Download as doc, pdf, or txt
Download as doc, pdf, or txt
You are on page 1of 31

1

TENNESSEE WILLIAMS
O γυάλινος κόσμος

Ή Θηρία από γυαλί

ΜΟΝΟ ΟΙ ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ


2

Η ΣΥΝΘΗΚΗ

ΧΩΡΟΣ: Σοκάκι στο Σαιντ Λούις

Μέρος I. Προετοιμασία για τον Εκλεκτό Επισκέπτη


Μέρος II. Ο Εκλεκτός επισκέπτεται.

ΕΠΟΧΗ: Τώρα και Παρελθόν

ΟΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ

ΑΜΑΝΤΑ ΟΥΙΝΓΚΦΙΛΝΤ (η μητέρα)


Μια μικροκαμωμένη γυναίκα με αστείρευτη, αλλά πελαγωμένη ζωτικότητα
προσκολλημένη μανιασμένα σε κάτι άλλο, έναν χρόνο και έναν χώρο
διαφορετικό. Οι γραμμές του χαρακτήρα της πρέπει να πλαστούν με επιμέλεια,
να μην αντιγραφούν από μια στερεότυπη αίσθηση ενός τύπου. Δεν είναι
παρανοϊκή, η ζωή της έχει γίνει παράνοια. Στην Αμάντα πολλά είναι άξια για
θαυμασμό, πολλά για αγάπη και συμπόνια, άλλα τόσα για χλεύη και εμπαιγμό.
Το σθένος της είναι αδιαφιλονίκητο όσο και αυτός ο ιδιαίτερος ηρωισμός της∙
ας την κάνει φορές η επιπολαίοτητά της ασυναίσθητα απάνθρωπη, τούτο το
λεπτό σκαρί κρύβει τρυφερότητα.

ΛΩΡΑ ΟΥΙΝΓΚΦΙΛΝΤ (η κόρη της)


Η Αμάντα, μετά την αποτυχία της σε όποιο δεσμό αποπειράθηκε να χτίσει με
την πραγματικότητα, επιμένει να ζει και να τρέφεται με τις ψευδαισθήσεις της.
Η κατάσταση της Λώρα είναι ακόμα σοβαρότερη. Μια παιδική ασθένεια την
έχει αφήσει σακατεμένη, το ένα πόδι ελάχιστα πιο κοντό από το άλλο, να
υποστηρίζεται από νάρθηκα. Αυτό το ψεγάδι ας υπονοείται απλώς στην
σκηνική του παρουσίαση, δε χρειάζεται κάτι παραπάνω. Η ρήξη της Λώρα με
την πραγματικότητα, απόρροια της κατάστασής της, ολοένα επιδεινώνεται,
μέχρι που καταλήγει κομμάτι της ίδιας της συλλογής της, από γυαλί τόσο
εξαίσια εύθραυστο, που δεν πρέπει να μετακινείται ποτέ από το ράφι του.

ΤΟΜ ΟΥΙΝΓΚΦΙΛΝΤ (ο γιος της)


Και ο αφηγητής του έργου. Ποιητής που εργάζεται σε μια αποθήκη. Από τη
φύση του δεν είναι αμείλικτος, αλλά όταν πέφτεις σε παγίδα δεν έχεις άλλη
επιλογή παρά να δράσεις χωρίς οίκτο.

ΤΖΙΜ Ο ΚΟΝΟΡ (ο εκλεκτός επισκέπτης)


Ένας συμπαθητικός, συνηθισμένος, νεαρός άνδρας.
3

ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Ως «θέατρο μνήμης», ο Γυάλινος Κόσμος μπορεί να παρουσιαστεί με σπάνια


αυτονομία από τις συμβάσεις του είδους. Χάρη στα ιδιαιτέρως τρυφερά ή αίολα
υλικά του, εξαιρετικά σημαντικό ρόλο παίζουν οι ατμοσφαιρικές πινελιές και οι
λεπτές αποχρώσεις της σκηνοθετικής γραμμής. Ο Εξπρεσιονισμός, όπως και
όλες οι άλλες αντισυμβατικές τεχνικές στο δράμα, μόνο όταν πετύχουν έναν
στόχο δικαιώνονται και αυτός είναι το ζύγωμα μια ιδέα πιο κοντά στην αλήθεια.
Όταν ένα έργο επιστρατεύει αντισυμβατικές τεχνικές, δεν το κάνει, και επ’
ουδενί δε θα έπρεπε να το κάνει, ως υπεκφυγή από την ευθύνη του να
αντιμετωπίσει την πραγματικότητα, ή να ερμηνεύσει την εμπειρία∙ τουναντίον
αγωνίζεται πραγματικά, ή θα έπρεπε να αγωνίζεται, να ανακαλύψει έναν τρόπο
να την πλησιάσει εκ του σύνεγγυς - μια πιο διεισδυτική και δυναμική έκφραση
των πραγμάτων όπως αυτά είναι. Το κυριολεκτικό, νατουραλίστικο έργο με το
αυθεντικό ψυγείο Frigidaire και τα πραγματικά παγάκια, τους χαρακτήρες του
να μιλούν ακριβώς όπως μιλάει το κοινό, συνθηκολογεί με τον ακαδημαϊσμό
και προσδοκά να έχει τις ίδιες αρετές με μια φωτογραφική απεικόνιση. Οι
πάντες οφείλουν στις μέρες μας να γνωρίζουν την ασημαντότητα του
φωτογραφικού στην τέχνη: πως η αλήθεια, η ζωή, η πραγματικότητα είναι κάτι
οργανικό που η ποιητική φαντασία μπορεί να αναπαραστήσει ή να υπονοήσει,
ουσιαστικά, μόνο μέσα από τη μεταμόρφωση, μέσα από την αλλαγή σε άλλες
μορφές, πέρα από όσες είναι απλώς διαθέσιμες στον κόσμο των φαινομένων.
Αυτές οι παρατηρήσεις δεν προορίζονται για πρόλογος αποκλειστικά σε αυτό
το συγκεκριμένο έργο. Έχουν να κάνουν με τη σύλληψη ενός νέου, πλαστικού
θεάτρου, το οποίο πρέπει να αντικαταστήσει το εξαντλημένο θέατρο
ρεαλιστικών συμβάσεων, αν είναι το θέατρο να επανακτήσει την ζωτικότητά
του ως μέρος του πολιτισμού μας.

TO ΤΕΧΝΑΣΜΑ ΤΟΥ ΕΚΡΑΝ: Υπάρχει μόνο μία σημαντική διαφορά ανάμεσα


στην επίσημη εκδοχή του έργου και την ειδική έκδοση για ηθοποιούς και αυτή
είναι η παράλειψη στη δεύτερη ενός τεχνάσματος που συμπεριέλαβα με μεγάλες
επιφυλάξεις στην πρώτη. Αυτό το τέχνασμα ήταν η χρήση ενός εκράν όπου
προβάλλονταν σλάιντς με εικόνες ή τίτλους από έναν μαγικό φανό. Δε
μετανιώνω για την παράλειψη αυτού του τεχνάσματος στην πρώτη παραγωγή
του Μπρόντγουεη. Η εξαιρετική δύναμη της ερμηνείας της δεσποινίδας Τέηλορ
οδήγησε αρμονικά το ανέβασμα προς την απόλυτη απλότητα. Παρόλα αυτά,
θεωρώ πως θα ήταν ίσως ενδιαφέρον για κάποιους αναγνώστες να σχηματίσουν
μια εικόνα για τη σύλληψη αυτού του τεχνάσματος. Για αυτό το ενσωματώνω
στο προς δημοσίευση χειρόγραφο. Αυτές οι εικόνες και οι επιγραφές, καθώς
προβάλλονται από το βάθος, χαράζονται σε ένα τμήμα του τοίχου, κάπου
ανάμεσα στο καθιστικό και την τραπεζαρία, το οποίο πρέπει να δίνει την
αίσθηση πως δε διαφέρει από το γύρω του σκηνικό, όταν δεν χρησιμοποιείται
κατ’ αυτόν τον τρόπο.
4

Ο σκοπός του τεχνάσματος θα είναι μάλλον προφανής… τονίζει συγκεκριμένες


αξίες σε κάθε σκηνή. Κάθε σκηνή περιέχει ένα συγκεκριμένο σημείο (ή
περισσότερα), το πιο σημαντικό από όλα για τη δομή. Σε ένα επεισοδικό έργο,
όπως αυτό, η βασική δομή ή το νήμα της αφήγησης μπορεί να γίνουν
δυσδιάκριτα για το κοινό∙ η εντύπωση που θα δημιουργηθεί μπορεί να είναι
θραυσματική και όχι αρχιτεκτονική. Αυτό μπορεί να αποτελεί σφάλμα του
κειμένου από γραφής ή το κοινό να πάσχει από έλλειψη συγκέντρωσης. Η
επιγραφή ή η εικόνα στο εκράν θα ενισχύσουν την εντύπωση όσων
παρουσιάζονται απλώς υπαινικτικά στο κείμενο και θα επιτρέψουν το κύριο
σημείο να ειπωθεί πιο απλά και με μεγαλύτερη ελαφρύτητα από ό,τι αν η
ευθύνη βάραινε αποκλειστικά την εκφορά του λόγου. Πέρα από αυτή τη δομική
αξία, θεωρώ πως η οθόνη θα ασκήσει κάποια αναπόφευκτη συναισθηματική
έλξη, μάλλον νεφελώδη, αλλά εξίσου πολυσήμαντη. Ένας ευφάνταστος
παραγωγός ή σκηνοθέτης μπορεί να εφεύρει πολλές ακόμα χρήσεις για αυτό το
τέχνασμα, πέρα από όσες προτείνονται στο παρόν σενάριο. Οι δυνατότητες του
δεδομένου τεχνάσματος στην ουσία τους μου φαίνονται προσωπικά μέγιστες,
πολύ μεγαλύτερες από όσο αυτό το έργο, στη στιγμή του, θα μπορούσε ίσως να
εκμεταλλευτεί.

Η ΜΟΥΣΙΚΗ: Ένα ακόμα εξω -λογοτεχνικό εργαλείο για να υπογραμμίζονται


στοιχεία σε αυτό το έργο προσφέρει η χρήση της μουσικής. Μια μοναδική
μελωδία που επανέρχεται «Τα θηρία από γυαλί» χρησιμοποιείται για να τονίσει
τη συναισθηματική διάσταση των κατάλληλων χωρίων. Αυτή η μελωδία είναι
σα μουσική τσίρκου, όχι όταν βρίσκεσαι μέσα στην τέντα ή σε απόσταση
αναπνοής από την πομπή, αλλά όταν είσαι αρκετά μακριά και κατά πάσα
πιθανότητα οι σκέψεις σου είναι απασχολημένες σε κάτι άλλο. Υπό αυτά τα
δεδομένα, δείχνει να συνεχίζει σχεδόν ατέρμονα, υφαίνοντας με τη σαΐτα της
μία εδώ μία εκεί την αναστατωμένη σου συνείδηση∙ και τότε αναδεικνύεται ως η
πιο ανάλαφρη, η πιο λεπτεπίλεπτη μουσική αυτή στον κόσμο και ίσως, γιατί
όχι, και η πιο θλιμμένη. Εκφράζει τέλεια τον επιφανειακό παλμό της ζωής μέσα
από αυτή την υποδόρια γραμμή αμετάβλητης και ανείπωτης οδύνης. Όταν
περιεργάζεσαι ένα αντικείμενο από δεξιοτεχνικά πλεγμένο γυαλί, δύο πράγματα
σου έρχονται στο μυαλό: τι όμορφο που είναι και πόσο εύκολα μπορεί να
σπάσει. Και οι δυο τούτες ιδέες θα έπρεπε να υφανθούν στο λάιτ μοτίφ, που μια
κυριεύει το έργο και μια χάνεται απ’ αυτό σαν να το παρασύρει ένας άστατος
άνεμος. Λειτουργεί ως δίκτυο αναφορών, νήμα συνδετικό ανάμεσα στον
αφηγητή με τις προσωπικές συντεταγμένες του στον χώρο και τον χρόνο και το
θέμα της ιστορίας του. Ανάμεσα σε κάθε επεισόδιο επιστρέφει υπενθυμίζοντας
το συναίσθημα, τη νοσταλγία, τη θεμέλια λίθο του έργου. Είναι κατ’αρχήν η
μουσική της Λώρα, γι’ αυτό και αναδύεται επιτακτικά όταν το έργο εστιάζει
πάνω της και στην υπέροχη ευθραυστότητα του γυαλιού, το έμβλημά της.
ΤΟ ΦΩΣ: Το φως στο έργο δεν είναι νατουραλιστικό. Σε συνέπεια με την
ατμόσφαιρα της μνήμης, η σκηνή είναι αχνή. Δέσμες φωτός επικεντρώνονται
5

σε επιλεγμένες περιοχές ή ηθοποιούς, μερικές φορές σε αντίστιξη προς ό,τι


διεκδικεί το κέντρο. Λόγου χάρη, στη σκηνή της λογομαχίας ανάμεσα στον Τομ
και την Αμάντα, στην οποία η Λώρα δεν παίζει ενεργό ρόλο, το πιο πυκνό φως
λούζει τη δική της μορφή. Αυτό ισχύει και στη σκηνή του δείπνου, όπου η
σιωπηλή μορφή της στον καναπέ πρέπει να παραμείνει στο οπτικό κέντρο. Το
φως στη Λώρα πρέπει να είναι ξεχωριστό από το φως των άλλων, να κατέχει
αυτή την ιδιότυπη αμόλυντη καθαρότητα χαρακτηριστική στα πρώτα
θρησκευτικά πορτραίτα με αγίες ή παρθένους. Μια κάποια αντιστοιχία με το
φως στους εκκλησιαστικούς πίνακες, όπως του Ελ Γκρέκο, όπου οι φιγούρες
λάμπουν σε ατμόσφαιρες σχετικά ημιφωτισμένες, θα μπορούσε κάλλιστα να
προσφέρει λύσεις σε όλη τη διάρκεια του έργου. (θα επιτρέψει άλλωστε και την
πιο αποτελεσματική χρήση του εκράν.) Η απελευθερωμένη, ευφάνταστη χρήση
του φωτός μπορεί να έχει ανυπολόγιστη αξία καθώς προσφέρει μια ευέλικτη,
πλαστική ποιότητα σε έργα σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό στατικά από τη
φύση τους.

ΤΕΝΕΣΙ ΟΥΙΛΙΑΜΣ
6

ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ

Διαμέρισμα των Ουίγκφιλντ, στο τυφλό κομμάτι του κτιρίου, μια ακόμη χαοτική
μάζα από διαμερίσματα-κελιά, που ανθίζουν σαν κακοφορμισμένες μυρμηγκιές στα
ασφυκτικά συνωστισμένα αστικά κέντρα, κυψέλες πληθυσμών με χαμηλό
εισόδημα, ενδεικτικές του ενστίκτου το οποίο καθοδηγεί αυτό το αχανές και
βαθύτατα καθυποταγμένο στρώμα της αμερικανικής κοινωνίας να απέχει από τη
ρευστότητα και τη διαφοροποίηση, να υπάρχει και να λειτουργεί ως μία
συγχωνευμένη μάζα αντανακλαστικών συμπεριφορών.

Το διαμέρισμα βλέπει σε ένα σοκάκι και μοναδικός τρόπος πρόσβασής του είναι η
έξοδος κινδύνου του κτιρίου, ένα δομικό στοιχείο που το αδιάφορο πλέον όνομά
του, σκάλα πυρασφάλειας, αποτελεί συμπτωματικά μια πινελιά ποιητικής αλήθειας,
καθώς όλα αυτά τα θεόρατα κτίρια κουφοκαίνε αιωνίως παραδομένα στις
αργοσάλευτες και αδιάλλακτες φλόγες της ανθρώπινης απόγνωσης. Η σκάλα
πυρασφάλειας είναι μπροστά μας, τη βλέπουμε - με άλλα λόγια, το πλατύσκαλο
του ορόφου και τα σκαλιά που ξεκινάνε από αυτό και οδηγούν κάτω, κάπου
χαμηλά.

Ο σκηνικός χώρος είναι μνήμη, γι’ αυτό και όχι νατουραλιστικός. Η μνήμη δε
διστάζει να καταχραστεί την ποιητική άδεια. Παραλείπει κάποιες λεπτομέρειες∙
άλλες είναι διογκωμένες ανάλογα με τη συναισθηματική αξία των αντικειμένων που
προσεγγίζει, μιας και η μνήμη συχνάζει κυρίως στην καρδιά. Το εσωτερικό, άρα,
είναι μάλλον αχνό και ποιητικό.

Με το άνοιγμα της αυλαίας, το κοινό αντικρίζει τον ολοσκότεινο, ζοφερό πίσω τοίχο
της οικίας Ουίνγκφιλντ. Αυτό το κτίριο και στις δυο πλευρές του έχει ανήλιαγα,
στενά σοκάκια που βγάζουν σε ωχρά φαράγγια με κουβαριασμένες μπουγάδες,
κάδους απορριμμάτων, κυκλωμένα από ένα δυσοίωνο αραβούργημα, τις γειτονικές
σκάλες πυρασφάλειας. Οι είσοδοι από τον έξω κόσμο και οι έξοδοι προς αυτόν
κατά τη διάρκεια του έργου γίνονται μόνο μέσα από αυτά τα πλαϊνά σοκάκια. Στο
τέλος του πρώτου μονολόγου του Τομ, ο συσκοτισμένος τοίχος της κατοικίας
σταδιακά γίνεται διάφανος και αποκαλύπτει το εσωτερικό του ισόγειου
διαμερίσματος των Ουίνγκφιλντ.

Πιο κοντά στο κοινό το καθιστικό, που εξυπηρετεί τη Λώρα και ως κρεβατοκάμαρα,
με τον πτυσσόμενο καναπέ να ανοίγει και να γίνεται το κρεβάτι της. Λίγο πιο πέρα,
η τραπεζαρία, με μια φαρδιά αψίδα (ή δεύτερη μπούκα) με διάφανα, ξεθωριασμένα
παραπετάσματα (ή δεύτερη αυλαία) να τη χωρίζουν από το καθιστικό. Σε μια
παλιομοδίτικη εταζέρα στο καθιστικό διακρίνονται δεκάδες διάφανα γυάλινα ζώα.
Μια μεγεθυμένη φωτογραφία του πατέρα κρέμεται στον τοίχο του καθιστικού,
αριστερά στην αψίδα. Είναι το πρόσωπο ενός πολύ αρρενωπού νεαρού με δίκοχο
πηλήκιο, στρατιωτάκου του Πρώτου Παγκόσμιου. Γοητευτικό χαμόγελο,
ακαταμάχητο χαμόγελο, σα να λέει: «Αυτό το χαμόγελο ήρθε για να μείνει.»
7

Στον τοίχο κρέμεται και κάτι άλλο, πλάι στη φωτογραφία, ένα διάγραμμα
εκμάθησης τυφλού συστήματος. Και ένα διάγραμμα με τους χαρακτήρες της
στενογραφίας. Μια ειδική, βαριά γραφομηχανή σε ένα τραπεζάκι ανάμεσα στα
διαγράμματα.

Το κοινό ακούει και βλέπει την αρχική σκηνή στην τραπεζαρία μέσα από τον
διάφανο τέταρτο τοίχο του κτιρίου και τα διάφανα παραπετάσματα από τούλι της
αψίδας. Όσο εξελίσσεται αυτή η αποκαλυπτική σκηνή ανεβαίνει αργά ο τέταρτος
τοίχος και χάνεται. Αυτός ο διάφανος εξωτερικός τοίχος δεν πρόκειται να κατέβει
ποτέ ξανά μέχρι το τέλος του έργου, κατά τη διάρκεια της τελικής ομιλίας του Τομ.

Ο αφηγητής είναι μια απροκάλυπτη σύμβαση του έργου. Χειρίζεται κατά βούληση
τις θεατρικές συμβάσεις, όπως αυτός κρίνει συμφέρον για τους στόχους του.

Ο Τομ μπαίνει, ντυμένος ναύτης του εμπορικού στόλου, βηματίζει νωχελικά προς
τη σκάλα πυρασφάλειας. Εκεί σταματάει και ανάβει ένα τσιγάρο. Απευθύνεται στο
κοινό.

ΤΟΜ:
[Η οικονομία κατέρρεε και αυτοί πάλευαν ψηλαφιστά να διαβάσουν τον
φλεγόμενο κώδικα της.]
[Μουσική αρχίζει να παίζει.]

[Η φωνή της Αμάντα ακούγεται μέσα από τα παραπετάσματα.]


[Επιγραφή στο εκράν: «Ou sont les neiges.»]
[Ο Τομ διαχωρίζει τα παραπετάσματα και μπαίνει στην τραπεζαρία. Η Αμάντα και
η Λώρα κάθονται σε ένα τραπέζι με πτυσσόμενα φύλλα. Δείχνουν πως τρώνε με
χειρονομίες χωρίς πραγματικό φαγητό ή μαχαιροπήρουνα. Η Αμάντα μετωπικά στο
κοινό. Ο Τομ και η Λώρα σε προφίλ. Το εσωτερικό έχει φωτιστεί μαλακά και μέσα
από το τούλι βλέπουμε την Αμάντα και την Λώρα καθισμένες στο τραπέζι.]
ΑΜΑΝΤΑ [Φωνάζοντας]

ΤΟΜ: [Υποκλίνεται ελαφρά και αποσύρεται, για να εμφανιστεί ξανά λίγα λεπτά
αργότερα στη θέση του στο τραπέζι.]
ΑΜΑΝΤΑ [στον γιο της]
[Ο Τομ με επιμέλεια αφήνει κάτω το φανταστικό πιρούνι και απομακρύνει την
καρέκλα του από το τραπέζι.]
ΑΜΑΝΤΑ [ελαφρά την καρδία]
[Ο Τομ σηκώνεται και πηγαίνει προς το καθιστικό.]
[Σηκώνεται η Λώρα.]
8

[Ο Τομ παραμένει όρθιος με το τσιγάρο πλάι στα παραπετάσματα.]

ΑΜΑΝΤΑ [καθώς σηκώνεται, οι λέξεις της απηχούν έχουν νέγρικο ηχόχρωμα]

ΛΩΡΑ [καθώς κάθεται]


ΑΜΑΝΤΑ [πηγαίνοντας στην κουζινούλα, ανέμελα]
[Μπαίνει στην κουζινούλα.]

[Η Αμάντα επιστρέφει με ένα μπολ με επιδόρπιο].

ΤΟΜ [παραμένοντας στα παραπετάσματα]


[Εικόνα στο εκράν: Η Αμάντα κορίτσι σε μια βεράντα, καλωσορίζει επισκέπτες.]

[Ο Τομ συνεχίζει να στέκεται πλάι στα παραπετάσματα, αλλά εκείνη του


απευθύνεται σα να κάθεται στην κενή καρέκλα στο τραπέζι. Ο Τομ παίζει αυτή τη
σκηνή σα να διαβάζει από το σενάριο τα λόγια του.]

[Ο Τομ κάνει νόημα να μπει Μουσική και ένα σποτ να φωτίσει την Αμάντα. Το
βλέμμα της υψώνεται, το πρόσωπο ακτινοβολεί, η φωνή γίνεται ζεστή και
ελεγειακή.]
[Επιγραφή: «Ou sont les neiges d’antan;»]

ΛΩΡΑ [καθώς σηκώνεται]


ΑΜΑΝΤΑ: [Κινείται με νεύρο επιδεικτικά προς την κουζινούλα.]
[Ο Τομ πετάει κάτω το κείμενο και τινάζεται ολόκληρος με έναν αναστεναγμό.]
ΛΩΡΑ [μόνη στην τραπεζαρία]
ΑΜΑΝΤΑ [εμφανίζεται ξανά, ανέμελα]
[Η Αμάντα γελά και η Λώρα νευρικά την αντιγράφει. Ξεγλιστράει σαν φυγάς μέσα
από τα μισάνοιχτα παραπετάσματα και τα κλείνει ευγενικά πίσω της. Μια δεσμίδα
από πολύ καθαρό φως λούζει το πρόσωπό της σε αντίστιξη προς την ξεθωριασμένη
ταπισερί στις κουρτίνες πίσω της. Αχνά η Μουσική από τα «θηρία από γυαλί»
ακούγεται ενώ η Αμάντα συνεχίζει, ανάλαφρα.]

[Ο Τομ αφήνει έναν ακόμα στεναγμό. Η Λώρα τον κοιτάζει με ένα αχνό,
απολογητικό χαμόγελο. Η φωνή της κομπιάζει λίγο.]

[Η σκηνή σβήνει με τη μουσική από τα «θηρία από γυαλί».]


9

ΣΚΗΝΗ ΔΥΟ

Στη σκοτεινή σκηνή η εικόνα των μπλε ρόδων φωτίζει το εκράν. Σταδιακά
εμφανίζεται η μορφή της Λώρα και σκοτεινιάζει το τούλι. Η Μουσική υποχωρεί.

H Λώρα κάθεται σε μία φιλντισένια λεπτεπίλεπτη καρέκλα πλάι σε ένα τραπεζάκι


με λιονταρίσια πόδια. Είναι ντυμένη με ένα φόρεμα από μαλακό βιολετί υλικό όπως
αυτό που χρησιμοποιούν στα κιμονό – τα μαλλιά της είναι τραβηγμένα πίσω από το
μέτωπο με μια κορδέλα. Πλένει και γυαλίζει τη γυάλινη συλλογή της. Η Αμάντα
εμφανίζεται στα σκαλιά της σκάλας πυρασφάλειας. Στον ήχο της ανάβασής της, η
Λώρα πνίγει την ανάσα, εκτοξεύει μακριά το μπολ με τα μπιμπελό και κάθεται
αυστηρά μπροστά στο διάγραμμα με τα πλήκτρα της γραφομηχανής σα να της
έχουν κάνει μάγια. Κάτι έχει συμβεί στην Αμάντα. Είναι γραμμένο στο πρόσωπό της
καθώς σκαρφαλώνει στο πλατύσκαλο: η όψη της είναι βλοσυρή, απεγνωσμένη,
σχεδόν έχει περάσει τα όρια της λογικής. Φοράει ένα από αυτά τα φτηνά
υφασμάτινα παλτό, απομίμηση βελούδου με γιακά από απομίμηση γούνας. Το
καπέλο της είναι πέντε ή έξι ετών, ένα από αυτά τα φρικτά καπέλα κλος που
φορούσαν στο τέλος της δεκαετίας του είκοσι. Στα χέρια σφιχτοκρατάει ένα
πελώριο πορτοφόλι-φάκελο από μαύρη δερματίνη με νίκελ κλατς και τα αρχικά
της. Αυτό είναι το επίσημό της ρούχο, ό,τι συνήθως φοράει κάθε που πηγαίνει στις
συναντήσεις για τις Κόρες της Αμερικανικής Επανάστασης. Πριν μπει ρίχνει μια
ματιά μέσα. Σφίγγει τα χείλη, γουρλώνει τα μάτια, κοιτώντας τα ουράνια και
κουνάει το κεφάλι. Μετά, πολύ αργά, περνάει την πόρτα. Βλέποντας την έκφραση
της μητέρας της, η Λώρα αγγίζει τα χείλη με μια νευρική χειρονομία.

ΛΩΡΑ: [Κάνει μια αντανακλαστική χειρονομία προς το διάγραμμα στον τοίχο. Η


Αμάντα γέρνει πίσω προς την κλειστή πόρτα και κοιτάζει τη Λώρα με βλέμμα
ιερομάρτυρα.]
ΑΜΑΝΤΑ: [Αφαιρεί αργά το καπέλο και τα γάντια της, πάντα με το ίδιο
αφοπλιστικό βλέμμα πόνου. Αφήνει το καπέλο και τα γάντια να πέσουν στο
πάτωμα – ένα ψήγμα θεατρικότητας.]
ΛΩΡΑ [αμφιταλαντεύεται]
[Η Αμάντα ανοίγει αργά το πορτοφόλι της και ανασύρει ένα ντελικάτο λευκό
μαντηλάκι, το τινάζει με κομψότητα και με κομψότητα το αγγίζει στα χείλη και τα
ρουθούνια της.]

ΑΜΑΝΤΑ [αχνά, σχεδόν άηχα]


[Μετά με μεγαλύτερο σθένος.]
[Πλησιάζει αργά στον τοίχο και κατεβάζει το διάγραμμα με τα πλήκτρα της
γραφομηχανής. Το κρατάει μπροστά της για μια στιγμή, κοιτώντας το γλυκά και
μελαγχολικά – μετά δαγκώνει τα χείλη και το σκίζει σε δυο κομμάτια.]
ΛΩΡΑ [αχνά]
10

[Η Αμάντα επαναλαμβάνει την ίδια διαδικασία και με το διάγραμμα της


στενογραφίας.]

ΑΜΑΝΤΑ [Πηγαίνει αργά στον καναπέ, βουλιάζει μέσα του και καρφώνει το
βλέμμα στη Λώρα.]
[Η Αμάντα κλείνει τα μάτια και χαμηλώνει το κεφάλι. Ακολουθεί μια παύση δέκα
δευτερολέπτων.]
ΑΜΑΝΤΑ [Ακολουθεί μια παύση ακόμα.]

[Η Αμάντα παίρνει μια βαθιά ανάσα, βγάζει πάλι το μαντήλι και εκτελεί το ίδιο
τελετουργικό όπως πριν.]

ΑΜΑΝΤΑ: [Διστάζει.]

[Εικόνα στο εκράν: Ένα σμήνος από γραφομηχανές.]

[Κάνει παντομίμα με τα χέρια της ένα σουτιέν.]

[Η Λώρα παίρνει μια βαθιά ανάσα και σηκώνεται αδέξια όρθια. Πηγαίνει στο
γραμμόφωνο και το κουρδίζει με τη μανιβέλα.]
ΛΩΡΑ: [Αφήνει τη λαβή και επιστρέφει στη θέση της.]

[Εικόνα στο εκράν: Χειμωνιάτικη σκηνή σε ένα πάρκο.]

[Η Λώρα κατεβάζει το βλέμμα.]


[Ακολουθεί μια παύση. Ακούγεται ένας ψίθυρος εγχόρδων. Επιγραφή στο εκράν:
«Τα Ψίχουλα της Ευσπλαχνίας».]
ΑΜΑΝΤΑ [απεγνωσμένα παίζοντας με το πελώριο πορτοφόλι]
[Γελάει καταβεβλημένη.]
[Κάνει παύση.]
[Ξανακάνει παύση.]
[Η Λώρα στρίβει νευρικά τα χέρια της.]
ΛΩΡΑ: [Σηκώνεται.]
ΑΜΑΝΤΑ [με κάποιο ενδιαφέρον]

ΑΜΑΝΤΑ [απογοητευμένη]
[Εικόνα στο εκράν: Ο Τζιμ ως ήρωας του λυκείου με ασημένιο κύπελλο.]
ΛΩΡΑ [Σηκώνει τον βαρύ τόμο από το τραπεζάκι με τα πόδια λιονταριού.]
ΑΜΑΝΤΑ [αφηρημένα]
ΑΜΑΝΤΑ [αφηρημένα]
[Εικόνα στο εκράν: Μπλε ρόδα.]
11

ΑΜΑΝΤΑ: [Πετάγεται με μια σπίθα ανανεωμένης ζωτικότητας.]


[Η Λώρα αφήνει ένα αιφνιδιασμένο γέλιο γεμάτο αμφιβολία. Κάνει να αρπάξει
γρήγορα ένα γυάλινο αντικείμενο.]

ΑΜΑΝΤΑ [Πηγαίνει στη φωτογραφία.]


ΛΩΡΑ [σε τόνο απολογητικό και τρομαγμένο]
ΑΜΑΝΤΑ: [Ξαναστρέφεται στη φωτογραφία.]
[Η σκηνή σβήνει με την είσοδο της Μουσικής.]
12

ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΑ

Επιγραφή στο εκράν: «Μετά το φιάσκο-»

Ο Τομ μιλάει από το πλατύσκαλο.

[Εικόνα στο εκράν: Ένας νεαρός άντρας στην πόρτα ενός σπιτιού με
ανθοδέσμη.]

[Εικόνα στο εκράν: Το εξώφυλλο ενός περιοδικού μόδας.]


[Η Αμάντα μπαίνει με το τηλέφωνο και μακρύ καλώδιο. Φωτίζεται με σποτ στην
αχνή σκηνή.]

[Η σκηνή θαμπώνει.]
[Επιγραφή στο εκράν: «Λες να έχω έρωτα παράφορο με τα Υποδήματα
Κοντινεντάλ;»]
[Προτού επανέλθουν τα φώτα, ακούγονται οι άγριες φωνές του Τομ και της
Αμάντα. Λογομαχούν πίσω από τα παραπετάσματα. Μπροστά τους στέκεται η
Λώρα με σφιγμένες τις γροθιές και έκφραση πανικού. Μια καθαρή δέσμη φωτός
λούζει τη φιγούρα της καθόλη τη διάρκεια αυτής της σκηνής.]
ΑΜΑΝΤΑ [διαπεραστικά]

[Ο Τομ λύνεται στα γέλια.]


[Ο Τομ γελάει ακόμα πιο άγρια.]

ΑΜΑΝΤΑ [σχεδόν τσιρίζοντας]

[Ανοίγει βίαια τα παραπετάσματα. Η περιοχή της τραπεζαρίας φωτίζεται από μία


γκροτέσκα βαθυκόκκινη λάμψη. Τώρα βλέπουμε την Αμάντα∙ στα μαλλιά έχει
μεταλλικά μπικουτί και φοράει ένα παμπάλαιο μπουρνούζι, υπερβολικά φαρδύ για
το λεπτό κορμί της, κειμήλιο του άπιστου κυρίου Ουίνγκφιλντ. Η βαριά
γραφομηχανή τώρα βρίσκεται στο πτυσσόμενο τραπέζι, μαζί με ένα άγριο χάος από
χειρόγραφα. Ο διαπληκτισμός τους ξέσπασε μάλλον επειδή η Αμάντα διέκοψε τον
συγγραφικό οίστρο του Τομ. Μια καρέκλα είναι πεταμένη στο πάτωμα. Η πύρινη
λάμψη δημιουργεί στην οροφή σκιές από τις χειρονομίες τους.]
ΛΩΡΑ [απεγνωσμένα]
[Ο Τομ επιστρέφει πάλι κοντά της.]

ΤΟΜ [έξαλλα]
ΤΟΜ [Λυγίζει μανιασμένα πάνω από την ισχνή κορμοστασιά της.]
[Δείχνει τη φωτογραφία του πατέρα του.]
[Κάνει να την προσπεράσει. Του αρπάζει το μπράτσο.]
13

[Ο Τομ σκύβει προς το μέρος της, επισκιάζοντας τη μικροσκοπική φιγούρα της.


Αυτή υποχωρεί, ασθμαίνοντας.]
ΤΟΜ [Περνάει από μια σειρά από βίαιες, αδέξιες κινήσεις, αρπάζοντας το
πανωφόρι του, ορμώντας στην πόρτα κι ανοίγοντάς την διάπλατα με μανία. Οι
γυναίκες τον παρακολουθούν, έντρομες. Το χέρι του μπερδεύεται στο μανίκι του
παλτό του καθώς παλεύει να το φορέσει. Για μια στιγμή, μένει καθηλωμένος από το
ογκώδες ρούχο. Με ένα έξαλλο μουγκρητό γδέρνει το παλτό από πάνω του,
ξεσκίζοντας τον ώμο και πετώντας τον στην άλλη άκρη του δωματίου. Χτυπάει τη
γυάλινη συλλογή της Λώρα και ακούγεται γυαλί να θρυψαλίζεται. Η Λώρα
ουρλιάζει σα να λαβώθηκε.]
[Μουσική.]
[Επιγραφή: «Γυάλινα Θηρία.»]
ΛΩΡΑ [τσιριχτά]
[Καλύπτει το πρόσωπό της και το στρέφει αλλού.]
[Η Αμάντα ωστόσο είναι ακόμα άναυδη και σαστισμένη από το «σιχαμένη
μάγισσα» και δεν αντιλαμβάνεται το συμβάν. Τώρα ξαναβρίσκει τη δύναμη να
μιλήσει.]
ΑΜΑΝΤΑ [με απαίσια φωνή]
[Περνάει τα παραπετάσματα και τα κλείνει πίσω της. Ο Τομ μένει με τη Λώρα. Η
Λώρα κολλάει αδύναμα στο τζάκι με το πρόσωπό της απεστραμμένο. Ο Τομ την
κοιτάζει σαστισμένος για μια στιγμή. Μετά πηγαίνει στο ράφι. Πέφτει αδέξια στα
γόνατα για να μαζέψει τα πεσμένα γυαλιά, κοιτώντας τη Λώρα σα να ήθελε να της
μιλήσει αλλά να μην μπορεί.]
[Το μουσικό θέμα «Θηρία από γυαλί» μπαίνει κλεφτά στη σκηνή καθώς ο χώρος
θαμπώνει.]
14

ΣΚΗΝΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

Το εσωτερικό του διαμερίσματος είναι σκοτεινό. Αχνό φως στο σοκάκι. Από κάποια
εκκλησία μια καμπάνα σε βαθύ τόνο σημαίνει πέντε η ώρα.

Ο Τομ εμφανίζεται πέρα μακριά στο σοκάκι. Μετά από κάθε τελετουργικό
αντιλάλημα της καμπάνας στον πύργο, εκείνος παίζει με μια ροκάνα ή ένα κρόταλο
σα να θέλει να εκφράσει τον μηδαμινό σπασμό του ανθρώπου μπροστά στην
προαιώνια εξουσία και το μεγαλείο του Υψίστου. Αυτή η δράση μαζί με την
αστάθεια των βημάτων του στον χώρο προδίδουν πως έπινε. Καθώς ανεβαίνει τα
λίγα σκαλιά της σκάλας πυρασφάλειας προς το πλατύσκαλο, εμφανίζεται η Λώρα
στο μπροστινό δωμάτιο με το νυχτικό της. Παρατηρεί πως το κρεβάτι του Τομ είναι
άδειο. Ο Τομ ψαρεύει από την τσέπη του το κλειδί, φανερώνοντας μέχρι να το βρει
μια ετερόκλητη συλλογή από αντικείμενα, ανάμεσά τους και μια πλημμύρα από
εισιτήρια κινηματογράφου παλιού τύπου (κουπόνια) και ένα άδειο μπουκάλι.
Τελικά βρίσκει το κλειδί, αλλά πάνω που είναι έτοιμος να το βάλει στην κλειδαριά,
του ξεγλιστράει από τα δάχτυλα. Ανάβει ένα σπίρτο και κουλουριάζεται μπροστά
στην πόρτα.

ΤΟΜ [πικρόχολα]
[Η Λώρα ανοίγει την πόρτα.]

ΛΩΡΑ [αθώα]
ΤΟΜ [Τραβάει από την πίσω τσέπη του ένα μαντήλι στα χρώματα του ουράνιου
τόξου. Λαμπυρίζει.]
[Έχει μπει μέσα στο σπίτι.]
[Σωριάζεται στο κρεβάτι και πιάνει να βγάζει τα παπούτσια.]
[Ξαπλώνει, μουγκρίζοντας.]
[Λες προς απάντησή του, η χαμογελαστή φωτογραφία του πατέρα αρπάζει φως. Η
σκηνή θαμπώνει.]
[Ακριβώς μετά, ακούγεται η καμπάνα της εκκλησίας να σημαίνει έξι. Με τον έκτο
χτύπο παίρνει μπρος το ξυπνητήρι στο δωμάτιο της Αμάντα και μετά από λίγο την
ακούμε να φωνάζει: «Σήκω και φέξε μας! Σήκω και φέξε μας! Λώρα, πήγαινε στον
αδελφό σου να του πεις να σηκωθεί και να μας φέξει!»]
ΤΟΜ [ανασηκώνεται αργά]
[Tο φως δυναμώνει.]
[Η Λώρα ξεγλιστράει στο μπροστινό δωμάτιο.]

[Την κοιτάζει χωρίς να καταλαβαίνει.]


[Ικετευτικά.]
ΑΜΑΝΤΑ [φωνάζοντας από την κουζινούλα]
15

ΛΩΡΑ:
[Βάζει ένα ασουλούπωτο τσόχινο καπέλο και με μια νευρική, σπαστική κίνηση το
τραβάει σφίγγοντας το στο κεφάλι, εκλιπαρώντας με το βλέμμα τον Τομ. Ορμάει
αδέξια για το παλτό της. Το παλτό ανήκε στην Αμάντα, είναι μεταποιημένο
πρόχειρα, τα μανίκια της πέφτουν πολύ κοντά.]

ΑΜΑΝΤΑ [μπαίνοντας από την κουζινούλα]


ΛΩΡΑ [στην πόρτα]
[Ο Τομ αποστρέφει δύσθυμα το βλέμμα.]
ΛΩΡΑ [τρέχοντας έξω]
[Ένα δευτερόλεπτο αργότερα βγάζει μια κραυγή. Ο Τομ εκσφενδονίζεται προς την
πόρτα. Ο Τομ ανοίγει την πόρτα.]

ΑΜΑΝΤΑ [κρυφοκοιτάζοντας ανήσυχα από ενδιαφέρον]


[Κλείνει την πόρτα. Τώρα θυμάται πως δε μιλάει στον Τομ και επιστρέφει στο άλλο
δωμάτιο.]
[Καθώς ο Τομ πλησιάζει απρόθυμα για τον καφέ του, εκείνη του στρέφει την πλάτη
και στέκεται παγερά κοιτώντας από το παράθυρο τη ζοφερή γκρίζα κρύπτη του
φωταγωγού. Το φως πέφτει με ανελέητη ένταση στο πρόσωπό της, στα γερασμένα
αλλά παιδικά χαρακτηριστικά του: σατιρική αίσθηση, σαν χαλκογραφία του Ονορέ
Ντωμιέ.]
[Η μουσική του «Άβε Μαρία» ακούγεται απαλά.]
[Ο Τομ κοιτάζει ενοχικά αλλά δύσθυμα την αποτραβηγμένη της φιγούρα και ορμά
στο τραπέζι. Ο καφές είναι ζεματιστός∙ πίνει μια γουλιά, πνίγεται και τον φτύνει
πάλι μες στο φλιτζάνι. Όταν τον ακούει να πνίγεται, η Αμάντα κρατάει την ανάσα
και μισογυρνάει. Μετά συνειδητοποιεί τι έκανε και επιστρέφει στο παράθυρο. Ο
Τομ φυσάει τον καφέ του, κοιτώντας λοξά τη μητέρα του. Αυτή ξεροβήχει. Ο Τομ
ξεροβήχει επίσης. Πάει να σηκωθεί, βυθίζεται πάλι κάτω, ξύνει το κεφάλι, ξεροβήχει
ξανά. Η Αμάντα βήχει κανονικά. Ο Τομ σηκώνει το φλιτζάνι και με τα δυο χέρια για
να το φυσήξει, ενώ τα μάτια του κοιτούν μέσα από το χείλος του προς τη Μητέρα
του για αρκετές στιγμές. Μετά αργά αφήνει κάτω το φλιτζάνι. Αδέξια και
διστακτικά σηκώνεται από την καρέκλα.]
ΤΟΜ [βραχνά]
[Η Αμάντα παίρνει μια κοφτή ανάσα ανατριχιάζοντας ολόκληρη. Το πρόσωπό της
γίνεται γκροτέσκο. Αναλύεται σε δάκρια παιδικά.]

ΑΜΑΝΤΑ [με αναφιλητά]

ΤΟΜ [ευγενικά]
ΤΟΜ [ευγενικά]
ΑΜΑΝΤΑ [με μεγάλο ενθουσιασμό]
16

[Η ιδέα και μόνο της κόβει την ανάσα.]

ΤΟΜ [γυρνάει προς το μέρος της χαμογελώντας]


ΑΜΑΝΤΑ [Κάθεται.]
ΤΟΜ [ευγενικά]

[Ο Τομ αφήνει αργά το φλιτζάνι του.]


[Επιγραφή στο εκράν: «Λώρα». Μουσική: «Θηρία από γυαλί.»]
.
ΑΜΑΝΤΑ [ακουμπώντας το μανίκι του]
[Ο Τομ υψώνει το κεφάλι.]

ΤΟΜ [ευγενικά]

[Η Αμάντα μοιάζει σαστισμένη, μετά πληγωμένη. Στον δεύτερο γύρο της γνωστής
ανάκρισης, ο Τομ σκληραίνει ξανά και δυσφορεί. Η Αμάντα ολισθαίνει ξανά στην
αμφισβήτηση και τον τόνο της γκρίνιας.]
[Εικόνα στο εκράν: Ένα ιστιοφόρο με την πειρατική σημαία.]
ΤΟΜ [σηκώνεται]
ΑΜΑΝΤΑ [σπρώχνοντας τους ώμους του προς τα κάτω]
[Επιγραφή: «Σχέδια και προοπτικές.»]

ΑΜΑΝΤΑ [Κάνει παύση.]

[Ο Τομ εκτινάσσεται και πάει να αρπάξει το παλτό του. Είναι άσχημο και ογκώδες.
Φοράει σκούφο με ειδικά καλύμματα για τα αυτιά.]

[Το αρπάζει αγριεμένα από την ντουλάπα, το πετάει στο λαιμό του απότομα έτσι
ώστε να τυλιχτεί γύρω του και μετά το τραβάει και από τις δυο άκρες για να το
σφίξει.]
ΑΜΑΝΤΑ [αρπάζοντας το μπράτσο του – πολύ πιεστικά∙ μετά συνεσταλμένα]

ΤΟΜ [Κάνει χειρονομία.]


ΤΟΜ [πλησιάζει την πόρτα, ποδοκροτώντας]
[Ο Τομ ανοίγει την πόρτα. Εκείνη του λέει, ικετευτικά:]
[Ενώ αρχίζει να κατεβαίνει τη σκάλα πυρασφάλειας.]
ΤΟΜ [φωνάζοντας προς απάντησή της]
[Η Αμάντα κλείνει την πόρτα διστακτικά και με προβληματισμένη αλλά μάλλον
αισιόδοξη έκφραση.]
17

[Εικόνα στο εκράν: Το εξώφυλλο ενός περιοδικού μόδας.]


[Το σποτ φωτίζει την Αμάντα στο τηλέφωνο.]
ΑΜΑΝΤΑ
[Παύση πέντε δευτέρων.]

[Ακόμα μία παύση.]

[Το φως πέφτει.]


18

ΣΚΗΝΗ ΠΕΝΤΕ

Επιγραφή στο εκράν: «Ο ευαγγελισμός.»

Μουσική ακούγεται, ενώ το φως μπαίνει αργά.

Είναι πρώτο σούρουπο σε μια ανοιξιάτικη νύχτα. Το δείπνο έχει μόλις ολοκληρωθεί
στο διαμέρισμα των Ουίνγκφιλντ. Η Αμάντα και η Λώρα, με ανοιχτόχρωμα
φορέματα, μαζεύουν τα πιάτα από το τραπέζι στην ημιφωτισμένη τραπεζαρία∙
κινήσεις επίσημες, σχεδόν σαν χορός ή τελετουργία, οι κινούμενες σιλουέτες τους
χλωμές και σιωπηλές σαν νυχτοπεταλούδες. Ο Τομ, με λευκό πουκάμισο και καλό
παντελόνι, σηκώνεται από το τραπέζι και πηγαίνει στην έξοδο κινδύνου.

ΑΜΑΝΤΑ [καθώς την προσπερνάει]


[Ο Τομ χύνεται στον καναπέ καμπουριάζοντας πάνω από την απογευματινή
εφημερίδα. Ο πηχυαίος τίτλος της λέει: «Σαρώνει ο Φράνκο.»]
[Ο Τομ πετάει κάτω την εφημερίδα και πηγαίνει στην έξοδο κινδύνου.]
[Ο Τομ δε συγκινείται από τη σκέψη.]
ΤΟΜ
[Βγαίνει στο πλατύσκαλο, αφήνοντας την εξωτερική πόρτα με τη σίτα να βροντήσει
πίσω του.]
ΑΜΑΝΤΑ [έντονα]
[Μόνη, γυρνάει να κοιτάξει τη φωτογραφία του συζύγου της.]
[Χορευτική Μουσική: «The World Is Waiting for the Sunrise!»]
ΤΟΜ [στο κοινό]

[Η Αμάντα στρέφει το πρόσωπο από τη φωτογραφία και βγαίνει έξω.]


ΑΜΑΝΤΑ [στενάζοντας]
[Απλώνει μια εφημερίδα στο ένα σκαλί και κάθεται, με κομψότητα και σεμνότητα
σα να βολευόταν σε κουνιστή πολυθρόνα σε βεράντα του Μισσισσιπή.]

[Η ανακοίνωση εορτάζεται με μουσική.]


[Η Αμάντα σηκώνεται.]
[Εικόνα στο εκράν: Ένας επισκέπτης με ανθοδέσμη.]

ΑΜΑΝΤΑ [Ανοίγει την πόρτα με τη σίτα.]


[Ο Τομ την ακολουθεί μέσα, στενάζοντας.]

ΤΟΜ [σκύβοντας μπροστά για να ψιθυρίσει]


ΑΜΑΝΤΑ [Έχει πάρει μια βούρτσα.]
19

ΑΜΑΝΤΑ [Επιτίθεται στα μαλλιά του με τη βούρτσα.]


ΤΟΜ [Υποκύπτοντας κατηφής στη βούρτσα και την ανάκριση]

ΑΜΑΝΤΑ [λάμπει ολόκληρη]

[Η μουσική από το κέντρο διασκέδασης αλλάζει σε ταγκό σε μάλλον απειλητικό


μινόρε τόνο.]

ΤΟΜ [ευγενικά]
[Σηκώνεται. Η Αμάντα μένει με τη βούρτσα στο χέρι, κοιτώντας τον,
προβληματισμένη.]
[Κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέφτη και πηγαίνει στην πόρτα.]
ΑΜΑΝΤΑ [αιχμηρά]
ΤΟΜ: [Βγαίνει από την πόρτα με τη σίτα.]
ΑΜΑΝΤΑ [Τον ακολουθεί γρήγορα στην πόρτα.]
[Έχει φύγει. Η Αμάντα κοιτάζει ανήσυχη προς την κατεύθυνση που πήρε ο Τομ για
μια στιγμή. Μετά η ενεργητικότητα και η αισιοδοξία επιστρέφουν και
απομακρύνεται από την πόρτα, πλησιάζοντας τα παραπετάσματα.]
[Η Λώρα απαντάει από την κουζινούλα.]

[Η Λώρα εμφανίζεται με μία πετσέτα κουζίνας. Η Αμάντα της μιλάει ευδιάθετα.]


[Εικόνα στο εκράν: Το φεγγάρι.]
ΛΩΡΑ [μπαίνοντας]
ΑΜΑΝΤΑ [Η Λώρα κοιτάζει κάπως σαστισμένη σα να τη σήκωσαν από τον ύπνο
της. Η Αμάντα την αρπάζει από τους ώμους και την σπρώχνει έτσι ώστε να μπορεί
να δει το φεγγάρι]
ΑΜΑΝΤΑ [με τρεμάμενη φωνή και τα μάτια της άξαφνα πλημμυρισμένα με
δάκρια]
[Ο ήχος του βιολιού δυναμώνει και η σκηνή σβήνει.]
20

ΣΚΗΝΗ ΕΞΙ

Το φως δυναμώνει στο πλατύσκαλο της σκάλας πυρασφάλειας. Ο Τομ σκυμμένος


πάνω από τη μεταλλική σχάρα, καπνίζει.

[Εικόνα στο εκράν: Ο ήρωας του λυκείου.]

[Εικόνα στο εκράν: Ο υπάλληλος.]


[Επιγραφή στο εκράν: «Ο τόνος του βήματος που φτάνει.»]
[Το φως υποχωρεί στον Τομ και δυναμώνει στο καθιστικό των Ουίνγκφιλντ – ένα
εύθραυστο λεμονί φως. Είναι Παρασκευή περίπου πέντε το απόγευμα τέλος άνοιξης
μια ώρα που φτάνει «σκορπίζοντας ποιήματα στον ουρανό.»]
[Η Αμάντα έχει δουλέψει σα σκυλί για να προετοιμαστεί για τον Επισκέπτη. Τα
αποτελέσματα είναι εκπληκτικά. Το καινούργιο επιδαπέδιο φωτιστικό με το
τριανταφυλλί ολομέταξο αμπαζούρ φιγουράρει σε θέση μάχης, ένα πολύχρωμο
χάρτινο φαναράκι καλύπτει το σπασμένο φωτιστικό οροφής στο ταβάνι,
καινούργιες λευκές κουρτίνες κυματίζουν στα παράθυρα, εμπριμέ ριχτάρια στις
καρέκλες και τον καναπέ, ένα ζευγάρι καινούργια μαξιλάρια στον καναπέ κάνουν
την παρθενική τους εμφάνιση. Ανοιχτά κουτιά και λευκά χαρτιά περιτυλίγματος
σκορπισμένα στο πάτωμα.]
[Η Λώρα στέκεται στη μέση του δωματίου με σηκωμένα χέρια ενώ η Αμάντα σκύβει
μπροστά της, καρικώνοντας το στρίφωμα ενός φρεσκοραμμένου φορέματος,
ευλαβικά και τελετουργικά. Το φόρεμα είναι χρωματιστό και σχεδιασμένο από
μνήμης. Τα μαλλιά της Λώρα είναι χτενισμένα διαφορετικά∙ είναι πιο μαλακά και
την κολακεύουν. Μία ευάλωτη, απόκοσμη ομορφιά έχει αναδειχτεί στη Λώρα: είναι
σαν ένα κομμάτι διάφανο γυαλί που το αγγίζει το φως προσδίδοντάς του ένα
στιγμιαίο φεγγοβόλημα, πλασματικό, εφήμερο.]
ΑΜΑΝΤΑ [ανυπόμονα]
[Σηκώνεται.]
[Η Αμάντα βγάζει δυο σφουγγαράκια του μέηκ απ που τα τυλίγει με μαντηλάκια
και τα χώνει στο μπούστο της.]
ΑΜΑΝΤΑ
[Επιγραφή στο εκράν: «Μια ενέδρα: η ομορφιά.»]
[Κάνει ένα βήμα πίσω και θαυμάζει τη Λώρα.]
[Η Αμάντα περνάει τα παραπετάσματα, σιγομουρμουρώντας εύθυμα μια μελωδία.
Η Λώρα πλησιάζει αργά στον ολόσωμο καθρέφτη και κοιτάζει σοβαρά τον εαυτό
της. Ο άνεμος απέξω φουσκώνει τις λευκές κουρτίνες με μια αργή, καλαίσθητη
κίνηση και με έναν αχνό, θλιμμένο αναστεναγμό.]
ΑΜΑΝΤΑ [κάπου πίσω από τα παραπετάσματα]
21

[Η Λώρα στρέφεται αργά μπροστά στον καθρέφτη με προβληματισμένο ύφος.]


[Επιγραφή στο εκράν: «Η αδελφή μου, να! Δοξάστε την βιολιά!» Παίζει μουσική.]
ΑΜΑΝΤΑ [γελώντας, δε φαίνεται ακόμα]

ΑΜΑΝΤΑ: [Παραμερίζει τα παραπετάσματα.]


[Φοράει ένα κοριτσίστικο φουστάνι από κιτρινισμένο βουάλ με μία μπλε μεταξωτή
κορδέλα. Κρατάει μια ανθοδέσμη με νάρκισσους – ο θρύλος της νιότης της πάει να
αναβιώσει. Τώρα μιλάει σε έξαψη.]
[Σηκώνει το φόρεμα και περπατάει με θηλυπρέπεια στο δωμάτιο.]
[Σταματάει μπροστά στη φωτογραφία. Παίζει μουσική.]
[Ανάβει τη λάμπα με το τριανταφυλλί αμπαζούρ.]
[Διασχίζει το δωμάτιο και βάζει τους νάρκισσους σε ένα βάζο στο τραπέζι.]
ΛΩΡΑ [Κάτι μετατοπίζεται στο βλέμμα της]
[Η Λώρα κλυδωνίζεται ελαφρά και πιάνεται από μια καρέκλα.]
[Επιγραφή στο εκράν: «Όχι Τζιμ!»]
ΛΩΡΑ [αχνά]
ΑΜΑΝΤΑ [Η Μουσική γίνεται απειλητική.]

ΛΩΡΑ [Μετά, με προσπάθεια.]

ΛΩΡΑ [πανικόβλητη]
ΑΜΑΝΤΑ [ανάλαφρα]

ΑΜΑΝΤΑ [πηγαίνοντας στην κουζινούλα]


[Η πόρτα κλείνει πίσω της. Η Λώρα μένει μόνη.]
[Επιγραφή στο εκράν: «Τρόμος!»]
[Βγάζει έναν χαμηλόφωνο αναστεναγμό και κλείνει τη λάμπα – κάθεται σφιγμένη
στην άκρη του καναπέ, μπλέκοντας τα δάχτυλά της.]
[Επιγραφή στο εκράν: «Το άνοιγμα μιας πόρτας!»]
[Εμφανίζονται ο Τομ και ο Τζιμ στην έξοδο κινδύνου και ανεβαίνουν στο
πλατύσκαλο. Ακούγοντας τους να πλησιάζουν, η Λώρα σηκώνεται με μια
πανικόβλητη χειρονομία. Οπισθοχωρεί προς τα παραπετάσματα. Το κουδούνι
χτυπάει. Η Λώρα ασθμαίνει και αγγίζει το στήθος της. Πνιχτός ήχος τυμπάνων.]
ΑΜΑΝΤΑ [φωνάζοντας]
[Η Λώρα την κοιτάζει χωρίς να κουνιέται.]

ΤΟΜ [Ξαναχτυπάει νευρικά. Ο Τζιμ σφυρίζει και ψάχνει τις τσέπες για ένα
τσιγάρο.]
ΑΜΑΝΤΑ [με πολλή, υπερβολική ευθυμία]
22

[Η Λώρα πηγαίνει προς την πόρτα της κουζινούλας.]


ΛΩΡΑ [ξέπνοα]
[Η Αμάντα βγαίνει έξω από την κουζινούλα και κοιτάζει έξαλλη τη Λώρα. Δείχνει
αυταρχικά την πόρτα.]
ΑΜΑΝΤΑ [με έναν μανιασμένο ψίθυρο]
ΛΩΡΑ [απεγνωσμένα]
ΛΩΡΑ [απεγνωσμένα]
[Ο Τομ πατάει παρατεταμένα το κουδούνι.]
ΑΜΑΝΤΑ [Φωνάζει μελωδικά.]
ΛΩΡΑ [Επιστρέφει μέσα από τα παραπετάσματα, εκσφενδονίζεται στο
γραμμόφωνο, το κουρδίζει με τη μανιβέλα φρενιασμένη και το βάζει να παίξει.]

[Μια αλλόκοσμη εκτέλεση της «Νταρντανέλα» γεμάτη γρατζουνιές, μαλακώνει την


ατμόσφαιρα και της δίνει δύναμη να τη διασχίσει. Ξεγλιστράει προς την πόρτα και
την ανοίγει επιφυλακτικά. Μπαίνει ο Τομ με τον επισκέπτη, Τζιμ Ο’ Κόνορ.]

ΤΖΙΜ [μπαίνοντας μέσα]


ΛΩΡΑ [οπισθοχωρώντας, σφιγμένη και τρέμοντας, από την πόρτα]
ΤΖΙΜ [εγκάρδια, προσφέροντας το χέρι]
[Η Λώρα το αγγίζει διστακτικά με το δικό της.]

ΛΩΡΑ [Γυρνάει αδέξια και τρέχει στο μπροστινό δωμάτιο. Σταματάει ένα δεύτερο
μπροστά στο γραμμόφωνο. Μετά ασθμαίνει και εκσφενδονίζεται μέσα στα
παραπετάσματα σαν τρομαγμένο ελάφι.]
ΤΖΙΜ [χαμογελώντας]

ΤΖΙΜ [Τα βλέπει.]


ΤΟΜ [αδιάφορος]
[Ανάβει τσιγάρο και πηγαίνει στην πόρτα της σκάλας πυρασφάλειας.]

ΤΖΙΜ [ακολουθώντας τον]


[Εικόνα στο εκράν: Στέλεχος στο γραφείο του.]
ΑΜΑΝΤΑ [από την κουζινούλα]

[Εικόνα στο εκράν: Το ιστιοφόρο με την πειρατική σημαία πάλι.]


ΤΟΜ [Σκύβει πάνω από τη ράγα της σκάλας, μιλώντας με ήσυχη χαρά. Οι
φλογισμένες μαρκίζες και οι επιγραφές των κινηματογράφων πρώτης προβολής
από την άλλη άκρη του πίσω δρόμου τού φωτίζουν το πρόσωπο. Μοιάζει σαν
ταξιδιώτης.]
ΤΟΜ [Χειρονομία προς τα θαύματα της Γκραντ Άβενιου.]
23

ΤΖΙΜ [δύσπιστα]

[Η Μουσική είναι σα να απαντάει στην ερώτηση, ενώ ο Τομ επεξεργάζεται ακόμα


την ερώτηση. Ψάχνει τις τσέπες.]
ΤΟΜ [Βρίσκει αυτό που έψαχνε στις τσέπες και το προτείνει στον Τζιμ.]
ΤΖΙΜ [διαβάζοντας]
ΑΜΑΝΤΑ [περνώντας μέσα από τα παραπετάσματα]
[Πάνε να μπουν μέσα. Εκείνη προχωράει πρώτη προς το μέρος τους. Ο Τομ
σοκάρεται εμφανώς από τον τρόπο που είναι ντυμένη. Και ο Τζιμ ακόμα
κοντοστέκεται λίγο. Είναι η πρώτη επαφή του με την κοριτσίστικη ζωντάνια του
Νότου και παρά τα νυχτερινά του μαθήματα στην επικοινωνία τα χάνει από την
απρόσμενη επίδειξη κοινωνικής γοητείας. Κάτι απαντήσεις που επιχειρεί να
αρθρώσει σαρώνονται από τα εύθυμα γέλια και τη φλυαρία της Αμάντα. Ο Τομ
στέκει αμήχανος, αλλά ο Τζιμ μετά το αρχικό σοκ αντιδρά πολύ θερμά. Μια
χαμογελάει, μια χαχανίζει, τον έχει νικήσει κατά κράτος.]
[Εικόνα στο εκράν: Η Αμάντα κορίτσι.]
ΑΜΑΝΤΑ [χαμογελώντας σεμνότυφα, τινάζοντας τις κοριτσίστικες μπουκλίτσες
της]

ΑΜΑΝΤΑ [Στον Τζιμ.]


ΑΜΑΝΤΑ [Δείχνει τη φωτογραφία.]
ΤΟΜ [επιστρέφοντας]

ΑΜΑΝΤΑ [Σηκώνεται χαριτωμένα και ρίχνει μια ματιά μέσα από τα


παραπετάσματα.]
ΛΩΡΑ [από την κουζινούλα, αχνά]

[Η πόρτα της κουζινούλας ανοίγει δειλά και μπαίνει η Λώρα. Είναι εμφανώς
καταβεβλημένη, τα χείλη της τρέμουν, τα μάτια ορθάνοιχτα, ατενίζουν. Προχωράει
με αστάθεια προς το τραπέζι.]
[Επιγραφή: «Τρόμος!»]
[Έξω μια καλοκαιρινή μπόρα ξεσπάει από το πουθενά. Οι λευκές κουρτίνες στα
παράθυρα φουσκώνουν προς το εσωτερικό και ακούγεται ένα στενόχωρο
μουρμουρητό μέσα από το βαθύ μπλε σούρουπο.]
[Η Λώρα ξαφνικά παραπατάει∙ πιάνεται από μια καρέκλα με έναν αχνό στεναγμό.]

[Μπουμπουνητό. Βροντή.]
[Επιγραφή στο εκράν: «Αχ!»]
ΑΜΑΝΤΑ [Απεγνωσμένα.]
[Στον Τζιμ όσο ο Τομ βοηθάει την αδελφή του να ξαπλώσει στον καναπέ στο
24

σαλόνι.]
[Ο Τομ επιστρέφει στο τραπέζι.]
ΑΜΑΝΤΑ [Ρίχνει μια τρομαγμένη ματιά στον Τζιμ.]
[Ο Τομ την κοιτάζει αποσβολωμένος.]
[Σκύβουν τα κεφάλια∙ η Αμάντα ξεκλέβει μια νευρική ματιά στον Τζιμ. Στο σαλόνι,
η Λώρα, ξαπλωμένη στον καναπέ, σφίγγει το χέρι στα χείλη, για να συγκρατήσει
έναν λυγμό που πάει να την κατακύσει.]
[H σκηνή θαμπώνει.]
25

ΣΚΗΝΗ ΕΠΤΑ

Μισή ώρα αργότερα. Μόλις ολοκληρώνεται το δείπνο στην τραπεζαρία. Η Λώρα


είναι διπλωμένη στον καναπέ, με τα πόδια τραβηγμένα κάτω της, το κεφάλι
παρατημένο σε ένα ξεθωριασμένο μπλε μαξιλάρι, τα μάτια ορθάνοιχτα, σε
μυστηριώδη εγρήγορση. Το νέο επιδαπέδιο φωτιστικό με το τριανταφυλλί μεταξωτό
αμπαζούρ προσδίδει ένα μαλακό, κολακευτικό φως στο πρόσωπό της,
αναδεικνύοντας την εύθραυστη, απόκοσμη ομορφιά που συνήθως περνάει
απαρατήρητη. Από έξω ένα επίμονο μουρμουρητό, η βροχή, που ωστόσο τώρα
κοπάζει και γρήγορα σταματάει∙ η ατμόσφαιρα έξω θαμπώνει και επικρατεί μια
μαρμαρυγή καθώς το φεγγάρι ξεπροβάλλει μέσα από τα σύννεφα. Μια στιγμή μετά
το άνοιγμα της αυλαίας, τα φώτα και στα δυο δωμάτια τρεμοπαίζουν και σβήνουν.

ΤΖΙΜ [Η Αμάντα γελάει νευρικά.]


[Επιγραφή στο εκράν: «Διακοπή της παροχής ρεύματος.»]

[Ο Τζιμ γελάει επιδοκιμάζοντας το χιούμορ της.]

ΑΜΑΝΤΑ [καθώς ανάβει τα κεριά]


[Σηκώνονται από το τραπέζι και μπαίνουν στην κουζινούλα, από όπου ακούγονται
οι φωνές τους.]

[Επιγραφή στο εκράν: «Εύρηκα!»]

ΑΜΑΝΤΑ [Ο τόνος της γίνεται εκστατικός.]

[Ο Τζιμ μπαίνει στην τραπεζαρία, κρατώντας το κηροπήγιο, με τα κεριά αναμμένα,


στο ένα χέρι και ένα ποτήρι κρασί στο άλλο. Η πόρτα της κουζινούλας γυρνάει
πίσω κλείνοντας μαζί της και το εύθυμο γέλιο της Αμάντα∙ το τρεμάμενο φως
πλησιάζει τα παραπετάσματα. Η Λώρα ανασηκώνεται νευρικά, μόλις μπαίνει ο
Τζιμ. Από την ανυπόφορη ένταση της επειδή έχει μείνει μόνη με έναν άγνωστο,
δυσκολεύεται να αρθρώσει έστω και μια λέξη.]
[Επιγραφή: «Αποκλείεται να με θυμάσαι!»]
[Στην αρχή, προτού η εγκαρδιότητα του Τζιμ υπερνικήσει την παραλυτική συστολή
της, η φωνή της Λώρα είναι ψιλή και λαχανιασμένη, σα να ανέβηκε μόλις τρέχοντας
μια απότομη σκάλα. Ο Τζιμ την αντιμετωπίζει με ευγενικό χιούμορ. Ενώ το συμβάν
στην επιφάνειά του δείχνει ασήμαντο, για τη Λώρα αποτελεί την κλιμάκωση της
απόκρυφης ζωής της.]
ΛΩΡΑ [αχνά]
[Ξεροβήχει.]

ΤΖΙΜ [Προτείνει το ποτήρι προς το μέρος της με επιδεικτική γαλαντομία.]


[Ξεκαρδίζεται στα γέλια. Η Λώρα παίρνει διστακτικά το ποτήρι∙ γελάει
26

συνεσταλμένα.]

ΛΩΡΑ [Του δίνει ένα στα γρήγορα.]

[Η Λώρα παίρνει το μαξιλάρι. Κάθεται στο πάτωμα, πίσω από το κηροπήγιο. Ο


Τζιμ σταυρώνει τα πόδια και τής χαμογελάει γοητευτικά.]

[Η Λώρα φέρνει πιο κοντά το μαξιλάρι της

ΤΖΙΜ [Σε βαθιά σκέψη ξετυλίγει μια τσίχλα και την κρατάει ψηλά στον αέρα.]
[Έρχεται παύση. Ο Τζιμ τής χαμογελάει.]
ΛΩΡΑ: [βιαστικά, από αμηχανία]
[Ξεροβήχει.]
[Η Λώρα δεν απαντάει και στη μακρά παύση που ακολουθεί ακούγεται μια αντρική
φωνή να τραγουδάει από τα παρασκήνια.]

ΤΖΙΜ [χαμογελάει, δεν είναι σίγουρος]


ΤΖΙΜ [πετάγεται σαν ελατήριο, τεράστιο χαμόγελο]

ΛΩΡΑ [μορφάζει με την ανάμνηση]


ΛΩΡΑ [θλιμμένα]
ΛΩΡΑ [Σηκώνεται και πηγαίνει στο τραπέζι.]
ΤΖΙΜ [Η Λώρα επιστρέφει με την επετηρίδα του Λυκείου.]

[Το αποδέχεται στα χέρια του με ευλάβεια. Χαμογελούν και οι δυο με αφορμή το
βιβλίο εκφράζοντας τον αμοιβαίο θαυμασμό τους. Η Λώρα κουβαριάζεται πλάι του
και αρχίζουν να ξεφυλλίζουν σελίδες. Η συστολή της Λώρα λιώνει από τη ζεστασιά
του.]
ΤΖΙΜ [νοσταλγικά]
ΛΩΡΑ [εκστατικά]
ΤΖΙΜ [διαμαρτύρεται]
ΛΩΡΑ [ρίχνοντας το βλέμμα]
ΛΩΡΑ [Βγάζει το πρόγραμμα από την τελευταία σελίδα της επετηρίδας και του το
δείχνει.]
ΤΖΙΜ [αναπολώντας με φιλαρέσκεια]
ΛΩΡΑ [Κλείνει τρυφερά το βιβλίο στα γόνατά της.]
ΤΖΙΜ [Του το δίνει. Το υπογράφει. Ολοκληρώνει την υπογραφή κάνοντας ένα
καλλιγραφικό τίναγμα με το χέρι.]
ΛΩΡΑ [με δυσκολία]
ΛΩΡΑ [Σηκώνεται και ξαναβάζει το βιβλίο και το πρόγραμμα στο τραπέζι. Η φωνή
27

της δείχνει ένταση.]


[Επιγραφή: «Και μετά το Λύκειο τι έκανες;»]
[Ο Τζιμ ανάβει ένα τσιγάρο και γέρνει νωχελικά πίσω ακουμπώντας στους αγκώνες
του και χαμογελώντας στη Λώρα με μια θαλπωρή και μια γοητεία που γεμίζουν φως
το είναι της βαθιά, όπως κεριά σε αγία τράπεζα. Μένει πλάι στο τραπέζι, σηκώνει
ένα κομμάτι από τη συλλογή με τα γυάλινα θηρία και το στριφογυρίζει στα χέρια
της για να καλύψει τον αναβρασμό μέσα της.]
ΤΖΙΜ [μετά αρκετές απερίσκεπτες ρουφηξιές από το τσιγάρο του]
[Δε δείχνει να τον ακούει.]

[Η Λώρα σηκώνει το κεφάλι.]


[Ο Τζιμ γελάει ευγενικά.]
ΛΩΡΑ [Ξεροβήχει και αποστρέφει το σώμα της, με έντονη κρίση συστολής.]
ΤΖΙΜ [απότομα]
[Βγάζει την τσίχλα του.]
[Τυλίγει την τσίχλα στο χαρτί και το βάζει στην τσέπη του.]
ΤΖΙΜ [Ασυναίσθητα κοιτάζεται στον καθρέπτη.]
[Στρώνει τη γραβάτα του στον καθρέπτη.]
ΤΖΙΜ [Tης γυρνάει την πλάτη.]
[Ta μάτια του λάμπουν.]
[Η στάση του μπορεί να πείσει πως είναι δυναμική. Η Λώρα τον κοιτάζει έκπληκτη,
ακόμα και η συστολή της έχει μπει σε δεύτερη μοίρα μπροστά στον απόλυτο
θαυμασμό της. Ο Τζιμ ξαφνικά χαμογελάει διάπλατα.]
[Τρανταχτά κοριτσίστικα γέλια αντηχούν από την κουζινούλα.]
[Μουσική: «θηρία από γυαλί.»]
[Ο Τζιμ απλώνει το χέρι.]

ΛΩΡΑ: [Εναποθέτει το κομμάτι στην παλάμη του.]


ΛΩΡΑ [χαμογελώντας]
ΛΩΡΑ [ανάλαφρα]
ΤΖΙΜ [χαμογελώντας]
ΤΖΙΜ [Αφήνει το γυάλινο αντικείμενο στο τραπέζι, μετά σηκώνει τα χέρια και
τεντώνεται.]
ΤΖΙΜ [πηγαίνοντας στην πόρτα]
[Ανοίγει την πόρτα προς την έξοδο κινδύνου και η μουσική από το βάθος αλλάζει σε
μια χορευτική μελωδία.]
ΤΖΙΜ [Αρπάζει ένα φανταστικό καρνέ ντε μπαλ.]
[Μουσική Βαλς: «La Golondrina.»]
28

[Εκτελεί μερικές σαρωτικές στροφές μόνος του, μετά προσφέρει τα χέρια στη
Λώρα.]
ΛΩΡΑ [ξέπνοα]
ΤΖΙΜ [πιάνοντάς την με τα χέρια του]
ΛΩΡΑ [γελώντας ξέπνοα]
ΤΖΙΜ [Την παρασύρει στον χορό στριφογυρίζοντάς την.]
ΤΖΙΜ [Τη στριφογυρνάει στο δωμάτιο σε ένα αδέξιο βαλς.]
[Ξαφνικά σκοντάφτουν στο τραπέζι και το γυάλινο αντικείμενο που ήταν πάνω του
πέφτει στο πάτωμα. Ο Τζιμ σταματάει τον χορό.]
ΛΩΡΑ [Σκύβει για να το μαζέψει.]
ΛΩΡΑ [χαμογελώντας]
[Βάζουν και οι δυο τα γέλια.]
ΤΖΙΜ [Ξαφνικά σοβαρεύει.]
[Η φωνή του μαλακώνει και αρχίζει να κομπιάζει από το αυθεντικό συναίσθημα.]
[Η Λώρα από την ντροπή έχει χάσει τη μιλιά της.]
[Η Λώρα συγκατανεύει ντροπαλά, αποστρέφοντας το βλέμμα.]
[Η Λώρα αγγίζει τον λαιμό της και ξεροβήχει – στριφογυρίζει τον σπασμένο
μονόκερο στην παλάμη της. Η φωνή του μαλακώνει.]
[Μια παύση. Η Μουσική αναδύεται ελαφρά. Η Λώρα σηκώνει αργά το βλέμμα, με
απορία και κουνά αποφατικά το κεφάλι.]
[Η φωνή του γίνεται πιο βαθιά και βραχνή. Η Λώρα αποστρέφει το σώμα, τα
πρωτόγνωρα συναισθήματά της την κάνουν σχεδόν να σβήνει.]
[Εικόνα στο εκράν: Μπλε Ρόδα.]
[Η Μουσική αλλάζει.]
ΤΖΙΜ [Της πιάνει σφιχτά το χέρι.]
[Το χέρι του γλιστράει απαλά από το μπράτσο στον ώμο της ενώ η Μουσική
φουντώνει καταιγιστικά. Απροσδόκητα τη στριφογυρνάει και τη φιλάει στα χείλη.
Όταν την απελευθερώνει, η Λώρα βουλιάζει στον καναπέ με ένα αστραφτερό,
απορημένο ύφος. Ο Τζιμ οπισθοχωρεί και ψάχνει στην τσέπη του για τσιγάρο.]
[Επιγραφή στο εκράν: «Ένα ενθύμιο.»]
[Ανάβει το τσιγάρο, αποφεύγοντας το βλέμμα της. Ακούγεται μια ριπή από
κοριτσίστικα γέλια∙ είναι η Αμάντα στην κουζινούλα. Η Λώρα σηκώνεται αργά και
ανοίγει το χέρι της. Περιέχει ακόμα το σπασμένο γυάλινο ζωάκι. Το κοιτάζει με μια
στοργική, χαμένη έκφραση.]
[Σηκώνει το βλέμμα, χαμογελώντας, χωρίς να έχει ακούσει την ερώτηση. Εκείνος
κάθεται πλάι της μάλλον επιφυλακτικά. Τον κοιτάζει άφωνη - περιμένει. Αυτός
βήχει διακριτικά και απομακρύνεται μια ιδέα από εκείνη καθώς επεξεργάζεται την
29

κατάσταση και διαισθάνεται, κατά προσέγγιση, τα αισθήματά της, αναστατωμένος.


Της μιλάει ευγενικά.]
[Δε δείχνει να τον ακούει αλλά η όψη γίνεται όλο και πιο λαμπερή.]
[Ρίχνει μια μέντα στο στόμα του. Μετά την καταπίνει ολόκληρη κι αποφασίζει να τα
βγάλει όλα στο φως. Μιλάει αργά και μετρημένα.]
[Μια παύση. Αργά, πολύ αργά, αλλάζει η έκφραση της Λώρα, τα μάτια της φεύγουν
από τα δικά του κι επιστρέφουν αργά στη γυάλινη φιγούρα στην παλάμη της. Η
Αμάντα αφήνει ακόμα ένα εύθυμο γέλιο στην κουζινούλα.]
ΛΩΡΑ [αχνά]
ΤΖΙΜ [Σηκώνεται από τον καναπέ.]
[Επιγραφή: «Έρωτας!»]
[Η Λώρα κλυδωνίζεται ελαφρά προς τα μπροστά και αρπάζεται από το μπράτσο
του καναπέ. Ο Τζιμ δεν το παρατηρεί, σαγηνευμένος από την ανεμελιά της ύπαρξης
του.]
[Σκύβοντας παγωμένη μπρος, με το χέρι σφιχτά στο μπράτσο του καναπέ, η Λώρα
αγωνίζεται φανερά με τη θύελλα μέσα της. Αλλά ο Τζιμ δεν αντιλαμβάνεται τίποτα∙
η Λώρα βρίσκεται πολύ μακριά, αλλού.]
[Η θύελλα κοπάζει λίγο και η Λώρα γέρνει πίσω. Τώρα την αντιλαμβάνεται πάλι.]
[Κόβει τη ροή του λόγου του αδέξια.]
[Βουτάει άγαρμπα στον καναπέ. Κάποια ανάσα έχει σβήσει τα άγια κεριά στον
βωμό του προσώπου της Λώρα. Έχει έκφραση σχεδόν αβυσσαλέας απόγνωσης. Ο
Τζιμ την κοιτάζει ανήσυχος.]
[Δαγκώνει τα χείλη της που πριν έτρεμαν και μετά χαμογελάει με γενναιότητα.
Ξανανοίγει το χέρι της με τη σπασμένη γυάλινη φιγούρα. Μετά ευγενικά παίρνει το
χέρι του και το φέρνει πλάι στο δικό της. Προσεκτικά εναποθέτει τον μονόκερο
στην παλάμη του, μετά σπρώχνει τα δάχτυλά του και τα κλείνει γύρω από το
αντικείμενο.]
[Κουνάει καταφατικά το κεφάλι της.]
[Σηκώνεται παραπαίοντας και κουλουριάζεται πλάι στο γραμμόφωνό της,
αρχίζοντας να το κουρδίζει.]
[Επιγραφή στο εκράν: «Πως έρχονται τα πράγματα καμιά φορά!» Ή εικόνα:
Επισκέπτης που αποχαιρετά - ευδιάθετος.]
[Αυτή τη στιγμή η Αμάντα επιστρέφει τρέχοντας πρόσχαρα στο καθιστικό. Κρατάει
μία κανάτα με φρουτ παντς και ένα πιάτο με μακαρόν. Το δοχείο είναι
παλιομοδίτικο από χαραγμένο κρύσταλλο. Το πιάτο έχει χρυσή μπορντούρα και
παπαρούνες ζωγραφισμένες πάνω του.]
ΑΜΑΝΤΑ [Γυρνάει μες στη χαρά στον Τζιμ.]
ΤΖΙΜ [νευρικά]
30

ΤΖΙΜ [αβέβαια]
ΑΜΑΝΤΑ [Τινάζει το κεφάλι με μια ριπή γέλιου, χύνοντας λίγη λεμονάδα.]
ΑΜΑΝΤΑ [αφήνοντας την κανάτα]
ΤΖΙΜ [Πηγαίνει με αποφασιστικότητα να πάρει το καπέλο του. Η μπάντα στο
Πάρανταϊζ πιάνει ένα απαλό βαλς.]

[Δυσοίωνος ήχος βροντής στον ουρανό.]


ΤΖΙΜ [Χαμογελάει γοητευτικά. Μπόρα. Χαλάει ο κόσμος.]
[Επιγραφή: «Χαλάει ο κόσμος.»]
ΑΜΑΝΤΑ [μακρόσυρτη εκπνοή]

ΤΖΙΜ [Σταματάει στον οβάλ καθρέφτη για να φορέσει το καπέλο του. Στρώνει
προσεκτικά το μπορ και τον τεπέ για να το κάνει να φανεί διακριτικά εντυπωσιακό.]

ΑΜΑΝΤΑ [Του δίνει το χέρι.]


ΤΖΙΜ [παίρνοντας το χέρι της Λώρα]
[Σηκώνει τη φωνή του, δυνατά και ευδιάθετα.]
[Χαμογελάει διάπλατα και βουτάει παιχνιδιάρικα προς την έξοδο. Χωρίς να χάσει
τη θαρραλέα έκφρασή της η Αμάντα κλείνει την πόρτα πίσω από τον επισκέπτη.
Μετά επιστρέφει πίσω με ύφος προβληματισμένο. Με τη Λώρα δεν τολμούν να
κοιταχτούν κατάματα. Η Λώρα κουβαριάζεται πλάι στο γραμμόφωνο και αρχίζει να
κουρδίζει.]
ΑΜΑΝΤΑ [αχνά]
[Υψώνει τη φωνή της.]
ΤΟΜ [από την κουζινούλα]
ΤΟΜ [μπαίνει με ένα μακαρόν και ένα ποτήρι λεμονάδα]

ΑΜΑΝΤΑ [Πηγαίνει στην πόρτα.]

[Ο Τομ σπάει το ποτήρι του στο πάτωμα. Χυμάει στην έξοδο κινδύνου, βροντώντας
την πόρτα. Η Λώρα ουρλιάζει τρομαγμένη. Η μουσική από το νυχτερινό κέντρο
δυναμώνει. Ο Τομ στέκεται στη σκάλα, σφίγγοντας το κιγκλίδωμα. Το φεγγάρι
ξεπροβάλλει μέσα από τα σύννεφα της μπόρας, φωτίζοντας το πρόσωπό του.]
[Επιγραφή στο εκράν: «Κι έτσι αντίο... »]
[Ο τελικός μονόλογος του Τομ είναι χρονομετρημένος για να συμπίπτει με όσα
συμβαίνουν μέσα στο σπίτι. Βλέπουμε, σα να είναι πίσω από ηχομονωμένο γυαλί,
την Αμάντα να βγάζει έναν ανακουφιστικό λόγο στη Λώρα, που είναι σωριασμένη
στον καναπέ. Τώρα που δεν ακούγονται τα λόγια της Μητέρας, η γελοιότητά της
έχει χαθεί και γίνεται ευδιάκριτη η αξιοπρέπεια και η τραγική ομορφιά της. Τα
μαλλιά της Λώρα κρύβουν το πρόσωπό της μέχρι που, στο τέλος του μονολόγου,
σηκώνει το κεφάλι για να χαμογελάσει στη Μητέρα. Οι χειρονομίες της Αμάντα
31

είναι αργές και γεμάτες χάρη, σχεδόν χορευτικές, καθώς παρηγορεί την κόρη της.
Στο τέλος του λόγου της, ρίχνει μια ματιά στη φωτογραφία του πατέρα – μετά
αποσύρεται μέσα από τα παραπετάσματα. Στο τέλος του μονολόγου του Τομ, η
Λώρα σβήνει τα κεριά, ολοκληρώνοντας το έργο.]
[Η Λώρα σκύβει πάνω από τα κεριά.]
[Η Λώρα σβήνει τα κεριά.]

You might also like