Ταξιδι Με Την Κομισσα - Joanna Fulford

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 274

Ταξίδι με την Κόμισσα

Joanna Fulford
Τίτλος πρωτοτύπου: His Counterfeit Condesa
© Joanna Fulford 2011. All rights reserved.
© 2012 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΒΕΕ
για την ελληνική γλώσσα, κατόπιν συμφωνίας με τη HARLEQUIN
ENTERPRISES II B.V. / S.à.r.l. ISSN 1108-4324
Μετάφραση: Έφη Αρβανίτη
Επιμέλεια: Μιχάλης Χατζηκυριάκος
Διόρθωση: Σωτηρία Αποστολάκη
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου,
η αναπαραγωγή ή μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό ή
άλλο μέσο, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη.
ΚΛΑΣΙΚΑ ΑΡΛΕΚΙΝ - ΤΕΥΧΟΣ 287
Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα. Made and printed in
Greece.
Σημείωμα της Συγγραφέως

Οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι (1799-1815) είναι το σκηνικό υπόβαθρο


αυτής της ιστορίας που τοποθετείται στην Ισπανία το 1812 στη διάρ-
κεια της εκστρατείας των Γάλλων στην Ιβηρική Χερσόνησο (1808-
1813). Η ιστορία εκτυλίσσεται στο χρονικό διάστημα μεταξύ της πο-
λιορκίας της Μπαδαχόθ και της μάχης της Σαλαμάνκα.
Κάποτε είχα την τύχη να ζήσω για λίγο στην ισπανική πρωτεύουσα. Η
Μαδρίτη είναι μια όμορφη και ζωντανή πόλη, η οποία επιπλέον μου
πρόσφερε μια τέλεια βάση για να εξερευνήσω την Ισπανία. Οι εντυπώ-
σεις μου από την εμπειρία εκείνης της παραμονής έμειναν έκτοτε ανε-
ξίτηλες στη μνήμη μου και απ’ αυτές άντλησα πολλά από τα στοιχεία
αυτού του βιβλίου. Άλλες πηγές έμπνευσης υπήρξαν οι επισκέψεις
μου στο μουσείο Πράδο. Τα έργα του Γκόγια, ιδίως οι πίνακες 2α Μαΐου
και 3η Μαΐου δίνουν μια αληθινή γεύση της ναπολεόντειας περιόδου
και των βίαιων μαχών εναντίον του ξένου κατακτητή. Οι Ισπανοί εξαπέ-
λυσαν έναν ιδιαίτερα αποτελεσματικό ανταρτοπόλεμο εναντίον των
Γάλλων και μέσα απ’ αυτόν εξυφαίνεται ο καμβάς της δευτερεύουσας
πλοκής στην ιστορία μου.
Πάντως, ο Ελ Κουτσίγιο είναι φανταστικό πρόσωπο. Όπως και πολ-
λές άλλες ισπανικές πόλεις, η Θιουδάθ Ροδρίγο είναι ένας πανέμορ-
φος τόπος για να τον επισκεφτεί κανείς, κάτι σαν ταξίδι μέσα στο
χρόνο. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κάποιος τον Ουέλινγκτον
και το επιτελείο του να διασχίζουν τις αίθουσες του Παλάθιο ντε
λος Κάστρο, ούτε τους ερυθροχίτωνες στρατιώτες να επανδρώνουν
τα τείχη της πόλης. Αυτά τα τείχη φέρουν ακόμα τα σημάδια κανονιο-
βολισμών. Το Καστίγιο, το κάστρο της πόλης, δεν χρησιμοποιείται πια
για στρατιωτικούς σκοπούς. Σήμερα είναι ένα από τα πάμπολλα ιστο-
ρικά κτίρια που έχουν μετατραπεί σε κρατικά ξενοδοχεία.
Κεφάλαιο 1

Ισπανία 1812
Η Σαμπρίνα εξέτασε την κατεστραμμένη ρόδα της φορτωμένης άμα-
ξας και βλαστήμησε νοερά. Το βλέμμα της ατένισε τον σκονισμένο
δρόμο που ελισσόταν ανάμεσα σε βράχους και θάμνους ως τη μακρινή
οροσειρά. Ο ήλιος είχε από ώρα μεσουρανήσει κι εκείνη με τη συ-
νοδεία της είχαν να καλύψουν ακόμα πολλά χιλιόμετρα πριν φτάσουν
στον τελικό προορισμό τους. Τώρα φαινόταν πως θα καθυστερούσαν
πολύ περισσότερο απ’ όσο περίμεναν.
Ο οδηγός της άμαξας, ένας κοντός, νευρώδης άντρας ακαθόριστης η-
λικίας, έδωσε μια κλοτσιά στη ρόδα κα πέταξε το καπέλο του στο χώμα,
μουρμουρίζοντας κι αυτός κάποια βλαστήμια μέσα από τα δόντια του.
Ύστερα γύρισε προς τη Σαμπρίνα με μια λυπημένη, απολογητική έκ-
φραση στο μελαψό πρόσωπό του.
«Λο σιέντο μούτσο, δόνα Σαμπρίνα».
«Δε φταις εσύ, Λουίς. Αυτή η άμαξα φαινόταν απ’ την αρχή πως δε θ’
αντέξει», του αποκρίθηκε η Σαμπρίνα σε άπταιστα καταλονικά ισπανικά.
«Δεν είναι παρά ένα μάτσο κούτσουρα πάνω σε ρόδες», της αποκρί-
θηκε εκείνος. «Ή μάλλον όχι πάνω σε ρόδες τώρα πια. Την επόμενη
φορά που θα δω αυτό το γαϊδούρι, τον Βάσκες, θα τον σκοτώσω».
Η Σαμπρίνα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Είναι σύμμαχος,
ακόμα κι αν μας προμηθεύει ακατάλληλα μέσα μεταφοράς».
«Ντίος μίο! Με τέτοιους συμμάχους, ποιος χρειάζεται να ανησυχεί για
τους Γάλλους;»
«Ακόμα κι έτσι...»
Ο Λουίς αναστέναξε. «Πολύ καλά. Θα του ρίξω μονάχα ένα γερό χέρι
ξύλο».
«Όχι, Λουίς, όσο δελεαστικό κι αν είναι». Η Σαμπρίνα κοίταξε ξανά την
άμαξα. «Το μόνο που έχει τώρα σημασία είναι να φτιάξουμε τη ρόδα
για να προλάβουμε το ραντεβού με τον συνταγματάρχη Άλμπερμαρλ».
«Υπάρχει ένας αμαξοποιός στην επόμενη πόλη», επενέβη ήρεμα έ-
νας τρίτος συνομιλητής. «Δεν απέχει περισσότερο από οχτώ χιλιόμε-
τρα από δω».
Εκείνη γύρισε προς το μεσήλικα με τα ελαφρώς γκριζαρισμένα
μαύρα μαλλιά. Το ηλιοψημένο πρόσωπό του είχε βαθιές ρυτίδες, αλλά
η ματιά του ήταν πανέξυπνη και άγρυπνη. Αν και δεν ήταν ψηλός, η
συμπαγής κορμοστασιά του μαρτυρούσε αντοχή και δύναμη.
Η Σαμπρίνα έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει, Ραμόν. Εσύ κι εγώ θα πάμε
με τ’ άλογα ως την πόλη και θα φέρουμε βοήθεια. Ο Λουίς και οι άλλοι
μπορούν να μείνουν εδώ και να προσέχουν την άμαξα».
Μ’ αυτά τα λόγια ανέβηκε σβέλτα στο καστανοκόκκινο άλογο και
περίμενε ώσπου ο Ραμόν ν’ ανέβει στο δικό του. Έγνεψε στον Λουίς
και τους τρεις άντρες δίπλα του κι ύστερα γύρισε το άλογό της προς την
κατεύθυνση της Κάσα Βέρδε.
***
Μια ώρα αργότερα έκανε τη σκέψη πως η λέξη πόλη ήταν υπερβολι-
κή γι’ αυτό το μεγάλο, νωθρό χωριό. Πολλά από τα κτίρια ήταν ετοι-
μόρροπα χαλάσματα με ραγισμένους τοίχους και βαθουλωμένες κε-
ραμιδοσκεπές. Μερικά κοτόπουλα έξυναν το χώμα κι ένας χοίρος λια-
ζόταν δίπλα σ’ έναν πλίθινο τοίχο. Κάτι παιδιά με κουρελιασμένα
ρούχα έπαιζαν πεντόβολα μπροστά στην ανοιχτή πόρτα ενός σπι-
τιού. Ο στενός δρόμος οδηγούσε σε μια μικρή πλατεία και η Σα-
μπρίνα κοίταξε το συνοδό της.
«Πού θα βρούμε τον αμαξοποιό;» τον ρώτησε.
«Το μαγαζί του Γκαρθία είναι πίσω από την εκκλησία». Ο Ραμόν έ-
γνεψε προς τον επιβλητικό ναό στην άλλη άκρη της πλατείας. «Φτάσα-
με».
Δε δυσκολεύτηκαν να εντοπίσουν το μαγαζί, βρήκαν όμως τον ιδιο-
κτήτη και δυο άλλους άντρες καταπιασμένους να βγάζουν τη ρόδα
από μια μεγάλη φορτηγάμαξα. Μια άλλη περίμενε παραδίπλα φορτω-
μένη με βαρέλια και σακιά. Μια ομάδα στρατιωτών με κόκκινες στολές
στέκονταν πιο κει, μιλώντας και χωρατεύοντας. Η Σαμπρίνα και ο σύ-
ντροφός της αντάλλαξαν ματιές με νόημα.
«Θα πάω να μιλήσω στον Γκαρθία», της είπε ο Ραμόν.
Εκείνη πήρε τα γκέμια του αλόγου του και τον παρακολούθησε να
πλησιάζει τους τεχνίτες. Ο αμαξοποιός ύψωσε το βλέμμα απ’ τη δου-
λειά του. Ακολούθησε μια συνομιλία δύο περίπου λεπτών κι ύστερα ο
Ραμόν επέστρεψε με βλοσυρό πρόσωπο.
«Ο άνθρωπος μόλις ξεκίνησε μια επισκευή», είπε. «Δε θα μπορέσει να
μας βοηθήσει νωρίτερα από αύριο».
«Τι;»
Ο Ραμόν έγνεψε προς τις δυο φορτηγάμαξες. «Λέει πως πρώτα πρέπει
να φτιάξει αυτές».
«Μα υποτίθεται ότι απόψε έχουμε ραντεβού με τον Άλμπερμαρλ στη
Θιουδάδ Ροδρίγο».
«Νομίζω πως αυτό είναι αδύνατον. Λέει ότι οι Άγγλοι στρατιώτες
προηγούνται και ο διοικητής τους χρειάζεται επειγόντως αυτά τα δύο
οχήματα».
«Το ίδιο κι εμείς! Θα μιλήσω εγώ στο διοικητή. Ίσως καταφέρω να τον
πείσω». Ο Ραμόν μόρφασε. «Αμφιβάλλω».
«Θα δούμε».
Η Σαμπρίνα κατέβηκε απ’ το άλογό της και έδωσε τα γκέμια των δύο
αλόγων στα χέρια του Ραμόν. Ύστερα πήρε μια βαθιά ανάσα και προ-
χώρησε προς την ομάδα των στρατιωτών που στέκονταν δίπλα στη
μία απ’ τις άμαξες. Καθώς τους πλησίαζε, δύο απ’ αυτούς γύρισαν και
την κοίταξαν με έκπληξη ανάμεικτη με περιέργεια. Η συζήτηση σταμά-
τησε. Η Σαμπρίνα εστίασε την προσοχή της στον άντρα που βρισκό-
ταν ακριβώς μπροστά της.
«Είναι ανάγκη να μιλήσω στο διοικητή σας».
«Εννοείτε τον ταγματάρχη Φάλκονμπριτζ, κυρία».
«Μπορείτε να μου πείτε πού βρίσκεται;»
«Εκεί πέρα, κυρία», αποκρίθηκε ο στρατιώτης κι έγνεψε προς ένα με-
λαχρινό άντρα που είχε σκύψει δίπλα σ’ ένα από τα άλογα που βρίσκο-
νταν δεμένα εκεί.
Η Σαμπρίνα ευχαρίστησε το στρατιώτη και προχώρησε προς τον
ταγματάρχη –που θα πρέπει να την άκουσε να πλησιάζει, ωστόσο δε
στράφηκε. Είχε όλη την προσοχή του συγκεντρωμένη στο μπροστινό
πόδι του αλόγου. Τα μακριά δυνατά δάχτυλά του χάιδεψαν απαλά την
κνήμη του ζώου μέχρι την άρθρωση της οπλής.
«Ο ταγματάρχης Φάλκονμπριτζ;»
«Ακριβώς». Η φωνή ήταν ευχάριστη και ο τόνος μαρτυρούσε αναμφι-
σβήτητα τζέντλεμαν.
«Λέγομαι Σαμπρίνα Χάντλι. Μπορώ να σας μιλήσω ένα λεπτό, κύριε;»
Μόνο τότε ύψωσε το βλέμμα του και η Σαμπρίνα έμεινε να κοιτάζει
επίμονα ένα ηλιοκαμένο και φρεσκοξυρισμένο πρόσωπο. Οι τραχιές
γραμμές του δε συνιστούσαν μια κλασική αντρική ομορφιά, αλλά η
γοητεία του της έκοψε την ανάσα. Δυο ψυχρά γκρίζα μάτια δέσποζαν σ’
εκείνο το αρρενωπό πρόσωπο και το διαπεραστικό βλέμμα τους τώρα
τη σάρωνε εξεταστικά. Ξεκίνησε από τις ακατάστατες χρυσαφένιες
μπούκλες που ήταν μαζεμένες με μια κορδέλα πίσω στον αυχένα της,
ύστερα κατέβηκε στο σακάκι, το πουκάμισο, την κιλότα ιππασίας και τις
μπότες της, σταματώντας μόνο μια στιγμή παραπάνω στο ξίφος που
κρεμόταν στο πλευρό της και στο πιστόλι που ήταν στερεωμένο στο
ζωνάρι της. Μια λάμψη ευθυμίας φάνηκε στα γκρίζα βάθη των μα-
τιών του κι ύστερα ο ταγματάρχης σηκώθηκε αργά.
«Είμαι όλος αυτιά, μις Χάντλι».
Το σαστισμένο βλέμμα της Σαμπρίνα καρφώθηκε στα επάνω κου-
μπιά της στολής του κι ύστερα προχώρησε στη λυγερή, δυνατή κορ-
μοστασιά του. Η καρδιά της σκίρτησε ελαφρά και για μια στιγμή το
μυαλό της άδειασε από οποιαδήποτε άλλη σκέψη. Με μεγάλη προσπά-
θεια ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία της και υιοθετώντας μια πιο κό-
σμια στάση εξήγησε με δυο λόγια το ατύχημα που είχε συμβεί στην
άμαξα.
«Πρέπει να φτάσω απόψε στη Θιουδάδ Ροδρίγο. Χρειάζομαι αμέσως τις
υπηρεσίες του αμαξοποιού».
«Λυπάμαι που δεν μπορώ να σας βοηθήσω», της αποκρίθηκε ο
ταγματάρχης. «Καθώς βλέπετε, προσφέρει ήδη αλλού τις υπηρεσίες
του».
«Η δουλειά μου είναι εξαιρετικά επείγουσα, κύριε».
«Και η δική μου, κυρία. Αν δεν ήταν επείγουσα, θα ήμουν ευτυχής να
σας κάνω αυτή τη χάρη».
«Δεν μπορείτε να καθυστερήσετε λίγο τις επισκευές σας;»
«Δυστυχώς όχι. Πρέπει να παραδώσω αυτά τα εφόδια απόψε, αλ-
λιώς οι άντρες μου θα μείνουν νηστικοί».
Ο τόνος του ήταν ήρεμος και ευγενικός αλλά με μια νότα αυστηρό-
τητας. Η Σαμπρίνα δοκίμασε άλλη τακτική.
«Αν δε βρω βοήθεια, οι δικοί μου άντρες κι εγώ θα αναγκαστούμε
να διανυκτερεύσουμε στο ύπαιθρο».
«Αυτό είναι λυπηρό, φυσικά, ευτυχώς όμως ο καιρός είναι πολύ
γλυκός αυτή την εποχή», της αντιγύρισε ο ταγματάρχης.
Εκείνη έσφιξε τα χείλη της. «Επίσης, υπάρχει ο κίνδυνος να συ-
ναντήσουμε καμιά γαλλική περίπολο».
«Δεν υπάρχουν γαλλικές περίπολοι σε ακτίνα τριάντα χιλιομέ-
τρων». Κοίταξε το ξίφος και το πιστόλι της. «Ακόμα κι αν υπήρχαν,
όμως, νομίζω πως δε θα διακινδύνευαν να σας επιτεθούν».
Τα πράσινα μάτια της Σαμπρίνα πέταξαν φωτιές. «Δεν είστε καθόλου
ιπποτικός, κύριε».
«Αυτό μου το λένε συχνά».
«Θ’ αφήσετε μια κυρία αβοήθητη σε τέτοια κατάσταση;»
«Κατά τα λεγόμενά σας, έχετε αρκετούς άντρες να σας βοηθήσουν».
Σώπασε μια στιγμή. «Μπορώ να ρωτήσω τι μεταφέρει η άμαξά σας;»
Σώπασε κι εκείνη για μια απειροελάχιστη στιγμή. «Φρούτα», είπε μετά.
Το ένα φρύδι του ανασηκώθηκε αμυδρά. «Νομίζω πως τα φρούτα σας
θα είναι ασφαλή, κυρία».
Η Σαμπρίνα έσφιξε τις γροθιές της. «Δε νομίζω πως αντιλαμβάνεστε
τη σοβαρότητα της υπόθεσης, ταγματάρχη Φάλκονμπριτζ».
«Νομίζω πως την αντιλαμβάνομαι πολύ καλά».
«Πρέπει να με βοηθήσει ο αμαξοποιός».
«Και θα το κάνει. Αύριο».
«Δεν έχω ξανασυναντήσει ποτέ στη ζωή μου έναν τόσο αγενή και δυ-
σάρεστο άνθρωπο!»
«Χρειάζεται ίσως να βγαίνετε συχνότερα».
Τα μάγουλά της πήραν μια πολύ κολακευτική απόχρωση του ροζ και
ο ταγματάρχης χαμογέλασε επιδοκιμαστικά, αποκαλύπτοντας τα κα-
τάλευκα δόντια του. Η Σαμπρίνα συγκράτησε την παρόρμησή της να
τον χτυπήσει.
«Για τελευταία φορά, ταγματάρχη, θα με βοηθήσετε;»
«Για τελευταία φορά, κυρία, δεν μπορώ».
«Μπρούτο!»
Αντί για άλλη απάντηση της χαμογέλασε αμετανόητος. Έξω φρενών η
Σαμπρίνα έκανε μεταβολή και επέστρεψε στον Ραμόν και τ’ άλογά τους.
Ο Ισπανός την κοίταξε ερωτηματικά.
«Να υποθέσω πως η απάντηση ήταν όχι;»
«Να το υποθέσεις».
Αρπάζοντας τα χαλινάρια, εκείνη ανέβηκε πάλι στο άλογό της και το
έστρεψε προς την αυλόπορτα, σταματώντας μόνο για να ρίξει στον
Φάλκονμπριτζ μια τελευταία, φαρμακερή ματιά καθώς τον προσπερ-
νούσε έφιππη.
Παρακολουθώντας τη με το βλέμμα, εκείνος γέλασε σιγανά.
***
Λίγη ώρα αργότερα, οι φορτηγάμαξες του στρατού ξεκίνησαν πάλι.
Ο Φάλκονμπριτζ άφηνε κάθε τόσο το βλέμμα του να ταξιδεύει πέρα
στους λόφους για κανένα ανησυχητικό σημάδι, ενώ ο νους του έτρεχε
στην παράξενη συνάντηση που είχε στο αμαξοποιείο. Η στάση του α-
πέναντι στο αίτημα της κυρίας Χάντλι δεν ήταν καθόλου ιπποτική, ό-
μως δε μετάνιωνε αφού, κάνοντάς τη να θυμώσει, είδε εκείνα τα υπέ-
ροχα πράσινα μάτια να πετούν φωτιές. Για μια στιγμή, του φάνηκε
πως ήταν έτοιμη να τον χαστουκίσει. Ναι, ήξερε πως δε θα την ξεχνούσε
εύκολα.
Το ασυνήθιστο ντύσιμό της τον είχε αρχικά οδηγήσει στη σκέψη
πως ανήκε στους ντόπιους που ακολουθούσαν το στράτευμα, αλλά η
πεντακάθαρη αγγλική προφορά της απέκλεισε αμέσως αυτό το ενδεχό-
μενο. Κάτω από άλλες συνθήκες θα της είχε φερθεί καλύτερα, όμως της
είχε πει αλήθεια ότι τα εφόδια έπρεπε να παραδοθούν έγκαιρα. Εκείνη
του είχε αποκαλύψει πως ο προορισμός της ήταν η Θιουδάδ Ροδρίγο.
Χωρίς αμφιβολία θα τη συναντούσε ξανά. Και σύντομα μάλιστα.
Αυτές οι σκέψεις κράτησαν το μυαλό του απασχολημένο ώσπου
εμφανίστηκε μπροστά τους η πόλη. Επέβλεψε τη σωστή παράδοση
των εμπορευμάτων κι ύστερα κατευθύνθηκε στους στρατώνες. Μπήκε
στο κατάλυμα που μοιραζόταν με τον ταγματάρχη Μπρούντνελ και
τον βρήκε ήδη εκεί, καθισμένο στο τραπέζι.
Το μόνο κοινό που είχαν οι δύο άντρες ήταν η ηλικία τους. Ο Μπρού-
ντνελ είχε μαλλιά στο χρώμα του ώριμου σταριού και ελαφρά ηλιοκα-
μένο πρόσωπο με καθαρές γραμμές που μαρτυρούσαν την ευγενική
καταγωγή του. Ανασήκωσε το βλέμμα του από το χαρτί όπου έγραφε
και κοίταξε με τα ζωηρά μπλε μάτια του τον νεοφερμένο.
«Α, Ρόμπερτ. Πήγαν όλα εντάξει;»
«Ναι, σε γενικές γραμμές».
«Οι άντρες θα χαρούν. Το τελευταίο φορτίο παστού χοιρινού ή-
ταν τόσο ταγκισμένο που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν ό-
πλο. Αν το εκτοξεύαμε προς τους Γάλλους, θα τους υποχρεώναμε σε
άτακτη υποχώρηση».
Ο Φάλκονμπριτζ χαμογέλασε. «Ίσως θα πρέπει να το δοκιμάσουμε
την επόμενη φορά». Έγνεψε προς το χαρτί πάνω στο τραπέζι. «Γράφεις
στην πατρίδα, Τόνι;»
«Ναι. Προσπαθώ εδώ και δεκαπέντε μέρες, αλλά δεν έχω βρει την ευ-
καιρία. Πρέπει να το τελειώσω πριν φύγω».
«Πριν φύγεις για πού;»
«Για τη Σιέρα ντε Γκρέδος. Ο Γουόρντ μου κανόνισε άλλη μια συνά-
ντηση με τον Ελ Κουτσίγιο». Το όνομα του αρχηγού των ανταρτών
ήταν πασίγνωστο. Για κάποιο διάστημα, ο Ελ Κουτσίγιο παρείχε πλη-
ροφορίες στους Άγγλους με αντάλλαγμα όπλα. Καθώς τα στοιχεία που
τους διοχέτευε ήταν μέχρι στιγμής αξιόπιστα, ο στρατηγός Γουόρντ ε-
πιδίωκε τη διατήρηση της συνεργασίας.
«Άρα θα λείπεις για δυο βδομάδες».
«Φαντάζομαι πως ναι».
Ο Φάλκονμπριτζ κοίταξε τη μισοτελειωμένη επιστολή. «Μερικές
φορές, νομίζω πως ο πόλεμος είναι πιο σκληρός για όσους μένουν πί-
σω».
«Ως εργένης, εσύ δεν έχεις τέτοια έγνοια».
«Κι ούτε θέλω να έχω, παρά το εξαίρετο παράδειγμά σου».
Ο Μπρούντνελ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δε θα ’λεγα πως
είμαι εξαίρετο παράδειγμα. Πάει τόσος καιρός που δεν έχω δει τη
γυναίκα μου, ώστε φοβάμαι πως θα έχει πια ξεχάσει τη φυσιογνω-
μία μου».
«Δεν το βρίσκω εύκολο».
«Κάθε άλλο. Ο γάμος μας ήταν ένα προξενιό για το οποίο κανείς
απ’ τους δυο δεν είχε άλλη επιλογή. Είμαι σίγουρος ότι η Κλόντια
απολαμβάνει τη ζωή της στο Λονδίνο χωρίς να πολυσκοτίζεται για
την απουσία μου».
Ο τόνος του ήταν αρκετά χιουμοριστικός, αλλά ο Φάλκονμπριτζ διέ-
κρινε μια στιγμιαία μελαγχολία στα εντυπωσιακά μπλε μάτια του φίλου
του. Μέσα του ένιωσε κάποια έκπληξη γιατί ο Μπρούντνελ δεν είχε πο-
τέ αναφερθεί με τόσες λεπτομέρειες στο γάμο του. Έτσι κι αλλιώς, δεν
αποτελούσε το αγαπημένο θέμα του Φάλκονμπριτζ. Ακόμα και μετά
από τόσο καιρό, προτιμούσε να μη σκέφτεται το συγκεκριμένο ζήτημα.
Αλλά φάνηκε πως δεν είχε την πολυτέλεια να το κάνει, γιατί ο
Μπρούντνελ συνέχισε την ίδια συζήτηση.
«Εσύ δεν μπήκες ποτέ στον πειρασμό να κάνεις το βήμα;»
«Κάποτε λίγο έλειψε να το κάνω. Όμως η μνηστή μου ζήτησε απαλλα-
γή».
«Λυπάμαι που το ακούω».
Ο Φάλκονμπριτζ ανασήκωσε τους ώμους του. «Να μη λυπάσαι. Σί-
γουρα τη γλίτωσα φτηνά. Από τότε προτιμώ απλώς να επωφελούμαι
των ευκαιριών που παρουσιάζονται».
«Πολύ σοφό».
«Δηλαδή, είσαι κι εσύ εναντίον του γάμου;»
«Όχι, αν και θα καταδίκαζα ανεπιφύλακτα το συνοικέσιο».
«Θα θυμάμαι τη συμβουλή σου. Σου το υπόσχομαι».
«Βέβαια, μπορεί κάποτε να συναντήσεις την κατάλληλη γυναίκα. Αυτό
το σκέφτηκες;»
«Μέχρι σήμερα δεν έχω γνωρίσει καμία με την οποία θα ήθελα να
μοιραστώ την υπόλοιπη ζωή μου», απάντησε ο Φάλκονμπριτζ. «Οι
εκπρόσωποι του ωραίου φύλου είναι γοητευτικές αλλά ιδιότροπες
και, κατά την εμπειρία μου, αναξιόπιστες. Κάποιες σύντομες σχέσεις
με γυναίκες μιας ορισμένης τάξης είναι πολύ πιο ικανοποιητικές».
«Είσαι κυνικός, φίλε μου».
«Όχι. Είμαι ρεαλιστής».
Αυτό που θα του απαντούσε ο Μπρούντνελ δεν ειπώθηκε ποτέ, ε-
πειδή στην πόρτα εμφανίστηκε ένας υπασπιστής. Κοίταξε τον Φάλκον-
μπριτζ.
«Συγνώμη, ταγματάρχη, αλλά ο στρατηγός Γουόρντ ζητάει να σας δει
αμέσως».
«Πολύ καλά. Πηγαίνω».
Ο υπασπιστής έφυγε και οι δυο φίλοι αντάλλαξαν ερωτηματικές μα-
τιές. Ο Φάλκονμπριτζ ύψωσε το φρύδι του.
«Αυτό θα έχει ενδιαφέρον».
«Ο μεγαλύτερος ευφημισμός που άκουσα ποτέ μου», αποκρίθηκε ο
Μπρούντνελ.
«Πάντως, σε λίγο θα ξέρω».
Και μ’ αυτά τα λόγια ο Φάλκονμπριτζ βγήκε έξω.
***
Το απόγευμα της επόμενης μέρας η Σαμπρίνα και οι σύντροφοί της
διέσχιζαν τη ρωμαϊκή γέφυρα του ποταμού Αγουέδα κι έφταναν στο
κάστρο της Θιουδάδ Ροδρίγο, το Καστίγιο, για το ραντεβού τους. Μετά
την πολιορκία του προηγούμενου Ιανουαρίου, οι Γάλλοι είχαν εκδιω-
χθεί από τα βρετανικά στρατεύματα. Η κατάκτηση της πόλης και οι
μάχες του πυροβολικού στο λόφο Γκρέιτ Τέσον είχαν ανοίξει την ανα-
τολική οδό για την προέλαση του Ουέλινγκτον στην Ισπανία.
Στο κάστρο επικρατούσε πυρετός δραστηριοτήτων. Στην πύλη, οι
φρουροί αναγνώρισαν τους νεοφερμένους και ειδοποίησαν για την
άφιξή τους. Έτσι, όταν η άμαξα σταμάτησε στο προαύλιο, ο Άλμπερ-
μαρλ ήδη τους περίμενε. Ο συνταγματάρχης ήταν γύρω στα πενήντα
πέντε και λίγο πιο ψηλός από το μέσο όρο. Παρά τα γκρίζα μαλλιά
του είχε ίσια κορμοστασιά και δυο διαπεραστικά, πανέξυπνα μπλε μά-
τια. Με το που είδε τη Σαμπρίνα, το τραχύ πρόσωπό του φωτίστηκε
από ένα χαμόγελο.
«Άργησες, αγαπητή μου. Είχα αρχίσει να ανησυχώ».
«Χάλασε η ρόδα μας και μας πήρε περισσότερο απ’ όσο υπολόγιζα για
να την επισκευάσουμε».
«Ατυχία. Συμβαίνουν όμως αυτά. Συναντήσατε κανένα άλλο πρόβλημα
στην πορεία σας;»
Η Σαμπρίνα είδε μπροστά της το πρόσωπο του ταγματάρχη Φάλ-
κονμπριτζ. Αμέσως όμως το έδιωξε από το νου της.
«Όχι».
«Ωραία». Ο συνταγματάρχης κοίταξε τα πορτοκάλια πάνω στην άμαξα.
«Και τα όπλα;»
Η Σαμπρίνα έγνεψε στον Ραμόν. Εκείνος παραμέρισε το επάνω στρώ-
μα των φρούτων και σήκωσε τη λινάτσα, αποκαλύπτοντας τις σειρές
των τουφεκιών που κρύβονταν από κάτω. Ο Άλμπερμαρλ χαμογέλασε.
«Θαυμάσια, αγαπητή μου. Όπως πάντα». Κοίταξε τα σκονισμένα
ρούχα της. «Σου ετοίμασαν ένα σπίτι, όπου θα βρεις τη Χασίντα και τα
πράγματά σου. Μπορείς να πλυθείς και να αλλάξεις ρούχα εκεί. Μετά,
θα δειπνήσουμε μαζί».
«Καταπληκτικά ακούγονται όλα αυτά».
«Ωραία. Θα τα πούμε σε λίγο λοιπόν».
***
Η Σαμπρίνα συνάντησε τον συνταγματάρχη λίγο αργότερα, ντυμέ-
νη κομψά μ’ ένα φόρεμα από αχνοπράσινη μουσελίνα και με τα μαλ-
λιά της καλοχτενισμένα. Το γεύμα ήταν πολύ καλό και τόσο διαφορετι-
κό από το συσσίτιο των τελευταίων ημερών ώστε το απόλαυσε πραγ-
ματικά. Όταν τελείωσαν το φαγητό τους, ο συνταγματάρχης έγειρε
πίσω στην καρέκλα του και την κοίταξε έντονα.
«Σκέφτηκες καθόλου την τελευταία μας συζήτηση, αγαπητή μου;»
«Ναι. Και η απάντησή μου παραμένει η ίδια».
«Το φανταζόμουν». Της χαμογέλασε ευγενικά. «Ώστε λοιπόν η Αγγλία
δε σε γοητεύει καθόλου;»
«Ούτε καν τη θυμάμαι. Και πολύ λιγότερο την οικογένεια της θείας
μου. Είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους της που μου προσφέρει ένα σπιτι-
κό, αλλά θα ένιωθα σαν ψάρι έξω απ’ τα νερά του. Η ζωή μου πάντα
περιστρεφόταν γύρω από το στρατό. Ο πατέρας μου θα μπορούσε να
με αφήσει πίσω στην Αγγλία όταν έφυγε για τον πόλεμο, αλλά δεν το
έκανε και χαίρομαι γι’ αυτό».
«Γνωρίζω πάρα πολλά χρόνια τον πατέρα σου. Ο Τζον Χάντλι ήταν
ανέκαθεν ένας ασυνήθιστος άνθρωπος, κάποιοι μάλιστα θα έλεγαν
εκκεντρικός. Όμως είναι γενναίος και έντιμος και είμαι περήφανος
που τον λογαριάζω ανάμεσα στους φίλους μου. Επίσης είναι και ε-
ξαιρετικός χαρτογράφος».
«Ναι, είναι. Και χάρη σ’ αυτόν έλαβα τέτοια ασυνήθιστη μόρφωση. Πό-
σες κοπέλες έχουν ταξιδέψει στα μέρη που πήγα εγώ και πόσες έχουν
κάνει όσα έκανα;»
Ο συνταγματάρχης γέλασε. «Φαντάζομαι ότι ελάχιστες είχαν αυτό το
προνόμιο».
«Μερικές φορές σκέφτομαι πως θα ήταν ευχάριστο να έχω ένα μό-
νιμο σπίτι και να πηγαίνω σε δεξιώσεις, χορούς και τα σχετικά. Αλλά
η περιπετειώδης ζωή έχει κι αυτή τις δικές της χάρες. Υποθέτω πως
έχω μάθει πια σ’ αυτή, παρ’ όλο που τώρα ο πατέρας έχει φύγει».
«Σου λείπει, έτσι δεν είναι;»
«Έχουν περάσει τέσσερις μήνες, αλλά δεν περνάει ούτε μία μέρα που
να μην τον σκεφτώ».
«Η αιχμαλωσία του ήταν σοβαρό πλήγμα για το στρατό».
«Δεν αντέχω στη σκέψη ότι μαραζώνει σε κάποια γαλλική φυλακή. Ελ-
πίζω πάντα πως μια μέρα θα τον ελευθερώσουν και θα τον ξαναδώ».
«Ποιος ξέρει τι μπορεί να συμβεί όταν τελειώσει ο πόλεμος;»
Η Σαμπρίνα αναστέναξε. «Νομίζω πως αυτή η μέρα θ’ αργήσει».
«Ξέρω πόση μοναξιά νιώθεις χωρίς εκείνον». Ο συνταγματάρχης δί-
στασε. «Δε σκέφτηκες ποτέ να νοικοκυρευτείς;»
«Να παντρευτώ, εννοείτε;» Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Ποτέ δε
μένω αρκετά σ’ ένα μέρος για να προχωρήσω σε μια τέτοια δέσμευση».
«Ακριβώς, αγαπητή μου. Κι αυτό με ανησυχεί».
«Δεν υπάρχει λόγος. Ο πατέρας μου μπήκε σε μεγάλους κόπους για
να μου εξασφαλίσει μια καλή διαβίωση».
«Ο νονός σου έχει το προνόμιο να νοιάζεται», είπε ο συνταγματάρχης
χαμογελώντας.
Η Σαμπρίνα του ανταπέδωσε το χαμόγελό του. «Όταν βρω κάποιον
άντρα σαν εσάς, τότε μπορεί να σκεφτώ το ενδεχόμενο του γάμου. Στο
μεταξύ, πρέπει να κάνω το χρέος μου απέναντι στο βασιλιά και τη χώρα
μου».
«Είσαι σίγουρη, καλή μου;»
«Απολύτως. Όμως ...Υπάρχει και κάτι άλλο στο μυαλό σας, έτσι δεν εί-
ναι;»
«Είμαι τόσο διαφανής;»
«Σας γνωρίζω πολύ καιρό, συνταγματάρχη».
«Πράγματι. Και έχεις δίκιο. Υπάρχει μια αποστολή στα σκαριά».
«Μπορώ να μάθω περί τίνος πρόκειται;»
«Ούτε καν εγώ δεν έχω ακόμα τις λεπτομέρειες. Μπορώ μόνο να
πω πως πρόκειται για υψηλή αποστολή. Το πρωί έχω μια συνάντηση
με τον στρατηγό Γουόρντ και τον ταγματάρχη Φορμπς».
«Ο ταγματάρχης Φορμπς είναι ένας από τους ανώτατους αξιωμα-
τικούς αντικατασκοπείας του Ουέλινγκτον;»
«Ναι. Και ζήτησε να είσαι κι εσύ παρούσα στην αυριανή ενημέρωση».
Η έκπληξή της ήταν γνήσια. Ενώ είχε αναλάβει αρκετές μυστικές απο-
στολές τον τελευταίο χρόνο, όλες ήταν χαμηλής κλίμακας και σχετικά
μικρού ρίσκου. Αυτό όμως φαινόταν κάτι διαφορετικό. Μέσα της η
περιέργεια πάλευε με μια παράξενη ανησυχία. Τι είδους αποστολή
ήταν αυτή που απαιτούσε τη δική της συμμετοχή; Ποιο ρόλο θα της ζη-
τούσαν να παίξει;
***
Εκείνη τη νύχτα, η Σαμπρίνα έμεινε ξύπνια πολλή ώρα αναλογιζόμενη
όσα είχε πει ο νονός της. Δεν την απασχολούσε μονάχα η φύση της
μυστηριώδους αποστολής, αλλά το ίδιο το μέλλον της. Κάποια στιγ-
μή ο πόλεμος θα τελείωνε και, Θεού θέλοντος, ο πατέρας της ίσως
αποφυλακιζόταν. Όμως οι γαλλικές φυλακές φημίζονταν για τις κακές
συνθήκες κράτησης των φυλακισμένων κι έπρεπε να είναι προετοιμα-
σμένη για το ενδεχόμενο ο πατέρας της να μην επιβιώσει. Τι θα γινό-
ταν τότε; Πιθανόν δε θα είχε άλλη επιλογή από το να επιστρέψει στην
Αγγλία.
Αλλά είχε ζήσει πολλά χρόνια ανεξάρτητη για να προσαρμοστεί στους
κανόνες κάποιου άλλου. Η θεία της μπορεί να είχε καλές προθέσεις,
μα η προοπτική της ζωής σε μια μικρή πόλη δεν ήταν καθόλου ελκυ-
στική για τη Σαμπρίνα. Άλλωστε, η μόνη αποδεκτή καριέρα για μια γυ-
ναίκα ήταν ο γάμος –μοίρα βαρετή ύστερα από μια ζωή γεμάτη περι-
πέτειες. Ευτυχώς η ίδια δε θα αντιμετώπιζε τέτοιο πρόβλημα. Είχε μά-
θει από νωρίς ότι στα ζητήματα της καρδιάς αυτό που έλεγαν οι άντρες
κι εκείνο που εννοούσαν ήταν δύο πολύ διαφορετικά πράγματα.
Για μια στιγμή επέστρεψε στο μυαλό της η εικόνα του Τζακ Ντέντον,
με το ψεύτικο χαμόγελο και τις ψεύτικες διαβεβαιώσεις του. Φυσικά,
τότε η Σαμπρίνα ήταν πολύ μικρότερη, μόλις δεκαπέντε χρονών. Ορ-
φανή από μητέρα και χωρίς μεγαλύτερες αδερφές για να τη συμβουλέ-
ψουν, μαγεύτηκε εύκολα από το όμορφο πρόσωπο και τους καλλιερ-
γημένους τρόπους του Ντέντον. Ο κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερος
άντρας την κολάκευε με τη συμπεριφορά του κι είχε ξυπνήσει μέσα
της κάτι πρωτόγνωρο. Εκείνος είχε την εξυπνάδα να μην κινηθεί πο-
λύ βιαστικά, χρησιμοποιώντας μόνο χαμόγελα, στοργικές ματιές, κο-
μπλιμέντα και, το πολύ, ένα τρυφερό φιλί. Τυφλωμένη από έρωτα η
Σαμπρίνα δεν αναρωτήθηκε ποτέ για την ειλικρίνεια ούτε για το βάθος
των αισθημάτων του.
Καμιά λογική γυναίκα δεν θα διακινδύνευε ξανά τη φήμη της τόσο
απερίσκεπτα. Τώρα εκείνη προτιμούσε να είναι ελεύθερη και ανεξάρτη-
τη. Και ο μοναδικός άνθρωπος στον οποίο μπορούσε να στηριχτεί ήταν
ο εαυτός της.
Στο μεταξύ έπρεπε να μάθει τι σχεδίαζαν ο Γουόρντ και ο Φορμπς
στην αυριανή συνάντηση που θα είχε μαζί τους και με το νονό της.
***
Ο Φάλκονμπριτζ ήταν ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι εκστρατείας και
κοιτούσε το σκοτάδι. Το μυαλό του είχε πλημμυρίσει από σκέψεις κι
ήταν αδύνατον να τον πάρει ο ύπνος. Η συνάντηση με τον στρατηγό
Γουόρντ ήταν ακόμα ζωντανή στο μυαλό του.
Παρ’ όλο που οι ιδιαίτερες ικανότητές του είχαν σαν συνέπεια την
ανάληψη πολλών μυστικών αποστολών, ο Φάλκονμπριτζ ήξερε πως
αυτή ήταν διαφορετική. Αν πετύχαινε θα μπορούσε να αλλάξει όλη
την πορεία του πολέμου, αλλά οι κίνδυνοι ήταν μεγάλοι και διαφορετι-
κοί. Αν το σχέδιο περιλάμβανε μόνο τον εαυτό του, ο Φάλκονμπριτζ
θα δεχόταν χωρίς κανένα δισταγμό, παρά τους κινδύνους. Τώρα ό-
μως... Οι ενδοιασμοί του είχαν αγνοηθεί, φυσικά. Ο στρατηγός είχε
πάρει την απόφασή του και τίποτα δεν μπορούσε να τον μεταπείσει.
***
Η συνάντηση είχε οριστεί για τις δέκα η ώρα. Η Σαμπρίνα ντύθηκε
προσεκτικά για την περίσταση διαλέγοντας ένα κομψό μακρύ φόρεμα
σε αχνοκίτρινο χρώμα. Τα μαλλιά της ήταν καλοχτενισμένα κάτω από
ένα όμορφο ψάθινο μπονέ. Κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη και
το αποτέλεσμα την ικανοποίησε.
Μαζί με τον συνταγματάρχη Άλμπερμαρλ παρουσιάστηκαν την προ-
καθορισμένη ώρα. Και παρ’ όλο που η Σαμπρίνα περίμενε μια μακρά
αναμονή στον προθάλαμο, προς μεγάλη έκπληξή της τους οδήγησαν
κατευθείαν μέσα.
Ο στρατηγός Γουόρντ καθόταν στο γραφείο του στο βάθος μιας με-
γάλης αίθουσας και ο ταγματάρχης Φορμπς στεκόταν δίπλα του. Οι
δυο άντρες μελετούσαν προσηλωμένοι ένα χάρτη. Ο Γουόρντ ύψωσε
το βλέμμα του.
«Α, συνταγματάρχη Άλμπερμαρλ». Ύστερα σηκώθηκε από τη θέση
του και υποκλίθηκε προς τη Σαμπρίνα. «Μις Χάντλι».
Η Σαμπρίνα ανταπέδωσε το χαιρετισμό και δέχτηκε την καρέκλα
που της προσφέρθηκε. Για μια στιγμή επικράτησε σιωπή και εκείνη εί-
δε τον στρατηγό να ανταλλάσει ματιές με τον Φορμπς. Μετά, ο Γουόρντ
πήρε βαθιά ανάσα.
«Ζητήσαμε την παρουσία σας σήμερα εδώ προκειμένου να σας κάνου-
με μια πρόταση, μις Χάντλι».
«Πρόταση, κύριε;»
«Ναι. Ένα από τα ταχυδρομικά περιστέρια πρόσφατα επέστρεψε
φέρνοντας ένα κωδικοποιημένο μήνυμα. Επί της ουσίας, ο Ισπανός
πράκτορας ο οποίος το έστειλε απέκτησε κάποια ζωτικής σημασίας
έγγραφα σχετικά με τις κινήσεις των γαλλικών στρατευμάτων. Ωστόσο,
οι υποχρεώσεις του στη Μαδρίτη τον εμποδίζουν να παραδώσει ο ί-
διος σ’ εμάς αυτές τις πληροφορίες. Άλλωστε, όπως όλα τα ανώτατα
κυβερνητικά στελέχη, παρακολουθείται, συνεπώς δεν πρέπει να εγεί-
ρει υποψίες. Αυτό σημαίνει πως κάποιος πρέπει να πάει και να πάρει τα
έγγραφα και τις πληροφορίες».
Το μέτωπο της Σαμπρίνα ζάρωσε για μια στιγμή. «Όμως σίγουρα θα
ήταν εξίσου ύποπτο, κύριε, το να τον επισκεφτεί ξαφνικά ένας άγνω-
στος».
«Σε κανονικές συνθήκες, ναι. Εντούτοις, η σύζυγός του γιορτάζει τα
γενέθλιά της την επόμενη εβδομάδα και διοργανώνει ένα χορό στην
έπαυλή τους, κοντά στο Αρανχουέθ. Θα είναι μια κοινωνική εκδήλω-
ση όπου θα παρευρεθούν όλοι οι σημαντικοί αξιωματούχοι. Και η τέλεια
ευκαιρία για να πάρει κανείς τις πληροφορίες από τον Ισπανό συνεργά-
τη μας».
Η Σαμπρίνα έγνεψε με κατανόηση. «Το καταλαβαίνω. Ομολογώ όμως
ότι δε βλέπω ποιος θα είναι ο δικός μου ρόλος σ’ όλα αυτά».
«Ένας πράκτορας της αντικατασκοπείας μας θα υποδυθεί τον εξά-
δελφο αυτού του Ισπανού, τον κόντε Ντε Ορδόνιεθ υ Κασάλ. Ο
πραγματικός κόμης ζει σε μια έπαυλη στην Εστρεμαδούρα Φαίνεται
πως προτιμά τις χαρές της εξοχής από αυτές της πόλης και σχεδόν ποτέ
δεν πηγαίνει εκεί».
«Κι αν κάποιος τον γνωρίζει και καταλάβει την απάτη;»
«Αυτό είναι ένα ρίσκο που πρέπει να το πάρουμε».
«Και πάλι δεν καταλαβαίνω ποιος θα είναι ο δικός μου ρόλος».
«Ο κόντε Ντε Ορδόνιεθ είναι παντρεμένος. Η σύζυγός του θα τον
συνόδευε σίγουρα σ’ αυτόν το χορό». Ο Γουόρντ κοίταξε τον Φορμπς,
ο οποίος έγνεψε καταφατικά. «Οι πληροφοριοδότες μου λένε ότι η
σύζυγος του Ορδόνιεθ είναι Γαλλίδα και ξανθή. Θα συμφωνήσετε μαζί
μου, κυρία, πως δεν υπάρχουν πολλές ξανθές γυναίκες σ’ αυτά τα μέρη,
ενώ ακόμα λιγότερες μιλούν γαλλικά σαν να ήταν η μητρική τους
γλώσσα. Μας είναι γνωστή η ευχέρειά σας στα γαλλικά και τα ισπα-
νικά». Σώπασε μια στιγμή. «Και μας έχετε βοηθήσει ξανά στο παρελθόν».
«Θέλετε να υποδυθώ τη σύζυγο του κόμη Ορδόνιεθ;»
«Ακριβώς».
Δίπλα της ο συνταγματάρχης Άλμπερμαρλ έβγαλε ένα επιφώνημα έκ-
πληξης και διαμαρτυρίας μαζί.
«Όλο αυτό είναι εξαιρετικά ανάρμοστο! Σε καμία περίπτωση δε θα το
εγκρίνω», είπε. «Εξάλλου, θα ήταν αδιανόητο να βάλω τη βαφτισιμιά
μου σε τέτοιο κίνδυνο».
Ο στρατηγός τον κοίταξε με ψύχραιμο και ήρεμο βλέμμα. «Δεν τελείω-
σα ακόμα».
«Δηλαδή υπάρχει και κάτι περισσότερο σ’ αυτή την προβληματική υ-
πόθεση;»
«Ναι. Δεν έχουμε την απαίτηση από τη μις Χάντλι να πάρει τέτοιο
ρίσκο χωρίς να της προσφέρουμε κάτι σε αντάλλαγμα».
Ο Γουόρντ σώπασε και κοίταξε τον Φορμπς, ο οποίος χαμογέλασε.
«Δυστυχώς ο πατέρας σας είναι φυλακισμένος στη Γαλλία», είπε.
«Οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται για την απελευθέρωση ορισμένων
στρατιωτικών με αντάλλαγμα κάποιους υψηλόβαθμους Γάλλους αξιω-
ματικούς τους οποίους έχουμε στα χέρια μας. Αν συμφωνήσετε να μας
βοηθήσετε, θα συμπεριλάβουμε την απελευθέρωση του πατέρα σας στις
διαπραγματεύσεις».
Η Σαμπρίνα προσπάθησε να βάλει τις σκέψεις της σε τάξη. «Αν συμ-
φωνήσω, ποια εγγύηση έχω ότι θα ελευθερωθεί ο πατέρας μου;»
«Θα φροντίσουμε να επιλέξουμε για την ανταλλαγή έναν αρκετά ση-
μαντικό Γάλλο έτσι ώστε να μην υπάρχει πιθανότητα να αρνηθούν».
«Και πόσο σύντομα θα είναι ελεύθερος ο πατέρας μου;»
«Μέσα σε λίγες εβδομάδες».
Λίγες εβδομάδες! Η καρδιά της χτύπησε δυνατά. Ίσως τελικά ο πα-
τέρας της να μην πέθαινε στη φυλακή. Επιτέλους, θα τον έβλεπε ξανά.
Σίγουρα αυτό άξιζε το ρίσκο μιας τέτοιας αποστολής... Δε χρειαζόταν
όμως πολλή σκέψη για να καταλάβει κανείς πως, αν κάτι δεν πήγαινε
καλά, η Σαμπρίνα θα ήταν αναλώσιμη.
Οι μυστικές υπηρεσίες χρειάζονταν εκείνα τα έγγραφα και οι πρά-
κτορές τους θα έκαναν ό,τι χρειαζόταν για να τα αποκτήσουν. Αυτό
συμπεριλάμβανε και την αδίστακτη εκμετάλλευση των δικών της συ-
ναισθημάτων. Ο πατέρας της δεν αποτελούσε ένα πολύτιμο πρόσωπο
γι’ αυτούς, γιατί σε τέτοια περίπτωση θα είχαν ήδη διαπραγματευτεί
την απελευθέρωσή του. Αυτή η επίγνωση την έκανε να θυμώσει. Συ-
γκράτησε ωστόσο τα συναισθήματά της και κοίταξε τον στρατηγό κατά-
ματα.
«Μπορώ να έχω λίγο χρόνο για να το σκεφτώ;»
«Ο χρόνος είναι κρίσιμος. Ο χορός θα γίνει σε έντεκα μέρες από σή-
μερα. Το ταξίδι θα χρειαστεί εννέα. Χρειάζομαι μια απάντηση σήμερα».
Ο νονός της ακούμπησε απαλά το χέρι στο μπράτσο της. «Δε χρειά-
ζεται να το κάνεις αυτό, καλή μου. Ο πατέρας σου δε θα σου το ζητού-
σε ποτέ. Ξέρω πόσο σημαντικός είναι για σένα και νοιάζομαι κι εγώ για
εκείνον, αλλά ως κηδεμόνας σου σε συμβουλεύω να το σκεφτείς πολύ
καλά».
«Δεν μπορώ να τον αφήσω να πεθάνει στη φυλακή».
«Σκέψου όμως, Σαμπρίνα. Δε γνωρίζεις τίποτα για τον άνθρωπο
τον οποίο θέλουν να συνοδεύσεις».
«Σας διαβεβαιώ, κύριε, ότι είναι από καλή οικογένεια», αντέτεινε ο
Γουόρντ. «Είναι ο μικρότερος γιος του κόμη του Έλινγκαμ και αυτή
την εποχή χτίζει μια εξέχουσα καριέρα ως αξιωματικός των υπηρεσιών
αντικατασκοπείας του Ουέλινγκτον. Η καταγωγή του μπορεί να θεωρη-
θεί από τις πλέον ευγενικές της Αγγλίας και ο ίδιος είναι αρκετά κα-
τάλληλος, θα έλεγε κανείς, για συνοδός της βαφτισιμιάς σας».
Βλέποντας την υπεροπτική έκφραση του Γουόρντ, ο Άλμπερμαρλ
οργίστηκε. «Η βαφτισιμιά μου είναι επίσης από καλή οικογένεια, στρα-
τηγέ. Ο Τζον Χάντλι δεν έχει κανένα λόγο να ντρέπεται για τις διασυν-
δέσεις του».
«Ποτέ δεν υπαινίχθηκα κάτι τέτοιο, συνταγματάρχη».
Αναγνωρίζοντας τα σημάδια της οργής στο πρόσωπο του νονού
της, η Σαμπρίνα έσπευσε να επέμβει. «Είμαι σίγουρη ότι δεν το υπαινι-
χθήκατε, κύριε».
Ο Άλμπερμαρλ της έριξε μια βιαστική ματιά και συγκράτησε τα
νεύρα του. «Και ποιος είναι ο χαρακτήρας αυτού του άντρα;»
«Δεν άκουσα ποτέ το παραμικρό εις βάρος του. Αντιθέτως, έχει απο-
δειχτεί ικανός και επινοητικός κατά την άσκηση των καθηκόντων του ως
μυστικός πράκτορας».
«Είμαι βέβαιος γι’ αυτό, αλλιώς δε θα τον διαλέγατε. Εκείνο που με
απασχολεί είναι η ηθική του. Στο κάτω, κάτω η βαφτισιμιά μου θα είναι
μόνη μαζί του για αρκετές εβδομάδες. Η υπόληψή της...»
«Θα παραμείνει ακηλίδωτη», είπε ο Γουόρντ. «Θα τηρηθούν όλοι οι
κανόνες ευπρέπειας, κύριε. Η μις Χάντλι θα πάρει μαζί την καμαριέρα
της, όπως αρμόζει σε μια κυρία της ανώτερης τάξης, ενώ ο πράκτοράς
μας θα συνοδεύεται κι αυτός από τους δικούς του ανθρώπους οι ο-
ποίοι θα υποδύονται τους υπηρέτες του». Σώπασε για μια στιγμή.
«Περιττό να ειπωθεί ότι οι διανυκτερεύσεις τους θα γίνονται σε χωρι-
στά δωμάτια».
«Η βαφτισιμιά μου δε θα συνοδεύεται μόνο από την καμαριέρα
της. Αν πάει, θέλω να την συνοδεύσουν επίσης ο Ραμόν και ο Λουίς».
Ο Φορμπς απόρησε. «Ραμόν και Λουίς;»
«Παρτιζάνοι, νομίζω», είπε ο Γουόρντ.
«Δύο από τους πιο έμπιστους συντρόφους του πατέρα μου,
κύριε», εξήγησε η Σαμπρίνα.
«Υπήρξαν οδηγοί του σε αμέτρητες εκστρατείες κι έχουν συνοδεύσει
εμένα σ’ όλες τις αποστολές μου. Είναι πολύ ικανοί άντρες».
Ο Φορμπς και ο Γουόρντ κοιτάχτηκαν. Ύστερα ο τελευταίος έγνεψε κα-
ταφατικά. «Σύμφωνοι». Όμως ο Άλμπερμαρλ δεν είχε τελειώσει. «Πέ-
ραν της αμφίβολης φύσης αυτής της πρότασης, το Αρανχουέθ βρί-
σκεται καταμεσής του εχθρικού εδάφους», είπε. «Αν κάτι πάει
στραβά δεν θα υπάρχει δυνατότητα εξωτερικής βοήθειας. Οι συνέπειες
μπορεί να είναι θάνατος ή φυλακή».
«Πράγματι», είπε ο στρατηγός. «Είναι ένα ρίσκο, αλλά πολύ καλά υπο-
λογισμένο».
«Κατά την άποψή μου όλο αυτό το σχέδιο είναι ένας απόλυτος
παραλογισμός, όμως η τελική απόφαση δεν είναι δική μου».
Ο Γουόρντ γύρισε στη Σαμπρίνα. «Τότε μπορούμε να μάθουμε τη
δική σας άποψη, κυρία; Ή μήπως θέλετε λίγο ακόμα χρόνο για να το
σκεφτείτε;»
«Δέχομαι να το κάνω».
Ακούστηκε ένα πνιχτό επιφώνημα από τον Άλμπερμαρλ, ο οποίος ό-
μως δεν είπε τίποτα.
Ο Γουόρντ χαμογέλασε. «Ωραία. Είναι μια γενναία απόφαση, μις
Χάντλι. Πιστέψτε με, είμαστε ευγνώμονες».
«Ο πράκτοράς σας είναι ενημερωμένος για όλα αυτά;»
«Ναι, τον ενημερώσαμε νωρίτερα».
«Σ’ εκείνον τι προσφέρατε ως αντάλλαγμα;»
Για μια στιγμή ο στρατηγός φάνηκε να εκπλήσσεται, τόσο με τον ξε-
ρό τόνο της όσο και με την ευθύτητα μιας τέτοιας ερώτησης.
«Προαγωγή σε αντισυνταγματάρχη», της απάντησε.
«Κατάλαβα». Φιλόδοξος άνθρωπος, είπε μέσα της. Αυτό βέβαια δεν
την καθησύχαζε ιδιαίτερα.
«Εγώ πότε θα τον συναντήσω;»
«Τώρα αμέσως», αποκρίθηκε ο Γουόρντ και γύρισε στον Φορμπς. «Πες
του να περάσει μέσα».
Η Σαμπρίνα έκλεισε τα μάτια της προσπαθώντας να ηρεμήσει. Είπε
στον εαυτό της πως δεν είχε άλλη επιλογή. Αυτή η αποστολή ήταν το
κόστος για την ελευθερία του πατέρα της.
Άκουσε τα βήματα του ταγματάρχη Φορμπς να διασχίζουν την αί-
θουσα κι ύστερα την πόρτα που άνοιξε. Κάποιες ομιλίες στο διάδρομο
και κατόπιν τα βήματα δυο ανθρώπων που επέστρεφαν κοντά τους.
Έσφιξε τα χέρια της σε γροθιές και άνοιξε τα μάτια της.
Η καρδιά της κόντεψε να σπάσει όταν το βλέμμα της συνάντησε τα
γκρίζα μάτια του ταγματάρχη Φάλκονμπριτζ.
Κεφάλαιο 2

Ξαφνικά της ήταν πολύ δύσκολο να αναπνεύσει, ενώ τα μέχρι τώρα


ροζ μάγουλά της χλόμιασαν. Δεν ήταν δυνατόν να είναι εκείνος! Η Σα-
μπρίνα πετάχτηκε από την καρέκλα της και κοίταξε πρώτα τον στρατη-
γό Γουόρντ κι ύστερα τον ταγματάρχη Φορμπς, δε διέκρινε όμως κα-
μία διάψευση στα πρόσωπά τους.
Θεέ μου, τι συμφώνησα να κάνω, σκέφτηκε. Την απωθούσε ακόμα
και η ιδέα να περπατήσει στο δρόμο πλάι σ’ αυτό τον άνθρωπο, πώς
θα περνούσε λοιπόν τόσες εβδομάδες μαζί του; Μπήκε στον πειρασμό
να πάρει πίσω την υπόσχεσή της και να φύγει από ην αίθουσα, αλλά
τότε θυμήθηκε τον πατέρα της και πήρε μια βαθιά ανάσα.
Ο ταγματάρχης Φάλκονμπριτζ δεν έδειξε καμία ταραχή και μετά τις
πρώτες τυπικότητες μπήκε κατευθείαν στο θέμα.
«Πληροφορήθηκα πως θα με συνοδεύσετε σ’ αυτή την αποστολή, μις
Χάντλι». Η Σαμπρίνα κατάφερε να ξαναβρεί τη φωνή της.
«Μάλιστα, κύριε».
«Υποθέτω πως αντιλαμβάνεστε τι ακριβώς περιλαμβάνει».
«Αντιλαμβάνομαι».
«Ωστόσο θα το εκτιμούσα αν μου παραχωρούσατε αργότερα την
ευκαιρία για μια κατ’ ιδίαν συνομιλία».
Η Σαμπρίνα κράτησε με δυσκολία μια ουδετερότητα στον τόνο της.
«Όπως νομίζετε, ταγματάρχη». Όμως ο Φάλκονμπριτζ είχε δει τη
φευγαλέα έκφραση φόβου στο πρόσωπό της όταν κατάλαβε ποιον εί-
χε μπροστά της. Για μια στιγμή, περίμενε πως θα την άκουγε να αρνεί-
ται τη συμμετοχή της σ’ αυτή την αποστολή, μολονότι μπορούσε να
καταλάβει πόσο σημαντική ήταν η ζωή του πατέρα της. Μετά την κα-
τάληξη της πρώτης τους συνάντησης, ήταν βέβαιος πως εκείνη δε θα
επέλεγε να πάει πουθενά μαζί του, πόσο μάλλον ως το Αρανχουέθ.
Επίσης, ήξερε πως η μνήμη του την αδικούσε.
Βλέποντάς τη τώρα, καταλάβαινε πως δεν ήταν απλώς όμορφη, αλ-
λά και τολμηρή. Επιπλέον, ο Γουόρντ τον είχε διαβεβαιώσει για την
ικανότητά της να μιλά άπταιστα γαλλικά και ισπανικά, όπως και για την
επανειλημμένη χρησιμότητά της στο παρελθόν. Όλα αυτά δεν κατά-
φεραν να εξουδετερώσουν τις αμφιβολίες του Φάλκονμπριτζ, σε κάθε
περίπτωση όμως εκείνα τα έγγραφα έπρεπε να αποκτηθούν πάση θυ-
σία.
Οι σκέψεις του διακόπηκαν από τον στρατηγό Γουόρντ. «Σήμερα θα
ολοκληρωθεί η ενημέρωσή σας κι αύριο το πρωί φεύγετε για το Αραν-
χουέθ».
Η καρδιά της Σαμπρίνα σφίχτηκε. Τόσο γρήγορα; Από την άλλη, ίσως
ήταν καλύτερα έτσι. Αν είχε περισσότερο χρόνο για να σκεφτεί, ίσως
τελικά να αρνιόταν τη συμμετοχή της. Αυτός ο άντρας την αναστάτωνε
υπερβολικά. Τέτοια αποστολή απαιτούσε καθαρό μυαλό και συναι-
σθηματική αποστασιοποίηση. Η βεβαιότητα ότι της έλειπαν και τα δύο
μεγάλωνε ακόμα περισσότερο το φόβο της.
Ο Γουόρντ τερμάτισε τη συνάντηση λίγο αργότερα και ο Φάλκον-
μπριτζ ζήτησε να μάθει πού έμενε η Σαμπρίνα.
«Θα σας επισκεφτώ σύντομα», της είπε.
Αφού αντάλλαξαν τους προσωρινούς χαιρετισμούς τους, η Σαμπρίνα
και ο Άλμπερμαρλ έφυγαν. Για λίγο προχώρησαν σιωπηλοί, αλλά όταν
απομακρύνθηκαν αρκετά από το διοικητήριο ο συνταγματάρχης στα-
μάτησε και την έπιασε από το μπράτσο για να τη γυρίσει προς το μέρος
του.
«Είσαι σίγουρη πως ξέρεις τι κάνεις, καλή μου; Αυτή η αποστολή είναι
πολύ επικίνδυνη».
«Το ξέρω, αλλά έχω πάρει την απόφασή μου».
«Πολύ καλά. Όμως δεν μπορώ να ισχυριστώ πως αυτή η απόφαση μου
αρέσει».
***
Τα λόγια του αντηχούσαν στο μυαλό της για αρκετή ώρα αφότου ο
Άρμπερμαρλ την άφησε μόνη. Η Σαμπρίνα δεν ένιωθε καθόλου την
αυτοπεποίθηση που είχε ακουστεί στην απάντησή της. Έτσι κι αλλιώς,
ο κύβος είχε ριφθεί. Μη θέλοντας να σκεφτεί τις πιθανές συνέπειες
των πράξεων της, έστρεψε το νου της σε πιο πρακτικές λεπτομέρειες.
Θα χρειαζόταν να μιλήσει στη Χασίντα και τον Λουίς. Έπρεπε να πλη-
ροφορηθούν πού ακριβώς πήγαιναν να μπλέξουν και να τους δώσει
την ευκαιρία να αρνηθούν, αν το ήθελαν.
Η Χασίντα άκουσε με απάθεια τη Σαμπρίνα να της εξηγεί την κατά-
σταση. Δεν μπήκε σε πολλές λεπτομέρειες αφού επρόκειτο για απόρ-
ρητες πληροφορίες, της είπε όμως ότι αφορούσε τη ζωή του πατέρα
της, εξήγηση που έκανε την καμαριέρα να δεχτεί να τη συνοδεύσει χωρίς
καμία ερώτηση.
«Αρανχουέθ;» είπε η Χασίντα. «Το ξέρω, φυσικά, αλλά δεν έχω ξαναπά-
ει ποτέ. Θα έχει ενδιαφέρον να το δω».
«Επίσης θα έχει κινδύνους, Χασίντα. Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να έρ-
θεις;» Η κοπέλα ύψωσε τα φρύδια της. «Πιστεύεις ότι μπορείς να με ε-
μποδίσεις;»
Η Σαμπρίνα χαμογέλασε άκεφα. «Αμφιβάλλω, αλλά ήθελα να ξέρεις σε
τι ακριβώς συμφωνείς».
«Αν δεν ήταν ο πατέρας σου, τώρα θα ήμουν νεκρή. Με έσωσε όταν
οι Γάλλοι δραγόνοι έκαψαν και λεηλάτησαν το χωριό μου και μου έ-
δωσε δουλειά στο σπιτικό του. Ποτέ δε θα ξεχάσω τι του χρωστώ».
Τα μαύρα μάτια της Χασίντα έκαιγαν από μια εσωτερική φλόγα. Το
πρόσωπό της, αν και με έντονες γωνίες, ήταν εντυπωσιακό και το
μυαλό της κοφτερό. Είκοσι πέντε χρόνων σήμερα, βρισκόταν στη
δούλεψη των Χάντλι τα τελευταία πέντε χρόνια. Συνήθως δε μιλού-
σε για το παρελθόν και η Σαμπρίνα δεν τη ρωτούσε, γνωρίζοντας σε
γενικές γραμμές την ιστορία της. Αν η Χασίντα ήθελε να της αποκαλύ-
ψει περισσότερα, θα της μιλούσε από μόνη της.
«Μου λείπει πολύ ο πατέρας μου».
«Κι εμένα», παραδέχτηκε η Χασίντα. «Όμως είναι ένας γενναίος και
πολυμήχανος άνθρωπος. Ο Θεός θα τον βοηθήσει να επιβιώσει».
«Προσεύχομαι γι’ αυτό».
«Στο μεταξύ, πρέπει να βάλουμε κι εμείς το χεράκι μας. Να παίξουμε
το ρόλο μας. Έτσι δεν είναι;» Η Χασίντα ξαναγύρισε στο σιδέρωμα των
ρούχων. «Δεν μπορούμε να περιμένουμε από τον Παντοδύναμο να πα-
κετάρει τις αποσκευές μας».
Κάποιος υπηρέτης μπήκε να αναγγείλει την άφιξη του ταγματάρχη
Φάλκονμπριτζ. Ήταν κι αυτή η συνάντηση κάτι που έπρεπε να αντιμε-
τωπιστεί.
Την περίμενε στο μικρό σαλόνι. Ακούγοντας τα βήματά της γύρισε
και την είδε να πλησιάζει. Για μια στιγμή έμειναν να κοιτάζονται σιω-
πηλοί και μετά εκείνος υποκλίθηκε με ευγένεια.
«Μις Χάντλι. Ευχαριστώ που με δεχτήκατε. Είμαι σίγουρος πως είστε
πολύ απασχολημένη».
Η Σαμπρίνα κράτησε το ύφος της ουδέτερο. «Δεν έχει σημασία, κύριε».
«Δε θα σας απασχολήσω πολύ, αλλά υπάρχουν μερικά πράγματα
που πρέπει να ειπωθούν». Έγνεψε προς τις ανοιχτές μπαλκονόπορτες
που έβγαζαν στον κήπο. «Θα μου κάνετε τη χάρη;» Παραμέρισε για να
την αφήσει να περάσει και η Σαμπρίνα αισθάνθηκε το βλέμμα του να
καίει την πλάτη της. Ήταν άλλο πράγμα να συναντά αυτό τον άντρα
παρουσία τρίτων και άλλο να τον βλέπει μόνη. Δε θα έπρεπε να νιώθει
έτσι, αφού ο στρατιωτικός βίος αποτελούσε μεγάλο μέρος της ζωής
της κι ήταν συνηθισμένη να βρίσκεται κοντά σε άντρες. Κανείς όμως
δεν την αναστάτωνε όπως αυτός. Αλλά, βέβαια, ούτε είχε κανείς τη
δική του τραχιά ομορφιά ή εκείνη την ενοχλητική αυτοπεποίθηση.
Και το κόκκινο σακάκι με τα χρυσά σιρίτια ήταν σαν να έχει ραφτεί μό-
νο για τους δικούς του ώμους...
Στον κήπο έκανε ζέστη. Περπάτησαν για λίγο στο μονοπάτι ανάμεσα
στα παρτέρια με τα λουλούδια ώσπου έφτασαν σ’ ένα παγκάκι. Εκεί ο
Φάλκονμπριτζ σταμάτησε.
«Καθόμαστε, μις Χάντλι;»
Δεν του έφερε αντίρρηση και τον είδε να κάθεται δίπλα της. Τα βλέμ-
ματά τους συναντήθηκαν.
«Θα έρθω κατευθείαν στο θέμα», της είπε. «Δεν ήμουν... Δεν είμαι
υπέρ της συμμετοχής σας σ’ αυτή την αποστολή. Είναι δύσκολη, επι-
κίνδυνη και καθόλου κατάλληλη για μια γυναίκα».
«Επιπλέον, είμαι η τελευταία γυναίκα την οποία εσείς θα διαλέγατε».
«Δεν είπα κάτι τέτοιο».
«Δε χρειάστηκε να το πείτε. Άλλωστε κι εσείς είστε ο τελευταίος
άντρας που θα διάλεγα, άρα υπάρχει κάποια ισορροπία».
«Γνωρίζω καλά ότι η πρώτη συνάντησή μας δε μας βοήθησε να γίνου-
με φίλοι, μις Χάντλι, αλλά τα προσωπικά αισθήματα δεν έχουν θέση
εδώ. Οι δικές μου αντιρρήσεις βασίζονται αποκλειστικά στους κινδύ-
νους της αποστολής».
Η Σαμπρίνα ύψωσε περήφανα το πιγούνι της. «Ήταν δική μου η
απόφαση να έρθω, ταγματάρχη Φάλκονμπριτζ. Μου εξήγησαν τους
κινδύνους. Μάλιστα, ο στρατηγός Γουόρντ ξεκαθάρισε πως η πιθανή
αιχμαλωσία μου μπορεί να σημαίνει θάνατο».
«Ο θάνατος είναι το καλύτερο που μπορείτε να ελπίσετε αν σας
συλλάβουν», της αντιγύρισε ο ταγματάρχης. «Πριν απ’ αυτό υπάρχει
πάντα η ανάκριση και οι Γάλλοι δε φημίζονται για την ευγένειά τους
σε τέτοια ζητήματα».
«Φοβάστε μήπως μιλήσω;»
«Όλοι μιλούν την τρίτη μέρα, μις Χάντλι».
Ξαφνικά η λιακάδα δεν ήταν πια τόσο ζεστή όσο πριν. «Μήπως
προσπαθείτε να με τρομάξετε, κύριε;»
«Όχι. Απλώς να σας κάνω να αντιληφθείτε πλήρως σε τι συμφωνή-
σατε». Ο Ρόμπερτ δίστασε για μια στιγμή. «Το γεγονός πως είστε γυναί-
κα συνεπάγεται πολύ συγκεκριμένους κινδύνους».
Ήταν αδύνατον να παρερμηνεύσει το νόημά του και κάτω από το επί-
μονο βλέμμα του η Σαμπρίνα ένιωσε να κοκκινίζει απ’ το λαιμό ως τις
ρίζες των μαλλιών της. Αμέσως όμως θύμωσε με τον εαυτό της.
Ο Φάλκονμπριτζ είδε το πρόσωπό της να βάφεται ροζ και σκέ-
φτηκε πως της πήγαινε πολύ. Αναδείκνυε το χρώμα των ματιών της.
«Θεωρώ πως ο τελικός σκοπός αξίζει όλους τους πιθανούς κινδύ-
νους», του αποκρίθηκε.
«Ο στρατηγός Γουόρντ μου μίλησε για τον πατέρα σας. Λυπάμαι αλη-
θινά».
Την ξάφνιασε η ειλικρίνεια στη φωνή του. «Πρέπει να εκμεταλ-
λευτώ και την παραμικρή πιθανότητα να απελευθερωθεί. Σίγουρα το
καταλαβαίνετε αυτό».
«Καταλαβαίνω το κίνητρό σας και επικροτώ το κουράγιο σας, αλλά...»
«Δεν μπορείτε να με μεταπείσετε. Το αποφάσισα».
«Πολύ καλά, αλλά να ξέρετε ένα πράγμα. Περιμένω από εσάς να α-
κολουθείτε κατά γράμμα τις εντολές μου. Ίσως από αυτό να εξαρτηθεί
η ζωή σας. Και η δική μου».
«Το καταλαβαίνω».
«Το ελπίζω. Δε θα ανεχτώ την παραμικρή ανυπακοή».
Η απειλή του ήταν άμεση και ξεκάθαρη. Τόσο αναξιόπιστη τη θεωρού-
σε λοιπόν;
«Σας διαβεβαιώνω, κύριε, ότι δε θα κάνω τίποτα που θα βάλει σε
κίνδυνο την επιτυχία αυτής της αποστολής».
«Ωραία. Τότε, ίσως τελικά μπορέσουμε να συμπεριφερθούμε πολιτι-
σμένα ο ένας στον άλλον». Ήταν βέβαια μια έμμεση αναφορά στην
πρώτη τους συνάντηση. Η Σαμπρίνα δεν ήθελε να μιλήσουν γι’ αυ-
τό.
«Θα πρέπει να υπάρχουν πολλά πράγματα που χρειάζεται να μάθω.
Εννοώ σχετικά με την κοντέσα Ντε Ορδόνιεθ».
«Θα σας ενημερώσω σχετικά καθώς θα ταξιδεύουμε. Θα υπάρ-
ξει αρκετός χρόνος για να αφομοιώσετε τις λεπτομέρειες».
«Όπως επιθυμείτε».
Ο ταγματάρχης σηκώθηκε. «Αύριο, λοιπόν, μις Χάντλι».
Η Σαμπρίνα σηκώθηκε και του άπλωσε το χέρι της. Εν μέρει
αυτή ήταν μια χειρονομία συμφιλίωσης. Ό,τι και να είχε συμβεί στο
παρελθόν, τώρα δεν έπρεπε να στέκεται ανάμεσά τους.
«Αύριο, κύριε».
Τα δυνατά του δάχτυλα έσφιξαν τα δικά της και, απρόσμενα, ο ταγμα-
τάρχης έφερε το χέρι της στα χείλη του. Η Σαμπρίνα ρίγησε σύγκορμη.
Για μια στιγμή τα γκρίζα μάτια του στυλώθηκαν πάνω της, αλλά το
βλέμμα του ήταν ανεξιχνίαστο. Ύστερα άφησε το χέρι της και γύρισε να
φύγει. Εκείνη τον παρακολούθησε ώσπου χάθηκε από το οπτικό της πε-
δίο.
***
Νωρίς το επόμενο πρωί, καθώς τα μπαούλα φορτώνονταν στην άμαξα
και ετοιμάζονταν τα άλογα, η Σαμπρίνα βρήκε το νονό της μαζί με ολό-
κληρη τη συνοδεία της να την περιμένουν.
Ο ταγματάρχης Φάλκονμπριτζ φορούσε παντελόνι ιππασίας, ψηλές
μπότες και σακάκι από σκούρο μπλε ύφασμα που αγκάλιαζε μαλακά
τους ώμους του. Κολλαρισμένα λευκά βολάν ξεπρόβαλλαν στους
καρπούς και το λαιμό του, ενώ μια αλυσίδα ρολογιού κρεμόταν από
το κρεμ γιλέκο του, συμπληρώνοντας την απλή αλλά κομψή αμφίεση.
Μια αμφίεση που τόνιζε τη δυνατή κορμοστασιά του, κάνοντάς τη να
δείχνει ακόμα πιο επιβλητική.
Απρόθυμη να συνεχίσει αυτό το νήμα των σκέψεων, η Σαμπρίνα έ-
στρεψε την προσοχή της στη συνοδεία τους. Ο Ραμόν και ο Λουίς
ήταν δύο παρουσίες καθησυχαστικές. Όπως την είχε πληροφορή-
σει η Χασίντα, οι δυο άντρες είχαν ξεκαθαρίσει εξαρχής ότι θεωρού-
σαν δεδομένη τη συμμετοχή τους σ’ αυτό το ταξίδι. Και τίποτα δεν ε-
πρόκειτο να τους μεταπείσει.
«Η έγνοια σας για μένα με τιμά, δόνα Σαμπρίνα», είχε πει ο Ραμόν,
όταν εκείνη τους ανακοίνωσε τα σχέδιά της. «Νομίζω όμως πως θ’ α-
ποφασίσω μόνος μου». Τα λόγια ειπώθηκαν ήρεμα αλλά με ακλόνητη
βεβαιότητα.
Η Σαμπρίνα έκανε μια τελευταία προσπάθεια. «Το Αρανχουέθ βρίσκε-
ται πίσω από τις γραμμές του γαλλικού μετώπου».
«Μάδρε ντε Ντίος! Είναι δυνατόν;» Ο Λουίς ύψωσε δήθεν έντρομος τα
χέρια του. «Τότε, εγώ κι ο Ραμόν θα μείνουμε εδώ και κάποτε θα πούμε
στον πατέρα σας πως σας αφήσαμε να πάτε μόνη στο στόμα του λύ-
κου. Είμαι σίγουρος ότι θα καταλάβει».
«Ο πατέρας μου δε θα σας ζητούσε να κάνετε κάτι τέτοιο».
«Ο πατέρας σας δεν είναι εδώ, πράγμα που σημαίνει ότι εμείς οι δυο
εκτελούμε χρέη γονιού μέχρι την επιστροφή του».
«Ο Ραμόν έχει δίκιο», πετάχτηκε ο Λουίς. «Ακόμα και δυο τρελοί γο-
νείς είναι καλύτεροι από το τίποτα, ε;»
Μη μπορώντας να πει τίποτε άλλο, η Σαμπρίνα υποχώρησε.
Τώρα, μαζί με τον Ραμόν και τον Λουίς βρίσκονταν εκεί και δυο
άντρες του Φάλκονμπριτζ, ο δεκανέας Μπλέικλοκ και ο στρατιώτης
Γουίλις. Η Σαμπρίνα τους θυμόταν από τη συνάντηση στο χωριό Κά-
σα Βέρδε. Οι δυο άντρες φαίνονταν γύρω στα είκοσι πέντε και, ενώ ο
Μπλέικλοκ ήταν ψηλόλιγνος και κατάξανθος, ο κοντύτερος Γουίλις εί-
χε μια πιο στιβαρή κορμοστασιά και ατίθασα καστανά μαλλιά.
Άγγιξαν τα καπέλα τους και τη χαιρέτισαν με σεβασμό, χωρίς κανείς
από τους δυο να δείξει πως θυμόταν την πρώτη συνάντησή τους στην
αυλή του αμαξοποιού. Θα ταξίδευαν μαζί με τη Χασίντα στην καρότσα
της ελαφριάς άμαξας, την οποία θα οδηγούσαν εναλλάξ ο Ραμόν και ο
Λουίς. Όλοι μαζί φαίνονταν σαν συνοδεία κάποιου άρχοντα της πε-
ριοχής και στην περίπτωσή τους η εντύπωση που έδιναν ήταν το παν.
Η Σαμπρίνα δεν περίμενε πως ο αποχαιρετισμός με τον Άλμπερμαρλ
θα ήταν εύκολος κα επιβεβαιώθηκε. Εκείνος την παρατήρησε για μια
στιγμή σιωπηρά και με κατήφεια, αλλά μετά το βλέμμα στα μπλε μάτια
του γλύκανε.
«Ο Θεός ας σε ευλογεί, καλή μου. Σου εύχομαι καλή τύχη». Την
αγκάλιασε σφιχτά. Ύστερα αντάλλαξε μια θερμή χειραψία με τον Φάλ-
κονμπριτζ. «Πρόσεχέ τη, ταγματάρχα».
«Έχετε το λόγο μου, κύριε».
Ο Άλμπερμαρλ βοήθησε τη Σαμπρίνα να μπει στην άμαξα κι ύστε-
ρα στράφηκε ξανά προς τον ταγματάρχη μ’ ένα απροσδιόριστο μειδί-
αμα. Έγειρε κοντά του και χαμήλωσε τη φωνή ώστε να μην τον ακούσει
κανένας άλλος.
«Αν αφήσεις να της συμβεί οτιδήποτε, θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου
τα χέρια».
Ο ταγματάρχης τον κοίταξε στα μάτια. «Θα προσπαθήσω με κάθε μέ-
σο να την κρατήσω σώα και αβλαβή, κύριε».
«Το καλό που σου θέλω». Ο Άλμπερμαρλ χαμογέλασε στη Σαμπρί-
να και παρακολούθησε το συνοδό της να ανεβαίνει κι αυτός στην άμα-
ξα. Ύστερα παραμέρισε και φώναξε μια εντολή προς τον Λουίς, ο οποί-
ος καθόταν στη θέση του αμαξά. Τα άλογα ξεκίνησαν. Η περιπέτεια
της Σαμπρίνα άρχιζε.
Ο Φάλκονμπριτζ είχε ανάμεικτα αισθήματα. Πάνω απ’ όλα ευχόταν
ολόψυχα να μην ήταν η Σαμπρίνα μαζί του. Ήλπιζε επίσης πως η
αποστολή τους θα κυλούσε ομαλά και χωρίς εμπόδια. Πάγωνε το αί-
μα του στη σκέψη όσων θα συνέβαιναν, αν μια τέτοια καλλονή έπεφτε
στα χέρια του εχθρού...
Αυτός ήταν ο λόγος που είχε προσπαθήσει να την αποτρέψει απ’
αυτό το ταξίδι. Το πράσινο φόρεμα και το ασορτί καπελάκι της πήγαι-
ναν πολύ και τόνιζαν το χρώμα των ματιών της. Είχαν μια ασυνήθιστη
απόχρωση που του θύμιζε το πράσινο της θάλασσας. Θυμήθηκε ότι
αυτά τα ίδια μάτια σκούραιναν σαν δυο σμαράγδια όταν θύμωνε. Τώρα
είχαν μια έκφραση ανεξιχνίαστη.
«Φαίνεται λίγο σαν ψέμα, έτσι δεν είναι;» της είπε.
Ήταν σαν να είχε διαβάσει τις σκέψεις της και η Σαμπρίνα ξαφνιάστη-
κε.
«Ναι, πράγματι».
Αναρωτιόταν αν ο ταγματάρχης θα προσπαθούσε να πιάσει τώρα μια
φιλική κουβέντα, η ίδια όμως δεν είχε καμία τέτοια όρεξη. Απ’ ό,τι φάνη-
κε, δεν ήταν αυτή η πρόθεσή του.
«Εφόσον πρέπει να συνταξιδέψουμε για πολλές ώρες, ίσως μπορώ
να αρχίσω να σας λέω κάποια πράγματα για την κόμισσα την οποία θα
υποδυθείτε».
Ήταν μια επιδέξια τακτική και η Σαμπρίνα συμφώνησε. «Θα χαιρό-
μουν πολύ αν το κάνατε. Ξέρω ελάχιστα για την κόμισσα, εκτός του ότι
είναι Γαλλίδα... και ξανθιά».
«Το οικογενειακό της όνομα είναι Ντε Κουρσύ και η καταγωγή της από
την Τουλούζη. Η οικογένεια της εγκατέλειψε τη Γαλλία στη διάρκεια
της επανάστασης και εγκαταστάθηκε στην Αστούριας, όπου, απ’ ό,τι
ξέρω, είχαν μια μεγάλη έκταση γης». Σώπασε για μια στιγμή. «Η Μαριάν
ντε Κουρσύ παντρεύτηκε τον κόμη Αντόνιο Ορδόνιεθ πριν από τρία
χρόνια».
«Ήταν προξενιό;»
«Ναι. Αλλά προφανώς συναίνεσαν και οι δύο πλευρές».
«Παιδιά;»
«Ένας γιος, ο Μιγκέλ».
«Και έκτοτε ζουν εκεί αποτραβηγμένοι».
«Ευτυχώς για μας, ναι. Ο κόμης προτιμά τη ζωή στην εξοχή».
«Και πάλι, όμως, υπάρχει η πιθανότητα κάποιος σ’ αυτή τη δεξίωση
να γνωρίζει εκείνον ή την κόμισσα».
Τα γκρίζα μάτια του συνάντησαν τα δικά της. «Ας ελπίσουμε πως ό-
χι, για το καλό και των δυο μας». Έβαλε το χέρι του στην τσέπη κι έ-
βγαλε το αντικείμενο που φύλαγε εκεί. «Παρεμπιπτόντως, θα χρεια-
στείτε αυτό».
«Τι είναι;»
«Μια μικρή λεπτομέρεια, σημαντική ωστόσο για να γίνει πιστευτή η
απάτη μας». Της έδωσε ένα χρυσό δαχτυλίδι.
Η Σαμπρίνα κοίταξε πρώτα το δαχτυλίδι κι ύστερα εκείνον. «Αυτό δεν
το είχα σκεφτεί».
«Πώς θα μπορούσατε; Είναι καθήκον του συζύγου, σωστά;»
Πήρε το χέρι της και πέρασε τη βέρα στο δάχτυλό της. Της ταί-
ριαζε καλά, σχεδόν σαν από παραγγελία. Όμως εκείνο που έκανε το
σφυγμό της να χτυπήσει άγρια δεν ήταν τόσο η χρυσή βέρα όσο το
άγγιγμα των δυνατών, λεπτών δαχτύλων του ταγματάρχη. Εκείνος κρά-
τησε τα δικά της για μερικά δευτερόλεπτα παραπάνω κι ύστερα τα άφη-
σε και της χαμογέλασε αμυδρά.
«Η περιπέτεια ξεκινά, αγαπητή μου. Για τις καλές και τις κακές στιγ-
μές».
Στη συνέχεια έμειναν και οι δύο σιωπηλοί, καθένας βυθισμένος στις
δικές του σκέψεις. Η Σαμπρίνα κοιτούσε έξω απ’ το παράθυρο το το-
πίο. Η βέρα στο δάχτυλό της ήταν μια απτή υπενθύμιση του ρόλου
που έπρεπε να παίξει. Δεν είχε την πολυτέλεια να ξαστοχήσει απ’ το
σκοπό της. Για πρώτη φορά αντιλαμβανόταν πλήρως τις επιπτώσεις
της αποστολής τους και τους κινδύνους που παραμόνευαν και για τους
δυο τους.
***
Το μεσημέρι σταμάτησαν για να ξεκουράσουν τ’ άλογα και να μοιρα-
στούν ένα ελαφρύ γεύμα. Το πανδοχείο ήταν φτωχικό αλλά καθαρό
και στην πίσω πλευρά του είχε μια βεράντα σκεπασμένη με κληματα-
ριά και θέα στους λόφους. Η Σαμπρίνα δέχτηκε πρόθυμα την πρότα-
ση του Ρόμπερτ να καθίσουν εκεί για να φάνε και ήταν πολύ ευχάριστο
ύστερα από τόσες ώρες ταρακούνημα μέσα στην άμαξα να τεντώσει για
λίγο τα πιασμένα μέλη της.
Ενώ ο ταγματάρχης παρήγγελνε το γεύμα, η Σαμπρίνα προχώρησε
ως την άκρη της βεράντας και στάθηκε να κοιτάζει τους μακρινούς
λόφους που αχνοφαίνονταν θαμπά. Μέσα στην απόλυτη ακινησία,
ένα γεράκι διέγραφε κύκλους ψηλά πάνω στα θερμά ρεύματα του αέρα.
«Όμορφη θέα, δεν είναι;»
Δεν τον είχε ακούσει να πλησιάζει, αλλά με μια γρήγορη ματιά είδε
την ψηλή φιγούρα του πίσω από τον ώμο της. Το πλησίασμά του την
αναστάτωνε, κι έτσι γύρισε πάλι το βλέμμα της στους λόφους.
«Πολύ όμορφη».
«Η Ισπανία είναι μια όμορφη χώρα, τουλάχιστον τα μέρη που έχω δει
εγώ».
Η Σαμπρίνα συγκατένευσε. «Πράγματι. Την ίδια γνώμη είχε και ο πατέ-
ρας μου».
Η αναφορά στον πατέρα της της ξύπνησε θλιβερά συναισθήματα
και η Σαμπρίνα βιάστηκε να αλλάξει το θέμα.
«Το ταξίδι μού άνοιξε την όρεξη. Πάμε να φάμε;»
Η αλλαγή στη διάθεσή της δεν είχε διαφύγει από τον ταγματάρχη.
Της χαμογέλασε αδιόρατα και γύρισαν μαζί κάτω από τη σκιά της κλη-
ματαριάς. Το γεύμα ήταν απλό αλλά απολαυστικό: τρυφερό σπιτικό
χοιρομέρι, ντόπιο τυρί, πράσινες ελιές, πικάντικο λουκάνικο, φρεσκο-
ψημένο ψωμί και μια κανάτα κόκκινο κρασί. Ιδίως το χοιρομέρι ήταν
εξαιρετικό κι έλιωνε στο στόμα.
Στην αρχή, ο Φάλκονμπριτζ περίμενε να τη δει να ζαρώνει τη μύτη
της επικριτικά μπροστά σ’ ένα τόσο λιτό γεύμα. Φαίνεται όμως ότι τα
πολύμηνα ταξίδια με τον πατέρα της την είχαν εξοικειώσει με τέτοια
πράγματα, επειδή η Σαμπρίνα έδειχνε να απολαμβάνει το γεύμα τους.
Αυτό τον ευχαρίστησε ιδιαίτερα. Αρκετά δύσκολη ήταν η αποστολή
του, για να έχει να αντιμετωπίσει και τις ιδιοτροπίες μιας γυναίκας
από πάνω.
Έφαγαν σιωπηλοί. Όταν τελείωσαν, ο Ρόμπερτ έγειρε πίσω στην
καρέκλα του και την κοίταξε έντονα.
«Θα θέλατε να περπατήσουμε λίγο; Ίσως αργήσουμε να έχουμε ξανά
αυτή την ευκαιρία».
Η Σαμπρίνα έγνεψε καταφατικά. Σηκώθηκαν και περπάτησαν προς
ένα ρυάκι που βρισκόταν λίγα μέτρα πιο μακριά.
«Σκέφτομαι πως δεν ξέρω τίποτα για σας. Ή σχεδόν τίποτα», της είπε ο
ταγματάρχης. Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε. «Τι θέλετε να μάθετε;»
«Αυτό είναι μια καλή ερώτηση».
«Δεν έχω τίποτα να κρύψω». Δεν ήταν η απόλυτη αλήθεια, αφού η
Σαμπρίνα δεν είχε καμία πρόθεση να αναφερθεί στον Τζακ Ντέντον.
Έτσι κι αλλιώς, ο τύπος δεν είχε καμία σχέση με την αποστολή τους.
«Τότε, μιλήστε μου λίγο για την καταγωγή σας. Για όσα δεν ανέφερε ο
στρατηγός Γουόρντ».
«Δεν υπάρχουν και πολλά για να πω. Η μητέρα μου ήταν Γαλλίδα. Η
οικογένειά της έφυγε από το Παρίσι μόλις ξέσπασε η επανάσταση. Πέ-
θανε όταν ήμουν δώδεκα χρονών. Ο πατέρας μου αρνήθηκε να με αφή-
σει σε συγγενείς και με έφερε μαζί του στην Ισπανία».
«Ασυνήθιστη ανατροφή για μια κοπέλα».
«Ξέρω πως έτσι φαίνεται στους άλλους, εγώ όμως δεν το είδα ποτέ σαν
κάτι ασυνήθιστο».
«Είναι προφανές πως έχετε ταλέντο στις ξένες γλώσσες».
«Στο σπίτι μας μιλούσαμε εξίσου γαλλικά και αγγλικά, έτσι είχα από
νωρίς αυτή την ευχέρεια. Μετά το διορισμό του πατέρα μου στην Ιβη-
ρική Χερσόνησο, έμαθα πορτογαλικά και ισπανικά».
«Κατάλαβα. Και δε λάβατε ποτέ μια τυπική εκπαίδευση;»
«Όταν ήμουν μικρή είχα μια γκουβερνάντα. Επίσης, ο πατέρας μου
μου δίδαξε πολλά πράγματα. Ίσως περισσότερα απ’ όσα μαθαίνουν
πολλές κοπέλες της καλής κοινωνίας».
«Όπως;»
«Όπως το να υπερασπίζομαι τον εαυτό μου».
Ο Φάλκονμπριτζ θυμήθηκε την πρώτη συνάντησή τους και χαμογέ-
λασε. «Ώστε λοιπόν το ξίφος και το πιστόλι δεν ήταν μόνο για επίδει-
ξη;»
«Όχι βέβαια».
«Έχετε αναγκαστεί ποτέ να τα χρησιμοποιήσετε;»
«Ναι. Λόγω της δουλειάς του πατέρα μου πηγαίναμε σε απομονωμέ-
να μέρη. Κάποτε μας επιτέθηκαν ληστές. Ευτυχώς, είχαμε μαζί μας τον
Ραμόν και τον Λουίς και καταφέραμε να τους απωθήσουμε. Δεν είναι
μια εμπειρία που θα ήθελα να ξαναζήσω».
«Το πιστεύω αυτό», της απάντησε ο Ρόμπερτ. Η περιέργειά του
όμως είχε κεντριστεί. «Δεν εγκατασταθήκατε ποτέ σ’ ένα μέρος;»
«Όχι. Αν και σε κάποια μέναμε για αρκετό καιρό».
«Και δε σας ενοχλούσε που έπρεπε διαρκώς να μετακινείστε;»
«Σπίτι μας ήταν όπου τύχαινε να βρισκόμαστε. Όσο ο πατέρας μου
κι εγώ ήμαστε μαζί, δε μ’ ένοιαζε».
«Η αιχμαλωσία του θα πρέπει να ήταν σοβαρό πλήγμα».
«Ναι, ήταν».
«Φαντάζομαι πως δεν ήσαστε εκεί όταν συνέβη».
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Το άλογό μου κούτσαινε και ο πα-
τέρας θα έλειπε μόνο για δυο ή τρεις μέρες. Αυτό έγινε πριν τέσσερις
μήνες. Από τότε δεν τον έχω ξαναδεί».
«Λυπάμαι πολύ».
Για άλλη μια φορά η Σαμπρίνα ξαφνιάστηκε από την ειλικρίνεια στον
τόνο του. «Έπρεπε να είμαι μαζί του», είπε. «Ίσως να τον είχα βοηθήσει
με κάποιο τρόπο».
«Αν είχατε πάει μαζί του, αγαπητή μου, θα είχατε σκοτωθεί ή θα είχατε
συλληφθεί κι εσείς».
«Ίσως».
«Οι στρατιώτες δε φημίζονται για την ιπποτική συμπεριφορά τους».
Του χαμογέλασε με αθωότητα.
«Το έχω προσέξει, κύριε».
«Τουσέ!»
Η απάντησή της ήταν απολύτως δικαιολογημένη, αν και δεν του διέ-
φυγε το πονηρό βλέμμα με το οποίο η Σαμπρίνα την είχε συνοδέψει.
Δεν υπήρχε καμία κακία σ’ αυτό το βλέμμα. Αντίθετα, ήταν ασυναίσθητα
σαγηνευτικό κι επέδρασε επάνω του ακαριαία.
Ο ταγματάρχης θύμισε στον εαυτό του πως το παραμικρό φλερτ με
τη μις Χάντλι θα οδηγούσε στην εκτέλεσή του. Αν μη τι άλλο, όλα αυτά
σήμαιναν πως το ταξίδι δε θα ήταν καθόλου πληκτικό. Έφτασαν στο
ρυάκι με το λιγοστό νερό. Στις όχθες του ξεπρόβαλλαν λίγα καχεκτικά
δέντρα και η καμένη από τον ήλιο γη ανέδιδε αρώματα από άγριο θυμά-
ρι και ξερό χορτάρι.
«Παρά τα ελαττώματα κάποιων στρατιωτικών», συνέχισε ο ταγματάρ-
χης, «είστε τυχερή που έχετε τον συνταγματάρχη Άλμπερμαρλ στο
πλευρό σας».
«Είναι η καλοσύνη προσωποποιημένη. Εκείνος και ο πατέρας μου γνω-
ρίζονταν πολλά χρόνια».
«Όταν τελειώσει αυτή η αποστολή, θα ξαναδείτε τον πατέρα σας».
«Προσεύχομαι γι’ αυτό. Δεν αντέχω να τον σκέφτομαι σε μια εχθρική
φυλακή».
Η μελαγχολική έκφρασή της τον συγκίνησε. Η αγάπη προς τον πατέ-
ρα της ήταν ξεκάθαρη, όπως και ο πόθος της για την απελευθέρωσή
του.
Η νεαρή ηλικία της την έκανε να φαίνεται πιο ευάλωτη. Για άλλη μια
φορά, ο Ρόμπερτ ένιωσε την ευθύνη να τον βαραίνει και της απευθύν-
θηκε σε πιο φιλικό τόνο.
«Πόσων χρονών είσαι, Σαμπρίνα;»
«Δεκαεννέα. Εσείς;»
Τα χείλη του τρεμόπαιξαν. «Είκοσι οχτώ».
«Τώρα που μάθατε για μένα, θα μου πείτε μερικά πράγματα και για τον
εαυτό σας;»
«Θα τα βρεις βαρετά. Αντίθετα από σένα, εγώ είχα την πιο συμβατι-
κή ανατροφή: Ίτον, Κέμπριτζ και μετά στρατός. Ως στερνοπαίδι έπρεπε
να χτίσω μόνος την καριέρα μου. Ο πατέρας μου αγόρασε για μένα ένα
στρατιωτικό αξίωμα κι ύστερα με άφησε να τα βγάλω πέρα μόνος μου».
«Έχετε αδερφές;»
«Μία. Τη λένε Χάριετ. Είναι τέσσερα χρόνια μικρότερή μου, ήδη
παντρεμένη και με δικά της παιδιά».
«Και ο αδερφός σας;»
Ο ταγματάρχης δίστασε για λίγο. «Είναι ο Χιου, δυο χρόνια μεγαλύτε-
ρος».
«Έχετε στενή σχέση;»
«Όχι ιδιαίτερα».
Ο Ρόμπερτ είπε μέσα του πως αυτή ήταν η επιεικέστερη έκφραση. Η
αντιπάθεια που ένιωθε για τον αδερφό του είχε πλησιάσει κάποια στιγ-
μή επικίνδυνα τα όρια του μίσους.
«Είναι παντρεμένος;»
Τα γκρίζα μάτια του έλαμψαν. «Ναι. Η γυναίκα του λέγεται Κλαρίσα κι
έχουν δυο παιδιά».
Του ήταν πολύ ευκολότερο να το πει απ’ όσο φανταζόταν. Έλεγαν ότι
ο χρόνος γιάτρευε όλες τις πληγές. Ίσως τελικά να ήταν αλήθεια.
Η Σαμπρίνα χαμογέλασε. «Δυσκολεύομαι να σας φανταστώ στο ρόλο
του θείου».
Ο Ρόμπερτ την κοίταξε με σταθερό βλέμμα. «Αλήθεια;»
«Ναι. Ο στρατιώτης μέσα σας δείχνει να το αποκλείει».
«Η αλήθεια είναι πως βλέπω ελάχιστα τις ανιψιές και τους ανιψιούς
μου», παραδέχτηκε εκείνος.
«Αυτό όμως οφείλεται αποκλειστικά στις απαιτήσεις του στρατού. Α-
γαπώ τα παιδιά».
Ήταν μια δήλωση που την ξάφνιασε ευχάριστα. Φανέρωνε μια πλευ-
ρά του την οποία η Σαμπρίνα δε θα υποψιαζόταν ποτέ. Γύρισαν και
άρχισαν να περπατούν πίσω προς το πανδοχείο.
«Πώς έγινε και ανακατεύτηκες με στρατιωτικά ζητήματα;» συνέχι-
σε ο ταγματάρχης. «Είναι ασυνήθιστο για μια κοπέλα».
«Εγώ το ζήτησα», του απάντησε η Σαμπρίνα. «Ήθελα να κάνω κάτι για
να βοηθήσω τη χώρα μου στον πόλεμο».
«Ευγενής φιλοδοξία, αλλά και πολύ επικίνδυνη».
«Μέχρι τώρα ο κίνδυνος ήταν μικρός».
«Παίζεις τη ζωή σου κορώνα γράμματα, μικρή μου».
«Το ίδιο κι εσείς».
«Πράγματι, αν και νομίζω πως έχω περισσότερα πλεονεκτήματα με το
μέρος μου». Η Σαμπρίνα δεν μπόρεσε να μαντέψει τι έκρυβαν τα αινιγ-
ματικά λόγια του.
«Τα πλεονεκτήματα βρίσκονται πάντα στη μεριά των αντρών», του α-
ποκρίθηκε.
«Κι αυτό σε ανησυχεί;»
«Φυσικά, ωστόσο εξαρτάται από τον άντρα, δε νομίζετε;»
«Νομίζω ότι μέχρι στιγμής εγώ δε σ’ έχω εντυπωσιάσει αρκετά». Έκανε
μια παύση. «Παραδέχομαι πως στην πρώτη μας συνάντηση η συμπε-
ριφορά μου ήταν απαράδεκτη. Υποθέτω ότι δεν υπάρχει καμία πιθα-
νότητα να με έχεις συγχωρήσει».
«Ούτε η παραμικρή, κύριε».
Ο Ρόμπερτ αναστέναξε. «Το φαντάστηκα». Ακολούθησε άλλη μια
σύντομη παύση. «Με την ευκαιρία... Κατάφερες να παραδώσεις τα
φρούτα σου σώα και αβλαβή;» τη ρώτησε μετά.
Για μια στιγμή η Σαμπρίνα έμεινε να τον κοιτάζει, ανήμπορη να πι-
στέψει στ’ αυτιά της. Ύστερα είδε το χιούμορ στα μάτια του και ξέσπασε
σε γέλια.
«Ναι, τα παρέδωσα. Κι όχι χάρη σ’ εσένα, απαίσιε άνθρωπε».
«Το ήξερα πως δε θα με απογοήτευες».
Η Σαμπρίνα είχε την υποψία ότι την ψάρευε.
«Τέλος πάντων», του είπε. «Δεν ήταν μόνο φρούτα».
«Τι ήταν λοιπόν;»
«Όπλα για το στρατό».
«Θεέ και Κύριε! Το ξέρει ο νονός σας;»
«Εκείνος με έστειλε». Βλέποντας την έκφρασή του, ανασήκωσε αγέ-
ρωχα το πιγούνι της. «Γιατί να μην το κάνει; Το ρίσκο ήταν μικρό. Άλ-
λωστε μπορώ να φροντίσω τον εαυτό μου».
«Δεν αμφιβάλλω. Τώρα όμως η ευθύνη αυτή ανατέθηκε σ’ εμένα».
«Πρέπει να ανησυχήσω;»
«Αμφιβάλλεις για την ικανότητά μου να σε προστατεύσω;»
Τα πράσινα μάτια της γέλασαν, με τη σειρά τους. «Ε, ναι. Μήπως δε
με άφησες να περάσω μια νύχτα στο ύπαιθρο μαζί με πέντε άντρες και
μια χαλασμένη άμαξα;»
«Να πάρει! Δε θα μ’ αφήσεις να το ξεχάσω, έτσι;»
«Φυσικά όχι».
Όλες οι προκαταλήψεις του σχετικά με τις γυναίκες κατέρρεαν. Η Σα-
μπρίνα δεν έμοιαζε με καμία απ’ όσες είχε γνωρίσει στη ζωή του. Κα-
μία δεν είχε την ομορφιά της και τη σπιρτάδα του μυαλού της. Επι-
πλέον, δεν τον φοβόταν. Και δεν έδειχνε να της άρεσε εκείνος. Καθόλου.
Γύρισαν στο πανδοχείο, πλήρωσαν το γεύμα τους και συνέχισαν το
ταξίδι τους μέσα σε μια πιο φιλική σιωπή. Για πρώτη φορά, η Σα-
μπρίνα ήταν αναγκασμένη να συναναστρέφεται στενά έναν άντρα τον
οποίο γνώριζε ελάχιστα. Φυσικά, ο Φάλκονμπριτζ δε φαινόταν τύπος
που θα φερόταν άπρεπα σε μια γυναίκα. Όμως η Σαμπρίνα είχε μάθει
από νωρίς πως τα φαινόμενα απατούν. Και δε θα δίσταζε να χρησιμο-
ποιήσει τα όπλα που είχε πάνω της, αν παρουσιαζόταν ανάγκη.
Κατά τα άλλα, τα χωριά απ’ όπου περνούσαν ήταν λιγοστά και εξα-
θλιωμένα. Μικρές ομάδες από φτωχικά καλυβόσπιτα, των οποίων οι
κάτοικοι πάσχιζαν να τα φέρουν βόλτα σκαλίζοντας ακούραστα το ά-
γονο έδαφος. Αποφάσισε να ρωτήσει πού θα διανυκτέρευαν. Η απάντη-
σή του ήταν άμεση.
«Θα μείνουμε στο Λα Ποσάδα ντελ Ρέι».
Το Πανδοχείο του Βασιλιά. «Ακούγεται πολυτελές».
«Αμφιβάλλω αν ο βασιλιάς θα πατούσε ποτέ το πόδι του εκεί, τουλά-
χιστον όμως είναι καθαρό και οργανωμένο. Το έχω χρησιμοποιήσει σε
πολλές περιπτώσεις».
«Είμαι σίγουρη πως θα είναι ικανοποιητικό».
«Μην περιμένεις πολυτέλειες γιατί θα απογοητευτείς».
Η Σαμπρίνα έβαλε τα γέλια. «Έχω συνηθίσει από μικρή στις κακου-
χίες. Ένα καθαρό πανδοχείο είναι πολυτέλεια συγκριτικά με μια νύχτα
στο ύπαιθρο».
Ο Ρόμπερτ την κοίταξε με κάποια έκπληξη, όχι τόσο για την απάντη-
σή της όσο για τον τρόπο που το γέλιο φώτισε το πρόσωπό της. Έκανε
πάλι τη σκέψη πως η Σαμπρίνα ήταν κάτι παραπάνω από ένα όμορφο
κορίτσι.
«Ελπίζω να μη σε υποβάλλω ποτέ σε τέτοια ταλαιπωρία. Αντίθετα,
σου υπόσχομαι πως θα έχεις ένα δωμάτιο όλο δικό σου».
Εκείνη ήξερε πως ο ταγματάρχης ήθελε να την καθησυχάσει, σαν να
είχε μαντέψει την αγωνία της για το νυχτερινό κατάλυμά τους. Η ίδια,
φυσικά, θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να το συζητήσει μαζί του.
«Βασίζομαι στην υπόσχεσή σου». Ο τόνος της ήταν εξίσου πολιτισμέ-
νος με τον δικό του. Τα γκρίζα μάτια του έλαμψαν. «Ήμουν βέβαιος».
Μη ξέροντας πώς να το εκλάβει αυτό, η Σαμπρίνα έψαξε την έκ-
φρασή του για κάποιο σημάδι. Αλλά τα αδρά χαρακτηριστικά του προ-
σώπου του Φάλκονμπριτζ δεν πρόδιδαν τίποτα.
Κεφάλαιο 3

Το ταξίδι συνεχίστηκε χωρίς απρόοπτα και τις επόμενες μέρες έκαναν


αρκετή πρόοδο, περνώντας το χρόνο τους με συζητήσεις και μερικές
φορές παίζοντας χαρτιά. Η Σαμπρίνα εκμεταλλεύτηκε επίσης την ευ-
καιρία για να μάθει όσο περισσότερα μπορούσε για τη γυναίκα την
οποία θα υποδυόταν. Ο Ρόμπερτ της έδωσε όσες λεπτομέρειες μπο-
ρούσε. Παρ’ όλα αυτά, εκείνη έβλεπε πολλές πιθανές παγίδες, όπως
το γεγονός ότι δεν είχε ξαναβρεθεί ποτέ της στο Λανγκεντόκ. Ο Φάλ-
κονμπριτζ πάλι δεν έδειχνε να ανησυχεί υπερβολικά.
«Η κοντέσα πρέπει να ήταν πολύ μικρή όταν η οικογένειά της έφυ-
γε από την Τουλούζη», είπε.
«Είναι πολύ πιθανό να μη θυμάται καλά την περιοχή».
«Ευτυχώς. Μπορεί να υπάρχουν και μερικοί Γάλλοι αξιωματικοί σ’ αυ-
τή τη δεξίωση».
«Φαντάζομαι πως είναι πιθανό. Προσπάθησε να αποφύγεις ο-
ποιαδήποτε συζήτηση οδηγεί σε επικίνδυνα θέματα».
Η Σαμπρίνα χαμογέλασε. «Αν τα βρω σκούρα, θα ζητήσω από τον
Γάλλο αξιωματικό να μου μιλήσει για τον εαυτό του. Κι έτσι δε θα
χρειάζεται παρά να γνέφω καταφατικά και να χαμογελώ για καμιά ώρα».
«Νομίζεις πως μπορεί ένας άντρας να μιλάει τόση ώρα για τον εαυτό
του;»
«Η εμπειρία μου λέει πως είναι ένα αγαπημένο θέμα συζήτησης
για τους άντρες. Οι παρόντες εξαιρούνται, βεβαίως».
Ο μελιστάλαχτος τόνος της τον έκανε να χαμογελάσει ελαφρά. «Χαί-
ρομαι που το ακούω. Δε θα μου άρεσε να ξέρω πως είμαι τόσο πληκτι-
κός».
«Πληκτικός; Καθόλου». Η Σαμπρίνα σκέφτηκε πως το επίθετο πληκτι-
κός ήταν το τελευταίο που θα χρησιμοποιούσε για να περιγράψει τον
ταγματάρχη.
«Έφυγε ένα βάρος από πάνω μου», της είπε εκείνος. «Ώστε γνωρίζεις
καλά τους άντρες;»
Η εικόνα του Τζακ Ντέντον αναδύθηκε στο νου της, κουβαλώντας
μαζί μια ανάμνηση πόνου και ταπείνωσης. Η Σαμπρίνα την απώθησε
και πίεσε τον εαυτό της να παραμείνει ψύχραιμη.
«Πώς να εκλάβω αυτή την ερώτηση;»
«Έχοντας λάβει τόσο ασυνήθιστη ανατροφή, θα πρέπει να έχεις
γνωρίσει πολλούς εκπροσώπους του φύλου μου. Ήταν όλοι τόσο θα-
νάσιμα ανιαροί όπως υποδηλώνει το σχόλιό σου;»
«Όχι. Κάθε άλλο. Κάποιοι έκαναν ευχάριστη παρέα». Απέφυγε να
επεκτείνει περισσότερο την απάντησή της.
«Αλήθεια; Και σου επέτρεπε ο πατέρας σου να τους συναναστρέφεσαι;»
Μια απάντηση γεμάτη αγανάκτηση ήρθε στο μυαλό της, αλλά είδε
την εύθυμη έκφραση των ματιών του και για άλλη μια φορά κατάλαβε
πως ο ταγματάρχης την πείραζε.
«Εξωφρενικός υπαινιγμός».
«Ναι, μάλλον ήταν». Όμως δε φάνηκε μετανιωμένος. «Αλλά είμαι πολύ
περίεργος, βλέπεις».
«Για ποιο πράγμα;»
«Με τόσο ακατάστατη ζωή, δε θα σου ήταν εύκολο να γνωρίσεις υπο-
ψήφιους γαμπρούς».
«Ποτέ δεν τους σκέφτηκα ως τέτοιους. Ορισμένοι ήταν φίλοι
του πατέρα μου, άλλοι ήταν αξιωματικοί τους οποίους γνώρισα με
τον καιρό».
«Και για κανέναν δεν αισθάνθηκες ιδιαίτερη συμπάθεια;»
«Όχι», του απάντησε η Σαμπρίνα –ψέματα.
«Μη μου πεις ότι σε έβλεπαν κι εκείνοι με ανάλογη αδιαφορία».
«Στ’ αλήθεια δεν έχω ιδέα. Θα πρέπει να τους ρωτήσεις».
Κι άλλο ψέμα, είπε μέσα της. Για κάποιο λόγο την ενοχλούσε να λέει
ψέματα σ’ αυτό τον άντρα, αλλά η αλήθεια ήταν μια σφηκοφωλιά και
προτιμούσε να μην την πλησιάζει.
Ο Ρόμπερτ συνέχισε να την κοιτάζει απτόητος. «Κι όμως ήσουν
σε ηλικία γάμου για αρκετό καιρό».
«Το λες σαν να έχω μείνει πλέον στο ράφι». Τα λόγια της δεν είχαν κα-
μία εχθρότητα.
«Ζητώ συγνώμη. Απλώς, οι περισσότερες νεαρές γυναίκες που γνωρί-
ζω αναζητούν γαμπρό από την πρώτη στιγμή που θα κάνουν την επίση-
μη είσοδό τους στην κοινωνία».
«Εγώ δεν την έκανα ποτέ», του αντιγύρισε η Σαμπρίνα. «Ίσως αυτό
να επηρέασε τις απόψεις μου πάνω στο θέμα. Σε κάθε περίπτωση, μου
άρεσε πολύ η ζωή μου για να τη θυσιάσω προς χάριν του γάμου».
«Πιστεύεις λοιπόν πως ο γάμος είναι το τέλος της ευχάριστης ζωής;»
«Δεν ξέρω. Δεν εννοώ πως όλοι οι γάμοι είναι ανιαροί, ιδίως όταν
ένα ζευγάρι παντρεύεται από έρωτα. Αυτό θα πρέπει να είναι κάτι ό-
μορφο, σίγουρα».
«Είμαι σίγουρος πως είναι».
Τον κοίταξε με περιέργεια. «Εσύ δε σκέφτηκες ποτέ να παντρευτείς;»
Ο ταγματάρχης δίστασε μόνο μία στιγμή. «Κάποτε νόμιζα πως ή-
μουν ερωτευμένος, όπως αποδείχθηκε όμως έκανα λάθος».
«Λυπάμαι».
«Δε χρειάζεται. Άλλωστε είμαι αρκετά ευτυχισμένος που παντρεύτηκα
την καριέρα μου. Τα ρομάντζα δε μου ταιριάζουν».
Μετά απ’ αυτό βυθίστηκαν σε σιωπή, καθένας αναζητώντας καταφύ-
γιο στις δικές του σκέψεις. Ανήμπορη να μαντέψει τι έκρυβε η απαθής
έκφρασή του, η Σαμπρίνα έκανε διάφορες εικασίες για τις δηλώσεις
του. Της είχε μιλήσει ανάλαφρα, αλλά ήταν προφανές ότι θεωρούσε
το γάμο ένα περιττό βάρος, κι αυτό της έφερε μια αναπάντεχη θλίψη.
Στο σύντομο διάστημα που τον γνώριζε της είχε κάνει έντονη εντύ-
πωση, περισσότερο από κάθε άλλον άντρα στο παρελθόν... Εκτός από
έναν. Κι ενώ δε σύγκρινε τους δύο, ο πρώτος τής είχε δώσει ένα πολύ-
τιμο μάθημα. Μετά τον Τζακ Ντέντον η Σαμπρίνα είχε κρατήσει ό-
λους τους άντρες σε απόσταση ασφαλείας και τώρα σκόπευε να κάνει
το ίδιο. Δεν έπρεπε να ξεχνάει πως το μόνο που είχε σημασία ήταν η
απελευθέρωση του πατέρα της.
Όπως συνήθως, σταμάτησαν σ’ ένα πανδοχείο για να διανυκτερεύ-
σουν και ο Φάλκονμπριτζ ζήτησε δωμάτια κι ένα ιδιωτικό σαλόνι όπου
θα δειπνούσαν. Ο πατρόν καταχάρηκε που υποδέχτηκε τόσο υψηλούς
επισκέπτες και τους διαβεβαίωσε πως θα τους παραχωρούσε την κα-
λύτερη σάλα. Όμως μετά λύπης του πληροφόρησε τον ταγματάρχη
πως είχε μονάχα μία κρεβατοκάμαρα διαθέσιμη. Ο Φάλκονμπριτζ κοί-
ταξε τη Σαμπρίνα η οποία συζητούσε απορροφημένη με τη Χασίντα.
Παρερμηνεύοντας το βλέμμα του, ο πατρόν έσπευσε να τον διαβεβαιώ-
σει πως επρόκειτο για μεγάλο δωμάτιο.
«Ένα αληθινά ευρύχωρο δωμάτιο, σενιόρ. Η κυρία θα ικανοποιηθεί
πολύ».
Ο Φάλκονμπριτζ αμφέβαλλε πολύ γι’ αυτό. Δυστυχώς ήταν αδύνα-
τον να συνεχίσουν το ταξίδι, γιατί νύχτωνε ήδη κι ο δρόμος ήταν επι-
κίνδυνος τη νύχτα. Δεν είχε καμία όρεξη να πέσουν πάνω σε
κάποιους απ’ τους ληστές που λυμαίνονταν τους λόφους, ούτε βέβαια σε
καμιά γαλλική περίπολο.
«Θα το πάρουμε».
«Σι, σενιόρ. Δε θα απογοητευτείτε, σας το εγγυώμαι».
Η απογοήτευση ήταν το τελευταίο πράγμα που είχε στο νου του, για-
τί τον απασχολούσε η πιθανή αντίδραση της Σαμπρίνα. Παρά τις
ασυνήθιστες συνθήκες στις οποίες είχαν βρεθεί, μια κοινή κρεβατο-
κάμαρα ήταν πάντα κάτι παρατραβηγμένο και κατανοούσε πόσο ση-
μαντικό θα ήταν για οποιαδήποτε γυναίκα να διανυκτερεύσουν χωρι-
στά. Πήρε τη Σαμπρίνα παράμερα και της εξήγησε με λίγα λόγια την κα-
τάσταση, περιμένοντας το σίγουρο ξέσπασμα της οργής της.
«Λυπάμαι στ’ αλήθεια γι’ αυτό, μα δεν μπορούμε να το αποφύγουμε»,
της είπε. «Δεν υπάρχει άλλο αξιοπρεπές πανδοχείο για τα επόμενα τριά-
ντα χιλιόμετρα».
Αντίθετα απ’ ό,τι περίμενε ο Φάλκονμπριτζ, η Σαμπρίνα δεν είχε
κανένα ξέσπασμα οργής ούτε αρνήθηκε να παραμείνει στο πανδοχείο,
αν και δεν του διέφυγε η φευγαλέα έκφραση πανικού στο πρόσωπό
της. Δεν μπορούσε να ξέρει όμως πόσο δυνατά χτυπούσε η καρδιά της.
«Θα πρέπει να βολευτούμε όσο καλύτερα μπορούμε», του απάντησε.
Για άλλη μια φορά, ο Φάλκονμπριτζ ξαφνιάστηκε και συνάμα ανα-
κουφίστηκε. Η Σαμπρίνα αποδεικνυόταν πολύ πιο καλόβολη συνταξι-
διώτισσα απ’ ό,τι εκείνος είχε πιστέψει στην αρχή.
Το δωμάτιο ήταν πραγματικά ευρύχωρο και, ευτυχώς για τη Σα-
μπρίνα, καθαρό. Στο κέντρο του δέσποζε ένα μεγάλο κρεβάτι, δίπλα
στον ένα τοίχο στεκόταν μια σιφονιέρα κι ένας νιπτήρας και στον α-
πέναντι ένα χαμηλό ντιβάνι.
Ήταν η πρώτη φορά που η Σαμπρίνα θα μοιραζόταν το ίδιο δωμάτιο
μ’ έναν άντρα –εκτός από τον πατέρα της. Η παρουσία του ταγματάρ-
χη Φάλκονμπριτζ δεν είχε καμία σχέση με την ήρεμη, καθησυχαστι-
κή μορφή του Χάντλι. Ο ταγματάρχης φαινόταν σαν να έπιανε όλον το
χώρο.
«Εσύ θα πάρεις το κρεβάτι», της είπε. Κοίταξε το ντιβάνι. «Εγώ θα κοι-
μηθώ εκεί».
Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά, ενώ μέσα της κάθε άλλο παρά ή-
ρεμη αισθανόταν. Θύμισε πάλι στον εαυτό της γιατί είχε δεχτεί να συμ-
μετάσχει σ’ αυτή την αποστολή. Όταν έφτασαν οι αποσκευές τους, ο
Φάλκονμπριτζ βγήκε για να πιει μια μπίρα, αφήνοντας το δωμάτιο
στη Σαμπρίνα. Εκείνη ένιωσε ευγνώμων για τη διακριτικότητά του. Με
τη βοήθεια της Χασίντα πλύθηκε και ντύθηκε για το δείπνο, διαλέγο-
ντας ένα φόρεμα από πράσινη μουσελίνα και ασορτί κορδέλα για να
δέσει τα μαλλιά της. Τέλος η Σαμπρίνα επιθεώρησε τον εαυτό της
στον καθρέφτη. Δεν ήταν εκθαμβωτική, τουλάχιστον όμως φαινόταν
καθαρή και ευπαρουσίαστη.
«Εντάξει είμαι», είπε.
Η Χασίντα χαμογέλασε. «Το φόρεμα είναι πανέμορφο».
«Καλό είναι για τη συγκεκριμένη περίσταση».
Και για τη συγκεκριμένη συντροφιά, θα μπορούσε να προσθέσει.
Το πιθανότερο ήταν ότι ο Φάλκονμπριτζ δε θα πρόσεχε καν το ντύσι-
μό της. Η σχέση τους δεν ήταν προσωπική κι εκείνος δεν είχε δείξει κα-
θόλου πως την έβλεπε με κάποιο ενδιαφέρον. Φυσικά, αυτό την ανα-
κούφιζε.
Λίγο αργότερα ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα κι ο Φάλκον-
μπριτζ μπήκε στο δωμάτιο. Για μια στιγμή έμειναν να κοιτάζονται σιω-
πηλοί. Το έμπειρο βλέμμα του παρατήρησε κάθε λεπτομέρεια της εμ-
φάνισής της και δε βρήκε κανένα ψεγάδι. Το φόρεμα ήταν μοντέρνο
και κομψό, ενώ η απόχρωση του πράσινου της ταίριαζε πολύ και τόνι-
ζε τα μάτια της.
«Πρέπει να αλλάξω», της είπε. «Ελπίζω να συγχωρέσεις την εισβολή
μου».
«Φυσικά».
Ο Φάλκονμπριτζ μίλησε στον Γουίλις, ο οποίος περίμενε έξω
από την πόρτα. Ο υπηρέτης χαιρέτησε στρατιωτικά τη Σαμπρίνα κι
ύστερα καταπιάστηκε μ’ ένα κιβώτιο με ρούχα. Η Χασίντα κοιτούσε
τους δυο άντρες με παγερή αποδοκιμασία κι ύστερα, με σκόπιμη χρο-
νοτριβή, άρχισε να μαζεύει τα σκορπισμένα ρούχα της κυράς της.
Η Σαμπρίνα πήρε ένα βιβλίο από το δικό της μπαούλο και αποσύρθη-
κε στο ντιβάνι. Έχοντας πλήρη επίγνωση της παρουσίας του ταγμα-
τάρχη, κράτησε το βλέμμα της επιμελώς προσηλωμένο στις σελίδες
μπροστά της. Με τη γωνία του ματιού της τον είδε να βγάζει σακάκι
και πουκάμισο και, γυμνός μέχρι τη μέση, να ξεπλένει χέρια και πρό-
σωπο στο νιπτήρα. Πήρε την πετσέτα που του έδωσε ο Γουίλις και
σκουπίστηκε με ζωηρές κινήσεις. Κάποια στιγμή έριξε μια ματιά προς το
μέρος της, αλλά η προσοχή της Σαμπρίνα φαινόταν συγκεντρωμένη
στο βιβλίο της. Η Χασίντα τον αγριοκοίταξε κι ο Φάλκονμπριτζ χαμο-
γέλασε αμυδρά.
Ύστερα φόρεσε ένα καθαρό πουκάμισο και η Σαμπρίνα, κοιτώντας
πίσω από τα χαμηλωμένα βλέφαρά της έριξε μια βιαστική ματιά στη
λεπτή μέση, τους στενούς γοφούς και τα πανύψηλα πόδια του, πριν ξα-
ναπάρει γρήγορα το βλέμμα της μακριά του. Δυο κόκκινα σημάδια έβα-
ψαν τα μάγουλά της. Ύστερα από τόσα χρόνια στο στρατό, είχε εξοι-
κειωθεί στη θέα ημίγυμνων αντρών, ο συγκεκριμένος όμως διέθετε
μια αγαλματένια ομορφιά. Το αποτέλεσμα ήταν να ανέβει αρκετά η
θερμοκρασία στο δωμάτιο.
Αγνοώντας την επίδρασή του πάνω της, ο Φάλκονμπριτζ αποτελείωσε
το ντύσιμό του. Εκείνη τώρα τον παρατηρούσε ανοιχτά, χωρίς να καμώ-
νεται πως διάβαζε. Το μαύρο σακάκι έδειχνε να έχει ραφτεί ειδικά για
τους φαρδιούς ώμους του. Γιλέκο και πουκάμισο άστραφταν αψεγά-
διαστα. Το μπεζ παντελόνι ιππασίας ταίριαζε επάνω του σαν γάντι.
Η Σαμπρίνα πήρε μια βαθιά ανάσα. Εκείνος αντιλήφθηκε την προσο-
χή της και χαμογέλασε αδιόρατα.
«Συγνώμη που σ’ έκανα να περιμένεις», της είπε.
«Α, όχι, μη σ’ απασχολεί», του απάντησε εκείνη. «Περνάω καλά».
Από την άλλη άκρη του δωματίου ο Γουίλις έβγαλε έναν πνιχτό ή-
χο, εισπράττοντας μια παγερή ματιά από τη Χασίντα. Ο Φάλκονμπριτζ
ανασήκωσε το φρύδι του και τα μάγουλα της Σαμπρίνα έγιναν κατα-
κόκκινα.
«Διαβάζοντας, εννοώ».
«Το κατάλαβα», της απάντησε ο ταγματάρχης. «Τι άλλο θα μπορούσες
να εννοείς;»
Ο αθώος τόνος του δεν την ξεγέλασε ούτε στιγμή. Ήταν εξοργιστι-
κός. Επιπλέον, έδειχνε να το διασκεδάζει. Έδιωξε τους δυο υπηρέτες
κι ύστερα πλησίασε και πήρε το βιβλίο από το χέρι της. Παρατήρησε
το εξώφυλλο.
«Λαθαρίγιο ντε Τόρμες! Το ξέρει ο πατέρας σου;»
«Φυσικά και το ξέρει. Εκείνος μου το δάνεισε...» Σώπασε βλέπο-
ντας το αργό χαμόγελο που απλωνόταν στο πρόσωπό του. Η λάμψη
στα γκρίζα μάτια του την αναστάτωσε βαθιά.
«Έτσι, ε; Τι να πω... Φαίνεται πως φρόντισε για όλες τις πτυχές της εκ-
παίδευσης της κόρης του».
«Διαφωνείς;»
«Κάθε άλλο». Ο Ρόμπερτ έκανε μια παύση. «Γιατί; Σε νοιάζει η γνώμη
μου;»
«Όχι», απάντησε η Σαμπρίνα πριν προλάβει να εμποδίσει τον εαυ-
τό της. «Ζητώ συγνώμη» βιάστηκε να προσθέσει. «Δεν ήθελα να γίνω α-
γενής».
«Δεν είσαι αγενής. Μόνο υπέροχα ειλικρινής».
«Ο πατέρας με ενθάρρυνε να διαβάζω τα πάντα».
«Αυτό κατάλαβα κι εγώ». Κοίταξε πάλι το εξώφυλλο. «Και αυτό είναι
ένα ωραίο, σκανδαλιστικό βιβλίο. Συμφωνείς;»
«Ω, ναι. Πολύ».
«Σκανδαλιστικό ή ωραίο;»
Η Σαμπρίνα γέλασε απρόθυμα. «Και τα δύο, αφού με ρωτάς».
«Έτσι μπράβο».
Μη ξέροντας πώς να ερμηνεύσει την απάντησή του τον κοίταξε
απορημένη. Ο Φάλκονμπριτζ ακούμπησε το βιβλίο στο πλάι και έδειξε
προς την πόρτα.
«Πηγαίνουμε;»
***
Το δείπνο περιλάμβανε μόνο ντόπια προϊόντα, αλλά ήταν καλομαγει-
ρεμένο. Επιπλέον, η Σαμπρίνα πεινούσε ύστερα από μιας ολόκληρης
ημέρας ταξίδι. Η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από γενικά θέματα,
αλλά διαπίστωσε πως ο συνδαιτυμόνας της ήταν ενημερωμένος για
όλα. Αναγκάστηκε να ομολογήσει στον εαυτό της ότι κανένας από τους
αξιωματικούς τους οποίους είχε γνωρίσει ως τώρα δεν την είχε ελκύ-
σει ούτε στο μισό. Ο ταγματάρχης μίλησε λίγο για το παρελθόν
του, αλλά αναφέρθηκε μόνο στα βασικά ζητήματα. Σε γενικές γραμμές
έδινε ελάχιστες πληροφορίες για τον εαυτό του κι αυτό ερέθιζε την πε-
ριέργειά της.
«Μίλησέ μου λίγο για την οικογένειά σου», του είπε η Σαμπρίνα. «Για
τον αδερφό σου, ας πούμε». Η χαλαρή έκφραση του προσώπου του έγι-
νε επιφυλακτική. «Τι να πω για τον αδερφό μου;»
«Είπες πως δεν έχετε στενή σχέση. Μπορώ να ρωτήσω γιατί;»
Τα δάχτυλά του έσφιξαν το ποτήρι του κρασιού, αλλά η φωνή του
ακούστηκε απολύτως ήρεμη.
«Είχαμε μια διαφωνία. Έχουν περάσει χρόνια από τότε».
«Και δε συμφιλιωθήκατε ποτέ;»
«Όχι».
«Τι κρίμα! Για ποιο πράγμα διαφωνήσατε;» Η ερώτηση ήταν αρκετά
αθώα, αλλά το βλέμμα του έγινε σκληρό κι η Σαμπρίνα ντράπηκε. «Συ-
γνώμη. Δεν είχα δικαίωμα να το ρωτήσω αυτό».
«Δεν πειράζει». Ο ταγματάρχης φάνηκε σαν να σκεφτόταν κάτι. «Ε-
πρόκειτο για μια γυναίκα» πρόσθεσε μετά.
«Κατάλαβα. Άρεσε η ίδια και στους δυο σας».
Η ευστοχία της παρατήρησής της τον ξάφνιασε. Άθελά του, κυριεύτηκε
από πίκρα. «Ναι. Κέρδισε ο αδερφός μου».
«Ήταν όμορφη;»
«Πολύ».
«Και τι απέγινε;»
«Παντρεύτηκε τον Χιου».
Για μια στιγμή η Σαμπρίνα έμεινε σιωπηλή, έχοντας την άβολη
αίσθηση ότι είχε περάσει σε επικίνδυνο έδαφος. Ταυτόχρονα όμως
ήθελε να μάθει περισσότερα, να καταλάβει.
«Υποθέτω πως ήταν δύσκολο».
Ο Φάλκονμπριτζ συγκράτησε ένα πικρό γέλιο αυτή τη φορά. Δύσκο-
λο; Άραγε θα μπορούσε ποτέ κανείς να ξεπεράσει στ’ αλήθεια ένα τέτοιο
χτύπημα;
«Έχουν περάσει χρόνια», απάντησε. «Η απογοήτευση ξεπερνιέται με
τον καιρό. Αυτή η ιστορία ανήκει πια στο παρελθόν και χαίρομαι γι’
αυτό».
Ήταν ένας ξεκάθαρος υπαινιγμός. Άλλαξαν αμέσως θέμα, αλλά η
συζήτηση είχε δώσει στη Σαμπρίνα αρκετή τροφή για σκέψη. Επειδή,
παρά την ήρεμη διαβεβαίωσή του, ήταν φανερό πως αυτή η γυναίκα
τον είχε πληγώσει. Τον κοίταξε και αναρωτήθηκε αν εκείνη η παλιά ι-
στορία τον είχε κάνει επιφυλακτικό απέναντι στο γάμο. Ίσως γι αυτό δεν
παντρεύτηκε ποτέ.
Ο Φάλκονμπριτζ ήπιε την τελευταία γουλιά από το κρασί του κι ύστε-
ρα σηκώθηκε όρθιος. «Αύριο μας περιμένει άλλη μια κουραστική ημέρα.
Καλύτερα να ξεκουραστούμε λίγο».
Η Σαμπρίνα σηκώθηκε κάπως απρόθυμη λόγω της ιδιαίτερης διευ-
θέτησης που είχαν κάνει για απόψε. Ο Φάλκονμπριτζ παραμέρισε για
να την αφήσει να βγει πρώτη από τη σάλα, ύστερα την ακολούθησε
ως τις σκάλες. Εκεί κοντοστάθηκε.
«Ανέβα πρώτη. Εγώ πρέπει να μιλήσω στον Γουίλις και τον Μπλέ-
ικλοκ για τις απαραίτητες ρυθμίσεις του πρωινού».
Άλλη μια φορά η Σαμπρίνα ένιωσε ευγνωμοσύνη για τη διακριτι-
κότητά του. Επέστρεψε στο δωμάτιο και η Χασίντα τη βοήθησε να
ξεντυθεί και να φορέσει το νυχτικό της. Μετά κάθισε μπροστά στην
τουαλέτα για να της βουρτσίσει η καμαριέρα τα μαλλιά. Μέσα στον
καθρέφτη συνάντησε τα μαύρα μάτια της Χασίντα.
«Μήπως θέλετε να μείνω εδώ μαζί σας απόψε;»
«Σε διαβεβαιώ πως δε διατρέχω κανέναν κίνδυνο από τον ταγματάρχη
Φάλκονμπριτζ».
«Είστε σίγουρη;»
«Γιατί αμφιβάλλεις γι’ αυτόν;»
«Επειδή είναι άντρας».
«Δεν το έκανε επίτηδες. Θα συνέβαινε κάποια στιγμή».
«Ίσως, αλλά έχω δει πώς σας κοιτάζει όταν νομίζει πως δεν τον βλέπει
κανείς».
Η Σαμπρίνα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Κάνεις λάθος. Ποτέ
δε μου έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον, παρά μόνο σαν... σαν συνερ-
γάτης».
«Δεν κοιτάζει έτσι τους άλλους συνεργάτες του».
«Είμαι σίγουρη πως δεν έχεις κανένα λόγο να ανησυχείς».
«Καλύτερα να σιγουρευτούμε. Βάλτε ένα πιστόλι κάτω από το μαξιλάρι
σας».
«Δε με συμφέρει να πυροβολήσω τον ταγματάρχη, Χασίντα».
«Καλά. Ένα μαχαίρι τότε. Το τραύμα δε χρειάζεται να είναι θανάσιμο».
Η Σαμπρίνα γέλασε. «Ούτε να τον μαχαιρώσω σκοπεύω».
«Όπως αγαπάτε». Η καμαριέρα άφησε μια ηχηρή ανάσα. «Μην πείτε
όμως πως δε σας προειδοποίησα».
Βοήθησε τη Σαμπρίνα να ξαπλώσει στο κρεβάτι και τη σκέπασε προ-
σεκτικά. «Ο συνταγματάρχης Άλμπερμαρλ δε θα συμφωνούσε με αυτή
τη διευθέτηση», της είπε αυστηρά.
«Ο συνταγματάρχης Άλμπερμαρλ δεν είναι εδώ», της αντιγύρισε η
Σαμπρίνα. «Και, τέλος πάντων είναι μόνο γι’ αυτή τη νύχτα».
«Έτσι νομίζετε. Εγώ βάζω στοίχημα ότι από δω και πέρα θα υπάρ-
χουν πολλά πανδοχεία με μία μόνο κρεβατοκάμαρα».
«Και πιστεύεις επίσης πως ο ταγματάρχης τα κανόνισε όλα εξαρ-
χής για να ικανοποιήσει τα διεστραμμένα σχέδιά του μαζί μου», μά-
ντεψε η Σαμπρίνα γελώντας.
«Ο άντρας είναι ξύλο, η γυναίκα φωτιά και άνεμος ο διάβολος. Ποιος
άντρας μπορεί να αντισταθεί στον πειρασμό που βρίσκεται στο δρόμο
του;»
«Δε θα μπει στον πειρασμό. Διακυβεύονται πολλά».
Όταν έφυγε η καμαριέρα, η Σαμπρίνα ξαναπήρε τον Λαθαρίγιο ντε
Τόρμες και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στο διάβασμα. Όμως στο
μυαλό της αντηχούσαν τα λόγια της Χασίντα και τελείως αναπάντεχα
ήρθε στη μνήμη της ο Τζακ Ντέντον. Τον οποίο είχε εμπιστευτεί επίσης.
Το βλέμμα της πήγε αθέλητα στο μπαούλο της όπου βρίσκονταν τα ό-
πλα της. Συνοφρυώθηκε, άφησε το βιβλίο στο πλάι και σηκώθηκε γρή-
γορα από το κρεβάτι.
***
Δέκα λεπτά αργότερα ακούστηκαν βήματα, άνοιξε η πόρτα και μπήκε
ο συγκάτοικός της. Η καρδιά της σκίρτησε. Περισσότερο από κάθε
άλλη φορά η φυσική παρουσία του πλημμύρισε όλο το δωμάτιο. Ο
ταγματάρχης την κοίταξε για μια στιγμή σιωπηλός, ύστερα έκλεισε και
κλείδωσε την πόρτα. Η Σαμπρίνα πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Όλα κανονίστηκαν για το πρωί», της είπε.
«Ωραία».
Διέσχισε το δωμάτιο, έβγαλε το σακάκι του και το έριξε σε μια καρέ-
κλα. Η Σαμπρίνα έκανε πως διάβαζε το βιβλίο της, καθησυχασμένη από
τον όγκο του πιστολιού στο μαξιλάρι της. Κάτω από το κρυφό βλέμμα
της ο Φάλκονμπριτζ άρχισε να λύνει το λαιμοδέτη του. Στη συνέχεια
τράβηξε το πουκάμισο πάνω απ’ το κεφάλι του. Η θέα του δυνατού,
μυώδους κορμού του δε βοήθησε καθόλου το χτυποκάρδι της Σαμπρί-
να να ηρεμήσει. Μπορούσε άραγε να τον εμπιστευτεί;
Για μια παράλογη στιγμή αναρωτήθηκε πώς θα ήταν να την έκλειναν
εκείνα τα δυνατά μπράτσα στην αγκαλιά του. Η απροσδόκητη σκέψη
τη σόκαρε, δεν είχε το περιθώριο τώρα για τέτοιες σκέψεις. Με κομ-
μένη την ανάσα τον παρακολούθησε να διασχίζει το δωμάτιο και να
πλησιάζει το κρεβάτι της. Ο λαιμός της ξεράθηκε. Δεν έπρεπε να έχει
διώξει τη Χασίντα, δεν έπρεπε να μπλέξει σ’ αυτή την κατάσταση. Το ε-
λεύθερο χέρι της σύρθηκε προς τη λαβή του όπλου.
«Μπορώ να πάρω το ένα μαξιλάρι και καμιά κουβέρτα;»
«Ε, ναι, φυσικά».
Ο Ρόμπερτ πήρε αυτά που χρειαζόταν και αποσύρθηκε στο ντιβάνι
του. Από εκεί γύρισε και την κοίταξε.
«Θέλεις να διαβάσεις κι άλλο ή να σβήσω το κερί;»
«Ω, όχι. Τελείωσα». Ακούμπησε το βιβλίο δίπλα της και κούρνιασε κά-
τω απ’ τα σκεπάσματα.
«Καληνύχτα, Σαμπρίνα».
«Καληνύχτα».
Εκείνος έσβησε το κερί και το δωμάτιο βυθίστηκε στο σκοτάδι. Η Σα-
μπρίνα άκουσε το ντιβάνι να τρίζει από το βάρος του και τον ένιωσε
να σκεπάζεται με την κουβέρτα. Το χέρι της τρύπωσε κάτω από το μα-
ξιλάρι και αγκάλιασε τη λαβή του όπλου. Η καθησυχαστική παρουσία
του την έκανε να χαμογελάσει ελαφρά. Ύστερα έκλεισε τα μάτια της
προσπαθώντας να μη σκέφτεται τον άντρα που βρισκόταν ξαπλωμένος
μερικά μέτρα μακριά της. Μα ήταν δυσκολότερο απ’ όσο περίμενε. Ε-
κείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε πως ο ταγματάρχης την είχε καλη-
νυχτίσει με το μικρό της όνομα. Κι όμως η οικειότητά του δεν την ενό-
χλησε. Αντίθετα, ακούστηκε σαν κάτι απολύτως φυσικό.
Για λίγη ώρα, ο Φάλκονμπριτζ έμεινε ξάγρυπνος στο σκοτάδι και α-
φουγκραζόταν. Μια δυο φορές άκουσε τη Σαμπρίνα να γυρίζει στο
στρώμα της, ύστερα το δωμάτιο βυθίστηκε στη σιωπή. Στο νου του κυ-
ριαρχούσε η ημίγυμνη σιλουέτα που βρισκόταν ξαπλωμένη στο μεγά-
λο κρεβάτι και για μια στιγμή άφησε τη φαντασία του ελεύθερη. Το
κορμί του ανταποκρίθηκε μ’ ένα αναπάντεχο όσο και βίαιο κάψιμο στις
λαγόνες του. Πνίγοντας ένα βογκητό αυτοσαρκασμού γύρισε πλευρό
και έδιωξε τον πειρασμό απ’ το μυαλό του. Η Σαμπρίνα ήταν απαγο-
ρευμένος καρπός και ο Φάλκονμπριτζ έπρεπε να το θυμάται συνεχώς,
για το καλό και των δύο.
***
Το επόμενο πρωί η Σαμπρίνα ξύπνησε μ’ ένα αίσθημα ευεξίας. Τεντώ-
θηκε με απόλαυση και άνοιξε τα μάτια της για να αντικρίσει την και-
νούρια μέρα. Το δωμάτιο γύρω της ήταν το ίδιο, αλλά πάνω στο ντι-
βάνι υπήρχε μόνο το μαξιλάρι και η κουβέρτα. Ο ταγματάρχης δε
φαινόταν πουθενά. Συνοφρυώθηκε και ανακάθισε, διερωτώμενη τι
ώρα ήταν. Πέταξε τα σκεπάσματα στο πλάι και σηκώθηκε, πήγε ως το
παράθυρο και το άνοιξε διάπλατα.
Ο ήλιος μόλις είχε ξεπροβάλει πίσω από τους λόφους, βάφοντας
τον ουρανό με ροζ και χρυσαφένιες αποχρώσεις. Τριγύρω η σιωπηλή
φύση απλωνόταν ως εκεί όπου η γη συναντούσε τον ουρανό. Ο αέρας
μύριζε καμένο ξύλο και φρεσκοψημένο ψωμί.
Δεν τον άκουσε να μπαίνει στο δωμάτιο. Ο Φάλκονμπριτζ τα έχασε
βλέποντάς τη στο παράθυρο Οι αχτίδες του ήλιου έδιναν στα λυτά
μαλλιά της μια απόχρωση εκτυφλωτικού χρυσού. Επίσης έκαναν το
νυχτικό της ημιδιάφανο και αποκάλυπταν τις τορνευτές καμπύλες
του κορμιού της. Εκείνος στάθηκε αμίλητος για μια στιγμή ακόμα,
απολαμβάνοντας αδιάντροπα το θέαμα. Μετά χαμογέλασε.
«Καλημέρα».
Η Σαμπρίνα γύρισε ξαφνιασμένη. Όταν συνήλθε, ανταπέδωσε το
χαιρετισμό. «Σηκώθηκες πολύ νωρίς».
«Πριν από μία ώρα».
«Έπρεπε να με ξυπνήσεις».
«Κοιμόσουν τόσο γαλήνια που δεν ήθελα να το κάνω».
Η σκέψη πως την κοιτούσε να κοιμάται ξύπνησε μέσα της ένα
μείγμα από αισθήματα που την τάραξαν βαθιά. Άλλαξε γρήγορα θέμα.
«Κοιμήθηκες καλά;»
«Αρκετά καλά, ευχαριστώ».
Το βλέμμα του παρέμενε καρφωμένο πάνω της ρουφώντας λαίμαρ-
γα κάθε λεπτομέρεια, από τις μπλεγμένες μπούκλες της μέχρι τα γυ-
μνά πόδια κάτω από το νυχτικό της. Το φως του ήλιου βοηθούσε
τη φαντασία του να τη γδύσει νοερά και οι σκέψεις έφερναν η μία την
άλλη, όλες εξαίσιες και επικίνδυνες μαζί. Ο Ρόμπερτ προσπάθησε με δυ-
σκολία να τις χαλιναγωγήσει.
Κάτω από εκείνο το εξεταστικό βλέμμα, η Σαμπρίνα χαμήλωσε αμή-
χανη τα βλέφαρά της, συνειδητοποιώντας με κάποια καθυστέρηση τη
γύμνια της κόντρα στο φως. Το πρόσωπο του ταγματάρχη είχε μια
έκφραση απόλυτης αθωότητας που όμως επιβεβαίωσε απλώς τις υπο-
ψίες της. Θα έπρεπε να νιώσει ντροπή, αλλά αυτό που την κυρίεψε ήταν
κάτι τελείως διαφορετικό.
Προσπάθησε να πάρει μια ουδέτερη έκφραση και απομακρύνθηκε
από το παράθυρο. «Πρέπει να ντυθώ».
«Μήπως χρειάζεσαι βοήθεια;» τη ρώτησε εκείνος και βλέποντας το
σαστισμένο βλέμμα της έσπευσε να εξηγηθεί. «Εννοώ, μήπως θέλεις να
ειδοποιήσω τη Χασίντα;»
«Α, ναι, ευχαριστώ».
Της χαμογέλασε και πήγε προς την πόρτα. «Θα τη φωνάξω αμέ-
σως. Μόλις είσαι έτοιμη θα σερβιριστεί το πρόγευμα».
Όταν έμεινε μόνη, η Σαμπρίνα άφησε ελεύθερη την ανάσα που δεν
είχε καταλάβει ότι κρατούσε στα πνευμόνια της.
Κεφάλαιο 4

Πέρασαν εκείνη την ημέρα του ταξιδιού τους παίζοντας χαρτιά. Διά-
λεξαν το πικέ, ένα παιχνίδι που άρεσε πολύ στη Σαμπρίνα και στο ο-
ποίο ήταν ιδιαίτερα επιδέξια, όπως πολύ γρήγορα διαπίστωσε ο Φάλ-
κονμπριτζ.
«Αυτό είναι σημάδι σπαταλημένου χρόνου;» τη ρώτησε αφού έχασε
τρεις φορές απανωτά.
«Σπαταλημένου χρόνου; Κάθε άλλο. Είχα πολύ καλό δάσκαλο».
«Αυτό φαντάζομαι κι εγώ. Τον πατέρα σου;»
«Όχι. Το λοχαγό Χάρκορτ». Είδε την έκφρασή του και βιάστηκε να ε-
ξηγήσει. «Τίποτα το ανάρμοστο, ήταν φίλος του πατέρα μου. Είχαν την
ευκαιρία να συνεργαστούν στην Πορτογαλία κι έτσι έγιναν φίλοι».
«Ένας αξιόπιστος μέντορας, λοιπόν».
«Ναι, πράγματι». Κι αυτό ακριβώς ήταν. Όμως η Σαμπρίνα δε θα
μπορούσε ποτέ να του πει πόσο πολλά χρωστούσε στο λοχαγό Χάρ-
κορτ. «Έλεγε πως είναι σημαντικό στοιχείο στην εκπαίδευση ενός κο-
ριτσιού το να μάθει να παίζει χαρτιά».
«Σοβαρά;»
«Α, ναι. Και είχε δίκιο. Η διδασκαλία του αποδείχτηκε χρήσιμη σε πολ-
λές περιπτώσεις».
«Όπως;»
«Όπως εκείνη τη φορά στη Λισαβόνα, όταν ο πατέρας κι εγώ
προσκληθήκαμε σε δείπνο και χαρτοπαιξία με μερικούς αξιωματι-
κούς. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν ένας υπολοχαγός του οποίου η εντιμό-
τητα ήταν εξαιρετικά ύποπτη».
«Α, έκλεβε».
«Ναι, σημάδευε την τράπουλα. Μου πήρε κάμποση ώρα ώσπου να κα-
ταλάβω πώς το έκανε».
«Και μετά;»
«Έπαιξα το δικό του παιχνίδι. Εκείνο το βράδυ έχασε πενήντα γκινέ-
ες». Τα μάτια της άστραφταν από χαρά. «Δεν του άρεσε καθόλου».
«Μπορώ να το φανταστώ».
«Του άξιζε όμως».
«Οπωσδήποτε».
Η Σαμπρίνα έγειρε το κεφάλι της στο πλάι και τον κοίταξε με ενδιαφέ-
ρον. «Σοκαρίστηκες;»
«Με την αποκάλυψη ότι ένας αξιωματικός έκλεβε στα χαρτιά; Καθό-
λου».
«Εννοώ, με αυτά που σου λέω».
«Όχι. Εκπλήσσομαι όμως».
«Έχασες πάσα ιδέα για μένα;»
Εκείνος της χαμογέλασε. «Το αντίθετο. Αρχίζω να σέβομαι ιδιαίτερα τις
ικανότητές σου».
Δεν πρόλαβε να του απαντήσει, γιατί ξαφνικά η άμαξα έκοψε ταχύ-
τητα κι απέξω ακούστηκαν δυνατές φωνές. Μιλούσαν γαλλικά. Ο Φάλ-
κονμπριτζ τράβηξε το κουρτινάκι και κοίταξε έξω από το παράθυρο.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Σαμπρίνα.
«Μια γαλλική περίπολος».
Εκείνη τρόμαξε. «Πόσοι είναι;»
«Περίπου δέκα... Τόσους μπορώ να δω εγώ. Ίσως είναι περισσότεροι».
«Του τακτικού στρατού;»
«Θα μάθουμε».
Η άμαξα σταμάτησε και η Σαμπρίνα άκουσε ποδοβολητά αλόγων να
πλησιάζουν και ιπποσκευές να κουδουνίζουν. Λίγες στιγμές αργότερα,
στο οπτικό πεδίο της εμφανίστηκαν αστραφτεροί θώρακες, μπλε χιτώ-
νες και ψηλές μπότες ιππασίας. Ένας αξιωματικός τράβηξε τα χαλινά-
ρια του αλόγου του και σταμάτησε μπροστά στο παράθυρο της άμαξας.
Ο Φάλκονμπριτζ μουρμούρισε μια βλαστήμια μέσα από τα δόντια
του. «Νομίζω πως τον ξέρω αυτό τον άντρα. Το πρόσωπό του, όχι το
όνομα».
Η Σαμπρίνα χλόμιασε. «Θα σε αναγνωρίσει;»
«Ας ελπίσουμε πως όχι». Την κοίταξε έντονα. «Μίλα όσο το δυνατόν λι-
γότερο, Σαμπρίνα».
Εκείνη συγκατένευσε και άκουσε τον Γάλλο αξιωματικό να λέει. «Πα-
ρακαλώ, κατεβείτε από την άμαξα και πείτε τα στοιχεία σας, μεσιέ».
Με φαινομενική άνεση, ο Φάλκονμπριτζ άνοιξε την πόρτα και κατέ-
βηκε. Ο αξιωματικός ξεπέζεψε Η Σαμπρίνα έσφιξε τα χέρια πάνω στα
γόνατά της ενώ άκουγε τον Φάλκονμπριτζ να απευθύνετε στον άντρα
σε άψογα γαλλικά. Ο αξιωματικός άλλαξε αμέσως έκφραση και για μια
στιγμή κοίταξε με βλέμμα ερωτηματικό τον Φάλκονμπριτζ. Ύστερα
εξέτασε τα χαρτιά που του έδωσε ο ταγματάρχης και φανερά ικανο-
ποιημένος τα επέστρεψε.
«Όλα εντάξει. Συγχωρήστε την ενόχληση, μεσιέ κόμη». Υποκλίθηκε.
Τότε το βλέμμα του πήγε στο δεύτερο επιβάτη της άμαξας και κοίταξε με
θαυμασμό τη Σαμπρίνα. Υποκλίθηκε ξανά. «Μαντάμ».
Για μερικές στιγμές η Σαμπρίνα ένιωσε να ζαρώνει κάτω από εκεί-
νο το αρπακτικό βλέμμα. Ο Γάλλος αξιωματικός την έγδυνε με τα
μάτια του και φάνηκε να απολαμβάνει το θέαμα, γιατί χαμογέλασε,
αποκαλύπτοντας τα δόντια του.
Ενοχλημένη και αηδιασμένη μαζί, η Σαμπρίνα ύψωσε το πιγούνι της
περήφανα και ανάγκασε τον εαυτό της να κοιτάξει τον άντρα στα μά-
τια. Το τραχύ πρόσωπο με το μουστάκι μαρτυρούσε έναν άντρα γύρω
στα σαράντα, εντύπωση που τονιζόταν από τα ελαφρώς γκριζαρισμένα
καστανά μαλλιά που ξεπρόβαλλαν κάτω από το γείσο του κράνους του.
«Συνταγματάρχης Κλοντ Μασάρ, στις υπηρεσίες σας», της είπε εκείνος.
Εκείνη έγειρε το κεφάλι της στο πλάι σε ένδειξη αναγνώρισης του
χαιρετισμού του, ενώ μέσα της μετάνιωνε που τα όπλα της βρίσκονταν
κλειδωμένα στο μπαούλο της.
«Μπορώ να ρωτήσω ποιος είναι ο προορισμός σας, μαντάμ;»
«Το Αρανχουέθ», του απάντησε η Σαμπρίνα.
«Αρανχουέθ; Αυτό είναι αρκετά μακριά. Μπορώ να ρωτήσω τι δουλειά
έχετε εκεί;»
«Ένα κοσμικό γεγονός», την πρόλαβε ο Φάλκονμπριτζ με κάποια ε-
νόχληση στη φωνή του. «Θα ήταν προτιμότερο να μην ταξιδεύει κα-
νείς σε τόσο αβέβαιους καιρούς, όμως στην προκειμένη περίπτωση
δεν μπορούσαμε να το αποφύγουμε. Το απαιτεί η κοινωνική ευγένεια.
Καταλαβαίνετε».
«Φυσικά». Ο Μασάρ χαμογέλασε αλλά τα μάτια του παρέμειναν ψυ-
χρά. «Και πού θα μείνετε εκεί;»
«Στο σπίτι του δον Πέδρο ντε λα Τόρε».
«Τότε θα πρέπει να πηγαίνετε για το χορό».
Ο Φάλκονμπριτζ έκανε τον έκπληκτο. «Είστε καλά πληροφορημένος,
συνταγματάρχα».
«Είναι η δουλειά μου να είμαι καλά πληροφορημένος, μεσιέ».
«Είμαι σίγουρος γι’ αυτό».
Ο Μασάρ του χάρισε άλλη μια διαπεραστική ματιά. «Τότε, να μη
σας καθυστερώ περισσότερο. Μαντάμ, μεσιέ, σας εύχομαι μια καλή μέ-
ρα και ένα ευχάριστο ταξίδι».
Ο Φάλκονμπριτζ μπήκε στην άμαξα και κάθισε στη θέση του. Ο Γάλ-
λος αξιωματικός ανέβηκε πάλι στο άλογό του, κι αφού βρυχήθηκε μια
εντολή στους άντρες του, η περίπολος απομακρύνθηκε με θόρυβο. Η
Σαμπρίνα χαλάρωσε.
«Δε σε αναγνώρισε».
«Όχι. Αλλιώς τώρα θα μας είχε συλλάβει».
«Θυμήθηκες πού τον έχεις ξαναδεί;»
«Ναι, στη μάχη του Αρόγιο ντε Μολίνος τον περασμένο Οκτώβρη.
Ήταν επικεφαλής ενός αποσπάσματος ιππικού. Οι άντρες μου συ-
γκρούστηκαν με τους δικούς του σώμα με σώμα. Όμως έχουν περάσει
μήνες από τότε και επικρατούσε χάος. Είναι απίθανο να θυμάται κάθε
πρόσωπο που είδε εκείνη τη μέρα».
Η Σαμπρίνα ήξερε πως εκείνη η μάχη είχε τελειώσει με βαριά ήττα
των Γάλλων. Αυτό σίγουρα θα ήταν εις βάρος τους, αν ο Μασάρ είχε
θυμηθεί τον Φάλκονμπριτζ.
«Μου φάνηκε δυσάρεστος τύπος», είπε.
«Γιατί το λες αυτό;»
«Έχω γνωρίσει αρκετούς στρατιωτικούς και ξέρω τον τύπο του. Ας
ελπίσουμε ότι δεν πρόκειται να τον ξαναδούμε».
Ο Φάλκονμπριτζ το ευχόταν κι εκείνος. Δεν ξεχνούσε πρόσωπα κι είχε
την ικανότητα να ψυχολογεί όσους συναντούσε. Γι’ αυτόν το λόγο συμ-
φωνούσε απόλυτα μαζί της.
Αρκετά ταραγμένη με το περιστατικό, η Σαμπρίνα ένιωθε πως το Α-
ρανχουέθ άρχιζε στ’ αλήθεια να φαντάζει σαν φωλιά του λύκου. Μια
λάθος κίνηση θα τους έφερνε στο έλεος των Γάλλων, ανθρώπων όπως
ο Μασάρ.
Ανατρίχιασε καθώς θυμήθηκε τι της είχε πει νωρίτερα ο Φάλκον-
μπριτζ για τους κινδύνους μιας σύλληψης και της ανάκρισης: Όλοι
μιλούν την τρίτη μέρα. Την είχε προειδοποιήσει αλλά εκείνη αποφάσι-
σε να τον ακολουθήσει. Τώρα δεν μπορούσε να κάνει πίσω. Η ελευθε-
ρία του πατέρα της εξαρτιόταν απ’ αυτή την αποστολή.
Ένα χέρι αγκάλιασε το δικό της, βγάζοντας τη Σαμπρίνα από τις
σκέψεις της. Ήταν δυνατό και καθησυχαστικό, όπως το χαμόγελο του
άντρα απέναντί της. Μια γλυκιά ζεστασιά απλώθηκε μέσα της.
«Μην ανησυχείς», της είπε ο Ρόμπερτ. «Η παραμονή μας στο Αραν-
χουέθ θα είναι σύντομη. Μόλις τελειώσει ο χορός, κάποια επείγουσα
υπόθεση θα κάνει απαραίτητη την επιστροφή μου».
«Χαίρομαι που το ακούω».
Της έσφιξε πάλι το χέρι τρυφερά κι ύστερα την άφησε κι έγειρε πίσω
στο κάθισμά του, παρατηρώντας τη σιωπηλός. Η αίσθηση της ζεστα-
σιάς έγινε πιο έντονη μέσα της. Η Σαμπρίνα αντιστάθηκε λέγοντας
στον εαυτό της πως ο Φάλκονμπριτζ ήθελε απλώς να φανεί ευγενικός.
Θα ήταν ανόητο να παρερμηνεύσει την κίνησή του.
«Δε θα ήθελα να περάσω ούτε ένα λεπτό παραπάνω κοντά στο συνταγ-
ματάρχη Μασάρ».
«Πιστεύω πως ο ίδιος θα έλεγε το αντίθετο για σένα».
«Αυτό δε σημαίνει τίποτα. Έτσι είναι όλοι οι Γάλλοι».
«Τι εννοείς;»
«Όλοι οι Γάλλοι φέρονται μ’ αυτό τον τρόπο».
«Αλήθεια;»
Η Σαμπρίνα είδε το δόλωμα και αρνήθηκε να το τσιμπήσει. «Έτσι λέ-
νε».
«Θέλεις να πεις ότι οι Άγγλοι δεν είναι εκδηλωτικοί;»
«Όχι με τον ίδιο τρόπο».
Ο Φάλκονμπριτζ έκανε ότι πληγώθηκε. «Τι χτύπημα!»
«Μιλούσα γενικότερα, δεν εννοούσα εσένα».
«Βασισμένη στη σημαντική εμπειρία σου, φυσικά».
«Όχι βέβαια. Δεν είπα ποτέ ότι...» Είδε την ευθυμία στα μάτια του
και κατάλαβε πως την πείραζε και πάλι. «Το ξέρεις αυτό, απαίσιε άν-
θρωπε».
«Ζητώ συγνώμη». Της χαμογέλασε. «Δεν μπόρεσα να αντισταθώ».
Εκείνη ύψωσε πικαρισμένη το πιγούνι της. Το χαμόγελό του πλάτυνε.
Για μερικές στιγμές κανείς από τους δύο δεν είπε τίποτε, αλλά η Σα-
μπρίνα είχε επίγνωση της παρουσίας του ως το τελευταίο κύτταρο της
ύπαρξής της. Ακόμα χειρότερο ήταν το κοκκίνισμα που ένιωσε να
φουντώνει στα μάγουλά της.
«Μη με κοιτάζεις έτσι».
«Συγνώμη. Προσπαθούσα να γίνω πιο... εκδηλωτικός».
Τον κοίταξε αμήχανη για λίγο, αλλά το χαμόγελό του ήταν μετα-
δοτικό. Μη μπορώντας να συγκρατηθεί έβαλε τα γέλια.
«Όχι, δεν είναι έτσι. Με βλέπεις να βράζω στο ζουμί μου και το απο-
λαμβάνεις». Ο ταγματάρχης δεν πτοήθηκε καθόλου. «Δεν το αρνούμαι».
«Είσαι αδιάντροπος».
«Μου το έχουν ξαναπεί. Φοβάμαι ότι μου έχει γίνει πλέον συνήθεια».
«Είμαι βέβαιη. Όμως θα προσπαθήσω στο μέλλον να μην είμαι τόσο
εύκολη λεία».
Εκείνος είδε με μεγάλη του χαρά πως ο φόβος είχε σβήσει τελείως
από το πρόσωπό της, όπως ακριβώς είχε ελπίσει.
«Ωραία. Μου αρέσουν οι προκλήσεις».
Η Σαμπρίνα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Δεν ωφελεί. Δεν πρόκει-
ται να παρασυρθώ. Τώρα σ έχω μάθει καλά».
«Κρίμα». Ο ταγματάρχης αναστέναξε και για μια στιγμή την κοίταξε
σκεφτικός. «Όσο το σκέφτομαι, τόσο περισσότερο πιστεύω πως θα
πρέπει και οι δυο μας να γίνουμε λίγο πιο εκδηλωτικοί. Δε συμφω-
νείς;»
Ο Ρόμπερτ είδε τα πράσινα μάτια της να σκουραίνουν σαν σμαρά-
γδια και το πρόσωπό της να παίρνει ένα ύφος αγανάκτησης. Περίμενε
την αντίδρασή της.
«Έτσι νομίζεις;» Ο τόνος της ήταν παγερός. «Και τι σ’ έκανε να σκεφτείς
κάτι τέτοιο;»
«Το Αρανχουέθ. Ο κόσμος θα πρέπει να πιστέψει πως είμαστε αντρό-
γυνο».
Η Σαμπρίνα δαγκώθηκε. «Α, μάλιστα. Κατάλαβα».
Εκείνος την κοίταξε με ανησυχία. «Δε φαντάζομαι να πίστεψες πως εν-
νοούσα κάτι άλλο».
«Όχι. Φυσικά όχι». Τα κατακκόκινα μάγουλά της όμως τη διέψευ-
δαν. Η καρδιά της χτυπούσε ενοχλητικά γρήγορα. «Θα κάνω ό,τι εί-
ναι απαραίτητο για να φανώ πειστική». Σώπασε και τον κοίταξε με
δυσπιστία. «Τι ακριβώς έχεις κατά νου;»
«Ω, δεν ξέρω. Τα συνηθισμένα... Τρυφερές ματιές, γλυκά χαμόγελα...
ένα φιλί...»
Ταράχτηκε. Αυτό το τελευταίο ξεπερνούσε τα όρια. «Δεν πρόκει-
ται να σε φιλήσω, κύριε ταγματάρχη!»
Μετά είδε τη γνώριμη πια λάμψη στα μάτια του και κατάλαβε πως
την πείραζε πάλι. Έξαλλη μαζί του και πιο πολύ με τον εαυτό της, τον
αγριοκοίταξε.
Ο Φάλκονμπριτζ φαινόταν έτοιμος να πνιγεί. Η Σαμπρίνα πανικο-
βλήθηκε, αλλά μετά διαπίστωσε πως ο ταγματάρχης απλώς συγκρα-
τούσε τα γέλια του. Σε απάντηση, του εκσφενδόνισε τη διπλωμένη
κουβέρτα ταξιδιού που είχε δίπλα της.
***
Δε συνάντησαν άλλη γαλλική περίπολο εκείνη τη μέρα, γεγονός για το
οποίο η Σαμπρίνα ήταν βαθιά ευγνώμων. Όμως ο δρόμος γινόταν όλο
και πιο ανώμαλος. Η λάσπη του χειμώνα είχε από καιρό ξεραθεί αφή-
νοντας βαθιές λακκούβες και, μολονότι ο Λουίς έκανε ό,τι μπορούσε για
να τις αποφύγει, η άμαξα ταρακουνιόταν και χοροπηδούσε. Το όχημά
τους είχε καλές σούστες αλλά η Σαμπρίνα ήξερε πως θα ένιωθε με-
γάλη ανακούφιση όταν το βράδυ θα έφταναν στον προορισμό τους.
Απ’ ό,τι φάνηκε οι σκέψεις του συνταξιδιώτη της ήταν παρόμοιες. «Δεν
αργούμε πολύ», της είπε.
«Χαίρομαι που το ακούω. Είναι ένας απ’ τους χειρότερους δρόμους
που έχω ταξιδέψει εδώ και καιρό».
«Κάποια μέρα θα στρώσουν ένα καλό, μόνιμο οδόστρωμα», της απο-
κρίθηκε. «Υποψιάζομαι πως οι τελευταίοι που το έκαναν ήταν οι Ρωμαί-
οι».
Η Σαμπρίνα χαμογέλασε. «Και μάλλον δεν έχει κανείς ασχοληθεί έκτοτε
μ’ αυτόν το δρόμο».
«Ίσως δεν ασχολήθηκαν ούτε τότε».
Πριν προλάβει να του απαντήσει, η άμαξα τραντάχτηκε πάλι. Η Σα-
μπρίνα έπεσε στο πλάι πριν προλάβει να κρατηθεί κι έβγαλε μια μι-
κρή κραυγή καθώς το κεφάλι της χτύπησε στην άμαξα. Η μαλακή τα-
πετσαρία έκανε ηπιότερο το χτύπημα, αλλά η πρόσκρουση την πόνεσε
παρ’ όλα αυτά.
Το επόμενο πράγμα που συνειδητοποίησε ήταν πως η άμαξα έγερνε
σε μια αφύσικη γωνία. Απέξω ακούστηκαν φωνές και βρισιές στα ισπα-
νικά. Ένα δυνατό μπράτσο την ανασήκωσε στο κάθισμά της και η Σα-
μπρίνα βρέθηκε κολλημένη πάνω στον ταγματάρχη. Το μάγουλό της
χάιδεψε το σακάκι του. Το ύφασμα είχε ένα αδιόρατα πικάντικο άρω-
μα... κέδρου ή σανταλόξυλου. Μέσα απ’ αυτό αναδυόταν η μυρωδιά
του άντρα, αισθησιακή και επίμονη.
«Είσαι εντάξει, Σαμπρίνα;»
«Ναι. Έτσι νομίζω».
Το έντονο βλέμμα του επανέφερε το γνωστό κοκκίνισμα στο πρό-
σωπό της. Εκείνος ήταν τόσο κοντά της, που αν έσκυβε το κεφάλι του
τα χείλη τους θα αγγίζονταν. Σχεδόν αμέσως η Σαμπρίνα θυμήθηκε
την προηγούμενη κουβέντα και τα πειράγματά του και ένιωσε ντρο-
πιασμένη. Τότε η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ο Ραμόν.
«Χτυπήσατε, δόνα Σαμπρίνα; Σενιόρ;»
Όταν του απάντησαν και οι δύο αρνητικά, ο Ραμόν φάνηκε να ανακου-
φίζεται. Ο Φάλκονμπριτζ ίσιωσε την πλάτη του. «Τι στο διάβολο συνέ-
βη;»
«Μια βαθιά λακκούβα, σενιόρ».
«Διάβολε!»
Η Σαμπρίνα τον είδε να κατεβαίνει από την άμαξα. Μετά γύρισε και
της άπλωσε το χέρι του για να βγει κι εκείνη. Η Σαμπρίνα μετακινήθηκε
κοντά στην πόρτα κι ένιωσε το δυνατό μπράτσο του να την αρπάζει και
να την κατεβάζει στο έδαφος με ελάχιστη προσπάθεια.
Ο Ρόμπερτ συνέχισε να την κρατάει από τη μέση ενώ παρατηρούσε
τη ζημιά που είχε πάθει η άμαξα. Η πίσω ρόδα είχε βυθιστεί βαθιά
στο έδαφος. Πίσω τους η πιο ελαφριά άμαξα είχε σταματήσει και η
Χασίντα έμεινε να κρατάει τα άλογα, ενώ οι άντρες του Φάλκον-
μπριτζ ήρθαν γρήγορα να βοηθήσουν.
«Τραυματίστηκε κανείς, κύριε;» ρώτησε ο Μπλέικλοκ.
«Ευτυχώς όχι», αποκρίθηκε ο Φάλκονμπριτζ. «Μόνο που δε χρειαζό-
μαστε μια τέτοια καθυστέρηση».
«Η επόμενη πόλη δεν απέχει πολύ, κύριε».
«Πάλι καλά. Θα μας πάρει λίγη ώρα να σηκώσουμε την άμαξα». Κοί-
ταξε γύρω του. «Λουίς, εσύ ανάλαβε τα άλογα. Ραμόν, έλα εδώ να μας
βοηθήσεις».
«Σι, σενιόρ».
Ο Φάλκονμπριτζ έβγαλε το σακάκι του και το έδωσε στη Σαμπρίνα
χαμογελώντας ειρωνικά. «Μου κάνετε τη χάρη, κυρία;»
«Φυσικά».
Καθώς εκείνη έπαιρνε το ρούχο, το χέρι του χάιδεψε το δικό της. Η
απλή αυτή επαφή την έκανε να ριγήσει κι εκείνη προσπάθησε να τρα-
βήξει το βλέμμα της από τη λυγερή κορμοστασιά που τόσο γοητευτι-
κά αναδείκνυαν το λευκό πουκάμισο και το εφαρμοστό παντελόνι.
Αγνοώντας την αναστάτωση που προκαλούσε, ο Φάλκονμπριτζ ανέ-
βασε τα μανίκια του και γύρισε στους υπόλοιπους.
«Λοιπόν, παιδιά, ας σηκώσουμε την άμαξα».
Η Σαμπρίνα τους παρακολουθούσε νιώθοντας κάπως άχρηστη, ξέρο-
ντας όμως ότι στην προκειμένη περίπτωση δε μπορούσε να τους βοη-
θήσει με κάποιο τρόπο. Αυτό το πρόβλημα χρειαζόταν μόνο μυϊκή
δύναμη για να λυθεί και ο Φάλκονμπριτζ δεν είχε διστάσει ούτε στιγμή
να καταπιαστεί με τη δουλειά.
Ίσως αυτός ήταν ο λόγος που οι άντρες του τον σέβονταν τόσο πολύ.
Στην πρώτη τους συνάντηση, η αποστολή του ήταν να παραδώσει τρό-
φιμα προς όφελός τους. Τότε η Σαμπρίνα είχε θυμώσει μαζί του, τώρα
όμως που έβλεπε την κατάσταση πιο αντικειμενικά καταλάβαινε πως ο
ταγματάρχης δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Ήταν πολύ φυσικό
να δώσει προτεραιότητα στη σίτιση των πεινασμένων στρατιωτών.
Η απόφασή του είχε δυσκολέψει τη δική της αποστολή, αλλά δεν την
έθετε σε κίνδυνο και ο ταγματάρχης το ήξερε αυτό. Τότε τον είχε θε-
ωρήσει σκληρό, τώρα όμως αναθεωρούσε την άποψή της. Θα της άρε-
σε να μάθει περισσότερα για τη στρατιωτική καριέρα του. Ήταν μια
πλευρά του για την οποία γνώριζε ελάχιστα.
Το ενδιαφέρον της για τον Φάλκονμπριτζ μεγάλωσε.
***
Τελικά χρειάστηκαν οι συντονισμένες προσπάθειες όλων των α-
ντρών και των καταϊδρωμένων αλόγων μαζί για να ελευθερωθεί η ά-
μαξα. Αν ο δρόμος ήταν βρεγμένος και λασπερός, ίσως να μην τα είχαν
καταφέρει.
Είχαν γίνει όλοι μούσκεμα στον ιδρώτα τη στιγμή που τελείωσαν.
Αλλά η ανακούφισή τους δεν κράτησε πολύ. Μόλις ο Ραμόν παρατή-
ρησε την ισιωμένη πλέον άμαξα, κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε.
«Το ατύχημα κατέστρεψε τον άξονα, σενιόρ», παρατήρησε.
«Πολύ άσχημα;» ρώτησε ο Φάλκονμπριτζ.
«Δείτε μόνος σας».
Του έδειξε το ράγισμα κι ο ταγματάρχης συνοφρυώθηκε.
«Θα καταφέρουμε να φτάσουμε ως την πόλη, αλλά όχι μακρύτερα», εί-
πε.
«Τουλάχιστον το τελευταίο κομμάτι του δρόμου φαίνεται κάπως κα-
λύτερο», σχολίασε ο Ραμόν.
«Συγκριτικά με το προηγούμενο βέβαια».
Ο Φάλκονμπριτζ συμφώνησε. «Μόλις φτάσουμε στην πόλη θα
ψάξουμε να βρούμε έναν αμαξοποιό».
Η Σαμπρίνα τον άκουσε και χαμογέλασε άκεφα. Η ιστορία επαναλαμ-
βανόταν.
***
Προχωρούσαν αργά, έφτασαν όμως στην πόλη χωρίς άλλα προβλή-
ματα. Και ενώ ο Φάλκονμπριτζ έδινε οδηγίες για τις απαραίτητες επι-
σκευές, η Σαμπρίνα πήγε στο πανδοχείο κι έκλεισε δωμάτια κι ένα
μπάνιο. Η Χασίντα έβγαλε καθαρά ρούχα από το μπαούλο της κι ύστε-
ρα έφυγε για να βουρτσίσει το σκονισμένο φόρεμα του ταξιδιού.
Η Σαμπρίνα πέταξε τα ιδρωμένα ρούχα της στο πάτωμα και γλίστρη-
σε μέσα στην μπανιέρα μ’ ένα στεναγμό ευχαρίστησης. Είχε μέρες να
απολαύσει την πολυτέλεια ενός κανονικού μπάνιου. Ήταν καλή η
σκληραγώγηση, αλλά μέχρι ενός ορισμένου σημείου. Με τα χρόνια
είχε γίνει ανθεκτική, αλλά δεν έπαυε να απολαμβάνει πάντα κάποιες μι-
κρές πολυτέλειες.
Τον τελευταίο καιρό, αυτές γίνονταν όλο και σπανιότερες. Ήταν
μεγάλη αγαλλίαση να σαπουνίζεται και να ξεπλένει όλο τον ιδρώτα και
τη σκόνη του ταξιδιού. Επίσης, ήταν μεγάλη χαρά να φορά όμορφα
φορέματα πιο συχνά, ή τουλάχιστον να έχει ένα λόγο για να τα φορά.
Τώρα ήξερε ότι ο λόγος αυτός δεν ήταν μόνο οι περιορισμένες συνθή-
κες. Όμως θα χρειαζόταν κάτι περισσότερο από ένα όμορφο φόρεμα για
να προκαλέσει το ενδιαφέρον του Ρόμπερτ Φάλκονμπριτζ.
Μερικές φορές της φαινόταν πως δεν τον ενοχλούσε η συντροφιά
της, μία ή δύο φορές μάλιστα είχε δείξει να τη θεωρεί ευχάριστη. Αλ-
λά, τίποτα περισσότερο απ’ αυτό. Μπορεί να ήταν υποχρεωμένοι να
συναναστραφούν ο ένας τον άλλον για όσο διάστημα διαρκούσε η α-
ποστολή, το ενδιαφέρον του όμως γι’ αυτή δεν προχωρούσε παραπέρα.
Ούτε κι εκείνη θα ήθελε κάτι τέτοιο, φυσικά. Όποιος είχε καεί στο χυ-
λό... Και ο Φάλκονμπριτζ είχε γνωρίσει επίσης την απογοήτευση. Αλλά
και την ταπείνωση, όταν είδε τη γυναίκα που αγαπούσε να παντρεύεται
τον αδερφό του.
Μια πόρτα άνοιξε και η Σαμπρίνα ανασήκωσε το κεφάλι της συμπε-
ραίνοντας πως η Χασίντα είχε επιστρέψει. Η εξώπορτα όμως παρέμενε
κλειστή, κι έτσι γύρισε ενστικτωδώς το βλέμμα της στην πόρτα του
συνεχόμενου δωματίου. Ο Φάλκονμπριτζ στεκόταν εκεί.
Τα μάγουλά της φλογίστηκαν και σταύρωσε αυθόρμητα τα χέρια πά-
νω από τα στήθη της, ενώ η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Οι πανι-
κόβλητες σκέψεις της έτρεχαν ανεξέλεγκτες προς διάφορες κατευθύν-
σεις, οι επιπτώσεις των οποίων προκάλεσαν μέσα της μια αφόρητη έξα-
ψη που καμία σχέση δεν είχε με τη θερμοκρασία του νερού.
«Τι θέλεις εδώ; Πώς μπαίνεις έτσι;»
Για πρώτη φορά ο ταγματάρχης φάνηκε να τα χάνει. «Ε... ζητώ
συγνώμη. Δεν ήθελα να σε τρομάξω. Δεν ήξερα πως έκανες μπάνιο».
«Όμως αυτό ακριβώς κάνω».
«Ναι». Ήταν τόσο σαστισμένος που έδειχνε να έχει χάσει τη μιλιά
του. Την ίδια στιγμή παρέμενε καρφωμένος στη θέση του.
«Λοιπόν; Ήθελες να μου πεις κάτι;»
Ο Φάλκονμπριτζ ξερόβηξε. «Μόνο να σε ενημερώσω ότι οι επι-
σκευές της άμαξας προχωρούν κανονικά».
«Χαίρομαι που το ακούω».
«Με λίγη τύχη θα μπορέσουμε να ξεκινήσουμε αύριο το πρωί, αν
και λίγο πιο αργά απ’ ό,τι συνήθως».
Η Σαμπρίνα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της, αμήχανη κάτω από το
σταθερό τώρα βλέμμα του. Ήταν προσηλωμένο πάνω της και την α-
ποτιμούσε, παρατηρώντας τη. Δεν είχε τη συνηθισμένη ψυχρότητά
του, ενώ μια φλόγα τρεμόπαιζε στα γκρίζα βάθη του. Η καρδιά της
χτύπησε ακόμα πιο δυνατά. Έπρεπε να βάλει τέλος σ’ αυτή τη συζήτηση.
«Ευχαριστώ για την ενημέρωση», είπε κοφτά.
Εκείνος ωστόσο δεν έκανε καμία κίνηση να φύγει. Μαζί με την αγανά-
κτηση ξύπνησε και το γνωστό δαιμόνιο μέσα της.
«Άρα δεν υπήρξε κανένα πρόβλημα», πρόσθεσε.
Ο ταγματάρχης φάνηκε να συνέρχεται. «Κανένα απολύτως. Γιατί νό-
μισες πως θα υπήρχε πρόβλημα;»
«Σκέφτηκα μήπως είχε προλάβει κανένας άλλος να ζητήσει τις υπηρε-
σίες του αμαξοποιού».
«Ποιος;»
«Κάποιος αξιωματικός του στρατού, ίσως».
Το χαμόγελό του άγγιξε τα γκρίζα μάτια του. «Μάλλον μου άξιζε αυ-
τό».
«Μάλλον».
«Σ’ αυτό το σημείο, κυρία μου, καλύτερα να σας αφήσω να αποτε-
λειώσετε το μπάνιο σας με ησυχία».
«Θα ήμουν ευγνώμων, κύριε».
Το γλυκό χαμόγελό της δεν τον ξεγέλασε ούτε στιγμή. Επίσης, ήταν
απερίσκεπτα προκλητικό. Για μια στιγμή ο Φάλκονμπριτζ επέτρεψε
στη φαντασία του να επεκτείνει αυτή την πρόκληση, τελικά όμως ο
αυτοέλεγχός του επανήλθε. Αναστέναξε και, με μια τελευταία ματιά πά-
νω από τον ώμο του, γύρισε και έφυγε.
Μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω του, η Σαμπρίνα έγειρε στην μπανιέρα και
αναστέναξε με ανακούφιση. Ήξερε πως ο ταγματάρχης δεν ήταν απρε-
πής, αλλά η παρουσία του είχε ξυπνήσει μέσα στην ίδια κάποια απρε-
πή αισθήματα. Αισθήματα που δεν είχε την πολυτέλεια να επιτρέψει
στον εαυτό της.
Ποτέ ως τώρα δεν είχε γνωρίσει έναν άντρα σαν αυτόν. Ήταν αρκετά
δύσκολο να συμμετέχει σε μια αποστολή μ’ έναν άγνωστο άντρα· όταν
όμως αυτός ο άντρας ήταν ο Ρόμπερτ Φάλκονμπριτζ, το ζήτημα έπαιρνε
εντελώς άλλη διάσταση.
Ακούστηκε πάλι μια πόρτα που άνοιγε, αλλά αυτή τη φορά εμφανί-
στηκε η Χασίντα. Το νερό στην μπανιέρα είχε αρχίσει να κρυώνει και η
Σαμπρίνα βγήκε και τυλίχτηκε με μια πετσέτα που της έδωσε η καμα-
ριέρα της. Εκείνη δεν έδειξε να προσέχει το προβληματισμένο ύφος
της κυράς της και καταπιάστηκε με το κρέμασμα του φορέματος του
ταξιδιού.
Η Σαμπρίνα χάρηκε που η Χασίντα δεν είχε προλάβει τον Φάλκον-
μπριτζ μέσα στο δωμάτιό της. Το πιθανότερο θα ήταν να τον πυροβο-
λήσει η ίδια η καμαριέρα της.
***
Ο άντρας των σκέψεων της είχε παραγγείλει ένα μπάνιο για τον εαυ-
τό του και, μη χάνοντας καιρό, γδύθηκε και βυθίστηκε στο νερό. Τρί-
φτηκε ζωηρά, αναλογιζόμενος το περιστατικό που μόλις είχε συμβεί.
Φυσικά, δεν είχε ιδέα τι θα αντίκριζε ανοίγοντας την πόρτα του δω-
ματίου της Σαμπρίνα. Ήξερε πως έπρεπε να κάνει μεταβολή και να
φύγει αμέσως, αλλά τα έχασε αντικρίζοντάς τη. Η συμπεριφορά του
ήταν απαράδεκτη, παρ’ όλα αυτά δεν μπορούσε να μετανιώσει. Η εικό-
να της θα έμενε χαραγμένη στο νου του για πολύ καιρό.
Είχε διαπιστώσει ήδη πως η μορφή της δεν έσβηνε εύκολα από τη
φαντασία του, πόσο μάλλον τώρα που την είχε δει γυμνή. Μια ματιά
στους γυμνούς ώμους της και τα στήθη που πρόβαλλαν στητά κάτω
από τη σαπουνάδα έκανε όλες τις καλές προθέσεις του να γίνουν κα-
πνός. Τον ενοχλούσε αυτή η διαπίστωση, όπως και η ένταση του πό-
θου του. Ήθελε τη Σαμπρίνα με όλο το είναι του. Ήθελε να τη σηκώσει
από την μπανιέρα και να την πάει στο κρεβάτι για να την κάνει δική
του.
Για άλλη μια φορά, χρειάστηκε να χαλιναγωγήσει τη φαντασία
του. Είχαν μπροστά τους ένα δύσκολο έργο και η παραμικρή έλλειψη
συγκέντρωσης μπορεί να τους κόστιζε ακριβά. Το τελευταίο πράγμα
που επιθυμούσε ήταν να δει τη Σαμπρίνα να οδηγείται μπροστά σ’
ένα εκτελεστικό απόσπασμα ή στην αγχόνη. Ήταν υπεύθυνος γι’ αυτή
και είχε υποσχεθεί στον Άλμπερμαρλ πως θα την προστάτευε. Και θα
τηρούσε την υπόσχεσή του, όσο δύσκολο κι αν ήταν αυτό.
Μετά την ιστορία με την Κλαρίσα, είχε πιστέψει πως ήταν απρό-
σβλητος στη γυναικεία γοητεία. Τώρα ανακάλυπτε με έκπληξη πως έ-
κανε λάθος. Μόνο ένας ανόητος θα επέτρεπε στον εαυτό του να ερω-
τευτεί ξανά, ιδίως μια άγνωστη γυναίκα.
***
Το επόμενο πρωί η Σαμπρίνα σηκώθηκε νωρίς, με την αίσθηση ότι
χρειαζόταν χρόνο και χώρο για τον εαυτό της. Μετά απ’ όσα είχαν
συμβεί την προηγούμενη μέρα, δεν ήθελε να βρεθεί κλεισμένη στην
άμαξα μαζί με τον Φάλκονμπριτζ πριν ξεκαθαρίσει τις σκέψεις της.
Σκέφτηκε πως το να ζωγραφίσει θα τη βοηθούσε, κι έτσι πήρε ένα
τετράδιο ιχνογραφίας και πληροφόρησε τη Χασίντα για την πρόθεσή
της να επισκεφτεί το προσκυνητάρι της περιοχής. Μετά από μερικά λε-
πτά, οι δυο κοπέλες έφυγαν για εκεί.
***
Λίγο αργότερα ο Φάλκονμπριτζ κατέβηκε στην τραπεζαρία του παν-
δοχείου. Όταν δεν είδε εκεί τη Σαμπρίνα, υπέθεσε πως θα βρισκόταν
ακόμα στο δωμάτιό της. Είχε στείλει πριν από ένα τέταρτο τον Λουίς
στη μάντρα του αμαξοποιού για να ελέγξει την πορεία των επισκευών.
Τώρα ο Φάλκονμπριτζ άκουσε τα βήματά του και στράφηκε από το πα-
ράθυρο όπου στεκόταν.
«Λοιπόν; Πώς πηγαίνουν τα πράγματα; Θέλω να φύγουμε πριν το με-
σημέρι», είπε.
«Λυπάμαι, αλλά αυτό ίσως να μην είναι δυνατό», απάντησε ο Λουίς.
«Για ποιο λόγο;»
«Ο αμαξοποιός δεν ήταν εκεί. Τον κάλεσαν σ’ ένα γειτονικό χωριό,
οχτώ χιλιόμετρα από δω, για μια επισκευή. Η γυναίκα του είπε πως θα
επιστρέψει σήμερα το απόγευμα».
Ο Φάλκονμπριτζ έγινε έξω φρενών. «Αυτός ο απατεώνας υποσχέθηκε
πως θα είχε φτιάξει τη ρόδα μας ως αύριο το μεσημέρι. Δεν πρέπει να
αργήσουμε περισσότερο».
«Δε γίνεται αλλιώς».
«Αυτό θα το δούμε. Όλο και κάποιο βοηθό θα έχει αφήσει πίσω του
για να τελειώσει τη δουλειά».
«Υποθέτω πως είναι πιθανό».
«Πήγαινε να μάθεις». Ο Λουίς γύρισε να φύγει, αλλά ο ταγματάρ-
χης τον σταμάτησε. «Όχι περίμενε. Θα έρθω κι εγώ. Μαζί θα είμαστε
πιο πειστικοί».
Φτάνοντας στην πόρτα του πανδοχείου, συνειδητοποίησε ότι η Σα-
μπρίνα δεν είχε κατέβει ακόμα. Άφησε ένα μήνυμα για κείνη κι έφυγε
μαζί με τον Λουίς.
Το αποτέλεσμα της επίσκεψής τους στον αμαξοποιό δε βοήθησε να
βελτιωθεί η διάθεσή του. Μίλησαν στη γυναίκα του και έμαθαν πως
υπήρχε μόνο ένας μαθητευόμενος, ο γιος του, ο οποίος είχε πάει μαζί
με τον πατέρα του. Η γυναίκα διαβεβαίωσε τον Φάλκονμπριτζ ότι θα
επέστρεφαν πριν το μεσημέρι, εκείνος όμως δεν είχε καμία προσδοκία
ότι θα έβλεπε τον τεχνίτη πριν βραδιάσει. Η αγανάκτηση και ο εκνευ-
ρισμός του μεγάλωσαν.
***
Έτσι δεν ένιωσε καθόλου καλύτερα όταν επέστρεψε και είδε πως η
Σαμπρίνα ήταν ακόμα άφαντη. Έψαξε σε όλα τα δωμάτια κι ύστερα έ-
στειλε να φωνάξουν τον ξενοδόχο.
«Η κοντέσα έχει βγει, σενιόρ».
«Πού πήγε;»
«Δεν ξέρω, σενιόρ. Δε μου είπε τίποτα».
«Πήρε την καμαριέρα μαζί της;»
«Την πήρε, σενιόρ».
Ο ξενοδόχος είδε τον ταγματάρχη να αναστατώνεται κι έσπευσε να
βοηθήσει. «Θα στείλω αμέσως ένα παιδί να τις αναζητήσει. Το χωριό
δεν είναι μεγάλο. Είμαι σίγουρος ότι θα τις βρούμε γρήγορα». Ο Φάλ-
κονμπριτζ κατάπιε μια βλαστήμια. «Δεν πειράζει. Θα ψάξω μόνος μου
για την κοντέσα. Αν στο μεταξύ επιστρέψει, πες της να με περιμένει ε-
δώ».
«Φυσικά, σενιόρ».
Εκνευρισμένος, ο Φάλκονμπριτζ βγήκε πάλι στο δρόμο, κοιτώντας
δεξιά και αριστερά με την ελπίδα ότι η Σαμπρίνα δεν είχε πάει μακριά.
Άλλωστε, όπως είχε πει και ο πανδοχέας, το χωριό δεν ήταν μεγάλο.
Στο τέρμα του δρόμου υπήρχε μια μικρή πλατεία όπου οι ντόπιες
γυναίκες έπαιρναν νερό από μια αντλία. Η Σαμπρίνα και η καμαριέρα
της δε φαίνονταν πουθενά. Μια γρήγορη ματιά στα γύρω μικρά μαγαζιά
δεν έφερε επίσης κανένα αποτέλεσμα.
Τότε ο ταγματάρχης είδε τη Χασίντα να βγαίνει από ένα κτίριο στην
απέναντι πλευρά του δρόμου. Πήγε γρήγορα κοντά της.
«Τι γυρεύεις εδώ; Πού είναι η κυρά σου;»
«Ήρθα να αγοράσω φρούτα, σενιόρ». Δεν έδειξε να προσέχει την
οργισμένη έκφρασή του. «Η δόνα Σαμπρίνα ήθελε να πάρει λίγο αέρα
και να ζωγραφίσει».
«Μπα; Και την άφησες να πάει μόνη της;»
«Η δόνα Σαμπρίνα πηγαίνει όπου θέλει».
Ο Ρόμπερτ έσφιξε τα δόντια του. «Όχι σ’ αυτό το ταξίδι. Πού είναι τώ-
ρα;»
Η Χασίντα έδειξε πέρα από την πλατεία. «Στο προσκυνητάρι του Σαν
Ιγνάθιο. Δεν είναι μακριά».
«Δεν είχε καμία δουλειά να φύγει από το πανδοχείο, το ίδιο κι εσύ. Να
επιστρέψεις αμέσως εκεί».
Ο τόνος του ήταν αυστηρός και τα μαύρα μάτια της Χασίντα ά-
στραψαν για μια στιγμή. «Όπως επιθυμείτε, σενιόρ».
Ο Φάλκονμπριτζ την παρακολούθησε να απομακρύνεται κι ύστερα
τράβηξε προς την κατεύθυνση που του είχε υποδείξει. Σχεδόν δεν έ-
βλεπε τους ανθρώπους με τους οποίους διασταυρωνόταν, αφού η σκέ-
ψη του είχε συγκεντρωθεί στη Σαμπρίνα και στα όσα θα της έλεγε μόλις
την έβλεπε.
Η Χασίντα είχε πει την αλήθεια. Το προσκυνητάρι ήταν αρκετά κοντά.
Δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα μικρό πέτρινο εικονοστάσι μ’ ένα
εικόνισμα του αγίου και μερικά φρέσκα λουλούδια. Όμως η Σαμπρίνα
δεν ήταν εκεί. Ο Φάλκονμπριτζ έβρισε σιγανά και κοίταξε γύρω του.
Τότε, επιτέλους, την είδε καθισμένη στη σκιά ενός δέντρου, λίγα μέ-
τρα πιο μακριά. Η προσοχή της ήταν προσηλωμένη στο τετράδιο που
ακουμπούσε στα γόνατά της, κι έτσι δεν πρόσεξε την παρουσία του
ώσπου η σκιά του έπεσε πάνω στο χαρτί.
Εκείνος αντιλήφθηκε την ταραχή της καθώς ύψωνε το βλέμμα της να
δει ποιος ήταν. Και αμέσως μετά την είδε να χαλαρώνει ξανά, μόλις τον
αναγνώρισε.
«Καλημέρα. Πολύ όμορφη μέρα», του είπε και μετά παρατήρησε την
έκφρασή του. «Συμβαίνει τίποτα;» τον ρώτησε.
«Α, ναι. Κάτι συμβαίνει. Τι στην οργή νομίζεις ότι κάνεις;»
«Συγνώμη;»
«Με άκουσες. Τι κάνεις εδώ;»
Ο τόνος της φωνής του έκανε τα μάτια της να ανοίξουν λίγο
περισσότερο με έκπληξη.
«Ζωγραφίζω».
«Πώς είναι δυνατόν να κάθεσαι εδώ μόνη σου, χωρίς ούτε τη συνοδεία
της καμαριέρας σου;»
«Η Χασίντα πήγε να αγοράσει φρούτα. Δεν είναι μακριά».
«Της είπα να επιστρέψει στο πανδοχείο. Θα με υποχρέωνες, αν έκανες
κι εσύ το ίδιο».
«Μα εγώ δε θέλω να γυρίσω ακόμα».
«Δε σου προσφέρω την επιλογή να μείνεις εδώ ή να επιστρέψεις. Σου
δίνω μόνο την επιλογή του τρόπου με τον οποίο θα επιστρέψεις».
«Δεν καταλαβαίνω».
«Είναι απλό. Είτε θα επιστρέψεις στο πανδοχείο περπατώντας είτε θα
σε κουβαλήσω εγώ».
Ο τόνος της φωνής του ήταν απολύτως ήρεμος, αλλά περιείχε μια
ξεκάθαρη νότα απειλής. Η Σαμπρίνα θα ήθελε όσο τίποτα να τον προ-
καλέσει, για κάποιο λόγο όμως δεν τόλμησε.
«Θα επιστρέψω περπατώντας».
«Συμφωνώ».
Μάζεψε τα πράγματά της και γύρισε να τον κοιτάξει. «Γιατί όμως θύ-
μωσες;»
«Επειδή είμαι υπεύθυνος για την ασφάλειά σου. Δεν καταλαβαίνεις
πόσο επικίνδυνο είναι να κυκλοφορείς μόνη σου; Αυτοί οι λόφοι είναι
πήχτρα στους ληστές, για να μη μιλήσω για τη γαλλική περίπολο».
Για πρώτη φορά η Σαμπρίνα ένιωσε κάποιες τύψεις. «Δε σκέφτηκα
πως θα υπήρχε κίνδυνος τόσο κοντά στο χωριό».
«Τώρα ο κίνδυνος υπάρχει παντού και καλά θα κάνεις να το θυμά-
σαι». Πήρε σταθερά το μπράτσο της και την οδήγησε πίσω στο δρόμο.
«Αρκετά προβλήματα μας περιμένουν για να προσθέτεις κι άλλα χωρίς
λόγο».
Η Σαμπρίνα δαγκώθηκε. «Λυπάμαι. Δεν ήθελα να σε ανησυχήσω».
Ο τόνος και το ύφος της μαρτυρούσαν μεταμέλεια και ο θυμός του
άρχισε να υποχωρεί. Ένιωσε λίγο ένοχος και άφησε το μπράτσο της,
αναστενάζοντας.
«Είμαι βάρβαρος, έτσι δεν είναι;»
«Πόσο ειλικρινά θέλεις να σου απαντήσω;»
Στα χείλη του φάνηκε ένα μικρό χαμόγελο. «Διαβολοκόριτσο. Σου α-
ξίζει να σε μεταφέρω σηκωτή πίσω στο πανδοχείο».
«Θα το έκανες, πραγματικά. Έτσι δεν είναι;»
«Ναι. Και θα το απολάμβανα κιόλας».
«Υπόσχομαι να μην το ξανακάνω. Εννοώ, να μην ξαναφύγω χωρίς να σ’
ενημερώσω».
«Το καλό που σου θέλω».
Προχώρησαν για λίγο σιωπηλοί. Τότε, στο μυαλό της σχηματίστηκε
μια άλλη σκέψη.
«Μήπως με έψαχνες για να μου πεις ότι η άμαξα επισκευάστηκε;»
«Όχι. Σε έψαχνα για να σου πω το αντίθετο».
Της εξήγησε τι είχε συμβεί νωρίτερα στη μάντρα του αμαξοποιού κι
η Σαμπρίνα κατάλαβε γιατί εκείνος είχε αγανακτήσει.
«Κι αφού πληροφορήθηκες πως το ταξίδι μας πρέπει να καθυστερή-
σει, διαπίστωσες κι από πάνω ότι εγώ είχα την απερισκεψία να περι-
πλανηθώ στο χωριό». Άγγιξε το μανίκι του. «Θα με συγχωρήσεις;»
Την κοίταξε έκπληκτος και είδε τη μεταμέλεια να αποτυπώνεται στο
πρόσωπό της. Ο Φάλκονμπριτζ ντράπηκε για την άσχημη συμπεριφορά
του.
«Στην πραγματικότητα, δεν έπρεπε να ξεσπάσω πάνω σου», της είπε.
«Είχες κάθε λόγο να θυμώσεις».
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Όχι όμως μαζί σου.
Αλλά ανησύχησα που δε σ’ έβρισκα πουθενά».
«Δεν πρόκειται να ξανασυμβεί». Η Σαμπρίνα σώπασε για μια στιγμή.
«Και τώρα τι θα κάνουμε;» τον ρώτησε μετά.
«Θα περιμένουμε να επιστρέψει εκείνος ο θεομπαίχτης. Δεν μπορούμε
να κάνουμε τίποτε άλλο».
***
Ως εκ θαύματος ο αμαξοποιός επέστρεψε πράγματι λίγο μετά το με-
σημέρι και οι εργασίες για την επισκευή της άμαξας ξεκίνησαν αμέσως.
Ο Ραμόν και ο Λουίς έμειναν εκεί για να επιβλέπουν τη δουλειά. Προ-
χωρούσε προσεκτικά κι ήταν φανερό πως θα τελείωναν νωρίς το βράδυ.
Έτσι, θα είχαν μόνο τέσσερις ώρες καθυστέρηση.
Ο Φάλκονμπριτζ αναστέναξε. «Δε γίνεται αλλιώς. Θα χρησιμοποιή-
σουμε όσο χρόνο έχουμε και θα βρούμε κάπου να σταματήσουμε πάλι
πριν σκοτεινιάσει».
Ο Μπλέικλοκ έγνεψε καταφατικά. «Μάλιστα, κύριε».
«Ευτυχώς που στείλατε ανθρώπους να επιβλέπουν τη δουλειά, ταγ-
ματάρχη», είπε ο Γουίλις. «Ο μάστορας είχε σκοπό να σταματήσει για
μια σιέστα».
«Τι θα έκανε;»
«Ήθελε να κοιμηθεί για καμιά ώρα», επιβεβαίωσε ο Μπλέικλοκ. «Μόνο
που ο Ραμόν του είπε δυο κουβέντες και τον έπεισε να μην το κάνει.
Αυτό βέβαια δεν άρεσε καθόλου στον τύπο, τελικά όμως τα χρήματα εί-
ναι πολύ μεγάλο κίνητρο».
Ο Φάλκονμπριτζ τον αγριοκοίταξε. «Το ίδιο και η μπότα μου».
«Αυτό του είπε κι ο Ραμόν, κύριε».
***
Πλησίαζε τέσσερις όταν τελικά ξεκίνησαν και πάλι. Είχαν ακόμα μό-
νο τέσσερις ώρες φως και ο Φάλκονμπριτζ βιαζόταν να αναπληρώ-
σουν λίγο χαμένο έδαφος. Ευτυχώς ο δρόμος ήταν καλύτερος και μπό-
ρεσαν να προχωρήσουν με αρκετή ταχύτητα.
«Θα αποδειχτεί καταστροφική αυτή η καθυστέρηση;» ρώτησε η Σα-
μπρίνα.
«Ελπίζω όχι». Χαμογέλασε βλέποντας τη γεμάτη αγωνία έκφρασή
της. «Αρκεί να μην έχουμε άλλες καθυστερήσεις μέχρι να φτάσουμε
στον προορισμό μας».
«Χαίρομαι που το ακούω».
«Νομίζω πως θα πρέπει να είμαστε λίγο πιο τυχεροί από δω και
μπρος».
Η Σαμπρίνα συγκατένευσε καταλαβαίνοντας πως ο χρόνος τούς πίεζε.
Τα πρόσφατα γεγονότα είχαν διώξει και τα τελευταία ίχνη εφησυχα-
σμού. Πάρα πολλά εξαρτώνταν από αυτό το ταξίδι.
Σκέφτηκε τη δική της στάση νωρίτερα και ντράπηκε. Θα πρέπει να
είχε φανεί τελείως ανόητη και δικαίως ο Φάλκονμπριτζ είχε εξοργιστεί.
Χωρίς αμφιβολία, κι εκείνη στη θέση του θα είχε κάνει το ίδιο.
Αποφάσισε να μην του ξαναδώσει αφορμή. Θα προσπαθούσε με
κάθε τρόπο να γίνει η συνεργάτιδα που εκείνος είχε ανάγκη δίπλα του.
Για κάποιο λόγο είχε σημασία γι’ αυτή η καλή του γνώμη, κάτι που δεν
ίσχυε μερικές μέρες νωρίτερα. Όμως δεν ήξερε γιατί συνέβαινε αυτό.
Κεφάλαιο 5

Το ταξίδι τους κύλησε χωρίς άλλα απρόοπτα και, παρ’ όλο που άργη-
σαν μισή μέρα, τελικά έφτασαν στο σπίτι του δον Πέδρο ντε λα Τόρε
στα περίχωρα του Αρανχουέθ. Μόλις χίλια πεντακόσια μέτρα από το
βασιλικό ανάκτορο και περιτριγυρισμένο από τους δικούς του αχανείς
κήπους, ο επιβλητικός πέτρινος πύργος μαρτυρούσε τον πλούτο και
την εξουσία του ιδιοκτήτη του.
Κατά την άφιξή τους, υπηρέτες με λιβρέες έτρεξαν να ανοίξουν την
πόρτα της άμαξας και να κατεβάσουν τη μικρή σκάλα. Ο Φάλκον-
μπριτζ κατέβηκε πρώτος κι ύστερα άπλωσε το χέρι του στη Σαμπρίνα
μ’ ένα ενθαρρυντικό χαμόγελο που τη ζέστανε περισσότερο κι απ’ τη
λιακάδα. Προχώρησαν μαζί ως την ανοιχτή εξώπορτα και μπήκαν στη
μαρμάρινη αίθουσα υποδοχής όπου τους περίμεναν οι οικοδεσπότες
τους.
Ο δον Πέδρο ήταν ένας άντρας με ψηλή, στητή κορμοστασιά και
γκρίζα μαλλιά και γενειάδα, τα οποία του προσέδιδαν μια ξεχωριστή
όψη. Η Σαμπρίνα μάντεψε πως θα ήταν γύρω στα πενήντα. Η σύζυγός
του, η δόνα Έλενα, φαινόταν δέκα χρόνια νεότερη, μια όμορφη γυναίκα
με μαύρα μαλλιά και μάτια και κομψή σιλουέτα. Καλωσόρισαν τους
επισκέπτες τους με μεγάλη ευγένεια, τους οδήγησαν στον μπουφέ και
τους ρώτησαν για το ταξίδι τους.
«Συναντήσατε καμιά γαλλική περίπολο;» ρώτησε ο οικοδεσπότης.
«Μόνο μία», αποκρίθηκε ο Φάλκονμπριτζ.
Ο δον Πέδρο ανασήκωσε το φρύδι του. «Τότε, σταθήκατε τυχεροί».
«Αυτή ακριβώς ήταν και η δική μου σκέψη».
«Οι Γάλλοι είναι παντού. Είναι σχεδόν αδύνατον να ταξιδέψει κα-
νείς χωρίς να συναντήσει μια περίπολο ή έναν αποκλεισμό δρόμου».
«Ευτυχώς, δε συναντήσαμε δυσκολίες».
«Εύχομαι να συνεχίσετε έτσι», αποκρίθηκε ο δον Πέδρο. «Εκτός
από τους Γάλλους, υπάρχουν πολλοί ληστές οι οποίοι επωφελούνται
απ’ την κατάσταση για να επιτεθούν σε ταξιδιώτες. Χαίρομαι που δε συ-
ναντήσατε ούτε κάποιους από αυτούς».
«Κι εγώ το ίδιο». Ο Φάλκονμπριτζ χαμογέλασε. «Πάλι καλά που φτά-
σαμε».
«Πάλι καλά που ήρθατε. Είμαστε ευτυχείς που έχουμε εδώ εσάς και την
όμορφη σύζυγό σας».
Ο δον Πέδρο χαμογέλασε στη Σαμπρίνα κι εκείνη του ανταπέδωσε
το χαμόγελο, πιστή στο ρόλο της. Όμως η λέξη είχε ηχήσει παράξενα
στ’ αυτιά της και άφησε για μια στιγμή τον εαυτό της να φανταστεί
πώς θα ήταν να έχει τον Φάλκονμπριτζ σύζυγο. Ανακάλυψε σοκαρι-
σμένη πως η σκέψη δεν της ήταν και πολύ δυσάρεστη.
Ο δον Πέδρο κοίταξε με νόημα τον Φάλκονμπριτζ. «Αργότερα, αφού
ξεκουραστείτε, θα πρέπει να συζητήσουμε».
Τους παραχώρησαν ένα τεράστιο δωμάτιο με συνεχόμενο μπου-
ντουάρ και βεράντα με θέα στους κήπους. Για μερικά δευτερόλεπτα, η
Σαμπρίνα και ο ταγματάρχης στάθηκαν και παρατήρησαν το χώρο
σιωπηλοί.
Υπήρχε μόνο ένα κρεβάτι, αν και πελώριο. Ευτυχώς όμως το δωμάτιο
διέθετε και δύο καναπέδες. Στην ανάγκη, θα χρησιμοποιούσε τον ένα
για τον εαυτό της. Το θέατρο του γάμου δε θα προχωρούσε παραπέρα.
Δεν ήταν διατεθειμένη να μοιραστεί το κρεβάτι της με το συνεργάτη
της.
Ακόμα και η ιδέα την έκανε να ριγήσει σύγκορμη, αλλά όχι από φόβο.
Επανέφερε γρήγορα τις σκέψεις της σε τάξη, αλλά η ανάμνηση της
αγκαλιάς του Φάλκονμπριτζ μέσα στην άμαξα ήταν ακόμα ζωντανή
στο νου της. Πώς θα ήταν να ξαπλώσει μαζί του, στην αγκαλιά του,
στο κρεβάτι του; Η καρδιά της χτύπησε γρήγορα. Ήξερε από ένστικτο
πως θα ήταν ένας τρυφερός εραστής. Καμία σχέση με τον Ντέντον. Ο
Φάλκονμπριτζ μπορεί να είχε μια προβοκατόρικη αίσθηση του χιού-
μορ, αλλά δεν είχε εκμεταλλευτεί τη Σαμπρίνα. Δε θα έκανε καμία κίνη-
ση προς το μέρος της αν δε λάβαινε την αντίστοιχη πρόκληση. Αλ-
λά, αν εκείνη έκανε την ανοησία να τον προκαλέσει, τότε θα έχανε το
σεβασμό του κι αυτή η ιδέα δεν της άρεσε.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και πήγε ως τις μπαλκονόπορτες. Τις άνοιξε και
κοίταξε έξω μαγεμένη.
«Τι όμορφα που είναι!»
Ο κήπος ήταν διαμορφωμένος σε πολλά επίπεδα που συνδέονταν με-
ταξύ τους με κυκλικές σκάλες, ενώ μια σειρά από σιντριβάνια οδη-
γούσαν το βλέμμα προς έναν ψηλό τοίχο με εκρηκτικές ροζ, κόκκινες
και μοβ μπουκαμβίλιες. Κι από τις δύο πλευρές λουλουδιασμένα παρ-
τέρια πλαισίωναν τα μονοπάτια, ενώ πίσω απ’ αυτά οι αυστηρές
στήλες των κυπαρισσιών έδιναν τη θέση τους σε οπωροφόρα δέ-
ντρα και ολάνθιστους θάμνους.
«Εξαιρετική θέα», είπε ο Ρόμπερτ Φάλκονμπριτζ.
Στεκόταν πίσω της, τόσο κοντά που η Σαμπρίνα μύρισε το αμυδρό
άρωμα του σανταλόξυλου στα ρούχα του. Κοίταξε πάλι τη θέα, ελπίζο-
ντας να κρύψει την αναστάτωσή της.
«Μια πραγματικά ρομαντική εικόνα», σχολίασε κι εκείνη. «Το μόνο
που λείπει είναι το φεγγαρόφωτο».
Εκείνος χαμογέλασε. «Ίσως η φύση μάς κάνει αυτή τη χάρη όσο
βρισκόμαστε εδώ. Το φεγγάρι κοντεύει να γεμίσει».
«Το ελπίζω».
«Σου αρέσουν οι κήποι;»
«Πολύ. Δε σου αρέσουν εσένα;»
«Ναι, όταν είναι τόσο περιποιημένοι και δίνουν τη δυνατότητα για μια
φεγγαρόλουστη βόλτα», της απάντησε αινιγματικά.
Η Σαμπρίνα γύρισε να τον κοιτάξει, πιστεύοντας ότι την πείραζε πά-
λι. Όμως η έκφρασή του δεν έδειχνε κάτι τέτοιο. Αντίθετα, τα γκρίζα
μάτια του αναζήτησαν σοβαρά τα δικά της. Έπειτα, τα χέρια του ανέβη-
καν στους ώμους της.
«Στο εξής, μπαίνουμε στο πετσί των ρόλων μας. Είσαι έτοιμη, Σαμπρί-
να;»
«Όσο μπορώ να είμαι», του απάντησε εκείνη, προσπαθώντας να α-
γνοήσει τη ζεστασιά των χεριών του πάνω από τα ρούχα της.
«Κάθε λεπτό της διαμονής μας εδώ είμαστε ο κόντε και η κοντέσα
Ντε Ορδόνιεθ υ Κασάλ. Η Μαριάν και ο Αντόνιο. Μην το ξεχνάς».
«Δε θα το ξεχάσω».
«Έτσι μπράβο. Πέρα από αστεία, θα ήταν χρήσιμη κάποια επίδειξη
τρυφερότητας μεταξύ μας». Ακούγοντάς τον, η Σαμπρίνα σκέφτηκε πως
από τη δική της πλευρά δε θα ήταν επίδειξη. Δεν ήξερε πότε είχε συμ-
βεί η αλλαγή, κάτι μέσα της όμως είχε μεταβληθεί ριζικά. Τον κοί-
ταξε με μια προσποιητή ηρεμία.
«Πώς το είχες πει; Τρυφερές ματιές και γλυκά χαμόγελα;» Τα γκρίζα
μάτια του έλαμψαν. «Ελπίζω να τα καταφέρεις».
«Θα παίξω το ρόλο μου, ταγματάρχη».
«Είμαι σίγουρος γι’ αυτό».
Για μια στιγμή κοίταξαν ο ένας τον άλλο σιωπηλοί. Ο Φάλκον-
μπριτζ ήξερε πως η Σαμπρίνα εννοούσε ό,τι είπε, κι αυτό του κόστιζε.
Η στενή συνεργασία και η συντροφικότητα ήταν απαραίτητα στοιχεία
για την αποστολή τους, εκείνος όμως θα ήθελε κάτι περισσότερο από
την υποχρεωτική εκτέλεση των ρόλων τους. Δεν ήταν μόνο η ισχυρή
φυσική έλξη που ασκούσε εκείνη πάνω του. Αυτό μαζί με το πνεύμα
και την ευφυΐα της αποτελούσαν ένα μεθυστικό συνδυασμό.
Αλλά ήξερε πως τα συναισθήματα που η Σαμπρίνα ξυπνούσε μέσα του
ήταν απαγορευμένα, ανόητα και λανθασμένα. Διακυβεύονταν πάρα
πολλά και για τους δύο. Μ’ αυτές τις σκέψεις κατέβασε τα χέρια από
τους ώμους της.
«Σίγουρα θα θέλεις να ξεκουραστείς λίγο».
Εκείνη έγνεψε καταφατικά. «Θα μου άρεσε επίσης να ξεφορτωθώ τα
ρούχα του ταξιδιού».
«Τότε, εγώ θα αποσυρθώ στο μπουντουάρ και θα σου αφήσω το πεδίο
ελεύθερο».
Ένα χτύπημα στην πόρτα ανήγγειλε την άφιξη του Γουίλις και του
Μπλέικλοκ με τα μπαούλα Ήταν ένας καλοδεχούμενος περισπασμός.
Ενώ εκείνοι μετέφεραν τα πράγματα του Φάλκονμπριτζ στο μπου-
ντουάρ, η Χασίντα κανόνιζε να φέρουν ζεστό νερό και πετσέτες. Όταν
οι άλλοι υπηρέτες έφυγαν και η πόρτα του μπουντουάρ έκλεισε, η κα-
μαριέρα καταπιάστηκε με την επιλογή ρούχων για την κυρά της. Στο με-
ταξύ, κοίταζε γύρω της αποδοκιμαστικά.
«Μόνο ένα κρεβάτι», μουρμούρισε.
«Ναι», είπε η Σαμπρίνα.
«Η υπόληψή σας...»
«Δε διατρέχει κίνδυνο. Θα κοιμηθώ στον καναπέ».
«Και πάλι θα πρέπει να σας παντρευτεί μετά απ’ αυτό».
«Είναι εντελώς απίθανο».
«Θα αρνιόσαστε αν σας το ζητούσε;»
Η Σαμπρίνα πήρε μια βαθιά ανάσα. «Δεν πρόκειται να μου το ζη-
τήσει. Έχουμε απλώς μια συνεργασία, τίποτα περισσότερο».
«Όταν ένας άντρας κοιτάζει μια γυναίκα μ’ αυτό τον τρόπο, σκέφτεται
πολύ περισσότερα, πιστέψτε με».
«Αρκετά, Χασίντα». Η Σαμπρίνα μίλησε πιο έντονα απ’ όσο σκόπευε
και αμέσως ντράπηκε γι’ αυτό. «Λυπάμαι. Η ένταση με κάνει και μιλάω
έτσι. Μόλις φύγουμε από δω θα ξαναγίνω ο εαυτός μου».
Η καμαριέρα ανασήκωσε το φρύδι της. «Αλήθεια;»
«Φυσικά. Γιατί όχι;»
Θεωρώντας το σαν μια ρητορική ερώτηση, η Χασίντα δεν απάντησε. Η
Σαμπρίνα άρχισε να βγάζε το φόρεμά της. Όμως τα λόγια της καμαριέ-
ρας της τριγύριζαν στο μυαλό της.
Κι αν ο Ρόμπερτ Φάλκονμπριτζ της έκανε πρόταση γάμου;
Αποκλείεται, είπε στον εαυτό της. Δεν ωφελούσε να κάνει τέτοιες σκέ-
ψεις. Είχαν μια υποχρεωτική συνεργασία και δεν έπρεπε να το ξεχνάει
ούτε στιγμή. Δεν της είχε διδάξει τίποτα το παρελθόν; Την είχαν στείλει
σε αποστολή μ’ έναν όμορφο και χαρισματικό άντρα. Αν επέτρεπε στον
εαυτό της να τον ερωτευτεί, την περίμενε μόνο πόνος.
Έχοντας μείνει μονάχα με τα εσώρουχα, έπλυνε τα χέρια και το πρό-
σωπό της. Ήταν μια ανακούφιση να διώχνει από πάνω της τη σκόνη
του ταξιδιού. Ύστερα κάθισε, και η καμαριέρα βούρτσισε τα μαλλιά
της πριν τα στερεώσει στην κορυφή του κεφαλιού της για να πέ-
φτουν ελεύθερα ως τους ώμους της σαν ένας καταρράκτης από μπού-
κλες. Όταν τελείωσε κι αυτό, φόρεσε ένα χρυσαφί φόρεμα που είχε
βγάλει από το μπαούλο η Χασίντα. Ταίριαζε με τα χρώματά της και
αναδείκνυε την απόχρωση της επιδερμίδας της. Το χαμηλό ντεκολτέ
βάθαινε δελεαστικά, ενώ ένα χρυσό περιδέραιο με ασορτί σκουλαρίκια
ολοκλήρωσαν την εμφάνισή της. Η Σαμπρίνα κοίταξε τον εαυτό της
στον καθρέφτη και παρατήρησε σκεφτική το αποτέλεσμα.
Ο Φάλκονμπριτζ βγήκε λίγη ώρα αργότερα από το μπουντουάρ
ντυμένος με μπεζ παντελόνι, κολαριστό λευκό πουκάμισο και γκριζο-
πράσινο σακάκι, τόσο επιδέξια ραμμένο που φαινόταν να έχει πάρει
το σχήμα του κορμιού του.
Κοίταξε απέναντί του και άνοιξε το στόμα του να μιλήσει, όμως τα
λόγια έσβησαν στα χείλη του. Για μια στιγμή έμεινε να θαυμάζει τη
Σαμπρίνα άφωνος. Την έβρισκε πανέμορφη, λαμπερή. Το βλέμμα του
κατέβηκε στο χρυσαφί φόρεμά της και σε όσα αυτό έκρυβε.
Έχοντας επίγνωση του κρεβατιού λίγα μόλις μέτρα πιο πέρα, άφησε
τη φαντασία του ελεύθερη. Φανταζόταν ότι πλάγιασε στο κρεβάτι με τη
Σαμπρίνα, της έκανε παθιασμένο έρωτα και γεύτηκε σε αντάλλαγμα το
δικό της πάθος...
Επανέφερε απότομα τον εαυτό του στο παρόν και υποκλίθηκε με α-
βρότητα μπροστά της.
«Όποτε είσαι έτοιμη, αγαπητή μου, μπορούμε να κατεβούμε».
Εκείνη του χαμογέλασε. «Είμαι πανέτοιμη».
Της πρόσφερε το μπράτσο του κι ένιωσε την απαλή πίεση του χε-
ριού της πάνω του. Ήταν μια αίσθηση απολύτως φυσική, σαν να ανήκε
το χέρι της εκεί.
***
Το δείπνο εκείνης της βραδιάς ήταν ένα πλουσιοπάροχο τραπέζι με
δώδεκα καλεσμένους. Η συζήτηση κυλούσε αβίαστα γύρω από μια
ποικιλία θεμάτων. Η Σαμπρίνα έπαιξε το ρόλο της και κάθε τόσο κοι-
τούσε απέναντί της τον Φάλκονμπριτζ. Μια φορά το βλέμμα του συνά-
ντησε το δικό της και της χαμογέλασε, κατά τα άλλα όμως φαινόταν
αφοσιωμένος στα όσα του διηγιόταν ο διπλανός του.
Η Σαμπρίνα πρόσεξε πως δεν ήταν μόνο τα δικά της μάτια που
στρέφονταν επάνω του. Αρκετές από τις κυρίες έδειχναν να τον βρί-
σκουν γοητευτικό. Ο Φάλκονμπριτζ έπαιζε με άνεση το ρόλο του, υιο-
θετώντας τους αριστοκρατικούς τρόπους με απόλυτη φυσικότητα.
Κανείς δε θα μπορούσε να αναρωτηθεί για την ταυτότητά του. Με την
όμορφη, μελαχρινή του εμφάνιση, την αλαζονική στάση και τα άπται-
στα ισπανικά, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο Ισπανός τον οποίο υπο-
δυόταν.
«Θα μείνετε καιρό στο Αρανχουέθ, κοντέσα;»
Η Σαμπρίνα στράφηκε στο διπλανό της, έναν ηλικιωμένο και εύσωμο
τζέντλεμαν ο οποίος της είχε συστηθεί ως σενιόρ Χόρχε Γκονθάλεθ και
είχε κάποιο κυβερνητικό αξίωμα.
«Δυστυχώς όχι», του απάντησε.
«Τι κρίμα».
«Στο σύζυγό μου δεν αρέσει να λείπουμε πολύ από το σπίτι».
«Σε τέτοιους καιρούς αυτό είναι κατανοητό. Χωρίς αμφιβολία, προτι-
μά να ζει ήρεμα στα κτήματά του».
«Ναι, πράγματι».
«Κι εσείς, κοντέσα, δε λαχταράτε ποτέ τα φώτα της πόλης;»
«Η πολύβουη ζωή της Μαδρίτης δε με ελκύει ιδιαίτερα, σενιόρ», α-
πάντησε η Σαμπρίνα. Κάτι που δεν ήταν ψέμα.
«Κανέναν δεν ελκύει ιδιαίτερα αφότου εκείνος ο σφετεριστής του
θρόνου, ο Ιωσήφ Βοναπάρτης, πήρε την εξουσία».
«Πιστεύετε ότι μπορεί να την κρατήσει;»
«Όχι, αν οι Ισπανοί πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Θα τον
στείλουν από εκεί που ήρθε. Κ όσο γρηγορότερα, τόσο καλύτερα».
Ο δον Πέδρο τους κοίταξε από την απέναντι πλευρά του τραπεζιού.
«Η συμμαχία μας με τους Άγγλους θα βάλει τέρμα στα φιλόδοξα σχέ-
δια του Βοναπάρτη για τη χώρα μας».
«Έτσι όπως πηγαίνουν τώρα τα πράγματα, η τυχάρπαστη οικογένειά
του θα κυριαρχήσει σύντομα στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης», α-
ντιγύρισε ο Γκονθάλεθ.
Το τελευταίο σχόλιο έγινε δεκτό με μουρμουρητά συμφωνίας. Η
Σαμπρίνα κοίταξε τον Φάλκονμπριτζ και τα βλέμματά τους συναντή-
θηκαν ξανά. Η έκφρασή του ήταν αινιγματική. Δεν είχε πάρει το λόγο
στη συζήτηση και έδειχνε να αρκείται στο να ακούει. Δεδομένης της με-
ταμφίεσής του σε κόμη Ορδόνιεθ, αυτό ήταν κατανοητό. Ωστόσο η
Σαμπρίνα ήξερε πως δεν του διέφευγε τίποτα.
«Οι Γάλλοι δεν μπορούν να κρατήσουν για πολύ ακόμα την Ισπανία»,
είπε ο δον Πέδρο. «Ήδη ο συχνές επιθέσεις των ανταρτών εναντίον
τους το μαρτυρούν».
Ο Γκονθάλεθ έγνεψε καταφατικά. «Όπως αυτές του Ελ Κουτσίγιο, θέλε-
τε να πείτε».
«Ακριβώς», αποκρίθηκε ο οικοδεσπότης. «Χτυπούν τους Γάλλους
κι ύστερα γίνονται καπνός Είναι αποτελεσματική τακτική. Και πάλι,
όμως, θα χρειαστούν πολλές μάχες μέχρι ο εχθρός να φύγει από τη
χώρα μας».
Καθώς τους άκουγε, η Σαμπρίνα σκέφτηκε τα έγγραφα που είχαν
έρθει να πάρουν εκείνη και ο ταγματάρχης, με την ελπίδα πως θα τους
παρείχαν το κλειδί για μια στρατιωτική επιτυχία. Απ’ όσο ήξερε, δεν εί-
χε υπάρξει καμία ιδιωτική συνάντηση μεταξύ του Φάλκονμπριτζ και
του οικοδεσπότη τους, αλλά θα γινόταν σύντομα. Μόλις ο ταγματάρ-
χης έπαιρνε τα έγγραφα, θα ξεκινούσε η αληθινή αποστολή τους.
Στο μεταξύ, υπήρχε και ο αυριανός χορός. Ένα κομμάτι του εαυτού
της τον περίμενε με χαρά, αλλά η βραδιά περιείχε κι ένα μεγάλο κίν-
δυνο. Αν κάποιος από τους παρευρισκόμενους γνώριζε τον αληθινό
κόντε Ντε Ορδόνιεθ...
Η Σαμπρίνα ανατρίχιασε. Η ποινή για κατασκοπεία ήταν θάνατος.
Έπαιζαν τη ζωή τους κορώνα γράμματα κι εκείνη το ήξερε αυτό από την
αρχή.
***
Αργότερα, όταν οι περισσότερες κυρίες αποσύρθηκαν στο σαλόνι, η
συζήτηση πήρε μια διαφορετική τροπή και η Σαμπρίνα αρκέστηκε να
ακούει. Κάποια στιγμή τής έκαναν μια ερώτηση για τον υποτιθέμενο
γιο της, τον Μιγκέλ, και έδωσε μια απάντηση που ήλπιζε πως ακούστηκε
πειστική.
Τότε σκέφτηκε για πρώτη φορά πόσο θα της άρεσε να αποκτήσει
δικά της παιδιά μια μέρα. Το πρόσωπο του Φάλκονμπριτζ εμφανί-
στηκε αιφνιδιαστικά στο νου της. Σε μία από τις συζητήσεις τους είχε
πει πως του άρεσαν τα παιδιά και η Σαμπρίνα σκέφτηκε πως θα γινό-
ταν καλός πατέρας. Ήταν μια ανόητη σκέψη, φυσικά, μετά απ’ όσα ήξερε
για το παρελθόν του.
Η συγκέντρωση διαλύθηκε λίγο μετά τις έντεκα. Όλοι ήξεραν πως την
επόμενη βραδιά θα ξενυχτούσαν, αφού ο χορός θα κρατούσε μέ-
χρι τις πρώτες πρωινές ώρες, κι ήθελαν να ξεκουραστούν. Και η
Σαμπρίνα δε θα έλεγε όχι σε μια νύχτα χορταστικού ύπνου, έπειτα
από ένα τόσο κουραστικό ταξίδι.
Τότε θυμήθηκε πως κι αυτό το βράδυ θα μοιραζόταν το δωμάτιο με
τον Φάλκονμπριτζ, κι ένα ρίγος τη διαπέρασε.
Είχε πει στη Χασίντα να μην την περιμένει ξαγρυπνώντας, έτσι το
δωμάτιο ήταν άδειο όταν επέστρεψε. Ο Φάλκονμπριτζ είχε μείνει να
μιλήσει με τον δον Πέδρο κι ήταν άγνωστο πόση ώρα θα κρατούσε η
συζήτησή τους. Επωφελούμενη της προσωρινής απουσίας του, γδύθη-
κε και φόρεσε το νυχτικό της. Κατόπιν κάθισε μπροστά στην τουαλέτα
για να βουρτσίσει τα μαλλιά της.
Εκεί καθόταν ακόμα, όταν η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο Ρόμπερτ. Για μια
στιγμή έμεινε ακίνητος και την κοιτούσε, ύστερα έκλεισε την πόρτα
και διέσχισε το δωμάτιο. Μέσα από τον καθρέφτη, η Σαμπρίνα τον
είδε να βγάζει το σακάκι του και να λύνει αργά το λαιμοδέτη του.
Το βλέμμα του Φάλκονμπριτζ δεν άφησε στιγμή το δικό της. Άκουγε
τον ήχο από τα τσιμπιδάκια να πέφτουν στο πιατάκι πάνω στην του-
αλέτα και την παρακολούθησε να βουρτσίζει με απαλές κινήσεις την
ατίθαση χρυσαφιά χαίτη των μαλλιών της που λαμπύριζε στο φως των
κεριών. Ήθελε να απλώσει το χέρι του και να τα αγγίξει, να περάσει τα
δάχτυλά του ανάμεσα στις μπούκλες...
Νικώντας την παρόρμησή του, έριξε το σακάκι και το λαιμοδέτη του
πάνω σε μια καρέκλα. Ύστερα έβγαλε το πουκάμισό του και κάθισε να
βγάλει τις μπότες του. Τέλος σηκώθηκε, πήγε ως το κρεβάτι, πήρε
ένα μαξιλάρι και μια κουβέρτα και βολεύτηκε στον κοντινότερο καναπέ.
Η βούρτσα έμεινε μετέωρη στο χέρι της Σαμπρίνα. «Είναι σειρά μου
να κοιμηθώ στον καναπέ» είπε.
Ο ταγματάρχης την κοίταξε ανασηκώνοντας το φρύδι του. «Δε νομί-
ζω».
«Στ’ αλήθεια, δε με πειράζει».
«Ίσως όχι. Πειράζει όμως εμένα».
«Δε θα σου το καταλογίσω».
Εκείνος της χαμογέλασε αμυδρά. «Το ξέρω. Και πάλι, όμως, εγώ θα
κοιμηθώ στον καναπέ».
Ο ήρεμος αλλά ανυποχώρητος τόνος της φωνής του ήταν πια οικείος
στη Σαμπρίνα και ήξερε πως θα ήταν μάταιο να συνεχίσει να διαφωνεί.
«Όπως προτιμάς. Ευχαριστώ πάντως».
«Η ευχαρίστηση είναι όλη δική μου».
«Αμφιβάλλω γι’ αυτό, αλλά εκτιμώ τη στάση σου».
Μέσα από τον καθρέφτη, ο Φάλκονμπριτζ είδε την απαλή καμπύλη
του στήθους της πάνω από το ντεκολτέ του νυχτικού της. Το λεπτό
ύφασμα αποκάλυπτε όλες τις γραμμές του κορμιού της και αμέσως
αισθάνθηκε το δικό του σώμα να ανταποκρίνεται στη θέα της. Την ήθελε
και την ίδια στιγμή ήξερε πως, αν υπέκυπτε στην επιθυμία του, θα πα-
ραβίαζε κάθε έννοια τιμής. Η Σαμπρίνα βρισκόταν υπό την προστασία
του και το να επωφεληθεί απ’ αυτή την άκρως δελεαστική κατάστα-
ση θα σήμαινε καταπάτηση κάθε εμπιστοσύνης μεταξύ τους. Ο μονα-
δικός λόγος που εκείνη βρισκόταν εδώ ήταν η απελευθέρωση του πα-
τέρα της. Δεν την ενδιέφερε τίποτε άλλο.
Παίρνοντας βαθιά ανάσα την παρακολούθησε να αφήνει τη βούρτσα
στην τουαλέτα και να πηγαίνει στο κρεβάτι. Όχι, δε θα επέτρεπε στη λα-
γνεία να καταστρέψει τη σχέση που είχε χτίσει μαζί της. Της άξιζε μια
καλύτερη αντιμετώπιση.
Η Σαμπρίνα έμεινε ακίνητη κάτω από τα σκεπάσματα, καθώς ο Φάλ-
κονμπριτζ σηκωνόταν για να σβήσει το κερί και μετά επέστρεφε στο
πρόχειρο κρεβάτι του. Η καρδιά χτυπούσε δυνατά στο στήθος της
και όλες οι αισθήσεις της είχαν συντονιστεί με τη δική του παρουσία. Για
μια στιγμή είχε αναρωτηθεί αν ο Φάλκονμπριτζ θα την ανάγκαζε να
παίξει το ρόλο της συζύγου ως το έπακρο. Και μολονότι τον ήξερε πια
καλά ώστε να μαντεύει πως δε θα το έκανε, η ίδια δεν ένιωθε κανένα
φόβο μέσα της στην προοπτική να μοιραστεί το κρεβάτι της μαζί του.
Μετά την προδοσία του Τζακ Ντέντον, είχε πιστέψει πως δε θα ένιωθε
ποτέ ξανά ερωτική επιθυμία για κάποιον άντρα. Όμως, χωρίς την πα-
ραμικρή προσπάθεια, ο Ρόμπερτ Φάλκονμπριτζ είχε διαπεράσει τις
άμυνές της. Τόσο φυσικά, ώστε η Σαμπρίνα σχεδόν δεν το πήρε είδηση.
Ο ταγματάρχης είχε κλείσει τα μάτια του προσπαθώντας να μη σκέ-
φτεται τη μισόγυμνη γυναίκα που πλάγιαζε λίγα μόλις μέτρα μακριά
του. Γύρισε το κεφάλι του στο πλάι και της ευχήθηκε σιγανά καληνύχτα.
Άκουσε τη δική της καληνύχτα κι ύστερα ένα απαλό θρόισμα καθώς η
Σαμπρίνα γύριζε στο πλευρό της.
Πέρασε πολλή ώρα πριν τον πάρει ο ύπνος.
***
Το επόμενο πρωί, ο δον Πέδρο ζήτησε μια κατ’ ιδίαν συζήτηση με τον
ταγματάρχη στη βιβλιοθήκη. Εκεί ήταν ήσυχα και δε θα τους άκουγε κα-
νείς.
«Ξέρω ότι διακινδυνεύσατε πολύ με το να έρθετε ως εδώ, σενιόρ»,
είπε ο Ισπανός. «Όμως δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να λυθεί το πρό-
βλημα».
«Το καταλαβαίνω». Ο Φάλκονμπριτζ δίστασε και κοίταξε τον οικο-
δεσπότη κατάματα. «Κι εσείς πήρατε μεγάλο ρίσκο».
«Για το καλό της πατρίδας μου».
«Ακόμα κι έτσι όμως...»
«Η άλλη λύση θα ήταν να αφήσουμε τον αδερφό του Βοναπάρτη,
τον Ιωσήφ, να παραμείνει στο θρόνο που έκλεψε». Ο δον Πέδρο μόρ-
φασε με αηδία. «Λόγω της θέσης μου έρχομαι σ’ επαφή με ανθρώπους
οι οποίοι έχουν απόρρητες πληροφορίες. Τις χρησιμοποιώ προς όφε-
λος της χώρας μου όποτε μπορώ».
«Η βοήθειά σας έχει αποδειχτεί πολύτιμη στο παρελθόν. Οι ανώτεροι
μου είναι ευγνώμονες».
«Σίγουρα θα χαρούν πολύ όταν λάβουν αυτά». Ο δον Πέδρο γύ-
ρισε προς τη βιβλιοθήκη κα τράβηξε ένα μεγάλο, βαρύ τόμο. Τον ά-
νοιξε και ξεφύλλισε μερικές σελίδες, αποκαλύπτοντας ένα κενό μέσα
στο οποίο κρυβόταν μια πλακέ δερμάτινη θήκη. Την πήρε και έβαλε ξα-
νά τον τόμο στη θέση του πριν επιστρέψει και πάλι κοντά στον επισκέ-
πτη του.
«Εδώ βρίσκονται οι τελευταίες πληροφορίες που έχουμε σχετικά με
τις κινήσεις των στρατευμάτων του Ναπολέοντα, καθώς και των μελλο-
ντικών σχεδίων του για την εκστρατεία του στην Ισπανία. Αν μπορούν
να χρησιμοποιηθούν, ίσως επισπευστεί το τέλος αυτού του πολέμου».
Ο Φάλκονμπριτζ έγνεψε καταφατικά. Πήρε τη θήκη και ξεδίπλωσε τα
χαρτιά που υπήρχαν μέσα σ’ αυτή. Κατόπιν τα εξέτασε με έμπειρο
βλέμμα κι ένιωσε να φουσκώνει μέσα του ένα κύμα ενθουσιασμού.
«Καταπληκτικό. Η κυβέρνησή μου θα σας ευγνωμονεί γι’ αυτές τις
πληροφορίες. Να υποθέσω πως αυτά είναι αντίγραφα;»
«Ναι. Θα ήταν πολύ επικίνδυνο να αφαιρεθούν τα πρωτότυπα».
«Θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου ώστε ο λόρδος Ουέλινγκτον
να λάβει αυτά τα έγγραφα το συντομότερο».
«Πολλά εξαρτώνται απ’ αυτό». Ο δον Πέδρο δίστασε. «Σε περίπτωση
που σας συλλάβει ο εχθρός, πρέπει αυτά τα έγγραφα να καταστρα-
φούν».
«Καταλαβαίνω».
Ο Φάλκονμπριτζ ξαναδίπλωσε τα χαρτιά και τα έβαλε πίσω στη θήκη
την οποία έκρυψε μετά στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του.
«Αν σας συλλάβουν, δεν πρέπει να μιλήσετε», επέμεινε ο δον Πέδρο.
«Αυτή η πιθανότητα έχει συζητηθεί ήδη. Υπάρχει σχέδιο έκτακτης ανά-
γκης».
Ήλπιζε πως δε θα χρειαζόταν ποτέ το μικρό πακέτο με τα φάρμακα
που βρισκόταν κρυμμένο στη βαλίτσα του. Όμως έπρεπε να είναι προε-
τοιμασμένοι για όλα τα ενδεχόμενα.
«Πολύ καλά. Τότε μένει μόνο να σας ευχηθώ καλή τύχη, σενιόρ. Ο δον
Πέδρο άπλωσε το χέρι του.
«Σ’ εσάς και τη γοητευτική συνοδό σας».
Ο Φάλκονμπριτζ πήρε το χέρι του Ισπανού και το έσφιξε με θέρμη.
«Σας ευχαριστώ για όλα».
«Εκείνη γνωρίζει την αλήθεια, υποθέτω».
«Φυσικά. Ήταν δική της η επιλογή να έρθει εδώ».
«Πρέπει να είναι πολύ γενναία γυναίκα».
«Είναι, πράγματι». Καθώς πρόφερε αυτές τις λέξεις, ο Ρόμπερτ ήξερε
ότι τις εννοούσε.
«Πότε σκοπεύετε να φύγετε;»
«Μεθαύριο».
«Πολύ καλά. Στο μεταξύ, ελπίζω να περάσετε καλά στη χοροεσπερίδα
μας».
Χωρίστηκαν και ο Φάλκονμπριτζ βγήκε στον κήπο. Η δόνα Έλενα εί-
χε προσφερθεί να ξεναγήσει τη Σαμπρίνα εκείνο το πρωί και ήλπιζε
πως θα τις συναντήσει εκεί. Για λίγη ώρα περιπλανήθηκε ανάμεσα
στα ανθισμένα παρτέρια μέχρι που κάποιος κηπουρός τον πληρο-
φόρησε ότι οι κυρίες βρίσκονταν στο κιόσκι.
Λίγα λεπτά αργότερα, ο Ρόμπερτ αντίκρισε ένα όμορφο ξύλινο πε-
ρίπτερο βαμμένο πράσινο και άσπρο, με περίτεχνα σκαλισμένες πόρ-
τες και παράθυρα. Κατά μήκος της μαρκίζας ήταν σκαλισμένη μια λε-
πτομερής σύνθεση από φρούτα και λουλούδια.
Ακούγοντας γυναικείες φωνές, ανέβηκε τα σκαλοπάτια και κοίταξε
μέσα. Κατά μήκος των τοίχων υπήρχαν πάγκοι με μαξιλάρες και σ’ έ-
ναν απ’ αυτούς κάθονταν η Σαμπρίνα με την οικοδέσποινά τους. Η τε-
λευταία τον είδε να μπαίνει και χαμογέλασε.
«Α, κόντε Αντόνιο. Ελάτε να καθίσετε μαζί μας, παρακαλώ».
Ο Φάλκονμπριτζ δέχτηκε ένα ποτήρι λεμονάδα και κάθισε σ’ ένα σκα-
μνί απέναντί τους.
Η δόνα Έλενα ήταν μια όμορφη γυναίκα. Το βλέμμα του ταγματάρχη
όμως μαγνητίστηκε από τη Σαμπρίνα, πανέμορφη μέσα στο εμπριμέ
φόρεμά της από μουσελίνα. Εκείνη του χαμογέλασε αδιόρατα και ξα-
ναέστρεψε την προσοχή της στα όσα έλεγε η οικοδέσποινα. Ο Φάλκον-
μπριτζ άφησε τις σκέψεις του να τρέξουν στις επόμενες ώρες και
μέρες. Ίσως μετά την αποστολή τους θα μπορούσε να μάθει περισ-
σότερα πράγματα για κείνη.
Επίσης αναλογίστηκε την πρόσφατη συζήτησή του με τον δον Πέ-
δρο, καθώς και το σχέδιο έκτακτης ανάγκης στο οποίο είχαν συμ-
φωνήσει με τον Φορμπς. Ήλπιζε ότι η Σαμπρίνα δε θα χρειαζόταν
να μάθει ποτέ γι’ αυτό. Για πάρα πολλούς λόγους, ο αποψινός χορός
ίσως να ήταν ο πρώτος και ο τελευταίος τους.
Η συζήτηση τώρα στράφηκε σε γενικά θέματα, ώσπου μια υπηρέ-
τρια ήρθε να ενημερώσει πως ζητούσαν την οικοδέσποινα στο σπίτι.
Εκείνη ζήτησε συγνώμη και τους άφησε μόνους.
Η Σαμπρίνα γύρισε και τον κοίταξε. «Πώς πήγε η συνάντηση;» τον ρώ-
τησε.
«Πολύ καλά», της απάντησε ο ταγματάρχης.
«Άρα οι πληροφορίες ήταν αυτές που ήλπιζες να πάρεις».
«Ξεπέρασαν τις προσδοκίες μου από κάθε άποψη».
«Χαίρομαι». Του χαμογέλασε. «Τώρα, δεν έχουμε παρά να γυρίσουμε
πίσω ασφαλείς». Της ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Δεν υπάρχει κανένας
λόγος να μη συμβεί αυτό».
«Η αισιοδοξία σου είναι ενθαρρυντική».
«Έχεις κάποιες αμφιβολίες;»
«Όχι. Δεν έχω περιθώρια για αμφιβολίες».
«Κανείς από τους δυο μας, νομίζω».
«Πού βρίσκονται τα έγγραφα;»
«Σε ασφαλές μέρος».
«Δε με εμπιστεύεσαι;»
«Σε εμπιστεύομαι απόλυτα. Αλλά ίσως είναι καλύτερα για σένα να μην
ξέρεις».
«Κατάλαβα».
Για μια στιγμή η Σαμπρίνα έμεινε σιωπηλή. Τα τελευταία λόγια του
ήταν μια ακόμα υπενθύμιση των κινδύνων που αντιμετώπιζαν. Ο
Φάλκονμπριτζ την παρατηρούσε προσεκτικά, αλλά αυτή τη φορά δεν
μπόρεσε να διαβάσει την έκφρασή της.
«Μήπως σε πρόσβαλα;» τη ρώτησε.
«Όχι».
Αποτελείωσε τη λεμονάδα του και άφησε το ποτήρι. «Τότε, θέλεις
να κάνουμε μαζί μια βόλτα στους κήπους;»
«Γιατί όχι;»
Έφυγαν από το κιόσκι και άρχισαν να περπατούν ανάμεσα στα ο-
πωροφόρα δέντρα, ακούγοντας μόνο τον ήχο απ’ τα βήματά τους πά-
νω στο χαλικόστρωτο μονοπάτι και το βούισμα των μελισσών γύρω
απ’ τα λουλούδια. Γλυκές μυρωδιές αναδύονταν στη ζεστή ατμό-
σφαιρα κι η Σαμπρίνα ανέπνευσε βαθιά απολαμβάνοντας τη στιγμή,
νιώθοντας κάθε κομμάτι του εαυτού της συντονισμένο στην παρουσία
του Ρόμπερτ δίπλα της.
«Είναι πιο ευχάριστο να περπατάμε έξω αντί να καθόμαστε στην
άμαξα. Δε συμφωνείς;» είπε ο Φάλκονμπριτζ.
«Το ίδιο πράγμα σκεφτόμουν κι εγώ». Η Σαμπρίνα κοίταξε γύρω
της και χαμογέλασε. «Είναι σίγουρα πολύ όμορφα εδώ. Η δόνα Έλενα
δικαίως καμαρώνει για τους κήπους της».
«Απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι, της αρέσει η κηπουρική».
«Ναι. Μου έλεγε νωρίτερα για τις βελτιώσεις που έχουν κάνει ε-
κείνη και ο σύζυγός της στο κτήμα».
«Είναι προϊόν πολύχρονου μόχθου, φαντάζομαι».
Η Σαμπρίνα συγκατένευσε. «Και ταύτισης ιδεών. Νομίζω πως θα
πρέπει να είναι πολύ ευχάριστο για δυο συζύγους να έχουν κοινά εν-
διαφέροντα».
«Είμαι σίγουρος γι’ αυτό, αν και υποψιάζομαι πως δεν είναι συχνό
φαινόμενο».
«Ίσως έχεις δίκιο. Σε κάθε περίπτωση, θα μου άρεσε να αποκτήσω μια
μέρα έναν κήπο».
«Αλήθεια;»
«Νομίζω πως θα με ξεκούραζε».
Την άκουσε με κάποια έκπληξη. Δεν θα περίμενε κάτι τέτοιο απ’
τη Σαμπρίνα, το ότι ήταν απρόβλεπτη όμως αποτελούσε μέρος της
γοητείας της. Επιπλέον, του είχε αποκαλύψει μια άλλη πτυχή του χα-
ρακτήρα της.
«Ίσως οφείλεται στο ότι έχεις ταξιδέψει πολύ», της είπε.
«Ίσως».
«Δε θα το έβρισκες πληκτικό ύστερα από τόσες περιπέτειες;»
«Μια ξεκούραστη απασχόληση δεν είναι απαραίτητα πληκτική».
«Έχεις δίκιο, συμφωνώ». Της χαμογέλασε. «Από την άλλη μεριά, δε
νομίζω πως θα μπορούσε κάποιος να νιώσει πλήξη με τη συντροφιά
σου».
Ο τόνος του φανέρωνε περισσότερο ειλικρίνεια παρά κολακεία, έ-
τσι κι αλλιώς όμως έκανε το σφυγμό της να επιταχυνθεί. Ο Φάλκον-
μπριτζ σίγουρα δεν ήταν κόλακας. Μάλλον την πείραξε ξανά, αν και μια
γρήγορη ματιά προς το μέρος του την έκανε να αναιρέσει αυτή τη σκέψη.
«Σ’ ευχαριστώ».
«Λέω αυτό που σκέφτομαι».
Δεν του απάντησε σ’ αυτό, καθώς εκείνη τη στιγμή έφτασαν σε
μια μικρή τεχνητή λίμνη με σιντριβάνι, στα νερά της οποίας μερικοί
κυπρίνοι κολυμπούσαν νωχελικά ανάμεσα στα νούφαρα. Η Σαμπρίνα
κάθισε σ’ ένα από τα πέτρινα σκαλοπάτια και έβαλε τα δάχτυλά της
στο νερό. Ο Φάλκονμπριτζ κάθισε κι αυτός με φυσικότητα δίπλα της.
«Έχεις επισκεφτεί ποτέ τα παλάτια των Μαυριτανών στην Ανδαλουσί-
α;» τη ρώτησε.
«Όχι. Αλλά θα το ήθελα».
«Έχουν κι αυτά πανέμορφους κήπους και πολύ μεγαλύτερους βέβαια».
«Απ’ όσο ξέρω, και τα παλάτια έχουν θαυμάσια αρχιτεκτονική».
«Πράγματι, ιδίως τα διαμερίσματα του χαρεμιού. Όμορφα δωμάτια για
όμορφες γυναίκες».
«Τις λυπάμαι εκείνες τις γυναίκες. Δε νομίζω πως είχαν μια αξιοζήλευ-
τη ζωή».
«Φαντάζομαι πως ο μεγαλύτερος εχθρός τους ήταν η ανία».
«Ναι. Δεν είχαν να κάνουν τίποτα όλη μέρα εκτός από το να φροντί-
ζουν την εμφάνισή τους. Αυτό θα πρέπει να ήταν στ’ αλήθεια πολύ βα-
ρετό».
«Υπάρχουν και στις μέρες μας πολλές γυναίκες της ανώτερης
τάξης που δεν κάνουν κάτι διαφορετικό».
«Μιλάς σαν να γνωρίζεις το θέμα καλά».
«Έχω μια μικρή εμπειρία από αριστοκράτισσες».
«Φαίνεται πως δεν τις εγκρίνεις».
«Τα όμορφα πρόσωπα και τα πολυτελή φορέματα δεν αντικαθιστούν
ένα καλλιεργημένο πνεύμα», είπε ο ταγματάρχης. «Σε μια ιδανική πε-
ρίπτωση αυτά τα τρία συνυπάρχουν, αλλά αυτό συμβαίνει σπανίως».
«Έχεις απαιτητικά πρότυπα».
«Και είναι λάθος αυτό;»
«Σε καμία περίπτωση. Νομίζω όμως ότι ίσως δυσκολευτείς να βρεις γυ-
ναίκες που να ανταποκρίνονται σ’ αυτά τα πρότυπα».
«Πραγματικά, πρόκειται για σπάνια περίπτωση. Αλλά γι’ αυτό είναι και
ανεκτίμητη».
Η Σαμπρίνα γέλασε. «Τότε θα πρέπει να προσέξεις να μη γίνεις σαν
τον Οθέλλο και κλοτσήσεις την τύχη σου».
«Θα ακολουθήσω με προσοχή τη συμβουλή σου, σε διαβεβαιώνω. Θα
ήταν ανόητος όποιος άντρας βρει τέτοιο διαμάντι και το πετάξει».
Ο τόνος του ήταν ανάλαφρος, σχεδόν χιουμοριστικός, αλλά για μια
στιγμή η έκφραση των ματιών του τον διέψευσε.
«Τα ίδια κριτήρια θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και για να
κριθεί ένας άντρας», είπε η Σαμπρίνα. «Ένα όμορφο πρόσωπο και ένα
κομψό πανωφόρι μπορεί να κρύβουν έναν ηλίθιο».
«Είναι αλήθεια. Να υποθέσω λοιπόν ότι θεωρείς την ευφυΐα σημαντι-
κό στοιχείο στην αξιολόγηση των αντρών;»
«Οπωσδήποτε. Ποια γυναίκα θα ήθελε να περάσει τη ζωή της μ’ έναν
ανόητο σύζυγο;»
«Πολλές, αγαπητή μου, ιδίως όταν αυτός ο ανόητος έχει πλούτη και
τίτλο ευγενείας».
«Τότε, μάλλον δε θα βρουν ποτέ την αληθινή ευτυχία».
«Η ευτυχία έχει πολλές όψεις. Το θέμα είναι πόσους συμβιβασμούς
είναι κανείς διατεθειμένος να κάνει».
«Αυτή είναι μια παραδόπιστη προσέγγιση».
«Ναι. Και πολύ πιο συνηθισμένη απ’ όσο νομίζεις».
«Σίγουρα, όμως δεν μπορεί να είναι καλό να παντρευτεί κανείς κά-
ποιον που δεν εκτιμά και δεν αγαπά! Μήπως ακούγομαι πολύ αφελής;»
«Αντιθέτως, αγαπητή μου. Ακούγεσαι πολύ σοφή».
«Ε, καιρός ήταν».
«Δε σ’ έχω ακούσει ποτέ να λες κάτι παράλογο, εκτός ίσως από την
ημέρα που συμφώνησες να έρθεις μαζί μου σ’ αυτό το ταξίδι».
«Αυτό όντως δεν ήταν λογικό», συμφώνησε η Σαμπρίνα. «Και πάλι ό-
μως χαίρομαι που το έκανα».
«Το ίδιο κι εγώ».
«Είσαι γενναιόδωρος. Ξέρω πως η προοπτική της συμμετοχής μου
δε σου άρεσε καθόλου στην αρχή».
«Ακόμα δε μου αρέσει –κατά έναν τρόπο. Αλλά θα πρέπει να είναι κα-
νείς πολύ δύστροπος για να μην απολαμβάνει τη συντροφιά σου».
Τα λόγια του συνοδεύτηκαν από ένα βλέμμα που η Σαμπρίνα δυ-
σκολεύτηκε να ερμηνεύσει. Και δεν ήξερε τι να του απαντήσει. Δεν
μπορούσε βέβαια να του πει πως η παρέα του ήταν η πιο απολαυ-
στική αντρική συντροφιά που είχε ποτέ στη ζωή της. Ούτε πως η πα-
ρουσία του έκανε την καρδιά της να τραγουδάει.
Περπάτησαν μαζί ως την έπαυλη και λίγο αργότερα συνάντησαν τους
υπόλοιπους καλεσμένους για ένα ελαφρύ γεύμα. Ήταν μια φιλική συ-
ντροφιά και οι δυο τους συμμετείχαν στις συζητήσεις με τους άλλους.
Μόνο όταν η ομήγυρη αποσύρθηκε για τη μεσημεριανή σιέστα η Σα-
μπρίνα και ο Φάλκονμπριτζ έμειναν ξανά μόνοι.
***
Μέσα στο δωμάτιό τους ο ταγματάρχης φαινόταν σαν να γέμιζε με την
παρουσία του όλον το χώρο.
«Μας περιμένει μια μεγάλη βραδιά», είπε, «καθώς κι ένα μακρύ ταξίδι
στη συνέχεια. Θα ήταν καλή ιδέα να ξεκουραστούμε για λίγο τώρα».
Η Σαμπρίνα κούνησε το κεφάλι της συμφωνώντας. Η σιέστα ήταν
μια ισπανική παράδοση την οποία είχε καταλήξει να εκτιμά.
«Ναι. Φυσικά».
«Θέλεις να φωνάξω τη Χασίντα;»
«Όχι, δεν είναι ανάγκη».
Έβγαλε τα παπούτσια της και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού,
ενώ εκείνος έκλεισε τις μπαλκονόπορτες. Μέσα στο μισόφωτο η Σα-
μπρίνα τον είδε να βγάζει το σακάκι και το λαιμοδέτη του κι ύστερα τις
μπότες.
Εκείνη ψαχούλεψε τα κουμπιά στην πλάτη του φορέματός της, τα ο-
ποία όμως δεν άνοιγαν εύκολα. Για λίγο, ο Ρόμπερτ την παρακολού-
θησε διασκεδάζοντας σιωπηρά. Ύστερα τη βοήθησε απαλά να σηκωθεί
όρθια.
«Γύρισε από την άλλη μεριά».
Η Σαμπρίνα υπάκουσε με κάποιο δισταγμό, ελπίζοντας πως δε θα
φαινόταν η ταραχή της. Το γεγονός ότι εκείνος βρισκόταν τόσο κοντά
της είχε πάρει τώρα μια διαφορετική διάσταση. Η καρδιά της χτυπούσε
δυνατά και το κορμί της πλημμύριζε μια λαχτάρα που της έφερνε
ντροπή. Ένιωσε τα δάχτυλά του να παραμερίζουν τα μαλλιά της. Με
σταθερά, έμπειρα χέρια ξεκούμπωσε το φόρεμα και το κατέβασε από
τους ώμους της. Τα χέρια του χάιδεψαν απαλά την επιδερμίδα της, ένα
άγγιγμα που έφερε ρίγη στη σπονδυλική της στήλη.
Η Σαμπρίνα πήρε μια βαθιά ανάσα παλεύοντας με τον πειρασμό. Πό-
σο εύκολο θα ήταν να αφήσει αυτή την κατάσταση να προχωρήσει, να
επιτρέψει στον Ρόμπερτ να τη γδύσει εντελώς, να νιώσει τα χέρια του
πάνω στη γυμνή της σάρκα...
Η σκέψη και μόνο έφερε μια γλυκιά χαλάρωση στα μέλη της. Το
βλέμμα της πήγε στο κρεβάτι κι αμέσως η χαλάρωση έγινε έξαψη που
απλώθηκε στο λαιμό και το πρόσωπό της. Αν εκείνος ήξερε, αν υπο-
ψιαζόταν έστω...
Προφανώς όμως ο ταγματάρχης ούτε ήξερε ούτε υποψιαζόταν τι της
συνέβαινε. Απομακρύνθηκε και την άφησε να βγάλει μόνη το φόρεμά
της ενώ εκείνος αποσυρόταν στον καναπέ. Με την άκρη του ματιού
της τον είδε να ξαπλώνει και ξαναβρήκε κάπως την ψυχραιμία της. Έ-
βγαλε το φόρεμά της και το έριξε πάνω σε μια καρέκλα. Τέλος, ξάπλωσε
και η ίδια να ξεκουραστεί.
Για λίγο δε μιλούσε κανείς, αλλά η σιωπή ήταν γεμάτη από ένταση.
Τότε η Σαμπρίνα γύρισε και τον κοίταξε απέναντί της.
«Τι θα κάνεις όταν τελειώσει ο πόλεμος;»
«Θα γυρίσω πίσω στην Αγγλία, φαντάζομαι. Εσύ;»
«Το ίδιο». Η Σαμπρίνα χαμογέλασε μελαγχολικά. «Αν και νομίζω πως
μετά από τόσο καιρό που λείπω θα μου φανεί σαν ξένη χώρα».
Κάτι παρόμοιο ίσχυε και για τον ίδιο. Ο γυρισμός θα ήταν και για
εκείνον σαν επιστροφή σε μια περασμένη ζωή. Μόνο που κανείς δεν
μπορούσε να φέρει πίσω τα παλιά. Ο χρόνος και οι άνθρωποι προχω-
ρούσαν, έμεναν μόνο οι αναμνήσεις.
«Έχεις σπίτι στην Αγγλία;» τον ρώτησε η Σαμπρίνα.
«Ναι».
«Δε θα σου φανεί βαρετό να ζήσεις εκεί μετά απ’ όλα αυτά;»
«Ίσως».
«Η θεία μου ήθελε να πάω να ζήσω μαζί της στο Ρέντινγκ, εγώ όμως
αρνήθηκα. Ξέρω πως είχε καλές προθέσεις, αλλά θα μου ήταν αφόρητο
να μείνω εκεί».
«Το καταλαβαίνω».
«Επιπλέον θα προσπαθούσε να μου βρει σύζυγο. Είμαι σίγουρη γι’ αυ-
τό».
«Σε απωθεί η ιδέα;»
«Ο γάμος ακούγεται σαν κάτι πληκτικό, τελικά όμως ίσως εξαρτάται
από την επιλογή του συντρόφου».
«Είμαι σίγουρος πως είναι έτσι».
«Έχω την εντύπωση ότι εσύ παντρεύτηκες την καριέρα σου. Και βρή-
κες έτσι τον ιδανικό σύντροφο, σωστά;»
«Σε κάθε περίπτωση, αυτή τουλάχιστον δε θα με εγκαταλείψει την η-
μέρα του γάμου».
Για μια στιγμή η Σαμπρίνα έμεινε σιωπηλή, μη ξέροντας αν είχε α-
κούσει σωστά. Ο Φάλκονμπριτζ έσφιξε τα δόντια του. Δεν είχε σκοπό
να μιλήσει γι’ αυτό, αλλά οι λέξεις του ξέφυγαν αυθόρμητα. Ίσως τώρα
πια δεν είχε και τόση σημασία.
«Ώστε αυτό συνέβη;»
«Ναι. Η Κλαρίσα ήταν πολύ όμορφη, η πιο εντυπωσιακή ντεμπιτάντ
της χρονιάς. Όλοι οι άντρες του Λονδίνου είχαν ξετρελαθεί μαζί της.
Το ίδιο κι εγώ. Δεν μπορούσα να πιστέψω την τύχη μου όταν δέχτηκε
την πρότασή μου να παντρευτούμε. Οι οικογένειές μας συμφώνησαν
στο γάμο, κι έτσι ορίστηκε η ημερομηνία».
Ο Φάλκονμπριτζ δίστασε για μια στιγμή πριν συνεχίσει. «Η εκκλησία
ήταν κατάμεστη από φίλους και συγγενείς. Ήταν ένας από τους πιο
λαμπερούς γάμους της χρονιάς. Τουλάχιστον, θα έπρεπε να είναι. Ω-
στόσο, όταν φτάσαμε στην κρίσιμη ερώτηση, η Κλαρίσα αρνήθηκε να
προχωρήσει».
Η Σαμπρίνα ένιωσε να τον συμπονά ολόψυχα. Είχε ακούσει για νύφες
που είχαν εγκαταλειφθεί την τελευταία στιγμή, ποτέ όμως για κάποιον
άντρα τον οποίο η μέλλουσα γυναίκα του παράτησε στη διάρκεια της
γαμήλιας τελετής.
«Με πληροφόρησε πως δεν μπορούσε να με παντρευτεί επειδή αγα-
πούσε κάποιον άλλο», συνέχισε εκείνος. «Και μ’ αυτά τα λόγια έφυγε
τρέχοντας από την εκκλησία».
«Θεέ μου!» Τον κοίταξε έντρομη. «Κι εσύ τι έκανες;»
«Για μερικά λεπτά, τίποτα. Ήθελα μόνο να ανοίξει η γη και να με κατα-
πιεί. Μετά, με κάποιο τρόπο, κατάφερα να βγω έξω. Χρειαζόμουν λίγο
αέρα να καθαρίσω τις σκέψεις μου, να σκεφτώ... Και τότε τους είδα.
Στέκονταν μαζί στην αυλή της εκκλησίας αγκαλιασμένοι. Η Κλαρίσα
και ο αδερφός μου».
«Ο αδερφός σου;»
«Ναι, ο Χιου, τον οποίο αγαπούσα και εκτιμούσα περισσότερο απ’
οποιονδήποτε άλλο. Αυτός με τον οποίο είχα μοιραστεί τα πάντα και
τον εμπιστευόμουν απεριόριστα».
Η Σαμπρίνα τον είδε να χαμογελάει με πίκρα. «Ο Χιου, στον οποίο
είχα εμπιστευτεί εξαρχής την αγάπη μου για την Κλαρίσα. Μόλις αρ-
ραβωνιαστήκαμε, φυσικά, εκείνη και ο αδερφός μου συναντιόνταν πο-
λύ συχνότερα από πριν. Γρήγορα έγιναν καλοί φίλοι, αλλά εγώ ο
αφελής δε σκέφτηκα ποτέ ότι συνέβαινε κάτι μεταξύ τους. Κάποια
στιγμή η Κλαρίσα θα πρέπει να κατάλαβε ότι το ενδιαφέρον του Χιου
δεν περιοριζόταν σε μια αδερφική αγάπη και άδραξε την ευκαιρία».
Η Σαμπρίνα ένιωσε αληθινά σοκαρισμένη. «Πώς μπόρεσε να κάνει
κάτι τέτοιο; Πώς θα μπορούσε οποιαδήποτε γυναίκα να το κάνει αυτό;»
«Ο Χιου θα κληρονομούσε τον τίτλο και την περιουσία της οικογέ-
νειάς μας. Εγώ ήμουν απλώς ο δευτερότοκος γιος». Έκανε ένα μορφα-
σμό απογοήτευσης. «Τώρα καταλαβαίνω ότι η Κλαρίσα δε με αγάπησε
ποτέ στ’ αλήθεια, τότε όμως ήμουν πολύ ερωτευμένος για να το δω».
«Τι έκανες... όταν τους είδες...»
«Στην αρχή ήθελα να τους σκοτώσω. Το κατάλαβαν κι εκείνοι. Το εί-
δαν στο πρόσωπό μου γιατί κιτρίνισαν κι οι δυο σαν κερί. Αλλά τι
νόημα θα είχε; Όταν είδα το φόβο τους, το μόνο που αισθάνθηκα
ήταν περιφρόνηση. Γύρισα και έφυγα».
«Και μετά;»
«Το σκάνδαλο ήταν τεράστιο. Δεν ήθελα να παραμείνω στην Αγγλία
και να γίνω αντικείμενο οίκτου ή χλευασμού, κι έτσι, με τη βοήθεια
του πατέρα μου, αγόρασα μια θέση στο στρατό. Ήταν καλή απόφαση.
Ανακάλυψα πως είχα κλίση στη στρατιωτική ζωή και μου άρεσαν οι προ-
κλήσεις που παρουσίαζε αυτή η θέση. Επιπλέον, με τα χρόνια έκανα με-
ρικούς καλούς φίλους».
«Δε γύρισες στην Αγγλία έκτοτε;»
«Όχι, αν και αλληλογραφούσα με τον πατέρα και την αδερφή μου τα-
κτικά. Όταν πέθανε ο πατέρας μου, κληρονόμησα ένα καλό εισόδημα
και έναν επαρχιακό τίτλο ευγενείας. Σχεδόν περίμενα ότι ο Χιου θα
πρόσβαλλε τη διαθήκη, αλλά δεν το έκανε ποτέ».
«Τουλάχιστον, είχε αυτή την εντιμότητα», είπε η Σαμπρίνα.
«Ίσως η συνείδησή του τον εμπόδισε. Ποιος ξέρει;»
«Η συνείδησή του πρέπει να τον ενοχλεί τρομερά. Και του αξίζει να
συμβαίνει αυτό».
«Τέλος πάντων, τώρα όλα αυτά είναι παρελθόν».
«Και πάλι, όμως, πρέπει να ήταν πολύ δύσκολο για σένα».
Ο Φάλκονμπριτζ μόρφασε ακούγοντας τον επιεική χαρακτηρισμό.
«Τότε ήταν».
«Και τώρα;»
«Όχι πια».
«Δεν την αγαπάς πια;»
«Όχι».
Και έλεγε την αλήθεια. Η οργή και ο πόνος είχαν επίσης μειωθεί.
Ευχόταν να μπορούσε και η μνήμη του να νικηθεί το ίδιο εύκολα.
«Πόσος καιρός πέρασε;»
«Τρία χρόνια».
«Την έχεις συγχωρήσει;»
Ο Ρόμπερτ ξαφνιάστηκε. Δεν περίμενε αυτή την ερώτηση από ένα κο-
ρίτσι της ηλικίας της. Κανείς άλλος δεν είχε τολμήσει να του κάνει τόσο
αδιάκριτες ερωτήσεις, αλλά δεν μπορούσε να αποπάρει τη Σαμπρίνα.
Μαζί της ένιωθε σχεδόν σαν να άνοιγε την καρδιά του σε μια φίλη, ενώ
ο τρόπος της ήταν τόσο αθώος που δυσκολευόταν να της αντιστα-
θεί. Τον έκανε να θέλει να της μιλήσει για πράγματα από καιρό θαμ-
μένα μέσα του.
«Όχι», της αποκρίθηκε. «Είναι δύσκολο να συγχωρεθεί μια τέτοια δι-
προσωπία».
«Ναι, είναι». Η Σαμπρίνα δίστασε. «Και ο αδερφός σου;»
«Αυτόν δε θα τον συγχωρήσω ποτέ».
Ακούγοντας τα ίδια του τα λόγια, ο Φάλκονμπριτζ ένιωσε πως το
μέχρι τώρα μυστικό του ήταν άσχημο σαν ανοιχτή πληγή.
«Αν όμως δεν τον συγχωρήσεις, πώς θα μπορέσεις να το αφήσεις
πίσω σου και να προχωρήσεις στη ζωή σου;»
«Έχω προχωρήσει».
«Αλήθεια;»
Η Σαμπρίνα δεν τον πίεσε να της απαντήσει. Ύστερα από μια τόσο
οδυνηρή εμπειρία, θα του ήταν δύσκολο να συγχωρήσει ή να εμπι-
στευτεί ξανά την καρδιά του. Έτσι, στη θέση ενός γάμου είχε βάλει το
στρατό και την καριέρα του, μοναδικό πλαίσιο σταθερότητας στη ζωή
του.
Με μια γρήγορη, πλάγια ματιά είδε πως τα μάτια του ταγματάρχη ή-
ταν κλειστά. Έλαβε το μήνυμα και χαμογέλασε θλιμμένα. Αν ο Ρόμπερτ
δεν ήταν διατεθειμένος να μιλήσει γι’ αυτό το θέμα, εκείνη δεν είχε δι-
καίωμα να το επαναφέρει.
Κεφάλαιο 6

Αργά το απόγευμα, η Σαμπρίνα ξύπνησε μόνη στο δωμάτιο. Από


το μπουντουάρ ακούγονταν σιγανές αντρικές φωνές και συμπέρανε
πως ο Φάλκονμπριτζ είχε κλειστεί εκεί μέσα με τον Γουίλις και ετοιμα-
ζόταν για το χορό. Σηκώθηκε αμέσως και κάλεσε τη Χασίντα. Ύστερα
πλύθηκε και άρχισε τη λεπτομερή περιποίηση που τόσο απαραίτητη ή-
ταν για την επίσημη βραδιά.
Όταν ολοκλήρωσε τις ετοιμασίες της, παρατήρησε τον εαυτό της
στον καθρέφτη. Τα μαλλιά της ήταν στερεωμένα στην κορυφή του
κεφαλιού της με μια σειρά μαργαριτάρια. Μια άλλη σειρά κοσμούσε
το λαιμό της και δυο ασορτί σκουλαρίκια κρέμονταν από τ’ αυτιά της.
Η λευκή σατέν τουαλέτα με το βαθύ ντεκολτέ ήταν ντουμπλαρισμένη
με αστραφτερό τούλι το οποίο λαμπύριζε σε κάθε κίνησή της. Σατέν
γοβάκια και μακριά γάντια ολοκλήρωναν το σύνολο. Το αποτέλεσμα
την ευχαρίστησε και χαμογέλασε στο είδωλό της στον καθρέφτη. Η Χα-
σίντα χαμογέλασε κι αυτή.
«Είστε πολύ όμορφη. Και πολύ καλή γι’ αυτόν».
Η Σαμπρίνα δεν μπήκε στον κόπο να κάνει πως δεν κατάλαβε. «Ούτε
καν θα με προσέξει».
«Γιατί, είναι πεθαμένος; Δεν το έμαθα».
Η Σαμπρίνα γέλασε αυθόρμητα. «Φυσικά και δεν πέθανε. «Εννοούσα
πως θα έχει άλλα πράγματα στο νου του».
«Όταν σας δει μ’ αυτό το φόρεμα θα τα ξεχάσει όλα».
Αυτά τα λόγια έκαναν την καρδιά της Σαμπρίνα να σκιρτήσει. Ήξερε
πως δε θα έπρεπε να την ενδιαφέρει καθόλου η γνώμη του Φάλκον-
μπριτζ για την εμφάνισή της, όμως την ενδιέφερε και πολύ μάλιστα.
Αυτή η επίγνωση μεγάλωσε τη νευρικότητά της. Είχε περάσει καιρός
από την τελευταία φορά που παρευρέθηκε σε χορό και τότε δεν επρό-
κειτο για μια τόσο μεγαλόπρεπη εκδήλωση όσο η αποψινή. Ούτε είχε
έναν τόσο όμορφο και χαρισματικό συνοδό.
Βαθιά μέσα της ήξερε πως ανυπομονούσε να χορέψει μαζί του.
Θα ήταν η πρώτη φορά. Θα μπορούσε να είναι και η τελευταία. Η
σκέψη έκανε την καρδιά της να σφιχτεί.
Ο Φάλκονμπριτζ είχε από ώρα φύγει για να αφήσει το πεδίο ε-
λεύθερο στη Σαμπρίνα. Εκείνη εκτιμούσε τη διακριτικότητά του και
ήλπιζε πως κι εκείνος θα εκτιμούσε την προσπάθειά της να γίνει ό-
μορφη για χάρη του.
***
Δε χρειάστηκε να περιμένει πολύ για να πάρει την απάντησή της. Ο
Φάλκονμπριτζ επέστρεψε για να δει αν ήταν έτοιμη να τη συνοδεύσει
στο χορό. Έκανε δυο βήματα μέσα στο δωμάτιο και κοκάλωσε, καθώς η
καρδιά του άρχισε να χτυπάει σ’ έναν τρελό ρυθμό. Είχε πιστέψει πως
η ομορφιά της δεν μπορούσε να βελτιωθεί ακόμα περισσότερο, αλλά
τώρα έβλεπε πως είχε άδικο. Το βλέμμα του παρατήρησε αχόρταγα
κάθε λεπτομέρεια της εμφάνισής της και δε βρήκε κανένα ψεγάδι.
«Είσαι πανέμορφη», της είπε.
Οι λέξεις ακούστηκαν στ’ αυτιά του σαν πενιχρό κομπλιμέντο. Ήταν
σίγουρος πως απόψε όλοι οι άντρες θα τον ζήλευαν και η σκέψη αυτή
τον ικανοποίησε αφάνταστα. Επειδή απόψε όλοι έπρεπε να αρκεστούν
να χαρούν τη Σαμπρίνα μόνο με το βλέμμα. Επειδή, τουλάχιστον για
απόψε, ήταν δική του.
Εκείνη χαμογέλασε. «Σ’ ευχαριστώ».
Την πλησίασε, πήρε το χέρι της και το έφερε στα χείλη του. Της χα-
μογέλασε, κι αυτό ζέστανε τα γκρίζα μάτια του και φώτισε το πρόσωπό
του.
«Έτοιμη, αγαπητή μου;»
«Πανέτοιμη».
«Τότε, ας ξεκινήσουμε».
Κρατώντας τη πάντα από το χέρι, την οδήγησε ως την πόρτα. Η Σα-
μπρίνα πήρε βαθιά ανάσα, εν μέρει από την αγωνία της για όσα μπο-
ρεί να επιφύλασσε η βραδιά και εν μέρει επειδή εκείνος ήταν δίπλα
της. Όπως πάντα, το παραμικρό άγγιγμά του ξυπνούσε τις αισθήσεις
της. Ευτυχώς, ο Ρόμπερτ δεν το ήξερε.
«Επ’ ευκαιρία», της είπε καθώς κατέβαιναν τις σκάλες μαζί, «μην α-
φιερώσεις τον πρώτο χορό σε κανέναν άλλον. Σκοπεύω να διεκδικήσω
το προνόμιο του συζύγου».
Η καρδιά της χτύπησε δυνατά, αλλά ο τόνος της φωνής της ήταν
ανέμελος. «Όπως επιθυμείτε, κύριέ μου».
Το βλέμμα του έμεινε μια στιγμή παραπάνω στο ντεκολτέ της. «Μ’
αυτό το φόρεμα βάζεις σε πειρασμό και άγιο».
«Μα εσύ δεν είσαι άγιος».
«Αυτό δεν άργησες να το διαπιστώσεις».
«Το διαπίστωσα την πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε».
Του χαμογέλασε αμετανόητη και ακαταμάχητη και ο Φάλκονμπριτζ
ευχήθηκε να ήταν μόνος μαζί της. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια
έρχονταν αναπάντεχα στο νου του ερωτικές σκέψεις. Δυστυχώς, του-
λάχιστον για εκείνον, είχαν φτάσει στο τέρμα της σκάλας και οι οι-
κοδεσπότες περίμεναν να τους υποδεχτούν.
Οι καλεσμένοι είχαν αρχίσει να μαζεύονται και η Σαμπρίνα είδε αρκε-
τές στολές Γάλλων ανάμεσα στο καλοντυμένο πλήθος. Κοίταξε τον
Φάλκονμπριτζ κι ένιωσε το χέρι του να σφίγγει το δικό της. Ύστερα
προχώρησαν μαζί. Ευτυχώς, οι πρώτοι άνθρωποι τους οποίους συνά-
ντησαν ήταν κάποιοι άλλοι φιλοξενούμενοι ήδη γνωστοί τους. Ο
Γκονθάλεθ και ο δον Φερνάντο Μουνιόθ, μαζί με τον δίδυμο αδερφό
του Κριστόμπαλ. Οι δύο τελευταίοι είχαν μόλις περάσει τα τριάντα,
αλλά διέθεταν ήδη αρκετά στρογγυλές κοιλιές από το υπερβολικό κα-
θισιό στα χαρτοπαικτικά τραπέζια. Το κάτω του μετρίου ύψος τους δε
βοηθούσε να μετριαστεί η άσχημη αυτή εντύπωση, ωστόσο οι τρόποι
τους ήταν φιλικοί και η παρουσία τους ευχάριστη.
Ο δον Φερνάντο έκανε μια κομψή υπόκλιση μπροστά στη Σαμπρίνα
ενώ την κοίταζε με θαυμασμό Εκείνη ανταπέδωσε με έναν ευγενικό
χαιρετισμό και, ενόσω ο Φάλκονμπριτζ μιλούσε με τον δον Κριστό-
μπαλ, η Σαμπρίνα περιεργάστηκε τους συγκεντρωμένους στην αίθου-
σα χορού. Το βλέμμα της έπεσε στη μικρή παρέα των Γάλλων αξιωματι-
κών που είχε προσέξει και προηγουμένως.
«Μερικοί από τους συμπατριώτες σας, κόμισσα», είπε ο δον Φερνάντο.
«Ναι. Ομολογώ πως εκπλήσσομαι που τους βλέπω εδώ».
«Δε θα ήταν καλό να προσβάλουμε την κυβερνώσα ελίτ, όπως πολύ
καλά γνωρίζει ο οικοδεσπότης μας».
«Φαντάζομαι πως όχι».
«Δεν εγκρίνετε την παρουσία τους εδώ;»
Η Σαμπρίνα ανασήκωσε με φυσικότητα τους ώμους της. «Δε με αφορά
ποιους προσκαλεί στο σπίτι του ο οικοδεσπότης. Εξάλλου η πολιτική με
ενδιαφέρει ελάχιστα».
«Φυσικά. Δεν είναι θέμα που θα έπρεπε να απασχολεί μια ωραία κυρία.
Είναι εξαιρετικά βαρετό».
Η Σαμπρίνα προσπάθησε να πάρει μια βαριεστημένη όψη. «Ναι,
ομολογώ πως είναι. Ο Αντόνιο προσπαθεί να μου εξηγεί κάποια πράγ-
ματα, φοβάμαι όμως πως δεν τα καταλαβαίνω».
«Αγαπητή μου κόμισσα, καμιά γυναίκα δεν πρέπει να σκοτίζει το ό-
μορφο κεφαλάκι της με τέτοια ζητήματα».
«Υπάρχουν τόσα άλλα ενδιαφέροντα πράγματα για να κουβεντιάσουμε
άλλωστε. Δε βρίσκετε;»
«Συμφωνώ απολύτως».
Η Σαμπρίνα άδραξε την ευκαιρία. «Θαυμάζω από ώρα την κομψή
τουαλέτα εκείνης της κυρίας. Πραγματικά, πρέπει να μάθω το όνομα
της μοδίστρας της, αν και μπορεί να μη θέλει να μου το αποκαλύψει.
Θα μπορούσατε ίσως να μου τη συστήσετε, δον Φερνάντο;»
Εκείνος φάνηκε πρόθυμος να της κάνει το χατίρι και επίσης να της
συστήσει και άλλους προσκεκλημένους τους οποίους εκείνη δε γνώρι-
ζε. Η Σαμπρίνα έδειξε ζωηρό ενδιαφέρον, έχοντας πετύχει να τον πα-
ραπλανήσει σε ασφαλέστερα πεδία.
Όταν η ορχήστρα ετοιμάστηκε να παίξει, ο Φάλκονμπριτζ βρέθηκε ξα-
νά δίπλα της.
«Νομίζω πως αυτός ο χορός είναι δικός μου», της είπε.
Ανακουφισμένη, η Σαμπρίνα τον άφησε να την οδηγήσει στην πίστα.
Η έκφρασή του φανέρωνε πως κάτι τον διασκέδαζε.
«Συμβαίνει κάτι;» τον ρώτησε.
«Τίποτα που θα πρέπει να προβληματίσει το όμορφο κεφαλάκι σου,
αγαπητή μου κόμισσα», της αποκρίθηκε εκείνος.
Η Σαμπρίνα τον κοίταξε επιτιμητικά, αλλά ο Ρόμπερτ διατήρησε το εύ-
θυμο ύφος του.
«Δεν είναι σωστό να κρυφακούει κανείς τις συζητήσεις των άλλων»,
του είπε αυστηρά εκείνη.
«Αλλά μερικές φορές είναι ακαταμάχητος πειρασμός».
Στάθηκαν ανάμεσα στα ζευγάρια και περίμεναν να ξεκινήσει η μου-
σική. Μετά, ο Φάλκονμπριτζ είχε όλον το χρόνο να παρατηρήσει πως
η ντάμα του χόρευε καλά. Δεν έβλεπε ούτε ίχνος αδεξιότητας στις κι-
νήσεις της και είχε επίγνωση των βλεμμάτων που καρφώνονταν επά-
νω τους. Ήταν αναπόφευκτο, το ήξερε. Οι άντρες πάντα κοιτούσαν
μια γυναίκα σαν τη Σαμπρίνα. Και ενώ από τη μια δυσανασχετούσε
κάπως για το ενδιαφέρον τους, από την άλλη απολάμβανε τη ζήλια
τους.
«Πού έμαθες να χορεύεις έτσι;» τη ρώτησε. «Θα πρέπει να είχες καλό
δάσκαλο».
«Τον καλύτερο. Ο λοχαγός Χάρκορτ ήταν πολύ επίμονος».
Ο Ρόμπερτ συνοφρυώθηκε. Ένιωσε μέσα του κάτι σαν ζήλια και απο-
φάσισε να μάθει περισσότερα για τον περίφημο λοχαγό στον οποίο
αναφερόταν συνέχεια η Σαμπρίνα. Όμως η επόμενη φιγούρα τούς α-
πομάκρυνε για μερικά βήματα. Όταν ξαναβρέθηκαν μαζί, την κοίταξε
με μια διαπεραστική ματιά.
«Πάλι ο λοχαγός Χάρκορτ; Αναρωτιέμαι τι δουλειά είχε αυτός να σε
μάθει να χορεύεις».
Τα πράσινα μάτια της πήραν μια έκφραση απόλυτης αθωότητας.
«Μα του το ζήτησε η σύζυγός του».
Ο Φάλκονμπριτζ συγκράτησε ένα γέλιο, καταλαβαίνοντας πως είχε
πέσει στην παγίδα της. Για δεύτερη φορά εκείνο το βράδυ ευχήθηκε
να ήταν μόνοι τους. Θα τον ευχαριστούσε πάρα πολύ να της ανταπο-
δώσει ένα ανάλογο πείραγμα και για μια στιγμή απόλαυσε αυτή τη σκέ-
ψη.
«Τα συγχαρητήριά μου στην κυρία Χάρκορτ», είπε.
«Είμαι σίγουρη ότι θα την ευχαριστούσε η έγκρισή σου».
Για μια στιγμή κοιτάχτηκαν στα μάτια και χαμογέλασαν αυθόρμητα κι
οι δύο. Η επόμενη φιγούρα τούς χώρισε ξανά και ο Φάλκονμπριτζ την
περίμενε και πάλι.
«Η σχέση σου με τους Χάρκορτ φαίνεται πως ήταν ιδιαίτερα επιμορ-
φωτική».
«Σίγουρα», απάντησε κοφτά η Σαμπρίνα. Επειδή δε θα μπορούσε ποτέ
να του εξηγήσει το λόγο.
«Λυπάμαι που δεν τους έχω γνωρίσει».
«Νομίζω πως θα σου άρεσαν. Ο πατέρας μου πάντως τους συμπαθού-
σε πολύ».
Για μια στιγμή μια σκιά πέρασε από το πρόσωπό της. Ίσως ήταν η α-
ναφορά στον πατέρα της και η θύμηση της δύσκολης θέσης του. Ο
Φάλκονμπριτζ έσφιξε το χέρι της απαλά.
«Μην ανησυχείς. Θα φροντίσουμε να γυρίσει ο πατέρας σου».
Η έκφρασή του ήταν τόσο ειλικρινής ώστε η Σαμπρίνα ένιωσε τη συ-
γκίνηση να την πνίγει. Κάποτε δεν μπορούσε να σκεφτεί αυτό τον ά-
ντρα ικανό για ευγένεια ή ζεστασιά, τώρα όμως ήξερε πως ο Φάλκον-
μπριτζ διέθετε και τα δύο.
Όταν ο χορός τελείωσε, οι δυο τους απομακρύνθηκαν από την πίστα
και μια στιγμή αργότερα ήρθε κοντά τους η Έλενα.
«Κοντέσα, υπάρχει κάποιος τον οποίο θα ήθελα να σας συστήσω». Η
Σαμπρίνα πίεσε τον εαυτό της να χαμογελάσει. «Φυσικά».
Εκείνη ήθελε να μείνει κοντά στον Φάλκονμπριτζ, αλλά αυτό ήταν
αδύνατον. Οι καλοί τρόπο απαιτούσαν να πάει με την Έλενα. Ο ταγμα-
τάρχης της χαμογέλασε.
«Θα σε δω αργότερα, αγαπητή μου».
Η Έλενα την οδήγησε σε μια παρέα και η κόμισα Ντε Ορδόνιεθ υ Κα-
σάλ πλησίασε τη συντροφιά χαμογελώντας με ζεστασιά. Η συζήτηση
περιστράφηκε γύρω από γενικά θέματα τα οποία η Σαμπρίνα παρακο-
λουθούσε δείχνοντας ενδιαφέρον. Στην απέναντι πλευρά της αίθου-
σας, είδε το σύντροφό της να συζητάει με μια μικρή παρέα ευγενών.
Οι κυρίες φαίνονταν να κρέμονται από τα χείλη του και ο θαυμασμός
ήταν φανερός στα μάτια τους.
«Κοντέσα, τι ευχάριστο να σας ξαναβλέπω».
Η Σαμπρίνα γύρισε τρομαγμένη και ένιωσε το στομάχι της να ανα-
κατεύεται αντικρίζοντας τον συνταγματάρχη Μασάρ, επιβλητικό με
την επίσημη στολή του. Το αρπακτικό βλέμμα του τη σάρωσε με
θαυμασμό. Ύστερα υποκλίθηκε.
«Μπορώ να σας πω ότι φαίνεστε ακόμα ωραιότερη απόψε;»
Η Σαμπρίνα συνήλθε γρήγορα κι έκανε μια ευγενική υπόκλιση. «Είστε
πολύ ευγενικός, κύριε».
«Θα ήθελα την τιμή του επόμενου χορού».
Ήταν το τελευταίο πράγμα που επιθυμούσε εκείνη. Δυστυχώς όμως
δεν είχε άλλη επιλογή από το να συναινέσει όσο πιο ευγενικά μπο-
ρούσε. Ο Μασάρ την οδήγησε στην πίστα κοντά στα άλλα ζευγάρια.
Χόρευε με άνεση, αλλά το γεμάτο λαγνεία βλέμμα του την έβαζε σε επι-
φυλακή.
Όταν ο χορός τελείωσε ήλπισε να του ξεφύγει, αλλά δεν ήταν τόσο
εύκολο να απαλλαγεί από τον καβαλιέρο της.
«Ελάτε, μη μου στερείτε τόσο νωρίς τη συντροφιά σας. Δεν έχω συχνά
την ευκαιρία να μιλώ σε μια Γαλλίδα και μάλιστα σε μια τόσο όμορφη
Γαλλίδα».
«Με κολακεύετε, συνταγματάρχη Μασάρ», του αποκρίθηκε η Σαμπρί-
να χαμογελώντας με το ζόρι.
«Ωστόσο οι γονείς μου έφυγαν από τη Γαλλία όταν ήμουν πολύ μι-
κρή. Δυστυχώς δεν τη θυμάμαι καθόλου».
«Είναι κρίμα».
«Αυτό πίστευα κι εγώ πάντα».
«Και από πού κατάγονταν;»
«Από το Λανγκεντόκ».
«Το ίδιο κι εγώ. Μπορώ να ρωτήσω το πατρικό σας όνομα;»
«Ντε Κουρσύ».
«Γνωρίζω την οικογένειά σας. Είναι παλιά και αξιοσέβαστη. Δεν
ξέρω κανέναν προσωπικά, βεβαίως».
Το θαυμαστικό βλέμμα του έγινε ακόμα πιο έντονο κι η Σαμπρίνα α-
ντέστρεψε τη συζήτηση.
«Μου έχουν πει ότι η περιοχή του Λανγκεντόκ είναι πολύ όμορφη».
«Πράγματι. Δεν υπάρχει άλλο μέρος σαν κι αυτό». Ο Μασάρ κοίταξε
στην παρέα όπου βρισκόταν ο Φάλκονμπριτζ. «Θα πρέπει να πείσετε
τον σύζυγό σας να σας πάει εκεί».
«Ο σύζυγός μου ταξιδεύει σπάνια, προτιμά την ήσυχη ζωή στα κτήμα-
τά μας».
«Τι κρίμα να ζείτε τόσο απομονωμένη».
«Κάθε άλλο. Ούτε και σ’ εμένα αρέσει η ζωή της πόλης, συνταγματάρ-
χη».
«Μια τόσο όμορφη κυρία δε θα έπρεπε να ζει κρυμμένη στην εξο-
χή. Δεν είναι γενναιόδωρο εκ μέρους του συζύγου σας να στερεί εμάς
τους υπόλοιπους από τη συντροφιά σας». Σώπασε κι έριξε άλλο ένα
βλέμμα προς τον Φάλκονμπριτζ. «Δεν τον αδικώ βέβαια που θέλει να
σας κρατήσει μόνο για τον εαυτό του».
«Δεν παραπονιέμαι».
«Όχι, το παράπονο είναι δικό μου».
Το βλέμμα του χαμήλωσε στο ντεκολτέ του φορέματός της. Νιώ-
θοντας όλο και πιο άβολα, η Σαμπρίνα ήθελε όσο τίποτε άλλο να ξε-
φύγει, όμως φαινόταν ότι ο Μασάρ δεν ήταν ακόμα διατεθειμένος να
την αφήσει ήσυχη.
«Ξέρετε, όταν συναντηθήκαμε στο δρόμο είχα την παράξενη αίσθηση
ότι κάπου έχω συναντήσει τον σύζυγό σας».
Το στομάχι της Σαμπρίνα σφίχτηκε και χρειάστηκε να επιστρατεύ-
σει και την τελευταία ικμάδα αυτοελέγχου της για να τον κοιτάξει στα
μάτια. «Αλήθεια;»
«Ναι. Σπανίως ξεχνώ ένα πρόσωπο».
«Ίσως ήταν κάποιος που έμοιαζε με τον σύζυγό μου».
«Ίσως, αλλά αυτή τη στιγμή μού διαφεύγει ποιος ήταν». Χαμογέλασε.
«Πάντως ξέρω ότι εσάς σας συνάντησα μόνο εκείνη τη φορά, κοντέσα.
Δε θα μπορούσα να το ξεχάσω αυτό».
«Ούτε κι εγώ», του απάντησε η Σαμπρίνα –κι έλεγε αλήθεια.
«Θα ήθελα να σας γνωρίσω καλύτερα», είπε ο Μασάρ. «Θα μείνετε και-
ρό στο Αρανχουέθ;»
Η Σαμπρίνα ένιωσε ν’ ανατριχιάζει κάτω από το αδιάκριτο βλέμμα
του. «Όχι, κύριε. Στο σύζυγό μου δεν αρέσει να λείπει καιρό από το
σπίτι μας».
«Τότε θα πρέπει να επωφεληθώ από το χρόνο που μας απομέ-
νει». Υποκλίθηκε. «Ελπίζω να ξαναχορέψω αργότερα μαζί σας, κοντέ-
σα».
Πήρε το χέρι της και το έφερε στα χείλη του. Η Σαμπρίνα χάρηκε
που φορούσε γάντια, όμως δεν άφησε την απέχθειά της να φανεί. Αυ-
τός ο άντρας ήταν ένα αρπακτικό και θα μυριζόταν αμέσως το φόβο
της. Κι εκείνη το μόνο που ήθελε ήταν να απαλλαγεί από την παρουσία
του.
Από την απέναντι πλευρά της αίθουσας, ο Φάλκονμπριτζ τους
παρακολουθούσε. Γύρισε κα ψιθύρισε κάτι στην Έλενα. Η οικοδέσποι-
να χαμογέλασε και έφυγε από κοντά του, προχωρώντας με άνεση ανά-
μεσα στους καλεσμένους της και μοιράζοντας πότε ένα χαμόγελο εδώ
και πότε μερικές λέξεις εκεί. Ώσπου έφτασε μπροστά στη Σαμπρίνα.
«Συγχωρέστε με, κοντέσα, υπάρχει όμως κάποιος που επιθυμεί ιδιαί-
τερα να σας γνωρίσει».
Η Σαμπρίνα την κοίταξε με αληθινή ευγνωμοσύνη. «Φυσικά. Παρα-
καλώ να μας συγχωρήσετε συνταγματάρχη».
Εκείνος υποκλίθηκε ξανά. Η Σαμπρίνα απομακρύνθηκε νιώθοντας το
βλέμμα του καρφωμένο στην πλάτη της. Η Έλενα την κοίταξε συνωμοτι-
κά.
«Δυο λεπτά μαζί του είναι ήδη πάρα πολλά, συμφωνείτε;»
«Ναι. Με σώσατε εγκαίρως».
Κοίταξε αυθόρμητα πάνω από τον ώμο της και είδε τον Φάλκον-
μπριτζ να βρίσκεται πάντα με την ίδια συντροφιά και να ακούει με
ενδιαφέρον όσα του έλεγαν. Όμως έδειξε να διαισθάνεται το βλέμμα
της και στράφηκε προς το μέρος της για μια στιγμή χαμογελώντας.
Αυτό το φευγαλέο χαμόγελο την τύλιξε σαν ζεστός προστατευτικός
μανδύας.
«Ο Μασάρ σίγουρα δεν έχει την καλύτερη φήμη», σχολίασε η Έλενα.
«Μπορώ να το πιστέψω».
«Και όχι μόνο με τις γυναίκες». Η Έλενα χαμήλωσε τη φωνή της.
«Διαδίδονται κάποια πράγματα για τη συμπεριφορά του ως αξιωμα-
τικού τα οποία δεν είναι και πολύ ευχάριστα. Φυσικά, θα μπορού-
σαν να είναι υπερβολές».
Για κάποιο λόγο η Σαμπρίνα αμφέβαλλε γι αυτό, αλλά κράτησε αυτή
τη γνώμη της για τον εαυτό της.
Λίγα λεπτά αργότερα, η Έλενα τη σύστησε σε μια διαφορετική παρέα
καλεσμένων. Ρίχνοντας μια ματιά προς τον Γάλλο αξιωματικό η Σα-
μπρίνα είδε ότι ο Μασάρ τώρα συζητούσε μ’ έναν κοντό, αδύνατο,
μεσήλικα άντρα. Το ρυτιδωμένο μακρύ πρόσωπό του με τα μικρά
μάτια της θύμισε αόριστα τρωκτικό. Οι δυο άντρες την κοίταξαν και η
καρδιά της γέμισε ξαφνικά με φόβο. Στράφηκε αλλού, προσπαθώντας
να καθησυχάσει τον εαυτό της.
Ο δον Κριστόμπαλ στεκόταν κοντά της, κι έτσι τον ρώτησε αν γνώ-
ριζε τον άντρα με τον οποίο μιλούσε ο Μασάρ.
«Είναι ο Ζαν Λαρός», της αποκρίθηκε. «Δουλεύει στη γαλλική αντικατα-
σκοπεία». Ο κόμπος στο στομάχι της μεγάλωσε. «Και τι νομίζετε πως
γυρεύει εδώ πέρα;»
«Έχει τα μάτια και τα αυτιά του ανοιχτά για πληροφορίες, φαντάζο-
μαι. Παρευρίσκεται σε όλες τις σημαντικές κοινωνικές εκδηλώσεις».
Η Σαμπρίνα κατάφερε να χαμογελάσει. Αν ήταν έτσι, τότε η παρουσία
του εκεί δεν ήταν απαραίτητα ανησυχητική. Και πάλι όμως ο συνδυα-
σμός του Λαρός και του Μασάρ της προκαλούσε ταραχή.
Μετά από αρκετούς χορούς με καβαλιέρους που τη ζήτησαν, η Σα-
μπρίνα πήγε να αναζητήσει τον μπουφέ των αναψυκτικών. Η αίθουσα
ήταν πολύ ζεστή παρά το γεγονός ότι οι μπαλκονόπορτες ήταν όλες
ανοιχτές. Θα της άρεσε πολύ να πιει ένα ποντς.
«Λαμπερή εκδήλωση, δε νομίζεις;»
Η καρδιά της αναπήδησε και γυρίζοντας είδε δίπλα της τον Φάλ-
κονμπριτζ. «Ναι, νομίζω πως απόψε βρίσκεται εδώ η αφρόκρεμα της
κοινωνίας».
Την πήρε αγκαζέ και την τράβηξε ελαφρώς παράμερα. «Πρόσεξα ότι
νωρίτερα μιλούσες με τον Μασάρ».
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Ναι. Και χάρηκα όταν η Έλενα μ’
έσωσε από κείνον».
«Το φαντάστηκα πως θα χαιρόσουν».
«Δε μου αρέσει καθόλου».
«Πράγματι, είναι πολύ δυσάρεστος τύπος».
«Μου είπε πως είναι σίγουρος ότι σε έχει συναντήσει στο παρελθόν».
«Κατάρα», μουρμούρισε ο Ρόμπερτ. «Δεν είναι ανόητος. Στο τέλος θα
θυμηθεί πού». Η Σαμπρίνα χλόμιασε. «Και τι κάνουμε τώρα;»
«Φερόμαστε σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Πρέπει να βγάλουμε
πέρα τη βραδιά χωρίς να τραβήξουμε την προσοχή». Ο ταγματάρχης
έσφιξε ελαφρά το μπράτσο της. «Αύριο φεύγουμε».
«Το ελπίζω. Μήπως ανέφερε ο δον Πέδρο κάποιον Ζαν Λαρός;»
«Ναι. Μου τον έδειξε νωρίτερα».
«Νομίζεις πως η παρουσία του Λαρός εδώ σημαίνει κάτι;»
«Όχι. Απ’ όσο ξέρω, του αρέσει να παρευρίσκεται σε τέτοιου είδους
κοινωνικές εκδηλώσεις». Όταν είδε την αγωνία στην έκφρασή της χα-
μογέλασε καθησυχαστικά. «Αφού είμαστε εδώ και θα πρέπει να παρα-
μείνουμε λίγο ακόμα, θα μου χαρίσεις άλλον ένα χορό;»
«Φυσικά».
Γύρισαν στην πίστα και η Σαμπρίνα ξέχασε για λίγο τον Μασάρ
και τους υπόλοιπους προσκεκλημένους. Όλη η προσοχή της ήταν
στραμμένη στον παρτενέρ της. Στο χέρι του που την κρατούσε, στο
χαμόγελό του, στη ζεστασιά του βλέμματός του. Όλα τα υπόλοιπα
φαίνονταν ασήμαντα και εκείνη αφέθηκε να χαρεί τη μουσική και την
παρουσία του.
Όταν τελείωσε ο χορός, ο Φάλκονμπριτζ της πρότεινε να βγουν έξω
για λίγο καθαρό αέρα. Έβαλε απαλά το χέρι του κάτω από τον αγκώ-
να της και την οδήγησε στη βεράντα. Μετά τη βαριά ατμόσφαιρα
της αίθουσας του χορού, ο νυχτερινός αέρας ήταν ευχάριστα γλυκός και
μοσχοβολούσε γιασεμί. Στον ουρανό το φεγγάρι ταξίδευε ανάμεσα σε
εκατομμύρια λαμπερά αστέρια και χρωμάτιζε τις κορφές των δέντρων
με ασημένιες πινελιές. Η Σαμπρίνα κοίταξε τριγύρω σιωπηλή.
«Τι σκέφτεσαι;»
«Το μέλλον μας. Το τι μπορεί να συμβεί».
«Φοβάσαι;»
«Ναι, λίγο». Όχι όμως για το λόγο που νόμιζε εκείνος.
«Μη φοβάσαι. Όλα θα πάνε καλά».
«Αλήθεια;»
Κάτι στον τόνο της τον συγκίνησε και της χαμογέλασε τρυφερά.
«Φυσικά. Θα κάνω ό, τι περνάει από το χέρι μου».
Έφερε το χέρι της στα χείλη του και το φιλί του ήταν σαν να έβαλε
φωτιά στην επιδερμίδα της. Η Σαμπρίνα δεν έκανε καμία προσπάθεια
να το τραβήξει, επειδή ένιωσε πως το χέρι της ανήκε εκεί. Με την καρ-
διά της να χτυπάει δυνατά, τον κοίταξε προσπαθώντας να διαβάσει
την έκφρασή του. Ξαφνικά ένιωσε την έντασή του, όταν τα δάχτυλά του
έσφιξαν απότομα τα δικά της.
«Μην κοιτάξεις πίσω», της μουρμούρισε. «Συνέχισε να κοιτάζεις εμέ-
να».
«Τι είναι;»
«Ο Μασάρ στέκεται και μας παρακολουθεί».
«Γιατί το κάνει αυτό;»
«Ίσως ήλπιζε να σε πετύχει μόνη». Ο Φάλκονμπριτζ χαμογέλασε.
«Νομίζω πως θα πρέπει να του δείξουμε πόσο μάταιες είναι οι ελπίδες
του».
«Με ποιο τρόπο;»
Άφησε το χέρι της για να τυλίξει το μπράτσο του γύρω από τη μέση
της και να τη σφίξει επάνω του. Τα χείλη του άγγιξαν τα δικά της, διστα-
κτικά στην αρχή, ύστερα με περισσότερη σιγουριά. Μια υγρή ζεστασιά
κύλησε μέσα της και η Σαμπρίνα έγειρε ζαλισμένη επάνω του, μισα-
νοίγοντας τα χείλη της κάτω απ’ τα δικά του. Το φιλί του έγινε βα-
θύτερο, πιο ερωτικό, πυρπολώντας τις αισθήσεις της και ζητώντας την
ανταπόκρισή της. Η Σαμπρίνα δε χρειαζόταν πια να υποκρίνεται, δεν
την ένοιαζε ποιος τους παρακολουθούσε. Το μόνο που είχε σημασία
εκείνη τη στιγμή ήταν οι δυο τους κάτω από το φως του φεγγαριού.
Το φιλί του ήταν αργό. Κάθε κύτταρο του κορμιού του την ποθούσε
και ο Ρόμπερτ δε βιαζόταν να τελειώσει. Τώρα πια ο Μασάρ δεν έπαιζε
κανένα ρόλο, τη φιλούσε επειδή το ήθελε, επειδή αυτό ήταν που ήθε-
λε να κάνει από την πρώτη στιγμή που την αντίκρισε. Η καρδιά βροντο-
χτυπούσε μέσα στο στήθος του όταν απομακρύνθηκε λίγο για να
κοιτάξει το πρόσωπό της προσπαθώντας να διαβάσει την έκφρασή
της.
«Σου ζητώ συγνώμη», της είπε. «Ομολογώ πως παρασύρθηκα, αλ-
λά δεν περίμενα πως θα το απολάμβανα τόσο πολύ».
Η Σαμπρίνα πληγώθηκε αλλά το έκρυψε μ’ ένα χαμόγελο. Άρα ήταν
μια παράσταση και τίποτε άλλο. Αυτή η σκέψη τη συνέφερε. Της θύμι-
σε πως την είχε προειδοποιήσει για όλα αυτά –τρυφερές ματιές, ένα φι-
λί...
Μ’ έναν κόμπο στο λαιμό της, στράφηκε προς την ανοιχτή μπαλκονό-
πορτα. Ο Μασάρ είχε φύγει.
«Ο φίλος μας πήρε το μήνυμα», του είπε. «Πρέπει να δώσαμε μια πολύ
πειστική παράσταση».
Ο Φάλκονμπριτζ την κοίταξε προσεκτικά. Δεν ήταν παράσταση και το
ήξεραν κι οι δυο τους. Δεν είχε φανταστεί τη φλόγα που ένιωσε να
φουντώνει ανάμεσά τους. Κι αυτός ακριβώς ήταν τώρα ο κίνδυνος,
ένας κίνδυνος τον οποίο προφανώς η Σαμπρίνα προσπαθούσε δι-
καίως να αποφύγει. Αντιστάθηκε στον πειρασμό να την ξαναπάρει
στην αγκαλιά του και κούνησε το κεφάλι του καταφατικά.
«Έχεις δίκιο, αγαπητή μου». Άπλωσε το χέρι του. «Νομίζω πως τώρα
πρέπει να επιστρέψουμε στο χορό».
«Ναι».
Έπλεξε τα δάχτυλά της με τα δικά του και τον άφησε να την οδη-
γήσει πίσω στην αίθουσα του χορού. Τα χείλη της έκαιγαν ακόμα απ’
το φιλί του, το σώμα της θυμόταν την εξαίσια αίσθηση της αγκαλιάς
του. Έπρεπε με κάθε κόστος να αφήσει πίσω της το περιστατικό, να
το ξεχάσει. Όσο δύσκολο κι αν θα ήταν.
Ο Ρόμπερτ χόρεψε πάλι μαζί της κι ύστερα την παραχώρησε σ’ έναν
άλλο καβαλιέρο. Τα βήματά της τώρα ήταν μηχανικά, όπως και το χα-
μόγελο στο πρόσωπό της. Έψαξε με το βλέμμα της τον Μασάρ και δεν
τον είδε πουθενά. Κάτι ήταν κι αυτό.
***
Τον ξαναείδε μόνο όταν οι προσκεκλημένοι κάθισαν για το δεί-
πνο. Βρισκόταν στην απέναντι πλευρά της τραπεζαρίας και η Σαμπρί-
να τον είδε να της χαμογελά χωρίς να κινηθεί προς το μέρος της. Αυτό
την ανακούφισε.
«Μου επιτρέπεις;»
Μια ψηλή φιγούρα κάλυψε το οπτικό πεδίο της και, υψώνοντας
το βλέμμα της, η Σαμπρίνα αντίκρισε το πρόσωπο του Φάλκονμπριτζ.
Η καρδιά σκίρτησε μέσα στο στήθος της.
«Φυσικά».
Κάθισε δίπλα της κι αυτό της φάνηκε πολύ φυσικό. Δε θα μπορούσε
να φανταστεί κανέναν άλλον άντρα στη θέση του. Θύμισε για άλλη μια
φορά στον εαυτό της πως έδιναν απλώς μία παράσταση απατηλή, όσο
σαγηνευτική κι αν ήταν.
Στη διάρκεια του δείπνου, η συζήτηση κύλησε ανάλαφρα και η Σα-
μπρίνα αρκέστηκε να ακούει τους άλλους να μιλούν. Άλλη μια φορά
διαπίστωσε τον αντίκτυπο που είχε ο όμορφος κόμης Αντόνιο στις
κυρίες, οι οποίες γελούσαν και φλέρταραν διεκδικώντας την προσοχή
του. Μια δυο φορές αντιλήφθηκε ζηλόφθονα βλέμματα να καρφώνο-
νται πάνω της και, μολονότι εξωτερικά τα αγνοούσε, βαθιά μέσα της
το απολάμβανε. Όλες οι αισθήσεις της βρίσκονταν συντονισμένες με
την παρουσία του ταγματάρχη δίπλα της, στον τρόπο που γελούσε ή
κρατούσε το πιρούνι του ή έπινε το κρασί του. Φαινόταν απολύτως άνε-
τος, εξοικειωμένος με τους τρόπους της υψηλής κοινωνίας.
«Μπορώ να σου σερβίρω λίγο κρασί ακόμα;»
Η Σαμπρίνα συνειδητοποίησε ότι τώρα μιλούσε σ’ εκείνη. «Ω, ναι, ευ-
χαριστώ».
Ο Φάλκονμπριτζ γέμισε το ποτήρι της. «Το κοτόπουλο είναι εξαιρετι-
κό. Το δοκίμασες;»
«Ε... όχι».
«Επίτρεψέ μου να σου φέρω λίγο».
Πήγε ως τον μπουφέ και επέστρεψε με ένα ακόμα πιάτο.
Η Σαμπρίνα δοκίμασε λίγο απ’ το κοτόπουλο και έγνεψε καταφατι-
κά. «Έχεις δίκιο. Είναι πολύ νόστιμο».
Της χαμογέλασε. «Πολύ καλύτερο από τα γεύματα που σου σέρβιραν
τελευταία».
«Αυτό δεν έχει καμία σχέση».
«Το ξέρω».
«Εννοούσα πως συγκρίνεις δύο ανόμοια πράγματα και γι’ αυτό η κριτι-
κή ίσως είναι λίγο άδικη».
«Ίσως». Έγειρε πίσω στην καρέκλα του και την παρατήρησε με προ-
σοχή. «Σαν να συγκρίνουμε ένα φτηνό κρασί με μια σαμπάνια».
«Ναι, κάτι τέτοιο». Ήπιε αμήχανη μια γουλιά κρασί. «Φυσικά, ένας
γευσιγνώστης δε θα έκανε ποτέ τέτοιο λάθος».
Στα χείλη του φάνηκε ένα χαμόγελο. «Πράγματι. Όπως ένας άντρας
δε θα μπέρδευε ποτέ την ασχήμια με την ομορφιά».
«Θεωρείς ότι είσαι ένας απ’ αυτούς;»
«Δεν ήμουν, μέχρι πρόσφατα». Άφησε το βλέμμα του να ταξιδέψει
από το πρόσωπο στο λαιμό της κι από εκεί στο ντεκολτέ της, όπου και
έμεινε χωρίς σεμνοτυφία. «Τώρα η κατάσταση έχει αλλάξει αρκετά».
Η Σαμπρίνα κοκκίνισε. Γοητευτικά. «Τώρα γίνεσαι σκόπιμα προκλητι-
κός». Ο Ρόμπερτ της χαμογέλασε. «Ακριβώς. Έχει αποτέλεσμα;»
Του απάντησε μ’ ένα εύγλωττο βλέμμα κι ύστερα γέλασε απρόθυμα.
«Ξέρεις πολύ καλά ότι έχει».
«Θαυμάσια. Σε αντίθετη περίπτωση θα απογοητευόμουν».
Τα λόγια του της θύμισαν πως το διακριτικό φλερτ τους ήταν μέρος
μιας θεατρικής παράστασης και ο Φάλκονμπριτζ απλώς διασκέδαζε.
Στον κόσμο του αυτά τα πράγματα ήταν συνηθισμένα και δε σήμαιναν
τίποτα ουσιαστικό.
«Δε θα ήθελα να σ’ απογοητεύσω. Σε τίποτα».
Εκείνος γέλασε απολαμβάνοντας τη συζήτησή τους. «Θα με ευχαρι-
στήσεις στα πάντα;»
«Ασφαλώς όχι, γιατί τότε θα σε κακομάθαινα».
«Μαζί σου ποτέ δε θα γινόμουν τόσο ανόητος».
«Παραδέχομαι ότι δε θεωρώ την ανοησία ένα από τα γνωρίσματα του
χαρακτήρα σου».
«Χαίρομαι που το ακούω. Και ποια θεωρείς γνωρίσματα του χαρακτή-
ρα μου;»
Η Σαμπρίνα τον κοίταξε με σοβαρό ύφος. «Αφοσίωση στο καθήκον,
σημασία στη λεπτομέρεια επιμέλεια, σκληρότητα όταν είναι απαραίτη-
τη. Και μια μικρή δόση αλαζονείας».
Η έκφρασή του δεν άλλαξε, αν και για μια σύντομη στιγμή τα μάτια
του σκοτείνιασαν. «Είσαι ειλικρινής, βλέπω».
«Λέω αυτό που σκέφτομαι».
Ο Ρόμπερτ θυμήθηκε την πρώτη τους συνάντηση και κατάλαβε γιατί
η Σαμπρίνα τον θεωρούσε σκληρό και αλαζονικό. Και πάλι, όμως, τα
λόγια της τον είχαν πειράξει λίγο.
«Δεν έχω εξιλεωθεί καθόλου;» τη ρώτησε.
«Δεν υπάρχει λόγος εξιλέωσης».
Το χαμόγελό της επιβεβαίωνε πως έκανε χιούμορ. Χωρίς ο Φάλκον-
μπριτζ να ξέρει πώς ακριβώς είχε συμβεί, ξαφνικά η γνώμη της είχε πο-
λύ μεγάλη σημασία γι’ αυτόν.
***
Όταν το δείπνο τελείωσε, ο Φάλκονμπριτζ σηκώθηκε, πήρε το χέρι
της και οδήγησε τη Σαμπρίνα έξω από την τραπεζαρία. Το κράτημα του
χεριού του ήταν απαλό, αλλά έτσι κι αλλιώς εκείνη δε θα του αντιστε-
κόταν. Ξαφνικά, σταμάτησε και τη γύρισε προς το μέρος του για να τον
κοιτάξει.
«Χόρεψε μαζί μου».
«Είναι διαταγή αυτό;»
Τα γκρίζα μάτια του έλαμψαν. «Και βέβαια είναι, αφού είμαι σύζυ-
γός σας, κόμισσα, και έχετε ορκιστεί να με υπακούτε».
Το πιγούνι της υψώθηκε περήφανα και άλλη μια φορά ο Φάλκον-
μπριτζ είχε την ευχαρίστηση να δει το κοκκίνισμα να απλώνεται από το
λαιμό ως τα μάγουλά της. Επίσης, είδε πως η Σαμπρίνα ήταν έτοιμη
να του αντιγυρίσει μια πληρωμένη απάντηση και την περίμενε. Αντί γι’
αυτό, εκείνη χαμογέλασε γλυκά.
«Πώς μπορώ να αρνηθώ μια τόσο γοητευτική πρόσκληση;» Η ευχαρί-
στησή του μεγάλωσε. Εκείνη το είδε και χαμήλωσε τον τόνο της φωνής
της. «Έχεις ιδέα πόσο φρικτός γίνεσαι ώρες ώρες;»
«Φυσικά, μου το έχεις ξαναπεί. Αλαζονικός και σκληρός, νομίζω πως
είπες».
«Ναι. Κάτι που τώρα έρχεσαι να επιβεβαιώσεις».
«Νομίζω ότι σε είχα προειδοποιήσει ότι δε θα ανεχόμουν τη παραμι-
κρή ανυπακοή».
«Δε θα τολμούσα ούτε να σκεφτώ να σε παρακούσω, κύριέ μου».
«Ψεύτρα! Το σκέφτεσαι αυτή τη στιγμή, αλλά να είσαι σίγουρη ότι δε
θα το ανεχτώ».
Ο τόνος του ήταν ενοχλητικά διφορούμενος, όπως και το βλέμμα
στα μάτια του, και ξαφνικά η Σαμπρίνα ένιωσε σαν να πέφτει από-
τομα σε βαθιά νερά. Θα έπρεπε να νιώσει φόβο, αλλά το αίσθημα
που την κυρίεψε έμοιαζε περισσότερο με ενθουσιασμό. Ανήμπορη να
βρει μια αντίστοιχη απάντηση, προσπάθησε να συγκεντρώσει την
προσοχή της στο χορό. Πράγμα καθόλου εύκολο, αφού αυτό την κρα-
τούσε προσηλωμένη σ’ εκείνον.
Ο Ρόμπερτ την κράτησε κοντά του για έναν ακόμα χορό κι ύστερα την
απομάκρυνε από την πίστα. Κυκλοφόρησαν λίγο ανάμεσα στους άλ-
λους καλεσμένους. Εκείνη έριξε τριγύρω μια κρυφή ματιά μήπως ε-
ντοπίσει τον Μασάρ, αλλά δεν τον είδε πουθενά. Και ευχαρίστησε την
τύχη της γι’ αυτό.
***
Όσο προχωρούσε η ώρα, οι καλεσμένοι άρχισαν να αραιώνουν
καθώς οι άμαξες έφταναν στην εξώπορτα η μία μετά την άλλη. Ο
Φάλκονμπριτζ και η Σαμπρίνα καληνύχτισαν τους οικοδεσπότες και
κατευθύνθηκαν στα δωμάτιά τους.
«Φαίνεσαι κουρασμένη», της είπε.
«Ομολογώ πως είμαι λίγο».
«Υπάρχει χρόνος για μερικές ώρες ύπνο πριν φύγουμε».
Η Σαμπρίνα κοίταξε το μεγάλο ρολόι που βρισκόταν στο χολ. Η ώρα
είχε φτάσει δύο και μισή μετά τα μεσάνυχτα.
«Θα φύγουμε το πρωί;»
«Ναι».
«Είναι πραγματικά απαραίτητο;»
«Έτσι πιστεύω».
Ο Ρόμπερτ την έπιασε ελαφρά από τον αγκώνα και ανέβηκαν τις
σκάλες ως το δωμάτιό τους. Το οποίο ήταν άδειο.
«Είπα στη Χασίντα να μην ξενυχτήσει περιμένοντάς με», του εξήγησε η
Σαμπρίνα.
Εκείνος έκλεισε πίσω του την πόρτα γνέφοντας καταφατικά. «Μπορώ
να εκτελέσω και καθήκοντα καμαριέρας, αν χρειαστεί».
«Τα καταφέρνω και μόνη μου».
«Όπως προτιμάς».
Η Σαμπρίνα πήγε ως την άλλη άκρη του δωματίου και άρχισε να
γδύνεται. Όπως ήταν φυσικό, ο Ρόμπερτ τελείωσε πολύ πιο γρήγορα
και ξάπλωσε στον καναπέ. Έμεινε έτσι για λίγο, παρακολουθώντας
τις δικές της ετοιμασίες πριν πλαγιάσει.
Νιώθοντας το βλέμμα του επάνω της, η Σαμπρίνα βιάστηκε να βγάλει
το φόρεμά της και να μείνει με το μεσοφόρι της. Στη συνέχεια, αφού
αφαίρεσε τα κοσμήματά της, κάθισε μπροστά στον καθρέφτη της
τουαλέτας και βούρτσισε τα μαλλιά της με ζωηρές κινήσεις. Τέλος, φύ-
σηξε το κερί και, αφού καληνύχτισε τον συγκάτοικό της, γλίστρησε κά-
τω από τα σκεπάσματα του κρεβατιού.
Μέσα σε λίγα λεπτά είχε αποκοιμηθεί.
Ο συγκάτοικός της έμεινε ξάγρυπνος πολύ περισσότερο αναλογιζό-
μενος τα γεγονότα της βραδιάς. Η έλξη που ένιωθε για τη Σαμπρίνα θα
ήταν εύκολο να ξεφύγει από τον έλεγχό του. Εκείνη βέβαια ήξερε να
κρατάει τη θέση της. Χαμογέλασε μόνος του στο σκοτάδι. Αντί να τον
απωθήσει, η στάση της αυτή τροφοδοτούσε τον πόθο του. Ήταν δικό
του λάθος, φυσικά. Όμως δε μετάνιωνε ούτε στιγμή. Επειδή όσο ζού-
σε δε θα ξεχνούσε την υπέροχη αίσθηση εκείνου του φιλιού.
Κεφάλαιο 7

Η Σαμπρίνα βυθίστηκε σ’ έναν ύπνο βαρύ και χωρίς όνειρα, εξουθε-


νωμένη από το μακρύ ταξίδι και το επακόλουθο ξενύχτι. Προφανώς
όμως δεν είχε την πολυτέλεια να περάσει την επόμενη μέρα στο κρεβά-
τι για να συνέλθει.
Ένιωσε ένα χέρι να σφίγγει μαλακά τον ώμο της.
«Έλα, μικρή μου, είναι ώρα να πηγαίνουμε».
Σχεδόν μη αναγνωρίζοντας τη φωνή του Ρόμπερτ, η Σαμπρίνα βόγκη-
σε και άνοιξε το ένα μάτι της.
«Δεν μπορεί να είναι ώρα».
«Φοβάμαι πως είναι».
«Μα μόλις ξάπλωσα».
«Δεν πειράζει, θα κοιμηθείς στην άμαξα».
Άνοιξε και τα δύο μάτια της και κοίταξε με βλέμμα μνησίκακο τη γνω-
στή μορφή απέναντί της. «Τι ώρα είναι;»
«Σχεδόν εφτά».
«Εφτά! Μα ξαπλώσαμε στις τρεις!»
«Το ξέρω και λυπάμαι, αλλά δεν έχουμε την πολυτέλεια να χουζουρέ-
ψουμε στο κρεβάτι».
«Δε με λυπάσαι καθόλου;»
Αντί για απάντηση, ο ταγματάρχης τράβηξε τα σκεπάσματά της και
τη σήκωσε όρθια. «Ντύσου. Πρέπει να φύγουμε. Δεν είναι ασφαλές να
παραμείνουμε άλλο».
Τα λόγια του διέλυσαν την ομίχλη του μυαλού της. «Συμβαίνει τίποτα
με τον Μασάρ;»
«Όχι ακόμα, αλλά δε θ’ αργήσει να θυμηθεί ποιος είμαι. Κι ως τότε θέ-
λω να βρισκόμαστε μακριά».
«Ναι, φυσικά», είπε η Σαμπρίνα και παρατήρησε καλύτερα τον ταγμα-
τάρχη.
Ο Φάλκονμπριτζ ήταν ήδη ντυμένος και φρέσκος σαν να είχε κοιμη-
θεί οχτώ ώρες κι όχι τέσσερις. Το χέρι του ήταν ακόμα τυλιγμένο γύρω
από τη μέση της κι ένιωθε τη ζεστασιά του πάνω από το λεπτό ύφα-
σμα του μεσοφοριού της. Η Σαμπρίνα θύμισε στον εαυτό της πως δεν
υπήρχαν περιθώρια για μια ερωτική σχέση μεταξύ τους κι αυτό την επα-
νέφερε στην πραγματικότητα.
Ελευθερώθηκε από το χέρι του και πήγε ως το νιπτήρα να ρίξει νε-
ρό στο πρόσωπό της. Καθώς σκουπιζόταν τον είδε να την παρατηρεί
και μόνο τότε θυμήθηκε την ημίγυμνη, ατημέλητη εμφάνισή της. Τον
κοίταξε κατάματα.
«Τώρα να με συγχωρείς, πρέπει να ντυθώ».
«Φυσικά. Θα σε δω κάτω».
«Θα είμαι έτοιμη σ’ ένα τέταρτο».
Της χαμογέλασε και πήγε προς την πόρτα. «Όσο γρηγορότερα μπορείς,
μικρή μου».
***
Ο Φάλκονμπριτζ ξαφνιάστηκε ευχάριστα όταν την είδε να κατεβαί-
νει είκοσι λεπτά αργότερα. Η εμφάνισή της και πάλι δεν είχε κανένα
ψεγάδι κι εκείνος σκέφτηκε ξανά πως η Σαμπρίνα ήταν μια σπάνια γυ-
ναίκα.
Όταν κατέβηκαν οι αποσκευές τους, αποχαιρέτησαν τον οικοδεσπότη
που τους κατευόδωσε.
«Αν ρωτήσει κανείς για μας, πείτε πως επείγουσες υποθέσεις με ανά-
γκασαν να επιστρέψω», είπε ο Φάλκονμπριτζ.
«Αυτό θα κάνω. Αν και θα περάσουν ώρες μέχρι ν’ αρχίσουν να ξυ-
πνούν οι υπόλοιποι σ’ αυτό το σπίτι». Ο δον Πέδρο του άπλωσε το
χέρι του. «Ελπίζω να έχετε ένα ασφαλές και χωρίς απρόοπτα ταξίδι».
«Το εύχομαι». Ο Φάλκονμπριτζ έσφιξε το χέρι του δον Πέδρο ζωη-
ρά. «Και σας ευχαριστώ για όλα».
«Βάγια κον Ντίος».
Η Σαμπρίνα αποχαιρέτησε τον οικοδεσπότη ακόμα μια φορά, κου-
νώντας το χέρι της καθώς η άμαξα ξεκινούσε. Μετά έγειρε πίσω στο
κάθισμά της και αναστέναξε με ανακούφιση.
«Τα καταφέραμε».
Ο Φάλκονμπριτζ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δεν ξεφύγαμε
ακόμα από τον κίνδυνο. Θα πρέπει να αφήσουμε πολλά χιλιόμετρα πί-
σω μας το Αρανχουέθ για να πούμε κάτι τέτοιο».
«Αν είμαστε τυχεροί, ο Μασάρ και η παρέα του κοιμούνται του κα-
λού καιρού αυτή τη στιγμή. Ώσπου να ξυπνήσει θα έχουμε απομα-
κρυνθεί αρκετά».
«Μακάρι να έχεις δίκιο».
Ήταν όμως φανερό πως ο ταγματάρχης διατηρούσε τις αμφιβολίες
του σχετικά μ’ αυτό. Έτσι άρχισε και η Σαμπρίνα να κοιτάζει με αγω-
νία έξω, μήπως εμφανιστεί κάποια γαλλική περίπολος. Σύντομα όμως
η κούραση τη νίκησε και αποκοιμήθηκε.
***
Δεν είχε ιδέα πόση ώρα κοιμόταν, αλλά όταν ξύπνησε πάλι ο ήλιος
είχε ανέβει πολύ ψηλότερα. Ο ταγματάρχης χαμογέλασε.
«Νιώθεις καλύτερα;»
«Ναι, ευχαριστώ». Η Σαμπρίνα κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο. «Έχουμε
προχωρήσει αρκετά».
«Μέχρι στιγμής».
«Πιστεύεις πως θα μας καταδιώξουν;»
«Όχι, αλλά παραμένει πάντα μια πιθανότητα. Γι’ αυτό δεν πρέπει να
χρονοτριβούμε».
«Τουλάχιστον αυτή τη φορά προχωρούμε προς τη σωστή κατεύθυν-
ση και απομακρυνόμαστε από το στόμα του λύκου».
«Ο λύκος έχει μεγάλη επικράτεια και μακριά ποδάρια», της απάντησε ο
Φάλκονμπριτζ.
Αλλά εκείνη δε διέκρινε τίποτα ανησυχητικό έξω απ’ το παράθυρο.
Έγειρε πίσω και για μερικές στιγμές κοίταξε το σύντροφό της με
βλέμμα σταθερό. Το όμορφο πρόσωπό του δε μαρτυρούσε τίποτα.
«Όλα αυτά είναι πολύ οικεία για σένα, σωστά; Εννοώ ο κίνδυνος, η πε-
ριπέτεια...»
«Κάθε στρατιώτης συναντάει τον κίνδυνο αργά ή γρήγορα. Απλώς
εμφανίζεται με διαφορετικές μορφές. Εμείς κάνουμε ότι απαιτεί το κα-
θήκον μας».
«Σου αρέσει;»
«Υπάρχουν και καλές στιγμές. Πάντως θα χαρώ όταν τελειώσου-
με με επιτυχία την τωρινή αποστολή».
Η Σαμπρίνα σκέφτηκε τότε ότι το τέλος της αποστολής σήμαινε και το
τέλος της σύντομης σχέσης τους. Αυτή η σκέψη έκανε την καρδιά της να
σφιχτεί. Μέσα σε λίγες μέρες είχε συνηθίσει τόσο την παρουσία του
Φάλκονμπριτζ, ώστε δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή της χωρίς
αυτόν. Δεν μπορούσε να αρνηθεί πως αυτό που ένιωθε για εκείνον
ήταν κάτι περισσότερο από μια απλή συμπάθεια. Αλλά δεν ήταν και
ένα περαστικό ξεμυάλισμα. Τα αισθήματά της ήταν εντελώς διαφορετι-
κά. Και η απουσία του θα έφερνε ένα κενό στη ζωή της που δύσκολα θα
αναπληρωνόταν. Αν αναπληρωνόταν ποτέ.
Ο Φάλκονμπριτζ παρερμήνευσε τη σκοτισμένη έκφρασή της. «Μην
ανησυχείς. Είμαι σίγουρος ότι σύντομα θα ξαναδείς τον πατέρα σου».
«Το ελπίζω. Και τότε θα επιστρέψεις κι εσύ στα τακτικά καθήκοντά
σου».
«Ναι, εκτός αν ο ταγματάρχης Φορμπς έχει καμιά άλλη αποστολή για
μένα».
Η καρδιά της χτύπησε δυνατά. Αν τον έστελναν σε άλλη αποστολή,
ίσως εκείνη να μην τον έβλεπε ποτέ πια. «Το θεωρείς πιθανό;»
«Όταν έχεις να κάνεις με τον Φορμπς, πρέπει να περιμένεις οτιδήπο-
τε».
«Όμως, αν πάρεις το βαθμό του αντισυνταγματάρχη, θα είσαι ανώτε-
ρος του».
«Ναι. Αλλά νομίζω πως θα εξακολουθήσει να επηρεάζει τον
στρατηγό Γουόρντ. Και τον Ουέλινγκτον, επίσης».
«Φοβερή τριάδα», είπε η Σαμπρίνα.
«Φοβερή δε θα πει τίποτα». Ο Ρόμπερτ σώπασε για μια στιγμή και
την κοίταξε με ενδιαφέρον
«Εσύ τι θα κάνεις μόλις αποφυλακιστεί ο πατέρας σου;»
Η Σαμπρίνα ανασήκωσε τους ώμους της. «Για να πω την αλήθεια, δεν
είχα σκεφτεί ποτέ πέρα από εκείνη τη στιγμή. Υποθέτω όμως ότι θα
συνεχίσουμε τη ζωή μας όπως πριν. Ίσως ο Φορμπς αναθέσει και σ’
εμένα κάποια άλλη αποστολή».
Η έκφραση του ταγματάρχη έγινε σχεδόν βλοσυρή. «Εύχομαι πραγμα-
τικά να μην το κάνει».
«Γιατί το λες αυτό;»
«Επειδή δε θέλω να ξαναδώ να γίνεσαι αντικείμενο εκμετάλλευσης μ’
αυτό τον τρόπο».
Η Σαμπρίνα χαμογέλασε άκεφα. «Σίγουρα εκμεταλλεύτηκε τα αισθή-
ματά μου για τον πατέρα μου αλλά τίποτα παραπάνω απ’ αυτό. Θα μπο-
ρούσα να αρνηθώ».
«Όχι, δε θα μπορούσες. Είσαι πολύ αφοσιωμένη στην πατρίδα και πά-
ρα πολύ γενναία».
Το σχόλιό του την ξάφνιασε. Επειδή και ο τόνος του και το βλέμμα
του μαρτυρούσαν ότι μιλούσε με ειλικρίνεια. Κάτι αναδεύτηκε μέσα στο
στήθος της.
«Όχι και τόσο γενναία. Ήταν ένα υπολογισμένο ρίσκο».
«Και πάλι, νομίζω πως ελάχιστες γυναίκες θα συμφωνούσαν». Ο
ταγματάρχης σώπασε για μια στιγμή. «Ο Φορμπς θα είναι μεγάλο κά-
θαρμα αν σε θέσει ξανά σε τέτοιο κίνδυνο».
«Θα αρνηθώ να υπακούσω».
«Το εύχομαι. Δε θα ήθελα να πάθεις κακό».
Άλλη μια φορά η ειλικρίνεια στη φωνή του έκανε την καρδιά της να
χτυπήσει δυνατά. «Ούτε εγώ θα το ήθελα για σένα», του αποκρίθηκε.
«Αλλά είμαι σίγουρη ότι εσύ δεν πρόκειται να ακολουθήσεις τις συμ-
βουλές που δίνεις σ’ εμένα και δε θα αγνοήσεις τον Φορμπς».
Ο Ρόμπερτ της χαμογέλασε. «Είναι δύσκολο να τον αγνοήσει κανείς».
«Έχει τον τρόπο να επιβάλλεται, έτσι δεν είναι;»
«Το είπες πολύ κομψά. Είναι ένας ύπουλος κατεργάρης με επιδέ-
ξιους τρόπους και σημαντικό ταλέντο στο να χειρίζεται τους ανθρώ-
πους».
«Η χειραγώγηση των ανθρώπων είναι μέρος της δουλειάς του. Οι
μυστικές υπηρεσίες δε θα μπορούσαν να λειτουργήσουν διαφορετι-
κά».
«Συνήθως συνεργάζεται με ανθρώπους εξοικειωμένους με τις τακτι-
κές του ή σκληραγωγημένους από τη μακρόχρονη εμπειρία», σχολίασε
ο ταγματάρχης. «Εσύ δεν είσαι τίποτα απ’ αυτά τα δύο».
«Όμως ήταν δική μου η απόφαση να αναμειχθώ. Ελπίζω μόνο να
αποδειχτεί πως άξιζε η επιλογή μου».
***
Στη συνέχεια έμειναν σιωπηλοί και δεν ξαναμίλησαν ώσπου η άμαξα
σταμάτησε, μισή ώρα αργότερα. Ήταν μια ευπρόσδεκτη ανάπαυλα και
η Σαμπρίνα ανακουφίστηκε που μπόρεσε να κατέβει και να τεντώσει
την πλάτη της. Επιπλέον πεινούσε, κι έτσι δέχτηκε πρόθυμα την πρό-
ταση του Φάλκονμπριτζ για ένα ελαφρύ γεύμα. Το μενού ωστόσο,
όπως τους πληροφόρησε ο πατρόν, ήταν πολύ περιορισμένο.
«Λέει πως σήμερα έχει μόνο φαμπάντα».
Η Σαμπρίνα χαμογέλασε. «Πράγματι, μάλλον η επιλογή μας είναι πολύ
περιορισμένη».
«Τυχαίνει να μου αρέσει η φαμπάντα», της είπε ο Ρόμπερτ γελώντας.
«Εσύ όμως θα τη φας;»
«Δεν έχω αντίρρηση, αρκεί να είναι καλομαγειρεμένη».
Αποδείχτηκε πως ήταν, όποτε μοιράστηκαν μια πελώρια γαβάθα με
νοστιμότατη φάβα με χοιρινό. Συνόδευσαν το φαγητό τους με ψωμί και
μια κανάτα από ντόπιο κρασί.
Η Σαμπρίνα έτρωγε με όρεξη και ο Ρόμπερτ την κοιτούσε χαμογελώ-
ντας. «Ποτέ δεν έχω δει άλλη γυναίκα να απολαμβάνει έτσι ένα τόσο
απλό γεύμα», σχολίασε.
«Το απλό δεν είναι απαραίτητα κακό», του απάντησε εκείνη. «Όταν
πεινάει κανείς όλα φαίνονται υπέροχα». Τον κοίταξε λοξά. «Ή μήπως
θέλεις να πεις ότι ο ουρανίσκος μου δεν είναι ιδιαίτερα εκλεπτυσμέ-
νος;»
«Σε καμία περίπτωση. Το είπα για κομπλιμέντο», άρχισε ο Ρόμπερτ να
δικαιολογείται. Τότε είδε τη λάμψη στα μάτια της. «Όπως πολύ καλά
γνωρίζεις, κατεργάρα», συμπλήρωσε.
Η Σαμπρίνα γέλασε κι εκείνος σκέφτηκε πως θα του έλειπε η συ-
ντροφιά της όταν θα τελείωνε η αποστολή τους. Ήταν σαν να είχε ρι-
ζώσει μέσα του η παρουσία της με πολλούς απροσδόκητους τρόπους.
Αν φλέρταρε μαζί του ή αν προσπαθούσε να τον δεσμεύσει θα του
ήταν εύκολο να αντισταθεί, όμως αυτή η αθώα γοητεία της ήταν ακατα-
μάχητη.
Πριν προλάβουν να πουν οτιδήποτε άλλο, τους διέκοψε η αιφ-
νίδια εμφάνιση του δεκανέα Μπλέικλοκ.
«Συγνώμη, κύριε, αλλά μια ομάδα ιππέων κατευθύνεται προς τα εδώ.
Τους είδα με το κιάλι από το λόφο».
Ο Φάλκονμπριτζ πετάχτηκε όρθιος στη στιγμή. «Πόσο μακριά είναι;»
«Γύρω στα τρία χιλιόμετρα, θα έλεγα».
«Πόσοι είναι;»
«Δύσκολο να δω με τόση σκόνη που σηκώνουν, αλλά υπολογίζω καμιά
δεκαπενταριά. Μπορεί και παραπάνω».
«Γάλλοι;»
«Πολύ πιθανό, κύριε».
«Ο Μασάρ;» Η Σαμπρίνα κοίταξε τον Φάλκονμπριτζ.
«Πιθανόν. Δε θα μείνουμε όμως να το διαπιστώσουμε».
«Δεν μπορούμε να τους ξεφύγουμε με την άμαξα».
«Όχι. Πρέπει να πάρουμε τα άλογα». Γύρισε στο δεκανέα. «Κρύψε τις
άμαξες και σέλωσε αμέσως τα άλογα. Φεύγουμε στη στιγμή».
«Μάλιστα, κύριε».
Όταν ο δεκανέας έφυγε να εκτελέσει τις εντολές του, ο Φάλκον-
μπριτζ γύρισε προς τη Σαμπρίνα
«Έχεις ρούχα κατάλληλα για ιππασία;»
«Φυσικά».
«Τότε, καλύτερα να αλλάξεις όσο πιο γρήγορα μπορείς». Κατευθύν-
θηκε προς την πόρτα. «Θα σε δω έξω».
Δεν της χρειαζόταν άλλη προτροπή. Φώναξε τη Χασίντα και της έδω-
σε μερικές γρήγορες οδηγίες. Μέσα σε λίγα λεπτά είχαν φέρει μέσα το
μπαούλο της και, αφού αποσύρθηκαν σ’ ένα δωμάτιο, οι δυο γυναίκες
έβγαλαν τα ρούχα του ταξιδιού και φόρεσαν παντελόνι ιππασίας, μπότες
και σακάκι.
«Θα χρειαστείτε αυτό». Η Χασίντα έδωσε στη Σαμπρίνα ένα ξίφος και,
μέχρι να το ζωστεί η κυρά της, ξαναγύρισε με τη θήκη που περιείχε τα
πιστόλια. «Είναι γεμάτα».
«Ωραία».
Η Σαμπρίνα πέρασε ένα στη ζώνη της και έδωσε το άλλο στην καμα-
ριέρα της. Ύστερα έχωσε ένα στιλέτο μέσα στην μπότα της.
Η Χασίντα πήρε κι αυτή ένα μαχαίρι και το έδεσε στη ζώνη της. Τέλος,
έβγαλε από το μπαούλο δυο μπέρτες. «Πέφτει κρύο τη νύχτα στους λό-
φους», παρατήρησε.
Βάζοντας βιαστικά τα ρούχα τους πάλι μέσα στο μπαούλο, έριξαν
μια τελευταία ματιά τριγύρω.
«Πάμε», είπε η Σαμπρίνα.
Τα άλογα ήταν έτοιμα και ο Μπλέικλοκ ήρθε τρέχοντας από το λόφο
όπου είχε ξαναπάει για να παρακολουθήσει με το κιάλι τον ερχομό του
ιππικού.
«Βρίσκονται περίπου στο ενάμισι χιλιόμετρο, κύριε. Αν όμως έχουν
ζορίσει πολύ τα άλογά τους, αυτό μας δίνει πλεονέκτημα», ανέφερε
στον ταγματάρχη.
«Τότε, ας το εκμεταλλευτούμε», είπε ο Φάλκονμπριτζ.
Είδε τη Σαμπρίνα και τη Χασίντα να ανεβαίνουν στα άλογά τους και
όλοι ξεκίνησαν. Για λίγη ώρα δε μιλούσε κανείς. Από ένστικτο η Σα-
μπρίνα ήξερε πως ο διώκτης τους ήταν ο Μασάρ, όπως ήξερε και ποιες
συνέπειες θα είχε μια σύλληψή τους. Ένα άλλο κομμάτι του εαυτού
της ήταν αποφασισμένο να μην επιτρέψει κάτι τέτοιο, κι έτσι κάλπαζε με
ορμή.
Τρία περίπου χιλιόμετρα πιο μακριά άφησαν το δρόμο και τράβηξαν
προς τους λόφους. Έχοντας ως οδηγό τους τον Ραμόν, ακολουθούσαν
αδιάβατα μονοπάτια ανάμεσα σε βράχους και δέντρα που τους κάλυ-
πταν.
«Ο Γάλλος δε θ’ αργήσει πολύ να καταλάβει τι έχουμε κάνει», είπε ο
Φάλκονμπριτζ πλησιάζοντας τη Σαμπρίνα. «Στο μεταξύ όμως εμείς θα
έχουμε φύγει αρκετά μπροστά».
Η Σαμπρίνα τον κοίταξε με σταθερό βλέμμα. «Δε μου φαίνεται άν-
θρωπος που τα παρατάει εύκολα».
«Μπορεί και να έχεις δίκιο. Σύντομα θα το μάθουμε».
***
Συνέχισαν το ταξίδι με τ’ άλογα ως το σούρουπο, οπότε και στρα-
τοπέδευσαν σε μια δασωμένη λοφοπλαγιά. Αν και δεν έβλεπαν ίχνη
των διωκτών τους, ο Φάλκονμπριτζ δεν τους άφησε να ανάψουν
φωτιά, κι έτσι έφαγαν την κρύα τροφή που είχαν πάρει από το πανδο-
χείο: ψωμί, τυρί και λίγο παστό χοιρομέρι.
Η Σαμπρίνα έφαγε τη μερίδα της σιωπηλή, αφουγκραζόμενη γύρω
της. Οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν ήταν το τραγούδι των γρύλων, οι
πνιχτές ομιλίες των αντρών και κάθε τόσο ο γδούπος μιας οπλής αλό-
γου στο ξερό χώμα. Έκανε περισσότερη δροσιά τώρα και ο αέρας
μοσχομύριζε πεύκο και άγρια βότανα. Εκείνη είδε τα πρώτα αστέρια να
λάμπουν στο μπλε φόντο του ουρανού και στη μνήμη της αναδύθηκαν
μνήμες από κάποιες άλλες νύχτες που είχε στρατοπεδεύσει μαζί με τον
πατέρα της. Ένας κόμπος συγκίνησης έφραξε το λαιμό της.
«Είσαι εντάξει;»
Η γνώριμη φωνή την επανέφερε στο παρόν. «Ναι, ευχαριστώ».
Ο Φάλκονμπριτζ την κοίταξε για μια στιγμή κι ύστερα κάθισε σ’ ένα
διπλανό βράχο. «Λυπάμαι γι’ αυτή την πρωτόγονη διανυκτέρευση», της
είπε. «Αλλιώς τα είχα σχεδιάσει».
«Έχω κοιμηθεί σε χειρότερες συνθήκες σε κάποιες από τις εκ-
στρατείες του πατέρα μου». Η Σαμπρίνα μόρφασε. «Θυμάμαι ένα
πανδοχείο όπου τα κρεβάτια είχαν τόσο πολλούς ψύλλους, ώστε τυλι-
χτήκαμε με τις μπέρτες μας και κοιμηθήκαμε στο πάτωμα».
«Σου λείπει, έτσι δεν είναι;»
«Πολύ».
«Τους τελευταίους μήνες θα πρέπει να ένιωθες μόνη».
«Πιο μόνη θα ένιωθα χωρίς τη Χασίντα, τον Ραμόν και τον Λουίς.
Μου συμπαραστάθηκα πραγματικά».
«Αυτό δείχνει πόσο εκτιμούν εσένα και τον πατέρα σου».
«Ελπίζω μόνο να έρθει κι εκείνος γρήγορα κοντά μας».
Ο τόνος της ήταν μελαγχολικός και για μια στιγμή φάνηκε ευάλωτη,
κάτι που η ίδια τόσο σκληρά προσπαθούσε να κρύψει. Τα όπλα και η
αυτοπεποίθησή της αποτελούσαν απλώς ένα μέρος της μεταμφίεσής
της, κάπου κάπου όμως διακρινόταν ο αληθινός εαυτός της κι αυτό
συγκινούσε τον Ρόμπερτ σε μεγάλο βαθμό. Ξαφνικά έπιασε τον εαυ-
τό του να θέλει να μάθει περισσότερα, να καταλάβει τι έκανε μια τό-
σο όμορφη νεαρή γυναίκα να θέλει να ζει αυτή την απαιτητική και
σκληρή ζωή.
«Είμαι σίγουρος ότι θα έρθει», της είπε ο Φάλκονμπριτζ. «Και θα
νιώσει πολύ περήφανος όταν μάθει το ρόλο που έπαιξες στην απελευ-
θέρωσή του».
«Ακόμα όμως βρίσκεται στη φυλακή. Και προϋπόθεση είναι να χάσει ο
Μασάρ τα ίχνη μας».
«Έτσι είναι, αλλά πιστεύω ότι θα τα καταφέρουμε».
«Το ελπίζω. Δε θα ήθελα να πέσω στα χέρια του».
«Θα κάνω το παν για να το εμποδίσω αυτό».
«Το ξέρω».
Η φωνή της ήταν σταθερή, κάτι όμως στον τόνο της όπως και στο
βλέμμα της έκανε την καρδιά του Φάλκονμπριτζ να χτυπήσει πιο γρή-
γορα. Ήταν δυνατόν ένας άντρας να παρερμηνεύσει τέτοιο βλέμμα;
Ο ίδιος είχε πέσει έξω στο παρελθόν, αλλά η Σαμπρίνα δεν ήταν
Κλαρίσα. Τίποτα στην αντισυμβατική συμπεριφορά της δεν ήταν ύ-
πουλο ή προδοτικό. Ήταν ανεξάρτητη, πιστή και θαρραλέα. Και φυσικά
πανέμορφη.
Με την φαντασία του πήγε πίσω σ’ εκείνη τη φεγγαρόλουστη βραδιά
και στο φιλί τους. Εκείνο που είχε ξεκινήσει σαν ένα απλό τέχνασμα
κατέληξε να γίνει μια συγκλονιστικά ηδονική στιγμή. Η φλόγα που
άναψε τότε ανάμεσά τους δεν είχε σβήσει, αν όμως δοκίμαζε να τη φι-
λήσει ξανά θα ήταν σαν να επωφελούνταν από τα νιάτα και την α-
πειρία της. Είχε δώσει την υπόσχεσή του στον Άλμπερμαρλ και ήταν
επίσης μια υπόσχεση απέναντι στον εαυτό του. Χαμογέλασε και της
έσφιξε απαλά τον ώμο.
«Καλύτερα να ξεκουραστείς λίγο, Σαμπρίνα. Έχουμε μακρύ και δύ-
σκολο ταξίδι αύριο μπροστά μας».
Έφτιαξε το δικό του πρόχειρο κρεβάτι και, αφού ακούμπησε δίπλα
του το ξίφος του, πλάγιασε. Σε λίγο δεν ακουγόταν παρά η απαλή,
ρυθμική ανάσα του. Λίγα μόλις μέτρα τούς χώριζαν κι η Σαμπρίνα
σκέφτηκε πως ο Ρόμπερτ είχε χρησιμοποιήσει το όνομά της με μια
οικειότητα που ακουγόταν απόλυτα φυσική. Πόσο εύκολο θα ήταν να
τον ενθαρρύνει, να προσκαλέσει το φιλί του, να τον αφήσει να την πά-
ρει στην αγκαλιά του και να ξαπλώσουν μαζί κάτω από τα πεύκα!
Όχι. Δεν μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό της σκέψεις οι οποίες
στο τέλος θα της έφερναν μόνο πόνο.
***
Η νύχτα πέρασε ήρεμα και με το πρώτο φως ξεκίνησαν πάλι, θέλο-
ντας να εκμεταλλευτούν όσο περισσότερο γινόταν την ημέρα. Το έδα-
φος ήταν κακοτράχαλο, αλλά η φύση τριγύρω παρθένα και πανέμορφη.
Σε άλλη περίπτωση η Σαμπρίνα θα θαύμαζε περισσότερο το τοπίο, αλ-
λά τώρα είχε το νου της μήπως ακούσει θόρυβο από οπλές αλόγων.
Δε φοβόταν μήπως χάσουν το δρόμο, αφού ο Ραμόν ήξερε πολύ καλά
τον τόπο και ήταν έμπιστος οδηγός. Μόνο η επίγνωση του πόσο μα-
κριά βρίσκονταν από κάθε βοήθεια της προξενούσε την αγωνία που έ-
νιωθε τώρα.
«Θα κινηθούμε πιο γρήγορα όταν θα φτάσουμε στα βουνά», είπε ο
Φάλκονμπριτζ φέρνοντας το άλογό του δίπλα της.
Δεν πρόσθεσε ότι προϋπόθεση ήταν να μη συναντήσουν ληστές ή να
τους συμβεί κάποιο ατύχημα, όμως δε χρειαζόταν να το κάνει. Η Σα-
μπρίνα είχε ταξιδέψει πολύ και γνώριζε τους κινδύνους.
Κοίταξε τον ταγματάρχη δίπλα της και θαύμασε την άνεση με την
οποία καθοδηγούσε το άλογό του. Ήταν φανερό πως είχε διδαχτεί να
ιππεύει από πολύ μικρός.
Εκείνος της έριξε μια λοξή ματιά νιώθοντας το εξεταστικό βλέμμα της
επάνω του. «Θα ήθελα να σε ρωτήσω αν περνάω το τεστ», της είπε.
«Φοβάμαι όμως την απάντηση».
«Τεστ;»
«Ναι. Δε γίνομαι πολύ συχνά αντικείμενο τόσο εξονυχιστικής παρατή-
ρησης».
«Ζητώ συγνώμη. Ναι, περνάς... Με άριστα, μάλιστα».
Το ένα φρύδι του ανασηκώθηκε αμυδρά. «Τώρα κεντρίστηκε η πε-
ριέργειά μου. Να τολμήσω να ρωτήσω τι είδους τεστ ήταν αυτό;»
«Σκεφτόμουν απλώς ότι ιππεύεις πολύ καλά».
«Με κολακεύεις».
«Κάθε άλλο».
«Σε κάθε περίπτωση παίρνω την παρατήρησή σου για κομπλιμέντο
και θα τη φυλάξω σαν κόρη οφθαλμού. Ξέρω ότι ίσως να συντηρήσει
το ηθικό μου για αρκετό καιρό».
Η έκφρασή της σοβάρεψε. «Δεν μπορώ να φανταστώ δικά μου λόγια
να έχουν τέτοιον αντίκτυπο σ’ εσένα».
«Γιατί όχι;»
«Επειδή είσαι υπεράνω επαίνων ή κριτικής».
«Κανένας δεν είναι υπεράνω επαίνων και κριτικής, παρά μόνο αν έ-
χει φτάσει σε υψηλά επίπεδα ξιπασιάς. Τόσο κακή γνώμη έχεις λοιπόν
για μένα;»
«Όχι. Η γνώμη μου έχει βελτιωθεί από τότε που γνωριστήκαμε καλύ-
τερα».
Ο Φάλκονμπριτζ συγκράτησε ένα γέλιο. «Με ανακουφίζει που το
ακούω αυτό. Ειλικρινά. Δε θα ’θελα να βρίσκομαι τόσο χαμηλά στην ε-
κτίμησή σου όσο την πρώτη μέρα που γνωριστήκαμε».
«Δε θα ήταν δυνατόν να συμβαίνει αυτό, κύριε».
Αυτή τη φορά ο Ρόμπερτ ξέσπασε σε γέλια. «Κακό κορίτσι! Τουλάχι-
στον έχω για παρηγοριά τα παινέματά σου για την ικανότητά μου να
ιππεύω άριστα».
«Φαίνεται πως κάνεις ιππασία από πολύ μικρή ηλικία και μάλιστα πως
είχες πολύ καλό δάσκαλο».
«Πράγματι. Ήταν ένας σταβλίτης, ο γερο-Τζάκσον. Ποτέ δε γνώρισα
άνθρωπο με περισσότερες γνώσεις σχετικά με τα άλογα. Ήταν και πολύ
καλός μ’ εμάς τα παιδιά, επίσης».
«Μαντεύω ότι εσύ και ο αδερφός σου δοκιμάσατε την υπομονή του
αρκετές φορές».
«Νομίζω πως θα δοκιμάζαμε την υπομονή και ενός αγίου εκείνη την
εποχή. Ένας Θεός ξέρει πόσο συχνά καβγαδίζαμε».
«Αγαπούσες τον αδερφό σου τότε;»
«Ναι. Ήμαστε πολύ δεμένα αδέρφια. Ο Χιου ήταν ο άνθρωπος τον ο-
ποίο εκτιμούσα περισσότερο».
«Αυτό πρέπει να έκανε πολύ πιο επώδυνη τη μετέπειτα απομάκρυνσή
σας».
«Ναι, μάλλον».
Ήταν μια επιεικής περιγραφή των συναισθημάτων του. Στην πραγμα-
τικότητα, είχε πάθει σοκ όταν ανακάλυψε πως ο αγαπημένος του αδερ-
φός τον εξαπατούσε.
«Λυπάμαι πολύ», είπε η Σαμπρίνα. «Εγώ δεν είχα ποτέ αδέρφια, του-
λάχιστον κανένα από αυτά δεν επέζησε απ’ τη νηπιακή ηλικία. Πάντα
σκεφτόμουν πόσο θα μου άρεσε να έχω μια αδερφή να γελάω μαζί της,
να της εμπιστεύομαι τα μυστικά μου».
Το να έχει έναν στοργικό πατέρα ήταν σίγουρα μια ευλογία, μια νεαρή
κοπέλα όμως χωρίς μητέρα ή μεγαλύτερη αδερφή για να την καθοδηγεί
δεν μπορούσε παρά να αισθάνεται μειονεκτικά. Για μια στιγμή ο Τζακ
Ντέντον ήρθε στο νου της.
«Είμαι σίγουρη ότι θα αντιμετώπιζα λιγότερα προβλήματα αν είχα
μια γυναικεία βοήθεια και υποστήριξη», πρόσθεσε.
«Πάντως εγώ δεν μπορώ να σε φανταστώ να κάνεις πολλά λάθη»,
της αντιγύρισε ο Ρόμπερτ.
«Έχεις τετράγωνη λογική».
«Τώρα ναι, αλλά όχι όταν ήμουν μικρότερη». Δαγκώθηκε. «Η πείρα
είναι καλός αλλά ακριβός δάσκαλος, συμφωνείς;»
Ο Ρόμπερτ την κοίταξε με περιέργεια και αναρωτήθηκε τι μπορεί να
εννοούσε μ’ αυτό, αλλά δεν ήθελε να την πιέσει για εξομολογήσεις. Αν
ήθελε θα του μιλούσε με τη δική της θέληση.
«Ναι, είναι», συμφώνησε. «Αλλά μας κάνει πιο σοφούς».
«Και πιο επιφυλακτικούς».
Ήταν αλήθεια. Η δική του πείρα σίγουρα τον είχε κάνει πιο επι-
φυλακτικό, τι έκανε όμως τη Σαμπρίνα να μιλάει έτσι; Η περιέργειά
του δυνάμωσε. Για πρώτη φορά τού πέρασε από το νου πως ίσως υ-
πήρχε κάποιος άντρας στο παρελθόν της. Αν ήταν έτσι, άραγε ήταν α-
κόμα ερωτευμένη μαζί του;
«Ζητώ συγνώμη, κύριε, αλλά το άλογό μου κουτσαίνει. Κάτι έχει το
αριστερό μπροστινό του πόδι», άκουσε τον Γουίλις να λέει δίπλα του.
Ο Φάλκονμπριτζ έσφιξε τα δόντια του και διέταξε να σταματήσουν.
Ύστερα εκείνος και ο Γουίλις ξεπέζεψαν και ο στρατιώτης έσκυψε να εξε-
τάσει το άλογό του.
«Έχει ανεβάσει μεγάλη θερμοκρασία στον τένοντα, ταγματάρχη, και
είναι πρησμένο το πόδι του. Νομίζω πως έχει διάστρεμμα. Μάλλον
χρειάζεται καμιά βδομάδα ξεκούραση για να γιατρευτεί».
Ο Φάλκονμπριτζ πέρασε τα δάχτυλά του πάνω από το πόδι του αλό-
γου και επιβεβαίωσε τα λόγια του Γουίλις. «Δυστυχώς έχεις δίκιο. Ξε-
σέλωσέ το και άφησέ το ελεύθερο. Θα ανέβεις στο άλογο του Μπλέι-
κλοκ».
Δεν ήταν η ιδανική λύση, όμως δεν είχαν άλλη επιλογή προς το πα-
ρόν. Το ατύχημα θα καθυστερούσε την πορεία τους και αυτό το ήξεραν
όλοι.
Κεφάλαιο 8

Αργότερα το ίδιο απόγευμα σταμάτησαν για να ξεκουράσουν τα ά-


λογα και τότε είδαν για πρώτη φορά ίχνη από τους διώκτες τους. Το
δασωμένο μονοπάτι το οποίο είχαν ακολουθήσει νωρίτερα τους είχε
βγάλει σε μια στενή κοιλάδα. Ο Ραμόν σκαρφάλωσε στην κορυφή ε-
νός βράχου για να εποπτεύσει εξονυχιστικά τη γύρω περιοχή. Ξαφ-
νικά κοκάλωσε και η προσοχή του όλη συγκεντρώθηκε στο κιάλι του.
Ύστερα βιάστηκε να τρέξει κοντά στους άλλους.
«Έρχονται καβαλάρηδες, σενιόρ».
Ο Φάλκονμπριτζ βλαστήμησε. «Κολλούν στα ίχνη μας σαν βδέλλες».
«Νομίζω πως είδα έναν ιχνηλάτη μαζί τους. Κάποιον Βαλντέθ».
«Πώς είσαι τόσο σίγουρος;»
«Δεν είμαι σίγουρος, αλλά ο Βαλντέθ έχει ένα σταχτοκάστανο άλογο
σαν αυτό που έρχεται προς τα εδώ». Έδωσε στον Φάλκονμπριτζ το κιά-
λι. «Δείτε μόνος σας, σενιόρ».
Εκείνος πήρε το κιάλι και δεν άργησε να διαπιστώσει τα λεγόμενα του
Ραμόν. «Γνωρίζεις αυτό τον Βαλντέθ;»
«Όλοι στην περιοχή τον ξέρουν καλά. Δεν υπάρχει καλύτερος κυνηγός
και ιχνηλάτης από αυτόν». Ο Λουίς τον κοίταξε με κατήφεια. «Τότε, νομί-
ζω πως την έχουμε άσχημα».
«Ακριβώς. Δεν τα παρατάει αν δε βρει το θήραμά του».
«Γιατί όμως βοηθάει τους Γάλλους; Δεν είναι καθόλου πατριώτης;»
«Για κάποιους ανθρώπους το χρυσάφι έχει μεγαλύτερη αξία από όλα
τ’ άλλα». Ο Ραμόν κοίταξε τον Φάλκονμπριτζ. «Νομίζω πως δεν πρέπει
να χασομεράμε άλλο, σενιόρ».
Όλοι έγνεψαν καταφατικά. Ο Φάλκονμπριτζ έκλεισε το κιάλι και το
έκρυψε στη θήκη της σέλας του. «Ανεβείτε. Φεύγουμε».
Τώρα κάλπασαν πιο γρήγορα. Κάθε τόσο η Σαμπρίνα κοιτούσε πίσω
της να δει αν διακρίνονταν οι διώκτες τους, δε φαίνονταν όμως ακόμα
καθαρά. Επίσης, κάθε τόσο σταματούσαν και ο Γουίλις ανέβαινε πότε
πίσω από τον Ραμόν και πότε πίσω από τον Λουίς, έτσι ώστε να ξε-
κουραστεί το άλογο του Μπλέικλοκ. Δεν είχαν την πολυτέλεια να χά-
σουν κι άλλο άλογο».
Όταν σταμάτησαν ξανά, ο Ραμόν έβαλε το αυτί στο έδαφος και α-
φουγκράστηκε. «Τίποτα ακόμα, αλλά δε βρίσκονται πολύ μακριά πια».
«Τότε, συνεχίζουμε», είπε ο Φάλκονμπριτζ.
Η Σαμπρίνα παρότρυνε το άλογό της να τρέξει, αγνοώντας τους
δικούς της πονεμένους μυς. Αναρωτήθηκε τι θα συνέβαινε αν τελικά
αναγκάζονταν να σταματήσουν. Οι διώκτες τους ήταν πολύ περισσότε-
ροι σε αριθμό. Ξαφνικά ο θάνατος ή η πιθανή σύλληψη φάνταζε σαν
κάτι περισσότερο από μια αμυδρή πιθανότητα μπροστά τους. Για
πρώτη φορά στη διάρκεια της αποστολής τους ένιωσε μέσα της το
τσίμπημα του φόβου. Όμως έσπρωξε αποφασιστικά αυτή τη σκέψη
στο πίσω μέρος του μυαλού της, τουλάχιστον μέχρι να αναγκαστεί να
το αντιμετωπίσει.
Συνέχισαν να καλπάζουν ώσπου ο ήλιος χαμήλωσε στον ορίζοντα και
τότε στρατοπέδευσαν πίσω από μια ψηλή λοφοσειρά. Αφού φρόντι-
σαν για τις ανάγκες των αλόγων τους και μοιράστηκαν το κρύο συσσί-
τιο, ο Φάλκονμπριτζ οργάνωσε τις σκοπιές έτσι ώστε να βρίσκεται
πάντα κάποιος σε επιφυλακή.
Η Σαμπρίνα κοίταξε το ήσυχο τοπίο μέσα στο σούρουπο. Δε φαινό-
ταν κανένα ίχνος ανθρώπινης παρουσίας και η κοινή λογική τής έλεγε
πως ακόμα και οι διώκτες τους έπρεπε να ξεκουραστούν κάποια στιγ-
μή. Σιγά, σιγά όμως θα αναπλήρωναν το χαμένο έδαφος μέχρι να
τσακώσουν τα θηράματά τους. Αυτές οι σκέψεις τής έφεραν ανατριχίλα.
Μια σκιά έπεσε πάνω της και είδε τον Φάλκονμπριτζ να στέκεται
μπροστά της. Δε θα τον άφηνε με τίποτα να δει το φόβο της, κι έτσι του
χαμογέλασε. Εκείνος της ανταπέδωσε το χαμόγελο.
«Φαινόσουν απορροφημένη σε σκέψεις. Ενοχλώ;»
«Καθόλου».
«Τότε, να καθίσω για λίγο μαζί σου;»
«Φυσικά».
Κάθισε δίπλα της και έμεινε αμίλητος για λίγο. Το ένστικτό της την
προειδοποίησε πως δε θα επακολουθούσε μια ανάλαφρη συζήτηση με-
ταξύ τους.
«Κάτι σε απασχολεί», του είπε.
Την κοίταξε στα μάτια και της χαμογέλασε. «Είμαι τόσο δια-φανής;»
«Όχι, αλλά κάτω από τέτοιες συνθήκες φαίνεται λογικό».
«Δεν μπορώ να υποκριθώ πως δε με απασχολεί η κατάστασή μας».
«Νομίζεις πως ο Μασάρ και η παρέα του θα μας προλάβουν».
«Αυτό φοβάμαι. Αν δεν είχαμε χάσει ένα άλογο, ίσως να τους ξεφεύγα-
με. Τώρα όμως...»
«Τότε, θα γίνει μάχη».
«Είναι πιθανό. Θυμάσαι τη συζήτηση που είχαμε στον κήπο την ημέ-
ρα που δέχτηκες την πρόταση του στρατηγού Γουόρντ;»
«Ναι». Πώς μπορούσε να την ξεχάσει, όταν η κάθε λεπτομέρεια εί-
χε χαραχτεί τόσο βαθιά στη μνήμη της; «Νομίζεις πως ό,τι συζητήσαμε
τότε πρόκειται να συμβεί, έτσι δεν είναι;»
«Υπάρχει αυτή η πιθανότητα. Ίσως να μη γίνει τίποτα, αλλά είναι
καλό να προετοιμαστούμε για κάθε ενδεχόμενο».
Τα γκρίζα μάτια του είχαν ένα βλέμμα σοβαρό, σχεδόν πένθιμο. Για
μερικά δευτερόλεπτα καρφώθηκαν στα δικά της. Ύστερα έβαλε το χέρι
του μέσα από τη ζώνη του κι έβγαλε ένα μικρό αντικείμενο σαν δεμα-
τάκι από μουσαμά.
«Θέλω να πάρεις αυτό».
«Τι είναι;»
«Μια έσχατη καταφυγή». Δίστασε. «Είχα ελπίσει πως δε θα χρειαστεί
να σου το αναφέρω ποτέ έτσι όπως έχουν όμως τα πράγματα δεν μπο-
ρώ να κάνω αλλιώς».
Η Σαμπρίνα ζάρωσε το μέτωπό της. «Δεν καταλαβαίνω».
«Είναι δηλητήριο, γρήγορο και αποτελεσματικό. Σε ακραίες περιπτώ-
σεις προσφέρει μια διέξοδο».
Η Σαμπρίνα έμεινε να κοιτάζει ακίνητη το μικρό πακέτο στο χέρι
του. Τα λόγια του έφεραν μια ανατριχίλα σ’ όλο το κορμί της. Τώρα
αντιλαμβανόταν καθαρά το νόημα της συζήτησης που είχαν εκείνη την
ημέρα.
Αν συλληφθείς, ο θάνατος είναι το καλύτερο που μπορείς να ελπίσεις.
Πριν απ’ αυτό υπάρχει πάντα η ανάκριση...
«Ίσως να μην είμαι σε θέση να σε προστατεύσω, Σαμπρίνα».
«Κατάλαβα».
Ξαφνικά, η πραγματικότητα εμφανίστηκε μπροστά της με μια φρικτή
διαύγεια.
«Είναι μόνο ένα προληπτικό μέτρο», συνέχισε ο Ρόμπερτ, «αλλά θα
ήμουν πιο ήσυχος αν ήξερα πως το έχεις μαζί σου».
Για μια στιγμή είδε με τη φαντασία της τον Μασάρ να την κοιτάζει με
λάγνο βλέμμα. Ήταν τόσο ζωηρή η εικόνα, που την έκανε να ζαρώσει
από φρίκη. Δίχως λέξη, έγνεψε καταφατικά, πήρε το μικρό πακέτο και
το έκρυψε στην εσωτερική τσέπη του σακακιού της.
Ο Φάλκονμπριτζ την παρακολούθησε να το κρύβει. Είχε αναρωτηθεί
ποια θα ήταν η αντίδρασή της. Ήταν πολύ νέα και τότε του είχε φανεί
πολύ ευάλωτη. Αν σ’ αυτή την υπόθεση είχε αναμειχθεί μόνο ο ίδιος και
οι άντρες του, θα αντιμετώπιζε την κατάσταση με μεγαλύτερη ψυχραι-
μία. Τώρα ένιωθε φόβο όχι μόνο για τη Σαμπρίνα, αλλά και για την
καμαριέρα της. Ήξερε πολύ καλά για ποια πράγματα ήταν ικανοί ά-
ντρες σαν τον Μασάρ, και αυτή η επίγνωση τον γέμιζε με βουβή οργή.
Η σκέψη πως οποιοσδήποτε άντρας θα ασκούσε βία πάνω στη Σαμπρίνα
του ήταν αβάσταχτη.
«Εύχομαι μ’ όλη την καρδιά μου να μην είχες έρθει σ’ αυτή την απο-
στολή», της είπε. «Η αλήθεια είναι όμως ότι χάρηκα τη συντροφιά σου».
«Κι εγώ τη δική σου», του αποκρίθηκε εκείνη ντροπαλά.
«Παρά την εμφανή έλλειψη ιπποτισμού από μεριάς μου;»
«Δε διαπίστωσα καμία τέτοια έλλειψη. Ίσως μια φορά μονάχα», συ-
μπλήρωσε. «Τώρα όμως μπορώ να καταλάβω το λόγο».
Ο ταγματάρχης την παρατήρησε προσεκτικά. «Αυτό σημαίνει ότι
μπορώ να ελπίζω στη συγνώμη σου;»
Κάτω από το διαπεραστικό βλέμμα του, η Σαμπρίνα κοκκίνισε λίγο. «Δε
σου κρατώ κακία».
«Χαίρομαι, γιατί δε θα ήθελα με κανένα τρόπο να νιώθεις έχθρα απέ-
ναντί μου».
«Δε νιώθω καθόλου έτσι».
Τα λόγια της έκαναν την καρδιά του να χτυπήσει δυνατά. Ανήμπορος
να συγκρατήσει τον εαυτό του, έγειρε κοντά της και για μια στιγμή
έμειναν να κοιτάζονται, πριν τα χείλη του χαϊδέψουν τα δικά της. Ο
Ρόμπερτ ένιωσε τη γνώριμη σπίθα μεταξύ τους να πυροδοτεί τον πόθο.
Ύστερα τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω από τους ώμους της και την τρά-
βηξαν κοντά του.
Η Σαμπρίνα ήξερε πως έπρεπε να αντισταθεί, αλλά δεν είχε καμία
επιθυμία να το κάνει. Ήθελε αυτό τον άντρα με όλο το είναι της. Λα-
χταρούσε να βρεθεί στην αγκαλιά του, να γευτεί το στόμα του, να α-
νασάνει τη μυρωδιά του. Της φαινόταν απόλυτα σωστό και φυσικό, κι
ας μην της είχε πει λέξη εκείνος για βαθύτερα αισθήματα.
Όμως κινδύνευε να του δώσει την εντύπωση μιας εύκολης κατάκτη-
σης και να χάσει το σεβασμό του. Δεν ήθελε να την κοιτάξει ποτέ ό-
πως κάποτε την κοίταξε ο Τζακ Ντέντον. Η γνώμη του για κείνη ήταν
πολύ σημαντική. Ο ίδιος ήταν πολύ σημαντικός. Αυτή η σκέψη τής έ-
δωσε τη δύναμη να τον απωθήσει μακριά της.
«Συγχώρεσε με, δεν...»
«Τι είναι, Σαμπρίνα;»
Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της, ανήμπορη να βρει λόγια να εκ-
φραστεί. Αντί να θυμώσει, ο Ρόμπερτ πήρε τα χέρια της και τα έσφιξε
στα δικά του.
«Δε χρειάζεται να με φοβάσαι».
«Το ξέρω». Ήταν αλήθεια. Και δε φοβόταν εκείνον.
«Δε θα διεκδικήσω ποτέ περισσότερα απ’ όσα είσαι έτοιμη να μου δώ-
σεις».
Η Σαμπρίνα χαμήλωσε το βλέμμα της για να μη δει εκείνος το φό-
βο που της προκαλούσαν τα λόγια του. Ναι, την ήθελε. Όχι όμως με
τον τρόπο που εκείνη ήλπιζε. Αν τον ενθάρρυνε σ’ ένα παροδικό και
παράνομο σμίξιμο, ο Ρόμπερτ θα αντλούσε μόνο την ηδονή της στιγ-
μής και τίποτα περισσότερο. Και θα ράγιζε την καρδιά της. Προτιμούσε
να τον χάσει παρά να αφήσει κάτι τέτοιο να συμβεί.
«Δεν μπορώ να σου δώσω αυτό που θέλεις, Ρόμπερτ».
Την άκουσε με χαρά να τον αποκαλεί με το όνομά του την ίδια
στιγμή που το μυαλό του προσπαθούσε να αφομοιώσει τα υπόλοιπα
λόγια της. Άραγε ο δισταγμός της οφειλόταν στην αγάπη της για έναν
άλλον άντρα; Ο Φάλκονμπριτζ ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά.
«Συγχώρα με, δεν ήθελα...»
«Είναι περιττό να προσποιείσαι αυτή τη στιγμή. Δε μας κοιτάζει
ούτε ο Μασάρ ούτε κανένας άλλος».
Ξαφνικά, το κορμί και το μυαλό του Φάλκονμπριτζ μπήκαν σε ε-
πιφυλακή. Τα μάτια του την κοίταξαν πετώντας φωτιές.
«Προσποιούμαι; Αυτό πιστεύεις πως κάνω;»
«Τι άλλο να πιστέψω;»
Προσπάθησε να αποτραβήξει τα χέρια της, αλλά εκείνος τα έσφιξε πιο
δυνατά. «Δε θα αρνηθώ ότι την πρώτη φορά σε φίλησα για λόγους
σκοπιμότητας. Χρειάστηκαν όμως μόνο μερικά δευτερόλεπτα για να
καταλάβω πως δεν ήταν τέχνασμα, πως είχα χρησιμοποιήσει τον Μα-
σάρ σαν πρόφαση...» Δίστασε για μια στιγμή και μετά συνέχισε. «Αυτή
τη φορά δε χρειάστηκα προφάσεις. Σε φίλησα επειδή το ήθελα και ε-
πειδή ήλπισα πως το ήθελες κι εσύ. Έκανα λάθος;»
«Θα σου έλεγα ψέματα αν απαντούσα όχι».
«Τότε, φοβάσαι πως δεν μπορείς να με εμπιστεύεσαι. Αυτό είναι;»
Μια ρυτίδα κατήφειας σχηματίστηκε ανάμεσα στα φρύδια του. «Μάλ-
λον δεν μπορώ να σε κατηγορήσω γι’ αυτό».
«Δεν είναι αυτό».
«Τότε τι είναι;»
«Είναι... Δεν μπορώ να σου το εξηγήσω».
Ο Ρόμπερτ ήταν σχεδόν σίγουρος πως το πρόβλημα αφορούσε κά-
ποιον άλλον άντρα, αλλά ήθελε να σιγουρευτεί.
«Δεν κάνεις μια προσπάθεια;»
Η Σαμπρίνα πήρε μια βαθιά ανάσα. Ποια θα ήταν άραγε η αντίδρασή
του αν του έλεγε την αλήθεια; Δε θα του προκαλούσε αποστροφή αν
μάθαινε πως κάποτε ένας άλλος αξιωματικός την είχε αντιμετωπίσει
σαν να ήταν πόρνη;
Ο Ρόμπερτ είδε το δισταγμό της. Στο μισοσκόταδο του δειλινού, το
πρόσωπό της ήταν ωχρό, τα μάτια της πρόδιδαν το φόβο της. Για
άλλη μια φορά, εκείνος αναγκάστηκε να αναγνωρίσει την ευάλωτη
νιότη της και μετάνιωσε για την πιεστική συμπεριφορά του.
«Σαμπρίνα;»
Η φωνή του ήταν απαλή και καθησυχαστική, τα χέρια του ζεστά και
δυνατά. Αν υπέκυπτε τώρα ήταν χαμένη. Η Σαμπρίνα πήρε άλλη μια α-
νάσα.
«Λυπάμαι, δεν μπορώ να μιλήσω. Όχι τώρα».
«Κατάλαβα». Έσφιξε για μια τελευταία φορά τα χέρια της στα δικά του
κι ύστερα τα άφησε. «Ίσως έχεις δίκιο. Μερικά πράγματα είναι καλύτερο
να μην ειπωθούν ποτέ, σωστά;»
«Ναι».
«Μπορώ μόνο να απολογηθώ για τη συμπεριφορά μου και να σε
διαβεβαιώσω πως δε θα επαναληφθεί».
Ο Φάλκονμπριτζ σηκώθηκε με μια ευγενική υπόκλιση και έφυγε
από κοντά της. Καθώς τον παρακολουθούσε να απομακρύνεται, η Σα-
μπρίνα ένιωσε ένα παγερό χέρι να σφίγγει την καρδιά της. Το φως από
τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου διαθλάστηκε μέσα από τα δάκρυά της.
Τον είχε χάσει.
Τουλάχιστον, δεν είχε χάσει το σεβασμό του.
***
Ο Φάλκονμπριτζ ανέλαβε την πρώτη νυχτερινή σκοπιά. Βρήκε ένα
κατάλληλο παρατηρητήριο ανάμεσα στα βράχια και βολεύτηκε εκεί,
σαρώνοντας με το βλέμμα του το σκοτεινό τοπίο. Όμως η βραδιά ήταν
ήσυχη. Οι μόνοι ήχοι προέρχονταν από τα νυχτόβια έντομα ή από τους
άντρες του, που σποραδικά κουβέντιαζαν σιγανά.
Προσπαθούσε να μη φέρνει στο μυαλό του την τελευταία συζήτησή
του με τη Σαμπρίνα, αλλά αυτή επέστρεφε διαρκώς απρόσκλητη. Κα-
τηγορούσε τον εαυτό του που άφησε μια σχέση συνεργασίας για έναν
πατριωτικό σκοπό να ξεφύγει από τον έλεγχό του. Η προσωπική ζωή
της δεν τον αφορούσε. Θα έπρεπε να έχει περισσότερη σύνεση στην
ηλικία του, κάθε φορά όμως που βρισκόταν κοντά της όλες οι καλές
προθέσεις του εξανεμίζονταν. Κι αυτό τον θύμωνε πολύ. Είχαν ήδη αρ-
κετά προβλήματα για να περιπλέκει τα πράγματα περισσότερο.
«Θα το κατανικήσω», μουρμούρισε ο Ρόμπερτ. «Για το καλό και των
δυο μας».
***
Η νύχτα πέρασε χωρίς απρόοπτα και με το πρώτο φως σέλωσαν τα
άλογά τους και ξεκίνησαν. Τώρα προχωρούσαν πιο γρήγορα, αλλά, μο-
λονότι η ομαλή διαμόρφωση του εδάφους τούς βοηθούσε σ’ αυτό, την
ίδια στιγμή έκανε πιο εμφανή την παρουσία τους. Για να σταματήσουν
τη νύχτα, έπρεπε να βρουν ένα σημείο από όπου θα μπορούσαν να α-
μυνθούν.
Στη διάρκεια της πορείας τους, ο ταγματάρχης δεν έκανε καμία
προσπάθεια να πλησιάσει τη Σαμπρίνα ή να της μιλήσει ιδιαιτέρως,
ενώ η συμπεριφορά του συνέχισε να είναι ευγενική και πρέπουσα
από κάθε άποψη.
Η Σαμπρίνα ακολούθησε το παράδειγμά του. Όμως όλο το πρωί έ-
νιωθε περίεργα, επειδή αυτός ο ευγενικός ξένος δεν είχε καμία σχέση
με τον άντρα που εκείνη είχε γνωρίσει στη διάρκεια της αποστολής
τους. Η απουσία του τη στενοχωρούσε, αλλά η περηφάνια την εμπόδι-
ζε να εκφράσει τα συναισθήματα που πλημμύριζαν την καρδιά της.
Η Χασίντα ίππευε πλάι της και κάθε τόσο έριχνε κλεφτές ματιές προς
την πλευρά της, χωρίς όμως να σχολιάσει το παραμικρό. Όταν μιλούσε
αναφερόταν μόνο σε γενικά θέματα, αλλά η έκφραση στα μαύρα μάτια
της μαρτυρούσε πως καταλάβαινε περισσότερα.
***
Η Χασίντα της μίλησε ανοιχτά μόνο όταν έκαναν μια σύντομη
στάση το μεσημέρι και είδε τη Σαμπρίνα να τσιμπολογάει ανόρεχτα
το συσσίτιό της.
«Πρέπει να φάτε για να πάρετε δυνάμεις».
«Δεν πεινάω».
«Νομίζω πως δε φταίει η ποιότητα του φαγητού γι’ αυτό». Κοίτα-
ξε προς το σημείο όπου ο Φάλκονμπριτζ καθόταν και μιλούσε με
τους άντρες του.
Η Σαμπρίνα ακολούθησε το βλέμμα της. «Φαντάζομαι πως φταίει η
αγωνία για την κατάστασή μας».
Η Χασίντα συγκατένευσε. «Έχουμε πολλά για να αγωνιούμε, αλλά ούτε
κι αυτό είναι».
Η Σαμπρίνα αναστέναξε. Ήταν ανώφελο να αρνηθεί πως την απα-
σχολούσε κάτι πιο συναισθηματικό. Η Χασίντα την ήξερε πολύ καιρό
για να ξεγελαστεί.
«Έχεις δίκιο, αλλά δεν μπορώ να μιλήσω γι’ αυτό».
«Ίσως να μην απομένει πολύς χρόνος για λόγια. Ίσως πρέπει να μιλή-
σετε όσο υπάρχει καιρός».
«Δεν έχω τίποτα να πω».
«Όχι;»
«Όχι».
«Καλά λοιπόν. Στο κάτω κάτω, μόνο εσείς ξέρετε την καρδιά σας, έτσι
δεν είναι;»
Η Χασίντα συνέχισε το φαγητό της καρφώνοντας το βλέμμα της
πέρα μακριά και η Σαμπρίνα αναστέναξε. Εκείνη τη στιγμή φοβόταν να
αναγνωρίσει όσα υπήρχαν μέσα στην καρδιά της. Κοίταξε το ψωμί που
κρατούσε στο χέρι της. Η καμαριέρα της είχε δίκιο τουλάχιστον σ’ αυ-
τό –έπρεπε να φάει. Με μια αποφασιστική προσπάθεια αγνόησε τον
κόμπο στο λαιμό της και άρχισε να μασάει το ξεροκόμματο.
Λίγο αργότερα, η ομάδα ξεκίνησε πάλι. Η Σαμπρίνα αναρωτήθηκε πώς
θα κατάφερνε να συνέχισε το μακρύ ταξίδι, αφού τώρα πια πονούσαν
οι μύες σ’ όλο το κορμί της. Σκέφτηκε με νοσταλγία ένα ζεστό μπάνιο κι
ένα μαλακό κρεβάτι, ήξερε όμως πως αυτά ήταν πολλές μέρες μακριά.
Και, φυσικά, μόνο αν κατάφερναν να διαφύγουν από τους άντρες που
τους ακολουθούσαν. Σε αντίθετη περίπτωση ίσως να μην απολάμβανε
ποτέ ξανά αυτές τις μικρές πολυτέλειες. Η τελευταία σκέψη τη συνέφε-
ρε και τη βοήθησε να συγκεντρωθεί στην αποστολή της.
***
Το απόγευμα και ενώ είχαν ξεπεζέψει για να αφήσουν τα άλογα να α-
νασάνουν λίγο, ο Φάλκονμπριτζ ζήτησε μια σύντομη στάση έτσι ώστε
να βρουν κάποιο σημείο επόπτευσης από όπου θα μπορούσαν να χρη-
σιμοποιήσουν το κιάλι. Αυτό που είδε δεν τον ευχαρίστησε κι ούτε
προσπάθησε να κρύψει την αλήθεια από τους άλλους. Σε κάθε περί-
πτωση, η έκφρασή του θα τα μαρτυρούσε όλα.
«Κερδίζουν έδαφος», ανακοίνωσε.
«Δεν μπορούμε να τους ξεφύγουμε, κύριε», είπε ο Μπλέικλοκ. «Έχου-
με ένα άλογο λιγότερο και τα υπόλοιπα είναι σχεδόν εξαντλημένα».
«Έχεις δίκιο. Πρέπει να βρούμε ένα σημείο για να κρυφτούμε».
Και για να δώσουμε μια τελευταία μάχη, θα μπορούσε να προσθέσει,
αλλά ήταν κάτι που το ήξεραν όλοι.
Διάλεξαν ένα λοφίσκο ο οποίος είχε αρκετά ελεύθερη θέα και μερι-
κούς σκόρπιους βράχους τριγύρω ώστε να προφυλαχθούν από τα ε-
χθρικά πυρά. Επίσης, απέκλειε το ενδεχόμενο ο εχθρός να τους αιφνι-
διάσει. Στρατοπέδευσαν εκεί και ασφάλισαν τα άλογά τους πριν ορί-
σουν τις σκοπιές. Οι άντρες είχαν όπλα και πολεμοφόδια τα οποία,
όπως γνώριζε καλά η Σαμπρίνα, θα τους έδιναν τουλάχιστον μια ευ-
καιρία. Όλα εξαρτιόνταν από τον αριθμό των διωκτών τους.
Ο Φάλκονμπριτζ χρησιμοποίησε όσο φως της ημέρας απέμενε για να
προσδιορίσει την επερχόμενη δύναμη του εχθρού. Τελικά, μπόρεσε να
δώσει έναν ακριβή αριθμό.
«Είκοσι», είπε δίνοντας το κιάλι στον Μπλέικλοκ. Εκείνος επιβεβαίωσε
μ’ ένα νεύμα. «Τόσοι είναι, κύριε».
Δε σχολίασε το γεγονός ότι στη δική τους πλευρά υπήρχαν μόνο
εφτά, απ’ τους οποίους οι δύο γυναίκες.
«Ίσως μπορέσουμε να τους απωθήσουμε για λίγο, κύριε, όχι όμως για
πολύ».
Ο ταγματάρχης κάλεσε και τους υπόλοιπους για να τους ενημερώσει.
Όλοι τον άκουσαν μέσα σε παγερή σιωπή.
«Δεν μπορώ να σας κρύψω το γεγονός ότι είναι εξαιρετικά πιθανό να
μας συλλάβουν», τους είπε ο Φάλκονμπριτζ.
«Αλλά όχι πριν τους δείξουμε τι αξίζουμε», παρατήρησε ο Λουίς.
«Και μάλιστα με το παραπάνω», συμφώνησε ο ταγματάρχης.
«Πώς δηλαδή;»
Ο Φάλκονμπριτζ έβαλε το χέρι στην εσωτερική τσέπη του σακα-
κιού του και έβγαλε τη λεπτή δερμάτινη θήκη που έκρυβε εκεί. «Ό,τι
και να συμβεί, αυτά πρέπει να φτάσουν στον Ουέλινγκτον».
«Και τι είναι αυτά, σενιόρ;» ρώτησε η Χασίντα.
«Τα έγγραφα για τα οποία πήγαμε στο Αρανχουέθ. Περιέχουν α-
πόρρητες στρατιωτικές πληροφορίες που θα μπορούσαν να αλλάξουν
την έκβαση του πολέμου». Δίστασε. «Δεν υπάρχει καμία πιθανότητα
να ξεφύγουμε όλοι μας, αλλά ένας άντρας ίσως μπορεί να το κατα-
φέρει. Οι υπόλοιποι θα μείνουμε εδώ και θα καθυστερήσουμε τους
Γάλλους όσο μπορούμε, δίνοντάς του το χρόνο να ξεφύγει». Κοίταξε
κατάματα τον Ραμόν. «Μόνο εσύ ξέρεις καλά την περιοχή ώστε να τα
καταφέρεις».
Ο Ραμόν τον κοίταξε με την ίδια ένταση. «Αυτό που λέτε είναι α-
λήθεια, πώς ξέρετε όμως ότι μπορείτε να μου εμπιστευθείτε τα έγγρα-
φα; Δε με γνωρίζετε πολύ καιρό».
«Η μις Χάντλι σε εμπιστεύεται. Αυτό μου αρκεί».
Ακούγοντάς τον, η Σαμπρίνα ένιωσε την καρδιά της να σκιρτά πα-
ράξενα και έριξε μια γρήγορη ματιά. Η δική του προσοχή όμως παρέ-
μενε προσηλωμένη στον Ραμόν.
«Θα το κάνεις;»
«Έχω ένα καθήκον εδώ, σενιόρ, κι αυτό είναι να προστατεύω τη δόνα
Σαμπρίνα».
«Ακριβώς. Γι’ αυτό θα έρθουν μαζί σου εκείνη και η Χασίντα. Εμείς
οι υπόλοιποι θα καθυστερήσουμε τους Γάλλους όσο περισσότερο
μπορούμε για να κερδίσετε χρόνο».
Η Σαμπρίνα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Ο Ραμόν θα τρέξει πιο
γρήγορα χωρίς εμάς. Πρέπει να μείνουμε και να διακινδυνεύσουμε την
τύχη μας εδώ».
«Θαυμάζω το κουράγιο σου, αγαπητή μου, αλλά...»
«Δεν έχουμε χρόνο για διαφωνίες, Ρόμπερτ. Ο Ραμόν πρέπει να φύ-
γει. Αυτά τα έγγραφα πρέπει ν παραδοθούν, αλλιώς όλη η αποστολή
πάει χαμένη».
Ο Ραμόν την κοίταξε κατάματα. «Έδωσα υπόσχεση στον πατέρα σας».
«Και ξέρω καλά τι θα σου έλεγε αν ήταν τώρα εδώ».
Ακούγοντας την απάντησή της, ο Φάλκονμπριτζ ένιωσε την καρδιά
του να πλημμυρίζει από περηφάνια και χαρά. Αυτή η γυναίκα είχε
θάρρος και ψυχή. Οι περισσότερες θα έκλαιγαν από το φόβο τους στη
θέση της. Ήθελε να πει κάτι, αλλά η Χασίντα τον πρόλαβε.
«Η δόνα Σαμπρίνα έχει δίκιο. Πρέπει να φύγεις, Ραμόν».
«Σι», είπε κι ο Λουίς. «Μόνο εσύ έχεις μια πιθανότητα επιτυχίας».
Τα μαύρα μάτια του Ραμόν πετούσαν φωτιές. «Μια πιθανότητα να
γλιτώσω τον εαυτό μου και να αφήσω τους φίλους μου να πεθάνουν;»
«Όχι, αμίγκο μίο. Μια πιθανότητα να βοηθήσεις να φύγουν οι Γάλλοι
απ’ την Ισπανία. Αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο αξίζει κανείς να
πεθάνει».
«Γνωρίζαμε τους κινδύνους από την αρχή», είπε η Σαμπρίνα. «Ας μην
πάνε χαμένοι οι κόποι μας». Η σιωπή που ακολούθησε τα λόγια της
ήταν βαριά. Ο Ραμόν κοίταξε γύρω του, αλλά είδε μόνο πρόσωπα α-
ποφασισμένα.
«Θα φροντίσω να φτάσουν τα έγγραφα στον προορισμό τους με α-
σφάλεια, όμως δε θα σας αφήσω να πεθάνετε».
Ο Φάλκονμπριτζ συνοφρυώθηκε. «Δε σε καταλαβαίνω».
«Είχατε δίκιο όταν είπατε πως γνωρίζω καλά αυτά τα μέρη, σενιόρ.
Επιπλέον όμως γνωρίζω και τους ανθρώπους». Κοίταξε πίσω του στο
μονοπάτι. «Ανθρώπους όπως ο Βαλντέθ, για παράδειγμα. Και ο Ελ Κου-
τσίγιο».
Τον κοίταξαν όλοι κατάπληκτοι στο άκουσμα του ονόματος του αρχη-
γού των ανταρτών.
«Γνωρίζεις τον Ελ Κουτσίγιο;» ρώτησε ο Λουίς.
«Έχουν διασταυρωθεί οι δρόμοι μας».
«Δε μου το είπες ποτέ».
«Δε με ρώτησες».
Ο Μπλέικλοκ συνοφρυώθηκε. «Τι σχέση έχει ο Ελ Κουτσίγιο με την κα-
τάστασή μας;»
«Το στρατόπεδό του βρίσκεται κάπου σ’ αυτούς τους λόφους,
όχι πολύ μακριά από δω», αποκρίθηκε ο Ραμόν. «Αν καταφέρω να το
βρω, ίσως μπορέσω να φέρω ενισχύσεις».
«Και για ποιο λόγο θα μας βοηθήσει ο Ελ Κουτσίγιο;»
«Έχει βοηθήσει και άλλοτε τους Βρετανούς».
«Είναι αλήθεια», συμφώνησε ο Φάλκονμπριτζ. «Αλλά, ακόμα κι αν
τον βρεις και τον πείσεις να έρθει, ο χρόνος δεν είναι με το μέρος μας».
«Τότε, όσο νωρίτερα φύγω τόσο το καλύτερο».
«Σύμφωνοι. Αλλά με κανένα τρόπο να μη βάλεις σε κίνδυνο την παρά-
δοση των εγγράφων».
«Σας δίνω το λόγο μου».
Είδαν τον Ραμόν να κρύβει τη δερμάτινη θήκη μέσα στο σακάκι
του. Η Χασίντα ετοίμασε ένα μικρό πακέτο με μερικά τρόφιμα και
στη συνέχεια τον συνόδευσαν όλοι ως τα άλογα. Εκείνος ανέβηκε
στο δικό του και ύψωσε το χέρι του σε χαιρετισμό.
«Άστα λουέγο».
Η Σαμπρίνα κατάφερε να χαμογελάσει. Καλή αντάμωση.
Σκέφτηκε πόσο απίθανο ήταν να ξανασυναντηθούν, σ’ αυτή τη ζωή
τουλάχιστον, αλλά δεν είχε κανένα νόημα να το πει. Αντί γι’ αυτό, πα-
ρακολούθησε σιωπηλή τον Ραμόν να σπιρουνίζει το άλογό του και να
απομακρύνεται καλπάζοντας.
«Εύχομαι να τα καταφέρει», μουρμούρισε ο Φάλκονμπριτζ.
Η φωνή του την έβγαλε απότομα από τις σκέψεις της. Για πρώτη
φορά δεν ακουγόταν απόλυτα σίγουρος και η Σαμπρίνα μάντεψε πόση
πίεση θα πρέπει να αισθανόταν, καθώς θεωρούσε τον εαυτό του υπεύ-
θυνο για την ασφάλειά τους και για την επιτυχία της αποστολής. Ο ταγ-
ματάρχης ήταν πάντα γεμάτος αυτοπεποίθηση και απρόσβλητος από
την αμφιβολία ή το φόβο. Ήταν παράξενα συγκινητικό να ανακαλύ-
πτει τώρα ότι κάτω από την ατσάλινη επιφάνεια έκρυβε κι αυτός
μια ανθρώπινη αδυναμία όπως όλοι οι υπόλοιποι.
«Είναι ο μόνος που μπορεί να τα καταφέρει», του απάντησε.
«Πιστεύεις πολύ σ’ αυτόν».
«Δε με έχει απογοητεύσει ποτέ μέχρι τώρα. Ό,τι και να συμβεί, θα
φροντίσει με κάποιο τρόπο να φτάσουν με ασφάλεια τα έγγραφα στο
λόρδο Ουέλινγκτον».
«Τότε, αυτή η αποστολή δε θα έχει πάει χαμένη».
«Είμαι σίγουρη ότι δε θα πάει χαμένη», απάντησε η Σαμπρίνα και
τον κοίταξε κατάματα. «Στο μεταξύ, εμείς πρέπει να κάνουμε αυτό που
λέει ο Λουίς και να τους δείξουμε τι αξίζουμε».
«Πάντα αυτό έκανες».
Της μίλησε ήρεμα και η ειλικρίνεια στο βλέμμα του έκανε την καρδιά
της να χτυπήσει πιο δυνατά. Αλλά έπρεπε να αντισταθεί σ’ αυτό το
βλέμμα. Άλλωστε, είχε κάποιες αμφιβολίες τις οποίες χρειαζόταν να
εκφράσει.
«Αν... Όταν ο Ραμόν παραδώσει αυτά τα έγγραφα στον Ουέλινγκτον,
θα αποφυλακιστεί ο πατέρας μου; Ακόμα κι αν εγώ δεν επιστρέψω;»
«Όταν τα χαρτιά παραδοθούν, η αποστολή μας θα θεωρηθεί επιτυ-
χημένη. Η συμφωνία θα τηρηθεί».
Την είδε να χαμογελάει μ’ ένα θλιμμένο και μελαγχολικό τρόπο
που έκανε την καρδιά του κομμάτια. Εκείνη τη στιγμή θα έκανε τα
πάντα για να τη σώσει από τον κίνδυνο που παραμόνευε, ώστε να τη
μεταφέρει χιλιάδες μίλια μακριά, σε κάποιον ασφαλή παράδεισο ό-
που τίποτα δε θα μπορούσε να τη βλάψει.
«Χαίρομαι», αποκρίθηκε η Σαμπρίνα. «Επειδή τότε όλα αυτά θα έχουν
γίνει για καλό σκοπό».
Τα λόγια της του θύμισαν το λόγο που η Σαμπρίνα είχε έρθει σ’ αυτή
την αποστολή. Η απόφασή της δεν είχε καμία σχέση μ’ εκείνον, όσο κι
αν έδειχνε να βρίσκει ευχάριστη τη συντροφιά του. Ήταν ο ίδιος που
είχε παραβιάσει τα όρια κι εκείνη που προσπάθησε να κρατήσει τη
σχέση τους μέσα σ’ ένα πλαίσιο απλής συνεργασίας. Γι’ αυτό δεν εί-
χε κανένα δικαίωμα να δυσκολεύει περισσότερο την κατάσταση.
Της χαμογέλασε. «Ίσως, πάλι, να πάνε όλα καλά».
«Ναι». Το ήλπιζε κι εκείνη, παρ’ όλο που δεν το πίστευε.
Κεφάλαιο 9

Οι Γάλλοι εμφανίστηκαν στο οπτικό τους πεδίο νωρίς το βράδυ. Προ-


χωρούσαν αργά, έχοντας πιέσει τα άλογά τους όλη την ημέρα, κατά τα
φαινόμενα. Από τη θέση της στο λόφο, η Σαμπρίνα είδε τις μπλε στο-
λές και τα χαρακτηριστικά γκρι πηλήκιά τους. Επικεφαλής τους βρισκό-
ταν ένας άντρας που ίππευε ένα σταχτοκάστανο άλογο.
«Αυτός είναι, ο Βαλντέθ», ανακοίνωσε ο Λουίς κι έφτυσε στο χώμα με
περιφρόνηση.
Ο Μπλέικλοκ χαμογέλασε άκεφα, σημαδεύοντας με το όπλο του τη
μακρινή φιγούρα. «Να του τινάξω τα μυαλά στον αέρα, κύριε ταγμα-
τάρχη;» πρότεινε.
«Όχι! Αυτός είναι δικός μου», αντέτεινε ο Λουίς.
«Μην πυροβολείτε ακόμα», τους είπε ο Φάλκονμπριτζ. «Αφήστε τους
να πλησιάσουν περισσότερο».
Η Σαμπρίνα κοίταξε τη Χασίντα και εκείνη της χαμογέλασε αμυδρά.
Ευχόταν να είχαν κι εκείνες τουφέκια. Τα πιστόλια τους ήταν για χρήση
μόνο από κοντινή απόσταση. Μόλις πυροβολούσαν, θα είχαν άραγε το
χρόνο να τα ξαναγεμίσουν πριν ο εχθρός ανεβεί στο λόφο;
Μετά η συμπλοκή θα γινόταν σώμα με σώμα...
Το στομάχι της δέθηκε κόμπος. Ήταν ακόμα ζωντανή στη μνήμη της
η μάχη με τους ληστές τους οποίους είχαν συναντήσει εκείνη και ο πα-
τέρας της. Τότε οι αντίπαλοί τους ήταν πολύ λιγότεροι από τούτους
τους εκπαιδευμένους Γάλλους στρατιώτες. Ακόμα κι αν ο Φάλκον-
μπριτζ και οι άλλο άντρες κατάφερναν να σκοτώσουν μερικούς από
αυτούς, πάλι εκείνοι θα τους ξεπερνούσαν σε αριθμό.
Στράφηκε προς τη Χασίντα. «Λυπάμαι που σε έμπλεξα σ’ αυτή την πε-
ριπέτεια».
«Οι Γάλλοι μας έμπλεξαν, δόνα Σαμπρίνα».
«Αυτή είναι η αλήθεια», είπε ο Λουίς. «Μας έμπλεξαν από τότε που
μπήκαν στη χώρα μας. Αλλά θα τους κάνουμε να το πληρώσουν ακρι-
βά».
Η Σαμπρίνα κοίταξε κάτω στη λοφοπλαγιά και είδε πως η ομάδα των
στρατιωτών είχε σταματήσει. Ο άντρας πάνω στο σταχτοκάστανο ά-
λογο προχωρούσε μόνος του μπροστά, έχοντας όλη την προσοχή
του προσηλωμένη στο έδαφος.
«Ο μπάσταρδος ψάχνει για ίχνη», μουρμούρισε ο Μπλέικλοκ.
Ο Γουίλις έγνεψε καταφατικά. «Ναι, δε θα του πάρει πολλή ώρα να κα-
ταλάβει τι τρέχει».
Ο Λουίς χαμογέλασε μοχθηρά. «Ωραία. Αυτό σημαίνει πως θα τον
πυροβολήσω μια ώρα αρχύτερα. Να δει ο αχρείος τι σημαίνει να προδί-
δει την πατρίδα του».
Λίγα λεπτά αργότερα, το σταχτοκάστανο άλογο σταμάτησε και ο ανα-
βάτης του ύψωσε το πρόσωπό του απευθείας πάνω στο λόφο. Ύστερα
γύρισε πάλι κοντά στους συντρόφους του και τους είπε κάτι, δείχνοντας
προς την κορυφή. Εκείνοι ξεπέζεψαν απ’ τ’ άλογά τους και άρχισαν να
ανεβαίνουν τη λοφοπλαγιά.
«Έρχονται», είπε ο Φάλκονμπριτζ. «Ετοιμαστείτε».
Η καρδιά της Σαμπρίνα βροντοχτυπούσε μέσα στο στήθος της και
παρά τη ζέστη ένιωθε κρύο ιδρώτα να κατρακυλάει στη ράχη της. Λί-
γα μέτρα πιο κει, το δάχτυλο του Μπλέικλοκ πάτησε τη σκανδάλη.
Ακούστηκε δυνατός κρότος κι ένας από τους Γάλλους στρατιώτες έ-
πεσε κάτω με μια κραυγή. Σχεδόν αμέσως ακολούθησε και δεύτερος
πυροβολισμός, και ο ιχνηλάτης βρέθηκε στο έδαφος ξερός.
Ο Λουίς γέλασε με μια άγρια χαρά. «Μπουένο!»
«Καλή βολή...» Ο Μπλέικλοκ του έριξε μια λοξή ματιά. «Για Ισπανό, βέ-
βαια».
«Κοίτα να μαθαίνεις, Εγγλέζε. Θα σου δείξω πώς γίνεται η δουλειά».
Βλέποντας δύο από τους άντρες τους να πέφτουν νεκροί, οι υ-
πόλοιποι Γάλλοι έσπευσαν να καλυφθούν ανάμεσα στους βράχους.
Λίγες στιγμές αργότερα άρχισαν να ανταποδίδουν τα πυρά. Ο Λουίς έ-
ριξε μια ματιά προς τις δυο γυναίκες.
«Εσείς πρέπει να μείνετε ξαπλωμένες κάτω».
«Ευχαριστούμε για την πληροφορία», απάντησε η Χασίντα. «Ούτε
που θα το σκεφτόμαστε από μόνες μας».
Ο Λουίς δεν πρόλαβε να της απαντήσει, επειδή τα εχθρικά πυρά ε-
ντάθηκαν. Οι σφαίρες έπεφταν βροχή γύρω τους, αλλά η ψηλότερη
θέση τούς έδινε το πλεονέκτημα. Άλλοι δυο Γάλλοι έπεσαν νεκροί.
Ύστερα, μερικοί από τους συμπατριώτες τους προχώρησαν προσεκτικά
ανάμεσα στα βράχια ενώ οι υπόλοιποι τους κάλυπταν από πίσω.
Ο Φάλκονμπριτζ κοίταξε προς τη Σαμπρίνα. «Είσαι εντάξει;»
«Ναι».
«Μπράβο, κορίτσι μου».
Το χαμόγελό του της έδωσε νέο κουράγιο και η Σαμπρίνα του χαμο-
γέλασε με τη σειρά της. «Δεν έχω ξαναβρεθεί σε αληθινή μάχη».
«Όταν πυροβολήσεις, σημάδεψε το πλατύτερο σημείο στο σώμα ενός
στρατιώτη. Εκμεταλλεύσου κάθε βολή».
«Αυτό θα κάνω».
Ο ταγματάρχης γύρισε πάλι μπροστά. Έπρεπε να σκοτώσουν όσο πε-
ρισσότερους μπορούσαν τώρα, ώστε να έχουν κάποιες πιθανότητες
στη μάχη σώμα με σώμα. Προσπάθησε να μη σκέφτεται τι θα συνέ-
βαινε τότε. Να μη σκέφτεται τη Σαμπρίνα και τη Χασίντα να πέφτουν νε-
κρές από γαλλικά ξίφη ενώ εκείνος και οι άντρες του θα είχαν σφαγια-
στεί.
Οι στρατιώτες προετοιμάζονταν για τους κινδύνους του πολέμου,
οι γυναίκες όμως ήταν άλλο ζήτημα. Ο Φάλκονμπριτζ ήξερε πως θα
τις υπερασπιζόταν με τη ζωή του, αλλά αρκούσε αυτό; Σημάδεψε το
στόχο του και πυροβόλησε πάλι. Ένας άντρας ούρλιαξε κι έπιασε το
μπράτσο του. Ο Φάλκονμπριτζ χαμογέλασε με ικανοποίηση και ξαναγέ-
μισε το τουφέκι του.
Η Σαμπρίνα κρυβόταν πίσω από ένα βράχο με το πιστόλι έτοιμο στο
χέρι της. Η καρδιά της έχασε ένα χτύπο όταν τόλμησε να κοιτάξει
κλεφτά πάνω από την κρυψώνα της και είδε τους Γάλλους μόλις σα-
ράντα μέτρα μακριά τους. Σύντομα θα τους έφταναν. Έσφιξε τα δόντια
της. Δεν ήταν ώρα για να δειλιάσει. Αν την περίμενε ο θάνατος, θα
πέθαινε πολεμώντας. Έριξε μια ματιά στους συντρόφους της και
σκέφτηκε πως τουλάχιστον θα πήγαινε στον άλλο κόσμο με καλή παρέα.
Ένας Γάλλος ξεπρόβαλε πίσω από ένα βράχο. Χωρίς να σκεφτεί, σήκω-
σε το πιστόλι της, σημάδεψε και πυροβόλησε. Ο άντρας έβγαλε μια
κραυγή κι έπεσε προς τα πίσω. Η Σαμπρίνα πήρε γρήγορα σφαίρα και
μπαρούτι για να ξαναγεμίσει το όπλο της, ενώ δίπλα της η Χασίντα
πυροβόλησε με τη σειρά της. Κάπου εκεί κοντά ένας άντρας βλαστή-
μησε. Γύρω τους ο αέρας είχε πλημμυρίσει καπνό και μυρωδιά από
μπαρούτι.
Άκουσαν τον Γουίλις να βρίζει και να σφίγγει το μπράτσο του. Αί-
μα κυλούσε ανάμεσα από τα δάχτυλά του. Η Σαμπρίνα έβαλε το πιστό-
λι στη ζώνη της και σύρθηκε κοντά του.
«Πόσο άσχημο είναι;»
«Μια γρατζουνιά μόνο, κυρία», της είπε ο στρατιώτης με σφιγμένα δό-
ντια.
«Κρατήσου. Θα σου το δέσω».
Έφτιαξε γρήγορα έναν αυτοσχέδιο επίδεσμο με το μαντίλι της και
έδεσε γερά το μπράτσο του Γουίλις. Ο στρατιώτης της χαμογέλασε με
ευγνωμοσύνη κι έπιασε ξανά το τουφέκι του.
Ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά της ένας Γάλλος και η Σαμπρίνα τον
κοίταξε έντρομη. Ο λαιμός της ξεράθηκε. Πρόλαβε να δει τον άντρα να
υψώνει το ξίφος του πριν ένας πυροβολισμός τον ρίξει κάτω νεκρό.
Η Σαμπρίνα στράφηκε και είδε το τουφέκι να καπνίζει στα χέρια του
Φάλκονμπριτζ. Η έκφρασή του την έκανε να ριγήσει σύγκορμη. Έ-
βλεπε έναν άντρα που δε θα δίσταζε να σκοτώσει για να υπερασπι-
στεί τους δικούς του.
Ψέλλισε μια ευχαριστία και τον είδε να γνέφει καταφατικά.
«Ευχαρίστησή μου», της απάντησε εκείνος.
Με την άκρη του ματιού της έπιασε μια κίνηση και γυρίζοντας εί-
δε με τρόμο ότι η εμπροσθοφυλακή είχε φτάσει στη κορυφή του λό-
φου. Ο Φάλκονμπριτζ ακολούθησε το βλέμμα της κι έσφιξε τα δόντια
του. Ακούμπησε κάτω το τουφέκι του και, τραβώντας το σπαθί του,
όρμησε μπροστά.
Τώρα θα πολεμούσε για όλα όσα του ήταν αγαπητά. Ένιωσε τη
λεπίδα του σπαθιού του να καρφώνεται σε σάρκα, άκουσε μια κραυ-
γή και είδε τον αντίπαλό του να σωριάζεται στο έδαφος. Λίγες στιγ-
μές αργότερα πήρε τη θέση του άλλος. Και πάλι ο Φάλκονμπριτζ α-
μύνθηκε με την ίδια πάντα ορμή, μη αφήνοντας τον εχθρό του να πά-
ρει ούτε ανάσα, χρησιμοποιώντας κάθε μέσο για να νικήσει. Κανένας
κανόνας δεν είχε θέση εδώ. Η μάχη ήταν άγρια, βρόμικη και βίαιη. Οι
γροθιές και οι μπότες του συμπλήρωναν το ατσάλι.
Λίγα μέτρα πιο μακριά, η Σαμπρίνα τράβηξε το δικό της ξίφος και
ετοιμάστηκε να αντιμετωπίσει τον κοντινότερο εχθρό. Στο πρόσωπο
του Γάλλου αποτυπώθηκε η έκπληξη κι ύστερα η ειρωνεία καθώς διέ-
κρινε το φύλο του αντιπάλου του. Ο στιγμιαίος δισταγμός τού κόστι-
σε ακριβά καθώς η αιχμή του ξίφους της χάραξε βαθιά το μπράτσο
του. Το αίμα μούσκεψε το σκισμένο ύφασμα και ο Γάλλος στρατιώτης
κοίταξε το τραύμα του με οργή και δυσπιστία.
Μετά η έκφρασή του έγινε πιο σκληρή και επιτέθηκε στη Σαμπρίνα
με μανία. Η εμπειρία και η δύναμή του την ανάγκασαν να υποχωρή-
σει βήμα βήμα, ώσπου η πλάτη της κόλλησε πάνω στο βράχο. Έχο-
ντας παγιδευτεί εκεί, κατάλαβε πως ήταν χαμένη. Ο Γάλλος χαμογέλασε.
Τον είδε μ’ ένα αίσθημα ναυτίας να σηκώνει το σπαθί του για τη χαρι-
στική βολή. Και τότε, μπροστά στα έντρομα μάτια της, ο αντίπαλος
πάγωσε. Το πρόσωπό του έγινε μια μάσκα έκπληξης. Το ξίφος έπεσε
από τα χέρια του και τα γόνατά του λύγισαν.
Η Χασίντα τράβηξε το ξίφος της από τα πλευρά του. Για μια στιγμή
κοίταξε τη Σαμπρίνα και τα μαύρα μάτια της έλαμψαν από μια εσωτερι-
κή φλόγα. Της χαμογέλασε.
Η Σαμπρίνα ξαναβρήκε τη φωνή της. «Σ’ ευχαριστώ».
«Νάδα».
Πριν προλάβει να πει περισσότερα, ένας οπλισμένος στρατιώτης ξε-
πρόβαλε πίσω της. Η Σαμπρίνα ούρλιαξε και η Χασίντα γύρισε, όχι ό-
μως αρκετά γρήγορα για να αποφύγει το χτύπημα. Η λαβή του όπλου
τη βρήκε στο πλάι του κεφαλιού της και η κοπέλα σωριάστηκε αναίσθη-
τη.
Ο Γάλλος πέρασε πάνω από το σώμα της για να πλησιάσει τη Σα-
μπρίνα. Κάπως αργά είδε την κάννη που ήταν στραμμένη επάνω του.
Ακούστηκε ένας δυνατός κρότος και ο στρατιώτης έπεσε, κρατώντας με
τα χέρια την τρύπα στο στήθος του.
Αλλά η προσοχή της Σαμπρίνα ήταν στραμμένη αλλού.
«Χασίντα!»
Την επόμενη στιγμή ήταν γονατισμένη στο πλευρό της συντρόφισ-
σάς της, προσπαθώντας απεγνωσμένα να τη συνεφέρει. Μια ματωμέ-
νη πληγή κι ένα καρούμπαλο έδειχναν το σημείο του τραυματισμού.
Η Χασίντα βόγκηξε κι η Σαμπρίνα πλημμύρισε από ανακούφιση που η
κοπέλα ήταν τουλάχιστον ζωντανή.
Κοίταζε γύρω της για κάτι με το οποίο θα μπορούσε να κλείσει την
πληγή της Χασίντα, όταν δυο χέρια την άρπαξαν από πίσω. Πάλεψε,
κλότσησε και προσπάθησε μανιασμένα να ελευθερωθεί, τα μπράτσα
όμως ήταν ατσάλινα και την έσφιγγαν σαν μέγγενη.
Μια ματιά της είπε πως ο λόφος είχε κυριευτεί και η μάχη στην
πραγματικότητα είχε τελειώσει. Ο Μπλέικλοκ και ο Λουίς κρατούνταν
υπό την απειλή όπλων. Μόνο ο Γουίλις και ο Φάλκονμπριτ πάλευαν
ακόμα, αλλά μάταια, καθώς οι εχθροί ήταν πολύ περισσότεροι και
οι δυο τους είχαν παγιδευτεί με την πλάτη πάνω σ’ έναν ψηλό βράχο.
«Ρίξτε τα όπλα σας. Είναι μάταιο να αντιστέκεστε πια».
Η Σαμπρίνα είδε τον Φάλκονμπριτζ να διστάζει, τελικά όμως κοίτα-
ξε γύρω του και έγνεψε καταφατικά στον Γουίλις.
«Κάνε αυτό που λέει».
Οι δυο άντρες άφησαν τα ξίφη τους να πέσουν στο χώμα.
Ένας Γάλλος αξιωματικός εμφανίστηκε στο οπτικό πεδίο της Σα-
μπρίνα. Το στομάχι της ανακατεύτηκε και κάθε ίχνος ελπίδας χάθηκε
όταν αναγνώρισε τον Μασάρ. Για μια στιγμή κοίταξε κι εκείνος γύρω
του με νόημα. Ύστερα το βλέμμα του καρφώθηκε στον Φάλκονμπριτζ.
«Ήλπιζα πως θα ξανασυναντηθούμε, κύριε κόμη. Αν και δε νομίζω
πως χρησιμοποιούσατε αυτό τον τίτλο όταν πρωτοσυναντηθήκαμε. Στο
Αρόγιο ντε Μολίνος δεν ήταν;»
Ο Φάλκονμπριτζ τον κοιτούσε με περιφρόνηση. «Δεν έχω ιδέα για ποιο
πράγμα μιλάς».
«Έλα τώρα. Παραδέχομαι πως η μνήμη μου στην αρχή δε με βοη-
θούσε, αλλά δεν ξεχνώ ποτέ μια φυσιογνωμία», συνέχισε ο Γάλλος. «Μ’
έβαλες σε πολλούς μπελάδες, είμαι σίγουρος όμως ότι στο τέλος η
προσπάθεια θα ανταμειφθεί». Γύρισε την προσοχή του στη Σαμπρίνα,
παρατηρώντας με ενδιαφέρον την αλλαγή στην εμφάνισή της. Το
πρόσωπό του πήρε ένα ύφος χαιρέκακης ευχαρίστησης, αν και το χα-
μόγελο δεν έφτασε ποτέ στα μάτια του. «Είναι μεγάλη ευχαρίστηση που
σας ξαναβλέπω, μαντάμ. Ανυπομονώ να ανανεώσουμε τη γνωριμία μας».
Η Σαμπρίνα ένιωσε ναυτία. Προσπάθησε να το κρύψει, επειδή ήξερε
πως αυτός ο άντρας είχε την ικανότητα να διαισθάνεται το φόβο. Με
αφάνταστη προσπάθεια πίεσε τον εαυτό της να συναντήσει το βλέμμα
του και να παραμείνει σιωπηλή. Δε θα αντάλλασε κουβέντες μαζί του.
Ο Μασάρ έγνεψε προς τους άντρες του. «Δέστε τους αιχμαλώτους και
φέρτε τα άλογά τους».
«Βρίσκεσαι πέρα από τα όρια της επικράτειάς σας», του είπε ο
Φάλκονμπριτζ. «Δεν έχεις την εξουσία ούτε το δικαίωμα να μας συλ-
λάβεις».
Ο Μασάρ δεν έδειξε να πτοείται. «Πιστεύω πως έχω κάθε δικαίωμα
να συλλάβω μια ομάδα από Άγγλους κατασκόπους. Φυσικά, αν κάνω
λάθος, θα ζητήσω συγνώμη. Αλλά δε νομίζω πως κάνω λάθος».
«Πού θα μας πας;»
«Στο Καστίγιο Σαν Άνχελ, όπου θα συζητήσουμε το θέμα των ταυτοτή-
των σας».
Η Σαμπρίνα έριξε ένα βλέμμα στον Φάλκονμπριτζ. Η έκφρασή του
ήταν απαθής και παρέμεινε ακίνητος ενώ του έδεναν τα χέρια. Στη συ-
νέχεια, δυο βίαια χέρια έδεσαν και τα δικά της. Έκανε μια τυπική προ-
σπάθεια να αντισταθεί, αλλά ήταν ανώφελο. Λίγα λεπτά αργότερα κατέ-
βασαν την ομάδα τους στην πλαγιά και τους ανάγκασαν να ανεβούν
στα άλογα. Τότε η Σαμπρίνα συνειδητοποίησε πως η Χασίντα δε βρι-
σκόταν ανάμεσά τους. Άραγε την είχαν θεωρήσει νεκρή; Θυμήθηκε τι
έκαναν στους τραυματίες μετά τη μάχη και ο φόβος έσφιξε το στομάχι
της.
Αν η Χασίντα διατηρούσε τις αισθήσεις της, ίσως είχε την πρόνοια να
μείνει ακίνητη. Πόσο σοβαρό ήταν όμως το τραύμα της; Τριγύριζαν κά-
θε είδους αρπακτικά στα βουνά και όχι όλα με ανθρώπινο πρόσωπο.
Θα μπορούσε να επιβιώσει στην ερημιά μόνη της, τουλάχιστον μέχρι
να καταφέρει να φτάσει ως το κοντινότερο χωριό; Ήταν γενναία και πο-
λυμήχανη, ήξερε να επιβιώνει. Τουλάχιστον δε θα την κρατούσαν αιχ-
μάλωτη οι Γάλλοι, κι αυτό ήταν κάτι.
Η πομπή ξεκίνησε και η Σαμπρίνα εστίασε την προσοχή της στο να
παραμείνει στη σέλα. Προχωρούσαν γρήγορα κι οι συζητήσεις απο-
κλείονταν. Ο Φάλκονμπριτζ βρισκόταν μπροστά της. Ξαφνικά φοβή-
θηκε πολύ για λογαριασμό του. Όλοι μιλούν την τρίτη μέρα, της είχε
πει. Τώρα ήταν σίγουρη ότι ο Μασάρ θα χρησιμοποιούσε κάθε μέσο
που είχε στη διάθεσή του για να μάθει αυτό που ήθελε. Δεν είχε ποτέ
της ακούσει για το Καστίγιο Σαν Άνχελ, αλλά δεν ακουγόταν καλό μέρος
για εκείνη και τους συντρόφους της. Πού να ήταν ακριβώς;
***
Δεν χρειάστηκε να περιμένουν πολύ για να το μάθουν, αφού νωρίς το
βράδυ έφτασαν σ’ ένα μικρό κάστρο, ίσως άλλοτε κατοικία κάποιου αρι-
στοκράτη.
Η Σαμπρίνα κοίταξε το κάστρο με ανησυχία. Φαινόταν αρκετά παλιό,
όπως μαρτυρούσε η κατάσταση του περιμετρικού τείχους, μολονότι
είχε γίνει μια προσπάθεια να επισκευαστούν τα πιο κατεστραμμένα
σημεία. Τα χοντρά ξύλα της εξωτερικής πύλης ήταν ξεθωριασμένα και
ραγισμένα. Πυκνά αγριόχορτα φύτρωναν ανάμεσα στις πέτρες της αυ-
λής κι όλα τα κτίσματα θύμιζαν ερείπια. Το μέρος φαινόταν να έχει
επιταχθεί για στρατιωτική χρήση, καθώς έδειχνε να φιλοξενεί μεγάλο
αριθμό Γάλλων στρατιωτών.
Η Σαμπρίνα και οι σύντροφοί της οδηγήθηκαν μέσα από μια κα-
μάρα σ΄ ένα φαρδύ εσωτερικό διάδρομο και κατόπιν σε μια πέτρινη
σκάλα. Κατέβηκαν και βρέθηκαν σ’ έναν υπόγειο θάλαμο φωτισμένο
από πυρσούς. Αν και τώρα χρησιμοποιούνταν σαν φυλακή, φαινόταν
πως αρχικά είχε την αποκλειστική χρήση αποθήκης. Στο λιγοστό φως
διακρίνονταν μερικά βαρέλια, τσουβάλια και τυλιγμένα σκοινιά. Έκανε
ψύχρα και ο αέρας μύριζε μούχλα. Υπήρχαν τριγύρω αρκετές πόρτες
και οι δεσμοφύλακές τους ξεκλείδωσαν μία απ’ αυτές. Στη συνέχεια
έσπρωξαν τη Σαμπρίνα και τον Φάλκονμπριτζ σ’ ένα μικρό δωμάτιο και
τους υπόλοιπους στο διπλανό.
Ο Μασάρ κοντοστάθηκε στην πόρτα του κελιού τους και απευθύνθη-
κε στους άντρες του. «Λύστε τους».
Εκείνοι υπάκουσαν και ο Μασάρ χαμογέλασε αδιόρατα. «Βλέπετε, δεν
είμαι τόσο σκληρός για να χωρίσω ένα αντρόγυνο. Χαρείτε ο ένας τον
άλλον όσο έχετε τη δυνατότητα».
Και μ’ αυτά τα λόγια εκείνος και οι άντρες του αποσύρθηκαν και η
πόρτα έκλεισε πίσω τους. Ένα κλειδί ακούστηκε να γυρίζει στην κλει-
δαριά, ύστερα οι φωνές και τα βήματα των αντρών που απομακρύ-
νονταν. Η Σαμπρίνα έτριψε τους καρπούς της. Ο Φάλκονμπριτζ την κοί-
ταξε ανήσυχος.
«Είσαι καλά, Σαμπρίνα; Σε πόνεσαν;»
«Όχι, δεν έπαθα τίποτα».
«Λυπάμαι πολύ που σ’ έφερα σ’ αυτή τη θέση».
Εκείνη κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Δε φταις εσύ».
«Ποιος άλλος έχει την ευθύνη για όλα αυτά;»
«Προσπάθησες να με πείσεις να μην έρθω σ’ αυτή την αποστολή. Εγώ
επέμεινα».
«Θα έπρεπε να έχω κάνει τα πάντα για να σ’ εμποδίσω».
«Δε θα πετύχαινες τίποτα».
Ο Ρόμπερτ χαμογέλασε με θλίψη. «Μάλλον έχεις δίκιο».
Η Σαμπρίνα κοίταξε γύρω της. Το κελί τους ήταν γυμνό από έπιπλα,
εκτός από ένα σκαμνί και μια σανιδένια κουκέτα μ’ ένα αχυρόστρωμα
και μια βρόμικη κουβέρτα. Ένας κουβάς σε μια γωνιά έπαιζε το ρόλο
τουαλέτας, ενώ ψηλά στον τοίχο ένα μικρό παράθυρο με κάγκελα ήταν
η μοναδική πηγή φωτός. Η Σαμπρίνα μάντεψε πως αντιστοιχούσε στο
επίπεδο της αυλής. Η μοναδική έξοδος ήταν η βαριά ξύλινη πόρτα με
τα χοντρά καρφιά.
«Δεν έφεραν τη Χασίντα», είπε.
Ο Φάλκονμπριτζ ένιωσε αμέσως τύψεις. Μέσα στη φασαρία δεν είχε
προσέξει την απουσία της καμαριέρας.
«Τη χτύπησαν στο κεφάλι με τη λαβή ενός όπλου», συνέχισε η Σα-
μπρίνα. «Προσπαθούσα να εξετάσω το τραύμα της όταν μας έπιασαν».
«Ίσως έπαθε απλώς διάσειση. Αν είναι έτσι, θα συνέλθει σύντομα».
«Εύχομαι να καταφέρει να βρει βοήθεια σε κάποιο χωριό, αν και δεν
ξέρω πόσο μακριά μπορεί να απέχει κάποιο».
«Εκτιμώ πως βρισκόμαστε γύρω στα δεκαέξι χιλιόμετρα από το
Βουργόνδο, αλλά είναι αρκετά πιθανό να βρει κανένα μικρό αγρόκτημα
στο δρόμο που μεσολαβεί». Έκανε μια παύση. «Η Χασίντα μου φαίνεται
εφευρετική. Μπορεί να επιβιώσει».
«Είναι πράγματι εφευρετική. Και πολύ γενναία επίσης».
«Δεν είναι η μόνη. Σε είδα πώς πολεμούσες εκεί επάνω».
«Δεν τα κατάφερνα πολύ καλά. Αν δεν ήσουν εσύ και η Χασίντα, θα εί-
χα σκοτωθεί». Η Σαμπρίνα δίστασε για μια στιγμή. «Δε σε ευχαρίστησα
όπως έπρεπε, που μου έσωσες τη ζωή».
«Σε παρακαλώ να μην το αναφέρεις ξανά αυτό».
«Πώς να μην το αναφέρω όταν σου χρωστώ τόσο πολλά;»
«Δε μου χρωστάς τίποτα. Οι σύντροφοι βοηθούν ο ένας τον
άλλον», της είπε ο Ρόμπερτ χαμογελώντας αχνά.
Τα λόγια του είχαν σκοπό να μειώσουν την αίσθηση της υποχρέω-
σής της απέναντί του και να υπενθυμίσουν τη σχέση συνεργασίας
που είχαν. Ήταν λόγια σωστά, όμως στη Σαμπρίνα προκάλεσαν μόνο
θλίψη.
«Ναι, φυσικά», του απάντησε.
Για μια στιγμή εκείνος την κοίταξε σιωπηλός. «Πρέπει να είσαι εξα-
ντλημένη. Γιατί δεν προσπαθείς να ξεκουραστείς λίγο;»
«Εσύ;»
«Δεν είμαι κουρασμένος», της είπε ψέματα. «Άλλωστε, μετά από τό-
ση ώρα ιππασίας, θέλω να σταθώ λίγο όρθιος».
Η Σαμπρίνα πλησίασε το αχυρόστρωμα και το κοίταξε με αηδία. Μύ-
ριζε μούχλα κι ήταν άγνωστο πόσοι άλλοι είχαν ξαπλώσει εκεί και επί
πόσα χρόνια. Όμως πλάγιασε και άφησε τους πονεμένους μυς της να
χαλαρώσουν. Πίσω από τα μισόκλειστα βλέφαρά της είδε τον
Φάλκονμπριτζ να προχωρεί προς την πόρτα και να κοιτάζει συλλο-
γισμένος μέσα από το στενό, καγκελόφραχτο παραθυράκι της.
Κάποτε θα τη φόβιζε ο εγκλεισμός της μαζί του σ’ έναν τόσο πε-
ριορισμένο χώρο, αλλά τώρα έβρισκε την παρουσία του καθησυχαστι-
κή. Δεν την είχαν ξεγελάσει οι προηγούμενες διαβεβαιώσεις του. Ήταν
σίγουρα κι εκείνος κουρασμένος, αλλά ήθελε να παραχωρήσει το
στρώμα σ’ αυτή. Η συμπεριφορά του ήταν πολύ πιο ιπποτική απ’ ό,τι
την ημέρα που τον είχε πρωτοσυναντήσει. Τότε η Σαμπρίνα δε θα μπο-
ρούσε ούτε καν να υποψιαστεί την ευγένεια της ψυχής του.
Το πρόσωπο του Μασάρ πέρασε απειλητικό από το μυαλό της. Χαρείτε
ο ένας τον άλλον όσο έχετε τη δυνατότητα, τους είχε πει. Η Σαμπρίνα
ανατρίχιασε και προσπάθησε να διώξει από μέσα της το φόβο για το
αύριο. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά χάρηκε που η Χασίντα και ο
Ραμόν ήταν ελεύθεροι. Τουλάχιστον τα πολύτιμα έγγραφα δεν είχαν
πέσει στα χέρια του Μασάρ και ο πατέρας της θα απελευθερωνόταν.
Δεν αποτύχαμε τελείως λοιπόν, σκέφτηκε.
Ο Φάλκονμπριτζ έμεινε όρθιος για κάμποση ώρα, προσπαθώντας να
βάλει σε τάξη τις σκέψεις του. Δεν είχε αυταπάτες για την τύχη που πε-
ρίμενε αυτόν και τους άντρες του αν ο Μασάρ ανακάλυπτε την ταυτό-
τητά τους. Οι κατάσκοποι τουφεκίζονταν.
Εκείνος γνώριζε πάντα τους κινδύνους των αποστολών που ανα-
λάμβανε, όμως δεν μπορούσε να σκέφτεται με την ίδια καρτερία την
περίπτωση της Σαμπρίνα. Ίσως μπορούσε να απευθυνθεί στην αίσθη-
ση τιμής του Μασάρ και να του ζητήσει να την αφήσει ελεύθερη. Αλλά
υποψιαζόταν ότι η ιδέα που είχε ο Μασάρ περί τιμής ήταν διαφορετική
απ’ τη δική του. Κι ούτε θα ωφελούσε να επικαλεστεί τη νιότη και την
αθωότητά της.
Κοίταξε προς το αχυρόστρωμα. Η Σαμπρίνα ήταν ακίνητη, είχε τα μά-
τια κλειστά και ανέπνεε απαλά και ρυθμικά. Δεν τον είχε μεμφθεί ούτε
μια φορά για την κατάστασή τους ούτε είχε δείξει ποτέ φόβο. Ο
θαυμασμός και η εκτίμησή του γι’ αυτή είχαν μεγαλώσει ακόμα περισ-
σότερο. Ήταν στ’ αλήθεια μια σπάνια γυναίκα. Θα του άρεσε να τη
γνωρίσει καλύτερα, να τη φλερτάρει όπως φλερτάρουν μια νεαρή
κοπέλα. Τώρα ήταν πολύ αργά για όλα αυτά, όμως δεν προσπαθούσε
πια να αρνηθεί το βάθος των συναισθημάτων του. Αυτό που ένιωθε
για τη Σαμπρίνα ήταν κάτι που δεν περίμενε ποτέ να αισθανθεί ξανά
για κάποια γυναίκα.
Αναστέναξε και πλησίασε αθόρυβα την κοιμισμένη φιγούρα. Έπιασε
την κουβέρτα και την άπλωσε απαλά επάνω της. Έκανε ψύχρα σ’ εκείνο
το υπόγειο. Ύστερα κάθισε στο σκαμνί και την παρατηρούσε που κοι-
μόταν. Το πρόσωπό της ήταν γαλήνιο κι η ομορφιά του στοίχειωνε
ήδη τα όνειρά του.
Η Κλαρίσα ήταν επίσης όμορφη, αλλά η ομορφιά της Σαμπρίνα ήταν
από εκείνες που διατηρούντα και μετά την πρώτη νιότη. Η Σαμπρίνα
θα ήταν καλλονή και στα πενήντα της –αν κατάφερνε να ζήσει τόσο
πολύ.
Ο Φάλκονμπριτζ έσφιξε τα δόντια του. Αν γινόταν κάποιο θαύμα και
έβγαιναν σώοι και αβλαβείς απ’ αυτή την ιστορία, θα έβαζε σκοπό της
ζωής του την παντοτινή ευτυχία της.
***
Κάποια στιγμή θα πρέπει να αποκοιμήθηκε κι ο ίδιος, επειδή τώρα
τινάχτηκε ξαφνιασμένος. Ο αυχένας και τα μέλη του πονούσαν. Το δω-
μάτιο ήταν πιο σκοτεινό και μόνο το κοκκινωπό φως των πυρσών μέσα
από το παραθυράκι της πόρτας φώτιζε κάπως το χώρο. Ο Ρόμπερτ ση-
κώθηκε από το πάτωμα και μόρφασε απ’ τους πόνους των μυών του.
Η Σαμπρίνα κοιμόταν ακόμα, αν και τώρα φαινόταν πιο ανήσυχη
καθώς κούρνιαζε κάτω από τη φθαρμένη κουβέρτα. Άγγιξε απαλά το
χέρι της –ήταν παγωμένο. Την είδε να τρέμει, να γυρίζει στο πλευρό της
και να σφίγγει περισσότερο την κουβέρτα πάνω της.
Ο Φάλκονμπριτζ κατάλαβε πως μπορούσε να της φανεί χρήσιμος
και ξάπλωσε δίπλα της. Την τράβηξε προστατευτικά στην αγκαλιά του
και μοιράστηκε τη ζεστασιά του κορμιού του μαζί της. Εκείνη αναδεύ-
τηκε, αλλά δεν ξύπνησε. Εκείνος φίλησε απαλά τα μαλλιά της κι έ-
κλεισε τα μάτια του, προσπαθώντας να μη σκέφτεται ότι ίσως να μην
είχαν ποτέ την ευκαιρία για κάτι περισσότερο.
Όμως, καθώς η Σαμπρίνα ζεσταινόταν ξανά και σταμάτησε να τρέ-
μει, η σκέψη να αδράξει τη στιγμή και να εξερευνήσει με κάθε λεπτο-
μέρεια τις καμπύλες του κορμιού της επανήλθε στο νου του. Ήθελε
να τη γνωρίσει με κάθε έννοια της λέξης. Υπήρχε μια σπίθα μεταξύ
τους που εύκολα γινόταν φλόγα.
Ο Ρόμπερτ αναστέναξε. Ακόμα κι αν δεν του το απαγόρευε η τιμή
του, νοιαζόταν πάρα πολύ γι’ αυτή ώστε να επωφεληθεί από την περί-
σταση.
Γρήγορα αποκοιμήθηκε, αποκαμωμένος από τις περιπέτειες της μέ-
ρας, και ξύπνησε με το πρώτο χάραμα. Ένα γκρίζο φως τρύπωνε μέσα
από τα κάγκελα του παραθύρου ψηλά. Ο Φάλκονμπριτζ κοίταξε τη
σύντροφό του, η οποία ήταν ακόμα παραδομένη στον ύπνο. Μη
θέλοντας να την ξυπνήσει ακόμα, τράβηξε λίγο πιο ψηλά την κουβέρ-
τα κι έμεινε ακίνητος δίπλα της. Στην πραγματικότητα, δεν ήθελε να
βάλει τέλος σ’ αυτή τη σύντομη στιγμή οικειότητας. Παρά το άθλιο πε-
ριβάλλον, ήταν όμορφα να την έχει μέσα στην αγκαλιά του.
***
Η Σαμπρίνα ξύπνησε λίγο αργότερα, βγαίνοντας αργά από ένα βαθύ
ύπνο και νιώθοντας μια γλυκιά θαλπωρή να την τυλίγει. Γύρισε ενστι-
κτωδώς προς την πηγή της ζεστασιάς κι ο Ρόμπερτ φίλησε απαλά τα
μισάνοιχτα χείλη της. Εκείνη του χαμογέλασε αυθόρμητα και παραδό-
θηκε στο φιλί του που έγινε πιο βαθύ και παρατεταμένο.
Καταβάλλοντας μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, ο Φάλκονμπριτζ
αποτραβήχτηκε και τότε η Σαμπρίνα άνοιξε τα μάτια της.
Ο Ρόμπερτ της χαμογέλασε. «Καλημέρα». Εκείνη τεντώθηκε τεμπέλικα.
«Καλημέρα».
«Δε θα σε ρωτήσω αν κοιμήθηκες καλά, επειδή ξέρω πως η απάντηση
είναι καταφατική», της είπε. Ξαφνικά, η Σαμπρίνα κοκάλωσε και τα πράσι-
να μάτια της άνοιξαν διάπλατα καθώς συνειδητοποιούσε την πραγματι-
κότητα. «Ρόμπερτ! Τι...»
«Μη φοβάσαι. Απλώς ήθελα να σε κρατήσω ζεστή».
«Να με κρατήσεις ζεστή;»
«Έτρεμες χτες βράδυ και πήρα την πρωτοβουλία να μοιραστώ τη
θερμοκρασία του σώματός μου μαζί σου. Άλλωστε ήμουν κι εγώ κου-
ρασμένος... Και δεν υπήρχε άλλο κρεβάτι».
«Εννοείς ότι... Δηλαδή εμείς... Ήσουν εδώ όλη νύχτα;»
«Ακριβώς».
Η Σαμπρίνα κατάλαβε ότι δεν είχε ονειρευτεί το φιλί του και μια γλυ-
κιά ζεστασιά πλημμύρισε την ύπαρξή της. Αυτή η ξαφνική, αθέλητη οι-
κειότητα θα έπρεπε να τη σοκάρει και να την απωθεί, όμως τίποτα από
τα δύο δε συνέβαινε. Αντίθετα, ένιωθε να την παρηγορεί, αφού η πα-
ρουσία του Ρόμπερτ έδιωχνε μακριά το φόβο της.
Εκείνος παρερμήνευσε τη σιωπή της. «Απλώς ζεσταθήκαμε μαζί, Σα-
μπρίνα. Τίποτα περισσότερο». Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό της. Αν
ήταν ανέντιμος θα εκμεταλλευόταν την κατάσταση. Ήταν πιο δυνατός
και δε θα δυσκολευόταν να την υποτάξει στη θέλησή του. Ακόμα κι αν
εκείνη έβαζε τις φωνές, κανείς δε θα ερχόταν να τη βοηθήσει.
«Το ξέρω», του απάντησε.
Δεν ήταν η απάντηση που περίμενε ο ταγματάρχης. «Δηλαδή, δεν
υποψιάζεσαι κάποιο ανέντιμο κίνητρο;»
«Όχι».
Η Σαμπρίνα ετοιμάστηκε να ανασηκωθεί, αλλά το χέρι του την εμπό-
δισε. «Μείνε λίγο. Είναι νωρίς ακόμα».
Έμεινε ακίνητη, με την καρδιά της να χτυπάει δυνατά και ολόκληρο το
κορμί της να έχει επίγνωση του δικού του. Νιώθοντας την έντασή της, ο
Ρόμπερτ την κοίταξε ερωτηματικά.
«Τι φοβάσαι;»
«Τίποτα».
«Κι όμως φοβάσαι. Γιατί δε μου λες;»
Πώς να του πει ότι φοβόταν μόνο τις δικές της επιθυμίες; Αν ήξερε
πόσο έτοιμες ήταν να αναδυθούν στην επιφάνεια...
«Σαμπρίνα;»
Ξαφνικά το όμορφο πρόσωπό του πλησίασε το δικό της και τα
μάτια του την παρατήρησαν προσεκτικά. Τα χείλη του τώρα βρίσκο-
νταν επικίνδυνα κοντά στα δικά της. Αν τη φιλούσε, δε θα ήταν ικανή
να εμποδίσει τον εαυτό της κι εκείνος θα το ερμήνευε ως πρόσκληση.
Η σκέψη αυτού που θα ακολουθούσε άναψε στο κορμί της τη φλόγα
του πάθους. Πόσο εύκολα μπορούσε να του παραδοθεί, να αφήσει τον
πόθο της γι’ αυτό τον άντρα να την καθοδηγήσει...
Και μετά; Αν έβγαιναν ζωντανοί απ’ αυτή την περιπέτεια, πώς θα την
έβλεπε εκείνος; Στα μάτια του δε θα ήταν καλύτερη από μια πόρνη.
Η Σαμπρίνα άκουσε στο νου της τον απόηχο της φωνής του Ντέ-
ντον... Έλα, ξέρεις ότι το θέλεις. Έχουμε όλο το απόγευμα δικό μας. Ας το
εκμεταλλευτούμε...
Ο πόθος της αντικαταστάθηκε μεμιάς από την ντροπή. Η εμπειρία ή-
ταν ο καλύτερος δάσκαλος. Της ήταν αβάσταχτη η σκέψη πως ο Ρό-
μπερτ Φάλκονμπριτζ θα την κοιτούσε μια μέρα με την ίδια εκείνη περι-
φρόνηση. Για να κρύψει την αναστάτωσή της, γύρισε το κεφάλι της
στο πλάι. Εκείνος το παρερμήνευσε και τραβήχτηκε λίγο μακριά.
«Δεν πειράζει, καλή μου. Δε χρειάζεται να πεις τίποτα». Χάιδεψε το
πρόσωπό της. «Κοιμήσου ακόμα λίγο».
Η Σαμπρίνα γύρισε στο πλευρό της κι ένιωσε το κορμί του Ρόμπερτ
να αγκαλιάζει και πάλι το δικό της. Έκλεισε τα μάτια της και άφησε τον
εαυτό της να χαλαρώσει, παραμερίζοντας κάθε σκέψη για το μέλλον,
απολαμβάνοντας μόνο τη στιγμή. Κι αποκοιμήθηκε, νιώθοντας τα
χέρια του να την τυλίγουν σαν μια φανταστική φωλιά ασφάλειας και
σιγουριάς.
***
Λίγη ώρα αργότερα ξύπνησαν από φωνές και βαριά βήματα στο
διάδρομο. Ο Φάλκονμπριτζ πετάχτηκε όρθιος και αφουγκράστηκε με
προσοχή. Η Σαμπρίνα σηκώθηκε και στάθηκε δίπλα του κατάχλομη.
«Έρχονται για μας».
«Για μένα», της είπε.
«Ω, Ρόμπερτ, πόσο φοβάμαι».
Εκείνος έσφιξε το χέρι της. «Αν σε ανακρίνουν, πρέπει να επιμείνεις
στην ιστορία μας».
«Αυτό θα κάνω».
«Αν ο Μασάρ βρει την παραμικρή ασυμφωνία σε όσα θα του πούμε,
θα το εκμεταλλευτεί. Γι’ αυτό πρέπει να συνεχίσουμε να λέμε το ίδιο
τροπάρι».
«Καταλαβαίνω».
Τα βήματα σταμάτησαν έξω από την πόρτα και το κλειδί γύρισε στην
κλειδαριά. Η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκαν τέσσερις Γάλλοι στρατιώ-
τες. Δύο απ’ αυτούς έπιασαν τον Φάλκονμπριτζ.
«Τι θέλετε;» ρώτησε εκείνος με θάρρος.
Χωρίς να του απαντήσουν, έδεσαν τους καρπούς του.
Η Σαμπρίνα έκανε ένα βήμα μπροστά. «Τι κάνετε; Πού τον πάτε;»
Οι ερωτήσεις της έμειναν κι αυτές αναπάντητες. Οι στρατιώτες έσπρω-
ξαν βίαια τον αιχμάλωτό τους έξω από το δωμάτιο και κλείδωσαν ξανά
την πόρτα πίσω τους. Η Σαμπρίνα έτρεξε ως το παραθυράκι της πόρ-
τας και τεντώνοντας το λαιμό της είδε τους άντρες να απομακρύνονται.
Ύστερα, με γόνατα που έτρεμαν έγειρε πάνω στην ξύλινη πόρτα και προ-
σευχήθηκε σιωπηλά.
***
Ο Φάλκονμπριτζ ήξερε τι τον περίμενε, όμως ο πόνος τον ξάφνιασε.
Έχοντας τα χέρια δεμένα πίσω στην πλάτη του γονάτισε στο πέτρινο
πάτωμα και με κομμένη την ανάσα περίμενε να δεχτεί το επόμενο
χτύπημα της μπότας. Κάθε αναπνοή έβγαινε με οξύ πόνο από τα
τραυματισμένα πλευρά του. Αίμα κυλούσε από την πληγή στα χείλη
του. Το πρόσωπό του είχε πρηστεί από τα επαναλαμβανόμενα χτυπή-
ματα. Δυο βίαια χέρια τον σήκωσαν όρθιο για να αντικρίσει τον ανακρι-
τή του.
«Θα σε ρωτήσω ξανά. Ποιος είσαι;»
Άκουσε τη φωνή του Μασάρ σαν μακρινό βουητό.
«Σου είπα ήδη». Διπλώθηκε καθώς μια γροθιά τον χτύπησε χαμηλά
στην κοιλιά.
«Κι εγώ σου είπα ότι δεν ξεχνώ ποτέ μια φυσιογνωμία. Ήσουν στο Α-
ρόγιο ντε Μολίνος». Ο Φάλκονμπριτζ έσφιξε τα δόντια του. «Ίσως ήταν
κάποιος που μου έμοιαζε».
«Με περνάς για ηλίθιο κι αυτό δεν είναι καθόλου σωστό». Ο Μασάρ
έγνεψε στους φρουρούς του Μερικές ακόμα γροθιές στο στομάχι τον
έκαναν να διπλωθεί ξανά. «Πες μου την αλήθεια και γλίτωσε τον ε-
αυτό σου απ’ τον πόνο. Τι έκανες στο Αρανχουέθ;»
«Ξέρεις τι έκανα. Ήσουν εκεί».
«Ποια είναι η σχέση σου με τον Πέδρο ντε λα Τόρε;»
«Είναι ξάδερφός μου».
Ο Μασάρ έκανε μια γκριμάτσα. «Δε σε πιστεύω».
Μια δυνατή γροθιά χτύπησε το πιγούνι του Φάλκονμπριτζ. Ένιωσε
το ζεστό αίμα να κυλάει από την καινούρια πληγή.
«Και νομίζω πως είσαι κατάσκοπος», συνέχισε ο Γάλλος. «Νομίζω πως
ο λόγος που επισκέφτηκες το Αρανχουέθ δεν είχε να κάνει με μια α-
πλή κοινωνική υποχρέωση. Και σκοπεύω να μάθω περί τίνος ακριβώς
πρόκειται».
Η απάντηση ήταν μια γεμάτη αυθάδεια ματιά του Φάλκονμπριτζ που
είχε σαν αποτέλεσμα μερικές ακόμα γροθιές. Εκείνος συγκράτησε την
κραυγή πόνου που ανέβηκε ως τα χείλη του. Αυτή ήταν η προπαρα-
σκευαστική διαδικασία. Στην πραγματικότητα, ο Μασάρ δεν είχε αρχί-
σει ακόμα. Όταν θα άρχιζε, ο Φάλκονμπριτζ δεν ήξερε για πόσο θα
μπορούσε να αντέξει τα βασανιστήρια.
«Ίσως ένα μαστίγιο να βοηθούσε τη γλώσσα του να λυθεί», είπε
μια φωνή από το βάθος του δωματίου.
Ο Φάλκονμπριτζ είδε το ποντικίσιο πρόσωπο του Ζαν Λαρός. Από
την πρώτη στιγμή που είχε αντικρίσει τον αρχηγό της μυστικής υ-
πηρεσίας ήξερε πως η παρουσία του εκεί δεν ήταν καλό σημάδι.
Άραγε υποψιάζονταν ήδη τον Πέδρο ντε λα Τόρε; Μήπως τον παρακο-
λουθούσαν ούτως ή άλλως; Ή μήπως επρόκειτο απλώς για μια ανάκριση
ρουτίνας επειδή ο Μασάρ τον είχε θυμηθεί;
«Όχι», αποκρίθηκε ο Μασάρ. «Έχω μια καλύτερη ιδέα».
«Δηλαδή;»
«Θα ρωτήσουμε τη γυναίκα».
Το παγερό χέρι του φόβου έσφιξε το στομάχι του Φάλκονμπριτζ.
«Αφήστε τη ήσυχη. Δεν έχει κάνει τίποτα κι ούτε μπορεί να σας πει πε-
ρισσότερα απ’ όσα εγώ».
Ο Μασάρ τον κοίταξε ερευνητικά για μια στιγμή. «Αυτό θα το μάθου-
με σύντομα». Στράφηκε προς τους φρουρούς. «Φέρτε τη γυναίκα εδώ».
Κεφάλαιο 10

Η Σαμπρίνα άκουσε βήματα στο διάδρομο και σηκώθηκε όρθια,


ελπίζοντας πως ήταν ο Φάλκονμπριτζ που επέστρεφε. Η καρδιά της
σκίρτησε, ακούγοντας το κλειδί να γυρίζει στη κλειδαριά. Όμως αντί
για το σύντροφό της είδε τους δύο φρουρούς να μπαίνουν στο κελί.
Ανασήκωσε περήφανα το πιγούνι της και τους κοίταξε με φανερή αηδία.
«Τι θέλετε;»
«Κάποιος επιθυμεί μια κουβέντα μαζί σας, μαντάμ», αποκρίθηκε ο έ-
νας.
Η καρδιά της βούλιαξε αλλά δεν υπήρχε καμία περίπτωση να αρνηθεί.
Οι φρουροί την έβαλαν στη μέση και την οδήγησαν στο διάδρομο. Μετά
ανέβηκαν την πέτρινη σκάλα.
Τελικά, ο χειρότερος εφιάλτης της έβγαινε αληθινός. Από κάπου μέσα
της η Σαμπρίνα άντλησε όσο κουράγιο της απέμενε και προσευχήθηκε
να μην ήταν εκείνη που θα λύγιζε και θα πρόδιδε τους συντρόφους
της.
Έφτασαν έξω από μια ξύλινη πόρτα. Οι φρουροί χτύπησαν και μια
φωνή από μέσα τούς κάλεσε να μπουν. Η Σαμπρίνα ανατρίχιασε βλέπο-
ντας τον Μασάρ και τον Λαρός.
«Α, κοντέσα, τι ευχαρίστηση να σας βλέπουμε!»
Δεν του απάντησε. Όλη η προσοχή της ήταν συγκεντρωμένη στον
Φάλκονμπριτζ καθώς κοιτούσε σοκαρισμένη το ματωμένο πρόσωπό
του.
«Τι του κάνατε;»
«Τίποτα... ακόμα», απάντησε ο Μασάρ.
Η ικανοποίηση στη φωνή του την έκανε ν’ ανατριχιάσει. Δεν ήθελε
όμως να τον αφήσει να δει την ταραχή της και ανάγκασε τον εαυτό της
να τον αντικρίσει κατάματα.
«Με ποιο δικαίωμα μας κρατάτε εδώ; Με ποιο δικαίωμα χτυπήσατε το
σύζυγό μου;» Την ξάφνιασε το πόσο φυσικά βγήκε από τα χείλη της αυ-
τή η λέξη.
«Με την εξουσία που μας δίνει η Αυτού Μεγαλειότης, ο βασιλιάς Ιω-
σήφ Βοναπάρτης. Ο σύζυγό σας είναι ένας Άγγλος κατάσκοπος».
«Ανοησίες».
«Έτσι λέτε; Αυτό θα το δούμε».
Η Σαμπρίνα έριξε μια γρήγορη ματιά προς τον Φάλκονμπριτζ και
συνάντησε το σταθερό του βλέμμα. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβε τι
συνέβαινε στην καρδιά της. Αν είχε φτάσει το τέλος, θα πέθαινε μαζί
του και θα το έκανε με χαρά. Εκείνος δε θα είχε κανένα λόγο για να ντρέ-
πεται γι’ αυτή.
«Σας έφερα εδώ για να με βοηθήσετε να διευκρινίσω μερικά ση-
μεία που μέχρι στιγμής μας διαφεύγουν», συνέχισε ο Μασάρ.
Πλησίασε κοντά της και το αρπακτικό του βλέμμα καρφώθηκε στο
πρόσωπό της. Το χέρι του χάιδεψε το μάγουλό της κι η Σαμπρίνα
γύρισε το κεφάλι της αλλού. Ο Μασάρ χαμογέλασε χαιρέκακα.
Ο Φάλκονμπριτζ τον αγριοκοίταξε. «Άφησέ τη ήσυχη».
«Για να την αφήσουμε ήσυχη, θα μας πεις αυτό που θέλουμε να μά-
θουμε», είπε ο Λαρός. «Είναι κρίμα να χαραμιστεί μια τέτοια καλλονή».
«Δειλό κάθαρμα!» Ο περιφρονητικός τόνος του Φάλκονμπριτζ δεν
πρόδιδε ούτε ίχνος από τον τρόμο που τον κυρίευσε.
«Εγώ δε νομίζω πως χρειάζεται να φτάσουμε στα άκρα», είπε ο Μα-
σάρ. «Πιστεύω πως ξέρω έναν τρόπο που θα αποδειχτεί εξίσου αποτε-
λεσματικός όσο και ευχάριστος».
Ο Φάλκονμπριτζ πάλεψε, αλλά ήταν μάταιο. Δυο λεπτά αργότερα
τον είχαν δέσει σφιχτά σε μια καρέκλα. Το αίσθημα ναυτίας στο στο-
μάχι του έγινε εντονότερο, αλλά δε φοβόταν για τον εαυτό του.
Ο Λαρός συνοφρυώθηκε. «Τι σκοπεύεις να κάνεις;»
«Να μάθω την αλήθεια», αποκρίθηκε ο Μασάρ. «Αν μου επιτρέψεις να
μείνω μόνος με την κυρία, πιστεύω ότι θα μάθουμε πολύ σύντομα αυτό
που θέλουμε».
«Όπως νομίζεις». Ο Λαρός σηκώθηκε από το κάθισμά του. «Μόνο μην
αργήσεις πολύ».
«Δε θα αργήσω, σε διαβεβαιώ». Ο Μασάρ κοίταξε τους φρουρούς
και τους έγνεψε με το κεφάλι προς την πόρτα. «Πηγαίνετε έξω». Ύστε-
ρα γύρισε προς τη Σαμπρίνα. «Και τώρα κυρία μου, εσείς θα με βοηθή-
σετε να μάθω αυτό που θέλω».
«Δε θα σας βοηθήσω σε τίποτα και με κανέναν τρόπο».
«Αντιθέτως, νομίζω πως θα αποδειχθείτε συνεργάσιμη». Κοίταξε το
δεμένο ταγματάρχη στην άλλη άκρη του δωματίου. «Κι εσύ θα κάνεις
όλα όσα σου ζητήσω», του πέταξε.
Ο Φάλκονμπριτζ πάλεψε με τα σκοινιά του, αλλά ήταν πολύ σφιχτά
δεμένος. «Αν της κάνεις κακό, άνανδρο υποκείμενο, θα σε σκοτώσω».
«Μου φαίνεται πως δεν είσαι σε θέση να με απειλείς», απάντησε ο
Γάλλος. «Άλλωστε δεν έχω σκοπό να κάνω κακό στην κόμισσα».
Η Σαμπρίνα του έριξε μια παγερή ματιά, αν και η καρδιά της χτυ-
πούσε βίαια στο στήθος της.
«Τότε, ποιες ακριβώς είναι οι προθέσεις σας, συνταγματάρχη;»
«Ανυπομονούσα να σας ξαναδώ, κυρία μου. Σκοπεύω να δημιουργή-
σω μεταξύ μας έναν πιο στενό δεσμό».
Η Σαμπρίνα χλόμιασε. «Ποτέ!»
Ο Μασάρ την άρπαξε από τη μέση και την τράβηξε επάνω του, κολ-
λώντας το στόμα του βίαια στο δικό της. Αιφνιδιασμένη, αηδιασμένη
και πνιγμένη από την μπόχα της ανάσας του, η Σαμπρίνα πάλεψε
μανιασμένα. Δεν κατάφερε τίποτα. Ο Γάλλος λεηλάτησε τα χείλη της
πριν της επιτρέψει να ξαναπάρει μια ανάσα. Έξαλλη εκείνη τον χαστού-
κισε με δύναμη.
«Άσε με ήσυχη, κάθαρμα!»
Η απάντηση ήταν ένα ψυχρό χαμόγελο. Χωρίς καμία προειδοποίηση
το χέρι του Μασάρ τινάχτηκε μπροστά και την έπιασε απ’ το λαιμό. Η
Σαμπρίνα πνίγηκε, τα χέρια της πάσχισαν να απαλλαγούν από τη λαβή
του, εκείνος όμως την κρατούσε με άνεση. Μέσα από το βουητό των
αυτιών της άκουσε τον Φάλκονμπριτζ να ουρλιάζει. Ύστερα το πρό-
σωπο του Γάλλου ήρθε σε απόσταση αναπνοής από το δικό της.
«Σκοπεύω να εκμεταλλευτώ στο έπακρο τη νέα μας συνάντηση», της
είπε εκείνος.
Χωρίς να χαλαρώσει στιγμή τη λαβή του, την έσπρωξε πίσω προς ένα
τραπέζι. Με το ελεύθερο χέρι του σκόρπισε ό,τι υπήρχε στην επιφάνειά
του και ανάγκασε τη Σαμπρίνα να ξαπλώσει εκεί, πιέζοντάς τη με το
βάρος του.
«Σε λίγο ο σύζυγός σας θα μου πει όλα όσα θέλω να μάθω».
Από την άλλη μεριά του δωματίου ο Φάλκονμπριτζ πάλευε με τα
δεσμά του, αδιάφορος για το αίμα που κυλούσε στους καρπούς του.
«Άφησέ τη, κτήνος!»
«Τώρα που την ξαναβρήκα; Δε νομίζω».
Ο Μασάρ τράβηξε το χέρι του απ’ το λαιμό της και το χαμήλωσε στο
κούμπωμα του παντελονιού του. Πασχίζοντας για μια ανάσα, εκείνη
προσπάθησε να ανασηκωθεί. Ένα χαστούκι από τον Γάλλο την έστειλε
πάλι πίσω. Ύστερα εκείνος συνέχισε απτόητος το έργο του.
Η Σαμπρίνα ένιωσε τα τραχιά χέρια του να λύνουν τα κορδόνια του
πουκαμίσου της και μετά να πιάνουν άγρια τα τρυφερά στήθη της.
Προσπάθησε να φωνάξει, αλλά απ’ τον πονεμένο λαιμό της βγήκε κάτι
σαν κρώξιμο. Γρατζούνισε στα τυφλά το πρόσωπο που βρισκόταν
από πάνω της κι ο Μασάρ τη χαστούκισε ξανά. Έπιασε τα χέρια και τα
ακινητοποίησε πάνω από το κεφάλι της στο τραπέζι. Έπειτα το στόμα
του κόλλησε πάνω στο δικό της υγρό και βίαιο, αναγκάζοντάς τη να
μισανοίξει τα χείλη της. Η Σαμπρίνα ένιωσε με φρίκη τη γλώσσα του
να προσπαθεί να περάσει το φράγμα των δοντιών της και τη διέ-
γερσή του πάνω στο μηρό της. Πανικοβλημένη άρχισε να στριφο-
γυρίζει κάτω από το βαρύ σώμα του με όση δύναμη είχε.
Ο Μασάρ αποτραβήχτηκε λίγο και την κοίταξε με σαρδόνιο χαμό-
γελο. «Πιστέψτε με, μαντάμ Όταν τελειώσω μαζί σας, θα έχετε λησμο-
νήσει την αγκαλιά του συζύγου σας».
«Όχι!» Η Σαμπρίνα χτυπιόταν πέρα δώθε. «Μη! Άφησέ με!»
«Να σ’ αφήσω;» Το χαμόγελό του έσταζε κακία. «Αργότερα ίσως. Πρώ-
τα όμως ο σύζυγός σου θα με δει να σε κατακτώ».
«Παλιάνθρωπε! Βρομερό κτήνος», ούρλιαξε ο Φάλκονμπριτζ.
«Ζηλεύεις, μεσιέ; Καλά κάνεις. Κοίτα για να μάθεις». Έσκυψε πάνω
στη Σαμπρίνα. «Κι εσύ θ ανακαλύψεις τι χάνεις. Θέλεις να σου πω;»
Έσκυψε και ψιθύρισε κάτι στο αυτί της. Σε απάντηση εκείνη πάλεψε με
περισσότερη δύναμη και, βλέποντας την απόγνωσή της, ο Μασάρ γέ-
λασε. «Θα σου χαρίσω ανεπανάληπτες στιγμές».
Ξαφνικά ο χρόνος γύρισε τέσσερα χρόνια πίσω. Το πρόσωπο του
Μασάρ θάμπωσε και διαλύθηκε, ώσπου το μόνο που έβλεπε η Σα-
μπρίνα ήταν το λάγνο βλέμμα του Τζακ Ντέντον. Άκουγε τον κοροϊ-
δευτικό τόνο του καθώς την κρατούσε παγιδευμένη.
Σου αρέσει το άγριο παιχνίδι, σωστά; Ε, λοιπόν, ο Τζακ είναι ο άνθρωπός
σου.
Η ανάμνηση έφερε μαζί της ένα καινούριο κύμα οργής και αηδίας
που ξεπέρασε το φόβο της. Ο τωρινός διώκτης της ήταν κι αυτός δυ-
νατός, εκείνη όμως ήξερε ότι προτιμούσε να πεθάνει παρά να του πα-
ραδοθεί.
Ο Μασάρ άρχισε να ανοίγει βιαστικά τα κουμπιά της στολής του με
το ένα χέρι, παραμερίζοντας τους μηρούς της με το άλλο. Απελπισμένη,
η Σαμπρίνα ανέβασε τα γόνατά της ψηλά και ψαχούλεψε την μπότα της
για το μαχαίρι που έκρυβε εκεί. Ο Μασάρ παρεξήγησε την κίνησή της
και χαμογέλασε.
«Δεν είσαι και τόσο απρόθυμη τελικά, ε; Μείνε ήσυχη, κοντέσα, θα σου
δώσω αυτό που θέλεις». Πνίγοντας ένα λυγμό, η Σαμπρίνα έβαλε το χέ-
ρι της μέσα στη μπότα της, ενώ ο Μασάρ πάλευε με τα τελευταία κου-
μπιά του βλαστημώντας. Η Σαμπρίνα εκμεταλλεύτηκε το στιγμιαίο περι-
σπασμό του και τύλιξε τα δάχτυλά της στη λαβή του μαχαιριού της.
Όταν ο Γάλλος τελείωσε με τα κουμπιά κι έριξε το βάρος του επάνω
της, η Σαμπρίνα πήρε μια βαθιά ανάσα, τράβηξε το μαχαίρι και κάρφω-
σε με όση δύναμη είχε τη λεπίδα ανάμεσα στα πλευρά του. Η σάρκα του
αποδείχτηκε πιο ανθεκτική απ’ όσο εκείνη περίμενε. Για μερικά δευτε-
ρόλεπτα εκείνος έμεινε να κοιτάει με κατάπληξη το μαχαίρι στα πλευ-
ρά του.
«Σκύλα!»
Με μια απότομη εισπνοή, ο Μασάρ τράβηξε τη λεπίδα κι έκλεισε
με το χέρι την πληγή του. Νιώθοντας το ζεστό αίμα στην παλάμη του,
κοίταξε τη Σαμπρίνα με μίσος και κατόπιν όρμησε πάνω της. Εκείνη κύ-
λησε στο πλάι για να τον αποφύγει κι έπεσε από την άκρη του τραπεζιού
στο πάτωμα, ανάμεσα στη σκόρπια γραφική ύλη. Τα δάχτυλά της άγγι-
ξαν κάτι μικρό και συμπαγές, ένα γυάλινο πρες παπιέ. Το άρπαξε μόλις
λίγο πριν τη γραπώσει απ’ το σακάκι ο Μασάρ για να τη στήσει στα
πόδια της.
Η Σαμπρίνα σήκωσε με φόρα το χέρι που κρατούσε το βαρύ αντικεί-
μενο και τον χτύπησε δυνατά. Το πρες παπιέ τον βρήκε στο πλάι του
κεφαλιού, κάνοντάς τον να παραπατήσει προς τα πίσω. Ο Μασάρ έχα-
σε την ισορροπία του και έπεσε στο πάτωμα μ’ ένα δυνατό γδούπο. Κι
έμεινε ακίνητος.
Τρέμοντας από αποστροφή, η Σαμπρίνα κοιτούσε τον αναίσθητο ά-
ντρα ανήμπορη να πιστέψει τι είχε κάνει. Μετά, το έντρομο βλέμμα
της στράφηκε προς τον Φάλκονμπριτζ. Το ύφος του μαρτυρούσε οί-
κτο, οργή και περηφάνια.
«Αγαπημένο μου, γενναίο μου κορίτσι».
Η φωνή του έφερε στη μνήμη της έναν άλλον άντρα σ’ ένα άλλο μέ-
ρος, μάρτυρα κι εκείνον της ταπείνωσής της. Τότε ήταν πολύ μικρή,
αλλά θυμόταν καθαρά την ντροπή και το φόβο της. Για μια στιγμή νό-
μισε πως θα έκανε εμετό. Με τρεμάμενα χέρια έστρωσε τα ρούχα της,
φρίττοντας ως τα βάθη της ψυχής της που ο Ρόμπερτ είχε γίνει μάρτυ-
ρας της σκηνής. Το μόνο που ήθελε η Σαμπρίνα ήταν να ανοίξει η γη και
να την καταπιεί.
«Σαμπρίνα, μπορείς να βρεις το μαχαίρι;»
Πήρε βαθιά ανάσα και κοίταξε γύρω της σαστισμένη. Το μαχαίρι ήταν
πεσμένο δίπλα στο τραπέζι. Μ’ ένα μορφασμό αηδίας έσκυψε και το
πήρε. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, ο Φάλκονμπριτζ ήταν ελεύθερος από
τα δεσμά του.
«Μπράβο, καλό μου κορίτσι».
Σηκώθηκε στα πόδια του παραπατώντας κι έπνιξε μια κραυγή. Η Σα-
μπρίνα άπλωσε τα χέρια της για να τον στηρίξει. Το χέρι του τυλίχτηκε
γύρω από τη μέση της σε μια ζεστή, προστατευτική αγκαλιά. Το κορμί
της αντέδρασε μ’ ένα ρίγος. Ανήμπορη να μιλήσει, πήρε μερικές τρεμά-
μενες ανάσες.
Το πρόσωπό της είχε μια νεκρική χλομάδα που συγκλόνισε τον
ταγματάρχη. «Αγαπημένο μου κορίτσι. Λυπάμαι πολύ. Λυπάμαι πάρα
πολύ».
Επιτέλους, εκείνη βρήκε τη φωνή της. «Νομίζω πως τον σκότωσα,
Ρόμπερτ». Θα έπρεπε να χαίρεται, αλλά το μόνο που ένιωθε ήταν ένας
τρόμος που την παρέλυε.
«Αν το έκανες, κανένας δεν το άξιζε περισσότερο». Φοβόταν να της
κάνει την επόμενη ερώτηση.
«Σαμπρίνα, πρόλαβε να...»
«Όχι».
Η ανακούφισή του ήταν ό,τι πιο δυνατό είχε νιώσει ποτέ κι ευχαρί-
στησε το Θεό. «Δεν έχω ξαναδεί πιο γενναία πράξη στη ζωή μου απ’ αυ-
τή που έκανες σήμερα εσύ».
Δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπό της. «Εγώ δεν αισθανόμουν γενναία,
μόνο τρομαγμένη».
«Αυτό δεν είναι καθόλου παράξενο, αλλά ας μη χαραμίσουμε την ευ-
καιρία που εξασφάλισες». Ξαφνικά, η Σαμπρίνα θυμήθηκε πως αντι-
μετώπιζαν ένα μεγαλύτερο κίνδυνο. «Τι θα κάνουμε, Ρόμπερτ;»
«Θα φύγουμε από δω».
Εκείνη κοίταξε το πρησμένο πρόσωπό του. «Είσαι τραυματισμένος.
Πρέπει να πονάς φρικτά».
«Έχω πάθει και χειρότερα».
Την άφησε από την αγκαλιά του και διέσχισε το δωμάτιο. Τα πλευρά
του διαμαρτυρήθηκαν όταν έσκυψε να πάρει το ξίφος του Γάλλου.
Ύστερα έψαξε βιαστικά μέσα στα συρτάρια του τραπεζιού ώσπου βρήκε
ένα πιστόλι. Το πήρε χωρίς δεύτερη σκέψη.
«Ο Μασάρ έδιωξε τους φρουρούς, αλλά το πιθανότερο είναι να μην
έχουν πάει μακριά. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε πρώτα αυτούς. Ύστερα
θα ελευθερώσουμε τους δικούς μας».
«Πες μου τι πρέπει να κάνω».
«Πάρε αυτό». Της έδωσε το πιστόλι. «Αν χρειαστεί να το χρησιμοποιή-
σεις, μη διστάσεις».
Το στομάχι της ανακατεύτηκε σ’ αυτή τη σκέψη, αλλά η Σαμπρίνα έ-
γνεψε καταφατικά. Ο Ρόμπερτ άνοιξε αθόρυβα την πόρτα και κρυφο-
κοίταξε έξω. Στο διάδρομο δεν υπήρχε ψυχή. Προφανώς οι φρουροί
είχαν ακολουθήσει τη διαταγή του Μασάρ κατά γράμμα.
Η καρδιά της Σαμπρίνα χτυπούσε δυνατά και σε κάθε βήμα περίμενε
να ακούσει μια διαταγή. Όμως επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Στις σκά-
λες του υπογείου είδαν ένα φρουρό. Ο Φάλκονμπριτζ κρύφτηκε γρή-
γορα στις σκιές.
«Μπορείς να τραβήξεις την προσοχή του μέχρι να τον ζυγώσω από πί-
σω;»
Η Σαμπρίνα κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. Έλυσε τα μαλλιά της
και άνοιξε το πουκάμισό της έτσι ώστε να φανεί η αρχή του στήθους
της. Ύστερα, προσπαθώντας να πάρει ύφος προκλητικό, μάζεψε όλο
το κουράγιο της και προχώρησε προς το φρουρό. Εκείνος γύρισε, κοι-
τώντας τη κατάπληκτος. Μετά σήκωσε το τουφέκι του και τη σημάδεψε.
«Ποια είσαι εσύ;»
Η Σαμπρίνα προσπάθησε να κρύψει το τρέμουλο απ’ τη φωνή της.
«Είμαι η κόμισσα Ντε Ορδόνιεθ υ Κασάλ».
«Η κόμισσα είναι αιχμάλωτη του συνταγματάρχη Μασάρ».
«Όχι πια. Τώρα είμαι η ερωμένη του». Βλέποντας το φρουρό να δι-
στάζει, χαμογέλασε βεβιασμένα
«Ο συνταγματάρχης ξέρει να εκτιμάει τις γυναίκες, έτσι δεν είναι;»
Βλέποντας τα τσαλακωμένα ρούχα της, ο φρουρός χαμογέλασε με
νόημα και άνοιξε το στόμα του να απαντήσει. Τα λόγια δεν πρόλαβαν
να βγουν ποτέ από τα χείλη του, επειδή η λαβή του ξίφους του ταγ-
ματάρχη τον βρήκε στο πλάι του κεφαλιού και τον έριξε στο πάτω-
μα. Ο Φάλκονμπριτζ κοίταξε τη Σαμπρίνα.
«Είσαι καταπληκτική! Πάρε τα όπλα και την μπαρουτοθήκη του. Θα τα
χρειαστούμε».
Η Σαμπρίνα υπάκουσε, ενώ εκείνος έβγαζε μια αρμαθιά κλειδιά
από τη ζώνη του αναίσθητου φρουρού. Στη συνέχεια κατέβηκαν γρή-
γορα τη σκάλα προς τα κελιά. Το επόμενο λεπτό ξεκλείδωναν πόρτες και
ελευθέρωναν τους συντρόφους τους. Οι άντρες χαμογέλασαν πλατιά.
«Πολύ ευχάριστο που σας ξαναβλέπουμε, κύριε».
«Κι εγώ χαίρομαι που σας ξαναβλέπω».
Βγαίνοντας από το κελί, όμως, είδαν πιο καθαρά τον Φάλκονμπριτζ και
συνοφρυώθηκαν.
«Αυτό το βρομερό κάθαρμα σας βασάνισε, ταγματάρχη», είπε ο Μπλέι-
κλοκ.
«Θα ζήσω», μουρμούρισε ο Φάλκονμπριτζ.
Ο Λουίς πήγε κοντά στη Σαμπρίνα. «Δόνα Σαμπρίνα! Είστε καλά; Τους
ακούσαμε νωρίτερα να σας παίρνουν».
«Αρκετά καλά, Λουίς».
«Χαίρομαι πραγματικά που το ακούω».
Ο Φάλκονμπριτζ πέταξε το μουσκέτο του φρουρού στον Γουίλις και
έδωσε στον Μπλέικλοκ το σπαθί του. «Ορίστε. Είναι μια αρχή, αν και
θα χρειαστούμε κι άλλα όπλα για να ξεφύγουμε από δω μέσα».
Η Σαμπρίνα τον κοίταξε. «Τι σκοπεύεις να κάνεις;»
«Θα πάω να ψάξω στα δωμάτια του διαδρόμου. Είναι ένα ρίσκο, αλλά
δεν έχουμε άλλη επιλογή».
Δίστασε. «Και θα πάρουμε μια απ’ αυτές τις κουλούρες σκοινί».
Ο Λουίς διάλεξε την πιο γερή κουλούρα και την κρέμασε απ’ το λαιμό
στο στήθος του. Ύστερα η ομάδα προχώρησε. Αφήνοντας τη Σαμπρίνα
και τον Λουίς στην αρχή του διαδρόμου, οι άλλοι τρεις προχώρησαν
αθόρυβα μπροστά. Εκείνη παρακολούθησε με κομμένη την ανάσα τον
Γουίλις να βάζει το αυτί του σε μια πόρτα και να αφουγκράζεται. Ύ-
στερα την άνοιξε και κοίταξε μέσα γνέφοντας αρνητικά. Λίγο πιο κάτω,
ο Μπλέικλοκ χαμογέλασε και ψιθύρισε κάτι στους άλλους. Στη συνέ-
χεια οι τρεις άντρες εξαφανίστηκαν μέσα σ’ ένα δωμάτιο και ξανα-
βγήκαν μετά από δευτερόλεπτα οπλισμένοι με ξίφη και μουσκέτα.
Ο Λουίς χαμογέλασε χαρούμενος και σε λίγο ήταν κι αυτός αρμα-
τωμένος. «Εστουπέντο! Καταπληκτικά! Τώρα θα περάσουμε πάνω από το
τείχος, σωστά;»
Ο Φάλκονμπριτζ έγνεψε καταφατικά. «Αυτή είναι η ιδέα. Κατά προτί-
μηση, πριν βρουν τον Μασάρ ή το φρουρό».
Στο τέλος του διαδρόμου υπήρχε μια πόρτα που έβγαζε στην αυλή. Ο
Φάλκονμπριτζ κρυφοκοίταξε από τη γωνία και βλαστήμησε νοερά κα-
θώς μέτρησε τουλάχιστον δώδεκα φρουρούς εκεί. Τραβήχτηκε πίσω
γρήγορα.
«Όχι από δω. Ας δοκιμάσουμε από την άλλη μεριά».
Έτρεξαν γρήγορα προς την άλλη άκρη του διαδρόμου. Από εκεί το
τείχος δεν απείχε περισσότερο από είκοσι μέτρα. Μια σειρά από ε-
τοιμόρροπα σκαλοπάτια οδηγούσαν σ’ έναν υπερυψωμένο προμα-
χώνα. Εκεί δεν υπήρχε κανείς. Ο Φάλκονμπριτζ κοίταξε δεξιά, αριστερά
και, σίγουρος πως το πεδίο ήταν ελεύθερο, έγνεψε στους άλλους.
«Από κει. Είναι η μόνη μας ευκαιρία».
Έτρεξαν προς τα σκαλοπάτια, που ήταν στενά και μισογκρεμισμένα. Ο
Λουίς προπορεύτηκε, αλλά με τα πρώτα προσεκτικά βήματά του η αρ-
χαία λιθοδομή άρχισε να ραγίζει κατά τόπους, ρίχνοντας κάτω μια
βροχή από πέτρες και χώμα. Όμως εκείνος κατάφερε να φτάσει στον
προμαχώνα και να δέσει το σκοινί που κουβαλούσε σε μια από τις πέ-
τρινες επάλξεις. Ύστερα γύρισε κι έκανε σινιάλο στους υπόλοιπους. Ο
Γουίλις ανέβηκε δεύτερος και τον ακολούθησε ο Μπλέικλοκ, για να
εξαφανιστούν κι οι δυο πίσω από τις επάλξεις.
Ο Φάλκονμπριτζ γύρισε στη Σαμπρίνα. «Έτοιμη;»
Εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και άρχισε να ανεβαίνει τα
σκαλοπάτια, αποφεύγοντας να κοιτάζει πίσω της και προσέχοντας πού
έβαζε κάθε φορά το πόδι της. Έφτασε στις επάλξεις και λίγες στιγμές
αργότερα ο Φάλκονμπριτζ στάθηκε δίπλα της. Έσφιξε απαλά το μπράτσο
της.
«Σειρά σου να κατεβείς τώρα».
Πριν προλάβει να του απαντήσει άκουσαν φωνές.
«Στοίχημα πως βρήκαν τον Μασάρ. Βιάσου, Σαμπρίνα».
Δεν της χρειαζόταν άλλη παρότρυνση. Αδιαφορώντας για το ύψος, η
Σαμπρίνα έπιασε το σκοινί και γλίστρησε γρήγορα κάτω, από την άλλη
πλευρά του τείχους, εκεί όπου περίμεναν οι άλλοι. Ο Φάλκονμπριτζ
ακολούθησε πίσω της και άρχισαν όλοι μαζί να τρέχουν να κρυ-
φτούν πίσω από βράχους ή θάμνους, όσο μακρύτερα μπορούσαν από
τα τείχη του κάστρου. Χωρίς άλογα όμως οι πιθανότητές τους ήταν
πενιχρές και το ήξεραν όλοι.
«Δε θα τους πάρει πολλή ώρα να ανακαλύψουν από πού δραπετεύ-
σαμε», είπε ο Φάλκονμπριτζ.
«Νομίζω πως σύντομα θα πρέπει να περιμένουμε μια οργανωμένη κα-
ταδίωξη».
Η Σαμπρίνα ανατρίχιασε. Μέσα στην αγωνία της σκέφτηκε με ευγνω-
μοσύνη τα χάπια που της είχε δώσει ο Φάλκονμπριτζ. Ήταν προτιμό-
τερο ένα σύντομο τέλος παρά ένας παρατεταμένος θάνατος στα χέρια
των εχθρών τους.
Έτρεξαν όσο πιο μακριά μπορούσαν. Εκείνη κρατούσε με το χέρι το
πλευρό της, ενώ ο Φάλκονμπριτζ έδειχνε κι εκείνος να πονά ύστερα
από τον ξυλοδαρμό που είχε υποστεί από τους στρατιώτες του Μα-
σάρ. Όμως συνέχισαν να τρέχουν ώσπου τελικά σταμάτησαν και
κρύφτηκαν πίσω από μερικούς σκόρπιους βράχους. Ο Λουίς ξάπλωσε
μπρούμυτα στο έδαφος και κόλλησε το αυτί του στο χώμα. Συνοφρυώ-
θηκε.
«Έρχονται πολλά άλογα, αν και απέχουν ακόμα αρκετά».
«Δεν μπορούμε να τους ξεφύγουμε», είπε ο Φάλκονμπριτζ. «Καλυφ-
θείτε. Θα μείνουμε να αμυνθούμε εδώ».
Ήξεραν πως δε θα άντεχαν για πολύ, έχοντας τόσο λίγα όπλα και
πυρομαχικά. Η αντίστασή τους θα διαρκούσε μόλις μερικά λεπτά, όχι
ώρες. Ωστόσο δεν είχαν άλλη επιλογή. Έτσι, κρύφτηκαν και περίμεναν
την εμφάνιση του εχθρού.
Η Σαμπρίνα κούρνιασε πίσω από ένα μεγάλο βράχο, ακουμπώντας
το μάγουλό της πάνω στην τραχιά επιφάνειά του. Τώρα δεν είχε πια
καμιά αμφιβολία ότι δε θα έβλεπε ποτέ ξανά τον πατέρα της. Εκείνος
θα πενθούσε την απώλειά της, τουλάχιστον όμως θα ήταν και πάλι
ελεύθερος να συνεχίσει τον αγώνα.
Γύρισε και κοίταξε τον άντρα που καθόταν δίπλα της. Αν είχαν
συναντηθεί κάτω από άλλες συνθήκες, ίσως τα πράγματα να είχαν
εξελιχθεί διαφορετικά. Θα είχαν το χρόνο να γνωριστούν καλύτερα,
να κουβεντιάσουν, να γελάσουν. Η Σαμπρίνα θα μπορούσε σιγά σιγά
να χαλαρώσει και να είναι ο εαυτός της. Δυστυχώς όμως ο χρόνος ήταν
μια πολυτέλεια που δε διέθεταν.
«Λυπάμαι στ’ αλήθεια που τα πράγματα εξελίχθηκαν έτσι», της είπε ο
Ρόμπερτ. «Τα είχα σχεδιάσει όλα διαφορετικά».
«Τι είχε πει εκείνος ο ποιητής για τα ανεκπλήρωτα όνειρα;»
«Ανεκπλήρωτα; Κάτω από άλλες συνθήκες αυτό ίσως να με έκανε να
γελάσω».
Η Σαμπρίνα δίστασε λίγο, αλλά αμέσως πήρε κουράγιο. «Εύχομαι να
είχαμε γνωριστεί κάτω από άλλες συνθήκες».
«Το ίδιο κι εγώ. Όμως, ακόμα κι έτσι, χαίρομαι που σε γνώρισα.
Δεν έχω ξανασυναντήσει πιο γενναία γυναίκα».
Τα λόγια του της έφεραν χαρά. Τουλάχιστον δεν είχε χάσει την εκτί-
μησή του. Εφόσον δεν τους απέμενε πολύς χρόνος και αφού δε θα εί-
χαν πια άλλη ευκαιρία, η Σαμπρίνα ένιωσε την ανάγκη να του πει αυτό
που σκεφτόταν.
«Κι εγώ χαίρομαι που σε γνώρισα».
«Σ’ ευχαριστώ. Είναι ένα κομπλιμέντο που δεν το αξίζω».
«Κάθε άλλο. Έσωσες τη ζωή μου».
«Και μετά σε απογοήτευσα την πιο σημαντική στιγμή». Τα χείλη
του Ρόμπερτ κύρτωσαν με απέχθεια για τον εαυτό του. «Όταν σε
σκέφτομαι στα χέρια εκείνου του κτήνους, αηδιάζω. Κι εγώ δεν μπο-
ρούσα να κάνω τίποτα. Τίποτα απολύτως».
«Δεν ήταν δικό σου το φταίξιμο, Ρόμπερτ».
«Ναι, ήταν. Θα έπρεπε να επιμείνω να φύγεις με τον Ραμόν. Αντί γι’
αυτό, τι έκανα; Σε παρέδωσα στον Μασάρ».
«Ο Μασάρ ήταν ένα σαδιστικό κτήνος, αλλά δεν πρόκειται να μας βλά-
ψει ποτέ ξανά».
«Ευχαριστώ το Θεό γι’ αυτό. Το να με αναγκάσει να παρακολου-
θήσω... Ήταν το χειρότερο βασανιστήριο απ’ όλα. Δεν είχα νιώσει φό-
βο μέχρι εκείνη τη στιγμή». Ο Ρόμπερτ άπλωσε το χέρι του και πήρε το
δικό της, ύστερα το έφερε αργά ως τα χείλη του. «Τιμώ το θάρρος και
το κουράγιο σου».
Τα λόγια του, τόσο ειλικρινά ειπωμένα, ξεσήκωσαν μέσα της ένα νέο
κύμα χαράς. Η Σαμπρίνα δεν προσπάθησε να τραβηχτεί. Η ζεστασιά και
η δύναμη του ταγματάρχη ήταν μια παρηγοριά, όπως και η παρουσία
του δίπλα της.
«Υπάρχουν άντρες που θεωρούνται πολιτισμένοι, αλλά δε διστάζουν
να φερθούν όπως ο Μασάρ». Ο Ρόμπερτ την κοίταξε με ένταση. «Μιλάς
σαν να το ξέρεις από προσωπική πείρα».
«Αρκετά προσωπική».
Η περιέργειά του κορυφώθηκε. Ήταν τόσο πολλά αυτά που ήθελε
να μάθει για τη Σαμπρίνα κα τόσο λίγος ο χρόνος που τους απέμενε. Η
φωνή του Μπλέικλοκ διέκοψε τις σκέψεις του.
«Έρχονται, κύριε».
Ο Φάλκονμπριτζ ακολούθησε το βλέμμα του και είδε τους στρατιώ-
τες να πλησιάζουν. Η καρδιά του βούλιαξε. Διακρίνονταν καθαρά οι
μπλε στολές και τα γκρι πηλήκιά τους. Άφησε το χέρι της Σαμπρίνα,
σήκωσε το μουσκέτο του και οι μύες του πόνεσαν φριχτά.
«Αφήστε τους να πλησιάσουν. Θα σκοτώσουμε όσο περισσότερους
μπορούμε».
Η Σαμπρίνα τον κοίταξε και κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Ναι,
αυτό θα κάνουμε».
Ύστερα, με την ελπίδα ότι το χέρι της δε θα έτρεμε, τράβηξε το πι-
στόλι που είχε περασμένο στη ζώνη της.
Κεφάλαιο 11

Ο Φάλκονμπριτζ μόρφασε μετρώντας τους στρατιώτες. Με την


καρδιά σφιγμένη έφτασε τους είκοσι. Αυτή θα ήταν μια μάχη μέχρι
θανάτου. Ξέροντας τι τους περίμενε στα χέρια του εχθρού, δεν υπήρχε
νόημα να παραδοθούν. Καλύτερα να έδιναν ένα γρήγορο τέλος εκεί.
Κοίταξε τα πρόσωπα γύρω του και είδε την ίδια αποφασιστικότητα σε
όλους. Ένιωθε περήφανος που πέθαινε δίπλα σε τέτοιους συντρό-
φους.
Το βλέμμα του καθηλώθηκε για μια στιγμή στη Σαμπρίνα. Σαν να το
διαισθάνθηκε εκείνη γύρισε το κεφάλι της και τον κοίταξε χαμογελώ-
ντας. Της ανταπέδωσε το χαμόγελο όσο πιο ζωηρά μπορούσε κι ο
θαυμασμός του γι’ αυτή μεγάλωσε. Ήταν στ’ αλήθεια μια σπάνια γυ-
ναίκα. Θα την υπερασπιζόταν μέχρι την τελευταία του στιγμή. Έσφιξε
τα δόντια του και σημάδεψε τον πρώτο στρατιώτη. Δίπλα, οι σύντρο-
φοί του έκαναν το ίδιο.
Όταν αντήχησαν οι πρώτοι πυροβολισμοί, τρεις από τους Γάλλους
στρατιώτες έπεσαν απ’ τ’ άλογά τους. Οι άλλοι τράβηξαν τα χαλινάρια
και σταμάτησαν. Για μερικές στιγμές ακούγονταν μόνο φωνές και σαμα-
τάς. Τότε μια διαταγή αντιβούισε στον αέρα και οι έφιπποι στρατιώτες
τράβηξαν τα ξίφη τους.
Ο Φάλκονμπριτζ άκουσε τη διαταγή για έφοδο και βλαστήμησε σιγα-
νά. Οι στρατιώτες θα ξεπέζευαν και θα ακολουθούσε μάχη σώμα με
σώμα.
Άλλη μια ομοβροντία έριξε τρεις ακόμα Γάλλους, αυτό όμως δεν κα-
θυστέρησε τους άλλους. Το ποδοβολητό των οπλών έγινε δυνατότερο.
Τα ξίφη άστραφταν στον ήλιο. Μη έχοντας το χρόνο να ξαναγεμίσει το
τουφέκι του, ο Φάλκονμπριτζ έσπρωξε τη Σαμπρίνα πίσω του.
«Πήγαινε σ’ εκείνον το βράχο. Μείνε σκυμμένη».
«Αν είναι να πεθάνω, θα πεθάνω πολεμώντας μαζί σου».
Η συγκίνηση έσφιξε το λαιμό του. Ξαφνικά ήθελε να της πει ένα σω-
ρό πράγματα, αλλά δεν είχε καιρό για τίποτα απ’ όλα αυτά. Έτσι κούνη-
σε το κεφάλι του καταφατικά. «Ας είναι λοιπόν».
Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά καθώς τον έβλεπε να τραβάει το ξίφος
του δίπλα της, ξέροντας πως δεν είχαν πια καμιά πιθανότητα να γλι-
τώσουν. Τα δάχτυλά της ψηλάφησαν το μικρό πακέτο μέσα στο σακάκι
της κι ένιωσε την καθησυχαστική του παρουσία. Η Σαμπρίνα δε θα γι-
νόταν ποτέ ξανά αιχμάλωτη των Γάλλων.
Κι άλλοι πυροβολισμοί αντήχησαν στο ζεστό αέρα και μαζί ο καλ-
πασμός αλόγων. Ίσως να ήταν ενισχύσεις. Ύστερα φωνές και κραυγές
πόνου. Από στιγμή σε στιγμή θα εμφανιζόταν μπροστά τους η εμπρο-
σθοφυλακή. Η Σαμπρίνα περίμενε. Τότε, σιγά σιγά διαπίστωσε πως η
έφοδος των Γάλλων είχε σταματήσει και πως όσοι απέμεναν είχαν
στρέψει την προσοχή τους σε άλλη κατεύθυνση. Κοίταξε σαστισμένη
το πλήθος των καβαλάρηδων που ήταν ντυμένοι με ρούχα που φο-
ρούσαν οι ντόπιοι.
Ο Λουίς απόρησε με τη σειρά του. «Κε πάσα;»
«Μακάρι να ’ξερα τι συμβαίνει», απάντησε ο Γουίλις.
Η Σαμπρίνα κοίταξε πιο προσεκτικά τους νεοφερμένους. «Ανάμεσά
τους υπάρχουν και κοκκινοχίτωνες, βλέπετε;»
«Μα το Θεό, έχετε δίκιο», απάντησε ο Γουίλις.
Ο Φάλκονμπριτζ χαμογέλασε πλατιά. «Νομίζω πως τελικά ο Ρα-
μόν τα κατάφερε. Έστειλε βοήθεια!»
Η Σαμπρίνα ένιωσε την ελπίδα να γεννιέται μέσα της τόσο ξαφνικά
που σχεδόν δεν το άντεξε. Γύρισε να κοιτάξει τον Φάλκονμπριτζ και η
καρδιά της κόντεψε να σταματήσει.
«Θες να πεις ότι δε θα πεθάνουμε τελικά;»
«Σίγουρα θα πεθάνουμε», της απάντησε εκείνος χαμογελώντας. «Αλλά
όχι σήμερα».
Η Σαμπρίνα κοίταξε στο σημείο που οι αντίπαλες ομάδες συγκρού-
ονταν εν μέσω κραυγών και πυροβολισμών. Ακολούθησε μια σύντο-
μη μάχη σώμα με σώμα, καθώς οι απελπισμένοι Γάλλοι προσπαθού-
σαν να απωθήσουν την απροσδόκητη επίθεση. Αλλά ήταν λιγότεροι κι
έπεφταν νεκροί ο ένας μετά τον άλλον. Σε λίγο ο τόπος γέμισε με
σκοτωμένους στρατιώτες, ενώ τα άλογά τους επέτειναν τη χαοτική
σκηνή. Μετά, όταν έπεσε και ο τελευταίος Γάλλος στρατιώτης, στο πε-
δίο της μάχης επικράτησε σιωπή.
Η Σαμπρίνα άκουσε φωνές στα ισπανικά και είδε μερικούς άντρες να
ξεπεζεύουν και να κινούνται ανάμεσα στους νεκρούς. Όσοι Γάλλοι
ζούσαν ακόμα τουφεκίζονταν επιτόπου. Πήρε μια βαθιά ανάσα γιατί
το θέαμα έκανε το στομάχι της να ανακατευτεί. Ύστερα είδε τους έφιπ-
πους άντρες να έρχονται προς το μέρος τους. Ο πρώτος ήταν ένας
Βρετανός αξιωματικός που αντάλλαξε ένα επίμονο βλέμμα με τον
Φάλκονμπριτζ.
«Χαίρομαι που σε βλέπω, Τόνι».
«Κι εγώ το ίδιο», του απάντησε ο άλλος αξιωματικός.
«Ήρθατε πάνω στην ώρα».
«Το βλέπω». Ο αξιωματικός κοίταξε τη Σαμπρίνα. «Δε θα με συστήσεις
στην κυρία;»
«Συγχώρεσε με. Έχω την τιμή να σου παρουσιάσω τη μις Χάντλι,
σύντροφό μου σ’ αυτή την αποστολή. Μις Χάντλι, ο ταγματάρχης λόρ-
δος Άντονι Μπρούντνελ».
«Σας είμαστε υποχρεωμένοι, λόρδε μου», είπε εκείνη.
Τα μπλε μάτια του Μπρούντνελ την εξέτασαν απ’ την κορυφή ως τα
νύχια. Ύστερα ένα χαμόγελο φάνηκε στα χείλη του.
«Τα εύσημα ανήκουν στον Ελ Κουτσίγιο και τους άντρες του, κυρία
μου».
Η Σαμπρίνα κοίταξε τον καβαλάρη που στεκόταν δίπλα στο λόρδο.
Είχε ακούσει πολλά για τον αρχηγό των ανταρτών, αλλά είχε πλάσει
έναν διαφορετικό άντρα στη φαντασία της.
Ο Ελ Κουτσίγιο ήταν γύρω στα σαράντα και, όπως οι περισσότε-
ροι Ισπανοί, μελαχρινός. Το μελαψό, γενειοφόρο πρόσωπό του δεν
ήταν ακριβώς όμορφο. Αλλά ήταν σίγουρα εντυπωσιακό, καθώς μια
σειρά από βαθιές ουλές διέτρεχαν το μάγουλο και το μέτωπό του.
Τα διαπεραστικά μαύρα μάτια του παρατηρούσαν εξονυχιστικά κάθε
λεπτομέρεια της εμφάνισης της Σαμπρίνα, χωρίς όμως να προδίδουν
το παραμικρό. Τη χαιρέτησε με μια ελαφριά κλίση του κεφαλιού κι
ύστερα απευθύνθηκε στον Φάλκονμπριτζ.
«Χαίρομαι που φτάσαμε έγκαιρα, ταγματάρχη».
«Δεν είστε ο μόνος, σενιόρ», του αποκρίθηκε εκείνος. «Πίστεψα πως
ήμαστε ξεγραμμένοι».
Τότε, το βλέμμα της Σαμπρίνα έπεσε πάνω σε μια γνώριμη μορφή
πίσω από τον αρχηγό των ανταρτών. Η καρδιά της σκίρτησε. «Χασί-
ντα;»
«Δόνα Σαμπρίνα!»
Οι δυο γυναίκες αγκαλιάστηκαν. Η φωνή της Σαμπρίνα ακούστηκε
σαν λυγμός. «Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω!»
«Κι εγώ το ίδιο».
«Προσευχόμουν για σένα».
«Έπαθα μόνο μια διάσειση. Είχα πονοκέφαλο για λίγο, αλλά τίποτα πε-
ρισσότερο».
«Δόξα τω Θεώ! Πώς όμως βρήκες τον Ελ Κουτσίγιο και τον ταγματάρχη
Μπρούντνελ;»
«Από καθαρή τύχη. Όταν ο Ραμόν εντόπισε το κρησφύγετο των α-
νταρτών, ο ταγματάρχης βρισκόταν ήδη εκεί για δικές του υποθέσεις.
Ακούγοντας το όνομα Φάλκονμπριτζ, κάλεσε βοήθεια όσο γρηγορότε-
ρα μπορούσε. Εμένα με βρήκαν κοντά στο σημείο όπου με αφήσατε.
Είχα ακούσει τους Γάλλους να αναφέρουν το Καστίγιο Σαν Άνχελ, κι έτσι
οι φίλοι μας ήξεραν πού να έρθουν».
«Πού είναι τώρα ο Ραμόν;»
«Πήγε εκείνα τα έγγραφα στον Ουέλινγκτον».
Καθώς τα κομμάτια της ιστορίας έβρισκαν το καθένα τη θέση του,
μια τεράστια ανακούφιση πλημμύρισε τη Σαμπρίνα. Ούτε στα πιο τρε-
λά όνειρά της δεν είχε ελπίσει μια τέτοια έκβαση.
«Λυπάμαι που σας διακόπτω», είπε πίσω τους μια φωνή, «όμως
καλό θα ήταν να μη χασομερήσουμε άλλο εδώ». Οι δυο γυναίκες γύ-
ρισαν και είδαν τον ταγματάρχη Μπρούντνελ. «Θα πω στους άντρες
μου να σας φέρουν ένα άλογο, κυρία».
«Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε».
Η Χασίντα ακολούθησε τον ταγματάρχη. «Θα φροντίσω να φέρει κά-
ποιο κατάλληλο για σας», είπε στη Σαμπρίνα.
Την πλησίασε ο Φάλκονμπριτζ και η Σαμπρίνα κατάλαβε το λόγο για
τη βιαστική αναχώρηση της Χασίντα.
«Θα αντέξεις άλλη μια μακριά διαδρομή με το άλογο;» τη ρώτησε.
«Θα αντέξω οτιδήποτε μας απομακρύνει απ’ αυτό το μέρος», του α-
πάντησε χαμογελώντας και τον κοίταξε πιο προσεκτικά. «Νομίζω ό-
μως πως εσύ θα δυσκολευτείς περισσότερο. Οι πληγές σου χρειάζο-
νται φροντίδα».
«Καθετί στην ώρα του. Ο Μπρούντνελ έχει δίκιο, δεν πρέπει να χρο-
νοτριβήσουμε άλλο εδώ». Της χαμογέλασε ευτυχής. Όταν στρατοπε-
δεύσουμε, θα αφεθώ πρόθυμα στις φροντίδες σου».
«Θα το θυμάμαι αυτό».
«Το ελπίζω».
Οι άντρες του Μπρούντνελ επέστρεψαν με κάποια από τα άλογα των
Γάλλων. Η Σαμπρίνα και ο σύντροφοί της τα ίππευσαν και πήραν το
δρόμο της επιστροφής.
***
Εκείνη τη νύχτα στρατοπέδευσαν στους λόφους. Η Σαμπρίνα
προμηθεύτηκε καθαρό νερό κα μερικά πανιά, ενώ ο Λουίς την εφοδία-
σε με ένα μικρό φιαλίδιο.
«Βάλσαμο», της είπε θριαμβευτικά. «Είναι πολύ αποτελεσματικό στο
οίδημα». Εκείνη μύρισε την αλοιφή και ζάρωσε αποδοκιμαστικά τη μύτη
της.
«Όσο χειρότερη η μυρωδιά, τόσο καλύτερο το φάρμακο», εξήγησε ο
Λουίς. «Εμπιστευτείτε με».
Ο Λουίς έφυγε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο και η Σαμπρίνα άκουσε πίσω
της μια γνωστή φωνή. «Σε τ πράγμα να τον εμπιστευτείς;»
Γύρισε και βλέποντας τον Φάλκονμπριτζ χαμογέλασε. «Σε ιατρικά
ζητήματα». Τον έβαλε να καθίσει κι εκείνος υπάκουσε χωρίς αντιρρή-
σεις.
«Θα εμπιστευόμουν στον Λουίς και τη ζωή μου, αλλά δεν ήξερα ότι
είναι ειδικός και σε ιατρικά θέματα».
«Νομίζω πως είναι αυτοδίδακτος».
«Κατάλαβα».
Η Σαμπρίνα βούτηξε ένα καθαρό πανί στη λεκάνη με το νερό και
άρχισε να πλένει απαλά τις πληγές στο πρόσωπο του Ρόμπερτ. Απ’
όσο μπορούσε να ξέρει, τα τραύματα ήταν επιφανειακά αλλά φαίνο-
νταν επώδυνα. Ο θυμός φούντωσε μέσα της. Άλλο πράγμα ήταν να
παλεύουν οι άνθρωποι στη μάχη κι άλλο να βασανίζουν και να σακα-
τεύουν έναν αιχμάλωτο.
Τον είδε να μορφάζει.
«Με συγχωρείς. Δεν ήθελα να σε πονέσω».
«Δεν πειράζει. Εξάλλου, αν δεν ήσουν εσύ, τα πράγματα θα είχαν
εξελιχθεί πολύ χειρότερα». Δίστασε για λίγο. «Όταν αντιμετώπισες τον
Μασάρ, έσωσες τη ζωή και των δυο μας».
«Είναι... Ήταν ένας σατανικός άνθρωπος».
«Ναι. Σχεδόν εύχομαι να ήταν τώρα εδώ για να έχω τη χαρά να τον
σκοτώσω με τα χέρια μου».
«Ελπίζω να βράζει στο πιο καυτό καζάνι της Κόλασης».
«Κανένας άλλος δε θα το άξιζε περισσότερο αυτό».
Η Σαμπρίνα συνέχισε να τον φροντίζει. Το άγγιγμά της ήταν ανα-
κουφιστικό και η μυρωδιά της διακριτική και διεγερτική. Την τελευταία
φορά που ο Ρόμπερτ είχε βρεθεί τόσο κοντά της ήταν στο κελί του Κα-
στίγιο Σαν Άνχελ.
Δε θα ξεχνούσε ποτέ εκείνη τη νύχτα. Αν η Σαμπρίνα τον είχε εν-
θαρρύνει, ο Φάλκονμπριτζ θα προχωρούσε ένα βήμα παραπέρα. Ό-
μως δεν το έκανε τότε και προφανώς δεν ήταν διατεθειμένη να το κάνει
ούτε τώρα. Ποια γυναίκα θα σεβόταν έναν άντρα ο οποίος την απογοή-
τευσε τόσο οικτρά; Ο Ρόμπερτ είχε συμπεράνει πως κάτι δυσάρεστο
έκρυβε το παρελθόν της. Και σίγουρα η τωρινή εμπειρία της θα ενί-
σχυε ακόμα περισσότερο την αρνητική γνώμη της για τους άντρες.
Εκείνη ένιωθε το βλέμμα του καρφωμένο επάνω της καθώς συνέχισε
να περιποιείται το πρόσωπό του. Αφού το έπλυνε καλά, πήρε το μι-
κρό μπουκάλι με την αλοιφή και άρχισε να βάζει λίγο φάρμακο πά-
νω σε όλα τα τραυματισμένα σημεία, φροντίζοντας όμως να αποφεύ-
γει τις ανοιχτές πληγές. Ο Φάλκονμπριτζ ζάρωσε τη μύτη του.
«Τι στην οργή είναι αυτό το πράγμα;»
«Ένας Θεός ξέρει. Ο Λουίς με διαβεβαίωσε πως κάνει καλό στους μώ-
λωπες».
«Θα κάνει και για βαλσάμωμα, αν κρίνω απ’ τη μυρωδιά».
Η Σαμπρίνα του χαμογέλασε. «Ίσως έχει διπλή χρησιμότητα. Θα πρέ-
πει να τον ρωτήσω».
«Μάλλον είναι καλύτερα να μην ξέρω».
Όταν τελείωσε με το πρόσωπό του, του ζήτησε να βγάλει το σακάκι
του.
«Γιατί;»
«Θέλω να δω τους μώλωπες στα πλευρά σου».
Ήθελε να της πει πως δεν ήταν απαραίτητο, αλλά προτίμησε να
απολαύσει για λίγο ακόμα το άγγιγμά της.
Όταν κατέβασε το σακάκι από τους ώμους του, ο Φάλκονμπριτζ
μόρφασε ξανά από τον πόνο. Η Σαμπρίνα θέλησε να εξετάσει την έκτα-
ση των τραυμάτων.
«Σήκωσε το πουκάμισό σου».
Ο Ρόμπερτ υπάκουσε και εκείνη άφησε να της ξεφύγει μια πνιχτή
κραυγή. Εκείνος κοίταξε χαμηλά και είδε ότι τα πλευρά του ήταν μια μά-
ζα από κόκκινες και μαύρες μελανιές.
«Θεέ και Κύριε! Ρόμπερτ, έπρεπε να πεις κάτι νωρίτερα! Θα πρέπει να
πονάς φρικτά».
Της χαμογέλασε φευγαλέα. «Έχω νιώσει και καλύτερα».
«Θα σου βάλω λίγη απ’ αυτή την αλοιφή».
«Υποθέτω πως δε βλάπτει».
«Ο Λουίς ισχυρίζεται ότι η δυνατή μυρωδιά σημαίνει αποτελεσματικό
φάρμακο».
«Σ’ αυτή την περίπτωση, αύριο πρέπει να είμαι περδίκι. Εκτός αν με
μυριστούν οι Γάλλοι».
Η Σαμπρίνα άρχισε να απλώνει προσεκτικά την αλοιφή πάνω του,
ενώ αναρωτιόταν τι είδους βασανιστήρια είχε υποστεί εκείνος πριν
την οδηγήσουν κοντά του. Βλέποντας τι του είχαν προκαλέσει τα χτυ-
πήματα, δε λυπόταν καθόλου για ό,τι η ίδια είχε κάνει στον Μασάρ.
Συνέχισε να τον περιποιείται, φροντίζοντας να μην αφήσει κανένα
σημείο χωρίς αλοιφή –στο στήθος, το στομάχι ή τη μέση του. Πριν
από λίγο καιρό θα της φαινόταν αδιανόητη αυτή η σωματική οι-
κειότητα μ’ έναν άντρα, τώρα όμως έμοιαζε σαν το πιο φυσικό και σω-
στό πράγμα στον κόσμο. Η επαφή των δαχτύλων της με την επιδερμί-
δα του όχι μόνο δεν την απωθούσε, αλλά της δημιουργούσε μια γλυ-
κιά, ερωτική αίσθηση.
Η Σαμπρίνα πήρε μια βαθιά ανάσα και, όταν τελείωσε τη δουλειά
της, ο Φάλκονμπριτζ άφησε το πουκάμισό του να πέσει πάλι. «Σ’ ευχα-
ριστώ».
«Παρακαλώ».
Θέλησε τη βοήθειά της για να φορέσει το σακάκι του. «Μπορώ να σου
γίνω φορτικός μια τελευταία φορά;»
«Πραγματικά τελευταία;» Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. «Δεν είναι
σχήμα λόγου;»
Ο Ρόμπερτ χαμογέλασε. «Μάλλον είναι».
Πήρε το σακάκι από τα χέρια του και τον βοήθησε να το φορέ-
σει. Ύστερα ο Φάλκονμπριτζ σηκώθηκε και την κοίταξε. Για μερικά
δευτερόλεπτα κανείς από τους δύο δε μίλησε. Εκείνος ήθελε πολύ να
τη φιλήσει, αλλά μετά απ’ όσα είχαν συμβεί φοβόταν πως η Σαμπρίνα
τον αποστρεφόταν. Έτσι, αρκέστηκε να πάρει το χέρι της και να το φέρει
στα χείλη του.
«Σ’ ευχαριστώ».
«Δε χρειάζεται να μ’ ευχαριστείς».
«Χρειάζεται». Η έκφρασή του σοβάρεψε. «Είναι η δεύτερη φορά που
με βοηθάς σήμερα. Δε θα ήθελα να γίνει συνήθεια».
«Δε θα το ήθελες;»
«Αυτή η αντιστροφή των ρόλων με φέρνει σε υπερβολικά δυσάρεστη
θέση».
Η Σαμπρίνα κούνησε το κεφάλι της με κατανόηση, αλλά στα μάτια
της άστραψε μια γνώριμη λάμψη. «Το φαντάζομαι. Με τόσα τραύματα
στο κορμί σου...»
«Πειραχτήρι! Σοβαρολογούσα».
«Το ξέρω, αλλά δεν ωφελεί να στενοχωριόμαστε για ό,τι δεν μπορεί να
αλλάξει, Ρόμπερτ».
«Αυτό είναι αλήθεια, αλλά ελπίζω κάποια μέρα να μπορέσω να σου
το ανταποδώσω με κάποιο τρόπο».
«Στ’ αλήθεια δεν έχει σημασία».
«Για μένα έχει».
«Πληγώθηκε ο εγωισμός σου. Και ο δικός μου όμως δέχτηκε ένα αρκε-
τά άσχημο πλήγμα».
«Φυσικά. Συγχώρεσε με. Αυτό που έγινε σήμερα τραυμάτισε και
τους δυο μας, αν και με διαφορετικό τρόπο».
«Κάποιες πληγές ωστόσο είναι βαθύτερες. Η Σαμπρίνα αναστέναξε.
«Μένουν ανοιχτές για καιρό».
«Τι σε πονάει, Σαμπρίνα;»
Εκείνη δαγκώθηκε, δίστασε. Ήθελε να του μιλήσει, αλλά φοβόταν την
αντίδρασή του.
«Μου φαίνεται πως έχουμε ξανακάνει αυτή τη συζήτηση», επέμεινε ο
Ρόμπερτ. «Γιατί δε μου λες τι σε βασανίζει τόσο;»
Δεν του απάντησε αμέσως και για μια στιγμή τού φάνηκε πως θα
αρνιόταν. Ύστερα όμως η Σαμπρίνα πήρε μια τρεμουλιαστή ανάσα και
έγνεψε καταφατικά.
«Αυτό που έγινε με τον Μασάρ... μου έχει ξανασυμβεί στο παρελθόν».
Ο Ρόμπερτ την κοίταξε άναυδος. Ήταν το τελευταίο πράγμα που πε-
ρίμενε να ακούσει. «Καλό μου κορίτσι!»
«Η σημερινή μέρα επανέφερε εκείνο το συμβάν στη μνήμη μου με κάθε
φρικτή λεπτομέρεια».
«Λυπάμαι πολύ. Δεν είσαι υποχρεωμένη να μου μιλήσεις γι’ αυτό, Σα-
μπρίνα».
«Ναι, είμαι. Ήθελα να σου το πω και παλιότερα, αλλά δεν ήταν
η κατάλληλη ώρα. Θα με ακούσεις;»
«Το ξέρεις πως θα σ’ ακούσω».
«Ίσως μετά να με εκτιμάς λιγότερο».
«Δεν αφήνεις να το κρίνω εγώ αυτό;»
Ο Ρόμπερτ κάθισε ξανά στο βράχο και της έγνεψε να καθίσει κοντά
του. Μετά η Σαμπρίνα του μίλησε για τον Τζακ Ντέντον, για τον τρό-
πο που γνωρίστηκαν, για τις κλεφτές στιγμές που μοιράστηκαν, για το
πώς ξεμυαλίστηκε μαζί του.
«Ένα απόγευμα πήραμε τ’ άλογα και πήγαμε να δούμε κάποιες τοι-
χογραφίες σε μια σπηλιά που είχε ανακαλύψει τυχαία ενώ έκανε πε-
ριπολία». Η Σαμπρίνα δίστασε. «Φοβόμουν λίγο. Ήμασταν μόνοι και
το μέρος απομονωμένο, εκείνος όμως ήταν... πειστικός. Φυσικά, στη
σπηλιά δεν υπήρχαν τοιχογραφίες».
Ο Φάλκονμπριτζ έμεινε ακίνητος. «Και μετά;»
«Ανακάλυψα πόσο έξω είχα πέσει στην κρίση μου για κείνον. Προσπά-
θησε... να με φιλήσει...» Εκείνο το φιλί δεν είχε καμία σχέση με τα
πρώτα του αγνά φιλιά. Καυτό, λάγνο, απαιτητικό, τη σόκαρε όπως και
η γλώσσα που διείσδυσε βίαια στο στόμα της ή το χέρι που μάλαζε
άγαρμπα τα στήθη της. Αλλά, όταν η Σαμπρίνα προσπάθησε να του
ξεφύγει, ο Τζακ την τράβηξε ακόμα πιο κοντά του...
«Προσπάθησα να ξεφύγω, αλλά με έριξε στο δάπεδο της σπηλιάς και...
έσκισε τα ρούχα μου».
Μια έκφραση αποστροφής αποτυπώθηκε στο πρόσωπο του Φάλκον-
μπριτζ και η Σαμπρίνα δείλιασε βλέποντάς το. Όμως είχε προχωρήσει
πολύ για να κάνει πίσω τώρα.
«Προσπάθησα να τον παλέψω, αλλά ήταν πολύ πιο δυνατός». Στο
μυαλό της άκουγε ακόμα τα λόγια του.
Έλα τώρα, μικρή πλανεύτρα. Εδώ και βδομάδες με προκαλείς, ξέρεις ότι
το θέλεις όσο κι εγώ. Εξοργισμένη και τρομαγμένη πάλευε μανιασμένα
με τον Ντέντον, δαγκώνοντας, ουρλιάζοντας, κλοτσώντας. Το μόνο
που κατάφερνε ήταν να τον ανάβει περισσότερο.
Δεν μπορείς να ξεφύγεις, κούκλα μου, γι’ αυτό ούτε να το σκέφτεσαι.
Άλλωστε, όταν θα έχω τελειώσει θα με παρακαλάς να το ξανακάνω. Έ-
χουμε όλο το απόγευμα μπροστά μας και σκοπεύω να το εκμεταλλευτώ.
Πανικόβλητη, η Σαμπρίνα πάλεψε απεγνωσμένα, νιώθοντας το λαί-
μαργο στόμα του να κολλάει στα στήθη της. Στριφογύριζε αηδιασμένη,
ώσπου κατάφερε και γρατζούνισε το πρόσωπό του με το ένα χέρι της.
Τότε εκείνος άρπαξε τους καρπούς της και την ακινητοποίησε. Το χαμό-
γελό του την έκανε να παγώσει.
Σου αρέσει το άγριο παιχνίδι; Ε, λοιπόν, ο Τζακ είναι ο άνθρωπός σου.
Με το ένα χέρι του ανέβασε τη φούστα της κι ύστερα ξεκούμπωσε το
παντελόνι του. Έντρομη, η Σαμπρίνα ούρλιαξε. Με το γόνατό του άνοι-
ξε βίαια τους μηρούς της...
Η Σαμπρίνα πήρε μια βαθιά ανάσα πριν συνεχίσει. «Όταν ήμουν σί-
γουρη πως είχαν χαθεί όλα, ένα χέρι τον άρπαξε και τον τράβηξε μακριά
μου. Ήταν ο λοχαγός Χάρκορτ».
«Ο Χάρκορτ;» Στο μυαλό του Φάλκονμπριτζ τα κομμάτια του παζλ
μπήκαν στη θέση τους.
«Ναι. Φαίνεται πως είχε προσέξει το ενδιαφέρον του Ντάντον για μέ-
να και ξέροντας τη φήμη του είχε το νου του. Όταν μας είδε να φεύ-
γουμε με τα άλογα, μας ακολούθησε».
Το βλέμμα του Ρόμπερτ σκλήρυνε. «Τυχερή συγκυρία».
Η Σαμπρίνα κατένευσε. «Χτύπησε τον Τζακ αρκετές φορές, ώσπου
τον κόλλησε στον τοίχο της σπηλιάς σημαδεύοντας το λαιμό του μ’
ένα ξίφος. Δε θυμάμαι όλα όσα είπε, τον άκουσα όμως να απειλεί τον
Ντέντον πως θα τον σκότωνε αν με πλησίαζε ξανά ή αν διέδιδε όσα
είχαν γίνει. Ο Ντέντον ορκίστηκε να μη μιλήσει και ο λοχαγός τον άφη-
σε να φύγει».
«Έτσι, ε; Και μ’ εσένα τι έκανε;»
«Με ανέβασε στο άλογό του και με πήγε στο σπίτι του. Ήταν πολύ
ευγενικός μαζί μου. Δε με μάλωσε, αντίθετα με παρηγόρησε. Όμως η
ευγένειά του δεν απάλυνε την ντροπή και την ταπείνωση που ένιωθα».
Η Σαμπρίνα πήρε μια βαθιά ανάσα πριν συνεχίσει. «Επιστρέψαμε
στην πόλη από ένα λιγότερο πολυσύχναστο δρόμο, ώστε να ελαχι-
στοποιηθούν οι πιθανότητες να συναντηθούμε με κάποιο γνωστό.
Όταν φτάσαμε στην κατοικία του με παρέδωσε στη φροντίδα της συ-
ζύγου του. Εκείνη με φρόντισε και έραψε τα σκισμένα ρούχα μου όσο
καλύτερα μπορούσε. Μόλις ηρέμησα αρκετά με πήγαν στο σπίτι μου».
«Μπορώ να φανταστώ την αντίδραση του πατέρα σου».
«Δεν το έμαθε ποτέ».
«Τι;»
«Ευτυχώς έλειπε όταν επιστρέψαμε. Δεν του είπα ποτέ τι συνέβη,
ούτε και ο Χάρκορτ μετά από δική μου παράκληση. Αν το είχα κάνει,
ο πατέρας μου θα καλούσε τον Τζακ σε μονομαχία. Ο λόρδος Ουέ-
λινγκτον είχε απαγορεύσει στους αξιωματικούς του να μονομαχούν, έ-
τσι, ακόμα κι αν ο πατέρας μου έβγαινε σώος, θα έχανε την καριέρα του.
Δεν άντεχα να τον δω να πληρώνει τόσο βαρύ τίμημα για τη δική μου
ανοησία».
«Κατάλαβα».
«Τον πρώτο καιρό νόμιζα πως το ζήτημα είχε τελειώσει. Αλλά ένα
βράδυ ο λοχαγός Ντέντον μέθυσε και μίλησε σε δυο συναδέλφους
του. Αυτό ήταν αρκετό για να αρχίσουν να κυκλοφορούν οι φήμες. Ο
λοχαγός Χάρκορτ κατάφερε να μη γίνει σκάνδαλο, αλλά η ζημιά έγινε.
Κάποιες κυρίες που άλλοτε ήταν φιλικές μαζί μου με αντιμετώπιζαν
πλέον ψυχρά και μια δυο περιφρονητικά. Η υψηλή κοινωνική θέση και
η δημοτικότητα των Χάρκορτ με βοήθησαν πολύ, όπως και το γεγο-
νός ότι παρέμειναν φίλοι μου».
«Φαίνεται πως ήταν μια τυχερή φιλία για σένα».
«Μόνο τότε κατάλαβα πόσο πολύ», αποκρίθηκε η Σαμπρίνα. «Με
τον καιρό, η φιλία μας έγινε ακόμα πιο στενή και ανέλαβαν μάλιστα το
ρόλο των κηδεμόνων μου κατά την απουσία του πατέρα μου. Φρόντι-
σαν να μην πάθω άλλο κακό».
«Και ο λοχαγός Ντέντον;»
«Σκοτώθηκε από Γάλλους σε μια ενέδρα λίγους μήνες αργότερα».
Η οργή έκαιγε στα μάτια του Φάλκονμπριτζ. «Πόσων χρονών ήσουν
όταν συνέβησαν όλα αυτά;»
«Δεκαπέντε».
«Θεέ και Κύριε!»
«Άσχημη ιστορία, έτσι;»
«Δε λες τίποτα».
Η καρδιά της Σαμπρίνα σφίχτηκε καθώς παρατηρούσε την έκφραση
του προσώπου του Ρόμπερτ Φαινόταν πραγματικά αηδιασμένος με
την ιστορία της. Ίσως ήταν λάθος της να του μιλήσει. Ίσως είχε χάσει
για πάντα την εκτίμησή του.
«Αυτό το κάθαρμα έπρεπε να μαστιγωθεί προς παραδειγματισμό. Μόνο
ένας άθλιος θα εκμεταλλευόταν ένα μικρό κορίτσι».
«Φέρθηκα κι εγώ ανόητα».
«Όλοι μας φερθήκαμε ανόητα στα δεκαπέντε χρόνια μας. Όμως η
ανοησία δεν είναι έγκλημα. Η αποπλάνηση ανηλίκου σίγουρα είναι».
«Δηλαδή, δε με κατηγορείς για ό,τι έγινε;»
«Όχι βέβαια! Γιατί να σε κατηγορήσω;»
«Φοβόμουν πως θα με θεωρούσες ελαφρόμυαλη».
«Ποτέ δε θα σκεφτόμουν κάτι τέτοιο για σένα». Ο Ρόμπερτ δίστασε
μια στιγμή. «Αυτό φοβόσουν όταν σε φίλησα;»
«Δεν μπορούσα να είμαι σίγουρη. Λυπάμαι. Τώρα βλέπω πως ήταν α-
νόητη σκέψη».
«Ελπίζω να το βλέπεις, πράγματι».
«Φοβόμουν πολύ τη γνώμη που θα σχημάτιζες για μένα».
«Τόσο μεγάλη σημασία έχει η γνώμη μου για σένα;»
«Ναι».
«Να είσαι σίγουρη ότι θα έχεις πάντα την εκτίμησή μου».
Ένα μέρος του εαυτού της χάρηκε, ένα άλλο όμως λυπόταν. Η εκτί-
μησή του ήταν πολύτιμη, αλλά δεν αρκούσε. Δεν αντικαθιστούσε την
αγάπη. Από την άλλη μεριά, ποιος άντρας θα ήθελε να παντρευτεί
μια γυναίκα με τέτοιο παρελθόν, ακόμα κι αν δεν ευθυνόταν καθόλου η
ίδια γι’ αυτό; Εκείνη τη στιγμή κάποιος πλησίασε προς το μέρος
τους. Στάθηκε μερικά μέτρα μακριά και χαιρέτησε στρατιωτικά.
«Ζητώ συγνώμη, κύριε, αλλά ο ταγματάρχης Μπρούντνελ ρωτά αν
έχετε την καλοσύνη να τον συναντήσετε».
Μέσα του ο Φάλκονμπριτζ βλαστήμησε. «Πολύ καλά», είπε. «Πες του
ότι θα έρθω αμέσως».
«Μάλιστα, κύριε».
Ο στρατιώτης έφυγε και ο Φάλκονμπριτζ κοίταξε τη Σαμπρίνα. «Συγ-
χώρεσε με. Πρέπει να δω τι μ θέλει ο Μπρούντνελ».
«Φυσικά».
«Θα ξαναμιλήσουμε αργότερα».
Η Σαμπρίνα τον παρακολούθησε να απομακρύνεται και σκέφτηκε
λυπημένη ότι δεν υπήρχαν πολλά που θα μπορούσαν να πουν ακό-
μα. Την είχε διαβεβαιώσει για την εκτίμησή του και τον πίστευε, ό-
μως της ήταν αδύνατον να παραδεχτεί τα δικά της αισθήματα τη
στιγμή που δεν ήταν σίγουρη για τα δικά του.
Δεν έβγαινε ποτέ σε καλό να δηλώνει κανείς ανοιχτά τι ένιωθε για κά-
ποιον. Και το να γελοιοποιηθεί στον Ρόμπερτ, μετά από την εμπειρία
της με τον Ντέντον, θα ήταν βλακεία.
Καλύτερα να έμεναν φίλοι.
***
Ο Φάλκονμπριτζ άκουσε με προσοχή τον Μπρούντνελ να του περι-
γράφει τα σχέδιά του για την επιστροφή τους στη Θιουδάδ Ροδρίγο.
«Θα είναι ασφαλέστερο να επιστρέψουμε όλοι μαζί. Οι άντρες του
Κουτσίγιο θα μας εγγυηθούν ασφαλές πέρασμα από τα βουνά, φυσικά,
αλλά έχουμε αρκετό δρόμο να διανύσουμε πριν βρεθούμε σε φιλικό
έδαφος».
Ο Φάλκονμπριτζ έγνεψε καταφατικά. «Έχεις δίκιο».
«Ωραία».
«Η μις Χάντλι έχει ήδη εκτεθεί σε μεγάλο κίνδυνο. Όσο περνάει από
το χέρι μου θα φροντίσω να επιστρέψει ασφαλής».
«Είναι μια πολύ γενναία νεαρή γυναίκα».
«Η γενναιότερη που έχω συναντήσει».
Ο Μπρούντνελ διέκρινε κάτι το ιδιαίτερο στον τόνο της φωνής και στο
βλέμμα του φίλου του.
«Επιπλέον, είναι πολύ όμορφη».
«Ναι».
«Μερικοί είναι πολύ τυχεροί στις αποστολές τους».
Ο Φάλκονμπριτζ κοίταξε τον Μπρούντνελ κατάματα. «Ναι, είχα το
προνόμιο να συναναστραφώ τη μις Χάντλι».
«Αν το ήξερα, θα ζητούσα από το στρατηγό Γουόρντ να μου αλ-
λάξει αποστολή. Έτσι, θα περνούσα εγώ μερικές βδομάδες παρέα μ’
αυτό το όμορφο κορίτσι».
«Ανάθεμά σε, Τόνι! Τι ακριβώς υπονοείς;»
«Τίποτα απολύτως». Ο Μπρούντνελ κοίταξε σοκαρισμένος την παγερή
έκφραση του Φάλκονμπριτζ. «Αγαπητέ μου φίλε, αστειευόμουν».
«Δε μου άρεσε και πολύ το αστείο σου. Ούτε θα ανεχτώ να χρησιμο-
ποιείται έτσι το όνομα της μις Χάντλι».
«Θεέ και Κύριε! Σου ζητώ συγνώμη».
Για μια στιγμή ο Φάλκονμπριτζ έμεινε απόλυτα ακίνητος, με το βλέμ-
μα του καρφωμένο πάνω στο φίλο του. Ξαφνικά όμως χαλάρωσε και
πάλι.
«Δεκτή η συγνώμη σου». Έκανε μια αόριστη χειρονομία. «Συγχώ-
ρεσε την κακή διάθεσή μου Ήταν μια πολύ δύσκολη μέρα».
«Ξέχνα το».
«Η μις Χάντλι είναι μια σύντροφος που εκτιμώ εξαιρετικά».
«Φυσικά, αγαπητέ μου φίλε».
«Λοιπόν, να σε απαλλάξω από την κουραστική συντροφιά μου. Έ-
νας καλός ύπνος σίγουρα θα καλμάρει τα νεύρα μου».
Ο Μπρούντνελ παρακολούθησε τον Φάλκονμπριτζ να απομακρύνε-
ται. «Νομίζω πως θα χρειαστεί κάτι περισσότερο από ένας καλός ύπνος
για να λυθεί το πρόβλημά σου, φίλε μου», μουρμούρισε.
***
Έχοντας αφήσει τον Μπρούντνελ, ο Φάλκονμπριτζ απομακρύνθηκε
λίγο από την κατασκήνωση για να μείνει μόνος. Βρήκε ένα ψηλό πεύκο
και κάθισε από κάτω στο ξερό χορτάρι. Είχε ενοχληθεί με την υπερβο-
λική αντίδρασή του λίγο νωρίτερα. Όμως, ύστερα από την ειλικρινή
εξομολόγηση της Σαμπρίνα, αισθανόταν υποχρεωμένος να την προ-
στατεύσει. Ήταν τόσο ευάλωτη και ταυτόχρονα τόσο δυνατή! Ένας
συνδυασμός που της χάριζε μια ακαταμάχητη γοητεία.
Του είχε αποκαλύψει πως εκτιμούσε τη γνώμη του κι αυτό τον εξέπλη-
ξε ευχάριστα. Αλλά είπε στον εαυτό του να μην αποδίδει ιδιαίτερη ση-
μασία σ’ αυτή τη δήλωση, αφού το πιθανότερο ήταν πως η Σαμπρίνα
τον εκτιμούσε ως συνεργάτη. Πώς μπορούσε όμως να τον εκτιμά;
Όχι μόνο δεν την υπερασπίστηκε, αλλά αντίθετα είχε γίνει μάρτυρας
του βασανισμού της από τον Μασάρ, ανήμπορος να επέμβει. Καθόλου
ιπποτική συμπεριφορά!
Ωστόσο οι κοινές τους περιπέτειες φαίνεται πως είχαν δημιουργή-
σει μια αρκετά ισχυρή φιλία μεταξύ τους ώστε να του εμπιστευτεί το
μυστικό της. Τώρα που ήξερε το παρελθόν της, ο Φάλκονμπριτζ κατα-
λάβαινε πολύ περισσότερα για κείνη. Κι ένιωθε ακόμα χειρότερα με
τον εαυτό του.
Κεφάλαιο 12

Εκείνο το απόγευμα η Σαμπρίνα έφαγε με τη Χασίντα και στη συνέχεια


αποσύρθηκε νωρίς. Δεν ήταν η πρώτη φορά που κοιμόταν κάτω από
τ’ αστέρια και προσπάθησε να βολευτεί όσο μπορούσε, χρησιμο-
ποιώντας τη σέλα του αλόγου για προσκεφάλι και τη μικρή κουβέρτα
της ιπποσκευής για ζεστασιά.
Αν και ήταν κουρασμένη, δεν κατάφερνε να αποκοιμηθεί γιατί δεκάδες
σκέψεις στριφογύριζαν στο μυαλό της. Σύντομα η αποστολή τους θα
τελείωνε και, Θεού θέλοντος, ο πατέρας της θα επέστρεφε κοντά της. Η
Σαμπρίνα δεν έβλεπε την ώρα να τον ξαναδεί. Τι θα γινόταν όμως με
τον Ρόμπερτ Φάλκονμπριτζ; Άραγε εκείνον θα τον έβλεπε ξανά στο
μέλλον, ή μήπως οι δρόμοι τους θα χώριζαν για πάντα;
Κάποια ώρα την πήρε ο ύπνος, αλλά ήταν ανήσυχος, και η Σαμπρίνα
ξύπνησε τις πρώτες πρωινές ώρες παγωμένη και πιασμένη σ’ όλο το
σώμα της.
Θυμήθηκε τη νύχτα που ένας άντρας την είχε ζεστάνει στην αγκαλιά
του, τότε όμως οι συνθήκες ήταν ειδικές κι αυτή η εμπειρία δε θα επα-
ναλαμβανόταν. Ένας κόμπος σχηματίστηκε στο λαιμό της. Τι δε θα έδι-
νε τώρα να νιώσει πάλι τα χέρια του Ρόμπερτ γύρω της! Αμέσως είπε
στον εαυτό της να συνέλθει και σκούπισε έντρομη το δάκρυ που ένιω-
σε να κυλά στο μάγουλό της. Μετά τράβηξε την κουβέρτα ως το σαγόνι
της και γύρισε στο πλευρό της.
***
Η μέρα χάραζε όταν η Χασίντα την ξύπνησε μ’ ένα φλιτζάνι καφέ.
Η Σαμπρίνα το δέχτηκε με ευγνωμοσύνη κι ένιωσε τη ζεστασιά να
κυλά μέσα της. Η καμαριέρα κάθισε κοντά της και την κοίταξε εξετα-
στικά.
«Κοιμηθήκατε καλά, δόνα Σαμπρίνα;»
«Ναι, πολύ καλά. Σ’ ευχαριστώ».
«Ούτε κι εγώ».
Η Σαμπρίνα της έριξε μια λοξή ματιά και χαμογέλασε με πίκρα. «Τόσο
πολύ φαίνεται;»
«Αυτοί οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια πάντα μαρτυρούν την α-
λήθεια».
«Το χώμα είναι πολύ σκληρό όταν κάποιος έχει συνηθίσει να κοιμάται
σε κρεβάτι».
«Έτσι είναι».
«Για να μη μιλήσω για τις ατέλειωτες ώρες πάνω στο άλογο».
«Κι αυτό φταίει, επίσης, που πονάτε». Η Χασίντα ήπιε μια γουλιά
από τον καφέ της. «Ευτυχώς γλιτώσατε έναν ξυλοδαρμό σαν αυτόν
που δέχτηκε ο ταγματάρχης Φάλκονμπριτζ».
Η Σαμπρίνα χαμήλωσε τα μάτια. «Ναι. Είχε πολύ άσχημους μώλωπες».
«Ο Μασάρ ήταν;»
«Ναι».
«Πουέρκο! Ο Λουίς είπε πως εσείς σκοτώσατε εκείνο το γουρούνι».
«Δεν ξέρω αν πέθανε, πάντως τον τραυμάτισα σοβαρά μπήγοντας ένα
μαχαίρι στα πλευρά του».
«Νιώθω περήφανη για σας».
«Για μένα ήταν ζήτημα ζωής ή θανάτου».
Η Σαμπρίνα διηγήθηκε στη Χασίντα τι είχε συμβεί. Καθώς εκείνη
μιλούσε, το πρόσωπο της καμαριέρας χλόμιασε.
«Αν δεν τον είχα μαχαιρώσει, θα με είχε βιάσει κι ύστερα θα μας σκό-
τωνε και τους δύο», κατέληξε η Σαμπρίνα. «Δεν είχα άλλη επιλογή.
Και πάλι βέβαια δεν είναι εύκολο να ζει κανείς με την επίγνωση πως
έχει αφαιρέσει μια ζωή».
«Όμως πυροβολήσατε κάποιους ανθρώπους στο παρελθόν».
«Το ξέρω, αλλά ετούτο ήταν διαφορετικό. Το πιστόλι σε κρατάει
σε μια απόσταση, αλλά το μαχαίρι σε φέρνει φρικτά κοντά με το θά-
νατο». Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της. «Δεν το εξηγώ πολύ καλά».
«Δεν πρέπει να νιώθετε ένοχη. Να ευγνωμονείτε την τύχη σας που εί-
χατε την ευκαιρία να εκδικηθείτε». Τα μαύρα μάτια της Χασίντα έλαμ-
ψαν. «Εγώ δεν είχα τέτοια χαρά».
«Εννοείς όταν καταστράφηκε το χωριό σου;»
«Οι Γάλλοι στρατιώτες πρώτα το λεηλάτησαν. Σκότωσαν όλους τους
άντρες, ακόμα και τους πολύ γέρους και τους άρρωστους. Μετά επιτέ-
θηκαν στις γυναίκες... Η μητέρα μου και οι αδερφές μου ήταν ανάμε-
σα σ’ αυτές. Τις πήγαν σ’ έναν αχυρώνα όπου οι στρατιώτες τις βίασαν...
με τη σειρά».
«Ω, Χασίντα, όχι».
«Ναι. Όταν τελείωσαν, έκλεισαν τις πόρτες για να μη δραπετεύσει
καμιά κι έβαλαν φωτιά στον αχυρώνα. Έκαψαν και όλα τα σπίτια του
χωριού. Εγώ έζησα επειδή η μητέρα μου με είχε στείλει νωρίτερα σε
κάποιο θέλημα. Καθώς επέστρεφα είδα τους στρατιώτες και κρύφτηκα
σ’ ένα χαντάκι μέχρι να φύγουν. Δεν ήξερα τι να κάνω ούτε πού να πά-
ω, ήξερα όμως πως δεν μπορούσα να μείνω στο χωριό. Έτσι, πήρα τα
βουνά. Μια βδομάδα αργότερα, με βρήκε ο πατέρας σας μισοπεθαμέ-
νη από την πείνα. Αν δεν ήταν εκείνος θα ήμουν τώρα νεκρή».
«Θεέ μου...»
Η συγκίνηση έπνιγε τη Σαμπρίνα. Ποτέ δεν είχε ακούσει ολόκληρη
τη φρικτή ιστορία από το παρελθόν της Χασίντα. Τώρα την κοιτούσε
με σιωπηλό τρόμο.
«Εκείνοι οι στρατιώτες είχαν έναν αρχηγό σαν τον Μασάρ», είπε η
Χασίντα. «Μη νιώθετε λοιπόν τύψεις για το θάνατό του. Να σκέφτεστε
μόνο τι θα έκανε αν δεν του καρφώνατε εκείνο το μαχαίρι στα πλευρά
του».
Η Σαμπρίνα ανατρίχιασε. «Όταν συμφώνησα να έρθω σ’ αυτή την
αποστολή, ήξερα τους κινδύνους. Αλλά μου φαινόταν πως όλα αυτά
δε θα μπορούσαν ποτέ να συμβούν σ’ εμένα. Πόσο αφελής ήμουν!»
«Αυτή η εμπειρία θα σας κάνει δυνατότερη».
«Το ελπίζω. Όπως ελπίζω επίσης πως θα ελευθερωθεί ο πατέρας μου».
«Κι εγώ προσεύχομαι γι’ αυτό. Είναι ένας από τους καλύτερους αν-
θρώπους που γνώρισα».
«Ναι».
«Και ο ταγματάρχης Φάλκονμπριτζ;»
«Δεν πίστεψα ότι είναι ένας ευγενικός άντρας την πρώτη φορά που
τον συνάντησα. Τώρα πια, το πιστεύω».
«Ωραία. Τότε είναι άξιός σας».
«Κάνεις λάθος. Η σχέση μας δεν είναι τέτοιου είδους. Είμαστε απλώς
φίλοι».
Η Χασίντα ύψωσε το ένα φρύδι της. «Αφού το λέτε εσείς».
«Ναι, το λέω».
«Αν το επαναλαμβάνετε μάλιστα αρκετά συχνά, ίσως στο τέλος να το
πιστέψετε κιόλας. Αλλά δε θα αλλάξει την αλήθεια».
«Και ποια είναι η αλήθεια;»
«Χρειάζεται να σας την πω εγώ;»
Η Σαμπρίνα αναστέναξε. Ήταν αδύνατον να κρυφτεί από τη Χασίντα.
«Όχι, αλλά δεν μπορώ να του αποκαλύψω τα αισθήματά μου αν δε μά-
θω πρώτα τα δικά του».
«Μα είναι γραμμένα στο πρόσωπό του».
«Έτσι λες;»
«Γιατί; Έχω άδικο;»
Πριν προλάβουν να λύσουν τη διαφωνία τους, τις πλησίασε ο
Λουίς. Τις χαιρέτησε και τις πληροφόρησε ότι σε λίγο θα ξεκινούσαν.
«Οι άντρες του Ελ Κουτσίγιο θέλουν να εκμεταλλευτούν τις δροσε-
ρές ώρες της ημέρας», τους εξήγησε.
«Θα έρθουν μαζί μας λοιπόν;» είπε η Χασίντα.
«Μέχρι να διασχίσουμε τα βουνά. Όσο περισσότεροι, τόσο το καλύτε-
ρο, έτσι δεν είναι;»
«Μάλλον. Αν και την ίδια αρχή εφαρμόζουν και οι ληστές».
«Αν σου χαρίζουν ένα άλογο, μην το κοιτάζεις στα μάτια».
«Στα δόντια», τον διόρθωσε η Χασίντα.
«Ανοησίες. Γιατί να κοιτάξεις ένα άλογο στα δόντια;» Η Χασίντα ξεφύ-
ξησε και η Σαμπρίνα χαμογέλασε.
«Ειλικρινά, σήμερα θα προτιμούσα να μη δω καθόλου κανένα άλογο,
αλλά η ανάγκη το επιβάλλει». Γύρισε στη Χασίντα. «Έλα, ας μαζέψουμε
τα πράγματά μας κι ας ξεκινήσουμε».
Ο Λουίς έγνεψε ικανοποιημένος και απομακρύνθηκε. Οι δυο κοπέλες
τύλιξαν βιαστικά τις κουβέρτες τους, μάζεψαν τα κύπελλά τους, πήραν
σέλες και χαλινάρια και πήγαν εκεί όπου βρίσκονταν δεμένα τα άλογά
τους. Φόρτωσαν τα πράγματά τους, αλλά μόλις η Σαμπρίνα κάθισε στη
ράχη του αλόγου της η Χασίντα την άκουσε να βογκάει.
«Είστε έτοιμη για άλλη μια ξεκούραστη βόλτα μέσα από τα βουνά, δό-
να Σαμπρίνα;»
«Δε βλέπω την ώρα», μουρμούρισε εκείνη τρίβοντας τη μέση της.
Η πορεία τους ακολούθησε πιο αργό ρυθμό σήμερα, πράγμα για
το οποίο η Σαμπρίνα ήταν ευγνώμων. Επιπλέον, τώρα που η ομάδα
τους ήταν μεγαλύτερη σε αριθμό, ο φόβος για μια αιφνιδιαστική επί-
θεση ήταν πράγματι μικρότερος.
Εκτιμούσε ότι η δύναμη του Ελ Κουτσίγιο θα πρέπει να έφτανε
τους πενήντα άντρες. Ήταν άνθρωποι σιωπηλοί, τραχείς, με πρόσωπα
ανέκφραστα. Κάπου κάπου έριχναν καμιά ματιά προς το μέρος της Σα-
μπρίνα ή της Χασίντα, όμως τίποτα περισσότερο. Καμία λέξη ή κίνηση
δεν έδειχνε απέναντί τους την παραμικρή αγένεια.
Όλοι οι άντρες ήταν οπλισμένοι σαν αστακοί και φαίνονταν πως δε
θα δίσταζαν να σκοτώσουν. Η παρουσία τους ήταν καθησυχαστική και
η Σαμπρίνα χαιρόταν που βρίσκονταν υπό την προστασία τους. Καμία
γαλλική περίπολος δεν επρόκειτο να τους αιφνιδιάσει αν τύχαινε να
διασταυρωθούν μαζί τους. Έτσι, μπορούσε να θαυμάζει με την ησυχία
της το τοπίο και να σκέφτεται.
Όλο το πρωί είδε ελάχιστα τον Φάλκονμπριτζ, επειδή εκείνος προχω-
ρούσε επικεφαλής της πομπής μαζί με τον Ελ Κουτσίγιο και τον ταγ-
ματάρχη Μπρούντνελ. Της έλειπε η συντροφιά του και ο ζωηρές συ-
ζητήσεις τους και σκεφτόταν πως ήταν αδύνατον να πλήξει μαζί του.
Επίσης, σκεφτόταν πως η ζωή της θα της φαινόταν πολύ ανιαρή όταν θα
τελείωνε αυτή η αποστολή.
Ήταν πολύ πιθανό ο Ουέλινγκτον να προσπαθούσε να καταλάβει τη
Σαλαμάνκα, μια πόλη στρατηγικής σημασίας. Αυτό σήμαινε πως θα γί-
νονταν κι άλλες μάχες με τους Γάλλους. Ο λοχαγός Χάρκορτ της είχε
πει κάποτε ότι η τύχη ενός άντρα δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα. Η
σκέψη πως κάτι μπορεί να συνέβαινε στον Φάλκονμπριτζ της ήταν
αβάσταχτη. Η Σαμπρίνα πίστευε πως θα άντεχε την απουσία του μό-
νο αν ήξερε πως εκείνος βρισκόταν σώος και αβλαβής κάπου στον
κόσμο.
***
Η πομπή σταμάτησε το μεσημέρι στις όχθες ενός μεγάλου ποτα-
μού. Αφού πότισαν και περιποιήθηκαν τα άλογά τους, η Σαμπρίνα
έκανε την «απαραίτητη» διαδρομή ως τους θάμνους. Κατόπιν κατέβη-
κε στην ακροποταμιά για να πλύνει τα χέρια και το πρόσωπό της.
Ο ήλιος τώρα ήταν καυτός και το νερό απολαυστικά αναζωογονη-
τικό. Αν βρισκόταν μόνη θα έμπαινε στον πειρασμό να γδυθεί και να
βουτήξει στο δροσερό ποτάμι. Δυστυχώς όμως αυτό ήταν αδύνατο
στις παρούσες συνθήκες.
Βυθισμένη στις σκέψεις της, δεν άκουσε τα βήματα που πλησίαζαν.
Όταν μια σκιά έπεσε πάνω της, η Σαμπρίνα γύρισε ξαφνιασμένη. Και έ-
νιωσε την καρδιά της να σκιρτά στη θέα του Ρόμπερτ.
«Συγχώρεσε με. Δεν ήθελα να σε τρομάξω», της είπε εκείνος.
«Δε φταις εσύ. Το μυαλό μου βρισκόταν μίλια μακριά».
«Το φαντάζομαι».
Η Σαμπρίνα κοίταξε προσεκτικά το πρόσωπό του. Οι πληγές είχαν
επουλωθεί αλλά οι μελανιές ήταν ακόμα ζωηρές, ιδίως εκείνη γύρω από
το δεξί του μάτι. Ο Φάλκονμπριτζ αναστέναξε.
«Φαίνομαι σαν πειρατής, έτσι δεν είναι;»
«Δεν είναι και τόσο άσχημο αυτό. Όμως πρέπει να πονάς ακόμα».
«Λίγο», παραδέχτηκε ο Ρόμπερτ. «Αν και πρέπει να ομολογήσω
ότι η αλοιφή σου πράγματι βοήθησε σημαντικά».
«Χαίρομαι που το ακούω. Δε θα ήθελα να ξέρω πως υπέμεινες άδικα
αυτή τη θεραπεία».
«Κάθε άλλο». Της έδειξε ένα μικρό πάνινο δέμα. «Πεινάς; Έχω με-
ρικές προμήθειες εδώ. Θα μπορούσαμε να τις μοιραστούμε, αν θέ-
λεις».
Η Σαμπρίνα δέχτηκε χαμογελώντας, προσποιούμενη μια ηρεμία που
δεν ένιωθε ούτε στο ελάχιστο. Έτσι κάθισαν μαζί δίπλα στο νερό και ο
Ρόμπερτ ξετύλιξε το δέμα με τα τρόφιμα.
«Για να δούμε τι έχουμε», της είπε χαμογελώντας. «Μισή φρα-
ντζόλα ψωμί, δύο ημερών τουλάχιστον. Ένα κομμάτι λουκάνικο, ένα
κρεμμύδι και λίγο ξερό τυρί».
«Βασιλικό γεύμα, δηλαδή», σχολίασε η Σαμπρίνα εύθυμα.
«Λυπάμαι που δεν μπορώ να σου προσφέρω κάτι καλύτερο».
«Δεν πειράζει».
«Τι να δοκιμάσουμε πρώτα;»
«Λίγο ψωμί με τυρί;»
Ο Ρόμπερτ έβγαλε ένα σουγιά από την τσέπη του κι άρχισε να κό-
βει τη φραντζόλα. Του πήρε κάμποση προσπάθεια να τα καταφέρει.
«Ίσως θα ήταν προτιμότερο να χρησιμοποιούσα το ξίφος».
«Καλύτερα όχι. Θα στόμωνε η κόψη του».
Όταν κατάφερε να χωρίσει το ψωμί, της έδωσε το ένα κομμάτι κι ύστε-
ρα συνέχισε με το τυρί. Αυτό αποδείχτηκε ελάχιστα ευκολότερο. Στη συ-
νέχεια, ο ταγματάρχης μύρισε το λουκάνικο.
«Φαίνεται εντάξει. Θα διακινδυνεύσεις να φας λίγο;»
«Γιατί όχι;»
«Καλύτερα να μη σου απαντήσω σ’ αυτό».
Η Σαμπρίνα γέλασε και ο Φάλκονμπριτζ έμεινε να την κοιτάζει θα-
μπωμένος. Εκείνη δεν έδειξε να το προσέχει. Καταβάλλοντας μεγάλη
προσπάθεια να τραβήξει το βλέμμα του, ο Ρόμπερτ κοίταξε πάλι το
ψωμί του.
Έφαγαν σιωπηλοί για λίγο. Το ψωμί απαιτούσε πολύ μάσημα και στο
τέλος η Σαμπρίνα βούτηξε το δικό της στο ποτάμι για να μαλακώσει λί-
γο.
«Καλύτερα;» τη ρώτησε εκείνος.
«Δε μαλακώνει πολύ, η γεύση του όμως είναι εντάξει».
«Αυτό μου αρκεί», είπε ο Φάλκονμπριτζ και τη μιμήθηκε. Ύστερα
δοκίμασε μια μπουκιά και κοίταξε τον ουρανό, δήθεν εκστασιασμένος.
«Απολύτως θεϊκό!»
«Και μου είχες πει κάποτε πως είμαι καλόβολη».
Αντί για άλλη απάντηση, της έδειξε το κρεμμύδι. «Μπορώ να σε δελεά-
σω μ’ αυτό;»
Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Αρκετά δελεάστηκα».
«Νομίζω πως έχεις δίκιο». Ο Ρόμπερτ πέταξε το κρεμμύδι στο νερό
και κοίταξε τη Σαμπρίνα με ένα θλιμμένο χαμόγελο. «Αυτό θα πρέπει
να είναι το χειρότερο γεύμα που σου έχω προσφέρει μέχρι σήμερα».
«Κατά πολύ χειρότερο», συμφώνησε εκείνη.
«Θα μου επιτρέψεις να επανορθώσω και να σου προσφέρω ένα καλύ-
τερο όταν επιστρέψουμε;»
Η καρδιά της σκίρτησε και πάλι. «Θα το ήθελα πολύ».
«Τότε, σου υπόσχομαι πως θα φάμε και θα πιούμε βασιλικά».
«Με φρέσκο ψωμί;»
«Και φρέσκο τυρί. Σου το εγγυώμαι».
«Δε βλέπω την ώρα, κύριε».
«Το ίδιο κι εγώ. Άλλωστε, ύστερα απ’ όλες τις φρικτές διατροφικές ε-
μπειρίες που αναγκάστηκες να υποστείς, είναι το λιγότερο που μπορώ
να κάνω για σένα».
«Είχα μόνο μία φρικτή διατροφική εμπειρία μέχρι τώρα».
«Είσαι πολύ υπομονετική».
Ο Φάλκονμπριτζ το πίστευε αυτό στ’ αλήθεια. Ούτε μία φορά δεν την
άκουσε να παραπονιέται για το φαγητό ή τις ταλαιπωρίες αυτού του τα-
ξιδιού. Ήταν πράγματι μια γυναίκα διαμάντι.
Η Σαμπρίνα τον είδε να την παρατηρεί και αναρωτήθηκε ποιες σκέ-
ψεις περνούσαν από το νου του. Αν το εννοούσε πως θα την προσκα-
λούσε σε δείπνο, αυτό σήμαινε πως θα τον έβλεπε πάλι μετά την επι-
στροφή τους. Ήταν μια σκέψη που τη χαροποιούσε και την άγχωνε
ταυτόχρονα. Δεν ήξερε αν επρόκειτο για μια ένδειξη αναγνώρισης των
υπηρεσιών της σ’ αυτή την αποστολή ή αν ήθελε στ’ αλήθεια τη συ-
ντροφιά της. Ήλπιζε με όλη την καρδιά της να ήταν το δεύτερο κι
ευχόταν να παρέμεναν πραγματικά δυο καλοί φίλοι.
Ξαφνικά, μια δυσάρεστη σκέψη ήρθε στο νου της.
«Δε θα έχω τίποτα να φορέσω για να βγούμε για δείπνο!»
«Αλήθεια; Τι υπέροχη προοπτική...»
Εκείνη τον κοίταξε αυστηρά. «Εννοώ πως όλα τα φορέματά μου
βρίσκονται στο μπαούλο που αφήσαμε πίσω, σ’ εκείνο το πανδοχείο».
«Ο ξενοδόχος έχει πάρει οδηγίες να τα στείλει με όποια άμαξα βρει
διαθέσιμη. Ο άνθρωπος αυτός θα πληρωθεί πολύ καλά για τον κόπο
του».
«Φαίνεται πως τα σκέφτεσαι όλα».
«Κάνω ό,τι μπορώ. Φυσικά βρισκόμαστε στην Ισπανία και ίσως πά-
ρει λίγο καιρό να φτάσει η άμαξα. Τελικά όμως θα πάρεις τα πράγματά
σου».
«Αυτό είναι μεγάλη ανακούφιση».
«Εγώ βέβαια απογοητεύομαι λίγο όταν σκέφτομαι την εναλλακτική λύ-
ση».
Η Σαμπρίνα πήρε το πανί από τα τρόφιμα και του το πέταξε δήθεν
θυμωμένη. Τον πέτυχε στο στήθος, γεμίζοντάς τον ψίχουλα. Και τον
άκουσε να γελάει.
«Δεν πρέπει να νιώθεις απογοητευμένος», του είπε.
«Α, ωραία. Αυτό σημαίνει πως μπορώ ακόμα να ελπίζω;»
Τώρα, η Σαμπρίνα τον αγριοκοίταξε στ’ αλήθεια. «Όχι βέβαια, απαίσιε
άνθρωπε!»
Ο θυμός της κράτησε μερικές στιγμές ακόμα κι ύστερα άρχισε κι ε-
κείνη να γελάει, αν και κάπως θλιμμένα.
«Τόσο πολύ σου αρέσει να με πειράζεις λοιπόν;» τον ρώτησε.
«Εσύ τι λες;» της αποκρίθηκε ο Ρόμπερτ.
«Φοβάμαι πως ναι».
«Σε πειράζω μόνο επειδή ξέρω ότι μπορώ να περιμένω μια ανάλογη
απάντηση. Μέχρι στιγμής, δεν έχω απογοητευτεί».
Η Σαμπρίνα τον κοίταξε με την άκρη του ματιού της. «Πώς να το πάρω
αυτό;»
«Ως κομπλιμέντο, αγαπητή μου». Ξαφνικά η έκφρασή του σοβάρε-
ψε πολύ. «Είναι ένα μεγάλο κομπλιμέντο».
Η ένταση στο βλέμμα του έβαψε το πρόσωπό της κατακόκκινο. Πριν
βρει μια κατάλληλη απάντηση να του αντιγυρίσει, οι άντρες τριγύρω
άρχισαν να ετοιμάζονται. Ο Φάλκονμπριτζ το πρόσεξε και αναστένα-
ξε.
«Νομίζω πως αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ξεκινήσουμε».
«Αυτό φοβάμαι κι εγώ».
«Θα ήταν πολύ πιο ευχάριστο να μείνουμε εδώ για το υπόλοιπο από-
γευμα».
«Ναι, αλλά δυστυχώς δεν έχουμε τέτοια επιλογή».
«Τότε, έλα». Σηκώθηκε όρθιος μ’ ένα πνιχτό βογκητό πόνου κι ύστε-
ρα της άπλωσε το χέρι του.
«Επίτρεψέ μου».
Η Σαμπρίνα πήρε το χέρι του και ένιωσε τα δάχτυλά του να τυλίγο-
νται γύρω από τα δικά της. Το άγγιγμα αυτό την έκανε να ριγήσει σύ-
γκορμη. Ο Ρόμπερτ συνέχισε να την κρατάει όταν σηκώθηκε όρθια,
φανερά απρόθυμος να την αφήσει. Ύστερα επέστρεψαν πίσω στα άλογά
τους.
Ο Φάλκονμπριτζ έλυσε τα χαλινάρια του αλόγου της και το κράτησε
περιμένοντάς τη να ανέβει. Ύστερα πήρε το δικό του. Αυτή τη φορά δεν
επέστρεψε στη θέση του επικεφαλής της πομπής, αλλά άρχισε να προ-
χωρά δίπλα της.
«Πώς είναι το άλογό σου;» τη ρώτησε.
«Αρκετά πρόθυμο, αν και διαφέρει αρκετά απ’ αυτά που έχω συνηθίσει
να ιππεύω».
«Φαντάζομαι πως είσαι και γι’ αυτό μια ευχάριστη αλλαγή, αφού είναι
συνηθισμένο να κουβαλάει διπλάσιο βάρος από το δικό σου».
«Δεν το είχα σκεφτεί έτσι».
«Το άλογό σου όμως σίγουρα το σκέφτηκε».
Η Σαμπρίνα γέλασε και χάιδεψε το λαιμό του ζώου. «Είμαι σίγουρος
ότι σύντομα θα αναλάβει και πάλι υπηρεσία. Ο στρατός χρειάζεται πά-
ντα καλά άλογα».
«Πράγματι. Κι αυτά τα άλογα έχουν μεγαλύτερη αξία καθώς τα πήραμε
από τους Γάλλους».
Στη συνέχεια, ο Ρόμπερτ κι η Σαμπρίνα βυθίστηκαν σε μια σιωπή
πιο πολύ συντροφική παρά αμήχανη. Εκείνη ήξερε πως δε θα ήθελε
να έχει κανέναν άλλο για παρέα. Ένιωθε πως ήταν πολύ φυσικό να
βρίσκεται μαζί του.
Για άλλη μια φορά, η Σαμπρίνα σκέφτηκε πως δεν είχε νιώσει έτσι για
κανέναν άντρα ως τώρα. Κι όμως, μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διά-
στημα τα αισθήματά της είχαν αλλάξει τόσο πολύ ώστε σχεδόν δεν
αναγνώριζε τον εαυτό της.
Κάθε τόσο ο Ρόμπερτ της έδειχνε διάφορα πράγματα: πότε ένα ζευ-
γάρι αετών που πετούσαν πέρα μακριά, πότε ένα μικρό φίδι που λια-
ζόταν πάνω σε κάποια πέτρα, πότε μια καφετιά πέστροφα που κολυ-
μπούσε τεμπέλικα στα ρηχά του ποταμού.
«Έχεις μεγάλη παρατηρητικότητα», του είπε η Σαμπρίνα.
«Είναι απαραίτητο για τη δουλειά που κάνω».
«Δεν έκανες αυτή τη δουλειά πάντα».
«Μεγάλωσα στην εξοχή. Ίσως αυτό επηρέασε τον τρόπο που βλέπω
γύρω μου τα πράγματα».
«Είμαι σίγουρη ότι είναι έτσι».
«Ο αδερφός μου κι εγώ πάντα κυκλοφορούσαμε μ’ ένα όπλο στο
ένα χέρι κι ένα καλάμι του ψαρέματος στο άλλο».
«Είχατε το ίδιο γούστο».
«Εντελώς!»
Η Σαμπρίνα κατάλαβε τον υπαινιγμό του και κοκκίνισε. «Σου ζητώ συ-
γνώμη. Δεν εννοούσα...»
«Το ξέρω πως δεν το εννοούσες. Μη στενοχωριέσαι. Όμως ναι, ο Χιου
κι εγώ μοιάζαμε σε πολλά πράγματα».
«Είχατε στενή σχέση;»
«Πολύ στενή –τότε».
Πίσω από τον ήρεμο τόνο του, η Σαμπρίνα διαισθάνθηκε τον πόνο.
Ήταν μια επικίνδυνη συζήτηση και, μη θέλοντας να τον κάνει να κλει-
στεί στον εαυτό του, προσπάθησε να βρει άλλο θέμα συζήτησης.
«Δεν πειράζει», της είπε ο Ρόμπερτ πριν προλάβει να ανοίξει το
στόμα της. «Δε χρειάζεται να φοβάσαι μήπως προσβάλλει την ευαι-
σθησία μου. Δε με πειράζει πια να αναφέρομαι στον αδερφό μου και
νομίζω πως πρέπει να σ’ ευχαριστήσω γι’ αυτό».
Η Σαμπρίνα αντιλήφθηκε πως της έλεγε την αλήθεια και πως αυτή η
αλλαγή είχε γίνει χωρίς να το καταλάβει ούτε ο ίδιος. «Δεν είμαι σίγου-
ρη ότι καταλαβαίνω».
«Εσύ με έκανες να δω πράγματα που κρατούσα θαμμένα όλα αυτά τα
χρόνια».
«Δεν το έκανα επίτηδες. Δεν ήθελα να επέμβω σε προσωπικά ζητήμα-
τα».
«Το ξέρω. Ακριβώς γι’ αυτό μπορώ και σου μιλάω». Ο Ρόμπερτ σώπα-
σε για λίγο. «Ίσως έπρεπε να το έχω κάνει από καιρό», πρόσθεσε μετά.
Η Σαμπρίνα παρέμεινε σιωπηλή, μη θέλοντας τώρα να διακόψει τις
σκέψεις του. Ήξερε πόσο δύσκολο ήταν να αποκαλύπτει κανείς τα μυ-
στικά του παρελθόντος του.
«Κάποτε με ρώτησες αν είχα συγχωρήσει τον αδερφό μου για ό,τι
έκανε», συνέχισε ο Ρόμπερτ.
«Δεν το έχω ξεχάσει. Η απάντηση βέβαια είναι πάντα η ίδια: ακόμα
δεν μπορώ ούτε να συγχωρήσω ούτε να ξεχάσω. Νομίζω όμως ότι είναι
ώρα να τα αφήσω πίσω μου όλα αυτά».
«Χαίρομαι», είπε η Σαμπρίνα. Και το εννοούσε. «Δεν πρέπει να αφή-
νουμε το παρελθόν μας να καταστρέφει το μέλλον».
«Δεν πρέπει, αν και δυστυχώς το κάνουμε πολύ συχνά».
Εκείνη κούνησε το κεφάλι της συμφωνώντας μαζί του. Μήπως και η
ίδια δεν ήταν απόδειξη γι’ αυτό;
«Ο πατέρας μου είπε κάποτε πως δε μας διαμορφώνει η ίδια η
δυστυχία, αλλά το πώς εμείς ανταποκρινόμαστε στη δυστυχία».
«Και είχε δίκιο. Είτε μας παίρνει από κάτω είτε γινόμαστε δυνατοί».
Η Σαμπρίνα θυμήθηκε την πρόσφατη συζήτησή της με τη Χασίντα.
«Δεν μπορώ να φανταστώ τις συνθήκες που θα μπορούσαν να πάρουν
εσένα από κάτω».
«Όλοι λυγίζουμε κάποια στιγμή. Εγώ δεν είμαι διαφορετικός».
«Όλοι μιλούν την τρίτη μέρα;»
«Ακριβώς. Πάντως υπάρχουν πολλά είδη πόνου και ακόμα και οι πιο
δυνατοί άνθρωποι δεν είναι απρόσβλητοι».
«Νομίζω πως ο χρόνος βοηθάει να μπουν τα πράγματα σε μια διαφο-
ρετική προοπτική».
«Ναι, ο χρόνος βοηθάει», συμφώνησε ο Φάλκονμπριτζ. «Αλλά εγώ
μπόρεσα να βάλω τα δικά μου ζητήματα σε διαφορετική προοπτική χά-
ρη σ’ εσένα».
«Σ’ εμένα;»
«Με έκανες να αντικρίσω το παρελθόν μου. Να εκφράσω συναισθή-
ματα που κρατούσα θαμμένα μέσα μου για καιρό. Δεν μπορώ να υπο-
κριθώ πως ένιωσα άνετα, όμως ήταν αναγκαίο».
«Δεν είναι εύκολο να αντικρίζουμε τους δαίμονές μας».
«Δεν είναι. Αλλά οι δαίμονες του παρελθόντος υποχωρούν μπρο-
στά στους σημερινούς. Όταν υποχρεώθηκα να παρακολουθήσω την
κακοποίησή σου από τον Μασάρ... ήταν οι χειρότερες στιγμές της ζωής
μου. Κανένας τρόμος δε συγκρίνεται μ’ εκείνον που ένιωσα τότε». Γύρι-
σε και την κοίταξε στα μάτια. «Δεν αντέχω να σε βλέπω να πονάς ή να
ταπεινώνεσαι με τέτοιο τρόπο. Με κανέναν τρόπο. Θα έδινα και τη ζωή
μου για να το αποτρέψω».
Η Σαμπρίνα τον κοιτούσε εμβρόντητη. «Νομίζω πως αυτό ήταν το
πιο όμορφο κομπλιμέντο που μου έχουν κάνει ποτέ».
«Αξίζεις μόνο τα καλύτερα κομπλιμέντα». Ο Ρόμπερτ της χαμογέλα-
σε. «Κι ένα βασιλικό δείπνο φυσικά».
Κεφάλαιο 13

Η συζήτησή τους στριφογύριζε διαρκώς στο μυαλό της Σαμπρίνα,


πλημμυρίζοντάς τη με μια γλυκιά ζεστασιά. Αν και δεν επέτρεπε στον
εαυτό της να δώσει πολύ μεγάλη σημασία στα λόγια του Ρόμπερτ,
τίποτα δεν μπορούσε να μειώσει τη χαρά που της προξενούσε η εκτί-
μησή του.
Καθώς το ταξίδι τους συνεχιζόταν, είχαν λιγότερες ευκαιρίες για ι-
διωτικές συζητήσεις. Και παρ’ όλο που εκείνη βρισκόταν συχνά κοντά
του, πάντοτε υπήρχαν γύρω τους κι άλλοι. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο ταγ-
ματάρχης Μπρούντνελ, τον οποίο η Σαμπρίνα είχε συμπαθήσει ιδιαί-
τερα. Εκτός του ότι είχε σώσει εκείνη και τους συντρόφους της από
τους Γάλλους, είχε άνετους, ανεπιτήδευτους τρόπους και η συντροφιά
του ήταν πολύ ευχάριστη. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί
εκείνος και ο Φάλκονμπριτζ ήταν καλοί φίλοι.
«Έχουμε βρεθεί μαζί σε πολλές αποστολές», της είπε ο Μπρού-
ντνελ ένα βράδυ που κάθονταν γύρω απ’ τη φωτιά. «Είναι καλό να τον
έχεις σύντροφο σε μια μάχη».
«Το ξέρω», συμφώνησε η Σαμπρίνα.
Ο λόρδος την κοίταξε με μια φευγαλέα έκπληξη. «Φυσικά», παραδέ-
χτηκε. «Το έχετε διαπιστώσει κι εσείς αυτό».
«Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα».
«Ομολογώ πως δεν περίμενα να επιτρέψει ποτέ σε μια γυναίκα να
τον συνοδεύσει σε κάποια αποστολή. Χωρίς να θέλω να σας προσβά-
λω, βεβαίως».
«Καμία προσβολή. Ο ταγματάρχης Φάλκονμπριτζ πράγματι δεν ήθε-
λε να έρθω, όμως η επιλογή δεν ήταν δική του».
«Κατάλαβα».
«Στην πραγματικότητα, έκανε ό,τι μπορούσε για να με μεταπείσει». Ο
Τόνι της χαμογέλασε. «Ήταν ανώφελο, απ’ ό,τι φαίνεται».
«Προσπάθησε πάντως».
«Συνήθως είναι επίμονος».
«Ήταν. Και πάλι δεν κατάφερε τίποτα».
«Έξοχο. Εύχομαι να το είχα δει αυτό. Δε συμβαίνει συχνά να μην περ-
νάει το δικό του».
Γέλασαν και οι δύο. Κανείς τους δεν πρόσεξε τον Φάλκονμπριτζ να
πλησιάζει, να στέκεται στην περίμετρο του φωτεινού κύκλου και να πα-
ρατηρεί τη σκηνή.
Ο Τόνι και η Σαμπρίνα κάθονταν κοντά, σαν δυο παλιοί φίλοι, απο-
λαμβάνοντας φανερά ο ένας την παρέα του άλλου. Όσο τους παρακο-
λουθούσε ο Ρόμπερτ κάτι σαν ζήλια τον κυρίεψε. Ξαφνιάστηκε με τον
εαυτό του, σχεδόν ντράπηκε. Ο φίλος του είχε φερθεί εξαρχής σαν τέ-
λειος τζέντλεμαν στη Σαμπρίνα. Επιπλέον, δεν ήταν γυναικάς. Και
στην Αγγλία τον περίμενε η σύζυγός του. Ο Φάλκονμπριτζ δεν είχε
κανέναν απολύτως λόγο να ζηλεύει. Έτσι, πήρε μια βαθιά ανάσα και
πλησίασε κοντά στη φωτιά και στους φίλους του.
Ο Μπρούντνελ ύψωσε το βλέμμα του και χαμογέλασε. «Α, Ρό-
μπερτ. Η μις Χάντλι κι εγώ μιλούσαμε για σένα».
Ο Φάλκονμπριτζ πήρε λίγο καφέ. «Αλήθεια;»
«Δε λέγαμε τίποτα αρνητικό, μην ανησυχείς».
«Με ανακουφίζει που το ακούω».
«Φαίνεται πως η μις Χάντλι τρέφει μεγάλη εκτίμηση προς το πρόσωπό
σου».
Η καρδιά του χτύπησε περίεργα, όμως η έκφρασή του παρέμεινε ήρε-
μη. «Αυτό με τιμά».
«Ναι, σε τιμά. Μου είπε πως απέδειξες πολλές φορές την αξία σου».
Το πρόσωπο του Ρόμπερτ φούντωσε και ένιωσε ευγνώμων για τις
σκιές που το κάλυπταν. «Η Σαμπρίνα είναι γενναιόδωρη».
«Όχι», αντέτεινε εκείνη. «Είπα απλώς την αλήθεια».
Για μια στιγμή, εκείνη τον κοίταξε στα μάτια από την απέναντι πλευρά
της φωτιάς. Τότε επενέβη ο Μπρούντνελ.
«Ορίστε, το ακούς και από τα χείλη της. Συμφωνώ απολύτως μαζί
σας, κυρία. Είναι καλό να τον έχει κανείς μαζί του σε δύσκολες στιγ-
μές».
Το χέρι του Φάλκονμπριτζ έσφιξε το κύπελλό του. «Μπρούντνελ, μι-
λάς πάρα πολύ. Είναι κακή συνήθεια».
Ο φίλος του απλώς γέλασε κι ο Φάλκονμπριτζ τον αγριοκοίταξε. Θα
ήθελε πολύ να απαλλαγεί απ’ αυτόν και να πάρει τη Σαμπρίνα παράμε-
ρα για μια ιδιωτική συζήτηση. Ή μάλλον όχι για συζήτηση. Αυτό που
ήθελε να κάνει ήταν να την πάρει στην αγκαλιά του και να τη φιλή-
σει. Όπως πριν. Δυστυχώς, οι συνθήκες δεν επέτρεπαν κάτι τέτοιο. Έ-
τσι, αρκέστηκε να αλλάξει θέμα συζήτησης.
Κουβέντιασαν για αρκετή ώρα και η βραδιά πέρασε ευχάριστα, ώ-
σπου αποσύρθηκαν για ύπνο. Όμως ο Φάλκονμπριτζ έμεινε ξάγρυ-
πνος κοιτώντας τ’ αστέρια, νιώθοντας μια παράξενη χαρά. Αναλογι-
ζόταν τα λόγια του Μπρούντνελ σχετικά με την εκτίμηση της Σαμπρίνα
στο πρόσωπό του. Ο φίλος του δεν είχε ιδέα πόση αγαλλίαση κι ελπίδα
τού είχαν προξενήσει.
***
Οι άντρες του Ελ Κουτσίγιο τους συνόδευσαν ως το δυτικό άκρο
της Σιέρα ντε Γκρέδος. Εκεί αρχηγός των ανταρτών σταμάτησε και έ-
δειξε προς την κοιλάδα που εκτεινόταν στους πρόποδες του βουνού.
«Εδώ χωρίζουν οι δρόμοι μας, φίλοι μου. Ακολουθήστε το ίδιο
μονοπάτι και θα κατεβείτε με ασφάλεια. Η Θιουδάδ Ροδρίγο απέχει
μόλις λίγες μέρες».
Ο Φάλκονμπριτζ έγνεψε καταφατικά. «Κι εσείς;»
«Εμείς έχουμε άλλες σκοτούρες».
«Τότε, σας εύχομαι καλή τύχη». Άπλωσε το χέρι του και ο Ελ Κουτσί-
γιο το έσφιξε στο δικό του.
«Ευχαριστώ ξανά για την τόσο έγκαιρη βοήθειά σας. Δε θα το ξεχά-
σουμε, σας διαβεβαιώ».
Ένα αδιόρατο χαμόγελο ανέβηκε στα χείλη του Ελ Κουτσίγιο. «Οι
σύμμαχοι πρέπει να βοηθούν ο ένας τον άλλον. Εξάλλου είναι χαρά
μας να τσακίζουμε τους Γάλλους όπου μπορούμε, πιστέψτε με».
«Ο Ουέλινγκτον θα ενημερωθεί για το ρόλο σας σ’ αυτή την υπόθεση».
«Κι εμείς θα αξιοποιήσουμε καλά τα όπλα που μας προμήθευσε».
Ο Ελ Κουτσίγιο άγγιξε το καπέλο του. «Βάγια κον Ντίος».
Η ομάδα των Ισπανών ανταρτών κάλπασε μακριά, ακολουθώντας το
ίδιο μονοπάτι από το οποίο είχαν έρθει ως εδώ. Ο Φάλκονμπριτζ τους
παρακολούθησε για λίγο κι ύστερα προπορεύτηκε πάνω στο άλογό του
στην κάθοδο προς την κοιλάδα. Έφτασαν εύκολα ως εκεί κι έπειτα
προχώρησαν με γρηγορότερο ρυθμό, χωρίς να πάψουν να κοιτούν
τριγύρω για τυχόν γαλλικά στρατεύματα. Δε συνάντησαν κανένα.
«Με λίγη τύχη, σύντομα θα είμαστε στη Θιουδάδ Ροδρίγο», είπε, ο-
δηγώντας το άλογό του δίπλα στο άλογο της Σαμπρίνα.
«Εύχομαι να συναντήσουμε τον Ραμόν εκεί».
«Κι εγώ».
«Δεν αμφιβάλλεις γι’ αυτόν, έτσι δεν είναι;»
«Καθόλου. Αλλά, παρά τις γνώσεις του και την ικανότητά του να
επιβιώνει, είχε να κάνει ένα επικίνδυνο ταξίδι. Ολομόναχος».
«Ήταν ωστόσο ένα ρίσκο που το είχες υπολογίσει, είμαι σίγουρη. Αν
είχες σοβαρές υπόνοιες πως δε θα τα καταφέρει, δε θα του είχες εμπι-
στευτεί τα έγγραφα».
«Ακριβώς. Όμως πάντα κρατάω μικρό καλάθι».
«Καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις. Αλλά πίστευες στην επιτυχία της απο-
στολής του».
«Κι ακόμα πιστεύω, για να είμαι ειλικρινής».
«Καλού κακού, βέβαια, σταυρώνεις και τα δάχτυλά σου».
«Ακόμα παίζονται όλα». Της έριξε μια διαπεραστική ματιά. «Θα
πρέπει να ανυπομονείς να τελειώσει αυτό το ταξίδι».
«Το ομολογώ. Αν και δε θα το ξεχάσω ποτέ».
«Ούτε εγώ».
«Είχε και τις καλές στιγμές του».
«Στιγμές που νομίζω πως κανείς από τους δυο μας δε θα ξεχάσει».
Κάτι στον τόνο της φωνής του Ρόμπερτ έκανε την καρδιά της Σα-
μπρίνα να χτυπήσει πιο γρήγορα. Αλλά, όταν τον κοίταξε, η έκφραση
του προσώπου του δεν της αποκάλυψε τίποτα καινούριο. Μπορού-
σε μόνο να ελπίζει ότι κι εκείνος, όπως η ίδια, είχε αντλήσει κάτι θετικό
από τις μέρες που πέρασαν μαζί.
«Μερικά πράγματα δε θα τα ξεχάσω ποτέ», παραδέχτηκε η Σαμπρίνα.
«Αυτό όμως δεν ισχύει για κάποια άλλα».
Ο Ρόμπερτ δίστασε λίγο πριν μιλήσει. «Τι θα σου άρεσε να θυμάσαι;»
τη ρώτησε μετά.
«Τη νύχτα του χορού στο αρχοντικό του δον Πέδρο».
Τα λόγια της ξέφυγαν προτού προλάβει να σκεφτεί τι αντίκτυπο θα
είχε η δήλωσή της. Ξαφνικά ένιωσε να κοκκινίζει από αμηχανία, όμως
προσπάθησε να διατηρήσει τη φωνή της φυσιολογική.
«Εσύ;» τον ρώτησε.
«Θα θυμάμαι πολλά πράγματα», απάντησε ο Ρόμπερτ. «Και τη βραδιά
του χορού, φυσικά».
Η Σαμπρίνα μεταφέρθηκε νοερά πίσω στη φεγγαρόλουστη βερά-
ντα του αρχοντικού του δον Πέδρο, όταν βρέθηκε στην αγκαλιά του
ταγματάρχη με τα χείλη του πάνω στα δικά της. Ήξερε και τότε πως το
φιλί του ήταν ένα τέχνασμα για να παραπλανηθεί ο Μασάρ, αλλά η στιγ-
μή θα έμενε έτσι κι αλλιώς ανεξίτηλα χαραγμένη στη μνήμη της.
Άραγε τι να σήμαινε εκείνο το φιλί για τον Ρόμπερτ; Ο ταγματάρχης
δεν είχε μιλήσει γι’ αυτό και σε κάθε περίπτωση επρόκειτο για ένα πολύ
λεπτό θέμα.
Η Σαμπρίνα κατάφερε να του χαμογελάσει.
«Νομίζω πως για λίγο καιρό δε θα έχουμε και πολλές ευκαιρίες να χο-
ρέψουμε», του είπε.
«Οι ευκαιρίες μπορούν να δημιουργηθούν», της αντιγύρισε εκείνος.
«Ναι», μουρμούρισε η Σαμπρίνα.
«Και πρέπει πάντα να αρπάζουμε αυτές που παρουσιάζονται μπροστά
μας».
Εκείνη ήξερε πολύ καλά ότι, αν της παρουσιαζόταν η ευκαιρία να χο-
ρέψει ξανά μαζί του, σίγουρα θα την άρπαζε. Κι η σιγουριά της αυτή
την ξάφνιασε. Άραγε σκεφτόταν κι ο Ρόμπερτ το ίδιο, ή μήπως μι-
λούσε γενικά;
«Θα προσπαθήσω να το κάνω με κάθε τρόπο».
Ο ταγματάρχης της χαμογέλασε. «Θα σου το θυμίσω, αν προκύψει μια
τέτοια ευκαιρία». Άκουσαν ένα άλογο να πλησιάζει και, γυρίζοντας, ο
Ρόμπερτ είδε τον Μπλέικλοκ.
«Ζητώ συγνώμη, κύριε, αλλά ο ταγματάρχης Μπρούντνελ ρωτάει
αν μπορεί να σας μιλήσει. Αμέσως».
Ο Φάλκονμπριτζ έπνιξε την παρόρμηση να πει στον Μπλέικλοκ να
πάνε στον αγύριστο κι εκείνος και ο Μπρούντνελ κι έγνεψε καταφατικά.
«Έρχομαι», απάντησε στο δεκανέα και μετά στράφηκε στη Σαμπρίνα.
«Θα με συγχωρήσεις για λίγο;»
«Φυσικά».
Η Σαμπρίνα τον παρακολούθησε κάπως απογοητευμένη να πηγαίνει
κοντά στο φίλο του και να ξεκινάει μια κατ’ ιδίαν συζήτηση μαζί του.
***
Αργότερα, έπιασε τον εαυτό της να σκέφτεται το μέλλον με ανάμει-
κτα συναισθήματα. Από τη μια μεριά θα ήταν υπέροχο να κάνει
μπάνιο, να φορέσει γυναικεία ρούχα και να κοιμηθεί σ’ ένα αναπαυ-
τικό κρεβάτι. Από την άλλη, όμως, θα έβλεπε λιγότερο τον Φάλκον-
μπριτζ.
Εκείνος της είχε ομολογήσει πως θα ήθελε να την ξαναδεί, αλλά η Σα-
μπρίνα ήξερε πως αυτό δε θα συνέβαινε συχνά. Τα καθήκοντά του θα
τον καλούσαν και δε θα είχε το χρόνο να σκεφτεί άλλα πράγματα.
Σταδιακά το ταξίδι τους αυτό θα γινόταν παρελθόν, ακόμα κι αν ε-
κείνος πότε πότε θυμόταν τη Σαμπρίνα με τρυφερότητα.
Στο μεταξύ, όλα έδειχναν πως ο πατέρας της θα αποφυλακιζόταν.
Αυτή η προοπτική αναπτέρωνε το ηθικό της. Εκείνος ήταν άλλωστε ο
λόγος για τη συμμετοχή της σ’ αυτή την αποστολή και η ζωή του ήταν
πολύ πιο σημαντική από τα ανόητα ρομαντικά όνειρά της.
Όταν σταμάτησαν για να ξεκουράσουν τα άλογα, ο Μπρούντνελ πή-
γε κοντά της. Ήταν φανερό πως οι σκέψεις του είχαν ακολουθήσει πα-
ράλληλη πορεία με τις δικές της.
«Δίχως αμφιβολία θα είστε πολύ χαρούμενη που επιστρέφετε στον
πολιτισμό, κυρία».
«Ναι, πράγματι».
«Αυτή η σκληρή ζωή είναι πολύ κουραστική μετά από ένα διάστημα,
ακόμα και για τους στρατιώτες. Θα πρέπει να είναι διπλά κουραστική
για μια γυναίκα».
«Δεν είμαι ασυνήθιστη στη σκληρή ζωή, κύριε, αφού είχα ακολου-
θήσει τον πατέρα μου σε αμέτρητες εκστρατείες ως τα πέρατα της
χώρας. Από την άλλη μεριά, είναι πολύ ευχάριστο να ξαναβρίσκει
κανείς κάποιες ανέσεις».
«Είμαι σίγουρος. Όπως και για το γεγονός ότι αδημονείτε να ξαναδεί-
τε τον πατέρα σας». Δίστασε μια στιγμή. «Ο ταγματάρχης Φάλκονμπριτζ
μου περιέγραψε εν συντομία την περίπτωση».
«Τώρα πια η τύχη του βρίσκεται στα χέρια του Ραμόν. Κυριολεκτικά».
«Έτσι, ε; Ο Ραμόν είναι πολύ αποτελεσματικός, απ’ όσο θυμάμαι».
«Ναι, μπορεί να γίνει αρκετά πειστικός».
«Μπήκε στο κρησφύγετο του Ελ Κουτσίγιο σαν να βρισκόταν στο
σπίτι του. Θα πρέπει να τον σημάδευαν τουλάχιστον είκοσι τουφέκια,
αλλά εκείνος δεν κούνησε καν τα βλέφαρά του».
«Θα ήθελα να ήμουν εκεί και να το δω αυτό».
Ο λόρδος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Εγώ ο ίδιος είχα αι-
σθανθεί αρκετή ταραχή όταν πλησίαζα στο κρησφύγετο των ανταρτών,
αν και είχα προσκληθεί».
«Χαίρομαι που ο Ελ Κουτσίγιο δεν αποφάσισε να πυροβολήσει τον
Ραμόν. Διαφορετικά, ούτε κ εγώ θα βρισκόμουν τώρα εδώ. Ξέρω βέβαια
πως δε χρωστάω τη ζωή μου μόνο στην παρέμβαση του Ραμόν, αλλά
και στη δική σας βοήθεια. Παρ’ όλα αυτά, μου κάνει εντύπωση που ο
Ελ Κουτσίγιο πείστηκε τόσο εύκολα να μας βοηθήσει».
«Απ’ ό,τι κατάλαβα, δεν είχε άλλη επιλογή. Κάτι άκουσα για την αντα-
πόδοση μιας υποχρέωσης».
Η Σαμπρίνα έμεινε σκεφτική καθώς θυμήθηκε τον Ραμόν να παρα-
δέχεται ότι είχε γνωρίσει προσωπικά τον αρχηγό των ανταρτών. Δεν
είχε δώσει περισσότερες εξηγήσεις τότε, ούτε και θα τολμούσε εκείνη
να του κάνει αδιάκριτες ερωτήσεις.
«Δεν ξέρω τις λεπτομέρειες», συνέχισε ο Μπρούντνελ, «αλλά μου
φάνηκε πως επρόκειτο για ένα ζήτημα τιμής».
«Αλήθεια;»
«Ναι. Κατόπιν, όταν ο Ραμόν ανέφερε το όνομα Φάλκονμπριτζ, πρό-
σθεσα κι εγώ τη φωνή μου».
«Χαίρομαι που το κάνατε».
«Για να είμαι ειλικρινής, δε νομίζω πως έπαιξε ρόλο. Είμαι σίγουρος
ότι ο Ελ Κουτσίγιο είχε ήδη πάρει την απόφασή του».
Μόνο ο Ραμόν θα μπορούσε να διευκρινίσει περισσότερο τι είχε
συμβεί. Ίσως να της το εξηγούσε κάποια μέρα.
«Το παράξενο είναι πως, μόλις ο Ελ Κουτσίγιο δήλωσε πως θα βοηθή-
σει, ο φίλος σας ανέβηκε στο άλογό του και έφυγε προς την αντίθετη
κατεύθυνση. Είπε πως είχε μια επείγουσα υπόθεση αλλού. Δεν περίμε-
νε καν να δει αν ο Ισπανός θα κρατούσε το λόγο του».
«Θα ήταν σίγουρος ότι θα τον κρατούσε».
«Προφανώς. Σκέφτηκα τότε πως πραγματικά κάτι πολύ σημαντικό
τον υποχρέωσε να φύγει τόσο βιαστικά».
«Έτσι ήταν».
«Ο ταγματάρχης Φάλκονμπριτζ μου μίλησε σχετικά».
«Ελπίζω μόνο να έφτασε σώος στον προορισμό του».
«Έχω την πεποίθηση πως τα κατάφερε, κυρία. Ποιος θα τολμούσε να
εμποδίσει έναν τόσο γενναίο άντρα;»
Η Σαμπρίνα ευχόταν να είχε δίκιο ο λόρδος Μπρούντνελ.
***
Το σκεφτόταν ακόμα, όταν λίγο αργότερα ήρθε κοντά της ο Φάλκον-
μπριτζ.
«Πολύ ενδιαφέρον», σχολίασε ο ταγματάρχης μόλις του επανέλαβε τι
της είχε πει ο Μπρούντνελ.
«Ο φίλος σου ο Ραμόν είναι αινιγματικός τύπος».
«Ίσως, αλλά θα του εμπιστευόμουν και τη ζωή μου ακόμα».
«Το έκανες ήδη. Ο Ραμόν αποδείχτηκε άξιος αυτής της εμπιστοσύνης».
«Πιστεύεις ότι παρέδωσε τα έγγραφα στο λόρδο Ουέλινγκτον;»
«Το ελπίζω. Ειλικρινά».
«Αλλιώς περίμενα πως θα εξελίσσονταν τα πράγματα. Οραματιζόμουν
μια θριαμβευτική επιστροφή κι εσένα να παραδίδεις ο ίδιος τα έγγρα-
φα στον Ουέλινγκτον, ενώ ο Γουόρντ και ο Φορμπς θα σε κοιτούσαν
με ανοιχτό το στόμα».
Ο Ρόμπερτ έβαλε τα γέλια. «Δεν μπορώ να πω, μου αρέσει όπως το
περιγράφεις. Δυστυχώς τα πράγματα σπανίως εξελίσσονται όπως τα
φανταζόμαστε. Το σημαντικό όμως είναι να πάρει στα χέρια του τα
έγγραφα ο Ουέλινγκτον».
«Πότε νομίζεις πως θα αποφυλακιστεί ο πατέρας μου;»
«Αν ο Γουόρντ έχει το παραμικρό ίχνος εντιμότητας, αυτό θα γίνει
πολύ σύντομα». Ο Ρόμπερτ άπλωσε το χέρι του και έσφιξε απαλά τον
ώμο της. «Θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να συμβεί αυτό».
Το άγγιγμα και η ευγένειά του ζέσταναν την ψυχή της. «Σ’ ευχαριστώ.
Θα υπάρξει καμιά επίσημη τελετή για την προαγωγή σου σε αντισυ-
νταγματάρχη;»
Ο Ρόμπερτ έπνιξε ένα γέλιο. «Τόσο όσο θα χρειαστεί για να μου
παραδώσει ο στρατηγός τα απαραίτητα χαρτιά και να μου πει να του
δίνω».
«Νόμιζα πως θα γινόταν κάτι πιο εντυπωσιακό».
«Φρούδα ελπίδα, αγαπητή μου. Ίσως την ημέρα που θα μου παραδώ-
σουν τη ράβδο του στρατάρχη να διοργανώσουν μια παρέλαση».
«Τότε θα έχεις την εξουσία να οργανώσεις μόνος σου την παρέλαση».
Ο Ρόμπερτ χαμογέλασε πλατιά. «Με κολακεύει που πιστεύεις ότι θα
μπορούσα να φτάσω τόσο ψηλά».
«Νομίζω πως θα γινόσουν εξαίρετος στρατάρχης».
«Πρόσεχε, θα πάρουν τα μυαλά μου αέρα».
«Εσύ δε θ’ άφηνες ποτέ τα μυαλά σου να πάρουν αέρα».
«Ναι, αλλά με προκαλείς, αγαπητή μου».
«Με τέτοιο ντύσιμο;»
«Με οποιοδήποτε ντύσιμο. Ακόμα κι αν φορούσες ράσο, το ίδιο θα
ήταν. Όχι πως θα ενέκρινα κάτι τέτοιο, καταλαβαίνεις όμως τι εννοώ».
«Με ανακουφίζει που το ακούω. Δεν είμαι, βλέπεις, ο τύπος της καλό-
γριας». Τα μάτια του έλαμψαν. «Αυτό το έχω προσέξει».
«Και δεν έχω σκοπό να φορέσω ράσα, ακόμα κι αν δεν πάρω πίσω το
μπαούλο μου».
«Τι θα έκανες τότε;»
«Θα υποχρεωνόμουν να φοράω παντελόνια και μπότες».
«Πολύ κακή ιδέα. Θα φροντίσω να παραλάβεις το μπαούλο σου χωρίς
καμία καθυστέρηση».
«Θα σου ήμουν ευγνώμων».
Ο Ρόμπερτ ανασήκωσε το φρύδι του. «Πόσο ευγνώμων;»
«Δε θα έπρεπε να μου κάνεις αυτή την ερώτηση».
Εκείνος γέλασε σιγανά. Υπήρχε στ’ αλήθεια άλλη γυναίκα σαν τη Σα-
μπρίνα;
***
Αυτή η σκέψη κλωθογύριζε στο μυαλό του Φάλκονμπριτζ όσο συνέ-
χιζαν το ταξίδι τους. Όλες οι μέχρι τότε συζητήσεις τους τον είχαν κά-
νει να ελπίσει πως η συντροφιά του θα ήταν επιθυμητή στη Σαμπρίνα
και στο μέλλον. Κι αυτό έκανε την καρδιά του να φουσκώνει από χαρά.
Κάποτε νόμιζε πως δε θα ένιωθε ποτέ πια έτσι. Κι όποτε σκεφτό-
ταν την πιθανότητα μιας πιο τακτοποιημένης ζωής, την τοποθετούσε
στο μακρινό μέλλον, μετά το τέλος του πολέμου. Και τότε ακόμα, έ-
βλεπε τον εαυτό του σαν έναν τζέντλεμαν που θα ζούσε στην ε-
παρχία, χωρίς συναισθηματικούς δεσμούς.
Τώρα, λίγες μόλις εβδομάδες αργότερα, όλα αυτά είχαν αλλάξει ρι-
ζικά. Του ήταν αδιανόητη η σκέψη πως θα έχανε τη συντροφιά της
Σαμπρίνα, επειδή ήξερε πόσο πληκτική ζωή θα ζούσε χωρίς αυτή.
Κάποιος σοφός είχε πει πως τα ταξίδια κάνουν τους ανθρώπους να
αποκαλύπτουν τον αληθινό χαρακτήρα τους. Παρά τη σύντομη γνωρι-
μία του με τη Σαμπρίνα συνειδητοποιούσε πως τη γνώριζε πολύ καλύ-
τερα απ’ ό,τι είχε γνωρίσει ποτέ την Κλαρίσα. Ο δόλος και η υπο-
κρισία δε συμπεριλαμβάνονταν στα γνωρίσματα του χαρακτήρα της.
Είχε δοκιμαστεί σε κρίσιμες καταστάσεις και είχε αποδειχτεί άψογη. Ο
Φάλκονμπριτζ πίστευε άλλοτε πως είχε παντρευτεί την καριέρα του.
Τώρα καταλάβαινε πως η καριέρα του δεν ήταν αρκετή.
«Πού τρέχει ο λογισμός σου;» είπε ο Μπρούντνελ φέρνοντας το άλογό
του δίπλα στο δικό του.
«Σκεφτόμουν την επιστροφή μας στη Θιουδάδ Ροδρίγο».
«Κι εγώ ανυπομονώ να φτάσουμε. Αυτή η σέλα κάνει τη ζωή μου δύ-
σκολη».
«Κι οδυνηρή».
«Ας πούμε απλώς ότι θα έδινα τα πάντα για ένα καυτό μπάνιο». Ανα-
σήκωσε το χέρι του και μύρισε τη μασχάλη του. «Μυρίζω σαν ψόφιο
κουνάβι».
Ο Φάλκονμπριτζ κοίταξε με απέχθεια τα δικά του ρούχα. Δε θυμό-
ταν πότε είχε κάνει μπάνιο για τελευταία φορά. «Κάνε δύο τα ψόφια
κουνάβια».
«Καλές αυτές οι περιπέτειες, αρχίζω όμως να σκέφτομαι ότι λίγη
ρουτίνα θα μου ταίριαζε περίφημα».
«Η ρουτίνα έχει τα καλά της, πραγματικά».
«Ζεστό νερό, καθαρά εσώρουχα και ένα μαλακό κρεβάτι –για αρχή».
«Τα χαρακτηριστικά της πολιτισμένης ζωής».
«Να μην ξεχνάμε και τη γυναικεία συντροφιά, φυσικά».
Ο Ρόμπερτ χαμογέλασε. «Αυτή δε μου έλειψε».
«Ήσουν τυχερός. Η σκληρή μοίρα αντάμειψε εσένα με τη συντροφιά
της υπέροχης μις Χάντλι κ εμένα με τον Ελ Κουτσίγιο».
«Σκληρή, πράγματι».
«Σκληρή δε θα πει τίποτα. Για λόγους που δεν μπορώ να αντιληφθώ, η
κυρία σε συμπαθεί κιόλας».
«Φοβάμαι πως δεν έχω κάνει πολλά για να το αξίζω».
«Άλλα λέει εκείνη, παλιόφιλε. Βέβαια, προσπάθησα να την προει-
δοποιήσω λέγοντάς της πόσο ανάξιο κτήνος είσαι, εκείνη όμως δεν ά-
κουγε κουβέντα».
«Ντροπή σου, Τόνι. Θα μπορούσες να πεις καμιά καλή κουβέντα για
μένα».
«Και να χάσω κάθε ελπίδα για τον εαυτό μου;» Ο Μπρούντνελ ανα-
στέναξε. «Όχι πως κέρδισα τίποτα, δηλαδή. Η γυναίκα μένει ανεπηρέα-
στη από τη γοητεία μου».
«Και κάνει πολύ καλά. Είσαι παντρεμένος άνθρωπος».
«Δεν είναι αυτό το θέμα».
«Νόμιζα πως αυτό ήταν το θέμα».
«Είσαι σκληρός άνθρωπος, Ρόμπερτ».
«Απλώς σκληρός; Εγώ έμαθα από έγκυρη πηγή ότι είμαι απαίσιος».
«Ποιος τόλμησε να σου πει κάτι τέτοιο κατάμουτρα;»
«Η μις Χάντλι».
Ο Μπρούντνελ γέλασε σιγανά. «Έτσι σου είπε;»
«Έτσι. Μου είπε και πολλά άλλα».
«Αλήθεια; Τι, δηλαδή;
«Αν νομίζεις πως θα σου απαντήσω σ’ αυτό, Τόνι, μάλλον δεν είσαι στα
καλά σου».
Ο Μπρούντνελ φάνηκε να διασκεδάζει ακόμα περισσότερο. «Πώς θα
ήθελα να ήμουν από καμιά γωνιά και να άκουγα!»
Ο Φάλκονμπριτζ τον κοίταξε επιτιμητικά. «Δεν έχω καμία αμφιβολία
πως θα το ήθελες».
«Κακό είναι;»
«Πολύ κακό».
«Με πληγώνεις».
«Και καλά κάνω».
«Τραυμάτισα την περηφάνια σου;»
«Ανεπανόρθωτα».
«Θαυμάσια!» Ο Μπρούντνελ χαμογέλασε πλατιά. «Υποθέτω λοιπόν
πως σκοπεύεις να την ξαναδείς όταν επιστρέψουμε».
«Δε θα το έχανα για τίποτα στον κόσμο».
Κεφάλαιο 14

Τρεις μέρες αργότερα, από το λόφο Γκρέιτ Τέσον αντίκρισαν τον πο-
ταμό Αγουέδα και τη Θιουδάδ Ροδρίγο να εκτείνονται στους πρόπο-
δες. Η Σαμπρίνα χαμογέλασε και άφησε το βλέμμα της να ταξιδέψει
απ’ τα μεγάλα κανόνια του λόφου ως το κάστρο, τις εκκλησίες και την
αρχαία πέτρινη γέφυρα. Κάπου εκεί κάτω βρισκόταν ο νονός της και,
όπως ήλπιζε, ο Ραμόν. Ίσως και ο πατέρας της.
«Υπήρξαν φορές που νόμιζα πως δε θα έβλεπα ποτέ πια αυτό το μέ-
ρος», είπε η Χασίντα.
«Το ίδιο κι εγώ», παραδέχτηκε η Σαμπρίνα. «Είναι παράξενο, αλλά
νιώθω σαν να επιστρέφω στο σπίτι μου. Κι όμως γνωρίζω ελάχιστα αυ-
τό τον τόπο».
«Το σπίτι μας είναι όπου βρισκόμαστε κάθε φορά».
«Αυτό είναι αλήθεια, τουλάχιστον στη δική μας περίπτωση».
«Άλλωστε οι άνθρωποι κάνουν έναν τόπο σημαντικό».
«Ναι, έχεις δίκιο».
Για πρώτη φορά η Σαμπρίνα σκέφτηκε πως ίσως να ήθελε να ριζώσει
κάπου και να αποκτήσει ένα μόνιμο σπιτικό. Δίχως να το θέλει το
βλέμμα της πήγε στον Φάλκονμπριτζ, αμέσως όμως μάλωσε τον εαυτό
της.
Όχι. Δεν έπρεπε να καλλιεργεί τέτοιες προσδοκίες. Ο ταγματάρχης
ήταν παντρεμένος με την καριέρα του και θα πήγαινε όπου τον έ-
στελνε ο στρατός. Αλλά εκείνη ένιωθε πως πατρίδα της θα ήταν το
μέρος όπου θα βρισκόταν κι εκείνος. Χωρίς τον Ρόμπερτ, οποιοσδή-
ποτε τόπος θα της φαινόταν άδειος.
Καθώς προχωρούσαν αργά προς την πόλη, η Σαμπρίνα θυμήθηκε
τον πρώτο καιρό, όταν προσπαθούσε να βγάλει από το μυαλό της τον
Ρόμπερτ Φάλκονμπριτζ. Τώρα ήξερε πως δε θα το κατάφερνε ποτέ.
«Χαίρομαι που βλέπω ξανά αυτό το μέρος», είπε ο Μπρούντνελ.
«Ναι. Υπήρξαν φορές που νόμιζα πως δε θα το ξαναβλέπαμε», αποκρί-
θηκε ο Φάλκονμπριτζ.
Ήταν αυτό ακριβώς που είχε πει και η Χασίντα, και η Σαμπρίνα τον
κοίταξε ξαφνιασμένη. Εκείνος συνάντησε το βλέμμα της και χαμογέλα-
σε.
«Τουλάχιστον, τώρα μπορώ να κοιτάξω το νονό σου στα μάτια, χω-
ρίς να κινδυνεύει η σωματική μου ακεραιότητα», της είπε.
«Γιατί να κινδυνέψει η σωματική σου ακεραιότητα;»
«Άσ’ το... Ήταν μια κουβέντα μεταξύ αντρών».
Η πομπή των καβαλάρηδων πέρασε πάνω από την πέτρινη γέφυρα
και μπήκε στο κάστρο. Ξεπέζεψαν στην αυλή και ο Μπρούντνελ έστει-
λε έναν αγγελιοφόρο να ειδοποιήσει για την άφιξή τους.
«Λοιπόν, ας πάμε να δώσουμε την αναφορά μας στο στρατηγό Γου-
όρντ», είπε στους συντρόφους του.
Ο Φάλκονμπριτζ στράφηκε προς τη Σαμπρίνα. «Είσαι έτοιμη γι’ αυτό;»
«Φυσικά».
«Έτσι μπράβο».
Άκουσαν πίσω τους ήχο βημάτων και, γυρίζοντας, είδαν τον συ-
νταγματάρχη Άλμπερμαρλ. Το πρόσωπο της Σαμπρίνα φωτίστηκε από
ένα πλατύ χαμόγελο. Την επόμενη στιγμή βρισκόταν στην αγκαλιά του
νονού της.
«Αγαπημένο μου παιδί, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω».
«Το ίδιο κι εγώ, νονέ».
«Σε σκέφτομαι διαρκώς από την ημέρα που φύγατε». Την απομάκρυνε
λίγο για να την παρατηρήσει καλύτερα. «Πώς είσαι;»
«Αρκετά καλά».
«Περίμενα πως θα επιστρέφατε με άμαξα, όχι πάνω στα άλογα. Συνέβη
κάτι;»
«Οι περιστάσεις μάς ανάγκασαν να αφήσουμε πίσω την άμαξα», του
εξήγησε.
«Κατάλαβα. Τέλος πάντων, θα μου πεις τις λεπτομέρειες αργότερα, στο
δείπνο».
«Φυσικά».
Ο Άλμπερμαρλ κοίταξε τους υπόλοιπους της ομάδας και το βλέμμα του
στάθηκε στον Φάλκονμπριτζ. «Την έφερες πίσω σώα και αβλαβή, ταγμα-
τάρχη. Σου είμαι ευγνώμων».
«Εγώ έκανα πολύ λίγα πράγματα, κύριε. Τα εύσημα ανήκουν δικαιωμα-
τικά στη μις Χάντλι».
Ο συνταγματάρχης είδε τους δυο τους να ανταλλάσσουν μια μα-
τιά και κατάλαβε πως υπήρχαν πολλά να ειπωθούν και να εξηγηθούν.
Όμως αποφάσισε πως δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να φανεί α-
διάκριτος.
«Να συμπεράνω πως η αποστολή σας πέτυχε;» Η Σαμπρίνα δαγκώθη-
κε. «Ναι και όχι».
«Δεν καταλαβαίνω, καλή μου».
«Νονέ, δεν έχεις μιλήσει με τον Ραμόν;»
Ο Άλμπερμαρλ συνοφρυώθηκε. «Με τον Ραμόν; Όχι. Πώς θα μπορού-
σα; Ήταν μαζί σας».
Οι υπόλοιποι αντάλλαξαν ματιές γεμάτες ανησυχία. Ο Φάλκον-
μπριτζ βλαστήμησε μέσα από τα δόντια του.
«Δηλαδή, ο Ραμόν δεν έχει επιστρέψει;»
«Όχι, απ’ όσο ξέρω τουλάχιστον».
Ξαφνικά όλη η χαρά των τελευταίων λεπτών εξαφανίστηκε και αντι-
καταστάθηκε από μια βαθιά αγωνία για τις συνέπειες της απουσίας του
Ραμόν.
«Τίποτα δε θα τον εμπόδιζε να επιστρέψει, εκτός από κάποιο ατύχη-
μα», είπε η Σαμπρίνα. «Ίσως κουτσάθηκε το άλογό του».
Ο Φάλκονμπριτζ συνοφρυώθηκε. «Ίσως. Μακάρι να είναι μόνο αυτό».
Το στομάχι της Σαμπρίνα έγινε ένας σφιχτός κόμπος. Μήπως ο Ρα-
μόν κείτονταν κάπου νεκρός ή τραυματισμένος, έχοντας συναντηθεί με
κάποια γαλλική περίπολο;
«Αν το άλογό του κούτσαινε, πιθανόν να χρειάστηκε χρόνο για να βρει
άλλο, πράγμα που σημαίνει πως θα καθυστερήσει μερικές μέρες», είπε
ο Άλμπερμαρλ. «Είναι ικανός άνθρωπος. Είμαι σίγουρος πως δεν πρέ-
πει να ανησυχείτε για την ασφάλειά του».
«Δεν είναι μόνο ζήτημα δικής του ασφάλειας, κύριε», αποκρίθηκε ο
Φάλκονμπριτζ.
«Τι εννοείς;»
«Ο Ραμόν κρατούσε τα έγγραφα που πήραμε από το συνεργάτη μας
στο Αρανχουέθ».
«Εννοείς πως εμπιστεύτηκες τα έγγραφα στον Ραμόν;»
«Ακριβώς, κύριε. Δε θα το έκανα, φυσικά, αν δεν είχαμε βρεθεί σε κατά-
σταση ακραίου κινδύνου». Ο Άλμπερμαρλ κούνησε πέρα δώθε το κεφά-
λι του. «Αυτό είναι αληθινή κακοτυχία. Το δίχως άλλο έπραξες αυτό που
έκρινες καλύτερο, αλλά πάλι...»
«Δεν είχε άλλη επιλογή», δήλωσε η Σαμπρίνα.
Για μια στιγμή, το βλέμμα της διασταυρώθηκε μ’ αυτό του Ρόμπερτ και
τον είδε να της χαμογελάει αμυδρά. Ύστερα ο ταγματάρχης κοίταξε ξανά
τον Άλμπερμαρλ.
«Αναλαμβάνω την πλήρη ευθύνη γι’ αυτή την απόφαση», είπε. «Εκείνη
τη στιγμή, μου φάνηκε ως μοναδική λύση. Ήλπιζα ότι ο Ραμόν θα εί-
χε επιστρέψει ως τώρα. Δυστυχώς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα
ώσπου να εμφανιστεί, ούτε μπορούμε να γνωρίζουμε τι του συνέβη».
«Αντιλαμβάνεσαι ότι ο στρατηγός Γουόρντ θα πρέπει να ενημερωθεί γι
αυτή την εξέλιξη».
«Φυσικά».
Η έκφραση του Φάλκονμπριτζ δε μαρτυρούσε καμιά ανησυχία,
αλλά οι σύντροφοί του και η Σαμπρίνα άρχισαν να αισθάνονται ε-
ξαιρετικά ανήσυχοι. Ήταν δυνατόν να κατηγορηθεί ο ταγματάρχης γι’
αυτή την ατυχή εξέλιξη; Οι σύντροφοί του έδειχναν να πιστεύουν πως
ήταν πιθανό.
«Καλύτερα να περάσουμε μέσα». Ο Άλμπερμαρλ έριξε μια ματιά
στη Σαμπρίνα. «Σίγουρα θα θέλεις να ξεκουραστείς μετά από το ταξίδι
σου, καλή μου».
«Θα ξεκουραστώ αργότερα», του αποκρίθηκε εκείνη. «Τώρα πρέπει
να παρευρεθώ σ’ αυτή την ενημέρωση».
Ο Λουίς έγνεψε καταφατικά. «Μάλλον πρέπει να πάμε όλοι, δόνα
Σαμπρίνα. Ο ταγματάρχη Φάλκονμπριτζ ίσως χρειαστεί την επιβεβαί-
ωσή μας στην αναφορά του προς το στρατηγό».
Όλοι δήλωσαν πως συμφωνούσαν. Ο Άλμπερμαρλ κοίταξε γύρω
του έκπληκτος. Είδε την αποφασιστικότητα στα βλέμματά τους και
ανασήκωσε τους ώμους του. «Αν επιμένετε».
«Επιμένουμε».
Έτσι, διέσχισαν όλοι μαζί την αυλή. Ο Φάλκονμπριτζ ήρθε δίπλα στη
Σαμπρίνα.
«Σ’ ευχαριστώ», της είπε.
«Δεν υπάρχει λόγος να μ’ ευχαριστείς».
«Νομίζω πως υπάρχει».
«Δεν μπορούν να σε κατηγορήσουν γι’ αυτή σου την απόφαση, Ρό-
μπερτ».
«Άφησα υψίστης στρατηγικής σημασίας έγγραφα να φύγουν από τα
χέρια μου».
«Δεν είχες άλλη επιλογή».
Ο ταγματάρχης δεν της απάντησε. Δεν είχε νόημα να της πει ότι
ο στρατός και οι ανώτεροι αξιωματικοί έβλεπαν τα πράγματα από
διαφορετική σκοπιά.
***
Έφτασαν έξω από το γραφείο του στρατηγού Γουόρντ λίγα λεπτά αρ-
γότερα. Ο Άλμπερμαρλ μίλησε στον υπασπιστή υπηρεσίας και όλοι ο-
δηγήθηκαν στο γραφείο του στρατηγού.
Κοιτώντας γύρω της, η Σαμπρίνα δεν μπόρεσε να μη θυμηθεί την τε-
λευταία φορά που είχε βρεθεί εκεί για να πάρει απρόθυμα μέρος σε μια
στρατιωτική αποστολή. Δεν είχαν περάσει πάνω από τρεις εβδομάδες,
αλλά τώρα τα αισθήματά της ήταν εντελώς διαφορετικά.
Ο Γουόρντ κοίταξε έκπληκτος την ομάδα που μπήκε στο γραφείο
του. Δεν έκανε όμως καμία παρατήρηση και απλώς σηκώθηκε από την
καρέκλα του.
«Ταγματάρχη Φάλκονμπριτζ. Μις Χάντλι. Επιστρέψατε σώοι και α-
βλαβείς». Έκανε μια παύση κα μετά ξέσπασε. «Λοιπόν, άνθρωπέ μου; Τα
πήρες τα έγγραφα;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Δε θα μου τα παραδώσεις;»
«Δεν τα έχω πια, κύριε».
Τα φρύδια του Γουόρντ έσμιξαν. «Δεν καταλαβαίνω».
Ο Φάλκονμπριτζ του εξήγησε την κατάσταση, συνοψίζοντας τα γεγο-
νότα χωρίς καμία παράλειψη ή υπερβολή.
Ο Γουόρντ τον άκουσε χωρίς να τον διακόψει, αλλά η έκφρασή
του γινόταν ολοένα και πιο σκοτεινή. «Ώστε τώρα τα έγγραφα βρίσκο-
νται στην κατοχή αυτού του... Ραμόν;»
«Ακριβώς, κύριε».
«Που ανήκει στους παρτιζάνους;»
«Ναι, κύριε».
«Τι ξέρουμε γι’ αυτόν;»
«Πιστεύω πως είναι έντιμος και αξιόπιστος».
«Δε ρώτησα τι πιστεύεις, ταγματάρχη. Ρώτησα τι ξέρουμε. Τα έγ-
γραφα που έχει στα χέρια του αξίζουν μια περιουσία».
Η Σαμπρίνα τον κοίταξε έκπληκτη, ενώ η οργή φούντωνε μέσα της.
Δίπλα της η Χασίντα και ο Λουίς παρακολουθούσαν τσιτωμένοι. Ξαφ-
νικά τα γεγονότα έπαιρναν μια εντελώς απροσδόκητη τροπή. Προ-
σπαθώντας να διατηρήσει ήρεμη τη φωνή της, αποφάσισε να επέμβει.
«Ο Ραμόν είναι έντιμος άνθρωπος και αφοσιωμένος πατριώτης, κύ-
ριε. Ποτέ δε θα πρόδιδε για να πάρει χρήματα».
Ο Γουόρντ γύρισε προς το μέρος της. «Οι άνθρωποι κάνουν τα πάντα
για τα χρήματα, μις Χάντλι».
«Αν δεν έχει έρθει ακόμα, αυτό σημαίνει πως του συνέβη κάτι που τον
εμπόδισε».
«Ας ελπίσουμε πως έχετε δίκιο, κυρία μου».
Η Σαμπρίνα χλόμιασε, αλλά ο Γουόρντ έστρεψε πάλι την προσοχή του
προς τον Φάλκονμπριτζ.
«Η απόφαση να αφήσεις απ’ τα χέρια σου αυτά τα έγγραφα ισοδυ-
ναμεί με αμέλεια καθήκοντος, ταγματάρχη».
«Αν δεν το είχα κάνει, τώρα θα βρίσκονταν στα χέρια των Γάλλων. Τα
έδωσα στο μοναδικό άτομο που είχε μια ρεαλιστική πιθανότητα να ξε-
φύγει και να τα πάει στον προορισμό τους».
«Αυτό που λέει ο ταγματάρχης είναι αλήθεια», είπε η Σαμπρίνα.
«Ήρθαμε όλοι εδώ για να το πιστοποιήσουμε, στρατηγέ».
Ο Γουόρντ την παρατήρησε παγερά. «Ακόμα κι έτσι, τα έγγραφα αγνο-
ούνται. Και εξαρτώνται πάρα πολλά από το αν τελικώς θα παραδοθούν ή
όχι».
Ο υπαινιγμός των λόγων του της έφερε μια ξαφνική αδιαθεσία. Αν ο
Ραμόν δεν ερχόταν πίσω, όλα όσα είχαν υποστεί θα πήγαιναν χαμένα.
Κι ο πατέρας της δε θα αποφυλακιζόταν. Γύρισε και κοίταξε τη Χασίντα,
η οποία φαινόταν εξίσου οργισμένη.
«Ταγματάρχη Φάλκονμπριτζ, να επιστρέψεις στο θάλαμό σου και να μεί-
νεις εκεί. Θα ξαναμιλήσουμε σύντομα. Ο λόρδος Ουέλινγκτον θα ζητή-
σει πλήρη αναφορά, βεβαίως».
«Μάλιστα, κύριε».
Ο Γουόρντ χάρισε στη Σαμπρίνα ένα ψυχρό χαμόγελο. «Ταπεινός υπη-
ρέτης σας, μις Χάντλι». Βγήκαν όλοι από το γραφείο του και προχώ-
ρησαν στο διάδρομο. Η Σαμπρίνα πλησίασε τον Φάλκονμπριτζ.
«Λυπάμαι πολύ, Ρόμπερτ».
«Σ’ ευχαριστώ για όσα είπες εκεί μέσα».
«Ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω. Ήθελα να χαστουκίσω
αυτό τον παλιόγερο για όσα είπε».
Ο ταγματάρχης χαμογέλασε. «Ευτυχώς που δεν το έκανες».
«Του χρειαζόταν πάντως».
Ο Άλμπερμαρλ κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του. «Άσχημη κατάστα-
ση, δε λέω. Αλλά δεν μπορώ να σε κατηγορήσω για ό,τι συνέβη, ταγμα-
τάρχη».
«Σας ευχαριστώ, κύριε».
Ο συνταγματάρχης γύρισε προς τη Σαμπρίνα. «Μπορείς να γυρί-
σεις μόνη στο σπίτι σου, καλή μου;»
«Φυσικά».
«Τότε, εγώ σας αφήνω προς το παρόν». Έγνεψε στον Ρόμπερτ. «Ας
ελπίσουμε ότι ο άνθρωπός σου, ο Ραμόν, θα εμφανιστεί σύντομα».
Και μ’ αυτά τα λόγια ο Άλμπερμαρλ έφυγε. Ο Φάλκονμπριτζ κοίταξε
τη Σαμπρίνα.« Ήλπιζα πως θα μπορούσα να σε επισκεφτώ αργότερα,
φοβάμαι όμως πως μετά τη διαταγή του στρατηγού αυτό θα είναι αδύ-
νατο για λίγο καιρό».
Η καρδιά της σκίρτησε στη σκέψη πως τελικά ήθελε να την ξαναδεί.
«Τότε, θα πρέπει να δείξω υπομονή».
«Έτσι είναι». Ο Ρόμπερτ αναστέναξε. «Τι μπέρδεμα!»
«Δεν φταις εσύ όμως».
«Πάντα γενναιόδωρη. Ξέρεις ότι οι συνέπειες και για σένα μπορεί να
είναι στ’ αλήθεια σκληρές;»
«Δεν πρέπει να σκέφτεσαι έτσι. Ο Ραμόν θα έρθει. Είμαι σίγουρη πως
θα έρθει».
«Προσεύχομαι γι’ αυτό. Δε θέλω ούτε να σκέφτομαι πως όλα όσα τρά-
βηξες θα πάνε χαμένα».
«Δεν είμαι η μόνη που θα βγει χαμένη απ’ αυτή την υπόθεση. Η προα-
γωγή σου...»
«Είναι ασήμαντη μπροστά στην αποφυλάκιση του πατέρα σου». Τα
λόγια του τη συγκίνησαν. «Μπορεί όλα να πάνε καλά».
Το ήλπιζε κι εκείνος με όλη την καρδιά του.
***
Αφού χώρισαν, η Σαμπρίνα βρήκε τη Χασίντα και τον Λουίς και επέ-
στρεψαν στο σπίτι που της είχε παραχωρηθεί. Πόσο διαφορετικά είχε
εξελιχθεί η θριαμβευτική επιστροφή που οραματιζόταν! Στην πόρτα ο
Λουίς κοντοστάθηκε.
«Εγώ πρέπει να σας αφήσω εδώ, δόνα Σαμπρίνα. Προς το παρόν θα
σας φροντίσει η Χασίντα».
«Πού πηγαίνεις;»
«Να δω τι συνέβη στον Ραμόν».
«Θα μπορούσε να βρίσκεται οπουδήποτε, Λουίς».
«Τότε, πρέπει να ανακαλύψω πού είναι».
«Δε θα φας κάτι; Δε θα ξεκουραστείς πρώτα;»
Της χαμογέλασε και τα κατάλευκα δόντια του άστραψαν. «Όσο
γρηγορότερα φύγω, τόσο συντομότερα θα τον βρω».
«Πώς ξέρεις ότι θα τον βρεις;» ρώτησε συνοφρυωμένη η Χασίντα.
«Θα τον βρω. Δεν μπορεί να εξαφανίστηκε από προσώπου γης. Άλ-
λωστε ο Ραμόν είναι φίλος μου και δε μου άρεσε καθόλου η λασπολο-
γία του στρατηγού Γουόρντ».
«Σε κανένα μας δεν άρεσε», συμφώνησε η Σαμπρίνα. «Όταν έρθει ο
Ραμόν, θα τον αναγκάσει να πάρει πίσω ό,τι είπε».
«Ακριβώς».
«Επίσης, θα του κολλήσει και τα έγγραφα στα μούτρα», πρόσθεσε η
Χασίντα.
Ο Λουίς χαμογέλασε. «Θα του το προτείνω. Στο μεταξύ, όμως, πρέ-
πει να βρω ένα ξεκούραστο άλογο».
«Όταν το βρεις, έλα ξανά. Θα σου έχω ετοιμάσει προμήθειες».
«Μούτσας γκράθιας. Σε λίγο λοιπόν».
Και μ’ αυτά τα λόγια ο Λουίς υποκλίθηκε και τις άφησε μόνες.
***
Λίγο αργότερα η Σαμπρίνα έβγαζε τα βρόμικα ρούχα της και έμπαινε
μέσα σε μια μπανιέρα με ζεστό νερό αναστενάζοντας με ανακούφιση.
Της φαινόταν πως είχε περάσει ένας αιώνας από την τελευταία φορά
που πλύθηκε κανονικά ή φόρεσε καθαρά ρούχα. Τρίφτηκε ζωηρά και
έλουσε τα μαλλιά της, πριν ξαπλώσει και αφήσει το ζεστό νερό να χα-
λαρώσει τους πονεμένους μυς της.
Μόνο όταν το νερό άρχισε να κρυώνει, βγήκε απ’ την μπανιέρα και
σκουπίστηκε. Μετά φόρεσε ένα φόρεμα από ροζ μουσελίνα που δεν εί-
χε πάρει μαζί της στο ταξίδι. Όταν τα μαλλιά της στέγνωσαν, τα βούρ-
τσισε και τα έδεσε πίσω με μια κορδέλα.
Στον καθρέφτη η εικόνα της ήταν αποδεκτή, αν και στο πρόσωπο και
το λαιμό της είχε αποκτήσει ένα ελαφρύ μαύρισμα από τις ώρες που εί-
χε περάσει στο ύπαιθρο. Το αποτέλεσμα ωστόσο δεν ήταν δυσάρεστο,
επειδή το μαύρισμα αναδείκνυε το χρώμα των μαλλιών και των πράσι-
νων ματιών της.
Σκέφτηκε ότι λίγη λοσιόν για τα χέρια θα βοηθούσε την επιδερμίδα
της να ξαναβρεί την απαλότητά της. Καθώς άρχισε να την απλώνει, είδε
ότι φορούσε ακόμα τη βέρα που της είχε δώσει ο Φάλκονμπριτζ όταν
ξεκίνησαν για το Αρανχουέθ. Την είχε συνηθίσει πια και τη στενοχω-
ρούσε στ’ αλήθεια να την αποχωριστεί, όμως δεν υπήρχε λόγος να
τη φοράει πια. Έτσι, την ακούμπησε προσεκτικά μέσα στη μικρή κο-
σμηματοθήκη της τουαλέτας κι έκλεισε το καπάκι. Αυτό το κομμάτι της
περιπέτειας είχε τελειώσει για τα καλά.
Αρκετά ικανοποιημένη με την εμφάνισή της, κατέβηκε για να φάει. Συ-
νάντησε τη Χασίντα, η οποία επίσης είχε κάνει μπάνιο και είχε φορέσει
καθαρά ρούχα.
«Θα σας φτιάξω μια τορτίγια», της είπε η καμαριέρα. «Θα σας κό-
ψει λίγο την πείνα μέχρι το δείπνο».
«Φτιάξε και για σένα. Θα πρέπει να πεινάς κι εσύ».
Η Χασίντα έγνεψε καταφατικά. «Θα είναι πολύ ωραία να φάμε και πάλι
φρέσκο φαγητό, σωστά;»
«Σίγουρα είναι».
«Και ψωμί που δεν είναι σκληρό σαν τούβλο».
Η Σαμπρίνα θυμήθηκε το γεύμα που είχε μοιραστεί με τον Φάλκον-
μπριτζ δίπλα στο ποτάμι, τότε που η συντροφιά του αναπλήρωνε την
έλλειψη φρέσκου φαγητού. Άραγε θα δειπνούσαν πάλι μαζί, όπως της
είχε υποσχεθεί; Οι συνθήκες δε φαίνονταν πολύ ευνοϊκές. Ο στρατηγός
Γουόρντ δεν είχε κρύψει τη δυσαρέσκειά του και αν ο Ραμόν δεν επέ-
στρεφε... Η Σαμπρίνα δεν ήθελε να σκέφτεται τις συνέπειες για κανέναν
τους.
Η Χασίντα φάνηκε να μαντεύει τις σκέψεις της. «Αν υπάρχει κά-
ποιος που μπορεί να βρει τον Ραμόν, αυτός είναι ο Λουίς».
«Μακάρι να έχεις δίκιο».
«Κανείς δεν ανέχεται να προσβάλλουν το φίλο του. Εσείς υπερασπι-
στήκατε τον Ραμόν μπροστά στο στρατηγό. Τώρα είναι η σειρά του Λου-
ίς να κάνει το καθήκον του».
«Ο Ραμόν είναι και δικός μου φίλος. Ο πατέρας μου τον εκτιμά-
ει και θα θύμωνε πολύ αν βρισκόταν εδώ σήμερα».
«Ναι, το πιστεύω. Αλλά και για το δικό του καλό, ο Λουίς θα βρει τον
Ραμόν».
***
Αργότερα η Σαμπρίνα βγήκε στον κήπο να πάρει λίγο καθαρό αέ-
ρα και να μείνει μόνη για να σκεφτεί. Χωρίς να το καταλάβει, ακολού-
θησε το μονοπάτι ως το πέτρινο παγκάκι όπου είχε καθίσει κάποτε μαζί
με τον Ρόμπερτ Φάλκονμπριτζ.
Τότε, ο Ρόμπερτ είχε προσπαθήσει με κάθε τρόπο να τη μεταπείσει και
να μην τον συνοδεύσει στην αποστολή. Τώρα, η Σαμπρίνα θυμήθηκε
πόσο πολύ είχε αναστατωθεί από τη φυσική παρουσία του, από το
βλέμμα, το άγγιγμά του. Βέβαια, δε θα μπορούσε να φανταστεί πως
μια φεγγαρόλουστη νύχτα θα την έπαιρνε στην αγκαλιά του και θα της
έκλεβε την καρδιά.
Απορροφημένη καθώς ήταν στις σκέψεις της, δεν άκουσε τα βήμα-
τα στο μονοπάτι, παρά μόνο όταν ο επισκέπτης είχε πλησιάσει αρκε-
τά. Διέκρινε την κόκκινη στολή και η καρδιά της σκίρτησε. Αλλά το ε-
πόμενο λεπτό αντιλήφθηκε με κάποια απογοήτευση ότι ο νεοφερμένος
ήταν ένας άγνωστος άντρας, ο οποίος υποκλίθηκε μπροστά της και χα-
μογέλασε.
«Μου ανέθεσαν να σας παραδώσω αυτό το γράμμα, κυρία. Με τους
χαιρετισμούς του ταγματάρχη Φάλκονμπριτζ».
Η καρδιά της σκίρτησε πάλι. «Σας ευχαριστώ για τον κόπο σας, κύριε».
«Κανένας κόπος, κυρία».
Όταν έμεινε πάλι μόνη, η Σαμπρίνα κάθισε στο πέτρινο παγκάκι και
έσπασε την κέρινη σφραγίδα με χέρια που έτρεμαν. Η επιστολή περιείχε
μια πρόσκληση:
Αφού προς το παρόν η ράβδος του στρατάρχη φαίνεται απρόσιτη, πα-
ρηγοριέμαι με την αμυδρή ελπίδα πως ίσως να δεχτείτε να δειπνήσετε μ’
έναν ταπεινό ταγματάρχη, αμέσως μόλις μπορέσει να το κανονίσει. Φ.
Η Σαμπρίνα ένιωσε να πλημμυρίζει από χαρά. Άρα λοιπόν ο Ρόμπερτ
το εννοούσε! Ξαφνικά, κάθε θλίψη εξαφανίστηκε. Μπορεί τελικά όλα να
πήγαιναν καλά.
Αφού διάβασε το μήνυμα καμιά δεκαριά φορές, το δίπλωσε προ-
σεκτικά και το έκρυψε στο μπούστο της. Ύστερα μπήκε στο σπίτι για
να βρει πένα και χαρτί.
***
Λίγη ώρα αργότερα ένας στρατιώτης έφτασε στα καταλύματα των α-
ξιωματικών. «Ένα σημείωμα για τον ταγματάρχη Φάλκονμπριτζ», ανήγ-
γειλε. «Μόλις έφτασε, κύριε».
Ο Μπρούντνελ έδειξε απέναντι στο δωμάτιο. «Ο ταγματάρχης είναι ε-
κεί».
Ο Φάλκονμπριτζ πήρε το γράμμα και εξέτασε τη γραφή στο φάκελο. Ο
γραφικός χαρακτήρας ήταν άγνωστος, αλλά ήταν σίγουρο πως ανήκε
σε γυναίκα. Η ελπίδα του φούντωσε. Πήρε βαθιά ανάσα, το άνοιξε και
διάβασε γρήγορα το περιεχόμενο. Περιείχε μια πρόσκληση.
Όσο κι αν είναι λυπηρή η απώλεια μιας στραταρχικής ράβδου, η ιδέα
του δείπνου μ’ ένα χαμηλότερου βαθμού αξιωματικό είναι, σε αντιστάθμι-
σμα, προτιμητέα.
Δεν υπήρχε υπογραφή, αλλά δε χρειαζόταν. Χαμογέλασε και φωτίστηκε
όλο το πρόσωπό του.
«Καλά νέα;» ρώτησε ο Μπρούντνελ.
«Πολύ καλά νέα».
«Καιρός ήταν».
«Ναι, πράγματι».
Ο Ρόμπερτ δίπλωσε ξανά το χαρτί και το έκρυψε προσεκτικά μέσα
στην τσέπη του σακακιού του. Ναι, σκέφτηκε, ήταν καιρός να μπει μια
διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον. Ήταν και-
ρός να συνεχίσει τη ζωή του. Τουλάχιστον τώρα ήξερε τι είδους μέλ-
λον ήθελε για τον εαυτό του.
Οι σκέψεις του διακόπηκαν από την άφιξη ενός υπασπιστή, ο ο-
ποίος ήρθε να τον καλέσει στο στρατηγείο του λόρδου Ουέλινγκτον
στο Παλάθιο ντε λος Κάστρο.
«Θα έρθω αμέσως».
Όταν ο υπασπιστής έφυγε, ο Τόνι συνοφρυώθηκε. «Τι σε θέλει τώρα ο
αρχηγός;»
«Να ακούσει την αναφορά μου, φαντάζομαι. Εκτός κι αν πρόκειται να
μου ανακοινώσει ο ίδιος πως ο Ραμόν επέστρεψε με τα έγγραφα σώα και
αβλαβή».
«Αυτό θα έλυνε αρκετά προβλήματα, έτσι δεν είναι;»
«Ναι».
«Έκανες ό,τι καλύτερο μπορούσες, Ρόμπερτ. Ήταν μεγάλη κακοτυ-
χία αυτή η αργοπορία του Ραμόν».
«Κρίμα που δεν το βλέπει έτσι και ο στρατηγός Γουόρντ».
«Ε, βλέπεις εκείνος δεν περικυκλώθηκε από εχθρικά γαλλικά στρα-
τεύματα που ήθελαν να τον κόψουν σε φέτες...»
«Ακόμα κι έτσι...» Ο Φάλκονμπριτζ πήγε στην πόρτα. «Έκανα μια
λάθος κίνηση. Το πρόβλημα είναι πως εκτός από μένα θα την πληρώ-
σουν κι άλλοι».
***
Όταν ο Φάλκονμπριτζ έφτασε στην πόρτα του Ουέλινγκτον λίγο αρ-
γότερα, είδε πως ο στρατηγός Γουόρντ και ο ταγματάρχης Φορμπς
ήταν επίσης παρόντες. Η καρδιά βούλιαξε στο στήθος του Πήρε μια
ουδέτερη έκφραση και προχώρησε ως το γραφείο.
«Ζητήσατε να με δείτε, κύριε;»
Ο Ουέλινγκτον ύψωσε το βλέμμα του από την επιστολή που έγραφε
και έγειρε πίσω στην καρέκλα του παρατηρώντας ψυχρά τον επισκέπτη
του. Οι αυστηρές γραμμές του προσώπου του δεν πρόδιδαν κανένα
συναίσθημα, αλλά τίποτα δε διέφευγε από τα διαπεραστικά μάτια
του. Κάτω από την αμείλικτη εξέτασή του, ο Φάλκονμπριτζ ένιωσε το
στομάχι του να δένεται κόμπος.
«Πολύ άσχημη ιστορία, Φάλκονμπριτζ».
«Μάλιστα, κύριε».
Ο Γουόρντ έσπευσε να επέμβει. «Δεν έπρεπε να αφήσεις αυτά τα έγ-
γραφα από τα χέρια σου».
«Πίστευα ότι δεν είχα άλλη επιλογή, από τη στιγμή που κινδύνευα να
με συλλάβουν».
«Έπρεπε να φέρεις ο ίδιος τα έγγραφα».
«Αυτό σήμαινε πως θα έπρεπε να αφήσω τους συντρόφους μου να
σκοτωθούν, κύριε».
«Όλοι οι στρατιώτες γνωρίζουν τους κινδύνους του πολέμου».
«Η μις Χάντλι δεν είναι στρατιώτης».
«Όχι, αλλά γνώριζε κι εκείνη τους κινδύνους».
Τα μάτια του Φάλκονμπριτζ άστραψαν. «Δεν ήταν αρκετός λόγος, κα-
τά την άποψή μου, ώστε να την εγκαταλείψω στο έλεος των Γάλλων».
Ο Γουόρντ τον αγριοκοίταξε και ετοιμάστηκε να απαντήσει, όμως ο
Ουέλινγκτον τον πρόλαβε. «Η κατάσταση ήταν πάρα πολύ κρίσιμη και
δεν έχω καμία αμφιβολία πως έκανες ό,τι έκρινες σωστό, ταγματάρχη.
Ωστόσο, παραμένει γεγονός ότι ένα τρίτο πρόσωπο έχει τώρα στην κα-
τοχή του κάποιες ιδιαίτερα ευαίσθητες πληροφορίες».
«Πληροφορίες τις οποίες ο Ισπανός συνεργάτης μας απέκτησε με πο-
λύ κόπο», είπε ο ταγματάρχης Φορμπς.
«Πιστεύω ότι ο Ραμόν θα παραδώσει τα έγγραφα, εφόσον είναι σε
θέση να το κάνει», απάντησε ο Φάλκονμπριτζ.
Ο Γουόρντ ρουθούνισε περιφρονητικά και ο Ουέλινγκτον τον κοί-
ταξε αυστηρά πριν γυρίσει κα πάλι στον Φάλκονμπριτζ.
«Φαίνεται πως έχεις μεγάλη εμπιστοσύνη σ’ αυτό τον άνθρωπο».
«Έτσι είναι, κύριε. Και η μις Χάντλι τον εμπιστεύεται εξίσου. Ο Ρα-
μόν ήταν πιστός φίλος του πατέρα της».
«Τέλος πάντων. Σύντομα θα διαπιστώσουμε αν αυτή η εμπιστοσύνη
είναι δικαιολογημένη».
«Μια και αναφέρθηκα στον Τζον Χάντλι, κύριε...»
«Ναι;»
«Η απελευθέρωσή του ήταν ο όρος που έπεισε τη μις Χάντλι να πάρει
μέρος σ’ αυτή την αποστολή. Εκτέλεσε με παραδειγματικό τρόπο το κα-
θήκον της και τήρησε το δικό της μέρος της συμφωνίας».
«Εσύ όμως δεν έφερες πίσω τα έγγραφα τα οποία αφορούσε αυτή η
συμφωνία», είπε ο Γουόρντ.
«Δε φταίει η μις Χάντλι γι’ αυτό. Το λάθος είναι δικό μου, δε θα πρέπει
να τιμωρηθεί εκείνη».
Ο Ουέλινγκτον ανασήκωσε ελαφρά το ένα του φρύδι. «Δεν πιστεύω
ότι υπάρχει λόγος να τιμωρηθεί η μις Χάντλι με οποιονδήποτε τρό-
πο. Ταγματάρχη Φορμπς, έχουν αρχίσει οι διαπραγματεύσεις για την
απελευθέρωση των αξιωματικών μας τους οποίους κρατούν οι Γάλλοι;»
«Έχουν αρχίσει, κύριε».
«Ο Τζον Χάντλι είναι ανάμεσά τους;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Ωραία. Να με ενημερώσεις για την πορεία των πραγμάτων».
Ο Φάλκονμπριτζ ένιωσε ανακούφιση. Τουλάχιστον, είχε διασωθεί
κάτι... Πριν προλάβει να συνεχίσει τη σκέψη του, συνειδητοποίησε ότι ο
Ουέλινγκτον του μιλούσε και πάλι.
«Για τα υπόλοιπα μπορούμε μόνο να περιμένουμε και να ελπίζουμε.
Στο μεταξύ, ελλείψει πληροφοριών, πρέπει να προσπαθήσω να υπολο-
γίσω τις επόμενες κινήσεις των Γάλλων. Μπορείς να επιστρέψεις στα
καθήκοντά σου, ταγματάρχη Φάλκονμπριτζ».
Ο Ρόμπερτ έφυγε, με τις τελευταίες λέξεις να ηχούν στ’ αυτιά του. Η
αναμονή και η ελπίδα ήταν πράγματι οι μοναδικές επιλογές του αυτή
τη στιγμή, τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε τον τομέα της καριέρας του.
Σκέφτηκε τη Σαμπρίνα και θυμήθηκε την υπόσχεση που της είχε δώσει.
Τουλάχιστον αυτό ήταν κάτι που μπορούσε να κάνει.
Κεφάλαιο 15

Το επόμενο πρωί η Σαμπρίνα έλαβε μια ευγενική επιστολή από τον


ταγματάρχη Φάλκονμπριτζ, με την οποία την προσκαλούσε να δειπνή-
σει το ίδιο βράδυ μ’ εκείνον και τον Τόνι Μπρούντνελ.
Το πρόσωπό της φωτίστηκε μόλις διάβασε την πρόσκληση. Ο Ρόμπερτ
είχε κρατήσει την υπόσχεσή του και το έκανε με διακριτικότητα και
ευαισθησία. Επιπλέον, καθώς ο συνταγματάρχης Άλμπερμαρλ ήταν
επίσης καλεσμένος στο τραπέζι, η Σαμπρίνα θα είχε έναν εξέχοντα συνο-
δό.
Χωρίς να χάσει χρόνο, έστειλε στον Φάλκονμπριτζ ένα σημείωμα
με το οποίο αποδεχόταν την πρόσκληση.
Όμως το μπαούλο της δεν είχε έρθει ακόμα και δεν υπήρχαν πολλές
επιλογές στην γκαρνταρόμπα της. Τελικά, διάλεξε ένα φόρεμα από
μουσελίνα, σε απλό αλλά κολακευτικό στυλ, που θα το συνδύαζε με
μια μεταξωτή εσάρπα. Ένα ωραίο χτένισμα, περιδέραιο με σκουλαρίκια
κι ένα ζευγάρι μακριά γάντια θα έδιναν ένα λιτό και κομψό αποτέλεσμα.
***
Όλα τα κεφάλια γύρισαν προς την πόρτα όταν η Σαμπρίνα και ο
συνταγματάρχης Άλμπερμαρλ έκαναν την είσοδό τους. Ο Φάλκον-
μπριτζ, βλέποντάς τη, ένιωσε περηφάνια για την προσκεκλημένη του.
«Στο λόγο μου, Ρόμπερτ, είναι καλλονή», είπε δίπλα του ο Μπρού-
ντνελ.
«Ναι, είναι».
«Τι στην οργή σού βρίσκει;»
«Ένας Θεός ξέρει».
Οι δυο άντρες σηκώθηκαν για να υποδεχτούν τους καλεσμένους τους.
Ο Ρόμπερτ πήρε το χέρι της και άφησε το βλέμμα του να τη θαυμάσει
για μια στιγμή ακόμα. Ύστερα χαμογέλασε.
«Είσαι πανέμορφη».
«Ευχαριστώ».
Η περηφάνια τον κατέκλυσε και πάλι, έχοντας επίγνωση πως κάθε
άντρας μέσα στην αίθουσα θα ήθελε να είναι στη θέση του. Έτσι, ξέχα-
σε να αφήσει το χέρι της.
Δίπλα του ο Άλμπερμαρλ έβηξε. «Λοιπόν, να καθίσουμε;»
Η Σαμπρίνα χαμογέλασε και πήρε τη θέση της δίπλα στον Ρόμπερτ.
Το γεύμα ήταν εξαιρετικό, λουκούλειο, μετά το σπαρτιάτικο συσσίτιο
που έτρωγαν στη διάρκεια του ταξιδιού τους. Τη γευστική χορτόσου-
πα διαδέχτηκε πέστροφα ψητή κι ύστερα ακολούθησε μοσχαρίσιο φι-
λέτο, κοτόπουλο με σάλτσα λεμονιού και κρεατόπιτα. Το επιδόρπιο
ήταν μια ελαφριά, αφράτη κρέμα με φρούτα και ζαχαρωτά.
Η συζήτηση κύλησε άνετα σ’ όλη τη διάρκεια του δείπνου. Όπως πά-
ντα, οι δύο ταγματάρχες ήταν θαυμάσια παρέα, γεμάτοι γνώσεις και
χιούμορ. Η Σαμπρίνα διασκέδαζε με την ψυχή της ακούγοντας τις διη-
γήσεις των κατορθωμάτων τους. Ο Άλμπερμαρλ βρισκόταν κι αυτός σε
χαλαρή διάθεση και ήταν αρκετά ομιλητικός.
Όντας το επίκεντρο του ενδιαφέροντος τριών αντρών, η Σαμπρίνα
απολάμβανε κρυφά τα γεμάτα ζήλια βλέμματα των άλλων γυναικών. Ο
Ρόμπερτ και ο Μπρούντνελ ήταν και οι δύο όμορφοι με το δικό του
τρόπο ο καθένας, εκείνη όμως είχε μάτια μόνο για τον έναν.
«Φαίνεστε σκεφτική, κυρία», της είπε ο Φάλκονμπριτζ όταν αντι-
λήφθηκε πως η Σαμπρίνα τον παρατηρούσε.
«Πράγματι, σκεφτόμουν κάτι», παραδέχτηκε εκείνη.
Ο Ρόμπερτ χαμήλωσε τη φωνή του. «Τι σκεφτόσουν;»
«Δε θα σου πω γιατί θα το πάρεις πάνω σου».
Ο Φάλκονμπριτζ χαμογέλασε με ικανοποίηση. «Τώρα μου κέντρισες
την περιέργεια».
«Χαίρομαι».
«Παλιοκόριτσο!»
Η Σαμπρίνα έβαλε τα γέλια. Ίσως ήταν το φως των κεριών ή το κρα-
σί ή η λάμψη στα μάτια της Ίσως και τα τρία μαζί, πάντως για άλλη
μια φορά ο Ρόμπερτ έπιασε τον εαυτό του να την κοιτάζει μαγεμένος,
ενώ ένα καυτό κύμα πλημμύριζε τις λαγόνες του.
«Αν ήμαστε μόνοι, κορίτσι μου, θα έβρισκα τον τρόπο να σε κάνω να
μιλήσεις».
«Έτσι νομίζεις;»
«Εσύ νομίζεις πως δε θα έπρεπε να σε αναγκάσω;»
Ο υπαινικτικός τόνος και το θερμό βλέμμα που τον συνόδευε έκα-
ναν τη Σαμπρίνα να ριγήσει σύγκορμη. Ξαφνικά, ευχήθηκε να βρί-
σκονταν κάπου μόνοι, να την έπαιρνε στην αγκαλιά του... Χαμήλωσε
το βλέμμα της θέλοντας να κρύψει τις τολμηρές της σκέψεις.
Ευτυχώς, εκείνη τη στιγμή ο Άλμπερμαρλ ρώτησε κάτι τον Φάλκον-
μπριτζ αποσπώντας του την προσοχή. Εκείνος έδωσε κάποια απάντη-
ση, αλλά δεν του ήταν εύκολο να προχωρήσει την κουβέντα, καθώς ο
νους του ήταν επικεντρωμένος στη γυναίκα που καθόταν δίπλα του.
***
Σε ολόκληρη την υπόλοιπη βραδιά δεν παρουσιάστηκε άλλη ευ-
καιρία να μιλήσουν ιδιαιτέρως, ώσπου τέλος ήρθε η ώρα για τη Σα-
μπρίνα και το νονό της να φύγουν.
«Σ’ ευχαριστώ», του είπε εκείνη. «Ήταν μια θαυμάσια βραδιά. Και
το δείπνο ήταν αληθινά εξαιρετικό».
Ο Ρόμπερτ έφερε το χέρι της στα χείλη του. «Θέλω να κρατάω τις υπο-
σχέσεις μου».
«Πράγματι. Και το κάνεις με πολύ ευχάριστο τρόπο».
Μη μπορώντας να την πάρει στην αγκαλιά του, όπως το ήθελε, ο Ρό-
μπερτ αρκέστηκε να υποκλιθεί ελαφρά. «Η ευχαρίστηση ήταν όλη δική
μου».
«Σπουδαία βραδιά, ταγματάρχη», είπε ο Άλμπερμαρλ. «Πρώτης τάξε-
ως».
«Χαίρομαι που περάσατε καλά, κύριε».
«Ελπίζω να σας ανταποδώσουμε την πρόσκληση σύντομα».
«Θα μου δώσει μεγάλη χαρά αυτό, κύριε».
Ο Ρόμπερτ έμεινε να κοιτάζει τους καλεσμένους του να απομακρύ-
νονται, ώσπου χάθηκαν από τα μάτια του.
Για λίγη ώρα η Σαμπρίνα και ο νονός της περπατούσαν σιωπηλοί.
Ύστερα ο συνταγματάρχης στάθηκε και την κοίταξε με διαπεραστική μα-
τιά.
«Θα έλεγα πως αυτός ο νέος σε συμπαθεί πολύ, καλή μου».
Τα μάγουλά της κοκκίνισαν μέσα στο σκοτάδι. «Αλήθεια;»
«Δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω σου. Όχι πως είναι
παράξενο, βέβαια. Είσαι ένα διαβολεμένα όμορφο κορίτσι».
«Σας ευχαριστώ, νονέ μου».
«Νομίζω πως ούτε κι εσύ αδιαφορείς γι’ αυτόν, όμως».
Η Σαμπρίνα δαγκώθηκε. «Ναι... Πρέπει να ομολογήσω πως μου
αρέσει αρκετά», παραδέχτηκε μετά.
«Το κατάλαβα. Βέβαια, στην αρχή ξαφνιάστηκα. Παλιότερα είχα
την εντύπωση πως δεν τον συμπαθείς καθόλου».
«Είναι αλήθεια αυτό. Όταν όμως τον γνώρισα καλύτερα, άλλαξα γνώ-
μη».
«Κατάλαβα. Καλός τύπος, τελικά, αυτός ο Φάλκονμπριτζ».
«Ναι, είναι».
Ο Άλμπερμαρλ αρκέστηκε απλώς να χαμογελάσει.
***
Η Σαμπρίνα δεν είχε νέα του Ρόμπερτ για αρκετές ημέρες και μάντε-
ψε πως τα καθήκοντά του τον κρατούσαν απασχολημένο. Ώσπου ένα
πρωί την επισκέφτηκε.
«Δυστυχώς, ο Ουέλινγκτον με στέλνει σε αποστολή. Θα λείψω για λίγο
καιρό».
Η καρδιά βούλιαξε στο στήθος της. Ήταν αυτό που φοβόταν περισσό-
τερο. «Για πόσο καιρό;»
«Καμιά βδομάδα, πιστεύω. Λυπάμαι πολύ, αλλά οι διαταγές μου λέ-
νε να φύγω αμέσως. Ήθελα όμως να σε δω πρώτα».
«Χαίρομαι που το έκανες. Θα είναι επικίνδυνη αυτή η αποστολή σου;»
«Θα είχε σημασία για σένα αυτό;»
«Το ξέρεις πως θα είχε».
«Νομίζω πως θα υπάρξει ένας μικρός κίνδυνος».
«Μπορώ να ρωτήσω πού πηγαίνεις;»
«Δεν μπορώ να το αποκαλύψω σε κανέναν».
«Συγνώμη, ήταν αδιάκριτη η ερώτησή μου».
Ο Ρόμπερτ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Όταν επιστρέψω, θα σου
εξηγήσω τα πάντα».
Η Σαμπρίνα ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του. «Σε παρακαλώ,
να είσαι προσεκτικός. Έχεις αρκετά προβλήματα ήδη, μην τραυματιστείς
κι από πάνω».
«Υπόσχομαι να ακολουθήσω τη συμβουλή σου».
«Μακάρι να ερχόμουν μαζί σου. Δε μου αρέσει να κάθομαι εδώ χωρίς
να κάνω τίποτα».
«Έχεις πάρα πολλά να κάνεις. Άλλωστε, πρέπει να περιμένεις νέα από
τον Ραμόν».
«Σωστά. Δε μάθαμε τίποτα μετά την αναχώρηση του Λουίς».
«Φοβάμαι πως ο Λουίς θα ψάχνει ψύλλους στ’ άχυρα».
Η Σαμπρίνα τον κοίταξε κατάματα. «Αν ο Ραμόν δεν επιστρέψει, θα εί-
ναι άσχημα τα πράγματα για σένα, Ρόμπερτ;»
«Δεν αρνούμαι πως η κατάσταση είναι λίγο δυσάρεστη αυτή τη στιγ-
μή, ας ευχηθούμε ωστόσο πως όλα θα πάνε καλά».
«Αν δεν ήμαστε μαζί σου εγώ και η Χασίντα, θα έφερνες τα έγγραφα
πίσω εσύ ο ίδιος. Αλλά δεν ήθελες να μας εγκαταλείψεις και να φύγεις».
«Μόνο ένας ανέντιμος άντρας θα το έκανε αυτό». Την κράτησε α-
παλά από τους ώμους. «Δεν πρέπει να νιώθεις ενοχές».
«Δεν μπορώ να μη νιώθω ενοχές».
«Πήρα την απόφαση συνειδητά και την υποστηρίζω ακόμα. Πώς θα
μπορούσα να σας αφήσω εκεί, στο έλεος του εχθρού;»
Η ζεστασιά του αγγίγματος και των λόγων του τη συγκίνησε. «Έ-
τσι όμως δε θα πάρεις την προαγωγή σου».
«Θα υπάρξουν κι άλλες ευκαιρίες. Αυτό που έχει σημασία για μένα
είναι η ασφάλεια και η υγεία σου».
«Και η δική σου για μένα».
Πριν προλάβει να της απαντήσει, εμφανίστηκε στην πόρτα ο δεκα-
νέας Μπλέικλοκ. «Συγνώμη ταγματάρχη, αλλά πρέπει να ετοιμαστείτε
για αναχώρηση».
«Πολύ καλά, έρχομαι». Χαμογέλασε με θλίψη στη Σαμπρίνα. «Υπάρ-
χουν πολλά που θέλω να σου πω, αλλά τώρα δεν έχω χρόνο. Θα επι-
στρέψω όμως, σου το υπόσχομαι».
Η Σαμπρίνα του ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Θα περιμένω».
Ο Ρόμπερτ απόθεσε ένα φιλί στη ράχη της παλάμης της και έφυγε για
να βρει τους άντρες του. Ακόμα κι όταν χάθηκε από τα μάτια της, εκείνη
ένιωθε τη ζεστασιά του φιλιού του στην επιδερμίδα της.
***
Οι επόμενες μέρες της φάνηκαν ατελείωτες και ανιαρές. Διάβασμα,
ράψιμο, ζωγραφική –με ό,τι κι αν καταπιανόταν η Σαμπρίνα γρήγορα
το παρατούσε. Κάθε φορά που άκουγε άλογο στο δρόμο ή βήματα
στην αυλή, η καρδιά της σκιρτούσε. Ήξερε πως θα νοσταλγούσε την πα-
ρουσία του Ρόμπερτ, αλλά η απουσία του άφηνε ένα κενό δυσαναπλή-
ρωτο στη ζωή της.
Επιπλέον, της έλειπε η δράση.
Καθώς το μπαούλο της δεν είχε έρθει ακόμα, συνόδευε τη Χασίντα
καθημερινά στην αγορά για να βρει κανένα όμορφο ύφασμα. Οι επι-
λογές ήταν περιορισμένες, αλλά κατάφερε να διαλέξει μερικά μέτρα
εμπριμέ μουσελίνα, κλωστές και ασορτί κορδέλες για φινίρισμα. Του-
λάχιστον, με το ράψιμο καινούριων φορεμάτων θα εκμεταλλευόταν δη-
μιουργικά το χρόνο της.
«Πιστεύω πως θα τα έχετε έτοιμα ως την ημέρα που θα επιστρέψει ο
ταγματάρχης Φάλκονμπριτζ», της είπε η Χασίντα.
«Ναι. Ίσως».
«Δεν πρέπει να ανησυχείτε γι’ αυτόν», σχολίασε η καμαριέρα βλέ-
ποντας την κατσουφιασμένη έκφραση της κυράς της. «Θα ξαναγυρίσει.
Αυτός ο άντρας είναι σαν τις γάτες. Εφτάψυχος».
Η Σαμπρίνα δεν απάντησε στο σχόλιο της Χασίντα. Ο αποχωρισμός
της από τον ταγματάρχη ήταν σαν να είχε χάσει ένα κομμάτι απ’ τον ε-
αυτό της.
Η κακή διάθεσή της δεν πέρασε απαρατήρητη ούτε από τον συνταγ-
ματάρχη Άλμπερμαρλ με τον οποίο δειπνούσε εκείνο το βράδυ.
«Σου συμβαίνει κάτι, καλή μου;»
Θέλοντας να ανοίξει σε κάποιον την καρδιά της, η Σαμπρίνα ξεστό-
μισε τη μισή αλήθεια. «Έχουν περάσει πολλές μέρες χωρίς να λάβουμε
νέα από τον Ραμόν ή τον Λουίς. Πίστευα στ’ αλήθεια πως θα είχαν επι-
στρέψει ως τώρα».
«Για να μην έχουν επιστρέψει ακόμα, θα πρέπει να υπάρχει κάποιος
σοβαρός λόγος». Ο νονός της την κοίταξε με κατανόηση. «Θα πρέπει να
είναι πολύ βαρετή για σένα όλη αυτή η απραξία ύστερα από τόσες πε-
ριπέτειες. Έχω δίκιο;»
«Ομολογώ πως έχετε δίκιο».
«Αύριο το πρωί πρέπει να ανεβώ στο λόφο Γκρέιτ Τέσον. Θέλεις να έρ-
θεις μαζί μου;» Η Σαμπρίνα ευδιαθέτησε κάπως. «Θα το ήθελα πολύ».
***
Ξεκίνησαν νωρίς το επόμενο πρωί. Μόλις η Σαμπρίνα βρέθηκε ξα-
νά πάνω σε άλογο, ένιωσε τη διάθεσή της να αλλάζει προς το καλύ-
τερο. Ο πρωινός αέρας ήταν αναζωογονητικός και η πυροβολαρχία
που βρισκόταν ψηλά στην κορυφή του λόφου έσφυζε από δραστηριότη-
τες.
Βλέποντας τόσο πολλούς κοκκινοχίτωνες στρατιώτες τριγύρω της, η
Σαμπρίνα μάλωσε τον εαυτό της όταν συνειδητοποίησε πως έψαχνε εν-
στικτωδώς με το βλέμμα έναν συγκεκριμένο αξιωματικό.
***
Όταν επέστρεψαν στο σπίτι, λίγο πριν τις δέκα, είδαν στην αυλή
δύο άλογα, το ένα απ’ τα οποία ήταν ιδιαίτερα καχεκτικό. Η Σαμπρίνα
υπέθεσε πως κάποιος θα είχε έρθει να δει το συνταγματάρχη Άλμπερ-
μαρλ.
«Πιθανόν, αγαπητή μου», της είπε εκείνος, «αν και δεν ξέρω κανέναν
που κυκλοφορεί με ένα τόσο ταλαιπωρημένο άλογο».
Πράγματι, το ζώο έδειχνε σαν να είχε βγει κατευθείαν από τις
σελίδες μυθιστορήματος του Θερβάντες.
Ξεπέζεψαν και μπήκαν μαζί στο σπίτι. Στο χολ η Χασίντα συνομιλού-
σε με δυο άντρες με βρόμικα ρούχα. Βλέποντάς τους, η Σαμπρίνα έ-
βγαλε μια κραυγή χαράς και εκείνοι γύρισαν προς το μέρος της.
«Ραμόν! Λουίς! Πόσο χαίρομαι που σας βλέπω!»
«Δε σας είπα πως θα τον έβρισκα;» είπε ο Λουίς.
«Ραμόν, πώς είσαι; Μήπως τραυματίστηκες; Ανησυχήσαμε πάρα πολύ».
«Είμαι καλά, δόνα Σαμπρίνα. Σας ευχαριστώ».
«Χαίρομαι που το ακούω», είπε ο Άλμπερμαρλ. «Αλλά πού στο δαίμονα
ήσουν, άνθρωπέ μου;»
«Λυπάμαι που καθυστέρησα τόσο, κύριε συνταγματάρχη, αλλά δεν
μπορούσα να κάνω αλλιώς».Ο Ραμόν κοίταξε τη Σαμπρίνα. «Την ίδια
ημέρα που έφυγα από κοντά σας, το άλογό μου παραπάτησε και έσπα-
σε το πόδι του. Δεν υπήρχε περίπτωση να γιατρευτεί, κι έτσι αναγκά-
στηκα να το πυροβολήσω. Περπάτησα τρεις μέρες πριν φτάσω σ’ ένα
αγρόκτημα, όπου μπόρεσα επιτέλους να βρω ένα άλογο. Δυστυχώς δεν
είχα χρήματα και χρειάστηκε να δώσω το λόγο της τιμής μου πως θα
ξαναγύριζα για να πληρώσω την αξία του».
«Θα πρέπει να είχε μεγάλη αξία».
«Πραγματικά είχε».
«Δεν είναι εκείνο το ψωραλέο που είδα απέξω».
«Αυτό είναι».
Ο Άλμπερμαρλ άφησε ένα βογκητό. «Εκείνος ο απατεώνας που
σου το πούλησε θα έπρεπε κανονικά να σε πληρώσει που τον απάλ-
λαξες από δαύτο. Είναι θαύμα πώς έφτασες ως εδώ».
«Μερικές φορές αναρωτήθηκα μήπως θα ήταν καλύτερα να γυρίσω
περπατώντας».
Ο Λουίς χαμογέλασε. «Όταν τον βρήκα, ήταν καμιά τριανταριά χιλιό-
μετρα έξω από την πόλη κα μόνο που δεν κουβαλούσε το άλογο στην
πλάτη του».
«Έχεις τα έγγραφα, άνθρωπέ μου;» απαίτησε να μάθει ο Άλμπερμαρλ.
«Τα έχω, κύριε συνταγματάρχη».
Ακούστηκε ένας συλλογικός στεναγμός ανακούφισης.
«Ο Λουίς μου είπε πως η καθυστέρησή μου προκάλεσε μπελάδες στον
ταγματάρχη Φάλκονμπριτζ και λυπάμαι αληθινά γι’ αυτό».
«Το ζήτημα πρέπει να διευθετηθεί αμέσως», είπε ο Άλμπερμαρλ.
Ο Λουίς έγνεψε καταφατικά. «Θα πάμε τα έγγραφα στο στρατηγό Γου-
όρντ;»
«Στο διάβολο ο Γουόρντ. Να τα πάτε απευθείας στον Ουέλινγκτον».
***
Η Σαμπρίνα ένιωθε σαν να είχε αφαιρεθεί ένα βαρύ φορτίο από τους
ώμους της. Το μόνο σύννεφο που σκίαζε τη χαρά της ήταν το γεγονός
ότι ο Ρόμπερτ έλειπε και δεν μπορούσε να πληροφορηθεί αμέσως την
επιστροφή του Ραμόν και του Λουίς.
Τρεις μέρες αργότερα, συνέβη κι άλλο ευχάριστο γεγονός. Έφτασαν
επιτέλους τα μπαούλα της μαζί με την εγκαταλειμμένη άμαξά τους.
Μαζί με τη Χασίντα πέρασαν μία ώρα για να ξεπακετάρουν τα ρούχα
της, τα οποία φαίνονταν ανέπαφα από την περιπέτειά τους.
«Θα τα πάρω για σιδέρωμα. Σε λίγο θα γίνουν σαν καιν...»
Η φράση της καμαριέρας έμεινε στη μέση από ένα δυνατό χτύπημα
στην πόρτα του δωματίου. Ύστερα άκουσαν τη φωνή του Λουίς.
«Δόνα Σαμπρίνα, ελάτε αμέσως!»
Το στομάχι της σφίχτηκε κι η σκέψη της πήγε αμέσως στον Ρόμπερτ.
Έτρεξε στην πόρτα και την άνοιξε με ορμή.
«Τι είναι; Τι συνέβη, Λουίς;»
«Γύρισε!»
«Δόξα τω Θεώ! Είναι καλά;»
«Λίγο κουρασμένος. Και πιο αδύνατος, φυσικά, κατά τα άλλα όμως κα-
λά».
«Αδύνατος;»
«Σι, αλλά ήταν αναμενόμενο. Μπορεί να είχε λίγο πυρετό. Δεν είναι
σπάνιο». Η Σαμπρίνα χλόμιασε. «Πυρετό;»
Η Χασίντα τον αγριοκοίταξε. «Για ποιο λόγο να κάνει πυρετό, ανόητε;»
Ο Λουίς φάνηκε θιγμένος. «Δεν είπα πως έκανε πυρετό. Είπα ότι
ίσως να είχε πυρετό, έτσι αδύνατος που είναι».
«Και γιατί αδυνάτισε ο ταγματάρχης Φάλκονμπριτζ;»
«Δε μιλάω για τον ταγματάρχη!»
«Ιντιότα! Για ποιον μιλάς τελοσπάντων;»
«Για τον σενιόρ Χάντλι, φυσικά. Ποιον άλλο;»
Η Σαμπρίνα χλόμιασε και μετά κοκκίνισε. «Ο πατέρας μου; Γύρισε ο
πατέρας μου;»
Ο Λουίς έγνεψε καταφατικά. «Αυτό προσπαθώ να σας πω».
Η Σαμπρίνα όρμησε έξω απ’ το δωμάτιο κι έτρεξε κατευθείαν προς
τις σκάλες. Στάθηκε εκεί για μια στιγμή και είδε αρκετούς άντρες κάτω
στο χολ. Ανάμεσά τους βρισκόταν ένας μεσήλικας με γκρίζα μαλλιά,
πρόσωπο ωχρό και λιπόσαρκο, και κουρασμένα μπλε μάτια. Μέσα στα
σκονισμένα ρούχα του φαινόταν αναντίρρητα αδυνατισμένος, η Σα-
μπρίνα όμως θα τον γνώριζε οπουδήποτε.
«Πατέρα!»
Στο άκουσμα της φωνής της, τα μπλε μάτια του άντρα φωτίστηκαν και
στα χείλη του σχηματίστηκε ένα τρεμουλιαστό χαμόγελο. Η Σαμπρίνα
κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά και όρμησε στην αγκαλιά του.
«Παιδί μου αγαπημένο! Πόσες φορές ονειρεύτηκα αυτή τη στιγμή!»
«Το ίδιο κι εγώ», είπε η Σαμπρίνα μ’ ένα λυγμό. «Νόμιζα πως δε
θα σ’ έβλεπα ποτέ ξανά. Φοβόμουν πως δε θα έβρισκες ποτέ ξανά την
ελευθερία σου».
«Τη βρήκα χάρη σ’ εσένα. Ο ταγματάρχης Φάλκονμπριτζ μου είπε τι
έκανες προκειμένου να με αποφυλακίσουν».
Η Σαμπρίνα στράφηκε έκπληκτη και είδε τον Ρόμπερτ να στέκεται
λίγο πιο πέρα. Ένας κόμπος σχηματίστηκε στο λαιμό της.
«Αυτή ήταν η αποστολή σου; Γι’ αυτό έφυγες από την πόλη;»
«Ναι», της απάντησε εκείνος. «Ο στρατηγός Γουόρντ μου το ανέθεσε,
αλλά πήρε τις διαταγές του από ψηλότερα».
«Από το λόρδο Ουέλινγκτον;»
«Προφανώς. Όταν έμαθε πως σκόπευαν να επιστρέψουν τους Άγ-
γλους αιχμαλώτους με έστειλε για να επιβλέψω την παράδοσή τους και
για να φροντίσω για την ασφαλή επιστροφή του πατέρα σου. Δε σου
το είπα επειδή ήθελα να σου κάνω έκπληξη».
«Ήταν η ωραιότερη έκπληξη της ζωής μου. Σ’ ευχαριστώ. Σ’ ευχαρι-
στώ από τα βάθη της καρδιάς μου».
Ο Ρόμπερτ της χαμογέλασε τρυφερά καθώς την κοίταζε να κλαίει και
να γελάει ταυτόχρονα.
«Εσύ και ο πατέρας σου έχετε πολλά να πείτε ο ένας στον άλλον. Θα
σας αφήσω, προς το παρόν». Ανήμπορη να μιλήσει, η Σαμπρίνα έγνεψε
καταφατικά, ενώ ο πατέρας της την αγκάλιαζε από τους ώμους κοιτώ-
ντας τον ελευθερωτή του.
«Σας ευχαριστώ, ταγματάρχη, για όλα όσα κάνατε. Είμαι ευγνώμων».
«Ήταν χαρά και τιμή μου, κύριε». Ο Ρόμπερτ υποκλίθηκε. «Στη διάθεσή
σας, μις Χάντλι».
Μετά γύρισε και βγήκε από το σπίτι. Εκείνη τον είδε να απομακρύνε-
ται και να την αφήνει μόνη με τον πατέρα της.
***
Η χαρά της Σαμπρίνα για το ξανασμίξιμο με τον πατέρα της είχε
δώσει στον Φάλκονμπριτζ μια αληθινή ικανοποίηση. Το ότι είχε
συμβάλει με κάποιο τρόπο κι εκείνος στην ευτυχία της τον χαρο-
ποιούσε αφάνταστα. Όταν μάλιστα πληροφορήθηκε από τον ίδιο τον
Ουέλινγκτον την επιστροφή του Ραμόν και την ασφαλή παράδοση των
πολύτιμων εγγράφων, η ανακούφιση που τον κυρίεψε ήταν απερίγρα-
πτη.
Ο λόρδος δε δυσκολεύτηκε να διαβάσει την έκφρασή του.
«Τα πήγες πολύ καλά, ταγματάρχη Φάλκονμπριτζ. Οι πληροφορίες
ήταν τόσο πολύτιμες όσο ήλπιζα».
«Χαίρομαι γι’ αυτό».
«Φαίνεται πως η εμπιστοσύνη σου σ’ αυτό τον Ραμόν ήταν δικαιολο-
γημένη».
«Δεν αμφέβαλλα ποτέ γι’ αυτόν».
«Τα αισθήματα είναι αμοιβαία».
«Ορίστε;»
«Φαίνεται πως ενέπνευσες μια ασυνήθιστη αφοσίωση στους άντρες
που σε συνόδευσαν στο Αρανχουέθ. Εκτός από λεπτομερείς εξηγή-
σεις για την καθυστέρηση της επιστροφής του, αυτός ο παρτιζάνος
έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι τίποτα απ’ όσα έγιναν δεν
ήταν δικό σου λάθος».
«Αλήθεια;»
«Διάβολε, με μια ντουζίνα σαν κι αυτόν δε θα χρειαζόταν να πολιορ-
κήσουμε την Μπαδαχόθ! Θα μπαίναμε χρησιμοποιώντας μόνο τη δι-
πλωματία».
Τα χείλη του Φάλκονμπριτζ τρεμόπαιξαν. «Είμαι ευγνώμων για την
υποστήριξή του, λόρδε μου». Τα γερακίσια μάτια του Ουέλινγκτον καρ-
φώθηκαν στα δικά του. «Τότε, ίσως πρέπει να πας να του το πεις ο ί-
διος».
«Αυτό σκοπεύω να κάνω».
«Ωραία. Και τώρα καλύτερα να πηγαίνεις, μήπως καταφέρω επι-
τέλους να ολοκληρώσω το σχεδιασμό της εκστρατείας».
Ο Φάλκονμπριτζ έφυγε χαμογελώντας. Θα πήγαινε κατευθείαν στη
Σαμπρίνα, αλλά ο πατέρας της κι εκείνη χρειάζονταν να μείνουν για λίγο
μόνοι.
***
Έτσι, πέρασαν άλλες δυο μέρες πριν παρουσιαστεί στην πόρτα της.
Του άνοιξε η Χασίντα, η οποία τον πληροφόρησε πως η κυρά της βρι-
σκόταν στον κήπο.
Ο Φάλκονμπριτζ βγήκε από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα και κοντο-
στάθηκε μια στιγμή στο μονοπάτι ανάμεσα στ’ ανθισμένα παρτέρια.
Την είδε να κάθεται στο πέτρινο παγκάκι δίπλα στο σιντριβάνι και να
διαβάζει απορροφημένη ένα βιβλίο.
Για λίγες στιγμές ο Ρόμπερτ έμεινε ακίνητος προκειμένου να απο-
λαύσει αυτή την οπτασία. Η Σαμπρίνα φορούσε ένα ροζ φόρεμα που
αναδείκνυε τις καμπύλες μιας τέλειας σιλουέτας. Αυτή την τελειότητα
την είχε διαπιστώσει ο ίδιος –με την αφή– σε κάποιες πιο προσωπικές
στιγμές τους. Οι χρυσαφένιες μπούκλες της ήταν στερεωμένες στην
κορυφή του κεφαλιού της κι από εκεί έπεφταν ανέμελα στους ώμους
της.
Ξαφνικά, γύρισε και τον είδε. Τα μάγουλά της για μια στιγμή χλόμια-
σαν, ύστερα βάφτηκαν μ’ ένα ζωηρό κόκκινο χρώμα. Το βιβλίο γλίστρη-
σε από τα γόνατά της.
«Ρόμπερτ». Σηκώθηκε να τον χαιρετήσει απλώνοντας τα χέρια της.
«Πόσο χαίρομαι που είσαι πάλι εδώ».
Εκείνος πήρε τα χέρια της και τα κράτησε στα δικά του. Της χαμογέ-
λασε και ρώτησε για την υγεία του πατέρα της.
«Βελτιώθηκε πολύ χάρη στο καλό φαγητό και την ξεκούραση. Πι-
στεύω πως δε θ’ αργήσει να συνέλθει εντελώς».
«Χαίρομαι πολύ που το ακούω».
«Δεν ξέρω πώς να σ’ ευχαριστήσω που τον έφερες πάλι κοντά μου».
«Το μόνο που έκανα ήταν να τον συνοδεύσω σ’ αυτά τα λίγα χιλιόμε-
τρα της επιστροφής».
«Για μένα αυτό που έκανες σημαίνει πολλά».
«Κι εγώ οφείλω να ευχαριστήσω τον Ραμόν. Ο λόρδος Ουέλινγκτον
μου μίλησε για την επιστροφή του».
«Δεν είναι υπέροχο; Πήγε κατευθείαν να τον δει και να βάλει τα πράγ-
ματα στη θέση τους».
«Ο λόρδος με πληροφόρησε πως με υπερασπίστηκε πολύ αποτελεσμα-
τικά».
«Είμαι σίγουρη γι’ αυτό».
Ο Ρόμπερτ την οδήγησε στο παγκάκι και κάθισαν μαζί. «Ήθελα πολύ
να σου μιλήσω», της είπε «Μου έλειψε πολύ η συντροφιά σου αυτές τις
δύο μέρες».
Η καρδιά της Σαμπρίνα χτύπησε πιο γρήγορα. «Αλήθεια;»
«Περισσότερο απ’ όσο μπορώ να εκφράσω με λόγια. Να ελπίσω πως κι
εγώ σου έλειψα λίγο;»
Η Σαμπρίνα τον κοίταξε χαμογελώντας. «Πας γυρεύοντας για κομπλι-
μέντα;»
«Ακριβώς. Υπάρχει ελπίδα να ακούσω κανένα;»
«Καμία. Αν και πράγματι μου έλειψες... λίγο».
Τα μάτια του Ρόμπερτ έλαμψαν. «Μόνο αυτό;»
«Στην πραγματικότητα, κάτι περισσότερο απ’ αυτό».
Για μια στιγμή το βλέμμα του έψαξε το πρόσωπό της, ύστερα άφησε
τα χέρια της και την τράβηξε στην αγκαλιά του. Η Σαμπρίνα έκλεισε
τα μάτια της και απόλαυσε την επαφή τους, τη γνώριμη μυρωδιά του
από δέρμα και κέδρο, τα ζεστά χείλη του πάνω στα δικά της. Το αίμα
της πήρε φωτιά. Το στόμα της άνοιξε κάτω από το δικό του κι εκείνος
την αγκάλιασε πιο σφιχτά, πιο ερωτικά, χωρίς να φοβάται καμία άρνηση
από μέρους της.
«Πόσες φορές θέλησα να το κάνω αυτό», είπε ο Ρόμπερτ όταν α-
ποτραβήχτηκε ελαφρά για να πάρουν ανάσα.
«Αλήθεια;»
«Ναι. Μετά από το φιλί μας τη βραδιά του χορού».
«Δηλαδή, δεν ήταν απλώς ένα τέχνασμα;»
«Τέχνασμα; Ίσως να άρχισε έτσι προκειμένου να παραπλανήσουμε
τον Μασάρ, όταν όμως σε κράτησα στην αγκαλιά μου και σε φίλησα,
κατάλαβα πως τα αισθήματά μου ήταν πολύ βαθύτερα απ’ όσο νόμιζα.
Φυσικά, εσύ είχες ξεκαθαρίσει πως η σχέση μας έπρεπε να περιορι-
στεί στη συνεργασία μας».
«Φοβόμουν...»
«Τι πράγμα;»
«Ότι σε κάθε άλλη περίπτωση θα με κοιτούσες όπως κάποτε με κοί-
ταξε ο Τζακ Ντέντον. Κι αυτό δε θα το άντεχα».
«Γλυκό μου κορίτσι, εγώ δε θα μπορούσα ποτέ να σε κοιτάξω έτσι. Εί-
σαι πολύτιμη για μένα». Την έσφιξε πάνω στο στήθος του και φίλησε
τα μαλλιά της. «Νομίζω πως δεν είχα καταλάβει πόσο πολύτιμη ή-
σουν μέχρι που σε είδα στα χέρια του Μασάρ. Η σκέψη πως οποιοσ-
δήποτε άντρας θα σου έκανε κακό ήταν αβάσταχτη. Δε θέλω να πάθεις
ποτέ το παραμικρό κακό».
«Ούτε κι εγώ θα σε άφηνα να πάθεις κάτι. Ομολογώ βέβαια
πως την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε ήθελα να σε στραγγαλί-
σω».
«Τώρα όμως;»
«Δεν το θέλω πια, μολονότι η συμπεριφορά σου δε θυμίζει και πολύ
απλό συνεργάτη».
«Φοβάμαι πως σε λίγο δε θα θυμίζει καθόλου συνεργάτη».
Χωρίς άλλη προειδοποίηση, την πήρε στην αγκαλιά του και για λίγο η
Σαμπρίνα ήταν ανήμπορη να μιλήσει. Όταν την ξανακοίταξε, το πρόσω-
πό του ήταν σοβαρό.
«Για την περίπτωση που δεν έγινα αρκετά σαφής, πρέπει να σου πω
ότι σ’ αγαπώ τόσο πολύ ώστε δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτε άλλο».
Τα πράσινα μάτια της έλαμψαν. «Πρέπει να σου πω ότι τα αισθήματα
είναι αμοιβαία».
Η καρδιά του Ρόμπερτ χτύπησε τρελά. «Τότε, ένα μόνο πράγμα μπορεί
να γίνει».
«Ποιο;»
«Να με παντρευτείς».
Το ξαφνικό κύμα χαράς που την κατέκλυσε ήταν τόσο έντονο που για
μια στιγμή σκέπασε όλα τ’ άλλα. Η Σαμπρίνα πήρε το πρόσωπό του
ανάμεσα στα χέρια της και το έφερε κοντά της για ένα μεγάλο, παθια-
σμένο φιλί. Ύστερα αποτραβήχτηκε λίγο να τον κοιτάξει.
«Για την περίπτωση που δεν έγινα αρκετά σαφής, πρέπει να σου πω
ότι δέχομαι να σε παντρευτώ».
«Το επαναλαμβάνεις, σε παρακαλώ, για διευκρινιστικούς λόγους;»
Το ζήτημα διευκρινίστηκε αρκετές φορές, ώσπου χρειάστηκε να
σταματήσουν για να πάρουν ανάσα.
«Θα ήθελα να παντρευτούμε το συντομότερο δυνατόν», της είπε ο
Ρόμπερτ. «Όμως ξέρω πως ίσως χρειάζεσαι λίγο χρόνο για να προσαρ-
μοστείς στην ιδέα του γάμου. Γνωριζόμαστε πολύ λίγο καιρό, στην
πραγματικότητα».
«Πόσος καιρός χρειάζεται για να γνωρίσεις την καρδιά σου;»
«Εγώ δεν ήξερα τι υπήρχε μέσα στη δική μου μέχρι που σε συνάντη-
σα».
«Μέσα σε λίγες εβδομάδες ανακαλύψαμε πράγματα που άλλοι
χρειάζονται χρόνια για να τα μάθουν».
«Άρα δεν έχεις αντίρρηση να παντρευτούμε σύντομα;»
«Δε βλέπω την ώρα να γίνω γυναίκα σου, Ρόμπερτ».
Εκείνος της χάρισε ένα νοσταλγικό χαμόγελο. «Σου έχω ήδη δώσει μια
βέρα. Χωρίς επισημότητες, ωστόσο».
«Την έχω ακόμα».
«Θα σου χαρίσω μια καλύτερη, ίσως μία με διαμάντια».
«Αν δε σε πειράζει, θα προτιμούσα την πρώτη. Έχει πολύ μεγαλύτερη
αξία απ’ όλα τα διαμάντια του κόσμου».
«Είσαι σίγουρη, Σαμπρίνα;»
«Είμαι σίγουρη».
«Ας είναι, λοιπόν». Ο Ρόμπερτ σηκώθηκε και την τράβηξε τρυφερά κο-
ντά του. «Μπορώ να μιλήσω στον πατέρα σου;»
Η Σαμπρίνα έγνεψε καταφατικά. «Σίγουρα θα είναι μια μεγάλη έκπληξη
γι’ αυτόν».
«Τότε ας του δώσουμε λίγο χρόνο για να συνηθίσει στην ιδέα». Ο Ρό-
μπερτ χαμογέλασε με νόημα.
«Όχι πολύ, όμως».
Κεφάλαιο 16

Η γαμήλια τελετή ήταν απλή και τελέστηκε από τον στρατιωτικό ιερέα
μπροστά σε λίγους μάρτυρες. Ο Φάλκονμπριτζ έφτασε νωρίς μαζί με
τον Μπρούντνελ και άρχισε να βηματίζει με αδημονία στο διάδρομο
έξω από το παρεκκλήσι. Όσο περνούσε η ώρα και η νύφη δεν εμφανι-
ζόταν, το στομάχι του σφιγγόταν όλο και περισσότερο. Τέλος, έκλεισε
τα μάτια του και πήρε μια βαθιά ανάσα.
Μήπως κάτι δεν πήγαινε καλά;
«Θα έρθει, Ρόμπερτ».
«Ναι, φυσικά».
«Είναι προνόμιο της νύφης να αργεί στο γάμο της».
«Το ξέρω».
«Τότε σταμάτα να λιώνεις αυτές τις πέτρες και πάμε μέσα».
Οι δυο φίλοι διέσχισαν το διάδρομο και πήγαν να πάρουν τις θέσεις
τους. Τριγύρω οι καλεσμένοι χαμογελούσαν, ο Ρόμπερτ όμως έβλεπε
μόνο θολά πρόσωπα. Ο λαιμός του ήταν ξερός και με δυσκολία δια-
τηρούσε την ψυχραιμία του.
Ξάφνου άκουσαν πίσω τους ένα θόρυβο, πνιχτά επιφωνήματα και
μουρμουρητά. Οι δυο άντρες γύρισαν. Και έμειναν άφωνοι.
«Χριστέ μου», ψιθύρισε ο Μπρούντνελ. «Τυχεράκια...»
Ο Φάλκονμπριτζ κοίταξε τη Σαμπρίνα με κομμένη την ανάσα. Το
βλέμμα του αποτύπωσε στο νου του κάθε λεπτομέρεια της γυναίκας η
οποία προχωρούσε προς το μέρος του, ελαφρά γερμένη στο μπράτσο
του πατέρα της. Όλα επάνω της ήταν τέλεια· από το μακρύ λευκό νυ-
φικό από σατέν και δαντέλα, τα μαργαριτάρια που κοσμούσαν τα αυ-
τιά και το λαιμό της, ως τα μεταξωτά λουλούδια ανάμεσα στις χρυσές
μπούκλες της και το μικρό μπουκέτο από κόκκινα τριαντάφυλλα που
κρατούσε.
Η καρδιά του Ρόμπερτ φούσκωσε από αγάπη και περηφάνια. Ξανα-
βρίσκοντας το κουράγιο του έκανε μερικά βήματα μπροστά να τη συ-
ναντήσει.
Από τα καθίσματα των καλεσμένων, ο Ουέλινγκτον παρακολου-
θούσε την τελετή. «Όμορφο ζευγάρι», σχολίασε.
Δίπλα του ο Άλμπερμαρλ έγνεψε καταφατικά. «Είναι πράγματι, λόρδε
μου».
«Σπουδαίος άνθρωπος αυτός ο Φάλκονμπριτζ».
«Αναμφισβήτητα, λόρδε μου. Εγώ πάντα το έλεγα».
Η τελετή ήταν απλή και συνοπτική, μια σύντομη ανταλλαγή όρκων και
μετά ο γαμπρός πέρασε τη βέρα στο δάχτυλο της νύφης. Κοιτάχτηκαν
και χαμογέλασαν.
«Μπορείς να φιλήσεις τη νύφη», είπε ο ιερέας.
Ο Ρόμπερτ Φάλκονμπριτζ τράβηξε τη γυναίκα του στην αγκαλιά του
και για μια στιγμή κοίταξε το πρόσωπό της. Ύστερα έσκυψε και ακού-
μπησε τα χείλη του πάνω στα δικά της.
Η Σαμπρίνα έκλεισε τα μάτια της. Για μια στιγμή ένιωσε να μεταφέ-
ρεται σε μια άλλη διάσταση, μακριά από την πραγματικότητα. Όμως η
ζεστασιά των χεριών του άντρα της, η μυρωδιά και το άγγιγμά του
ήταν αληθινά. Όπως και η φλόγα του πάθους που άναψε μέσα της το φι-
λί του.
Γύρω της ακούγονταν συγχαρητήρια και ευχές. Εκείνη ένιωσε το χέρι
του Ρόμπερτ να σφίγγει το δικό της.
«Πηγαίνουμε, κυρία Φάλκονμπριτζ;»
***
Ο συνταγματάρχης Άλμπερμαρλ είχε οργανώσει ένα γαμήλιο γεύμα
σε μια αίθουσα δίπλα στο εστιατόριο των αξιωματικών, όπου μπο-
ρούσαν να φιλοξενηθούν ένας μεγαλύτερος αριθμός φίλων και συνα-
δέλφων. Αρκετοί από τους συναδέλφους του Φάλκονμπριτζ είχαν κα-
ταφέρει να ξεκλέψουν μερικές ώρες από τα καθήκοντά τους και τώρα
συνωστίζονταν γύρω από τους νεόνυμφους, δίνοντας ευχές και απευ-
θύνοντας αμέτρητα κομπλιμέντα στη Σαμπρίνα.
Ο σύζυγός της χαμογελούσε περήφανος και, βλέποντας πως δεν είχε
καμία ελπίδα να διεκδικήσει την προσοχή της προς το παρόν, έστρεψε
τη δική του προς τον Ραμόν, ο οποίος καθόταν μαζί με τον Λουίς και τη
Χασίντα. Και οι τρεις τους τον συγχάρηκαν, ενώ ο Λουίς δάκρυσε συγκι-
νημένος.
«Συγχωρήστε με. Πάντα κλαίω στους γάμους».
«Υποθέτω πως το καλεί η παράδοση», είπε ο Φάλκονμπριτζ χαμογε-
λώντας κι ύστερα γύρισε στον Ραμόν. «Υπάρχει κάτι που θα ήθελα να σε
ρωτήσω, αν μπορώ».
Ο Ραμόν ένευσε καταφατικά. «Μπορείτε».
«Πώς έπεισες τον Ελ Κουτσίγιο να μας βοηθήσει;»
Για μια στιγμή ο Ραμόν έμεινε σιωπηλός. Έπειτα χαμογέλασε αδιό-
ρατα. «Μου χρωστούσε μια χάρη».
«Απ’ ό,τι κατάλαβα, τον γνώριζες από καιρό».
«Γνωριζόμαστε χρόνια εκείνος κι εγώ. Μεγαλώσαμε στο ίδιο χωριό».
«Ήσαστε λοιπόν παλιοί φίλοι».
«Δεν υπήρξαμε ποτέ φίλοι. Θα μπορούσα να πω μάλιστα ότι αντιπα-
θούσαμε ο ένας τον άλλον. Σαν παιδιά καβγαδίζαμε πολύ, αλλά μετά
την εφηβεία μας αποκτήσαμε κάποιον αμοιβαίο σεβασμό». Ο Ραμόν
σώπασε για μια στιγμή. «Ύστερα, μια μέρα το σπίτι του έπιασε φωτιά και
μέσα παγιδεύτηκαν η μητέρα και η αδερφή του. Εγώ δούλευα εκεί κοντά
και είδα τον καπνό. Όταν πλησίασα και άκουσα τις κραυγές, μπήκα στο
σπίτι και κατάφερα να βγάλω έξω τις δύο γυναίκες».
«Κι έτσι γίνατε φίλοι;»
«Όχι ακριβώς. Όμως εκείνος θεώρησε την πράξη μου σαν μια θεία
επέμβαση και κατά συνέπεια ένιωσε υποχρεωμένος απέναντί μου. Πή-
γε στη εκκλησία και έδωσε όρκο πως μια μέρα θα ξεπλήρωνε το χρέος
του».
«Πότε έγιναν όλα αυτά;»
«Πριν είκοσι χρόνια».
«Έχει γερή μνήμη».
«Το ίδιο κι εγώ».
«Ο χρόνος δεν επηρεάζει τις υποσχέσεις που δίνουμε», είπε η Χασί-
ντα. «Όποιος παραβαίνει τον όρκο του ατιμάζει τον εαυτό του και
την οικογένειά του. Και βάζει σε κίνδυνο την αθανασία της ψυχής
του».
«Έτσι είναι», συμφώνησε ο Ραμόν. «Πάνω απ’ όλα, όμως, ο Ελ Κου-
τσίγιο μισεί τους Γάλλους μ το ίδιο πάθος που αγαπάει τις μάχες. Ποτέ
δε θα έχανε τέτοια ευκαιρία».
«Όποιο κι αν ήταν το κίνητρό του», είπε γελώντας ο Φάλκον-
μπριτζ, «χαίρομαι πολύ για την επέμβασή του».
Από την απέναντι πλευρά, η Σαμπρίνα είδε τη μικρή παρέα και χαμο-
γέλασε. Γύρω της τα γέλια κα τα αστεία έρεαν όπως και το κρασί. Ακόμα
κι ο πατέρας της χαμογελούσε κι έβαζε τα δυνατά του να φαίνεται πρό-
σχαρος, αν και εκείνη ήξερε πως μέσα του ήταν θλιμμένος.
«Δε χρειάζεται να ανησυχείς για μένα», του είπε. «Στ’ αλήθεια πα-
ντρεύτηκα τον καλύτερο άντρα του κόσμου».
«Δε θα μπορούσα να σε αποχωριστώ, καλή μου, αν δεν το πίστευα αυ-
τό».
Ο Τζον Χάντλι και ο Φάλκονμπριτζ είχαν συμπαθήσει ο ένας τον άλ-
λον και, πολυταξιδεμένοι κα διαβασμένοι καθώς ήταν και οι δύο, είχαν
αρκετά κοινά στοιχεία για να μπορούν να κουβεντιάζουν με άνεση.
Ο συνταγματάρχης Άλμπερμαρλ πλησίασε κι αυτός να δώσει τις ευ-
χές του στον Ρόμπερτ και ο δύο άντρες έσφιξαν τα χέρια με εγκαρδιό-
τητα.
«Να την προσέχεις, αγόρι μου».
«Αυτό σκοπεύω να κάνω, κύριε».
«Και να την κάνεις ευτυχισμένη».
«Υπόσχομαι να βάλω τα δυνατά μου».
«Το καλό που σου θέλω».
«Ξέρω. Συνεχίζω να εκτιμώ τη σωματική μου ακεραιότητα για να το
διακινδυνεύσω». Ο συνταγματάρχης χαμογέλασε πλατιά. «Νομίζω πως
εμείς οι δύο καταλαβαινόμαστε».
Το γεύμα συνεχίστηκε σε ευχάριστη ατμόσφαιρα κι αργότερα εκφω-
νήθηκαν οι απαραίτητες προπόσεις προς τιμήν των νεονύμφων. Τότε,
εντελώς αναπάντεχα, ο λόρδος Ουέλινγκτον σηκώθηκε να πάρει το λό-
γο.
«Δε θα επαναλάβω τις ευχές των υπολοίπων, τις οποίες συμμερίζομαι
ανεπιφύλακτα. Απομένει σ’ εμένα να σου δώσω αυτό». Έβγαλε ένα χο-
ντρό πακέτο με υπηρεσιακά έγγραφα από την τσέπη του σακακιού του
και τα έδωσε στο γαμπρό. «Συγχαρητήρια, αντισυνταγματάρχη Φάλκον-
μπριτζ».
Για μια στιγμή επικράτησε σιωπή κι ύστερα στην αίθουσα ξέσπασαν
ζητωκραυγές. Μαζεύοντας το κουράγιο του, ο αποδέκτης της προαγω-
γής σηκώθηκε και έσφιξε το χέρι του αρχηγού της εκστρατείας.
«Πραγματικά δεν ξέρω τι να πω, λόρδε μου, εκτός από το να σας ευχα-
ριστήσω».
Ο Ουέλινγκτον ανασήκωσε το ένα φρύδι του. «Θα ευχηθείς να μη με
είχες ευχαριστήσει όταν θα κάνουμε την έφοδό μας στη Σαλαμάνκα.
Στο μεταξύ έχεις τρεις μέρες για να τις περάσεις μαζί με την όμορφη
γυναίκα σου. Είναι διαταγή».
«Μάλιστα, λόρδε μου».
Η Σαμπρίνα ένιωσε να πετάει από χαρά. Ποτέ δε θα μπορούσε να
προβλέψει μια τέτοια εξέλιξη Τρεις μέρες! Ο άντρας της την πήρε
στην αγκαλιά του και της έδωσε ένα ηχηρό φιλί. Εκείνη του χαμογέ-
λασε με μάτια που έλαμπαν.
«Συγχαρητήρια, Ρόμπερτ. Είμαι πολύ περήφανη για σένα».
«Δε θα τα κατάφερνα χωρίς εσένα».
«Φοβάμαι πως από στιγμή σε στιγμή θα ξυπνήσω και θα ανακαλύψω
πως όλα ήταν ένα όνειρο».
«Δεν είναι όνειρο, αγάπη μου, αλλά το ξεκίνημα της καινούριας ζωής
μας».
Η Σαμπρίνα ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και τον φίλησε
απαλά στα χείλη. Ξαφνικά ο Ρόμπερτ δεν έβλεπε την ώρα να βρεθεί
μόνος μαζί της. Το φιλί, το άρωμά της, η ζεστασιά του χαμόγελού
της επιδρούσαν στο κεφάλι του σαν κρασί.
«Φαίνεσαι σκεφτικός», του είπε εκείνη παρατηρώντας την έκφρασή
του.
«Πράγματι. Θα με έκλειναν στη φυλακή οι σκέψεις που κάνω αυτή τη
στιγμή».
«Είναι τόσο κακές;»
«Δε λες τίποτα».
Ο υπαινιγμός έβαλε φωτιά στη φαντασία της και η επίγνωση πως σε
λίγο θα μοιραζόταν το κρεβάτι του πρόσθεσε λίγη ακόμα έξαψη στην
ευτυχέστερη ημέρα της ζωής της.
***
Τελικά άργησαν αρκετά να επιστρέψουν στο σπίτι. Όταν επιτέλους
έφτασαν στο άδυτο της κρεβατοκάμαρας της Σαμπρίνα, κλείδωσαν πί-
σω τους την πόρτα. Ο Ρόμπερτ την πήρε στην αγκαλιά του και τη φίλη-
σε με πάθος.
«Ήθελα όλη μέρα να το κάνω αυτό. Αυτό και άλλα πολλά».
Τα πράσινα μάτια της τον κοίταξαν δήθεν αθώα. «Μπα; Τι άλλα δηλα-
δή;»
Χωρίς ούτε στιγμή να πάρει το βλέμμα του από το πρόσωπό της,
εκείνος έβγαλε το σακάκι, τη γραβάτα και το πουκάμισό του και τα έρι-
ξε πάνω σε μια καρέκλα. Στη θέα του γεροδεμένου κορμιού που αποκα-
λύφτηκε μπροστά της, η αναπνοή της Σαμπρίνα κόπηκε.
Ο Ρόμπερτ την πλησίασε και άρχισε να ανοίγει ένα ένα τα μικρά
κουμπιά του νυφικού της. Όταν τέλειωσε, το κατέβασε από τους ώ-
μους της και μετά το άφησε να πέσει γύρω από τα πόδια της στο πά-
τωμα. Η Σαμπρίνα έκανε ένα βήμα πιο πέρα και στάθηκε ακίνητη όσο ο
άντρας της την απάλλασσε από το μεσοφόρι της και αφαιρούσε τις
φουρκέτες που συγκρατούσαν τα μαλλιά της.
Εκείνη ένιωσε τα δάχτυλά του ανάμεσα στις μπούκλες της και τα
χείλη του να ανοίγουν ένα μονοπάτι από το γυμνό ώμο της ως το
λαιμό, τον αυχένα και το λοβό του αυτιού της. Εκεί έμειναν για λίγο,
παίζοντας, για να στείλουν ένα ηδονικό ρίγος κατά μήκος της σπον-
δυλικής της στήλης. Μετά ο Ρόμπερτ την έσφιξε πάνω του και κάλυψε
το στόμα της με το δικό του και το στήθος της με την παλάμη του, κάτω
από τον κορσέ της.
Η Σαμπρίνα αφέθηκε να την παρασύρει το πάθος του άντρα της.
Δεν ένιωθε κανένα φόβο ούτε αποστροφή καθώς τα δάχτυλά του κύ-
κλωναν τη θηλή της, ξεσηκώνοντας τις αισθήσεις της, και τα χείλη του
τρυγούσαν τα δικά της.
Τα χέρια της διέτρεξαν τους δυνατούς μυς της πλάτης του και τον
τράβηξαν ακόμα πιο κοντά της. Ένιωσε τη διέγερσή του πάνω στην
κοιλιά της και μια φωτιά άναψε χαμηλά στην ήβη της. Εκείνος χάιδεψε
την τρυφερή επιδερμίδα του εσωτερικού των μηρών της, στο σημείο
που τελείωνε ο κορσές της, προκαλώντας πρωτόγνωρα ρίγη ηδονής σ’
όλο της το κορμί. Ύστερα τα δάχτυλά του ανέβηκαν πιο ψηλά, ανάμεσα
στα πόδια της, στην υγρή έξαψη που συνάντησε εκεί. Άκουσε το πνιχτό
βογκητό της και συνέχισε να χαϊδεύει, να προκαλεί, ώσπου το ρίγος
που διαπέρασε το κορμί της βρήκε απάντηση στην αντίδραση του δι-
κού του κορμιού.
Με το ένα χέρι του ο Ρόμπερτ αγκάλιασε τη Σαμπρίνα από τη μέση,
ενώ περνούσε το άλλο κάτω από τα γόνατά της ώστε να τη σηκώσει
στη αγκαλιά του. Έτσι, τη μετέφερε και την απόθεσε στο κρεβάτι. Α-
παλλάχτηκε κι απ’ τα υπόλοιπα ρούχα του και ξάπλωσε δίπλα της για
να συνεχίσει αυτό που είχε αρχίσει. Χαλάρωσε τα κορδόνια του κορσέ
της και προσεκτικά τον ανέβασε και τον πέρασε πάνω από το κεφάλι
της. Μετά κοίταξε λαίμαργα το γυμνό κορμί της.
«Είσαι πολύ όμορφη!»
Η αμεσότητα της γύμνιας της πάνω στη δική του συνάρπασε και σο-
κάρισε συνάμα τη Σαμπρίνα όταν εκείνος ήρθε από πάνω της. Τα χά-
δια του πυροδοτούσαν τον πόθο της και ο σφυγμός της επιταχύνθη-
κε όταν τον ένιωσε να μπαίνει αργά μέσα της. Ο ξαφνικός πόνος της
δημιούργησε ένα στιγμιαίο πανικό και ενστικτωδώς προσπάθησε να
απωθήσει τον Ρόμπερτ. Με ατελείωτη υπομονή εκείνος την καθησύ-
χασε και, όταν η άβολη αυτή στιγμή πέρασε, μπήκε πιο βαθιά μέσα
της και άρχισε να κινείται πιο ζωηρά.
Η Σαμπρίνα συγκλονίστηκε από ρίγη απίστευτης ηδονής και ανασή-
κωσε ενστικτωδώς τα γόνατά της, αγκαλιάζοντάς τον με τις γάμπες της
και παραδίδοντας τον εαυτό της σ’ αυτή τη συγκλονιστική κλιμάκωση
του πόθου.
Ο Ρόμπερτ την ένιωσε να ριγεί αλλά συγκράτησε την ορμή του, μη
θέλοντας με κανέναν τρόπο να την τρομάξει ή να την κάνει να τον
αποστραφεί. Απόψε η Σαμπρίνα θα γνώριζε μόνο την ηδονή στην α-
γκαλιά του.
Σταμάτησε να κινείται για μια δυο στιγμές, κάνοντάς τη να περιμέ-
νει. Εκείνη στριφογύριζε, λαχάνιαζε, έσφιγγε τα μπράτσα του και τον
κοιτούσε με μάτια που είχαν σκουρύνει σαν σμαράγδια από το πάθος.
Τότε μόνο ο Ρόμπερτ άρχισε ξανά να κινείται μέσα της, πρώτα αργά,
ύστερα πιο ζωηρά σ’ έναν όλο και πιο σταθερό ρυθμό. Όταν άκουσε
την κραυγή του οργασμού της, η αυτοσυγκράτησή του διαλύθηκε με-
μιάς και ακολούθησε τη Σαμπρίνα στην κορύφωση, νομίζοντας πως η
καρδιά του θα σταματήσει. Για λίγη ώρα έμεινε μέσα της, μη θέλοντας
να δώσει τέλος στην υπέροχη στιγμή. Ύστερα χαμήλωσε και στηρίχτηκε
στα μπράτσα του λαχανιάζοντας, σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό
του, αποτραβήχτηκε και ξάπλωσε βαριά δίπλα της.
Η Σαμπρίνα έμεινε ακίνητη, γεμάτη δέος γι’ αυτό που μόλις είχε συμ-
βεί, ένα θαύμα που όμοιό του δεν είχε ξαναζήσει. Έκλεισε τα μάτια της
και χαμογέλασε.
«Ήταν υπέροχο».
«Ναι», της απάντησε ο Ρόμπερτ. «Και θα γίνει ακόμα πιο υπέροχο».
Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε συνεχίζοντας να χαμογελά. «Κι άλλες κα-
κές σκέψεις;»
«Οι χειρότερες που μπορείς να φανταστείς».
Τα λόγια του δεν της έφερναν φόβο, μόνο μια γλυκιά προσμονή.
Κούρνιασε χορτασμένη στην αγκαλιά του και αποκοιμήθηκε. Εκείνος
έμεινε για λίγο ακόμα με τα μάτια του ανοιχτά, παρακολουθώντας τη
Σαμπρίνα να κοιμάται γαλήνια, απολαμβάνοντας τη θέα της. Μια
γλυκιά θαλπωρή πλημμύριζε την καρδιά και την ψυχή του γεμίζοντάς
τον με ελπίδα.
Τελικά, η ζωή τού είχε δώσει περισσότερα απ’ όσα ήλπισε ποτέ. Είχε
βρει ένα θησαυρό τον οποίο θα φύλαγε σαν τα μάτια του, επειδή χω-
ρίς τη γυναίκα του η ζωή του δε σήμαινε τίποτα. Προσέχοντας να μην
την ξυπνήσει, την έφερε πιο κοντά του και την κράτησε σφιχτά επάνω
του. Κι έτσι, αποκοιμήθηκε κι εκείνος, κρατώντας το μέλλον του στα χέ-
ρια του.
Περιεχόμενα
Σημείωμα της Συγγραφέως Κεφάλαιο 1
Κεφάλαιο 2 Κεφάλαιο 3 Κεφάλαιο 4 Κεφάλαιο 5 Κεφάλαιο 6 Κεφά-
λαιο 7 Κεφάλαιο 8 Κεφάλαιο 9 Κεφάλαιο 10 Κεφάλαιο 11 Κεφάλαιο 12
Κεφάλαιο 13 Κεφάλαιο 14 Κεφάλαιο 15 Κεφάλαιο 16

You might also like