Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 2

Αρχαία Ελληνική Γλώσσα Β΄ Γυμνασίου

ΕΝΟΤΗΤΑ 7
Β1. ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ
ΣΗΜΑΣΙΕΣ

πράττω
(= κάνω, κατορθώνω, επιτελώ)
θ. πρα(γ)-

 Αρχαία Ελληνική:
 Απλά:
ὁ πρακτήρ = αυτός που κάνει κάτι.
πραγματώδης, -ης, -ες = κοπιώδης.
 Σύνθετα :
ἀντιπράττω = εναντιώνομαι.
ἡ εὐπραξία = η καλή συμπεριφορά.
ἀπρακτέω-ῶ = αδρανώ.
ἀπράγμων, -ων, -ον = 1. αυτός που δεν πράττει. 2. νωθρός, αδρανής. 3.
φιλήσυχος.
κοινοπραγέω-ῶ = κάνω κάτι από κοινού με κάποιον.
ἡ κοινοπραγία = η σύμπραξη, η συνεργασία, η συνωμοσία.
πολυπραγμον έω-ῶ = ασχολούμαι με πολλά πράγματα.

 Αρχαία / Νέα Ελληνική:


 Απλά:
ἡ πρᾶξις (-η) = 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πράττω, επιτέλεση έργου,
και το έργο που επιτελείται. 2. άσκηση, εφαρμογή, εκτέλεση. 3. πείρα, πρακτική
ικανότητα που αποκτήθηκε με άσκηση. 4. διοικητική ενέργεια, απόφαση.
τὸ πρᾶγμα = 1. καθετί που υπάρχει, έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται
αντιληπτό με τις αισθήσεις σε αντιδιαστολή προς τα πλάσματα της φαντασίας ή τις
λογικές έννοιες. 2. κάθε υλικό σώμα, ιδίως το άψυχο. 3. ό,τι κατέχει κανείς, προϊόν.
4. εμπόρευμα, πραμάτεια. 5. (μτφ.) πράξη, διαγωγή, φέρσιμο.
πραγματεύομαι = (α.ε.) ασχολούμαι με κάτι. (ν.ε.) εξετάζω κάτι σε βάθος.
πραγματικός = 1. ο αναφερόμενος στα πράγματα. 2. αυτός που αληθινά
υπάρχει, αντικειμενικός.
ὁ πραγματευτής = έμπορος, εμπορικός αντιπρόσωπος.
ἡ πραγματεία = σύγγραμμα, μελέτη επιστημονική.
τὰ πεπραγμένα = πράξεις ή αποφάσεις, ιδίως διασκεπτόμενου σώματος,
συμβουλίου, διοικητικού ή άλλου οργάνου.
τὸ πρακτορεῖον ( -είο) = (α.ε.) το γραφείο και το αξίωμα του
φοροεισπράκτορα. (ν.ε.) επαγγελματικό γραφείο εξυπηρέτησης.
ὁ πράκτωρ = (α.ε.) συλλέκτης φόρων. (ν.ε.) πρόσωπο που φέρνει σε πέρας
υποθέσεις άλλων.
πρακτικός = 1. ο αναφερόμενος στην πράξη, την πείρα, που αποβλέπει στην
εφαρμογή. 2. ωφέλιμος, κατάλληλος, πρόσφορος σε κάτι, που διευκολύνει την
εργασία ή χρησιμοποιείται άνετα. 3. (για πρόσωπο) αυτός που εφαρμόζει στην
επαγγελματική του δραστηριότητα την πείρα του και όχι θεωρητικά αποκτημένες
γνώσεις, εμπειρικός.
 Σύνθετα :
διαπράττω = εκτελώ κάτι κακό.

1
Αρχαία Ελληνική Γλώσσα Β΄ Γυμνασίου

ἡ διάπραξις (-η) = εκτέλεση κακής πράξης.


εἰσπράττω = 1. παίρνω, συγκεντρώνω χρήματα που μου οφείλονται. 2. (μτφ.)
δέχομαι.
ἡ εἴσπραξις (-η) = 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του εισπράττω, η λήψη
οφειλομένων. 2. τα εισπραχθέντα χρήματα.
συμπράττω = ενεργώ μαζί με άλλον ή άλλους, συνεργάζομαι σε προσπάθεια.
ἡ σύμπραξις (-η) = η από κοινού ενέργεια, συνεργασία.
ἡ δυσπραγία = (α.ε.) η κακή τύχη. (ν.ε.) έλλειψη άνεσης στο βιοτικό επίπεδο.
ἡ ἀπραξία = η αδράνεια.
ἄπρακτος = 1. αυτός που δεν κατόρθωσε τίποτα. 2. που δεν πράχθηκε, δεν
εκτελέστηκε.
πολυπράγμων = 1. ο ασχολούμενος με πολλά πράγματα, πολυάσχολος. 2.
αυτός που ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις, ανακατωσούρης.
πολυπραγμοσύνη = 1. η ασχολία με πολλά. 2. η ανάμειξη σε ξένες υποθέσεις.
εἰσπράκτωρ (-ορας) = ο εντεταλμένος να εισπράττει χρήματα.
ἔμπρακτος = αυτός που βεβαιώνεται ή εκδηλώνεται με πράξεις.
διαπραγματεύομαι = 1. αναπτύσσω ένα θέμα προφορικά ή γραπτά. 2.
βρίσκομαι σε συνεννοήσεις για ένα ζήτημα. 3. παζαρεύω.

 Νέα Ελληνική:
 Απλά:
πραγματικότητα = 1. η ιδιότητα του πραγματικού, πραγματική υπόσταση ή
κατάσταση. 2. ο αντικειμενικός κόσμος.
πράγματι (επίρρ.) = πραγματικά, αλήθεια.
πραγμάτωση = πραγματοποίηση.
πραγμάτευση = έρευνα και ανάπτυξη, παρουσίαση ενός θέματος.
πραματευτής = γυρολόγος.
πραμάτεια = το εμπόρευμα του πραματευτή.
 Σύνθετα :
πραγματογνώμονας = πρόσωπο με ειδικές επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις
που καλείται να γνωμοδοτήσει για ένα θέμα.
πραγματοποιώ = κάνω κάτι πραγματικό, μεταβάλλω σχέδιο ή σκέψη σε
πραγματικότητα.
πραγματοποίηση = η πράξη και το αποτέλεσμα του πραγματοποιώ, επίτευξη.
διαπραγμάτευση = συνεννόηση ανάμεσα σε ενδιαφερόμενους για ορισμένο
ζήτημα, με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας.
κοινοπραξία = ένωση ατόμων ή επιχειρήσεων που αναπτύσσουν κοινή
δραστηριότητα.
πραξικόπημα = 1. αιφνίδια και δόλια ενέργεια. 2. (ειδ.) δυναμική πολιτική ή
στρατιωτική ενέργεια που καταλύει το σύνταγμα μιας χώρας.
εχθροπραξίες = 1. εχθρικές πράξεις. 2. ένοπλες συρράξεις.

You might also like