Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 16

Μ ΑΡΙΑ Ξ ΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ *

Ο ΙΚΙΣΤΙΚΑ Κ ΑΤΑΛΟΙΠΑ Τ ΗΣ Π ΡΩΤΟΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ


Κ ΑΙ Μ ΕΣΟΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ Π ΕΡΙΟΔΟΥ
Σ ΤΗ Μ ΕΣΣΗΝΙΑ

Τ α αρχαιολογικά κατάλοιπα που μαρτυρούν εγκατάσταση, αλλά και παντός εί-


δους δραστηριότητα κατά την πρωτοβυζαντινή και μεσοβυζαντινή περίοδο στη
Μεσσηνία, παραμένουν περιορισμένα. Το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων εστιάστηκε
από νωρίς στις προϊστορικές και κλασικές θέσεις, που είτε δεν γνώρισαν συνέχεια
είτε αποκαλύφθηκαν σε βάρος των υπερκειμένων νεωτέρων – μεσαιωνικών, μεσοβυ-
ζαντινών, πρωτοβυζαντινών – αρχαιολογικών στρωμάτων, τα οποία απομακρύνθηκαν
βιαστικά, χωρίς να καταγραφούν. Όσα δε πρωτοβυζαντινά και μεσοβυζαντινά κατά-
λοιπα (λείψανα κτηρίων, ναυάγια, επιγραφές, κεραμική, νομίσματα) ήρθαν στο φως
κατά τη διάρκεια σωστικών ανασκαφών, ερευνήθηκαν βιαστικά και αφέθηκαν στην
τύχη τους1. Οι πολυάριθμες πρωτοβυζαντινές και μεσοβυζαντινές εκκλησίες της Μεσ-
σηνίας (βλ. επόμενο κεφάλαιο) αποτελούν, ωστόσο, αρχαιολογικό τεκμήριο για εγκα-
τάσταση στην περιοχή, αφού κτίζονταν για να εξυπηρετήσουν πληθυσμούς, που δι-
έμεναν σε κοντινές αποστάσεις. Το ίδιο ισχύει και για τα νεκροταφεία, που επίσης
εντοπίζονται σε ικανό αριθμό, ιδιαίτερα στις περιοχές που έτυχαν συστηματικής επι-
φανειακής έρευνας, όπου παρατηρείται συχνά παρατεταμένη χρήση παλαιοτέρων, ελ-
ληνιστικών και ρωμαϊκών νεκροπόλεων.
Τα αστικά και οικιστικά κατάλοιπα, στα οποία εστιάζει η παρούσα επισκόπηση,
είναι συνήθως δυσκολότερο να εκτιμηθούν ως αυτού του είδους. Θεωρήσαμε, λοιπόν,

* Η κα Μαρία Ξανθοπούλου είναι Λέκτωρ της Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Τμήμα Ιστορίας,
Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
1. Βλ. σχετικά Αναγνωστάκης 2002: 137-139. Για μία ιστορική επισκόπηση της βυζαντινής Μεσσηνί-
ας βλ. Αναγνωστάκης 2007. Γενικότερα για την πρωτοβυζαντινή Πελοπόννησο βλ. Avramea 1997:
191-196, όπου αναφέρονται πρωτοβυζαντινά ευρήματα από τη Μεσσηνία.
Μ αρια Ξ ανθοπουλου

184 ως ένδειξη για εγκατάσταση οποιαδήποτε μαρτυρία σχετική με δομικά υλικά και κι-
νητά ευρήματα, που θα μπορούσαν να συσχετίζονται με κατοίκηση και με τις καθη-
μερινές ασχολίες των ανθρώπων. Οι μαρτυρίες αυτές προέρχονται σε μεγάλο βαθ-
μό από σωστικές ανασκαφές ή αποτελούν τυχαία ευρήματα2. Σημαντική υπήρξε η
συμβολή των συστηματικών επιφανειακών ερευνών και ανασκαφών, που διεξήχθη-
σαν στη Μεσσηνία υπό την αιγίδα της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην
Αθήνα. Η πρώτη, στο πλαίσιο του προγράμματος University of Minnesota Messenia
Expedition (UΜΜΕ), εντόπισε αρκετές εγκαταστάσεις της πρωτοβυζαντινής και με-
σοβυζαντινής περιόδου, εκ των οποίων αυτή στα Νιχώρια ανασκάφτηκε και δημοσι-
εύτηκε από τους William A. McDonald, William D.E. Coulson και John Rosser3. Πιο
πρόσφατα (1991-1994), ένα νέο ερευνητικό πρόγραμμα, το Pylos Regional Archaeological
Project (PRAP), επικεντρώθηκε στην περιοχή της Πυλίας, εντοπίζοντας και ερευνώ-
ντας νέες πρωτοβυζαντινές και μεσοβυζαντινές θέσεις, όπως αυτήν της παραλιακής
επαύλεως στο Διαλισκάρι, και επανεκτιμώντας τα αποτελέσματα του UMME4.
Οι παραπάνω έρευνες και δημοσιεύσεις αφορούν σχεδόν αποκλειστικά τον πα-
ράλιο χώρο της Μεσσηνίας, με έμφαση στην περιοχή της Πυλίας. Για την ενδοχώρα
έχουμε ελάχιστες μαρτυρίες και μόνον η πρωτοβυζαντινή και μεσοβυζαντινή Μεσσή-
νη αντισταθμίζουν την αρχαιολογική ένδεια της περιοχής αυτής. Η ανασκαφή της Εν
Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας υπό τον Πέτρο Θέμελη από το 1986 έως σήμερα,
έδωσε ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια πλήθος στοιχείων για την ιστορία της σημαντι-
κής αυτής πόλης μετά τον 4ο αιώνα, ενώ συνεχίζεται η ανασκαφή και μελέτη των πρω-
τοβυζαντινών και μεσοβυζαντινών καταλοίπων5.
Θα ξεκινήσουμε την επισκόπηση των αρχαιολογικών υπολειμμάτων οικισμών και
εγκαταστάσεων της Μεσσηνίας από την ενδοχώρα της Κυπαρισσίας και θα συνεχίσου-
με παραλιακά έως την Αβία, πριν ολοκληρώσουμε με τη Μεσσήνη (εικ. 1). Στο Κοπανά-
κι, βορειοανατολικά της Κυπαρισσίας, αναφέρεται εκτενής έπαυλη της πρωτοβυζαντι-

2. Το σύνολο των μαρτυριών, που αφορά στους πρωτοβυζαντινούς παράκτιους οικισμούς της
δυτικής Μεσσηνίας, καθώς και της δυτικής πλευράς του Μεσσηνιακού κόλπου, και που προ-
έρχονται εξίσου από τυχαία ευρήματα, από σωστικές ανασκαφές αλλά και από συστηματι-
κές επιφανειακές έρευνες και ανασκαφές, συγκεντρώθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος
Ιστορική Γεωγραφία της βυζαντινής Πελοποννήσου (395-1204) του ΙΒΕ/ΕΙΕ (Ινστιτούτο
Βυζαντινών Ερευνών/Εθνικό ΄Ιδρυμα Ερευνών): βλ. σχ. Αναγνωστάκης 2002. Την εικόνα
συμπληρώνουν οι προερχόμενες από υποθαλάσσιες έρευνες πληροφορίες για την πρωτοβυ-
ζαντινή Πυλία: βλ. Καββαδία-Σπονδύλη 2002.
3. Rosser - McDonald 1983. Το πρόγραμμα UΜΜΕ κάλυψε περιοχή 3600 τετρ. χλμ., δίνοντας
σαφή έμφαση στα προϊστορικά κατάλοιπα: βλ. McDonald - Rapp 1972.- PRAP I: 396.
4. Η έρευνα, η οποία επικεντρώθηκε εξίσου στα προϊστορικά και ιστορικά (έως και νεώτε-
ρα) κατάλοιπα, κάλυψε την περιοχή γύρω από τον σύγχρονο οικισμό της Χώρας και ολό-
κληρο τον Άνω και Κάτω Εγκλιανό (συνολική έκταση 40 τετρ. χλμ.). Εξετάστηκαν επίσης οι
γνωστές αρχαιολογικές θέσεις γύρω από την κύρια περιοχή της έρευνας, σε επιπλέον έκτα-
ση 30 τετρ. χλμ. Για τα αποτελέσματα της έρευνας που αφορούν στην πρωτοβυζαντινή και
μεσοβυζαντινή περίοδο βλ. PRAP I: 458-459, 467, 469-475, 477-481.- PRAP VII: 182-188,
191.- Davis 1998: 192-198, 211-219.
5. Θεμέλης 2002 (με εκτενή βιβλιογραφία για τις παλαιότερες και πρόσφατες έρευνες στην
αρχαία Μεσσήνη).
O ikiστικα Κ αταλοιπα Τ ησ Π ρωτοβυζαντινησ Κ αι Μ εσοβυζαντινησ Π εριοδου

νής περιόδου6, ενώ ρωμαϊκή και βυζαντινή κεραμική, που υποδεικνύουν εγκατάσταση 185
κατά τις εποχές αυτές, εντοπίστηκε και στη θέση Παραδάμι (Κάτω Κοπανάκι)7. Δυτι-
κότερα, στις θέσεις Γλυκορύζι και Ράχες, αναφέρονται τάφοι της πρωτοβυζαντινής πε-
ριόδου8. Στην Κυπαρισσία, και συγκεκριμένα στις θέσεις Μούσγα και Φόρος, δοκιμα-
στικές τομές και ανασκαφές για τη διάνοιξη δρόμων και τη θεμελίωση κτηρίων, απο-
κάλυψαν τμήματα της ελληνιστικής και πρωτοβυζαντινής πόλης. Βορειοανατολικά του
σιδηροδρομικού σταθμού ανασκάφτηκαν κατοικίες, χρονολογούμενες έως τον 5ο αιώνα
και γύρω από αυτές πλούσιο αρχαιολογικό υλικό (τμήματα τοίχων και αρχιτεκτονικών
μελών, κεραμική της πρώιμης και μέσης ρωμαϊκής περιόδου, υπολείμματα ψηφιδωτών,
νομίσματα)9. Στην ακρόπολη της ίδιας πόλης, λείψανα της πρωτοβυζαντινής και μεσο-
βυζαντινής οχύρωσης μαρτυρούν τη χρήση, αν όχι τη μόνιμη κατοίκηση του χώρου10.
Νότια της Κυπαρισσίας, στην ευρύτερη περιοχή των Φιλιατρών, από την Αγία Κυ-
ριακή έως τη θέση Άγιος Χριστόφορος, εντοπίστηκαν λείψανα οικισμών και πλούσια
κεραμική της πρωτοβυζαντινής και μεσοβυζαντινής περιόδου. Ευρήματα που μαρτυ-
ρούν βυζαντινή παρουσία, εντοπίστηκαν επίσης στην ευρύτερη περιοχή του οικισμού
Άγριλος, ιδιαίτερα στη θέση Μερολίθι. Άλλωστε, το λιμάνι της Μπούκας στην ίδια πε-
ριοχή, θεωρείται ότι χρησιμοποιήθηκε στους βυζαντινούς χρόνους ως επίνειο της Χρι-
στιανούπολης11. Στην περιοχή της πρωτοβυζαντινής βασιλικής Φιλιατρών, 200 μ. νοτί-
ως του μνημείου, ανασκάφτηκαν ερείπια λουτρού, που περιλαμβάνουν δεξαμενή πλά-
τους 2 μ. και αψιδωτή αίθουσα (πιθανό αποδυτήριο), χρονολογούμενα το αργότερο
στα μέσα του 5ου αιώνα. Με το λουτρό αυτό, αλλά και με πιθανή παρακείμενη εγκα-
τάσταση ή και οικισμό, συνδέεται υπόγειος αγωγός, σωζόμενου μήκους 2 μ., που ξε-
κινούσε από τη θέση Βρύσες και περνούσε κάτω από την ανατολική πλευρά του ναού.
Η βασιλική εγκαταλείφθηκε στις αρχές του 7ου αιώνα, κάτι που μπορεί να υποτεθεί
και για την παρακείμενη εγκατάσταση. Στο νότιο ακραίο κλίτος της βρέθηκε θησαυ-
ρός 488 χάλκινων νομισμάτων του 5ου και 6ου αιώνα (τα υστερότερα χρονολογούνται
στο πρώτο έτος της βασιλείας του Μαυρικίου 582/3), η απόκρυψη του οποίου συσχε-
τίζεται πιθανώς με σλαβική επιδρομή του 587/812.
Νοτιοδυτικά των Γαργαλιάνων, σε παραθαλάσσια έκταση περίπου 600 × 1000
μ. στη θέση Διαλισκάρι, εντοπίστηκαν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και κινητά ευρήμα-
τα του 4ου-7ου αιώνα, που συσχετίστηκαν με μεγάλη αγροτική έπαυλη13. Μονολιθι-

6. Avramea 1997: 191, η οποία παραπέμπει σε αναφορά του G. Touchais (BCH 107/2, 1983:
764) σε δημοσίευση του (τοπικού;) τύπου. Πιθανώς, ωστόσο, να πρόκειται για την αρχαϊκή
αγροικία, που ανασκάφτηκε στην ίδια περιοχή το 1981-1982: βλ. Καλτσάς 1983.
7. McDonald, - Hope Simpson 1969: 136.
8. Avramea 1997: 192 (με σχετική βιβλιογραφία).
9. Όλα τα κατάλοιπα καταστράφηκαν ή διασκορπίστηκαν ως μπάζα, βλ. σχεικά Αναγνωστά-
κης 2002: 141, υποσημ. 9.- Avramea 1997: 192-193.
10. Avramea 1997: 190.
11. Αναγνωστάκης 2002: 143.
12. Avramea 1997: 193.- Αναγνωστάκης 2002: 142-143.
13. Τη θέση εντόπισε το 1929 ο Σουηδός αρχαιολόγος Natan Valmin, ο οποίος την ταύτισε υπο-
θετικά με την αρχαία Εράνα, βλ. Valmin 1930: 136-140.- PRAP I: 469-474.- PRAP VII:
183-187.- Davis 1998: 192-198.
Μ αρια Ξ ανθοπουλου

186 κοί κίονες και βάσεις κιόνων από εισηγμένο λίθο, αρχαίοι δόμοι και ψηφιδωτό δάπε-
δο της ρωμαϊκής περιόδου βρέθηκαν ενσωματωμένα σε νεώτερες κατοικίες της περι-
οχής. Εντοπίστηκαν επίσης πλινθόκτιστο υπόκαυστο λουτρού, πολυγωνικής κάτοψης,
με τουλάχιστον τέσσερις σωζόμενες πλευρές, και παραθαλάσσια δεξαμενή, λαξευμέ-
νη στον βράχο με δύο αγωγούς (πιθανότατα ιχθυοδεξαμενή ή αλυκή). Στον χώρο βρέ-
θηκαν τετράγωνες κεραμικές πλάκες δαπέδου, κυκλικοί πλίνθοι από πεσσίσκους υπο-
καύστου, μία tegula mammata, λίθινα πλακίδια ορθομαρμάρωσης, λίθινες ψηφίδες και
μία γυάλινη, καθώς και δύο αποσπασματικά κιονόκρανα από ασβεστόλιθο, διακο-
σμημένα με «πριονωτή» άκανθα. Ο εξοπλισμός της επαύλεως περιλάμβανε εισηγμένα
επιτραπέζια κεραμικά σκεύη, όπως τα ιδιαίτερα δημοφιλή την εποχή εκείνη αγγεία
με ερυθρό επίχρισμα από τη σημερινή βόρεια και κεντρική Τυνησία (African Red Slip
Ware) και την περιοχή της Φώκαιας στη Μικρά Ασία (Phocean Red Slip Ware), μαγει-
ρικά σκεύη, αμφορείς, λυχνάρια και γυάλινα αγγεία. Βρέθηκαν επίσης εισηγμένες μυ-
λόπετρες και τρεις χειρόμυλοι, που υποδεικνύουν την κατεργασία σχετικά μεγάλων
ποσοτήτων σιτηρών. Τέλος, εντοπίστηκαν λατομείο και τάφοι, των οποίων η σχέση με
την έπαυλη είναι άγνωστη. Η παρουσία πολυτελούς επαύλεως, ιδιοκτησίας πλούσι-
ου γαιοκτήμονα που έλεγχε την αγροτική παραγωγή της περιοχής, είναι αναμενόμε-
νη στην εύφορη παράκτια ζώνη της Μεσσηνίας, της οποίας τα λιμάνια ευνοούσαν την
επικοινωνία και τις συναλλαγές με την υπόλοιπη Μεσόγειο. Παρόμοιες εγκαταστά-
σεις παρατηρούνται και αλλού στη Μεσσηνία (βλ. παρακάτω) αλλά και στην Αχαΐα,
ήδη από τη ρωμαϊκή περίοδο. Ο χώρος εγκαταλείφθηκε τον 7ο αιώνα. Απέναντι από
το Διαλισκάρι, στη νήσο Πρώτη, πρωτοβυζαντινή επιγραφή που αναφέρεται σε πλοίο
με κυπριακό πλήρωμα, και θησαυρός χρυσών νομισμάτων κοπής Κωνσταντινουπόλε-
ως του 600 από τη θέση Παναγιούλα, μαρτυρούν οπωσδήποτε χρήση του χώρου, πι-
θανότατα ως ορμητηρίου, αλλά όχι απαραίτητα εγκατάσταση14.
Κατάλοιπα της πρωτοβυζαντινής και μεσοβυζαντινής περιόδου εντοπίστηκαν στην
περιοχή της Μεταμόρφωσης, ανατολικά της Χώρας, περίπου 20 χλμ. από την ακτή.
Στον Άγιο Κωνσταντίνο παρατηρήθηκε μικρή εγκατάσταση με μεγάλη διάρκεια ζωής
(κλασικοί έως νεώτεροι χρόνοι) και άφθονη βυζαντινή κεραμική, επιτραπέζια και
χονδροειδής15. Ένα χλμ. νοτιότερα, στη θέση Σκάρμιγκα, συγκέντρωση κεραμικής, η
οποία κάλυπτε έκταση περίπου 900 × 1180 μ. και στις δύο πλευρές μικρής κοιλάδας,
μαρτυρεί επίσης εγκατάσταση (χωριό;) με μεγάλη διάρκεια ζωής (αρχαϊκοί έως νεώ-
τεροι χρόνοι), σε άμεση γειτνίαση και σχέση με πηγή και αργότερα, κατά τη μεσοβυ-
ζαντινή περίοδο, με τον ναό της Αγίας Σώτηρας. Ρωμαϊκή κεραμική, κυρίως χονδρο-
ειδής, και μαγειρικά αγγεία από χαρακτηριστικό πορτοκαλόχρωμο μεσσηνιακό πηλό,
βρέθηκαν κυρίως στο νότιο τμήμα του χώρου. Η βυζαντινή κεραμική χρονολογείται
στον 12ο-13ο αιώνα και περιλαμβάνει εφυαλωμένα λεπτεγχάρακτα αγγεία, που κο-
σμούνταν είτε με ομόκεντρους κύκλους είτε, σπανιότερα, με πιο περίτεχνα θέματα,
χύτρες με κοντό λαιμό και επίπεδη βάση, κανάτες με επίπεδη βάση από χονδροειδή
πηλό ή με γραπτό διάκοσμο, τμήμα μικρού πιθαριού και τμήμα ανοιχτού λυχναριού

14. Α
 ναγνωστάκης 2002: 144-145.
15. P
 RAP I: 458-459.
O ikiστικα Κ αταλοιπα Τ ησ Π ρωτοβυζαντινησ Κ αι Μ εσοβυζαντινησ Π εριοδου

με ψηλό πόδι και κιτρινοπράσινη εφυάλωση16. Βυζαντινή κεραμική του 12ου-14ου αι- 187
ώνα (του τύπου «με πράσινη και καστανή εφυάλωση», βάσεις με πράσινη εφυάλωση
και αποθηκευτικά αγγεία με επίπεδη βάση από χονδροειδή πηλό) εντοπίστηκε στη
θέση Καβαλαριά, νοτιοδυτικά της Χώρας, σε χώρο που γειτνιάζει με τον μεταβυζα-
ντινό ναό του Αγίου Νικολάου17. Μικρός οικισμός και νεκροταφείο στη θέση Καλια-
νέσι Χώρας, έδωσε επίσης λιγοστή βυζαντινή κεραμική, κυρίως μαγειρικά σκεύη18.
H πρωτοβυζαντινή Πύλος (μετέπειτα Αβαρίνο ή Ναβαρίνο) καταλάμβανε μέρος
της ρωμαϊκής πόλης στον λόφο Κορυφάσιο, καθώς και του νοτιοανατολικού τμήμα-
τος της ομώνυμης χερσονήσου, στο νότιο άκρο της οποίας εντοπίστηκαν τμήματα βα-
λανείου ή πρωτοβυζαντινής βασιλικής με λείψανα ψηφιδωτού δαπέδου. Στο νοτιοα-
νατολικό άκρο της χερσονήσου, κάτω από τα νερά της λιμνοθάλασσας του Διβαρίου,
η οποία άρχισε να σχηματίζεται μετά τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους και πιθανότα-
τα σκέπασε μέρος της πρωτοβυζαντινής πόλης, έχουν εντοπιστεί οικοδομήματα από
πλίνθους, τοίχοι και δάπεδα. Βυζαντινά όστρακα μαρτυρούν κατοίκηση και στην ανα-
τολική ακτή της νήσου Σφακτηρίας. Ενδείξεις για κατοίκηση αποτελούν και οι πρω-
τοβυζαντινοί τάφοι μέσα στις ελληνιστικές νεκροπόλεις στις περιοχές Γιάλοβας, Πε-
τροχωρίου και Ρωμανού, καθώς και οι πρωτοβυζαντινοί τάφοι στο Κορυφάσιο και το
Μυρσινοχώρι (θέση Ρούτσι)19. Στον Ρωμανό, εξάλλου, αναφέρονται λείψανα οικισμού
και νεκροταφείου βυζαντινής περιόδου, με άφθονη κεραμική, καθώς και τεμάχια αρά-
βδωτων κιόνων από πολύχρωμα μάρμαρα, που ανήκαν σε πρωτοβυζαντινό κτήριο20.
Στην ενδοχώρα της Πυλίας, λείψανα της πρωτοβυζαντινής περιόδου (τοίχοι, τάφοι, δε-
ξαμενές, τεμάχια ψηφιδωτών δαπέδων, θωράκια) έχουν εντοπιστεί σε διάφορες θέ-
σεις στα χωριά Χανδρινός και Σουληνάρι, μεταξύ Πύλου και Κορώνης21.
Η Μεθώνη υπήρξε ένας από τους κύριους σταθμούς της θαλάσσιας οδού, που συνέ-
δεε την Ανατολική με τη Δυτική Μεσόγειο. Η απουσία φυσικού λιμανιού αντιμετωπί-
στηκε με την κατασκευή τεχνητού λιμανιού, που παρέμεινε σε χρήση από την αρχαιό-
τητα έως τους νεώτερους χρόνους. Στην ρωμαϊκή περίοδο η πόλη ήταν μερικώς οχυρω-
μένη (η ρωμαϊκή οχύρωση είχε την ίδια έκταση με το υπάρχον φρούριο), ενώ γύρω από
την τοιχισμένη πόλη απλωνόταν πυκνό δίκτυο αγροικιών. Η ρωμαϊκή και πρωτοβυζα-
ντινή πόλη καταλάμβανε ολόκληρη την περιοχή του Αγίου Νεκταρίου μέχρι τον Προ-
φήτη Ηλία και τους Παλιούς Αη-Λιάδες, όπως μαρτυρούν λείψανα κτηρίων και τάφοι.
Στην πρωτοβυζαντινή περίοδο ανήκει ο δίδυμος ναΐσκος με ψηφιδωτά δάπεδα στους
Παλιούς Αη-Λιάδες και ίχνη πρωτοβυζαντινής βασιλικής, που εντοπίστηκαν πρόσφα-
τα στην είσοδο του σύγχρονου οικισμού της Μεθώνης. Σημαντική μαρτυρία για την
πρωτοβυζαντινή και βυζαντινή Μεθώνη αποτελεί το διάσκαφο νεκροταφείο του Αγί-
ου Ονουφρίου (Αγίου Αγαπίου), το οποίο κατέλαβε τη θέση αρχαίων λατομείων πωρό-
λιθου στη βόρεια κλιτύ του λόφου του Αγίου Νικολάου. Τμήματά του χρονολογούνται

16. P RAP I: 477-480.


17. P
 RAP I: 480-481.
18. P RAP I: 481.
19. Α ναγνωστάκης 2002: 147-148.- Avramea 1997: 196.
20. Σκιάς 1909: 292.- McDonald - Rapp 1972: 310.- Avramea 1997: 196.
21. Αναγνωστάκης 2002: 148.
Μ αρια Ξ ανθοπουλου

188 από τα μέσα του 4ου έως τις αρχές του 5ου αιώνα και στους υστεροβυζαντινούς χρό-
νους. Οικοδομικά κατάλοιπα και κεραμική της πρωτοβυζαντινής εποχής εντοπίστηκαν
επίσης στη θέση Κοκκινιά, όπου βρίσκεται και ο πρωτοβυζαντινός ναός του Αγίου Ηλία
με ψηφιδωτό δάπεδο που χρονολογείται έως και τον 6ο αιώνα, καθώς και στη νησίδα
Κουλούρα ή Νησακούλι. Τάφοι και μικρός οικισμός των μεσοβυζαντινών χρόνων εντο-
πίστηκαν στη θέση Αγάκι, ενώ στη θέση Λυκοτόμαρο υπήρχαν δεξαμενές νερού. Ενδι-
αφέρον παρουσιάζει ο πρωτοβυζαντινός φάρος ή φρυκτωρία, που σώζεται στο νότιο
άκρο του ορμίσκου «του Παπά η Λίμνη», βόρεια της Μεθώνης. Πρόκειται για κτίσμα
κυκλικής κάτοψης με σωζόμενο ύψος 2,50 μ., συμπαγές, από ημίεργους λίθους, ασβε-
στοκονίαμα και όστρακα, το οποίο ανήκε σε δίκτυο φρυκτωριών (βιγλών), που ανιχνεύ-
εται κατά μήκος της ακτής από τη Μεθώνη έως το Ναβαρίνο22.
Η Μεθώνη ελέγχει τον δίαυλο μεταξύ των ακτών της Πελοποννήσου και το σύ-
μπλεγμα των Οινουσσών, που αποτελείται από τα νησιά Σαπιέντζα, Αγία Μαριανή
(ή Αγία Μαρίνα), Σχίζα, Βενέτικο και Πετροκάραβο. Το σημαντικό αυτό πέρασμα με
τους απάνεμους όρμους του παρείχε ασφαλές αγκυροβόλιο, αλλά και καταφύγιο σε
περιόδους ταραχών. Τα οικοδομικά λείψανα των Οινουσσών μαρτυρούν εκούσια και
προγραμματισμένη κατοίκηση, αφού χρησιμοποιήθηκαν συστηματικά δόμοι από ψαμ-
μίτη, που μεταφέρθηκαν εκεί από την απέναντι ακτή. Η ύπαρξη πόσιμου νερού ευ-
νοούσε άλλωστε τη μόνιμη εγκατάσταση. Στη νήσο Σχίζα, μεγάλη εγκατάσταση της
πρωτοβυζαντινής περιόδου, με λείψανα κτηρίων από ντόπιο ασβεστόλιθο, κατείχε
πλάτωμα στα βορειοανατολικά του νησιού, στη θέση Λίμπι. Στον όρμο Καραβοστάσι
εντοπίστηκαν πολυάριθμα ναυάγια, εκ των οποίων ένα πρωτοβυζαντινό (6ος-7ος αιώ-
νας) και ένα μεσοβυζαντινό (10ος-11ος αιώνας)23. Η Αγία Mαριανή έδωσε πολυάριθ-
μα λείψανα πρωτοβυζαντινών και μεσοβυζαντινών χρόνων. Στην ανατολική ακτή του
νησιού εντοπίστηκαν κιβωτιόσχημοι τάφοι, κτηριακά κατάλοιπα, πηγάδι χτισμένο με
ψαμμίτη και δεξαμενή με κουρασάνι, που χρονολογούνται στην πρωτοβυζαντινή πε-
ρίοδο. Στην κορυφή λόφου, ο σύγχρονος ναός της Αγίας Μαρίνας χρησιμοποίησε τα
θεμέλια και καταλαμβάνει τμήμα του κεντρικού κλίτους προγενέστερου ναού, ίσως
πρωτοβυζαντινής βασιλικής. Σε επαφή με τη βόρεια πλευρά του ναού και σε χαμηλό-
τερο επίπεδο, είναι ορατό το βόρειο κλίτος του παλαιότερου ναού. Όστρακα χονδρο-
ειδών αγγείων, χρονολογούμενα έως και τους μεσοβυζαντινούς χρόνους, εντοπίστη-
καν μεταξύ εκκλησίας και ακτής. Στη νήσο Σαπιέντζα σώζονται λείψανα πρωτοβυζα-
ντινών χρόνων (δάπεδο από ψαμμίτη που χρονολογείται από συνευρεθέντα όστρακα
στον 6ου-7ου αιώνα) και πιθανώς μεσοβυζαντινών χρόνων (κτήριο από ασβεστόλιθο με
ισχυρό κονίαμα). Τέλος, στο Βενέτικο, εντοπίζεται συγκρότημα παραγωγής αλατιού,
χτισμένο από ντόπιο ψαμμίτη και ισχυρό κονίαμα, του οποίου ο πυρήνας πιθανολο-
γείται ότι ανήκει στη βυζαντινή περίοδο24.
Στη Φοινικούντα, η ρωμαϊκή πόλη αναπτύχθηκε κατά μήκος της ακτής του προ-
στατευμένου όρμου, σε έκταση ίση με αυτήν του σημερινού οικισμού. Σωστικές ανα-

22. Α ναγνωστάκης 2002: 153-154.- Καββαδία-Σπονδύλη 2002: 221-222.


23. Καββαδία-Σπονδύλη 2002: 223. Τα υπόλοιπα ναυάγια της Σχίζας χρονολογούνται στην ελ-
ληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο.
24. Καββαδία-Σπονδύλη 2002: 222-223.
O ikiστικα Κ αταλοιπα Τ ησ Π ρωτοβυζαντινησ Κ αι Μ εσοβυζαντινησ Π εριοδου

σκαφές αποκάλυψαν τμήματα τοίχων και πλήθος οστράκων της πρωτοβυζαντινής και 189
μεσοβυζαντινής περιόδου, που μαρτυρούν συνεχή κατοίκηση. Εκτός της μεγάλης λιθο-
πλινθόκτιστης βασιλικής στη θέση Λούτσα, εντοπίστηκε ένα μεγάλο πρωτοβυζαντινό
κτήριο, αποκαλούμενο «Λουτρό», καθώς και ένας κυκλικός οχυρός πύργος βυζαντι-
νών χρόνων, στο ανατολικό άκρο του όρμου25.
Πρωτοβυζαντινές θέσεις κατοίκησης εντοπίζονται δυτικά και νότια της Ασίνης (ση-
μερινής Κορώνης), και συγκεκριμένα στη θέση Φανερωμένη, όπου ο N. Valmin σημεί-
ωσε την ύπαρξη ρωμαϊκού λουτρού, ψηφιδωτού και νομισμάτων, καθώς επίσης και
στην Αγία Τριάδα26. Στα λιγοστά αρχαιολογικά τεκμήρια για πιθανή κατοίκηση στην
περιοχή της κοινότητας Λογγά συγκαταλέγονται τα λείψανα πρωτοβυζαντινής βασιλι-
κής στη θέση του ιερού Απόλλωνα Κορύθου στον Άγιο Ανδρέα, πρωτοβυζαντινό ανά-
γλυφο θωράκιο και πρωτοβυζαντινή λίθινη σφραγίδα ψωμιού από τα ερείπια χριστια-
νικού ναού στη θέση Κρεμμύδια27.
Η πρωτοβυζαντινή Κορώνη με πυρήνα την αρχαία πόλη (σημερινό Πεταλίδι) εκτει-
νόταν στα βόρεια έως τις εκβολές του Παμίσου. Στην ακρόπολη, βόρεια του Κάστρου,
ανασκάφτηκε κτηριακό συγκρότημα ρωμαϊκών και πρωτοβυζαντινών χρόνων, που ερ-
μηνεύτηκε ως πλούσια έπαυλη με μεγάλους ημιυπαίθριους χώρους και πολυτελές λου-
τρό. Το λουτρό περιλάμβανε τουλάχιστον τέσσερις χώρους, εκ των οποίων ένας ψυχρός
(frigidarium) και ένας θερμός (caldarium), καθώς και δύο ημικυκλικούς λουτήρες. Τους
χώρους της επαύλεως κοσμούσαν ορθομαρμαρώσεις, ψηφιδωτά δάπεδα (γεωμετρικοί
τάπητες, φυτικά θέματα) και αγάλματα. Tα κινητά ευρήματα (πλήθος αμφορέων και
άλλων κεραμικών αγγείων, λυχνάρια, γυάλινα αγγεία και νομίσματα) χρονολογούνται
στον 2ο-6ο αιώνα28. Στη θέση Καλάθι, νοτιοδυτικά του Πεταλιδιού, βρέθηκαν θεμέλια
τοίχων, μικρό τμήμα ψηφιδωτού δαπέδου και άφθονη κεραμική, συμπεριλαμβανομένου
ενός λυχναριού29. Τα περισσότερα ευρήματα από σωστικές ανασκαφές στο Πεταλίδι
είναι πρωτοβυζαντινά, γεγονός που υποδεικνύει πιθανή εγκατάλειψη της πόλης κατά
τους σκοτεινούς αιώνες και μετεγκατάσταση των κατοίκων της στην οχυρή Ασίνη, που
μετονομάστηκε σε Κορώνη30. Πάντως, η παρουσία εφυαλωμένης κεραμικής του 12ου
αιώνα στην ακρόπολη της πόλης, μαρτυρεί κατοίκηση τουλάχιστον στον χώρο αυτόν31.
Από τις πολυάριθμες εγκαταστάσεις της ρωμαϊκής περιόδου που εντοπίστηκαν
στην εύφορη περιοχή των Νιχωρίων, επτά ερμηνεύτηκαν ως εξοχικές επαύλεις, δηλα-
δή κατοικίες και μονάδες εκμετάλλευσης της μεγάλης ιδιοκτησίας, οι οποίες διέθεταν
τις απαραίτητες για την εποχή πολυτέλειες, όπως λουτρό, ψηφιδωτά και μαρμάρινες

25. Καββαδία-Σπονδύλη 2002: 220-221.


26. Αναγνωστάκης 2002: 150.
27. Αναγνωστάκης 2002: 150.
28.  Βικάτου 1996: 191.- Βικάτου 1997: 259-260.- Βικάτου 1998: 236.- Τα αγάλματα φυλάσ-
σονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Καλαμάτας (βλ. Παπακωνσταντίνου 1989: 108, όπου
αναφέρεται ότι το εν λόγω κτηριακό συγκρότημα είναι το τρίτο ρωμαϊκό ή πρωτοβυζαντι-
νό του μεγέθους του, που εντοπίζεται στην περιοχή της αρχαίας Κορώνης).
29. Αναγνωστάκης 2002: 150.
30. Αναγνωστάκης 2002: 150.- Από το Πεταλίδι προέρχονται επίσης παλαιοχριστιανικά γλυ-
πτά, που φυλάσσονται σήμερα στη Συλλογή Κορώνης.
31. Rosser - McDonald 1983: 356.
Μ αρια Ξ ανθοπουλου

190 διακοσμήσεις. Η εγκατάσταση και λειτουργία τους στην περιοχή συνδέθηκε με τη γει-
τονική πόλη της Κορώνης (σημερινό Πεταλίδι), την οποία προφανώς τροφοδοτούσαν
σε αγροτικά προϊόντα, ενώ θεωρείται ότι παρέμειναν σε χρήση περίπου έως το τέλος
του 6ου αιώνα. Από τις επαύλεις αυτές, σαφή ένδειξη για συνεχή χρήση έως και την
πρωτοβυζαντινή περίοδο (νόμισμα του Κωνσταντίνου Α΄) έδωσε μόνο η έπαυλη στη
θέση Αρμακούδι, όπου βρέθηκαν κατάλοιπα αψιδωτής αίθουσας, μαρμάρινες πλάκες,
αρχιτεκτονικό μέλος και κεραμική, διάσπαρτα σε ακτίνα 200 μ. Οι επαύλεις στις θέ-
σεις Μανδρίτσα, Τσάνα, Μαδένα (Άγιος Κωνσταντίνος), Δροσιά και Πανιπέρι χαρα-
κτηρίζονται στη βιβλιογραφία ως «ρωμαϊκές» και θα μπορούσαν να χρονολογηθούν,
όχι όμως με απόλυτη βεβαιότητα, έως και τον 4ο αιώνα32. Στη θέση Καριά, τα σωζό-
μενα λείψανα, τα οποία περιλαμβάνουν πηγάδι και μικρή δεξαμενή με λείο κονίαμα
και προχοή (τμήμα ληνού;) θεωρείται ότι ανήκουν είτε σε έπαυλη είτε σε μικρή βιοτε-
χνία κεραμικής, αφού σε μικρή απόσταση αναφέρονται τέσσερις κεραμικοί κλίβανοι
της μέσης ρωμαϊκής περιόδου33. Στα ερείπια των εγκαταστάσεων αυτών ανοίχτηκαν
αργότερα τάφοι. Στη θέση Γωνιές εντοπίστηκε βορειοαφρικανική κεραμική με ερυθρό
επίχρισμα (African Red Slip Ware) των αρχών του 5ου αιώνα, ενώ πιθανά πρωτοβυζα-
ντινά λείψανα αναφέρονται στη θέση Σικαλοράχη (τοίχοι, κεραμική, κεραμίδες, αρχι-
τεκτονικό μέλος)34. Λείψανα μεσοβυζαντινών ή και υστεροτέρων ναών, που θα μπο-
ρούσαν να συσχετίζονται με εγκαταστάσεις της ίδιας περιόδου, εντοπίζονται στις θέ-
σεις Σουρνίκα, Σιδεροστρούγκα35 και Πανιπέρι (Παναγία, όπου βρέθηκε εφυαλωμέ-
νη κεραμική του πρώτου μισού του 12ου αιώνα, και Άγιος Βασίλειος, όπου απαντά
ψευδοκουφικός κεραμοπλαστικός διάκοσμος και μεσοβυζαντινή εφυαλωμένη κεραμι-
κή36). Βυζαντινοί τάφοι αναφέρονται επίσης στη θέση Τρυπητοράχη37.
Στην ακρόπολη των Νιχωρίων, στο δυτικό άκρο της κοιλάδας του Παμίσου, ανα-
σκάφτηκε μεγάλο πρωτοβυζαντινό κτήριο, πιθανότατα αποθήκη αγροτικών προϊό-
ντων και εποχιακό κατάλυμα για τους καλλιεργητές της περιοχής, του οποίου η τε-
λευταία χρήση χρονολογείται με βάση όστρακο αμφορέα στην μετά τα έτη 460-520
περίοδο. Επιμελώς χτισμένο από δόμους ντόπιου ασβεστόλιθου, με γερά θεμέλια και
με διαστάσεις 9,70 × 12,13 μ., το κτήριο αποτελούνταν από τρία σχεδόν όμοια δω-
μάτια. Στο εσωτερικό του βρέθηκαν λιγοστά μικροαντικείμενα, όπως σιδερένια καρ-
φιά, μία χάλκινη περόνη και θραύσματα μεταλλικών, κεραμικών και γυάλινων αντι-
κειμένων38. Στον ίδιο χώρο ανασκάφτηκαν επίσης δύο κτήρια (κατοικίες;) του ύστε-
ρου 10ου-πρώιμου 11ου αιώνα και ένα ναΐδριο του 12ου αιώνα, που χτίστηκε πάνω
στα ερείπια του πρωτοβυζαντινού κτηρίου. Τα δύο σχετικά πρόχειρα χτισμένα κε-
ραμοσκεπή κτήρια (μεγίστων σωζομένων διαστάσεων περί τα 5,3 × 7,5 και 7,1 × 11,8

32. Rapp - Aschenbrenner 1978: 99-100, 109-111 (θέσεις 15, 31, 40, 131, 519, 503).- Rosser -
McDonald 1983: 354-355 (όπου και αναθεώρηση ορισμένων χρονολογήσεων και ερμηνειών
των Rapp - Aschenbrenner 1978).- PRAP VII: 177-178.
33. Rosser - McDonald 1983: 355 (Feature 45).
34. Rapp - Aschenbrenner 1978: 110 (θέση 35).
35. Rapp - Aschenbrenner 1978: 110-11 (θέσεις 48, 51).
36. Rosser - McDonald 1983: 355-356 (Features 58 και 503).
37. Rosser - McDonald 1983: 355 (Feature 17).
38. R osser - McDonald 1983: 364-368, 422.
O ikiστικα Κ αταλοιπα Τ ησ Π ρωτοβυζαντινησ Κ αι Μ εσοβυζαντινησ Π εριοδου

μ.) συνδύαζαν λίθινους δόμους και λάσπη για τα κατώτερα μέρη των τοίχων (αμέ- 191
σως πάνω από τα θεμέλια) και πιθανώς ξερολιθιά για τα ανώτερα μέρη39. Το δάπεδό
τους από χαλαρό χώμα, κατάλληλο για στάβλο ή αποθήκη, υποδεικνύει πιθανή ύπαρ-
ξη ορόφου, που χρησίμευε ως κατοικία. Στο εσωτερικό των κτηρίων βρέθηκαν κομμά-
τια ορυκτών και σκωρίες σιδήρου, καθώς και χωνευτήρι για την κατεργασία χαλκού.
Ένα από τα δύο κτήρια στέγαζε καμίνι. Σύμφωνα με τους ανασκαφείς, η παραγωγή
ξυλοκάρβουνου και η κατεργασία μετάλλου αποτελούσαν πρωτεύουσες ασχολίες των
ενοίκων των δύο κτηρίων, οι οποίοι πιθανώς διέμεναν μόνιμα σε κάποιο κοντινό πόλι-
σμα και κατοικούσαν εποχιακά στα Νιχώρια. Τα εισηγμένα κεραμικά και κομψά γυά-
λινα σκεύη, καθώς και τα κοσμήματα που βρέθηκαν εδώ, υποδεικνύουν ένα σχετικά
υψηλό βιοτικό επίπεδο40. Οι χρήστες των κτηρίων ευθύνονται πιθανώς για την ανέγερ-
ση του διπλού κεραμοσκεπούς ναϊδρίου (διαστάσεων 8,1 × 6,6 μ.) με τα περιμετρικά
θρανία και τις υπερυψωμένες ανατολικές κόγχες, το οποίο κοσμούσαν τοιχογραφίες41.
Λιγοστά είναι τα ρωμαϊκά και βυζαντινά ευρήματα στην Καλαμάτα, πέραν των
μεσοβυζαντινών εκκλησιών, που μαρτυρούν τη σχετική ευμάρεια της πόλης κατά την
περίοδο αυτή42. Οικισμοί και επαύλεις των ρωμαϊκών και πρωτοβυζαντινών χρόνων
έχουν εντοπιστεί, χωρίς να έχουν ερευνηθεί και στην περιοχή της Αβίας, ανατολικά
της Καλαμάτας43.
Εκτός οικιστικής και οικονομικής ζώνης, ο αρχαιολογικός χώρος της αρχαίας Μεσ-
σήνης διέσωζε εκτενή αρχαιολογικά λείψανα, που ερευνήθηκαν από νωρίς. Τα τελευ-
ταία μάλιστα χρόνια, η έρευνα εστίασε στα πρωτοβυζαντινά και μεσοβυζαντινά στρώ-
ματα με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Η Μεσσήνη, πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο
της ελεύθερης Μεσσηνίας έως τον 4ο αιώνα, διατήρησε σχεδόν έως τις μέρες μας τη
μορφή και τις υποδομές που περιέγραψε ο Παυσανίας τον 2ο αιώνα μ.Χ. (ιπποδάμειο
πολεοδομικό ιστό, μεγαλοπρεπή διοικητικά και θρησκευτικά κτήρια και εντυπωσιακά
έργα τέχνης). Μόνο για το θέατρο και τη βόρεια πτέρυγα του Ασκληπιείου, όπου βρί-
σκεται το Σεβαστείο, έχει αποδειχτεί ότι εγκαταλείφθηκαν στα τέλη του 3ου με αρχές
του 4ου αιώνα44. Αρκετά άλλα παλαιότερα κτίσματα συνέχισαν να χρησιμοποιούνται
κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο. Τα ταφικά οικοδομήματα της Αρκαδικής Πύλης
χρησιμοποιήθηκαν τουλάχιστον έως τον 4ο αιώνα για μέλη επιφανών οικογενειών της
πόλης, όπως αποδεικνύει μαρμάρινη επιτύμβια στήλη με επιγραφή του 4ου-5ου αιώ-
να45. Κτήριο ανατολικά του Ασκληπιείου με ψηφιδωτά δάπεδα του 2ου-3ου αιώνα,
του οποίου η καταστροφή χρονολογείται από νόμισμα μετά το 346-361, περιείχε ένα

39. Δεν αποκλείεται οι δύο «κατοικίες», οι οποίες παρουσιάζουν ίδιο προσανατολισμό, τεχνι-
κή κατασκευής και χρονολόγηση, να αποτελούν τμήματα ενός μεγάλου συγκροτήματος, του
οποίου οι ενδιάμεσοι χώροι καταστράφηκαν από την καλλιέργεια και τη διάβρωση. Βλ.
Rosser - McDonald 1983: 357.
40. Rosser - McDonald 1983: 376-377, 423.
41. Rosser - McDonald 1983: 368-372.
42. Β λ. Αναγνωστάκης 2002: 149, υποσημ. 36, όπου αναφέρονται δεξαμενή, ρωμαϊκός τάφος
και βυζαντινά όστρακα από τη Μονή Καλογραιών.- PRAP I: 475.
43. Αναγνωστάκης 2002: 148.
44. Θέμελης 2002: 20-22, 34, 41.
45. Θέμελης 2002: 24-25.
Μ αρια Ξ ανθοπουλου

192 κεφάλι από άγαλμα του Ερμή και ένα σχεδόν ακέραιο άγαλμα Ρωμαίου αυτοκράτορα,
πιθανώς του Κωνσταντίου Β΄, και τα δύο τοπικού χαρακτήρα, με τα αδρά χαρακτηρι-
στικά και τις βαριές αναλογίες των γλυπτών της περιόδου αυτής46. Η Κρήνη Αρσινόη
φαίνεται ότι επισκευάστηκε για τρίτη φορά στα τέλη του 3ου αιώνα, ενώ τον 3ο-4ο
αιώνα επισκευάστηκε πρόχειρα και η πρόσταση του Προπύλου Β του Ασκληπιείου με
δύο ανόμοιες βάσεις κορινθιακών κιόνων47. Τον 4ο αιώνα, προστέθηκε κατά μήκος της
βόρειας πλευράς του Σεβαστείου δωρική στοά, μήκους περίπου 90 μ., με κίονες σε
δεύτερη χρήση και (ξύλινο;) θριγκό, η οποία λειτούργησε για σύντομο χρονικό διάστη-
μα έως τα τέλη του 4ου ή τον 5ο αιώνα48. Στον 4ο αιώνα χρονολογείται και η τελευταία
φάση χρήσης του σταδίου, κατά τη διάρκεια της οποίας προστέθηκε κατά μήκος του
κατώτερου διαζώματος χαμηλό, πρόχειρα χτισμένο στηθαίο, που έφερε στην άνω επι-
φάνειά του, ανά 2,50 μ., κυκλικούς τόρμους για τη στερέωση μεταλλικών πασσάλων
φράκτη. Στηθαίο και φράκτης προστάτευαν προφανώς τους θεατές κατά τη διάρκεια
των δημοφιλών την εποχή εκείνη μονομαχιών και θηριομαχιών. Την ίδια περίοδο χαρά-
χτηκαν επάνω στα εδώλια με τεράστια γράμματα ονόματα μελών ισχυρών οικογενειών
ή άλλων ομάδων, με σκοπό την «κράτηση» θέσεων στα διάφορα θεάματα49.
Αστική έπαυλη πλούσιου αξιωματούχου της πόλης και γαιοκτήμονα κατέλαβε τον
3 -4ο αιώνα το βόρειο τμήμα νησίδας του πολεοδομικού ιστού, που εφάπτεται στην
ο

οδική αρτηρία κατεύθυνσης βορρά-νότου, η οποία καταλήγει στο δυτικό πρόπυλο του
Γυμνασίου. Η έπαυλη, διαστάσεων περίπου 25 × 30 μ., θεμελιώθηκε πάνω στα ερεί-
πια ελληνιστικού κτηρίου, άγνωστης λειτουργίας. Με είσοδο από τη βόρεια πλευρά,
αποτελούνταν από είκοσι περίπου δωμάτια, από τα οποία ταυτίστηκαν ο προθάλα-
μος, το αποχωρητήριο, το impluvium, το κεντρικό αίθριο, δύο ακόμη δευτερεύοντα
αίθρια με πηγάδι, η αίθουσα υποδοχής, αποθήκες,0 και τέλος, βοηθητικοί χώροι για
την κατεργασία σιταριού. Ψηφιδωτά δάπεδα με γεωμετρικά σχέδια κοσμούσαν τους
επισημότερους χώρους. Το ψηφιδωτό μάλιστα του ανδρώνα έφερε κεντρικό εικονιστι-
κό πίνακα από λίθινες και γυάλινες ψηφίδες με παράσταση ζευγαριού (Διόνυσος και
Αριάδνη;). Η έπαυλη παρέμεινε σε χρήση έως τον 6ο αιώνα50.
Η παρακμή των οικονομικών και κοινωνικών δομών της Μεσσήνης φάνηκε μετά τον
ισχυρό, αλλά όχι ιδιαίτερα καταστρεπτικό για την πόλη, σεισμό του 360-370. Αρκε-
τά δημόσια κτήρια έπαψαν να λειτουργούν και η ανοικοδόμηση που ακολούθησε έγι-
νε με την αναρχία και προχειρότητα που παρατηρείται σε ολόκληρη την αυτοκρατο-
ρία κατά την περίοδο αυτή, σε βάρος του προϋπάρχοντος ιπποδαμείου συστήματος
και με υλικά ευτελή ή σε δεύτερη χρήση. Αποτέλεσμα αυτής της ανοικοδόμησης, που
δεν γνωρίζουμε αν έγινε βάσει προγράμματος ή δυναμικά και χωρίς σχεδιασμό, είναι
τα πρωτοβυζαντινά οικιστικά σύνολα που ερευνήθηκαν στις περιοχές του Ασκληπιεί-
ου, του Γυμνασίου και του Σταδίου. Ο εκτεταμένος οικισμός που ανασκάφτηκε κατά
μήκος της ανατολικής πλευράς και πάνω στα ερείπια της ανατολικής πτέρυγας του

46. Θέμελης 2002: 25-26.


47. Θέμελης 2002: 28.
48. Θέμελης 2002: 28.
49. Θέμελης 2002: 31-32.
50. Θέμελης 2002: 32, 41.
O ikiστικα Κ αταλοιπα Τ ησ Π ρωτοβυζαντινησ Κ αι Μ εσοβυζαντινησ Π εριοδου

Ασκληπιείου, ήκμασε κατά τον 5ο και 6ο αιώνα. Διακρίνονται τρεις οικοδομικές φά- 193
σεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται από μικρές επεμβάσεις, όπως προσθήκες τοίχων, επε-
κτάσεις χώρων και αποφράξεις εισόδων, με ευτελέστερα υλικά και με προχειρότερο
κάθε φορά τρόπο, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο ανασκαφέας. Οι επεμβάσεις αυ-
τές σχετίζονται πιθανώς με τους σεισμούς του 522 και 550/5, όμως τα λιγοστά κινητά
ευρήματα δεν επιτρέπουν ακριβέστερη χρονολόγηση των αρχαιολογικών στρωμάτων.
Ο οικισμός καταπάτησε μερικώς και τον οδικό άξονα με κατεύθυνση Β-Ν, που εφά-
πτεται στην ανατολική πλευρά του Ασκληπιείου. Κατά μήκος του οδικού αυτού άξο-
να παρατάσσονται τουλάχιστον πέντε μεγάλες κατοικίες, από τις οποίες μία ανασκά-
φτηκε πλήρως. Η κατοικία αυτή, διαστάσεων 16,45 × 19,75 μ., καταλαμβάνει ολόκλη-
ρη τη νοτιοανατολική ελληνιστική αίθουσα Γ-Γ του Ασκληπιείου και τμήμα της οδού
στα ανατολικά της. Αποτελείται από δεκαοκτώ χώρους και περιλαμβάνει πιθανή κε-
ντρική αυλή, μαγειρείο με εστία, αποθήκες και στάβλο. Παρόμοια οργάνωση είχαν και
οι υπόλοιπες, μερικώς ανεσκαμμένες, κατοικίες. Σε μία από αυτές βρέθηκαν ίχνη κα-
τεργασίας γυαλιού (πυρακτωμένες μάζες γυαλιού και πρώτη ύλη σε μορφή γυάλινων
πλακών), που παραπέμπουν σε εργαστηριακή χρήση. Το μέγεθος των κατοικιών και ο
μεγάλος αριθμός δωματίων υποδεικνύουν ότι κατοικούνταν από ευκατάστατες πολυ-
μελείς οικογένειες με υπηρετικό προσωπικό. Ο οικισμός εκτείνεται προς νότο και προς
βορρά στον χώρο της Αγοράς, όπου διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη μαρτυρούν την
ύπαρξη βασιλικής. Πενήντα συνολικά τάφοι, στην πλειοψηφία τους ακτέριστοι, βρέθη-
καν σε διάφορους χώρους του οικισμού, αλλά και στα δυτικά και βορειοδυτικά του
Ασκληπιείου. Τα λιγοστά κτερίσματα περιλαμβάνουν χάλκινες πόρπες και ένα χειρο-
ποίητο κεραμικό αγγείο, που χρονολογούνται στο β΄ μισό του 7ου ή και τον 8ο αιώνα51.
Πρωτοβυζαντινός οικιστικός πυρήνας εντοπίστηκε και στην περιοχή του γυμνασίου,
το οποίο έπαψε να λειτουργεί πιθανότατα μετά το 360-370, σύμφωνα με νομισματικά
ευρήματα. Ο οικισμός που εκτείνεται ανάμεσα στη δυτική στοά του γυμνασίου και το
πέταλο του σταδίου, αποτελείται από ταπεινά δωμάτια διατεταγμένα ακτινωτά γύρω
από αυτό και διασχίζεται από στενά δρομάκια, που καταλήγουν στα κλιμακοστάσια
των κερκίδων του. Σε τοίχο κτίσματος της βορειοδυτικής πλευράς του πετάλου βρέθηκε
ενσωματωμένο τμήμα αγάλματος ιματιοφόρου άνδρα, το οποίο χρονολογείται στα μέσα
του 4ου αιώνα (πριν το 360-370) και δίνει ένα terminus post quem για την ίδρυση του οικι-
σμού. Επιγραφές του 5ου-6ου αιώνα επιβεβαιώνουν τη μόνιμη εγκατάσταση στον χώρο,
ο οποίος φαίνεται ότι εγκαταλείφτηκε περί το 60052. Νότια του σταδίου, πίσω από το
πόδιο του Ηρώου-Μαυσωλείου των Σαιθιδών, μία ακόμα πρωτοβυζαντινή εγκατάσταση
περιλάμβανε χτιστή δεξαμενή βάθους 2,50 μ., με πλακόστρωτο δάπεδο, η οποία αχρη-
στεύτηκε και καταχώθηκε προς το τέλος της πρωτοβυζαντινής περιόδου. Γύρω από τη
δεξαμενή, πρόχειρες κατασκευές σχετίζονταν πιθανώς με εργαστηριακές δραστηριότη-
τες, συμπεριλαμβανομένης της θραύσης των μαρμάρινων επιτυμβίων γλυπτών του ηρώ-
ου και όχι μόνο από τους (χριστιανούς;) κατοίκους της περιοχής του Γυμνασίου53.

51. Θέμελης 2002: 36-38.- Λαμπροπούλου κ.ά. 2001: 212-213.- Αναγνωστάκης - Πούλου-
Παπαδημητρίου 1997: 243-251.
52. Θ έμελης 2002: 40-41.
53. Θέμελης 2002: 41.
Μ αρια Ξ ανθοπουλου

194 Το ανατολικό τμήμα της Κρήνης Αρσινόης, που δεν γκρεμίστηκε από τον σεισμό του
360-370, ξαναχρησιμοποιήθηκε κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο, έπειτα από προσθή-
κη τοίχων στην άνω δεξαμενή και ορθογωνίου κτίσματος (πιθανού υδρόμυλου) μπρο-
στά από την κρήνη, σε χαμηλότερο επίπεδο, στο πρώτο μισό του 6ου αιώνα. Νότια της
κρήνης και του παρακείμενου θεάτρου, ανασκάφτηκε πρωτοβυζαντινή βασιλική54.
Δεν γνωρίζουμε εάν σχετίζονται ή κατά πόσο επλήγησαν οι κατασκευές αυτές από
τον σεισμό του 522 και ιδιαίτερα του 550/5, στον οποίο αποδίδεται η καταστροφή
των βασιλικών του Λεχαίου, της Ολυμπίας και των Φιλιατρών. Θεωρείται πάντως βέ-
βαιο ότι, από το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα και εξής, ο πυρήνας της πόλης μετακινή-
θηκε βόρεια της περιοχής του Ασκληπιείου προς το θέατρο55. Τα αποτελέσματα της
ανασκαφής και της μελέτης του κεραμικού υλικού από την περιοχή νότια του θεάτρου
αναμένονται με ενδιαφέρον και με την ελπίδα ότι θα φωτίσουν τη μεταβατική περίο-
δο μεταξύ των ετών 600 και 850, για την οποία παρατηρείται στη Μεσσήνη (συμπτω-
ματικό;) νομισματικό κενό56. Μαρτυρίες για χρήση του χώρου της κρήνης και του πα-
ρακείμενου θεάτρου έχουμε ξανά από τα τέλη του 9ου/αρχές 10ου αιώνα. Στην περίο-
δο αυτή ανήκει και τμήμα πυκνά δομημένου βυζαντινού οικισμού, ο οποίος εκτείνεται
βόρεια και βορειοανατολικά του κοίλου του θεάτρου, καθώς και ανατολικά προς την
Κρήνη Αρσινόη και μέχρι το βόρειο μέρος της αγοράς57. Ο οικισμός έδωσε κεραμική
του 10ου-13ου αιώνα58. Την ίδια περίοδο τοποθετείται και η μετονομασία της Μεσσή-
νης σε Βουρκάνο, που μαρτυρείται στον Βίο του Οσίου Νίκωνος του Μετανοείτε. Με-
ταξύ του 13ου και 15ου αιώνα κατέπεσε το πίσω ανάλημμα της κρήνης59. Τέλος, πε-
ρίπου 3 χλμ. βόρεια της Αρκαδικής Πύλης, στη θέση Μπάρτζι, εντοπίστηκαν λείψανα
πρωτοβυζαντινού κτίσματος πρόχειρης κατασκευής, πιθανότατα αγροικίας, με δάπε-
δο από πήλινες πλάκες, όπου κεντρική οπή στήριζε πήλινη λεκανίδα60.
Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα της Μεσσηνίας αποδεικνύουν σαφή προτίμηση για τον
παράκτιο χώρο, καθ’ όλη την πρωτοβυζαντινή περίοδο. Παρά τις τεκμηριωμένες πα-
ρενοχλήσεις από πειρατές και γοτθικά φύλλα, η παράκτια ζώνη με τις πόλεις-λιμάνια
(Αβία, Κορώνη, Ασίνη, Μεθώνη, Πύλος-Κορυφάσιο, Κυπαρισσία), τους ύφορμους κόλ-
πους και τις εύφορες εκτάσεις της, φαίνεται ότι διατήρησε τις παραγωγικές δομές της
ρωμαϊκής περιόδου, έως και τον 6ο αιώνα61. Οι περισσότεροι μελετητές κάνουν λόγο για
στροφή προς την ενδοχώρα και για προτίμηση στα φυσικά οχυρά υψώματα (Σκάρμι-
γκα, Καβαλαριά, Χώρα) από τον 7ο αιώνα και εξής. Το φαινόμενο αυτό, που αφορά την

54. Θ
 έμελης 2002: 35, 48.
55. Θέμελης 2002: 43.
56. Θέμελης 2002: 44. Κατά μία άποψη, ίσως ανήκει στην περίοδο αυτή και η βασιλική, ο γλυ-
πτός διάκοσμος και η εσωτερική διαρρύθμιση της οποίας δεν αποκλείουν τη χρονολόγησή
της μετά τον 7ο και πριν τον 9ο αιώνα. Βλ. σχτικά Λαμπροπούλου κ.ά. 2001: 212-213. Για
τη χρονολόγηση των γλυπτών στον 8ο αιώνα, βλ. Πέννα κ.ά. 2008: 383.
57. Θέμελης 2002: 35.
58. Για τη γραπτή εφυαλωμένη κεραμική του 12ου-14ου αιώνα από τις επιχώσεις της περιοχής
του θεάτρου, βλ. Γιαγκάκη 2006.
59. Θέμελης 2002: 35.
60. Χατζή-Σπηλιοπούλου 1999: 240.
61. P RAP I: 474-475.
O ikiστικα Κ αταλοιπα Τ ησ Π ρωτοβυζαντινησ Κ αι Μ εσοβυζαντινησ Π εριοδου

αυτοκρατορία στο σύνολό της και αποδίδεται στην κατάρρευση των ήδη εξασθενημένων 195
παραδοσιακών αστικών και οικονομικών δομών κάτω από το βάρος των συνεχών επι-
δρομών και φυσικών καταστροφών, συνδέθηκε στην περίπτωση της Πελοποννήσου και
της Μεσσηνίας με τη διείσδυση και εγκατάσταση των Σλάβων στον πελοποννησιακό
χώρο και ιδιαίτερα στις παράκτιες ζώνες του62. Πρόσφατες μελέτες αναθεωρούν ωστόσο
το σλαβικό ζήτημα, τονίζοντας ότι η παρουσία των Σλάβων δεν συνεπαγόταν απαραί-
τητα διωγμό ή φυγή του προϋπάρχοντος πληθυσμού63. Άλλωστε, παρά την εγκατάλειψη
των ανοχύρωτων πρωτοβυζαντινών παραλίων θέσεων της Μεσσηνίας και γενικότερα της
Πελοποννήσου, η παράκτια ζώνη δεν ερήμωσε πλήρως, αφού κατά την περίοδο αυτή
εμφανίστηκαν σημαντικοί οχυροί οικισμοί, όπως η Κυπαρισσία-Αρκαδιά και η Ασίνη-
Κορώνη στη Μεσσηνία ή η Μονεμβασία και το Κάστρο Μαΐνης στη Λακωνία. Λείψανα
οικισμού της βυζαντινής περιόδου εντοπίζονται και στον παράκτιο Ρωμανό (βλ. παραπά-
νω). Παράλληλα, κάποιες προαναφερθείσες βυζαντινές εγκαταστάσεις της μεσσηνιακής
ενδοχώρας (Άγιος Κωνσταντίνος, Σκάρμιγκα) προϋπήρχαν της βυζαντινής περιόδου και
επομένως δεν μπορούν να θεωρηθούν παραδείγματα για τις όποιες αλλαγές στο μοντέλο
κατοίκησης από τους σκοτεινούς χρόνους και εξής. Αλλά ούτε και η εγκατάλειψη των
πόλεων προς χάριν της υπαίθρου ή δυσπρόσιτων οχυρών θέσεων, επίσης χαρακτηριστικό
φαινόμενο του τέλους της πρωτοβυζαντινής περιόδου, υπήρξε απαραίτητα γενικευμένη,
αφού πιθανότατα να μην ίσχυσε στην περίπτωση της Μεσσήνης64.

Σ υντομογραφίες
ΑΔ Αρχαιολογικό Δελτίο
ΑΕ Αρχαιολογική Εφημερίς

AJA American Journal of Archaeology.

BCH Bulletin de correspondence hellénique

ΔΧΑΕ Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας

ΠΑΕ Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας

PRAP Pylos Regional Archaeological Project

62. Για σχετική συζήτηση του θέματος βλ. Αναγνωστάκης 2002: 154-155 και υποσημ. 54 (με
βιβλιογραφία).- PRAP I: 474-475 (με βιβλιογραφία).- Davis 1998: 215.
63. Βλ. Avramea 1997: 67-104, που εξετάζει το θέμα εκτενώς (πηγές, νομισματικά ευρήματα,
αρχαιολογικά τεκμήρια, τοπωνύμια).- Βλ. επίσης Λαμπροπούλου κ.ά. 2001 και Αναγνω-
στάκης 2002: υποσημ. 55, για επισκόπηση της βιβλιογραφίας, που συσχετίζεται με τη νέα
προσέγγιση στο σλαβικό ζήτημα.
64. Θέμελης 2002: 44.- Λαμπροπούλου κ.ά. 2001: 212-213.
Μ αρια Ξ ανθοπουλου

196

Χάρτης της Μεσσηνίας


O ikiστικα Κ αταλοιπα Τ ησ Π ρωτοβυζαντινησ Κ αι Μ εσοβυζαντινησ Π εριοδου

Β ιβλιογραφία 197

Αναγνωστάκης Η. - Πούλου-Παπαδημητρίου Ν., 1997: «Η πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη


(5ος-7ος αιώνας) και προβλήματα της χειροποίητης κεραμικής στην Πελοπόννησο»,
Σύμμεικτα 11 (1997), 229-322.
Αναγνωστάκης Η., 2002: «Παράκτιοι οικισμοί της πρωτοβυζαντινής Μεσσηνίας. Η σι-
ωπή των πηγών και η αποσπασματική μαρτυρία της αρχαιολογίας», στο: Θεμέλης
Π.Γ. – Κόντη Β. (επιμ.) 2002, 137-160.
Αναγνωστάκης Η, 2007: «Η βυζαντινή Μεσσηνία, 4ος-12ος αι.», στο: Μεσσηνία, τόπος,
χρόνος, άνθρωποι, τόμ. Α΄, Εκδόσεις Μίλητος, Αθήνα, 105-135.
Avramea A., 1997: Le Péloponnèse du IVe au VIIIe siècle. Changements et persistances,
Byzantina Sorbonensia 15, Παρίσι.
Βικάτου Ο., 1996: ΑΔ 51 (1996) Β1, 191.
Βικάτου Ο., 1997: ΑΔ 52 (1997) Β1, 259-260.
Βικάτου Ο., 1998: ΑΔ 53 (1998) Β1, 236.
Davis J.L. (ed.), 1998: Sandy Pylos: An Archaeological History from Nestor to Navarino,
Austin.
Γιαγκάκη Α.Γ., 2006: «Γραπτή εφυαλωμένη κεραμική από την ανασκαφή της αρχαί-
ας Μεσσήνης», ΔΧΑΕ 27 (2006), 435-443.
Θεμέλης Π.Γ. - Κόντη Β. (επιμ.), 2002: Πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη και Ολυμπία, Αστι-
κός και αγροτικός χώρος στη Δυτική Πελοπόννησο, Πρακτικά του Διεθνούς Συ-
μποσίου (Αθήνα 29-30 Μαΐου 1998), Αθήνα.
Θεμέλης Π.Γ., 2002: «Υστερορωμαϊκή και πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη», στο: Θεμέλης
Π.Γ. – Κόντη Β. (επιμ.) 2002, 20-58.
Καββαδία-Σπονδύλη A., 2002: «Πρωτοβυζαντινή Πυλία», στο: Θεμέλης Π.Γ. - Κόντη
Β. (επιμ.) 2002, 219-228.
Καλτσάς Ν., 1983: «Η αρχαϊκή οικία στο Κοπανάκι της Μεσσηνίας», ΑΕ 1983, 205-
237.
Λαμπροπούλου Α. κ.ά., 2001: «Συμβολή στην ερμηνεία των αρχαιολογικών τεκμηρί-
ων της Πελοποννήσου κατά τους Σκοτεινούς Αιώνες», στο: Κουντούρα-Γαλάκη Ε.
(επιμ.), Οι Σκοτεινοί Αιώνες του Βυζαντίου (7ος-9ος), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Δι-
εθνή Συμπόσια 9, Αθήνα, 189-225.
McDonald W.A. - Hope Simpson R.H., 1969: «Further Explorations in Southwestern
Peloponnese: 1964-1968», AJA73 (1969), 123-177.
McDonald W.A. - Rapp G.R. Jr (επιμ.), 1972: The Minnesota Messenia Expedition,
Reconstructing a Bronze Age Regional Environment, Minneapolis Minn.
Παπακωνσταντίνου Ε., 1989: ΑΔ 44 (1989),108.
Πέννα Β. κ.ά., 2008: «Γλυπτά μεταβατικών χρόνων από τη βασιλική του θεάτρου
της αρχαίας Μεσσήνης», στο: Ch. Pennas - C. Vanderheyde (επιμ.), La sculpture
byzantine VIIe-XIIe siècles, Actes du colloque international organisé par la 2e Éphorie
des Antiquités Byzantines et l’École Française d’Athènes, 6-8 Septembre 2000, BCH
Supplément 49, Παρίσι, 375-392.
Μ αρια Ξ ανθοπουλου

198 PRAP I: Davis J.L. - Alcock S.E. - Bennet J. - Lolos Y.G. - Shelmerdine C.W., «The Pylos
Regional Archaeological Project, Part I: Overview and the Archaeological Survey»,
Hesperia 66/3 (1997), 391-494.
PRAP VII: Alcock S.E. - Berlin A.M. - Harrison A.B. - Heath S. - Spencer J. - Stone D.L.,
«The Pylos Regional Archaeological Project, Part VII: Historic Messenia, Geometric
through Late Roman», Hesperia 74/2 (2005), 147-209.
Rapp G.R Jr - Aschenbrenner S.E., 1978: Excavations at Nichoria in Southwest Greece, vol.
I, Site, Environs, and Techniques, Minneapolis.
Rosser J. - McDonald W.A., 1983: «The Byzantine Occupation», στο: W.A. McDonald -
W.D.E. Coulson - J. Rosser, Excavations at Nichoria in Southern Greece, vol. III, Dark
Age and Byzantine Occupation, Minneapolis, 353-424.
Σκιάς A.Ν., 1909: ΠΑΕ 1909, 292.
Valmin N., 1930: Études topographiques sur la Messénie ancienne, Lund, 1930.
Χατζή-Σπηλιοπούλου Γ., 1999: ΑΔ 54 (1999) Β1, 240.

MARIA XANTHOPOULOU

E VIDENCE F OR S ETTLEMENTS F ROM T HE E ARLY


A ND Μ IDDLE B YZANTINE P ERIODS
Summary
Messenia preserves comparatively little evidence for settlements from the Early and
Middle Byzantine periods. Its Early Byzantine cemeteries, however, often implanted on
earlier ones, and the few scattered remains of houses, baths, and industrial installations
attest occupation, as do its many Middle Byzantine churches. The prevalent pattern
of a densely occupied coast that was abandoned in favour of the more protected
hinterland in the late sixth and seventh centuries may need to be revisited, as several
coastal settlements were founded in later centuries. The Slavic infiltration seems to have
impacted this process much less that formerly believed. The Early Byzantine villa at
Dialiskari, the Middle Byzantine agricultural-industrial settlement at Nichoria, and,
most importantly, Early and Middle Byzantine Messene illustrate land use and the
transformation processes that are well documented throughout the empire for these
periods.

You might also like