Professional Documents
Culture Documents
Ταξιδι Με Την Κομισσα - Joanna Fulford
Ταξιδι Με Την Κομισσα - Joanna Fulford
Ταξιδι Με Την Κομισσα - Joanna Fulford
Joanna Fulford
Τίτλος πρωτοτύπου: His Counterfeit Condesa
© Joanna Fulford 2011. All rights reserved.
© 2012 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΒΕΕ
για την ελληνική γλώσσα, κατόπιν συμφωνίας με τη HARLEQUIN
ENTERPRISES II B.V. / S.à.r.l. ISSN 1108-4324
Μετάφραση: Έφη Αρβανίτη
Επιμέλεια: Μιχάλης Χατζηκυριάκος
Διόρθωση: Σωτηρία Αποστολάκη
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου,
η αναπαραγωγή ή μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό ή
άλλο μέσο, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη.
ΚΛΑΣΙΚΑ ΑΡΛΕΚΙΝ - ΤΕΥΧΟΣ 287
Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα. Made and printed in
Greece.
Σημείωμα της Συγγραφέως
Ισπανία 1812
Η Σαμπρίνα εξέτασε την κατεστραμμένη ρόδα της φορτωμένης άμα-
ξας και βλαστήμησε νοερά. Το βλέμμα της ατένισε τον σκονισμένο
δρόμο που ελισσόταν ανάμεσα σε βράχους και θάμνους ως τη μακρινή
οροσειρά. Ο ήλιος είχε από ώρα μεσουρανήσει κι εκείνη με τη συ-
νοδεία της είχαν να καλύψουν ακόμα πολλά χιλιόμετρα πριν φτάσουν
στον τελικό προορισμό τους. Τώρα φαινόταν πως θα καθυστερούσαν
πολύ περισσότερο απ’ όσο περίμεναν.
Ο οδηγός της άμαξας, ένας κοντός, νευρώδης άντρας ακαθόριστης η-
λικίας, έδωσε μια κλοτσιά στη ρόδα κα πέταξε το καπέλο του στο χώμα,
μουρμουρίζοντας κι αυτός κάποια βλαστήμια μέσα από τα δόντια του.
Ύστερα γύρισε προς τη Σαμπρίνα με μια λυπημένη, απολογητική έκ-
φραση στο μελαψό πρόσωπό του.
«Λο σιέντο μούτσο, δόνα Σαμπρίνα».
«Δε φταις εσύ, Λουίς. Αυτή η άμαξα φαινόταν απ’ την αρχή πως δε θ’
αντέξει», του αποκρίθηκε η Σαμπρίνα σε άπταιστα καταλονικά ισπανικά.
«Δεν είναι παρά ένα μάτσο κούτσουρα πάνω σε ρόδες», της αποκρί-
θηκε εκείνος. «Ή μάλλον όχι πάνω σε ρόδες τώρα πια. Την επόμενη
φορά που θα δω αυτό το γαϊδούρι, τον Βάσκες, θα τον σκοτώσω».
Η Σαμπρίνα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Είναι σύμμαχος,
ακόμα κι αν μας προμηθεύει ακατάλληλα μέσα μεταφοράς».
«Ντίος μίο! Με τέτοιους συμμάχους, ποιος χρειάζεται να ανησυχεί για
τους Γάλλους;»
«Ακόμα κι έτσι...»
Ο Λουίς αναστέναξε. «Πολύ καλά. Θα του ρίξω μονάχα ένα γερό χέρι
ξύλο».
«Όχι, Λουίς, όσο δελεαστικό κι αν είναι». Η Σαμπρίνα κοίταξε ξανά την
άμαξα. «Το μόνο που έχει τώρα σημασία είναι να φτιάξουμε τη ρόδα
για να προλάβουμε το ραντεβού με τον συνταγματάρχη Άλμπερμαρλ».
«Υπάρχει ένας αμαξοποιός στην επόμενη πόλη», επενέβη ήρεμα έ-
νας τρίτος συνομιλητής. «Δεν απέχει περισσότερο από οχτώ χιλιόμε-
τρα από δω».
Εκείνη γύρισε προς το μεσήλικα με τα ελαφρώς γκριζαρισμένα
μαύρα μαλλιά. Το ηλιοψημένο πρόσωπό του είχε βαθιές ρυτίδες, αλλά
η ματιά του ήταν πανέξυπνη και άγρυπνη. Αν και δεν ήταν ψηλός, η
συμπαγής κορμοστασιά του μαρτυρούσε αντοχή και δύναμη.
Η Σαμπρίνα έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει, Ραμόν. Εσύ κι εγώ θα πάμε
με τ’ άλογα ως την πόλη και θα φέρουμε βοήθεια. Ο Λουίς και οι άλλοι
μπορούν να μείνουν εδώ και να προσέχουν την άμαξα».
Μ’ αυτά τα λόγια ανέβηκε σβέλτα στο καστανοκόκκινο άλογο και
περίμενε ώσπου ο Ραμόν ν’ ανέβει στο δικό του. Έγνεψε στον Λουίς
και τους τρεις άντρες δίπλα του κι ύστερα γύρισε το άλογό της προς την
κατεύθυνση της Κάσα Βέρδε.
***
Μια ώρα αργότερα έκανε τη σκέψη πως η λέξη πόλη ήταν υπερβολι-
κή γι’ αυτό το μεγάλο, νωθρό χωριό. Πολλά από τα κτίρια ήταν ετοι-
μόρροπα χαλάσματα με ραγισμένους τοίχους και βαθουλωμένες κε-
ραμιδοσκεπές. Μερικά κοτόπουλα έξυναν το χώμα κι ένας χοίρος λια-
ζόταν δίπλα σ’ έναν πλίθινο τοίχο. Κάτι παιδιά με κουρελιασμένα
ρούχα έπαιζαν πεντόβολα μπροστά στην ανοιχτή πόρτα ενός σπι-
τιού. Ο στενός δρόμος οδηγούσε σε μια μικρή πλατεία και η Σα-
μπρίνα κοίταξε το συνοδό της.
«Πού θα βρούμε τον αμαξοποιό;» τον ρώτησε.
«Το μαγαζί του Γκαρθία είναι πίσω από την εκκλησία». Ο Ραμόν έ-
γνεψε προς τον επιβλητικό ναό στην άλλη άκρη της πλατείας. «Φτάσα-
με».
Δε δυσκολεύτηκαν να εντοπίσουν το μαγαζί, βρήκαν όμως τον ιδιο-
κτήτη και δυο άλλους άντρες καταπιασμένους να βγάζουν τη ρόδα
από μια μεγάλη φορτηγάμαξα. Μια άλλη περίμενε παραδίπλα φορτω-
μένη με βαρέλια και σακιά. Μια ομάδα στρατιωτών με κόκκινες στολές
στέκονταν πιο κει, μιλώντας και χωρατεύοντας. Η Σαμπρίνα και ο σύ-
ντροφός της αντάλλαξαν ματιές με νόημα.
«Θα πάω να μιλήσω στον Γκαρθία», της είπε ο Ραμόν.
Εκείνη πήρε τα γκέμια του αλόγου του και τον παρακολούθησε να
πλησιάζει τους τεχνίτες. Ο αμαξοποιός ύψωσε το βλέμμα απ’ τη δου-
λειά του. Ακολούθησε μια συνομιλία δύο περίπου λεπτών κι ύστερα ο
Ραμόν επέστρεψε με βλοσυρό πρόσωπο.
«Ο άνθρωπος μόλις ξεκίνησε μια επισκευή», είπε. «Δε θα μπορέσει να
μας βοηθήσει νωρίτερα από αύριο».
«Τι;»
Ο Ραμόν έγνεψε προς τις δυο φορτηγάμαξες. «Λέει πως πρώτα πρέπει
να φτιάξει αυτές».
«Μα υποτίθεται ότι απόψε έχουμε ραντεβού με τον Άλμπερμαρλ στη
Θιουδάδ Ροδρίγο».
«Νομίζω πως αυτό είναι αδύνατον. Λέει ότι οι Άγγλοι στρατιώτες
προηγούνται και ο διοικητής τους χρειάζεται επειγόντως αυτά τα δύο
οχήματα».
«Το ίδιο κι εμείς! Θα μιλήσω εγώ στο διοικητή. Ίσως καταφέρω να τον
πείσω». Ο Ραμόν μόρφασε. «Αμφιβάλλω».
«Θα δούμε».
Η Σαμπρίνα κατέβηκε απ’ το άλογό της και έδωσε τα γκέμια των δύο
αλόγων στα χέρια του Ραμόν. Ύστερα πήρε μια βαθιά ανάσα και προ-
χώρησε προς την ομάδα των στρατιωτών που στέκονταν δίπλα στη
μία απ’ τις άμαξες. Καθώς τους πλησίαζε, δύο απ’ αυτούς γύρισαν και
την κοίταξαν με έκπληξη ανάμεικτη με περιέργεια. Η συζήτηση σταμά-
τησε. Η Σαμπρίνα εστίασε την προσοχή της στον άντρα που βρισκό-
ταν ακριβώς μπροστά της.
«Είναι ανάγκη να μιλήσω στο διοικητή σας».
«Εννοείτε τον ταγματάρχη Φάλκονμπριτζ, κυρία».
«Μπορείτε να μου πείτε πού βρίσκεται;»
«Εκεί πέρα, κυρία», αποκρίθηκε ο στρατιώτης κι έγνεψε προς ένα με-
λαχρινό άντρα που είχε σκύψει δίπλα σ’ ένα από τα άλογα που βρίσκο-
νταν δεμένα εκεί.
Η Σαμπρίνα ευχαρίστησε το στρατιώτη και προχώρησε προς τον
ταγματάρχη –που θα πρέπει να την άκουσε να πλησιάζει, ωστόσο δε
στράφηκε. Είχε όλη την προσοχή του συγκεντρωμένη στο μπροστινό
πόδι του αλόγου. Τα μακριά δυνατά δάχτυλά του χάιδεψαν απαλά την
κνήμη του ζώου μέχρι την άρθρωση της οπλής.
«Ο ταγματάρχης Φάλκονμπριτζ;»
«Ακριβώς». Η φωνή ήταν ευχάριστη και ο τόνος μαρτυρούσε αναμφι-
σβήτητα τζέντλεμαν.
«Λέγομαι Σαμπρίνα Χάντλι. Μπορώ να σας μιλήσω ένα λεπτό, κύριε;»
Μόνο τότε ύψωσε το βλέμμα του και η Σαμπρίνα έμεινε να κοιτάζει
επίμονα ένα ηλιοκαμένο και φρεσκοξυρισμένο πρόσωπο. Οι τραχιές
γραμμές του δε συνιστούσαν μια κλασική αντρική ομορφιά, αλλά η
γοητεία του της έκοψε την ανάσα. Δυο ψυχρά γκρίζα μάτια δέσποζαν σ’
εκείνο το αρρενωπό πρόσωπο και το διαπεραστικό βλέμμα τους τώρα
τη σάρωνε εξεταστικά. Ξεκίνησε από τις ακατάστατες χρυσαφένιες
μπούκλες που ήταν μαζεμένες με μια κορδέλα πίσω στον αυχένα της,
ύστερα κατέβηκε στο σακάκι, το πουκάμισο, την κιλότα ιππασίας και τις
μπότες της, σταματώντας μόνο μια στιγμή παραπάνω στο ξίφος που
κρεμόταν στο πλευρό της και στο πιστόλι που ήταν στερεωμένο στο
ζωνάρι της. Μια λάμψη ευθυμίας φάνηκε στα γκρίζα βάθη των μα-
τιών του κι ύστερα ο ταγματάρχης σηκώθηκε αργά.
«Είμαι όλος αυτιά, μις Χάντλι».
Το σαστισμένο βλέμμα της Σαμπρίνα καρφώθηκε στα επάνω κου-
μπιά της στολής του κι ύστερα προχώρησε στη λυγερή, δυνατή κορ-
μοστασιά του. Η καρδιά της σκίρτησε ελαφρά και για μια στιγμή το
μυαλό της άδειασε από οποιαδήποτε άλλη σκέψη. Με μεγάλη προσπά-
θεια ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία της και υιοθετώντας μια πιο κό-
σμια στάση εξήγησε με δυο λόγια το ατύχημα που είχε συμβεί στην
άμαξα.
«Πρέπει να φτάσω απόψε στη Θιουδάδ Ροδρίγο. Χρειάζομαι αμέσως τις
υπηρεσίες του αμαξοποιού».
«Λυπάμαι που δεν μπορώ να σας βοηθήσω», της αποκρίθηκε ο
ταγματάρχης. «Καθώς βλέπετε, προσφέρει ήδη αλλού τις υπηρεσίες
του».
«Η δουλειά μου είναι εξαιρετικά επείγουσα, κύριε».
«Και η δική μου, κυρία. Αν δεν ήταν επείγουσα, θα ήμουν ευτυχής να
σας κάνω αυτή τη χάρη».
«Δεν μπορείτε να καθυστερήσετε λίγο τις επισκευές σας;»
«Δυστυχώς όχι. Πρέπει να παραδώσω αυτά τα εφόδια απόψε, αλ-
λιώς οι άντρες μου θα μείνουν νηστικοί».
Ο τόνος του ήταν ήρεμος και ευγενικός αλλά με μια νότα αυστηρό-
τητας. Η Σαμπρίνα δοκίμασε άλλη τακτική.
«Αν δε βρω βοήθεια, οι δικοί μου άντρες κι εγώ θα αναγκαστούμε
να διανυκτερεύσουμε στο ύπαιθρο».
«Αυτό είναι λυπηρό, φυσικά, ευτυχώς όμως ο καιρός είναι πολύ
γλυκός αυτή την εποχή», της αντιγύρισε ο ταγματάρχης.
Εκείνη έσφιξε τα χείλη της. «Επίσης, υπάρχει ο κίνδυνος να συ-
ναντήσουμε καμιά γαλλική περίπολο».
«Δεν υπάρχουν γαλλικές περίπολοι σε ακτίνα τριάντα χιλιομέ-
τρων». Κοίταξε το ξίφος και το πιστόλι της. «Ακόμα κι αν υπήρχαν,
όμως, νομίζω πως δε θα διακινδύνευαν να σας επιτεθούν».
Τα πράσινα μάτια της Σαμπρίνα πέταξαν φωτιές. «Δεν είστε καθόλου
ιπποτικός, κύριε».
«Αυτό μου το λένε συχνά».
«Θ’ αφήσετε μια κυρία αβοήθητη σε τέτοια κατάσταση;»
«Κατά τα λεγόμενά σας, έχετε αρκετούς άντρες να σας βοηθήσουν».
Σώπασε μια στιγμή. «Μπορώ να ρωτήσω τι μεταφέρει η άμαξά σας;»
Σώπασε κι εκείνη για μια απειροελάχιστη στιγμή. «Φρούτα», είπε μετά.
Το ένα φρύδι του ανασηκώθηκε αμυδρά. «Νομίζω πως τα φρούτα σας
θα είναι ασφαλή, κυρία».
Η Σαμπρίνα έσφιξε τις γροθιές της. «Δε νομίζω πως αντιλαμβάνεστε
τη σοβαρότητα της υπόθεσης, ταγματάρχη Φάλκονμπριτζ».
«Νομίζω πως την αντιλαμβάνομαι πολύ καλά».
«Πρέπει να με βοηθήσει ο αμαξοποιός».
«Και θα το κάνει. Αύριο».
«Δεν έχω ξανασυναντήσει ποτέ στη ζωή μου έναν τόσο αγενή και δυ-
σάρεστο άνθρωπο!»
«Χρειάζεται ίσως να βγαίνετε συχνότερα».
Τα μάγουλά της πήραν μια πολύ κολακευτική απόχρωση του ροζ και
ο ταγματάρχης χαμογέλασε επιδοκιμαστικά, αποκαλύπτοντας τα κα-
τάλευκα δόντια του. Η Σαμπρίνα συγκράτησε την παρόρμησή της να
τον χτυπήσει.
«Για τελευταία φορά, ταγματάρχη, θα με βοηθήσετε;»
«Για τελευταία φορά, κυρία, δεν μπορώ».
«Μπρούτο!»
Αντί για άλλη απάντηση της χαμογέλασε αμετανόητος. Έξω φρενών η
Σαμπρίνα έκανε μεταβολή και επέστρεψε στον Ραμόν και τ’ άλογά τους.
Ο Ισπανός την κοίταξε ερωτηματικά.
«Να υποθέσω πως η απάντηση ήταν όχι;»
«Να το υποθέσεις».
Αρπάζοντας τα χαλινάρια, εκείνη ανέβηκε πάλι στο άλογό της και το
έστρεψε προς την αυλόπορτα, σταματώντας μόνο για να ρίξει στον
Φάλκονμπριτζ μια τελευταία, φαρμακερή ματιά καθώς τον προσπερ-
νούσε έφιππη.
Παρακολουθώντας τη με το βλέμμα, εκείνος γέλασε σιγανά.
***
Λίγη ώρα αργότερα, οι φορτηγάμαξες του στρατού ξεκίνησαν πάλι.
Ο Φάλκονμπριτζ άφηνε κάθε τόσο το βλέμμα του να ταξιδεύει πέρα
στους λόφους για κανένα ανησυχητικό σημάδι, ενώ ο νους του έτρεχε
στην παράξενη συνάντηση που είχε στο αμαξοποιείο. Η στάση του α-
πέναντι στο αίτημα της κυρίας Χάντλι δεν ήταν καθόλου ιπποτική, ό-
μως δε μετάνιωνε αφού, κάνοντάς τη να θυμώσει, είδε εκείνα τα υπέ-
ροχα πράσινα μάτια να πετούν φωτιές. Για μια στιγμή, του φάνηκε
πως ήταν έτοιμη να τον χαστουκίσει. Ναι, ήξερε πως δε θα την ξεχνούσε
εύκολα.
Το ασυνήθιστο ντύσιμό της τον είχε αρχικά οδηγήσει στη σκέψη
πως ανήκε στους ντόπιους που ακολουθούσαν το στράτευμα, αλλά η
πεντακάθαρη αγγλική προφορά της απέκλεισε αμέσως αυτό το ενδεχό-
μενο. Κάτω από άλλες συνθήκες θα της είχε φερθεί καλύτερα, όμως της
είχε πει αλήθεια ότι τα εφόδια έπρεπε να παραδοθούν έγκαιρα. Εκείνη
του είχε αποκαλύψει πως ο προορισμός της ήταν η Θιουδάδ Ροδρίγο.
Χωρίς αμφιβολία θα τη συναντούσε ξανά. Και σύντομα μάλιστα.
Αυτές οι σκέψεις κράτησαν το μυαλό του απασχολημένο ώσπου
εμφανίστηκε μπροστά τους η πόλη. Επέβλεψε τη σωστή παράδοση
των εμπορευμάτων κι ύστερα κατευθύνθηκε στους στρατώνες. Μπήκε
στο κατάλυμα που μοιραζόταν με τον ταγματάρχη Μπρούντνελ και
τον βρήκε ήδη εκεί, καθισμένο στο τραπέζι.
Το μόνο κοινό που είχαν οι δύο άντρες ήταν η ηλικία τους. Ο Μπρού-
ντνελ είχε μαλλιά στο χρώμα του ώριμου σταριού και ελαφρά ηλιοκα-
μένο πρόσωπο με καθαρές γραμμές που μαρτυρούσαν την ευγενική
καταγωγή του. Ανασήκωσε το βλέμμα του από το χαρτί όπου έγραφε
και κοίταξε με τα ζωηρά μπλε μάτια του τον νεοφερμένο.
«Α, Ρόμπερτ. Πήγαν όλα εντάξει;»
«Ναι, σε γενικές γραμμές».
«Οι άντρες θα χαρούν. Το τελευταίο φορτίο παστού χοιρινού ή-
ταν τόσο ταγκισμένο που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν ό-
πλο. Αν το εκτοξεύαμε προς τους Γάλλους, θα τους υποχρεώναμε σε
άτακτη υποχώρηση».
Ο Φάλκονμπριτζ χαμογέλασε. «Ίσως θα πρέπει να το δοκιμάσουμε
την επόμενη φορά». Έγνεψε προς το χαρτί πάνω στο τραπέζι. «Γράφεις
στην πατρίδα, Τόνι;»
«Ναι. Προσπαθώ εδώ και δεκαπέντε μέρες, αλλά δεν έχω βρει την ευ-
καιρία. Πρέπει να το τελειώσω πριν φύγω».
«Πριν φύγεις για πού;»
«Για τη Σιέρα ντε Γκρέδος. Ο Γουόρντ μου κανόνισε άλλη μια συνά-
ντηση με τον Ελ Κουτσίγιο». Το όνομα του αρχηγού των ανταρτών
ήταν πασίγνωστο. Για κάποιο διάστημα, ο Ελ Κουτσίγιο παρείχε πλη-
ροφορίες στους Άγγλους με αντάλλαγμα όπλα. Καθώς τα στοιχεία που
τους διοχέτευε ήταν μέχρι στιγμής αξιόπιστα, ο στρατηγός Γουόρντ ε-
πιδίωκε τη διατήρηση της συνεργασίας.
«Άρα θα λείπεις για δυο βδομάδες».
«Φαντάζομαι πως ναι».
Ο Φάλκονμπριτζ κοίταξε τη μισοτελειωμένη επιστολή. «Μερικές
φορές, νομίζω πως ο πόλεμος είναι πιο σκληρός για όσους μένουν πί-
σω».
«Ως εργένης, εσύ δεν έχεις τέτοια έγνοια».
«Κι ούτε θέλω να έχω, παρά το εξαίρετο παράδειγμά σου».
Ο Μπρούντνελ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δε θα ’λεγα πως
είμαι εξαίρετο παράδειγμα. Πάει τόσος καιρός που δεν έχω δει τη
γυναίκα μου, ώστε φοβάμαι πως θα έχει πια ξεχάσει τη φυσιογνω-
μία μου».
«Δεν το βρίσκω εύκολο».
«Κάθε άλλο. Ο γάμος μας ήταν ένα προξενιό για το οποίο κανείς
απ’ τους δυο δεν είχε άλλη επιλογή. Είμαι σίγουρος ότι η Κλόντια
απολαμβάνει τη ζωή της στο Λονδίνο χωρίς να πολυσκοτίζεται για
την απουσία μου».
Ο τόνος του ήταν αρκετά χιουμοριστικός, αλλά ο Φάλκονμπριτζ διέ-
κρινε μια στιγμιαία μελαγχολία στα εντυπωσιακά μπλε μάτια του φίλου
του. Μέσα του ένιωσε κάποια έκπληξη γιατί ο Μπρούντνελ δεν είχε πο-
τέ αναφερθεί με τόσες λεπτομέρειες στο γάμο του. Έτσι κι αλλιώς, δεν
αποτελούσε το αγαπημένο θέμα του Φάλκονμπριτζ. Ακόμα και μετά
από τόσο καιρό, προτιμούσε να μη σκέφτεται το συγκεκριμένο ζήτημα.
Αλλά φάνηκε πως δεν είχε την πολυτέλεια να το κάνει, γιατί ο
Μπρούντνελ συνέχισε την ίδια συζήτηση.
«Εσύ δεν μπήκες ποτέ στον πειρασμό να κάνεις το βήμα;»
«Κάποτε λίγο έλειψε να το κάνω. Όμως η μνηστή μου ζήτησε απαλλα-
γή».
«Λυπάμαι που το ακούω».
Ο Φάλκονμπριτζ ανασήκωσε τους ώμους του. «Να μη λυπάσαι. Σί-
γουρα τη γλίτωσα φτηνά. Από τότε προτιμώ απλώς να επωφελούμαι
των ευκαιριών που παρουσιάζονται».
«Πολύ σοφό».
«Δηλαδή, είσαι κι εσύ εναντίον του γάμου;»
«Όχι, αν και θα καταδίκαζα ανεπιφύλακτα το συνοικέσιο».
«Θα θυμάμαι τη συμβουλή σου. Σου το υπόσχομαι».
«Βέβαια, μπορεί κάποτε να συναντήσεις την κατάλληλη γυναίκα. Αυτό
το σκέφτηκες;»
«Μέχρι σήμερα δεν έχω γνωρίσει καμία με την οποία θα ήθελα να
μοιραστώ την υπόλοιπη ζωή μου», απάντησε ο Φάλκονμπριτζ. «Οι
εκπρόσωποι του ωραίου φύλου είναι γοητευτικές αλλά ιδιότροπες
και, κατά την εμπειρία μου, αναξιόπιστες. Κάποιες σύντομες σχέσεις
με γυναίκες μιας ορισμένης τάξης είναι πολύ πιο ικανοποιητικές».
«Είσαι κυνικός, φίλε μου».
«Όχι. Είμαι ρεαλιστής».
Αυτό που θα του απαντούσε ο Μπρούντνελ δεν ειπώθηκε ποτέ, ε-
πειδή στην πόρτα εμφανίστηκε ένας υπασπιστής. Κοίταξε τον Φάλκον-
μπριτζ.
«Συγνώμη, ταγματάρχη, αλλά ο στρατηγός Γουόρντ ζητάει να σας δει
αμέσως».
«Πολύ καλά. Πηγαίνω».
Ο υπασπιστής έφυγε και οι δυο φίλοι αντάλλαξαν ερωτηματικές μα-
τιές. Ο Φάλκονμπριτζ ύψωσε το φρύδι του.
«Αυτό θα έχει ενδιαφέρον».
«Ο μεγαλύτερος ευφημισμός που άκουσα ποτέ μου», αποκρίθηκε ο
Μπρούντνελ.
«Πάντως, σε λίγο θα ξέρω».
Και μ’ αυτά τα λόγια ο Φάλκονμπριτζ βγήκε έξω.
***
Το απόγευμα της επόμενης μέρας η Σαμπρίνα και οι σύντροφοί της
διέσχιζαν τη ρωμαϊκή γέφυρα του ποταμού Αγουέδα κι έφταναν στο
κάστρο της Θιουδάδ Ροδρίγο, το Καστίγιο, για το ραντεβού τους. Μετά
την πολιορκία του προηγούμενου Ιανουαρίου, οι Γάλλοι είχαν εκδιω-
χθεί από τα βρετανικά στρατεύματα. Η κατάκτηση της πόλης και οι
μάχες του πυροβολικού στο λόφο Γκρέιτ Τέσον είχαν ανοίξει την ανα-
τολική οδό για την προέλαση του Ουέλινγκτον στην Ισπανία.
Στο κάστρο επικρατούσε πυρετός δραστηριοτήτων. Στην πύλη, οι
φρουροί αναγνώρισαν τους νεοφερμένους και ειδοποίησαν για την
άφιξή τους. Έτσι, όταν η άμαξα σταμάτησε στο προαύλιο, ο Άλμπερ-
μαρλ ήδη τους περίμενε. Ο συνταγματάρχης ήταν γύρω στα πενήντα
πέντε και λίγο πιο ψηλός από το μέσο όρο. Παρά τα γκρίζα μαλλιά
του είχε ίσια κορμοστασιά και δυο διαπεραστικά, πανέξυπνα μπλε μά-
τια. Με το που είδε τη Σαμπρίνα, το τραχύ πρόσωπό του φωτίστηκε
από ένα χαμόγελο.
«Άργησες, αγαπητή μου. Είχα αρχίσει να ανησυχώ».
«Χάλασε η ρόδα μας και μας πήρε περισσότερο απ’ όσο υπολόγιζα για
να την επισκευάσουμε».
«Ατυχία. Συμβαίνουν όμως αυτά. Συναντήσατε κανένα άλλο πρόβλημα
στην πορεία σας;»
Η Σαμπρίνα είδε μπροστά της το πρόσωπο του ταγματάρχη Φάλ-
κονμπριτζ. Αμέσως όμως το έδιωξε από το νου της.
«Όχι».
«Ωραία». Ο συνταγματάρχης κοίταξε τα πορτοκάλια πάνω στην άμαξα.
«Και τα όπλα;»
Η Σαμπρίνα έγνεψε στον Ραμόν. Εκείνος παραμέρισε το επάνω στρώ-
μα των φρούτων και σήκωσε τη λινάτσα, αποκαλύπτοντας τις σειρές
των τουφεκιών που κρύβονταν από κάτω. Ο Άλμπερμαρλ χαμογέλασε.
«Θαυμάσια, αγαπητή μου. Όπως πάντα». Κοίταξε τα σκονισμένα
ρούχα της. «Σου ετοίμασαν ένα σπίτι, όπου θα βρεις τη Χασίντα και τα
πράγματά σου. Μπορείς να πλυθείς και να αλλάξεις ρούχα εκεί. Μετά,
θα δειπνήσουμε μαζί».
«Καταπληκτικά ακούγονται όλα αυτά».
«Ωραία. Θα τα πούμε σε λίγο λοιπόν».
***
Η Σαμπρίνα συνάντησε τον συνταγματάρχη λίγο αργότερα, ντυμέ-
νη κομψά μ’ ένα φόρεμα από αχνοπράσινη μουσελίνα και με τα μαλ-
λιά της καλοχτενισμένα. Το γεύμα ήταν πολύ καλό και τόσο διαφορετι-
κό από το συσσίτιο των τελευταίων ημερών ώστε το απόλαυσε πραγ-
ματικά. Όταν τελείωσαν το φαγητό τους, ο συνταγματάρχης έγειρε
πίσω στην καρέκλα του και την κοίταξε έντονα.
«Σκέφτηκες καθόλου την τελευταία μας συζήτηση, αγαπητή μου;»
«Ναι. Και η απάντησή μου παραμένει η ίδια».
«Το φανταζόμουν». Της χαμογέλασε ευγενικά. «Ώστε λοιπόν η Αγγλία
δε σε γοητεύει καθόλου;»
«Ούτε καν τη θυμάμαι. Και πολύ λιγότερο την οικογένεια της θείας
μου. Είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους της που μου προσφέρει ένα σπιτι-
κό, αλλά θα ένιωθα σαν ψάρι έξω απ’ τα νερά του. Η ζωή μου πάντα
περιστρεφόταν γύρω από το στρατό. Ο πατέρας μου θα μπορούσε να
με αφήσει πίσω στην Αγγλία όταν έφυγε για τον πόλεμο, αλλά δεν το
έκανε και χαίρομαι γι’ αυτό».
«Γνωρίζω πάρα πολλά χρόνια τον πατέρα σου. Ο Τζον Χάντλι ήταν
ανέκαθεν ένας ασυνήθιστος άνθρωπος, κάποιοι μάλιστα θα έλεγαν
εκκεντρικός. Όμως είναι γενναίος και έντιμος και είμαι περήφανος
που τον λογαριάζω ανάμεσα στους φίλους μου. Επίσης είναι και ε-
ξαιρετικός χαρτογράφος».
«Ναι, είναι. Και χάρη σ’ αυτόν έλαβα τέτοια ασυνήθιστη μόρφωση. Πό-
σες κοπέλες έχουν ταξιδέψει στα μέρη που πήγα εγώ και πόσες έχουν
κάνει όσα έκανα;»
Ο συνταγματάρχης γέλασε. «Φαντάζομαι ότι ελάχιστες είχαν αυτό το
προνόμιο».
«Μερικές φορές σκέφτομαι πως θα ήταν ευχάριστο να έχω ένα μό-
νιμο σπίτι και να πηγαίνω σε δεξιώσεις, χορούς και τα σχετικά. Αλλά
η περιπετειώδης ζωή έχει κι αυτή τις δικές της χάρες. Υποθέτω πως
έχω μάθει πια σ’ αυτή, παρ’ όλο που τώρα ο πατέρας έχει φύγει».
«Σου λείπει, έτσι δεν είναι;»
«Έχουν περάσει τέσσερις μήνες, αλλά δεν περνάει ούτε μία μέρα που
να μην τον σκεφτώ».
«Η αιχμαλωσία του ήταν σοβαρό πλήγμα για το στρατό».
«Δεν αντέχω στη σκέψη ότι μαραζώνει σε κάποια γαλλική φυλακή. Ελ-
πίζω πάντα πως μια μέρα θα τον ελευθερώσουν και θα τον ξαναδώ».
«Ποιος ξέρει τι μπορεί να συμβεί όταν τελειώσει ο πόλεμος;»
Η Σαμπρίνα αναστέναξε. «Νομίζω πως αυτή η μέρα θ’ αργήσει».
«Ξέρω πόση μοναξιά νιώθεις χωρίς εκείνον». Ο συνταγματάρχης δί-
στασε. «Δε σκέφτηκες ποτέ να νοικοκυρευτείς;»
«Να παντρευτώ, εννοείτε;» Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Ποτέ δε
μένω αρκετά σ’ ένα μέρος για να προχωρήσω σε μια τέτοια δέσμευση».
«Ακριβώς, αγαπητή μου. Κι αυτό με ανησυχεί».
«Δεν υπάρχει λόγος. Ο πατέρας μου μπήκε σε μεγάλους κόπους για
να μου εξασφαλίσει μια καλή διαβίωση».
«Ο νονός σου έχει το προνόμιο να νοιάζεται», είπε ο συνταγματάρχης
χαμογελώντας.
Η Σαμπρίνα του ανταπέδωσε το χαμόγελό του. «Όταν βρω κάποιον
άντρα σαν εσάς, τότε μπορεί να σκεφτώ το ενδεχόμενο του γάμου. Στο
μεταξύ, πρέπει να κάνω το χρέος μου απέναντι στο βασιλιά και τη χώρα
μου».
«Είσαι σίγουρη, καλή μου;»
«Απολύτως. Όμως ...Υπάρχει και κάτι άλλο στο μυαλό σας, έτσι δεν εί-
ναι;»
«Είμαι τόσο διαφανής;»
«Σας γνωρίζω πολύ καιρό, συνταγματάρχη».
«Πράγματι. Και έχεις δίκιο. Υπάρχει μια αποστολή στα σκαριά».
«Μπορώ να μάθω περί τίνος πρόκειται;»
«Ούτε καν εγώ δεν έχω ακόμα τις λεπτομέρειες. Μπορώ μόνο να
πω πως πρόκειται για υψηλή αποστολή. Το πρωί έχω μια συνάντηση
με τον στρατηγό Γουόρντ και τον ταγματάρχη Φορμπς».
«Ο ταγματάρχης Φορμπς είναι ένας από τους ανώτατους αξιωμα-
τικούς αντικατασκοπείας του Ουέλινγκτον;»
«Ναι. Και ζήτησε να είσαι κι εσύ παρούσα στην αυριανή ενημέρωση».
Η έκπληξή της ήταν γνήσια. Ενώ είχε αναλάβει αρκετές μυστικές απο-
στολές τον τελευταίο χρόνο, όλες ήταν χαμηλής κλίμακας και σχετικά
μικρού ρίσκου. Αυτό όμως φαινόταν κάτι διαφορετικό. Μέσα της η
περιέργεια πάλευε με μια παράξενη ανησυχία. Τι είδους αποστολή
ήταν αυτή που απαιτούσε τη δική της συμμετοχή; Ποιο ρόλο θα της ζη-
τούσαν να παίξει;
***
Εκείνη τη νύχτα, η Σαμπρίνα έμεινε ξύπνια πολλή ώρα αναλογιζόμενη
όσα είχε πει ο νονός της. Δεν την απασχολούσε μονάχα η φύση της
μυστηριώδους αποστολής, αλλά το ίδιο το μέλλον της. Κάποια στιγ-
μή ο πόλεμος θα τελείωνε και, Θεού θέλοντος, ο πατέρας της ίσως
αποφυλακιζόταν. Όμως οι γαλλικές φυλακές φημίζονταν για τις κακές
συνθήκες κράτησης των φυλακισμένων κι έπρεπε να είναι προετοιμα-
σμένη για το ενδεχόμενο ο πατέρας της να μην επιβιώσει. Τι θα γινό-
ταν τότε; Πιθανόν δε θα είχε άλλη επιλογή από το να επιστρέψει στην
Αγγλία.
Αλλά είχε ζήσει πολλά χρόνια ανεξάρτητη για να προσαρμοστεί στους
κανόνες κάποιου άλλου. Η θεία της μπορεί να είχε καλές προθέσεις,
μα η προοπτική της ζωής σε μια μικρή πόλη δεν ήταν καθόλου ελκυ-
στική για τη Σαμπρίνα. Άλλωστε, η μόνη αποδεκτή καριέρα για μια γυ-
ναίκα ήταν ο γάμος –μοίρα βαρετή ύστερα από μια ζωή γεμάτη περι-
πέτειες. Ευτυχώς η ίδια δε θα αντιμετώπιζε τέτοιο πρόβλημα. Είχε μά-
θει από νωρίς ότι στα ζητήματα της καρδιάς αυτό που έλεγαν οι άντρες
κι εκείνο που εννοούσαν ήταν δύο πολύ διαφορετικά πράγματα.
Για μια στιγμή επέστρεψε στο μυαλό της η εικόνα του Τζακ Ντέντον,
με το ψεύτικο χαμόγελο και τις ψεύτικες διαβεβαιώσεις του. Φυσικά,
τότε η Σαμπρίνα ήταν πολύ μικρότερη, μόλις δεκαπέντε χρονών. Ορ-
φανή από μητέρα και χωρίς μεγαλύτερες αδερφές για να τη συμβουλέ-
ψουν, μαγεύτηκε εύκολα από το όμορφο πρόσωπο και τους καλλιερ-
γημένους τρόπους του Ντέντον. Ο κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερος
άντρας την κολάκευε με τη συμπεριφορά του κι είχε ξυπνήσει μέσα
της κάτι πρωτόγνωρο. Εκείνος είχε την εξυπνάδα να μην κινηθεί πο-
λύ βιαστικά, χρησιμοποιώντας μόνο χαμόγελα, στοργικές ματιές, κο-
μπλιμέντα και, το πολύ, ένα τρυφερό φιλί. Τυφλωμένη από έρωτα η
Σαμπρίνα δεν αναρωτήθηκε ποτέ για την ειλικρίνεια ούτε για το βάθος
των αισθημάτων του.
Καμιά λογική γυναίκα δεν θα διακινδύνευε ξανά τη φήμη της τόσο
απερίσκεπτα. Τώρα εκείνη προτιμούσε να είναι ελεύθερη και ανεξάρτη-
τη. Και ο μοναδικός άνθρωπος στον οποίο μπορούσε να στηριχτεί ήταν
ο εαυτός της.
Στο μεταξύ έπρεπε να μάθει τι σχεδίαζαν ο Γουόρντ και ο Φορμπς
στην αυριανή συνάντηση που θα είχε μαζί τους και με το νονό της.
***
Ο Φάλκονμπριτζ ήταν ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι εκστρατείας και
κοιτούσε το σκοτάδι. Το μυαλό του είχε πλημμυρίσει από σκέψεις κι
ήταν αδύνατον να τον πάρει ο ύπνος. Η συνάντηση με τον στρατηγό
Γουόρντ ήταν ακόμα ζωντανή στο μυαλό του.
Παρ’ όλο που οι ιδιαίτερες ικανότητές του είχαν σαν συνέπεια την
ανάληψη πολλών μυστικών αποστολών, ο Φάλκονμπριτζ ήξερε πως
αυτή ήταν διαφορετική. Αν πετύχαινε θα μπορούσε να αλλάξει όλη
την πορεία του πολέμου, αλλά οι κίνδυνοι ήταν μεγάλοι και διαφορετι-
κοί. Αν το σχέδιο περιλάμβανε μόνο τον εαυτό του, ο Φάλκονμπριτζ
θα δεχόταν χωρίς κανένα δισταγμό, παρά τους κινδύνους. Τώρα ό-
μως... Οι ενδοιασμοί του είχαν αγνοηθεί, φυσικά. Ο στρατηγός είχε
πάρει την απόφασή του και τίποτα δεν μπορούσε να τον μεταπείσει.
***
Η συνάντηση είχε οριστεί για τις δέκα η ώρα. Η Σαμπρίνα ντύθηκε
προσεκτικά για την περίσταση διαλέγοντας ένα κομψό μακρύ φόρεμα
σε αχνοκίτρινο χρώμα. Τα μαλλιά της ήταν καλοχτενισμένα κάτω από
ένα όμορφο ψάθινο μπονέ. Κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη και
το αποτέλεσμα την ικανοποίησε.
Μαζί με τον συνταγματάρχη Άλμπερμαρλ παρουσιάστηκαν την προ-
καθορισμένη ώρα. Και παρ’ όλο που η Σαμπρίνα περίμενε μια μακρά
αναμονή στον προθάλαμο, προς μεγάλη έκπληξή της τους οδήγησαν
κατευθείαν μέσα.
Ο στρατηγός Γουόρντ καθόταν στο γραφείο του στο βάθος μιας με-
γάλης αίθουσας και ο ταγματάρχης Φορμπς στεκόταν δίπλα του. Οι
δυο άντρες μελετούσαν προσηλωμένοι ένα χάρτη. Ο Γουόρντ ύψωσε
το βλέμμα του.
«Α, συνταγματάρχη Άλμπερμαρλ». Ύστερα σηκώθηκε από τη θέση
του και υποκλίθηκε προς τη Σαμπρίνα. «Μις Χάντλι».
Η Σαμπρίνα ανταπέδωσε το χαιρετισμό και δέχτηκε την καρέκλα
που της προσφέρθηκε. Για μια στιγμή επικράτησε σιωπή και εκείνη εί-
δε τον στρατηγό να ανταλλάσει ματιές με τον Φορμπς. Μετά, ο Γουόρντ
πήρε βαθιά ανάσα.
«Ζητήσαμε την παρουσία σας σήμερα εδώ προκειμένου να σας κάνου-
με μια πρόταση, μις Χάντλι».
«Πρόταση, κύριε;»
«Ναι. Ένα από τα ταχυδρομικά περιστέρια πρόσφατα επέστρεψε
φέρνοντας ένα κωδικοποιημένο μήνυμα. Επί της ουσίας, ο Ισπανός
πράκτορας ο οποίος το έστειλε απέκτησε κάποια ζωτικής σημασίας
έγγραφα σχετικά με τις κινήσεις των γαλλικών στρατευμάτων. Ωστόσο,
οι υποχρεώσεις του στη Μαδρίτη τον εμποδίζουν να παραδώσει ο ί-
διος σ’ εμάς αυτές τις πληροφορίες. Άλλωστε, όπως όλα τα ανώτατα
κυβερνητικά στελέχη, παρακολουθείται, συνεπώς δεν πρέπει να εγεί-
ρει υποψίες. Αυτό σημαίνει πως κάποιος πρέπει να πάει και να πάρει τα
έγγραφα και τις πληροφορίες».
Το μέτωπο της Σαμπρίνα ζάρωσε για μια στιγμή. «Όμως σίγουρα θα
ήταν εξίσου ύποπτο, κύριε, το να τον επισκεφτεί ξαφνικά ένας άγνω-
στος».
«Σε κανονικές συνθήκες, ναι. Εντούτοις, η σύζυγός του γιορτάζει τα
γενέθλιά της την επόμενη εβδομάδα και διοργανώνει ένα χορό στην
έπαυλή τους, κοντά στο Αρανχουέθ. Θα είναι μια κοινωνική εκδήλω-
ση όπου θα παρευρεθούν όλοι οι σημαντικοί αξιωματούχοι. Και η τέλεια
ευκαιρία για να πάρει κανείς τις πληροφορίες από τον Ισπανό συνεργά-
τη μας».
Η Σαμπρίνα έγνεψε με κατανόηση. «Το καταλαβαίνω. Ομολογώ όμως
ότι δε βλέπω ποιος θα είναι ο δικός μου ρόλος σ’ όλα αυτά».
«Ένας πράκτορας της αντικατασκοπείας μας θα υποδυθεί τον εξά-
δελφο αυτού του Ισπανού, τον κόντε Ντε Ορδόνιεθ υ Κασάλ. Ο
πραγματικός κόμης ζει σε μια έπαυλη στην Εστρεμαδούρα Φαίνεται
πως προτιμά τις χαρές της εξοχής από αυτές της πόλης και σχεδόν ποτέ
δεν πηγαίνει εκεί».
«Κι αν κάποιος τον γνωρίζει και καταλάβει την απάτη;»
«Αυτό είναι ένα ρίσκο που πρέπει να το πάρουμε».
«Και πάλι δεν καταλαβαίνω ποιος θα είναι ο δικός μου ρόλος».
«Ο κόντε Ντε Ορδόνιεθ είναι παντρεμένος. Η σύζυγός του θα τον
συνόδευε σίγουρα σ’ αυτόν το χορό». Ο Γουόρντ κοίταξε τον Φορμπς,
ο οποίος έγνεψε καταφατικά. «Οι πληροφοριοδότες μου λένε ότι η
σύζυγος του Ορδόνιεθ είναι Γαλλίδα και ξανθή. Θα συμφωνήσετε μαζί
μου, κυρία, πως δεν υπάρχουν πολλές ξανθές γυναίκες σ’ αυτά τα μέρη,
ενώ ακόμα λιγότερες μιλούν γαλλικά σαν να ήταν η μητρική τους
γλώσσα. Μας είναι γνωστή η ευχέρειά σας στα γαλλικά και τα ισπα-
νικά». Σώπασε μια στιγμή. «Και μας έχετε βοηθήσει ξανά στο παρελθόν».
«Θέλετε να υποδυθώ τη σύζυγο του κόμη Ορδόνιεθ;»
«Ακριβώς».
Δίπλα της ο συνταγματάρχης Άλμπερμαρλ έβγαλε ένα επιφώνημα έκ-
πληξης και διαμαρτυρίας μαζί.
«Όλο αυτό είναι εξαιρετικά ανάρμοστο! Σε καμία περίπτωση δε θα το
εγκρίνω», είπε. «Εξάλλου, θα ήταν αδιανόητο να βάλω τη βαφτισιμιά
μου σε τέτοιο κίνδυνο».
Ο στρατηγός τον κοίταξε με ψύχραιμο και ήρεμο βλέμμα. «Δεν τελείω-
σα ακόμα».
«Δηλαδή υπάρχει και κάτι περισσότερο σ’ αυτή την προβληματική υ-
πόθεση;»
«Ναι. Δεν έχουμε την απαίτηση από τη μις Χάντλι να πάρει τέτοιο
ρίσκο χωρίς να της προσφέρουμε κάτι σε αντάλλαγμα».
Ο Γουόρντ σώπασε και κοίταξε τον Φορμπς, ο οποίος χαμογέλασε.
«Δυστυχώς ο πατέρας σας είναι φυλακισμένος στη Γαλλία», είπε.
«Οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται για την απελευθέρωση ορισμένων
στρατιωτικών με αντάλλαγμα κάποιους υψηλόβαθμους Γάλλους αξιω-
ματικούς τους οποίους έχουμε στα χέρια μας. Αν συμφωνήσετε να μας
βοηθήσετε, θα συμπεριλάβουμε την απελευθέρωση του πατέρα σας στις
διαπραγματεύσεις».
Η Σαμπρίνα προσπάθησε να βάλει τις σκέψεις της σε τάξη. «Αν συμ-
φωνήσω, ποια εγγύηση έχω ότι θα ελευθερωθεί ο πατέρας μου;»
«Θα φροντίσουμε να επιλέξουμε για την ανταλλαγή έναν αρκετά ση-
μαντικό Γάλλο έτσι ώστε να μην υπάρχει πιθανότητα να αρνηθούν».
«Και πόσο σύντομα θα είναι ελεύθερος ο πατέρας μου;»
«Μέσα σε λίγες εβδομάδες».
Λίγες εβδομάδες! Η καρδιά της χτύπησε δυνατά. Ίσως τελικά ο πα-
τέρας της να μην πέθαινε στη φυλακή. Επιτέλους, θα τον έβλεπε ξανά.
Σίγουρα αυτό άξιζε το ρίσκο μιας τέτοιας αποστολής... Δε χρειαζόταν
όμως πολλή σκέψη για να καταλάβει κανείς πως, αν κάτι δεν πήγαινε
καλά, η Σαμπρίνα θα ήταν αναλώσιμη.
Οι μυστικές υπηρεσίες χρειάζονταν εκείνα τα έγγραφα και οι πρά-
κτορές τους θα έκαναν ό,τι χρειαζόταν για να τα αποκτήσουν. Αυτό
συμπεριλάμβανε και την αδίστακτη εκμετάλλευση των δικών της συ-
ναισθημάτων. Ο πατέρας της δεν αποτελούσε ένα πολύτιμο πρόσωπο
γι’ αυτούς, γιατί σε τέτοια περίπτωση θα είχαν ήδη διαπραγματευτεί
την απελευθέρωσή του. Αυτή η επίγνωση την έκανε να θυμώσει. Συ-
γκράτησε ωστόσο τα συναισθήματά της και κοίταξε τον στρατηγό κατά-
ματα.
«Μπορώ να έχω λίγο χρόνο για να το σκεφτώ;»
«Ο χρόνος είναι κρίσιμος. Ο χορός θα γίνει σε έντεκα μέρες από σή-
μερα. Το ταξίδι θα χρειαστεί εννέα. Χρειάζομαι μια απάντηση σήμερα».
Ο νονός της ακούμπησε απαλά το χέρι στο μπράτσο της. «Δε χρειά-
ζεται να το κάνεις αυτό, καλή μου. Ο πατέρας σου δε θα σου το ζητού-
σε ποτέ. Ξέρω πόσο σημαντικός είναι για σένα και νοιάζομαι κι εγώ για
εκείνον, αλλά ως κηδεμόνας σου σε συμβουλεύω να το σκεφτείς πολύ
καλά».
«Δεν μπορώ να τον αφήσω να πεθάνει στη φυλακή».
«Σκέψου όμως, Σαμπρίνα. Δε γνωρίζεις τίποτα για τον άνθρωπο
τον οποίο θέλουν να συνοδεύσεις».
«Σας διαβεβαιώ, κύριε, ότι είναι από καλή οικογένεια», αντέτεινε ο
Γουόρντ. «Είναι ο μικρότερος γιος του κόμη του Έλινγκαμ και αυτή
την εποχή χτίζει μια εξέχουσα καριέρα ως αξιωματικός των υπηρεσιών
αντικατασκοπείας του Ουέλινγκτον. Η καταγωγή του μπορεί να θεωρη-
θεί από τις πλέον ευγενικές της Αγγλίας και ο ίδιος είναι αρκετά κα-
τάλληλος, θα έλεγε κανείς, για συνοδός της βαφτισιμιάς σας».
Βλέποντας την υπεροπτική έκφραση του Γουόρντ, ο Άλμπερμαρλ
οργίστηκε. «Η βαφτισιμιά μου είναι επίσης από καλή οικογένεια, στρα-
τηγέ. Ο Τζον Χάντλι δεν έχει κανένα λόγο να ντρέπεται για τις διασυν-
δέσεις του».
«Ποτέ δεν υπαινίχθηκα κάτι τέτοιο, συνταγματάρχη».
Αναγνωρίζοντας τα σημάδια της οργής στο πρόσωπο του νονού
της, η Σαμπρίνα έσπευσε να επέμβει. «Είμαι σίγουρη ότι δεν το υπαινι-
χθήκατε, κύριε».
Ο Άλμπερμαρλ της έριξε μια βιαστική ματιά και συγκράτησε τα
νεύρα του. «Και ποιος είναι ο χαρακτήρας αυτού του άντρα;»
«Δεν άκουσα ποτέ το παραμικρό εις βάρος του. Αντιθέτως, έχει απο-
δειχτεί ικανός και επινοητικός κατά την άσκηση των καθηκόντων του ως
μυστικός πράκτορας».
«Είμαι βέβαιος γι’ αυτό, αλλιώς δε θα τον διαλέγατε. Εκείνο που με
απασχολεί είναι η ηθική του. Στο κάτω, κάτω η βαφτισιμιά μου θα είναι
μόνη μαζί του για αρκετές εβδομάδες. Η υπόληψή της...»
«Θα παραμείνει ακηλίδωτη», είπε ο Γουόρντ. «Θα τηρηθούν όλοι οι
κανόνες ευπρέπειας, κύριε. Η μις Χάντλι θα πάρει μαζί την καμαριέρα
της, όπως αρμόζει σε μια κυρία της ανώτερης τάξης, ενώ ο πράκτοράς
μας θα συνοδεύεται κι αυτός από τους δικούς του ανθρώπους οι ο-
ποίοι θα υποδύονται τους υπηρέτες του». Σώπασε για μια στιγμή.
«Περιττό να ειπωθεί ότι οι διανυκτερεύσεις τους θα γίνονται σε χωρι-
στά δωμάτια».
«Η βαφτισιμιά μου δε θα συνοδεύεται μόνο από την καμαριέρα
της. Αν πάει, θέλω να την συνοδεύσουν επίσης ο Ραμόν και ο Λουίς».
Ο Φορμπς απόρησε. «Ραμόν και Λουίς;»
«Παρτιζάνοι, νομίζω», είπε ο Γουόρντ.
«Δύο από τους πιο έμπιστους συντρόφους του πατέρα μου,
κύριε», εξήγησε η Σαμπρίνα.
«Υπήρξαν οδηγοί του σε αμέτρητες εκστρατείες κι έχουν συνοδεύσει
εμένα σ’ όλες τις αποστολές μου. Είναι πολύ ικανοί άντρες».
Ο Φορμπς και ο Γουόρντ κοιτάχτηκαν. Ύστερα ο τελευταίος έγνεψε κα-
ταφατικά. «Σύμφωνοι». Όμως ο Άλμπερμαρλ δεν είχε τελειώσει. «Πέ-
ραν της αμφίβολης φύσης αυτής της πρότασης, το Αρανχουέθ βρί-
σκεται καταμεσής του εχθρικού εδάφους», είπε. «Αν κάτι πάει
στραβά δεν θα υπάρχει δυνατότητα εξωτερικής βοήθειας. Οι συνέπειες
μπορεί να είναι θάνατος ή φυλακή».
«Πράγματι», είπε ο στρατηγός. «Είναι ένα ρίσκο, αλλά πολύ καλά υπο-
λογισμένο».
«Κατά την άποψή μου όλο αυτό το σχέδιο είναι ένας απόλυτος
παραλογισμός, όμως η τελική απόφαση δεν είναι δική μου».
Ο Γουόρντ γύρισε στη Σαμπρίνα. «Τότε μπορούμε να μάθουμε τη
δική σας άποψη, κυρία; Ή μήπως θέλετε λίγο ακόμα χρόνο για να το
σκεφτείτε;»
«Δέχομαι να το κάνω».
Ακούστηκε ένα πνιχτό επιφώνημα από τον Άλμπερμαρλ, ο οποίος ό-
μως δεν είπε τίποτα.
Ο Γουόρντ χαμογέλασε. «Ωραία. Είναι μια γενναία απόφαση, μις
Χάντλι. Πιστέψτε με, είμαστε ευγνώμονες».
«Ο πράκτοράς σας είναι ενημερωμένος για όλα αυτά;»
«Ναι, τον ενημερώσαμε νωρίτερα».
«Σ’ εκείνον τι προσφέρατε ως αντάλλαγμα;»
Για μια στιγμή ο στρατηγός φάνηκε να εκπλήσσεται, τόσο με τον ξε-
ρό τόνο της όσο και με την ευθύτητα μιας τέτοιας ερώτησης.
«Προαγωγή σε αντισυνταγματάρχη», της απάντησε.
«Κατάλαβα». Φιλόδοξος άνθρωπος, είπε μέσα της. Αυτό βέβαια δεν
την καθησύχαζε ιδιαίτερα.
«Εγώ πότε θα τον συναντήσω;»
«Τώρα αμέσως», αποκρίθηκε ο Γουόρντ και γύρισε στον Φορμπς. «Πες
του να περάσει μέσα».
Η Σαμπρίνα έκλεισε τα μάτια της προσπαθώντας να ηρεμήσει. Είπε
στον εαυτό της πως δεν είχε άλλη επιλογή. Αυτή η αποστολή ήταν το
κόστος για την ελευθερία του πατέρα της.
Άκουσε τα βήματα του ταγματάρχη Φορμπς να διασχίζουν την αί-
θουσα κι ύστερα την πόρτα που άνοιξε. Κάποιες ομιλίες στο διάδρομο
και κατόπιν τα βήματα δυο ανθρώπων που επέστρεφαν κοντά τους.
Έσφιξε τα χέρια της σε γροθιές και άνοιξε τα μάτια της.
Η καρδιά της κόντεψε να σπάσει όταν το βλέμμα της συνάντησε τα
γκρίζα μάτια του ταγματάρχη Φάλκονμπριτζ.
Κεφάλαιο 2
Πέρασαν εκείνη την ημέρα του ταξιδιού τους παίζοντας χαρτιά. Διά-
λεξαν το πικέ, ένα παιχνίδι που άρεσε πολύ στη Σαμπρίνα και στο ο-
ποίο ήταν ιδιαίτερα επιδέξια, όπως πολύ γρήγορα διαπίστωσε ο Φάλ-
κονμπριτζ.
«Αυτό είναι σημάδι σπαταλημένου χρόνου;» τη ρώτησε αφού έχασε
τρεις φορές απανωτά.
«Σπαταλημένου χρόνου; Κάθε άλλο. Είχα πολύ καλό δάσκαλο».
«Αυτό φαντάζομαι κι εγώ. Τον πατέρα σου;»
«Όχι. Το λοχαγό Χάρκορτ». Είδε την έκφρασή του και βιάστηκε να ε-
ξηγήσει. «Τίποτα το ανάρμοστο, ήταν φίλος του πατέρα μου. Είχαν την
ευκαιρία να συνεργαστούν στην Πορτογαλία κι έτσι έγιναν φίλοι».
«Ένας αξιόπιστος μέντορας, λοιπόν».
«Ναι, πράγματι». Κι αυτό ακριβώς ήταν. Όμως η Σαμπρίνα δε θα
μπορούσε ποτέ να του πει πόσο πολλά χρωστούσε στο λοχαγό Χάρ-
κορτ. «Έλεγε πως είναι σημαντικό στοιχείο στην εκπαίδευση ενός κο-
ριτσιού το να μάθει να παίζει χαρτιά».
«Σοβαρά;»
«Α, ναι. Και είχε δίκιο. Η διδασκαλία του αποδείχτηκε χρήσιμη σε πολ-
λές περιπτώσεις».
«Όπως;»
«Όπως εκείνη τη φορά στη Λισαβόνα, όταν ο πατέρας κι εγώ
προσκληθήκαμε σε δείπνο και χαρτοπαιξία με μερικούς αξιωματι-
κούς. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν ένας υπολοχαγός του οποίου η εντιμό-
τητα ήταν εξαιρετικά ύποπτη».
«Α, έκλεβε».
«Ναι, σημάδευε την τράπουλα. Μου πήρε κάμποση ώρα ώσπου να κα-
ταλάβω πώς το έκανε».
«Και μετά;»
«Έπαιξα το δικό του παιχνίδι. Εκείνο το βράδυ έχασε πενήντα γκινέ-
ες». Τα μάτια της άστραφταν από χαρά. «Δεν του άρεσε καθόλου».
«Μπορώ να το φανταστώ».
«Του άξιζε όμως».
«Οπωσδήποτε».
Η Σαμπρίνα έγειρε το κεφάλι της στο πλάι και τον κοίταξε με ενδιαφέ-
ρον. «Σοκαρίστηκες;»
«Με την αποκάλυψη ότι ένας αξιωματικός έκλεβε στα χαρτιά; Καθό-
λου».
«Εννοώ, με αυτά που σου λέω».
«Όχι. Εκπλήσσομαι όμως».
«Έχασες πάσα ιδέα για μένα;»
Εκείνος της χαμογέλασε. «Το αντίθετο. Αρχίζω να σέβομαι ιδιαίτερα τις
ικανότητές σου».
Δεν πρόλαβε να του απαντήσει, γιατί ξαφνικά η άμαξα έκοψε ταχύ-
τητα κι απέξω ακούστηκαν δυνατές φωνές. Μιλούσαν γαλλικά. Ο Φάλ-
κονμπριτζ τράβηξε το κουρτινάκι και κοίταξε έξω από το παράθυρο.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Σαμπρίνα.
«Μια γαλλική περίπολος».
Εκείνη τρόμαξε. «Πόσοι είναι;»
«Περίπου δέκα... Τόσους μπορώ να δω εγώ. Ίσως είναι περισσότεροι».
«Του τακτικού στρατού;»
«Θα μάθουμε».
Η άμαξα σταμάτησε και η Σαμπρίνα άκουσε ποδοβολητά αλόγων να
πλησιάζουν και ιπποσκευές να κουδουνίζουν. Λίγες στιγμές αργότερα,
στο οπτικό πεδίο της εμφανίστηκαν αστραφτεροί θώρακες, μπλε χιτώ-
νες και ψηλές μπότες ιππασίας. Ένας αξιωματικός τράβηξε τα χαλινά-
ρια του αλόγου του και σταμάτησε μπροστά στο παράθυρο της άμαξας.
Ο Φάλκονμπριτζ μουρμούρισε μια βλαστήμια μέσα από τα δόντια
του. «Νομίζω πως τον ξέρω αυτό τον άντρα. Το πρόσωπό του, όχι το
όνομα».
Η Σαμπρίνα χλόμιασε. «Θα σε αναγνωρίσει;»
«Ας ελπίσουμε πως όχι». Την κοίταξε έντονα. «Μίλα όσο το δυνατόν λι-
γότερο, Σαμπρίνα».
Εκείνη συγκατένευσε και άκουσε τον Γάλλο αξιωματικό να λέει. «Πα-
ρακαλώ, κατεβείτε από την άμαξα και πείτε τα στοιχεία σας, μεσιέ».
Με φαινομενική άνεση, ο Φάλκονμπριτζ άνοιξε την πόρτα και κατέ-
βηκε. Ο αξιωματικός ξεπέζεψε Η Σαμπρίνα έσφιξε τα χέρια πάνω στα
γόνατά της ενώ άκουγε τον Φάλκονμπριτζ να απευθύνετε στον άντρα
σε άψογα γαλλικά. Ο αξιωματικός άλλαξε αμέσως έκφραση και για μια
στιγμή κοίταξε με βλέμμα ερωτηματικό τον Φάλκονμπριτζ. Ύστερα
εξέτασε τα χαρτιά που του έδωσε ο ταγματάρχης και φανερά ικανο-
ποιημένος τα επέστρεψε.
«Όλα εντάξει. Συγχωρήστε την ενόχληση, μεσιέ κόμη». Υποκλίθηκε.
Τότε το βλέμμα του πήγε στο δεύτερο επιβάτη της άμαξας και κοίταξε με
θαυμασμό τη Σαμπρίνα. Υποκλίθηκε ξανά. «Μαντάμ».
Για μερικές στιγμές η Σαμπρίνα ένιωσε να ζαρώνει κάτω από εκεί-
νο το αρπακτικό βλέμμα. Ο Γάλλος αξιωματικός την έγδυνε με τα
μάτια του και φάνηκε να απολαμβάνει το θέαμα, γιατί χαμογέλασε,
αποκαλύπτοντας τα δόντια του.
Ενοχλημένη και αηδιασμένη μαζί, η Σαμπρίνα ύψωσε το πιγούνι της
περήφανα και ανάγκασε τον εαυτό της να κοιτάξει τον άντρα στα μά-
τια. Το τραχύ πρόσωπο με το μουστάκι μαρτυρούσε έναν άντρα γύρω
στα σαράντα, εντύπωση που τονιζόταν από τα ελαφρώς γκριζαρισμένα
καστανά μαλλιά που ξεπρόβαλλαν κάτω από το γείσο του κράνους του.
«Συνταγματάρχης Κλοντ Μασάρ, στις υπηρεσίες σας», της είπε εκείνος.
Εκείνη έγειρε το κεφάλι της στο πλάι σε ένδειξη αναγνώρισης του
χαιρετισμού του, ενώ μέσα της μετάνιωνε που τα όπλα της βρίσκονταν
κλειδωμένα στο μπαούλο της.
«Μπορώ να ρωτήσω ποιος είναι ο προορισμός σας, μαντάμ;»
«Το Αρανχουέθ», του απάντησε η Σαμπρίνα.
«Αρανχουέθ; Αυτό είναι αρκετά μακριά. Μπορώ να ρωτήσω τι δουλειά
έχετε εκεί;»
«Ένα κοσμικό γεγονός», την πρόλαβε ο Φάλκονμπριτζ με κάποια ε-
νόχληση στη φωνή του. «Θα ήταν προτιμότερο να μην ταξιδεύει κα-
νείς σε τόσο αβέβαιους καιρούς, όμως στην προκειμένη περίπτωση
δεν μπορούσαμε να το αποφύγουμε. Το απαιτεί η κοινωνική ευγένεια.
Καταλαβαίνετε».
«Φυσικά». Ο Μασάρ χαμογέλασε αλλά τα μάτια του παρέμειναν ψυ-
χρά. «Και πού θα μείνετε εκεί;»
«Στο σπίτι του δον Πέδρο ντε λα Τόρε».
«Τότε θα πρέπει να πηγαίνετε για το χορό».
Ο Φάλκονμπριτζ έκανε τον έκπληκτο. «Είστε καλά πληροφορημένος,
συνταγματάρχα».
«Είναι η δουλειά μου να είμαι καλά πληροφορημένος, μεσιέ».
«Είμαι σίγουρος γι’ αυτό».
Ο Μασάρ του χάρισε άλλη μια διαπεραστική ματιά. «Τότε, να μη
σας καθυστερώ περισσότερο. Μαντάμ, μεσιέ, σας εύχομαι μια καλή μέ-
ρα και ένα ευχάριστο ταξίδι».
Ο Φάλκονμπριτζ μπήκε στην άμαξα και κάθισε στη θέση του. Ο Γάλ-
λος αξιωματικός ανέβηκε πάλι στο άλογό του, κι αφού βρυχήθηκε μια
εντολή στους άντρες του, η περίπολος απομακρύνθηκε με θόρυβο. Η
Σαμπρίνα χαλάρωσε.
«Δε σε αναγνώρισε».
«Όχι. Αλλιώς τώρα θα μας είχε συλλάβει».
«Θυμήθηκες πού τον έχεις ξαναδεί;»
«Ναι, στη μάχη του Αρόγιο ντε Μολίνος τον περασμένο Οκτώβρη.
Ήταν επικεφαλής ενός αποσπάσματος ιππικού. Οι άντρες μου συ-
γκρούστηκαν με τους δικούς του σώμα με σώμα. Όμως έχουν περάσει
μήνες από τότε και επικρατούσε χάος. Είναι απίθανο να θυμάται κάθε
πρόσωπο που είδε εκείνη τη μέρα».
Η Σαμπρίνα ήξερε πως εκείνη η μάχη είχε τελειώσει με βαριά ήττα
των Γάλλων. Αυτό σίγουρα θα ήταν εις βάρος τους, αν ο Μασάρ είχε
θυμηθεί τον Φάλκονμπριτζ.
«Μου φάνηκε δυσάρεστος τύπος», είπε.
«Γιατί το λες αυτό;»
«Έχω γνωρίσει αρκετούς στρατιωτικούς και ξέρω τον τύπο του. Ας
ελπίσουμε ότι δεν πρόκειται να τον ξαναδούμε».
Ο Φάλκονμπριτζ το ευχόταν κι εκείνος. Δεν ξεχνούσε πρόσωπα κι είχε
την ικανότητα να ψυχολογεί όσους συναντούσε. Γι’ αυτόν το λόγο συμ-
φωνούσε απόλυτα μαζί της.
Αρκετά ταραγμένη με το περιστατικό, η Σαμπρίνα ένιωθε πως το Α-
ρανχουέθ άρχιζε στ’ αλήθεια να φαντάζει σαν φωλιά του λύκου. Μια
λάθος κίνηση θα τους έφερνε στο έλεος των Γάλλων, ανθρώπων όπως
ο Μασάρ.
Ανατρίχιασε καθώς θυμήθηκε τι της είχε πει νωρίτερα ο Φάλκον-
μπριτζ για τους κινδύνους μιας σύλληψης και της ανάκρισης: Όλοι
μιλούν την τρίτη μέρα. Την είχε προειδοποιήσει αλλά εκείνη αποφάσι-
σε να τον ακολουθήσει. Τώρα δεν μπορούσε να κάνει πίσω. Η ελευθε-
ρία του πατέρα της εξαρτιόταν απ’ αυτή την αποστολή.
Ένα χέρι αγκάλιασε το δικό της, βγάζοντας τη Σαμπρίνα από τις
σκέψεις της. Ήταν δυνατό και καθησυχαστικό, όπως το χαμόγελο του
άντρα απέναντί της. Μια γλυκιά ζεστασιά απλώθηκε μέσα της.
«Μην ανησυχείς», της είπε ο Ρόμπερτ. «Η παραμονή μας στο Αραν-
χουέθ θα είναι σύντομη. Μόλις τελειώσει ο χορός, κάποια επείγουσα
υπόθεση θα κάνει απαραίτητη την επιστροφή μου».
«Χαίρομαι που το ακούω».
Της έσφιξε πάλι το χέρι τρυφερά κι ύστερα την άφησε κι έγειρε πίσω
στο κάθισμά του, παρατηρώντας τη σιωπηλός. Η αίσθηση της ζεστα-
σιάς έγινε πιο έντονη μέσα της. Η Σαμπρίνα αντιστάθηκε λέγοντας
στον εαυτό της πως ο Φάλκονμπριτζ ήθελε απλώς να φανεί ευγενικός.
Θα ήταν ανόητο να παρερμηνεύσει την κίνησή του.
«Δε θα ήθελα να περάσω ούτε ένα λεπτό παραπάνω κοντά στο συνταγ-
ματάρχη Μασάρ».
«Πιστεύω πως ο ίδιος θα έλεγε το αντίθετο για σένα».
«Αυτό δε σημαίνει τίποτα. Έτσι είναι όλοι οι Γάλλοι».
«Τι εννοείς;»
«Όλοι οι Γάλλοι φέρονται μ’ αυτό τον τρόπο».
«Αλήθεια;»
Η Σαμπρίνα είδε το δόλωμα και αρνήθηκε να το τσιμπήσει. «Έτσι λέ-
νε».
«Θέλεις να πεις ότι οι Άγγλοι δεν είναι εκδηλωτικοί;»
«Όχι με τον ίδιο τρόπο».
Ο Φάλκονμπριτζ έκανε ότι πληγώθηκε. «Τι χτύπημα!»
«Μιλούσα γενικότερα, δεν εννοούσα εσένα».
«Βασισμένη στη σημαντική εμπειρία σου, φυσικά».
«Όχι βέβαια. Δεν είπα ποτέ ότι...» Είδε την ευθυμία στα μάτια του
και κατάλαβε πως την πείραζε και πάλι. «Το ξέρεις αυτό, απαίσιε άν-
θρωπε».
«Ζητώ συγνώμη». Της χαμογέλασε. «Δεν μπόρεσα να αντισταθώ».
Εκείνη ύψωσε πικαρισμένη το πιγούνι της. Το χαμόγελό του πλάτυνε.
Για μερικές στιγμές κανείς από τους δύο δεν είπε τίποτε, αλλά η Σα-
μπρίνα είχε επίγνωση της παρουσίας του ως το τελευταίο κύτταρο της
ύπαρξής της. Ακόμα χειρότερο ήταν το κοκκίνισμα που ένιωσε να
φουντώνει στα μάγουλά της.
«Μη με κοιτάζεις έτσι».
«Συγνώμη. Προσπαθούσα να γίνω πιο... εκδηλωτικός».
Τον κοίταξε αμήχανη για λίγο, αλλά το χαμόγελό του ήταν μετα-
δοτικό. Μη μπορώντας να συγκρατηθεί έβαλε τα γέλια.
«Όχι, δεν είναι έτσι. Με βλέπεις να βράζω στο ζουμί μου και το απο-
λαμβάνεις». Ο ταγματάρχης δεν πτοήθηκε καθόλου. «Δεν το αρνούμαι».
«Είσαι αδιάντροπος».
«Μου το έχουν ξαναπεί. Φοβάμαι ότι μου έχει γίνει πλέον συνήθεια».
«Είμαι βέβαιη. Όμως θα προσπαθήσω στο μέλλον να μην είμαι τόσο
εύκολη λεία».
Εκείνος είδε με μεγάλη του χαρά πως ο φόβος είχε σβήσει τελείως
από το πρόσωπό της, όπως ακριβώς είχε ελπίσει.
«Ωραία. Μου αρέσουν οι προκλήσεις».
Η Σαμπρίνα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Δεν ωφελεί. Δεν πρόκει-
ται να παρασυρθώ. Τώρα σ έχω μάθει καλά».
«Κρίμα». Ο ταγματάρχης αναστέναξε και για μια στιγμή την κοίταξε
σκεφτικός. «Όσο το σκέφτομαι, τόσο περισσότερο πιστεύω πως θα
πρέπει και οι δυο μας να γίνουμε λίγο πιο εκδηλωτικοί. Δε συμφω-
νείς;»
Ο Ρόμπερτ είδε τα πράσινα μάτια της να σκουραίνουν σαν σμαρά-
γδια και το πρόσωπό της να παίρνει ένα ύφος αγανάκτησης. Περίμενε
την αντίδρασή της.
«Έτσι νομίζεις;» Ο τόνος της ήταν παγερός. «Και τι σ’ έκανε να σκεφτείς
κάτι τέτοιο;»
«Το Αρανχουέθ. Ο κόσμος θα πρέπει να πιστέψει πως είμαστε αντρό-
γυνο».
Η Σαμπρίνα δαγκώθηκε. «Α, μάλιστα. Κατάλαβα».
Εκείνος την κοίταξε με ανησυχία. «Δε φαντάζομαι να πίστεψες πως εν-
νοούσα κάτι άλλο».
«Όχι. Φυσικά όχι». Τα κατακκόκινα μάγουλά της όμως τη διέψευ-
δαν. Η καρδιά της χτυπούσε ενοχλητικά γρήγορα. «Θα κάνω ό,τι εί-
ναι απαραίτητο για να φανώ πειστική». Σώπασε και τον κοίταξε με
δυσπιστία. «Τι ακριβώς έχεις κατά νου;»
«Ω, δεν ξέρω. Τα συνηθισμένα... Τρυφερές ματιές, γλυκά χαμόγελα...
ένα φιλί...»
Ταράχτηκε. Αυτό το τελευταίο ξεπερνούσε τα όρια. «Δεν πρόκει-
ται να σε φιλήσω, κύριε ταγματάρχη!»
Μετά είδε τη γνώριμη πια λάμψη στα μάτια του και κατάλαβε πως
την πείραζε πάλι. Έξαλλη μαζί του και πιο πολύ με τον εαυτό της, τον
αγριοκοίταξε.
Ο Φάλκονμπριτζ φαινόταν έτοιμος να πνιγεί. Η Σαμπρίνα πανικο-
βλήθηκε, αλλά μετά διαπίστωσε πως ο ταγματάρχης απλώς συγκρα-
τούσε τα γέλια του. Σε απάντηση, του εκσφενδόνισε τη διπλωμένη
κουβέρτα ταξιδιού που είχε δίπλα της.
***
Δε συνάντησαν άλλη γαλλική περίπολο εκείνη τη μέρα, γεγονός για το
οποίο η Σαμπρίνα ήταν βαθιά ευγνώμων. Όμως ο δρόμος γινόταν όλο
και πιο ανώμαλος. Η λάσπη του χειμώνα είχε από καιρό ξεραθεί αφή-
νοντας βαθιές λακκούβες και, μολονότι ο Λουίς έκανε ό,τι μπορούσε για
να τις αποφύγει, η άμαξα ταρακουνιόταν και χοροπηδούσε. Το όχημά
τους είχε καλές σούστες αλλά η Σαμπρίνα ήξερε πως θα ένιωθε με-
γάλη ανακούφιση όταν το βράδυ θα έφταναν στον προορισμό τους.
Απ’ ό,τι φάνηκε οι σκέψεις του συνταξιδιώτη της ήταν παρόμοιες. «Δεν
αργούμε πολύ», της είπε.
«Χαίρομαι που το ακούω. Είναι ένας απ’ τους χειρότερους δρόμους
που έχω ταξιδέψει εδώ και καιρό».
«Κάποια μέρα θα στρώσουν ένα καλό, μόνιμο οδόστρωμα», της απο-
κρίθηκε. «Υποψιάζομαι πως οι τελευταίοι που το έκαναν ήταν οι Ρωμαί-
οι».
Η Σαμπρίνα χαμογέλασε. «Και μάλλον δεν έχει κανείς ασχοληθεί έκτοτε
μ’ αυτόν το δρόμο».
«Ίσως δεν ασχολήθηκαν ούτε τότε».
Πριν προλάβει να του απαντήσει, η άμαξα τραντάχτηκε πάλι. Η Σα-
μπρίνα έπεσε στο πλάι πριν προλάβει να κρατηθεί κι έβγαλε μια μι-
κρή κραυγή καθώς το κεφάλι της χτύπησε στην άμαξα. Η μαλακή τα-
πετσαρία έκανε ηπιότερο το χτύπημα, αλλά η πρόσκρουση την πόνεσε
παρ’ όλα αυτά.
Το επόμενο πράγμα που συνειδητοποίησε ήταν πως η άμαξα έγερνε
σε μια αφύσικη γωνία. Απέξω ακούστηκαν φωνές και βρισιές στα ισπα-
νικά. Ένα δυνατό μπράτσο την ανασήκωσε στο κάθισμά της και η Σα-
μπρίνα βρέθηκε κολλημένη πάνω στον ταγματάρχη. Το μάγουλό της
χάιδεψε το σακάκι του. Το ύφασμα είχε ένα αδιόρατα πικάντικο άρω-
μα... κέδρου ή σανταλόξυλου. Μέσα απ’ αυτό αναδυόταν η μυρωδιά
του άντρα, αισθησιακή και επίμονη.
«Είσαι εντάξει, Σαμπρίνα;»
«Ναι. Έτσι νομίζω».
Το έντονο βλέμμα του επανέφερε το γνωστό κοκκίνισμα στο πρό-
σωπό της. Εκείνος ήταν τόσο κοντά της, που αν έσκυβε το κεφάλι του
τα χείλη τους θα αγγίζονταν. Σχεδόν αμέσως η Σαμπρίνα θυμήθηκε
την προηγούμενη κουβέντα και τα πειράγματά του και ένιωσε ντρο-
πιασμένη. Τότε η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ο Ραμόν.
«Χτυπήσατε, δόνα Σαμπρίνα; Σενιόρ;»
Όταν του απάντησαν και οι δύο αρνητικά, ο Ραμόν φάνηκε να ανακου-
φίζεται. Ο Φάλκονμπριτζ ίσιωσε την πλάτη του. «Τι στο διάβολο συνέ-
βη;»
«Μια βαθιά λακκούβα, σενιόρ».
«Διάβολε!»
Η Σαμπρίνα τον είδε να κατεβαίνει από την άμαξα. Μετά γύρισε και
της άπλωσε το χέρι του για να βγει κι εκείνη. Η Σαμπρίνα μετακινήθηκε
κοντά στην πόρτα κι ένιωσε το δυνατό μπράτσο του να την αρπάζει και
να την κατεβάζει στο έδαφος με ελάχιστη προσπάθεια.
Ο Ρόμπερτ συνέχισε να την κρατάει από τη μέση ενώ παρατηρούσε
τη ζημιά που είχε πάθει η άμαξα. Η πίσω ρόδα είχε βυθιστεί βαθιά
στο έδαφος. Πίσω τους η πιο ελαφριά άμαξα είχε σταματήσει και η
Χασίντα έμεινε να κρατάει τα άλογα, ενώ οι άντρες του Φάλκον-
μπριτζ ήρθαν γρήγορα να βοηθήσουν.
«Τραυματίστηκε κανείς, κύριε;» ρώτησε ο Μπλέικλοκ.
«Ευτυχώς όχι», αποκρίθηκε ο Φάλκονμπριτζ. «Μόνο που δε χρειαζό-
μαστε μια τέτοια καθυστέρηση».
«Η επόμενη πόλη δεν απέχει πολύ, κύριε».
«Πάλι καλά. Θα μας πάρει λίγη ώρα να σηκώσουμε την άμαξα». Κοί-
ταξε γύρω του. «Λουίς, εσύ ανάλαβε τα άλογα. Ραμόν, έλα εδώ να μας
βοηθήσεις».
«Σι, σενιόρ».
Ο Φάλκονμπριτζ έβγαλε το σακάκι του και το έδωσε στη Σαμπρίνα
χαμογελώντας ειρωνικά. «Μου κάνετε τη χάρη, κυρία;»
«Φυσικά».
Καθώς εκείνη έπαιρνε το ρούχο, το χέρι του χάιδεψε το δικό της. Η
απλή αυτή επαφή την έκανε να ριγήσει κι εκείνη προσπάθησε να τρα-
βήξει το βλέμμα της από τη λυγερή κορμοστασιά που τόσο γοητευτι-
κά αναδείκνυαν το λευκό πουκάμισο και το εφαρμοστό παντελόνι.
Αγνοώντας την αναστάτωση που προκαλούσε, ο Φάλκονμπριτζ ανέ-
βασε τα μανίκια του και γύρισε στους υπόλοιπους.
«Λοιπόν, παιδιά, ας σηκώσουμε την άμαξα».
Η Σαμπρίνα τους παρακολουθούσε νιώθοντας κάπως άχρηστη, ξέρο-
ντας όμως ότι στην προκειμένη περίπτωση δε μπορούσε να τους βοη-
θήσει με κάποιο τρόπο. Αυτό το πρόβλημα χρειαζόταν μόνο μυϊκή
δύναμη για να λυθεί και ο Φάλκονμπριτζ δεν είχε διστάσει ούτε στιγμή
να καταπιαστεί με τη δουλειά.
Ίσως αυτός ήταν ο λόγος που οι άντρες του τον σέβονταν τόσο πολύ.
Στην πρώτη τους συνάντηση, η αποστολή του ήταν να παραδώσει τρό-
φιμα προς όφελός τους. Τότε η Σαμπρίνα είχε θυμώσει μαζί του, τώρα
όμως που έβλεπε την κατάσταση πιο αντικειμενικά καταλάβαινε πως ο
ταγματάρχης δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Ήταν πολύ φυσικό
να δώσει προτεραιότητα στη σίτιση των πεινασμένων στρατιωτών.
Η απόφασή του είχε δυσκολέψει τη δική της αποστολή, αλλά δεν την
έθετε σε κίνδυνο και ο ταγματάρχης το ήξερε αυτό. Τότε τον είχε θε-
ωρήσει σκληρό, τώρα όμως αναθεωρούσε την άποψή της. Θα της άρε-
σε να μάθει περισσότερα για τη στρατιωτική καριέρα του. Ήταν μια
πλευρά του για την οποία γνώριζε ελάχιστα.
Το ενδιαφέρον της για τον Φάλκονμπριτζ μεγάλωσε.
***
Τελικά χρειάστηκαν οι συντονισμένες προσπάθειες όλων των α-
ντρών και των καταϊδρωμένων αλόγων μαζί για να ελευθερωθεί η ά-
μαξα. Αν ο δρόμος ήταν βρεγμένος και λασπερός, ίσως να μην τα είχαν
καταφέρει.
Είχαν γίνει όλοι μούσκεμα στον ιδρώτα τη στιγμή που τελείωσαν.
Αλλά η ανακούφισή τους δεν κράτησε πολύ. Μόλις ο Ραμόν παρατή-
ρησε την ισιωμένη πλέον άμαξα, κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε.
«Το ατύχημα κατέστρεψε τον άξονα, σενιόρ», παρατήρησε.
«Πολύ άσχημα;» ρώτησε ο Φάλκονμπριτζ.
«Δείτε μόνος σας».
Του έδειξε το ράγισμα κι ο ταγματάρχης συνοφρυώθηκε.
«Θα καταφέρουμε να φτάσουμε ως την πόλη, αλλά όχι μακρύτερα», εί-
πε.
«Τουλάχιστον το τελευταίο κομμάτι του δρόμου φαίνεται κάπως κα-
λύτερο», σχολίασε ο Ραμόν.
«Συγκριτικά με το προηγούμενο βέβαια».
Ο Φάλκονμπριτζ συμφώνησε. «Μόλις φτάσουμε στην πόλη θα
ψάξουμε να βρούμε έναν αμαξοποιό».
Η Σαμπρίνα τον άκουσε και χαμογέλασε άκεφα. Η ιστορία επαναλαμ-
βανόταν.
***
Προχωρούσαν αργά, έφτασαν όμως στην πόλη χωρίς άλλα προβλή-
ματα. Και ενώ ο Φάλκονμπριτζ έδινε οδηγίες για τις απαραίτητες επι-
σκευές, η Σαμπρίνα πήγε στο πανδοχείο κι έκλεισε δωμάτια κι ένα
μπάνιο. Η Χασίντα έβγαλε καθαρά ρούχα από το μπαούλο της κι ύστε-
ρα έφυγε για να βουρτσίσει το σκονισμένο φόρεμα του ταξιδιού.
Η Σαμπρίνα πέταξε τα ιδρωμένα ρούχα της στο πάτωμα και γλίστρη-
σε μέσα στην μπανιέρα μ’ ένα στεναγμό ευχαρίστησης. Είχε μέρες να
απολαύσει την πολυτέλεια ενός κανονικού μπάνιου. Ήταν καλή η
σκληραγώγηση, αλλά μέχρι ενός ορισμένου σημείου. Με τα χρόνια
είχε γίνει ανθεκτική, αλλά δεν έπαυε να απολαμβάνει πάντα κάποιες μι-
κρές πολυτέλειες.
Τον τελευταίο καιρό, αυτές γίνονταν όλο και σπανιότερες. Ήταν
μεγάλη αγαλλίαση να σαπουνίζεται και να ξεπλένει όλο τον ιδρώτα και
τη σκόνη του ταξιδιού. Επίσης, ήταν μεγάλη χαρά να φορά όμορφα
φορέματα πιο συχνά, ή τουλάχιστον να έχει ένα λόγο για να τα φορά.
Τώρα ήξερε ότι ο λόγος αυτός δεν ήταν μόνο οι περιορισμένες συνθή-
κες. Όμως θα χρειαζόταν κάτι περισσότερο από ένα όμορφο φόρεμα για
να προκαλέσει το ενδιαφέρον του Ρόμπερτ Φάλκονμπριτζ.
Μερικές φορές της φαινόταν πως δεν τον ενοχλούσε η συντροφιά
της, μία ή δύο φορές μάλιστα είχε δείξει να τη θεωρεί ευχάριστη. Αλ-
λά, τίποτα περισσότερο απ’ αυτό. Μπορεί να ήταν υποχρεωμένοι να
συναναστραφούν ο ένας τον άλλον για όσο διάστημα διαρκούσε η α-
ποστολή, το ενδιαφέρον του όμως γι’ αυτή δεν προχωρούσε παραπέρα.
Ούτε κι εκείνη θα ήθελε κάτι τέτοιο, φυσικά. Όποιος είχε καεί στο χυ-
λό... Και ο Φάλκονμπριτζ είχε γνωρίσει επίσης την απογοήτευση. Αλλά
και την ταπείνωση, όταν είδε τη γυναίκα που αγαπούσε να παντρεύεται
τον αδερφό του.
Μια πόρτα άνοιξε και η Σαμπρίνα ανασήκωσε το κεφάλι της συμπε-
ραίνοντας πως η Χασίντα είχε επιστρέψει. Η εξώπορτα όμως παρέμενε
κλειστή, κι έτσι γύρισε ενστικτωδώς το βλέμμα της στην πόρτα του
συνεχόμενου δωματίου. Ο Φάλκονμπριτζ στεκόταν εκεί.
Τα μάγουλά της φλογίστηκαν και σταύρωσε αυθόρμητα τα χέρια πά-
νω από τα στήθη της, ενώ η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Οι πανι-
κόβλητες σκέψεις της έτρεχαν ανεξέλεγκτες προς διάφορες κατευθύν-
σεις, οι επιπτώσεις των οποίων προκάλεσαν μέσα της μια αφόρητη έξα-
ψη που καμία σχέση δεν είχε με τη θερμοκρασία του νερού.
«Τι θέλεις εδώ; Πώς μπαίνεις έτσι;»
Για πρώτη φορά ο ταγματάρχης φάνηκε να τα χάνει. «Ε... ζητώ
συγνώμη. Δεν ήθελα να σε τρομάξω. Δεν ήξερα πως έκανες μπάνιο».
«Όμως αυτό ακριβώς κάνω».
«Ναι». Ήταν τόσο σαστισμένος που έδειχνε να έχει χάσει τη μιλιά
του. Την ίδια στιγμή παρέμενε καρφωμένος στη θέση του.
«Λοιπόν; Ήθελες να μου πεις κάτι;»
Ο Φάλκονμπριτζ ξερόβηξε. «Μόνο να σε ενημερώσω ότι οι επι-
σκευές της άμαξας προχωρούν κανονικά».
«Χαίρομαι που το ακούω».
«Με λίγη τύχη θα μπορέσουμε να ξεκινήσουμε αύριο το πρωί, αν
και λίγο πιο αργά απ’ ό,τι συνήθως».
Η Σαμπρίνα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της, αμήχανη κάτω από το
σταθερό τώρα βλέμμα του. Ήταν προσηλωμένο πάνω της και την α-
ποτιμούσε, παρατηρώντας τη. Δεν είχε τη συνηθισμένη ψυχρότητά
του, ενώ μια φλόγα τρεμόπαιζε στα γκρίζα βάθη του. Η καρδιά της
χτύπησε ακόμα πιο δυνατά. Έπρεπε να βάλει τέλος σ’ αυτή τη συζήτηση.
«Ευχαριστώ για την ενημέρωση», είπε κοφτά.
Εκείνος ωστόσο δεν έκανε καμία κίνηση να φύγει. Μαζί με την αγανά-
κτηση ξύπνησε και το γνωστό δαιμόνιο μέσα της.
«Άρα δεν υπήρξε κανένα πρόβλημα», πρόσθεσε.
Ο ταγματάρχης φάνηκε να συνέρχεται. «Κανένα απολύτως. Γιατί νό-
μισες πως θα υπήρχε πρόβλημα;»
«Σκέφτηκα μήπως είχε προλάβει κανένας άλλος να ζητήσει τις υπηρε-
σίες του αμαξοποιού».
«Ποιος;»
«Κάποιος αξιωματικός του στρατού, ίσως».
Το χαμόγελό του άγγιξε τα γκρίζα μάτια του. «Μάλλον μου άξιζε αυ-
τό».
«Μάλλον».
«Σ’ αυτό το σημείο, κυρία μου, καλύτερα να σας αφήσω να αποτε-
λειώσετε το μπάνιο σας με ησυχία».
«Θα ήμουν ευγνώμων, κύριε».
Το γλυκό χαμόγελό της δεν τον ξεγέλασε ούτε στιγμή. Επίσης, ήταν
απερίσκεπτα προκλητικό. Για μια στιγμή ο Φάλκονμπριτζ επέτρεψε
στη φαντασία του να επεκτείνει αυτή την πρόκληση, τελικά όμως ο
αυτοέλεγχός του επανήλθε. Αναστέναξε και, με μια τελευταία ματιά πά-
νω από τον ώμο του, γύρισε και έφυγε.
Μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω του, η Σαμπρίνα έγειρε στην μπανιέρα και
αναστέναξε με ανακούφιση. Ήξερε πως ο ταγματάρχης δεν ήταν απρε-
πής, αλλά η παρουσία του είχε ξυπνήσει μέσα στην ίδια κάποια απρε-
πή αισθήματα. Αισθήματα που δεν είχε την πολυτέλεια να επιτρέψει
στον εαυτό της.
Ποτέ ως τώρα δεν είχε γνωρίσει έναν άντρα σαν αυτόν. Ήταν αρκετά
δύσκολο να συμμετέχει σε μια αποστολή μ’ έναν άγνωστο άντρα· όταν
όμως αυτός ο άντρας ήταν ο Ρόμπερτ Φάλκονμπριτζ, το ζήτημα έπαιρνε
εντελώς άλλη διάσταση.
Ακούστηκε πάλι μια πόρτα που άνοιγε, αλλά αυτή τη φορά εμφανί-
στηκε η Χασίντα. Το νερό στην μπανιέρα είχε αρχίσει να κρυώνει και η
Σαμπρίνα βγήκε και τυλίχτηκε με μια πετσέτα που της έδωσε η καμα-
ριέρα της. Εκείνη δεν έδειξε να προσέχει το προβληματισμένο ύφος
της κυράς της και καταπιάστηκε με το κρέμασμα του φορέματος του
ταξιδιού.
Η Σαμπρίνα χάρηκε που η Χασίντα δεν είχε προλάβει τον Φάλκον-
μπριτζ μέσα στο δωμάτιό της. Το πιθανότερο θα ήταν να τον πυροβο-
λήσει η ίδια η καμαριέρα της.
***
Ο άντρας των σκέψεων της είχε παραγγείλει ένα μπάνιο για τον εαυ-
τό του και, μη χάνοντας καιρό, γδύθηκε και βυθίστηκε στο νερό. Τρί-
φτηκε ζωηρά, αναλογιζόμενος το περιστατικό που μόλις είχε συμβεί.
Φυσικά, δεν είχε ιδέα τι θα αντίκριζε ανοίγοντας την πόρτα του δω-
ματίου της Σαμπρίνα. Ήξερε πως έπρεπε να κάνει μεταβολή και να
φύγει αμέσως, αλλά τα έχασε αντικρίζοντάς τη. Η συμπεριφορά του
ήταν απαράδεκτη, παρ’ όλα αυτά δεν μπορούσε να μετανιώσει. Η εικό-
να της θα έμενε χαραγμένη στο νου του για πολύ καιρό.
Είχε διαπιστώσει ήδη πως η μορφή της δεν έσβηνε εύκολα από τη
φαντασία του, πόσο μάλλον τώρα που την είχε δει γυμνή. Μια ματιά
στους γυμνούς ώμους της και τα στήθη που πρόβαλλαν στητά κάτω
από τη σαπουνάδα έκανε όλες τις καλές προθέσεις του να γίνουν κα-
πνός. Τον ενοχλούσε αυτή η διαπίστωση, όπως και η ένταση του πό-
θου του. Ήθελε τη Σαμπρίνα με όλο το είναι του. Ήθελε να τη σηκώσει
από την μπανιέρα και να την πάει στο κρεβάτι για να την κάνει δική
του.
Για άλλη μια φορά, χρειάστηκε να χαλιναγωγήσει τη φαντασία
του. Είχαν μπροστά τους ένα δύσκολο έργο και η παραμικρή έλλειψη
συγκέντρωσης μπορεί να τους κόστιζε ακριβά. Το τελευταίο πράγμα
που επιθυμούσε ήταν να δει τη Σαμπρίνα να οδηγείται μπροστά σ’
ένα εκτελεστικό απόσπασμα ή στην αγχόνη. Ήταν υπεύθυνος γι’ αυτή
και είχε υποσχεθεί στον Άλμπερμαρλ πως θα την προστάτευε. Και θα
τηρούσε την υπόσχεσή του, όσο δύσκολο κι αν ήταν αυτό.
Μετά την ιστορία με την Κλαρίσα, είχε πιστέψει πως ήταν απρό-
σβλητος στη γυναικεία γοητεία. Τώρα ανακάλυπτε με έκπληξη πως έ-
κανε λάθος. Μόνο ένας ανόητος θα επέτρεπε στον εαυτό του να ερω-
τευτεί ξανά, ιδίως μια άγνωστη γυναίκα.
***
Το επόμενο πρωί η Σαμπρίνα σηκώθηκε νωρίς, με την αίσθηση ότι
χρειαζόταν χρόνο και χώρο για τον εαυτό της. Μετά απ’ όσα είχαν
συμβεί την προηγούμενη μέρα, δεν ήθελε να βρεθεί κλεισμένη στην
άμαξα μαζί με τον Φάλκονμπριτζ πριν ξεκαθαρίσει τις σκέψεις της.
Σκέφτηκε πως το να ζωγραφίσει θα τη βοηθούσε, κι έτσι πήρε ένα
τετράδιο ιχνογραφίας και πληροφόρησε τη Χασίντα για την πρόθεσή
της να επισκεφτεί το προσκυνητάρι της περιοχής. Μετά από μερικά λε-
πτά, οι δυο κοπέλες έφυγαν για εκεί.
***
Λίγο αργότερα ο Φάλκονμπριτζ κατέβηκε στην τραπεζαρία του παν-
δοχείου. Όταν δεν είδε εκεί τη Σαμπρίνα, υπέθεσε πως θα βρισκόταν
ακόμα στο δωμάτιό της. Είχε στείλει πριν από ένα τέταρτο τον Λουίς
στη μάντρα του αμαξοποιού για να ελέγξει την πορεία των επισκευών.
Τώρα ο Φάλκονμπριτζ άκουσε τα βήματά του και στράφηκε από το πα-
ράθυρο όπου στεκόταν.
«Λοιπόν; Πώς πηγαίνουν τα πράγματα; Θέλω να φύγουμε πριν το με-
σημέρι», είπε.
«Λυπάμαι, αλλά αυτό ίσως να μην είναι δυνατό», απάντησε ο Λουίς.
«Για ποιο λόγο;»
«Ο αμαξοποιός δεν ήταν εκεί. Τον κάλεσαν σ’ ένα γειτονικό χωριό,
οχτώ χιλιόμετρα από δω, για μια επισκευή. Η γυναίκα του είπε πως θα
επιστρέψει σήμερα το απόγευμα».
Ο Φάλκονμπριτζ έγινε έξω φρενών. «Αυτός ο απατεώνας υποσχέθηκε
πως θα είχε φτιάξει τη ρόδα μας ως αύριο το μεσημέρι. Δεν πρέπει να
αργήσουμε περισσότερο».
«Δε γίνεται αλλιώς».
«Αυτό θα το δούμε. Όλο και κάποιο βοηθό θα έχει αφήσει πίσω του
για να τελειώσει τη δουλειά».
«Υποθέτω πως είναι πιθανό».
«Πήγαινε να μάθεις». Ο Λουίς γύρισε να φύγει, αλλά ο ταγματάρ-
χης τον σταμάτησε. «Όχι περίμενε. Θα έρθω κι εγώ. Μαζί θα είμαστε
πιο πειστικοί».
Φτάνοντας στην πόρτα του πανδοχείου, συνειδητοποίησε ότι η Σα-
μπρίνα δεν είχε κατέβει ακόμα. Άφησε ένα μήνυμα για κείνη κι έφυγε
μαζί με τον Λουίς.
Το αποτέλεσμα της επίσκεψής τους στον αμαξοποιό δε βοήθησε να
βελτιωθεί η διάθεσή του. Μίλησαν στη γυναίκα του και έμαθαν πως
υπήρχε μόνο ένας μαθητευόμενος, ο γιος του, ο οποίος είχε πάει μαζί
με τον πατέρα του. Η γυναίκα διαβεβαίωσε τον Φάλκονμπριτζ ότι θα
επέστρεφαν πριν το μεσημέρι, εκείνος όμως δεν είχε καμία προσδοκία
ότι θα έβλεπε τον τεχνίτη πριν βραδιάσει. Η αγανάκτηση και ο εκνευ-
ρισμός του μεγάλωσαν.
***
Έτσι δεν ένιωσε καθόλου καλύτερα όταν επέστρεψε και είδε πως η
Σαμπρίνα ήταν ακόμα άφαντη. Έψαξε σε όλα τα δωμάτια κι ύστερα έ-
στειλε να φωνάξουν τον ξενοδόχο.
«Η κοντέσα έχει βγει, σενιόρ».
«Πού πήγε;»
«Δεν ξέρω, σενιόρ. Δε μου είπε τίποτα».
«Πήρε την καμαριέρα μαζί της;»
«Την πήρε, σενιόρ».
Ο ξενοδόχος είδε τον ταγματάρχη να αναστατώνεται κι έσπευσε να
βοηθήσει. «Θα στείλω αμέσως ένα παιδί να τις αναζητήσει. Το χωριό
δεν είναι μεγάλο. Είμαι σίγουρος ότι θα τις βρούμε γρήγορα». Ο Φάλ-
κονμπριτζ κατάπιε μια βλαστήμια. «Δεν πειράζει. Θα ψάξω μόνος μου
για την κοντέσα. Αν στο μεταξύ επιστρέψει, πες της να με περιμένει ε-
δώ».
«Φυσικά, σενιόρ».
Εκνευρισμένος, ο Φάλκονμπριτζ βγήκε πάλι στο δρόμο, κοιτώντας
δεξιά και αριστερά με την ελπίδα ότι η Σαμπρίνα δεν είχε πάει μακριά.
Άλλωστε, όπως είχε πει και ο πανδοχέας, το χωριό δεν ήταν μεγάλο.
Στο τέρμα του δρόμου υπήρχε μια μικρή πλατεία όπου οι ντόπιες
γυναίκες έπαιρναν νερό από μια αντλία. Η Σαμπρίνα και η καμαριέρα
της δε φαίνονταν πουθενά. Μια γρήγορη ματιά στα γύρω μικρά μαγαζιά
δεν έφερε επίσης κανένα αποτέλεσμα.
Τότε ο ταγματάρχης είδε τη Χασίντα να βγαίνει από ένα κτίριο στην
απέναντι πλευρά του δρόμου. Πήγε γρήγορα κοντά της.
«Τι γυρεύεις εδώ; Πού είναι η κυρά σου;»
«Ήρθα να αγοράσω φρούτα, σενιόρ». Δεν έδειξε να προσέχει την
οργισμένη έκφρασή του. «Η δόνα Σαμπρίνα ήθελε να πάρει λίγο αέρα
και να ζωγραφίσει».
«Μπα; Και την άφησες να πάει μόνη της;»
«Η δόνα Σαμπρίνα πηγαίνει όπου θέλει».
Ο Ρόμπερτ έσφιξε τα δόντια του. «Όχι σ’ αυτό το ταξίδι. Πού είναι τώ-
ρα;»
Η Χασίντα έδειξε πέρα από την πλατεία. «Στο προσκυνητάρι του Σαν
Ιγνάθιο. Δεν είναι μακριά».
«Δεν είχε καμία δουλειά να φύγει από το πανδοχείο, το ίδιο κι εσύ. Να
επιστρέψεις αμέσως εκεί».
Ο τόνος του ήταν αυστηρός και τα μαύρα μάτια της Χασίντα ά-
στραψαν για μια στιγμή. «Όπως επιθυμείτε, σενιόρ».
Ο Φάλκονμπριτζ την παρακολούθησε να απομακρύνεται κι ύστερα
τράβηξε προς την κατεύθυνση που του είχε υποδείξει. Σχεδόν δεν έ-
βλεπε τους ανθρώπους με τους οποίους διασταυρωνόταν, αφού η σκέ-
ψη του είχε συγκεντρωθεί στη Σαμπρίνα και στα όσα θα της έλεγε μόλις
την έβλεπε.
Η Χασίντα είχε πει την αλήθεια. Το προσκυνητάρι ήταν αρκετά κοντά.
Δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα μικρό πέτρινο εικονοστάσι μ’ ένα
εικόνισμα του αγίου και μερικά φρέσκα λουλούδια. Όμως η Σαμπρίνα
δεν ήταν εκεί. Ο Φάλκονμπριτζ έβρισε σιγανά και κοίταξε γύρω του.
Τότε, επιτέλους, την είδε καθισμένη στη σκιά ενός δέντρου, λίγα μέ-
τρα πιο μακριά. Η προσοχή της ήταν προσηλωμένη στο τετράδιο που
ακουμπούσε στα γόνατά της, κι έτσι δεν πρόσεξε την παρουσία του
ώσπου η σκιά του έπεσε πάνω στο χαρτί.
Εκείνος αντιλήφθηκε την ταραχή της καθώς ύψωνε το βλέμμα της να
δει ποιος ήταν. Και αμέσως μετά την είδε να χαλαρώνει ξανά, μόλις τον
αναγνώρισε.
«Καλημέρα. Πολύ όμορφη μέρα», του είπε και μετά παρατήρησε την
έκφρασή του. «Συμβαίνει τίποτα;» τον ρώτησε.
«Α, ναι. Κάτι συμβαίνει. Τι στην οργή νομίζεις ότι κάνεις;»
«Συγνώμη;»
«Με άκουσες. Τι κάνεις εδώ;»
Ο τόνος της φωνής του έκανε τα μάτια της να ανοίξουν λίγο
περισσότερο με έκπληξη.
«Ζωγραφίζω».
«Πώς είναι δυνατόν να κάθεσαι εδώ μόνη σου, χωρίς ούτε τη συνοδεία
της καμαριέρας σου;»
«Η Χασίντα πήγε να αγοράσει φρούτα. Δεν είναι μακριά».
«Της είπα να επιστρέψει στο πανδοχείο. Θα με υποχρέωνες, αν έκανες
κι εσύ το ίδιο».
«Μα εγώ δε θέλω να γυρίσω ακόμα».
«Δε σου προσφέρω την επιλογή να μείνεις εδώ ή να επιστρέψεις. Σου
δίνω μόνο την επιλογή του τρόπου με τον οποίο θα επιστρέψεις».
«Δεν καταλαβαίνω».
«Είναι απλό. Είτε θα επιστρέψεις στο πανδοχείο περπατώντας είτε θα
σε κουβαλήσω εγώ».
Ο τόνος της φωνής του ήταν απολύτως ήρεμος, αλλά περιείχε μια
ξεκάθαρη νότα απειλής. Η Σαμπρίνα θα ήθελε όσο τίποτα να τον προ-
καλέσει, για κάποιο λόγο όμως δεν τόλμησε.
«Θα επιστρέψω περπατώντας».
«Συμφωνώ».
Μάζεψε τα πράγματά της και γύρισε να τον κοιτάξει. «Γιατί όμως θύ-
μωσες;»
«Επειδή είμαι υπεύθυνος για την ασφάλειά σου. Δεν καταλαβαίνεις
πόσο επικίνδυνο είναι να κυκλοφορείς μόνη σου; Αυτοί οι λόφοι είναι
πήχτρα στους ληστές, για να μη μιλήσω για τη γαλλική περίπολο».
Για πρώτη φορά η Σαμπρίνα ένιωσε κάποιες τύψεις. «Δε σκέφτηκα
πως θα υπήρχε κίνδυνος τόσο κοντά στο χωριό».
«Τώρα ο κίνδυνος υπάρχει παντού και καλά θα κάνεις να το θυμά-
σαι». Πήρε σταθερά το μπράτσο της και την οδήγησε πίσω στο δρόμο.
«Αρκετά προβλήματα μας περιμένουν για να προσθέτεις κι άλλα χωρίς
λόγο».
Η Σαμπρίνα δαγκώθηκε. «Λυπάμαι. Δεν ήθελα να σε ανησυχήσω».
Ο τόνος και το ύφος της μαρτυρούσαν μεταμέλεια και ο θυμός του
άρχισε να υποχωρεί. Ένιωσε λίγο ένοχος και άφησε το μπράτσο της,
αναστενάζοντας.
«Είμαι βάρβαρος, έτσι δεν είναι;»
«Πόσο ειλικρινά θέλεις να σου απαντήσω;»
Στα χείλη του φάνηκε ένα μικρό χαμόγελο. «Διαβολοκόριτσο. Σου α-
ξίζει να σε μεταφέρω σηκωτή πίσω στο πανδοχείο».
«Θα το έκανες, πραγματικά. Έτσι δεν είναι;»
«Ναι. Και θα το απολάμβανα κιόλας».
«Υπόσχομαι να μην το ξανακάνω. Εννοώ, να μην ξαναφύγω χωρίς να σ’
ενημερώσω».
«Το καλό που σου θέλω».
Προχώρησαν για λίγο σιωπηλοί. Τότε, στο μυαλό της σχηματίστηκε
μια άλλη σκέψη.
«Μήπως με έψαχνες για να μου πεις ότι η άμαξα επισκευάστηκε;»
«Όχι. Σε έψαχνα για να σου πω το αντίθετο».
Της εξήγησε τι είχε συμβεί νωρίτερα στη μάντρα του αμαξοποιού κι
η Σαμπρίνα κατάλαβε γιατί εκείνος είχε αγανακτήσει.
«Κι αφού πληροφορήθηκες πως το ταξίδι μας πρέπει να καθυστερή-
σει, διαπίστωσες κι από πάνω ότι εγώ είχα την απερισκεψία να περι-
πλανηθώ στο χωριό». Άγγιξε το μανίκι του. «Θα με συγχωρήσεις;»
Την κοίταξε έκπληκτος και είδε τη μεταμέλεια να αποτυπώνεται στο
πρόσωπό της. Ο Φάλκονμπριτζ ντράπηκε για την άσχημη συμπεριφορά
του.
«Στην πραγματικότητα, δεν έπρεπε να ξεσπάσω πάνω σου», της είπε.
«Είχες κάθε λόγο να θυμώσεις».
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Όχι όμως μαζί σου.
Αλλά ανησύχησα που δε σ’ έβρισκα πουθενά».
«Δεν πρόκειται να ξανασυμβεί». Η Σαμπρίνα σώπασε για μια στιγμή.
«Και τώρα τι θα κάνουμε;» τον ρώτησε μετά.
«Θα περιμένουμε να επιστρέψει εκείνος ο θεομπαίχτης. Δεν μπορούμε
να κάνουμε τίποτε άλλο».
***
Ως εκ θαύματος ο αμαξοποιός επέστρεψε πράγματι λίγο μετά το με-
σημέρι και οι εργασίες για την επισκευή της άμαξας ξεκίνησαν αμέσως.
Ο Ραμόν και ο Λουίς έμειναν εκεί για να επιβλέπουν τη δουλειά. Προ-
χωρούσε προσεκτικά κι ήταν φανερό πως θα τελείωναν νωρίς το βράδυ.
Έτσι, θα είχαν μόνο τέσσερις ώρες καθυστέρηση.
Ο Φάλκονμπριτζ αναστέναξε. «Δε γίνεται αλλιώς. Θα χρησιμοποιή-
σουμε όσο χρόνο έχουμε και θα βρούμε κάπου να σταματήσουμε πάλι
πριν σκοτεινιάσει».
Ο Μπλέικλοκ έγνεψε καταφατικά. «Μάλιστα, κύριε».
«Ευτυχώς που στείλατε ανθρώπους να επιβλέπουν τη δουλειά, ταγ-
ματάρχη», είπε ο Γουίλις. «Ο μάστορας είχε σκοπό να σταματήσει για
μια σιέστα».
«Τι θα έκανε;»
«Ήθελε να κοιμηθεί για καμιά ώρα», επιβεβαίωσε ο Μπλέικλοκ. «Μόνο
που ο Ραμόν του είπε δυο κουβέντες και τον έπεισε να μην το κάνει.
Αυτό βέβαια δεν άρεσε καθόλου στον τύπο, τελικά όμως τα χρήματα εί-
ναι πολύ μεγάλο κίνητρο».
Ο Φάλκονμπριτζ τον αγριοκοίταξε. «Το ίδιο και η μπότα μου».
«Αυτό του είπε κι ο Ραμόν, κύριε».
***
Πλησίαζε τέσσερις όταν τελικά ξεκίνησαν και πάλι. Είχαν ακόμα μό-
νο τέσσερις ώρες φως και ο Φάλκονμπριτζ βιαζόταν να αναπληρώ-
σουν λίγο χαμένο έδαφος. Ευτυχώς ο δρόμος ήταν καλύτερος και μπό-
ρεσαν να προχωρήσουν με αρκετή ταχύτητα.
«Θα αποδειχτεί καταστροφική αυτή η καθυστέρηση;» ρώτησε η Σα-
μπρίνα.
«Ελπίζω όχι». Χαμογέλασε βλέποντας τη γεμάτη αγωνία έκφρασή
της. «Αρκεί να μην έχουμε άλλες καθυστερήσεις μέχρι να φτάσουμε
στον προορισμό μας».
«Χαίρομαι που το ακούω».
«Νομίζω πως θα πρέπει να είμαστε λίγο πιο τυχεροί από δω και
μπρος».
Η Σαμπρίνα συγκατένευσε καταλαβαίνοντας πως ο χρόνος τούς πίεζε.
Τα πρόσφατα γεγονότα είχαν διώξει και τα τελευταία ίχνη εφησυχα-
σμού. Πάρα πολλά εξαρτώνταν από αυτό το ταξίδι.
Σκέφτηκε τη δική της στάση νωρίτερα και ντράπηκε. Θα πρέπει να
είχε φανεί τελείως ανόητη και δικαίως ο Φάλκονμπριτζ είχε εξοργιστεί.
Χωρίς αμφιβολία, κι εκείνη στη θέση του θα είχε κάνει το ίδιο.
Αποφάσισε να μην του ξαναδώσει αφορμή. Θα προσπαθούσε με
κάθε τρόπο να γίνει η συνεργάτιδα που εκείνος είχε ανάγκη δίπλα του.
Για κάποιο λόγο είχε σημασία γι’ αυτή η καλή του γνώμη, κάτι που δεν
ίσχυε μερικές μέρες νωρίτερα. Όμως δεν ήξερε γιατί συνέβαινε αυτό.
Κεφάλαιο 5
Το ταξίδι τους κύλησε χωρίς άλλα απρόοπτα και, παρ’ όλο που άργη-
σαν μισή μέρα, τελικά έφτασαν στο σπίτι του δον Πέδρο ντε λα Τόρε
στα περίχωρα του Αρανχουέθ. Μόλις χίλια πεντακόσια μέτρα από το
βασιλικό ανάκτορο και περιτριγυρισμένο από τους δικούς του αχανείς
κήπους, ο επιβλητικός πέτρινος πύργος μαρτυρούσε τον πλούτο και
την εξουσία του ιδιοκτήτη του.
Κατά την άφιξή τους, υπηρέτες με λιβρέες έτρεξαν να ανοίξουν την
πόρτα της άμαξας και να κατεβάσουν τη μικρή σκάλα. Ο Φάλκον-
μπριτζ κατέβηκε πρώτος κι ύστερα άπλωσε το χέρι του στη Σαμπρίνα
μ’ ένα ενθαρρυντικό χαμόγελο που τη ζέστανε περισσότερο κι απ’ τη
λιακάδα. Προχώρησαν μαζί ως την ανοιχτή εξώπορτα και μπήκαν στη
μαρμάρινη αίθουσα υποδοχής όπου τους περίμεναν οι οικοδεσπότες
τους.
Ο δον Πέδρο ήταν ένας άντρας με ψηλή, στητή κορμοστασιά και
γκρίζα μαλλιά και γενειάδα, τα οποία του προσέδιδαν μια ξεχωριστή
όψη. Η Σαμπρίνα μάντεψε πως θα ήταν γύρω στα πενήντα. Η σύζυγός
του, η δόνα Έλενα, φαινόταν δέκα χρόνια νεότερη, μια όμορφη γυναίκα
με μαύρα μαλλιά και μάτια και κομψή σιλουέτα. Καλωσόρισαν τους
επισκέπτες τους με μεγάλη ευγένεια, τους οδήγησαν στον μπουφέ και
τους ρώτησαν για το ταξίδι τους.
«Συναντήσατε καμιά γαλλική περίπολο;» ρώτησε ο οικοδεσπότης.
«Μόνο μία», αποκρίθηκε ο Φάλκονμπριτζ.
Ο δον Πέδρο ανασήκωσε το φρύδι του. «Τότε, σταθήκατε τυχεροί».
«Αυτή ακριβώς ήταν και η δική μου σκέψη».
«Οι Γάλλοι είναι παντού. Είναι σχεδόν αδύνατον να ταξιδέψει κα-
νείς χωρίς να συναντήσει μια περίπολο ή έναν αποκλεισμό δρόμου».
«Ευτυχώς, δε συναντήσαμε δυσκολίες».
«Εύχομαι να συνεχίσετε έτσι», αποκρίθηκε ο δον Πέδρο. «Εκτός
από τους Γάλλους, υπάρχουν πολλοί ληστές οι οποίοι επωφελούνται
απ’ την κατάσταση για να επιτεθούν σε ταξιδιώτες. Χαίρομαι που δε συ-
ναντήσατε ούτε κάποιους από αυτούς».
«Κι εγώ το ίδιο». Ο Φάλκονμπριτζ χαμογέλασε. «Πάλι καλά που φτά-
σαμε».
«Πάλι καλά που ήρθατε. Είμαστε ευτυχείς που έχουμε εδώ εσάς και την
όμορφη σύζυγό σας».
Ο δον Πέδρο χαμογέλασε στη Σαμπρίνα κι εκείνη του ανταπέδωσε
το χαμόγελο, πιστή στο ρόλο της. Όμως η λέξη είχε ηχήσει παράξενα
στ’ αυτιά της και άφησε για μια στιγμή τον εαυτό της να φανταστεί
πώς θα ήταν να έχει τον Φάλκονμπριτζ σύζυγο. Ανακάλυψε σοκαρι-
σμένη πως η σκέψη δεν της ήταν και πολύ δυσάρεστη.
Ο δον Πέδρο κοίταξε με νόημα τον Φάλκονμπριτζ. «Αργότερα, αφού
ξεκουραστείτε, θα πρέπει να συζητήσουμε».
Τους παραχώρησαν ένα τεράστιο δωμάτιο με συνεχόμενο μπου-
ντουάρ και βεράντα με θέα στους κήπους. Για μερικά δευτερόλεπτα, η
Σαμπρίνα και ο ταγματάρχης στάθηκαν και παρατήρησαν το χώρο
σιωπηλοί.
Υπήρχε μόνο ένα κρεβάτι, αν και πελώριο. Ευτυχώς όμως το δωμάτιο
διέθετε και δύο καναπέδες. Στην ανάγκη, θα χρησιμοποιούσε τον ένα
για τον εαυτό της. Το θέατρο του γάμου δε θα προχωρούσε παραπέρα.
Δεν ήταν διατεθειμένη να μοιραστεί το κρεβάτι της με το συνεργάτη
της.
Ακόμα και η ιδέα την έκανε να ριγήσει σύγκορμη, αλλά όχι από φόβο.
Επανέφερε γρήγορα τις σκέψεις της σε τάξη, αλλά η ανάμνηση της
αγκαλιάς του Φάλκονμπριτζ μέσα στην άμαξα ήταν ακόμα ζωντανή
στο νου της. Πώς θα ήταν να ξαπλώσει μαζί του, στην αγκαλιά του,
στο κρεβάτι του; Η καρδιά της χτύπησε γρήγορα. Ήξερε από ένστικτο
πως θα ήταν ένας τρυφερός εραστής. Καμία σχέση με τον Ντέντον. Ο
Φάλκονμπριτζ μπορεί να είχε μια προβοκατόρικη αίσθηση του χιού-
μορ, αλλά δεν είχε εκμεταλλευτεί τη Σαμπρίνα. Δε θα έκανε καμία κίνη-
ση προς το μέρος της αν δε λάβαινε την αντίστοιχη πρόκληση. Αλ-
λά, αν εκείνη έκανε την ανοησία να τον προκαλέσει, τότε θα έχανε το
σεβασμό του κι αυτή η ιδέα δεν της άρεσε.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και πήγε ως τις μπαλκονόπορτες. Τις άνοιξε και
κοίταξε έξω μαγεμένη.
«Τι όμορφα που είναι!»
Ο κήπος ήταν διαμορφωμένος σε πολλά επίπεδα που συνδέονταν με-
ταξύ τους με κυκλικές σκάλες, ενώ μια σειρά από σιντριβάνια οδη-
γούσαν το βλέμμα προς έναν ψηλό τοίχο με εκρηκτικές ροζ, κόκκινες
και μοβ μπουκαμβίλιες. Κι από τις δύο πλευρές λουλουδιασμένα παρ-
τέρια πλαισίωναν τα μονοπάτια, ενώ πίσω απ’ αυτά οι αυστηρές
στήλες των κυπαρισσιών έδιναν τη θέση τους σε οπωροφόρα δέ-
ντρα και ολάνθιστους θάμνους.
«Εξαιρετική θέα», είπε ο Ρόμπερτ Φάλκονμπριτζ.
Στεκόταν πίσω της, τόσο κοντά που η Σαμπρίνα μύρισε το αμυδρό
άρωμα του σανταλόξυλου στα ρούχα του. Κοίταξε πάλι τη θέα, ελπίζο-
ντας να κρύψει την αναστάτωσή της.
«Μια πραγματικά ρομαντική εικόνα», σχολίασε κι εκείνη. «Το μόνο
που λείπει είναι το φεγγαρόφωτο».
Εκείνος χαμογέλασε. «Ίσως η φύση μάς κάνει αυτή τη χάρη όσο
βρισκόμαστε εδώ. Το φεγγάρι κοντεύει να γεμίσει».
«Το ελπίζω».
«Σου αρέσουν οι κήποι;»
«Πολύ. Δε σου αρέσουν εσένα;»
«Ναι, όταν είναι τόσο περιποιημένοι και δίνουν τη δυνατότητα για μια
φεγγαρόλουστη βόλτα», της απάντησε αινιγματικά.
Η Σαμπρίνα γύρισε να τον κοιτάξει, πιστεύοντας ότι την πείραζε πά-
λι. Όμως η έκφρασή του δεν έδειχνε κάτι τέτοιο. Αντίθετα, τα γκρίζα
μάτια του αναζήτησαν σοβαρά τα δικά της. Έπειτα, τα χέρια του ανέβη-
καν στους ώμους της.
«Στο εξής, μπαίνουμε στο πετσί των ρόλων μας. Είσαι έτοιμη, Σαμπρί-
να;»
«Όσο μπορώ να είμαι», του απάντησε εκείνη, προσπαθώντας να α-
γνοήσει τη ζεστασιά των χεριών του πάνω από τα ρούχα της.
«Κάθε λεπτό της διαμονής μας εδώ είμαστε ο κόντε και η κοντέσα
Ντε Ορδόνιεθ υ Κασάλ. Η Μαριάν και ο Αντόνιο. Μην το ξεχνάς».
«Δε θα το ξεχάσω».
«Έτσι μπράβο. Πέρα από αστεία, θα ήταν χρήσιμη κάποια επίδειξη
τρυφερότητας μεταξύ μας». Ακούγοντάς τον, η Σαμπρίνα σκέφτηκε πως
από τη δική της πλευρά δε θα ήταν επίδειξη. Δεν ήξερε πότε είχε συμ-
βεί η αλλαγή, κάτι μέσα της όμως είχε μεταβληθεί ριζικά. Τον κοί-
ταξε με μια προσποιητή ηρεμία.
«Πώς το είχες πει; Τρυφερές ματιές και γλυκά χαμόγελα;» Τα γκρίζα
μάτια του έλαμψαν. «Ελπίζω να τα καταφέρεις».
«Θα παίξω το ρόλο μου, ταγματάρχη».
«Είμαι σίγουρος γι’ αυτό».
Για μια στιγμή κοίταξαν ο ένας τον άλλο σιωπηλοί. Ο Φάλκον-
μπριτζ ήξερε πως η Σαμπρίνα εννοούσε ό,τι είπε, κι αυτό του κόστιζε.
Η στενή συνεργασία και η συντροφικότητα ήταν απαραίτητα στοιχεία
για την αποστολή τους, εκείνος όμως θα ήθελε κάτι περισσότερο από
την υποχρεωτική εκτέλεση των ρόλων τους. Δεν ήταν μόνο η ισχυρή
φυσική έλξη που ασκούσε εκείνη πάνω του. Αυτό μαζί με το πνεύμα
και την ευφυΐα της αποτελούσαν ένα μεθυστικό συνδυασμό.
Αλλά ήξερε πως τα συναισθήματα που η Σαμπρίνα ξυπνούσε μέσα του
ήταν απαγορευμένα, ανόητα και λανθασμένα. Διακυβεύονταν πάρα
πολλά και για τους δύο. Μ’ αυτές τις σκέψεις κατέβασε τα χέρια από
τους ώμους της.
«Σίγουρα θα θέλεις να ξεκουραστείς λίγο».
Εκείνη έγνεψε καταφατικά. «Θα μου άρεσε επίσης να ξεφορτωθώ τα
ρούχα του ταξιδιού».
«Τότε, εγώ θα αποσυρθώ στο μπουντουάρ και θα σου αφήσω το πεδίο
ελεύθερο».
Ένα χτύπημα στην πόρτα ανήγγειλε την άφιξη του Γουίλις και του
Μπλέικλοκ με τα μπαούλα Ήταν ένας καλοδεχούμενος περισπασμός.
Ενώ εκείνοι μετέφεραν τα πράγματα του Φάλκονμπριτζ στο μπου-
ντουάρ, η Χασίντα κανόνιζε να φέρουν ζεστό νερό και πετσέτες. Όταν
οι άλλοι υπηρέτες έφυγαν και η πόρτα του μπουντουάρ έκλεισε, η κα-
μαριέρα καταπιάστηκε με την επιλογή ρούχων για την κυρά της. Στο με-
ταξύ, κοίταζε γύρω της αποδοκιμαστικά.
«Μόνο ένα κρεβάτι», μουρμούρισε.
«Ναι», είπε η Σαμπρίνα.
«Η υπόληψή σας...»
«Δε διατρέχει κίνδυνο. Θα κοιμηθώ στον καναπέ».
«Και πάλι θα πρέπει να σας παντρευτεί μετά απ’ αυτό».
«Είναι εντελώς απίθανο».
«Θα αρνιόσαστε αν σας το ζητούσε;»
Η Σαμπρίνα πήρε μια βαθιά ανάσα. «Δεν πρόκειται να μου το ζη-
τήσει. Έχουμε απλώς μια συνεργασία, τίποτα περισσότερο».
«Όταν ένας άντρας κοιτάζει μια γυναίκα μ’ αυτό τον τρόπο, σκέφτεται
πολύ περισσότερα, πιστέψτε με».
«Αρκετά, Χασίντα». Η Σαμπρίνα μίλησε πιο έντονα απ’ όσο σκόπευε
και αμέσως ντράπηκε γι’ αυτό. «Λυπάμαι. Η ένταση με κάνει και μιλάω
έτσι. Μόλις φύγουμε από δω θα ξαναγίνω ο εαυτός μου».
Η καμαριέρα ανασήκωσε το φρύδι της. «Αλήθεια;»
«Φυσικά. Γιατί όχι;»
Θεωρώντας το σαν μια ρητορική ερώτηση, η Χασίντα δεν απάντησε. Η
Σαμπρίνα άρχισε να βγάζε το φόρεμά της. Όμως τα λόγια της καμαριέ-
ρας της τριγύριζαν στο μυαλό της.
Κι αν ο Ρόμπερτ Φάλκονμπριτζ της έκανε πρόταση γάμου;
Αποκλείεται, είπε στον εαυτό της. Δεν ωφελούσε να κάνει τέτοιες σκέ-
ψεις. Είχαν μια υποχρεωτική συνεργασία και δεν έπρεπε να το ξεχνάει
ούτε στιγμή. Δεν της είχε διδάξει τίποτα το παρελθόν; Την είχαν στείλει
σε αποστολή μ’ έναν όμορφο και χαρισματικό άντρα. Αν επέτρεπε στον
εαυτό της να τον ερωτευτεί, την περίμενε μόνο πόνος.
Έχοντας μείνει μονάχα με τα εσώρουχα, έπλυνε τα χέρια και το πρό-
σωπό της. Ήταν μια ανακούφιση να διώχνει από πάνω της τη σκόνη
του ταξιδιού. Ύστερα κάθισε, και η καμαριέρα βούρτσισε τα μαλλιά
της πριν τα στερεώσει στην κορυφή του κεφαλιού της για να πέ-
φτουν ελεύθερα ως τους ώμους της σαν ένας καταρράκτης από μπού-
κλες. Όταν τελείωσε κι αυτό, φόρεσε ένα χρυσαφί φόρεμα που είχε
βγάλει από το μπαούλο η Χασίντα. Ταίριαζε με τα χρώματά της και
αναδείκνυε την απόχρωση της επιδερμίδας της. Το χαμηλό ντεκολτέ
βάθαινε δελεαστικά, ενώ ένα χρυσό περιδέραιο με ασορτί σκουλαρίκια
ολοκλήρωσαν την εμφάνισή της. Η Σαμπρίνα κοίταξε τον εαυτό της
στον καθρέφτη και παρατήρησε σκεφτική το αποτέλεσμα.
Ο Φάλκονμπριτζ βγήκε λίγη ώρα αργότερα από το μπουντουάρ
ντυμένος με μπεζ παντελόνι, κολαριστό λευκό πουκάμισο και γκριζο-
πράσινο σακάκι, τόσο επιδέξια ραμμένο που φαινόταν να έχει πάρει
το σχήμα του κορμιού του.
Κοίταξε απέναντί του και άνοιξε το στόμα του να μιλήσει, όμως τα
λόγια έσβησαν στα χείλη του. Για μια στιγμή έμεινε να θαυμάζει τη
Σαμπρίνα άφωνος. Την έβρισκε πανέμορφη, λαμπερή. Το βλέμμα του
κατέβηκε στο χρυσαφί φόρεμά της και σε όσα αυτό έκρυβε.
Έχοντας επίγνωση του κρεβατιού λίγα μόλις μέτρα πιο πέρα, άφησε
τη φαντασία του ελεύθερη. Φανταζόταν ότι πλάγιασε στο κρεβάτι με τη
Σαμπρίνα, της έκανε παθιασμένο έρωτα και γεύτηκε σε αντάλλαγμα το
δικό της πάθος...
Επανέφερε απότομα τον εαυτό του στο παρόν και υποκλίθηκε με α-
βρότητα μπροστά της.
«Όποτε είσαι έτοιμη, αγαπητή μου, μπορούμε να κατεβούμε».
Εκείνη του χαμογέλασε. «Είμαι πανέτοιμη».
Της πρόσφερε το μπράτσο του κι ένιωσε την απαλή πίεση του χε-
ριού της πάνω του. Ήταν μια αίσθηση απολύτως φυσική, σαν να ανήκε
το χέρι της εκεί.
***
Το δείπνο εκείνης της βραδιάς ήταν ένα πλουσιοπάροχο τραπέζι με
δώδεκα καλεσμένους. Η συζήτηση κυλούσε αβίαστα γύρω από μια
ποικιλία θεμάτων. Η Σαμπρίνα έπαιξε το ρόλο της και κάθε τόσο κοι-
τούσε απέναντί της τον Φάλκονμπριτζ. Μια φορά το βλέμμα του συνά-
ντησε το δικό της και της χαμογέλασε, κατά τα άλλα όμως φαινόταν
αφοσιωμένος στα όσα του διηγιόταν ο διπλανός του.
Η Σαμπρίνα πρόσεξε πως δεν ήταν μόνο τα δικά της μάτια που
στρέφονταν επάνω του. Αρκετές από τις κυρίες έδειχναν να τον βρί-
σκουν γοητευτικό. Ο Φάλκονμπριτζ έπαιζε με άνεση το ρόλο του, υιο-
θετώντας τους αριστοκρατικούς τρόπους με απόλυτη φυσικότητα.
Κανείς δε θα μπορούσε να αναρωτηθεί για την ταυτότητά του. Με την
όμορφη, μελαχρινή του εμφάνιση, την αλαζονική στάση και τα άπται-
στα ισπανικά, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο Ισπανός τον οποίο υπο-
δυόταν.
«Θα μείνετε καιρό στο Αρανχουέθ, κοντέσα;»
Η Σαμπρίνα στράφηκε στο διπλανό της, έναν ηλικιωμένο και εύσωμο
τζέντλεμαν ο οποίος της είχε συστηθεί ως σενιόρ Χόρχε Γκονθάλεθ και
είχε κάποιο κυβερνητικό αξίωμα.
«Δυστυχώς όχι», του απάντησε.
«Τι κρίμα».
«Στο σύζυγό μου δεν αρέσει να λείπουμε πολύ από το σπίτι».
«Σε τέτοιους καιρούς αυτό είναι κατανοητό. Χωρίς αμφιβολία, προτι-
μά να ζει ήρεμα στα κτήματά του».
«Ναι, πράγματι».
«Κι εσείς, κοντέσα, δε λαχταράτε ποτέ τα φώτα της πόλης;»
«Η πολύβουη ζωή της Μαδρίτης δε με ελκύει ιδιαίτερα, σενιόρ», α-
πάντησε η Σαμπρίνα. Κάτι που δεν ήταν ψέμα.
«Κανέναν δεν ελκύει ιδιαίτερα αφότου εκείνος ο σφετεριστής του
θρόνου, ο Ιωσήφ Βοναπάρτης, πήρε την εξουσία».
«Πιστεύετε ότι μπορεί να την κρατήσει;»
«Όχι, αν οι Ισπανοί πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Θα τον
στείλουν από εκεί που ήρθε. Κ όσο γρηγορότερα, τόσο καλύτερα».
Ο δον Πέδρο τους κοίταξε από την απέναντι πλευρά του τραπεζιού.
«Η συμμαχία μας με τους Άγγλους θα βάλει τέρμα στα φιλόδοξα σχέ-
δια του Βοναπάρτη για τη χώρα μας».
«Έτσι όπως πηγαίνουν τώρα τα πράγματα, η τυχάρπαστη οικογένειά
του θα κυριαρχήσει σύντομα στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης», α-
ντιγύρισε ο Γκονθάλεθ.
Το τελευταίο σχόλιο έγινε δεκτό με μουρμουρητά συμφωνίας. Η
Σαμπρίνα κοίταξε τον Φάλκονμπριτζ και τα βλέμματά τους συναντή-
θηκαν ξανά. Η έκφρασή του ήταν αινιγματική. Δεν είχε πάρει το λόγο
στη συζήτηση και έδειχνε να αρκείται στο να ακούει. Δεδομένης της με-
ταμφίεσής του σε κόμη Ορδόνιεθ, αυτό ήταν κατανοητό. Ωστόσο η
Σαμπρίνα ήξερε πως δεν του διέφευγε τίποτα.
«Οι Γάλλοι δεν μπορούν να κρατήσουν για πολύ ακόμα την Ισπανία»,
είπε ο δον Πέδρο. «Ήδη ο συχνές επιθέσεις των ανταρτών εναντίον
τους το μαρτυρούν».
Ο Γκονθάλεθ έγνεψε καταφατικά. «Όπως αυτές του Ελ Κουτσίγιο, θέλε-
τε να πείτε».
«Ακριβώς», αποκρίθηκε ο οικοδεσπότης. «Χτυπούν τους Γάλλους
κι ύστερα γίνονται καπνός Είναι αποτελεσματική τακτική. Και πάλι,
όμως, θα χρειαστούν πολλές μάχες μέχρι ο εχθρός να φύγει από τη
χώρα μας».
Καθώς τους άκουγε, η Σαμπρίνα σκέφτηκε τα έγγραφα που είχαν
έρθει να πάρουν εκείνη και ο ταγματάρχης, με την ελπίδα πως θα τους
παρείχαν το κλειδί για μια στρατιωτική επιτυχία. Απ’ όσο ήξερε, δεν εί-
χε υπάρξει καμία ιδιωτική συνάντηση μεταξύ του Φάλκονμπριτζ και
του οικοδεσπότη τους, αλλά θα γινόταν σύντομα. Μόλις ο ταγματάρ-
χης έπαιρνε τα έγγραφα, θα ξεκινούσε η αληθινή αποστολή τους.
Στο μεταξύ, υπήρχε και ο αυριανός χορός. Ένα κομμάτι του εαυτού
της τον περίμενε με χαρά, αλλά η βραδιά περιείχε κι ένα μεγάλο κίν-
δυνο. Αν κάποιος από τους παρευρισκόμενους γνώριζε τον αληθινό
κόντε Ντε Ορδόνιεθ...
Η Σαμπρίνα ανατρίχιασε. Η ποινή για κατασκοπεία ήταν θάνατος.
Έπαιζαν τη ζωή τους κορώνα γράμματα κι εκείνη το ήξερε αυτό από την
αρχή.
***
Αργότερα, όταν οι περισσότερες κυρίες αποσύρθηκαν στο σαλόνι, η
συζήτηση πήρε μια διαφορετική τροπή και η Σαμπρίνα αρκέστηκε να
ακούει. Κάποια στιγμή τής έκαναν μια ερώτηση για τον υποτιθέμενο
γιο της, τον Μιγκέλ, και έδωσε μια απάντηση που ήλπιζε πως ακούστηκε
πειστική.
Τότε σκέφτηκε για πρώτη φορά πόσο θα της άρεσε να αποκτήσει
δικά της παιδιά μια μέρα. Το πρόσωπο του Φάλκονμπριτζ εμφανί-
στηκε αιφνιδιαστικά στο νου της. Σε μία από τις συζητήσεις τους είχε
πει πως του άρεσαν τα παιδιά και η Σαμπρίνα σκέφτηκε πως θα γινό-
ταν καλός πατέρας. Ήταν μια ανόητη σκέψη, φυσικά, μετά απ’ όσα ήξερε
για το παρελθόν του.
Η συγκέντρωση διαλύθηκε λίγο μετά τις έντεκα. Όλοι ήξεραν πως την
επόμενη βραδιά θα ξενυχτούσαν, αφού ο χορός θα κρατούσε μέ-
χρι τις πρώτες πρωινές ώρες, κι ήθελαν να ξεκουραστούν. Και η
Σαμπρίνα δε θα έλεγε όχι σε μια νύχτα χορταστικού ύπνου, έπειτα
από ένα τόσο κουραστικό ταξίδι.
Τότε θυμήθηκε πως κι αυτό το βράδυ θα μοιραζόταν το δωμάτιο με
τον Φάλκονμπριτζ, κι ένα ρίγος τη διαπέρασε.
Είχε πει στη Χασίντα να μην την περιμένει ξαγρυπνώντας, έτσι το
δωμάτιο ήταν άδειο όταν επέστρεψε. Ο Φάλκονμπριτζ είχε μείνει να
μιλήσει με τον δον Πέδρο κι ήταν άγνωστο πόση ώρα θα κρατούσε η
συζήτησή τους. Επωφελούμενη της προσωρινής απουσίας του, γδύθη-
κε και φόρεσε το νυχτικό της. Κατόπιν κάθισε μπροστά στην τουαλέτα
για να βουρτσίσει τα μαλλιά της.
Εκεί καθόταν ακόμα, όταν η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο Ρόμπερτ. Για μια
στιγμή έμεινε ακίνητος και την κοιτούσε, ύστερα έκλεισε την πόρτα
και διέσχισε το δωμάτιο. Μέσα από τον καθρέφτη, η Σαμπρίνα τον
είδε να βγάζει το σακάκι του και να λύνει αργά το λαιμοδέτη του.
Το βλέμμα του Φάλκονμπριτζ δεν άφησε στιγμή το δικό της. Άκουγε
τον ήχο από τα τσιμπιδάκια να πέφτουν στο πιατάκι πάνω στην του-
αλέτα και την παρακολούθησε να βουρτσίζει με απαλές κινήσεις την
ατίθαση χρυσαφιά χαίτη των μαλλιών της που λαμπύριζε στο φως των
κεριών. Ήθελε να απλώσει το χέρι του και να τα αγγίξει, να περάσει τα
δάχτυλά του ανάμεσα στις μπούκλες...
Νικώντας την παρόρμησή του, έριξε το σακάκι και το λαιμοδέτη του
πάνω σε μια καρέκλα. Ύστερα έβγαλε το πουκάμισό του και κάθισε να
βγάλει τις μπότες του. Τέλος σηκώθηκε, πήγε ως το κρεβάτι, πήρε
ένα μαξιλάρι και μια κουβέρτα και βολεύτηκε στον κοντινότερο καναπέ.
Η βούρτσα έμεινε μετέωρη στο χέρι της Σαμπρίνα. «Είναι σειρά μου
να κοιμηθώ στον καναπέ» είπε.
Ο ταγματάρχης την κοίταξε ανασηκώνοντας το φρύδι του. «Δε νομί-
ζω».
«Στ’ αλήθεια, δε με πειράζει».
«Ίσως όχι. Πειράζει όμως εμένα».
«Δε θα σου το καταλογίσω».
Εκείνος της χαμογέλασε αμυδρά. «Το ξέρω. Και πάλι, όμως, εγώ θα
κοιμηθώ στον καναπέ».
Ο ήρεμος αλλά ανυποχώρητος τόνος της φωνής του ήταν πια οικείος
στη Σαμπρίνα και ήξερε πως θα ήταν μάταιο να συνεχίσει να διαφωνεί.
«Όπως προτιμάς. Ευχαριστώ πάντως».
«Η ευχαρίστηση είναι όλη δική μου».
«Αμφιβάλλω γι’ αυτό, αλλά εκτιμώ τη στάση σου».
Μέσα από τον καθρέφτη, ο Φάλκονμπριτζ είδε την απαλή καμπύλη
του στήθους της πάνω από το ντεκολτέ του νυχτικού της. Το λεπτό
ύφασμα αποκάλυπτε όλες τις γραμμές του κορμιού της και αμέσως
αισθάνθηκε το δικό του σώμα να ανταποκρίνεται στη θέα της. Την ήθελε
και την ίδια στιγμή ήξερε πως, αν υπέκυπτε στην επιθυμία του, θα πα-
ραβίαζε κάθε έννοια τιμής. Η Σαμπρίνα βρισκόταν υπό την προστασία
του και το να επωφεληθεί απ’ αυτή την άκρως δελεαστική κατάστα-
ση θα σήμαινε καταπάτηση κάθε εμπιστοσύνης μεταξύ τους. Ο μονα-
δικός λόγος που εκείνη βρισκόταν εδώ ήταν η απελευθέρωση του πα-
τέρα της. Δεν την ενδιέφερε τίποτε άλλο.
Παίρνοντας βαθιά ανάσα την παρακολούθησε να αφήνει τη βούρτσα
στην τουαλέτα και να πηγαίνει στο κρεβάτι. Όχι, δε θα επέτρεπε στη λα-
γνεία να καταστρέψει τη σχέση που είχε χτίσει μαζί της. Της άξιζε μια
καλύτερη αντιμετώπιση.
Η Σαμπρίνα έμεινε ακίνητη κάτω από τα σκεπάσματα, καθώς ο Φάλ-
κονμπριτζ σηκωνόταν για να σβήσει το κερί και μετά επέστρεφε στο
πρόχειρο κρεβάτι του. Η καρδιά χτυπούσε δυνατά στο στήθος της
και όλες οι αισθήσεις της είχαν συντονιστεί με τη δική του παρουσία. Για
μια στιγμή είχε αναρωτηθεί αν ο Φάλκονμπριτζ θα την ανάγκαζε να
παίξει το ρόλο της συζύγου ως το έπακρο. Και μολονότι τον ήξερε πια
καλά ώστε να μαντεύει πως δε θα το έκανε, η ίδια δεν ένιωθε κανένα
φόβο μέσα της στην προοπτική να μοιραστεί το κρεβάτι της μαζί του.
Μετά την προδοσία του Τζακ Ντέντον, είχε πιστέψει πως δε θα ένιωθε
ποτέ ξανά ερωτική επιθυμία για κάποιον άντρα. Όμως, χωρίς την πα-
ραμικρή προσπάθεια, ο Ρόμπερτ Φάλκονμπριτζ είχε διαπεράσει τις
άμυνές της. Τόσο φυσικά, ώστε η Σαμπρίνα σχεδόν δεν το πήρε είδηση.
Ο ταγματάρχης είχε κλείσει τα μάτια του προσπαθώντας να μη σκέ-
φτεται τη μισόγυμνη γυναίκα που πλάγιαζε λίγα μόλις μέτρα μακριά
του. Γύρισε το κεφάλι του στο πλάι και της ευχήθηκε σιγανά καληνύχτα.
Άκουσε τη δική της καληνύχτα κι ύστερα ένα απαλό θρόισμα καθώς η
Σαμπρίνα γύριζε στο πλευρό της.
Πέρασε πολλή ώρα πριν τον πάρει ο ύπνος.
***
Το επόμενο πρωί, ο δον Πέδρο ζήτησε μια κατ’ ιδίαν συζήτηση με τον
ταγματάρχη στη βιβλιοθήκη. Εκεί ήταν ήσυχα και δε θα τους άκουγε κα-
νείς.
«Ξέρω ότι διακινδυνεύσατε πολύ με το να έρθετε ως εδώ, σενιόρ»,
είπε ο Ισπανός. «Όμως δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να λυθεί το πρό-
βλημα».
«Το καταλαβαίνω». Ο Φάλκονμπριτζ δίστασε και κοίταξε τον οικο-
δεσπότη κατάματα. «Κι εσείς πήρατε μεγάλο ρίσκο».
«Για το καλό της πατρίδας μου».
«Ακόμα κι έτσι όμως...»
«Η άλλη λύση θα ήταν να αφήσουμε τον αδερφό του Βοναπάρτη,
τον Ιωσήφ, να παραμείνει στο θρόνο που έκλεψε». Ο δον Πέδρο μόρ-
φασε με αηδία. «Λόγω της θέσης μου έρχομαι σ’ επαφή με ανθρώπους
οι οποίοι έχουν απόρρητες πληροφορίες. Τις χρησιμοποιώ προς όφε-
λος της χώρας μου όποτε μπορώ».
«Η βοήθειά σας έχει αποδειχτεί πολύτιμη στο παρελθόν. Οι ανώτεροι
μου είναι ευγνώμονες».
«Σίγουρα θα χαρούν πολύ όταν λάβουν αυτά». Ο δον Πέδρο γύ-
ρισε προς τη βιβλιοθήκη κα τράβηξε ένα μεγάλο, βαρύ τόμο. Τον ά-
νοιξε και ξεφύλλισε μερικές σελίδες, αποκαλύπτοντας ένα κενό μέσα
στο οποίο κρυβόταν μια πλακέ δερμάτινη θήκη. Την πήρε και έβαλε ξα-
νά τον τόμο στη θέση του πριν επιστρέψει και πάλι κοντά στον επισκέ-
πτη του.
«Εδώ βρίσκονται οι τελευταίες πληροφορίες που έχουμε σχετικά με
τις κινήσεις των στρατευμάτων του Ναπολέοντα, καθώς και των μελλο-
ντικών σχεδίων του για την εκστρατεία του στην Ισπανία. Αν μπορούν
να χρησιμοποιηθούν, ίσως επισπευστεί το τέλος αυτού του πολέμου».
Ο Φάλκονμπριτζ έγνεψε καταφατικά. Πήρε τη θήκη και ξεδίπλωσε τα
χαρτιά που υπήρχαν μέσα σ’ αυτή. Κατόπιν τα εξέτασε με έμπειρο
βλέμμα κι ένιωσε να φουσκώνει μέσα του ένα κύμα ενθουσιασμού.
«Καταπληκτικό. Η κυβέρνησή μου θα σας ευγνωμονεί γι’ αυτές τις
πληροφορίες. Να υποθέσω πως αυτά είναι αντίγραφα;»
«Ναι. Θα ήταν πολύ επικίνδυνο να αφαιρεθούν τα πρωτότυπα».
«Θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου ώστε ο λόρδος Ουέλινγκτον
να λάβει αυτά τα έγγραφα το συντομότερο».
«Πολλά εξαρτώνται απ’ αυτό». Ο δον Πέδρο δίστασε. «Σε περίπτωση
που σας συλλάβει ο εχθρός, πρέπει αυτά τα έγγραφα να καταστρα-
φούν».
«Καταλαβαίνω».
Ο Φάλκονμπριτζ ξαναδίπλωσε τα χαρτιά και τα έβαλε πίσω στη θήκη
την οποία έκρυψε μετά στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του.
«Αν σας συλλάβουν, δεν πρέπει να μιλήσετε», επέμεινε ο δον Πέδρο.
«Αυτή η πιθανότητα έχει συζητηθεί ήδη. Υπάρχει σχέδιο έκτακτης ανά-
γκης».
Ήλπιζε πως δε θα χρειαζόταν ποτέ το μικρό πακέτο με τα φάρμακα
που βρισκόταν κρυμμένο στη βαλίτσα του. Όμως έπρεπε να είναι προε-
τοιμασμένοι για όλα τα ενδεχόμενα.
«Πολύ καλά. Τότε μένει μόνο να σας ευχηθώ καλή τύχη, σενιόρ. Ο δον
Πέδρο άπλωσε το χέρι του.
«Σ’ εσάς και τη γοητευτική συνοδό σας».
Ο Φάλκονμπριτζ πήρε το χέρι του Ισπανού και το έσφιξε με θέρμη.
«Σας ευχαριστώ για όλα».
«Εκείνη γνωρίζει την αλήθεια, υποθέτω».
«Φυσικά. Ήταν δική της η επιλογή να έρθει εδώ».
«Πρέπει να είναι πολύ γενναία γυναίκα».
«Είναι, πράγματι». Καθώς πρόφερε αυτές τις λέξεις, ο Ρόμπερτ ήξερε
ότι τις εννοούσε.
«Πότε σκοπεύετε να φύγετε;»
«Μεθαύριο».
«Πολύ καλά. Στο μεταξύ, ελπίζω να περάσετε καλά στη χοροεσπερίδα
μας».
Χωρίστηκαν και ο Φάλκονμπριτζ βγήκε στον κήπο. Η δόνα Έλενα εί-
χε προσφερθεί να ξεναγήσει τη Σαμπρίνα εκείνο το πρωί και ήλπιζε
πως θα τις συναντήσει εκεί. Για λίγη ώρα περιπλανήθηκε ανάμεσα
στα ανθισμένα παρτέρια μέχρι που κάποιος κηπουρός τον πληρο-
φόρησε ότι οι κυρίες βρίσκονταν στο κιόσκι.
Λίγα λεπτά αργότερα, ο Ρόμπερτ αντίκρισε ένα όμορφο ξύλινο πε-
ρίπτερο βαμμένο πράσινο και άσπρο, με περίτεχνα σκαλισμένες πόρ-
τες και παράθυρα. Κατά μήκος της μαρκίζας ήταν σκαλισμένη μια λε-
πτομερής σύνθεση από φρούτα και λουλούδια.
Ακούγοντας γυναικείες φωνές, ανέβηκε τα σκαλοπάτια και κοίταξε
μέσα. Κατά μήκος των τοίχων υπήρχαν πάγκοι με μαξιλάρες και σ’ έ-
ναν απ’ αυτούς κάθονταν η Σαμπρίνα με την οικοδέσποινά τους. Η τε-
λευταία τον είδε να μπαίνει και χαμογέλασε.
«Α, κόντε Αντόνιο. Ελάτε να καθίσετε μαζί μας, παρακαλώ».
Ο Φάλκονμπριτζ δέχτηκε ένα ποτήρι λεμονάδα και κάθισε σ’ ένα σκα-
μνί απέναντί τους.
Η δόνα Έλενα ήταν μια όμορφη γυναίκα. Το βλέμμα του ταγματάρχη
όμως μαγνητίστηκε από τη Σαμπρίνα, πανέμορφη μέσα στο εμπριμέ
φόρεμά της από μουσελίνα. Εκείνη του χαμογέλασε αδιόρατα και ξα-
ναέστρεψε την προσοχή της στα όσα έλεγε η οικοδέσποινα. Ο Φάλκον-
μπριτζ άφησε τις σκέψεις του να τρέξουν στις επόμενες ώρες και
μέρες. Ίσως μετά την αποστολή τους θα μπορούσε να μάθει περισ-
σότερα πράγματα για κείνη.
Επίσης αναλογίστηκε την πρόσφατη συζήτησή του με τον δον Πέ-
δρο, καθώς και το σχέδιο έκτακτης ανάγκης στο οποίο είχαν συμ-
φωνήσει με τον Φορμπς. Ήλπιζε ότι η Σαμπρίνα δε θα χρειαζόταν
να μάθει ποτέ γι’ αυτό. Για πάρα πολλούς λόγους, ο αποψινός χορός
ίσως να ήταν ο πρώτος και ο τελευταίος τους.
Η συζήτηση τώρα στράφηκε σε γενικά θέματα, ώσπου μια υπηρέ-
τρια ήρθε να ενημερώσει πως ζητούσαν την οικοδέσποινα στο σπίτι.
Εκείνη ζήτησε συγνώμη και τους άφησε μόνους.
Η Σαμπρίνα γύρισε και τον κοίταξε. «Πώς πήγε η συνάντηση;» τον ρώ-
τησε.
«Πολύ καλά», της απάντησε ο ταγματάρχης.
«Άρα οι πληροφορίες ήταν αυτές που ήλπιζες να πάρεις».
«Ξεπέρασαν τις προσδοκίες μου από κάθε άποψη».
«Χαίρομαι». Του χαμογέλασε. «Τώρα, δεν έχουμε παρά να γυρίσουμε
πίσω ασφαλείς». Της ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Δεν υπάρχει κανένας
λόγος να μη συμβεί αυτό».
«Η αισιοδοξία σου είναι ενθαρρυντική».
«Έχεις κάποιες αμφιβολίες;»
«Όχι. Δεν έχω περιθώρια για αμφιβολίες».
«Κανείς από τους δυο μας, νομίζω».
«Πού βρίσκονται τα έγγραφα;»
«Σε ασφαλές μέρος».
«Δε με εμπιστεύεσαι;»
«Σε εμπιστεύομαι απόλυτα. Αλλά ίσως είναι καλύτερα για σένα να μην
ξέρεις».
«Κατάλαβα».
Για μια στιγμή η Σαμπρίνα έμεινε σιωπηλή. Τα τελευταία λόγια του
ήταν μια ακόμα υπενθύμιση των κινδύνων που αντιμετώπιζαν. Ο
Φάλκονμπριτζ την παρατηρούσε προσεκτικά, αλλά αυτή τη φορά δεν
μπόρεσε να διαβάσει την έκφρασή της.
«Μήπως σε πρόσβαλα;» τη ρώτησε.
«Όχι».
Αποτελείωσε τη λεμονάδα του και άφησε το ποτήρι. «Τότε, θέλεις
να κάνουμε μαζί μια βόλτα στους κήπους;»
«Γιατί όχι;»
Έφυγαν από το κιόσκι και άρχισαν να περπατούν ανάμεσα στα ο-
πωροφόρα δέντρα, ακούγοντας μόνο τον ήχο απ’ τα βήματά τους πά-
νω στο χαλικόστρωτο μονοπάτι και το βούισμα των μελισσών γύρω
απ’ τα λουλούδια. Γλυκές μυρωδιές αναδύονταν στη ζεστή ατμό-
σφαιρα κι η Σαμπρίνα ανέπνευσε βαθιά απολαμβάνοντας τη στιγμή,
νιώθοντας κάθε κομμάτι του εαυτού της συντονισμένο στην παρουσία
του Ρόμπερτ δίπλα της.
«Είναι πιο ευχάριστο να περπατάμε έξω αντί να καθόμαστε στην
άμαξα. Δε συμφωνείς;» είπε ο Φάλκονμπριτζ.
«Το ίδιο πράγμα σκεφτόμουν κι εγώ». Η Σαμπρίνα κοίταξε γύρω
της και χαμογέλασε. «Είναι σίγουρα πολύ όμορφα εδώ. Η δόνα Έλενα
δικαίως καμαρώνει για τους κήπους της».
«Απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι, της αρέσει η κηπουρική».
«Ναι. Μου έλεγε νωρίτερα για τις βελτιώσεις που έχουν κάνει ε-
κείνη και ο σύζυγός της στο κτήμα».
«Είναι προϊόν πολύχρονου μόχθου, φαντάζομαι».
Η Σαμπρίνα συγκατένευσε. «Και ταύτισης ιδεών. Νομίζω πως θα
πρέπει να είναι πολύ ευχάριστο για δυο συζύγους να έχουν κοινά εν-
διαφέροντα».
«Είμαι σίγουρος γι’ αυτό, αν και υποψιάζομαι πως δεν είναι συχνό
φαινόμενο».
«Ίσως έχεις δίκιο. Σε κάθε περίπτωση, θα μου άρεσε να αποκτήσω μια
μέρα έναν κήπο».
«Αλήθεια;»
«Νομίζω πως θα με ξεκούραζε».
Την άκουσε με κάποια έκπληξη. Δεν θα περίμενε κάτι τέτοιο απ’
τη Σαμπρίνα, το ότι ήταν απρόβλεπτη όμως αποτελούσε μέρος της
γοητείας της. Επιπλέον, του είχε αποκαλύψει μια άλλη πτυχή του χα-
ρακτήρα της.
«Ίσως οφείλεται στο ότι έχεις ταξιδέψει πολύ», της είπε.
«Ίσως».
«Δε θα το έβρισκες πληκτικό ύστερα από τόσες περιπέτειες;»
«Μια ξεκούραστη απασχόληση δεν είναι απαραίτητα πληκτική».
«Έχεις δίκιο, συμφωνώ». Της χαμογέλασε. «Από την άλλη μεριά, δε
νομίζω πως θα μπορούσε κάποιος να νιώσει πλήξη με τη συντροφιά
σου».
Ο τόνος του φανέρωνε περισσότερο ειλικρίνεια παρά κολακεία, έ-
τσι κι αλλιώς όμως έκανε το σφυγμό της να επιταχυνθεί. Ο Φάλκον-
μπριτζ σίγουρα δεν ήταν κόλακας. Μάλλον την πείραξε ξανά, αν και μια
γρήγορη ματιά προς το μέρος του την έκανε να αναιρέσει αυτή τη σκέψη.
«Σ’ ευχαριστώ».
«Λέω αυτό που σκέφτομαι».
Δεν του απάντησε σ’ αυτό, καθώς εκείνη τη στιγμή έφτασαν σε
μια μικρή τεχνητή λίμνη με σιντριβάνι, στα νερά της οποίας μερικοί
κυπρίνοι κολυμπούσαν νωχελικά ανάμεσα στα νούφαρα. Η Σαμπρίνα
κάθισε σ’ ένα από τα πέτρινα σκαλοπάτια και έβαλε τα δάχτυλά της
στο νερό. Ο Φάλκονμπριτζ κάθισε κι αυτός με φυσικότητα δίπλα της.
«Έχεις επισκεφτεί ποτέ τα παλάτια των Μαυριτανών στην Ανδαλουσί-
α;» τη ρώτησε.
«Όχι. Αλλά θα το ήθελα».
«Έχουν κι αυτά πανέμορφους κήπους και πολύ μεγαλύτερους βέβαια».
«Απ’ όσο ξέρω, και τα παλάτια έχουν θαυμάσια αρχιτεκτονική».
«Πράγματι, ιδίως τα διαμερίσματα του χαρεμιού. Όμορφα δωμάτια για
όμορφες γυναίκες».
«Τις λυπάμαι εκείνες τις γυναίκες. Δε νομίζω πως είχαν μια αξιοζήλευ-
τη ζωή».
«Φαντάζομαι πως ο μεγαλύτερος εχθρός τους ήταν η ανία».
«Ναι. Δεν είχαν να κάνουν τίποτα όλη μέρα εκτός από το να φροντί-
ζουν την εμφάνισή τους. Αυτό θα πρέπει να ήταν στ’ αλήθεια πολύ βα-
ρετό».
«Υπάρχουν και στις μέρες μας πολλές γυναίκες της ανώτερης
τάξης που δεν κάνουν κάτι διαφορετικό».
«Μιλάς σαν να γνωρίζεις το θέμα καλά».
«Έχω μια μικρή εμπειρία από αριστοκράτισσες».
«Φαίνεται πως δεν τις εγκρίνεις».
«Τα όμορφα πρόσωπα και τα πολυτελή φορέματα δεν αντικαθιστούν
ένα καλλιεργημένο πνεύμα», είπε ο ταγματάρχης. «Σε μια ιδανική πε-
ρίπτωση αυτά τα τρία συνυπάρχουν, αλλά αυτό συμβαίνει σπανίως».
«Έχεις απαιτητικά πρότυπα».
«Και είναι λάθος αυτό;»
«Σε καμία περίπτωση. Νομίζω όμως ότι ίσως δυσκολευτείς να βρεις γυ-
ναίκες που να ανταποκρίνονται σ’ αυτά τα πρότυπα».
«Πραγματικά, πρόκειται για σπάνια περίπτωση. Αλλά γι’ αυτό είναι και
ανεκτίμητη».
Η Σαμπρίνα γέλασε. «Τότε θα πρέπει να προσέξεις να μη γίνεις σαν
τον Οθέλλο και κλοτσήσεις την τύχη σου».
«Θα ακολουθήσω με προσοχή τη συμβουλή σου, σε διαβεβαιώνω. Θα
ήταν ανόητος όποιος άντρας βρει τέτοιο διαμάντι και το πετάξει».
Ο τόνος του ήταν ανάλαφρος, σχεδόν χιουμοριστικός, αλλά για μια
στιγμή η έκφραση των ματιών του τον διέψευσε.
«Τα ίδια κριτήρια θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και για να
κριθεί ένας άντρας», είπε η Σαμπρίνα. «Ένα όμορφο πρόσωπο και ένα
κομψό πανωφόρι μπορεί να κρύβουν έναν ηλίθιο».
«Είναι αλήθεια. Να υποθέσω λοιπόν ότι θεωρείς την ευφυΐα σημαντι-
κό στοιχείο στην αξιολόγηση των αντρών;»
«Οπωσδήποτε. Ποια γυναίκα θα ήθελε να περάσει τη ζωή της μ’ έναν
ανόητο σύζυγο;»
«Πολλές, αγαπητή μου, ιδίως όταν αυτός ο ανόητος έχει πλούτη και
τίτλο ευγενείας».
«Τότε, μάλλον δε θα βρουν ποτέ την αληθινή ευτυχία».
«Η ευτυχία έχει πολλές όψεις. Το θέμα είναι πόσους συμβιβασμούς
είναι κανείς διατεθειμένος να κάνει».
«Αυτή είναι μια παραδόπιστη προσέγγιση».
«Ναι. Και πολύ πιο συνηθισμένη απ’ όσο νομίζεις».
«Σίγουρα, όμως δεν μπορεί να είναι καλό να παντρευτεί κανείς κά-
ποιον που δεν εκτιμά και δεν αγαπά! Μήπως ακούγομαι πολύ αφελής;»
«Αντιθέτως, αγαπητή μου. Ακούγεσαι πολύ σοφή».
«Ε, καιρός ήταν».
«Δε σ’ έχω ακούσει ποτέ να λες κάτι παράλογο, εκτός ίσως από την
ημέρα που συμφώνησες να έρθεις μαζί μου σ’ αυτό το ταξίδι».
«Αυτό όντως δεν ήταν λογικό», συμφώνησε η Σαμπρίνα. «Και πάλι ό-
μως χαίρομαι που το έκανα».
«Το ίδιο κι εγώ».
«Είσαι γενναιόδωρος. Ξέρω πως η προοπτική της συμμετοχής μου
δε σου άρεσε καθόλου στην αρχή».
«Ακόμα δε μου αρέσει –κατά έναν τρόπο. Αλλά θα πρέπει να είναι κα-
νείς πολύ δύστροπος για να μην απολαμβάνει τη συντροφιά σου».
Τα λόγια του συνοδεύτηκαν από ένα βλέμμα που η Σαμπρίνα δυ-
σκολεύτηκε να ερμηνεύσει. Και δεν ήξερε τι να του απαντήσει. Δεν
μπορούσε βέβαια να του πει πως η παρέα του ήταν η πιο απολαυ-
στική αντρική συντροφιά που είχε ποτέ στη ζωή της. Ούτε πως η πα-
ρουσία του έκανε την καρδιά της να τραγουδάει.
Περπάτησαν μαζί ως την έπαυλη και λίγο αργότερα συνάντησαν τους
υπόλοιπους καλεσμένους για ένα ελαφρύ γεύμα. Ήταν μια φιλική συ-
ντροφιά και οι δυο τους συμμετείχαν στις συζητήσεις με τους άλλους.
Μόνο όταν η ομήγυρη αποσύρθηκε για τη μεσημεριανή σιέστα η Σα-
μπρίνα και ο Φάλκονμπριτζ έμειναν ξανά μόνοι.
***
Μέσα στο δωμάτιό τους ο ταγματάρχης φαινόταν σαν να γέμιζε με την
παρουσία του όλον το χώρο.
«Μας περιμένει μια μεγάλη βραδιά», είπε, «καθώς κι ένα μακρύ ταξίδι
στη συνέχεια. Θα ήταν καλή ιδέα να ξεκουραστούμε για λίγο τώρα».
Η Σαμπρίνα κούνησε το κεφάλι της συμφωνώντας. Η σιέστα ήταν
μια ισπανική παράδοση την οποία είχε καταλήξει να εκτιμά.
«Ναι. Φυσικά».
«Θέλεις να φωνάξω τη Χασίντα;»
«Όχι, δεν είναι ανάγκη».
Έβγαλε τα παπούτσια της και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού,
ενώ εκείνος έκλεισε τις μπαλκονόπορτες. Μέσα στο μισόφωτο η Σα-
μπρίνα τον είδε να βγάζει το σακάκι και το λαιμοδέτη του κι ύστερα τις
μπότες.
Εκείνη ψαχούλεψε τα κουμπιά στην πλάτη του φορέματός της, τα ο-
ποία όμως δεν άνοιγαν εύκολα. Για λίγο, ο Ρόμπερτ την παρακολού-
θησε διασκεδάζοντας σιωπηρά. Ύστερα τη βοήθησε απαλά να σηκωθεί
όρθια.
«Γύρισε από την άλλη μεριά».
Η Σαμπρίνα υπάκουσε με κάποιο δισταγμό, ελπίζοντας πως δε θα
φαινόταν η ταραχή της. Το γεγονός ότι εκείνος βρισκόταν τόσο κοντά
της είχε πάρει τώρα μια διαφορετική διάσταση. Η καρδιά της χτυπούσε
δυνατά και το κορμί της πλημμύριζε μια λαχτάρα που της έφερνε
ντροπή. Ένιωσε τα δάχτυλά του να παραμερίζουν τα μαλλιά της. Με
σταθερά, έμπειρα χέρια ξεκούμπωσε το φόρεμα και το κατέβασε από
τους ώμους της. Τα χέρια του χάιδεψαν απαλά την επιδερμίδα της, ένα
άγγιγμα που έφερε ρίγη στη σπονδυλική της στήλη.
Η Σαμπρίνα πήρε μια βαθιά ανάσα παλεύοντας με τον πειρασμό. Πό-
σο εύκολο θα ήταν να αφήσει αυτή την κατάσταση να προχωρήσει, να
επιτρέψει στον Ρόμπερτ να τη γδύσει εντελώς, να νιώσει τα χέρια του
πάνω στη γυμνή της σάρκα...
Η σκέψη και μόνο έφερε μια γλυκιά χαλάρωση στα μέλη της. Το
βλέμμα της πήγε στο κρεβάτι κι αμέσως η χαλάρωση έγινε έξαψη που
απλώθηκε στο λαιμό και το πρόσωπό της. Αν εκείνος ήξερε, αν υπο-
ψιαζόταν έστω...
Προφανώς όμως ο ταγματάρχης ούτε ήξερε ούτε υποψιαζόταν τι της
συνέβαινε. Απομακρύνθηκε και την άφησε να βγάλει μόνη το φόρεμά
της ενώ εκείνος αποσυρόταν στον καναπέ. Με την άκρη του ματιού
της τον είδε να ξαπλώνει και ξαναβρήκε κάπως την ψυχραιμία της. Έ-
βγαλε το φόρεμά της και το έριξε πάνω σε μια καρέκλα. Τέλος, ξάπλωσε
και η ίδια να ξεκουραστεί.
Για λίγο δε μιλούσε κανείς, αλλά η σιωπή ήταν γεμάτη από ένταση.
Τότε η Σαμπρίνα γύρισε και τον κοίταξε απέναντί της.
«Τι θα κάνεις όταν τελειώσει ο πόλεμος;»
«Θα γυρίσω πίσω στην Αγγλία, φαντάζομαι. Εσύ;»
«Το ίδιο». Η Σαμπρίνα χαμογέλασε μελαγχολικά. «Αν και νομίζω πως
μετά από τόσο καιρό που λείπω θα μου φανεί σαν ξένη χώρα».
Κάτι παρόμοιο ίσχυε και για τον ίδιο. Ο γυρισμός θα ήταν και για
εκείνον σαν επιστροφή σε μια περασμένη ζωή. Μόνο που κανείς δεν
μπορούσε να φέρει πίσω τα παλιά. Ο χρόνος και οι άνθρωποι προχω-
ρούσαν, έμεναν μόνο οι αναμνήσεις.
«Έχεις σπίτι στην Αγγλία;» τον ρώτησε η Σαμπρίνα.
«Ναι».
«Δε θα σου φανεί βαρετό να ζήσεις εκεί μετά απ’ όλα αυτά;»
«Ίσως».
«Η θεία μου ήθελε να πάω να ζήσω μαζί της στο Ρέντινγκ, εγώ όμως
αρνήθηκα. Ξέρω πως είχε καλές προθέσεις, αλλά θα μου ήταν αφόρητο
να μείνω εκεί».
«Το καταλαβαίνω».
«Επιπλέον θα προσπαθούσε να μου βρει σύζυγο. Είμαι σίγουρη γι’ αυ-
τό».
«Σε απωθεί η ιδέα;»
«Ο γάμος ακούγεται σαν κάτι πληκτικό, τελικά όμως ίσως εξαρτάται
από την επιλογή του συντρόφου».
«Είμαι σίγουρος πως είναι έτσι».
«Έχω την εντύπωση ότι εσύ παντρεύτηκες την καριέρα σου. Και βρή-
κες έτσι τον ιδανικό σύντροφο, σωστά;»
«Σε κάθε περίπτωση, αυτή τουλάχιστον δε θα με εγκαταλείψει την η-
μέρα του γάμου».
Για μια στιγμή η Σαμπρίνα έμεινε σιωπηλή, μη ξέροντας αν είχε α-
κούσει σωστά. Ο Φάλκονμπριτζ έσφιξε τα δόντια του. Δεν είχε σκοπό
να μιλήσει γι’ αυτό, αλλά οι λέξεις του ξέφυγαν αυθόρμητα. Ίσως τώρα
πια δεν είχε και τόση σημασία.
«Ώστε αυτό συνέβη;»
«Ναι. Η Κλαρίσα ήταν πολύ όμορφη, η πιο εντυπωσιακή ντεμπιτάντ
της χρονιάς. Όλοι οι άντρες του Λονδίνου είχαν ξετρελαθεί μαζί της.
Το ίδιο κι εγώ. Δεν μπορούσα να πιστέψω την τύχη μου όταν δέχτηκε
την πρότασή μου να παντρευτούμε. Οι οικογένειές μας συμφώνησαν
στο γάμο, κι έτσι ορίστηκε η ημερομηνία».
Ο Φάλκονμπριτζ δίστασε για μια στιγμή πριν συνεχίσει. «Η εκκλησία
ήταν κατάμεστη από φίλους και συγγενείς. Ήταν ένας από τους πιο
λαμπερούς γάμους της χρονιάς. Τουλάχιστον, θα έπρεπε να είναι. Ω-
στόσο, όταν φτάσαμε στην κρίσιμη ερώτηση, η Κλαρίσα αρνήθηκε να
προχωρήσει».
Η Σαμπρίνα ένιωσε να τον συμπονά ολόψυχα. Είχε ακούσει για νύφες
που είχαν εγκαταλειφθεί την τελευταία στιγμή, ποτέ όμως για κάποιον
άντρα τον οποίο η μέλλουσα γυναίκα του παράτησε στη διάρκεια της
γαμήλιας τελετής.
«Με πληροφόρησε πως δεν μπορούσε να με παντρευτεί επειδή αγα-
πούσε κάποιον άλλο», συνέχισε εκείνος. «Και μ’ αυτά τα λόγια έφυγε
τρέχοντας από την εκκλησία».
«Θεέ μου!» Τον κοίταξε έντρομη. «Κι εσύ τι έκανες;»
«Για μερικά λεπτά, τίποτα. Ήθελα μόνο να ανοίξει η γη και να με κατα-
πιεί. Μετά, με κάποιο τρόπο, κατάφερα να βγω έξω. Χρειαζόμουν λίγο
αέρα να καθαρίσω τις σκέψεις μου, να σκεφτώ... Και τότε τους είδα.
Στέκονταν μαζί στην αυλή της εκκλησίας αγκαλιασμένοι. Η Κλαρίσα
και ο αδερφός μου».
«Ο αδερφός σου;»
«Ναι, ο Χιου, τον οποίο αγαπούσα και εκτιμούσα περισσότερο απ’
οποιονδήποτε άλλο. Αυτός με τον οποίο είχα μοιραστεί τα πάντα και
τον εμπιστευόμουν απεριόριστα».
Η Σαμπρίνα τον είδε να χαμογελάει με πίκρα. «Ο Χιου, στον οποίο
είχα εμπιστευτεί εξαρχής την αγάπη μου για την Κλαρίσα. Μόλις αρ-
ραβωνιαστήκαμε, φυσικά, εκείνη και ο αδερφός μου συναντιόνταν πο-
λύ συχνότερα από πριν. Γρήγορα έγιναν καλοί φίλοι, αλλά εγώ ο
αφελής δε σκέφτηκα ποτέ ότι συνέβαινε κάτι μεταξύ τους. Κάποια
στιγμή η Κλαρίσα θα πρέπει να κατάλαβε ότι το ενδιαφέρον του Χιου
δεν περιοριζόταν σε μια αδερφική αγάπη και άδραξε την ευκαιρία».
Η Σαμπρίνα ένιωσε αληθινά σοκαρισμένη. «Πώς μπόρεσε να κάνει
κάτι τέτοιο; Πώς θα μπορούσε οποιαδήποτε γυναίκα να το κάνει αυτό;»
«Ο Χιου θα κληρονομούσε τον τίτλο και την περιουσία της οικογέ-
νειάς μας. Εγώ ήμουν απλώς ο δευτερότοκος γιος». Έκανε ένα μορφα-
σμό απογοήτευσης. «Τώρα καταλαβαίνω ότι η Κλαρίσα δε με αγάπησε
ποτέ στ’ αλήθεια, τότε όμως ήμουν πολύ ερωτευμένος για να το δω».
«Τι έκανες... όταν τους είδες...»
«Στην αρχή ήθελα να τους σκοτώσω. Το κατάλαβαν κι εκείνοι. Το εί-
δαν στο πρόσωπό μου γιατί κιτρίνισαν κι οι δυο σαν κερί. Αλλά τι
νόημα θα είχε; Όταν είδα το φόβο τους, το μόνο που αισθάνθηκα
ήταν περιφρόνηση. Γύρισα και έφυγα».
«Και μετά;»
«Το σκάνδαλο ήταν τεράστιο. Δεν ήθελα να παραμείνω στην Αγγλία
και να γίνω αντικείμενο οίκτου ή χλευασμού, κι έτσι, με τη βοήθεια
του πατέρα μου, αγόρασα μια θέση στο στρατό. Ήταν καλή απόφαση.
Ανακάλυψα πως είχα κλίση στη στρατιωτική ζωή και μου άρεσαν οι προ-
κλήσεις που παρουσίαζε αυτή η θέση. Επιπλέον, με τα χρόνια έκανα με-
ρικούς καλούς φίλους».
«Δε γύρισες στην Αγγλία έκτοτε;»
«Όχι, αν και αλληλογραφούσα με τον πατέρα και την αδερφή μου τα-
κτικά. Όταν πέθανε ο πατέρας μου, κληρονόμησα ένα καλό εισόδημα
και έναν επαρχιακό τίτλο ευγενείας. Σχεδόν περίμενα ότι ο Χιου θα
πρόσβαλλε τη διαθήκη, αλλά δεν το έκανε ποτέ».
«Τουλάχιστον, είχε αυτή την εντιμότητα», είπε η Σαμπρίνα.
«Ίσως η συνείδησή του τον εμπόδισε. Ποιος ξέρει;»
«Η συνείδησή του πρέπει να τον ενοχλεί τρομερά. Και του αξίζει να
συμβαίνει αυτό».
«Τέλος πάντων, τώρα όλα αυτά είναι παρελθόν».
«Και πάλι, όμως, πρέπει να ήταν πολύ δύσκολο για σένα».
Ο Φάλκονμπριτζ μόρφασε ακούγοντας τον επιεική χαρακτηρισμό.
«Τότε ήταν».
«Και τώρα;»
«Όχι πια».
«Δεν την αγαπάς πια;»
«Όχι».
Και έλεγε την αλήθεια. Η οργή και ο πόνος είχαν επίσης μειωθεί.
Ευχόταν να μπορούσε και η μνήμη του να νικηθεί το ίδιο εύκολα.
«Πόσος καιρός πέρασε;»
«Τρία χρόνια».
«Την έχεις συγχωρήσει;»
Ο Ρόμπερτ ξαφνιάστηκε. Δεν περίμενε αυτή την ερώτηση από ένα κο-
ρίτσι της ηλικίας της. Κανείς άλλος δεν είχε τολμήσει να του κάνει τόσο
αδιάκριτες ερωτήσεις, αλλά δεν μπορούσε να αποπάρει τη Σαμπρίνα.
Μαζί της ένιωθε σχεδόν σαν να άνοιγε την καρδιά του σε μια φίλη, ενώ
ο τρόπος της ήταν τόσο αθώος που δυσκολευόταν να της αντιστα-
θεί. Τον έκανε να θέλει να της μιλήσει για πράγματα από καιρό θαμ-
μένα μέσα του.
«Όχι», της αποκρίθηκε. «Είναι δύσκολο να συγχωρεθεί μια τέτοια δι-
προσωπία».
«Ναι, είναι». Η Σαμπρίνα δίστασε. «Και ο αδερφός σου;»
«Αυτόν δε θα τον συγχωρήσω ποτέ».
Ακούγοντας τα ίδια του τα λόγια, ο Φάλκονμπριτζ ένιωσε πως το
μέχρι τώρα μυστικό του ήταν άσχημο σαν ανοιχτή πληγή.
«Αν όμως δεν τον συγχωρήσεις, πώς θα μπορέσεις να το αφήσεις
πίσω σου και να προχωρήσεις στη ζωή σου;»
«Έχω προχωρήσει».
«Αλήθεια;»
Η Σαμπρίνα δεν τον πίεσε να της απαντήσει. Ύστερα από μια τόσο
οδυνηρή εμπειρία, θα του ήταν δύσκολο να συγχωρήσει ή να εμπι-
στευτεί ξανά την καρδιά του. Έτσι, στη θέση ενός γάμου είχε βάλει το
στρατό και την καριέρα του, μοναδικό πλαίσιο σταθερότητας στη ζωή
του.
Με μια γρήγορη, πλάγια ματιά είδε πως τα μάτια του ταγματάρχη ή-
ταν κλειστά. Έλαβε το μήνυμα και χαμογέλασε θλιμμένα. Αν ο Ρόμπερτ
δεν ήταν διατεθειμένος να μιλήσει γι’ αυτό το θέμα, εκείνη δεν είχε δι-
καίωμα να το επαναφέρει.
Κεφάλαιο 6
Τρεις μέρες αργότερα, από το λόφο Γκρέιτ Τέσον αντίκρισαν τον πο-
ταμό Αγουέδα και τη Θιουδάδ Ροδρίγο να εκτείνονται στους πρόπο-
δες. Η Σαμπρίνα χαμογέλασε και άφησε το βλέμμα της να ταξιδέψει
απ’ τα μεγάλα κανόνια του λόφου ως το κάστρο, τις εκκλησίες και την
αρχαία πέτρινη γέφυρα. Κάπου εκεί κάτω βρισκόταν ο νονός της και,
όπως ήλπιζε, ο Ραμόν. Ίσως και ο πατέρας της.
«Υπήρξαν φορές που νόμιζα πως δε θα έβλεπα ποτέ πια αυτό το μέ-
ρος», είπε η Χασίντα.
«Το ίδιο κι εγώ», παραδέχτηκε η Σαμπρίνα. «Είναι παράξενο, αλλά
νιώθω σαν να επιστρέφω στο σπίτι μου. Κι όμως γνωρίζω ελάχιστα αυ-
τό τον τόπο».
«Το σπίτι μας είναι όπου βρισκόμαστε κάθε φορά».
«Αυτό είναι αλήθεια, τουλάχιστον στη δική μας περίπτωση».
«Άλλωστε οι άνθρωποι κάνουν έναν τόπο σημαντικό».
«Ναι, έχεις δίκιο».
Για πρώτη φορά η Σαμπρίνα σκέφτηκε πως ίσως να ήθελε να ριζώσει
κάπου και να αποκτήσει ένα μόνιμο σπιτικό. Δίχως να το θέλει το
βλέμμα της πήγε στον Φάλκονμπριτζ, αμέσως όμως μάλωσε τον εαυτό
της.
Όχι. Δεν έπρεπε να καλλιεργεί τέτοιες προσδοκίες. Ο ταγματάρχης
ήταν παντρεμένος με την καριέρα του και θα πήγαινε όπου τον έ-
στελνε ο στρατός. Αλλά εκείνη ένιωθε πως πατρίδα της θα ήταν το
μέρος όπου θα βρισκόταν κι εκείνος. Χωρίς τον Ρόμπερτ, οποιοσδή-
ποτε τόπος θα της φαινόταν άδειος.
Καθώς προχωρούσαν αργά προς την πόλη, η Σαμπρίνα θυμήθηκε
τον πρώτο καιρό, όταν προσπαθούσε να βγάλει από το μυαλό της τον
Ρόμπερτ Φάλκονμπριτζ. Τώρα ήξερε πως δε θα το κατάφερνε ποτέ.
«Χαίρομαι που βλέπω ξανά αυτό το μέρος», είπε ο Μπρούντνελ.
«Ναι. Υπήρξαν φορές που νόμιζα πως δε θα το ξαναβλέπαμε», αποκρί-
θηκε ο Φάλκονμπριτζ.
Ήταν αυτό ακριβώς που είχε πει και η Χασίντα, και η Σαμπρίνα τον
κοίταξε ξαφνιασμένη. Εκείνος συνάντησε το βλέμμα της και χαμογέλα-
σε.
«Τουλάχιστον, τώρα μπορώ να κοιτάξω το νονό σου στα μάτια, χω-
ρίς να κινδυνεύει η σωματική μου ακεραιότητα», της είπε.
«Γιατί να κινδυνέψει η σωματική σου ακεραιότητα;»
«Άσ’ το... Ήταν μια κουβέντα μεταξύ αντρών».
Η πομπή των καβαλάρηδων πέρασε πάνω από την πέτρινη γέφυρα
και μπήκε στο κάστρο. Ξεπέζεψαν στην αυλή και ο Μπρούντνελ έστει-
λε έναν αγγελιοφόρο να ειδοποιήσει για την άφιξή τους.
«Λοιπόν, ας πάμε να δώσουμε την αναφορά μας στο στρατηγό Γου-
όρντ», είπε στους συντρόφους του.
Ο Φάλκονμπριτζ στράφηκε προς τη Σαμπρίνα. «Είσαι έτοιμη γι’ αυτό;»
«Φυσικά».
«Έτσι μπράβο».
Άκουσαν πίσω τους ήχο βημάτων και, γυρίζοντας, είδαν τον συ-
νταγματάρχη Άλμπερμαρλ. Το πρόσωπο της Σαμπρίνα φωτίστηκε από
ένα πλατύ χαμόγελο. Την επόμενη στιγμή βρισκόταν στην αγκαλιά του
νονού της.
«Αγαπημένο μου παιδί, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω».
«Το ίδιο κι εγώ, νονέ».
«Σε σκέφτομαι διαρκώς από την ημέρα που φύγατε». Την απομάκρυνε
λίγο για να την παρατηρήσει καλύτερα. «Πώς είσαι;»
«Αρκετά καλά».
«Περίμενα πως θα επιστρέφατε με άμαξα, όχι πάνω στα άλογα. Συνέβη
κάτι;»
«Οι περιστάσεις μάς ανάγκασαν να αφήσουμε πίσω την άμαξα», του
εξήγησε.
«Κατάλαβα. Τέλος πάντων, θα μου πεις τις λεπτομέρειες αργότερα, στο
δείπνο».
«Φυσικά».
Ο Άλμπερμαρλ κοίταξε τους υπόλοιπους της ομάδας και το βλέμμα του
στάθηκε στον Φάλκονμπριτζ. «Την έφερες πίσω σώα και αβλαβή, ταγμα-
τάρχη. Σου είμαι ευγνώμων».
«Εγώ έκανα πολύ λίγα πράγματα, κύριε. Τα εύσημα ανήκουν δικαιωμα-
τικά στη μις Χάντλι».
Ο συνταγματάρχης είδε τους δυο τους να ανταλλάσσουν μια μα-
τιά και κατάλαβε πως υπήρχαν πολλά να ειπωθούν και να εξηγηθούν.
Όμως αποφάσισε πως δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να φανεί α-
διάκριτος.
«Να συμπεράνω πως η αποστολή σας πέτυχε;» Η Σαμπρίνα δαγκώθη-
κε. «Ναι και όχι».
«Δεν καταλαβαίνω, καλή μου».
«Νονέ, δεν έχεις μιλήσει με τον Ραμόν;»
Ο Άλμπερμαρλ συνοφρυώθηκε. «Με τον Ραμόν; Όχι. Πώς θα μπορού-
σα; Ήταν μαζί σας».
Οι υπόλοιποι αντάλλαξαν ματιές γεμάτες ανησυχία. Ο Φάλκον-
μπριτζ βλαστήμησε μέσα από τα δόντια του.
«Δηλαδή, ο Ραμόν δεν έχει επιστρέψει;»
«Όχι, απ’ όσο ξέρω τουλάχιστον».
Ξαφνικά όλη η χαρά των τελευταίων λεπτών εξαφανίστηκε και αντι-
καταστάθηκε από μια βαθιά αγωνία για τις συνέπειες της απουσίας του
Ραμόν.
«Τίποτα δε θα τον εμπόδιζε να επιστρέψει, εκτός από κάποιο ατύχη-
μα», είπε η Σαμπρίνα. «Ίσως κουτσάθηκε το άλογό του».
Ο Φάλκονμπριτζ συνοφρυώθηκε. «Ίσως. Μακάρι να είναι μόνο αυτό».
Το στομάχι της Σαμπρίνα έγινε ένας σφιχτός κόμπος. Μήπως ο Ρα-
μόν κείτονταν κάπου νεκρός ή τραυματισμένος, έχοντας συναντηθεί με
κάποια γαλλική περίπολο;
«Αν το άλογό του κούτσαινε, πιθανόν να χρειάστηκε χρόνο για να βρει
άλλο, πράγμα που σημαίνει πως θα καθυστερήσει μερικές μέρες», είπε
ο Άλμπερμαρλ. «Είναι ικανός άνθρωπος. Είμαι σίγουρος πως δεν πρέ-
πει να ανησυχείτε για την ασφάλειά του».
«Δεν είναι μόνο ζήτημα δικής του ασφάλειας, κύριε», αποκρίθηκε ο
Φάλκονμπριτζ.
«Τι εννοείς;»
«Ο Ραμόν κρατούσε τα έγγραφα που πήραμε από το συνεργάτη μας
στο Αρανχουέθ».
«Εννοείς πως εμπιστεύτηκες τα έγγραφα στον Ραμόν;»
«Ακριβώς, κύριε. Δε θα το έκανα, φυσικά, αν δεν είχαμε βρεθεί σε κατά-
σταση ακραίου κινδύνου». Ο Άλμπερμαρλ κούνησε πέρα δώθε το κεφά-
λι του. «Αυτό είναι αληθινή κακοτυχία. Το δίχως άλλο έπραξες αυτό που
έκρινες καλύτερο, αλλά πάλι...»
«Δεν είχε άλλη επιλογή», δήλωσε η Σαμπρίνα.
Για μια στιγμή, το βλέμμα της διασταυρώθηκε μ’ αυτό του Ρόμπερτ και
τον είδε να της χαμογελάει αμυδρά. Ύστερα ο ταγματάρχης κοίταξε ξανά
τον Άλμπερμαρλ.
«Αναλαμβάνω την πλήρη ευθύνη γι’ αυτή την απόφαση», είπε. «Εκείνη
τη στιγμή, μου φάνηκε ως μοναδική λύση. Ήλπιζα ότι ο Ραμόν θα εί-
χε επιστρέψει ως τώρα. Δυστυχώς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα
ώσπου να εμφανιστεί, ούτε μπορούμε να γνωρίζουμε τι του συνέβη».
«Αντιλαμβάνεσαι ότι ο στρατηγός Γουόρντ θα πρέπει να ενημερωθεί γι
αυτή την εξέλιξη».
«Φυσικά».
Η έκφραση του Φάλκονμπριτζ δε μαρτυρούσε καμιά ανησυχία,
αλλά οι σύντροφοί του και η Σαμπρίνα άρχισαν να αισθάνονται ε-
ξαιρετικά ανήσυχοι. Ήταν δυνατόν να κατηγορηθεί ο ταγματάρχης γι’
αυτή την ατυχή εξέλιξη; Οι σύντροφοί του έδειχναν να πιστεύουν πως
ήταν πιθανό.
«Καλύτερα να περάσουμε μέσα». Ο Άλμπερμαρλ έριξε μια ματιά
στη Σαμπρίνα. «Σίγουρα θα θέλεις να ξεκουραστείς μετά από το ταξίδι
σου, καλή μου».
«Θα ξεκουραστώ αργότερα», του αποκρίθηκε εκείνη. «Τώρα πρέπει
να παρευρεθώ σ’ αυτή την ενημέρωση».
Ο Λουίς έγνεψε καταφατικά. «Μάλλον πρέπει να πάμε όλοι, δόνα
Σαμπρίνα. Ο ταγματάρχη Φάλκονμπριτζ ίσως χρειαστεί την επιβεβαί-
ωσή μας στην αναφορά του προς το στρατηγό».
Όλοι δήλωσαν πως συμφωνούσαν. Ο Άλμπερμαρλ κοίταξε γύρω
του έκπληκτος. Είδε την αποφασιστικότητα στα βλέμματά τους και
ανασήκωσε τους ώμους του. «Αν επιμένετε».
«Επιμένουμε».
Έτσι, διέσχισαν όλοι μαζί την αυλή. Ο Φάλκονμπριτζ ήρθε δίπλα στη
Σαμπρίνα.
«Σ’ ευχαριστώ», της είπε.
«Δεν υπάρχει λόγος να μ’ ευχαριστείς».
«Νομίζω πως υπάρχει».
«Δεν μπορούν να σε κατηγορήσουν γι’ αυτή σου την απόφαση, Ρό-
μπερτ».
«Άφησα υψίστης στρατηγικής σημασίας έγγραφα να φύγουν από τα
χέρια μου».
«Δεν είχες άλλη επιλογή».
Ο ταγματάρχης δεν της απάντησε. Δεν είχε νόημα να της πει ότι
ο στρατός και οι ανώτεροι αξιωματικοί έβλεπαν τα πράγματα από
διαφορετική σκοπιά.
***
Έφτασαν έξω από το γραφείο του στρατηγού Γουόρντ λίγα λεπτά αρ-
γότερα. Ο Άλμπερμαρλ μίλησε στον υπασπιστή υπηρεσίας και όλοι ο-
δηγήθηκαν στο γραφείο του στρατηγού.
Κοιτώντας γύρω της, η Σαμπρίνα δεν μπόρεσε να μη θυμηθεί την τε-
λευταία φορά που είχε βρεθεί εκεί για να πάρει απρόθυμα μέρος σε μια
στρατιωτική αποστολή. Δεν είχαν περάσει πάνω από τρεις εβδομάδες,
αλλά τώρα τα αισθήματά της ήταν εντελώς διαφορετικά.
Ο Γουόρντ κοίταξε έκπληκτος την ομάδα που μπήκε στο γραφείο
του. Δεν έκανε όμως καμία παρατήρηση και απλώς σηκώθηκε από την
καρέκλα του.
«Ταγματάρχη Φάλκονμπριτζ. Μις Χάντλι. Επιστρέψατε σώοι και α-
βλαβείς». Έκανε μια παύση κα μετά ξέσπασε. «Λοιπόν, άνθρωπέ μου; Τα
πήρες τα έγγραφα;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Δε θα μου τα παραδώσεις;»
«Δεν τα έχω πια, κύριε».
Τα φρύδια του Γουόρντ έσμιξαν. «Δεν καταλαβαίνω».
Ο Φάλκονμπριτζ του εξήγησε την κατάσταση, συνοψίζοντας τα γεγο-
νότα χωρίς καμία παράλειψη ή υπερβολή.
Ο Γουόρντ τον άκουσε χωρίς να τον διακόψει, αλλά η έκφρασή
του γινόταν ολοένα και πιο σκοτεινή. «Ώστε τώρα τα έγγραφα βρίσκο-
νται στην κατοχή αυτού του... Ραμόν;»
«Ακριβώς, κύριε».
«Που ανήκει στους παρτιζάνους;»
«Ναι, κύριε».
«Τι ξέρουμε γι’ αυτόν;»
«Πιστεύω πως είναι έντιμος και αξιόπιστος».
«Δε ρώτησα τι πιστεύεις, ταγματάρχη. Ρώτησα τι ξέρουμε. Τα έγ-
γραφα που έχει στα χέρια του αξίζουν μια περιουσία».
Η Σαμπρίνα τον κοίταξε έκπληκτη, ενώ η οργή φούντωνε μέσα της.
Δίπλα της η Χασίντα και ο Λουίς παρακολουθούσαν τσιτωμένοι. Ξαφ-
νικά τα γεγονότα έπαιρναν μια εντελώς απροσδόκητη τροπή. Προ-
σπαθώντας να διατηρήσει ήρεμη τη φωνή της, αποφάσισε να επέμβει.
«Ο Ραμόν είναι έντιμος άνθρωπος και αφοσιωμένος πατριώτης, κύ-
ριε. Ποτέ δε θα πρόδιδε για να πάρει χρήματα».
Ο Γουόρντ γύρισε προς το μέρος της. «Οι άνθρωποι κάνουν τα πάντα
για τα χρήματα, μις Χάντλι».
«Αν δεν έχει έρθει ακόμα, αυτό σημαίνει πως του συνέβη κάτι που τον
εμπόδισε».
«Ας ελπίσουμε πως έχετε δίκιο, κυρία μου».
Η Σαμπρίνα χλόμιασε, αλλά ο Γουόρντ έστρεψε πάλι την προσοχή του
προς τον Φάλκονμπριτζ.
«Η απόφαση να αφήσεις απ’ τα χέρια σου αυτά τα έγγραφα ισοδυ-
ναμεί με αμέλεια καθήκοντος, ταγματάρχη».
«Αν δεν το είχα κάνει, τώρα θα βρίσκονταν στα χέρια των Γάλλων. Τα
έδωσα στο μοναδικό άτομο που είχε μια ρεαλιστική πιθανότητα να ξε-
φύγει και να τα πάει στον προορισμό τους».
«Αυτό που λέει ο ταγματάρχης είναι αλήθεια», είπε η Σαμπρίνα.
«Ήρθαμε όλοι εδώ για να το πιστοποιήσουμε, στρατηγέ».
Ο Γουόρντ την παρατήρησε παγερά. «Ακόμα κι έτσι, τα έγγραφα αγνο-
ούνται. Και εξαρτώνται πάρα πολλά από το αν τελικώς θα παραδοθούν ή
όχι».
Ο υπαινιγμός των λόγων του της έφερε μια ξαφνική αδιαθεσία. Αν ο
Ραμόν δεν ερχόταν πίσω, όλα όσα είχαν υποστεί θα πήγαιναν χαμένα.
Κι ο πατέρας της δε θα αποφυλακιζόταν. Γύρισε και κοίταξε τη Χασίντα,
η οποία φαινόταν εξίσου οργισμένη.
«Ταγματάρχη Φάλκονμπριτζ, να επιστρέψεις στο θάλαμό σου και να μεί-
νεις εκεί. Θα ξαναμιλήσουμε σύντομα. Ο λόρδος Ουέλινγκτον θα ζητή-
σει πλήρη αναφορά, βεβαίως».
«Μάλιστα, κύριε».
Ο Γουόρντ χάρισε στη Σαμπρίνα ένα ψυχρό χαμόγελο. «Ταπεινός υπη-
ρέτης σας, μις Χάντλι». Βγήκαν όλοι από το γραφείο του και προχώ-
ρησαν στο διάδρομο. Η Σαμπρίνα πλησίασε τον Φάλκονμπριτζ.
«Λυπάμαι πολύ, Ρόμπερτ».
«Σ’ ευχαριστώ για όσα είπες εκεί μέσα».
«Ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω. Ήθελα να χαστουκίσω
αυτό τον παλιόγερο για όσα είπε».
Ο ταγματάρχης χαμογέλασε. «Ευτυχώς που δεν το έκανες».
«Του χρειαζόταν πάντως».
Ο Άλμπερμαρλ κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του. «Άσχημη κατάστα-
ση, δε λέω. Αλλά δεν μπορώ να σε κατηγορήσω για ό,τι συνέβη, ταγμα-
τάρχη».
«Σας ευχαριστώ, κύριε».
Ο συνταγματάρχης γύρισε προς τη Σαμπρίνα. «Μπορείς να γυρί-
σεις μόνη στο σπίτι σου, καλή μου;»
«Φυσικά».
«Τότε, εγώ σας αφήνω προς το παρόν». Έγνεψε στον Ρόμπερτ. «Ας
ελπίσουμε ότι ο άνθρωπός σου, ο Ραμόν, θα εμφανιστεί σύντομα».
Και μ’ αυτά τα λόγια ο Άλμπερμαρλ έφυγε. Ο Φάλκονμπριτζ κοίταξε
τη Σαμπρίνα.« Ήλπιζα πως θα μπορούσα να σε επισκεφτώ αργότερα,
φοβάμαι όμως πως μετά τη διαταγή του στρατηγού αυτό θα είναι αδύ-
νατο για λίγο καιρό».
Η καρδιά της σκίρτησε στη σκέψη πως τελικά ήθελε να την ξαναδεί.
«Τότε, θα πρέπει να δείξω υπομονή».
«Έτσι είναι». Ο Ρόμπερτ αναστέναξε. «Τι μπέρδεμα!»
«Δεν φταις εσύ όμως».
«Πάντα γενναιόδωρη. Ξέρεις ότι οι συνέπειες και για σένα μπορεί να
είναι στ’ αλήθεια σκληρές;»
«Δεν πρέπει να σκέφτεσαι έτσι. Ο Ραμόν θα έρθει. Είμαι σίγουρη πως
θα έρθει».
«Προσεύχομαι γι’ αυτό. Δε θέλω ούτε να σκέφτομαι πως όλα όσα τρά-
βηξες θα πάνε χαμένα».
«Δεν είμαι η μόνη που θα βγει χαμένη απ’ αυτή την υπόθεση. Η προα-
γωγή σου...»
«Είναι ασήμαντη μπροστά στην αποφυλάκιση του πατέρα σου». Τα
λόγια του τη συγκίνησαν. «Μπορεί όλα να πάνε καλά».
Το ήλπιζε κι εκείνος με όλη την καρδιά του.
***
Αφού χώρισαν, η Σαμπρίνα βρήκε τη Χασίντα και τον Λουίς και επέ-
στρεψαν στο σπίτι που της είχε παραχωρηθεί. Πόσο διαφορετικά είχε
εξελιχθεί η θριαμβευτική επιστροφή που οραματιζόταν! Στην πόρτα ο
Λουίς κοντοστάθηκε.
«Εγώ πρέπει να σας αφήσω εδώ, δόνα Σαμπρίνα. Προς το παρόν θα
σας φροντίσει η Χασίντα».
«Πού πηγαίνεις;»
«Να δω τι συνέβη στον Ραμόν».
«Θα μπορούσε να βρίσκεται οπουδήποτε, Λουίς».
«Τότε, πρέπει να ανακαλύψω πού είναι».
«Δε θα φας κάτι; Δε θα ξεκουραστείς πρώτα;»
Της χαμογέλασε και τα κατάλευκα δόντια του άστραψαν. «Όσο
γρηγορότερα φύγω, τόσο συντομότερα θα τον βρω».
«Πώς ξέρεις ότι θα τον βρεις;» ρώτησε συνοφρυωμένη η Χασίντα.
«Θα τον βρω. Δεν μπορεί να εξαφανίστηκε από προσώπου γης. Άλ-
λωστε ο Ραμόν είναι φίλος μου και δε μου άρεσε καθόλου η λασπολο-
γία του στρατηγού Γουόρντ».
«Σε κανένα μας δεν άρεσε», συμφώνησε η Σαμπρίνα. «Όταν έρθει ο
Ραμόν, θα τον αναγκάσει να πάρει πίσω ό,τι είπε».
«Ακριβώς».
«Επίσης, θα του κολλήσει και τα έγγραφα στα μούτρα», πρόσθεσε η
Χασίντα.
Ο Λουίς χαμογέλασε. «Θα του το προτείνω. Στο μεταξύ, όμως, πρέ-
πει να βρω ένα ξεκούραστο άλογο».
«Όταν το βρεις, έλα ξανά. Θα σου έχω ετοιμάσει προμήθειες».
«Μούτσας γκράθιας. Σε λίγο λοιπόν».
Και μ’ αυτά τα λόγια ο Λουίς υποκλίθηκε και τις άφησε μόνες.
***
Λίγο αργότερα η Σαμπρίνα έβγαζε τα βρόμικα ρούχα της και έμπαινε
μέσα σε μια μπανιέρα με ζεστό νερό αναστενάζοντας με ανακούφιση.
Της φαινόταν πως είχε περάσει ένας αιώνας από την τελευταία φορά
που πλύθηκε κανονικά ή φόρεσε καθαρά ρούχα. Τρίφτηκε ζωηρά και
έλουσε τα μαλλιά της, πριν ξαπλώσει και αφήσει το ζεστό νερό να χα-
λαρώσει τους πονεμένους μυς της.
Μόνο όταν το νερό άρχισε να κρυώνει, βγήκε απ’ την μπανιέρα και
σκουπίστηκε. Μετά φόρεσε ένα φόρεμα από ροζ μουσελίνα που δεν εί-
χε πάρει μαζί της στο ταξίδι. Όταν τα μαλλιά της στέγνωσαν, τα βούρ-
τσισε και τα έδεσε πίσω με μια κορδέλα.
Στον καθρέφτη η εικόνα της ήταν αποδεκτή, αν και στο πρόσωπο και
το λαιμό της είχε αποκτήσει ένα ελαφρύ μαύρισμα από τις ώρες που εί-
χε περάσει στο ύπαιθρο. Το αποτέλεσμα ωστόσο δεν ήταν δυσάρεστο,
επειδή το μαύρισμα αναδείκνυε το χρώμα των μαλλιών και των πράσι-
νων ματιών της.
Σκέφτηκε ότι λίγη λοσιόν για τα χέρια θα βοηθούσε την επιδερμίδα
της να ξαναβρεί την απαλότητά της. Καθώς άρχισε να την απλώνει, είδε
ότι φορούσε ακόμα τη βέρα που της είχε δώσει ο Φάλκονμπριτζ όταν
ξεκίνησαν για το Αρανχουέθ. Την είχε συνηθίσει πια και τη στενοχω-
ρούσε στ’ αλήθεια να την αποχωριστεί, όμως δεν υπήρχε λόγος να
τη φοράει πια. Έτσι, την ακούμπησε προσεκτικά μέσα στη μικρή κο-
σμηματοθήκη της τουαλέτας κι έκλεισε το καπάκι. Αυτό το κομμάτι της
περιπέτειας είχε τελειώσει για τα καλά.
Αρκετά ικανοποιημένη με την εμφάνισή της, κατέβηκε για να φάει. Συ-
νάντησε τη Χασίντα, η οποία επίσης είχε κάνει μπάνιο και είχε φορέσει
καθαρά ρούχα.
«Θα σας φτιάξω μια τορτίγια», της είπε η καμαριέρα. «Θα σας κό-
ψει λίγο την πείνα μέχρι το δείπνο».
«Φτιάξε και για σένα. Θα πρέπει να πεινάς κι εσύ».
Η Χασίντα έγνεψε καταφατικά. «Θα είναι πολύ ωραία να φάμε και πάλι
φρέσκο φαγητό, σωστά;»
«Σίγουρα είναι».
«Και ψωμί που δεν είναι σκληρό σαν τούβλο».
Η Σαμπρίνα θυμήθηκε το γεύμα που είχε μοιραστεί με τον Φάλκον-
μπριτζ δίπλα στο ποτάμι, τότε που η συντροφιά του αναπλήρωνε την
έλλειψη φρέσκου φαγητού. Άραγε θα δειπνούσαν πάλι μαζί, όπως της
είχε υποσχεθεί; Οι συνθήκες δε φαίνονταν πολύ ευνοϊκές. Ο στρατηγός
Γουόρντ δεν είχε κρύψει τη δυσαρέσκειά του και αν ο Ραμόν δεν επέ-
στρεφε... Η Σαμπρίνα δεν ήθελε να σκέφτεται τις συνέπειες για κανέναν
τους.
Η Χασίντα φάνηκε να μαντεύει τις σκέψεις της. «Αν υπάρχει κά-
ποιος που μπορεί να βρει τον Ραμόν, αυτός είναι ο Λουίς».
«Μακάρι να έχεις δίκιο».
«Κανείς δεν ανέχεται να προσβάλλουν το φίλο του. Εσείς υπερασπι-
στήκατε τον Ραμόν μπροστά στο στρατηγό. Τώρα είναι η σειρά του Λου-
ίς να κάνει το καθήκον του».
«Ο Ραμόν είναι και δικός μου φίλος. Ο πατέρας μου τον εκτιμά-
ει και θα θύμωνε πολύ αν βρισκόταν εδώ σήμερα».
«Ναι, το πιστεύω. Αλλά και για το δικό του καλό, ο Λουίς θα βρει τον
Ραμόν».
***
Αργότερα η Σαμπρίνα βγήκε στον κήπο να πάρει λίγο καθαρό αέ-
ρα και να μείνει μόνη για να σκεφτεί. Χωρίς να το καταλάβει, ακολού-
θησε το μονοπάτι ως το πέτρινο παγκάκι όπου είχε καθίσει κάποτε μαζί
με τον Ρόμπερτ Φάλκονμπριτζ.
Τότε, ο Ρόμπερτ είχε προσπαθήσει με κάθε τρόπο να τη μεταπείσει και
να μην τον συνοδεύσει στην αποστολή. Τώρα, η Σαμπρίνα θυμήθηκε
πόσο πολύ είχε αναστατωθεί από τη φυσική παρουσία του, από το
βλέμμα, το άγγιγμά του. Βέβαια, δε θα μπορούσε να φανταστεί πως
μια φεγγαρόλουστη νύχτα θα την έπαιρνε στην αγκαλιά του και θα της
έκλεβε την καρδιά.
Απορροφημένη καθώς ήταν στις σκέψεις της, δεν άκουσε τα βήμα-
τα στο μονοπάτι, παρά μόνο όταν ο επισκέπτης είχε πλησιάσει αρκε-
τά. Διέκρινε την κόκκινη στολή και η καρδιά της σκίρτησε. Αλλά το ε-
πόμενο λεπτό αντιλήφθηκε με κάποια απογοήτευση ότι ο νεοφερμένος
ήταν ένας άγνωστος άντρας, ο οποίος υποκλίθηκε μπροστά της και χα-
μογέλασε.
«Μου ανέθεσαν να σας παραδώσω αυτό το γράμμα, κυρία. Με τους
χαιρετισμούς του ταγματάρχη Φάλκονμπριτζ».
Η καρδιά της σκίρτησε πάλι. «Σας ευχαριστώ για τον κόπο σας, κύριε».
«Κανένας κόπος, κυρία».
Όταν έμεινε πάλι μόνη, η Σαμπρίνα κάθισε στο πέτρινο παγκάκι και
έσπασε την κέρινη σφραγίδα με χέρια που έτρεμαν. Η επιστολή περιείχε
μια πρόσκληση:
Αφού προς το παρόν η ράβδος του στρατάρχη φαίνεται απρόσιτη, πα-
ρηγοριέμαι με την αμυδρή ελπίδα πως ίσως να δεχτείτε να δειπνήσετε μ’
έναν ταπεινό ταγματάρχη, αμέσως μόλις μπορέσει να το κανονίσει. Φ.
Η Σαμπρίνα ένιωσε να πλημμυρίζει από χαρά. Άρα λοιπόν ο Ρόμπερτ
το εννοούσε! Ξαφνικά, κάθε θλίψη εξαφανίστηκε. Μπορεί τελικά όλα να
πήγαιναν καλά.
Αφού διάβασε το μήνυμα καμιά δεκαριά φορές, το δίπλωσε προ-
σεκτικά και το έκρυψε στο μπούστο της. Ύστερα μπήκε στο σπίτι για
να βρει πένα και χαρτί.
***
Λίγη ώρα αργότερα ένας στρατιώτης έφτασε στα καταλύματα των α-
ξιωματικών. «Ένα σημείωμα για τον ταγματάρχη Φάλκονμπριτζ», ανήγ-
γειλε. «Μόλις έφτασε, κύριε».
Ο Μπρούντνελ έδειξε απέναντι στο δωμάτιο. «Ο ταγματάρχης είναι ε-
κεί».
Ο Φάλκονμπριτζ πήρε το γράμμα και εξέτασε τη γραφή στο φάκελο. Ο
γραφικός χαρακτήρας ήταν άγνωστος, αλλά ήταν σίγουρο πως ανήκε
σε γυναίκα. Η ελπίδα του φούντωσε. Πήρε βαθιά ανάσα, το άνοιξε και
διάβασε γρήγορα το περιεχόμενο. Περιείχε μια πρόσκληση.
Όσο κι αν είναι λυπηρή η απώλεια μιας στραταρχικής ράβδου, η ιδέα
του δείπνου μ’ ένα χαμηλότερου βαθμού αξιωματικό είναι, σε αντιστάθμι-
σμα, προτιμητέα.
Δεν υπήρχε υπογραφή, αλλά δε χρειαζόταν. Χαμογέλασε και φωτίστηκε
όλο το πρόσωπό του.
«Καλά νέα;» ρώτησε ο Μπρούντνελ.
«Πολύ καλά νέα».
«Καιρός ήταν».
«Ναι, πράγματι».
Ο Ρόμπερτ δίπλωσε ξανά το χαρτί και το έκρυψε προσεκτικά μέσα
στην τσέπη του σακακιού του. Ναι, σκέφτηκε, ήταν καιρός να μπει μια
διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον. Ήταν και-
ρός να συνεχίσει τη ζωή του. Τουλάχιστον τώρα ήξερε τι είδους μέλ-
λον ήθελε για τον εαυτό του.
Οι σκέψεις του διακόπηκαν από την άφιξη ενός υπασπιστή, ο ο-
ποίος ήρθε να τον καλέσει στο στρατηγείο του λόρδου Ουέλινγκτον
στο Παλάθιο ντε λος Κάστρο.
«Θα έρθω αμέσως».
Όταν ο υπασπιστής έφυγε, ο Τόνι συνοφρυώθηκε. «Τι σε θέλει τώρα ο
αρχηγός;»
«Να ακούσει την αναφορά μου, φαντάζομαι. Εκτός κι αν πρόκειται να
μου ανακοινώσει ο ίδιος πως ο Ραμόν επέστρεψε με τα έγγραφα σώα και
αβλαβή».
«Αυτό θα έλυνε αρκετά προβλήματα, έτσι δεν είναι;»
«Ναι».
«Έκανες ό,τι καλύτερο μπορούσες, Ρόμπερτ. Ήταν μεγάλη κακοτυ-
χία αυτή η αργοπορία του Ραμόν».
«Κρίμα που δεν το βλέπει έτσι και ο στρατηγός Γουόρντ».
«Ε, βλέπεις εκείνος δεν περικυκλώθηκε από εχθρικά γαλλικά στρα-
τεύματα που ήθελαν να τον κόψουν σε φέτες...»
«Ακόμα κι έτσι...» Ο Φάλκονμπριτζ πήγε στην πόρτα. «Έκανα μια
λάθος κίνηση. Το πρόβλημα είναι πως εκτός από μένα θα την πληρώ-
σουν κι άλλοι».
***
Όταν ο Φάλκονμπριτζ έφτασε στην πόρτα του Ουέλινγκτον λίγο αρ-
γότερα, είδε πως ο στρατηγός Γουόρντ και ο ταγματάρχης Φορμπς
ήταν επίσης παρόντες. Η καρδιά βούλιαξε στο στήθος του Πήρε μια
ουδέτερη έκφραση και προχώρησε ως το γραφείο.
«Ζητήσατε να με δείτε, κύριε;»
Ο Ουέλινγκτον ύψωσε το βλέμμα του από την επιστολή που έγραφε
και έγειρε πίσω στην καρέκλα του παρατηρώντας ψυχρά τον επισκέπτη
του. Οι αυστηρές γραμμές του προσώπου του δεν πρόδιδαν κανένα
συναίσθημα, αλλά τίποτα δε διέφευγε από τα διαπεραστικά μάτια
του. Κάτω από την αμείλικτη εξέτασή του, ο Φάλκονμπριτζ ένιωσε το
στομάχι του να δένεται κόμπος.
«Πολύ άσχημη ιστορία, Φάλκονμπριτζ».
«Μάλιστα, κύριε».
Ο Γουόρντ έσπευσε να επέμβει. «Δεν έπρεπε να αφήσεις αυτά τα έγ-
γραφα από τα χέρια σου».
«Πίστευα ότι δεν είχα άλλη επιλογή, από τη στιγμή που κινδύνευα να
με συλλάβουν».
«Έπρεπε να φέρεις ο ίδιος τα έγγραφα».
«Αυτό σήμαινε πως θα έπρεπε να αφήσω τους συντρόφους μου να
σκοτωθούν, κύριε».
«Όλοι οι στρατιώτες γνωρίζουν τους κινδύνους του πολέμου».
«Η μις Χάντλι δεν είναι στρατιώτης».
«Όχι, αλλά γνώριζε κι εκείνη τους κινδύνους».
Τα μάτια του Φάλκονμπριτζ άστραψαν. «Δεν ήταν αρκετός λόγος, κα-
τά την άποψή μου, ώστε να την εγκαταλείψω στο έλεος των Γάλλων».
Ο Γουόρντ τον αγριοκοίταξε και ετοιμάστηκε να απαντήσει, όμως ο
Ουέλινγκτον τον πρόλαβε. «Η κατάσταση ήταν πάρα πολύ κρίσιμη και
δεν έχω καμία αμφιβολία πως έκανες ό,τι έκρινες σωστό, ταγματάρχη.
Ωστόσο, παραμένει γεγονός ότι ένα τρίτο πρόσωπο έχει τώρα στην κα-
τοχή του κάποιες ιδιαίτερα ευαίσθητες πληροφορίες».
«Πληροφορίες τις οποίες ο Ισπανός συνεργάτης μας απέκτησε με πο-
λύ κόπο», είπε ο ταγματάρχης Φορμπς.
«Πιστεύω ότι ο Ραμόν θα παραδώσει τα έγγραφα, εφόσον είναι σε
θέση να το κάνει», απάντησε ο Φάλκονμπριτζ.
Ο Γουόρντ ρουθούνισε περιφρονητικά και ο Ουέλινγκτον τον κοί-
ταξε αυστηρά πριν γυρίσει κα πάλι στον Φάλκονμπριτζ.
«Φαίνεται πως έχεις μεγάλη εμπιστοσύνη σ’ αυτό τον άνθρωπο».
«Έτσι είναι, κύριε. Και η μις Χάντλι τον εμπιστεύεται εξίσου. Ο Ρα-
μόν ήταν πιστός φίλος του πατέρα της».
«Τέλος πάντων. Σύντομα θα διαπιστώσουμε αν αυτή η εμπιστοσύνη
είναι δικαιολογημένη».
«Μια και αναφέρθηκα στον Τζον Χάντλι, κύριε...»
«Ναι;»
«Η απελευθέρωσή του ήταν ο όρος που έπεισε τη μις Χάντλι να πάρει
μέρος σ’ αυτή την αποστολή. Εκτέλεσε με παραδειγματικό τρόπο το κα-
θήκον της και τήρησε το δικό της μέρος της συμφωνίας».
«Εσύ όμως δεν έφερες πίσω τα έγγραφα τα οποία αφορούσε αυτή η
συμφωνία», είπε ο Γουόρντ.
«Δε φταίει η μις Χάντλι γι’ αυτό. Το λάθος είναι δικό μου, δε θα πρέπει
να τιμωρηθεί εκείνη».
Ο Ουέλινγκτον ανασήκωσε ελαφρά το ένα του φρύδι. «Δεν πιστεύω
ότι υπάρχει λόγος να τιμωρηθεί η μις Χάντλι με οποιονδήποτε τρό-
πο. Ταγματάρχη Φορμπς, έχουν αρχίσει οι διαπραγματεύσεις για την
απελευθέρωση των αξιωματικών μας τους οποίους κρατούν οι Γάλλοι;»
«Έχουν αρχίσει, κύριε».
«Ο Τζον Χάντλι είναι ανάμεσά τους;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Ωραία. Να με ενημερώσεις για την πορεία των πραγμάτων».
Ο Φάλκονμπριτζ ένιωσε ανακούφιση. Τουλάχιστον, είχε διασωθεί
κάτι... Πριν προλάβει να συνεχίσει τη σκέψη του, συνειδητοποίησε ότι ο
Ουέλινγκτον του μιλούσε και πάλι.
«Για τα υπόλοιπα μπορούμε μόνο να περιμένουμε και να ελπίζουμε.
Στο μεταξύ, ελλείψει πληροφοριών, πρέπει να προσπαθήσω να υπολο-
γίσω τις επόμενες κινήσεις των Γάλλων. Μπορείς να επιστρέψεις στα
καθήκοντά σου, ταγματάρχη Φάλκονμπριτζ».
Ο Ρόμπερτ έφυγε, με τις τελευταίες λέξεις να ηχούν στ’ αυτιά του. Η
αναμονή και η ελπίδα ήταν πράγματι οι μοναδικές επιλογές του αυτή
τη στιγμή, τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε τον τομέα της καριέρας του.
Σκέφτηκε τη Σαμπρίνα και θυμήθηκε την υπόσχεση που της είχε δώσει.
Τουλάχιστον αυτό ήταν κάτι που μπορούσε να κάνει.
Κεφάλαιο 15
Η γαμήλια τελετή ήταν απλή και τελέστηκε από τον στρατιωτικό ιερέα
μπροστά σε λίγους μάρτυρες. Ο Φάλκονμπριτζ έφτασε νωρίς μαζί με
τον Μπρούντνελ και άρχισε να βηματίζει με αδημονία στο διάδρομο
έξω από το παρεκκλήσι. Όσο περνούσε η ώρα και η νύφη δεν εμφανι-
ζόταν, το στομάχι του σφιγγόταν όλο και περισσότερο. Τέλος, έκλεισε
τα μάτια του και πήρε μια βαθιά ανάσα.
Μήπως κάτι δεν πήγαινε καλά;
«Θα έρθει, Ρόμπερτ».
«Ναι, φυσικά».
«Είναι προνόμιο της νύφης να αργεί στο γάμο της».
«Το ξέρω».
«Τότε σταμάτα να λιώνεις αυτές τις πέτρες και πάμε μέσα».
Οι δυο φίλοι διέσχισαν το διάδρομο και πήγαν να πάρουν τις θέσεις
τους. Τριγύρω οι καλεσμένοι χαμογελούσαν, ο Ρόμπερτ όμως έβλεπε
μόνο θολά πρόσωπα. Ο λαιμός του ήταν ξερός και με δυσκολία δια-
τηρούσε την ψυχραιμία του.
Ξάφνου άκουσαν πίσω τους ένα θόρυβο, πνιχτά επιφωνήματα και
μουρμουρητά. Οι δυο άντρες γύρισαν. Και έμειναν άφωνοι.
«Χριστέ μου», ψιθύρισε ο Μπρούντνελ. «Τυχεράκια...»
Ο Φάλκονμπριτζ κοίταξε τη Σαμπρίνα με κομμένη την ανάσα. Το
βλέμμα του αποτύπωσε στο νου του κάθε λεπτομέρεια της γυναίκας η
οποία προχωρούσε προς το μέρος του, ελαφρά γερμένη στο μπράτσο
του πατέρα της. Όλα επάνω της ήταν τέλεια· από το μακρύ λευκό νυ-
φικό από σατέν και δαντέλα, τα μαργαριτάρια που κοσμούσαν τα αυ-
τιά και το λαιμό της, ως τα μεταξωτά λουλούδια ανάμεσα στις χρυσές
μπούκλες της και το μικρό μπουκέτο από κόκκινα τριαντάφυλλα που
κρατούσε.
Η καρδιά του Ρόμπερτ φούσκωσε από αγάπη και περηφάνια. Ξανα-
βρίσκοντας το κουράγιο του έκανε μερικά βήματα μπροστά να τη συ-
ναντήσει.
Από τα καθίσματα των καλεσμένων, ο Ουέλινγκτον παρακολου-
θούσε την τελετή. «Όμορφο ζευγάρι», σχολίασε.
Δίπλα του ο Άλμπερμαρλ έγνεψε καταφατικά. «Είναι πράγματι, λόρδε
μου».
«Σπουδαίος άνθρωπος αυτός ο Φάλκονμπριτζ».
«Αναμφισβήτητα, λόρδε μου. Εγώ πάντα το έλεγα».
Η τελετή ήταν απλή και συνοπτική, μια σύντομη ανταλλαγή όρκων και
μετά ο γαμπρός πέρασε τη βέρα στο δάχτυλο της νύφης. Κοιτάχτηκαν
και χαμογέλασαν.
«Μπορείς να φιλήσεις τη νύφη», είπε ο ιερέας.
Ο Ρόμπερτ Φάλκονμπριτζ τράβηξε τη γυναίκα του στην αγκαλιά του
και για μια στιγμή κοίταξε το πρόσωπό της. Ύστερα έσκυψε και ακού-
μπησε τα χείλη του πάνω στα δικά της.
Η Σαμπρίνα έκλεισε τα μάτια της. Για μια στιγμή ένιωσε να μεταφέ-
ρεται σε μια άλλη διάσταση, μακριά από την πραγματικότητα. Όμως η
ζεστασιά των χεριών του άντρα της, η μυρωδιά και το άγγιγμά του
ήταν αληθινά. Όπως και η φλόγα του πάθους που άναψε μέσα της το φι-
λί του.
Γύρω της ακούγονταν συγχαρητήρια και ευχές. Εκείνη ένιωσε το χέρι
του Ρόμπερτ να σφίγγει το δικό της.
«Πηγαίνουμε, κυρία Φάλκονμπριτζ;»
***
Ο συνταγματάρχης Άλμπερμαρλ είχε οργανώσει ένα γαμήλιο γεύμα
σε μια αίθουσα δίπλα στο εστιατόριο των αξιωματικών, όπου μπο-
ρούσαν να φιλοξενηθούν ένας μεγαλύτερος αριθμός φίλων και συνα-
δέλφων. Αρκετοί από τους συναδέλφους του Φάλκονμπριτζ είχαν κα-
ταφέρει να ξεκλέψουν μερικές ώρες από τα καθήκοντά τους και τώρα
συνωστίζονταν γύρω από τους νεόνυμφους, δίνοντας ευχές και απευ-
θύνοντας αμέτρητα κομπλιμέντα στη Σαμπρίνα.
Ο σύζυγός της χαμογελούσε περήφανος και, βλέποντας πως δεν είχε
καμία ελπίδα να διεκδικήσει την προσοχή της προς το παρόν, έστρεψε
τη δική του προς τον Ραμόν, ο οποίος καθόταν μαζί με τον Λουίς και τη
Χασίντα. Και οι τρεις τους τον συγχάρηκαν, ενώ ο Λουίς δάκρυσε συγκι-
νημένος.
«Συγχωρήστε με. Πάντα κλαίω στους γάμους».
«Υποθέτω πως το καλεί η παράδοση», είπε ο Φάλκονμπριτζ χαμογε-
λώντας κι ύστερα γύρισε στον Ραμόν. «Υπάρχει κάτι που θα ήθελα να σε
ρωτήσω, αν μπορώ».
Ο Ραμόν ένευσε καταφατικά. «Μπορείτε».
«Πώς έπεισες τον Ελ Κουτσίγιο να μας βοηθήσει;»
Για μια στιγμή ο Ραμόν έμεινε σιωπηλός. Έπειτα χαμογέλασε αδιό-
ρατα. «Μου χρωστούσε μια χάρη».
«Απ’ ό,τι κατάλαβα, τον γνώριζες από καιρό».
«Γνωριζόμαστε χρόνια εκείνος κι εγώ. Μεγαλώσαμε στο ίδιο χωριό».
«Ήσαστε λοιπόν παλιοί φίλοι».
«Δεν υπήρξαμε ποτέ φίλοι. Θα μπορούσα να πω μάλιστα ότι αντιπα-
θούσαμε ο ένας τον άλλον. Σαν παιδιά καβγαδίζαμε πολύ, αλλά μετά
την εφηβεία μας αποκτήσαμε κάποιον αμοιβαίο σεβασμό». Ο Ραμόν
σώπασε για μια στιγμή. «Ύστερα, μια μέρα το σπίτι του έπιασε φωτιά και
μέσα παγιδεύτηκαν η μητέρα και η αδερφή του. Εγώ δούλευα εκεί κοντά
και είδα τον καπνό. Όταν πλησίασα και άκουσα τις κραυγές, μπήκα στο
σπίτι και κατάφερα να βγάλω έξω τις δύο γυναίκες».
«Κι έτσι γίνατε φίλοι;»
«Όχι ακριβώς. Όμως εκείνος θεώρησε την πράξη μου σαν μια θεία
επέμβαση και κατά συνέπεια ένιωσε υποχρεωμένος απέναντί μου. Πή-
γε στη εκκλησία και έδωσε όρκο πως μια μέρα θα ξεπλήρωνε το χρέος
του».
«Πότε έγιναν όλα αυτά;»
«Πριν είκοσι χρόνια».
«Έχει γερή μνήμη».
«Το ίδιο κι εγώ».
«Ο χρόνος δεν επηρεάζει τις υποσχέσεις που δίνουμε», είπε η Χασί-
ντα. «Όποιος παραβαίνει τον όρκο του ατιμάζει τον εαυτό του και
την οικογένειά του. Και βάζει σε κίνδυνο την αθανασία της ψυχής
του».
«Έτσι είναι», συμφώνησε ο Ραμόν. «Πάνω απ’ όλα, όμως, ο Ελ Κου-
τσίγιο μισεί τους Γάλλους μ το ίδιο πάθος που αγαπάει τις μάχες. Ποτέ
δε θα έχανε τέτοια ευκαιρία».
«Όποιο κι αν ήταν το κίνητρό του», είπε γελώντας ο Φάλκον-
μπριτζ, «χαίρομαι πολύ για την επέμβασή του».
Από την απέναντι πλευρά, η Σαμπρίνα είδε τη μικρή παρέα και χαμο-
γέλασε. Γύρω της τα γέλια κα τα αστεία έρεαν όπως και το κρασί. Ακόμα
κι ο πατέρας της χαμογελούσε κι έβαζε τα δυνατά του να φαίνεται πρό-
σχαρος, αν και εκείνη ήξερε πως μέσα του ήταν θλιμμένος.
«Δε χρειάζεται να ανησυχείς για μένα», του είπε. «Στ’ αλήθεια πα-
ντρεύτηκα τον καλύτερο άντρα του κόσμου».
«Δε θα μπορούσα να σε αποχωριστώ, καλή μου, αν δεν το πίστευα αυ-
τό».
Ο Τζον Χάντλι και ο Φάλκονμπριτζ είχαν συμπαθήσει ο ένας τον άλ-
λον και, πολυταξιδεμένοι κα διαβασμένοι καθώς ήταν και οι δύο, είχαν
αρκετά κοινά στοιχεία για να μπορούν να κουβεντιάζουν με άνεση.
Ο συνταγματάρχης Άλμπερμαρλ πλησίασε κι αυτός να δώσει τις ευ-
χές του στον Ρόμπερτ και ο δύο άντρες έσφιξαν τα χέρια με εγκαρδιό-
τητα.
«Να την προσέχεις, αγόρι μου».
«Αυτό σκοπεύω να κάνω, κύριε».
«Και να την κάνεις ευτυχισμένη».
«Υπόσχομαι να βάλω τα δυνατά μου».
«Το καλό που σου θέλω».
«Ξέρω. Συνεχίζω να εκτιμώ τη σωματική μου ακεραιότητα για να το
διακινδυνεύσω». Ο συνταγματάρχης χαμογέλασε πλατιά. «Νομίζω πως
εμείς οι δύο καταλαβαινόμαστε».
Το γεύμα συνεχίστηκε σε ευχάριστη ατμόσφαιρα κι αργότερα εκφω-
νήθηκαν οι απαραίτητες προπόσεις προς τιμήν των νεονύμφων. Τότε,
εντελώς αναπάντεχα, ο λόρδος Ουέλινγκτον σηκώθηκε να πάρει το λό-
γο.
«Δε θα επαναλάβω τις ευχές των υπολοίπων, τις οποίες συμμερίζομαι
ανεπιφύλακτα. Απομένει σ’ εμένα να σου δώσω αυτό». Έβγαλε ένα χο-
ντρό πακέτο με υπηρεσιακά έγγραφα από την τσέπη του σακακιού του
και τα έδωσε στο γαμπρό. «Συγχαρητήρια, αντισυνταγματάρχη Φάλκον-
μπριτζ».
Για μια στιγμή επικράτησε σιωπή κι ύστερα στην αίθουσα ξέσπασαν
ζητωκραυγές. Μαζεύοντας το κουράγιο του, ο αποδέκτης της προαγω-
γής σηκώθηκε και έσφιξε το χέρι του αρχηγού της εκστρατείας.
«Πραγματικά δεν ξέρω τι να πω, λόρδε μου, εκτός από το να σας ευχα-
ριστήσω».
Ο Ουέλινγκτον ανασήκωσε το ένα φρύδι του. «Θα ευχηθείς να μη με
είχες ευχαριστήσει όταν θα κάνουμε την έφοδό μας στη Σαλαμάνκα.
Στο μεταξύ έχεις τρεις μέρες για να τις περάσεις μαζί με την όμορφη
γυναίκα σου. Είναι διαταγή».
«Μάλιστα, λόρδε μου».
Η Σαμπρίνα ένιωσε να πετάει από χαρά. Ποτέ δε θα μπορούσε να
προβλέψει μια τέτοια εξέλιξη Τρεις μέρες! Ο άντρας της την πήρε
στην αγκαλιά του και της έδωσε ένα ηχηρό φιλί. Εκείνη του χαμογέ-
λασε με μάτια που έλαμπαν.
«Συγχαρητήρια, Ρόμπερτ. Είμαι πολύ περήφανη για σένα».
«Δε θα τα κατάφερνα χωρίς εσένα».
«Φοβάμαι πως από στιγμή σε στιγμή θα ξυπνήσω και θα ανακαλύψω
πως όλα ήταν ένα όνειρο».
«Δεν είναι όνειρο, αγάπη μου, αλλά το ξεκίνημα της καινούριας ζωής
μας».
Η Σαμπρίνα ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και τον φίλησε
απαλά στα χείλη. Ξαφνικά ο Ρόμπερτ δεν έβλεπε την ώρα να βρεθεί
μόνος μαζί της. Το φιλί, το άρωμά της, η ζεστασιά του χαμόγελού
της επιδρούσαν στο κεφάλι του σαν κρασί.
«Φαίνεσαι σκεφτικός», του είπε εκείνη παρατηρώντας την έκφρασή
του.
«Πράγματι. Θα με έκλειναν στη φυλακή οι σκέψεις που κάνω αυτή τη
στιγμή».
«Είναι τόσο κακές;»
«Δε λες τίποτα».
Ο υπαινιγμός έβαλε φωτιά στη φαντασία της και η επίγνωση πως σε
λίγο θα μοιραζόταν το κρεβάτι του πρόσθεσε λίγη ακόμα έξαψη στην
ευτυχέστερη ημέρα της ζωής της.
***
Τελικά άργησαν αρκετά να επιστρέψουν στο σπίτι. Όταν επιτέλους
έφτασαν στο άδυτο της κρεβατοκάμαρας της Σαμπρίνα, κλείδωσαν πί-
σω τους την πόρτα. Ο Ρόμπερτ την πήρε στην αγκαλιά του και τη φίλη-
σε με πάθος.
«Ήθελα όλη μέρα να το κάνω αυτό. Αυτό και άλλα πολλά».
Τα πράσινα μάτια της τον κοίταξαν δήθεν αθώα. «Μπα; Τι άλλα δηλα-
δή;»
Χωρίς ούτε στιγμή να πάρει το βλέμμα του από το πρόσωπό της,
εκείνος έβγαλε το σακάκι, τη γραβάτα και το πουκάμισό του και τα έρι-
ξε πάνω σε μια καρέκλα. Στη θέα του γεροδεμένου κορμιού που αποκα-
λύφτηκε μπροστά της, η αναπνοή της Σαμπρίνα κόπηκε.
Ο Ρόμπερτ την πλησίασε και άρχισε να ανοίγει ένα ένα τα μικρά
κουμπιά του νυφικού της. Όταν τέλειωσε, το κατέβασε από τους ώ-
μους της και μετά το άφησε να πέσει γύρω από τα πόδια της στο πά-
τωμα. Η Σαμπρίνα έκανε ένα βήμα πιο πέρα και στάθηκε ακίνητη όσο ο
άντρας της την απάλλασσε από το μεσοφόρι της και αφαιρούσε τις
φουρκέτες που συγκρατούσαν τα μαλλιά της.
Εκείνη ένιωσε τα δάχτυλά του ανάμεσα στις μπούκλες της και τα
χείλη του να ανοίγουν ένα μονοπάτι από το γυμνό ώμο της ως το
λαιμό, τον αυχένα και το λοβό του αυτιού της. Εκεί έμειναν για λίγο,
παίζοντας, για να στείλουν ένα ηδονικό ρίγος κατά μήκος της σπον-
δυλικής της στήλης. Μετά ο Ρόμπερτ την έσφιξε πάνω του και κάλυψε
το στόμα της με το δικό του και το στήθος της με την παλάμη του, κάτω
από τον κορσέ της.
Η Σαμπρίνα αφέθηκε να την παρασύρει το πάθος του άντρα της.
Δεν ένιωθε κανένα φόβο ούτε αποστροφή καθώς τα δάχτυλά του κύ-
κλωναν τη θηλή της, ξεσηκώνοντας τις αισθήσεις της, και τα χείλη του
τρυγούσαν τα δικά της.
Τα χέρια της διέτρεξαν τους δυνατούς μυς της πλάτης του και τον
τράβηξαν ακόμα πιο κοντά της. Ένιωσε τη διέγερσή του πάνω στην
κοιλιά της και μια φωτιά άναψε χαμηλά στην ήβη της. Εκείνος χάιδεψε
την τρυφερή επιδερμίδα του εσωτερικού των μηρών της, στο σημείο
που τελείωνε ο κορσές της, προκαλώντας πρωτόγνωρα ρίγη ηδονής σ’
όλο της το κορμί. Ύστερα τα δάχτυλά του ανέβηκαν πιο ψηλά, ανάμεσα
στα πόδια της, στην υγρή έξαψη που συνάντησε εκεί. Άκουσε το πνιχτό
βογκητό της και συνέχισε να χαϊδεύει, να προκαλεί, ώσπου το ρίγος
που διαπέρασε το κορμί της βρήκε απάντηση στην αντίδραση του δι-
κού του κορμιού.
Με το ένα χέρι του ο Ρόμπερτ αγκάλιασε τη Σαμπρίνα από τη μέση,
ενώ περνούσε το άλλο κάτω από τα γόνατά της ώστε να τη σηκώσει
στη αγκαλιά του. Έτσι, τη μετέφερε και την απόθεσε στο κρεβάτι. Α-
παλλάχτηκε κι απ’ τα υπόλοιπα ρούχα του και ξάπλωσε δίπλα της για
να συνεχίσει αυτό που είχε αρχίσει. Χαλάρωσε τα κορδόνια του κορσέ
της και προσεκτικά τον ανέβασε και τον πέρασε πάνω από το κεφάλι
της. Μετά κοίταξε λαίμαργα το γυμνό κορμί της.
«Είσαι πολύ όμορφη!»
Η αμεσότητα της γύμνιας της πάνω στη δική του συνάρπασε και σο-
κάρισε συνάμα τη Σαμπρίνα όταν εκείνος ήρθε από πάνω της. Τα χά-
δια του πυροδοτούσαν τον πόθο της και ο σφυγμός της επιταχύνθη-
κε όταν τον ένιωσε να μπαίνει αργά μέσα της. Ο ξαφνικός πόνος της
δημιούργησε ένα στιγμιαίο πανικό και ενστικτωδώς προσπάθησε να
απωθήσει τον Ρόμπερτ. Με ατελείωτη υπομονή εκείνος την καθησύ-
χασε και, όταν η άβολη αυτή στιγμή πέρασε, μπήκε πιο βαθιά μέσα
της και άρχισε να κινείται πιο ζωηρά.
Η Σαμπρίνα συγκλονίστηκε από ρίγη απίστευτης ηδονής και ανασή-
κωσε ενστικτωδώς τα γόνατά της, αγκαλιάζοντάς τον με τις γάμπες της
και παραδίδοντας τον εαυτό της σ’ αυτή τη συγκλονιστική κλιμάκωση
του πόθου.
Ο Ρόμπερτ την ένιωσε να ριγεί αλλά συγκράτησε την ορμή του, μη
θέλοντας με κανέναν τρόπο να την τρομάξει ή να την κάνει να τον
αποστραφεί. Απόψε η Σαμπρίνα θα γνώριζε μόνο την ηδονή στην α-
γκαλιά του.
Σταμάτησε να κινείται για μια δυο στιγμές, κάνοντάς τη να περιμέ-
νει. Εκείνη στριφογύριζε, λαχάνιαζε, έσφιγγε τα μπράτσα του και τον
κοιτούσε με μάτια που είχαν σκουρύνει σαν σμαράγδια από το πάθος.
Τότε μόνο ο Ρόμπερτ άρχισε ξανά να κινείται μέσα της, πρώτα αργά,
ύστερα πιο ζωηρά σ’ έναν όλο και πιο σταθερό ρυθμό. Όταν άκουσε
την κραυγή του οργασμού της, η αυτοσυγκράτησή του διαλύθηκε με-
μιάς και ακολούθησε τη Σαμπρίνα στην κορύφωση, νομίζοντας πως η
καρδιά του θα σταματήσει. Για λίγη ώρα έμεινε μέσα της, μη θέλοντας
να δώσει τέλος στην υπέροχη στιγμή. Ύστερα χαμήλωσε και στηρίχτηκε
στα μπράτσα του λαχανιάζοντας, σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό
του, αποτραβήχτηκε και ξάπλωσε βαριά δίπλα της.
Η Σαμπρίνα έμεινε ακίνητη, γεμάτη δέος γι’ αυτό που μόλις είχε συμ-
βεί, ένα θαύμα που όμοιό του δεν είχε ξαναζήσει. Έκλεισε τα μάτια της
και χαμογέλασε.
«Ήταν υπέροχο».
«Ναι», της απάντησε ο Ρόμπερτ. «Και θα γίνει ακόμα πιο υπέροχο».
Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε συνεχίζοντας να χαμογελά. «Κι άλλες κα-
κές σκέψεις;»
«Οι χειρότερες που μπορείς να φανταστείς».
Τα λόγια του δεν της έφερναν φόβο, μόνο μια γλυκιά προσμονή.
Κούρνιασε χορτασμένη στην αγκαλιά του και αποκοιμήθηκε. Εκείνος
έμεινε για λίγο ακόμα με τα μάτια του ανοιχτά, παρακολουθώντας τη
Σαμπρίνα να κοιμάται γαλήνια, απολαμβάνοντας τη θέα της. Μια
γλυκιά θαλπωρή πλημμύριζε την καρδιά και την ψυχή του γεμίζοντάς
τον με ελπίδα.
Τελικά, η ζωή τού είχε δώσει περισσότερα απ’ όσα ήλπισε ποτέ. Είχε
βρει ένα θησαυρό τον οποίο θα φύλαγε σαν τα μάτια του, επειδή χω-
ρίς τη γυναίκα του η ζωή του δε σήμαινε τίποτα. Προσέχοντας να μην
την ξυπνήσει, την έφερε πιο κοντά του και την κράτησε σφιχτά επάνω
του. Κι έτσι, αποκοιμήθηκε κι εκείνος, κρατώντας το μέλλον του στα χέ-
ρια του.
Περιεχόμενα
Σημείωμα της Συγγραφέως Κεφάλαιο 1
Κεφάλαιο 2 Κεφάλαιο 3 Κεφάλαιο 4 Κεφάλαιο 5 Κεφάλαιο 6 Κεφά-
λαιο 7 Κεφάλαιο 8 Κεφάλαιο 9 Κεφάλαιο 10 Κεφάλαιο 11 Κεφάλαιο 12
Κεφάλαιο 13 Κεφάλαιο 14 Κεφάλαιο 15 Κεφάλαιο 16