Professional Documents
Culture Documents
Ο Εφιάλτης Παραφυλάει - Dean Koontz
Ο Εφιάλτης Παραφυλάει - Dean Koontz
Ο Εφιάλτης Παραφυλάει - Dean Koontz
Γ' ΕΚΔΟΣΗ
Συντρίβοντας το Παρελθόν
2
Ο Βίνσεντ Νάσκο περίμενε στο σκοτεινό γκαράζ αρκετές
ώρες. Δεν έδειχνε άνθρωπος που μπορούσε να περιμένει.
Ήταν μεγαλόσωμος -πάνω από ενενήντα κιλά, ύψος σχε-
δόν ένα κι ενενήντα, και μυώδης- και φαινόταν να ξεχει-
λίζει από ενεργητικότητα. Το πλατύ πρόσωπο του ήταν ή-
ρεμο και ανέκφραστο σαν το πρόσωπο μιας αγελάδας.
Αλλά τα πράσινα μάτια του άστραφταν από ζωντάνια και
παρατηρούσαν τα πάντα με μια ανήσυχη, «πεινασμένη»
έκφραση, που θα περίμενε κανείς να βρει στα μάτια ενός
άγριου ζώου, ίσως ενός αγριόγατου, ποτέ όμως στα μάτια
ενός ανθρώπου. Παρά την τρομερή του ενεργητικότητα, ή-
ταν υπομονετικός σαν γάτα. Μπορούσε να μένει για ώρες
ακίνητος και σιωπηλός, περιμένοντας τη λεία του.
Στις δέκα παρά είκοσι το πρωί, πολύ πιο αργά από ό,τι
περίμενε ο Νάσκο, η κλειδαριά της πόρτας που συνέδεε το
σπίτι με το γκαράζ άνοιξε με ένα κοφτό, σκληρό «κλακ».
Αμέσως μετά άνοιξε και η πόρτα, και ο δόκτωρ Ντέιβις
Γουέδερμπι άναψε τα φώτα και μετά πήγε να πατήσει το
κουμπί που ανέβαζε την εξωτερική πόρτα του γκαράζ.
«Στοπ! Ακίνητος!» είπε ο Νάσκο, βγαίνοντας από το
μέρος όπου ήταν κρυμμένος και προχωρώντας προς την
γκρίζα Κάντιλακ του γιατρού.
Ο Γουέδερμπι τον κοίταξε κατάπληκτος. «Ποιος διά-
βολο είσαι;...»
Ο Νάσκο σήκωσε το πιστόλι που κρατούσε, ένα Βάλ-
τερ Ρ-38 με σιγαστήρα, και πυροβόλησε μια φορά το για-
τρό στο πρόσωπο.
Σσσσναπ.
Η φράση του γιατρού έμεινε στη μέση. Ο Γουέδερμπι
έπεσε προς τα πίσω, μέσα στο πλυσταριό. Καθώς σωρια-
ζόταν κάτω, το κεφάλι του χτύπησε στο στεγνωτήριο των
ρούχων.
Ο Νάσκο δεν ανησύχησε για το θόρυβο. Ήξερε ότι ο
Γουέδερμπι ήταν ανύπαντρος και ζούσε μόνος. Έσκυψε
πάνω από το πτώμα και ακούμπησε τρυφερά το χέρι του
στο πρόσωπο του γιατρού.
Η σφαίρα είχε χτυπήσει τον Γουέδερμπι στο μέτωπο,
κάπου δύο εκατοστά πάνω από τα φρύδια. Δεν είχε τρέξει
πολύ αίμα γιατί ο θάνατος ήταν ακαριαίος και η σφαίρα
δεν ήταν αρκετά δυνατή ώστε να διαπεράσει το κρανίο
του γιατρού από το πίσω μέρος. Τα καστανά μάτια του
Γουέδερμπι ήταν ολάνοιχτα. Φαινόταν έκπληκτος.
Ο Βινς χάιδεψε το ζεστό μάγουλο του Γουέδερμπι και
το πλάι του λαιμού του. Έκλεισε πρώτα το αριστερό του
μάτι και μετά το δεξί, αν και ήξερε ότι οι μεταθανάτιοι
μυϊκοί σπασμοί θα τα άνοιγαν και πάλι ύστερα από μερι-
κά λεπτά. Με φωνή που έτρεμε από ευγνωμοσύνη ο Βινς
είπε: «Ευχαριστώ, γιατρέ. Ευχαριστώ». Φίλησε τον νεκρό
και στα δυο μάτια. «Σ' ευχαριστώ».
Ο Νάσκο αισθάνθηκε ρίγη ικανοποίησης να τον δια-
περνούν. Πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου από το πάτω-
μα όπου είχαν πέσει, πήγε στην Κάντιλακ και άνοιξε το
πορτμπαγκάζ, προσέχοντας να μην αγγίξει καμιά επιφά-
νεια όπου θα μπορούσε να αφήσει δακτυλικά αποτύπωμα-
τα. Ωραία, ήταν άδειο. Πήρε το πτώμα του Γουέδερμπι, το
έβαλε στο πορτμπαγκάζ, το έκλεισε και το κλείδωσε.
Του είχαν πει ότι το πτώμα του γιατρού έπρεπε να α-
νακαλυφθεί την επόμενη μέρα. Δεν ήξερε γιατί αυτό ήταν
τόσο σημαντικό, αλλά πάντα καυχιόταν για την άψογη
δουλειά του. Έτσι γύρισε στο πλυσταριό και κοίταξε γύ-
ρω του για να δει μήπως υπήρχαν ίχνη βίας. Ικανοποιημέ-
νος απ' την εξέταση, έκλεισε την πόρτα του πλυσταριού
και την κλείδωσε με τα κλειδιά του Γουέδερμπι.
Έσβησε τα φώτα του γκαράζ, διέσχισε το σκοτεινό δω-
μάτιο και βγήκε από την πλαϊνή πόρτα, από όπου είχε μπει
την προηγούμενη νύχτα ανοίγοντας την κλειδαριά με μια
πλαστική πιστωτική κάρτα. Ξανακλείδωσε την πόρτα με τα
κλειδιά του γιατρού και απομακρύνθηκε από το σπίτι.
Ο Ντέιβις Γουέδερμπι έμενε στην Κορόνα Ντελ Μαρ,
μια περιοχή που έβλεπε στον Ειρηνικό ωκεανό. Ο Βινς εί-
χε αφήσει το αυτοκίνητο του -ένα φορτηγάκι Φορντ- τρία
τετράγωνα πιο κάτω. Ο περίπατος μέχρι το αυτοκίνητο ή-
ταν πολύ ευχάριστος και τονωτικός. Η γειτονιά ήταν πλού-
σια και αριστοκρατική, με όμορφα και περιποιημένα πάρ-
κα κι εκτάσεις με πράσινο. Φοινικόδεντρα, φίκοι και ε-
λιές σκίαζαν τα πεζοδρόμια και ο αέρας μύριζε γιασεμί.
Ο Βίνσεντ Νάσκο αισθανόταν υπέροχα. Τόσο δυνατός,
τόσο γερός, τόσο ζωντανός.
Ο Τράβις και ο σκύλος συνέχισαν το δρόμο τους μέσα α-
πό το δάσος. Ύστερα από αρκετή ώρα ο Τράβις συνειδη-
τοποίησε ότι δεν ένιωθε πια την απόγνωση και τη βαθιά
μοναξιά που τον είχαν κάνει να πάει στα βουνά Σάντα
Άννα αναζητώντας ένα κομμάτι της παιδικής του ηλικίας.
Σε λίγο έφτασαν στο φορτηγάκι που ήταν παρκαρισμέ-
νο δίπλα στο χωματόδρομο. Το σκυλί σταμάτησε δίπλα στο
αυτοκίνητο και γύρισε για να κοιτάξει το δρόμο απ' όπου
είχαν έρθει. Ένα σκούρο τείχος από δέντρα υψωνόταν λίγο
πιο κάτω, σαν τις πολεμίστρες ενός απειλητικού κάστρου.
Το πυκνό δάσος δίπλα τους ήταν σκοτεινό, αλλά ο χω-
ματόδρομος όπου είχαν βγει ήταν λουσμένος στο φως του
ήλιου. Του φάνηκε παράξενο πώς μια τόσο καθαρή κι ό-
μορφη μέρα είχε γεμίσει ξαφνικά από μια τρομακτική, α-
πτή αίσθηση κακού.
Το σκυλί συνέχισε να κοιτάζει ερευνητικά το δάσος α-
πό όπου είχαν βγει και μετά γάβγισε για πρώτη φορά εδώ
και μισή ώρα.
«Έρχεται ακόμη πίσω μας, ε;» είπε ο Τράβις.
Το σκυλί τον κοίταξε και γρύλισε ανήσυχα.
«Ναι», είπε ο Τράβις, «το αισθάνομαι κι εγώ. Είναι
τρελό βέβαια... αλλά το αισθάνομαι. Μα τι διάβολο ήταν
αυτό που μας κυνηγούσε, φίλε; Ε; Τι διάβολο ήταν;»
Έ ν α δυνατό ρίγος διαπέρασε το σκυλί σαν σπασμός.
Ο φόβος του Τράβις μεγάλωνε κάθε φορά που έβλεπε
να εκδηλώνεται έτσι ο τρόμος του σκυλιού.
Κατέβασε την πόρτα της καρότσας και είπε: «Έλα. Α-
νέβα να φύγουμε από δω».
Το σκυλί πήδηξε στην καρότσα.
Ο Τράβις έκλεισε την πόρτα και πήγε να μπει στο
φορτηγάκι. Καθώς άνοιγε την πόρτα του οδηγού, με την
άκρη του ματιού του έπιασε μια κίνηση σε έναν κοντινό
θάμνο, όχι πίσω, προς το δάσος, αλλά από την άλλη πλευ-
ρά του χωματόδρομου. Όταν κοίταξε κατευθείαν εκεί
δεν είδε απολύτως τίποτα, αλλά ήταν σίγουρος πως δεν
είχε φανταστεί την κίνηση.
Ένιωσε να τον κυριεύει και πάλι μια έντονη ανησυχία.
Μπήκε στο φορτηγάκι, άφησε το περίστροφο στο διπλανό
κάθισμα και, βάζοντας μπροστά τη μηχανή, απομακρύν-
θηκε όσο πιο γρήγορα του επέτρεπε ο ανώμαλος δρόμος
και ο τετράποδος επιβάτης που είχε στην καρότσα.
Είκοσι λεπτά αργότερα, σταμάτησε στον ασφαλτο-
στρωμένο δρόμο του Σαντιάγκο Κάνιον, έχοντας φτάσει
και πάλι στον πολιτισμένο κόσμο. Αισθανόταν ακόμη αδυ-
ναμία και ταραχή. Αλλά ο φόβος που συνέχιζε να νιώθει
ήταν διαφορετικός από εκείνον που τον είχε κυριεύσει
στο δάσος. Η καρδιά του δεν βροντούσε πια. Ο κρύος ι-
δρώτας είχε στεγνώσει από τις παλάμες και το μέτωπο
του. Η παράξενη ανατριχίλα στο σβέρκο και το κεφάλι
του είχε σταματήσει -ακόμη και η ανάμνησή της του φαι-
νόταν τώρα ακατανόητη, εξωπραγματική. Τώρα φοβόταν
όχι κάποιο άγνωστο πλάσμα αλλά τη δικιά του παράξενη
συμπεριφορά. Έχοντας φτάσει πια στην ασφάλεια του
πολιτισμένου κόσμου, έξω από το σκοτεινό δάσος, δεν
μπορούσε να εξηγήσει τον βαθύ τρόμο που τον είχε κυρι-
εύσει εκεί μέσα και γι' αυτόν το λόγο οι πράξεις του του
φαίνονταν παράλογες.
Έβαλε το χειρόφρενο κι έσβησε τη μηχανή. Η ώρα ή-
ταν έντεκα και η πρωινή κυκλοφορία είχε αραιώσει. Έ-
μεινε σκεφτικός για λίγο, προσπαθώντας να πείσει τον ε-
αυτό του ότι είχε φερθεί σωστά.
Πάντα περηφανευόταν για την ψυχραιμία του. Είχε
την ικανότητα να μένει ήρεμος στη μέση της μάχης, να
παίρνει δύσκολες αποφάσεις κάτω από πίεση και να δέχε-
ται αδιαμαρτύρητα τις συνέπειες.
Τώρα όμως δυσκολευόταν όλο και περισσότερο να πι-
στέψει ότι κάποιο παράξενο πλάσμα τον είχε καταδιώξει
στο δάσος. Αναρωτήθηκε μήπως είχε παρερμηνεύσει τη
συμπεριφορά του σκύλου, μήπως είχε φανταστεί τις κινή-
σεις στους θάμνους μόνο και μόνο για να ξεχάσει την αυ-
τολύπηση που τον είχε κυριεύσει.
Βγήκε από το φορτηγάκι, πήγε στο πλάι της καρότσας
και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με το σκυλί, που τέ-
ντωσε το λαιμό του και τον έγλειψε στο λαιμό και στο πι-
γούνι του. Προσπάθησε να το σπρώξει πίσω, αλλά εκείνο
τεντώθηκε μπροστά, σχεδόν σκαρφαλώνοντας στο τοίχω-
μα της καρότσας, στην προσπάθειά του να του γλείψει το
πρόσωπο. Ο Τράβις γέλασε και το χάιδεψε.
Η χαρά του σκύλου, που κουνούσε συνέχεια την ουρά
του, είχε μια απροσδόκητη επίδραση στον Τράβις. Εδώ
και πολύ καιρό ζούσε μέσα σε μια βαθιά, σκοτεινή απελ-
πισία, γεμάτος σκέψεις θανάτου -μια κατάσταση που τον
είχε οδηγήσει στο σημερινό ταξίδι. Αλλά η ζωντάνια και η
χαρά του ζώου ήταν σαν ένα φως που διαπέρασε το εσω-
τερικό σκοτάδι του Τράβις, θυμίζοντάς του ότι η ζωή έχει
και μια ευχάριστη, φωτεινή πλευρά.
«Τι ήταν όλα αυτά που έγιναν εκεί κάτω;» αναρωτήθη-
κε μεγαλόφωνα.
Ο σκύλος σταμάτησε να τον γλείφει και να κουνά την
ουρά του. Τον κοίταξε σοβαρός και ο Τράβις έμεινε να
κοιτάζει άφωνος τα ευγενικά, ζεστά καστανά μάτια του
σκύλου. Τα μάτια αυτά είχαν κάτι το ασυνήθιστο, το συ-
ναρπαστικό. Ο Τράβις ένιωθε σχεδόν υπνωτισμένος και ο
σκύλος φαινόταν κι αυτός εξίσου γοητευμένος. Ο Τράβις
συνέχισε να κοιτάζει το σκύλο στα μάτια, ψάχνοντας να
βρει τι ήταν αυτό που τους έδινε τόση δύναμη και γοητεία
-αλλά δεν βρήκε τίποτα το παράξενο. Μόνο που... μόνο
που ήταν πιο εκφραστικά από όσο είναι συνήθως τα μά-
τια ενός σκύλου, πιο έξυπνα και ζωηρά. Και το σταθερό,
επίμονο βλέμμα του ήταν πραγματικά παράξενο και ασυ-
νήθιστο. Κανένα σκυλί δεν μπορεί να διατηρήσει την προ-
σοχή του συγκεντρωμένη σε κάτι για τόσο πολλή ώρα. Τα
δευτερόλεπτα περνούσαν και ο άνθρωπος και ο σκύλος
συνέχισαν να κοιτάζονται στα μάτια. Ο Τράβις άρχισε να
νιώθει παράξενα. Έ ν α ρίγος τον διαπέρασε, όχι από φό-
βο, αλλά από την αίσθηση ότι κάτι το αλλόκοτο συνέβαι-
νε. Αισθάνθηκε σαν να βρίσκεται στο κατώφλι μιας τρο-
μερής ανακάλυψης.
Μετά ο σκύλος κούνησε το κεφάλι του κι έγλειψε το
χέρι του Τράβις, διακόπτοντας την επαφή.
«Από πού έρχεσαι, φίλε;»
Το σκυλί έγειρε το κεφάλι στα αριστερά.
«Ποιανού είσαι;»
Το σκυλί έγειρε το κεφάλι του στα δεξιά.
«Τι θα κάνω τώρα μ' εσένα;»
Σαν να απαντούσε στην ερώτησή του, ο σκύλος πήδηξε
από την καρότσα, πέρασε δίπλα από τον Τράβις, πήγε
στην πόρτα του οδηγού και μπήκε στο αυτοκίνητο.
Ο Τράβις τον ακολούθησε. Όταν κοίταξε μέσα, ο σκύ-
λος καθόταν στο δεξιό κάθισμα και κοίταζε μπροστά, μέ-
σα από το παρμπρίζ. Γύρισε προς το μέρος του και γάβγι-
σε μαλακά, σαν να ανυπομονούσε να ξεκινήσουν, ενοχλη-
μένος από τους δισταγμούς του.
Μπήκε στο αυτοκίνητο και έκρυψε το πιστόλι κάτω α-
πό το κάθισμά του. «Ξέρεις, δεν μπορώ να σε φροντίσω ε-
γώ», είπε. «Πολλές οι ευθύνες, φίλε. Δεν ταιριάζει με τα
σχέδιά μου. Λυπάμαι γι' αυτό».
To σκυλί τον κοίταξε ικετευτικά.
«Φαίνεσαι πεινασμένος, φίλε».
Το σκυλί γάβγισε μια φορά, μαλακά.
«Εντάξει, σ' αυτό τουλάχιστον μπορώ να σε βοηθήσω.
Νομίζω ότι υπάρχει μια σοκολάτα στο ντουλαπάκι του αυ-
τοκινήτου... και λίγο πιο κάτω υπάρχει ένα εστιατόριο ό-
που θα μπορέσουμε να φάμε μερικά χάμπουργκερ. Αλλά
μετά... δεν ξέρω -ή θα πρέπει να σ' αφήσω ελεύθερο ή να
σε πάω στην Εταιρεία Προστασίας Ζώων».
Ενώ ο Τράβις μιλούσε ακόμα, το σκυλί σήκωσε το πόδι
του και πάτησε το κουμπί του ντουλαπιού μπροστά του. Το
ντουλαπάκι άνοιξε.
«Τι διάβολο...»
Το σκυλί έγειρε μπροστά, έχωσε τη μουσούδα του στο
ντουλαπάκι κι έβγαλε τη σοκολάτα με τα δόντια του πιά-
νοντας την τόσο απαλά, που ούτε καν τσαλάκωσε το χαρτί.
Ο Τράβις το κοίταζε κατάπληκτος.
Ο σκύλος τού έτεινε τη σοκολάτα, σαν να ζητούσε από
τον Τράβις να την ξετυλίξει.
Ξαφνιασμένος, την πήρε κι έβγαλε το χαρτί.
Το σκυλί παρακολουθούσε γλείφοντας τα χείλη του.
Ο Τράβις έσπασε τη σοκολάτα σε κομμάτια και άρχισε
να τα δίνει στο σκύλο κοιτάζοντάς τον μπερδεμένος. Είχε
καταλάβει πραγματικά αυτό που του είπε, ότι υπήρχε μια
σοκολάτα στο ντουλαπάκι; Ή την είχε απλώς μυριστεί; Σί-
γουρα το δεύτερο.
«Ναι, αλλά πώς ήξερες να πατήσεις το κουμπί για να
ανοίξει το ντουλαπάκι;» είπε στο σκύλο.
Αυτός τον κοίταξε γλείφοντας τα χείλη του και πήρε
άλλο ένα κομμάτι σοκολάτα.
«Εντάξει, εντάξει», είπε πάλι ο Τράβις. «Μπορεί κά-
ποιος να σου έμαθε αυτό το κόλπο. Αν και δεν είναι κάτι
που θα μάθαινε κανείς σε ένα σκύλο, έτσι δεν είναι; Μπο-
ρεί να τον μάθουν να κάνει βαρελάκια, να ξαπλώνει ανά-
σκελα, ακόμα και να περπατά για λίγο στα πίσω πόδια...
αυτά μαθαίνουν συνήθως στους σκύλους... όχι όμως να
πατάνε κουμπιά και να ανοίγουν ντουλαπάκια».
Το σκυλί κοίταξε με λαχτάρα το τελευταίο κομμάτι της
σοκολάτας, αλλά ο Τράβις δεν του το έδωσε.
Είναι αλλόκοτο, σκέφτηκε. Του είπα για τη σοκολάτα
και δύο δευτερόλεπτα αργότερα άνοιξε το ντουλαπάκι και
την πήρε.
«Κατάλαβες τι σου είπα προηγουμένως;» ρώτησε ο
Τράβις, νιώθοντας ανόητος που υποψιαζόταν ότι ένα σκυ-
λί καταλαβαίνει τι του λένε. Παρ' όλα αυτά, επανέλαβε
την ερώτηση: «Πες μου, κατάλαβες;»
Το σκυλί πήρε απρόθυμα το βλέμμα του από το κομμά-
τι της σοκολάτας. Σήκωσε το κεφάλι και τα μάτια τους συ-
ναντήθηκαν. Ο Τράβις αισθάνθηκε και πάλι ότι κάτι πα-
ράξενο συνέβαινε. Ένιωσε και πάλι να τον διαπερνά το ί-
διο ρίγος.
Δίστασε, μετά ξερόβηξε. «Ε... θα σε πείραζε να φάω
εγώ το τελευταίο κομμάτι;» ρώτησε.
Το σκυλί κοίταξε το κομμάτι που κρατούσε ο Τράβις
στο χέρι του. Ξεφύσηξε μια φορά, σαν να λυπόταν, και με-
τά γύρισε και κοίταξε μπροστά του.
«Ε, δεν είμαστε καλά», είπε ο Τράβις.
Το σκυλί χασμουρήθηκε.
Ο Τράβις μίλησε και πάλι, προσέχοντας να μην απλώ-
σει το χέρι του, να μην προσφέρει τη σοκολάτα στο σκύλο,
ούτε να του τραβήξει την προσοχή σε αυτή με κανέναν άλ-
λο τρόπο εκτός από τα λόγια του: «Μου φαίνεται ότι εσύ
τη χρειάζεσαι περισσότερο από μένα, φίλε. Αν τη θέλεις,
πάρ' την εσύ».
Ο σκύλος γύρισε και τον κοίταξε.
Κρατώντας πάντα το χέρι του κοντά στο σώμα του, με
έναν τρόπο που έδειχνε ότι ήθελε να κρατήσει τη σοκολά-
τα, είπε στο σκύλο: «Αν τη θέλεις, πάρ' την. Αλλιώς θα την
πετάξω».
Το σκυλί έσκυψε και πήρε το κομμάτι της σοκολάτας
από το χέρι του.
«Δεν είμαστε καθόλου καλά», είπε ο Τράβις.
Το σκυλί σηκώθηκε στα τέσσερα πάνω στο κάθισμα,
κοίταξε από το πίσω παράθυρο του αυτοκινήτου και γρύ-
λισε σιγανά.
Ο Τράβις κοίταξε στον μέσα καθρέφτη και μετά στον
πλαϊνό, αλλά δεν είδε τίποτα το παράξενο. Μόνο τον α-
σφαλτοστρωμένο δρόμο και τη λοφοπλαγιά στα δεξιά
τους. «Νομίζεις ότι θα πρέπει να φύγουμε; Αυτό είναι;»
Το σκυλί τού έριξε μια ματιά και μετά κοίταξε πάλι α-
πό το πίσω παράθυρο. Κατόπιν γύρισε και κάθισε πάλι
στο κάθισμα κοιτάζοντας μπροστά.
Ο Τράβις ξεκίνησε και μπήκε στο δρόμο του Σαντιά-
γκο Κάνιον με κατεύθυνση προς βορρά. Έριξε μια ματιά
crro σκύλο και είπε: «Είσαι πραγματικά κάτι περισσότερο
από ό,τι δείχνεις... ή μήπως έχει αρχίσει να μου στρίβει;
Και αν είσαι κάτι περισσότερο από ό,τι δείχνεις... τι διά-
βολο είσαι;»
Ύστερα από μερικά χιλιόμετρα έστριψε δυτικά, με κα-
τεύθυνση το εστιατόριο που είχε αναφέρει προηγουμένως.
«Τώρα, δεν μπορώ να σ' αφήσω ελεύθερο, ούτε να σε
δώσω στην Εταιρεία Προστασίας Ζώων».
Και ύστερα από λίγο πρόσθεσε: «Αν δε σε κρατήσω,
θα πεθάνω από περιέργεια, γιατί δε θα μάθω ποτέ τι σόι
ζώο είσαι εσύ».
Συνέχισαν το δρόμο τους για δυο μίλια ακόμη και σε
λίγο σταμάτησαν στο πάρκινγκ του εστιατορίου.
«Έτσι, μάλλον τώρα είσαι δικός μου», είπε.
Ο σκύλος δεν είπε τίποτα.
ΔΥΟ
2
Αφού σκότωσε τον Ντέιβις Γουέδερμπι, ο Βινς Νάσκο πή-
γε με το αυτοκίνητο του σ' ένα βενζινάδικο, στη λεωφόρο
Πασίφικ Κόουστ. Μπήκε στον τηλεφωνικό θάλαμο, έριξε
μερικά νομίσματα και κάλεσε έναν αριθμό στο Λος Ά-
ντζελες που τον είχε μάθει απέξω εδώ και πολύ καιρό.
Το σήκωσε ένας άντρας και επανέλαβε τον αριθμό
που είχε καλέσει ο Βινς. Ήταν μία από τις τρεις φωνές
που απαντούσαν συνήθως στο τηλέφωνο -εκείνη που ήταν
απαλή και μπάσα. Συχνά το σήκωνε ένας άλλος άντρας με
μια σκληρή, κοφτή φωνή που ενοχλούσε τον Βινς.
Μερικές φορές σήκωνε το τηλέφωνο μια γυναίκα. Είχε
σέξι φωνή, βραχνή και ταυτόχρονα κοριτσίστικη. Ο Βινς
δεν την είχε δει ποτέ του και προσπαθούσε συχνά να τη
φανταστεί πώς ήταν.
Όταν ο άλλος είπε τον αριθμό, ο Βινς απάντησε: «Η
δουλειά έγινε και είμαι πάντα διαθέσιμος αν χρειάζεστε
τίποτ' άλλο». Ήταν σίγουρος πως ο άλλος θα γνώριζε τη
φωνή του.
«Χαίρομαι που όλα πήγαν καλά», είπε ο συνομιλητής
του. «Εκτιμούμε πολύ τη δουλειά σου. Και τώρα θέλω να
μάθεις απέξω τον αριθμό που θα σου πω». Του είπε έναν
εφταψήφιο αριθμό.
Ξαφνιασμένος, ο Βινς τον επανέλαβε.
«Είναι το νούμερο ενός τηλεφωνικού θαλάμου στο Φά-
σιον Άιλαντ», είπε ο άλλος. «Είναι στη μεγάλη λεωφόρο,
κοντά στο πολυκατάστημα Ρόμπινσον. Μπορείς να είσαι
εκεί σε δεκαπέντε λεπτά;»
«Και βέβαια», είπε ο Βινς. «Μπορώ να είμαι εκεί σε
δέκα λεπτά».
«Θα σου τηλεφωνήσω σε δεκαπέντε λεπτά για να σου
πω τις λεπτομέρειες».
Ο Βινς έκλεισε και γύρισε στο αυτοκίνητο του σφυρί-
ζοντας. Το γεγονός ότι τον έστελναν σε έναν άλλο τηλε-
φωνικό θάλαμο για να του πουν «τις λεπτομέρειες» μπο-
ρούσε να σημαίνει μόνο ένα πράγμα: θα του ανέθεταν κι
άλλη δουλειά -δύο μέσα σε μια μέρα!
3
Αργότερα, όταν τέλειωσε με το κέικ, η Νόρα ανέβηκε
στην κρεβατοκάμαρα της, στη νοτιοδυτική γωνία του πά-
νω ορόφου.
Όταν ζούσε η Βάιολετ Ντέβον, το δωμάτιο αυτό ήταν
το άδυτο και το ησυχαστήριο της Νόρας, παρ' όλο που δεν
υπήρχε κλειδαριά στην πόρτα. Όπως και όλα τα άλλα δω-
μάτια του σπιτιού, ήταν γεμάτο με τα ίδια βαριά έπιπλα,
που έκαναν όλο το σπίτι να μοιάζει περισσότερο με απο-
θήκη παρά με σπίτι. Αλλά δεν ήταν μόνο τα έπιπλα- όλο
το δωμάτιο είχε μια καταθλιπτική, αποπνικτική ατμόσφαι-
ρα. Παρ' όλα αυτά, όταν τελείωνε τις δουλειές του σπιτιού,
ή όταν η θεία της της επέτρεπε να φύγει αφού είχε τελειώ-
σει κάποια από τις ατέλειωτες διαλέξεις της, η Νόρα πή-
γαινε στην κρεβατοκάμαρά της, όπου ξέφευγε από την
πραγματικότητα διαβάζοντας βιβλία ή ονειροπολώντας.
Η Βάιολετ έκανε κάθε τόσο αιφνιδιασμούς στην ανι-
ψιά της. Πλησίαζε περπατώντας αθόρυβα στο διάδρομο
και άνοιγε ξαφνικά την πόρτα, με την ελπίδα να πιάσει τη
Νόρα να κάνει κάτι το απαγορευμένο. Αυτές οι ξαφνικές
επιθεωρήσεις ήταν πολύ συχνές στα παιδικά και εφηβικά
χρόνια της Νόρας, μετά όμως αραίωσαν σταδιακά, αν και
είχαν συνεχιστεί μέχρι και τις τελευταίες βδομάδες της
ζωής της θείας της, όταν η Νόρα ήταν πια είκοσι εννιά
χρονών. Η Βάιολετ προτιμούσε πάντα τα σκούρα φορέμα-
τα, έδενε τα μαλλιά της σ' ένα σφιχτό κότσο και δεν φο-
ρούσε ποτέ μεϊκάπ στο ωχρό πρόσωπο της. Όλα αυτά την
έκαναν να μοιάζει σαν άντρας -σαν ένας αυστηρός καλό-
γερος με βαριά ράσα, που κυκλοφορούσε αθόρυβα στους
διαδρόμους κάποιου ζοφερού μεσαιωνικού μοναστηριού
για να επιβλέπει τη συμπεριφορά των άλλων καλόγερων.
Αν την έπιανε να ονειροπολεί ή να κοιμάται, τη μάλω-
νε αυστηρά και την τιμωρούσε, βάζοντάς τη να κάνει ένα
σωρό αγγαρείες. Η θεία της δεν ανεχόταν την τεμπελιά.
Τα βιβλία επιτρέπονταν -φτάνει, βέβαια, να τα είχε ε-
γκρίνει πρώτα η ίδια η Βάιολετ-, γιατί, πρώτα πρώτα, τα
βιβλία μορφώνουν. Πέρα απ' αυτό, όπως έλεγε συχνά η
θεία της, «Οι άσχημες γυναίκες σαν εσένα κι εμένα δε
ζουν ποτέ ενδιαφέρουσα ζωή, δεν πηγαίνουν ποτέ σε εξω-
τικά μέρη. Έτσι, τα βιβλία έχουν μια ιδιαίτερη αξία για
μας. Μέσα απ' αυτά μπορούμε να ζήσουμε ένα σωρό
πράγματα "από δεύτερο χέρι". Αυτό δεν είναι κακό. Το
να ζεις μέσα από τα βιβλία είναι προτιμότερο από το να έ-
χεις φίλους και να συναναστρέφεσαι με... άντρες».
Με τη βοήθεια ενός πειθήνιου οικογενειακού γιατρού,
η Βάιολετ είχε καταφέρει να μην πάει η Νόρα σχολείο, με
τη δικαιολογία ότι δεν της το επέτρεπε η υγεία της. Είχε
μορφωθεί στο σπίτι της, έτσι τα βιβλία ήταν το μοναδικό
της σχολείο.
Τώρα πια ήταν τριάντα χρονών και είχε καταφέρει όχι
μόνο να διαβάσει χιλιάδες βιβλία, αλλά και να μάθει μόνη
της να σκιτσάρει και να ζωγραφίζει με λαδομπογιές, α-
κρυλικά χρώματα και νερομπογιές. Η θεία Βάιολετ επιδο-
κίμαζε τη ζωγραφική και το σχέδιο. Η τέχνη ήταν μια μο-
ναχική απασχόληση που βοηθούσε τη Νόρα να ξεχνά τον
έξω κόσμο και να αποφεύγει τις επαφές με ανθρώπους οι
οποίοι σίγουρα θα την πλήγωναν και θα την απογοήτευαν.
Σε μια γωνιά της κρεβατοκάμαρας της υπήρχε ένα
γερτό τραπέζι για το σχέδιο, ένα καβαλέτο κι ένα ντουλά-
πι για τις μπογιές της. Για να κάνει χώρο γι' αυτά τα λίγα
πράγματα, είχε στριμώξει τα άλλα έπιπλα της κρεβατοκά-
μαρας χωρίς να βγάλει τίποτα έξω, έτσι που όταν έβλεπες
το δωμάτιο σε έπιανε κλειστοφοβία.
Πολλές φορές τα τελευταία χρόνια -ιδιαίτερα τις νύ-
χτες, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και τη μέρα-
η Νόρα κυριευόταν από ένα φόβο ότι το πάτωμα της κρε-
βατοκάμαράς της θα έσπαζε από το βάρος όλων αυτών
των επίπλων και θα έπεφτε μαζί τους στο κάτω δωμάτιο,
όπου θα παγιδευόταν κάτω από το τεράστιο κρεβάτι με
ουρανό και θα πέθαινε. Μόνο στα είκοσι πέντε της χρόνια
συνειδητοποίησε ότι αυτές οι κρίσεις άγχους προέρχονταν
όχι από τη βαριά επίπλωση και τα σκοτεινά χρώματα του
σπιτιού αλλά από την τυραννική παρουσία της θείας της.
Ένα Σάββατο πρωί, πριν από τέσσερις μήνες -και κά-
που οχτώ μήνες μετά το θάνατο της Βάιολετ Ντέβον-, η
Νόρα κυριεύτηκε ξαφνικά από μια ακατανίκητη ανάγκη
για ανανέωση, με αποτέλεσμα να αλλάξει τη διαρρύθμιση
της κρεβατοκάμαράς της. Έβγαλε έξω όλα τα μικρότερα
έπιπλα, είτε κουβαλώντας τα στα χέρια είτε σέρνοντάς τα
στο πάτωμα, και τα μοίρασε στα άλλα πέντε δωμάτια του
πρώτου ορόφου. Τα πιο βαριά αναγκάστηκε να τα λύσει
και να τα βγάλει από το δωμάτιο σε κομμάτια, αλλά τελι-
κά κατάφερε να απαλλαγεί απ' όλα τα περιττά πράγματα,
αφήνοντας μόνο το κρεβάτι, ένα κομοδίνο, μια πολυθρό-
να, το τραπέζι του σχεδίου και το σκαμνί, το ντουλάπι με
τις μπογιές και το καβαλέτο. Αφού τελείωσε με τα έπιπλα,
ξεκόλλησε τη σκούρα χάρτινη ταπετσαρία.
Όλο εκείνο το Σαββατοκύριακο αισθανόταν σαν να
είχε κάνει μια μεγάλη επανάσταση. Η ζωή της είχε αλλά-
ξει ολοκληρωτικά. Όταν όμως τελείωσε με την κρεβατο-
κάμαρα, η επαναστατική της διάθεση είχε χαθεί και έτσι
άφησε το υπόλοιπο σπίτι όπως ήταν. Τώρα, τουλάχιστον,
το δωμάτιο της ήταν φωτεινό, σχεδόν χαρούμενο. Οι τοί-
χοι ήταν βαμμένοι με ένα ευχάριστο κίτρινο παλ χρώμα.
Οι βαριές κουρτίνες είχαν φύγει και τη θέση τους είχαν
πάρει στόρια στην ίδια απόχρωση με τους τοίχους. Ακόμη,
είχε μαζέψει το απαίσιο χαλί και είχε γυαλίσει το όμορφο
δρύινο πάτωμα.
Έπειτα απ' αυτές τις αλλαγές, το δωμάτιο είχε γίνει α-
κόμη περισσότερο το προσωπικό της άδυτο. Κάθε φορά
που περνούσε την πόρτα του κι έβλεπε τις τολμηρές αλλα-
γές της, το κέφι της έφτιαχνε αμέσως και ξεχνούσε τα
προβλήματα της.
Μετά την ταραχή που της προκάλεσε η συνάντηση με
τον Στρεκ, η Νόρα αισθάνθηκε ανακούφιση, όπως πάντα,
μπαίνοντας στο φωτεινό δωμάτιο. Κάθισε στο τραπέζι του
σχεδίου και άρχισε ένα σκίτσο με μολύβι, μια προκαταρ-
κτική μελέτη για μια ελαιογραφία που ήθελε να κάνει εδώ
και λίγο καιρό. Αρχικά τα χέρια της έτρεμαν και αναγκα-
ζόταν να σταματά κάθε τόσο για να ηρεμήσει. Σιγά σιγά,
όμως, ο φόβος της πέρασε.
Ύστερα από λίγο είχε ηρεμήσει αρκετά ώστε να μπο-
ρεί να σκεφτεί τον Στρεκ, ενώ συνέχιζε το σκίτσο της.
Προσπάθησε να φανταστεί πόσο μακριά θα μπορούσε να
φτάσει αυτός ο άνθρωπος αν δεν είχε καταφέρει να τον
διώξει. Πρόσφατα η Νόρα είχε αρχίσει ν' αναρωτιέται αν
η απαισιόδοξη άποψη της Βάιολετ Ντέβον για τον κόσμο
και τους ανθρώπους ήταν σωστή. Αυτή την άποψη είχε δι-
δάξει και στην ανιψιά της, όμως η Νόρα είχε την επίμονη
υποψία ότι μπορεί να ήταν διαστρεβλωμένη, ή ακόμη και
νοσηρή. Αλλά τώρα είχε συναντήσει τον Αρτ Στρεκ και ο
άνθρωπος αυτός αποδείκνυε πέρα από κάθε αμφιβολία
τους ισχυρισμούς της Βάιολετ, αποδείκνυε ότι οι επαφές
με τον έξω κόσμο είναι επικίνδυνες.
Λίγο αργότερα, ενώ είχε μισοτελειώσει το σκίτσο της,
άρχισε να αναρωτιέται μήπως είχε παρερμηνεύσει τα λό-
για και τη συμπεριφορά του Στρεκ. Δεν μπορούσε να πι-
στέψει ότι ένας άντρας θα μπορούσε ποτέ να «κολλήσει»
σε αυτή.
Εδώ που τα λέμε, ήταν αντιπαθητική, άσχημη. Η Νόρα
το ήξερε αυτό γιατί, ανεξάρτητα από τα άλλα ελαττώματα
της Βάιολετ, η θεία της είχε και μερικά προτερήματα, ένα
από τα οποία ήταν ότι δεν μασούσε ποτέ τα λόγια της. Η
Νόρα ήταν απωθητική, κανένας άντρας δεν θα ήθελε ποτέ
να την πάρει στην αγκαλιά του, να τη φιλήσει. Αυτό της το
είχε πει η θεία Βάιολετ από τα παιδικά της χρόνια κιόλας.
Ο Στρεκ είχε βέβαια μια απαίσια κι απωθητική προ-
σωπικότητα, ήταν όμως όμορφος άντρας και θα μπορούσε
να διαλέξει όποια γυναίκα ήθελε. Ήταν γελοίο να πιστεύ-
ει ότι θα ενδιαφερόταν για μια ασχημομοΰρα σαν αυτή.
Η Νόρα φορούσε ακόμη τα ρούχα που της είχε αγορά-
σει η θεία της -κάτι σκούρα και ασουλούπωτα φορέματα,
φούστες και μπλούζες όμοιες με αυτές που φορούσε η ίδια
η Βάιολετ. Αν ντυνόταν πιο κομψά, ο κόσμος θα πρόσεχε
ακόμα περισσότερο το κοκαλιάρικο κι άχαρο σώμα της
και το άσχημο πρόσωπο της.
Αλλά γιατί ο Στρεκ της είπε ότι ήταν όμορφη;
Η εξήγηση ήταν εύκολη: ίσως την κορόιδευε. Ή , το πι-
θανότερο, ήταν απλώς ευγενικός.
Όσο το σκεφτόταν, τόσο περισσότερο καταλάβαινε ότι
τον είχε παρεξηγήσει. Ήταν μόνο τριάντα χρονών, αλλά
φερόταν κιόλας σαν μια νευρική, φοβισμένη γεροντοκόρη.
Αυτή η σκέψη τής προκάλεσε κατάθλιψη. Έστρεψε ό-
μως αμέσως την προσοχή της στο σκίτσο της, το τελείωσε
κι άρχισε ένα άλλο. Καθώς πλησίαζε το απόγευμα, η Νό-
ρα είχε ξεχαστεί μέσα στον κόσμο της ζωγραφικής της.
Από κάτω άκουγε κάθε τόσο το μεγάλο ρολόι του τοί-
χου να χτυπάει την ώρα.
Ο ήλιος άρχισε να γίνεται χρυσαφένιος και το δωμάτιο
τώρα ήταν ακόμη πιο φωτεινό. Από το παράθυρο φαινό-
ταν ένα τεράστιο φοινικόδεντρο που αναδευόταν απαλά
από τη μαγιάτικη αύρα,
Η ώρα ήταν τέσσερις και η Νόρα είχε ξαναβρεί τη γα-
λήνη της. Συνέχισε να δουλεύει σιγοτραγουδώντας.
Ξαφνικά την τρόμαξε ο απότομος ήχος του τηλεφώνου.
Άφησε το μολύβι και σήκωσε το ακουστικό. «Εμπρός;»
«Περίεργο», είπε μια αντρική φωνή.
«Ορίστε;»
«Δεν τον ξέρουν».
«Πρέπει να πήρατε λάθος αριθμό».
«Εσείς δεν είστε, κυρία Ντέβον;»
Τότε γνώρισε τη φωνή. Ήταν ο Στρεκ!
Για μια στιγμή δεν μπόρεσε να μιλήσει από την κατά-
πληξη και το φόβο.
«Δεν τον ξέρουν», ξανάπε αυτός. «Τηλεφώνησα στην
Αστυνομία της Σάντα Μπάρμπαρα και ζήτησα τον κΰριο
Ντέβον, αλλά αυτοί μου είπαν ότι δεν υπάρχει κανένας
Ντέβον στο Σώμα. Δεν είναι παράξενο, κυρία Ντέβον;»
«Τι θέλεις;» είπε η Νόρα τρέμοντας.
«Φαντάζομαι ότι θα είναι κανένα λάθος του υπολογι-
στή», είπε ο Στρεκ γελώντας. «Σίγουρα έτσι εξηγείται. Έ-
γινε κάποιο λάθος στον υπολογιστή και έχασαν το όνομά
του από τα αρχεία. Πρέπει να του το πείτε αμέσως μόλις
γυρίσει σπίτι, κυρία Ντέβον. Αν δε διορθωθεί το λάθος...
μπορεί να μην τον πληρώσουν στο τέλος του μήνα...»
Η Νόρα κατέβασε απότομα το ακουστικό. Δεν έπρεπε
να τον ενθαρρύνει ακούγοντάς τον στο τηλέφωνο.
Έκανε το γύρο του σπιτιού, ελέγχοντας τα παράθυρα
και τις πόρτες. Ήταν όλες καλά κλειδωμένες.
4
Όταν έφτασαν στο εστιατόριο, στη λεωφόρο Ιστ Τσάπμαν
στο Όραντζ, ο Τράβις Κορνέλ αγόρασε πέντε χάμπουρ-
γκερ για το σκυλί και γύρισαν στο αυτοκίνητο. Ο σκύλος
έφαγε όλα τα μπιφτέκια και δυο ψωμάκια και μετά προ-
σπάθησε να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του γλείφοντας
τον Τράβις στο πρόσωπο.
«Πω, πω! Το στόμα σου βρομάει», διαμαρτυρήθηκε αυ-
τός, κρατώντας μακριά το σκύλο.
Το ταξίδι της επιστροφής στη Σάντα Μπάρμπαρα κρά-
τησε τρεισήμισι ώρες, γιατί η κυκλοφορία ήταν τώρα πολύ
πιο πυκνή. Σε όλη τη διαδρομή ο Τράβις κοίταζε κάθε τό-
σο το σκυλί και του μιλούσε, περιμένοντας να ξαναδεί κά-
ποιο δείγμα της απίστευτης ευφυΐας που είχε εκδηλώσει
προηγουμένως. Αλλά δεν είδε τίποτα ιδιαίτερο. Το σκυλί
συμπεριφερόταν όπως συμπεριφέρονται όλα τα σκυλιά
στα μεγάλα ταξίδια. Μερικές φορές, βέβαια, ανασηκώθη-
κε στο κάθισμα και κοίταξε το τοπίο δείχνοντας ένα εν-
διαφέρον που είναι ασυνήθιστο για σκύλο. Αλλά στο με-
γαλύτερο μέρος του ταξιδιού ήταν κουλουριασμένος και
κοιμόταν στο κάθισμα, γρυλίζοντας απαλά μέσα στον ύ-
πνο του, ή χασμουριόταν βαριεστημένα.
Όταν η μυρωδιά από το βρόμικο τρίχωμα του σκύλου
έγινε ανυπόφορη, ο Τράβις κατέβασε τα παράθυρα για να
πάρει αέρα και το σκυλί έβγαλε το κεφάλι του έξω.
Στη Σάντα Μπάρμπαρα, ο Τράβις σταμάτησε σ' ένα ε-
μπορικό κέντρο και αγόρασε κάμποσες κονσέρβες με τρο-
φή σκύλου, ένα κουτί μπισκότα για σκύλους, μερικά βαριά
πλαστικά πιάτα για να βάζει το φαγητό και το νερό του,
μια μεταλλική γαλβανισμένη μπανιέρα, ένα μπουκάλι σα-
μπουάν για σκύλους με ένα ειδικό συστατικό που σκότωνε
τους ψύλλους και τα τσιμπούρια, μια βούρτσα για να χτενί-
σει το μπερδεμένο τρίχωμά του, ένα κολάρο κι ένα λουρί.
Καθώς ο Τράβις έριχνε τα πράγματα στην καρότσα
τον φορτηγού, ο σκύλος τον παρακολουθούσε από το πί-
σω παράθυρο, με την υγρή του μύτη κολλημένη στο τζάμι.
Ο Τράβις κάθισε στη θέση του οδηγού και του είπε:
«Είσαι πολύ βρόμικος και μυρίζεις. Ελπίζω να καθίσεις
φρόνιμος για να σε πλύνω».
Το σκυλί χασμουρήθηκε.
Σε λίγο το φορτηγάκι ανέβηκε το δρομάκι μπροστά στο
σπίτι του Τράβις. Ήταν ένα νοικιασμένο μπαγκαλόου με
τέσσερα δωμάτια, στη βόρεια πλευρά της Σάντα Μπάρ-
μπαρα. Έσβησε τη μηχανή και κοίταξε πάλι το σκύλο. Εί-
χε αρχίσει ν' αναρωτιέται αν οι ενέργειές του το πρωί ή-
ταν πραγματικά τόσο απίστευτες, ή απλώς είχε ξεγελαστεί.
«Αν δε μου ξανακάνεις κανένα τέτοιο κόλπο γρήγο-
ρα», είπε στο σκύλο καθώς άνοιγε την εξώπορτα, «θα
πρέπει να συμπεράνω ότι μου είχε στρίψει εκεί κάτω στο
δάσος, ότι είμαι τρελός και ότι όλα αυτά τα έβγαλα από τη
φαντασία μου».
Ο σκύλος, που στεκόταν δίπλα του, σήκωσε το κεφάλι
και τον κοίταξε ερωτηματικά.
«Θέλεις να με κάνεις να αμφιβάλλω για τη διανοητική
μου κατάσταση, ε;» τον ρώτησε ο Τράβις.
Εκείνη τη στιγμή πέρασε μπροστά από το σκύλο μια
πορτοκαλιά και μαύρη πεταλούδα. Αυτός ξαφνιάστηκε.
Άφησε ένα γάβγισμα και μετά έτρεξε πίσω της, βγαίνο-
ντας στον κήπο. Άρχισε να τρέχει πάνω κάτω στο γρασίδι
κυνηγώντας την, πηδώντας ψηλά και δαγκώνοντας τον αέ-
ρα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ύστερα από μερικές προ-
σπάθειες, κόντεψε να πέσει πάνω σε ένα φοινικόδεντρο,
μετά, παραλίγο να κουτουλήσει πάνω σε ένα μικρό σιντρι-
βάνι από τσιμέντο και τελικά κουτρουβάλησε αδέξια μέσα
σε μια βραγιά με λουλούδια, ενώ η πεταλούδα έπαιρνε ύ-
ψος και απομακρυνόταν ανενόχλητη. Ο σκύλος σηκώθηκε
όρθιος και βγήκε τρέχοντας από τα λουλούδια.
Όταν κατάλαβε ότι η πεταλούδα τού είχε ξεφύγει, γύ-
ρισε στον Τράβις και τον κοίταξε χαζά.
«Εσύ είσαι ο σκύλος-θαύμα;» είπε αυτός. «Τέλος πά-
ντων, πέρνα μέσα».
Άνοιξε την πόρτα και ο σκύλος έτρεξε μέσα στο σπίτι
εξερευνώντας ένα ένα τα δωμάτια.
«Ελπίζω να έχεις ξαναζήσει σε σπίτι και να μη μου τα
κάνεις χάλια εδώ μέσα», του φώναξε ο Τράβις.
Πήρε από το αυτοκίνητο την μπανιέρα και την πλαστι-
κή σακούλα με τα άλλα πράγματα που είχε αγοράσει και
τα κουβάλησε στην κουζίνα. Άφησε εκεί το φαγητό και τα
πιάτα και έβγαλε όλα τα υπόλοιπα πράγματα έξω, από
την πίσω πόρτα. Άφησε την πλαστική σακούλα κάτω και
έβαλε δίπλα της την μπανιέρα, κοντά στο λάστιχο του κή-
που. Μετά γύρισε πάλι στην κουζίνα, έβγαλε έναν κουβά
από κάτω από το νεροχύτη, τον γέμισε με καυτό νερό, τον
κουβάλησε έξω και τον άδειασε στην μπανιέρα. Όταν ο
Τράβις είχε κάνει τέσσερις διαδρομές κουβαλώντας καυ-
τό νερό, εμφανίστηκε ο σκύλος και άρχισε να εξερευνά
την πίσω αυλή. Ενώ ο Τράβις εξακολουθούσε να γεμίζει
την μπανιέρα, ο σκύλος άρχισε να κατουράει κάθε λίγα
μέτρα πάνω στον τοίχο από τσιμεντόπλιθους που περιέ-
βαλλε την πίσω αυλή.
«Όταν τελειώσεις το πότισμα», είπε ο Τράβις, «καλά
θα κάνεις να έχεις όρεξη για μπάνιο. Βρομάς».
Ο σκύλος γύρισε το κεφάλι προς το μέρος του και έδει-
ξε να ακούει τα λόγια του. Αλλά δεν φαινόταν σαν ένα α-
πό εκείνα τα έξυπνα σκυλιά που βλέπουμε στις ταινίες.
Δεν φαινόταν να τον καταλαβαίνει. Έδειχνε τελείως κου-
τός. Αμέσως μόλις ο Τράβις σταμάτησε να μιλάει, ο σκύ-
λος έτρεξε μερικά μέτρα πιο κάτω και κατούρησε και πάλι.
Βλέποντάς τον, ο Τράβις αισθάνθηκε κι αυτός την ανά-
γκη να πάει στην τουαλέτα. Μπήκε στο σπίτι και όταν βγή-
κε από το μπάνιο γδύθηκε και φόρεσε ένα πιο παλιό τζιν
και μια φανέλα, για να μη λερωθεί πλένοντας το σκύλο.
Όταν βγήκε πάλι έξω, το σκυλί στεκόταν δίπλα στην
μπανιέρα με το νερό που άχνιζε, κρατώντας στα δόντια
του το λάστιχο. Με κάποιον τρόπο είχε καταφέρει να ανοί-
ξει τη βρύση. Νερό έτρεχε από το λάστιχο στην μπ;ανιέρα.
Για ένα σκυλί είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να
ανοίξει μια βρύση. Ο Τράβις σκέφτηκε ότι ένα αντίστοι-
χο τεστ για έναν άνθρωπο θα ήταν να προσπαθήσει να α-
νοίξει ένα πώμα μπουκαλιού κρατώντας το ένα χέρι πίσω
από την πλάτη.
«Τι έγινε;» ρώτησε κατάπληκτος. «Το νερό ήταν πολύ
καυτό;»
Το σκυλί άφησε το λάστιχο να πέσει, χύνοντας νερό
στην αυλή, και μπήκε με προσοχή στην μπανιέρα. Κάθισε
μέσα στο νερό και τον κοίταξε, σαν να του έλεγε, Έλα,
λοιπόν, να τελειώνουμε.
Ο Τράβις πήγε στην μπανιέρα και κάθισε δίπλα της
σταυροπόδι. «Δείξε μου πώς άνοιξες τη βρύση. Κλείσ' τη
μόνος σου».
Το σκυλί τον κοίταξε κουτά.
«Δείξε μου», είπε ο Τράβις.
Το σκυλί ξεφύσηξε και άλλαξε θέση μέσα στο ζεστό νερό.
«Αφού μπορείς να την ανοίξεις, μπορείς και να την
κλείσεις. Πώς το έκανες; Με τα δόντια σου; Πάντως απο-
κλείεται να την άνοιξες με το πόδι σου- κάτι τέτοιο θα ή-
ταν πολύ δύσκολο. Αν τελικά χρησιμοποίησες τα δόντια
σου, θα μπορούσες να σπάσεις κανένα πάνω στο σιδερέ-
νιο ρουμπινέτο».
Το σκυλί έσκυψε έξω από την μπανιέρα και δάγκωσε
λιγάκι την άκρη της σακούλας όπου ήταν το σαμπουάν.
«Δε θα κλείσεις τη βρύση;» ρώτησε ο Τράβις.
Το σκυλί τον κοίταξε με ανεξιχνίαστο ύφος.
Ο Τράβις αναστέναξε κι έκλεισε μόνος του τη βρύση.
«Εντάξει λοιπόν. Εντάξει. Αφού θέλεις να κάνεις τον εξυ-
πνάκια». Πήρε τη βούρτσα και το σαμπουάν από τη σα-
κούλα και τα άπλωσε προς το σκύλο. «Ορίστε. Απ' ό,τι
φαίνεται, δε με χρειάζεσαι εμένα. Βάζω στοίχημα ότι θα
μπορείς να πλυθείς μόνος σου».
Το σκυλί άφησε ένα μακρόσυρτο γονουουουουουφ και
ο Τράβις είχε την αίσθηση ότι ο σκύλος αποκαλούσε αυ-
τόν εξυπνάκια.
Ο ΫΦΙΑΛΤΗΣ ΠΑΡΑΦΥΛΑΕΙ 63
5
Η δόκτωρ Ελίζαμπεθ Γιάρμπεκ κι ο άντρας της Τζόναθαν
έμεναν στο Νιούπορτ Μπιτς, σε μια μεγάλη μονοκατοικία
σε στυλ ράντσου. Ο ήλιος που έδυε έριχνε ένα χαλκοπρά-
σινο και κοκκινωπό φως που γυάλιζε στα στενά παράθυ-
ρα δεξιά κι αριστερά από την εξώπορτα.
Ο Βινς Νάσκο χτύπησε το κουδούνι και σε λίγο του ά-
νοιξε η Ελίζαμπεθ. Ήταν γύρω στα πενήντα, αδύνατη κι
ελκυστική, με ασημόχρωμα ξανθά μαλλιά και γαλάζια μά-
τια. Ο Βινς της είπε ότι λεγόταν Τζον Πάρκερ, ήταν πρά-
κτορας τον FBI και ήθελε να μιλήσει σε αυτή και τον ά-
ντρα της για μια υπόθεση που ερευνούσε η υπηρεσία του.
«Υπόθεση;» ρώτησε αυτή. «Τι υπόθεση;»
«Αφορά ένα ερευνητικό πρόγραμμα στο οποίο εργα-
ζόσαστε κάποτε», της απάντησε ο Βινς, επαναλαμβάνο-
ντας το ψέμα που του είχαν πει να χρησιμοποιήσει από το
τηλέφωνο.
Η Ελίζαμπεθ εξέτασε με προσοχή την ταυτότητα που
της είχε δείξει.
Ο Βινς δεν ανησύχησε. Η ψεύτικη ταυτότητα ήταν φτιαγ-
μένη από τους ανθρώπους που του είχαν αναθέσει τη δου-
λειά. Του την είχαν δώσει πριν από δέκα μήνες, για μια
δουλειά στο Σαν Φρανσίσκο, και ο Νάσκο την είχε χρησι-
μοποιήσει από τότε άλλες τρεις φορές χωρίς να συναντή-
σει κανένα πρόβλημα.
Ήξερε ότι η ταυτότητα θα ξεγελούσε τη γυναίκα, δεν
ήταν όμως σίγουρος ότι ο ίδιος ήταν τόσο πειστικός στο
ρόλο του πράκτορα. Η εμφάνισή του, βέβαια, ήταν εντά-
ξει. Φορούσε σκούρο μπλε κοστούμι, άσπρο πουκάμισο,
μπλε γραβάτα και καλογυαλισμένα μαύρα παπούτσια. Ε-
πίσης, το μεγάλο ύψος του και το ανέκφραστο πρόσωπο
του ταίριαζαν με το ρόλο του. Αλλά ο φόνος του Ντέιβις
Γουέδερμπι και η προοπτική δύο ακόμα φόνων μέσα στα
επόμενα λεπτά τον είχαν πλημμυρίσει με μια σχεδόν ανε-
ξέλεγκτη έξαψη. Κάθε τόσο ένιωθε μια ακατανίκητη τάση
να γελάσει, που γινόταν όλο και πιο έντονη με κάθε λεπτό
που περνούσε. Μέσα στην πράσινη Φορντ, που είχε κλέ-
ψει ειδικά γι' αυτή τη δουλειά, τον είχε πιάσει μια ασυ-
γκράτητη τρεμούλα που προερχόταν όχι από νευρικότητα,
αλλά από μια φοβερή ευχαρίστηση σχεδόν σεξουαλικού
χαρακτήρα. Είχε αναγκαστεί να σταματήσει το αυτοκίνη-
το και να καθίσει ακίνητος για δέκα λεπτά, παίρνοντας
βαθιές ανάσες μέχρι να ηρεμήσει κάπως.
Η Ελίζαμπεθ Γιάρμπεκ σήκωσε το κεφάλι, κοίταξε τον
Βινς και συνοφρυώθηκε.
Αυτός διακινδύνευσε ένα χαμόγελο, αν και υπήρχε
κίνδυνος να τον πιάσει εκείνο το ανεξέλεγκτο γέλιο που
θα τον πρόδιδε. Είχε ένα παιδιάστικο χαμόγελο που ήταν
ιδιαίτερα γοητευτικό.
Ύστερα από ένα μικρό δισταγμό, η δόκτωρ Γιάρμπεκ
χαμογέλασε κι αυτή. Του επέστρεψε την ταυτότητα, ικανο-
ποιημένη από την εξέταση, και του είπε να περάσει μέσα.
«Θέλω να μιλήσω και στο σύζυγο σας», είπε ο Βινς κα-
θώς εκείνη έκλεινε την πόρτα πίσω του.
«Είναι στο λίβινγκ ρουμ, κύριε Πάρκερ. Από δω, πα-
ρακαλώ».
Το λίβινγκ ρουμ ήταν μεγάλο και καλοβαλμένο. Οι τοί-
χοι ήταν κρεμ, το ίδιο και το χαλί, τα καλύμματα στους κα-
ναπέδες είχαν πράσινο ανοιχτό χρώμα. Από τα μεγάλα
παράθυρα με τις πράσινες τέντες, φαινόταν ο θαυμάσιος
κήπος του σπιτιού και μερικά ακόμη πολυτελή σπίτια της
περιοχής.
Ο Τζόναθαν Γιάρμπεκ ήταν σκυμμένος μπροστά στο
τζάκι και έβαζε μικρά προσανάμματα ανάμεσα στα κού-
τσουρα για να ανάψει τη φωτιά. Σηκώθηκε και ξεσκόνισε
τα χέρια του, τρίβοντάς τα μεταξύ τους, καθώς η γυναίκα
του του σύστηνε τον Βινς. «Ο κύριος Τζον Πάρκερ, από
το FBI».
«Το FBI;» είπε ο Γιάρμπεκ, υψώνοντας ερωτηματικά
τα φρύδια του.
«Κύριε Γιάρμπεκ», είπε ο Βινς, «αν υπάρχουν και άλ-
λα μέλη της οικογένειας στο σπίτι, θα ήθελα να μιλήσω
μαζί τους τώρα, ώστε να μη χρειαστεί να επαναλάβω αυτά
που θέλω να σας πω».
Ο Γιάρμπεκ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι, είμα-
στε μόνο εγώ και η Λιζ. Τα παιδιά λείπουν, είναι στο κο-
λέγιο, Τι ακριβώς συμβαίνει;»
Ο Βινς έβγαλε το πιστόλι με το σιγαστήρα από το σα-
κάκι του και πυροβόλησε τον Τζόναθαν Γιάρμπεκ στο
στήθος. Ο Γιάρμπεκ τινάχτηκε προς τα πίσω πάνω στο
τζάκι, όπου έμεινε για μια στιγμή ακίνητος, σαν καρφωμέ-
νος, και μετά σωριάστηκε στο πάτωμα.
Σσσσοναπ.
Η Ελίζαμπεθ Γιάρμπεκ είχε παγώσει από κατάπληξη
και φρίκη. Ο Βινς την πλησίασε γρήγορα. Την άρπαξε α-
πό το αριστερό χέρι και της το έστριψε με δύναμη πίσω α-
πό την πλάτη. Όταν αυτή φώναξε από πόνο, της έβαλε το
πιστόλι στον κρόταφο και είπε: «Ησυχία, γιατί θα σου τι-
νάξω τα μυαλά στον αέρα».
Την τράβηξε μαζί του, καθώς πλησίαζε το σώμα του ά-
ντρα της. Ο Τζόναθαν Γιάρμπεκ ήταν πεσμένος μπρούμυ-
τα πάνω σε ένα μικρό μπρούντζινο φτυάρι για τα κάρβου-
να και μια μπρούντζινη τσιμπίδα. Ήταν νεκρός. Αλλά ο
Βινς δεν ήθελε να το διακινδυνεύσει. Τον πυροβόλησε άλ-
λες δύο φορές στο πίσω μέρος του κεφαλιού, από κοντά.
Ένας παράξενος, αδύναμος ήχος σαν νιαούρισμα ξέ-
φυγε από το στόμα της Λιζ Γιάρμπεκ και μετά άρχισε να
κλαίει.
Τα γειτονικά σπίτια ήταν αρκετά μακριά και σίγουρα
δεν θα μπορούσαν να δουν τίποτα μέσα από τα παράθυ-
ρα, αλλά ο Βινς ήθελε να ασχοληθεί με τη γυναίκα σε ένα
'.πιο απομονωμένο δωμάτιο. Την έβγαλε στο χολ και προ-
σχώρησε στο διάδρομο, κοιτάζοντας από τις πόρτες, μέχρι
Μϊου βρήκε την κρεβατοκάμαρα. Την έσπρωξε με δύναμη
μέσα στο δωμάτιο, ρίννοντάς τη στο πάτωμα.
«Μείνε εκεί», της είπε.
Άναψε τα πορτατίφ των κομοδίνων και μετά πήγε στις
μεγάλες συρόμενες πόρτες που έβγαζαν στην αυλή και έ-
κλεισε τις κουρτίνες.
Αμέσως μόλις γύρισε την πλάτη του, η γυναίκα σηκώ-
θηκε όρθια και έτρεξε προς την πόρτα του χολ.
Ο Βινς την έπιασε, τη χτύπησε πάνω στον τοίχο και της
έριξε μια δυνατή γροθιά στο στομάχι που της έκοψε την
ανάσα. Μετά την πέταξε πάλι στο πάτωμα και, αρπάζο-
ντάς την από τα μαλλιά, της σήκωσε το κεφάλι, αναγκάζο-
ντάς τη να τον κοιτάξει στα μάτια. «Άκου, κυρά μου, δεν
πρόκειται να σε πυροβολήσω. Ήρθα εδώ για να σκοτώσω
τον άντρα σου. Μόνο τον άντρα σου. Αλλά, αν πας να μου
ξεφύγεις πριν σε αφήσω εγώ μόνος μου, θα αναγκαστώ
να σε σκοτώσω κι εσένα. Κατάλαβες;»
Φυσικά, έλεγε ψέματα. Τον είχαν πληρώσει να σκοτώ-
σει αυτή· και τον άντρα της τον είχε σκοτώσει μόνο και
μόνο επειδή έτυχε να βρίσκεται στο σπίτι. Όμως ήταν α-
λήθεια ότι δεν θα την πυροβολούσε. Ήθελε να αναγκάσει
τη γυναίκα να μείνει φρόνιμη μέχρι να τη δέσει, ώστε να
ασχοληθεί μαζί της με την ησυχία του. Οι τρεις πυροβολι-
σμοί τον είχαν ικανοποιήσει, αλλά τη γυναίκα ήθελε να τη
σκοτώσει πιο αργά.
«Ποιος είσαι;» ρώτησε η Ελίζαμπεθ Γιάρμπεκ κλαί-
γοντας.
«Αυτό δεν είναι δική σου δουλειά».
«Τι θέλεις;»
«Βούλωσέ το και κάνε ό,τι σου λέω, και θα ζήσεις»,
Η γυναίκα άρχισε να προσεύχεται, τραυλίζοντας από
αγωνία και βγάζοντας βογκητά απελπισίας.
Ο Βινς έκλεισε καλά τις κουρτίνες.
Ξεκόλλησε το τηλέφωνο από τον τοίχο και πέταξε τη
συσκευή στην άλλη άκρη του δωματίου.
Πιάνοντας πάλι τη γυναίκα από το χέρι, τη σήκωσε όρ-
θια και την έσυρε μαζί του στο μπάνιο. Εκεί βρήκε το
ντουλαπάκι του φαρμακείου και πήρε το λευκοπλάστη.
Γύρισαν πάλι στην κρεβατοκάμαρα και έβαλε τη γυ-
ναίκα να ξαπλώσει ανάσκελα στο κρεβάτι, όπου της έδε-
σε τους αστραγάλους και τους καρπούς με το λευκοπλά-
στη. Σε ένα συρτάρι της τουαλέτας βρήκε μερικά σλιπά-
κια, που της τα έχωσε στο στόμα και μετά της το σφράγισε
με άλλο ένα κομμάτι λευκοπλάστη.
Εκείνη έτρεμε συνέχεια και ανοιγόκλεινε τα μάτια της
για να διώξει τα δάκρυα και τον ιδρώτα.
Ο Νάσκο βγήκε από την κρεβατοκάμαρα και πήγε στο
λίβινγκ ρουμ, όπου γονάτισε δίπλα στο πτώμα του Τζόνα-
θαν Γιάρμπεκ. Είχε κάτι να τελειώσει μαζί του. Τον γύρι-
σε ανάσκελα. Μια από τις σφαίρες είχε μπει από το πίσω
μέρος του κεφαλιού και είχε βγει από το λαιμό, κάτω από
το σαγόνι. Το ανοιχτό στόμα του ήταν γεμάτο αίμα. Το έ-
να μάτι είχε γυρίσει προς τα πίσω, έτσι που φαινόταν μό-
νο το ασπράδι.
Ο Βινς κοίταξε το άλλο μάτι. «Ευχαριστώ», είπε με
φωνή που έδειχνε σεβασμό και ειλικρίνεια. «Ευχαριστώ,
κύριε Γιάρμπεκ».
Του έκλεισε τα μάτια και τα φίλησε.
«Ευχαριστώ».
Τον φίλησε στο μέτωπο.
«Σ' ευχαριστώ γι' αυτό που μου έδωσες».
Μετά πήγε στο γκαράζ, όπου έψαξε τα ντουλάπια, μέ-
|ζρι που βρήκε μερικά εργαλεία. Διάλεξε ένα σφυρί με
Βλαστική λαβή και γυαλισμένο ατσάλινο κεφάλι.
Όταν γύρισε στην ήσυχη κρεβατοκάμαρα και άφησε
|Ρ σφυρί πάνω στο κρεβάτι, δίπλα στη δεμένη γυναίκα, τα
Ιμάτια της άνοιξαν διάπλατα με ένα σχεδόν κωμικό τρόπο.
Άρχισε να στριφογυρίζει, προσπαθώντας να ελευθε-
ρώσει τα δεμένα χέρια της, αλλά μάταια.
Ο Βινς άρχισε να γδύνεται.
Είδε τα μάτια της γυναίκας να καρφώνονται πάνω του
με τον ίδιο τρόμο που είχε κοιτάξει το σφυρί. «Όχι», της
είπε, «μην ανησυχείς. Δεν πρόκειται να σε βιάσω». Κρέ-
μασε το σακάκι και το πουκάμισο του στην πλάτη μιας κα-
ρέκλας. «Δε μ' ενδιαφέρεις σεξουαλικά». Έβγαλε τα πα-
πούτσια, τις κάλτσες και το παντελόνι του. «Δε θα χρεια-
στεί να υποστείς μια τέτοια ταπείνωση. Δεν είμαι τέτοιος
άνθρωπος. Βγάζω τα ρούχα μου για να μη λερωθούν από
τα αίματα».
Όταν έμεινε γυμνός, πήρε το σφυρί και το κατέβασε
στο αριστερό της πόδι, συντρίβοντας το γόνατο. Λίγο αρ-
γότερα, αφού της είχε καταφέρει κάπου πενήντα χτυπή-
ματα με το σφυρί, έφτασε η Στιγμή.
Σσσσσναπ.
Ένα κύμα ενέργειας τον διαπέρασε ξαφνικά. Αισθάν-
θηκε μια έντονη ευαισθησία σε όλα τα χρώματα και τα α-
ντικείμενα γύρω του. Ένιωθε σαν θεός μέσα σε ανθρώπι-
νο σώμα.
Άφησε το σφυρί και έπεσε στα γόνατα, δίπλα στο κρε-
βάτι. Ακούμπησε το μέτωπο του στα ματωμένα σεντόνια
και πήρε βαθιές ανάσες, τρέμοντας από μια ευχαρίστηση
τόσο έντονη, που σχεδόν δεν μπορούσε να την αντέξει.
Μερικά λεπτά αργότερα, όταν συνήλθε, σηκώθηκε, πή-
γε στη νεκρή γυναίκα και τη φίλησε μερικές φορές στο
συντριμμένο της πρόσωπο, καθώς και στις παλάμες των
χεριών της.
«Ευχαριστώ».
Ήταν τόσο βαθιά συγκινημένος από τη θυσία που είχε
κάνει γι' αυτόν, ώστε του ερχόταν να κλάψει. Αλλά η χα-
ρά του για την καλή του τύχη ήταν μεγαλύτερη από τη λΰ-
πη του γι' αυτή τη γυναίκα.
Πήγε στο μπάνιο κι έκανε ένα γρήγορο ντους. Καθώς
ξεπλενόταν με το καυτό νερό, σκέφτηκε πόσο τυχερός ή-
ταν που είχε βρει έναν τρόπο για να γίνει επαγγελματίας
δολοφόνος και να πληρώνεται γι' αυτό που θα έκανε έτσι
κι αλλιώς χωρίς καμιά ανταμοιβή.
Ντύθηκε και μετά, με μια πετσέτα, σκούπισε τα λίγα
πράγματα που είχε αγγίξει μέσα στο σπίτι. Πάντα θυμό-
ταν όλες τις κινήσεις του και ποτέ δεν ανησυχούσε μήπως
του είχε διαφύγει κάποιο αντικείμενο που είχε πάνω του
τα δακτυλικά του αποτυπώματα. Η φωτογραφική του μνή-
μη ήταν κι αυτή ένα μέρος του Χαρίσματος του.
'Οταν βγήκε από το σπίτι, διαπίστωσε ότι είχε νυχτώ-
σει κιόλας.
ΤΡΙΑ
ι
' Γ \ λο εκείνο το απόγευμα, ο σκύλος εξακολουθούσε
\ J να φέρεται εντελώς φυσιολογικά, χωρίς να επανα-
λάβει κανένα από τα προηγούμενα απίστευτα κόλπα του.
Ο Τράβις τον παρακολουθούσε συνέχεια, μερικές φορές
φανερά και άλλες με την άκρη του ματιού του, αλλά δεν
είδε τίποτα το αξιοπερίεργο.
Έφτιαξε για βραδινό μερικά σάντουιτς με μπέικον,
μαρούλι και ντομάτα, ενώ για το σκύλο άνοιξε μια από τις
κονσέρβες που είχε αγοράσει. Η σκυλοτροφή φάνηκε να
του αρέσει αρκετά, αλλά ήταν φανερό ότι προτιμούσε το
φαγητό του Τράβις. Κάθισε δίπλα στην καρέκλα του και
τον κοίταζε ικετευτικά καθώς εκείνος έτρωγε τα σάντου-
ιτς. Τελικά ο Τράβις του έδωσε δυο κομμάτια μπέικον.
Η συμπεριφορά του σκύλου δεν είχε τίποτα το ασυνή-
θιστο. Απλώς έγλειφε τα χείλη του, γρύλιζε λυπημένα πό-
τε πότε και έπαιρνε ένα θλιμμένο ύφος που είχε σκοπό να
προκαλέσει τον οίκτο του Τράβις. Οποιοσδήποτε σκύλος
θα μπορούσε να τα κάνει όλα αυτά για να αποσπάσει μια
λιχουδιά από το αφεντικό του.
Όταν τελείωσαν το φαγητό, πήγαν στο λίβινγκ ρουμ
και ο Τράβις άνοιξε την τηλεόραση. Ο σκύλος κάθισε δί-
Ο ΫΦΙΑΛΤΗΣ Ί 1ΑΡΑΦΥΛΑΕΙ 75
2
Η Νόρα Ντέβον ήταν στην κουζίνα κι έφτιαχνε το βραδι-
νό φαγητό, όταν το τηλέφωνο χτύπησε πάλι. Προσευχήθη-
κε μέσα της να μην ήταν αυτός.
Αλλά ήταν. «Ξέρω τι σου χρειάζεται», είπε ο Στρεκ.
«Ξέρω τι σου χρειάζεται».
Μα δεν είμαι όμορφη, ήθελε να πει. Είμαι άσχημη, μια
γεροντοκόρη απ' τα τριάντα μου. Τι θέλεις λοιπόν από μέ-
να; Μέχρι τώρα ήμουν ασφαλής από ανθρώπους σαν κι ε-
σένα επειδή δεν είμαι όμορφη. Μήπως είσαι τυφλός; Αλλά
δεν μπορούσε να πει τίποτα.
«Ξέρεις τι σου χρειάζεται;» τη ρώτησε.
Βρίσκοντας επιτέλους τη φωνή της, του είπε: «Άσε με
ήσυχη».
«Ξέρω τι σου χρειάζεται. Εσύ μπορεί να μην ξέρεις, ε-
γώ όμως ξέρω».
Αυτή τη φορά βρόντησε το ακουστικό με όλη της τη δύ-
ναμη.
Αργότερα, στις οχτώμισι, το τηλέφωνο χτύπησε ξανά.
Η Νόρα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, διαβάζοντας τις
Μεγάλες Προσδοκίες και τρώγοντας παγωτό. Το κουδού-
νισμα την ξάφνιασε τόσο πολύ, που το κουτάλι έπεσε από
τα χέρια της μέσα στο μπολ και κόντεψε να χύσει το πα-
γωτό στο κρεβάτι.
Ακούμπησε το μπολ και το βιβλίο στο κομοδίνο και
κοίταξε με αγωνία το τηλέφωνο. Το άφησε να χτυπήσει
δέκα φορές. Δεκαπέντε. Είκοσι. Ο στριγκός του ήχος γέ-
μιζε το δωμάτιο, αντηχώντας στους τοίχους, μέχρι που κά-
θε κουδούνισμα θαρρείς και διαπερνούσε το κρανίο της.
Τελικά κατάλαβε ότι θα έκανε μεγάλο λάθος αν δεν το
σήκωνε. Ο Στρεκ θα καταλάβαινε ότι ήταν τόσο τρομαγ-
μένη, που δεν μπορούσε ούτε να απαντήσει στο τηλέφωνο,
γεγονός που θα τον ικανοποιούσε. Αυτός ο άνθρωπος επι-
θυμούσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο να κυριαρχεί
στους άλλους. Ήταν τόσο διεστραμμένος, που η δειλία της
τον ενθάρρυνε. Η Νόρα δεν είχε πείρα σε τέτοιες κατα-
στάσεις, αλλά κατάλαβε ότι έπρεπε να μάθει να υπερα-
σπίζεται τον εαυτό της -και γρήγορα μάλιστα.
Σήκωσε το ακουστικό στο τριακοστό πρώτο κουδούνισμα.
«Δεν μπορώ να σε ξεχάσω», είπε ο Στρεκ.
Η Νόρα δεν απάντησε.
«Έχεις τόσο όμορφα μαλλιά», συνέχισε εκείνος. «Τό-
σο σκούρα. Σχεδόν μαύρα. Πυκνά και γυαλιστερά. Θέλω
να περάσω τα χέρια μου μέσα από τα μαλλιά σου».
Έπρεπε να πει κάτι για να τον βάλει στη θέση του -ή,
τουλάχιστον, να του κλείσει το τηλέφωνο. Αλλά δεν είχε
το κουράγιο να κάνει τίποτε από τα δύο.
«Δεν έχω ξαναδεί ποτέ μου μάτια σαν τα δικά σου»,
είπε ο Στρεκ ανασαίνοντας λαχανιασμένα. «Είναι γκρίζα,
αλλά όχι σαν τα συνηθισμένα γκρίζα. Είναι βαθιά, ζεστά,
σέξι μάτια».
Η Νόρα τον άκουγε άφωνη. Είχε παραλύσει ολόκληρη.
«Είσαι πολύ όμορφη, Νόρα Ντέβον. Πολύ όμορφη.
Και ξέρω τι σου χρειάζεται. Πραγματικά το ξέρω, Νόρα.
Ξέρω τι σου χρειάζεται και θα σου το δώσω».
Ξαφνικά την έπιασε κρίση σπασμών. Έβαλε το ακου-
στικά στη θέση του και έσκυψε μπροστά. Συνέχισε να τρέ-
μει για κάμποση ώρα, νιώθοντας λες και διαλυόταν, μέχρι
που τα ρίγη σταμάτησαν σιγά σιγά.
Δεν είχε όπλο στο σπίτι.
Αισθανόταν ανυπεράσπιστη, εύθραυστη και τρομερά
μόνη.
Αναρωτήθηκε αν έπρεπε να τηλεφωνήσει στην αστυ-
νομία. Αλλά τι θα τους έλεγε; Ότι την ενοχλούσε κάποιος
με ανήθικους σκοπούς; Ακόμη και οι αστυνομικοί θα γε-
λούσαν μαζί της. Ποιος θα γύριζε να την κοιτάξει; Ήταν
μια άσχημη γεροντοκόρη και σίγουρα όχι ο τύπος της γυ-
ναίκας που θα τραβούσε έναν άντρα. Οι αστυνομικοί θα
πίστευαν ότι τα είχε βγάλει όλα από το μυαλό της, ή ότι ή-
ταν υστερική. Ή μπορεί να σκέφτονταν ότι είχε παρεξη-
γήσει την ευγένεια του Στρεκ, νομίζοντας ότι πρόκειται
για σεξουαλικό ενδιαφέρον -πράγμα, άλλωστε, που το εί-
χε νομίσει και η ίδια στην αρχή.
Φόρεσε μια μπλε ρόμπα πάνω από τις μεγάλες αντρι-
κές πιτζάμες της και κατέβηκε ξυπόλυτη στην κουζίνα, ό-
που πήρε διστακτικά ένα κρεατομάχαιρο από το συρτάρι.
Η καλοακονισμένη του λάμα γυάλιζε σαν υδράργυρος.
Καθώς γύριζε στην κρεβατοκάμαρα με το μεγάλο μα-
χαίρι στο χέρι της, είδε τα μάτια της να καθρεφτίζονται
στην πλατιά λεπίδα. Κοίταξε το είδωλο της στο γυαλισμέ-
νο ατσάλι και αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε ποτέ να χρη-
σιμοποιήσει ένα τέτοιο φρικτό όπλο ενάντια σε έναν άλλο
άνθρωπο, ακόμη και για να υπερασπιστεί τον εαυτό της.
Ήλπιζε να μην της δοθεί ποτέ η ευκαιρία να το μάθει.
Στην κρεβατοκάμαρα, έβαλε το μαχαίρι στο κομοδίνο,
σε ένα σημείο που να μπορεί να το φτάνει εύκολα.
Έβγαλε τη ρόμπα της και κάθισε στην άκρη του κρε-
βατιού, αγκαλιάζοντας τον εαυτό της και προσπαθώντας
να σταματήσει τα ρίγη.
«Γιατί εμένα;» είπε μεγαλόφωνα. «Γιατί να βρει εμένα;»
Ο Στρεκ είχε πει ότι είναι όμορφη, η Νόρα όμως ήξερε
ότι αυτό δεν ήταν αλήθεια. Η ίδια της η μητέρα την είχε ε-
γκαταλείψει στη θεία Βάιολετ και μέσα σε αυτά τα είκοσι
οχτώ χρόνια είχε έρθει να τη δει μόνο δυο φορές -η τε-
λευταία ήταν όταν η Νόρα ήταν έξι χρονών. Ο πατέρας
της ήταν εντελώς άγνωστος και κανένας άλλος συγγενής
δεν ήθελε να την πάρει στο σπίτι του, κάτι που η Βάιολετ
το απέδιδε στην ασχήμια της. Έτσι, παρ' όλο που ο Στρεκ
την είχε χαρακτηρίσει όμορφη, ήταν σίγουρη ότι δεν του
άρεσε πραγματικά. Εκείνο που ήθελε ήταν να απολαμβά-
νει τον τρόμο που της προξενούσε, να της επιβάλλεται και
να την πληγώνει. Υπήρχαν πολλοί τέτοιοι άνθρωποι. Είχε
διαβάσει γι' αυτοΰς σε βιβλία κι εφημερίδες. Η θεία Βάιο-
λετ την είχε προειδοποιήσει χιλιάδες φορές ότι, αν κάποιος
άντρας την πλησίαζε με γλυκόλογα και χαμόγελα, το μόνο
που θα επιδίωκε ήταν να την κάνει να ανοιχτεί για να
μπορέσει αργότερα να την πληγώσει.
'Υστερα από λίγο, τα πιο δυνατά ρίγη είχαν περάσει.
Η Νόρα ξάπλωσε πάλι. Το υπόλοιπο παγωτό είχε λιώσει,
έτσι πήρε το βιβλίο και προσπάθησε να συνεχίσει το διά-
βασμα. Αλλά δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Κάθε τόσο
η προσοχή της στρεφόταν στο τηλέφωνο και στο μαχαίρι,
στην ανοιχτή πόρτα της κρεβατοκάμαρας και στο χολ του
δεύτερου ορόφου, όπου συνέχεια νόμιζε ότι έβλεπε κά-
ποια κίνηση.
Ο Τράβις πήγε στην κουζίνα και το σκυλί τον ακολούθησε.
Του ε'δειξε το ψυγείο και είπε: «Εμπρός, δείξε μου.
Κάν' το πάλι. Πιάσε μου μια μπίρα. Δείξε μου πώς το έ-
κανες».
Ο σκύλος δεν κουνήθηκε.
Ο Τράβις κάθισε σταυροπόδι δίπλα του. «Άκου, φίλε.
Ποιος σε έβγαλε από εκείνο το δάσος και σε έσωσε από
ό,τι ήταν αυτό που σε κυνηγοΰσε; Εγώ. Και ποιος σου α-
γόρασε τα μπιφτέκια; Εγώ. Σε έπλυνα, σε τάισα, σου έδω-
σα σπίτι να μείνεις. Τώρα μου χρωστάς κάτι. Σταμάτα λοι-
πόν τα κόλπα. Αν μπορείς να το ανοίξεις αυτό το πράγμα,
άνοιξε το I»
Το σκυλί πήγε στο παλιό ψυγείο, έσκυψε το κεφάλι
στην κάτω γωνία της πόρτας, άρπαξε την άκρη της με τα
δόντια και την τράβηξε προς τα πίσω, βάζοντας δύναμη με
όλο του το σώμα. Η μαγνητική πόρτα άνοιξε με έναν ανε-
παίσθητο θόρυβο και ο σκύλος χώθηκε στο άνοιγμα. Με-
τά σηκώθηκε στα πίσω πόδια και ακούμπησε τα μπροστι-
νά του στα πλαϊνά τοιχώματα του ψυγείου.
«Ε, δεν είμαστε καλά», είπε ο Τράβις πλησιάζοντας.
Ο σκύλος κοίταξε στο δεύτερο ράφι, όπου ο Τράβις
είχε βάλει μερικά κουτάκια μπίρα, Πέπσι και χυμούς. Πή-
ρε άλλη μία μπίρα, βγήκε από το ψυγείο και άφησε την
πόρτα του να κλείσει μόνη της, ενώ αυτός πλησίαζε τον
Τράβις.
Ο Τράβις πήρε την μπίρα από το στόμα του. Στάθηκε
μπροστά του με μία μπίρα στο κάθε χέρι, κοιτάζοντας το
σκύλο, και είπε, περισσότερο στον εαυτό του παρά στο
ζώο: «Εντάξει. Μπορεί κάποιος να σε έμαθε πώς ν' ανοί-
γεις την πόρτα ενός ψυγείου. Και μπορεί ακόμα να σε έ-
μαθε να γνωρίζεις μια ορισμένη μάρκα μπίρας και να του
την πηγαίνεις. Αλλά, από την άλλη, είναι δυνατόν αυτή η
μάρκα που σου είχε μάθει να είναι η ίδια μ' αυτή που έχω
εγώ στο ψυγείο μου; Εντάξει, είναι δυνατόν, αλλά όχι και
πολύ πιθανό. Κι έπειτα, δε σου ζήτησα εγώ να μου φέρεις
μπίρα. Το έκανες από μόνος σου, σαν να σκέφτηκες ότι ε-
κείνη τη στιγμή μού χρειαζόταν μια μπίρα. Και το αστείο
είναι ότιμον χρειαζόταν».
Ο Τράβις άφησε το ένα κουτί στο τραπέζι, άνοιξε την
άλλη και ήπιε μερικές γουλιές, χωρίς να ανησυχεί για τα
μικρόβια. Ο σκύλος είχε πιάσει την κονσέρβα από το κά-
τω μέρος!
Ο σκύλος τον κοίταζε. Λίγο αργότερα, ο Τράβις είπε:
«Ήταν σαν να κατάλαβες ότι ήμουν αναστατωμένος και
ότι μια μπίρα θα με βοηθούσε να ηρεμήσω. Αλλά αυτός εί-
ναι ένας λογικός συλλογισμός. Μπορείς να κάνεις συλλο-
γισμούς; Εντάξει, πολλά ζώα αντιλαμβάνονται τη διάθεση
του αφεντικού τους. Αλλά πόσα ζώα ξέρουν τι είναι μια
μπίρα και ότι μπορεί να ηρεμήσει το αφεντικό τους; Και
πώς ήξερες ότι υπήρχε μπίρα στο ψυγείο; Αν και μπορεί
να την είδες προηγουμένως, όταν ετοίμαζα το φαγητό...»
Τα χέρια του έτρεμαν. Ήπιε κι άλλη μπίρα και άκουσε
το κουτί να χτυπά στα δόντια του.
Ο σκύλος πήγε στο ντουλάπι κάτω από το νεροχύτη, το
άνοιξε, έβγαλε έξω το κουτί με τα μπισκότα και το έφερε
στον Τράβις.
Αυτός γέλασε. «Ε λοιπόν, αφού εγώ πίνω την μπίρα
μου, σου αξίζει κι εσένα να φας κάτι, ε;» Ανοιξε το κουτί
και το άφησε κάτω. «Ορίστε, πάρε μόνος σου», είπε.
«Φαντάζομαι ότι δεν πρόκειται να κάνεις κατάχρηση,
σαν ένα συνηθισμένο σκυλί». Γέλασε πάλι. «Εδώ που τα
λέμε, μου φαίνεται πως σε λίγο θα σε αφήνω να οδηγείς
το αυτοκίνητο!»
Ο σκύλος έβγαλε ένα μπισκότο από το κουτί, κάθισε
κάτω κι άρχισε να το μασουλάει.
«Μα το Θεό, εξαιτίας σου θ' αρχίσω να πιστεύω στα
θαύματα. Ξέρεις γιατί πήγα στο δάσος σήμερα το πρωί;»
Ο σκύλος συνέχισε να τρώει. Φαινόταν να έχει χάσει
το ενδιαφέρον του για τον Τράβις.
«Πήγα για να θυμηθώ τα ευτυχισμένα παιδικά μου
χρόνια, όταν πήγαινα εκδρομές σ' αυτά τα βουνά, πριν...
πριν σκοτεινιάσουν όλα. Ήθελα να σκοτώσω μερικά φί-
δια, όπως έκανα παλιά, να περπατήσω και να νιώσω τη
φύση γύρω μου, όπως τον παλιό καιρό. Γιατί πάει πολύς
καιρός τώρα που έχει πάψει να μ' ενδιαφέρει αν θα ζήσω
ή θα πεθάνω».
Ο σκύλος σταμάτησε να μασά και κοίταξε τον Τράβις
μ' εκείνο το παράξενο, έντονο βλέμμα.
«Τελευταία ένιωθα απελπισμένος. Ξέρεις τι είναι η κα-
τάθλιψη, φίλε;»
Αφήνοντας το μπισκότο, ο σκύλος πήγε και στάθηκε
μπροστά του, κοιτάζοντάς τον κατάματα.
«Πάντως δε σκέφτηκα ποτέ την αυτοκτονία. Πρώτα
πρώτα, είμαι καθολικός και, παρ' όλο που έχω χρόνια να
πάω στην εκκλησία, εξακολουθώ να πιστεύω κατά κάποιον
τρόπο. Και για έναν καθολικό η αυτοκτονία είναι θανάσι-
μο αμάρτημα. Είναι σαν το φόνο. Και, πέρα απ' αυτό, εί-
μαι πολύ επίμονος και ξεροκέφαλος τύπος για να τα πα-
ρατήσω, όσο μαύρα κι αν είναι τα πράγματα».
Ο σκύλος συνέχισε να τον κοιτάζει στα μάτια.
«Είχα πάει στο δάσος αναζητώντας την ευτυχία που έ-
νιωθα κάποτε. Και συνάντησα εσένα».
«Γουφ», έκανε ο σκύλος, σαν να έλεγε, Ωραία.
Ο Τράβις πήρε το κεφάλι του στα χέρια του, τον κοίτα-
ξε και είπε: «Κατάθλιψη. Μια αίσθηση ότι η ζωή δεν έχει
νόημα. Αλλά πώς να τα καταλάβει αυτά τα πράγματα ένας
σκύλος, ε; Ένας σκύλος δεν έχει έγνοιες. Μπορείς να κα-
ταλάβεις τι σου λέω; Αλλά, πραγματικά, μου φαίνεται ότι
με καταλαβαίνεις. Ή μήπως υπερεκτιμώ την εξυπνάδα
σου; Ε; Εντάξει, μπορείς να κάνεις μερικά εκπληκτικά
κόλπα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι με καταλαβαίνεις».
Το σκυλί τραβήχτηκε από τα χέρια του και γύρισε στο
κουτί με τα μπισκότα. Το έπιασε με τα δόντια του και, τινά-
ζοντάς το, άδειασε γύρω στα τριάντα μπισκότα στο πάτωμα.
«Ορίστε, πάλι τα ίδια», είπε ο Τράβις. «Τη μια στιγμή
φέρεσαι σχεδόν σαν άνθρωπος και την άλλη κάνεις ό,τι
θα έκαναν όλα τα σκυλιά».
Όμως ο σκύλος δεν είχε αδειάσει τα μπισκότα για να
τα φάει. Άρχισε να τα σπρώχνει πάνω στο πάτωμα με τη
μουσούδα του, τοποθετώντας τα το ένα δίπλα στο άλλο.
«Τι στο καλό κάνεις εκεί;»
Το σκυλί είχε βάλει πέντε μπισκότα στη σειρά, σχημα-
τίζοντας μια γραμμή που καμπύλωνε προς τα δεξιά. Έ-
σπρωξε άλλο ένα δίπλα στα άλλα, τονίζοντας την καμπύλη.
Ο Τράβις παρακολουθούσε πίνοντας την μπίρα του.
Τελείωσε την πρώτη και άνοιξε γρήγορα τη δεύτερη. Είχε
το προαίσθημα ότι θα του χρειαζόταν.
Το σκυλί κοίταξε τη σειρά των μπισκότων για λίγο,
σαν να μην ήταν εντελώς σίγουρο τι είχε αρχίσει να κάνει.
Βημάτισε πάνω κάτω μερικές φορές και μετά έσπρωξε
άλλα δύο μπισκότα στη γραμμή. Κοίταξε τον Τράβις, μετά
το σχήμα που είχε φτιάξει στο πάτωμα και μετά έσπρωξε
το ένατο μπισκότο στη σειρά.
Ο Τράβις συνέχισε να πίνει την μπίρα του παρακολου-
θώντας το σκύλο γεμάτος ένταση.
Ξαφνικά το σκυλί τίναξε το κεφάλι του εκνευρισμένο
και πήγε στην άλλη άκρη του δωματίου. Στάθηκε εκεί, με
το κεφάλι κρεμασμένο χαμηλά. Ο Τράβις είχε την αίσθη-
ση ότι είχε πάει εκεί για να συγκεντρωθεί. Μετά, γύρισε
και έβαλε άλλα δύο μπισκότα στη σειρά.
Ο Τράβις αισθάνθηκε και πάλι το προαίσθημα ότι αυ-
τό που γινόταν ήταν τρομερά σημαντικό. Ένιωσε μια ανα-
τριχίλα να απλώνεται σ' όλο του το σώμα.
Αυτή τη φορά δεν απογοητεύτηκε. Ο σκύλος χρησιμο-
ποίησε δεκαεννιά μπισκότα συνολικά, με τα οποία σχημά-
τισε ένα ερωτηματικό πάνω στο πάτωμα της κουζίνας.
Μετά σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τον Τράβις με τα εκ-
φραστικά τον μάτια.
Ένα ερωτηματικό.
Που σημαίνει: Γιατί; Γιατί ένιωθες τόσο μεγάλη κατά-
θλιψη; Γιατί αισθάνεσαι ότι η ζωή σου δεν έχει σκοπό,
δεν έχει νόημα;
Το σκυλί είχε καταλάβει όλα όσα του είπε. Εντάξει,
λοιπόν, μπορεί να μην καταλάβαινε όλα όσα του έλεγε,
λέξη προς λέξη, αλλά φαίνεται ότι αντιλαμβανόταν το γε-
νικό νόημα.
Και, μα το Θεό, αν καταλάβαινε τη σημασία ενός ερω-
τηματικού, τότε είχε την ικανότητα της αφηρημένης σκέ-
ψης! Η ίδια η έννοια των απλών συμβόλων -όπως είναι τα
γράμματα, οι αριθμοί, το ερωτηματικό, το θαυμαστικό-
που χρησιμεύουν σαν συντομογραφία για περίπλοκες ιδέ-
ες... η έννοια αυτή απαιτεί αφηρημένη σκέψη. Και η αφη-
ρημένη σκέψη υποτίθεται ότι είναι αποκλειστική ικανότη-
τα των ανθρώπων.
Ο Τράβις είχε μείνει εμβρόντητος. Αλλά το ερωτηματι-
κό αυτό δεν ήταν τυχαίο. Κακοφτιαγμένο, αλλά όχι τυ-
χαίο. Το σκυλί πρέπει να είχε δει κάπου αυτό το σύμβολο
και να είχε μάθει το νόημά του. Οι επιστήμονες που ασχο-
λούνται με τη στατιστική λένε ότι, αν είχαμε έναν άπειρο
αριθμό από μαϊμούδες, οι οποίες να είχαν στη διάθεσή
τους έναν άπειρο αριθμό από γραφομηχανές, τελικά θα
μπορούσαν να γράψουν όλα τα αριστουργήματα της αν-
θρώπινης λογοτεχνίας χτυπώντας τυχαία τα πλήκτρα τους.
Αλλά το να σχηματίσει ένας σκύλος ένα τέτοιο ερωτηματι-
κό μέσα σε δυο λεπτά από τύχη και μόνο ήταν εντελώς α-
πίθανο. Εδώ που τα λέμε, οι πιθανότητες πρέπει να ήταν
δέκα φορές μικρότερες από τις πιθανότητες που είχαν ό-
λες εκείνες οι μαϊμούδες μαζί να ξαναγράψουν τα έργα
του Σαίξπηρ.
Ο σκύλος τον κοίταζε περιμένοντας.
Ο Τράβις σηκώθηκε όρθιος -ένιωσε τα πόδια του να
τρέμουν λίγο. Πήγε (πα μπισκότα, τα σκόρπισε στο πάτω-
μα και γύρισε στην καρέκλα του.
Ο σκύλος κοίταξε τα σκορπισμένα μπισκότα, μετά κοί-
ταξε ερωτηματικά τον Τράβις. Φαινόταν παραξενεμένος.
Ο Τράβις περίμενε.
Μέσα στο σπίτι είχε απλωθεί μια αφύσικη ησυχία, λες
και είχε σταματήσει ο χρόνος.
Επιτέλους, το σκυλί άρχισε να σπρώχνει τα μπισκότα
πάλι με τη μύτη του. Μέσα σε ένα δυο λεπτά σχημάτισε
πάλι το ερωτηματικό.
Ο Τράβις κατέβασε μερικές γουλιές από την μπίρα
του. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, οι παλάμες του ήταν
ιδρωμένες. Ένιωθε πλημμυρισμένος από δέος και φόβο,
από μια άγρια χαρά κι έναν τρόμο για το άγνωστο. Ήθελε
να γελάσει, γιατί δεν είχε ξαναδεί ποτέ του ένα πλάσμα
τόσο υπέροχο όσο αυτός ο σκύλος. Και ήθελε επίσης να
κλάψει, γιατί μόλις πριν από μερικές ώρες πίστευε ότι η
ζωή του ήταν μαύρη, μάταιη, άσκοπη. Αλλά τώρα καταλά-
βαινε πως, όσο οδυνηρή και να γίνεται η ζωή μερικές φο-
ρές, είναι πάντα πολύτιμη. Αισθανόταν λες και ο Θεός εί-
χε στείλει σκόπιμα αυτόν το σκύλο για να τον βγάλει από
την απελπισία του, να του θυμίσει ότι ο κόσμος είναι γε-
Υ ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΙΙΑΡΑΦΥΛΑΕΙ 91
5
Ο περισσότερος κόσμος πιστεύει ότι η ψυχανάλυση θερα-
πεύει τη δυστυχία. Είναι σίγουροι πως, αν ήξεραν τα αίτια
της ψυχολογικής τους κατάστασης, αν καταλάβαιναν πού ο-
φείλεται η αυτοκαταστροφική συμπεριφορά τους, θα μπο-
ρούσαν να λύσουν όλα τους τα προβλήματα και να ζήσουν
ήρεμα. Αλλά ο Τράβις είχε μάθει ότι δεν είναι έτσι τα
πράγματα. Ο ίδιος ανέλυε ασταμάτητα τον εαυτό και τη συ-
μπεριφορά του εδώ και πολλά χρόνια και είχε καταλάβει
γιατί ήταν τόσο μοναχικός και δεν μπορούσε να κάνει φί-
λους. Όμως, παρ' όλο που είχε κατανοήσει τα αίτια που τον
έκαναν να φέρεται έτσι, δεν είχε καταφέρει να αλλάξει.
Τώρα, καθώς πλησίαζαν μεσάνυχτα, καθόταν στην
κουζίνα πίνοντας μια ακόμη μπίρα και μιλούσε στον Αϊν-
στάιν για τη συναισθηματική απομόνωση που είχε επιβά-
λει στον εαυτό του. Ο Αϊνστάιν καθόταν μπροστά του ακί-
νητος, χωρίς να χασμουρηθεί ούτε μια φορά, δείχνοντας
ένα έντονο ενδιαφέρον για την ιστορία του.
«Ήμουν μοναχικός από παιδί ακόμη -αν και τότε είχα
μερικούς φίλους. Απλώς προτιμούσα να μένω μόνος. Εί-
ναι στη φύση μου, ίσως. Πάντως, τότε που ήμουν μικρός
δεν είχα καταλάβει ακόμη πως, όταν είμαι φίλος με κά-
ποιον, αυτός ο κάποιος κινδυνεύει».
Η μητέρα του Τράβις είχε πεθάνει στον τοκετό, πράγ-
μα που το ήξερε από μικρός. Αργότερα ο θάνατος της θα
του φαινόταν σαν ένας οιωνός των όσων θα επακολου-
θούσαν και θα αποκτούσε μια τρομερή σημασία γι' αυτόν.
Αλλά αυτό έγινε αργότερα- σαν παιδί δεν είχε αρχίσει α-
κόμη να βασανίζεται από τύψεις.
Αυτό άρχισε όταν έγινε δέκα χρονών. Τότε που πέθα-
νε ο αδερφός του ο Χάρι. Ο Χάρι ήταν δώδεκα χρονών,
δύο χρόνια μεγαλύτερος από τον Τράβις. Έ ν α πρωινό του
Ιουνίου, ο Χάρι έπεισε τον Τράβις να πάνε στη θάλασσα,
αν και ο πατέρας τους τους είχε απαγορεύσει ρητά να κο-
λυμπούν χωρίς αυτόν. Η παραλία κοντά στο σπίτι τους δεν
ήταν δημόσια πλαζ με ναυαγοσώστες και τα δυο παιδιά ή-
ταν οι μόνοι κολυμβητές εκείνη τη μέρα.
«Τον Χάρι τον ρούφηξε ένα υπόγειο ρεύμα», συνέχισε
ο Τράβις. «Ήμαστε μαζί μέσα στη θάλασσα, δεν απείχα-
με πάνω από τρία μέτρα ο ένας από τον άλλο, αλλά το κα-
ταραμένο ρεύμα παρέσυρε αυτόν, τον ρούφηξε στο βυθό,
χωρίς να πειράξει καθόλου εμένα. Έτρεξα μάλιστα πίσω
του, προσπάθησα να τον σώσω, που σημαίνει ότι πλησία-
σα κι εγώ το ρεΰμα. Φαίνεται όμως ότι, αφοΰ άρπαξε τον
Χάρι, άλλαξε κατεύθυνση, γιατί εγώ βγήκα από τη θάλασ-
σα ζωντανός». Έμεινε για πολλή ώρα αμίλητος και κοίτα-
ζε αφηρημένα μπροστά του, βλέποντας όχι το τραπέζι της
κουζίνας αλλά την ύπουλη, φουρτουνιασμένη θάλασσα.
«Αγαπούσα τον μεγάλο μου αδερφό περισσότερο από οτι-
δήποτε άλλο στον κόσμο».
Ο Αϊνστάιν γρύλισε λυπημένα, σαν να συμμεριζόταν
τον πόνο του.
«Κανείς δε με κατηγόρησε γι' αυτό που έπαθε ο Χάρι.
Αυτός ήταν ο μεγαλύτερος από τους δυο μας, κανονικά έ-
πρεπε να προσέχει κι εμένα. Αλλά εγώ ένιωσα... πως αν
αυτό το ρεύμα ρούφηξε τον Χάρι έπρεπε να ρουφήξει κι
εμένα».
Ήπιε άλλη μια γουλιά από την μπίρα του και συνέχι-
σε: «Μετά πάμε μερικά χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι
που ήμουν δεκατεσσάρων χρονών. Ήθελα να πάω σε μια
κατασκήνωση που δίδασκαν τένις. Το ήθελα πάρα πολύ.
Το τένις ήταν το μεγάλο χόμπι μου τότε. Έτσι ο πατέρας
μου μ' έγραψε σε μια κατασκήνωση μια Κυριακή, αλλά δε
φτάσαμε ποτέ. Μερικά μίλια πιο κάτω από το σπίτι μας, έ-
νας φορτηγατζής αποκοιμήθηκε στο τιμόνι, το αυτοκίνητο
του μπήκε στο αντίθετο ρεύμα και έπεσε πάνω μας. Ο πα-
τέρας μου σκοτώθηκε ακαριαία. Από τη σύγκρουση έσπα-
σε ο λαιμός του, η πλάτη του, το κρανίο του, ο θώρακάς
του. Εγώ ήμουν δίπλα του, στο μπροστινό κάθισμα, και
βγήκα από τη σύγκρουση με μερικά γδαρσίματα και μώ-
λωπες και δύο σπασμένα δάχτυλα».
Ο σκύλος τον παρακολουθούσε με το γεμάτο ένταση
βλέμμα του.
«Ήταν αυτό ακριβώς που είχε γίνει και με τον Χάρι.
Θα έπρεπε να σκοτωθούμε και οι δυο μας, αλλά εγώ γλί-
τωσα. Και δε θα κάναμε αυτό το καταραμένο ταξίδι αν ε-
γώ δεν τον είχα ζαλίσει να με γράψει στην κατασκήνωση.
Έτσι, αυτή τη φορά, δεν μπορούσα να αποφύγω την αλή-
θεια. Ίσως να μην έφταιγα που πέθανε η μητέρα μου στον
τοκετό, και ίσως δεν έφταιγα απόλυτα για το θάνατο του
Χάρι, αλλά σε αυτή την τελευταία περίπτωση... Άρχισα,
λοιπόν, να καταλαβαίνω ότι είχα πάνω μου μια κατάρα, ό-
τι οι κοντινοί μου άνθρωποι κινδυνεύουν από την παρου-
σία μου. Όταν αγαπούσα κάποιον, όταν τον αγαπούσα
πραγματικά, σίγουρα πέθαινε».
Μόνο ένα παιδί θα μπορούσε να πιστέψει ότι έφταιγε
το ίδιο γι' αυτά τα τραγικά γεγονότα, αλλά τότε ο Τράβις
ήταν παιδί, μόνο δεκατεσσάρων χρονών, και καμιά άλλη
λογική εξήγηση δεν μπορούσε να δώσει. Ήταν πολύ νέος
για να καταλάβει ότι η βία της φύσης και της μοίρας συ-
χνά δεν έχουν κανένα νόημα και καμιά εξήγηση. Στα δε-
κατέσσερα χρόνια του του χρειαζόταν να πιστεύει ότι υ-
πάρχει κάποιο νόημα. Έτσι έβγαλε το συμπέρασμα πως
είναι καταραμένος, πως αν κάνει στενούς φίλους είναι
σαν να τους καταδικάζει σε θάνατο. Όντας από τη φύση
του εσωστρεφής, του ήταν πολύ εύκολο να κλειστεί στον
εαυτό του και να απομονωθεί από τον υπόλοιπο κόσμο.
Όταν πια αποφοίτησε από το κολέγιο, σε ηλικία είκο-
σι ενός χρονών, είχε συνηθίσει τη μοναχική ζωή -αν και
στο μεταξύ είχε αρχίσει να βλέπει κάπως πιο λογικά τους
θανάτους της μητέρας, του αδερφού και του πατέρα του.
Δεν θεωρούσε πια τον εαυτό του καταραμένο, ούτε τον
κατηγορούσε γ' αυτά που συνέβησαν στην οικογένειά του.
Παρέμεινε όμως εσωστρεφής, χωρίς στενούς φίλους, εν
μέρει επειδή είχε χάσει την ικανότητα να κάνει στενές
σχέσεις και εν μέρει επειδή, αν δεν είχε φίλους, δεν κιν-
δύνευε να πληγωθεί χάνοντας τους.
«Έτσι η συνήθεια και ο φόβος με κράτησαν σε συναι-
σθηματική απομόνωση», είπε στον Αϊνστάιν.
To οκυλί σηκώθηκε από τη θέση του, στάθηκε μπροστά
του και ακούμπησε το κεφάλι του στα πόδια του Τράβις.
Αυτός άρχισε να το χαϊδεύει και συνέχισε: «'Οταν τέ-
λειωσα το κολέγιο, δεν ήξερα τι θα μου άρεσε να κάνω.
Εκείνη την εποχή έκαναν στρατολογήσεις, έτσι κατατά-
χτηκα στο στρατό εθελοντικά, πριν με καλέσουν. Πήγα
στις Ειδικές Δυνάμεις. Μου άρεσε αρκετά. Ίσως επειδή
ανάμεσά μας υπήρχε μια αίσθηση συντροφικότητας και ή-
μουν αναγκασμένος να κάνω φίλους. Βλέπεις, προσποιού-
μουν ότι δεν ήθελα στενές σχέσεις με κανέναν, αλλά ου-
σιαστικά πρέπει να τις ήθελα, γιατί είχα βάλει τον εαυτό
μου σε μια κατάσταση που οι φιλίες ήταν αναπόφευκτες.
Αποφάσισα να σταδιοδρομήσω στο στρατό. Όταν φτιά-
χτηκαν οι Δυνάμεις Δέλτα -η αντιτρομοκρατική ομάδα-
με πήραν κι εμένα. Τα παιδιά στις Δυνάμεις Δέλτα είχαν
πολύ στενό σύνδεσμο μεταξύ τους, ήταν πραγματικοί φί-
λοι. Εμένα με αποκαλούσαν Μουγκό γιατί δε μιλούσα κα-
θόλου, αλλά τελικά εκεί μέσα έκανα φίλους. Ύστερα από
λίγο καιρό, όμως, στην ενδέκατη επιχείρηση της ομάδας,
πήγαμε στη Βηρυτό για να αντιμετωπίσουμε μια ομάδα
Παλαιστίνιων τρομοκρατών που είχε καταλάβει την αμε-
ρικανική πρεσβεία. Είχαν σκοτώσει οχτώ μέλη του προ-
σωπικού και εξακολουθούσαν να σκοτώνουν έναν κάθε
ώρα, χωρίς να δέχονται διαπραγματεύσεις. Τους χτυπή-
σαμε, αλλά η επιχείρηση ήταν φιάσκο. Οι Παλαιστίνιοι
είχαν παγιδεύσει όλο το κτίριο. Εννιά άντρες από την ο-
μάδα μου σκοτώθηκαν. Εγώ ήμουν ο μόνος που επέζησα.
Άρπαξα μια σφαίρα στο μηρό και μερικά θραύσματα
στον πισινό, αλλά επέζησα».
Ο Αϊνστάιν σήκωσε το κεφάλι του από τα πόδια του
Τράβις.
Ο Τράβις τον κοίταξε και στα μάτια του σκύλου είδε
τη συμπόνια. Ίσως επειδή αυτό ήθελε να δει.
«Όλα αυτά έγιναν πριν από οχτώ χρόνια, όταν ήμουν
είκοσι οχτώ χρονών. Τότε παράτησα το στρατό και γύρισα
οτην Καλιφόρνια. Έβγαλα μια άδεια κτηματομεσίτη, γιατί
ο πατέρας μου έκανε αυτή τη δουλειά και δεν ήξερα τι άλ-
λο να κάνω. Τα πήγα πολύ καλά, ίσως επειδή δε μ' ένοια-
ζε αν ο κόσμος θα αγόραζε τα σπίτια που του έδειχνα.
Δεν τους πίεζα, δε γινόμουν φορτικός σαν τους άλλους
πωλητές. Τελικά τα πήγα τόσο καλά, ώστε άνοιξα δικό
μου γραφείο και πήρα υπαλλήλους».
Και έτσι γνώρισε την Πόλα. Ήταν μια ψηλή ξανθιά
καλλονή, γλυκιά και εύθυμη. Τα κατάφερνε τόσο καλά
στις πωλήσεις ακινήτων, που πολλές φορές αστειευόταν
λέγοντας πως σε κάποια προηγούμενη ζωή της ήταν ο εκ-
πρόσωπος των Ολλανδών αποίκων που είχαν αγοράσει α-
πό τους Ινδιάνους όλο το Μανχάταν για μερικές χάντρες.
Η Πόλα ερωτεύτηκε τον Τράβις και του το είπε: «Κύριε
Κορνέλ, την έχω πατήσει μαζί σας. Νομίζω ότι την έπαθα
επειδή είσαι τόσο δυνατός και αμίλητος. Είσαι η καλύτε-
ρη απομίμηση του Κλιντ Ίστγουντ που έχω δει ποτέ μου».
Στην αρχή ο Τράβις δεν την άφησε να τον πλησιάσει. Δεν
πίστευε ότι θα έφερνε κακοτυχία στην Πόλα -τουλάχι-
στον δεν το πίστευε συνειδητά-, αλλά φοβόταν τον πόνο
που θα ένιωθε αν την έχανε. Αυτή όμως συνέχισε να τον
πολιορκεί, αδιαφορώντας για τους δισταγμούς του, και με
τον καιρό ο Τράβις κατάλαβε ότι την είχε ερωτευτεί κι
αυτός. Την είχε ερωτευτεί τόσο πολύ, ώστε της μίλησε γι'
αυτά που του είχαν συμβεί στη ζωή του, κάτι που δεν είχε
κάνει με κανέναν άλλο. «Άκου», του είπε η Πόλα. «Εμένα
δεν πρόκειται να με κλάψεις. Θα ζήσω περισσότερο από
σένα, επειδή δεν είμαι ο τύπος που πνίγω τα συναισθήμα-
τα μου. Όταν εκνευρίζομαι ξεσπάω τα νεύρα μου στους
γύρω μου -οπότε μάλλον θα σου φάω καμιά δεκαετία από
τη δική σου ζωή».
Παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο πριν από τέσσερα
χρόνια, το καλοκαίρι που ο Τράβις έκλεισε τα τριάντα
δύο. Την αγαπούσε, ω Θεέ μου, πόσο την αγαπούσε.
«Δεν το ξέραμε τότε, αλλά τη μέρα που παντρευτήκαμε
την είχε ήδη χτυπήσει ο καρκίνος. Πέθανε ύστερα από δέ-
κα μήνες».
Το σκυλί ακούμπησε πάλι το κεφάλι του στα πόδια του
Τράβις.
Έμεινε για λίγο αμίλητος -δεν μπορούσε να συνεχίσει.
Ήπιε λίγη μπίρα και χάιδεψε το κεφάλι του σκυλιού.
«Έπειτα απ' όλα αυτά, προσπάθησα να συνεχίσω τη
ζωή μου όπως συνήθως. Πάντα περηφανευόμουν ότι μπο-
ρώ να αντιμετωπίσω τα πάντα, να συνεχίζω τη ζωή μου
ό,τι και να συμβεί. Κράτησα άλλο ένα χρόνο το κτηματο-
μεσιτικό γραφείο, αλλά δε μ' ένοιαζε τίποτα πια. Το πού-
λησα πριν από δύο χρόνια, ρευστοποίησα και όλες τις ε-
πενδύσεις μου και έβαλα τα λεφτά στην τράπεζα. Νοίκια-
σα αυτό το σπίτι και πέρασα τα δύο τελευταία χρόνια χω-
ρίς να κάνω τίποτα... μέσα σε μια μαύρη απελπισία. Και
άρχισα ν' αποφεύγω συστηματικά πια τους ανθρώπους.
Δεν είναι και παράξενο, ε; Καταλαβαίνεις, έκανα έναν ο-
λόκληρο κύκλο και ξαναγύρισα σ' αυτά που πίστευα όταν
ήμουν μικρός. 'Οτι όποιος με πλησιάσει κινδυνεύει. Αλλά
εσύ μ' άλλαξες, Αϊνστάιν. Με άλλαξες μέσα σε μια μέρα.
Σου τ' ορκίζομαι, είναι λες και κάποιος σε έστειλε για να
μου δείξεις ότι η ζωή είναι μυστηριώδης, παράξενη και
γεμάτη θαύματα και πως μόνο ένας ανόητος αποτραβιέται
απ' αυτή θεληματικά και την αφήνει να τον προσπεράσει».
Το σκυλί σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε πάλι.
Ο Τράβις σήκωσε το κουτί της μπίρας, αλλά ήταν άδειο. Ο
Αϊνστάιν πήγε στο ψυγείο και του έφερε άλλη μια Κουρς.
Ο Τράβις πήρε την μπίρα απ' το στόμα του και είπε:
«Λοιπόν, τώρα που άκουσες όλη αυτή την τραγική ιστο-
ρία, τι λες; Νομίζεις ότι είναι σωστό να μείνεις μαζί μου;
Νομίζεις πως θα είσαι ασφαλής;»
Ο Αϊνστάιν γάβγισε σιγανά.
«Τι ήταν αυτό; Ναι;»
Ο Αϊνστάιν ξάπλωσε ανάσκελα και σήκωσε τα πόδια
του στον αέρα, όπως είχε κάνει προηγουμένως, όταν άφη-
σε τον Τράβις να του φορέσει το κολάρο.
Ο Τράβις έσκυψε και χάιδεψε την κοιλιά του σκΰλου.
«Εντάξει», είπε. «Εντάξει. Αλλά κοίτα μην πας και μου
πεθάνεις. Μην τολμήσεις και μου πεθάνεις».
6
Το τηλέφωνο της Νόρας Ντέβον χτύπησε πάλι στις έντεκα.
Ήταν ο Στρεκ. «Είσαι στο κρεβάτι τώρα, ομορφούλα;»
Η Νόρα δεν απάντησε.
«Θα ήθελες να ήμουν κι εγώ εκεί, μαζί σου;»
Μετά το τελευταίο του τηλεφώνημα είχε σκεφτεί μερι-
κές απειλές που ήλπιζε πως θα τον τρόμαζαν. «Αν δε μ' α-
φήσεις ήσυχη, θα πάω στην αστυνομία», είπε.
«Νόρα, κοιμάσαι γυμνή;»
«Θα πάω στην αστυνομία και θα πω πως... πως μου ε-
πιτέθηκες. Σου τ' ορκίζομαι πως θα το κάνω».
«Θα μου άρεσε να σ' έβλεπα γυμνή», είπε αυτός, αγνο-
ώντας τις απειλές της.
«Θα πω ψέματα. Θα πω πως με βίασες».
«Θα ήθελες να σου χαϊδέψω τα στήθη, Νόρα;»
Ξαφνικά την έπιασε μα κράμπα στο στομάχι, που την
έκανε να διπλωθεί στα δυο πάνω στο κρεβάτι. «Θα ζητή-
σω από την τηλεφωνική εταιρεία να παρακολουθεί το τη-
λέφωνό μου, να μαγνητοφωνεί όλα τα τηλεφωνήματα που
παίρνω κι ε'τσι θα 'χω αποδείξεις».
«Να σε φιλήσω παντού, Νόρα; Δε θα 'ταν ωραίο αυτό;»
Οι κράμπες χειροτε'ρευαν. Η Νόρα είχε αρχίσει να
τρέμει ανεξέλεγκτα. Η φωνή της έσπασε καθώς του πε-
τούσε την τελευταία της απειλή. «Έχω όπλο. Έχω όπλο».
«Απόψε θα με δεις στα όνειρά σου, Νόρα. Είμαι σί-
γουρος πως θα με δεις. Θα ονειρευτείς πως σε φιλάω πα-
ντού, σε όλο το όμορφο κορμί σου...»
Η Νόρα βρόντηξε το ακουστικό στη θέση του.
Κύλησε στο πλάι πάνω στο κρεβάτι και κουλουριάστη-
κε σαν μπάλα. Οι κράμπες δεν οφείλονταν σε οργανικό αί-
τιο· ήταν μια εντελώς ψυχολογική αντίδραση στο φόβο, την
ντροπή και την ασυγκράτητη οργή που την είχαν κυριεύσει.
Σιγά σιγά ο πόνος πέρασε, το ίδιο και ο φόβος -και έ-
μεινε μόνο ο θυμός.
Τι θα έκανε, λοιπόν; Πώς θα ζούσε σ' αυτό τον κόσμο
αφού ήταν τόσο δειλή, που δεν μπορούσε ν' αντιμετωπί-
σει τους ανθρώπους; Και δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει
όχι μόνο τους επιθετικούς διεστραμμένους σαν τον Στρεκ
αλλά ακόμα κι ευγενικούς ανθρώπους, σαν τον Γκάρισον
Ντίλγουορθ, το δικηγόρο της θείας Βάιολετ, που ήταν τώ-
ρα και δικός της δικηγόρος. Είχε πάει στο γραφείο του
για να συζητήσουν για την περιουσία που της είχε αφή-
σει η θεία της και δυσκολευόταν να του μιλήσει -δυσκο-
λευόταν ακόμα και να τον κοιτάξει. Να φοβάται τον ίδιο
της το δικηγόρο! Αν δεν μπορούσε να μιλήσει μ' έναν κα-
λοσυνάτο άνθρωπο σαν τον Γκάρισον Ντίλγουορθ, πώς
θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ένα κτήνος σαν τον
Στρεκ; Από τώρα και στο εξής δεν θα τολμούσε να ξανα-
καλέσει κανέναν τεχνικό στο σπίτι για επιδιορθώσεις.
Θα φοβόταν ακόμα και το παιδί του μπακάλη που της έ-
φερνε τα ψώνια...
Τη μισούσε τη θεία Βάιολετ. Αλλά, από την άλλη με-
ριά, η θεία της είχε δίκιο: η Νόρα ήταν γεννημένη ποντίκι
και όπως όλα τα ποντίκια η μοίρα της ήταν να τρέχει και
να κρύβεται στο σκοτάδι.
Σιγά σιγά ο θυμός της καταλάγιασε και μαζί πέρασαν
και οι κράμπες. Η μοναξιά πήρε τη θέση του φόβου και
άρχισε να κλαίει σιγανά.
Ύστερα από λίγο ηρέμησε. Έμεινε καθισμένη στο
κρεβάτι, σκουπίζοντας κάθε τόσο τα μάτια και τη μύτη της
με ένα χαρτομάντιλο -και εκεί που καθόταν, πήρε μια γεν-
ναία απόφαση: δεν θα απομονωνόταν από τον κόσμο. Θα
έβρισκε το κουράγιο και τη δύναμη να βγει στον κόσμο.
Θα γνωριζόταν με κόσμο. Θα γνωριζόταν με τους γείτονες
που απέφευγε η Βάιολετ. Θα έβρισκε φίλους. Μα το Θεό,
αυτό θα έκανε. Δεν θα άφηνε τον Στρεκ να τη φοβίσει. Θα
μάθαινε να αντιμετωπίζει τα προβλήματα της ζωής και με
τον καιρό θα γινόταν άλλος άνθρωπος. Αυτή ήταν η υπό-
σχεση που έδωσε στον εαυτό της -ένας ιερός όρκος.
Σκέφτηκε να βγάλει το τηλέφωνο από την πρίζα για να
πάψει να την ενοχλεί ο Στρεκ, αλλά φοβήθηκε μήπως το
χρειαζόταν. Τι θα έκανε αν ξυπνούσε, άκουγε κάποιον μέσα
στο σπίτι και δεν προλάβαινε να το ξαναβάλει στην πρίζα;
Έκλεισε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας και, επειδή
δεν είχε κλειδαριά, την ασφάλισε μπλοκάροντας το πόμο-
λο με μια πολυθρόνα. Μετά έκλεισε τα στόρια, έσβησε τα
φώτα και ξάπλωσε. Μέσα στο σκοτάδι, άπλωσε το χέρι της
και βρήκε το μαχαίρι που είχε αφήσει πάνω στο κομοδίνο.
Μετά ξάπλωσε, αλλά δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Αναρω-
τήθηκε αν θα μπορούσε ποτέ να ξανακοιμηθεί ήσυχη.
Αναρωτήθηκε, επίσης, αν θα έβρισκε κανέναν στον έ-
ξω κόσμο που θα νοιαζόταν γι' αυτή. Θα υπήρχε άραγε
κανείς που να μπορεί να αγαπήσει ένα ποντίκι και να του
φερθεί ευγενικά και τρυφερά;
Ο Βινς Νάσκο δεν ήταν ποτέ τόσο πολυάσχολος -ή τόσο
ευτυχισμένος.
Όταν τηλεφώνησε στον συνηθισμένο αριθμό του Λος
Άντζελες για να τους ανακοινώσει ότι η δουλειά είχε τε-
λειώσει, του είπαν να πάει σε έναν άλλο τηλεφωνικό θά-
λαμο, στο λιμάνι του Νιούπορτ.
Εκεί του τηλεφώνησε η γυναίκα με τη βραχνή σέξι φω-
νή. Του είχε κι άλλη δουλειά. Τρεις σε μία μέρα! Του έ-
δωσε τη διεύθυνση του δόκτορα Άλμπερτ Χάντστον, όπου
ζούσε ο ίδιος, η γυναίκα του και ο δεκαεξάχρονος γιος
του. Έπρεπε να χτυπήσει και αυτόν και τη γυναίκα του, ε-
νώ η μοίρα του παιδιού ήταν στα χέρια του Βινς. Αν μπο-
ρούσε να μην το ανακατέψει, εντάξει. Αν τον έβλεπε, ό-
μως, και μπορούσε να εμφανιστεί σαν μάρτυρας, έπρεπε
να το σκοτώσει κι αυτό.
«Κατά την κρίση σου», είπε η γυναίκα.
Ο Βινς ήξερε κιόλας ότι θα σκότωνε και το παιδί, επει-
δή ένας φόνος τού πρόσφερε πιο πολλή ενέργεια όταν το
θύμα ήταν νέο. Είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευ-
ταία φορά που είχε σκοτώσει κάποιον πολύ νέο και η
προοπτική τον ενθουσίαζε.
«Θέλω όμως να σου τονίσω», είπε η γυναίκα, «ότι η
δουλειά πρέπει να έχει τελειώσει απόψε. Αύριο, οι αντα-
γωνιστές θα καταλάβουν τι πάμε να κάνουμε και θα προ-
σπαθήσουν να μας εμποδίσουν».
Ο Βινς ήξερε ότι οι «ανταγωνιστές» πρέπει να ήταν η
αστυνομία. Τον είχαν πληρώσει για να σκοτώσει τρεις
γιατρούς μέσα σε μια μέρα -γιατρούς, τη στιγμή πού ποτέ
δεν είχε ξανασκοτώσει γιατρό-, έτσι ήξερε ότι υπήρχε κά-
τι που συνέδεε τα θύματα μεταξύ τους, κάτι που θα κατα-
λάβαινε η αστυνομία όταν θα έβρισκε τα πτώματα τους
την άλλη μέρα. Δεν ήξερε ποιο ήταν το συνδετικό στοι-
χείο, γιατί ποτέ δεν γνώριζε τίποτα για τους ανθρώπους
που σκότωνε, ούτε ήθελε να γνωρίζει. Ήταν πιο ασφαλές
έτσι. Αλλά οι αστυνομικοί θα συνέδεαν τον Γουέδερμπι με
τη Γιάρμπεκ, κι αυτούς τους δύο με τον Χάντστον. Έτσι,
αν ο Βινς δεν σκότωνε τον Χάντστον απόψε, αυτός αύριο
θα είχε αστυνομική προστασία.
«Θέλετε η δουλειά να γίνει με τον ίδιο τρόπο που έγι-
ναν οι άλλες δύο;» ρώτησε ο Βινς. «Θέλετε να φαίνεται
κάποια ομοιότητα;»
Είχε σκεφτεί ότι θα μπορούσε να βάλει φωτιά στο σπί-
τι των Χάντστον για να καλύψει τους φόνους.
«Ναι, θέλουμε σίγουρα να υπάρχει κάποια ομοιότη-
τα», είπε η γυναίκα. «Με τον ίδιο τρόπο που έγιναν και οι
άλλες δουλειές. Θέλουμε να καταλάβουν ότι η δουλειά ή-
ταν δική μας».
«Εντάξει».
«Θέλουμε να τους μπούμε στη μύτη», είπε η γυναίκα
γελώντας σιγανά.
Ο Βινς έκλεισε το τηλέφωνο και πήγε σ' ένα κοντινό ε-
στιατόριο για φαγητό. Έφαγε ένα λουκούλλειο γεύμα και
ήπιε πέντε φλιτζάνια καφέ. Συνήθως έτρωγε πολύ, αλλά η
όρεξή του μεγάλωνε τρομερά ύστερα από μια δουλειά.
Ήταν φυσικό, αφού εκείνη τη μέρα είχε απορροφήσει τη
ξωτική ενέργεια τριών ανθρώπων. Έμοιαζε σαν μια υ-
περφορτισμένη μηχανή. Ο ρυθμός του μεταβολισμού του
είχε αυξηθεί και χρειαζόταν αναγκαστικά περισσότερα
«καύσιμα», μέχρι που ο οργανισμός του να αποθηκεύσει
to περίσσευμα ενέργειας για μελλοντική χρήση.
Η ικανότητά του να απορροφά τη ζωτική ενέργεια των
θυμάτων του ήταν το Χάρισμα που τον έκανε διαφορετι-
κά από τους άλλους ανθρώπους. Χάρη σε αυτό το Χάρι-
σμα θα ήταν πάντα δυνατός και γεμάτος ζωντάνια. Θα
ζοΰσε αιώνια.
Δεν είχε αποκαλύψει ποτέ το μυστικό του Χαρίσματος
στους εργοδότες του. Λίγοι άνθρωποι διέθεταν αρκετή
φαντασία και ανοιχτό μυαλό για να πιστέψουν κάτι τέ-
τοιο. Ο Βινς δεν μιλούσε ποτέ γι' αυτό, γιατί φοβόταν μή-
πως τον πάρουν για τρελό.
Βγήκε από το εστιατόριο και στάθηκε για λίγο στο πε-
ζοδρόμιο, ανασαίνοντας βαθιά τον δροσερό θαλασσινό α-
έρα. Ένιωθε υπέροχα.
Στις έντεκα και είκοσι είχε παρκάρει το αυτοκίνητο
του απέναντι από το σπίτι των Χάντστον. Είδε φώτα σε
μερικά παράθυρα.
Πήγε στο πίσω μέρος του μικρού φορτηγού για να πε-
ριμένει μέχρι να κοιμηθούν οι Χάντστον. Στο μεταξύ άρ-
χισε να συγκεντρώνει τα όπλα του από ένα χαρτοκούτι ό-
που τα είχε κρυμμένα, ανάμεσα σε διάφορα είδη μπακα-
λικής. Έβγαλε το Βάλτερ Ρ-38 και του έβαλε έναν καινού-
ριο, κοντό σιγαστήρα. Μετά έβγαλε ένα μαχαίρι με λάμα
των δεκαπέντε εκατοστών, ένα σύρμα και ένα κλομπ. Δεν
πίστευε ότι θα του χρειαζόταν τύτοτ' άλλο εκτός από το
πιστόλι, αλλά ήθελε να είναι προετοιμασμένος για κάθε
ενδεχόμενο. Είχε επίσης μαζί του ένα μικρό δερμάτινο
τσαντάκι με διαρρηκτικά εργαλεία.
Στις δώδεκα παρά είκοσι κοίταξε το σπίτι των Χά-
ντστον. Τα φώτα είχαν σβήσει. Ωραία· φαίνεται πως είχαν
πέσει για ύπνο. Περίμενε λίγο ακόμη μέχρι να κοιμηθούν.
Έμεινε καθισμένος μέσα στο σκοτεινό αυτοκίνητο κι άρ-
χισε να σκέφτεται τι θα έκανε τα σημαντικά ποσά που εί-
χε κερδίσει από τις σημερινές δουλειές. Ίσως αγόραζε έ-
να απ' αυτά τα καινούρια θαλάσσια σκι με το μοτέρ, που
δεν χρειάζονται ταχύπλοο για να τα σύρει.
Στις δώδεκα παρά τέταρτο βγήκε από το φορτηγάκι,
πέρασε απέναντι το δρόμο και μπήκε στον κήπο του σπι-
τιού από την ξεκλείδωτη ξύλινη πόρτα. Φόρεσε ένα ζευ-
γάρι γάντια και πλησίασε μια συρόμενη τζαμαρία που έ-
βγαζε στον κήπο. Ήταν κλειδωμένη. Ρίχνοντας μέσα στο
σπίτι το φως ενός κλεφτοφάναρου, είδε ότι η πόρτα ήταν
επίσης ασφαλισμένη από μέσα με ένα μακρύ ξύλο για να
μην παραβιάζεται. Ο Νάσκο κόλλησε μια μικρή βεντούζα
στο τζάμι, έκοψε ένα κυκλικό κομμάτι με το διαμάντι και
άνοιξε την κλειδαριά. Μετά έκανε άλλη μια τρύπα κοντά
στο περβάζι και έβγαλε το ξύλο από τη θέση του.
Δεν ανησυχούσε μήπως υπάρχουν σκυλιά. Η γυναίκα
τού είχε πει ότι οι Χάντστον δεν έχουν ζώα. Αυτός ήταν έ-
νας από τους λόγους που του άρεσε να δουλεύει γι' αυ-
τούς τους εργοδότες: οι πληροφορίες τους ήταν πάντα λε-
πτομερείς και ακριβείς.
Άνοιξε με προσοχή την πόρτα και μπήκε αθόρυβα στο
σπίτι. Έμεινε για λίγο ακίνητος για να προσαρμοστούν τα
μάτια του στο σκοτάδι. Μέσα στο σπίτι επικρατούσε από-
λυτη ησυχία.
Βρήκε πρώτα το δωμάτιο του μικρού. Κοιμόταν ξα-
πλωμένος στο πλάι ροχαλίζοντας απαλά. Ήταν δεκάξι
χρονών. Του άρεσαν τα νεαρά θύματα. Ο Νάσκο έκανε το
γύρο του κρεβατιού και έσκυψε μπροστά του. Έβγαλε το
γάντι του αριστερού χεριού με τα δόντια και άγγιξε την
κάννη στο σαγόνι του παιδιού, που ξύπνησε αμέσως. Ο
Νάσκο του κράτησε το κεφάλι ακίνητο με το γυμνό χέρι
και ταυτόχρονα πυροβόλησε. Η σφαίρα διαπέρασε το
κρανίο του σκοτώνοντάς τον ακαριαία.
Ένα δυνατό κύμα ζωτικής ενέργειας ξεπετάχτηκε από
το σώμα του και πέρασε στον Νάσκο. Ήταν τόσο «αγνή»
και καθαρή ενέργεια, που ο Βινς βόγκηξε από ευχαρίστη-
ση καθώς την ένιωσε να τον πλημμυρίζει.
Έμεινε για μια στιγμή ακίνητος δίπλα στο κρεβάτι, α-
νήμπορος να κινηθεί. Τελικά φίλησε το θύμα του στα χεί-
λη και είπε: «Δέχομαι. Ευχαριστώ. Δέχομαι».
Μετά πήγε αθόρυβα στη μεγάλη κρεβατοκάμαρα. Ο
δόκτωρ Χάντστον και η γυναίκα του κοιμόνταν. Ο Βινς
σκότωσε πρώτα τη γυναίκα χωρίς να ξυπνήσει τον άντρα
της. Κοιμόταν γυμνή. Αφού δέχτηκε τη θυσία της, φίλησε
τις ρώγες της και μουρμούρισε: «Σ' ευχαριστώ».
Μετά έκανε το γύρο του κρεβατιού, άναψε το πορτα-
τίφ του κομοδίνου και ξύπνησε τον δόκτορα Χάντστον.
Αυτός στην αρχή τον κοίταζε ζαλισμένος απ' τον ύπνο.
Μετά είδε τη γυναίκα του νεκρή δίπλα του και έβγαλε μια
κραυγή αρπάζοντας το χέρι του Βινς. Αυτός τον χτύπησε
δυο φορές στο κεφάλι με τη λαβή του πιστολιού, αφήνο-
ντάς τον αναίσθητο. Μετά τον κουβάλησε στο μπάνιο και
του έδεσε τα πόδια και τα χέρια με λευκοπλάστη. Γέμισε
την μπανιέρα με κρύο νερό και έριξε μέσα τον Χάντστον.
Ο γιατρός ξύπνησε αμέσως.
Παρ' όλο που ήταν γυμνός και δεμένος, προσπάθησε
αμέσως να βγει από το κρύο νερό και να ριχτεί στον Βινς.
Αυτός τον χτύπησε και πάλι με το πιστόλι στο πρόσωπο,
ρίχνοντάς τον ξανά στην μπανιέρα.
«Ποιος είσαι; Τι θέλεις;» τραύλισε ο Χάντστον όταν
κατάφερε να βγάλει το κεφάλι του από το νερό.
«Σκότωσα τη γυναίκα σου και το γιο σου, και θα σκο-
τώσω κι εσένα».
Ο Χάντστον τον κοίταξε αποσβολωμένος. «Τον Τζίμι;
Ω, όχι, τον Τζίμι!»
«Το παιδί σου είναι νεκρό», είπε ο Βινς.
Τότε ο Χάντστον έσπασε. Δεν ξέσπασε σε κλάματα ή
κάτι τέτοιο, αλλά τα μάτια του νεκρώθηκαν ξαφνικά, σαν
να έσβησε μέσα του ένα φως. Κοίταξε τον Βινς, χωρίς
φόβο ή θυμό.
«Έχεις δύο επιλογές», του είπε ο Βινς. «Μπορείς να
πεθάνεις εύκολα ή δύσκολα. Αν μου πεις αυτά που θέλω,
θα σε σκοτώσω γρήγορα και ανώδυνα. Αν όχι, μπορώ να
σε βασανίζω πέντε με έξι ώρες πριν πεθάνεις».
Ο Χάντστον συνέχιζε να τον κοιτάζει αμίλητος.
«Εκείνο που θέλω να μάθω είναι τι το κοινό υπάρχει
ανάμεσα σ' εσένα, τον Ντέιβις Γουέδερμπι και την Ελίζα-
μπεθ Γιάρμπεκ».
«Τον Ντέιβις και τη Λιζ;» είπε με βραχνή, τρεμάμενη
φωνή ο Χάντστον. «Τι σχέση έχω μ' αυτούς;» επανέλαβε
σαν να μην καταλάβαινε.
«Τους ξέρεις;»
Ο Χάντστον κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
«Από πού τους ξέρεις; Σπουδάσατε μαζί; Ήσαστε γεί-
τονες;»
«Όχι, όχι. Δουλεύαμε μαζί στο Μπανοντάιν».
«Τι είναι το Μπανοντάιν;»
«Στα Εργαστήρια Μπανοντάιν».
«Πού είναι αυτά;»
Ο Χάντστον του έδωσε μια διεύθυνση στο Τρβαϊν.
«Τι κάνατε εκεί;»
«Έρευνες. Αλλά εγώ έφυγα πριν από δέκα μήνες. Ο
Γουέδερμπι και η Γιάρμπεκ δουλεύουν ακόμη εκεί».
«Τι είδους έρευνες;»
Ο Χάντστον δίστασε.
«Διάλεξε: γρήγορα και ανώδυνα ή...»
Τότε, ο Χάντστον του μίλησε για τις έρευνες που έκα-
ναν στο Μπανοντάιν. Για το Σχέδιο Φράνσις, τα πειράμα-
τα, τα σκυλιά.
Η ιστορία ήταν απίστευτη. Ο Βινς έβαλε τον Χάντστον
να επαναλάβει τρεις τέσσερις φορές τις λεπτομέρειες, μέ-
χρι που βεβαιώθηκε ότι του έλεγε αλήθεια. Μετά τον πυ-
ροβόλησε στο πρόσωπο, δίνοντάς του τον γρήγορο θάνατο
που του είχε υποσχεθεί.
Σσσσσναπ.
Γύρισε στο αυτοκίνητο του και απομακρύνθηκε από το
σπίτι των Χάντστον. Στο δρόμο άρχισε να σκέφτεται το ε-
πικίνδυνο βήμα που είχε κάνει. Συνήθως δεν ήξερε τίποτα
για τα θύματά του, ούτε και ήθελε να ξέρει. Αλλά αυτή η
περίπτωση ήταν ξεχωριστή. Τον είχαν πληρώσει να σκο-
τώσει τρεις γιατρούς, τρεις επιστήμονες, καθώς και τις οι-
κογένειες τους, αν έμπαιναν στο δρόμο του. Αυτό σημαί-
νει πως συνέβαινε κάτι σημαντικό, κάτι που θα του έδινε
ίσως την ευκαιρία να κάνει μια μεγάλη μπάζα πουλώντας
τις πληροφορίες που είχε πάρει από τον Χάντστον. Αλλά
έπρεπε να προσέχει. Αν οι εργοδότες του μάθαιναν τι εί-
χε κάνει, δεν θα δίσταζαν να τον σκοτώσουν.
Βέβαια, ο θάνατος δεν τον απασχολούσε και πολύ. Εί-
χε αποθηκευμένη μέσα του τόσο πολλή ενέργεια, που θα
ήταν πολύ δύσκολο να πεθάνει. Θα ζούσε αιώνια -ήταν
σίγουρος γι' αυτό. Αλλά δεν ήξερε πόσες ζωές έπρεπε να
απορροφήσει ακόμη για να εξασφαλίσει την αθανασία,
και μέχρι να σιγουρευτεί ότι ήταν αθάνατος έπρεπε να
προσέχει.
Τα Εργαστήρια Μπανοντάιν λοιπόν -και το Σχέδιο
Φράνσις.
Αν έβρισκε κατάλληλο αγοραστή γι' αυτές τις πληρο-
φορίες, θα γινόταν πλούσιος.
Ο Γουές Ντάλμπεργκ ήταν σαράντα δύο χρονών, αλλά
φαινόταν μεγαλύτερος. Ζούσε μόνος, σε ένα πέτρινο σπίτι
χτισμένο στο πάνω μέρος του φαραγγιού Χόλι Τζιμ, στα
ανατολικά της Κομητείας Όραντζ. Το σπίτι φωτιζόταν μό-
νο από λάμπες και εφοδιαζόταν με νερό από μια χειροκί-
νητη αντλία που υπήρχε στην κουζίνα.
Στις 18 του Μάη, τη νύχτα, ο Γουές καθόταν στο τρα-
πέζι της κουζίνας διαβάζοντας. Κατά τη μία μετά τα μεσά-
νυχτα άφησε το βιβλίο του και πήγε να φέρει ξύλα για το
τζάκι από την αποθήκη του, μια παράγκα που είχε φτιάξει
δίπλα στο σπίτι. Γέμισε το κασόνι που είχε φέρει, μετά το
κουβάλησε έξω από την παράγκα και γύρισε να κλείσει
την πόρτα.
Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι οι κραυγές των κογιότ
και οι ήχοι των εντόμων είχαν σταματήσει. Το μόνο που α-
κουγόταν ήταν ο άνεμος. Κοίταξε συνοφρυωμένος το σκο-
τεινό δάσος γύρω από το ξέφωτο όπου ήταν χτισμένο το
πέτρινο σπίτι. Άκουσε κάτι να γρυλίζει. Ήταν ένας ήχος
βαθύς και θυμωμένος, που δεν έμοιαζε με καμιά από τις
φωνές των ζώων που είχε ακούσει μέσα σε αυτά τα δέκα
χρόνια που ζούσε στο δάσος.
Ο Γουές αισθάνθηκε περιέργεια, ή ίσως και ανησυχία,
αλλά όχι φόβο. Έμεινε εντελώς ακίνητος και αφουγκρά-
στηκε. Πέρασε άλλο ένα λεπτό χωρίς να ακούσει τίποτα.
Έκλεισε τις πόρτες και σήκωσε το κασόνι με τα ξύλα.
Ξαφνικά ακούστηκε πάλι το γρύλισμα, μετά πάλι σιωπή
-και μετά τρίξιμο από ξερά κλαδιά και φύλλα καθώς κάτι
πατούσε πάνω τους. Πρέπει να ήταν γύρω στα τριάντα μέ-
τρα πιο κάτω, στην άκρη του ξέφωτου. Το ζώο μούγκρισε
πάλι, πιο δυνατά αυτή τη φορά και πιο κοντά -γύρω στα
είκοσι μέτρα.
Εξακολουθούσε να μη βλέπει τίποτα, ακούγοντας ό-
μως αυτό το βαθύ μουγκρητό ο Γονές ένιωσε ξαφνικά ότι
κινδυνεύει. Προχώρησε με γρήγορο βήμα προς την πόρτα
της κουζίνας. Το θρόισμα ακούστηκε πιο δυνατό. Το ζώο
είχε αρχίσει να κινείται πιο γρήγορα. Έτρεχε.
Ο Γουές άρχισε να τρέχει κι αυτός. Το μουγκρητό έγι-
νε άγριο, δυνατό, ασυγκράτητο -ένα αλλόκοτο μείγμα ή-
χων που λες και προέρχονταν από κάτι που έμοιαζε να εί-
ναι ταυτόχρονα σκυλί, γουρούνι, κούγκαρ, άνθρωπος και
κάτι άλλο, απροσδιόριστο. Ερχόταν πίσω του.
Καθώς έστριβε στη γωνία της κουζίνας, ο Γουές πέταξε
το κασόνι με τα ξύλα πίσω του. Τα άκουσε να χτυπάνε στο
έδαφος μαζί με το κασόνι, αλλά το μουγκρητό ακούστηκε
πιο δυνατό, πιο κοντά. Δεν το είχε πετύχει. Ανέβηκε τρέ-
χοντας τα σκαλιά, μπήκε στην κουζίνα και αμπάρωσε αμέ-
σως την πόρτα. Μετά πήγε στην μπροστινή πόρτα και την
αμπάρωσε κι αυτή. Είχε ξαφνιαστεί από την ένταση του
φόβου που τον κυρίευσε. Ακόμη κι αν υπήρχε κάποιο επι-
κίνδυνο ζώο εκεί έξω, μια χτυπημένη αρκούδα ίσως, δεν
θα μπορούσε να ανοίξει την πόρτα και να μπει στο σπίτι.
Εκείνο που τον ανησυχούσε όμως ήταν πως ο ήχος που
έβγαζε αυτό το άγριο ζώο σίγουρα δεν προερχόταν από
αρκούδα. Οι βρυχηθμοί δεν έμοιαζαν με κανέναν από
τους ήχους που άκουγε όλα αυτά τα χρόνια στο δάσος. Εί-
χε στο σπίτι ένα δίκαννο Ρέμινγκτον και σκέφτηκε να το
γεμίσει, μετά όμως σταμάτησε, ντροπιασμένος από τον α-
νεξέλεγκτο φόβο που τον είχε κυριεύσει. Κανένα ζώο δεν
μπορούσε να μπει στο σπίτι. Δεν του χρειαζόταν το όπλο.
Πήγε στο μεγάλο παράθυρο του λίβινγκ ρουμ και κοί-
ταξε έξω. Το αχνό φως της σελήνης φώτιζε αμυδρά το δά-
σος, γεμίζοντας το σκιές. Είδε τα κλαδιά των δέντρων να
κουνιούνται από τον άνεμο. Πήγε να φύγε ι από το παρά-
θυρο, νιώθοντας και πάλι ντροπή για το φόβο του, όταν την
τελευταία στιγμή είδε κάποια κίνηση κοντά στο τζιπ του.
Συνέχισε να κοιτάζει για ένα δυο λεπτά, αλλά δεν διέκρινε
τίποτα. Τη στιγμή που σκεφτόταν ότι μάλλον είχε φαντα-
στεί την κίνηση, είδε κάτι να βγαίνει από πίσω από το τζιπ.
Κάτι διέσχιζε την αυλή, ερχόταν προς το σπίτι τρέχο-
ντας. Μέσα στο φως της σελήνης φαινόταν μόνο μια ά-
μορφη, ακαθόριστη σιλουέτα. Συνέχισε να έρχεται τρέχο-
ντας προς το σπίτι. Ξαφνικά -Θεέ και Κύριε!- το πλάσμα
τινάχτηκε στον αέρα και ο Γουές το είδε να έρχεται κατα-
πάνω του. Φώναξε, αλλά το πλάσμα έπεσε πάνω στο πα-
ράθυρο και βρέθηκε μέσα στο σπίτι σπάζοντας τα τζάμια
μ' έναν εκκωφαντικό κρότο -και η κραυγή του κόπηκε
ξαφνικά στη μέση.
9
Ο Τράβις δεν συνήθιζε να πίνει πολύ, έτσι με τις τρεις μπί-
ρες που είχε κατεβάσει αποκοιμήθηκε αμέσως. Ξύπνησε
«ατά τις τέσσερις το πρωί και είδε τον Αϊνστάιν να στέκε-
ται στο παράθυρο της κρεβατοκάμαρας, με τα μπροστινά
του πόδια ακουμπισμένα στο περβάζι, και να κοιτάζει έξω.
«Τι συμβαίνει, φίλε;» είπε ο Τράβις.
Ο Αϊνστάιν του έριξε μια ματιά και μετά γύρισε πάλι
προς το παράθυρο. Γρύλισε σιγανά και ύψωσε τα αυτιά του.
«Τι έχεις; Είναι κανείς εκεί έξω;» ρώτησε ο Τράβις, ενώ
σηκωνόταν από το κρεβάτι και φορούσε το παντελόνι του.
Ο σκύλος κατέβασε τα πόδια από το περβάζι και βγή-
κε γρήγορα από την κρεβατοκάμαρα.
Ο Τράβις τον βρήκε στο παράθυρο του λίβινγκ ρουμ,
να κοιτάζει έξω, στο σκοτάδι. Πήγε δίπλα στο σκυλί και
ακούμπησε το χέρι του στη φαρδιά τριχωτή του πλάτη. «Τι
συμβαίνει; Τι έχεις;» το ρώτησε.
Ο Αϊνστάιν κόλλησε τη μουσούδα του στο τζάμι και
γρύλισε αναστατωμένος.
Ο Τράβις δεν έβλεπε τίποτα το απειλητικό απέξω. Με-
τά, του ήρθε μια σκέψη και ρώτησε: «Ανησυχείς για εκεί-
νο το πράγμα που σε κυνηγούσε στο δάσος το πρωί;»
Ο σκύλος τον κοίταξε σοβαρός.
«Τι ήταν αυτό το πράγμα στο δάσος;» αναρωτήθηκε
δυνατά ο Τράβις.
Ο Αϊνστάιν γρύλισε πάλι και τον διαπέρασε ένα δυνα-
τό ρίγος.
Ο Τράβις ρίγησε κι αυτός μόλις θυμήθηκε τον ασυ-
γκράτητο τρόμο που είχε νιώσει στο βουνό και το αλλόκο-
το συναίσθημα ότι τους κυνηγούσε κάτι το αφύσικο.
«Φοβάσαι μήπως σε κυνηγά ακόμα;» ρώτησε.
Ο σκύλος γάβγισε μια φορά, σιγανά.
«Λοιπόν, εγώ νομίζω πως δεν κινδυνεύεις», είπε ο
Τράβις. «Έχουμε απομακρυνθεί πολύ από εκείνο το βου-
νό. Έπειτα εμείς ήρθαμε με το αυτοκίνητο -δε θα μπο-
ρούσε να μας ακολουθήσει με τα πόδια. Ό,τι κι αν ήταν,
Αϊνστάιν, μας έχει χάσει, δεν μπορεί να ξέρει πού πήγα-
με. Δε χρειάζεται να ανησυχείς. Κατάλαβες;»
Ο Αϊνστάιν έγλειψε το χέρι του Τράβις, λες και τα λό-
για του τον είχαν καθησυχάσει και ήθελε να δείξει την ευ-
γνωμοσύνη του. Αλλά μετά κοίταξε πάλι από το παράθυρο
και γρύλισε ξανά, πολύ σιγά.
Ο Τράβις τον κατάφερε να γυρίσει στην κρεβατοκάμα-
ρα. Ο σκύλος ήθελε να ξαπλώσει στο κρεβάτι, δίπλα στο
αφεντικό του, και ο Τράβις δεν έφερε αντίρρηση.
Εξαντλημένος από τη σωματική αλλά και τη συναισθη-
ματική ένταση της μέρας, αποκοιμήθηκε γρήγορα.
Κατά τα ξημερώματα μισοξΰπνησε και είδε τον Αϊν-
στάιν να στέκεται πάλι στο παράθυρο της κρεβατοκάμα-
ρας, σαν φρουρός. Μουρμούρισε το όνομά του και χτύπη-
σε το στρώμα δίπλα του. Αλλά ο Αϊνστάιν έμεινε στο πα-
ράθυρο και ο Τράβις αποκοιμήθηκε πάλι.
ΤΕΣΣΕΡΑ
2
Ο Αϊνστάιν αγαπούσε πολύ το πάρκο. Ο Τράβις του έβγα-
λε το λουρί από το κολάρο και ο σκύλος άρχισε να τρέχει
δεξιά κι αριστερά, παρατηρώντας και μυρίζοντας τα πά-
ντα. Όλο εκείνο το πρωί και το μεσημέρι το σκυλί δεν εί-
χε κάνει τίποτα το ασυνήθιστο. Ο Τράβις δεν είχε πια κα-
μιά αμφιβολία για τις ασυνήθιστες ικανότητες του σκύλου,
αλλά τώρα, βλέποντας τον να συμπεριφέρεται όπως όλα
τα σκυλιά, είχε αρχίσει να αναρωτιέται μήπως η σχεδόν
ανθρώπινη εξυπνάδα του εμφανιζόταν κατά διαστήματα.
Καθώς περπατούσαν στο πάρκο, ο Αϊνστάιν έμεινε
ξαφνικά ακίνητος, ύψωσε το κεφάλι και κοίταξε ένα ζευ-
γάρι που καθόταν σε ένα παγκάκι λίγο πιο κάτω. Ο ά-
ντρας φορούσε σορτς και η γυναίκα ένα μάλλον ασου-
λούπωτο γκρίζο φόρεμα. Αυτός της κρατούσε το χέρι και.
φαίνονταν απορροφημένοι από κάποια σοβαρή συζήτη-
ση. Ο Τράβις γύρισε να φύγει για να μην τους ενοχλήσει,
αλλά ο Αϊνστάιν γάβγισε μια φορά και έτρεξε προς το
ζευγάρι.
«Αϊνστάιν! Εδώ! Έλα εδώ!»
Το σκυλί τον αγνόησε. Έφτασε μπροστά στο ζευγάρι
και άρχισε να γαβγίζει άγρια. Ο Τράβις έτρεξε πίσω του.
Όταν έφτασε στο παγκάκι, ο άντρας είχε σηκωθεί και ο-
πισθοχωρούσε φοβισμένος.
«Αϊνστάιν!»
Ο σκύλος σταμάτησε να γαβγίζει και τραβήχτηκε πριν
ο Τράβις προλάβει να του περάσει το λουρί. Πλησίασε τη
γυναίκα που καθόταν ακόμα στο παγκάκι και ακούμπησε
φιλικά το κεφάλι του στα πόδια της. Η μεταμόρφωσή του
ήταν τόσο απότομη, που ο Τράβις ξαφνιάστηκε.
«Με συγχωρείτε», είπε. «Δεν ξέρω τι τον έπιασε...»
«Για όνομα του Θεού», φώναξε ο άντρας, «πώς αφήνε-
τε έναν άγριο σκύλο να κυκλοφορεί ελεύθερος μέσα στο
πάρκο!»
«Δεν είναι άγριος», είπε ο Τράβις. «Απλώς...»
«Δεν είναι άγριος; Τρίχες», φώναξε ο άντρας. «Αυτό
το παλιόσκυλο πήγε να με δαγκώσει. Μήπως θέλεις να
σου κάνω καμιά μήνυση;»
«Δεν ξέρω τι τον έπιασε...»
«Πάρ' το αμέσως από δω», φώναξε ο άντρας.
Ο Τράβις κούνησε το κεφάλι ντροπιασμένος και γύρι-
σε να πιάσει τον Αϊνστάιν. Είδε ότι ο Αϊνστάιν είχε ανέβει
στο παγκάκι και καθόταν ακουμπώντας τα μπροστινά του
πόδια στα πόδια της γυναίκας, η οποία δεν τον χάιδευε α-
πλώς, αλλά τον είχε αγκαλιάσει. Θα έλεγε κανείς ότι ο
τρόπος που κρατούσε το σκύλο ήταν κάπως απελπισμένος.
«Πάρ' το σκύλο σου από δω!» είπε έξαλλος ο άντρας.
Ήταν ψηλότερος και πιο μεγαλόσωμος από τον Τρά-
βις. Έκανε μερικά βήματα και στάθηκε μπροστά του,
προσπαθώντας να τον φοβίσει. Ήταν συνηθισμένος να
πετυχαίνει αυτό που ήθελε με την επιθετικότητα. Ο Τρά-
βις απεχθανόταν αυτούς τους ανθρώπους.
Ο Αϊνστάιν κοίταξε τον άντρα και γρύλισε, γυμνώνο-
ντας τα δόντια του.
«Άκου δω, φίλε», είπε θυμωμένα ο άντρας, «μήπως εί-
σαι κουφός; Σου είπα να φορέσεις το λουρί στο σκύλο. Τι
περιμένεις λοιπόν;»
Ο Τράβις άρχισε να καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πήγαινε
καλά. Ο θυμός του άντρα με το σορτς ήταν υπερβολικός
και η γυναίκα φερόταν παράξενα. Δεν είχε πει λέξη, ήταν
ωχρή και τα χέρια της έτρεμαν. Από τον τρόπο που χάι-
δευε τον Αϊνστάιν ήταν φανερό ότι δεν την είχε τρομάξει
ο σκύλος. Την είδε να κοιτάζει κλεφτά τον άντρα και ξαφ-
νικά κατάλαβε ότι ο άντρας δεν ήταν μαζί της, ότι πρέπει
να την ενοχλούσε.
«Δεσποινίς», είπε ο Τράβις, «είστε εντάξει;»
«Και βέβαια δεν είναι εντάξει», είπε ο άντρας. «Αυτό
το παλιόσκυλο ήρθε κι άρχισε ξαφνικά να μας γαβγίζει...»
«Πάντως δε φαίνεται να την τρομάζει τώρα», είπε ο
Τράβις, κοιτάζοντας τον άλλο στα μάτια. Είδε ότι το πρό-
σωπο του ήταν γεμάτο κομματάκια ζύμης. Λίγο πριν είχε
δει ένα κουλουράκι στην τσάντα της γυναίκας. Τι διάβολο
γινόταν εδώ;
Ο άντρας κοίταξε τον Τράβις και πήγε να μιλήσει. Με-
τά όμως κοίταξε τη γυναίκα και τον Αϊνστάιν και κατάλα-
βε ότι δεν μπορούσε πια να παριστάνει τον θυμωμένο.
«Καλά... Πάντως πρέπει να δέσεις το σκυλί».
«Α, δε νομίζω να ενοχλήσει κανέναν τώρα», είπε ο
Τράβις, τυλίγοντας το λουρί στο χέρι του.
Ο άντρας κοίταξε τη γυναίκα που καθόταν στο παγκάκι.
Ήταν έξαλλος, αλλά δεν ήξερε τι να κάνει. «Νόρα;» είπε.
Εκείνη δεν απάντησε. Συνέχισε να χαϊδεύει τον Αϊν-
στάιν.
«Θα σε δω αργότερα», είπε αυτός. Μετά κοίταξε τον
Τράβις απειλητικά και είπε: «Αν αυτός ο σκύλος πάει να
με κυνηγήσει...»
«Όχι», τον έκοψε ο Τράβις. «Μπορείς να φύγεις. Δεν
πρόκειται να σ' ενοχλήσει».
Ο άντρας απομακρύνθηκε βιαστικά, γυρίζοντας μερι-
κές φορές για να κοιτάξει πίσω του.
Ο Αϊνστάιν εξακολουθούσε να κάθεται στο παγκάκι, έ-
χοντας ακουμπήσει το κεφάλι του στα πόδια της γυναίκας.
«Σας συμπάθησε πολύ, βλέπω», είπε ο Τράβις.
«Είναι πολύ όμορφο σκυλί», είπε εκείνη, χωρίς να ση-
κώσει το κεφάλι.
«Μόλις χτες τον βρήκα».
Η γυναίκα δεν μίλησε.
Ο Τράβις κάθισε κι εκείνος στο παγκάκι από τη μεριά
του Αϊνστάιν. «Να σας συστηθώ», είπε. «Με λένε Τράβις».
Εκείνη δεν απάντησε. Συνέχισε να ξύνει τον Αϊνστάιν
πίσω από τα αυτιά και ο σκύλος έβγαλε ένα γουργουρητό
ικανοποίησης.
«Τράβις Κορνέλ», είπε πάλι ο Τράβις.
Επιτέλους αυτή σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε.
«Νόρα Ντέβον».
«Χάρηκα για τη γνωριμία».
Η γυναίκα χαμογέλασε νευρικά.
Παρ' όλο που τα μαλλιά της δεν ήταν καλοχτενισμένα
και δεν φοροΰσε καθόλου μεϊκάπ, ήταν πολύ ελκυστική.
Είχε όμορφα σκούρα μαλλιά και υπέροχο λείο δέρμα. Τα
μάτια της είχαν γκρίζο χρώμα με ασυνήθιστες πράσινες ρα-
βδώσεις, που λες κι έλαμπαν κάτω από τον μαγιάτικο ήλιο.
Η κοπέλα έσκυψε αμέσως το κεφάλι, σαν να αισθάνθη-
κε πως άρεσε στον Τράβις και το γεγονός αυτό την τρόμαξε.
«Δεσποινίς Ντέβον...» είπε αυτός, «υπάρχει κανένα
πρόβλημα;»
Η γυναίκα δεν μίλησε.
«Μήπως αυτός ο άνθρωπος... σας ενοχλούσε;»
«Δεν ήταν τίποτα», είπε εκείνη.
Έτσι όπως καθόταν με το κεφάλι σκυμμένο και τους ώ-
μους γερτούς, τόσο ντροπαλή ώστε δεν τολμούσε να τον
κοιτάξει, φαινόταν τόσο ευάλωτη και ανυπεράσπιστη, ώστε
ο Τράβις δεν μπορούσε να σηκωθεί και να την αφήσει με
τα προβλήματά της. «Αν αυτός ο άνθρωπος σας ενοχλούσε,
νομίζω πως θα έπρεπε να βρούμε έναν αστυνομικό...»
«Όχι...» είπε αυτή αμέσως. Άφησε τον Αϊνστάιν να α-
κουμπήσει στο παγκάκι και σηκώθηκε.
Ο σκύλος κατέβηκε από το παγκάκι και στάθηκε δίπλα
της, κοιτάζοντάς τη με αγάπη.
Ο Τράβις σηκώθηκε κι αυτός. «Δε θέλω να ανακατεύ-
ομαι σε υποθέσεις που δε με αφορούν, βέβαια...»
Εκείνη απομακρύνθηκε με γρήγορο βήμα, χωρίς να
πει τίποτα, παίρνοντας διαφορετικό δρόμο από εκείνον
που είχε πάρει ο άντρας με το σορτς.
Ο Αϊνστάιν πήγε να την ακολουθήσει, μετά όμως δί-
στασε και, όταν τον φώναξε ο Τράβις, γύρισε κοντά του.
Ο Τράβις την παρακολουθούσε παραξενεμένος μέχρι
που εξαφανίστηκε -μια αινιγματική και ταραγμένη γυναί-
κα, ντυμένη με ένα εντελώς ασουλούπωτο φόρεμα, από
αυτά που κρύβουν το γυναικείο σώμα. Μετά γύρισε και
συνέχισε τη βόλτα του στο πάρκο μαζί με τον Αϊνστάιν.
Αργότερα, πήγαν στην παραλία, όπου ο σκύλος φάνηκε
να μένει κατάπληκτος από την απέραντη θάλασσα και τα
κύματα που έσπαζαν στην άμμο. Έπαιξε για λίγο με το
νερό και στάθηκε πολλές φορές για να κοιτάξει τον ωκεα-
νό. Όταν γύρισαν στο σπίτι, ο Τράβις του έδειξε μερικά
βιβλία για να του κινήσει πάλι το ενδιαφέρον, ελπίζοντας
να καταλάβει τι έψαχνε να βρει σε αυτά ο σκύλος. Ο Αϊν-
στάιν τα μύρισε βαριεστημένα και χασμουρήθηκε.
Όλο εκείνο το απόγευμα, η εικόνα της Νόρας Ντέβον ε-
πέστρεφε ξανά και ξανά στο μυαλό του Τράβις με μια φο-
βερή συχνότητα. Αυτή η κοπέλα δεν χρειαζόταν κομψά
ρούχα για να κεντρίσει το ενδιαφέρον ενός άντρα. Εκείνο
το πρόσωπο κι εκείνα τα γκριζοπράσινα μάτια ήταν αρκετά.
3
Ύστερα από μερικές ώρες ύπνου, ο Βίνσεντ Νάσκο πήρε
την πρωινή πτήση για το Ακαπούλκο, στο Μεξικό. Έπια-
σε δωμάτιο σε ένα τεράστιο ξενοδοχείο, φόρεσε τα καλο-
καιρινά ρούχα που είχε φέρει μαζί του και βγήκε για να
βρει το δόκτορα Αότον Χέινς που έκανε διακοπές στο Α-
καπούλκο. Ο Χέινς ήταν τριάντα εννιά χρονών και πολύ
όμορφος. Το μεσημέρι ο Βινς πήγε στο εστιατόριο που ή-
ξερε ότι τρώει ο Χέινς, όπου τον είδε μαζί με μια υπέροχη
ξανθιά. Ο Βινς κάθισε σ' ένα γωνιακό τραπέζι και έφαγε
κι αυτός. Όταν είδε τον Χέινς και την ξανθιά να σηκώνο-
νται, πλήρωσε το λογαριασμό του και τους ακολούθησε.
Έτσι άρχισε ένας μαραθώνιος παρακολούθησης: ο
Χέινς χώρισε με την ξανθιά στο ξενοδοχείο του, συναντή-
θηκε με μια Μεξικάνα στην παραλία, έμεινε για λίγο μαζί
της και μετά έφυγε για μια βόλτα με την άσπρη Μερσέντες
του. Ο Βινς τον ακολούθησε με μια νοικιασμένη Φορντ. Ύ-
στερα από κάμποση περιπλάνηση στα προάστια της πόλης,
ο Χέινς πήρε τον παραλιακό δρόμο και λίγο αργότερα στα-
μάτησε σ' ένα χώρο στάθμευσης δίπλα στο δρόμο. Ο Βινς
σταμάτησε κι αυτός λίγο πιο κάτω, βγήκε από το αυτοκίνη-
το και άρχισε να κοιτάζει τα κύματα που έσπαζαν από κά-
τω, στον γκρεμό, σκύβοντας πάνω από το κιγκλίδωμα.
Σε λίγο σταμάτησε στο πάρκινγκ μια Τρανς Αμ από
την οποία βγήκε μια γυναίκα. Πλησίασε τον Χέινς και τον
αγκάλιασε. Ο Βινς σκέφτηκε πως ίσως να μην ξανάβρι-
σκε μια τόσο καλή ευκαιρία για να χτυπήσει τον Χέινς.
Είχαν σταθεί λίγο πιο κάτω στο κιγκλίδωμα, μιλώντας με-
ταξύ τους, με την πλάτη τους γυρισμένη στον Βινς. Αυτός
συνέχισε να τους πλησιάζει, σκύβοντας κάθε τόσο για να
δει τα κύματα. Όταν ο δρόμος ερήμωσε από αυτοκίνητα,
ο Βινς διέσχισε τρέχοντας τα τελευταία μέτρα που τους
χώριζαν, άρπαξε την κοπέλα από το σβέρκο και τη ζώνη
του παντελονιού της, τη σήκωσε ψηλά και την πέταξε
στον γκρεμό. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα, που ο Χέινς δεν
πρόλαβε να αντιδράσει. Ο Βινς γύρισε αμέσως και τον
χτύπησε με δύναμη δυο φορές στο πρόσωπο, αφήνοντάς
τον αναίσθητο.
Μετά κουβάλησε τον Χέινς στο αυτοκίνητο του και τον
έβαλε στο μπροστινό κάθισμα, έτσι που να φαίνεται ότι
κοιμάται. Έβαλε μπροστά και τράβηξε για το δάσος. Σε
λίγο σταμάτησε κάτω από τα δέντρα, έσυρε τον αναίσθητο
Χέινς έξω από το αυτοκίνητο και τον κουβάλησε σ' ένα ξέ-
φωτο λίγο πιο κάτω. Μετά γύρισε στο αυτοκίνητο και έφε-
ρε ένα πακέτο σύριγγες και δύο φιαλίδια με ορό αλήθειας.
Ξύπνησε τον Χέινς και του έκανε την ένεση με τον ο-
ρό. Λίγο αργότερα ο γιατρός τού είχε αποκαλύψει με κά-
θε λεπτομέρεια όλα όσα ήξερε γύρω από τις έρευνες που
έκανε στα Εργαστήρια Μπανοντάιν. 'Οταν του ορκίστηκε
ότι δεν ήξερε τίποτ' άλλο, ο Βινς τον σκότωσε.
4
Η Νόρα γύρισε κατευθείαν στο σπίτι της από το πάρκο.
Μετά τη συνάντησή της με τον Στρεκ είχε χάσει κάθε όρε-
ξη για περιπέτεια. Όταν μπήκε μέσα, κλείδωσε τις πόρτες
και έκλεισε όλα τα παραθυρόφυλλα. Μετά πήγε στο μπά-
νιο και άρχισε να πλένει ξανά και ξανά τα χέρια της με
καυτό νερό, τρίβοντάς τα με όλη της τη δύναμη.
Το μυαλό της γύριζε συνέχεια στον Στρεκ. Όταν προ-
σπαθούσε να τον ξεχάσει, άρχιζε να σκέφτεται τη θεία
Βάιολετ. Όταν τους έδιωχνε και τους δυο απ' το μυαλό
της, η σκέψη της γύριζε στον Τράβις Κορνέλ. Φαινόταν
καλός κι ευγενικός άνθρωπος, αλλά μπορεί κάλλιστα να
ήταν εξίσου κακός με τον Στρεκ. Αν του έδινε την ευκαι-
ρία, μπορεί να της ριχνόταν κι αυτός. Η θεία Βάιολετ ήταν
ένας τύραννος, φαίνεται όμως ou είχε δίκιο για τους κιν-
δύνους που κρύβουν οι σχέσεις με τους ανθρώπους.
Αλλά ο σκύλος... Ο σκύλος ήταν κάτι διαφορετικό. Δεν
τον είχε φοβηθεί, ούτε καν όταν είχε έρθει με ορμή προς
το παγκάκι γαβγίζοντας άγρια. Με κάποιον τρόπο ήξερε
ότι ο σκύλος δεν γάβγιζε αυτή αλλά τον Στρεκ. Όταν τον
αγκάλιασε, αισθάνθηκε ασφαλής, προστατευμένη, ακόμη
και με τον Στρεκ δίπλα της. Ίσως θα έπρεπε να αγοράσει
ένα δικό της σκύλο. Μόνο που είχε την υποψία ότι κανένα
άλλο σκυλί δεν θα της έδινε τη βαθιά αίσθηση ασφάλειας
που είχε νιώσει με τον Αϊνστάιν. Βέβαια, μπορεί η εντύ-
πωση αυτή να μην ήταν σωστή, να οφειλόταν μόνο στο γε-
γονός ότι την είχε σώοει από τον Στρεκ. Αλλά, όσο κι αν
προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι ο Αϊνστάιν ήταν
ένα συνηθισμένο σκυλί, κάτι μέσα της της έλεγε ότι δεν ή-
ταν έτσι, ότι μόνο ο Αϊνστάιν μπορούσε να της χαρίσει αυ-
τή την αίσθηση ασφάλειας και προστασίας.
Οι σκέψεις αυτές της έδωσαν το κουράγιο να κάνει
κάτι τολμηρό. Πήγε στο τηλέφωνο της κουζίνας, αποφασι-
σμένη να τηλεφωνήσει στον Τράβις Κορνέλ και να του ζη-
τήσει να αγοράσει το σκυλί. Ο ίδιος της είχε πει ότι το εί-
χε βρει μόλις την προηγούμενη μέρα, οπότε δεν θα υπήρ-
χαν στενοί δεσμοί ανάμεσά τους. Με την κατάλληλη τιμή,
μπορεί να της το πουλούσε. Βρήκε το τηλέφωνο του Κορ-
νέλ στον κατάλογο και σχημάτισε τον αριθμό.
Ο Κορνέλ το σήκωσε στο δεύτερο κουδούνισμα. «Ε-
μπρός;»
Τη στιγμή που άκουσε τη φωνή του, κατάλαβε πως, αν
ζητούσε να αγοράσει το σκυλί, θα του έδινε ένα πάτημα
για να προσπαθήσει να μπει στη ζωή της. Αυτός ο άνθρω-
πος όμως ίσως ήταν εξίσου επικίνδυνος με τον Στρεκ.
«Εμπρός;» επανέλαβε ο Κορνέλ.
Η Νόρα δίστασε.
«Εμπρός; Ποιος είναι;»
Κατέβασε το ακουστικό χωρίς να μιλήσει. Πριν του
κάνει την προσφορά για το σκύλο, έπρεπε να βρει έναν
τρόπο για να τον κρατήσει σε απόσταση αν προσπαθούσε
να της ριχτεί κι αυτός.
Όταν χτύπησε το τηλέφωνο, λίγο πριν από τις πέντε, ο
Τράβις έβαζε φαγητό στον Αϊνστάιν. Άδειασε την κον-
σέρβα στο πιάτο και πήγε να το σηκώσει, ενώ ο Αϊνστάιν
άρχισε να τρώει. Όταν δεν απάντησαν και ο Τράβις είπε
πάλι, «Εμπρός», ο Αϊνστάιν σήκωσε το κεφάλι από το πιά-
το του και κοίταξε τον Τράβις. Όταν τον άκουσε να ρωτά-
ει ποιος είναι, άφησε το φαγητό του και πλησίασε τον
Τράβις, κοιτάζοντας το τηλέφωνο.
Ο Τράβις κατέβασε το ακουστικό και γύρισε να φύγει,
αλλά ο Αϊνστάιν έμεινε ακίνητος, κοιτάζοντας πάντα τη
συσκευή.
«Μάλλον θα έκαναν λάθος».
Ο Αϊνστάιν τον κοίταξε, μετά γύρισε πάλι στο τηλέφωνο.
« Ή μπορεί να ήταν κανένα παιδί που έκανε φάρσα».
Ο Αϊνστάιν γρύλισε ενοχλημένος.
«Τι έχεις;»
Ο Αϊνστάιν συνέχισε να κοιτάζει το τηλέφωνο.
Ο Τράβις αναστέναξε. «Κοίτα να δεις, εμένα μου φτά-
νουν όλα αυτά τα μυστήρια για μια μέρα. Αν θέλεις να συ-
νεχίσεις, κάν' το μόνος σου». Πήρε μια Πέπσι από το ψυ-
γείο και πήγε στο λίβινγκ ρουμ για να δει τις ειδήσεις
στην τηλεόραση. Τη στιγμή που καθόταν στη μεγάλη πολυ-
θρόνα άκουσε θόρυβο από την κουζίνα.
«Τι κάνεις εκεί μέσα;»
Οι θόρυβοι συνεχίστηκαν. «Αν κάνεις καμιά ζημιά, θα
σε βάλω να την πληρώσεις», του φώναξε ο Τράβις. Για λί-
γο έγινε ησυχία, μετά όμως οι θόρυβοι ξανάρχισαν. Κάτι
χτύπησε με δύναμη στο δάπεδο. Πήγε να σηκωθεί για να
δει τι γινόταν, αλλά εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ο Αϊν-
στάιν. Κρατούσε στα δόντια του τον τηλεφωνικό κατάλο-
γο. Φαίνεται πως είχε πηδήξει ξανά και ξανά στον πάγκο
της κουζίνας, τραβώντας τον τόμο προς το μέρος του, μέ-
χρι που τον έριξε στο πάτωμα. Διέσχισε το λίβινγκ ρουμ
και άφησε τον κατάλογο μπροστά στον Τράβις.
«Τι θέλεις;» τον ρώτησε.
Ο σκύλος έσπρωξε τον κατάλογο με τη μύτη του, μετά
κοίταξε τον Τράβις σαν κάτι να περίμενε.
«Θέλεις να τηλεφωνήσω σε κάποιον;»
«Γουφ».
«Σε ποιον;»
Ο Αϊνστάιν έσπρωξε πάλι τον κατάλογο με τη μύτη.
«Σε ποιον θέλεις να τηλεφωνήσω; Μήπως στη Λάσι;»
Ο σκύλος τον κοίταξε με τα εκφραστικά, σχεδόν αν-
θρώπινα μάτια του.
«Άκου να δεις, ίσως εσύ να μπορείς να διαβάζεις τη
σκέψη μου, εγώ όμως δεν μπορώ να διαβάσω τη δική
σου».
Ο σκύλος γρύλισε εκνευρισμένος και βγήκε από το
δωμάτιο. Ο Τράβις σκέφτηκε να τον ακολουθήσει, αλλά
αποφάσισε να περιμένει για να δει τι θα γινόταν. Μερικές
στιγμές αργότερα γύρισε κρατώντας στο στόμα του τη φω-
τογραφία της Πόλας, που ο Τράβις είχε πάνω στο κομοδί-
νο του. Ήταν παρμένη τη μέρα του γάμου τους.
«Δε γίνεται, αγόρι μου», του είπε. «Δεν μπορώ να τη-
λεφωνήσω σε μια νεκρή».
Ο Αϊνστάιν ξεφύσηξε, σαν να του έλεγε ότι είναι χο-
ντροκέφαλος. Πήγε σ' ένα ράφι με περιοδικά, έριξε μερικά
στο πάτωμα και γύρισε με ένα τεύχος του Τάιμ. Το έριξε
δίπλα στη φωτογραφία, το άνοιξε κι άρχισε να το ξεφυλλί-
ζει, σκίζοντας μερικές σελίδες. Ο Τράβις έσκυψε με απο-
ρία. Ο Αϊνστάιν τελικά σταμάτησε σε μια διαφήμιση αυτο-
κινητού που έδειχνε μια όμορφη κοπέλα. Κοίταξε τον Τρά-
βις, μετά τη διαφήμιση, μετά πάλι τον Τράβις και γάβγισε.
«Δε σε καταλαβαίνω».
Ο Αϊνστάιν γύρισε μερικές σελίδες και βρήκε μια ξαν-
θιά που διαφήμιζε τσιγάρα. Κοίταξε πάλι τον Τράβις και
ξεφύσηξε.
«Αυτοκίνητα και τσιγάρα; Μήπως θέλεις να σου αγο-
ράσω αυτοκίνητο;»
Ο Αϊνστάιν πήγε πάλι στα περιοδικά και γύρισε με ένα
περιοδικό σχετικό με κτηματομεσιτικά θέματα. Το ξεφύλ-
λισε μέχρι που βρήκε μια ακόμη διαφήμιση που έδειχνε
μια γυναίκα. Ο Τράβις κοίταξε τη φωτογραφία της Πόλας
και τις διαφημίσεις και άρχισε να καταλαβαίνει. «Μια γυ-
ναίκα; Θέλεις να τηλεφωνήσω σε κάποια γυναίκα;»
Ο Αϊνστάιν γάβγισε.
«Σε ποια;»
Ο Αϊνστάιν έπιασε με τα δόντια το μανίκι του Τράβις
και προσπάθησε να τον σηκώσει από την καρέκλα.
«Εντάξει, εντάξει. Άφησέ με, θα σηκωθώ».
Αλλά ο Αϊνστάιν δεν του άφησε το μανίκι. Τον τράβηξε
μέχρι που σηκώθηκε και μετά τον πήγε στην κουζίνα,
μπροστά στο τηλέφωνο του τοίχου, όπου τελικά τον άφησε.
«Σε ποια θέλεις να τηλεφωνήσω;» ρώτησε πάλι ο Τρά-
βις, αλλά ξαφνικά κατάλαβε. Υπήρχε μόνο μια γυναίκα
που γνώριζαν και αυτός και ο σκύλος. «Μη μου πεις την
κοπέλα που συναντήσαμε σήμερα στο πάρκο;»
Ο Αϊνστάιν άρχισε να κουνά την ουρά του.
«Και λες πως αυτή μας τηλεφώνησε προηγουμένως;»
Η ουρά άρχισε να κουνιέται πιο γρήγορα.
«Μα πώς μπορείς να ξέρεις ποιος ήταν; Δεν είπε λέξη.
Κι έπειτα, τι σου ήρθε ξαφνικά; Θέλεις να κάνεις τον προ-
ξενητή;»
Ο σκύλος γάβγισε.
«Εντάξει, σίγουρα ήταν όμορφη, αλλά δεν είναι ο τύ-
πος μου, φίλε. Είναι λίγο παράξενη, δε νομίζεις;»
Ο Αϊνστάιν γάβγισε πάλι, μετά πήγε στην πόρτα της
κουζίνας, πήδηξε πάνω της δυο φορές, γύρισε προς τον
Τράβις και γάβγισε ξανά, έκανε το γύρο του τραπεζιού
γαβγίζοντας συνέχεια, μετά έτρεξε πάλι στην πόρτα και
πήδηξε πάνω της. Ήταν φανερό ότι κάτι τον ανησυχούσε
τρομερά. Κάτι που είχε σχέση με τη γυναίκα. Το απόγευμα
στο πάρκο είχε κάποιο πρόβλημα μ' εκείνο τον μπάσταρδο
με το σορτς. Ο Τράβις προσφέρθηκε να τη βοηθήσει, αλλά
αυτή αρνήθηκε. Ίσως να το ξανασκέφτηκε και του τηλε-
φώνησε, μα την τελευταία στιγμή έχασε το κουράγιο της.
«Αλήθεια πιστεύεις πως αυτή τηλεφώνησε προηγου-
μένως;»
Ο Αϊνστάιν άρχισε να κουνά πάλι την ουρά του.
«Πάντως, ακόμα κι αν ήταν αυτή, δεν είναι φρόνιμο να
ανακατευτούμε στα προσωπικά της».
Ο σκύλος όρμησε, άρπαξε το μπατζάκι του παντελονιού
του και άρχισε να το τραβά με δύναμη. Ο Τράβις κόντεψε
να χάσει την ισορροπία του.
«Εντάξει, εντάξει! Θα της τηλεφωνήσω. Φέρε μου τον
κατάλογο».
Ο Αϊνστάιν τον άφησε και βγήκε τρέχοντας από την
κουζίνα. Γύρισε σχεδόν αμέσως με τον τηλεφωνικό κατά-
λογο στα δόντια του. Τη στιγμή που ο Τράβις τον έπαιρνε
από το στόμα του, συνειδητοποίησε ότι του είχε ζητήσει να
του φέρει τον κατάλογο, περιμένοντας ότι το σκυλί θα τον
καταλάβαινε. Φαίνεται πως είχε αρχίσει να συνηθίζει τις
εκπληκτικές ικανότητες του σκύλου. Και συνειδητοποίησε
ακόμη ότι ο σκύλος δεν θα του είχε φέρει από την αρχή τον
κατάλογο αν δεν ήξερε σε τι χρησιμεύει αυτό το βιβλίο.
«Μα το Θεό, φιλαράκο», είπε, «μου φαίνεται ότι σου
βρήκα πολύ ταιριαστό όνομα».
Συνήθως η Νόρα δεν έτρωγε βραδινό πριν από τις εφτά.
Όμως η πρωινή βόλτα τής είχε ανοίξει την όρεξη. Βαριό-
ταν να μαγειρέψει, έτσι έβαλε σε μια πιατέλα μερικά
φρούτα, λίγο τυρί και ένα κρουασάν κι ετοιμάστηκε να α-
νεβεί στο δωμάτιο της. Τις περισσότερες φορές έτρωγε
για βράδυ εκεί, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, διαβάζοντας
κάποιο βιβλίο ή περιοδικό. Καθώς σήκωσε το δίσκο, χτύ-
πησε το τηλέφωνο.
Ο Στρεκ.
Ποιος άλλος θα μπορούσε να είναι; Δεν της τηλεφω-
νούσε κανείς άλλος.
Πάγωσε. Όταν το τηλέφωνο σταμάτησε να χτυπά, α-
κούμπησε στον πάγκο της κουζίνας, νιώθοντας να μην την
κρατούν τα πόδια της. Ήταν σίγουρη ότι σε λίγο θα ξανα-
χτυπούσε.
7
Όταν η Νόρα Ντέβον δεν σήκωσε το τηλέφωνο, ο Τράβις
ετοιμάστηκε να γυρίσει στο λίβινγκ ρουμ για να δει τις ει-
δήσεις. Αλλά ο Αϊνστάιν ήταν ακόμα ταραγμένος. Πήδηξε
στον πάγκο της κουζίνας, τράβηξε κάτω τον τηλεφωνικό
Κατάλογο, τον πήρε στο στόμα του και βγήκε τρέχοντας α-
Βό την κουζίνα. Ο Τράβις τον ακολούθησε και τον βρήκε
να περιμένει μπροστά στην εξώπορτα κρατώντας ακόμη
|Εθν κατάλογο στο στόμα του.
«Τι θέλεις τώρα;»
Ο Αϊνστάιν ακούμπησε το πόδι του στην πόρτα.
«Θέλεις να βγεις έξω;»
Ο σκύλος γρύλισε σιγανά.
«Και τι θα κάνεις τον κατάλογο έξω; Θα τον θάψεις
σαν να είναι κόκαλο; Τι έχεις, τέλος πάντων;»
Τελικά ο Τράβις άνοιξε την πόρτα και ο σκύλος βγήκε
έξω και πήγε κατευθείαν στο αυτοκίνητο που ήταν παρκα-
ρισμένο στο δρόμο του κήπου. Στάθηκε στη δεξιά πόρτα
και κοίταξε πίσω του με ανυπομονησία. Ο Τράβις πλησία-
σε και κοίταξε το σκύλο. «Υποψιάζομαι πως κάπου θέλεις
να πάμε. Και υποψιάζομαι επίσης ότι δε θες να πάμε στα
γραφεία της τηλεφωνικής εταιρείας».
Ο σκύλος γάβγισε.
«Θέλεις να κοιτάξω τη διεύθυνση της κοπέλας και να
πάμε εκεί. Αυτό είναι;»
«Γουφ».
«Λυπάμαι», είπε ο Τράβις, «αλλά δε γίνεται. Το ξέρω
ότι σου άρεσε, αλλά εγώ δεν ψάχνω για γυναίκα. Έπειτα,
δεν είναι ο τύπος μου. Σου το είπα κιόλας αυτό. Ούτε κι ε-
γώ είμαι ο τύπος της. Εδώ που τα λέμε, υποψιάζομαι ότι
δεν υπάρχει κανείς που να είναι ο τύπος της».
Ο σκύλος γάβγισε.
«Όχι».
Ο Αϊνστάιν τον πλησίασε και τον άρπαξε πάλι από το
παντελόνι με τα δόντια.
«Όχι», είπε πάλι αυτός, σκύβοντας και πιάνοντάς τον
από το κολάρο. «Δεν υπάρχει λόγος να μου μασήσεις το
παντελόνι. Δεν πρόκειται να πάμε».
Ο Αϊνστάιν τον άφησε, ξέφυγε από το κράτημά του και
έτρεξε σε μια βραγιά με λουλούδια, όπου άρχισε να σκάβει
με μανία, τινάζοντας τα ξεριζωμένα λουλούδια πίσω του.
«Για όνομα του Θεού, τι έπαθες ξαφνικά;» φώναξε ο
Τράβις.
Ο σκύλος συνέχισε να σκάβει. Φαινόταν αποφασισμέ-
νος να καταστρέψει όλα τα λουλούδια.
«Ε, σταμάτα λοιπόν!» φώναξε ο Τράβις, τρέχοντας
προς το μέρος του.
Ο Αϊνστάιν όρμησε στην άλλη άκρη του κήπου και άρ-
χισε να σκάβει στο γρασίδι. Ο Τράβις έτρεξε πίσω του. Ο
σκύλος τού ξέφυγε πάλι, έτρεξε σε ένα άλλο σημείο κι άρ-
χισε να σκάβει πάλι το γρασίδι, μετά γύρισε για να αποτε-
λειώσει τα λουλούδια της βραγιάς.
Τελικά ο Τράβις σταμάτησε, βλέποντας ότι δεν μπο-
ρούσε να τον πιάσει, και του φώναξε λαχανιασμένος: «Ε-
ντάξει, εντάξει, αρκετά!»
Ο Αϊνστάιν σταμάτησε να σκάβει τα λουλούδια και τον
κοίταξε.
«Εντάξει, θα πάμε», είπε ο Τράβις.
Ο Αϊνστάιν πλησίασε το αυτοκίνητο, κοιτάζοντάς τον
καχύποπτα.
«Μην ανησυχείς, αλήθεια σου λέω, θα πάμε. Αφού εί-
ναι τόσο σημαντικό για σένα, θα πάμε να δούμε αυτή τη
γυναίκα. Αλλά ένας Θεός ξέρει τι θα της πω».
8
Η Νόρα ανέβηκε στον πάνω όροφο κρατώντας στα χέρια
της το δίσκο με το φαγητό της. Διέσχισε το χολ και μπήκε
στην κρεβατοκάμαρά της. Στο κρεβάτι της ήταν ξαπλωμέ-
νος ο Στρεκ.
«Γεια σου, μωρό μου», της είπε χαμογελώντας.
Για μια στιγμή η Νόρα νόμισε ότι είχε παραισθήσεις,
όταν όμως της μίλησε κατάλαβε ότι είναι πραγματικός. Ά-
φησε μια κραυγή και ο δίσκος έπεσε από το χέρι της,
σκορπίζοντας τα φρούτα και το τυρί στο πάτωμα.
«Πω, πω, τα έκανες θάλασσα», της είπε αυτός και κά-
θισε στην άκρη του κρεβατιού. Φορούσε ακόμη το σορτς
και τα αθλητικά παπούτσια. «Αλλά δε χρειάζεται να κα-
θαρίσεις τώρα. Έχουμε άλλα πράγματα να κάνουμε πρώ-
τα. Σε περίμενα πολλή ώρα μέχρι ν' ανέβεις πάνω. Σε πε-
ρίμενα και σε σκεφτόμουν... ετοιμαζόμουν για σένα...»
Σηκώθηκε από το κρεβάτι. «Και τώρα ήρθε η ώρα να σε
μάθω αυτά που δεν έχεις μάθει μέχρι τώρα».
Η Νόρα δεν μπορούσε να κινηθεί, δεν μπορούσε να α-
ναπνεύσει. Πρέπει να είχε έρθει στο σπίτι αμέσως μετά το
πάρκο. Μπήκε με κάποιον τρόπο και την περίμενε στο
κρεβάτι όλη αυτή την ώρα που εκείνη ήταν κάτω.
'Οταν τέλειωνε μαζί της, θα τη σκότωνε;
Γύρισε και έτρεξε στο διάδρομο. Καθώς άρχισε να κα-
τεβαίνει τη σκάλα, άκουσε τον Στρεκ πίσω της. Όρμησε
στα σκαλιά, πηδώντας τα δύο δύο και τρία τρία. Στο κε-
φαλόσκαλο σκόνταψε, αλλά κατάφερε να κρατηθεί και
πήδηξε όλα τα υπόλοιπα σκαλιά μαζί, φτάνοντας στο χολ
του ισογείου.
Ο Στρεκ προσγειώθηκε δίπλα της, την άρπαξε από πί-
σω και τη γύρισε προς το μέρος του.
Ενώ ο Τράβις σταματούσε μπροστά στο σπίτι της Νόρας
Ντέβον, ο Αϊνστάιν έβαλε και τα δυο μπροστινά του πόδια
πάνω στο χερούλι της πόρτας, έσπρωξε με όλο του το βά-
ρος και άνοιξε την πόρτα. Άλλο ένα απρόσμενο κόλπο.
Βγήκε από το αυτοκίνητο και όρμησε προς την πόρτα πριν
ακόμη ο Τράβις σβήσει τη μηχανή.
Αμέσως μετά ο Τράβις ανέβηκε τα σκαλιά της βερά-
ντας. Ο σκύλος στεκόταν στα πίσω πόδια, ενώ με τα μπρο-
στινά χτυπούσε το κουδούνι. «Μα τι διάβολο έπαθες;» του
φώναξε ο Τράβις.
Το σκυλί χτύπησε πάλι το κουδούνι.
«Μα... περίμενε, λοιπόν...»
Καθώς ο Αϊνστάιν χτυπούσε για τρίτη φορά το κουδού-
νι, ο Τράβις άκουσε μια αντρική φωνή πόνου μέσα από το
σπίτι και μετά μια γυναίκα να φωνάζει βοήθεια.
Ο Αϊνστάιν άρχισε να γαβγίζει άγρια, όπως είχε κάνει
στο δάσος την προηγούμενη μέρα, και μετά άρχισε να γρα-
τσουνίζει την πόρτα σαν να ήθελε να την ξεσκίσει. Ο Τρά-
βις κοίταξε από ένα σημείο όπου το τζάμι της εξώπορτας
ήταν διαφανές. Το χολ ήταν φωτισμένο και είδε δυο αν-
θρώπους να παλεύουν λίγα μέτρα πίσω από την πόρτα. Ο
Αϊνστάιν γάβγιζε και μούγκριζε με όλη του τη δύναμη.
Ο Τράβις έσπρωξε την πόρτα, αλλά ήταν κλειδωμένη.
Χωρίς να διστάσει, έσπασε με τον αγκώνα του το τζάμι
και πέρασε από μέσα το χέρι του. Ξεκλείδωσε την πόρτα,
έβγαλε την αλυσίδα ασφαλείας και μπήκε μέσα. Ο άντρας
με το σορτς άφησε τη Νόρα Ντέβον και γύρισε προς το
μέρος του.
Ο Αϊνστάιν δεν έδωσε στον Τράβις την ευκαιρία ν' αντι-
δράσει. Όρμησε αμέσως προς τον άντρα. Αυτός έκανε ό,τι
θα έκανε οποιοσδήποτε άνθρωπος έβλεπε να του επιτίθε-
ται ένας σκύλος τέτοιου μεγέθους: γύρισε και το έβαλε στα
πόδια. Άνοιξε την πόρτα της κουζίνας και εξαφανίστηκε.
Ο Αϊνστάιν πέρασε δίπλα από τη Νόρα Ντέβον, πέρα-
σε την πόρτα και εξαφανίστηκε κι αυτός. Αμέσως ακού-
στηκαν από το δωμάτιο κραυγές, γαβγίσματα και μου-
γκρητά. Ακούστηκαν δυνατοί θόρυβοι από πράγματα που
έπεφταν στο πάτωμα. Ύστερα άκουσε τη φωνή του άντρα
να βλαστημά, ενώ ο Αϊνστάιν άφησε έναν άγριο βρυχηθμό,
που πάγωσε το αίμα του Τράβις.
Πλησίασε τη Νόρα Ντέβον, που είχε ακουμπήσει στα
κάγκελα της σκάλας. «Είστε εντάξει;»
«Κόντεψε να με... να με...»
«Αλλά δεν πρόλαβε...» είπε ο Τράβις.
«Όχι».
Άγγιξε το αίμα στο πιγούνι της. «Έχετε χτυπήσει».
«Το αίμα είναι δικό του», είπε εκείνη, βλέποντάς το
στα δάχτυλα του Τράβις. «Τον δάγκωσα τον μπάσταρδο».
Κοίταξε προς την πόρτα. «Πηγαίνετε μήπως χτυπήσει το
σκύλο», είπε ανήσυχη.
«Αποκλείεται», απάντησε ο Τράβις.
Η φασαρία στην κουζίνα είχε σταματήσει. Ο Τράβις ά-
νοιξε την πόρτα και κοίταξε. Δυο καρέκλες ήταν πεσμένες
στο πάτωμα, ένα πήλινο βάζο είχε σπάσει και παντού ή-
ταν σκορπισμένα κουλουράκια. Ο άντρας ήταν καθισμέ-
νος σε μια γωνιά, έχοντας μαζεμένα τα πόδια μπροστά
του και τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος του. Έ ν α από τα
παπούτσια του έλειπε και ο Τράβις σκέφτηκε ότι πρέπει
να του το είχε βγάλει ο σκύλος. Το δεξί του χέρι ήταν μα-
τωμένο, πράγμα που πρέπει να ήταν δουλειά της Νόρας
Ντέβον. Είχε άλλη μια πληγή στο αριστερό του πόδι, που
φαινόταν μάλλον για δαγκωματιά σκύλου. Ο Αϊνστάιν τον
πρόσεχε, μένοντας αρκετά μακριά για να μη φτάνει να
τον κλοτσήσει, έτοιμος όμως να τον ξεσκίσει με την παρα-
μικρή κίνηση.
«Καλή δουλειά», είπε ο Τράβις στο σκύλο. «Σπουδαία
δουλειά».
Ο Αϊνστάιν γρύλισε σιγανά, σαν απάντηση στον έπαι-
νο του Τράβις. Αλλά, όταν ο άντρας πήγε να κινηθεί, το
γρύλισμά του έγινε αμέσως ένας άγριος βρυχηθμός. Ο ά-
ντρας μαζεύτηκε πάλι στη γωνία.
«Ξόφλησες», είπε ο Τράβις στον άντρα.
«Με δάγκωσε!» φώναξε αυτός. «Με δάγκωσαν και οι
δύο». Η φωνή του έδειχνε θυμό και κατάπληξη. «Με δά-
γκωσαν».
Ήταν φανερό πως δυσκολευόταν να πιστέψει ότι είχε
γίνει κάτι τέτοιο. Η πείρα τον είχε διδάξει ότι οι άλλοι
πάντα υποχωρούν αν τους πιέσεις αρκετά και αν έχεις έ-
να τρελό ύφος στα μάτια. Πίστευε πως με αυτό τον τρόπο
θα κατάφερνε να κάνει πάντα ό,τι θέλει. Τώρα, το πρό-
σωπο του ήταν κάτασπρο, έμοιαζε να βρίσκεται σε κατά-
σταση σοκ.
Ο Τράβις πήγε στο τηλέφωνο και κάλεσε την αστυνομία.
ΠΕΝΤΕ
ι
Σ τις 20 του Μάη, το πρωί, ο Βίνσεντ Νάσκο επέστρεψε
από το Ακαπούλκο. Στο αεροδρόμιο του Λος Άντζε-
λες αγόρασε τους Τάιμς στους οποίους διάβασε για την
πυρκαγιά στα Εργαστήρια Μπανοντάιν. Η φωτιά είχε ξε-
σπάσει την προηγούμενη μέρα, λίγο πριν από τις έξι το
πρωί, και είχε καταστρέψει ένα τμήμα των εργαστηρίων.
Ο Νάσκο κατάλαβε ότι οι ίδιοι άνθρωποι που του είχαν α-
ναθέσει να σκοτώσει τους επιστήμονες είχαν βάλει κάποιον
εμπρηστή να κάψει τα εργαστήρια. Φαίνεται ότι προσπα-
θούσαν να εξαφανίσουν όλα τα στοιχεία που υπήρχαν γύ-
ρω από το Σχέδιο Φράνσις.
Ο Βινς γύρισε στο σπίτι του με το λεωφορείο του αερο-
δρομίου, όπου έφαγε ένα γρήγορο γεύμα. Μετά πήρε το
αυτοκίνητο του και πήγε στα Εργαστήρια Μπανοντάιν.
Ήταν ένα υπερσύγχρονο κτίριο χτισμένο στη μέση μιας
μεγάλης καταπράσινης έκτασης. Έμεινε να το κοιτάζει
σκεφτικός, γιατί δεν ήξερε τι να κάνει με τις πληροφορίες
που είχε. Δεν μπορούσε να τις πουλήσει στην κυβέρνηση,
γιατί οι πληροφορίες ήταν δικές τους. Ούτε μπορούσε να
τις πουλήσει στους Σοβιετικούς, γιατί ο Βινς ήταν σίγου-
ρος ότι αυτοί τον είχαν πληρώσει να σκοτώσει τους επι-
στήμονες, επομένως αυτοί θα ήξεραν περισσότερα πράγ-
ματα απ' αυτόν για την υπόθεση.
Ύστερα από μερικές βόλτες ακόμη γύρισε στο σπίτι
του. Είχε αρχίσει να καταλαβαίνει ότι οι πληροφορίες του
δεν ήταν αρκετά σημαντικές ώστε να του εξασφαλίσουν
τη «μεγάλη μπάζα» που ήλπιζε. Άλλωστε, το μόνο που
γνώριζε ήταν πως στα Εργαστήρια Μπανοντάιν γίνονταν
αυτές οι επαναστατικές έρευνες, χωρίς να ξέρει όμως πώς
οι ερευνητές είχαν πετύχει αυτά τα εκπληκτικά αποτελέ-
σματα. Οι πληροφορίες του, λοιπόν, ίσως να μην άξιζαν
πολλά πράγματα, υπήρχε όμως κάτι που σίγουρα άξιζε: ο
σκύλος. Ήταν σίγουρος ότι μπορούσε να πουλήσει το
σκύλο για πολλά λεφτά. Αν είχε τύχη και τον έβρισκε, θα
γινόταν οικονομικά ανεξάρτητος.
Αλλά πώς θα τον έβρισκε;
Αυτή τη στιγμή σίγουρα διεξαγόταν μια συγκαλυμμένη
έρευνα σε όλη τη Νότια Καλιφόρνια και ο Βινς δεν ήθελε
να συναντηθεί με τους κυβερνητικούς που θα έψαχναν κι
αυτοί για το σκύλο. Από την άλλη μεριά, αν έψαχνε στους
λόφους της Σάντα Άννα, όπου μάλλον είχαν καταφύγει τα
ζώα, μπορεί να συναντούσε όχι το σκύλο αλλά το Τέρας.
Κι αυτό ήταν τρομερά επικίνδυνο. Από μια τέτοια συνά-
ντηση ήταν πολύ πιθανό να μην έβγαινε ζωντανός.
2
Μετά τη συλληψή του, ο Άρθουρ Στρεκ φυλακίστηκε με
τις κατηγορίες της διάρρηξης, επίθεσης, κακοποίησης και
απόπειρας βιασμού. Επειδή είχε καταδικαστεί ξανά στο
παρελθόν για βιασμό σε τρία χρόνια φυλάκιση, το ποσό
της εγγύησης για την αποφυλάκισή του ήταν μεγάλο. Ο
Στρεκ δεν είχε χρήματα για να το πληρώσει κι έτσι θα έ-
μενε στη φυλακή μέχρι τη δίκη, πράγμα που ήταν μια με-
γάλη ανακούφιση για τη Νόρα.
Την επόμενη μέρα, η Νόρα Ντέβον βγήκε έξω για φα-
γητό με τον Τράβις Κορνέλ. Στην αρχή ξαφνιάστηκε και η
ίδια όταν δέχτηκε την πρότασή του. Αλλά δεν χρειάστηκε
να ψάξει και πολύ για να βρει το λόγο: ήταν ο σκύλος. Ή-
θελε να ξαναβρεθεί κοντά του, επειδή μόνο μαζί του ένιω-
θε ασφαλής και επειδή ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της
που αισθανόταν να την αγαπούν -κι αυτό της άρεσε, ακό-
μη κι αν η αγάπη αυτή προερχόταν από ένα ζώο. 'Επειτα,
κατά βάθος η Νόρα ήξερε ότι ο Τράβις Κορνέλ πρέπει να
ήταν καλός άνθρωπος, γιατί ο Αϊνστάιν τον εμπιστευόταν
-και δεν είχε καμιά αμφιβολία πως ο Αϊνστάιν δεν ξεγε-
λιόταν εύκολα.
Όση ώρα έτρωγαν, ο Αϊνστάιν καθόταν φρόνιμος, με
το λουρί του δεμένο στο πόδι ενός τραπεζιού. Κάθε τόσο
γύριζε και κοίταζε τους άλλους θαμώνες, σαν να παραξε-
νευόταν από την εμφάνισή τους. Η Νόρα, από την άλλη
μεριά, παραξενευόταν απ' όλα. Ήταν η πρώτη φορά που
έτρωγε σε εστιατόριο και όλα τής φαίνονταν υπέροχα.
«Κοίτα εδώ», είπε στον Τράβις όταν τους έφεραν το
φαγητό.
Αυτός κοίταξε το πιάτο της συνοφρυωμένος. «Υπάρχει
κανένα πρόβλημα;»
«Όχι, αλλά κοίτα αυτά τα λαχανικά».
«Είναι μικρά καρότα και κολοκυθάκια».
«Μα πώς τα κάνουν τόσο μικρά; Και κοίτα πώς είναι
κομμένη η άκρη αυτής της ντομάτας. Όλα είναι τόσο ό-
μορφα. Πώς βρίσκουν το χρόνο να τα κάνουν όλα τόσο ό-
μορφα;»
Ήξερε πως όλα αυτά που την κατέπλησσαν φαίνονταν
εντελώς φυσιολογικά στον Τράβις, αλλά δεν μπορούσε να
κρατηθεί. Αυτός την παρακολουθούσε χαμογελώντας, σαν
να χαιρόταν βλέποντας τη να ενθουσιάζεται με όλα. Εκεί-
νη τη μέρα η Νόρα μίλησε και γέλασε περισσότερο από
κάθε άλλη φορά στη ζωή της. Η εμπειρία αυτή ήταν τόσο
συναρπαστική, ώστε ένιωθε ζαλισμένη. Όταν έφυγαν από
το εστιατόριο, δεν θυμόταν και πολλά πράγματα από όσα
είχαν συμβεί.
Από το εστιατόριο γύρισαν με τα πόδια στο σπίτι της
Νόρας, όπου ο Τράβις είχε αφήσει το αυτοκίνητό του. Η
Νόρα κρατούσε το λουρί του σκύλου σε όλο το δρόμο και
ο Αϊνστάιν περπατούσε φρόνιμος δίπλα της, κοιτάζοντάς
την κάθε τόσο με αγάπη.
«Είναι καλό σκυλί», είπε η Νόρα.
«Ναι, πολύ καλό», συμφώνησε ο Τράβις.
«Είναι τόσο φρόνιμος».
«Συνήθως».
«Και τόσο χαριτωμένος».
«Μην τον κολακεύεις και τόσο πολύ».
«Γιατί, φοβάσαι μήπως γίνει ματαιόδοξος;»
«Είναι ήδη ματαιόδοξος», είπε ο Τράβις. «Κι αν πά-
ρουν περισσότερο αέρα τα μυαλά του, θα είναι αδύνατο
να ζήσει κανείς μαζί του».
Ο σκύλος κοίταξε τον Τράβις και φταρνίστηκε δυνατά,
σαν να απαντούσε στο σχόλιο του αφεντικού του.
Η Νόρα γέλασε. «Μερικές φορές νομίζεις ότι καταλα-
βαίνει όλα όσα λέμε».
«Ναι, μερικές φορές».
Όταν έφτασαν στο σπίτι, η Νόρα ήθελε να καλέσει
τον Τράβις να έρθει μέσα, αλλά φοβήθηκε μήπως παρε-
ξηγήσει τις προθέσεις της. Κατά βάθος ήξερε ότι οι φό-
βοι της ήταν υπερβολικοί, αλλά δεν μπορούσε να αποτι-
νάξει από πάνω της όλα εκείνα τα μαθήματα που της είχε
κάνει η θεία της για τους άντρες. Έτσι, τον ευχαρίστησε
απλώς για το γεύμα, χωρίς καν να τολμήσει να του σφίξει
το χέρι. Έσκυψε όμως και αγκάλιασε το σκύλο και ο Αϊν-
στάιν την έγλειψε στο λαιμό. Μετά στάθηκε στην ανοιχτή
πόρτα και τους κοίταζε καθώς έμπαιναν στο φορτηγάκι.
Ο Τράβις τη χαιρέτησε κουνώντας το χέρι και τον χαιρέ-
τησε κι αυτή. Καθώς το αυτοκίνητο πλησίαζε στη γωνία, η
Νόρα μετάνιωσε για τη δειλία της. Αισθάνθηκε την πα-
ρόρμηση να τρέξει πίσω τους, φωνάζοντάς τους να γυρί-
σουν, αλλά μετά το αυτοκίνητο χάθηκε στη γωνία και
βρέθηκε μόνη. Μπήκε απρόθυμα στο σπίτι και έκλεισε
πίσω της την πόρτα.
3
Το κυβερνητικό ελικόπτερο πέρασε πάνω από τους πρό-
ποδες των βουνών Σάντα Άννα πλησιάζοντας στο φαράγγι
Χόλι Τζιμ. Κοιτάζοντας από το παράθυρο, ο Λέμιουελ
Τζόνσον είδε τα αστυνομικά αυτοκίνητα παρκαρισμένα
στον στενό χωματόδρομο που οδηγούσε στο πέτρινο σπίτι,
κοντά σε ένα τζιπ που πρέπει να ανήκε στο θύμα. Το ελι-
κόπτερο προσγειώθηκε σε ένα μικρό ξέφωτο και ο Λεμ,
μαζί με το βοηθό του, τον Κλιφ Σόουμς, κατέβηκαν και
πλησίασαν στο σπίτι.
Εκείνη τη στιγμή βγήκε από την πόρτα ο Γουόλτ Γκέινς,
ο σερίφης της Κομητείας. Ο Γκέινς ήταν ψηλός και μεγα-
λόσωμος, με φαρδείς ώμους και πλατύ στήθος. Είχε κλείσει
τα πενήντα πέντε, αλλά δεν φαινόταν πάνω από σαράντα.
Ο Λεμ Τζόνσον ήταν μαύρος, πολύ πιο κοντός και μι-
κρόσωμος από τον Γκέινς. Ωστόσο, οι δυο άντρες ήταν
στενοί φίλοι. Έκαναν πολλή παρέα και οι γυναίκες τους
είχαν γίνει κι αυτές πολύ φίλες.
Η μηχανή του ελικοπτέρου σταμάτησε και ο Γουόλτ
Γκέινς τον κοίταξε διαπεραστικά. «Δεν μπορώ να καταλά-
βω γιατί ο φόνος ενός ερημίτη ενδιαφέρει την Υπηρεσία
Εθνικής Ασφαλείας», είπε.
«Δε χρειάζεται να καταλάβεις», απάντησε ο Λεμ.
«Και σίγουρα δεν περίμενα να 'ρθεις εδώ ο ίδιος. Νό-
μιζα ότι θα έστελνες κάποιον από τους λακέδες σου».
«Οι πράκτορες της YEA δεν είναι λακέδες», είπε ο Λεμ.
«Μπορεί, αλλά είμαι σίγουρος ότι εσύ έτσι τους φέρεσαι
-σαν λακέδες. Έτσι δεν είναι;» ρώτησε τον Κλιφ Σόουμς.
«Είναι τύραννος», συμφώνησε ο Κλιφ. Ήταν τριάντα
ενός χρονών, με κόκκινα μαλλιά και φακίδες.
«Δε μου φαίνεται παράξενο», είπε ο Γκέινς. «Ξέρεις,
έχει περάσει πολύ δύσκολη ζωή και γι' αυτό του αρέσει να
ταλαιπωρεί όποιον λευκό πέσει στα χέρια του, για να εκ-
δικηθεί για τα χρόνια της καταπίεσης που έχει υποφέρει».
«Ώστε γι' αυτό μ' έχει διατάξει να τον φωνάζω "αφέ-
ντη"», είπε ο Κλιφ.
«Ακριβώς», απάντησε ο Γουόλτ.
Ο Λεμ αναστέναξε. «Αν τελειώσαμε με τα αστεία,
μπορούμε να προχωρήσουμε. Πού είναι το πτώμα;»
«Από δω, αφέντη», είπε ο Γουόλτ.
Μπήκαν όλοι μέσα και ο Λεμ κατάλαβε αμέσως γιατί
ο Γουόλτ έκανε τόσα αστεία. Ήταν μια φυσιολογική αντί-
δραση στη φρίκη που επικρατούσε μέσα στο σπίτι. Τα έπι-
πλα ήταν όλα αναποδογυρισμένα, σπασμένα γυαλιά και
βιβλία ήταν σκορπισμένα στο πάτωμα, ενώ οι τοίχοι και
το δάπεδο ήταν λερωμένα με αίμα. Δύο επιστήμονες εξέ-
ταζαν τα πάντα, πιάνοντας κάθε τόσο κάτι με τα τσιμπιδά-
κια που κρατούσαν και ρίχνοντάς το σε έναν πλαστικό
φάκελο. Το πτώμα είχε εξεταστεί και φωτογραφηθεί και
τώρα ήταν μέσα σε μια πλαστική σακούλα.
«Πώς τον έλεγαν;» ρώτησε ο Λεμ.
«Γουές Ντάλμπεργκ», απάντησε ο Γουόλτ. «Ζούσε εδώ
κάπου δέκα χρόνια, ίσως παραπάνω».
«Ποιος τον βρήκε;»
«Ένας γείτονας».
«Πότε τον σκότωσαν;»
«Μάλλον πριν από τρεις μέρες. Ίσως το βράδυ της
Τρίτης. Πρέπει να περιμένουμε τα τεστ για να μάθουμε
πιο σίγουρα. Ο καιρός ήταν πολύ ζεστός τελευταία κι αυ-
τό επηρεάζει την ταχύτητα της αποσύνθεσης».
Το βράδυ της Τρίτης... Το Τέρας είχε ξεφύγει από τα
εργαστήρια τα ξημερώματα της Τρίτης. Μέχρι το βράδυ
θα μπορούσε να καλύψει αυτή την απόσταση. Ο Λεμ αι-
σθάνθηκε ένα ρίγος να τον διαπερνά.
«Κρυώνεις;» ρώτησε σαρκαστικά ο Γουόλτ.
Ο Λεμ δεν απάντησε. Ήταν φίλοι, αλλά σε αυτή την
περίπτωση είχαν εντελώς αντίθετα συμφέροντα. Ο Γουόλτ
ήθελε να μάθει την αλήθεια και να την κάνει γνωστή στον
κόσμο, ενώ η δουλειά του Λεμ ήταν να αποσιωπηθεί η υ-
πόθεση.
«Βρομάει εδώ μέσα», είπε ο Κλιφ Σόουμς.
«Έπρεπε να δεις πώς βρομούσε πριν βάλουμε το πτώ-
μα στη σακούλα», είπε ο Γουόλτ.
«Δεν είναι μόνο αυτό», είπε ο Κλιφ.
«Όχι, δεν είναι», είπε ο Γουόλτ. «Υπήρχαν επίσης ού-
ρα και κόπρανα».
«Του θύματος;»
«Δε νομίζω», είπε ο Γουόλτ.
«Τους κάνατε κανένα τεστ;» ρώτησε ο Λεμ, προσπα-
θώντας να μην ακούγεται ανήσυχος.
«Όχι. Θα πάρουμε δείγματα στο εργαστήριο. Αλλά
μάλλον ανήκουν σε αυτό που μπήκε από το παράθυρο».
«Θες να πεις στον άνθρωπο που σκότωσε τον Ντάλ-
μπεργκ;»
«Δεν ήταν άνθρωπος», είπε ο Γουόλτ, «και το ξέρεις».
«Δεν ήταν άνθρωπος;» ρώτησε ο Λεμ.
«Τουλάχιστον δεν ήταν άνθρωπος σαν κι εσένα ή εμένα».
«Τότε, τι ήταν;»
«Μακάρι να 'ξερα», είπε ο Γουόλτ. «Αλλά, αν κρίνω α-
πό το πτώμα, ο φονιάς είχε κοφτερά δόντια, ίσως και νύ-
χια, και ήταν πολύ άγριος. Τι λες, ταιριάζει μ' αυτό που
•ψάχνεις;»
Ο Λεμ όμως δεν δάγκωσε το δόλωμα. Για μια στιγμή
δεν μίλησε κανείς. Μετά ο Λεμ αναστέναξε. Η κατάσταση
ήταν πολύ άσχημη. Η αστυνομία δεν θα έβρισκε αρκετά
στοιχεία για να συμπεράνει τι ήταν αυτό που σκότωσε τον
Ντάλμπεργκ, αλλά αυτά τα λίγα που θα έβρισκε θα τους
κέντριζαν πολύ την περιέργεια. Γι' αυτό έπρεπε να σταμα-
τήσει τις έρευνές τους -και χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τη
φιλία του με τον Γουόλτ.
Ξαφνικά ο Λεμ πρόσεξε ότι το σχήμα του σώματος δεν
ήταν σωστό. «Λείπει το κεφάλι», είπε.
«Δε σας ξεφεύγει τίποτα εσάς των ομοσπονδιακών»,
είπε ο Γουόλτ.
«Τον αποκεφάλισαν;» ρώτησε ανήσυχος ο Κλιφ Σόουμς.
«Περάστε από δω», είπε ο Γουόλτ, οδηγώντας τους
στην κουζίνα. Στη μέση του τραπεζιού, πάνω σε ένα πιάτο,
ήταν το κεφάλι του Γουές Ντάλμπεργκ -τα μάτια έλειπαν
από το κρανίο.
«Θεέ μου!» αναφώνησε ο Κλιφ.
Ο Λεμ αισθάνθηκε ναυτία, όχι μόνο γι' αυτό που έπα-
θε ο Ντάλμπεργκ, αλλά και για τα άλλα θύματα που ήξερε
ότι θ' ακολουθούσαν. Ήταν ρεαλιστής και δεν είχε καμιά
αμφιβολία ότι θα χρειαζόταν πολύ χρόνο και υπομονή μέ-
χρι ν' ανακαλύψει το φονιά.
«Μπορώ να σου μιλήσω για λίγο έξω;» είπε ο Γουόλτ,
προχωρώντας προς την ανοιχτή πόρτα του σπιτιού.
Ο Λεμ γΰρι,σε στον Κλιφ. «Εσύ μείνε», είπε, «και φρό-
ντισε να μη φύγει κανείς από δω χωρίς να του μιλήσω».
«Μάλιστα», είπε ο Κλιφ.
Ο Λεμ και ο Γουόλτ Γκέινς βγήκαν στο ξέφωτο. Εκεί ο
Λεμ πρόσεξε ένα κασόνι και μερικά κούτσουρα σκορπι-
σμένα τριγύρω.
«Μάλλον η πάλη άρχισε εδώ», είπε ο Γουόλτ. «Ίσως ο
Ντάλμπεργκ να μάζευε ξύλα για το τζάκι, όταν κάτι βγήκε
από εκείνα τα δέντρα, έτσι του πέταξε το κασόνι κι έτρεξε
στο σπίτι».
Ο Λεμ ήταν ανήσυχος. Αναρωτήθηκε αν το Τέρας ήταν
κάπου εκεί κοντά και τους παρακολουθούσε.
«Λοιπόν, τι τρέχει;» ρώτησε ο Γουόλτ.
«Δεν μπορώ να σου πω τίποτα».
«Θέμα εθνικής ασφαλείας;»
«Ακριβώς».
Ο Λεμ είδε μια κίνηση στους θάμνους λίγο πιο κάτω.
Πρέπει να ήταν της φαντασίας του.
«Μπορείς να κρατήσεις το στόμα σου κλειστό, αν θέ-
λεις, αλλά μερικά πράγματα μπορώ να τα καταλάβω και
μόνος μου. Δεν είμαι βλάκας».
«Ποτέ δεν πίστεψα ότι είσαι».
«Που λες, λοιπόν, το πρωί της Τρίτης όλα τα αστυνομι-
κά τμήματα στις Κομητείες Όραντζ και Σαν Μπερναντίνο
πήραν μια επείγουσα ειδοποίηση από την Υπηρεσία Εθνι-
κής Ασφαλείας. Το μήνυμα μας ζητούσε να πάρουμε μέ-
ρος σ' ένα ανθρωποκυνηγητό και έλεγε ότι θα ακολου-
θούσαν λεπτομέρειες. Όλοι φανταστήκαμε ότι κυνηγού-
σατε κάποιο Ρώσο που είχε κλέψει στρατιωτικά μυστικά».
Ο Λεμ συνέχιζε να κοιτάζει το δάσος χωρίς να λέει τίποτα.
«Το μεσημέρι, όμως, αντί να μας στείλουν τις λεπτομέ-
ρειες, μας ειδοποιούν ότι η έρευνα ακυρώνεται, ότι η αρ-
χική ειδοποίηση έγινε κατά λάθος».
«Ναι», είπε ο Λεμ. Η υπηρεσία είχε καταλάβει άτι δεν
μπσρσΰσε να εμπιστευτεί την τοπική αστυνομία αφού δεν
μπορούσε να την ελέγξει πλήρως. Τη δουλειά αυτή έπρε-
πε να την κάνει ο στρατός.
«Κατά λάθος, ε; Το απόγευμα της Τρίτης μαθαίνουμε
ότι ελικόπτερα των πεζοναυτών από τη βάση του Ελ Τόρο
πετούν πάνω από τους πρόποδες των βουνών Σάντα Άννα.
Και την Τετάρτη το πρωί, εκατό πεζοναύτες με συσκευές
ανίχνευσης έρχονται από το στρατόπεδο του Πέντλετον
για να ψάξουν την περιοχή».
«Ναι, το άκουσα κι εγώ αυτό, αλλά δεν είχε καμιά σχέ-
ση με την υπηρεσία μου», είπε ο Λεμ.
«Οι πεζοναύτες μάς είπαν ότι ήταν μια εκπαιδευτική
άσκηση».
«Αυτό άκουσα κι εγώ».
«Πάντα μάς ειδοποιούν για τις εκπαιδευτικές ασκή-
σεις δέκα μέρες πριν».
Ο Λεμ δεν απάντησε. Είχε δει πάλι κάτι να κινείται
μέσα στο δάσος.
«Οι πεζοναύτες, λοιπόν, μένουν στους λόφους όλη την
Τετάρτη και τη μισή Πέμπτη. 'Οταν όμως μαθαίνουν για την
"άσκηση" αυτή οι δημοσιογράφοι κι έρχονται να δουν τι
συμβαίνει, οι πεζοναύτες τα μαζεύουν ξαφνικά και γυρίζουν
στη βάση τους. Που σημαίνει, ίσως, ότι αυτό που έψαχναν ή-
ταν τόσο ενοχλητικό και τόσο άκρως απόρρητο, που προτι-
μούσαν να μην το βρουν παρά να μάθει γι' αυτό ο Τύπος.
Και μετά, χτες το απόγευμα, η YEA μας ζητά να την ενημε-
ρώσουμε αν πάρουμε τίποτα "παράξενες αναφορές", ή αν
γίνουν τίποτα "ασυνήθιστες επιθέσεις ή εξαιρετικά βίαιοι
φόνοι". Ζητάμε διευκρινίσεις, αλλά δε μας δίνουν καμία».
Ο Λεμ είδε πάλι κάτι να κινείται από σκιά σε σκιά α-
νάμεσα στα δέντρα. Έβαλε το δεξί του χέρι κάτω από το
σακάκι, πιάνοντας τη λαβή του πιστολιού του.
«Και μια ώρα αργότερα βρίσκουμε αυτόν το φουκαρά,
τον Ντάλμπεργκ, κομματιασμένο. Η περίπτωση είναι πολΰ
παράξενη. Είναι ο πιο βίαιος φόνος που έχω δει. Και
ξαφνικά εμφανίζεσαι εσυ, ο διευθυντής της YEA τη£ Νό-
τιας Καλιφόρνιας αυτοπροσώπως, και φαντάζομαι πως
δεν πέρασες από δω για να δεις τι κάνω».
Αυτό το... κάτι κινιόταν τώρα πολΰ πιο κοντά, γΰρω
στα δέκα με δώδεκα μέτρα. Ξαφνικά όρμησε προς το μέ-
ρος τους τσακίζοντας τους θάμνους στο πέρασμά του. Ο
Λεμ έβγαλε ασυναίσθητα μια κραυγή. Τράβηξε το πιστόλι
του και σημάδεψε, έτοιμος να πυροβολήσει.
«Ε, τι έπαθες;» είπε ο Γουόλτ Γκέινις. «Ένα ελάφι είναι».
Και πραγματικά, ήταν ένα ελάφι. Σταμάτησε στην ά-
κρη του ξέφωτου και τους παρατηρούσε με περιέργεια.
«Έχουν εξοικειωθεί με τους ανθρώπους σ' αυτά τα μέ-
ρη», είπε ο Γουόλτ.
Ο Λεμ πήρε μια βαθιά ανάσα και έβαλε το πιστόλι στη
θήκη του, ενώ το ελάφι εξαφανιζόταν πάλι μέσα στο δάσος.
Ο Γουόλτ τον κοίταξε διαπεραστικά. «Τι είναι εκεί έ-
ξω, φίλε;»
Ο Λεμ δεν είπε τίποτα, σκούπισε μόνο τα ιδρωμένα
χέρια του πάνω στο σακάκι του.
«Δε σε έχω ξαναδεί να τρομάζεις έτσι», είπε ο Γουόλτ.
«Α, δεν είναι τίποτα -από τους πολλούς καφέδες».
«Τρίχες», είπε ο Γουόλτ. «Απ' ό,τι φαίνεται, αυτό που
σκότωσε τον Ντάλμπεργκ είναι ένα ζώο, κάτι που έχει
μπόλικα δόντια και νύχια, και είμαι πολύ σίγουρος ότι
πρόκειται για ένα πολύ άγριο ζώο. Από την άλλη μεριά, ό-
μως, κανένα ζώο δε θ' άφηνε το κεφάλι του θύματος του
πάνω σ' ένα πιάτο, στο τραπέζι της κουζίνας. Τα ζώα δεν
κάνουν τέτοια αστεία. Γι' αυτό, λοιπόν, πες μου -με τι έ-
χουμε να κάνουμε;»
«Δε χρειάζεται να ξέρεις, γιατί αυτή την υπόθεση θα
την αναλάβω εγώ».
«Μπα;»
«Έχω τη δυνατότητα να το κάνω αυτό», είπε ο Λεμ.
«Θα το αναλάβουμε εμείς τώρα, Γουόλτ. Θα πάρω όλα τα
στοιχεία που έχουν συγκεντρώσει οι δικοί σου και όλες
τις αναφορές που έχετε γράψει μέχρι τώρα. Εσύ και οι ά-
ντρες σου δεν πρέπει να μιλήσετε σε κανέναν γι' αυτά που
είδατε εδώ. Θα κάνετε ένα. φάκελο για την υπόθεση, αλλά
το μόνο που θα υπάρχει σ' αυτόν θα είναι ένα υπόμνημα
από μένα που θα λέει ότι την υπόθεση την ανέλαβε η
YEA. Ό,τι και να συμβεί, κανείς δεν πρόκειται να κατη-
γορήσει εσένα, Γουόλτ».
«Τρίχες».
«Ξέχνα το».
«Θέλω να ξέρω αν κινδυνεύουν οι άνθρωποι της πε-
ριοχής μου. Πες μου αυτό τουλάχιστον, που να πάρει».
«Ναι».
«Κινδυνεύουν;»
«Ναι».
«Και δεν υπάρχει κανένας τρόπος να μειώσω αυτό τον
κίνδυνο αν κρατήσω την υπόθεση στα χέρια μου;»
«Όχι», είπε ο Λεμ και γύρισε να μπει στο σπίτι.
«Μια στιγμή», είπε ο Γουόλτ. «Θα σου πω τι νομίζω κι
εσύ άκουσέ με μόνο. Δε χρειάζεται να επιβεβαιώσεις, ή
να διαψεύσεις αυτά που θα σου πω. Απλώς άκουσέ με».
«Εντάξει», είπε ανυπόμονα ο Λεμ.
«Λοιπόν: το απόγευμα της Τρίτης, κάποιος μπήκε σε έ-
να σπίτι στο Νιούπορτ Μπιτς και σκότωσε κάποιον Γιάρ-
μπεκ και τη γυναίκα του. Την ίδια νύχτα, κάποιος σκότω-
; σε όλη την οικογένεια Χάντστον στο Λαγκούνα Μπιτς. Οι
[ αστυνομικοί και των δύο περιοχών χρησιμοποιούν τα ίδια
εργαστήρια, οπότε ανακάλυψαν ότι και στις δυο περιπτώ-
σεις είχε χρησιμοποιηθεί το ίδιο όπλο. Αλλά δε μάθαμε τί-
ποτα περισσότερο, γιατί εμφανίστηκε πάλι η YEA και α-
νέλαβε κι αυτές τις υποθέσεις».
Ο Λεμ δεν απάντησε. Είχε μετανιώσει που συμφώνησε
να ακούσει τον Γουόλτ. Ήταν σχεδόν σίγουρο ότι οι φό-
νοι αυτοί είχαν οργανωθεί από τους Σοβιετικούς. Ο Λεμ
τους είχε αναθέσει στους υφισταμένους του, ενώ ο ίδιος
είχε αναλάβει να βρει το σκυλί και το Τέρας.
«Το ίδιο έγινε και με έναν άλλο φόνο, κάποιου δόκτο-
ρα Γουέδερμπι. Τον βρήκαν σήμερα το πρωί, μέσα στο
πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του, και πριν ακόμα προ-
λάβουμε να πάμε στο σπίτι του εμφανίστηκαν οι πράκτο-
ρες της YEA και ανέλαβαν κι αυτή την υπόθεση».
Ο Λεμ είχε αρχίσει ν' ανησυχεί. Δεν περίμενε ότι ο σε-
ρίφης θα συνδύαζε τόσο γρήγορα όλες αυτές τις πληροφο-
ρίες. «Πού θέλεις να καταλήξεις;» ρώτησε.
«Θέλω να καταλήξω στο ότι είναι πολύ παράξενο να έ-
χουμε έξι φόνους διακεκριμένων πολιτών μέσα σε μία μέ-
ρα. Στο κάτω κάτω, εδώ δεν είναι Λος Άντζελες. Και είναι
ακόμη πιο παράξενο που όλες αυτές τις υποθέσεις τις ανέ-
λαβε η YEA. Αυτό λοιπόν μου κίνησε την περιέργεια. Άρ-
χισα να κάνω μερικές έρευνες γι' αυτούς τους ανθρώπους,
ψάχνοντας για κάτι που να τους συνδέει μεταξύ τους».
«Γουόλτ, για όνομα του Θεού!»
«Και ανακαλύπτω ότι όλοι δουλεύουν, ή μάλλον δού-
λευαν, σε ένα ερευνητικό κέντρο, τα Εργαστήρια Μπανο-
ντάιν».
«Γουόλτ, δεν είχες κανένα δικαίωμα να κάνεις αυτές
τις έρευνες».
«Είμαι σερίφης και είχα κάθε δικαίωμα».
«Μα όλοι αυτοί οι φόνοι -εκτός από αυτόν εδώ, του
Ντάλμπεργκ- δεν ανήκουν στη δικαιοσοδία σου», είπε ο
Λεμ. «Και ακόμα και αν ανήκαν, από τη στιγμή που τους
ανέλαβε η YEA απαγορεύεται από το νόμο να συνεχίσεις
τις έρευνες».
Ο Γουόλτ τον αγνόησε. «Έψαξα λοιπόν να δω τι είναι
τα Εργαστήρια Μπανοντάιν και ανακάλυψα ότι ασχολού-
νται με έρευνες στη γενετική μηχανή, στους ανασυνδυα-
σμούςτου DNA...»
«Είσαι αδιόρθωτος».
«Βέβαια, δε βρήκα τίποτα που να δείχνει ότι τα εργα-
στήρια δούλευαν για την κυβέρνηση, αλλά αυτό δε ση-
μαίνει τίποτα. Μπορεί η δουλειά τους να ήταν άκρως α-
πόρρητη».
«Γουόλτ, ξέρεις τι μπορεί να πάθεις χώνοντας τη μύτη
σου σ' αυτά τα πράγματα;»
«Απλώς έκανα μερικές υποθέσεις».
«Μερικές υποθέσεις που μπορεί να σε στείλουν στα
κάγκελα».
«Έλα τώρα, Λεμ. Μη μου κάνεις το δύσκολο».
«Είσαι αδιόρθωτος».
«Ναι, μου το ξανάπες αυτό. Τέλος πάντων, άρχισα,
που λες, να σκέφτομαι και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι
οι φόνοι αυτών των ανθρώπων που δούλευαν στα Εργα-
στήρια Μπανοντάιν πρέπει να έχουν σχέση με την έρευνα
που έκαναν οι πεζοναύτες και με το φόνο του Γουέσλι
Ντάλμπεργκ».
«Μα ο φόνος του Ντάλμπεργκ δε μοιάζει με τους υπό-
λοιπους».
«Ναι, βέβαια, δε μοιάζει. Δεν ήταν ο ίδιος φονιάς. Οι
άλλοι χτυπήθηκαν από κάποιον επαγγελματία, ενώ τον
καημένο τον Ντάλμπεργκ τον έκαναν κομμάτια. Υπάρχει
όμως κάποια σύνδεση μεταξύ τους, γιατί αλλιώς δε θα σ'
ενδιέφερε η υπόθεση, και η σύνδεση είναι τα Εργαστήρια
Μπανοντάιν. Να λοιπόν τι σκέφτηκα: φαίνεται ότι εκεί, στο
Μπανοντάιν, δούλευαν με κάποια γενετικά μεταλλαγμένα
μικρόβια και τους ξέφυγαν, μόλυναν κάποιον. Αλλά δεν
τον αρρώστησαν απλώς. Πρέπει να του προκάλεσαν εγκε-
φαλικές βλάβες και τον μετέτρεψαν σε ένα άγριο κτήνος».
«Ένας σύγχρονος δόκτωρ Τζέκιλ;» είπε σαρκαστικά ο
Λεμ.
«Αυτός ο τύπος λοιπόν έφυγε από το εργαστήριο πριν
καταλάβει τι του έχει συμβεί, άρχισε να περιπλανιέται
στους λόφους, ήρθε εδώ και επιτέθηκε στον Ντάλμπεργκ».
«Πρέπει να βλέπεις πολλές ταινίες φρίκης».
«Όσο για τη Γιάρμπεκ και τους άλλους, ίσως να τους
σκότωσαν επειδή ήξεραν τι συνέβη και φοβήθηκαν τόσο
πολύ για τις συνέπειες, που ήθελαν να μιλήσουν στις εφη-
μερίδες».
Έ ν α ουρλιαχτό ακούστηκε από το δάσος -ίσως ήταν
κάποιο κογιότ. Ο Λεμ ήθελε ν' απομακρυνθεί από αυτό το
μέρος, αλλά πρώτα έπρεπε να αναγκάσει το σερίφη να
σταματήσει αυτές τις ενοχλητικές έρευνες.
«Δηλαδή, θέλεις να πεις ότι η κυβέρνηση έβαλε να
σκοτώσουν αυτούς τους επιστήμονες για να τους κλείσουν
το στόμα;»
Ο Γουόλτ συνοφρυώθηκε, ξέροντας ότι το σενάριο που
είχε περιγράψει ήταν εντελώς απίθανο.
«Δε μου λες, τα πιστεύεις αλήθεια όλα αυτά που μου
είπες;»
«Όχι», παραδέχτηκε ο Γουόλτ.
«Κι έπειτα, πώς είναι δυνατόν ο φονιάς του Ντάλμπεργκ
να ήταν κάποιος που μολύνθηκε από μεταλλαγμένα μι-
κρόβια; Εσύ ο ίδιος είπες ότι τον σκότωσε κάποιο ζώο με
δόντια και νύχια».
«Εντάξει, εντάξει. Αυτό το κομμάτι δεν το έχω ξεμπερ-
δέψει ακόμη. Αλλά είμαι σίγουρος πως όλα αυτά έχουν
κάποια σχέση με το Μπανοντάιν, έτσι δεν είναι;»
«Όχι, κάνεις λάθος», είπε ο Λεμ.
«Αλήθεια;»
«Αλήθεια». Αισθανόταν πολύ άσχημα που έλεγε ψέμα-
τα στον Γουόλτ, αλλά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετι-
κά. «Κανονικά δεν έπρεπε να σου το πω αυτό, αλλά είμα-
στε φίλοι».
«Δηλαδή, δεν έχει καμιά σχέση με το Μπανοντάιν;»
«Καμιά. Είναι απλή σύμπτωση που αυτοί οι επιστήμο-
νες δούλευαν εκεί».
«Ώστε δεν έχει σχέση με το Μπανοντάιν;» του είπε ο
Γουόλτ αναστενάζοντας. «Αλλά σε ξέρω καλά, φίλε. Εσύ
θα ήσουν ικανός να πεις ψέματα και στην ίδια σου τη μά-
να, αν αυτό εξυπηρετούσε τα εθνικά συμφέροντα».
Ο Λεμ δεν απάντησε.
«Εντάξει», είπε ο Γουόλτ. «Ξέχνα το. Η υπόθεση είναι
δική σου. Εκτός αν σκοτωθεί κι άλλος κόσμος στην περιο-
χή μου. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, μπορεί να προσπαθήσω να
πάρω πάλι στα χέρια μου την κατάσταση. Έ χ ω κάποιο
καθήκον απέναντι σ' αυτούς τους ανθρώπους, ξέρεις».
«Ναι, το ξέρω», είπε ο Λεμ, νιώθοντας τύψεις.
Είχε αρχίσει να πέφτει το σκοτάδι και από το δάσος α-
κούγονταν τα ουρλιαχτά των κογιότ. Ξαφνικά ακούστηκε
ένα άλλο, διαφορετικό ουρλιαχτό. Πρέπει να είναι κού-
γκαρ, σκέφτηκε ο Λεμ, αλλά ήξερε ότι προσπαθούσε να
ξεγελάσει τον εαυτό του.
Την Κυριακή, δΰο μέρες μετά το γεύμα της Παρασκευής,
ο Τράβις και η Νόρα πήγαν στο Σόλβανγκ, ένα τουριστικό
χωριό στην κοιλάδα Σάντα Ινές.
Καθώς περπατούσαν στους δρόμους κοιτάζοντας τις
βιτρίνες ο Τράβις αισθάνθηκε αρκετές φορές την παρόρ-
μηση να πιάσει το χέρι της Νόρας. Σκέφτηκε όμως ότι ί-
σως εκείνη να μην ήταν έτοιμη ακόμη και για μια τόσο α-
θώα εκδήλωση τρυφερότητας. Η Νόρα φορούσε και πάλι
ένα ασουλούπωτο φόρεμα, μπλε αυτή τη φορά, και τα
μαλλιά της έπεφταν ίσια στους ώμους της.
Ο Τράβις απολάμβανε κάθε στιγμή που περνούσε μαζί
της. Ήταν τρομερά ευαίσθητη, αθώα και ντροπαλή. Όλα
όσα έβλεπε γύρω της της προκαλούσαν απορία και θαυ-
μασμό. Πέρασαν μερικές υπέροχες ώρες εξερευνώντας
την πόλη, σταματώντας από βιτρίνα σε βιτρίνα, χαζεύο-
ντας το ετερόκλητο πλήθος των ξένων που κυκλοφορούσε
στους δρόμους. Η μέρα τους ήταν θαυμάσια -εκτός από
μια άσχημη στιγμή. Καθώς πλησίαζαν ένα κατάστημα με
είδη δώρων, ξαφνικά η Νόρα κοίταξε γύρω της το παρά-
ξενο περιβάλλον, το πλήθος των τουριστών κι ένιωσε να
παραλύει. Δεν μπορούσε να κουνηθεί. Ο Τράβις την οδή-
γησε στο παγκάκι ενός μικρού πάρκου, όπου κάθισε τρέ-
μοντας για μερικά λεπτά, μέχρι να καταφέρει να του εξη-
γήσει τι είχε πάθει.
«Δεν είναι τίποτα», κατάφερε να πει τελικά με τρεμά-
μενη φωνή. «Είναι όλα αυτά τα καινούρια πράγματα... τό-
σα πολλά καινούρια πράγματα μαζί. Ζαλίστηκα. Με συγ-
χωρείς».
«Δεν πειράζει», είπε ο Τράβις συγκινημένος.
«Δεν είμαι συνηθισμένη να βγαίνω έξω. Μας κοιτάζει
ο κόσμος;»
«Όχι, κανείς δεν κοιτάζει. Δε συμβαίνει τίποτα πε-
ρίεργο».
Έμεινε καθισμένη για λίγο, σκυφτή, με τους ώμους μα-
ζεμένους, μέχρι που ο Αϊνστάιν ακούμπησε το κεφάλι του
στα γόνατά της. Άρχισε να τον χαϊδεύει και σιγά σιγά φά-
νηκε να συνέρχεται.
«Διασκέδαζα πολύ», είπε στον Τράβις, χωρίς να ση-
κώσει το κεφάλι. «Διασκέδαζα πραγματικά -και μετά
σκέφτηκα πόσο μακριά ήμουν από το σπίτι μου, πόσο μα-
κριά...»
«Δεν είμαστε και τόσο μακριά. Λιγότερο από μία ώρα
με το αυτοκίνητο».
«Είναι μακριά», επέμεινε η Νόρα.
Ο Τράβις σκέφτηκε ότι, γι' αυτή, η απόσταση ήταν
πραγματικά μεγάλη.
«Και τότε κατάλαβα πόσο είχα απομακρυνθεί από το
σπίτι μου και πόσο... πόσο διαφορετικά ήταν όλα... και μ'
έπιασε ένας φόβος -σαν μικρό παιδί».
«Θέλεις να γυρίσουμε στη Σάντα Μπάρμπαρα;»
«Όχι!» είπε η Νόρα, κοιτάζοντάς τον για πρώτη φορά
στα μάτια. «Όχι, θέλω να μείνουμε εδώ όλη τη μέρα. Να
φάμε σε ένα εστιατόριο, όπως κάνει όλος ο κόσμος, και
να γυρίσω στο σπίτι μου το βράδυ». Επανέλαβε τις δύο τε-
λευταίες λέξεις με δέος. «Το βράδυ».
«Εντάξει».
«Εκτός, βέβαια, αν εσύ θέλεις να γυρίσουμε νωρίτερα».
«Όχι, όχι», είπε ο Τράβις. «Κι εγώ ήθελα να μείνουμε
όλη μέρα».
«Αυτό είναι πολύ ευγενικό από μέρους σου».
Ο Τράβις την κοίταξε υψώνοντας τα φρύδια. «Τι θες
να πεις;»
«Ξέρεις».
«Όχι, δεν ξέρω».
«Που με βοηθάς να "βγω" στον κόσμο. Που χάνεις το
χρόνο σου μαζί μου. Σ' ευχαριστώ».
Ο Τράβις την κοίταξε κατάπληκτος. «Νόρα, ό,τι κάνω
δεν το κάνω σαν ελεημοσύνη!»
«Είμαι σίγουρη ότι ένας άντρας σαν κι εσένα θα είχε
κάτι καλύτερο να κάνει μια Κυριακή απόγευμα».
«Α, ναι», είπε αυτός σαρκαστικά. «Θα μπορούσα να
μείνω σπίτι και να γυαλίσω όλα μου τα παπούτσια».
Εκείνη τον κοίταξε με δυσπιστία.
«Μα το Θεό, μιλάς σοβαρά, ε;» είπε ο Τράβις. «Νομί-
ζεις ότι είμαι μαζί σου επειδή σε λυπάμαι».
Εκείνη δάγκωσε το χείλι της. «Δεν έχει σημασία», είπε
κοιτάζοντας το σκύλο. «Δε με πειράζει».
«Μα, για όνομα του Θεού, δεν το κάνω επειδή σε λυ-
πάμαι! Το κάνω επειδή μου αρέσει να είμαι μαζί σου.
Πραγματικά, μου αρέσει να είμαι μαζί σου».
Παρ' όλο που είχε χαμηλωμένο το κεφάλι, ήταν σίγου-
ρος πως είχε γίνει κατακόκκινη. Για λίγο έμειναν και οι
δυο σιωπηλοί. Ο Αϊνστάιν την κοίταζε με αγάπη, ενώ πότε
πότε γύριζε κι έριχνε μια ματιά στον Τράβις, σαν να του
έλεγε, Εμπρός, λοιπόν. Έκανες την αρχή μιας σχέσης -μην
κάθεσαι εκεί σαν βλάκας. Πες κάτι, κάνε κάτι.
Η Νόρα τον χάιδεψε μερικές φορές, μετά είπε: «Είμαι
εντάξει τώρα».
Βγήκαν από το μικρό πάρκο και συνέχισαν το δρόμο
τους περνώντας μπροστά από μαγαζιά. Ο Τράβις αισθα-
νόταν σαν να φλέρταρε μια καλόγρια. Και το χειρότερο ή-
ταν ότι και ο ίδιος, μετά το θάνατο της γυναίκας του δεν
είχε καθόλου σχέσεις με γυναίκες, έτσι η κατάσταση φαι-
νόταν και στον ίδιο καινούρια και παράξενη.
Ο Αϊνστάιν τους ακολουθούσε στη βόλτα τους, δεμένος
από το λουρί του και περπατώντας δίπλα τους σαν ένας
συνηθισμένος σκύλος. Λίγο αργότερα, όμως, έκανε κάτι
που αποκάλυψε την εκπληκτική ευφυΐα του στη Νόρα -αν
και αυτή, στην αρχή, δεν κατάλαβε τι συνέβαινε.
Περνούσαν μπροστά από ένα πρακτορείο εφημερίδων,
όταν ξαφνικά ο Αϊνστάιν όρμησε προς τα ράφια των πε-
ριοδικών, τινάζοντας το λουρί του από τα χέρια της Νό-
ρας. Πριν προλάβουν να τον σταματήσουν, πήρε ένα πε-
ριοδικό με τα δόντια του, το έφερε κοντά τους και το άφη-
σε μπροστά στη Νόρα. Ήταν η Σύγχρονη Νύφη. Ο Τράβις
πήγε να τον πιάσει, αλλά ο Αϊνστάιν του ξέφυγε. Έφερε
με τον ίδιο τρόπο άλλο ένα αντίτυπο του Σύγχρονη Νύφη
και το άφησε μπροστά στον Τράβις, τη στιγμή που η Νόρα
σήκωνε το δικό της και το πήγαινε πίσω στο ράφι.
«Ανόητο σκυλί», είπε η Νόρα. «Τι σου ήρθε ξαφνικά;»
Ο Τράβις έπιασε το λουρί του και μετά πήρε το δεύτε-
ρο περιοδικό και το έβαλε κι αυτό στη θέση του. Ήξερε
πολύ καλά τι εννοούσε ο Αϊνστάιν, αλλά δεν είπε τίποτα
για να μη φέρει σε δύσκολη θέση τη Νόρα.
Συνέχισαν το δρόμο τους, με τον Αϊνστάιν να περπατά
ήρεμα δίπλα τους. Αλλά δεν είχαν κάνει πάνω από είκοσι
βήματα, όταν όρμησε και πάλι προς το πρακτορείο, τρα-
βώντας το λουρί του από το χέρι του Τράβις. Σε λίγο γύρι-
σε πάλι με ένα περιοδικό στο στόμα του. Ήταν η Σύγχρο-
νη Νύφη.
Η Νόρα δεν είχε καταλάβει ακόμα τι συνέβαινε. Η συ-
μπεριφορά του σκύλου τής φαινόταν αστεία. «Τι συμβαί-
νει, ανόητο σκυλί;» είπε χάίδεύοντάς τον. «Τόσο πολύ σου
αρέσει αυτό το περιοδικό;»
Ο Τράβις έσκυψε για να πάρει το περιοδικό, αλλά ο
Αϊνστάιν το άρπαξε πρώτος, το δάγκωσε και τίναξε το κε-
φάλι του με δύναμη δεξιά αριστερά.
«Κακό σκυλί», είπε η Νόρα, κατάπληκτη με το απρό-
σμενο φέρσιμο του Αϊνστάιν.
Ο σκύλος άφησε το περιοδικό. Ήταν τσαλακωμένο
και βρεγμένο από σάλια.
«Τώρα θα πρέπει να το αγοράσουμε», είπε ο Τράβις.
Ο σκύλος κάθισε στο πεζοδρόμιο και τον κοίταξε.
Φαινόταν να χαμογελά.
Η Νόρα εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει ότι η συ-
μπεριφορά του σκύλου είχε κάποιο σκοπό. Δεν ήξερε α-
κόμη ότι διέθετε μια εκπληκτική ευφυΐα.
Ο Τράβις κοίταξε άγρια το σκύλο και του είπε: «Στα-
μάτα αυτές τις ανοησίες. Με κατάλαβες;»
Ο Αϊνστάιν χασμουρήθηκε.
Πλήρωσαν το περιοδικό και συνέχισαν το δρόμο τους.
Πριν όμως φτάσουν στη γωνία, ο Αϊνστάιν άρχισε πάλι τις
τρέλες, προσπαθώντας να εξηγήσει καλύτερα το μήνυμά
του. Ξαφνικά άρπαξε το χέρι της Νόρας, κρατώντας το
μαλακά με τα δόντια του, και την τράβηξε μπροστά σε μια
γκαλερί όπου στεκόταν ένα νεαρό ζευγάρι θαυμάζοντας
τους πίνακες. Είχαν μαζί τους ένα καρότσι και ο Αϊνστάιν
κατάφερε με τα καμώματά του να στρέψει την προσοχή
της Νόρας στο μωρό. Δεν της άφησε το χέρι, μέχρι που την
ανάγκασε να σκύψει και να χαϊδέψει το χέρι του παιδιού.
Η Νόρα κοίταξε τους γονείς του ντροπιασμένη. «Φαί-
νεται, βρίσκει πολύ όμορφο το μωρό σας», είπε. «Και
πραγματικά είναι».
Το ζευγάρι κοίταξε ανήσυχο το σκύλο, μετά όμως κα-
τάλαβαν ότι δεν είχε πρόθεση να πειράξει το μωρό.
«Πόσων χρονών είναι;» ρώτησε η Νόρα.
«Δέκα μηνών», είπε η μητέρα.
«Πώς τη λένε;»
«Λάνα».
«Όμορφο όνομα».
Επιτέλους, ο Αϊνστάιν άφησε το χέρι της Νόρας.
Λίγο πιο κάτω, ο Τράβις έσκυψε, σήκωσε το ένα αυτί
του σκΰλου και του είπε: «Αρκούν τα κόλπα σου. Αν θέ-
λεις να σου ξαναδώσω φαΐ, θα καθίσεις φρόνιμος».
Η Νόρα φαινόταν παραξενεμένη. «Μα τι έπαθε ξαφ-
νικά;»
Ο Αϊνστάιν χασμουρήθηκε και ο Τράβις κατάλαβε ότι
δεν είχε τελειώσει ακόμη τις τρέλες του. Μέσα στα επόμε-
να δέκα λεπτά, ο σκύλος έσυρε άλλες δύο φορές τη Νόρα
από το χέρι για να της δείξει δύο ακόμη μωρά.
Η Σύγχρονη Νύφη και μωρά.
Το μήνυμα ήταν τώρα ξεκάθαρο, ακόμη και για τη Νό-
ρα: Εσύ και ο Τράβις πρέπει να είστε μαζί. Παντρευτείτε.
Κάντε παιδιά. Κάντε οικογένεια. Τι περιμένετε;
Επιτέλους, ο Αϊνστάιν αποφάσισε ότι τους είχε δώσει
να καταλάβουν αυτό που ήθελε και σταμάτησε τις αταξίες
του. Φαινόταν πολύ ικανοποιημένος με τον εαυτό του.
Αργότερα πήγαν για φαγητό σε ένα εστιατόριο που εί-
χε τραπέζια έξω, για να έχουν δίπλα τους και τον Αϊν-
στάιν. Όσο έτρωγαν, η Νόρα κοίταξε πολλές φορές τον
Αϊνστάιν παραξενεμένη, πότε ρίχνοντάς του κρυφές ματιές
και πότε παρατηρώντας τον φανερά. Ο Τράβις δεν μίλησε
καθόλου για ό,τι έγινε, προσποιούμενος ότι είχε ξεχάσει
την όλη υπόθεση. Όταν όμως ο σκύλος γύριζε προς το μέ-
ρος του και η Νόρα κοίταζε κάπου αλλού, άρχιζε να τον α-
πειλεί, μιλώντας ψιθυριστά: Κομμένες οι μηλόπιτες. Κοντό
λουρί. Φίμωτρο. Θα σε στείλω κατευθείαν στον μπόγια.
Ο Αϊνστάιν τον κοίταζε ήρεμος και απαντούσε με ένα
χασμουρητό, ή ξεφυσώντας από τα ρουθούνια του.
Νωρίς το βράδυ της Κυριακής, ο Βινς Νάσκο έκανε μια ε-
πίσκεψη στον Τζόνι Σαντίνι, τον Τζόνι τον Σΰρμα, όπως
τον έλεγαν, επειδή στα δεκαπέντε του χρόνια είχε πνίξει
με τη χορδή ενός πιάνου έναν έμπορο ναρκωτικών που
τόλμησε να μπει στην περιοχή της Μαφίας. Ο θείος του, ο
Ρελίτζιο Φουστίνο, ήταν ο όον μιας από τις πέντε οικογέ-
νειες της Μαφίας στη Νέα Υόρκη. Ύστερα από αυτή την
πρωτοβουλία του ανιψιού του, τον έβαλε σε μια καλοπλη-
ρωμένη θέση στις επιχειρήσεις της οικογένειας. Τώρα, ο
Τζόνι ήταν τριάντα πέντε χρονών και ζούσε σε ένα πανά-
κριβο σπίτι στο Σαν Κλεμέντε.
«Πέρνα μέσα, πέρνα μέσα», είπε ο Τζόνι, όταν του ά-
νοιξε την πόρτα. «Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω. Φαίνεσαι
μια χαρά. Πάντα κακός σαν φίδι;»
«Σαν κροταλίας», είπε ο Βινς. Ντρεπόταν λίγο που έ-
λεγε τέτοιες βλακείες, αλλά αυτή η διάλεκτος άρεσε πολύ
στον Τζόνι.
«Είχα πολύ καιρό να σε δω. Νόμισα ότι σε είχαν χώσει
στη στενή».
«Εγώ δεν πρόκειται να πάω ποτέ στη στενή», είπε ο
Βινς. Πάντα πίστευε ότι δεν ήταν γραφτό του να πάει φυ-
λακή.
«Αυτό είναι. Αν σε στριμώξουν ποτέ σε καμιά γωνία,
καθάρισε όσους μπορείς, πριν σε φάνε. Αυτός είναι ο κα-
λύτερος τρόπος για να τα τινάξεις», είπε ο Τζόνι, παρερ-
μηνεύοντας τα λόγια του Βινς.
Στο πολυτελές λίβινγκ ρουμ καθόταν μια όμορφη ξαν-
θιά διαβάζοντας ένα περιοδικό. Δεν πρέπει να ήταν πάνω
από είκοσι. Φορούσε κόκκινες μεταξωτές πιτζάμες που έ-
δειχναν ολοκάθαρα τις καμπύλες της.
«Από δω η Σαμάνθα», είπε ο Τζόνι. Μετά γύρισε στη
Σαμάνθα. «Κοριτσάκι, αυτός εδώ είναι ένας σπουδαίος
τύπος, ένας θρύλος μέσα στη φρατελάντσα».
Ο Βινς ένιωθε σαν βλάκας.
«Τι είναι η φρατελάντσα;» ρώτησε η ξανθιά με μια ε-
κνευριστικά ψιλή φωνή.
Ο Τζόνι έσκυψε και της χάιδεψε το στήθος. «Δεν ξέρει
τη διάλεκτο, Βινς», είπε στον Νάσκο. «Είναι άσχετη».
«Άσχετος είσαι και φαίνεσαι», είπε άγρια η Σαμάνθα.
Ο Τζόνι τη χαστούκισε τόσο δυνατά, που κόντεψε να
την πετάξει από την πολυθρόνα που καθόταν. «Να προσέ-
χεις τα λόγια σου, σκύλα».
«Συγνώμη, Τζόνι», είπε αυτή δακρυσμένη.
«Ηλίθια σκύλα», μουρμούρισε ο Τζόνι.
«Δεν ξέρω τι με πιάνει», είπε αυτή. «Είσαι τόσο καλός
μαζί μου, Τζόνι. Πραγματικά σιχαίνομαι τον εαυτό μου».
Ο Βινς παρακολουθούσε αηδιασμένος.
Ο Τζόνι την ξανάπε σκύλα και μετά οδήγησε τον Βινς
στο μεγάλο γραφείο του, κλείνοντας πίσω τους την πόρτα.
«Είναι λίγο ηλίθια, αλλά στο κρεβάτι δεν την πιάνει καμία».
Ο Βινς δεν είχε όρεξη για τέτοιες συζητήσεις. Έβγαλε
ένα φάκελο από την τσέπη του σακακιού του. «Χρειάζο-
μαι πληροφορίες», είπε.
Ο Τζόνι πήρε το φάκελο, κοίταξε το πάκο από εκατο-
δόλαρα που υπήρχε μέσα και είπε: «Ό,τι θέλεις θα το
'χεις».
Γύρω γύρω στο γραφείο υπήρχαν συνεχόμενα τραπέ-
ζια και πάνω τους ήταν στημένοι οχτώ διαφορετικοί υπο-
λογιστές, ο καθένας με δική του τηλεφωνική γραμμή και
μόντεμ. Όλοι ήταν αναμμένοι και σε μερικές οθόνες έτρε-
χαν προγράμματα.
Ο Τζόνι ο Σύρμας είχε σκοτώσει ανθρώπους και είχε
διαπράξει κάθε είδους εγκλήματα. Ήρθε η στιγμή όμως
που άρχισε να τα βαριέται όλα αυτά και όταν οι ηλεκτρονι-
κοί υπολογιστές άνοιξαν νέους ορίζοντες εγκληματικής
δραστηριότητας ο Τζόνι άρπαξε την ευκαιρία και, καθώς
είχε ταλέντο στα ηλεκτρονικά, γρήγορα έγινε ο μεγαλύτε-
ρος ειδικός της Μαφίας στους υπολογιστές. Έγινε τόσο ει-
δικός σ' αυτό τον τομέα, ώστε μπορούσε να εισχωρήσει
σχεδόν σε οποιοδήποτε σύστημα ασφαλείας και να απο-
σπάσει απόρρητες κυβερνητικές ή εμπορικές πληροφορίες.
Ο Τζόνι κάθισε στην ειδική καρέκλα με τις ρόδες. «Λοι-
πόν, τι μπορώ να κάνω για σένα;» ρώτησε.
«Μπορείς να εισχωρήσεις στους υπολογιστές της αστυ-
νομίας;»
«Πανεύκολο».
«Θέλω να μάθω αν, από την περασμένη Τρίτη, κάποια
αστυνομική υπηρεσία της Κομητείας άνοιξε φάκελο για
μερικούς ιδιαίτερα παράξενους φόνους».
«Ποια είναι τα θύματα;»
«Δεν ξέρω. Ψάχνω απλώς για παράξενους φόνους».
«Από ποια άποψη παράξενους;»
«Δεν είμαι σίγουρος. Ίσως... ίσως κάποιος με ξεσκι-
σμένο το λαιμό. Κάποιος που να τον έκαναν κομμάτια.
Κάποιος που να τον έφαγε ένα ζώο».
Ο Τζόνι τον κοίταξε παραξενεμένος. «Αν γινόταν κάτι
τέτοιο, θα το έγραφαν οι εφημερίδες».
«Ίσως και όχι», είπε ο Βινς. «Οι φόνοι μπορεί να έ-
χουν αναφερθεί, αλλά η αστυνομία μάλλον θα έχει απο-
σιωπήσει τις λεπτομέρειες, για να φαίνονται σαν συνηθι-
σμένες ανθρωποκτονίες. Έτσι, απ' αυτά που θα γράψουν
οι εφημερίδες, δε θα μπορώ να ξέρω αν μια υπόθεση εί-
ναι από αυτές που μ' ενδιαφέρουν».
«Εντάξει. Έγινε».
«Ήθελα επίσης να ρίξεις μια ματιά στα αρχεία της
Κομητειακής Υπηρεσίας Ελέγχου Ζώων και να δεις αν έ-
χουν πάρει καμιά αναφορά για ασυνήθιστες επιθέσεις α-
πό κογιότ ή κούγκαρ ή άλλα αρπακτικά ζώα. Και όχι μό-
νο επιθέσεις σε ανθρώπους αλλά και σε άλλα ζώα -αγε-
λάδες, πρόβατα. Ή μπορεί να υπάρχει κάποια γειτονιά,
ίσως στην ανατολική πλευρά της Κομητείας, όπου να εξα-
φανίζονται πολλά κατοικίδια ζώα ή να τα βρίσκουν ξε-
σκισμένα».
Ο Τζόνι χαμογέλασε. «Τι ψάχνεις να βρεις; Κανένα
λυκάνθρωπο;» ρώτησε γελώντας. Αυτό βέβαια ήταν έξω
από τους «κανονισμούς». Οι άνθρωποι του κυκλώματος
δεν ανακατεύονταν ποτέ ο ένας στις δουλειές του άλλου.
«Και κάτι άλλο», συμπλήρωσε ο Βινς. «Θέλω να ξέρω
αν κάποια αστυνομική υπηρεσία της Κομητείας κάνει μια
συγκαλυμμένη έρευνα για ένα χρυσαφί σκυλί».
«Σκυλί;»
«Ναι».
«Οι αστυνομικοί συνήθως δεν ψάχνουν για χαμένα
σκυλιά».
«Το ξέρω», είπε ο Βινς.
«Έχει όνομα αυτό το σκυλί;»
«Όχι».
«Θα το ελέγξω. Τίποτ' άλλο;»
«Αυτό είναι όλο. Τι λες, γίνεται;»
«Θα σου τηλεφωνήσω το πρωί. Νωρίς».
Ο Βινς κούνησε το κεφάλι. «Και ανάλογα με το τι θα
βρεις, μπορεί να σε χρειαστώ για να παρακολουθείς τις ε-
ξελίξεις πάνω σ' αυτά τα θέματα σε καθημερινή βάση».
«Παιχνιδάκι», είπε ο Τζόνι.
Την Κυριακή το βράδυ ο Τράβις αισθανόταν μια ευχάρι-
στη κούραση από τη εκδρομή τους στο Σόλβανγκ. Ήταν
σίγουρος πως θα αποκοιμιόταν αμέσως μόλις ξάπλωνε,
διαπίστωσε όμως με έκπληξη ότι δεν τον έπαιρνε ο ύπνος.
Σκεφτόταν συνέχεια τη Νόρα Ντέβον. Τα γκριζοπράσινα
μάτια της, τα μαύρα μαλλιά της, τον λεπτό, γεμάτο χάρη
λαιμό της, το μουσικό γέλιο της, το γλυκό χαμόγελο της.
Ο Αϊνστάιν είχε ξαπλώσει για να κοιμηθεί στο πάτω-
μα, ακούγοντας όμως τον Τράβις να γυρίζει και να ξανα-
γυρίζει χωρίς να τον πιάνει ύπνος, ανέβηκε τελικά κι αυ-
τός στο κρεβάτι και ακούμπησε το κεφάλι και τα μπροστι-
νά του πόδια στο στήθος του Τράβις.
«Είναι τόσο γλυκιά, Αϊνστάιν», του είπε αυτός. «Είναι
ένας από τους πιο γλυκούς και καλούς ανθρώπους που έ-
χω γνωρίσει».
Ο σκύλος τον άκουγε σιωπηλός.
«Και είναι πολύ έξυπνη. Έχει κοφτερό μυαλό, πολύ
πιο κοφτερό απ' ό,τι νομίζει. Βλέπει πολλά πράγματα που
εμένα μου διαφεύγουν. Έχει έναν τρόπο να περιγράφει
τα πράγματα που σε κάνει κι εσένα να τα βλέπεις με και-
νούριο μάτι. Όλος ο κόσμος μού φαίνεται διαφορετικός,
καινούριος, όταν τον βλέπω μέσα από τα μάτια της».
Ο Αϊνστάιν εξακολουθούσε να τον ακούει με προσοχή.
«Όταν σκέφτομαι ότι όλη αυτή η ζωντάνια, η ευφυΐα
και η αγάπη καταπιέζονταν για τριάντα ολόκληρα χρόνια,
μου έρχεται να κλάψω. Τριάντα χρόνια μέσα σ' εκείνο το
παλιό, σκοτεινό σπίτι. Θεέ μου! Και όταν σκέφτομαι ότι υ-
πέμεινε όλα εκείνα τα χρόνια χωρίς αυτό να τη γεμίσει πι-
κρία, έτσι μου έρχεται να την αγκαλιάσω και να της πω
πόσο υπέροχη γυναίκα είναι, πόσο δυνατή και θαρραλέα».
Μια ζωηρή ανάμνηση ήρθε στο νου του Τράβις·. το ά-
ρωμα του σαμπουάν από τα μαλλιά της Νόρας σε μια στιγ-
μή που είχε γείρει κοντά της μπροστά σε μια βιτρίνα στο
Σόλβανγκ. Ανάσανε βαθιά και αισθάνθηκε σαν να το ξα-
ναμΰριζε. Η ανάμνηση του αρώματος της έκανε την καρ-
διά του να αρχίσει να χτυπά πιο γρήγορα.
«Να πάρει η ευχή», είπε. «Την ξέρω μόνο μερικές μέ-
ρες, αλλά μου φαίνεται ότι έχω αρχίσει να την ερωτεύομαι».
Ο Αϊνστάιν σήκωσε το κεφάλι του και γάβγισε σιγανά
μια φορά, σαν να του έλεγε ότι ήταν καιρός να το καταλά-
βει, και σαν να ένιωθε ευχαριστημένος που αυτός τους εί-
χε γνωρίσει.
Ο Τράβις συνέχισε να μιλά για τη Νόρα για μία ώρα α-
κόμη -για τον τρόπο που κοίταζε και περπατούσε, για τη
μελωδική, απαλή φωνή της, για τον μοναδικό τρόπο που έ-
βλεπε τη ζωή, για τη σκέψη και την εξυπνάδα της, ενώ ο
Αϊνστάιν τον άκουγε με το γνήσιο ενδιαφέρον ενός αληθι-
νού φίλου. Ήταν μια υπέροχη ώρα. Μόλις πριν από λίγο πί-
στευε ότι δεν θα μπορούσε να αγαπήσει ξανά κανέναν, δεν
θα μπορούσε ποτέ να νικήσει τον κλοιό της μοναξιάς του.
Αργότερα, εξαντλημένος σωματικά και συναισθηματι-
κά, αποκοιμήθηκε.
Ύστερα από μερικές ώρες ξύπνησε πάλι και αντιλή-
φθηκε αμυδρά τον Αϊνστάιν να στέκεται μπροστά στο πα-
ράθυρο, έχοντας κολλήσει τη μύτη του στο τζάμι. Κοίταζε
έξω στο σκοτάδι, σε πλήρη επιφυλακή.
Ο Τράβις κατάλαβε ότι ο σκύλος ήταν ανήσυχος.
Όμως, στο όνειρο που έβλεπε εκείνη τη στιγμή κρα-
τούσε το χέρι της Νόρας και δεν ήθελε να ξυπνήσει εντε-
λώς για να μη χάσει αυτή την υπέροχη φαντασίωση.
To πρωί της Δευτέρας, 24 του Μάη, ο Λέμιουελ Τζόνσον
και ο Κλιφ Σόουμς πήγαν σε ένα μικρό ζωολογικό κήπο
που υπήρχε μέσα στο μεγάλο Ίρβαϊν Παρκ, στα ανατολικά
της Κομητείας Όραντζ. Δώδεκα ζώα ήταν νεκρά, κατακρε-
ουργημένα. Κάποιος είχε μπει τη νΰχτα στα κλουβιά των
ζώων και είχε σκοτώσει τρεις μικρές κατσίκες, ένα ελάφι
με το μικρό του, δυο παγόνια, ένα κουνέλι, μια προβατίνα
και δύο αρνάκια. Είχε σκοτωθεί επίσης ένα πόνι πέφτοντας
επανειλημμένα πάνω στο φράχτη, στην προσπάθειά του να
ξεφύγει από τον επιδρομέα που σκότωσε τα άλλα ζώα.
Ο Λεμ εξέτασε τα σκοτωμένα ζώα, κρατώντας ένα μα-
ντίλι στη μύτη του. Η βρόμα ήταν ανυπόφορη, κυρίως από
τα κόπρανα και τα ούρα που είχε αφήσει στα κλουβιά ο
δράστης, όπως είχε κάνει και στο σπίτι του Ντάλμπεργκ.
Πολλά από τα ζώα είχαν βγαλμένα μάτια, μια σίγουρη έν-
δειξη ότι είχαν να κάνουν με το ίδιο ζώο που είχε σκοτώ-
σει τον Ντάλμπεργκ.
«Βρισκόμαστε μόνο λίγα μίλια βορειοδυτικά από το
σπίτι του Ντάλμπεργκ», είπε ο Λεμ.
Ο Κλιφ κούνησε το κεφάλι.
«Προς τα πού λες να πηγαίνει;» ρώτησε ο Λεμ.
Ο Κλιφ ανασήκωσε τους ώμους.
«Ναι», είπε ο Λεμ. «Δεν μπορούμε να ξέρουμε πού πη-
γαίνει. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε με ποιο τρόπο σκέ-
φτεται για να προβλέψουμε τι θα κάνει. Ας προσευχηθού-
με μόνο να μην πλησιάσει στις πυκνοκατοικημένες περιο-
χές της Κομητείας. Δε θέλω να σκεφτώ τι θα γίνει αν φτά-
σει στα ανατολικά προάστια».
* * *
8
Ήταν Τρίτη βράδυ, 25 του Μάη. Η δεκατριάχρονη Τρέι-
σι Λη Κίσαν ένιωθε τέτοια υπερδιέγερση και χαρά, που
της ήταν αδύνατο να κοιμηθεί. Η Τρέισι είχε ένα μεγάλο
πάθος, τα άλογα, και αυτή τη μέρα θα τη θυμόταν σ' όλη
της τη ζωή. Σήμερα είχε αποκτήσει επιτέλους ένα δικό
της άλογο, τον υπέροχο Γκούντχαρτ. Ύστερα από πολύ
καιρό, η οικογένειά της είχε καταφέρει να μετακομίσει
σε ένα μεγάλο σπίτι με κτήμα και δικό του στάβλο για έξι
άλογα, όπου προς το παρόν βρισκόταν μόνο ο Γκού-
ντχαρτ. Η Τρέισι είχε ζωηρή φαντασία και έβλεπε κιόλας
τον εαυτό της να τρέχει σε ιπποδρομίες και να νικά, ξε-
σηκώνοντας τα ενθουσιασμένα πλήθη που παρακολου-
θούσαν από τις κερκίδες.
Η ώρα είχε πάει μία και ακόμη δεν είχε καταφέρει να
κοιμηθεί. Δεν άντεχε πια. Θα πήγαινε στους στάβλους να
ρίξει μια ματιά στον Γκούντχαρτ, να βεβαιωθεί ότι ήταν ε-
ντάξει, να βεβαιωθεί ότι ήταν εκεί, ότι υπήρχε.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι, ντύθηκε στα γρήγορα και
βγήκε από το δωμάτιο. Μέσα στο σπίτι επικρατούσε ησυ-
χία. Οι γονείς της κι ο εννιάχρονος αδερφός της, ο Μπό-
μπι, κοιμόνταν. Πήγε στην κουζίνα, πήρε ένα φακό από το
συρτάρι του τραπεζιού και βγήκε έξω, κλείνοντας πίσω
της την πόρτα. Διέσχισε την πίσω αυλή, κάνοντας το γύρο
της πισίνας, και άρχισε να κατεβαίνει την κατηφοριά που
οδηγούσε στους στάβλους. Σκεφτόταν το καινούριο άλογό
της. Ο Γκούντχαρτ είχε τραυματιστεί σε έναν αγώνα και
δεν θα μπορούσε να ξανατρέξει. Η Τρέισι όμως ήταν σί-
γουρη ότι θα γινόταν ο πατέρας μιας σειράς πρωταθλη-
τών, που θα τους εκπαίδευε η ίδια και που θα άφηναν ε-
ποχή στην ιστορία των ιπποδρομιών...
Ξαφνικά αισθάνθηκε το πόδι της να πατά σε κάτι μα-
λακό και γλιστερό. Πρέπει να ήταν κοπριές του Γκού-
ντχαρτ -αν και δεν της μύριζε τίποτα. Άναψε το φακό, αλ-
λά αντί για κοπριές είδε ότι είχε πατήσει μια ακρωτηρια-
σμένη γάτα. Η Τρέισι έβγαλε ένα επιφώνημα αηδίας κι έ-
σβησε αμέσως το φακό. Η περιοχή ήταν γεμάτη γάτες και
πολλές φορές τις σκότωναν τα κογιότ που κατέβαιναν μέ-
χρι τα κτήματα από τους γύρω λόφους. Αλλά ένα κογιότ
δεν θα άφηνε τη γάτα έτσι, θα την έτρωγε.
Η Τρέισι ρίγησε -και θυμήθηκε τις φήμες που είχε α-
κούσει για τον ζωολογικό κήπο. Είχε μαθευτεί ότι πριν α-
πό δύο μέρες κάποιος σκότωσε αρκετά ζώα στον ζωολογι-
κό κήπο του Τρβαϊν Παρκ. Ίσως να τριγύριζε στην περιο-
χή ένας ψυχοπαθής δολοφόνος που σκότωνε κατοικίδια
ζώα. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι κάποιος που είναι αρ-
κετά τρελός για να σκοτώσει μια γάτα μπορούσε κάλλιστα
να σκοτώσει και ένα άλογο. Έ ν α κύμα φόβου τη διαπέρα-
σε και για μια στιγμή έμεινε ακίνητη, σαν μαρμαρωμένη.
Μετά κοίταξε γύρω της. Της φάνηκε πως επικρατούσε μια
αφύσικη σιωπή. Ναι, όλα ήταν ήσυχα. Ακόμα και τα τρι-
ζόνια και οι βάτραχοι είχαν σωπάσει.
Κάτι κινήθηκε μέσα στους θάμνους λίγο πιο κάτω. Η
Τρέισι άκουσε ένα θόρυβο, σαν κάποιος να άνοιγε με δύ-
ναμη τα κλαδιά για να περάσει ανάμεσά τους. Άναψε το
φακό και τον έστρεψε προς τα εκεί, αλλά δεν είδε τίποτα.
Παντού γύρω επικρατούσε σιωπή.
Σκέφτηκε να τρέξει στο σπίτι και να ξυπνήσει τον πα-
τέρα της, αλλά άλλαξε αμέσως γνώμη. Έπρεπε να πάει
στο στάβλο, να βεβαιωθεί ότι ο Γκούντχαρτ ήταν καλά. Ά-
ναψε το φακό για να βλέπει πού πατά μπροστά της και συ-
νέχισε το δρόμο της. Είχε κάνει μόλις μερικά βήματα, όταν
άκουσε πάλι το θρόισμα στα κλαδιά και μετά ένα αλλόκο-
το μουγκρητό. Δεν είχε ξανακούσει ποτέ της τέτοιο ήχο.
Γύρισε και ετοιμάστηκε να τρέξει προς το σπίτι, αλλά
εκείνη τη στιγμή ο Γκούντχαρτ άρχισε να χλιμιντρίζει
στριγκά μέσα στο στάβλο και να κλοτσά τις σανίδες του
τοίχου. Η Τρέισι φαντάστηκε κάποιον ψυχοπαθή να του
επιτίθεται και έτρεξε να τον σώσει.
Απείχε κάπου δεκαπέντε μέτρα από το στάβλο, όταν
άκουσε πάλι το παράξενο γρύλισμα και κατάλαβε ότι κάτι
την κυνηγούσε. Γύρισε και έστρεψε το φακό προς τα πίσω
-και είδε να έρχεται καταπάνω της ένα τέρας πον σίγου-
ρα πρέπει να είχε δραπετεύσει από την κόλαση. Το φρι-
κτό πλάσμα άφησε ένα φοβερό ουρλιαχτό.
Η Τρέισι δεν μπόρεσε να δει καθαρά το διώκτη της.
Διέκρινε μόνο ένα μαύρο, παραμορφωμένο κεφάλι, δυο
τεράστια σαγόνια με κοφτά γυριστά δόντια και δυο κατα-
κίτρινα μάτια που άστραψαν στο φως του φακοΰ.
Η Τρέισι ούρλιαξε. Το αλλόκοτο πλάσμα μούγκρισε
ξανά και πήδηξε καταπάνω της. Τη χτύπησε κόβοντάς της
την ανάσα και η Τρέισι έπεσε κάτω. Το ζώο βρέθηκε από
πάνω της και άρχισαν να κατρακυλούν στην κατηφοριά
προς το στάβλο. Αισθάνθηκε τα νύχια του να χώνονται
στα πλευρά της και είδε το στόμα του να ανοίγει. Κατάλα-
βε ότι θα τη δάγκωνε στο λαιμό. Ω Θεέ μου, σκέφτηκε. Θα
με σκοτώσει σαν τη γάτα. Και πραγματικά, θα ήταν νεκρή
σε μερικά δευτερόλεπτα, αν εκείνη τη στιγμή ο Γκού-
ντχαρτ δεν άνοιγε με μια τελευταία κλοτσιά την πόρτα του
στάβλου. Το άλογο έτρεξε προς το μέρος τους πανικόβλη-
το και όταν τους είδε ούρλιαξε και σηκώθηκε στα πίσω
πόδια, σαν να ήταν έτοιμο να τους ποδοπατήσει.
Το τέρας γρύλισε, έκπληκτο και φοβισμένο. Την άφησε
και πετάχτηκε στο πλάι για να ξεφύγει από το άλογο. Οι ο-
πλές του Γκούντχαρτ βρόντησαν στο χώμα, μερικά εκατο-
στά από το κεφάλι της Τρέισι. Κατάλαβε ότι μέσα στον τρό-
μο του μπορεί να την ποδοπατούσε και τινάχτηκε στο πλάι
φεύγοντας από κάτω του. Το άλογο συνέχισε να ορθώνεται
στα πίσω πόδια και να χλιμιντρίζει. Τα σκυλιά ούρλιαζαν
σε όλη τη γειτονιά και είδε να ανάβουν φώτα στο σπίτι. Εί-
χε κάποια ελπίδα να γλιτώσει. 'Ηξερε ότι δεν θα προλάβαι-
νε να φτάσει στο σπίτι, έτσι γύρισε και έτρεξε προς το στά-
βλο. Μπήκε μέσα, έκλεισε την πόρτα πίσω της και την κρά-
τησε με όλη της τη δύναμη, γιατί δεν υπήρχε αμπάρα από
μέσα. Μια στιγμή αργότερα ο διώκτης της έπεσε πάνω στην
πόρτα από την άλλη μεριά, προσπαθώντας να την ανοίξει.
Η πόρτα όμως άνοιγε προς τα έξω και η Τρέισι ήλπιζε ότι
το τέρας δεν θα ήταν αρκετά έξυπνο για να το καταλάβει.
Αλλά ήταν αρκετά έξυπνο. Χτύπησε άλλη μια φορά την
πόρτα με όλη του τη δύναμη και μετά άρχισε να τραβά αντί
να σπρώχνει. Η Τρέισι αισθάνθηκε την πόρτα σχεδόν να
της φεύγει από τα χέρια. Κατάφερε να την ξανακλείσει,
αλλά αμέσως την αισθάνθηκε να ανοίγει και πάλι μερικά
εκατοστά. Τράβηξε πάλι με όλη της τη δύναμη, αλλά η πόρ-
τα συνέχισε να ανοίγει. Άλλο ένα εκατοστό... κι άλλο ένα...
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας πυροβολισμός από
δίκαννο. Ήταν ο πατέρας της. Η πόρτα έκλεισε ξαφνικά,
γιατί το τέρας, τρομαγμένο από τους πυροβολισμούς, την
άφησε. Άκουσε βήματα να πλησιάζουν τρέχοντας και τη
φωνή του πατέρα της να τη φωνάζει.
Άνοιξε την πόρτα και τον είδε να έρχεται τρέχοντας
προς το στάβλο, με το δίκαννο στο χέρι, και από πίσω του
τη μητέρα της με ένα φακό. Ο Γκούντχαρτ ήταν λίγο πιο
κάτω, σώος και αβλαβής.
Δάκρυα ανακούφισης γέμισαν τα μάτια της και βγήκε
παραπατώντας από το στάβλο. Ήθελε να πάει στο άλογο,
να δει αν είναι καλά. Αλλά, με το δεύτερο ή τρίτο βήμα, έ-
νας καυτός πόνος διαπέρασε το δεξιό πλευρό της και αι-
σθάνθηκε ζάλη. Σκόνταψε κι έπεσε. Έβαλε το χέρι στα
πλευρά της και τα αισθάνθηκε υγρά. Κατάλαβε ότι αιμορ-
ραγούσε. Θυμήθηκε τα νύχια που βυθίζονταν μέσα της τη
στιγμή που ο Γκούντχαρτ βγήκε από το στάβλο τρομάζο-
ντας το τέρας. «Καλό άλογο...» είπε. «Καλό άλογο...»
Ο πατέρας της γονάτισε δίπλα της. «Μωρό μου, τι έγι-
νε εδώ, τι συνέβη;»
Είδε και τη μητέρα της να πλησιάζει. Ο πατέρας της εί-
δε το αίμα. «Κάλεσε ένα ασθενοφόρο!» φώναξε. Η μητέ-
ρα της έκανε μεταβολή και έτρεξε πάλι προς το σπίτι. Και
η Τρέισι έχασε τις αισθήσεις της.
Υ ΕΦΙΑΛΤΗΣ 11ΑΡΑΦΥΛΑΕΙ 175
ι
λη την τελευταία βδομάδα του Μάη και την πρώτη
W βδομάδα του Ιουνίου, η Νόρα κι ο Τράβις -και ο
Αϊνστάιν- ήταν μαζί σχεδόν κάθε μέρα.
Αρχικά η Νόρα φοβόταν ότι ο Τράβις ήταν επικίνδυ-
νος. Γρήγορα όμως ξεπέρασε αυτή την παρανοϊκή ιδέα
και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο μόνος λόγος που ο
Τράβις έβγαινε μαζί της ήταν επειδή τη λυπόταν. Είχε δει
την απόγνωση που έκρυβε μέσα της και προσπαθούσε να
τη βοηθήσει. Σιγά σιγά, καθώς περνούσαν οι μέρες και έ-
μπαινε ο Ιούνιος, η Νόρα άρχισε να εξετάζει την πιθανό-
τητα ότι ο Τράβις τη βοηθούσε όχι επειδή τη λυπόταν, αλ-
λά επειδή πραγματικά τη συμπαθούσε. Όμως, δεν μπο-
ρούσε να καταλάβει τι έβρισκε σε μια γυναίκα σαν κι αυ-
τή. Αισθανόταν ότι δεν είχε τίποτα να του προσφέρει. Τε-
λικά αποφάσισε να πάψει να έχει αμφιβολίες για το εν-
διαφέρον του, να ηρεμήσει και να αφήσει τα πράγματα να
ακολουθήσουν το δρόμο τους.
Μια και κανείς από τους δυο τους δεν δούλευε, περ-
νούσαν μαζί σχεδόν όλη τη μέρα. Πήγαν σε γκαλερί και
βιλβιοπωλεία, έκαναν περιπάτους με τα πόδια και εκδρο-
μές με το αυτοκίνητο στη γραφική κοιλάδα της Σάντα Ινές
και στην όμορφη παραλία του Ειρηνικού. Πήγαν επίσης
δύο φορές στο Λος Άντζελες, όπου η Νόρα έμεινε άναυδη
βλέποντας την τεράστια πόλη. Επισκέφτηκαν ένα κινημα-
τογραφικό στούντιο, πήγαν στον ζωολογικό κήπο και μετά
είδαν ένα γνωστό μιούζικαλ.
Μια μέρα ο Τράβις την έπεισε να φτιάξει τα μαλλιά
της στο κομμωτήριο και την πήγε σ' ένα ινστιτούτο καλλο-
νής όπου πήγαινε παλιά η γυναίκα του. Η Νόρα τα είχε
χαμένα, όπως την πρώτη φορά που έφαγαν σε εστιατόριο.
Μέχρι τότε της έκοβε τα μαλλιά η θεία της και μετά το θά-
νατο της Βάιολετ τα έκοβε μόνη της. Η κομμώτρια δούλε-
ψε κάμποση ώρα με τα μαλλιά της Νόρας και ο Τράβις
δεν την άφησε να τα δει παρά μόνο όταν είχε τελειώσει.
Τότε της γύρισε το κάθισμα προς τον καθρέφτη και η Νό-
ρα κοίταξε κατάπληκτη το είδωλο της.
«Είσαι υπέροχη», είπε ο Τράβις.
«Μια πραγματική μεταμόρφωση», είπε η κομμώτρια.
«Ναι, υπέροχη», επανέλαβε ο Τράβις.
«Έχεις πολύ ωραία χαρακτηριστικά», συμπλήρωσε η
κομμώτρια, «αλλά έτσι όπως ήταν τα μαλλιά σου, ριγμένα
στους ώμους και ίσια, έκαναν το πρόσωπο σου να φαίνε-
ται πολύ στενό και μακρουλό. Αυτό το χτένισμα σου πη-
γαίνει πολύ καλύτερα και σε ομορφαίνει».
Η αλλαγή άρεσε ακόμα και στον Αϊνστάιν. Όταν βγή-
καν από το ινστιτούτο και πλησίασαν στο παρκόμετρο ό-
που είχαν δέσει το λουρί του, ο σκύλος σηκώθηκε, ακού-
μπησε τα μπροστινά του πόδια πάνω της, μύρισε το πρό-
σωπο και τα μαλλιά της και γρύλισε χαρούμενος, κουνώ-
ντας την ουρά του.
Το καινούριο χτένισμα δεν άρεσε καθόλου στη Νόρα
-αισθανόταν σαν γριά γεροντοκόρη που προσπαθεί να πα-
ραστήσει τη νέα. Δεν ήθελε όμως να στενοχωρήσει τον
Τράβις, έτσι προσποιήθηκε ότι της αρέσει. Το βράδυ λού-
στηκε, τρίβοντας καλά καλά τα μαλλιά της, και μετά τα χτέ-
νισε πάλι όπως παλιά -ίσια, να πέφτουν στους ώμους της.
Την άλλη μέρα ο Τράβις ήρθε να την πάρει για μεση-
μεριανό φαγητό και ξαφνιάστηκε βλέποντας ότι είχε χα-
λάσει το χτεσινό χτένισμα -δεν είπε τίποτα όμως. Η Νόρα
αισθάνθηκε φοβερή αμηχανία και ντροπή.
3
Την Τετάρτη και Πέμπτη, 2 και 3 Ιουνίου, ο Τράβις, η Νό-
ρα και ο Αϊνστάιν έψαχναν να βρουν κάποιον τρόπο επι-
κοινωνίας. Είχαν αγοράσει σαράντα περιοδικά και πενή-
ντα βιβλία με πίνακες και φωτογραφίες, που τα άπλωσαν
όλα στο λίβινγκ ρουμ του σπιτιού του Τράβις.
Ο Αϊνστάιν παρακολουθούσε τις προετοιμασίες με εν-
διαφέρον.
Η Νόρα κάθισε στο πάτωμα και πήρε το κεφάλι του
σκύλου στα χέρια της. «Και τώρα, Αϊνστάιν, άκουσέ με»,
του είπε. «Θέλουμε να μάθουμε ένα σωρό πράγματα για
σένα: από πού ήρθες, γιατί είσαι εξυπνότερος από ένα συ-
νηθισμένο σκύλο, τι ήταν αυτό που σε κυνηγούσε στο δά-
σος εκείνη τη μέρα που σε βρήκε ο Τράβις, γιατί μερικές
φορές τις νύχτες κοιτάζεις από το παράθυρο σαν κάτι να
φοβάσαι -και πολλά άλλα. Αλλά δεν μπορείς να μιλήσεις,
έτσι δεν είναι; Όχι, δεν μπορείς. Ούτε και ξέρεις να δια-
βάζεις. Και ακόμη κι αν ξέρεις να διαβάζεις, σίγουρα δεν
μπορείς να γράψεις. Γι' αυτό θα προσπαθήσουμε να επι-
κοινωνήσουμε με εικόνες».
Ο Αϊνστάιν την παρακολουθούσε με προσοχή. Φαινό-
ταν να καταλαβαίνει τι του λέει και να τον έχει συναρπά-
σει η προοπτική αυτού του πειράματος.
«Θα κοιτάξουμε, λοιπόν, αυτές τις εικόνες, ψάχνοντας
να βρούμε πράγματα που σε ενδιαφέρουν, πράγματα που
θα μας βοηθήσουν να καταλάβουμε από πού ήρθες και για-
τί είσαι τόσο έξυπνος. Κάθε φορά που θα βλέπεις κάτι το
οποίο θα μπορούσε να μας βοηθήσει, θα μας το δείχνεις.
Γάβγισε, δείξε το με το πόδι σου ή κούνα την ουρά σου».
«Πάει, τρελαθήκαμε», είπε ο Τράβις.
«Με κατάλαβες, Αϊνστάιν;» ρώτησε η Νόρα.
Ο σκύλος γάβγισε σιγανά.
«Δεν πρόκειται να καταφέρουμε τίποτα», είπε ο Τράβις.
«Θα τα καταφέρουμε», επέμεινε η Νόρα. «Δεν μπορεί
να μιλήσει, δεν μπορεί να γράψει, αλλά μπορεί να μας
δείξει. Αν, λοιπόν, μας ξεχωρίσει δέκα εικόνες, ίσως στην
αρχή να μην καταλάβουμε τι νόημα έχουν ακριβώς γι' αυ-
τόν, με τον καιρό όμως θα τις συσχετίσουμε μεταξύ τους
και θα βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα».
Ο σκύλος γύρισε προς τον Τράβις και γάβγισε πάλι.
«Έτοιμος;» ρώτησε η Νόρα.
Ο Αϊνστάιν κούνησε την ουρά του.
«Εντάξει, λοιπόν, ας αρχίσουμε».
Όλη την Τετάρτη, την Πέμπτη και την Παρασκευή ξε-
φύλλισαν δεκάδες βιβλία και περιοδικά, δείχνοντας στον
Αϊνστάιν κάθε είδους εικόνες, ελπίζοντας ότι θα τους έ-
δειχνε κάτι το σημαντικό. Αλλά το πρόβλημα ήταν ότι τους
έδειξε πάρα πολλές εικόνες -κάπου εκατό, από τις χίλιες
περίπου που του έδειξαν συνολικά- οι οποίες ήταν τόσο
διαφορετικές μεταξύ τους, που δεν μπορούσαν να βγά-
λουν κανένα συμπέρασμα.
Η πιο έντονη -και πιο παράξενη- αντίδρασή του ήταν
όταν είδε μια διαφήμιση για ένα φιλμ τρόμου, που έδειχνε
ένα φρικτό δαίμονα. Το τέρας δεν ήταν πιο απαίσιο από
μερικά άλλα που υπήρχαν στη διαφήμιση, αλλά ο Αϊν-
στάιν αντιδρούσε συγκεκριμένα σε αυτό. Όταν την είδε
για πρώτη φορά, γάβγισε και έτρεξε πίσω από τον κανα-
πέ. Μετά γρύλισε απειλητικά, πλησίασε το περιοδικό και
το έκλεισε σπρώχνοντας τις σελίδες με το πόδι του.
«Τι το ιδιαίτερο έχει αυτή η εικόνα;» ρώτησε το σκύλο
η Νόρα.
Ο Αϊνστάιν την κοίταξε και ένα ρίγος φάνηκε να τον
διαπερνά.
Η Νόρα άνοιξε το περιοδικό στην ίδια σελίδα. Ο Αϊν-
στάιν το έκλεισε. Η Νόρα το άνοιξε πάλι. Ο Αϊνστάιν το
έκλεισε για τρίτη φορά, το πήρε στο στόμα του και βγήκε
από το δωμάτιο.
Ο Τράβις και η Νόρα τον ακολούθησαν; Ο σκύλος πή-
γε στην κουζίνα, άνοιξε το σκουπιδοτενεκέ πατώντας το
πετάλι και έριξε μέσα το περιοδικό.
«Τι σημαίνουν όλα αυτά;» ρώτησε η Νόρα τον Τράβις.
«Φαντάζομαι ότι δε θέλει να δει αυτή την ταινία με κα-
νέναν τρόπο».
«Ώστε έγινε και κριτικός του κινηματογράφου τώρα;»
Αυτό το περιστατικό συνέβη το απόγευμα της Πέ-
μπτης. Το παιχνίδι συνεχίστηκε όλη εκείνη τη μέρα και
την επόμενη, και μέχρι το βράδυ της Παρασκευής ο ε-
κνευρισμός του Τράβις και του Αϊνστάιν είχε φτάσει, στο
απροχώρητο. Ο Τράβις είχε αρχίσει να πιστεύει πως θα
ήταν προτιμότερο να δεχτούν το σκύλο όπως ήταν, χωρίς
να προσπαθήσουν να μάθουν τίποτε περισσότερο. Κατά
πάσα πιθανότητα, το μυστήριο της ασυνήθιστης εξυπνά-
δας του Αϊνστάιν δεν θα λυνόταν ποτέ.
Όμως η Νόρα ήταν υπομονετική. Αφού εξέτασαν τις
εικόνες σε όλα τα βιβλία και τα περιοδικά, ξεχώρισε εκεί-
νες που είχε δείξει ο Αϊνστάιν, τις άπλωσε στο πάτωμα
και του ζήτησε να κάνει κάποιες συνδέσεις ανάμεσά τους.
«Τα πράγματα που δείχνουν αυτές οι εικόνες έπαιξαν
σημαντικό ρόλο στο παρελθόν του», είπε η Νόρα.
«Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι γι' αυτό», είπε ο
Τράβις.
«Μπορούμε, αφού αυτά του ζητήσαμε να κάνει», είπε
εκείνη.
«Ναι, αλλά καταλαβαίνει το παιχνίδι;»
«Ναι», απάντησε η Νόρα με σιγουριά.
Ο σκύλος γάβγισε σιγανά.
Η Νόρα πήρε το πόδι του Αϊνστάιν και το ακούμπησε
πάνω στη φωτογραφία ενός βιολιού. «Εντάξει. Θυμάσαι
από κάπου ένα βιολί που έπαιξε κάποιο σημαντικό ρόλο
στη ζωή σου».
«Ίσως να ήταν βιρτουόζος», είπε ο Τράβις.
«Σιωπή», τον μάλωσε η Νόρα. «Και τώρα θέλω να μου
πεις: αυτό το βιολί συνδέεται με καμιά από τις άλλες ει-
κόνες;»
Ο Αϊνστάιν την κοίταξε για μια στιγμή και μετά άρχισε
να περπατά ανάμεσα στα περιοδικά και τα βιβλία, κοιτά-
ζοντας τις εικόνες που ήταν απλωμένες γύρω του. Είδε
μια διαφήμιση για κάποιο κασετόφωνο και ακούμπησε
πάνω της το πόδι του.
«Εντάξει, υπάρχει μια φανερή σύνδεση», είπε ο Τρά-
βις. «Το βιολί παράγει μουσική και το κασετόφωνο ανα-
παράγει μουσική. Τούτος είναι ένας εντυπωσιακός συ-
νειρμός για ένα σκύλο, αλλά έχει αυτό καμιά σχέση με το
παρελθόν του;»
«Είμαι σίγουρη ότι έχει», είπε η Νόρα. Στράφηκε πάλι
στον Aïvcrrâtv. «Μήπως κάποιος σου έπαιζε βιολί παλιά;»
Ο σκύλος την κοίταζε ακίνητος.
«Μήπως το προηγούμενο αφεντικό σου είχε ένα τέτοιο
κασετόφωνο;»
Ο σκύλος συνέχισε να την κοιτάζει.
«Μήπως γνώριζες κάποιο βιολιστή που έγραφε τη μου-
σική του σε ένα κασετόφωνο;»
Ο Αϊνστάιν γρύλισε σιγανά.
«Εντάξει», είπε η Νόρα. «Μήπως υπάρχει κάποια άλ-
λη εικόνα που να μπορείς να τη συνδέσεις με το βιολί και
το κασετόφωνο;»
Ο Αϊνστάιν κοίταξε τη διαφήμιση για μια στιγμή, σαν
να σκεφτόταν, μετά πήγε σε ένα άλλο περιοδικό και τους
έδειξε την εικόνα ενός γιατρού με λευκή μπλούζα. Στεκό-
ταν δίπλα στο κρεβάτι μιας μητέρας που κρατούσε στα χέ-
ρια το μωρό της.
«Αυτή η εικόνα σού θυμίζει την οικογένεια που είχες
παλιά;»
Ο σκύλος την κοίταξε σιωπηλός.
«Ξέρεις», είπε ο Τράβις, «ίσως να πρόκειται για μια
περίπτωση μετενσάρκωσης. Ίσως ο Αϊνστάιν, στην προη-
γούμενη ζωή του, να ήταν γιατρός, μαμά ή μωρό».
Η Νόρα δεν καταδέχτηκε να του απαντήσει.
«Μάλλον ήταν μωρό και έπαιζε βιολί», συνέχισε ο
Τράβις.
Ο Αϊνστάιν γρύλισε εκνευρισμένος.
Η Νόρα τον πλησίασε περπατώντας στα τέσσερα και
στάθηκε μπροστά του. «Απ' ό,τι βλέπω, δεν κάνουμε τίπο-
τα έτσι. Δε φτάνει να συνδέουμε τη μια εικόνα με την άλ-
λη. Πρέπει να μπορούμε να σου κάνουμε ερωτήσεις γι'
αυτές τις εικόνες κι εσύ να μας απαντάς».
«Δώσ' του μολύβι και χαρτί», είπε ο Τράβις.
«Τράβις, το πράγμα είναι σοβαρό», τον μάλωσε.
«Το ξέρω ότι είναι σοβαρό», είπε αυτός. «Αλλά είναι
ταυτόχρονα και γελοίο».
Η Νόρα κρέμασε κάτω το κεφάλι, έτσι όπως καθόταν
στα τέσσερα, κι έμεινε για λίγο σκεφτική. Ξαφνικά κοίτα-
ξε το σκύλο και είπε: «Πόσο έξυπνος είσαι στ' αλήθεια,
Αϊνστάιν; Θέλεις να μας αποδείξεις ότι είσαι ιδιοφυΐα;
Θέλεις να κερδίσεις τον αιώνιο θαυμασμό και σεβασμό
μας; Τότε, θα πρέπει να κάνεις κάτι: να μάθεις να απα-
ντάς στις ερωτήσεις μου με ένα απλό ναι ή όχι».
Ο σκύλος την παρακολουθούσε με προσοχή.
«Αν η απάντηση στην ερώτηση μου είναι ναι... κούνα
την ουρά σου», είπε η Νόρα. «Αλλά μόνο αν η απάντηση
είναι ναι. Όσο διαρκεί αυτό το τεστ, δεν πρέπει να κου-
νάς την ουρά σου από συνήθεια, ή για οποιονδήποτε άλλο
λόγο. Θα την κουνάς μόνο όταν θέλεις να πεις ναι. Και ό-
ταν θέλεις να πεις όχι, θα γαβγίζεις μία φορά. Μόνο μία».
«Δύο γαβγίσματα σημαίνουν "θα προτιμούσα να κυνη-
γάω γάτες" και τρία γαβγίσματα "φέρτε μου κανένα μπι-
φτέκι"», είπε ο Τράβις.
«Έλα τώρα, μην τον μπερδεύεις», είπε η Νόρα.
«Και γιατί όχι; Αφού με μπερδεύει κι αυτός».
Ο σκύλος ούτε που γύρισε να τον κοιτάξει.
«Εντάξει», είπε η Νόρα. «Ας το δοκιμάσουμε. Αϊν-
στάιν, κατάλαβες ό,τι σου είπα προηγουμένως;»
Ο σκύλος κούνησε την ουρά του πέντ' έξι φορές και
μετά σταμάτησε.
«Σύμπτωση», είπε ο Τράβις. «Δε σημαίνει τίποτα».
Η Νόρα δίστασε για μια στιγμή, ενώ σκεφτόταν την ε-
πόμενη ερώτηση. «Ξέρεις πώς με λένε εμένα;» ρώτησε
τελικά.
Η ουρά κουνήθηκε, σταμάτησε.
«Με λένε„. Έλεν;»
Ο σκύλος γάβγισε. Όχι.
«Με λένε... Μαίρη;»
Έ ν α γάβγισμα. Όχι.
«Με λένε... Νόνα;»
Ο σκύλος ξεφύσηξε από τα ρουθούνια του, σαν να τη
μάλωνε για το κόλπό που του έπαιζε. Γάβγισε μία φορά.
«Με λένε... Νόρα;»
Ο Αϊνστάιν άρχισε να κουνά δυνατά την ουρά του.
Η Νόρα γέλασε ενθουσιασμένη και αγκάλιασε το σκύλο.
«Δεν είμαστε καλά», είπε ο Τράβις και πλησίασε κι αυ-
τός κοντά τους.
Η Νόρα έδειξε τη φωτογραφία ενός γιατρού, με τη γυ-
ναίκα και το μωρό.
«Μας έδειξες αυτή τη φωτογραφία επειδή σου θυμίζει
την οικογένεια που είχες παλιά;»
Ένα γάβγισμα. Όχι.
«Έχεις ζήσει ποτέ με κάποια οικογένεια;»
Ένα γάβγισμα.
«Αλλά δεν είσαι άγριο σκυλί», είπε η Νόρα. «Πρέπει
να ζούσες κάπου πριν σε βρει ο Τράβις».
Ο Τράβις μελέτησε για λίγο την εικόνα και ξαφνικά
αισθάνθηκε ότι ήξερε ποιες ερωτήσεις έπρεπε να κάνει
για να συνεννοηθούν.
«Μας έδειξες τη φωτογραφία εξαιτίας του μωρού;»
Ένα γάβγισμα. Όχι.
«Εξαιτίας της γυναίκας;»
'Οχι.
«Εξαιτίας του άντρα με τη λευκή μπλούζα;»
Ο Αϊνστάιν άρχισε να κουνά με δύναμη την ουρά του.
Ναι, ναι, ναι.
«Ώστε ζούσε με κάποιο γιατρό», είπε η Νόρα. «Ίσως
έναν κτηνίατρο».
«Ή, ίσως, με έναν επιστήμονα», είπε ο Τράβις, ακο-
λουθώντας τη διαίσθησή του.
Ο Αϊνστάιν κούνησε την ουρά ακούγοντας τη λέξη «ε-
πιστήμονας».
«Έναν ερευνητή», είπε ο Τράβις.
Ναι.
«Σε ένα εργαστήριο», είπε ο Τράβις.
Ναι, ναι, ναι.
«Είσαι πειραματόζωο;» ρώτησε η Νόρα.
Ναι.
«Και γι' αυτό είσαι τόσο έξυπνος».
Ναι.
«Επειδή σου έκαναν κάτι στο εργαστήριο».
Ναι.
Η καρδιά του Τράβις άρχισε να βροντά. Μα το Θεό,
τα είχαν καταφέρει! Επικοινωνούσαν! Και όχι με ένα γε-
νικό τρόπο, όπως είχε γίνει όταν ο Αϊνστάιν έφτιαξε το ε-
ρωτηματικό με τα μπισκότα, αλλά συγκεκριμένα. Δυο άν-
θρωποι κι ένα σκύλος μιλούσαν μεταξύ τους -σχεδόν μι-
λούσαν- κι αυτό άλλαζε τα πάντα ολοκληρωτικά. Τίποτα
δεν μπορούσε να είναι πια το ίδιο σε έναν κόσμο στον ο-
ποίο οι άνθρωποι και τα ζώα διέθεταν ίση -αν και διαφο-
ρετική- νοημοσύνη. Βέβαια, δεν είχαν όλα τα ζώα αυτή τη
δυνατότητα. Μόνο ένα σκυλί, ένα πειραματόζωο. Αλλά κι
αυτό ήταν αρκετό. Ο Τράβις κοίταξε το σκύλο κι ένιωσε
να τον διαπερνά ένα ρίγος -όχι από φόβο αλλά από δέος.
Η Νόρα μίλησε στον Αϊνστάιν και στη φωνή της υπήρ-
χε το ίδιο δέος που είχε αισθανθεί και ο Τράβις: «Και δε
σ' άφηναν να φύγεις από αυτό το εργαστήριο, έτσι δεν
είναι;»
Έ ν α γάβγισμα. Όχι.
«Δραπέτευσες;»
Ναι.
«Εκείνη τη μέρα που σε βρήκα στο δάσος;» ρώτησε ο
Τράβις.
Ο Αϊνστάιν τον κοίταξε χωρίς να γαβγίσει, ούτε να
κουνήσει την ουρά του.
«Μερικές μέρες πριν;»
Ο σκύλος γρύλισε.
«Μάλλον πρέπει να έχει αίσθηση του χρόνου», είπε η
Νόρα, «γιατί όλα τα ζώα ακολουθούν κάποιους φυσικούς,
βιολογικούς ρυθμούς. Μπορεί όμως να μην έχει ημερολο-
γιακή αίσθηση του χρόνου. Δεν ξέρει πώς χωρίζουμε το
χρόνο σε μέρες, βδομάδες και μήνες, κι έτσι δεν μπορεί
να απαντήσει στην ερώτησή σου».
«Τότε, θα πρέπει να του μάθουμε το ημερολόγιο», είπε
ο Τράβις.
Ο Αϊνστάιν άρχισε να κουνά με δύναμη την ουρά του.
«Δραπέτευσε, λοιπόν...» είπε σκεφτική η Νόρα.
Ο Τράβις κατάλαβε τι σκεφτόταν. «Αυτοί οι άνθρωποι
θα ψάχνουν να σε βρουν, έτσι δεν είναι;» είπε στον Αϊν-
στάιν.
Ο σκύλος γρύλισε ανήσυχος και κούνησε την ουρά
του. Ναι.
4
Μια ώρα μετά τη δύση, ο Λέμιουελ Τζόνσον και ο Κλιφ
Σόουμς, μαζί με άλλους οχτώ πράκτορες της YEA που α-
κολουθούσαν σε άλλα δύο αυτοκίνητα, έφτασαν στον οικι-
σμό του Μπορντό Ριτζ. Ο κεντρικός δρόμος του οικισμού
ήταν γεμάτος αυτοκίνητα, τα περισσότερα περιπολικά της
αστυνομίας.
Ο Λεμ είδε με ανησυχία ότι είχαν φτάσει ήδη οι δημο-
σιογράφοι, αλλά οι αστυνομικοί δεν τους είχαν αφήσει να
πλησιάσουν στον τόπο του εγκλήματος. Μέχρι τώρα είχαν
καταφέρει να κρατήσουν μυστική τη σχέση που υπήρχε α-
νάμεσα στο θάνατο του Ντάλμπεργκ στο φαράγγι του Χό-
λι Τζιμ και στους φόνους των επιστημόνων του Μπανο-
ντάιν. Ήλπιζε να τα καταφέρουν κι αυτή τη φορά.
Τα αυτοκίνητα της YEA πέρασαν τη γραμμή των αστυ-
νομικών και ο Λεμ πάρκαρε μπροστά στο σπίτι όπου είχε
γίνει ο φόνος. Άφησε τον Κλιφ Σόουμς να ενημερώσει
τους άλλους πράκτορες και προχώρησε προς το σπίτι. Πα-
ντού υπήρχαν φορητοί προβολείς στημένοι πάνω σε τρί-
ποδα, που φώτιζαν το σπίτι και το χώρο γύρω τον με ά-
πλετο φως. Ο Λεμ μπήκε στο σπίτι και το βρήκε γεμάτο α-
στυνομικούς και επιστήμονες από τα εργαστήρια του ια-
τροδικαστή. Βλέποντας ότι δεν μπορούσε να περάσει από
εκεί, έκανε το γύρο του σπιτιού και μπήκε από πίσω.
Βρήκε τον Γουόλτ Γκέινς να στέκεται στην κουζίνα.
Φαίνεται ότι τον είχαν καλέσει επειγόντως από το σπίτι
του, γιατί δεν φορούσε στολή. Η θλίψη του ήταν φανερή.
«Λυπάμαι πολύ, Γουόλτ», είπε. «Λυπάμαι πολύ».
«Τον έλεγαν Τιλ Πόρτερ», απάντησε ο σερίφης. «Με
τον πατέρα του, τον Ρεντ Πόρτερ, είμαστε φίλοι εδώ και
είκοσι πέντε χρόνια. Ο Ρεντ πήρε σύνταξη από την αστυ-
νομία πέρσι. Πώς θα του το πω; Θεέ μου! Είμαστε φίλοι,
πρέπει να του το πω εγώ. Και κόντεψα να χάσω όνο ά-
ντρες. Ο άλλος είναι ακόμα σοκαρισμένος».
«Πώς σκοτώθηκε ο Τιλ;»
«Ξεκοιλιασμένος και αποκεφαλισμένος, σαν τον Ντάλ-
μπεργκ».
Το Τέρας, σκέφτηκε ο Λεμ. Δεν υπάρχει αμφιβολία
τώρα.
«Και δε βρήκα... το κεφάλι του», είπε ο Γουόλτ με φω-
νή βαριά από το θυμό. «Πώς θα πω στον πατέρα του ότι το
κεφάλι του Τιλ λείπει;»
Ο Λεμ δεν ήξερε τι να του απαντήσει.
Ο Γουόλτ τον κοίταξε άγρια. «Τώρα, δεν μπορείς να
με διώξεις από την υπόθεση. Τώρα, έχασα έναν από τους
άντρες μου».
«Γουόλτ, η υπηρεσία μου δουλεύει την υπόθεση συγκα-
λυμμένα, ενώ το δικό σου γραφείο το παρακολουθεί συνέ-
χεια ο Τύπος. Αν άφηνα την υπόθεση στα χέρια σου, θα έ-
πρεπε να πούμε στους ανθρώπους σου τι ψάχνουμε να
βρούμε. Αυτό σημαίνει ότι θα αποκαλύπταμε εθνικά μυ-
στικά σε ένα σωρό αστυνομικούς που...»
«Οι δικοί σου άντρες ξέρουν τι έχει συμβεί», τον έκο-
ψε ο Γουόλτ.
«Ναι, αλλά οι δικοί μου έχουν υπογράψει ειδικούς όρ-
κους, έχουν περάσει από εξαντλητικούς ελέγχους και εί-
ναι εκπαιδευμένοι να κρατάνε κλειστό το στόμα τους».
«Και οι δικοί μου μπορούν να κρατήσουν κλειστό το
στόμα τους».
«Είμαι σίγουρος γι' αυτό», είπε ο Λεμ. «Είμαι σίγου-
ρος ότι δε μιλούν ποτέ έξω από την υπηρεσία για τις συνη-
θισμένες υποθέσεις. Αλλά αυτή η υπόθεση δεν είναι συνη-
θισμένη. Όχι, πρέπει να παραμείνει στα χέρια μας».
«Και οι δικοί μου άντρες μπορούν να υπογράψουν
τους ειδικούς όρκους», είπε ο Γουόλτ.
«Μα θα έπρεπε να ελέγξουμε το παρελθόν τους -και
όχι μόνο των αστυνομικών αλλά και των υπαλλήλων που
θα χειρίζονται τα αρχεία. Και κάτι τέτοιο θα μας έπαιρνε
βδομάδες, μήνες».
Κοιτάζοντας την ανοιχτή πόρτα στην τραπεζαρία, ο
Γουόλτ είδε τον Κλιφ Σόουμς και έναν άλλο πράκτορα της
YEA να μιλούν με δυο βοηθούς του στο διπλανό δωμάτιο.
«Αρχισες να παίρνεις κιόλας κι αυτή την υπόθεση στα χέ-
ρια σου, ε; Χωρίς να μου πεις τίποτα».
«Ναι. Είπαμε στους ανθρώπους σου να μη μιλήσουν σε
κανέναν γι' αυτά που είδαν εδώ απόψε -ούτε καν στις γυ-
ναίκες τους. Τους ενημερώνουμε για τους σχετικούς νό-
μους, για να ξέρουν τα πρόστιμα και τις ποινές φυλάκισης
που προβλέπουν».
«Πάλι με απειλείς με φυλάκιση;» ρώτησε θυμωμένος ο
Γουόλτ.
«Δε θέλω να βάλω κανέναν φυλακή -και πολΰ περισ-
σότερο εσένα. Γι' αυτό ακριβώς ενημερώνουμε τους ά-
ντρες σου για τις συνέπειες...»
«Έλα μαζί μου», είπε κοφτά ο Γουόλτ.
Ο Λεμ τον ακολούθησε έξω, όπου ο σερίφης μπήκε σε
ένα περιπολικό που ήταν παρκαρισμένο έξω από το σπίτι.
Ο Λεμ κάθισε δίπλα του. «Ανέβασε το παράθυρο για να
μη μας ακοΰσει κανείς», είπε ο Γουόλτ.
Ο Λεμ πήγε να διαμαρτυρηθεί ότι θα έσκαζαν με αυτή
τη ζέστη, αλλά, βλέποντας το θυμό του σερίφη, έκλεισε το
παράθυρο του χωρίς να πει τίποτα.
«Εντάξει», είπε ο Γουόλτ. «Τώρα είμαστε μόνοι. Δεν
είμαστε πια ο διευθυντής της YEA και ο σερίφης. Είμαστε
δυο παλιοί φίλοι. Πες τα μου όλα».
«Γουόλτ, να πάρει η οργή, δεν μπορώ να το κάνω αυτό».
«Πες μου τι συμβαίνει και δε θα ανακατευτώ στην υ-
πόθεση».
«Είσαι υποχρεωμένος από το νόμο να μην ανακατευτείς».
«Έτσι λες; Μπορώ να πάω κατευθείαν σ' εκείνα τα
τσακάλια», είπε ο σερίφης, δείχνοντας τους δημοσιογρά-
φους. «Μπορώ να τους πω ότι τα Εργαστήρια Μπανο-
ντάιν έκαναν κάποιες μυστικές έρευνες, ότι έγινε κάποιο
λάθος και ότι κάποιο παράξενο πλάσμα δραπέτευσε από
τα εργαστήρια κι έχει αρχίσει να σκοτώνει κόσμο».
«Αν το κάνεις αυτό», είπε ο Λεμ, «θα καταλήξεις στη
φυλακή. Θα χάσεις τη δουλειά σου και θα καταστρέψεις
την καριέρα σου».
«Δε νομίζω. Αν καταλήξουμε στα δικαστήρια, μπορώ
να ισχυριστώ ότι έπρεπε ή να παραβιάσω τους νόμους πε-
ρί εθνικής ασφάλειας ή να προδώσω την εμπιστοσύνη
των ανθρώπων που με εξέλεξαν σερίφη. Θα πω ότι σε
μια τέτοια κρίσιμη κατάσταση ήμουν υποχρεωμένος να
τοποθετήσω την ασφάλεια του κόσμου πάνω από τα συμ-
φέροντα των γραφειοκρατών της Ουάσιγκτον. Είμαι σί-
γουρος ότι οι ένορκοι θα με αθώωναν και ότι στις επόμε-
νες εκλογές θα έβγαινα με περισσότερες ψήφους από την
προηγουμένη φορά».
«Να πάρει η οργή», είπε ο Λεμ. Ήξερε ότι ο Γουόλτ
είχε δίκιο.
«Αν μου πεις τι συμβαίνει, αν με πείσεις ότι οι άνθρω-
ποι σου μπορούν να χειριστούν την κατάσταση καλύτερα
από τους δικούς μου, δε θα ξαναμπερδευτώ στα πόδια
σου. Αν δε μου πεις, θα βγω έξω και θα τα πω όλα στους
δημοσιογράφους».
«Μα μου ζητάς να παραβιάσω τον όρκο μου, να βάλω
το κεφάλι μου στη θηλιά».
«Κανείς δε θα το μάθει».
«Σοβαρά; Μα, τότε, για όνομα του Θεού, γιατί με βά-
ζεις σε τόσο δύσκολη θέση μόνο και μόνο για να ικανο-
ποιήσεις την περιέργειά σου;»
Ο Γουόλτ τον κοίταξε σαν να τον είχε χαστουκίσει.
«Δεν το κάνω για να ικανοποιήσω την περιέργειά μου, π'
ανάθεμά σε».
«Τότε, γιατί;»
«Γιατίσκοτώθηκε ένας άνθρωπος μον\»
Ο Λεμ έγειρε πίσω στο κάθισμα, έκλεισε τα μάτια του
και αναστέναξε. Ο Γουόλτ δεν θα υποχωρούσε αν δεν μά-
θαινε γιατί έπρεπε να παραιτηθεί από την εκδίκηση για το
φόνο του βοηθού του. Η αίσθηση του καθήκοντος και ο
αυτοσεβασμός του δεν του άφηναν άλλο περιθώριο και,
από αυτή την άποψη, η απαίτησή του δεν ήταν παράλογη.
«Λοιπόν, τι λες; Να βγω και να πάω στους δημοσιο-
γράφους;» ρώτησε ο Γουόλτ.
Ο Λεμ άνοιξε τα μάτια του και σκούπισε τον ιδρώτα α-
πό το πρόσωπο του. Μέσα στο αυτοκίνητο έκανε αποπνι-
κτική ζέστη, δεν τολμούσε όμως ν' ανοίξει το παράθυρο.
«Είχες δίκιο για τα Εργαστήρια Μπανοντάιν», άρχισε. «Ε-
δώ και μερικά χρόνια κάνουν έρευνες για το Πεντάγωνο».
«Βιολογικός πόλεμος;» ρώτησε ο Γουόλτ. «Κατασκευ-
άζουν καινούριους ιούς;»
«Ίσως να το κάνουν κι αυτό», είπε ο Λεμ. «Αλλά ο
βιολογικός πόλεμος δεν έχει καμιά σχέση με αυτή την υ-
πόθεση. Τελευταία δούλευαν πάνω σε μια σειρά από δια-
φορετικά ερευνητικά προγράμματα, που τα ονόμαζαν
Σχέδιο Φράνσις. Από τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης».
«Έδωσαν το όνομα ενός αγίου σε ένα ερευνητικό πρό-
γραμμα που θα χρησιμοποιούσαν για πολεμικούς σκο-
πούς;» ρώτησε έκπληκτος ο Γουόλτ.
«Σ' αυτή την περίπτωση ταιριάζει», τον βεβαίωσε ο
Λεμ. «Ο Άγιος Φραγκίσκος μπορούσε να μιλά με τα που-
λιά και τα ζώα. Και στο Μπανοντάιν, ο δόκτωρ Ντέιβις
Γουέδερμπι είχε αρχίσει έρευνες με σκοπό να πετύχει την
επικοινωνία ανθρώπων και ζώων».
«Να μάθει τη γλώσσα των δελφινιών ή κάτι τέτοιο;»
«Όχι. Η βασική ιδέα ήταν να εφαρμόσουν τις πιο πρό-
σφατες ανακαλύψεις στον τομέα της γενετικής μηχανής
για να δημιουργήσουν ζώα με πολύ ανώτερη νοημοσύνη,
ζώα που να μπορούν να σκέφτονται σχεδόν όπως και ο άν-
θρωπος και με τα οποία να μπορούμε να επικοινωνούμε».
Ο Γουόλτ τον κοίταζε με δυσπιστία.
«Υπήρχαν αρκετές επιστημονικές ομάδες», συνέχισε ο
Λεμ, «που δούλευαν σε εντελώς διαφορετικά πειράματα
μέσα στα πλαίσια του Σχεδίου Φράνσις. Αυτές οι έρευνες
χρηματοδοτούνταν από το Πεντάγωνο εδώ και πέντε χρό-
νια τουλάχιστον. Πρώτα πρώτα, υπήρχαν τα σκυλιά του
Γουέδερμπι...»
Ο δόκτωρ Γουέδερμπι έκανε πειράματα χρησιμοποιώ-
ντας σπερματοζωάρια και ωάρια καθαρόαιμων σκυλιών
της ράτσας ριτρίβερ. Ο σκοπός του ήταν να αυξήσει τη
νοημοσύνη των σκύλων χωρίς να προκαλέσει αλλαγές
στην εξωτερική τους εμφάνιση. Είχε γονιμοποιήσει εκατο-
ντάδες ωάρια στο εργαστήριο, αφού πρώτα είχε κάνει ε-
πεμβάσεις στο γενετικά τους κώδικα, και μετά είχε μετα-
φέρει τα ωάρια στη μήτρα θηλυκών σκύλων που γεννού-
σαν αυτά τα σκυλιά «του σωλήνα».
«Υπήρχαν βέβαια πολλές αποτυχίες», είπε ο Λεμ. «Α-
παίσιες γενετικές μεταλλάξεις που έπρεπε να καταστρα-
φούν. Κουτάβια που φαίνονταν φυσιολογικά, αλλά ήταν
λιγότερο έξυπνα από το συνηθισμένο. Ήταν μια σειρά
πειραμάτων γενετικής μηχανικής με διασταυρώσεις ανά-
μεσα σε διαφορετικά είδη. Έτσι, όπως καταλαβαίνεις, με-
ρικά από τα αποτελέσματα ήταν φρικτά».
Ο Γουόλτ συνοφρυώθηκε. «Διασταυρώσεις ανάμεσα
σε διαφορετικά είδη;» ρώτησε. «Τι εννοείς μ' αυτό;»
«Να, απομόνωνε τους γενετικούς παράγοντες που επη-
ρεάζουν τη νοημοσύνη σε είδη που είναι πιο έξυπνα από
το σκύλο...»
«Σε πιθήκους, ας πούμε; Οι πίθηκοι πρέπει να είναι
πιο έξυπνοι από τα σκυλιά, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, σε πιθήκους... και σε ανθρώπους».
«Χριστέ μου!» είπε ο Γουόλτ.
«Ο Γουέδερμπι εισήγαγε το ξένο γενετικό υλικό στον
γενετικό κώδικα του σκύλου, αφαιρώντας ταυτόχρονα τα
γονίδια του σκύλου που περιόριζαν την ευφυΐα του στο
συνηθισμένο επίπεδο των σκυλιών».
«Μα αυτό είναι αδύνατο!» διαμαρτυρήθηκε ο Γουόλτ.
«Αυτό το γενετικό υλικό, όπως το λες, δεν μπορεί να μετα-
βιβαστεί από το ένα είδος στο άλλο».
«Κάνεις λάθος. Μπορεί να μεταβιβαστεί, και μάλιστα
αυτό συμβαίνει πολύ συχνά στη φύση. Συνήθως ο φορέας
που κάνει τη μεταβίβαση είναι κάποιος ιός. Ας πούμε ότι
υπάρχει ένας ιός που ζει σε μια ράτσα πιθήκων, τους ρή-
σους. Ενώ ζει μέσα στον πίθηκο, αποκτά κάποιο γενετικό
υλικό από τα κύτταρα του πιθήκου. Αυτά τα επίκτητα γο-
νίδια του πιθήκου γίνονται μέρος του ιοΰ. Αργότερα, αν
προσβάλει τον οργανισμό ενός ανθρώπου, ο ιός έχει την ι-
κανότητα να αφήσει το γενετικό υλικό του πιθήκου στον
άνθρωπο. Πάρε, για παράδειγμα, τον ιό του AIDS. Πι-
στεύεται ότι ορισμένοι πίθηκοι, καθώς και άνθρωποι, ή-
ταν φορείς του ιού αυτού εδώ και δεκαετίες, χωρίς όμως
να προσβάλλονται απ' αυτόν. Μετά όμως, για κάποιο λό-
γο, κάτι συνέβη στους πιθήκους, κάποια γενετική μετάλ-
λαξη που τους έκανε όχι μόνο φορείς αλλά και θύματα
του ιού. Οι πίθηκοι άρχισαν να πεθαίνουν απ' αυτή την α-
σθένεια. Μετά, όταν ο ιός αυτός πέρασε στους ανθρώ-
πους, έφερε μαζί του και αυτό το νέο γενετικό υλικό που
προκαλεί το AIDS. Στο εργαστήριο η μεταβίβαση αυτή
μπορεί να γίνει έτσι ακόμα πιο αποτελεσματικά».
«Ο Γουέδερμπι, λοιπόν, κατάφερε να δημιουργήσει έ-
να σκύλο με ανθρώπινη νοημοσύνη;»
«Ναι. Η διαδικασία ήταν πολύ αργή και σταδιακή. Αλ-
λά πριν από ένα χρόνο περίπου γεννήθηκε το κουτάβι-
θαύμα».
«Και σκέφτεται σαν άνθρωπος;»
«Όχι σαν άνθρωπος, αλλά εξίσου καλά με τον άνθρωπο».
«Αλλά έχει την εμφάνιση συνηθισμένου σκύλου;»
«Αυτό ήθελε το Πεντάγωνο, πράγμα που έκανε πιο δύ-
σκολη τη δουλειά του Γουέδερμπι. Θα τα είχε καταφέρει
πιο γρήγορα, ίσως, αν έφτιαχνε μια ράτσα σκύλων με με-
γαλύτερο εγκέφαλο. Μόνο που τα ζώα αυτά δε θα έμοια-
ζαν με κανονικούς σκύλους».
«Το Πεντάγωνο ήθελε ένα σκύλο που να έχει εμφάνι-
ση συνηθισμένου σκυλιού, αλλά να μπορεί να σκέφτεται,
όπως ένας άνθρωπος; Γιατί;»
«Σκέψου τις δυνατότητες που θα είχε ένας τέτοιος
σκύλος να κατασκοπεύει τον εχθρό», είπε ο Λεμ. «Θα
μπορούσε να εισχωρήσει στις γραμμές του εχθρού και να
επιστρέψει φέρνοντας πληροφορίες γύρω από τις εγκατα-
στάσεις και την ισχύ των στρατευμάτων του».
«Μα πώς θα μπορούσε να φέρει τις πληροφορίες; Μη
μου πεις ότι ο σκύλος θα μπορούσε να μιλήσει; Έλα τώρα,
Λεμ!»
Ο Λεμ καταλάβαινε τη δυσπιστία του φίλου του. «Ί-
σως να είναι δυνατόν να δημιουργηθεί μια ράτσα σκύλων
που να μιλούν. Μπορεί ακόμη κάτι τέτοιο να είναι εύκολο
-δεν ξέρω. Αλλά για να του δώσουν τα κατάλληλα όργανα
που θα του χρειάζονταν για να μιλήσει -φωνητικές χορ-
δές, γλώσσα και χείλη σαν τα ανθρώπινα- θα έπρεπε να
αλλάξουν δραστικά την εμφάνισή του, πράγμα που δεν το
ήθελε το Πεντάγωνο. Έτσι αυτά τα συγκεκριμένα σκυλιά
δε θα μιλούσαν, θα μπορούσαν όμως να επικοινωνήσουν
μαζί μας με κάποια ειδική συμβολική γλώσσα».
«Δεν πιστεύω λέξη», είπε αγανακτισμένος ο Γουόλτ.
«Δεν είναι δυνατόν να γίνονται τέτοια πράγματα».
«Γουόλτ, σκέψου τις δυνατότητες», είπε υπομονετικά ο
Λεμ. «Φαντάσου, ας πούμε, ότι ο Πρόεδρος των ΗΠΑ δώ-
ριζε στο Σοβιετικό πρωθυπουργό ένα σκύλο, σαν δώρο α-
πό μέρους του αμερικανικού λαού. Ο σκύλος θα ζούσε
στο σπίτι και το γραφείο του πρωθυπουργού, θα άκουγε
τις πιο απόρρητες συζητήσεις των Σοβιετικών αξιωματού-
χων. Και ύστερα από κάποιο διάστημα, μερικές βδομάδες
ή μήνες, θα μπορούσε να φεύγει απαρατήρητος τη νύχτα
και να συναντιέται με έναν Αμερικανό πράκτορα στη Μό-
σχα, στον οποίο θα έδινε όλες τις πληροφορίες που είχε
συγκεντρώσει».
«Αυτά είναι παλαβομάρες!» είπε ο Γουόλτ βάζοντας
τα γέλια. Αλλά η δυσπιστία του είχε αρχίσει κιόλας να υ-
ποχωρεί.
«Και όμως, όπως σου είπα, ένα τέτοιο σκυλί έχει ήδη
δημιουργηθεί. Και αφοΰ πέρασε ένα χρόνο κλεισμένο στα
Εργαστήρια Μπανοντάιν, κατάφερε να δραπετεύσει στις
δεκαεφτά του Μάη, τα χαράματα, εξουδετερώνοντας τα
συστήματα ασφαλείας των εργαστηρίων με μια σειρά από
εκπληκτικά έξυπνες ενέργειες».
«Και ο σκύλος είναι τώρα ελεύθερος;»
«Ναι».
«Και έχει αρχίσει να σκοτώνει κόσμο...»
«Όχι», είπε ο Λεμ. «Ο σκύλος είναι ακίνδυνος και α-
γαπά τους ανθρώπους. Είναι ένα υπέροχο ζώο. Είχα πάει
στα εργαστήρια και επικοινώνησα κι εγώ μαζί του. Σου
μιλάω ειλικρινά, Γουόλτ- βλέποντας τι μπορεί να κάνει
αυτό το ζώο, αισθάνεσαι μια τεράστια ελπίδα και για το
δικό μας, θλιβερό είδος».
Ο Γουόλτ τον κοίταζε χωρίς να καταλαβαίνει.
«Θέλω να πω... ότι αν μπορούμε να κάνουμε αυτά τα
εκπληκτικά επιτεύγματα, να δημιουργήσουμε κάτι τόσο
θαυμάσιο, τότε υπάρχει κάτι μέσα στον άνθρωπο που αξί-
ζει, ό,τι κι αν λένε οι απαισιόδοξοι. Αν μπορούμε να το
κάνουμε αυτό, τότε έχουμε τη δύναμη και, ίσως, τη σοφία
του Θεού. Ίσως μπορούμε να φτιάχνουμε όχι μόνο όπλα
αλλά και ζωή. Αν μπορούμε να εξυψώσουμε τα μέλη ενός
άλλου είδους στο δικό μας επίπεδο, τότε οι πεποιθήσεις
μας και η φιλοσοφία μας θ' αλλάξουν τα πάντα. Αλλάζο-
ντας το σκύλο, αλλάζουμε και τον εαυτό μας».
«Λεμ, έχεις αρχίσει να μιλάς σαν ιεροκήρυκας».
«Ίσως επειδή εγώ είχα περισσότερο χρόνο να τα σκε-
φτώ όλα αυτά».
«Μπορεί αυτά που λες να είναι σωστά», είπε σκεφτι-
κός ο Γουόλτ. «Μπορεί να βρισκόμαστε στο κατώφλι ε-
νός νέου κόσμου. Αλλά προς το παρόν ζούμε στον παλιό.
Αν, λοιπόν, το βοηθό μου δεν τον σκότωσε ο σκύλος, τότε
ποιος τον σκότωσε;»
«Εκείνη τη νύχτα που δραπέτευσε ο σκύλος, ξέφυγε
και κάτι άλλο από τα Εργαστήρια Μπανοντάιν», είπε ο
Λεμ. «Το Τέρας».
5
Η Νόρα έδειξε στον Αϊνστάιν μια διαφήμιση που παρου-
σίαζε μια τίγρη και ένα αυτοκίνητο κλειδωμένο σε σιδερέ-
νιο κλουβί. «Για πες μου, λοιπόν», είπε. «Τι σου κίνησε το
ενδιαφέρον σ' αυτή τη φωτογραφία -το αυτοκίνητο;»
Ο Αϊνστάιν γάβγισε μία φορά: 'Οχι.
«Η τίγρη;» ρώτησε ο Τράβις.
Ένα γάβγισμα.
«Το κλουβί;» ρώτησε η Νόρα.
Ο Αϊνστάιν κούνησε την ουρά του: Nat.
«Μας έδειξες αυτή τη φωτογραφία επειδή σε είχαν
κλεισμένο σε κλουβί;» ρώτησε η Νόρα.
Ναι.
Ο Τράβις έψαξε τα περιοδικά και βρήκε μια άλλη ει-
κόνα που τους είχε δείξει ο Αϊνστάιν. Παρουσίαζε ένα
θλιμμένο άνθρωπο μέσα στο κελί μιας φυλακής. Την έδει-
ξε στο σκύλο. «Κι αυτή τη διάλεξες επειδή το κελί μοιάζει
με το κλουβί;»
Ναι.
«Και επειδή ο φυλακισμένος σού θύμισε πώς ένιωθες
όταν σε είχαν στο κλουβί;»
Ναι.
«Και το βιολί;» ρώτησε η Νόρα. «Μήπως κάποιος από
το εργαστήριο σου έπαιζε βιολί;»
Ναι.
«Αναρωτιέμαι γιατί να το έκαναν αυτό», είπε ο Τράβις.
Αυτό όμως ήταν ένα ερώτημα στο οποίο ο σκύλος δεν
μπορούσε να απαντήσει με ένα απλό ναι ή όχι.
«Σου άρεσε το βιολί;» ρώτησε η Νόρα.
Ναι.
«Σου αρέσει η μουσική γενικά;»
Ναι.
«Σου αρέσει η τζαζ;»
Ο σκύλος ούτε γάβγισε ούτε κούνησε την ουρά του.
«Δεν ξέρει τι είναι η τζαζ», είπε ο Τράβις. «Ίσως να
μην του είχαν παίξει τέτοια μουσική».
«Σου αρέσει το ροκ εν ρολ;» ρώτησε η Νόρα.
Ένα γάβγισμα και, ταυτόχρονα, ένα κούνημα της ουράς.
«Τι σημαίνει αυτό;» ρώτησε η Νόρα.
«Ίσως σημαίνει "και ναι και όχι"», είπε ο Τράβις.
«Του αρέσουν μερικά κομμάτια ροκ εν ρολ, αλλά όχι όλα».
Ο Αϊνστάιν κούνησε την ουρά του, επιβεβαιώνοντας
την ερμηνεία του Τράβις.
«Η κλασική μουσική;» ρώτησε η Νόρα.
Ναι.
«Ώστε έχουμε ένα σκύλο σνομπ;» είπε ο Τράβις.
Ναι, ναι, ναι.
Η Νόρα γέλασε ενθουσιασμένη, το ίδιο και ο Τράβις,
και ο Αϊνστάιν άρχισε να τους γλείφει, εκφράζοντας τη
χαρά του.
Ο Τράβις δεν θα αισθανόταν περισσότερη χαρά και
δέος αν είχε καταφέρει να επικοινωνήσει με εξωγήινους.
Ο Γουόλτ Γκέινς είχε μείνει σιωπηλός, προσπαθώντας να
χωνέψει όλα αυτά που του είπε ο Λεμ. Δεν μπορούσε να
καταλάβει αυτό τον καινούριο κόσμο της προηγμένης τε-
χνολογίας. Τα έργα του ήταν άλλοτε υπέροχα κι άλλοτε
τρομακτικά -και μερικές φορές και τα δύο ταυτόχρονα.
Όπως τώρα: η ιδέα ενός σκύλου που ήταν έξυπνος σαν
άνθρωπος του άρεσε, τον έκανε να θέλει να χαμογελάσει.
Αλλά υπήρχε και κάτι άλλο -το Τέρας-, κι αυτό τον τρό-
μαζε όσο τίποτ' άλλο.
«Ο σκύλος δεν είχε όνομα», συνέχισε ο Λεμ Τζόνσον.
«Αυτό δεν είναι ασυνήθιστο. Οι περισσότεροι επιστήμο-
νες που δουλεύουν με πειραματόζωα δεν τους δίνουν ονό-
ματα. Αν δώσεις όνομα σε ένα ζώο, αρχίζεις αναπόφευ-
κτα να του αποδίδεις μια ορισμένη προσωπικότητα, με α-
ποτέλεσμα να χάνεις την αντικειμενικότητά σου. Έτσι, ο
σκύλος είχε μόνο έναν αριθμό, μέχρι που έγινε φανερό ό-
τι ο Γουέδερμπι είχε καταφέρει το σκοπό του. Αλλά ακό-
μα και τότε δεν του έδωσαν όνομα. Τον έλεγαν απλά "ο
σκύλος", πράγμα που τον ξεχώριζε από όλα τα άλλα ζώα,
αφού αυτά τα ήξεραν μόνο με τους αριθμούς τους. Όμως,
ενώ ο Γουέδερμπι δούλευε πάνω σε σκύλους, μια άλλη ε-
πιστήμων, η δόκτωρ Γιάρμπεκ, έκανε μια εντελώς διαφο-
ρετική σειρά πειραμάτων, που κι αυτά τελικά είχαν κά-
ποια επιτυχία».
Ο στόχος της Γιάρμπεκ ήταν να δημιουργήσει ένα ζώο
με σημαντικά αυξημένη νοημοσύνη, το οποίο όμως θα
μπορούσε να συνοδεύει τους ανθρώπους στη μάχη, όπως
οι σκύλοι συνοδεύουν και βοηθούν τους αστυνομικούς στις
επικίνδυνες αποστολές. Η Γιάρμπεκ ήθελε να φτιάξει ένα
ζώο που θα ήταν έξυπνο αλλά και επικίνδυνο, που θα μπο-
ρούσε να σκορπίσει τον τρόμο στο πεδίο της μάχης. Βέ-
βαια, δεν θα ήταν εξίσου έξυπνο με έναν άνθρωπο, ούτε
με το σκύλο που έφτιαχνε ο Γουέδερμπι. Θα ήταν τρέλα
να δημιουργήσουν μια φονική μηχανή που θα είχε την ίδια
νοημοσύνη με τους ανθρώπους. Για το σκοπό αυτό, η Γιάρ-
μπεκ δούλεψε με μπαμπουίνους, που είναι ιδιαίτερα έξυ-
πνοι αλλά και μαχητικοί, με επικίνδυνα νύχια και δόντια.
«Η πρώτη της δουλειά ήταν η σωματική μεταβολή του
μπαμπουίνου. Έπρεπε να τον κάνει αρκετά μεγάλο ώστε
να μπορεί να απειλήσει έναν άντρα», είπε ο Λεμ. «Έπρε-
πε να έχει ύψος τουλάχιστον ενάμισι μέτρο και βάρος γύ-
ρω στα σαράντα πέντε κιλά».
«Τόσο λίγο;» είπε απορημένος ο Γουόλτ. «Εγώ θα μπο-
ρούσα να τσακίσω έναν άνθρωπο με αυτό το μέγεθος».
«Έναν άνθρωπο, ναι. Όχι όμως κι αυτό το πράγμα.
Είναι τρομερά μυώδες και δυνατό, και πολύ πιο γρήγορο
από τον άνθρωπο. Άλλωστε, είδες τι μπορεί να κάνει».
Ο Γουόλτ σκέφτηκε τον Ντάλμπεργκ, τον Τιλ... «Εντά-
ξει, καταλαβαίνω. Το μέγεθος του είναι αρκετό εφόσον
πρόκειται για ένα ζώο που είναι ειδικά φτιαγμένο για να
πολεμάει και να σκοτώνει».
«Έτσι η Γιάρμπεκ ανέπτυξε μια ράτσα μπαμπουίνων
με μεγαλύτερο μέγεθος. Μετά άρχισε να κάνει μεταβολές
στα σπερματοζωάρια και ωάρια αυτών των ζώων, άλλοτε
αλλοιώνοντας τα ίδια τα γονίδια των μπαμπουίνων και άλ-
λοτε εισάγοντας γονίδια από άλλα είδη».
«Όπως έκαναν και για το σκύλο».
«Ναι. Η Γιάρμπεκ ήθελε να του δώσει ένα μεγάλο σα-
γόνι, περίπου σαν του τσακαλιού, ώστε να χωράει περισ-
σότερα δόντια. Ήθελε επίσης τα δόντια να είναι μεγαλύ-
τερα, πιο μυτερά και αγκιστρωτά. Για να τα πετύχει όλα
αυτά έπρεπε να μεγαλώσει το κεφάλι του μπαμπουίνου
και να αλλάξει εντελώς τη διαμόρφωση του προσώπου
του. Έτσι κι αλλιώς, το κεφάλι έπρεπε να είναι μεγαλύτε-
ρο για να χωράει έναν πιο μεγάλο εγκέφαλο. Η Γιάρμπεκ
δεν είχε τους περιορισμούς του Γουέδερμπι. Αντίθετα, μά-
λιστα, σκέφτηκε ότι, αν το δημιούργημά της είχε φρικτή ό-
ψη, θα τρόμαζε ακόμα περισσότερο τους εχθρούς».
Ο Γουόλτ Γκέινς αισθάνθηκε ένα παγερό ρίγος να τον
διαπερνά. «Μα, για όνομα του Θεού, δε σκέφτηκε κανείς
τους πόσο ανήθικα είναι όλα αυτά; Λεμ, έχεις ηθική υπο-
χρέωση να τα ανακοινώσεις όλα αυτά. Πρέπει να τα μά-
θει ο κόσμος».
«Κάθε άλλο», είπε ο Λεμ. «Η άποψη ότι υπάρχει καλή
και κακή γνώση είναι εντελώς θρησκευτική. Οι πράξεις
μπορεί να είναι ηθικές ή ανήθικες, ναι, αλλά η γνώση εί-
ναι πάντα ηθικά ουδέτερη».
«Ναι, αλλά η εφαρμογή αυτής της γνώσης, όπως στην
περίπτωση της Γιάρμπεκ, δεν είναι καθόλου ουδέτερη».
«Γουόλτ, η εφαρμογή της γνώσης είναι μια απαραίτητη
προϋπόθεση για την απόκτηση περισσότερων γνώσεων»,
είπε ο Λεμ. «Ο επιστήμονας πρέπει να εφαρμόζει τις ανα-
καλύψεις του για να δει πού θα τον οδηγήσουν. Η ηθική
ευθύνη βαραίνει εκείνους που χρησιμοποιούν τις τεχνολο-
γικές ανακαλύψεις έξω από τα εργαστήρια για ανήθικους
σκοπούς».
«Τις πιστεύεις όλες αυτές τις μπούρδες που μου λες;»
«Ναι, τις πιστεύω», απάντησε ο Λεμ. «Αν θεωρούσαμε
τους επιστήμονες υπεύθυνους για όλες τις αρνητικές συνέ-
πειες που έχει η δουλειά τους, θα έπρεπε να σταματήσουν
να δουλεύουν -και τότε θα σταματούσε και η πρόοδος. Αν
κάναμε κάτι τέτοιο, θα ζούσαμε ακόμα στις σπηλιές».
Ο Γουόλτ έβγαλε ένα μαντίλι από την τσέπη του και
σκούπισε τον ιδρώτα που έτρεχε στο πρόσωπο του. Η
σκέψη ότι ο πολεμιστής της Γιάρμπεκ τριγύριζε ελεύθε-
ρος στην περιοχή τον είχε τρομάξει. Θα ήθελε να τα απο-
καλύψει όλα, να προειδοποιήσει τον κόσμο ότι ένα επι-
κίνδυνο πλάσμα κυκλοφορεί στη Γη. Αλλά, αν έκανε κάτι
τέτοιο, οι αντιδραστικοί θα προσπαθούσαν να βάλουν τέ-
λος σε όλες τις έρευνες της γενετικής μηχανικής. Και οι έ-
ρευνες αυτές είχαν δημιουργήσει είδη καλαμποκιού και
σιταριού που αναπτύσσονταν με λιγότερο νερό, καθώς
και έναν τεχνητό ιό που παρήγε φτηνή ινσουλίνη. Αν απο-
κάλυπτε αυτά που ήξερε, μπορεί να έσωζε μερικές ζωές
βραχυπρόθεσμα, αλλά δημιουργούσε εμπόδια στις γενετι-
κές έρευνες, γεγονός που θα κόστιζε δεκάδες χιλιάδες
ζωές μακροπρόθεσμα.
«Φτου, να πάρει η οργή!» είπε ο Γουόλτ. «Το πράγμα
δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται, έτσι δεν είναι;»
«Αυτό είναι που δίνει ενδιαφέρον στη ζωή».
«Αυτή τη στιγμή η ζωή παραέχει γίνει ενδιαφέρουσα,
μου φαίνεται. Εντάξει λοιπόν. Συμφωνώ ότι το θέμα πρέ-
πει να αποσιωπηθεί. Άλλωστε, αν ανακοινώναμε τι έγινε,
ένα σωρό βλάκες θα έπαιρναν τους λόφους για να βρουν
το Τέρας -και ή θα έπεφταν θύματά του ή θα άρχιζαν να
σκοτώνονται μεταξύ τους».
«Ακριβώς».
«Οι άντρες μου όμως θα μπορούσαν να πάρουν μέρος
στην έρευνα με πλήρη μυστικότητα».
Ο Λεμ του είπε τότε για τους εκατό πεζοναύτες που έ-
ψαχναν ακόμη τους λόφους, ντυμένοι με πολιτικά. «Έχω
κιόλας ρίξει στην υπόθεση περισσότερους άντρες απ' ό-
σους θα μπορούσες να μου δώσεις εσύ. Δεν μπορείς να
κάνεις τίποτα περισσότερο. Και τώρα, τι λες; Θα με αφή-
σεις να κάνω τη δουλειά μου χωρίς επεμβάσεις;»
«Προς το παρόν, ναι», είπε ο Γουόλτ συνοφρυωμένος.
«Αλλά θέλω να με ενημερώνεις».
«Εντάξει».
«Και έχω μια ερώτηση ακόμη. Τι έγινε με τους φόνους
του Χάντστον, του Γουέδερμπι και της Γιάρμπεκ; Ποιος ή-
ταν πίσω από όλα αυτά;»
«Δεν ξέρουμε ποιος ακριβώς τους διέπραξε, αλλά ξέ-
ρουμε ότι δούλευε για του,ς Ρώσους. Σκότωσαν και έναν
άλλο επιστήμονα των εργαστηρίων, που έκανε διακοπές
στο Ακαπούλκο».
Ο Γουόλτ μπερδεύτηκε. Το πράγμα ήταν ακόμα πιο
περίπλοκο απ' όσο νόμιζε. «Οι Ρώσοι; Τι δουλειά έχουν
οι Ρώσοι μ' αυτή την υπόθεση;»
«Νομίζαμε ότι δεν ήξεραν τίποτα για το Σχέδιο Φράν-
σις, αλλά φαίνεται πως είχαμε γελαστεί», είπε ο Λεμ.
«Πρέπει να είχαν κάποιο δικό τους άνθρωπο μέσα στα
εργαστήρια που τους πληροφορούσε για τις προόδους που
κάναμε. 'Οταν δραπέτευσαν ο σκύλος και το Τέρας, ο κα-
τάσκοπος ειδοποίησε τους Σοβιετικούς κι αυτοί, φαίνεται,
αποφάσισαν να εκμεταλλευτούν το χάος που είχε δημι-
ουργηθεί και να μας κάνουν ακόμα μεγαλύτερη ζημιά.
Σκότωσαν όλους τους επιστήμονες που είχαν ηγετικές θέ-
σεις στα εργαστήρια -τη Γιάρμπεκ, τον Γουέδερμπι και
τον Χέινς- καθώς και τον Χάντστον, που δούλευε παλιό-
τερα στο Μπανοντάιν. Αυτό το έκαναν για δύο λόγους:
πρώτον, για να σταματήσουν το Σχέδιο Φράνσις και, δεύ-
τερον, για να μας δυσκολέψουν στην προσπάθεια μας να
βρούμε το Τέρας».
«Πώς θα τη δυσκόλευαν, δηλαδή;»
«Τώρα που αυτοί οι επιστήμονες είναι νεκροί, δεν υ-
πάρχει κανείς που να ξέρει πώς σκέφτονται το Τέρας και
ο σκύλος ώστε να μπορέσουμε να τα ξαναπιάσουμε».
«Έχεις αποδείξεις ότι ήταν οι Ρώσοι;»
«Όχι ακριβώς. Εγώ έχω αναλάβει να βρω το σκυλί και
το Τέρας, ενώ υπάρχει μια άλλη ομάδα που προσπαθεί να
βρει τους Σοβιετικούς πράκτορες που διέπραξαν τους φό-
νους, τον εμπρησμό και την καταστροφή των στοιχείων.
Δυστυχώς, οι Ρώσοι μάλλον χρησιμοποίησαν επαγγελμα-
τίες έξω από το δικό τους δίκτυο, με αποτέλεσμα να μην
μπορούμε να τους βρούμε. Αυτή η πλευρά της έρευνας έ-
χει καταλήξει σε αδιέξοδο».
«Μα η φωτιά στα εργαστήρια;» ρώτησε ο Γουόλτ.
«Ήταν σίγουρα εμπρησμός. Κι αυτό δουλειά των Ρώ-
σων. Καταστράφηκαν όλα τα στοιχεία που είχαμε για το
Σχέδιο Φράνσις -τόσο τα χαρτιά όσο και τα ηλεκτρονικά
στοιχεία. Υπήρχαν βέβαια αντίτυπα των δίσκων του υπο-
λογιστή σε άλλο μέρος... αλλά τα στοιχεία από τους δί-
σκους αυτούς έχουν σβηστεί».
«Οι Ρώσοι πάλι;»
«Μάλλον».
Ο Γουόλτ κούνησε το κεφάλι. «Ποτέ δεν πίστευα ότι
θα ήμουν με το μέρος των Σοβιετικών, αλλά δεν ήταν ά-
σχημη ιδέα να δώσουν τέλος σ' αυτές τις έρευνες».
«Όσο γι' αυτό, δεν πάνε πίσω και οι Ρώσοι. Απ' ό,τι
ξέρω, κάνουν κι αυτοί παρόμοιες έρευνες στην Ουκρανία.
Δεν αμφιβάλλω ότι δικοί μας πράκτορες θα προσπαθούν
να καταστρέψουν τα δικά τους στοιχεία και να σκοτώ-
σουν τους επιστήμονες, όπως ακριβώς έκαναν κι αυτοί.
Πάντως, οι Ρώσοι θα το ήθελαν πολύ να ορμήσει το Τέ-
ρας σε κάποιο ειρηνικό προάστιο και ν' αρχίσει να σκο-
τώνει κόσμο».
«Υπάρχει τέτοια περίπτωση;»
«Μάλλον όχι. Το Τέρας είναι πολύ επιθετικό και μισεί
τρομερά τους ανθρώπους. Είναι όμως και έξυπνο και ξέ-
ρει ότι με κάθε φόνο που κάνει προδίδει τη θέση του. Γι'
αυτό δεν πρόκειται να το παρακάνει. Συνήθως θα απο-
φεύγει τους ανθρώπους και θα κινείται τη νύχτα. Μπορεί
να μπει καμιά φορά σε κατοικημένες περιοχές από πε-
ριέργεια...»
«Όπως έκανε στο σπίτι των Κίσαν;»
«Ναι. Αλλά σίγουρα δε θέλει να το πιάσουν πριν πετύ-
χει τον κύριο σκοπό του».
«Ποιος είναι ο σκοπός του;»
«Να βρει και να σκοτώσει το σκύλο».
Ο Γουόλτ ξαφνιάστηκε. «Γιατί να θέλει να σκοτώσει
το σκύλο;»
«Δεν ξέρουμε», είπε ο Λεμ. «Αλλά είναι σίγουρο ότι
το Τέρας αισθανόταν ένα άγριο μίσος για το σκυλί, χειρό-
τερο ακόμη και από το μίσος που αισθανόταν για τους αν-
θρώπους. Η Γιάρμπεκ είχε φτιάξει μια συμβολική γλώσσα
με την οποία επικοινωνούσαν και το Τέρας είχε εκφράσει
αρκετές φορές την επιθυμία να σκοτώσει το σκύλο. Αλλά
ποτέ δεν εξηγούσε γιατί».
«Δηλαδή, τώρα νομίζεις ότι ακολουθεί το σκυλί;»
«Ναι. Όπως φαίνεται, ο σκύλος δραπέτευσε πρώτος α-
πό το εργαστήριο κι αυτό έκανε έξαλλο το Τέρας, γιατί
κατάλαβε ότι, αν δε δραπέτευε και το ίδιο, ο σκύλος θα του
ξέφευγε για πάντα. Κατέστρεψε τα πάντα μέσα στο κλου-
βί του και μετά κατάφερε να ξεφύγει κι αυτό».
«Αν όμως ο σκύλος δραπέτευσε νωρίτερα από το ερ-
γαστήριο, θα έχει απομακρυνθεί...»
«Όχι, δε θα καταφέρει να ξεφύγει από το Τέρας. Φαί-
νεται ότι υπάρχει μια νοητική σύνδεση ανάμεσα στο σκυλί
και στο Τέρας. Αντιλαμβάνονται ενστικτωδώς το ένα το
άλλο. Δεν ξέρουμε πόσο ισχυρή είναι αυτή η σύνδεση, αλ-
λά δεν αποκλείεται να επιτρέπει στο Τέρας να ακολουθεί
το σκυλί ακόμα και από μεγάλες αποστάσεις».
Οι δυο άντρες έμειναν σιωπηλοί για λίγο.
Τέλος ο Γουόλτ είπε: «Τα Εργαστήρια Μπανοντάιν έ-
χουν πολύ καλά συστήματα ασφαλείας. Πρέπει να είναι
πολΰ δύσκολο να φύγει κανείς απαρατήρητος από εκεί.
Και όμως, ο σκΰλος και το Τέρας κατάφεραν να δραπε-
τεύσουν».
«Ναι».
«Αυτό σημαίνει ότι είναι πιο έξυπνοι από όσο νόμιζαν
οι επιστήμονες».
«Ναι».
«Στην περίπτωση του σκΰλου, αυτό δε μας πειράζει»,
συνέχισε ο Γουόλτ. «Έτσι κι αλλιώς δεν εχθρεΰεται τους
ανθρώπους».
Ο Λεμ κατάλαβε τι εννοούσε ο φίλος του. Γΰρισε και
τον κοίταξε. «Ναι. Αν το Τέρας είναι πιο έξυπνο απ' όσο
νομίζαμε... αν είναι σχεδόν εξίσου έξυπνο με έναν άν-
θρωπο, τότε θα είναι πολΰ πιο δΰσκολο να το πιάσουμε».
«Είναι σχεδόν εξίσου έξυπνο με τον άνθρωπο... ή εξί-
σου έξυπνο με τον άνθρωπο;» ρώτησε ο Γουόλτ.
«Όχι. Αυτό είναι αδύνατο».
« Ή μήπως ακόμη εξυπνότερο;»
«Όχι, αποκλείεται».
«Αποκλείεται;»
«Ναι».
«Είσαι απόλυτα σίγουρος;»
Ο Λεμ αναστέναξε και έτριψε τα κουρασμένα μάτια
του χωρίς να πει τίποτα. Δεν θα άρχιζε να λέει πάλι ψέμα-
τα στον καλύτερο του φίλο.
Η Νόρα και ο Τράβις έδειξαν μία μία όλες τις εικόνες
στον Αϊνστάιν, κάνοντάς του ερωτήσεις. Με αυτό τον τρό-
πο έμαθαν μερικά πράγματα ακόμη για τη ζωή του, αν και
για μερικές από τις εικόνες δεν μπορούσαν να βρουν την
κατάλληλη ερώτηση που θα τους αποκάλυπτε κάτι περισ-
σότερο για το σκύλο.
Αλλά το μεγαλύτερο αίνιγμα ήταν η εικόνα του δαίμο-
να. Όταν την έδειξαν και πάλι στον Αϊνστάιν, αυτός ταρά-
χτηκε τρομερά. Έχωσε την ουρά ανάμεσα στα σκέλια, γύ-
μνωσε τα δόντια του και άρχισε να γρυλίζει απειλητικά.
Ύστερα από μερικές αποτυχημένες προσπάθειες να τον
κάνουν να απαντήσει, ο Τράβις είπε τελικά: «Αϊνστάιν,
δεν έχεις καταλάβει ίσως ότι αυτή η εικόνα δεν είναι αλη-
θινή. Είναι μια ψεύτικη εικόνα από μια ταινία. Καταλα-
βαίνεις τι εννοώ;»
Ο Αϊνστάιν κούνησε την ουρά του: Ναι.
«Λοιπόν, αυτό το τέρας είναι ψεύτικο».
Ένα γάβγισμα: Όχι.
«Είναι ψεύτικο. Είναι απλώς ένας άνθρωπος που φορά
ένα λαστιχένιο κοστούμι», είπε η Νόρα.
Όχι.
«Ναι», είπε ο Τράβις.
Όχι.
Ο Αϊνστάιν πήγε να τρέξει για να κρυφτεί πίσω από
τον καναπέ, αλλά ο Τράβις τον άρπαξε από το κολάρο και
τον κράτησε μπροστά του., «Τι εννοείς "όχι"; Θέλεις να
πεις ότι έχεις δει ένα τέτοιο πράγμα;»
Ο σκύλος τον κοίταξε με τρόμο και γρύλισε παραπο-
νιάρικα. Ο Τράβις τον κοίταξε στα μάτια και αισθάνθηκε
το σώμα του σκύλου να τρέμει. Ξαφνικά άρχισε να τρέμει
και ο ίδιος. Ο φόβος του σκύλου είχε μεταδοθεί και σ' αυ-
τόν. Ξαφνικά σκέφτηκε, Θεέ μου, πραγματικά έχει δει κά-
τι τέτοιο.
Ο Τράβις επανέλαβε την ερώτηση: «Θέλεις να πεις ότι
έχεις δει ένα τέτοιο πράγμα;»
Ναι.
«Κάτι που είναι ακριβώς σαν αυτόν το δαίμονα;»
Ένα γάβγισμα και ένα κούνημα της ουράς: Ναι και όχι.
«Κάτι που του μοιάζει κάπως;»
Ναι.
Ο Τράβις άφησε το κολάρο κι άρχισε να χαϊδεύει το
σκύλο. Αλλά ο Αϊνστάιν συνέχισε να τρέμει. «Γι' αυτό ση-
κώνεσαι τις νύχτες και κοιτάζεις από το παράθυρο;»
Ναι.
Η Νόρα είχε τρομάξει από τις αντιδράσεις του Αϊν-
στάιν. «Νόμιζα ότι φοβόσουν μήπως σε βρουν οι άνθρω-
ποι από το εργαστήριο».
Ο Αϊνστάιν γάβγισε μία φορά.
«Δε φοβάσαι μήπως σε βρουν οι άνθρωποι του εργα-
στηρίου;»
Ναι και όχι.
«Αλλά φοβάσαι μήπως σε βρει αυτό το... αυτό το άλλο
πράγμα;» ρώτησε ο Τράβις.
Ναι, ναι, ναι.
«Αυτό το πλάσμα ήταν στο δάσος εκείνη τη μέρα που
σε βρήκα;»
Ναι, ναι, ναι.
Ο Αϊνστάιν έψαξε ανάμεσα στα περιοδικά και βρήκε
την εικόνα του γιατρού. Έφερε το περιοδικό μπροστά
τους, τους έδειξε με τη μύτη του το γιατρό και μετά τους
κοίταξε.
«Προηγουμένως, μας είπες ότι ο γιατρός αντιπροσω-
πεύει έναν από τους επιστήμονες εκείνου του εργαστηρίου».
Ναι.
«Δηλαδή, θέλεις να πεις ότι ο επιστήμονας που ασχολιό-
ταν μαζί σου θα ξέρει τι ήταν εκείνο το πράγμα στο δάσος;»
Ναι.
Ο Αϊνστάιν έψαξε πάλι τις φωτογραφίες κι αυτή τη φο-
ρά γύρισε με τη διαφήμιση που έδειχνε το αυτοκίνητο μέ-
σα σ' ένα κλουβί. Άγγιξε με τη μύτη του το κλουβί και με-
τά την εικόνα του δαίμονα.
«Θέλεις να πεις ότι αυτό το πράγμα θα έπρεπε να βρί-
σκεται σε ένα κλουβί;» ρώτησε η Νόρα.
Ναι.
«Όχι μόνο αυτό», είπε ο Τράβις. «Νομίζω ότι θέλει να
πει πως αυτό το πλάσμα ήταν κάποτε μέσα σε ένα κλουβί,
πως το είδε μέσα σ' ένα κλουβί».
Ναι.
«Στο ίδιο εργαστήριο όπου είχαν κι εσένα;»
Ναι, ναι, ναι.
«Ήταν κι αυτό πειραματόζωο;» ρώτησε η Νόρα.
Ναι.
Ο Τράβις κοίταξε για λίγο σκεφτικός τη φρικτή εικόνα
του δαίμονα. «Ήταν ένα πείραμα που απέτυχε;»
Ναι και όχι, είπε ο Αϊνστάιν.
Μετά γύρισε ταραγμένος και πλησίασε στο παράθυρο,
όπου σηκώθηκε στα πισινά του πόδια και έμεινε εκεί, κοι-
τάζοντας έξω.
Η Νόρα κι ο Τράβις κάθονταν ακόμη ανάμεσα στα α-
νοιχτά περιοδικά. Κοιτάχτηκαν με απορία.
«Νομίζεις ότι ο Αϊνστάιν μπορεί να πει ψέματα;» ρώ-
τησε σιγανά η Νόρα. «Να επινοήσει κάποιες ιστορίες με
το μυαλό του, όπως κάνουν τα παιδιά;»
«Δεν ξέρω. Μπορούν τα σκυλιά να πουν ψέματα, ή αυ-
τή είναι μια καθαρά ανθρώπινη ικανότητα;» Γέλασε με
την παράλογη ερώτηση του. «Ακούς εκεί -λένε ψέματα τα
σκυλιά;» Και συνέχισε: «Τραγουδάνε οι αγελάδες; Πετά-
νε οι γάιδαροι;»
«Χορεύουν οι πάπιες;» συμπλήρωσε η Νόρα.
Άρχισαν και οι δυο να γελάνε νευρικά, εκτονώνοντας
την ένταση και την κούραση των τελευταίων ημερών.
Ο Αϊνστάιν γύρισε από το παράθυρο και τους κοίταξε
γέρνοντας το κεφάλι· προσπαθούσε να καταλάβει γιατί
φέρονταν τόσο παράξενα.
Η απορημένη έκφραση του σκύλου τούς φάνηκε το πιο
κωμικό πράγμα που είχαν δει ποτέ τους. Άρχισαν να γε-
λούν και πάλι ασυγκράτητα, γέρνοντας και αγκαλιάζοντας
ο ένας τον άλλο.
Ο σκύλος ξεφύσηξε περιφρονητικά και γύρισε πάλι
στο παράθυρο.
Όταν άρχισαν να ξαναβρίσκουν την αυτοκυριαρχία
τους και σταμάτησαν να γελούν, ο Τράβις συνειδητοποίη-
σε ότι κρατούσε τη Νόρα στην αγκαλιά του. Το κεφάλι της
ήταν ακουμπισμένο στον ώμο του, τα μαλλιά της μοσχοβο-
λούσαν. Ξαφνικά αισθάνθηκε να τη θέλει απελπισμένα
και ήξερε πως μόλις σήκωνε το κεφάλι από τον ώμο του
θα τη φιλούσε. Μια στιγμή αργότερα εκείνη σήκωσε το
κεφάλι και ο Τράβις τη φίλησε -και η Νόρα ανταποκρίθη-
κε. Για μερικές στιγμές, φάνηκε να μην αντιλαμβάνεται τι
γινόταν. Το φιλί της ήταν γλυκό και αθώο -όχι ένα φιλί
πάθους, αλλά φιλίας και αγάπης. Μετά όμως άρχισε να α-
νασαίνει πιο γρήγορα και το χέρι της έσφιξε το μπράτσο
του. Τον τράβηξε κοντά της, ενώ ένα μουρμουρητό επιθυ-
μίας ξέφυγε από τα χείλη της. Ο ήχος της φωνής της τη συ-
νέφερε αμέσως. Ξαφνικά το σώμα της σφίχτηκε και τα ό-
μορφα μάτια της άνοιξαν διάπλατα με απορία -και φόβο-
γι' αυτό που πήγε να συμβεί. Ο Τράβις τραβήχτηκε αμέ-
σως, επειδή κατάλαβε ότι δεν είχε έρθει ακόμη η κατάλ-
ληλη στιγμή. Όταν θα έκαναν έρωτα, ήθελε να γίνουν όλα
σωστά, χωρίς δισταγμούς και αμφιβολίες, γιατί αυτή την
πρώτη φορά θα τη θυμόνταν και οι δυο σε όλη τους τη ζωή
και ήθελε η ανάμνηση αυτή να είναι τέλεια. Γιατί ο Τρά-
βις ήταν σίγουρος ότι αυτός και η Νόρα Ντέβον θα περ-
νούσαν μαζί όλη την υπόλοιπη ζωή τους.
Απομακρύνθηκαν αμήχανα, χωρίς να ξέρουν αν έπρε-
πε να σχολιάσουν αυτή την ξαφνική αλλαγή στη σχέση
τους. Μετά η Νόρα είπε: «Είναι ακόμη στο παράθυρο.
Μπορεί να λέει αλήθεια; Μπορεί πραγματικά να δραπέ-
τευσε ένα τέτοιο τέρας από το εργαστήριο;»
«Αν έφτιαξαν ένα σκύλο τόσο έξυπνο όσο ο Αϊνστάιν,
φαντάζομαι ότι θα μπορούσαν να φτιάξουν και άλλα, πιο
αλλόκοτα πράγματα. Πάντως εκείνη τη μέρα στο δάσος υ-
πήρχε κάτι».
«Αλλά σίγουρα δεν υπάρχει κίνδυνος να τον βρει. Η
Σάντα Μπάρμπαρα απέχει πολύ από εκείνο το δάσος».
«Ναι», συμφώνησε ο Τράβις. «Νομίζω ότι ο Αϊνστάιν
δεν έχει καταλάβει πόσο μεγάλη απόσταση διανύσαμε.
Αυτό το πλάσμα δε θα μπορούσε να τον ακολουθήσει από
τόσο μακριά. Αλλά βάζω στοίχημα ότι οι άνθρωποι από το
εργαστήριο θα έχουν οργανώσει ολόκληρη έρευνα για να
τον ξαναβρούν. Αυτοί είναι που με ανησυχούν. Και το ί-
διο πράγμα ανησυχεί και τον Αϊνστάιν -γι' αυτό όταν εί-
μαστε μπροστά σε κόσμο φέρεται σαν συνηθισμένος σκύ-
λος. Δε θέλει να ξαναγυρίσει εκεί».
«Αν τον βρουν...» άρχισε η Νόρα.
«Δε θα τον βρουν».
«Αν τον βρουν, όμως, τι θα γίνει;»
«Δε θα τους αφήσω ποτέ να μου τον πάρουν», είπε ο
Τράβις. «Ποτέ».
Στις έντεκα την ίδια νύχτα, το ακέφαλο πτώμα του Τιλ
Πάρτερ και το κατακρεουργημένο πτώμα του επιστάτη εί-
χαν μεταφερθεί στο νεκροτομείο. Οι πράκτορες της YEA
είχαν σερβίρει μια ιστορία στους δημοσιογράφους, οι ο-
ποίοι τη δέχτηκαν χωρίς να υποψιαστούν τίποτα. Ο οικι-
σμός του Μπορντό Ριτζ είχε αδειάσει πάλι -οι μόνοι που
ήταν ακόμη εκεί ήταν ο Κλιφ Σόουμς, ο Λέμιουελ Τζόν-
σον και ο Γουόλτ Γκέινς. Οι αστυνομικοί είχαν πάρει και
τους προβολείς και η περιοχή ήταν πάλι σκοτεινή. Το μο-
ναδικό φως ήταν από τα φανάρια του αυτοκινήτου του
Γουόλτ Γκέινς, που φώτιζαν το αμάξι της YEA.
Ο Λεμ προχώρησε σκεφτικός προς το αυτοκίνητο. Δεν
ανησυχούσε γι' αυτά που είχε πει στον Γουόλτ -ήταν σί-
γουρος ότι ο σερίφης θα κρατούσε το στόμα του κλειστό.
Ο Κλιφ Σόουμς έφτασε πρώτος στο αυτοκίνητο και κάθι-
σε στη θέση του οδηγού. Καθώς ο Λεμ άνοιγε την πόρτα,
άκουσε τον Κλιφ να λέει, «Ω Θεέ μου, ω Χριστέ μου», και
να βγαίνει έξω όπως όπως. Κοίταξε από το παράθυρο και
κατάλαβε. Πάνω στη θέση του οδηγού ήταν ακουμπισμένο
ένα κεφάλι -χωρίς αμφιβολία το κεφάλι του Τιλ Πόρτερ.
Ήταν βαλμένο έτσι ώστε να βλέπει προς τον Λεμ όταν θα
άνοιγε την πόρτα. Το στόμα ήταν ανοιχτό σε μια σιωπηλή
κραυγή -και τα μάτια έλειπαν.
Ο Λεμ τινάχτηκε πίσω και τράβηξε το πιστόλι του. Ο
Γουόλτ Γκέινς είχε βγει κιόλας από το δικό του αυτοκίνη-
το και ερχόταν τρέχοντας προς το μέρος τους, με το περί-
στροφο στο χέρι. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε.
Ο Λεμ του έδειξε. Ο Γουόλτ έσκυψε στην ανοιχτή πόρ-
τα και όταν είδε το κεφάλι τού ξέφυγε ένας σιγανός, πο-
νεμένος ήχος.
Ο Κλιφ τους πλησίασε κρατώντας κι αυτός το πιστόλι
του. «Αυτό το καταραμένο πράγμα ήταν εδώ όταν ήρθαμε,
όσο ήμαστε μέσα στο σπίτι».
«Και μπορεί να είναι ακόμη εδώ», είπε ο Λεμ, κοιτά-
ζοντας ανήσυχος γύρω του στο σκοτάδι.
«Θα καλέσω τους άντρες μου να ψάξουμε να το βρού-
με», είπε ο Γουόλτ.
«Θα είναι μάταιο», απάντησε ο Λεμ. «Όταν δει τους ά-
ντρες σου να έρχονται, θα φύγει... Αν δεν έχει φύγει ήδη».
Ξαφνικά ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος από ένα
σπίτι λίγο πιο κάτω στο δρόμο, σαν κάποιος να πέταξε έ-
να σωρό με ξύλα ή κεραμίδια.
«Εδώ είναι», είπε ο Γουόλτ.
«Ίσως», είπε ο Λεμ. «Αλλά δεν πρόκειται να ψάξουμε
να το βρούμε στο σκοτάδι μόνο οι τρεις μας. Αυτό προ-
σπαθεί να πετύχει».
Αφουγκράστηκαν για λίγο σιωπηλοί. Απόλυτη ησυχία.
«Πριν έρθεις, ψάξαμε όλο τον οικισμό», είπε ο Γουόλτ.
«Φαίνεται, θα μετακινιόταν συνέχεια, παίζοντας με
τους άντρες σου», είπε ο Κλιφ. «Και μετά είδε εμάς όταν
ήρθαμε και γνώρισε τον Λεμ».
«Ναι», συμφώνησε ο Λεμ. «Με γνώρισε από τις επι-
σκέψεις που είχα κάνει στο Μπανοντάιν. Μάλλον περίμε-
νε εδώ ειδικά για μένα. Πρέπει να αντιλαμβάνεται το ρό-
λο μου και ξέρει ότι είμαι επικεφαλής της έρευνας. Γι' αυ-
τό και άφησε το κεφάλι του βοηθού σου σ' αυτό το αυτοκί-
νητο για να το δω εγώ».
«Για να σε προκαλέσει;» ρώτησε ο Γουόλτ.
«Ναι, για να με εμπαίξει».
Έμειναν για λίγο σιωπηλοί κοιτάζοντας γύρω τους στο
σκοτάδι.
«Μας παρακολουθεί», είπε ο Γουόλτ.
Ακούστηκε άλλος ένας θόρυβος, σαν να είχαν πετάξει
οικοδομικά υλικά, πολύ πιο κοντά αυτή τη φορά.
Ο Λεμ κάτι πήγε να πει, αλλά εκείνη τη στιγμή το Τέ-
ρας ούρλιαξε. Ήταν μια αλλόκοτη κραυγή που σου πάγω-
νε το αίμα. Ερχόταν από τον ανοιχτό χώρο πέρα από τον
οικισμό.
«Φεύγει τώρα», είπε ο Λεμ. «Κατάλαβε ότι δεν πρό-
κειται να ψάξουμε να το βρούμε οι τρεις μας, γι' αυτό
φεύγει πριν καλέσουμε ενισχύσεις».
Το Τέρας ούρλιαξε πάλι, από πιο μακριά.
«Το πρωί», είπε ο Λεμ, «θα φέρω εδώ τους πεζοναύ-
τες και θα ψάξουν τους λόφους στα ανατολικά του οικι-
σμού. Θα το πιάσουμε το καταραμένο. Μα το Θεό, θα το
πιάσουμε».
Ο Γουόλτ γύρισε προς το αυτοκίνητο. Προφανώς σκε-
φτόταν τι έπρεπε να κάνει το κεφάλι του Τιλ. «Αλλά γιατί
τα μάτια;» είπε. «Γιατί τους βγάζει πάντα τα μάτια;»
«Εν μέρει επειδή είναι τρομερά επιθετικό», απάντησε
ο Λεμ. «Αυτό είναι μια κληρονομική τάση του. Και εν μέ-
ρει επειδή του αρέσει να σκορπίζει τον τρόμο. Αλλά...»
«Τι;»
Σε μια από τις επισκέψεις του στα Εργαστήρια Μπα-
νοντάιν, ο Λεμ είχε παρακολουθήσει μια συνομιλία ανά-
μεσα στη Γιάρμπεκ και στο Τέρας, που γινόταν σε μια
συνθηματική γλώσσα η οποία βασιζόταν σε κινήσεις των
χεριών. Ένας άλλος επιστήμονας που ήταν εκεί του μετέ-
φραζε ψιθυριστά τι έλεγαν.
Σε μια στιγμή, το Τέρας είχε πει με τη γλώσσα των ση-
μάτων: Θα σον βγάλω τα μάτια.
Θέλεις να μου βγάλεις τα μάτια; είχε ρωτήσει η Γιάρμπεκ.
Να βγάλω όλων τα μάτια.
Γιατί;
Για να μη με βλέπουν.
Γιατί δε θέλεις να σε βλέπουν;
Άσχημος.
Πιστεύεις ότι είσαι άσχημος;
Πολύ άσχημος.
Πώς σου ήρθε η ιδέα ότι είσαι άσχημος;
Από τους ανθρώπους.
Ποιους ανθρώπους;
Όλους όσοι με βλέπουν για πρώτη φορά.
Όπως αυτός που είναι σήμερα εδώ; ρώτησε η Γιάρ-
μπεκ.
Ναι. Όλοι με βλέπουν άσχημο. Με μισούν.
Κανείς δε σε μισεί.
Όλοι.
Κανείς δε σου είπε ότι είσαι άσχημος. Πώς το ξέρεις ότι
το σκέφτονται;
Ξέρω.
Πώς το ξέρεις;
Το ξέρω, το ξέρω, το ξέρω! Το Τέρας άρχισε να τρέχει
μέσα στο κλουβί του, τραντάζοντας τα κάγκελα και ουρ-
λιάζοντας. Μετά γύρισε στη Γιάρμπεκ. Θα βγάλω τα δικά
μου μάτια.
Για να μη βλέπεις τον εαυτό σου;
Για να μη βλέπω τους ανθρώπους που με κοιτάζουν, α-
πάντησε το ζώο, και ο Λεμ αισθάνθηκε οίκτο τότε -αν και
αυτός ο οίκτος δεν μείωνε καθόλου το φόβο του.
Περιέγραψε τη συνομιλία στον Γουόλτ Γκέινς που, ακού-
γοντάς την, αισθάνθηκε να τον διαπερνά ένα παγερό ρίγος.
«Θεέ μου!» αναφώνησε ο Κλιφ Σόουμς. «Μισεί τον ε-
αυτό του, το γεγονός ότι είναι τόσο διαφορετικό, και γι'
αυτό μισεί ακόμη περισσότερο τους δημιουργούς του».
«Τώρα που μου τα είπες όλα αυτά», είπε ο Γουόλτ,
«εκπλήσσομαι που κανείς σας δεν κατάλαβε γιατί μισεί
τόσο πολΰ το σκύλο. Αυτό το παραμορφωμένο πλάσμα και
ο σκΰλος είναι ουσιαστικά τα δΰο μοναδικά "παιδιά" του
Σχεδίου Φράνσις. Ο σκΰλος είναι το αγαπημένο παιδί,
που έχει την εύνοια όλων, και το Τέρας το ήξερε αυτό. Ο
σκΰλος είναι το παιδί για το οποίο καυχιούνται οι γονείς
του, ενώ το Τέρας είναι το παιδί που θα προτιμούσαν να
το έχουν κλειδωμένο σε κάποιο υπόγειο».
«Ναι», είπε ο Λεμ. «Έχεις δίκιο».
«Και τώρα καταλαβαίνω και κάτι άλλο», συνέχισε ο
Γουόλτ. «Στο σπίτι όπου σκοτώθηκε ο Τιλ Πόρτερ ήταν
σπασμένοι και οι δΰο καθρέφτες του μπάνιου. Φαίνεται ό-
τι δεν αντέχει να βλέπει τον εαυτό του».
Κάπου από πολύ μακριά κάτι ούρλιαξε, κάτι που δεν
ήταν δημιούργημα του Θεού.
ΕΦΤΑ
ι
λο τον υπόλοιπο Ιούνιο, η Νόρα ζωγράφιζε, περ-
ν ^ / νούσε πολλές ώρες με τον Τράβις και προσπαθούσε
να μάθει τον Αϊνστάιν να διαβάζει. Δεν ήταν σίγουροι αν
ο σκύλος μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο, αλλά άξιζε τον
κόπο να δοκιμάσουν. Αφού καταλάβαινε τις λέξεις όταν
τις άκουγε, ήταν λογικό να μπορεί να τις διαβάσει κιόλας.
Βέβαια, δεν ήταν απόλυτα σίγουροι ότι ο Αϊνστάιν κατα-
λάβαινε το νόημα των ίδιων των λέξεων. Υπήρχε και μια
άλλη πιθανότητα, να αντιλαμβανόταν τι του έλεγαν μέσα
από κάποια μορφή τηλεπάθειας.
«Αλλά δε νομίζω να είναι έτσι», είπε ο Τράβις ένα α-
πόγευμα. Καθόταν μαζί με τη Νόρα στην αυλή του σπιτιού
του, πίνοντας κρασί και παρακολουθώντας τον Αϊνστάιν
που έπαιζε στο γρασίδι. «Ίσως να μη θέλω να το πιστέψω
κιόλας. Θα ήταν υπερβολικό να είναι το ίδιο έξυπνος μ' ε-
μένα και να έχει και τηλεπαθητικές ικανότητες. Αν είναι
έτσι τα πράγματα, ίσως θα έπρεπε να φοράω εγώ το κολά-
ρο και να κρατάει αυτός το λουρί!»
Τελικά, με ένα πολύ απλό τεστ, αποδείχτηκε ότι ο Αϊν-
στάιν δεν μπορούσε να διαβάζει τη σκέψη. Ο Τράβις ήξε-
ρε ισπανικά και όταν μίλησε στο σκύλο σε αυτή τη γλώσ-
οα ο Αϊνστάιν τον κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει. Ο Τρά-
βις συνέχισε να του μιλά ισπανικά και ο σκύλος έγειρε το
κεφάλι στο πλάι και γρύλισε σιγανά, σαν να τον ρωτούσε
τι αστείο ήταν αυτό. Αν μπορούσε να διαβάζει τη σκέψη,
θα αντιδρούσε στις εντολές του Τράβις, παρ' όλο που τις
είχε δώσει στα ισπανικά.
«Ώστε, λοιπόν, δεν έχει τηλεπαθητικές ικανότητες»,
είπε ο Τράβις. «Δόξα τω Θεώ, η νοημοσύνη του έχει και
κάποια όρια!»
Η Νόρα ερχόταν κάθε μέρα στο σπίτι του Τράβις. Κα-
θόταν στο λίβινγκ ρουμ ή στην αυλή και μάθαινε το αλφά-
βητο στον Αϊνστάιν, ή του εξηγούσε με ποιο τρόπο τα
γράμματα σχηματίζουν τις λέξεις και πώς αυτές οι γρα-
πτές λέξεις συνδέονται με τις λέξεις που ήξερε ήδη προ-
φορικά. Πότε πότε, συνέχιζε το μάθημα ο Τράβις, για να
ξεκουράσει τη Νόρα, αλλά τις περισσότερες φορές καθό-
ταν δίπλα τους διαβάζοντας, γιατί, όπως έλεγε, δεν είχε
την υπομονή να κάνει το δάσκαλο.
Η Νόρα είχε φτιάξει ένα δικό της αλφαβητάριο χρησι-
μοποιώντας ένα συνηθισμένο τετράδιο. Στην αριστερή σε-
λίδα είχε κολλήσει εικόνες που έκοβε από διάφορα πε-
ριοδικά και στη δεξιά έγραφε με κεφαλαία γράμματα το
όνομα του αντικειμένου της φωτογραφίας. ΔΕΝΤΡΟ, ΣΠΙ-
ΤΙ, ΤΟΠΙ... Ο Αϊνστάιν καθόταν δίπλα της και η Νόρα του
έδειχνε πρώτα την εικόνα και μετά τη λέξη, προφέροντας
την πολλές φορές.
Την τελευταία μέρα του Ιουνίου, η Νόρα άπλωσε στο
πάτωμα γύρω στις είκοσι πέντε εικόνες. «Θα κάνουμε πά-
λι τεστ», είπε στον Αϊνστάιν. «Για να δούμε αν θα τα κα-
ταφέρεις καλύτερα από την προηγούμενη φορά».
Ο Αϊνστάιν την παρακολουθούσε με προσοχή. «Αν δεν
τα καταφέρεις, φίλε», είπε ο Τράβις, «θα σε δώσω στον
μπόγια».
«Δεν είναι ώρα για αστεία», είπε αυστηρά η Νόρα.
«Με συγχωρείτε, κύριε καθηγητά», απάντησε ο Τράβις.
Η Νόρα σήκωσε μια κάρτα που έγραφε τη λέξη ΔΕ-
ΝΤΡΟ. Ο σκύλος πήγε στην εικόνα που έδειχνε ένα έλατο
και την έδειξε με τη μύτη του. Η Νόρα του έδειξε την κάρ-
τα που έγραφε ΣΠΙΤΙ και ο Αϊνστάιν ακούμπησε το πόδι
του πάνω στην εικόνα ενός σπιτιού. Συνέχισαν κατ' αυτό
τον τρόπο, δείχνοντάς του περίπου πενήντα λέξεις, και για
πρώτη φορά ο σκύλος συνδύασε σωστά όλες τις λέξεις με
τις εικόνες. Η Νόρα ήταν ενθουσιασμένη και ο Αϊνστάιν
δεν σταματούσε να κουνάει την ουρά του.
«Πάντως, φίλε», είπε ο Τράβις, «έχεις πολύ καιρό α-
κόμα μέχρι να καταφέρεις να διαβάσεις Προυστ».
Η Νόρα θύμωσε με τα πειράγματά του. «Τα πηγαίνει
μια χαρά!» είπε. «Δεν μπορεί να μάθει να διαβάζει σε μια
μέρα. Και σίγουρα μαθαίνει πιο γρήγορα από ένα παιδί».
«Σοβαρά;»
«Και βέβαια! Πολύ πιο γρήγορα από ένα παιδί».
«Ε, τότε, του αξίζουν μερικά μπισκότα».
Ο Αϊνστάιν όρμησε αμέσως στην κουζίνα και πήρε το
κουτί με τα μπισκότα.
2
Καθώς προχωρούσε το καλοκαίρι, ο Τράβις παρακολου-
θούσε κατάπληκτος την πρόοδο του Αϊνστάιν. Στα μέσα
του Ιουλίου ο σκύλος είχε ξεπεράσει πια το αναγνωοττικό
και διάβαζε παιδικά βιβλία με εικόνες. Στην αρχή τού τα
διάβαζε η Νόρα, δείχνοντας με το δάχτυλο μία μία τις λέ-
ξεις που πρόφερε, ενώ ο Αϊνστάιν παρακολουθούσε α-
πορροφημένος. Αργότερα δεν του διάβαζε αυτή τα βιβλία,
αλλά του τα κρατούσε απλώς ανοιχτά και του γύριζε τις
σελίδες όταν ο Αϊνστάιν της έδειχνε -με ένα γρύλισμα, ή
κάποιο άλλο σημάδι- ότι είχε τελειώσει τη σελίδα.
Το γεγονός ότι ο Αϊνστάιν καθόταν κοιτάζοντας για ώ-
ρες τα βιβλία, αποδείκνυε ότι δεν κοίταζε απλώς τις εικό-
νες, αλλά διάβαζε πραγματικά. Παρ' όλα αυτά, η Νόρα
του έκανε μερικά τεστ για να δει αν είχε καταλάβει το πε-
ριεχόμενο τους, κάνοντάς του ερωτήσεις σχετικές με την
υπόθεση των βιβλίων, στις οποίες ο Αϊνστάιν απαντούσε
χωρίς δυσκολία.
Ο Τράβις ήθελε να συμμετέχει περισσότερο στην εκ-
παίδευση του σκύλου, αλλά έβλεπε ότι η δουλειά με τον
Αϊνστάιν ωφελούσε πολύ τη Νόρα. Μάλιστα, μερικές φο-
ρές έκανε ειρωνικά αστεία, που την ανάγκαζαν να εντεί-
νει τις προσπάθειές της. Τα αστεία είχαν για στόχο τον
Αϊνστάιν, αυτός όμως δεν έδειχνε να πειράζεται, ίσως ε-
πειδή καταλάβαινε το παιχνίδι που έπαιζε στη Νόρα.
Όσο συνεχίζονταν τα μαθήματα, η Νόρα σιγά σιγά άλ-
λαζε. Άρχισε να φορά πιο νεανικά ρούχα, παντελόνια,
μπλούζες και φανέλες, που την έκαναν να φαίνεται δέκα
χρόνια νεότερη. Ξαναχτένισε τα μαλλιά της στο κομμωτή-
ριο, γελούσε πιο συχνά και πιο εύκολα. Όταν συζητούσε
με τον Τράβις, τον κοίταζε τώρα στα μάτια και σπάνια έ-
σκυβε το κεφάλι από ντροπή, όπως έκανε παλιά. Άρχισε
να τον αγγίζει περισσότερο και να τον πιάνει από τη μέ-
ση. Της άρεσε να την αγκαλιάζει και φιλιόνταν με άνεση
τώρα, αν και τα φιλιά τους εξακολουθούσαν να παραμέ-
νουν αθώα.
Στις 14 Ιουλίου έμαθαν κάτι που έφτιαξε ακόμη περισ-
σότερο το κέφι της Νόρας. Την ειδοποίησαν από την Ει-
σαγγελία ότι δεν ήταν απαραίτητο να καταθέσει στη δίκη
του Άρθουρ Στρεκ, γιατί ο εισαγγελέας είχε έρθει σε συμ-
βιβασμό με το δικηγόρο του. Η Εισαγγελία θα τον κατη-
γορούσε μόνο για την επίθεση εναντίον της και ο Στρεκ
θα φυλακιζόταν για τρία χρόνια, με τον όρο ότι θα έμενε
στη φυλακή τουλάχιστον δύο χρόνια πριν μπορέσει να α-
ποφυλακιστεί. Η Νόρα έτρεμε τη δίκη και τα νέα την α-
πάλλαξαν από ένα τεράστιο βάρος. Το γιόρτασαν με τον
Τράβις και η Νόρα ήπιε και ζαλίστηκε για πρώτη φορά
στη ζωή της.
Την ίδια εκείνη μέρα, ο Τράβις έφερε μερικά καινού-
ρια παιδικά βιβλία για τον Αϊνστάιν. Ανάμεσά τους υπήρ-
χαν Μίκι Μάους και κόμικς και ο σκύλος ενθουσιάστηκε
με τον Μίκι, τον Ντόναλντ Ντακ και όλους τους υπόλοι-
πους ήρωες του Ντίσνεϊ.
Όλα θα ήταν ρόδινα αν ο Αϊνστάιν δεν συνέχιζε ν,
ξυπνά στη μέση της νύχτας και να κοιτάζει φοβισμένος α
πό το παράθυρο.
3
Το πρωί της Πέμπτης, 15 Ιουλίου, ο Λέμιουελ Τζόνσον
καθόταν μόνος στο γραφείο του, στο ομοσπονδιακό κτίριο
της Σάντα Άννα. Είχαν περάσει σχεδόν έξι βδομάδες από
τους φόνους στο Μπορντό Ριτζ και δύο μήνες από τη μέρα
που δραπέτευσαν από τα Εργαστήρια Μπανοντάιν ο σκύ-
λος και το Τέρας, και ακόμα δεν είχε καταφέρει τίποτα. Η
υπόθεση αυτή είχε αρχίσει να του τσακίζει τα νεύρα.
Είχε στείλει φυλλάδια σε όλους τους κτηνιάτρους και
τις κλινικές ζώων στην Καλιφόρνια, στη Νεβάδα και στην
Αριζόνα, ζητώντας τους να ειδοποιήσουν τις Αρχές αν κά-
ποιος τους έφερνε το σκύλο. Τα φυλλάδια έλεγαν ότι το
ζώο είχε ξεφύγει από ένα εργαστήριο ιατρικών ερευνών
που έκανε ένα πολύ σημαντικό πείραμα για την καταπο-
λέμηση του καρκίνου και πως, αν δεν βρισκόταν, θα πή-
γαιναν χαμένα εκατομμύρια δολάρια που είχαν δοθεί για
τις έρευνες. Είχαν μια φωτογραφία του σκύλου και έδιναν
το βασικό στοιχείο που θα τους επέτρεπε να τον αναγνω-
ρίσουν: στο εσωτερικό του αριστερού του αυτιού είχε ένα
τατουάζ, τον αριθμό 33-9.
Στο μεταξύ η έρευνα για το Τέρας είχε περιοριστεί σε
ακατοίκητες περιοχές, γιατί κατά πάσα πιθανότητα το ζώο
θα προσπαθούσε να αποφύγει τους ανθρώπους. Άλλωστε,
το Τέρας άφηνε πίσω του τον τρόμο και το θάνατο, γεγο-
νός που τους επέτρεπε να παρακολουθούν την πορεία του.
Στις 9 Ιουνίου έγιναν αναφορές στις Αρχές για επιθέσεις
σε κατοικίδια ζώα στην περιοχή του Ντάιαμοντ Μπαρ.
Στις 19 του μηνός επιτέθηκε σε ένα ζευγάρι που είχε κα-
τασκηνώσει στο δάσος. Πρόλαβαν να κλειδωθούν στο αυ-
τοκίνητο τους, αλλά το Τέρας προσπάθησε να παραβιάσει
τις πόρτες. Ευτυχώς είχαν μαζί τους ένα πιστόλι και του έ-
ριξαν, οπότε το Τέρας εξαφανίστηκε. Ο Λεμ έστειλε τους
πεζοναύτες να ψάξουν στην περιοχή, πάντα ντυμένοι με
πολιτικά. Είχε αρχίσει να ανησυχεί, γιατί στα βόρεια του
Λος Άντζελες υπάρχει ο Εθνικός Δρυμός του Λος Άντζε-
λες που είναι τεράστιος. Αν το Τέρας κρυβόταν εκεί, μπο-
ρεί να μην κατάφερναν να το βρουν ποτέ. Όταν μίλησε
για τους φόβους του στον Κλιφ, αυτός διαφώνησε.
«Μην ξεχνάς», είπε, «ότι μισεί το σκύλο περισσότερο
από τους ανθρώπους. Θέλει να τον σκοτώσει και έχει την
ικανότητα να τον βρει».
«Ίσως».
«Κι έπειτα, θα μπορούσε να αντέξει σε μια τέτοια ζωή;
Είναι βέβαια άγριο, αλλά είναι και έξυπνο. Ίσως πολύ έ-
ξυπνο για να περάσει όλη του τη ζωή σαν άγριο ζώο».
«Μπορεί», είπε ο Λεμ.
«Εγώ πιστεύω ότι θα το βρουν γρήγορα», επέμεινε ο
Κλιφ. « Ή θα κάνει κάτι που θα μας προδώσει τη θέση του».
Αυτά έγιναν στις 20 Ιουνίου. Τις επόμενες δέκα μέρες
δεν βρέθηκε κανένα ίχνος από το Τέρας και το κόστος της
έρευνας είχε γίνει τεράστιο. Στις 30 Ιουνίου, ο Λεμ ανα-
γκάστηκε τελικά να τους στείλει πίσω στις βάσεις τους.
Ο Κλιφ έβλεπε με αισιοδοξία αυτή την ησυχία. Ήθελε
να πιστέψει ότι το Τέρας κάτι είχε πάθει, ότι ήταν νεκρό.
Ο Λεμ, από την άλλη μεριά, φοβόταν το χειρότερο. Ίσως
να έκανε την εμφάνισή του σε καμιά κατοικημένη περιοχή
και τότε όλος ο κόσμος θα μάθαινε την αλήθεια.
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε η πόρτα του γραφείου του
και μπήκε ο Κλιφ Σόουμς. «Το Τέρας», είπε. «Βρήκαμε
πάλι τα ίχνη του... αλλά σκοτώθηκαν δυο άνθρωποι».
4
Μέχρι τα τέλη Ιουλίου, η Νόρα πούλησε όλα τα έπιπλα
και τα πράγματα της θείας Βάιολετ. Τώρα, όλα τα δωμά-
τια ήταν άδεια και το σπίτι φαινόταν για πρώτη φορά κα-
θαρό, φωτεινό, εξορκισμένο από το κακό. Ήξερε πως τώ-
ρα θα μπορούσε να το αναδιακοσμήσει, αν το επιθυμού-
σε. Αλλά δεν το ήθελε πια αυτό το σπίτι. Τηλεφώνησε σε
ένα κτηματομεσιτικό γραφείο και το έβαλε στην αγορά
για πούλημα.
Στο μεταξύ είχε απαλλαγεί και από τα παλιά της ρού-
χα και είχε φτιάξει μια εντελώς καινούρια γκαρνταρόμπα
με όμορφα, ζωηρόχρωμα ρούχα. Δεν είχε καταφέρει ακό-
μα να βρει το κουράγιο να πάει τα έργα της σε μια γκαλε-
ρί, πέρα από αυτό όμως εξακολουθούσε να αλλάζει -και
η βασικότερη αλλαγή ήταν πως τώρα, κοιτάζοντας τον ε-
αυτό της στον καθρέφτη, άρχιζε να αντιλαμβάνεται ότι ή-
ταν όμορφη.
Αργά το απόγευμα της πέμπτης Αυγούστου, η Νόρα
και ο Τράβις κάθονταν στο τραπέζι της κουζίνας του και έ-
παιζαν Σκραμπλ, ένα παιχνίδι που βασίζεται στο σχηματι-
σμό λέξεων με καρτέλες που δείχνουν τα γράμματα της αλ-
φαβήτου. Πριν από λίγο είχε πάει στο μπάνιο, όπου κοιτά-
χτηκε στον καθρέφτη και βρήκε τον εαυτό της πιο όμορφο
από ποτέ. Γυρίζοντας πάλι στην κουζίνα αισθανόταν χα-
ρούμενη, ευτυχισμένη -κι αυτό της δημιούργησε μια σκα-
νταλιάρικη διάθεση. Άρχισε να σχηματίζει ανύπαρκτες λέ-
ξεις για να κερδίσει πόντους και επινοούσε ένα σωρό ψέ-
ματα όταν ο Τράβις αμφέβαλλε για την ύπαρξή τους.
«"Ντόφναπ";» είπε σε μια στιγμή αυτός, κοιτάζοντας
συνοφρυωμένος τη λέξη της Νόρας. «Μα δεν υπάρχει τέ-
τοια λέξη».
«Είναι ένα τριγωνικό καπέλο που φορούν οι ξυλοκό-
ποι», του είπε η Νόρα.
«Οι ξυλοκόποι;»
«Ναι».
«Οι ξυλοκόποι φορούν πλεχτούς σκούφους ή δερμάτι-
να κασκέτα με καλύπτρες για τα αυτιά».
«Αυτά τα φορούν όταν δουλεύουν στο δάσος», του ε-
ξήγησε η Νόρα υπομονετικά. «"Ντόφναπ" λέγεται το κα-
πέλο που φορούν όταν κοιμούνται».
Αυτός γέλασε και κούνησε το κεφάλι. «Δε μου λες, μή-
πως με δουλεύεις;»
Η Νόρα παρέμεινε σοβαρή. «Όχι, αλήθεια σου λέω».
«Οι ξυλοκόποι φορούν ειδικό καπέλο στον ύπνο τους;»
«Ναι. Το ντόφναπ».
Ο Τράβις δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι η Νόρα
ήταν ικανή να κάνει ένα τέτοιο αστείο, έτσι την πίστεψε.
«Άκου ντόφναπ», είπε. «Και γιατί το λένε έτσι;»
«Ιδέα δεν έχω», του απάντησε η Νόρα.
Ο Αϊνστάιν ήταν καθισμένος μπρούμυτα στο πάτωμα
και διάβαζε κάποιο μυθιστόρημα. Μέσα σε ένα εκπληκτι-
κά μικρό χρονικό διάστημα είχε ξεπεράσει τα βιβλία με
εικόνες και διάβαζε τώρα παιδικά μυθιστορήματα. Κάθε
μέρα περνούσε κάπου οχτώ με δέκα ώρες διαβάζοντας.
Είχε γίνει βιβλιομανής. Κάποια στιγμή η Νόρα δεν άντεχε
πια να του κρατά τα βιβλία και να του γυρίζει τις σελίδες
και άρχισαν να ψάχνουν για κάποιο σύστημα που θα επέ-
τρεπε στον Αϊνστάιν να διαβάζει μόνος του. Τελικά, σε
μια εταιρεία με είδη για νοσοκομεία, βρήκαν μια συσκευή
για παραλυτικούς. Ήταν ένα μεταλλικό αναλόγιο πάνω
στο οποίο στερεωνόταν το βιβλίο και υπήρχαν μηχανικοί
βραχίονες που κρατούσαν τις σελίδες στη θέση τους ή τις
γύριζαν. Ο μηχανισμός λειτουργούσε με τρία κουμπιά,
που ο Αϊνστάιν πίεζε με τη μύτη του.
Ο Τράβις έγραψε μια λέξη που του έδωσε αρκετούς
πόντους και η Νόρα απάντησε σχηματίζοντας τη λέξη
«χάρκεϊ», με την οποία κέρδισε ακόμη περισσότερους
βαθμούς από τον Τράβις.
«"Χάρκεϊ";» ρώτησε με αμφιβολία ο Τράβις.
«Ναι. Είναι ένα γιουγκοσλάβικο φαγητό».
«Ναι;»
«Βέβαια. Γίνεται με ζαμπόν και κρέας γαλοπούλας και
έχει ακόμη...» Δεν μπόρεσε όμως να συνεχίσει. Ξαφνικά
ξέσπασε σε γέλια.
Ο Τράβις την κοίταξε με το στόμα ανοιχτό από την κα-
τάπληξη. «Ώστε πραγματικά με δουλεύεις. Εσύ με δου-
λεύεις! Νόρα Ντέβον, τι συμβαίνει λοιπόν μ' εσένα; Όταν
σε πρωτογνώρισα, είπα μέσα μου, "Ε, λοιπόν, αυτή είναι
η πιο σοβαρή, σεμνή και μαζεμένη γυναίκα που έχω δει
στη ζωή μου"».
«Και φοβισμένη».
«Ε, όχι και φοβισμένη».
«Ναι, φοβισμένη», επέμεινε η Νόρα. «Όταν με πρώτο-
είδες σκέφτηκες ότι φοβάμαι ακόμα και τον ίσκιο μου
-σαν σκιουράκι».
«Εντάξει, σύμφωνοι. Μάλιστα, ήμουν σίγουρος πως θα
είχες τη σοφίτα του σπιτιοΰ σου γεμάτη καρύδια».
«Αν εγώ και η Βάιολετ ζούσαμε στο Νότο», είπε χαμο-
γελώντας η Νόρα, «θα ήμαστε σαν να βγήκαμε από κανέ-
να μυθιστόρημα του Φόκνερ».
«Όχι -ήσαστε υπερβολικά παράξενες, ακόμα και για
τον Φόκνερ. Αλλά για κοίτα πώς έγινες τώρα! Να φτιά-
χνεις ανύπαρκτες λέξεις και να μου λες ένα σωρό ψέματα.
Κι εγώ να σε πιστεύω, επειδή ποτέ δε θα μπορούσα να
φανταστώ ότι θα έκανες τέτοιο πράγμα. Έχεις αλλάξει
πολύ αυτούς τους τελευταίους μήνες».
«Χάρη σ' εσένα», είπε η Νόρα.
«Ίσως περισσότερο χάρη στον Αϊνστάιν παρά σ' εμένα».
«Όχι. Χάρη σ' εσένα περισσότερο», είπε εκείνη, νιώ-
θοντας να την κυριεύει εκείνη η παλιά ντροπή που την πα-
ρέλυε. Χαμήλωσε το κεφάλι της και είπε με χαμηλή φωνή:
«Περισσότερο χάρη σ' εσένα. Αν δεν είχα συναντηθεί μα-
ζί σου, δε θα είχα βρει και τον Αϊνστάιν. Κι εσύ... ενδια-
φέρθηκες για μένα... ανησύχησες για μένα... είδες μέσα
μου κάτι που εγώ δεν μπορούσα να δω. Με έκανες άλλο
άνθρωπο».
«Όχι», είπε ο Τράβις. «Μην υπερβάλλεις. Δεν τα κα-
τάφερα εγώ όλα αυτά. Η καινούρια Νόρα υπήρχε πάντα,
μέσα στην παλιά -Λτως ένα λουλούδι είναι κρυμμένο μέ-
σα σε ένα μικρό σπόρο. Απλώς χρειαζόσουν να οε ενθαρ-
ρύνουν κάπως για να αναπτυχθείς και να ανθίσεις».
Δεν μπορούσε να τον κοιτάξει. Αισθανόταν λες και της
είχαν βάλει μια τεράστια πέτρα στο σβέρκο, που την ανά-
γκαζε να κρατά σκυφτό το κεφάλι. Αλλά τελικά βρήκε το
κουράγιο να πει: «Είναι τόσο δύσκολο να ανθίσεις... να
αλλάξεις. Ακόμη και όταν θέλεις να αλλάξεις, είναι πολύ
δύσκολο. Η επιθυμία για αλλαγή δεν είναι αρκετή. Είναι
κάτι που δεν μπορεί να γίνει χωρίς... αγάπη». Η φωνή της
είχε γίνει ένας σιγανός ψίθυρος, αλλά δεν μπορούσε να
μιλήσει πιο δυνατά. «Η αγάπη είναι σαν το νερό και τον
ήλιο, που κάνουν το σπόρο να μεγαλώσει και να ανθίσει».
«Νόρα, κοίταξέ με», της είπε.
Η πέτρα στο σβέρκο της πρέπει να ζύγιζε πενήντα κι-
λά, εκατό.
«Νόρα;»
Ζύγιζε έναν τόνο.
«Νόρα, κι εγώ σ' αγαπώ».
Καταβάλλοντος τεράστια προσπάθεια, κατάφερε να
σηκώσει το κεφάλι της και να τον κοιτάξει. Τα σκούρα
καστανά μάτια του ήταν τόσο ζεστά και όμορφα. Αγαπού-
σε τα μάτια του, την όμορφη και λεπτή μύτη του. Αγαπού-
σε αυτό το αδύνατο, ασκητικό πρόσωπο.
«Θα έπρεπε να σου το είχα πει εγώ πρώτος», είπε ο
Τράβις, «γιατί για μένα είναι πιο εύκολο απ' ό,τι για σένα.
Θα 'πρεπε να σου το είχα πει εδώ και μέρες, βδομάδες:
Νόρα, σ' αγαπώ. Αλλά δε σου το είπα, γιατί φοβόμουν.
Κάθε φορά που αφήνω τον εαυτό μου να αγαπήσει κάποιον,
τον χάνω. Αυτή τη φορά, όμως, πιστεύω ότι τα πράγματα
θα είναι διαφορετικά. Ίσως θα αλλάξεις κι εσύ τη δική
μου ζωή έτσι όπως βοήθησα κι εγώ ν' αλλάξει η δική σου.
Ίσως αυτή τη φορά η τύχη να είναι με το μέρος μου».
Η καρδιά της βροντούσε δυνατά και της είχε κοπεί η
ανάσα, αλλά κατάφερε να πει: «Σ' αγαπώ».
«Θα με παντρευτείς;»
Η Νόρα έμεινε εμβρόντητη. Δεν ήξερε τι περίμενε να
συμβεί, σίγουρα όμως δεν περίμενε μια πρόταση γάμου.
Το γεγονός και μόνο ότι της είπε πως την αγαπά και ότι
κατάφερε κι αυτή να του πει το ίδιο ήταν αρκετό για να
νιώθει ευτυχισμένη για βδομάδες, για μήνες. Ήθελε να α-
πολαύσει αυτή την καινούρια κατάοταοη, να προετοιμα-
στεί για το επόμενο βήμα.
«Θα με παντρευτείς;» επανέλαβε εκείνος.
Η Νόρα ένιωσε φόβο -δεν μπορούσε να προχωρήσει
τόσο γρήγορα. Ήθελε να του πει να περιμένει λίγο, ότι εί-
χαν άφθονο καιρό για να το σκεφτούν, αλλά με έκπληξη
άκουσε τον εαυτό της να λέει: «Ναι. Ω, ναι».
Ο Τράβις της έπιασε τα χέρια και τ*α έσφιξε -και η
Νόρα έκλαψε από ευτυχία.
Ο Αϊνστάιν ήταν απορροφημένος από το βιβλίο που
διάβαζε, αλλά αντιλήφθηκε τι είχε συμβεί. Πλησίασε στο
τραπέζι, τους μύρισε και μετά άρχισε να τρίβεται στα πό-
δια τους γρυλίζοντας χαρούμενος.
«Τι λες για την άλλη βδομάδα;» είπε ο Τράβις.
«Να παντρευτούμε; Μα χρειάζεται χρόνος για τις ά-
δειες και τις διατυπώσεις».
«Όχι αν πάμε στο Λας Βέγκας. Μπορώ να τηλεφωνήσω
από εδώ, να κανονίσω με μια εκκλησία στο Λας Βέγκας,
να πάμε εκεί την άλλη βδομάδα και να παντρευτούμε».
«Εντάξει, εντάξει», είπε η Νόρα, γελώντας και κλαίγο-
ντας μαζί.
«Υπέροχα», είπε χαμογελώντας ο Τράβις.
Ο Αϊνστάιν κουνούσε συνέχεια την ουρά του: Ναι, ναι,
ναι, ναι, ναι.
Το μεσημέρι της Τετάρτης, 4 Αυγούστου, ο Βινς Νάσκο έ-
τρεχε στον παραλιακό δρόμο με κατεύθυνση την πλαζ της
Μπόλσα Τσίκα. Μόλις πριν από λίγο είχε σκοτώσει κά-
ποιον Λου Παντάντζελα, που είχε σκοπό να καταθέσει
στο δικαστήριο ενάντια σε μερικά μέλη της οργάνωσης
των Τετράνια, της μαφιόζικης οικογένειας που έλεγχε την
περιοχή του Σαν Φρανσίσκο.
Οι ομοσπονδιακοί είχαν κρύψει τον Παντάντζελα σε
ένα σπιτάκι στο Ριντόντο Μπιτς, νότια του Λος Άντζελες,
πράγμα που ανακάλυψε ο Τζο Σαντίνι, ο Σύρμας, εισχω-
ρώντας στους υπολογιστές της αστυνομίας. Τον φύλαγαν
δύο αστυνομικοί και ο Παντάντζελα ήταν μεταμφιεσμέ-
νος. Ο Νάσκο τους παρακολούθησε για αρκετές μέρες και
είδε ότι δυο τρεις φορές τη βδομάδα πήγαιναν και οι τρεις
για μεσημεριανό φαγητό σε ένα ιταλικό εστιατόριο λίγο
πιο κάτω από το κρησφύγετο τους και έμεναν εκεί μέχρι
αργά το απόγευμα, που το μαγαζί άδειαζε από πελατεία.
Εκείνο το μεσημέρι πήγε κι αυτός για φαγητό στο ίδιο ε-
στιατόριο κι όταν έφυγε όλος ο κόσμος πλησίασε στο τρα-
πέζι του Παντάντζελα και άδειασε πάνω τους περίπου
τριάντα σφαίρες από ένα αυτόματο πιστόλι Ούζι με σιγα-
στήρα. Την τελευταία στιγμή βγήκε από την κουζίνα μια
από τις σερβιτόρες και έμεινε αποσβολωμένη, κοιτάζο-
ντας με διάπλατα μάτια τη σκηνή. Ο Νάσκο τη σκότωσε κι
αυτή. Μετά βγήκε από το εστιατόριο, μπήκε στο αυτοκίνη-
το του που το είχε παρκάρει λίγο πιο κάτω και πήρε τον
παραλιακό δρόμο με κατεύθυνση την παραλία της Μπόλ-
σα Τσίκα, όπου θα έκανε μπάνιο και λίγο σέρφινγκ.
Στο δρόμο για την παραλία, άρχισε να σκέφτεται το
σκΰλο. Εξακολουθούσε να πληρώνει τον Τζόνι Σαντίνι
για να τον ενημερώνει για τις εξελίξεις της έρευνας. Είχε
μάθει για όλους τους ανθρώπους και τα ζώα που είχε σκο-
τώσει στο μεταξύ το Τέρας. Πριν από τρεις βδομάδες ο
Τζόνι τον πληροφόρησε για το νεαρό ζευγάρι που είχε
βρεθεί σκοτωμένο στον Εθνικό Δρυμό του Λος Άντζελες,
αλλά από τότε δεν είχε μάθει τίποτα καινούριο.
Αλλά δεν θα τα παρατούσε. Ήταν υπομονετικός άν-
θρωπος. Η υπομονή ήταν μέρος της δουλειάς του. Αργά ή
γρήγορα θα έβρισκε αυτούς που είχαν περιμαζέψει το
σκύλο.
6
Ο Αϊνστάιν πέρασε τρέχοντας δίπλα από τον Τράβις, διέ-
σχισε την τραπεζαρία και εξαφανίστηκε στο λίβινγκ ρουμ.
Ο Τράβις τον ακολούθησε κρατώντας το λουρί. Τον βρήκε
κρυμμένο πίσω από τον καναπέ.
«Άκουσε με», του είπε. «Σου λέω ότι δεν πρόκειται να
πονέσεις».
Ο σκύλος τον κοίταζε ανήσυχος.
«Πρέπει να το φροντίσουμε αυτό πριν φύγουμε για το
Βέγκας. Δεν είναι τίποτα- θα πάμε στον κτηνίατρο και θα
σου κάνει μερικά εμβόλια για μερικές αρρώστιες των
σκύλων και για τη λύσσα. Είναι για το καλό σου -και δεν
πρόκειται να πονέσεις. Και τότε θα μπορέσουμε να σου
βγάλουμε και άδεια, κάτι που έπρεπε να έχουμε κάνει ε-
δώ και καιρό».
Έ ν α γάβγισμα. Όχι.
«Ναι, θα πάμε».
Όχι.
Ο Τράβις έκανε ένα βήμα προς to μέρος του, αλλά ο
Αϊνστάιν του ξέφυγε και πήγε πίσω από την πολυθρόνα.
«Άκου εδώ, φίλε», είπε ο Τράβις πλησιάζοντάς τον πά-
λι. «Είμαι το αφεντικό σου...»
Ένα γάβγισμα.
Ο Τράβις συνοφρυώθηκε. «Α, ναι, είμαι το αφεντικό
σου. Μπορεί να είσαι ο εξυπνότερος σκύλος του κόσμου,
αλλά εγώ είμαι το αφεντικό σου και σου λέω ότι θα πάμε
στον κτηνίατρο».
Ένα γάβγισμα.
Η Νόρα τους παρακολουθούσε από το κατώφλι χαμο-
γελώντας. «Μάλλον θέλει να σου δώσει μια ιδέα για το
πώς είναι τα παιδιά -για την περίπτωση που θα αποφασί-
σουμε να κάνουμε», είπε.
Ο Τράβις όρμησε προς το σκύλο, αλλά ο Αϊνστάιν του
ξέφυγε πάλι και βγήκε από το δωμάτιο, ενώ ο Τράβις έπε-
φτε πάνω στην πολυθρόνα.
«Πολύ διασκεδαστικό», είπε γελώντας η Νόρα.
«Πού πήγε;» ρώτησε ο Τράβις.
Εκείνη του έδειξε το διάδρομο που οδηγούσε στην
κρεβατοκάμαρα. Ο Τράβις βρήκε το σκύλο πάνω στο κρε-
βάτι. «Να πάρει η οργή», φώναξε. «Σου είπα ότι τα εμβό-
λια είναι για το καλό σου και θα τα κάνουμε είτε το θέλεις
είτε όχι».
Ο Αϊνστάιν σήκωσε το πόδι του και κατούρησε πάνω
στο κρεβάτι.
«Τι διάβολο κάνεις εκεί;» φώναξε κατάπληκτος ο Τρά-
βις. Είχε ακούσει ότι πολλές φορές τα σκυλιά και οι γάτες
εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους με αυτό τον τρόπο.
Ο Αϊνστάιν τον κοίταξε προκλητικά.
«Αυτό που έκανες ήταν ασυγχώρητο», είπε ο Τράβις
πλησιάζοντας στο κρεβάτι.
Ο Αϊνστάιν κατέβηκε στο πάτωμα. Ο Τράβις κατάλαβε
ότι θα προσπαθούσε να βγει πάλι από το δωμάτιο και οπι-
σθοχωρώντας έκλεισε γρήγορα την πόρτα. Ο σκύλος έτρε-
ξε αμέσως στην πιο μακρινή γωνιά του δωματίου και στά-
θηκε εκεί.
«Τέρμα οι ανοησίες», είπε αυστηρά ο Τράβις. Τον
πλησίασε σκυφτός και με ανοιχτά τα χέρια, για να μην του
ξεφύγει ο Αϊνστάιν από το πλάι, και τελικά κατάφερε να
του περάσει το λουρί στο κολάρο. «Χα!» φώναξε.
Ο Αϊνστάιν κρέμασε κάτω το κεφάλι κι άρχισε να τρέ-
μει, βγάζοντας σιγανά, φοβισμένα γρυλίσματα. Ο Τράβις
τον κοίταξε στενοχωρημένος και τον χάιδεψε, προσπαθώ-
ντας να τον καθησυχάσει. «Αλήθεια σου λέω», είπε. «Τα
εμβόλια είναι για το καλό σου. Και δεν πονάνε καθόλου».
Αλλά ο σκύλος αρνιόταν να τον κοιτάξει. Ο Τράβις αι-
σθάνθηκε απανωτά ρίγη να περνούν το κορμί του Αϊν-
στάιν. Τον κοίταξε απορημένος, σκεφτικός. «Σ' εκείνο το
εργαστήριο... μήπως σε πονούσαν κάνοντάς σου ενέσεις;»
ρώτησε τελικά. «Γι' αυτό φοβάσαι τα εμβόλια;»
Ο Αϊνστάιν γρύλισε θλιμμένα.
Ο Τράβις τον έβγαλε από τη γωνία και τον κοίταξε κα-
λά καλά.
«Σε πονούσαν με ενέσεις στο εργαστήριο;» ρώτησε.
Ναι, απάντησε ο Αϊνστάιν μ' ένα κούνημα της ουράς.
«Γι' αυτό φοβάσαι τον κτηνίατρο;»
Ο σκύλος γάβγισε μια φορά, ενώ εξακολουθούσε να
τρέμει. Όχι.
«Σε πονούσαν με ενέσεις, αλλά δεν τις φοβάσαι;»
Όχι.
«Τότε, γιατί κάνεις έτσι;»
Ο Αϊνστάιν τον κοίταξε και συνέχισε να γρυλίζει τρο-
μαγμένος.
Εκείνη τη στιγμή η Νόρα άνοιξε την πόρτα και κοίταξε
μέσα. «Τι έγινε, του έβαλες το λουρί;» Μετά σταμάτησε,
κοιτάζοντας γύρω της. «Πω, πω! Τι συνέβη εδώ μέσα;» είπε.
«Φαίνεται ότι δεν του αρέσει η ιδέα να πάει στον κτη-
νίατρο».
«Και καθόλου μάλιστα», είπε η Νόρα και, πηγαίνοντας
στο κρεβάτι, άρχισε να μαζεύει τα λερωμένα σκεπάσματα.
Ο Τράβις γύρισε πάλι στο σκύλο. «Αϊνστάιν, αν δε φο-
βάσαι τις ενέσεις, μήπως φοβάσαι τον κτηνίατρο;»
Έ ν α γάβγισμα. Όχι.
Ο Τράβις προσπαθούσε να βρει την κατάλληλη ερώτη-
ση για να μάθει το λόγο που τον έκανε να φέρεται έτσι. Ο
Αϊνστάιν συνέχισε να τρέμει.
Ξαφνικά ο Τράβις συνειδητοποίησε τι συνέβαινε.
«Διάβολε, βέβαια! Δε φοβάσαι τον κτηνίατρο, αλλά μή-
πως ο κτηνίατρος σε καταδώσει».
Τα ρίγη του Αϊνστάιν μειώθηκαν λίγο και κούνησε την
ουρά του. Ναι.
«Αν οι άνθρωποι από το εργαστήριο ψάχνουν να σε
βρουν -και ξέρουμε ότι πρέπει να ψάχνουν σαν τρελοί,
γιατί είσαι το σπουδαιότερο πειραματόζωο του κόσμου-,
θα έχουν έρθει σε επαφή με όλους τους κτηνιάτρους της
Καλιφόρνιας, έτσι δεν είναι; Θα έχουν ειδοποιήσει όλους
τους κτηνιάτρους... όλες τις κτηνιατρικές κλινικές... και ό-
λες τις υπηρεσίες που βγάζουν άδειες για σκύλους».
Ο Αϊνστάιν άρχισε να κουνά πιο δυνατά την ουρά του.
«Μα υπάρχουν πολλά σκυλιά της ίδιας ράτσας με τον
Αϊνστάιν», είπε η Νόρα πλησιάζοντας. «Αν φερθεί σαν έ-
νας συνηθισμένος σκύλος, κανένας δε θα τον γνωρίσει».
Ναι, επέμεινε ο Αϊνστάιν.
«Τι θες να πεις;» τον ρώτησε ο Τράβις. «Ότι θα μπο-
ρούν να σε γνωρίσουν;»
Ναι.
«Μα πώς;» αναρωτήθηκε δυνατά η Νόρα.
«Μήπως έχεις κάποιο σημάδι;»
Ναι.
«Κάπου κάτω από το τρίχωμά σου;» ρώτησε η Νόρα.
Ένα γάβγισμα. Όχι.
«Πού, τότε;» ρώτησε ο Τράβις.
Ο Αϊνστάιν του ξέφυγε από τα χέρια και κούνησε το
κεφάλι του τόσο δυνατά, που τα μακριά αυτιά του έκαναν
ένα δυνατό θόρυβο χτυπώντας πάνω στο κεφάλι του.
«Ίσως στις πατούσες των ποδιών του», είπε η Νόρα.
«Όχι», είπε ο Τράβις, ενώ ο Αϊνστάιν γάβγισε κι αυ-
τός μια φορά. «Όταν τον βρήκα, τα πόδια του είχαν ματώ-
σει από το τρέξιμο και του καθάρισα τις πληγές. Δεν είδα
κανένα σημάδι».
Ο Αϊνστάιν κούνησε δυνατά το κεφάλι, χτυπώντας πά-
λι τα αυτιά του.
«Ίσως στο εσωτερικό των χειλιών», είπε ο Τράβις. «Ε-
κεί κάνουν τατουάζ στα άλογα του ιπποδρόμου. Τράβηξε
τα χείλη σου να δω, φίλε».
Ο Αϊνστάιν γάβγισε μια φορά -Όχι- και κούνησε πάλι
με δύναμη το κεφάλι του.
Επιτέλους, ο Τράβις κατάλαβε. Κοίταξε τα αυτιά του
Αϊνστάιν και στο αριστερό ανακάλυψε έναν αριθμό γραμ-
μένο με μοβ μελάνι: 33-9.
«Φαίνεται ότι είχαν πολλά ζώα και τους έδιναν αριθ-
μούς για να τα ξεχωρίζουν», είπε η Νόρα.
«Θεέ μου! Αν τον πήγαινα στον κτηνίατρο και αν ο
κτηνίατρος είχε ειδοποιηθεί για το τατουάζ...»
«Μα πρέπει να κάνει τα εμβόλια».
«Μπορεί να τα έχει κάνει ήδη», είπε ο Τράβις.
«Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι. Μέχρι τώρα ζού-
σε μέσα σε ένα εργαστήριο, κάτω από ελεγχόμενες συν-
θήκες, όπου μπορεί να μη χρειαζόταν τα εμβόλια. Κι έπει-
τα, μπορεί αυτά τα εμβόλια να τους δημιουργούσαν πρό-
βλημα με τα πειράματα που έκαναν».
«Δεν μπορούμε να το ρισκάρουμε».
«Αν τον βρουν», είπε η Νόρα, «δε θα τους αφήσουμε
να μας τον πάρουν».
«Μπορούν να μας αναγκάσουν», είπε ανήσυχος ο
Τράβις.
«Δεν μπορούν».
«Πιστεύω ότι μπορούν. Το πιθανότερο είναι ότι οι έ-
ρευνες χρηματοδοτούνταν από την κυβέρνηση και η κυ-
βέρνηση μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Δεν μπορούμε να το
ρισκάρουμε. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ο Αϊν-
στάιν φοβάται να γυρίσει πίσω στο εργαστήριο».
Ναι, ναι, ναι.
«Μα αν κολλήσει καμιά αρρώστια...» είπε η Νόρα.
«Θα του κάνουμε τα εμβόλια αργότερα», είπε ο Τρά-
βις. «Όταν θα έχουν ησυχάσει κάπως τα πράγματα».
Ο σκύλος γρύλισε χαρούμενα και άρχισε να γλείφει
τον Τράβις.
Η Νόρα συνοφρυώθηκε. «Ο Αϊνστάιν είναι το μεγαλύ-
τερο θαύμα του εικοστού αιώνα», είπε. «Νομίζεις, αλή-
θεια, ότι πρόκειται να ησυχάσουν ποτέ τα πράγματα, ότι
θα σταματήσουν ποτέ τις έρευνες;»
«Μπορεί να συνεχίσουν να τον ψάχνουν για χρόνια»,
παραδέχτηκε ο Τράβις. «Αλλά σιγά σιγά θα αρχίσουν να
απογοητεύονται. Και οι κτηνίατροι θα αρχίσουν να ξε-
χνούν τις οδηγίες που τους έχουν δώσει, να ψάχνουν δη-
λαδή για το τατουάζ. Μέχρι τότε, θα αναγκαστούμε να α-
φήσουμε τα εμβόλια. Αυτό είναι το καλύτερο που μπορού-
με να κάνουμε. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε».
«Ελπίζω να έχεις δίκιο», είπε η Νόρα.
«Έχω».
«Το ελπίζω».
* * *
7
Ξεκλείδωσε, έβαλε το κλειδί στην τσέπη του και έσπρωξε
την πόρτα τείνοντας μπροστά το χέρι του που κρατούσε το
πιστόλι. Δρασκέλισε προσεκτικά το κατώφλι και ο Αϊν-
στάιν μπήκε κι αυτός δίπλα του. Το σπίτι ήταν σιωπηλό,
αλλά ο αέρας βρομούσε απαίσια.
Ο Αϊνστάιν γρύλισε σιγανά.
Μέσα στο μισόφωτο που επικρατούσε είδε ότι το χολ
και το λίβινγκ ρουμ ήταν κατεστραμμένα. Η ταπετσαρία
των καναπέδων ξεσκισμένη, τα έπιπλα και η τηλεόραση
σπασμένα. Ο Τράβις πάτησε το διακόπτη στον τοίχο και
ένα λαμπατέρ άναψε, τονίζοντας την εικόνα της κατα-
στροφής. Δεν ήταν κανείς στο δωμάτιο.
Αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή πίσω του, έκανε μερικά
βήματα μέσα στο δωμάτιο. Σε μερικά σημεία υπήρχαν
σκούροι λεκέδες και κατάλαβε ότι ήταν αίμα. Αμέσως με-
τά είδε το πτώμα κοντά στον καναπέ.
Ο Αϊνστάιν άρχισε να γρυλίζει πιο δυνατά και άγρια.
Ο Τράβις πλησίασε το πτώμα και είδε ότι ήταν ο Τεντ
Χόκνεϊ, ο σπιτονοικοκύρης του. Δίπλα του υπήρχε ένα
κουτί ι·<· εργαλεία. Ο Χόκνεϊ είχε κλειδί του σπιτιού και
είχαν ουμφωνήσει με τον Τράβις να μπαίνει όποτε ήθελε
για να κάνει επισκευές. Φαίνεται ότι ήθελε να φτιάξει
κάτι -και βρήκε το θάνατο.
Η φρική μυρωδιά που επικρατούσε στο δωμάτιο δεν
προερχόταν μόνο από το πτώμα, αλλά και από τα ούρα
και τα κόπρανα του φονιά. Τα μάτια του Τεντ Χόκνε'ί έ-
λειπαν. Ο Τράβις αισθάνθηκε ναυτία.
Ξαφνικά ο Αϊνστάιν άρχισε να γρυλίζει και να γαβγί-
ζει, κοιτάζοντας προς το διπλανό δωμάτιο, την τραπεζα-
ρία, που ήταν εντελώς σκοτεινό.
Ο Τράβις άκουσε μια φωνή μέσα του να του λέει: Φύ-
γε από δω μέσα, φύγε τώρα! Όμως, ποτέ στη ζωή του δεν
το είχε βάλει στα πόδια και δεν θα το έβαζε τώρα.
Ο Αϊνστάιν άρχισε να γαβγίζει με όλη του τη δύναμη.
Ο Τράβις έκανε ένα βήμα προς την τραπεζαρία και ο σκύ-
λος προχώρησε κι αυτός δίπλα του, συνεχίζοντας να γα-
βγίζει. Κρατώντας το περίστροφο μπροστά του, έκανε άλ-
λο ένα βήμα, προσέχοντας να μη γλιστρήσει πάνω στα
πράγματα που ήταν πεσμένα στο πάτωμα. Τώρα απείχε
μόνο δυο τρία βήματα από το κατώφλι της τραπεζαρίας.
Κοίταξε με προσοχή στο σκοτεινό δωμάτιο.
Τα γαβγίσματα του Αϊνστάιν αντηχούσαν σε όλο το
σπίτι, έτσι που νόμιζες ότι υπήρχε μια ολόκληρη αγέλη
σκυλιών εκεί μέσα. Ο Τράβις έκανε άλλο ένα βήμα και
ξαφνικά είδε κάτι να κινείται μέσα στη σκοτεινή τραπεζα-
ρία. Πάγωσε. Συνέχισε να κοιτάζει, αλλά δεν έβλεπε τίπο-
τα. Δεν ήταν σίγουρος αν είχε δει πραγματικά την κίνηση
ή την είχε φανταστεί.
Φύγε, βγες έξω αυτή τη στιγμή! του έλεγε η φωνή μέσα του.
Αψηφώντας την, ο Τράβις πήγε να κάνει άλλο ένα βή-
μα προς την τραπεζαρία.
Εκείνη τη στιγμή ο φονιάς όρμησε από την πιο σκοτει-
νή γωνιά της τραπεζαρίας, πήδηξε πάνω στο τραπέζι και
τινάχτηκε προς τον Τράβις, αφήνοντας ένα ουρλιαχτό
που του πάγωσε το αίμα. Πρόλαβε να δει τα κίτρινα μά-
τια του να λάμπουν μέσα στο σκοτάδι και το παραμορφω-
μένο κεφάλι του.
Ο Αϊνστάιν όρμησε προς το φονιά, ενώ ο Τράβις έκα-
νε ένα βήμα πίσω πριν πυροβολήσει. Καθώς πατούσε τη
σκανδάλη, γλίστρησε πάνω στα βιβλία που ήταν σκορπι-
σμένα στο πάτωμα κι έπεσε προς τα πίσω. Το περίστροφο
εκπυρσοκρότησε με έναν εκκωφαντικό βρόντο, αλλά ο
Τράβις ήξερε ότι είχε αστοχήσει. Είδε το πλάσμα πιο κα-
θαρά -είχε σαγόνια σαν του αλιγάτορα, ένα απίστευτα
μεγάλο στόμα με αγκιστρωτά δόντια και παραμορφωμένο
πρόσωπο.
«Αϊνστάιν, όχι!» φώναξε, γιατί ήξερε ότι αυτό το πλά-
σμα θα μπορούσε να κάνει κομμάτια το σκύλο. Πυροβό-
λησε άλλες δυο φορές στα τυφλά, έτσι όπως ήταν πεσμέ-
νος στο πάτωμα.
Η κραυγή και οι πυροβολισμοί του έκαναν τον Αϊν-
στάιν να σταματήσει, αλλά έκοψαν και τη φόρα του ε-
χθρού. Κατάλαβε ότι ήταν επικίνδυνο να επιτεθεί σε έναν
οπλισμένο άνθρωπο και, γυρίζοντας -ήταν γρήγορο, πολύ
πιο γρήγορο από μια γάτα-, διέσχισε τη σκοτεινή τραπε-
ζαρία μπαίνοντας στην κουζίνα. Ο Τράβις είδε για μια
στιγμή να διαγράφεται η σιλουέτα του στην πόρτα. Το κε-
φάλι του ήταν δυο φορές μεγαλύτερο από το φυσιολογι-
κό, η πλάτη του καμπουριασμένη, τα χέρια του πολύ μα-
κριά και στα δάχτυλα του είχε νύχια σαν τα δόντια της
τσουγκράνας.
Πυροβόλησε πάλι κι αυτή τη φορά κόντεψε να το πετύ-
χει. Η σφαίρα καρφώθηκε στο πλαίσιο της πόρτας. Το
πλάσμα άφησε άλλο ένα ουρλιαχτό και εξαφανίστηκε
στην κουζίνα.
Για όνομα του Θεού, τι ήταν αυτό; Είχε δραπετεύσει
στ' αλήθεια από το ίδιο εργαστήριο στο οποίο είχαν δημι-
ουργήσει τον Αϊνστάιν; Μα πώς είχαν φτιάξει αυτό το τε-
ρατούργημα; Και γιατί; Γιατί; Ήταν άνθρωπος μορφωμέ-
νος και στο μυαλό του ήρθε αμέσως η γενετική μηχανική,
οι ανασυνδυασμοί του DNA.
Ο Αϊνστάιν είχε αρχίσει να γαβγίζει πάλι άγρια, προς
την πόρτα της κουζίνας. Ο Τράβις σηκώθηκε όρθιος και
φώναξε το σκύλο κοντά του. Καθώς ο Αϊνστάιν πλησίαζε,
του έκανε νόημα να σωπάσει. Αφουγκράστηκε λίγο και ά-
κουσε τη Νόρα να τον φωνάζει από τον κήπο. Από την
κουζίνα δεν ακουγόταν τίποτα.
«Είμαι εντάξει!» φώναξε στη Νόρα. «Μην ανησυχείς!
Μείνε εκεί που είσαι!»
Ο Αϊνστάιν έτρεμε. Δεν ακουγόταν τίποτα που να προ-
δίδει τη θέση του εχθρού, αλλά ο Τράβις αισθανόταν την
παρουσία του εκεί κοντά, όπως θα ένιωθε αν κάποιος τον
κοίταζε πίσω από την πλάτη του. Ήταν εκεί, μέσα στην
κουζίνα, και τον περίμενε.
Ο Τράβις προχώρησε και μπήκε στη μισοσκότεινη τρα-
πεζαρία. Ο Αϊνστάιν έμεινε στο πλευρό του, αλλά είχε πά-
ψει να γρυλίζει, καταλαβαίνοντας ότι χρειαζόταν ησυχία
για να ακούσουν και τον παραμικρό ήχο που θα έκανε ο
εχθρός.
Ο Τράβις έκανε δυο βήματα ακόμη. Μπροστά του, από
τη μισάνοιχτη πόρτα, έβλεπε ένα μέρος της κουζίνας. Το
πλάσμα μπορεί να τον περίμενε πίσω από την πόρτα, ή
πάνω στον πάγκο, απ' όπου θα μπορούσε να του ριχτεί ό-
ταν θα έμπαινε στο δωμάτιο.
Σκέφτηκε ότι το πλάσμα θα ήταν έτοιμο να ορμήσει με
την παραμικρή ένδειξη κίνησης στην πόρτα. Έτσι έβαλε το
πιστόλι στη ζώνη του, πήρε αθόρυβα μια από τις καρέκλες
της τραπεζαρίας, πλησίασε λίγο στην κουζίνα και την πέτα-
ξε μέσα από την ανοιχτή πόρτα. Μετά τράβηξε αμέσως το
πιστόλι του και ετοιμάστηκε να πυροβολήσει. Η καρέκλα έ-
πεσε πάνω στο τραπέζι και κατρακύλησε στο πάτωμα.
Αλλά ο εχθρός δεν ξεγελάστηκε. Στην κουζίνα επικρα-
τούσε ησυχία. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως αυτό ήταν το
πλάσμα που τους είχε κυνηγήσει στο δάσος πριν από τρεις
μήνες. Φαίνεται ότι πραγματικά είχε την ικανότητα να α-
κολουθεί το σκύλο με κάποιον ακατανόητο τρόπο.
Ξαφνικά, ένα άσπρο κουτί έπεσε με θόρυβο στο πάτω-
μα της τραπεζαρίας, μπροστά στην πόρτα της κουζίνας. Ο
Τράβις αναπήδησε από έκπληξη και πυροβόλησε στα τυ-
φλά πριν καταλάβει ότι ήταν το ίδιο κόλπο που είχε κάνει
αυτός με την καρέκλα. Σιωπή πάλι. Ο Τράβις κατάλαβε ό-
τι το πλάσμα αυτό ήταν το ίδιο έξυπνο με τον Αϊνστάιν.
Στο πιστόλι απέμενε μόνο μια σφαίρα κι επομένως δεν
ήταν φρόνιμο να μπει στην κουζίνα, τη στιγμή που το τέ-
ρας αυτό ήταν το ίδιο έξυπνο με έναν άνθρωπο.
Μέσα από την κουζίνα το πλάσμα σφύριξε δυνατά, κά-
νοντας έναν παράξενο θόρυβο, σαν αέριο που ξεφεύγει α-
πό φιάλη. Μετά ακολούθησε ένα κλικ-κλικ-κλικ, λες και το
πλάσμα χτυπούσε τα νύχια του πάνω σε σκληρή επιφάνεια.
Ο Τράβις άρχισε να τρέμει σαν τον Αϊνστάιν. Ένιωθε σαν
μύγα που κινδυνεύει να πέσει στον ιστό μιας αράχνης.
Θυμήθηκε τις άδειες κόγχες του Τεντ Χόκνεϊ.
Κλικ-κλικ.
Όταν υπηρετούσε στην αντιτρομοκρατική ομάδα είχε
μάθει καλά πώς να κυνηγά και να παγιδεύει ανθρώπους.
Όμως το πρόβλημα ήταν ότι το πλάσμα αυτό ήταν εξίσου
έξυπνο με έναν άνθρωπο, αλλά δεν ήταν σίγουρο ότι σκε-
φτόταν σαν άνθρωπος. Ήταν αδύνατο να προβλέψει τις
αντιδράσεις του.
Κλικ.
Ο Τράβις άρχισε να υποχωρεί αθόρυβα από την ανοι-
χτή πόρτα της κουζίνας. Δεν ήθελε να καταλάβει το τέρας
ότι απομακρυνόταν, γιατί τότε ένας Θεός ξέρει τι θα έκα-
νε. Ο Αϊνστάιν τον ακολούθησε σιωπηλά. Όταν έφτασαν
στο ύψος του καναπέ, ο Τράβις γύρισε για να δει σε ποια
σημεία ήταν ελεύθερο το πάτωμα, για να μην πατήσει σε
αντικείμενα που θα πρόδιδαν τη θέση του -και είδε τη
Νόρα να στέκεται δίπλα σε μια πολυθρόνα. Τρομαγμένη
από τους πυροβολισμούς, είχε πάρει ένα χασαπομάχαιρο
από την κουζίνα του τροχόσπιτου και είχε έρθει να τον
βοηθήσει.
Ο Τράβις εντυπωσιάστηκε από το κουράγιο της, αλλά
ένιωσε φρίκη βλέποντάς τη να στέκεται εκεί, κάτω από το
φως του λαμπατέρ. Ξαφνικά οι εφιάλτες του, ότι θα έχανε
και τον Αϊνστάιν και τη Νόρα, κινδύνευαν να βγουν αλη-
θινοί. Βρίσκονταν όλοι μέσα στο σπίτι και από στιγμή σε
στιγμή μπορεί να του ριχνόταν το τέρας από την κουζίνα.
Η Νόρα πήγε να μιλήσει, αλλά ο Τράβις κούνησε το
κεφάλι και της έκανε νόημα να σωπάσει. Εκείνη δάγκωσε
τα χείλη της και κοίταξε το πτώμα στο πάτωμα.
Καθώς ο Τράβις προχωρούσε αθόρυβα ανάμεσα στα
πράγματα που ήταν σκορπισμένα στο πάτωμα, ένιωσε
ξαφνικά το προαίσθημα ότι το τέρας είχε βγει από την πί-
σω πόρτα της κουζίνας και έκανε το γύρο του σπιτιού,
σκοπεύοντας να μπει από την εξώπορτα και να βρεθεί πί-
σω τους. Η Νόρα του έκρυβε την πόρτα και έτσι δεν θα
μπορούσε να το πυροβολήσει -και αν το τέρας έκανε κάτι
τέτοιο, στον πρώτο που θα ορμούσε θα ήταν στη Νόρα.
Προσπαθώντας να μην πανικοβληθεί, να μη σκέφτεται το
χωρίς μάτια πρόσωπο του Χόκνεϊ, άρχισε να διασχίζει πιο
γρήγορα το λίβινγκ ρουμ, ρισκάροντας να κάνει κάποιο
θόρυβο. Φτάνοντας στην Νόρα, την έπιασε από το χέρι
και την έσπρωξε προς την εξώπορτα. Βγήκαν στη βεράντα
και κατέβηκαν τα σκαλιά, ενώ ο Τράβις κοίταζε δεξιά κι
αριστερά, περιμένοντας να δει από στιγμή σε στιγμή αυτό
τον εφιάλτη. Αλλά δεν φαινόταν τίποτα.
Όλοι οι γείτονες είχαν βγει στις εξώπορτες ακούγο-
ντας τους πυροβολισμούς και τις φωνές της Νόρας. Σίγου-
ρα κάποιος θα είχε ειδοποιήσει την αστυνομία -πράγμα
που ήταν εξίσου μεγάλος κίνδυνος με το φρικτό πλάσμα
που ήταν κρυμμένο στην κουζίνα.
Μπήκαν αμέσως στο φορτηγάκι και κλείδωσαν τις
πόρτες. Ο Τράβις έβαλε μπροστά και βγήκαν πάλι στο
δρόμο, μαζί με το τροχόσπιτο, ενώ ο κόσμος τους κοίταζε
με ανοιχτό το στόμα. Ο Τράβις οδηγούσε όσο πιο γρήγο-
ρα γινόταν. Πήρε δυο στροφές με μεγάλη ταχύτητα, με α-
ποτέλεσμα να γείρει επικίνδυνα το τροχόσπιτο.
«Τι συνέβη εκεί μέσα;» ρώτησε η Νόρα, που κρατούο;
στην αγκαλιά της τον Αϊνστάιν.
«Αυτό το πράγμα σκότωσε τον Χόκνεϊ...»
«Αυτό το πράγμα;»
«Και μας περίμενε στο σπίτι να γυρίσουμε».
«Αυτό το πράγμα;» επανέλαβε η Νόρα.
«Θα σου εξηγήσω αργότερα», είπε ο Τράβις. Αναρω-
τήθηκε αν θα μπορούσε ποτέ να της εξηγήσει. Ήταν αδύ-
νατο να της περιγράψει με λόγια πόσο αλλόκοτο ήταν
πραγματικά το τέρας.
Δεν είχαν προχωρήσει πάνω από οχτώ τετράγωνα, ό-
ταν άκουσαν σειρήνες. Συνέχισαν λίγο ακόμη το δρόμο
τους και μετά ο Τράβις μπήκε στο άδειο πάρκινγκ ενός
σχολείου.
«Και τώρα τι κάνουμε;» ρώτησε η Νόρα.
«Εγκαταλείπουμε το τροχόσπιτο και το αυτοκίνητο»,
της είπε. «Θα ψάχνουν να τα βρουν παντού».
Έβαλε το πιστόλι στην τσάντα της κι εκείνη επέμεινε
να βάλει μέσα και το χασαπομάχαιρο που είχε πάρει από
την κουζίνα. Βγήκαν από το αυτοκίνητο, μπήκαν μέσα στο
γυμνάσιο και βγήκαν στον από κάτω παράλληλο δρόμο. Ο
Τράβις ήξερε ότι ακόμη και χωρίς το τροχόσπιτο και το
φορτηγάκι η αστυνομία θα μπορούσε εύκολα να τους
βρει. Οι γείτονες θα τους είχαν πει να ψάξουν για έναν ά-
ντρα, μια γυναίκα και ένα χρυσαφί σκυλί ράτσας ριτρί-
βερ. Έπρεπε να εξαφανιστούν, και γρήγορα μάλιστα.
Ο ίδιος δεν είχε φίλους, γιατί μετά το θάνατο της Πό-
λας είχε απομονωθεί εντελώς από τον έξω κόσμο, και η
Νόρα δεν είχε φίλους χάρη στη Βάιολετ Ντέβον.
Υπήρχε όμως κάποιος που ίσως τους βοηθούσε.
8
Ο Γκάρισον Ντίλγουορθ έμενε σε ένα αρχοντικό σπίτι στη
μέση ενός κήπου δυο στρεμμάτων. Όταν άνοιξε την πόρ-
τα, τους κοίταξε πάνω από τα γυαλιά του κατάπληκτος,
αλλά, ευτυχώς, όχι δυσαρεστημένος. «Καλώς τους νιόπα-
ντρους!» είπε.
«Είσαι μόνος σου;» ρώτησε ο Τράβις ενώ έμπαιναν
στο χολ.
«Αν είμαι μόνος; Ναι».
Στο δρόμο για το σπίτι του Ντίλγουορθ, η Νόρα του εί-
χε πει ότι η γυναίκα του δικηγόρου είχε πεθάνει πριν από
τρία χρόνια και πως τώρα τον φρόντιζε η οικονόμος του, η
Γκλάντις Μέρφι.
«Η κυρία Μέρφι;» ρώτησε ο Τράβις.
«Έχει φύγει», είπε ο δικηγόρος, κλείνοντας πίσω τους
την πόρτα. «Φαίνεστε ανήσυχοι. Τι συμβαίνει;»
«Χρειαζόμαστε τη βοήθειά σου», είπε η Νόρα.
«Αλλά», τον προειδοποίησε ο Τράβις, «όποιος μας
βοηθήσει κινδυνεύει από το νόμο».
Ο Γκάρισον τον κοίταξε υψώνοντας τα φρύδια. «Τι κά-
νατε; Αν κρίνω από το ύφος σας, θα έλεγα ότι απαγάγατε
τον Πρόεδρο».
«Δεν κάναμε τίποτα κακό», τον βεβαίωσε η Νόρα.
«Όχι, κάναμε», είπε ο Τράβις. «Κρατάμε το σκύλο».
Ο Γκάρισον κοίταξε παραξενεμένος τον Αϊνστάιν.
«Και υπάρχει ένας νεκρός στο σπίτι μου», είπε ο Τράβις.
«Νεκρός;» ρώτησε ο Γκάρισον.
«Δεν τον σκότωσε ο Τράβις», είπε η Νόρα.
Ο Γκάρισον κοίταξε πάλι τον Αϊνστάιν.
«Ούτε ο σκύλος», είπε ο Τράβις. «Αλλά θα μας θέλουν
σίγουρα για μάρτυρες».
«Μμμ», έκανε ο Γκάρισον. «Γιατί δεν πάμε στο γρα-
φείο μου να τα ξεκαθαρίσουμε όλα αυτά;»
Με τον Γκάρισον μπροστά, διέσχισαν το τεράστιο, μι-
σοφωτισμένο λίβινγκ ρουμ και, περνώντας ένα μικρό διά-
δρομο, μπήκαν σε ένα πολυτελές γραφείο με επένδυση α-
πό ξύλο τικ και ναυτική διακόσμηση. Δίπλα σε μια πολυ-
θρόνα υπήρχε ένα ανοιχτό βιβλίο και ένα μισοτελειωμένο
ποτήρι ουίσκι. Φαίνεται ότι ο δικηγόρος διάβαζε όταν του
χτύπησαν την πόρτα. Προσφέρθηκε να τους βάλει κάτι να
πιουν και του είπαν ότι θα έπιναν ό,τι κι αυτός.
Αφήνοντας τον καναπέ για την Νόρα και τον Τράβις, ο
Αϊνστάιν ανέβηκε στη δεύτερη πολυθρόνα και κάθισε πά-
νω της, αντί να ξαπλώσει, σαν να ετοιμαζόταν να πάρει
μέρος στη συζήτηση.
Ο Γκάρισον έβαλε δυο ποτήρια Σίβας Ρίγκαλ με πάγο.
Αν και η Νόρα ήταν ασυνήθιστη στο ποτό, ξάφνιασε τον
Τράβις κατεβάζοντας το ουίσκι με δυο μεγάλες γουλιές
και ζητώντας αμέσως ένα δεύτερο. Κατάλαβε ότι η ιδέα
της ήταν καλή, έτσι έκανε κι αυτός το ίδιο και πήγε το πο-
τήρι του στον Γκάρισον, που στο μεταξύ ξαναγέμιζε το
ποτήρι της Νόρας.
«Θέλουμε να σου τα πούμε όλα από την αρχή», είπε ο
Τράβις, «αλλά πρέπει να καταλάβεις ότι αν μας βοηθή-
σεις μπορεί να έχεις προβλήματα με το νόμο».
«Ως δικηγόρος», είπε ο Γκάρισον, «μπορώ να σε βε-
βαιώσω ότι ο νόμος δεν είναι κάτι το άκαμπτο και σταθε-
ρό. Αντίθετα, είναι πολύ ελαστικός, έτσι που μπορείς σχε-
δόν πάντα να τον ερμηνεύσεις όπως σε εξυπηρετεί -εκτός
βέβαια από τις εμφανείς περιπτώσεις κλοπής ή φόνου. Γι'
αυτό, Τράβις, μην ανησυχείς».
Μισή ώρα αργότερα, ο Τράβις και η Νόρα του είχαν
πει τα πάντα για τον Αϊνστάιν. Για έναν άνθρωπο που σε
λίγο έκλεινε τα εβδομήντα ένα, ο δικηγόρος δεν ήταν κα-
θόλου στενόμυαλος. Όταν του έκαναν και μια δεκάλεπτη
επίδειξη των ικανοτήτων του Αϊνστάιν, δέχτηκε αυτά που
είδε, αναθεωρώντας τις απόψεις του για το τι είναι φυσιο-
λογικό και δυνατό στον κόσμο.
«Αν πάτε στις εφημερίδες και στην τηλεόραση», είπε ο
δικηγόρος, «αν κάνετε μια συνέντευξη Τύπου και τα απο-
καλύψετε όλα, θα μπορέσουμε να κάνουμε αγωγή και ί-
σως καταφέρετε να κρατήσετε το σκύλο». Είχε τον Αϊν-
στάιν στην αγκαλιά του και τον χάιδευε.
«Νομίζεις ότι θα έχει αποτέλεσμα;» ρώτησε η Νόρα.
«Στην καλύτερη περίπτωση», παραδέχτηκε ο Γκάρι-
σον, «οι πιθανότητες είναι μισές μισές».
Ο Τράβις κούνησε το κεφάλι. «Όχι, δε θα το ρισκά-
ρουμε».
«Τι σκέφτεστε να κάνετε;» τον ρώτησε ο Γκάρισον.
«Θα εξαφανιστούμε», απάντησε ο Τράβις.
«Και τι θα καταφέρετε μ' αυτό;»
«Θα μείνει ο Αϊνστάιν ελεύθερος».
Ο σκύλος γάβγισε σιγανά, σαν να συμφωνούσε.
«Ελεύθερος -αλλά για πόσο;» ρώτησε ο Γκάρισον.
Ο Τράβις σηκώθηκε κι άρχισε να βηματίζει πάνω κά-
τω ταραγμένος. «Δε θα σταματήσουν ποτέ να τον ψά-
χνουν», παραδέχτηκε. «Τουλάχιστον για μερικά χρόνια».
«Δε θα σταματήσουν ποτέ», είπε ο δικηγόρος.
«Εντάξει, θα είναι δύσκολο, αλλά είναι το μόνο που
μπορούμε να κάνουμε. Δε θα τους αφήσω να μας τον πά-
ρουν. Ο Αϊνστάιν δε θέλει να ξαναγυρίσει σ' εκείνο το ερ-
γαστήριο. Κι έπειτα, έχει κάνει τόσα πολλά για μας. Έδω-
σε νόημα στη ζωή μου...»
«Κι εμένα με έσωσε από τον Στρεκ», είπε η Νόρα.
«Χάρη σ' αυτόν γνωριστήκαμε».
«Μας άλλαξε τη ζωή μας».
«Μας άλλαξε ριζικά και τους δυο», συμπλήρωσε ο
Τράβις. «Τώρα είναι ένα κομμάτι μας, όπως θα ήταν το
παιδί μας. Θα πολεμήσουμε γι' αυτόν, όπως κι αυτός θα
πολεμούσε για μας. Είμαστε μια οικογένεια. Θα ζήσουμε
μαζί... ή θα πεθάνουμε μαζί».
«Αλλά δε θα σας ψάχνουν μόνο οι άνθρωποι από το
εργαστήριο και η αστυνομία», είπε ο Γκάρισον.
«Ναι», είπε ο Τράβις. «Είναι κι εκείνο το άλλο πράγμα».
Ένα ρίγος διαπέρασε τον Αϊνστάιν.
«Έλα, έλα, ησύχασε», του είπε ο Γκάρισον χαϊδεύο-
ντάς τον. Μετά στράφηκε στον Τράβις. «Τι νομίζεις ότι εί-
ναι αυτό το άλλο πλάσμα; Άκουσα την περιγραφή σου, αλ-
λά δεν μπόρεσα να καταλάβω πολλά πράγματα».
«Ό,τι κι αν είναι», είπε ο Τράβις, «δεν είναι δημιούρ-
γημα του Θεού αλλά των ανθρώπων. Κι αυτό σημαίνει ότι
το έφτιαξαν με κάποια πειράματα γενετικής μηχανικής.
Ένας Θεός ξέρει γιατί το έκαναν, για ποιο σκοπό, αλλά
το έκαναν».
«Και φαίνεται ότι έχει την ικανότητα να σας βρίσκει».
«Να βρίσκει τον Αϊνστάιν», είπε η Νόρα.
«Γι' αυτό κι εμείς θα μετακινούμαστε συνέχεια», είπε
ο Τράβις. «Και θα φύγουμε μακριά από την περιοχή».
«Τότε, θα σας χρειαστούν χρήματα, αλλά οι τράπεζες
είναι κλειστές μέχρι αύριο το πρωί», είπε ο Γκάρισον.
«Αν θέλετε να φύγετε, κάτι μου λέει ότι πρέπει να φύγετε
απόψε».
«Εδώ μας χρειάζεται η βοήθειά σου», είπε ο Τράβις.
Η Νόρα άνοιξε την τσάντα της κι έβγαλε δύο βιβλιά-
ρια επιταγών, του Τράβις και το δικό της. «Λοιπόν, Γκάρι-
σον, θα θέλαμε να σου δώσουμε δύο επιταγές, μία του
Τράβις και μία δική μου, από είκοσι χιλιάδες δολάρια η
καθεμιά. Θα βάλουμε παλιά ημερομηνία, ώστε να φαίνε-
ται ότι εκδόθηκαν πριν γίνουν όλες αυτές οι φασαρίες. Ε-
σύ θα τις εισπράξεις και θα μας στείλεις τα χρήματα».
«Η αστυνομία θα ψάχνει να με βρει για να με ανακρί-
νει», είπε ο Τράβις, «αλλά θα ξέρουν ότι δε σκότωσα εγώ
τον Τεντ Χόκνεϊ, γιατί κανένας άνθρωπος δε θα μπορού-
σε να τον ξεσκίσει μ' αυτό τον τρόπο. Έτσι, δεν πρόκειται
να παγώσουν το λογαριασμό μου».
«Αν όμως σε ψάχνουν και οι ομοσπονδιακοί», είπε ο
Γκάρισον, «αυτοί μπορεί να παγώσουν το λογαριασμό
σου».
«Ίσως. Αλλά δε νομίζω να το κάνουν αμέσως. Εσύ θα
μπορέσεις να εξαργυρώσεις τις επιταγές μέχρι τη Δευτέρα».
«Και πως θα ζήσετε μέχρι να σας στείλω εγώ τα χρή-
ματα;»
«Έχουμε λίγα μετρητά και ταξιδιωτικές επιταγές», εί-
πε η Νόρα.
«Και τις πιστωτικές μου κάρτες», πρόσθεσε ο Τράβις.
«Όμως, από τις ταξιδιωτικές επιταγές και τις πιστωτι-
κές κάρτες θα μπορούσαν να σας βρουν».
«Ναι, το ξέρω», είπε ο Τράβις. «Θα τις χρησιμοποιή-
σουμε σε κάποια πόλη όπου δε σκοπεύουμε να μείνουμε
και μετά θα φύγουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε».
«Όταν πάρω τα χρήματα πού θα σας τα στείλω;»
«Θα σου τηλεφωνήσουμε εμείς», απάντησε ο Τράβις,
«και θα βρούμε κάποιον τρόπο».
«Και τι θα γίνει με την υπόλοιπη περιουσία σου -και
της Νόρας;»
«Αυτά μπορούμε να τα σκεφτούμε αργότερα», είπε η
Νόρα.
«Τράβις», είπε ο δικηγόρος, «πριν φύγεις, καλό θα ή-
ταν να μου υπογράψεις ένα πληρεξούσιο, ώστε αν πάνε
να παγώσουν τον δικό σου λογαριασμό ή της Νόρας να
προσπαθήσω να τους σταματήσω».
«Ο λογαριασμός της Νόρας πρέπει να είναι ασφαλής
προς το παρόν», απάντησε ο Τράβις. «Εσύ είσαι ο μόνος
που ξέρεις για το γάμο μας. Οι γείτονες θα πουν στην α-
στυνομία ότι ήταν μαζί μου και μια γυναίκα, αλλά δε θα
ξέρουν ποια είναι. Μήπως το έχεις πει εσυ σε κανέναν;»
«Μόνο στη γραμματέα μου, αλλά δεν είναι κουτσο-
μπόλα».
«Εντάξει τότε», είπε ο Τράβις. «Πιστεύω ότι οι Αρχές
δε θα βρουν αμέσως την άδεια γάμου, οπότε θα αργήσουν
να με συνδέσουν με τη Νόρα. Όταν όμως το ανακαλύ-
ψουν, θα δουν ότι εσύ είσαι δικηγόρος της και τότε μπορεί
να σε πιέσουν...»
«Αυτό δε μ' ανησυχεί καθόλου», απάντησε ο Γκάρισον.
«Σύμφωνοι», είπε ο Τράβις. «Αλλά θα αρχίσουν να σε
παρακολουθούν στενά. Αν λοιπόν σε βρουν, την επόμενη
φορά που θα σου τηλεφωνήσουμε θα πρέπει να μας το
πεις αμέσως για να κλείσουμε, ώστε να μη βρουν από πού
έγινε το τηλεφώνημα».
«Καταλαβαίνω», είπε ο δικηγόρος.
«Γκάρισον», είπε η Νόρα, «δεν είσαι υποχρεωμένος
να μπλεχτείς σ' αυτή την υπόθεση».
«Αγαπητή μου, κοντεύω τα εβδομήντα πέντε. Εξακο-
λουθεί να μου αρέσει η δουλειά μου και η ιστιοπλοΐα...
αλλά, για να πω την αλήθεια, η ζωή μου είναι κάπως βα-
ρετή αυτό τον καιρό. Αυτή η υπόθεση λοιπόν είναι ό,τι
μου χρειαζόταν για να σπάσω την ανία. Κι έπειτα, πι-
στεύω ότι έχετε υποχρέωση να βοηθήσετε τον Αϊνστάιν να
μείνει ελεύθερος -όχι μόνο για τους λόγους που μου ανα-
φέρατε, αλλά επειδή η ανθρωπότητα δεν έχει το δικαίωμα
να δημιουργεί ένα άλλο είδος με νοημοσύνη και μετά να
το μεταχειρίζεται σαν αντικείμενο. Αν φτάσαμε τόσο μα-
κριά ώστε να δημιουργούμε όπως δημιουργεί ο Θεός, τότε
πρέπει να μάθουμε να ενεργούμε με τη δικαιοσύνη και τη
φιλευσπλαχνία του Θεού. Και σ' αυτή την περίπτωση, η
δικαιοσύνη και η φιλευσπλαχνία απαιτούν να μείνει ελεύ-
θερος ο Αϊνστάιν».
Ο Αϊνστάιν σήκωσε το κεφάλι του από τα πόδια του
Γκάρισον και τον κοίταξε με θαυμασμό.
9
Στις έντεκα το πρωί της Πέμπτης, ο Λέμιουελ Τζόνσον
βρισκόταν στην κρεβατοκάμαρα του σπιτιού όπου έμενε ο
Τράβις Κορνέλ. Τα έπιπλα ήταν κι εδώ καταστραμμένα.
Φαίνεται ότι το Τέρας είχε κυριευτεί από μανία όταν δια-
πίστωσε ότι το σκυλί ζούσε με όλες τις ανέσεις του, ενώ
αυτό ήταν αναγκασμένο να ζει πρωτόγονα στο δάσος.
Ανάμεσα στα πράγματα που ήταν πεταμένα στο πάτω-
μα, ο Λεμ είχε βρει τέσσερις κορνιζαρισμένες φωτογρα-
φίες. Από τις πληροφορίες που είχε προλάβει να συγκε-
ντρώσει για τον Κορνέλ κατάλαβε ότι οι τρεις πρώτες έ-
δειχναν τη γυναίκα του Κορνέλ, τους γονείς του και τον α-
δερφό του που είχε πεθάνει. Η τέταρτη έδειχνε δέκα
στρατιώτες στα σκαλοπάτια ενός στρατώνα. Πάνω στις
στολές τους ο Λεμ διέκρινε το έμβλημα των Δυνάμεων
Δέλτα, της αντιτρομοκρατικής ομάδας. Αυτή η φωτογρα-
φία μεγάλωσε ακόμη περισσότερο την ανησυχία του. Την
άφησε στο κομοδίνο και πήγε στο λίβινγκ ρουμ, όπου ο
Κλιφ έψαχνε ακόμα ανάμεσα στα σπασμένα πράγματα για
κάποιο στοιχείο που θα περνούσε απαρατήρητο από την
αστυνομία, αλλά που θα ενδιέφερε τους ομοσπονδιακούς.
Η YEA δεν είχε πληροφορηθεί έγκαιρα το φόνο που έ-
γινε στη Σάντα Μπάρμπαρα, με αποτέλεσμα να δημοσιευ-
τούν στον Τύπο όλες οι φρικτές λεπτομέρειες. Όλοι έκα-
ναν απίθανες υποθέσεις για να εξηγήσουν το κατακρεουρ-
γημένο πτώμα και οι περισσότεροι υποστήριζαν ότι ο Κορ-
νέλ είχε μέσα στο σπίτι του κάποιο επικίνδυνο ζώο, ίσως
κάποια τσίτα ή έναν πάνθηρα, και ότι το ζώο επιτέθηκε
στον ανυποψίαστο σπιτονοικοκύρη όταν μπήκε στο σπίτι.
Ο Λεμ είχε οργανώσει ήδη μια εκστρατεία παραπλά-
νησης, με πληρωμένους μάρτυρες που θα εμφανίζονταν να
βεβαιώσουν ότι ήξεραν τον Κορνέλ και ότι, πραγματικά,
είχε στο σπίτι του έναν πάνθηρα. Ο Λεμ ήταν σίγουρος ότι
ο Τύπος θα δεχόταν αυτό το παραμύθι. Βέβαια, στην Κο-
μητεία Όραντζ, ο σερίφης Γουόλτ Γκέινς θα καταλάβαινε
ότι ο φόνος ήταν δουλειά του Τέρατος.
«Βρήκες τίποτα;» ρώτησε ο Λεμ τον Κλιφ Σόουμς, ο ο-
ποίος έψαχνε ακόμη στο πάτωμα.
«Ναι», είπε αυτός. «Το έβαλα πάνω στο τραπέζι».
Ο Λεμ τον ακολούθησε στην τραπεζαρία, όπου είδε έ-
να χοντρό τετράδιο σπιράλ. Το ξεφύλλισε στα γρήγορα
και είδε ότι στις αριστερές σελίδες ήταν κολλημένες φω-
τογραφίες από περιοδικά και απέναντι από κάθε φωτο-
γραφία υπήρχε το όνομα του αντικειμένου με μεγάλα κε-
φαλαία γράμματα: ΔΕΝΤΡΟ, ΣΠΙΤΙ, ΤΟΠΙ...
«Τι λες;» ρώτησε ο Κλιφ.
Ο Λεμ συνέχισε να ξεφυλλίζει συνοφρυωμένος. Ήξε-
ρε ότι ήταν σημαντικό, αλλά γιατί; Μετά κατάλαβε. «Εί-
ναι αλφαβητάριο», είπε. «Απ' αυτό που μαθαίνουν τα παι-
διά να διαβάζουν».
«Ακριβώς», είπε ο Κλιφ.
Ο Λεμ είδε το βοηθό του να χαμογελά. «Πιστεύεις ότι
ξέρουν πως ο σκύλος είναι έξυπνος, ότι τους αποκάλυψε
τις ικανότητες του... Κι έτσι αποφάσισαν να τον μάθουν
να διαβάζει».
«Έτσι δείχνουν τα πράγματα», είπε ο Κλιφ, χαμογελώ-
ντας ακόμα. «Αλλά νομίζεις ότι είναι δυνατόν αυτό; Μπο-
ρεί να μάθει να διαβάζει;»
«Σίγουρα», είπε ο Λεμ. «Ο δόκτωρ Γουέδερμπι θα του
άρχιζε μαθήματα ανάγνωσης αυτό το φθινόπωρο».
«Για φαντάσου», είπε ο Κλιφ, γελώντας σιγανά.
«Πριν αρχίσεις να το διασκεδάζεις», είπε ο Λεμ, «σκέ-
ψου καλύτερα το εξής: αυτός ο τύπος ξέρει ότι το σκυλί εί-
ναι εκπληκτικά έξυπνο. Μπορεί να το έχει μάθει κιόλας
να διαβάζει. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να έχει βρει έναν
τρόπο επικοινωνίας μαζί του. Θα ξέρει ότι είναι πειραμα-
τόζωο και θα ξέρει επίσης ότι ψάχνουμε να το βρούμε».
«Πρέπει να ξέρει και για το Τέρας», είπε ο Κλιφ, «για-
τί ο σκύλος θα βρήκε έναν τρόπο να του το πει».
«Ναι. Κι όμως, παρ' όλο που τα ξέρει όλα αυτά, δεν
πήγε στις εφημερίδες. Θα μπορούσε να πουλήσει την ι-
στορία για πολλά λεφτά, αλλά δεν το έκανε. Ή , αν ήταν ο
τύπος του ιδεαλιστή, θα μπορούσε να ρεζιλέψει το Πεντά-
γωνο που χρηματοδοτεί τέτοιες έρευνες».
«Αλλά ούτε αυτό έκανε», είπε ο Κλιφ συνοφρυωμένος.
«Πράγμα που σημαίνει πως έχει αποφασίσει, πάνω απ'
όλα, να κρατήσει το σκύλο δικό του, να μη μας αφήσει να
του τον πάρουμε».
«Ναι», είπε ο Κλιφ κουνώντας το κεφάλι. «Είναι λογι-
κό, αν είναι σωστά τα όσα ακούσαμε γι' αυτόν. Αυτός ο
τύπος έχασε όλη την οικογένειά του όταν ήταν μικρός. Έ-
χασε τη γυναίκα του μέσα σε μερικούς μήνες από το γάμο
του. Έχασε όλους τους συντρόφους του στις Δυνάμεις
Δέλτα. Έτσι, έγινε ερημίτης, ξέκοψε από τους φίλους του.
Πρέπει να ζοΰσε σε τρομερή μοναξιά. Και ξαφνικά εμ-
φανίζεται ο σκΰλος...»
«Ακριβώς», είπε ο Λεμ. «Και αφού έχει περάσει από
τις Δυνάμεις Δέλτα, δε θα του είναι δΰσκολο να εξαφανι-
στεί. Και αν καταφέρουμε και τον βρούμε, θα ξέρει να
πολεμήσει για το σκύλο!»
«Δεν το έχουμε επιβεβαιώσει ακόμη ότι ήταν στις Δυ-
νάμεις Δέλτα», είπε ο πάντα αισιόδοξος Κλιφ.
«Είναι αλήθεια», απάντησε ο Λεμ και του είπε για τη
φωτογραφία πσυ είχε βρει στην κρεβατοκάμαρα.
Ο Κλιφ αναστέναξε. «Τώρα μάλιστα», είπε. «Τώρα
την κάναμε από κούπες».
«Ακριβώς», συμφώνησε ο Λεμ.
10
Ο Τράβις, η Νόρα και ο Αϊνστάιν έφτασαν στο Σαν Φραν-
σίσκο στις έξι το πρωί της Πέμπτης, ύστερα από ένα ταξί-
δι οχτώ ωρών με τη Μερσέντες του Ντίλγουορθ. Μέχρι τις
εξίμισι βρήκαν ένα μοντέρνο μοτέλ που φαινόταν καθαρό.
Δεν δεχόταν ζώα, αλλά δεν δυσκολεύτηκαν να μπάσουν
κρυφά τον Αϊνστάιν στο δωμάτιο τους.
Ο Τράβις αναγκάστηκε να δώσει την ταυτότητά του στη
ρεσεψιόν, παρ' όλο που υπήρχε περίπτωση να έχει εκδο-
θεί ένταλμα συλλήψεως εναντίον του, γιατί η Νόρα δεν εί-
χε ούτε πιστωτικές κάρτες ούτε δίπλωμα οδήγησης. Έκλει-
σαν ένα δωμάτιο και ο Τράβις κοιμήθηκε εξαντλημένος.
Ονειρεύτηκε πλάσματα με κίτρινα μάτια, παραμορφωμένο
κεφάλι και τεράστιο στόμα γεμάτο κοφτερά δόντια.
Ξύπνησε πέντε ώρες αργότερα, στις δώδεκα και δέκα
το μεσημέρι. Η Νόρα είχε σηκωθεί κιόλας, είχε κάνει
ντους και είχε φορέσει και πάλι τα μοναδικά ροΰχα που
είχε. Τα μαλλιά της ήταν ακόμα υγρά και κολλούσαν στο
λαιμό της. «Το νερό είναι καυτό», του είπε.
«Το ίδιο κι εγώ», της απάντησε ο Τράβις. Την αγκά-
λιασε και τη φίλησε.
«Τότε, καλά θα κάνεις να κρυώσεις λίγο», του είπε η
Νόρα ξεφεύγοντας από την αγκαλιά του. «Μας ακούν κά-
τι μικρά αυτιά».
«Ο Αϊνστάιν; Αυτός έχει μεγάλα αυτιά».
Ο Τράβις βρήκε τον Αϊνστάιν στο μπάνιο, να πίνει νε-
ρό από το νεροχύτη που, όπως φαίνεται, του τον είχε γεμί-
σει η Νόρα. Δεν είχε ξυριστικά μαζί του, αλλά σκέφτηκε
ότι αν έμενε αξύριστος θα είχε την κατάλληλη εμφάνιση
για τη δουλειά που ήθελε να κάνει απόψε στις κακόφημες
συνοικίες του Σαν Φρανσίσκο.
Βγήκαν από το μοτέλ και έφαγαν στο πρώτο φαστ φουντ
που βρήκαν στο δρόμο τους. Μετά πήγαν στο υποκατά-
στημα της τράπεζας της Σάντα Μπάρμπαρα όπου ο Τρά-
βις είχε κάποιο λογαριασμό και σήκωσαν αρκετά χρήμα-
τα. Μαζί με τα λεφτά που τους είχαν μείνει από το ταξίδι
του μέλιτος, είχαν συνολικά οχτώμισι χιλιάδες δολάρια.
Κατόπιν πήγαν για ψώνια. Με τις πιστωτικές κάρτες α-
γόρασαν ένα σετ βαλίτσες και αρκετά ρούχα για να τις γε-
μίσουν, καθώς και μια ξυριστική μηχανή για τον Τράβις.
Ο Τράβις αγόρασε επίσης και ένα Σκραμπλ. «Μη μου
πεις ότι έχεις όρεξη για παιχνίδια;» τον ρώτησε η Νόρα.
«Όχι», απάντησε αυτός αινιγματικά. «Θα σου εξηγή-
σω αργότερα τι θέλω».
Μισή ώρα πριν από τη δύση του ήλιου και αφού έβα-
λαν τα πράγματά τους στο ευρύχωρο πορτμπαγκάζ της
Μερσέντες, ο Τράβις οδήγησε το αυτοκίνητο στην πιο κα-
κόφημη συνοικία του Σαν Φρανσίσκο. Ήταν γεμάτη μπαρ
με χορεύτριες που φορούσαν τόπλες, καμπαρέ όπου οι γυ-
ναίκες δεν φορούσαν τίποτα απολύτως και άλλα μαγαζιά
όπου οι άντρες πλήρωναν με το λεπτό για να καθίσουν με
μια γυμνή γυναίκα και να μιλήσουν για σεξ -αν και συνή-
θως δεν περιορίζονταν στη συζήτηση.
Αυτός ο εκφυλισμός σοκάρισε τη Νόρα, που είχε αρχί-
σει να θεωρεί τον εαυτό της πεπειραμένο. Κοίταζε με α-
νοιχτό το στόμα τις φωτεινές επιγραφές που διαφήμιζαν
γυμνά σόου, γυναικείους αγώνες πάλης στη λάσπη, ομο-
φυλοφιλικά μπάνια και σαλόνια μασάζ. Μερικές από τις
επιγραφές δεν τις καταλάβαινε καθόλου και κάθε τόσο
ρωτούσε τον Τράβις: «Τι εννοεί εκεί που λέει: "Δείτε τα
Όλα, Μέχρι το Ροζ";»
«Αυτό σημαίνει», απάντησε ο Τράβις, «ότι οι κοπέλες
χορεύουν εντελώς γυμνές και ότι, στη διάρκεια του χορού,
ανοίγουν το αιδοίο τους για να το δουν οι πελάτες».
«Όχι!»
«Ναι».
«Θεέ μου! Δεν το πιστεύω. Δηλαδή, το πιστεύω, αλλά
μου φαίνεται απίστευτο. Κι αυτό τι είναι: "Ζουμ στο Σεξ";»
«Οι κοπέλες χορεύουν δίπλα στα τραπέζια των πελα-
τών. Ο νόμος δεν επιτρέπει να τις αγγίζουν, αλλά οι κοπέ-
λες χορεύουν πολύ κοντά και στριφογυρίζουν τα γυμνά
στήθη τους μπροστά στο πρόσωπο των πελατών, τόσο, που
σχεδόν το αγγίζουν με τα χείλη τους».
«KL αυτό εκεί;» Η Νόρα του έδειξε μια επιγραφή που
υποσχόταν ΖΩΝΤΑΝΟ ΣΕΞ ΣΟΟΥ.
«Δηλαδή, το σόου είναι ζωντανό και όχι σε φιλμ. Υ-
πάρχουν κινηματογράφοι που παίζουν μόνο έργα πορνό,
εδώ όμως φαίνεται ότι έχουν ζωντανό σόου στη σκηνή».
Η Νόρα είχε φρίξει. «Μα τι δουλειά έχουμε εμείς ε-
δώ;» ρώτησε τελικά.
«Εδώ θα μπορέσουμε να βρούμε πλαστά διπλώματα ο-
δήγησης και πλαστές ταυτότητες».
«Α», είπε. «Κατάλαβα. Δηλαδή, αυτή η περιοχή ελέγ-
χεται από τον υπόκοσμο, από ανθρώπους όπως οι Κορλε-
όνε στο Νονό».
«Σίγουρα τα περισσότερα απ' αυτά τα μαγαζιά ανή-
κουν στο οργανωμένο έγκλημα», είπε ο Τράβις, παρκάρο-
ντας τη Μερσέντες δίπλα στο πεζοδρόμιο. «Αλλά μη νομί-
ζεις ότι οι πραγματικοί μαφιόζοι είναι χαριτωμένα αν-
θρωπάκια όπως οι Κορλεόνε».
Ο Αϊνστάιν συμφώνησε να μείνει μέσα στη Μερσέντες.
«Ξέρεις κάτι, φίλε;» του είπε ο Τράβις;. «Αν είμαστε
τυχεροί, θα σου βρούμε κι εσένα μια πλαστή ταυτότητα,
που να λέει ότι είσαι πεκινουά».
11
Το απόγευμα της Πέμπτης, 26 Αυγούστου, ο Βινς Νάσκο
πήγε στο σπίτι του Τζόνι Σαντίνι για να πάρει την εβδομα-
διαία αναφορά του. Έτσι έμαθε για το φόνο του Τεντ Χό-
κνεϊ στη Σάντα Μπάρμπαρα. Η κατάσταση του πτώματος
έδειχνε ότι ήταν δουλειά του Τέρατος. Ο Τζόνι ανακάλυ-
ψε επίσης ότι η YEA είχε αναλάβει την υπόθεση, πράγμα
που έπεισε τον Βινς ότι είχε σχέση με το Τέρας.
Το ίδιο βράδυ διάβασε στην εφημερίδα για τον Χό-
κνεϊ και για τον ένοικο του σπιτιού όπου έγινε ο φόνος
-τον Τράβις Κορνέλ. Η εφημερίδα έγραφε ότι ο Κορνέλ,
που ήταν πρώην κτηματομεσίτης και είχε υπηρετήσει στις
Δυνάμεις Δέλτα, είχε έναν πάνθηρα στο σπίτι του ο οποίος
σκότωσε τον Χόκνεϊ. Ο Νάσκο κατάλαβε ότι αυτά ήταν
ανοησίες, μια προσπάθεια της YEA να καλύψει την αλή-
θεια. Η αστυνομία έψαχνε να βρει τον Κορνέλ και μια ά-
Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΠΑΡΑΦΥΛΑΕΙ 305
γνωστή γυναίκα που ήταν μαζί του για να τους κάνει ορι-
σμένες ερωτήσεις.
Το άρθρο έλεγε επίσης ότι ο Κορνέλ είχε ένα σκΰλο:
«Ο Κορνέλ και η γυναίκα μπορεί να ταξιδεύουν μαζί με έ-
να σκύλο χρυσαφί χρώματος, ράτσας ριτρίβερ».
Αν καταφέρω να βρω τον Κορνέλ, σκέφτηκε ο Νάσκο,
θα βρω και το σκύλο.
12
Το βράδυ της Πέμπτης, ο Τράβις, η Νόρα και ο Αϊνστάιν
έμειναν σε ένα μοτέλ βόρεια του Σαν Φρανσίσκο. Αγόρα-
σαν έξι μπίρες και ένα ψητό κοτόπουλο, μπισκότα και λα-
χανοσαλάτα και έφαγαν στο δωμάτιο τους.
Το κοτόπουλο άρεσε πολύ στον Αϊνστάιν, που έδειξε ε-
πίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την μπίρα. Ο Τράβις απο-
φάσισε να του βάλει στο πιάτο του τη μισή από το κουτάκι
που κρατούσε. «Αλλά όχι παραπάνω», του είπε. «Θέλω να
είσαι νηφάλιος για να σου κάνω μερικές ερωτήσεις».
Μετά το φαγητό, κάθισαν και οι τρεις στο μεγάλο κρε-
βάτι και ο Τράβις ξετύλιξε το παιχνίδι που είχε αγοράσει,
το Σκραμπλ. Με τη βοήθεια της Νόρας, χώρισαν όλες τις
καρτέλες με τα γράμματα σε στοίβες -όλα τα Α μαζί, όλα
τα Β, κ.λπ.
Ο Αϊνστάιν τους παρακολουθούσε με ενδιαφέρον. Δεν
φαινόταν καθόλου ζαλισμένος από την μπίρα που είχε πιει.
«Λοιπόν», είπε ο Τράβις. «Μας χρειάζονται πιο λεπτο-
μερείς απαντήσεις απ' αυτές που παίρναμε μέχρι τώρα με
το σύστημα του ναι-όχι. Σκέφτηκα λοιπόν ότι μπορεί να τα
καταφέρουμε με αυτά τα γράμματα».
«Υπέροχη ιδέα», είπε η Νόρα.
Ο Τράβις κοίταξε τον Αϊνστάιν. «Θα σου κάνω μια ε-
ρώτηση κι εσυ θα μας δείχνεις τα γράμματα που χρειάζο-
νται για να γράψεις την απάντηση. Ένα ένα τα γράμματα,
μία μία τις λέξεις. Κατάλαβες;»
Ο Αϊνστάιν κοίταξε τον Τράβις, μετά τις στοίβες με τα
γράμματα, μετά πάλι τον Τράβις και φάνηκε να χαμογελάει.
«Ωραία. Ξέρεις πώς λέγεται το εργαστήριο από όπου
δραπέτευσες;»
Ο Αϊνστάιν άγγιξε με τη μύτη του τη στοίβα με τα Μ.
Η Νόρα πήρε μια καρτέλα από το σωρό και την έβαλε
στο κρεβάτι. Μέσα σε μισό λεπτό, ο Αϊνστάιν είχε σχημα-
τίσει τη λέξη ΜΠΑΝΟΝΤΑΙΝ.
«Μπανοντάιν», είπε σκεφτικός ο Τράβις. «Δεν το έχω
ξανακούσει. Αυτό είναι ολόκληρο το όνομα;»
Ο Αϊνστάιν δίστασε, μετά άρχισε να διαλέγει πάλι
γράμματα, σχηματίζοντας τις λέξεις ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ ΜΠΑ-
ΝΟΝΤΑΙΝ.
Ο Τράβις σημείωσε τον τίτλο σε ένα χαρτί και μετά έ-
βαλε πάλι τα γράμματα στις θέσεις τους. «Που βρίσκεται
το Μπανοντάιν;»
ΙΡΒΑΪΝ.
«Λογικό είναι», είπε ο Τράβις. «Σε βρήκα στο δάσος
βόρεια του Ίρβαϊν. Ωραία... Σε βρήκα την Τρίτη, δεκαο-
χτώ του Μάη. Πότε δραπέτευσες από το Μπανοντάιν;»
Ο Αϊνστάιν κοίταξε τις καρτέλες, γρύλισε σιγανά κι έ-
μεινε ακίνητος, χωρίς να διαλέξει γράμματα.
«Διαβάζοντας όλα αυτά τα βιβλία», είπε ο Τράβις, «έ-
μαθες για τους μήνες, τις βδομάδες, τις μέρες και τις ώρες.
Τώρα έχεις αίσθηση του χρόνου».
Ο σκΰλος κοίταξε τη Νόρα και γρύλισε πάλι.
«Ίσως να έχει την αίσθηση του χρόνου τώρα, αλλά
δεν την είχε όταν δραπέτευσε. Ίσως, λοιπόν, του είναι
δύσκολο να θυμηθεί πόσος καιρός είχε περάσει μέχρι
που τον βρήκες».
Ο Αϊνστάιν άρχισε να δείχνει πάλι τα γράμματα:
ΣΩΣΤΑ.
«Ξέρεις τα ονόματα μερικών από τους επιστήμονες
που δούλευαν στο Μπανοντάιν;»
ΝΤΕΪΒ1Σ ΓΟΥΕΔΕΡΜΠΙ.
Ο Τράβις σημείωσε το όνομα. «Κανέναν άλλο;»
Ο Αϊνστάιν άρχισε να δείχνει πάλι καρτέλες, σταματώ-
ντας κάθε τόσο για να σκεφτεί πώς ακριβώς γράφονται οι
λέξεις. Τελικά σχημάτισε τα ονόματα ΛΟΤΟΝ ΧΕΪΝΣ, ΑΛ
ΧΑΝΤΣΤΟΝ και μερικά άλλα.
Ο Τράβις τα σημείωσε όλα και μετά είπε: «Αυτοί είναι
οι άνθρωποι που θα ψάχνουν να σε βρουν;»
ΝΑΙ. ΚΑΙ Ο ΤΖΟΝΣΟΝ.
«Ο Τζόνσον;» ρώτησε η Νόρα. «Είναι κι αυτός ένας α-
πό τους επιστήμονες;»
ΟΧΙ. Ο σκύλος έμεινε σκεφτικός για μια στιγμή, κοιτά-
ζοντας τις στοίβες των γραμμάτων και μετά σχημάτισε τη
λέξη: ΑΣΦΑΛΕΙΑ.
«Είναι επικεφαλής της υπηρεσίας ασφαλείας του
Μπανοντάιν;» ρώτησε ο Τράβις.
ΟΧΙ. ΑΝΩΤΕΡΟΣ.
«Πρέπει να είναι ομοσπονδιακός πράκτορας», είπε ο
Τράβις.
«Ξέρεις το όνομα αυτού του Τζόνσον;» ρώτησε η Νόρα.
Ο Αϊνστάιν κοίταξε για λίγο σκεφτικός τα γράμματα
και μετά σχημάτισε τη λέξη: ΛΕΜΙΟΥΕΛ.
«Λέμιουελ Τζόνσον», είπε η Νόρα.
Μετά ο Αϊνστάιν πρόσθεσε τη λέξη: ΜΑΥΡΟΣ - ΜΑΥ-
ΡΟΣ ΛΕΜΙΟΥΕΛ.
«Μαύρος Λέμιουελ;» είπε ο Τράβις. «Θες να πεις ότι ο
Τζόνσον είναι... κακός;»
ΟΧΙ. ΜΑΥΡΟΣ.
Η Νόρα έβαλε πάλι τα γράμματα στη θέση τους. «Επι-
κίνδυνος;»
Ο Αϊνστάιν τους κοίταξε και ξεφύσηξε, σαν να τους έ-
λεγε ότι μερικές φορές είναι ανυπόφορα χοντροκέφαλοι.
ΟΧΙ. ΜΑΥΡΟΣ.
Ξαφνικά ο Τράβις κατάλαβε ότι ο σκΰλος χρησιμοποι-
ούσε τη λέξη στην κυριολεξία της. «Νέγρος!» φώναξε.
«Εννοείς ότι ο Λέμιουελ Τζόνσον είναι νέγρος;»
Ο Αϊνστάιν γρΰλισε σιγανά, κουνώντας το κεφάλι του
πάνω κάτω και την ουρά. Μετά, τους έδειξε είκοσι τέσσε-
ρα γράμματα, τη μεγαλύτερη φράση που είχε σχηματίσει
μέχρι τότε: ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΚΟΜΑ ΕΛΠΙΔΑ ΓΙΑ ΣΑΣ.
Η Νόρα γέλασε.
«Εξυπνάκια», είπε ο Τράβις.
Αλλά, παρά την αντίδραση του, ήταν πλημμυρισμένος
από χαρά και ενθουσιασμό. Βέβαια, η επικοινωνία με τον
Αϊνστάιν είχε αρχίσει εδώ και βδομάδες, όμως αυτό το
καινούριο σύστημα που του επέτρεπε να απαντά όπως ή-
θελε, και όχι μόνο με ένα ναι ή ένα όχι, είχε δώσει μια
καινούρια διάσταση στην επικοινωνία τους. Περισσότερο
από κάθε άλλη φορά, αισθάνονταν και οι δύο τον Αϊν-
στάιν σαν παιδί τους. Από την άλλη μεριά, ήταν επίσης έ-
νας σκύλος, και το γεγονός αυτό πρόσθετε ένα στοιχείο
μυστηρίου και δέους σε αυτόν το διάλογο ανάμεσα σε δύο
διαφορετικά είδη. Κοιτάζοντας τη φράση του, ΥΠΑΡΧΕΙ
ΑΚΟΜΑ ΕΛΠΙΔΑ ΓΙΑ ΣΑΣ, ο Τράβις σκέφτηκε ότι η ση-
μασία της ήταν ευρύτερη, πως το μήνυμα αυτό απευθυνό-
ταν σε όλη την ανθρωπότητα.
Συνέχισαν να κάνουν ερωτήσεις στον Αϊνστάιν για μι-
σή ώρα ακόμη, ενώ ο Τράβις κατέγραφε τις απαντήσεις
του. Τελικά συζήτησαν και για το ζώο που είχε σκοτώσει
τον Τεντ Χόκνεϊ.
«Τι είναι αυτό το αναθεματισμένο πράγμα;» ρώτησε η
Νόρα.
ΤΟ ΤΕΡΑΣ.
«Το Τέρας;» ρώτησε ο Τράβις.
ΕΤΣΙ ΤΟ ΕΛΕΓΑΝ ΣΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ.
«Και τι είναι;» είπε ο Τράβις.
ΔΥΟ ΕΠΙΤΥΧΗΜΕΝΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ. ΕΓΩ ΚΙ ΑΥΤΟ. Ε-
ΓΩ ΕΙΜΑΙ ΣΚΥΛΟΣ. ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΕΝΑ ΥΠΑΡ-
ΚΤΟ ΕΙΔΟΣ. ΤΕΡΑΣ.
«Είναι κι αυτό έξυπνο;» ρώτησε ο Τράβις.
ΝΑΙ.
«Το ίδιο έξυπνο μ' εσένα;»
ΙΣΩΣ.
«Θεέ μου!» είπε ο Τράβις ταραγμένος.
Ο Αϊνστάιν άφησε ένα ανήσυχο γρύλισμα και ακού-
μπησε το κεφάλι του στο γόνατο της Νόρας, θέλοντας να
τον χαϊδέψει.
«Μα γιατί δημιούργησαν ένα τέτοιο πράγμα;»
Ο Αϊνστάιν άρχισε ν α διαλέγει πάλι γράμματα. ΓΙΑ
ΝΑ ΣΚΟΤΩΝΕΙ.
Έ ν α παγερό ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά του
Τράβις. «Ποιον να σκοτώνει;»
ΤΟΝ ΕΧΘΡΟ.
«Ποιον εχθρό;» ρώτησε η Νόρα.
ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ.
Όταν κατάλαβαν τι εννοούσε, αισθάνθηκαν να τους
κυριεύει μια αποστροφή που πλησίαζε στη ναυτία. Θυμή-
θηκε τη συζήτηση που είχαν νωρίτερα με τη Νόρα, για
τους κινδύνους που μπορεί να έφερνε ο νέος κόσμος της
τεχνολογίας...
Γύρισε πάλι στον Αϊνστάιν. «Θέλεις να πεις ότι αυτό
το Τέρας είναι ένας γενετικά κατασκευασμένος στρατιώ-
της; Κάτι σαν ένα... ένα πολύ έξυπνο και επικίνδυνο α-
οτυνομικό σκυλί, μόνο που αυτό θα το χρησιμοποιούν στο
πεδίο της μάχης;»
ΦΤΙΑΧΤΗΚΕ ΠΑ ΝΑ ΣΚΟΤΩΝΕΙ. ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΣΚΟΤΩΝΕΙ.
«Μα αυτό είναι τρελό», είπε με φρίκη η Νόρα. «Πώς
θα μπορούσαν να ελέγξουν ποτέ ένα τέτοιο πράγμα; Πώς
ήταν σίγουροι ότι δε θα στρεφόταν ενάντια στους δημι-
ουργούς του;»
«Γιατί ψάχνει να σε βρει το Τέρας;» ρώτησε ο Τράβις
τον Αϊνστάιν.
ΜΕ ΜΙΣΕΙ.
«Γιατί σε μισεί;»
ΔΕΝ ΞΕΡΩ.
«Και θα συνεχίσει να σε ψάχνει;» ρώτησε πάλι ο Τράβις.
ΝΑΙ. ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ.
«Μα πώς μπορεί ένα τέτοιο τερατούργημα να μετακι-
νείται χωρίς να το δουν;»
ΤΗ ΝΥΧΤΑ.
«Ίσως, αλλά και πάλι είναι δύσκολο...»
ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΟΝΤΙΚΙΑ ΚΙΝΟΥΝΤΑΙ ΤΗ ΝΥΧΤΑ.
«Όμως, με ποιο τρόπο σε παρακολουθεί;» ρώτησε α-
πορημένη η Νόρα.
ΜΕ ΝΙΩΘΕΙ.
«Σε νιώθει; Τι θες να πεις;»
Ο Αϊνστάιν σκέφτηκε αρκετή ώρα και ξεκίνησε μερι-
κές φορές να σχηματίσει κάποια απάντηση, αλλά τελικά
έ γ ρ α ψ ε : ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΟ ΕΞΗΓΗΣΩ.
«Μπορείς να το νιώσεις κι εσύ;» ρώτησε ο Τράβις.
ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΟΡΕΣ.
«Το νιώθεις και τώρα;»
ΝΑΙ. ΠΟΛΥ ΜΑΚΡΙΑ.
«Ναι, πολύ μακριά», είπε ο Τράβις. «Εκατοντάδες μί-
λια μακριά. Μπορεί στ' αλήθεια να σε αισθανθεί και να
σε ακολουθήσει από τόσο μεγάλη απόσταση;»
ΚΙ ΑΠΟ ΑΚΟΜΗ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ.
«Και σε ακολουθεί τώρα;»
ΕΡΧΕΤΑΙ.
Ο Τράβις ένιωσε και πάλι το π α γ ε ρ ό ρίγος, ακόμη πιο
έντονο αυτή τη φορά. «Πότε θα σε βρει;»
ΔΕΝ ΞΕΡΩ.
Ο σκύλος φαινόταν φοβισμένος και είχε αρχίσει πάλι
ν α τρέμει.
«Θα σε βρει γρήγορα;»
ΙΣΩΣ ΟΧΙ ΓΡΗΓΟΡΑ.
Ο Τράβις είδε ότι η Ν ό ρ α είχε χλομιάσει. Ακούμπησε
το χέρι του στο γ ό ν α τ ο της και είπε: « Δ ε ν πρόκειται ν α
καθίσουμε ν α μας κυνηγάει αυτό το πράγμα σε όλη την υ-
πόλοιπη ζωή μας. Αποκλείεται. Θ α βρούμε ένα απομονω-
μένο μέρος για ν α εγκατασταθούμε κι εκεί θα ετοιμάσου-
με την άμυνά μας ενάντια στο Τέρας».
Τρέμοντας, ο Αϊνστάιν άρχισε πάλι να δείχνει καρτέ-
λες με τη μύτη του και ο Τράβις έβαλε τα γράμματα στη
σειρά: ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΦΥΓΩ.
«Τι θες ν α πεις;» ρώτησε ο Τράβις, βάζοντας τις καρ-
τέλες στη θέση τους.
ΣΑΣ ΒΑΖΩ ΣΕ ΚΙΝΔΥΝΟ.
Η Ν ό ρ α πήρε τον Αϊνστάιν στην αγκαλιά της και τον έ-
σφιξε δυνατά. «Μην τολμήσεις ν α ξανασκεφτείς κάτι τέ-
τοιο. Ανήκεις στην οικογένειά μας και θα αντιμετωπίσου-
με την κατάσταση όλοι μαζί, γιατί αυτό κάνουν οι οικογέ-
νειες». Τραβήχτηκε πίσω και, παίρνοντας το κεφάλι του
σκύλου ανάμεσα στα χέρια της, τον κοίταξε βαθιά στα μά-
τια. «Αν ξυπνήσω κάποιο πρωί κι εσύ έχεις φύγει, θα μου
ραγίσεις την καρδιά». Δ ά κ ρ υ α γυάλιζαν στα μάτια της και
η φωνή της έτρεμε. «Με κατάλαβες, αγόρι μου; Α ν φύγεις
και μας αφήσεις, θα μου ραγίσεις την καρδιά».
Ο σκΰλος τραβήχτηκε από τα χέρια της και άρχισε να
δείχνει πάλι καρτέλες: ΘΑ ΠΕΘΑΙΝΑ.
«Θα πέθαινες αν μας άφηνες;» ρώτησε ο Τράβις.
Ο σκΰλος άρχισε πάλι να διαλέγει γράμματα. Περίμε-
νε να διαβάσουν τις λέξεις και μετά τους κοίταξε σοβαρά,
για να βεβαιωθεί ότι κατάλαβαν τι εννοούσε: ΘΑ ΠΕΘΑΙ-
ΝΑ ΑΠΟ ΜΟΝΑΞΙΑ.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Φύλακας - Άγγελος
2
Ο Βινς Νάσκο καθόταν σε μια βαριά σκαλιστή καρέκλα
μπροστά στο τεράστιο, επιβλητικό γραφείο του Μάριο
Τετράνια, του αρχηγού της Οικογένειας Τετράνια που έ-
λεγχε το οργανωμένο έγκλημα στο Σαν Φρανσίσκο. Ο
Τετράνια είχε ύψος ένα και εξήντα πέντε και ζύγιζε εκα-
τόν τριάντα πέντε κιλά. Βλέποντας αυτό το κοντόχοντρο
ανθρωπάκι δυσκολευόσουν να πιστέψεις ότι ήταν ένας
τόσο μεγάλος εγκληματίας.
Ο Τετράνια καθόταν στο γραφείο του με κλειστά τα
μάτια. Σκεφτόταν το αίτημα του Βινς. Ύστερα από λίγο ά-
νοιξε πάλι τα μάτια και είπε: «Αν κατάλαβα καλά, ψά-
χνεις να βρεις έναν άνθρωπο και η δουλειά αυτή δεν έχει
σχέση με την Οικογένεια. Είναι προσωπική υπόθεση».
«Μάλιστα, δον Τετράνια», είπε ο Βινς.
«Πιστεύεις ότι αυτός ο άνθρωπος μπορεί να αγόρασε
μια πλαστή ταυτότητα και να ζει κάπου με το νέο του όνο-
μα. Και ήξερε πώς να βρει μια ταυτότητα παρ' όλο που
δεν είναι μέλος καμιάς Οικογένειας, ούτε ανήκει στη
φρατελάντσα;»
«Μάλιστα».
«Και πιστεύεις ότι αγόρασε αυτά τα χαρτιά ή στο Λος
Άντζελες ή εδώ», είπε ο δον Τετράνια.
«Ναι. Έ χ ω τώρα δύο μήνες που ψάχνω στο Λος Ά-
ντζελες, αλλά δε βρήκα τίποτα. Έψαξα ακόμη και στο
Σαν Ντιέγκο. Επομένως, αφού δεν πήγε νότια από τη Σά-
ντα Μπάρμπαρα όπου έμενε, πρέπει να ήρθε βόρεια, και
το μόνο μέρος στα βόρεια όπου θα μπορούσε να βρει πλα-
στά χαρτιά καλής ποιότητας είναι το Σαν Φρανσίσκο».
«Και τώρα θέλεις από μένα να σου δώσω τα ονόματα των
ανθρώπων που έχουν άδεια να βγάζουν πλαστά χαρτιά».
«Αν νομίζετε ότι θα μπορούσατε να μου κάνετε αυτή
τη χάρη, θα σας ήμουν πραγματικά ευγνώμων».
«Δε θα έχουν κρατήσει αρχεία από τα χαρτιά που δί-
νουν».
«Μάλιστα, δον, αλλά μπορεί να θυμούνται κάτι».
«Η δουλειά τους είναι να μη θυμούνται».
«Όμως το ανθρώπινο μυαλό ποτέ δεν ξεχνά, δον Τε-
τράνια. Όσο και να προσπαθήσει, δεν ξεχνά ποτέ».
«Αυτό είναι αλήθεια. Και ορκίζεσαι ότι αυτός ο άν-
θρωπος δεν ανήκει σε καμιά Οικογένεια;»
«Τ' ορκίζομαι».
«Αυτή η δουλειά δεν πρέπει να συνδεθεί με κανέναν
τρόπο με την Οικογένειά μου».
«Τ' ορκίζομαι».
Ο δον Τετράνια έκλεισε πάλι τα μάτια του για λίγο,
μετά τα άνοιξε και κοίταξε τον Νάσκο. «Βίνσεντ, είσαι έ-
νας καλός στρατιώτης. Έχεις κάνει πολΰ καλή δουλειά
για τις Οικογένειες της Νέας Υόρκης, του Νιου Τζέρσι,
του Σικάγου, καθώς και για τη δική μας. Πριν από λίγο
καιρό, μου έκανες μια μεγάλη εξυπηρέτηση λιώνοντας αυ-
τό το σκουλήκι, τον Παντάντζελα».
«Κάτι για το οποίο με πληρώσατε γενναιόδωρα, δον
Τετράνια».
Ο Τετράνια έκανε μια κίνηση με το χέρι. «Όλοι πλη-
ρωνόμαστε για τον κόπο μας. Αλλά εδώ δε μιλώ για χρή-
ματα. Τα χρόνια της πίστης και της καλής δουλειάς σου α-
ξίζουν περισσότερο από χρήματα. Επομένως, δικαιοΰσαι
αυτή τη χάρη».
«Σας ευχαριστώ, δον Τετράνια».
«Θα σου δοθοΰν τα ονόματα όσων φτιάχνουν τέτοια
χαρτιά στο Σαν Φρανσίσκο και θα φροντίσω να ειδοποιη-
θούν για την επίσκεψή σου. Θα σου δώσουν ό,τι πληροφο-
ρίες θέλεις».
«Αφοΰ το λέτε εσείς», είπε ο Βινς, «ξέρω ότι θα με ε-
ξυπηρετήσουν». Σηκώθηκε και υποκλίθηκε σκΰβοντας το
κεφάλι.
Ο Τετράνια του έκανε νόημα να καθίσει. «Αλλά πριν
ξεκαθαρίσεις αυτό το προσωπικό σου ζήτημα θα ήθελα να
αναλάβεις μια άλλη δουλειά. Υπάρχει κάποιος στο Ό -
κλαντ που μου δημιουργεί μεγάλη στενοχώρια. Νομίζει ό-
τι δεν μπορώ να του κάνω τίποτα επειδή έχει πολιτικές
διασυνδέσεις και πολλσΰς σωματοφύλακες. Λέγεται Ρα-
μόν Βελάσκες. Είναι δύσκολη δουλειά, Βίνσεντ».
Ο Νάσκο φρόντισε να κρύψει τον εκνευρισμό του. Δεν
ήθελε να αναλάβει μια δουλειά τώρα, και μάλιστα δύσκο-
λη. Ήθελε να βρει τον. Τράβις Κορνέλ και το σκύλο. Αλλά
ήξερε ότι για να του δώσει τα ονόματα αυτών που έβγαζαν
πλαστά χαρτιά έπρεπε πρώτα να καθαρίσει τον Βελάσκες.
«Το θεωρώ τιμή μου να λιώσω ένα έντομο που τόλμησε
να σας τσιμπήσει, δον Τετράνια. Και αυτή τη φορά δε θα
πάρω χρήματα».
«Α, Βίνσεντ, επιμένω να σε πληρώσω».
Ο Νάσκο χαμογέλασε γλυκά. «Σας παρακαλώ, δον Τε-
τράνια», είπε, «επιτρέψτε μου να σας κάνω αυτή την εξυ-
πηρέτηση δωρεάν. Θα μου δώσει μεγάλη χαρά».
Ο Τετράνια προσποιήθηκε ότι σκέφτεται την πρότασή
του, παρ' όλο που αυτό ακριβώς περίμενε από τον Νάσκο
-μια δουλειά τζάμπα σε αντάλλαγμα για τη βοήθεια που
θα του έδινε. Έβαλε τα χέρια του στην τεράστια κοιλιά
του και τη χτύπησε μερικές φορές. «Είμαι τόσο τυχερός
άνθρωπος. Όπου κι αν γυρίσω, βρίσκω ανθρώπους που
θέλουν να με βοηθήσουν».
«Όχι, δον Τετράνια, δεν είστε τυχερός», είπε ο Βινς,
νιώθοντας αηδία για τις κολακείες που αναγκαζόταν να
κάνει στον Τετράνια. «Θερίζετε αυτά που σπείρατε και
αν θερίζετε καλοσύνη είναι ακριβώς επειδή έχετε σπείρει
τόσους σπόρους καλοσύνης, επειδή μας έχετε βοηθήσει, ό-
λους μας τόσο πολύ».
Χαμογελώντας από το ένα αυτί ως το άλλο, ο Τετράνια
δέχτηκε την προσφορά του Νάσκο να σκοτώσει τον Βελά-
σκες δωρεάν.
Είχε φτάσει η Ημέρα των Ευχαριστιών, η τελευταία Πέ-
μπτη του Νοέμβρη, και το Τέρας δεν είχε βρει ακόμα το
σπίτι των Κορνέλ στο Μπιγκ Σερ.
Κάθε βράδυ ο Τράβις και η Νόρα κλειδαμπάρωναν
πόρτες και παράθυρα και κοιμόνταν με δίκαννα δίπλα στο
κρεβάτι τους και περίστροφα στα κομοδίνα τους. Μερικές
φορές ξυπνούσαν στη μέση της νύχτας από παράξενους
θορύβους στην αυλή ή στη στέγη. Ο Αϊνστάιν πήγαινε από
παράθυρο σε παράθυρο μυρίζοντας τον αέρα και τελικά
τους έδινε να καταλάβουν ότι δεν υπήρχε λόγος ανησυ-
χίας. Όταν ο Τράβις έβγαινε έξω για να δει τι είχε προ-
καλέσει τους θορύβους, συνήθως έβρισκε ένα ρακούν ή
κάποιο άλλο ζώο του δάσους.
Για την Ημέρα των Ευχαριστιών έφτιαξαν ένα παρα-
δοσιακό δείπνο με ψητή γαλοπούλα και σάλτσα από κά-
στανο, αχιβάδες γιουβέτσι, καρότα γλασέ, ψητό καλαμπό-
κι, σαλάτα λάχανο, ιρωμάκια και κολοκυθόπιτα. Ο Αϊν-
στάιν δοκίμασε απ' όλα, γιατί είχε αποκτήσει πολύ πιο πε-
ρίπλοκα γευστικά γούστα από ένα συνηθισμένο σκυλί.
Όλο αυτό τον καιρό, ο Τράβις είχε προσέξει ότι ο Αϊν-
στάιν, όπως όλα τα σκυλιά, έβγαινε πότε πότε στην αυλή
και έτρωγε χορτάρι. Το ίδιο έκανε και την Ημέρα των Ευ-
χαριστιών, και όταν ο Τράβις τον ρώτησε αν του άρεσε η
γεύση του χόρτου ο Αϊνστάιν απάντησε όχι. «Τότε, γιατί το
τρως μερικές φορές;»
ΤΟ ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΙ.
«Γιατί;»
ΔΕΝ ΞΕΡΩ.
«Αφοΰ δεν ξέρεις γιατί το χρειάζεσαι, πώς ξέρεις ότι
το χρειάζεσαι; Από ένστικτο;»
ΝΑΙ.
Εκείνο το βράδυ κάθισαν όλοι μαζί στο λίβινγκ ρουμ,
πάνω σε μαξιλάρια μπροστά στο "μεγάλο τζάκι, ακούγο-
ντας μουσική. Κάποια στιγμή σκέφτηκε ότι το χορτάρι
πρέπει να είναι αποτελεσματικό, γιατί ο Αϊνστάιν ήταν γε-
μάτος υγεία. Βέβαια, φταρνίστηκε και έβηξε μερικές φο-
ρές, αλλά αυτό μάλλον οφειλόταν στο βαρΰ φαγητό και
στη ζέστη από το τζάκι. Δεν είχε καμιά ανησυχία για την
υγεία του σκύλου.
4
Το απόγευμα της Παρασκευής, 26 του Νοέμβρη, την επο-
μένη της Ημέρας των Ευχαριστιών, ο Γκάρισον Ντίλγου-
ορθ βρισκόταν πάνω στο σκάφος του, το Αμέιζινγκ Γκρέις,
που ήταν δεμένο στο λιμάνι της Σάντα Μπάρμπαρα. Γυά-
λιζε μερικά μπρούντζα και δεν πρόσεξε αμέσως δυο ά-
ντρες με κοστούμια που πλησίασαν την προβλήτα. Όταν
σήκωσε το κεφάλι και τους είδε, κατάλαβε τι ήθελαν πριν
καν του συστηθούν.
Ο ένας λεγόταν Τζόνσον, ο άλλος Σόουμς.
Προσποιήθηκε τον απορημένο και τους κάλεσε να έρ-
θουν στο πλοίο.
Οι δυο άντρες πήδηξαν από την προβλήτα στο κατά-
στρωμα. Του έδειξαν τις ταυτότητές τους και μετά ο Τζόν-
σον είπε: «Θα θέλαμε να σας κάνουμε μερικές ερωτήσεις,
κύριε Ντίλγουορθ».
«Για τι πράγμα;» ρώτησε εκείνος. «Δεν πιστεύω να νο-
μίζετε ότι δουλεύω για την Κα-Γκε-Μπε;»
Ο Τζόνσον χαμογέλασε αμυδρά. «Έχετε πελάτισσά
σας κάποια Νόρα Ντέβον;»
«Τη Νόρα; Μιλάτε σοβαρά; Μπορώ να σας βεβαιώσω
ότι η Νόρα δεν είναι άνθρωπος που θα ανακατευόταν
σε...»
«Δηλαδή είστε ο δικηγόρος της;» τον έκοψε ο Τζόνσον.
Ο Γκάρισον κοίταξε τον Σόουμς και ύψωσε τα φρύδια,
σαν να ρωτούσε αν ο Τζόνσον είναι πάντα τόσο απότομος.
Αυτός όμως εξακολούθησε να τον κοιτάζει ανέκφραστος.
Πω, πω, σκέφτηκε ο Γκάρισον. Θα έχουμε μπελάδες μ'
αυτούς τους δύο.
5
Την επομένη της Ημέρας των Ευχαριστιών, ο Τράβις πήγε
στην κουζίνα για να βάλει ένα ποτήρι γάλα και είδε τον
Αϊνστάιν να έχει πάθει μια κρίση ψταρνίσματος. Δεν ανη-
σύχησε ιδιαίτερα. Μάλλον οφειλόταν σε αλλεργία. Παρ'
όλο που ήταν Νοέμβρης, το κλίμα ήταν πολύ ζεστό και
πολλά λουλούδια ήταν ανθισμένα, με αποτέλεσμα να υ-
πάρχει άφθονη γύρη στον αέρα.
Την ίδια νύχτα, ο Τράβις ξύπνησε από έναν παράξενο
θόρυβο. Ανακάθισε αμέσως στο κρεβάτι και πήρε το δί-
καννο. Αφουγκράστηκε για λίγο· ο θόρυβος ακούστηκε
πάλι. Ερχόταν από το χολ του πρώτου ορόφου.
Σηκώθηκε χωρίς να ξυπνήσει τη Νόρα και πήγε αθό-
ρυβα στην πόρτα. Ο διάδρομος φωτιζόταν από μια αδύνα-
τη λάμπα για τη νύχτα και, στο αμυδρό φως της, είδε τον
Αϊνστάιν να βήχει και να κουνά το κεφάλι του. Πήγε κο-
ντά του και ο σκύλος τον κοίταξε. «Είσαι καλά;»
Ένα γρήγορο κούνημα της ουράς: Ναι.
Έσκυψε και τον χάιδεψε. «Είσαι σίγουρος;»
Ναι.
Ο σκύλος τρίφτηκε για λίγο πάνω του, απολαμβάνο-
ντας το χάιδεμα. Έβηξε μερικές φορές ακόμα και μετά
κατέβηκε στο ισόγειο. Ο Τράβις τον ακολούθησε και τον
βρήκε στην κουζίνα να πίνει νερό από το πιάτο του. Όταν
το πιάτο άδειασε, ο Αϊνστάιν πήγε στο κελάρι, άναψε το
φως και άρχισε να βγάζει καρτέλες από τους σωλήνες.
ΔΙΨΑΩ.
«Σίγουρα είσαι καλά;»
ΝΑΙ. ΑΠΛΩΣ ΔΙΨΑΩ. ΞΥΠΝΗΣΑ ΑΠΟ ΕΦΙΑΛΤΗ.
«Βλέπεις όνειρα;» τον ρώτησε κατάπληκτος ο Τράβις.
ΝΑΙ. ΕΣΥ ΔΕ ΒΛΕΠΕΙΣ;
«Ναι. Και πολλά μάλιστα».
Γέμισε το πιάτο με νερό και ο Αϊνστάιν το άδειασε πά-
λι. Ο Τράβις το γέμισε για δεύτερη φορά, αλλά ο σκΰλος
είχε πιει αρκετά. Μετά ανέβηκε τη σκάλα και κάθισε δί-
πλα στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας.
«Κοίτα», του είπε ο Τράβις, «αν θέλεις, μπορείς να
κοιμηθείς δίπλα στο κρεβάτι».
Αυτό ήθελε ο Αϊνστάιν. Μπήκε στο δωμάτιο και κου-
λουριάστηκε στο πάτωμα, από την πλευρά του Τράβις. Α-
πλώνοντας το χέρι μέσα στο σκοτάδι, ο Τράβις μπορούσε
να αγγίξει το δίκαννο και τον Αϊνστάιν. Η παρουσία του
σκΰλου τον καθησύχαζε περισσότερο από το όπλο.
6
Το απόγευμα του Σαββάτου, ο Γκάρισον Ντίλγουορθ μπή-
κε στη Μερσέντες και απομακρύνθηκε από το σπίτι του.
Είχε διασχίσει μόλις δύο τετράγωνα, όταν βεβαιώθηκε ότι
η YEA τον παρακολουθούσε. Ήταν μια πράσινη Φορντ,
μάλλον η ίδια που τον ακολουθούσε και το προηγούμενο
βράδυ. Έμεναν σε μεγάλη απόσταση πίσω του, αλλά ο
Γκάρισον δεν ήταν τυφλός.
Δεν είχε τηλεφωνήσει ακόμη στη Νόρα και τον Τρά-
βις. Επειδή τον παρακολουθούσαν, υποψιαζόταν ότι θα
είχαν παγιδεύσει και τα τηλέφωνά του. Θα μπορούσε να
πάει σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο, αλλά φοβόταν ότι οι
άνθρωποι της YEA μπορεί να άκουγαν τη συζήτηση με
κάποιο μικρόφωνο μεγάλης εμβέλειας, ή να ανακάλυπταν
τον αριθμό που είχε καλέσει. Πριν έρθει σε επαφή με
τους Κορνέλ, έπρεπε να ξεφύγει από αυτοΰς που τον πα-
ρακολουθούσαν. Ήξερε ακόμη ότι έπρεπε να ενεργήσει
γρήγορα, πριν του τηλεφωνήσουν εκείνοι. Με τις συσκευ-
ές που διέθεταν οι άνθρωποι της YEA θα μπορούσαν να
εντοπίσουν από πού είχε γίνει το τηλεφώνημα πριν ο Γκά-
ρισον προλάβει να πει στον Τράβις να κλείσει το τηλέφω-
νο γιατί παρακολουθούν τη γραμμή.
Έτσι, στις δύο το μεσημέρι του Σαββάτου, με την πρά-
σινη Φορντ πάντα από πίσω του, πήγε στο σπίτι της Ντέλα
Κόλμπι για να την πάρει για μια βόλτα με το πλοίο του.
Τουλάχιστον, αυτό της είχε πει στο τηλέφωνο. Η Ντέλα ή-
ταν η χήρα του δικαστή Τζακ Κόλμπι. Αυτή και ο Τζακ ή-
ταν οι καλύτεροι φίλοι του Γκάρισον και της γυναίκας του
της Φρανσίν για είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια, μέχρι που
πέθανε η Φρανσίν. Έ ν α χρόνο αργότερα πέθανε και ο
Τζακ. Η Ντέλα και ο Γκάρισον παρέμειναν στενοί φίλοι.
Στην αρχή η σχέση τους ήταν πλατωνική. Πριν από ένα
χρόνο, όμως, βρέθηκαν να κάνουν έρωτα, χωρίς να πολυ-
καταλάβουν πώς είχε συμβεί. Στην αρχή αισθάνθηκαν
τρομερές τύψεις. Αλλά οι ενοχές πέρασαν με τον καιρό
και τώρα απολάμβαναν την τρυφερή αυτή σχέση που τους
είχε ενώσει απροσδόκητα.
Όταν μπήκε μέσα στον κήπο της Ντέλα, εκείνη βγήκε
από την εξώπορτα, κλείδωσε και πλησίασε στο αυτοκίνη-
το. Ήταν εξήντα εννιά χρονών, αλλά φαινόταν τουλάχι-
στον δεκαπέντε χρόνια νεότερη.
Ο Γκάρισον βγήκε από τη Μερσέντες, την αγκάλιασε
και τη φίλησε. «Μπορούμε να πάρουμε το δικό σου αυτο-
κίνητο;» τη ρώτησε μετά.
«Έχει τίποτα το δικό σου;»
«Όχι», απάντησε ο Ντίλγουορθ, «αλλά προτιμώ να πά-
ρουμε το δικό σου».
«Εντάξει».
Η Ντέλα έβγαλε το αυτοκίνητο της από το γκαράζ και
ο Γκάρισον κάθισε δίπλα της. Καθώς έβγαιναν στο δρόμο,
της είπε: «Φοβάμαι ότι μπορεί να έχουν βάλει μικρόφωνα
στο δικό μου και δε θέλω ν' ακοΰσουν τι θα σου πω».
Η Ντέλα τον κοίταξε καχύποπτα.
Ο Γκάρισον γέλασε. «Όχι,» είπε, «δεν ξεκοΰτιανα.
Κοίτα από τον καθρέφτη καθώς οδηγείς και θα δεις ότι
μας ακολουθούν. Τα καταφέρνουν πολύ καλά, αλλά δεν
είναι αόρατοι».
Ύστερα από μερικά τετράγωνα, η Ντέλα είπε: «Η
πράσινη Φορντ;»
«Ακριβώς».
«Έχεις μπλεχτεί σε καμιά βρομοδουλειά;»
«Μην πας κατευθείαν στο λιμάνι. Πάμε στην αγορά να
αγοράσουμε φρούτα και σε μια κάβα να πάρουμε λίγο
κρασί. Και στο μεταξύ, θα σου τα πω όλα».
«Μήπως κάνεις διπλή ζωή;» τον ρώτησε αυτή χαμογε-
λώντας. « Ή μήπως μου παριστάνεις τον Τζέιμς Μποντ
στα γεράματα;»
Λίγο πριν από τις δέκα, ύστερα από μια προσεκτική αλλά
άκαρπη έρευνα στο πάρκο και στην παραλία, ο Λεμ ανα-
γκάστηκε να παραδεχτεί ότι ο Γκάρισον Ντίλγουορθ του
είχε ξεφύγει. Έστειλε τους άντρες του πίσω στο αρχηγείο
και το λιμάνι, ενώ αυτός και ο Κλιφ πήγαν στο γιοτ που εί-
χαν για βάση τους. Εκεί ήρθαν σε επαφή με το πλοίο της
Ακτοφυλακής που ακολουθούσε το Αμέιζινγκ Γκρεις και
ε'μαθαν ότι η γυναίκα είχε κάνει στροφή και γύριζε πίσω
στη Σάντα Μπάρμπαρα.
Μπήκε στο λιμάνι στις δέκα και μισή. Ο Λεμ και ο
Κλιφ περίμεναν στην προβλήτα, εκεί όπου θα έδενε το
πλοίο. Η γυναίκα το έφερε με επιδεξιότητα στη θέση του
και μετά είχε το θράσος να τους φωνάξει: «Μην κάθεστε
και με κοιτάζετε έτσι! Πιάστε τα σκοινιά και δέστε το!»
Τη βοήθησαν, κυρίως επειδή ανυπομονούσαν να μιλή-
σουν μαζί της. Έδεσαν το πλοίο και μετά ανέβηκαν πάνω.
Πριν προλάβουν, όμως, να πουν λέξη, μια φωνή πίσω τους
είπε: «Με συγχωρείτε, κύριοι...»
Ο Λεμ γύρισε και είδε τον Γκάρισον Ντίλγουορθ να α-
νεβαίνει στο πλοίο πίσω τους. Φορούσε ξένα ρούχα, που
του έρχονταν φαρδιά και κοντά.
«Με συγχωρείτε, αλλά πρέπει να φορέσω στεγνά ρού-
χα και να πιω λίγο καφέ -έχω ξεπαγιάσει».
«Να πάρει η οργή, να πάρει!» ήταν το μόνο πράγμα
που μπόρεσε να πει ο Λεμ.
Ο Κλιφ Σόουμς άφησε ένα επιφώνημα κατάπληξης και
μετά ένα ξερό γέλιο, σαν γάβγισμα. Ύστερα κοίταξε τον
Λεμ. «Με συγχωρείς, μου ξέφυγε», είπε.
Ο Λεμ αισθάνθηκε έναν πόνο να του διαπερνά το στο-
μάχι. Τελευταία, τον αισθανόταν όλο και πιο συχνά -μάλ-
λον είχε αρχίσει να παθαίνει έλκος. Δεν έδειξε όμως ότι
πονά. Δεν ήθελε να δώσει αυτή την ικανοποίηση στον
Ντίλγουορθ. Κοίταξε μόνο άγρια το δικηγόρο και τη γυναί-
κα και ύστερα έκανε μεταβολή κι έφυγε χωρίς να πει λέξη.
«Φαίνεται ότι αυτό το αναθεματισμένο σκυλί εμπνέει
μεγάλη αφοσίωση σε όποιον το γνωρίζει», είπε ο Κλιφ
στον Λεμ καθώς περπατούσαν στην προβλήτα.
Εκείνη τη νύχτα ο Λεμ Τζόνσον έπιασε δωμάτιο σε έ-
να μοτέλ. Ήταν πολύ κουρασμένος για να γυρίσει στο
σπίτι του. Ξάπλωσε στο κρεβάτι, αλλά δεν μπορούσε να
κοιμηθεί. Στο μυαλό του γύριζαν συνέχειά τα λόγια του
Κλιφ. «Αυτό το αναθεματισμένο σκυλί εμπνέει μεγάλη α-
φοσίωση σε όποιον το γνωρίζει». Ο Λεμ αναρωτήθηκε αν
είχε νιώσει ποτέ αφοσίωση σαν αυτή που αισθάνονταν οι
Κορνέλ και ο Γκάρισον Ντίλγουορθ για το σκύλο.
Εντάξει, ένιωθε αφοσίωση απέναντι στην πατρίδα και
την υπηρεσία του. Αλλά αφοσίωση για έναν άλλο άνθρω-
πο; Ναι, ήταν αφοσιωμένος στη γυναίκα του, την Κάρεν.
Την αγαπούσε πάντα, παρ' όλο που κόντευαν να κλεί-
σουν είκοσι χρόνια γάμου. Αλλά ακόμη κι αυτή η αφο-
σίωση δεν ήταν ολοκληρωτική. Η δουλειά του τον ανά-
γκαζε να κοιμάται εδώ κι εκεί, μακριά της. Είχε υπολογί-
σει ότι κοιμόταν στο σπίτι του μόνο μια βραδιά στις τρεις.
Και ενώ η Κάρεν ήθελε να κάνουν παιδιά, αυτός αρνήθη-
κε, υποστηρίζοντας ότι πριν κάνουν κάτι τέτοιο έπρεπε
πρώτα να εξασφαλίσει τη θέση του, τη σταδιοδρομία του.
Αλλά γιατί να την εξασφαλίσει τη στιγμή που είχε κληρο-
νομήσει τόσα λεφτά από τον πατέρα του; Τώρα πια αυτός
ήταν σαράντα πέντε χρονών, σχεδόν σαράντα έξι, και η
Κάρεν σαράντα τριών -η ευκαιρία να κάνουν οικογένεια
είχε περάσει πια.
Αισθάνθηκε να τον κυριεύει μια έντονη αίσθηση μονα-
ξιάς. Σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο, όπου κοιτάχτηκε
στον καθρέφτη. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και βου-
λιαγμένα. Από τότε που είχε αναλάβει την υπόθεση Μπα-
νοντάιν είχε αδυνατίσει τρομερά.
Ξαφνικά τον έπιασε πάλι ο πόνος στο στομάχι και δι-
πλώθηκε στα δύο. Χρειάστηκε πολλή ώρα για να του πε-
ράσει. Όταν σηκώθηκε πάλι, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
«Δεν είσαι αφοσιωμένος ούτε στον εαυτό σου, βλάκα», εί-
πε δυνατά στο είδωλο του. «Τον έχεις σκοτώσει από την
πολλή δουλειά κι όμως δεν μπορείς να σταματήσεις να
δουλεύεις. Δεν είσαι αφοσιωμένος στην Κάρεν, ούτε στον
εαυτό σου. Δεν είσαι καν αφοσιωμένος στην πατρίδα και
στην υπηρεσία σου. Το μόνο πράγμα στο οποίο είσαι από-
λυτα και ολοκληρωτικά δοσμένος είναι αυτή η παλαβή νο-
οτροπία που σου πέρασε ο πατέρας σου: "Προσπάθησε
να πετύχεις με κάθε θυσία"».
Παλαβή νοοτροπία. Απόρησε με τον εαυτό του που εί-
χε πει αυτές τις λέξεις. Αγαπούσε και σεβόταν τον πατέρα
του, δεν έλεγε ποτέ κακό λόγο γι' αυτόν. Κι όμως σήμερα
είχε παραδεχτεί στον Κλιφ ότι ο πατέρας του ήταν ανυπό-
φορος. Και τώρα αυτό -παλαβή νοοτροπία. Αγαπούσε α-
κόμα τον πατέρα του και θα τον αγαπούσε για πάντα. Αλ-
λά είχε αρχίσει να αναρωτιέται: μήπως ένας γιος μπορεί
να αγαπά τον πατέρα του και ταυτόχρονα να απορρίπτει
τις αντιλήψεις του;
Πριν από ένα χρόνο, πριν από λίγες μέρες ακόμη, θα
του φαινόταν αδύνατο κάτι τέτοιο. Αλλά τώρα έβλεπε πως
όχι μόνο είναι δυνατό, αλλά και απαραίτητο να διαχωρί-
σει την αγάπη του για τον πατέρα του από την προσκόλλη-
σή του στον ηθικό κώδικα του γέρου, που απαιτούσε να
δουλεύεις ασταμάτητα, να τα κάνεις όλα τέλεια, να πετυ-
χαίνεις πάντα.
Μα τι μου συμβαίνει; αναρωτήθηκε. Μήπως βρίσκω ε-
πιτέλους την ελευθερία μου τώρα, στα σαράντα πέντε μου
χρόνια;
Κοιτάχτηκε πάλι στον καθρέφτη. «Σχεδόν σαράντα έ-
ξι», είπε.
ΕΝΝΙΑ
Με τον καιρό.
Αυτή η φράση ανησυχούσε πολύ τον Τράβις. Πόσο
καιρό θα χρειαζόταν ο Αϊνστάιν για να γίνει εντελώς κα-
λά; Όταν τους έβρισκε το Τέρας, ο Αϊνστάιν έπρεπε να
είναι υγιής και οι αισθήσεις του να λειτουργούν στην εντέ-
λεια. Αυτός ήταν το καλύτερο σύστημα προειδοποίησης
και ασφάλειας που είχαν.
Αφού έφυγε και ο τελευταίος ασθενής, γύρω στις πε-
ντέμισι, ο Τζιμ Κιν έφυγε για κάποια μυστηριώδη δουλειά
και γύρισε λίγο αργότερα με ένα μπουκάλι σαμπάνια.
«Δεν είμαι άνθρωπος του ποτού, αλλά ορισμένα γεγονότα
αξίζουν ένα μικρό εορτασμό».
Η Νόρα είχε ορκιστεί να μην πιει καθόλου στη διάρ-
κεια της εγκυμοσύνης της, αλλά κάτω από ορισμένες συν-
θήκες μπορεί να παραβεί κανείς ακόμα και τους σοβαρό-
τερους όρκους. Ήπιαν στο χειρουργείο, στην υγεία του
Αϊνστάιν, που τους παρακολούθησε για λίγα λεπτά, αλλά
μετά αποκοιμήθηκε και πάλι εξαντλημένος.
«Αυτός ο ύπνος, όμως, είναι φυσιολογικός», είπε ο
Τζιμ. «Δεν είναι από τα καταπραϋντικά».
«Πόσο καιρό θα χρειαστεί για να αναρρώσει;» ρώτησε
ο Τράβις.
«Μερικές μέρες ακόμη, ίσως μια βδομάδα. Πάντως, θα
ήθελα να τον κρατήσω εδώ για άλλες δύο μέρες τουλάχι-
στον. Εσείς μπορείται να γυρίσετε στο σπίτι σας, αν θέλε-
τε. Αν, πάλι, προτιμάτε να μείνετε, είστε ευπρόσδεκτοι.
Με βοηθήσατε πάρα πολύ αυτές τις μέρες».
«Θα μείνουμε», είπε αμέσως η Νόρα.
«Όμως, και μετά την ανάρρωση θα είναι ακόμη αδύ-
ναμος, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Τράβις.
«Στην αρχή, πολύ αδύναμος», απάντησε ο Τζιμ. «Σιγά
σιγά όμως θα ξαναβρεί τις δυνάμεις του. Είμαι σίγουρος
τώρα ότι δεν μπήκε καθόλου στο δεύτερο στάδιο, παρά
τους σπασμούς. Έτσι, μέχρι τον καινούριο χρόνο μάλλον
θα έχει ξαναβρεί τον παλιό εαυτό του».
Μέχρι τον καινούριο χρόνο. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα
μας βρει νωρίτερα το Τέρας, σκέφτηκε ο Τράβις.
2
Ο Αϊνστάιν συνέχισε να παίρνει αδιαμαρτύρητα τα φάρ-
μακά του. Του είχαν εξηγήσει ότι έπρεπε να τρώει καλά
για να ξαναβρεί τις δυνάμεις του κι αυτός προσπαθούσε,
αλλά δεν είχε ακόμη πολλή όρεξη. Θα χρειαζόταν μερικές
βδομάδες για να ξαναπάρει το βάρος που είχε χάσει και
να ξαναβρεί την παλιά του ενεργητικότητα. Αλλά ήταν φα-
νερό πως η κατάσταση του βελτιωνόταν μέρα με τη μέρα.
Την Παρασκευή, 10 του Δεκέμβρη, ο Αϊνστάιν είχε αρ-
κετές δυνάμεις για να κάνει ένα μικρό περίπατο έξω. Ε-
ξακολουθούσε να παραπατά πότε πότε, αλλά είχε πάψει
να τρεκλίζει σε κάθε βήμα του. Ο καιρός είχε βελτιωθεί
κάπως και, με την ευκαιρία της εξόδου του Αϊνστάιν, ο
Τράβις έκανε μαζί τον τη συνηθισμένη επιθεώρηση του
συναγερμού και των μηχανισμών του στάβλου.
Στο μεταξύ η Νόρα ήταν στο στούντιο της και δούλευε
εντατικά ένα νέο πίνακα: ένα πορτραίτο του Αϊνστάιν. Ο
σκύλος δεν ήξερε ότι ήταν το θέμα του τελευταίου έργου
της. Ο πίνακας θα ήταν ένα από τα χριστουγεννιάτικα δώ-
ρα του, και, αφού του τον έδειχναν, θα τον κρεμούσαν πά-
νω από το τζάκι, στο λίβινγκ ρουμ.
«Πλησιάζει;» ρώτησε ο Τράβις τον Αϊνστάιν όταν βγή-
καν από το στάβλο στην αυλή.
Ο σκύλος έκανε τη συνηθισμένη του επιθεώρηση, αν
και με λιγότερη ενεργητικότητα, και μετά γύρισε στον
Τράβις γρυλίζοντας ανήσυχα.
«Αισθάνθηκες τίποτα;» ρώτησε ο Τράβις.
Ο Αϊνστάιν δεν απάντησε. Κοίταξε πάλι το δάσος πα-
ραξενεμένος.
«Έρχεται;»
Ο σκύλος δεν απάντησε.
«Είναι πιο κοντά από πριν;»
Ο Αϊνστάιν έκανε έναν κύκλο, μύρισε το έδαφος και
τον αέρα, κοίταξε γύρω γέρνοντας το κεφάλι του στο
πλάι. Τελικά γύρισε στο σπίτι και κάθισε στην πόρτα κοι-
τάζοντας τον Τράβις και περιμένοντας υπομονετικά.
Όταν ο Τράβις έφτασε στην πόρτα, ο Αϊνστάιν πήγε
κατευθείαν στο κελάρι.
ΘΟΛΑ.
Ο Τράβις κοίταξε την λέξη χωρίς να καταλαβαίνει.
«Θολά;»
Ο Αϊνστάιν έβγαλε κι άλλα γράμματα και τα έσπρωξε
με τη μύτη στη θέση τους.
ΜΠΕΡΔΕΜΕΝΑ. ΘΟΛΑ.
«Μιλάς για την ικανότητά σου να αισθάνεσαι το Τέρας;»
Έ ν α γρήγορο κούνημα της ουράς: Ναι.
«Δεν μπορείς να τον αισθανθείς πια;»
Ένα γάβγισμα; Όχι.
«Λες... λες να είναι νεκρό;»
ΔΕΝ ΞΕΡΩ.
« Ή μήπως η έκτη αίσθηση που έχεις δε λειτουργεί ό-
ταν είσαι άρρωστος ή εξασθενημένος όπως τώρα;»
ΙΣΩΣ.
Ο Τράβις μάζεψε σκεφτικός τις καρτέλες με τα γράμ-
ματα και τις έβαλε στα κουτιά τους. Αυτό ήταν άσχημο,
πολύ άσχημο. Είχαν βέβαια το σύστημα συναγερμού, αλ-
λά βασίζονταν περισσότερο στον Αϊνστάιν για να τους
προειδοποιήσει όταν θα πλησίαζε το Τέρας. Κανονικά θα
έπρεπε να αισθάνεται ήσυχος με τις προφυλάξεις που είχε
πάρει, αλλά τον βασάνιζε ένα προαίσθημα ότι είχε παρα-
βλέψει κάτι στα αμυντικά τους συστήματα και πως, όταν
θα ερχόταν η κρίσιμη ώρα, θα χρειαζόταν τις δυνάμεις
του Αϊνστάιν για να αντιμετωπίσει την κατάσταση.
«Θα πρέπει να γίνεις καλά όσο πιο γρήγορα μπορείς»,
είπε στο σκύλο. «Θα προσπαθείς να τρως ακόμη κι όταν
δεν έχεις όρεξη. Και θα κοιμάσαι όσο το δυνατόν περισ-
σότερο, για να ξαναβρείς τις δυνάμεις σου. Δεν πρέπει να
περνάς τη μισή νύχτα στα παράθυρα».
ΘΑ ΦΑΩ ΚΟΤΟΣΟΥΠΑ.
Ο Τράβις γέλασε. «Ναι, θα μπορούσαμε να το δοκιμά-
σουμε».
ΕΝΑ ΜΠΟΪΛΕΡΜΕΪΚΕΡ ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΜΙΚΡΟΒΙΑ Α-
ΜΕΣΩΣ.
«Πού το άκουσες αυτό;»
ΑΠΟ ΒΙΒΛΙΟ. ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΠΟΪΛΕΡΜΕΪΚΕΡ;
«Μπίρα ενισχυμένη με ουίσκι», απάντησε ο Τράβις.
Ο Αϊνστάιν το σκέφτηκε για λίγο.
ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΤΑ ΜΙΚΡΟΒΙΑ ΑΛΛΑ ΣΕ ΚΑΝΕΙ ΑΛΚΟΟ-
ΛΙΚΟ. -
Ο Τράβις γέλασε και χάιδεψε τον Αϊνστάιν. «Έχεις
μεγάλη πλάκα, κουταβάκι».
ΙΣΩΣ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΠΑΙΞΩ ΣΤΟ ΛΑΣ ΒΕΓΚΑΣ.
«Βάζω στοίχημα πως θα μπορούσες».
ΘΑ ΜΕ ΕΓΡΑΦΑΝ ΟΙ ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ.
«Σίγουρα».
ΕΜΕΝΑ ΚΑΙ ΤΗ ΛΑΣΙ.
Ο Τράβις αγκάλιασε το σκΰλο και έμειναν για λίγο κα-
θισμένοι έτσι, γελώντας ο καθένας με τον τρόπο του.
Παρά τα αστεία, ο Τράβις ήξερε πως ο Αϊνστάιν ανη-
συχούσε τρομερά που δεν μπορούσε να αισθανθεί το Τέ-
ρας. Τα αστεία ήταν απλώς ένας τρόπος για να κρύβει το
φόβο του.
Το απόγευμα, ο Αϊνστάιν, εξαντλημένος από τη σύντο-
μη βόλτα τους, κοιμήθηκε αρκετές ώρες, ενώ η Νόρα εξα-
κολουθούσε να ζωγραφίζει ασταμάτητα στο στούντιο. Ο
Τράβις κάθισε μπροστά σε ένα παράθυρο, κοιτάζοντας το
δάσος και εξετάζοντας ξανά και ξανά τα αμυντικά τους
συστήματα με το μυαλό του, προσπαθώντας να βρει κά-
ποιο αδύνατο σημείο.
3
Τα Χριστούγεννα πέρασαν όμορφα και ευτυχισμένα.
Το πρωί κάθισαν στο λίβινγκ ρουμ και αντάλλαξαν
δώρα -κοσμήματα, ρούχα, βιβλία. Η Νόρα έδωσε στον
Αϊνστάιν το πορτραίτο του και ο σκύλος κολακεύτηκε και
ενθουσιάστηκε με το δώρο της. Του έδωσαν ακόμη τρεις
ταινίες βίντεο με τον Μίκι Μάους, δύο μεταλλικά πιάτα
για το φαγητό του που είχαν πάνω τους χαραγμένο το ό-
νομά του και πολλά άλλα δώρα. Ανάμεσά τους ήταν κι έ-
νας σκούφος του Aï-Βασίλη, που του τον φόρεσαν για α-
στείο, αλλά μετά ο σκύλος δεν ήθελε να τον βγάλει. Ο
Αϊνστάιν χάρηκε με όλα, αλλά περισσότερο τον είχε εντυ-
πωσιάσει το πορτραίτο. 'Οταν το κρέμασαν πάνω από το
τζάκι, πήγαινε κάθε τόσο και το κοίταζε, ευχαριστημένος
και περήφανος.
Το απόγευμα ήρθε ο Τζιμ Κιν με τον Πούκα και ο Αϊν-
στάιν τους πήγε κατευθείαν στο λίβινγκ ρουμ για να τους
δείξει το πορτραίτο. Μετά, τα δυο σκυλιά βγήκαν και έ-
παιξαν στην αυλή. Ύστερα από μία ώρα περίπου ο Αϊν-
στάιν κουράστηκε και μπήκε στο σπίτι για να κοιμηθεί λί-
γο, ενώ ο Τζιμ και ο Τράβις πήγαν στην κουζίνα για να
βοηθήσουν τη Νόρα στις ετοιμασίες για το χριστουγεννιά-
τικο τραπέζι.
Όταν ξύπνησε ο Αϊνστάιν, θέλησε να δει τις ταινίες
μαζί με τον Πούκα, αλλά ο σκύλος του Τζιμ δεν μπορούσε
να συγκεντρωθεί για πολλή ώρα στην οθόνη. Έτσι ο Αϊν-
στάιν έκλεισε την τηλεόραση και άρχισαν να παίζουν πάλι
όπως πριν.
Μέχρι το βράδυ, το σπίτι είχε πλημμυρίσει από τη μυ-
ρωδιά της γαλοπούλας και των γλυκών που έφτιαξε η Νό-
ρα, ενώ το στέρεο έπαιζε χριστουγεννιάτικη μουσική. Η
Νόρα δεν είχε ξανανιώσει ποτέ στη ζωή της τόσο ευτυχι-
σμένη, μια ευτυχία που δεν μπορούσε να τη μειώσει ούτε
η απειλή του Τέρατος.
Την ώρα του φαγητού συζήτησαν για το μωρό και ο
Τζιμ τους ρώτησε αν είχαν σκεφτεί τι όνομα θα του δώ-
σουν. Ο Αϊνστάιν, που έτρωγε στη γωνία με τον Πούκα,
φάνηκε να ενδιαφέρεται πολύ γι' αυτό το θέμα. Έτρεξε
αμέσως στο κελάρι και έγραψε τη δική του πρόταση.
Η Νόρα σηκώθηκε από το τραπέζι και πήγε να δει
ποιο όνομα της πρότεινε ο Αϊνστάιν.
ΜΙΚΙ.
«Αποκλείεται!» του είπε. «Δεν πρόκειται να δώσουμε
στο παιδί μου το όνομα ενός ποντικού».
ΝΤΟΝΑΛΝΤ.
«Ούτε μιας πάπιας».
ΠΛΟΥΤΟ.
«Πλούτο; Μα σοβαρέψου, λοιπόν, Αϊνστάιν!»
ΓΚΟΥΦΙ.
Η Νόρα τον εμπόδισε να πατήσει πάλι τα πετάλια της
συσκευής. Μετά έβαλε στη θέση τους τις καρτέλες, έκλει-
σε το φως και γύρισε στο τραπέζι. Ο Τράβις και ο Τζιμ εί-
χαν ξεκαρδιστεί στα γέλια. «Μπορεί να σας φαίνεται α-
στείο», τους είπε, «αλλά αυτός το λέει στα σοβαρά!»
Μετά το φαγητό κάθισαν όλοι γύρω από το χριστου-
γεννιάτικο δέντρο στο λίβινγκ ρουμ και μίλησαν για πολ-
λά πράγματα. Κάποια στιγμή ο Τζιμ τους είπε άτι είχε
σκοπό να αγοράσει άλλο ένα σκυλί. «Ο Πούκα χρειάζεται
παρέα», τους είπε ο γιατρός. «Είναι σχεδόν ενάμισι χρο-
νών και πιστεύω πως όταν τα σκυλιά μεγαλώσουν δεν τους
αρκεί η ανθρώπινη συντροφιά. Νιώθουν κι αυτά μοναξιά,
όπως κι εμείς. Έτσι, σκέφτομαι να βρω ένα θηλυκό καθα-
ρόαιμο λαμπραντόρ, οπότε μάλλον σε λίγο καιρό θα έχω
και κάμποσα κουταβάκια που θα μπορώ να πουλήσω».
Η Νόρα πρόσεξε ότι ο Αϊνστάιν έδειξε ιδιαίτερο εν-
διαφέρον γι' αυτή τη συζήτηση. Όταν, όμως, έφυγαν ο
Τζιμ και ο Πούκα, ο Τράβις βρήκε μια φράση γραμμένη
στο κελάρι και φώναξε τη Νόρα για να διαβάσει κι αυτή.
ΤΑΙΡΙ. ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ, ΦΙΛΟΣ.
Ο σκύλος τούς περίμενε να προσέξουν το μήνυμα του.
Εμφανίστηκε πίσω τους και κοιτάζοντάς τους ερωτηματικά.
«Θα ήθελες κι εσύ ένα ταίρι;» ρώτησε η Νόρα.
Ο Αϊνστάιν πήγε στη συσκευή και απάντησε.
ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΑΞΙΖΕΙ Ν Α ΤΟ ΣΚΕΦΤΕΙ ΚΑΝΕΙΣ.
«Άκου, όμως, φίλε μου», είπε ο Τράβις. «Το ξέρεις ότι
είσαι μοναδικός. Δεν υπάρχει κανένα άλλο σκυλί το ίδιο
έξυπνο μ' εσένα».
Ο Αϊνστάιν το σκέφτηκε αυτό για λίγο, αλλά δεν άλλα-
ξε γνώμη.
Η ΖΩΗ Δ Ε Ν ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΔΙΑΝΟΗΣΗ.
«Σωστά», είπε ο Τράβις. «Αλλά νομίζω ότι αυτό το θέ-
μα χρειάζεται πολλή σκέψη».
Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ.
«Εντάξει», είπε η Νόρα. «Θα το σκεφτούμε».
ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ Ν Α ΕΧΕΙΣ ΤΑΙΡΙ. ΝΑ ΜΟΙΡΑΖΕΣΑΙ.
«Σου υποσχόμαστε να το σκεφτούμε και μετά να το ξα-
νασυζητήσουμε μαζί σου», είπε ο Τράβις. «Και τώρα πάμε
για ύπνο, είναι αργά».
Ο Αϊνστάιν έγραψε στα γρήγορα ένα άλλο μήνυμα.
ΤΟ ΜΩΡΟ ΜΙΚΙ;
«Αποκλείεται!» είπε η Νόρα.
Εκείνη τη νύχτα, αφοΰ έκαναν έρωτα, ο Τράβις και η
Νόρα έμειναν αγκαλιασμένοι στο σκοτάδι. «Βάζω στοίχη-
μα ότι πρέπει να νιώθει μοναξιά», είπε σε μια στιγμή η
Νόρα.
«Ο Τζιμ;»
«Α, ναι, πιστεύω ότι κι αυτός νιώθει μοναξιά. Είναι
καλός άνθρωπος, και θα γινόταν σπουδαίος σύζυγος. Δεν
εννοούσα όμως τον Τζιμ αλλά τον Αϊνστάιν. Πρέπει να
τον πιάνει μοναξιά πότε πότε».
«Μα είμαστε συνέχεια μαζί του».
«Όχι· αν το σκεφτείς, θα δεις ότι δεν είμαστε. Εγώ ζω-
ραφίζω κι εσύ κάνεις ένα σωρό πράγματα στα οποία δεν
μπορεί να πάρει μέρος ο Αϊνστάιν. Κι αν τελικά αρχίσεις
να δουλεύεις πάλι ως κτηματομεσίτης, τότε ο Αϊνστάιν θα
μένει πολλές ώρες μόνος του».
«Έχει τα βιβλία και το διάβασμα».
«Ίσως τα βιβλία να μην είναι αρκετά», είπε η Νόρα.
Έμειναν σιωπηλοί για πολλή ώρα, έτσι που η Νόρα
νόμισε πως ο Τράβις είχε αποκοιμηθεί. Ξαφνικά όμως ε-
κείνος είπε: «Αν ο Αϊνστάιν ζευγάρωνε, πώς θα ήταν άρα-
γε τα κουταβάκια του;»
«Εννοείς αν θα ήταν το ίδιο έξυπνα μ' αυτόν;»
«Ναι. Μου φαίνεται πως υπάρχουν τρεις πιθανότητες.
Πρώτον, μπορεί η εξυπνάδα του να μην είναι κληρονομι-
κή, οπότε τα κουταβάκια θα είναι συνηθισμένα σκυλιά.
Δεύτερον, η εξυπνάδα να είναι κληρονομική, αλλά να εμ-
φανίζεται πιο εξασθενημένη στους απογόνους του, οπότε
τα κουταβάκια θα είναι έξυπνα, αλλά όχι τόσο όσο ο πα-
τέρας τους, και με κάθε γενιά η εξυπνάδα των απογόνων
του θα μειώνεται, μέχρι που ύστερα από μερικές γενιές
θα είναι συνηθισμένα σκυλιά».
«Και η τρίτη πιθανότητα;»
«Η εξυπνάδα είναι χαρακτηριστικό που βοηθά στην ε-
πιβίωση και γι' αυτό μπορεί να είναι γενετικά κυρίαρχο,
με αποτέλεσμα να την κληρονομούν αυτούσια οι απόγο-
νοι του».
«Τότε, τα κουταβάκια του θα είναι το ίδιο έξυπνα μ'
αυτόν».
«Και τα δικά τους κουταβάκια το ίδιο, για όλες τις ε-
πόμενες γενιές, οπότε θα έρθει μια εποχή που θα υπάρ-
χουν χιλιάδες σκυλιά σε όλο τον κόσμο που θα είναι το ί-
διο έξυπνα με τους ανθρώπους».
Έμειναν και πάλι σιωπηλοί.
«Πω, πω!» έκανε τελικά η Νόρα.
«Έχει δίκιο», είπε ο Τράβις.
«Τι πράγμα;»
«Ο Αϊνστάιν έχει δίκιο. Αξίζει τον κόπο να το σκεφτεί
κανείς».
4
Όταν ο Βινς Νάσκο ανέλαβε να σκοτώσει τον Ραμόν Βε-
λάσκες, δεν φανταζόταν ότι θα περνούσε ένας ολόκληρος
μήνας μέχρι να τα καταφέρει. Αλλά ο Βελάσκες ήταν
πραγματικά δύσκολος στόχος. Δεν έκανε βήμα χωρίς να έ-
χει δυο σωματοφύλακες μαζί του. Δεν ακολουθούσε καμιά
συγκεκριμένη ρουτίνα και δεν έμενε ποτέ σε ένα μέρος
αρκετή ώρα ώστε να μπορέσει να τον χτυπήσει κανείς.
Τελικά ο Νάσκο τα κατάφερε τη μέρα των Χριστου-
γέννων. Ο Ραμόν ήταν στο σπίτι του μαζί με πολλούς συγ-
γενείς. Ο Νάσκο πήδηξε τον τοίχο του κήπου του και τους
βρήκε να ψήνουν τη γαλοπούλα δίπλα στην πισίνα. Τον εί-
δαν αμέσως όλοι, παρ' όλο που ο κήπος ήταν τεράστιος
και ο Βινς ήταν πολύ μακριά. Είδε τους σωματοφύλακες
να βγάζουν τα όπλα τους κι έτσι άρχισε να ρίχνει στο σω-
ρό με το Ούζι, σκοτώνοντας τον Βελάσκες, τους δυο σω-
ματοφύλακες και δυο ηλικιωμένες γυναίκες.
Ο Βινς σκαρφάλωσε αμέσως στον τοίχο και καθώς πη-
δούσε στο διπλανό κτήμα μερικοί άνθρωποι του Βελάσκες
άρχισαν να του ρίχνουν. Μόλις που πρόλαβε να πηδήξει
κάτω και να σώσει το τομάρι του.
Μια μέρα μετά τα Χριστούγεννα πήγε σε ένα εστιατό-
ριο του δον Τετράνια στο Σαν Φρανσίσκο, όπου θα συνα-
ντιόταν με τον Φρανκ Ντισεντσιάνο, έναν από τους αρχη-
γούς της Οικογένειας που ήταν υπόλογος μόνο στον ίδιο
τον δον. Ο Βινς ανησυχούσε γιατί η φρατελάντσα είχε έ-
ναν κώδικα για τις δολοφονίες και ο πρώτος κανόνας ή-
ταν πως όταν πας να σκοτώσεις κάποιον δεν σκοτώνεις
μαζί και τη γυναίκα, ή τα παιδιά, ή τη γιαγιά του. Δεν ήξε-
ρε λοιπόν πώς το είχε πάρει ο δον.
Για μεγάλη του έκπληξη, όμως, ο Ντισεντσιάνο ήταν
ενθουσιασμένος με τον τρόπο που είχε χειριστεί την υπό-
θεση. Του είπε ότι ο δον ήταν πολύ ευχαριστημένος. Όταν
ο Βινς τον ρώτησε επιφυλακτικά για τη γυναίκα και τη
γιαγιά του Βελάσκες, ο Ντισεντσιάνο του είπε: «Άκουσε,
φίλε μου, ξέραμε ότι αυτή η δουλειά ήταν πολύ δύσκολη
και ότι έπρεπε να παραβιάσεις τους κανόνες. Κι έπειτα,
αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν δικοί μας. Ήταν βρομοσπα-
νιόλοι και όταν μας μπαίνουν στη μύτη δεν πρόκειται βέ-
βαια να τους φερθούμε με το γάντι».
Όταν τελείωσαν το φαγητό, ο Φρανκ έδωσε έναν κα-
τάλογο με εννιά ονόματα. «Αυτοί οι άνθρωποι πληρώνουν
τον δον για να έχουν το δικαίωμα να δουλεύουν οτην πε-
ριοχή του. Έχω μιλήσει και στους εννιά και θα σε βοηθή-
σουν όσο μπορούν».
Έτσι ο Βινς ξεκίνησε το ίδιο απόγευμα, ψάχνοντας για
κάποιον που θα θυμόταν τον Τράβις Κορνέλ. Αρχικά δεν
κατάφερε τίποτα. Οι δύο πρώτοι έλειπαν σε διακοπές, άλ-
λοι δύο δεν τον είχαν ξαναδεί. Ο πέμπτος ήταν ο Άνσον
βαν Ντάιν, κι εκεί ο Βινς βρήκε αυτό που έψαχνε. Ο Βαν
Ντάιν κοίταξε τη φωτογραφία του Τράβις Κορνέλ, που ο
Βινς είχε κόψει από μια εφημερίδα της Σάντα Μπάρμπα-
ρα. «Ναι, τον θυμάμαι», είπε. «Είναι τύπος που δεν τον
ξεχνάς πολύ εύκολα. Δεν είναι πολύ μεγαλόσωμος, ούτε
και παριστάνει τον σκληρό, αλλά σου δίνει την εντύπωση
ότι μπορεί να κάνει λιώμα όποιον πάει να του τη βγει. Εί-
χε μαζί του και μια γυναίκα -ωραίο κομμάτι».
«Υπάρχει περίπτωση να θυμηθείς τα ονόματα που τους
έδωσες;»
«Και βέβαια. Τα έχουμε στα αρχεία μας».
Ο Βινς τον κοίταξε κατάπληκτος. «Νόμιζα ότι στη δική
σας δουλειά δεν κρατάτε αρχεία για να μην μπορεί να
βρει στοιχεία η αστυνομία, αλλά και σαν ασφάλεια για
τους πελάτες σας».
«Οι πελάτες μπορούν να πάνε να πνιγούν», είπε ο Βαν
Ντάιν. «Μπορεί κάποια μέρα να μας κλείσουν το μαγαζί
και να βρεθώ χωρίς δουλειά. Τότε θα έχω κάπου δύο χι-
λιάδες άτομα που ζουν με ψεύτικα ονόματα και που θα
μπορώ να ξεζουμίζω κανονικά».
«Εκβιασμός», είπε ο Βινς.
«Ενοχλητική λέξη, αλλά ταιριάζει στην περίπτωση», α-
πάντησε ο Βαν Ντάιν. «Κοίτα, το μόνο που μας ενδιαφέ-
ρει είναι να είμαστε εμείς ασφαλείς, γι' αυτό και δεν κρα-
τάμε τα αρχεία εδώ. Μόλις δώσουμε μια καινούρια ταυτό-
τητα, στέλνουμε τα στοιχεία σε έναν άλλο υπολογιστή μέ-
σα από τηλεφωνική γραμμή. Είναι έτσι προγραμματισμέ-
νος ώστε να μπορείς μόνο να του στείλεις στοιχεία κι όχι
να πάρεις απ' αυτόν. Αν μας ανακαλύψει λοιπόν η αστυ-
νομία, δε θα μπορεί να εντοπίσει τον άλλο υπολογιστή μέ-
σα από αυτούς που έχω εδώ».
«Δηλαδή, μπορούμε να πάμε σ' αυτό τον άλλο υπολογι-
στή και να μου δώσεις το καινούριο όνομα του Κορνέλ;»
«Και βέβαια. Έλα μαζί μου».
Ο Βαν Ντάιν τον πήγε σε ένα κινέζικο εστιατόριο στην
Τσάιναταουν. ιδιοκτήτης του δεν είχε καμιά σχέση με
το οργανωμένο έγκλημα. Απλώς ο Βαν Ντάιν τον είχε
βοηθήσει να πάρει το δάνειο με το οποίο άνοιξε το μαγαζί
του και σαν αντάλλαγμα τον άφηνε να έχει τον υπολογι-
στή σε μια γωνιά του εστιατορίου. Το μόνο που έκαναν οι
Κινέζοι ήταν να τον ανοίγουν κάθε πρωί, να τον συνδέουν
με την τηλεφωνική γραμμή και να τον κλείνουν το βράδυ.
Μπήκαν στο γραφείο του εστιατορίου και ο Βαν Ντάιν
κάθισε μπροστά στον υπολογιστή και του έδωσε μερικά
στοιχεία. Σε δυο λεπτά είχε το καινούριο όνομα του Τρά-
βις Κορνέλ: Σάμιουελ Σπένσερ Χάιατ.
Μερικά καινούρια στοιχεία φάνηκαν στην οθόνη. «Κι
εδώ είναι το όνομα της γυναίκας που ήταν μαζί του», είπε
ο Βαν Ντάιν. «Λεγόταν Νόρα Λουίζ Ντέβον, από τη Σά-
ντα Μπάρμπαρα. Τώρα είναι η Νόρα Τζιν Έιμς».
«Εντάξει», είπε ο Βινς. «Και τώρα σβήσ' τους από τα
αρχεία σου».
«Τι θες να πεις;»
«Σβήσ' τους. Βγάλ' τους από τον υπολογιστή. Δεν είναι
δικοί σου πια. Είναι δικοί μου -μόνο δικοί μου».
* * *
Λίγο αργότερα γύρισαν στο μαγαζί του Βαν Ντάιν, το Χοτ
Τιπς. Κατέβηκαν στο υπόγειο και ο Βαν Ντάιν έδωσε τα
ονόματα Χάιατ και Έιμς στους μουσάτους χειριστές των
υπολογιστούν. Αυτοί εισχώρησαν στα αρχεία του υπουρ-
γείου Συγκοινωνιών για να δουν αν ο Χάιατ και η Έιμς
είχαν δηλώσει κάποια μόνιμη διεύθυνση.
«Μπίνγκο», είπε ο ένας τους.
Μια διεύθυνση εμφανίστηκε στην οθόνη και σε λίγο
τυπωνόταν από τον εκτυπωτή. Ο Βαν Ντάιν έσκισε το
χαρτί και το έδωσε στον Βινς.
Ο Τράβις Κορνέλ και η Νόρα Ντέβον -τώρα Χάιατ
και Έ ι μ ς - ζούσαν σε μια αγροτική περιοχή νότια της
Καρμέλ.
5
Την Τετάρτη, 29 του Δεκέμβρη, η Νόρα πήγε στην Καρμέλ
μόνη, για το ραντεβού της με το δόκτορα Γουέινγκολντ. Ο
ουρανός ήταν κατάμαυρος από πυκνά σύννεφα και έβρε-
χε ραγδαία.
Ο γιατρός την εξέτασε με προσοχή και της είπε ότι εί-
ναι υγιέστατη. Μετά της πρότεινε να κάνει ένα τεστ για
να προσδιορίσουν το φύλο του παιδιού, αλλά η Νόρα αρ-
νήθηκε. Προτιμούσε να μάθει το φύλο του όταν θα γεννιό-
αν το παιδί. Άλλωστε, αν το τεστ έδειχνε ότι θα έκανε κο-
ρίτσι, ο Αϊνστάιν θα της ζητούσε να το βγάλουν Μίνι.
Η Νόρα κανόνισε το επόμενο ραντεβού της με τη βοη-
θό του γιατρού και μετά φόρεσε το αδιάβροχο με την
κουκούλα και βγήκε έξω. Εξακολουθούσε να βρέχει α-
σταμάτητα. Άρχισε να τρέχει προς το πάρκιγκ όπου είχε
αφήσει το αυτοκίνητο.
Καθώς πλησίαζε στο φορτηγάκι, είδε έναν άντρα να
βγαίνει από ένα κόκκινο Χόντα που ήταν παρκαρισμένο
δίπλα της. Δεν του έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Σκέφτηκε
μόνο πως δεν φορούσε αδιάβροχο και σε λίγο θα γινόταν
μούσκεμα.
Άνοιξε την πόρτα και ετοιμαζόταν να μπει στο αυτοκί-
νητο, όταν ξαφνικά ο άντρας βρέθηκε πίσω της. Την έ-
σπρωξε μέσα, στο κάθισμα του συνοδηγού, και μετά μπή
κε κι αυτός και κάθισε πίσω από το τιμόνι. «Αν φωνάξεις,
θα σε σκοτώσω, σκύλα», της είπε, χώνοντάς της ένα περ·
στροφο στα πλευρά. Παρ' όλη την προειδοποίηση, κόντ;
ψε να φωνάξει από κατάπληξη. Για μια στιγμή σκέφτη>;ί-
να βγει από την άλλη πόρτα, αλλά ο τόνος της φωνής του
ήταν τόσο σκληρός και άγριος, που δίστασε. Αισθάνθηκε
ότι θα προτιμούσε να την πυροβολήσει στην πλάτη παρά
να την αφήσει να ξεφύγει.
Ήταν πολύ μεγαλόσωμος, μυώδης και τρομακτικός. Το
πρόσωπο του ήταν εντελώς ανέκφραστο, πράγμα που φό-
βισε ακόμη περισσότερο τη Νόρα, και τα μάτια του ήταν
πράσινα και ψυχρά.
«Ποιος είσαι;» ρώτησε, προσπαθώντας να κρύψει το
φόβο της.
«Τι θέλεις;»
«Θέλω το σκύλο».
Είχε σκεφτεί ότι μπορεί να είναι ληστής, ή βιαστής, ή
ακόμη και κάποιος τρελός δολοφόνος -αλλά ούτε για μια
στιγμή δεν της πέρασε από το μυαλό ότι μπορεί να είναι
κυβερνητικός πράκτορας. Ποιος άλλος θα μπορούσε να
ψάχνει για τον Αϊνστάιν; Μόνο η κυβέρνηση γνώριζε την
ύπαρξή του.
«Τι είναι αυτά που λες; Ποιο σκύλο;» είπε.
Αυτός πίεσε την κάννη του πιστολιού βαθιά στα πλευ-
ρά της, μέχρι που την πόνεσε.
Η Νόρα σκέφτηκε το μωρό. «Εντάξει, εντάξει. Προ-
φανώς ξέρεις για το σκύλο, οπότε δεν υπάρχει λόγος να
σου το αρνούμαι».
«Ακριβώς». Μίλησε τόσο σιγανά, που σχεδόν δεν τον
άκουσε μέσα στο θόρυβο της βροχής. Ξαφνικά άπλωσε το
χέρι του, της έβγαλε την κουκούλα από το αδιάβροχο, κα-
τέβασε το φερμουάρ και μετά την έπιασε στο στήθος και
στην κοιλιά. Η Νόρα τρομοκρατήθηκε, πιστεύοντας ότι ή-
θελε να τη βιάσει. Αυτός όμως είπε: «Ο γιατρός που πας
είναι μαιευτήρας-γυναικολόγος. Έχεις καμία αρρώστια ή
μήπως είσαι έγκυος;»
«Δεν είσαι κυβερνητικός πράκτορας», είπε αυθόρμητα
η Νόρα.
«Σου έκανα μια ερώτηση, παλιοτσούλα», είπε αυτός με
βαριά φωνή. Πλησίασε και της έχωσε πάλι το πιστόλι στα
πλευρά. «Λέγε!»
«Είμαι έγκυος τριών μηνών», είπε η Νόρα, νομίζοντας
ότι αυτό θα τον έκανε να τη λυπηθεί. Ξαφνικά, όμως, πρό-
σεξε μια παράξενη αλλαγή στα μάτια του. Δεν ήξερε για-
τί, ήταν όμως σίγουρη ότι αυτό που του είπε είχε ακριβώς
το αντίθετο αποτέλεσμα.
Σκέφτηκε το 38άρι που είχε στο ντουλαπάκι του αυτο-
κινήτου. Ήταν αδύνατο να το πάρει και να τον πυροβολή-
σει πριν προλάβει να της ρίξει αυτός, έπρεπε όμως να εί-
ναι έτοιμη να το αρπάξει με την παραμικρή ευκαιρία.
Ξαφνικά ο άντρας βρέθηκε από πάνω της και φοβήθη-
κε για άλλη μια φορά ότι ήθελε να τη βιάσει. Αυτός όμως
πέρασε στη θέση του συνοδηγού και την έσπρωξε στο τι-
μόνι, κρατώντας συνέχεια πάνω της την κάννη του πιστο-
λιού του.
«Πάμε», της είπε.
«Πού;»
«Στο σπίτι σου».
«Μα...»
«Βούλωσε το και ξεκίνα».
Το ντουλαπάκι ήταν πολύ μακριά. Δεν θα κατάφερνε
ποτέ να πάρει το πιστόλι. Μέχρι τώρα προσπαθούσε να
συγκρατήσει το φόβο της, τώρα όμως αισθάνθηκε να την
κυριεύει η απελπισία.
Έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο και βγήκε στο δρόμο.
Κοίταζε συνέχεια γύρω της, μέσα στη βροχή, μήπως δει
κανέναν αστυνομικό -παρ' όλο που δεν ήξερε τι θα έκα-
νε αν έβλεπε κάποιον. Σε λίγο βγήκαν από την πόλη και
πήραν τον παραλιακό δρόμο. Οι σταγόνες της βροχής
χτυπούσαν με θόρυβο τις λαμαρίνες του αυτοκινήτου,
σπρωγμένες από ένα δυνατό άνεμο που φυσούσε από τον
Ειρηνικό.
Ύστερα από πέντε λεπτά, που της φάνηκαν σαν μια ώ-
ρα, δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο, παρά τη διαταγή του.
«Πώς μας βρήκες;» τον ρώτησε.
«Παρακολουθούσα το σπίτι σας από χτες», είπε αυτός
με την ήρεμη φωνή του. «Όταν έφυγες σήμερα το πρωί, σε
ακολούθησα».
«Όχι· θέλω να πω, πώς ήξερες πού μένουμε;»
«Απ' τον Βαν Ντάιν», απάντησε αυτός χαμογελώντας.
«Τον παλιοπροδότη».
«Α, όχι, πρόκειται για ειδική περίπτωση», τη διαβεβαί-
ωσε αυτός. «Το Μεγάλο Αφεντικό στο Σαν Φρανσίσκο
μου χρωστούσε μια εξυπηρέτηση, έτσι πίεσε τον Βαν
Ντάιν να μου τα πει».
«Το Μεγάλο Αφεντικό;»
«Ο Τετράνια».
«Ποιος είναι αυτός;»
«Εσυ δεν ξέρεις τίποτα, ε; Το μόνο που ξέρεις είναι να
κάνεις παιδιά».
Ο σκληρός τόνος της φωνής του δεν είχε απλά σχέση
με το σεξ -ήταν πιο παράξενος και πιο τρομακτικός από
ό,τι θα δικαιολογούσε ένα σεξουαλικό υπονοοΰμενο. Η
Νόρα αισθάνθηκε το λαιμό της να σφίγγεται και δυσκο-
λευόταν να ανασάνει.
Ξαφνικά ο άντρας άρχισε να γίνεται ομιλητικός. «Ο
Τετράνια είναι το Μεγάλο Αφεντικό», είπε. «Αλλά εγώ
θα γίνω μεγαλύτερος από τον Τετράνια, πιο σπουδαίος.
Έχω δεκάδες ζωές μέσα μου. Έχω απορροφήσει την ε-
νέργεια ένα σωρό ανθρώπων. Αυτό είναι το Χάρισμά μου.
Όταν θα έχει πια πεθάνει ο Τετράνια και όλοι όσοι ζουν
τώρα, εγώ θα ζω ακόμα, γιατί είμαι αθάνατος».
Δεν ήξερε τι να πει. Ξαφνικά είχε εμφανιστεί χωρίς
προειδοποίηση αυτός ο άνθρωπος, που με κάποιον τρόπο
είχε μάθει για τον Αϊνστάιν, και ήταν τρελός. Είχε αρχί-
σει να νιώθει έναν άγριο θυμό, που σχεδόν συναγωνιζό-
ταν το φόβο της. Ήταν αδικία, μεγάλη αδικία. Είχαν κά-
νει ένα σωρό προετοιμασίες για το Τέρας, είχαν καταφέ-
ρει να ξεφύγουν από τους κυβερνητικούς πράκτορες -και
τώρα εμφανιζόταν ένας τρελός που ήθελε τον Αϊνστάιν.
Ήταν άδικο.
Σώπασε πάλι και την κοίταξε. «Δεν καταλαβαίνεις τι
σου λέω, ε;» τη ρώτησε.
«Όχι».
Αρχισε να της εξηγεί, ίσως επειδή την έβρισκε όμορ-
φη. «Αυτό το μυστικό το έχω πει μόνο σε έναν άνθρωπο
μέχρι τώρα, τον Ντάνι Σλόβιτς. Δουλεύαμε και οι δυο για
την Οικογένεια Καραμάτζα στη Νέα Υόρκη, τη μεγαλύτε-
ρη από τις πέντε οικογένειες της Μαφίας. Δέρναμε όσους
πήγαιναν να σηκώσουν κεφάλι και πότε πότε σκοτώναμε
και κανέναν για παραδειγματισμό».
Η Νόρα αισθάνθηκε ναυτία. Δεν ήταν απλώς τρελός,
δεν ήταν απλώς δολοφόνος -ήταν ένας τρελός επαγγελμα-
τίας δολοφόνος.
«Μια φορά λοιπόν που τρώγαμε μαζί, είπα στον Ντάνι
ότι θα ζούσα πολλά πολλά χρόνια, γιατί είχα την ικανότητα
να παίρνω τη ζωτική ενέργεια των ανθρώπων που σκότω-
να. Του είπα ότι οι άνθρωποι είναι σαν τις μπαταρίες, γε-
μάτες από μια μυστηριώδη ενέργεια που τη λέμε ζωή. Ό-
ταν καθαρίζω κάποιον, η ενέργειά του γίνεται δική μου κι
εγώ γίνομαι πιο δυνατός. Και ξέρεις τι μου είπε ο Ντάνι;»
«Τι;» ρώτησε μουδιασμένα η Νόρα.
«Άρχισε να μου κάνει πλάκα. "Και δε μου λες, Βινς",
μου λέει, "τι θα γίνει αν σκοτώσεις έναν ηλεκτρολόγο; Θα
μάθεις ξαφνικά να κάνεις ηλεκτρικές εγκαταστάσεις;" Ε-
γώ άρχισα να του εξηγώ ότι παίρνω μόνο την ενέργεια
αυτών που καθαρίζω, όχι και την προσωπικότητα και τις
γνώσεις τους. Μετά όμως με κοίταξε μ' έναν παράξενο
τρόπο και κατάλαβα ότι με δούλευε, ότι με είχε πάρει για
τρελό. Έτσι, το βούλωσα κι εκείνο το βράδυ τον σκότωσα
και τον εξαφάνισα. Τώρα έχω και την ενέργεια του Ντάνι
μαζί με όλων των άλλων».
Το πιστόλι ήταν στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου -αυ-
τό ήταν η μοναδική της ελπίδα.
ι
Τ ο απόγευμα της Πέμπτης, 13 του Γενάρη, ο Λεμ Τζόν-
σον άφησε τον Κλιφ Σόουμς και άλλους τρεις άντρες
στην αρχή του χωματόδρομου που οδηγούσε στο σπίτι του
Κορνέλ, δίνοντάς τους εντολή να μην αφήσουν κανέναν
να περάσει από εκεί, αλλά ούτε και να πλησιάσουν στο
σπίτι αν δεν τους φωνάξει ο ίδιος.
Ο Κλιφ Σόουμς φαινόταν παραξενεμένος από την τα-
κτική του, αλλά δεν είπε τίποτα. Ο Λεμ τους εξήγησε ότι,
επειδή ο Τράβις Κορνέλ ανήκε κάποτε στις Δυνάμεις
Δέλτα και ήξερε να πολεμά, έπρεπε να τον χειριστούν με
προσοχή. «Αν πλησιάσουμε στο σπίτι όλοι μαζί, θα κατα-
λάβει ποιοι είμαστε και μπορεί να αντιδράσει βίαια. Αν
πάω μόνος μου, θα μπορέσω να μιλήσω μαζί του και ίσως
να τον πείσω να φανεί συνεργάσιμος».
Η δικαιολογία του γι' αυτό τον ανορθόδοξο χειρισμό
δεν έπεισε ούτε τον Κλιφ ούτε τους άλλους πράκτορες,
αλλά ο Λεμ τους αγνόησε. Μπήκε σε ένα από τα αυτοκί-
νητα και πήγε μέχρι το σπίτι. Ανέβηκε τα σκαλιά της βε-
ράντας και χτύπησε την πόρτα.
Σε λίγο η πόρτα άνοιξε και ο Τράβις Κορνέλ τον κοίτα-
ξε για λίγο. «Πρέπει να είστε ο κύριος Τζόνσον», είπε μετά.
«Μα... πώς με ξέρετε; Α, ναι, βέβαια. Ο Γκάρισον
Ντίλγουορθ θα σας είπε για μένα εκείνη τη νύχτα που σας
τηλεφώνησε».
«Περάστε», είπε ο Κορνέλ, ανοίγοντας κι άλλο την
πόρτα. Φορούσε μια φανέλα χωρίς μανίκια και ο δεξιός
του ώμος ήταν τυλιγμένος με επιδέσμους. Οδήγησε τον
Λεμ στην κουζίνα, όπου η γυναίκα του καθόταν στο τρα-
πέζι καθαρίζοντας μήλα για μια μηλόπιτα.
«Α, ο κύριος Τζόνσον», είπε κι αυτή.
Ο Λεμ χαμογέλασε. «Βλέπω ότι με ξέρουν όλοι», είπε.
Ο Κορνέλ κάθισε στο τραπέζι και πήρε στο χέρι του ένα
φλιτζάνι με καφέ, χωρίς να προσφέρει καφέ και στον Λεμ.
Ο Τζόνσον έμεινε όρθιος για λίγο, νιώθοντας αμηχα-
νία, και τελικά κάθισε κι αυτός στο τραπέζι. «Ήταν ανα-
πόφευκτο, ξέρετε», είπε υστέρα από λίγο. «Αργά ή γρήγο-
ρα θα σας βρίσκαμε».
Η γυναίκα συνέχισε να καθαρίζει μήλα. Ο Κορνέλ κοί-
ταζε τον καφέ του.
Τι έχουν πάθει αυτοί οι δυο; αναρωτήθηκε ο Λεμ.
Δεν είχε φανταστεί έτσι αυτή τη σκηνή. Ήταν προετοι-
μασμένος να αντιμετωπίσει πανικό, θυμό, απελπισία, όχι
όμως κι αυτή την απάθεια. Δείχνουν να μην τους νοιάζει
που τους βρήκαμε, σκέφτηκε.
«Δε σας ενδιαφέρει να μάθετε πώς σας ανακαλύψα-
με;» ρώτησε.
Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι.
«Όχι, δε μας ενδιαφέρει», είπε ο Κορνέλ. «Αλλά αν ε-
πιμένετε να μας πείτε...»
Ο Λεμ συνοφρυώθηκε παραξενεμένος. «Να, ήταν α-
πλό», είπε. «Ξέραμε ότι ο Ντίλγουορθ σας τηλεφώνησε α-
πό κάποιο σπίτι ή κάποιο μαγαζί κοντά στο λιμάνι. Έτσι
συνδέσαμε τους υπολογιστές της υπηρεσίας με τους υπολο-
γιστές της τηλεφωνικής εταιρείας -με την άδειά τους, βέ-
βαια- και εξετάσαμε όλα τα υπεραστικά τηλεφωνήματα
που έγιναν από εκείνη την περιοχή τη συγκεκριμένη νύχτα.
Αλλά δε βρήκαμε τίποτα. Μετά καταλάβαμε ότι, αν το τη-
λεφώνημα έγινε με δική σας χρέωση, δε θα είχε χρεωθεί
στον αριθμό από όπου πήρε ο Ντίλγουορθ, αλλά θα φαινό-
ταν μόνο στον δικό σας λογαριασμό. Όμως, θα φαινόταν ε-
πίσης σε έναν ειδικό φάκελο της εταιρείας όπου καταγρά-
φονται τα τηλεφωνήματα που γίνονται με αντιστροφή της
χρέωσης. Εξετάσαμε, λοιπόν, αυτό τον φάκελο, που είναι
πολύ μικρός, και βρήκαμε αμέσως ένα τηλεφώνημα που έ-
γινε από ένα σπίτι κοντά στην ακτή, στον αριθμό σας εδώ.
Πήγαμε και μιλήσαμε με τους ιδιοκτήτες του σπιτιού -την
οικογένεια Έσενμπι- όπου εντοπίσαμε αμέσως το γιο
τους, τον Τόμι. Μας πήρε λίγο χρόνο, τελικά όμως ο μικρός
παραδέχτηκε ότι, πραγματικά, αυτό το τηλεφώνημα είχε
γίνει από τον Ντίλγουορθ. Η αρχική έρευνα μας πήρε πολύ
καιρό, αρκετές βδομάδες, μετά όμως... ήταν παιχνιδάκι».
«Ωραία», είπε ο Κορνέλ. «Και τώρα τι θέλετε; Μήπως
κανένα παράσημο;»
Η γυναίκα πήρε ένα ακόμη μήλο, το έκοψε στα τέσσε-
ρα κι άρχιζε να καθαρίζει τα κομμάτια.
Δεν τον διευκόλυναν καθόλου, αλλά ήταν φυσικό. Δεν
ήξεραν ότι είχε έρθει σαν φίλος.
«Ακούστε», τους είπε. «Θα είδατε ότι ήρθα μόνος μου.
Έ χ ω αφήσει όλους τους άντρες μου στην αρχή του χωμα-
τόδρομου. Τους είπα ότι, αν μας βλέπατε να ερχόμαστε ό-
λοι μαζί, μπορεί να σας έπιανε πανικός και να αντιδρού-
σατε βίαια. Αλλά, στην πραγματικότητα, ήρθα μόνος μου
γιατί θέλω να σας κάνω μια πρόταση».
Για πρώτη φορά γύρισαν και τον κοίταξαν με ενδια-
φέρον.
«Την άνοιξη», συνέχισε ο Λεμ, «θα παρατήσω αυτή
την αναθεματισμένη δουλειά. Το γιατί τα παρατάω... είναι
δική μου υπόθεση. Ας πούμε ότι άλλαξα σαν άνθρωπος, ό-
τι έμαθα να δέχομαι την αποτυχία και τώρα δε με τρομά-
ζει τόσο πολύ». Αναστέναξε και ανασήκωσε τους ώμους.
«Τέλος πάντων, εκείνο που θέλω να σας πω είναι πως δε
θέλω να πάρω το σκυλί και να το κλείσω σε κάποιο κλου-
βί. Δε μ' ενδιαφέρει τι λένε όλοι αυτοί -ξέρω ποιο είναι
το σωστό. Ξέρω πώς είναι να είσαι κλεισμένος σ' ένα
κλουβί. Μπορώ να πω ότι έχω περάσει όλη μου τη ζωή σ'
ένα κλουβί και καταλαβαίνω. Ο σκύλος δεν πρέπει να γυ-
ρίσει στα εργαστήρια. Εκείνο που θα σας προτείνω, λοι-
πόν, κύριε Κορνέλ, είναι να τον πάρετε αμέσως από δω,
να απομακρυνθείτε στο δάσος, να τον αφήσετε κάπου που
να είναι ασφαλής και μετά να γυρίσετε και να αντιμετωπί-
σετε την κατάσταση. Θα πείτε ότι ο σκύλος σάς ξέφυγε
πριν από μερικούς μήνες, σε κάποιο άλλο μέρος, και ότι
τώρα πια ή θα έχει σκοτωθεί ή θα τον έχουν περιμαζέψει
κάποιοι άλλοι. Θα υπάρχει ακόμη το πρόβλημα του Τέρα-
τος, για το οποίο πρέπει να γνωρίζετε, αλλά πιστεύω ότι
οι δυο μας θα μπορέσουμε να βρούμε κάποιον τρόπο για
να το αντιμετωπίσουμε όταν έρθει. Θα βάλω μερικούς ά-
ντρες μου να σας επιτηρούν και ύστερα από μερικές βδο-
μάδες θα τους αποσύρω, λέγοντας ότι...»
Ξαφνικά, ο Κορνέλ σηκώθηκε όρθιος και στάθηκε
μπροστά στον Λεμ. Με το αριστερό του χέρι τον άρπαξε
από το γιακά και τον σήκωσε όρθιο. «Κάθαρμα», είπε,
«αυτά έπρεπε να μας τα πεις πριν από δεκάξι μέρες».
«Τι; Τι θέλετε να πείτε;»
«Ο σκύλος είναι νεκρός. Το Τέρας τον σκότωσε -και
μετά εγώ σκότωσα το Τέρας».
Η γυναίκα πέταξε το μαχαίρι και το μήλο πάνω στο τρα-
πέζι, έβαλε το πρόσωπο στα χέρια της κι άρχισε να κλαίει.
«Ω Χριστέ μου», είπε ο Λεμ.
Ο Κορνέλ τον άφησε. Ντροπιασμένος και λυπημένος,
ο Λεμ ίσιωσε τη γραβάτα και το σακάκι του. Κοίταξε αμή-
χανα το παντελόνι του -το τίναξε.
«Ω Χριστέ μου», είπε ξανά.
Ο Κορνέλ τους οδήγησε στο δάσος, στο μέρος όπου εί-
χε θάψει το Τέρας.
Οι άνθρωποι του Λεμ το ξέθαψαν. Ήταν τυλιγμένο σε
πλαστικό, αλλά δεν χρειάστηκε να το ξετυλίξουν για να
καταλάβουν ότι είναι το τερατούργημα της Γιάρμπεκ.
Ο Κορνέλ αρνήθηκε να τους πει πού ήταν θαμμένος ο
σκύλος. «Δε βρήκε ησυχία όσο ζούσε», τους είπε σκυθρω-
πός. «Τώρα, όμως, θα αναπαυτεί ειρηνικά. Κανείς δεν
πρόκειται να τον βάλει στο τραπέζι και να του κάνει νε-
κροψία. Αποκλείεται».
«Εδώ πρόκειται για θέμα εθνικής ασφάλειας. Θα μπο
ρούσαμε να σας αναγκάσουμε...»
«Ας έρθουν τότε να με αναγκάσουν», είπε ο Κορνέλ.
«Αν με πάνε στα δικαστήρια για να τους πω πού έχω θά-
ψει τον Αϊνστάιν, θα αποκαλύψω όλη την ιστορία στον
Τύπο. Αν όμως με αφήσουν ήσυχο, κι εμένα και την οικο
γένειά μου, θα κρατήσω το στόμα μου κλειστό. Δε σκο-
πεύω να ξαναγυρίσω στη Σάντα Μπάρμπαρα και να ξα-
ναρχίσω τη ζωή μου σαν Τράβις Κορνέλ. Τώρα είμαι ο
Σαμ Χάιατ και μ' αυτό το όνομα θα συνεχίσω να ζω. Η
παλιά μου ζωή έκλεισε για πάντα. Και αν η κυβέρνηση εί-
ναι έξυπνη, θα πρέπει να μ' αφήσει ήσυχο».
Ο Λεμ τον κοίταξε για πολλή ώρα. «Ναι», είπε τελικά.
«Αν είναι έξυπνοι, αυτό θα πρέπει να κάνουν».
2
Οχτώ μήνες αργότερα, μια Κυριακή του Σεπτέμβρη, οι οι-
κογένειες του Τζόνσον και του Γκέινς είχαν συναντηθεί
για ένα μπάρμπεκιου στο σπίτι του σερίφη. Έπαιξαν
μπριτζ όλο το απόγευμα και ο Λεμ με την Κάρεν κέρδι-
σαν, πράγμα που ήταν ασυνήθιστο αυτές τις μέρες, γιατί ο
Λεμ δεν είχε πια εκείνη την φανατική ανάγκη να κερδίζει.
Είχε παρατηθεί από την YEA τον Ιούνιο. Από τότε
ζούσε από το εισόδημα που του έδιναν τα λεφτά του πατέ-
ρα του. Μέχρι την ερχόμενη άνοιξη θα είχε ανοίξει μια δι-
κή του μικρή επιχείρηση, στην οποία δεν θα είχε κανέναν
πάνω από το κεφάλι του και θα μπορούσε να δουλεύει ό-
ποιες ώρες ήθελε αυτός.
Αργά το απόγευμα, ενώ οι γυναίκες τους έφτιαχναν τις
σαλάτες στην κουζίνα, ο Λεμ και ο Γουόλτ ήταν στην αυλή
και έψηναν τις μπριζόλες στην ψησταριά.
«Ώστε, λοιπόν, στην υπηρεσία είσαι πια γνωστός σαν
"ο άνθρωπος που θαλάσσωσε την υπόθεση Μπανο-
ντάιν";» ρώτησε ο Γουόλτ.
«Ναι -κι έτσι θα είμαι γνωστός μέχρι τον αιώνα τον ά-
παντα».
«Θα πάρεις τη σύνταξή σου, πάντως», είπε ο Γουόλτ.
«Και βέβαια. Δούλευα εκεί μέσα είκοσι τρία χρόνια».
«Εμένα, πάντως, μου φαίνεται άδικο -να θαλασσώ-
σεις τη μεγαλύτερη υπόθεση του αιώνα και, παρ' όλα αυ-
τά, να βγεις από την υπηρεσία στα σαράντα έξι με πλήρη
σύνταξη».
«Όχι και πλήρη. Παίρνω μόνο τα τρία τέταρτα της κα-
νονικής».
«Το ίδιο κάνει. Πού βαδίζει αυτή η χώρα; Τον παλιό
καιρό, κάτι αποτυχημένους σαν κι εσένα θα τους μαστίγω-
ναν και θα τους έριχναν σε κανένα μπουντρούμι». Πήρε μια
βαθιά ανάσα, απολαμβάνοντας τη μυρωδιά από τις μπριζό-
λες. «Πες μου πάλι εκείνη τη σκηνή στην κουζίνα τους».
Ο Λεμ του την είχε διηγηθεί εκατό φορές, αλλά ο Γου-
όλτ δεν κουραζόταν να την ακούει. «Λοιπόν, που λες, όλο
το σπίτι ήταν συγυρισμένο στην τρίχα. Τα πάντα έλαμπαν.
Και ο Κορνέλ και η γυναίκα του ήταν κι αυτοί περιποιημέ-
νοι και καθαροί. Μου λένε λοιπόν ότι ο σκύλος είναι νε-
κρός δυο βδομάδες τώρα. Μετά ο Κορνέλ γίνεται δήθεν έ-
ξαλλος, μ' αρπάζει από το γιακά και με κοιτάζει λες και
θέλει να μου κόψει το κεφάλι. Όταν μ' αφήνει, εγώ φτιά-
χνω τη γραβάτα και το σακάκι μου... και κοιτάζω κάτω, το
παντελόνι μου, από συνήθεια. Και βλέπω κάτι χρυσαφιές
τρίχες κολλημένες πάνω του. Τρίχες από σκύλο, και μάλι-
στα από σκύλο ριτρίβερ, με χρυσαφί τρίχωμα. Και σκέφτο-
μαι μέσα μου: είναι δυνατόν αυτοί οι άνθρωποι, που είναι
τόσο καθαροί και που χρειάζονται κάτι να ασχολούνται
για να μη σκέφτονται την τραγωδία τους, να μη βρήκαν το
χρόνο να καθαρίσουν το σπίτι μέσα σε δυο βδομάδες;»
«Δηλαδή το παντελόνι σου ήταν γεμάτο τρίχες», είπε ο
Γουόλτ.
«Τουλάχιστον εκατό τρίχες».
«Λες και ο σκύλος καθόταν σ' εκείνη την καρέκλα με-
ρικά λεπτά πριν μπεις μέσα».
«Λες κι αν είχα μπει δυο λεπτά νωρίτερα, θα είχα κα-
θίσει πάνω στο σκύλο».
Ο Γουόλτ γύρισε τις μπριζόλες στην ψησταριά. «Είσαι
πολύ παρατηρητικός άνθρωπος, Λεμ, πράγμα που θα έ-
πρεπε να σε είχε βοηθήσει στη δουλειά σου. Δεν μπορώ
να καταλάβω πώς, μ' όλα αυτά τα ταλέντα, κατάφερες να
τα κάνεις θάλασσα στην υπόθεση Μπανοντάιν».
Γέλασαν και οι δυο, όπως έκαναν κάθε φορά.
«Ήμουν τυχερός, φαντάζομαι», είπε ο Λεμ, όπως έλε-
γε πάντα, και γέλασε πάλι.
3
Τρία χρόνια αργότερα, στις 28 Ιουνίου, ο Τζέιμς Γκάρι-
σον Χάιατ γιόρταζε τα τρίτα του γενέθλια. Η μητέρα του
ήταν έγκυος για δεύτερη φορά και μερικούς μήνες αργό-
τερα θα γεννούσε την αδερφή του.
Εκείνη τη μέρα έκαναν ένα μεγάλο πάρτι. Επειδή οι
Χάιατ θα μετακόμιζαν σε ένα μεγαλύτερο σπίτι, λίγο πιο
πάνω στην ακτή, το πάρτι δεν ήταν μόνο για τα γενε'θλιά
του Τζέιμς, αλλά και μια γιορτή αποχαιρετισμού για το
πρώτο τους σπίτι που θα άφηναν σε λίγο.
Ο Τζιμ Κιν ήρθε από την Καρμέλ με τον Πούκα και τη
Σάντι, τα δυο μαύρα λαμπραντόρ, καθώς και το νεαρό
χρυσαφί ριτρίβερ που είχε αποκτήσει πρόσφατα, τον Λιο-
νάρντο, που συνήθως όλοι το φώναζαν Λίο. Ήρθαν ακό-
μη μερικοί στενοί φίλοι τους από το κτηματομεσιτικό γρα-
φείο που είχε ανοίξει ο Σαμ στην Καρμέλ, όπου όλοι τον
ήξεραν σαν Τράβις, και από την γκαλερί, όπου η Νόρα έ-
κανε εκθέσεις των έργων της. Οι φίλοι έφεραν όλοι τα
σκυλιά τους, που ήταν παιδιά του Αϊνστάιν από τη δεύτε-
ρη γέννα της Μίνι, του θηλυκού ριτρίβερ.
Ο μόνος που έλειπε ήταν ο Γκάρισον Ντίλγουορθ, που
είχε πεθάνει στον ύπνο του τον περασμένο χρόνο.
Εκείνη τη μέρα πέρασαν όμορφα, όχι μόνο επειδή ή-
ταν φίλοι και χαίρονταν που είχαν ξαναβρεθεί όλοι μαζί,
αλλά και επειδή μοιράζονταν όλοι ένα κοινό, υπέροχο μυ-
στικό που τους ένωνε σε μια τεράστια οικογένεια.
Ήταν επίσης εκεί όλα τα σκυλιά από την πρώτη γέννα
της Μίνι, που ο Τράβις και η Νόρα δεν θέλησαν να τα δώ-
σουν σε άλλους: ο Μίκι, ο Ντόναλντ, η Ντέζι, ο Χιούι, ο
Ντιούι και ο Λιούι.
Τα σκυλιά διασκέδαζαν ακόμη περισσότερο από τους
ανθρώπους, παίζοντας κυνηγητό στο γκαζόν, ή κρυφτό
στο δάσος και παρακολουθώντας βιντεοταινίες στο λί-
βινγκ ρουμ.
Ο πατριάρχης της σκυλίσιας οικογένειας πήρε κι αυ-
τός μέρος σε μερικά από τα παιχνίδια, αλλά περνούσε
την περισσότερη ώρα του με τον Τράβις και τη Νόρα και,
όπως συνήθως, έμενε κοντά στη Μίνι. Κούτσαινε -ένα ε-
λάττωμα που θα είχε σε όλη την υπόλοιπη ζωή του- γιατί
το Τέρας του είχε σπάσει σε πολλά σημεία το δεξί πίσω
πόδι του και μόνο χάρη στην αφοσίωση του Τζιμ Κιν μπο-
ρούσε τώρα να το χρησιμοποιεί.
Ο Τράβις αναρωτιόταν συχνά αν το Τέρας είχε πετά-
ξει τον Αϊνστάιν με δύναμη στον τοίχο και μετά τον άφησε
έτσι, νομίζοντας ότι είναι νεκρός. Ή μήπως τη στιγμή που
κρατούσε στα χέρια του τη ζωή του σκύλου, αισθάνθηκε
κάποιο ίχνος οίκτου που υπήρχε ακόμη μέσα του, παρά
τον γενετικό προσδιορισμό που του είχαν κάνει οι δημι-
ουργοί του. Ίσως να θυμήθηκε το μόνο πράγμα που απο-
λάμβαναν στο εργαστήριο αυτό και ο σκύλος -τις ταινίες
με τον Μίκι Μάους- και τότε ένιωσε για πρώτη φορά ότι
θα μπορούσε κι αυτό να ζήσει όπως τα άλλα πλάσματα.
Αν έγινε κάτι τέτοιο, ίσως να είδε ότι δεν μπορούσε να
σκοτώσει τον Αϊνστάιν τόσο εύκολα όσο νόμιζε. Στο κάτω
κάτω, θα μπορούσε πολύ εύκολα να τον ξεκοιλιάσει με
μια κίνηση των τεράστιων νυχιών του.
Αλλά ο Τζιμ Κιν δεν είχε σώσει μόνο το πόδι του Αϊν-
στάιν, είχε καταφέρει επίσης να του σβήσει το τατουάζ α-
πό το αυτί. Κανείς δεν θα μπορούσε να αποδείξει ότι ήταν
ο σκύλος που δραπέτευσε από τον Μπανοντάιν -και ο
Αϊνστάιν μπορούσε να παριστάνει πολύ καλά τον «κουτό»
σκύλο όταν το ήθελε.
Μερικές φορές, στη διάρκεια του πάρτι, η Μίνι παρα-
κολουθούσε το σύντροφο της και τα παιδιά της με απορία,
παραξενεμένη από τα φερσίματά τους. Δεν θα μπορούσε
ποτέ να τους καταλάβει, απολάμβανε όμως την αγάπη που
της έδιναν και τους πρόσεχε όπως την πρόσεχαν κι αυτοί,
σαν φύλακες-άγγελοι ο ένας του άλλου.
'Οταν σκοτείνιασε κι έφυγαν οι καλεσμένοι, και ο Τζιμ
είχε αποκοιμηθεί πια στο δωμάτιο του, ενώ η Μίνι και τα
μικρά ετοιμάζονταν να κοιμηθούν, ο Αϊνστάιν, ο Τράβις
και η Νόρα πήγαν στο κελάρι δίπλα από την κουζίνα.
Η συσκευή με τις καρτέλες δεν υπήρχε πια. Στη θέση
της ήταν τοποθετημένος στο πάτωμα ένας υπολογιστής
IBM. Ο Αϊνστάιν πήρε ένα στυλό στο στόμα του και χτύ-
πησε τα πλήκτρα. Έ ν α μήνυμα εμφανίστηκε στην οθόνη: -
ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΝ ΓΡΗΓΟΡΑ.
«Ναι», είπε η Νόρα. «Και τα δικά σου μεγαλώνουν πιο
γρήγορα από τα δικά μας».
ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΘΑ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΟΥ.
«Μια μέρα, υστέρα από καιρό», είπε ο Τράβις, «θα
βρίσκονται σε όλο τον κόσμο».
ΤΟΣΟ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΜΕΝΑ. ΜΟΥ ΦΕΡΝΕΙ ΛΥΠΗ.
«Ναι», είπε η Νόρα. «Αλλά όλα τα πουλιά πρέπει αρ-
γά ή γρήγορα να πετάξουν από τη φωλιά τους».
ΚΙ ΟΤΑΝ ΦΥΓΩ ΕΓΩ;
«Τι θες να πεις;» ρώτησε ο Τράβις, χαϊδεύοντας το πυ-
κνό τρίχωμα του σκύλου.
ΘΑ ΜΕ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ;
«Α, ναι, κουταβάκι μου», είπε η Νόρα, γονατίζοντας
και σφίγγοντάς τον στην αγκαλιά της. «Όσο υπάρχουν
σκυλιά και όσο υπάρχουν άνθρωποι που να αξίζουν να
ζουν μαζί τους, θα σε θυμούνται όλοι».