Professional Documents
Culture Documents
the glass menagerie - ΜΟΝΟ ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ
the glass menagerie - ΜΟΝΟ ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ
TENNESSEE WILLIAMS
O γυάλινος κόσμος
Η ΣΥΝΘΗΚΗ
ΟΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ
ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
6
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
Διαμέρισμα των Ουίγκφιλντ, στο τυφλό κομμάτι του κτιρίου, μια ακόμη χαοτική
μάζα από διαμερίσματα-κελιά, που ανθίζουν σαν κακοφορμισμένες μυρμηγκιές στα
ασφυκτικά συνωστισμένα αστικά κέντρα, κυψέλες πληθυσμών με χαμηλό
εισόδημα, ενδεικτικές του ενστίκτου το οποίο καθοδηγεί αυτό το αχανές και
βαθύτατα καθυποταγμένο στρώμα της αμερικανικής κοινωνίας να απέχει από τη
ρευστότητα και τη διαφοροποίηση, να υπάρχει και να λειτουργεί ως μία
συγχωνευμένη μάζα αντανακλαστικών συμπεριφορών.
Το διαμέρισμα βλέπει σε ένα σοκάκι και μοναδικός τρόπος πρόσβασής του είναι η
έξοδος κινδύνου του κτιρίου, ένα δομικό στοιχείο που το αδιάφορο πλέον όνομά
του, σκάλα πυρασφάλειας, αποτελεί συμπτωματικά μια πινελιά ποιητικής αλήθειας,
καθώς όλα αυτά τα θεόρατα κτίρια κουφοκαίνε αιωνίως παραδομένα στις
αργοσάλευτες και αδιάλλακτες φλόγες της ανθρώπινης απόγνωσης. Η σκάλα
πυρασφάλειας είναι μπροστά μας, τη βλέπουμε - με άλλα λόγια, το πλατύσκαλο
του ορόφου και τα σκαλιά που ξεκινάνε από αυτό και οδηγούν κάτω, κάπου
χαμηλά.
Ο σκηνικός χώρος είναι μνήμη, γι’ αυτό και όχι νατουραλιστικός. Η μνήμη δε
διστάζει να καταχραστεί την ποιητική άδεια. Παραλείπει κάποιες λεπτομέρειες∙
άλλες είναι διογκωμένες ανάλογα με τη συναισθηματική αξία των αντικειμένων που
προσεγγίζει, μιας και η μνήμη συχνάζει κυρίως στην καρδιά. Το εσωτερικό, άρα,
είναι μάλλον αχνό και ποιητικό.
Με το άνοιγμα της αυλαίας, το κοινό αντικρίζει τον ολοσκότεινο, ζοφερό πίσω τοίχο
της οικίας Ουίνγκφιλντ. Αυτό το κτίριο και στις δυο πλευρές του έχει ανήλιαγα,
στενά σοκάκια που βγάζουν σε ωχρά φαράγγια με κουβαριασμένες μπουγάδες,
κάδους απορριμμάτων, κυκλωμένα από ένα δυσοίωνο αραβούργημα, τις γειτονικές
σκάλες πυρασφάλειας. Οι είσοδοι από τον έξω κόσμο και οι έξοδοι προς αυτόν
κατά τη διάρκεια του έργου γίνονται μόνο μέσα από αυτά τα πλαϊνά σοκάκια. Στο
τέλος του πρώτου μονολόγου του Τομ, ο συσκοτισμένος τοίχος της κατοικίας
σταδιακά γίνεται διάφανος και αποκαλύπτει το εσωτερικό του ισόγειου
διαμερίσματος των Ουίνγκφιλντ.
Πιο κοντά στο κοινό το καθιστικό, που εξυπηρετεί τη Λώρα και ως κρεβατοκάμαρα,
με τον πτυσσόμενο καναπέ να ανοίγει και να γίνεται το κρεβάτι της. Λίγο πιο πέρα,
η τραπεζαρία, με μια φαρδιά αψίδα (ή δεύτερη μπούκα) με διάφανα, ξεθωριασμένα
παραπετάσματα (ή δεύτερη αυλαία) να τη χωρίζουν από το καθιστικό. Σε μια
παλιομοδίτικη εταζέρα στο καθιστικό διακρίνονται δεκάδες διάφανα γυάλινα ζώα.
Μια μεγεθυμένη φωτογραφία του πατέρα κρέμεται στον τοίχο του καθιστικού,
αριστερά στην αψίδα. Είναι το πρόσωπο ενός πολύ αρρενωπού νεαρού με δίκοχο
πηλήκιο, στρατιωτάκου του Πρώτου Παγκόσμιου. Γοητευτικό χαμόγελο,
ακαταμάχητο χαμόγελο, σα να λέει: «Αυτό το χαμόγελο ήρθε για να μείνει.»
7
Στον τοίχο κρέμεται και κάτι άλλο, πλάι στη φωτογραφία, ένα διάγραμμα
εκμάθησης τυφλού συστήματος. Και ένα διάγραμμα με τους χαρακτήρες της
στενογραφίας. Μια ειδική, βαριά γραφομηχανή σε ένα τραπεζάκι ανάμεσα στα
διαγράμματα.
Το κοινό ακούει και βλέπει την αρχική σκηνή στην τραπεζαρία μέσα από τον
διάφανο τέταρτο τοίχο του κτιρίου και τα διάφανα παραπετάσματα από τούλι της
αψίδας. Όσο εξελίσσεται αυτή η αποκαλυπτική σκηνή ανεβαίνει αργά ο τέταρτος
τοίχος και χάνεται. Αυτός ο διάφανος εξωτερικός τοίχος δεν πρόκειται να κατέβει
ποτέ ξανά μέχρι το τέλος του έργου, κατά τη διάρκεια της τελικής ομιλίας του Τομ.
Ο αφηγητής είναι μια απροκάλυπτη σύμβαση του έργου. Χειρίζεται κατά βούληση
τις θεατρικές συμβάσεις, όπως αυτός κρίνει συμφέρον για τους στόχους του.
Ο Τομ μπαίνει, ντυμένος ναύτης του εμπορικού στόλου, βηματίζει νωχελικά προς
τη σκάλα πυρασφάλειας. Εκεί σταματάει και ανάβει ένα τσιγάρο. Απευθύνεται στο
κοινό.
ΤΟΜ:
[Η οικονομία κατέρρεε και αυτοί πάλευαν ψηλαφιστά να διαβάσουν τον
φλεγόμενο κώδικα της.]
[Μουσική αρχίζει να παίζει.]
ΤΟΜ: [Υποκλίνεται ελαφρά και αποσύρεται, για να εμφανιστεί ξανά λίγα λεπτά
αργότερα στη θέση του στο τραπέζι.]
ΑΜΑΝΤΑ [στον γιο της]
[Ο Τομ με επιμέλεια αφήνει κάτω το φανταστικό πιρούνι και απομακρύνει την
καρέκλα του από το τραπέζι.]
ΑΜΑΝΤΑ [ελαφρά την καρδία]
[Ο Τομ σηκώνεται και πηγαίνει προς το καθιστικό.]
[Σηκώνεται η Λώρα.]
8
[Ο Τομ κάνει νόημα να μπει Μουσική και ένα σποτ να φωτίσει την Αμάντα. Το
βλέμμα της υψώνεται, το πρόσωπο ακτινοβολεί, η φωνή γίνεται ζεστή και
ελεγειακή.]
[Επιγραφή: «Ou sont les neiges d’antan;»]
[Ο Τομ αφήνει έναν ακόμα στεναγμό. Η Λώρα τον κοιτάζει με ένα αχνό,
απολογητικό χαμόγελο. Η φωνή της κομπιάζει λίγο.]
ΣΚΗΝΗ ΔΥΟ
Στη σκοτεινή σκηνή η εικόνα των μπλε ρόδων φωτίζει το εκράν. Σταδιακά
εμφανίζεται η μορφή της Λώρα και σκοτεινιάζει το τούλι. Η Μουσική υποχωρεί.
ΑΜΑΝΤΑ [Πηγαίνει αργά στον καναπέ, βουλιάζει μέσα του και καρφώνει το
βλέμμα στη Λώρα.]
[Η Αμάντα κλείνει τα μάτια και χαμηλώνει το κεφάλι. Ακολουθεί μια παύση δέκα
δευτερολέπτων.]
ΑΜΑΝΤΑ [Ακολουθεί μια παύση ακόμα.]
[Η Αμάντα παίρνει μια βαθιά ανάσα, βγάζει πάλι το μαντήλι και εκτελεί το ίδιο
τελετουργικό όπως πριν.]
ΑΜΑΝΤΑ: [Διστάζει.]
[Η Λώρα παίρνει μια βαθιά ανάσα και σηκώνεται αδέξια όρθια. Πηγαίνει στο
γραμμόφωνο και το κουρδίζει με τη μανιβέλα.]
ΛΩΡΑ: [Αφήνει τη λαβή και επιστρέφει στη θέση της.]
ΑΜΑΝΤΑ [απογοητευμένη]
[Εικόνα στο εκράν: Ο Τζιμ ως ήρωας του λυκείου με ασημένιο κύπελλο.]
ΛΩΡΑ [Σηκώνει τον βαρύ τόμο από το τραπεζάκι με τα πόδια λιονταριού.]
ΑΜΑΝΤΑ [αφηρημένα]
ΑΜΑΝΤΑ [αφηρημένα]
[Εικόνα στο εκράν: Μπλε ρόδα.]
11
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΑ
[Εικόνα στο εκράν: Ένας νεαρός άντρας στην πόρτα ενός σπιτιού με
ανθοδέσμη.]
[Η σκηνή θαμπώνει.]
[Επιγραφή στο εκράν: «Λες να έχω έρωτα παράφορο με τα Υποδήματα
Κοντινεντάλ;»]
[Προτού επανέλθουν τα φώτα, ακούγονται οι άγριες φωνές του Τομ και της
Αμάντα. Λογομαχούν πίσω από τα παραπετάσματα. Μπροστά τους στέκεται η
Λώρα με σφιγμένες τις γροθιές και έκφραση πανικού. Μια καθαρή δέσμη φωτός
λούζει τη φιγούρα της καθόλη τη διάρκεια αυτής της σκηνής.]
ΑΜΑΝΤΑ [διαπεραστικά]
ΤΟΜ [έξαλλα]
ΤΟΜ [Λυγίζει μανιασμένα πάνω από την ισχνή κορμοστασιά της.]
[Δείχνει τη φωτογραφία του πατέρα του.]
[Κάνει να την προσπεράσει. Του αρπάζει το μπράτσο.]
13
ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
Το εσωτερικό του διαμερίσματος είναι σκοτεινό. Αχνό φως στο σοκάκι. Από κάποια
εκκλησία μια καμπάνα σε βαθύ τόνο σημαίνει πέντε η ώρα.
Ο Τομ εμφανίζεται πέρα μακριά στο σοκάκι. Μετά από κάθε τελετουργικό
αντιλάλημα της καμπάνας στον πύργο, εκείνος παίζει με μια ροκάνα ή ένα κρόταλο
σα να θέλει να εκφράσει τον μηδαμινό σπασμό του ανθρώπου μπροστά στην
προαιώνια εξουσία και το μεγαλείο του Υψίστου. Αυτή η δράση μαζί με την
αστάθεια των βημάτων του στον χώρο προδίδουν πως έπινε. Καθώς ανεβαίνει τα
λίγα σκαλιά της σκάλας πυρασφάλειας προς το πλατύσκαλο, εμφανίζεται η Λώρα
στο μπροστινό δωμάτιο με το νυχτικό της. Παρατηρεί πως το κρεβάτι του Τομ είναι
άδειο. Ο Τομ ψαρεύει από την τσέπη του το κλειδί, φανερώνοντας μέχρι να το βρει
μια ετερόκλητη συλλογή από αντικείμενα, ανάμεσά τους και μια πλημμύρα από
εισιτήρια κινηματογράφου παλιού τύπου (κουπόνια) και ένα άδειο μπουκάλι.
Τελικά βρίσκει το κλειδί, αλλά πάνω που είναι έτοιμος να το βάλει στην κλειδαριά,
του ξεγλιστράει από τα δάχτυλα. Ανάβει ένα σπίρτο και κουλουριάζεται μπροστά
στην πόρτα.
ΤΟΜ [πικρόχολα]
[Η Λώρα ανοίγει την πόρτα.]
ΛΩΡΑ [αθώα]
ΤΟΜ [Τραβάει από την πίσω τσέπη του ένα μαντήλι στα χρώματα του ουράνιου
τόξου. Λαμπυρίζει.]
[Έχει μπει μέσα στο σπίτι.]
[Σωριάζεται στο κρεβάτι και πιάνει να βγάζει τα παπούτσια.]
[Ξαπλώνει, μουγκρίζοντας.]
[Λες προς απάντησή του, η χαμογελαστή φωτογραφία του πατέρα αρπάζει φως. Η
σκηνή θαμπώνει.]
[Ακριβώς μετά, ακούγεται η καμπάνα της εκκλησίας να σημαίνει έξι. Με τον έκτο
χτύπο παίρνει μπρος το ξυπνητήρι στο δωμάτιο της Αμάντα και μετά από λίγο την
ακούμε να φωνάζει: «Σήκω και φέξε μας! Σήκω και φέξε μας! Λώρα, πήγαινε στον
αδελφό σου να του πεις να σηκωθεί και να μας φέξει!»]
ΤΟΜ [ανασηκώνεται αργά]
[Tο φως δυναμώνει.]
[Η Λώρα ξεγλιστράει στο μπροστινό δωμάτιο.]
ΛΩΡΑ:
[Βάζει ένα ασουλούπωτο τσόχινο καπέλο και με μια νευρική, σπαστική κίνηση το
τραβάει σφίγγοντας το στο κεφάλι, εκλιπαρώντας με το βλέμμα τον Τομ. Ορμάει
αδέξια για το παλτό της. Το παλτό ανήκε στην Αμάντα, είναι μεταποιημένο
πρόχειρα, τα μανίκια της πέφτουν πολύ κοντά.]
ΤΟΜ [ευγενικά]
ΤΟΜ [ευγενικά]
ΑΜΑΝΤΑ [με μεγάλο ενθουσιασμό]
16
ΤΟΜ [ευγενικά]
[Η Αμάντα μοιάζει σαστισμένη, μετά πληγωμένη. Στον δεύτερο γύρο της γνωστής
ανάκρισης, ο Τομ σκληραίνει ξανά και δυσφορεί. Η Αμάντα ολισθαίνει ξανά στην
αμφισβήτηση και τον τόνο της γκρίνιας.]
[Εικόνα στο εκράν: Ένα ιστιοφόρο με την πειρατική σημαία.]
ΤΟΜ [σηκώνεται]
ΑΜΑΝΤΑ [σπρώχνοντας τους ώμους του προς τα κάτω]
[Επιγραφή: «Σχέδια και προοπτικές.»]
[Ο Τομ εκτινάσσεται και πάει να αρπάξει το παλτό του. Είναι άσχημο και ογκώδες.
Φοράει σκούφο με ειδικά καλύμματα για τα αυτιά.]
[Το αρπάζει αγριεμένα από την ντουλάπα, το πετάει στο λαιμό του απότομα έτσι
ώστε να τυλιχτεί γύρω του και μετά το τραβάει και από τις δυο άκρες για να το
σφίξει.]
ΑΜΑΝΤΑ [αρπάζοντας το μπράτσο του – πολύ πιεστικά∙ μετά συνεσταλμένα]
ΣΚΗΝΗ ΠΕΝΤΕ
Είναι πρώτο σούρουπο σε μια ανοιξιάτικη νύχτα. Το δείπνο έχει μόλις ολοκληρωθεί
στο διαμέρισμα των Ουίνγκφιλντ. Η Αμάντα και η Λώρα, με ανοιχτόχρωμα
φορέματα, μαζεύουν τα πιάτα από το τραπέζι στην ημιφωτισμένη τραπεζαρία∙
κινήσεις επίσημες, σχεδόν σαν χορός ή τελετουργία, οι κινούμενες σιλουέτες τους
χλωμές και σιωπηλές σαν νυχτοπεταλούδες. Ο Τομ, με λευκό πουκάμισο και καλό
παντελόνι, σηκώνεται από το τραπέζι και πηγαίνει στην έξοδο κινδύνου.
ΤΟΜ [ευγενικά]
[Σηκώνεται. Η Αμάντα μένει με τη βούρτσα στο χέρι, κοιτώντας τον,
προβληματισμένη.]
[Κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέφτη και πηγαίνει στην πόρτα.]
ΑΜΑΝΤΑ [αιχμηρά]
ΤΟΜ: [Βγαίνει από την πόρτα με τη σίτα.]
ΑΜΑΝΤΑ [Τον ακολουθεί γρήγορα στην πόρτα.]
[Έχει φύγει. Η Αμάντα κοιτάζει ανήσυχη προς την κατεύθυνση που πήρε ο Τομ για
μια στιγμή. Μετά η ενεργητικότητα και η αισιοδοξία επιστρέφουν και
απομακρύνεται από την πόρτα, πλησιάζοντας τα παραπετάσματα.]
[Η Λώρα απαντάει από την κουζινούλα.]
ΣΚΗΝΗ ΕΞΙ
ΛΩΡΑ [πανικόβλητη]
ΑΜΑΝΤΑ [ανάλαφρα]
ΤΟΜ [Ξαναχτυπάει νευρικά. Ο Τζιμ σφυρίζει και ψάχνει τις τσέπες για ένα
τσιγάρο.]
ΑΜΑΝΤΑ [με πολλή, υπερβολική ευθυμία]
22
ΛΩΡΑ [Γυρνάει αδέξια και τρέχει στο μπροστινό δωμάτιο. Σταματάει ένα δεύτερο
μπροστά στο γραμμόφωνο. Μετά ασθμαίνει και εκσφενδονίζεται μέσα στα
παραπετάσματα σαν τρομαγμένο ελάφι.]
ΤΖΙΜ [χαμογελώντας]
ΤΖΙΜ [δύσπιστα]
[Η πόρτα της κουζινούλας ανοίγει δειλά και μπαίνει η Λώρα. Είναι εμφανώς
καταβεβλημένη, τα χείλη της τρέμουν, τα μάτια ορθάνοιχτα, ατενίζουν. Προχωράει
με αστάθεια προς το τραπέζι.]
[Επιγραφή: «Τρόμος!»]
[Έξω μια καλοκαιρινή μπόρα ξεσπάει από το πουθενά. Οι λευκές κουρτίνες στα
παράθυρα φουσκώνουν προς το εσωτερικό και ακούγεται ένα στενόχωρο
μουρμουρητό μέσα από το βαθύ μπλε σούρουπο.]
[Η Λώρα ξαφνικά παραπατάει∙ πιάνεται από μια καρέκλα με έναν αχνό στεναγμό.]
[Μπουμπουνητό. Βροντή.]
[Επιγραφή στο εκράν: «Αχ!»]
ΑΜΑΝΤΑ [Απεγνωσμένα.]
[Στον Τζιμ όσο ο Τομ βοηθάει την αδελφή του να ξαπλώσει στον καναπέ στο
24
σαλόνι.]
[Ο Τομ επιστρέφει στο τραπέζι.]
ΑΜΑΝΤΑ [Ρίχνει μια τρομαγμένη ματιά στον Τζιμ.]
[Ο Τομ την κοιτάζει αποσβολωμένος.]
[Σκύβουν τα κεφάλια∙ η Αμάντα ξεκλέβει μια νευρική ματιά στον Τζιμ. Στο σαλόνι,
η Λώρα, ξαπλωμένη στον καναπέ, σφίγγει το χέρι στα χείλη, για να συγκρατήσει
έναν λυγμό που πάει να την κατακύσει.]
[H σκηνή θαμπώνει.]
25
ΣΚΗΝΗ ΕΠΤΑ
συνεσταλμένα.]
ΤΖΙΜ [Σε βαθιά σκέψη ξετυλίγει μια τσίχλα και την κρατάει ψηλά στον αέρα.]
[Έρχεται παύση. Ο Τζιμ τής χαμογελάει.]
ΛΩΡΑ: [βιαστικά, από αμηχανία]
[Ξεροβήχει.]
[Η Λώρα δεν απαντάει και στη μακρά παύση που ακολουθεί ακούγεται μια αντρική
φωνή να τραγουδάει από τα παρασκήνια.]
[Το αποδέχεται στα χέρια του με ευλάβεια. Χαμογελούν και οι δυο με αφορμή το
βιβλίο εκφράζοντας τον αμοιβαίο θαυμασμό τους. Η Λώρα κουβαριάζεται πλάι του
και αρχίζουν να ξεφυλλίζουν σελίδες. Η συστολή της Λώρα λιώνει από τη ζεστασιά
του.]
ΤΖΙΜ [νοσταλγικά]
ΛΩΡΑ [εκστατικά]
ΤΖΙΜ [διαμαρτύρεται]
ΛΩΡΑ [ρίχνοντας το βλέμμα]
ΛΩΡΑ [Βγάζει το πρόγραμμα από την τελευταία σελίδα της επετηρίδας και του το
δείχνει.]
ΤΖΙΜ [αναπολώντας με φιλαρέσκεια]
ΛΩΡΑ [Κλείνει τρυφερά το βιβλίο στα γόνατά της.]
ΤΖΙΜ [Του το δίνει. Το υπογράφει. Ολοκληρώνει την υπογραφή κάνοντας ένα
καλλιγραφικό τίναγμα με το χέρι.]
ΛΩΡΑ [με δυσκολία]
ΛΩΡΑ [Σηκώνεται και ξαναβάζει το βιβλίο και το πρόγραμμα στο τραπέζι. Η φωνή
27
[Εκτελεί μερικές σαρωτικές στροφές μόνος του, μετά προσφέρει τα χέρια στη
Λώρα.]
ΛΩΡΑ [ξέπνοα]
ΤΖΙΜ [πιάνοντάς την με τα χέρια του]
ΛΩΡΑ [γελώντας ξέπνοα]
ΤΖΙΜ [Την παρασύρει στον χορό στριφογυρίζοντάς την.]
ΤΖΙΜ [Τη στριφογυρνάει στο δωμάτιο σε ένα αδέξιο βαλς.]
[Ξαφνικά σκοντάφτουν στο τραπέζι και το γυάλινο αντικείμενο που ήταν πάνω του
πέφτει στο πάτωμα. Ο Τζιμ σταματάει τον χορό.]
ΛΩΡΑ [Σκύβει για να το μαζέψει.]
ΛΩΡΑ [χαμογελώντας]
[Βάζουν και οι δυο τα γέλια.]
ΤΖΙΜ [Ξαφνικά σοβαρεύει.]
[Η φωνή του μαλακώνει και αρχίζει να κομπιάζει από το αυθεντικό συναίσθημα.]
[Η Λώρα από την ντροπή έχει χάσει τη μιλιά της.]
[Η Λώρα συγκατανεύει ντροπαλά, αποστρέφοντας το βλέμμα.]
[Η Λώρα αγγίζει τον λαιμό της και ξεροβήχει – στριφογυρίζει τον σπασμένο
μονόκερο στην παλάμη της. Η φωνή του μαλακώνει.]
[Μια παύση. Η Μουσική αναδύεται ελαφρά. Η Λώρα σηκώνει αργά το βλέμμα, με
απορία και κουνά αποφατικά το κεφάλι.]
[Η φωνή του γίνεται πιο βαθιά και βραχνή. Η Λώρα αποστρέφει το σώμα, τα
πρωτόγνωρα συναισθήματά της την κάνουν σχεδόν να σβήνει.]
[Εικόνα στο εκράν: Μπλε Ρόδα.]
[Η Μουσική αλλάζει.]
ΤΖΙΜ [Της πιάνει σφιχτά το χέρι.]
[Το χέρι του γλιστράει απαλά από το μπράτσο στον ώμο της ενώ η Μουσική
φουντώνει καταιγιστικά. Απροσδόκητα τη στριφογυρνάει και τη φιλάει στα χείλη.
Όταν την απελευθερώνει, η Λώρα βουλιάζει στον καναπέ με ένα αστραφτερό,
απορημένο ύφος. Ο Τζιμ οπισθοχωρεί και ψάχνει στην τσέπη του για τσιγάρο.]
[Επιγραφή στο εκράν: «Ένα ενθύμιο.»]
[Ανάβει το τσιγάρο, αποφεύγοντας το βλέμμα της. Ακούγεται μια ριπή από
κοριτσίστικα γέλια∙ είναι η Αμάντα στην κουζινούλα. Η Λώρα σηκώνεται αργά και
ανοίγει το χέρι της. Περιέχει ακόμα το σπασμένο γυάλινο ζωάκι. Το κοιτάζει με μια
στοργική, χαμένη έκφραση.]
[Σηκώνει το βλέμμα, χαμογελώντας, χωρίς να έχει ακούσει την ερώτηση. Εκείνος
κάθεται πλάι της μάλλον επιφυλακτικά. Τον κοιτάζει άφωνη - περιμένει. Αυτός
βήχει διακριτικά και απομακρύνεται μια ιδέα από εκείνη καθώς επεξεργάζεται την
29
ΤΖΙΜ [αβέβαια]
ΑΜΑΝΤΑ [Τινάζει το κεφάλι με μια ριπή γέλιου, χύνοντας λίγη λεμονάδα.]
ΑΜΑΝΤΑ [αφήνοντας την κανάτα]
ΤΖΙΜ [Πηγαίνει με αποφασιστικότητα να πάρει το καπέλο του. Η μπάντα στο
Πάρανταϊζ πιάνει ένα απαλό βαλς.]
ΤΖΙΜ [Σταματάει στον οβάλ καθρέφτη για να φορέσει το καπέλο του. Στρώνει
προσεκτικά το μπορ και τον τεπέ για να το κάνει να φανεί διακριτικά εντυπωσιακό.]
[Ο Τομ σπάει το ποτήρι του στο πάτωμα. Χυμάει στην έξοδο κινδύνου, βροντώντας
την πόρτα. Η Λώρα ουρλιάζει τρομαγμένη. Η μουσική από το νυχτερινό κέντρο
δυναμώνει. Ο Τομ στέκεται στη σκάλα, σφίγγοντας το κιγκλίδωμα. Το φεγγάρι
ξεπροβάλλει μέσα από τα σύννεφα της μπόρας, φωτίζοντας το πρόσωπό του.]
[Επιγραφή στο εκράν: «Κι έτσι αντίο... »]
[Ο τελικός μονόλογος του Τομ είναι χρονομετρημένος για να συμπίπτει με όσα
συμβαίνουν μέσα στο σπίτι. Βλέπουμε, σα να είναι πίσω από ηχομονωμένο γυαλί,
την Αμάντα να βγάζει έναν ανακουφιστικό λόγο στη Λώρα, που είναι σωριασμένη
στον καναπέ. Τώρα που δεν ακούγονται τα λόγια της Μητέρας, η γελοιότητά της
έχει χαθεί και γίνεται ευδιάκριτη η αξιοπρέπεια και η τραγική ομορφιά της. Τα
μαλλιά της Λώρα κρύβουν το πρόσωπό της μέχρι που, στο τέλος του μονολόγου,
σηκώνει το κεφάλι για να χαμογελάσει στη Μητέρα. Οι χειρονομίες της Αμάντα
31
είναι αργές και γεμάτες χάρη, σχεδόν χορευτικές, καθώς παρηγορεί την κόρη της.
Στο τέλος του λόγου της, ρίχνει μια ματιά στη φωτογραφία του πατέρα – μετά
αποσύρεται μέσα από τα παραπετάσματα. Στο τέλος του μονολόγου του Τομ, η
Λώρα σβήνει τα κεριά, ολοκληρώνοντας το έργο.]
[Η Λώρα σκύβει πάνω από τα κεριά.]
[Η Λώρα σβήνει τα κεριά.]