Ο Εφιάλτης Παραφυλάει - Dean Koontz

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 442

Έργα του συγγραφέα που εκδόθηκαν

στη σειρά BELL Best Seller:

Φωνή απ' το Σκοτάδι (ως Leigh Nichols)


Ο Εφιάλτης Παραφυλάει
Αστραπή
Εφιάλτες του Μεσονυχτίου
Νύχτες Τρόμου
Το Κρησφύγετο
Ψυχρή Φωτιά
Τα Δάκρυα του Δράκοντα
Ο Σωσίας
Χειμωνιάτικο Φεγγάρι
Ένταση
Φαντάσματα
Χωρίς Επιζήσαντες
Ψίθυροι στο Σκοτάδι
Φοβία
Με την Άκρη του Ματιού Του
Μια Πόρτα Πριν Τον Παράδεισο
DEAN
KOONTZ
ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ
ΠΑΡΑΦΥΛΑΕΙ

Γ' ΕΚΔΟΣΗ

Μετάφραση: Γιώργος Μπαρουξής


ISBN 960-450-196-8

Τίτλος πρωτοτύπου: «Watchers»

Copyright © 1987 by Nkui, Inc.


Originally published by Putnam Pub. Group.

Για την ελληνική γλώσσα:


© 1988, 2003 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Β.Ε.Ε.

Α' Έκδοση: Απρίλιος 1988


Β' Έκδοση: Αύγουστος 1992
Γ' Έκδοση: Απρίλιος 2003

Μετάφραση: Γιώργος Μπαρουξής


Επιμέλεια: Βαγγελιώ Χατζηευστρατίου
Διόρθωση: Ρήγας Καραλής
Σχεδιασμός εξωφύλλου: Άγγελος Αναστασιάδης

Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα,


από την ΒΙΒΛΙΑ ΕΚΤΥΠΩΣΕΙΣ ΕΠΕ
Για τον συγγραφέα

Ο Ντιν Κουντζ, εδώ και χρόνια καθιερωμένος ως «ο


πιο δημοφιλής συγγραφέας αγωνίας της Αμερικής», εί-
ναι σήμερα ένας από τους πιο γνωστούς και επιτυχημέ-
νους συγγραφείς στον κόσμο. Έχει γράψει πάνω από
σαράντα μυθιστορήματα, έντεκα από τα οποία μπήκαν
στη No 1 θέση των μπεστ σέλερ των New York Times. Ta
έργα του εκδίδονται σε 38 γλώσσες και οι συνολικές
πωλήσεις τους διεθνώς ανέρχονται σε 225 εκατομμύρια
αντίτυπα, ένας αριθμός που αυξάνεται κατά περίπου 17
εκατομμύρια αντίτυπα το χρόνο.
Ζει με τη συζυγό του Γκέρντα και το σκύλο τους Τρί-
ξι στη Νότια Καλιφόρνια.
Αυτό το βιβλίο αφιερώνεται
στον Λεναρτ Σέιν,
που όχι μόνο είναι ο καλύτερος σ' αυτό που κάνει
αλλά και ένας θαυμάσιος άνθρωπος.
Και
στην Ελίζαμπεθ Σέιν,
που είναι εξίσου καλή με τον σύζυγο της.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Συντρίβοντας το Παρελθόν

Το παρελθόν δεν είναι παρά η αρχή μιας αρχής,


και όλα όσα υπάρχουν και έχουν υπάρξει
δεν είναι παρά το αχνό φως της αυγής.
Χ. Τζ. Γουελς

Η συνάντηση δύο προσωπικοτήτων μοιάζει με τη συνεύρεση


δύο χημικών ουσιών. Αν υπάρξει κάποια αντίδραση,
μεταβάλλονται και οι δύο.
Καρλ Γιουνγκ
ΕΝΑ

Σ τις 18 του Μάη ο Τράβις Κορνέλ έκλεισε τα τριάντα


έξι. Εκείνη τη μέρα ξύπνησε στις πέντε το πρωί. Φό-
ρεσε ένα ζευγάρι γερές μπότες ορειβασίας, παντελόνι τζιν
κι ένα μπλε βαμβακερό πουκάμισο. Μετά ανέβηκε στο
φορτηγάκι του και ξεκίνησε από το σπίτι του, στη Σάντα
Μπάρμπαρα, για το Σαντιάγκο Κάνιον, στην ανατολική ά-
κρη της Κομητείας Όραντζ, νότια του Λος Άντζελες. Μαζί
του πήρε μόνο ένα πακέτο κουλουράκια, ένα μεγάλο πα-
γούρι με πορτοκαλάδα και ένα γεμάτο Σμιθ & Γουέσον
Σπέσιαλ 38.
Στις δυόμισι ώρες που κράτησε το ταξίδι του, ο Τράβις
δεν άνοιξε ούτε μια φορά το ραδιόφωνο. Δεν σιγοτραγού-
δησε, σύτε σφύριξε, όπως κάνουν συχνά οι άνθρωποι όταν
είναι μόνοι. Για κάμποση ώρα είχε στα δεξιά του τον Ει-
ρηνικό ωκεανό. Η θάλασσα είχε ένα σκούρο μελαγχολικό
χρώμα προς τον ορίζοντα, σκληρό και ψυχρό σαν του γρα-
νίτη, ενώ πιο κοντά στην παραλία απλωνόταν το πρώτο
φως της αυγής σε χαλκοπράσινα και ρόδινα χρώματα. Αλ-
λά ο Τράβις δεν κοίταξε ούτε μια φορά το θαυμάσιο τοπίο.
Ήταν ένας αδύνατος, νευρώδης άντρας με βαθουλωτά
μάτια, που είχαν το ίδιο σκούρο καστανό χρώμα με τα
μαλλιά του. To πρόσωπο του ήταν στενό, με αριστοκρατι-
κή μύτη, ψηλά ζυγωματικά και κάπως μυτερό πιγούνι. Ή-
ταν ένα ασκητικό πρόσωπο, που θα ταίριαζε σε έναν κα-
λόγερο. Όμως το πρόσωπο αυτό μπορούσε επίσης να γί-
νει ευχάριστο και ζεστό. Το χαμόγελο του κάποτε γοήτευε
τις γυναίκες, αν και όχι πρόσφατα. Είχε πολύ καιρό να
χαμογελάσει.
Τα κουλουράκια, το παγούρι και το περίστροφο ήταν
μέσα σ' ένα μικρό πράσινο πλαστικό σακίδιο, που το είχε
ακουμπισμένο στο διπλανό κάθισμα. Πότε πότε γύριζε
και κοίταζε το σακίδιο, και θαρρείς πως το βλέμμα του
διαπερνούσε το πράσινο πλαστικό και έβλεπε το γεμάτο
πιστόλι.
Από το δρόμο του Σαντιάγκο Κάνιον μπήκε σ' έναν
πολύ στενότερο επαρχιακό δρόμο και ύστερα από λίγο έ-
στριψε ξανά, μπαίνοντας σ' ένα χωματόδρομο. Λίγο μετά
τις οχτώμισι, παρκάρισε το κόκκινο φορτηγάκι στο πλάι
του δρόμου, κάτω από τα τεράστια κλαδιά ενός μεγάλου
ελάτου.
Φόρεσε το μικρό σακίδιο στους ώμους και ξεκίνησε με
τα πόδια για τους λόφους που απλώνονταν στους πρόπο-
δες των βουνών Σάντα Άννα. Ήξερε όλη αυτή την περιο-
χή σπιθαμή προς σπιθαμή, από μικρό παιδί. Ο πατέρας
του είχε ένα πέτρινο σπιτάκι στο φαράγγι του Χόλι Τζιμ
κι ο Τράβις είχε εξερευνήσει όλη τη γύρω περιοχή.
Του άρεσαν πολύ αυτά τα άγρια φαράγγια. Όταν ήταν
μικρός, έβλεπε συχνά μαύρες αρκούδες να τριγυρίζουν
στα δάση. Τώρα είχαν χαθεί πια. Υπήρχαν ακόμα ελάφια,
αλλά όχι τόσα πολλά όσα θυμόταν πριν από δύο δεκαε-
τίες. Συνέχισε για αρκετή ώρα το δρόμο του, περπατώντας
κάτω από βαλανιδιές κι αγριοπλάτανους.
Πότε πότε συναντούσε κάποια μοναχική καλύβα, ή κά-
μποσες μαζί χτισμένες κοντά κοντά. Μερικοί από τους αν-
θρώπους που έμεναν σ' αυτή την ερημιά πίστευαν ότι πλη-
σίαζε το τέλος του κόσμου, αλλά δεν είχαν το κουράγιο να
εγκατασταθούν σε κάποιο ακόμη πιο απομονωμένο και ά-
γριο μέρος. Οι περισσότεροι, πάντως, ήταν συνηθισμένοι
άνθρωποι που είχαν κουραστεί από το άγχος της σύγχρο-
νης ζωής και ζούσαν εκεί ευτυχισμένοι, παρ' όλο που δεν
είχαν ούτε υδραυλικές εγκαταστάσεις ούτε ηλεκτρισμό.
Σε λίγο ο Τράβις έφτασε σε μια ράχη χωρίς δέντρα, ό-
που το κοντό χορτάρι που είχε φυτρώσει την εποχή των
βροχών είχε ξεραθεί κιόλας παίρνοντας ένα καφέ χρώμα.
Κάθισε σε έναν πλατύ βράχο και έβγαλε το σακίδιο.
Ένας κροταλίας, γύρω στο ενάμισι μέτρο μήκος, λια-
ζόταν σε έναν άλλο επίπεδο βράχο, κάπου δεκαπέντε μέ-
τρα πιο πέρα. Σήκωσε το μυτερό του κεφάλι και τον κοί-
ταξε εξεταστικά.
Όταν ήταν μικρός, είχε σκοτώσει δεκάδες κροταλίες
σε αυτούς τους λόφους. Έβγαλε το πιστόλι από το σακί-
διο, σηκώθηκε όρθιος και έκανε μερικά βήματα προς το
φίδι. Ο κροταλίας ύψωσε κι άλλο το κεφάλι του και συνέ-
χισε να τον κοιτάζει.
Ο Τράβις έκανε άλλο ένα βήμα, άλλο ένα, και σημάδε-
ψε, κρατώντας το όπλο και με τα δυο του χέρια. Ο κροτα-
λίας άρχισε να συσπειρώνεται. Σε λίγο θα καταλάβαινε
πως δεν μπορούσε να του επιτεθεί από τέτοια απόσταση
και θα προσπαθούσε να ξεφύγει.
Η βολή ήταν εύκολη, αλλά ο Τράβις διαπίστωσε με έκ-
πληξη ότι δεν μπορούσε να πιέσει τη σκανδάλη. Είχε έρ-
θει σ' αυτούς τους λόφους όχι μόνο για να ξαναθυμηθεί
μια παλιότερη εποχή, όταν χαιρόταν που ήταν ζωντανός,
αλλά και για να σκοτώσει όσα φίδια έβρισκε μπροστά
του. Τελευταία τον κυρίευε κατάθλιψη και θυμός για τη
μοναχική και άσκοπη ζωή του και τα νεύρα του ήταν συ-
νέχεια τεντωμένα. Ήθελε να εκτονώσει αυτή την ένταση
κι ο καλύτερος τρόπος ήταν να σκοτώσει μερικά φίδια
που, έτσι κι αλλιώς, ήταν άχρηστα. Καθώς όμως κοίταζε
τον κροταλία, κατάλαβε ότι η ύπαρξη του φιδιού είχε πε-
ρισσότερο νόημα από τη δική του. Αυτό τουλάχιστον ανή-
κε στην πανίδα του τόπου και κατά πάσα πιθανότητα απο-
λάμβανε τη ζωή περισσότερο από τον ίδιο. Άρχισε να τρέ-
μει. Δεν ήταν πολύ καλός στο ρόλο του εκτελεστή. Χαμή-
λωσε το πιστόλι και γύρισε στο βράχο όπου είχε αφήσει
το σακίδιο του. Το φίδι χαμήλωσε πάλι το κεφάλι του στο
βράχο κι έμεινε ακίνητο.
Ύστερα από λίγο, άνοιξε το πακέτο με τα κουλουρά-
κια. Αυτά ήταν το αγαπημένο του γλύκισμα όταν ήταν μι-
κρός και για πρώτη φορά τα ξανάτρωγε ύστερα από δεκα-
πέντε χρόνια. Τα βρήκε σχεδόν το ίδιο γευστικά όσο τα
θυμόταν. Ήπιε λίγη πορτοκαλάδα από το παγούρι, αλλά
αυτή δεν του άρεσε όσο τα κουλουράκια. Είχε περάσει
πολύς καιρός από τότε που την έπινε, στα παιδικά του
χρόνια, και του φάνηκε πολύ γλυκιά.
Μπορείς ν' αναπολείς την αθωότητα, τους ενθουσια-
σμούς και τις χαρές της παιδικής ηλικίας, σκέφτηκε, όχι ό-
μως και να την ξαναζήσεις.
Φόρεσε πάλι το σακίδιο και, αφήνοντας τον κροταλία
να λιάζεται στο βράχο, κατέβηκε τη νότια πλαγιά της ρά-
χης μπαίνοντας στις σκιές των δέντρων που σκέπαζαν το
πάνω μέρος του φαραγγιού. Ο αέρας ήταν καθαρός και
μοσχοβολούσε από το άρωμα των δέντρων. Όταν έφτασε
στο δυτικό τοίχωμα του φαραγγιού, όπου επικρατούσε βα-
θύ σκοτάδι, έστριψε δυτικά και ακολούθησε ένα μονοπάτι
που είχαν κάνει τα ελάφια.
Λίγα λεπτά αργότερα πέρασε ανάμεσα σε δυο μεγά-
λους αγριοπλάτανους που σχημάτιζαν μια αψίδα και βγή-
κε σ' ένα ξέφωτο που λουζόταν απ' το φως του ήλιου. Από
την άλλη μεριά του ξέφωτου το μονοπάτι συνεχιζόταν
μπαίνοντας σε ένα πολύ πυκνό τμήμα του δάσους με έλα-
τα, δάφνες και αγριοπλάτανους που φύτρωναν κοντά κο-
ντά. Μπροστά του το έδαφος κατηφόριζε απότομα, καθώς
το φαράγγι γινόταν ακόμη πιο βαθύ. Στάθηκε στην άκρη
του ξέφωτου και κοίταξε την κατηφορική πλαγιά. Δεκα-
πέντε μόλις μέτρα πιο κάτω το μονοπάτι σκεπαζόταν από
βαθύ σκοτάδι.
Ήταν έτοιμος να συνεχίσει το δρόμο του, όταν ξαφνι-
κά ένα σκυλί πετάχτηκε μέσα από τους ξερούς θάμνους
στα δεξιά του κι έτρεξε κατευθείαν προς το μέρος του ξε-
φυσώντας λαχανιασμένο. Ήταν κυνηγετικό, ράτσας ριτρί-
βερ, με χρυσαφένιο τρίχωμα, και φαινόταν καθαρόαιμο.
Αρσενικό. Πρέπει να ήταν ενός χρόνου περίπου, ίσως λί-
γο παραπάνω. Το πυκνό του τρίχωμα ήταν υγρό, βρόμικο
και γεμάτο σπασμένα αγκάθια, αγριόχορτα και φύλλα.
Σταμάτησε μπροστά του, κάθισε στα πίσω πόδια του, έγει-
ρε το κεφάλι στο πλάι και τον κοίταξε με φιλική έκφραση.
Το σκυλί, αν και πολύ βρόμικο, ήταν όμορφο. Ο Τρά-
βις έσκυψε, του χάιδεψε το κεφάλι και το έξυσε πίσω από
τα αυτιά. Περίμενε να εμφανιστεί από στιγμή σε στιγμή
μέσα από τους θάμνους το αφεντικό του σκύλου, λαχανια-
σμένος και θυμωμένος ίσως που το ζώο το είχε σκάσει.
Αλλά δεν φάνηκε κανείς. Μετά σκέφτηκε να δει αν το
σκυλί φορούσε κολάρο και άδεια, μα δεν βρήκε τίποτα.
«Δεν πιστεύω να είσαι άγριο, ε;»
Το σκυλί συνέχισε ν' ανασαίνει λαχανιασμένα.
«Όχι, φέρεσαι πολύ φιλικά για να είσαι άγριο. Δεν πι-
στεύω να χάθηκες;»
Ο σκύλος έτριψε τη μουσούδα του στο χέρι του Τράβις.
Ο Τράβις τον κοίταξε ξανά και πρόσεξε ότι υπήρχε
ξεραμένο αίμα στο δεξί αυτί του. Είχε επίσης αίματα, πιο
φρέσκα, στα μπροστινά του πόδια. Φαίνεται ότι έτρεχε σε
ανώμαλο έδαφος για τόσο πολλή ώρα και με τόση δύναμη,
που οι πατούσες των ποδιών του είχαν ματώσει.
«Απ' ό,τι βλέπω, έχεις κάνει πολύ δύσκολο ταξίδι, αγό-
ρι μου».
Το σκυλί γρύλισε απαλά, σαν να συμφωνούσε.
Συνέχισε να του χαϊδεύει την πλάτη και να του ξύνει
τα αυτιά, ύστερα από λίγο όμως συνειδητοποίησε ότι κατά
βάθος ζητούσε από το σκύλο κάτι που δεν μπορούσε να
του δώσει: κάποιο νόημα, κάποιο σκοπό στη ζωή του, μια
λύση στο αδιέξοδο του.
«Εντάξει, δρόμο τώρα», είπε. Έδωσε στο σκύλο ένα ε-
λαφρύ χτύπημα στα πλευρά και μετά σηκώθηκε και τεντώ-
θηκε.
Το σκυλί έμεινε ακίνητο.
Ο Τράβις πέρασε δίπλα του και προχώρησε προς το
στενό μονοπάτι που οδηγούσε στο σκοτεινό δάσος.
Ο σκύλος έτρεξε και στάθηκε μπροστά του, κλείνοντάς
του το δρόμο.
«Έλα, φύγε από κει».
Το σκυλί γύμνωσε τα δόντια του και άφησε ένα βαθύ,
άγριο μουγκρητό.
Ο Τράβις συνοφρυώθηκε. «Έλα λοιπόν, φύγε. Άντε,
καλό σκυλί».
Πήγε να περάσει δίπλα του, αλλά ο σκύλος μούγκρισε
άγρια και πήγε να τον δαγκώσει στα πόδια.
Ο Τράβις έκανε πίσω μ' ένα πήδημα. «Ε, τι έπαθες;»
Το σκυλί σταμάτησε να μουγκρίζει κι έμεινε ακίνητο
στη θέση του, ανασαίνοντας λαχανιασμένα.
Ο Τράβις προχώρησε πάλι προς το μέρος του, αλλά ε-
κείνο όρμησε καταπάνω του πιο άγρια από πριν. Δεν γά-
βγισε, άρχισε όμως να μουγκρίζει ακόμα πιο βαθιά και
πήγε πάλι να του δαγκώσει τα πόδια, αναγκάζοντας τον
να υποχωρήσει προς το ξέφωτο. Ο Τράβις έκανε μερικά
αδέξια βήματα προς τα πίσω και μετά γλίστρησε στις πευ-
κοβελόνες κι έπεσε κάτω καθιστός.
Μόλις βρέθηκε κάτω, το σκυλί του γύρισε την πλάτη
και, διασχίζοντας το ξέφωτο, στάθηκε στην αρχή του μο-
νοπατιού και κοίταξε στο σκοτάδι που απλωνόταν μπρο-
στά του. Τα αυτιά του είχαν υψωθεί όσο περισσότερο
μπορούν να υψωθούν τα αυτιά ενός σκύλου.
«Καταραμένο σκυλί», είπε ο Τράβις.
Ο σκύλος τον αγνόησε.
«Τι διάβολο έχεις πάθει, παλιοκοπρίτη;»
Το σκυλί στεκόταν πάντα στη σκιά του δάσους και κοί-
ταζε προς το μονοπάτι. Η ουρά του ήταν χαμηλωμένη,
σχεδόν μαζεμένη ανάμεσα στα σκέλια του.
Ο Τράβις μάζεψε πέντ' έξι μικρές πέτρες από κάτω,
σηκώθηκε και πέταξε μία στο σκυλί. Το χτύπησε στην
πλάτη με αρκετή δύναμη, αλλά εκείνο δεν γάβγισε. Γύρισε
μόνο απότομα προς τα πίσω και τον κοίταξε με έκπληξη.
Τώρα μάλιστα, σκέφτηκε ο Τράβις, την έκανα τη βλα-
κεία μου. Τώρα θα μου ορμήσει για τα καλά.
Αλλά το σκυλί τον κοίταξε μόνο επιτιμητικά, συνεχίζο-
ντας να του φράζει το δρόμο προς το μονοπάτι.
Κάτι στη συμπεριφορά του ζώου -ίσως τα σκούρα μά-
τια του ή το γερτό κεφάλι του- έκανε τον Τράβις να νιώ-
σει ενοχές που του πέταξε την πέτρα. Αυτό το αναθεματι-
σμένο σκυλί τον κοίταζε σαν να είχε απογοητευτεί απ' τη
συμπεριφορά του και ο Τράβις ντράπηκε.
«Για άκου εδώ!» είπε. «Εσύ άρχισες πρώτος».
Το σκυλί συνέχισε να τον κοιτάζει.
Ο Τράβις πέταξε κάτω τις άλλες πέτρες που κρατούσε
στα χέρια του.
Το σκυλί τις κοίταξε και μετά σήκωσε πάλι το κεφάλι.
Ο Τράβις θα μπορούσε να πάρει όρκο πως τώρα τον κοί-
ταζε με επιδοκιμασία.
Έμεινε για μια στιγμή αναποφάσιστος. Θα μπορούσε
να γυρίσει πίσω. Ή θα μπορούσε να βρει έναν άλλο δρό-
μο για να κατέβει στο φαράγγι. Αλλά τον είχε κυριεύσει
μια παράλογη αποφασιστικότητα να ακολουθήσει το δρό-
μο του, να πάει εκεί που ήθελε αυτός. Ειδικά αυτή τη μέ-
ρα δεν θα άφηνε να τον βγάλει από το δρόμο του, ή ακό-
μα και να τον καθυστερήσει, ένα σκυλί.
Σηκώθηκε, τίναξε ψηλά τους ώμους για να ξαναφέρει
το σακίδιο στη θέση του, πήρε μια βαθιά ανάσα και διέ-
σχισε με σταθερό βήμα το ξέφωτο.
Το σκυλί άρχισε να μουγκρίζει και πάλι, απαλά αλλά
απειλητικά. Τα χείλη του τραβήχτηκαν πίσω και φάνηκαν
τα δόντια του.
Με κάθε βήμα που έκανε ο Τράβις ένιωθε να χάνει το
κουράγιο του και όταν βρέθηκε λίγα μέτρα μπροστά από
το σκυλί αποφάσισε να ακολουθήσει διαφορετική τακτική.
Σταμάτησε, κούνησε το κεφάλι και άρχισε να μαλώνει το
σκυλί, μιλώντας όμως μαλακά: «Κακό σκυλί. Είσαι πολύ
κακό σκυλί. Το ξέρεις; Τι έπαθες έτσι ξαφνικά; Ε; Και δε
φαίνεσαι να είσαι κακό σκυλί. Εσύ είσαι καλό σκυλάκι».
Συνέχισε να του μιλά έτσι κι ο σκύλος σταμάτησε να
μουγκρίζει. Η φουντωτή ουρά του κουνήθηκε μία φορά,
δύο, επιφυλακτικά.
«Μπράβο, καλό παιδί», είπε ο Τράβις. «Έτσι μπράβο.
Εμείς οι δυο μπορούμε να γίνουμε φίλοι, έτσι;»
Το σκυλί έβγαλε ένα φιλικό γρύλισμα, εκείνο τον ήχο
που βγάζουν όλα τα σκυλιά για να εκφράσουν την επιθυ-
μία τους να τα αγαπούν.
«Έτσι μπράβο», είπε ο Τράβις και έκανε άλλο ένα βή-
μα προς το σκύλο, θέλοντας να σκύψει και να τον χαϊδέψει.
Αμέσως το σκυλί του όρμησε γρυλίζοντας και τον ανά-
γκασε να υποχωρήσει πάλι στο ξέφωτο. Άρπαξε με τα δό-
ντια του το ένα μπατζάκι του παντελονιού του και τίναξε
με δύναμη το κεφάλι του. Ο Τράβις πήγε να το κλοτσήσει,
αλλά δεν το πέτυχε. Καθώς παραπατούσε, έχοντας χάσει
την ισορροπία του από την άστοχη κλοτσιά, το σκυλί άρ-
παξε το άλλο μπατζάκι και έτρεξε κάνοντας έναν κύκλο
γύρω του και τραβώντας τον δυνατά. Ο Τράβις άρχισε να
γυρίζει πηδώντας στο ένα πόδι και προσπαθώντας να
κρατήσει την ισορροπία του, αλλά τελικά έπεσε και πάλι,
βροντώντας με δύναμη κάτω.
«Φτου να πάρει η οργή!» είπε, νιώθοντας τρομερά γε-
λοίος.
Το σκυλί γρύλισε απαλά, έχοντας βρει και πάλι τη φι-
λική του διάθεση, και του έγλειψε το χέρι.
«Ε λοιπόν, είσαι σχιζοφρενικό», είπε ο Τράβις.
Ο σκύλος πήγε πάλι στην άλλη άκρη του ξέφωτου. Στά-
θηκε με την πλάτη γυρισμένη στον Τράβις, κοιτάζοντας
πάντα το μονοπάτι που χανόταν στο σκοτάδι. Ξαφνικά,
χαμήλωσε το κεφάλι και μάζεψε τους ώμους. Οι μύες της
πλάτης και των πλευρών του σφίχτηκαν, σαν να ετοιμαζό-
ταν να τρέξει.
«Τι συμβαίνει; Τι κοιτάζεις;» είπε ο Τράβις, συνειδη-
τοποιώντας ξαφνικά ότι το σκυλί δεν ενδιαφερόταν για το
ίδιο το μονοπάτι, αλλά για κάτι που ήταν στο μονοπάτι.
«Μήπως είναι κανένα πούμα;» αναρωτήθηκε μεγαλόφω-
να καθώς σηκωνόταν όρθιος. Όταν ήταν μικρός ζούσαν
αρκετά πούμα και κούγκαρ στην περιοχή, και ίσως να υ-
πήρχαν μερικά ακόμη.
Το σκυλί γρύλισε, όχι για τον Τράβις αυτή τη φορά,
αλλά για αυτό που παρακολουθούσε. Ο ήχος ήταν σιγα-
νός, μόλις που ακούστηκε, μα ο Τράβις κατάλαβε ότι το
σκυλί ήταν θυμωμένο και φοβισμένο μαζί.
Μήπως πλησίαζαν κογιότ; Υπήρχαν πολλά απ' αυτά στο
δάσος. Ένα κοπάδι πεινασμένα κογιότ θα μπορούσαν να
φοβίσουν ακόμα και ένα τόσο δυνατό και περήφανο ζώο.
To σκυλί άφησε ένα ξαφνιασμένο γάβγισμα, γύρισε με
ένα πήδημα και όρμησε προς το μέρος του Τράβις, τον
προσπέρασε και βρέθηκε στην άλλη άκρη του ξέφωτου. Ο
Τράβις νόμισε ότι θα εξαφανιζόταν μέσα στο δάσος, αυτό
όμως στάθηκε κάτω από την αψίδα που σχημάτιζαν οι δυο
αγριοπλάτανοι από όπου είχε περάσει πριν από λίγο ο
Τράβις. Μετά γύρισε και τον κοίταξε σαν κάτι να περίμε-
νε. Βλέποντας ότι ο Τράβις δεν το ακολουθούσε, ήρθε πά-
λι προς το μέρος του, δείχνοντας εκνευρισμό και ανησυ-
χία, έκανε έναν κύκλο γύρω του, άρπαξε το μπατζάκι του
παντελονιού του και το τράβηξε προσπαθώντας να τον σύ-
ρει προς τους αγριοπλάτανους.
«Εντάξει, εντάξει, περίμενε», είπε ο Τράβις.
Το σκυλί άφησε το παντελόνι του και γάβγισε μια φο-
ρά σιγανά.
Προφανώς -όσο απίθανο κι αν φαινόταν- το σκυλί τον
είχε εμποδίσει σκόπιμα να κατεβεί στο σκοτεινό μονοπά-
τι επειδή υπήρχε κάτι εκεί. Κάτι επικίνδυνο. Τώρα ο σκύ-
λος του έλεγε να φύγει γιατί αυτό το επικίνδυνο πλάσμα
πλησίαζε.
Κάτι ερχόταν. Αλλά τι;
Ο Τράβις δεν ανησυχούσε -αισθανόταν μόνο περιέρ-
γεια. Το πλάσμα που πλησίαζε μπορεί να τρόμαζε ένα
σκύλο, αλλά κανένα από τα ζώα αυτού του δάσους, ούτε
καν τα κογιότ και τα κούγκαρ, δεν θα ριχνόταν σε ένα με-
γάλο άνθρωπο.
Γρυλίζοντας ανυπόμονα, το σκυλί προσπάθησε να αρ-
πάξει πάλι το παντελόνι του Τράβις.
Η συμπεριφορά του ήταν παράξενη. Αν φοβόταν, γιατί
δεν το έβαζε στα πόδια, αδιαφορώντας για τον άνθρωπο
που είχε συναντήσει τυχαία; Ο Τράβις δεν ήταν το αφεντι-
κό του. Το σκυλί δεν όφειλε να τον προστατεύσει. Τα αδέ-
σποτα σκυλιά δεν έχουν καμιά αίσθηση καθήκοντος απέ-
ναντι στους ξένους. Τι ήθελε, λοιπόν, να παραστήσει αυ-
τός ο σκύλος -τη Λάσι;
«Εντάξει, εντάξει», είπε ο Τράβις, τραβώντας το πα-
ντελόνι του από τα δόντια του σκύλου και προχωρώντας
προς τους αγριοπλάτανους.
Το σκυλί έτρεξε μπροστά του, παίρνοντας το ανηφορι-
κό μονοπάτι που οδηγούσε στην άκρη του φαραγγιού, δια-
σχίζοντας μια περιοχή με πιο αραιή βλάστηση και περισ-
σότερο φως.
Όταν ο Τράβις έφτασε στους αγριοπλάτανους, σταμά-
τησε για μια στιγμή. Κοίταξε συνοφρυωμένος πέρα από το
ξέφωτο, το σκοτεινό σημείο απ' όπου άρχιζε το κατηφορι-
κό μονοπάτι. Τι ήταν αυτό που ερχόταν;
Ξαφνικά οι στριγκές φωνές των τζιτζικιών σταμάτησαν
όλες μαζί, λες και κάποιος είχε σηκώσει τη βελόνα από έ-
να δίσκο του πικάπ. Σε όλο το δάσος απλώθηκε μια αφύ-
σικη σιωπή.
Μετά ο Τράβις άκουσε κάτι να ανεβαίνει γρήγορα το
σκοτεινό μονοπάτι. Ήταν ένας πνιχτός θόρυβος, σαν από
βήματα. Έ ν α κατρακύλημα, σαν από πέτρες που είχαν
φύγει από τη θέση τους, ένα αμυδρό θρόισμα των ξερών
θάμνων. Το πλάσμα μάλλον ακουγόταν πιο κοντά από ό,τι
ήταν στην πραγματικότητα, γιατί ο θόρυβος ενισχυόταν α-
πό τη σήραγγα που σχημάτιζαν τα πυκνά δέντρα. Και πά-
λι, όμως, πρέπει να πλησίαζε γρήγορα. Πολύ γρήγορα.
Για πρώτη φορά, ο Τράβις αισθάνθηκε ότι διέτρεχε
μεγάλο κίνδυνο. Ήξερε ότι κανένα από τα ζώα του δά-
σους δεν ήταν αρκετά μεγάλο ή αρκετά τολμηρό για να
του επιτεθεί, όμως αυτή η σκέψη δεν τον καθησύχαζε πια
και η καρδιά του άρχισε να βροντάει στο στήθος του.
Το σκυλί, που βρισκόταν λίγο πιο μπροστά στο ανηφο-
ρικό μονοπάτι, αντιλήφθηκε το δισταγμό του και γάβγισε
ανήσυχο.
Πριν από μερικές δεκαετίες, θα μπορούσε ίσως να
σκεφτεί ότι το πλάσμα που ανέβαινε τρέχοντας το μονο-
πάτι ήταν μια μαύρη αρκούδα, ξετρελαμένη ίσως από τον
πόνο ενός τραύματος ή από κάποια αρρώστια. Αλλά οι
άνθρωποι που έμεναν στις καλύβες του δάσους και οι εκ-
δρομείς που έρχονταν εδώ τα Σαββατοκύριακα είχαν διώ-
ξει τις λίγες αρκούδες που απέμεναν, αναγκάζοντας τες
να καταφύγουν πιο ψηλά, στα βουνά Σάντα Άννα.
Από τους θορύβους που ακούγονταν, σε μερικά δευτε-
ρόλεπτα το άγνωστο ζώο θα έφτανε στο ξέφωτο.
Ο Τράβις αισθάνθηκε ρίγη στη ραχοκοκαλιά του. Ή-
θελε να δει τι ήταν αυτό το πράγμα, αλλά ταυτόχρονα είχε
παγώσει από τρόμο.
Το σκυλί γάβγισε και πάλι. Βρισκόταν λίγο πιο πάνω
στο μονοπάτι.
Ο Τράβις γύρισε κι άρχισε να τρέχει.
Ήταν σε πολύ καλή φόρμα, χωρίς ούτε ένα περιττό κι-
λό. Έσφιξε τα μπράτσα του κοντά στα πλευρά του και άρ-
χισε να ανεβαίνει το μονοπάτι, τρέχοντας πίσω από το
σκύλο, σκύβοντας πότε πότε για να περάσει κάτω από με-
ρικά κλαδιά που κρέμονταν χαμηλά. Οι σόλες που είχαν
οι μπότες του ήταν ενισχυμένες με καρφιά, με αποτέλεσμα
να τον στηρίζουν καλά. Γλίστρησε μερικές φορές σε πέ-
τρες και πευκοβελόνες, αλλά δεν έπεσε. Καθώς συνέχιζε
το τρέξιμο, αισθάνθηκε σιγά σιγά μια φωτιά να ανάβει
στα πνευμόνια του.
Η ζωή του Τράβις Κορνέλ ήταν γεμάτη κινδύνους και
τραγωδίες, αλλά ποτέ μέχρι τότε δεν το είχε βάλει στα πό-
δια. Ακόμη και στις χειρότερες καταστάσεις, αντιμετώπι-
ζε ήρεμα τις απώλειες, τον πόνο και το φόβο. Τώρα όμως
του είχε συμβεί κάτι παράξενο. Είχε χάσει κάθε έλεγχο
του εαυτού του. Για πρώτη φορά στη ζωή του είχε πανικο-
βληθεί. Ο φόβος είχε εισχωρήσει βαθιά μέσα του. Καθώς
έτρεχε, αισθάνθηκε να ανατριχιάζει ολόκληρος και να τον
λούζει κρύος ιδρώτας. Δεν ήξερε γιατί αυτός ο άγνωστος
διώκτης τον γέμιζε με έναν τέτοιο ανεξέλεγκτο τρόμο.
Δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω του. Στην αρχή δεν γύρι-
ζε γιατί δεν ήθελε να πάρει τα μάτια του από το μονοπάτι
που απλωνόταν όλο στροφές μπροστά του. Καθώς έτρεχε,
όμως, ο πανικός του μεγάλωσε και ύστερα από καμιά δια-
κοσαριά μέτρα δεν ήθελε πια να γυρίσει από φόβο για το
τι μπορεί να έβλεπε πίσω του.
Ήξερε ότι αυτή η αντίδραση ήταν παράλογη. Αυτή η
ανατριχίλα που απλωνόταν στο σβέρκο του και το παγερό
σφίξιμο στο στομάχι ήταν συμπτώματα ενός υπερφυσικού,
δεισιδαιμονικού τρόμου. Αλλά τώρα ο πολιτισμένος και
μορφωμένος Τράβις Κορνέλ είχε παραδώσει τον έλεγχο
της συμπεριφοράς του στο τρομαγμένο πρωτόγονο παιδί
που υπάρχει μέσα σε κάθε άνθρωπο. Τον είχε κυριεύσει
ένα άγριο, ακατανίκητο ένστικτο, που του έλεγε ότι πρέ-
πει να τρέξει, να τρέξει, να τρέξει, να σταματήσει να σκέ-
φτεται και να τρέξει.
Κοντά στην αρχή του φαραγγιού, το μονοπάτι έστριβε
αριστερά και άρχιζε να ανεβαίνει με φιδίσιες στροφές
στην απότομη βόρεια πλαγιά προς τη ράχη του φαραγγιού.
Καθώς έπαιρνε μια στροφή, είδε έναν κορμό πεσμένο στο
δρόμο του. Πήδηξε από πάνω του, αλλά το πόδι του χτύ-
πησε στο σάπιο ξύλο και έπεσε μπροστά, χτυπώντας με το
στήθος στο έδαφος. Απέμεινε εκεί, παράλυτος από το χτύ-
πημα, ανήμπορος να ανασάνει ή να σηκωθεί.
Περίμενε πως από στιγμή σε στιγμή κάτι θα ορμούσε
πάνω του και θα του ξέσκιζε το λαιμό. Το σκυλί γύρισε
τρέχοντας προς το μέρος του, πήδηξε από πάνω του και
προσγειώθηκε με άνεση στο μονοπάτι πίσω του. Αρχισε να
γαβγίζει το πλάσμα που τους κυνηγούσε, πολύ πιο άγρια κι
απειλητικά απ' όσο είχε γαβγίσει τον Τράβις στο ξέφωτο.
Ο Τράβις γύρισε ανάσκελα και ανακάθισε, ανασαίνο-
ντας λαχανιασμένα. Δεν είδε τίποτα στο μονοπάτι πίσω
τους. Μετά όμως είδε ότι το σκυλί δεν κοίταζε προς αυτή
την κατεύθυνση· ήταν στραμμένο προς τα δέντρα, στο
πλάι του μονοπατιού, προς την ανατολική μεριά του δά-
σους. Γάβγιζε με όλη του τη δύναμη, τόσο άγρια και δυνα-
τά, που ο Τράβις αισθάνθηκε τα αυτιά του να πονούν από
τους απότομους, διαπεραστικούς ήχους. Το σκυλί προει-
δοποιούσε τον αόρατο εχθρό να μην πλησιάσει.
«Ήσυχα», είπε ο Τράβις σιγανά. «Ήσυχα».
Το σκυλί σταμάτησε να γαβγίζει, αλλά δεν γύρισε να
κοιτάξει τον Τράβις. Συνέχισε να έχει το βλέμμα του καρ-
φωμένο στα δέντρα. Γύμνωσε τα δόντια του και άφησε έ-
να βαθύ, απειλητικό γρύλισμα.
Ο Τράβις σηκώθηκε όρθιος ανασαίνοντας ακόμη βα-
ριά και κοίταξε στο δάσος, προς τα ανατολικά. Είδε μόνο
πεύκα, έλατα και αγριοπλάτανους. Βαθιές σκιές απλώνο-
νταν ανάμεσα στα δέντρα, που τις διαπερνούσαν εδώ κι ε-
κεί κάποιες λεπτές ακτίνες από φως. Θάμνοι, βάτα, αναρ-
ριχητικά, μερικά βράχια. Δεν είδε τίποτα ασυνήθιστο.
Απλωσε το χέρι του και άγγιξε το κεφάλι του σκύλου.
Αυτός σταμάτησε αμέσως να γρυλίζει, σαν να είχε κατα-
λάβει το σκοπό του. Ο Τράβις κράτησε την αναπνοή του
και αφουγκράστηκε.
Τα τζιτζίκια σιωπούσαν ακόμη, το ίδιο και τα πουλιά.
Το δάσος ήταν σιωπηλό, λες κι όλη η φύση είχε νεκρωθεί.
Ήταν σίγουρος πως δεν είχε προκαλέσει ο ίδιος αυτή
τη σιωπή. 'Οταν είχε διασχίσει προηγουμένως το φαράγγι,
το πέρασμά του δεν είχε ενοχλήσει ούτε τα τζιτζίκια ούτε
τα πουλιά.
Υπήρχε πραγματικά κάτι εκεί γύρω. Ένας εισβολέας
που δεν άρεσε καθόλου στα πλάσματα του δάσους.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και την κράτησε ξανά, τεντώ-
νοντας το αυτί του για να ακούσει, και την παραμικρή κί-
νηση ανάμεσα στα δέντρα. Αυτή τη φορά άκουσε ένα
θρόισμα στους θάμνους, ένα κλαδί που έσπασε, το απαλό
τρίξιμο από ξερά φύλλα που πατιούνται -και την παράξε-
νη, βαριά, τραχιά ανάσα κάποιου μεγάλου ζώου. Πρέπει
να ήταν κάπου δεκαπέντε μέτρα μακριά τους, αλλά δεν
μπορούσε να εντοπίσει που ακριβώς.
Δίπλα του, το σκυλί είχε κοκαλώσει. Τα αυτιά του ήταν
τεντωμένα, στραμμένα προς τα εμπρός.
Η βραχνή ανάσα του διώκτη ήταν τόσο τρομακτική
-είτε από την ηχώ που δημιουργούσε το φαράγγι είτε ε-
πειδή ήταν από μόνη της τρομακτική-, ώστε ο Τράβις κα-
τέβασε γρήγορα το σακίδιο του, το άνοιξε κι έβγαλε το
γεμάτο 38άρι.
Το σκυλί κοίταξε το όπλο. Ο Τράβις είχε την παράξε-
νη αίσθηση ότι το ζώο ήξερε τι είναι το περίστροφο και ό-
τι το επιδοκίμαζε.
Ο Τράβις αναρωτήθηκε μήπως ο διώκτης τους ήταν
άνθρωπος. «Ποιος είναι εκεί πέρα;» φώναξε. «Βγες έξω
να σε δω».
Η άγρια ανάσα που ακουγόταν ανάμεσα στους θά-
μνους συνοδεύτηκε τώρα από ένα βραχνό, απειλητικό
μουγκρητό. Ακούγοντας την αλλόκοτη, απροσδιόριστη
χροιά του, ο Τράβις αισθάνθηκε το φόβο να τον διαπερνά
ολόκληρο, σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Η καρδιά του άρχισε να
χτυπά ακόμα πιο δυνατά και κοκάλωσε κι αυτός σαν το
σκυλί δίπλα του. Για μερικές στιγμές δεν μπορούσε να κα-
ταλάβει γιατί αυτός ο ήχος τού προκάλεσε έναν τέτοιο
τρόμο. Μετά συνειδητοποίησε ότι εκείνο που τον τρόμαζε
ήταν ότι αδυνατούσε να προσδιορίσει τον ήχο: το μου-
γκρητό προερχόταν σίγουρα από ένα ζώο... από την άλλη
μεριά, όμως, είχε έναν τόνο και μια διακύμανση που θα
μπορούσε να είναι και ήχος τον οποίο βγάζει ένας εξοργι-
σμένος άνθρωπος. Με κάθε στιγμή που περνούσε, ο Τρά-
βις βεβαιωνόταν ότι ο ήχος δεν ήταν οΰτε εντελώς ζωώδης
ούτε εντελώς ανθρώπινος. Αλλά... αν δεν ήταν τίποτα από
τα δυο... τότε τι διάβολο ήταν;
Ξαφνικά είδε τους θάμνους κατευθείαν μπροστά του
να κινούνται. Κάτι ερχόταν προς το μέρος του.
«Σταμάτα», φώναξε κοφτά. «Μην πλησιάζεις άλλο».
Συνέχισε να έρχεται.
Τώρα απείχε μόνο δέκα μέτρα.
Προχωρούσε πιο αργά από πριν, ίσως πιο επιφυλακτι-
κά -αλλά συνέχιζε να πλησιάζει.
Το σκυλί άρχισε να μουγκρίζει απειλητικά, προειδο-
ποιώντας και πάλι το διώκτη τους. Αλλά ο Τράβις είδε ότι
το κεφάλι του έτρεμε και τα πλευρά του ριγούσαν. Αν και
το μουγκρητό του απειλούσε το πλάσμα που κρυβόταν
στους θάμνους, ήταν φανερό πως η προοπτική μιας σύ-
γκρουσης ανάμεσά τους το γέμιζε με ένα βαθύ τρόμο.
Ο φόβος του σκυλιού μεταδόθηκε και στον Τράβις. Τα
κυνηγετικά σκυλιά φημίζονται για την τόλμη και το θάρ-
ρος τους. Ανατρέφονται ειδικά σαν σύντροφοι των κυνη-
γών και συχνά χρησιμοποιούνται σε επικίνδυνες επιχειρή-
σεις διάσωσης. Ποιος κίνδυνος, ή ποιος εχθρός θα μπο-
ρούσε να προκαλέσει έναν τέτοιο τρόμο σε ένα τόσο δυ-
νατό και περήφανο ζώο;
Το πλάσμα συνέχισε να έρχεται προς το μέρος τους κι-
νούμενο ανάμεσα στους θάμνους. Τώρα, δεν απείχε πάνω
από έξι με εφτά μέτρα.
Αν και δεν είχε δει τίποτα το παράξενο, ο Τράβις είχε
την αίσθηση μιας απροσδιόριστης και φρικτής παρουσίας,
γι' αυτό και κυριεύτηκε από έναν υπερφυσικό τρόμο. Έ-
λεγε ξανά και ξανά στον εαυτό του ότι δεν ήταν παρά ένα
κούγκαρ, απλώς ένα κούγκαρ που ήταν ίσως πιο φοβισμέ-
νο απ' αυτόν. Αλλά η παγερή ανατριχίλα, που ξεκινούσε
από τη βάση της σπονδυλικής του στήλης και ανέβαινε μέ-
χρι τις τρίχες του κεφαλιού του, γινόταν όλο και πιο έντο-
νη. Η παλάμη του ήταν τόσο ιδρωμένη, που φοβόταν μή-
πως του γλιστρήσει το πιστόλι.
Πέντε μέτρα.
Ο Τράβις σήκωσε το πιστόλι και πυροβόλησε μία φορά
στον αέρα σαν προειδοποίηση. Ο κρότος αντήχησε εκκω-
φαντικός μέσα στο σιωπηλό δάσος και η ηχώ του επανα-
λήφθηκε ξανά και ξανά μέσα στο μακρύ φαράγγι.
Το σκυλί ούτε καν ταράχτηκε απ' τον πυροβολισμό, ό-
μως το πλάσμα που βρισκόταν στους θάμνους αμέσως γύ-
ρισε και απομακρύνθηκε, ανεβαίνοντας την πλαγιά προς
τα βόρεια, με κατεύθυνση το χείλος του φαραγγιού. Ο
Τράβις δεν το έβλεπε, αλλά μπορούσε να παρακολουθή-
σει τη γρήγορη πορεία του από τα ψηλά χόρτα και τους
θάμνους που κουνιόνταν και άνοιγαν στο πέρασμά του.
Για μια στιγμή αισθάνθηκε ανακούφιση, γιατί νόμισε ό-
τι ο διώκτης τους φοβήθηκε κι έφυγε. Μετά όμως κατάλα-
βε ότι το άγνωστο πλάσμα δεν το είχε βάλει στα πόδια.
Προχωρούσε βόρεια βορειοδυτικά, ακολουθώντας μια κα-
μπύλη διαδρομή που θα το έφερνε στο μονοπάτι, πάνω από
τον Τράβις και το σκύλο. Διαισθάνθηκε ότι το πλάσμα προ-
σπαθούσε να τους κόψει το δρόμο και να τους αναγκάσει
να πάρουν πάλι το κατηφορικό μονοπάτι, όπου θα είχε πε-
ρισσότερες ευκαιρίες για να τους επιτεθεί. Δεν ήξερε πώς
το είχε καταλάβει, ήταν όμως απόλυτα σίγουρος γι' αυτό.
Το αρχέγονο ένστικτο της επιβίωσης τον έκανε να κι-
νηθεί αυτόματα, χωρίς να χρειάζεται να σκεφτεί μία μία
τις κινήσεις του. Ήταν μια ζωώδης σιγουριά που την είχε
νιώσει μόνο στο πεδίο της μάχης, πριν από μία δεκαετία.
Έχοντας πάντα το νου του στις κινήσεις των θάμνων
στα δεξιά του, παράτησε το σακίδιο, κρατώντας μόνο το
πιστόλι, και άρχισε να ανεβαίνει τρέχοντας το απότομο
μονοπάτι. To σκυλί έτρεχε πίσω του. Όσο γρήγορος κι αν
ήταν, όμως, δεν μπορούσε να προλάβει τον άγνωστο ε-
χθρό. Όταν κατάλαβε ότι θα έφτανε στο μονοπάτι από
πάνω τους, έριξε άλλη μια προειδοποιητική βολή στον αέ-
ρα, που αυτή τη φορά όμως δεν ξάφνιασε, ούτε καθυστέ-
ρησε τον άγνωστο διώκτη τους. Τότε, πυροβόλησε δύο φο-
ρές μέσα στους θάμνους, προς τα εκεί όπου έβλεπε κίνη-
ση, χωρίς να νοιάζεται για την περίπτωση που αυτός που
τους ακολουθούσε ήταν άνθρωπος. Αυτή τη φορά οι πυρο-
βολισμοί έφεραν αποτέλεσμα. Μάλλον δεν είχε χτυπήσει
τον εχθρό, αλλά τουλάχιστον τον φόβισε και τον ανάγκα-
σε να απομακρυνθεί.
Συνέχισε να τρέχει. Ήθελε να φτάσει στη ράχη του
φαραγγιού, όπου τα δέντρα και οι θάμνοι αραίωναν και
υπήρχε περισσότερο φως και λιγότερες σκιές.
Έφτασε εκεί ύστερα από τρέξιμο μερικών λεπτών. Ή-
ταν τρομερά λαχανιασμένος και οι μύες των ποδιών του
τον πονούσαν. Η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά, που
δεν θα παραξενευόταν αν άκουγε την ηχώ της ν' αντηχεί
στο φαράγγι.
Το σκυλί είχε ακολουθήσει τον Τράβις. Στεκόταν τώρα
πλάι του, λαχανιασμένο κι αυτό, και κοίταζε την πλαγιά
που είχαν ανεβεί.
Ο Τράβις ένιωθε ζάλη από το πολύ τρέξιμο. Ήθελε να
καθίσει και να ξεκουραστεί, αλλά ήξερε ότι κινδύνευε α-
κόμα. Κοίταξε το μονοπάτι, ψάχνοντας με τα μάτια τους
θάμνους στην πλαγιά από κάτω τους. Αν τους ακολουθού-
σε ο διώκτης τους ακόμα, πρέπει τώρα να κινιόταν με με-
γαλύτερη προσοχή, ανεβαίνοντας την πλαγιά χωρίς να τα-
ράζει τους θάμνους.
Ο σκύλος γρύλισε και τράβηξε το παντελόνι του Τρά-
βις. Μετά έτρεξε πάνω στη στενή ράχη προς έναν κατήφο-
ρο που οδηγούσε στο επόμενο φαράγγι. Του έδειχνε κα-
θαρά πως βρίσκονταν ακόμα σε κίνδυνο κι έπρεπε να συ-
νεχίσουν το δρόμο τους.
Ο Τράβις ένιωθε κι αυτός της απειλή. Ο πρωτόγονος
φόβος του και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης τον έκα-
ναν να τρέξει πίσω από το σκύλο, διασχίζοντας τη ράχη
και κατεβαίνοντας στο επόμενο φαράγγι.

2
Ο Βίνσεντ Νάσκο περίμενε στο σκοτεινό γκαράζ αρκετές
ώρες. Δεν έδειχνε άνθρωπος που μπορούσε να περιμένει.
Ήταν μεγαλόσωμος -πάνω από ενενήντα κιλά, ύψος σχε-
δόν ένα κι ενενήντα, και μυώδης- και φαινόταν να ξεχει-
λίζει από ενεργητικότητα. Το πλατύ πρόσωπο του ήταν ή-
ρεμο και ανέκφραστο σαν το πρόσωπο μιας αγελάδας.
Αλλά τα πράσινα μάτια του άστραφταν από ζωντάνια και
παρατηρούσαν τα πάντα με μια ανήσυχη, «πεινασμένη»
έκφραση, που θα περίμενε κανείς να βρει στα μάτια ενός
άγριου ζώου, ίσως ενός αγριόγατου, ποτέ όμως στα μάτια
ενός ανθρώπου. Παρά την τρομερή του ενεργητικότητα, ή-
ταν υπομονετικός σαν γάτα. Μπορούσε να μένει για ώρες
ακίνητος και σιωπηλός, περιμένοντας τη λεία του.
Στις δέκα παρά είκοσι το πρωί, πολύ πιο αργά από ό,τι
περίμενε ο Νάσκο, η κλειδαριά της πόρτας που συνέδεε το
σπίτι με το γκαράζ άνοιξε με ένα κοφτό, σκληρό «κλακ».
Αμέσως μετά άνοιξε και η πόρτα, και ο δόκτωρ Ντέιβις
Γουέδερμπι άναψε τα φώτα και μετά πήγε να πατήσει το
κουμπί που ανέβαζε την εξωτερική πόρτα του γκαράζ.
«Στοπ! Ακίνητος!» είπε ο Νάσκο, βγαίνοντας από το
μέρος όπου ήταν κρυμμένος και προχωρώντας προς την
γκρίζα Κάντιλακ του γιατρού.
Ο Γουέδερμπι τον κοίταξε κατάπληκτος. «Ποιος διά-
βολο είσαι;...»
Ο Νάσκο σήκωσε το πιστόλι που κρατούσε, ένα Βάλ-
τερ Ρ-38 με σιγαστήρα, και πυροβόλησε μια φορά το για-
τρό στο πρόσωπο.
Σσσσναπ.
Η φράση του γιατρού έμεινε στη μέση. Ο Γουέδερμπι
έπεσε προς τα πίσω, μέσα στο πλυσταριό. Καθώς σωρια-
ζόταν κάτω, το κεφάλι του χτύπησε στο στεγνωτήριο των
ρούχων.
Ο Νάσκο δεν ανησύχησε για το θόρυβο. Ήξερε ότι ο
Γουέδερμπι ήταν ανύπαντρος και ζούσε μόνος. Έσκυψε
πάνω από το πτώμα και ακούμπησε τρυφερά το χέρι του
στο πρόσωπο του γιατρού.
Η σφαίρα είχε χτυπήσει τον Γουέδερμπι στο μέτωπο,
κάπου δύο εκατοστά πάνω από τα φρύδια. Δεν είχε τρέξει
πολύ αίμα γιατί ο θάνατος ήταν ακαριαίος και η σφαίρα
δεν ήταν αρκετά δυνατή ώστε να διαπεράσει το κρανίο
του γιατρού από το πίσω μέρος. Τα καστανά μάτια του
Γουέδερμπι ήταν ολάνοιχτα. Φαινόταν έκπληκτος.
Ο Βινς χάιδεψε το ζεστό μάγουλο του Γουέδερμπι και
το πλάι του λαιμού του. Έκλεισε πρώτα το αριστερό του
μάτι και μετά το δεξί, αν και ήξερε ότι οι μεταθανάτιοι
μυϊκοί σπασμοί θα τα άνοιγαν και πάλι ύστερα από μερι-
κά λεπτά. Με φωνή που έτρεμε από ευγνωμοσύνη ο Βινς
είπε: «Ευχαριστώ, γιατρέ. Ευχαριστώ». Φίλησε τον νεκρό
και στα δυο μάτια. «Σ' ευχαριστώ».
Ο Νάσκο αισθάνθηκε ρίγη ικανοποίησης να τον δια-
περνούν. Πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου από το πάτω-
μα όπου είχαν πέσει, πήγε στην Κάντιλακ και άνοιξε το
πορτμπαγκάζ, προσέχοντας να μην αγγίξει καμιά επιφά-
νεια όπου θα μπορούσε να αφήσει δακτυλικά αποτύπωμα-
τα. Ωραία, ήταν άδειο. Πήρε το πτώμα του Γουέδερμπι, το
έβαλε στο πορτμπαγκάζ, το έκλεισε και το κλείδωσε.
Του είχαν πει ότι το πτώμα του γιατρού έπρεπε να α-
νακαλυφθεί την επόμενη μέρα. Δεν ήξερε γιατί αυτό ήταν
τόσο σημαντικό, αλλά πάντα καυχιόταν για την άψογη
δουλειά του. Έτσι γύρισε στο πλυσταριό και κοίταξε γύ-
ρω του για να δει μήπως υπήρχαν ίχνη βίας. Ικανοποιημέ-
νος απ' την εξέταση, έκλεισε την πόρτα του πλυσταριού
και την κλείδωσε με τα κλειδιά του Γουέδερμπι.
Έσβησε τα φώτα του γκαράζ, διέσχισε το σκοτεινό δω-
μάτιο και βγήκε από την πλαϊνή πόρτα, από όπου είχε μπει
την προηγούμενη νύχτα ανοίγοντας την κλειδαριά με μια
πλαστική πιστωτική κάρτα. Ξανακλείδωσε την πόρτα με τα
κλειδιά του γιατρού και απομακρύνθηκε από το σπίτι.
Ο Ντέιβις Γουέδερμπι έμενε στην Κορόνα Ντελ Μαρ,
μια περιοχή που έβλεπε στον Ειρηνικό ωκεανό. Ο Βινς εί-
χε αφήσει το αυτοκίνητο του -ένα φορτηγάκι Φορντ- τρία
τετράγωνα πιο κάτω. Ο περίπατος μέχρι το αυτοκίνητο ή-
ταν πολύ ευχάριστος και τονωτικός. Η γειτονιά ήταν πλού-
σια και αριστοκρατική, με όμορφα και περιποιημένα πάρ-
κα κι εκτάσεις με πράσινο. Φοινικόδεντρα, φίκοι και ε-
λιές σκίαζαν τα πεζοδρόμια και ο αέρας μύριζε γιασεμί.
Ο Βίνσεντ Νάσκο αισθανόταν υπέροχα. Τόσο δυνατός,
τόσο γερός, τόσο ζωντανός.
Ο Τράβις και ο σκύλος συνέχισαν το δρόμο τους μέσα α-
πό το δάσος. Ύστερα από αρκετή ώρα ο Τράβις συνειδη-
τοποίησε ότι δεν ένιωθε πια την απόγνωση και τη βαθιά
μοναξιά που τον είχαν κάνει να πάει στα βουνά Σάντα
Άννα αναζητώντας ένα κομμάτι της παιδικής του ηλικίας.
Σε λίγο έφτασαν στο φορτηγάκι που ήταν παρκαρισμέ-
νο δίπλα στο χωματόδρομο. Το σκυλί σταμάτησε δίπλα στο
αυτοκίνητο και γύρισε για να κοιτάξει το δρόμο απ' όπου
είχαν έρθει. Ένα σκούρο τείχος από δέντρα υψωνόταν λίγο
πιο κάτω, σαν τις πολεμίστρες ενός απειλητικού κάστρου.
Το πυκνό δάσος δίπλα τους ήταν σκοτεινό, αλλά ο χω-
ματόδρομος όπου είχαν βγει ήταν λουσμένος στο φως του
ήλιου. Του φάνηκε παράξενο πώς μια τόσο καθαρή κι ό-
μορφη μέρα είχε γεμίσει ξαφνικά από μια τρομακτική, α-
πτή αίσθηση κακού.
Το σκυλί συνέχισε να κοιτάζει ερευνητικά το δάσος α-
πό όπου είχαν βγει και μετά γάβγισε για πρώτη φορά εδώ
και μισή ώρα.
«Έρχεται ακόμη πίσω μας, ε;» είπε ο Τράβις.
Το σκυλί τον κοίταξε και γρύλισε ανήσυχα.
«Ναι», είπε ο Τράβις, «το αισθάνομαι κι εγώ. Είναι
τρελό βέβαια... αλλά το αισθάνομαι. Μα τι διάβολο ήταν
αυτό που μας κυνηγούσε, φίλε; Ε; Τι διάβολο ήταν;»
Έ ν α δυνατό ρίγος διαπέρασε το σκυλί σαν σπασμός.
Ο φόβος του Τράβις μεγάλωνε κάθε φορά που έβλεπε
να εκδηλώνεται έτσι ο τρόμος του σκυλιού.
Κατέβασε την πόρτα της καρότσας και είπε: «Έλα. Α-
νέβα να φύγουμε από δω».
Το σκυλί πήδηξε στην καρότσα.
Ο Τράβις έκλεισε την πόρτα και πήγε να μπει στο
φορτηγάκι. Καθώς άνοιγε την πόρτα του οδηγού, με την
άκρη του ματιού του έπιασε μια κίνηση σε έναν κοντινό
θάμνο, όχι πίσω, προς το δάσος, αλλά από την άλλη πλευ-
ρά του χωματόδρομου. Όταν κοίταξε κατευθείαν εκεί
δεν είδε απολύτως τίποτα, αλλά ήταν σίγουρος πως δεν
είχε φανταστεί την κίνηση.
Ένιωσε να τον κυριεύει και πάλι μια έντονη ανησυχία.
Μπήκε στο φορτηγάκι, άφησε το περίστροφο στο διπλανό
κάθισμα και, βάζοντας μπροστά τη μηχανή, απομακρύν-
θηκε όσο πιο γρήγορα του επέτρεπε ο ανώμαλος δρόμος
και ο τετράποδος επιβάτης που είχε στην καρότσα.
Είκοσι λεπτά αργότερα, σταμάτησε στον ασφαλτο-
στρωμένο δρόμο του Σαντιάγκο Κάνιον, έχοντας φτάσει
και πάλι στον πολιτισμένο κόσμο. Αισθανόταν ακόμη αδυ-
ναμία και ταραχή. Αλλά ο φόβος που συνέχιζε να νιώθει
ήταν διαφορετικός από εκείνον που τον είχε κυριεύσει
στο δάσος. Η καρδιά του δεν βροντούσε πια. Ο κρύος ι-
δρώτας είχε στεγνώσει από τις παλάμες και το μέτωπο
του. Η παράξενη ανατριχίλα στο σβέρκο και το κεφάλι
του είχε σταματήσει -ακόμη και η ανάμνησή της του φαι-
νόταν τώρα ακατανόητη, εξωπραγματική. Τώρα φοβόταν
όχι κάποιο άγνωστο πλάσμα αλλά τη δικιά του παράξενη
συμπεριφορά. Έχοντας φτάσει πια στην ασφάλεια του
πολιτισμένου κόσμου, έξω από το σκοτεινό δάσος, δεν
μπορούσε να εξηγήσει τον βαθύ τρόμο που τον είχε κυρι-
εύσει εκεί μέσα και γι' αυτόν το λόγο οι πράξεις του του
φαίνονταν παράλογες.
Έβαλε το χειρόφρενο κι έσβησε τη μηχανή. Η ώρα ή-
ταν έντεκα και η πρωινή κυκλοφορία είχε αραιώσει. Έ-
μεινε σκεφτικός για λίγο, προσπαθώντας να πείσει τον ε-
αυτό του ότι είχε φερθεί σωστά.
Πάντα περηφανευόταν για την ψυχραιμία του. Είχε
την ικανότητα να μένει ήρεμος στη μέση της μάχης, να
παίρνει δύσκολες αποφάσεις κάτω από πίεση και να δέχε-
ται αδιαμαρτύρητα τις συνέπειες.
Τώρα όμως δυσκολευόταν όλο και περισσότερο να πι-
στέψει ότι κάποιο παράξενο πλάσμα τον είχε καταδιώξει
στο δάσος. Αναρωτήθηκε μήπως είχε παρερμηνεύσει τη
συμπεριφορά του σκύλου, μήπως είχε φανταστεί τις κινή-
σεις στους θάμνους μόνο και μόνο για να ξεχάσει την αυ-
τολύπηση που τον είχε κυριεύσει.
Βγήκε από το φορτηγάκι, πήγε στο πλάι της καρότσας
και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με το σκυλί, που τέ-
ντωσε το λαιμό του και τον έγλειψε στο λαιμό και στο πι-
γούνι του. Προσπάθησε να το σπρώξει πίσω, αλλά εκείνο
τεντώθηκε μπροστά, σχεδόν σκαρφαλώνοντας στο τοίχω-
μα της καρότσας, στην προσπάθειά του να του γλείψει το
πρόσωπο. Ο Τράβις γέλασε και το χάιδεψε.
Η χαρά του σκύλου, που κουνούσε συνέχεια την ουρά
του, είχε μια απροσδόκητη επίδραση στον Τράβις. Εδώ
και πολύ καιρό ζούσε μέσα σε μια βαθιά, σκοτεινή απελ-
πισία, γεμάτος σκέψεις θανάτου -μια κατάσταση που τον
είχε οδηγήσει στο σημερινό ταξίδι. Αλλά η ζωντάνια και η
χαρά του ζώου ήταν σαν ένα φως που διαπέρασε το εσω-
τερικό σκοτάδι του Τράβις, θυμίζοντάς του ότι η ζωή έχει
και μια ευχάριστη, φωτεινή πλευρά.
«Τι ήταν όλα αυτά που έγιναν εκεί κάτω;» αναρωτήθη-
κε μεγαλόφωνα.
Ο σκύλος σταμάτησε να τον γλείφει και να κουνά την
ουρά του. Τον κοίταξε σοβαρός και ο Τράβις έμεινε να
κοιτάζει άφωνος τα ευγενικά, ζεστά καστανά μάτια του
σκύλου. Τα μάτια αυτά είχαν κάτι το ασυνήθιστο, το συ-
ναρπαστικό. Ο Τράβις ένιωθε σχεδόν υπνωτισμένος και ο
σκύλος φαινόταν κι αυτός εξίσου γοητευμένος. Ο Τράβις
συνέχισε να κοιτάζει το σκύλο στα μάτια, ψάχνοντας να
βρει τι ήταν αυτό που τους έδινε τόση δύναμη και γοητεία
-αλλά δεν βρήκε τίποτα το παράξενο. Μόνο που... μόνο
που ήταν πιο εκφραστικά από όσο είναι συνήθως τα μά-
τια ενός σκύλου, πιο έξυπνα και ζωηρά. Και το σταθερό,
επίμονο βλέμμα του ήταν πραγματικά παράξενο και ασυ-
νήθιστο. Κανένα σκυλί δεν μπορεί να διατηρήσει την προ-
σοχή του συγκεντρωμένη σε κάτι για τόσο πολλή ώρα. Τα
δευτερόλεπτα περνούσαν και ο άνθρωπος και ο σκύλος
συνέχισαν να κοιτάζονται στα μάτια. Ο Τράβις άρχισε να
νιώθει παράξενα. Έ ν α ρίγος τον διαπέρασε, όχι από φό-
βο, αλλά από την αίσθηση ότι κάτι το αλλόκοτο συνέβαι-
νε. Αισθάνθηκε σαν να βρίσκεται στο κατώφλι μιας τρο-
μερής ανακάλυψης.
Μετά ο σκύλος κούνησε το κεφάλι του κι έγλειψε το
χέρι του Τράβις, διακόπτοντας την επαφή.
«Από πού έρχεσαι, φίλε;»
Το σκυλί έγειρε το κεφάλι στα αριστερά.
«Ποιανού είσαι;»
Το σκυλί έγειρε το κεφάλι του στα δεξιά.
«Τι θα κάνω τώρα μ' εσένα;»
Σαν να απαντούσε στην ερώτησή του, ο σκύλος πήδηξε
από την καρότσα, πέρασε δίπλα από τον Τράβις, πήγε
στην πόρτα του οδηγού και μπήκε στο αυτοκίνητο.
Ο Τράβις τον ακολούθησε. Όταν κοίταξε μέσα, ο σκύ-
λος καθόταν στο δεξιό κάθισμα και κοίταζε μπροστά, μέ-
σα από το παρμπρίζ. Γύρισε προς το μέρος του και γάβγι-
σε μαλακά, σαν να ανυπομονούσε να ξεκινήσουν, ενοχλη-
μένος από τους δισταγμούς του.
Μπήκε στο αυτοκίνητο και έκρυψε το πιστόλι κάτω α-
πό το κάθισμά του. «Ξέρεις, δεν μπορώ να σε φροντίσω ε-
γώ», είπε. «Πολλές οι ευθύνες, φίλε. Δεν ταιριάζει με τα
σχέδιά μου. Λυπάμαι γι' αυτό».
To σκυλί τον κοίταξε ικετευτικά.
«Φαίνεσαι πεινασμένος, φίλε».
Το σκυλί γάβγισε μια φορά, μαλακά.
«Εντάξει, σ' αυτό τουλάχιστον μπορώ να σε βοηθήσω.
Νομίζω ότι υπάρχει μια σοκολάτα στο ντουλαπάκι του αυ-
τοκινήτου... και λίγο πιο κάτω υπάρχει ένα εστιατόριο ό-
που θα μπορέσουμε να φάμε μερικά χάμπουργκερ. Αλλά
μετά... δεν ξέρω -ή θα πρέπει να σ' αφήσω ελεύθερο ή να
σε πάω στην Εταιρεία Προστασίας Ζώων».
Ενώ ο Τράβις μιλούσε ακόμα, το σκυλί σήκωσε το πόδι
του και πάτησε το κουμπί του ντουλαπιού μπροστά του. Το
ντουλαπάκι άνοιξε.
«Τι διάβολο...»
Το σκυλί έγειρε μπροστά, έχωσε τη μουσούδα του στο
ντουλαπάκι κι έβγαλε τη σοκολάτα με τα δόντια του πιά-
νοντας την τόσο απαλά, που ούτε καν τσαλάκωσε το χαρτί.
Ο Τράβις το κοίταζε κατάπληκτος.
Ο σκύλος τού έτεινε τη σοκολάτα, σαν να ζητούσε από
τον Τράβις να την ξετυλίξει.
Ξαφνιασμένος, την πήρε κι έβγαλε το χαρτί.
Το σκυλί παρακολουθούσε γλείφοντας τα χείλη του.
Ο Τράβις έσπασε τη σοκολάτα σε κομμάτια και άρχισε
να τα δίνει στο σκύλο κοιτάζοντάς τον μπερδεμένος. Είχε
καταλάβει πραγματικά αυτό που του είπε, ότι υπήρχε μια
σοκολάτα στο ντουλαπάκι; Ή την είχε απλώς μυριστεί; Σί-
γουρα το δεύτερο.
«Ναι, αλλά πώς ήξερες να πατήσεις το κουμπί για να
ανοίξει το ντουλαπάκι;» είπε στο σκύλο.
Αυτός τον κοίταξε γλείφοντας τα χείλη του και πήρε
άλλο ένα κομμάτι σοκολάτα.
«Εντάξει, εντάξει», είπε πάλι ο Τράβις. «Μπορεί κά-
ποιος να σου έμαθε αυτό το κόλπο. Αν και δεν είναι κάτι
που θα μάθαινε κανείς σε ένα σκύλο, έτσι δεν είναι; Μπο-
ρεί να τον μάθουν να κάνει βαρελάκια, να ξαπλώνει ανά-
σκελα, ακόμα και να περπατά για λίγο στα πίσω πόδια...
αυτά μαθαίνουν συνήθως στους σκύλους... όχι όμως να
πατάνε κουμπιά και να ανοίγουν ντουλαπάκια».
Το σκυλί κοίταξε με λαχτάρα το τελευταίο κομμάτι της
σοκολάτας, αλλά ο Τράβις δεν του το έδωσε.
Είναι αλλόκοτο, σκέφτηκε. Του είπα για τη σοκολάτα
και δύο δευτερόλεπτα αργότερα άνοιξε το ντουλαπάκι και
την πήρε.
«Κατάλαβες τι σου είπα προηγουμένως;» ρώτησε ο
Τράβις, νιώθοντας ανόητος που υποψιαζόταν ότι ένα σκυ-
λί καταλαβαίνει τι του λένε. Παρ' όλα αυτά, επανέλαβε
την ερώτηση: «Πες μου, κατάλαβες;»
Το σκυλί πήρε απρόθυμα το βλέμμα του από το κομμά-
τι της σοκολάτας. Σήκωσε το κεφάλι και τα μάτια τους συ-
ναντήθηκαν. Ο Τράβις αισθάνθηκε και πάλι ότι κάτι πα-
ράξενο συνέβαινε. Ένιωσε και πάλι να τον διαπερνά το ί-
διο ρίγος.
Δίστασε, μετά ξερόβηξε. «Ε... θα σε πείραζε να φάω
εγώ το τελευταίο κομμάτι;» ρώτησε.
Το σκυλί κοίταξε το κομμάτι που κρατούσε ο Τράβις
στο χέρι του. Ξεφύσηξε μια φορά, σαν να λυπόταν, και με-
τά γύρισε και κοίταξε μπροστά του.
«Ε, δεν είμαστε καλά», είπε ο Τράβις.
Το σκυλί χασμουρήθηκε.
Ο Τράβις μίλησε και πάλι, προσέχοντας να μην απλώ-
σει το χέρι του, να μην προσφέρει τη σοκολάτα στο σκύλο,
ούτε να του τραβήξει την προσοχή σε αυτή με κανέναν άλ-
λο τρόπο εκτός από τα λόγια του: «Μου φαίνεται ότι εσύ
τη χρειάζεσαι περισσότερο από μένα, φίλε. Αν τη θέλεις,
πάρ' την εσύ».
Ο σκύλος γύρισε και τον κοίταξε.
Κρατώντας πάντα το χέρι του κοντά στο σώμα του, με
έναν τρόπο που έδειχνε ότι ήθελε να κρατήσει τη σοκολά-
τα, είπε στο σκύλο: «Αν τη θέλεις, πάρ' την. Αλλιώς θα την
πετάξω».
Το σκυλί έσκυψε και πήρε το κομμάτι της σοκολάτας
από το χέρι του.
«Δεν είμαστε καθόλου καλά», είπε ο Τράβις.
Το σκυλί σηκώθηκε στα τέσσερα πάνω στο κάθισμα,
κοίταξε από το πίσω παράθυρο του αυτοκινήτου και γρύ-
λισε σιγανά.
Ο Τράβις κοίταξε στον μέσα καθρέφτη και μετά στον
πλαϊνό, αλλά δεν είδε τίποτα το παράξενο. Μόνο τον α-
σφαλτοστρωμένο δρόμο και τη λοφοπλαγιά στα δεξιά
τους. «Νομίζεις ότι θα πρέπει να φύγουμε; Αυτό είναι;»
Το σκυλί τού έριξε μια ματιά και μετά κοίταξε πάλι α-
πό το πίσω παράθυρο. Κατόπιν γύρισε και κάθισε πάλι
στο κάθισμα κοιτάζοντας μπροστά.
Ο Τράβις ξεκίνησε και μπήκε στο δρόμο του Σαντιά-
γκο Κάνιον με κατεύθυνση προς βορρά. Έριξε μια ματιά
crro σκύλο και είπε: «Είσαι πραγματικά κάτι περισσότερο
από ό,τι δείχνεις... ή μήπως έχει αρχίσει να μου στρίβει;
Και αν είσαι κάτι περισσότερο από ό,τι δείχνεις... τι διά-
βολο είσαι;»
Ύστερα από μερικά χιλιόμετρα έστριψε δυτικά, με κα-
τεύθυνση το εστιατόριο που είχε αναφέρει προηγουμένως.
«Τώρα, δεν μπορώ να σ' αφήσω ελεύθερο, ούτε να σε
δώσω στην Εταιρεία Προστασίας Ζώων».
Και ύστερα από λίγο πρόσθεσε: «Αν δε σε κρατήσω,
θα πεθάνω από περιέργεια, γιατί δε θα μάθω ποτέ τι σόι
ζώο είσαι εσύ».
Συνέχισαν το δρόμο τους για δυο μίλια ακόμη και σε
λίγο σταμάτησαν στο πάρκινγκ του εστιατορίου.
«Έτσι, μάλλον τώρα είσαι δικός μου», είπε.
Ο σκύλος δεν είπε τίποτα.
ΔΥΟ

Η Νόρα Ντέβον ένιωσε έναν παράξενο φόβο αμέσως


μόλις είδε τον τεχνικό της τηλεόρασης. Αν και φαι-
νόταν γΰρω στα τριάντα -όσο ήταν και η ίδια-, είχε την ε-
νοχλητική θρασύτητα ενός εφήβου. Όταν του άνοιξε την
πόρτα, ο τεχνικός, αφού την κοίταξε με αναίδεια από πά-
νω μέχρι κάτω, συστήθηκε -«Αρτ Στρεκ, από το κατάστη-
μα τηλεοράσεων Γουάντλοου»- και της έκλεισε το μάτι.
Ήταν ψηλός και αδύνατος, ντυμένος με λευκό παντελόνι
και πουκάμισο και καλοξυρισμένος. Τα σκούρα ξανθά
μαλλιά του ήταν κομμένα κοντά και καλοχτενισμένα. Δεν
έδειχνε για βιαστής ή για ψυχοπαθής, αλλά η Νόρα αι-
σθάνθηκε αμέσως έναν ενστικτώδη φόβο, ίσως επειδή το
ύφος και το θράσος του έρχονταν σε αντίθεση με την πε-
ριποιημένη εμφάνιση του.
«Σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» ρώτησε ο Στρεκ
όταν την είδε να διστάζει.
Η ερώτησή του φαινόταν αθώα, αλλά ο τρόπος που εί-
πε τη λέξη «εξυπηρετήσω» φάνηκε πρόστυχος στη Νόρα.
Όμως είχε τηλεφωνήσει στο κατάστημα τηλεοράσεων
Γουάντλοου και δεν μπορούσε τώρα να διώξει τον τεχνικό
χωρίς να του δώσει κάποια εξήγηση. Κάτι τέτοιο μάλλον
θα οδηγούσε σε κάποια λογομαχία και η Νόρα τα απε-
χθανόταν αυτά. Έτσι, τον άφησε να μπει.
Καθώς τον οδηγούσε στο μεγάλο χολ και από εκεί στο
λίβινγκ ρουμ, είχε την ενοχλητική εντύπωση ότι η περιποι-
ημένη του εμφάνιση και το πλατύ χαμόγελο δεν ήταν πα-
ρά μια βιτρίνα. Αυτός ο άνθρωπος είχε κάτι το απειλητικό
πάνω του, που μεγάλωνε την ανησυχία της Νόρας με κάθε
βήμα που έκαναν προς το εσωτερικό του σπιτιού.
Ο Αρτ Στρεκ την ακολουθούσε περπατώντας πολύ κο-
ντά της, σχεδόν κολλημένος πάνω της. «Πολύ ωραίο το
σπίτι σας, κυρία Ντέβον», είπε. «Πραγματικά ωραίο. Μου
αρέσει πολύ».
«Ευχαριστώ», είπε εκείνη σφιγμένα.
«Ένας άντρας θα μπορούσε να ζήσει πολύ όμορφα ε-
δώ μέσα. Μάλιστα, θα μπορούσε να ζήσει ευτυχισμένος».
Το σπίτι ήταν διώροφο, σε κρεμ χρώμα, με σκεπή από
κόκκινα κεραμίδια. Είχε βεράντες και μπαλκόνια, όλα με
στρογγυλεμένες γραμμές, χωρίς τετράγωνες γωνίες. Η βό-
ρεια πλευρά του ήταν σκεπασμένη από μια κόκκινη μπου-
καμβίλια με όμορφα ζωηρόχρωμα λουλούδια. Ήταν πραγ-
ματικά όμορφο σπίτι.
Αλλά η Νόρα το μισούσε.
Ζούσε εκεί μέσα από τότε που ήταν δύο χρονών -δη-
λαδή, είκοσι οχτώ χρόνια- και όλο αυτό το διάστημα, με
εξαίρεση την τελευταία χρονιά, το είχε περάσει κάτω α-
πό την τυραννία της θείας της, της Βάιολετ. Η παιδική της
ηλικία δεν ήταν καθόλου ευτυχισμένη αλλά ούτε και η υ-
πόλοιπη ζωή της. Η Βάιολετ Ντέβον είχε πεθάνει πριν α-
πό ένα χρόνο. Στην πραγματικότητα, όμως, η Νόρα εξα-
κολουθούσε να αισθάνεται την καταπίεση της θείας της,
γιατί η ανάμνηση εκείνης της μισητής γυναίκας ζούσε α-
κόμη μέσα της και της έπνιγε κάθε διάθεση για ζωή.
Ο Στρεκ μπήκε στο λίβινγκ ρουμ, ακούμπησε το βαλι-
τσάκι του δίπλα στην τηλεόραση και κοίταξε γΰρω του,
κατάπληκτος από τη διακόσμηση.
Η ταπετσαρία ήταν σκούρα, πένθιμη- το περσικό χαλί
εντελώς κακόγουστο. Τα χρώματα -γκρίζο, μαρόν και
σκούρο μπλε- ήταν σκοτεινά και μουντά, ενώ οι λίγες πι-
νελιές από ένα ξεθωριασμένο κίτρινο δεν κατάφερναν να
ελαφρύνουν την ατμόσφαιρα. Τα έπιπλα ήταν βαριά και
σκαλιστά, αγγλικού στυλ, από τα μέσα του δέκατου ένα-
του αιώνα: τεράστιες πολυθρόνες, σκαμπό, ογκώδεις μπου-
φέδες, σερβάντες που έμοιαζαν να ζυγίζουν μισό τόνο η
καθεμιά. Υπήρχαν μερικά τραπεζάκια ντυμένα με βαριά
καλύμματα μπροκάρ. Μερικές λάμπες ήταν από κασσίτε-
ρο με αμπ:αζούρ σε ανοιχτό γκρίζο χρώμα, ενώ άλλες εί-
χαν πήλινες βάσεις σε απόχρωση μαρόν, αλλά καμιά τους
δεν έριχνε πολύ φως. Οι εξωτερικές κουρτίνες θαρρείς
και ήταν βαριές σαν μολύβι, ενώ οι εσωτερικές ήταν κιτρι-
νισμένες από τα χρόνια και άφηναν μόνο ένα μουσταρδί
φως να μπαίνει στο δωμάτιο. Η διακόσμηση δεν έδενε κα-
θόλου με τον όμορφο ισπανικό ρυθμό του σπιτιού. Η
Βάιολετ είχε επιβάλει τη φοβερή κακογουστιά της στο ω-
ραίο σπίτι.
«Εσείς το διακοσμήσατε;» ρώτησε ο Αρτ Στρεκ.
«Όχι, η θεία μου», είπε η Νόρα. Είχε σταθεί στο μαρ-
μάρινο τζάκι, στην άλλη άκρη του δωματίου, όσο πιο μα-
κριά μπορούσε από τον Στρεκ. «Το σπίτι ήταν δικό της
και το... το κληρονόμησα».
«Αν ήμουν στη θέση σας», είπε αυτός, «θα πετούσα έ-
ξω όλες αυτές τις παλιατσαρίες. Με συγχωρείτε που το
λέω, αλλά αυτό το στυλ δε σας ταιριάζει καθόλου. Μπο-
ρεί να πήγαινε πολύ σε κάποια γεροντοκόρη θεία... Ή-
ταν γεροντοκόρη, έτσι δεν είναι; Ναι, καλά το κατάλαβα.
Μπορεί να ταιριάζει λοιπόν σε μια γριά γεροντοκόρη,
αλλά σίγουρα δεν πηγαίνει καθόλου σε μια όμορφη κυ-
ρία σαν κι εσάς».
Η Νόρα ήθελε να τον βάλει στη θέση του που τολμού-
σε να της μιλά με τέτοια αυθάδεια, ήθελε να του πει να το
βουλώσει και να φτιάξει την τηλεόραση, αλλά δεν ήξερε
να υπερασπίζεται τον εαυτό της. Η θεία Βάιολετ την ήθε-
λε πάντα πειθαρχική και υπάκουη.
Ο Στρεκ της χαμογέλασε και η δεξιά άκρη των χειλιών
του σηκώθηκε μ' έναν πολύ ενοχλητικό τρόπο. Το χαμόγε-
λο του ήταν σχεδόν πρόστυχο.
«Εμένα μου αρέσει», του είπε εριστικά.
«Σοβαρά;»
«Ναι».
Αυτός ανασήκωσε τους ώμους. «Τι έχει η τηλεόραση;»
«Η εικόνα ανεβοκατεβαίνει συνέχεια και έχει παράσι-
τα, "χιόνια"».
Ο Στρεκ τράβηξε την τηλεόραση από τον τοίχο, την ά-
ναψε και κοίταξε την εικόνα. Μετά έβαλε στην πρίζα ένα
μικρό φορητό πορτατίφ και το στερέωσε στο πίσω μέρος
της συσκευής.
Το μεγάλο ρολόι του τοίχου που υπήρχε στο χολ χτύ-
πησε το τέταρτο της ώρας με ένα βαρύ ήχο που αντήχησε
σ' όλο το σπίτι.
«Βλέπετε πολλή τηλεόραση;» ρώτησε ο Στρεκ, ενώ ξε-
βίδωνε το πίσω κάλυμμα της συσκευής.
«Όχι και πολλή», είπε η Νόρα.
«Εμένα μου αρέσουν τα μελό. Το Ντάλας, η δυναστεία,
τέτοια πράγματα».
«Εγώ δεν τα βλέπω ποτέ».
«Ναι; Α, ελάτε τώρα, εγώ βάζω στοίχημα ότι τα βλέπε-
τε», είπε αυτός, γελώντας πονηρά. «Όλοι τα βλέπουν,
παρ' όλο που δεν το παραδέχονται. Δεν υπάρχουν πιο εν-
διαφέροντα έργα απ', αυτά που είναι γεμάτα από προδο-
σίες, συνωμοσίες, κλεψιές, ψέματα... και παράνομες σχέ-
σεις. Καταλαβαίνετε τι εννοώ; Ο κόσμος κάθεται και τα
βλέπει και κουνάει το κεφάλι του λέγοντας, "Πω, πω, εί-
ναι απαίσιο", αλλά στην πραγματικότητα τους αρέσουν.
Έτσι είναι η ανθρώπινη φύση».
«Εε... εγώ έχω δουλειά στην κουζίνα», είπε νευρικά η
Νόρα. «Φωνάξτε με όταν τη φτιάξετε». Βγήκε από το δω-
μάτιο και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα.
Έτρεμε. Απεχθανόταν τον εαυτό της για την αδυναμία
της, για την ευκολία που την κυρίευε ο φόβος, αλλά δεν
μπορούσε να κάνει τίποτα. Έτσι ήταν ο χαρακτήρας της
-ήταν δειλή.
Η θεία Βάιολετ συχνά της έλεγε: «Κορίτσι μου, υπάρ-
χουν δύο ειδών άνθρωποι στον κόσμο -οι γάτες και τα
ποντίκια. Οι γάτες πηγαίνουν όπου θέλουν, κάνουν ό,τι
θέλουν, παίρνουν αυτά που θέλουν. Οι γάτες είναι επιθε-
τικές και αυτοδύναμες από τη φύση τους. Τα ποντίκια,
απ' την άλλη μεριά, δεν έχουν καμιά επιθετικότητα. Είναι
από τη φύση τους ανυπεράσπιστα, ευγενικά και δειλά.
Είναι πιο ευχαριστημένα όταν κατεβάζουν το κεφάλι και
δέχονται ό,τι τους δίνει η ζωή. Εσύ, αγαπητή μου, είσαι έ-
να ποντίκι. Δεν είναι κακό να είναι κανείς ποντίκι. Μπο-
ρείς κάλλιστα να ευτυχήσεις στη ζωή σου. Έ ν α ποντίκι
μπορεί να μην κάνει την περιπετειώδη κι ενδιαφέρουσα
ζωή μιας γάτας, αλλά, αν μείνει μέσα στην ασφάλεια της
φωλιάς του και δεν έχει πολλές επαφές με τους γύρω του,
θα ζήσει περισσότερο από τη γάτα και η ζωή του θα είναι
πολύ πιο ήρεμη».
Και πραγματικά, αυτή τη στιγμή μια γάτα καραδοκού-
σε στο λίβινγκ ρουμ, φτιάχνοντας την τηλεόραση, ενώ η
Νόρα βρισκόταν στην κουζίνα, κυριευμένη από τον ποντι-
κίσιο φόβο της. Στην πραγματικότητα, δεν είχε καμιά δου-
λειά όπως είχε πει στον Στρεκ. Στάθηκε για μια στιγμή δί-
πλα στο νεροχύτη σφίγγοντας τα παγωμένα χέρια της -ή-
ταν πάντα παγωμένα- και αναρωτήθηκε τι να κάνει μέχρι
να τελειώσει αυτός ο άνθρωπος τη δουλειά του και φύγει.
Αποφάσισε να φτιάξει ένα κέικ. Ένα κέικ βανίλια περι-
χυμένο με σοκολάτα. Αυτό θα την απασχολούσε και θα τη
βοηθούσε να ξεχάσει το πονηρό χαμόγελο του Στρεκ.
Έβγαλε από τα ντουλάπια μπολ, σκεύη, το μίξερ και
τα υλικά του κέικ και στρώθηκε στη δουλειά. Σε λίγο τα
ταραγμένα νεύρα της είχαν ηρεμήσει από την καθημερινή
απασχόληση του νοικοκυριού.
Μόλις είχε αδειάσει τη ζύμη σε δύο ταψιά, όταν μπή-
κε στην κουζίνα ο Στρεκ και είπε: «Σας αρέσει να μαγει-
ρεύετε;»
Η απότομη εμφάνιση του την ξάφνιασε τόσο πολύ, που
παραλίγο να της πέσει το μεταλλικό μπολ και η σπάτουλα
που κρατούσε. Ευτυχώς κατάφερε να τα συγκρατήσει και
να τα αφήσει στο νεροχύτη. Μόνο η απότομη κίνησή της,
που έκανε το μπολ να χτυπήσει πάνω στα άλλα πιατικά,
πρόδωσε την ταραχή της. «Ναι», είπε, «μου αρέσει να μα-
γειρεύω».
«Υπέροχα. Πραγματικά θαυμάζω τις γυναίκες που
τους αρέσει να κάνουν γυναικείες δουλειές. Μήπως ράβε-
τε κιόλας ή κεντάτε;»
«Πλέκω δαντέλα με το βελονάκι».
«Δαντέλα με το βελονάκι; Ακόμα καλύτερα».
«Είναι έτοιμη η τηλεόραση;»
«Σχεδόν».
Η Νόρα ήταν έτοιμη να βάλει το κέικ στο φούρνο, αλλά
δεν ήθελε να μεταφέρει τα ταψιά ενώ την παρακολουθού-
σε ο Στρεκ, γιατί δεν ήθελε να τη δει να τρέμει. Θα κατα-
λάβαινε ότι τον φοβόταν κι αυτό μάλλον θα τον έκανε πιο
τολμηρό. Έτσι, άφησε τα γεμάτα ταψιά στον πάγκο της
κουζίνας και άνοιξε το κουτί με το μείγμα της σοκολάτας.
Ο Στρεκ προχώρησε μέσα στη μεγάλη κουζίνα, περπα-
τώντας γεμάτος αυτοπεποίθηση και κοιτάζοντας γΰρω του
μ' ένα φιλικό χαμόγελο. «Μπορώ να έχω ένα ποτήρι νε-
ρό;» ρώτησε.
Η Νόρα κόντεψε να αναστενάξει από ανακούφιση.
Ήθελε να πιστέψει ότι ο μόνος λόγος που είχε έρθει στην
κουζίνα ήταν για να πιει νερό. «Ναι, ναι, βέβαια», είπε.
Πήρε ένα ποτήρι από το ντουλάπι και άνοιξε τη βρύση.
Όταν γύρισε για να του το δώσει, ο Στρεκ στεκόταν α-
κριβώς από πίσω της. Την είχε πλησιάσει περπατώντας α-
θόρυβα σαν γάτα. Βλέποντάς τον ξαφνιάστηκε και λίγο
νερό από το ποτήρι χύθηκε στο πάτωμα.
«Με τρομάξατε», είπε.
«Ευχαριστώ», είπε αυτός, παίρνοντας το ποτήρι από το
χέρι της. «Σας ξάφνιασα;» είπε μετά. «Με συγχωρείτε,
κυρία Ντέβον. Αλλά δεν πρέπει να με φοβάστε. Εγώ ήθε-
λα μόνο να πιω λίγο νερό. Δεν πιστεύω να νομίσατε πως
ήθελα τίποτ' άλλο, ε;»
Ήταν απίστευτα χυδαίος και θρασύς. Πονηρός, ψυ-
χρός και επιθετικός. Η Νόρα αισθάνθηκε τη διάθεση να
τον χαστουκίσει, αλλά φοβόταν την αντίδρασή του. Αν τον
χαστούκιζε -ή αντιδρούσε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο
στους προσβλητικούς υπαινιγμούς του-, ήταν σίγουρη ότι
μάλλον θα τον ενθάρρυνε παρά θα τον σταματούσε.
Ο Στρεκ την κοίταζε με μια ενοχλητική ένταση, αχόρ-
ταγα. Το χαμόγελο του του έδινε μια όψη αρπακτικού.
Η Νόρα κατάλαβε ότι ο καλύτερος τρόπος για να αντι-
μετωπίσει τον Στρεκ ήταν να προσποιηθεί την αθώα και
την κουτή, να αγνοήσει τους σεξουαλικούς υπαινιγμούς
του, σαν να μην τους καταλάβαινε. Με λίγα λόγια, έπρεπε
να τον αντιμετωπίσει όπως θα αντιμετώπιζε ένα ποντίκι
μια απειλή που δεν μπορεί να αποφύγει. Προσποιήσου ότι
δεν βλέπεις τη γάτα, προσποιήσου ότι δεν υπάρχει, και τό-
τε ίσως η γάτα να μπερδευτεί, να απογοητευτεί από την
έλλεΐΐ|)η αντίδρασης και ν' αναζητήσει μια πιο ενδιαφέ-
ρουσα λεία.
Θέλοντας να ξεφύγει από το επίμονο βλέμμα του, η
Νόρα έκοψε λίγο χαρτί κουζίνας και άρχισε να σκουπίζει
τα νερά που της είχαν χυθεί στο πάτωμα. Αλλά αμέσως
μόλις έσκυψε μπροστά στον Στρεκ κατάλαβε το λάθος της
- ο Στρεκ δεν υποχώρησε για να της κάνει χώρο- συνέχισε
να στέκεται όρθιος από πάνω της. Η στάση τους θύμιζε ε-
ρωτικό συμβολισμό: αυτός όρθιος κι εκείνη σκυμμένη
μπροστά στα πόδια του. Η Νόρα το κατάλαβε και σηκώ-
θηκε αμέσως όρθια. Είδε ότι το χαμόγελο του Στρεκ είχε
πλατύνει.
Η Νόρα πέταξε το υγρό χαρτί στο σκουπιδοτενεκέ κά-
τω από το νεροχύτη, κατακόκκινη και ταραγμένη.
«Ώστε, λοιπόν, μαγείρεμα, πλέξιμο...» είπε ο Στρεκ.
«Μάλιστα. Πολύ όμορφα όλα αυτά, πολύ όμορφα. Και τι
άλλα πράγματα σας αρέσει να κάνετε;»
«Δυστυχώς, τίποτ' άλλο», απάντησε αυτή. «Δεν έχω
κανένα ασυνήθιστο χόμπι. Δεν είμαι και πολύ ενδιαφέρον
άτομο».
Βρίζοντας τον εαυτό της που δεν μπορούσε να πετάξει
αυτό τον μπάσταρδο έξω από το σπίτι της, πέρασε δίπλα
του και πήγε στο φούρνο δήθεν για να δει αν είχε ζεστα-
θεί αρκετά. Στην πραγματικότητα ήθελε απλώς να απομα-
κρυνθεί από κοντά του.
Αυτός την ακολούθησε, μένοντας πάντα δίπλα της.
«Μπροστά στο σπίτι είδα πολλά λουλούδια. Εσείς τα πε-
ριποιείστε;»
«Ναι... ασχολούμαι με την κηπουρική», είπε η Νόρα
κοιτάζοντας τα κουμπιά της κουζίνας.
«Αυτό μου αρέσει», είπε ο Στρεκ μ' ένα ύφος σαν να έ-
πρεπε να την ενδιαφέρει τι του άρεσε και τι όχι. «Αυτά τα
πράγματα πρέπει να ενδιαφέρουν μια γυναίκα... μαγειρι-
κή, πλέξιμο, κηπουρική. Έχετε πολλά γυναικεία ενδιαφέ-
ροντα και ταλέντα. Βάζω στοίχημα ότι τα καταφέρνετε
πολΰ καλά σ' όλα αυτά, κυρία Ντέβον. Σ' όλες αυτές τις
γυναικείες δουλειές. Βάζω στοίχημα ότι είστε μια πρώτης
τάξεως γυναίκα σε όλους τους τομείς».
Αν μ' αγγίξει, θα ουρλιάξω, σκέφτηκε η Νόρα.
Όμως το σπίτι είχε χοντρούς τοίχους και τα γειτονικά
σπίτια ήταν κάπως μακριά. Κανείς δεν θα την άκουγε.
Θα τον κλοτσήσω, σκέφτηκε. Θα τον χτυπήσω.
Αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν σίγουρη αν θα
μπορούσε να αντιδράσει. Και ακόμη κι αν προσπαθούσε να
αμυνθεί, αυτός ήταν πολύ πιο μεγαλόσωμος και δυνατός.
«Ναι, βάζω στοίχημα ότι είστε μια πρώτης τάξεως γυ-
ναίκα σε όλους τους τομείς», επανέλαβε αυτός, πιο προ-
κλητικά από πριν.
Η Νόρα γύρισε από το φούρνο και γέλασε βεβιασμέ-
να. «Ο άντρας μου θα έμενε μ' ανοιχτό το στόμα αν σας ά-
κουγε. Με τα κέικ, βέβαια, δεν τα πηγαίνω άσχημα, αλλά
ακόμη δεν έχω μάθει να φτιάχνω μια πίτα της προκοπής
και το ψητό πάντα μου στεγνώνει. Στο πλέξιμο είμαι κα-
λούτσικη, αλλά κάνω χρόνια για να τελειώσω ό,τι αρχί-
σω». Πέρασε πάλι από δίπλα του και γύρισε στον πάγκο
της κουζίνας. Άκουσε με έκπληξη τον εαυτό της να συνε-
χίζει να μιλά, ενώ άνοιγε το κουτί με το μείγμα της σοκο-
λάτας. Η απελπισία της την έκανε φλύαρη. «Με τα λου-
λούδια τα καταφέρνω καλά, αλλά σαν νοικοκυρά δε λέω
και πολλά πράγματα. Αν δε με βοηθούσε λίγο κι ο άντρας
μου το σπίτι θα ήταν άνω κάτω».
Σκέφτηκε ότι δεν ήταν καθόλου πειστική. Κατάλαβε ό-
τι η φωνή της είχε πάρει έναν υστερικό τόνο που σίγουρα
θα ήταν φανερός στον Στρεκ. Αλλά η αναφορά στον ά-
ντρα της φαίνεται πως του έκοψε λίγο τη φόρα. Έριξε το
μείγμα σ' ένα μπολ και μέτρησε το βούτυρο που χρειαζό-
ταν, ενώ ο Στρεκ έπινε το νερό που του είχε δώσει. Μετά
πήγε στο νεροχύτη κι έβαλε το άδειο ποτήρι δίπλα στα
μπολ και στα άλλα βρόμικα σκεύη. Αυτή τη φορά δεν την
πλησίασε περισσότερο απ' όσο έπρεπε.
«Λοιπόν, εγώ πηγαίνω για δουλειά τώρα», είπε.
Η Νόρα χαμογέλασε αφηρημένα και κούνησε το κε-
φάλι της. Άρχισε να σιγοτραγουδά και συνέχισε τη δου-
λειά της, προσπαθώντας να φαίνεται ήρεμη.
Ο Στρεκ διέσχισε την κουζίνα και στάθηκε στην πόρ-
τα. «Στη θεία σας άρεσαν πολύ τα σκοτεινά μέρη, βλέπω.
Αυτή η κουζίνα θα ήταν σπουδαία αν την κάνατε λίγο πιο
φωτεινή».
Πριν προλάβει να του απαντήσει, ο Στρεκ βγήκε έξω,
αφήνοντας την πόρτα να κλείσει πίσω του.
Παρά την τελευταία του παρατήρηση, ο Στρεκ φαινό-
ταν τώρα πιο συμμαζεμένος και η Νόρα αισθάνθηκε ευ-
χαριστημένη με τον εαυτό της. Τελικά είχε καταφέρει να
τον απωθήσει με μερικά αθώα ψέματα για τον ανύπαρκτο
σύζυγο της. Βέβαια, μια γάτα δεν θ' απαλλασσόταν με αυ-
τό τον τρόπο από κάποιον ενοχλητικό, από την άλλη με-
ριά όμως ούτε είχε φερθεί σαν ένα εντελώς τρομοκρατη-
μένο ποντίκι.
Κοίταξε την κουζίνα γύρω της και σκέφτηκε ότι πραγ-
ματικά ήταν πολύ σκοτεινή. Οι τοίχοι είχαν ένα μουντό
σκούρο μπλε χρώμα. Τα φώτα ήταν κλεισμένα μέσα σε
σφαίρες από θαμπό γυαλί που έριχναν ένα αδύνατο κίτρι-
νο φως. Σκέφτηκε μήπως θα έπρεπε να βάψει την κουζίνα
και να αλλάξει φωτιστικά.
Ακόμα και η σκέψη ότι θα μπορούσε να κάνει κάποιες
σημαντικές αλλαγές στο σπίτι της Βάιολετ Ντέβον της έ-
φερε μια μεθυστική ζάλη. Μετά το θάνατο της θείας της, η
Νόρα είχε αλλάξει τη διακόσμηση της κρεβατοκάμαράς
της, χωρίς να πειράξει το υπόλοιπο σπίτι. Τώρα, αναρωτή-
θηκε αν θα μπορούσε να αναδιαμορφώσει ολόκληρο το
σπίτι και η προοπτική αυτή την έκανε να νιώθει σαν επα-
ναστάτρια. Ίσως... ίσως να μπορούσε να το κάνει. Αφού
κατάφερε να απωθήσει τον Στρεκ, ίσως να έβρισκε το
κουράγιο να αψηφήσει τη νεκρή θεία της.
Η αισιοδοξία και η αυτοπεποί θηση που ένιωθε κράτη-
σαν μόλις είκοσι λεπτά, όσο χρειάστηκε για να βάλει τα
ταψιά στο φούρνο, να χτυπήσει το μείγμα της σοκολάτας
και να πλύνει μερικά από τα βρόμικα σκεύη. Μετά ξανα-
γύρισε στην κουζίνα ο Στρεκ για να της πει ότι η τηλεόρα-
ση ήταν εντάξει και να της δώσει το λογαριασμό. Όταν εί-
χε φύγει από την κουζίνα πριν από λίγο φαινόταν κάπως
συμμαζεμένος, τώρα όμως ξαναμπήκε με όλο το προηγού-
μενο θράσος. Την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω σαν να
την έγδυνε με τη φαντασία του και, όταν τα βλέμματά τους
συναντήθηκαν, της έριξε μια προκλητική ματιά.
Ο λογαριασμός τής φάνηκε πολύ φουσκωμένος, δεν εί-
πε όμως τίποτα γιατί ήθελε να τον διώξει όσο το δυνατόν
πιο γρήγορα. Όταν η Νόρα κάθισε στο τραπέζι της κουζί-
νας για να του κόψει την επιταγή, εκείνος ήρθε πάλι και
στάθηκε πολύ κοντά της. Η Νόρα σηκώθηκε, του έδωσε
την επιταγή κι αυτός κατάφερε να την πάρει με τέτοιο
τρόπο ώστε να αγγίξει προκλητικά το χέρι της.
Καθώς τον οδηγούσε στην εξώπορτα, η Νόρα ήταν
σχεδόν σίγουρη ότι από στιγμή σε στιγμή θα άφηνε κάτω
το βαλιτσάκι του και θα της ριχνόταν από πίσω. Αλλά τε-
λικά έφτασαν στην πόρτα και ο Στρεκ βγήκε στη βεράντα.
Η Νόρα αισθάνθηκε ανακούφιση και η καρδιά της άρχισε
να ξαναβρίσκει τον κανονικό της ρυθμό.
Ο Στρεκ κοντοστάθηκε για μια στιγμή στην πόρτα. «Τι
δουλειά κάνει ο άντρας σας;» ρώτησε ξαφνικά.
Η ερώτηση την ενόχλησε. Αυτό θα μπορούσε να το ρω-
τήσει νωρίτερα, στην κουζίνα, όταν μίλησε για τον άντρα
της, τώρα όμως η περιέργειά του ήταν αδικαιολόγητη και
άπρεπη.
Κανονικά θα έπρεπε να του πει ότι αυτό δεν τον αφο-
ρούσε, εξακολουθούσε όμως να τον φοβάται. Ένιωθε ότι
αυτός ο άνθρωπος θα μπορούσε να θυμώσει εύκολα, ότι η
βία που ήταν συσσωρευμένη μέσα του θα μπορούσε να
εκδηλωθεί με την ελάχιστη αφορμή. Του απάντησε, λοι-
πόν, με ένα ακόμη ψέμα, που ήλπιζε ότι θα τον φοβίσει:
«Είναι... αστυνομικός».
Ο Στρεκ την κοίταξε υψώνοντας τα φρύδια. «Αλήθεια;
Εδώ, στη Σάντα Μπάρμπαρα;»
«Ναι».
«Πολύ σπουδαίο σπίτι αυτό για αστυνομικό».
«Ορίστε;»
«Δεν ήξερα ότι οι αστυνομικοί πληρώνονται τόσο καλά».
«Μα... σας είπα -το σπίτι το κληρονόμησα από τη θεία
μου».
«Α, ναι, σωστά. Έχετε δίκιο».
Η Νόρα προσπάθησε να κάνει το ψέμα πιο πειστικό.
«Όταν πέθανε η θεία μου, ζούσαμε σε διαμέρισμα και με-
τά ήρθαμε εδώ. Αλλά έχετε δίκιο- εμείς δε θα μπορούσα-
με ν' αγοράσουμε ποτέ ένα τέτοιο σπίτι».
«Μπράβο», είπε αυτός. «Μια όμορφη κυρία σαν εσάς
πρέπει να έχει κι ένα όμορφο σπίτι».
Τη χαιρέτησε με μια κίνηση του χεριού, της έκλεισε το
μάτι και προχώρησε προς το δρόμο όπου ήταν παρκαρι-
σμένο το άσπρο φορτηγάκι του.
Η Νόρα έκλεισε την πόρτα και τον κοίταξε από ένα
μέρος όπου το θαμπό τζάμι της εξώπορτας γινόταν διαφα-
νές. Αυτός γύρισε, την είδε και της κούνησε το χέρι. Η
Νόρα τραβήχτηκε αμέσως από την πόρτα, μέσα στο σκο-
τάδι του χολ, και συνέχισε να τον παρακολουθεί από ένα
σημείο όπου δεν φαινόταν.
Ήταν φανερό πως δεν την είχε πιστέψει. Είχε καταλά-
βει ότι ήταν ανύπαντρη. Τι βλακεία, Θεέ μου -δεν έπρεπε
να πει ότι ο άντρας της ήταν αστυνομικός. Φάνηκε αμέ-
σως ότι το είχε πει μόνο και μόνο για να τον φοβίσει. Έ-
πρεπε να πει ότι ο άντρας της είναι υδραυλικός ή γιατρός
-οτιδήποτε άλλο εκτός από αστυνομικός. Αλλά, ευτυχώς,
ο Αρτ Στρεκ είχε φύγει. Παρ' όλο που κατάλαβε ότι του
είχε πει ψέματα, είχε φύγει.
Δεν αισθάνθηκε ασφαλής παρά μόνο όταν είδε το φορ-
τηγάκι του να εξαφανίζεται.
Στην πραγματικότητα, ακόμη και τότε δεν ένιωσε α-
σφαλής.

2
Αφού σκότωσε τον Ντέιβις Γουέδερμπι, ο Βινς Νάσκο πή-
γε με το αυτοκίνητο του σ' ένα βενζινάδικο, στη λεωφόρο
Πασίφικ Κόουστ. Μπήκε στον τηλεφωνικό θάλαμο, έριξε
μερικά νομίσματα και κάλεσε έναν αριθμό στο Λος Ά-
ντζελες που τον είχε μάθει απέξω εδώ και πολύ καιρό.
Το σήκωσε ένας άντρας και επανέλαβε τον αριθμό
που είχε καλέσει ο Βινς. Ήταν μία από τις τρεις φωνές
που απαντούσαν συνήθως στο τηλέφωνο -εκείνη που ήταν
απαλή και μπάσα. Συχνά το σήκωνε ένας άλλος άντρας με
μια σκληρή, κοφτή φωνή που ενοχλούσε τον Βινς.
Μερικές φορές σήκωνε το τηλέφωνο μια γυναίκα. Είχε
σέξι φωνή, βραχνή και ταυτόχρονα κοριτσίστικη. Ο Βινς
δεν την είχε δει ποτέ του και προσπαθούσε συχνά να τη
φανταστεί πώς ήταν.
Όταν ο άλλος είπε τον αριθμό, ο Βινς απάντησε: «Η
δουλειά έγινε και είμαι πάντα διαθέσιμος αν χρειάζεστε
τίποτ' άλλο». Ήταν σίγουρος πως ο άλλος θα γνώριζε τη
φωνή του.
«Χαίρομαι που όλα πήγαν καλά», είπε ο συνομιλητής
του. «Εκτιμούμε πολύ τη δουλειά σου. Και τώρα θέλω να
μάθεις απέξω τον αριθμό που θα σου πω». Του είπε έναν
εφταψήφιο αριθμό.
Ξαφνιασμένος, ο Βινς τον επανέλαβε.
«Είναι το νούμερο ενός τηλεφωνικού θαλάμου στο Φά-
σιον Άιλαντ», είπε ο άλλος. «Είναι στη μεγάλη λεωφόρο,
κοντά στο πολυκατάστημα Ρόμπινσον. Μπορείς να είσαι
εκεί σε δεκαπέντε λεπτά;»
«Και βέβαια», είπε ο Βινς. «Μπορώ να είμαι εκεί σε
δέκα λεπτά».
«Θα σου τηλεφωνήσω σε δεκαπέντε λεπτά για να σου
πω τις λεπτομέρειες».
Ο Βινς έκλεισε και γύρισε στο αυτοκίνητο του σφυρί-
ζοντας. Το γεγονός ότι τον έστελναν σε έναν άλλο τηλε-
φωνικό θάλαμο για να του πουν «τις λεπτομέρειες» μπο-
ρούσε να σημαίνει μόνο ένα πράγμα: θα του ανέθεταν κι
άλλη δουλειά -δύο μέσα σε μια μέρα!

3
Αργότερα, όταν τέλειωσε με το κέικ, η Νόρα ανέβηκε
στην κρεβατοκάμαρα της, στη νοτιοδυτική γωνία του πά-
νω ορόφου.
Όταν ζούσε η Βάιολετ Ντέβον, το δωμάτιο αυτό ήταν
το άδυτο και το ησυχαστήριο της Νόρας, παρ' όλο που δεν
υπήρχε κλειδαριά στην πόρτα. Όπως και όλα τα άλλα δω-
μάτια του σπιτιού, ήταν γεμάτο με τα ίδια βαριά έπιπλα,
που έκαναν όλο το σπίτι να μοιάζει περισσότερο με απο-
θήκη παρά με σπίτι. Αλλά δεν ήταν μόνο τα έπιπλα- όλο
το δωμάτιο είχε μια καταθλιπτική, αποπνικτική ατμόσφαι-
ρα. Παρ' όλα αυτά, όταν τελείωνε τις δουλειές του σπιτιού,
ή όταν η θεία της της επέτρεπε να φύγει αφού είχε τελειώ-
σει κάποια από τις ατέλειωτες διαλέξεις της, η Νόρα πή-
γαινε στην κρεβατοκάμαρά της, όπου ξέφευγε από την
πραγματικότητα διαβάζοντας βιβλία ή ονειροπολώντας.
Η Βάιολετ έκανε κάθε τόσο αιφνιδιασμούς στην ανι-
ψιά της. Πλησίαζε περπατώντας αθόρυβα στο διάδρομο
και άνοιγε ξαφνικά την πόρτα, με την ελπίδα να πιάσει τη
Νόρα να κάνει κάτι το απαγορευμένο. Αυτές οι ξαφνικές
επιθεωρήσεις ήταν πολύ συχνές στα παιδικά και εφηβικά
χρόνια της Νόρας, μετά όμως αραίωσαν σταδιακά, αν και
είχαν συνεχιστεί μέχρι και τις τελευταίες βδομάδες της
ζωής της θείας της, όταν η Νόρα ήταν πια είκοσι εννιά
χρονών. Η Βάιολετ προτιμούσε πάντα τα σκούρα φορέμα-
τα, έδενε τα μαλλιά της σ' ένα σφιχτό κότσο και δεν φο-
ρούσε ποτέ μεϊκάπ στο ωχρό πρόσωπο της. Όλα αυτά την
έκαναν να μοιάζει σαν άντρας -σαν ένας αυστηρός καλό-
γερος με βαριά ράσα, που κυκλοφορούσε αθόρυβα στους
διαδρόμους κάποιου ζοφερού μεσαιωνικού μοναστηριού
για να επιβλέπει τη συμπεριφορά των άλλων καλόγερων.
Αν την έπιανε να ονειροπολεί ή να κοιμάται, τη μάλω-
νε αυστηρά και την τιμωρούσε, βάζοντάς τη να κάνει ένα
σωρό αγγαρείες. Η θεία της δεν ανεχόταν την τεμπελιά.
Τα βιβλία επιτρέπονταν -φτάνει, βέβαια, να τα είχε ε-
γκρίνει πρώτα η ίδια η Βάιολετ-, γιατί, πρώτα πρώτα, τα
βιβλία μορφώνουν. Πέρα απ' αυτό, όπως έλεγε συχνά η
θεία της, «Οι άσχημες γυναίκες σαν εσένα κι εμένα δε
ζουν ποτέ ενδιαφέρουσα ζωή, δεν πηγαίνουν ποτέ σε εξω-
τικά μέρη. Έτσι, τα βιβλία έχουν μια ιδιαίτερη αξία για
μας. Μέσα απ' αυτά μπορούμε να ζήσουμε ένα σωρό
πράγματα "από δεύτερο χέρι". Αυτό δεν είναι κακό. Το
να ζεις μέσα από τα βιβλία είναι προτιμότερο από το να έ-
χεις φίλους και να συναναστρέφεσαι με... άντρες».
Με τη βοήθεια ενός πειθήνιου οικογενειακού γιατρού,
η Βάιολετ είχε καταφέρει να μην πάει η Νόρα σχολείο, με
τη δικαιολογία ότι δεν της το επέτρεπε η υγεία της. Είχε
μορφωθεί στο σπίτι της, έτσι τα βιβλία ήταν το μοναδικό
της σχολείο.
Τώρα πια ήταν τριάντα χρονών και είχε καταφέρει όχι
μόνο να διαβάσει χιλιάδες βιβλία, αλλά και να μάθει μόνη
της να σκιτσάρει και να ζωγραφίζει με λαδομπογιές, α-
κρυλικά χρώματα και νερομπογιές. Η θεία Βάιολετ επιδο-
κίμαζε τη ζωγραφική και το σχέδιο. Η τέχνη ήταν μια μο-
ναχική απασχόληση που βοηθούσε τη Νόρα να ξεχνά τον
έξω κόσμο και να αποφεύγει τις επαφές με ανθρώπους οι
οποίοι σίγουρα θα την πλήγωναν και θα την απογοήτευαν.
Σε μια γωνιά της κρεβατοκάμαρας της υπήρχε ένα
γερτό τραπέζι για το σχέδιο, ένα καβαλέτο κι ένα ντουλά-
πι για τις μπογιές της. Για να κάνει χώρο γι' αυτά τα λίγα
πράγματα, είχε στριμώξει τα άλλα έπιπλα της κρεβατοκά-
μαρας χωρίς να βγάλει τίποτα έξω, έτσι που όταν έβλεπες
το δωμάτιο σε έπιανε κλειστοφοβία.
Πολλές φορές τα τελευταία χρόνια -ιδιαίτερα τις νύ-
χτες, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και τη μέρα-
η Νόρα κυριευόταν από ένα φόβο ότι το πάτωμα της κρε-
βατοκάμαράς της θα έσπαζε από το βάρος όλων αυτών
των επίπλων και θα έπεφτε μαζί τους στο κάτω δωμάτιο,
όπου θα παγιδευόταν κάτω από το τεράστιο κρεβάτι με
ουρανό και θα πέθαινε. Μόνο στα είκοσι πέντε της χρόνια
συνειδητοποίησε ότι αυτές οι κρίσεις άγχους προέρχονταν
όχι από τη βαριά επίπλωση και τα σκοτεινά χρώματα του
σπιτιού αλλά από την τυραννική παρουσία της θείας της.
Ένα Σάββατο πρωί, πριν από τέσσερις μήνες -και κά-
που οχτώ μήνες μετά το θάνατο της Βάιολετ Ντέβον-, η
Νόρα κυριεύτηκε ξαφνικά από μια ακατανίκητη ανάγκη
για ανανέωση, με αποτέλεσμα να αλλάξει τη διαρρύθμιση
της κρεβατοκάμαράς της. Έβγαλε έξω όλα τα μικρότερα
έπιπλα, είτε κουβαλώντας τα στα χέρια είτε σέρνοντάς τα
στο πάτωμα, και τα μοίρασε στα άλλα πέντε δωμάτια του
πρώτου ορόφου. Τα πιο βαριά αναγκάστηκε να τα λύσει
και να τα βγάλει από το δωμάτιο σε κομμάτια, αλλά τελι-
κά κατάφερε να απαλλαγεί απ' όλα τα περιττά πράγματα,
αφήνοντας μόνο το κρεβάτι, ένα κομοδίνο, μια πολυθρό-
να, το τραπέζι του σχεδίου και το σκαμνί, το ντουλάπι με
τις μπογιές και το καβαλέτο. Αφού τελείωσε με τα έπιπλα,
ξεκόλλησε τη σκούρα χάρτινη ταπετσαρία.
Όλο εκείνο το Σαββατοκύριακο αισθανόταν σαν να
είχε κάνει μια μεγάλη επανάσταση. Η ζωή της είχε αλλά-
ξει ολοκληρωτικά. Όταν όμως τελείωσε με την κρεβατο-
κάμαρα, η επαναστατική της διάθεση είχε χαθεί και έτσι
άφησε το υπόλοιπο σπίτι όπως ήταν. Τώρα, τουλάχιστον,
το δωμάτιο της ήταν φωτεινό, σχεδόν χαρούμενο. Οι τοί-
χοι ήταν βαμμένοι με ένα ευχάριστο κίτρινο παλ χρώμα.
Οι βαριές κουρτίνες είχαν φύγει και τη θέση τους είχαν
πάρει στόρια στην ίδια απόχρωση με τους τοίχους. Ακόμη,
είχε μαζέψει το απαίσιο χαλί και είχε γυαλίσει το όμορφο
δρύινο πάτωμα.
Έπειτα απ' αυτές τις αλλαγές, το δωμάτιο είχε γίνει α-
κόμη περισσότερο το προσωπικό της άδυτο. Κάθε φορά
που περνούσε την πόρτα του κι έβλεπε τις τολμηρές αλλα-
γές της, το κέφι της έφτιαχνε αμέσως και ξεχνούσε τα
προβλήματα της.
Μετά την ταραχή που της προκάλεσε η συνάντηση με
τον Στρεκ, η Νόρα αισθάνθηκε ανακούφιση, όπως πάντα,
μπαίνοντας στο φωτεινό δωμάτιο. Κάθισε στο τραπέζι του
σχεδίου και άρχισε ένα σκίτσο με μολύβι, μια προκαταρ-
κτική μελέτη για μια ελαιογραφία που ήθελε να κάνει εδώ
και λίγο καιρό. Αρχικά τα χέρια της έτρεμαν και αναγκα-
ζόταν να σταματά κάθε τόσο για να ηρεμήσει. Σιγά σιγά,
όμως, ο φόβος της πέρασε.
Ύστερα από λίγο είχε ηρεμήσει αρκετά ώστε να μπο-
ρεί να σκεφτεί τον Στρεκ, ενώ συνέχιζε το σκίτσο της.
Προσπάθησε να φανταστεί πόσο μακριά θα μπορούσε να
φτάσει αυτός ο άνθρωπος αν δεν είχε καταφέρει να τον
διώξει. Πρόσφατα η Νόρα είχε αρχίσει ν' αναρωτιέται αν
η απαισιόδοξη άποψη της Βάιολετ Ντέβον για τον κόσμο
και τους ανθρώπους ήταν σωστή. Αυτή την άποψη είχε δι-
δάξει και στην ανιψιά της, όμως η Νόρα είχε την επίμονη
υποψία ότι μπορεί να ήταν διαστρεβλωμένη, ή ακόμη και
νοσηρή. Αλλά τώρα είχε συναντήσει τον Αρτ Στρεκ και ο
άνθρωπος αυτός αποδείκνυε πέρα από κάθε αμφιβολία
τους ισχυρισμούς της Βάιολετ, αποδείκνυε ότι οι επαφές
με τον έξω κόσμο είναι επικίνδυνες.
Λίγο αργότερα, ενώ είχε μισοτελειώσει το σκίτσο της,
άρχισε να αναρωτιέται μήπως είχε παρερμηνεύσει τα λό-
για και τη συμπεριφορά του Στρεκ. Δεν μπορούσε να πι-
στέψει ότι ένας άντρας θα μπορούσε ποτέ να «κολλήσει»
σε αυτή.
Εδώ που τα λέμε, ήταν αντιπαθητική, άσχημη. Η Νόρα
το ήξερε αυτό γιατί, ανεξάρτητα από τα άλλα ελαττώματα
της Βάιολετ, η θεία της είχε και μερικά προτερήματα, ένα
από τα οποία ήταν ότι δεν μασούσε ποτέ τα λόγια της. Η
Νόρα ήταν απωθητική, κανένας άντρας δεν θα ήθελε ποτέ
να την πάρει στην αγκαλιά του, να τη φιλήσει. Αυτό της το
είχε πει η θεία Βάιολετ από τα παιδικά της χρόνια κιόλας.
Ο Στρεκ είχε βέβαια μια απαίσια κι απωθητική προ-
σωπικότητα, ήταν όμως όμορφος άντρας και θα μπορούσε
να διαλέξει όποια γυναίκα ήθελε. Ήταν γελοίο να πιστεύ-
ει ότι θα ενδιαφερόταν για μια ασχημομοΰρα σαν αυτή.
Η Νόρα φορούσε ακόμη τα ρούχα που της είχε αγορά-
σει η θεία της -κάτι σκούρα και ασουλούπωτα φορέματα,
φούστες και μπλούζες όμοιες με αυτές που φορούσε η ίδια
η Βάιολετ. Αν ντυνόταν πιο κομψά, ο κόσμος θα πρόσεχε
ακόμα περισσότερο το κοκαλιάρικο κι άχαρο σώμα της
και το άσχημο πρόσωπο της.
Αλλά γιατί ο Στρεκ της είπε ότι ήταν όμορφη;
Η εξήγηση ήταν εύκολη: ίσως την κορόιδευε. Ή , το πι-
θανότερο, ήταν απλώς ευγενικός.
Όσο το σκεφτόταν, τόσο περισσότερο καταλάβαινε ότι
τον είχε παρεξηγήσει. Ήταν μόνο τριάντα χρονών, αλλά
φερόταν κιόλας σαν μια νευρική, φοβισμένη γεροντοκόρη.
Αυτή η σκέψη τής προκάλεσε κατάθλιψη. Έστρεψε ό-
μως αμέσως την προσοχή της στο σκίτσο της, το τελείωσε
κι άρχισε ένα άλλο. Καθώς πλησίαζε το απόγευμα, η Νό-
ρα είχε ξεχαστεί μέσα στον κόσμο της ζωγραφικής της.
Από κάτω άκουγε κάθε τόσο το μεγάλο ρολόι του τοί-
χου να χτυπάει την ώρα.
Ο ήλιος άρχισε να γίνεται χρυσαφένιος και το δωμάτιο
τώρα ήταν ακόμη πιο φωτεινό. Από το παράθυρο φαινό-
ταν ένα τεράστιο φοινικόδεντρο που αναδευόταν απαλά
από τη μαγιάτικη αύρα,
Η ώρα ήταν τέσσερις και η Νόρα είχε ξαναβρεί τη γα-
λήνη της. Συνέχισε να δουλεύει σιγοτραγουδώντας.
Ξαφνικά την τρόμαξε ο απότομος ήχος του τηλεφώνου.
Άφησε το μολύβι και σήκωσε το ακουστικό. «Εμπρός;»
«Περίεργο», είπε μια αντρική φωνή.
«Ορίστε;»
«Δεν τον ξέρουν».
«Πρέπει να πήρατε λάθος αριθμό».
«Εσείς δεν είστε, κυρία Ντέβον;»
Τότε γνώρισε τη φωνή. Ήταν ο Στρεκ!
Για μια στιγμή δεν μπόρεσε να μιλήσει από την κατά-
πληξη και το φόβο.
«Δεν τον ξέρουν», ξανάπε αυτός. «Τηλεφώνησα στην
Αστυνομία της Σάντα Μπάρμπαρα και ζήτησα τον κΰριο
Ντέβον, αλλά αυτοί μου είπαν ότι δεν υπάρχει κανένας
Ντέβον στο Σώμα. Δεν είναι παράξενο, κυρία Ντέβον;»
«Τι θέλεις;» είπε η Νόρα τρέμοντας.
«Φαντάζομαι ότι θα είναι κανένα λάθος του υπολογι-
στή», είπε ο Στρεκ γελώντας. «Σίγουρα έτσι εξηγείται. Έ-
γινε κάποιο λάθος στον υπολογιστή και έχασαν το όνομά
του από τα αρχεία. Πρέπει να του το πείτε αμέσως μόλις
γυρίσει σπίτι, κυρία Ντέβον. Αν δε διορθωθεί το λάθος...
μπορεί να μην τον πληρώσουν στο τέλος του μήνα...»
Η Νόρα κατέβασε απότομα το ακουστικό. Δεν έπρεπε
να τον ενθαρρύνει ακούγοντάς τον στο τηλέφωνο.
Έκανε το γύρο του σπιτιού, ελέγχοντας τα παράθυρα
και τις πόρτες. Ήταν όλες καλά κλειδωμένες.

4
Όταν έφτασαν στο εστιατόριο, στη λεωφόρο Ιστ Τσάπμαν
στο Όραντζ, ο Τράβις Κορνέλ αγόρασε πέντε χάμπουρ-
γκερ για το σκυλί και γύρισαν στο αυτοκίνητο. Ο σκύλος
έφαγε όλα τα μπιφτέκια και δυο ψωμάκια και μετά προ-
σπάθησε να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του γλείφοντας
τον Τράβις στο πρόσωπο.
«Πω, πω! Το στόμα σου βρομάει», διαμαρτυρήθηκε αυ-
τός, κρατώντας μακριά το σκύλο.
Το ταξίδι της επιστροφής στη Σάντα Μπάρμπαρα κρά-
τησε τρεισήμισι ώρες, γιατί η κυκλοφορία ήταν τώρα πολύ
πιο πυκνή. Σε όλη τη διαδρομή ο Τράβις κοίταζε κάθε τό-
σο το σκυλί και του μιλούσε, περιμένοντας να ξαναδεί κά-
ποιο δείγμα της απίστευτης ευφυΐας που είχε εκδηλώσει
προηγουμένως. Αλλά δεν είδε τίποτα ιδιαίτερο. Το σκυλί
συμπεριφερόταν όπως συμπεριφέρονται όλα τα σκυλιά
στα μεγάλα ταξίδια. Μερικές φορές, βέβαια, ανασηκώθη-
κε στο κάθισμα και κοίταξε το τοπίο δείχνοντας ένα εν-
διαφέρον που είναι ασυνήθιστο για σκύλο. Αλλά στο με-
γαλύτερο μέρος του ταξιδιού ήταν κουλουριασμένος και
κοιμόταν στο κάθισμα, γρυλίζοντας απαλά μέσα στον ύ-
πνο του, ή χασμουριόταν βαριεστημένα.
Όταν η μυρωδιά από το βρόμικο τρίχωμα του σκύλου
έγινε ανυπόφορη, ο Τράβις κατέβασε τα παράθυρα για να
πάρει αέρα και το σκυλί έβγαλε το κεφάλι του έξω.
Στη Σάντα Μπάρμπαρα, ο Τράβις σταμάτησε σ' ένα ε-
μπορικό κέντρο και αγόρασε κάμποσες κονσέρβες με τρο-
φή σκύλου, ένα κουτί μπισκότα για σκύλους, μερικά βαριά
πλαστικά πιάτα για να βάζει το φαγητό και το νερό του,
μια μεταλλική γαλβανισμένη μπανιέρα, ένα μπουκάλι σα-
μπουάν για σκύλους με ένα ειδικό συστατικό που σκότωνε
τους ψύλλους και τα τσιμπούρια, μια βούρτσα για να χτενί-
σει το μπερδεμένο τρίχωμά του, ένα κολάρο κι ένα λουρί.
Καθώς ο Τράβις έριχνε τα πράγματα στην καρότσα
τον φορτηγού, ο σκύλος τον παρακολουθούσε από το πί-
σω παράθυρο, με την υγρή του μύτη κολλημένη στο τζάμι.
Ο Τράβις κάθισε στη θέση του οδηγού και του είπε:
«Είσαι πολύ βρόμικος και μυρίζεις. Ελπίζω να καθίσεις
φρόνιμος για να σε πλύνω».
Το σκυλί χασμουρήθηκε.
Σε λίγο το φορτηγάκι ανέβηκε το δρομάκι μπροστά στο
σπίτι του Τράβις. Ήταν ένα νοικιασμένο μπαγκαλόου με
τέσσερα δωμάτια, στη βόρεια πλευρά της Σάντα Μπάρ-
μπαρα. Έσβησε τη μηχανή και κοίταξε πάλι το σκύλο. Εί-
χε αρχίσει ν' αναρωτιέται αν οι ενέργειές του το πρωί ή-
ταν πραγματικά τόσο απίστευτες, ή απλώς είχε ξεγελαστεί.
«Αν δε μου ξανακάνεις κανένα τέτοιο κόλπο γρήγο-
ρα», είπε στο σκύλο καθώς άνοιγε την εξώπορτα, «θα
πρέπει να συμπεράνω ότι μου είχε στρίψει εκεί κάτω στο
δάσος, ότι είμαι τρελός και ότι όλα αυτά τα έβγαλα από τη
φαντασία μου».
Ο σκύλος, που στεκόταν δίπλα του, σήκωσε το κεφάλι
και τον κοίταξε ερωτηματικά.
«Θέλεις να με κάνεις να αμφιβάλλω για τη διανοητική
μου κατάσταση, ε;» τον ρώτησε ο Τράβις.
Εκείνη τη στιγμή πέρασε μπροστά από το σκύλο μια
πορτοκαλιά και μαύρη πεταλούδα. Αυτός ξαφνιάστηκε.
Άφησε ένα γάβγισμα και μετά έτρεξε πίσω της, βγαίνο-
ντας στον κήπο. Άρχισε να τρέχει πάνω κάτω στο γρασίδι
κυνηγώντας την, πηδώντας ψηλά και δαγκώνοντας τον αέ-
ρα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ύστερα από μερικές προ-
σπάθειες, κόντεψε να πέσει πάνω σε ένα φοινικόδεντρο,
μετά, παραλίγο να κουτουλήσει πάνω σε ένα μικρό σιντρι-
βάνι από τσιμέντο και τελικά κουτρουβάλησε αδέξια μέσα
σε μια βραγιά με λουλούδια, ενώ η πεταλούδα έπαιρνε ύ-
ψος και απομακρυνόταν ανενόχλητη. Ο σκύλος σηκώθηκε
όρθιος και βγήκε τρέχοντας από τα λουλούδια.
Όταν κατάλαβε ότι η πεταλούδα τού είχε ξεφύγει, γύ-
ρισε στον Τράβις και τον κοίταξε χαζά.
«Εσύ είσαι ο σκύλος-θαύμα;» είπε αυτός. «Τέλος πά-
ντων, πέρνα μέσα».
Άνοιξε την πόρτα και ο σκύλος έτρεξε μέσα στο σπίτι
εξερευνώντας ένα ένα τα δωμάτια.
«Ελπίζω να έχεις ξαναζήσει σε σπίτι και να μη μου τα
κάνεις χάλια εδώ μέσα», του φώναξε ο Τράβις.
Πήρε από το αυτοκίνητο την μπανιέρα και την πλαστι-
κή σακούλα με τα άλλα πράγματα που είχε αγοράσει και
τα κουβάλησε στην κουζίνα. Άφησε εκεί το φαγητό και τα
πιάτα και έβγαλε όλα τα υπόλοιπα πράγματα έξω, από
την πίσω πόρτα. Άφησε την πλαστική σακούλα κάτω και
έβαλε δίπλα της την μπανιέρα, κοντά στο λάστιχο του κή-
που. Μετά γύρισε πάλι στην κουζίνα, έβγαλε έναν κουβά
από κάτω από το νεροχύτη, τον γέμισε με καυτό νερό, τον
κουβάλησε έξω και τον άδειασε στην μπανιέρα. Όταν ο
Τράβις είχε κάνει τέσσερις διαδρομές κουβαλώντας καυ-
τό νερό, εμφανίστηκε ο σκύλος και άρχισε να εξερευνά
την πίσω αυλή. Ενώ ο Τράβις εξακολουθούσε να γεμίζει
την μπανιέρα, ο σκύλος άρχισε να κατουράει κάθε λίγα
μέτρα πάνω στον τοίχο από τσιμεντόπλιθους που περιέ-
βαλλε την πίσω αυλή.
«Όταν τελειώσεις το πότισμα», είπε ο Τράβις, «καλά
θα κάνεις να έχεις όρεξη για μπάνιο. Βρομάς».
Ο σκύλος γύρισε το κεφάλι προς το μέρος του και έδει-
ξε να ακούει τα λόγια του. Αλλά δεν φαινόταν σαν ένα α-
πό εκείνα τα έξυπνα σκυλιά που βλέπουμε στις ταινίες.
Δεν φαινόταν να τον καταλαβαίνει. Έδειχνε τελείως κου-
τός. Αμέσως μόλις ο Τράβις σταμάτησε να μιλάει, ο σκύ-
λος έτρεξε μερικά μέτρα πιο κάτω και κατούρησε και πάλι.
Βλέποντάς τον, ο Τράβις αισθάνθηκε κι αυτός την ανά-
γκη να πάει στην τουαλέτα. Μπήκε στο σπίτι και όταν βγή-
κε από το μπάνιο γδύθηκε και φόρεσε ένα πιο παλιό τζιν
και μια φανέλα, για να μη λερωθεί πλένοντας το σκύλο.
Όταν βγήκε πάλι έξω, το σκυλί στεκόταν δίπλα στην
μπανιέρα με το νερό που άχνιζε, κρατώντας στα δόντια
του το λάστιχο. Με κάποιον τρόπο είχε καταφέρει να ανοί-
ξει τη βρύση. Νερό έτρεχε από το λάστιχο στην μπ;ανιέρα.
Για ένα σκυλί είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να
ανοίξει μια βρύση. Ο Τράβις σκέφτηκε ότι ένα αντίστοι-
χο τεστ για έναν άνθρωπο θα ήταν να προσπαθήσει να α-
νοίξει ένα πώμα μπουκαλιού κρατώντας το ένα χέρι πίσω
από την πλάτη.
«Τι έγινε;» ρώτησε κατάπληκτος. «Το νερό ήταν πολύ
καυτό;»
Το σκυλί άφησε το λάστιχο να πέσει, χύνοντας νερό
στην αυλή, και μπήκε με προσοχή στην μπανιέρα. Κάθισε
μέσα στο νερό και τον κοίταξε, σαν να του έλεγε, Έλα,
λοιπόν, να τελειώνουμε.
Ο Τράβις πήγε στην μπανιέρα και κάθισε δίπλα της
σταυροπόδι. «Δείξε μου πώς άνοιξες τη βρύση. Κλείσ' τη
μόνος σου».
Το σκυλί τον κοίταξε κουτά.
«Δείξε μου», είπε ο Τράβις.
Το σκυλί ξεφύσηξε και άλλαξε θέση μέσα στο ζεστό νερό.
«Αφού μπορείς να την ανοίξεις, μπορείς και να την
κλείσεις. Πώς το έκανες; Με τα δόντια σου; Πάντως απο-
κλείεται να την άνοιξες με το πόδι σου- κάτι τέτοιο θα ή-
ταν πολύ δύσκολο. Αν τελικά χρησιμοποίησες τα δόντια
σου, θα μπορούσες να σπάσεις κανένα πάνω στο σιδερέ-
νιο ρουμπινέτο».
Το σκυλί έσκυψε έξω από την μπανιέρα και δάγκωσε
λιγάκι την άκρη της σακούλας όπου ήταν το σαμπουάν.
«Δε θα κλείσεις τη βρύση;» ρώτησε ο Τράβις.
Το σκυλί τον κοίταξε με ανεξιχνίαστο ύφος.
Ο Τράβις αναστέναξε κι έκλεισε μόνος του τη βρύση.
«Εντάξει λοιπόν. Εντάξει. Αφού θέλεις να κάνεις τον εξυ-
πνάκια». Πήρε τη βούρτσα και το σαμπουάν από τη σα-
κούλα και τα άπλωσε προς το σκύλο. «Ορίστε. Απ' ό,τι
φαίνεται, δε με χρειάζεσαι εμένα. Βάζω στοίχημα ότι θα
μπορείς να πλυθείς μόνος σου».
Το σκυλί άφησε ένα μακρόσυρτο γονουουουουουφ και
ο Τράβις είχε την αίσθηση ότι ο σκύλος αποκαλούσε αυ-
τόν εξυπνάκια.
Ο ΫΦΙΑΛΤΗΣ ΠΑΡΑΦΥΛΑΕΙ 63

Για πρόσεχε, είπε στσν εαυτό του. Κινδυνεύεις να σου


στρίψει. Αυτό εδώ το σκυλί είναι τρομερά έξυπνο, αλλά
δεν μπορεί να καταλάβει τι του λες και δεν μπορεί να σου
μιλήσει.
Το σκυλί υπέμεινε το μπάνιο του αδιαμαρτύρητα -φαι-
νόταν μάλιστα να το απολαμβάνει. Όταν τελείωσε το σα-
πούνισμα, ο Τράβις είπε στο σκύλο να βγει από την μπα-
νιέρα και ξέπλυνε τις σαπουνάδες. Μετά άρχισε να του
βουρτσίζει το υγρό του τρίχωμα, μια δουλειά που του πήρε
μια ολόκληρη ώρα. Έβγαλε μέσα από τις τρίχες κλαρά-
κια, χορτάρια κι αγκάθια και τις ξέμπλεξε εκεί που είχαν
μπερδευτεί. Ο σκύλος δεν έδειξε καμιά ανυπομονησία ό-
σο διαρκούσε αυτή η διαδικασία. Όταν τελείωσαν, η ώρα
ήταν έξι το απόγευμα και ο σκύλος είχε μεταμορφωθεί.
Περιποιημένος, ήταν ένα πολύ όμορφο ζώο. Το τρίχω-
μα του είχε ένα γλυκό χρυσαφί χρώμα, με μερικά τμήματα
σε πιο ανοιχτή απόχρωση -στο πίσω μέρος των ποδιών
του, στην κοιλιά, στους γλουτούς και στο κάτω μέρος της
ουράς. Το εσωτερικό στρώμα του τριχώματος ήταν πυκνό
και μαλακό για να κρατά το ζώο ζεστό. Το εξωτερικό
στρώμα ήταν επίσης μαλακό αλλά όχι τόσο πυκνό και σε
μερικά σημεία αυτές οι μακρύτερες τρίχες ήταν σγουρές.
Η ουρά του, που την κουνούσε συνέχεια, καμπύλωνε λι-
γάκι προς τα πάνω, δίνοντάς του μια χαρούμενη, γεμάτη
ζωντάνια όψη.
Το ξεραμένο αίμα στο αυτί του ήταν από μια μικρή γρα-
τσουνιά που είχε αρχίσει ήδη να κλείνει. Το αίμα στα πό-
δια δεν προερχόταν από κάποιο σοβαρό τραύμα, αλλά από
το γεγονός ότι το σκυλί είχε τρέξει για πολλή ώρα σε ανώ-
μαλο έδαφος. Ο Τράβις έριξε στις πληγές λίγο διάλυμα βο-
ρικού οξέος, που είναι ένα ήπιο αντισηπτικό. Ήταν σίγου-
! ρος ότι το σκυλί θα πονούσε ελάχιστα -ή ίσως και καθόλου,
; γιατί δεν κούτσαινε. Σε λίγες μέρες θα ήταν εντελώς καλά.
Ο σκύλος είχε μια υπέροχη όψη τώρα, αλλά ο Τράβις
ήταν βρεγμένος και ιδρωμένος και βρομούσε από το σκυ-
λίσιο σαμπουάν. Ήθελε να κάνει ντους και να αλλάξει.
Και ήθελε επίσης να φάει κάτι.
Το μόνο που έμενε τώρα ήταν να φορέσει το κολάρο
στο σκύλο. Όταν όμως πήγε να του το κουμπώσει στο λαι-
μό, το σκυλί γρύλισε σιγανά και του ξέφυγε από τα χέρια
υποχωρώντας.
«Ε, πώς κάνεις έτσι; Δεν είναι τίποτα -ένα κολάρο μόνο».
Το σκυλί κοίταξε το κόκκινο δερμάτινο κολάρο στα
χέρια του Τράβις και συνέχισε να γρυλίζει.
«Είχες άσχημες εμπειρίες με κολάρα, ε;»
Το σκυλί σταμάτησε να γρυλίζει, αλλά δεν τον πλησίασε.
«Σε κακομεταχειρίστηκαν;» ρώτησε ο Τράβις. «Αυτό
πρέπει να είναι. Ίσως να προσπάθησαν να σε πνίξουν με
κάποιο κολάρο. Ή , ίσως, να σου είχαν βάλει πολύ κοντή
αλυσίδα. Κάτι τέτοιο;»
Ο σκύλος γάβγισε μια φορά και μετά διέσχισε την αυ-
λή και στάθηκε στην πιο μακρινή γωνιά της, κοιτάζοντας
το κολάρο από μακριά.
«Μου έχεις εμπιστοσύνη;» ρώτησε ο Τράβις μένοντας
γονατιστός, σε μια καθόλου απειλητική στάση.
Ο σκύλος σήκωσε το βλέμμα του από το κολάρο και
κοίταξε τον Τράβις στα μάτια.
«Δεν πρόκειται να σε κακομεταχειριστώ ποτέ», είπε
σοβαρά, χωρίς να νιώθει καθόλου γελοίος που μιλούσε με
τέτοια ειλικρίνεια και σοβαρότητα σε ένα σκυλί. «Πρέπει
να το ξέρεις αυτό. Είμαι σίγουρος ότι έχεις πολύ σωστό
ένστικτο σ' αυτά τα πράγματα, έτσι δεν είναι; Βασίσου
στο ένστικτο σου, αγόρι μου, και έχε μου εμπιστοσύνη».
Το σκυλί άρχισε να προχωράει από τη γωνία της αυλής
όπου στεκόταν και σταμάτησε μπροστά στον Τράβις, αλλά
αρκετά μακριά του ώστε να μην τον φτάνει. Έριξε μια μα-
τιά στο κολάρο και μετά τον κάρφωσε μ' εκείνο το παρά-
ξενο, έντονο βλέμμα. Όπως και προηγουμένως, ο Τράβις
ένιωσε να έχει μια παράξενη επικοινωνία με το σκύλο, μια
επικοινωνία που ήταν βαθιά, ακατανόητη και αλλόκοτη.
«Άκου», του είπε πάλι. «Μερικές φορές θα θέλω να
πάμε μαζί κάπου και για να κυκλοφορήσεις έξω πρέπει
να είσαι δεμένος με λουρί. Και το λουρί πρέπει να είναι
δεμένο στο κολάρο, έτσι δεν είναι; Αυτός είναι ο μοναδι-
κός λόγος που θέλω να το φορέσεις -για να μπορώ να σε
παίρνω παντού μαζί μου- και, επίσης, για να διώχνει τους
ψύλλους. Αλλά, αν πραγματικά δε θέλεις να το φορέσεις,
δε θα σε αναγκάσω».
Έμειναν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο για αρκετή ώ-
ρα, ενώ ο σκύλος σκεφτόταν την κατάσταση. Ο Τράβις συ-
νέχισε να κρατά το κολάρο προς το μέρος του, σαν να του
έδινε μάλλον ένα δώρο κι όχι να απαιτούσε να το φορέ-
σει, και ο σκύλος συνέχισε να κοιτάζει κατάματα το και-
νούριο του αφεντικό. Τελικά το σκυλί τινάχτηκε, φταρνί-
στηκε και τον πλησίασε πάλι.
«Μπράβο, καλό παιδί», είπε ενθαρρυντικά ο Τράβις.
Όταν έφτασε κοντά του, το σκυλί ξάπλωσε μπρούμυτα,
γύρισε ανάσκελα και σήκωσε τα πόδια του στον αέρα, εκ-
θέτοντας την ευάλωτη κοιλιά του. Μετά, του έριξε μια μα-
τιά που ήταν γεμάτη αγάπη, εμπιστοσύνη και λίγο φόβο.
Ήταν τρελό, αλλά ο Τράβις αισθάνθηκε έναν κόμπο
στο λαιμό του και καυτά δάκρυα να του τσούζουν τα μά-
τια. Κατάπιε με δυσκολία και έκλεισε τα μάτια του διώ-
χνοντας τα δάκρυα. Είσαι ένας βλάκας αισθηματίας, είπε
στον εαυτό του. Ήξερε όμως γιατί αυτή η υποταγή του
σκύλου τον είχε επηρεάσει τόσο πολύ. Για πρώτη φορά ε-
δώ και τρία χρόνια, ο Τράβις Κορνέλ αισθάνθηκε πως
τον χρειάζονται, ένιωσε μια βαθιά σύνδεση με ένα άλλο
ζωντανό πλάσμα. Για πρώτη φορά εδώ και τρία χρόνια
είχε ένα λόγο για να ζει.
Του πέρασε το κολάρο στο λαιμό, το κούμπωσε και
χάιδεψε απαλά την εκτεθειμένη κοιλιά του σκύλου.
«Πρέπει να σου βρω ένα όνομα», είπε.
Το σκυλί σηκώθηκε γρήγορα όρθιο, τον κοίταξε και
τέντωσε τα αυτιά του, σαν να περίμενε ν' ακούσει το όνο-
μα του.
Θεέ και Κύριε, σκέφτηκε ο Τράβις, έχω αρχίσει να τον
αντιμετωπίζω σαν να είναι άνθρωπος, Μπορεί βέβαια να
έχει κάτι το ιδιαίτερο, αλλά δεν παύει να είναι σκύλος.
Μπορεί να φαίνεται σαν να περιμένει να ακούσει το όνο-
μά του, αλλά είναι εντελώς σίγουρο ότι δεν καταλαβαίνει
λέξη από όσα του λέω.
«Δεν μπορώ να βρω κανένα όνομα που να σου ταιριά-
ζει», είπε τελικά ο Τράβις. «Δε χρειάζεται να βιαστούμε.
Το όνομά σου πρέπει να είναι το πιο κατάλληλο. Δεν εί-
σαι συνηθισμένο σκυλί, γι' αυτό πρέπει να το σκεφτώ λίγο
για να σου βρω το σωστό όνομα».
Ο Τράβις άδειασε την μπανιέρα, την ξέπλυνε και την
άφησε να στεγνώσει. Μετά, αυτός κι ο σκύλος μπήκαν στο
σπίτι, στο οποίο από τώρα και στο εξής θα ζούσαν μαζί.

5
Η δόκτωρ Ελίζαμπεθ Γιάρμπεκ κι ο άντρας της Τζόναθαν
έμεναν στο Νιούπορτ Μπιτς, σε μια μεγάλη μονοκατοικία
σε στυλ ράντσου. Ο ήλιος που έδυε έριχνε ένα χαλκοπρά-
σινο και κοκκινωπό φως που γυάλιζε στα στενά παράθυ-
ρα δεξιά κι αριστερά από την εξώπορτα.
Ο Βινς Νάσκο χτύπησε το κουδούνι και σε λίγο του ά-
νοιξε η Ελίζαμπεθ. Ήταν γύρω στα πενήντα, αδύνατη κι
ελκυστική, με ασημόχρωμα ξανθά μαλλιά και γαλάζια μά-
τια. Ο Βινς της είπε ότι λεγόταν Τζον Πάρκερ, ήταν πρά-
κτορας τον FBI και ήθελε να μιλήσει σε αυτή και τον ά-
ντρα της για μια υπόθεση που ερευνούσε η υπηρεσία του.
«Υπόθεση;» ρώτησε αυτή. «Τι υπόθεση;»
«Αφορά ένα ερευνητικό πρόγραμμα στο οποίο εργα-
ζόσαστε κάποτε», της απάντησε ο Βινς, επαναλαμβάνο-
ντας το ψέμα που του είχαν πει να χρησιμοποιήσει από το
τηλέφωνο.
Η Ελίζαμπεθ εξέτασε με προσοχή την ταυτότητα που
της είχε δείξει.
Ο Βινς δεν ανησύχησε. Η ψεύτικη ταυτότητα ήταν φτιαγ-
μένη από τους ανθρώπους που του είχαν αναθέσει τη δου-
λειά. Του την είχαν δώσει πριν από δέκα μήνες, για μια
δουλειά στο Σαν Φρανσίσκο, και ο Νάσκο την είχε χρησι-
μοποιήσει από τότε άλλες τρεις φορές χωρίς να συναντή-
σει κανένα πρόβλημα.
Ήξερε ότι η ταυτότητα θα ξεγελούσε τη γυναίκα, δεν
ήταν όμως σίγουρος ότι ο ίδιος ήταν τόσο πειστικός στο
ρόλο του πράκτορα. Η εμφάνισή του, βέβαια, ήταν εντά-
ξει. Φορούσε σκούρο μπλε κοστούμι, άσπρο πουκάμισο,
μπλε γραβάτα και καλογυαλισμένα μαύρα παπούτσια. Ε-
πίσης, το μεγάλο ύψος του και το ανέκφραστο πρόσωπο
του ταίριαζαν με το ρόλο του. Αλλά ο φόνος του Ντέιβις
Γουέδερμπι και η προοπτική δύο ακόμα φόνων μέσα στα
επόμενα λεπτά τον είχαν πλημμυρίσει με μια σχεδόν ανε-
ξέλεγκτη έξαψη. Κάθε τόσο ένιωθε μια ακατανίκητη τάση
να γελάσει, που γινόταν όλο και πιο έντονη με κάθε λεπτό
που περνούσε. Μέσα στην πράσινη Φορντ, που είχε κλέ-
ψει ειδικά γι' αυτή τη δουλειά, τον είχε πιάσει μια ασυ-
γκράτητη τρεμούλα που προερχόταν όχι από νευρικότητα,
αλλά από μια φοβερή ευχαρίστηση σχεδόν σεξουαλικού
χαρακτήρα. Είχε αναγκαστεί να σταματήσει το αυτοκίνη-
το και να καθίσει ακίνητος για δέκα λεπτά, παίρνοντας
βαθιές ανάσες μέχρι να ηρεμήσει κάπως.
Η Ελίζαμπεθ Γιάρμπεκ σήκωσε το κεφάλι, κοίταξε τον
Βινς και συνοφρυώθηκε.
Αυτός διακινδύνευσε ένα χαμόγελο, αν και υπήρχε
κίνδυνος να τον πιάσει εκείνο το ανεξέλεγκτο γέλιο που
θα τον πρόδιδε. Είχε ένα παιδιάστικο χαμόγελο που ήταν
ιδιαίτερα γοητευτικό.
Ύστερα από ένα μικρό δισταγμό, η δόκτωρ Γιάρμπεκ
χαμογέλασε κι αυτή. Του επέστρεψε την ταυτότητα, ικανο-
ποιημένη από την εξέταση, και του είπε να περάσει μέσα.
«Θέλω να μιλήσω και στο σύζυγο σας», είπε ο Βινς κα-
θώς εκείνη έκλεινε την πόρτα πίσω του.
«Είναι στο λίβινγκ ρουμ, κύριε Πάρκερ. Από δω, πα-
ρακαλώ».
Το λίβινγκ ρουμ ήταν μεγάλο και καλοβαλμένο. Οι τοί-
χοι ήταν κρεμ, το ίδιο και το χαλί, τα καλύμματα στους κα-
ναπέδες είχαν πράσινο ανοιχτό χρώμα. Από τα μεγάλα
παράθυρα με τις πράσινες τέντες, φαινόταν ο θαυμάσιος
κήπος του σπιτιού και μερικά ακόμη πολυτελή σπίτια της
περιοχής.
Ο Τζόναθαν Γιάρμπεκ ήταν σκυμμένος μπροστά στο
τζάκι και έβαζε μικρά προσανάμματα ανάμεσα στα κού-
τσουρα για να ανάψει τη φωτιά. Σηκώθηκε και ξεσκόνισε
τα χέρια του, τρίβοντάς τα μεταξύ τους, καθώς η γυναίκα
του του σύστηνε τον Βινς. «Ο κύριος Τζον Πάρκερ, από
το FBI».
«Το FBI;» είπε ο Γιάρμπεκ, υψώνοντας ερωτηματικά
τα φρύδια του.
«Κύριε Γιάρμπεκ», είπε ο Βινς, «αν υπάρχουν και άλ-
λα μέλη της οικογένειας στο σπίτι, θα ήθελα να μιλήσω
μαζί τους τώρα, ώστε να μη χρειαστεί να επαναλάβω αυτά
που θέλω να σας πω».
Ο Γιάρμπεκ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι, είμα-
στε μόνο εγώ και η Λιζ. Τα παιδιά λείπουν, είναι στο κο-
λέγιο, Τι ακριβώς συμβαίνει;»
Ο Βινς έβγαλε το πιστόλι με το σιγαστήρα από το σα-
κάκι του και πυροβόλησε τον Τζόναθαν Γιάρμπεκ στο
στήθος. Ο Γιάρμπεκ τινάχτηκε προς τα πίσω πάνω στο
τζάκι, όπου έμεινε για μια στιγμή ακίνητος, σαν καρφωμέ-
νος, και μετά σωριάστηκε στο πάτωμα.
Σσσσοναπ.
Η Ελίζαμπεθ Γιάρμπεκ είχε παγώσει από κατάπληξη
και φρίκη. Ο Βινς την πλησίασε γρήγορα. Την άρπαξε α-
πό το αριστερό χέρι και της το έστριψε με δύναμη πίσω α-
πό την πλάτη. Όταν αυτή φώναξε από πόνο, της έβαλε το
πιστόλι στον κρόταφο και είπε: «Ησυχία, γιατί θα σου τι-
νάξω τα μυαλά στον αέρα».
Την τράβηξε μαζί του, καθώς πλησίαζε το σώμα του ά-
ντρα της. Ο Τζόναθαν Γιάρμπεκ ήταν πεσμένος μπρούμυ-
τα πάνω σε ένα μικρό μπρούντζινο φτυάρι για τα κάρβου-
να και μια μπρούντζινη τσιμπίδα. Ήταν νεκρός. Αλλά ο
Βινς δεν ήθελε να το διακινδυνεύσει. Τον πυροβόλησε άλ-
λες δύο φορές στο πίσω μέρος του κεφαλιού, από κοντά.
Ένας παράξενος, αδύναμος ήχος σαν νιαούρισμα ξέ-
φυγε από το στόμα της Λιζ Γιάρμπεκ και μετά άρχισε να
κλαίει.
Τα γειτονικά σπίτια ήταν αρκετά μακριά και σίγουρα
δεν θα μπορούσαν να δουν τίποτα μέσα από τα παράθυ-
ρα, αλλά ο Βινς ήθελε να ασχοληθεί με τη γυναίκα σε ένα
'.πιο απομονωμένο δωμάτιο. Την έβγαλε στο χολ και προ-
σχώρησε στο διάδρομο, κοιτάζοντας από τις πόρτες, μέχρι
Μϊου βρήκε την κρεβατοκάμαρα. Την έσπρωξε με δύναμη
μέσα στο δωμάτιο, ρίννοντάς τη στο πάτωμα.
«Μείνε εκεί», της είπε.
Άναψε τα πορτατίφ των κομοδίνων και μετά πήγε στις
μεγάλες συρόμενες πόρτες που έβγαζαν στην αυλή και έ-
κλεισε τις κουρτίνες.
Αμέσως μόλις γύρισε την πλάτη του, η γυναίκα σηκώ-
θηκε όρθια και έτρεξε προς την πόρτα του χολ.
Ο Βινς την έπιασε, τη χτύπησε πάνω στον τοίχο και της
έριξε μια δυνατή γροθιά στο στομάχι που της έκοψε την
ανάσα. Μετά την πέταξε πάλι στο πάτωμα και, αρπάζο-
ντάς την από τα μαλλιά, της σήκωσε το κεφάλι, αναγκάζο-
ντάς τη να τον κοιτάξει στα μάτια. «Άκου, κυρά μου, δεν
πρόκειται να σε πυροβολήσω. Ήρθα εδώ για να σκοτώσω
τον άντρα σου. Μόνο τον άντρα σου. Αλλά, αν πας να μου
ξεφύγεις πριν σε αφήσω εγώ μόνος μου, θα αναγκαστώ
να σε σκοτώσω κι εσένα. Κατάλαβες;»
Φυσικά, έλεγε ψέματα. Τον είχαν πληρώσει να σκοτώ-
σει αυτή· και τον άντρα της τον είχε σκοτώσει μόνο και
μόνο επειδή έτυχε να βρίσκεται στο σπίτι. Όμως ήταν α-
λήθεια ότι δεν θα την πυροβολούσε. Ήθελε να αναγκάσει
τη γυναίκα να μείνει φρόνιμη μέχρι να τη δέσει, ώστε να
ασχοληθεί μαζί της με την ησυχία του. Οι τρεις πυροβολι-
σμοί τον είχαν ικανοποιήσει, αλλά τη γυναίκα ήθελε να τη
σκοτώσει πιο αργά.
«Ποιος είσαι;» ρώτησε η Ελίζαμπεθ Γιάρμπεκ κλαί-
γοντας.
«Αυτό δεν είναι δική σου δουλειά».
«Τι θέλεις;»
«Βούλωσέ το και κάνε ό,τι σου λέω, και θα ζήσεις»,
Η γυναίκα άρχισε να προσεύχεται, τραυλίζοντας από
αγωνία και βγάζοντας βογκητά απελπισίας.
Ο Βινς έκλεισε καλά τις κουρτίνες.
Ξεκόλλησε το τηλέφωνο από τον τοίχο και πέταξε τη
συσκευή στην άλλη άκρη του δωματίου.
Πιάνοντας πάλι τη γυναίκα από το χέρι, τη σήκωσε όρ-
θια και την έσυρε μαζί του στο μπάνιο. Εκεί βρήκε το
ντουλαπάκι του φαρμακείου και πήρε το λευκοπλάστη.
Γύρισαν πάλι στην κρεβατοκάμαρα και έβαλε τη γυ-
ναίκα να ξαπλώσει ανάσκελα στο κρεβάτι, όπου της έδε-
σε τους αστραγάλους και τους καρπούς με το λευκοπλά-
στη. Σε ένα συρτάρι της τουαλέτας βρήκε μερικά σλιπά-
κια, που της τα έχωσε στο στόμα και μετά της το σφράγισε
με άλλο ένα κομμάτι λευκοπλάστη.
Εκείνη έτρεμε συνέχεια και ανοιγόκλεινε τα μάτια της
για να διώξει τα δάκρυα και τον ιδρώτα.
Ο Νάσκο βγήκε από την κρεβατοκάμαρα και πήγε στο
λίβινγκ ρουμ, όπου γονάτισε δίπλα στο πτώμα του Τζόνα-
θαν Γιάρμπεκ. Είχε κάτι να τελειώσει μαζί του. Τον γύρι-
σε ανάσκελα. Μια από τις σφαίρες είχε μπει από το πίσω
μέρος του κεφαλιού και είχε βγει από το λαιμό, κάτω από
το σαγόνι. Το ανοιχτό στόμα του ήταν γεμάτο αίμα. Το έ-
να μάτι είχε γυρίσει προς τα πίσω, έτσι που φαινόταν μό-
νο το ασπράδι.
Ο Βινς κοίταξε το άλλο μάτι. «Ευχαριστώ», είπε με
φωνή που έδειχνε σεβασμό και ειλικρίνεια. «Ευχαριστώ,
κύριε Γιάρμπεκ».
Του έκλεισε τα μάτια και τα φίλησε.
«Ευχαριστώ».
Τον φίλησε στο μέτωπο.
«Σ' ευχαριστώ γι' αυτό που μου έδωσες».
Μετά πήγε στο γκαράζ, όπου έψαξε τα ντουλάπια, μέ-
|ζρι που βρήκε μερικά εργαλεία. Διάλεξε ένα σφυρί με
Βλαστική λαβή και γυαλισμένο ατσάλινο κεφάλι.
Όταν γύρισε στην ήσυχη κρεβατοκάμαρα και άφησε
|Ρ σφυρί πάνω στο κρεβάτι, δίπλα στη δεμένη γυναίκα, τα
Ιμάτια της άνοιξαν διάπλατα με ένα σχεδόν κωμικό τρόπο.
Άρχισε να στριφογυρίζει, προσπαθώντας να ελευθε-
ρώσει τα δεμένα χέρια της, αλλά μάταια.
Ο Βινς άρχισε να γδύνεται.
Είδε τα μάτια της γυναίκας να καρφώνονται πάνω του
με τον ίδιο τρόμο που είχε κοιτάξει το σφυρί. «Όχι», της
είπε, «μην ανησυχείς. Δεν πρόκειται να σε βιάσω». Κρέ-
μασε το σακάκι και το πουκάμισο του στην πλάτη μιας κα-
ρέκλας. «Δε μ' ενδιαφέρεις σεξουαλικά». Έβγαλε τα πα-
πούτσια, τις κάλτσες και το παντελόνι του. «Δε θα χρεια-
στεί να υποστείς μια τέτοια ταπείνωση. Δεν είμαι τέτοιος
άνθρωπος. Βγάζω τα ρούχα μου για να μη λερωθούν από
τα αίματα».
Όταν έμεινε γυμνός, πήρε το σφυρί και το κατέβασε
στο αριστερό της πόδι, συντρίβοντας το γόνατο. Λίγο αρ-
γότερα, αφού της είχε καταφέρει κάπου πενήντα χτυπή-
ματα με το σφυρί, έφτασε η Στιγμή.
Σσσσσναπ.
Ένα κύμα ενέργειας τον διαπέρασε ξαφνικά. Αισθάν-
θηκε μια έντονη ευαισθησία σε όλα τα χρώματα και τα α-
ντικείμενα γύρω του. Ένιωθε σαν θεός μέσα σε ανθρώπι-
νο σώμα.
Άφησε το σφυρί και έπεσε στα γόνατα, δίπλα στο κρε-
βάτι. Ακούμπησε το μέτωπο του στα ματωμένα σεντόνια
και πήρε βαθιές ανάσες, τρέμοντας από μια ευχαρίστηση
τόσο έντονη, που σχεδόν δεν μπορούσε να την αντέξει.
Μερικά λεπτά αργότερα, όταν συνήλθε, σηκώθηκε, πή-
γε στη νεκρή γυναίκα και τη φίλησε μερικές φορές στο
συντριμμένο της πρόσωπο, καθώς και στις παλάμες των
χεριών της.
«Ευχαριστώ».
Ήταν τόσο βαθιά συγκινημένος από τη θυσία που είχε
κάνει γι' αυτόν, ώστε του ερχόταν να κλάψει. Αλλά η χα-
ρά του για την καλή του τύχη ήταν μεγαλύτερη από τη λΰ-
πη του γι' αυτή τη γυναίκα.
Πήγε στο μπάνιο κι έκανε ένα γρήγορο ντους. Καθώς
ξεπλενόταν με το καυτό νερό, σκέφτηκε πόσο τυχερός ή-
ταν που είχε βρει έναν τρόπο για να γίνει επαγγελματίας
δολοφόνος και να πληρώνεται γι' αυτό που θα έκανε έτσι
κι αλλιώς χωρίς καμιά ανταμοιβή.
Ντύθηκε και μετά, με μια πετσέτα, σκούπισε τα λίγα
πράγματα που είχε αγγίξει μέσα στο σπίτι. Πάντα θυμό-
ταν όλες τις κινήσεις του και ποτέ δεν ανησυχούσε μήπως
του είχε διαφύγει κάποιο αντικείμενο που είχε πάνω του
τα δακτυλικά του αποτυπώματα. Η φωτογραφική του μνή-
μη ήταν κι αυτή ένα μέρος του Χαρίσματος του.
'Οταν βγήκε από το σπίτι, διαπίστωσε ότι είχε νυχτώ-
σει κιόλας.
ΤΡΙΑ

ι
' Γ \ λο εκείνο το απόγευμα, ο σκύλος εξακολουθούσε
\ J να φέρεται εντελώς φυσιολογικά, χωρίς να επανα-
λάβει κανένα από τα προηγούμενα απίστευτα κόλπα του.
Ο Τράβις τον παρακολουθούσε συνέχεια, μερικές φορές
φανερά και άλλες με την άκρη του ματιού του, αλλά δεν
είδε τίποτα το αξιοπερίεργο.
Έφτιαξε για βραδινό μερικά σάντουιτς με μπέικον,
μαρούλι και ντομάτα, ενώ για το σκύλο άνοιξε μια από τις
κονσέρβες που είχε αγοράσει. Η σκυλοτροφή φάνηκε να
του αρέσει αρκετά, αλλά ήταν φανερό ότι προτιμούσε το
φαγητό του Τράβις. Κάθισε δίπλα στην καρέκλα του και
τον κοίταζε ικετευτικά καθώς εκείνος έτρωγε τα σάντου-
ιτς. Τελικά ο Τράβις του έδωσε δυο κομμάτια μπέικον.
Η συμπεριφορά του σκύλου δεν είχε τίποτα το ασυνή-
θιστο. Απλώς έγλειφε τα χείλη του, γρύλιζε λυπημένα πό-
τε πότε και έπαιρνε ένα θλιμμένο ύφος που είχε σκοπό να
προκαλέσει τον οίκτο του Τράβις. Οποιοσδήποτε σκύλος
θα μπορούσε να τα κάνει όλα αυτά για να αποσπάσει μια
λιχουδιά από το αφεντικό του.
Όταν τελείωσαν το φαγητό, πήγαν στο λίβινγκ ρουμ
και ο Τράβις άνοιξε την τηλεόραση. Ο σκύλος κάθισε δί-
Ο ΫΦΙΑΛΤΗΣ Ί 1ΑΡΑΦΥΛΑΕΙ 75

πλα του στον καναπέ και ύστερα από λίγο ακούμπησε το


κεφάλι του στο πόδι του Τράβις. Ήταν φανερό πως ήθε-
λε να τον χαϊδέψει και ο Τράβις το έκανε. Ο σκύλος κοί-
ταζε πότε πότε την τηλεόραση, αλλά δεν έδειξε ιδιαίτερο
ενδιαφέρον.
Ούτε όμως και ο Τράβις ενδιαφερόταν για την τηλεό-
ραση. Εκείνο που τον απασχολούσε ήταν ο σκύλος. Ήθε-
λε να τον ενθαρρύνει για να κάνει κι άλλα κόλπα. Προ-
σπάθησε να βρει κάποιον τρόπο για να τον αναγκάσει να
δείξει την εκπληκτική του εξυπνάδα, αλλά δεν του ερχό-
ταν στο μυαλό κανένα τεστ με το οποίο θα μπορούσε να ε-
κτιμήσει τις διανοητικές ικανότητες του σκύλου.
Αλλωστε ο Τράβις είχε την εντύπωση ότι ο σκύλος δεν
θα συνεργαζόταν σ' ένα τέτοιο τεστ. Τις περισσότερες φο-
ρές φαινόταν να κρύβει ενστικτωδώς την εξυπνάδα του.
Θυμήθηκε με πόσο κουτό κι αδέξιο τρόπο είχε κυνηγήσει
την πεταλούδα και μετά συνέκρινε αυτή τη συμπεριφορά
του με την εξυπνάδα που χρειαζόταν για ν' ανοίξει τη
βρύση της αυλής. Θαρρείς και δεν ήταν ο ίδιος σκύλος
που είχε ενεργήσει και στις δυο περιπτώσεις. Αυτή η ιδέα,
βέβαια, ήταν τρελή, αλλά ο Τράβις υποψιαζόταν ότι ο
σκύλος δεν ήθελε να τραβήξει την προσοχή του αφεντικού
του στις ικανότητές του κι ότι αποκάλυπτε την απίστευτη
ευφυΐα του μόνο σε κρίσιμες καταστάσεις -όπως στο δά-
σος-, ή όταν πεινούσε πολύ -όπως όταν άνοιξε το ντουλα-
πάκι του αυτοκινήτου για να πάρει τη σοκολάτα-, ή όταν
δεν τον έβλεπε κανείς -όπως όταν άνοιξε τη βρύση.
Αλλά, σίγουρα, η ιδέα αυτή ήταν εξωφρενική, γιατί
προϋπέθετε ότι ο σκύλος όχι μόνο ήταν τρομερά έξυπνος,
αλλά ότι ήξερε πόσο ασυνήθιστες είναι οι ικανότητες τον.
Τα σκυλιά -αλλά και όλα τα ζώα- δεν μπορούν να αναλύ-
σουν τον εαυτό τους σε σύγκριση με τα άλλα ζώα του εί-
δους τους. Η συγκριτική ανάλυση είναι καθαρά ανθρώπι-
νη ικανότητα. Μπορεί ένας σκύλος να είναι ιδιαίτερα έξυ-
πνος και να κάνει πολλά δύσκολα κόλπα, δεν μπορεί όμως
να ξέρει ότι είναι διαφορετικός από τους άλλους σκύλους.
Αν δεχόταν ότι αυτός ο σκύλος πραγματικά αντιλαμβάνε-
ται τις ασυνήθιστες ικανότητές του, θα ήταν σαν να του α-
πέδιδε όχι μόνο μια απίστευτη εξυπνάδα αλλά και την ι-
κανότητα της λογικής σκέψης και κρίσης.
«Φίλε μου», είπε ο Τράβις στο σκύλο χαϊδεύοντας το
κεφάλι του, «είσαι ένα μεγάλο αίνιγμα. Ή , αλλιώς, εγώ
είμαι τρελός για δέσιμο».
Το σκυλί σήκωσε το κεφάλι του ακούγοντας τη φωνή
του, τον κοίταξε για μια στιγμή στα μάτια και μετά χα-
σμουρήθηκε. Ύστερα από λίγο, όμως, σήκωσε ξαφνικά το
κεφάλι και κοίταξε πίσω από τον Τράβις τα ράφια με τα
βιβλία που υπήρχαν δεξιά κι αριστερά από την πόρτα που
οδηγούσε στην τραπεζαρία. Η ικανοποιημένη και βαριε-
στημένη έκφραση είχε χαθεί από το πρόσωπο του και τη
θέση της είχε πάρει ένα έντονο ενδιαφέρον, εντελώς ασυ-
νήθιστο για ένα ζώο.
Ο σκύλος πήδηξε από τον καναπέ και έτρεξε στα ρά-
φια. Άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω μπροστά τους, κοι-
τάζοντας τις χρωματιστές ράχες των βιβλίων.
Ο Τράβις είχε νοικιάσει το σπίτι επιπλωμένο. Τα έπι-
πλα ήταν άχαρα και φτηνά, ντυμένα με πλαστική ταπετσα-
ρία που είναι πιο ανθεκτική και δεν λερώνεται εύκολα. Α-
ντί για ξύλο, υπήρχε παντού φορμάικα. Το μόνο πράγμα
μέσα στο σπίτι που έδειχνε τα γούστα και τα ενδιαφέρο-
ντα του ίδιου του Τράβις ήταν τα εκατοντάδες βιβλία που
γέμιζαν τα ράφια του λίβινγκ ρουμ.
Τώρα ο σκύλος έδειχνε έντονο ενδιαφέρον για μερικά
από αυτά τα βιβλία.
Ο Τράβις σηκώθηκε από τον καναπέ. «Τι συμβαίνει,
φίλε; Τι έπαθες ξαφνικά;» ρώτησε.
Το σκυλί σηκώθηκε στα πίσω πόδια, ακούμπησε τα
μπροστινά σε ένα ράφι και μύρισε τις ράχες των βιβλίων.
Έριξε μια ματιά στον Τράβις και μετά στράφηκε πάλι
προς τη βιβλιοθήκη.
Ο Τράβις πλησίασε στα ράφια, έβγαλε ένα από τα βι-
βλία που το σκυλί είχε σπρώξει με τη μουσούδα του -ήταν
Το Νησί των Θησαυρών του Ρόμπερτ Λιούις Στίβενσον-
καιτου το έδειξε. «Σ' ενδιαφέρει αυτό το βιβλίο;»
Το σκυλί κοίταξε για λίγο το εξώφυλλο του βιβλίου,
μετά κοίταξε τον Τράβις και μετά πάλι το εξώφυλλο. Ύ-
στερα κατέβασε τα πόδια του από το ράφι, έτρεξε στη βι-
βλιοθήκη από την άλλη μεριά της πόρτας, σηκώθηκε πάλι
στα πίσω πόδια και άρχισε να μυρίζει τα βιβλία.
Ο Τράβις έβαλε Το Νησί των Θησαυρών στη θέση του
και ακολούθησε το σκυλί. Είχε κολλήσει την υγρή του μύτη
σε μερικά μυθιστορήματα του Καρόλου Ντίκενς. Ο Τράβις
έβγαλε από το ράφι το βιβλίο Η Ιστορία Δύο Πόλεων.
Το σκυλί κοίταξε πάλι προσεκτικά την εικόνα του εξω-
φύλλου, σαν να προσπαθούσε να καταλάβει για τι πράγμα
μιλούσε το βιβλίο, και μετά κοίταξε με απορία τον Τράβις.
Παραξενεμένος αυτός, είπε: «Είναι για τη Γαλλική Ε-
πανάσταση. Για την γκιλοτίνα. Μιλά για αποκεφαλισμούς,
για ηρωικές πράξεις... Για το πόσο πιο σημαντικό είναι το
άτομο από τις ομάδες. Ότι τελικά η ζωή ενός ανθρώπου έ-
χει πολύ μεγαλύτερη αξία από τα συμφέροντα της μάζας».
Το σκυλί κοίταξε πάλι τα άλλα βιβλία στο ράφι, μυρί-
ζοντάς τα ένα ένα.
«Πάει, τρελάθηκα», είπε ο Τράβις βάζοντας στη θέση
της το Η Ιστορία Δύο Πόλεων. «Λέω περιληπτικά ποιο εί-
ναι το θέμα των βιβλίων σ' ένα σκύλο!»
Ο σκύλος ακούμπησε τα μπροστινά του πόδια στο δι-
πλανό ράφι και συνέχισε να μυρίζει τα βιβλία. Όταν ο
Τράβις δεν έβγαλε κανένα βιβλίο για να του δείξει, το
σκυλί έγειρε το κεφάλι του στο πλάι, έπιασε μαλακά ένα
βιβλίο με τα δόντια και προσπάθησε να το τραβήξει.
«Ε, περίμενε», είπε ο Τράβις πιάνοντας το βιβλίο.
«Δεν είναι ανάγκη να μου σαλιώσεις τα βιβλία, φίλε. Ορί-
στε. Αυτό είναι ο Όλιβερ Τουίστ -του Ντίκενς κι αυτό. Εί-
ναι η ιστορία ενός ορφανού παιδιού στη βικτοριανή Αγ-
γλία. Ανακατεύεται με κάτι ύποπτους τύπους του υποκό-
σμου κι αυτοί...»
Ο σκύλος κατέβασε τα πόδια του και πήγε πάλι στα
ράφια από την άλλη μεριά της πόρτας, όπου συνέχισε να
μυρίζει όλα τα βιβλία που έφτανε. Ο Τράβις θα μπορούσε
να πάρει όρκο ότι κοίταζε με λαχτάρα τα βιβλία που ήταν
•ψηλά, πάνω από το κεφάλι του.
Για πέντε λεπτά περίπου, ο Τράβις συνέχισε ν' ακο-
λουθεί το σκύλο από ράφι σε ράφι, νιώθοντας ένα παρά-
ξενο προαίσθημα ότι θα γινόταν κάτι τρομερά σημαντικό.
Έβγαλε από τη θέση τους καμιά δεκαριά βιβλία και εξή-
γησε με λίγα λόγια το θέμα τους στο σκύλο. Δεν ήξερε τι
ζητούσε από αυτόν το παράξενο σκυλί. Σίγουρα, δεν μπο-
ρούσε να καταλάβει τι του έλεγε -και όμως τον κοίταζε με
μια βαθιά αφοσίωση καθώς μιλούσε. Ο Τράβις ήταν σί-
γουρος ότι είχε παρεξηγήσει τις τυχαίες, χωρίς νόημα
πράξεις του σκύλου, αποδίδοντας περίπλοκες προθέσεις
σε ένα ζώο. Παρ' όλα αυτά, εξακολουθούσε να νιώθει αυ-
τό το παράξενο προαίσθημα που του προκαλούσε μια α-
νατριχίλα στο σβέρκο. Καθώς συνεχιζόταν η παράδοξη έ-
ρευνά τους, ο Τράβις σχεδόν περίμενε πως από στιγμή σε
στιγμή θα γινόταν μάρτυρας μιας εκπληκτικής αποκάλυ-
ψης -ενώ ταυτόχρονα ένιωθε εντελώς βλάκας και γελοίος.
Ο σκύλος είχε πολύ εκλεκτικό γούστο. Ανάμεσα στα βι-
βλία που κατέβασε από τα ράφια ήταν το Κάτι Κολασμένο
Έρχεται Προς Τα Δω του Μπράντμπερι και Ο Μεγάλος Α-
ποχαιρετισμός του Τσάντλερ. Ο Ταχυδρόμος Χτυπάει Πά-
ιτα Δύο Φορές του Κέιν και Ο Ήλιος Ανατέλλει Ξανά, του
Χέμινγουεϊ. Ακόμη, δύο βιβλία του Ρίτσαρντ Κόντον και έ-
να της Ανν Τάιλερ, Ο Φόνος Θέλει Προβολή της Ντόροθι
Σέιερς και το Φίφτι-τον Πικάπ, του Έλμορ Λέοναρντ.
Επιτέλους το σκυλί γύρισε την πλάτη του στα βιβλία
και πήγε στη μέση τον δωματίου, όπου άρχισε να βηματί-
ζει μπρος πίσω, ξανά και ξανά, φανερά ταραγμένο κι ε-
κνευρισμένο. Σταμάτησε, γύρισε προς τον Τράβις και γά-
βγισε τρεις φορές.
«Τι συμβαίνει, φίλε;»
Ο σκύλος γρύλισε λυπημένα, κοίταξε τα γεμάτα ράφια,
έκανε έναν κύκλο και μετά κοίταξε πάλι τα βιβλία. Φαινό-
ταν φοβερά εκνευρισμένος, σαν να μην μπορούσε να ικα-
νοποιήσει μια έντονη επιθυμία του.
«Δεν ξέρω τι άλλο να κάνω, αγόρι μου», είπε ο Τρά-
βις. «Δεν ξέρω τι ζητάς, τι προσπαθείς να μου πεις».
Το σκυλί τινάχτηκε και ξεφύσηξε μερικές φορές. Μετά
χαμήλωσε νικημένο το κεφάλι του, γύρισε στον καναπέ
και κουλουριάστηκε στα μαξιλάρια εγκαταλείποντας την
προσπάθεια.
«Αυτό ήταν;» ρώτησε ο Τράβις. «Τα παρατάμε;»
Ο σκύλος ακούμπησε το κεφάλι του στον καναπέ και
τον κοίταξε με υγρά, λυπημένα μάτια.
Ο Τράβις γύρισε και κοίταξε αργά τα βιβλία, σαν να
περιείχαν κάποιο σημαντικό μήνυμα που δεν μπορούσε να
καταλάβει, λες και οι πολύχρωμες ράχες τους ήταν τα πα-
ράξενα γράμματα μιας ξεχασμένης γλώσσας, που, αν κα-
τάφερνε να τα αποκρυπτογραφήσει, θα του αποκάλυπταν
υπέροχα μυστικά. Αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει το
κρυφό τους νόημα.
Ο Τράβις είχε πιστέψει ότι βρίσκεται οτα πρόθυρα κά-
ποιας μεγάλης αποκάλυψης και τώρα αισθανόταν τρομε-
ρή απογοήτευση. Ο δικός του εκνευρισμός ήταν πολύ με-
γαλύτερος από του σκΰλου. Δεν μπορούσε να καθίσει κι
αυτός στον καναπέ, να σκύψει το κεφάλι και να τα ξεχά-
σει όλα, όπως είχε κάνει ο σκύλος.
«Τι σημαίνουν όλα αυτά;» ρώτησε μεγαλόφωνα.
Ο σκύλος τον κοίταξε με μια ανεξιχνίαστη έκφραση.
«Τι νόημα είχε όλη αυτή η ιστορία με τα βιβλία;»
Ο σκύλος συνέχισε να τον κοιτάζει.
«Έχεις πραγματικά κάτι το ξεχωριστό, ή μήπως μου έ-
χει στρίψει για τα καλά;»
Ο σκύλος καθόταν εντελώς ακίνητος. Φαινόταν λες και
από στιγμή σε στιγμή θα έκλεινε τα μάτια του και θα απο-
κοιμιόταν.
«Αν χασμουρηθείς τώρα, θα φας κλοτσιά».
Ο σκύλος χασμουρήθηκε.
«Μπάσταρδε», είπε ο Τράβις.
Νέο χασμουρητό.
«Ορίστε. Τι σημαίνει αυτό τώρα; Χασμουριέσαι σκόπι-
μα, επειδή σου είπα να μην το κάνεις, για να παίξεις μαζί
μου; Ή χασμουριέσαι απλώς επειδή σου ήρθε; Πώς μπο-
ρώ να καταλάβω όλα αυτά που κάνεις; Πώς μπορώ να ξέ-
ρω αν οι πράξεις σου έχουν κάποιο νόημα;»
Ο σκύλος αναστέναξε.
Ο Τράβις αναστέναξε κι αυτός και πήγε σε ένα από τα
μπροστινά παράθυρα. Στάθηκε εκεί κοιτάζοντας έξω, στη
νύχτα, τα μεγάλα φοινικόδεντρα που φωτίζονταν από τις
κίτρινες λάμπες του δρόμου. Άκουσε το σκυλί να κατεβαί-
νει από τον καναπέ και να βγαίνει από το δωμάτιο, αλλά
αποφάσισε να μην κοιτάξει πού πήγαινε. Του έφτανε η α-
πογοήτευση του, δεν είχε όρεξη να αρχίσει κάποιο και-
νούριο, μάταιο, παιχνίδι.
Άκουσε το σκύλο να κάνει κάποιο θόρυβο στην κουζί-
να. Ακούστηκε ένα «κλινκ», μετά ένας απαλός μεταλλικός
ήχος. Μάλλον πρέπει να έπινε νερό από το πιάτο του.
Λίγες στιγμές αργότερα τον άκουσε να γυρίζει στο δω-
μάτιο. Ήρθε δίπλα στον Τράβις και τρίφτηκε στο πόδι του.
Εκείνος κοίταξε κάτω και είδε κατάπληκτος ότι ο σκύ-
λος κρατούσε στο στόμα του ένα κουτί μπίρα Κουρς. Την
πήρε στο χέρι του και είδε ότι ήταν κρύα.
«Την πήρες από το ψυγείο!» είπε αποσβολωμένος.
Ο σκύλος φαινόταν να χαμογελά.

2
Η Νόρα Ντέβον ήταν στην κουζίνα κι έφτιαχνε το βραδι-
νό φαγητό, όταν το τηλέφωνο χτύπησε πάλι. Προσευχήθη-
κε μέσα της να μην ήταν αυτός.
Αλλά ήταν. «Ξέρω τι σου χρειάζεται», είπε ο Στρεκ.
«Ξέρω τι σου χρειάζεται».
Μα δεν είμαι όμορφη, ήθελε να πει. Είμαι άσχημη, μια
γεροντοκόρη απ' τα τριάντα μου. Τι θέλεις λοιπόν από μέ-
να; Μέχρι τώρα ήμουν ασφαλής από ανθρώπους σαν κι ε-
σένα επειδή δεν είμαι όμορφη. Μήπως είσαι τυφλός; Αλλά
δεν μπορούσε να πει τίποτα.
«Ξέρεις τι σου χρειάζεται;» τη ρώτησε.
Βρίσκοντας επιτέλους τη φωνή της, του είπε: «Άσε με
ήσυχη».
«Ξέρω τι σου χρειάζεται. Εσύ μπορεί να μην ξέρεις, ε-
γώ όμως ξέρω».
Αυτή τη φορά βρόντησε το ακουστικό με όλη της τη δύ-
ναμη.
Αργότερα, στις οχτώμισι, το τηλέφωνο χτύπησε ξανά.
Η Νόρα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, διαβάζοντας τις
Μεγάλες Προσδοκίες και τρώγοντας παγωτό. Το κουδού-
νισμα την ξάφνιασε τόσο πολύ, που το κουτάλι έπεσε από
τα χέρια της μέσα στο μπολ και κόντεψε να χύσει το πα-
γωτό στο κρεβάτι.
Ακούμπησε το μπολ και το βιβλίο στο κομοδίνο και
κοίταξε με αγωνία το τηλέφωνο. Το άφησε να χτυπήσει
δέκα φορές. Δεκαπέντε. Είκοσι. Ο στριγκός του ήχος γέ-
μιζε το δωμάτιο, αντηχώντας στους τοίχους, μέχρι που κά-
θε κουδούνισμα θαρρείς και διαπερνούσε το κρανίο της.
Τελικά κατάλαβε ότι θα έκανε μεγάλο λάθος αν δεν το
σήκωνε. Ο Στρεκ θα καταλάβαινε ότι ήταν τόσο τρομαγ-
μένη, που δεν μπορούσε ούτε να απαντήσει στο τηλέφωνο,
γεγονός που θα τον ικανοποιούσε. Αυτός ο άνθρωπος επι-
θυμούσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο να κυριαρχεί
στους άλλους. Ήταν τόσο διεστραμμένος, που η δειλία της
τον ενθάρρυνε. Η Νόρα δεν είχε πείρα σε τέτοιες κατα-
στάσεις, αλλά κατάλαβε ότι έπρεπε να μάθει να υπερα-
σπίζεται τον εαυτό της -και γρήγορα μάλιστα.
Σήκωσε το ακουστικό στο τριακοστό πρώτο κουδούνισμα.
«Δεν μπορώ να σε ξεχάσω», είπε ο Στρεκ.
Η Νόρα δεν απάντησε.
«Έχεις τόσο όμορφα μαλλιά», συνέχισε εκείνος. «Τό-
σο σκούρα. Σχεδόν μαύρα. Πυκνά και γυαλιστερά. Θέλω
να περάσω τα χέρια μου μέσα από τα μαλλιά σου».
Έπρεπε να πει κάτι για να τον βάλει στη θέση του -ή,
τουλάχιστον, να του κλείσει το τηλέφωνο. Αλλά δεν είχε
το κουράγιο να κάνει τίποτε από τα δύο.
«Δεν έχω ξαναδεί ποτέ μου μάτια σαν τα δικά σου»,
είπε ο Στρεκ ανασαίνοντας λαχανιασμένα. «Είναι γκρίζα,
αλλά όχι σαν τα συνηθισμένα γκρίζα. Είναι βαθιά, ζεστά,
σέξι μάτια».
Η Νόρα τον άκουγε άφωνη. Είχε παραλύσει ολόκληρη.
«Είσαι πολύ όμορφη, Νόρα Ντέβον. Πολύ όμορφη.
Και ξέρω τι σου χρειάζεται. Πραγματικά το ξέρω, Νόρα.
Ξέρω τι σου χρειάζεται και θα σου το δώσω».
Ξαφνικά την έπιασε κρίση σπασμών. Έβαλε το ακου-
στικά στη θέση του και έσκυψε μπροστά. Συνέχισε να τρέ-
μει για κάμποση ώρα, νιώθοντας λες και διαλυόταν, μέχρι
που τα ρίγη σταμάτησαν σιγά σιγά.
Δεν είχε όπλο στο σπίτι.
Αισθανόταν ανυπεράσπιστη, εύθραυστη και τρομερά
μόνη.
Αναρωτήθηκε αν έπρεπε να τηλεφωνήσει στην αστυ-
νομία. Αλλά τι θα τους έλεγε; Ότι την ενοχλούσε κάποιος
με ανήθικους σκοπούς; Ακόμη και οι αστυνομικοί θα γε-
λούσαν μαζί της. Ποιος θα γύριζε να την κοιτάξει; Ήταν
μια άσχημη γεροντοκόρη και σίγουρα όχι ο τύπος της γυ-
ναίκας που θα τραβούσε έναν άντρα. Οι αστυνομικοί θα
πίστευαν ότι τα είχε βγάλει όλα από το μυαλό της, ή ότι ή-
ταν υστερική. Ή μπορεί να σκέφτονταν ότι είχε παρεξη-
γήσει την ευγένεια του Στρεκ, νομίζοντας ότι πρόκειται
για σεξουαλικό ενδιαφέρον -πράγμα, άλλωστε, που το εί-
χε νομίσει και η ίδια στην αρχή.
Φόρεσε μια μπλε ρόμπα πάνω από τις μεγάλες αντρι-
κές πιτζάμες της και κατέβηκε ξυπόλυτη στην κουζίνα, ό-
που πήρε διστακτικά ένα κρεατομάχαιρο από το συρτάρι.
Η καλοακονισμένη του λάμα γυάλιζε σαν υδράργυρος.
Καθώς γύριζε στην κρεβατοκάμαρα με το μεγάλο μα-
χαίρι στο χέρι της, είδε τα μάτια της να καθρεφτίζονται
στην πλατιά λεπίδα. Κοίταξε το είδωλο της στο γυαλισμέ-
νο ατσάλι και αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε ποτέ να χρη-
σιμοποιήσει ένα τέτοιο φρικτό όπλο ενάντια σε έναν άλλο
άνθρωπο, ακόμη και για να υπερασπιστεί τον εαυτό της.
Ήλπιζε να μην της δοθεί ποτέ η ευκαιρία να το μάθει.
Στην κρεβατοκάμαρα, έβαλε το μαχαίρι στο κομοδίνο,
σε ένα σημείο που να μπορεί να το φτάνει εύκολα.
Έβγαλε τη ρόμπα της και κάθισε στην άκρη του κρε-
βατιού, αγκαλιάζοντας τον εαυτό της και προσπαθώντας
να σταματήσει τα ρίγη.
«Γιατί εμένα;» είπε μεγαλόφωνα. «Γιατί να βρει εμένα;»
Ο Στρεκ είχε πει ότι είναι όμορφη, η Νόρα όμως ήξερε
ότι αυτό δεν ήταν αλήθεια. Η ίδια της η μητέρα την είχε ε-
γκαταλείψει στη θεία Βάιολετ και μέσα σε αυτά τα είκοσι
οχτώ χρόνια είχε έρθει να τη δει μόνο δυο φορές -η τε-
λευταία ήταν όταν η Νόρα ήταν έξι χρονών. Ο πατέρας
της ήταν εντελώς άγνωστος και κανένας άλλος συγγενής
δεν ήθελε να την πάρει στο σπίτι του, κάτι που η Βάιολετ
το απέδιδε στην ασχήμια της. Έτσι, παρ' όλο που ο Στρεκ
την είχε χαρακτηρίσει όμορφη, ήταν σίγουρη ότι δεν του
άρεσε πραγματικά. Εκείνο που ήθελε ήταν να απολαμβά-
νει τον τρόμο που της προξενούσε, να της επιβάλλεται και
να την πληγώνει. Υπήρχαν πολλοί τέτοιοι άνθρωποι. Είχε
διαβάσει γι' αυτοΰς σε βιβλία κι εφημερίδες. Η θεία Βάιο-
λετ την είχε προειδοποιήσει χιλιάδες φορές ότι, αν κάποιος
άντρας την πλησίαζε με γλυκόλογα και χαμόγελα, το μόνο
που θα επιδίωκε ήταν να την κάνει να ανοιχτεί για να
μπορέσει αργότερα να την πληγώσει.
'Υστερα από λίγο, τα πιο δυνατά ρίγη είχαν περάσει.
Η Νόρα ξάπλωσε πάλι. Το υπόλοιπο παγωτό είχε λιώσει,
έτσι πήρε το βιβλίο και προσπάθησε να συνεχίσει το διά-
βασμα. Αλλά δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Κάθε τόσο
η προσοχή της στρεφόταν στο τηλέφωνο και στο μαχαίρι,
στην ανοιχτή πόρτα της κρεβατοκάμαρας και στο χολ του
δεύτερου ορόφου, όπου συνέχεια νόμιζε ότι έβλεπε κά-
ποια κίνηση.
Ο Τράβις πήγε στην κουζίνα και το σκυλί τον ακολούθησε.
Του ε'δειξε το ψυγείο και είπε: «Εμπρός, δείξε μου.
Κάν' το πάλι. Πιάσε μου μια μπίρα. Δείξε μου πώς το έ-
κανες».
Ο σκύλος δεν κουνήθηκε.
Ο Τράβις κάθισε σταυροπόδι δίπλα του. «Άκου, φίλε.
Ποιος σε έβγαλε από εκείνο το δάσος και σε έσωσε από
ό,τι ήταν αυτό που σε κυνηγοΰσε; Εγώ. Και ποιος σου α-
γόρασε τα μπιφτέκια; Εγώ. Σε έπλυνα, σε τάισα, σου έδω-
σα σπίτι να μείνεις. Τώρα μου χρωστάς κάτι. Σταμάτα λοι-
πόν τα κόλπα. Αν μπορείς να το ανοίξεις αυτό το πράγμα,
άνοιξε το I»
Το σκυλί πήγε στο παλιό ψυγείο, έσκυψε το κεφάλι
στην κάτω γωνία της πόρτας, άρπαξε την άκρη της με τα
δόντια και την τράβηξε προς τα πίσω, βάζοντας δύναμη με
όλο του το σώμα. Η μαγνητική πόρτα άνοιξε με έναν ανε-
παίσθητο θόρυβο και ο σκύλος χώθηκε στο άνοιγμα. Με-
τά σηκώθηκε στα πίσω πόδια και ακούμπησε τα μπροστι-
νά του στα πλαϊνά τοιχώματα του ψυγείου.
«Ε, δεν είμαστε καλά», είπε ο Τράβις πλησιάζοντας.
Ο σκύλος κοίταξε στο δεύτερο ράφι, όπου ο Τράβις
είχε βάλει μερικά κουτάκια μπίρα, Πέπσι και χυμούς. Πή-
ρε άλλη μία μπίρα, βγήκε από το ψυγείο και άφησε την
πόρτα του να κλείσει μόνη της, ενώ αυτός πλησίαζε τον
Τράβις.
Ο Τράβις πήρε την μπίρα από το στόμα του. Στάθηκε
μπροστά του με μία μπίρα στο κάθε χέρι, κοιτάζοντας το
σκύλο, και είπε, περισσότερο στον εαυτό του παρά στο
ζώο: «Εντάξει. Μπορεί κάποιος να σε έμαθε πώς ν' ανοί-
γεις την πόρτα ενός ψυγείου. Και μπορεί ακόμα να σε έ-
μαθε να γνωρίζεις μια ορισμένη μάρκα μπίρας και να του
την πηγαίνεις. Αλλά, από την άλλη, είναι δυνατόν αυτή η
μάρκα που σου είχε μάθει να είναι η ίδια μ' αυτή που έχω
εγώ στο ψυγείο μου; Εντάξει, είναι δυνατόν, αλλά όχι και
πολύ πιθανό. Κι έπειτα, δε σου ζήτησα εγώ να μου φέρεις
μπίρα. Το έκανες από μόνος σου, σαν να σκέφτηκες ότι ε-
κείνη τη στιγμή μού χρειαζόταν μια μπίρα. Και το αστείο
είναι ότιμον χρειαζόταν».
Ο Τράβις άφησε το ένα κουτί στο τραπέζι, άνοιξε την
άλλη και ήπιε μερικές γουλιές, χωρίς να ανησυχεί για τα
μικρόβια. Ο σκύλος είχε πιάσει την κονσέρβα από το κά-
τω μέρος!
Ο σκύλος τον κοίταζε. Λίγο αργότερα, ο Τράβις είπε:
«Ήταν σαν να κατάλαβες ότι ήμουν αναστατωμένος και
ότι μια μπίρα θα με βοηθούσε να ηρεμήσω. Αλλά αυτός εί-
ναι ένας λογικός συλλογισμός. Μπορείς να κάνεις συλλο-
γισμούς; Εντάξει, πολλά ζώα αντιλαμβάνονται τη διάθεση
του αφεντικού τους. Αλλά πόσα ζώα ξέρουν τι είναι μια
μπίρα και ότι μπορεί να ηρεμήσει το αφεντικό τους; Και
πώς ήξερες ότι υπήρχε μπίρα στο ψυγείο; Αν και μπορεί
να την είδες προηγουμένως, όταν ετοίμαζα το φαγητό...»
Τα χέρια του έτρεμαν. Ήπιε κι άλλη μπίρα και άκουσε
το κουτί να χτυπά στα δόντια του.
Ο σκύλος πήγε στο ντουλάπι κάτω από το νεροχύτη, το
άνοιξε, έβγαλε έξω το κουτί με τα μπισκότα και το έφερε
στον Τράβις.
Αυτός γέλασε. «Ε λοιπόν, αφού εγώ πίνω την μπίρα
μου, σου αξίζει κι εσένα να φας κάτι, ε;» Ανοιξε το κουτί
και το άφησε κάτω. «Ορίστε, πάρε μόνος σου», είπε.
«Φαντάζομαι ότι δεν πρόκειται να κάνεις κατάχρηση,
σαν ένα συνηθισμένο σκυλί». Γέλασε πάλι. «Εδώ που τα
λέμε, μου φαίνεται πως σε λίγο θα σε αφήνω να οδηγείς
το αυτοκίνητο!»
Ο σκύλος έβγαλε ένα μπισκότο από το κουτί, κάθισε
κάτω κι άρχισε να το μασουλάει.
«Μα το Θεό, εξαιτίας σου θ' αρχίσω να πιστεύω στα
θαύματα. Ξέρεις γιατί πήγα στο δάσος σήμερα το πρωί;»
Ο σκύλος συνέχισε να τρώει. Φαινόταν να έχει χάσει
το ενδιαφέρον του για τον Τράβις.
«Πήγα για να θυμηθώ τα ευτυχισμένα παιδικά μου
χρόνια, όταν πήγαινα εκδρομές σ' αυτά τα βουνά, πριν...
πριν σκοτεινιάσουν όλα. Ήθελα να σκοτώσω μερικά φί-
δια, όπως έκανα παλιά, να περπατήσω και να νιώσω τη
φύση γύρω μου, όπως τον παλιό καιρό. Γιατί πάει πολύς
καιρός τώρα που έχει πάψει να μ' ενδιαφέρει αν θα ζήσω
ή θα πεθάνω».
Ο σκύλος σταμάτησε να μασά και κοίταξε τον Τράβις
μ' εκείνο το παράξενο, έντονο βλέμμα.
«Τελευταία ένιωθα απελπισμένος. Ξέρεις τι είναι η κα-
τάθλιψη, φίλε;»
Αφήνοντας το μπισκότο, ο σκύλος πήγε και στάθηκε
μπροστά του, κοιτάζοντάς τον κατάματα.
«Πάντως δε σκέφτηκα ποτέ την αυτοκτονία. Πρώτα
πρώτα, είμαι καθολικός και, παρ' όλο που έχω χρόνια να
πάω στην εκκλησία, εξακολουθώ να πιστεύω κατά κάποιον
τρόπο. Και για έναν καθολικό η αυτοκτονία είναι θανάσι-
μο αμάρτημα. Είναι σαν το φόνο. Και, πέρα απ' αυτό, εί-
μαι πολύ επίμονος και ξεροκέφαλος τύπος για να τα πα-
ρατήσω, όσο μαύρα κι αν είναι τα πράγματα».
Ο σκύλος συνέχισε να τον κοιτάζει στα μάτια.
«Είχα πάει στο δάσος αναζητώντας την ευτυχία που έ-
νιωθα κάποτε. Και συνάντησα εσένα».
«Γουφ», έκανε ο σκύλος, σαν να έλεγε, Ωραία.
Ο Τράβις πήρε το κεφάλι του στα χέρια του, τον κοίτα-
ξε και είπε: «Κατάθλιψη. Μια αίσθηση ότι η ζωή δεν έχει
νόημα. Αλλά πώς να τα καταλάβει αυτά τα πράγματα ένας
σκύλος, ε; Ένας σκύλος δεν έχει έγνοιες. Μπορείς να κα-
ταλάβεις τι σου λέω; Αλλά, πραγματικά, μου φαίνεται ότι
με καταλαβαίνεις. Ή μήπως υπερεκτιμώ την εξυπνάδα
σου; Ε; Εντάξει, μπορείς να κάνεις μερικά εκπληκτικά
κόλπα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι με καταλαβαίνεις».
Το σκυλί τραβήχτηκε από τα χέρια του και γύρισε στο
κουτί με τα μπισκότα. Το έπιασε με τα δόντια του και, τινά-
ζοντάς το, άδειασε γύρω στα τριάντα μπισκότα στο πάτωμα.
«Ορίστε, πάλι τα ίδια», είπε ο Τράβις. «Τη μια στιγμή
φέρεσαι σχεδόν σαν άνθρωπος και την άλλη κάνεις ό,τι
θα έκαναν όλα τα σκυλιά».
Όμως ο σκύλος δεν είχε αδειάσει τα μπισκότα για να
τα φάει. Άρχισε να τα σπρώχνει πάνω στο πάτωμα με τη
μουσούδα του, τοποθετώντας τα το ένα δίπλα στο άλλο.
«Τι στο καλό κάνεις εκεί;»
Το σκυλί είχε βάλει πέντε μπισκότα στη σειρά, σχημα-
τίζοντας μια γραμμή που καμπύλωνε προς τα δεξιά. Έ-
σπρωξε άλλο ένα δίπλα στα άλλα, τονίζοντας την καμπύλη.
Ο Τράβις παρακολουθούσε πίνοντας την μπίρα του.
Τελείωσε την πρώτη και άνοιξε γρήγορα τη δεύτερη. Είχε
το προαίσθημα ότι θα του χρειαζόταν.
Το σκυλί κοίταξε τη σειρά των μπισκότων για λίγο,
σαν να μην ήταν εντελώς σίγουρο τι είχε αρχίσει να κάνει.
Βημάτισε πάνω κάτω μερικές φορές και μετά έσπρωξε
άλλα δύο μπισκότα στη γραμμή. Κοίταξε τον Τράβις, μετά
το σχήμα που είχε φτιάξει στο πάτωμα και μετά έσπρωξε
το ένατο μπισκότο στη σειρά.
Ο Τράβις συνέχισε να πίνει την μπίρα του παρακολου-
θώντας το σκύλο γεμάτος ένταση.
Ξαφνικά το σκυλί τίναξε το κεφάλι του εκνευρισμένο
και πήγε στην άλλη άκρη του δωματίου. Στάθηκε εκεί, με
το κεφάλι κρεμασμένο χαμηλά. Ο Τράβις είχε την αίσθη-
ση ότι είχε πάει εκεί για να συγκεντρωθεί. Μετά, γύρισε
και έβαλε άλλα δύο μπισκότα στη σειρά.
Ο Τράβις αισθάνθηκε και πάλι το προαίσθημα ότι αυ-
τό που γινόταν ήταν τρομερά σημαντικό. Ένιωσε μια ανα-
τριχίλα να απλώνεται σ' όλο του το σώμα.
Αυτή τη φορά δεν απογοητεύτηκε. Ο σκύλος χρησιμο-
ποίησε δεκαεννιά μπισκότα συνολικά, με τα οποία σχημά-
τισε ένα ερωτηματικό πάνω στο πάτωμα της κουζίνας.
Μετά σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τον Τράβις με τα εκ-
φραστικά τον μάτια.
Ένα ερωτηματικό.
Που σημαίνει: Γιατί; Γιατί ένιωθες τόσο μεγάλη κατά-
θλιψη; Γιατί αισθάνεσαι ότι η ζωή σου δεν έχει σκοπό,
δεν έχει νόημα;
Το σκυλί είχε καταλάβει όλα όσα του είπε. Εντάξει,
λοιπόν, μπορεί να μην καταλάβαινε όλα όσα του έλεγε,
λέξη προς λέξη, αλλά φαίνεται ότι αντιλαμβανόταν το γε-
νικό νόημα.
Και, μα το Θεό, αν καταλάβαινε τη σημασία ενός ερω-
τηματικού, τότε είχε την ικανότητα της αφηρημένης σκέ-
ψης! Η ίδια η έννοια των απλών συμβόλων -όπως είναι τα
γράμματα, οι αριθμοί, το ερωτηματικό, το θαυμαστικό-
που χρησιμεύουν σαν συντομογραφία για περίπλοκες ιδέ-
ες... η έννοια αυτή απαιτεί αφηρημένη σκέψη. Και η αφη-
ρημένη σκέψη υποτίθεται ότι είναι αποκλειστική ικανότη-
τα των ανθρώπων.
Ο Τράβις είχε μείνει εμβρόντητος. Αλλά το ερωτηματι-
κό αυτό δεν ήταν τυχαίο. Κακοφτιαγμένο, αλλά όχι τυ-
χαίο. Το σκυλί πρέπει να είχε δει κάπου αυτό το σύμβολο
και να είχε μάθει το νόημά του. Οι επιστήμονες που ασχο-
λούνται με τη στατιστική λένε ότι, αν είχαμε έναν άπειρο
αριθμό από μαϊμούδες, οι οποίες να είχαν στη διάθεσή
τους έναν άπειρο αριθμό από γραφομηχανές, τελικά θα
μπορούσαν να γράψουν όλα τα αριστουργήματα της αν-
θρώπινης λογοτεχνίας χτυπώντας τυχαία τα πλήκτρα τους.
Αλλά το να σχηματίσει ένας σκύλος ένα τέτοιο ερωτηματι-
κό μέσα σε δυο λεπτά από τύχη και μόνο ήταν εντελώς α-
πίθανο. Εδώ που τα λέμε, οι πιθανότητες πρέπει να ήταν
δέκα φορές μικρότερες από τις πιθανότητες που είχαν ό-
λες εκείνες οι μαϊμούδες μαζί να ξαναγράψουν τα έργα
του Σαίξπηρ.
Ο σκύλος τον κοίταζε περιμένοντας.
Ο Τράβις σηκώθηκε όρθιος -ένιωσε τα πόδια του να
τρέμουν λίγο. Πήγε (πα μπισκότα, τα σκόρπισε στο πάτω-
μα και γύρισε στην καρέκλα του.
Ο σκύλος κοίταξε τα σκορπισμένα μπισκότα, μετά κοί-
ταξε ερωτηματικά τον Τράβις. Φαινόταν παραξενεμένος.
Ο Τράβις περίμενε.
Μέσα στο σπίτι είχε απλωθεί μια αφύσικη ησυχία, λες
και είχε σταματήσει ο χρόνος.
Επιτέλους, το σκυλί άρχισε να σπρώχνει τα μπισκότα
πάλι με τη μύτη του. Μέσα σε ένα δυο λεπτά σχημάτισε
πάλι το ερωτηματικό.
Ο Τράβις κατέβασε μερικές γουλιές από την μπίρα
του. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, οι παλάμες του ήταν
ιδρωμένες. Ένιωθε πλημμυρισμένος από δέος και φόβο,
από μια άγρια χαρά κι έναν τρόμο για το άγνωστο. Ήθελε
να γελάσει, γιατί δεν είχε ξαναδεί ποτέ του ένα πλάσμα
τόσο υπέροχο όσο αυτός ο σκύλος. Και ήθελε επίσης να
κλάψει, γιατί μόλις πριν από μερικές ώρες πίστευε ότι η
ζωή του ήταν μαύρη, μάταιη, άσκοπη. Αλλά τώρα καταλά-
βαινε πως, όσο οδυνηρή και να γίνεται η ζωή μερικές φο-
ρές, είναι πάντα πολύτιμη. Αισθανόταν λες και ο Θεός εί-
χε στείλει σκόπιμα αυτόν το σκύλο για να τον βγάλει από
την απελπισία του, να του θυμίσει ότι ο κόσμος είναι γε-
Υ ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΙΙΑΡΑΦΥΛΑΕΙ 91

μάτος εκπλήξεις και θαύματα και ότι η απόγνωση είναι


παράλογη όταν κάποιος αντιλαμβάνεται τις άπειρες δυνα-
τότητες της ζωής. Ήθελε να γελάσει, αλλά το γέλιο του
πλησίασε να γίνει λυγμός. Όταν όμως αφέθηκε στο λυγμό
αυτό, αντί να κλάψει ξέσπασε σε ένα γέλιο ανακούφισης.
Πήγε να σηκωθεί, αλλά κατάλαβε ότι τα πόδια του δεν θα
τον κρατούσαν, έτσι έκανε το μόνο πράγμα που μπορούσε:
έμεινε στην καρέκλα του και ήπιε άλλη μια γουλιά μπίρα.
Ο σκύλος τον παρακολουθούσε γέρνοντας το κεφάλι
στο πλάι. Φαινόταν ανήσυχος, σαν να φοβόταν ότι το αφε-
ντικό του είχε τρελαθεί. Και πράγματι είχε τρελαθεί, αλλά
όχι τώρα -πριν από μήνες. Τώρα ήταν καλύτερα από κάθε
άλλη φορά.
Άφησε την μπίρα στο τραπέζι και σκούπισε τα δάκρυα
από τα μάτια του. «Έλα εδώ, αγόρι μου», είπε στο σκύλο.
Ο σκύλος δίστασε, μετά τον πλησίασε.
Ο Τράβις τον χάιδεψε και τον έξυσε πίσω από τα αυ-
τιά. «Με ξαφνιάζεις και με φοβίζεις», είπε. «Δεν μπορώ
να καταλάβω από πού ήρθες, ούτε πώς έγινες αυτό που εί-
σαι, αλλά δεν μπορείς να φανταστείς πόσο σε χρειαζό-
μουν. Ώστε ένα ερωτηματικό, λοιπόν, ε; Ιησού Χριστέ! Ε-
ντάξει λοιπόν. Θέλεις να μάθεις γιατί ένιωθα πως η ζωή
δεν έχει κανένα σκοπό, πως είναι μάταιη. Θα σου πω, λοι-
πόν. Μα το Θεό, θα σου πω. Θα πιω άλλη μια μπίρα και
θα σου τα πω όλα. Αλλά πρώτα... θα σε βαφτίσω».
Ο σκύλος ξεφύσηξε, σαν να έλεγε, Καιρός ήταν.
Κρατώντας το κεφάλι του σκύλου και κοιτάζοντάς τον
κατάματα, ο Τράβις είπε: «Αϊνστάιν. Από δω και πέρα, θα
σε λένε Αϊνστάιν».
Ο Στρεκ τηλεφώνησε πάλι στις εννιά και δέκα.
Η Νόρα άρπαξε το ακουστικό από το πρώτο κουδούνι-
σμα, αποφασισμένη να τον βρίσει. Πίστευε πως, αν του μι-
λούσε άσχημα, θα την άφηνε ήσυχη. Αλλά για κάποιο λό-
γο παρέλυσε πάλι και δεν μπορούσε να μιλήσει.
«Σου έλειψα, ομορφούλα;» είπε ο Στρεκ, με έναν αη-
διαστικό τόνο στη φωνή του. «Ε; Θέλεις να έρθω κοντά
σου, να σου δείξω τι μπορεί να κάνει ένας άντρας;»
Του το έκλεισε.
Μα τι έχω πάθει; αναρωτήθηκε η Νόρα. Γιατί δεν μπο-
ρώ να του πω να μ' αφήσει ήσυχη, να πάψει να μ' ενοχλεί;
Τσως ο λόγος που δεν μπορούσε να μιλήσει ήταν ότι
κατά βάθος της άρεσε να ακούει έναν άντρα -ακόμη κι έ-
να αηδιαστικό υποκείμενο σαν τον Στρεκ- να της λέει ότι
είναι όμορφη. Βέβαια, αυτός δεν ήταν άνθρωπος που θα
μπορούσε να νιώσει τρυφερότητα ή αγάπη, αλλά ακούγο-
ντας τον μπορούσε να φανταστεί πώς θα ήταν αν της έλε-
γε γλυκόλογα ένας καλός άνθρωπος.
«Ε λοιπόν, δεν είσαι όμορφη», είπε δυνατά στον εαυτό
της, «και ποτέ δε θα γίνεις, γι' αυτό σταμάτα τις κλάψες.
'Οταν ξαναπάρει, βάλ' του τις φωνές, πες του να σ' αφήσει
ήσυχη».
Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε στο λουτρό για να
κοιταχτεί στον καθρέφτη. Ακολουθώντας το παράδειγμα
της Θείας της, δεν είχε πουθενά αλλού καθρέφτες μέσα
στο σπίτι. Δεν της άρεσε να βλέπει τον εαυτό της, γιατί
αυτό που έβλεπε της προκαλούσε θλίψη.
Τώρα όμως ήθελε να κοιταχτεί στον καθρέφτη, γιατί οι
κολακείες του Στρεκ, παρ' όλο που τις έκανε από ψυχρό
υπολογισμό, της είχαν κεντρίσει την περιέργεια. Όχι ότι
ήλπιζε να δει κάποια ομορφιά που δεν είχε προσέξει μέ-
χρι τότε. Όχι. Δεν γινόταν να μεταμορφωθεί από ασχημό-
παπο σε κύκνο μέσα σε μια βραδιά... Ήθελε όμως να βε-
βαιωθεί ότι ήταν πραγματικά άσχημη. Το απρόσκλητο εν-
διαφέρον του Στρεκ την είχε αναστατώσει επειδή μέχρι
τώρα ένιωθε άνετα μέσα στην ασχήμια και τη μοναξιά της
και ήθελε να βεβαιωθεί ότι αυτός ο άνθρωπος την κορόι-
δευε, ότι ποτέ δεν θα πραγματοποιούσε τις απειλές του, ό-
τι τίποτα δεν θα τάραζε τη γαλήνη της μοναξιάς της.
Μπήκε στο μπάνιο με την τεράστια πορσελάνινη μπα-
νιέρα και στάθηκε μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη. Κοί-
ταξε τα μαλλιά της. Ο Στρεκ είχε πει ότι είναι όμορφα,
σκούρα, λαμπερά. Αλλά είχαν όλα το ίδιο μονότονο χρώ-
μα, χωρίς παραλλαγές. Δεν της φαίνονταν λαμπερά αλλά
λαδωμένα, παρ' όλο που είχε λουστεί εκείνο το πρωί.
Κοίταξε το μέτωπο της, τα μάγουλα, τη μύτη, το πιγού-
νι, τα χείλη της. Άγγιξε το πρόσωπο της με το χέρι... Δεν
έβλεπε τίποτα που θα μπορούσε να τραβήξει έναν άντρα.
Τελικά κοίταξε τα μάτια της, που ο Στρεκ είχε πει ότι εί-
ναι όμορφα. Είχαν ένα θαμπό γκρίζο χρώμα. Δεν μπόρε-
σε ν' αντέξει το βλέμμα της περισσότερο από μερικές
στιγμές. Το είδωλο της επιβεβαίωνε την απαίσια γνώμη
που είχε για την εμφάνιση της. Υπήρχε όμως και κάτι άλ-
λο... Μέσα στα μάτια της είδε να καίει ένας έντονος θυ-
μός -ένας θυμός επειδή είχε αφήσει τον εαυτό της να γί-
νει έτσι. Φυσικά, αυτό ήταν εντελώς παράλογο, γιατί ήταν
αυτό που την είχε κάνει η φύση -ένα ποντίκι-, κι αυτό δεν
μπορούσε να το αλλάξει.
Γύρισε την πλάτη της στον καθρέφτη, νιώθοντας απο-
γοήτευση που αυτή η εξέταση δεν της είχε αποκαλύψει τί-
ποτα καινούριο. Αμέσως μετά, όμως, αισθάνθηκε σοκ και
απορία με την αντίδραση της. Στάθηκε στο κατώφλι του
μπάνιου κουνώντας το κεφάλι της, στην προσπάθειά της
να καθαρίσει τη σκέψη της.
Απογοήτευση; Μήπως λοιπόν ήθελε να τη βρει ελκυ-
στική ο Στρεκ; Και βέβαια όχι. Ήταν διεστραμμένος, άρ-
ρωστος, επικίνδυνος. Το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε
ήταν να του φανεί ελκυστική. Μπορεί να μην την πείραζε
αν κινούσε το ενδιαφέρον κάποιου άλλου άντρα, αλλά όχι
του Στρεκ. Θα έπρεπε να γονατίσει και να ευχαριστήσει
το Θεό που την είχε φτιάξει έτσι όπως ήταν -γιατί, αν ή-
ταν έστω και λίγο ελκυστική, ο Στρεκ θα πραγματοποιού-
σε τις απειλές του. Θα ερχόταν εδώ και θα τη βίαζε... ί-
σως και να τη σκότωνε. Ήξερε ότι οι φόβοι της δεν ήταν
υπερβολικοί. Οι εφημερίδες ήταν γεμάτες από τέτοιες ι-
στορίες.
Συνειδητοποίησε για άλλη μια φορά πως ήταν ανυπε-
ράσπιστη και βιάστηκε να γυρίσει στην κρεβατοκάμαρα
όπου είχε αφήσει το μαχαίρι.

5
Ο περισσότερος κόσμος πιστεύει ότι η ψυχανάλυση θερα-
πεύει τη δυστυχία. Είναι σίγουροι πως, αν ήξεραν τα αίτια
της ψυχολογικής τους κατάστασης, αν καταλάβαιναν πού ο-
φείλεται η αυτοκαταστροφική συμπεριφορά τους, θα μπο-
ρούσαν να λύσουν όλα τους τα προβλήματα και να ζήσουν
ήρεμα. Αλλά ο Τράβις είχε μάθει ότι δεν είναι έτσι τα
πράγματα. Ο ίδιος ανέλυε ασταμάτητα τον εαυτό και τη συ-
μπεριφορά του εδώ και πολλά χρόνια και είχε καταλάβει
γιατί ήταν τόσο μοναχικός και δεν μπορούσε να κάνει φί-
λους. Όμως, παρ' όλο που είχε κατανοήσει τα αίτια που τον
έκαναν να φέρεται έτσι, δεν είχε καταφέρει να αλλάξει.
Τώρα, καθώς πλησίαζαν μεσάνυχτα, καθόταν στην
κουζίνα πίνοντας μια ακόμη μπίρα και μιλούσε στον Αϊν-
στάιν για τη συναισθηματική απομόνωση που είχε επιβά-
λει στον εαυτό του. Ο Αϊνστάιν καθόταν μπροστά του ακί-
νητος, χωρίς να χασμουρηθεί ούτε μια φορά, δείχνοντας
ένα έντονο ενδιαφέρον για την ιστορία του.
«Ήμουν μοναχικός από παιδί ακόμη -αν και τότε είχα
μερικούς φίλους. Απλώς προτιμούσα να μένω μόνος. Εί-
ναι στη φύση μου, ίσως. Πάντως, τότε που ήμουν μικρός
δεν είχα καταλάβει ακόμη πως, όταν είμαι φίλος με κά-
ποιον, αυτός ο κάποιος κινδυνεύει».
Η μητέρα του Τράβις είχε πεθάνει στον τοκετό, πράγ-
μα που το ήξερε από μικρός. Αργότερα ο θάνατος της θα
του φαινόταν σαν ένας οιωνός των όσων θα επακολου-
θούσαν και θα αποκτούσε μια τρομερή σημασία γι' αυτόν.
Αλλά αυτό έγινε αργότερα- σαν παιδί δεν είχε αρχίσει α-
κόμη να βασανίζεται από τύψεις.
Αυτό άρχισε όταν έγινε δέκα χρονών. Τότε που πέθα-
νε ο αδερφός του ο Χάρι. Ο Χάρι ήταν δώδεκα χρονών,
δύο χρόνια μεγαλύτερος από τον Τράβις. Έ ν α πρωινό του
Ιουνίου, ο Χάρι έπεισε τον Τράβις να πάνε στη θάλασσα,
αν και ο πατέρας τους τους είχε απαγορεύσει ρητά να κο-
λυμπούν χωρίς αυτόν. Η παραλία κοντά στο σπίτι τους δεν
ήταν δημόσια πλαζ με ναυαγοσώστες και τα δυο παιδιά ή-
ταν οι μόνοι κολυμβητές εκείνη τη μέρα.
«Τον Χάρι τον ρούφηξε ένα υπόγειο ρεύμα», συνέχισε
ο Τράβις. «Ήμαστε μαζί μέσα στη θάλασσα, δεν απείχα-
με πάνω από τρία μέτρα ο ένας από τον άλλο, αλλά το κα-
ταραμένο ρεύμα παρέσυρε αυτόν, τον ρούφηξε στο βυθό,
χωρίς να πειράξει καθόλου εμένα. Έτρεξα μάλιστα πίσω
του, προσπάθησα να τον σώσω, που σημαίνει ότι πλησία-
σα κι εγώ το ρεΰμα. Φαίνεται όμως ότι, αφοΰ άρπαξε τον
Χάρι, άλλαξε κατεύθυνση, γιατί εγώ βγήκα από τη θάλασ-
σα ζωντανός». Έμεινε για πολλή ώρα αμίλητος και κοίτα-
ζε αφηρημένα μπροστά του, βλέποντας όχι το τραπέζι της
κουζίνας αλλά την ύπουλη, φουρτουνιασμένη θάλασσα.
«Αγαπούσα τον μεγάλο μου αδερφό περισσότερο από οτι-
δήποτε άλλο στον κόσμο».
Ο Αϊνστάιν γρύλισε λυπημένα, σαν να συμμεριζόταν
τον πόνο του.
«Κανείς δε με κατηγόρησε γι' αυτό που έπαθε ο Χάρι.
Αυτός ήταν ο μεγαλύτερος από τους δυο μας, κανονικά έ-
πρεπε να προσέχει κι εμένα. Αλλά εγώ ένιωσα... πως αν
αυτό το ρεύμα ρούφηξε τον Χάρι έπρεπε να ρουφήξει κι
εμένα».
Ήπιε άλλη μια γουλιά από την μπίρα του και συνέχι-
σε: «Μετά πάμε μερικά χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι
που ήμουν δεκατεσσάρων χρονών. Ήθελα να πάω σε μια
κατασκήνωση που δίδασκαν τένις. Το ήθελα πάρα πολύ.
Το τένις ήταν το μεγάλο χόμπι μου τότε. Έτσι ο πατέρας
μου μ' έγραψε σε μια κατασκήνωση μια Κυριακή, αλλά δε
φτάσαμε ποτέ. Μερικά μίλια πιο κάτω από το σπίτι μας, έ-
νας φορτηγατζής αποκοιμήθηκε στο τιμόνι, το αυτοκίνητο
του μπήκε στο αντίθετο ρεύμα και έπεσε πάνω μας. Ο πα-
τέρας μου σκοτώθηκε ακαριαία. Από τη σύγκρουση έσπα-
σε ο λαιμός του, η πλάτη του, το κρανίο του, ο θώρακάς
του. Εγώ ήμουν δίπλα του, στο μπροστινό κάθισμα, και
βγήκα από τη σύγκρουση με μερικά γδαρσίματα και μώ-
λωπες και δύο σπασμένα δάχτυλα».
Ο σκύλος τον παρακολουθούσε με το γεμάτο ένταση
βλέμμα του.
«Ήταν αυτό ακριβώς που είχε γίνει και με τον Χάρι.
Θα έπρεπε να σκοτωθούμε και οι δυο μας, αλλά εγώ γλί-
τωσα. Και δε θα κάναμε αυτό το καταραμένο ταξίδι αν ε-
γώ δεν τον είχα ζαλίσει να με γράψει στην κατασκήνωση.
Έτσι, αυτή τη φορά, δεν μπορούσα να αποφύγω την αλή-
θεια. Ίσως να μην έφταιγα που πέθανε η μητέρα μου στον
τοκετό, και ίσως δεν έφταιγα απόλυτα για το θάνατο του
Χάρι, αλλά σε αυτή την τελευταία περίπτωση... Άρχισα,
λοιπόν, να καταλαβαίνω ότι είχα πάνω μου μια κατάρα, ό-
τι οι κοντινοί μου άνθρωποι κινδυνεύουν από την παρου-
σία μου. Όταν αγαπούσα κάποιον, όταν τον αγαπούσα
πραγματικά, σίγουρα πέθαινε».
Μόνο ένα παιδί θα μπορούσε να πιστέψει ότι έφταιγε
το ίδιο γι' αυτά τα τραγικά γεγονότα, αλλά τότε ο Τράβις
ήταν παιδί, μόνο δεκατεσσάρων χρονών, και καμιά άλλη
λογική εξήγηση δεν μπορούσε να δώσει. Ήταν πολύ νέος
για να καταλάβει ότι η βία της φύσης και της μοίρας συ-
χνά δεν έχουν κανένα νόημα και καμιά εξήγηση. Στα δε-
κατέσσερα χρόνια του του χρειαζόταν να πιστεύει ότι υ-
πάρχει κάποιο νόημα. Έτσι έβγαλε το συμπέρασμα πως
είναι καταραμένος, πως αν κάνει στενούς φίλους είναι
σαν να τους καταδικάζει σε θάνατο. Όντας από τη φύση
του εσωστρεφής, του ήταν πολύ εύκολο να κλειστεί στον
εαυτό του και να απομονωθεί από τον υπόλοιπο κόσμο.
Όταν πια αποφοίτησε από το κολέγιο, σε ηλικία είκο-
σι ενός χρονών, είχε συνηθίσει τη μοναχική ζωή -αν και
στο μεταξύ είχε αρχίσει να βλέπει κάπως πιο λογικά τους
θανάτους της μητέρας, του αδερφού και του πατέρα του.
Δεν θεωρούσε πια τον εαυτό του καταραμένο, ούτε τον
κατηγορούσε γ' αυτά που συνέβησαν στην οικογένειά του.
Παρέμεινε όμως εσωστρεφής, χωρίς στενούς φίλους, εν
μέρει επειδή είχε χάσει την ικανότητα να κάνει στενές
σχέσεις και εν μέρει επειδή, αν δεν είχε φίλους, δεν κιν-
δύνευε να πληγωθεί χάνοντας τους.
«Έτσι η συνήθεια και ο φόβος με κράτησαν σε συναι-
σθηματική απομόνωση», είπε στον Αϊνστάιν.
To οκυλί σηκώθηκε από τη θέση του, στάθηκε μπροστά
του και ακούμπησε το κεφάλι του στα πόδια του Τράβις.
Αυτός άρχισε να το χαϊδεύει και συνέχισε: «'Οταν τέ-
λειωσα το κολέγιο, δεν ήξερα τι θα μου άρεσε να κάνω.
Εκείνη την εποχή έκαναν στρατολογήσεις, έτσι κατατά-
χτηκα στο στρατό εθελοντικά, πριν με καλέσουν. Πήγα
στις Ειδικές Δυνάμεις. Μου άρεσε αρκετά. Ίσως επειδή
ανάμεσά μας υπήρχε μια αίσθηση συντροφικότητας και ή-
μουν αναγκασμένος να κάνω φίλους. Βλέπεις, προσποιού-
μουν ότι δεν ήθελα στενές σχέσεις με κανέναν, αλλά ου-
σιαστικά πρέπει να τις ήθελα, γιατί είχα βάλει τον εαυτό
μου σε μια κατάσταση που οι φιλίες ήταν αναπόφευκτες.
Αποφάσισα να σταδιοδρομήσω στο στρατό. Όταν φτιά-
χτηκαν οι Δυνάμεις Δέλτα -η αντιτρομοκρατική ομάδα-
με πήραν κι εμένα. Τα παιδιά στις Δυνάμεις Δέλτα είχαν
πολύ στενό σύνδεσμο μεταξύ τους, ήταν πραγματικοί φί-
λοι. Εμένα με αποκαλούσαν Μουγκό γιατί δε μιλούσα κα-
θόλου, αλλά τελικά εκεί μέσα έκανα φίλους. Ύστερα από
λίγο καιρό, όμως, στην ενδέκατη επιχείρηση της ομάδας,
πήγαμε στη Βηρυτό για να αντιμετωπίσουμε μια ομάδα
Παλαιστίνιων τρομοκρατών που είχε καταλάβει την αμε-
ρικανική πρεσβεία. Είχαν σκοτώσει οχτώ μέλη του προ-
σωπικού και εξακολουθούσαν να σκοτώνουν έναν κάθε
ώρα, χωρίς να δέχονται διαπραγματεύσεις. Τους χτυπή-
σαμε, αλλά η επιχείρηση ήταν φιάσκο. Οι Παλαιστίνιοι
είχαν παγιδεύσει όλο το κτίριο. Εννιά άντρες από την ο-
μάδα μου σκοτώθηκαν. Εγώ ήμουν ο μόνος που επέζησα.
Άρπαξα μια σφαίρα στο μηρό και μερικά θραύσματα
στον πισινό, αλλά επέζησα».
Ο Αϊνστάιν σήκωσε το κεφάλι του από τα πόδια του
Τράβις.
Ο Τράβις τον κοίταξε και στα μάτια του σκύλου είδε
τη συμπόνια. Ίσως επειδή αυτό ήθελε να δει.
«Όλα αυτά έγιναν πριν από οχτώ χρόνια, όταν ήμουν
είκοσι οχτώ χρονών. Τότε παράτησα το στρατό και γύρισα
οτην Καλιφόρνια. Έβγαλα μια άδεια κτηματομεσίτη, γιατί
ο πατέρας μου έκανε αυτή τη δουλειά και δεν ήξερα τι άλ-
λο να κάνω. Τα πήγα πολύ καλά, ίσως επειδή δε μ' ένοια-
ζε αν ο κόσμος θα αγόραζε τα σπίτια που του έδειχνα.
Δεν τους πίεζα, δε γινόμουν φορτικός σαν τους άλλους
πωλητές. Τελικά τα πήγα τόσο καλά, ώστε άνοιξα δικό
μου γραφείο και πήρα υπαλλήλους».
Και έτσι γνώρισε την Πόλα. Ήταν μια ψηλή ξανθιά
καλλονή, γλυκιά και εύθυμη. Τα κατάφερνε τόσο καλά
στις πωλήσεις ακινήτων, που πολλές φορές αστειευόταν
λέγοντας πως σε κάποια προηγούμενη ζωή της ήταν ο εκ-
πρόσωπος των Ολλανδών αποίκων που είχαν αγοράσει α-
πό τους Ινδιάνους όλο το Μανχάταν για μερικές χάντρες.
Η Πόλα ερωτεύτηκε τον Τράβις και του το είπε: «Κύριε
Κορνέλ, την έχω πατήσει μαζί σας. Νομίζω ότι την έπαθα
επειδή είσαι τόσο δυνατός και αμίλητος. Είσαι η καλύτε-
ρη απομίμηση του Κλιντ Ίστγουντ που έχω δει ποτέ μου».
Στην αρχή ο Τράβις δεν την άφησε να τον πλησιάσει. Δεν
πίστευε ότι θα έφερνε κακοτυχία στην Πόλα -τουλάχι-
στον δεν το πίστευε συνειδητά-, αλλά φοβόταν τον πόνο
που θα ένιωθε αν την έχανε. Αυτή όμως συνέχισε να τον
πολιορκεί, αδιαφορώντας για τους δισταγμούς του, και με
τον καιρό ο Τράβις κατάλαβε ότι την είχε ερωτευτεί κι
αυτός. Την είχε ερωτευτεί τόσο πολύ, ώστε της μίλησε γι'
αυτά που του είχαν συμβεί στη ζωή του, κάτι που δεν είχε
κάνει με κανέναν άλλο. «Άκου», του είπε η Πόλα. «Εμένα
δεν πρόκειται να με κλάψεις. Θα ζήσω περισσότερο από
σένα, επειδή δεν είμαι ο τύπος που πνίγω τα συναισθήμα-
τα μου. Όταν εκνευρίζομαι ξεσπάω τα νεύρα μου στους
γύρω μου -οπότε μάλλον θα σου φάω καμιά δεκαετία από
τη δική σου ζωή».
Παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο πριν από τέσσερα
χρόνια, το καλοκαίρι που ο Τράβις έκλεισε τα τριάντα
δύο. Την αγαπούσε, ω Θεέ μου, πόσο την αγαπούσε.
«Δεν το ξέραμε τότε, αλλά τη μέρα που παντρευτήκαμε
την είχε ήδη χτυπήσει ο καρκίνος. Πέθανε ύστερα από δέ-
κα μήνες».
Το σκυλί ακούμπησε πάλι το κεφάλι του στα πόδια του
Τράβις.
Έμεινε για λίγο αμίλητος -δεν μπορούσε να συνεχίσει.
Ήπιε λίγη μπίρα και χάιδεψε το κεφάλι του σκυλιού.
«Έπειτα απ' όλα αυτά, προσπάθησα να συνεχίσω τη
ζωή μου όπως συνήθως. Πάντα περηφανευόμουν ότι μπο-
ρώ να αντιμετωπίσω τα πάντα, να συνεχίζω τη ζωή μου
ό,τι και να συμβεί. Κράτησα άλλο ένα χρόνο το κτηματο-
μεσιτικό γραφείο, αλλά δε μ' ένοιαζε τίποτα πια. Το πού-
λησα πριν από δύο χρόνια, ρευστοποίησα και όλες τις ε-
πενδύσεις μου και έβαλα τα λεφτά στην τράπεζα. Νοίκια-
σα αυτό το σπίτι και πέρασα τα δύο τελευταία χρόνια χω-
ρίς να κάνω τίποτα... μέσα σε μια μαύρη απελπισία. Και
άρχισα ν' αποφεύγω συστηματικά πια τους ανθρώπους.
Δεν είναι και παράξενο, ε; Καταλαβαίνεις, έκανα έναν ο-
λόκληρο κύκλο και ξαναγύρισα σ' αυτά που πίστευα όταν
ήμουν μικρός. 'Οτι όποιος με πλησιάσει κινδυνεύει. Αλλά
εσύ μ' άλλαξες, Αϊνστάιν. Με άλλαξες μέσα σε μια μέρα.
Σου τ' ορκίζομαι, είναι λες και κάποιος σε έστειλε για να
μου δείξεις ότι η ζωή είναι μυστηριώδης, παράξενη και
γεμάτη θαύματα και πως μόνο ένας ανόητος αποτραβιέται
απ' αυτή θεληματικά και την αφήνει να τον προσπεράσει».
Το σκυλί σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε πάλι.
Ο Τράβις σήκωσε το κουτί της μπίρας, αλλά ήταν άδειο. Ο
Αϊνστάιν πήγε στο ψυγείο και του έφερε άλλη μια Κουρς.
Ο Τράβις πήρε την μπίρα απ' το στόμα του και είπε:
«Λοιπόν, τώρα που άκουσες όλη αυτή την τραγική ιστο-
ρία, τι λες; Νομίζεις ότι είναι σωστό να μείνεις μαζί μου;
Νομίζεις πως θα είσαι ασφαλής;»
Ο Αϊνστάιν γάβγισε σιγανά.
«Τι ήταν αυτό; Ναι;»
Ο Αϊνστάιν ξάπλωσε ανάσκελα και σήκωσε τα πόδια
του στον αέρα, όπως είχε κάνει προηγουμένως, όταν άφη-
σε τον Τράβις να του φορέσει το κολάρο.
Ο Τράβις έσκυψε και χάιδεψε την κοιλιά του σκΰλου.
«Εντάξει», είπε. «Εντάξει. Αλλά κοίτα μην πας και μου
πεθάνεις. Μην τολμήσεις και μου πεθάνεις».

6
Το τηλέφωνο της Νόρας Ντέβον χτύπησε πάλι στις έντεκα.
Ήταν ο Στρεκ. «Είσαι στο κρεβάτι τώρα, ομορφούλα;»
Η Νόρα δεν απάντησε.
«Θα ήθελες να ήμουν κι εγώ εκεί, μαζί σου;»
Μετά το τελευταίο του τηλεφώνημα είχε σκεφτεί μερι-
κές απειλές που ήλπιζε πως θα τον τρόμαζαν. «Αν δε μ' α-
φήσεις ήσυχη, θα πάω στην αστυνομία», είπε.
«Νόρα, κοιμάσαι γυμνή;»
«Θα πάω στην αστυνομία και θα πω πως... πως μου ε-
πιτέθηκες. Σου τ' ορκίζομαι πως θα το κάνω».
«Θα μου άρεσε να σ' έβλεπα γυμνή», είπε αυτός, αγνο-
ώντας τις απειλές της.
«Θα πω ψέματα. Θα πω πως με βίασες».
«Θα ήθελες να σου χαϊδέψω τα στήθη, Νόρα;»
Ξαφνικά την έπιασε μα κράμπα στο στομάχι, που την
έκανε να διπλωθεί στα δυο πάνω στο κρεβάτι. «Θα ζητή-
σω από την τηλεφωνική εταιρεία να παρακολουθεί το τη-
λέφωνό μου, να μαγνητοφωνεί όλα τα τηλεφωνήματα που
παίρνω κι ε'τσι θα 'χω αποδείξεις».
«Να σε φιλήσω παντού, Νόρα; Δε θα 'ταν ωραίο αυτό;»
Οι κράμπες χειροτε'ρευαν. Η Νόρα είχε αρχίσει να
τρέμει ανεξέλεγκτα. Η φωνή της έσπασε καθώς του πε-
τούσε την τελευταία της απειλή. «Έχω όπλο. Έχω όπλο».
«Απόψε θα με δεις στα όνειρά σου, Νόρα. Είμαι σί-
γουρος πως θα με δεις. Θα ονειρευτείς πως σε φιλάω πα-
ντού, σε όλο το όμορφο κορμί σου...»
Η Νόρα βρόντηξε το ακουστικό στη θέση του.
Κύλησε στο πλάι πάνω στο κρεβάτι και κουλουριάστη-
κε σαν μπάλα. Οι κράμπες δεν οφείλονταν σε οργανικό αί-
τιο· ήταν μια εντελώς ψυχολογική αντίδραση στο φόβο, την
ντροπή και την ασυγκράτητη οργή που την είχαν κυριεύσει.
Σιγά σιγά ο πόνος πέρασε, το ίδιο και ο φόβος -και έ-
μεινε μόνο ο θυμός.
Τι θα έκανε, λοιπόν; Πώς θα ζούσε σ' αυτό τον κόσμο
αφού ήταν τόσο δειλή, που δεν μπορούσε ν' αντιμετωπί-
σει τους ανθρώπους; Και δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει
όχι μόνο τους επιθετικούς διεστραμμένους σαν τον Στρεκ
αλλά ακόμα κι ευγενικούς ανθρώπους, σαν τον Γκάρισον
Ντίλγουορθ, το δικηγόρο της θείας Βάιολετ, που ήταν τώ-
ρα και δικός της δικηγόρος. Είχε πάει στο γραφείο του
για να συζητήσουν για την περιουσία που της είχε αφή-
σει η θεία της και δυσκολευόταν να του μιλήσει -δυσκο-
λευόταν ακόμα και να τον κοιτάξει. Να φοβάται τον ίδιο
της το δικηγόρο! Αν δεν μπορούσε να μιλήσει μ' έναν κα-
λοσυνάτο άνθρωπο σαν τον Γκάρισον Ντίλγουορθ, πώς
θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ένα κτήνος σαν τον
Στρεκ; Από τώρα και στο εξής δεν θα τολμούσε να ξανα-
καλέσει κανέναν τεχνικό στο σπίτι για επιδιορθώσεις.
Θα φοβόταν ακόμα και το παιδί του μπακάλη που της έ-
φερνε τα ψώνια...
Τη μισούσε τη θεία Βάιολετ. Αλλά, από την άλλη με-
ριά, η θεία της είχε δίκιο: η Νόρα ήταν γεννημένη ποντίκι
και όπως όλα τα ποντίκια η μοίρα της ήταν να τρέχει και
να κρύβεται στο σκοτάδι.
Σιγά σιγά ο θυμός της καταλάγιασε και μαζί πέρασαν
και οι κράμπες. Η μοναξιά πήρε τη θέση του φόβου και
άρχισε να κλαίει σιγανά.
Ύστερα από λίγο ηρέμησε. Έμεινε καθισμένη στο
κρεβάτι, σκουπίζοντας κάθε τόσο τα μάτια και τη μύτη της
με ένα χαρτομάντιλο -και εκεί που καθόταν, πήρε μια γεν-
ναία απόφαση: δεν θα απομονωνόταν από τον κόσμο. Θα
έβρισκε το κουράγιο και τη δύναμη να βγει στον κόσμο.
Θα γνωριζόταν με κόσμο. Θα γνωριζόταν με τους γείτονες
που απέφευγε η Βάιολετ. Θα έβρισκε φίλους. Μα το Θεό,
αυτό θα έκανε. Δεν θα άφηνε τον Στρεκ να τη φοβίσει. Θα
μάθαινε να αντιμετωπίζει τα προβλήματα της ζωής και με
τον καιρό θα γινόταν άλλος άνθρωπος. Αυτή ήταν η υπό-
σχεση που έδωσε στον εαυτό της -ένας ιερός όρκος.
Σκέφτηκε να βγάλει το τηλέφωνο από την πρίζα για να
πάψει να την ενοχλεί ο Στρεκ, αλλά φοβήθηκε μήπως το
χρειαζόταν. Τι θα έκανε αν ξυπνούσε, άκουγε κάποιον μέσα
στο σπίτι και δεν προλάβαινε να το ξαναβάλει στην πρίζα;
Έκλεισε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας και, επειδή
δεν είχε κλειδαριά, την ασφάλισε μπλοκάροντας το πόμο-
λο με μια πολυθρόνα. Μετά έκλεισε τα στόρια, έσβησε τα
φώτα και ξάπλωσε. Μέσα στο σκοτάδι, άπλωσε το χέρι της
και βρήκε το μαχαίρι που είχε αφήσει πάνω στο κομοδίνο.
Μετά ξάπλωσε, αλλά δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Αναρω-
τήθηκε αν θα μπορούσε ποτέ να ξανακοιμηθεί ήσυχη.
Αναρωτήθηκε, επίσης, αν θα έβρισκε κανέναν στον έ-
ξω κόσμο που θα νοιαζόταν γι' αυτή. Θα υπήρχε άραγε
κανείς που να μπορεί να αγαπήσει ένα ποντίκι και να του
φερθεί ευγενικά και τρυφερά;
Ο Βινς Νάσκο δεν ήταν ποτέ τόσο πολυάσχολος -ή τόσο
ευτυχισμένος.
Όταν τηλεφώνησε στον συνηθισμένο αριθμό του Λος
Άντζελες για να τους ανακοινώσει ότι η δουλειά είχε τε-
λειώσει, του είπαν να πάει σε έναν άλλο τηλεφωνικό θά-
λαμο, στο λιμάνι του Νιούπορτ.
Εκεί του τηλεφώνησε η γυναίκα με τη βραχνή σέξι φω-
νή. Του είχε κι άλλη δουλειά. Τρεις σε μία μέρα! Του έ-
δωσε τη διεύθυνση του δόκτορα Άλμπερτ Χάντστον, όπου
ζούσε ο ίδιος, η γυναίκα του και ο δεκαεξάχρονος γιος
του. Έπρεπε να χτυπήσει και αυτόν και τη γυναίκα του, ε-
νώ η μοίρα του παιδιού ήταν στα χέρια του Βινς. Αν μπο-
ρούσε να μην το ανακατέψει, εντάξει. Αν τον έβλεπε, ό-
μως, και μπορούσε να εμφανιστεί σαν μάρτυρας, έπρεπε
να το σκοτώσει κι αυτό.
«Κατά την κρίση σου», είπε η γυναίκα.
Ο Βινς ήξερε κιόλας ότι θα σκότωνε και το παιδί, επει-
δή ένας φόνος τού πρόσφερε πιο πολλή ενέργεια όταν το
θύμα ήταν νέο. Είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευ-
ταία φορά που είχε σκοτώσει κάποιον πολύ νέο και η
προοπτική τον ενθουσίαζε.
«Θέλω όμως να σου τονίσω», είπε η γυναίκα, «ότι η
δουλειά πρέπει να έχει τελειώσει απόψε. Αύριο, οι αντα-
γωνιστές θα καταλάβουν τι πάμε να κάνουμε και θα προ-
σπαθήσουν να μας εμποδίσουν».
Ο Βινς ήξερε ότι οι «ανταγωνιστές» πρέπει να ήταν η
αστυνομία. Τον είχαν πληρώσει για να σκοτώσει τρεις
γιατρούς μέσα σε μια μέρα -γιατρούς, τη στιγμή πού ποτέ
δεν είχε ξανασκοτώσει γιατρό-, έτσι ήξερε ότι υπήρχε κά-
τι που συνέδεε τα θύματα μεταξύ τους, κάτι που θα κατα-
λάβαινε η αστυνομία όταν θα έβρισκε τα πτώματα τους
την άλλη μέρα. Δεν ήξερε ποιο ήταν το συνδετικό στοι-
χείο, γιατί ποτέ δεν γνώριζε τίποτα για τους ανθρώπους
που σκότωνε, ούτε ήθελε να γνωρίζει. Ήταν πιο ασφαλές
έτσι. Αλλά οι αστυνομικοί θα συνέδεαν τον Γουέδερμπι με
τη Γιάρμπεκ, κι αυτούς τους δύο με τον Χάντστον. Έτσι,
αν ο Βινς δεν σκότωνε τον Χάντστον απόψε, αυτός αύριο
θα είχε αστυνομική προστασία.
«Θέλετε η δουλειά να γίνει με τον ίδιο τρόπο που έγι-
ναν οι άλλες δύο;» ρώτησε ο Βινς. «Θέλετε να φαίνεται
κάποια ομοιότητα;»
Είχε σκεφτεί ότι θα μπορούσε να βάλει φωτιά στο σπί-
τι των Χάντστον για να καλύψει τους φόνους.
«Ναι, θέλουμε σίγουρα να υπάρχει κάποια ομοιότη-
τα», είπε η γυναίκα. «Με τον ίδιο τρόπο που έγιναν και οι
άλλες δουλειές. Θέλουμε να καταλάβουν ότι η δουλειά ή-
ταν δική μας».
«Εντάξει».
«Θέλουμε να τους μπούμε στη μύτη», είπε η γυναίκα
γελώντας σιγανά.
Ο Βινς έκλεισε το τηλέφωνο και πήγε σ' ένα κοντινό ε-
στιατόριο για φαγητό. Έφαγε ένα λουκούλλειο γεύμα και
ήπιε πέντε φλιτζάνια καφέ. Συνήθως έτρωγε πολύ, αλλά η
όρεξή του μεγάλωνε τρομερά ύστερα από μια δουλειά.
Ήταν φυσικό, αφού εκείνη τη μέρα είχε απορροφήσει τη
ξωτική ενέργεια τριών ανθρώπων. Έμοιαζε σαν μια υ-
περφορτισμένη μηχανή. Ο ρυθμός του μεταβολισμού του
είχε αυξηθεί και χρειαζόταν αναγκαστικά περισσότερα
«καύσιμα», μέχρι που ο οργανισμός του να αποθηκεύσει
to περίσσευμα ενέργειας για μελλοντική χρήση.
Η ικανότητά του να απορροφά τη ζωτική ενέργεια των
θυμάτων του ήταν το Χάρισμα που τον έκανε διαφορετι-
κά από τους άλλους ανθρώπους. Χάρη σε αυτό το Χάρι-
σμα θα ήταν πάντα δυνατός και γεμάτος ζωντάνια. Θα
ζοΰσε αιώνια.
Δεν είχε αποκαλύψει ποτέ το μυστικό του Χαρίσματος
στους εργοδότες του. Λίγοι άνθρωποι διέθεταν αρκετή
φαντασία και ανοιχτό μυαλό για να πιστέψουν κάτι τέ-
τοιο. Ο Βινς δεν μιλούσε ποτέ γι' αυτό, γιατί φοβόταν μή-
πως τον πάρουν για τρελό.
Βγήκε από το εστιατόριο και στάθηκε για λίγο στο πε-
ζοδρόμιο, ανασαίνοντας βαθιά τον δροσερό θαλασσινό α-
έρα. Ένιωθε υπέροχα.
Στις έντεκα και είκοσι είχε παρκάρει το αυτοκίνητο
του απέναντι από το σπίτι των Χάντστον. Είδε φώτα σε
μερικά παράθυρα.
Πήγε στο πίσω μέρος του μικρού φορτηγού για να πε-
ριμένει μέχρι να κοιμηθούν οι Χάντστον. Στο μεταξύ άρ-
χισε να συγκεντρώνει τα όπλα του από ένα χαρτοκούτι ό-
που τα είχε κρυμμένα, ανάμεσα σε διάφορα είδη μπακα-
λικής. Έβγαλε το Βάλτερ Ρ-38 και του έβαλε έναν καινού-
ριο, κοντό σιγαστήρα. Μετά έβγαλε ένα μαχαίρι με λάμα
των δεκαπέντε εκατοστών, ένα σύρμα και ένα κλομπ. Δεν
πίστευε ότι θα του χρειαζόταν τύτοτ' άλλο εκτός από το
πιστόλι, αλλά ήθελε να είναι προετοιμασμένος για κάθε
ενδεχόμενο. Είχε επίσης μαζί του ένα μικρό δερμάτινο
τσαντάκι με διαρρηκτικά εργαλεία.
Στις δώδεκα παρά είκοσι κοίταξε το σπίτι των Χά-
ντστον. Τα φώτα είχαν σβήσει. Ωραία· φαίνεται πως είχαν
πέσει για ύπνο. Περίμενε λίγο ακόμη μέχρι να κοιμηθούν.
Έμεινε καθισμένος μέσα στο σκοτεινό αυτοκίνητο κι άρ-
χισε να σκέφτεται τι θα έκανε τα σημαντικά ποσά που εί-
χε κερδίσει από τις σημερινές δουλειές. Ίσως αγόραζε έ-
να απ' αυτά τα καινούρια θαλάσσια σκι με το μοτέρ, που
δεν χρειάζονται ταχύπλοο για να τα σύρει.
Στις δώδεκα παρά τέταρτο βγήκε από το φορτηγάκι,
πέρασε απέναντι το δρόμο και μπήκε στον κήπο του σπι-
τιού από την ξεκλείδωτη ξύλινη πόρτα. Φόρεσε ένα ζευ-
γάρι γάντια και πλησίασε μια συρόμενη τζαμαρία που έ-
βγαζε στον κήπο. Ήταν κλειδωμένη. Ρίχνοντας μέσα στο
σπίτι το φως ενός κλεφτοφάναρου, είδε ότι η πόρτα ήταν
επίσης ασφαλισμένη από μέσα με ένα μακρύ ξύλο για να
μην παραβιάζεται. Ο Νάσκο κόλλησε μια μικρή βεντούζα
στο τζάμι, έκοψε ένα κυκλικό κομμάτι με το διαμάντι και
άνοιξε την κλειδαριά. Μετά έκανε άλλη μια τρύπα κοντά
στο περβάζι και έβγαλε το ξύλο από τη θέση του.
Δεν ανησυχούσε μήπως υπάρχουν σκυλιά. Η γυναίκα
τού είχε πει ότι οι Χάντστον δεν έχουν ζώα. Αυτός ήταν έ-
νας από τους λόγους που του άρεσε να δουλεύει γι' αυ-
τούς τους εργοδότες: οι πληροφορίες τους ήταν πάντα λε-
πτομερείς και ακριβείς.
Άνοιξε με προσοχή την πόρτα και μπήκε αθόρυβα στο
σπίτι. Έμεινε για λίγο ακίνητος για να προσαρμοστούν τα
μάτια του στο σκοτάδι. Μέσα στο σπίτι επικρατούσε από-
λυτη ησυχία.
Βρήκε πρώτα το δωμάτιο του μικρού. Κοιμόταν ξα-
πλωμένος στο πλάι ροχαλίζοντας απαλά. Ήταν δεκάξι
χρονών. Του άρεσαν τα νεαρά θύματα. Ο Νάσκο έκανε το
γύρο του κρεβατιού και έσκυψε μπροστά του. Έβγαλε το
γάντι του αριστερού χεριού με τα δόντια και άγγιξε την
κάννη στο σαγόνι του παιδιού, που ξύπνησε αμέσως. Ο
Νάσκο του κράτησε το κεφάλι ακίνητο με το γυμνό χέρι
και ταυτόχρονα πυροβόλησε. Η σφαίρα διαπέρασε το
κρανίο του σκοτώνοντάς τον ακαριαία.
Ένα δυνατό κύμα ζωτικής ενέργειας ξεπετάχτηκε από
το σώμα του και πέρασε στον Νάσκο. Ήταν τόσο «αγνή»
και καθαρή ενέργεια, που ο Βινς βόγκηξε από ευχαρίστη-
ση καθώς την ένιωσε να τον πλημμυρίζει.
Έμεινε για μια στιγμή ακίνητος δίπλα στο κρεβάτι, α-
νήμπορος να κινηθεί. Τελικά φίλησε το θύμα του στα χεί-
λη και είπε: «Δέχομαι. Ευχαριστώ. Δέχομαι».
Μετά πήγε αθόρυβα στη μεγάλη κρεβατοκάμαρα. Ο
δόκτωρ Χάντστον και η γυναίκα του κοιμόνταν. Ο Βινς
σκότωσε πρώτα τη γυναίκα χωρίς να ξυπνήσει τον άντρα
της. Κοιμόταν γυμνή. Αφού δέχτηκε τη θυσία της, φίλησε
τις ρώγες της και μουρμούρισε: «Σ' ευχαριστώ».
Μετά έκανε το γύρο του κρεβατιού, άναψε το πορτα-
τίφ του κομοδίνου και ξύπνησε τον δόκτορα Χάντστον.
Αυτός στην αρχή τον κοίταζε ζαλισμένος απ' τον ύπνο.
Μετά είδε τη γυναίκα του νεκρή δίπλα του και έβγαλε μια
κραυγή αρπάζοντας το χέρι του Βινς. Αυτός τον χτύπησε
δυο φορές στο κεφάλι με τη λαβή του πιστολιού, αφήνο-
ντάς τον αναίσθητο. Μετά τον κουβάλησε στο μπάνιο και
του έδεσε τα πόδια και τα χέρια με λευκοπλάστη. Γέμισε
την μπανιέρα με κρύο νερό και έριξε μέσα τον Χάντστον.
Ο γιατρός ξύπνησε αμέσως.
Παρ' όλο που ήταν γυμνός και δεμένος, προσπάθησε
αμέσως να βγει από το κρύο νερό και να ριχτεί στον Βινς.
Αυτός τον χτύπησε και πάλι με το πιστόλι στο πρόσωπο,
ρίχνοντάς τον ξανά στην μπανιέρα.
«Ποιος είσαι; Τι θέλεις;» τραύλισε ο Χάντστον όταν
κατάφερε να βγάλει το κεφάλι του από το νερό.
«Σκότωσα τη γυναίκα σου και το γιο σου, και θα σκο-
τώσω κι εσένα».
Ο Χάντστον τον κοίταξε αποσβολωμένος. «Τον Τζίμι;
Ω, όχι, τον Τζίμι!»
«Το παιδί σου είναι νεκρό», είπε ο Βινς.
Τότε ο Χάντστον έσπασε. Δεν ξέσπασε σε κλάματα ή
κάτι τέτοιο, αλλά τα μάτια του νεκρώθηκαν ξαφνικά, σαν
να έσβησε μέσα του ένα φως. Κοίταξε τον Βινς, χωρίς
φόβο ή θυμό.
«Έχεις δύο επιλογές», του είπε ο Βινς. «Μπορείς να
πεθάνεις εύκολα ή δύσκολα. Αν μου πεις αυτά που θέλω,
θα σε σκοτώσω γρήγορα και ανώδυνα. Αν όχι, μπορώ να
σε βασανίζω πέντε με έξι ώρες πριν πεθάνεις».
Ο Χάντστον συνέχιζε να τον κοιτάζει αμίλητος.
«Εκείνο που θέλω να μάθω είναι τι το κοινό υπάρχει
ανάμεσα σ' εσένα, τον Ντέιβις Γουέδερμπι και την Ελίζα-
μπεθ Γιάρμπεκ».
«Τον Ντέιβις και τη Λιζ;» είπε με βραχνή, τρεμάμενη
φωνή ο Χάντστον. «Τι σχέση έχω μ' αυτούς;» επανέλαβε
σαν να μην καταλάβαινε.
«Τους ξέρεις;»
Ο Χάντστον κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
«Από πού τους ξέρεις; Σπουδάσατε μαζί; Ήσαστε γεί-
τονες;»
«Όχι, όχι. Δουλεύαμε μαζί στο Μπανοντάιν».
«Τι είναι το Μπανοντάιν;»
«Στα Εργαστήρια Μπανοντάιν».
«Πού είναι αυτά;»
Ο Χάντστον του έδωσε μια διεύθυνση στο Τρβαϊν.
«Τι κάνατε εκεί;»
«Έρευνες. Αλλά εγώ έφυγα πριν από δέκα μήνες. Ο
Γουέδερμπι και η Γιάρμπεκ δουλεύουν ακόμη εκεί».
«Τι είδους έρευνες;»
Ο Χάντστον δίστασε.
«Διάλεξε: γρήγορα και ανώδυνα ή...»
Τότε, ο Χάντστον του μίλησε για τις έρευνες που έκα-
ναν στο Μπανοντάιν. Για το Σχέδιο Φράνσις, τα πειράμα-
τα, τα σκυλιά.
Η ιστορία ήταν απίστευτη. Ο Βινς έβαλε τον Χάντστον
να επαναλάβει τρεις τέσσερις φορές τις λεπτομέρειες, μέ-
χρι που βεβαιώθηκε ότι του έλεγε αλήθεια. Μετά τον πυ-
ροβόλησε στο πρόσωπο, δίνοντάς του τον γρήγορο θάνατο
που του είχε υποσχεθεί.
Σσσσσναπ.
Γύρισε στο αυτοκίνητο του και απομακρύνθηκε από το
σπίτι των Χάντστον. Στο δρόμο άρχισε να σκέφτεται το ε-
πικίνδυνο βήμα που είχε κάνει. Συνήθως δεν ήξερε τίποτα
για τα θύματά του, ούτε και ήθελε να ξέρει. Αλλά αυτή η
περίπτωση ήταν ξεχωριστή. Τον είχαν πληρώσει να σκο-
τώσει τρεις γιατρούς, τρεις επιστήμονες, καθώς και τις οι-
κογένειες τους, αν έμπαιναν στο δρόμο του. Αυτό σημαί-
νει πως συνέβαινε κάτι σημαντικό, κάτι που θα του έδινε
ίσως την ευκαιρία να κάνει μια μεγάλη μπάζα πουλώντας
τις πληροφορίες που είχε πάρει από τον Χάντστον. Αλλά
έπρεπε να προσέχει. Αν οι εργοδότες του μάθαιναν τι εί-
χε κάνει, δεν θα δίσταζαν να τον σκοτώσουν.
Βέβαια, ο θάνατος δεν τον απασχολούσε και πολύ. Εί-
χε αποθηκευμένη μέσα του τόσο πολλή ενέργεια, που θα
ήταν πολύ δύσκολο να πεθάνει. Θα ζούσε αιώνια -ήταν
σίγουρος γι' αυτό. Αλλά δεν ήξερε πόσες ζωές έπρεπε να
απορροφήσει ακόμη για να εξασφαλίσει την αθανασία,
και μέχρι να σιγουρευτεί ότι ήταν αθάνατος έπρεπε να
προσέχει.
Τα Εργαστήρια Μπανοντάιν λοιπόν -και το Σχέδιο
Φράνσις.
Αν έβρισκε κατάλληλο αγοραστή γι' αυτές τις πληρο-
φορίες, θα γινόταν πλούσιος.
Ο Γουές Ντάλμπεργκ ήταν σαράντα δύο χρονών, αλλά
φαινόταν μεγαλύτερος. Ζούσε μόνος, σε ένα πέτρινο σπίτι
χτισμένο στο πάνω μέρος του φαραγγιού Χόλι Τζιμ, στα
ανατολικά της Κομητείας Όραντζ. Το σπίτι φωτιζόταν μό-
νο από λάμπες και εφοδιαζόταν με νερό από μια χειροκί-
νητη αντλία που υπήρχε στην κουζίνα.
Στις 18 του Μάη, τη νύχτα, ο Γουές καθόταν στο τρα-
πέζι της κουζίνας διαβάζοντας. Κατά τη μία μετά τα μεσά-
νυχτα άφησε το βιβλίο του και πήγε να φέρει ξύλα για το
τζάκι από την αποθήκη του, μια παράγκα που είχε φτιάξει
δίπλα στο σπίτι. Γέμισε το κασόνι που είχε φέρει, μετά το
κουβάλησε έξω από την παράγκα και γύρισε να κλείσει
την πόρτα.
Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι οι κραυγές των κογιότ
και οι ήχοι των εντόμων είχαν σταματήσει. Το μόνο που α-
κουγόταν ήταν ο άνεμος. Κοίταξε συνοφρυωμένος το σκο-
τεινό δάσος γύρω από το ξέφωτο όπου ήταν χτισμένο το
πέτρινο σπίτι. Άκουσε κάτι να γρυλίζει. Ήταν ένας ήχος
βαθύς και θυμωμένος, που δεν έμοιαζε με καμιά από τις
φωνές των ζώων που είχε ακούσει μέσα σε αυτά τα δέκα
χρόνια που ζούσε στο δάσος.
Ο Γουές αισθάνθηκε περιέργεια, ή ίσως και ανησυχία,
αλλά όχι φόβο. Έμεινε εντελώς ακίνητος και αφουγκρά-
στηκε. Πέρασε άλλο ένα λεπτό χωρίς να ακούσει τίποτα.
Έκλεισε τις πόρτες και σήκωσε το κασόνι με τα ξύλα.
Ξαφνικά ακούστηκε πάλι το γρύλισμα, μετά πάλι σιωπή
-και μετά τρίξιμο από ξερά κλαδιά και φύλλα καθώς κάτι
πατούσε πάνω τους. Πρέπει να ήταν γύρω στα τριάντα μέ-
τρα πιο κάτω, στην άκρη του ξέφωτου. Το ζώο μούγκρισε
πάλι, πιο δυνατά αυτή τη φορά και πιο κοντά -γύρω στα
είκοσι μέτρα.
Εξακολουθούσε να μη βλέπει τίποτα, ακούγοντας ό-
μως αυτό το βαθύ μουγκρητό ο Γονές ένιωσε ξαφνικά ότι
κινδυνεύει. Προχώρησε με γρήγορο βήμα προς την πόρτα
της κουζίνας. Το θρόισμα ακούστηκε πιο δυνατό. Το ζώο
είχε αρχίσει να κινείται πιο γρήγορα. Έτρεχε.
Ο Γουές άρχισε να τρέχει κι αυτός. Το μουγκρητό έγι-
νε άγριο, δυνατό, ασυγκράτητο -ένα αλλόκοτο μείγμα ή-
χων που λες και προέρχονταν από κάτι που έμοιαζε να εί-
ναι ταυτόχρονα σκυλί, γουρούνι, κούγκαρ, άνθρωπος και
κάτι άλλο, απροσδιόριστο. Ερχόταν πίσω του.
Καθώς έστριβε στη γωνία της κουζίνας, ο Γουές πέταξε
το κασόνι με τα ξύλα πίσω του. Τα άκουσε να χτυπάνε στο
έδαφος μαζί με το κασόνι, αλλά το μουγκρητό ακούστηκε
πιο δυνατό, πιο κοντά. Δεν το είχε πετύχει. Ανέβηκε τρέ-
χοντας τα σκαλιά, μπήκε στην κουζίνα και αμπάρωσε αμέ-
σως την πόρτα. Μετά πήγε στην μπροστινή πόρτα και την
αμπάρωσε κι αυτή. Είχε ξαφνιαστεί από την ένταση του
φόβου που τον κυρίευσε. Ακόμη κι αν υπήρχε κάποιο επι-
κίνδυνο ζώο εκεί έξω, μια χτυπημένη αρκούδα ίσως, δεν
θα μπορούσε να ανοίξει την πόρτα και να μπει στο σπίτι.
Εκείνο που τον ανησυχούσε όμως ήταν πως ο ήχος που
έβγαζε αυτό το άγριο ζώο σίγουρα δεν προερχόταν από
αρκούδα. Οι βρυχηθμοί δεν έμοιαζαν με κανέναν από
τους ήχους που άκουγε όλα αυτά τα χρόνια στο δάσος. Εί-
χε στο σπίτι ένα δίκαννο Ρέμινγκτον και σκέφτηκε να το
γεμίσει, μετά όμως σταμάτησε, ντροπιασμένος από τον α-
νεξέλεγκτο φόβο που τον είχε κυριεύσει. Κανένα ζώο δεν
μπορούσε να μπει στο σπίτι. Δεν του χρειαζόταν το όπλο.
Πήγε στο μεγάλο παράθυρο του λίβινγκ ρουμ και κοί-
ταξε έξω. Το αχνό φως της σελήνης φώτιζε αμυδρά το δά-
σος, γεμίζοντας το σκιές. Είδε τα κλαδιά των δέντρων να
κουνιούνται από τον άνεμο. Πήγε να φύγε ι από το παρά-
θυρο, νιώθοντας και πάλι ντροπή για το φόβο του, όταν την
τελευταία στιγμή είδε κάποια κίνηση κοντά στο τζιπ του.
Συνέχισε να κοιτάζει για ένα δυο λεπτά, αλλά δεν διέκρινε
τίποτα. Τη στιγμή που σκεφτόταν ότι μάλλον είχε φαντα-
στεί την κίνηση, είδε κάτι να βγαίνει από πίσω από το τζιπ.
Κάτι διέσχιζε την αυλή, ερχόταν προς το σπίτι τρέχο-
ντας. Μέσα στο φως της σελήνης φαινόταν μόνο μια ά-
μορφη, ακαθόριστη σιλουέτα. Συνέχισε να έρχεται τρέχο-
ντας προς το σπίτι. Ξαφνικά -Θεέ και Κύριε!- το πλάσμα
τινάχτηκε στον αέρα και ο Γουές το είδε να έρχεται κατα-
πάνω του. Φώναξε, αλλά το πλάσμα έπεσε πάνω στο πα-
ράθυρο και βρέθηκε μέσα στο σπίτι σπάζοντας τα τζάμια
μ' έναν εκκωφαντικό κρότο -και η κραυγή του κόπηκε
ξαφνικά στη μέση.

9
Ο Τράβις δεν συνήθιζε να πίνει πολύ, έτσι με τις τρεις μπί-
ρες που είχε κατεβάσει αποκοιμήθηκε αμέσως. Ξύπνησε
«ατά τις τέσσερις το πρωί και είδε τον Αϊνστάιν να στέκε-
ται στο παράθυρο της κρεβατοκάμαρας, με τα μπροστινά
του πόδια ακουμπισμένα στο περβάζι, και να κοιτάζει έξω.
«Τι συμβαίνει, φίλε;» είπε ο Τράβις.
Ο Αϊνστάιν του έριξε μια ματιά και μετά γύρισε πάλι
προς το παράθυρο. Γρύλισε σιγανά και ύψωσε τα αυτιά του.
«Τι έχεις; Είναι κανείς εκεί έξω;» ρώτησε ο Τράβις, ενώ
σηκωνόταν από το κρεβάτι και φορούσε το παντελόνι του.
Ο σκύλος κατέβασε τα πόδια από το περβάζι και βγή-
κε γρήγορα από την κρεβατοκάμαρα.
Ο Τράβις τον βρήκε στο παράθυρο του λίβινγκ ρουμ,
να κοιτάζει έξω, στο σκοτάδι. Πήγε δίπλα στο σκυλί και
ακούμπησε το χέρι του στη φαρδιά τριχωτή του πλάτη. «Τι
συμβαίνει; Τι έχεις;» το ρώτησε.
Ο Αϊνστάιν κόλλησε τη μουσούδα του στο τζάμι και
γρύλισε αναστατωμένος.
Ο Τράβις δεν έβλεπε τίποτα το απειλητικό απέξω. Με-
τά, του ήρθε μια σκέψη και ρώτησε: «Ανησυχείς για εκεί-
νο το πράγμα που σε κυνηγούσε στο δάσος το πρωί;»
Ο σκύλος τον κοίταξε σοβαρός.
«Τι ήταν αυτό το πράγμα στο δάσος;» αναρωτήθηκε
δυνατά ο Τράβις.
Ο Αϊνστάιν γρύλισε πάλι και τον διαπέρασε ένα δυνα-
τό ρίγος.
Ο Τράβις ρίγησε κι αυτός μόλις θυμήθηκε τον ασυ-
γκράτητο τρόμο που είχε νιώσει στο βουνό και το αλλόκο-
το συναίσθημα ότι τους κυνηγούσε κάτι το αφύσικο.
«Φοβάσαι μήπως σε κυνηγά ακόμα;» ρώτησε.
Ο σκύλος γάβγισε μια φορά, σιγανά.
«Λοιπόν, εγώ νομίζω πως δεν κινδυνεύεις», είπε ο
Τράβις. «Έχουμε απομακρυνθεί πολύ από εκείνο το βου-
νό. Έπειτα εμείς ήρθαμε με το αυτοκίνητο -δε θα μπο-
ρούσε να μας ακολουθήσει με τα πόδια. Ό,τι κι αν ήταν,
Αϊνστάιν, μας έχει χάσει, δεν μπορεί να ξέρει πού πήγα-
με. Δε χρειάζεται να ανησυχείς. Κατάλαβες;»
Ο Αϊνστάιν έγλειψε το χέρι του Τράβις, λες και τα λό-
για του τον είχαν καθησυχάσει και ήθελε να δείξει την ευ-
γνωμοσύνη του. Αλλά μετά κοίταξε πάλι από το παράθυρο
και γρύλισε ξανά, πολύ σιγά.
Ο Τράβις τον κατάφερε να γυρίσει στην κρεβατοκάμα-
ρα. Ο σκύλος ήθελε να ξαπλώσει στο κρεβάτι, δίπλα στο
αφεντικό του, και ο Τράβις δεν έφερε αντίρρηση.
Εξαντλημένος από τη σωματική αλλά και τη συναισθη-
ματική ένταση της μέρας, αποκοιμήθηκε γρήγορα.
Κατά τα ξημερώματα μισοξΰπνησε και είδε τον Αϊν-
στάιν να στέκεται πάλι στο παράθυρο της κρεβατοκάμα-
ρας, σαν φρουρός. Μουρμούρισε το όνομά του και χτύπη-
σε το στρώμα δίπλα του. Αλλά ο Αϊνστάιν έμεινε στο πα-
ράθυρο και ο Τράβις αποκοιμήθηκε πάλι.
ΤΕΣΣΕΡΑ

Μ ια μέρα μετά τη συνάντησή της με τον Αρτ Στρεκ, η


Νόρα Ντέβον αποφάσισε να κάνει ένα μεγάλο περί-
πατο, πηγαίνοντας σε μέρη της πόλης που δεν είχε ξανα-
δεί. Έκανε σχετικά συχνά περιπάτους, ιδίως πριν από το
θάνατο της θείας της, ποτέ όμως δεν απομακρυνόταν πολύ
από το σπίτι. Σήμερα ήταν αποφασισμένη να φτάσει πολύ
μακριά. Αυτό θα ήταν το πρώτο μικρό της βήμα στο μεγάλο
ταξίδι της προς την απελευθέρωση και τον αυτοσεβασμό.
Στην αρχή σκέφτηκε να φάει σε κάποιο εστιατόριο στο
δρόμο της, μετά όμως η προοπτική αυτή την τρόμαξε και
προτίμησε να πάρει μαζί της ένα μήλο, ένα πορτοκάλι και
δυο κουλουράκια σε μια χαρτοσακούλα. Θα έτρωγε σε κά-
ποιο πάρκο -ακόμη κι αυτό θα ήταν μια μικρή επανάσταση.
Όταν περνούσε μπροστά από σπίτια άρχισε να ανα-
ρωτιέται με μια νέα περιέργεια τι είδους ζωή να έκαναν
οι άνθρωποι που έμεναν μέσα. Και όταν συναντούσε άλ-
λους διαβάτες κατέβαζε το κεφάλι της όπως έκανε μέχρι
τότε. Σιγά σιγά όμως βρήκε το κουράγιο να τους κοιτάξει.
Ξαφνιάστηκε όταν πολλοί της χαμογέλασαν και τη χαιρέ-
τησαν. Και ξαφνιάστηκε ακόμη περισσότερο όταν άρχισε
να τους χαιρετά κι αυτή. Ένιωθε σαν να έβλεπε την πόλη
και τους ανθρώπους της για πρώτη φορά, κι αυτό τη συ-
νάρπαζε και την ενθουσίαζε.
Έκανε ένα μεγάλο γΰρο μέσα στην πόλη και στη μία
το μεσημέρι βρέθηκε στο πάρκο Αλαμίντα, όπου κάθισε
σε ένα παγκάκι. Τα πόδια της την είχαν πονέσει, αλλά δεν
σκόπευε να γυρίσει νωρίς στο σπίτι της. Άνοιξε τη χαρτο-
σακούλα και άρχισε να τρώει το μήλο. Η γεύση του της
φάνηκε υπέροχη. Σε λίγο είχε τελειώσει και το πορτοκάλι
και άρχισε να τρώει το πρώτο κουλουράκι, όταν κάθισε
δίπλα της ο Αρτ Στρεκ.
«Γεια σου, ομορφούλα».
Φορούσε μόνο ένα μπλε σορτς, αθλητικά παπούτσια
και χοντρές άσπρες κάλτσες. Ήταν όμως φανερό πως δεν
έκανε τζόγκινγκ, γιατί δεν ήταν ιδρωμένος. Ήταν μυώ-
δης, με φαρδύ στήθος, ηλιοκαμένος και τρομερά αρρενω-
πός. Ο σκοπός του ήταν να της επιδείξει το σώμα του, έτσι
η Νόρα γύρισε αμέσως αλλού τα μάτια της.
«Τι συμβαίνει; Ντρέπεσαι;» ρώτησε αυτός.
Δεν μπορούσε να μιλήσει, γιατί το στόμα της είχε στε-
γνώσει και της ήταν αδύνατο να καταπιεί το κομμάτι που
είχε δαγκώσει από το κουλουράκι.
«Γλυκιά, ντροπαλή μου Νόρα», είπε ο Στρεκ.
Καθώς κοίταζε κάτω, είδε ότι τα χέρια της έτρεμαν.
Το κουλουράκι που κρατούσε είχε σπάσει και τα κομμά-
τια του έπεφταν κάτω. Υποτίθεται ότι ήθελε να κάνει αυ-
τό τον περίπατο σαν ένα πρώτο βήμα προς την απελευθέ-
ρωση από τα δεσμά της θείας Βάιολετ, αλλά τώρα κατα-
λάβαινε ότι κατά βάθος ήθελε να απομακρυνθεί από το
σπίτι, να αποφύγει τα τηλεφωνήματα του Στρεκ. Το απο-
τέλεσμα όμως ήταν να τη βρει εδώ, έξω από την προστα-
σία και την ασφάλεια του σπιτιού, κι αυτό ήταν πολύ πο-
λύ χειρότερο.
«Νόρα, κοίταξέ με».
Όχι.
«Κοίταξε με».
Τα τελευταία κομμάτια από το κουλουράκι της έπεσαν
από το χέρι. Ο Στρεκ της έπιασε το αριστερό χέρι. Προ-
σπάθησε να αντισταθεί, αλλά αυτός της το έσφιξε με δύ-
ναμη, έτσι που δεν μπορούσε να αντιδράσει. Της ακού-
μπησε την παλάμη πάνω στο γυμνό πόδι του. Η σάρκα του
ήταν σφιχτή και ζεστή.
Το στομάχι της σφίχτηκε και η καρδιά της άρχισε να
χτυπά δυνατά. Φοβήθηκε πως θα λιποθυμούσε, ή θα έκα-
νε εμετό.
Ο Στρεκ άρχισε να της κινεί το χέρι αργά πάνω κάτω
στο μηρό του. «Είμαι αυτό που σου χρειάζεται, ομορφού-
λα. Εγώ μπορώ να σε φροντίσω».
Η Νόρα σήκωσε λίγο το κεφάλι και κοίταξε κλεφτά
γύρω της, ελπίζοντας να δει κάποιον που θα μπορούσε να
τη βοηθήσει. Αλλά δεν υπήρχε κανείς.
Ο Στρεκ της πήρε το χέρι από το πόδι του και το ακού-
μπησε στο γυμνό στήθος του. «Λοιπόν; Πώς ήταν ο περί-
πατος σου σήμερα; Σου άρεσε;» Και μετά άρχισε να τη
ρωτά αν της άρεσε αυτό κι εκείνο, πράγματα που είχε δει
το πρωί. Η Νόρα κατάλαβε ότι την παρακολουθούσε από
τη στιγμή που είχε βγει από το σπίτι της κι αυτό την έκανε
έξαλλη. Ήθελε να τον χτυπήσει, αλλά ταυτόχρονα ένιωθε
να έχει παραλύσει από φόβο.
«Και τώρα», συνέχισε αυτός, «τώρα που έκανες τον ω-
ραίο σου περίπατο και έφαγες στο πάρκο και αισθάνεσαι
τόσο ωραία, ξέρεις τι θα κάνουμε τώρα, ομορφούλα; Θα
πάμε στο αυτοκίνητο μου, θα γυρίσουμε στο σπίτι σου, θα
ανέβουμε στο όμορφο δωμάτιο σου, θα ξαπλώσουμε στο
μεγάλο σου κρεβάτι με τον ουρανό...»
Ήξερε πώς είναι το δωμάτιό της! Φαίνεται ότι την ώ-
ρα που η Νόρα ήταν στην κουζίνα αυτός ανέβηκε αθόρν-
βα επάνω και μπήκε στο δωμάτιο της, παραβιάζοντας το
άδυτο της, ψάχνοντας τα πράγματά της.
«...σ' αυτό το ωραίο κρεβάτι, και μετά θα σε γδύσω,
γλυκιά μου, θα σε γδύσω και θα σε γαμήσω...»
Ο θυμός της που είχε μπει στο δωμάτιο της και το σοκ
από την αισχρολογία που άκουγε για πρώτη φορά διέλυ-
σαν την παράλυση που την κρατούσε ακίνητη. Σήκωσε το
κεφάλι, τον κοίταξε άγρια και τον έφτυσε. Το πρόσωπο
του Στρεκ γέμισε σάλια και κομματάκια από το κουλου-
ράκι που είχε στο στόμα της. Είδε τα μάτια του να αστρά-
φτουν από θυμό και αισθάνθηκε τρόμο για την αντίδρασή
του, ταυτόχρονα όμως την είχε κυριεύσει βαθιά χαρά ε-
πειδή κατάφερε να σπάσει τα δεσμά του φόβου της.
Ο Στρεκ κρατούσε ακόμη το χέρι της και άρχισε να το
σφίγγει με δύναμη. Την πονούσε, την πονούσε τρομερά,
αλλά ήταν αποφασισμένη να μην κλάψει, ούτε να τον πα-
ρακαλέσει. Δεν θα του έδινε αυτή την ικανοποίηση. Αλλά
το χειρότερο δεν ήταν ο πόνος -ήταν το βλέμμα του
Στρεκ, που ήταν ψυχρό και παράξενο. Κοιτάζοντάς τον
στα μάτια είδε ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν τρελός.
Βλέποντας την απελπισία της, ο Στρεκ σταμάτησε να
της σφίγγει το χέρι ικανοποιημένος. Αλλά δεν την άφησε.
«Θα το πληρώσεις αυτό», της είπε. «Και θα σου αρέσει
που θα πληρώσεις».
«Θα παραπονεθώ στο αφεντικό σου», είπε η Νόρα χω-
ρίς μεγάλη σιγουριά. «Θα χάσεις τη δουλειά σου».
Ο Στρεκ χαμογέλασε. Η Νόρα αναρωτήθηκε γιατί δεν
οκούπιζε το πρόσωπο του, αλλά αμέσως μετά κατάλαβε
ΤΟ λόγο: θα τον έβαζε να του το σκουπίσει αυτή. «Θα χά-
σω τη δουλειά μου; Έφυγα μόνος μου απ' τη δουλειά μου,
Νόρα, χτες το απόγευμα -για να έχω χρόνο για σένα».
Χαμήλωσε τα μάτια της. Δεν μπορούσε να κρύψει το
φόβο της. Για μια στιγμή νόμισε ότι θα άρχιζαν να χτυπά-
νε τα δόντια της.
«Ποτέ δε μένω πολΰ σε μια δουλειά. Οι άντρες σαν ε-
μένα, που έχουν τόσο πολλή ενέργεια, βαριούνται εύκολα.
Κι έπειτα, η ζωή είναι πολΰ μικρή για να τη σπαταλάμε ό-
λη δουλεύοντας, δε συμφωνείς; Έτσι, μένω σε μια δου-
λειά για λίγο, μέχρι να μαζέψω μερικά λεφτά, και μετά τα
παρατάω και τριγυρίζω για όσο καιρό με βγάλουν οι οι-
κονομίες μου. Και πότε πότε συναντάω κάποια γυναίκα
σαν εσένα, που με έχει ανάγκη, κάποια που περιμένει έ-
ναν άντρα σαν εμένα, και τη βοηθάω».
Κλότσησε τον, δάγκωσέ τον, γρατσούνισέ του τα μά-
τια, είπε στον εαυτό της. Αλλά δεν έκανε τίποτα. Το χέρι
της την πονούσε.
Η φωνή του έγινε απαλή, γλυκιά, αλλά αυτό την τρό-
μαξε ακόμη περισσότερο. «Και θα βοηθήσω κι εσένα, Νό-
ρα. Θα έρθω να μείνω στο σπίτι σου για λίγο. Θα περά-
σουμε ωραία. Βέβαια, σε καταλαβαίνω, νιώθεις κάποια α-
νησυχία. Το καταλαβαίνω αυτό. Αλλά, πίστεψέ με, αυτό
σου χρειάζεται, κορίτσι μου. Αυτό θα σου αλλάξει τη ζωή.
Τίποτα δε θα είναι το ίδιο πια για σένα. Αυτό θα είναι το
ωραιότερο πράγμα που θα μπορούσε να σου συμβεί».

2
Ο Αϊνστάιν αγαπούσε πολύ το πάρκο. Ο Τράβις του έβγα-
λε το λουρί από το κολάρο και ο σκύλος άρχισε να τρέχει
δεξιά κι αριστερά, παρατηρώντας και μυρίζοντας τα πά-
ντα. Όλο εκείνο το πρωί και το μεσημέρι το σκυλί δεν εί-
χε κάνει τίποτα το ασυνήθιστο. Ο Τράβις δεν είχε πια κα-
μιά αμφιβολία για τις ασυνήθιστες ικανότητες του σκύλου,
αλλά τώρα, βλέποντας τον να συμπεριφέρεται όπως όλα
τα σκυλιά, είχε αρχίσει να αναρωτιέται μήπως η σχεδόν
ανθρώπινη εξυπνάδα του εμφανιζόταν κατά διαστήματα.
Καθώς περπατούσαν στο πάρκο, ο Αϊνστάιν έμεινε
ξαφνικά ακίνητος, ύψωσε το κεφάλι και κοίταξε ένα ζευ-
γάρι που καθόταν σε ένα παγκάκι λίγο πιο κάτω. Ο ά-
ντρας φορούσε σορτς και η γυναίκα ένα μάλλον ασου-
λούπωτο γκρίζο φόρεμα. Αυτός της κρατούσε το χέρι και.
φαίνονταν απορροφημένοι από κάποια σοβαρή συζήτη-
ση. Ο Τράβις γύρισε να φύγει για να μην τους ενοχλήσει,
αλλά ο Αϊνστάιν γάβγισε μια φορά και έτρεξε προς το
ζευγάρι.
«Αϊνστάιν! Εδώ! Έλα εδώ!»
Το σκυλί τον αγνόησε. Έφτασε μπροστά στο ζευγάρι
και άρχισε να γαβγίζει άγρια. Ο Τράβις έτρεξε πίσω του.
Όταν έφτασε στο παγκάκι, ο άντρας είχε σηκωθεί και ο-
πισθοχωρούσε φοβισμένος.
«Αϊνστάιν!»
Ο σκύλος σταμάτησε να γαβγίζει και τραβήχτηκε πριν
ο Τράβις προλάβει να του περάσει το λουρί. Πλησίασε τη
γυναίκα που καθόταν ακόμα στο παγκάκι και ακούμπησε
φιλικά το κεφάλι του στα πόδια της. Η μεταμόρφωσή του
ήταν τόσο απότομη, που ο Τράβις ξαφνιάστηκε.
«Με συγχωρείτε», είπε. «Δεν ξέρω τι τον έπιασε...»
«Για όνομα του Θεού», φώναξε ο άντρας, «πώς αφήνε-
τε έναν άγριο σκύλο να κυκλοφορεί ελεύθερος μέσα στο
πάρκο!»
«Δεν είναι άγριος», είπε ο Τράβις. «Απλώς...»
«Δεν είναι άγριος; Τρίχες», φώναξε ο άντρας. «Αυτό
το παλιόσκυλο πήγε να με δαγκώσει. Μήπως θέλεις να
σου κάνω καμιά μήνυση;»
«Δεν ξέρω τι τον έπιασε...»
«Πάρ' το αμέσως από δω», φώναξε ο άντρας.
Ο Τράβις κούνησε το κεφάλι ντροπιασμένος και γύρι-
σε να πιάσει τον Αϊνστάιν. Είδε ότι ο Αϊνστάιν είχε ανέβει
στο παγκάκι και καθόταν ακουμπώντας τα μπροστινά του
πόδια στα πόδια της γυναίκας, η οποία δεν τον χάιδευε α-
πλώς, αλλά τον είχε αγκαλιάσει. Θα έλεγε κανείς ότι ο
τρόπος που κρατούσε το σκύλο ήταν κάπως απελπισμένος.
«Πάρ' το σκύλο σου από δω!» είπε έξαλλος ο άντρας.
Ήταν ψηλότερος και πιο μεγαλόσωμος από τον Τρά-
βις. Έκανε μερικά βήματα και στάθηκε μπροστά του,
προσπαθώντας να τον φοβίσει. Ήταν συνηθισμένος να
πετυχαίνει αυτό που ήθελε με την επιθετικότητα. Ο Τρά-
βις απεχθανόταν αυτούς τους ανθρώπους.
Ο Αϊνστάιν κοίταξε τον άντρα και γρύλισε, γυμνώνο-
ντας τα δόντια του.
«Άκου δω, φίλε», είπε θυμωμένα ο άντρας, «μήπως εί-
σαι κουφός; Σου είπα να φορέσεις το λουρί στο σκύλο. Τι
περιμένεις λοιπόν;»
Ο Τράβις άρχισε να καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πήγαινε
καλά. Ο θυμός του άντρα με το σορτς ήταν υπερβολικός
και η γυναίκα φερόταν παράξενα. Δεν είχε πει λέξη, ήταν
ωχρή και τα χέρια της έτρεμαν. Από τον τρόπο που χάι-
δευε τον Αϊνστάιν ήταν φανερό ότι δεν την είχε τρομάξει
ο σκύλος. Την είδε να κοιτάζει κλεφτά τον άντρα και ξαφ-
νικά κατάλαβε ότι ο άντρας δεν ήταν μαζί της, ότι πρέπει
να την ενοχλούσε.
«Δεσποινίς», είπε ο Τράβις, «είστε εντάξει;»
«Και βέβαια δεν είναι εντάξει», είπε ο άντρας. «Αυτό
το παλιόσκυλο ήρθε κι άρχισε ξαφνικά να μας γαβγίζει...»
«Πάντως δε φαίνεται να την τρομάζει τώρα», είπε ο
Τράβις, κοιτάζοντας τον άλλο στα μάτια. Είδε ότι το πρό-
σωπο του ήταν γεμάτο κομματάκια ζύμης. Λίγο πριν είχε
δει ένα κουλουράκι στην τσάντα της γυναίκας. Τι διάβολο
γινόταν εδώ;
Ο άντρας κοίταξε τον Τράβις και πήγε να μιλήσει. Με-
τά όμως κοίταξε τη γυναίκα και τον Αϊνστάιν και κατάλα-
βε ότι δεν μπορούσε πια να παριστάνει τον θυμωμένο.
«Καλά... Πάντως πρέπει να δέσεις το σκυλί».
«Α, δε νομίζω να ενοχλήσει κανέναν τώρα», είπε ο
Τράβις, τυλίγοντας το λουρί στο χέρι του.
Ο άντρας κοίταξε τη γυναίκα που καθόταν στο παγκάκι.
Ήταν έξαλλος, αλλά δεν ήξερε τι να κάνει. «Νόρα;» είπε.
Εκείνη δεν απάντησε. Συνέχισε να χαϊδεύει τον Αϊν-
στάιν.
«Θα σε δω αργότερα», είπε αυτός. Μετά κοίταξε τον
Τράβις απειλητικά και είπε: «Αν αυτός ο σκύλος πάει να
με κυνηγήσει...»
«Όχι», τον έκοψε ο Τράβις. «Μπορείς να φύγεις. Δεν
πρόκειται να σ' ενοχλήσει».
Ο άντρας απομακρύνθηκε βιαστικά, γυρίζοντας μερι-
κές φορές για να κοιτάξει πίσω του.
Ο Αϊνστάιν εξακολουθούσε να κάθεται στο παγκάκι, έ-
χοντας ακουμπήσει το κεφάλι του στα πόδια της γυναίκας.
«Σας συμπάθησε πολύ, βλέπω», είπε ο Τράβις.
«Είναι πολύ όμορφο σκυλί», είπε εκείνη, χωρίς να ση-
κώσει το κεφάλι.
«Μόλις χτες τον βρήκα».
Η γυναίκα δεν μίλησε.
Ο Τράβις κάθισε κι εκείνος στο παγκάκι από τη μεριά
του Αϊνστάιν. «Να σας συστηθώ», είπε. «Με λένε Τράβις».
Εκείνη δεν απάντησε. Συνέχισε να ξύνει τον Αϊνστάιν
πίσω από τα αυτιά και ο σκύλος έβγαλε ένα γουργουρητό
ικανοποίησης.
«Τράβις Κορνέλ», είπε πάλι ο Τράβις.
Επιτέλους αυτή σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε.
«Νόρα Ντέβον».
«Χάρηκα για τη γνωριμία».
Η γυναίκα χαμογέλασε νευρικά.
Παρ' όλο που τα μαλλιά της δεν ήταν καλοχτενισμένα
και δεν φοροΰσε καθόλου μεϊκάπ, ήταν πολύ ελκυστική.
Είχε όμορφα σκούρα μαλλιά και υπέροχο λείο δέρμα. Τα
μάτια της είχαν γκρίζο χρώμα με ασυνήθιστες πράσινες ρα-
βδώσεις, που λες κι έλαμπαν κάτω από τον μαγιάτικο ήλιο.
Η κοπέλα έσκυψε αμέσως το κεφάλι, σαν να αισθάνθη-
κε πως άρεσε στον Τράβις και το γεγονός αυτό την τρόμαξε.
«Δεσποινίς Ντέβον...» είπε αυτός, «υπάρχει κανένα
πρόβλημα;»
Η γυναίκα δεν μίλησε.
«Μήπως αυτός ο άνθρωπος... σας ενοχλούσε;»
«Δεν ήταν τίποτα», είπε εκείνη.
Έτσι όπως καθόταν με το κεφάλι σκυμμένο και τους ώ-
μους γερτούς, τόσο ντροπαλή ώστε δεν τολμούσε να τον
κοιτάξει, φαινόταν τόσο ευάλωτη και ανυπεράσπιστη, ώστε
ο Τράβις δεν μπορούσε να σηκωθεί και να την αφήσει με
τα προβλήματά της. «Αν αυτός ο άνθρωπος σας ενοχλούσε,
νομίζω πως θα έπρεπε να βρούμε έναν αστυνομικό...»
«Όχι...» είπε αυτή αμέσως. Άφησε τον Αϊνστάιν να α-
κουμπήσει στο παγκάκι και σηκώθηκε.
Ο σκύλος κατέβηκε από το παγκάκι και στάθηκε δίπλα
της, κοιτάζοντάς τη με αγάπη.
Ο Τράβις σηκώθηκε κι αυτός. «Δε θέλω να ανακατεύ-
ομαι σε υποθέσεις που δε με αφορούν, βέβαια...»
Εκείνη απομακρύνθηκε με γρήγορο βήμα, χωρίς να
πει τίποτα, παίρνοντας διαφορετικό δρόμο από εκείνον
που είχε πάρει ο άντρας με το σορτς.
Ο Αϊνστάιν πήγε να την ακολουθήσει, μετά όμως δί-
στασε και, όταν τον φώναξε ο Τράβις, γύρισε κοντά του.
Ο Τράβις την παρακολουθούσε παραξενεμένος μέχρι
που εξαφανίστηκε -μια αινιγματική και ταραγμένη γυναί-
κα, ντυμένη με ένα εντελώς ασουλούπωτο φόρεμα, από
αυτά που κρύβουν το γυναικείο σώμα. Μετά γύρισε και
συνέχισε τη βόλτα του στο πάρκο μαζί με τον Αϊνστάιν.
Αργότερα, πήγαν στην παραλία, όπου ο σκύλος φάνηκε
να μένει κατάπληκτος από την απέραντη θάλασσα και τα
κύματα που έσπαζαν στην άμμο. Έπαιξε για λίγο με το
νερό και στάθηκε πολλές φορές για να κοιτάξει τον ωκεα-
νό. Όταν γύρισαν στο σπίτι, ο Τράβις του έδειξε μερικά
βιβλία για να του κινήσει πάλι το ενδιαφέρον, ελπίζοντας
να καταλάβει τι έψαχνε να βρει σε αυτά ο σκύλος. Ο Αϊν-
στάιν τα μύρισε βαριεστημένα και χασμουρήθηκε.
Όλο εκείνο το απόγευμα, η εικόνα της Νόρας Ντέβον ε-
πέστρεφε ξανά και ξανά στο μυαλό του Τράβις με μια φο-
βερή συχνότητα. Αυτή η κοπέλα δεν χρειαζόταν κομψά
ρούχα για να κεντρίσει το ενδιαφέρον ενός άντρα. Εκείνο
το πρόσωπο κι εκείνα τα γκριζοπράσινα μάτια ήταν αρκετά.

3
Ύστερα από μερικές ώρες ύπνου, ο Βίνσεντ Νάσκο πήρε
την πρωινή πτήση για το Ακαπούλκο, στο Μεξικό. Έπια-
σε δωμάτιο σε ένα τεράστιο ξενοδοχείο, φόρεσε τα καλο-
καιρινά ρούχα που είχε φέρει μαζί του και βγήκε για να
βρει το δόκτορα Αότον Χέινς που έκανε διακοπές στο Α-
καπούλκο. Ο Χέινς ήταν τριάντα εννιά χρονών και πολύ
όμορφος. Το μεσημέρι ο Βινς πήγε στο εστιατόριο που ή-
ξερε ότι τρώει ο Χέινς, όπου τον είδε μαζί με μια υπέροχη
ξανθιά. Ο Βινς κάθισε σ' ένα γωνιακό τραπέζι και έφαγε
κι αυτός. Όταν είδε τον Χέινς και την ξανθιά να σηκώνο-
νται, πλήρωσε το λογαριασμό του και τους ακολούθησε.
Έτσι άρχισε ένας μαραθώνιος παρακολούθησης: ο
Χέινς χώρισε με την ξανθιά στο ξενοδοχείο του, συναντή-
θηκε με μια Μεξικάνα στην παραλία, έμεινε για λίγο μαζί
της και μετά έφυγε για μια βόλτα με την άσπρη Μερσέντες
του. Ο Βινς τον ακολούθησε με μια νοικιασμένη Φορντ. Ύ-
στερα από κάμποση περιπλάνηση στα προάστια της πόλης,
ο Χέινς πήρε τον παραλιακό δρόμο και λίγο αργότερα στα-
μάτησε σ' ένα χώρο στάθμευσης δίπλα στο δρόμο. Ο Βινς
σταμάτησε κι αυτός λίγο πιο κάτω, βγήκε από το αυτοκίνη-
το και άρχισε να κοιτάζει τα κύματα που έσπαζαν από κά-
τω, στον γκρεμό, σκύβοντας πάνω από το κιγκλίδωμα.
Σε λίγο σταμάτησε στο πάρκινγκ μια Τρανς Αμ από
την οποία βγήκε μια γυναίκα. Πλησίασε τον Χέινς και τον
αγκάλιασε. Ο Βινς σκέφτηκε πως ίσως να μην ξανάβρι-
σκε μια τόσο καλή ευκαιρία για να χτυπήσει τον Χέινς.
Είχαν σταθεί λίγο πιο κάτω στο κιγκλίδωμα, μιλώντας με-
ταξύ τους, με την πλάτη τους γυρισμένη στον Βινς. Αυτός
συνέχισε να τους πλησιάζει, σκύβοντας κάθε τόσο για να
δει τα κύματα. Όταν ο δρόμος ερήμωσε από αυτοκίνητα,
ο Βινς διέσχισε τρέχοντας τα τελευταία μέτρα που τους
χώριζαν, άρπαξε την κοπέλα από το σβέρκο και τη ζώνη
του παντελονιού της, τη σήκωσε ψηλά και την πέταξε
στον γκρεμό. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα, που ο Χέινς δεν
πρόλαβε να αντιδράσει. Ο Βινς γύρισε αμέσως και τον
χτύπησε με δύναμη δυο φορές στο πρόσωπο, αφήνοντάς
τον αναίσθητο.
Μετά κουβάλησε τον Χέινς στο αυτοκίνητο του και τον
έβαλε στο μπροστινό κάθισμα, έτσι που να φαίνεται ότι
κοιμάται. Έβαλε μπροστά και τράβηξε για το δάσος. Σε
λίγο σταμάτησε κάτω από τα δέντρα, έσυρε τον αναίσθητο
Χέινς έξω από το αυτοκίνητο και τον κουβάλησε σ' ένα ξέ-
φωτο λίγο πιο κάτω. Μετά γύρισε στο αυτοκίνητο και έφε-
ρε ένα πακέτο σύριγγες και δύο φιαλίδια με ορό αλήθειας.
Ξύπνησε τον Χέινς και του έκανε την ένεση με τον ο-
ρό. Λίγο αργότερα ο γιατρός τού είχε αποκαλύψει με κά-
θε λεπτομέρεια όλα όσα ήξερε γύρω από τις έρευνες που
έκανε στα Εργαστήρια Μπανοντάιν. 'Οταν του ορκίστηκε
ότι δεν ήξερε τίποτ' άλλο, ο Βινς τον σκότωσε.

4
Η Νόρα γύρισε κατευθείαν στο σπίτι της από το πάρκο.
Μετά τη συνάντησή της με τον Στρεκ είχε χάσει κάθε όρε-
ξη για περιπέτεια. Όταν μπήκε μέσα, κλείδωσε τις πόρτες
και έκλεισε όλα τα παραθυρόφυλλα. Μετά πήγε στο μπά-
νιο και άρχισε να πλένει ξανά και ξανά τα χέρια της με
καυτό νερό, τρίβοντάς τα με όλη της τη δύναμη.
Το μυαλό της γύριζε συνέχεια στον Στρεκ. Όταν προ-
σπαθούσε να τον ξεχάσει, άρχιζε να σκέφτεται τη θεία
Βάιολετ. Όταν τους έδιωχνε και τους δυο απ' το μυαλό
της, η σκέψη της γύριζε στον Τράβις Κορνέλ. Φαινόταν
καλός κι ευγενικός άνθρωπος, αλλά μπορεί κάλλιστα να
ήταν εξίσου κακός με τον Στρεκ. Αν του έδινε την ευκαι-
ρία, μπορεί να της ριχνόταν κι αυτός. Η θεία Βάιολετ ήταν
ένας τύραννος, φαίνεται όμως ou είχε δίκιο για τους κιν-
δύνους που κρύβουν οι σχέσεις με τους ανθρώπους.
Αλλά ο σκύλος... Ο σκύλος ήταν κάτι διαφορετικό. Δεν
τον είχε φοβηθεί, ούτε καν όταν είχε έρθει με ορμή προς
το παγκάκι γαβγίζοντας άγρια. Με κάποιον τρόπο ήξερε
ότι ο σκύλος δεν γάβγιζε αυτή αλλά τον Στρεκ. Όταν τον
αγκάλιασε, αισθάνθηκε ασφαλής, προστατευμένη, ακόμη
και με τον Στρεκ δίπλα της. Ίσως θα έπρεπε να αγοράσει
ένα δικό της σκύλο. Μόνο που είχε την υποψία ότι κανένα
άλλο σκυλί δεν θα της έδινε τη βαθιά αίσθηση ασφάλειας
που είχε νιώσει με τον Αϊνστάιν. Βέβαια, μπορεί η εντύ-
πωση αυτή να μην ήταν σωστή, να οφειλόταν μόνο στο γε-
γονός ότι την είχε σώοει από τον Στρεκ. Αλλά, όσο κι αν
προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι ο Αϊνστάιν ήταν
ένα συνηθισμένο σκυλί, κάτι μέσα της της έλεγε ότι δεν ή-
ταν έτσι, ότι μόνο ο Αϊνστάιν μπορούσε να της χαρίσει αυ-
τή την αίσθηση ασφάλειας και προστασίας.
Οι σκέψεις αυτές της έδωσαν το κουράγιο να κάνει
κάτι τολμηρό. Πήγε στο τηλέφωνο της κουζίνας, αποφασι-
σμένη να τηλεφωνήσει στον Τράβις Κορνέλ και να του ζη-
τήσει να αγοράσει το σκυλί. Ο ίδιος της είχε πει ότι το εί-
χε βρει μόλις την προηγούμενη μέρα, οπότε δεν θα υπήρ-
χαν στενοί δεσμοί ανάμεσά τους. Με την κατάλληλη τιμή,
μπορεί να της το πουλούσε. Βρήκε το τηλέφωνο του Κορ-
νέλ στον κατάλογο και σχημάτισε τον αριθμό.
Ο Κορνέλ το σήκωσε στο δεύτερο κουδούνισμα. «Ε-
μπρός;»
Τη στιγμή που άκουσε τη φωνή του, κατάλαβε πως, αν
ζητούσε να αγοράσει το σκυλί, θα του έδινε ένα πάτημα
για να προσπαθήσει να μπει στη ζωή της. Αυτός ο άνθρω-
πος όμως ίσως ήταν εξίσου επικίνδυνος με τον Στρεκ.
«Εμπρός;» επανέλαβε ο Κορνέλ.
Η Νόρα δίστασε.
«Εμπρός; Ποιος είναι;»
Κατέβασε το ακουστικό χωρίς να μιλήσει. Πριν του
κάνει την προσφορά για το σκύλο, έπρεπε να βρει έναν
τρόπο για να τον κρατήσει σε απόσταση αν προσπαθούσε
να της ριχτεί κι αυτός.
Όταν χτύπησε το τηλέφωνο, λίγο πριν από τις πέντε, ο
Τράβις έβαζε φαγητό στον Αϊνστάιν. Άδειασε την κον-
σέρβα στο πιάτο και πήγε να το σηκώσει, ενώ ο Αϊνστάιν
άρχισε να τρώει. Όταν δεν απάντησαν και ο Τράβις είπε
πάλι, «Εμπρός», ο Αϊνστάιν σήκωσε το κεφάλι από το πιά-
το του και κοίταξε τον Τράβις. Όταν τον άκουσε να ρωτά-
ει ποιος είναι, άφησε το φαγητό του και πλησίασε τον
Τράβις, κοιτάζοντας το τηλέφωνο.
Ο Τράβις κατέβασε το ακουστικό και γύρισε να φύγει,
αλλά ο Αϊνστάιν έμεινε ακίνητος, κοιτάζοντας πάντα τη
συσκευή.
«Μάλλον θα έκαναν λάθος».
Ο Αϊνστάιν τον κοίταξε, μετά γύρισε πάλι στο τηλέφωνο.
« Ή μπορεί να ήταν κανένα παιδί που έκανε φάρσα».
Ο Αϊνστάιν γρύλισε ενοχλημένος.
«Τι έχεις;»
Ο Αϊνστάιν συνέχισε να κοιτάζει το τηλέφωνο.
Ο Τράβις αναστέναξε. «Κοίτα να δεις, εμένα μου φτά-
νουν όλα αυτά τα μυστήρια για μια μέρα. Αν θέλεις να συ-
νεχίσεις, κάν' το μόνος σου». Πήρε μια Πέπσι από το ψυ-
γείο και πήγε στο λίβινγκ ρουμ για να δει τις ειδήσεις
στην τηλεόραση. Τη στιγμή που καθόταν στη μεγάλη πολυ-
θρόνα άκουσε θόρυβο από την κουζίνα.
«Τι κάνεις εκεί μέσα;»
Οι θόρυβοι συνεχίστηκαν. «Αν κάνεις καμιά ζημιά, θα
σε βάλω να την πληρώσεις», του φώναξε ο Τράβις. Για λί-
γο έγινε ησυχία, μετά όμως οι θόρυβοι ξανάρχισαν. Κάτι
χτύπησε με δύναμη στο δάπεδο. Πήγε να σηκωθεί για να
δει τι γινόταν, αλλά εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ο Αϊν-
στάιν. Κρατούσε στα δόντια του τον τηλεφωνικό κατάλο-
γο. Φαίνεται πως είχε πηδήξει ξανά και ξανά στον πάγκο
της κουζίνας, τραβώντας τον τόμο προς το μέρος του, μέ-
χρι που τον έριξε στο πάτωμα. Διέσχισε το λίβινγκ ρουμ
και άφησε τον κατάλογο μπροστά στον Τράβις.
«Τι θέλεις;» τον ρώτησε.
Ο σκύλος έσπρωξε τον κατάλογο με τη μύτη του, μετά
κοίταξε τον Τράβις σαν κάτι να περίμενε.
«Θέλεις να τηλεφωνήσω σε κάποιον;»
«Γουφ».
«Σε ποιον;»
Ο Αϊνστάιν έσπρωξε πάλι τον κατάλογο με τη μύτη.
«Σε ποιον θέλεις να τηλεφωνήσω; Μήπως στη Λάσι;»
Ο σκύλος τον κοίταξε με τα εκφραστικά, σχεδόν αν-
θρώπινα μάτια του.
«Άκου να δεις, ίσως εσύ να μπορείς να διαβάζεις τη
σκέψη μου, εγώ όμως δεν μπορώ να διαβάσω τη δική
σου».
Ο σκύλος γρύλισε εκνευρισμένος και βγήκε από το
δωμάτιο. Ο Τράβις σκέφτηκε να τον ακολουθήσει, αλλά
αποφάσισε να περιμένει για να δει τι θα γινόταν. Μερικές
στιγμές αργότερα γύρισε κρατώντας στο στόμα του τη φω-
τογραφία της Πόλας, που ο Τράβις είχε πάνω στο κομοδί-
νο του. Ήταν παρμένη τη μέρα του γάμου τους.
«Δε γίνεται, αγόρι μου», του είπε. «Δεν μπορώ να τη-
λεφωνήσω σε μια νεκρή».
Ο Αϊνστάιν ξεφύσηξε, σαν να του έλεγε ότι είναι χο-
ντροκέφαλος. Πήγε σ' ένα ράφι με περιοδικά, έριξε μερικά
στο πάτωμα και γύρισε με ένα τεύχος του Τάιμ. Το έριξε
δίπλα στη φωτογραφία, το άνοιξε κι άρχισε να το ξεφυλλί-
ζει, σκίζοντας μερικές σελίδες. Ο Τράβις έσκυψε με απο-
ρία. Ο Αϊνστάιν τελικά σταμάτησε σε μια διαφήμιση αυτο-
κινητού που έδειχνε μια όμορφη κοπέλα. Κοίταξε τον Τρά-
βις, μετά τη διαφήμιση, μετά πάλι τον Τράβις και γάβγισε.
«Δε σε καταλαβαίνω».
Ο Αϊνστάιν γύρισε μερικές σελίδες και βρήκε μια ξαν-
θιά που διαφήμιζε τσιγάρα. Κοίταξε πάλι τον Τράβις και
ξεφύσηξε.
«Αυτοκίνητα και τσιγάρα; Μήπως θέλεις να σου αγο-
ράσω αυτοκίνητο;»
Ο Αϊνστάιν πήγε πάλι στα περιοδικά και γύρισε με ένα
περιοδικό σχετικό με κτηματομεσιτικά θέματα. Το ξεφύλ-
λισε μέχρι που βρήκε μια ακόμη διαφήμιση που έδειχνε
μια γυναίκα. Ο Τράβις κοίταξε τη φωτογραφία της Πόλας
και τις διαφημίσεις και άρχισε να καταλαβαίνει. «Μια γυ-
ναίκα; Θέλεις να τηλεφωνήσω σε κάποια γυναίκα;»
Ο Αϊνστάιν γάβγισε.
«Σε ποια;»
Ο Αϊνστάιν έπιασε με τα δόντια το μανίκι του Τράβις
και προσπάθησε να τον σηκώσει από την καρέκλα.
«Εντάξει, εντάξει. Άφησέ με, θα σηκωθώ».
Αλλά ο Αϊνστάιν δεν του άφησε το μανίκι. Τον τράβηξε
μέχρι που σηκώθηκε και μετά τον πήγε στην κουζίνα,
μπροστά στο τηλέφωνο του τοίχου, όπου τελικά τον άφησε.
«Σε ποια θέλεις να τηλεφωνήσω;» ρώτησε πάλι ο Τρά-
βις, αλλά ξαφνικά κατάλαβε. Υπήρχε μόνο μια γυναίκα
που γνώριζαν και αυτός και ο σκύλος. «Μη μου πεις την
κοπέλα που συναντήσαμε σήμερα στο πάρκο;»
Ο Αϊνστάιν άρχισε να κουνά την ουρά του.
«Και λες πως αυτή μας τηλεφώνησε προηγουμένως;»
Η ουρά άρχισε να κουνιέται πιο γρήγορα.
«Μα πώς μπορείς να ξέρεις ποιος ήταν; Δεν είπε λέξη.
Κι έπειτα, τι σου ήρθε ξαφνικά; Θέλεις να κάνεις τον προ-
ξενητή;»
Ο σκύλος γάβγισε.
«Εντάξει, σίγουρα ήταν όμορφη, αλλά δεν είναι ο τύ-
πος μου, φίλε. Είναι λίγο παράξενη, δε νομίζεις;»
Ο Αϊνστάιν γάβγισε πάλι, μετά πήγε στην πόρτα της
κουζίνας, πήδηξε πάνω της δυο φορές, γύρισε προς τον
Τράβις και γάβγισε ξανά, έκανε το γύρο του τραπεζιού
γαβγίζοντας συνέχεια, μετά έτρεξε πάλι στην πόρτα και
πήδηξε πάνω της. Ήταν φανερό ότι κάτι τον ανησυχούσε
τρομερά. Κάτι που είχε σχέση με τη γυναίκα. Το απόγευμα
στο πάρκο είχε κάποιο πρόβλημα μ' εκείνο τον μπάσταρδο
με το σορτς. Ο Τράβις προσφέρθηκε να τη βοηθήσει, αλλά
αυτή αρνήθηκε. Ίσως να το ξανασκέφτηκε και του τηλε-
φώνησε, μα την τελευταία στιγμή έχασε το κουράγιο της.
«Αλήθεια πιστεύεις πως αυτή τηλεφώνησε προηγου-
μένως;»
Ο Αϊνστάιν άρχισε να κουνά πάλι την ουρά του.
«Πάντως, ακόμα κι αν ήταν αυτή, δεν είναι φρόνιμο να
ανακατευτούμε στα προσωπικά της».
Ο σκύλος όρμησε, άρπαξε το μπατζάκι του παντελονιού
του και άρχισε να το τραβά με δύναμη. Ο Τράβις κόντεψε
να χάσει την ισορροπία του.
«Εντάξει, εντάξει! Θα της τηλεφωνήσω. Φέρε μου τον
κατάλογο».
Ο Αϊνστάιν τον άφησε και βγήκε τρέχοντας από την
κουζίνα. Γύρισε σχεδόν αμέσως με τον τηλεφωνικό κατά-
λογο στα δόντια του. Τη στιγμή που ο Τράβις τον έπαιρνε
από το στόμα του, συνειδητοποίησε ότι του είχε ζητήσει να
του φέρει τον κατάλογο, περιμένοντας ότι το σκυλί θα τον
καταλάβαινε. Φαίνεται πως είχε αρχίσει να συνηθίζει τις
εκπληκτικές ικανότητες του σκύλου. Και συνειδητοποίησε
ακόμη ότι ο σκύλος δεν θα του είχε φέρει από την αρχή τον
κατάλογο αν δεν ήξερε σε τι χρησιμεύει αυτό το βιβλίο.
«Μα το Θεό, φιλαράκο», είπε, «μου φαίνεται ότι σου
βρήκα πολύ ταιριαστό όνομα».
Συνήθως η Νόρα δεν έτρωγε βραδινό πριν από τις εφτά.
Όμως η πρωινή βόλτα τής είχε ανοίξει την όρεξη. Βαριό-
ταν να μαγειρέψει, έτσι έβαλε σε μια πιατέλα μερικά
φρούτα, λίγο τυρί και ένα κρουασάν κι ετοιμάστηκε να α-
νεβεί στο δωμάτιο της. Τις περισσότερες φορές έτρωγε
για βράδυ εκεί, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, διαβάζοντας
κάποιο βιβλίο ή περιοδικό. Καθώς σήκωσε το δίσκο, χτύ-
πησε το τηλέφωνο.
Ο Στρεκ.
Ποιος άλλος θα μπορούσε να είναι; Δεν της τηλεφω-
νούσε κανείς άλλος.
Πάγωσε. Όταν το τηλέφωνο σταμάτησε να χτυπά, α-
κούμπησε στον πάγκο της κουζίνας, νιώθοντας να μην την
κρατούν τα πόδια της. Ήταν σίγουρη ότι σε λίγο θα ξανα-
χτυπούσε.

7
Όταν η Νόρα Ντέβον δεν σήκωσε το τηλέφωνο, ο Τράβις
ετοιμάστηκε να γυρίσει στο λίβινγκ ρουμ για να δει τις ει-
δήσεις. Αλλά ο Αϊνστάιν ήταν ακόμα ταραγμένος. Πήδηξε
στον πάγκο της κουζίνας, τράβηξε κάτω τον τηλεφωνικό
Κατάλογο, τον πήρε στο στόμα του και βγήκε τρέχοντας α-
Βό την κουζίνα. Ο Τράβις τον ακολούθησε και τον βρήκε
να περιμένει μπροστά στην εξώπορτα κρατώντας ακόμη
|Εθν κατάλογο στο στόμα του.
«Τι θέλεις τώρα;»
Ο Αϊνστάιν ακούμπησε το πόδι του στην πόρτα.
«Θέλεις να βγεις έξω;»
Ο σκύλος γρύλισε σιγανά.
«Και τι θα κάνεις τον κατάλογο έξω; Θα τον θάψεις
σαν να είναι κόκαλο; Τι έχεις, τέλος πάντων;»
Τελικά ο Τράβις άνοιξε την πόρτα και ο σκύλος βγήκε
έξω και πήγε κατευθείαν στο αυτοκίνητο που ήταν παρκα-
ρισμένο στο δρόμο του κήπου. Στάθηκε στη δεξιά πόρτα
και κοίταξε πίσω του με ανυπομονησία. Ο Τράβις πλησία-
σε και κοίταξε το σκύλο. «Υποψιάζομαι πως κάπου θέλεις
να πάμε. Και υποψιάζομαι επίσης ότι δε θες να πάμε στα
γραφεία της τηλεφωνικής εταιρείας».
Ο σκύλος γάβγισε.
«Θέλεις να κοιτάξω τη διεύθυνση της κοπέλας και να
πάμε εκεί. Αυτό είναι;»
«Γουφ».
«Λυπάμαι», είπε ο Τράβις, «αλλά δε γίνεται. Το ξέρω
ότι σου άρεσε, αλλά εγώ δεν ψάχνω για γυναίκα. Έπειτα,
δεν είναι ο τύπος μου. Σου το είπα κιόλας αυτό. Ούτε κι ε-
γώ είμαι ο τύπος της. Εδώ που τα λέμε, υποψιάζομαι ότι
δεν υπάρχει κανείς που να είναι ο τύπος της».
Ο σκύλος γάβγισε.
«Όχι».
Ο Αϊνστάιν τον πλησίασε και τον άρπαξε πάλι από το
παντελόνι με τα δόντια.
«Όχι», είπε πάλι αυτός, σκύβοντας και πιάνοντάς τον
από το κολάρο. «Δεν υπάρχει λόγος να μου μασήσεις το
παντελόνι. Δεν πρόκειται να πάμε».
Ο Αϊνστάιν τον άφησε, ξέφυγε από το κράτημά του και
έτρεξε σε μια βραγιά με λουλούδια, όπου άρχισε να σκάβει
με μανία, τινάζοντας τα ξεριζωμένα λουλούδια πίσω του.
«Για όνομα του Θεού, τι έπαθες ξαφνικά;» φώναξε ο
Τράβις.
Ο σκύλος συνέχισε να σκάβει. Φαινόταν αποφασισμέ-
νος να καταστρέψει όλα τα λουλούδια.
«Ε, σταμάτα λοιπόν!» φώναξε ο Τράβις, τρέχοντας
προς το μέρος του.
Ο Αϊνστάιν όρμησε στην άλλη άκρη του κήπου και άρ-
χισε να σκάβει στο γρασίδι. Ο Τράβις έτρεξε πίσω του. Ο
σκύλος τού ξέφυγε πάλι, έτρεξε σε ένα άλλο σημείο κι άρ-
χισε να σκάβει πάλι το γρασίδι, μετά γύρισε για να αποτε-
λειώσει τα λουλούδια της βραγιάς.
Τελικά ο Τράβις σταμάτησε, βλέποντας ότι δεν μπο-
ρούσε να τον πιάσει, και του φώναξε λαχανιασμένος: «Ε-
ντάξει, εντάξει, αρκετά!»
Ο Αϊνστάιν σταμάτησε να σκάβει τα λουλούδια και τον
κοίταξε.
«Εντάξει, θα πάμε», είπε ο Τράβις.
Ο Αϊνστάιν πλησίασε το αυτοκίνητο, κοιτάζοντάς τον
καχύποπτα.
«Μην ανησυχείς, αλήθεια σου λέω, θα πάμε. Αφού εί-
ναι τόσο σημαντικό για σένα, θα πάμε να δούμε αυτή τη
γυναίκα. Αλλά ένας Θεός ξέρει τι θα της πω».

8
Η Νόρα ανέβηκε στον πάνω όροφο κρατώντας στα χέρια
της το δίσκο με το φαγητό της. Διέσχισε το χολ και μπήκε
στην κρεβατοκάμαρά της. Στο κρεβάτι της ήταν ξαπλωμέ-
νος ο Στρεκ.
«Γεια σου, μωρό μου», της είπε χαμογελώντας.
Για μια στιγμή η Νόρα νόμισε ότι είχε παραισθήσεις,
όταν όμως της μίλησε κατάλαβε ότι είναι πραγματικός. Ά-
φησε μια κραυγή και ο δίσκος έπεσε από το χέρι της,
σκορπίζοντας τα φρούτα και το τυρί στο πάτωμα.
«Πω, πω, τα έκανες θάλασσα», της είπε αυτός και κά-
θισε στην άκρη του κρεβατιού. Φορούσε ακόμη το σορτς
και τα αθλητικά παπούτσια. «Αλλά δε χρειάζεται να κα-
θαρίσεις τώρα. Έχουμε άλλα πράγματα να κάνουμε πρώ-
τα. Σε περίμενα πολλή ώρα μέχρι ν' ανέβεις πάνω. Σε πε-
ρίμενα και σε σκεφτόμουν... ετοιμαζόμουν για σένα...»
Σηκώθηκε από το κρεβάτι. «Και τώρα ήρθε η ώρα να σε
μάθω αυτά που δεν έχεις μάθει μέχρι τώρα».
Η Νόρα δεν μπορούσε να κινηθεί, δεν μπορούσε να α-
ναπνεύσει. Πρέπει να είχε έρθει στο σπίτι αμέσως μετά το
πάρκο. Μπήκε με κάποιον τρόπο και την περίμενε στο
κρεβάτι όλη αυτή την ώρα που εκείνη ήταν κάτω.
'Οταν τέλειωνε μαζί της, θα τη σκότωνε;
Γύρισε και έτρεξε στο διάδρομο. Καθώς άρχισε να κα-
τεβαίνει τη σκάλα, άκουσε τον Στρεκ πίσω της. Όρμησε
στα σκαλιά, πηδώντας τα δύο δύο και τρία τρία. Στο κε-
φαλόσκαλο σκόνταψε, αλλά κατάφερε να κρατηθεί και
πήδηξε όλα τα υπόλοιπα σκαλιά μαζί, φτάνοντας στο χολ
του ισογείου.
Ο Στρεκ προσγειώθηκε δίπλα της, την άρπαξε από πί-
σω και τη γύρισε προς το μέρος του.
Ενώ ο Τράβις σταματούσε μπροστά στο σπίτι της Νόρας
Ντέβον, ο Αϊνστάιν έβαλε και τα δυο μπροστινά του πόδια
πάνω στο χερούλι της πόρτας, έσπρωξε με όλο του το βά-
ρος και άνοιξε την πόρτα. Άλλο ένα απρόσμενο κόλπο.
Βγήκε από το αυτοκίνητο και όρμησε προς την πόρτα πριν
ακόμη ο Τράβις σβήσει τη μηχανή.
Αμέσως μετά ο Τράβις ανέβηκε τα σκαλιά της βερά-
ντας. Ο σκύλος στεκόταν στα πίσω πόδια, ενώ με τα μπρο-
στινά χτυπούσε το κουδούνι. «Μα τι διάβολο έπαθες;» του
φώναξε ο Τράβις.
Το σκυλί χτύπησε πάλι το κουδούνι.
«Μα... περίμενε, λοιπόν...»
Καθώς ο Αϊνστάιν χτυπούσε για τρίτη φορά το κουδού-
νι, ο Τράβις άκουσε μια αντρική φωνή πόνου μέσα από το
σπίτι και μετά μια γυναίκα να φωνάζει βοήθεια.
Ο Αϊνστάιν άρχισε να γαβγίζει άγρια, όπως είχε κάνει
στο δάσος την προηγούμενη μέρα, και μετά άρχισε να γρα-
τσουνίζει την πόρτα σαν να ήθελε να την ξεσκίσει. Ο Τρά-
βις κοίταξε από ένα σημείο όπου το τζάμι της εξώπορτας
ήταν διαφανές. Το χολ ήταν φωτισμένο και είδε δυο αν-
θρώπους να παλεύουν λίγα μέτρα πίσω από την πόρτα. Ο
Αϊνστάιν γάβγιζε και μούγκριζε με όλη του τη δύναμη.
Ο Τράβις έσπρωξε την πόρτα, αλλά ήταν κλειδωμένη.
Χωρίς να διστάσει, έσπασε με τον αγκώνα του το τζάμι
και πέρασε από μέσα το χέρι του. Ξεκλείδωσε την πόρτα,
έβγαλε την αλυσίδα ασφαλείας και μπήκε μέσα. Ο άντρας
με το σορτς άφησε τη Νόρα Ντέβον και γύρισε προς το
μέρος του.
Ο Αϊνστάιν δεν έδωσε στον Τράβις την ευκαιρία ν' αντι-
δράσει. Όρμησε αμέσως προς τον άντρα. Αυτός έκανε ό,τι
θα έκανε οποιοσδήποτε άνθρωπος έβλεπε να του επιτίθε-
ται ένας σκύλος τέτοιου μεγέθους: γύρισε και το έβαλε στα
πόδια. Άνοιξε την πόρτα της κουζίνας και εξαφανίστηκε.
Ο Αϊνστάιν πέρασε δίπλα από τη Νόρα Ντέβον, πέρα-
σε την πόρτα και εξαφανίστηκε κι αυτός. Αμέσως ακού-
στηκαν από το δωμάτιο κραυγές, γαβγίσματα και μου-
γκρητά. Ακούστηκαν δυνατοί θόρυβοι από πράγματα που
έπεφταν στο πάτωμα. Ύστερα άκουσε τη φωνή του άντρα
να βλαστημά, ενώ ο Αϊνστάιν άφησε έναν άγριο βρυχηθμό,
που πάγωσε το αίμα του Τράβις.
Πλησίασε τη Νόρα Ντέβον, που είχε ακουμπήσει στα
κάγκελα της σκάλας. «Είστε εντάξει;»
«Κόντεψε να με... να με...»
«Αλλά δεν πρόλαβε...» είπε ο Τράβις.
«Όχι».
Άγγιξε το αίμα στο πιγούνι της. «Έχετε χτυπήσει».
«Το αίμα είναι δικό του», είπε εκείνη, βλέποντάς το
στα δάχτυλα του Τράβις. «Τον δάγκωσα τον μπάσταρδο».
Κοίταξε προς την πόρτα. «Πηγαίνετε μήπως χτυπήσει το
σκύλο», είπε ανήσυχη.
«Αποκλείεται», απάντησε ο Τράβις.
Η φασαρία στην κουζίνα είχε σταματήσει. Ο Τράβις ά-
νοιξε την πόρτα και κοίταξε. Δυο καρέκλες ήταν πεσμένες
στο πάτωμα, ένα πήλινο βάζο είχε σπάσει και παντού ή-
ταν σκορπισμένα κουλουράκια. Ο άντρας ήταν καθισμέ-
νος σε μια γωνιά, έχοντας μαζεμένα τα πόδια μπροστά
του και τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος του. Έ ν α από τα
παπούτσια του έλειπε και ο Τράβις σκέφτηκε ότι πρέπει
να του το είχε βγάλει ο σκύλος. Το δεξί του χέρι ήταν μα-
τωμένο, πράγμα που πρέπει να ήταν δουλειά της Νόρας
Ντέβον. Είχε άλλη μια πληγή στο αριστερό του πόδι, που
φαινόταν μάλλον για δαγκωματιά σκύλου. Ο Αϊνστάιν τον
πρόσεχε, μένοντας αρκετά μακριά για να μη φτάνει να
τον κλοτσήσει, έτοιμος όμως να τον ξεσκίσει με την παρα-
μικρή κίνηση.
«Καλή δουλειά», είπε ο Τράβις στο σκύλο. «Σπουδαία
δουλειά».
Ο Αϊνστάιν γρύλισε σιγανά, σαν απάντηση στον έπαι-
νο του Τράβις. Αλλά, όταν ο άντρας πήγε να κινηθεί, το
γρύλισμά του έγινε αμέσως ένας άγριος βρυχηθμός. Ο ά-
ντρας μαζεύτηκε πάλι στη γωνία.
«Ξόφλησες», είπε ο Τράβις στον άντρα.
«Με δάγκωσε!» φώναξε αυτός. «Με δάγκωσαν και οι
δύο». Η φωνή του έδειχνε θυμό και κατάπληξη. «Με δά-
γκωσαν».
Ήταν φανερό πως δυσκολευόταν να πιστέψει ότι είχε
γίνει κάτι τέτοιο. Η πείρα τον είχε διδάξει ότι οι άλλοι
πάντα υποχωρούν αν τους πιέσεις αρκετά και αν έχεις έ-
να τρελό ύφος στα μάτια. Πίστευε πως με αυτό τον τρόπο
θα κατάφερνε να κάνει πάντα ό,τι θέλει. Τώρα, το πρό-
σωπο του ήταν κάτασπρο, έμοιαζε να βρίσκεται σε κατά-
σταση σοκ.
Ο Τράβις πήγε στο τηλέφωνο και κάλεσε την αστυνομία.
ΠΕΝΤΕ

ι
Σ τις 20 του Μάη, το πρωί, ο Βίνσεντ Νάσκο επέστρεψε
από το Ακαπούλκο. Στο αεροδρόμιο του Λος Άντζε-
λες αγόρασε τους Τάιμς στους οποίους διάβασε για την
πυρκαγιά στα Εργαστήρια Μπανοντάιν. Η φωτιά είχε ξε-
σπάσει την προηγούμενη μέρα, λίγο πριν από τις έξι το
πρωί, και είχε καταστρέψει ένα τμήμα των εργαστηρίων.
Ο Νάσκο κατάλαβε ότι οι ίδιοι άνθρωποι που του είχαν α-
ναθέσει να σκοτώσει τους επιστήμονες είχαν βάλει κάποιον
εμπρηστή να κάψει τα εργαστήρια. Φαίνεται ότι προσπα-
θούσαν να εξαφανίσουν όλα τα στοιχεία που υπήρχαν γύ-
ρω από το Σχέδιο Φράνσις.
Ο Βινς γύρισε στο σπίτι του με το λεωφορείο του αερο-
δρομίου, όπου έφαγε ένα γρήγορο γεύμα. Μετά πήρε το
αυτοκίνητο του και πήγε στα Εργαστήρια Μπανοντάιν.
Ήταν ένα υπερσύγχρονο κτίριο χτισμένο στη μέση μιας
μεγάλης καταπράσινης έκτασης. Έμεινε να το κοιτάζει
σκεφτικός, γιατί δεν ήξερε τι να κάνει με τις πληροφορίες
που είχε. Δεν μπορούσε να τις πουλήσει στην κυβέρνηση,
γιατί οι πληροφορίες ήταν δικές τους. Ούτε μπορούσε να
τις πουλήσει στους Σοβιετικούς, γιατί ο Βινς ήταν σίγου-
ρος ότι αυτοί τον είχαν πληρώσει να σκοτώσει τους επι-
στήμονες, επομένως αυτοί θα ήξεραν περισσότερα πράγ-
ματα απ' αυτόν για την υπόθεση.
Ύστερα από μερικές βόλτες ακόμη γύρισε στο σπίτι
του. Είχε αρχίσει να καταλαβαίνει ότι οι πληροφορίες του
δεν ήταν αρκετά σημαντικές ώστε να του εξασφαλίσουν
τη «μεγάλη μπάζα» που ήλπιζε. Άλλωστε, το μόνο που
γνώριζε ήταν πως στα Εργαστήρια Μπανοντάιν γίνονταν
αυτές οι επαναστατικές έρευνες, χωρίς να ξέρει όμως πώς
οι ερευνητές είχαν πετύχει αυτά τα εκπληκτικά αποτελέ-
σματα. Οι πληροφορίες του, λοιπόν, ίσως να μην άξιζαν
πολλά πράγματα, υπήρχε όμως κάτι που σίγουρα άξιζε: ο
σκύλος. Ήταν σίγουρος ότι μπορούσε να πουλήσει το
σκύλο για πολλά λεφτά. Αν είχε τύχη και τον έβρισκε, θα
γινόταν οικονομικά ανεξάρτητος.
Αλλά πώς θα τον έβρισκε;
Αυτή τη στιγμή σίγουρα διεξαγόταν μια συγκαλυμμένη
έρευνα σε όλη τη Νότια Καλιφόρνια και ο Βινς δεν ήθελε
να συναντηθεί με τους κυβερνητικούς που θα έψαχναν κι
αυτοί για το σκύλο. Από την άλλη μεριά, αν έψαχνε στους
λόφους της Σάντα Άννα, όπου μάλλον είχαν καταφύγει τα
ζώα, μπορεί να συναντούσε όχι το σκύλο αλλά το Τέρας.
Κι αυτό ήταν τρομερά επικίνδυνο. Από μια τέτοια συνά-
ντηση ήταν πολύ πιθανό να μην έβγαινε ζωντανός.

2
Μετά τη συλληψή του, ο Άρθουρ Στρεκ φυλακίστηκε με
τις κατηγορίες της διάρρηξης, επίθεσης, κακοποίησης και
απόπειρας βιασμού. Επειδή είχε καταδικαστεί ξανά στο
παρελθόν για βιασμό σε τρία χρόνια φυλάκιση, το ποσό
της εγγύησης για την αποφυλάκισή του ήταν μεγάλο. Ο
Στρεκ δεν είχε χρήματα για να το πληρώσει κι έτσι θα έ-
μενε στη φυλακή μέχρι τη δίκη, πράγμα που ήταν μια με-
γάλη ανακούφιση για τη Νόρα.
Την επόμενη μέρα, η Νόρα Ντέβον βγήκε έξω για φα-
γητό με τον Τράβις Κορνέλ. Στην αρχή ξαφνιάστηκε και η
ίδια όταν δέχτηκε την πρότασή του. Αλλά δεν χρειάστηκε
να ψάξει και πολύ για να βρει το λόγο: ήταν ο σκύλος. Ή-
θελε να ξαναβρεθεί κοντά του, επειδή μόνο μαζί του ένιω-
θε ασφαλής και επειδή ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της
που αισθανόταν να την αγαπούν -κι αυτό της άρεσε, ακό-
μη κι αν η αγάπη αυτή προερχόταν από ένα ζώο. 'Επειτα,
κατά βάθος η Νόρα ήξερε ότι ο Τράβις Κορνέλ πρέπει να
ήταν καλός άνθρωπος, γιατί ο Αϊνστάιν τον εμπιστευόταν
-και δεν είχε καμιά αμφιβολία πως ο Αϊνστάιν δεν ξεγε-
λιόταν εύκολα.
Όση ώρα έτρωγαν, ο Αϊνστάιν καθόταν φρόνιμος, με
το λουρί του δεμένο στο πόδι ενός τραπεζιού. Κάθε τόσο
γύριζε και κοίταζε τους άλλους θαμώνες, σαν να παραξε-
νευόταν από την εμφάνισή τους. Η Νόρα, από την άλλη
μεριά, παραξενευόταν απ' όλα. Ήταν η πρώτη φορά που
έτρωγε σε εστιατόριο και όλα τής φαίνονταν υπέροχα.
«Κοίτα εδώ», είπε στον Τράβις όταν τους έφεραν το
φαγητό.
Αυτός κοίταξε το πιάτο της συνοφρυωμένος. «Υπάρχει
κανένα πρόβλημα;»
«Όχι, αλλά κοίτα αυτά τα λαχανικά».
«Είναι μικρά καρότα και κολοκυθάκια».
«Μα πώς τα κάνουν τόσο μικρά; Και κοίτα πώς είναι
κομμένη η άκρη αυτής της ντομάτας. Όλα είναι τόσο ό-
μορφα. Πώς βρίσκουν το χρόνο να τα κάνουν όλα τόσο ό-
μορφα;»
Ήξερε πως όλα αυτά που την κατέπλησσαν φαίνονταν
εντελώς φυσιολογικά στον Τράβις, αλλά δεν μπορούσε να
κρατηθεί. Αυτός την παρακολουθούσε χαμογελώντας, σαν
να χαιρόταν βλέποντας τη να ενθουσιάζεται με όλα. Εκεί-
νη τη μέρα η Νόρα μίλησε και γέλασε περισσότερο από
κάθε άλλη φορά στη ζωή της. Η εμπειρία αυτή ήταν τόσο
συναρπαστική, ώστε ένιωθε ζαλισμένη. Όταν έφυγαν από
το εστιατόριο, δεν θυμόταν και πολλά πράγματα από όσα
είχαν συμβεί.
Από το εστιατόριο γύρισαν με τα πόδια στο σπίτι της
Νόρας, όπου ο Τράβις είχε αφήσει το αυτοκίνητό του. Η
Νόρα κρατούσε το λουρί του σκύλου σε όλο το δρόμο και
ο Αϊνστάιν περπατούσε φρόνιμος δίπλα της, κοιτάζοντάς
την κάθε τόσο με αγάπη.
«Είναι καλό σκυλί», είπε η Νόρα.
«Ναι, πολύ καλό», συμφώνησε ο Τράβις.
«Είναι τόσο φρόνιμος».
«Συνήθως».
«Και τόσο χαριτωμένος».
«Μην τον κολακεύεις και τόσο πολύ».
«Γιατί, φοβάσαι μήπως γίνει ματαιόδοξος;»
«Είναι ήδη ματαιόδοξος», είπε ο Τράβις. «Κι αν πά-
ρουν περισσότερο αέρα τα μυαλά του, θα είναι αδύνατο
να ζήσει κανείς μαζί του».
Ο σκύλος κοίταξε τον Τράβις και φταρνίστηκε δυνατά,
σαν να απαντούσε στο σχόλιο του αφεντικού του.
Η Νόρα γέλασε. «Μερικές φορές νομίζεις ότι καταλα-
βαίνει όλα όσα λέμε».
«Ναι, μερικές φορές».
Όταν έφτασαν στο σπίτι, η Νόρα ήθελε να καλέσει
τον Τράβις να έρθει μέσα, αλλά φοβήθηκε μήπως παρε-
ξηγήσει τις προθέσεις της. Κατά βάθος ήξερε ότι οι φό-
βοι της ήταν υπερβολικοί, αλλά δεν μπορούσε να αποτι-
νάξει από πάνω της όλα εκείνα τα μαθήματα που της είχε
κάνει η θεία της για τους άντρες. Έτσι, τον ευχαρίστησε
απλώς για το γεύμα, χωρίς καν να τολμήσει να του σφίξει
το χέρι. Έσκυψε όμως και αγκάλιασε το σκύλο και ο Αϊν-
στάιν την έγλειψε στο λαιμό. Μετά στάθηκε στην ανοιχτή
πόρτα και τους κοίταζε καθώς έμπαιναν στο φορτηγάκι.
Ο Τράβις τη χαιρέτησε κουνώντας το χέρι και τον χαιρέ-
τησε κι αυτή. Καθώς το αυτοκίνητο πλησίαζε στη γωνία, η
Νόρα μετάνιωσε για τη δειλία της. Αισθάνθηκε την πα-
ρόρμηση να τρέξει πίσω τους, φωνάζοντάς τους να γυρί-
σουν, αλλά μετά το αυτοκίνητο χάθηκε στη γωνία και
βρέθηκε μόνη. Μπήκε απρόθυμα στο σπίτι και έκλεισε
πίσω της την πόρτα.

3
Το κυβερνητικό ελικόπτερο πέρασε πάνω από τους πρό-
ποδες των βουνών Σάντα Άννα πλησιάζοντας στο φαράγγι
Χόλι Τζιμ. Κοιτάζοντας από το παράθυρο, ο Λέμιουελ
Τζόνσον είδε τα αστυνομικά αυτοκίνητα παρκαρισμένα
στον στενό χωματόδρομο που οδηγούσε στο πέτρινο σπίτι,
κοντά σε ένα τζιπ που πρέπει να ανήκε στο θύμα. Το ελι-
κόπτερο προσγειώθηκε σε ένα μικρό ξέφωτο και ο Λεμ,
μαζί με το βοηθό του, τον Κλιφ Σόουμς, κατέβηκαν και
πλησίασαν στο σπίτι.
Εκείνη τη στιγμή βγήκε από την πόρτα ο Γουόλτ Γκέινς,
ο σερίφης της Κομητείας. Ο Γκέινς ήταν ψηλός και μεγα-
λόσωμος, με φαρδείς ώμους και πλατύ στήθος. Είχε κλείσει
τα πενήντα πέντε, αλλά δεν φαινόταν πάνω από σαράντα.
Ο Λεμ Τζόνσον ήταν μαύρος, πολύ πιο κοντός και μι-
κρόσωμος από τον Γκέινς. Ωστόσο, οι δυο άντρες ήταν
στενοί φίλοι. Έκαναν πολλή παρέα και οι γυναίκες τους
είχαν γίνει κι αυτές πολύ φίλες.
Η μηχανή του ελικοπτέρου σταμάτησε και ο Γουόλτ
Γκέινς τον κοίταξε διαπεραστικά. «Δεν μπορώ να καταλά-
βω γιατί ο φόνος ενός ερημίτη ενδιαφέρει την Υπηρεσία
Εθνικής Ασφαλείας», είπε.
«Δε χρειάζεται να καταλάβεις», απάντησε ο Λεμ.
«Και σίγουρα δεν περίμενα να 'ρθεις εδώ ο ίδιος. Νό-
μιζα ότι θα έστελνες κάποιον από τους λακέδες σου».
«Οι πράκτορες της YEA δεν είναι λακέδες», είπε ο Λεμ.
«Μπορεί, αλλά είμαι σίγουρος ότι εσύ έτσι τους φέρεσαι
-σαν λακέδες. Έτσι δεν είναι;» ρώτησε τον Κλιφ Σόουμς.
«Είναι τύραννος», συμφώνησε ο Κλιφ. Ήταν τριάντα
ενός χρονών, με κόκκινα μαλλιά και φακίδες.
«Δε μου φαίνεται παράξενο», είπε ο Γκέινς. «Ξέρεις,
έχει περάσει πολύ δύσκολη ζωή και γι' αυτό του αρέσει να
ταλαιπωρεί όποιον λευκό πέσει στα χέρια του, για να εκ-
δικηθεί για τα χρόνια της καταπίεσης που έχει υποφέρει».
«Ώστε γι' αυτό μ' έχει διατάξει να τον φωνάζω "αφέ-
ντη"», είπε ο Κλιφ.
«Ακριβώς», απάντησε ο Γουόλτ.
Ο Λεμ αναστέναξε. «Αν τελειώσαμε με τα αστεία,
μπορούμε να προχωρήσουμε. Πού είναι το πτώμα;»
«Από δω, αφέντη», είπε ο Γουόλτ.
Μπήκαν όλοι μέσα και ο Λεμ κατάλαβε αμέσως γιατί
ο Γουόλτ έκανε τόσα αστεία. Ήταν μια φυσιολογική αντί-
δραση στη φρίκη που επικρατούσε μέσα στο σπίτι. Τα έπι-
πλα ήταν όλα αναποδογυρισμένα, σπασμένα γυαλιά και
βιβλία ήταν σκορπισμένα στο πάτωμα, ενώ οι τοίχοι και
το δάπεδο ήταν λερωμένα με αίμα. Δύο επιστήμονες εξέ-
ταζαν τα πάντα, πιάνοντας κάθε τόσο κάτι με τα τσιμπιδά-
κια που κρατούσαν και ρίχνοντάς το σε έναν πλαστικό
φάκελο. Το πτώμα είχε εξεταστεί και φωτογραφηθεί και
τώρα ήταν μέσα σε μια πλαστική σακούλα.
«Πώς τον έλεγαν;» ρώτησε ο Λεμ.
«Γουές Ντάλμπεργκ», απάντησε ο Γουόλτ. «Ζούσε εδώ
κάπου δέκα χρόνια, ίσως παραπάνω».
«Ποιος τον βρήκε;»
«Ένας γείτονας».
«Πότε τον σκότωσαν;»
«Μάλλον πριν από τρεις μέρες. Ίσως το βράδυ της
Τρίτης. Πρέπει να περιμένουμε τα τεστ για να μάθουμε
πιο σίγουρα. Ο καιρός ήταν πολύ ζεστός τελευταία κι αυ-
τό επηρεάζει την ταχύτητα της αποσύνθεσης».
Το βράδυ της Τρίτης... Το Τέρας είχε ξεφύγει από τα
εργαστήρια τα ξημερώματα της Τρίτης. Μέχρι το βράδυ
θα μπορούσε να καλύψει αυτή την απόσταση. Ο Λεμ αι-
σθάνθηκε ένα ρίγος να τον διαπερνά.
«Κρυώνεις;» ρώτησε σαρκαστικά ο Γουόλτ.
Ο Λεμ δεν απάντησε. Ήταν φίλοι, αλλά σε αυτή την
περίπτωση είχαν εντελώς αντίθετα συμφέροντα. Ο Γουόλτ
ήθελε να μάθει την αλήθεια και να την κάνει γνωστή στον
κόσμο, ενώ η δουλειά του Λεμ ήταν να αποσιωπηθεί η υ-
πόθεση.
«Βρομάει εδώ μέσα», είπε ο Κλιφ Σόουμς.
«Έπρεπε να δεις πώς βρομούσε πριν βάλουμε το πτώ-
μα στη σακούλα», είπε ο Γουόλτ.
«Δεν είναι μόνο αυτό», είπε ο Κλιφ.
«Όχι, δεν είναι», είπε ο Γουόλτ. «Υπήρχαν επίσης ού-
ρα και κόπρανα».
«Του θύματος;»
«Δε νομίζω», είπε ο Γουόλτ.
«Τους κάνατε κανένα τεστ;» ρώτησε ο Λεμ, προσπα-
θώντας να μην ακούγεται ανήσυχος.
«Όχι. Θα πάρουμε δείγματα στο εργαστήριο. Αλλά
μάλλον ανήκουν σε αυτό που μπήκε από το παράθυρο».
«Θες να πεις στον άνθρωπο που σκότωσε τον Ντάλ-
μπεργκ;»
«Δεν ήταν άνθρωπος», είπε ο Γουόλτ, «και το ξέρεις».
«Δεν ήταν άνθρωπος;» ρώτησε ο Λεμ.
«Τουλάχιστον δεν ήταν άνθρωπος σαν κι εσένα ή εμένα».
«Τότε, τι ήταν;»
«Μακάρι να 'ξερα», είπε ο Γουόλτ. «Αλλά, αν κρίνω α-
πό το πτώμα, ο φονιάς είχε κοφτερά δόντια, ίσως και νύ-
χια, και ήταν πολύ άγριος. Τι λες, ταιριάζει μ' αυτό που
•ψάχνεις;»
Ο Λεμ όμως δεν δάγκωσε το δόλωμα. Για μια στιγμή
δεν μίλησε κανείς. Μετά ο Λεμ αναστέναξε. Η κατάσταση
ήταν πολύ άσχημη. Η αστυνομία δεν θα έβρισκε αρκετά
στοιχεία για να συμπεράνει τι ήταν αυτό που σκότωσε τον
Ντάλμπεργκ, αλλά αυτά τα λίγα που θα έβρισκε θα τους
κέντριζαν πολύ την περιέργεια. Γι' αυτό έπρεπε να σταμα-
τήσει τις έρευνές τους -και χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τη
φιλία του με τον Γουόλτ.
Ξαφνικά ο Λεμ πρόσεξε ότι το σχήμα του σώματος δεν
ήταν σωστό. «Λείπει το κεφάλι», είπε.
«Δε σας ξεφεύγει τίποτα εσάς των ομοσπονδιακών»,
είπε ο Γουόλτ.
«Τον αποκεφάλισαν;» ρώτησε ανήσυχος ο Κλιφ Σόουμς.
«Περάστε από δω», είπε ο Γουόλτ, οδηγώντας τους
στην κουζίνα. Στη μέση του τραπεζιού, πάνω σε ένα πιάτο,
ήταν το κεφάλι του Γουές Ντάλμπεργκ -τα μάτια έλειπαν
από το κρανίο.
«Θεέ μου!» αναφώνησε ο Κλιφ.
Ο Λεμ αισθάνθηκε ναυτία, όχι μόνο γι' αυτό που έπα-
θε ο Ντάλμπεργκ, αλλά και για τα άλλα θύματα που ήξερε
ότι θ' ακολουθούσαν. Ήταν ρεαλιστής και δεν είχε καμιά
αμφιβολία ότι θα χρειαζόταν πολύ χρόνο και υπομονή μέ-
χρι ν' ανακαλύψει το φονιά.
«Μπορώ να σου μιλήσω για λίγο έξω;» είπε ο Γουόλτ,
προχωρώντας προς την ανοιχτή πόρτα του σπιτιού.
Ο Λεμ γΰρι,σε στον Κλιφ. «Εσύ μείνε», είπε, «και φρό-
ντισε να μη φύγει κανείς από δω χωρίς να του μιλήσω».
«Μάλιστα», είπε ο Κλιφ.
Ο Λεμ και ο Γουόλτ Γκέινς βγήκαν στο ξέφωτο. Εκεί ο
Λεμ πρόσεξε ένα κασόνι και μερικά κούτσουρα σκορπι-
σμένα τριγύρω.
«Μάλλον η πάλη άρχισε εδώ», είπε ο Γουόλτ. «Ίσως ο
Ντάλμπεργκ να μάζευε ξύλα για το τζάκι, όταν κάτι βγήκε
από εκείνα τα δέντρα, έτσι του πέταξε το κασόνι κι έτρεξε
στο σπίτι».
Ο Λεμ ήταν ανήσυχος. Αναρωτήθηκε αν το Τέρας ήταν
κάπου εκεί κοντά και τους παρακολουθούσε.
«Λοιπόν, τι τρέχει;» ρώτησε ο Γουόλτ.
«Δεν μπορώ να σου πω τίποτα».
«Θέμα εθνικής ασφαλείας;»
«Ακριβώς».
Ο Λεμ είδε μια κίνηση στους θάμνους λίγο πιο κάτω.
Πρέπει να ήταν της φαντασίας του.
«Μπορείς να κρατήσεις το στόμα σου κλειστό, αν θέ-
λεις, αλλά μερικά πράγματα μπορώ να τα καταλάβω και
μόνος μου. Δεν είμαι βλάκας».
«Ποτέ δεν πίστεψα ότι είσαι».
«Που λες, λοιπόν, το πρωί της Τρίτης όλα τα αστυνομι-
κά τμήματα στις Κομητείες Όραντζ και Σαν Μπερναντίνο
πήραν μια επείγουσα ειδοποίηση από την Υπηρεσία Εθνι-
κής Ασφαλείας. Το μήνυμα μας ζητούσε να πάρουμε μέ-
ρος σ' ένα ανθρωποκυνηγητό και έλεγε ότι θα ακολου-
θούσαν λεπτομέρειες. Όλοι φανταστήκαμε ότι κυνηγού-
σατε κάποιο Ρώσο που είχε κλέψει στρατιωτικά μυστικά».
Ο Λεμ συνέχιζε να κοιτάζει το δάσος χωρίς να λέει τίποτα.
«Το μεσημέρι, όμως, αντί να μας στείλουν τις λεπτομέ-
ρειες, μας ειδοποιούν ότι η έρευνα ακυρώνεται, ότι η αρ-
χική ειδοποίηση έγινε κατά λάθος».
«Ναι», είπε ο Λεμ. Η υπηρεσία είχε καταλάβει άτι δεν
μπσρσΰσε να εμπιστευτεί την τοπική αστυνομία αφού δεν
μπορούσε να την ελέγξει πλήρως. Τη δουλειά αυτή έπρε-
πε να την κάνει ο στρατός.
«Κατά λάθος, ε; Το απόγευμα της Τρίτης μαθαίνουμε
ότι ελικόπτερα των πεζοναυτών από τη βάση του Ελ Τόρο
πετούν πάνω από τους πρόποδες των βουνών Σάντα Άννα.
Και την Τετάρτη το πρωί, εκατό πεζοναύτες με συσκευές
ανίχνευσης έρχονται από το στρατόπεδο του Πέντλετον
για να ψάξουν την περιοχή».
«Ναι, το άκουσα κι εγώ αυτό, αλλά δεν είχε καμιά σχέ-
ση με την υπηρεσία μου», είπε ο Λεμ.
«Οι πεζοναύτες μάς είπαν ότι ήταν μια εκπαιδευτική
άσκηση».
«Αυτό άκουσα κι εγώ».
«Πάντα μάς ειδοποιούν για τις εκπαιδευτικές ασκή-
σεις δέκα μέρες πριν».
Ο Λεμ δεν απάντησε. Είχε δει πάλι κάτι να κινείται
μέσα στο δάσος.
«Οι πεζοναύτες, λοιπόν, μένουν στους λόφους όλη την
Τετάρτη και τη μισή Πέμπτη. 'Οταν όμως μαθαίνουν για την
"άσκηση" αυτή οι δημοσιογράφοι κι έρχονται να δουν τι
συμβαίνει, οι πεζοναύτες τα μαζεύουν ξαφνικά και γυρίζουν
στη βάση τους. Που σημαίνει, ίσως, ότι αυτό που έψαχναν ή-
ταν τόσο ενοχλητικό και τόσο άκρως απόρρητο, που προτι-
μούσαν να μην το βρουν παρά να μάθει γι' αυτό ο Τύπος.
Και μετά, χτες το απόγευμα, η YEA μας ζητά να την ενημε-
ρώσουμε αν πάρουμε τίποτα "παράξενες αναφορές", ή αν
γίνουν τίποτα "ασυνήθιστες επιθέσεις ή εξαιρετικά βίαιοι
φόνοι". Ζητάμε διευκρινίσεις, αλλά δε μας δίνουν καμία».
Ο Λεμ είδε πάλι κάτι να κινείται από σκιά σε σκιά α-
νάμεσα στα δέντρα. Έβαλε το δεξί του χέρι κάτω από το
σακάκι, πιάνοντας τη λαβή του πιστολιού του.
«Και μια ώρα αργότερα βρίσκουμε αυτόν το φουκαρά,
τον Ντάλμπεργκ, κομματιασμένο. Η περίπτωση είναι πολΰ
παράξενη. Είναι ο πιο βίαιος φόνος που έχω δει. Και
ξαφνικά εμφανίζεσαι εσυ, ο διευθυντής της YEA τη£ Νό-
τιας Καλιφόρνιας αυτοπροσώπως, και φαντάζομαι πως
δεν πέρασες από δω για να δεις τι κάνω».
Αυτό το... κάτι κινιόταν τώρα πολΰ πιο κοντά, γΰρω
στα δέκα με δώδεκα μέτρα. Ξαφνικά όρμησε προς το μέ-
ρος τους τσακίζοντας τους θάμνους στο πέρασμά του. Ο
Λεμ έβγαλε ασυναίσθητα μια κραυγή. Τράβηξε το πιστόλι
του και σημάδεψε, έτοιμος να πυροβολήσει.
«Ε, τι έπαθες;» είπε ο Γουόλτ Γκέινις. «Ένα ελάφι είναι».
Και πραγματικά, ήταν ένα ελάφι. Σταμάτησε στην ά-
κρη του ξέφωτου και τους παρατηρούσε με περιέργεια.
«Έχουν εξοικειωθεί με τους ανθρώπους σ' αυτά τα μέ-
ρη», είπε ο Γουόλτ.
Ο Λεμ πήρε μια βαθιά ανάσα και έβαλε το πιστόλι στη
θήκη του, ενώ το ελάφι εξαφανιζόταν πάλι μέσα στο δάσος.
Ο Γουόλτ τον κοίταξε διαπεραστικά. «Τι είναι εκεί έ-
ξω, φίλε;»
Ο Λεμ δεν είπε τίποτα, σκούπισε μόνο τα ιδρωμένα
χέρια του πάνω στο σακάκι του.
«Δε σε έχω ξαναδεί να τρομάζεις έτσι», είπε ο Γουόλτ.
«Α, δεν είναι τίποτα -από τους πολλούς καφέδες».
«Τρίχες», είπε ο Γουόλτ. «Απ' ό,τι φαίνεται, αυτό που
σκότωσε τον Ντάλμπεργκ είναι ένα ζώο, κάτι που έχει
μπόλικα δόντια και νύχια, και είμαι πολύ σίγουρος ότι
πρόκειται για ένα πολύ άγριο ζώο. Από την άλλη μεριά, ό-
μως, κανένα ζώο δε θ' άφηνε το κεφάλι του θύματος του
πάνω σ' ένα πιάτο, στο τραπέζι της κουζίνας. Τα ζώα δεν
κάνουν τέτοια αστεία. Γι' αυτό, λοιπόν, πες μου -με τι έ-
χουμε να κάνουμε;»
«Δε χρειάζεται να ξέρεις, γιατί αυτή την υπόθεση θα
την αναλάβω εγώ».
«Μπα;»
«Έχω τη δυνατότητα να το κάνω αυτό», είπε ο Λεμ.
«Θα το αναλάβουμε εμείς τώρα, Γουόλτ. Θα πάρω όλα τα
στοιχεία που έχουν συγκεντρώσει οι δικοί σου και όλες
τις αναφορές που έχετε γράψει μέχρι τώρα. Εσύ και οι ά-
ντρες σου δεν πρέπει να μιλήσετε σε κανέναν γι' αυτά που
είδατε εδώ. Θα κάνετε ένα. φάκελο για την υπόθεση, αλλά
το μόνο που θα υπάρχει σ' αυτόν θα είναι ένα υπόμνημα
από μένα που θα λέει ότι την υπόθεση την ανέλαβε η
YEA. Ό,τι και να συμβεί, κανείς δεν πρόκειται να κατη-
γορήσει εσένα, Γουόλτ».
«Τρίχες».
«Ξέχνα το».
«Θέλω να ξέρω αν κινδυνεύουν οι άνθρωποι της πε-
ριοχής μου. Πες μου αυτό τουλάχιστον, που να πάρει».
«Ναι».
«Κινδυνεύουν;»
«Ναι».
«Και δεν υπάρχει κανένας τρόπος να μειώσω αυτό τον
κίνδυνο αν κρατήσω την υπόθεση στα χέρια μου;»
«Όχι», είπε ο Λεμ και γύρισε να μπει στο σπίτι.
«Μια στιγμή», είπε ο Γουόλτ. «Θα σου πω τι νομίζω κι
εσύ άκουσέ με μόνο. Δε χρειάζεται να επιβεβαιώσεις, ή
να διαψεύσεις αυτά που θα σου πω. Απλώς άκουσέ με».
«Εντάξει», είπε ανυπόμονα ο Λεμ.
«Λοιπόν: το απόγευμα της Τρίτης, κάποιος μπήκε σε έ-
να σπίτι στο Νιούπορτ Μπιτς και σκότωσε κάποιον Γιάρ-
μπεκ και τη γυναίκα του. Την ίδια νύχτα, κάποιος σκότω-
; σε όλη την οικογένεια Χάντστον στο Λαγκούνα Μπιτς. Οι
[ αστυνομικοί και των δύο περιοχών χρησιμοποιούν τα ίδια
εργαστήρια, οπότε ανακάλυψαν ότι και στις δυο περιπτώ-
σεις είχε χρησιμοποιηθεί το ίδιο όπλο. Αλλά δε μάθαμε τί-
ποτα περισσότερο, γιατί εμφανίστηκε πάλι η YEA και α-
νέλαβε κι αυτές τις υποθέσεις».
Ο Λεμ δεν απάντησε. Είχε μετανιώσει που συμφώνησε
να ακούσει τον Γουόλτ. Ήταν σχεδόν σίγουρο ότι οι φό-
νοι αυτοί είχαν οργανωθεί από τους Σοβιετικούς. Ο Λεμ
τους είχε αναθέσει στους υφισταμένους του, ενώ ο ίδιος
είχε αναλάβει να βρει το σκυλί και το Τέρας.
«Το ίδιο έγινε και με έναν άλλο φόνο, κάποιου δόκτο-
ρα Γουέδερμπι. Τον βρήκαν σήμερα το πρωί, μέσα στο
πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του, και πριν ακόμα προ-
λάβουμε να πάμε στο σπίτι του εμφανίστηκαν οι πράκτο-
ρες της YEA και ανέλαβαν κι αυτή την υπόθεση».
Ο Λεμ είχε αρχίσει ν' ανησυχεί. Δεν περίμενε ότι ο σε-
ρίφης θα συνδύαζε τόσο γρήγορα όλες αυτές τις πληροφο-
ρίες. «Πού θέλεις να καταλήξεις;» ρώτησε.
«Θέλω να καταλήξω στο ότι είναι πολύ παράξενο να έ-
χουμε έξι φόνους διακεκριμένων πολιτών μέσα σε μία μέ-
ρα. Στο κάτω κάτω, εδώ δεν είναι Λος Άντζελες. Και είναι
ακόμη πιο παράξενο που όλες αυτές τις υποθέσεις τις ανέ-
λαβε η YEA. Αυτό λοιπόν μου κίνησε την περιέργεια. Άρ-
χισα να κάνω μερικές έρευνες γι' αυτούς τους ανθρώπους,
ψάχνοντας για κάτι που να τους συνδέει μεταξύ τους».
«Γουόλτ, για όνομα του Θεού!»
«Και ανακαλύπτω ότι όλοι δουλεύουν, ή μάλλον δού-
λευαν, σε ένα ερευνητικό κέντρο, τα Εργαστήρια Μπανο-
ντάιν».
«Γουόλτ, δεν είχες κανένα δικαίωμα να κάνεις αυτές
τις έρευνες».
«Είμαι σερίφης και είχα κάθε δικαίωμα».
«Μα όλοι αυτοί οι φόνοι -εκτός από αυτόν εδώ, του
Ντάλμπεργκ- δεν ανήκουν στη δικαιοσοδία σου», είπε ο
Λεμ. «Και ακόμα και αν ανήκαν, από τη στιγμή που τους
ανέλαβε η YEA απαγορεύεται από το νόμο να συνεχίσεις
τις έρευνες».
Ο Γουόλτ τον αγνόησε. «Έψαξα λοιπόν να δω τι είναι
τα Εργαστήρια Μπανοντάιν και ανακάλυψα ότι ασχολού-
νται με έρευνες στη γενετική μηχανή, στους ανασυνδυα-
σμούςτου DNA...»
«Είσαι αδιόρθωτος».
«Βέβαια, δε βρήκα τίποτα που να δείχνει ότι τα εργα-
στήρια δούλευαν για την κυβέρνηση, αλλά αυτό δε ση-
μαίνει τίποτα. Μπορεί η δουλειά τους να ήταν άκρως α-
πόρρητη».
«Γουόλτ, ξέρεις τι μπορεί να πάθεις χώνοντας τη μύτη
σου σ' αυτά τα πράγματα;»
«Απλώς έκανα μερικές υποθέσεις».
«Μερικές υποθέσεις που μπορεί να σε στείλουν στα
κάγκελα».
«Έλα τώρα, Λεμ. Μη μου κάνεις το δύσκολο».
«Είσαι αδιόρθωτος».
«Ναι, μου το ξανάπες αυτό. Τέλος πάντων, άρχισα,
που λες, να σκέφτομαι και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι
οι φόνοι αυτών των ανθρώπων που δούλευαν στα Εργα-
στήρια Μπανοντάιν πρέπει να έχουν σχέση με την έρευνα
που έκαναν οι πεζοναύτες και με το φόνο του Γουέσλι
Ντάλμπεργκ».
«Μα ο φόνος του Ντάλμπεργκ δε μοιάζει με τους υπό-
λοιπους».
«Ναι, βέβαια, δε μοιάζει. Δεν ήταν ο ίδιος φονιάς. Οι
άλλοι χτυπήθηκαν από κάποιον επαγγελματία, ενώ τον
καημένο τον Ντάλμπεργκ τον έκαναν κομμάτια. Υπάρχει
όμως κάποια σύνδεση μεταξύ τους, γιατί αλλιώς δε θα σ'
ενδιέφερε η υπόθεση, και η σύνδεση είναι τα Εργαστήρια
Μπανοντάιν. Να λοιπόν τι σκέφτηκα: φαίνεται ότι εκεί, στο
Μπανοντάιν, δούλευαν με κάποια γενετικά μεταλλαγμένα
μικρόβια και τους ξέφυγαν, μόλυναν κάποιον. Αλλά δεν
τον αρρώστησαν απλώς. Πρέπει να του προκάλεσαν εγκε-
φαλικές βλάβες και τον μετέτρεψαν σε ένα άγριο κτήνος».
«Ένας σύγχρονος δόκτωρ Τζέκιλ;» είπε σαρκαστικά ο
Λεμ.
«Αυτός ο τύπος λοιπόν έφυγε από το εργαστήριο πριν
καταλάβει τι του έχει συμβεί, άρχισε να περιπλανιέται
στους λόφους, ήρθε εδώ και επιτέθηκε στον Ντάλμπεργκ».
«Πρέπει να βλέπεις πολλές ταινίες φρίκης».
«Όσο για τη Γιάρμπεκ και τους άλλους, ίσως να τους
σκότωσαν επειδή ήξεραν τι συνέβη και φοβήθηκαν τόσο
πολύ για τις συνέπειες, που ήθελαν να μιλήσουν στις εφη-
μερίδες».
Έ ν α ουρλιαχτό ακούστηκε από το δάσος -ίσως ήταν
κάποιο κογιότ. Ο Λεμ ήθελε ν' απομακρυνθεί από αυτό το
μέρος, αλλά πρώτα έπρεπε να αναγκάσει το σερίφη να
σταματήσει αυτές τις ενοχλητικές έρευνες.
«Δηλαδή, θέλεις να πεις ότι η κυβέρνηση έβαλε να
σκοτώσουν αυτούς τους επιστήμονες για να τους κλείσουν
το στόμα;»
Ο Γουόλτ συνοφρυώθηκε, ξέροντας ότι το σενάριο που
είχε περιγράψει ήταν εντελώς απίθανο.
«Δε μου λες, τα πιστεύεις αλήθεια όλα αυτά που μου
είπες;»
«Όχι», παραδέχτηκε ο Γουόλτ.
«Κι έπειτα, πώς είναι δυνατόν ο φονιάς του Ντάλμπεργκ
να ήταν κάποιος που μολύνθηκε από μεταλλαγμένα μι-
κρόβια; Εσύ ο ίδιος είπες ότι τον σκότωσε κάποιο ζώο με
δόντια και νύχια».
«Εντάξει, εντάξει. Αυτό το κομμάτι δεν το έχω ξεμπερ-
δέψει ακόμη. Αλλά είμαι σίγουρος πως όλα αυτά έχουν
κάποια σχέση με το Μπανοντάιν, έτσι δεν είναι;»
«Όχι, κάνεις λάθος», είπε ο Λεμ.
«Αλήθεια;»
«Αλήθεια». Αισθανόταν πολύ άσχημα που έλεγε ψέμα-
τα στον Γουόλτ, αλλά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετι-
κά. «Κανονικά δεν έπρεπε να σου το πω αυτό, αλλά είμα-
στε φίλοι».
«Δηλαδή, δεν έχει καμιά σχέση με το Μπανοντάιν;»
«Καμιά. Είναι απλή σύμπτωση που αυτοί οι επιστήμο-
νες δούλευαν εκεί».
«Ώστε δεν έχει σχέση με το Μπανοντάιν;» του είπε ο
Γουόλτ αναστενάζοντας. «Αλλά σε ξέρω καλά, φίλε. Εσύ
θα ήσουν ικανός να πεις ψέματα και στην ίδια σου τη μά-
να, αν αυτό εξυπηρετούσε τα εθνικά συμφέροντα».
Ο Λεμ δεν απάντησε.
«Εντάξει», είπε ο Γουόλτ. «Ξέχνα το. Η υπόθεση είναι
δική σου. Εκτός αν σκοτωθεί κι άλλος κόσμος στην περιο-
χή μου. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, μπορεί να προσπαθήσω να
πάρω πάλι στα χέρια μου την κατάσταση. Έ χ ω κάποιο
καθήκον απέναντι σ' αυτούς τους ανθρώπους, ξέρεις».
«Ναι, το ξέρω», είπε ο Λεμ, νιώθοντας τύψεις.
Είχε αρχίσει να πέφτει το σκοτάδι και από το δάσος α-
κούγονταν τα ουρλιαχτά των κογιότ. Ξαφνικά ακούστηκε
ένα άλλο, διαφορετικό ουρλιαχτό. Πρέπει να είναι κού-
γκαρ, σκέφτηκε ο Λεμ, αλλά ήξερε ότι προσπαθούσε να
ξεγελάσει τον εαυτό του.
Την Κυριακή, δΰο μέρες μετά το γεύμα της Παρασκευής,
ο Τράβις και η Νόρα πήγαν στο Σόλβανγκ, ένα τουριστικό
χωριό στην κοιλάδα Σάντα Ινές.
Καθώς περπατούσαν στους δρόμους κοιτάζοντας τις
βιτρίνες ο Τράβις αισθάνθηκε αρκετές φορές την παρόρ-
μηση να πιάσει το χέρι της Νόρας. Σκέφτηκε όμως ότι ί-
σως εκείνη να μην ήταν έτοιμη ακόμη και για μια τόσο α-
θώα εκδήλωση τρυφερότητας. Η Νόρα φορούσε και πάλι
ένα ασουλούπωτο φόρεμα, μπλε αυτή τη φορά, και τα
μαλλιά της έπεφταν ίσια στους ώμους της.
Ο Τράβις απολάμβανε κάθε στιγμή που περνούσε μαζί
της. Ήταν τρομερά ευαίσθητη, αθώα και ντροπαλή. Όλα
όσα έβλεπε γύρω της της προκαλούσαν απορία και θαυ-
μασμό. Πέρασαν μερικές υπέροχες ώρες εξερευνώντας
την πόλη, σταματώντας από βιτρίνα σε βιτρίνα, χαζεύο-
ντας το ετερόκλητο πλήθος των ξένων που κυκλοφορούσε
στους δρόμους. Η μέρα τους ήταν θαυμάσια -εκτός από
μια άσχημη στιγμή. Καθώς πλησίαζαν ένα κατάστημα με
είδη δώρων, ξαφνικά η Νόρα κοίταξε γύρω της το παρά-
ξενο περιβάλλον, το πλήθος των τουριστών κι ένιωσε να
παραλύει. Δεν μπορούσε να κουνηθεί. Ο Τράβις την οδή-
γησε στο παγκάκι ενός μικρού πάρκου, όπου κάθισε τρέ-
μοντας για μερικά λεπτά, μέχρι να καταφέρει να του εξη-
γήσει τι είχε πάθει.
«Δεν είναι τίποτα», κατάφερε να πει τελικά με τρεμά-
μενη φωνή. «Είναι όλα αυτά τα καινούρια πράγματα... τό-
σα πολλά καινούρια πράγματα μαζί. Ζαλίστηκα. Με συγ-
χωρείς».
«Δεν πειράζει», είπε ο Τράβις συγκινημένος.
«Δεν είμαι συνηθισμένη να βγαίνω έξω. Μας κοιτάζει
ο κόσμος;»
«Όχι, κανείς δεν κοιτάζει. Δε συμβαίνει τίποτα πε-
ρίεργο».
Έμεινε καθισμένη για λίγο, σκυφτή, με τους ώμους μα-
ζεμένους, μέχρι που ο Αϊνστάιν ακούμπησε το κεφάλι του
στα γόνατά της. Άρχισε να τον χαϊδεύει και σιγά σιγά φά-
νηκε να συνέρχεται.
«Διασκέδαζα πολύ», είπε στον Τράβις, χωρίς να ση-
κώσει το κεφάλι. «Διασκέδαζα πραγματικά -και μετά
σκέφτηκα πόσο μακριά ήμουν από το σπίτι μου, πόσο μα-
κριά...»
«Δεν είμαστε και τόσο μακριά. Λιγότερο από μία ώρα
με το αυτοκίνητο».
«Είναι μακριά», επέμεινε η Νόρα.
Ο Τράβις σκέφτηκε ότι, γι' αυτή, η απόσταση ήταν
πραγματικά μεγάλη.
«Και τότε κατάλαβα πόσο είχα απομακρυνθεί από το
σπίτι μου και πόσο... πόσο διαφορετικά ήταν όλα... και μ'
έπιασε ένας φόβος -σαν μικρό παιδί».
«Θέλεις να γυρίσουμε στη Σάντα Μπάρμπαρα;»
«Όχι!» είπε η Νόρα, κοιτάζοντάς τον για πρώτη φορά
στα μάτια. «Όχι, θέλω να μείνουμε εδώ όλη τη μέρα. Να
φάμε σε ένα εστιατόριο, όπως κάνει όλος ο κόσμος, και
να γυρίσω στο σπίτι μου το βράδυ». Επανέλαβε τις δύο τε-
λευταίες λέξεις με δέος. «Το βράδυ».
«Εντάξει».
«Εκτός, βέβαια, αν εσύ θέλεις να γυρίσουμε νωρίτερα».
«Όχι, όχι», είπε ο Τράβις. «Κι εγώ ήθελα να μείνουμε
όλη μέρα».
«Αυτό είναι πολύ ευγενικό από μέρους σου».
Ο Τράβις την κοίταξε υψώνοντας τα φρύδια. «Τι θες
να πεις;»
«Ξέρεις».
«Όχι, δεν ξέρω».
«Που με βοηθάς να "βγω" στον κόσμο. Που χάνεις το
χρόνο σου μαζί μου. Σ' ευχαριστώ».
Ο Τράβις την κοίταξε κατάπληκτος. «Νόρα, ό,τι κάνω
δεν το κάνω σαν ελεημοσύνη!»
«Είμαι σίγουρη ότι ένας άντρας σαν κι εσένα θα είχε
κάτι καλύτερο να κάνει μια Κυριακή απόγευμα».
«Α, ναι», είπε αυτός σαρκαστικά. «Θα μπορούσα να
μείνω σπίτι και να γυαλίσω όλα μου τα παπούτσια».
Εκείνη τον κοίταξε με δυσπιστία.
«Μα το Θεό, μιλάς σοβαρά, ε;» είπε ο Τράβις. «Νομί-
ζεις ότι είμαι μαζί σου επειδή σε λυπάμαι».
Εκείνη δάγκωσε το χείλι της. «Δεν έχει σημασία», είπε
κοιτάζοντας το σκύλο. «Δε με πειράζει».
«Μα, για όνομα του Θεού, δεν το κάνω επειδή σε λυ-
πάμαι! Το κάνω επειδή μου αρέσει να είμαι μαζί σου.
Πραγματικά, μου αρέσει να είμαι μαζί σου».
Παρ' όλο που είχε χαμηλωμένο το κεφάλι, ήταν σίγου-
ρος πως είχε γίνει κατακόκκινη. Για λίγο έμειναν και οι
δυο σιωπηλοί. Ο Αϊνστάιν την κοίταζε με αγάπη, ενώ πότε
πότε γύριζε κι έριχνε μια ματιά στον Τράβις, σαν να του
έλεγε, Εμπρός, λοιπόν. Έκανες την αρχή μιας σχέσης -μην
κάθεσαι εκεί σαν βλάκας. Πες κάτι, κάνε κάτι.
Η Νόρα τον χάιδεψε μερικές φορές, μετά είπε: «Είμαι
εντάξει τώρα».
Βγήκαν από το μικρό πάρκο και συνέχισαν το δρόμο
τους περνώντας μπροστά από μαγαζιά. Ο Τράβις αισθα-
νόταν σαν να φλέρταρε μια καλόγρια. Και το χειρότερο ή-
ταν ότι και ο ίδιος, μετά το θάνατο της γυναίκας του δεν
είχε καθόλου σχέσεις με γυναίκες, έτσι η κατάσταση φαι-
νόταν και στον ίδιο καινούρια και παράξενη.
Ο Αϊνστάιν τους ακολουθούσε στη βόλτα τους, δεμένος
από το λουρί του και περπατώντας δίπλα τους σαν ένας
συνηθισμένος σκύλος. Λίγο αργότερα, όμως, έκανε κάτι
που αποκάλυψε την εκπληκτική ευφυΐα του στη Νόρα -αν
και αυτή, στην αρχή, δεν κατάλαβε τι συνέβαινε.
Περνούσαν μπροστά από ένα πρακτορείο εφημερίδων,
όταν ξαφνικά ο Αϊνστάιν όρμησε προς τα ράφια των πε-
ριοδικών, τινάζοντας το λουρί του από τα χέρια της Νό-
ρας. Πριν προλάβουν να τον σταματήσουν, πήρε ένα πε-
ριοδικό με τα δόντια του, το έφερε κοντά τους και το άφη-
σε μπροστά στη Νόρα. Ήταν η Σύγχρονη Νύφη. Ο Τράβις
πήγε να τον πιάσει, αλλά ο Αϊνστάιν του ξέφυγε. Έφερε
με τον ίδιο τρόπο άλλο ένα αντίτυπο του Σύγχρονη Νύφη
και το άφησε μπροστά στον Τράβις, τη στιγμή που η Νόρα
σήκωνε το δικό της και το πήγαινε πίσω στο ράφι.
«Ανόητο σκυλί», είπε η Νόρα. «Τι σου ήρθε ξαφνικά;»
Ο Τράβις έπιασε το λουρί του και μετά πήρε το δεύτε-
ρο περιοδικό και το έβαλε κι αυτό στη θέση του. Ήξερε
πολύ καλά τι εννοούσε ο Αϊνστάιν, αλλά δεν είπε τίποτα
για να μη φέρει σε δύσκολη θέση τη Νόρα.
Συνέχισαν το δρόμο τους, με τον Αϊνστάιν να περπατά
ήρεμα δίπλα τους. Αλλά δεν είχαν κάνει πάνω από είκοσι
βήματα, όταν όρμησε και πάλι προς το πρακτορείο, τρα-
βώντας το λουρί του από το χέρι του Τράβις. Σε λίγο γύρι-
σε πάλι με ένα περιοδικό στο στόμα του. Ήταν η Σύγχρο-
νη Νύφη.
Η Νόρα δεν είχε καταλάβει ακόμα τι συνέβαινε. Η συ-
μπεριφορά του σκύλου τής φαινόταν αστεία. «Τι συμβαί-
νει, ανόητο σκυλί;» είπε χάίδεύοντάς τον. «Τόσο πολύ σου
αρέσει αυτό το περιοδικό;»
Ο Τράβις έσκυψε για να πάρει το περιοδικό, αλλά ο
Αϊνστάιν το άρπαξε πρώτος, το δάγκωσε και τίναξε το κε-
φάλι του με δύναμη δεξιά αριστερά.
«Κακό σκυλί», είπε η Νόρα, κατάπληκτη με το απρό-
σμενο φέρσιμο του Αϊνστάιν.
Ο σκύλος άφησε το περιοδικό. Ήταν τσαλακωμένο
και βρεγμένο από σάλια.
«Τώρα θα πρέπει να το αγοράσουμε», είπε ο Τράβις.
Ο σκύλος κάθισε στο πεζοδρόμιο και τον κοίταξε.
Φαινόταν να χαμογελά.
Η Νόρα εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει ότι η συ-
μπεριφορά του σκύλου είχε κάποιο σκοπό. Δεν ήξερε α-
κόμη ότι διέθετε μια εκπληκτική ευφυΐα.
Ο Τράβις κοίταξε άγρια το σκύλο και του είπε: «Στα-
μάτα αυτές τις ανοησίες. Με κατάλαβες;»
Ο Αϊνστάιν χασμουρήθηκε.
Πλήρωσαν το περιοδικό και συνέχισαν το δρόμο τους.
Πριν όμως φτάσουν στη γωνία, ο Αϊνστάιν άρχισε πάλι τις
τρέλες, προσπαθώντας να εξηγήσει καλύτερα το μήνυμά
του. Ξαφνικά άρπαξε το χέρι της Νόρας, κρατώντας το
μαλακά με τα δόντια του, και την τράβηξε μπροστά σε μια
γκαλερί όπου στεκόταν ένα νεαρό ζευγάρι θαυμάζοντας
τους πίνακες. Είχαν μαζί τους ένα καρότσι και ο Αϊνστάιν
κατάφερε με τα καμώματά του να στρέψει την προσοχή
της Νόρας στο μωρό. Δεν της άφησε το χέρι, μέχρι που την
ανάγκασε να σκύψει και να χαϊδέψει το χέρι του παιδιού.
Η Νόρα κοίταξε τους γονείς του ντροπιασμένη. «Φαί-
νεται, βρίσκει πολύ όμορφο το μωρό σας», είπε. «Και
πραγματικά είναι».
Το ζευγάρι κοίταξε ανήσυχο το σκύλο, μετά όμως κα-
τάλαβαν ότι δεν είχε πρόθεση να πειράξει το μωρό.
«Πόσων χρονών είναι;» ρώτησε η Νόρα.
«Δέκα μηνών», είπε η μητέρα.
«Πώς τη λένε;»
«Λάνα».
«Όμορφο όνομα».
Επιτέλους, ο Αϊνστάιν άφησε το χέρι της Νόρας.
Λίγο πιο κάτω, ο Τράβις έσκυψε, σήκωσε το ένα αυτί
του σκΰλου και του είπε: «Αρκούν τα κόλπα σου. Αν θέ-
λεις να σου ξαναδώσω φαΐ, θα καθίσεις φρόνιμος».
Η Νόρα φαινόταν παραξενεμένη. «Μα τι έπαθε ξαφ-
νικά;»
Ο Αϊνστάιν χασμουρήθηκε και ο Τράβις κατάλαβε ότι
δεν είχε τελειώσει ακόμη τις τρέλες του. Μέσα στα επόμε-
να δέκα λεπτά, ο σκύλος έσυρε άλλες δύο φορές τη Νόρα
από το χέρι για να της δείξει δύο ακόμη μωρά.
Η Σύγχρονη Νύφη και μωρά.
Το μήνυμα ήταν τώρα ξεκάθαρο, ακόμη και για τη Νό-
ρα: Εσύ και ο Τράβις πρέπει να είστε μαζί. Παντρευτείτε.
Κάντε παιδιά. Κάντε οικογένεια. Τι περιμένετε;
Επιτέλους, ο Αϊνστάιν αποφάσισε ότι τους είχε δώσει
να καταλάβουν αυτό που ήθελε και σταμάτησε τις αταξίες
του. Φαινόταν πολύ ικανοποιημένος με τον εαυτό του.
Αργότερα πήγαν για φαγητό σε ένα εστιατόριο που εί-
χε τραπέζια έξω, για να έχουν δίπλα τους και τον Αϊν-
στάιν. Όσο έτρωγαν, η Νόρα κοίταξε πολλές φορές τον
Αϊνστάιν παραξενεμένη, πότε ρίχνοντάς του κρυφές ματιές
και πότε παρατηρώντας τον φανερά. Ο Τράβις δεν μίλησε
καθόλου για ό,τι έγινε, προσποιούμενος ότι είχε ξεχάσει
την όλη υπόθεση. Όταν όμως ο σκύλος γύριζε προς το μέ-
ρος του και η Νόρα κοίταζε κάπου αλλού, άρχιζε να τον α-
πειλεί, μιλώντας ψιθυριστά: Κομμένες οι μηλόπιτες. Κοντό
λουρί. Φίμωτρο. Θα σε στείλω κατευθείαν στον μπόγια.
Ο Αϊνστάιν τον κοίταζε ήρεμος και απαντούσε με ένα
χασμουρητό, ή ξεφυσώντας από τα ρουθούνια του.
Νωρίς το βράδυ της Κυριακής, ο Βινς Νάσκο έκανε μια ε-
πίσκεψη στον Τζόνι Σαντίνι, τον Τζόνι τον Σΰρμα, όπως
τον έλεγαν, επειδή στα δεκαπέντε του χρόνια είχε πνίξει
με τη χορδή ενός πιάνου έναν έμπορο ναρκωτικών που
τόλμησε να μπει στην περιοχή της Μαφίας. Ο θείος του, ο
Ρελίτζιο Φουστίνο, ήταν ο όον μιας από τις πέντε οικογέ-
νειες της Μαφίας στη Νέα Υόρκη. Ύστερα από αυτή την
πρωτοβουλία του ανιψιού του, τον έβαλε σε μια καλοπλη-
ρωμένη θέση στις επιχειρήσεις της οικογένειας. Τώρα, ο
Τζόνι ήταν τριάντα πέντε χρονών και ζούσε σε ένα πανά-
κριβο σπίτι στο Σαν Κλεμέντε.
«Πέρνα μέσα, πέρνα μέσα», είπε ο Τζόνι, όταν του ά-
νοιξε την πόρτα. «Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω. Φαίνεσαι
μια χαρά. Πάντα κακός σαν φίδι;»
«Σαν κροταλίας», είπε ο Βινς. Ντρεπόταν λίγο που έ-
λεγε τέτοιες βλακείες, αλλά αυτή η διάλεκτος άρεσε πολύ
στον Τζόνι.
«Είχα πολύ καιρό να σε δω. Νόμισα ότι σε είχαν χώσει
στη στενή».
«Εγώ δεν πρόκειται να πάω ποτέ στη στενή», είπε ο
Βινς. Πάντα πίστευε ότι δεν ήταν γραφτό του να πάει φυ-
λακή.
«Αυτό είναι. Αν σε στριμώξουν ποτέ σε καμιά γωνία,
καθάρισε όσους μπορείς, πριν σε φάνε. Αυτός είναι ο κα-
λύτερος τρόπος για να τα τινάξεις», είπε ο Τζόνι, παρερ-
μηνεύοντας τα λόγια του Βινς.
Στο πολυτελές λίβινγκ ρουμ καθόταν μια όμορφη ξαν-
θιά διαβάζοντας ένα περιοδικό. Δεν πρέπει να ήταν πάνω
από είκοσι. Φορούσε κόκκινες μεταξωτές πιτζάμες που έ-
δειχναν ολοκάθαρα τις καμπύλες της.
«Από δω η Σαμάνθα», είπε ο Τζόνι. Μετά γύρισε στη
Σαμάνθα. «Κοριτσάκι, αυτός εδώ είναι ένας σπουδαίος
τύπος, ένας θρύλος μέσα στη φρατελάντσα».
Ο Βινς ένιωθε σαν βλάκας.
«Τι είναι η φρατελάντσα;» ρώτησε η ξανθιά με μια ε-
κνευριστικά ψιλή φωνή.
Ο Τζόνι έσκυψε και της χάιδεψε το στήθος. «Δεν ξέρει
τη διάλεκτο, Βινς», είπε στον Νάσκο. «Είναι άσχετη».
«Άσχετος είσαι και φαίνεσαι», είπε άγρια η Σαμάνθα.
Ο Τζόνι τη χαστούκισε τόσο δυνατά, που κόντεψε να
την πετάξει από την πολυθρόνα που καθόταν. «Να προσέ-
χεις τα λόγια σου, σκύλα».
«Συγνώμη, Τζόνι», είπε αυτή δακρυσμένη.
«Ηλίθια σκύλα», μουρμούρισε ο Τζόνι.
«Δεν ξέρω τι με πιάνει», είπε αυτή. «Είσαι τόσο καλός
μαζί μου, Τζόνι. Πραγματικά σιχαίνομαι τον εαυτό μου».
Ο Βινς παρακολουθούσε αηδιασμένος.
Ο Τζόνι την ξανάπε σκύλα και μετά οδήγησε τον Βινς
στο μεγάλο γραφείο του, κλείνοντας πίσω τους την πόρτα.
«Είναι λίγο ηλίθια, αλλά στο κρεβάτι δεν την πιάνει καμία».
Ο Βινς δεν είχε όρεξη για τέτοιες συζητήσεις. Έβγαλε
ένα φάκελο από την τσέπη του σακακιού του. «Χρειάζο-
μαι πληροφορίες», είπε.
Ο Τζόνι πήρε το φάκελο, κοίταξε το πάκο από εκατο-
δόλαρα που υπήρχε μέσα και είπε: «Ό,τι θέλεις θα το
'χεις».
Γύρω γύρω στο γραφείο υπήρχαν συνεχόμενα τραπέ-
ζια και πάνω τους ήταν στημένοι οχτώ διαφορετικοί υπο-
λογιστές, ο καθένας με δική του τηλεφωνική γραμμή και
μόντεμ. Όλοι ήταν αναμμένοι και σε μερικές οθόνες έτρε-
χαν προγράμματα.
Ο Τζόνι ο Σύρμας είχε σκοτώσει ανθρώπους και είχε
διαπράξει κάθε είδους εγκλήματα. Ήρθε η στιγμή όμως
που άρχισε να τα βαριέται όλα αυτά και όταν οι ηλεκτρονι-
κοί υπολογιστές άνοιξαν νέους ορίζοντες εγκληματικής
δραστηριότητας ο Τζόνι άρπαξε την ευκαιρία και, καθώς
είχε ταλέντο στα ηλεκτρονικά, γρήγορα έγινε ο μεγαλύτε-
ρος ειδικός της Μαφίας στους υπολογιστές. Έγινε τόσο ει-
δικός σ' αυτό τον τομέα, ώστε μπορούσε να εισχωρήσει
σχεδόν σε οποιοδήποτε σύστημα ασφαλείας και να απο-
σπάσει απόρρητες κυβερνητικές ή εμπορικές πληροφορίες.
Ο Τζόνι κάθισε στην ειδική καρέκλα με τις ρόδες. «Λοι-
πόν, τι μπορώ να κάνω για σένα;» ρώτησε.
«Μπορείς να εισχωρήσεις στους υπολογιστές της αστυ-
νομίας;»
«Πανεύκολο».
«Θέλω να μάθω αν, από την περασμένη Τρίτη, κάποια
αστυνομική υπηρεσία της Κομητείας άνοιξε φάκελο για
μερικούς ιδιαίτερα παράξενους φόνους».
«Ποια είναι τα θύματα;»
«Δεν ξέρω. Ψάχνω απλώς για παράξενους φόνους».
«Από ποια άποψη παράξενους;»
«Δεν είμαι σίγουρος. Ίσως... ίσως κάποιος με ξεσκι-
σμένο το λαιμό. Κάποιος που να τον έκαναν κομμάτια.
Κάποιος που να τον έφαγε ένα ζώο».
Ο Τζόνι τον κοίταξε παραξενεμένος. «Αν γινόταν κάτι
τέτοιο, θα το έγραφαν οι εφημερίδες».
«Ίσως και όχι», είπε ο Βινς. «Οι φόνοι μπορεί να έ-
χουν αναφερθεί, αλλά η αστυνομία μάλλον θα έχει απο-
σιωπήσει τις λεπτομέρειες, για να φαίνονται σαν συνηθι-
σμένες ανθρωποκτονίες. Έτσι, απ' αυτά που θα γράψουν
οι εφημερίδες, δε θα μπορώ να ξέρω αν μια υπόθεση εί-
ναι από αυτές που μ' ενδιαφέρουν».
«Εντάξει. Έγινε».
«Ήθελα επίσης να ρίξεις μια ματιά στα αρχεία της
Κομητειακής Υπηρεσίας Ελέγχου Ζώων και να δεις αν έ-
χουν πάρει καμιά αναφορά για ασυνήθιστες επιθέσεις α-
πό κογιότ ή κούγκαρ ή άλλα αρπακτικά ζώα. Και όχι μό-
νο επιθέσεις σε ανθρώπους αλλά και σε άλλα ζώα -αγε-
λάδες, πρόβατα. Ή μπορεί να υπάρχει κάποια γειτονιά,
ίσως στην ανατολική πλευρά της Κομητείας, όπου να εξα-
φανίζονται πολλά κατοικίδια ζώα ή να τα βρίσκουν ξε-
σκισμένα».
Ο Τζόνι χαμογέλασε. «Τι ψάχνεις να βρεις; Κανένα
λυκάνθρωπο;» ρώτησε γελώντας. Αυτό βέβαια ήταν έξω
από τους «κανονισμούς». Οι άνθρωποι του κυκλώματος
δεν ανακατεύονταν ποτέ ο ένας στις δουλειές του άλλου.
«Και κάτι άλλο», συμπλήρωσε ο Βινς. «Θέλω να ξέρω
αν κάποια αστυνομική υπηρεσία της Κομητείας κάνει μια
συγκαλυμμένη έρευνα για ένα χρυσαφί σκυλί».
«Σκυλί;»
«Ναι».
«Οι αστυνομικοί συνήθως δεν ψάχνουν για χαμένα
σκυλιά».
«Το ξέρω», είπε ο Βινς.
«Έχει όνομα αυτό το σκυλί;»
«Όχι».
«Θα το ελέγξω. Τίποτ' άλλο;»
«Αυτό είναι όλο. Τι λες, γίνεται;»
«Θα σου τηλεφωνήσω το πρωί. Νωρίς».
Ο Βινς κούνησε το κεφάλι. «Και ανάλογα με το τι θα
βρεις, μπορεί να σε χρειαστώ για να παρακολουθείς τις ε-
ξελίξεις πάνω σ' αυτά τα θέματα σε καθημερινή βάση».
«Παιχνιδάκι», είπε ο Τζόνι.
Την Κυριακή το βράδυ ο Τράβις αισθανόταν μια ευχάρι-
στη κούραση από τη εκδρομή τους στο Σόλβανγκ. Ήταν
σίγουρος πως θα αποκοιμιόταν αμέσως μόλις ξάπλωνε,
διαπίστωσε όμως με έκπληξη ότι δεν τον έπαιρνε ο ύπνος.
Σκεφτόταν συνέχεια τη Νόρα Ντέβον. Τα γκριζοπράσινα
μάτια της, τα μαύρα μαλλιά της, τον λεπτό, γεμάτο χάρη
λαιμό της, το μουσικό γέλιο της, το γλυκό χαμόγελο της.
Ο Αϊνστάιν είχε ξαπλώσει για να κοιμηθεί στο πάτω-
μα, ακούγοντας όμως τον Τράβις να γυρίζει και να ξανα-
γυρίζει χωρίς να τον πιάνει ύπνος, ανέβηκε τελικά κι αυ-
τός στο κρεβάτι και ακούμπησε το κεφάλι και τα μπροστι-
νά του πόδια στο στήθος του Τράβις.
«Είναι τόσο γλυκιά, Αϊνστάιν», του είπε αυτός. «Είναι
ένας από τους πιο γλυκούς και καλούς ανθρώπους που έ-
χω γνωρίσει».
Ο σκύλος τον άκουγε σιωπηλός.
«Και είναι πολύ έξυπνη. Έχει κοφτερό μυαλό, πολύ
πιο κοφτερό απ' ό,τι νομίζει. Βλέπει πολλά πράγματα που
εμένα μου διαφεύγουν. Έχει έναν τρόπο να περιγράφει
τα πράγματα που σε κάνει κι εσένα να τα βλέπεις με και-
νούριο μάτι. Όλος ο κόσμος μού φαίνεται διαφορετικός,
καινούριος, όταν τον βλέπω μέσα από τα μάτια της».
Ο Αϊνστάιν εξακολουθούσε να τον ακούει με προσοχή.
«Όταν σκέφτομαι ότι όλη αυτή η ζωντάνια, η ευφυΐα
και η αγάπη καταπιέζονταν για τριάντα ολόκληρα χρόνια,
μου έρχεται να κλάψω. Τριάντα χρόνια μέσα σ' εκείνο το
παλιό, σκοτεινό σπίτι. Θεέ μου! Και όταν σκέφτομαι ότι υ-
πέμεινε όλα εκείνα τα χρόνια χωρίς αυτό να τη γεμίσει πι-
κρία, έτσι μου έρχεται να την αγκαλιάσω και να της πω
πόσο υπέροχη γυναίκα είναι, πόσο δυνατή και θαρραλέα».
Μια ζωηρή ανάμνηση ήρθε στο νου του Τράβις·. το ά-
ρωμα του σαμπουάν από τα μαλλιά της Νόρας σε μια στιγ-
μή που είχε γείρει κοντά της μπροστά σε μια βιτρίνα στο
Σόλβανγκ. Ανάσανε βαθιά και αισθάνθηκε σαν να το ξα-
ναμΰριζε. Η ανάμνηση του αρώματος της έκανε την καρ-
διά του να αρχίσει να χτυπά πιο γρήγορα.
«Να πάρει η ευχή», είπε. «Την ξέρω μόνο μερικές μέ-
ρες, αλλά μου φαίνεται ότι έχω αρχίσει να την ερωτεύομαι».
Ο Αϊνστάιν σήκωσε το κεφάλι του και γάβγισε σιγανά
μια φορά, σαν να του έλεγε ότι ήταν καιρός να το καταλά-
βει, και σαν να ένιωθε ευχαριστημένος που αυτός τους εί-
χε γνωρίσει.
Ο Τράβις συνέχισε να μιλά για τη Νόρα για μία ώρα α-
κόμη -για τον τρόπο που κοίταζε και περπατούσε, για τη
μελωδική, απαλή φωνή της, για τον μοναδικό τρόπο που έ-
βλεπε τη ζωή, για τη σκέψη και την εξυπνάδα της, ενώ ο
Αϊνστάιν τον άκουγε με το γνήσιο ενδιαφέρον ενός αληθι-
νού φίλου. Ήταν μια υπέροχη ώρα. Μόλις πριν από λίγο πί-
στευε ότι δεν θα μπορούσε να αγαπήσει ξανά κανέναν, δεν
θα μπορούσε ποτέ να νικήσει τον κλοιό της μοναξιάς του.
Αργότερα, εξαντλημένος σωματικά και συναισθηματι-
κά, αποκοιμήθηκε.
Ύστερα από μερικές ώρες ξύπνησε πάλι και αντιλή-
φθηκε αμυδρά τον Αϊνστάιν να στέκεται μπροστά στο πα-
ράθυρο, έχοντας κολλήσει τη μύτη του στο τζάμι. Κοίταζε
έξω στο σκοτάδι, σε πλήρη επιφυλακή.
Ο Τράβις κατάλαβε ότι ο σκύλος ήταν ανήσυχος.
Όμως, στο όνειρο που έβλεπε εκείνη τη στιγμή κρα-
τούσε το χέρι της Νόρας και δεν ήθελε να ξυπνήσει εντε-
λώς για να μη χάσει αυτή την υπέροχη φαντασίωση.
To πρωί της Δευτέρας, 24 του Μάη, ο Λέμιουελ Τζόνσον
και ο Κλιφ Σόουμς πήγαν σε ένα μικρό ζωολογικό κήπο
που υπήρχε μέσα στο μεγάλο Ίρβαϊν Παρκ, στα ανατολικά
της Κομητείας Όραντζ. Δώδεκα ζώα ήταν νεκρά, κατακρε-
ουργημένα. Κάποιος είχε μπει τη νΰχτα στα κλουβιά των
ζώων και είχε σκοτώσει τρεις μικρές κατσίκες, ένα ελάφι
με το μικρό του, δυο παγόνια, ένα κουνέλι, μια προβατίνα
και δύο αρνάκια. Είχε σκοτωθεί επίσης ένα πόνι πέφτοντας
επανειλημμένα πάνω στο φράχτη, στην προσπάθειά του να
ξεφύγει από τον επιδρομέα που σκότωσε τα άλλα ζώα.
Ο Λεμ εξέτασε τα σκοτωμένα ζώα, κρατώντας ένα μα-
ντίλι στη μύτη του. Η βρόμα ήταν ανυπόφορη, κυρίως από
τα κόπρανα και τα ούρα που είχε αφήσει στα κλουβιά ο
δράστης, όπως είχε κάνει και στο σπίτι του Ντάλμπεργκ.
Πολλά από τα ζώα είχαν βγαλμένα μάτια, μια σίγουρη έν-
δειξη ότι είχαν να κάνουν με το ίδιο ζώο που είχε σκοτώ-
σει τον Ντάλμπεργκ.
«Βρισκόμαστε μόνο λίγα μίλια βορειοδυτικά από το
σπίτι του Ντάλμπεργκ», είπε ο Λεμ.
Ο Κλιφ κούνησε το κεφάλι.
«Προς τα πού λες να πηγαίνει;» ρώτησε ο Λεμ.
Ο Κλιφ ανασήκωσε τους ώμους.
«Ναι», είπε ο Λεμ. «Δεν μπορούμε να ξέρουμε πού πη-
γαίνει. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε με ποιο τρόπο σκέ-
φτεται για να προβλέψουμε τι θα κάνει. Ας προσευχηθού-
με μόνο να μην πλησιάσει στις πυκνοκατοικημένες περιο-
χές της Κομητείας. Δε θέλω να σκεφτώ τι θα γίνει αν φτά-
σει στα ανατολικά προάστια».
* * *

Οχτώ ώρες αργότερα, στις εφτά το βράδυ της Δευτέρας, ο


Λεμ ανέβαινε στο βήμα μιας μεγάλης αίθουσας της αερο-
πορικής βάσης των πεζοναυτών στο Ελ Τόρο.
Μπροστά του κάθονταν εκατό άντρες σε μεταλλικές
πτυσσόμενες καρέκλες. Ήταν όλοι νέοι και γυμνασμένοι,
μέλη των επίλεκτων μονάδων των πεζοναυτών. Οι περισ-
σότεροι είχαν πάρει μέρος στην έρευνα που είχε γίνει
στους πρόποδες των βουνών Σάντα Άννα την περασμένη
Τετάρτη και Πέμπτη. Η έρευνα συνεχιζόταν, αλλά οι ά-
ντρες έψαχναν τώρα ντυμένοι με πολιτικά, για να μη γί-
νουν αντιληπτοί από τους δημοσιογράφους και τις τοπικές
Αρχές. Ήταν οπλισμένοι με πιστόλια που είχαν κρυμμένα
κάτω από τα ρούχα τους και μέσα σε νάιλον τσάντες, ενώ
είχαν επίσης μαζί τους φορητά ψυγεία από αφρολέξ, μέσα
στα οποία είχαν κρυμμένα αυτόματα Ούζι.
Όλοι τους είχαν υπογράψει ένα γραπτό όρκο, με βάση
τον οποίο θα μπορούσαν να πάνε φυλακή για πολλά χρό-
νια αν αποκάλυπταν οποιοδήποτε στοιχείο σχετικά με την
έρευνα. Ήξεραν τι έψαχναν να βρουν, αν και πολλοί από
αυτούς δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι ένα τέτοιο πλά-
σμα υπήρχε πραγματικά. Ήταν όμως καλοί στρατιώτες
και αν το Τέρας μπορούσε να βρεθεί θα το έβρισκαν.
Ο Λεμ χτύπησε το μικρόφωνο με το δάχτυλο του για να
τραβήξει την προσοχή τους.
«Κύριοι», είπε, «ο στρατηγός Χότσκις με πληροφόρη-
σε ότι και η σημερινή έρευνα ήταν άκαρπη. Ξέρω ότι εδώ
και έξι μέρες ψάχνετε για πολλές ώρες σε ένα δύσκολο έ-
δαφος, ότι είστε κουρασμένοι και ότι θα αναρωτιέστε για
πόσο καιρό ακόμα θα συνεχιστεί η έρευνα. Δυστυχώς,
πρέπει να συνεχίσουμε μέχρι να βρούμε αυτό που ψά-
χνουμε -μέχρι να στριμώξουμε το Τέρας και να το σκοτώ-
σουμε. Δεν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος για να το στα-
ματήσουμε. Και μην ξεχνάτε ότι ψάχνουμε επίσης για το
σκύλο. Την Τετάρτη θα φέρουμε άλλες τέσσερις ομάδες
πεζοναυτών από πιο μακρινές βάσεις, που θα σας ξεκου-
ράσουν για μερικές μέρες. Μέχρι τότε όμως θα συνεχίσε-
τε την έρευνα εσείς».
Πίσω από το βήμα ήταν κρεμασμένος ένας χάρτης της
Κομητείας. Ο Λεμ Τζόνσον έδειξε σε ένα σημείο του με έ-
να χάρακα. «Αυτή τη φορά θα μεταφερθούμε προς βορρά,
στους λόφους και τα φαράγγια γύρω από το Τρβαϊν
Παρκ». Τους μίλησε για τη σφαγή στον ζωολογικό κήπο,
περιγράφοντάς τους με κάθε λεπτομέρεια την κατάσταση
στην οποία βρέθηκαν τα πτώματα των ζώων.
«Αυτό που συνέβη στα ζώα του ζωολογικού κήπου»,
είπε ο Λεμ, «μπορεί να συμβεί και σε οποιονδήποτε από
σας, αν δείξει την παραμικρή απροσεξία».
Εκατό άντρες τον κοίταζαν σοβαροί και στα μάτια
τους ο Λεμ είδε το φόβο που αισθανόταν και ο ίδιος.

8
Ήταν Τρίτη βράδυ, 25 του Μάη. Η δεκατριάχρονη Τρέι-
σι Λη Κίσαν ένιωθε τέτοια υπερδιέγερση και χαρά, που
της ήταν αδύνατο να κοιμηθεί. Η Τρέισι είχε ένα μεγάλο
πάθος, τα άλογα, και αυτή τη μέρα θα τη θυμόταν σ' όλη
της τη ζωή. Σήμερα είχε αποκτήσει επιτέλους ένα δικό
της άλογο, τον υπέροχο Γκούντχαρτ. Ύστερα από πολύ
καιρό, η οικογένειά της είχε καταφέρει να μετακομίσει
σε ένα μεγάλο σπίτι με κτήμα και δικό του στάβλο για έξι
άλογα, όπου προς το παρόν βρισκόταν μόνο ο Γκού-
ντχαρτ. Η Τρέισι είχε ζωηρή φαντασία και έβλεπε κιόλας
τον εαυτό της να τρέχει σε ιπποδρομίες και να νικά, ξε-
σηκώνοντας τα ενθουσιασμένα πλήθη που παρακολου-
θούσαν από τις κερκίδες.
Η ώρα είχε πάει μία και ακόμη δεν είχε καταφέρει να
κοιμηθεί. Δεν άντεχε πια. Θα πήγαινε στους στάβλους να
ρίξει μια ματιά στον Γκούντχαρτ, να βεβαιωθεί ότι ήταν ε-
ντάξει, να βεβαιωθεί ότι ήταν εκεί, ότι υπήρχε.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι, ντύθηκε στα γρήγορα και
βγήκε από το δωμάτιο. Μέσα στο σπίτι επικρατούσε ησυ-
χία. Οι γονείς της κι ο εννιάχρονος αδερφός της, ο Μπό-
μπι, κοιμόνταν. Πήγε στην κουζίνα, πήρε ένα φακό από το
συρτάρι του τραπεζιού και βγήκε έξω, κλείνοντας πίσω
της την πόρτα. Διέσχισε την πίσω αυλή, κάνοντας το γύρο
της πισίνας, και άρχισε να κατεβαίνει την κατηφοριά που
οδηγούσε στους στάβλους. Σκεφτόταν το καινούριο άλογό
της. Ο Γκούντχαρτ είχε τραυματιστεί σε έναν αγώνα και
δεν θα μπορούσε να ξανατρέξει. Η Τρέισι όμως ήταν σί-
γουρη ότι θα γινόταν ο πατέρας μιας σειράς πρωταθλη-
τών, που θα τους εκπαίδευε η ίδια και που θα άφηναν ε-
ποχή στην ιστορία των ιπποδρομιών...
Ξαφνικά αισθάνθηκε το πόδι της να πατά σε κάτι μα-
λακό και γλιστερό. Πρέπει να ήταν κοπριές του Γκού-
ντχαρτ -αν και δεν της μύριζε τίποτα. Άναψε το φακό, αλ-
λά αντί για κοπριές είδε ότι είχε πατήσει μια ακρωτηρια-
σμένη γάτα. Η Τρέισι έβγαλε ένα επιφώνημα αηδίας κι έ-
σβησε αμέσως το φακό. Η περιοχή ήταν γεμάτη γάτες και
πολλές φορές τις σκότωναν τα κογιότ που κατέβαιναν μέ-
χρι τα κτήματα από τους γύρω λόφους. Αλλά ένα κογιότ
δεν θα άφηνε τη γάτα έτσι, θα την έτρωγε.
Η Τρέισι ρίγησε -και θυμήθηκε τις φήμες που είχε α-
κούσει για τον ζωολογικό κήπο. Είχε μαθευτεί ότι πριν α-
πό δύο μέρες κάποιος σκότωσε αρκετά ζώα στον ζωολογι-
κό κήπο του Τρβαϊν Παρκ. Ίσως να τριγύριζε στην περιο-
χή ένας ψυχοπαθής δολοφόνος που σκότωνε κατοικίδια
ζώα. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι κάποιος που είναι αρ-
κετά τρελός για να σκοτώσει μια γάτα μπορούσε κάλλιστα
να σκοτώσει και ένα άλογο. Έ ν α κύμα φόβου τη διαπέρα-
σε και για μια στιγμή έμεινε ακίνητη, σαν μαρμαρωμένη.
Μετά κοίταξε γύρω της. Της φάνηκε πως επικρατούσε μια
αφύσικη σιωπή. Ναι, όλα ήταν ήσυχα. Ακόμα και τα τρι-
ζόνια και οι βάτραχοι είχαν σωπάσει.
Κάτι κινήθηκε μέσα στους θάμνους λίγο πιο κάτω. Η
Τρέισι άκουσε ένα θόρυβο, σαν κάποιος να άνοιγε με δύ-
ναμη τα κλαδιά για να περάσει ανάμεσά τους. Άναψε το
φακό και τον έστρεψε προς τα εκεί, αλλά δεν είδε τίποτα.
Παντού γύρω επικρατούσε σιωπή.
Σκέφτηκε να τρέξει στο σπίτι και να ξυπνήσει τον πα-
τέρα της, αλλά άλλαξε αμέσως γνώμη. Έπρεπε να πάει
στο στάβλο, να βεβαιωθεί ότι ο Γκούντχαρτ ήταν καλά. Ά-
ναψε το φακό για να βλέπει πού πατά μπροστά της και συ-
νέχισε το δρόμο της. Είχε κάνει μόλις μερικά βήματα, όταν
άκουσε πάλι το θρόισμα στα κλαδιά και μετά ένα αλλόκο-
το μουγκρητό. Δεν είχε ξανακούσει ποτέ της τέτοιο ήχο.
Γύρισε και ετοιμάστηκε να τρέξει προς το σπίτι, αλλά
εκείνη τη στιγμή ο Γκούντχαρτ άρχισε να χλιμιντρίζει
στριγκά μέσα στο στάβλο και να κλοτσά τις σανίδες του
τοίχου. Η Τρέισι φαντάστηκε κάποιον ψυχοπαθή να του
επιτίθεται και έτρεξε να τον σώσει.
Απείχε κάπου δεκαπέντε μέτρα από το στάβλο, όταν
άκουσε πάλι το παράξενο γρύλισμα και κατάλαβε ότι κάτι
την κυνηγούσε. Γύρισε και έστρεψε το φακό προς τα πίσω
-και είδε να έρχεται καταπάνω της ένα τέρας πον σίγου-
ρα πρέπει να είχε δραπετεύσει από την κόλαση. Το φρι-
κτό πλάσμα άφησε ένα φοβερό ουρλιαχτό.
Η Τρέισι δεν μπόρεσε να δει καθαρά το διώκτη της.
Διέκρινε μόνο ένα μαύρο, παραμορφωμένο κεφάλι, δυο
τεράστια σαγόνια με κοφτά γυριστά δόντια και δυο κατα-
κίτρινα μάτια που άστραψαν στο φως του φακοΰ.
Η Τρέισι ούρλιαξε. Το αλλόκοτο πλάσμα μούγκρισε
ξανά και πήδηξε καταπάνω της. Τη χτύπησε κόβοντάς της
την ανάσα και η Τρέισι έπεσε κάτω. Το ζώο βρέθηκε από
πάνω της και άρχισαν να κατρακυλούν στην κατηφοριά
προς το στάβλο. Αισθάνθηκε τα νύχια του να χώνονται
στα πλευρά της και είδε το στόμα του να ανοίγει. Κατάλα-
βε ότι θα τη δάγκωνε στο λαιμό. Ω Θεέ μου, σκέφτηκε. Θα
με σκοτώσει σαν τη γάτα. Και πραγματικά, θα ήταν νεκρή
σε μερικά δευτερόλεπτα, αν εκείνη τη στιγμή ο Γκού-
ντχαρτ δεν άνοιγε με μια τελευταία κλοτσιά την πόρτα του
στάβλου. Το άλογο έτρεξε προς το μέρος τους πανικόβλη-
το και όταν τους είδε ούρλιαξε και σηκώθηκε στα πίσω
πόδια, σαν να ήταν έτοιμο να τους ποδοπατήσει.
Το τέρας γρύλισε, έκπληκτο και φοβισμένο. Την άφησε
και πετάχτηκε στο πλάι για να ξεφύγει από το άλογο. Οι ο-
πλές του Γκούντχαρτ βρόντησαν στο χώμα, μερικά εκατο-
στά από το κεφάλι της Τρέισι. Κατάλαβε ότι μέσα στον τρό-
μο του μπορεί να την ποδοπατούσε και τινάχτηκε στο πλάι
φεύγοντας από κάτω του. Το άλογο συνέχισε να ορθώνεται
στα πίσω πόδια και να χλιμιντρίζει. Τα σκυλιά ούρλιαζαν
σε όλη τη γειτονιά και είδε να ανάβουν φώτα στο σπίτι. Εί-
χε κάποια ελπίδα να γλιτώσει. 'Ηξερε ότι δεν θα προλάβαι-
νε να φτάσει στο σπίτι, έτσι γύρισε και έτρεξε προς το στά-
βλο. Μπήκε μέσα, έκλεισε την πόρτα πίσω της και την κρά-
τησε με όλη της τη δύναμη, γιατί δεν υπήρχε αμπάρα από
μέσα. Μια στιγμή αργότερα ο διώκτης της έπεσε πάνω στην
πόρτα από την άλλη μεριά, προσπαθώντας να την ανοίξει.
Η πόρτα όμως άνοιγε προς τα έξω και η Τρέισι ήλπιζε ότι
το τέρας δεν θα ήταν αρκετά έξυπνο για να το καταλάβει.
Αλλά ήταν αρκετά έξυπνο. Χτύπησε άλλη μια φορά την
πόρτα με όλη του τη δύναμη και μετά άρχισε να τραβά αντί
να σπρώχνει. Η Τρέισι αισθάνθηκε την πόρτα σχεδόν να
της φεύγει από τα χέρια. Κατάφερε να την ξανακλείσει,
αλλά αμέσως την αισθάνθηκε να ανοίγει και πάλι μερικά
εκατοστά. Τράβηξε πάλι με όλη της τη δύναμη, αλλά η πόρ-
τα συνέχισε να ανοίγει. Άλλο ένα εκατοστό... κι άλλο ένα...
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας πυροβολισμός από
δίκαννο. Ήταν ο πατέρας της. Η πόρτα έκλεισε ξαφνικά,
γιατί το τέρας, τρομαγμένο από τους πυροβολισμούς, την
άφησε. Άκουσε βήματα να πλησιάζουν τρέχοντας και τη
φωνή του πατέρα της να τη φωνάζει.
Άνοιξε την πόρτα και τον είδε να έρχεται τρέχοντας
προς το στάβλο, με το δίκαννο στο χέρι, και από πίσω του
τη μητέρα της με ένα φακό. Ο Γκούντχαρτ ήταν λίγο πιο
κάτω, σώος και αβλαβής.
Δάκρυα ανακούφισης γέμισαν τα μάτια της και βγήκε
παραπατώντας από το στάβλο. Ήθελε να πάει στο άλογο,
να δει αν είναι καλά. Αλλά, με το δεύτερο ή τρίτο βήμα, έ-
νας καυτός πόνος διαπέρασε το δεξιό πλευρό της και αι-
σθάνθηκε ζάλη. Σκόνταψε κι έπεσε. Έβαλε το χέρι στα
πλευρά της και τα αισθάνθηκε υγρά. Κατάλαβε ότι αιμορ-
ραγούσε. Θυμήθηκε τα νύχια που βυθίζονταν μέσα της τη
στιγμή που ο Γκούντχαρτ βγήκε από το στάβλο τρομάζο-
ντας το τέρας. «Καλό άλογο...» είπε. «Καλό άλογο...»
Ο πατέρας της γονάτισε δίπλα της. «Μωρό μου, τι έγι-
νε εδώ, τι συνέβη;»
Είδε και τη μητέρα της να πλησιάζει. Ο πατέρας της εί-
δε το αίμα. «Κάλεσε ένα ασθενοφόρο!» φώναξε. Η μητέ-
ρα της έκανε μεταβολή και έτρεξε πάλι προς το σπίτι. Και
η Τρέισι έχασε τις αισθήσεις της.
Υ ΕΦΙΑΛΤΗΣ 11ΑΡΑΦΥΛΑΕΙ 175

Στις τέσσερις και είκοσι το πρωί της Τετάρτης, λίγες μόνο


ώρες μετά την επίθεση στο σπίτι των Κίσαν, ο Λέμιουελ
Τζόνσον έφτανε στο νοσοκομείο του Σεντ Τζόζεφ, όπου
είχε μεταφερθεί η Τρέισι Κίσαν. Όσο γρήγορα κι αν πή-
γε, όμως, βρήκε να τον περιμένει εκεί ο σερίφης Γουόλτ
Γκέινς. Συζητούσε με ένα νεαρό γιατρό και φαίνονταν να
λογομαχούν.
Ο Λεμ τους πλησίασε και κοίταξε το σερίφη. «Είπαμε
ότι δεν έχεις αρμοδιότητα σ' αυτή την υπόθεση», υπενθύ-
μισε στον Γουόλτ.
«Μπορεί αυτή η περίπτωση να μην ανήκει στη δική
σου υπόθεση».
«Ξέρεις πολύ καλά ότι ανήκει».
«Ίσως, αλλά η απόφαση αυτή δεν έχει παρθεί ακόμα».
«Έχει παρθεί, από τη στιγμή που πήγα στο σπίτι των
Κίσαν και μίλησα στους άντρες σου».
«Εντάξει- ας πούμε τότε ότι βρίσκομαι εδώ σαν παρα-
τηρητής».
«Τρίχες κατσαρές», είπε ο Λεμ.
«Κατσαρές ή όχι, εγώ ήρθα και θα μείνω».
«Γουόλτ, μου έχεις γίνει στενός κορσές».
Ο νεαρός γιατρός τούς κοίταξε αυστηρά που είχαν υ-
ψώσει τις φωνές τους κι εκείνοι σώπασαν αμέσως. Μετά
τους είπε ότι είχε κάνει όλα τα τεστ στην κοπέλα, της είχε
περιποιηθεί τα τραύματα και της είχε δώσει ένα παυσίπο-
νο. Σε λίγο θα της έδινε κι ένα καταπραϋντικό για να κοι-
μηθεί και σίγουρα δεν ήταν κατάλληλη στιγμή για να της
κάνουν ερωτήσεις.
Ο Λεμ άρχισε ξαφνικά ν' ανησυχεί. Φοβήθηκε ότι η κο-
πέλα ήταν σε πολΰ άσχημη κατάσταση και του το έκρυβαν.
Το είπε στο γιατρό, αλλά αυτός τον καθησύχασε. Η Τρέισι
την είχε γλιτώσει με μερικοΰς μώλωπες και με κάποια
τραύματα στα πλευρά της, για τα οποία είχαν χρειαστεί
τριάντα δύο ράμματα. Δεν διέτρεχε κανέναν κίνδυνο και
μάλλον δεν θα της έμεναν ψυχολογικά τραύματα. Αλλά θα
ήταν προτιμότερο να μην της κάνουν ανάκριση απόψε.
«Δεν πρόκειται να της κάνουμε ανάκριση», είπε ο
Λεμ. «Απλώς μερικές ερωτήσεις».
«Για πέντε λεπτά μόνο», είπε ο Γουόλτ.
«Λιγότερα από πέντε», είπε ο Λεμ.
Τελικά, ο γιατρός υποχώρησε. «Εντάξει, αλλά μην την
κουράσετε».
«Μην ανησυχείτε, γιατρέ, θα προσέχω», είπε ο Λεμ.
«Θα προσέχουμε», διόρθωσε ο Γουόλτ.
«Θέλω μόνο να μου πείτε... τι έπαθε η κοπέλα», είπε ο
γιατρός.
«Δε σας είπε η ίδια;» ρώτησε ο Λεμ.
«Είπε ότι της ρίχτηκε ένα κογιότ...»
Ο Λεμ κι ο Γουόλτ ξαφνιάστηκαν. Ίσως η υπόθεση να
μην είχε καμιά σχέση με το θάνατο του Ντάλμπεργκ και
τα ζώα του ζωολογικού κήπου.
«Όμως», συνέχισε ο γιατρός, «κανένα κογιότ δε θα ρι-
χνόταν σε μια τόσο μεγάλη κοπέλα. Τα κογιότ ρίχνονται
μόνο σε πολύ μικρά παιδιά. Και δεν πιστεύω ότι τα τραύ-
ματά της προέρχονται από κογιότ».
«Μάθαμε ότι ο πατέρας της έδιωξε το ζώο που της ρί-
χτηκε πυροβολώντας με ένα δίκαννο», είπε ο Γουόλτ.
«Αυτός δεν είδε τι ήταν;»
«Όχι. Ήταν σκοτάδι και δεν είδε πολλά πράγματα.
Τελικά, εσείς ξέρετε τι ήταν αυτό το πράγμα; Μήπως πρέ-
πει να γνωρίζω κάτι σε σχέση με την αγωγή που πρέπει να
εφαρμόσω στην Τρέισι;»
«Εγώ δεν μπορώ να σας πω τίποτα», είπε ο Γουόλτ. «Ο
κύριος Τζόνσον, από δω, ξέρει όλη την κατάσταση».
«Ευχαριστώ, με υποχρέωσες», είπε ο Λεμ.
Ο Γουόλτ χαμογέλασε.
«Λυπάμαι, γιατρέ», συνέχισε ο Λεμ, «αλλά δεν μπορώ
να συζητήσω το θέμα με κανέναν. Άλλωστε, κι αυτά που
ξέρω δεν έχουν καμιά σχέση με την αγωγή που θα πρέπει
να εφαρμόσετε στην Τρέισι Κίσαν».
Ο Λεμ και ο Γουόλτ μπήκαν στο δωμάτιο της Τρέισι.
Το πρόσωπο της ήταν κάτασπρο και μωλωπισμένο και ή-
ταν φανερό πως φοβόταν ακόμη. Έπιασαν συζήτηση μαζί
της και γρήγορα διαπίστωσαν ότι είχε πει στο γιατρό την
ιστορία με το κογιότ, επειδή ήταν σίγουρη πως κανείς δεν
θα την πίστευε αν έλεγε την αλήθεια. «Φοβήθηκα μήπως
νομίσουν ότι μου έχει στρίψει και με κρατήσουν εδώ μέσα
περισσότερο».
«Τρέισι», είπε ο Λεμ, «δε χρειάζεται να φοβάσαι κάτι
τέτοιο. Νομίζω ότι ξέρω τι είδες και το μόνο που θέλω α-
πό σένα είναι να μου το επιβεβαιώσεις».
Αυτή τον κοίταξε με δυσπιστία.
«Πες μου», της είπε ο Λεμ.
Η Τρέισι τους κοίταξε και αναστέναξε. «Πείτε μου ε-
σείς τι νομίζετε ότι είδα και, αν πέσετε κοντά, θα σας πω
τι θυμάμαι. Αλλά δεν πρόκειται να σας το πω πρώτη, γιατί
θα με περάσετε για τρελή».
Ο Λεμ κοίταξε εκνευρισμένος τον Γουόλτ, ξέροντας ό-
τι ήταν αναγκασμένος να αποκαλύψει μερικά πράγματα
για την υπόθεση. Ο Γουόλτ χαμογέλασε.
Ο Λεμ γύρισε στο κορίτσι. «Έχει κίτρινα μάτια», είπε.
Η Τρέισι άφησε ένα επιφώνημα και τον κοίταξε με διά-
πλατα μάτια. «Ναι! Ώστε το ξέρετε. Ξέρετε τι ήταν αυτό
που μου ρίχτηκε». Και μετά συνέχισε: «Πείτε μου, τι ήταν;»
«Τρέισι», είπε ο Λεμ, «δεν μπορώ να σου πω τι ήταν,
γιατί έχω πάρει όρκο να το κρατήσω μυστικό».
Η Τρέισι τον κοίταξε συνοφρυωμένη. «Εντάξει», είπε
τελικά.
«Ωραία. Και τώρα πες μου όλα όσα θυμάσαι γι' αυτό
το πράγμα που σου επιτέθηκε».
«Είναι αρκετά μεγάλο για ζώο... ίσως έχει το ίδιο ύ-
ψος μ' εμένα. Κίτρινα μάτια». Ένα ρίγος τη διαπέρασε.
«Και το πρόσωπο του ήταν... παράξενο».
«Δηλαδή;»
«Είχε κάτι εξογκώματα... παραμορφώσεις». Είχε αρ-
χίσει να χλομιάζει ακόμη περισσότερο και το μέτωπο της
είχε ιδρώσει. «Το στόμα του ήταν τεράστιο... και τα δό-
ντια...»
Άρχισε να τρέμει και ο Λεμ της έσφιξε τον ώμο. «Μη
φοβάσαι, καλή μου. Πέρασε τώρα, πάει».
Η Τρέισι έμεινε για λίγο σιωπηλή, προσπαθώντας να
ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία της. Μετά συνέχισε, τρέμο-
ντας ακόμα: «Νομίζω ότι ήταν τριχωτό... Και ήταν πολύ
δυνατό».
«Με τι ζώο έμοιαζε;» ρώτησε ο Λεμ.
Αυτή κούνησε το κεφάλι. «Δεν έμοιαζε με τίποτα».
«Αλλά, αν ήθελες να το παρομοιάσεις με κάποιο άλλο
ζώο, θα έλεγες ότι έμοιαζε περισσότερο με κούγκαρ παρά
με οτιδήποτε άλλο;»
«Όχι, όχι με κούγκαρ».
«Με σκυλί;»
Η Τρέισι δίστασε. «Ίσως... ίσως έμοιαζε λιγάκι με
σκυλί».
«Μήπως έμοιαζε λίγο και με αρκούδα;»
«Όχι».
«Με πάνθηρα;»
«Όχι, καθόλου».
«Με πίθηκο;»
Η κοπέλα έμεινε για λίγο σκεφτική. «Μου φαίνεται
πως... ναι... έμοιαζε λίγο με πίθηκο. Μόνο που κανένα
σκυλί και κανένας πίθηκος δεν έχει τέτοια δόντια».
Η πόρτα του δωματίου άνοιξε και φάνηκε ο γιατρός.
«Τα πέντε λεπτά πέρασαν».
Ο Γουόλτ πήγε να κάνει νόημα στο γιατρό να φύγει.
«Όχι», είπε ο Λεμ, «τελειώσαμε. Μισό λεπτό ακόμη».
«Αρχίζω και μετράω», είπε ο γιατρός φεύγοντας.
Ο Λεμ κοίταξε την κοπέλα. «Μπορώ να στηριχτώ πά-
νω σου;» της είπε.
Αυτή τον κοίταξε κατάματα. «Θέλετε να μην πω τίποτα;»
Ο Λεμ κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
«Ναι. Δεν πρόκειται να πω τίποτα σε κανέναν. Αν αρ-
χίσω να τους λέω ιστορίες με... με τέρατα, μπορεί να με
πάρουν για τρελή. Μην ανησυχείτε, κύριε Τζόνσον. Για
μένα, αυτό το ζώο ήταν απλώς ένα κογιότ. Αλλά...»
«Ναι;»
«Πείτε μου... υπάρχει περίπτωση να ξαναγυρίσει;»
«Δε νομίζω. Πάντως, καλό θα ήταν, για λίγο τουλάχι-
στον, να μην ξαναπάς στο στάβλο τη νύχτα. Εντάξει;»
«Εντάξει». Από το τρομαγμένο ύφος της ήταν φανερό
πως δεν θα ξανάβγαινε έξω τη νύχτα για μήνες.
Βγήκαν από το δωμάτιο, ευχαρίστησαν το γιατρό και
κατέβηκαν στο πάρκινγκ του νοσοκομείου. Ο Γουόλτ ακο-
λούθησε τον Λεμ μέχρι το αυτοκίνητο του. Καθώς αυτός
ξεκλείδωνε την πόρτα, ο Γουόλτ κοίταξε γύρω του για να
βεβαιωθεί ότι είναι μόνοι. Μετά γύρισε στο φίλο του.
«Πες μου τι συμβαίνει», είπε.
«Δεν μπορώ».
«Θα το ανακαλύψω μόνος μου».
«Η υπόθεση δεν είναι πια στα χέρια σου».
«Κάνε μου μήνυση τότε».
«Μπορεί να σου κάνω».
«Για παραβίαση των νόμων περί εθνικής ασφάλειας;»
«Ναι».
«Και θα με χώσεις στη φυλακή;»
«Δεν αποκλείεται», είπε ο Λεμ, αν και ήξερε ότι δεν
θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο. Η επιμονή του Γουόλτ τον ε-
κνεύριζε, από μια άλλη πλευρά όμως τον ευχαριστούσε
κιόλας. Κάπου βαθιά μέσα του θα απογοητευόταν αν ο
Γουόλτ τα παρατούσε αμέσως.
«Τι είναι αυτό που μοιάζει με σκύλο και πίθηκο και έ-
χει κίτρινα μάτια;» ρώτησε ο Γουόλτ. «Εκτός από τη μαμά
σου, δηλαδή».
«Άσε ήσυχη τη μαμά μου», είπε ο Λεμ χαμογελώντας,
παρ' όλο που προσπαθούσε να μείνει σοβαρός. Άνοιξε
την πόρτα και μπήκε στο αυτοκίνητο.
Ο Γουόλτ κράτησε την πόρτα ανοιχτή και έσκυψε δί-
πλα του. «Λεμ, για όνομα του Θεού, πες μου, τι είναι αυτό
που ξέφυγε από τα Εργαστήρια Μπανοντάιν;»
«Σου είπα, αυτή η υπόθεση δεν έχει καμιά σχέση με το
Μπανοντάιν».
«Και η φωτιά που ξέσπασε τις προάλλες στα εργαστή-
ρια... την έβαλαν μόνοι τους για να μην υπάρχουν στοι-
χεία για ό,τι συνέβη;»
«Μη λες βλακείες», είπε κουρασμένα ο Λεμ. «Αν ήθε-
λαν να καταστρέψουν κάποια στοιχεία, θα μπορούσαν να
το κάνουν με κάποιον πολύ πιο εύκολο τρόπο. Αλλά σου
είπα: το Μπανοντάιν δεν έχει καμιά σχέση με όλα αυτά».
Ο Λεμ έβαλε μπροστά τη μηχανή, αλλά ο Γουόλτ κρα-
τούσε ακόμα την πόρτα ανοιχτή. «Στο Μπανοντάιν ασχο-
λούνται με γενετική μηχανική. Φτιάχνουν καινούρια βακτη-
ρίδια και ιούς. Και κάνουν πειράματα σε φυτά για να φτιά-
ξουν καλαμπόκι που να φυτρώνει σε όξινο έδαφος, ή σιτά-
ρι που χρειάζεται το μισό νερό από τα συνηθισμένα είδη.
Μήπως όμως άρχισαν να κάνουν πειράματα και με ζώα,
φτιάχνοντας κάποιο αλλόκοτο καινούριο είδος; Αυτό έκα-
ναν; Και αυτό το πράγμα δραπέτευσε από το Μπανοντάιν;»
Ο Λεμ κούνησε το κεφάλι του αγανακτισμένος. «Γου-
όλτ, δεν είμαι ειδικός στη γενετική μηχανική, αλλά δε νο-
μίζω ότι αυτή η επιστήμη έχει προχωρήσει τόσο ώστε να
μπορεί να κάνει τέτοια πράγματα. Άλλωστε, για ποιο λό-
γο να το έκαναν; Εντάξει, ας υποθέσουμε ότι έφτιαξαν
κάποιο παράξενο ζώο αλλάζοντας τη γενετική δομή κά-
ποιου υπαρκτού είδους -αλλά σε τι θα χρησίμευε κάτι τέ-
τοιο; Για να το επιδείχνουν σε κανένα τσίρκο;»
Ο Γουόλτ τον κοίταξε διαπεραστικά. «Δεν ξέρω τι θα
το έκαναν. Εσύ πες μου».
«Άκου εδώ- τα κονδύλια για έρευνες είναι πολύ περιο-
ρισμένα, έτσι κανείς δε θα χρηματοδοτούσε ένα πείραμα
για να βγάλουν κάτι που θα ήταν άχρηστο. Επειδή έχω α-
νακατευτεί στην υπόθεση, έβγαλες το συμπέρασμα ότι το
πράγμα έχει κάποια σχέση με την εθνική ασφάλεια. Όλα
αυτά, όμως, θα σήμαιναν ότι τα Εργαστήρια Μπανοντάιν
σπαταλούσαν τα λεφτά του Πενταγώνου για να φτιάξουν
κάτι άχρηστο».
«Δε θα ήταν η πρώτη φορά που γίνεται κάτι τέτοιο»,
είπε ξερά ο Γουόλτ.
«Έλα, λοιπόν, Γουόλτ, σύνελθε. Άλλο είναι να γίνο-
νται σπατάλες στην παραγωγή κάποιου απαραίτητου αμυ-
ντικού συστήματος και άλλο να δίνουν εν γνώσει τους λε-
φτά για πειράματα που δεν έχουν καμιά αμυντική χρησι-
μότητα. Το σύστημα μερικές φορές κάνει λάθη, ποτέ όμως
δεν κάνει τέτοιες βλακείες. Τέλος πάντων, θα σου το πω
άλλη μια φορά: αυτή η υπόθεση όεν έχει καμιά σχέση με
τα Εργαστήρια Μπανοντάιν».
Ο Γουόλτ τον κοίταξε για κάμποση ώρα και μετά ανα-
στέναξε. «Λεμ, τι να σου πω, όταν θέλεις, γίνεσαι τρομε-
ρά πειστικός. Ήμουν σίγουρος ότι με γέμισες ψέματα, αλ-
λά έχω αρχίσει να πιστεύω ότι ίσως λες αλήθεια».
«Σου λέω αλήθεια».
«Ναι, είσαι πειστικός. Για πες μου όμως... τι έγινε με
τους φόνους των επιστημόνων που δούλευαν στα εργαστή-
ρια; Βρήκατε το δράστη;»
«Όχι». Οι άνθρωποι στους οποίους είχε αναθέσει την
υπόθεση ο Λεμ του ανέφεραν ότι οι Σοβιετικοί μάλλον εί-
χαν χρησιμοποιήσει έναν επαγγελματία δολοφόνο που
δεν ανήκε στις υπηρεσίες τους. Η έρευνα είχε καταλήξει
σε αδιέξοδο.
Ο Γουόλτ πήγε να σηκωθεί, μετά έσκυψε πάλι δίπλα
στον Λεμ. «Και κάτι άλλο. Πρόσεξες ότι αυτό το πράγμα
ακολουθεί μια ορισμένη κατεύθυνση;»
«Τι είναι αυτά που λες;»
«Από τότε που ξέφυγε από το Μπανοντάιν προχωρά
συνέχεια προς τα βόρεια, βορειοδυτικά», είπε ο Γουόλτ.
«Να πάρει η οργή! Σου είπα ότι δεν ξέφυγε από το
Μπανοντάιν!»
«Από το Μπανοντάιν χτύπησε στο φαράγγι Χόλι Τζιμ,
από εκεί στο Ίρβαϊν Παρκ και από εκεί στο σπίτι των Κί-
σαν, απόψε. Προχωρεί σταθερά προς βόρεια, βορειοδυτι-
κά. Φαντάζομαι ότι ξέρεις τι μπορεί να σημαίνει αυτό, αλ-
λά δεν τολμώ να σε ρωτήσω, γιατί θα με στείλεις κατευθεί-
αν στη φυλακή και θα μ' αφήσεις να σαπίσω εκεί μέσα».
«Σου λέω την αλήθεια για το Μπανοντάιν».
«Σοβαρά;»
«Γουόλτ, είσαι ανυπόφορος».
«Σοβαρά;»
«Σοβαρότατα. Και τώρα, θα μ' αφήσεις να γυρίσω σπί-
τι μου; Είμαι πτώμα».
Ο Γουόλτ χαμογέλασε και έκλεισε επιτέλους την πόρτα.
Ο Λεμ βγήκε από το πάρκινγκ και πήρε το δρόμο για
το σπίτι του. Στο δρόμο άρχισε να σκέφτεται το Τέρας και
το γεγονός ότι ακολουθούσε μια σταθερή κατεύθυνση
-βόρεια, βορειοδυτικά. Ήταν σίγουρος πως ήξερε τι ψά-
χνει να βρει, αν και δεν ήξερε πού ακριβώς πηγαίνει. Από
την αρχή, ο σκύλος και το Τέρας διέθεταν μια ικανότητα
να αντιλαμβάνονται ο ένας τον άλλο, μια ενστικτο')δη αί-
σθηση της διάθεσης και της δραστηριότητας του άλλου. Ο
Ντέιβις Γουέδερμπι είχε πει, μεταξύ σοβαρού και αστεί-
ου, ότι η σχέση ανάμεσα στα δυο πλάσματα ήταν σε κά-
ποιο βαθμό τηλεπαθητική. Ίσως το Τέρας να γνώριζε τη
θέση του σκύλου μέσα από κάποια έκτη αίσθηση και να
προσπαθούσε να τον βρει.
Ο Λεμ ευχόταν να μην είναι έτσι τα πράγματα -για χά-
ρη του σκύλου.
Στη διάρκεια των πειραμάτων είχε γίνει φανερό ότι ο
σκύλος φοβόταν τρομερά το Τέρας -και είχε σοβαρούς
λόγους γι' αυτό. Τα δύο πλάσματα ήταν ο θετικός και ο
αρνητικός πόλος του Σχεδίου Φράνσις, η επιτυχία και η α-
ποτυχία του, το καλό και το κακό. Όσο υπέροχος και κα-
λός ήταν ο σκύλος, άλλο τόσο φρικτό και κακό ήταν το Τέ-
ρας. Και οι ερευνητές είχαν διαπιστώσει ότι μισούσε το
σκύλο με ένα πάθος που κανείς δεν μπορούσε να καταλά-
βει. Τώρα που ήταν και οι δύο ελεύθεροι, το Τέρας μπο-
ρεί να ακολουθούσε το σκύλο, γιατί η μεγαλύτερη επιθυ-
μία του ήταν να τον σκοτώσει.
Όπου κι αν ήταν ο σκύλος, όπου και να είχε καταφύ-
γει, κινδύνευε -και μαζί του κινδύνευαν και αυτοί που του
είχαν προσφέρει καταφύγιο.
ΕΞΙ

ι
λη την τελευταία βδομάδα του Μάη και την πρώτη
W βδομάδα του Ιουνίου, η Νόρα κι ο Τράβις -και ο
Αϊνστάιν- ήταν μαζί σχεδόν κάθε μέρα.
Αρχικά η Νόρα φοβόταν ότι ο Τράβις ήταν επικίνδυ-
νος. Γρήγορα όμως ξεπέρασε αυτή την παρανοϊκή ιδέα
και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο μόνος λόγος που ο
Τράβις έβγαινε μαζί της ήταν επειδή τη λυπόταν. Είχε δει
την απόγνωση που έκρυβε μέσα της και προσπαθούσε να
τη βοηθήσει. Σιγά σιγά, καθώς περνούσαν οι μέρες και έ-
μπαινε ο Ιούνιος, η Νόρα άρχισε να εξετάζει την πιθανό-
τητα ότι ο Τράβις τη βοηθούσε όχι επειδή τη λυπόταν, αλ-
λά επειδή πραγματικά τη συμπαθούσε. Όμως, δεν μπο-
ρούσε να καταλάβει τι έβρισκε σε μια γυναίκα σαν κι αυ-
τή. Αισθανόταν ότι δεν είχε τίποτα να του προσφέρει. Τε-
λικά αποφάσισε να πάψει να έχει αμφιβολίες για το εν-
διαφέρον του, να ηρεμήσει και να αφήσει τα πράγματα να
ακολουθήσουν το δρόμο τους.
Μια και κανείς από τους δυο τους δεν δούλευε, περ-
νούσαν μαζί σχεδόν όλη τη μέρα. Πήγαν σε γκαλερί και
βιλβιοπωλεία, έκαναν περιπάτους με τα πόδια και εκδρο-
μές με το αυτοκίνητο στη γραφική κοιλάδα της Σάντα Ινές
και στην όμορφη παραλία του Ειρηνικού. Πήγαν επίσης
δύο φορές στο Λος Άντζελες, όπου η Νόρα έμεινε άναυδη
βλέποντας την τεράστια πόλη. Επισκέφτηκαν ένα κινημα-
τογραφικό στούντιο, πήγαν στον ζωολογικό κήπο και μετά
είδαν ένα γνωστό μιούζικαλ.
Μια μέρα ο Τράβις την έπεισε να φτιάξει τα μαλλιά
της στο κομμωτήριο και την πήγε σ' ένα ινστιτούτο καλλο-
νής όπου πήγαινε παλιά η γυναίκα του. Η Νόρα τα είχε
χαμένα, όπως την πρώτη φορά που έφαγαν σε εστιατόριο.
Μέχρι τότε της έκοβε τα μαλλιά η θεία της και μετά το θά-
νατο της Βάιολετ τα έκοβε μόνη της. Η κομμώτρια δούλε-
ψε κάμποση ώρα με τα μαλλιά της Νόρας και ο Τράβις
δεν την άφησε να τα δει παρά μόνο όταν είχε τελειώσει.
Τότε της γύρισε το κάθισμα προς τον καθρέφτη και η Νό-
ρα κοίταξε κατάπληκτη το είδωλο της.
«Είσαι υπέροχη», είπε ο Τράβις.
«Μια πραγματική μεταμόρφωση», είπε η κομμώτρια.
«Ναι, υπέροχη», επανέλαβε ο Τράβις.
«Έχεις πολύ ωραία χαρακτηριστικά», συμπλήρωσε η
κομμώτρια, «αλλά έτσι όπως ήταν τα μαλλιά σου, ριγμένα
στους ώμους και ίσια, έκαναν το πρόσωπο σου να φαίνε-
ται πολύ στενό και μακρουλό. Αυτό το χτένισμα σου πη-
γαίνει πολύ καλύτερα και σε ομορφαίνει».
Η αλλαγή άρεσε ακόμα και στον Αϊνστάιν. Όταν βγή-
καν από το ινστιτούτο και πλησίασαν στο παρκόμετρο ό-
που είχαν δέσει το λουρί του, ο σκύλος σηκώθηκε, ακού-
μπησε τα μπροστινά του πόδια πάνω της, μύρισε το πρό-
σωπο και τα μαλλιά της και γρύλισε χαρούμενος, κουνώ-
ντας την ουρά του.
Το καινούριο χτένισμα δεν άρεσε καθόλου στη Νόρα
-αισθανόταν σαν γριά γεροντοκόρη που προσπαθεί να πα-
ραστήσει τη νέα. Δεν ήθελε όμως να στενοχωρήσει τον
Τράβις, έτσι προσποιήθηκε ότι της αρέσει. Το βράδυ λού-
στηκε, τρίβοντας καλά καλά τα μαλλιά της, και μετά τα χτέ-
νισε πάλι όπως παλιά -ίσια, να πέφτουν στους ώμους της.
Την άλλη μέρα ο Τράβις ήρθε να την πάρει για μεση-
μεριανό φαγητό και ξαφνιάστηκε βλέποντας ότι είχε χα-
λάσει το χτεσινό χτένισμα -δεν είπε τίποτα όμως. Η Νόρα
αισθάνθηκε φοβερή αμηχανία και ντροπή.

Παρά τις επανειλημμένες και επίμονες αρνήσεις της, ο


Τράβις την κατάφερε μια μέρα να βγουν στα μαγαζιά για
να αγοράσουν ένα καινούριο φόρεμα. Ήθελε να το φορέ-
σει η Νόρα για να φάνε σ' ένα πολυτελές εστιατόριο στο
Δυτικό Γκουτιέρες, όπου έτρωγαν συχνά ηθοποιοί του κι-
νηματογράφου. Πήγαν σε ένα ακριβό κατάστημα όπου
δοκίμασε καμιά δεκαριά φορέματα. Ήταν κατακόκκινη
από ντροπή και αισθανόταν απαίσια. Διαπίστωσε ότι τα
φορέματα έδειχναν φρικτά πάνω της. Τελικά ο Τράβις
διάλεξε ένα φόρεμα που, όπως είπε, της πήγαινε πολΰ και
το αγόρασε. Η Νόρα ήξερε ότι ήταν μεγάλο λάθος που
τον άφησε να της το πάρει, αλλά κατάλαβε ότι ένιωθε κο-
λακευμένη από τις φιλοφρονήσεις του.
Όταν βγήκαν από το κατάστημα, έμαθε ότι το φόρεμα
έκανε πεντακόσια δολάρια. Πεντακόσια δολάρια! Μέχρι
τώρα σκόπευε να το κρεμάσει στην ντουλάπα της και να
το ξεχάσει. Τώρα όμως δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέ-
τοιο -έπρεπε να το φορέσει.
Έδωσαν ραντεβού το επόμενο βράδυ για φαγητό. Μέ-
χρι να έρθει ο Τράβις, η Νόρα είχε βάλει και είχε βγάλει
το φόρεμα γύρω στις δέκα φορές. Έψαχνε να βρει κάτι
άλλο να φορέσει, αλλά δεν είχε τίποτα κατάλληλο για την
περίσταση.
Ο Τράβις έφτασε στις εφτά, ντυμένος με ένα κομψό
σκούρο κοστούμι. Η Νόρα φορούσε ακόμη ένα από τα
παλιά ασουλούπωτα φορέματά της.
«Θα περιμένω», είπε αυτός.
«Θα περιμένεις; Για τι πράγμα;»
«Για ν' αλλάξεις».
Προσπάθησε απελπισμένα να βρει μια δικαιολογία.
«Τράβις, λυπάμαι, αλλά έγινε κάτι τρομερό. Μου χύθηκε
καφές πάνω στο φόρεμα».
«Θα περιμένω εδώ», είπε εκείνος, πηγαίνοντας στο λί-
βινγκ ρουμ.
«Μια ολόκληρη καφετιέρα».
«Βιάσου», είπε ο Τράβις. «Έχουμε κλείσει τραπέζι για
τις εφτάμισι».
Τελικά φόρεσε το καινούριο φόρεμα, παρ' όλο που ή-
ταν σίγουρη πως όλοι θα γελούσαν μαζί της. Όταν κατέ-
βηκε κάτω, ο Τράβις χαμογέλασε: «Είσαι πολύ όμορφη»,
της είπε.
Στο εστιατόριο ένιωθε τέτοια αγωνία, που δεν ήξερε τι
έτρωγε. Κάποια στιγμή ο Τράβις, καταλαβαίνοντας ότι αι-
σθανόταν άσχημα, έσκυψε κοντά της και της είπε: «Νόρα,
θέλω να με πιστέψεις ότι είσαι πραγματικά όμορφη. Και
αν είχες πείρα απ' αυτά τα πράγματα, θα καταλάβαινες ό-
τι οι περισσότεροι άντρες εδώ μέσα σε κοιτάζουν».
Η Νόρα ήταν σίγουρη πως την κοίταζαν επειδή ήταν
άσχημη.
«Είσαι πιο όμορφη από τις περισσότερες γυναίκες εδώ
μέσα, παρ' όλο που δε φοράς ίχνος μεϊκάπ», είπε ο Τράβις.
Δεν φορούσε μεϊκάπ. Αυτός ήταν άλλος ένας λόγος
που την κοίταζαν. Όταν πηγαίνεις σε ένα αριστοκρατικό
εστιατόριο φορώντας ένα φόρεμα των πεντακοσίων δολα-
ρίων, πρέπει να βάλεις και λίγο μεϊκάπ. Αυτή όμως ούτε
που το είχε σκεφτεί.
Τον τελευταίο καιρό είχαν συζητήσει πολύ με τον Τρά-
βις και, ανάμεσα στα άλλα, είχε μιλήσει ο ένας στον άλλο
για τη ζωή του. Ο Τράβις της εξήγησε γιατί ήταν μόνος κι
εκείνη του είχε πει γιατί είχε τόσο άσχημη γνώμη για τον
εαυτό της. Όταν έφαγαν το γλυκό, δεν μπορούσε να αντέ-
ξει άλλο- παρακάλεσε τον Τράβις να φύγουν αμέσως. «Αν
υπάρχει δικαιοσύνη», είπε ξαφνικά αυτός, «η Βάιολετ
Ντέβον θα ψήνεται στην κόλαση».
Η Νόρα σοκαρίστηκε. «Ω, όχι. Δεν ήταν τόσο κακή».
Στο δρόμο του γυρισμού ο Τράβις ήταν σιωπηλός, στε-
νοχωρημένος. Όταν την άφησε στην πόρτα της, επέμεινε
να κανονίσει μια συνάντηση με τον Γκάρισον Ντίλγουορθ,
το δικηγόρο της θείας της, που τώρα ήταν και δικηγόρος
της Νόρας. «Απ' όσα μου έχεις πει», είπε ο Τράβις, «ο
Ντίλγουορθ ήξερε τη θεία σου πολύ καλά. Σου βάζω λοι-
πόν στοίχημα ό,τι θέλεις ότι θα έχει να σου πει κάποια
πράγματα για κείνη που θα σπάσουν αυτή την απαίσια επί-
δραση που ασκεί πάνω σου ακόμη και μετά το θάνατο της».
«Μα η θεία Βάιολετ δεν είχε μυστικά. Ήταν μια απλή
γυναίκα, και μάλιστα πολύ ταλαιπωρημένη από τη ζωή».
«Ταλαιπωρημένη; Τρίχες!» είπε ο Τράβις. Επέμεινε,
μέχρι που εκείνη συμφώνησε να κλείσει ένα ραντεβού με
τον Γκάρισον Ντίλγουορθ.
Όταν ανέβηκε στην κρεβατοκάμαρά της και πήγε να
γδυθεί, διαπίστωσε ξαφνικά ότι δεν ήθελε να βγάλει το
φόρεμα. Όλο το βράδυ ανυπομονούσε να απαλλαγεί από
αυτό, αλλά τώρα δεν ήθελε να το αποχωριστεί, γιατί της
θύμιζε την όμορφη βραδιά που είχε περάσει. Τελικά κοι-
μήθηκε φορώντας το φόρεμα των πεντακοσίων δολαρίων.

Το γραφείο του Γκάρισον Ντίλγουορθ ανέδιδε μια αίσθη-


ση σταθερότητας και αξιοπρέπειας. Ο ίδιος ο δικηγόρος
ήταν ψηλός και επιβλητικός, πάνω από εβδομήντα χρο-
νών, αλλά καλοδιατηρημένος, με πυκνά ασημένια μαλλιά.
Παρά το σοβαρό παρουσιαστικό του, στα μάτια του έπαι-
ζε μια εΰθυμη λάμψη και χαμογελούσε συχνά.
Κάθισαν όλοι σε αναπαυτικές πολυθρόνες γύρω από
ένα τραπεζάκι και ο Ντίλγουορθ τους κοίταξε ερευνητικά.
«Δεν ξέρω τι ακριβώς θέλετε να μάθετε», είπε. «Η θεία
σου, Νόρα, δεν είχε κανένα μεγάλο μυστικό, κάτι που θα
μπορούσε να σου αλλάξει τη ζωή...»
«Το ήξερα», είπε η Νόρα. «Συγνώμη που σας ενοχλή-
σαμε χωρίς λόγο».
«Περίμενε», είπε ο Τράβις. «Άφησε τον κύριο Ντίλ-
γουορθ να τελειώσει».
«Η Βάιολετ Ντέβον ήταν πελάτισσά μου», είπε ο Ντίλ-
γουορθ, «και ένας δικηγόρος έχει την υποχρέωση να προ-
στατεύει τα μυστικά των πελατών του ακόμη και μετά το
θάνατο τους. Βέβαια, αφού εσύ είσαι η κοντινότερη συγ-
γενής της, δε θα είχα πρόβλημα να σου αποκαλύψω κά-
ποια μυστικά της, αν υπήρχαν. Μπορώ πάντως να σου πω
τη γνώμη μου γι' αυτή -ακόμα και οι δικηγόροι, οι ιερείς
και οι γιατροί έχουν το δικαίωμα της γνώμης τους». Πήρε
μια βαθιά ανάσα και συνοφρυώθηκε. «Ποτέ δεν την είχα
συμπαθήσει. Ήταν μια στενόμυαλη, εντελώς εγωκεντρική
γυναίκα και ήταν, επίσης, σε κάποιο βαθμό... ανισόρρο-
πη. Και ο τρόπος που σε ανέθρεψε, Νόρα, ήταν εγκλημα-
τικός. Όχι με τη νομική έννοια, βέβαια, αλλά σίγουρα α-
παράδεκτος και σκληρός».
Από τότε πόυ θυμόταν τον εαυτό της, η Νόρα ένιωθε
μέσα της ένα μεγάλο κόμπο που της έσφιγγε τα σωθικά
και την έπνιγε. Ξαφνικά, τα λόγια του Γκάρισον Ντίλγου-
ορθ έλυσαν αυτό τον κόμπο και αισθάνθηκε για πρώτη φο-
ρά να τη διαπερνά ένα ρεύμα ζωής. Άρχισε να τρέμει και
δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της, αλλά δεν το κατάλαβε,
μέχρι που ο Τράβις ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της
για να την παρηγορήσει. «Με συγχωρείτε», είπε η Νόρα.
«Αγαπητή μου», είπε ο Γκάρισον, «μη ζητάς συγνώμη
επειδή κατάφερες επιτέλους να ξεφύγεις από αυτό το σι-
δερένιο περίβλημα μέσα στο οποίο ζούσες μέχρι τώρα.
Αυτή είναι η πρώτη φορά που σε είδα να δείχνεις κάποιο
συναίσθημα και σε βεβαιώνω ότι το θέαμα με συγκινεί».
Μετά γύρισε στον Τράβις. «Τι άλλο ελπίζατε να ακούσε-
τε;» τον ρώτησε.
«Υπάρχουν μερικά πράγματα που η Νόρα δεν τα ξέ-
ρει και που νομίζω ότι θα μπορούσατε να της τα πείτε,
χωρίς να παραβιάσετε τον κώδικα της επαγγελματικής
σας ηθικής».
«Όπως;»
«Η Βάιολετ Ντέβον δεν είχε δουλέψει ποτέ της και ό-
μως ζούσε με άνεση», είπε ο Τράβις. «Άφησε στη Νόρα
αρκετά χρήματα για να ζήσει καλά σε όλη την υπόλοιπη
ζωή της. Πού τα βρήκε όλα αυτά τα χρήματα;»
«Πού τα βρήκε;» ρώτησε έκπληκτος ο Γκάρισον. «Μα
η Νόρα σίγουρα θα το ξέρει αυτό».
«Όχι, δεν το ξέρει».
Η Νόρα σήκωσε το κεφάλι και είδε τον Ντίλγουορθ να
την κοιτάζει κατάπληκτος. «Ο άντρας της Βάιολετ ήταν
μάλλον ευκατάστατος. Πέθανε πολύ νέος και η Βάιολετ
κληρονόμησε όλη του την περιοσία».
Η Νόρα τον κοίταξε με ανοιχτό το στόμα. «Ο άντρας
της;»
«Ναι, ο Τζορτζ Όλμστεντ», είπε ο δικηγόρος.
«Δεν το έχω ξανακούσει ποτέ μου αυτό το όνομα».
«Μα... δε σου μίλησε ποτέ για τον άντρα της;»
«Όχι, ποτέ», είπε η Νόρα. Κοίταξε διαπεραστικά τον
Τράβις. «Το ήξερες, έτσι δεν είναι;» είπε. «Εννοώ για τον
άντρα της. Γι' αυτό μ' έφερες εδώ».
«Το υποψιάστηκα», είπε ο Τράβις. «Αν είχε κληρονομή-
σει την περιουσία της από τον άντρα που αγαπούσε, θα σου
το είχε πει. Το γεγονός ότι δε σου μίλησε ποτέ' γι' αυτό το
θέμα μπορούσε να σημαίνει μόνο ένα πράγμα: ότι την είχε
κληρονομήσει από κάποιο σύζυγο με τον οποίο μάλλον εί-
χε προβλήματα. Είναι λογικό, αν σκεφτείς πόσο μισούσε
τους ανθρώπους γενικά και τους άντρες ειδικότερα».
Ο Ντίλγουορθ είχε αγανακτήσει τόσο πολύ, που δεν
μπορούσε να μείνει στη θέση του. Σηκώθηκε κι άρχισε να
βηματίζει πάνω κάτω στο γραφείο. «Μένω κατάπληκτος»,
είπε. «Δηλαδή, δεν είχες καταλάβει ποτέ γιατί μισούσε
τους πάντες, γιατί πίστευε πως όλος ο κόσμος θέλει το κα-
κό της;»
«Όχι», είπε η Νόρα. «Δεν είχα αναρωτηθεί ποτέ γιατί
φερόταν έτσι. Απλώς πίστευα πως έτσι είναι ο χαρακτή-
ρας της».
«Ναι, αυτό είναι αλήθεια», είπε ο δικηγόρος. «Είμαι
σίγουρος ότι υπέφερε από παράνοια από τότε που ήταν
νέα ακόμη. Και μετά, όταν ανακάλυψε ότι ο Τζορτζ την
είχε απατήσει με άλλες γυναίκες, η τρέλα αυτή ρίζωσε μέ-
σα της. Μετά το διαζύγιο η κατάστασή της είχε χειροτερέ-
ψει πολύ».
«Μα γιατί χρησιμοποιούσε ακόμη το πατρικό της όνο-
μα, αφού είχε παντρευτεί τον Όλμστεντ;» ρώτησε ο Τράβις.
«Δεν ήθελε να έχει το όνομά του. Τον απεχθανόταν.
Όταν έμαθε για τις περιπέτειές του, τον πέταξε έξω από
το σπίτι. Ήταν έτοιμη να ζητήσει διαζύγιο, αλλά πριν προ-
χωρήσουν οι διαδικασίες ο Τζορτζ πέθανε. Εδώ που τα λέ-
με, δεν μπορώ να ρίξω όλο το φταίξιμο στον Τζορτζ. Δεν
έβρισκε πολλή αγάπη στο σπίτι του. Κατάλαβε ότι ο γάμος
του ήταν λάθος από τον πρώτο μήνα κιόλας. Εκείνη την ε-
ποχή, βέβαια, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ο κόσμος
πολλές φορές περιφρονούσε τις απατημένες γυναίκες. Αλλά,
ακόμη και υπό αυτές τις συνθήκες, η αντίδραση της Βάιο-
λετ ήταν υπερβολική. Έκαψε όλα του τα ρούχα και άλλα-
ξε κλειδαριές στο σπίτι. Έφτασε στο σημείο να σκοτώσει
ένα σκύλο που αγαπούσε πολύ ο Τζορτζ. Τον δηλητηρίασε
και μετά του τον ταχυδρόμησε μέσα σ' ένα κουτί».
«Θεέ μου!» είπε ο Τράβις.
«Έτσι, η Βάιολετ ξαναπήρε το πατρικό της όνομα, για-
τί δεν ήθελε να έχει το όνομα του άντρα της. Τον μισούσε
παρ' όλο που εκείνος είχε πεθάνει. Αυτή η γυναίκα δε
συγχωρούσε ποτέ της».
«Ναι», συμφώνησε η Νόρα.
«Όταν σκοτώθηκε ο Τζορτζ, ούτε που προσπάθησε να
κρύψει τη χαρά της», συμπλήρωσε ο Ντίλγουορθ.
«Σκοτώθηκε;» ρώτησε έκπληκτη η Νόρα. Δεν θα πα-
ραξενευόταν αν η Βάιολετ είχε σκοτώσει τον Τζορτζ και
είχε καταφέρει να αθωωθεί.
«Ναι, σε ένα τροχαίο ατύχημα, εδώ και σαράντα χρό-
νια περίπου», είπε ο Γκάρισον. «Η Βάιολετ κληρονόμησε
όλη του την περιουσία, παρ' όλο που είχε κινήσει διαδικα-
σία διαζυγίου, γιατί ο Τζορτζ δεν είχε προλάβει να αλλά-
ξει τη διαθήκη του».
«Έτσι, λοιπόν», είπε ο Τράβις, «ο Τζορτζ Όλμστεντ
πέθανε και η Βάιολετ δεν είχε πια κανένα στόχο για το
θυμό της. Κι έτσι διοχέτευσε αυτόν το θυμό σε όλο τον κό-
σμο γενικά».
«Και σ' εμένα ειδικά», είπε η Νόρα.

Το ίδιο εκείνο απόγευμα, η Νόρα μίλησε στον Τράβις για


το μεγάλο της χόμπι: τη ζωγραφική. Μέχρι τότε δεν του
είχε πει τίποτα, γιατί φοβόταν μήπως δεν του αρέσουν οι
πίνακές της. Η ίδια έπαιρνε πολύ στα σοβαρά τη ζωγρα-
φική της, τη θεωρούσε ένα αναπόσπαστο κομμάτι του ε-
αυτοί) της, και μια αρνητική αντίδραση από μέρους του
Τράβις θα την τσάκιζε.
Όταν όμως έφυγαν από το γραφείο του Γκάρισον
Ντίλγουορθ, η Νόρα κατάλαβε ότι είχε έρθει η ώρα να το
ρισκάρει. Αν δεν ρισκάρεις, δεν υπάρχει ελπίδα να κερ-
δίσεις. Όταν έφτασαν στο σπίτι, έβαλε τον Τράβις να κα-
θίσει στο λίβινγκ ρουμ μαζί με τον Αϊνστάιν και ανέβηκε
στο δωμάτιο της για να κατεβάσει μερικούς πίνακες.
Στην αρχή δεν ήξερε ποιους να διαλέξει. Τελικά, ανά-
γκασε τον εαυτό της να αποφασίσει, ξέροντας ότι θα
μπορούσε να αμφιταλαντεΰεται για ώρες. Πήρε μια βα-
θιά ανάσα και κατέβηκε στο λίβινγκ ρουμ με τέσσερις α-
πό τους πίνακές της.
Ο Τράβις δεν τους βρήκε απλώς κάλους -ξετρελάθηκε
μαζί τους. «Θεέ μου, Νόρα, αυτό δεν είναι απλό χόμπι.
Αυτοί οι πίνακες είναι υπέροχοι. Είναι τέχνη».
Η Νόρα στήριξε τους πίνακες σε τέσσερις καρέκλες κι
ο Τράβις πλησίασε για να τους δει από κοντά.
«Η τεχνική σου είναι θαυμάσια κι ο φωτισμός εκπλη-
κτικός. Δεν είμαι βέβαια κανένας τεχνοκριτικός, αλλά αυ-
τό μπορεί να το δει ο καθένας -ακόμη κι εγώ. Και δεν εί-
ναι μόνο αυτό... αυτοί οι δύο είναι τρομερά ρεαλιστικοί
-αλλά οι άλλοι δύο έχουν κάτι άλλο... σου δίνουν μια αλ-
λόκοτη αίσθηση...»
Η Νόρα είχε γίνει κατακόκκινη από τους επαίνους
του. «Ναι, σ' αυτούς υπάρχει κάποιοι στοιχείο σουρεαλι-
σμού». Πραγματικά, οι δύο αυτοί πίνακες ασκούσαν μια
παράξενη γοητεία σ' αυτόν που τους έβλεπε. Ο ένας, για
παράδειγμα, ήταν μια νεκρή φύση. Παρίστανε μερικά πο-
τήρια, μια κανάτα, μερικά κουτάλια κι ένα κομμένο λεμό-
νι πάνω σ' ένα τραπέζι. Όλα αυτά είχαν απεικονιστεί με
εκπληκτική λεπτομέρεια και, με την πρώτη ματιά, η εικό-
να φαινόταν εντελώς ρεαλιστική. Αν την κοίταζες όμως
πιο προσεκτικά, έβλεπες ότι ένα από τα ποτήρια έλιωνε
και συγχωνευόταν με την επιφάνεια του τραπεζιού και ότι
μια φέτα του λεμονιού διαπερνούσε το τοίχωμα ενός πο-
τηριού λες και το γυαλί είχε σχηματιστεί γύρω του.
«Είναι εκπληκτικοί, πραγματικά εκπληκτικοί», είπε ο
Τράβις. «Έχεις άλλους;»
Αν είχε άλλους; Πήγε άλλες δυο φορές στην κρεβατο-
κάμαρά της και κατέβασε άλλους έξι πίνακες. Με κάθε
έργο που έβλεπε ο Τράβις, ενθουσιαζόταν και πιο πολύ.
Αρχικά η Νόρα νόμισε ότι το έκανε για να μην την πληγώ-
σει, γρήγορα όμως κατάλαβε ότι ήταν ειλικρινής.
Ο Τράβις πήγαινε από πίνακα σε πίνακα. «Έχεις θαυ-
μάσια αίσθηση των χρωμάτων», είπε.
Ο Αϊνστάιν ερχόταν δίπλα του και πρόσθετε ένα σιγα-
νό «γουφ» ύστερα από κάθε σχόλιο του αφεντικού του,
κουνώντας δυνατά την ουρά του, σαν να συμφωνούσε.
«Αυτά εδώ τα κομμάτια είναι εκπληκτικά», είπε ο
Τράβις.
«Γουφ».
«Η τεχνική σου είναι υπέροχη. Δεν έχω την αίσθηση ό-
τι βλέπω χιλιάδες πινελιές. 'Οταν κοιτάζεις αυτούς τους
πίνακες, νομίζεις ότι η εικόνα εμφανίστηκε από μόνη της
πάνω στον καμβά».
«Γουφ».
«Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι δεν έχεις κάνει καθό-
λου μαθήματα και ζωγραφίζεις έτσι».
«Γουφ».
«Νόρα, αυτούς τους πίνακες μπορείς πολύ εύκολα να
τους πουλήσεις. Οποιαδήποτε γκαλερί θα τους έπαιρνε
ευχαρίστως».
«Γουφ».
«Πιστεύω πως όχι μόνο θα μπορούσες να κερδίσεις
χρήματα από τη ζωγραφική, αλλά και να αποκτήσεις με-
γάλη φήμη».
Ο Τράβις επέμενε να δει κι άλλους πίνακές της, έτσι α-
νέβηκαν μαζί στη σοφίτα, όπου η Νόρα είχε φυλαγμένα
πάνω από ογδόντα παλιά της έργα. Κατέβασαν κάπου εί-
κοσι στο λίβινγκ ρουμ, έσκισαν το χαρτί που ήταν τυλιγμέ-
νοι και τους έστησαν γύρω γύρω.
«Οποιαδήποτε γκαλερί θα δεχόταν ευχαρίστως να κά-
νει μια έκθεση με αυτούς τους πίνακες», είπε ο Τράβις.
«Ξέρεις τι λέω; Να τους φορτώσουμε αύριο στο αυτοκίνη-
το και να τους πάμε σε μερικές γκαλερί, να δούμε τι θα
μας πουν».
«Α, όχι, όχι».
«Νόρα, σε διαβεβαιώνω ότι δε θα απογοητευτείς».
Ξαφνικά αισθάνθηκε να την κυριεύει και πάλι το άγ-
χος. Η σκέψη να κάνει καριέρα ως ζωγράφος τη γέμιζε
ενθουσιασμό, από την άλλη μεριά όμως φοβόταν να κάνει
ένα τόσο μεγάλο βήμα.
«Όχι ακόμη», είπε. «Σε μια βδομάδα... ένα μήνα... θα
τους φορτώσουμε και θα τους πάμε σε μια γκαλερί. Αλλά
όχι ακόμα, Τράβις, δεν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο ακόμα».
Αυτός της χαμογέλασε. «Εκείνος ο φόβος πάλι;» ρώτησε.
«Τράβις, αυτό τον τελευταίο καιρό έχουν συμβεί τόσα
πολλά πράγματα και τόσο γρήγορα, που δεν μπορώ να τα
αφομοιώσω. Νιώθω συνέχεια ζαλισμένη».
Υπήρχε όμως και ένας άλλος λόγος που δεν ήθελε να
πάει ακόμη τους πίνακές της σε μια γκαλερί· με αυτό τον
τρόπο η «μεταμόρφωσή» της θα γινόταν πιο αργά κι έτσι
θα μπορούσε να απολαύσει κάθε στιγμή της. Ήξερε ότι
με αυτά τα μικρά, επιφυλακτικά βήματα έμπαινε σιγά σι-
γά σε μια καινούρια ζωή, σε ένα νέο κόσμο.
* * *

Η έξοδος της Νόρας από την απομόνωση στην οποία ζού-


σε μέχρι τότε δεν ήταν μόνο έργο του Τράβις. Ο Αϊνστάιν
έπαιξε έναν εξίσου μεγάλο ρόλο σ' αυτή την προσπάθεια.
Όπως φαίνεται, ο σκύλος είχε αποφασίσει να αποκαλύ-
ψει στη Νόρα την ασυνήθιστη νοημοσύνη του. Μετά την
εκδρομή τους στο Σόλβανγκ και το μήνυμα που είχε προ-
σπαθήσει να τους μεταδώσει δείχνοντάς τους περιοδικά
και μωρά, είχε κάνει αρκετές ακόμη επιδείξεις της εξυ-
πνάδας του. Έτσι ο Τράβις αφηγήθηκε στη Νόρα πώς εί-
χε βρει το σκύλο στο δάσος, όπου τον κυνηγούσε κάποιο
παράξενο πλάσμα, και της μίλησε για όλες τις εκπληκτι-
κές ενέργειές του, καθώς και για την ανησυχία του Αϊν-
στάιν ότι θα τον έβρισκε ο διώκτης του, πράγμα που τον έ-
κανε να ξαγρυπνά τις νύχτες στο παράθυρο.
Έ ν α βράδυ πέρασαν πολλές ώρες στην κουζίνα της
Νόρας, πίνοντας καφέ και κάνοντας διάφορες υποθέσεις
στην προσπάθειά τους να εξηγήσουν την απίστευτη νοη-
μοσύνη του σκύλου. Ο Αϊνστάιν τους άκουγε με ενδιαφέ-
ρον, σαν να καταλάβαινε ότι μιλούν γι' αυτόν, και μερικές
φορές γρύλιζε σιγανά, σαν να θύμωνε που δεν μπορούσε
να μιλήσει.
«Νομίζω ότι, αν μπορούσε να μιλήσει, θα μας έλεγε
πού ζούσε πριν τον βρεις και γιατί είναι τόσο διαφορετι-
κός από τα άλλα σκυλιά», είπε η Νόρα.
Ο Αϊνστάιν άρχισε να κουνά δυνατά την ουρά του.
«Α, είμαι σίγουρος γι' αυτό», είπε ο Τράβις. «Έχει μια
εκπληκτική επίγνωση του εαυτού του, κάτι που συναντάς
μόνο σε ανθρώπους. Το ξέρει ότι είναι διαφορετικός και υ-
ποψιάζομαι ότι ξέρει επίσης γιατί είναι διαφορετικός -και
θα ήθελε να μας τα πει όλα αυτά αν είχε έναν τρόπο».
Η Νόρα είχε παραξενευτεί περισσότερο με το περίερ-
γο φέρσιμο του Αϊνστάιν εκείνο το βράδυ με τα βιβλία.
«Καταλαβαίνει, φαίνεται, ότι τα βιβλία είναι ένα μέσο επι-
κοινωνίας», είπε. «Και ίσως να διαισθάνεται πως αυτά θα
μπορούσαν να τον βοηθήσουν να επικοινωνήσει μαζί μας».
«Πώς;» ρώτησε ο Τράβις.
Η Νόρα ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν ξέρω. Αλλά ί-
σως τα βιβλία σου να μην είναι κατάλληλα για κάτι τέτοιο.
Είπες ότι πρόκειται για μυθιστορήματα;»
«Ναι».
«Ίσως αυτό που μας χρειάζεται είναι βιβλία με εικό-
νες», είπε η Νόρα. «Εικόνες στις οποίες ο Αϊνστάιν θα
μπορούσε να αντιδράσει με κάποιον τρόπο. Αν μαζεύαμε
βιβλία και περιοδικά με εικόνες και του τα δείχναμε, ί-
σως να βρίσκαμε κάποιον τρόπο να επικοινωνήσουμε μα-
ζί του».
Ο σκύλος έτρεξε κοντά της. Από τον έντονο τρόπο που
την κοίταζε, η Νόρα κατάλαβε ότι η πρόταση της ήταν κα-
λή. Την άλλη μέρα θα μάζευε βιβλία και περιοδικά και θα
έβαζε το σχέδιο σε ενέργεια.
«Θα χρειαστεί μεγάλη υπομονή», την προειδοποίησε ο
Τράβις.
«Η υπομονή μου είναι ανεξάντλητη».
«Μπορεί έτσι να νομίζεις, αλλά όταν ζήσεις λίγο με
τον Αϊνστάιν η λέξη αυτή αποκτά νέο νόημα».
Ο σκύλος στράφηκε στον Τράβις και ξεφύσηξε.
Οι πρώτες προσπάθειές τους, την Τετάρτη και την Πέ-
μπτη, δεν είχαν ουσιαστικό αποτέλεσμα, αλλά το βράδυ
της Παρασκευής, στις 4 Ιουνίου, βρήκαν τελικά τον τρόπο
-κι από τότε άλλαξε ολοκληρωτικά η ζωή τους.
«...αναφέρθηκε ότι ακούστηκαν κραυγές σε μια οικοδομή,
στο Μπορντό Ριτζ... επαναλαμβάνω, κραυγές σε οικοδομή
του Μπορντό Ριτζ...»
Ο Τιλ Πόρτερ και ο Κεν Ντάιμς έκαναν περιπολία στην
περιοχή. Το σύστημα κλιματισμού του αυτοκινήτου είχε
χαλάσει και η ζέστη ήταν αποπνικτική. Ήταν και οι δυο
γύρω στα τριάντα, μεγαλόσωμοι και γεροδεμένοι. Άκου-
σαν την κλήση από τον ασύρματο χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέ-
ρον. Μάλλον θα ήταν παιδιά που έπαιζαν στην οικοδομή.
Ο Τιλ έστριψε το περιπολικό σε ένα χωματόδρομο,
που οδηγούσε στον οικισμό του Μπορντό Ριτζ. Μπροστά
τους είδαν κάπου σαράντα μισοτελειωμένα σπίτια. Στο τέ-
λος του δρόμου ήταν σταματημένο ένα άσπρο φορτηγάκι
της εταιρείας που έφτιαχνε τον οικισμό.
«Φαίνεται ότι κάποιος επιστάτης είναι ακόμη εδώ», εί-
πε ο Κεν.
« Ή ίσως ο νυχτοφύλακας ήρθε νωρίς για τη βάρδια
του», είπε ο Τιλ.
Παρκάρισαν πίσω από το φορτηγάκι, βγήκαν από το
περιπολικό και αφουγκράστηκαν για λίγο. Σιωπή.
«Ε! Είναι κανείς εδώ;» φώναξε ο Κεν. Τίποτα. «Πάμε
να ρίξουμε μια ματιά;» ρώτησε.
«Πάμε».
Πήραν δυο φακούς από το αυτοκίνητο, γιατί είχε αρχί-
σει να σκοτεινιάζει, και προχώρησαν προς το κοντινότερο
σπίτι. Έριξαν μια ματιά στα δωμάτια, που ήταν γεμάτα α-
πό τα συνηθισμένα υλικά μιας οικοδομής, και βγήκαν από
την πίσω πόρτα. Δεν φαινόταν κανείς.
«Τίποτα», είπε ο Τιλ.
«Να δεις που θα ήταν τίποτα παιδιά», είπε ο Κεν.
«Πάμε λίγο πιο κάτω, να ρίξουμε μια ματιά ανάμεσα
στα κτίρια».
Δυο σπίτια πιο κάτω, στο χώρο ανάμεσα στις οικοδο-
μές, βρήκαν το πτώμα. Ήταν ένας άντρας, πεσμένος ανά-
σκελα μέσα στις σκιές. Γονάτισαν δίπλα του και είδαν ότι
κάποιος τον είχε ξεκοιλιάσει -και τα μάτια του έλειπαν α-
πό τις κόγχες.
«Χριστέ μου!» αναφώνησε ο Τιλ.
Σηκώθηκαν και οι δύο, τραβώντας τα πιστόλια τους.
«Μόνο ένας τρελός τοξικομανής θα μπορούσε να κά-
νει κάτι τέτοιο», είπε ο Τιλ.
«Αυτό σκεφτόμουν κι εγώ. Θα ψάξουμε να τον βρούμε;»
«Όχι μόνοι μας, μα το Θεό. Θα ειδοποιήσουμε να
στείλουν ενισχύσεις».
Άρχισαν να προχωρούν προς το αυτοκίνητο, με όλες
τις αισθήσεις τους σε επιφυλακή, όταν άκουσαν ένα δυνα-
τό θόρυβο. Μέταλλα που χτυπούν μεταξύ τους και τζάμια
που σπάζουν. Κάποιος ήταν στο πιο κοντινό από τα τρία
σπίτια που μεσολαβούσαν μέχρι το αυτοκίνητο. Κοιτάχτη-
καν και άρχισαν να προχωρούν μαζί προς το πίσω μέρος
του σπιτιού.
Ξαφνικά ακούστηκε άλλος ένας βρόντος, πιο δυνατός
από τον προηγούμενο, και μετά πάλι ο ήχος γυαλιών που
σπάζουν.
Ο Κεν Ντάιμς έσπρωξε τη συρόμενη πόρτα που έβγα-
ζε από το λίβινγκ ρουμ στην πίσω αυλή. Ήταν ξεκλείδω-
τη. Κοίταξε για λίγο από το τζάμι. Το δωμάτιο ήταν σκο-
τεινό, αλλά δεν φαινόταν κανείς μέσα. Ο Τιλ μπήκε αθό-
ρυβα μέσα, κρατώντας το φακό στο ένα χέρι και το πιστό-
λι στο άλλο.
«Εσύ πήγαινε από μπροστά», ψιθύρισε στον Κεν, «για
να μη μας ξεφύγει από κει το κάθαρμα».
Ο Κεν απομακρύνθηκε τρέχοντας σκυφτός, για να μη
φαίνεται από τα παράθυρα. Έκανε το γύρο του σπιτιού κι
έφτασε μπροστά.
Ο Τιλ προχώρησε στο δωμάτιο, φωτίζοντας γύρω του
με το φακό, και βγήκε στην κουζίνα. Εκεί στάθηκε ακίνη-
τος και αφουγκράστηκε. Τίποτα. Στο διάδρομο είδε μια
άλλη, μισάνοιχτη πόρτα που πρέπει να έβγαινε στο πλυ-
σταριό. Στάθηκε στο κατώφλι κι έριξε μέσα το φως του
φακού: ντουλάπια γύρω γύρω στους τοίχους, δύο εσοχές
για το πλυντήριο και το στεγνωτήριο. Σκέφτηκε πως έ-
πρεπε να κοιτάξει πίσω από την πόρτα, όπου συνήθως υ-
πήρχε ένας χώρος για το νεροχύτη. Έσπρωξε την πόρτα,
ανοίγοντάς την εντελώς, και μπήκε στο δωμάτιο γρήγο-
ρα, στρέφοντας το φακό και το πιστόλι προς τα εκεί. Εί-
δε μόνο τον ανοξείδωτο νεροχύτη και ένα τραπέζι. Δεν
υπήρχε κανείς.
Αισθανόταν μια παράξενη, έντονη ανησυχία, που δεν
είχε νιώσει ποτέ στη ζωή του. Δεν μπορούσε να διώξει α-
πό το μυαλό του την εικόνα του πτώματος με τις άδειες
κόγχες.
Δεν είναι απλώς ανησυχία, σκέφτηκε. Παραδέξου το
-κοντεύεις να τα κάνεις πάνω σου απ' το φόβο.

Στο μπροστινό μέρος του σπιτιού, ο Κεν πλησίασε τη δι-


πλή εξώπορτα. Πριν μπει, κοίταξε γύρω, αλλά δεν είδε
κανέναν να προσπαθεί να ξεφύγει. Είχε αρχίσει να πέ-
φτει το σκοτάδι και τα μισοτελειωμένα σπίτια έδιναν την
εικόνα βομβαρδισμένης πόλης.
* * *
Ο Τιλ Πόρτερ, που βρισκόταν μέσα στο πλυσταριό, έκανε
μεταβολή για να βγει στο χολ, όταν ξαφνικά άνοιξε η πόρ-
τα μιας ντουλάπας στα δεξιά του και είδε να του ορμά ένα
παράξενο πράγμα. Για μια στιγμή νόμισε ότι ήταν ένα
παιδί που φορούσε μια από εκείνες τις μάσκες τρόμου. Ο
φακός ήταν στραμμένος μπροστά και δεν μπορούσε να δει
καθαρά. Μετά όμως κατάλαβε ότι δεν επρόκειτο για μά-
σκα, γιατί αυτά τα μάτια που έλαμπαν δεν μπορεί να ήταν
•ψεύτικα. Πυροβόλησε από το ξάφνιασμα, χωρίς να έχει
γυρίσει το πιστόλι προς αυτό το παράξενο πλάσμα, και η
σφαίρα εξοστρακίστηκε στους τοίχους. Πήγε να γυρίσει,
αλλά το πλάσμα είχε ορμήσει πάνω του σφυρίζοντας σαν
φίδι. Πυροβόλησε πάλι, προς το πάτωμα αυτή τη φορά,
και μετά το πλάσμα τον έσπρωξε προς το νεροχύτη και
του πέταξε το όπλο από το χέρι, ενώ ο φακός του ξέφυγε
κι αυτός και τινάχτηκε σε μια γωνία. Πήγε να το χτυπήσει
με τη γροθιά του, αλλά την άλλη στιγμή αισθάνθηκε έναν
τρομερό πόνο στην κοιλιά, σαν να του είχαν χώσει πολλά
στιλέτα μαζί, και κατάλαβε τι του συνέβαινε. Ούρλιαξε
ξανά και ξανά, βλέποντας το παραμορφωμένο πρόσωπο
από πάνω του. Πήγε να το χτυπήσει και μετά ένιωσε κι
άλλα στιλέτα να χώνονται στο λαιμό του...
Ο Κεν Ντάιμς μόλις είχε περάσει την εξώπορτα όταν
άκουσε το ουρλιαχτό του Τιλ.
«Να πάρει η οργή».
Όρμησε μέσα στο χολ, ξεχνώντας κάθε προφύλαξη,
μετά σταμάτησε κι έμεινε ακίνητος. Το ουρλιαχτό είχε
σταματήσει. Άναψε το φακό και κοίταξε γύρω του. Άδεια
δωμάτια. Μέσα στο σπίτι επικρατούσε απόλυτη σιωπή.
«Τιλ!» φώναξε. Δεν φοβόταν μήπως προδώσει τη θέση
του - ο φακός έδειχνε καθαρά πού βρισκόταν.
«Τιλ, πού είσαι;»
Καμιά απάντηση. Ο Τιλ πρέπει να ήταν νεκρός. Αν
ζούσε, θα απαντούσε -εκτός κι αν ήταν αναίσθητος. Έ-
πρεπε να τον βρει, να του δώσει τις πρώτες βοήθειες. Κι
έπρεπε να βρει το φονιά. Αφήνοντας την εξώπορτα ανοι-
χτή, προχώρησε σιγά σιγά στον στενό διάδρομο που οδη-
γούσε στο πίσω μέρος του σπιτιού. Το ένα παπούτσι του έ-
τριζε με κάθε του βήμα. Πέρασε μερικά άδεια δωμάτια κι
έφτασε στο πίσω μέρος. Στ' αριστερά του είδε μια ανοιχτή
πόρτα. Με το φως του φακού, ο οποίος ξαφνικά άρχισε να
τρέμει στο χέρι του, είδε το σώμα του Τιλ στο πάτωμα του
πλυσταριού. Γύρω γύρω ήταν απλωμένο τόσο πολύ αίμα,
που δεν υπήρχε αμφιβολία πως ήταν νεκρός.
Αισθάνθηκε ένα κύμα φόβου να τον πλημμυρίζει -και
μετά λύπη, οργή, μίσος, επιθυμία για εκδίκηση.
Ξαφνικά κάτι ακούστηκε πίσω του. Ο Κεν έβγαλε μια
κραυγή και γύρισε -αλλά πίσω του δεν υπήρχε κανείς. Ο
ήχος είχε έρθει από το μπροστινό μέρος του σπιτιού. Κα-
τάλαβε τι ήταν. Κάποιος είχε κλείσει την εξώπορτα. Με-
τά, ένας δεύτερος ήχος, μεταλλικός: η κλειδαριά της εξώ-
πορτας. Είχε φύγει ο δολοφόνος κλειδώνοντας την πόρτα
απέξω; Πού το βρήκε όμως το κλειδί; Και γιατί να σταμα-
τήσει για να κλειδώσει; Το πιθανότερο ήταν ότι είχε κλει-
δώσει την πόρτα από μέσα, όχι μόνο για να καθυστερήσει
τον Κεν αν προσπαθούσε να ξεφύγει, αλλά και για να του
δώσει να καταλάβει ότι το κυνηγητό συνεχιζόταν ακόμα.
Μέσα στο σπίτι επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Ο Κεν
στάθηκε με την πλάτη του στον τοίχο του πίσω χολ. Στα
ρουθούνια του ερχόταν η μυρωδιά από το αίμα του Τιλ.
Κλικ, κλικ, κλικ.
Ο Κεν έμεινε ακίνητος και αφουγκράστηκε, αλλά δεν
άκουσε τίποτ' άλλο. Οι ήχοι ήταν σαν να περπατούσε πά-
νω στο τσιμέντο κάποιος που φορούσε μπότες με σκληρά ή
μεταλλικά τακούνια. Είχαν σταματήσει τόσο γρήγορα, που
δεν μπόρεσε να καταλάβει από πού έρχονταν. Μετά τους
άκουσε πάλι -κλικ, κλικ, κλικ, κλικ-, τέσσερα βήματα αυ-
τή τη φορά. Ήταν στο μπροστινό χολ και πλησίαζαν προς
το μέρος του. Ξεκόλλησε από τον τοίχο και στράφηκε προς
το διάδρομο, φωτίζοντάς τον με το φακό και σημαδεύο-
ντας με το πιστόλι. Αλλά δεν υπήρχε κανείς. Προχώρησε
στο διάδρομο και μπήκε στο μπροστινό χολ. Τίποτα. Η ε-
ξώπορτα ήταν κλειστή και τα γύρω δωμάτια ήταν άδεια.
Κλικ, κλικ, κλικ, κλικ.
Οι ήχοι ακούστηκαν από εντελώς διαφορετική κατεύ-
θυνση τώρα, από το πίσω μέρος του σπιτιού. Ο φονιάς εί-
χε κάνει έναν κύκλο, περνώντας αθόρυβα από δωμάτιο σε
δωμάτιο, και είχε βγει πάλι πίσω από τον Κεν. Τώρα έ-
μπαινε στο χολ από όπου είχε μόλις φύγει εκείνος. Ήταν
φανερό ότι έκανε σκόπιμα τους ήχους για να του σπάσει
τα νεύρα, αφού, όταν ήθελε, μπορούσε να περπατά εντε-
λώς αθόρυβα.
Κλικ, κλικ, κλικ.
Ο Κεν Ντάιμς δεν ήταν δειλός. Ήταν ένας καλός α-
στυνομικός που είχε πάρει δύο εύφημες μνείες στα εφτά
χρόνια της υπηρεσίας του. Αλλά αυτό το παιχνίδι με ένα
μανιακό, επικίνδυνο δολοφόνο μέσα στο σκοτάδι τον τρό-
μαζε. Μπορεί να ήταν γενναίος, αλλά δεν ήταν τόσο α-
νόητος ώστε να μείνει εκεί, τη στιγμή που δεν καταλάβαι-
νε τι γινόταν γύρω του.
Αντί να γυρίσει στο χολ για να βρει το δολοφόνο, πήγε
να βγει από την εξώπορτα, βρήκε όμως την πόρτα κλει-
σμένη και ασφαλισμένη. Ο φονιάς είχε δέσει μεταξύ τους
τα πόμολα των δύο φύλλων της πόρτας με σύρμα. Για να
βγει έξω έπρεπε να ξετυλίξει το σύρμα κι αυτό θα του έ-
παιρνε τουλάχιστον μισό λεπτό.
Κλικ, κλικ, κλικ.
Πυροβόλησε μια φορά προς το διάδρομο, χωρίς καν
να κοιτάξει, κι έτρεξε προς την αντίθετη κατεύθυνση, δια-
σχίζοντας το άδειο λίβινγκ ρουμ. Άκουσε το φονιά πίσω
του, να πλησιάζει μέσα στο σκοτάδι. 'Οταν όμως έφτασε
στην τραπεζαρία και πλησίαζε το κατώφλι της κουζίνας,
σκοπεύοντας να βγει από την πίσω πόρτα, από εκεί όπου
είχε μπει ο Τιλ, άκουσε ξαφνικά νεα ycXiXj %Χιχ, αυτη τη
φορά μπροστά του. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν σίγουρος
ότι ο φονιάς τον ακολουθούσε από πίσω, αλλά φαίνεται
πως έκανε πάλι το γύρο και είχε ξαναβγεί μπροστά του.
Ήταν ένα τρελό παιχνίδι. Ο Κεν τον άκουσε πάλι στην
κουζίνα και αποφάσισε να σταθεί εκεί όπου ήταν και να
πυροβολήσει αυτό τον τρελό τη στιγμή που θα εμφανιζό-
ταν στο φως του φακού...
Και τότε ο φονιάς ούρλιαξε.
Διέσχιζε το διάδρομο πλησιάζοντας προς το μέρος που
ήταν ο Κεν και ξαφνικά άφησε μια στριγκή κραυγή γεμά-
τη λύσσα και μίσος. Ήταν ο πιο παράξενος ήχος που είχε
ακούσει ποτέ του ο Κεν. Δεν μπορεί να τον είχε βγάλει
άνθρωπος, ούτε καν ένας τρελός. Ο Κεν εγκατέλειψε κά-
θε σκέψη να αναμετρηθεί με αυτό το πράγμα. Πέταξε το
φακό του προς την κουζίνα για αντιπερισπασμό, γύρισε
και το έβαλε στα πόδια, αλλά όχι προς το εσωτερικό του
σπιτιού, όπου θα μπορούσε να συνεχιστεί αυτό το παιχνίδι
της γάτας με το ποντίκι. Διέσχισε την τραπεζαρία και όρ-
μησε προς ένα παράθυρο που διακρινόταν μέσα στο θα-
μπό φως του σούρουπου. Πήδηξε και, μόλις βρέθηκε στον
αέρα, μάζεψε το κεφάλι κι έφερε τα χέρια στο στήθος,
γυρνώντας στο πλάι, καθώς έπεφτε πάνω στην τζαμαρία.
Το γυαλί έσπασε και ο Κεν έπεσε στην πίσω αυλή, κατρα-
κυλώντας ανάμεσα στα μπάζα. Τινάχτηκε αμέσως όρθιος,
γύρισε προς το σπίτι και άδειασε το πιστόλι του στο σπα-
σμένο παράθυρο, για την περίπτωση που ο φονιάς θα
προσπαθούσε να τον ακολουθήσει. Αλλά στο παράθυρο
δεν φαινόταν κανείς.
Κατάλαβε ότι δεν τον είχε πετύχει, αλλά δεν καθυστέ-
ρησε. Έκανε το γύρο του σπιτιού τρέχοντας και βγήκε στο
δρόμο. Έπρεπε να φτάσει στο περιπολικό, όπου υπήρχε ο
ασύρματος και ένα τουφέκι.

3
Την Τετάρτη και Πέμπτη, 2 και 3 Ιουνίου, ο Τράβις, η Νό-
ρα και ο Αϊνστάιν έψαχναν να βρουν κάποιον τρόπο επι-
κοινωνίας. Είχαν αγοράσει σαράντα περιοδικά και πενή-
ντα βιβλία με πίνακες και φωτογραφίες, που τα άπλωσαν
όλα στο λίβινγκ ρουμ του σπιτιού του Τράβις.
Ο Αϊνστάιν παρακολουθούσε τις προετοιμασίες με εν-
διαφέρον.
Η Νόρα κάθισε στο πάτωμα και πήρε το κεφάλι του
σκύλου στα χέρια της. «Και τώρα, Αϊνστάιν, άκουσέ με»,
του είπε. «Θέλουμε να μάθουμε ένα σωρό πράγματα για
σένα: από πού ήρθες, γιατί είσαι εξυπνότερος από ένα συ-
νηθισμένο σκύλο, τι ήταν αυτό που σε κυνηγούσε στο δά-
σος εκείνη τη μέρα που σε βρήκε ο Τράβις, γιατί μερικές
φορές τις νύχτες κοιτάζεις από το παράθυρο σαν κάτι να
φοβάσαι -και πολλά άλλα. Αλλά δεν μπορείς να μιλήσεις,
έτσι δεν είναι; Όχι, δεν μπορείς. Ούτε και ξέρεις να δια-
βάζεις. Και ακόμη κι αν ξέρεις να διαβάζεις, σίγουρα δεν
μπορείς να γράψεις. Γι' αυτό θα προσπαθήσουμε να επι-
κοινωνήσουμε με εικόνες».
Ο Αϊνστάιν την παρακολουθούσε με προσοχή. Φαινό-
ταν να καταλαβαίνει τι του λέει και να τον έχει συναρπά-
σει η προοπτική αυτού του πειράματος.
«Θα κοιτάξουμε, λοιπόν, αυτές τις εικόνες, ψάχνοντας
να βρούμε πράγματα που σε ενδιαφέρουν, πράγματα που
θα μας βοηθήσουν να καταλάβουμε από πού ήρθες και για-
τί είσαι τόσο έξυπνος. Κάθε φορά που θα βλέπεις κάτι το
οποίο θα μπορούσε να μας βοηθήσει, θα μας το δείχνεις.
Γάβγισε, δείξε το με το πόδι σου ή κούνα την ουρά σου».
«Πάει, τρελαθήκαμε», είπε ο Τράβις.
«Με κατάλαβες, Αϊνστάιν;» ρώτησε η Νόρα.
Ο σκύλος γάβγισε σιγανά.
«Δεν πρόκειται να καταφέρουμε τίποτα», είπε ο Τράβις.
«Θα τα καταφέρουμε», επέμεινε η Νόρα. «Δεν μπορεί
να μιλήσει, δεν μπορεί να γράψει, αλλά μπορεί να μας
δείξει. Αν, λοιπόν, μας ξεχωρίσει δέκα εικόνες, ίσως στην
αρχή να μην καταλάβουμε τι νόημα έχουν ακριβώς γι' αυ-
τόν, με τον καιρό όμως θα τις συσχετίσουμε μεταξύ τους
και θα βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα».
Ο σκύλος γύρισε προς τον Τράβις και γάβγισε πάλι.
«Έτοιμος;» ρώτησε η Νόρα.
Ο Αϊνστάιν κούνησε την ουρά του.
«Εντάξει, λοιπόν, ας αρχίσουμε».
Όλη την Τετάρτη, την Πέμπτη και την Παρασκευή ξε-
φύλλισαν δεκάδες βιβλία και περιοδικά, δείχνοντας στον
Αϊνστάιν κάθε είδους εικόνες, ελπίζοντας ότι θα τους έ-
δειχνε κάτι το σημαντικό. Αλλά το πρόβλημα ήταν ότι τους
έδειξε πάρα πολλές εικόνες -κάπου εκατό, από τις χίλιες
περίπου που του έδειξαν συνολικά- οι οποίες ήταν τόσο
διαφορετικές μεταξύ τους, που δεν μπορούσαν να βγά-
λουν κανένα συμπέρασμα.
Η πιο έντονη -και πιο παράξενη- αντίδρασή του ήταν
όταν είδε μια διαφήμιση για ένα φιλμ τρόμου, που έδειχνε
ένα φρικτό δαίμονα. Το τέρας δεν ήταν πιο απαίσιο από
μερικά άλλα που υπήρχαν στη διαφήμιση, αλλά ο Αϊν-
στάιν αντιδρούσε συγκεκριμένα σε αυτό. Όταν την είδε
για πρώτη φορά, γάβγισε και έτρεξε πίσω από τον κανα-
πέ. Μετά γρύλισε απειλητικά, πλησίασε το περιοδικό και
το έκλεισε σπρώχνοντας τις σελίδες με το πόδι του.
«Τι το ιδιαίτερο έχει αυτή η εικόνα;» ρώτησε το σκύλο
η Νόρα.
Ο Αϊνστάιν την κοίταξε και ένα ρίγος φάνηκε να τον
διαπερνά.
Η Νόρα άνοιξε το περιοδικό στην ίδια σελίδα. Ο Αϊν-
στάιν το έκλεισε. Η Νόρα το άνοιξε πάλι. Ο Αϊνστάιν το
έκλεισε για τρίτη φορά, το πήρε στο στόμα του και βγήκε
από το δωμάτιο.
Ο Τράβις και η Νόρα τον ακολούθησαν; Ο σκύλος πή-
γε στην κουζίνα, άνοιξε το σκουπιδοτενεκέ πατώντας το
πετάλι και έριξε μέσα το περιοδικό.
«Τι σημαίνουν όλα αυτά;» ρώτησε η Νόρα τον Τράβις.
«Φαντάζομαι ότι δε θέλει να δει αυτή την ταινία με κα-
νέναν τρόπο».
«Ώστε έγινε και κριτικός του κινηματογράφου τώρα;»
Αυτό το περιστατικό συνέβη το απόγευμα της Πέ-
μπτης. Το παιχνίδι συνεχίστηκε όλη εκείνη τη μέρα και
την επόμενη, και μέχρι το βράδυ της Παρασκευής ο ε-
κνευρισμός του Τράβις και του Αϊνστάιν είχε φτάσει, στο
απροχώρητο. Ο Τράβις είχε αρχίσει να πιστεύει πως θα
ήταν προτιμότερο να δεχτούν το σκύλο όπως ήταν, χωρίς
να προσπαθήσουν να μάθουν τίποτε περισσότερο. Κατά
πάσα πιθανότητα, το μυστήριο της ασυνήθιστης εξυπνά-
δας του Αϊνστάιν δεν θα λυνόταν ποτέ.
Όμως η Νόρα ήταν υπομονετική. Αφού εξέτασαν τις
εικόνες σε όλα τα βιβλία και τα περιοδικά, ξεχώρισε εκεί-
νες που είχε δείξει ο Αϊνστάιν, τις άπλωσε στο πάτωμα
και του ζήτησε να κάνει κάποιες συνδέσεις ανάμεσά τους.
«Τα πράγματα που δείχνουν αυτές οι εικόνες έπαιξαν
σημαντικό ρόλο στο παρελθόν του», είπε η Νόρα.
«Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι γι' αυτό», είπε ο
Τράβις.
«Μπορούμε, αφού αυτά του ζητήσαμε να κάνει», είπε
εκείνη.
«Ναι, αλλά καταλαβαίνει το παιχνίδι;»
«Ναι», απάντησε η Νόρα με σιγουριά.
Ο σκύλος γάβγισε σιγανά.
Η Νόρα πήρε το πόδι του Αϊνστάιν και το ακούμπησε
πάνω στη φωτογραφία ενός βιολιού. «Εντάξει. Θυμάσαι
από κάπου ένα βιολί που έπαιξε κάποιο σημαντικό ρόλο
στη ζωή σου».
«Ίσως να ήταν βιρτουόζος», είπε ο Τράβις.
«Σιωπή», τον μάλωσε η Νόρα. «Και τώρα θέλω να μου
πεις: αυτό το βιολί συνδέεται με καμιά από τις άλλες ει-
κόνες;»
Ο Αϊνστάιν την κοίταξε για μια στιγμή και μετά άρχισε
να περπατά ανάμεσα στα περιοδικά και τα βιβλία, κοιτά-
ζοντας τις εικόνες που ήταν απλωμένες γύρω του. Είδε
μια διαφήμιση για κάποιο κασετόφωνο και ακούμπησε
πάνω της το πόδι του.
«Εντάξει, υπάρχει μια φανερή σύνδεση», είπε ο Τρά-
βις. «Το βιολί παράγει μουσική και το κασετόφωνο ανα-
παράγει μουσική. Τούτος είναι ένας εντυπωσιακός συ-
νειρμός για ένα σκύλο, αλλά έχει αυτό καμιά σχέση με το
παρελθόν του;»
«Είμαι σίγουρη ότι έχει», είπε η Νόρα. Στράφηκε πάλι
στον Aïvcrrâtv. «Μήπως κάποιος σου έπαιζε βιολί παλιά;»
Ο σκύλος την κοίταζε ακίνητος.
«Μήπως το προηγούμενο αφεντικό σου είχε ένα τέτοιο
κασετόφωνο;»
Ο σκύλος συνέχισε να την κοιτάζει.
«Μήπως γνώριζες κάποιο βιολιστή που έγραφε τη μου-
σική του σε ένα κασετόφωνο;»
Ο Αϊνστάιν γρύλισε σιγανά.
«Εντάξει», είπε η Νόρα. «Μήπως υπάρχει κάποια άλ-
λη εικόνα που να μπορείς να τη συνδέσεις με το βιολί και
το κασετόφωνο;»
Ο Αϊνστάιν κοίταξε τη διαφήμιση για μια στιγμή, σαν
να σκεφτόταν, μετά πήγε σε ένα άλλο περιοδικό και τους
έδειξε την εικόνα ενός γιατρού με λευκή μπλούζα. Στεκό-
ταν δίπλα στο κρεβάτι μιας μητέρας που κρατούσε στα χέ-
ρια το μωρό της.
«Αυτή η εικόνα σού θυμίζει την οικογένεια που είχες
παλιά;»
Ο σκύλος την κοίταξε σιωπηλός.
«Ξέρεις», είπε ο Τράβις, «ίσως να πρόκειται για μια
περίπτωση μετενσάρκωσης. Ίσως ο Αϊνστάιν, στην προη-
γούμενη ζωή του, να ήταν γιατρός, μαμά ή μωρό».
Η Νόρα δεν καταδέχτηκε να του απαντήσει.
«Μάλλον ήταν μωρό και έπαιζε βιολί», συνέχισε ο
Τράβις.
Ο Αϊνστάιν γρύλισε εκνευρισμένος.
Η Νόρα τον πλησίασε περπατώντας στα τέσσερα και
στάθηκε μπροστά του. «Απ' ό,τι βλέπω, δεν κάνουμε τίπο-
τα έτσι. Δε φτάνει να συνδέουμε τη μια εικόνα με την άλ-
λη. Πρέπει να μπορούμε να σου κάνουμε ερωτήσεις γι'
αυτές τις εικόνες κι εσύ να μας απαντάς».
«Δώσ' του μολύβι και χαρτί», είπε ο Τράβις.
«Τράβις, το πράγμα είναι σοβαρό», τον μάλωσε.
«Το ξέρω ότι είναι σοβαρό», είπε αυτός. «Αλλά είναι
ταυτόχρονα και γελοίο».
Η Νόρα κρέμασε κάτω το κεφάλι, έτσι όπως καθόταν
στα τέσσερα, κι έμεινε για λίγο σκεφτική. Ξαφνικά κοίτα-
ξε το σκύλο και είπε: «Πόσο έξυπνος είσαι στ' αλήθεια,
Αϊνστάιν; Θέλεις να μας αποδείξεις ότι είσαι ιδιοφυΐα;
Θέλεις να κερδίσεις τον αιώνιο θαυμασμό και σεβασμό
μας; Τότε, θα πρέπει να κάνεις κάτι: να μάθεις να απα-
ντάς στις ερωτήσεις μου με ένα απλό ναι ή όχι».
Ο σκύλος την παρακολουθούσε με προσοχή.
«Αν η απάντηση στην ερώτηση μου είναι ναι... κούνα
την ουρά σου», είπε η Νόρα. «Αλλά μόνο αν η απάντηση
είναι ναι. Όσο διαρκεί αυτό το τεστ, δεν πρέπει να κου-
νάς την ουρά σου από συνήθεια, ή για οποιονδήποτε άλλο
λόγο. Θα την κουνάς μόνο όταν θέλεις να πεις ναι. Και ό-
ταν θέλεις να πεις όχι, θα γαβγίζεις μία φορά. Μόνο μία».
«Δύο γαβγίσματα σημαίνουν "θα προτιμούσα να κυνη-
γάω γάτες" και τρία γαβγίσματα "φέρτε μου κανένα μπι-
φτέκι"», είπε ο Τράβις.
«Έλα τώρα, μην τον μπερδεύεις», είπε η Νόρα.
«Και γιατί όχι; Αφού με μπερδεύει κι αυτός».
Ο σκύλος ούτε που γύρισε να τον κοιτάξει.
«Εντάξει», είπε η Νόρα. «Ας το δοκιμάσουμε. Αϊν-
στάιν, κατάλαβες ό,τι σου είπα προηγουμένως;»
Ο σκύλος κούνησε την ουρά του πέντ' έξι φορές και
μετά σταμάτησε.
«Σύμπτωση», είπε ο Τράβις. «Δε σημαίνει τίποτα».
Η Νόρα δίστασε για μια στιγμή, ενώ σκεφτόταν την ε-
πόμενη ερώτηση. «Ξέρεις πώς με λένε εμένα;» ρώτησε
τελικά.
Η ουρά κουνήθηκε, σταμάτησε.
«Με λένε„. Έλεν;»
Ο σκύλος γάβγισε. Όχι.
«Με λένε... Μαίρη;»
Έ ν α γάβγισμα. Όχι.
«Με λένε... Νόνα;»
Ο σκύλος ξεφύσηξε από τα ρουθούνια του, σαν να τη
μάλωνε για το κόλπό που του έπαιζε. Γάβγισε μία φορά.
«Με λένε... Νόρα;»
Ο Αϊνστάιν άρχισε να κουνά δυνατά την ουρά του.
Η Νόρα γέλασε ενθουσιασμένη και αγκάλιασε το σκύλο.
«Δεν είμαστε καλά», είπε ο Τράβις και πλησίασε κι αυ-
τός κοντά τους.
Η Νόρα έδειξε τη φωτογραφία ενός γιατρού, με τη γυ-
ναίκα και το μωρό.
«Μας έδειξες αυτή τη φωτογραφία επειδή σου θυμίζει
την οικογένεια που είχες παλιά;»
Ένα γάβγισμα. Όχι.
«Έχεις ζήσει ποτέ με κάποια οικογένεια;»
Ένα γάβγισμα.
«Αλλά δεν είσαι άγριο σκυλί», είπε η Νόρα. «Πρέπει
να ζούσες κάπου πριν σε βρει ο Τράβις».
Ο Τράβις μελέτησε για λίγο την εικόνα και ξαφνικά
αισθάνθηκε ότι ήξερε ποιες ερωτήσεις έπρεπε να κάνει
για να συνεννοηθούν.
«Μας έδειξες τη φωτογραφία εξαιτίας του μωρού;»
Ένα γάβγισμα. Όχι.
«Εξαιτίας της γυναίκας;»
'Οχι.
«Εξαιτίας του άντρα με τη λευκή μπλούζα;»
Ο Αϊνστάιν άρχισε να κουνά με δύναμη την ουρά του.
Ναι, ναι, ναι.
«Ώστε ζούσε με κάποιο γιατρό», είπε η Νόρα. «Ίσως
έναν κτηνίατρο».
«Ή, ίσως, με έναν επιστήμονα», είπε ο Τράβις, ακο-
λουθώντας τη διαίσθησή του.
Ο Αϊνστάιν κούνησε την ουρά ακούγοντας τη λέξη «ε-
πιστήμονας».
«Έναν ερευνητή», είπε ο Τράβις.
Ναι.
«Σε ένα εργαστήριο», είπε ο Τράβις.
Ναι, ναι, ναι.
«Είσαι πειραματόζωο;» ρώτησε η Νόρα.
Ναι.
«Και γι' αυτό είσαι τόσο έξυπνος».
Ναι.
«Επειδή σου έκαναν κάτι στο εργαστήριο».
Ναι.
Η καρδιά του Τράβις άρχισε να βροντά. Μα το Θεό,
τα είχαν καταφέρει! Επικοινωνούσαν! Και όχι με ένα γε-
νικό τρόπο, όπως είχε γίνει όταν ο Αϊνστάιν έφτιαξε το ε-
ρωτηματικό με τα μπισκότα, αλλά συγκεκριμένα. Δυο άν-
θρωποι κι ένα σκύλος μιλούσαν μεταξύ τους -σχεδόν μι-
λούσαν- κι αυτό άλλαζε τα πάντα ολοκληρωτικά. Τίποτα
δεν μπορούσε να είναι πια το ίδιο σε έναν κόσμο στον ο-
ποίο οι άνθρωποι και τα ζώα διέθεταν ίση -αν και διαφο-
ρετική- νοημοσύνη. Βέβαια, δεν είχαν όλα τα ζώα αυτή τη
δυνατότητα. Μόνο ένα σκυλί, ένα πειραματόζωο. Αλλά κι
αυτό ήταν αρκετό. Ο Τράβις κοίταξε το σκύλο κι ένιωσε
να τον διαπερνά ένα ρίγος -όχι από φόβο αλλά από δέος.
Η Νόρα μίλησε στον Αϊνστάιν και στη φωνή της υπήρ-
χε το ίδιο δέος που είχε αισθανθεί και ο Τράβις: «Και δε
σ' άφηναν να φύγεις από αυτό το εργαστήριο, έτσι δεν
είναι;»
Έ ν α γάβγισμα. Όχι.
«Δραπέτευσες;»
Ναι.
«Εκείνη τη μέρα που σε βρήκα στο δάσος;» ρώτησε ο
Τράβις.
Ο Αϊνστάιν τον κοίταξε χωρίς να γαβγίσει, ούτε να
κουνήσει την ουρά του.
«Μερικές μέρες πριν;»
Ο σκύλος γρύλισε.
«Μάλλον πρέπει να έχει αίσθηση του χρόνου», είπε η
Νόρα, «γιατί όλα τα ζώα ακολουθούν κάποιους φυσικούς,
βιολογικούς ρυθμούς. Μπορεί όμως να μην έχει ημερολο-
γιακή αίσθηση του χρόνου. Δεν ξέρει πώς χωρίζουμε το
χρόνο σε μέρες, βδομάδες και μήνες, κι έτσι δεν μπορεί
να απαντήσει στην ερώτησή σου».
«Τότε, θα πρέπει να του μάθουμε το ημερολόγιο», είπε
ο Τράβις.
Ο Αϊνστάιν άρχισε να κουνά με δύναμη την ουρά του.
«Δραπέτευσε, λοιπόν...» είπε σκεφτική η Νόρα.
Ο Τράβις κατάλαβε τι σκεφτόταν. «Αυτοί οι άνθρωποι
θα ψάχνουν να σε βρουν, έτσι δεν είναι;» είπε στον Αϊν-
στάιν.
Ο σκύλος γρύλισε ανήσυχος και κούνησε την ουρά
του. Ναι.

4
Μια ώρα μετά τη δύση, ο Λέμιουελ Τζόνσον και ο Κλιφ
Σόουμς, μαζί με άλλους οχτώ πράκτορες της YEA που α-
κολουθούσαν σε άλλα δύο αυτοκίνητα, έφτασαν στον οικι-
σμό του Μπορντό Ριτζ. Ο κεντρικός δρόμος του οικισμού
ήταν γεμάτος αυτοκίνητα, τα περισσότερα περιπολικά της
αστυνομίας.
Ο Λεμ είδε με ανησυχία ότι είχαν φτάσει ήδη οι δημο-
σιογράφοι, αλλά οι αστυνομικοί δεν τους είχαν αφήσει να
πλησιάσουν στον τόπο του εγκλήματος. Μέχρι τώρα είχαν
καταφέρει να κρατήσουν μυστική τη σχέση που υπήρχε α-
νάμεσα στο θάνατο του Ντάλμπεργκ στο φαράγγι του Χό-
λι Τζιμ και στους φόνους των επιστημόνων του Μπανο-
ντάιν. Ήλπιζε να τα καταφέρουν κι αυτή τη φορά.
Τα αυτοκίνητα της YEA πέρασαν τη γραμμή των αστυ-
νομικών και ο Λεμ πάρκαρε μπροστά στο σπίτι όπου είχε
γίνει ο φόνος. Άφησε τον Κλιφ Σόουμς να ενημερώσει
τους άλλους πράκτορες και προχώρησε προς το σπίτι. Πα-
ντού υπήρχαν φορητοί προβολείς στημένοι πάνω σε τρί-
ποδα, που φώτιζαν το σπίτι και το χώρο γύρω τον με ά-
πλετο φως. Ο Λεμ μπήκε στο σπίτι και το βρήκε γεμάτο α-
στυνομικούς και επιστήμονες από τα εργαστήρια του ια-
τροδικαστή. Βλέποντας ότι δεν μπορούσε να περάσει από
εκεί, έκανε το γύρο του σπιτιού και μπήκε από πίσω.
Βρήκε τον Γουόλτ Γκέινς να στέκεται στην κουζίνα.
Φαίνεται ότι τον είχαν καλέσει επειγόντως από το σπίτι
του, γιατί δεν φορούσε στολή. Η θλίψη του ήταν φανερή.
«Λυπάμαι πολύ, Γουόλτ», είπε. «Λυπάμαι πολύ».
«Τον έλεγαν Τιλ Πόρτερ», απάντησε ο σερίφης. «Με
τον πατέρα του, τον Ρεντ Πόρτερ, είμαστε φίλοι εδώ και
είκοσι πέντε χρόνια. Ο Ρεντ πήρε σύνταξη από την αστυ-
νομία πέρσι. Πώς θα του το πω; Θεέ μου! Είμαστε φίλοι,
πρέπει να του το πω εγώ. Και κόντεψα να χάσω όνο ά-
ντρες. Ο άλλος είναι ακόμα σοκαρισμένος».
«Πώς σκοτώθηκε ο Τιλ;»
«Ξεκοιλιασμένος και αποκεφαλισμένος, σαν τον Ντάλ-
μπεργκ».
Το Τέρας, σκέφτηκε ο Λεμ. Δεν υπάρχει αμφιβολία
τώρα.
«Και δε βρήκα... το κεφάλι του», είπε ο Γουόλτ με φω-
νή βαριά από το θυμό. «Πώς θα πω στον πατέρα του ότι το
κεφάλι του Τιλ λείπει;»
Ο Λεμ δεν ήξερε τι να του απαντήσει.
Ο Γουόλτ τον κοίταξε άγρια. «Τώρα, δεν μπορείς να
με διώξεις από την υπόθεση. Τώρα, έχασα έναν από τους
άντρες μου».
«Γουόλτ, η υπηρεσία μου δουλεύει την υπόθεση συγκα-
λυμμένα, ενώ το δικό σου γραφείο το παρακολουθεί συνέ-
χεια ο Τύπος. Αν άφηνα την υπόθεση στα χέρια σου, θα έ-
πρεπε να πούμε στους ανθρώπους σου τι ψάχνουμε να
βρούμε. Αυτό σημαίνει ότι θα αποκαλύπταμε εθνικά μυ-
στικά σε ένα σωρό αστυνομικούς που...»
«Οι δικοί σου άντρες ξέρουν τι έχει συμβεί», τον έκο-
ψε ο Γουόλτ.
«Ναι, αλλά οι δικοί μου έχουν υπογράψει ειδικούς όρ-
κους, έχουν περάσει από εξαντλητικούς ελέγχους και εί-
ναι εκπαιδευμένοι να κρατάνε κλειστό το στόμα τους».
«Και οι δικοί μου μπορούν να κρατήσουν κλειστό το
στόμα τους».
«Είμαι σίγουρος γι' αυτό», είπε ο Λεμ. «Είμαι σίγου-
ρος ότι δε μιλούν ποτέ έξω από την υπηρεσία για τις συνη-
θισμένες υποθέσεις. Αλλά αυτή η υπόθεση δεν είναι συνη-
θισμένη. Όχι, πρέπει να παραμείνει στα χέρια μας».
«Και οι δικοί μου άντρες μπορούν να υπογράψουν
τους ειδικούς όρκους», είπε ο Γουόλτ.
«Μα θα έπρεπε να ελέγξουμε το παρελθόν τους -και
όχι μόνο των αστυνομικών αλλά και των υπαλλήλων που
θα χειρίζονται τα αρχεία. Και κάτι τέτοιο θα μας έπαιρνε
βδομάδες, μήνες».
Κοιτάζοντας την ανοιχτή πόρτα στην τραπεζαρία, ο
Γουόλτ είδε τον Κλιφ Σόουμς και έναν άλλο πράκτορα της
YEA να μιλούν με δυο βοηθούς του στο διπλανό δωμάτιο.
«Αρχισες να παίρνεις κιόλας κι αυτή την υπόθεση στα χέ-
ρια σου, ε; Χωρίς να μου πεις τίποτα».
«Ναι. Είπαμε στους ανθρώπους σου να μη μιλήσουν σε
κανέναν γι' αυτά που είδαν εδώ απόψε -ούτε καν στις γυ-
ναίκες τους. Τους ενημερώνουμε για τους σχετικούς νό-
μους, για να ξέρουν τα πρόστιμα και τις ποινές φυλάκισης
που προβλέπουν».
«Πάλι με απειλείς με φυλάκιση;» ρώτησε θυμωμένος ο
Γουόλτ.
«Δε θέλω να βάλω κανέναν φυλακή -και πολΰ περισ-
σότερο εσένα. Γι' αυτό ακριβώς ενημερώνουμε τους ά-
ντρες σου για τις συνέπειες...»
«Έλα μαζί μου», είπε κοφτά ο Γουόλτ.
Ο Λεμ τον ακολούθησε έξω, όπου ο σερίφης μπήκε σε
ένα περιπολικό που ήταν παρκαρισμένο έξω από το σπίτι.
Ο Λεμ κάθισε δίπλα του. «Ανέβασε το παράθυρο για να
μη μας ακοΰσει κανείς», είπε ο Γουόλτ.
Ο Λεμ πήγε να διαμαρτυρηθεί ότι θα έσκαζαν με αυτή
τη ζέστη, αλλά, βλέποντας το θυμό του σερίφη, έκλεισε το
παράθυρο του χωρίς να πει τίποτα.
«Εντάξει», είπε ο Γουόλτ. «Τώρα είμαστε μόνοι. Δεν
είμαστε πια ο διευθυντής της YEA και ο σερίφης. Είμαστε
δυο παλιοί φίλοι. Πες τα μου όλα».
«Γουόλτ, να πάρει η οργή, δεν μπορώ να το κάνω αυτό».
«Πες μου τι συμβαίνει και δε θα ανακατευτώ στην υ-
πόθεση».
«Είσαι υποχρεωμένος από το νόμο να μην ανακατευτείς».
«Έτσι λες; Μπορώ να πάω κατευθείαν σ' εκείνα τα
τσακάλια», είπε ο σερίφης, δείχνοντας τους δημοσιογρά-
φους. «Μπορώ να τους πω ότι τα Εργαστήρια Μπανο-
ντάιν έκαναν κάποιες μυστικές έρευνες, ότι έγινε κάποιο
λάθος και ότι κάποιο παράξενο πλάσμα δραπέτευσε από
τα εργαστήρια κι έχει αρχίσει να σκοτώνει κόσμο».
«Αν το κάνεις αυτό», είπε ο Λεμ, «θα καταλήξεις στη
φυλακή. Θα χάσεις τη δουλειά σου και θα καταστρέψεις
την καριέρα σου».
«Δε νομίζω. Αν καταλήξουμε στα δικαστήρια, μπορώ
να ισχυριστώ ότι έπρεπε ή να παραβιάσω τους νόμους πε-
ρί εθνικής ασφάλειας ή να προδώσω την εμπιστοσύνη
των ανθρώπων που με εξέλεξαν σερίφη. Θα πω ότι σε
μια τέτοια κρίσιμη κατάσταση ήμουν υποχρεωμένος να
τοποθετήσω την ασφάλεια του κόσμου πάνω από τα συμ-
φέροντα των γραφειοκρατών της Ουάσιγκτον. Είμαι σί-
γουρος ότι οι ένορκοι θα με αθώωναν και ότι στις επόμε-
νες εκλογές θα έβγαινα με περισσότερες ψήφους από την
προηγουμένη φορά».
«Να πάρει η οργή», είπε ο Λεμ. Ήξερε ότι ο Γουόλτ
είχε δίκιο.
«Αν μου πεις τι συμβαίνει, αν με πείσεις ότι οι άνθρω-
ποι σου μπορούν να χειριστούν την κατάσταση καλύτερα
από τους δικούς μου, δε θα ξαναμπερδευτώ στα πόδια
σου. Αν δε μου πεις, θα βγω έξω και θα τα πω όλα στους
δημοσιογράφους».
«Μα μου ζητάς να παραβιάσω τον όρκο μου, να βάλω
το κεφάλι μου στη θηλιά».
«Κανείς δε θα το μάθει».
«Σοβαρά; Μα, τότε, για όνομα του Θεού, γιατί με βά-
ζεις σε τόσο δύσκολη θέση μόνο και μόνο για να ικανο-
ποιήσεις την περιέργειά σου;»
Ο Γουόλτ τον κοίταξε σαν να τον είχε χαστουκίσει.
«Δεν το κάνω για να ικανοποιήσω την περιέργειά μου, π'
ανάθεμά σε».
«Τότε, γιατί;»
«Γιατίσκοτώθηκε ένας άνθρωπος μον\»
Ο Λεμ έγειρε πίσω στο κάθισμα, έκλεισε τα μάτια του
και αναστέναξε. Ο Γουόλτ δεν θα υποχωρούσε αν δεν μά-
θαινε γιατί έπρεπε να παραιτηθεί από την εκδίκηση για το
φόνο του βοηθού του. Η αίσθηση του καθήκοντος και ο
αυτοσεβασμός του δεν του άφηναν άλλο περιθώριο και,
από αυτή την άποψη, η απαίτησή του δεν ήταν παράλογη.
«Λοιπόν, τι λες; Να βγω και να πάω στους δημοσιο-
γράφους;» ρώτησε ο Γουόλτ.
Ο Λεμ άνοιξε τα μάτια του και σκούπισε τον ιδρώτα α-
πό το πρόσωπο του. Μέσα στο αυτοκίνητο έκανε αποπνι-
κτική ζέστη, δεν τολμούσε όμως ν' ανοίξει το παράθυρο.
«Είχες δίκιο για τα Εργαστήρια Μπανοντάιν», άρχισε. «Ε-
δώ και μερικά χρόνια κάνουν έρευνες για το Πεντάγωνο».
«Βιολογικός πόλεμος;» ρώτησε ο Γουόλτ. «Κατασκευ-
άζουν καινούριους ιούς;»
«Ίσως να το κάνουν κι αυτό», είπε ο Λεμ. «Αλλά ο
βιολογικός πόλεμος δεν έχει καμιά σχέση με αυτή την υ-
πόθεση. Τελευταία δούλευαν πάνω σε μια σειρά από δια-
φορετικά ερευνητικά προγράμματα, που τα ονόμαζαν
Σχέδιο Φράνσις. Από τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης».
«Έδωσαν το όνομα ενός αγίου σε ένα ερευνητικό πρό-
γραμμα που θα χρησιμοποιούσαν για πολεμικούς σκο-
πούς;» ρώτησε έκπληκτος ο Γουόλτ.
«Σ' αυτή την περίπτωση ταιριάζει», τον βεβαίωσε ο
Λεμ. «Ο Άγιος Φραγκίσκος μπορούσε να μιλά με τα που-
λιά και τα ζώα. Και στο Μπανοντάιν, ο δόκτωρ Ντέιβις
Γουέδερμπι είχε αρχίσει έρευνες με σκοπό να πετύχει την
επικοινωνία ανθρώπων και ζώων».
«Να μάθει τη γλώσσα των δελφινιών ή κάτι τέτοιο;»
«Όχι. Η βασική ιδέα ήταν να εφαρμόσουν τις πιο πρό-
σφατες ανακαλύψεις στον τομέα της γενετικής μηχανής
για να δημιουργήσουν ζώα με πολύ ανώτερη νοημοσύνη,
ζώα που να μπορούν να σκέφτονται σχεδόν όπως και ο άν-
θρωπος και με τα οποία να μπορούμε να επικοινωνούμε».
Ο Γουόλτ τον κοίταζε με δυσπιστία.
«Υπήρχαν αρκετές επιστημονικές ομάδες», συνέχισε ο
Λεμ, «που δούλευαν σε εντελώς διαφορετικά πειράματα
μέσα στα πλαίσια του Σχεδίου Φράνσις. Αυτές οι έρευνες
χρηματοδοτούνταν από το Πεντάγωνο εδώ και πέντε χρό-
νια τουλάχιστον. Πρώτα πρώτα, υπήρχαν τα σκυλιά του
Γουέδερμπι...»
Ο δόκτωρ Γουέδερμπι έκανε πειράματα χρησιμοποιώ-
ντας σπερματοζωάρια και ωάρια καθαρόαιμων σκυλιών
της ράτσας ριτρίβερ. Ο σκοπός του ήταν να αυξήσει τη
νοημοσύνη των σκύλων χωρίς να προκαλέσει αλλαγές
στην εξωτερική τους εμφάνιση. Είχε γονιμοποιήσει εκατο-
ντάδες ωάρια στο εργαστήριο, αφού πρώτα είχε κάνει ε-
πεμβάσεις στο γενετικά τους κώδικα, και μετά είχε μετα-
φέρει τα ωάρια στη μήτρα θηλυκών σκύλων που γεννού-
σαν αυτά τα σκυλιά «του σωλήνα».
«Υπήρχαν βέβαια πολλές αποτυχίες», είπε ο Λεμ. «Α-
παίσιες γενετικές μεταλλάξεις που έπρεπε να καταστρα-
φούν. Κουτάβια που φαίνονταν φυσιολογικά, αλλά ήταν
λιγότερο έξυπνα από το συνηθισμένο. Ήταν μια σειρά
πειραμάτων γενετικής μηχανικής με διασταυρώσεις ανά-
μεσα σε διαφορετικά είδη. Έτσι, όπως καταλαβαίνεις, με-
ρικά από τα αποτελέσματα ήταν φρικτά».
Ο Γουόλτ συνοφρυώθηκε. «Διασταυρώσεις ανάμεσα
σε διαφορετικά είδη;» ρώτησε. «Τι εννοείς μ' αυτό;»
«Να, απομόνωνε τους γενετικούς παράγοντες που επη-
ρεάζουν τη νοημοσύνη σε είδη που είναι πιο έξυπνα από
το σκύλο...»
«Σε πιθήκους, ας πούμε; Οι πίθηκοι πρέπει να είναι
πιο έξυπνοι από τα σκυλιά, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, σε πιθήκους... και σε ανθρώπους».
«Χριστέ μου!» είπε ο Γουόλτ.
«Ο Γουέδερμπι εισήγαγε το ξένο γενετικό υλικό στον
γενετικό κώδικα του σκύλου, αφαιρώντας ταυτόχρονα τα
γονίδια του σκύλου που περιόριζαν την ευφυΐα του στο
συνηθισμένο επίπεδο των σκυλιών».
«Μα αυτό είναι αδύνατο!» διαμαρτυρήθηκε ο Γουόλτ.
«Αυτό το γενετικό υλικό, όπως το λες, δεν μπορεί να μετα-
βιβαστεί από το ένα είδος στο άλλο».
«Κάνεις λάθος. Μπορεί να μεταβιβαστεί, και μάλιστα
αυτό συμβαίνει πολύ συχνά στη φύση. Συνήθως ο φορέας
που κάνει τη μεταβίβαση είναι κάποιος ιός. Ας πούμε ότι
υπάρχει ένας ιός που ζει σε μια ράτσα πιθήκων, τους ρή-
σους. Ενώ ζει μέσα στον πίθηκο, αποκτά κάποιο γενετικό
υλικό από τα κύτταρα του πιθήκου. Αυτά τα επίκτητα γο-
νίδια του πιθήκου γίνονται μέρος του ιοΰ. Αργότερα, αν
προσβάλει τον οργανισμό ενός ανθρώπου, ο ιός έχει την ι-
κανότητα να αφήσει το γενετικό υλικό του πιθήκου στον
άνθρωπο. Πάρε, για παράδειγμα, τον ιό του AIDS. Πι-
στεύεται ότι ορισμένοι πίθηκοι, καθώς και άνθρωποι, ή-
ταν φορείς του ιού αυτού εδώ και δεκαετίες, χωρίς όμως
να προσβάλλονται απ' αυτόν. Μετά όμως, για κάποιο λό-
γο, κάτι συνέβη στους πιθήκους, κάποια γενετική μετάλ-
λαξη που τους έκανε όχι μόνο φορείς αλλά και θύματα
του ιού. Οι πίθηκοι άρχισαν να πεθαίνουν απ' αυτή την α-
σθένεια. Μετά, όταν ο ιός αυτός πέρασε στους ανθρώ-
πους, έφερε μαζί του και αυτό το νέο γενετικό υλικό που
προκαλεί το AIDS. Στο εργαστήριο η μεταβίβαση αυτή
μπορεί να γίνει έτσι ακόμα πιο αποτελεσματικά».
«Ο Γουέδερμπι, λοιπόν, κατάφερε να δημιουργήσει έ-
να σκύλο με ανθρώπινη νοημοσύνη;»
«Ναι. Η διαδικασία ήταν πολύ αργή και σταδιακή. Αλ-
λά πριν από ένα χρόνο περίπου γεννήθηκε το κουτάβι-
θαύμα».
«Και σκέφτεται σαν άνθρωπος;»
«Όχι σαν άνθρωπος, αλλά εξίσου καλά με τον άνθρωπο».
«Αλλά έχει την εμφάνιση συνηθισμένου σκύλου;»
«Αυτό ήθελε το Πεντάγωνο, πράγμα που έκανε πιο δύ-
σκολη τη δουλειά του Γουέδερμπι. Θα τα είχε καταφέρει
πιο γρήγορα, ίσως, αν έφτιαχνε μια ράτσα σκύλων με με-
γαλύτερο εγκέφαλο. Μόνο που τα ζώα αυτά δε θα έμοια-
ζαν με κανονικούς σκύλους».
«Το Πεντάγωνο ήθελε ένα σκύλο που να έχει εμφάνι-
ση συνηθισμένου σκυλιού, αλλά να μπορεί να σκέφτεται,
όπως ένας άνθρωπος; Γιατί;»
«Σκέψου τις δυνατότητες που θα είχε ένας τέτοιος
σκύλος να κατασκοπεύει τον εχθρό», είπε ο Λεμ. «Θα
μπορούσε να εισχωρήσει στις γραμμές του εχθρού και να
επιστρέψει φέρνοντας πληροφορίες γύρω από τις εγκατα-
στάσεις και την ισχύ των στρατευμάτων του».
«Μα πώς θα μπορούσε να φέρει τις πληροφορίες; Μη
μου πεις ότι ο σκύλος θα μπορούσε να μιλήσει; Έλα τώρα,
Λεμ!»
Ο Λεμ καταλάβαινε τη δυσπιστία του φίλου του. «Ί-
σως να είναι δυνατόν να δημιουργηθεί μια ράτσα σκύλων
που να μιλούν. Μπορεί ακόμη κάτι τέτοιο να είναι εύκολο
-δεν ξέρω. Αλλά για να του δώσουν τα κατάλληλα όργανα
που θα του χρειάζονταν για να μιλήσει -φωνητικές χορ-
δές, γλώσσα και χείλη σαν τα ανθρώπινα- θα έπρεπε να
αλλάξουν δραστικά την εμφάνισή του, πράγμα που δεν το
ήθελε το Πεντάγωνο. Έτσι αυτά τα συγκεκριμένα σκυλιά
δε θα μιλούσαν, θα μπορούσαν όμως να επικοινωνήσουν
μαζί μας με κάποια ειδική συμβολική γλώσσα».
«Δεν πιστεύω λέξη», είπε αγανακτισμένος ο Γουόλτ.
«Δεν είναι δυνατόν να γίνονται τέτοια πράγματα».
«Γουόλτ, σκέψου τις δυνατότητες», είπε υπομονετικά ο
Λεμ. «Φαντάσου, ας πούμε, ότι ο Πρόεδρος των ΗΠΑ δώ-
ριζε στο Σοβιετικό πρωθυπουργό ένα σκύλο, σαν δώρο α-
πό μέρους του αμερικανικού λαού. Ο σκύλος θα ζούσε
στο σπίτι και το γραφείο του πρωθυπουργού, θα άκουγε
τις πιο απόρρητες συζητήσεις των Σοβιετικών αξιωματού-
χων. Και ύστερα από κάποιο διάστημα, μερικές βδομάδες
ή μήνες, θα μπορούσε να φεύγει απαρατήρητος τη νύχτα
και να συναντιέται με έναν Αμερικανό πράκτορα στη Μό-
σχα, στον οποίο θα έδινε όλες τις πληροφορίες που είχε
συγκεντρώσει».
«Αυτά είναι παλαβομάρες!» είπε ο Γουόλτ βάζοντας
τα γέλια. Αλλά η δυσπιστία του είχε αρχίσει κιόλας να υ-
ποχωρεί.
«Και όμως, όπως σου είπα, ένα τέτοιο σκυλί έχει ήδη
δημιουργηθεί. Και αφοΰ πέρασε ένα χρόνο κλεισμένο στα
Εργαστήρια Μπανοντάιν, κατάφερε να δραπετεύσει στις
δεκαεφτά του Μάη, τα χαράματα, εξουδετερώνοντας τα
συστήματα ασφαλείας των εργαστηρίων με μια σειρά από
εκπληκτικά έξυπνες ενέργειες».
«Και ο σκύλος είναι τώρα ελεύθερος;»
«Ναι».
«Και έχει αρχίσει να σκοτώνει κόσμο...»
«Όχι», είπε ο Λεμ. «Ο σκύλος είναι ακίνδυνος και α-
γαπά τους ανθρώπους. Είναι ένα υπέροχο ζώο. Είχα πάει
στα εργαστήρια και επικοινώνησα κι εγώ μαζί του. Σου
μιλάω ειλικρινά, Γουόλτ- βλέποντας τι μπορεί να κάνει
αυτό το ζώο, αισθάνεσαι μια τεράστια ελπίδα και για το
δικό μας, θλιβερό είδος».
Ο Γουόλτ τον κοίταζε χωρίς να καταλαβαίνει.
«Θέλω να πω... ότι αν μπορούμε να κάνουμε αυτά τα
εκπληκτικά επιτεύγματα, να δημιουργήσουμε κάτι τόσο
θαυμάσιο, τότε υπάρχει κάτι μέσα στον άνθρωπο που αξί-
ζει, ό,τι κι αν λένε οι απαισιόδοξοι. Αν μπορούμε να το
κάνουμε αυτό, τότε έχουμε τη δύναμη και, ίσως, τη σοφία
του Θεού. Ίσως μπορούμε να φτιάχνουμε όχι μόνο όπλα
αλλά και ζωή. Αν μπορούμε να εξυψώσουμε τα μέλη ενός
άλλου είδους στο δικό μας επίπεδο, τότε οι πεποιθήσεις
μας και η φιλοσοφία μας θ' αλλάξουν τα πάντα. Αλλάζο-
ντας το σκύλο, αλλάζουμε και τον εαυτό μας».
«Λεμ, έχεις αρχίσει να μιλάς σαν ιεροκήρυκας».
«Ίσως επειδή εγώ είχα περισσότερο χρόνο να τα σκε-
φτώ όλα αυτά».
«Μπορεί αυτά που λες να είναι σωστά», είπε σκεφτι-
κός ο Γουόλτ. «Μπορεί να βρισκόμαστε στο κατώφλι ε-
νός νέου κόσμου. Αλλά προς το παρόν ζούμε στον παλιό.
Αν, λοιπόν, το βοηθό μου δεν τον σκότωσε ο σκύλος, τότε
ποιος τον σκότωσε;»
«Εκείνη τη νύχτα που δραπέτευσε ο σκύλος, ξέφυγε
και κάτι άλλο από τα Εργαστήρια Μπανοντάιν», είπε ο
Λεμ. «Το Τέρας».

5
Η Νόρα έδειξε στον Αϊνστάιν μια διαφήμιση που παρου-
σίαζε μια τίγρη και ένα αυτοκίνητο κλειδωμένο σε σιδερέ-
νιο κλουβί. «Για πες μου, λοιπόν», είπε. «Τι σου κίνησε το
ενδιαφέρον σ' αυτή τη φωτογραφία -το αυτοκίνητο;»
Ο Αϊνστάιν γάβγισε μία φορά: 'Οχι.
«Η τίγρη;» ρώτησε ο Τράβις.
Ένα γάβγισμα.
«Το κλουβί;» ρώτησε η Νόρα.
Ο Αϊνστάιν κούνησε την ουρά του: Nat.
«Μας έδειξες αυτή τη φωτογραφία επειδή σε είχαν
κλεισμένο σε κλουβί;» ρώτησε η Νόρα.
Ναι.
Ο Τράβις έψαξε τα περιοδικά και βρήκε μια άλλη ει-
κόνα που τους είχε δείξει ο Αϊνστάιν. Παρουσίαζε ένα
θλιμμένο άνθρωπο μέσα στο κελί μιας φυλακής. Την έδει-
ξε στο σκύλο. «Κι αυτή τη διάλεξες επειδή το κελί μοιάζει
με το κλουβί;»
Ναι.
«Και επειδή ο φυλακισμένος σού θύμισε πώς ένιωθες
όταν σε είχαν στο κλουβί;»
Ναι.
«Και το βιολί;» ρώτησε η Νόρα. «Μήπως κάποιος από
το εργαστήριο σου έπαιζε βιολί;»
Ναι.
«Αναρωτιέμαι γιατί να το έκαναν αυτό», είπε ο Τράβις.
Αυτό όμως ήταν ένα ερώτημα στο οποίο ο σκύλος δεν
μπορούσε να απαντήσει με ένα απλό ναι ή όχι.
«Σου άρεσε το βιολί;» ρώτησε η Νόρα.
Ναι.
«Σου αρέσει η μουσική γενικά;»
Ναι.
«Σου αρέσει η τζαζ;»
Ο σκύλος ούτε γάβγισε ούτε κούνησε την ουρά του.
«Δεν ξέρει τι είναι η τζαζ», είπε ο Τράβις. «Ίσως να
μην του είχαν παίξει τέτοια μουσική».
«Σου αρέσει το ροκ εν ρολ;» ρώτησε η Νόρα.
Ένα γάβγισμα και, ταυτόχρονα, ένα κούνημα της ουράς.
«Τι σημαίνει αυτό;» ρώτησε η Νόρα.
«Ίσως σημαίνει "και ναι και όχι"», είπε ο Τράβις.
«Του αρέσουν μερικά κομμάτια ροκ εν ρολ, αλλά όχι όλα».
Ο Αϊνστάιν κούνησε την ουρά του, επιβεβαιώνοντας
την ερμηνεία του Τράβις.
«Η κλασική μουσική;» ρώτησε η Νόρα.
Ναι.
«Ώστε έχουμε ένα σκύλο σνομπ;» είπε ο Τράβις.
Ναι, ναι, ναι.
Η Νόρα γέλασε ενθουσιασμένη, το ίδιο και ο Τράβις,
και ο Αϊνστάιν άρχισε να τους γλείφει, εκφράζοντας τη
χαρά του.
Ο Τράβις δεν θα αισθανόταν περισσότερη χαρά και
δέος αν είχε καταφέρει να επικοινωνήσει με εξωγήινους.
Ο Γουόλτ Γκέινς είχε μείνει σιωπηλός, προσπαθώντας να
χωνέψει όλα αυτά που του είπε ο Λεμ. Δεν μπορούσε να
καταλάβει αυτό τον καινούριο κόσμο της προηγμένης τε-
χνολογίας. Τα έργα του ήταν άλλοτε υπέροχα κι άλλοτε
τρομακτικά -και μερικές φορές και τα δύο ταυτόχρονα.
Όπως τώρα: η ιδέα ενός σκύλου που ήταν έξυπνος σαν
άνθρωπος του άρεσε, τον έκανε να θέλει να χαμογελάσει.
Αλλά υπήρχε και κάτι άλλο -το Τέρας-, κι αυτό τον τρό-
μαζε όσο τίποτ' άλλο.
«Ο σκύλος δεν είχε όνομα», συνέχισε ο Λεμ Τζόνσον.
«Αυτό δεν είναι ασυνήθιστο. Οι περισσότεροι επιστήμο-
νες που δουλεύουν με πειραματόζωα δεν τους δίνουν ονό-
ματα. Αν δώσεις όνομα σε ένα ζώο, αρχίζεις αναπόφευ-
κτα να του αποδίδεις μια ορισμένη προσωπικότητα, με α-
ποτέλεσμα να χάνεις την αντικειμενικότητά σου. Έτσι, ο
σκύλος είχε μόνο έναν αριθμό, μέχρι που έγινε φανερό ό-
τι ο Γουέδερμπι είχε καταφέρει το σκοπό του. Αλλά ακό-
μα και τότε δεν του έδωσαν όνομα. Τον έλεγαν απλά "ο
σκύλος", πράγμα που τον ξεχώριζε από όλα τα άλλα ζώα,
αφού αυτά τα ήξεραν μόνο με τους αριθμούς τους. Όμως,
ενώ ο Γουέδερμπι δούλευε πάνω σε σκύλους, μια άλλη ε-
πιστήμων, η δόκτωρ Γιάρμπεκ, έκανε μια εντελώς διαφο-
ρετική σειρά πειραμάτων, που κι αυτά τελικά είχαν κά-
ποια επιτυχία».
Ο στόχος της Γιάρμπεκ ήταν να δημιουργήσει ένα ζώο
με σημαντικά αυξημένη νοημοσύνη, το οποίο όμως θα
μπορούσε να συνοδεύει τους ανθρώπους στη μάχη, όπως
οι σκύλοι συνοδεύουν και βοηθούν τους αστυνομικούς στις
επικίνδυνες αποστολές. Η Γιάρμπεκ ήθελε να φτιάξει ένα
ζώο που θα ήταν έξυπνο αλλά και επικίνδυνο, που θα μπο-
ρούσε να σκορπίσει τον τρόμο στο πεδίο της μάχης. Βέ-
βαια, δεν θα ήταν εξίσου έξυπνο με έναν άνθρωπο, ούτε
με το σκύλο που έφτιαχνε ο Γουέδερμπι. Θα ήταν τρέλα
να δημιουργήσουν μια φονική μηχανή που θα είχε την ίδια
νοημοσύνη με τους ανθρώπους. Για το σκοπό αυτό, η Γιάρ-
μπεκ δούλεψε με μπαμπουίνους, που είναι ιδιαίτερα έξυ-
πνοι αλλά και μαχητικοί, με επικίνδυνα νύχια και δόντια.
«Η πρώτη της δουλειά ήταν η σωματική μεταβολή του
μπαμπουίνου. Έπρεπε να τον κάνει αρκετά μεγάλο ώστε
να μπορεί να απειλήσει έναν άντρα», είπε ο Λεμ. «Έπρε-
πε να έχει ύψος τουλάχιστον ενάμισι μέτρο και βάρος γύ-
ρω στα σαράντα πέντε κιλά».
«Τόσο λίγο;» είπε απορημένος ο Γουόλτ. «Εγώ θα μπο-
ρούσα να τσακίσω έναν άνθρωπο με αυτό το μέγεθος».
«Έναν άνθρωπο, ναι. Όχι όμως κι αυτό το πράγμα.
Είναι τρομερά μυώδες και δυνατό, και πολύ πιο γρήγορο
από τον άνθρωπο. Άλλωστε, είδες τι μπορεί να κάνει».
Ο Γουόλτ σκέφτηκε τον Ντάλμπεργκ, τον Τιλ... «Εντά-
ξει, καταλαβαίνω. Το μέγεθος του είναι αρκετό εφόσον
πρόκειται για ένα ζώο που είναι ειδικά φτιαγμένο για να
πολεμάει και να σκοτώνει».
«Έτσι η Γιάρμπεκ ανέπτυξε μια ράτσα μπαμπουίνων
με μεγαλύτερο μέγεθος. Μετά άρχισε να κάνει μεταβολές
στα σπερματοζωάρια και ωάρια αυτών των ζώων, άλλοτε
αλλοιώνοντας τα ίδια τα γονίδια των μπαμπουίνων και άλ-
λοτε εισάγοντας γονίδια από άλλα είδη».
«Όπως έκαναν και για το σκύλο».
«Ναι. Η Γιάρμπεκ ήθελε να του δώσει ένα μεγάλο σα-
γόνι, περίπου σαν του τσακαλιού, ώστε να χωράει περισ-
σότερα δόντια. Ήθελε επίσης τα δόντια να είναι μεγαλύ-
τερα, πιο μυτερά και αγκιστρωτά. Για να τα πετύχει όλα
αυτά έπρεπε να μεγαλώσει το κεφάλι του μπαμπουίνου
και να αλλάξει εντελώς τη διαμόρφωση του προσώπου
του. Έτσι κι αλλιώς, το κεφάλι έπρεπε να είναι μεγαλύτε-
ρο για να χωράει έναν πιο μεγάλο εγκέφαλο. Η Γιάρμπεκ
δεν είχε τους περιορισμούς του Γουέδερμπι. Αντίθετα, μά-
λιστα, σκέφτηκε ότι, αν το δημιούργημά της είχε φρικτή ό-
ψη, θα τρόμαζε ακόμα περισσότερο τους εχθρούς».
Ο Γουόλτ Γκέινς αισθάνθηκε ένα παγερό ρίγος να τον
διαπερνά. «Μα, για όνομα του Θεού, δε σκέφτηκε κανείς
τους πόσο ανήθικα είναι όλα αυτά; Λεμ, έχεις ηθική υπο-
χρέωση να τα ανακοινώσεις όλα αυτά. Πρέπει να τα μά-
θει ο κόσμος».
«Κάθε άλλο», είπε ο Λεμ. «Η άποψη ότι υπάρχει καλή
και κακή γνώση είναι εντελώς θρησκευτική. Οι πράξεις
μπορεί να είναι ηθικές ή ανήθικες, ναι, αλλά η γνώση εί-
ναι πάντα ηθικά ουδέτερη».
«Ναι, αλλά η εφαρμογή αυτής της γνώσης, όπως στην
περίπτωση της Γιάρμπεκ, δεν είναι καθόλου ουδέτερη».
«Γουόλτ, η εφαρμογή της γνώσης είναι μια απαραίτητη
προϋπόθεση για την απόκτηση περισσότερων γνώσεων»,
είπε ο Λεμ. «Ο επιστήμονας πρέπει να εφαρμόζει τις ανα-
καλύψεις του για να δει πού θα τον οδηγήσουν. Η ηθική
ευθύνη βαραίνει εκείνους που χρησιμοποιούν τις τεχνολο-
γικές ανακαλύψεις έξω από τα εργαστήρια για ανήθικους
σκοπούς».
«Τις πιστεύεις όλες αυτές τις μπούρδες που μου λες;»
«Ναι, τις πιστεύω», απάντησε ο Λεμ. «Αν θεωρούσαμε
τους επιστήμονες υπεύθυνους για όλες τις αρνητικές συνέ-
πειες που έχει η δουλειά τους, θα έπρεπε να σταματήσουν
να δουλεύουν -και τότε θα σταματούσε και η πρόοδος. Αν
κάναμε κάτι τέτοιο, θα ζούσαμε ακόμα στις σπηλιές».
Ο Γουόλτ έβγαλε ένα μαντίλι από την τσέπη του και
σκούπισε τον ιδρώτα που έτρεχε στο πρόσωπο του. Η
σκέψη ότι ο πολεμιστής της Γιάρμπεκ τριγύριζε ελεύθε-
ρος στην περιοχή τον είχε τρομάξει. Θα ήθελε να τα απο-
καλύψει όλα, να προειδοποιήσει τον κόσμο ότι ένα επι-
κίνδυνο πλάσμα κυκλοφορεί στη Γη. Αλλά, αν έκανε κάτι
τέτοιο, οι αντιδραστικοί θα προσπαθούσαν να βάλουν τέ-
λος σε όλες τις έρευνες της γενετικής μηχανικής. Και οι έ-
ρευνες αυτές είχαν δημιουργήσει είδη καλαμποκιού και
σιταριού που αναπτύσσονταν με λιγότερο νερό, καθώς
και έναν τεχνητό ιό που παρήγε φτηνή ινσουλίνη. Αν απο-
κάλυπτε αυτά που ήξερε, μπορεί να έσωζε μερικές ζωές
βραχυπρόθεσμα, αλλά δημιουργούσε εμπόδια στις γενετι-
κές έρευνες, γεγονός που θα κόστιζε δεκάδες χιλιάδες
ζωές μακροπρόθεσμα.
«Φτου, να πάρει η οργή!» είπε ο Γουόλτ. «Το πράγμα
δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται, έτσι δεν είναι;»
«Αυτό είναι που δίνει ενδιαφέρον στη ζωή».
«Αυτή τη στιγμή η ζωή παραέχει γίνει ενδιαφέρουσα,
μου φαίνεται. Εντάξει λοιπόν. Συμφωνώ ότι το θέμα πρέ-
πει να αποσιωπηθεί. Άλλωστε, αν ανακοινώναμε τι έγινε,
ένα σωρό βλάκες θα έπαιρναν τους λόφους για να βρουν
το Τέρας -και ή θα έπεφταν θύματά του ή θα άρχιζαν να
σκοτώνονται μεταξύ τους».
«Ακριβώς».
«Οι άντρες μου όμως θα μπορούσαν να πάρουν μέρος
στην έρευνα με πλήρη μυστικότητα».
Ο Λεμ του είπε τότε για τους εκατό πεζοναύτες που έ-
ψαχναν ακόμη τους λόφους, ντυμένοι με πολιτικά. «Έχω
κιόλας ρίξει στην υπόθεση περισσότερους άντρες απ' ό-
σους θα μπορούσες να μου δώσεις εσύ. Δεν μπορείς να
κάνεις τίποτα περισσότερο. Και τώρα, τι λες; Θα με αφή-
σεις να κάνω τη δουλειά μου χωρίς επεμβάσεις;»
«Προς το παρόν, ναι», είπε ο Γουόλτ συνοφρυωμένος.
«Αλλά θέλω να με ενημερώνεις».
«Εντάξει».
«Και έχω μια ερώτηση ακόμη. Τι έγινε με τους φόνους
του Χάντστον, του Γουέδερμπι και της Γιάρμπεκ; Ποιος ή-
ταν πίσω από όλα αυτά;»
«Δεν ξέρουμε ποιος ακριβώς τους διέπραξε, αλλά ξέ-
ρουμε ότι δούλευε για του,ς Ρώσους. Σκότωσαν και έναν
άλλο επιστήμονα των εργαστηρίων, που έκανε διακοπές
στο Ακαπούλκο».
Ο Γουόλτ μπερδεύτηκε. Το πράγμα ήταν ακόμα πιο
περίπλοκο απ' όσο νόμιζε. «Οι Ρώσοι; Τι δουλειά έχουν
οι Ρώσοι μ' αυτή την υπόθεση;»
«Νομίζαμε ότι δεν ήξεραν τίποτα για το Σχέδιο Φράν-
σις, αλλά φαίνεται πως είχαμε γελαστεί», είπε ο Λεμ.
«Πρέπει να είχαν κάποιο δικό τους άνθρωπο μέσα στα
εργαστήρια που τους πληροφορούσε για τις προόδους που
κάναμε. 'Οταν δραπέτευσαν ο σκύλος και το Τέρας, ο κα-
τάσκοπος ειδοποίησε τους Σοβιετικούς κι αυτοί, φαίνεται,
αποφάσισαν να εκμεταλλευτούν το χάος που είχε δημι-
ουργηθεί και να μας κάνουν ακόμα μεγαλύτερη ζημιά.
Σκότωσαν όλους τους επιστήμονες που είχαν ηγετικές θέ-
σεις στα εργαστήρια -τη Γιάρμπεκ, τον Γουέδερμπι και
τον Χέινς- καθώς και τον Χάντστον, που δούλευε παλιό-
τερα στο Μπανοντάιν. Αυτό το έκαναν για δύο λόγους:
πρώτον, για να σταματήσουν το Σχέδιο Φράνσις και, δεύ-
τερον, για να μας δυσκολέψουν στην προσπάθεια μας να
βρούμε το Τέρας».
«Πώς θα τη δυσκόλευαν, δηλαδή;»
«Τώρα που αυτοί οι επιστήμονες είναι νεκροί, δεν υ-
πάρχει κανείς που να ξέρει πώς σκέφτονται το Τέρας και
ο σκύλος ώστε να μπορέσουμε να τα ξαναπιάσουμε».
«Έχεις αποδείξεις ότι ήταν οι Ρώσοι;»
«Όχι ακριβώς. Εγώ έχω αναλάβει να βρω το σκυλί και
το Τέρας, ενώ υπάρχει μια άλλη ομάδα που προσπαθεί να
βρει τους Σοβιετικούς πράκτορες που διέπραξαν τους φό-
νους, τον εμπρησμό και την καταστροφή των στοιχείων.
Δυστυχώς, οι Ρώσοι μάλλον χρησιμοποίησαν επαγγελμα-
τίες έξω από το δικό τους δίκτυο, με αποτέλεσμα να μην
μπορούμε να τους βρούμε. Αυτή η πλευρά της έρευνας έ-
χει καταλήξει σε αδιέξοδο».
«Μα η φωτιά στα εργαστήρια;» ρώτησε ο Γουόλτ.
«Ήταν σίγουρα εμπρησμός. Κι αυτό δουλειά των Ρώ-
σων. Καταστράφηκαν όλα τα στοιχεία που είχαμε για το
Σχέδιο Φράνσις -τόσο τα χαρτιά όσο και τα ηλεκτρονικά
στοιχεία. Υπήρχαν βέβαια αντίτυπα των δίσκων του υπο-
λογιστή σε άλλο μέρος... αλλά τα στοιχεία από τους δί-
σκους αυτούς έχουν σβηστεί».
«Οι Ρώσοι πάλι;»
«Μάλλον».
Ο Γουόλτ κούνησε το κεφάλι. «Ποτέ δεν πίστευα ότι
θα ήμουν με το μέρος των Σοβιετικών, αλλά δεν ήταν ά-
σχημη ιδέα να δώσουν τέλος σ' αυτές τις έρευνες».
«Όσο γι' αυτό, δεν πάνε πίσω και οι Ρώσοι. Απ' ό,τι
ξέρω, κάνουν κι αυτοί παρόμοιες έρευνες στην Ουκρανία.
Δεν αμφιβάλλω ότι δικοί μας πράκτορες θα προσπαθούν
να καταστρέψουν τα δικά τους στοιχεία και να σκοτώ-
σουν τους επιστήμονες, όπως ακριβώς έκαναν κι αυτοί.
Πάντως, οι Ρώσοι θα το ήθελαν πολύ να ορμήσει το Τέ-
ρας σε κάποιο ειρηνικό προάστιο και ν' αρχίσει να σκο-
τώνει κόσμο».
«Υπάρχει τέτοια περίπτωση;»
«Μάλλον όχι. Το Τέρας είναι πολύ επιθετικό και μισεί
τρομερά τους ανθρώπους. Είναι όμως και έξυπνο και ξέ-
ρει ότι με κάθε φόνο που κάνει προδίδει τη θέση του. Γι'
αυτό δεν πρόκειται να το παρακάνει. Συνήθως θα απο-
φεύγει τους ανθρώπους και θα κινείται τη νύχτα. Μπορεί
να μπει καμιά φορά σε κατοικημένες περιοχές από πε-
ριέργεια...»
«Όπως έκανε στο σπίτι των Κίσαν;»
«Ναι. Αλλά σίγουρα δε θέλει να το πιάσουν πριν πετύ-
χει τον κύριο σκοπό του».
«Ποιος είναι ο σκοπός του;»
«Να βρει και να σκοτώσει το σκύλο».
Ο Γουόλτ ξαφνιάστηκε. «Γιατί να θέλει να σκοτώσει
το σκύλο;»
«Δεν ξέρουμε», είπε ο Λεμ. «Αλλά είναι σίγουρο ότι
το Τέρας αισθανόταν ένα άγριο μίσος για το σκυλί, χειρό-
τερο ακόμη και από το μίσος που αισθανόταν για τους αν-
θρώπους. Η Γιάρμπεκ είχε φτιάξει μια συμβολική γλώσσα
με την οποία επικοινωνούσαν και το Τέρας είχε εκφράσει
αρκετές φορές την επιθυμία να σκοτώσει το σκύλο. Αλλά
ποτέ δεν εξηγούσε γιατί».
«Δηλαδή, τώρα νομίζεις ότι ακολουθεί το σκυλί;»
«Ναι. Όπως φαίνεται, ο σκύλος δραπέτευσε πρώτος α-
πό το εργαστήριο κι αυτό έκανε έξαλλο το Τέρας, γιατί
κατάλαβε ότι, αν δε δραπέτευε και το ίδιο, ο σκύλος θα του
ξέφευγε για πάντα. Κατέστρεψε τα πάντα μέσα στο κλου-
βί του και μετά κατάφερε να ξεφύγει κι αυτό».
«Αν όμως ο σκύλος δραπέτευσε νωρίτερα από το ερ-
γαστήριο, θα έχει απομακρυνθεί...»
«Όχι, δε θα καταφέρει να ξεφύγει από το Τέρας. Φαί-
νεται ότι υπάρχει μια νοητική σύνδεση ανάμεσα στο σκυλί
και στο Τέρας. Αντιλαμβάνονται ενστικτωδώς το ένα το
άλλο. Δεν ξέρουμε πόσο ισχυρή είναι αυτή η σύνδεση, αλ-
λά δεν αποκλείεται να επιτρέπει στο Τέρας να ακολουθεί
το σκυλί ακόμα και από μεγάλες αποστάσεις».
Οι δυο άντρες έμειναν σιωπηλοί για λίγο.
Τέλος ο Γουόλτ είπε: «Τα Εργαστήρια Μπανοντάιν έ-
χουν πολύ καλά συστήματα ασφαλείας. Πρέπει να είναι
πολΰ δύσκολο να φύγει κανείς απαρατήρητος από εκεί.
Και όμως, ο σκΰλος και το Τέρας κατάφεραν να δραπε-
τεύσουν».
«Ναι».
«Αυτό σημαίνει ότι είναι πιο έξυπνοι από όσο νόμιζαν
οι επιστήμονες».
«Ναι».
«Στην περίπτωση του σκΰλου, αυτό δε μας πειράζει»,
συνέχισε ο Γουόλτ. «Έτσι κι αλλιώς δεν εχθρεΰεται τους
ανθρώπους».
Ο Λεμ κατάλαβε τι εννοούσε ο φίλος του. Γΰρισε και
τον κοίταξε. «Ναι. Αν το Τέρας είναι πιο έξυπνο απ' όσο
νομίζαμε... αν είναι σχεδόν εξίσου έξυπνο με έναν άν-
θρωπο, τότε θα είναι πολΰ πιο δΰσκολο να το πιάσουμε».
«Είναι σχεδόν εξίσου έξυπνο με τον άνθρωπο... ή εξί-
σου έξυπνο με τον άνθρωπο;» ρώτησε ο Γουόλτ.
«Όχι. Αυτό είναι αδύνατο».
« Ή μήπως ακόμη εξυπνότερο;»
«Όχι, αποκλείεται».
«Αποκλείεται;»
«Ναι».
«Είσαι απόλυτα σίγουρος;»
Ο Λεμ αναστέναξε και έτριψε τα κουρασμένα μάτια
του χωρίς να πει τίποτα. Δεν θα άρχιζε να λέει πάλι ψέμα-
τα στον καλύτερο του φίλο.
Η Νόρα και ο Τράβις έδειξαν μία μία όλες τις εικόνες
στον Αϊνστάιν, κάνοντάς του ερωτήσεις. Με αυτό τον τρό-
πο έμαθαν μερικά πράγματα ακόμη για τη ζωή του, αν και
για μερικές από τις εικόνες δεν μπορούσαν να βρουν την
κατάλληλη ερώτηση που θα τους αποκάλυπτε κάτι περισ-
σότερο για το σκύλο.
Αλλά το μεγαλύτερο αίνιγμα ήταν η εικόνα του δαίμο-
να. Όταν την έδειξαν και πάλι στον Αϊνστάιν, αυτός ταρά-
χτηκε τρομερά. Έχωσε την ουρά ανάμεσα στα σκέλια, γύ-
μνωσε τα δόντια του και άρχισε να γρυλίζει απειλητικά.
Ύστερα από μερικές αποτυχημένες προσπάθειες να τον
κάνουν να απαντήσει, ο Τράβις είπε τελικά: «Αϊνστάιν,
δεν έχεις καταλάβει ίσως ότι αυτή η εικόνα δεν είναι αλη-
θινή. Είναι μια ψεύτικη εικόνα από μια ταινία. Καταλα-
βαίνεις τι εννοώ;»
Ο Αϊνστάιν κούνησε την ουρά του: Ναι.
«Λοιπόν, αυτό το τέρας είναι ψεύτικο».
Ένα γάβγισμα: Όχι.
«Είναι ψεύτικο. Είναι απλώς ένας άνθρωπος που φορά
ένα λαστιχένιο κοστούμι», είπε η Νόρα.
Όχι.
«Ναι», είπε ο Τράβις.
Όχι.
Ο Αϊνστάιν πήγε να τρέξει για να κρυφτεί πίσω από
τον καναπέ, αλλά ο Τράβις τον άρπαξε από το κολάρο και
τον κράτησε μπροστά του., «Τι εννοείς "όχι"; Θέλεις να
πεις ότι έχεις δει ένα τέτοιο πράγμα;»
Ο σκύλος τον κοίταξε με τρόμο και γρύλισε παραπο-
νιάρικα. Ο Τράβις τον κοίταξε στα μάτια και αισθάνθηκε
το σώμα του σκύλου να τρέμει. Ξαφνικά άρχισε να τρέμει
και ο ίδιος. Ο φόβος του σκύλου είχε μεταδοθεί και σ' αυ-
τόν. Ξαφνικά σκέφτηκε, Θεέ μου, πραγματικά έχει δει κά-
τι τέτοιο.
Ο Τράβις επανέλαβε την ερώτηση: «Θέλεις να πεις ότι
έχεις δει ένα τέτοιο πράγμα;»
Ναι.
«Κάτι που είναι ακριβώς σαν αυτόν το δαίμονα;»
Ένα γάβγισμα και ένα κούνημα της ουράς: Ναι και όχι.
«Κάτι που του μοιάζει κάπως;»
Ναι.
Ο Τράβις άφησε το κολάρο κι άρχισε να χαϊδεύει το
σκύλο. Αλλά ο Αϊνστάιν συνέχισε να τρέμει. «Γι' αυτό ση-
κώνεσαι τις νύχτες και κοιτάζεις από το παράθυρο;»
Ναι.
Η Νόρα είχε τρομάξει από τις αντιδράσεις του Αϊν-
στάιν. «Νόμιζα ότι φοβόσουν μήπως σε βρουν οι άνθρω-
ποι από το εργαστήριο».
Ο Αϊνστάιν γάβγισε μία φορά.
«Δε φοβάσαι μήπως σε βρουν οι άνθρωποι του εργα-
στηρίου;»
Ναι και όχι.
«Αλλά φοβάσαι μήπως σε βρει αυτό το... αυτό το άλλο
πράγμα;» ρώτησε ο Τράβις.
Ναι, ναι, ναι.
«Αυτό το πλάσμα ήταν στο δάσος εκείνη τη μέρα που
σε βρήκα;»
Ναι, ναι, ναι.
Ο Αϊνστάιν έψαξε ανάμεσα στα περιοδικά και βρήκε
την εικόνα του γιατρού. Έφερε το περιοδικό μπροστά
τους, τους έδειξε με τη μύτη του το γιατρό και μετά τους
κοίταξε.
«Προηγουμένως, μας είπες ότι ο γιατρός αντιπροσω-
πεύει έναν από τους επιστήμονες εκείνου του εργαστηρίου».
Ναι.
«Δηλαδή, θέλεις να πεις ότι ο επιστήμονας που ασχολιό-
ταν μαζί σου θα ξέρει τι ήταν εκείνο το πράγμα στο δάσος;»
Ναι.
Ο Αϊνστάιν έψαξε πάλι τις φωτογραφίες κι αυτή τη φο-
ρά γύρισε με τη διαφήμιση που έδειχνε το αυτοκίνητο μέ-
σα σ' ένα κλουβί. Άγγιξε με τη μύτη του το κλουβί και με-
τά την εικόνα του δαίμονα.
«Θέλεις να πεις ότι αυτό το πράγμα θα έπρεπε να βρί-
σκεται σε ένα κλουβί;» ρώτησε η Νόρα.
Ναι.
«Όχι μόνο αυτό», είπε ο Τράβις. «Νομίζω ότι θέλει να
πει πως αυτό το πλάσμα ήταν κάποτε μέσα σε ένα κλουβί,
πως το είδε μέσα σ' ένα κλουβί».
Ναι.
«Στο ίδιο εργαστήριο όπου είχαν κι εσένα;»
Ναι, ναι, ναι.
«Ήταν κι αυτό πειραματόζωο;» ρώτησε η Νόρα.
Ναι.
Ο Τράβις κοίταξε για λίγο σκεφτικός τη φρικτή εικόνα
του δαίμονα. «Ήταν ένα πείραμα που απέτυχε;»
Ναι και όχι, είπε ο Αϊνστάιν.
Μετά γύρισε ταραγμένος και πλησίασε στο παράθυρο,
όπου σηκώθηκε στα πισινά του πόδια και έμεινε εκεί, κοι-
τάζοντας έξω.
Η Νόρα κι ο Τράβις κάθονταν ακόμη ανάμεσα στα α-
νοιχτά περιοδικά. Κοιτάχτηκαν με απορία.
«Νομίζεις ότι ο Αϊνστάιν μπορεί να πει ψέματα;» ρώ-
τησε σιγανά η Νόρα. «Να επινοήσει κάποιες ιστορίες με
το μυαλό του, όπως κάνουν τα παιδιά;»
«Δεν ξέρω. Μπορούν τα σκυλιά να πουν ψέματα, ή αυ-
τή είναι μια καθαρά ανθρώπινη ικανότητα;» Γέλασε με
την παράλογη ερώτηση του. «Ακούς εκεί -λένε ψέματα τα
σκυλιά;» Και συνέχισε: «Τραγουδάνε οι αγελάδες; Πετά-
νε οι γάιδαροι;»
«Χορεύουν οι πάπιες;» συμπλήρωσε η Νόρα.
Άρχισαν και οι δυο να γελάνε νευρικά, εκτονώνοντας
την ένταση και την κούραση των τελευταίων ημερών.
Ο Αϊνστάιν γύρισε από το παράθυρο και τους κοίταξε
γέρνοντας το κεφάλι· προσπαθούσε να καταλάβει γιατί
φέρονταν τόσο παράξενα.
Η απορημένη έκφραση του σκύλου τούς φάνηκε το πιο
κωμικό πράγμα που είχαν δει ποτέ τους. Άρχισαν να γε-
λούν και πάλι ασυγκράτητα, γέρνοντας και αγκαλιάζοντας
ο ένας τον άλλο.
Ο σκύλος ξεφύσηξε περιφρονητικά και γύρισε πάλι
στο παράθυρο.
Όταν άρχισαν να ξαναβρίσκουν την αυτοκυριαρχία
τους και σταμάτησαν να γελούν, ο Τράβις συνειδητοποίη-
σε ότι κρατούσε τη Νόρα στην αγκαλιά του. Το κεφάλι της
ήταν ακουμπισμένο στον ώμο του, τα μαλλιά της μοσχοβο-
λούσαν. Ξαφνικά αισθάνθηκε να τη θέλει απελπισμένα
και ήξερε πως μόλις σήκωνε το κεφάλι από τον ώμο του
θα τη φιλούσε. Μια στιγμή αργότερα εκείνη σήκωσε το
κεφάλι και ο Τράβις τη φίλησε -και η Νόρα ανταποκρίθη-
κε. Για μερικές στιγμές, φάνηκε να μην αντιλαμβάνεται τι
γινόταν. Το φιλί της ήταν γλυκό και αθώο -όχι ένα φιλί
πάθους, αλλά φιλίας και αγάπης. Μετά όμως άρχισε να α-
νασαίνει πιο γρήγορα και το χέρι της έσφιξε το μπράτσο
του. Τον τράβηξε κοντά της, ενώ ένα μουρμουρητό επιθυ-
μίας ξέφυγε από τα χείλη της. Ο ήχος της φωνής της τη συ-
νέφερε αμέσως. Ξαφνικά το σώμα της σφίχτηκε και τα ό-
μορφα μάτια της άνοιξαν διάπλατα με απορία -και φόβο-
γι' αυτό που πήγε να συμβεί. Ο Τράβις τραβήχτηκε αμέ-
σως, επειδή κατάλαβε ότι δεν είχε έρθει ακόμη η κατάλ-
ληλη στιγμή. Όταν θα έκαναν έρωτα, ήθελε να γίνουν όλα
σωστά, χωρίς δισταγμούς και αμφιβολίες, γιατί αυτή την
πρώτη φορά θα τη θυμόνταν και οι δυο σε όλη τους τη ζωή
και ήθελε η ανάμνηση αυτή να είναι τέλεια. Γιατί ο Τρά-
βις ήταν σίγουρος ότι αυτός και η Νόρα Ντέβον θα περ-
νούσαν μαζί όλη την υπόλοιπη ζωή τους.
Απομακρύνθηκαν αμήχανα, χωρίς να ξέρουν αν έπρε-
πε να σχολιάσουν αυτή την ξαφνική αλλαγή στη σχέση
τους. Μετά η Νόρα είπε: «Είναι ακόμη στο παράθυρο.
Μπορεί να λέει αλήθεια; Μπορεί πραγματικά να δραπέ-
τευσε ένα τέτοιο τέρας από το εργαστήριο;»
«Αν έφτιαξαν ένα σκύλο τόσο έξυπνο όσο ο Αϊνστάιν,
φαντάζομαι ότι θα μπορούσαν να φτιάξουν και άλλα, πιο
αλλόκοτα πράγματα. Πάντως εκείνη τη μέρα στο δάσος υ-
πήρχε κάτι».
«Αλλά σίγουρα δεν υπάρχει κίνδυνος να τον βρει. Η
Σάντα Μπάρμπαρα απέχει πολύ από εκείνο το δάσος».
«Ναι», συμφώνησε ο Τράβις. «Νομίζω ότι ο Αϊνστάιν
δεν έχει καταλάβει πόσο μεγάλη απόσταση διανύσαμε.
Αυτό το πλάσμα δε θα μπορούσε να τον ακολουθήσει από
τόσο μακριά. Αλλά βάζω στοίχημα ότι οι άνθρωποι από το
εργαστήριο θα έχουν οργανώσει ολόκληρη έρευνα για να
τον ξαναβρούν. Αυτοί είναι που με ανησυχούν. Και το ί-
διο πράγμα ανησυχεί και τον Αϊνστάιν -γι' αυτό όταν εί-
μαστε μπροστά σε κόσμο φέρεται σαν συνηθισμένος σκύ-
λος. Δε θέλει να ξαναγυρίσει εκεί».
«Αν τον βρουν...» άρχισε η Νόρα.
«Δε θα τον βρουν».
«Αν τον βρουν, όμως, τι θα γίνει;»
«Δε θα τους αφήσω ποτέ να μου τον πάρουν», είπε ο
Τράβις. «Ποτέ».
Στις έντεκα την ίδια νύχτα, το ακέφαλο πτώμα του Τιλ
Πάρτερ και το κατακρεουργημένο πτώμα του επιστάτη εί-
χαν μεταφερθεί στο νεκροτομείο. Οι πράκτορες της YEA
είχαν σερβίρει μια ιστορία στους δημοσιογράφους, οι ο-
ποίοι τη δέχτηκαν χωρίς να υποψιαστούν τίποτα. Ο οικι-
σμός του Μπορντό Ριτζ είχε αδειάσει πάλι -οι μόνοι που
ήταν ακόμη εκεί ήταν ο Κλιφ Σόουμς, ο Λέμιουελ Τζόν-
σον και ο Γουόλτ Γκέινς. Οι αστυνομικοί είχαν πάρει και
τους προβολείς και η περιοχή ήταν πάλι σκοτεινή. Το μο-
ναδικό φως ήταν από τα φανάρια του αυτοκινήτου του
Γουόλτ Γκέινς, που φώτιζαν το αμάξι της YEA.
Ο Λεμ προχώρησε σκεφτικός προς το αυτοκίνητο. Δεν
ανησυχούσε γι' αυτά που είχε πει στον Γουόλτ -ήταν σί-
γουρος ότι ο σερίφης θα κρατούσε το στόμα του κλειστό.
Ο Κλιφ Σόουμς έφτασε πρώτος στο αυτοκίνητο και κάθι-
σε στη θέση του οδηγού. Καθώς ο Λεμ άνοιγε την πόρτα,
άκουσε τον Κλιφ να λέει, «Ω Θεέ μου, ω Χριστέ μου», και
να βγαίνει έξω όπως όπως. Κοίταξε από το παράθυρο και
κατάλαβε. Πάνω στη θέση του οδηγού ήταν ακουμπισμένο
ένα κεφάλι -χωρίς αμφιβολία το κεφάλι του Τιλ Πόρτερ.
Ήταν βαλμένο έτσι ώστε να βλέπει προς τον Λεμ όταν θα
άνοιγε την πόρτα. Το στόμα ήταν ανοιχτό σε μια σιωπηλή
κραυγή -και τα μάτια έλειπαν.
Ο Λεμ τινάχτηκε πίσω και τράβηξε το πιστόλι του. Ο
Γουόλτ Γκέινς είχε βγει κιόλας από το δικό του αυτοκίνη-
το και ερχόταν τρέχοντας προς το μέρος τους, με το περί-
στροφο στο χέρι. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε.
Ο Λεμ του έδειξε. Ο Γουόλτ έσκυψε στην ανοιχτή πόρ-
τα και όταν είδε το κεφάλι τού ξέφυγε ένας σιγανός, πο-
νεμένος ήχος.
Ο Κλιφ τους πλησίασε κρατώντας κι αυτός το πιστόλι
του. «Αυτό το καταραμένο πράγμα ήταν εδώ όταν ήρθαμε,
όσο ήμαστε μέσα στο σπίτι».
«Και μπορεί να είναι ακόμη εδώ», είπε ο Λεμ, κοιτά-
ζοντας ανήσυχος γύρω του στο σκοτάδι.
«Θα καλέσω τους άντρες μου να ψάξουμε να το βρού-
με», είπε ο Γουόλτ.
«Θα είναι μάταιο», απάντησε ο Λεμ. «Όταν δει τους ά-
ντρες σου να έρχονται, θα φύγει... Αν δεν έχει φύγει ήδη».
Ξαφνικά ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος από ένα
σπίτι λίγο πιο κάτω στο δρόμο, σαν κάποιος να πέταξε έ-
να σωρό με ξύλα ή κεραμίδια.
«Εδώ είναι», είπε ο Γουόλτ.
«Ίσως», είπε ο Λεμ. «Αλλά δεν πρόκειται να ψάξουμε
να το βρούμε στο σκοτάδι μόνο οι τρεις μας. Αυτό προ-
σπαθεί να πετύχει».
Αφουγκράστηκαν για λίγο σιωπηλοί. Απόλυτη ησυχία.
«Πριν έρθεις, ψάξαμε όλο τον οικισμό», είπε ο Γουόλτ.
«Φαίνεται, θα μετακινιόταν συνέχεια, παίζοντας με
τους άντρες σου», είπε ο Κλιφ. «Και μετά είδε εμάς όταν
ήρθαμε και γνώρισε τον Λεμ».
«Ναι», συμφώνησε ο Λεμ. «Με γνώρισε από τις επι-
σκέψεις που είχα κάνει στο Μπανοντάιν. Μάλλον περίμε-
νε εδώ ειδικά για μένα. Πρέπει να αντιλαμβάνεται το ρό-
λο μου και ξέρει ότι είμαι επικεφαλής της έρευνας. Γι' αυ-
τό και άφησε το κεφάλι του βοηθού σου σ' αυτό το αυτοκί-
νητο για να το δω εγώ».
«Για να σε προκαλέσει;» ρώτησε ο Γουόλτ.
«Ναι, για να με εμπαίξει».
Έμειναν για λίγο σιωπηλοί κοιτάζοντας γύρω τους στο
σκοτάδι.
«Μας παρακολουθεί», είπε ο Γουόλτ.
Ακούστηκε άλλος ένας θόρυβος, σαν να είχαν πετάξει
οικοδομικά υλικά, πολύ πιο κοντά αυτή τη φορά.
Ο Λεμ κάτι πήγε να πει, αλλά εκείνη τη στιγμή το Τέ-
ρας ούρλιαξε. Ήταν μια αλλόκοτη κραυγή που σου πάγω-
νε το αίμα. Ερχόταν από τον ανοιχτό χώρο πέρα από τον
οικισμό.
«Φεύγει τώρα», είπε ο Λεμ. «Κατάλαβε ότι δεν πρό-
κειται να ψάξουμε να το βρούμε οι τρεις μας, γι' αυτό
φεύγει πριν καλέσουμε ενισχύσεις».
Το Τέρας ούρλιαξε πάλι, από πιο μακριά.
«Το πρωί», είπε ο Λεμ, «θα φέρω εδώ τους πεζοναύ-
τες και θα ψάξουν τους λόφους στα ανατολικά του οικι-
σμού. Θα το πιάσουμε το καταραμένο. Μα το Θεό, θα το
πιάσουμε».
Ο Γουόλτ γύρισε προς το αυτοκίνητο. Προφανώς σκε-
φτόταν τι έπρεπε να κάνει το κεφάλι του Τιλ. «Αλλά γιατί
τα μάτια;» είπε. «Γιατί τους βγάζει πάντα τα μάτια;»
«Εν μέρει επειδή είναι τρομερά επιθετικό», απάντησε
ο Λεμ. «Αυτό είναι μια κληρονομική τάση του. Και εν μέ-
ρει επειδή του αρέσει να σκορπίζει τον τρόμο. Αλλά...»
«Τι;»
Σε μια από τις επισκέψεις του στα Εργαστήρια Μπα-
νοντάιν, ο Λεμ είχε παρακολουθήσει μια συνομιλία ανά-
μεσα στη Γιάρμπεκ και στο Τέρας, που γινόταν σε μια
συνθηματική γλώσσα η οποία βασιζόταν σε κινήσεις των
χεριών. Ένας άλλος επιστήμονας που ήταν εκεί του μετέ-
φραζε ψιθυριστά τι έλεγαν.
Σε μια στιγμή, το Τέρας είχε πει με τη γλώσσα των ση-
μάτων: Θα σον βγάλω τα μάτια.
Θέλεις να μου βγάλεις τα μάτια; είχε ρωτήσει η Γιάρμπεκ.
Να βγάλω όλων τα μάτια.
Γιατί;
Για να μη με βλέπουν.
Γιατί δε θέλεις να σε βλέπουν;
Άσχημος.
Πιστεύεις ότι είσαι άσχημος;
Πολύ άσχημος.
Πώς σου ήρθε η ιδέα ότι είσαι άσχημος;
Από τους ανθρώπους.
Ποιους ανθρώπους;
Όλους όσοι με βλέπουν για πρώτη φορά.
Όπως αυτός που είναι σήμερα εδώ; ρώτησε η Γιάρ-
μπεκ.
Ναι. Όλοι με βλέπουν άσχημο. Με μισούν.
Κανείς δε σε μισεί.
Όλοι.
Κανείς δε σου είπε ότι είσαι άσχημος. Πώς το ξέρεις ότι
το σκέφτονται;
Ξέρω.
Πώς το ξέρεις;
Το ξέρω, το ξέρω, το ξέρω! Το Τέρας άρχισε να τρέχει
μέσα στο κλουβί του, τραντάζοντας τα κάγκελα και ουρ-
λιάζοντας. Μετά γύρισε στη Γιάρμπεκ. Θα βγάλω τα δικά
μου μάτια.
Για να μη βλέπεις τον εαυτό σου;
Για να μη βλέπω τους ανθρώπους που με κοιτάζουν, α-
πάντησε το ζώο, και ο Λεμ αισθάνθηκε οίκτο τότε -αν και
αυτός ο οίκτος δεν μείωνε καθόλου το φόβο του.
Περιέγραψε τη συνομιλία στον Γουόλτ Γκέινς που, ακού-
γοντάς την, αισθάνθηκε να τον διαπερνά ένα παγερό ρίγος.
«Θεέ μου!» αναφώνησε ο Κλιφ Σόουμς. «Μισεί τον ε-
αυτό του, το γεγονός ότι είναι τόσο διαφορετικό, και γι'
αυτό μισεί ακόμη περισσότερο τους δημιουργούς του».
«Τώρα που μου τα είπες όλα αυτά», είπε ο Γουόλτ,
«εκπλήσσομαι που κανείς σας δεν κατάλαβε γιατί μισεί
τόσο πολΰ το σκύλο. Αυτό το παραμορφωμένο πλάσμα και
ο σκΰλος είναι ουσιαστικά τα δΰο μοναδικά "παιδιά" του
Σχεδίου Φράνσις. Ο σκΰλος είναι το αγαπημένο παιδί,
που έχει την εύνοια όλων, και το Τέρας το ήξερε αυτό. Ο
σκΰλος είναι το παιδί για το οποίο καυχιούνται οι γονείς
του, ενώ το Τέρας είναι το παιδί που θα προτιμούσαν να
το έχουν κλειδωμένο σε κάποιο υπόγειο».
«Ναι», είπε ο Λεμ. «Έχεις δίκιο».
«Και τώρα καταλαβαίνω και κάτι άλλο», συνέχισε ο
Γουόλτ. «Στο σπίτι όπου σκοτώθηκε ο Τιλ Πόρτερ ήταν
σπασμένοι και οι δΰο καθρέφτες του μπάνιου. Φαίνεται ό-
τι δεν αντέχει να βλέπει τον εαυτό του».
Κάπου από πολύ μακριά κάτι ούρλιαξε, κάτι που δεν
ήταν δημιούργημα του Θεού.
ΕΦΤΑ

ι
λο τον υπόλοιπο Ιούνιο, η Νόρα ζωγράφιζε, περ-
ν ^ / νούσε πολλές ώρες με τον Τράβις και προσπαθούσε
να μάθει τον Αϊνστάιν να διαβάζει. Δεν ήταν σίγουροι αν
ο σκύλος μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο, αλλά άξιζε τον
κόπο να δοκιμάσουν. Αφού καταλάβαινε τις λέξεις όταν
τις άκουγε, ήταν λογικό να μπορεί να τις διαβάσει κιόλας.
Βέβαια, δεν ήταν απόλυτα σίγουροι ότι ο Αϊνστάιν κατα-
λάβαινε το νόημα των ίδιων των λέξεων. Υπήρχε και μια
άλλη πιθανότητα, να αντιλαμβανόταν τι του έλεγαν μέσα
από κάποια μορφή τηλεπάθειας.
«Αλλά δε νομίζω να είναι έτσι», είπε ο Τράβις ένα α-
πόγευμα. Καθόταν μαζί με τη Νόρα στην αυλή του σπιτιού
του, πίνοντας κρασί και παρακολουθώντας τον Αϊνστάιν
που έπαιζε στο γρασίδι. «Ίσως να μη θέλω να το πιστέψω
κιόλας. Θα ήταν υπερβολικό να είναι το ίδιο έξυπνος μ' ε-
μένα και να έχει και τηλεπαθητικές ικανότητες. Αν είναι
έτσι τα πράγματα, ίσως θα έπρεπε να φοράω εγώ το κολά-
ρο και να κρατάει αυτός το λουρί!»
Τελικά, με ένα πολύ απλό τεστ, αποδείχτηκε ότι ο Αϊν-
στάιν δεν μπορούσε να διαβάζει τη σκέψη. Ο Τράβις ήξε-
ρε ισπανικά και όταν μίλησε στο σκύλο σε αυτή τη γλώσ-
οα ο Αϊνστάιν τον κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει. Ο Τρά-
βις συνέχισε να του μιλά ισπανικά και ο σκύλος έγειρε το
κεφάλι στο πλάι και γρύλισε σιγανά, σαν να τον ρωτούσε
τι αστείο ήταν αυτό. Αν μπορούσε να διαβάζει τη σκέψη,
θα αντιδρούσε στις εντολές του Τράβις, παρ' όλο που τις
είχε δώσει στα ισπανικά.
«Ώστε, λοιπόν, δεν έχει τηλεπαθητικές ικανότητες»,
είπε ο Τράβις. «Δόξα τω Θεώ, η νοημοσύνη του έχει και
κάποια όρια!»
Η Νόρα ερχόταν κάθε μέρα στο σπίτι του Τράβις. Κα-
θόταν στο λίβινγκ ρουμ ή στην αυλή και μάθαινε το αλφά-
βητο στον Αϊνστάιν, ή του εξηγούσε με ποιο τρόπο τα
γράμματα σχηματίζουν τις λέξεις και πώς αυτές οι γρα-
πτές λέξεις συνδέονται με τις λέξεις που ήξερε ήδη προ-
φορικά. Πότε πότε, συνέχιζε το μάθημα ο Τράβις, για να
ξεκουράσει τη Νόρα, αλλά τις περισσότερες φορές καθό-
ταν δίπλα τους διαβάζοντας, γιατί, όπως έλεγε, δεν είχε
την υπομονή να κάνει το δάσκαλο.
Η Νόρα είχε φτιάξει ένα δικό της αλφαβητάριο χρησι-
μοποιώντας ένα συνηθισμένο τετράδιο. Στην αριστερή σε-
λίδα είχε κολλήσει εικόνες που έκοβε από διάφορα πε-
ριοδικά και στη δεξιά έγραφε με κεφαλαία γράμματα το
όνομα του αντικειμένου της φωτογραφίας. ΔΕΝΤΡΟ, ΣΠΙ-
ΤΙ, ΤΟΠΙ... Ο Αϊνστάιν καθόταν δίπλα της και η Νόρα του
έδειχνε πρώτα την εικόνα και μετά τη λέξη, προφέροντας
την πολλές φορές.
Την τελευταία μέρα του Ιουνίου, η Νόρα άπλωσε στο
πάτωμα γύρω στις είκοσι πέντε εικόνες. «Θα κάνουμε πά-
λι τεστ», είπε στον Αϊνστάιν. «Για να δούμε αν θα τα κα-
ταφέρεις καλύτερα από την προηγούμενη φορά».
Ο Αϊνστάιν την παρακολουθούσε με προσοχή. «Αν δεν
τα καταφέρεις, φίλε», είπε ο Τράβις, «θα σε δώσω στον
μπόγια».
«Δεν είναι ώρα για αστεία», είπε αυστηρά η Νόρα.
«Με συγχωρείτε, κύριε καθηγητά», απάντησε ο Τράβις.
Η Νόρα σήκωσε μια κάρτα που έγραφε τη λέξη ΔΕ-
ΝΤΡΟ. Ο σκύλος πήγε στην εικόνα που έδειχνε ένα έλατο
και την έδειξε με τη μύτη του. Η Νόρα του έδειξε την κάρ-
τα που έγραφε ΣΠΙΤΙ και ο Αϊνστάιν ακούμπησε το πόδι
του πάνω στην εικόνα ενός σπιτιού. Συνέχισαν κατ' αυτό
τον τρόπο, δείχνοντάς του περίπου πενήντα λέξεις, και για
πρώτη φορά ο σκύλος συνδύασε σωστά όλες τις λέξεις με
τις εικόνες. Η Νόρα ήταν ενθουσιασμένη και ο Αϊνστάιν
δεν σταματούσε να κουνάει την ουρά του.
«Πάντως, φίλε», είπε ο Τράβις, «έχεις πολύ καιρό α-
κόμα μέχρι να καταφέρεις να διαβάσεις Προυστ».
Η Νόρα θύμωσε με τα πειράγματά του. «Τα πηγαίνει
μια χαρά!» είπε. «Δεν μπορεί να μάθει να διαβάζει σε μια
μέρα. Και σίγουρα μαθαίνει πιο γρήγορα από ένα παιδί».
«Σοβαρά;»
«Και βέβαια! Πολύ πιο γρήγορα από ένα παιδί».
«Ε, τότε, του αξίζουν μερικά μπισκότα».
Ο Αϊνστάιν όρμησε αμέσως στην κουζίνα και πήρε το
κουτί με τα μπισκότα.

2
Καθώς προχωρούσε το καλοκαίρι, ο Τράβις παρακολου-
θούσε κατάπληκτος την πρόοδο του Αϊνστάιν. Στα μέσα
του Ιουλίου ο σκύλος είχε ξεπεράσει πια το αναγνωοττικό
και διάβαζε παιδικά βιβλία με εικόνες. Στην αρχή τού τα
διάβαζε η Νόρα, δείχνοντας με το δάχτυλο μία μία τις λέ-
ξεις που πρόφερε, ενώ ο Αϊνστάιν παρακολουθούσε α-
πορροφημένος. Αργότερα δεν του διάβαζε αυτή τα βιβλία,
αλλά του τα κρατούσε απλώς ανοιχτά και του γύριζε τις
σελίδες όταν ο Αϊνστάιν της έδειχνε -με ένα γρύλισμα, ή
κάποιο άλλο σημάδι- ότι είχε τελειώσει τη σελίδα.
Το γεγονός ότι ο Αϊνστάιν καθόταν κοιτάζοντας για ώ-
ρες τα βιβλία, αποδείκνυε ότι δεν κοίταζε απλώς τις εικό-
νες, αλλά διάβαζε πραγματικά. Παρ' όλα αυτά, η Νόρα
του έκανε μερικά τεστ για να δει αν είχε καταλάβει το πε-
ριεχόμενο τους, κάνοντάς του ερωτήσεις σχετικές με την
υπόθεση των βιβλίων, στις οποίες ο Αϊνστάιν απαντούσε
χωρίς δυσκολία.
Ο Τράβις ήθελε να συμμετέχει περισσότερο στην εκ-
παίδευση του σκύλου, αλλά έβλεπε ότι η δουλειά με τον
Αϊνστάιν ωφελούσε πολύ τη Νόρα. Μάλιστα, μερικές φο-
ρές έκανε ειρωνικά αστεία, που την ανάγκαζαν να εντεί-
νει τις προσπάθειές της. Τα αστεία είχαν για στόχο τον
Αϊνστάιν, αυτός όμως δεν έδειχνε να πειράζεται, ίσως ε-
πειδή καταλάβαινε το παιχνίδι που έπαιζε στη Νόρα.
Όσο συνεχίζονταν τα μαθήματα, η Νόρα σιγά σιγά άλ-
λαζε. Άρχισε να φορά πιο νεανικά ρούχα, παντελόνια,
μπλούζες και φανέλες, που την έκαναν να φαίνεται δέκα
χρόνια νεότερη. Ξαναχτένισε τα μαλλιά της στο κομμωτή-
ριο, γελούσε πιο συχνά και πιο εύκολα. Όταν συζητούσε
με τον Τράβις, τον κοίταζε τώρα στα μάτια και σπάνια έ-
σκυβε το κεφάλι από ντροπή, όπως έκανε παλιά. Άρχισε
να τον αγγίζει περισσότερο και να τον πιάνει από τη μέ-
ση. Της άρεσε να την αγκαλιάζει και φιλιόνταν με άνεση
τώρα, αν και τα φιλιά τους εξακολουθούσαν να παραμέ-
νουν αθώα.
Στις 14 Ιουλίου έμαθαν κάτι που έφτιαξε ακόμη περισ-
σότερο το κέφι της Νόρας. Την ειδοποίησαν από την Ει-
σαγγελία ότι δεν ήταν απαραίτητο να καταθέσει στη δίκη
του Άρθουρ Στρεκ, γιατί ο εισαγγελέας είχε έρθει σε συμ-
βιβασμό με το δικηγόρο του. Η Εισαγγελία θα τον κατη-
γορούσε μόνο για την επίθεση εναντίον της και ο Στρεκ
θα φυλακιζόταν για τρία χρόνια, με τον όρο ότι θα έμενε
στη φυλακή τουλάχιστον δύο χρόνια πριν μπορέσει να α-
ποφυλακιστεί. Η Νόρα έτρεμε τη δίκη και τα νέα την α-
πάλλαξαν από ένα τεράστιο βάρος. Το γιόρτασαν με τον
Τράβις και η Νόρα ήπιε και ζαλίστηκε για πρώτη φορά
στη ζωή της.
Την ίδια εκείνη μέρα, ο Τράβις έφερε μερικά καινού-
ρια παιδικά βιβλία για τον Αϊνστάιν. Ανάμεσά τους υπήρ-
χαν Μίκι Μάους και κόμικς και ο σκύλος ενθουσιάστηκε
με τον Μίκι, τον Ντόναλντ Ντακ και όλους τους υπόλοι-
πους ήρωες του Ντίσνεϊ.
Όλα θα ήταν ρόδινα αν ο Αϊνστάιν δεν συνέχιζε ν,
ξυπνά στη μέση της νύχτας και να κοιτάζει φοβισμένος α
πό το παράθυρο.

3
Το πρωί της Πέμπτης, 15 Ιουλίου, ο Λέμιουελ Τζόνσον
καθόταν μόνος στο γραφείο του, στο ομοσπονδιακό κτίριο
της Σάντα Άννα. Είχαν περάσει σχεδόν έξι βδομάδες από
τους φόνους στο Μπορντό Ριτζ και δύο μήνες από τη μέρα
που δραπέτευσαν από τα Εργαστήρια Μπανοντάιν ο σκύ-
λος και το Τέρας, και ακόμα δεν είχε καταφέρει τίποτα. Η
υπόθεση αυτή είχε αρχίσει να του τσακίζει τα νεύρα.
Είχε στείλει φυλλάδια σε όλους τους κτηνιάτρους και
τις κλινικές ζώων στην Καλιφόρνια, στη Νεβάδα και στην
Αριζόνα, ζητώντας τους να ειδοποιήσουν τις Αρχές αν κά-
ποιος τους έφερνε το σκύλο. Τα φυλλάδια έλεγαν ότι το
ζώο είχε ξεφύγει από ένα εργαστήριο ιατρικών ερευνών
που έκανε ένα πολύ σημαντικό πείραμα για την καταπο-
λέμηση του καρκίνου και πως, αν δεν βρισκόταν, θα πή-
γαιναν χαμένα εκατομμύρια δολάρια που είχαν δοθεί για
τις έρευνες. Είχαν μια φωτογραφία του σκύλου και έδιναν
το βασικό στοιχείο που θα τους επέτρεπε να τον αναγνω-
ρίσουν: στο εσωτερικό του αριστερού του αυτιού είχε ένα
τατουάζ, τον αριθμό 33-9.
Στο μεταξύ η έρευνα για το Τέρας είχε περιοριστεί σε
ακατοίκητες περιοχές, γιατί κατά πάσα πιθανότητα το ζώο
θα προσπαθούσε να αποφύγει τους ανθρώπους. Άλλωστε,
το Τέρας άφηνε πίσω του τον τρόμο και το θάνατο, γεγο-
νός που τους επέτρεπε να παρακολουθούν την πορεία του.
Στις 9 Ιουνίου έγιναν αναφορές στις Αρχές για επιθέσεις
σε κατοικίδια ζώα στην περιοχή του Ντάιαμοντ Μπαρ.
Στις 19 του μηνός επιτέθηκε σε ένα ζευγάρι που είχε κα-
τασκηνώσει στο δάσος. Πρόλαβαν να κλειδωθούν στο αυ-
τοκίνητο τους, αλλά το Τέρας προσπάθησε να παραβιάσει
τις πόρτες. Ευτυχώς είχαν μαζί τους ένα πιστόλι και του έ-
ριξαν, οπότε το Τέρας εξαφανίστηκε. Ο Λεμ έστειλε τους
πεζοναύτες να ψάξουν στην περιοχή, πάντα ντυμένοι με
πολιτικά. Είχε αρχίσει να ανησυχεί, γιατί στα βόρεια του
Λος Άντζελες υπάρχει ο Εθνικός Δρυμός του Λος Άντζε-
λες που είναι τεράστιος. Αν το Τέρας κρυβόταν εκεί, μπο-
ρεί να μην κατάφερναν να το βρουν ποτέ. Όταν μίλησε
για τους φόβους του στον Κλιφ, αυτός διαφώνησε.
«Μην ξεχνάς», είπε, «ότι μισεί το σκύλο περισσότερο
από τους ανθρώπους. Θέλει να τον σκοτώσει και έχει την
ικανότητα να τον βρει».
«Ίσως».
«Κι έπειτα, θα μπορούσε να αντέξει σε μια τέτοια ζωή;
Είναι βέβαια άγριο, αλλά είναι και έξυπνο. Ίσως πολύ έ-
ξυπνο για να περάσει όλη του τη ζωή σαν άγριο ζώο».
«Μπορεί», είπε ο Λεμ.
«Εγώ πιστεύω ότι θα το βρουν γρήγορα», επέμεινε ο
Κλιφ. « Ή θα κάνει κάτι που θα μας προδώσει τη θέση του».
Αυτά έγιναν στις 20 Ιουνίου. Τις επόμενες δέκα μέρες
δεν βρέθηκε κανένα ίχνος από το Τέρας και το κόστος της
έρευνας είχε γίνει τεράστιο. Στις 30 Ιουνίου, ο Λεμ ανα-
γκάστηκε τελικά να τους στείλει πίσω στις βάσεις τους.
Ο Κλιφ έβλεπε με αισιοδοξία αυτή την ησυχία. Ήθελε
να πιστέψει ότι το Τέρας κάτι είχε πάθει, ότι ήταν νεκρό.
Ο Λεμ, από την άλλη μεριά, φοβόταν το χειρότερο. Ίσως
να έκανε την εμφάνισή του σε καμιά κατοικημένη περιοχή
και τότε όλος ο κόσμος θα μάθαινε την αλήθεια.
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε η πόρτα του γραφείου του
και μπήκε ο Κλιφ Σόουμς. «Το Τέρας», είπε. «Βρήκαμε
πάλι τα ίχνη του... αλλά σκοτώθηκαν δυο άνθρωποι».

OL φόνοι είχαν γίνει στον Εθνικό Δρυμό του Λος Άντζε-


λες, είκοσι μίλια βόρεια από την πόλη. Τα θύματα ήταν έ-
νας άντρας και μια γυναίκα και τα πτώματά τους ήταν, ό-
πως συνήθως, κατακρεουργημένα και με βγαλμένα μάτια.
Ο Λεμ Τζόνσον και ο Κλιφ Σόουμς πήγαν με ελικόπτερο
στο μέρος όπου βρέθηκαν τα πτώματα και όπου βρήκαν
τρεις ρέιντζερ, τέσσερις βοηθούς του σερίφη της περιοχής
και δΰο άντρες από τα εργαστήρια της αστυνομίας. Οι
ρέιντζερ τους έδειξαν το μέρος όπου έγινε το έγκλημα και
μετά, λίγο πιο κάτω, μια σπηλιά στο τοίχωμα του φαραγ-
γιού -ήταν η φωλιά του Τέρατος.
Σε μια γωνιά της σπηλιάς υπήρχε ένας σωρός από ξε-
ρά χόρτα που χρησίμευε για κρεβάτι και δίπλα ένας κου-
βάς που το Τέρας είχε κλέψει από κάπου για να φέρνει
νερό από κάποιο κοντινό ποταμάκι. Λίγο πιο κάτω, πάνω
; σ' ένα βράχο, ήταν τακτικά διπλωμένη μια κουβέρτα και
[ δίπλα της ένα κλεφτοφάναρο. Αλλά υπήρχαν κι άλλα, πιο
παράξενα αντικείμενα. Πάνω σε ε'ναν άλλο βράχο ήταν α-
πλωμένα είκοσι πολύχρωμα χαρτάκια, περιτυλίγματα από
σοκολάτες και ζαχαρωτά. Στην πιο μακρινή γωνιά της
σπηλιάς, κρυμμένα από το σκοτάδι, υπήρχε ένας σωρός α-
πό κόκαλα μικρών ζώων. Φαίνεται ότι το Τέρας τρεφόταν
κυνηγώντας. Πάνω από το κρεβάτι, σε μια εσοχή του βρά-
χου, είδαν ένα στολίδι από χρωματιστό γυαλί, μια άδεια
χάλκινη γλάστρα, ένα πορσελάνινο μπιμπελό που παρου-
σίαζε δυο κόκκινα πουλιά και ένα κρυστάλλινο πρες πα-
πιέ. Φαίνεται ότι ακόμη και ένα τέτοιο τέρας εκτιμούσε
την ομορφιά και ήθελε να ζει όχι σαν ζώο αλλά σαν ένα
σκεπτόμενο πολιτισμένο πλάσμα.
Ο Λεμ ένιωσε βαθύ οίκτο για το Τέρας που είχε δημι-
ουργήσει η Γιάρμπεκ.
Στην ίδια εσοχή, πάνω από όλα αυτά τα αντικείμενα,
υπήρχε μια εικόνα του Μίκι Μάους και δίπλα της ένα τρι-
γωνικό κομμάτι από καθρέφτη. Ο Λεμ φαντάστηκε το Τέ-
ρας να παίρνει κουράγιο κοιτάζοντας τα όμορφα αντικεί-
μενα που είχε μαζέψει γύρω του και μετά να παίρνει τον
καθρέφτη και να κοιτάζει την εικόνα του, προσπαθώντας
ίσως να βρει κάτι στην όψη του, κάτι που να μην είναι ά-
σχημο. Και σίγουρα δεν θα μπορούσε να το βρει.
Στο δάπεδο της σπηλιάς υπήρχε ένα τεύχος του περιο-
δικού Πιπλ. Το εξώφυλλο είχε μια φωτογραφία του Ρό-
μπερτ Ρέντφορντ, από την οποία το Τέρας είχε σκίσει τα
μάτια. Αλλά και μέσα στο περιοδικό έλειπαν τα μάτια από
όλες τις φωτογραφίες που έδειχναν ανθρώπους.
Το Τέρας ήταν αξιολύπητο -αλλά ήταν επίσης επικίν-
δυνο. Πέντε θύματα, άλλα ξεκοιλιασμένα, άλλα αποκεφα-
λισμένα.
«Μα τι στην οργή σημαίνουν όλα αυτά;» ρώτησε ένας
από τους βοηθούς του σερίφη που είχε έρθει μαζί τους στη
σπηλιά.
«Πίστεψε με», του είπε ο Λεμ, «είναι προτιμότερο να
μη μάθεις».
«Τι είναι αυτό που έμενε στη σπηλιά;»
Ο Λεμ κούνησε απλώς το κεφάλι. Μετά κοίταξε γΰρω
του στη σπηλιά και έδωσε μια υπόσχεση στον εαυτό του
και στον επικίνδυνο εχθρό του: όταν σε βρω, δεν θα προ-
σπαθήσω να σε πιάσω ζωντανό, σκέφτηκε. Δεν θα χρησι-
μοποιήσω δίχτυα και όπλα με αναισθητικά φυσίγγια, ό-
πως θέλουν οι επιστήμονες. Θα σε σκοτώσω γρήγορα και
ανώδυνα.
Αυτό ήταν το καλύτερο που θα μπορούσε να κάνει
-και θα ήταν επίσης μια πράξη συμπόνιας και οίκτου.

4
Μέχρι τα τέλη Ιουλίου, η Νόρα πούλησε όλα τα έπιπλα
και τα πράγματα της θείας Βάιολετ. Τώρα, όλα τα δωμά-
τια ήταν άδεια και το σπίτι φαινόταν για πρώτη φορά κα-
θαρό, φωτεινό, εξορκισμένο από το κακό. Ήξερε πως τώ-
ρα θα μπορούσε να το αναδιακοσμήσει, αν το επιθυμού-
σε. Αλλά δεν το ήθελε πια αυτό το σπίτι. Τηλεφώνησε σε
ένα κτηματομεσιτικό γραφείο και το έβαλε στην αγορά
για πούλημα.
Στο μεταξύ είχε απαλλαγεί και από τα παλιά της ρού-
χα και είχε φτιάξει μια εντελώς καινούρια γκαρνταρόμπα
με όμορφα, ζωηρόχρωμα ρούχα. Δεν είχε καταφέρει ακό-
μα να βρει το κουράγιο να πάει τα έργα της σε μια γκαλε-
ρί, πέρα από αυτό όμως εξακολουθούσε να αλλάζει -και
η βασικότερη αλλαγή ήταν πως τώρα, κοιτάζοντας τον ε-
αυτό της στον καθρέφτη, άρχιζε να αντιλαμβάνεται ότι ή-
ταν όμορφη.
Αργά το απόγευμα της πέμπτης Αυγούστου, η Νόρα
και ο Τράβις κάθονταν στο τραπέζι της κουζίνας του και έ-
παιζαν Σκραμπλ, ένα παιχνίδι που βασίζεται στο σχηματι-
σμό λέξεων με καρτέλες που δείχνουν τα γράμματα της αλ-
φαβήτου. Πριν από λίγο είχε πάει στο μπάνιο, όπου κοιτά-
χτηκε στον καθρέφτη και βρήκε τον εαυτό της πιο όμορφο
από ποτέ. Γυρίζοντας πάλι στην κουζίνα αισθανόταν χα-
ρούμενη, ευτυχισμένη -κι αυτό της δημιούργησε μια σκα-
νταλιάρικη διάθεση. Άρχισε να σχηματίζει ανύπαρκτες λέ-
ξεις για να κερδίσει πόντους και επινοούσε ένα σωρό ψέ-
ματα όταν ο Τράβις αμφέβαλλε για την ύπαρξή τους.
«"Ντόφναπ";» είπε σε μια στιγμή αυτός, κοιτάζοντας
συνοφρυωμένος τη λέξη της Νόρας. «Μα δεν υπάρχει τέ-
τοια λέξη».
«Είναι ένα τριγωνικό καπέλο που φορούν οι ξυλοκό-
ποι», του είπε η Νόρα.
«Οι ξυλοκόποι;»
«Ναι».
«Οι ξυλοκόποι φορούν πλεχτούς σκούφους ή δερμάτι-
να κασκέτα με καλύπτρες για τα αυτιά».
«Αυτά τα φορούν όταν δουλεύουν στο δάσος», του ε-
ξήγησε η Νόρα υπομονετικά. «"Ντόφναπ" λέγεται το κα-
πέλο που φορούν όταν κοιμούνται».
Αυτός γέλασε και κούνησε το κεφάλι. «Δε μου λες, μή-
πως με δουλεύεις;»
Η Νόρα παρέμεινε σοβαρή. «Όχι, αλήθεια σου λέω».
«Οι ξυλοκόποι φορούν ειδικό καπέλο στον ύπνο τους;»
«Ναι. Το ντόφναπ».
Ο Τράβις δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι η Νόρα
ήταν ικανή να κάνει ένα τέτοιο αστείο, έτσι την πίστεψε.
«Άκου ντόφναπ», είπε. «Και γιατί το λένε έτσι;»
«Ιδέα δεν έχω», του απάντησε η Νόρα.
Ο Αϊνστάιν ήταν καθισμένος μπρούμυτα στο πάτωμα
και διάβαζε κάποιο μυθιστόρημα. Μέσα σε ένα εκπληκτι-
κά μικρό χρονικό διάστημα είχε ξεπεράσει τα βιβλία με
εικόνες και διάβαζε τώρα παιδικά μυθιστορήματα. Κάθε
μέρα περνούσε κάπου οχτώ με δέκα ώρες διαβάζοντας.
Είχε γίνει βιβλιομανής. Κάποια στιγμή η Νόρα δεν άντεχε
πια να του κρατά τα βιβλία και να του γυρίζει τις σελίδες
και άρχισαν να ψάχνουν για κάποιο σύστημα που θα επέ-
τρεπε στον Αϊνστάιν να διαβάζει μόνος του. Τελικά, σε
μια εταιρεία με είδη για νοσοκομεία, βρήκαν μια συσκευή
για παραλυτικούς. Ήταν ένα μεταλλικό αναλόγιο πάνω
στο οποίο στερεωνόταν το βιβλίο και υπήρχαν μηχανικοί
βραχίονες που κρατούσαν τις σελίδες στη θέση τους ή τις
γύριζαν. Ο μηχανισμός λειτουργούσε με τρία κουμπιά,
που ο Αϊνστάιν πίεζε με τη μύτη του.
Ο Τράβις έγραψε μια λέξη που του έδωσε αρκετούς
πόντους και η Νόρα απάντησε σχηματίζοντας τη λέξη
«χάρκεϊ», με την οποία κέρδισε ακόμη περισσότερους
βαθμούς από τον Τράβις.
«"Χάρκεϊ";» ρώτησε με αμφιβολία ο Τράβις.
«Ναι. Είναι ένα γιουγκοσλάβικο φαγητό».
«Ναι;»
«Βέβαια. Γίνεται με ζαμπόν και κρέας γαλοπούλας και
έχει ακόμη...» Δεν μπόρεσε όμως να συνεχίσει. Ξαφνικά
ξέσπασε σε γέλια.
Ο Τράβις την κοίταξε με το στόμα ανοιχτό από την κα-
τάπληξη. «Ώστε πραγματικά με δουλεύεις. Εσύ με δου-
λεύεις! Νόρα Ντέβον, τι συμβαίνει λοιπόν μ' εσένα; Όταν
σε πρωτογνώρισα, είπα μέσα μου, "Ε, λοιπόν, αυτή είναι
η πιο σοβαρή, σεμνή και μαζεμένη γυναίκα που έχω δει
στη ζωή μου"».
«Και φοβισμένη».
«Ε, όχι και φοβισμένη».
«Ναι, φοβισμένη», επέμεινε η Νόρα. «Όταν με πρώτο-
είδες σκέφτηκες ότι φοβάμαι ακόμα και τον ίσκιο μου
-σαν σκιουράκι».
«Εντάξει, σύμφωνοι. Μάλιστα, ήμουν σίγουρος πως θα
είχες τη σοφίτα του σπιτιοΰ σου γεμάτη καρύδια».
«Αν εγώ και η Βάιολετ ζούσαμε στο Νότο», είπε χαμο-
γελώντας η Νόρα, «θα ήμαστε σαν να βγήκαμε από κανέ-
να μυθιστόρημα του Φόκνερ».
«Όχι -ήσαστε υπερβολικά παράξενες, ακόμα και για
τον Φόκνερ. Αλλά για κοίτα πώς έγινες τώρα! Να φτιά-
χνεις ανύπαρκτες λέξεις και να μου λες ένα σωρό ψέματα.
Κι εγώ να σε πιστεύω, επειδή ποτέ δε θα μπορούσα να
φανταστώ ότι θα έκανες τέτοιο πράγμα. Έχεις αλλάξει
πολύ αυτούς τους τελευταίους μήνες».
«Χάρη σ' εσένα», είπε η Νόρα.
«Ίσως περισσότερο χάρη στον Αϊνστάιν παρά σ' εμένα».
«Όχι. Χάρη σ' εσένα περισσότερο», είπε εκείνη, νιώ-
θοντας να την κυριεύει εκείνη η παλιά ντροπή που την πα-
ρέλυε. Χαμήλωσε το κεφάλι της και είπε με χαμηλή φωνή:
«Περισσότερο χάρη σ' εσένα. Αν δεν είχα συναντηθεί μα-
ζί σου, δε θα είχα βρει και τον Αϊνστάιν. Κι εσύ... ενδια-
φέρθηκες για μένα... ανησύχησες για μένα... είδες μέσα
μου κάτι που εγώ δεν μπορούσα να δω. Με έκανες άλλο
άνθρωπο».
«Όχι», είπε ο Τράβις. «Μην υπερβάλλεις. Δεν τα κα-
τάφερα εγώ όλα αυτά. Η καινούρια Νόρα υπήρχε πάντα,
μέσα στην παλιά -Λτως ένα λουλούδι είναι κρυμμένο μέ-
σα σε ένα μικρό σπόρο. Απλώς χρειαζόσουν να οε ενθαρ-
ρύνουν κάπως για να αναπτυχθείς και να ανθίσεις».
Δεν μπορούσε να τον κοιτάξει. Αισθανόταν λες και της
είχαν βάλει μια τεράστια πέτρα στο σβέρκο, που την ανά-
γκαζε να κρατά σκυφτό το κεφάλι. Αλλά τελικά βρήκε το
κουράγιο να πει: «Είναι τόσο δύσκολο να ανθίσεις... να
αλλάξεις. Ακόμη και όταν θέλεις να αλλάξεις, είναι πολύ
δύσκολο. Η επιθυμία για αλλαγή δεν είναι αρκετή. Είναι
κάτι που δεν μπορεί να γίνει χωρίς... αγάπη». Η φωνή της
είχε γίνει ένας σιγανός ψίθυρος, αλλά δεν μπορούσε να
μιλήσει πιο δυνατά. «Η αγάπη είναι σαν το νερό και τον
ήλιο, που κάνουν το σπόρο να μεγαλώσει και να ανθίσει».
«Νόρα, κοίταξέ με», της είπε.
Η πέτρα στο σβέρκο της πρέπει να ζύγιζε πενήντα κι-
λά, εκατό.
«Νόρα;»
Ζύγιζε έναν τόνο.
«Νόρα, κι εγώ σ' αγαπώ».
Καταβάλλοντος τεράστια προσπάθεια, κατάφερε να
σηκώσει το κεφάλι της και να τον κοιτάξει. Τα σκούρα
καστανά μάτια του ήταν τόσο ζεστά και όμορφα. Αγαπού-
σε τα μάτια του, την όμορφη και λεπτή μύτη του. Αγαπού-
σε αυτό το αδύνατο, ασκητικό πρόσωπο.
«Θα έπρεπε να σου το είχα πει εγώ πρώτος», είπε ο
Τράβις, «γιατί για μένα είναι πιο εύκολο απ' ό,τι για σένα.
Θα 'πρεπε να σου το είχα πει εδώ και μέρες, βδομάδες:
Νόρα, σ' αγαπώ. Αλλά δε σου το είπα, γιατί φοβόμουν.
Κάθε φορά που αφήνω τον εαυτό μου να αγαπήσει κάποιον,
τον χάνω. Αυτή τη φορά, όμως, πιστεύω ότι τα πράγματα
θα είναι διαφορετικά. Ίσως θα αλλάξεις κι εσύ τη δική
μου ζωή έτσι όπως βοήθησα κι εγώ ν' αλλάξει η δική σου.
Ίσως αυτή τη φορά η τύχη να είναι με το μέρος μου».
Η καρδιά της βροντούσε δυνατά και της είχε κοπεί η
ανάσα, αλλά κατάφερε να πει: «Σ' αγαπώ».
«Θα με παντρευτείς;»
Η Νόρα έμεινε εμβρόντητη. Δεν ήξερε τι περίμενε να
συμβεί, σίγουρα όμως δεν περίμενε μια πρόταση γάμου.
Το γεγονός και μόνο ότι της είπε πως την αγαπά και ότι
κατάφερε κι αυτή να του πει το ίδιο ήταν αρκετό για να
νιώθει ευτυχισμένη για βδομάδες, για μήνες. Ήθελε να α-
πολαύσει αυτή την καινούρια κατάοταοη, να προετοιμα-
στεί για το επόμενο βήμα.
«Θα με παντρευτείς;» επανέλαβε εκείνος.
Η Νόρα ένιωσε φόβο -δεν μπορούσε να προχωρήσει
τόσο γρήγορα. Ήθελε να του πει να περιμένει λίγο, ότι εί-
χαν άφθονο καιρό για να το σκεφτούν, αλλά με έκπληξη
άκουσε τον εαυτό της να λέει: «Ναι. Ω, ναι».
Ο Τράβις της έπιασε τα χέρια και τ*α έσφιξε -και η
Νόρα έκλαψε από ευτυχία.
Ο Αϊνστάιν ήταν απορροφημένος από το βιβλίο που
διάβαζε, αλλά αντιλήφθηκε τι είχε συμβεί. Πλησίασε στο
τραπέζι, τους μύρισε και μετά άρχισε να τρίβεται στα πό-
δια τους γρυλίζοντας χαρούμενος.
«Τι λες για την άλλη βδομάδα;» είπε ο Τράβις.
«Να παντρευτούμε; Μα χρειάζεται χρόνος για τις ά-
δειες και τις διατυπώσεις».
«Όχι αν πάμε στο Λας Βέγκας. Μπορώ να τηλεφωνήσω
από εδώ, να κανονίσω με μια εκκλησία στο Λας Βέγκας,
να πάμε εκεί την άλλη βδομάδα και να παντρευτούμε».
«Εντάξει, εντάξει», είπε η Νόρα, γελώντας και κλαίγο-
ντας μαζί.
«Υπέροχα», είπε χαμογελώντας ο Τράβις.
Ο Αϊνστάιν κουνούσε συνέχεια την ουρά του: Ναι, ναι,
ναι, ναι, ναι.
Το μεσημέρι της Τετάρτης, 4 Αυγούστου, ο Βινς Νάσκο έ-
τρεχε στον παραλιακό δρόμο με κατεύθυνση την πλαζ της
Μπόλσα Τσίκα. Μόλις πριν από λίγο είχε σκοτώσει κά-
ποιον Λου Παντάντζελα, που είχε σκοπό να καταθέσει
στο δικαστήριο ενάντια σε μερικά μέλη της οργάνωσης
των Τετράνια, της μαφιόζικης οικογένειας που έλεγχε την
περιοχή του Σαν Φρανσίσκο.
Οι ομοσπονδιακοί είχαν κρύψει τον Παντάντζελα σε
ένα σπιτάκι στο Ριντόντο Μπιτς, νότια του Λος Άντζελες,
πράγμα που ανακάλυψε ο Τζο Σαντίνι, ο Σύρμας, εισχω-
ρώντας στους υπολογιστές της αστυνομίας. Τον φύλαγαν
δύο αστυνομικοί και ο Παντάντζελα ήταν μεταμφιεσμέ-
νος. Ο Νάσκο τους παρακολούθησε για αρκετές μέρες και
είδε ότι δυο τρεις φορές τη βδομάδα πήγαιναν και οι τρεις
για μεσημεριανό φαγητό σε ένα ιταλικό εστιατόριο λίγο
πιο κάτω από το κρησφύγετο τους και έμεναν εκεί μέχρι
αργά το απόγευμα, που το μαγαζί άδειαζε από πελατεία.
Εκείνο το μεσημέρι πήγε κι αυτός για φαγητό στο ίδιο ε-
στιατόριο κι όταν έφυγε όλος ο κόσμος πλησίασε στο τρα-
πέζι του Παντάντζελα και άδειασε πάνω τους περίπου
τριάντα σφαίρες από ένα αυτόματο πιστόλι Ούζι με σιγα-
στήρα. Την τελευταία στιγμή βγήκε από την κουζίνα μια
από τις σερβιτόρες και έμεινε αποσβολωμένη, κοιτάζο-
ντας με διάπλατα μάτια τη σκηνή. Ο Νάσκο τη σκότωσε κι
αυτή. Μετά βγήκε από το εστιατόριο, μπήκε στο αυτοκίνη-
το του που το είχε παρκάρει λίγο πιο κάτω και πήρε τον
παραλιακό δρόμο με κατεύθυνση την παραλία της Μπόλ-
σα Τσίκα, όπου θα έκανε μπάνιο και λίγο σέρφινγκ.
Στο δρόμο για την παραλία, άρχισε να σκέφτεται το
σκΰλο. Εξακολουθούσε να πληρώνει τον Τζόνι Σαντίνι
για να τον ενημερώνει για τις εξελίξεις της έρευνας. Είχε
μάθει για όλους τους ανθρώπους και τα ζώα που είχε σκο-
τώσει στο μεταξύ το Τέρας. Πριν από τρεις βδομάδες ο
Τζόνι τον πληροφόρησε για το νεαρό ζευγάρι που είχε
βρεθεί σκοτωμένο στον Εθνικό Δρυμό του Λος Άντζελες,
αλλά από τότε δεν είχε μάθει τίποτα καινούριο.
Αλλά δεν θα τα παρατούσε. Ήταν υπομονετικός άν-
θρωπος. Η υπομονή ήταν μέρος της δουλειάς του. Αργά ή
γρήγορα θα έβρισκε αυτούς που είχαν περιμαζέψει το
σκύλο.

6
Ο Αϊνστάιν πέρασε τρέχοντας δίπλα από τον Τράβις, διέ-
σχισε την τραπεζαρία και εξαφανίστηκε στο λίβινγκ ρουμ.
Ο Τράβις τον ακολούθησε κρατώντας το λουρί. Τον βρήκε
κρυμμένο πίσω από τον καναπέ.
«Άκουσε με», του είπε. «Σου λέω ότι δεν πρόκειται να
πονέσεις».
Ο σκύλος τον κοίταζε ανήσυχος.
«Πρέπει να το φροντίσουμε αυτό πριν φύγουμε για το
Βέγκας. Δεν είναι τίποτα- θα πάμε στον κτηνίατρο και θα
σου κάνει μερικά εμβόλια για μερικές αρρώστιες των
σκύλων και για τη λύσσα. Είναι για το καλό σου -και δεν
πρόκειται να πονέσεις. Και τότε θα μπορέσουμε να σου
βγάλουμε και άδεια, κάτι που έπρεπε να έχουμε κάνει ε-
δώ και καιρό».
Έ ν α γάβγισμα. Όχι.
«Ναι, θα πάμε».
Όχι.
Ο Τράβις έκανε ένα βήμα προς to μέρος του, αλλά ο
Αϊνστάιν του ξέφυγε και πήγε πίσω από την πολυθρόνα.
«Άκου εδώ, φίλε», είπε ο Τράβις πλησιάζοντάς τον πά-
λι. «Είμαι το αφεντικό σου...»
Ένα γάβγισμα.
Ο Τράβις συνοφρυώθηκε. «Α, ναι, είμαι το αφεντικό
σου. Μπορεί να είσαι ο εξυπνότερος σκύλος του κόσμου,
αλλά εγώ είμαι το αφεντικό σου και σου λέω ότι θα πάμε
στον κτηνίατρο».
Ένα γάβγισμα.
Η Νόρα τους παρακολουθούσε από το κατώφλι χαμο-
γελώντας. «Μάλλον θέλει να σου δώσει μια ιδέα για το
πώς είναι τα παιδιά -για την περίπτωση που θα αποφασί-
σουμε να κάνουμε», είπε.
Ο Τράβις όρμησε προς το σκύλο, αλλά ο Αϊνστάιν του
ξέφυγε πάλι και βγήκε από το δωμάτιο, ενώ ο Τράβις έπε-
φτε πάνω στην πολυθρόνα.
«Πολύ διασκεδαστικό», είπε γελώντας η Νόρα.
«Πού πήγε;» ρώτησε ο Τράβις.
Εκείνη του έδειξε το διάδρομο που οδηγούσε στην
κρεβατοκάμαρα. Ο Τράβις βρήκε το σκύλο πάνω στο κρε-
βάτι. «Να πάρει η οργή», φώναξε. «Σου είπα ότι τα εμβό-
λια είναι για το καλό σου και θα τα κάνουμε είτε το θέλεις
είτε όχι».
Ο Αϊνστάιν σήκωσε το πόδι του και κατούρησε πάνω
στο κρεβάτι.
«Τι διάβολο κάνεις εκεί;» φώναξε κατάπληκτος ο Τρά-
βις. Είχε ακούσει ότι πολλές φορές τα σκυλιά και οι γάτες
εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους με αυτό τον τρόπο.
Ο Αϊνστάιν τον κοίταξε προκλητικά.
«Αυτό που έκανες ήταν ασυγχώρητο», είπε ο Τράβις
πλησιάζοντας στο κρεβάτι.
Ο Αϊνστάιν κατέβηκε στο πάτωμα. Ο Τράβις κατάλαβε
ότι θα προσπαθούσε να βγει πάλι από το δωμάτιο και οπι-
σθοχωρώντας έκλεισε γρήγορα την πόρτα. Ο σκύλος έτρε-
ξε αμέσως στην πιο μακρινή γωνιά του δωματίου και στά-
θηκε εκεί.
«Τέρμα οι ανοησίες», είπε αυστηρά ο Τράβις. Τον
πλησίασε σκυφτός και με ανοιχτά τα χέρια, για να μην του
ξεφύγει ο Αϊνστάιν από το πλάι, και τελικά κατάφερε να
του περάσει το λουρί στο κολάρο. «Χα!» φώναξε.
Ο Αϊνστάιν κρέμασε κάτω το κεφάλι κι άρχισε να τρέ-
μει, βγάζοντας σιγανά, φοβισμένα γρυλίσματα. Ο Τράβις
τον κοίταξε στενοχωρημένος και τον χάιδεψε, προσπαθώ-
ντας να τον καθησυχάσει. «Αλήθεια σου λέω», είπε. «Τα
εμβόλια είναι για το καλό σου. Και δεν πονάνε καθόλου».
Αλλά ο σκύλος αρνιόταν να τον κοιτάξει. Ο Τράβις αι-
σθάνθηκε απανωτά ρίγη να περνούν το κορμί του Αϊν-
στάιν. Τον κοίταξε απορημένος, σκεφτικός. «Σ' εκείνο το
εργαστήριο... μήπως σε πονούσαν κάνοντάς σου ενέσεις;»
ρώτησε τελικά. «Γι' αυτό φοβάσαι τα εμβόλια;»
Ο Αϊνστάιν γρύλισε θλιμμένα.
Ο Τράβις τον έβγαλε από τη γωνία και τον κοίταξε κα-
λά καλά.
«Σε πονούσαν με ενέσεις στο εργαστήριο;» ρώτησε.
Ναι, απάντησε ο Αϊνστάιν μ' ένα κούνημα της ουράς.
«Γι' αυτό φοβάσαι τον κτηνίατρο;»
Ο σκύλος γάβγισε μια φορά, ενώ εξακολουθούσε να
τρέμει. Όχι.
«Σε πονούσαν με ενέσεις, αλλά δεν τις φοβάσαι;»
Όχι.
«Τότε, γιατί κάνεις έτσι;»
Ο Αϊνστάιν τον κοίταξε και συνέχισε να γρυλίζει τρο-
μαγμένος.
Εκείνη τη στιγμή η Νόρα άνοιξε την πόρτα και κοίταξε
μέσα. «Τι έγινε, του έβαλες το λουρί;» Μετά σταμάτησε,
κοιτάζοντας γύρω της. «Πω, πω! Τι συνέβη εδώ μέσα;» είπε.
«Φαίνεται ότι δεν του αρέσει η ιδέα να πάει στον κτη-
νίατρο».
«Και καθόλου μάλιστα», είπε η Νόρα και, πηγαίνοντας
στο κρεβάτι, άρχισε να μαζεύει τα λερωμένα σκεπάσματα.
Ο Τράβις γύρισε πάλι στο σκύλο. «Αϊνστάιν, αν δε φο-
βάσαι τις ενέσεις, μήπως φοβάσαι τον κτηνίατρο;»
Έ ν α γάβγισμα. Όχι.
Ο Τράβις προσπαθούσε να βρει την κατάλληλη ερώτη-
ση για να μάθει το λόγο που τον έκανε να φέρεται έτσι. Ο
Αϊνστάιν συνέχισε να τρέμει.
Ξαφνικά ο Τράβις συνειδητοποίησε τι συνέβαινε.
«Διάβολε, βέβαια! Δε φοβάσαι τον κτηνίατρο, αλλά μή-
πως ο κτηνίατρος σε καταδώσει».
Τα ρίγη του Αϊνστάιν μειώθηκαν λίγο και κούνησε την
ουρά του. Ναι.
«Αν οι άνθρωποι από το εργαστήριο ψάχνουν να σε
βρουν -και ξέρουμε ότι πρέπει να ψάχνουν σαν τρελοί,
γιατί είσαι το σπουδαιότερο πειραματόζωο του κόσμου-,
θα έχουν έρθει σε επαφή με όλους τους κτηνιάτρους της
Καλιφόρνιας, έτσι δεν είναι; Θα έχουν ειδοποιήσει όλους
τους κτηνιάτρους... όλες τις κτηνιατρικές κλινικές... και ό-
λες τις υπηρεσίες που βγάζουν άδειες για σκύλους».
Ο Αϊνστάιν άρχισε να κουνά πιο δυνατά την ουρά του.
«Μα υπάρχουν πολλά σκυλιά της ίδιας ράτσας με τον
Αϊνστάιν», είπε η Νόρα πλησιάζοντας. «Αν φερθεί σαν έ-
νας συνηθισμένος σκύλος, κανένας δε θα τον γνωρίσει».
Ναι, επέμεινε ο Αϊνστάιν.
«Τι θες να πεις;» τον ρώτησε ο Τράβις. «Ότι θα μπο-
ρούν να σε γνωρίσουν;»
Ναι.
«Μα πώς;» αναρωτήθηκε δυνατά η Νόρα.
«Μήπως έχεις κάποιο σημάδι;»
Ναι.
«Κάπου κάτω από το τρίχωμά σου;» ρώτησε η Νόρα.
Ένα γάβγισμα. Όχι.
«Πού, τότε;» ρώτησε ο Τράβις.
Ο Αϊνστάιν του ξέφυγε από τα χέρια και κούνησε το
κεφάλι του τόσο δυνατά, που τα μακριά αυτιά του έκαναν
ένα δυνατό θόρυβο χτυπώντας πάνω στο κεφάλι του.
«Ίσως στις πατούσες των ποδιών του», είπε η Νόρα.
«Όχι», είπε ο Τράβις, ενώ ο Αϊνστάιν γάβγισε κι αυ-
τός μια φορά. «Όταν τον βρήκα, τα πόδια του είχαν ματώ-
σει από το τρέξιμο και του καθάρισα τις πληγές. Δεν είδα
κανένα σημάδι».
Ο Αϊνστάιν κούνησε δυνατά το κεφάλι, χτυπώντας πά-
λι τα αυτιά του.
«Ίσως στο εσωτερικό των χειλιών», είπε ο Τράβις. «Ε-
κεί κάνουν τατουάζ στα άλογα του ιπποδρόμου. Τράβηξε
τα χείλη σου να δω, φίλε».
Ο Αϊνστάιν γάβγισε μια φορά -Όχι- και κούνησε πάλι
με δύναμη το κεφάλι του.
Επιτέλους, ο Τράβις κατάλαβε. Κοίταξε τα αυτιά του
Αϊνστάιν και στο αριστερό ανακάλυψε έναν αριθμό γραμ-
μένο με μοβ μελάνι: 33-9.
«Φαίνεται ότι είχαν πολλά ζώα και τους έδιναν αριθ-
μούς για να τα ξεχωρίζουν», είπε η Νόρα.
«Θεέ μου! Αν τον πήγαινα στον κτηνίατρο και αν ο
κτηνίατρος είχε ειδοποιηθεί για το τατουάζ...»
«Μα πρέπει να κάνει τα εμβόλια».
«Μπορεί να τα έχει κάνει ήδη», είπε ο Τράβις.
«Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι. Μέχρι τώρα ζού-
σε μέσα σε ένα εργαστήριο, κάτω από ελεγχόμενες συν-
θήκες, όπου μπορεί να μη χρειαζόταν τα εμβόλια. Κι έπει-
τα, μπορεί αυτά τα εμβόλια να τους δημιουργούσαν πρό-
βλημα με τα πειράματα που έκαναν».
«Δεν μπορούμε να το ρισκάρουμε».
«Αν τον βρουν», είπε η Νόρα, «δε θα τους αφήσουμε
να μας τον πάρουν».
«Μπορούν να μας αναγκάσουν», είπε ανήσυχος ο
Τράβις.
«Δεν μπορούν».
«Πιστεύω ότι μπορούν. Το πιθανότερο είναι ότι οι έ-
ρευνες χρηματοδοτούνταν από την κυβέρνηση και η κυ-
βέρνηση μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Δεν μπορούμε να το
ρισκάρουμε. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ο Αϊν-
στάιν φοβάται να γυρίσει πίσω στο εργαστήριο».
Ναι, ναι, ναι.
«Μα αν κολλήσει καμιά αρρώστια...» είπε η Νόρα.
«Θα του κάνουμε τα εμβόλια αργότερα», είπε ο Τρά-
βις. «Όταν θα έχουν ησυχάσει κάπως τα πράγματα».
Ο σκύλος γρύλισε χαρούμενα και άρχισε να γλείφει
τον Τράβις.
Η Νόρα συνοφρυώθηκε. «Ο Αϊνστάιν είναι το μεγαλύ-
τερο θαύμα του εικοστού αιώνα», είπε. «Νομίζεις, αλή-
θεια, ότι πρόκειται να ησυχάσουν ποτέ τα πράγματα, ότι
θα σταματήσουν ποτέ τις έρευνες;»
«Μπορεί να συνεχίσουν να τον ψάχνουν για χρόνια»,
παραδέχτηκε ο Τράβις. «Αλλά σιγά σιγά θα αρχίσουν να
απογοητεύονται. Και οι κτηνίατροι θα αρχίσουν να ξε-
χνούν τις οδηγίες που τους έχουν δώσει, να ψάχνουν δη-
λαδή για το τατουάζ. Μέχρι τότε, θα αναγκαστούμε να α-
φήσουμε τα εμβόλια. Αυτό είναι το καλύτερο που μπορού-
με να κάνουμε. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε».
«Ελπίζω να έχεις δίκιο», είπε η Νόρα.
«Έχω».
«Το ελπίζω».
* * *

To επεισόδιο αυτό είχε ταράξει τρομερά τον Τράβις. Χω-


ρίς να το καταλάβει, παραλίγο να θέσει σε κίνδυνο την ε-
λ,ευθερία του Αϊνστάιν. Είχε αρχίσει να φοβάται μήπως
άρχιζε και πάλι η παλιά ιστορία, μήπως έχανε μέσα από
τα χέρια του και τη Νόρα και τον Αϊνστάιν. Η ανησυχία
του δεν τον άφηνε να ησυχάσει και τα βράδια έβλεπε ε-
φιάλτες -ότι η Νόρα και ο Αϊνστάιν κινδύνευαν μέσα σε
κάποιο δάσος, αλλά αυτός δεν μπορούσε να τους βρει για
να τους βοηθήσει-, μέχρι που κάποια στιγμή ξυπνούσε
καταϊδρωμένος και με την καρδιά του να βροντά.
Την Παρασκευή, 6 Αυγούστου, ο Τράβις είχε τόσα
πολλά να κάνει, που δεν του έμενε χρόνος για ανησυχίες.
Πρωί πρωί τηλεφώνησε σε μια εκκλησία του Λας Βέγκας
και κανόνισε για το γάμο. Θα γινόταν την Τετάρτη, 11 Αυ-
γούστου, στις έντεκα το πρωί. Ζήτησε να στολίσουν την
εκκλησία με είκοσι ντουζίνες κόκκινα τριαντάφυλλα και
είκοσι ντουζίνες άσπρα γαρίφαλα, να υπάρχει ένας οργα-
νίστας -και όχι μαγνητοφωνημένη μουσική-, άφθονα κε-
ριά ώστε να μη χρειάζεται ηλεκτρικό φως, μια μπουκάλα
σαμπάνια Ντομ Περινιόν και ένας καλός φωτογράφος για
να απαθανατίσει το γάμο. Μετά έκλεισε θέση σε ένα κά-
μπινγκ του Λας Βέγκας και σ' ένα άλλο στο Μπάρστοου,
όπου θα κοιμόνταν το βράδυ, στα μισά του δρόμου για το
Βέγκας. Μετά πήγε σε ένα κοσμηματοπωλείο και, αφού
κοίταξε όλο τους το στοκ, αγόρασε ένα δαχτυλίδι αρρα-
βώνων με ένα μεγάλο διαμάντι τριών καρατιών και μια
βέρα με δώδεκα πετράδια του μισού καρατιού. Με τα δα-
χτυλίδια κρυμμένα κάτω από το κάθισμα του αυτοκινήτου,
ο Τράβις, μαζί με τον Αϊνστάιν, πήρε τη Νόρα από το σπί-
τι της και την πήγε στο ραντεβού της με το δικηγόρο της,
τον Γκάρισον Ντίλγουορθ.
«Παντρεύεστε; Μπράβο, μπράβο, υπέροχα!» είπε ο
Γκάρισον όταν έμαθε τα νέα. Έσφιξε το χέρι του Τράβις
και φίλησε τη Νόρα στο μάγουλο. Φαινόταν αληθινά εν-
θουσιασμένος. «Ξέρεις, Τράβις, έκανα μερικές ερωτήσεις
για σένα τριγύρω».
«Αλήθεια;» είπε κατάπληκτος ο Τράβις.
«Ναι, για χάρη της Νόρας».
Η Νόρα κοκκίνισε και πήγε να διαμαρτυρηθεί, αλλά ο
Τράβις ευχαριστήθηκε που ο Γκάρισον είχε ενδιαφερθεί
γι' αυτή.
Ο δικηγόρος έριξε ένα διαπεραστικό βλέμμα στον
Τράβις και είπε: «Έμαθα ότι τα πήγαινες πολΰ καλά πριν
πουλήσεις το κτηματομεσιτικό γραφείο σου».
«Ναι, δεν τα πήγα άσχημα», είπε ο Τράβις, νιώθοντας
σαν να μιλούσε στον πατέρα της Νόρας και να ήθελε να
κάνει καλή εντύπωση.
«Τα πήγες πολύ καλά», είπε ο Γκάρισον. «Και έμαθα
επίσης ότι επένδυσες πολΰ καλά τα κέρδη σου».
«Ναι- θα μπορούσα να πω ότι δεν είμαι απένταρος»,
παραδέχτηκε ο Τράβις.
Ο Γκάρισον χαμογέλασε. «Μου είπαν επίσης ότι είσαι
ένας καλός και πολύ ευγενικός άνθρωπος».
Τώρα ήταν η σειρά του Τράβις να κοκκινίσει. Ανασή-
κωσε τους ώμους χωρίς να πει τίποτα.
Ο Γκάρισον στράφηκε στη Νόρα. «Αγαπητή μου», εί-
πε, «χάρηκα πραγματικά για την απόφασή σας».
«Ευχαριστώ», είπε η Νόρα και έριξε στον Τράβις ένα
φωτεινό βλέμμα γεμάτο αγάπη.
Είχαν αποφασίσει μετά το γάμο να κάνουν ένα ταξίδι
τουλάχιστον για δέκα μέρες, γι' αυτό η Νόρα ζήτησε από
τον Ντίλγουορθ να συντάξει ένα πληρεξούσιο που θα του
επέτρεπε να την εκπροσωπεί στις διατυπώσεις για την πώ-
ληση του σπιτιού της Βάιολετ Ντέβον. Έτσι δεν θα ήταν
αναγκασμένη να γυρίσει στη Σάντα Μπάρμπαρα σε περί-
πτωση που ο κτηματομεσίτης έβρισκε αγοραστή για το
σπίτι όσο θα έλειπαν στο Λας Βέγκας. Η Νόρα υπέγραψε
το πληρεξούσιο και, αφού ο δικηγόρος τούς ευχήθηκε για
άλλη μια φορά, έφυγαν από το γραφείο του.
Είχαν σκοπό να πάρουν τον Αϊνστάιν μαζί τους όχι μό-
νο στο γάμο, αλλά και στο ταξίδι που θα έκαναν μετά, ήξε-
ραν όμως ότι θα ήταν δύσκολο να βρουν ξενοδοχεία που
να δέχονται σκύλους. Επιπλέον, ούτε ο Τράβις ούτε η Νό-
ρα θα μπορούσαν να κάνουν έρωτα με το σκύλο στο ίδιο
δωμάτιο. «Θα ήταν σαν να υπήρχε και κάποιος άνθρωπος
εκεί μέσα», είπε η Νόρα, κατακόκκινη από ντροπή. Θα έ-
πρεπε να νοικιάσουν δύό δωμάτια, ένα γι' αυτούς κι ένα
για τον Αϊνστάιν, πράγμα που θα φαινόταν πολύ παράξε-
νο. Έτσι, αποφάσισαν να αγοράσουν ένα τροχόσπιτο.
Γύρω στις τέσσερις το απόγευμα βρήκαν αυτό που ή-
θελαν: ένα ασημί τροχόσπιτο Έιρστριμ που είχε μια μι-
κρή κουζίνα, τραπεζαρία, λίβινγκ ρουμ, μια κρεβατοκά-
μαρα και μπάνιο. Το φορτηγάκι του Τράβις είχε ήδη κο-
τσαδόρο, έτσι έδεσαν από πίσω το τροχόσπιτο και το πή-
ραν μαζί τους. Μετά ψώνισαν τρόφιμα και διάφορα πράγ-
ματα που τους χρειάζονταν για να εξοπλίσουν το τροχό-
σπιτο και γύρισαν στα σπίτια τους αργά το βράδυ.
Εκείνη τη νύχτα ο Τράβις κοιμήθηκε βαθιά, χωρίς ε-
φιάλτες.

Το πρωί του Σαββάτου ξεκίνησαν για το Λας Βέγκας και


στις τρεις το απόγευμα περίπου έφτασαν στον πρώτο τους
σταθμό, στο Μπάρστοου, και στο μεγάλο κάμπινγκ όπου
είχαν κλείσει θέσεις. Εκεί παρκάρισαν δίπλα σε ένα ηλι-
κιωμένο ζευγάρι από το Σολτ Λέικ Σίτι, τον Φρανκ και τη
Μέι Τζόρνταν, που ταξίδευαν με το σκύλο τους τον Τζακ,
ένα μαύρο λαμπραντόρ.
Για μεγάλη έκπληξη του Τράβις και της Νόρας, ο Αϊν-
στάιν τα πέρασε περίφημα παίζοντας για πολλές ώρες με
τον Τζακ. Ο Αϊνστάιν ήταν αναμφίβολα ο πιο έξυπνος
σκύλος του κόσμου, ένα φαινόμενο, αλλά δεν έπαυε να εί-
ναι και σκύλος. Μερικές φορές ο Τράβις το ξεχνούσε αυ-
τό και αισθανόταν κατάπληξη και απορία όταν ο Αϊνστάιν
έκανε κάτι για να του το υπενθυμίσει.
Αργότερα έφαγαν μπιφτέκια στα κάρβουνα μαζί με
τους Τζόρνταν και αποχαιρετίστηκαν. Όταν μπήκαν στο
τροχόσπιτο, ο Τράβις χάιδεψε τον Αϊνστάιν στο κεφάλι
και του είπε: «Αυτό που έκανες ήταν πολύ ευγενικό».
Ο σκύλος έγειρε το κεφάλι του στο πλάι, σαν να τον
ρωτούσε τι εννοούσε.
«Ξέρεις πολύ καλά τι θέλω να πω, φιλαράκο», είπε ο
Τράβις.
«Κι εγώ ξέρω», είπε η Νόρα και αγκάλιασε το σκύλο.
«Όταν έπαιζες με τον Τζακ, θα μπορούσες να τον γελοιο-
ποιήσεις, αν το ήθελες. Αλλά τον άφηνες να κερδίζει κι
αυτός, έτσι δεν είναι;»
Ο Αϊνστάιν φάνηκε να χαμογελά.
Η Νόρα κοιμήθηκε στην κρεβατοκάμαρα του τροχόσπι-
του και ο Τράβις στον πτυσσόμενο καναπέ του λίβινγκ
ρουμ. Ο Τράβις είχε σκεφτεί να κοιμηθεί μαζί της, και ίσως
το ίδιο είχε σκεφτεί και η Νόρα. Αλλά γιατί να βιαστούν α-
φού σε τέσσερις μέρες θα ήταν επίσημα παντρεμένοι;

Την Κυριακή, τη Δευτέρα και την Τρίτη την πέρασαν στο


Λας Βέγκας, κάνοντας ετοιμασίες για το γάμο, ενώ ο Αϊν-
στάιν έπαιζε με τα άλλα σκυλιά που υπήρχαν στο κάμπινγκ.
1
Έκαναν μερικές εκδρομές στη γύρω περιοχή και τα βρά-
δια η Νόρα και ο Τράβις άφηναν τον Αϊνστάιν στο τροχό-
σπιτο με τα βιβλία του κι αυτοί πήγαιναν σε θέατρα και
κέντρα.
Την Τετάρτη το πρωί, ο Τράβις φόρεσε το σμόκιν του
και η Νόρα ένα απλό άσπρο φόρεμα με δαντέλα στα μανι-
κέτια και το λαιμό και ξεκίνησαν μαζί με τον Αϊνστάιν. Η
τελετή θα γινόταν σε ένα «ναό» που δεν ανήκε σε καμιά
θρησκεία, αλλά ουσιαστικά έκανε πολιτικούς γάμους μέ-
σα σε εκκλησιαστικό περιβάλλον. Κανονικά δεν επιτρε-
πόταν η είσοδος σε σκύλους, αλλά ο Τράβις είχε δώσει
γενναία φιλοδωρήματα σε όλους κι έτσι δεν συνάντησαν
προβλήματα.
Ο ιερέας ήταν ο αιδεσιμότατος Νταν Νάπρι, ένας χο-
ντρός τύπος με κατακόκκινο πρόσωπο, που έμοιαζε πε-
ρισσότερο με πωλητή μεταχειρισμένων αυτοκινήτων παρά
με κληρικό. Δίπλα του στέκονταν δυο μάρτυρες -η γυναί-
κα του και η αδερφή του.
Ο Τράβις πήρε τη θέση του μπροστά στο βωμό και η
γυναίκα που καθόταν στο εκκλησιαστικό όργανο άρχισε
να παίζει το Γαμήλιο Εμβατήριο.
Η Νόρα ήθελε να τη συνοδεύσει κάποιος μέχρι το βω-
μό. Κανονικά αυτό θα έπρεπε να το κάνει ο πατέρας της,
αλλά δεν είχε πατέρα. Καθώς λοιπόν έρχονταν στην εκ-
κλησία, η Νόρα σκέφτηκε ότι ο πιο κατάλληλος για να τη
συνοδεύσει στην εκκλησία και να την παραδώσει στο γα-
μπρό ήταν ο Αϊνστάιν.
Όταν άρχισε η μουσική, η Νόρα μπήκε στην αίθουσα
κι άρχισε να διασχίζει το διάδρομο με το σκύλο δίπλα της.
Ο Αϊνστάιν ήξερε πόσο μεγάλη ήταν η τιμή που του είχαν
κάνει και περπατούσε γεμάτος περηφάνια, με το κεφάλι
ψηλά και τα βήματά του συγχρονισμένα με τα δικά της.
Κανείς δεν φάνηκε να ταράζεται -ή ακόμα και να εκ-
πλήσσεται- που τη νύφη τη συνόδευε ένας σκύλος. Στο
κάτω κάτω, στο Λας Βέγκας όλα επιτρέπονται.
«Είναι μια από τις ωραιότερες νύφες που έχω δει», ψι-
θύρισε στον Τράβις η γυναίκα του αιδεσιμότατου Νταν κι
αυτός κατάλαβε ότι ήταν ειλικρινής.
Το φλας του φωτογράφου άρχισε να αναβοσβήνει α-
παθανατίζοντας τη σκηνή. Βάζα γεμάτα τριαντάφυλλα και
γαρίφαλα πλημμύριζαν τον μικρό «ναό» με το άρωμά τους
και εκατό κεριά τρεμόπαιζαν απαλά.
Η τελετή ήταν σύντομη και απροσδόκητα επιβλητική. Ο
Τράβις και η Νόρα έδωσαν όρκους πίστης και μετά αντάλ-
λαξαν τα δαχτυλίδια. Ο Τράβις είδε τα μάτια της Νόρας να
πλημμυρίζουν δάκρυα και κατάλαβε ότι και ο ίδιος είχε
δακρύσει. Μετά την τελετή φιλήθηκαν για πρώτη φορά κά-
τω από τους ήχους της μουσικής που έπαιζε το αρμόνιο.
Ο αιδεσιμότατος Νταν άνοιξε τη σαμπάνια και γέμισε
όλα τα ποτήρια. Βρήκαν και ένα πιατάκι, όπου έβαλαν
και ήπιε ο Αϊνστάιν, συμμετέχοντας έτσι στην πρόποση
για ζωή, ευτυχία και αγάπη.

Ο Αϊνστάιν πέρασε το απόγευμα στο λίβινγκ ρουμ του


τροχόσπιτου διαβάζοντας.
Ο Τράβις και η Νόρα το πέρασαν στο πίσω μέρος του
τροχόσπιτου, στο κρεβάτι. Ο Τράβις έβαλε μια δεύτερη
μπουκάλα Ντομ Περινιόν στη σαμπανιέρα και τέσσερις
δίσκους με απαλή μουσική στο πικάπ, ενώ η Νόρα έκλεισε
το στόρι του παραθύρου και άναψε ένα μικρό πορτατίφ
που έριχνε ένα απαλό, χρυσαφένιο φως μέσα στο δωμά-
τιο. Για κάμποσα λεπτά έμειναν ξαπλωμένοι, μιλώντας
και γελώντας. Σιγά σιγά άρχισαν να αγγίζονται και να φι-
λιούνται και ύστερα από λίγο ο Τράβις άρχισε να τη γδύ-
νει. Δεν την είχε ξαναδεί γυμνή και τώρα διαπίστωνε ότι
το σώμα της ήταν ακόμη πιο καλλίγραμμο από όσο νόμιζε.
Γδύθηκε κι αυτός και μετά βάλθηκε να τη μυήσει στην
τέχνη του έρωτα, υπομονετικά και τρυφερά. Νόμιζε ότι η
Νόρα θα ήταν διστακτική, ότι θα ντρεπόταν, ή ίσως και θα
φοβόταν. Εκείνη όμως δεν είχε ίχνος ψυχρότητας· ήταν
πρόθυμη να κάνει οτιδήποτε θα ευχαριστούσε και τους
δύο. Όταν πέρασε αρκετή ώρα, εκείνη παραδόθηκε σε ρί-
γη έκστασης και λίγσ αργότερα ο Τράβις έφτασε κι εκεί-
νος στο αποκορύφωμα, χώνοντας το πρόσωπο του μέσα
στο λαιμό της, φωνάζοντας το όνομά της και λέγοντάς της
πως την αγαπά.
Έμειναν για πολλή ώρα αγκαλιασμένοι, χωρίς να χρει-
άζεται να μιλήσουν, ακούγοντας μόνο τη μουσική. Αργότε-
ρα άρχισαν να συζητούν για τα όσα είχαν αισθανθεί. Ή-
πιαν λίγη σαμπάνια και μετά έκαναν έρωτα πάλι -και πάλι.

Την άλλη μέρα ξεκίνησαν από το Λας Βέγκας για το ταξί-


δι της επιστροφής. Σταμάτησαν σε πολλά σημεία στο δρό-
μο για να κάνουν εκδρομές και να απολαύσουν την άγρια
φύση. Μια βδομάδα μετά το γάμο τους, την Τετάρτη, 25
Αυγούστου, πήραν το δρόμο για τη Σάντα Μπάρμπαρα.
Σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού ο Αϊνστάιν ήταν ήρε-
μος και απολάμβανε μαζί τους τις όμορφες περιοχές που
εξερευνούσαν. Μόλις όμως έφτασαν στα σαράντα με πε-
νήντα μίλια από το σπίτι, άρχισε να δείχνει μια παράξενη
ανησυχία. Δεν μπορούσε να μείνει για πολλή ώρα σε ένα
μέρος και κάθε τόσο γρύλιζε με έναν περίεργο τρόπο. Ό-
ταν πλησίασαν στα δέκα μίλια άρχισε να τρέμει.
«Τι έπαθες, αγόρι μου;» τον ρώτησε η Νόρα.
Ο Αϊνστάιν την κοίταξε με τα εκφραστικά του μάτια,
σαν να προσπαθούσε να της μεταδώσει κάποιο σημαντικό
μήνυμα, η Νόρα όμως δεν μπορούσε να τον καταλάβει.
Μισή ώρα πριν σκοτεινιάσει μπήκαν στην πόλη και τό-
τε ο Αϊνστάιν άρχισε να γρυλίζει άγρια και απειλητικά.
«Μα τι έπαθε;» ρώτησε η Νόρα.
«Δεν ξέρω», είπε ο Τράβις συνοφρυωμένος.
Καθώς έμπαιναν στον κήπο του σπιτιού του Τράβις, ο
σκύλος άρχισε να γαβγίζει. Σε όλο το ταξίδι δεν είχε γα-
βγίσει ούτε μια φορά. Όταν βγήκαν από το αυτοκίνητο, ο
Αϊνστάιν έτρεξε και στάθηκε ανάμεσα σε αυτούς και το
σπίτι, εξακολουθώντας να γαβγίζει. Η Νόρα προχώρησε
προς την εξώπορτα, αλλά ο Αϊνστάιν όρμησε καταπάνω
της γρυλίζοντας. Άρπαξε το ένα μπατζάκι του παντελονιού
της και προσπάθησε να τη ρίξει κάτω. Αυτή κατάφερε να
κρατήσει την ισορροπία της και, όταν οπισθοχώρησε μερι-
κά βήματα, ο σκύλος την άφησε.
«Μα τι του ήρθε;» ρώτησε η Νόρα τον Τράβις.
Αυτός κοίταξε σκεφτικός το σπίτι. «Έτσι φερόταν στο
δάσος εκείνη την πρώτη μέρα... Δε με άφησε να μπω στο
σκοτεινό μονοπάτι».
Η Νόρα πήγε να πλησιάσει το σκύλο για να τον χαϊδέ-
ψει, αλλά εκείνος δεν την άφησε. Ο Τράβις προχώρησε
δοκιμαστικά προς το σπίτι και ο Αϊνστάιν άρχισε να γρυ-
λίζει και τον ανάγκασε να σταματήσει.
«Περίμενε εδώ», είπε ο Τράβις στη Νόρα. Πήγε στο
τροχόσπιτο, ενώ ο Αϊνστάιν άρχισε να βηματίζει μπροστά
στο σπίτι, κοιτάζοντας την πόρτα και τα παράθυρα και
γρυλίζοντας. Η Νόρα έμεινε στη θέση της, νιώθοντας σιγά
σιγά να την κυριεύει μια ανησυχία που δεν είχε σχέση με
την παράξενη συμπεριφορά του σκύλου. Ένιωθε να υ-
πάρχει κάτι το άσχημο, το κακό, στον αέρα.
Ο Τράβις γύρισε από το τροχόσπιτο κρατώντας ένα
μεγάλο περίστροφο. Το γέμισε και έκλεισε τον κύλινδρο.
«Είναι απαραίτητο αυτό;» ρώτησε η Νόρα.
«Εκείνη τη μέρα κάτι ήταν στο δάσος», είπε ο Τράβις,
«και παρ' όλο που δεν είδα τι ήταν αυτό που μας κυνηγού-
σε, μου σηκώθηκαν οι τρίχες όρθιες μόνο που το αισθανό-
μουν κοντά μου. Ναι, το όπλο είναι απαραίτητο».
Ο Αϊνστάιν στεκόταν τώρα ακίνητος στο δρόμο που ο-
δηγούσε στην είσοδο του σπιτιού, εμποδίζοντάς τους να
πλησιάσουν.
«Είναι κανείς μέσα;» ρώτησε το σκύλο ο Τράβις.
Ένα γρήγορο κούνημα της ουράς. Ναι.
«Ανθρωποι από το εργαστήριο;»
Ένα γάβγισμα. Όχι.
«Το άλλο πειραματόζωο που μας είχες πει;»
Ναι.
«Αυτό που ήταν στο δάσος εκείνη τη μέρα;»
Ναι.
«Εντάξει, θα πάω μέσα».
'Οχι.
«Ναι», επέμεινε ο Τράβις. «Το σπίτι είναι δικό μου και
δεν πρόκειται να το βάλω στα πόδια απ' αυτό το πράγμα,
ό,τι κι αν είναι. Αυτό εδώ που κρατάω είναι ένα Μά-
γκνουμ 357. Μια σφαίρα του, ακόμα κι αν χτυπήσει σε πό-
δι ή σε χέρι, ρίχνει κάτω ακόμη και τον πιο μεγαλόσωμο
άντρα. Ξέρω καλή σκοποβολή και ξέρω τι πρέπει να κάνει
κανείς σε τέτοιες καταστάσεις. Έπειτα, δεν μπορούμε να
καλέσουμε την αστυνομία, έτσι δεν είναι; Γιατί θα αρχί-
σουν να κάνουν ερωτήσεις και σε λίγο θα βρεθείς πάλι
στο εργαστήριο».
Ήταν φανερό ότι η απόφαση του Τράβις δεν άρεσε
καθόλου στο σκύλο, αλλά τελικά ανέβηκε τα σκαλιά που
οδηγούσαν στην εξώπορτα και στάθηκε εκεί σαν να του έ-
λεγε, Εντάξει, αλλά δε θα σ' αφήσω να μπεις εκεί μέσα μό-
νος σον.
Η Νόρα ήθελε να πάει μαζί τους, αλλά ο Τράβις επέ-
μεινε να μείνει στον κήπο. Δεν μπορούσε να τους βοηθή-
σει σε τίποτα και το πιθανότερο ήταν πως θα μπλεκόταν
στα πόδια τους.
Κρατώντας το περίστροφο κοντά στα πλευρά του, ο
Τράβις πλησίασε στην εξώπορτα και έβαλε το κλειδί στην
κλειδαριά.

7
Ξεκλείδωσε, έβαλε το κλειδί στην τσέπη του και έσπρωξε
την πόρτα τείνοντας μπροστά το χέρι του που κρατούσε το
πιστόλι. Δρασκέλισε προσεκτικά το κατώφλι και ο Αϊν-
στάιν μπήκε κι αυτός δίπλα του. Το σπίτι ήταν σιωπηλό,
αλλά ο αέρας βρομούσε απαίσια.
Ο Αϊνστάιν γρύλισε σιγανά.
Μέσα στο μισόφωτο που επικρατούσε είδε ότι το χολ
και το λίβινγκ ρουμ ήταν κατεστραμμένα. Η ταπετσαρία
των καναπέδων ξεσκισμένη, τα έπιπλα και η τηλεόραση
σπασμένα. Ο Τράβις πάτησε το διακόπτη στον τοίχο και
ένα λαμπατέρ άναψε, τονίζοντας την εικόνα της κατα-
στροφής. Δεν ήταν κανείς στο δωμάτιο.
Αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή πίσω του, έκανε μερικά
βήματα μέσα στο δωμάτιο. Σε μερικά σημεία υπήρχαν
σκούροι λεκέδες και κατάλαβε ότι ήταν αίμα. Αμέσως με-
τά είδε το πτώμα κοντά στον καναπέ.
Ο Αϊνστάιν άρχισε να γρυλίζει πιο δυνατά και άγρια.
Ο Τράβις πλησίασε το πτώμα και είδε ότι ήταν ο Τεντ
Χόκνεϊ, ο σπιτονοικοκύρης του. Δίπλα του υπήρχε ένα
κουτί ι·<· εργαλεία. Ο Χόκνεϊ είχε κλειδί του σπιτιού και
είχαν ουμφωνήσει με τον Τράβις να μπαίνει όποτε ήθελε
για να κάνει επισκευές. Φαίνεται ότι ήθελε να φτιάξει
κάτι -και βρήκε το θάνατο.
Η φρική μυρωδιά που επικρατούσε στο δωμάτιο δεν
προερχόταν μόνο από το πτώμα, αλλά και από τα ούρα
και τα κόπρανα του φονιά. Τα μάτια του Τεντ Χόκνε'ί έ-
λειπαν. Ο Τράβις αισθάνθηκε ναυτία.
Ξαφνικά ο Αϊνστάιν άρχισε να γρυλίζει και να γαβγί-
ζει, κοιτάζοντας προς το διπλανό δωμάτιο, την τραπεζα-
ρία, που ήταν εντελώς σκοτεινό.
Ο Τράβις άκουσε μια φωνή μέσα του να του λέει: Φύ-
γε από δω μέσα, φύγε τώρα! Όμως, ποτέ στη ζωή του δεν
το είχε βάλει στα πόδια και δεν θα το έβαζε τώρα.
Ο Αϊνστάιν άρχισε να γαβγίζει με όλη του τη δύναμη.
Ο Τράβις έκανε ένα βήμα προς την τραπεζαρία και ο σκύ-
λος προχώρησε κι αυτός δίπλα του, συνεχίζοντας να γα-
βγίζει. Κρατώντας το περίστροφο μπροστά του, έκανε άλ-
λο ένα βήμα, προσέχοντας να μη γλιστρήσει πάνω στα
πράγματα που ήταν πεσμένα στο πάτωμα. Τώρα απείχε
μόνο δυο τρία βήματα από το κατώφλι της τραπεζαρίας.
Κοίταξε με προσοχή στο σκοτεινό δωμάτιο.
Τα γαβγίσματα του Αϊνστάιν αντηχούσαν σε όλο το
σπίτι, έτσι που νόμιζες ότι υπήρχε μια ολόκληρη αγέλη
σκυλιών εκεί μέσα. Ο Τράβις έκανε άλλο ένα βήμα και
ξαφνικά είδε κάτι να κινείται μέσα στη σκοτεινή τραπεζα-
ρία. Πάγωσε. Συνέχισε να κοιτάζει, αλλά δεν έβλεπε τίπο-
τα. Δεν ήταν σίγουρος αν είχε δει πραγματικά την κίνηση
ή την είχε φανταστεί.
Φύγε, βγες έξω αυτή τη στιγμή! του έλεγε η φωνή μέσα του.
Αψηφώντας την, ο Τράβις πήγε να κάνει άλλο ένα βή-
μα προς την τραπεζαρία.
Εκείνη τη στιγμή ο φονιάς όρμησε από την πιο σκοτει-
νή γωνιά της τραπεζαρίας, πήδηξε πάνω στο τραπέζι και
τινάχτηκε προς τον Τράβις, αφήνοντας ένα ουρλιαχτό
που του πάγωσε το αίμα. Πρόλαβε να δει τα κίτρινα μά-
τια του να λάμπουν μέσα στο σκοτάδι και το παραμορφω-
μένο κεφάλι του.
Ο Αϊνστάιν όρμησε προς το φονιά, ενώ ο Τράβις έκα-
νε ένα βήμα πίσω πριν πυροβολήσει. Καθώς πατούσε τη
σκανδάλη, γλίστρησε πάνω στα βιβλία που ήταν σκορπι-
σμένα στο πάτωμα κι έπεσε προς τα πίσω. Το περίστροφο
εκπυρσοκρότησε με έναν εκκωφαντικό βρόντο, αλλά ο
Τράβις ήξερε ότι είχε αστοχήσει. Είδε το πλάσμα πιο κα-
θαρά -είχε σαγόνια σαν του αλιγάτορα, ένα απίστευτα
μεγάλο στόμα με αγκιστρωτά δόντια και παραμορφωμένο
πρόσωπο.
«Αϊνστάιν, όχι!» φώναξε, γιατί ήξερε ότι αυτό το πλά-
σμα θα μπορούσε να κάνει κομμάτια το σκύλο. Πυροβό-
λησε άλλες δυο φορές στα τυφλά, έτσι όπως ήταν πεσμέ-
νος στο πάτωμα.
Η κραυγή και οι πυροβολισμοί του έκαναν τον Αϊν-
στάιν να σταματήσει, αλλά έκοψαν και τη φόρα του ε-
χθρού. Κατάλαβε ότι ήταν επικίνδυνο να επιτεθεί σε έναν
οπλισμένο άνθρωπο και, γυρίζοντας -ήταν γρήγορο, πολύ
πιο γρήγορο από μια γάτα-, διέσχισε τη σκοτεινή τραπε-
ζαρία μπαίνοντας στην κουζίνα. Ο Τράβις είδε για μια
στιγμή να διαγράφεται η σιλουέτα του στην πόρτα. Το κε-
φάλι του ήταν δυο φορές μεγαλύτερο από το φυσιολογι-
κό, η πλάτη του καμπουριασμένη, τα χέρια του πολύ μα-
κριά και στα δάχτυλα του είχε νύχια σαν τα δόντια της
τσουγκράνας.
Πυροβόλησε πάλι κι αυτή τη φορά κόντεψε να το πετύ-
χει. Η σφαίρα καρφώθηκε στο πλαίσιο της πόρτας. Το
πλάσμα άφησε άλλο ένα ουρλιαχτό και εξαφανίστηκε
στην κουζίνα.
Για όνομα του Θεού, τι ήταν αυτό; Είχε δραπετεύσει
στ' αλήθεια από το ίδιο εργαστήριο στο οποίο είχαν δημι-
ουργήσει τον Αϊνστάιν; Μα πώς είχαν φτιάξει αυτό το τε-
ρατούργημα; Και γιατί; Γιατί; Ήταν άνθρωπος μορφωμέ-
νος και στο μυαλό του ήρθε αμέσως η γενετική μηχανική,
οι ανασυνδυασμοί του DNA.
Ο Αϊνστάιν είχε αρχίσει να γαβγίζει πάλι άγρια, προς
την πόρτα της κουζίνας. Ο Τράβις σηκώθηκε όρθιος και
φώναξε το σκύλο κοντά του. Καθώς ο Αϊνστάιν πλησίαζε,
του έκανε νόημα να σωπάσει. Αφουγκράστηκε λίγο και ά-
κουσε τη Νόρα να τον φωνάζει από τον κήπο. Από την
κουζίνα δεν ακουγόταν τίποτα.
«Είμαι εντάξει!» φώναξε στη Νόρα. «Μην ανησυχείς!
Μείνε εκεί που είσαι!»
Ο Αϊνστάιν έτρεμε. Δεν ακουγόταν τίποτα που να προ-
δίδει τη θέση του εχθρού, αλλά ο Τράβις αισθανόταν την
παρουσία του εκεί κοντά, όπως θα ένιωθε αν κάποιος τον
κοίταζε πίσω από την πλάτη του. Ήταν εκεί, μέσα στην
κουζίνα, και τον περίμενε.
Ο Τράβις προχώρησε και μπήκε στη μισοσκότεινη τρα-
πεζαρία. Ο Αϊνστάιν έμεινε στο πλευρό του, αλλά είχε πά-
ψει να γρυλίζει, καταλαβαίνοντας ότι χρειαζόταν ησυχία
για να ακούσουν και τον παραμικρό ήχο που θα έκανε ο
εχθρός.
Ο Τράβις έκανε δυο βήματα ακόμη. Μπροστά του, από
τη μισάνοιχτη πόρτα, έβλεπε ένα μέρος της κουζίνας. Το
πλάσμα μπορεί να τον περίμενε πίσω από την πόρτα, ή
πάνω στον πάγκο, απ' όπου θα μπορούσε να του ριχτεί ό-
ταν θα έμπαινε στο δωμάτιο.
Σκέφτηκε ότι το πλάσμα θα ήταν έτοιμο να ορμήσει με
την παραμικρή ένδειξη κίνησης στην πόρτα. Έτσι έβαλε το
πιστόλι στη ζώνη του, πήρε αθόρυβα μια από τις καρέκλες
της τραπεζαρίας, πλησίασε λίγο στην κουζίνα και την πέτα-
ξε μέσα από την ανοιχτή πόρτα. Μετά τράβηξε αμέσως το
πιστόλι του και ετοιμάστηκε να πυροβολήσει. Η καρέκλα έ-
πεσε πάνω στο τραπέζι και κατρακύλησε στο πάτωμα.
Αλλά ο εχθρός δεν ξεγελάστηκε. Στην κουζίνα επικρα-
τούσε ησυχία. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως αυτό ήταν το
πλάσμα που τους είχε κυνηγήσει στο δάσος πριν από τρεις
μήνες. Φαίνεται ότι πραγματικά είχε την ικανότητα να α-
κολουθεί το σκύλο με κάποιον ακατανόητο τρόπο.
Ξαφνικά, ένα άσπρο κουτί έπεσε με θόρυβο στο πάτω-
μα της τραπεζαρίας, μπροστά στην πόρτα της κουζίνας. Ο
Τράβις αναπήδησε από έκπληξη και πυροβόλησε στα τυ-
φλά πριν καταλάβει ότι ήταν το ίδιο κόλπο που είχε κάνει
αυτός με την καρέκλα. Σιωπή πάλι. Ο Τράβις κατάλαβε ό-
τι το πλάσμα αυτό ήταν το ίδιο έξυπνο με τον Αϊνστάιν.
Στο πιστόλι απέμενε μόνο μια σφαίρα κι επομένως δεν
ήταν φρόνιμο να μπει στην κουζίνα, τη στιγμή που το τέ-
ρας αυτό ήταν το ίδιο έξυπνο με έναν άνθρωπο.
Μέσα από την κουζίνα το πλάσμα σφύριξε δυνατά, κά-
νοντας έναν παράξενο θόρυβο, σαν αέριο που ξεφεύγει α-
πό φιάλη. Μετά ακολούθησε ένα κλικ-κλικ-κλικ, λες και το
πλάσμα χτυπούσε τα νύχια του πάνω σε σκληρή επιφάνεια.
Ο Τράβις άρχισε να τρέμει σαν τον Αϊνστάιν. Ένιωθε σαν
μύγα που κινδυνεύει να πέσει στον ιστό μιας αράχνης.
Θυμήθηκε τις άδειες κόγχες του Τεντ Χόκνεϊ.
Κλικ-κλικ.
Όταν υπηρετούσε στην αντιτρομοκρατική ομάδα είχε
μάθει καλά πώς να κυνηγά και να παγιδεύει ανθρώπους.
Όμως το πρόβλημα ήταν ότι το πλάσμα αυτό ήταν εξίσου
έξυπνο με έναν άνθρωπο, αλλά δεν ήταν σίγουρο ότι σκε-
φτόταν σαν άνθρωπος. Ήταν αδύνατο να προβλέψει τις
αντιδράσεις του.
Κλικ.
Ο Τράβις άρχισε να υποχωρεί αθόρυβα από την ανοι-
χτή πόρτα της κουζίνας. Δεν ήθελε να καταλάβει το τέρας
ότι απομακρυνόταν, γιατί τότε ένας Θεός ξέρει τι θα έκα-
νε. Ο Αϊνστάιν τον ακολούθησε σιωπηλά. Όταν έφτασαν
στο ύψος του καναπέ, ο Τράβις γύρισε για να δει σε ποια
σημεία ήταν ελεύθερο το πάτωμα, για να μην πατήσει σε
αντικείμενα που θα πρόδιδαν τη θέση του -και είδε τη
Νόρα να στέκεται δίπλα σε μια πολυθρόνα. Τρομαγμένη
από τους πυροβολισμούς, είχε πάρει ένα χασαπομάχαιρο
από την κουζίνα του τροχόσπιτου και είχε έρθει να τον
βοηθήσει.
Ο Τράβις εντυπωσιάστηκε από το κουράγιο της, αλλά
ένιωσε φρίκη βλέποντάς τη να στέκεται εκεί, κάτω από το
φως του λαμπατέρ. Ξαφνικά οι εφιάλτες του, ότι θα έχανε
και τον Αϊνστάιν και τη Νόρα, κινδύνευαν να βγουν αλη-
θινοί. Βρίσκονταν όλοι μέσα στο σπίτι και από στιγμή σε
στιγμή μπορεί να του ριχνόταν το τέρας από την κουζίνα.
Η Νόρα πήγε να μιλήσει, αλλά ο Τράβις κούνησε το
κεφάλι και της έκανε νόημα να σωπάσει. Εκείνη δάγκωσε
τα χείλη της και κοίταξε το πτώμα στο πάτωμα.
Καθώς ο Τράβις προχωρούσε αθόρυβα ανάμεσα στα
πράγματα που ήταν σκορπισμένα στο πάτωμα, ένιωσε
ξαφνικά το προαίσθημα ότι το τέρας είχε βγει από την πί-
σω πόρτα της κουζίνας και έκανε το γύρο του σπιτιού,
σκοπεύοντας να μπει από την εξώπορτα και να βρεθεί πί-
σω τους. Η Νόρα του έκρυβε την πόρτα και έτσι δεν θα
μπορούσε να το πυροβολήσει -και αν το τέρας έκανε κάτι
τέτοιο, στον πρώτο που θα ορμούσε θα ήταν στη Νόρα.
Προσπαθώντας να μην πανικοβληθεί, να μη σκέφτεται το
χωρίς μάτια πρόσωπο του Χόκνεϊ, άρχισε να διασχίζει πιο
γρήγορα το λίβινγκ ρουμ, ρισκάροντας να κάνει κάποιο
θόρυβο. Φτάνοντας στην Νόρα, την έπιασε από το χέρι
και την έσπρωξε προς την εξώπορτα. Βγήκαν στη βεράντα
και κατέβηκαν τα σκαλιά, ενώ ο Τράβις κοίταζε δεξιά κι
αριστερά, περιμένοντας να δει από στιγμή σε στιγμή αυτό
τον εφιάλτη. Αλλά δεν φαινόταν τίποτα.
Όλοι οι γείτονες είχαν βγει στις εξώπορτες ακούγο-
ντας τους πυροβολισμούς και τις φωνές της Νόρας. Σίγου-
ρα κάποιος θα είχε ειδοποιήσει την αστυνομία -πράγμα
που ήταν εξίσου μεγάλος κίνδυνος με το φρικτό πλάσμα
που ήταν κρυμμένο στην κουζίνα.
Μπήκαν αμέσως στο φορτηγάκι και κλείδωσαν τις
πόρτες. Ο Τράβις έβαλε μπροστά και βγήκαν πάλι στο
δρόμο, μαζί με το τροχόσπιτο, ενώ ο κόσμος τους κοίταζε
με ανοιχτό το στόμα. Ο Τράβις οδηγούσε όσο πιο γρήγο-
ρα γινόταν. Πήρε δυο στροφές με μεγάλη ταχύτητα, με α-
ποτέλεσμα να γείρει επικίνδυνα το τροχόσπιτο.
«Τι συνέβη εκεί μέσα;» ρώτησε η Νόρα, που κρατούο;
στην αγκαλιά της τον Αϊνστάιν.
«Αυτό το πράγμα σκότωσε τον Χόκνεϊ...»
«Αυτό το πράγμα;»
«Και μας περίμενε στο σπίτι να γυρίσουμε».
«Αυτό το πράγμα;» επανέλαβε η Νόρα.
«Θα σου εξηγήσω αργότερα», είπε ο Τράβις. Αναρω-
τήθηκε αν θα μπορούσε ποτέ να της εξηγήσει. Ήταν αδύ-
νατο να της περιγράψει με λόγια πόσο αλλόκοτο ήταν
πραγματικά το τέρας.
Δεν είχαν προχωρήσει πάνω από οχτώ τετράγωνα, ό-
ταν άκουσαν σειρήνες. Συνέχισαν λίγο ακόμη το δρόμο
τους και μετά ο Τράβις μπήκε στο άδειο πάρκινγκ ενός
σχολείου.
«Και τώρα τι κάνουμε;» ρώτησε η Νόρα.
«Εγκαταλείπουμε το τροχόσπιτο και το αυτοκίνητο»,
της είπε. «Θα ψάχνουν να τα βρουν παντού».
Έβαλε το πιστόλι στην τσάντα της κι εκείνη επέμεινε
να βάλει μέσα και το χασαπομάχαιρο που είχε πάρει από
την κουζίνα. Βγήκαν από το αυτοκίνητο, μπήκαν μέσα στο
γυμνάσιο και βγήκαν στον από κάτω παράλληλο δρόμο. Ο
Τράβις ήξερε ότι ακόμη και χωρίς το τροχόσπιτο και το
φορτηγάκι η αστυνομία θα μπορούσε εύκολα να τους
βρει. Οι γείτονες θα τους είχαν πει να ψάξουν για έναν ά-
ντρα, μια γυναίκα και ένα χρυσαφί σκυλί ράτσας ριτρί-
βερ. Έπρεπε να εξαφανιστούν, και γρήγορα μάλιστα.
Ο ίδιος δεν είχε φίλους, γιατί μετά το θάνατο της Πό-
λας είχε απομονωθεί εντελώς από τον έξω κόσμο, και η
Νόρα δεν είχε φίλους χάρη στη Βάιολετ Ντέβον.
Υπήρχε όμως κάποιος που ίσως τους βοηθούσε.

8
Ο Γκάρισον Ντίλγουορθ έμενε σε ένα αρχοντικό σπίτι στη
μέση ενός κήπου δυο στρεμμάτων. Όταν άνοιξε την πόρ-
τα, τους κοίταξε πάνω από τα γυαλιά του κατάπληκτος,
αλλά, ευτυχώς, όχι δυσαρεστημένος. «Καλώς τους νιόπα-
ντρους!» είπε.
«Είσαι μόνος σου;» ρώτησε ο Τράβις ενώ έμπαιναν
στο χολ.
«Αν είμαι μόνος; Ναι».
Στο δρόμο για το σπίτι του Ντίλγουορθ, η Νόρα του εί-
χε πει ότι η γυναίκα του δικηγόρου είχε πεθάνει πριν από
τρία χρόνια και πως τώρα τον φρόντιζε η οικονόμος του, η
Γκλάντις Μέρφι.
«Η κυρία Μέρφι;» ρώτησε ο Τράβις.
«Έχει φύγει», είπε ο δικηγόρος, κλείνοντας πίσω τους
την πόρτα. «Φαίνεστε ανήσυχοι. Τι συμβαίνει;»
«Χρειαζόμαστε τη βοήθειά σου», είπε η Νόρα.
«Αλλά», τον προειδοποίησε ο Τράβις, «όποιος μας
βοηθήσει κινδυνεύει από το νόμο».
Ο Γκάρισον τον κοίταξε υψώνοντας τα φρύδια. «Τι κά-
νατε; Αν κρίνω από το ύφος σας, θα έλεγα ότι απαγάγατε
τον Πρόεδρο».
«Δεν κάναμε τίποτα κακό», τον βεβαίωσε η Νόρα.
«Όχι, κάναμε», είπε ο Τράβις. «Κρατάμε το σκύλο».
Ο Γκάρισον κοίταξε παραξενεμένος τον Αϊνστάιν.
«Και υπάρχει ένας νεκρός στο σπίτι μου», είπε ο Τράβις.
«Νεκρός;» ρώτησε ο Γκάρισον.
«Δεν τον σκότωσε ο Τράβις», είπε η Νόρα.
Ο Γκάρισον κοίταξε πάλι τον Αϊνστάιν.
«Ούτε ο σκύλος», είπε ο Τράβις. «Αλλά θα μας θέλουν
σίγουρα για μάρτυρες».
«Μμμ», έκανε ο Γκάρισον. «Γιατί δεν πάμε στο γρα-
φείο μου να τα ξεκαθαρίσουμε όλα αυτά;»
Με τον Γκάρισον μπροστά, διέσχισαν το τεράστιο, μι-
σοφωτισμένο λίβινγκ ρουμ και, περνώντας ένα μικρό διά-
δρομο, μπήκαν σε ένα πολυτελές γραφείο με επένδυση α-
πό ξύλο τικ και ναυτική διακόσμηση. Δίπλα σε μια πολυ-
θρόνα υπήρχε ένα ανοιχτό βιβλίο και ένα μισοτελειωμένο
ποτήρι ουίσκι. Φαίνεται ότι ο δικηγόρος διάβαζε όταν του
χτύπησαν την πόρτα. Προσφέρθηκε να τους βάλει κάτι να
πιουν και του είπαν ότι θα έπιναν ό,τι κι αυτός.
Αφήνοντας τον καναπέ για την Νόρα και τον Τράβις, ο
Αϊνστάιν ανέβηκε στη δεύτερη πολυθρόνα και κάθισε πά-
νω της, αντί να ξαπλώσει, σαν να ετοιμαζόταν να πάρει
μέρος στη συζήτηση.
Ο Γκάρισον έβαλε δυο ποτήρια Σίβας Ρίγκαλ με πάγο.
Αν και η Νόρα ήταν ασυνήθιστη στο ποτό, ξάφνιασε τον
Τράβις κατεβάζοντας το ουίσκι με δυο μεγάλες γουλιές
και ζητώντας αμέσως ένα δεύτερο. Κατάλαβε ότι η ιδέα
της ήταν καλή, έτσι έκανε κι αυτός το ίδιο και πήγε το πο-
τήρι του στον Γκάρισον, που στο μεταξύ ξαναγέμιζε το
ποτήρι της Νόρας.
«Θέλουμε να σου τα πούμε όλα από την αρχή», είπε ο
Τράβις, «αλλά πρέπει να καταλάβεις ότι αν μας βοηθή-
σεις μπορεί να έχεις προβλήματα με το νόμο».
«Ως δικηγόρος», είπε ο Γκάρισον, «μπορώ να σε βε-
βαιώσω ότι ο νόμος δεν είναι κάτι το άκαμπτο και σταθε-
ρό. Αντίθετα, είναι πολύ ελαστικός, έτσι που μπορείς σχε-
δόν πάντα να τον ερμηνεύσεις όπως σε εξυπηρετεί -εκτός
βέβαια από τις εμφανείς περιπτώσεις κλοπής ή φόνου. Γι'
αυτό, Τράβις, μην ανησυχείς».
Μισή ώρα αργότερα, ο Τράβις και η Νόρα του είχαν
πει τα πάντα για τον Αϊνστάιν. Για έναν άνθρωπο που σε
λίγο έκλεινε τα εβδομήντα ένα, ο δικηγόρος δεν ήταν κα-
θόλου στενόμυαλος. Όταν του έκαναν και μια δεκάλεπτη
επίδειξη των ικανοτήτων του Αϊνστάιν, δέχτηκε αυτά που
είδε, αναθεωρώντας τις απόψεις του για το τι είναι φυσιο-
λογικό και δυνατό στον κόσμο.
«Αν πάτε στις εφημερίδες και στην τηλεόραση», είπε ο
δικηγόρος, «αν κάνετε μια συνέντευξη Τύπου και τα απο-
καλύψετε όλα, θα μπορέσουμε να κάνουμε αγωγή και ί-
σως καταφέρετε να κρατήσετε το σκύλο». Είχε τον Αϊν-
στάιν στην αγκαλιά του και τον χάιδευε.
«Νομίζεις ότι θα έχει αποτέλεσμα;» ρώτησε η Νόρα.
«Στην καλύτερη περίπτωση», παραδέχτηκε ο Γκάρι-
σον, «οι πιθανότητες είναι μισές μισές».
Ο Τράβις κούνησε το κεφάλι. «Όχι, δε θα το ρισκά-
ρουμε».
«Τι σκέφτεστε να κάνετε;» τον ρώτησε ο Γκάρισον.
«Θα εξαφανιστούμε», απάντησε ο Τράβις.
«Και τι θα καταφέρετε μ' αυτό;»
«Θα μείνει ο Αϊνστάιν ελεύθερος».
Ο σκύλος γάβγισε σιγανά, σαν να συμφωνούσε.
«Ελεύθερος -αλλά για πόσο;» ρώτησε ο Γκάρισον.
Ο Τράβις σηκώθηκε κι άρχισε να βηματίζει πάνω κά-
τω ταραγμένος. «Δε θα σταματήσουν ποτέ να τον ψά-
χνουν», παραδέχτηκε. «Τουλάχιστον για μερικά χρόνια».
«Δε θα σταματήσουν ποτέ», είπε ο δικηγόρος.
«Εντάξει, θα είναι δύσκολο, αλλά είναι το μόνο που
μπορούμε να κάνουμε. Δε θα τους αφήσω να μας τον πά-
ρουν. Ο Αϊνστάιν δε θέλει να ξαναγυρίσει σ' εκείνο το ερ-
γαστήριο. Κι έπειτα, έχει κάνει τόσα πολλά για μας. Έδω-
σε νόημα στη ζωή μου...»
«Κι εμένα με έσωσε από τον Στρεκ», είπε η Νόρα.
«Χάρη σ' αυτόν γνωριστήκαμε».
«Μας άλλαξε τη ζωή μας».
«Μας άλλαξε ριζικά και τους δυο», συμπλήρωσε ο
Τράβις. «Τώρα είναι ένα κομμάτι μας, όπως θα ήταν το
παιδί μας. Θα πολεμήσουμε γι' αυτόν, όπως κι αυτός θα
πολεμούσε για μας. Είμαστε μια οικογένεια. Θα ζήσουμε
μαζί... ή θα πεθάνουμε μαζί».
«Αλλά δε θα σας ψάχνουν μόνο οι άνθρωποι από το
εργαστήριο και η αστυνομία», είπε ο Γκάρισον.
«Ναι», είπε ο Τράβις. «Είναι κι εκείνο το άλλο πράγμα».
Ένα ρίγος διαπέρασε τον Αϊνστάιν.
«Έλα, έλα, ησύχασε», του είπε ο Γκάρισον χαϊδεύο-
ντάς τον. Μετά στράφηκε στον Τράβις. «Τι νομίζεις ότι εί-
ναι αυτό το άλλο πλάσμα; Άκουσα την περιγραφή σου, αλ-
λά δεν μπόρεσα να καταλάβω πολλά πράγματα».
«Ό,τι κι αν είναι», είπε ο Τράβις, «δεν είναι δημιούρ-
γημα του Θεού αλλά των ανθρώπων. Κι αυτό σημαίνει ότι
το έφτιαξαν με κάποια πειράματα γενετικής μηχανικής.
Ένας Θεός ξέρει γιατί το έκαναν, για ποιο σκοπό, αλλά
το έκαναν».
«Και φαίνεται ότι έχει την ικανότητα να σας βρίσκει».
«Να βρίσκει τον Αϊνστάιν», είπε η Νόρα.
«Γι' αυτό κι εμείς θα μετακινούμαστε συνέχεια», είπε
ο Τράβις. «Και θα φύγουμε μακριά από την περιοχή».
«Τότε, θα σας χρειαστούν χρήματα, αλλά οι τράπεζες
είναι κλειστές μέχρι αύριο το πρωί», είπε ο Γκάρισον.
«Αν θέλετε να φύγετε, κάτι μου λέει ότι πρέπει να φύγετε
απόψε».
«Εδώ μας χρειάζεται η βοήθειά σου», είπε ο Τράβις.
Η Νόρα άνοιξε την τσάντα της κι έβγαλε δύο βιβλιά-
ρια επιταγών, του Τράβις και το δικό της. «Λοιπόν, Γκάρι-
σον, θα θέλαμε να σου δώσουμε δύο επιταγές, μία του
Τράβις και μία δική μου, από είκοσι χιλιάδες δολάρια η
καθεμιά. Θα βάλουμε παλιά ημερομηνία, ώστε να φαίνε-
ται ότι εκδόθηκαν πριν γίνουν όλες αυτές οι φασαρίες. Ε-
σύ θα τις εισπράξεις και θα μας στείλεις τα χρήματα».
«Η αστυνομία θα ψάχνει να με βρει για να με ανακρί-
νει», είπε ο Τράβις, «αλλά θα ξέρουν ότι δε σκότωσα εγώ
τον Τεντ Χόκνεϊ, γιατί κανένας άνθρωπος δε θα μπορού-
σε να τον ξεσκίσει μ' αυτό τον τρόπο. Έτσι, δεν πρόκειται
να παγώσουν το λογαριασμό μου».
«Αν όμως σε ψάχνουν και οι ομοσπονδιακοί», είπε ο
Γκάρισον, «αυτοί μπορεί να παγώσουν το λογαριασμό
σου».
«Ίσως. Αλλά δε νομίζω να το κάνουν αμέσως. Εσύ θα
μπορέσεις να εξαργυρώσεις τις επιταγές μέχρι τη Δευτέρα».
«Και πως θα ζήσετε μέχρι να σας στείλω εγώ τα χρή-
ματα;»
«Έχουμε λίγα μετρητά και ταξιδιωτικές επιταγές», εί-
πε η Νόρα.
«Και τις πιστωτικές μου κάρτες», πρόσθεσε ο Τράβις.
«Όμως, από τις ταξιδιωτικές επιταγές και τις πιστωτι-
κές κάρτες θα μπορούσαν να σας βρουν».
«Ναι, το ξέρω», είπε ο Τράβις. «Θα τις χρησιμοποιή-
σουμε σε κάποια πόλη όπου δε σκοπεύουμε να μείνουμε
και μετά θα φύγουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε».
«Όταν πάρω τα χρήματα πού θα σας τα στείλω;»
«Θα σου τηλεφωνήσουμε εμείς», απάντησε ο Τράβις,
«και θα βρούμε κάποιον τρόπο».
«Και τι θα γίνει με την υπόλοιπη περιουσία σου -και
της Νόρας;»
«Αυτά μπορούμε να τα σκεφτούμε αργότερα», είπε η
Νόρα.
«Τράβις», είπε ο δικηγόρος, «πριν φύγεις, καλό θα ή-
ταν να μου υπογράψεις ένα πληρεξούσιο, ώστε αν πάνε
να παγώσουν τον δικό σου λογαριασμό ή της Νόρας να
προσπαθήσω να τους σταματήσω».
«Ο λογαριασμός της Νόρας πρέπει να είναι ασφαλής
προς το παρόν», απάντησε ο Τράβις. «Εσύ είσαι ο μόνος
που ξέρεις για το γάμο μας. Οι γείτονες θα πουν στην α-
στυνομία ότι ήταν μαζί μου και μια γυναίκα, αλλά δε θα
ξέρουν ποια είναι. Μήπως το έχεις πει εσυ σε κανέναν;»
«Μόνο στη γραμματέα μου, αλλά δεν είναι κουτσο-
μπόλα».
«Εντάξει τότε», είπε ο Τράβις. «Πιστεύω ότι οι Αρχές
δε θα βρουν αμέσως την άδεια γάμου, οπότε θα αργήσουν
να με συνδέσουν με τη Νόρα. Όταν όμως το ανακαλύ-
ψουν, θα δουν ότι εσύ είσαι δικηγόρος της και τότε μπορεί
να σε πιέσουν...»
«Αυτό δε μ' ανησυχεί καθόλου», απάντησε ο Γκάρισον.
«Σύμφωνοι», είπε ο Τράβις. «Αλλά θα αρχίσουν να σε
παρακολουθούν στενά. Αν λοιπόν σε βρουν, την επόμενη
φορά που θα σου τηλεφωνήσουμε θα πρέπει να μας το
πεις αμέσως για να κλείσουμε, ώστε να μη βρουν από πού
έγινε το τηλεφώνημα».
«Καταλαβαίνω», είπε ο δικηγόρος.
«Γκάρισον», είπε η Νόρα, «δεν είσαι υποχρεωμένος
να μπλεχτείς σ' αυτή την υπόθεση».
«Αγαπητή μου, κοντεύω τα εβδομήντα πέντε. Εξακο-
λουθεί να μου αρέσει η δουλειά μου και η ιστιοπλοΐα...
αλλά, για να πω την αλήθεια, η ζωή μου είναι κάπως βα-
ρετή αυτό τον καιρό. Αυτή η υπόθεση λοιπόν είναι ό,τι
μου χρειαζόταν για να σπάσω την ανία. Κι έπειτα, πι-
στεύω ότι έχετε υποχρέωση να βοηθήσετε τον Αϊνστάιν να
μείνει ελεύθερος -όχι μόνο για τους λόγους που μου ανα-
φέρατε, αλλά επειδή η ανθρωπότητα δεν έχει το δικαίωμα
να δημιουργεί ένα άλλο είδος με νοημοσύνη και μετά να
το μεταχειρίζεται σαν αντικείμενο. Αν φτάσαμε τόσο μα-
κριά ώστε να δημιουργούμε όπως δημιουργεί ο Θεός, τότε
πρέπει να μάθουμε να ενεργούμε με τη δικαιοσύνη και τη
φιλευσπλαχνία του Θεού. Και σ' αυτή την περίπτωση, η
δικαιοσύνη και η φιλευσπλαχνία απαιτούν να μείνει ελεύ-
θερος ο Αϊνστάιν».
Ο Αϊνστάιν σήκωσε το κεφάλι του από τα πόδια του
Γκάρισον και τον κοίταξε με θαυμασμό.

Στο μεγάλο γκαράζ του σπιτιού του, ο Γκάρισον είχε μια


καινούρια μαύρη Μερσέντες 560 SEL, μια παλιότερη ά-
σπρη Μερσέντες 500 SEL και ένα πράσινο τζιπ, που το
χρησιμοποιούσε για να πηγαίνει στη μαρίνα όπου είχε το
κότερο του.
«Το άσπρο αυτοκίνητο ήταν της γυναίκας μου, της
Φρανσίν», τους είπε. «Δεν το χρησιμοποιώ πια, αλλά το
διατηρώ σε καλή κατάσταση. Θα ήθελα να το πάρετε».
«Να το σκάσουμε με ένα αυτοκίνητο των εξήντα χιλιά-
δων δολαρίων;» είπε ο Τράβις.
«Έτσι θα είστε ασφαλείς», είπε ο Γκάρισον. «Ακόμη
κι αν ανακαλύψουν ότι υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσά
μας, δε θα ξέρουν ότι σας έδωσα ένα από τα αυτοκίνητά
μου».
«Δεν μπορούμε να δεχτούμε ένα τόσο ακριβό αυτοκί-
νητο», είπε η Νόρα.
«Ας πούμε ότι σας το δανείζω», της είπε ο δικηγόρος.
«Όταν δε σας χρειάζεται πια, μπορείτε να το παρκάρετε
κάπου και να με ειδοποιήσετε πού είναι, για να στείλω
κάποιον να το πάρει».
Ο Αϊνστάιν ακούμπησε τα μπροστινά του πόδια στην
πόρτα του οδηγού και κοίταξε μέσα στο αυτοκίνητο. Μετά
γύρισε στον Τράβις και τη Νόρα και γάβγισε σιγανά, σαν
να τους έλεγε ότι θα ήταν ανόητο να αρνηθούν μια τέτοια
προσφορά.

9
Στις έντεκα το πρωί της Πέμπτης, ο Λέμιουελ Τζόνσον
βρισκόταν στην κρεβατοκάμαρα του σπιτιού όπου έμενε ο
Τράβις Κορνέλ. Τα έπιπλα ήταν κι εδώ καταστραμμένα.
Φαίνεται ότι το Τέρας είχε κυριευτεί από μανία όταν δια-
πίστωσε ότι το σκυλί ζούσε με όλες τις ανέσεις του, ενώ
αυτό ήταν αναγκασμένο να ζει πρωτόγονα στο δάσος.
Ανάμεσα στα πράγματα που ήταν πεταμένα στο πάτω-
μα, ο Λεμ είχε βρει τέσσερις κορνιζαρισμένες φωτογρα-
φίες. Από τις πληροφορίες που είχε προλάβει να συγκε-
ντρώσει για τον Κορνέλ κατάλαβε ότι οι τρεις πρώτες έ-
δειχναν τη γυναίκα του Κορνέλ, τους γονείς του και τον α-
δερφό του που είχε πεθάνει. Η τέταρτη έδειχνε δέκα
στρατιώτες στα σκαλοπάτια ενός στρατώνα. Πάνω στις
στολές τους ο Λεμ διέκρινε το έμβλημα των Δυνάμεων
Δέλτα, της αντιτρομοκρατικής ομάδας. Αυτή η φωτογρα-
φία μεγάλωσε ακόμη περισσότερο την ανησυχία του. Την
άφησε στο κομοδίνο και πήγε στο λίβινγκ ρουμ, όπου ο
Κλιφ έψαχνε ακόμα ανάμεσα στα σπασμένα πράγματα για
κάποιο στοιχείο που θα περνούσε απαρατήρητο από την
αστυνομία, αλλά που θα ενδιέφερε τους ομοσπονδιακούς.
Η YEA δεν είχε πληροφορηθεί έγκαιρα το φόνο που έ-
γινε στη Σάντα Μπάρμπαρα, με αποτέλεσμα να δημοσιευ-
τούν στον Τύπο όλες οι φρικτές λεπτομέρειες. Όλοι έκα-
ναν απίθανες υποθέσεις για να εξηγήσουν το κατακρεουρ-
γημένο πτώμα και οι περισσότεροι υποστήριζαν ότι ο Κορ-
νέλ είχε μέσα στο σπίτι του κάποιο επικίνδυνο ζώο, ίσως
κάποια τσίτα ή έναν πάνθηρα, και ότι το ζώο επιτέθηκε
στον ανυποψίαστο σπιτονοικοκύρη όταν μπήκε στο σπίτι.
Ο Λεμ είχε οργανώσει ήδη μια εκστρατεία παραπλά-
νησης, με πληρωμένους μάρτυρες που θα εμφανίζονταν να
βεβαιώσουν ότι ήξεραν τον Κορνέλ και ότι, πραγματικά,
είχε στο σπίτι του έναν πάνθηρα. Ο Λεμ ήταν σίγουρος ότι
ο Τύπος θα δεχόταν αυτό το παραμύθι. Βέβαια, στην Κο-
μητεία Όραντζ, ο σερίφης Γουόλτ Γκέινς θα καταλάβαινε
ότι ο φόνος ήταν δουλειά του Τέρατος.
«Βρήκες τίποτα;» ρώτησε ο Λεμ τον Κλιφ Σόουμς, ο ο-
ποίος έψαχνε ακόμη στο πάτωμα.
«Ναι», είπε αυτός. «Το έβαλα πάνω στο τραπέζι».
Ο Λεμ τον ακολούθησε στην τραπεζαρία, όπου είδε έ-
να χοντρό τετράδιο σπιράλ. Το ξεφύλλισε στα γρήγορα
και είδε ότι στις αριστερές σελίδες ήταν κολλημένες φω-
τογραφίες από περιοδικά και απέναντι από κάθε φωτο-
γραφία υπήρχε το όνομα του αντικειμένου με μεγάλα κε-
φαλαία γράμματα: ΔΕΝΤΡΟ, ΣΠΙΤΙ, ΤΟΠΙ...
«Τι λες;» ρώτησε ο Κλιφ.
Ο Λεμ συνέχισε να ξεφυλλίζει συνοφρυωμένος. Ήξε-
ρε ότι ήταν σημαντικό, αλλά γιατί; Μετά κατάλαβε. «Εί-
ναι αλφαβητάριο», είπε. «Απ' αυτό που μαθαίνουν τα παι-
διά να διαβάζουν».
«Ακριβώς», είπε ο Κλιφ.
Ο Λεμ είδε το βοηθό του να χαμογελά. «Πιστεύεις ότι
ξέρουν πως ο σκύλος είναι έξυπνος, ότι τους αποκάλυψε
τις ικανότητες του... Κι έτσι αποφάσισαν να τον μάθουν
να διαβάζει».
«Έτσι δείχνουν τα πράγματα», είπε ο Κλιφ, χαμογελώ-
ντας ακόμα. «Αλλά νομίζεις ότι είναι δυνατόν αυτό; Μπο-
ρεί να μάθει να διαβάζει;»
«Σίγουρα», είπε ο Λεμ. «Ο δόκτωρ Γουέδερμπι θα του
άρχιζε μαθήματα ανάγνωσης αυτό το φθινόπωρο».
«Για φαντάσου», είπε ο Κλιφ, γελώντας σιγανά.
«Πριν αρχίσεις να το διασκεδάζεις», είπε ο Λεμ, «σκέ-
ψου καλύτερα το εξής: αυτός ο τύπος ξέρει ότι το σκυλί εί-
ναι εκπληκτικά έξυπνο. Μπορεί να το έχει μάθει κιόλας
να διαβάζει. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να έχει βρει έναν
τρόπο επικοινωνίας μαζί του. Θα ξέρει ότι είναι πειραμα-
τόζωο και θα ξέρει επίσης ότι ψάχνουμε να το βρούμε».
«Πρέπει να ξέρει και για το Τέρας», είπε ο Κλιφ, «για-
τί ο σκύλος θα βρήκε έναν τρόπο να του το πει».
«Ναι. Κι όμως, παρ' όλο που τα ξέρει όλα αυτά, δεν
πήγε στις εφημερίδες. Θα μπορούσε να πουλήσει την ι-
στορία για πολλά λεφτά, αλλά δεν το έκανε. Ή , αν ήταν ο
τύπος του ιδεαλιστή, θα μπορούσε να ρεζιλέψει το Πεντά-
γωνο που χρηματοδοτεί τέτοιες έρευνες».
«Αλλά ούτε αυτό έκανε», είπε ο Κλιφ συνοφρυωμένος.
«Πράγμα που σημαίνει πως έχει αποφασίσει, πάνω απ'
όλα, να κρατήσει το σκύλο δικό του, να μη μας αφήσει να
του τον πάρουμε».
«Ναι», είπε ο Κλιφ κουνώντας το κεφάλι. «Είναι λογι-
κό, αν είναι σωστά τα όσα ακούσαμε γι' αυτόν. Αυτός ο
τύπος έχασε όλη την οικογένειά του όταν ήταν μικρός. Έ-
χασε τη γυναίκα του μέσα σε μερικούς μήνες από το γάμο
του. Έχασε όλους τους συντρόφους του στις Δυνάμεις
Δέλτα. Έτσι, έγινε ερημίτης, ξέκοψε από τους φίλους του.
Πρέπει να ζοΰσε σε τρομερή μοναξιά. Και ξαφνικά εμ-
φανίζεται ο σκΰλος...»
«Ακριβώς», είπε ο Λεμ. «Και αφού έχει περάσει από
τις Δυνάμεις Δέλτα, δε θα του είναι δΰσκολο να εξαφανι-
στεί. Και αν καταφέρουμε και τον βρούμε, θα ξέρει να
πολεμήσει για το σκύλο!»
«Δεν το έχουμε επιβεβαιώσει ακόμη ότι ήταν στις Δυ-
νάμεις Δέλτα», είπε ο πάντα αισιόδοξος Κλιφ.
«Είναι αλήθεια», απάντησε ο Λεμ και του είπε για τη
φωτογραφία πσυ είχε βρει στην κρεβατοκάμαρα.
Ο Κλιφ αναστέναξε. «Τώρα μάλιστα», είπε. «Τώρα
την κάναμε από κούπες».
«Ακριβώς», συμφώνησε ο Λεμ.

10
Ο Τράβις, η Νόρα και ο Αϊνστάιν έφτασαν στο Σαν Φραν-
σίσκο στις έξι το πρωί της Πέμπτης, ύστερα από ένα ταξί-
δι οχτώ ωρών με τη Μερσέντες του Ντίλγουορθ. Μέχρι τις
εξίμισι βρήκαν ένα μοντέρνο μοτέλ που φαινόταν καθαρό.
Δεν δεχόταν ζώα, αλλά δεν δυσκολεύτηκαν να μπάσουν
κρυφά τον Αϊνστάιν στο δωμάτιο τους.
Ο Τράβις αναγκάστηκε να δώσει την ταυτότητά του στη
ρεσεψιόν, παρ' όλο που υπήρχε περίπτωση να έχει εκδο-
θεί ένταλμα συλλήψεως εναντίον του, γιατί η Νόρα δεν εί-
χε ούτε πιστωτικές κάρτες ούτε δίπλωμα οδήγησης. Έκλει-
σαν ένα δωμάτιο και ο Τράβις κοιμήθηκε εξαντλημένος.
Ονειρεύτηκε πλάσματα με κίτρινα μάτια, παραμορφωμένο
κεφάλι και τεράστιο στόμα γεμάτο κοφτερά δόντια.
Ξύπνησε πέντε ώρες αργότερα, στις δώδεκα και δέκα
το μεσημέρι. Η Νόρα είχε σηκωθεί κιόλας, είχε κάνει
ντους και είχε φορέσει και πάλι τα μοναδικά ροΰχα που
είχε. Τα μαλλιά της ήταν ακόμα υγρά και κολλούσαν στο
λαιμό της. «Το νερό είναι καυτό», του είπε.
«Το ίδιο κι εγώ», της απάντησε ο Τράβις. Την αγκά-
λιασε και τη φίλησε.
«Τότε, καλά θα κάνεις να κρυώσεις λίγο», του είπε η
Νόρα ξεφεύγοντας από την αγκαλιά του. «Μας ακούν κά-
τι μικρά αυτιά».
«Ο Αϊνστάιν; Αυτός έχει μεγάλα αυτιά».
Ο Τράβις βρήκε τον Αϊνστάιν στο μπάνιο, να πίνει νε-
ρό από το νεροχύτη που, όπως φαίνεται, του τον είχε γεμί-
σει η Νόρα. Δεν είχε ξυριστικά μαζί του, αλλά σκέφτηκε
ότι αν έμενε αξύριστος θα είχε την κατάλληλη εμφάνιση
για τη δουλειά που ήθελε να κάνει απόψε στις κακόφημες
συνοικίες του Σαν Φρανσίσκο.
Βγήκαν από το μοτέλ και έφαγαν στο πρώτο φαστ φουντ
που βρήκαν στο δρόμο τους. Μετά πήγαν στο υποκατά-
στημα της τράπεζας της Σάντα Μπάρμπαρα όπου ο Τρά-
βις είχε κάποιο λογαριασμό και σήκωσαν αρκετά χρήμα-
τα. Μαζί με τα λεφτά που τους είχαν μείνει από το ταξίδι
του μέλιτος, είχαν συνολικά οχτώμισι χιλιάδες δολάρια.
Κατόπιν πήγαν για ψώνια. Με τις πιστωτικές κάρτες α-
γόρασαν ένα σετ βαλίτσες και αρκετά ρούχα για να τις γε-
μίσουν, καθώς και μια ξυριστική μηχανή για τον Τράβις.
Ο Τράβις αγόρασε επίσης και ένα Σκραμπλ. «Μη μου
πεις ότι έχεις όρεξη για παιχνίδια;» τον ρώτησε η Νόρα.
«Όχι», απάντησε αυτός αινιγματικά. «Θα σου εξηγή-
σω αργότερα τι θέλω».
Μισή ώρα πριν από τη δύση του ήλιου και αφού έβα-
λαν τα πράγματά τους στο ευρύχωρο πορτμπαγκάζ της
Μερσέντες, ο Τράβις οδήγησε το αυτοκίνητο στην πιο κα-
κόφημη συνοικία του Σαν Φρανσίσκο. Ήταν γεμάτη μπαρ
με χορεύτριες που φορούσαν τόπλες, καμπαρέ όπου οι γυ-
ναίκες δεν φορούσαν τίποτα απολύτως και άλλα μαγαζιά
όπου οι άντρες πλήρωναν με το λεπτό για να καθίσουν με
μια γυμνή γυναίκα και να μιλήσουν για σεξ -αν και συνή-
θως δεν περιορίζονταν στη συζήτηση.
Αυτός ο εκφυλισμός σοκάρισε τη Νόρα, που είχε αρχί-
σει να θεωρεί τον εαυτό της πεπειραμένο. Κοίταζε με α-
νοιχτό το στόμα τις φωτεινές επιγραφές που διαφήμιζαν
γυμνά σόου, γυναικείους αγώνες πάλης στη λάσπη, ομο-
φυλοφιλικά μπάνια και σαλόνια μασάζ. Μερικές από τις
επιγραφές δεν τις καταλάβαινε καθόλου και κάθε τόσο
ρωτούσε τον Τράβις: «Τι εννοεί εκεί που λέει: "Δείτε τα
Όλα, Μέχρι το Ροζ";»
«Αυτό σημαίνει», απάντησε ο Τράβις, «ότι οι κοπέλες
χορεύουν εντελώς γυμνές και ότι, στη διάρκεια του χορού,
ανοίγουν το αιδοίο τους για να το δουν οι πελάτες».
«Όχι!»
«Ναι».
«Θεέ μου! Δεν το πιστεύω. Δηλαδή, το πιστεύω, αλλά
μου φαίνεται απίστευτο. Κι αυτό τι είναι: "Ζουμ στο Σεξ";»
«Οι κοπέλες χορεύουν δίπλα στα τραπέζια των πελα-
τών. Ο νόμος δεν επιτρέπει να τις αγγίζουν, αλλά οι κοπέ-
λες χορεύουν πολύ κοντά και στριφογυρίζουν τα γυμνά
στήθη τους μπροστά στο πρόσωπο των πελατών, τόσο, που
σχεδόν το αγγίζουν με τα χείλη τους».
«KL αυτό εκεί;» Η Νόρα του έδειξε μια επιγραφή που
υποσχόταν ΖΩΝΤΑΝΟ ΣΕΞ ΣΟΟΥ.
«Δηλαδή, το σόου είναι ζωντανό και όχι σε φιλμ. Υ-
πάρχουν κινηματογράφοι που παίζουν μόνο έργα πορνό,
εδώ όμως φαίνεται ότι έχουν ζωντανό σόου στη σκηνή».
Η Νόρα είχε φρίξει. «Μα τι δουλειά έχουμε εμείς ε-
δώ;» ρώτησε τελικά.
«Εδώ θα μπορέσουμε να βρούμε πλαστά διπλώματα ο-
δήγησης και πλαστές ταυτότητες».
«Α», είπε. «Κατάλαβα. Δηλαδή, αυτή η περιοχή ελέγ-
χεται από τον υπόκοσμο, από ανθρώπους όπως οι Κορλε-
όνε στο Νονό».
«Σίγουρα τα περισσότερα απ' αυτά τα μαγαζιά ανή-
κουν στο οργανωμένο έγκλημα», είπε ο Τράβις, παρκάρο-
ντας τη Μερσέντες δίπλα στο πεζοδρόμιο. «Αλλά μη νομί-
ζεις ότι οι πραγματικοί μαφιόζοι είναι χαριτωμένα αν-
θρωπάκια όπως οι Κορλεόνε».
Ο Αϊνστάιν συμφώνησε να μείνει μέσα στη Μερσέντες.
«Ξέρεις κάτι, φίλε;» του είπε ο Τράβις;. «Αν είμαστε
τυχεροί, θα σου βρούμε κι εσένα μια πλαστή ταυτότητα,
που να λέει ότι είσαι πεκινουά».

Ο Τράβις έχωσε το πιστόλι στη ζώνη και φόρεσε από πά-


νω το τζάκετ που είχε αγοράσει νωρίτερα.
«Υπάρχει περίπτωση να μας χρειαστεί το όπλο;» ρώτη-
σε η Νόρα καθώς απομακρύνονταν από το αυτοκίνητο.
«Μάλλον όχι. Αλλά θα μας βοηθήσει με άλλο τρόπο».
«Δηλαδή;»
«Θα δεις».
Ο Τράβις ενδιαφερόταν μόνο για τα μπαρ που είχαν
επιγραφές στα αγγλικά και στα ισπανικά, ή μόνο στα ι-
σπανικά. Μερικά από τα κέντρα ήταν βρομερά και ετοι-
μόρροπα, μερικά μοντέρνα και πολυτελή. Έμπαιναν μέ-
σα, ο Τράβις μιλούσε για λίγο με τον μπάρμαν στα ισπα-
νικά, ή με κάποιον από τους μουσικούς, και μερικές φο-
ρές τους έδινε μερικά διπλωμένα εικοσαδόλαρα. Αργότε-
ρα της εξήγησε ότι, επειδή υπήρχε μεγάλο κύμα παράνο-
μης μετανάστευσης από τις χώρες της Λατινικής Αμερι-
κής, ο πιο γρήγορος τρόπος για να βρεις κάποιον που να
φτιάχνει πλαστές ταυτότητες ήταν να ψάξεις στον ισπα-
νόφωνο υπόκοσμο.
«Βρήκες τίποτα;» τον ρώτησε.
«Λίγα πράγματα προς το παρόν -και μάλλον το ενενή-
ντα τοις εκατό από όσα μου είπαν είναι ψέματα. Αλλά μην
ανησυχείς. Θα βρούμε αυτό που θέλουμε».
Στους δρόμους έβλεπες ανθρώπους κάθε τύπου και
φυλής, από καλοντυμένους κυρίους μέχρι φοιτητές, καου-
μπόηδες και μεθυσμένους αλήτες.
Ύστερα από λίγο μπήκαν σε ένα μπαρ, το Χοτ Τιπς. Η
μουσική έπαιζε τόσο δυνατά, που της Νόρας της πόνεσε
το κεφάλι. Έξι όμορφες κοπέλες με υπέροχο σώμα χό-
ρευαν δίπλα στα τραπέζια φορώντας μόνο παπούτσια με
ψηλά τακούνια και μικρά σλιπάκια. Ενώ ο Τράβις μιλού-
σε στα ισπανικά με τον μπάρμαν, η Νόρα πρόσεξε ότι με-
ρικοί πελάτες την κοίταζαν σαν να την αναμετρούσαν.
Αρπάχτηκε από το μπράτσο του Τράβις και σφίχτηκε πά-
νω του φοβισμένη. Ο βρόμικος αέρας τής προκαλούσε
ναυτία, αλλά ήταν αποφασισμένη να μη γελοιοποιηθεί κά-
νοντας εμετό.
Ύστερα από μια σύντομη συζήτηση με τον μπάρμαν, ο
Τράβις του έδωσε δύο εικοσαδόλαρα. Αυτός σηκώθηκε
και τους οδήγησε στο πίσω δωμάτιο, όπου έξι κοπέλες με
ψηλοτάκουνα παπούτσια και σλιπάκια ετοιμάζονταν να
πάρουν τη θέση αυτών που χόρευαν έξω. Όλες τους είχαν
όμορφο αλλά σκληρό πρόσωπο -αν και υπήρχαν και μία
δύο που έδειχναν φρέσκες σαν μαθήτριες.
Καθώς διέσχιζαν το δωμάτιο, μια όμορφη ξανθιά έβα-
λε το χέρι της στον ώμο της Νόρας και της είπε: «Είσαι
καινούρια εδώ, γλύκα μου;»
«Εγώ; Όχι, όχι, δε δουλεύω εδώ».
Η ξανθιά είχε τόσο μεγάλο στήθος, που η Νόρα αισθα-
νόταν σαν αγόρι μπροστά της. «Πάντως, έχεις τα εργα-
λεία για να δουλέψεις, γλύκα».
«Α, όχι», ήταν το μόνο που μπόρεσε να πει η Νόρα.
«Σου αρέσουν τα δικά μου εργαλεία;» ρώτησε η ξανθιά.
«Α, είναι πολύ όμορφα», είπε η Νόρα.
«Παράτα τα, κοριτσάκι», είπε ο Τράβις στην ξανθιά.
«Η κυρία δεν τη βρίσκει έτσι».
Η ξανθιά χαμογέλασε γλυκά. «Αν δοκιμάσει, μπορεί
να της αρέσει».
Η Νόρα κατάλαβε ότι της είχε κολλήσει μια γυναίκα!
Βγήκαν από το καμαρίνι και, περνώντας ένα στενό διά-
δρομο, έφτασαν σε ένα δωμάτιο με γκρίζους τοίχους, γκρί-
ζες μεταλλικές καρέκλες, ντουλάπες και ένα γκρίζο μεταλ-
λικό γραφείο. «Σε λίγο θα έρθει να σας δει ο κύριος Βαν
Ντάιν», είπε ο σωματώδης τύπος κι έφυγε. Η Νόρα και ο
Τράβις κάθισαν στις δυο καρέκλες μπροστά στο γραφείο.
«Μα από πού έρχονται όλες αυτές;» ρώτησε η Νόρα.
«Ποιες;»
«Όλες αυτές οι όμορφες κοπέλες με τα τέλεια σώματα,
που αποφασίζουν να κάνουν... να κάνουν αυτό το πράγμα».
«Α, τις ανατρέφουν σε μια ειδική φάρμα έξω από το
Μοντέστο», είπε ο Τράβις.
Η Νόρα τον κοίταξε με ανοιχτό το στόμα.
Αυτός τότε γέλασε. «Με συγχωρείς», είπε. «Ξεχνώ συ-
νέχεια πόσο αθώα είσαι, κυρία Κορνέλ. Τόσο αθώα, που
δεν καταλαβαίνεις πότε αστειεύομαι».
«Δηλαδή, δεν τις φέρνουν από τη φάρμα;»
«Όχι. Υπάρχουν πολλοί λόγοι που αυτές οι κοπέλες
δουλεύουν εδώ. Πολλές ελπίζουν να γίνουν σταρ του κινη-
ματογράφου, αλλά δεν τα καταφέρνουν και καταλήγουν
εδώ για να μαζέψουν μερικά λεφτά στα γρήγορα και να
ξαναδοκιμάσουν. Άλλες το κάνουν επειδή μισούν τον εαυ-
τό τους, για να ταπεινώνονται. Άλλες για να πάνε κόντρα
στους γονείς τους, στους άντρες τους, σ' όλο τον κόσμο.
Και μερικές είναι επαγγελματίες».
«Είναι λυπηρό», είπε η Νόρα.
«Ναι. Σε μερικές περιπτώσεις... σε πολλές περιπτώ-
σεις είναι λυπηρό».
«Αυτός ο Βαν Ντάιν 0α μας βγάλει ψεύτικες ταυτότητες;»
«Έτσι πιστεύω».
Η Νόρα τον κοίταξε για μια στιγμή σοβαρά. «Όπως
βλέπω, είσαι πολύ περπατημένος, κύριε Κορνέλ», είπε.
«Σε ενοχλεί αυτό -που ξέρω τέτοια μέρη;»
«Όχι», απάντησε εκείνη. «Αντίθετα... ένας καλός σύ-
ζυγος καλό είναι να ξέρει τι να κάνει σε όλες τις περιπτώ-
σεις. Αυτό μου δίνει σιγουριά».
«Νιώθεις σιγουριά μ' εμένα;»
«Ναι, βέβαια. Σιγουριά ότι θα τα καταφέρουμε, ότι θα
σωθούμε κι εμείς και ο Αϊνστάιν».
«Είναι καλό να νιώθεις σιγουριά. Αλλά στις Δυνάμεις
Δέλτα ένα από τα πρώτα πράγματα που μαθαίνεις είναι ό-
τι η υπερβολική σιγουριά είναι επικίνδυνη».
Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο σωματώ-
δης μπράβος μαζί με ένα στρογγυλοπρόσωπο άντρα με
γκρίζο κοστούμι.
«Βαν Ντάιν», συστήθηκε ο νεοφερμένος, χωρίς να τους
σφίξει το χέρι. Κάθισε στο γραφείο και τους κοίταξε. Έ-
μοιαζε με χρηματιστή. «Ήθελα να σας μιλήσω, γιατί με
ενδιαφέρει να μάθω ποιος διαδίδει αυτές τις ψευτιές για
μένα», είπε.
«Χρειαζόμαστε καινούριες ταυτότητες», είπε ο Τρά-
βις. «Διπλώματα οδήγησης, κάρτες κοινωνικής ασφάλι-
σης, τα πάντα».
«Αυτό ακριβώς εννοώ», είπε ο Βαν Ντάιν. «Ποιος σας
είπε ότι κάνω αυτή τη δουλειά; Φοβάμαι ότι σας είπαν
ψέματα».
«Χρειαζόμαστε ταυτότητες», επανέλαβε ο Τράβις.
Ο Βαν Ντάιν τον κοίταξε για λίγο, μετά κοίταξε τη Νό-
ρα. «Δώσε μου το πορτοφόλι σου», της είπε. «Κι εσύ, δε-
σποινίς, την τσάντα σου».
Ο Τράβις άφησε το πορτοφόλι του πάνω στο γραφείο
και έκανε νόημα στη Νόρα να κάνει το ίδιο. Απρόθυμα, ε-
κείνη έβαλε την τσάντα της δίπλα στο πορτοφόλι.
«Σηκωθείτε, σας παρακαλώ, για να σας ψάξει ο Σί-
ζαρ», είπε ο Βαν Ντάιν.
Ο Τράβις και η Νόρα σηκώθηκαν.
Ο Σίζαρ, με το πρόσωπο του απαθές σαν τσιμεντένια
μάσκα, άρχισε να ψάχνει τον Τράβις τόσο εξονυχιστικά,
που ντρεπόσουν να τον βλέπεις. Μετά έψαξε τη Νόρα ακό-
μα πιο προσεκτικά, ξεκουμπώνοντας την μπλούζα της και
ψηλαφώντας το σουτιέν της για κρυμμένα μικρόφωνα. Ε-
κείνη κοκκίνισε και δεν θα τον άφηνε αν δεν της εξηγούσε
ο Τράβις τι έψαχνε να βρει ο Σίζαρ. Άλλωστε, ο μπράβος
παρέμενε ανέκφραστος, σαν να μην αισθανόταν τίποτα.
Κάθισαν κάτω και ο Βαν Ντάιν έψαξε το πορτοφόλι
και την τσάντα. Η Νόρα φοβήθηκε μήπως τους πάρει τα
λεφτά, αλλά το μόνο που φάνηκε να τον ενδιαφέρει ήταν
οι ταυτότητές τους και το χασαπομάχαιρο που ήταν ακόμα
μέσα στην τσάντα της Νόρας.
«Εντάξει», είπε ο Βαν Ντάιν στον Τράβις. «Αν ήσουν
μπάτσος, δε θα κουβαλούσες πάνω σου Μάγκνουμ». Ά-
νοιξε τον κύλινδρο του πιστολιού και κοίταξε τις σφαίρες.
«Και μάλιστα με σφαίρες Μάγκνουμ. Θα σου 'κοβαν τον
κώλο». Χαμογέλασε στη Νόρα. «Και οι αστυνομικίνες δεν
κουβαλάνε πάνω τους χασαπομάχαιρα».
Η Νόρα κατάλαβε τι εννοούσε ο Τράβις όταν είπε ότι
το πιστόλι τους θα τους βοηθούσε «με άλλο τρόπο».
Ο Βαν Ντάιν και ο Τράβις παζάρεψαν λίγο και τελικά
συμφώνησαν στις εξίμισι χιλιάδες δολάρια για δύο ταυτό-
τητες με «πλήρη υποστήριξη». Τους επέστρεψαν τα πράγ-
ματά τους, μαζί με το μαχαίρι και το πιστόλι, και μετά ο
Βαν Ντάιν σηκώθηκε, λέγοντας τους να τον ακολουθή-
σουν. Διέσχισαν ένα στενό διάδρομο και κατέβηκαν ανά-
μεσα σε στοίβες από κιβώτια με ποτά και έφτασαν σε μια
πόρτα. Ο Βαν Ντάιν πίεσε ένα κουμπί και σε λίγο η πόρτα
άνοιξε από μέσα.
Η Νόρα δεν ήταν σίγουρη τι περίμενε να δει μέσα στο
δωμάτιο. Ίσως κάποιους τύπους που δούλευαν σε πιεστή-
ρια, φτιάχνοντας όχι μόνο πλαστές ταυτότητες αλλά και
πλαστά χαρτονομίσματα. Αυτό που είδε όμως την εξέπλη-
ξε. Στον έναν τοίχο υπήρχε ένα μακρύ τραπέζι και πάνω
του ήταν στημένοι εφτά υπολογιστές. Δύο νεαροί με γένια
δούλευαν σε δύο από αυτούς. Ήταν τόσο απορροφημένοι,
που ούτε καν σήκωσαν το κεφάλι τους όταν άνοιξε η πόρ-
τα. Κάθε τόσο μιλούσαν ενθουσιασμένοι ο ένας στον άλ-
λο, ή στις μηχανές τους, σε μια ακαταλαβίστικη γλώσσα ό-
λο τεχνικούς όρους.
Στο δωμάτιο υπήρχε επίσης και μια όμορφη ξανθιά γυ-
ναίκα. Ενώ ο Βαν Ντάιν μιλούσε στους νεαρούς που δού-
λευαν στους υπολογιστές, η γυναίκα πήγε τον Τράβις και
τη Νόρα στην άλλη άκρη του δωματίου, τους έβαλε μπρο-
στά σε μια λευκή οθόνη και τους φωτογράφισε. Όταν
μπήκε στον σκοτεινό θάλαμο για να εμφανίσει το φιλμ, ο
Τράβις και η Νόρα πλησίασαν τον Βαν Ντάιν, που στεκό-
ταν μπροστά στους υπολογιστές. Οι νεαροί άρχισαν να
μπαίνουν, με τη βοήθεια των υπολογιστών, στα ηλεκτρονι-
κά αρχεία του υπουργείου Συγκοινωνιών, της Διεύθυνσης
Κοινωνικών Ασφαλίσεων και άλλων κρατικών υπηρεσιών
-αρχεία που υποτίθεται πως είναι απαραβίαστα- για να
δημιουργήσουν τις καινούριες τους ταυτότητες.
«Όταν είπα ότι θέλω ταυτότητες "με πλήρη υποστήρι-
ξη"», εξήγησε ο Τράβις στη Νόρα, «εννοούσα ότι τα δι-
πλώματα οδήγησης που θα πάρουμε πρέπει να "αντέ-
χουν" στον έλεγχο αν ποτέ μας σταματήσει η Τροχαία.
Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΠΑΡΑΦΥΛΑΕΙ 299

Αυτοί οι τύποι βάζουν τώρα το όνομά μας στα αρχεία του


υπουργείου Συγκοινωνιών, δημιουργώντας τους απαραί-
τητους φακέλους».
«Οι διευθύνσεις θα είναι ψεύτικες, βέβαια», είπε ο
Βαν Ντάιν. «Αλλά, όταν εγκατασταθείτε κάπου με τα και-
νούρια σας ονόματα, μπορείτε να κάνετε μια δήλωση στο
υπουργείο ότι αλλάξατε διεύθυνση, όπως απαιτεί ο νόμος,
και τότε θα είστε εντελώς νόμιμοι».
«Ποια θα είναι τα καινούρια μας ονόματα;» ρώτησε η
Νόρα.
«Να σας εξηγήσω», είπε ο Βαν Ντάιν, σαν χρηματι-
στής που περιγράφει τη λειτουργία της αγοράς σε έναν
καινούριο πελάτη. «Φυσικά, πρέπει να αρχίσουμε με ένα
πιστοποιητικό γεννήσεως. Έχουμε συγκεντρώσει θανά-
τους παιδιών σε όλες τις δυτικές Πολιτείες των τελευταίων
πενήντα χρόνων. Ψάξαμε λοιπόν αυτούς τους καταλόγους
για τις χρονιές που γεννηθήκατε εσείς, για να βρούμε μω-
ρά που πέθαναν και που είχαν το ίδιο χρώμα μαλλιών και
ματιών -και το ίδιο βαφτιστικό όνομα. Βρήκαμε, λοιπόν,
τη Νόρα Τζιν Έιμς, που γεννήθηκε στις δώδεκα του Ο-
κτώβρη της χρονιάς που γεννήθηκες εσύ και πέθανε ύστε-
ρα από ένα μήνα, εδώ, στο Σαν Φρανσίσκο. Έχουμε έναν
εκτυπωτή λέιζερ που μπορεί να βγάλει μια σχεδόν άπειρη
ποικιλία από τύπους και μεγέθη γραμμάτων και μ' αυτόν
έχουμε φτιάξει ήδη ένα έντυπο το οποίο είναι ακριβώς ί-
διο με εκείνα που χρησιμοποιούσαν για τα πιστοποιητικά
γεννήσεως στο Σαν Φρανσίσκο εκείνη την εποχή. Σ' αυτό
θα βάλουμε το όνομα της Νόρας Τζιν, καθώς και τα βασι-
κά χαρακτηριστικά της. Μετά θα βγάλουμε δυο φωτοαντί-
γραφα, που θα σας τα δώσουμε. Κατόπιν, μπήκαμε στα
αρχεία της υπηρεσίας Κοινωνικών Ασφαλίσεων και δημι-
ουργήσαμε έναν κωδικό αριθμό για τη Νόρα Τζιν Έιμς
και τροφοδοτήσαμε το φάκελο της με στοιχεία που δεί-
χνουν ότι πλήρωνε τις νόμιμες εισφορές της για κάποια
χρόνια». Κοίταξε τη Νόρα και χαμογέλασε. «Έχεις πλη-
ρώσει ήδη αρκετά ένσημα για να πάρεις σύνταξη όταν
σταματήσεις να δουλεύεις. Το ίδιο κάναμε και στα αρχεία
της Εφορίας. Υποτίθεται ότι έχεις δουλέψει ως σερβιτόρα
σε πέντ' έξι πόλεις και ότι πληρώνεις κανονικά τους φό-
ρους σου κάθε χρόνο».
«Με ένα πιστοποιητικό γεννήσεως και έναν αριθμό
κοινωνικής ασφάλισης», είπε ο Τράβις στη Νόρα, «μπο-
ρείς να βγάλεις δίπλωμα οδήγησης, δηλαδή έχεις πια μια
ταυτότητα».
«Ώστε είμαι η Νόρα Τζιν Έιμς; Αν όμως έχει κατα-
γραφεί η γέννησή της, θα υπάρχει και το πιστοποιητικό
του θανάτου της. Αν κάποιος ήθελε να ελέγξει...»
Ο Βαν Ντάιν κούνησε το κεφάλι. «Εκείνο το καιρό, τα
πιστοποιητικά αυτά ήταν έγγραφα και όχι ηλεκτρονικοί
φάκελοι σε υπολογιστές -και τα στοιχεία εκείνης της επο-
χής δεν έχουν μεταφερθεί σε ηλεκτρονικά αρχεία. Έτσι,
αν κάποιος σας υποψιαστεί, δεν μπορεί να ζητήσει στοι-
χεία με τον υπολογιστή και να σας ανακαλύψει μέσα σε
δυο λεπτά. Πρέπει να πάει στο ληξιαρχείο και να ψάξει
τους φακέλους για κείνη τη χρονιά για να βρει το πιστο-
ποιητικό θανάτου της Νόρας Τζιν -πράγμα όμως που δεν
πρόκειται να συμβεί ποτέ, γιατί οι υπηρεσίες που προσφέ-
ρουμε περιλαμβάνουν και την εξαφάνιση αυτού του πι-
στοποιητικού».
«Μπήκαμε στα αρχεία της TRW, της υπηρεσίας που
δίνει πληροφορίες για τη φερεγγυότητα των πολιτών», εί-
πε ενθουσιασμένος ο ένας από τους νεαρούς χειριστές.
«Τώρα δημιουργούν μια ιστορία πιστωτικών συναλλα-
γών για τις καινούριες μας ταυτότητες», της εξήγησε ο
Τράβις.
«Νόρα Τζιν Έιμς», είπε η Νόρα με δέος.
Οι κατάλογοι του υπολογιστή δεν περιλάμβαναν κανέ-
να μωρό που να είχε πεθάνει τη χρονιά που γεννήθηκε ο
Τράβις και να είχε το ίδιο βαφτιστικό όνομα. Έτσι, τελι-
κά, του έδωσαν το όνομα Σάμιουελ Σπένσερ Χάιατ, που
γεννήθηκε το Γενάρη και πέθανε το Μάρτη της ίδιας χρο-
νιάς στο Πόρτλαντ του Όρεγκον. '
Οι δυο γενειοφόροι νεαροί τους είπαν ότι, για πλάκα,
είχαν φτιάξει για τον Τράβις μια ιστορία στρατιωτικής υ-
πηρεσίας με έξι χρόνια στους πεζοναύτες. Του έδωσαν α-
κόμη ένα παράσημο και δύο εύφημες μνείες για γενναιό-
τητα κατά την εκτέλεση του καθήκοντος σε μια αποστολή
στη Μέση Ανατολή. Οι νεαροί ενθουσιάστηκαν όταν ο
Τράβις τους ρώτησε αν μπορούσαν να δημιουργήσουν μια
έγκυρη κτηματομεσιτική άδεια στο καινούριο του όνομα.
Μέσα σε είκοσι λεπτά είχαν μπει στις κατάλληλες τράπε-
ζες δεδομένων και είχαν δημιουργήσει την πλαστή άδεια.
«Πανεύκολο», είπε ο ένας.
«Παιχνιδάκι», είπε ο άλλος.
Εκείνη τη στιγμή γύρισε η ξανθιά, φέρνοντας τα δι-
πλώματα οδήγησης, που είχαν πάνω τους τις φωτογραφίες
του Τράβις και της Νόρας. «Έχετε μεγάλη φωτογένεια
και οι δυο σας», είπε.
Βγήκαν από το μπαρ Χοτ Τιπς δύο ώρες και είκοσι λε-
πτά από τη στιγμή που συναντήθηκαν με τον Βαν Ντάιν,
κρατώντας δύο φακέλους με διάφορα έγγραφα στο και-
νούριο τους όνομα.
Ο Αϊνστάιν τους περίμενε υπομονετικά στη Μερσέντες.
«Δεν καταφέραμε να σε αλλάξουμε σε πεκινουά τελι-
κά», του είπε η Νόρα, «αλλά εμείς αλλάξαμε. Αϊνστάιν,
να σου συστήσω τον Σαμ Χάιατ και τη Νόρα Έιμς».
Ο σκύλος τούς κοίταξε έναν έναν και μετά ξεφύσηξε,
σαν να έλεγε ότι δεν μπορούσαν να τον ξεγελάσουν, ότι
αυτός ήξερε ποιοι είναι.
«Αυτά τα μέρη, σαν του Βαν Ντάιν», είπε η Νόρα, «τα
έμαθες όταν εκπαιδευόσουν για τις Δυνάμεις Δέλτα; Εδώ
έρχονται οι τρομοκράτες για να πάρουν νέες ταυτότητες
όταν μπουν στη χώρα;»
«Nar μερικοί πηγαίνουν σε ανθρώπους σαν τον Βαν
Ντάιν, αλλά όχι πολύ συχνά. Οι περισσότεροι τρομοκρά-
τες εφοδιάζονται με ταυτότητες από τους Σοβιετικούς. Ο
Βαν Ντάιν εξυπηρετεί κυρίως παράνομους μετανάστες
-όχι βέβαια τους φτωχούς- και εγκληματίες που προσπα-
θούν να αποφύγουν τη σύλληψη».
Καθώς έβαζε μπροστά το αυτοκίνητο, η Νόρα τον ρώ-
τησε πάλι: «Αν όμως βρήκες εσύ τον Βαν Ντάιν, ίσως να
μπορούν να τον βρουν και οι άνθρωποι που μας ψάχνουν».
«Ίσως. Θα τους χρειαστεί κάποιος καιρός, αλλά ίσως
να μπορούν».
«Μα τότε θα ανακαλύψουν τις καινούριες μας ταυτό-
τητες».
«Όχι», είπε ο Τράβις. «Ο Βαν Ντάιν δεν κρατά αρχεία
για τις δουλειές που κάνει, γιατί δε θέλει να τον πιάσουν
με αποδεικτικά στοιχεία. Αν ποτέ μπει η αστυνομία σ' ε-
κείνο το υπόγειο με ένταλμα ερεύνης, το μόνο που θα
βρουν στους υπολογιστές του Βαν Ντάιν θα είναι τα λογι-
στικά βιβλία του Χοτ Τιπς».
Η Νόρα έμεινε για λίγο σκεφτική, κοιτάζοντας τους
ανθρώπους που κυκλοφορούσαν στο δρόμο. «Σε λιγότερο
από τρεις ώρες, γίναμε καινούριοι άνθρωποι», είπε.
«Ζούμε σε έναν παράξενο κόσμο», είπε ο Τράβις.
«Αυτό ακριβώς σημαίνει τεχνολογία: τα πάντα είναι ρευ-
στά και μεταβλητά. Οι χρηματικές συναλλαγές γίνονται
τώρα σε όλο τον κόσμο με ηλεκτρονικούς υπολογιστές μέ-
σα σε δευτερόλεπτα. Τα χρήματα περνούν από χώρα σε
χώρα σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Δε χρειάζεται πια
να τα περνάς κρυφά από τα σύνορα. Τα περισσότερα αρ-
χεία έχουν τη μορφή ηλεκτρικών φορτίων και κυκλωμά-
των που μόνο οι υπολογιστές μπορούν να διαβάσουν. Ό -
λα, λοιπόν, είναι ρευστά. Οι ταυτότητες των ανθρώπων εί-
ναι ρευστές, το παρελθόν τους το ίδιο».
«Ακόμη και η γενετική δομή ενός είδους είναι ρευστή
στην εποχή μας», είπε η Νόρα.
Ο Αϊνστάιν γάβγισε σιγανά, σαν να συμφωνούσε.
«Είναι λιγάκι τρομακτικό, δε συμφωνείς;» είπε η Νόρα.
«Ναι», αποκρίθηκε ο Τράβις, ενώ πλησίαζαν στην εί-
σοδο της μεγάλης γέφυρας του Σαν Φρανσίσκο. «Αλλά
αυτή η ρευστότητα είναι βασικά κάτι καλό. Πιστεύω -και
ελπίζω- ότι προχωρούμε προς μια εποχή στην οποία ο ρό-
λος των κυβερνήσεων θα περιοριστεί δραστικά, όταν οι
Αρχές δε θα έχουν τον τρόπο να ρυθμίζουν και να ελέγ-
χουν τη ζωή των ανθρώπων στον ίδιο βαθμό που το έκα-
ναν στο παρελθόν. Οι απολυταρχικές κυβερνήσεις δε θα
μπορούν να διατηρήσουν την εξουσία».
«Γιατί;»
«Πώς μπορεί μια δικτατορία να ελέγχει τους πολίτες
της μέσα σε μια τεχνολογική κοινωνία με τέτοια ρευστότη-
τα; Ο μόνος τρόπος για να το κάνει αυτό είναι να απαγο-
ρεύσει την είσοδο της τεχνολογίας στη χώρα, πράγμα που
βέβαια θα ήταν σωστή αυτοκτονία. Μέσα σε μερικές δε-
καετίες η χώρα αυτή θα βρισκόταν σε πρωτόγονη κατά-
σταση σε σύγκριση με τις άλλες. Αυτή τη στιγμή, για πα-
ράδειγμα, οι Σοβιετικοί προσπαθούν να περιορίσουν τους
ηλεκτρονικούς υπολογιστές μόνο στην άμυνα της χώρας
τους, αλλά αυτό δεν μπορεί να κρατήσει για πολύ. Θα α-
ναγκαστούν να τους εισαγάγουν σε όλους τους τομείς και
να διδάξουν στον κόσμο τη χρήση τους. Και τότε, πώς θα
μπορούν να επιβάλλουν την εξουσία τους, όταν ο κόσμος
θα έχει τα μέσα να επεμβαίνει στους κρατικούς μηχανι-
σμούς και να εξουδετερώνει συστήματα ελέγχου;»
«Δηλαδή, πιστεύεις όχι σε μια δυο δεκαετίες ο κόσμος
θα είναι ένας παράδεισος», είπε η Νόρα.
«Όχι παράδεισος. Απλώς ο κόσμος θα ζει πιο εύκολα,
πιο πλούσια, πιο ευτυχισμένα. Αλλά σίγουρα δε θα είναι
παράδεισος, αφού θα υπάρχουν ακόμα όλα τα προβλήμα-
τα της ανθρώπινης καρδιάς και του ανθρώπινου μυαλού.
Και ο καινούριος κόσμος θα φέρει πολλά καλά αλλά και
πολλούς νέους κινδύνους».
«Σαν αυτό το πράγμα που σκότωσε τον Τεντ Χόκνεϊ»,
είπε η Νόρα.
«Ναι».
Στο πίσω κάθισμα, ο Αϊνστάιν γρύλισε.

11
Το απόγευμα της Πέμπτης, 26 Αυγούστου, ο Βινς Νάσκο
πήγε στο σπίτι του Τζόνι Σαντίνι για να πάρει την εβδομα-
διαία αναφορά του. Έτσι έμαθε για το φόνο του Τεντ Χό-
κνεϊ στη Σάντα Μπάρμπαρα. Η κατάσταση του πτώματος
έδειχνε ότι ήταν δουλειά του Τέρατος. Ο Τζόνι ανακάλυ-
ψε επίσης ότι η YEA είχε αναλάβει την υπόθεση, πράγμα
που έπεισε τον Βινς ότι είχε σχέση με το Τέρας.
Το ίδιο βράδυ διάβασε στην εφημερίδα για τον Χό-
κνεϊ και για τον ένοικο του σπιτιού όπου έγινε ο φόνος
-τον Τράβις Κορνέλ. Η εφημερίδα έγραφε ότι ο Κορνέλ,
που ήταν πρώην κτηματομεσίτης και είχε υπηρετήσει στις
Δυνάμεις Δέλτα, είχε έναν πάνθηρα στο σπίτι του ο οποίος
σκότωσε τον Χόκνεϊ. Ο Νάσκο κατάλαβε ότι αυτά ήταν
ανοησίες, μια προσπάθεια της YEA να καλύψει την αλή-
θεια. Η αστυνομία έψαχνε να βρει τον Κορνέλ και μια ά-
Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΠΑΡΑΦΥΛΑΕΙ 305

γνωστή γυναίκα που ήταν μαζί του για να τους κάνει ορι-
σμένες ερωτήσεις.
Το άρθρο έλεγε επίσης ότι ο Κορνέλ είχε ένα σκΰλο:
«Ο Κορνέλ και η γυναίκα μπορεί να ταξιδεύουν μαζί με έ-
να σκύλο χρυσαφί χρώματος, ράτσας ριτρίβερ».
Αν καταφέρω να βρω τον Κορνέλ, σκέφτηκε ο Νάσκο,
θα βρω και το σκύλο.

12
Το βράδυ της Πέμπτης, ο Τράβις, η Νόρα και ο Αϊνστάιν
έμειναν σε ένα μοτέλ βόρεια του Σαν Φρανσίσκο. Αγόρα-
σαν έξι μπίρες και ένα ψητό κοτόπουλο, μπισκότα και λα-
χανοσαλάτα και έφαγαν στο δωμάτιο τους.
Το κοτόπουλο άρεσε πολύ στον Αϊνστάιν, που έδειξε ε-
πίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την μπίρα. Ο Τράβις απο-
φάσισε να του βάλει στο πιάτο του τη μισή από το κουτάκι
που κρατούσε. «Αλλά όχι παραπάνω», του είπε. «Θέλω να
είσαι νηφάλιος για να σου κάνω μερικές ερωτήσεις».
Μετά το φαγητό, κάθισαν και οι τρεις στο μεγάλο κρε-
βάτι και ο Τράβις ξετύλιξε το παιχνίδι που είχε αγοράσει,
το Σκραμπλ. Με τη βοήθεια της Νόρας, χώρισαν όλες τις
καρτέλες με τα γράμματα σε στοίβες -όλα τα Α μαζί, όλα
τα Β, κ.λπ.
Ο Αϊνστάιν τους παρακολουθούσε με ενδιαφέρον. Δεν
φαινόταν καθόλου ζαλισμένος από την μπίρα που είχε πιει.
«Λοιπόν», είπε ο Τράβις. «Μας χρειάζονται πιο λεπτο-
μερείς απαντήσεις απ' αυτές που παίρναμε μέχρι τώρα με
το σύστημα του ναι-όχι. Σκέφτηκα λοιπόν ότι μπορεί να τα
καταφέρουμε με αυτά τα γράμματα».
«Υπέροχη ιδέα», είπε η Νόρα.
Ο Τράβις κοίταξε τον Αϊνστάιν. «Θα σου κάνω μια ε-
ρώτηση κι εσυ θα μας δείχνεις τα γράμματα που χρειάζο-
νται για να γράψεις την απάντηση. Ένα ένα τα γράμματα,
μία μία τις λέξεις. Κατάλαβες;»
Ο Αϊνστάιν κοίταξε τον Τράβις, μετά τις στοίβες με τα
γράμματα, μετά πάλι τον Τράβις και φάνηκε να χαμογελάει.
«Ωραία. Ξέρεις πώς λέγεται το εργαστήριο από όπου
δραπέτευσες;»
Ο Αϊνστάιν άγγιξε με τη μύτη του τη στοίβα με τα Μ.
Η Νόρα πήρε μια καρτέλα από το σωρό και την έβαλε
στο κρεβάτι. Μέσα σε μισό λεπτό, ο Αϊνστάιν είχε σχημα-
τίσει τη λέξη ΜΠΑΝΟΝΤΑΙΝ.
«Μπανοντάιν», είπε σκεφτικός ο Τράβις. «Δεν το έχω
ξανακούσει. Αυτό είναι ολόκληρο το όνομα;»
Ο Αϊνστάιν δίστασε, μετά άρχισε να διαλέγει πάλι
γράμματα, σχηματίζοντας τις λέξεις ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ ΜΠΑ-
ΝΟΝΤΑΙΝ.
Ο Τράβις σημείωσε τον τίτλο σε ένα χαρτί και μετά έ-
βαλε πάλι τα γράμματα στις θέσεις τους. «Που βρίσκεται
το Μπανοντάιν;»
ΙΡΒΑΪΝ.
«Λογικό είναι», είπε ο Τράβις. «Σε βρήκα στο δάσος
βόρεια του Ίρβαϊν. Ωραία... Σε βρήκα την Τρίτη, δεκαο-
χτώ του Μάη. Πότε δραπέτευσες από το Μπανοντάιν;»
Ο Αϊνστάιν κοίταξε τις καρτέλες, γρύλισε σιγανά κι έ-
μεινε ακίνητος, χωρίς να διαλέξει γράμματα.
«Διαβάζοντας όλα αυτά τα βιβλία», είπε ο Τράβις, «έ-
μαθες για τους μήνες, τις βδομάδες, τις μέρες και τις ώρες.
Τώρα έχεις αίσθηση του χρόνου».
Ο σκΰλος κοίταξε τη Νόρα και γρύλισε πάλι.
«Ίσως να έχει την αίσθηση του χρόνου τώρα, αλλά
δεν την είχε όταν δραπέτευσε. Ίσως, λοιπόν, του είναι
δύσκολο να θυμηθεί πόσος καιρός είχε περάσει μέχρι
που τον βρήκες».
Ο Αϊνστάιν άρχισε να δείχνει πάλι τα γράμματα:
ΣΩΣΤΑ.
«Ξέρεις τα ονόματα μερικών από τους επιστήμονες
που δούλευαν στο Μπανοντάιν;»
ΝΤΕΪΒ1Σ ΓΟΥΕΔΕΡΜΠΙ.
Ο Τράβις σημείωσε το όνομα. «Κανέναν άλλο;»
Ο Αϊνστάιν άρχισε να δείχνει πάλι καρτέλες, σταματώ-
ντας κάθε τόσο για να σκεφτεί πώς ακριβώς γράφονται οι
λέξεις. Τελικά σχημάτισε τα ονόματα ΛΟΤΟΝ ΧΕΪΝΣ, ΑΛ
ΧΑΝΤΣΤΟΝ και μερικά άλλα.
Ο Τράβις τα σημείωσε όλα και μετά είπε: «Αυτοί είναι
οι άνθρωποι που θα ψάχνουν να σε βρουν;»
ΝΑΙ. ΚΑΙ Ο ΤΖΟΝΣΟΝ.
«Ο Τζόνσον;» ρώτησε η Νόρα. «Είναι κι αυτός ένας α-
πό τους επιστήμονες;»
ΟΧΙ. Ο σκύλος έμεινε σκεφτικός για μια στιγμή, κοιτά-
ζοντας τις στοίβες των γραμμάτων και μετά σχημάτισε τη
λέξη: ΑΣΦΑΛΕΙΑ.
«Είναι επικεφαλής της υπηρεσίας ασφαλείας του
Μπανοντάιν;» ρώτησε ο Τράβις.
ΟΧΙ. ΑΝΩΤΕΡΟΣ.
«Πρέπει να είναι ομοσπονδιακός πράκτορας», είπε ο
Τράβις.
«Ξέρεις το όνομα αυτού του Τζόνσον;» ρώτησε η Νόρα.
Ο Αϊνστάιν κοίταξε για λίγο σκεφτικός τα γράμματα
και μετά σχημάτισε τη λέξη: ΛΕΜΙΟΥΕΛ.
«Λέμιουελ Τζόνσον», είπε η Νόρα.
Μετά ο Αϊνστάιν πρόσθεσε τη λέξη: ΜΑΥΡΟΣ - ΜΑΥ-
ΡΟΣ ΛΕΜΙΟΥΕΛ.
«Μαύρος Λέμιουελ;» είπε ο Τράβις. «Θες να πεις ότι ο
Τζόνσον είναι... κακός;»
ΟΧΙ. ΜΑΥΡΟΣ.
Η Νόρα έβαλε πάλι τα γράμματα στη θέση τους. «Επι-
κίνδυνος;»
Ο Αϊνστάιν τους κοίταξε και ξεφύσηξε, σαν να τους έ-
λεγε ότι μερικές φορές είναι ανυπόφορα χοντροκέφαλοι.
ΟΧΙ. ΜΑΥΡΟΣ.
Ξαφνικά ο Τράβις κατάλαβε ότι ο σκΰλος χρησιμοποι-
ούσε τη λέξη στην κυριολεξία της. «Νέγρος!» φώναξε.
«Εννοείς ότι ο Λέμιουελ Τζόνσον είναι νέγρος;»
Ο Αϊνστάιν γρΰλισε σιγανά, κουνώντας το κεφάλι του
πάνω κάτω και την ουρά. Μετά, τους έδειξε είκοσι τέσσε-
ρα γράμματα, τη μεγαλύτερη φράση που είχε σχηματίσει
μέχρι τότε: ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΚΟΜΑ ΕΛΠΙΔΑ ΓΙΑ ΣΑΣ.
Η Νόρα γέλασε.
«Εξυπνάκια», είπε ο Τράβις.
Αλλά, παρά την αντίδραση του, ήταν πλημμυρισμένος
από χαρά και ενθουσιασμό. Βέβαια, η επικοινωνία με τον
Αϊνστάιν είχε αρχίσει εδώ και βδομάδες, όμως αυτό το
καινούριο σύστημα που του επέτρεπε να απαντά όπως ή-
θελε, και όχι μόνο με ένα ναι ή ένα όχι, είχε δώσει μια
καινούρια διάσταση στην επικοινωνία τους. Περισσότερο
από κάθε άλλη φορά, αισθάνονταν και οι δύο τον Αϊν-
στάιν σαν παιδί τους. Από την άλλη μεριά, ήταν επίσης έ-
νας σκύλος, και το γεγονός αυτό πρόσθετε ένα στοιχείο
μυστηρίου και δέους σε αυτόν το διάλογο ανάμεσα σε δύο
διαφορετικά είδη. Κοιτάζοντας τη φράση του, ΥΠΑΡΧΕΙ
ΑΚΟΜΑ ΕΛΠΙΔΑ ΓΙΑ ΣΑΣ, ο Τράβις σκέφτηκε ότι η ση-
μασία της ήταν ευρύτερη, πως το μήνυμα αυτό απευθυνό-
ταν σε όλη την ανθρωπότητα.
Συνέχισαν να κάνουν ερωτήσεις στον Αϊνστάιν για μι-
σή ώρα ακόμη, ενώ ο Τράβις κατέγραφε τις απαντήσεις
του. Τελικά συζήτησαν και για το ζώο που είχε σκοτώσει
τον Τεντ Χόκνεϊ.
«Τι είναι αυτό το αναθεματισμένο πράγμα;» ρώτησε η
Νόρα.
ΤΟ ΤΕΡΑΣ.
«Το Τέρας;» ρώτησε ο Τράβις.
ΕΤΣΙ ΤΟ ΕΛΕΓΑΝ ΣΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ.
«Και τι είναι;» είπε ο Τράβις.
ΔΥΟ ΕΠΙΤΥΧΗΜΕΝΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ. ΕΓΩ ΚΙ ΑΥΤΟ. Ε-
ΓΩ ΕΙΜΑΙ ΣΚΥΛΟΣ. ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΕΝΑ ΥΠΑΡ-
ΚΤΟ ΕΙΔΟΣ. ΤΕΡΑΣ.
«Είναι κι αυτό έξυπνο;» ρώτησε ο Τράβις.
ΝΑΙ.
«Το ίδιο έξυπνο μ' εσένα;»
ΙΣΩΣ.
«Θεέ μου!» είπε ο Τράβις ταραγμένος.
Ο Αϊνστάιν άφησε ένα ανήσυχο γρύλισμα και ακού-
μπησε το κεφάλι του στο γόνατο της Νόρας, θέλοντας να
τον χαϊδέψει.
«Μα γιατί δημιούργησαν ένα τέτοιο πράγμα;»
Ο Αϊνστάιν άρχισε ν α διαλέγει πάλι γράμματα. ΓΙΑ
ΝΑ ΣΚΟΤΩΝΕΙ.
Έ ν α παγερό ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά του
Τράβις. «Ποιον να σκοτώνει;»
ΤΟΝ ΕΧΘΡΟ.
«Ποιον εχθρό;» ρώτησε η Νόρα.
ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ.
Όταν κατάλαβαν τι εννοούσε, αισθάνθηκαν να τους
κυριεύει μια αποστροφή που πλησίαζε στη ναυτία. Θυμή-
θηκε τη συζήτηση που είχαν νωρίτερα με τη Νόρα, για
τους κινδύνους που μπορεί να έφερνε ο νέος κόσμος της
τεχνολογίας...
Γύρισε πάλι στον Αϊνστάιν. «Θέλεις να πεις ότι αυτό
το Τέρας είναι ένας γενετικά κατασκευασμένος στρατιώ-
της; Κάτι σαν ένα... ένα πολύ έξυπνο και επικίνδυνο α-
οτυνομικό σκυλί, μόνο που αυτό θα το χρησιμοποιούν στο
πεδίο της μάχης;»
ΦΤΙΑΧΤΗΚΕ ΠΑ ΝΑ ΣΚΟΤΩΝΕΙ. ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΣΚΟΤΩΝΕΙ.
«Μα αυτό είναι τρελό», είπε με φρίκη η Νόρα. «Πώς
θα μπορούσαν να ελέγξουν ποτέ ένα τέτοιο πράγμα; Πώς
ήταν σίγουροι ότι δε θα στρεφόταν ενάντια στους δημι-
ουργούς του;»
«Γιατί ψάχνει να σε βρει το Τέρας;» ρώτησε ο Τράβις
τον Αϊνστάιν.
ΜΕ ΜΙΣΕΙ.
«Γιατί σε μισεί;»
ΔΕΝ ΞΕΡΩ.
«Και θα συνεχίσει να σε ψάχνει;» ρώτησε πάλι ο Τράβις.
ΝΑΙ. ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ.
«Μα πώς μπορεί ένα τέτοιο τερατούργημα να μετακι-
νείται χωρίς να το δουν;»
ΤΗ ΝΥΧΤΑ.
«Ίσως, αλλά και πάλι είναι δύσκολο...»
ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΟΝΤΙΚΙΑ ΚΙΝΟΥΝΤΑΙ ΤΗ ΝΥΧΤΑ.
«Όμως, με ποιο τρόπο σε παρακολουθεί;» ρώτησε α-
πορημένη η Νόρα.
ΜΕ ΝΙΩΘΕΙ.
«Σε νιώθει; Τι θες να πεις;»
Ο Αϊνστάιν σκέφτηκε αρκετή ώρα και ξεκίνησε μερι-
κές φορές να σχηματίσει κάποια απάντηση, αλλά τελικά
έ γ ρ α ψ ε : ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΟ ΕΞΗΓΗΣΩ.
«Μπορείς να το νιώσεις κι εσύ;» ρώτησε ο Τράβις.
ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΟΡΕΣ.
«Το νιώθεις και τώρα;»
ΝΑΙ. ΠΟΛΥ ΜΑΚΡΙΑ.
«Ναι, πολύ μακριά», είπε ο Τράβις. «Εκατοντάδες μί-
λια μακριά. Μπορεί στ' αλήθεια να σε αισθανθεί και να
σε ακολουθήσει από τόσο μεγάλη απόσταση;»
ΚΙ ΑΠΟ ΑΚΟΜΗ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ.
«Και σε ακολουθεί τώρα;»
ΕΡΧΕΤΑΙ.
Ο Τράβις ένιωσε και πάλι το π α γ ε ρ ό ρίγος, ακόμη πιο
έντονο αυτή τη φορά. «Πότε θα σε βρει;»
ΔΕΝ ΞΕΡΩ.
Ο σκύλος φαινόταν φοβισμένος και είχε αρχίσει πάλι
ν α τρέμει.
«Θα σε βρει γρήγορα;»
ΙΣΩΣ ΟΧΙ ΓΡΗΓΟΡΑ.
Ο Τράβις είδε ότι η Ν ό ρ α είχε χλομιάσει. Ακούμπησε
το χέρι του στο γ ό ν α τ ο της και είπε: « Δ ε ν πρόκειται ν α
καθίσουμε ν α μας κυνηγάει αυτό το πράγμα σε όλη την υ-
πόλοιπη ζωή μας. Αποκλείεται. Θ α βρούμε ένα απομονω-
μένο μέρος για ν α εγκατασταθούμε κι εκεί θα ετοιμάσου-
με την άμυνά μας ενάντια στο Τέρας».
Τρέμοντας, ο Αϊνστάιν άρχισε πάλι να δείχνει καρτέ-
λες με τη μύτη του και ο Τράβις έβαλε τα γράμματα στη
σειρά: ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΦΥΓΩ.
«Τι θες ν α πεις;» ρώτησε ο Τράβις, βάζοντας τις καρ-
τέλες στη θέση τους.
ΣΑΣ ΒΑΖΩ ΣΕ ΚΙΝΔΥΝΟ.
Η Ν ό ρ α πήρε τον Αϊνστάιν στην αγκαλιά της και τον έ-
σφιξε δυνατά. «Μην τολμήσεις ν α ξανασκεφτείς κάτι τέ-
τοιο. Ανήκεις στην οικογένειά μας και θα αντιμετωπίσου-
με την κατάσταση όλοι μαζί, γιατί αυτό κάνουν οι οικογέ-
νειες». Τραβήχτηκε πίσω και, παίρνοντας το κεφάλι του
σκύλου ανάμεσα στα χέρια της, τον κοίταξε βαθιά στα μά-
τια. «Αν ξυπνήσω κάποιο πρωί κι εσύ έχεις φύγει, θα μου
ραγίσεις την καρδιά». Δ ά κ ρ υ α γυάλιζαν στα μάτια της και
η φωνή της έτρεμε. «Με κατάλαβες, αγόρι μου; Α ν φύγεις
και μας αφήσεις, θα μου ραγίσεις την καρδιά».
Ο σκΰλος τραβήχτηκε από τα χέρια της και άρχισε να
δείχνει πάλι καρτέλες: ΘΑ ΠΕΘΑΙΝΑ.
«Θα πέθαινες αν μας άφηνες;» ρώτησε ο Τράβις.
Ο σκΰλος άρχισε πάλι να διαλέγει γράμματα. Περίμε-
νε να διαβάσουν τις λέξεις και μετά τους κοίταξε σοβαρά,
για να βεβαιωθεί ότι κατάλαβαν τι εννοούσε: ΘΑ ΠΕΘΑΙ-
ΝΑ ΑΠΟ ΜΟΝΑΞΙΑ.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Φύλακας - Άγγελος

Μόνο η αγάπη μπορεί να ενώνει τα ζωντανά όντα με τέτοιο τρόπο


ώστε να τα συμπληρώνει και να τα ολοκληρώνει, γιατί μόνο αυτή
τα συνδέει μέσα από τα βαθύτερα στοιχεία της ύπαρξης τους.

Πιερ Τεγιάρ ντε Σαρντεν

Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει,


ίνα τις την ψυχήν αυτού θη
υπέρ των φίλων αυτού

Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο


ΟΧΤΩ

' Τ Τ ταν Πέμπτη, 21 του Οκτώβρη, και ο Τράβις με τον


1 J L Αϊνστάιν είχαν πάει για μια βόλτα στους καταπρά-
σινους λόφους και το πανέμορφο δάσος που απλωνόταν
πίσω από το καινούριο τους σπίτι στο Μπιγκ Σερ της Κα-
λιφόρνιας. Η Νόρα είχε φύγει από το πρωί, για το ραντε-
βού της με το δόκτορα Γουέινγκολντ. Ο φθινοπωριάτικος
ήλιος ήταν ζεστός και η αύρα που φυσούσε από τον Ειρη-
νικό ανάδευε το γρασίδι και τα κλαδιά των δέντρων.
Ο Τράβις κρατούσε ένα δίκαννο Μόσμπεργκ, με λαβή
πιστολιού, που το έπαιρνε πάντα μαζί του σε αυτές τις βόλ-
τες. Αν κάποιος τον ρωτούσε γι' αυτό, θα του έλεγε ότι είχε
βγει για να κυνηγήσει κροταλίες. Ο Αϊνστάιν έτρεχε εδώ
κι εκεί, μυρίζοντας τα μονοπάτια και παρακολουθώντας τα
ζώα του δάσους. Σε άλλους περιπάτους που είχαν κάνει, ο
σκύλος είχε στενοχωρηθεί βλέποντας ότι οι σκίουροι φο-
βούνταν. Όταν τους πλησίαζε πάγωναν από τρόμο, τον
κοίταζαν με διάπλατα μάτια και μετά το έβαζαν στα πόδια.
ΓΙΑΤΙ ΦΟΒΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΣΚΙΟΥΡΟΙ; είχε ρωτήσει έ ν α
βράδυ τον Τράβις.
«Γιατί είσαι σκύλος και ξέρουν ότι οι σκύλοι τούς ρί-
χνονται και τους σκοτώνουν».
ΟΧΙ ΕΓΩ.
«Ναι, το ξέρω», συμφώνησε ο Τράβις χαϊδεύοντας τον.
«Αλλά οι σκίουροι δεν ξέρουν ότι είσαι διαφορετικός. Γι'
αυτούς είσαι σκύλος, μυρίζεις σαν σκύλος, γι' αυτό σε φο-
βούνται».
ΜΟΥ ΑΡΕΣΟΥΝ ΟΙ ΣΚΙΟΥΡΟΙ.
«Ναι. Δυστυχώς όμως δεν είναι αρκετά έξυπνοι για να
το καταλάβουν».
Από τότε ο Αϊνστάιν φρόντιζε να μην πλησιάζει τα σκι-
ουράκια για να μην τα τρομάζει. Εκείνη τη μέρα, όμως,
κανείς από τους δύο δεν ενδιαφερόταν για τα ζώα του δά-
σους. Είχαν βγει περίπατο μόνο και μόνο για να περάσει
η ώρα, μέχρι να γυρίσει η Νόρα. Ο Τράβις κοίταζε κάθε
τόσο το ρολόι του και ακολούθησε μια κυκλική διαδρομή
υπολογίζοντας ότι έτσι θα γύριζαν σπίτι γύρω στη μία το
μεσημέρι, την ώρα που θα επέστρεφε η Νόρα.
Είχαν περάσει δύο μήνες από τη μέρα που απέκτησαν
τις καινούριες τους ταυτότητες στο Σαν Φρανσίσκο. Ύστε-
ρα από πολλή σκέψη είχαν αποφασίσει να εγκατασταθούν
λίγο πιο νότια, μειώνοντας έτσι σημαντικά την απόσταση
που έπρεπε να διανύσει το Τέρας για να τους βρει. Ήξε-
ραν ότι δεν θα μπορούσαν να ζήσουν ήσυχοι μέχρι να εμ-
φανιστεί το Τέρας και να το σκοτώσουν και γι' αυτό ήθε-
λαν να επισπεύσουν τη σύγκρουση. Η περιοχή του Μπιγκ
Σερ ήταν ιδανική γι' αυτόν το σκοπό, γιατί ήταν αραιοκα-
τοικημένη και η θέση της ήταν τέτοια, που το Τέρας θα
χρειαζόταν αρκετό καιρό για να φτάσει μέχρι εκεί. Ακόμη
κι αν αυτή τη φορά κατάφερνε να διανύσει με διπλάσια
ταχύτητα την απόσταση που τους χώριζε, και πάλι δεν θα
τους έβρισκε πριν από τη δεύτερη βδομάδα του Νοέμβρη.
Η μέρα της αναμέτρησης πλησίαζε. Ο Τράβις ήταν σί-
γουρος ότι είχε κάνει κάθε δυνατή προσπάθεια για να ε-
ξουδετερώσει το Τέρας -αν και ο Αϊνστάιν τους είχε πει
ότι ο εχθρός βρισκόταν ακόμη μακριά.
Στη μία παρά δέκα τελείωσαν τη βόλτα τους μέσα από
τους λόφους και το δάσος, φτάνοντας στην αυλή πίσω από
το καινούριο τους σπίτι. Ήταν μια διώροφη μονοκατοικία
με τοίχους ντυμένους με άσπρο ξύλο, ξύλινη σκεπή από
κέδρο και τεράστιες πέτρινες καμινάδες στη βόρεια και
τη νότια πλευρά. Είχε ακόμη βεράντες μπροστά και πίσω
που έβλεπαν προς το δάσος.
Επειδή στην περιοχή αυτή δεν χιόνιζε ποτέ, η στέγη
δεν είχε μεγάλη κλίση, έτσι που μπορούσε κανείς να περ-
πατήσει πάνω της. Εκεί ήταν η πρώτη αμυντική γραμμή
του Τράβις. Αν το Τέρας ερχόταν στο σπίτι τη νύχτα, δεν
θα κατάφερνε να μπει από τα παράθυρα του ισογείου,
γιατί μετά τη δύση του ηλίου τα έκλειναν με ειδικά, εσω-
τερικά παραθυρόφυλλα που ήταν αδύνατο να τα σπάσει ή
να τα παραβιάσει κανείς. Έτσι το Τέρας, κατά πάσα πι-
θανότητα, θα ανέβαινε στη στέγη της μπροστινής ή της πί-
σω βεράντας για να προσπαθήσει να μπει από τα παράθυ-
ρα του πρώτου ορόφου, αλλά θα τα έβρισκε κι αυτά προ-
στατευμένα από εσωτερικά παραθυρόφυλλα. Στο μεταξύ,
ένα σύστημα συναγερμού που λειτουργούσε με υπέρυθρες
ακτίνες θα τους ειδοποιούσε για τον ερχομό του εισβολέα.
Τότε ο Τράβις θα ανέβαινε στη στέγη από μια καταπακτή
της σοφίτας. Από εκεί θα μπορούσε να δει όλο το κτήμα
γύρω από το σπίτι και να πυροβολήσει το Τέρας από μια
θέση όπου δεν θα μπορούσε να τον φτάσει.
Γύρω στα είκοσι μέτρα πίσω από το σπίτι υπήρχε ένας
μικρός παλιός στάβλος που τον χρησιμοποιούσαν για
γκαράζ. Ήταν πολύ πιθανό, όταν έφτανε το Τέρας, να
κρυφτεί στο στάβλο για να παρακολουθήσει το σπίτι, ελ-
πίζοντας να τους αιφνιδιάσει όταν θα έρχονταν να πά-
ρουν ένα από τα δύο αυτοκίνητα, το φορτηγάκι Ντοτζ ή
την Τογιότα. Γι' αυτό ο Τράβις είχε ετοιμάσει μερικές εκ-
πλήξεις και στο στάβλο.
Τώρα όμως ανησυχούσε περισσότερο για τη Νόρα πα-
ρά για το Τέρας. Ξεκλείδωσε τις δυο κλειδαριές τής πίσω
πόρτας και μπήκε στην ευρύχωρη κουζίνα, με τον Αϊν-
στάιν από πίσω του. Το σπίτι είχε πέντε ακόμη δωμάτια
-ένα τεράστιο λίβινγκ ρουμ και ένα γραφείο στο ισόγειο,
και τρεις κρεβατοκάμαρες πάνω- καθώς και δύο μπάνια,
ένα πάνω και ένα κάτω. Η μια κρεβατοκάμαρα ήταν δική
τους, η άλλη ήταν το στούντιο της Νόρας και η τρίτη ήταν
άδεια -προς το παρόν.
«Θα πιω μια μπίρα», είπε ο Τράβις στον Αϊνστάιν. «Ε-
σύ θέλεις τίποτα;»
Ο Αϊνστάιν πήγε στο άδειο πιατάκι του νερού που ή-
ταν στη γωνία και το έσπρωξε προς το νεροχύτη.
Το σπίτι ήταν αρκετά ακριβό και, επειδή η τράπεζα εί-
χε παγώσει το λογαριασμό του Τράβις, θα τους ήταν πολύ
δύσκολο να το αγοράσουν. Όμως ο Γκάρισον Ντίλγουορθ
είχε πουλήσει το σπίτι της Βάιολετ Ντέβον σε καλή τιμή
και τους έστειλε το ποσό. Άνοιξαν αμέσως δύο λογαρια-
σμούς σε μια τράπεζα της Καρμέλ, μιας μικρής πόλης που
βρισκόταν κάπου τριάντα μίλια βόρεια από το μέρος όπου
ζούσαν τώρα και αγόρασαν ένα καινούριο φορτηγάκι.
Μετά πήγαν τη Μερσέντες του Ντίλγουορθ στο αεροδρό-
μιο του Σαν Φρανσίσκο και την άφησαν εκεί για να την
πάρει. Κατόπιν έψαξαν για ένα σπίτι στην παραλία και, ό-
ταν το βρήκαν, πλήρωσαν όλο το ποσό σε μετρητά.
Ο Τράβις έβγαλε μια μπίρα από το ψυγείο και γέμισε
νερό το πιάτο του Αϊνστάιν. Στο μεταξύ, ο σκύλος πήγε
στο κελάρι του σπιτιού και άνοιξε το φως με έναν ειδικό
διακόπτη που είχε εγκαταστήσει ο Τράβις. Μέσα στο κε-
λάρι, ανάμεσα στις προμήθειες που είχαν αποθηκευμένες,
υπήρχε μια περίεργη συσκευή.
Ήταν είκοσι οχτώ σωλήνες τοποθετημένοι στη σειρά
πάνω σε ένα ξύλινο πλαίσιο, ανοιχτοί από πάνω, ενώ από
κάτω έκλειναν με ένα μηχανισμό που άνοιγε με το πάτημα
ενός πεταλίου. Μέσα στους σωλήνες ήταν στοιβαγμένες
καρτέλες με γράμματα που είχαν πάρει από έξι παιχνίδια
Σκραμπλ. Μπροστά από κάθε σωλήνα ήταν γραμμένο το
γράμμα που περιείχε: Α, Β, Γ, Δ, κ,λπ.
Οι δύο τελευταίοι σωλήνες είχαν κενές καρτέλες που
πάνω τους ο Τράβις είχε ζωγραφίσει τα σημεία στίξης:
κόμματα και ερωτηματικά. (Δεν είχαν βάλει τελείες, γιατί
μπορούσαν να καταλάβουν πού έμπαιναν.) Ο Αϊνστάιν έ-
παιρνε τα γράμματα από τους σωλήνες πιέζοντας τα πετά-
λια και μετά τα τοποθετούσε με τη σειρά, σπρώχνοντας με
τη μύτη του. Είχαν κρύψει τη συσκευή στο κελάρι, ώστε να
μη χρειάζεται να δώσουν εξηγήσεις αν ερχόταν κάποιος
στο σπίτι.
Ο Τράβις πήγε την μπίρα του και το πιάτο του Αϊν-
στάιν στη βεράντα, όπου θα κάθονταν να περιμένουν τη
Νόρα. Όταν γύρισε στο κελάρι, ο Αϊνστάιν είχε σχηματί-
σει ένα μήνυμα.
ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΝΑ ΕΧΩ ΜΕΡΙΚΑ ΧΑΜΠΟΥΡΓΚΕΡ;
Ή ΤΡΙΑ ΛΟΥΚΑΝΙΚΑ;
«Εγώ θα φάω με τη Νόρα όταν έρθει», είπε ο Τράβις.
«Δε θέλεις να περιμένεις να φας κι εσύ μαζί μας;»
Ο σκύλος έμεινε για λίγο σκεφτικός, γλείφοντας τα
χείλη του. Μετά σχημάτισε ένα δεύτερο μήνυμα.
ΕΝΤΑΞΕΙ. ΑΛΛΑ ΠΕΙΝΑΩ.
«Θα αντέξεις μέχρι τότε», του είπε ο Τράβις. Μετά μά-
ζεψε τις καρτέλες και τις έβαλε στα κουτιά τους. Πήρε το
δίκαννο, που είχε αφήσει δίπλα στην πίσω πόρτα, και το
έφερε στην μπροστινή βεράντα, όπου το έβαλε πλάι στην
κουνιστή πολυθρόνα του. Άκουσε και τον Αϊνστάιν να
σβήνει το φως στο κελάρι και να βγαίνει κι αυτάς έξω.
Κάθισαν και οι δυο για να περιμένουν τη Νόρα.
Στο ντουλαπάκι της Τογιότα η Νόρα είχε ένα 38άρι. Α-
πό τότε που εγκαταστάθηκαν στο καινούριο σπίτι τους, ο
Τράβις της έκανε μαθήματα σκοποβολής και είχε μάθει κα-
λό σημάδι με το 38άρι, καθώς και με ένα αυτόματο πιστόλι
Ούζι και με το δίκαννο. Επίσης, την είχε μάθει να οδηγεί.
Αλλά γιατί αργούσε να γυρίσει;
Η ώρα πήγε μιάμιση -υποτίθεται ότι η Νόρα έπρεπε να
γυρίσει στη μία. Ο Τράβις είχε αρχίσει να ανησυχεί, ενώ ο
Αϊνστάιν σηκώθηκε κι άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω.
Πέντε λεπτά αργότερα ο σκύλος άκουσε πρώτος το αυ-
τοκίνητο να στρίβει από τον κύριο δρόμο και κατέβηκε
τρέχοντας τα σκαλοπάτια. Ο Τράβις έμεινε στη θέση του.
Δεν ήθελε να δει η Νόρα ότι ανησυχούσε, γιατί αυτό θα έ-
δειχνε ότι δεν της είχε εμπιστοσύνη.
Σε λίγο φάνηκε η μπλε Τογιότα και η Νόρα πάτησε την
κόρνα. Ο Τράβις τη χαιρέτησε κουνώντας το χέρι. Ο Αϊν-
στάιν έτρεξε πίσω από το αυτοκίνητο στο γκαράζ και γύ-
ρισαν και οι δύο μαζί στη βεράντα. Η Νόρα τον πλησίασε
και τον φίλησε.
«Σου έλειψα πολΰ;» ρώτησε.
«Όταν λείπεις δεν τραγουδούν τα πουλιά, δε λάμπει ο
ήλιος», της είπε ο Τράβις, προσπαθώντας να μη φανεί η α-
νησυχία του.
Ο Αϊνστάιν τρίφτηκε πάνω της και γάβγισε σιγανά,
σαν να έλεγε, Λοιπόν·,
«Έχει δίκιο», είπε ο Τράβις. «Μη μας κρατάς άλλο σε
αγωνία».
«Είμαι», είπε αυτή.
«Είσαι;»
Η Νόρα χαμογέλασε. «Ναι. Είμαι έγκυος, περιμένω
παιδί».
«Πω, πω!» έκανε ο Τράβις. Σηκώθηκε και την αγκά-
λιασε. «Πότε;» ρώτησε.
«Πρέπει να γεννηθεί την τρίτη βδομάδα του Ιουνίου»,
απάντησε η Νόρα.
«Τον Ιούνιο που μας έρχεται;» ρώτησε χαζά ο Τράβις.
«Και βέβαια τον Ιούνιο που μας έρχεται. Έφερα και
ποτό για να το γιορτάσουμε», είπε η Νόρα, δίνοντάς του
μια σακούλα.
Ο Τράβις την άνοιξε και είδε ότι ήταν μηλόξιδο. «Δεν
νομίζεις ότι γι' αυτό το γεγονός θα άξιζε τον κόπο να πά-
ρουμε την καλύτερη σαμπάνια;» ρώτησε.
«Ίσως γίνομαι υπερβολική», είπε η Νόρα, βγάζοντας
ποτήρια από το ντουλάπι, «αλλά δε θέλω να διακινδυνεύ-
σω τίποτα, Τράβις. Ποτέ δεν πίστευα ότι θα έκανα παιδί
και γι' αυτό τώρα που είμαι έγκυος σκοπεύω να πάρω κά-
θε δυνατή προφύλαξη. Δεν πρόκειται να ξαναπιώ αλκοο-
λούχα ποτά μέχρι να γεννήσω. Θα τρώω πολλά λαχανικά
και ό,τι άλλο μου είπε ο γιατρός. Δεν καπνίζω, οπότε ως
προς αυτό δεν υπάρχει πρόβλημα. Θα πάρω όσο βάρος
πρέπει και θα κάνω τις ασκήσεις μου -γιατί θέλω να γεν-
νήσω το ωραιότερο, το πιο τέλειο μωρό του κόσμου».
«Και βέβαια θα κάνεις το πιο τέλειο μωρό του κό-
σμου», είπε ο Τράβις. Γέμισε τα ποτήρια τους κι έβαλε λί-
γο και στον Αϊνστάιν.
«Θέλω να είναι όλα τέλεια», είπε η Νόρα.
«Θα είναι».
Ήπιαν στην υγεία του μωρού -και του Αϊνστάιν, που
θα γινόταν ένας υπέροχος νονός, θείος, παππούς και φύ-
λακ ας-άγγελος.
Κανείς δεν μίλησε για το Τέρας.
* * *
Αργότερα, το ίδιο βράδυ, αφοΰ έκαναν έρωτα, έμειναν
για αρκετή ώρα ακίνητοι -αγκαλιασμένοι. Κάποια στιγμή
ο Τράβις τόλμησε να πει: «Ίσως με αυτά που πρόκειται
να γίνουν, δε θα έπρεπε να κάνουμε το μωρό τώρα».
«Σσσ», έκανε η Νόρα.
«Μα...»
«Το μωρό αυτό δεν το είχαμε προγραμματίσει», του εί-
πε εκείνη. «Αντίθετα, μάλιστα, παίρναμε κάθε δυνατή
προφύλαξη. Το γεγονός ότι, παρ' όλες αυτές τις προφυλά-
ξεις, τελικά έμεινα έγκυος νομίζω ότι δείχνει κάτι ιδιαίτε-
ρο, ότι ήταν γραφτό μας να κάνουμε αυτό το παιδί... σαν
να ήταν ένα δώρο για μας -όπως ήταν και ο Αϊνστάιν».
«Ναι, αλλά με όλα αυτά που μπορεί να συμβούν...»
«Δεν έχει σημασία αυτό», είπε η Νόρα. «Θα το αντιμε-
τωπίσουμε. Είμαστε έτοιμοι και θα τα καταφέρουμε. Και
μετά θα γεννηθεί το παιδί και θα αρχίσουμε να ζούμε ε-
λεύθεροι. Σ' αγαπώ, Τράβις».
«Κι εγώ σ' αγαπώ. Ω Θεέ μου, πόσο σ'αγαπώ».
Ο Τράβις σκέφτηκε πόσο είχε αλλάξει η Νόρα από τό-
τε που την είχε γνωρίσει. Τώρα ήταν εκείνη η δυνατή και
έδινε κουράγιο σ' αυτόν. Αυτή η σκέψη τον έκανε να νιώ-
σει καλύτερα. Ναι, θα τα κατάφερναν.

2
Ο Βινς Νάσκο καθόταν σε μια βαριά σκαλιστή καρέκλα
μπροστά στο τεράστιο, επιβλητικό γραφείο του Μάριο
Τετράνια, του αρχηγού της Οικογένειας Τετράνια που έ-
λεγχε το οργανωμένο έγκλημα στο Σαν Φρανσίσκο. Ο
Τετράνια είχε ύψος ένα και εξήντα πέντε και ζύγιζε εκα-
τόν τριάντα πέντε κιλά. Βλέποντας αυτό το κοντόχοντρο
ανθρωπάκι δυσκολευόσουν να πιστέψεις ότι ήταν ένας
τόσο μεγάλος εγκληματίας.
Ο Τετράνια καθόταν στο γραφείο του με κλειστά τα
μάτια. Σκεφτόταν το αίτημα του Βινς. Ύστερα από λίγο ά-
νοιξε πάλι τα μάτια και είπε: «Αν κατάλαβα καλά, ψά-
χνεις να βρεις έναν άνθρωπο και η δουλειά αυτή δεν έχει
σχέση με την Οικογένεια. Είναι προσωπική υπόθεση».
«Μάλιστα, δον Τετράνια», είπε ο Βινς.
«Πιστεύεις ότι αυτός ο άνθρωπος μπορεί να αγόρασε
μια πλαστή ταυτότητα και να ζει κάπου με το νέο του όνο-
μα. Και ήξερε πώς να βρει μια ταυτότητα παρ' όλο που
δεν είναι μέλος καμιάς Οικογένειας, ούτε ανήκει στη
φρατελάντσα;»
«Μάλιστα».
«Και πιστεύεις ότι αγόρασε αυτά τα χαρτιά ή στο Λος
Άντζελες ή εδώ», είπε ο δον Τετράνια.
«Ναι. Έ χ ω τώρα δύο μήνες που ψάχνω στο Λος Ά-
ντζελες, αλλά δε βρήκα τίποτα. Έψαξα ακόμη και στο
Σαν Ντιέγκο. Επομένως, αφού δεν πήγε νότια από τη Σά-
ντα Μπάρμπαρα όπου έμενε, πρέπει να ήρθε βόρεια, και
το μόνο μέρος στα βόρεια όπου θα μπορούσε να βρει πλα-
στά χαρτιά καλής ποιότητας είναι το Σαν Φρανσίσκο».
«Και τώρα θέλεις από μένα να σου δώσω τα ονόματα των
ανθρώπων που έχουν άδεια να βγάζουν πλαστά χαρτιά».
«Αν νομίζετε ότι θα μπορούσατε να μου κάνετε αυτή
τη χάρη, θα σας ήμουν πραγματικά ευγνώμων».
«Δε θα έχουν κρατήσει αρχεία από τα χαρτιά που δί-
νουν».
«Μάλιστα, δον, αλλά μπορεί να θυμούνται κάτι».
«Η δουλειά τους είναι να μη θυμούνται».
«Όμως το ανθρώπινο μυαλό ποτέ δεν ξεχνά, δον Τε-
τράνια. Όσο και να προσπαθήσει, δεν ξεχνά ποτέ».
«Αυτό είναι αλήθεια. Και ορκίζεσαι ότι αυτός ο άν-
θρωπος δεν ανήκει σε καμιά Οικογένεια;»
«Τ' ορκίζομαι».
«Αυτή η δουλειά δεν πρέπει να συνδεθεί με κανέναν
τρόπο με την Οικογένειά μου».
«Τ' ορκίζομαι».
Ο δον Τετράνια έκλεισε πάλι τα μάτια του για λίγο,
μετά τα άνοιξε και κοίταξε τον Νάσκο. «Βίνσεντ, είσαι έ-
νας καλός στρατιώτης. Έχεις κάνει πολΰ καλή δουλειά
για τις Οικογένειες της Νέας Υόρκης, του Νιου Τζέρσι,
του Σικάγου, καθώς και για τη δική μας. Πριν από λίγο
καιρό, μου έκανες μια μεγάλη εξυπηρέτηση λιώνοντας αυ-
τό το σκουλήκι, τον Παντάντζελα».
«Κάτι για το οποίο με πληρώσατε γενναιόδωρα, δον
Τετράνια».
Ο Τετράνια έκανε μια κίνηση με το χέρι. «Όλοι πλη-
ρωνόμαστε για τον κόπο μας. Αλλά εδώ δε μιλώ για χρή-
ματα. Τα χρόνια της πίστης και της καλής δουλειάς σου α-
ξίζουν περισσότερο από χρήματα. Επομένως, δικαιοΰσαι
αυτή τη χάρη».
«Σας ευχαριστώ, δον Τετράνια».
«Θα σου δοθοΰν τα ονόματα όσων φτιάχνουν τέτοια
χαρτιά στο Σαν Φρανσίσκο και θα φροντίσω να ειδοποιη-
θούν για την επίσκεψή σου. Θα σου δώσουν ό,τι πληροφο-
ρίες θέλεις».
«Αφοΰ το λέτε εσείς», είπε ο Βινς, «ξέρω ότι θα με ε-
ξυπηρετήσουν». Σηκώθηκε και υποκλίθηκε σκΰβοντας το
κεφάλι.
Ο Τετράνια του έκανε νόημα να καθίσει. «Αλλά πριν
ξεκαθαρίσεις αυτό το προσωπικό σου ζήτημα θα ήθελα να
αναλάβεις μια άλλη δουλειά. Υπάρχει κάποιος στο Ό -
κλαντ που μου δημιουργεί μεγάλη στενοχώρια. Νομίζει ό-
τι δεν μπορώ να του κάνω τίποτα επειδή έχει πολιτικές
διασυνδέσεις και πολλσΰς σωματοφύλακες. Λέγεται Ρα-
μόν Βελάσκες. Είναι δύσκολη δουλειά, Βίνσεντ».
Ο Νάσκο φρόντισε να κρύψει τον εκνευρισμό του. Δεν
ήθελε να αναλάβει μια δουλειά τώρα, και μάλιστα δύσκο-
λη. Ήθελε να βρει τον. Τράβις Κορνέλ και το σκύλο. Αλλά
ήξερε ότι για να του δώσει τα ονόματα αυτών που έβγαζαν
πλαστά χαρτιά έπρεπε πρώτα να καθαρίσει τον Βελάσκες.
«Το θεωρώ τιμή μου να λιώσω ένα έντομο που τόλμησε
να σας τσιμπήσει, δον Τετράνια. Και αυτή τη φορά δε θα
πάρω χρήματα».
«Α, Βίνσεντ, επιμένω να σε πληρώσω».
Ο Νάσκο χαμογέλασε γλυκά. «Σας παρακαλώ, δον Τε-
τράνια», είπε, «επιτρέψτε μου να σας κάνω αυτή την εξυ-
πηρέτηση δωρεάν. Θα μου δώσει μεγάλη χαρά».
Ο Τετράνια προσποιήθηκε ότι σκέφτεται την πρότασή
του, παρ' όλο που αυτό ακριβώς περίμενε από τον Νάσκο
-μια δουλειά τζάμπα σε αντάλλαγμα για τη βοήθεια που
θα του έδινε. Έβαλε τα χέρια του στην τεράστια κοιλιά
του και τη χτύπησε μερικές φορές. «Είμαι τόσο τυχερός
άνθρωπος. Όπου κι αν γυρίσω, βρίσκω ανθρώπους που
θέλουν να με βοηθήσουν».
«Όχι, δον Τετράνια, δεν είστε τυχερός», είπε ο Βινς,
νιώθοντας αηδία για τις κολακείες που αναγκαζόταν να
κάνει στον Τετράνια. «Θερίζετε αυτά που σπείρατε και
αν θερίζετε καλοσύνη είναι ακριβώς επειδή έχετε σπείρει
τόσους σπόρους καλοσύνης, επειδή μας έχετε βοηθήσει, ό-
λους μας τόσο πολύ».
Χαμογελώντας από το ένα αυτί ως το άλλο, ο Τετράνια
δέχτηκε την προσφορά του Νάσκο να σκοτώσει τον Βελά-
σκες δωρεάν.
Είχε φτάσει η Ημέρα των Ευχαριστιών, η τελευταία Πέ-
μπτη του Νοέμβρη, και το Τέρας δεν είχε βρει ακόμα το
σπίτι των Κορνέλ στο Μπιγκ Σερ.
Κάθε βράδυ ο Τράβις και η Νόρα κλειδαμπάρωναν
πόρτες και παράθυρα και κοιμόνταν με δίκαννα δίπλα στο
κρεβάτι τους και περίστροφα στα κομοδίνα τους. Μερικές
φορές ξυπνούσαν στη μέση της νύχτας από παράξενους
θορύβους στην αυλή ή στη στέγη. Ο Αϊνστάιν πήγαινε από
παράθυρο σε παράθυρο μυρίζοντας τον αέρα και τελικά
τους έδινε να καταλάβουν ότι δεν υπήρχε λόγος ανησυ-
χίας. Όταν ο Τράβις έβγαινε έξω για να δει τι είχε προ-
καλέσει τους θορύβους, συνήθως έβρισκε ένα ρακούν ή
κάποιο άλλο ζώο του δάσους.
Για την Ημέρα των Ευχαριστιών έφτιαξαν ένα παρα-
δοσιακό δείπνο με ψητή γαλοπούλα και σάλτσα από κά-
στανο, αχιβάδες γιουβέτσι, καρότα γλασέ, ψητό καλαμπό-
κι, σαλάτα λάχανο, ιρωμάκια και κολοκυθόπιτα. Ο Αϊν-
στάιν δοκίμασε απ' όλα, γιατί είχε αποκτήσει πολύ πιο πε-
ρίπλοκα γευστικά γούστα από ένα συνηθισμένο σκυλί.
Όλο αυτό τον καιρό, ο Τράβις είχε προσέξει ότι ο Αϊν-
στάιν, όπως όλα τα σκυλιά, έβγαινε πότε πότε στην αυλή
και έτρωγε χορτάρι. Το ίδιο έκανε και την Ημέρα των Ευ-
χαριστιών, και όταν ο Τράβις τον ρώτησε αν του άρεσε η
γεύση του χόρτου ο Αϊνστάιν απάντησε όχι. «Τότε, γιατί το
τρως μερικές φορές;»
ΤΟ ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΙ.
«Γιατί;»
ΔΕΝ ΞΕΡΩ.
«Αφοΰ δεν ξέρεις γιατί το χρειάζεσαι, πώς ξέρεις ότι
το χρειάζεσαι; Από ένστικτο;»
ΝΑΙ.
Εκείνο το βράδυ κάθισαν όλοι μαζί στο λίβινγκ ρουμ,
πάνω σε μαξιλάρια μπροστά στο "μεγάλο τζάκι, ακούγο-
ντας μουσική. Κάποια στιγμή σκέφτηκε ότι το χορτάρι
πρέπει να είναι αποτελεσματικό, γιατί ο Αϊνστάιν ήταν γε-
μάτος υγεία. Βέβαια, φταρνίστηκε και έβηξε μερικές φο-
ρές, αλλά αυτό μάλλον οφειλόταν στο βαρΰ φαγητό και
στη ζέστη από το τζάκι. Δεν είχε καμιά ανησυχία για την
υγεία του σκύλου.

4
Το απόγευμα της Παρασκευής, 26 του Νοέμβρη, την επο-
μένη της Ημέρας των Ευχαριστιών, ο Γκάρισον Ντίλγου-
ορθ βρισκόταν πάνω στο σκάφος του, το Αμέιζινγκ Γκρέις,
που ήταν δεμένο στο λιμάνι της Σάντα Μπάρμπαρα. Γυά-
λιζε μερικά μπρούντζα και δεν πρόσεξε αμέσως δυο ά-
ντρες με κοστούμια που πλησίασαν την προβλήτα. Όταν
σήκωσε το κεφάλι και τους είδε, κατάλαβε τι ήθελαν πριν
καν του συστηθούν.
Ο ένας λεγόταν Τζόνσον, ο άλλος Σόουμς.
Προσποιήθηκε τον απορημένο και τους κάλεσε να έρ-
θουν στο πλοίο.
Οι δυο άντρες πήδηξαν από την προβλήτα στο κατά-
στρωμα. Του έδειξαν τις ταυτότητές τους και μετά ο Τζόν-
σον είπε: «Θα θέλαμε να σας κάνουμε μερικές ερωτήσεις,
κύριε Ντίλγουορθ».
«Για τι πράγμα;» ρώτησε εκείνος. «Δεν πιστεύω να νο-
μίζετε ότι δουλεύω για την Κα-Γκε-Μπε;»
Ο Τζόνσον χαμογέλασε αμυδρά. «Έχετε πελάτισσά
σας κάποια Νόρα Ντέβον;»
«Τη Νόρα; Μιλάτε σοβαρά; Μπορώ να σας βεβαιώσω
ότι η Νόρα δεν είναι άνθρωπος που θα ανακατευόταν
σε...»
«Δηλαδή είστε ο δικηγόρος της;» τον έκοψε ο Τζόνσον.
Ο Γκάρισον κοίταξε τον Σόουμς και ύψωσε τα φρύδια,
σαν να ρωτούσε αν ο Τζόνσον είναι πάντα τόσο απότομος.
Αυτός όμως εξακολούθησε να τον κοιτάζει ανέκφραστος.
Πω, πω, σκέφτηκε ο Γκάρισον. Θα έχουμε μπελάδες μ'
αυτούς τους δύο.

Μετά τις άκαρπες προσπάθειές του να μάθει κάτι από τον


Ντίλγουορθ, ο Λεμ έστειλε τον Κλιφ Σόουμς να οργανώ-
σει την παρακολούθηση του δικηγόρου. Θα παγίδευαν τα
τηλέφωνα του σπιτιού και του γραφείου του, καθώς και
τους τρεις τηλεφωνικούς θαλάμους που ήταν πιο κοντά
στο σπίτι και το γραφείο του.
Ο Λεμ έκανε μια βόλτα στις προβλήτες του λιμανιού,
εξετάζοντας για άλλη μια φορά την κατάσταση. Είχαν πε-
ράσει πάνω από έξι μήνες από τη μέρα που ο σκύλος και
το Τέρας δραπέτευσαν από το Μπανοντάιν και ακόμη
δεν είχε καταφέρει να βρει ίχνη τους. Όταν βρήκαν το
τροχόσπιτο του Κορνέλ, πριν από τρεις μήνες, κατάλαβαν
από διάφορα φυλλάδια, εισιτήρια και άλλα χαρτιά ότι
αυτός και η γυναίκα είχαν πάει στο Λας Βέγκας. Δεν
σκέφτηκαν όμως ούτε για μια στιγμή ότι είχαν πάει να
παντρευτούν. Πριν από μερικές μέρες, ένας από τους
πράκτορές του παντρεύτηκε στο Λας Βέγκας και, μαθαί-
νοντάς το ο Λεμ, κατάλαβε ότι μπορεί να είχε κάνει το ί-
διο ο Κορνέλ. Μέσα σε λίγες ώρες έμαθε ότι, πραγματι-
κά, ο Κορνέλ είχε παντρευτεί στο Λας Βέγκας με κάποια
Νόρα Ντέβον από τη Σάντα Μπάρμπαρα.
Έβαλε να κάνουν έρευνα για τη γυναίκα και έμαθε ότι
είχε πουλήσει το σπίτι της μέσω του δικηγόρου της, του
Γκάρισον Ντίλγουορθ. Σε λίγο ανακάλυψε ακόμη ότι ο δι-
κηγόρος είχε στείλει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό στους
φυγάδες, που θα τους αρκούσε για να μείνουν κρυμμένοι
για αρκετά χρόνια. Ο Ντίλγουορθ του δήλωσε ότι θα έκα-
νε μήνυση στην YEA για να ξεπαγώσει τους λογαρια-
σμούς του Κορνέλ -και πραγματικά θα ήταν δύσκολο να
τον σταματήσει τη στιγμή που δεν είχε υποβληθεί μήνυση
εναντίον του Κορνέλ. Αλλά ο Λεμ δεν τολμούσε να υπο-
βάλει μια τέτοια μήνυση. Αν το έκανε, θα τραβούσε την
προσοχή του Τύπου και τότε η ιστορία για τον πάνθηρα
του Κορνέλ -και ίσως όλη η προσπάθεια της YEA να απο-
σιωπήσει την υπόθεση- θα κατέρρεε αμέσως.
Η μόνη του ελπίδα ήταν να προσπαθήσει ο Ντίλγου-
ορθ να έρθει σε επαφή με τους Κορνέλ για να τους ειδο-
ποιήσει να μην του τηλεφωνήσουν επειδή η YEA είχε α-
νακαλύψει τη σχέση που υπήρχε ανάμεσά τους. Αν του τη-
λεφωνούσαν οι Κορνέλ, με λίγη τύχη, ίσως κατάφερναν
να τους εντοπίσουν. Αλλά ο Λεμ δεν είχε μεγάλες ελπίδες
ότι θα τα κατάφερναν. Ο Ντίλγουορθ δεν ήταν βλάκας.
Και, πέρα από όλα αυτά, είχε να ανησυχεί και για το
Τέρας. Από τότε που είχε χτυπήσει στο σπίτι του Κορνέλ,
εδώ και τρεις μήνες, δεν είχε ξαναδώσει σημεία ζωής. Τι
έκανε όλο αυτό το διάστημα; Κυνηγούσε ακόμη το σκύλο;
Ή μήπως είχε σκοτωθεί; Μακάρι να σκοτώθηκε, σκέφτη-
κε ο Λεμ. Ω Θεέ μου, κάνε να έχει σκοτωθεί.
Ήξερε όμως ότι το Τέρας δεν είχε σκοτωθεί. Αυτό θα
έκανε πολύ εύκολα τα πράγματα και τίποτα στη ζωή δεν
έρχεται τόσο εύκολα. Μάλλον είχε σταματήσει να σκοτώ-
νει ανθρώπους, γιατί καταλάβαινε ότι με αυτό τον τρόπο
πρόδιδε τη θέση του στους διώκτες του. Όταν έβρισκε το
σκύλο και τον κομμάτιαζε, κι αυτόν και τους Κορνέλ, μετά
θα άρχιζε να σκοτώνει όποιον έβρισκε μπροστά του.

5
Την επομένη της Ημέρας των Ευχαριστιών, ο Τράβις πήγε
στην κουζίνα για να βάλει ένα ποτήρι γάλα και είδε τον
Αϊνστάιν να έχει πάθει μια κρίση ψταρνίσματος. Δεν ανη-
σύχησε ιδιαίτερα. Μάλλον οφειλόταν σε αλλεργία. Παρ'
όλο που ήταν Νοέμβρης, το κλίμα ήταν πολύ ζεστό και
πολλά λουλούδια ήταν ανθισμένα, με αποτέλεσμα να υ-
πάρχει άφθονη γύρη στον αέρα.
Την ίδια νύχτα, ο Τράβις ξύπνησε από έναν παράξενο
θόρυβο. Ανακάθισε αμέσως στο κρεβάτι και πήρε το δί-
καννο. Αφουγκράστηκε για λίγο· ο θόρυβος ακούστηκε
πάλι. Ερχόταν από το χολ του πρώτου ορόφου.
Σηκώθηκε χωρίς να ξυπνήσει τη Νόρα και πήγε αθό-
ρυβα στην πόρτα. Ο διάδρομος φωτιζόταν από μια αδύνα-
τη λάμπα για τη νύχτα και, στο αμυδρό φως της, είδε τον
Αϊνστάιν να βήχει και να κουνά το κεφάλι του. Πήγε κο-
ντά του και ο σκύλος τον κοίταξε. «Είσαι καλά;»
Ένα γρήγορο κούνημα της ουράς: Ναι.
Έσκυψε και τον χάιδεψε. «Είσαι σίγουρος;»
Ναι.
Ο σκύλος τρίφτηκε για λίγο πάνω του, απολαμβάνο-
ντας το χάιδεμα. Έβηξε μερικές φορές ακόμα και μετά
κατέβηκε στο ισόγειο. Ο Τράβις τον ακολούθησε και τον
βρήκε στην κουζίνα να πίνει νερό από το πιάτο του. Όταν
το πιάτο άδειασε, ο Αϊνστάιν πήγε στο κελάρι, άναψε το
φως και άρχισε να βγάζει καρτέλες από τους σωλήνες.
ΔΙΨΑΩ.
«Σίγουρα είσαι καλά;»
ΝΑΙ. ΑΠΛΩΣ ΔΙΨΑΩ. ΞΥΠΝΗΣΑ ΑΠΟ ΕΦΙΑΛΤΗ.
«Βλέπεις όνειρα;» τον ρώτησε κατάπληκτος ο Τράβις.
ΝΑΙ. ΕΣΥ ΔΕ ΒΛΕΠΕΙΣ;
«Ναι. Και πολλά μάλιστα».
Γέμισε το πιάτο με νερό και ο Αϊνστάιν το άδειασε πά-
λι. Ο Τράβις το γέμισε για δεύτερη φορά, αλλά ο σκΰλος
είχε πιει αρκετά. Μετά ανέβηκε τη σκάλα και κάθισε δί-
πλα στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας.
«Κοίτα», του είπε ο Τράβις, «αν θέλεις, μπορείς να
κοιμηθείς δίπλα στο κρεβάτι».
Αυτό ήθελε ο Αϊνστάιν. Μπήκε στο δωμάτιο και κου-
λουριάστηκε στο πάτωμα, από την πλευρά του Τράβις. Α-
πλώνοντας το χέρι μέσα στο σκοτάδι, ο Τράβις μπορούσε
να αγγίξει το δίκαννο και τον Αϊνστάιν. Η παρουσία του
σκΰλου τον καθησύχαζε περισσότερο από το όπλο.

6
Το απόγευμα του Σαββάτου, ο Γκάρισον Ντίλγουορθ μπή-
κε στη Μερσέντες και απομακρύνθηκε από το σπίτι του.
Είχε διασχίσει μόλις δύο τετράγωνα, όταν βεβαιώθηκε ότι
η YEA τον παρακολουθούσε. Ήταν μια πράσινη Φορντ,
μάλλον η ίδια που τον ακολουθούσε και το προηγούμενο
βράδυ. Έμεναν σε μεγάλη απόσταση πίσω του, αλλά ο
Γκάρισον δεν ήταν τυφλός.
Δεν είχε τηλεφωνήσει ακόμη στη Νόρα και τον Τρά-
βις. Επειδή τον παρακολουθούσαν, υποψιαζόταν ότι θα
είχαν παγιδεύσει και τα τηλέφωνά του. Θα μπορούσε να
πάει σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο, αλλά φοβόταν ότι οι
άνθρωποι της YEA μπορεί να άκουγαν τη συζήτηση με
κάποιο μικρόφωνο μεγάλης εμβέλειας, ή να ανακάλυπταν
τον αριθμό που είχε καλέσει. Πριν έρθει σε επαφή με
τους Κορνέλ, έπρεπε να ξεφύγει από αυτοΰς που τον πα-
ρακολουθούσαν. Ήξερε ακόμη ότι έπρεπε να ενεργήσει
γρήγορα, πριν του τηλεφωνήσουν εκείνοι. Με τις συσκευ-
ές που διέθεταν οι άνθρωποι της YEA θα μπορούσαν να
εντοπίσουν από πού είχε γίνει το τηλεφώνημα πριν ο Γκά-
ρισον προλάβει να πει στον Τράβις να κλείσει το τηλέφω-
νο γιατί παρακολουθούν τη γραμμή.
Έτσι, στις δύο το μεσημέρι του Σαββάτου, με την πρά-
σινη Φορντ πάντα από πίσω του, πήγε στο σπίτι της Ντέλα
Κόλμπι για να την πάρει για μια βόλτα με το πλοίο του.
Τουλάχιστον, αυτό της είχε πει στο τηλέφωνο. Η Ντέλα ή-
ταν η χήρα του δικαστή Τζακ Κόλμπι. Αυτή και ο Τζακ ή-
ταν οι καλύτεροι φίλοι του Γκάρισον και της γυναίκας του
της Φρανσίν για είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια, μέχρι που
πέθανε η Φρανσίν. Έ ν α χρόνο αργότερα πέθανε και ο
Τζακ. Η Ντέλα και ο Γκάρισον παρέμειναν στενοί φίλοι.
Στην αρχή η σχέση τους ήταν πλατωνική. Πριν από ένα
χρόνο, όμως, βρέθηκαν να κάνουν έρωτα, χωρίς να πολυ-
καταλάβουν πώς είχε συμβεί. Στην αρχή αισθάνθηκαν
τρομερές τύψεις. Αλλά οι ενοχές πέρασαν με τον καιρό
και τώρα απολάμβαναν την τρυφερή αυτή σχέση που τους
είχε ενώσει απροσδόκητα.
Όταν μπήκε μέσα στον κήπο της Ντέλα, εκείνη βγήκε
από την εξώπορτα, κλείδωσε και πλησίασε στο αυτοκίνη-
το. Ήταν εξήντα εννιά χρονών, αλλά φαινόταν τουλάχι-
στον δεκαπέντε χρόνια νεότερη.
Ο Γκάρισον βγήκε από τη Μερσέντες, την αγκάλιασε
και τη φίλησε. «Μπορούμε να πάρουμε το δικό σου αυτο-
κίνητο;» τη ρώτησε μετά.
«Έχει τίποτα το δικό σου;»
«Όχι», απάντησε ο Ντίλγουορθ, «αλλά προτιμώ να πά-
ρουμε το δικό σου».
«Εντάξει».
Η Ντέλα έβγαλε το αυτοκίνητο της από το γκαράζ και
ο Γκάρισον κάθισε δίπλα της. Καθώς έβγαιναν στο δρόμο,
της είπε: «Φοβάμαι ότι μπορεί να έχουν βάλει μικρόφωνα
στο δικό μου και δε θέλω ν' ακοΰσουν τι θα σου πω».
Η Ντέλα τον κοίταξε καχύποπτα.
Ο Γκάρισον γέλασε. «Όχι,» είπε, «δεν ξεκοΰτιανα.
Κοίτα από τον καθρέφτη καθώς οδηγείς και θα δεις ότι
μας ακολουθούν. Τα καταφέρνουν πολύ καλά, αλλά δεν
είναι αόρατοι».
Ύστερα από μερικά τετράγωνα, η Ντέλα είπε: «Η
πράσινη Φορντ;»
«Ακριβώς».
«Έχεις μπλεχτεί σε καμιά βρομοδουλειά;»
«Μην πας κατευθείαν στο λιμάνι. Πάμε στην αγορά να
αγοράσουμε φρούτα και σε μια κάβα να πάρουμε λίγο
κρασί. Και στο μεταξύ, θα σου τα πω όλα».
«Μήπως κάνεις διπλή ζωή;» τον ρώτησε αυτή χαμογε-
λώντας. « Ή μήπως μου παριστάνεις τον Τζέιμς Μποντ
στα γεράματα;»

Ο Λεμ Τζόνσον είχε εγκατασταθεί σε ένα προσωρινό


γραφείο, στο δικαστικό κτίριο της Σάντα Μπάρμπαρα,
και περίμενε τις εξελίξεις. Ο Κλιφ Σόουμς ήταν στο λιμά-
νι, συντονίζοντας τους πράκτορες της YEA που ήταν
σκορπισμένοι στην περιοχή, καθώς και τη Λιμενοφυλακή
και την Ακτοφυλακή, που συνεργάζονταν μαζί τους για
την παρακολούθηση του Ντίλγουορθ. Προφανώς, ο δικη-
γόρος ήξερε ότι τον παρακολουθούν μπορεί, λοιπόν, να
προσπαθούσε να τους ξε'φευγε με το πλοίο και να έβγαινε
σε κάποια κοντινή μαρίνα για να τηλεφωνήσει από εκεί
στον Κορνέλ. Γι' αυτόν το λόγο, υπήρχαν σε επιφυλακή
πλοία της Λιμενοφυλακής και της Ακτοφυλακής, που θα
τον ακολουθούσαν αν προσπαθούσε να απομακρυνθεί.
Στις τέσσερις παρά είκοσι, τηλεφώνησε ο Κλιφ για να
του αναφέρει ότι ο Ντίλγουορθ και η φίλη του κάθονταν
στο κατάστρωμα του πλοίου, Τρώγοντας φρούτα και πίνο-
ντας κρασί. «Απ' ό,τι μπορούμε να ακούσουμε με τα μι-
κρόφωνα, μάλλον δεν έχουν σκοπό να πάνε πουθενά. Ε-
κτός αν πάνε στο κρεβάτι».
«Να τους παρακολουθείς συνέχεια», είπε ο Λεμ. «Δεν
τους έχω εμπιστοσύνη».
Σε λίγο του τηλεφώνησε η ομάδα που είχε μπει στο
σπίτι του Ντίλγουορθ αμέσως μόλις έφυγε ο δικηγόρος.
Δεν είχαν βρει τίποτα που να έχει σχέση με τους Κορνέλ ή
το σκύλο. Τό προηγούμενο βράδυ είχαν ψάξει και το γρα-
φείο του, πάλι χωρίς αποτέλεσμα.

Το Σάββατο ο Τράβις παρακολουθούσε συνέχεια τον Αϊν-


στάιν, από φόβο μήπως είχε κρυώσει. Αλλά ο σκύλος
φταρνίστηκε μόνο μερικές φορές και δεν έβηξε καθόλου.
Μια εταιρεία μεταφορών τούς είχε παραδώσει δέκα
μεγάλα κιβώτια με όλους τους πίνακες που είχε αφήσει η
Νόρα στη Σάντα Μπάρμπαρα. Ο Ντίλγουορθ τους είχε
στείλει σε μία φίλη του και αυτή τους έστειλε στον τελικό
τους προορισμό, ώστε να μην καταλάβει κανείς ότι υπάρ-
χει κάποια σχέση ανάμεσα σε αυτόν και στη Νόρα
«Έιμς». Η Νόρα ξετύλιγε τώρα τους πίνακες και φαινό-
ταν ευτυχισμένη. Ίσως το γεγονός ότι είχε στην κατοχή
Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΠΑΡΑΦΥΛΑΕΙ 335

της ξανά τους παλιούς της πίνακες να την ωθούσε να αρχί-


σει να ζωγραφίζει πάλι με τον παλιό της ενθουσιασμό.
«Θέλεις να τηλεφωνήσουμε στον Γκάρισον για να τον
ευχαριστήσουμε;» τη ρώτησε.
«Και βέβαια!» απάντησε αυτή. «Αλλά πρώτα ας τους
ξετυλίξουμε όλους, να βεβαιωθούμε ότι δεν έχει χτυπηθεί
κανείς».

Ο Κλιφ Σόουμς και οι άλλοι πράκτορες της YEA παρακο-


λουθούσαν πάντα τον Ντίλγουορθ και την Ντέλα Κόλμπι.
Σε λίγο άρχισε να βραδιάζει, αλλά τίποτα δεν έδειχνε ότι
ο δικηγόρος σκόπευε να βγει στη θάλασσα. Ο Κλιφ Σό-
ουμς καθόταν στην πρύμνη ενός γιοτ που ήταν δεμένο κο-
ντά στο πλοίο του Ντίλγουορθ, προσποιούμενος ότι ψα-
ρεύει. Μισή ώρα αφότου σκοτείνιασε, πήρε τα ακουστικά
από τον Χανκ Γκόρνερ, που παρακολουθούσε τη συζήτη-
ση του ζευγαριού με ένα μικρόφωνο μεγάλης εμβέλειας.
Τα φόρεσε και άκουσε τι έλεγαν:
«...τότε στο Ακαπούλκο, που ο Τζακ νοίκιασε εκείνο το
πλοίο...»
«...ναι, όλοι οι ναύτες έμοιαζαν με πειρατές!»
«...νομίζαμε ότι θα μας κόψουν το λαιμό και θα μας πε-
τάξουν στη θάλασσα...»
«...και μετά μάθαμε ότι ήταν φοιτητές της Θεολογίας...»
«...και ο Τζακ είπε...»
«Ακόμη μιλάνε για τα παλιά!» είπε ο Κλιφ, δίνοντας
πίσω τα ακουστικά.
Ο Χανκ Γκόρνερ κούνησε το κεφάλι. «Αυτό κάνουν ό-
λη μέρα. Τουλάχιστον λένε ωραίες ιστορίες».
«Πάω στην τουαλέτα», είπε ο Κλιφ. «Δε θ' αργήσω».
«Κάνε και δέκα ώρες αν θέλεις. Δεν πρόκειται να πά-
νε πουθενά».
Λίγα λεπτά αργότερα, όταν γύρισε ο Κλιφ, ο Χανκ
Γκόρνερ έβγαλε τα ακουστικά. «Κατέβηκαν στην καμπί-
να», είπε.
«Έγινε τίποτα;»
«Όχι αυτό που ελπίζαμε. Πάνε να πηδηχτούν».
«Α».
«Κλιφ, δεν έχω όρεξη να τους ακούσω να πηδιούνται».
«Θα τους ακούσεις», επέμεινε ο Κλιφ.
Ο Χανκ έβαλε το ένα ακουστικό στο αυτί του. «Γδύνο-
νται -και να φανταστείς ότι έχουν την ίδια ηλικία με τον
παππού και τη γιαγιά μου».
Ο Κλιφ αναστέναξε.
«Ησύχασαν. Σε λίγο θ' αρχίσουν να βογκάνε».
«Άκουσέ τους», επέμεινε ο Κλιφ. Πήρε ένα τζάκετ από
το τραπέζι και βγήκε έξω.
Κάθισε στη θέση του, στην πρύμνη, και πήρε πάλι το
καλάμι του ψαρέματος. Από κάποιο πλοίο ακουγόταν α-
παλή μουσική. Σε λίγο ακούστηκε να παίρνει μπροστά μια
μηχανή· ο ήχος ακουγόταν μακρινός. Ο Κλιφ κοίταξε τα
πλοία γύρω του. Τι ωραία θα ήταν αν είχε κι αυτός ένα
γιοτ, αν μπορούσε να κάνει μια κρουαζιέρα στο Νότιο Ει-
ρηνικό...
Ξαφνικά, ο αργός ήχος της μηχανής μετατράπηκε σε έ-
ναν άγριο βρυχηθμό και ο Κλιφ κατάλαβε ότι ήταν το Α-
μέιζινγκ Γκρέις, το πλοίο του Ντίλγουορθ. Έτρεξε στην
πιλοτίνα. «Χανκ, ειδοποίησε τη Λιμενοφυλακή. Ο Ντίλ-
γουορθ φεύγει».
«Μα αφού είναι ακόμα στο κρεβάτι».
«Λίγο δύσκολο να είναι στο κρεβάτι!» Ο Κλιφ βγήκε
πάλι στο κατάστρωμα και είδε ότι το Αμέιζινγκ Γκρέις εί-
χε στρίψει κιόλας και κατευθυνόταν προς την έξοδο του
λιμανιού. Όλα τα φώτα του πλοίου ήταν σβηστά, εκτός α-
πό ένα μικρό προβολέα μπροστά.
ψ**

Η Νόρα και ο Τράβις ξετύλιξαν και τους εκατό πίνακες,


κρέμασαν μερικούς και κουβάλησαν τους υπόλοιπους
στην άδεια κρεβατοκάμαρα. Όταν τελείωσαν, πεινούσαν
τρομερά.
«Τέτοια ώρα μάλλον θα τρώει και ο Γκάρισον», είπε η
Νόρα. «Ας μην τον διακόψουμε. Θα του τηλεφωνήσουμε
αφού φάμε».

Το πλοίο του Ντίλγουορθ πλησίαζε την έξοδο του λιμανιού.


«Θα με αφήσεις στην άκρη του βόρειου κυματοθραύστη»,
είπε ο Γκάρισον στην Ντέλα, που κρατούσε το τιμόνι.
«Είσαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρεις;» τον ρώτησε
αυτή ανήσυχη. «Δεν είσαι νέος πια».
Αυτός τη χτύπησε στον πισινό. «Είμαι καλύτερος κι α-
πό νέος».
«Ονειροπαρμένε».
Τη φίλησε στο μάγουλο και πήγε στο δεξιό κιγκλίδωμα
απ' όπου θα πηδούσε στη θάλασσα. Φορούσε μόνο ένα
σκούρο μπλε μαγιό.
«Έχουμε παρέα!» φώναξε ξαφνικά η Ντέλα:
Ο Γκάρισον γύρισε και είδε το πλοίο της Λιμενοφυλα-
κής να τους πλησιάζει από τα αριστερά. Δεν θα μας στα-
ματήσουν, σκέφτηκε ο Ντίλγουορθ. Δεν έχουν νομικό δι-
καίωμα. Αλλά έπρεπε να πηδήξει στη θάλασσα πριν πλη-
σιάσει πολύ η Λιμενοφυλακή, γιατί αλλιώς θα τον έβλε-
παν. Συνέχισαν την πορεία τους προς τον κυματοθραύστη,
ενώ το πλοίο της Αιμενοφυλακής πλησίαζε συνέχεια. Σε
λίγο η απόσταση μεταξύ τους ήταν μόλις εκατό μέτρα. Ή-
ταν ώρα να πηδήξει.
«Ο κυματοθραύστης!» φώναξε η Ντέλα.
Πήδηξε πάνω από το κιγκλίδωμα στα μαΰρα νερά. Η
θάλασσα ήταν πολύ κρΰα. Βγήκε στην επιφάνεια ύστερα
από λίγο με κομμένη την ανάσα. ΎοΑμέιζινγκ Γκρέις ήταν
πολύ κοντά, το ίδιο και η Λιμενοφυλακή, έτσι πήρε μια
βαθιά αναπνοή και βούτηξε πάλι, μένοντας κάτω από το
νερό όσο περισσότερο μπορούσε. Όταν ξαναβγήκε στην
επιφάνεια, η Ντέλα και το πλοίο της Λιμενοφυλακής βρί-
σκονταν στην έξοδο του λιμανιού και έστριβαν νότια. Δεν
τον είχε δει κανείς.
Άρχισε να κολυμπά ενάντια στο ρεύμα που τον έσπρω-
χνε προς το εσωτερικό του λιμανιού. Πώς στην ευχή νόμι-
σα ότι θα ήταν εύκολο; σκέφτηκε. Είσαι εβδομήντα ενός
χρονών, είπε στον εαυτό του, ενώ συνέχισε να κολυμπά.
Τι σου ήρθε να κάνεις τώρα τον ήρωα; Αλλά ήξερε γιατί
το έκανε. Για το σκύλο. Δεν είχε κανείς το δικαίωμα να
τον ξανακλείσει σε ένα κλουβί.
Το αλμυρό νερό τού έτσουζε τα μάτια και τη μύτη. Πα-
λεύοντας πάντα με το ρεύμα, πέρασε την άκρη του κυμα-
τοθραύστη και βγήκε από την εξωτερική πλευρά του. Από
εδώ θα μπορούσε να βγει έξω χωρίς να τον δουν από το
λιμάνι. Επιτέλους, έφτασε στους βράχους και πιάστηκε α-
πό τον πρώτο που βρήκε μπροστά του. Ήταν λαχανιασμέ-
νος και εξαντλημένος. Δεν είχε ούτε τη δύναμη για να
βγει έξω. Έμεινε έτσι για λίγο, ανασαίνοντας βαριά, κι
αισθανόταν το κρύο να τον διαπερνά, να του παγώνει τα
μέλη. Με μια τελευταία προσπάθεια, σύρθηκε πάνω στο
βράχο και ανέβηκε στον κυματοθραύστη. Άρχισε να προ-
χωρά με προσοχή πάνω στις γλιστερές πέτρες, φέγγοντας
μπροστά του με ένα αδιάβροχο κλεφτοφάναρο που είχε
πάρει μαζί του, πιασμένο στο μαγιό του.
Μερικές εκατοντάδες μέτρα μπροστά του έβλεπε τα
φώτα της πόλης και τη δυσδιάκριτη ασημιά γραμμή της
παραλίας. Κρύωνε, αλλά όχι τόσο όσο μέσα στο νερό, και
η καρδιά του είχε αρχίσει να χτυπά πιο ήρεμα.
Τα είχε καταφέρει.

Ο Λεμ Τζόνσον ήρθε στο λιμάνι από το προσωρινό του


αρχηγείο και ο Κλιφ τον συνάντησε στην προβλήτα, στο
σημείο όπου ήταν δεμένο το Αμέιζινγκ Γκρέις.
«Η Λιμενοφυλακή;» ρώτησε ανήσυχος ο Λεμ.
«Τους ακολουθούσαν στα ανοιχτά. Για μια στιγμή φά-
νηκε ότι θα έστριβε βόρεια, πέρασε κοντά από τον κυμα-
τοθραύστη, μετά όμως γύρισε νότια».
«Τους είδε ο Ντίλγουορθ;»
«Σίγουρα. Όπως βλέπεις, δεν υπάρχει ομίχλη».
«Ωραία. Θέλω να ξέρει ότι τον ακολουθούμε παντού.
Η Ακτοφυλακή;»
«Μίλησα μαζί τους», είπε ο Κλιφ. «Έχουν πλησιάσει
κι αυτοί το πλοίο του στα εκατό μέτρα και κατευθύνονται
νότια ακολουθώντας την ακτή».
«Το ξέρουν ότι μπορεί να προσπαθήσει να κατεβάσει
καμιά λαστιχένια βάρκα για να βγει στην παραλία;»
«Το ξέρουν», είπε ο Κλιφ.
«Η Ακτοφυλακή είναι σίγουρη ότι τους βλέπει καθαρά;»
«Και βέβαια. Τους έριξαν τους προβολείς και είναι
φωτισμένοι σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο».
«Ωραία. Θέλω να καταλάβει πως ό,τι και να προσπα-
θήσει να κάνει δεν έχει καμιά ελπίδα. Αν δεν τον αφή-
σουμε να ειδοποιήσει τους Κορνέλ, αυτοί θα του τηλεφω-
νήσουν αργά ή γρήγορα και τότε θα τους πιάσουμε. Ακό-
μη κι αν πάρουν από τηλεφωνικό θάλαμο, θα ξέρουμε την
περιοχή που βρίσκονται».
Εκτός από τα μηχανήματα που παρακολουθούσαν τα
τηλέφωνα του Ντίλγουορθ, η YEA είχε εγκαταστήσει και
ειδικές συσκευές που κρατούσαν ανοιχτή τη γραμμή, ακό-
μη κι αν κατέβαζαν το τηλέφωνο και οι δύο συνομιλητές,
μέχρι να εντοπιστεί ο αριθμός και η διεύθυνση αυτού που
είχε καλέσει. Ακόμα κι αν ο Ντίλγουορθ φώναζε κάποια
προειδοποίηση τη στιγμή που θα αναγνώριζε τη φωνή του
Κορνέλ ή της γυναίκας του και έκλεινε το τηλέφωνο, θα ή-
ταν αργά. Το μόνο που θα μπορούσε να κάνει ήταν να μη
σηκώνει καθόλου το τηλέφωνο. Αλλά ακόμη κι αυτό δεν
θα είχε αποτέλεσμα, γιατί οι συσκευές της YEA άνοιγαν
αυτόματα τη γραμμή μετά το έκτο κουδούνισμα και εντό-
πιζαν τον αριθμό που καλούσε.
«Η μόνη περίπτωση να την πατήσουμε», είπε ο Λεμ,
«είναι να καταφέρει ο Ντίλγουορθ να τους πάρει από κά-
ποιο τηλέφωνο που δεν παρακολουθούμε και να τους πει
να μην του τηλεφωνήσουν».
«Δεν πρόκειται να τα καταφέρει», είπε ο Κλιφ. «Τον
έχουμε στριμώξει από παντού».
«Ο πατέρας μου έλεγε ότι το χειρότερο συμβαίνει όταν
δεν το περιμένεις».
«Με όλο το σεβασμό, κύριε διευθυντά», είπε ο Κλιφ,
«αν κρίνω από τα γνωμικά του πατέρα σας, πρέπει να ήταν
ένας από τους πιο απαισιόδοξους ανθρώπους του κόσμου».
«Ναι», είπε ο Λεμ. «Ο πατέρας μου ήταν σπουδαίος
άνθρωπος, αλλά ήταν επίσης... ανυπόφορος».
Ξαφνικά κάποιος φώναξε: «Εε!» Γύρισαν και είδαν
τον Χανκ Γκόρνερ να τρέχει προς το μέρος τους πάνω
στην προβλήτα. «Μόλις ήρθα σε επαφή με την Ακτοφυλα-
κή. Έριξαν τον προβολέα τους πάνω στο Αμέιζινγκ Γκρέις
για να τους φοβίσουν λίγο και μου είπαν ότι δεν είδαν τον
Ντίλγουορθ. Μόνο τη γυναίκα».
«Θεέ μου!» είπε ο Λεμ. «Πώς είναι δυνατόν; Αφού αυ-
τός οδηγεί το πλοίο!»
«Όχι», είπε ο Γκόρνερ. «Η Ακτοφυλακή λέει ότι στο
τιμόνι είναι η γυναίκα».
«Θα έχει κατεβεί στις καμπίνες», είπε ο Κλιφ.
«Όχι», είπε ο Λεμ, ενώ η καρδιά του είχε αρχίσει να
βροντάει. «Δε θα κατέβαινε στις καμπίνες μια τέτοια στιγ-
μή. Θα ήταν επάνω, θα σκεφτόταν αν πρέπει να συνεχίσει
το δρόμο του ή να γυρίσει πίσω. Δεν είναι πάνω στο πλοίο».
«Μα δεν μπορεί να μην είναι! Αφού ήταν πάνω όταν έ-
φυγαν!»
Ο Λεμ κοίταξε την έξοδο του λιμανιού, τον κυματο-
θραύστη.
«Είπες ότι το πλοίο τους πέρασε κοντά στον βόρειο κυ-
ματοθραύστη, κινήθηκε λίγο προς βορρά και μετά έστρι-
ψε ξαφνικά νότια».
«Να πάρει και να σηκώσει!» είπε ο Κλιφ.
«Εκεί τον άφησε», είπε ο Λεμ. «Βγήκε στον βόρειο κυ-
ματοθραύστη -χωρίς λαστιχένια βάρκα. Μα το Θεό, βγή-
κε κολυμπώντας».
«Μα είναι πολύ μεγάλος για να κάνει τέτοια κόλπα»,
διαμαρτυρήθηκε ο Κλιφ.
«Φαίνεται ότι δεν είναι. Βγήκε από την πίσω πλευρά
του κυματοθραύστη κι αυτή τη στιγμή θα πηγαίνει για να
βρει κάποιον τηλεφωνικό θάλαμο στις βόρειες πλαζ. Πρέ-
πει να τον σταματήσουμε, και γρήγορα μάλιστα».
Ο Κλιφ φώναξε τους τέσσερις άντρες που είχε τοποθε-
τημένους σε άλλα πλοία. Σε λίγο έφτασαν τρέχοντας, ενώ
ο Λεμ είχε ανοίξει ήδη την πόρτα του αυτοκινήτου του.
Το χειρότερο συμβαίνει όταν δεν το περιμένεις.

Ο Τράβις ξέπλενε τα πιάτα από το βραδινό φαγητό, όταν


η Νόρα του είπε: «Για κοίτα εδώ».
Γύρισε και είδε ότι του έδειχνε τα πιάτα του Αϊνστάιν.
Το πιάτο του νερού ήταν άδειο, αλλά είχε φάει μόνο το μι-
σό φαγητό του.
«Τον θυμάσαι να άφησε ποτέ έστω και μια μπουκιά;»
«Ποτέ». Ο Τράβις σκούπισε τα χέρια του στην πετσέτα
της κουζίνας συνοφρυωμένος. «Τις τελευταίες μέρες μού
φαίνεται ότι δεν είναι πολύ καλά... Σκέφτηκα μήπως
κρύωσε ή κάτι τέτοιο, αλλά αυτός μου λέει ότι δεν έχει τί-
ποτα. Και σήμερα δε φταρνίστηκε ούτε έβηξε».
Πήγαν στο λίβινγκ ρουμ όπου ο Αϊνστάιν διάβαζε τη
Μαύρη Καλλονή με τη βοήθεια του ειδικού μηχανήματος.
Γονάτισαν δίπλα του και ο σκύλος τούς κοίταξε. «Αϊν-
στάιν, μήπως είσαι άρρωστος;» ρώτησε η Νόρα.
Ο σκύλος γάβγισε μία φορά: Όχι.
«Είσαι σίγουρος;»
Έ ν α γρήγορο κούνημα της ουράς: Ναι.
«Δεν έφαγες το φαγητό σου», είπε ο Τράβις.
Ο σκύλος χασμουρήθηκε επιδεικτικά.
«Θες να πεις ότι είσαι κουρασμένος;» ρώτησε η Νόρα.
Ναι.
«Αν δεν αισθάνεσαι καλά», είπε ο Τράβις, «θα μας το
πεις αμέσως, έτσι δεν είναι;»
Ναι.
Η Νόρα εξέτασε τα μάτια, το στόμα και τα αυτιά του
Αϊνστάιν, ψάχνοντας για κάποιες ενδείξεις μόλυνσης ή
φλεγμονής. «Τίποτα», είπε τελικά. «Φαίνεται εντάξει. Α-
κόμη και ένας σούπερ σκύλος μπορεί να κουράζεται κα-
μιά φορά».

Ο Γκάρισον συνέχισε το δρόμο του πάνω στον κυματο-


θραύστη και σε λίγο εόρτασε στην αμμουδιά. Εξακολούθη-
σε να περπατά κοντά στα κύματα, γιατί πιο πάνω η παρα-
λία ήταν φωτισμένη. Ήταν σίγουρος πως δεν τον είχα*,
δει. Εδώ κι εκεί στην παραλία ήταν καθισμένα ζευγάρια
και παρέες νεαρών που κάπνιζαν μαριχουάνα και άκον
γαν μουσική. Κανείς δεν γύρισε να τον κοιτάξει. Στην Κα
λιφόρνια, δεν είναι καθόλου παράξενο να κολυμπά ένας
μεσήλικος με τέτοιο κρύο. Συνέχισε να περπατά, κοιτάζο-
ντας το πάρκο πάνω από την αμμουδιά, ψάχνοντας για κά-
ποιον τηλεφωνικό θάλαμο. Είχε αρχίσει να απελπίζεται,
όταν επιτέλους είδε δύο τηλεφωνικούς θαλάμους τον ένα
δίπλα στον άλλο, φωτισμένους από δυνατούς προβολείς.
Άρχισε να προχωρά προς το μέρος τους. Σε λίγο είχε
μπει στο πάρκο και περπατούσε στο γρασίδι, κάτω από TO
τεράστια φοινικόδεντρα. Βρισκόταν γύρω στα δεκαπέντ
μέτρα από τους θαλάμους, όταν είδε ένα αυτοκίνητο να
πλησιάζει με μεγάλη ταχύτητα και να σταματά μπροστά
τους με ένα στρίγκλισμα των φρένων. Ο Γκάρισον δεν ή-
ξερε ποιοι ήταν, αλλά αποφάσισε να μην το διακινδυνεύ-
σει. Κρύφτηκε πίσω από τον χοντρό κορμό ενός τεράστιου
φοινικόδεντρου και κρυφοκοίταξε.
Δύο άντρες βγήκαν από το αυτοκίνητο. Ο ένας άρχισε
να τρέχει ακολουθώντας την περίμετρο του πάρκου κοιτά-
ζοντας προς τα μέσα, σαν να έψαχνε κάτι. Ο άλλος πήγε
κατευθείαν στους θαλάμους. Οι προβολείς τον φώτισαν
και ο Γκάρισον αισθάνθηκε σοκ καθώς τον αναγνώρισε
-ήταν ο Λέμιουελ Τζόνσον.
Μαζεύτηκε αμέσως πίσω από τον κορμό για να μη
φαίνεται. Ύστερα από μερικές στιγμές τόλμησε να κρυ-
φοκοιτάξει ξανά. Ο Τζόνσον πήγε στο πρώτο τηλέφωνο,
σήκωσε το ακουστικό και, τραβώντας δυνατά, έκοψε το
καλώδιο. Πέταξε το κομμένο ακουστικό στο πάρκο και
μετά έκανε το ίδιο και με το άλλο τηλέφωνο. Κατόπιν ο
Τζόνσον γύρισε και άρχισε να βαδίζει κατευθείαν προς το
μέρος του Γκάρισον. Ο δικηγόρος νόμισε ότι τον είχε δει,
αλλά ο Τζόνσον σταμάτησε ύστερα από μερικά βήματα
και κοίταξε προς όλες τις κατευθύνσεις.
«Τρελέ παλιόγερε», είπε ύστερα από λίγο και, κάνο-
ντας μεταβολή, κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο του.
Ο Γκάρισον χαμογέλασε ακούγοντας τον Τζόνσον.
Ναι, παρά την ηλικία του, δεν είχε ξοφλήσει. Ήταν πάντα
ένας επικίνδυνος αντίπαλος. Ξαφνικά δεν τον ένοιαζε κα-
θόλου ο κρύος αέρας που σάρωνε το πάρκο.

Ο Λεμ κάλεσε τέσσερις ακόμα άντρες από το προσωρινό


αρχηγείο. Μαζί με τους έξι που βρίσκονταν ήδη στο λιμά-
νι είχε συνολικά δέκα άντρες για να βρει τον Ντίλγουορθ.
Έβαλε τους πέντε στην περίμετρο του πάρκου για να ε-
μποδίσουν το δικηγόρο να περάσει το δρόμο και να τηλε-
φωνήσει από κάποιο από τα μαγαζιά που υπήρχαν απένα-
ντι. Τοποθέτησε άλλους δύο σε στρατηγικά σημεία, για να
εμποδίσουν τον Ντίλγουορθ να ξεφύγει από την επιτηρού-
μενη περιοχή και να βρει τηλέφωνο σε κάποιο άλλο ση-
μείο της πόλης, ενώ ο Λεμ, ο Κλιφ και ο Χανκ ανέλαβαν
να χτενίσουν το πάρκο και την παραλία. Κανονικά χρεια-
ζόταν κι άλλους άντρες γι' αυτή τη δουλειά, αλλά δεν άξι-
ζε τον κόπο να καλέσει ενισχύσεις από το αρχηγείο του
Λος Άντζελες. Μέχρι να φτάσουν, ή θα είχε βρει τον
Ντίλγουορθ με τους άντρες που είχε ήδη ή ο δικηγόρος θα
είχε καταφέρει να τηλεφωνήσει στους Κορνέλ.

Ο Γκάρισον ήταν ξαπλωμένος στην καρότσα ενός διθέσι-


ου τζιπ, σκεπασμένος με μια κουβέρτα. Δύο νεαροί κάθο-
νταν μπροστά και δύο πάνω στον ίδιο τον Ντίλγουορθ,
προσπαθώντας να μη ρίχνουν όλο το βάρος τους πάνω
του. Ήταν έφηβοι, με μια έντονη αντιπάθεια για το κατε-
στημένο, και δέχτηκαν πρόθυμα να τον βοηθήσουν όταν
τους είπε ότι τον κυνηγά η αστυνομία, χωρίς καν να τον
ρωτήσουν τι είχε κάνει. Ξαφνικά αισθάνθηκε το τζιπ να
κόβει ταχύτητα.
«Φτου να πάρει!» ψιθύρισε ο ένας από τους νεαρούς
στον Γκάρισον. «Είναι ένας τύπος μπροστά μας με φακό
που μας κάνει νόημα να σταματήσουμε».
Το αυτοκίνητο σταμάτησε και ο Γκάρισον άκουσε έναν
άντρα να ρωτάει: «Πού πάτε, παιδιά;»
«Πιο πάνω, στην παραλία».
«Εκεί πάνω είναι μόνο σπίτια. Τι πάτε να κάνετε;»
«Εκεί μένουμε», απάντησε ο Τόμι, ο νεαρός που οδη-
γούσε.
«Αλήθεια;»
«Γιατί; Δε δείχνουμε για κακομαθημένα πλουσιόπαι-
δα;» είπε ένα από τα παιδιά.
«Πού ήσαστε μέχρι τώρα;» ρώτησε καχύποπτα ο ά-
ντρας.
«Α, κάναμε μια βόλτα στην πλαζ. Αλλά έπιασε κρύο».
«Μήπως πίνατε;»
«Να πίναμε; Όχι βέβαια», είπε ένας άλλος νεαρός.
«Κοίτα αν θέλεις το ψυγείο από πίσω. Μόνο αναψυκτικά
έχουμε».
Ο Γκάρισον ήταν κολλημένος δίπλα στο ψυγείο. Ευχή-
θηκε να πιάσει η μπλόφα του νεαρού, γιατί αν ο άλλος πλη-
σίαζε τόσο κοντά μπορεί να καταλάβαινε ότι αυτό που ή-
ταν κάτω από την κουβέρτα είχε μάλλον ανθρώπινο σχήμα.
«Αναψυκτικά, ε; Και πόσες μπίρες ήταν εκεί μέσα
πριν τις πιείτε;»
«Για σιγά, ρε φίλε», είπε ο Τόμι. «Γιατί μας κολλάς έ-
τσι; Είσαι αστυνομικός;»
«Ναι, είμαι».
«Και πού είναι η στολή σου;» ρώτησε ένας από τους
άλλους.
«Είμαι μυστικός. Ακούστε, δεν πρόκειται να σας κάνω
αλκοτέστ ή τίποτα τέτοιο· θέλω μόνο να μου πείτε κάτι.
Μήπως είδατε στην παραλία έναν ασπρομάλλη γέρο;»
«Ποιος νοιάζεται για ασπρομάλληδες γέρους;» είπε έ-
νας από τους νεαρούς. «Εμείς ψάχναμε για γυναίκες».
«Αν τον βλέπατε, θα τον προσέχατε σίγουρα. Μάλλον
πρέπει να φορούσε μαγιό».
«Απόψε;» είπε ο Τόμι. «Μάγκα μου, κοντεύει Δεκέμ-
βρης. Ποιος θα κυκλοφορούσε με μαγιό με τέτοιο κρύο;»
«Μπορεί και να φορούσε κάτι άλλο».
«Δεν τον είδαμε», είπε ο Τόμι. «Παιδιά, μήπως τον εί-
δε κανείς σας;»
Οι άλλοι τρεις είπαν ότι δεν είχαν δει κανένα γέρο και
ο άντρας τούς άφησε να συνεχίσουν το δρόμο τους. Όταν
έστριψαν στην πρώτη γωνία, οι νεαροί τράβηξαν την κου-
βέρτα και ο Γκάρισον ανακάθισε, νιώθοντας μεγάλη ανα-
κούφιση. Ο Τόμι άφησε τους τρεις φίλους του στα σπίτια
τους και μετά πήγε με τον Γκάρισον στο δικό του. Οι γο-
νείς του έλειπαν. Ζούσε σε ένα μοντέρνο, πολυτελές σπίτι
χτισμένο στην κορυφή ενός γκρεμού.
Ο Γκάρισον ακολούθησε τον Τόμι στο χολ και, καθώς
προχωρούσε, είδε για μια στιγμή τον εαυτό του σε έναν
καθρέφτη. Η εμφάνισή του δεν είχε καμιά σχέση με τον α-
ξιοπρεπή ασπρομάλλη δικηγόρο που ήταν πασίγνωστος
στα δικαστήρια της πόλης. Τα μαλλιά του ήταν βρεγμένα,
βρόμικα και μπερδεμένα, το πρόσωπο του λερωμένο από
χώματα, οι τρίχες του στήθους του γεμάτες άμμο και κομ-
ματάκια από χόρτα και φύκια. Κοιτάχτηκε για μια στιγμή
ακόμη και χαμογέλασε στον εαυτό του.
«Υπάρχει τηλέφωνο εδώ μέσα», του είπε ο Τάμι από
το γραφείο του ισογείου.

Η Νόρα και ο Τράβις, ανήσυχοι ακόμη για την υγεία του


Αϊνστάιν, είχαν ξεχάσει το τηλεφώνημα που ήθελαν να
κάνουν στον Ντίλγουορθ. Μετά το φαγητό είχαν καθίσει
μπροστά στον τζάκι, όταν η Νόρα το θυμήθηκε. Στο πα-
ρελθόν, τηλεφωνούσαν πάντα στον Γκάρισον από κάποιον
τηλεφωνικό θάλαμο στην πιο κοντινή πόλη, την Καρμέλ.
Μέχρι τώρα, η προφύλαξη αυτή είχε αποδειχτεί περιττή
-και απόψε κανείς από τους δύο δεν είχε τη διάθεση να
πάει στην πόλη.
«Μπορούμε να περιμένουμε και να του τηλεφωνήσου-
με αύριο, από την Καρμέλ», είπε ο Τράβις.
«Δεν πειράζει αν του τηλεφωνήσουμε από δω», είπε η
Νόρα. «Αν είχαν ανακαλύψει ότι έχει σχέση μαζί μας, θα
μας είχε τηλεφωνήσει να μας προειδοποιήσει».
«Μπορεί να μην ξέρει ότι τον ανακάλυψαν», είπε ο
Τράβις. «Μπορεί να μην το ξέρει ότι τον παρακολουθούν».
«Ο Γκάρισον θα το καταλάβαινε», απάντησε η Νόρα
με σιγουριά.
«Ναι», είπε ο Τράβις. «Κι εγώ αυτό πιστεύω».
«Επομένως μπορούμε να του τηλεφωνήσουμε».
Σηκώθηκε για να τηλεφωνήσει, αλλά εκείνη τη στιγμή
χτύπησε το τηλέφωνο.
«Έχω μια κλίση από κάποιον Γκάρισον Ντίλγουορθ,
από τη Σάντα Μπάρμπαρα», είπε η τηλεφωνήτρια. «Θα
δεχτείτε τη χρέωση για το τηλεφώνημα;»

Λίγο πριν από τις δέκα, ύστερα από μια προσεκτική αλλά
άκαρπη έρευνα στο πάρκο και στην παραλία, ο Λεμ ανα-
γκάστηκε να παραδεχτεί ότι ο Γκάρισον Ντίλγουορθ του
είχε ξεφύγει. Έστειλε τους άντρες του πίσω στο αρχηγείο
και το λιμάνι, ενώ αυτός και ο Κλιφ πήγαν στο γιοτ που εί-
χαν για βάση τους. Εκεί ήρθαν σε επαφή με το πλοίο της
Ακτοφυλακής που ακολουθούσε το Αμέιζινγκ Γκρεις και
ε'μαθαν ότι η γυναίκα είχε κάνει στροφή και γύριζε πίσω
στη Σάντα Μπάρμπαρα.
Μπήκε στο λιμάνι στις δέκα και μισή. Ο Λεμ και ο
Κλιφ περίμεναν στην προβλήτα, εκεί όπου θα έδενε το
πλοίο. Η γυναίκα το έφερε με επιδεξιότητα στη θέση του
και μετά είχε το θράσος να τους φωνάξει: «Μην κάθεστε
και με κοιτάζετε έτσι! Πιάστε τα σκοινιά και δέστε το!»
Τη βοήθησαν, κυρίως επειδή ανυπομονούσαν να μιλή-
σουν μαζί της. Έδεσαν το πλοίο και μετά ανέβηκαν πάνω.
Πριν προλάβουν, όμως, να πουν λέξη, μια φωνή πίσω τους
είπε: «Με συγχωρείτε, κύριοι...»
Ο Λεμ γύρισε και είδε τον Γκάρισον Ντίλγουορθ να α-
νεβαίνει στο πλοίο πίσω τους. Φορούσε ξένα ρούχα, που
του έρχονταν φαρδιά και κοντά.
«Με συγχωρείτε, αλλά πρέπει να φορέσω στεγνά ρού-
χα και να πιω λίγο καφέ -έχω ξεπαγιάσει».
«Να πάρει η οργή, να πάρει!» ήταν το μόνο πράγμα
που μπόρεσε να πει ο Λεμ.
Ο Κλιφ Σόουμς άφησε ένα επιφώνημα κατάπληξης και
μετά ένα ξερό γέλιο, σαν γάβγισμα. Ύστερα κοίταξε τον
Λεμ. «Με συγχωρείς, μου ξέφυγε», είπε.
Ο Λεμ αισθάνθηκε έναν πόνο να του διαπερνά το στο-
μάχι. Τελευταία, τον αισθανόταν όλο και πιο συχνά -μάλ-
λον είχε αρχίσει να παθαίνει έλκος. Δεν έδειξε όμως ότι
πονά. Δεν ήθελε να δώσει αυτή την ικανοποίηση στον
Ντίλγουορθ. Κοίταξε μόνο άγρια το δικηγόρο και τη γυναί-
κα και ύστερα έκανε μεταβολή κι έφυγε χωρίς να πει λέξη.
«Φαίνεται ότι αυτό το αναθεματισμένο σκυλί εμπνέει
μεγάλη αφοσίωση σε όποιον το γνωρίζει», είπε ο Κλιφ
στον Λεμ καθώς περπατούσαν στην προβλήτα.
Εκείνη τη νύχτα ο Λεμ Τζόνσον έπιασε δωμάτιο σε έ-
να μοτέλ. Ήταν πολύ κουρασμένος για να γυρίσει στο
σπίτι του. Ξάπλωσε στο κρεβάτι, αλλά δεν μπορούσε να
κοιμηθεί. Στο μυαλό του γύριζαν συνέχειά τα λόγια του
Κλιφ. «Αυτό το αναθεματισμένο σκυλί εμπνέει μεγάλη α-
φοσίωση σε όποιον το γνωρίζει». Ο Λεμ αναρωτήθηκε αν
είχε νιώσει ποτέ αφοσίωση σαν αυτή που αισθάνονταν οι
Κορνέλ και ο Γκάρισον Ντίλγουορθ για το σκύλο.
Εντάξει, ένιωθε αφοσίωση απέναντι στην πατρίδα και
την υπηρεσία του. Αλλά αφοσίωση για έναν άλλο άνθρω-
πο; Ναι, ήταν αφοσιωμένος στη γυναίκα του, την Κάρεν.
Την αγαπούσε πάντα, παρ' όλο που κόντευαν να κλεί-
σουν είκοσι χρόνια γάμου. Αλλά ακόμη κι αυτή η αφο-
σίωση δεν ήταν ολοκληρωτική. Η δουλειά του τον ανά-
γκαζε να κοιμάται εδώ κι εκεί, μακριά της. Είχε υπολογί-
σει ότι κοιμόταν στο σπίτι του μόνο μια βραδιά στις τρεις.
Και ενώ η Κάρεν ήθελε να κάνουν παιδιά, αυτός αρνήθη-
κε, υποστηρίζοντας ότι πριν κάνουν κάτι τέτοιο έπρεπε
πρώτα να εξασφαλίσει τη θέση του, τη σταδιοδρομία του.
Αλλά γιατί να την εξασφαλίσει τη στιγμή που είχε κληρο-
νομήσει τόσα λεφτά από τον πατέρα του; Τώρα πια αυτός
ήταν σαράντα πέντε χρονών, σχεδόν σαράντα έξι, και η
Κάρεν σαράντα τριών -η ευκαιρία να κάνουν οικογένεια
είχε περάσει πια.
Αισθάνθηκε να τον κυριεύει μια έντονη αίσθηση μονα-
ξιάς. Σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο, όπου κοιτάχτηκε
στον καθρέφτη. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και βου-
λιαγμένα. Από τότε που είχε αναλάβει την υπόθεση Μπα-
νοντάιν είχε αδυνατίσει τρομερά.
Ξαφνικά τον έπιασε πάλι ο πόνος στο στομάχι και δι-
πλώθηκε στα δύο. Χρειάστηκε πολλή ώρα για να του πε-
ράσει. Όταν σηκώθηκε πάλι, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
«Δεν είσαι αφοσιωμένος ούτε στον εαυτό σου, βλάκα», εί-
πε δυνατά στο είδωλο του. «Τον έχεις σκοτώσει από την
πολλή δουλειά κι όμως δεν μπορείς να σταματήσεις να
δουλεύεις. Δεν είσαι αφοσιωμένος στην Κάρεν, ούτε στον
εαυτό σου. Δεν είσαι καν αφοσιωμένος στην πατρίδα και
στην υπηρεσία σου. Το μόνο πράγμα στο οποίο είσαι από-
λυτα και ολοκληρωτικά δοσμένος είναι αυτή η παλαβή νο-
οτροπία που σου πέρασε ο πατέρας σου: "Προσπάθησε
να πετύχεις με κάθε θυσία"».
Παλαβή νοοτροπία. Απόρησε με τον εαυτό του που εί-
χε πει αυτές τις λέξεις. Αγαπούσε και σεβόταν τον πατέρα
του, δεν έλεγε ποτέ κακό λόγο γι' αυτόν. Κι όμως σήμερα
είχε παραδεχτεί στον Κλιφ ότι ο πατέρας του ήταν ανυπό-
φορος. Και τώρα αυτό -παλαβή νοοτροπία. Αγαπούσε α-
κόμα τον πατέρα του και θα τον αγαπούσε για πάντα. Αλ-
λά είχε αρχίσει να αναρωτιέται: μήπως ένας γιος μπορεί
να αγαπά τον πατέρα του και ταυτόχρονα να απορρίπτει
τις αντιλήψεις του;
Πριν από ένα χρόνο, πριν από λίγες μέρες ακόμη, θα
του φαινόταν αδύνατο κάτι τέτοιο. Αλλά τώρα έβλεπε πως
όχι μόνο είναι δυνατό, αλλά και απαραίτητο να διαχωρί-
σει την αγάπη του για τον πατέρα του από την προσκόλλη-
σή του στον ηθικό κώδικα του γέρου, που απαιτούσε να
δουλεύεις ασταμάτητα, να τα κάνεις όλα τέλεια, να πετυ-
χαίνεις πάντα.
Μα τι μου συμβαίνει; αναρωτήθηκε. Μήπως βρίσκω ε-
πιτέλους την ελευθερία μου τώρα, στα σαράντα πέντε μου
χρόνια;
Κοιτάχτηκε πάλι στον καθρέφτη. «Σχεδόν σαράντα έ-
ξι», είπε.
ΕΝΝΙΑ

Τ ην Κυριακή, ο Αϊνστάιν είχε λιγότερη όρεξη, αλλά τη


Δευτέρα, 29 του Νοέμβρη, φάνηκε να συνέρχεται. Ε-
κείνη την μέρα και την επόμενη άδειασε όλο το πιάτο του
και συνέχισε να διαβάζει. Φταρνίστηκε μόνο μια φορά
και δεν έβηξε καθόλου. Έπινε περισσότερο νερό από το
συνηθισμένο, αλλά όχι σε ανησυχητικό βαθμό. Βέβαια,
περνούσε πολλές ώρες μπροστά στο τζάκι και δεν είχε την
παλιά του ενεργητικότητα, αλλά, από την άλλη μεριά, πλη-
σίαζε ο χειμώνας και είναι γνωστό ότι η συμπεριφορά των
ζώων αλλάζει με τις εποχές.
Η Νόρα αγόρασε από την Καρμέλ μια κτηνιατρική ε-
γκυκλοπαίδεια και πέρασε αρκετές ώρες διαβάζοντάς τη,
στην προσπάθειά της να ανακαλύψει πού οφείλονταν τα
συμπτώματα του Αϊνστάιν. Όπως διαπίστωσε, η έλλειψη
ενεργητικότητας, η κομμένη όρεξη, τα φταρνίσματα, ο βή-
χας και η μεγάλη δίψα μπορεί να προκληθούν από εκατό
διαφορετικές αιτίες -ή μπορεί να μη σημαίνουν τίποτα α-
πολύτως. «Το μόνο πράγμα που είναι σίγουρο», είπε στον
Τράβις, «είναι πως δεν έχει κρυώσει. Τα σκυλιά δεν πα-
θαίνουν κρυολογήματα όπως εμείς». Στο μεταξύ όμως τα
συμπτώματα του Αϊνστάιν είχαν μειωθεί τόσο πολύ, που
αποφάσισαν ότι μάλλον πρέπει να ήταν απόλυτα υγιής.
Βλέποντας την ανησυχία τους, ο Αϊνστάιν πήγε στο κε-
λάρι και σχημάτισε ένα μήνυμα: ΕΙΜΑΙ ΜΙΑ ΧΑΡΑ.
Ο Τράβις έσκυψε και τον χάιδεψε. «Εντάξει, αφού το
λες εσύ, έτσι πρέπει να 'ναι».
Την Τετάρτη, 1η του Δεκέμβρη, η-Νόρα ζωγράφιζε στο
στούντιο του πρώτου ορόφου, ενώ ο Τράβις επιθεωρούσε
τα όπλα τους και το σύστημα συναγερμού.
Σε κάθε δωμάτιο είχαν κρυμμένο και ένα όπλο, σε μέ-
ρος που να μπορούν να το πάρουν εύκολα. Είχαν δύο δί-
καννα Μόσμπεργκ με λάβη πιστολιού, τέσσερα Σμιθ &
Γουέσον Μάγκνουμ 357, δύο πιστόλια των 38 που τα έ-
παιρναν μαζί τους στο φορτηγάκι και την Τογιότα, μια κα-
ραμπίνα Ούζι και δύο πιστόλια Ούζι. Αφού είχαν δικό
τους σπίτι, θα μπορούσαν να αγοράσουν νόμιμα όλα αυτά
τα όπλα από κάποιο κατάστημα της περιοχής, επειδή ό-
μως οι διατυπώσεις θα αργούσαν κάπως, ο Τράβις είχε
βρει έναν παράνομο έμπορο όπλων στο Σαν Φρανσίσκο
με τη βοήθεια του Βαν Ντάιν και αγόρασε από εκεί όλα
τα όπλα που χρειάζονταν.
Τώρα, άρχισε την συνηθισμένη του επιθεώρηση, πη-
γαίνοντας από δωμάτιο σε δωμάτιο και ελέγχοντας τα ό-
πλα. Ήξερε πως ήταν όλα εντάξει, αλλά έκανε πάντα αυ-
τή την επιθεώρηση μια φορά την βδομάδα για να είναι σί-
γουρος.
Αφού τέλειωσε με τα όπλα, πήρε το δίκαννο μαζί του
και, μαζί με τον Αϊνστάιν, πήγαν να επιθεωρήσουν το σύ-
στημα συναγερμού, ελέγχοντας τα μικρά φωτοκύτταρα υ-
πέρυθρων ακτίνων που ήταν τοποθετημένα έτσι ώστε να
μη φαίνονται πάνω σε βράχους, σε κορμούς δέντρων και
στις γωνίες του σπιτιού. Ο Τράβις είχε αγοράσει τα εξαρ-
τήματα από ένα κατάστημα ηλεκτρονικών στο Σαν Φραν-
σίσκο και τα είχε εγκαταστήσει μόνος του. Το σύστημα
δεν ήταν από τα καλύτερα που κυκλοφορούσαν, ήταν ό-
μως αρκετά καλό για το σκοπό που το ήθελαν, και ο Τρά-
βις γνώριζε καλά τη λειτουργία του από τον καιρό που ή-
ταν στις Δυνάμεις Δέλτα. Όταν το άναβε τη νύχτα, δεν
μπορούσε κανείς να πλησιάσει στο σπίτι σε απόσταση μι-
κρότερη από δέκα μέτρα χωρίς να θέσει σε λειτουργία το
συναγερμό. Τότε, άρχιζαν να χτυπούν ειδικοί βομβητές
που υπήρχαν σε όλα τα δωμάτια του σπιτιού, οι οποίοι ή-
ταν ρυθμισμένοι σε χαμηλή ένταση ώστε να ξυπνήσουν τον
Τράβις και τη Νόρα χωρίς να τρομάξουν τον εισβολέα.
Δεν ήθελαν να διώξουν το Τέρας, αλλά να το σκοτώσουν.
Τα φωτοκύτταρα ήταν όλα εντάξει, όπως συνήθως.
«Τα συστήματα δουλεύουν όλα στην εντέλεια», είπε στον
Αϊνστάιν, που γάβγισε μια φορά, σαν να επιδοκίμαζε.
Στη συνέχεια ο Τράβις και ο Αϊνστάιν πήγαν στο στά-
βλο, όπου υπήρχε μια ακόμη παγίδα για το Τέρας. Στο ε-
σωτερικό του στάβλου, στις δύο απέναντι γωνίες, υπήρχαν
δύο μπουκάλες αερίου, σαν αυτές του γκαζιού. Δεν είχαν
όμως γκάζι· ήταν γεμάτες με πρωτοξείδιο του αζώτου, αυ-
τό που μερικές φορές ονομάζεται «ιλαρυντικό αέριο». Με
την πρώτη εισπνοή σε πιάνουν γέλια, με τη δεύτερη όμως
έχεις πέσει αναίσθητος.
Ο Τράβις άνοιξε τα φώτα του στάβλου και έλεγξε τους
δείκτες των φιαλών. Ήταν εντάξει. Ο στάβλος είχε μια
μεγάλη συρόμενη πόρτα μπροστά και άλλη μια μικρή πί-
σω. Υπήρχαν και δύο παράθυρα από πάνω, στο πατάρι,
που ο Τράβις τα είχε κλείσει με γερές σανίδες. Τη νύχτα
άφηναν ξεκλείδωτη τη μικρή πόρτα, με την ελπίδα ότι το
Τέρας θα έμπαινε μέσα. Όταν κάποιος άνοιγε την πόρτα
και έμπαινε μέσα, ενεργοποιούνταν ένας μηχανισμός που
έκλεινε αμέσως την πόρτα πίσω του και την κλείδωνε. Η
μπροστινή πόρτα ήταν ήδη κλειδωμένη απέξω. Όταν έ-
κλείνε η πίσω πόρτα, οι φιάλες με το πρωτοξείδιο τσυ α-
ζώτου θα άδειαζαν όλο το περιεχόμενο τους μέσα στο
στάβλο σε λιγότερο από μισό λεπτό. Όλες οι χαραμάδες
ήταν σφραγισμένες και τα αυτοκίνητα ήταν πάντα κλειδω-
μένα. Έτσι το Τέρας θα έπεφτε αναίσθητο σε λιγότερο α-
πό ένα λεπτό και τότε ο Τράβις θα μπορούσε να μπεί στο
στάβλο με την καραμπίνα και να το σκοτώσει.
Αφοΰ βεβαιώθηκαν ότι όλοι οι μηχανισμοί δοΰλευαν
στην εντέλεια, ο Τράβις και ο Αϊνστάιν βγήκαν στην αυλή
πίσω από το σπίτι.
«Αισθάνεσαι το Τέρας να έρχεται;» ρώτησε ο Τράβις.
Ναι, είπε ο Αϊνστάιν με ένα γρήγορο κούνημα της ουράς.
«Είναι κοντά;»
Ο Αϊνστάιν άρχισε να μυρίζει τον αέρα. Πήγε στη βό-
ρεια άκρη της αυλής και μύρισε πάλι, γέρνοντας το κεφάλι
του, και μετά έκανε το ίδιο στη νότια πλευρά του κτήμα-
τος. Ο Τράβις υποψιαζόταν ότι ο σκύλος δεν αντιλαμβανό-
ταν το Τέρας από τη μυρωδιά αλλά με κάποια έκτη αίσθη-
ση. Την όσφρηση τη χρησιμοποιούσε ίσως από συνήθεια.
Σε λίγο ο Αϊνστάιν γύρισε κοντά του και άφησε ένα
παράξενο γρύλισμα.
«Είναι κοντά;» ρώτησε ο Τράβις.
Ο Αϊνστάιν άρχισε πάλι να οσφραίνεται τον αέρα και
να κοιτάζει γύρω του.
«Αϊνστάιν; Συμβαίνει τίποτα;»
Τελικά ο σκύλος γάβγισε μια φορά: Οχι.
«Έχει πλησιάσει το Τέρας;»
Ο Αϊνστάιν δίστασε για μια στιγμή, μετά γάβγισε πάλι:
'Οχι.
«Είσαι σίγουρος;»
Ναι.
«Εντελώς σίγουρος;»
Ναι.
Εκείνο το βράδυ είδαν λίγη τηλεόραση και μετά έπαι-
ξαν Σκράμπλ και οι τρεις. Νίκησε η Νόρα, με δεύτερο τον
Αϊνστάιν. Μετά ο Τράβις και η Νόρα αποφάσισαν να δια-
βάσουν λίγο, ο Αϊνστάιν όμως προτίμησε να κοιμηθεί
μπροστά στην πολυθρόνα της Νόρας.
«Φαίνεται αδιάθετος ακόμα», είπε η Νόρα στον Τράβις.
«Έφαγε όλο το φαγητό του, πάντως», απάντησε αυτός.
«Και μάλλον πρέπει να κουράστηκε σήμερα».
Η ανάσα του σκύλου ακουγόταν κανονική και ο Τρά-
βις δεν αισθανόταν ιδιαίτερη ανησυχία. Μετά την επιθεώ-
ρηση των όπλων και του συναγερμού, ένιωθε σίγουρος ότι
θα κατάφερναν να αντιμετωπίσουν το Τέρας αν τυχόν ερ-
χόταν απόψε. Και χάρη στον Γκάρισον Ντίλγουορθ η
YEA δεν είχε καταφέρει να τους βρει. Η Νόρα είχε αρχί-
σει να ζωγραφίζει πάλι με μεγάλο ενθουσιασμό και ο
Τράβις είχε αποφασίσει να δουλέψει και πάλι ως κτημα-
τομεσίτης, όταν θα σκότωναν το Τέρας.
Εκείνη τη νύχτα ο Τράβις κοιμήθηκε βαθιά, χωρίς ό-
νειρα. Το πρωί ξύπνησε πριν από τη Νόρα. 'Οταν βγήκε
από το ντους και ντύθηκε, είχε ξυπνήσει κι αυτή. Τον φί-
λησε νυσταγμένα και ο Τράβις πήγε να την παρασύρει πά-
λι στο κρεβάτι, αλλά εκείνη του ξέφυγε. «Άσ' το καλύτερα
για τ' απόγευμα, Ρωμαίο μου. Αυτή τη στιγμή το μόνο που
θέλω είναι να φάω πρωινό και να πιω καφέ».
Ο Τράβις κατέβηκε κάτω και άνοιξε τα παραθυρόφυλ-
λα για να μπει το πρωινό φως. Ο ουρανός ήταν μουντός
και γκρίζος και τα σύννεφα προμηνούσαν βροχή. Όταν
μπήκε στην κουζίνα, είδε ότι η πόρτα του κελαριού ήταν
ανοιχτή και το φως αναμμένο. Μπήκε μέσα, αλλά δεν είδε
τον Αϊνστάιν. Στο πάτωμα υπήρχε ένα μήνυμα που ο σκύ-
λος πρέπει να το είχε σχηματίσει τη νύχτα:
Π Ο Λ Υ ΑΡΡΩΣΤΟΣ. ΟΧΙ ΓΙΑΤΡΟΥΣ, ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ.
Δ Ε ΘΕΛΩ Ν Α ΞΑΝΑΠΑΩ ΣΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ. ΦΟΒΑΜΑΙ.
ΦΟΒΑΜΑΙ.
Ω Θεέ μου. Ω Θεέ μου.
Ο Τράβις βγήκε από το κελάρι και φώναξε: «Αϊν-
στάιν!»
Καμιά απάντηση -οΰτε γάβγισμα οΰτε πατήματα. Τα
παραθυρόφυλλα της κουζίνας ήταν ακόμη κλειστά και το
δωμάτιο σκοτεινό. Άναψε τα φώτα και κοίταξε γύρω του.
Ο Αϊνστάιν δεν ήταν εκεί. Έτρεξε στο γραφείο του ισο-
γείου. Τίποτα.
Η καρδιά του είχε αρχίσει να βροντά δυνατά. Ανέβηκε
δυο δυο τα σκαλιά και κοίταξε στα πάνω δωμάτια. Ο σκύ-
λος δεν φαινόταν πουθενά. Άρχισε να απελπίζεται και πή-
γε προς το μπάνιο για να πει στη Νόρα τι είχε συμβεί, αλ-
λά θυμήθηκε το λουτρό του ισογείου. Ξανακατέβηκε τρέ-
χοντας τις σκάλες και έτρεξε στο μπάνιο, όπου βρήκε αυ-
τό που φοβόταν.
Ο Αϊνστάιν είχε κάνει εμετό στην τουαλέτα, αλλά φαί-
νεται ότι δεν είχε τη δύναμη να τραβήξει το καζανάκι. Ή-
ταν πεσμένος στο πάτωμα, με το πλευρό. Ο Τράβις γονά-
τισε δίπλα του και τον άκουσε να ανασαίνει με δυσκολία.
Όταν του μίλησε, ο σκύλος προσπάθησε να σηκώσει το
κεφάλι του, αλλά δεν τα κατάφερε. Από τα μάτια του έ-
τρεχε ένα κίτρινο υγρό, το ίδιο και από τα ρουθούνια του.
Ο Τράβις έβαλε το χέρι του στο λαιμό του και αισθάνθηκε
την καρδιά του να χτυπά άρρυθμα, με δυσκολία.
«Όχι», είπε ο Τράβις. «Ω, όχι. Δε θ' αφήσω να συμβεί
πάλι το ίδιο, αγόρι μου. Δε θ' αφήσω να συμβεί το ίδιο».
Σηκώθηκε και στράφηκε προς την πόρτα. Ο Αϊνστάιν
γρύλισε σιγανά, σαν να του έλεγε να μην τον αφήσει μόνο.
«Θα γυρίσω αμέσως», του είπε ο Τράβις. «Μη φοβά-
σαι, θα γυρίσω αμέσως».
Ανέβηκε πάλι τις σκάλες, τρέχοντας ακόμη πιο γρήγο-
ρα από πριν, και όρμησε στην κρεβατοκάμαρα. Η Νόρα
μόλις έβγαινε από το μπάνιο. Ήταν γυμνή κι έσταζε νερά.
Ο Τράβις της φώναξε πανικόβλητος: «Ντύσου γρήγο-
ρα, πρέπει να τον πάμε στον κτηνίατρο. Για όνομα του
Θεοΰ, κάνε γρήγορα».
«Τι έγινε;» ρώτησε αυτή κατάπληκτη.
«Ο Αϊνστάιν! Κάνε γρήγορα! Μου φαίνεται ότι πεθαίνει».
Άρπαξε την κουβέρτα από το κρεβάτι και κατέβηκε
πάλι κάτω, αφήνοντας τη Νόρα να ντυθεί. Ο Αϊνστάιν α-
νάσαινε με δυσκολία. Ο Τράβις δίπλωσε την κουβέρτα
στα τέσσερα, την έστρωσε στο πάτωμα και έβαλε πάνω
της το σκύλο.
Ο Αϊνστάιν άφησε ένα γρύλισμα, σαν να πονούσε από
τη μετακίνηση.
«Εντάξει, εντάξει», είπε ο Τράβις. «Μη φοβάσαι, θα
γίνεις καλά».
Η Νόρα φάνηκε στην πόρτα, κουμπώνοντας την μπλού-
ζα της. Τα ρούχα της ήταν βρεγμένα, γιατί δεν είχε σκου-
πιστεί, τα μαλλιά της το ίδιο.
«Ω, όχι, όχι», είπε με πνιγμένη φωνή.
Πήγε να σκύψει για να χαϊδέψει τον Αϊνστάιν, αλλά
δεν είχαν περιθώριο για καθυστερήσεις. «Τρέχα φέρε το
φορτηγάκι μπροστά», της είπε ο Τράβις.
Η Νόρα έτρεξε στο στάβλο, ενώ ο Τράβις δίπλωσε την
κουβέρτα γύρω από τον Αϊνστάιν και τον σήκωσε στην α-
γκαλιά του. Ο σκύλος γρύλισε πάλι πονεμένα. Ο Τράβις
τον κουβάλησε έξω από το σπίτι και έκλεισε την πόρτα πί-
σω του χωρίς να την κλειδώσει. Το τελευταίο πράγμα που
τον ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή ήταν η ασφάλεια.
Έξω έκανε κρύο και φυσούσε. Άκουσε τη μηχανή του
φορτηγού να παίρνει μπροστά στο στάβλο και άρχισε να
κατεβαίνει με προσοχή τα σκαλιά της βεράντας. Μια στιγ-
μή αργότερα, το φορτηγάκι σταματούσε μπροστά του. Ο
Τράβις μπήκε μέσα, κρατώντας το σκύλο στην αγκαλιά
του. Έτρεμε ολόκληρος και συνειδητοποίησε ότι έκλαιγε
από τη στιγμή που βρήκε τον Αϊνστάιν στο πάτωμα του
μπάνιου. Είχε περάσει δύσκολες στιγμές στο στρατό, είχε
κινδυνεύσει, χωρίς ποτέ να πανικοβληθεί. Τώρα όμως τα
πράγματα ήταν διαφορετικά. Τώρα, κινδύνευε ο Αϊνστάιν
και ήταν σαν να κινδύνευε το ίδιο του το παιδί. Η Νόρα έ-
κλαιγε κι αυτή, αλλά ήταν πιο ψύχραιμη. Ξεκίνησαν για
την Καρμέλ, όπου σίγουρα θα έβρισκαν έναν κτηνίατρο.
Στο δρόμο ο Τράβις μιλούσε στον Αϊνστάιν, προσπα-
θώντας να τον καθησυχάσει. «Όλα θα πάνε καλά, μην α-
νησυχείς. Δεν είναι τίποτα σοβαρό, σε λίγο θα είσαι πάλι
μια χαρά».
Ο Αϊνστάιν γρύλισε και πήγε να κινηθεί. Ο Τράβις κα-
τάλαβε τι σκεφτόταν. Φοβόταν ότι ο κτηνίατρος θα έβλεπε
το τατουάζ στο αυτί του και θα τον έστελναν πάλι στο ερ-
γαστήριο.
«Μην ανησυχείς γι'αυτό, αγόρι μου. Κανείς δεν πρό-
κειται να σε πάρει μακριά μας. Μα το Θεό, όχι. Θα πρέ-
πει να περάσουν πρώτα πάνω από το πτώμα μου, κι αυτό
δε θα το καταφέρουν ποτέ».
«Ποτέ», είπε και η Νόρα με σφιγμένα δόντια.
Αλλά ο Αϊνστάιν άρχισε να τρέμει. Ο Τράβις θυμήθηκε
το μήνυμα στο δάπεδο του κελαριού: ΠΟΛΥ ΑΡΡΩΣΤΟΣ...
ΦΟΒΑΜΑΙ. ΦΟΒΑΜΑΙ.
«Μη φοβάσαι», είπε ικετευτικά. «Δεν υπάρχει κανέ-
νας λόγος να φοβάσαι».
Αλλά, παρά τις διαβεβαιώσεις του Τράβις, ο Αϊνστάιν
συνέχισε να τρέμει και να φοβάται -και ο Τράβις φοβό-
ταν κι αυτός.
Η Νόρα σταμάτησε σε ένα βενζινάδικο, στα προάστια της
Καρμέλ, όπου βρήκε στον τηλεφωνικό κατάλογο τη διεύ-
θυνση ενός κτηνιάτρου, του δόκτορα Τζέιμς Κιν, και τηλε-
φώνησε για να βεβαιωθεί ότι δεν λείπει. Λίγα λεπτά αρ-
γότερα το φορτηγάκι σταματούσε μπροστά στο ιατρείο,
που ήταν μέσα στο σπίτι του γιατρού, ένα παράξενο διώ-
ροφο μέγαρο αγγλικού ρυθμού.
Καθώς ανέβαιναν τον πλακόστρωτο δρόμο του κήπου,
με τον Τράβις να κρατά στην αγκαλιά του τον Αϊνστάιν, ο
δόκτωρ Κιν άνοιξε την πόρτα, σαν να τους περίμενε. Ή-
ταν ένας ψηλός άντρας με θλιμμένο πρόσωπο και καστα-
νά καλοσυνάτα μάτια.
«Περάστε από δω, παρακαλώ», τους είπε, κλείνοντας
την πόρτα πίσω τους. Τους οδήγησε σε ένα στενό διάδρο-
μο που έβγαζε στο λίβινγκ ρουμ. Στην πόρτα του δωματί-
ου στεκόταν ένας σκύλος, ένα μαύρο λαμπραντόρ, που
τους κοίταξε σοβαρά, σαν να καταλάβαινε την κατάσταση
του Αϊνστάιν, και δεν τους ακολούθησε.
Από εκεί πέρασαν στο πίσω μέρος του σπιτιού, όπου
βρισκόταν ένα καθαρό λευκό χειρουργείο. Γύρω γύρω
στους τοίχους υπήρχαν ντουλάπια με μπουκαλάκια και
φάρμακα. Ο Τράβις ακούμπησε μαλακά τον Αϊνστάιν σε
ένα χειρουργικό τραπέζι και τράβηξε την κουβέρτα από
πάνω του.
Η Νόρα είδε ότι ο Τράβις ήταν τρομερά ταραγμένος.
Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και ρουφούσε συνέχεια
την μύτη του, αν και είχε σταματήσει να κλαίει. Η ίδια εί-
χε καταρρεύσει τη στιγμή που έφτασαν μπροστά στο σπίτι
και τώρα στεκόταν δίπλα στον Τράβις και έκλαιγε σιγά.
Φαίνεται ότι ο γιατρός ήταν συνηθισμένος να βλέπει
τόσο έντονες αντιδράσεις από τα αφεντικά των ζώων που
νοσήλευε, γιατί δεν έδειξε να παραξενεύεται. Εξέτασε
την καρδιά και τα πνευμόνια του Αϊνστάιν με ένα στηθο-
σκόπιο, ψηλάφησε την κοιλιά του και κοίταξε τα μάτια
του με ένα οφθαλμοσκόπιο. Ο Αϊνστάιν ήταν συνέχεια α-
κίνητος, σαν παράλυτος. Η μόνη ένδειξη ότι ζούσε ήταν
τα σιγανά γρυλίσματα που άφηνε κάθε τόσο και η βαριά
αναπνοή του.
Δεν μπορεί να είναι σοβαρό, σκεφτόταν η Νόρα, ενώ
σκούπιζε τα μάτια της με ένα χαρτομάντιλο.
«Πώς τον λένε;» ρώτησε ο δόκτωρ Κιν.
«Αϊνστάιν», είπε ο Τράβις.
«Πόσο καιρό τον έχετε;»
«Μερικούς μήνες».
«Έχει κάνει τα εμβόλιά του;»
«Όχι», είπε ο Τράβις. «Όχι, που να πάρει η οργή».
«Γιατί;»
«Είναι... είναι μια μεγάλη ιστορία», απάντησε ο Τρά-
βις. «Αλλά υπήρχαν κάποιοι λόγοι που δε μας επέτρεπαν
να του κάνουμε εμβόλια».
«Κανένας λόγος δεν είναι αρκετά σοβαρός», είπε αυ-
στηρά ο Κιν. «Δεν έχει άδεια και δεν έχει κάνει εμβόλια.
Είναι μεγάλη ανευθυνότητα να μην κάνετε τα απαραίτητα
εμβόλια στο σκύλο σας».
«Το ξέρω», είπε στενοχωρημένος ο Τράβις. «Το ξέρω».
«Τι έχει πάθει;» ρώτησε η Νόρα, ενώ ταυτόχρονα σκε-
φτόταν: Δεν μπορεί να είναι τόσο σοβαρό, δεν μπορεί.
Ο Κιν χάιδεψε απαλά τον Αϊνστάιν. «Έχει τη νόσο
των σκύλων», είπε.
* * *

Είχαν μετακινήσει τον Αϊνστάιν σε μια γωνιά του χει-


ρουργείου, όπου ήταν τώρα ξαπλωμένος πάνω σε ένα ει-
δικό στρώμα με πλαστικό κάλυμμα. Για να μην μπορεί να
σηκωθεί και να απομακρυνθεί -αν κάποια στιγμή έβρισκε
τις δυνάμεις του-, ήταν δεμένος με ένα κοντό λουρί που ή-
ταν στερεωμένο στον τοίχο με έναν κρίκο.
Ο δόκτωρ Κιν του είχε κάνει ήδη μια ένεση. «Αντιβιο-
τικά», τους εξήγησε. «Δεν είναι αποτελεσματικά για τη
νόσο των σκύλων, αλλά τα δίνουμε για να αποφύγουμε τις
δευτερεύουσες βακτηριδιακές λοιμώξεις».
Ο γιατρός είχε βάλει επίσης στο σκύλο ορό, για να κα-
ταπολεμήσει την αφυδάτωση. 'Οταν όμως πήγε να του φο-
ρέσει φίμωτρο, η Νόρα και ο Τράβις διαμαρτυρήθηκαν έ-
ντονα.
«Δεν το κάνω επειδή φοβάμαι μήπως μας δαγκώσει»,
τους εξήγησε ο δόκτωρ Κιν. «Είναι για το δικό του καλό,
για να μη δαγκώσει τη βελόνα. Αν ξαναβρεί για μια στιγ-
μή τις δυνάμεις του, θα κάνει ό,τι κάνουν όλα τα σκυλιά
-θα αρχίσει να γλείφει και να δαγκώνει την πληγή».
«Όχι. Αυτός ο σκύλος δεν είναι σαν τους άλλους», εί-
πε ο Τράβις. Πέρασε δίπλα στον Κιν και έβγαλε το φίμω-
τρο από τον Αϊνστάιν.
Ο γιατρός πήγε να διαμαρτυρηθεί, μετά όμως άλλαξε
γνώμη. «Εντάξει -προς το παρόν. Έτσι κι αλλιώς, είναι
πολύ εξασθενημένος για να κάνει κάτι τέτοιο».
Η Νόρα προσπαθούσε ακόμη να αρνηθεί την τρομερή
αλήθεια. «Μα πώς είναι δυνατόν να είναι τόσο σοβαρά
άρρωστος; Τα συμπτώματά του ήταν πολύ ελαφρά και πέ-
ρασαν εντελώς ύστερα από μερικές μέρες».
«Τα μισά από τα σκυλιά που παθαίνουν τη νόσο των
σκύλων δεν παρουσιάζουν καθόλου συμπτώματα», είπε ο
κτηνίατρος. «Αλλα, πάλι, παρουσιάζουν μια ελαφριά α-
διαθεσία, με συμπτώματα που εμφανίζονται και εξαφανί-
ζονται από τη μια μέρα στην άλλη. Μερικά, όπως ο Αϊν-
στάιν, αρρωσταίνουν βαριά. Η ασθένεια μπορεί να επι-
δεινωθεί σταδιακά, ή μπορεί να αλλάξει ξαφνικά και, από
εκεί που υπάρχουν μόνο ελαφρά συμπτώματα, να παρου-
σιάσει μια τέτοια σοβαρή κατάσταση. Αλλά εδώ υπάρχει
και κάτι που μας δίνει ελπίδες».
Ο Τράβις καθόταν δίπλα στον Αϊνστάιν. Ακούγοντας
το δόκτορα Κιν, σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε ανυπό-
μονα. «Ελπίδες; Τι εννοείς, γιατρέ;»
«Η κατάσταση του σκύλου, πριν πάθει τη νόσο, καθο-
ρίζει συχνά και την πορεία της αρρώστιας. Τα συμπτώμα-
τα είναι πιο έντονα στα ζώα που δεν τα φροντίζουν και
δεν τα τρέφουν καλά. Απ' ό,τι βλέπω, όμως, ο Αϊνστάιν εί-
χε πολύ καλή φροντίδα».
«Ναι, τον ταΐζαμε καλά και φροντίζαμε να ασκείται
συχνά», είπε ο Τράβις.
«Και τον πλέναμε πολύ συχνά -ίσως περισσότερο απ'
όσο έπρεπε», πρόσθεσε η Νόρα.
Ο δόκτωρ Κιν χαμογέλασε με επιδοκιμασία. «Τότε, έ-
χουμε μεγάλες ελπίδες», είπε. «Μεγάλες ελπίδες».
Η Νόρα κοίταξε τον Τράβις και μετά στράφηκε στον
κτηνίατρο. Έπρεπε να κάνει την τρομερή ερώτηση: «Για-
τρέ, θα γίνει καλά, έτσι δεν είναι; Δε... δε θα πεθάνει, ε;»
Ο δόκτωρ Κιν πλησίασε τη Νόρα και ακούμπησε τα
χέρια του στους ώμους της. «Αγαπητή μου, βλέπω ότι αγα-
πάς αυτόν το σκύλο σαν παιδί σου, έτσι δεν είναι;»
Εκείνη δάγκωσε τα χείλη και κούνησε καταφατικά το
κεφάλι.
«Τότε, πρέπει να έχεις πίστη. Πίστη στο Θεό, που φρο-
ντίζει όλα τα ζώα, και να έχεις λίγη πίστη και σ' εμένα ε-
πίσης. Μπορώ να σου πω ότι είμαι πολύ καλός στη δου-
λειά μου και ότι αξίζω την πίστη σου».
«Το πιστεύω αυτό», είπε η Νόρα.
«Ναι, αλλά τι πιθανότητες έχει, γιατρέ;» ρώτησε ο
Τράβις, που καθόταν ακόμη κοντά στον Αϊνστάιν. «Μίλα
μας καθαρά».
Ο Κιν γύρισε και τον κοίταξε. «Το υγρό που τρέχει από
τα μάτια και τη μύτη του είναι ακόμα πολύ αραιό. Και δεν
έχει εμφανίσει ακόμη κανένα από τα πολύ σοβαρά συ-
μπτώματα. Είπατε ότι έκανε εμετό. Μήπως είχε διάρροια;»
«Όχι. Μόνο εμετό», είπε ο Τράβις.
«Έχει υψηλό πυρετό, αλλά όχι σε επικίνδυνο βαθμό.
Μήπως είδατε να έχει υπερβολική σιελόρροια;»
«Όχι», είπε η Νόρα.
«Είχε καθόλου κρίσεις στις οποίες κουνούσε το κεφάλι
και δάγκωνε τον αέρα, σαν να είχε μια άσχημη γεύση στο
στόμα του;»
«Όχι», είπαν ο Τράβις και η Νόρα μαζί.
«Τον έχετε δει να τρέχει κάνοντας κύκλους, ή να πέ-
φτει κάτω χωρίς λόγο; Ή να είναι ξαπλωμένος στο πλευ-
ρό και να κλοτσά δυνατά, σαν να τρέχει; Ή να περιπλα-
νιέται άσκοπα μέσα στο δωμάτιο, να έχει σπασμούς και
τικ -τίποτα τέτοιο;»
«Όχι, όχι», είπε ο Τράβις.
«Θεέ μου!» αναφώνησε η Νόρα τρομαγμένη. «Μπορεί
να τα πάθει όλα αυτά;»
«Αν μπει στο δεύτερο στάδιο της νόσου, ναι», είπε ο
Κιν. «Μετά έχουμε προσβολή του εγκεφάλου. Κρίσεις
που μοιάζουν σαν τις επιληπτικές. Εγκεφαλίτιδα».
Ο Τράβις τινάχτηκε ξαφνικά όρθιος και πλησίασε τον
Κιν. Το πρόσωπο του ήταν κατάχλομο και τα μάτια του
γεμάτα φόβο. «Προσβολή του εγκεφάλου; Αν γίνει καλά,
θα υπάρχει... εγκεφαλική βλάβη;»
Η Νόρα αισθάνθηκε ναυτία και ζάλη και πιάστηκε α-
πό το τραπέζι. Ο Αϊνστάιν, που ήταν έξυπνος όσο και έ-
νας άνθρωπος, να πάθει εγκεφαλική βλάβη... Να περάσει
την υπόλοιπη ζωή του μέσα σε ένα σκοτάδι, ξέροντας ότι
στο παρελθόν ήταν κάτι το ξεχωριστό...
«Τα περισσότερα σκυλιά που μπαίνουν στο δεύτερο
στάδιο δεν επιζούν», είπε ο Κιν. «Αλλά, αν το δικό σας
μπει σ' αυτό το δεύτερο στάδιο και παρ' όλα αυτά κατα-
φέρει να επιζήσει, σίγουρα θα του μείνει κάποια εγκεφα-
λική βλάβη. Όχι κάτι το τρομερά σοβαρό, αλλά μπορεί, ας
πούμε, να πάσχει σε όλη την υπόλοιπη ζωή του από χο-
ρεία, δηλαδή σπασμούς και τικ. Κατά τα άλλα, όμως, θα
μπορούσε να ζήσει μια φυσιολογική ζωή και να είναι ένα
πολύ καλό ζώο».
Ο Τράβις κόντεψε να βάλει τις φωνές. «Δε μ' ενδιαφέ-
ρει αν θα είναι καλό ζώο. Δε μ' ενδιαφέρουν οι σωματικές
συνέπειες της βλάβης. Μ' ενδιαφέρει το μυαλό του!»
«Θ' αναγνωρίζει τα αφεντικά του βέβαια», είπε ο για-
τρός, «και θα σας φέρεται στοργικά. Μπορεί να κοιμάται
πολύ, ή να μην έχει την παλιά τον ενεργητικότητα. Σίγου-
ρα όμως δε θα ξεχάσει την εκπαίδευση που τον έχετε κά-
νει στο θέμα της τουαλέτας και...»
«Δε δίνω δεκάρα αν αρχίσει να κατουράει σ' όλο το
σπίτι», είπε ο Τράβις τρέμοντας, «φτάνει να σκέφτεταιΐ»
«Να σκέφτεται;» ρώτησε παραξενεμένος ο δόκτωρ Κιν.
«Μα... τι ακριβώς εννοείτε; Δεν είναι παρά ένας σκύλος».
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο κτηνίατρος είχε δεχτεί σαν
φυσιολογικές τις εκδηλώσεις της λύπης τους. Τώρα όμως
άρχισε να τους κοιτάζει παράξενα.
«Εντάξει», είπε η Νόρα, «αλλά ο Αϊνστάιν έχει μπει
στο δεύτερο στάδιο;» Έκανε την ερώτηση για να αλλάξει
τη συζήτηση, αλλά κυρίως επειδή ανυπομονούσε να μάθει
την απάντηση.
«Απ' ό,τι είδα μέχρι τώρα», απάντησε ο Κιν, «βρίσκε-
ται ακόμη στσ πρώτο στάδιο. Και τώρα που άρχισε η θε-
ραπεία του, αν μέσα στις επόμενες είκοσι τέσσερις ώρες
δεν επιδεινωθούν τα συμπτώματά του, νομίζω ότι έχουμε
καλές πιθανότητες να παραμείνει στο πρώτο στάδιο και
να γίνει καλά».
«Και δεν υπάρχει εγκεφαλική βλάβη στο πρώτο στά-
διο;» ρώτησε ο Τράβις, με μια ένταση που έκανε τον Κιν
να συνοφρυωθεί.
«Όχι, στο πρώτο στάδιο δεν υπάρχει τέτοιος φόβος».
«Κι αν παραμείνει στο πρώτο στάδιο δε θα πεθάνει;»
ρώτησε η Νόρα.
«Αγαπητή μου», είπε ο Κιν με απαλή φωνή, «έχει με-
γάλες πιθανότητες να επιζήσει από το πρώτο στάδιο, χω-
ρίς να υπάρξουν συνέπειες αργότερα. Θέλω να σας βε-
βαιώσω ότι οι πιθανότητες του Αϊνστάιν να γίνει καλά εί-
ναι πολύ μεγάλες. Από την άλλη μεριά, όμως, δε θέλω να
σας δώσω ψεύτικες ελπίδες. Αυτό θα ήταν σκληρό από
μέρους μου. Ακόμη και αν η ασθένεια δεν προχωρήσει
πέρα από το πρώτο στάδιο... ο Αϊνστάιν θα μπορούσε να
πεθάνει. Τα ποσοστά είναι υπέρ της ζωής, αλλά ο θάνατος
δεν αποκλείεται».
Η Νόρα άρχισε να κλαίει πάλι. Νόμιζε ότι θα μπορού-
σε να συγκρατηθεί, αλλά της ήταν αδύνατο. Πήγε κοντά
στον Αϊνστάιν και ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του.
Ο Κιν είχε αρχίσει να ενοχλείται κάπως από τις παρα-
τραβηγμένες αντιδράσεις τους. «Ακούστε», είπε με λίγο
αυστηρό τόνο στη φωνή του, «το μόνο που μπορούμε να
κάνουμε είναι να τον φροντίσουμε με τον καλύτερο δυνα-
τό τρόπο και να ελπίζουμε. Θα πρέπει να μείνει εδώ, βέ-
βαια, γιατί η θεραπεία που θα του κάνω είναι περίπλοκη
και πρέπει να γίνει κάτω από την επίβλεψη κτηνιάτρου.
Θα πρέπει να του έχω ενδοφλέβιο ορό, να του δίνω αντι-
βιοτικά... καθώς και σπασμολυτικά και καταπραϋντικά,
αν παρουσιάσει σπασμούς».
Ο Αϊνστάιν ρίγησε, σαν να είχε καταλάβει τα λόγια
του γιατρού.
«Εντάξει, βέβαια», είπε ο Τράβις. «Πρέπει οπωσδήπο-
τε να μείνει εδώ, στο ιατρείο σας. Και θα μείνουμε κι ε-
μείς μαζί του».
«Μα δε χρειάζεται...» άρχισε να λέει ο Κιν.
«Ναι, βέβαια, σωστά, δε χρειάζεται», είπε ο Τράβις,
«αλλά θέλουμε να μείνουμε και δεν έχουμε πρόβλημα-
μπορούμε να κοιμηθούμε εδώ, στο πάτωμα, απόψε».
«Μα... φοβάμαι πως αυτό είναι αδύνατο», είπε ο Κιν.
«Όχι, όχι, είναι απόλυτα δυνατό», επέμεινε ο Τράβις,
προσπαθώντας να πείσει τον Κιν. «Μην ανησυχείς για
μας, γιατρέ. Θα βολευτούμε μια χαρά. Ο Αϊνστάιν μας
χρειάζεται εδώ, γι' αυτό θα μείνουμε. Το σημαντικό είναι
να μείνουμε -και φυσικά θα πληρώσουμε επιπλέον για
την αναστάτωση που σου προκαλούμε».
«Μα εδώ δεν είναι ξενοδοχείο!»
«Πρέπει να μείνουμε», είπε ανυποχώρητα η Νόρα.
«Κοιτάξτε να δείτε», είπε ο Κιν. «Δεν είμαι παράλογος
άνθρωπος, αλλά...»
Ο Τράβις έπιασε το δεξί χέρι του γιατρού και με τα
δυο του χέρια και το έσφιξε, ξαφνιάζοντας τον Κιν. «Για-
τρέ, σε παρακαλώ, πρέπει να σου εξηγήσω γιατί επιμέ-
νουμε. Ξέρω ότι αυτό που ζητάμε είναι ασυνήθιστο. Και,
ξέρω ότι θα μας έχεις πάρει για τρελούς έτσι όπως κάνου-
με, αλλά έχουμε τους λόγους μας, και είναι σοβαροί λό-
γοι. Αυτό εδώ δεν είναι συνηθισμένο σκυλί, γιατρέ. Μου
έχει σώσει τη ζωή...»
«Και έχει σώσει και τη δική μου», είπε η Νόρα. «Σε
μια διαφορετική περίπτωση».
«Και μας ένωσε», συνέχισε ο Τράβις. «Χωρίς τον Αϊν-
στάιν, δε θα είχαμε συναντηθεί, δε θα είχαμε παντρευτεί
και θα ήμαστε και σι δΰο νεκροί».
Ο Κιν τους κοίταξε κατάπληκτος. «Θέλετε να πείτε ότι
σας έσωσε τη ζωή -κυριολεκτικά; Και σε δΰο διαφορετικά
περιστατικά;»
«Ναι», είπε η Νόρα.
«Και μετά σας γνώρισε μεταξΰ σας και παντρευτήκατε;»
«Ναι», απάντησε ο Τράβις. «Μας άλλαξε τη ζωή με τό-
σο πολλοΰς τρόπους, που είναι αδΰνατο να τους μετρή-
σουμε ή και να τους εξηγήσουμε».
Ο γιατρός κοίταξε τη Νόρα και μετά χαμήλωσε τα κα-
λοσυνάτα μάτια του στον Αϊνστάιν, που ανάσαινε με δυ-
σκολία. «Ψοφάω να ακοΰω ιστορίες με ηρωικά σκυλιά»,
είπε. «Θέλω να μου την πείτε κι αυτή».
«Και βέβαια», του υποσχέθηκε η Νόρα. Αλλά με κά-
ποιες αλλαγές, σκέφτηκε.
«Όταν ήμουν πέντε χρονών», είπε ο Τζέιμς Κιν, «με έ-
σωσε από πνιγμό ένα μαΰρο λαμπραντόρ».
Η Νόρα θυμήθηκε το όμορφο μαΰρο λαμπραντόρ που
είχαν δει στο λίβινγκ ρουμ και αναρωτήθηκε αν ήταν από-
γονος του ζώου που είχε σώσει τον Κιν.
«Εντάξει», είπε ο γιατρός, «μπορείτε να μείνετε».
«Ευχαριστούμε», είπε ο Τράβις και η φωνή του έσπα-
σε. «Ευχαριστούμε».
«Αλλά πρέπει να περάσουν τουλάχιστον σαράντα οχτώ
ώρες μέχρι να σιγουρευτούμε για το αν θα ζήσει ο Αϊν-
στάιν».
«Εντάξει. Σαράντα οχτώ ώρες δεν είναι τίποτα», είπε
ο Τράβις. «Απλώς, θα κοιμηθούμε δυο βράδια στο πάτω-
μα. Δεν υπάρχει πρόβλημα».
«Υποψιάζομαι ότι αυτές οι σαράντα οχτώ ώρες θα σας
φανούν μία αιωνιότητα», είπε ο Κιν. Κοίταξε το ρολόι του.
«Η βοηθός μου θα έρθει σε δέκα λεπτά περίπου και λίγο
αργότερα θα ανοίξουμε το ιατρείο για το πρωί. Δεν μπορώ
να σας έχω εδώ όσο θα βλέπω άλλους ασθενείς. Και θα εί-
ναι δύσκολο να περιμένετε στην αίθουσα αναμονής, μαζί
με τα άλλα αφεντικά των άρρωστων ζώων. Θα πάθετε χει-
ρότερη κατάθλιψη. Μπορείτε λοιπόν να περιμένετε στο λί-
βινγκ ρουμ και όταν κλείσει το ιατρείο το απόγευμα μπο-
ρείτε να γυρίσετε εδώ και να καθίσετε με τον Αϊνστάιν».
«Μπορούμε να του ρίχνουμε μια ματιά πότε πότε;» ρώ-
τησε ο Τράβις.
«Εντάξει», είπε χαμογελώντας ο Κιν. «Αλλά μόνο μια
ματιά».
Η Νόρα είχε ακουμπισμένο το χέρι της πάνω στον Αϊν-
στάιν και αισθάνθηκε τα ρίγη του να σταματούν, σαν να
ανακουφίστηκε ακούγοντας ότι θα έμεναν κοντά του.

Το πρωινό πέρασε αργά, γεμάτο αγωνία. Στο λίβινγκ


ρουμ του δόκτορα Κιν υπήρχαν τηλεόραση, βιβλία και πε-
ριοδικά, αλλά ούτε η Νόρα ούτε ο Τράβις είχαν διάθεση
για διάβασμα, ή για να δουν τηλεόραση. Κάθε μισή ώρα
περίπου πήγαιναν ένας ένας στο χειρουργείο και έβλεπαν
τον Αϊνστάιν. Η κατάστασή του δεν φαινόταν να χειροτε-
ρεύει, αλλά ούτε και να καλυτερεύει. Ο Κιν μπήκε σε μια
στιγμή στο λίβινγκ ρουμ και τους είπε ότι μπορούσαν να
πάρουν αναψυκτικά από το ψυγείο, ή να φτιάξουν καφέ.
Μετά τους έδειξε το μαύρο λαμπραντόρ που στεκόταν δί-
πλα του. «Αυτός εδώ είναι ο Πούκα. Είναι καλό σκυλάκι,
θα το συμπαθήσετε αμέσως».
Πραγματικά, ο Πούκα ήταν πολύ φιλικό σκυλί. Η Νό-
ρα έπαιξε λίγο μαζί του και τον χάιδεψε, ο Τράβις όμως
δεν μπορούσε να χαλαρώσει. Για κάμποση ώρα βημάτιζε
πάνω κάτω, μετά κάθισε στην άκρη μιας πολυθρόνας και
στη συνέχεια σηκώθηκε και έμεινε για πολλή ώρα όρθιος
μπροστά σε ένα παράθυρο, κοιτάζοντας έξω.
«Λες να είδε το τατουάζ ο Κιν;» ρώτησε κάποια στιγμή.
«Δεν ξέρω. Ίσως όχι».
«Λες να έχουν στείλει στ' αλήθεια περιγραφή του Αϊν-
στάιν στους κτηνιάτρους; Θα καταλάβει ο Κιν τι σημαίνει
το τατουάζ;»
«Ίσως όχι», απάντησε η Νόρα. «Ίσως να γινόμαστε υ-
περβολικοί με αυτή την υπόθεση».
Όμως, υστέρα από τα όσα τους είπε ο Γκάρισον για τα
μέτρα που είχε πάρει η YEA για να μην τον αφήσει να έρ-
θει σε επαφή μαζί τους, ήξεραν και οι δυο ότι η έρευνα
για το σκΰλο πρέπει να συνεχιζόταν.

Από τις δώδεκα το μεσημέρι μέχρι τις δΰο ο δόκτωρ Κιν έ-


κλεινε το ιατρείο του για μεσημεριανό φαγητό. Κάλεσε τη
Νόρα και τον Τράβις να φάνε μαζί του στη μεγάλη κουζί-
να. Έφαγαν σαλάτα και λαζάνια, που είχε φτιάξει ο Κιν
από την προηγούμενη μέρα και τα είχε στην κατάψυξη. Το
φαγητό ήταν καλό, αλλά οΰτε η Νόρα οΰτε ο Τράβις μπό-
ρεσαν να φάνε.
Όσο περισσότερο γνώριζαν το γιατρό, τόσο τον συ-
μπαθούσαν. Ήταν εύθυμος άνθρωπος και αγαπούσε πολύ
τα ζώα, ιδιαίτερα τα σκυλιά. Τους μίλησε για το μαύρο
λαμπραντόρ, τον Κινγκ, που τον έσωσε από βέβαιο πνιγμό
όταν ήταν μικρός και τους ζήτησε να του πουν πώς τους
είχε σώσει ο Αϊνστάιν. Ο Τράβις του αφηγήθηκε μια ιστο-
ρία γεμάτη αγωνία -ότι είχε πάει εκδρομή στο βουνό και
κόντεψε να πέσει πάνω σε μια πληγωμένη και θυμωμένη
αρκούδα. Αλλά ο Αϊνστάιν τον προειδοποίησε και μετά,
όταν το ζώο τον κυνήγησε, ο Αϊνστάιν του επιτέθηκε επα-
νειλημμένα αποσπώντας του την προσοχή από τον Τράβις.
Η ιστορία της Νόρας πλησίαζε περισσότερο την αλήθεια:
ότι της είχε επιτεθεί ένας επικίνδυνος ψυχοπαθής, αλλά
τον σταμάτησε ο Αϊνστάιν και τον ακινητοποίησε μέχρι να
έρθει η αστυνομία.
Ο Κιν εντυπωσιάστηκε. «Είναι πραγματικός ήρωας!»
Η Νόρα κατάλαβε ότι οι ιστορίες που του είπαν για
τον Αϊνστάιν επηρέασαν τόσο πολΰ τον κτηνίατρο, ώστε,
αν έβλεπε το τατουάζ και καταλάβαινε τη σημασία του, ί-
σως να τους άφηνε να φύγουν όταν γινόταν καλά ο Αϊν-
στάιν. Αν γινόταν καλά.
Καθώς μάζευαν τα πιάτα, ο Κιν είπε ξαφνικά: «Σαμ,
ξέρεις, αναρωτιόμουν γιατί η γυναίκα σου σε φωνάζει
Τράβις».
Ήταν προετοιμασμένοι για μια τέτοια ερώτηση. Από
τότε που πήραν τις καινούριες τους ταυτότητες, είχαν απο-
φασίσει ότι ήταν προτιμότερο να τον φωνάζει η Νόρα
«Τράβις», παρά να προσπαθεί να τον φωνάζει συνέχεια
Σαμ και σε κάποια κρίσιμη στιγμή να ξεχαστεί και να τον
πει Τράβις. Αν κάποιος τους ρωτούσε, θα έλεγαν ότι το
Τράβις ήταν ένα χαϊδευτικό παρατσούκλι που του είχε
δώσει η Νόρα για κάποιο δικό τους, προσωπικό λόγο. Αυ-
τό είπαν τώρα και στο γιατρό, αλλά. δεν είχαν την διάθεση
να προσπαθήσουν να γίνουν πειστικοί και δεν ήταν σίγου-
ροι αν ο Κιν τους πίστεψε.

Λίγο πριν ανοίξει το ιατρείο για το απόγευμα, ο Κιν πή-


ρε ένα τηλεφώνημα από τη βοηθό του, που του είπε ότι
είχε πάθει κάποια στομαχική διαταραχή και δεν μπορού-
σε να έρθει. Ο Τράβις του πρότεινε αμέσως να τον βοη-
θήσουν αυτοί.
«Δεν έχουμε ιδέα από κτηνιατρική, βέβαια, αλλά μπο-
ρούμε να κάνουμε όλες τις χειρωνακτικές δουλειές».
«Ναι», συμφώνησε η Νόρα, «καθώς και οτιδήποτε άλ-
λο, φτάνει να μας δείξεις πώς γίνεται».
Έτσι πέρασαν όλο το απόγευμα κρατώντας γάτες,
σκυλιά, παπαγάλους και κάθε είδους ζώα, για να τα εξε-
τάσει και να τα περιποιηθεί ο Τζιμ Κιν, δίνοντας του φάρ-
μακα, πλένοντας και απολυμαίνοντας εργαλεία, παίρνο-
ντας χρήματα και κόβοντας αποδείξεις. Μερικά ζώα έκα-
ναν εμετό ή διάρροια, με αποτέλεσμα να λερώσουν την
αίθουσα αναμονής ή το χειρουργείο, αλλά ο Τράβις και η
Νόρα τα καθάρισαν αδιαμαρτύρητα.
Το ιατρείο έκλεισε στις έξι το απόγευμα. Έφτιαξαν
φαγητό και έφαγαν μέσα σε μια ζεστή, φιλική ατμόσφαι-
ρα, σαν να γνωρίζονταν μήνες και όχι λιγότερο από μια
μέρα. Ο Τζιμ Κιν τους ετοίμασε το δωμάτιο των ξένων και
τους έδωσε ακόμη μερικές κουβέρτες για να στρώσουν
στο πάτωμα του χειρουργείου. Από TLÇ δέκα το βράδυ μέ-
χρι τις τρεις το πρωί, η Νόρα θα κοιμόταν στο κανονικό
κρεβάτι και ο Τράβις στο χειρουργείο. Μετά τις τρεις θα
άλλαζαν θέση.
Μερικές φορές ο Αϊνστάιν κοιμόταν και η ανάσα του
ήταν κανονική. Όταν όμως ξυπνούσε, άρχιζε να αναπνέει
με τρομερή δυσκολία και να γρυλίζει από πόνο και φόβο.
Τότε ο Τράβις άρχιζε να του μιλά για τις όμορφες στιγμές
που είχαν περάσει μαζί αυτούς τους τελευταίους έξι μήνες
και ο Αϊνστάιν φαινόταν να ηρεμεί κάπως από τον ήχο της
φωνής του.
Ο σκύλος δεν μπορούσε να κινηθεί καθόλου, έτσι δυο
φορές ούρησε πάνω στο πλαστικό που σκέπαζε το στρώ-
μα. Ο Τράβις το καθάρισε χωρίς να αισθανθεί καμιά δυ-
σαρέσκεια, με την τρυφερότητα ενός πατέρα που περιποι-
είται το άρρωστο παιδί του. Δυο φορές εκείνη τη νύχτα ο
Τζιμ Κιν κατέβηκε στο χειρουργείο φορώντας μια ρόμπα.
Την πρώτη φορά εξέτασε με προσοχή τον Αϊνστάιν και
του άλλαξε την μπουκάλα του ορού. Τη δεύτερη τον εξέ-
τασε πάλι και μετά του έκανε μια ένεση. Και στις δύο πε-
ριπτώσεις τόνισε στον Τράβις ότι σε αυτό το στάδιο δεν
περίμεναν να δουν βελτίωση. Ήταν αρκετό να μην επιδει-
νωθεί η κατάσταση.

Η Νόρα ήρθε να πάρει τη θέση του στις τρεις το πρωί.


Στην αρχή ο Τράβις δεν ήθελε να φύγει, επιμένοντας ότι
δεν θα μπορούσε να κοιμηθεί. Τελικά ανέβηκε πάνω, σω-
ριάστηκε στο κρεβάτι και αποκοιμήθηκε.
Ονειρεύτηκε ότι τον κυνηγούσε ένα τέρας με κίτρινα
μάτια, μακριά νύχια και μεγάλα σαγόνια σαν του κροκό-
δειλου. Προσπαθούσε να προστατεύσει τον Αϊνστάιν και
τη Νόρα, τους έσπρωχνε μπροστά του και τους φώναζε να
τρέξουν, να τρέξουν. Αλλά το τέρας βρέθηκε ξαφνικά
μπροστά τους, ξέσκισε τον Αϊνστάιν και όρμησε στη Νό-
ρα, και τελικά ο Τράβις σταμάτησε να τρέχει. Έπεσε στα
γόνατα και χαμήλωσε το κεφάλι, γιατί τώρα που είχε χά-
σει τη Νόρα και τον Αϊνστάιν ήθελε να πεθάνει. Άκουσε
το τέρας να πλησιάζει -κλικ-κλικ-κλικ- και περίμενε...
Η Νόρα τον ξύπνησε λίγο πριν από τις πέντε το πρωί.
«Ο Αϊνστάιν έχει σπασμούς», του είπε.

Όταν κατέβηκαν στο χειρουργείο, ο Τζιμ Κιν ήταν σκυμ-


μένος πάνω από τον Αϊνστάιν. Δεν μπορούσαν να κάνουν
τίποτα για να βοηθήσουν, έτσι έμειναν στη θέση τους κρα-
τώντας ο ένας τον άλλο.
Ύστερα από λίγα λεπτά, ο γιατρός σηκώθηκε. Φαινό-
ταν ανήσυχος και δεν έκανε καν τη συνηθισμένη του προ-
σπάθεια να χαμογελάσει ή να τους ενθαρρύνει. «Του έ-
δωσα κι άλλα σπασμολυτικά», είπε.
«Μπήκε στο δεύτερο στάδιο;» ρώτησε ο Τράβις.
«Ίσως όχι», απάντησε ο Κιν.
«Μπορεί να έχει σπασμούς και να είναι ακόμη στο
πρώτο στάδιο;»
«Δεν αποκλείεται».
«Αλλά δεν είναι και πιθανό».
«Όχι, δεν είναι πιθανό. Αλλά οΰτε και αποκλείεται».
Το δεύτερο στάδιο, σκέφτηκε η Νόρα. Έσφιξε πιο δυ-
νατά τον Τράβις.
Δεύτερο στάδιο. Προσβολή του εγκεφάλου. Εγκεφαλί-
τιδα. Χορεία. Εγκεφαλικές βλάβες. Εγκεφαλικές βλάβες.

Ο Τράβις δεν μπορούσε να ξαναπάει για ύπνο. Έμεινε


στο χειρουργείο με τη Νόρα και τον Αϊνστάιν όλη την υ-
πόλοιπη νύχτα. Αναψαν άλλο ένα μικρό φως, που δεν θα
ενοχλούσε τον Αϊνστάιν, και τον παρακολουθούσαν συνέ-
χεια μήπως παρουσιάσει τα συμπτώματα που τους είχε πει
ο Τζιμ Κιν: σπασμούς, συσπάσεις και κίνηση των σαγο-
νιών σαν κάτι να δάγκωνε.
Ο Αϊνστάιν δεν παρουσίασε κανένα από αυτά τα συ-
μπτώματα, αλλά το γεγονός αυτό δεν ενθάρρυνε τον Τρά-
βις. Ακόμα και αν ο Αϊνστάιν ήταν ακόμα στο πρώτο στά-
διο της ασθένειας και δεν περνούσε στο δεύτερο, φαινό-
ταν πολύ κοντά στο θάνατο.

Την άλλη μέρα, Παρασκευή, 3 του Δεκέμβρη, η βοηθός


του Τζιμ Κιν ήταν ακόμη άρρωστη, έτσι η Νόρα και ο
Τράβις βοήθησαν και πάλι το γιατρό.
Όταν σταμάτησαν για μεσημέρι, ο πυρετός του Αϊν-
στάιν δεν είχε πέσει ακόμη. Έ ν α κιτρινωπό υγρό συνέχιζε
να τρέχει από τα μάτια και τα ρουθούνια του. Φαινόταν
να ανασαίνει πιο εύκολα τώρα, αλλά η Νόρα, μέσα στην
απελπισία της, αναρωτιόταν μήπως ο σκύλος δεν έκανε
μεγάλη προσπάθεια για να αναπνεύσει, μήπως ακουγόταν
να ανασαίνει πιο εύκολα επειδή είχε εγκαταλείψει κάθε
προσπάθεια για να μείνει στη ζωή.
Στο μεσημεριανό φαγητό, δεν μπόρεσε να βάλει μπου-
κιά στο στόμα της. Το απόγευμα άρχισαν πάλι να έρχο-
νται πελάτες στο ιατρείο. Η Νόρα και ο Τράβις δούλευαν
συνέχεια, πράγμα που τους έκανε να ξεχάσουν λίγο την α-
νησυχία τους.
Στις πέντε παρά είκοσι, μια ώρα που η Νόρα θα θυμό-
ταν για όλη την υπόλοιπη ζωή της, ο Αϊνστάιν γάβγισε
ξαφνικά δύο φορές. Η Νόρα και ο Τράβις γύρισαν φοβι-
σμένοι, περιμένοντας να δουν το χειρότερο. Αλλά ο σκύ-
λος είχε σηκώσει το κεφάλι του -ήταν η πρώτη φορά που
είχε βρει τη δύναμη να το σηκώσει- και κοίταζε γύρω του
παραξενεμένος, σαν να αναρωτιόταν πού βρίσκεται.
Ο Τζιμ γονάτισε δίπλα του και τον εξέτασε με προσο-
χή. «Κοιτάξτε τα μάτια του», είπε. «Έχουν καθαρίσει αρ-
κετά». Πήρε ένα υγρό πανί και σκούπισε την κρούστα που
είχαν αφήσει τα υγρά κάτω από τα μάτια του Αϊνστάιν και
γύρω από τα ρουθούνια του. Μετά του έβαλε θερμόμετρο.
«Ο πυρετός πέφτει», είπε. «Έχει κατέβει δύο ολόκληρους
βαθμούς».
«Δόξα τω Θεώ», είπε ο Τράβις.
Η Νόρα αισθάνθηκε τα μάτια της να πλημμυρίζουν και
πάλι από δάκρυα.
«Ο κίνδυνος δεν έχει περάσει ακόμη», είπε ο Τζιμ. «Ο
σφυγμός του δεν είναι τόσο γρήγορος, αλλά ούτε είναι και
φυσιολογικός. Νόρα, πάρε ένα από εκείνα τα πιάτα και
γέμισέ το με νερό».
Η Νόρα γύρισε μερικές στιγμές αργότερα και άφησε
το πιάτο δίπλα στο γιατρό.
Ο Τζιμ το έσπρωξε κοντά στον Αϊνστάιν. «Τι λες, φί-
λε;» είπε.
Ο Αϊνστάιν σήκωσε πάλι το κεφάλι του από το στρώμα
και κοίταξε το πιάτο. Η γλώσσα του ήταν στεγνή και φαι-
νόταν σκεπασμένη από μια κολλώδη ουσία.
«Ίσως αν τον βοηθήσουμε;» είπε ο Τράβις.
«Όχι», απάντησε ο Κιν. «Άσ' τον να το σκεφτεί. Αυτός
θα ξέρει αν μπορεί να πιει. Δε χρειάζεται να του το δώ-
σουμε με το ζόρι, γιατί μπορεί να το βγάλει πάλι».
Ο Αϊνστάιν άλλαξε στάση πάνω στο στρώμα, βογκώ-
ντας με κάθε κίνηση, μύρισε το νερό και μετά έβαλε δ
στακτικά μέσα τη γλώσσα του. Δοκίμασε μια γουλιά, άλλ·
μια, και τελικά ήπιε το ένα τρίτο περίπου. Κατόπιν ανα-
στέναξε και ξάπλωσε πάλι.
Ο Τζιμ Κιν τον χάιδεψε για λίγο. «Πάμε καλά», είπε.
«Πιστεύω ότι με τον καιρό θα αναρρώσει εντελώς και θα
ξαναβρεί τις δυνάμεις του».

Με τον καιρό.
Αυτή η φράση ανησυχούσε πολύ τον Τράβις. Πόσο
καιρό θα χρειαζόταν ο Αϊνστάιν για να γίνει εντελώς κα-
λά; Όταν τους έβρισκε το Τέρας, ο Αϊνστάιν έπρεπε να
είναι υγιής και οι αισθήσεις του να λειτουργούν στην εντέ-
λεια. Αυτός ήταν το καλύτερο σύστημα προειδοποίησης
και ασφάλειας που είχαν.
Αφού έφυγε και ο τελευταίος ασθενής, γύρω στις πε-
ντέμισι, ο Τζιμ Κιν έφυγε για κάποια μυστηριώδη δουλειά
και γύρισε λίγο αργότερα με ένα μπουκάλι σαμπάνια.
«Δεν είμαι άνθρωπος του ποτού, αλλά ορισμένα γεγονότα
αξίζουν ένα μικρό εορτασμό».
Η Νόρα είχε ορκιστεί να μην πιει καθόλου στη διάρ-
κεια της εγκυμοσύνης της, αλλά κάτω από ορισμένες συν-
θήκες μπορεί να παραβεί κανείς ακόμα και τους σοβαρό-
τερους όρκους. Ήπιαν στο χειρουργείο, στην υγεία του
Αϊνστάιν, που τους παρακολούθησε για λίγα λεπτά, αλλά
μετά αποκοιμήθηκε και πάλι εξαντλημένος.
«Αυτός ο ύπνος, όμως, είναι φυσιολογικός», είπε ο
Τζιμ. «Δεν είναι από τα καταπραϋντικά».
«Πόσο καιρό θα χρειαστεί για να αναρρώσει;» ρώτησε
ο Τράβις.
«Μερικές μέρες ακόμη, ίσως μια βδομάδα. Πάντως, θα
ήθελα να τον κρατήσω εδώ για άλλες δύο μέρες τουλάχι-
στον. Εσείς μπορείται να γυρίσετε στο σπίτι σας, αν θέλε-
τε. Αν, πάλι, προτιμάτε να μείνετε, είστε ευπρόσδεκτοι.
Με βοηθήσατε πάρα πολύ αυτές τις μέρες».
«Θα μείνουμε», είπε αμέσως η Νόρα.
«Όμως, και μετά την ανάρρωση θα είναι ακόμη αδύ-
ναμος, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Τράβις.
«Στην αρχή, πολύ αδύναμος», απάντησε ο Τζιμ. «Σιγά
σιγά όμως θα ξαναβρεί τις δυνάμεις του. Είμαι σίγουρος
τώρα ότι δεν μπήκε καθόλου στο δεύτερο στάδιο, παρά
τους σπασμούς. Έτσι, μέχρι τον καινούριο χρόνο μάλλον
θα έχει ξαναβρεί τον παλιό εαυτό του».
Μέχρι τον καινούριο χρόνο. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα
μας βρει νωρίτερα το Τέρας, σκέφτηκε ο Τράβις.

Τη νύχτα, η Νόρα και ο Τράβις έκαναν πάλι συντροφιά


στον Αϊνστάιν σε δύο βάρδιες. Πρώτος κοιμήθηκε στο χει-
ρουργείο ο Τράβις και η Νόρα ήρθε να τον αντικαταστή-
σει στις τρεις το πρωί.
Όταν κατέβηκε η Νόρα, ο Αϊνστάιν κοιμόταν. «Ξύπνη-
σε καθόλου;» ρώτησε τον Τράβις.
«Ναι», απάντησε εκείνος. «Μερικές φορές».
«Του... του μίλησες καθόλου;»
«Ναι».
«Και;»
Ο Τράβις την κοίταξε για μια στιγμή. Το πρόσωπο του
ήταν σοβαρό, τραβηγμένο. «Του έκανα μερικές ερωτήσεις
που θα μπορούσε να απαντήσει με ναι ή όχι».
«Και;»
«Δε μου απάντησε. Απλώς με κοίταζε, χασμουριόταν
και αποκοιμιόταν ξανά».
«Είναι πολύ κουρασμένος», είπε η Νόρα, ελπίζοντας
ότι δεν είχε συμβεί αυτό που φοβόνταν. «Δεν έχει ακόμη
δυνάμεις για να απαντήσει».
«Ισως», είπε ο Τράβις. «Δεν ξέρω... αλλά μου φάνη-
κε... σαν να ήταν μπερδεμένος... σαν να μην καταλάβαινε».
«Είναι ακόμη άρρωστος», είπε εκείνη. «Δεν έχει συ-
νέλθει ακόμη. Είναι φυσικό να είναι ακόμη μπερδεμένος».
«Σαν να μην καταλάβαινε», επανέλαβε ο Τράβις.
«Θα του περάσει».
«Ναι», είπε αυτός. «Θα του περάσει». Αλλά δεν φαι-
νόταν να το πιστεύει.
Η Νόρα ήξερε τι σκεφτόταν ο Τράβις -ότι είχε χτυπή-
σει για άλλη μια φορά η κατάρα που τον βάραινε σε όλη
του τη ζωή. Η ίδια ήξερε ότι αυτά ήταν ανοησίες, καταλά-
βαινε όμως πόσο δύσκολο είναι να αποτινάξει κανείς το
παρελθόν. Ήξερε ακόμη ότι δεν μπορούσε να κάνει τίπο-
τα για να τον βγάλει από την απαισιοδοξία του -εκτός ί-
σως από το να τον φιλήσει, να τον σφίξει για λίγο στην α-
γκαλιά της και να τον στείλει επάνω για ύπνο.
Όταν έφυγε ο Τράβις, η Νόρα κάθισε στο πάτωμα δί-
πλα στον Αϊνστάιν. «Πρέπει να σου πω μερικά πράγματα,
κουταβάκι μου», του είπε. «Βέβαια, κοιμάσαι και δεν
μπορείς να με ακούσεις, και ίσως όταν ξυπνήσεις να μην
καταλαβαίνεις τι σου λέω. Ίσως να μη με ξανακαταλάβεις
ποτέ στη ζωή σου και γι' αυτό θέλω να σου τα πω τώρα,
που υπάρχει τουλάχιστον μια ελπίδα ότι το μυαλό σου δεν
έχει πάθει τίποτα».
Σώπασε για μια στιγμή και πήρε βαθιά ανάσα. Ο Αϊν-
στάιν κοιμόταν πάντα, εντελώς ακίνητος.
«Πάντα σε έβλεπα σαν ένα φύλακα-άγγελο, Αϊνστάιν.
Έτσι σε είχα πει κάποτε, όταν με έσωσες από τον Άρθουρ
Στρεκ. Ο φύλακας-άγγελός μου. Δε μ' έσωσες μόνο απ'
αυτό τον απαίσιο άνθρωπο, μ' έσωσες ακόμη από τη μο-
ναξιά και την απόγνωση. Κι έσωσες τον Τράβις από τη δι-
κή του απομόνωση και απελπισία, από το σκοτάδι που τον
είχε κυριεύσει. Και μας ένωσες. Και ποτέ, μα ποτέ, δε ζή-
τησες το παραμικρό αντάλλαγμα για όλα όσα έκανες για
μας. Μερικά μπισκότα ή μια σοκολάτα πότε πότε, αλλά α-
κόμα κι αν δεν τα είχες αυτά πάλι θα έκανες ό,τι έκανες.
Γιατί τα έκανες από αγάπη και το μόνο που ήθελες για α-
νταμοιβή ήταν να σ' αγαπάμε κι εμείς. Και μ' αυτό τον
τρόπο, μου έδωσες ένα μεγάλο μάθημα, μου έμαθες κάτι
που δεν μπορώ εύκολα να το εκφράσω με λέξεις...»
Έμεινε για λίγο σιωπηλή, ανήμπορη να συνεχίσει, κοι-
τάζοντας τον Αϊνστάιν -το φίλο της, το παιδί της, το δά-
σκαλο της, το φύλακα-άγγελό της.
«Αλλά, να πάρει η οργή», είπε τελικά, «πρέπει να το
εκφράσω, γιατί αυτή είναι ίσως η τελευταία φορά που θα
μπορώ να ελπίζω ότι με καταλαβαίνεις. Πρέπει, λοιπόν,
να σου πω τούτο... ότι μου έδειξες πως και εγώ είμαι ο δι-
κός σου φύλακας-άγγελος, ότι είμαι ο φύλακας-άγγελος
του Τράβις, και ότι αυτός είναι επίσης φύλακας-άγγελος
-δικός μου και δικός σου. Έχουμε υποχρέωση να προσέ-
χουμε ο ένας τον άλλο, είμαστε φύλακες όλοι μας, φύλα-
κες που φρουρούμε τη ζωή μας, για να την προστατεύσου-
με από το σκοτάδι. Εσυ με δίδαξες ότι είμαστε όλοι απα-
ραίτητοι, ακόμα κι εκείνοι που μερικές φορές νομίζουμε
ότι είναι άχρηστοι, άσχημοι ή κουτοί. Αν αγαπάμε και α-
φήνουμε τους άλλους να μας αγαπήσουν, μπορούμε να
καταφέρουμε τα πάντα. Ένας άνθρωπος που αγαπά είναι
το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο, αξίζει όλους τους θη-
σαυρούς της οικουμένης. Αυτό μου δίδαξες, κουταβάκι
μου, και χάρη σ' εσένα άλλαξε όλη η ζωή μου».
Όλη την υπόλοιπη νύχτα ο Αϊνστάιν παρέμενε ακίνη-
τος, χαμένος σε ένα βαθύ ύπνο.

Το πρωί του Σαββάτου, η κατάσταση του Αϊνστάιν βελτιω-


νόταν συνέχεια. Ήπιε κι άλλο νερό και άρχισε να κάθε-
ται λίγο με την κοιλιά αντί να μένει συνέχεια ξαπλωμένος
στο πλάι. Κάθε τόσο σήκωνε το κεφάλι και παρακολου-
θούσε με ενδιαφέρον τη δραστηριότητα μέσα στο ιατρείο.
Ο Τζιμ του έφτιαξε ένα τονωτικό μείγμα από ωμό αβγό
και ζωμό κρέατος και ο Αϊνστάιν κατάφερε να φάει το μι-
σό. Στο μεταξύ ο γιατρός τού είχε βγάλει τον ορό. Εξακο-
λουθούσε να κοιμάται πολύ και είχε τις αντιδράσεις ενός
συνηθισμένου σκύλου.
Το Σάββατο το ιατρείο ήταν ανοιχτό μόνο το πρωί. Το
μεσημέρι ο Τζιμ κλείδωσε την είσοδο του γραφείου κι έ-
φαγαν όλοι μαζί στην κουζίνα. Μετά το φαγητό, καθώς έ-
πιναν τον καφέ τους, ο Τζιμ Κιν αναστέναξε και έβγαλε έ-
να διπλωμένο χαρτί από την τσέπη του σακακιού του. «Υ-
πάρχει κάτι που δε γίνεται να αναβληθεί άλλο», είπε και
άφησε το χαρτί μπροστά στον Τράβις.
Για μια στιγμή, η Νόρα νόμισε ότι ήταν ο λογαριασμός
για τις υπηρεσίες του γιατρού. Ο Τράβις ξεδίπλωσε το
χαρτί και είδε ότι ήταν ένα φυλλάδιο από τους ανθρώπους
που έψαχναν να βρουν τον Αϊνστάιν.
Ο Τράβις χλόμιασε. Η Νόρα αισθάνθηκε να την πλημ-
μυρίζει η απόγνωση. Πλησίασε τον Τράβις και διάβασε το
φυλλάδιο. Είχε ημερομηνία της περασμένης βδομάδας.
Έδινε μια περιγραφή του Αϊνστάιν και του τατουάζ που
είχε στο αυτί του και έλεγε ακόμα ότι κατά πάσα πιθανό-
τητα το σκΰλο τον είχε κάποιος Τράβις Κορνέλ και η γυ-
ναίκα του, Νόρα, που μπορεί να εμφανίζονται με ψεύτικο
όνομα. Στο κάτω μέρος υπήρχαν οι περιγραφές -και οι
φωτογραφίες- του Τράβις και της Νόρας.
«Πότε το κατάλαβες;» ρώτησε ο Τράβις.
«Μέσα σε μια ώρα από τη στιγμή που τον πρωτοείδα,
το πρωί της Πέμπτης. Πάνε τώρα έξι μήνες που μου στέλ-
νουν αυτό το φυλλάδιο κάθε βδομάδα -και μου έχουν κά-
νει και τρία τηλεφωνήματα από το Ομοσπονδιακό Αντι-
καρκινικό Ινστιτούτο, για να μου υπενθυμίσουν να ψάχνω
για το τατουάζ στα σκυλιά ράτσας ριτρίβερ με χρυσαφί
τρίχωμα και αν το δω να τους ειδοποιήσω αμέσως».
«Και τους ειδοποίησες;» ρώτησε η Νόρα.
«Όχι ακόμη. Δεν υπήρχε λόγος, μέχρι να βεβαιωθούμε
ότι θα ζούσε».
«Θα τους ειδοποιήσεις τώρα;» είπε ο Τράβις.
Ο Τζιμ σκυθρώπασε. «Σύμφωνα με το Αντικαρκινικό
Ινστιτούτο, αυτός ο σκύλος ήταν το βασικότερο πειραμα-
τόζωο σε μια σειρά σημαντικών πειραμάτων που μπορεί
να οδηγήσουν στην ανακάλυψη ενός φαρμάκου για τον
καρκίνο. Λένε ότι, αν δε βρεθεί ο σκύλος, θα πάνε χαμένα
εκατομμύρια δολάρια που έχουν δοθεί μέχρι τώρα για τις
έρευνες».
«Είναι όλα ψέματα», είπε ο Τράβις.
«Κοιτάξτε», είπε ο Τζιμ γέρνοντας μπροστά, «θέλω να
σας ξεκαθαρίσω κάτι. Αγαπώ τα ζώα όσο τίποτ' άλλο. Έ-
χω αφιερώσει όλη τη ζωή μου στα ζώα. Και πάνω απ' όλα
αγαπώ τα σκυλιά. Όμως, δε συμφωνώ καθόλου με όλους
εκείνους που υποστηρίζουν ότι πρέπει να σταματήσουν τα
πειράματα που γίνονται πάνω στα ζώα, ότι πρέπει να στα-
ματήσουμε τις ιατρικές έρευνες, τη στιγμή που σώζουν τό-
σες ανθρώπινες ζωές, για να μη βλάψουμε μια γάτα ή ένα
σκύλο. Οι άνθρωποι που κάνουν επιδρομές σε εργαστή-
ρια και κλέβουν ζώα, καταστρέφοντας χρόνια σημαντικών
ερευνών, με βγάζουν από τα ρούχα μου. Είναι καλό και
σωστό να αγαπάμε τη ζωή, αυτοί οι άνθρωποι, όμως, δεν
αγαπούν τη ζωή -τη λατρεύουν με έναν απαράδεκτο, ει-
δωλολατρικό τρόπο».
«Δεν είναι έτσι τα πράγματα», είπε η Νόρα. «Ο Αϊν-
στάιν δεν ήταν ποτέ πειραματόζωο σε αντικαρκινικά πει-
ράματα. Αυτά είναι ψέματα. Δεν ψάχνει να τον βρει το Α-
ντικαρκινικό Ινστιτούτο αλλά η Υπηρεσία Εθνικής Ασφα-
λείας». Κοίταξε τον Τράβις. «Και τώρα τι κάνουμε;» είπε.
Ο Τράβις χαμογέλασε βλοσυρά. «Σίγουρα δεν μπορώ
να σκοτώσω τον Τζιμ για να μη μας προδώσει...»
Ο γιατρός τον κοίταξε κατάπληκτος.
«Επομένως, θα πρέπει να τον πείσουμε», συμπλήρωσε
ο Τράβις.
«Την αλήθεια;» ρώτησε η Νόρα.
Ο Τράβις κοίταξε για λίγο τον Τζιμ Κιν και μετά είπε:
«Ναι. Την αλήθεια. Αυτό είναι το μόνο που θα μπορούσε
να τον πείσει να ξεχάσει αυτό το αναθεματισμένο φυλ-
λάδιο».
Η Νόρα πήρε μια βαθιά. «Τζιμ», είπε, «ο Αϊνστάιν εί-
ναι το ίδιο έξυπνος μ' εσένα, μ' εμένα ή τον Τράβις».
«Μερικές φορές έχω την εντύπωση ότι είναι ακόμα πιο
έξυπνος», είπε ο Τράβις.
Ο γιατρός τούς κοίταζε χωρίς να καταλαβαίνει.
«Ας φτιάξουμε λίγο καφέ ακόμα», είπε η Νόρα. «Έ-
χουμε να σου ποΰμε μια μεγάλη ιστορία».

Μερικές ώρες αργότερα, στις πέντε και δέκα το απόγευ-


μα, η Νόρα, ο Τράβις και ο Τζιμ Κιν είχαν συγκεντρωθεί
γΰρω από το στρώμα όπου ήταν ξαπλωμένος ο Αϊνστάιν.
Μόλις είχε πιει μερικές γουλιές νερό ακόμη και τους κοί-
ταζε με ενδιαφέρον. Ο Τράβις προσπαθούσε να διακρίνει
στα μάτια του εκείνο το χαρακτηριστικό, αλλόκοτο βάθος
που είχε δει τόσες φορές στο παρελθόν. Δεν ήταν σίγου-
ρος αν υπήρχε -κι αυτή η αβεβαιότητα τον τρόμαζε.
Ο Τζιμ εξέτασε τον Αϊνστάιν. Τους είπε ότι τα μάτια
του ήταν πιο καθαρά, σχεδόν φυσιολογικά, και ότι η θερ-
μοκρασία του εξακολουθούσε να πέφτει. «Και η καρδιά
του ακούγεται καλύτερα».
Εξαντλημένος από τη δεκάλεπτη εξέταση, ο Αϊνστάιν
σωριάστηκε στο πλευρό του, αφήνοντας έναν κουρασμένο
αναστεναγμό. Την άλλη στιγμή είχε αποκοιμηθεί.
«Πάντως, δε δείχνει για ιδιοφυΐα», είπε ο γιατρός.
«Είναι άρρωστος ακόμη», απάντησε η Νόρα. «Χρειά-
ζεται λίγο χρόνο για να συνέλθει, και τότε θα σου αποδεί-
ξει πως αυτά που σου είπαμε είναι αλήθεια».
«Πότε λες να μπορέσει να σηκωθεί;» ρώτησε ο Τράβις.
Ο Τζιμ σκέφτηκε για λίγο. «Ίσως αύριο», είπε. «Θα
είναι πολύ αδύνατος στην αρχή, αλλά ίσως αύριο να ση-
κωθεί. Θα δούμε».
«Όταν μπορέσει να περπατήσει πάλι», είπε ο Τράβις,
«αυτό θα σημαίνει ότι έχει καθαρίσει κάπως το μυαλό
του. Τότε, λοιπόν, θα του κάνουμε ένα τεστ για να σου α-
ποδείξουμε πόσο έξυπνος είναι».
«Σύμφωνοι», είπε ο Τζιμ.
«Κι αν σου το αποδείξει», ρώτησε η Νόρα, «θα τον πα-
ραδώσεις στις Αρχές;»
«Να τον παραδώσω στους ανθρώπους που δημιούργη-
σαν αυτό το Τέρας που μου είπατε προηγουμένως; Σ' αυ-
τούς που μαγείρεψαν αυτά τα ψέματα που γράφει το φυλ-
λάδιο; Για ποιον με πέρασες, Νόρα;»

Είκοσι τέσσερις ώρες αργότερα, το βράδυ της Κυριακής,


ο Αϊνστάιν είχε αρχίσει να περπατά με δυσκολία μέσα
στο χειρουργείο του Τζιμ Κιν. Η Νόρα περπατούσε δίπλα
του με τα τέσσερα και, με κάθε βήμα που έκανε, τον εν-
θάρρυνε να συνεχίσει. Ήταν πολύ χαρούμενη, σαν να έ-
βλεπε το ίδιο της το παιδί να μαθαίνει να περπατά. Εκεί-
νο όμως που της έδωσε τη μεγαλύτερη χαρά ήταν ο τρό-
πος που την κοίταξε μια δυο φορές ο Αϊνστάιν, σαν να λυ-
πόταν για την αδυναμία του. Αλλά τα μάτια του είχαν και
μια σπίθα χιούμορ, σαν να της έλεγε, Έχω γίνει θέαμα, ε,
Νόρα; Αυτή η κατάσταση καταντάει γελοία.
Το βράδυ του Σαββάτου είχε φάει λίγο στερεό φαγητό
και όλη την Κυριακή τσιμπολογούσε διάφορες εύπεπτες
τροφές που του έδινε ο Τζιμ. Έπινε επίσης αρκετό νερό
-αλλά το πιο ενθαρρυντικό σημάδι ήταν ότι επέμενε να
βγαίνει έξω για τις σωματικές του ανάγκες. Δεν κατάφερ-
νε, όμως, να μένει στα πόδια του για μέγαλο διάστημα και
πότε πότε παραπατούσε και καθόταν στον πισινό του.
Την προηγούμενη μέρα η Νόρα είχε πάει για ψώνια
και γύρισε φέρνοντας μαζί της και τρία Σκραμπλ. Ο Τρά-
βις χώρισε τις καρτέλες με τα γράμματα σε σωρούς, σε έ-
να σημείο του χειρουργείου όπου υπήρχε αρκετός χώρος.
«Είμαστε έτοιμοι», είπε ο Τζιμ Κιν. Καθόταν κι αυτός
στο πάτωμα, δίπλα στον Τράβις. Ο Πούκα καθόταν δίπλα
στο αφεντικό του και παρακολουθούσε παραξενεμένος.
Η Νόρα οδήγησε τον Αϊνστάιν στις καρτέλες με τα
γράμματα. Μετά πήρε το κεφάλι του στα χέρια της, τον
κοίταξε κατάματα και του είπε: «Εντάξει, κουταβάκι μου.
Ας αποδείξουμε στον Τζιμ ότι δεν είσαι ένα πειραματόζωο
του Αντικαρκινικού Ινστιτούτου. Ας του δείξουμε τι πραγ-
ματικά είσαι και γιατί σε θέλουν αυτοί που σε ψάχνουν».
Ο Τράβις παρακολουθούσε με φανερό εκνευρισμό και
φόβο. «Ποιος θα κάνει την πρώτη ερώτηση;» είπε.
«Εγώ», απάντησε χωρίς δισταγμό η Νόρα. Γύρισε στον
Αϊνστάιν. «Πες μας, Αϊνστάιν, πώς είσαι;»
Ο Αϊνστάιν την κοίταξε για μια στιγμή, μετά κοίταξε
τα γράμματα, μετά πάλι τη Νόρα. Κατόπιν άρχισε να μυ-
ρίζει τα γράμματα και η Νόρα αισθάνθηκε το στομάχι της
να σφίγγεται... όταν, ξαφνικά, ο Αϊνστάιν άρχισε να
σπρώχνει τα γράμματα με τη μύτη του.
ΕΙΜΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ.
Ο Τράβις ρίγησε, σαν να τον διαπέρασε ηλεκτρικό
ρεύμα. «Σ' ευχαριστώ, Θεέ μου», είπε, «σ' ευχαριστώ».
Και γέλασε πλημμυρισμένος από ανακούφιση.
«Χριστέ μου!» έκανε ο Τζιμ Κιν.
Ο Πούκα ύψωσε το κεφάλι και τέντωσε τα αυτιά του.
Ήξερε ότι κάτι σημαντικό συνέβαινε, αλλά δεν μπορούσε
να καταλάβει τι ακριβώς.
Η Νόρα έβαλε πάλι τα γράμματα στους σωρούς, νιώ-
θοντας την καρδιά της να φουσκώνει από χαρά και ανα-
κούφιση. «Αϊνστάιν, ποιος είναι το αφεντικό σου; Πες μας
το όνομά του».
Ο σκύλος κοίταξε αυτή, μετά τον Τράβις και μετά σχη-
μάτισε τη φράση: ΟΧΙ ΑΦΕΝΤΙΚΟ. ΦΙΛΟΙ.
Ο Τράβις γέλασε πάλι. «Μα το Θεό, συμφωνώ απόλυ-
τα! Κανείς δεν μπορεί να είναι το αφεντικό του, ο καθέ-
νας όμως θα ήταν περήφανος να είναι φίλος του».
Το γεγονός ότι η αρρώστια δεν είχε βλάψει τη νοημο-
σύνη του Αϊνστάιν έκανε τον Τράβις να γελάσει ξαλα-
φρωμένος -ήταν η πρώτη φορά που γελούσε εδώ και μέ-
ρες. Η Νόρα, αντίθετα, έκλαψε από ανακούφιση.
Ο Τζιμ Κιν παρακολουθούσε με γουρλωμένα μάτια χα-
μογελώντας χαζά. «Ξέρετε πώς νιώθω;» τους είπε. «Σαν
ένα παιδάκι που πήγε κρυφά στο σαλόνι την παραμονή
της Πρωτοχρονιάς και είδε τον αληθινό Aï-Βασίλη να βά-
ζει δώρα κάτω από το δέντρο».
«Η σειρά μου τώρα», είπε ο Τράβις, σκύβοντας μπρο-
στά και χαϊδεύοντας τον Αϊνστάιν. «Τα Χριστούγεννα εί-
ναι ύστερα από είκοσι μέρες. Πες μου, λοιπόν, Αϊνστάιν, τι
θα ήθελες να σου φέρει ο Αϊ-Βασίλης;»
Δυο φορές ο Αϊνστάιν άρχισε να βάζει στη σειρά τα
γράμματα, αλλά μετάνιωσε και τα ξαναχάλασε. Μετά,
βλέποντας ότι τον κοίταζαν με προσδοκία, σχημάτισε τη
φράση: ΤΑΙΝΙΕΣ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟΝ ΜΙΚΙΜΑΟΥΣ.

Εκείνο το βράδυ έπεσαν για ύπνο μετά τις δύο τη νύχτα,


γιατί ο Τζιμ Κιν είχε μεθύσει από χαρά μετά την αποκά-
λυψη της εξυπνάδας του Αϊνστάιν. Παρά τον ενθουσιασμό
του, δεν τους πίεσε να κάνουν πολλά τεστ στο σκύλο και
ήταν ο πρώτος που είπε ότι δεν έπρεπε να τον κουράσουν.
Αυτά που είχε δει, όμως, τον είχαν πλημμυρίσει με μια α-
νεξέλεγκτη χαρά που του προκαλούσε υπερδιέγερση.
Τους παρακάλεσε να του πουν ιστορίες για τον Αϊν-
στάιν κι αυτοί του αφηγήθηκαν τι είχε κάνει στο Σόλβανγκ
με το περιοδικό Σύγχρονη Νύφη, πώς είχε προσθέσει μό-
νος του κρύο νερό στο πρώτο μπάνιο που του έκανε ο
Τράβις και πολλά άλλα περιστατικά. 'Υστερα από λίγο ο
Τζιμ άρχισε να τους διηγείται αυτός τις ίδιες ιστορίες, σαν
να μην τις είχαν ξανακούσει, αλλά ο Τράβις και η Νόρα
τον άκουγαν ευχαρίστως.
Κάποια στιγμή ο γιατρός πήρε το φυλλάδιο της YEA α-
πό το τραπέζι της κουζίνας, άναψε ένα σπίρτο και το έκα-
ψε πάνω από το νεροχύτη. «Ας πάνε όλοι τους να πνι-
γούν», είπε. «Είναι τρελοί αν θέλουν να κλειδώσουν ένα
τέτοιο πλάσμα στο κλουβί για να το ταλαιπωρούν. Μπορεί
να είχαν την ιδιοφυΐα να δημιουργήσουν τον Αϊνστάιν, αλ-
λά δεν καταλαβαίνουν το ίδιο τους το δημιούργημα. Δεν
καταλαβαίνουν το μεγαλείο του, γιατί αλλιώς δε θα ήθε-
λαν να το φυλακίσουν στο κλουβί».
Όταν επιτέλους ο Τζιμ Κιν συμφώνησε απρόθυμα ότι
χρειάζονταν όλοι λίγο ύπνο, ο Τράβις μετέφερε τον Αϊν-
στάιν -που είχε αποκοιμηθεί κιόλας- στο δωμάτιο των κα-
λεσμένων. Του έστρωσε μερικές κουβέρτες στο πάτωμα,
δίπλα στο κρεβάτι, και τον άφησαν να κοιμηθεί εκεί.
Ο Τράβις και η Νόρα έμειναν για αρκετή ώρα αγκα-
λιασμένοι στο σκοτάδι, ακούγοντας την ήσυχη ανάσα του
Αϊνστάιν δίπλα τους.
«Όλα θα πάνε καλά τώρα», είπε εκείνη.
«Έχουμε ένα πρόβλημα ακόμη», απάντησε ο Τράβις.
Ένιωθε λες και η ανάρρωση του Αϊνστάιν είχε αποδυνα-
μώσει αυτή την κατάρα που τον κυνηγούσε σε όλη του τη
ζωή, την κατάρα που τον έκανε να χάνει όλα του τα αγα-
πημένα πρόσωπα. Αλλά δεν μπορούσε ακόμα να ελπίσει
ότι η κατάρα είχε διαλυθεί για πάντα. Το Τέρας εξακο-
λουθούσε να τους ψάχνει... και με κάθε μέρα που περνού-
σε πλησίαζε όλο και περισσότερο.
ΔΕΚΑ

Τ ο απόγευμα της Τρίτης, 7 του Δεκέμβρη, γύρισαν στο


σπίτι με τον Αϊνστάιν, αν και ο Τζιμ Κιν ήθελε να τους
κρατήσει κι άλλο. Τους ακολούθησε μέχρι το φορτηγάκι,
επαναλαμβάνοντας ότι η θεραπεία έπρεπε να συνεχιστεί
για μερικές βδομάδες ακόμα και ότι έπρεπε να βλέπει τον
Αϊνστάιν μια φορά τη βδομάδα για όλο τον υπόλοιπο μή-
να. Τέλος, τους ζήτησε να τον επισκεφτούν όχι μόνο για τη
θεραπεία του Αϊνστάιν, αλλά και για να πιουν ένα ποτό
και να συζητήσουν. Ο Τράβις κατάλαβε ότι ο γιατρός δεν
ήθελε να χάσει την επαφή του με τον Αϊνστάιν.
«Τζιμ, πίστεψε με», είπε, «θα έρθουμε να σε ξαναδού-
με. Και πριν από τα Χριστούγεννα θα πρέπει να έρθεις
στο σπίτι μας και να μείνεις μαζί μας όλη τη μέρα».
«Θα το ήθελα αυτό».
«Το ίδιο κι εμείς», είπε ο Τράβις με ειλικρίνεια.
Στο δρόμο της επιστροφής η Νόρα κρατούσε τον Αϊν-
στάιν στην αγκαλιά της, τυλιγμένο σε μια κουβέρτα. Εξα-
κολουθούσε να μην έχει την παλιά του όρεξη και ήταν
πολύ εξασθενημένος. Ο Τζιμ τους είχε συμβουλεύσει να
τον κρατούν όσο το δυνατόν περισσότερο στο σπίτι και
να τον ταΐζουν καλά μέχρι να ξαναβρεί τις δυνάμεις του,
πράγμα που, σύμφωνα με το γιατρό, θα γινόταν μετά τις
αρχές του καινούριου χρόνου.
Ο ουρανός ήταν σκεπασμένος από κατάμαυρα σύννε-
φα, αλλά ακόμη και ο κακός καιρός δεν μπορούσε να τους
χαλάσει το κέφι. Η Νόρα χαμογελούσε συνέχεια και ο
Τράβις έπιασε τον εαυτό του να σφυρίζει. Ο Αϊνστάιν κοί-
ταζε γύρω του με μεγάλο ενδιαφέρον, απολαμβάνοντας
την ομορφιά της άχρωμης, χειμωνιάτικης μέρας. Ίσως να
μην περίμενε να ξαναδεί τον κόσμο έξω από το ιατρείο
του Τζιμ Κιν.
Όταν έφτασαν, ο Τράβις άφησε τη Νόρα στο φορτη-
γάκι με τον Αϊνστάιν και μπήκε στο σπίτι μόνος, από την
πίσω πόρτα, κρατώντας το 38άρι που είχαν πάντα στο αυ-
τοκίνητο. Στην κουζίνα βρήκε τα φώτα αναμμένα, όπως τα
είχαν αφήσει φεύγοντας την προηγούμενη βδομάδα. Μό-
λις μπήκε μέσα, πήρε αμέσως το αυτόματο Ούζι από το
ντουλάπι όπου το είχε κρυμμένο και άφησε το μικρότερο
πιστόλι. Μετά άρχισε να προχωρά με προσοχή από δωμά-
τιο σε δωμάτιο, κοιτάζοντας πίσω από κάθε έπιπλο και
μέσα σε κάθε ντουλάπι.
Δεν είδε ίχνη διάρρηξης, όπως το περίμενε άλλωστε.
Η περιοχή ήταν αγροτική και δεν είχε καθόλου εγκλημα-
τικότητα. Μπορούσες να αφήσεις την πόρτα σου ξεκλεί-
δωτη για μέρες χωρίς να κινδυνεύεις από κλέφτες. Εκείνο
που τον ανησυχούσε δεν ήταν κάποιος διαρρήκτης, αλλά
το Τέρας.
Το σπίτι ήταν έρημο.
Μετά έλεγξε και το στάβλο, πριν βάλει μέσα το αυτο-
κίνητο, αλλά ούτε κι εκεί ήταν κανείς.
Η Νόρα μπήκε στο σπίτι και άφησε τον Αϊνστάιν κάτω,
τραβώντας από πάνω του την κουβέρτα. Αυτός άρχισε να
περπατά με δυσκολία στην κουζίνα, μυρίζοντας τα πράγ-
ματα γύρω του. Στο λίβιγκ ρουμ κοίταξε το σβησμένο τζά-
κι και το μηχάνημα που χρησιμοποιούσε για να διαβάζει.
Μετά πήγε στο κελάρι της κουζίνας, άναψε το φως με το
πετάλι και άρχισε να βγάζει γράμματα από τους σωλήνες.
ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ ΣΠΙΤΑΚΙ ΜΟΥ.
Ο Τράβις ε'σκυψε δίπλα του και διάβασε τι είχε γρά-
ψει. «Είναι όμορφα να γυρίζεις σπίτι, έτσι δεν είναι;»
Ο Αϊνστάιν έχωσε τη μουσούδα του στο λαιμό του
Τράβις και τον έγλειψε. Ο Τράβις διαπίστωσε για άλλη
μια φορά ότι ο σκύλος ήταν πολύ αδύνατος.
Ο Αϊνστάιν πλησίασε πάλι στο μηχάνημα με τις καρτέ-
λες και άρχισε να πατάει τα πετάλια, σχηματίζοντας πάλι
το ίδιο μήνυμα, σαν να ήθελε να τονίσει τη χαρά του: ΣΠΙ-
ΤΙ ΜΟΥ ΣΠΙΤΑΚΙ ΜΟΥ.
Η Νόρα είχε έρθει στο κατώφλι της πόρτας και διάβα-
σε τη φράση του Αϊνστάιν. «Το σπίτι μας είναι όπου είναι
η καρδιά μας -σ' αυτό το σπίτι έχουμε βάλει όλη μας την
καρδιά. Λοιπόν, εγώ λέω να φάμε νωρίς, και μάλιστα να
φάμε στο λίβινγκ ρουμ βλέποντας στο βίντεο Τα Χριστού-
γεννα του Μίκι Μάους. Τι λέτε;»
Ο Αϊνστάιν άρχισε να κουνά δυνατά την ουρά του.
«Τι λες», ρώτησε τον Αϊνστάιν ο Τράβις, «θα μπορέσεις
να φας το αγαπημένο σου φαγητό για βράδυ -λουκάνικα;»
Ο Αϊνστάιν γλείφτηκε. Μετά σχημάτισε ένα ακόμα μή-
νυμα, εκφράζοντας τον ενθουσιασμό του για την ιδέα του
Τράβις: ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΛΟΥΚΑΝΙΚΑ.

Κάποια στιγμή, στη μέση της νύχτας, ο Τράβις ξύπνησε


και είδε τον Αϊνστάιν όρθιο μπροστά στο παράθυρο, με τα
μπροστινά του πόδια ακουμπισμένα στο περβάζι. Το εσω-
τερικό παράθυρο ήταν κλεισμένο, αλλά μάλλον δεν χρεια-
ζόταν την όραση για να εντοπίσει το Τέρας.
«Αισθάνεσαι τίποτα εκεί έξω, αγόρι μου;» ρώτησε σι-
γανά ο Τράβις, για να μην ξυπνήσει τη Νόρα.
Ο Αϊνστάιν πλησίασε το κρεβάτι από τη μεριά του
Τράβις και ακούμπησε το κεφάλι του στο στρώμα.
«Έρχεται;» ψιθύρισε ο Τράβις χαϊδεύοντας το σκύλο.
Ο Αϊνστάιν απάντησε με ένα αινιγματικό γρύλισμα και
μετά ξάπλωσε δίπλα στο κρεβάτι και αποκοιμήθηκε. Σε
λίγα λεπτά κοιμήθηκε κι ο Τράβις.
Ξύπνησε πάλι κατά τα χαράματα και είδε τη Νόρα να
κάθεται στην άκρη του κρεβατιού, χαϊδεύοντας τον Αϊν-
στάιν. «Κοιμήσου», είπε στον Τράβις.
«Τι συμβαίνει;»
«Τίποτα», του ψιθύρισε εκείνη νυσταγμένα. «Ξύπνησα
και τον είδα στο παράθυρο, αλλά δεν είναι τίποτα. Κοιμή-
σου».
Ο Τράβις αποκοιμήθηκε και πάλι, αλλά ονειρεύτηκε
το Τέρας να προσπαθεί να μπει στο σπίτι.

2
Ο Αϊνστάιν συνέχισε να παίρνει αδιαμαρτύρητα τα φάρ-
μακά του. Του είχαν εξηγήσει ότι έπρεπε να τρώει καλά
για να ξαναβρεί τις δυνάμεις του κι αυτός προσπαθούσε,
αλλά δεν είχε ακόμη πολλή όρεξη. Θα χρειαζόταν μερικές
βδομάδες για να ξαναπάρει το βάρος που είχε χάσει και
να ξαναβρεί την παλιά του ενεργητικότητα. Αλλά ήταν φα-
νερό πως η κατάσταση του βελτιωνόταν μέρα με τη μέρα.
Την Παρασκευή, 10 του Δεκέμβρη, ο Αϊνστάιν είχε αρ-
κετές δυνάμεις για να κάνει ένα μικρό περίπατο έξω. Ε-
ξακολουθούσε να παραπατά πότε πότε, αλλά είχε πάψει
να τρεκλίζει σε κάθε βήμα του. Ο καιρός είχε βελτιωθεί
κάπως και, με την ευκαιρία της εξόδου του Αϊνστάιν, ο
Τράβις έκανε μαζί τον τη συνηθισμένη επιθεώρηση του
συναγερμού και των μηχανισμών του στάβλου.
Στο μεταξύ η Νόρα ήταν στο στούντιο της και δούλευε
εντατικά ένα νέο πίνακα: ένα πορτραίτο του Αϊνστάιν. Ο
σκύλος δεν ήξερε ότι ήταν το θέμα του τελευταίου έργου
της. Ο πίνακας θα ήταν ένα από τα χριστουγεννιάτικα δώ-
ρα του, και, αφού του τον έδειχναν, θα τον κρεμούσαν πά-
νω από το τζάκι, στο λίβινγκ ρουμ.
«Πλησιάζει;» ρώτησε ο Τράβις τον Αϊνστάιν όταν βγή-
καν από το στάβλο στην αυλή.
Ο σκύλος έκανε τη συνηθισμένη του επιθεώρηση, αν
και με λιγότερη ενεργητικότητα, και μετά γύρισε στον
Τράβις γρυλίζοντας ανήσυχα.
«Αισθάνθηκες τίποτα;» ρώτησε ο Τράβις.
Ο Αϊνστάιν δεν απάντησε. Κοίταξε πάλι το δάσος πα-
ραξενεμένος.
«Έρχεται;»
Ο σκύλος δεν απάντησε.
«Είναι πιο κοντά από πριν;»
Ο Αϊνστάιν έκανε έναν κύκλο, μύρισε το έδαφος και
τον αέρα, κοίταξε γύρω γέρνοντας το κεφάλι του στο
πλάι. Τελικά γύρισε στο σπίτι και κάθισε στην πόρτα κοι-
τάζοντας τον Τράβις και περιμένοντας υπομονετικά.
Όταν ο Τράβις έφτασε στην πόρτα, ο Αϊνστάιν πήγε
κατευθείαν στο κελάρι.
ΘΟΛΑ.
Ο Τράβις κοίταξε την λέξη χωρίς να καταλαβαίνει.
«Θολά;»
Ο Αϊνστάιν έβγαλε κι άλλα γράμματα και τα έσπρωξε
με τη μύτη στη θέση τους.
ΜΠΕΡΔΕΜΕΝΑ. ΘΟΛΑ.
«Μιλάς για την ικανότητά σου να αισθάνεσαι το Τέρας;»
Έ ν α γρήγορο κούνημα της ουράς: Ναι.
«Δεν μπορείς να τον αισθανθείς πια;»
Ένα γάβγισμα; Όχι.
«Λες... λες να είναι νεκρό;»
ΔΕΝ ΞΕΡΩ.
« Ή μήπως η έκτη αίσθηση που έχεις δε λειτουργεί ό-
ταν είσαι άρρωστος ή εξασθενημένος όπως τώρα;»
ΙΣΩΣ.
Ο Τράβις μάζεψε σκεφτικός τις καρτέλες με τα γράμ-
ματα και τις έβαλε στα κουτιά τους. Αυτό ήταν άσχημο,
πολύ άσχημο. Είχαν βέβαια το σύστημα συναγερμού, αλ-
λά βασίζονταν περισσότερο στον Αϊνστάιν για να τους
προειδοποιήσει όταν θα πλησίαζε το Τέρας. Κανονικά θα
έπρεπε να αισθάνεται ήσυχος με τις προφυλάξεις που είχε
πάρει, αλλά τον βασάνιζε ένα προαίσθημα ότι είχε παρα-
βλέψει κάτι στα αμυντικά τους συστήματα και πως, όταν
θα ερχόταν η κρίσιμη ώρα, θα χρειαζόταν τις δυνάμεις
του Αϊνστάιν για να αντιμετωπίσει την κατάσταση.
«Θα πρέπει να γίνεις καλά όσο πιο γρήγορα μπορείς»,
είπε στο σκύλο. «Θα προσπαθείς να τρως ακόμη κι όταν
δεν έχεις όρεξη. Και θα κοιμάσαι όσο το δυνατόν περισ-
σότερο, για να ξαναβρείς τις δυνάμεις σου. Δεν πρέπει να
περνάς τη μισή νύχτα στα παράθυρα».
ΘΑ ΦΑΩ ΚΟΤΟΣΟΥΠΑ.
Ο Τράβις γέλασε. «Ναι, θα μπορούσαμε να το δοκιμά-
σουμε».
ΕΝΑ ΜΠΟΪΛΕΡΜΕΪΚΕΡ ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΜΙΚΡΟΒΙΑ Α-
ΜΕΣΩΣ.
«Πού το άκουσες αυτό;»
ΑΠΟ ΒΙΒΛΙΟ. ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΠΟΪΛΕΡΜΕΪΚΕΡ;
«Μπίρα ενισχυμένη με ουίσκι», απάντησε ο Τράβις.
Ο Αϊνστάιν το σκέφτηκε για λίγο.
ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΤΑ ΜΙΚΡΟΒΙΑ ΑΛΛΑ ΣΕ ΚΑΝΕΙ ΑΛΚΟΟ-
ΛΙΚΟ. -
Ο Τράβις γέλασε και χάιδεψε τον Αϊνστάιν. «Έχεις
μεγάλη πλάκα, κουταβάκι».
ΙΣΩΣ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΠΑΙΞΩ ΣΤΟ ΛΑΣ ΒΕΓΚΑΣ.
«Βάζω στοίχημα πως θα μπορούσες».
ΘΑ ΜΕ ΕΓΡΑΦΑΝ ΟΙ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ.
«Σίγουρα».
ΕΜΕΝΑ ΚΑΙ ΤΗ ΛΑΣΙ.
Ο Τράβις αγκάλιασε το σκΰλο και έμειναν για λίγο κα-
θισμένοι έτσι, γελώντας ο καθένας με τον τρόπο του.
Παρά τα αστεία, ο Τράβις ήξερε πως ο Αϊνστάιν ανη-
συχούσε τρομερά που δεν μπορούσε να αισθανθεί το Τέ-
ρας. Τα αστεία ήταν απλώς ένας τρόπος για να κρύβει το
φόβο του.
Το απόγευμα, ο Αϊνστάιν, εξαντλημένος από τη σύντο-
μη βόλτα τους, κοιμήθηκε αρκετές ώρες, ενώ η Νόρα εξα-
κολουθούσε να ζωγραφίζει ασταμάτητα στο στούντιο. Ο
Τράβις κάθισε μπροστά σε ένα παράθυρο, κοιτάζοντας το
δάσος και εξετάζοντας ξανά και ξανά τα αμυντικά τους
συστήματα με το μυαλό του, προσπαθώντας να βρει κά-
ποιο αδύνατο σημείο.

Την Κυριακή, 12 του Δεκέμβρη, ο Τζιμ Κιν ήρθε στο σπίτι


τους το απόγευμα και έμεινε το βράδυ για φαγητό. Εξέτα-
σε τον Αϊνστάιν και τους είπε ότι η βελτίωσή του ήταν ικα-
νοποιητική.
«Σ' εμάς φαίνεται πολύ αργή», είπε ανήσυχη η Νόρα.
«Σας είπα ότι θα χρειαστεί κάποιο χρόνο», απάντησε
ο Τζιμ.
Έκανε μερικές αλλαγές στα φάρμακα του Αϊνστάιν
και τους άφησε μερικά καινούρια μπουκαλάκια με χάπια.
Ο Αϊνστάιν έδειξε με περηφάνια στο γιατρό το μηχά-
νημα που γύριζε τις σελίδες και τη συσκευή με τις καρτέ-
λες στο κελάρι, καθώς και ένα νέο κόλπο που είχε μάθει:
να χειρίζεται την τηλεόραση και το βίντεο με ένα μολύβι
που κρατούσε στο στόμα του, ώστε να μην ενοχλεί τη Νό-
ρα και τον Τράβις.
Την ώρα που έτρωγαν, ο Τζιμ τους είπε ότι είχε κάνει
μια μικρή έρευνα γύρω από τα τατουάζ που χρησιμοποι-
ούνται στα ζώα, για να δει αν θα μπορούσε να σβήσει
τους αριθμούς που ήταν γραμμένοι στο αυτί του Αϊνστάιν.
Ο σκύλος ήταν ξαπλωμένος στο πάτωμα δίπλα τους,
αλλά όταν άκουσε τον Τζιμ σηκώθηκε και ανέβηκε σε μια
από τις άδειες καρέκλες. Κάθισε πάνω της όρθιος και κοί-
ταξε τον Τζιμ περιμένοντας να ακούσει τι θα έλεγε.
«Απ' ό,τι διάβασα», είπε ο γιατρός, «τα περισσότερα
τατουάζ μπορούν να σβηστούν. Αν ήξερα τι μελάνη χρησι-
μοποίησαν και με ποια μέθοδο αποτύπωσαν τους αριθ-
μούς στο δέρμα, ίσως να μπορούσα να το σβήσω».
«Υπέροχα», είπε η Νόρα. «Τότε, ακόμη κι αν μας έ-
βρισκαν, δε θα μπορούσαν να αποδείξουν ότι ο Αϊνστάιν
είναι ο σκύλος που έχασαν».
«Μπορεί όμως να μείνουν κάποια ίχνη του τατουάζ που
να φαίνονται με ένα μεγεθυντικό φακό», είπε ο Τράβις.
«Για τα τατουάζ αυτά χρησιμοποιούνται δυο τρία δια-
φορετικά είδη μελάνης», απάντησε ο Τζιμ. «Υπάρχει πε-
ρίπτωση να μπορούμε να σβήσουμε τους αριθμούς χωρίς
να μείνει κανένα ίχνος, εκτός από μια κηλίδα στο δέρμα,
που θα φαίνεται εντελώς φυσιολογική. Αν κοίταζαν με μι-
κροσκόπιο, δε θα έβρισκαν ίχνη της μελάνης, ούτε των α-
ριθμών. Άλλωστε το τατουάζ είναι μικρό, πράγμα που κά-
νει πιο εύκολη τη δουλειά μας. Εξακολουθώ να ψάχνω την
πιο κατάλληλη τεχνική. Σε μερικές βδομάδες θα μπορού-
σαμε να κάνουμε μια δοκιμή. Ίσως να ταλαιπωρήσω λίγο
τον Αϊνστάιν, αλλά αξίζει τον κόπο».
Ο σκύλος πήδηξε από την καρέκλα και πήγε στο κελά-
ρι. Τον άκουσαν να πατάει τα πετάλια της συσκευής. Η
Νόρα πήγε να δει τι είχε γράψει.
ΔΕ ΘΕΛΩ Ν Α ΕΙΜΑΙ ΣΗΜΑΔΕΜΕΝΟΣ. ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ Α-
ΓΕΛΑΔΑ.
Η Νόρα κατάλαβε. Ο Αϊνστάιν ήθελε να σβήσει το τα-
τουάζ από το αυτί του όχι μόνο για να μην τον αναγνωρί-
σουν οι άνθρωποι από το εργαστήριο, αλλά και επειδή
αυτοί οι αριθμοί τον υποβίβαζαν στο επίπεδο ενός αντι-
κειμένου, προσβάλλοντας την αξιοπρέπειά του.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.
«Ναι», είπε σοβαρά η Νόρα, «σε καταλαβαίνω. Είσαι
ένα... ένα άτομο, και μάλιστα ένα άτομο με ψυχή». Ήταν
η πρώτη φορά που σκεφτόταν αυτό το θέμα. Ήταν άραγε
βλασφημία να πιστεύει ότι ο Αϊνστάιν έχει ψυχή; Όχι, δεν
ήταν βλασφημία. Η ικανότητα του Αϊνστάιν να ξεχωρίζει
το καλό από το κακό, η ικανότητά του να αγαπά, το θάρ-
ρος και η ανιδιοτέλεια που τον χαρακτήριζαν, τον έκαναν
πολύ καλύτερο από πολλούς ανθρώπους.
«Ναι, ελευθερία», είπε η Νόρα. «Αν έχεις ψυχή -και
είμαι σίγουρη ότι έχεις-, τότε έχεις επίσης ελεύθερη βού-
ληση. Αυτοί οι αριθμοί στο αυτί σου είναι μια προσβολή
για τη νοημοσύνη και την αξιοπρέπειά σου και γι' αυτό θα
τους σβήσουμε».
Μετά το φαγητό, ο Αϊνστάιν ήθελε να παρακολουθή-
σει -και να πάρει μέρος- στη συζήτησή τους, αλλά ήταν
πολύ κουρασμένος και σε λίγο αποκοιμήθηκε.
Ενώ έπιναν τον καφέ τους, ο Τράβις περιέγραψε στον
Τζιμ τα συστήματά άμυνας που είχε εγκαταστήσει ενάντια
στο Τέρας και τον ρώτησε αν έβλεπε κάποιο κενό στις
προετοιμασίες τους. To μόνο που μπόρεσε να βρει ο Τζιμ
ήταν η παροχή του ηλεκτρικού ρεύματος. «Αν αυτό το
πράγμα είναι αρκετά έξυπνο, μπορεί να σας κόψει το κα-
λώδιο του ηλεκτρικού, οπότε όλα τα συστήματα θα πά-
ψουν να λειτουργούν». Τότε η Νόρα και ο Τράβις πήγαν
στο ημιυπόγειο, στο πίσω μέρος του σπιτιού, όπου είχαν ε-
γκαταστήσει μια γεννήτρια. Λειτουργούσε με βενζίνη και
θα άρχιζε να τροφοδοτεί το σπίτι με ρεύμα δέκα μόλις
δευτερόλεπτα μετά τη διακοπή της κεντρικής παροχής.
«Νομίζω ότι τα έχετε σκεφτεί όλα», είπε ο Τζιμ.
«Έτσι νομίζω κι εγώ», είπε η Νόρα.
Αλλά ο Τράβις ήταν συνοφρυωμένος.

Την Τετάρτη, 22 του Δεκέμβρη, η Νόρα και ο Τράβις πή-


γαν στην Καρμέλ. Άφησαν τον Αϊνστάιν στον Τζιμ Κιν και
αυτοί πήγαν στα μαγαζιά για τα χριστουγεννιάτικα ψώνια.
Είχαν αποφασίσει να γιορτάσουν, παρά την απειλή του
Τέρατος. «Η ζωή είναι σύντομη», είχε πει ο Τράβις. «Δεν
ξέρεις ποτέ πόσος καιρός σού μένει, γι' αυτό δεν πρέπει
ποτέ να αφήνεις τα Χριστούγεννα να περνούν χωρίς να τα
γιορτάσεις».
«Η θεία Βάιολετ δε γιόρταζε ποτέ τα Χριστούγεννα»,
είπε η Νόρα.
«Η θεία Βάιολετ μισούσε τη ζωή», απάντησε ο Τρά-
βις. «Κι αυτός είναι ένας ακόμη λόγος για να γιορτάσουμε
σωστά αυτά τα Χριστούγεννα. Θα είναι η πρώτη φορά
που θα τα απολαύσεις».
Και του χρόνου, σκέφτηκε η Νόρα, θα έχουμε να γιορ-
τάσουμε τα Χριστούγεννα με ένα μωρό στο σπίτι. Δεν
μπορώ να το πιστέψω!
Στο γυρισμό από την Καρμέλ, ο Αϊνστάιν κοιμόταν ξα-
πλωμένος πάνω στα πόδια της Νόρας, εξαντλημένος από
την κουραστική μέρα που είχε περάσει με τον Πούκα και
τον Τζιμ. Έφτασαν στο σπίτι λίγο πριν σκοτεινιάσει. Ο
Αϊνστάιν κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα, αλλά ξαφνι-
κά σταμάτησε και κοίταξε γύρω του απορημένος. Μυρί-
στηκε τον αέρα και μετά άρχισε να προχωρά στην αυλή με
τη μουσούδα του στο χώμα, σαν να ακολουθούσε κάποια
ίχνη. Έφτασε με αυτό τον τρόπο στην άκρη της αυλής και
άρχισε να ακολουθεί την περίμετρο του κτήματος. Κάθε
τόσο σταματούσε και κοίταζε γύρω του. Τελικά γύρισε
πάλι κοντά τους.
«Τι συμβαίνει; Αισθάνθηκες τίποτα;» ρώτησε ο Τράβις.
Ο Αϊνστάιν κούνησε την ουρά του και γάβγισε μία φο-
ρά: Ναι, και όχι.
'Οταν μπήκαν στο σπίτι, ο Αϊνστάιν έγραψε ένα μήνυ-
μα με τη συσκευή.
ΑΙΣΘΑΝΘΗΚΑ ΚΑΤΙ.
«Τι;» ρώτησε ο Τράβις.
ΛΕΝ ΞΕΡΩ.
«Το Τέρας;»
ΙΣΩΣ.
«Είναι κοντά;»
ΔΕΝ ΞΕΡΩ.
«Δε σου έχει ξαναέρθει η έκτη αίσθηση;» ρώτησε η
Νόρα
ΔΕΝ ΞΕΡΩ. ΑΠΛΩΣ ΚΑΤΙ ΕΝΙΩΣΑ.
«Τι ένιωσες;» ρώτησε ο Τράβις.
Ο σκύλος έμεινε σκεφτικός για αρκετή ώρα και μετά
απάντησε:
ΚΑΤΙ ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΙ ΣΚΟΤΕΙΝΟ.
«Αισθάνθηκες κάτι μεγάλο και σκοτεινό;»
Ναι.
«Τι σημαίνει αυτό;» ρώτησε ανήσυχη η Νόρα.
ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ Ν Α ΤΟ ΕΞΗΓΗΣΩ ΚΑΛΥΤΕΡΑ. ΑΠΛΩΣ
ΤΟ ΑΙΣΘΑΝΘΗΚΑ.
Η Νόρα κοίταξε τον Τράβις -φαινόταν το ίδιο ανήσυ-
χος μ' εκείνη.
Κάπου εκεί έξω υπήρχε κάτι μεγάλο και σκοτεινό -και
πλησίαζε.

3
Τα Χριστούγεννα πέρασαν όμορφα και ευτυχισμένα.
Το πρωί κάθισαν στο λίβινγκ ρουμ και αντάλλαξαν
δώρα -κοσμήματα, ρούχα, βιβλία. Η Νόρα έδωσε στον
Αϊνστάιν το πορτραίτο του και ο σκύλος κολακεύτηκε και
ενθουσιάστηκε με το δώρο της. Του έδωσαν ακόμη τρεις
ταινίες βίντεο με τον Μίκι Μάους, δύο μεταλλικά πιάτα
για το φαγητό του που είχαν πάνω τους χαραγμένο το ό-
νομά του και πολλά άλλα δώρα. Ανάμεσά τους ήταν κι έ-
νας σκούφος του Aï-Βασίλη, που του τον φόρεσαν για α-
στείο, αλλά μετά ο σκύλος δεν ήθελε να τον βγάλει. Ο
Αϊνστάιν χάρηκε με όλα, αλλά περισσότερο τον είχε εντυ-
πωσιάσει το πορτραίτο. 'Οταν το κρέμασαν πάνω από το
τζάκι, πήγαινε κάθε τόσο και το κοίταζε, ευχαριστημένος
και περήφανος.
Το απόγευμα ήρθε ο Τζιμ Κιν με τον Πούκα και ο Αϊν-
στάιν τους πήγε κατευθείαν στο λίβινγκ ρουμ για να τους
δείξει το πορτραίτο. Μετά, τα δυο σκυλιά βγήκαν και έ-
παιξαν στην αυλή. Ύστερα από μία ώρα περίπου ο Αϊν-
στάιν κουράστηκε και μπήκε στο σπίτι για να κοιμηθεί λί-
γο, ενώ ο Τζιμ και ο Τράβις πήγαν στην κουζίνα για να
βοηθήσουν τη Νόρα στις ετοιμασίες για το χριστουγεννιά-
τικο τραπέζι.
Όταν ξύπνησε ο Αϊνστάιν, θέλησε να δει τις ταινίες
μαζί με τον Πούκα, αλλά ο σκύλος του Τζιμ δεν μπορούσε
να συγκεντρωθεί για πολλή ώρα στην οθόνη. Έτσι ο Αϊν-
στάιν έκλεισε την τηλεόραση και άρχισαν να παίζουν πάλι
όπως πριν.
Μέχρι το βράδυ, το σπίτι είχε πλημμυρίσει από τη μυ-
ρωδιά της γαλοπούλας και των γλυκών που έφτιαξε η Νό-
ρα, ενώ το στέρεο έπαιζε χριστουγεννιάτικη μουσική. Η
Νόρα δεν είχε ξανανιώσει ποτέ στη ζωή της τόσο ευτυχι-
σμένη, μια ευτυχία που δεν μπορούσε να τη μειώσει ούτε
η απειλή του Τέρατος.
Την ώρα του φαγητού συζήτησαν για το μωρό και ο
Τζιμ τους ρώτησε αν είχαν σκεφτεί τι όνομα θα του δώ-
σουν. Ο Αϊνστάιν, που έτρωγε στη γωνία με τον Πούκα,
φάνηκε να ενδιαφέρεται πολύ γι' αυτό το θέμα. Έτρεξε
αμέσως στο κελάρι και έγραψε τη δική του πρόταση.
Η Νόρα σηκώθηκε από το τραπέζι και πήγε να δει
ποιο όνομα της πρότεινε ο Αϊνστάιν.
ΜΙΚΙ.
«Αποκλείεται!» του είπε. «Δεν πρόκειται να δώσουμε
στο παιδί μου το όνομα ενός ποντικού».
ΝΤΟΝΑΛΝΤ.
«Ούτε μιας πάπιας».
ΠΛΟΥΤΟ.
«Πλούτο; Μα σοβαρέψου, λοιπόν, Αϊνστάιν!»
ΓΚΟΥΦΙ.
Η Νόρα τον εμπόδισε να πατήσει πάλι τα πετάλια της
συσκευής. Μετά έβαλε στη θέση τους τις καρτέλες, έκλει-
σε το φως και γύρισε στο τραπέζι. Ο Τράβις και ο Τζιμ εί-
χαν ξεκαρδιστεί στα γέλια. «Μπορεί να σας φαίνεται α-
στείο», τους είπε, «αλλά αυτός το λέει στα σοβαρά!»
Μετά το φαγητό κάθισαν όλοι γύρω από το χριστου-
γεννιάτικο δέντρο στο λίβινγκ ρουμ και μίλησαν για πολ-
λά πράγματα. Κάποια στιγμή ο Τζιμ τους είπε άτι είχε
σκοπό να αγοράσει άλλο ένα σκυλί. «Ο Πούκα χρειάζεται
παρέα», τους είπε ο γιατρός. «Είναι σχεδόν ενάμισι χρο-
νών και πιστεύω πως όταν τα σκυλιά μεγαλώσουν δεν τους
αρκεί η ανθρώπινη συντροφιά. Νιώθουν κι αυτά μοναξιά,
όπως κι εμείς. Έτσι, σκέφτομαι να βρω ένα θηλυκό καθα-
ρόαιμο λαμπραντόρ, οπότε μάλλον σε λίγο καιρό θα έχω
και κάμποσα κουταβάκια που θα μπορώ να πουλήσω».
Η Νόρα πρόσεξε ότι ο Αϊνστάιν έδειξε ιδιαίτερο εν-
διαφέρον γι' αυτή τη συζήτηση. Όταν, όμως, έφυγαν ο
Τζιμ και ο Πούκα, ο Τράβις βρήκε μια φράση γραμμένη
στο κελάρι και φώναξε τη Νόρα για να διαβάσει κι αυτή.
ΤΑΙΡΙ. ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ, ΦΙΛΟΣ.
Ο σκύλος τούς περίμενε να προσέξουν το μήνυμα του.
Εμφανίστηκε πίσω τους και κοιτάζοντάς τους ερωτηματικά.
«Θα ήθελες κι εσύ ένα ταίρι;» ρώτησε η Νόρα.
Ο Αϊνστάιν πήγε στη συσκευή και απάντησε.
ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΑΞΙΖΕΙ Ν Α ΤΟ ΣΚΕΦΤΕΙ ΚΑΝΕΙΣ.
«Άκου, όμως, φίλε μου», είπε ο Τράβις. «Το ξέρεις ότι
είσαι μοναδικός. Δεν υπάρχει κανένα άλλο σκυλί το ίδιο
έξυπνο μ' εσένα».
Ο Αϊνστάιν το σκέφτηκε αυτό για λίγο, αλλά δεν άλλα-
ξε γνώμη.
Η ΖΩΗ Δ Ε Ν ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΔΙΑΝΟΗΣΗ.
«Σωστά», είπε ο Τράβις. «Αλλά νομίζω ότι αυτό το θέ-
μα χρειάζεται πολλή σκέψη».
Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ.
«Εντάξει», είπε η Νόρα. «Θα το σκεφτούμε».
ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ Ν Α ΕΧΕΙΣ ΤΑΙΡΙ. ΝΑ ΜΟΙΡΑΖΕΣΑΙ.
«Σου υποσχόμαστε να το σκεφτούμε και μετά να το ξα-
νασυζητήσουμε μαζί σου», είπε ο Τράβις. «Και τώρα πάμε
για ύπνο, είναι αργά».
Ο Αϊνστάιν έγραψε στα γρήγορα ένα άλλο μήνυμα.
ΤΟ ΜΩΡΟ ΜΙΚΙ;
«Αποκλείεται!» είπε η Νόρα.
Εκείνη τη νύχτα, αφοΰ έκαναν έρωτα, ο Τράβις και η
Νόρα έμειναν αγκαλιασμένοι στο σκοτάδι. «Βάζω στοίχη-
μα ότι πρέπει να νιώθει μοναξιά», είπε σε μια στιγμή η
Νόρα.
«Ο Τζιμ;»
«Α, ναι, πιστεύω ότι κι αυτός νιώθει μοναξιά. Είναι
καλός άνθρωπος, και θα γινόταν σπουδαίος σύζυγος. Δεν
εννοούσα όμως τον Τζιμ αλλά τον Αϊνστάιν. Πρέπει να
τον πιάνει μοναξιά πότε πότε».
«Μα είμαστε συνέχεια μαζί του».
«Όχι· αν το σκεφτείς, θα δεις ότι δεν είμαστε. Εγώ ζω-
ραφίζω κι εσύ κάνεις ένα σωρό πράγματα στα οποία δεν
μπορεί να πάρει μέρος ο Αϊνστάιν. Κι αν τελικά αρχίσεις
να δουλεύεις πάλι ως κτηματομεσίτης, τότε ο Αϊνστάιν θα
μένει πολλές ώρες μόνος του».
«Έχει τα βιβλία και το διάβασμα».
«Ίσως τα βιβλία να μην είναι αρκετά», είπε η Νόρα.
Έμειναν σιωπηλοί για πολλή ώρα, έτσι που η Νόρα
νόμισε πως ο Τράβις είχε αποκοιμηθεί. Ξαφνικά όμως ε-
κείνος είπε: «Αν ο Αϊνστάιν ζευγάρωνε, πώς θα ήταν άρα-
γε τα κουταβάκια του;»
«Εννοείς αν θα ήταν το ίδιο έξυπνα μ' αυτόν;»
«Ναι. Μου φαίνεται πως υπάρχουν τρεις πιθανότητες.
Πρώτον, μπορεί η εξυπνάδα του να μην είναι κληρονομι-
κή, οπότε τα κουταβάκια θα είναι συνηθισμένα σκυλιά.
Δεύτερον, η εξυπνάδα να είναι κληρονομική, αλλά να εμ-
φανίζεται πιο εξασθενημένη στους απογόνους του, οπότε
τα κουταβάκια θα είναι έξυπνα, αλλά όχι τόσο όσο ο πα-
τέρας τους, και με κάθε γενιά η εξυπνάδα των απογόνων
του θα μειώνεται, μέχρι που ύστερα από μερικές γενιές
θα είναι συνηθισμένα σκυλιά».
«Και η τρίτη πιθανότητα;»
«Η εξυπνάδα είναι χαρακτηριστικό που βοηθά στην ε-
πιβίωση και γι' αυτό μπορεί να είναι γενετικά κυρίαρχο,
με αποτέλεσμα να την κληρονομούν αυτούσια οι απόγο-
νοι του».
«Τότε, τα κουταβάκια του θα είναι το ίδιο έξυπνα μ'
αυτόν».
«Και τα δικά τους κουταβάκια το ίδιο, για όλες τις ε-
πόμενες γενιές, οπότε θα έρθει μια εποχή που θα υπάρ-
χουν χιλιάδες σκυλιά σε όλο τον κόσμο που θα είναι το ί-
διο έξυπνα με τους ανθρώπους».
Έμειναν και πάλι σιωπηλοί.
«Πω, πω!» έκανε τελικά η Νόρα.
«Έχει δίκιο», είπε ο Τράβις.
«Τι πράγμα;»
«Ο Αϊνστάιν έχει δίκιο. Αξίζει τον κόπο να το σκεφτεί
κανείς».

4
Όταν ο Βινς Νάσκο ανέλαβε να σκοτώσει τον Ραμόν Βε-
λάσκες, δεν φανταζόταν ότι θα περνούσε ένας ολόκληρος
μήνας μέχρι να τα καταφέρει. Αλλά ο Βελάσκες ήταν
πραγματικά δύσκολος στόχος. Δεν έκανε βήμα χωρίς να έ-
χει δυο σωματοφύλακες μαζί του. Δεν ακολουθούσε καμιά
συγκεκριμένη ρουτίνα και δεν έμενε ποτέ σε ένα μέρος
αρκετή ώρα ώστε να μπορέσει να τον χτυπήσει κανείς.
Τελικά ο Νάσκο τα κατάφερε τη μέρα των Χριστου-
γέννων. Ο Ραμόν ήταν στο σπίτι του μαζί με πολλούς συγ-
γενείς. Ο Νάσκο πήδηξε τον τοίχο του κήπου του και τους
βρήκε να ψήνουν τη γαλοπούλα δίπλα στην πισίνα. Τον εί-
δαν αμέσως όλοι, παρ' όλο που ο κήπος ήταν τεράστιος
και ο Βινς ήταν πολύ μακριά. Είδε τους σωματοφύλακες
να βγάζουν τα όπλα τους κι έτσι άρχισε να ρίχνει στο σω-
ρό με το Ούζι, σκοτώνοντας τον Βελάσκες, τους δυο σω-
ματοφύλακες και δυο ηλικιωμένες γυναίκες.
Ο Βινς σκαρφάλωσε αμέσως στον τοίχο και καθώς πη-
δούσε στο διπλανό κτήμα μερικοί άνθρωποι του Βελάσκες
άρχισαν να του ρίχνουν. Μόλις που πρόλαβε να πηδήξει
κάτω και να σώσει το τομάρι του.
Μια μέρα μετά τα Χριστούγεννα πήγε σε ένα εστιατό-
ριο του δον Τετράνια στο Σαν Φρανσίσκο, όπου θα συνα-
ντιόταν με τον Φρανκ Ντισεντσιάνο, έναν από τους αρχη-
γούς της Οικογένειας που ήταν υπόλογος μόνο στον ίδιο
τον δον. Ο Βινς ανησυχούσε γιατί η φρατελάντσα είχε έ-
ναν κώδικα για τις δολοφονίες και ο πρώτος κανόνας ή-
ταν πως όταν πας να σκοτώσεις κάποιον δεν σκοτώνεις
μαζί και τη γυναίκα, ή τα παιδιά, ή τη γιαγιά του. Δεν ήξε-
ρε λοιπόν πώς το είχε πάρει ο δον.
Για μεγάλη του έκπληξη, όμως, ο Ντισεντσιάνο ήταν
ενθουσιασμένος με τον τρόπο που είχε χειριστεί την υπό-
θεση. Του είπε ότι ο δον ήταν πολύ ευχαριστημένος. Όταν
ο Βινς τον ρώτησε επιφυλακτικά για τη γυναίκα και τη
γιαγιά του Βελάσκες, ο Ντισεντσιάνο του είπε: «Άκουσε,
φίλε μου, ξέραμε ότι αυτή η δουλειά ήταν πολύ δύσκολη
και ότι έπρεπε να παραβιάσεις τους κανόνες. Κι έπειτα,
αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν δικοί μας. Ήταν βρομοσπα-
νιόλοι και όταν μας μπαίνουν στη μύτη δεν πρόκειται βέ-
βαια να τους φερθούμε με το γάντι».
Όταν τελείωσαν το φαγητό, ο Φρανκ έδωσε έναν κα-
τάλογο με εννιά ονόματα. «Αυτοί οι άνθρωποι πληρώνουν
τον δον για να έχουν το δικαίωμα να δουλεύουν οτην πε-
ριοχή του. Έχω μιλήσει και στους εννιά και θα σε βοηθή-
σουν όσο μπορούν».
Έτσι ο Βινς ξεκίνησε το ίδιο απόγευμα, ψάχνοντας για
κάποιον που θα θυμόταν τον Τράβις Κορνέλ. Αρχικά δεν
κατάφερε τίποτα. Οι δύο πρώτοι έλειπαν σε διακοπές, άλ-
λοι δύο δεν τον είχαν ξαναδεί. Ο πέμπτος ήταν ο Άνσον
βαν Ντάιν, κι εκεί ο Βινς βρήκε αυτό που έψαχνε. Ο Βαν
Ντάιν κοίταξε τη φωτογραφία του Τράβις Κορνέλ, που ο
Βινς είχε κόψει από μια εφημερίδα της Σάντα Μπάρμπα-
ρα. «Ναι, τον θυμάμαι», είπε. «Είναι τύπος που δεν τον
ξεχνάς πολύ εύκολα. Δεν είναι πολύ μεγαλόσωμος, ούτε
και παριστάνει τον σκληρό, αλλά σου δίνει την εντύπωση
ότι μπορεί να κάνει λιώμα όποιον πάει να του τη βγει. Εί-
χε μαζί του και μια γυναίκα -ωραίο κομμάτι».
«Υπάρχει περίπτωση να θυμηθείς τα ονόματα που τους
έδωσες;»
«Και βέβαια. Τα έχουμε στα αρχεία μας».
Ο Βινς τον κοίταξε κατάπληκτος. «Νόμιζα ότι στη δική
σας δουλειά δεν κρατάτε αρχεία για να μην μπορεί να
βρει στοιχεία η αστυνομία, αλλά και σαν ασφάλεια για
τους πελάτες σας».
«Οι πελάτες μπορούν να πάνε να πνιγούν», είπε ο Βαν
Ντάιν. «Μπορεί κάποια μέρα να μας κλείσουν το μαγαζί
και να βρεθώ χωρίς δουλειά. Τότε θα έχω κάπου δύο χι-
λιάδες άτομα που ζουν με ψεύτικα ονόματα και που θα
μπορώ να ξεζουμίζω κανονικά».
«Εκβιασμός», είπε ο Βινς.
«Ενοχλητική λέξη, αλλά ταιριάζει στην περίπτωση», α-
πάντησε ο Βαν Ντάιν. «Κοίτα, το μόνο που μας ενδιαφέ-
ρει είναι να είμαστε εμείς ασφαλείς, γι' αυτό και δεν κρα-
τάμε τα αρχεία εδώ. Μόλις δώσουμε μια καινούρια ταυτό-
τητα, στέλνουμε τα στοιχεία σε έναν άλλο υπολογιστή μέ-
σα από τηλεφωνική γραμμή. Είναι έτσι προγραμματισμέ-
νος ώστε να μπορείς μόνο να του στείλεις στοιχεία κι όχι
να πάρεις απ' αυτόν. Αν μας ανακαλύψει λοιπόν η αστυ-
νομία, δε θα μπορεί να εντοπίσει τον άλλο υπολογιστή μέ-
σα από αυτούς που έχω εδώ».
«Δηλαδή, μπορούμε να πάμε σ' αυτό τον άλλο υπολογι-
στή και να μου δώσεις το καινούριο όνομα του Κορνέλ;»
«Και βέβαια. Έλα μαζί μου».
Ο Βαν Ντάιν τον πήγε σε ένα κινέζικο εστιατόριο στην
Τσάιναταουν. ιδιοκτήτης του δεν είχε καμιά σχέση με
το οργανωμένο έγκλημα. Απλώς ο Βαν Ντάιν τον είχε
βοηθήσει να πάρει το δάνειο με το οποίο άνοιξε το μαγαζί
του και σαν αντάλλαγμα τον άφηνε να έχει τον υπολογι-
στή σε μια γωνιά του εστιατορίου. Το μόνο που έκαναν οι
Κινέζοι ήταν να τον ανοίγουν κάθε πρωί, να τον συνδέουν
με την τηλεφωνική γραμμή και να τον κλείνουν το βράδυ.
Μπήκαν στο γραφείο του εστιατορίου και ο Βαν Ντάιν
κάθισε μπροστά στον υπολογιστή και του έδωσε μερικά
στοιχεία. Σε δυο λεπτά είχε το καινούριο όνομα του Τρά-
βις Κορνέλ: Σάμιουελ Σπένσερ Χάιατ.
Μερικά καινούρια στοιχεία φάνηκαν στην οθόνη. «Κι
εδώ είναι το όνομα της γυναίκας που ήταν μαζί του», είπε
ο Βαν Ντάιν. «Λεγόταν Νόρα Λουίζ Ντέβον, από τη Σά-
ντα Μπάρμπαρα. Τώρα είναι η Νόρα Τζιν Έιμς».
«Εντάξει», είπε ο Βινς. «Και τώρα σβήσ' τους από τα
αρχεία σου».
«Τι θες να πεις;»
«Σβήσ' τους. Βγάλ' τους από τον υπολογιστή. Δεν είναι
δικοί σου πια. Είναι δικοί μου -μόνο δικοί μου».
* * *
Λίγο αργότερα γύρισαν στο μαγαζί του Βαν Ντάιν, το Χοτ
Τιπς. Κατέβηκαν στο υπόγειο και ο Βαν Ντάιν έδωσε τα
ονόματα Χάιατ και Έιμς στους μουσάτους χειριστές των
υπολογιστούν. Αυτοί εισχώρησαν στα αρχεία του υπουρ-
γείου Συγκοινωνιών για να δουν αν ο Χάιατ και η Έιμς
είχαν δηλώσει κάποια μόνιμη διεύθυνση.
«Μπίνγκο», είπε ο ένας τους.
Μια διεύθυνση εμφανίστηκε στην οθόνη και σε λίγο
τυπωνόταν από τον εκτυπωτή. Ο Βαν Ντάιν έσκισε το
χαρτί και το έδωσε στον Βινς.
Ο Τράβις Κορνέλ και η Νόρα Ντέβον -τώρα Χάιατ
και Έ ι μ ς - ζούσαν σε μια αγροτική περιοχή νότια της
Καρμέλ.

5
Την Τετάρτη, 29 του Δεκέμβρη, η Νόρα πήγε στην Καρμέλ
μόνη, για το ραντεβού της με το δόκτορα Γουέινγκολντ. Ο
ουρανός ήταν κατάμαυρος από πυκνά σύννεφα και έβρε-
χε ραγδαία.
Ο γιατρός την εξέτασε με προσοχή και της είπε ότι εί-
ναι υγιέστατη. Μετά της πρότεινε να κάνει ένα τεστ για
να προσδιορίσουν το φύλο του παιδιού, αλλά η Νόρα αρ-
νήθηκε. Προτιμούσε να μάθει το φύλο του όταν θα γεννιό-
αν το παιδί. Άλλωστε, αν το τεστ έδειχνε ότι θα έκανε κο-
ρίτσι, ο Αϊνστάιν θα της ζητούσε να το βγάλουν Μίνι.
Η Νόρα κανόνισε το επόμενο ραντεβού της με τη βοη-
θό του γιατρού και μετά φόρεσε το αδιάβροχο με την
κουκούλα και βγήκε έξω. Εξακολουθούσε να βρέχει α-
σταμάτητα. Άρχισε να τρέχει προς το πάρκιγκ όπου είχε
αφήσει το αυτοκίνητο.
Καθώς πλησίαζε στο φορτηγάκι, είδε έναν άντρα να
βγαίνει από ένα κόκκινο Χόντα που ήταν παρκαρισμένο
δίπλα της. Δεν του έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Σκέφτηκε
μόνο πως δεν φορούσε αδιάβροχο και σε λίγο θα γινόταν
μούσκεμα.
Άνοιξε την πόρτα και ετοιμαζόταν να μπει στο αυτοκί-
νητο, όταν ξαφνικά ο άντρας βρέθηκε πίσω της. Την έ-
σπρωξε μέσα, στο κάθισμα του συνοδηγού, και μετά μπή
κε κι αυτός και κάθισε πίσω από το τιμόνι. «Αν φωνάξεις,
θα σε σκοτώσω, σκύλα», της είπε, χώνοντάς της ένα περ·
στροφο στα πλευρά. Παρ' όλη την προειδοποίηση, κόντ;
ψε να φωνάξει από κατάπληξη. Για μια στιγμή σκέφτη>;ί-
να βγει από την άλλη πόρτα, αλλά ο τόνος της φωνής του
ήταν τόσο σκληρός και άγριος, που δίστασε. Αισθάνθηκε
ότι θα προτιμούσε να την πυροβολήσει στην πλάτη παρά
να την αφήσει να ξεφύγει.
Ήταν πολύ μεγαλόσωμος, μυώδης και τρομακτικός. Το
πρόσωπο του ήταν εντελώς ανέκφραστο, πράγμα που φό-
βισε ακόμη περισσότερο τη Νόρα, και τα μάτια του ήταν
πράσινα και ψυχρά.
«Ποιος είσαι;» ρώτησε, προσπαθώντας να κρύψει το
φόβο της.
«Τι θέλεις;»
«Θέλω το σκύλο».
Είχε σκεφτεί ότι μπορεί να είναι ληστής, ή βιαστής, ή
ακόμη και κάποιος τρελός δολοφόνος -αλλά ούτε για μια
στιγμή δεν της πέρασε από το μυαλό ότι μπορεί να είναι
κυβερνητικός πράκτορας. Ποιος άλλος θα μπορούσε να
ψάχνει για τον Αϊνστάιν; Μόνο η κυβέρνηση γνώριζε την
ύπαρξή του.
«Τι είναι αυτά που λες; Ποιο σκύλο;» είπε.
Αυτός πίεσε την κάννη του πιστολιού βαθιά στα πλευ-
ρά της, μέχρι που την πόνεσε.
Η Νόρα σκέφτηκε το μωρό. «Εντάξει, εντάξει. Προ-
φανώς ξέρεις για το σκύλο, οπότε δεν υπάρχει λόγος να
σου το αρνούμαι».
«Ακριβώς». Μίλησε τόσο σιγανά, που σχεδόν δεν τον
άκουσε μέσα στο θόρυβο της βροχής. Ξαφνικά άπλωσε το
χέρι του, της έβγαλε την κουκούλα από το αδιάβροχο, κα-
τέβασε το φερμουάρ και μετά την έπιασε στο στήθος και
στην κοιλιά. Η Νόρα τρομοκρατήθηκε, πιστεύοντας ότι ή-
θελε να τη βιάσει. Αυτός όμως είπε: «Ο γιατρός που πας
είναι μαιευτήρας-γυναικολόγος. Έχεις καμία αρρώστια ή
μήπως είσαι έγκυος;»
«Δεν είσαι κυβερνητικός πράκτορας», είπε αυθόρμητα
η Νόρα.
«Σου έκανα μια ερώτηση, παλιοτσούλα», είπε αυτός με
βαριά φωνή. Πλησίασε και της έχωσε πάλι το πιστόλι στα
πλευρά. «Λέγε!»
«Είμαι έγκυος τριών μηνών», είπε η Νόρα, νομίζοντας
ότι αυτό θα τον έκανε να τη λυπηθεί. Ξαφνικά, όμως, πρό-
σεξε μια παράξενη αλλαγή στα μάτια του. Δεν ήξερε για-
τί, ήταν όμως σίγουρη ότι αυτό που του είπε είχε ακριβώς
το αντίθετο αποτέλεσμα.
Σκέφτηκε το 38άρι που είχε στο ντουλαπάκι του αυτο-
κινήτου. Ήταν αδύνατο να το πάρει και να τον πυροβολή-
σει πριν προλάβει να της ρίξει αυτός, έπρεπε όμως να εί-
ναι έτοιμη να το αρπάξει με την παραμικρή ευκαιρία.
Ξαφνικά ο άντρας βρέθηκε από πάνω της και φοβήθη-
κε για άλλη μια φορά ότι ήθελε να τη βιάσει. Αυτός όμως
πέρασε στη θέση του συνοδηγού και την έσπρωξε στο τι-
μόνι, κρατώντας συνέχεια πάνω της την κάννη του πιστο-
λιού του.
«Πάμε», της είπε.
«Πού;»
«Στο σπίτι σου».
«Μα...»
«Βούλωσε το και ξεκίνα».
Το ντουλαπάκι ήταν πολύ μακριά. Δεν θα κατάφερνε
ποτέ να πάρει το πιστόλι. Μέχρι τώρα προσπαθούσε να
συγκρατήσει το φόβο της, τώρα όμως αισθάνθηκε να την
κυριεύει η απελπισία.
Έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο και βγήκε στο δρόμο.
Κοίταζε συνέχεια γύρω της, μέσα στη βροχή, μήπως δει
κανέναν αστυνομικό -παρ' όλο που δεν ήξερε τι θα έκα-
νε αν έβλεπε κάποιον. Σε λίγο βγήκαν από την πόλη και
πήραν τον παραλιακό δρόμο. Οι σταγόνες της βροχής
χτυπούσαν με θόρυβο τις λαμαρίνες του αυτοκινήτου,
σπρωγμένες από ένα δυνατό άνεμο που φυσούσε από τον
Ειρηνικό.
Ύστερα από πέντε λεπτά, που της φάνηκαν σαν μια ώ-
ρα, δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο, παρά τη διαταγή του.
«Πώς μας βρήκες;» τον ρώτησε.
«Παρακολουθούσα το σπίτι σας από χτες», είπε αυτός
με την ήρεμη φωνή του. «Όταν έφυγες σήμερα το πρωί, σε
ακολούθησα».
«Όχι· θέλω να πω, πώς ήξερες πού μένουμε;»
«Απ' τον Βαν Ντάιν», απάντησε αυτός χαμογελώντας.
«Τον παλιοπροδότη».
«Α, όχι, πρόκειται για ειδική περίπτωση», τη διαβεβαί-
ωσε αυτός. «Το Μεγάλο Αφεντικό στο Σαν Φρανσίσκο
μου χρωστούσε μια εξυπηρέτηση, έτσι πίεσε τον Βαν
Ντάιν να μου τα πει».
«Το Μεγάλο Αφεντικό;»
«Ο Τετράνια».
«Ποιος είναι αυτός;»
«Εσυ δεν ξέρεις τίποτα, ε; Το μόνο που ξέρεις είναι να
κάνεις παιδιά».
Ο σκληρός τόνος της φωνής του δεν είχε απλά σχέση
με το σεξ -ήταν πιο παράξενος και πιο τρομακτικός από
ό,τι θα δικαιολογούσε ένα σεξουαλικό υπονοοΰμενο. Η
Νόρα αισθάνθηκε το λαιμό της να σφίγγεται και δυσκο-
λευόταν να ανασάνει.
Ξαφνικά ο άντρας άρχισε να γίνεται ομιλητικός. «Ο
Τετράνια είναι το Μεγάλο Αφεντικό», είπε. «Αλλά εγώ
θα γίνω μεγαλύτερος από τον Τετράνια, πιο σπουδαίος.
Έχω δεκάδες ζωές μέσα μου. Έχω απορροφήσει την ε-
νέργεια ένα σωρό ανθρώπων. Αυτό είναι το Χάρισμά μου.
Όταν θα έχει πια πεθάνει ο Τετράνια και όλοι όσοι ζουν
τώρα, εγώ θα ζω ακόμα, γιατί είμαι αθάνατος».
Δεν ήξερε τι να πει. Ξαφνικά είχε εμφανιστεί χωρίς
προειδοποίηση αυτός ο άνθρωπος, που με κάποιον τρόπο
είχε μάθει για τον Αϊνστάιν, και ήταν τρελός. Είχε αρχί-
σει να νιώθει έναν άγριο θυμό, που σχεδόν συναγωνιζό-
ταν το φόβο της. Ήταν αδικία, μεγάλη αδικία. Είχαν κά-
νει ένα σωρό προετοιμασίες για το Τέρας, είχαν καταφέ-
ρει να ξεφύγουν από τους κυβερνητικούς πράκτορες -και
τώρα εμφανιζόταν ένας τρελός που ήθελε τον Αϊνστάιν.
Ήταν άδικο.
Σώπασε πάλι και την κοίταξε. «Δεν καταλαβαίνεις τι
σου λέω, ε;» τη ρώτησε.
«Όχι».
Αρχισε να της εξηγεί, ίσως επειδή την έβρισκε όμορ-
φη. «Αυτό το μυστικό το έχω πει μόνο σε έναν άνθρωπο
μέχρι τώρα, τον Ντάνι Σλόβιτς. Δουλεύαμε και οι δυο για
την Οικογένεια Καραμάτζα στη Νέα Υόρκη, τη μεγαλύτε-
ρη από τις πέντε οικογένειες της Μαφίας. Δέρναμε όσους
πήγαιναν να σηκώσουν κεφάλι και πότε πότε σκοτώναμε
και κανέναν για παραδειγματισμό».
Η Νόρα αισθάνθηκε ναυτία. Δεν ήταν απλώς τρελός,
δεν ήταν απλώς δολοφόνος -ήταν ένας τρελός επαγγελμα-
τίας δολοφόνος.
«Μια φορά λοιπόν που τρώγαμε μαζί, είπα στον Ντάνι
ότι θα ζούσα πολλά πολλά χρόνια, γιατί είχα την ικανότητα
να παίρνω τη ζωτική ενέργεια των ανθρώπων που σκότω-
να. Του είπα ότι οι άνθρωποι είναι σαν τις μπαταρίες, γε-
μάτες από μια μυστηριώδη ενέργεια που τη λέμε ζωή. Ό-
ταν καθαρίζω κάποιον, η ενέργειά του γίνεται δική μου κι
εγώ γίνομαι πιο δυνατός. Και ξέρεις τι μου είπε ο Ντάνι;»
«Τι;» ρώτησε μουδιασμένα η Νόρα.
«Άρχισε να μου κάνει πλάκα. "Και δε μου λες, Βινς",
μου λέει, "τι θα γίνει αν σκοτώσεις έναν ηλεκτρολόγο; Θα
μάθεις ξαφνικά να κάνεις ηλεκτρικές εγκαταστάσεις;" Ε-
γώ άρχισα να του εξηγώ ότι παίρνω μόνο την ενέργεια
αυτών που καθαρίζω, όχι και την προσωπικότητα και τις
γνώσεις τους. Μετά όμως με κοίταξε μ' έναν παράξενο
τρόπο και κατάλαβα ότι με δούλευε, ότι με είχε πάρει για
τρελό. Έτσι, το βούλωσα κι εκείνο το βράδυ τον σκότωσα
και τον εξαφάνισα. Τώρα έχω και την ενέργεια του Ντάνι
μαζί με όλων των άλλων».
Το πιστόλι ήταν στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου -αυ-
τό ήταν η μοναδική της ελπίδα.

Όταν η Νόρα έφυγε για το ραντεβού της με το γιατρό, ο


Τράβις έφτιαξε μερικά κουλουράκια σοκολάτα. Όσο ζού-
σε μόνος, είχε μάθει να μαγειρεύει, και τους τελευταίους
μήνες η Νόρα του είχε κάνει μερικά μαθήματα ακόμη, έ-
τσι τώρα μαγείρευε συχνά ο ίδιος.
Ο Αϊνστάιν, που συνήθως καθόταν υπομονετικά στην
κουζίνα περιμένοντας να του δώσει ο Τράβις λίγη από τη
ζύμη, βγήκε ξαφνικά από το δωμάτιο κι άρχισε να γυρίζει
μέσα στο σπίτι, από παράθυρο σε παράθυρο, κοιτάζοντας
έξω στη βροχή.
Ύστερα από λίγο ο Τράβις ανησύχησε βλέποντας την
παράξενη συμπεριφορά του σκύλου και τον ρώτησε αν
συμβαίνει τίποτα. Ο Αϊνστάιν πήγε στο κελάρι και απά-
ντησε: ΝΙΩΘΩ ΛΙΓΟ ΠΑΡΑΞΕΝΑ.
«Αρρωστος;» ρώτησε ο Τράβις, ανησυχώντας μήπως η
υγεία του χειροτέρευε πάλι.
ΟΧΙ ΑΡΡΩΣΤΟΣ.
«Τότε, τι; Μήπως αισθάνεσαι το... Τέρας;»
ΟΧΙ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΠΩΣ ΠΡΙΝ.
«Αλλά αισθάνεσαι κάτι;»
ΑΣΧΗΜΗ ΜΕΡΑ.
«Ίσως είναι η βροχή».
ΙΣΩΣ.
Ο Τράβις ξαναγύρισε στην κουζίνα, νιώθοντας κι αυ-
τός μια παράξενη ανησυχία.

Ο δρόμος φαινόταν ασημής από την πυκνή βροχή. Είχε


αρχίσει να πέφτει μια βαριά ομίχλη που σε ορισμένα ση-
μεία ανάγκαζε τη Νόρα να κόψει ταχύτητα, πηγαίνοντας
με σαράντα, ή και τριάντα μίλια την ώρα. Μήπως θα μπο-
ρούσε να πάει ακόμα πιο αργά, με την πρόφαση της ομί-
χλης, και κάποια στιγμή να ανοίξει την πόρτα και να πη-
δήξει έξω; Αλλά όχι. Για να μπορέσει να πηδήξει χωρίς
να χτυπήσει σοβαρά, θα έπρεπε να πηγαίνει με πέντε μί-
λια την ώρα. Κι έπειτα ο Βινς -όπως είχε πει ότι τον λένε-
θα την πυροβολούσε στην πλάτη αν γύριζε και πήγαινε ν'
ανοίξει την πόρτα.
Σκέφτηκε ακόμα να ρίξει το αυτοκίνητο έξω από το
δρόμο, σε κάποιο σημείο όπου ήξερε ότι το ανάχωμα του
δρόμου κατέβαινε ομαλά μέχρι την παραλία. Αλλά φοβό-
ταν μήπως κάνει λάθος στο σημείο και ρίξει το αυτοκίνητο
σε κανέναν γκρεμό. Άλλωστε, ακόμη κι αν το έριχνε στο
κατάλληλο σημείο, μπορεί από το πέσιμο να έχανε τις αι-
σθήσεις της, ή να έχανε το παιδί.
Τώρα που ο Βινς είχε αρχίσει να της μιλά, δεν μπορού-
σε να σταματήσει. Ήταν λες και όλα αυτά τα χρόνια είχε
συσσωρεύσει μέσα του όλα αυτά που ήθελε να πει στον
κόσμο και τώρα τα έβγαζε επιτέλους, μιλώντας τόσο τρε-
λά, που η Νόρα είχε κυριευτεί από τρόμο.
Της είπε πως έμαθε για τον Αϊνστάιν σκοτώνοντας
τους επιστήμονες που είχαν πάρει μέρος στο Σχέδιο
Φράνσις των Εργαστηρίων Μπανοντάιν. Ήξερε και για
το Τέρας, αλλά δεν το φοβόταν, γιατί, όπως είπε, βρισκό-
ταν στα πρόθυρα της αθανασίας και ο σκύλος ήταν ένα α-
πό τα τελευταία σκαλοπάτια που θα τον οδηγούσαν στο
μεγάλο Πεπρωμένο του.
Η Νόρα δεν καταλάβαινε ούτε τα μισά από όσα της έ-
λεγε -αλλά, σκέφτηκε, αν τα καταλάβαινα θα ήμουν τρελή
σαν κι αυτόν. Ήταν σίγουρη πως, αν αυτός ο άνθρωπος έ-
βαζε στο χέρι τον Αϊνστάιν, θα σκότωνε αμέσως αυτή και
τον Τράβις. Στην αρχή φοβόταν να το πει, όταν όμως είδε
ότι πλησίαζαν στο χωματόδρομο που οδηγούσε στο σπίτι
δεν μπόρεσε να κρατηθεί άλλο. «Όταν πάρεις το σκύλο
σκοπεύεις να μας σκοτώσεις, έτσι δεν είναι;»
Αυτός την κοίταξε για λίγο. «Εσύ τι λες, Νόρα;»
«Ότι θα μας σκοτώσεις».
«Φυσικά».
Διαπίστωσε με έκπληξη ότι αυτή η επιβεβαίωση των
φόβων της δεν τη γέμισε τρόμο. Αντίθετα, το αυτάρεσκο
ύφος του την έκανε έξαλλη και ο θυμός αυτός της έδωσε
δύναμη. Θα έκανε ό,τι μπορούσε για να του χαλάσει τα
σχέδια. Ταυτόχρονα κατάλαβε ότι μέσα σε αυτούς τους
μήνες που πέρασαν είχε αλλάξει ριζικά. Η παλιά Νόρα θα
άρχιζε να τρέμει ανεξέλεγκτα μπροστά σε αυτό τον τρελό.
«Θα μπορούσα να ρίξω το αυτοκίνητο έξω από το δρό-
μο», του είπε, «να ρισκάρω ένα ατύχημα».
«Αν έκανες κάτι τέτοιο», απάντησε αυτός, «θα σου έ-
ριχνα τη στιγμή που θα πήγαινες να γυρίσεις το τιμόνι και
θα το έστριβα πριν πέσουμε crtov γκρεμό».
«Μπορεί να μην προλάβεις. Μπορεί να πεθάνεις κι εσύ».
«Εγώ να πεθάνω; Ίσως κάποια μέρα να πεθάνω, αλλά
όχι από ένα απλό τροχαίο ατύχημα. Έχω πολλές ζωές μέ-
σα μου για να σκοτωθώ τόσο εύκολα. Κι έπειτα, δε νομίζω
ότι θα τολμούσες να κάνεις κάτι τέτοιο. Κατά βάθος πι-
στεύεις ότι ο άντρας σου θα καταφέρει να σας σώσει. Κά-
νεις λάθος, βέβαια, αλλά το πιστεύεις. Μπορώ να σου πω
όμως ότι δε θα τολμήσει να κάνει τίποτα, γιατί θα φοβάται
μήπως πάθεις κάτι εσύ. Θα μπω στο σπίτι έχοντας το πιστό-
λι στην κοιλιά σου κι αυτό θα τον παραλύσει αρκετά για να
προλάβω να του τινάξω τα μυαλά στον αέρα. Γι' αυτό έχω
μαζί μου μόνο το πιστόλι. Μόνο αυτό μου χρειάζεται».
Η Νόρα κατάλαβε ότι δεν έπρεπε με κανέναν τρόπο
να δείξει την οργή που έβραζε μέσα της. Έπρεπε να δεί-
χνει τρομαγμένη, αδύναμη, παραλυμένη από φόβο. Αν την
υποτιμούσε, μπορεί να έκανε κάποιο λάθος που θα της έ-
δινε ένα μικρό πλεονέκτημα.
Ρίχνοντας μια πλάγια ματιά είδε ότι ο άντρας την κοί-
ταζε με έναν παράξενο τρόπο. Το βλέμμα του δεν έδειχνε
τρέλα, αλλά μάλλον στοργή και, ίσως, ευγνωμοσύνη.
«Ονειρευόμουν χρόνια να σκοτώσω μια έγκυο γυναί-
κα», της είπε, λες και μιλούσε για το πιο φυσικό πράγμα
του κόσμου. «Μέχρι τώρα δεν είχα βρει ποτέ την κατάλ-
ληλη ευκαιρία. Αλλά το σπίτι είναι απομονωμένο και, ό-
ταν κανονίσω τον Κορνέλ, οι συνθήκες θα είναι ιδανικές».
«Σε παρακαλώ, όχι», είπε αυτή τρέμοντας. Αυτή τη φο-
ρά δεν χρειαζόταν να προσποιηθεί τη φοβισμένη.
Αυτός συνέχισε να μιλά ήρεμα. «Τη στιγμή που θα πε-
θάνεις θα πάρω την ενέργεια τη δική σου και του παιδιού.
Είσαι η πρώτη μου έγκυος γυναίκα, Νόρα, και πάντα θα
σε θυμάμαι».
Δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της. Αν πίστευε ότι ο
Τράβις θα έβρισκε κάποιον τρόπο για να εξουδετερώσει
αυτό τον άνθρωπο, φοβόταν ότι στη σύγκρουση που θα γι-
νόταν μπορεί να σκοτωνόταν αυτή ή ο Αϊνστάιν. Και ήξε-
ρε ότι ο Τράβις δεν θα το άντεχε αν δεν κατάφερνε να
τους σώσει όλους.
«Μην απελπίζεσαι, Νόρα», είπε ο Βινς. «Εσύ και το
μωρό δε θα πάψετε να υπάρχετε. Θα γίνετε ένα κομμάτι
μου και θα ζείτε για πάντα μέσα μου».

Ο Τράβις έβγαλε το πρώτο ταψί με τα κουλουράκια από


το φούρνο και το έβαλε να κρυώσει.
Ο Αϊνστάιν μπήκε στην κουζίνα μυρίζοντας. «Καίνε α-
κόμα», είπε ο Τράβις.
Ο σκύλος γύρισε στο λίβινγκ ρουμ και πήγε στο παρά-
θυρο, όπου στάθηκε κοιτάζοντας έξω, στη βροχή.

Λίγο πριν στρίψουν στο χωματόδρομο που έβγαζε στο


σπίτι, ο Βινς ξάπλωσε στο κάθισμα του αυτοκινήτου, ώστε
να μη φαίνεται απέξω. Το πιστόλι ήταν πάντα στραμμένο
πάνω της. «Αν πας να κάνεις καμιά εξυπνάδα, θα σου ρί-
ξω στην κοιλιά», της είπε.
Η Νόρα δεν αμφέβαλλε ότι θα πραγματοποιούσε την
απειλή του.
Καθώς πλησίαζαν στο σπίτι, η Νόρα είδε τον Αϊνστάιν
να στέκεται στο μπροστινό παράθυρο. Προσπάθησε να
βρει κάποιον τρόπο για να του δείξει ότι κινδυνεύουν, αλ-
λά δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα.
«Μην πας μέχρι το στάβλο», είπε ο Βινς. «Σταμάτα δί-
πλα στο σπίτι».
Η Νόρα κατάλαβε το σχέδιο του. Στο πλάι του σπιτιού,
από τη μεριά που ήταν οι σκάλες, δεν υπήρχαν παράθυρα.
Έτσι ο Αϊνστάιν και ο Τράβις δεν θα τον έβλεπαν να
βγαίνει από το αυτοκίνητο. Μετά θα την έβγαζε κι αυτή,
θα ανέβαινε την πίσω βεράντα και θα έμπαινε στην κουζί-
να πριν ο Τράβις καταλάβει ότι κάτι δεν πάει καλά.
Τσως ο Αϊνστάιν να διαισθανόταν τον κίνδυνο -ίσως.
Αλλά ήταν τόσο άρρωστος τελευταία...

Ο Αϊνστάιν μπήκε στην κουζίνα.


«Το αυτοκίνητο της Νόρας ήταν;» ρώτησε ο Τράβις.
Ναι.
Ο σκύλος πήγε στην πίσω πόρτα και περίμενε ανυπό-
μονα -μετά έμεινε ξαφνικά ακίνητος κι έγειρε το κεφάλι
του στο πλάι.

Η ευκαιρία που περίμενε η Νόρα ήρθε την πιο αναπάντε-


χη στιγμή.
Όταν σταμάτησε δίπλα στο σπίτι και έσβησε τη μηχα-
νή, ο Βινς την άρπαξε και βγήκε από τη δική του πόρτα,
σέρνοντάς την πίσω του. Προτίμησε να βγει από αυτή την
πλευρά, γιατί ήταν πιο κοντά στο σπίτι και θα ήταν αδύνα-
το να τους δουν από τα μπροστινά παράθυρα του σπιτιού.
Καθώς έβγαινε από το αυτοκίνητο, τραβώντας την από το
χέρι, γύρισε και κοίταξε γύρω του να βεβαιωθεί ότι δεν
είναι κάπου εκεί κοντά ο Τράβις και με την κίνηση του το
πιστόλι έπαψε να σημαδεύει για λίγο τη Νόρα. Καθώς ε-
κείνη γλιστρούσε πάνω στο κάθισμα του συνοδηγού, περ-
νώντας από το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου το άνοιξε και
άρπαξε το πιστόλι. Ο Βινς πρέπει να άκουσε, ή να αι-
σθάνθηκε κάτι, γιατί γύρισε προς το μέρος της, αλλά ήταν
πολύ αργά. Η Νόρα του έχωσε το πιστόλι στην κοιλιά και,
πριν εκείνος προλάβει να σηκώσει το όπλο του και να της
ρίξει, πάτησε τρεις φορές τη σκανδάλη.
Ο Βινς βρόντηξε στον τοίχο του σπιτιού, που ήταν μό-
λις ένα μέτρο πίσω του, κοιτάζοντας την κατάπληκτος.
Η Νόρα είχε μείνει άναυδη με την πράξη της. Είχε
σκοτώσει έναν άνθρωπο. Εκείνη την τρελή στιγμή πέρασε
από το μυαλό της η σκέψη ότι δεν υπάρχει πιο επικίνδυ-
νος άνθρωπος από μια μητέρα που προστατεύει τα παιδιά
της -ακόμη κι αν το ένα παιδί είναι αγέννητο και το άλλο
είναι ένας σκύλος. Σήκωσε πάλι το πιστόλι και πυροβόλη-
σε άλλη μια φορά τον Βινς στο στήθος, σχεδόν εξ επαφής.
Ο Βινς σωριάστηκε με τα μούτρα στο λασπωμένο χώμα.
Η Νόρα γύρισε κι άρχισε να τρέχει. Στη γωνία του
σπιτιού κόντεψε να πέσει πάνω στον Τράβις, που εκείνη
τη στιγμή είχε πηδήξει πάνω από τα κάγκελα της βερά-
ντας και προσγειώθηκε μπροστά της, κρατώντας την κα-
ραμπίνα Ούζι.
«Τον σκότωσα», είπε, και η φωνή της είχε πάρει έναν
υστερικό τόνο. «Του έριξα τέσσερις φορές. Τον σκότωσα,
Θεέ μου!»
Ο Τράβις σηκώθηκε όρθιος και την κοίταξε χωρίς να
καταλαβαίνει. Η Νόρα τον αγκάλιασε και ακούμπησε το
κεφάλι της στο στήθος του, νιώθοντας να τους μουσκεύει
η παγερή βροχή.
«Ποιον...» άρχισε να λέει ο Τράβις.
Πίσω από τη Νόρα, ο Βινς έβγαλε μια στριγκή κραυγή
και, γυρίζοντας ανάσκελα, τους πυροβόλησε. Η σφαίρα
χτύπησε τον Τράβις ψηλά στον ώμο και τον πέταξε πίσω.
Αν περνούσε πέντε εκατοστά πιο δεξιά, θα χτυπούσε τη
Νόρα στο κεφάλι.
Καθώς έπεφτε ο Τράβις, κόντεψε να πέσει μαζί του
και η Νόρα, γιατί τον κρατούσε στην αγκαλιά της. Αλλά
πρόλαβε να τον αφήσει και να καλυφθεί πέφτοντας πίσω
από το φορτηγάκι. Πριν κρυφτεί, είδε για μια στιγμή τον
Βινς. Προσπαθούσε να σηκωθεί όρθιος, κρατώντας το πι-
στόλι με το ένα χέρι και σφίγγοντας το στομάχι του με το
άλλο. Πάνω του δεν υπήρχαν καθόλου αίματα.
Τι γινόταν εδώ; Δεν ήταν δυνατόν να έζησε ύστερα α-
πό τρεις σφαίρες στο στομάχι και μία στο στήθος -εκτός
κι αν ήταν στ' αλήθεια αθάνατος.
Καθώς η Νόρα κρυβόταν πίσω από το φορτηγάκι, ο
Τράβις είχε σηκωθεί και καθόταν στο λασπωμένο χώμα.
Αίμα απλωνόταν από τον ώμο και το στήθος του, μου-
σκεύοντας το πουκάμισο του. Κρατούσε ακόμη την καρα-
μπίνα στο δεξί του χέρι, που, ευτυχώς, μπορούσε ακόμα
να το κινεί παρά το τραύμα στον ώμο του. Ο Βινς πυροβό-
λησε άλλη μια φορά στα τυφλά και τότε ο Τράβις άρχισε
να ρίχνει με την καραμπίνα. Η στάση του δεν τον βοηθού-
σε να σημαδέψει και οι σφαίρες εξοστρακίστηκαν στους
τοίχους και στο αυτοκίνητο.
Σταμάτησε να ρίχνει. «Φτου να πάρει!» είπε και σηκώ-
θηκε όρθιος με δυσκολία.
«Τον πέτυχες;» ρώτησε η Νόρα.
«Πήγε από την μπροστινή πλευρά του σπιτιού», είπε ο
Τράβις και προχώρησε κι αυτός προς τα εκεί.
Ο Βινς πίστευε ότι πλησίαζε την αθανασία -αν δεν ή-
ταν ήδη αθάνατος. Στη χειρότερη περίπτωση, του χρειάζο-
νταν μερικές ζωές ακόμη και το μόνο που τον ανησυχούσε
ήταν μήπως τον σκοτώσει κανείς τη στιγμή που ήταν τόσο
κοντά στο Πεπρωμένο του. Γι' αυτό έπαιρνε πάντα τις
προφυλάξεις του. Έτσι και τώρα, φορούσε κάτω από το
πουλόβερ του το καλύτερο και ακριβότερο αλεξίσφαιρο
γιλέκο που υπήρχε. Αυτό είχε σταματήσει τις τέσσερις
σφαίρες που του έριξε εκείνη η σκύλα. Δεν είχε ματώσει
καθόλου, αλλά τον είχαν πονέσει τρομερά. Η δύναμή τους
τον τίναξε πάνω στον τοίχο του σπιτιού, κόβοντάς του την
ανάσα. Αισθανόταν λες και τον είχαν χτυπήσει με βαριά
στο στομάχι.
Διπλωμένος από τον πόνο, έτρεξε τρεκλίζοντας στο
μπροστινό μέρος του σπιτιού, σίγουρος ότι, καθώς στρεφό-
ταν, θα άρπαζε καμιά σφαίρα στην πλάτη. Τα κατάφερε ό-
μως να στρίψει στη γωνία και να ανεβεί τα σκαλιά της βε-
ράντας, όπου ήταν καλυμμένος από τα πυρά του Κορνέλ.
Αισθάνθηκε ικανοποίηση που τον είχε τραυματίσει, αν
και ήξερε ότι το τραύμα δεν ήταν σοβαρό. Τώρα που είχε
χάσει το στοιχείο του αιφνιδιασμού, ήξερε ότι η μάχη θα
τραβούσε πολύ. Και η γυναίκα ήταν σχεδόν το ίδιο επικίν-
δυνη με τον Κορνέλ -μια τρελή αμαζόνα.
Είχε πιστέψει πως η γυναίκα ήταν αδύναμη, φοβισμένη
σαν ποντίκι. Φαίνεται ότι την είχε υποτιμήσει κι αυτό τον
ενόχλησε. Δεν ήταν συνηθισμένος να κάνει τέτοια λάθη.
Ο Βινς άρχισε να προχωρά στην μπροστινή βεράντα ό-
σο πιο γρήγορα μπορούσε, σίγουρος ότι ο Τράβις ερχόταν
από πίσω του. Ο Κορνέλ θα περίμενε πως ο αντίπαλος του
θα έτρεχε να κρυφτεί στο δάσος που άρχιζε λίγο πιο κά-
τω, γι' αυτό αποφάσισε να μπει στο σπίτι και να σταθεί σε
ένα μέρος όπου να βλέπει και την μπροστινή και την πίσω
πόρτα. Ίσως να κατάφερνε να τους αιφνιδιάσει.
Περνούσε μπροστά από ένα μεγάλο παράθυρο, πλησιά-
ζοντας την εξώπορτα, όταν κάτι πέρασε μέσα από το κλει-
στό παράθυρο με έναν τρομερό κρότο διαλύοντας τα τζάμια.
Ο Βινς φώναξε από έκπληξη και πυροβόλησε, αλλά η
σφαίρα καρφώθηκε στη στέγη της βεράντας και το σκυλί
-Χριστέ μου, αυτό ήταν, το σκυλί- έπεσε πάνω του. Το πι-
στόλι τινάχτηκε από το χέρι του και οπισθοχώρησε παρα-
πατώντας, πέφτοντας πάνω στα κάγκελα της βεράντας. Ο
σκΰλος είχε κολλήσει πάνω του, αρπαγμένος από τα ροΰ-
χα του με τα νΰχια, και αισθάνθηκε τα δόντια του να βυθί-
ζονται στον ώμο του. Τα ξΰλινα κάγκελα διαλύθηκαν κι έ-
πεσαν και οι δυο στην αυλή, μέσα στη βροχή.
Ουρλιάζοντας, ο Βινς άρχισε να χτυπά το σκύλο με τις
μεγάλες γροθιές του, μέχρι που το ζώο έσκουξε και τον ά-
φησε. Αλλά την άλλη στιγμή όρμησε και πάλι πάνω του,
αυτή τη φορά με στόχο το λαιμό του. Μόλις που πρόλαβε
να τον χτυπήσει και πάλι, πριν του ανοίξει το λαρύγγι.
Σηκώθηκε και πήγε να ανεβεί στη βεράντα, ψάχνοντας
για το πιστόλι του -αλλά βρέθηκε μπροστά στον Κορνέλ.
Στεκόταν όρθιος μπροστά του και από τον ώμο του έτρεχε
αίμα.
Ο Βινς αισθάνθηκε να τον πλημμυρίζει μια άγρια, τρε-
λή αυτοπεποίθηση. Ήξερε ότι ήταν άτρωτος, ανίκητος, α-
θάνατος, γιατί μπορούσε να κοιτάζει την κάννη της καρα-
μπίνας χωρίς το παραμικρό ίχνος φόβου. Σήκωσε τα μάτια
στον Κορνέλ και χαμογέλασε. «Κοίταξέ με», του είπε.
«Κοίταξε με ! Είμαι ο χειρότερος εφιάλτης σου».
«Οΰτε κατά διάνοια», είπε ο Κορνέλ και πυροβόλησε.

Ο Τράβις καθόταν σε μια καρέκλα της κουζίνας, με τον


Αϊνστάιν δίπλα του, ενώ η Νόρα του έδενε το τραύμα, λέ-
γοντάς του ταυτόχρονα όλα όσα ήξερε για τον άνθρωπο
που τους είχε επιτεθεί.
«Δεν υπήρχε τρόπος να το προβλέψουμε», είπε ο Τρά-
βις. «Δεν μπορούσαμε να ξέρουμε ότι ψάχνει να μας βρει
ένας επαγγελματίας δολοφόνος».
«Ας ελπίσουμε ότι είναι ο μόνος».
Ο Τράβις μόρφασε από τον πόνο όταν η Νόρα έριξε οι-
νόπνευμα και ιώδιο στο τραύμα από τη σφαίρα, και ξανά,
όταν άρχισε να δένει τον επίδεσμο, περνώντας τον κάτω α-
πό τη μασχάλη του. «Εντάξει είναι», της είπε. «Η αιμορρα-
γία δεν είναι πολύ μεγάλη. Δε βρήκε καμιά αρτηρία».
Η σφαίρα είχε βγει από πίσω, αφήνοντας ένα φρικτό
τραύμα που πονούσε πολύ, αλλά θα μπορούσε να σταθεί
για λίγο ακόμη στα πόδια του. Αργότερα θα έπρεπε να
τον δει κάποιος γιατρός, ίσως ο Τζιμ Κιν, για να αποφύ-
γουν τις ερωτήσεις που θα τους έκανε σίγουρα κάποιος
άλλος. Προς το παρόν, όμως, τον ενδιέφερε να δεθεί α-
πλώς το τραύμα για να μπορέσει να ξεφορτωθεί το πτώμα.
Ο Αϊνστάιν ήταν κι αυτός χτυπημένος, αλλά ευτυχώς
δεν είχε κοπεί όταν πήδηξε μέσα από το παράθυρο. Δεν
είχε σπασμένα κόκαλα, είχε δεχτεί όμως αρκετά δυνατά
χτυπήματα. Θα έπρεπε να τον δει κι αυτόν ο Τζιμ Κιν.
Έξω η βροχή έπεφτε ακόμη πιο δυνατή από πριν, σφυ-
ροκοπώντας τη στέγη και κατεβαίνοντας από τις υδρορρό-
ες. Ο αέρας την έριχνε μέσα στο σπίτι από το ανοιχτό πα-
ράθυρο, αλλά τώρα δεν είχαν χρόνο να ανησυχούν για τις
ζημιές που μπορεί να τους έκαναν τα νερά.
«Ευτυχώς που βρέχει», είπε ο Τράβις. «Μ' αυτό τον
κατακλυσμό δε θ' άκουσε κανείς τους πυροβολισμούς».
«Τι θα κάνουμε το πτώμα;» ρώτησε η Νόρα.
«Αυτό σκέφτομαι», απάντησε ο Τράβις. Αλλά ο πόνος
στον ώμο του ήταν δυνατός και δεν μπορούσε να σκεφτεί
καθαρά.
«Θα μπορούσαμε να το θάψουμε εδώ, στο δάσος», εί-
πε η Νόρα.
«Όχι. Θα ξέρουμε ότι βρίσκεται κοντά και δε θα μπο-
ρούμε να ησυχάσουμε. Θα ανησυχούμε πάντα μήπως τον
ξεθάψουν άγρια ζώα, μήπως τον βρουν κάποιοι εκδρο-
μείς. Υπάρχουν ορισμένα μέρη στον παραλιακά δρόμο ό-
που θα μπορούσαμε να σταματήσουμε και, όταν αραιώσει
η κυκλοφορία, να τον πετάξουμε στον γκρεμό. Αν διαλέ-
ξουμε ένα σημείο όπου η θάλασσα φτάνει μέχρι τη βάση
του βράχου, θα τον παρασύρει στα ανοιχτά και κανείς δε
θα μπορεί να τον συνδέσει μ' εμάς».
Καθώς η Νόρα έδενε τον επίδεσμο, ο Αϊνστάιν σηκώ-
θηκε ξαφνικά και γρύλισε. Μυρίστηκε για λίγο τον αέρα
και μετά πήγε στην πίσω πόρτα. Στάθηκε και την κοίταξε
για λίγο και ύστερα πήγε στο λίβινγκ ρουμ.
«Φοβάμαι ότι είναι χειρότερα χτυπημένος από όσο
δείχνει», είπε η Νόρα καθώς κολλούσε το τελευταίο κομ-
μάτι λευκοπλάστη.
«Μπορεί», είπε ο Τράβις. «Μπορεί και όχι όμως. Φε-
ρόταν παράξενα όλη μέρα σήμερα από την ώρα που έφυ-
γες το πρωί. Μου είπε ότι του μύριζε άσχημη μέρα».
«Είχε δίκιο».
Ο Αϊνστάιν βγήκε από το λίβινγκ ρουμ τρέχοντας και
μπήκε κατευθείαν στο κελάρι. Αναψε τα φώτα και άρχισε
να πατάει τα πετάλια της συσκευής.
«Ίσως να έχει καμιά ιδέα για το τι να κάνουμε το πτώ-
μα», είπε η Νόρα.
Καθώς η Νόρα μάζευε τη γάζα, το λευκοπλάστη και τα
μπουκαλάκια με το ιώδιο και το οινόπνευμα, ο Τράβις φό-
ρεσε με δυσκολία το πουκάμισο του και πήγε στο κελάρι
για να δει τι είχε γράψει ο Αϊνστάιν.
ΗΡΘΕ ΤΟ ΤΕΡΑΣ.

Ο Τράβις έβαλε έναν καινούριο γεμιστήρα στον υποκόπα-


νο της καραμπίνας Ούζι, έριξε άλλον ένα στην τσέπη του
και έδωσε στη Νόρα ένα από τα πιστόλια Ούζι που είχαν
στο κελάρι.
Αν έκρινε από την ανησυχία του Αϊνστάιν, δεν είχαν
χρόνο να κάνουν το γύρο του σπιτιού κλείνοντας τα παρα-
θυρόφυλλα.
Το έξυπνο σχέδιο τους, να ρίξουν το Τέρας αναίσθητο
στο στάβλο με το ειδικό αέφιο, στηριζόταν στη βεβαιότητα
ότι θα πλησίαζε το σπίτι τη νύχτα και θα έκανε αναγνώρι-
ση της περιοχής. Τώρα, όμως, αυτό είχε πλησιάσει μέρα
και είχε κάνει την αναγνώριση όσο αυτοί ήταν απασχολη-
μένοι με τον Βινς.
Έμειναν ακίνητοι στην κουζίνα και αφουγκράστηκαν,
αλλά δεν άκουγαν τίποτα πάνω από το εκκωφαντικό βου-
ητό της βροχής. Ο Αϊνστάιν δεν μπορούσε να τους πει με
περισσότερη ακρίβεια πού βρίσκεται το Τέρας. Η έκτη αί-
σθηση του δεν λειτουργούσε ακόμη στην εντέλεια. Ήταν
τυχεροί που είχε καταφέρει να αισθανθεί το Τέρας. Ό-
πως φαίνεται, η πρωινή του ανησυχία δεν είχε σχέση με
τον άντρα που είχε έρθει στο σπίτι με τη Νόρα αλλά με
τον ερχομό του Τέρατος.
«Πάμε πάνω», είπε ο Τράβις.
Στο ισόγειο, το Τέρας θα μπορούσε να μπει από πόρ-
τες και παράθυρα, ενώ στον πρώτο όροφο θα είχαν ν' α-
νησυχούν μόνο για τα παράθυρα -και ίσως θα προλάβαι-
ναν να κλείσουν μερικά παραθυρόφυλλα.
Η Νόρα ανέβηκε τη σκάλα, με τον Αϊνστάιν δίπλα της,
ενώ ο Τράβις ερχόταν πίσω τους, ανεβαίνοντας με την
πλάτη και έχοντας στραμμένη την καραμπίνα προς το ισό-
γειο. Το ανέβασμα του έφερε ζάλη. Αισθανόταν τον πόνο
και την αδυναμία από τον πληγωμένο ώμο του να εξαπλώ-
νεται σε όλο του το σώμα.
Όταν έφτασαν στο πάνω πάτωμα, ο Τράβις είπε: «Αν
το ακούσουμε να μπαίνει, μπορούμε να τραβηχτούμε πί-
σω, να περιμένουμε μέχρι ν' αρχίσει να ανεβαίνει τη σκά-
λα και μετά να εμφανιστούμε και να το αιφνιδιάσουμε
-να του ρίξουμε όλοι μαζί».
Η Νόρα κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
Τώρα έπρεπε να μείνουν σιωπηλοί, να του δώσουν την
ευκαιρία να μπει crto ισόγειο, να βγάλει το συμπέρασμα
ότι βρίσκονται πάνω, να το αφήσουν να νιώσει σιγουριά
και να αρχίσει να ανεβαίνει τις σκάλες.
Η εκτυφλωτική λάμψη μιας αστραπής φάνηκε στο πα-
ράθυρο στο τέλος του διαδρόμου και αμέσως μετά ακού-
στηκε η βροντή. Θαρρείς και ο κεραυνός είχε σκίσει τον
ουρανό στα δύο και η βροντή που ήταν μαζεμένη εκεί έ-
πεσε όλη μαζί στη γη σε έναν τρομερό καταρράχτη.
Στο τέλος τον διαδρόμου, ένας από τους πίνακες της
Νόρας τινάχτηκε έξω από το στούντιο της και τσακίστηκε
στον απέναντι τοίχο.
Η Νόρα φώναξε τρομαγμένη και έμειναν να κοιτάζουν
και οι τρεις αποσβολωμένοι τον σπασμένο πίνακα. Για
μια στιγμή νόμισαν σχεδόν ότι η κίνησή του είχε κάποια
σχέση με τον δυνατό κεραυνό που είχε πέσει.
Ένας δεύτερος πίνακας τινάχτηκε από την πόρτα του
στούντιο και χτύπησε στον τοίχο. Ο Τράβις είδε ότι ο καμ-
βάς ήταν σκισμένος.
Το Τέρας ήταν κιόλας μέσα στο σπίτι.
Βρίσκονταν στην αρχή του μικρού διαδρόμου. Η μεγά-
λη κρεβατοκάμαρα και το μελλοντικό παιδικό δωμάτιο ή-
ταν στα αριστερά τους, το μπάνιο και το στούντιο της Νό-
ρας στα δεξιά. Το Τέρας βρισκόταν δυο πόρτες πιο κάτω,
στο στούντιο της Νόρας, και κατέστρεφε τα έργα της.
Άλλος ένας πίνακας τινάχτηκε στο διάδρομο.
Ο Αϊνστάιν ήταν μουσκεμένος από τη βροχή, χτυπημέ-
νος από την πάλη του με τον Βινς και κάπως εξασθενημέ-
νος από την αρρώστια. Παρ' όλα αυτά, άρχισε να γαβγίζει
απειλητικά.
Σφίγγοντας την καραμπίνα, ο Τράβις έκανε ένα βήμα
στο διάδρομο.
Η Νόρα τον άρπαξε από το χέρι. «Όχι. Ας φύγουμε».
«Όχι. Πρέπει να το αντιμετωπίσουμε».
«Με τους δικούς μας όρους», είπε εκείνη.
Δυο πίνακες ακόμη πετάχτηκαν έξω από το στούντιο
και έπεσαν με θόρυβο πάνω στους προηγούμενους.
Ο Αϊνστάιν δεν γάβγιζε πια, αλλά είχε αρχίσει να μου-
γκρίζει βαθιά και άγρια.
Άρχισαν να προχωρούν όλοι μαζί στο διάδρομο, προς
την ανοιχτή πόρτα του στούντιο της Νόρας.
Η πείρα και η εκπαίδευση του Τράβις του έλεγαν ότι
έπρεπε να χωριστούν, να σκορπίσουν, αντί να στέκονται
όλοι μαζί σε ένα στόχο. Αλλά εδώ δεν ήταν στις Δυνάμεις
Δέλτα και ο εχθρός τους δεν ήταν ένας απλός τρομοκρά-
της. Αν χώριζαν, θα έχαναν σε κάποιο βαθμό το κουράγιο
που χρειάζονταν για να αντιμετωπίσουν αυτό το πράγμα.
Μένοντας κοντά έπαιρναν δύναμη ο ένας από τον άλλο.
Είχαν φτάσει στα μισά της απόστασης που τους χώριζε
από την πόρτα του στούντιο, όταν το Τέρας ούρλιαξε. Ή-
ταν ένας παγερός, στριγκός ήχος που διαπέρασε τον Τρά-
βις παγώνοντάς τον μέχρι το μεδούλι. Αυτός και η Νόρα
σταμάτησαν αμέσως, ενώ ο Αϊνστάιν έκανε άλλα δυο βή-
ματα και σταμάτησε κι αυτός.
Ο σκύλος έτρεμε σύγκορμος. Ο Τράβις συνειδητοποίη-
σε ότι έτρεμε και ο ίδιος, και τα ρίγη δυνάμωναν τον πόνο
στον ώμο του.
Σπάζοντας τα δεσμά του φόβου, έτρεξε μπροστά στην
ανοιχτή πόρτα πατώντας πάνω σε σπασμένους πίνακες
και άρχισε να γαζώνει το στούντιο με σφαίρες. Αν και η
καραμπίνα κλοτσούσε ελάχιστα, ο Τράβις αισθάνθηκε λες
και το τράνταγμά της του διέλυε τον ώμο.
Δεν χτύπησε τίποτα, δεν άκουσε κανένα ουρλιαχτό,
δεν είδε κανένα ίχνος του εχθρού.
Το πάτωμα μέσα στο δωμάτιο ήταν γεμάτο από κατε-
στραμμένους πίνακες και γυαλιά από το σπασμένο παρά-
θυρο από όπου μπήκε το Τέρας, ανεβαίνοντας στη στέγη
της μπροστινής βεράντας.
Ο Τράβις περίμενε, με τα πόδια ανοιχτά, με το όπλο
στα χέρια. Ανοιγόκλεισε τα μάτια για να διώξει τον ιδρώ-
τα από τα μάτια του, προσπαθώντας να αγνοήσει τον πόνο
που διαπερνούσε τον δεξιό του ώμο. Περίμενε.
Το Τέρας πρέπει να ήταν στα αριστερά της πόρτας -ή
πίσω από την ίδια την πόρτα, στα δεξιά, έτοιμο να πηδή-
ξει πάνω του όταν θα έμπαινε. Αν περίμενε ακίνητος, μπο-
ρεί να κουραζόταν από την αναμονή και να έβγαινε από
την κρυψώνα του για να του ορμήσει, και τότε θα το έκοβε
στα δύο μόλις φαινόταν στην πόρτα.
Όχι, είπε στον εαυτό του. Αυτό το πράγμα είναι το ί-
διο έξυπνο με τον Αϊνστάιν. Θα έκανε ο Αϊνστάιν κάτι τό-
σο κουτό, να ορμήσει καταπάνω μου μέσα από μια στενή
πόρτα; Όχι. Θα έκανε κάτι έξυπνο, απρόσμενο.
Ξαφνικά ο ουρανός σείστηκε από έναν κεραυνό τόσο
δυνατό, που τράνταξε όλο το σπίτι, ενώ απανωτές αστρα-
πές αυλάκωναν τα σύννεφα.
Εμπρός, μπάσταρδε, εμφανίσου.
Ο Τράβις έριξε μια ματιά στη Νόρα και στον Αϊνστάιν,
που στέκονταν μερικά βήματα μακριά του. Από τη μια με-
ριά τους ήταν η μεγάλη κρεβατοκάμαρα, από την άλλη το
μπάνιο και πίσω τους η σκάλα.
Από το κατώφλι όπου στεκόταν, κοίταξε τα γυαλιά που
ήταν πεσμένα στο πάτωμα. Ξαφνικά ήταν σίγουρος ότι το
Τέρας δεν ήταν πια στο στούντιο, ότι είχε βγει από το πα
ράθυρο στη στέγη της μπροστινής βεράντας, και ότι Ou
τους ριχνόταν από κάποιο άλλο μέρος του σπιτιού, μέσα
από κάποια άλλη πόρτα, ίσως από τις κρεβατοκάμαρες ή
το μπάνιο. Ή μπορεί να εμφανιζόταν ουρλιάζοντας από
πίσω τους, στην κορυφή της σκάλας.
Έκανε νόημα στη Νόρα να πλησιάσει δίπλα του. «Κά-
λυψέ με», της είπε.
Πριν αυτή προλάβει να φέρει αντίρρηση, πέρασε το
κατώφλι και μπήκε στο στούντιο, προχωρώντας σκυφτός.
Για μια στιγμή σκόνταψε στους σπασμένους πίνακες και
κόντεψε να πέσει, κατάφερε όμως να κρατήσει την ισορ-
ροπία του κι έκανε γρήγορα μια πλήρη στροφή γύρω του,
έτοιμος να πυροβολήσει.
Το Τέρας δεν φαινόταν πουθενά.
Η πόρτα της ντουλάπας ήταν ανοιχτή, αλλά μέσα δεν
υπήρχε τίποτα.
Πήγε στο σπασμένο παράθυρο και κοίταξε με προσο-
χή στη στέγη της βεράντας. Τίποτα.
Γύρισε και προχώρησε προς την πόρτα. Είδε τη Νόρα
να στέκεται στο διάδρομο και να τον κοιτάζει τρομαγμέ-
νη, κρατώντας όμως σταθερά το πιστόλι της. Από πίσω
της, η πόρτα του παιδικού δωματίου άνοιξε και φάνηκε το
Τέρας, με τα κίτρινα μάτια του να λάμπουν. Τα τερατώδη
σαγόνια του άνοιξαν διάπλατα και ήταν γεμάτα από κο-
φτερά, αγκιστρωτά δόντια.
Η Νόρα το αισθάνθηκε και πήγε να γυρίσει, το Τέρας
όμως τη χτύπησε πριν προλάβει να πυροβολήσει, πετώ-
ντας της το όπλο από τα χέρια.
Δεν πρόλαβε να την ξεκοιλιάσει με τα κοφτερά μακριά
ΙΜίχια του, γιατί την ίδια στιγμή που της πετούσε το πιστόλι
ππό το χέρι, ο Αϊνστάιν όρμησε πάνω του μουγκρίζοντας,
βίε μια γατίσια γρηγοράδα, το Τέρας άφησε τη Νόρα και
στράφηκε προς το σκύλο. Άπλωσε τα τεράστια μακριά χέ-
ρια του και άρπαξε τον Αϊνστάιν.
Ο Τράβις έτρεξε προς το χολ. Το πεδίο μπροστά του
δεν ήταν ελεύθερο, γιατί η Νόρα βρισκόταν ανάμεσα σε
αυτόν και στο Τέρας. Τη στιγμή που έφτανε στο κατώφλι
της πόρτας, της φώναξε να πέσει κάτω για να του ελευθε-
ρώσει το πεδίο, κι αυτή έπεσε αμέσως, αλλά ήταν πολύ αρ-
γά. Το Τέρας έτρεξε στο παιδικό δωμάτιο, κρατώντας στα
χέρια του τον Αϊνστάιν, και έκλεισε πίσω του την πόρτα.
Άκουσαν τον Αϊνστάιν να ουρλιάζει και η Νόρα όρμη-
σε στην πόρτα του δωματίου.
«Όχι!» φώναξε ο Τράβις, σπρώχνοντάς τη στο πλάι.
Έστρεψε την αυτόματη καραμπίνα στην κλεισμένη
πόρτα και άδειασε όλο το γεμιστήρα πάνω της, κάνοντας
τουλάχιστον τριάντα τρύπες στο ξύλο και φωνάζοντας με
σφιγμένα τα δόντια, καθώς ο πόνος διαπερνούσε τον ώμο
του. Ο Αϊνστάιν κινδύνευε κι αυτός σε κάποιο βαθμό από
τα πυρά του, αλλά θα κινδύνευε ακόμα περισσότερο αν ο
Τράβις όεν πυροβολούσε. Όταν το όπλο σταμάτησε να
φτύνει σφαίρες, ο Τράβις πέταξε τον άδειο γεμιστήρα και
έβαλε στη θέση του τον γεμάτο που είχε στην τσέπη του.
Μετά άνοιξε την καταστραμμένη πόρτα με μια κλοτσιά
και μπήκε στο δωμάτιο.
Το παράθυρο ήταν ανοιχτό και οι κουρτίνες του κυμά-
τιζαν από τον αέρα.
Το Τέρας είχε χαθεί.
Ο Αϊνστάιν ήταν πεσμένος στο πάτωμα, στη βάση του
τοίχου, ακίνητος, σκεπασμένος με αίματα.
Μια σπαρακτική κραυγή ξέφυγε από τη Νόρα όταν εί-
δε τον Αϊνστάιν.
Ο Τράβις πλησίασε το παράθυρο και είδε μερικές στα-
γόνες αίμα στη στέγη της βεράντας, λίγο πριν τις ξεπλύνει
η δυνατή βροχή.
Το μάτι του πήρε μια κίνηση κάτω και κοίταξε προς το
στάβλο άπου είδε το Τέρας να μπαίνει μέσα από τη μεγά-
λη πόρτα.
Η Νόρα είχε σκύψει πάνω από το σκΰλο. «Ω Θεέ μου,
Τράβις! Ω Θεέ μου! Ύστερα από όλα όσα πέρασε και τώ-
ρα να πεθάνει έτσι!»
«Πάω να βρω αυτό το καταραμένο πράγμα», είπε ά-
γρια ο Τράβις. «Μπήκε στο στάβλο».
Η Νόρα κινήθηκε κι αυτή προς την πόρτα, αλλά ο Τρά-
βις τη σταμάτησε. «Όχι! Τηλεφώνησε στον Τζιμ Κιν και
μετά μείνε με τον Αϊνστάιν, μείνε με τον Αϊνστάιν».
«Μα εσύ με χρειάζεσαι. Δεν μπορείς να μπεις στο στά-
βλο μόνος σου».
«Ο Αϊνστάιν σε χρειάζεται».
«Ο Αϊνστάιν πέθανε», είπε αυτή κλαίγοντας.
«Μην το λες αυτό!» ούρλιαξε ο Τράβις. Ήξερε ότι η
αντίδραση του ήταν παράλογη, σαν να πίστευε ότι ο Αϊν-
στάιν δεν θα πέθαινε στ' αλήθεια παρά μόνο αν έλεγαν ότι
είχε πεθάνει, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει τον εαυ-
τό του. «Μη λες ότι πέθανε. Μείνε εδώ μαζί του, που να
πάρει. Το χτύπησα αυτό το γαμημένο τερατούργημα, το
χτύπησα άσχημα, αιμορραγεί -μπορώ να το αποτελειώσω
μόνος μου. Τηλεφώνησε στον Τζιμ Κιν και μείνε με τον
Αϊνστάιν».
Ο Τράβις φοβόταν επίσης ότι με όλα όσα είχαν συμβεί
η Νόρα μπορεί να πάθαινε καμία αποβολή -αν δεν την εί-
χε πάθει κιόλας. Τότε δε θα έχαναν μόνο τον Αϊνστάιν αλ-
λά και το παιδί.
Βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο.
Δεν είσαι σε κατάσταση να μπεις στο στάβλο, είπε
στον εαυτό του. Πρέπει να συνέλθεις πρώτα, να ξανα-
βρείς την ψυχραιμία σου. Είπες στη Νόρα να καλέσει το
γιατρό για ένα πεθαμένο σκυλί, της είπες να μείνει μαζί
του τη στιγμή που στην πραγματικότητα τη χρειάζεσαι δί-
πλα σου... Αφήνεις το θυμό και τη δίψα για εκδίκηση να
σε κυριεύουν, κι αυτό είναι επικίνδυνο...
Δεν μπορούσε όμως να σταματήσει. Σε όλη του τη ζωή
έχανε ανθρώπους που αγαπούσε και, εκτός από την περί-
πτωση που ήταν στις Δυνάμεις Δέλτα, δεν είχε κανέναν
που να τον θεωρήσει υπεύθυνο και να του ανταποδώσει
το χτύπημα -δεν μπορείς να εκδικηθείς τη μοίρα. Αλλά α-
κόμη και στις Δυνάμεις Δέλτα ο εχθρός ήταν τόσο απρό-
σωπος -όλο εκείνο το πλήθος των μανιακών και των φα-
νατικών που αποτελούν τη διεθνή τρομοκρατία- ώστε η
εκδίκηση δεν του πρόσφερε καμία ικανοποίηση. Εδώ ό-
μως είχε να κάνει με έναν εχθρό που ήταν η προσωποποί-
ηση του κακού και θα τον έκανε να πληρώσει ακριβά το
θάνατο του Αϊνστάιν.
Διέσχισε τρέχοντας το διάδρομο κι άρχισε να κατεβαί-
νει τα σκαλιά δυο δυο και τρία τρία. Ξαφνικά τον κυρίευ-
σε ζάλη και ναυτία και κόντεψε να πέσει. Αρπάχτηκε από
τα κάγκελα για να κρατηθεί, αλλά χρησιμοποίησε το χτυ-
πημένο χέρι κι ένας καυτός πόνος διαπέρασε τον δεξιό
του ώμο. Αφήνοντας το κάγκελο από τον πόνο, έχασε την
ισορροπία του και κουτρουβάλησε τα τελευταία σκαλιά,
χτυπώντας με δύναμη στο πάτωμα.
Ήταν σε χειρότερη κατάσταση από ό,τι νόμιζε.
Σηκώθηκε σφίγγοντας την καραμπίνα και πήγε παρα-
πατώντας στην πίσω πόρτα. Βγήκε στη βεράντα, κατέβηκε
τη σκάλα και βρέθηκε στην αυλή. Η κρύα βροχή καθάρισε
λίγο τη θολούρα του μυαλού του και στάθηκε για μια στιγ-
μή ακίνητος, αφήνοντας το νερό να τον συνεφέρει.
Μια εικόνα του τσακισμένου και ματωμένου κορμιού
του Αϊνστάιν άστραψε μέσα στο μυαλό του. Σκέφτηκε τα
διασκεδαστικά μηνύματα που δεν θα γράφονταν ποτέ στο
πάτωμα του κελαριού, σκέφτηκε τα Χριστούγεννα που θα
έρχονταν χωρίς τον Αϊνστάιν να τριγυρίζει μέσα στο σπίτι
με το σκούφο του Aï-Βασίλη, σκέφτηκε την αγάπη που
δεν θα μπορούσαν πια να του δώσουν και να τους δώσει,
σκέφτηκε όλα τα κουτάβια-ιδιοφυΐες που δεν θα γεννιό-
νταν ποτέ κι ένιωσε το βάρος όλης αυτής της απώλειας να
τον τσακίζει.
Με τη θλίψη που ένιωθε, ακόνισε την οργή του, μέχρι
που την έκανε κοφτερή σαν ξυράφι.
Και μετά πήγε στο στάβλο.
Ο χώρος μέσα ήταν γεμάτος σκιές. Στάθηκε στην ανοι-
χτή πόρτα, αφήνοντας τη βροχή να δέρνει το κεφάλι και
την πλάτη του. Κοίταξε μέσα στο στάβλο προσπαθώντας
να διαπεράσει με τη ματιά του τις σκιές, ελπίζοντας να δει
κάπου τα κίτρινα μάτια.
Τίποτα.
Η οργή του τον είχε κάνει τολμηρό. Πέρασε την πόρτα
και άναψε το φως. Ακόμη και τότε, δεν είδε πουθενά το
Τέρας.
Καταπολεμώντας τη ζάλη που ερχόταν κάθε τόσο και
σφίγγοντας τα δόντια του από πόνο, πέρασε τον άδειο χώ-
ρο όπου έβαζαν το φορτηγάκι, πέρασε το πίσω μέρος του
Τογιότα και άρχισε να βαδίζει αργά δίπλα στο αυτοκίνητο.
Το πατάρι.
Ύστερα από μερικά βήματα, το πατάρι που υπήρχε α-
πό πάνω του τελείωνε. Αν το Τέρας είχε κρυφτεί εκεί, θα
μπορούσε να πηδήξει πάνω του...
Αλλά το Τέρας δεν ήταν στο πατάρι. Το είδε ξαφνικά
μπροστά του, κρυμμένο πίσω από το Τογιότα, κουλουρια-
σμένο πάνω στο τσιμεντένιο δάπεδο. Γρύλιζε πονεμένα
και είχε αγκαλιάσει το σώμα του. Το δάπεδο γύρω του ή-
ταν λερωμένο από αίμα.
Ο Τράβις έμεινε ακίνητος στη θέση του σχεδόν για ένα
ολόκληρο λεπτό, σε απόσταση μόλις πέντε μέτρων από το
Τέρας, και το κοίταζε με αηδία, φόβο και φρίκη -νιώθο-
ντας όμως ταυτόχρονα μια αλλόκοτη γοητεία. Η σωματική
δομή του παρουσίαζε κάποια ομοιότητα με του πιθήκου, ί-
σως περισσότερο με του μπαμπουίνου, αλλά γενικά δεν έ-
μοιαζε με κάποιο συγκεκριμένο είδος, ούτε και ήταν ένα
συνονθύλευμα από μέρη πολλών διαφορετικών ζώων. Ή-
ταν κάτι το εξωπραγματικό, το μοναδικό μέλος ενός μέχρι
τώρα ανύπαρκτου είδους. Με το υπερβολικά μεγάλο και
παραμορφωμένο κεφάλι του, τα τεράστια, κίτρινα μάτια,
το πελώριο σαγόνι και τα μακριά, αγκιστρωτά δόντια, με
την καμπουρωτή πλάτη του και τα πολύ μακριά χέρια του,
αποκτούσε μια τρομακτική μοναδικότητα.
Το Τέρας τον κοίταζε περιμένοντας.
Ο Τράβις έκανε δυο βήματα μπροστά και ύψωσε το όπλο.
Το Τέρας σήκωσε το κεφάλι κουνώντας το σαγόνι του
και με μια στριγκιά και βραχνή φωνή πρόφερε μια λέξη:
«Πονάω».
Ο Τράβις αισθάνθηκε περισσότερο φρίκη παρά κατά-
πληξη. Αυτό το πλάσμα δεν είχε φτιαχτεί έτσι που να μπο-
ρεί να μιλά -κι όμως, είχε καταφέρει να μάθει μόνο του.
Φαίνεται ότι αισθανόταν μεγάλη επιθυμία να επικοινωνή-
σει, και αυτούς τους μήνες που κυνηγούσε τον Αϊνστάιν
είχε καταφέρει να ξεπεράσει, σε κάποιο βαθμό, τα σωμα-
τικά του μειονεκτήματα. Είχε εξασκηθεί στην ομιλία, βρί-
σκοντας τελικά κάποιον τρόπο να προφέρει με δυσκολία
μερικές λέξεις. Αισθάνθηκε να τον κυριεύει φρίκη, όχι ε-
πειδή έβλεπε μπροστά του ένα δαίμονα που μιλούσε, αλλά
επειδή ξαφνικά συνειδητοποίησε πόσο απελπισμένα ήθε-
λε το Τέρας να επικοινωνήσει με κάποιον. Δεν έπρεπε να
το λυπηθεί, δεν τολμούσε να το λυπηθεί, γιατί ήθελε να αι-
σθανθεί ικανοποίηση όταν θα το σκότωνε.
«Ήρθα μακριά. Τώρα τέλος», είπε το Τέρας με μια
τρομερή προσπάθεια.
Τα μάτια του ήταν πολΰ αλλόκοτα για να εμπνεύσουν οί-
κτο και κάθε μέλος του σώματος του ήταν ένα φονικό όπλο.
Απλώνοντας το ένα χέρι του, πήρε κάτι που είχε δίπλα
του στο πάτωμα. Ήταν μια από τις βιντεοταινίες με τον
Μίκι Μάους που είχαν κάνει δώρο στον Αϊνστάιν τα Χρι-
στούγεννα. Το εξώφυλλο της κασέτας έδειχνε το φημισμέ-
νο ποντίκι, ντυμένο με τα γνωστά του ροΰχα, να χαμογελά
και να κουνά το χέρι.
«Μίκι», είπε το Τέρας και παρ' όλο που η φωνή του ή-
ταν παράξενη και βραχνή, έδινε ωστόσο μια αίσθηση τρο-
μερής απώλειας και μοναξιάς. «Μίκι».
Μετά πέταξε την κασέτα κάτω, αγκάλιασε πάλι την
κοιλιά του κι άρχισε να κουνιέται προς τα πίσω, μουγκρί-
ζοντας από πόνο.
Ο Τράβις έκανε άλλο ένα βήμα μπροστά.
Ένας ακόμη κεραυνός έπεσε εκεί κοντά και τα φώτα
του στάβλου τρεμόπαιξαν και σχεδόν έσβησαν.
Το Τέρας σήκωσε πάλι το κεφάλι και μίλησε με την ί-
δια βραχνή φωνή, που τώρα όμως έδειχνε μια ψυχρή, τρε-
λή χαρά. «Σκοτώσω σκύλο, σκοτώσω σκύλο, σκοτώσω
σκύλο». Κι έκανε έναν ήχο που ίσως ήταν γέλιο.
Ο Τράβις κόντεψε να το γαζώσει με την καραμπίνα.
Πριν όμως προλάβει να πατήσει τη σκανδάλη, το γέλιο
του Τέρατος έδωσε τη θέση του σε κάτι που έμοιαζε με
λυγμούς. Ο Τράβις παρακολουθούσε σαν υπνωτισμένος.
Καρφώνοντάς τον με τα κίτρινα, λαμπερά μάτια του,
το Τέρας είπε πάλι, «Σκοτώσω σκύλο, σκοτώσω σκύλο,
σκοτώσω σκύλο», αλλά αυτή τη φορά φαινόταν να βασα-
νίζεται από θλίψη, σαν να είχε συλλάβει το μέγεθος του
εγκλήματος που το έσπρωχνε να διαπράξει ο γενετικός
του προγραμματισμός.
Κοίταξε τη φιγούρα του Μίκι Μάους πάνω στην κασέτα.
Μετά κοίταξε πάλι τον Τράβις. «Σκότωσε με», είπε ι-
κετευτικά.
Ο Τράβις πάτησε τη σκανδάλη της καραμπίνας και ά-
δειασε όλο το γεμιστήρα πάνω crto Τέρας. Δεν ήξερε αν
το είχε κάνει από οργή ή από οίκτο. Αυτό που πλάστηκε
από τον άνθρωπο καταστράφηκε από τον άνθρωπο.
Όταν τελείωσε, ένιωθε εξουθενωμένος.
Αφησε την καραμπίνα να πέσει από το χέρι του και
βγήκε έξω.
Δεν είχε τη δύναμη να γυρίσει στο σπίτι. Κάθισε κάτω
στο γρασίδι, μέσα στη βροχή, κι άρχισε να κλαίει.
Έκλαιγε ακόμη όταν έφτασε στο σπίτι ο Τζιμ Κιν.
ΕΝΤΕΚΑ

ι
Τ ο απόγευμα της Πέμπτης, 13 του Γενάρη, ο Λεμ Τζόν-
σον άφησε τον Κλιφ Σόουμς και άλλους τρεις άντρες
στην αρχή του χωματόδρομου που οδηγούσε στο σπίτι του
Κορνέλ, δίνοντάς τους εντολή να μην αφήσουν κανέναν
να περάσει από εκεί, αλλά ούτε και να πλησιάσουν στο
σπίτι αν δεν τους φωνάξει ο ίδιος.
Ο Κλιφ Σόουμς φαινόταν παραξενεμένος από την τα-
κτική του, αλλά δεν είπε τίποτα. Ο Λεμ τους εξήγησε ότι,
επειδή ο Τράβις Κορνέλ ανήκε κάποτε στις Δυνάμεις
Δέλτα και ήξερε να πολεμά, έπρεπε να τον χειριστούν με
προσοχή. «Αν πλησιάσουμε στο σπίτι όλοι μαζί, θα κατα-
λάβει ποιοι είμαστε και μπορεί να αντιδράσει βίαια. Αν
πάω μόνος μου, θα μπορέσω να μιλήσω μαζί του και ίσως
να τον πείσω να φανεί συνεργάσιμος».
Η δικαιολογία του γι' αυτό τον ανορθόδοξο χειρισμό
δεν έπεισε ούτε τον Κλιφ ούτε τους άλλους πράκτορες,
αλλά ο Λεμ τους αγνόησε. Μπήκε σε ένα από τα αυτοκί-
νητα και πήγε μέχρι το σπίτι. Ανέβηκε τα σκαλιά της βε-
ράντας και χτύπησε την πόρτα.
Σε λίγο η πόρτα άνοιξε και ο Τράβις Κορνέλ τον κοίτα-
ξε για λίγο. «Πρέπει να είστε ο κύριος Τζόνσον», είπε μετά.
«Μα... πώς με ξέρετε; Α, ναι, βέβαια. Ο Γκάρισον
Ντίλγουορθ θα σας είπε για μένα εκείνη τη νύχτα που σας
τηλεφώνησε».
«Περάστε», είπε ο Κορνέλ, ανοίγοντας κι άλλο την
πόρτα. Φορούσε μια φανέλα χωρίς μανίκια και ο δεξιός
του ώμος ήταν τυλιγμένος με επιδέσμους. Οδήγησε τον
Λεμ στην κουζίνα, όπου η γυναίκα του καθόταν στο τρα-
πέζι καθαρίζοντας μήλα για μια μηλόπιτα.
«Α, ο κύριος Τζόνσον», είπε κι αυτή.
Ο Λεμ χαμογέλασε. «Βλέπω ότι με ξέρουν όλοι», είπε.
Ο Κορνέλ κάθισε στο τραπέζι και πήρε στο χέρι του ένα
φλιτζάνι με καφέ, χωρίς να προσφέρει καφέ και στον Λεμ.
Ο Τζόνσον έμεινε όρθιος για λίγο, νιώθοντας αμηχα-
νία, και τελικά κάθισε κι αυτός στο τραπέζι. «Ήταν ανα-
πόφευκτο, ξέρετε», είπε υστέρα από λίγο. «Αργά ή γρήγο-
ρα θα σας βρίσκαμε».
Η γυναίκα συνέχισε να καθαρίζει μήλα. Ο Κορνέλ κοί-
ταζε τον καφέ του.
Τι έχουν πάθει αυτοί οι δυο; αναρωτήθηκε ο Λεμ.
Δεν είχε φανταστεί έτσι αυτή τη σκηνή. Ήταν προετοι-
μασμένος να αντιμετωπίσει πανικό, θυμό, απελπισία, όχι
όμως κι αυτή την απάθεια. Δείχνουν να μην τους νοιάζει
που τους βρήκαμε, σκέφτηκε.
«Δε σας ενδιαφέρει να μάθετε πώς σας ανακαλύψα-
με;» ρώτησε.
Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι.
«Όχι, δε μας ενδιαφέρει», είπε ο Κορνέλ. «Αλλά αν ε-
πιμένετε να μας πείτε...»
Ο Λεμ συνοφρυώθηκε παραξενεμένος. «Να, ήταν α-
πλό», είπε. «Ξέραμε ότι ο Ντίλγουορθ σας τηλεφώνησε α-
πό κάποιο σπίτι ή κάποιο μαγαζί κοντά στο λιμάνι. Έτσι
συνδέσαμε τους υπολογιστές της υπηρεσίας με τους υπολο-
γιστές της τηλεφωνικής εταιρείας -με την άδειά τους, βέ-
βαια- και εξετάσαμε όλα τα υπεραστικά τηλεφωνήματα
που έγιναν από εκείνη την περιοχή τη συγκεκριμένη νύχτα.
Αλλά δε βρήκαμε τίποτα. Μετά καταλάβαμε ότι, αν το τη-
λεφώνημα έγινε με δική σας χρέωση, δε θα είχε χρεωθεί
στον αριθμό από όπου πήρε ο Ντίλγουορθ, αλλά θα φαινό-
ταν μόνο στον δικό σας λογαριασμό. Όμως, θα φαινόταν ε-
πίσης σε έναν ειδικό φάκελο της εταιρείας όπου καταγρά-
φονται τα τηλεφωνήματα που γίνονται με αντιστροφή της
χρέωσης. Εξετάσαμε, λοιπόν, αυτό τον φάκελο, που είναι
πολύ μικρός, και βρήκαμε αμέσως ένα τηλεφώνημα που έ-
γινε από ένα σπίτι κοντά στην ακτή, στον αριθμό σας εδώ.
Πήγαμε και μιλήσαμε με τους ιδιοκτήτες του σπιτιού -την
οικογένεια Έσενμπι- όπου εντοπίσαμε αμέσως το γιο
τους, τον Τόμι. Μας πήρε λίγο χρόνο, τελικά όμως ο μικρός
παραδέχτηκε ότι, πραγματικά, αυτό το τηλεφώνημα είχε
γίνει από τον Ντίλγουορθ. Η αρχική έρευνα μας πήρε πολύ
καιρό, αρκετές βδομάδες, μετά όμως... ήταν παιχνιδάκι».
«Ωραία», είπε ο Κορνέλ. «Και τώρα τι θέλετε; Μήπως
κανένα παράσημο;»
Η γυναίκα πήρε ένα ακόμη μήλο, το έκοψε στα τέσσε-
ρα κι άρχιζε να καθαρίζει τα κομμάτια.
Δεν τον διευκόλυναν καθόλου, αλλά ήταν φυσικό. Δεν
ήξεραν ότι είχε έρθει σαν φίλος.
«Ακούστε», τους είπε. «Θα είδατε ότι ήρθα μόνος μου.
Έ χ ω αφήσει όλους τους άντρες μου στην αρχή του χωμα-
τόδρομου. Τους είπα ότι, αν μας βλέπατε να ερχόμαστε ό-
λοι μαζί, μπορεί να σας έπιανε πανικός και να αντιδρού-
σατε βίαια. Αλλά, στην πραγματικότητα, ήρθα μόνος μου
γιατί θέλω να σας κάνω μια πρόταση».
Για πρώτη φορά γύρισαν και τον κοίταξαν με ενδια-
φέρον.
«Την άνοιξη», συνέχισε ο Λεμ, «θα παρατήσω αυτή
την αναθεματισμένη δουλειά. Το γιατί τα παρατάω... είναι
δική μου υπόθεση. Ας πούμε ότι άλλαξα σαν άνθρωπος, ό-
τι έμαθα να δέχομαι την αποτυχία και τώρα δε με τρομά-
ζει τόσο πολύ». Αναστέναξε και ανασήκωσε τους ώμους.
«Τέλος πάντων, εκείνο που θέλω να σας πω είναι πως δε
θέλω να πάρω το σκυλί και να το κλείσω σε κάποιο κλου-
βί. Δε μ' ενδιαφέρει τι λένε όλοι αυτοί -ξέρω ποιο είναι
το σωστό. Ξέρω πώς είναι να είσαι κλεισμένος σ' ένα
κλουβί. Μπορώ να πω ότι έχω περάσει όλη μου τη ζωή σ'
ένα κλουβί και καταλαβαίνω. Ο σκύλος δεν πρέπει να γυ-
ρίσει στα εργαστήρια. Εκείνο που θα σας προτείνω, λοι-
πόν, κύριε Κορνέλ, είναι να τον πάρετε αμέσως από δω,
να απομακρυνθείτε στο δάσος, να τον αφήσετε κάπου που
να είναι ασφαλής και μετά να γυρίσετε και να αντιμετωπί-
σετε την κατάσταση. Θα πείτε ότι ο σκύλος σάς ξέφυγε
πριν από μερικούς μήνες, σε κάποιο άλλο μέρος, και ότι
τώρα πια ή θα έχει σκοτωθεί ή θα τον έχουν περιμαζέψει
κάποιοι άλλοι. Θα υπάρχει ακόμη το πρόβλημα του Τέρα-
τος, για το οποίο πρέπει να γνωρίζετε, αλλά πιστεύω ότι
οι δυο μας θα μπορέσουμε να βρούμε κάποιον τρόπο για
να το αντιμετωπίσουμε όταν έρθει. Θα βάλω μερικούς ά-
ντρες μου να σας επιτηρούν και ύστερα από μερικές βδο-
μάδες θα τους αποσύρω, λέγοντας ότι...»
Ξαφνικά, ο Κορνέλ σηκώθηκε όρθιος και στάθηκε
μπροστά στον Λεμ. Με το αριστερό του χέρι τον άρπαξε
από το γιακά και τον σήκωσε όρθιο. «Κάθαρμα», είπε,
«αυτά έπρεπε να μας τα πεις πριν από δεκάξι μέρες».
«Τι; Τι θέλετε να πείτε;»
«Ο σκύλος είναι νεκρός. Το Τέρας τον σκότωσε -και
μετά εγώ σκότωσα το Τέρας».
Η γυναίκα πέταξε το μαχαίρι και το μήλο πάνω στο τρα-
πέζι, έβαλε το πρόσωπο στα χέρια της κι άρχισε να κλαίει.
«Ω Χριστέ μου», είπε ο Λεμ.
Ο Κορνέλ τον άφησε. Ντροπιασμένος και λυπημένος,
ο Λεμ ίσιωσε τη γραβάτα και το σακάκι του. Κοίταξε αμή-
χανα το παντελόνι του -το τίναξε.
«Ω Χριστέ μου», είπε ξανά.
Ο Κορνέλ τους οδήγησε στο δάσος, στο μέρος όπου εί-
χε θάψει το Τέρας.
Οι άνθρωποι του Λεμ το ξέθαψαν. Ήταν τυλιγμένο σε
πλαστικό, αλλά δεν χρειάστηκε να το ξετυλίξουν για να
καταλάβουν ότι είναι το τερατούργημα της Γιάρμπεκ.
Ο Κορνέλ αρνήθηκε να τους πει πού ήταν θαμμένος ο
σκύλος. «Δε βρήκε ησυχία όσο ζούσε», τους είπε σκυθρω-
πός. «Τώρα, όμως, θα αναπαυτεί ειρηνικά. Κανείς δεν
πρόκειται να τον βάλει στο τραπέζι και να του κάνει νε-
κροψία. Αποκλείεται».
«Εδώ πρόκειται για θέμα εθνικής ασφάλειας. Θα μπο
ρούσαμε να σας αναγκάσουμε...»
«Ας έρθουν τότε να με αναγκάσουν», είπε ο Κορνέλ.
«Αν με πάνε στα δικαστήρια για να τους πω πού έχω θά-
ψει τον Αϊνστάιν, θα αποκαλύψω όλη την ιστορία στον
Τύπο. Αν όμως με αφήσουν ήσυχο, κι εμένα και την οικο
γένειά μου, θα κρατήσω το στόμα μου κλειστό. Δε σκο-
πεύω να ξαναγυρίσω στη Σάντα Μπάρμπαρα και να ξα-
ναρχίσω τη ζωή μου σαν Τράβις Κορνέλ. Τώρα είμαι ο
Σαμ Χάιατ και μ' αυτό το όνομα θα συνεχίσω να ζω. Η
παλιά μου ζωή έκλεισε για πάντα. Και αν η κυβέρνηση εί-
ναι έξυπνη, θα πρέπει να μ' αφήσει ήσυχο».
Ο Λεμ τον κοίταξε για πολλή ώρα. «Ναι», είπε τελικά.
«Αν είναι έξυπνοι, αυτό θα πρέπει να κάνουν».

Αργότερα εκείνη τη μέρα, ο Τζιμ Κιν μαγείρευε το βραδι-


νό φαγητό, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Γκάρισον
Ντίλγουορθ, με τον οποίο είχαν γνωριστεί μόνο τηλεφωνι-
κά την περασμένη βδομάδα, ενώ ο γιατρός έκανε το μεσά-
ζοντα ανάμεσα στον Ντίλγουορθ και τους Κορνέλ. Ο Γκά-
ρισον τηλεφωνούσε από έναν τηλεφωνικό θάλαμο στη Σά-
ντα Μπάρμπαρα.
«Τι έγινε, φάνηκαν;» ρώτησε ο δικηγόρος.
«Ναι, σήμερα το απόγευμα», απάντησε ο Τζιμ. «Αυτός
ο Τόμι Έσενμπι πρέπει να είναι καλό παιδί».
«Ναι -αν και δε με ειδοποίησε από καλοσύνη και μό-
νο. Είναι στην ηλικία που απεχθάνεται κάθε μορφή εξου-
σίας και, όταν τον ανάγκασαν να παραδεχτεί ότι τηλεφώ-
νησα από το σπίτι του εκείνο το βράδυ, θύμωσε τόσο πολύ
που ήρθε αμέσως και μου είπε τι είχε συμβεί».
«Πήραν και το Τέρας».
«Με το σκύλο τι έγινε;»
«Ο Τράβις αρνήθηκε να τους πει πού τον έχει θάψει.
Τους απείλησε ότι αν τον πίεζαν θα τα έλεγε όλα στις ε-
φημερίδες».
«Πώς είναι η Νόρα;» ρώτησε ο Ντίλγουορθ.
«Μια χαρά. Δεν πρόκειται να χάσει το παιδί».
«Δόξα τω Θεώ. Αυτό θα είναι μεγάλη παρηγοριά».

2
Οχτώ μήνες αργότερα, μια Κυριακή του Σεπτέμβρη, οι οι-
κογένειες του Τζόνσον και του Γκέινς είχαν συναντηθεί
για ένα μπάρμπεκιου στο σπίτι του σερίφη. Έπαιξαν
μπριτζ όλο το απόγευμα και ο Λεμ με την Κάρεν κέρδι-
σαν, πράγμα που ήταν ασυνήθιστο αυτές τις μέρες, γιατί ο
Λεμ δεν είχε πια εκείνη την φανατική ανάγκη να κερδίζει.
Είχε παρατηθεί από την YEA τον Ιούνιο. Από τότε
ζούσε από το εισόδημα που του έδιναν τα λεφτά του πατέ-
ρα του. Μέχρι την ερχόμενη άνοιξη θα είχε ανοίξει μια δι-
κή του μικρή επιχείρηση, στην οποία δεν θα είχε κανέναν
πάνω από το κεφάλι του και θα μπορούσε να δουλεύει ό-
ποιες ώρες ήθελε αυτός.
Αργά το απόγευμα, ενώ οι γυναίκες τους έφτιαχναν τις
σαλάτες στην κουζίνα, ο Λεμ και ο Γουόλτ ήταν στην αυλή
και έψηναν τις μπριζόλες στην ψησταριά.
«Ώστε, λοιπόν, στην υπηρεσία είσαι πια γνωστός σαν
"ο άνθρωπος που θαλάσσωσε την υπόθεση Μπανο-
ντάιν";» ρώτησε ο Γουόλτ.
«Ναι -κι έτσι θα είμαι γνωστός μέχρι τον αιώνα τον ά-
παντα».
«Θα πάρεις τη σύνταξή σου, πάντως», είπε ο Γουόλτ.
«Και βέβαια. Δούλευα εκεί μέσα είκοσι τρία χρόνια».
«Εμένα, πάντως, μου φαίνεται άδικο -να θαλασσώ-
σεις τη μεγαλύτερη υπόθεση του αιώνα και, παρ' όλα αυ-
τά, να βγεις από την υπηρεσία στα σαράντα έξι με πλήρη
σύνταξη».
«Όχι και πλήρη. Παίρνω μόνο τα τρία τέταρτα της κα-
νονικής».
«Το ίδιο κάνει. Πού βαδίζει αυτή η χώρα; Τον παλιό
καιρό, κάτι αποτυχημένους σαν κι εσένα θα τους μαστίγω-
ναν και θα τους έριχναν σε κανένα μπουντρούμι». Πήρε μια
βαθιά ανάσα, απολαμβάνοντας τη μυρωδιά από τις μπριζό-
λες. «Πες μου πάλι εκείνη τη σκηνή στην κουζίνα τους».
Ο Λεμ του την είχε διηγηθεί εκατό φορές, αλλά ο Γου-
όλτ δεν κουραζόταν να την ακούει. «Λοιπόν, που λες, όλο
το σπίτι ήταν συγυρισμένο στην τρίχα. Τα πάντα έλαμπαν.
Και ο Κορνέλ και η γυναίκα του ήταν κι αυτοί περιποιημέ-
νοι και καθαροί. Μου λένε λοιπόν ότι ο σκύλος είναι νε-
κρός δυο βδομάδες τώρα. Μετά ο Κορνέλ γίνεται δήθεν έ-
ξαλλος, μ' αρπάζει από το γιακά και με κοιτάζει λες και
θέλει να μου κόψει το κεφάλι. Όταν μ' αφήνει, εγώ φτιά-
χνω τη γραβάτα και το σακάκι μου... και κοιτάζω κάτω, το
παντελόνι μου, από συνήθεια. Και βλέπω κάτι χρυσαφιές
τρίχες κολλημένες πάνω του. Τρίχες από σκύλο, και μάλι-
στα από σκύλο ριτρίβερ, με χρυσαφί τρίχωμα. Και σκέφτο-
μαι μέσα μου: είναι δυνατόν αυτοί οι άνθρωποι, που είναι
τόσο καθαροί και που χρειάζονται κάτι να ασχολούνται
για να μη σκέφτονται την τραγωδία τους, να μη βρήκαν το
χρόνο να καθαρίσουν το σπίτι μέσα σε δυο βδομάδες;»
«Δηλαδή το παντελόνι σου ήταν γεμάτο τρίχες», είπε ο
Γουόλτ.
«Τουλάχιστον εκατό τρίχες».
«Λες και ο σκύλος καθόταν σ' εκείνη την καρέκλα με-
ρικά λεπτά πριν μπεις μέσα».
«Λες κι αν είχα μπει δυο λεπτά νωρίτερα, θα είχα κα-
θίσει πάνω στο σκύλο».
Ο Γουόλτ γύρισε τις μπριζόλες στην ψησταριά. «Είσαι
πολύ παρατηρητικός άνθρωπος, Λεμ, πράγμα που θα έ-
πρεπε να σε είχε βοηθήσει στη δουλειά σου. Δεν μπορώ
να καταλάβω πώς, μ' όλα αυτά τα ταλέντα, κατάφερες να
τα κάνεις θάλασσα στην υπόθεση Μπανοντάιν».
Γέλασαν και οι δυο, όπως έκαναν κάθε φορά.
«Ήμουν τυχερός, φαντάζομαι», είπε ο Λεμ, όπως έλε-
γε πάντα, και γέλασε πάλι.

3
Τρία χρόνια αργότερα, στις 28 Ιουνίου, ο Τζέιμς Γκάρι-
σον Χάιατ γιόρταζε τα τρίτα του γενέθλια. Η μητέρα του
ήταν έγκυος για δεύτερη φορά και μερικούς μήνες αργό-
τερα θα γεννούσε την αδερφή του.
Εκείνη τη μέρα έκαναν ένα μεγάλο πάρτι. Επειδή οι
Χάιατ θα μετακόμιζαν σε ένα μεγαλύτερο σπίτι, λίγο πιο
πάνω στην ακτή, το πάρτι δεν ήταν μόνο για τα γενε'θλιά
του Τζέιμς, αλλά και μια γιορτή αποχαιρετισμού για το
πρώτο τους σπίτι που θα άφηναν σε λίγο.
Ο Τζιμ Κιν ήρθε από την Καρμέλ με τον Πούκα και τη
Σάντι, τα δυο μαύρα λαμπραντόρ, καθώς και το νεαρό
χρυσαφί ριτρίβερ που είχε αποκτήσει πρόσφατα, τον Λιο-
νάρντο, που συνήθως όλοι το φώναζαν Λίο. Ήρθαν ακό-
μη μερικοί στενοί φίλοι τους από το κτηματομεσιτικό γρα-
φείο που είχε ανοίξει ο Σαμ στην Καρμέλ, όπου όλοι τον
ήξεραν σαν Τράβις, και από την γκαλερί, όπου η Νόρα έ-
κανε εκθέσεις των έργων της. Οι φίλοι έφεραν όλοι τα
σκυλιά τους, που ήταν παιδιά του Αϊνστάιν από τη δεύτε-
ρη γέννα της Μίνι, του θηλυκού ριτρίβερ.
Ο μόνος που έλειπε ήταν ο Γκάρισον Ντίλγουορθ, που
είχε πεθάνει στον ύπνο του τον περασμένο χρόνο.
Εκείνη τη μέρα πέρασαν όμορφα, όχι μόνο επειδή ή-
ταν φίλοι και χαίρονταν που είχαν ξαναβρεθεί όλοι μαζί,
αλλά και επειδή μοιράζονταν όλοι ένα κοινό, υπέροχο μυ-
στικό που τους ένωνε σε μια τεράστια οικογένεια.
Ήταν επίσης εκεί όλα τα σκυλιά από την πρώτη γέννα
της Μίνι, που ο Τράβις και η Νόρα δεν θέλησαν να τα δώ-
σουν σε άλλους: ο Μίκι, ο Ντόναλντ, η Ντέζι, ο Χιούι, ο
Ντιούι και ο Λιούι.
Τα σκυλιά διασκέδαζαν ακόμη περισσότερο από τους
ανθρώπους, παίζοντας κυνηγητό στο γκαζόν, ή κρυφτό
στο δάσος και παρακολουθώντας βιντεοταινίες στο λί-
βινγκ ρουμ.
Ο πατριάρχης της σκυλίσιας οικογένειας πήρε κι αυ-
τός μέρος σε μερικά από τα παιχνίδια, αλλά περνούσε
την περισσότερη ώρα του με τον Τράβις και τη Νόρα και,
όπως συνήθως, έμενε κοντά στη Μίνι. Κούτσαινε -ένα ε-
λάττωμα που θα είχε σε όλη την υπόλοιπη ζωή του- γιατί
το Τέρας του είχε σπάσει σε πολλά σημεία το δεξί πίσω
πόδι του και μόνο χάρη στην αφοσίωση του Τζιμ Κιν μπο-
ρούσε τώρα να το χρησιμοποιεί.
Ο Τράβις αναρωτιόταν συχνά αν το Τέρας είχε πετά-
ξει τον Αϊνστάιν με δύναμη στον τοίχο και μετά τον άφησε
έτσι, νομίζοντας ότι είναι νεκρός. Ή μήπως τη στιγμή που
κρατούσε στα χέρια του τη ζωή του σκύλου, αισθάνθηκε
κάποιο ίχνος οίκτου που υπήρχε ακόμη μέσα του, παρά
τον γενετικό προσδιορισμό που του είχαν κάνει οι δημι-
ουργοί του. Ίσως να θυμήθηκε το μόνο πράγμα που απο-
λάμβαναν στο εργαστήριο αυτό και ο σκύλος -τις ταινίες
με τον Μίκι Μάους- και τότε ένιωσε για πρώτη φορά ότι
θα μπορούσε κι αυτό να ζήσει όπως τα άλλα πλάσματα.
Αν έγινε κάτι τέτοιο, ίσως να είδε ότι δεν μπορούσε να
σκοτώσει τον Αϊνστάιν τόσο εύκολα όσο νόμιζε. Στο κάτω
κάτω, θα μπορούσε πολύ εύκολα να τον ξεκοιλιάσει με
μια κίνηση των τεράστιων νυχιών του.
Αλλά ο Τζιμ Κιν δεν είχε σώσει μόνο το πόδι του Αϊν-
στάιν, είχε καταφέρει επίσης να του σβήσει το τατουάζ α-
πό το αυτί. Κανείς δεν θα μπορούσε να αποδείξει ότι ήταν
ο σκύλος που δραπέτευσε από τον Μπανοντάιν -και ο
Αϊνστάιν μπορούσε να παριστάνει πολύ καλά τον «κουτό»
σκύλο όταν το ήθελε.
Μερικές φορές, στη διάρκεια του πάρτι, η Μίνι παρα-
κολουθούσε το σύντροφο της και τα παιδιά της με απορία,
παραξενεμένη από τα φερσίματά τους. Δεν θα μπορούσε
ποτέ να τους καταλάβει, απολάμβανε όμως την αγάπη που
της έδιναν και τους πρόσεχε όπως την πρόσεχαν κι αυτοί,
σαν φύλακες-άγγελοι ο ένας του άλλου.
'Οταν σκοτείνιασε κι έφυγαν οι καλεσμένοι, και ο Τζιμ
είχε αποκοιμηθεί πια στο δωμάτιο του, ενώ η Μίνι και τα
μικρά ετοιμάζονταν να κοιμηθούν, ο Αϊνστάιν, ο Τράβις
και η Νόρα πήγαν στο κελάρι δίπλα από την κουζίνα.
Η συσκευή με τις καρτέλες δεν υπήρχε πια. Στη θέση
της ήταν τοποθετημένος στο πάτωμα ένας υπολογιστής
IBM. Ο Αϊνστάιν πήρε ένα στυλό στο στόμα του και χτύ-
πησε τα πλήκτρα. Έ ν α μήνυμα εμφανίστηκε στην οθόνη: -
ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΝ ΓΡΗΓΟΡΑ.
«Ναι», είπε η Νόρα. «Και τα δικά σου μεγαλώνουν πιο
γρήγορα από τα δικά μας».
ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΘΑ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΟΥ.
«Μια μέρα, υστέρα από καιρό», είπε ο Τράβις, «θα
βρίσκονται σε όλο τον κόσμο».
ΤΟΣΟ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΜΕΝΑ. ΜΟΥ ΦΕΡΝΕΙ ΛΥΠΗ.
«Ναι», είπε η Νόρα. «Αλλά όλα τα πουλιά πρέπει αρ-
γά ή γρήγορα να πετάξουν από τη φωλιά τους».
ΚΙ ΟΤΑΝ ΦΥΓΩ ΕΓΩ;
«Τι θες να πεις;» ρώτησε ο Τράβις, χαϊδεύοντας το πυ-
κνό τρίχωμα του σκύλου.
ΘΑ ΜΕ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ;
«Α, ναι, κουταβάκι μου», είπε η Νόρα, γονατίζοντας
και σφίγγοντάς τον στην αγκαλιά της. «Όσο υπάρχουν
σκυλιά και όσο υπάρχουν άνθρωποι που να αξίζουν να
ζουν μαζί τους, θα σε θυμούνται όλοι».

You might also like