίου είναι η ακόλουθη: + ΟΙΔΑΤΕ
ΑΔΕΛΦΟΙ ΠΟΙΑΝ ΕΙΧΟΝ ΥΠΟΤΑΓΗΝ ΤΑ ΘΗΡΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΔΑΜ ΠΡΟ ΤΟΥ ΑΥΤΟΝ
ΠΑΡΑΚΟΥΣΑΙ ΤΗΣ ΕΝΤΟΛΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΣΩ [ΤΡ]ΥΦΗΣ ΕΚΠΕΣΕΙ[Ν)]. Το
κείμενο είναι ειλημμένο από το Λειμώνα του Ιωάννη Μόσχου και αναφέρεται στον
296
Άρτα, Κιρκιζάτες. Άγιος Νικόλαος της Ροδιάς
297
Στο ειλητάριο της πρώτης μορφής, δίπλα στον ανατολικό τοίχο, διαβάζεται (Εικ.
115): + ΠΟΛΛΟ[Ι ΠΕΙ]ΡΑΖΟΜΕΝΟΙ ΕΚ ΣΩΜΑΤΙΚΩΝ ΗΔ[Ο]ΝΩΝ ΜΗ ΠΛΗΣΙΑΣ[Α]ΝΤ[Ε]
Σ ΣΩΜΑΣΙ ΚΑΤΑ ΔΙΑ[ΝΟ]ΙΑΝ ΕΞΕΠΟΡΝΕΥΣΑΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ ΠΑΡΘΕΝΩΝ
ΦΥΛΑ[ΣΣΟΜΕ]ΝΩΝ ΚΑΤΑ ΨΗΧ[ΗΝ] [ΕΚΠΟΡ]ΝΕ[ΥΟΥ]ΣΙΝ [ΚΑΛΟΝ ΟΥΝ ΑΓΑΠ]ΗΤΟΙ
[ΠΟΙΕΙΝ ΤΟ ΓΕΓΡΑΜΜΕΝΟΝ ΚΑΙ ΠΑΗ ΦΥΛΑΚΗ ΤΗΡΕΙΝ ΕΚΑΣΤΟΝ ΤΗΝ ΕΑΥΤΟΥ
ΚΑΡΔΙΑΝ]. Το κείμενο αυτό ελήφθη κατά λέξη από το Γεροντικό και αποδίδεται στον
αββά Γερόντιο από την Πέτρα.8 Στο ειλητάριο της επόμενης επίσης αδιάγνωστου οσίου
αναγράφεται: + Η ΠΟΝΗΡΙΑ ΤΗΝ ΠΟ(ΝΗ)ΡΙΑΝ ΟΥΔ(ΑΜΩΣ ΑΝ)ΑΙΡΕΙ ΑΛ(Λ’ ΕΑΝ Τ)
ΙΣ ΣΕ ΚΑΚΟ)ΠΟΙΗΣΗ ΕΥΠΟΙΗΣΟΝ Α(ΥΤΩ) ΙΝΑ ΔΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΘΟΠΟΙΙΑС ΑΝΕΛ(Η)
Σ (Τ)ΗΝ ΠΟΝΗΡΙΑΝ. Το κείμενο έχει ληφθεί επίσης από το Γεροντικό και αποδίδεται
στον αββά Ποιμένο (Apophthegmata patrum, PG 65, 365A.)
Χρονολόγηση των τοιχογραφιών: Ο Ορλάνδος θεωρεί ότι το μνημείο οικοδομή-
θηκε στις αρχές του 14ου αι. Στην βιβλιογραφία επικρατεί η άποψη ότι οι τοιχογρα-
φίες χρονολογούνται στις αρχές του 13ου αι. Οι ερευνητές ως επιχείρημα για τέτοια
χρονολόγηση βασίζονται στην τεχνοτροπία αλλά αναφέρουν και τη θεματολογία για
την οποία υποστηρίζουν πως είναι χαρακτηριστική για τον 12ο αι. Ωστόσο, από την
ανάλυση προκύπτει ότι το μνημείο, ειδικά ως προς τις εικονογραφικές λύσεις, είναι
πιο προχωρημένο και είναι δυνατό να χρονολογηθεί πρός τα μέσα του 13ου. Αν και ο
νάρθηκας πρέπει να καθαριστεί, φαίνεται από ορισμένα σημεία ότι οι παραστάσεις
του βίου ανήκουν στην ίδια ζωγραφική φάση με τον υπόλοιπο ναό.
Βιβλιογραφία: Ορλάνδος 1936, 131-148, εικ. 11-14∙ Djurić 1979, 215, εικ. 22∙ Kalopisi
1984, 192, 226∙ Velenis 1988, 281-282∙ Αχειμάστου-Ποταμιάνου 1992, 180, εικ. 4-5∙ Βοκο-
τόπουλος 1992, 68, 162-163· Safran 1992, 460· Vocotopoulos 1998/1999, 80, 88, ph. 1· Πα-
παδοπούλου 2002, 66-69, εικ. 74, 75∙ Τσουρής 1988, 36-37· Βοκοτόπουλος 2007, 51∙ Πα-
παδοπούλου - Τσιάρα 2008, 33-34, εικ. 20· Γιαννούλης 2010, 27 - 110· Fundić 2010, 87-110·
Vocotopoulos 2012, 123, fig. 2· Fundić - Kappas 2013, 141-142, 149, 151, fig. 1-2.
298
Άρτα, Κιρκιζάτες. Άγιος Νικόλαος της Ροδιάς
299
1. Άγγελοι σε μετάλλια 19. Η Έγερση του Λαζάρου
2. Άγγελοι σεβίζοντες 20. α. Η Ανάβαση στο Όρος Θαβώρ β. Η
3. Αδιάγνωστος προφήτης Μεταμόρφωση γ. Η Κατάβαση
4. Αδιάγνωστος προφήτης 21. Ο Μυστικός Δείπνος
5. Αδιάγνωστος προφήτης 22. Αδιάγνωστος στρατιωτικός άγιος
6. Ο προφήτης Ιεζεκιήλ 23. Η Προσευχή στη Γεθσημανή
7. Αδιάγνωστος προφήτης 24. Η Προδοσία
8. Ο προφήτης Ιωνάς 25. Αδιάγνωστος άγιος (μετάλλιο)
9. Αδιάγνωστος προφήτης 26. Η Σταύρωση
10. Αδιάγνωστος προφήτης 27. Η Αποκαθήλωση
11. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης 28. Ο Εμπαιγμός
12. Αδιάγνωστος Ευαγγελιστής 29. Ο Ελκόμενος
13. Αδιάγνωστος Ευαγγελιστής 30. Αδιάγνωστος άγιος (μετάλλιο)
14. Αδιάγνωστος Ευαγγελιστής 31. Ο Επιτάφιος Θρήνος
15. Ο Ευαγγελισμός α. Αρχάγγελος Γαβριήλ 32. Η Ανάσταση
β. Θεοτόκος 33. Το Xαίρε των Μυροφόρων
16. Ο προφήτης Ησαϊας 34. Η Κοίμηση της Θεοτόκου
17. Η Γέννηση 35. Αδιάγνωστος άγιος (μετάλλιο)
18. Η Βαϊοφόρος 36. Αδιάγνωστος άγιος (μετάλλιο)
Εικ. 94β. Προοπτική άνοψη των γωνιακών διαμερισμάτων και κατάλογος παραστάσεων.
300
Άρτα, Κιρκιζάτες. Άγιος Νικόλαος της Ροδιάς
301
Εικ. 95. Διακονικό. Ο Παλαιός των Ημερών.
302
Άρτα, Κιρκιζάτες. Άγιος Νικόλαος της Ροδιάς
303
Εικ. 97. Οι άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη. Εικ. 98. Αδιάγνωστοι ιεράρχες.
304
Άρτα, Κιρκιζάτες. Άγιος Νικόλαος της Ροδιάς
305
Εικ. 102. Η παράδοση της Πορφύρας.
306
Άρτα, Κιρκιζάτες. Άγιος Νικόλαος της Ροδιάς
Εικ. 105. Ο άγιος Αρτέμιος. Εικ. 106. Ο Ασπασμός Ιωακείμ καί Άννας.
307
Εικ. 107. Αδιάγνωστοι προφήτες. Εικ. 108. Οι Επτά Παίδες εν Εφέσω.
Εικ. 109. Η άνοδος πρός το όρος Θαβώρ. Εικ. 110. Η κάθοδος από το όρος Θαβώρ.
308
Κιρκιζάτες, Άγιος Νικόλαος της Ροδιάς
309
Εικ. 113. Το Όραμα του προφήτη Ησαΐα. Εικ. 114. Ο άγιος Νικόλαος σώζει τους τρεις.
Εικ. 115. Ειλητάριο αδιάγνωστου οσίου. Εικ. 116. Ειλητάριο αδιάγνωστου οσίου.
310
Εικ. 117.
311
είτε με μιμήσεις ορθωμαρμαρώσεων. Στο κατώτερο μέρος του βόρειου και νότιου τοί-
χου της εγκάρσιας κεραίας του σταυρού σώζεται διακόσμηση opus sectile. Ψηλότερα
σώζονται σε μερικά σημεία λίγα σπαράγματα μεμονωμένων αγίων σε υπερφυσικό μέ-
γεθος. Το μέτωπο της αψίδας του νότιου παρεκκλησίου ήταν διακοσμημένο με στηθά-
ρια αγίων. Καλύτερα σώζεται ο απόστολος Πέτρος. Στο βόρειο τμήμα της ανατολικής
καμάρας σώζεται ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός που κρατάει το ειλητάριο (Εικ. 121).
Από το βόρειο παρεκκλήσιο προέρχονται επίσης σπαράγματα με τμήμα του προσώ-
που του ευαγγελιστού Μάρκου από το λοφίο τρούλλου. Τοιχογραφίες υπάρχουν και
στη εξωτερική πλευρά των τοίχων του κυρίως ναού και συγκεκριμένα σε αψιδώματα
του δυτικού και νότιου τοίχου. Στον περίστωο διακρίνεται ελάχιστος διάκοσμος. Στο
δυτικό άκρο της νότιας στοάς βρέθηκε κτητορική παράσταση με την εξής σύνθεση:
το κέντρο πάνω περιλάμβανε η Βρεφοκρατούσα Θεοτόκος με δύο σεβίζοντους αρχαγ-
γέλους, η οποία στέφει ζεύγος ηγεμόνων (Εικ. 119-120). Δίπλα στους ηγεμόνες στέκο-
νται από μια μικρή μορφή που κρατάει σκήπτρο. Πρόκειται προφανώς για τα παιδιά
του ζεύγους. Από τις επιγραφές που υπάρχουν στην τοιχογραφία, αριστερά κοντά στο
στέμμα και τον φωτοστέφανο του ηγεμόνος, καθώς και εφθαρμένη επιγραφή από την
οποία λείπει το όνομα του εικονιζόμενου, διαβάζεται όμως το επώνυμο [ΚΟΜΝ]ΗΝΟΣ
ΔΟΥΚΑΣ και δίπλα στην γυναικεία μορφή σώζεται αποσπασματικά Άννα Κομνηνο-
δουκένη η Παλαιολογίνα. Επομένως πρόκειται για τον ζεύγος ηγεμόνων Νικήφορος
Α΄ και σύζυγό του Άννα Παλαιολογίνα με δύο από τα παιδιά τους.
Χρονολόγηση των τοιχογραφιών: Μέσα της τελευταίας δεκαετίας του 13ου αι.
Βιβλιογραφία: Παπαδοπούλου 2002, 118· Βοκοτόπουλος 2001α, 50-51· 2007β· Βελέ-
νης 2008α, 81-85· Βοκοτόπουλος 2008, 73-79· Vocotopoulos 2012, 131-132.
312
Φιλιππιάδα. Μονή Παντάνασσας
Εικ. 120. Λεπτομέρεια της εικόνας 119. Εικ. 121. Ειλητάριο του αγίου Ιωάννου
του Δαμασκηνού.
313
Εικ. 122.
Θέση: Στο χωριό Βουλγαρέλι (σημ. Δροσοπηγή) 56 χλμ. από την Άρτα.
Αρχιτεκτονική: Δικιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός με τρούλο και τριμερή
τρουλαίο νάρθηκα.
Χρονολόγηση του ναού: 1295/ 1295.
Επιγραφές: Στη δυτική είσοδο του ναού, πάνω από την πόρτα υπάρχει μια επιγρα-
φή γραμμένη σε δώδεκα στίχους.
Κτήτορας: Ο πρωτοστράτορας Θεόδωρος Τζιμισκής και ο αδελφός του Ιωάννης.
Ζωγραφική: Ο ναός αυτός ήταν κάποτε κατάγραφος. Σήμερα όμως το μεγαλύτερο
μέρος των τοιχογραφιών είναι κατεστραμμένο.
Εικονογραφικό πρόγραμμα (Εικ. 123): Ο τρούλος έχει καταπέσει πέσει και μόνο
στο βορειοδυτικό σφαιρικό τρίγωνο διασώζεται σπάραγμα ενός ευαγγελιστή.
Στο τεταρτοσφαίριο της κόγχης του Ιερού διατηρείται η παράσταση της ένθρονης
Θεοτόκου με δύο σεβίζοντες αγγέλους - σήμερα μεγαλύτερος μέρος είναι καλυμμένος
με κονίαμα. Στην αψίδα του Ιερού, στο δεξί ημίχορο, από τους δυο συλλειτουργούντες
σωζόμενες ιεράρχες σήμερα έχουν απομείνει μόνο τα σώματα χωρίς τα κεφάλαια και
τα επιγράμματα των ονομάτων τους. Στον πρώτο ιεράρχη, νότια του άξονα της αψί-
δας, στο ειλητάριο αναγράφεται η β΄ ευχή των Πιστών: ΠΑΛΙΝ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑΚΙΣ ΣΟΙ
ΠΡΟΣΠΙΠΤΟΜΕΝ ΚΑΙ ΣΟΥ ΔΕΟΜΕΘΑ ΑΓΑΘΕ ΚΑΙ
Στο ειλητάριο του δεύτερου ιεράρχη διακρίνονται μερικές λέξεις από την ευχή του
Χερουβικού: ΟΥΔΕΙΣ ΑΞΙΟΣ ΤΩΝ ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΩΝ ΤΑΙΣ ΣΑΡΚΙΚΑΙΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΙΣ
314
Βουλγαρέλι. Παναγία Βελλάς (Κόκκινη Εκκλησιά)
Στο διακονικό διατηρείται κορμός ενός ιεράρχη και στο ανατολικό τμήμα της εισό-
δου προς την Πρόθεση κατάλοιπα ολόσωμου διακόνου.
Από το Χριστολογικό κύκλο του κυρίως ναού σώζονται μόνο δύο σκηνές: η Σταύρω-
ση στο δυτικό τοίχο και το κεντρικό μέρος της Προδοσίας, παράσταση η οποία σήμερα
είναι αποτοιχισμένη και βρίσκεται στο βυζαντινό Μουσείο των Ιωαννίνων.
Στο τύμπανο, πάνω από τη σκηνή της Σταύρωσης, διατηρούνται σε καλή κατάστα-
ση δύο ολόσωμοι προφήτες, ο Μωυσής και ο Σολομών (Εικ. 127) . Κρατούν μεγάλα
ειλητάρια με τις ευχές. Στο ειλητάριο του Μωυσή αναγράφεται: ΌΨΕΣΘΕ ΤΗΝ ΖΩΗΝ
ΥΜΩΝ ΚΡΕΜΑΜΕΝΗΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΟΦΘΑΛΜΩΝ ΥΜΩΝ. Στον ίδιο τοίχο πάνω
από την θύρα είναι τοποθετημένη ολόκληρη η κτητορική επιγραφή εκατέρωθεν της
οποίας εικονίζονται δύο άγιοι. Στην βόρεια πλευρά σώζεται αρκετά καλά η μορφή,
την οποία παρόλο που δεν υπάρχει επιγραφή ταυτίζουμε με τον Δανιήλ τον Στυλίτη
(Εικ. 125).9 Εικονίζεται έως τη μέση σε στροφή τριών τετάρτων, καθισμένος σε κίονα,
το οποίο περιτρέχει χαμηλό κιγκλίδωμα. Ο κίονας σήμερα είναι εντελώς κατεστραμ-
μένος, ενώ το κιγλίδωμα σώζεται καλά. Στην βόρεια πλευρά της κτητορικής παράστα-
σης σώζονται ελάχιστα σπαράγματα της άλλης μορφής χωρίς συνοδευτική επιγραφή
(σώζεται μόνον η λέξη ΑΓΙΟΣ, εικ. 124). Σήμερα σώζονται μόνο τα περιγράμματα του
ανάλαβου με κουκούλιο και το κάτω μέρος του προσώπου με την γενειάδα. Δεδομένου
ότι στην νότια πλευρά παριστάνεται ο στυλίτης Δανιήλ, μπορούμε να υποθέσουμε ότι
στην συμμετρική διάταξη είναι ο επίσης στυλίτης Συμεών με κουκούλιο κατά τον συ-
νηθισμένο εικονογραφικό του τύπο.
Στη νότια παραστάδα του δυτικού τοίχου αναγνωρίζουμε τον απόστολο Πέτρο (Εικ.
125). Σε δύο σημεία της μορφής παρατηρούνται τα πολύ μικρά σπαράγματα του με-
ταγενέστερου στρώματος της ζωγραφικής, τα οποία δεν σώζεται πουθενά αλλού στο
ναό. Πάνω στο φωτοστέφανο υπάρχει μικρό τμήμα των μαλλιών και του μετώπου της
μεταγενέστερης μορφής, επίσης και στο ιμάτιο. Στην αντίστοιχη θέση της βόρειας πα-
ραστάδας εικονιζόταν πιθανότατα ο απόστολος Παύλος.
Στο βορειοδυτικό γωνιακό διαμέρισμα στο δυτικό τοίχο σώζεται αποσπασματικά
μεγάλων διαστάσεων μορφή ολόσωμου αγγέλου (Εικ. 128). Ένας άλλος άγγελος υπήρ-
χε στην αντίστοιχη θέση στο νοτιοδυτικό γωνιακό διαμέρισμα, όπως μας μαρτυρούν τα
σπαράγματα ενδυμάτων (Εικ. 129).
Σώζονται επίσης και κάποια απομεινάρια του κοσμήματος: στο μέτωπο της κόγχης
του Ιερού κόσμημα “opus vermiculatum”, φυτικό μοτίβο στη δεξιά παρειά της νότιας
παραστάδας στο δυτικό τοίχο του κυρίως ναού και σπάραγμα της διακοσμητικής ταινί-
ας του εσωράχιου του παραθύρου του δυτικού τοίχου του νάρθηκα.
9
Ο άγιος έχει ταυτιστεί και ως προφήτης, βλ. Παπαδοπούλου - Τσιάρα 2008, 45· Γιανούλης 2010, 322.
315
Νάρθηκας: Το εικονογραφικό πρόγραμμα του νάρθηκα είναι κάπως σε καλύτερη
κατάσταση. Κάτω από τη σφενδόνη του τρούλου ο οποίος έχει καταπέσει, διακρίνονται
μορφές δύο αγγέλων σε στάση δέησης, οι οποίοι ανήκαν στη ζώνη των αγγέλων που
περιέβαλε τον Χριστό Παντοκράτορα.
Το κεντρικό μέρος του ανατολικού τοίχου πάνω από την είσοδο προς τον κυρίως ναό
παριστάνεται η κτητορική παράσταση (Εικ. 133-135). Στο κέντρο σε ανεξάρτητο διάχω-
ρο εικονίζεται ένθρονη Θεοτόκος Βρεφοκρατούσα. Εκατέρωθέν της δύο ζεύγη κτητό-
ρων:Σύμφωνα με τις επιγραφές το ζεύγος που απεικονίζεται στην αριστερή πλευρά
ταυτίζεται με τον Θεόδωρο Τζιμισκή και τη σύζυγό του Μαρία και δεξιά με τον Ιωάννη
Τζιμισκή και τη σύζυγό του Άννα. Ο Θεόδωρος στο αριστερό του χέρι κρατά ομοίω-
μα του ναού. Κάτω από τους κτήτορες στο μικρό ορθογώνιο διάχωρο παριστάνεται
σε προτομή ο άγιος Βάκχος και μια άλλη αδιάγνωστη μορφή που ασφαλώς πρέπει να
ταυτιστεί με τον άγιο Φλώρο.
Στο νότιο τμήμα του δυτικού τύμπανου, αριστερά του δίλοβου παραθύρου, υπάρχει
τμήμα του προφήτη Ηλία τρεφομένου από κόρακα με επιγραφή: ΤΡΕΦΟΜΕΝΟΣ ΥΠΟ
ΤΟΥ ΚΟΡΑΚΟΣ.
Στο βόρειο τμήμα του ανατολικού τοίχου και πάνω από την ζώνη των ολόσωμων
αγίων, υπάρχει σπάραγμα από το κάτω τμήμα μιας παράστασης όπου διακρίνονται τα
γυμνά πόδια μίας ανδρικής μορφής η οποία περιστοιχίζεται από μορφές που φέρουν
πολυτελείς ποδήρεις ενδυμασίες. Ο Δ. Γιαννούλης υποθέτει οτι ενδεχομένως πρόκει-
ται για παράσταση Δέησης με τον Χριστό - στον οποίο ανήκουν τα γυμνά πόδια - και
αγγέλους, επίσημους αγίους ή κάποιους κοσμικούς10. Στη συνέχεια, ο ίδιος θεωρεί ότι
μία αταύτιστη θεομητορική σκηνή χωροθετείται ακριβώς από πάνω. Πράγματι, πιό
ψηλά από την προτεινόμενη Δέηση, σε ένα δεύτερο σπάραγμα διακρίνονται αποσπα-
σματικά τα πρόσωπα του Ιωακείμ και της Άννας με τις επιγραφές των ονομάτων τους
μέσα στα φωτοστέφανα. Μπροστά τους διακρίνεται τμήμα κιβωρίου, όπως επίσης και
τμήμα φωτοστεφάνου μίας ακόμη μορφής. Το σπάραγμα αυτό, ωστόσο, συνανήκει με
εκείνο των γυμνών πελμάτων της προτεινόμενης Δέησης και επομένως πρόκειται για
μία ενιαία παράσταση που ταυτίζεται με τα Εισόδια της Θεοτόκου. Τα γυμνά πέλματα
ανήκουν στον Ιωακείμ ενώ οι πολυτελείς ενδυμασίες στις παρθένες που συνοδεύουν
τους θεοπάτορες και τη Θεοτόκο. Στην ίδια παράσταση περιλαμβάνεται και τρίτο σπά-
ραγμα με κιβώριο και μικρό φωτοστέφανο που προφανώς συνδέονται με την συμπλη-
ρωματική σκηνή της διατροφής της Παναγίας από τον Άγγελο.
Στο νότιο τμήμα του δυτικού τοίχου δίπλα στην κτητορική παράσταση σώζονται
απομεινάρια αδιάγνωστης σκηνής. Στο κέντρο υπάρχει ένα κιβώριο, αριστερά του ο
αρχιερέας και δεξιά δύο μορφές: μία γονατιστή και μία όρθια με ανοιχτές παλάμιες σε
στάση δέησης.
316
Βουλγαρέλι. Παναγία Βελλάς (Κόκκινη Εκκλησιά)
Στην κατώτερη ζώνη του ανατολικού τοίχου του Νάρθηκα, δεξιά της πύλης προς
τον κυρίως ναό, τοποθετείται η μορφή του Χριστού σε προτομή και αριστερά στην αντί-
στοιχη θέση η προτομή της Θεοτόκου σε στάση δέησης προς τον Χριστό. Κάτω απ’
αυτούς δεξιά και αριστερά της πύλης προς τον κυρίως ναό σώζονται δύο τοιχογραφίες,
η Παναγία και ο Χριστός (Εικ. 132). Και οι δύο παραστάσεις είναι πλαισιωμένες με κόκ-
κινες ταινίες και θυμίζουν φορητές εικόνες και με κάποιο τρόπο μιμούνται το τέμπλο.
Στη συνέχεια της Θεοτόκου, στην κάτω ζώνη εικονίζονται οι μορφές των αγίων
Αντωνίου και Ευθυμίου (Εικ. 131), επίσης σε προτομές, και δεξιά η Βάπτιση του Χριστού
(Εικ. 132).
Στο νότιο τοίχο του Νάρθηκα στη ζώνη ολόσωμων αγίων σώζεται τμήμα μιας μορ-
φής οσίου. Στο δεξιό χέρι κρατά κλαδί φυτού και τρεις καρπούς, μάλλον μήλα, και επο-
μένως η μορφή θα μπορούσε να ταυτιστεί με τον άγιο Ευφρόσυνο (Εικ. 130). Στο δυτικό
τοίχο διακρίνεται ένα μικρό τμήμα με κεφαλές και φωτοστέφανα από τους στρατιωτι-
κούς αγίους. Σε μία μορφή υπάρχει και η επιγραφή άγιος Ευστάθιος. Στο βόρειο τοίχο
σώζεται ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος με ενεπίγραφο ειλητάριο: ΜΗ ΘΕΛΓΕΤΟ ΤΗΝ
ΤΩΝ ΠΑΡΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΔΑΙΩΝ · ΥΜ(ΑΣ) ΑΔΕΛΦΟ(Ι) ... ΜΗ ΦΡΟΝΟΥΝΤΕΣ...
317
1. Η Θεοτόκος ολόσωμη, δεομένη
2. Άγγελος
3. Αδιάγνωστος ιεράρχης
4. Αδιάγνωστος ιεράρχης
5. Αδιάγνωστος διάκονος
6. Αδιάγνωστος ιεράρχης
7. Αδιάγνωστος ιεράρχης
8. Ευαγγελιστής
9. Ευαγγελιστής
10. Ο προφήτης Μωυσής
11. Ο προφήτης Σολομών
12. Η Σταύρωση (κατάλοιπα)
13. Αρχάγγελος
14. Στυλίτης (Συμεών;)
15. Κτητορική επιγραφή
16. Ο άγιος Δανιήλ ο Στυλίτης
17. Ο Απόστολος Πέτρος
18. Αδιάγνωστη ολόσωμη μορφή
19. Αδιάγνωστη ολόσωμη μορφή
20. Στηθαίος άγιος (κατάλοιπα)
21. Στηθαίος άγιος (κατάλοιπα)
22. Στηθαίος άγιος (κατάλοιπα)
23. Στηθαίος άγιος (κατάλοιπα)
24. Στηθαίος άγιος (κατάλοιπα)
25. Η Θεοτόκος ένθρονη (κατάλοιπα θρόνου)
26. Άγγελος δεόμενος προς την ένθρονη Θεοτόκο
27. Άγγελος δεόμενος προς την ένθρονη Θεοτόκο
28. Άγγελος
29. Άγγελος
30. Άγγελος
31. Ζεύγος κτητόρων
32. Ο άγιος Βάκχος
33. Ζεύγος κτητόρων
34. Τα Εισόδια της Θεοτόκου
35. Ο άγιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης
36. Ο άγιος Αρσένιος
37. Ο άγιος Αντώνιος
38. Η Θεοτόκος (Παράκλησις)
39. Ιησούς Χριστός
40. Η Βάπτιση του Χριστού
41. Αδιάγνωστη παράσταση
42. Αδιάγνωστη παράσταση
43. Ο άγιος Ευφρόσυνος
44. Αδιάγνωστη παράσταση
45. Αδιάγνωστη παράσταση
46. Ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης (;)
47. Ο άγιος Στέφανος ή ο άγιος Θεοφάνης ο
Γραπτός
48. Ο άγιος Ιλαρίων
49. Αδιάγνωστος στηθαίος άγιος
50. Ο άγιος Ευστάθιος (στηθαίος)
51. Ο προφήτης Ηλίας τρεφόμενος υπό κόρακος
52. Κατάλοιπα τοιχογραφιών
Εικ. 123. Βουλγαρέλι. Παναγία Βελλάς. Προοπτική άνοψη και κατάλογος παραστάσεων.
318
Βουλγαρέλι. Παναγία Βελλάς (Κόκκινη Εκκλησιά)
Εικ. 124. Κτητορική επιγραφή στον δυτικό τοίχο του κυρίως ναού.
319
Εικ. 127. Ο προφήτης Σολομών.
320
Βουλγαρέλι. Παναγία Βελλάς (Κόκκινη Εκκλησιά)
Εικ. 128-129. Σπαράγματα από τις μορφές Αρχαγγέλων στο ΝΔ και ΒΔ γωνιακό διαμέρισμα.
321
Εικ. 131. Οι άγιοι Αρσένιος και Αντώνιος.
322
Βουλγαρέλι. Παναγία Βελλάς (Κόκκινη Εκκλησιά)
323
Β. ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ
1 . Βα ρά σ ο β α Α ι τω λ ί α ς . Α σκη τή ρι ο τω ν Αγ ί ω ν Πα τέ ρω ν
324
Εικ. 137.
Θέση: Στη πλαγιά του βουνού του Αγίου Βλασίου σε μικρή απόσταση Β του Γαλα-
ξειδίου.
Αρχιτεκτονική: Σταυρεπίστεγος.
Χρονολόγηση του ναού: Το μνημείο χρονολογείται στο τρίτο τέταρτο του 13ου αι.
Για την χρονολόγηση αυτή μαρτυρεί το Χρονικό του Γαλαξειδίου, το οποίο βρέθηκε το
1864 στα ερείπια του αρχικού ναού μετά από το σεισμό του 1862. Σύμφωνα με το χρονι-
κό ο ναός κτίστηκε από τον εγχώριο αρχιτέκτονα Νικόλαο Καρούλη.
Επιγραφή: Το μεσαίο και το δεξιό τμήμα της ταινίας που χωρίζει το τεταρτοσφαίριο
από τον ημικύλινδρο διέθετε επιγραφή, της οποίας η αρχή έχει αποξεσθεί, ενώ το τέ-
λος δεν διακρίνεται στην φωτογραφία του Λαμπάκη, ο οποίος είχε διαβάσει τις λέξεις
[ΠΑΤΡΙ]ΑΡΧΟΥΝΤΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡ ….. ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΝΤΟΣ ΕΠΙΣΚΟ[ΠΟΥ]…
325
θυρο αυτό σώζονται ένας ιεράρχης, που κρατά κλειστό βιβλίο, και τμήμα ενός άλλου
αγίου. Στους σταθμούς του ίδιου παραθύρου παριστάνονται δύο αδιάγνωστες αγίες με
καστανέρυθρα και ανοικτοπράσινα ρούχα, ζωγραφισμένες σε μικρότερη κλίμακα. Και
οι δύο είναι νέες και εικονίζονται μετωπικά, κρατώντας με το δεξιό χέρι ένα σταυρό
μπροστά στο στήθος και υψώνοντας το αριστερό με την παλάμη προς τα έξω. Κάτω
από την ποδιά του παραθύρου υπάρχουν δύο φωτοστέφανοι.
Κάποτε υπήρχαν τοιχογραφίες στην αψίδα, στον ανατολικό τοίχο του νάρθηκα και
στην πρόθεση (αρχείο Λαμπάκη, φωτ. ΧΑΕ 2428). Από την φωτογραφία του αρχείου
της ΧΑΕ φαίνεται ότι στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας υπήρχε παράσταση της Δεήσης,
με τον Χριστό Παντοκράτορα (Εικ. 138). Ο Χριστός πατούσε σε ορθογώνιο υποπόδιο με
διάκοσμο από τα τρίφυλλα ανθέμια και πλαίσιό του ήταν διάστικτο με μαργαριτάρια.
Δεξιά του Χριστού στεκόταν η Θεοτόκος και αριστερά του ο Πρόδρομος. Πλατιά ταινία
με φυτικό κόσμημα διέτρεχε το τόξο του τεταρτοσφαιρίου. Αριστερά ανθέμια φύονταν
από ελισσόμενο βλαστό. Δεξιά υπήρχαν συνεχόμενοι κύκλοι που μάλλον περιείχαν
ανθέμια.
Στο ημικύκλινδρο της αψίδας υπήρχαν τέσσερις ολόσωμοι συλλειτουργύντες ιεράρ-
χες, κάτω από τα γραπτά τόξα που έβαιναν σε λεπτούς κίονες. Τα τόξα αυτά ήταν
διακοσμημένα με συνεχόμενα πεντάφυλλα ανθέμια. Στην φωτογραφία του Λαμπάκη
διακρίνεται νοτίως της αψίδας, στον ανατολικό τοίχο, τόξο στο ύψος των τόξων της
κόγχης και από κάτω φωτοστέφανος. Φαίνεται λοιπόν ότι η τοξοστοιχία συνεχιζόταν
στον ανατολικό τοίχο, άν όχι και στους πλάγιους τοίχους του Ιερού Βήματος.
Κατά τον Λαμπάκη στην κόγχη της πρόθεσης υπήρχε πλούσια διακοσμημένος σταυρός.
Σε μια άλλη φωτογραφία του Λαμπάκη φαίνονται τοιχογραφίες στην δυτική πλευ-
ρά του κατεδαφισμένου σήμερα τοίχου μεταξύ του κυρίως ναού και του νάρθηκα. Αρι-
στερά από την θύρα εικονιζόταν η Θεοτόκος με τον Χριστό, μπροστά στο στήθος, και
δεξιά ο Χριστός Παντοκράτωρ, που εκτείνει το χέρι και ευλογεί. Γραπτά τοξωτά πλαί-
σια περιέκλειαν και τις δύο παραστάσεις.
Χρονολόγηση των τοιχογραφιών: Τρίτο τέταρτο του 13ου, μετά την οικοδόμηση
του μνημείου.
Βιβλιογραφία: Σάθας 1865· Nicol 1957, 129-131· Küpper, 1990, 109-110· Βοκοτόπουλος
1993-1994, 199-210.
326
Γαλαξείδι. Μεταμόρφωση του Σωτήρος
327
Εικ. 139.
3 . Ε υ η νο χ ώ ρ ι . Ά γ ι ο ς Γ ε ώ ργ ι ος
328
Ευηνοχώρι. Άγιος Γεώργιος
329
Εικ. 143.
4 . Ε υ π άλ ι ο Δω ρ ί δο ς . Ά γ ιος Ιω ά ννη ς ο Θ ε ολ όγ ος
Θέση: Τρία χιλ. περίπου βορειοδυτικά του χωριού Ευπάλιο (πρ. Σουλές) και 10 χιλιό-
μετρα από την πόλη Ναυπάκτου.
Επιγραφή: –
Κτήτορας: –
Αρχιτεκτονική: Σχήμα του ελεύθερου σταυρού με εγκάρσια τρουλοκαμάρα με μι-
κρό μεταγενέστερο νάρθηκα και μικρή προσθήκη στη βόρεια κεραία του.
Χρονολόγηση του ναού: Το κύριο σώμα του ναού στο β΄ μισό του 12ου αι. και βόρει-
ας κεραίας στο β΄ μισό του 13ου αι. Μερικές οικοδομικές εργασίες τοποθετούνται στο
τέλος του 15ου ή στις αρχές του 16ου αι.
Ζωγραφική: Ο ναός ήταν κατάγραφος, από τις οποίες σώζονται και σήμερα αρκε-
τές παραστάσεις.
Εικονογραφικό πρόγραμμα: Στο ιερό Βήμα είναι τοποθετημένη η Πλατυτέρα και
κάτω της τέσσερις μετωπικοί ιεράρχες: οι άγιοι Βασίλειος ο Μέγας, ο Γρηγόριος ο Θεο-
λόγος, Ιωάννης ο Χρυσόστομος (;) και Αθανάσιος. Στους πλάγιους τοίχους στο Ιερό συ-
νεχίζονται οι ολόσωμες μορφές. Ο χριστολογικός κύκλος ξεκινά στο Ιερό Βήμα με την
παράσταση της Γέννησης και Υπαπαντής (Εικ. 144), διακόπτεται στον κυρίως ναό και
συνεχίζεται στο νάρθηκα, όπου είναι η Μεταμόρφωση. Στον ίδιο χώρο παριστάνονται
και άλλες σκηνές: η Βαϊοφόρος, η Έγερση του Λάζαρου, οι Μυροφόρες στον Τάφο. Στην
δυτική κεραία σώζονται η Προδοσία, ο Εμπαιγμός (Εικ. 145), η Σταύρωση (Εικ. 146), η
330
Ευπάλιο Δωρίδος. Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος
Αποκαθήλωση (Εικ. 147) και μια αδιάγνωστη σκηνή, ίσως ο Ενταφιασμός ή ο Θρήνος.
Στο χώρο της εγκάρσιας κεραίας υπήρχε ο Παντοκράτορας, σήμερα κατεστραμμέ-
νος, προφήτες, ευαγγελιστές (κατεστραμμένοι), απόστολοι, η εις Άδου Κάθοδος, κα-
θώς επίσης και ολόσωμες μορφές αγίων.
Στη δυτική κεραία υπάρχουν επίσης ολόσωμες οι μορφές των αγίων Δημητρίου, Γε-
ωργίου, Αικατερίνης, Αναστασίας, Μαρίνας, Αρσενίου, του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, του
Αρχάγγελου Γαβριήλ, και ενός αδιάγνωστου αγίου (μορφή με επιζωγράφηση).
Στο νάρθηκα τοποθετείται ένας εκτεταμένος κύκλος της ζωής και των θαυμάτων
του αγίου Νικολάου: ο Ἀγιος “ενυπνιάζων” τον έπαρχο και το βασιλέα, ο Άγιος “σώ-
ζων” τους τρεις στρατηγούς· επίσης σκηνές από την παιδική ηλικία του Αγίου και μια
αδιάγνωστη σκηνή - ίσως ο Άγιος επιστρέφει στους γονείς το παιδί τους που απήγαγαν
οι Σαρακηνοί.
Σώζονται και αρκετά κοσμήματα: στην καμάρα του Ιερού, στο μέτωπο του τόξου της
αψίδας, στο τρούλο, στη δυτική κεραία και στις παραστάδες.
Χρονολόγηση των τοιχογραφιών: Σύμφωνα με τον Β. Κατσαρό μπορούμε να δια-
κρίνουμε τρεις ομάδες τοιχογραφιών: Η πρώτη περιλαμβάνει τις ολόσωμες μορφές της
κάτω ζώνης και τη διακόσμηση της κόγχης του Ιερού. Η δεύτερη τις τοιχογραφίες στην
καμάρα του Ιερού, στα τόξα και στα τύμπανα της εγκάρσιας κεραίας του σταυρού και
η τρίτη (;) τη σκηνή της Αποκαθήλωσης. Τα αρχαϊστικά τους στοιχεία δεν τις απομα-
κρύνουν από το πνεύμα του 13ου αι. και πρέπει να τοποθετηθούν χρονικά στο β΄ μισό,
προς τα τέλη του 13ου αι. (Κατσαρός 1981).
Βιβλιογραφία: Ορλάνδος 1922, Παράρτημα: Ο παρά το Ευπάλιον ναός του Αγί-
ου Ιωάννου του Θεολόγου, 37-42, Ευαγγελίδης 1931, 271-272· Κατσαρός 1981, 237-252·
Μπούρας 2002, 147-149.
331
Εικ. 144. Η Υπαπαντή (λεπτομέρεια).
332
Ευπάλιο Δωρίδος. Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος
333
Εικ. 148.
5 . Ε π ισκ ο πή Ε υ ρ υ τα ν ί α ς
Θέση: Στο παλαιό χωριό Επισκοπή, στη δυτική όχθη του ποταμού Μέγδοβα – στα
σύνορα της Αιτωλοακαρνανίας και Ευρυτανίας.
Αρχιτεκτονική: Μεταβατικός σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός με τρούλο και νάρ-
θηκα.
Χρονολόγηση του ναού: Το καθολικό κτίστηκε στα τέλη του 9ου αι.
Ζωγραφική: Στο ναό υπήρχαν 240 μ2 τοιχογραφιών. Όταν αποφασίστηκε η κατα-
σκευή της τεχνητής λίμνης στην περιοχή έγιναν έρευνες στο ναό και αποκαλύφθη-
καν τρία στρώματα τοιχογραφιών, του 9ου-10ου, του 11ου και του 13ου αιώνα. Ο ναός
χάθηκε κάτω από τα νερά της τεχνητής λίμνης στα Κρεμαστά, ενώ οι τοιχογραφίες
αποτοιχίστηκαν και μεταφέρθηκαν στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο των Αθη-
νών, όπου βρίσκονται και σήμερα. Σύμφωνα με κατάλογο του Βυζαντινού Μουσείου 82
τμήματα τοιχογραφιών της Επισκοπής Ευρυτανίας φυλάσσονται εκεί.
Εικονογραφικό πρόγραμμα: Το τρίτο στρώμα τοιχογραφιών από τον 13ο αι. πρέ-
πει να ανήκει στον καιρό του Δεσποτάτου της Ηπείρου και κάλυπτε όλο το εσωτερικό
του ναού. Κατά τον Χατζηδάκη το πρόγραμμα μπορεί να είχε την εξής διάταξη: πάνω
από μια κατώτατη στενή ζώνη, που μιμείται ορθομαρμάρωση, εικονίζονταν ολόσω-
μοι άγιοι, από τους οποίους οι περισσότεροι, τουλάχιστον στο βόρειο τμήμα του, ήταν
στρατιωτικοί. Στο μεσαίο ήταν θεραπευτές και στο νότιο εκκλησιαστικοί. Στην ανατο-
λική πλευρά των δυτικών πεσσών, αυτών δηλαδή που βλέπουν προς το Ιερό, παριστά-
νονταν η Παναγία Βρεφοκρατούσα και ο Πρόδρομος.
334
Επισκοπή Ευρυτανίας
Από την δεύτερη ζώνη δεν υπάρχουν πολλές τοιχογραφίες. Στο διακονικό σώθηκε
τμήμα από τα Εισόδια και στην ίδια ζώνη στο τύμπανο, μεγάλο μέρος από την Κοί-
μηση (Εικ. 154). Αντίστοιχα, στο χώρο της Πρόθεσης, που θα ήταν παρεκκλήσιο αφιε-
ρωμένο στον άγιο Νικόλαο, σώζεται μικρό τμήμα από το κεφάλι γιγαντιαίας μορφής
του αγίου Νικολάου, καθώς και η Γέννηση του Αγίου στην καμάρα. Στο συνεχόμενο
τύμπανο και στην ίδια ζώνη του βορείου τοίχου σώζονται ελάχιστα ίχνη αδιάγνωστων
παραστάσεων. Η Patterson-Ševčenko προτείνει ότι ίσως να είναι οι σκηνές από τη ζωή
του αγίου Νικολάου. Στη δυτική κεραία, στη μεσαία ζώνη βρίσκονταν σκηνές από τα
Πάθη: σώζεται μέρος από το Μυστικό Δείπνο και μικρά τμήματα από την Προδοσία
του Ιούδα. Ενδεχομένως να συνεχιζόταν και στα χαμηλά γωνιακά διαμερίσματα, αφού
στο νοτιοδυτικό σώζεται κομμάτι από την κρίση του Πιλάτου.
Στη τρίτη και την ψηλότερη ζώνη, με τις καμάρες και τις αντίστοιχες ημικυκλικές
κορυφές των τυμπάνων, ήταν τοποθετημένες οι ευαγγελικές σκηνές: από δεξιά προς
τα αριστερά: η Γέννηση, η Μεταμόρφωση, η Πεντηκοστή, η Βαϊοφόρος, η Ανάσταση
(Εις Άδου Κάθοδος) και η Ανάληψη στην ανατολική κεραία (Εικ. 149-150).
Στη μόνιμη έκθεση του Βυζαντινού μουσείου εκτίθεται από την κάτω ζώνη του
ναού η μεγάλη σύνθεση των δύο ολόσωμων αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού
και ανάμεσα τους, μέσα σε κυκλικό πλαίσιο, της μητέρας τους Θεοδότης σε προτομή
(Εικ. 151). Επίσης και η παράσταση του αγίου Ορέστη και το πάνω μέρος του αγίου Ιω-
άννη του Προδρόμου.
Χρονολόγηση των τοιχογραφιών: Το πρώτο στρώμα στα τέλη του 9ου ή αρχές του
10ου αι.∙ το δεύτερο στον 11ο αι. και το τρίτο στοπρώτο μισό του 13ου αι.
Βιβλιογραφία: Ορλάνδος 1961, 3-20· Μ. Χατζηδάκης, ΑΔ 21 (1966), Χρονικά, 28-29,
πίν. 29-34· Π. Λαζαρίδης ΑΔ 23 (1968) 280· Chatzidakis 1967, 62-63, εικ. 4-6· ο ίδιος στο
Βυζαντινές τοιχογραφίες και εικόνες, (κατάλογος της έκθεσης βυζαντινών τοιχογραφι-
ών και εικόνων στην Εθνική Πινακοθήκη) Αθήνα 1976, 27-37, 57-67, πιν. ΙΙ-XVI και πίν.
3-18· Βοκοτόπουλος 1975, 69· Patterson-Ševčenko 1983, 34, pl. 8.1· Kalopissi 1984, 223-224·
Μ. Χατζηδάκης, Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή τέχνη, Υπουργείο Πολιτισμού - Βυζα-
ντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αθήνα 1986, 47- 48, εικ. 36 και 37· T. F. Mathews, «Saints
Orestes and Eugenios», The Glory of Byzantium, 51, εικ. 17.
335
Εικ. 149-150. Άγγελοι από την Ανάληψη.
336
Επισκοπή Ευρυτανίας
Εικ. 152. Οι άγιοι Ορέστης και Ευγένιος. Εικ. 153. Ο άγιος Θεόδωρος.
337
Εικ. 154. Η Κοίμηση της Θεοτόκου.
338
Εικ. 155.
6 . Ε π ι σ κ ο π ή Μ άσ τρ ο υ
339
τέρωθεν του άξονα της αψίδας τα δύο πρώτα ζεύγη είναι συλλειτουργούντες, ενώ τα
άλλα δύο προς τα άκρα του ημικυλίνδρου, μετωπικοί. Στην κάτω ζώνη του νότιου τοί-
χου σώζονται ολόσωμοι μετωπικοί άγιοι, που σήμερα είναι πολύ εξίτηλοι. Πάνω από
αυτούς υπήρχαν δύο ζώνες με Ευαγγελικές σκηνές. Σήμερα διακρίνονται στην πρώτη
ζώνη μόνο δύο παρστάσεις, από τις οποίες στην δυτική πλευρά πρέπει να είναι η Προ-
δοσία. Στο δυτικό τοίχο επίσης στη κάτω ζώνη σώζονται ίχνη των μετωπικών αγίων,
από τους οποίους μόνο μια αγία σώζεται σε μέτρια κατάσταση.
Στα δύο παράθυρα πάνω από την κεντρική είσοδο της εκκλησίας υπάρχουν δύο δι-
αφορετικά κοσμήματα: το πρώτο αποτελείται από τριπλό ταινιωτό πλέγμα, το οποίο
σχηματίζει σειρά από ορθογώνια και κύκλους που εναλλάσσονται και συνδέονται με
κόμβους. Στα ορθογώνια και τους κύκλους περικλείονται τρίφυλλα και τετράφυλλα
και στα κενά τους άνω και κάτω συμπληρώνουν τα φύλλα. Στο διάκοσμο χρησιμοποι-
ούνται μόνο τρία χρώματα: κόκκινο, πράσινο και ώχρα. Στο άλλο παράθυρο ο διάκο-
σμος είναι γεωμετρικός - μια σειρά τετραγώνων στα οποία εγγράφονται γραμμές που
σχηματίζουν γράμμα Χ.
Χρονολόγηση των τοιχογραφιών: Πρώτο ή δεύτερο τέταρτο του 13ου αιώνα.
Βιβλιογραφία: Pétridès 1909, 72, II, στίχ. 8· Βοκοτόπουλος 1967, 328-330· ο ίδιος 1969,
241, πίν. 240, 241α.· ο ίδιος 1970, 299-300, πιν. 257-259· ο ίδιος 1992, 11-19, 179-181· Παλιού-
ρας 1975, 75, 197-200.
Εικ. 156. Οι τοιχογραφίες στο τεταρτοσφαίριο της κόγχης. Σημειώνεται η θέση του κτήτορα.
340
Επισκοπή Μάστρου
341
7 . Μ ο νή Μ υ ρ τι ά ς
Θέση: Στη μέση του παραλίμνιου δρόμου που συνδέει το Αγρίνιο με το Θερμό.
Επιγραφή: Μόνο μεταγενέστερες επιγραφές από το 1491 και 1712.
Χρονολόγηση του ναού: Τουλάχιστον τρεις οικοδομικές φάσεις.
Κτήτορας: –
Αρχιτεκτονική: Αρχικά απλός μονόχωρος ναΐσκος (σήμερα το Ιερό). Μετά προστέ-
θηκε στη δυτική πλευρά δικιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός με τρούλο και σε
τρίτη φάση προστέθηκε στον δεύτερο ναό ξυλόστεγος νάρθηκας.
Ζωγραφική: Σώζονται μόνο λίγες τοιχογραφίες στο παλαιότερο ναΐσκο, σήμερα το
Ιερό, οι οποίες αντιπροσωπεύουν την τέχνη του 12ου ή του 13ου αιώνα. Πρόκειται για
τις σκηνές της Κοίμησης της Θεοτόκου και του Στέφανου του Πρωτομάρτυρα (Εικ. 138).
Χρονολόγηση των τοιχογραφιών: Οι τοιχογραφίες ανήκουν σε τέσσερις περιό-
δους. Στο Ιερό πρέπει να τοποθετηθούν στον 13ο αιώνα, ενώ οι υπόλοιπες στην μετα-
βυζαντινή εποχή, από τον 15ο μέχρι τον 18ο αιώνα.
Βιβλιογραφία: Ορλάνδος 1961, 74-112· Π. Βοκοτόπουλος – Ευθ. Τσιγαρίδας, «Μεσαιωνι-
κά μνημεία Αιτωλίας και Ακαρνανίας», ΑΔ 23 (1968) Χρονικά 284-285· Βοκοτόπουλος 1967β,
330· Παλιούρας 1975, 75, 83, 84, 211· Djurić 1979, 218· Vocotopoulos 2012, 130. fig. CD 15.
342
8 . Άγι ο ς Νι κ ό λ αο ς ο Κ ρε μ α στός
Η δεύτερη βρίσκεται δεξιά της εισόδου, δίπλα στον αρχάγγελο Μιχαήλ: +ΑΡΧΙΣΤ/
ΤΡΑΤΗΓΕ ΒΟ/ΙΘΙ ΤΟΝ ΔΟΥ/(Λ)ΟΝ ΣΟΥ / ΜΙΧΑΗΛ ΑΜ(ΗΝ)
Κτήτορας: Ο πρώτος ιδρυτής ήταν ο μοναχός Νίκανδρος, ο οποίος έδρασε στην πε-
ριοχή από το 990 έως το 1005.
Ζωγραφική: Και τα δύο σπήλαια είναι τοιχογραφημένα με ένα οργανωμένο εικο-
νογραφικό πρόγραμμα. Στο Ιερό εικονίζεται η Παναγία με δύο σεβίζοντες αγγέλους.
Σήμερα η Παναγία είναι πολύ κατεστραμμένη, όμως διακρίνεται η επιγραφή ΘΕ(ΟΤΟ)
ΚΟΣ ΣΠΙΛΙΟΤΙΣΑ και από κάτω η πρώτη κτητορική επιγραφή. Κάτω από την Πανα-
γία σώζεται η παράσταση της Μεταμόρφωσης στον συνηθισμένο τύπο. Ακριβώς κάτω,
στην κόγχη του Ιερού, υπάρχουν τα πρόσωπα πολλών μαθητών που ήταν χωρισμένοι
σε δύο ημιχόρια που αποτελούσαν την παράσταση της Μετάδοσης και Μετάληψης των
Αποστόλων. Σώζεται και το τμήμα του Χριστού με το Άγιο Ποτήριο.
Στο νότιο τοίχο δίπλα στην είσοδο βρίσκεται η Γέννηση του Χριστού στην οποία
συμπεριλαμβάνεται και το επεισόδιο με τον άγγελο που οδηγεί τους τρεις έφιππους
μάγους προς την Παναγία (Εικ. 159). Διαβάζεται και το όνομα του ενός μάγου: ΜΕΛΧΙ-
ΟΣ. Κάτω από την Γέννηση υπάρχει η εξίτηλη παρασταση της Βάπτισης και των άγιων
Κωνσταντίνου και Ελένης. Ακολουθεί σε υπερφυσικό μέγεθος σε προτομή ο Ιωάννης
ο Χρυσόστομος και η σκηνή του Ευαγγελισμού (Εικ. 163-164). Αριστερά του αγίου Νι-
κολάου σώζεται ο Παλαιός των Ημερών (Εικ. 162) μεταξύ δύο σεβιζόντων αγγέλων με
αυτοκρατορική στολή. Κάτω από τον Παλαιό των Ημερών διακρίνεται ο διάκονος Εύ-
πλους. Αριστερά και πάνω από τον Παλαιό των Ημερών εικονίζεται η μεγάλη σκηνή
της Ανάληψης σε συνηθισμένο τύπο: ο Χριστός μέσα σε ελλειψοειδή δόξα, την οποία
κρατάνε οι άγγελοι. Αμέσως κάτω είναι ο Πρόδρομος που ευλογεί κρατώντας ειλητά-
ριο. Ο Πρόδρομος αποτελεί μέρος της παράστασης της Εις Άδου Καθόδου, που ανα-
πτύσσεται στην συνέχεια. Από τον χριστολογικό κύκλο υπάρχουν ακόμα η Βαϊοφόρος
και η Σταύρωση (Εικ. 160-161), ενώ μία ακόμη παράσταση θα μπορούσε να ταυτιστεί
με την Ψηλάφηση του Θωμά. Επίσης πρόσφατα έχει καθαριστεί και η τοιχογραφία της
343
Κοίμησης της Θεοτόκου. Από της μορφές μπορούν να αναγνωριστούν ο πρωτομάρτυ-
ρας Στέφανος, η αγία Θέκλα και ο αρχάγγελος Μιχαήλ με αυτοκρατορική ενδυμασία
που κρατάει το ράβδο και σφαίρα με τον σταυρό και γράμματα: ΦΧΦΠ.
Τοιχογραφίες υπάρχουν και έξω από το μεγάλο σπήλαιο, νότια του ανοίγματος της
εισόδου: ο Ευαγγελισμός, αδιάγνωστη μορφή κατεστραμμένη, η εις Άδου Κάθοδος (εικ.
Παλιούρας 201) και ο Αρχάγγελος Γαβριήλ (Εικ. 166) σε μετωπική στάση με την ευχή:
+ ΑΡΧΙΣΤ
ΡΑΤΗΓΕ ΒΟ
ΙΘΙ ΤΟΝ ΔΟΥ
(Λ)ΟΝ ΣΟΥ
ΜΙΧΑΗΛ ΑΜ(ΗΝ)
344
Άγιος Νικόλαος ο Κρεμαστός
Εικ. 161. Ο Χριστός από τήν Σταύρωση. Εικ. 162. Ο Παλαιός των ημερών.
345
Εικ. 163-164. Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ και η Θεοτόκος από τον Ευαγγελισμό.
Εικ. 165. Λεπτομέρεια της Γέννησης. Εικ. 166. Άγγελος από τήν δέηση.
346
Εικ. 167.
9 . Πα ν α γ ί α Π ρ εβ έ ν τζ α ς
(Η Π α ν αγ ί α Κ υ ρ ι ώ τισσα κα ι Άγ . Θ ε όδ ω ροι )
347
θεν του τεταρτοσφαιρίου ο Ευαγγελισμός. Πιο κάτω αριστερά, ο άγιος διάκονος Ίσαυ-
ρος και δεξιά αδιάγνωστος μετωπικός ιεράρχης, και στην κατώτερη ζώνη, αριστερά
στην κόγχη, ο πρωτομάρτυρας Στέφανος και δεξιά ο άγιος Ρωμανός ο Μελωδός.
Ο διάκοσμος του δυτικού και των πλάγιων τοίχων διαιρείται σε τέσσερις ζώνες. Στη
δεύτερη ζώνη του νότιου τοίχου εικονίζονται από αριστερά προς δεξιά δύο σκηνές του
Θεομητορικού κύκλου, από τις οποίες η δεύτερη είναι το Γενέσιο. Ακολουθεί η Προδο-
σία και ο Εμπαιγμός. Στην τρίτη ζώνη στο τέλος αριστερά εικονιζόταν ο Ασπασμός και
λίγα σπαράγματα των υπολοίπων παραστάσεων, όπως επίσης και ένας ευαγγελιστής
μεταξύ των δύο προς τα δεξιά παραθύρων. Οι τοιχογραφίες στην τέταρτη ζώνη ήταν
τελείως κατεστραμμένες, εκτός από δύο αγγέλους στην ανατολική άκρη.
Ολόκληρη την δεύτερη ζώνη του δυτικού τοίχου καταλάμβανε η Σταύρωση. Στην
τρίτη ζώνη αριστερά υπήρχε μια αδιάγνωστη σκηνή και δεξιά η Βαϊοφόρος, ενώ στην
τέταρτη ζώνη στο αέτωμα, εκατέρωθεν του μονόλοβου παραθύρου, η Πεντηκοστή.
Από την κατώτερη ζώνη της βόρειας πλευράς δεν είχαν καλυφθεί με σοβά από
ασβέστη μόνο ο οξυγένης στρατιωτικός άγιος (Θεόδωρος; Εικ. 172) και στη βορειοδυτι-
κή γωνία ο άγιος Εύπλους. Στη δεύτερη ζώνη εικονίζονται από τη δύση προς την ανα-
τολή ο Επιτάφιος Θρήνος, μια αδιάγνωστη σκηνή, η Κοίμηση, ακόμη μία αδιάγνωστη
σκηνή, ένας άγιος προς τη Θεοτόκο του νότιου τοίχου, τα Εισόδια και η Προσφορά των
Δώρων. Από την τρίτη ζώνη σώζονταν μόνον ένθρονος ευαγγελιστής μεταξύ των δυ-
τικών παραθύρων και, πάνω από την Κοίμηση, ο Λίθος. Η τέταρτη ζώνη είναι τελείως
κατεστραμμένη.
Στο νάρθηκα στην κόγχη πάνω από την είσοδο προς τον κυρίως ναό εικονιζόταν η
Θεοτόκος Οδηγήτρια σε προτομή, μεταξύ δύο σεβιζόντων αγγέλων.
Χρονολόγηση των τοιχογραφιών: Τέλη 13ου αι. ή αρχές 14ου αι.
Βιβλιογραφία: Π. Βοκοτόπουλος – Ευθ. Τσιγαρίδας, ΑΔ 23 (1968), 284-285, 225-227.
οι ίδιοι ΑΔ 24 (1969) Χρονικά, 242 και ΑΔ 25 (1970) 300· Βοκοτόπουλος 1986, 251-275·
Kalopissi-Verti 1992, 56-57, fig. 16· Βελένης 1994· Παλιούρας 2004, 302-305, εικ. 303, 304·
Τσουρής, 1988, 146-147, 199, 323.
348
Παναγία Πρεβέντζας
349
Εικ. 170. Τεταρτοσφαίριο της κόγχης του Ιερού.
350
Παναγία Πρεβέντζας
351
Εικ. 175.
1 0 . Ρ ίβι ο . Ά γ ι ο ς Στέφα ν ος
Θέση: Ακαρνανία, στο ύψος του χωριού Ρίβιο, ένα χιλιόμετρο ανατολικά του εθνι-
κού δρόμου Αγρινίου-Αμφιλοχίας.
Επιγραφή: –
Κτήτορας: –
Αρχιτεκτονική: Μονόκλιτος σταυροειδής εγγεγραμμένος ναΐσκος.
Χρονολόγηση του ναού: Αρχές του 13ου αι.
Ζωγραφική: Από τον εικονογραφικό διάκοσμο του ναού σώζονται ελάχιστα λείψα-
να. Στο εικονογραφικό πρόγραμμα της πρώτης φάσης ανήκουν οι τοιχογραφίες στα
σφαιρικά τρίγωνα. Πρόκειται για τις παραστάσεις των τεσσάρων Ευαγγελιστών, οι
οποίοι είναι καθισμένοι και γράφουν Ευαγγέλια. Οι τοιχογραφίες είναι αρκετά κατε-
στραμμένες και μόνο σε δύο Ευαγγελιστές σώζονται πρόσωπα και κάποια γράμματα
βάσει των οποίων τους ταυτίζουμε ΝΑ τον Ματθαίο, ΒΑ τον Λουκά, ΝΔ τον Ιωάννη και
ΒΔ τον Μάρκο.
Στην ίδια περίοδο πρέπει να ανήκουν και τα λείψανα από το μεγάλο μετάλλιο στο
νότιο τοίχο. Σε ορισμένα σημεία διατηρούνται γραπτές διακοσμήσεις από φυτικά μο-
τίβα.
Χρονολόγηση των τοιχογραφιών: Η στερέωση και ο καθαρισμός των τοιχογρα-
φιών έδειξε ότι οι τοιχογραφίες μάλλον μπορούν να χρονολογηθούν σε τρεις φάσεις:
αρχές του 13ου αι., δεύτερη φάση στον 17ο αι. και η τρίτη στον 18ο αι.
Βιβλιογραφία: Μπούρας 1968, 41-56· Κωνστάντιος 1981, 275-283· Παλιούρας 1985,
305-308, εικ. 305-308.
352
Ρίβιο. Άγιος Στέφανος
353
1 1 . Χα λ κι ό π ο υλ ο ι Ακαρ νανί ας. Άγιος Ανδρέας του Ερη μίτη
354
Χαλκιόπουλοι. Άγιος Ανδρέας του Ερημίτη
355
Γ. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΧΗ
Εικ. 179.
1 . Θε σσ α λ ο ν ί κ η . Α χ ε ι ρ ο ποί ητος
Θέση: Θεσσαλονίκη.
Αρχιτεκτονική: Τρίκλιτη βασιλική.
Χρονολόγηση του ναού: Μέσα του 5ου αι.
Επιγραφή: –
Ζωγραφική: Στη πάνω ζώνη του νότιου κλίτους.
Εικονογραφικό πρόγραμμα: Στο νότιο κλίτος, πάνω από τα τόξα της κιονοστοιχί-
ας κάποτε υπήρχαν 18 μορφές των Αγίων Τεσσαράκοντα, 9 σε προτομή και 9 ολόσω-
μοι, εναλλάξ. Από αυτούς σήμερα σώζονται δώδεκα σε καλή σχετικά κατάσταση. Με
βάση τις συνοδευτικές επιγραφές ταυτίζονται οι άγιοι Θεόδουλος, Λεόντιος, Αθανά-
σιος, Κύριλλος, Γοργόνιος, Δομετιανός, Γάιος, Θεόφιλος, Κάνδιδος (Εικ. 182), Ηλιάδης
(Εικ. 183), Αλέξανδρος και Ουαλεντινός. Τα δύο άκρα της παράταξης των μορφών κλεί-
νουν με ένα κηροπήγιο δαπέδου με αναμμένη λαμπάδα (Εικ. 184). Σώζεται επίσης και
διάκοσμος με κύκλους.
Χρονολόγηση των τοιχογραφιών: Στο πρώτο μισό του 13ου αι.
Βιβλιογραφία: Ξυγγόπουλος 1952, 1-6· Ξυγγόπουλος 1957, 6-30· Κουρκουτίδου-Νι-
κολαίδου - Τούρτα 1997, 194–195, εικ. 235, 236.
356
Θεσσαλονίκη. Αχειροποίητος
357
Εικ. 181. Αδιάγνωστος άγιος. Εικ. 182. Ο άγιος Κάνδιδος.
358
Εικ. 185.
Θέση: Θεσσαλονίκης.
Αρχιτεκτονική: Πεντάκλιτη βασιλική.
Χρονολόγηση του ναού:
Επιγραφή: –
Ζωγραφική: Στην ανατολική πλευρά του
ΝΑ πεσσού του ιερού βήματος τοιχογραφημέ-
νη παράσταση του ολόσωμου μετωπικού αγίου
(Εικ. 186).
Χρονολόγηση: Δεύτερο τέταρτο του 13ου αι.
Βιβλιογραφία: Τσιγαρίδας 2006, 209-212.
359
Εικ. 187.
360
Θεσσαλονίκη. Ταφικό κιβώριο Αγίας Σοφίας
Εικ. 190. Το σωζόμενο τμήμα του κιβωρίου. Εικ. 191. Ο άγιος Γεώργιος (;).
361
Εικ. 192.
4 . Βέ ρο ι α. Π αλ α ι ά Μ η τρ όπολ η
Θέση: Βέροια.
Αρχιτεκτονική: Τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική με νάρθηκα.
Χρονολόγηση του ναού: Από την πρώτη επιγραφή στη μεσοβυζαντινή φάση, 1070-
1080.
Επιγραφή: Στο μαρμάρινο υπέρθυρο της δυτικής εισόδου του ναού επιγραφή του
επισκόπου Νικήτα περι του 1070-1080 (Παπαζώτος 1994, 90).
Κτήτορας: Ο διάκοσμος του 13ου αι. ενδεχομένως σχετίζεται με τον Ιωάννη Αμα-
ριανό, αφού υπάρχει η τοιχογραφία του στον πρώτο δυτικό πεσσό του βόρειου στυλο-
βάτη.
Ζωγραφική: Τουλάχιστον τέσσερις φάσεις από τον 12ο έως και τον 14ο αι.
Εικονογραφικό πρόγραμμα: Στο τεταρτοσφαίριο της κόγχης του Ιερού υπήρχε η
Θεοτόκος με δύο σεβίζοντες αγγέλους. Βρέθηκαν σπαράγματα στην ανασκαφή του
χώρου του Ιερού (Παπαζώτος 1994, 167). Κάτω από αυτήν την παράσταση υπάρχει μια
ζώνη όπου απεικονίζεται η Κοινωνία των Αποστόλων. Χαμηλότερα, σε μία τρίτη ζώνη,
υπάρχουν ολόσωμοι οι άγιοι ιεράρχες Ελευθέριος, Γρηγόριος, Κύριλλος, Γρηγόριος ο
Θεολόγος, Βασίλειος, Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Αθανάσιος, Ιωάννης ο Ελεήμων, Νικό-
λαος και Διονύσιος. Στο αέτωμα του ανατολικού τοίχου σώζεται η Ανάληψη και στο
μέτωπο της κόγχης ο Ευαγγελισμός. Στην πάνω ζώνη των πλαγίων τοίχων του κεντρι-
κού κλίτους αναπτύσσεται ο κύκλος του Δωδεκαόρτου και των Παθών. Ξεκινά από την
ανατολική πλευρά του νότιου τοίχου με τη Γέννηση, την Υπαπαντή, τη Βάπτιση, την
362
Βέροια. Παλαιά Μητρόπολη
363
επίσης ορισμένους αγίους κάτω από την Κοίμηση, από τους οποίους αναγνωρίζουμε
τους απόστολους Πέτρο και Παύλο. Κατά την γνώμη μας η τοιχογράφηση του δυτικού
τοίχου πρέπει να χρονολογηθεί μετά το 1270.
Στη μεσαία ζώνη του βόρειου τοίχου, στη συνέχεια των ολόσωμων μορφών προς τα
αντολικά σώζονται ακόμα μερικές σκηνές: ο Πέτρος και ο Ιωάννης προ του κενού μνη-
μείου, η Εμφάνιση του Χριστού στις δύο Μαρίες και ο Ασπασμός της Μαρίας και της
Ελισάβετ. Κατά τον Παπαζώτο, οι τελευταίες τρεις σκηνές είναι δυνατόν να τοποθε-
τηθούν χρονολογικά στην επόμενη φάση της ζωγράφισης του ναού, δηλ. μετά το 1270
(Παπαζώτος 2003, 250-253).
Χρονολόγηση των τοιχογραφιών: Οι τοιχογραφίες χρονολογούνται από την τέλη
του 12ου έως τις αρχές του 14ου αι. Στόν τον 12ο αι. χρονολογείται ο Χριστός Χαλκίτης
στο δυτικό μέτωπο του βόρειου πεσσότοιχου του ιερού. Οι περισσότερες τοιχογραφίες
χρονολογούνται στον 13ο αι., σε δύο κύριες φάσεις: την πρώτη στα 1222 -1224/5 και την
δεύτερη μετά την 1270., που εντοπίζονται στο χώρο του ιερού και στο κεντρικό κλίτος.
Τέλος μια ακόμη φάση χρονολογείται τον 14ο αι.
Βιβλιογραφία: Panayotidi 1975, 303-315· Παπαζώτος 1994, 90, 164-168, 242-249, 258-
260· Τσιγαρίδας 1987, 91-100· Παπαζώτος 2003, 65-74.
364
Βέροια. Παλαιά Μητρόπολη
Εικ. 193. Παραστάσεις στο Β τοίχο του κεντρικού κλίτους. Διακρίνονται οι κεφαλοφόροι ιεράρχες
και παραστάσεις του χριστολογικού κύκλου στην άνω ζώνη.
Εικ. 194. Παραστάσεις στο Β τοίχο του κεντρικού κλίτους. Διακρίνονται προφήτες, όσιοι και πα-
ραστάσεις του χριστολογικού κύκλου στην άνω ζώνη.
365
Εικ. 195. Ο προφήτης Μωϋσής. Εικ. 196. Ο προφήτης Ιεζεκιήλ.
366
Βέροια. Παλαιά Μητρόπολη
α β γ δ
ε Ϟ ζ η
Εικ. 199. Σχεδιαστικά απόγραφα των των ειληταρίων των προφητών (Γ. Φουστέρης): α. Μωϋσή,
β. Ααρών, γ. Αββακούμ, δ. Ιερεμία, ε. Ιεζεκιήλ, Ϟ. Δανιήλ, ζ. Ζαχαρία ή Σοφονία, η. Ιερεμία (φωτο-
γραφία).
367
Εικ. 200-201. Όψεις του πεσσού της βόρειας πεσοστοιχίας από ΒΔ και ΝΔ.
368
Βέροια. Παλαιά Μητρόπολη
369
Εικ. 206-207. Ιεράρχες από την αψίδα.
Εικ. 208. Απόστολοι από την παράσταση της Κοίμησης της Θεοτόκου.
370
Δ. ΝΟΜΟΙ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΚΑΙ ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ
Εικ. 209.
1 . Κυ ψ έλ η . Μ ο ν ή Α γ ί ου Δημ ητρί ου
371
Εικ. 210. Τμήμα της πλίνθινης επιγραφής. Εικ. 211. Αδιάγνωστος άγιος.
372
Εικ. 213.
2 . Κω σ τάν ι α ν η . Τ αξ ι άρχ ε ς
Θέση: Στις παρυφές του οικισμού της Κωστάνιανης Ιωαννίνων, κοντά στην Δωδώνη.
Αρχιτεκτονική: Δίστυλος σταυρεπίστεγος ναός.
Χρονολόγηση του ναού: Οι εκτιμήσεις των ερευνητών κυμαίνοναι ανάμεσα στα
έτη 1240-1300.
Επιγραφές: Στο βόρειο τοίχο πάνω από την θύρα, αλλά δεν σώζεται ακέραιη.
Κτήτορας: –
Ζωγραφική: Ολόκληρος ο ναός καλύπτεται με τοιχογραφίες. Δύο φάσεις.
Εικονογραφικό πρόγραμμα: Το τεταρτοσφαίριο του Ιερού περιλαμβάνει την Θεο-
τόκο Πλατυτέρα, όρθια, δεομένη ανάμεσα σε δύο σεβίζοντες αγγέλους. Χαμηλότερα
στο ημικύλινδρο της αψίδας, σε μια στενή ζώνη, εικονίζεται η Κοινωνία των Αποστό-
λων. Στην ίδια ζώνη σε δύο τμήματα στο βόρειο και το νότιο τοίχο του Ιερού αναπτύσ-
σεται η Ουράνια Λειτουργία. Στη σκηνή ζωγραφίζεται μια απλή παράταξη Αγγέλων
ντυμένων με διακονικά άμφια (Εικ. 217), που προσκλίνουν προς την αψίδα του Ιερού
κρατώντας λειτουργικά σκεύη χωρίς την συμμετοχή του Αρχιερέως – Χριστού.
Την κάτω ζώνη του Ιερού περιλαμβάνουν οκτώ ολόσωμοι Ιεράρχες. Τέσσερις συλ-
λειτουργούντες με ειλητάρια είναι στον κύλινδρο της κόγχης από τους οποίους ανα-
γνωρίζουμε μόνο τους αγίους Βασίλειο τον Μέγα και Ιωάννη τον Χρυσόστομο (εκα-
τέρωθεν του παραθύρου). Άλλοι τέσσερις είναι στους πλάγιους τοίχους μετωπικοί με
κλειστά Ευαγγέλια.
Ο χριστολογικός κύκλος είναι αρκετά διευρυμένος. Οργανώνεται με τρεις υποενό-
373
τητες στα ημικυλινδρικά τμήματα των τριών καμαρών. Πρόκειται για τον κύκλο της
Γέννησης, του Πάθους και της Ανάστασης – Ανάληψης. Η έναρξη γίνεται στο βόρειο-
ανατολικό μέτωπο της εγκάρσιας καμάρας με τον Ευαγγελισμό. Στην ανατολική κα-
μάρα παριστάνεται η σκηνή της Γέννησης (Εικ. 215) στο νότιο μισό, ενώ στο βόρειο το
Όνειρο Ιωσήφ (Εικ. 216) και το Ταξίδι στη Βηθλεέμ. Ο κύκλος επανέρχεται στο χώρο
της εγκάρσιας καμάρας, με την Υπαπαντή στο νοτιοανατολικό μέτωπο και την Μετα-
μόρφωση στο νότιο τοίχο. Σε ολόκληρο δυτικό σκέλος (καμάρα, τύμπανο) εξελίσσεται
ο κύκλος των Παθών με τις εξής παραστάσεις: Έγερση του Λαζάρου, Βαϊοφόρος, Προ-
δοσία, Ελκόμενος, Σταύρωση (στο δυτικό τοίχο), Αποκαθήλωση, Επιτάφιος Θρήνος και
μία άγνωστη σκηνή. Στο ΝΔ διαμέρισμα ο κύκλος προεκτείνεται με δύο σκηνές επί-
σης από τη θεματολογία των Παθών: τον Ελκόμενο και την Άνοδο στο Σταυρό. Στη
συνέχεια ο χριστολογικός κύκλος επανέρχεται στην εγκάρσια καμάρα με τη σκηνή
του Λίθου στο βορειοδυτικό μέτωπο. Το ανώτερο ημικυλινδρικό τμήμα της εγκάρσιας
καμάρας χωρίζεται σε τρία τμήματα κατά την εγκάρσια έννοια, με την Ανάληψη να
καταλαμβάνει το κεντρικό τμήμα (Εικ. 218). Στη συνέχεια το νότιο και το βόρειο τμήμα
χωρίζεται με διακοσμητική ταινία σε τέσσερα ισότιμα διάχωρα, στα οποία τοποθετού-
νται οι εξής σκηνές: βόρεια το Άρατε Πύλας και η Εις Άδου Κάθοδος και νότια η Ψη-
λάφηση και η Μεσοπεντηκοστή. Οι πέντε παραστάσεις του ημικύλινδρου συγκροτούν
ουσιαστικά μια υποενότητα με παραστάσεις από την Ανάσταση ως την Πεντηκοστή.
Στο βόρειο τοίχο της εγκάρσιας καμάρας οργανώνεται ένας μικρός Θεομητορικός
κύκλος: στην πάνω ζώνη εκατέρωθεν του παραθύρου παριστάνονται ο Ιωακείμ και η
Άννα σε στάση δέησης και στην επόμενη ζώνη το Γενέσιο της Παναγίας.
Στην δεύτερη περιμετρική ζώνη της εγκάρσιας καμάρας εντάσσονται εικοσιτέσσερις
στηθαίες μορφές προφητών και δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης. Στον ανατολικό τοίχο
αναγνωρίζουμε μόνο τον Προφήτη Δαυίδ, στο δυτικό τον Αββακούμ, τον Σοφονία και
τον Ιωνά δυτικά, στο βόρειο τον Ιωήλ, ενώ στο νότιο τον προφήτη Ηλία και τον Ελισσαίο.
Στο νότιο τοίχο, πάνω από τους προφήτες εκατέρωθεν των παραθύρων παριστάνονται
δύο στηθαίοι άγγελοι. Κάτω από τον κύκλο των Παθών στο δυτικό σκέλος παριστάνο-
νται οι τέσσερις ευαγγελιστές. Παρά τις σημαντικές φθορές στα πρόσωπα και τις συνο-
δευτικές επιγραφές ταυτίζονται ο Λουκάς (Εικ. 220) στο ΝΔ διάχωρο και ο Μάρκος στο
ΒΔ (Εικ. 220), ενώ από τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά ο Ιωάννης στο νοτιοανατολικό.
Στα εσωράχια των τόξων του δυτικού σκέλους παριστάνονται στη νότα πλευρά
οι ολόσωμες μορφές του Ιωάννη Δαμασκηνού και του Κοσμά του Μελωδού, ενώ στην
αντίστοιχη θέση στη βόρεια πλευρά ο Ιωσήφ ο Υμνογράφος και μία άλλη μορφή χωρίς
συνοδευτική επιγραφή για την οποία πιθανολογούμε ότι ταυτίζεται με τον Θεοφάνη
τον Γραπτό. Ο Κοσμάς κρατάει το ειλητάριο με το εξής κείμενο: Η ΤΟ ΑΣΧ[Ε] / ΤΟΝ
ΚΡΑ / ΤΟΥΣΑ / ΚΑΙ ΥΠΕ/ΡΟΟΝ Ε/Ν ΑΙΘΕ/ΡΙ ΥΔΩ. Ο Δαμασκηνός: ΠΟΙ / ΑΝΣΟΙ / ΕΠΑΞΙ
/ ΟΝΟΔΗΝ / Η ΗΜΕΤΕ / ΡΑΠΡΟΣ / ΗΣΕΙΑΣ / ΘΕΝΕΙΑ / ΕΙΜΗΤΗΝ / ΧΑΡΜΟ / ΣΥΝΟΝ. Η
αδιάγνωστη μορφή για την οποία υποθέσαμε να μπορεί να είναι ο Θεοφάνης ο Γρα-
374
Κωστάνιανη. Ταξιάρχες
πτός στο δεξί χέρι κρατά τον ειλητάριο με το εξής κείμενο: ΑΔΕΛΦΟΙ / ΚΑΙ Π(ΑΤΕ)ΡΕΣ
/ ΤΩΝ ΑΜΕΤ/ΡΙΤΩΝ ΕΒ/ΕΡΓΕΣΙΩ/Ν ΤΟΥ Θ(ΕΟ)Υ
Στην κάτω ζώνη του εγκάρσιου κλίτους, στο βόρειο τοίχο, εικονίζεται η μεγάλη Δέη-
ση. Στον ίδιο τοίχο πάνω από την πόρτα σώζεται εν μέρει η κτητορική επιγραφή. Στην
ανατολική πλευρά του βόρειου πεσσού παριστάνεται ολόσωμος ο απόστολος Παύλος
και πάνω του αδιάγνωστος στηθαίος. Στην αντίστοιχη θέση στο νότιο πεσσό εικονίζε-
ται ο απόστολος Πέτρος (Εικ. 226) και πάνω του ο άγιος Μαρκιανός στηθαίος. Στο νοτι-
οδυτικό μέτωπο της εγκάρσιας καμάρας εικονίζεται η σκηνή Του Εν Χώναις Θαύματος.
Στα τύμπανα της εγκάρσιας καμάρας, πάνω από τους προφήτες και εκατέρωθεν των
παραθύρων, παριστάνονται τέσσερις στηθαίοι άγγελοι.
Στην κάτω ζώνη του νότιου τοίχου της εγκάρσιας καμάρας παριστάνεται η Θεοτό-
κος ένθρονη βρεφοκρατούσα με την επωνυμία η Ελπίς. Πάνω της υπάρχουν οι στηθαί-
οι άγιοι, από τους οποίους αναγνωρίζουμε τον άγιο Αυξέντιο.
Στη συνέχεια της Θεοτόκου ακολουθεί η Σύναξη των Αρχαγγέλων και οι άγιοι Χριστό-
φορος και Αρσένιος. Στη νότια πλευρά του νότιου πεσσού σώζονται ολόσωμες οι μορφές
των αγίων Κοσμά και Δαμιανού και στη δυτική πλευρά του ο άγιος Ευστάθιος Πλακίδας.
Στο νοτιοδυτικό γωνιακό διαμέρισμα στο δυτικό τοίχο εικονίζονται ολόσωμοι οι άγι-
οι Ευθύμιος και Θεοδόσιος Κοινοβιάρχης. Στο τύμπανο ο Ιησούς Χριστός ο Εμμανουήλ,
ενώ στο θόλο οι άγιοι Προτάσιος και Κέλσιος ολόσωμοι. Οι υπόλοιπες επιφάνειες του
βόρειου μέρους καλύπτονται κυρίως με διάφορους ολόσωμους ή στηθαίους αγίους από
τους οποίους αναγνωρίζουμε μόνο τον άγιο Αυξέντιο πάνω από την Παναγία.
Στο βορειοανατολικό διαμέρισα παριστάνονται δύο σκηνές που συγκροτούν έναν
συνεπτυγμένο κύκλο του Αβραάμ: η υποδοχή των Αγγέλων με την επιγραφή η Κα-
λέστρα (Εικ. 221) και η Φιλοξενία, ακριβώς αντίστοιχα από το νοτιοανατολικό, όπου
υπάρχουν δύο σκηνές από τον κύκλο των Παθών. Στο δυτικό τύμπανο του ΒΔ γωνια-
κού διαμερίσματος εικονίζεται στηθαίος ο Ιησούς Χριστός ο Παλαιός των Ημερών και
στο τόξο ολόσωμοι οι άγιοι Άβιβας και Σαμωνάς. Στη βόρεια πλευρά του βόρειου πεσ-
σού εικονίζεται ολόσωμος ο άγιος Αρτέμιος και στη δυτική πλευρά ο άγιος Προκόπιος.
Στο δυτικό σκέλος στην κάτω ζώνη σώζονται στο βόρειο πεσσό στην κάτω ζώνη ο
άγιος Νικόλαος στηθαίος σε υπερφυσικό μέγεθος (Εικ. 223), ενώ στο νότιο πεσσό οι
άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη. Στο δυτικό τοίχο οι άγιοι Σάββας (Εικ. 227) και Ακάκι-
ος, εκατέρωθεν της πόρτας οι συλίτες άγιοι Δανιήλ και Συμεών (Εικ. 224-225) και στη
συνέχεια ολόσωμες οι αγίες Παρασκευή, Μαρίνα, Βαρβάρα και Κυριακή.
Χρονολόγηση των τοιχογραφίων: Προς τα τέλη του 13ου αι. Υπάρχουν και τοιχο-
γραφίες από τη μεταβυζαντινή περίοδο. Εξωτερικά έχουν σωθεί λείψανα των τοιχο-
γραφιών που χρονολογούνται στον 18ο αι.
Βιβλιογραφία: Ευαγγελίδης 1931, 258-269· Kalopissi-Verti 1992, 52-53, εικ. 8-10· Φου-
στέρης 2005, 42-52, σχεδ. 3 και 4· Βοκοτόπουλος 2007, 51, πίν. 37β, 38. Babuin 2013.
375
Εικ. 214. Κωνστάνιανη. Ταξιάρχες. Προοπτική άνοψη και κατάλογος παραστάσεων.
376
Κωστάνιανη. Ταξιάρχες
377
Εικ. 215. Η Γέννηση.
Εικ. 216. Το Ενύπνιο του Ιωσήφ. Εικ. 217. Άγγελοι από Ουράνια Λειτουργία.
378
Κωστάνιανη. Ταξιάρχες
379
Εικ. 221. Η Καλέστρα του Αβραάμ.
Εικ. 222. Λεπτομέρεια από την εικόνα 221. Εικ. 223. Ο άγιος Νικόλαος.
380
Κωστάνιανη. Ταξιάρχες
Εικ. 224. Ο άγιος Δανιήλ ο Στυλίτης. Εικ. 225. Ο άγιος Συμεών ο Στυλίτης.
381
Εικ. 228. Ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός. Εικ. 229. Ο άγιος Κοσμάς ο Μελωδός.
Εικ. 230. Ο άγιος Ιωσήφ ο Υμνογράφος. Εικ. 231. Ο άγιος Θεοφάνης ο Γραπτός.
382
Εικ. 232.
383
Χρονολόγηση των τοιχογραφιών: Πρώτο μισό του 13ου αι.
Βιβλιογραφία: Τσιγαρίδας Ε., Ειδήσεις εκ Θεσπρωτίας, ΑΑΑ, 1969, 43-44· Vocotopoulos
1997, 230· Βοκοτόπουλος 2007, 51· Vocotopoulos 2012, 128, fig. 12.
1. Αδιάγνωστος ιεράρχης
2. Αδιάγνωστος Ιεράρχης
3. Ο άγιος Παντελεήμων
(ολόσωμος)
4. Η Κοίμηση της Θεοτόκου
5. Αδιάγνωστος Στρατιωτικός
(ολόσωμος)
6. Ιησούς Χριστός
(Μεγάλη Δέηση)
7. H Θεοτόκος;
(Μεγάλη Δέηση)
Εικ. 233. Πλακωτή. Μεταμόρφωση του Σωτήρα. Προοπτική άνοψη και κατάλογος παραστάσεων.
384
Πλακωτή. Μεταμόρφωση του Σωτήρα
Εικ. 235. Αδιάγνωστος άγιος (κόγχη του Ιερού). Εικ. 236. Άγιος Παντελεήμων (;)
385
Ε. ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ
1 . N i v i c ä π ε ρ ι ο χ ή S a r a n dë. Ερε ι πω μ έ νη β α σι λ ι κή
386
Nivicä. Ερειπωμένη βασιλική
387
2 . Δ έ λβι ν ο . Ε ρ ει π ω μ έ ν η β α σι λ ι κή του Αγ ί ου Ιω ά ννη
388
Ζ. ΤΑ ΕΔΑΦΗ ΤΗΣ Π.Γ.Δ.Μ.
Εικ. 240.
1 . Gr n č a r i. Ά γ ι ο ς Η λ ί α ς
389
Εικ. 241. Η Κοίμηση της Θεοτόκου (Miljković-Pepek).
390
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Παράρτημα
Εικ. 245. Άρτα, Νεοχωράκι, Παναγία Μπρυώνη, βόρειας πλευράς πλίνθινη επιγραφή
395
Εικ. 246. Παραμυθία, Μεγάλη Παναγιά
396
Παράρτημα
397
Εικ. 250 και 251. Ρόδος, Άγιος Φανούριος στη Μεσαιωνική Πόλη, Άγγελοι της Ανάληψης
398
Παράρτημα
Εικ. 253. Χορτιάτης, Μεταμόρφωση του Χρι- Εικ. 254. Ρόδος, Λίνδος, ΄γιος Γεώργιος ο Χωστός.
στού. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
399
Εικ. 255. και 256. Πάτμος, μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, τράπεζα. Η Κοινωνία των Αποστόλων
400
Παράρτημα
401
Εικ. 259. Κρήτη, Κυριακοσέλλια, Άγιος Νικόλαος.Η Μετάληψη.
Εικ. 260. Κρήτη, Κυριακοσέλλια, Άγιος Νικόλαος. Σκηνές από το βίο του αγ. Νικολάου
402
Παράρτημα
Εικ. 261. Ρόδος, μονή Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο Θάρι, καθολικό. Η Σαμαρείτιδα.
Εικ. 262. Βουλγαρία, Trnovo, ναός των Αγίων Πέτρου και Παύλου. Ο άγιος Σαμωνάς.
403
Εικ.263 Σερβία, Mileseva. Κτητορική παράσταση
404
Παράρτημα
Εικ. 265. Μονή Βατοπεδίου. Η Γέννηση του Χριστού (εικόνα επιστύλιου τέμπλου).
405
Εικ. 267. Σερβία, Studenica, Έλεγχος του Δαβίδ υπό του Νάθαν.
406
Παράρτημα
407
Εικ. 270. Φωκίδα, Όσιος Λουκάς, Β Παρεκκλήσι. Κηροπήγια
408
Παράρτημα
Εικ. 271. Λακωνία, Βρονταμάς, Παλαιομο- Εικ. 272. Λακωνία, Βρονταμάς, Παλαιομο-
νάστηρο. Η Παναγία από την Σταύρωση. νάστηρο. ο άγγελος από την Βάπτιση.
409
Εικ. 274. Βέροια, Μέγας Θεολόγος. Η Μετάληψη.
410
Παράρτημα
Εικ. 277. Βέροια, Μέγας Θεολόγος. Εικ. 278. Βέροια, Μέγας Θεολόγος.
Ο άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων. Ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης
411
Εικ. 279. Αχρίδα, Περίβλεπτος. Ο προφήτης Ησαιας μεταλαμβάνων τον άνθρακα.
412
Παράρτημα
Εικ. 282. Paris ms. grec 1208 φ. 15v. (Ομιλίες Ιακώβου του Κοκκινοβάφου). Η επιστροφή του Ιακώβ
στην Παλαιστίνη
413
Εικ. 283. Paris ms. grec 1208 φ. 29v. (Ομιλίες Ιακώβου του Κοκκινοβάφου). Η Φυγή του Ιακώβ στη Χαράν
Εικ. 284. Paris ms. grec 1208 φ. 47. (Ομιλίες Ιακώβου του Κοκκινοβάφου). Ο Μωυσής στο όρος Χωρήβ.
414
Παράρτημα
415
Εικ. 287. Ιταλία, Cividale. Η θήκη της Θάμαρ, Αρχαιολογικό Μουσείο.
Εικ. 288. Νέα Υόρκη, Μητροπολιτικό Μουσείο. Δαχτυλίδι του Μιχαήλ Ζωριανού.
416
Nivicä. Ερειπωμένη βασιλική
417