Download as doc, pdf, or txt
Download as doc, pdf, or txt
You are on page 1of 3

Συνέπειες άτυπης διανομής, έναντι του Δημοσίου, κοινού ακινήτου

που έχει αποκτηθεί με έκτακτη χρησικτησία


Χριστακάκου-Φωτιάδη Καλλιόπη, Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύεται στον τόμο 2018, σελ. 309

Στη γνωμοδότηση εξετάζεται η επίδραση που ενδεχομένως έχει στο ήδη διαμορφωμένο ιδιοκτησιακό
καθεστώς έναντι του Δημοσίου η μεταγενέστερη άτυπη διανομή κοινού ακινήτου, που έχει αποκτηθεί με
έκτακτη χρησικτησία συμπληρωθείσα πριν από την 11η.9.1915. Διατυπώνεται το συμπέρασμα ότι μια τέτοια
διανομή δεν επηρεάζει την έννομη θέση του Δημοσίου, που έχει απωλέσει οριστικά την κυριότητα λόγω
χρησικτησίας.

Α. Ιστορικό

Τέθηκε υπόψη μου το ακόλουθο ιστορικό, όπως αυτό προκύπτει και από τα έγγραφα που μου
προσκομίστηκαν:

I. Οι ενάγουσες και ήδη εφεσίβλητες, Κ.Π. και Τ.Φ., όπως έγινε δεκτό και από την υπ’ αρ. …/2014
(προσβαλλόμενη) απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, έχουν συγκυριότητα, συννομή και
συγκατοχή (½ εξ αδιαιρέτου η καθεμία) σε ακίνητο εκτάσεως 119,893 στρεμμάτων, το οποίο ανήκε από το
έτος 1830 στους δικαιοπάροχούς τους. Το ως άνω ακίνητο, αποτελεί μέρος ευρύτερης έκτασης 141,093
στρεμμάτων που βρίσκεται στη θέση «Φ..» περιοχής … πρώην κοινότητας … και μετέπειτα Δήμου … .

II. Η ως άνω ευρύτερη έκταση των 141,093 στρεμμάτων περιήλθε στις ενάγουσες-εφεσίβλητες (Τ.Φ., σύζυγο
Π.Φ., και Κ.Π., εγγονή Π.Φ.) με καθολική διαδοχή λόγω θανάτου του Π.Φ. στις 28-3-2000, δυνάμει της υπ’
αριθμ. …/14-02-2000 δημόσιας διαθήκης. Ο δε δικαιοπάροχος των εναγουσών-εφεσιβλήτων, Π.Φ., κατέστη
αρχικά εξ αδιαθέτου συγκληρονόμος της έκτασης αυτής με τις αδερφές του, Α. και Π., το έτος 1932, λόγω
θανάτου του πατέρα του, Παύλου Φ., και ακολούθως αποκλειστικός νομέας και κάτοχος της συνολικής
έκτασης των 141,093 στρεμμάτων το έτος 1933, ύστερα από παραχώρηση των μεριδίων των αδερφών του σε
αυτόν.

III. Ο Παύλος Φ. (πατέρας του Π.Φ.) απέκτησε την ως άνω έκταση μέσω αγοραπωλησιών, που έλαβαν χώρα
κατά τα έτη 1913 και 1915 μεταξύ αυτού, του πατέρα του (Η.Φ.) και των θείων του (Γ., Ε. και Π.Φ.), όπως
προκύπτει από τους συμβολαιογραφικούς τίτλους …/27-12-1913 και …/15-1-1915. Ενώ, ο Η., ο Γ., ο Ε. και ο
Π.Φ. απέκτησαν τη συνολική έκταση των 141,093 στρεμμάτων το έτος 1875 ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του
πατέρα τους και απώτατου δικαιοπάροχου, Πέτρου Φ., στον οποίο ανήκε η εν λόγω έκταση από το έτος 1830.

IV. Πριν από την περιέλευση της συνολικής έκτασης των 141,093 στρεμμάτων στον Παύλο Φ., κατά τα ως
άνω, οι κληρονόμοι του Πέτρου Φ. (Η., Γ., Ε. και Π.Φ.), διένειμαν μεταξύ τους μέρος της εν λόγω έκτασης το
έτος 1902, δυνάμει του υπ’ αριθ. …/22-12-1902 συμβολαίου διανομής, νομίμως μεταγραμμένου στα βιβλία του
Υποθηκοφυλακείου Κ…. Ακολούθως δε, το έτος 1903 διανεμήθηκε μεταξύ τους ατύπως και το υπόλοιπο της
ευρύτερης έκτασης των 141,093 στρεμμάτων της κληρονομιαίας περιουσίας του Πέτρου Φ.

Β. Ερώτημα

Με βάση το παραπάνω ιστορικό και εφόσον αυτό είναι αληθές, καθώς και τα έγγραφα που αναφέρονται σε
αυτό, μου τέθηκε το εξής ερώτημα:

Οι άτυπες διανομές που έλαβαν χώρα το έτος 1903 μεταξύ των άμεσων συγκληρονόμων του Πέτρου Φ. (Η.,
Γ., Ε. και Π.Φ.), και συννομέων της ως άνω επίδικης έκτασης των 141,093 στρεμμάτων, επηρεάζουν το μέχρι
τότε διαμορφωμένο ιδιοκτησιακό καθεστώς στην εν λόγω επίδικη έκταση έναντι του Δημοσίου;

Γ. Απάντηση

Ι. Όπως γίνεται δεκτό και από την προσβαλλόμενη απόφαση (ΠΠρΚαλ …/2014), η παρουσία της οικογένειας
Φ. στην επίδικη έκταση (εννοείται με την άσκηση πράξεων νομής, όπως προκύπτει και από τις καταθέσεις των
μαρτύρων των εναγουσών-εφεσιβλήτων), διά του απώτατου δικαιοπαρόχου τους Πέτρου Φ. επιβεβαιώνεται
ήδη από το έτος 1860. Στη συνέχεια ο Πέτρος Φ., που απεβίωσε το 1875, κληρονομήθηκε από τους τέσσερεις
γιους του (Η., Γ., Ε. και Π.Φ.), οι οποίοι αναμείχθηκαν, κατά τις παραδοχές της απόφασης, στην περιελθούσα
σε αυτούς κληρονομία με πρόθεση (συγ)κληρονόμων. Αυτό σημαίνει ότι οι εν λόγω συγκληρονόμοι, ασκώντας
πράξεις νομής στην επίδικη έκταση ήδη από τον χρόνο θανάτου του πατέρα τους (το έτος 1875) με καλή
πίστη και χωρίς ποτέ να ενοχληθούν από το εναγόμενο-εκκαλούν Δημόσιο, με προσμέτηση στη νομή τους και
του χρόνου νομής του δικαιοπαρόχου πατέρα τους τουλάχιστον, κατά τα προεκτεθέντα, από το έτος 1860,
συμπλήρωσαν ήδη το έτος 1890 τον απαιτούμενο, κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο (εφεξής «β.ρ.δ»), χρόνο
έκτακτης χρησικτησίας. Επομένως, αφού συνέτρεξαν στο πρόσωπο των απώτερων δικαιοπαρόχων των
εναγουσών-εφεσιβλήτων (Η., Γ., Ε. και Π.Φ.) όλες οι απαιτούμενες κατά το προϊσχύσαν δίκαιο προϋποθέσεις
για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία έναντι του Δημοσίου (συμπλήρωση άσκησης
τριακονταετούς νομής με καλή πίστη μέχρι τις 11.9.1915, σύμφωνα με τον ν. ΔΞΗ/1912 και τα διατάγματα
«περί δικαιοστασίου» που εκδόθηκαν με βάση αυτόν τον νόμο, καθώς και το άρθρο 21 του ν.δ. της
22.4/16.5.1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης»· βλ. και από τη
νομολογία ΑΠ 351/2003 ΕλλΔνη 2004, 412· ΑΠ 1690/1985 ΝοΒ 1986, 1060· ΑΠ 1800/1985 ΝοΒ 1986, 1074·
ΑΠ 781/1985 ΝοΒ 1986, 675), αυτοί είχαν καταστεί συγκύριοι της ως άνω επίδικης έκτασης με πρωτότυπο
τρόπο (έκτακτη χρησικτησία) από το έτος 1890.

ΙΙ. Η κατά τα ως άνω κτήση της κυριότητας και ακριβέστερα της συγκυριότητας στην επίδικη έκταση με
έκτακτη χρησικτησία από τους απώτερους δικαιοπαρόχους των εναγουσών-εφεσιβλήτων (Η., Γ., Ε. και Π.Φ.),
οδήγησε στην απώλεια κάθε δικαιώματος του Δημοσίου επ’ αυτής [βλ. ιδίως ΑΠ 840/2010 ΝοΒ 2010, 2482 =
ΤΝΠ Νόμος και Ισοκράτης από την οποία έγινε δεκτό ότι: «...Η ενάγουσα (Ιερά Μονή) αποδείχθηκε ότι
νεμόταν το όλο λειβάδι ... με διάνοια κυρίας και με καλή πίστη, πριν από το έτος 1915, από την εποχή της
Τουρκοκρατίας, εκμισθώνοντας τούτο ως βοσκότοπο σε διάφορους κτηνοτρόφους της περιοχής και
επιβλέποντας την κατάσταση και τα όριά του. Επομένως είχε καταστεί κυρία αυτού με έκτακτη
χρησικτησία κατά το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, καταλύοντας την όποια κυριότητα
του Ελληνικού Δημοσίου»]. Υπό το πρίσμα αυτό, οι άτυπες διανομές μέρους της επίδικης έκτασης, στις
οποίες προέβησαν μεταξύ τους οι ως άνω δικαιοπάροχοι των εναγουσών-εφεσιβλήτων το έτος 1903, ουδεμία
πλέον έννομη επιρροή ήταν δυνατόν να ασκήσουν στο ιδιοκτησιακό καθεστώς που είχε διαμορφωθεί, κατά τα
προεκτεθέντα, έναντι του Δημοσίου στην εν λόγω επίδικη έκταση ήδη από το έτος 1890 και μάλιστα
ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της ως άνω έκτασης ως δασικής ή όχι (βλ. σχετικά ΑΠ 52/2014 ΝοΒ 2014,
1423 = ΤΝΠ Νόμος και Ισοκράτης από την οποία κρίθηκε ότι: «Εφόσον δε, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες
διατάξεις, αποκτήθηκε κυριότητα σε δάσος ή σε δασική έκταση με έκτακτη χρησικτησία μέχρι τις 11.9.1915,
δεν ασκεί έννομη επιρροή στην κυριότητα που αποκτήθηκε η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου
62 § 1 του ν. 998/1979 «περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της
Χώρας», με την οποία ορίζεται ότι «σε κάθε φύσεως αμφισβητήσεις ή διενέξεις ή δίκες μεταξύ
του Δημοσίου και φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο επικαλείται ή αξιώνει οποιοδήποτε
δικαίωμα, εμπράγματο ή όχι, επί των δασών, των δασικών εκτάσεων κ.λ.π., το ως άνω φυσικό ή
νομικό πρόσωπο οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματος του» (ΑΠ 975/2008) »· έτσι και
η ΑΠ 303/2015 ΤΝΠ Νόμος και Ισοκράτης).

ΙΙΙ. Με τις άτυπες διανομές μέρους της επίδικης έκτασης που μεσολάβησε το 1903 μεταξύ των απώτερων
δικαιοπαρόχων των εναγουσών-εφεσιβλήτων (Η., Γ., Ε. και Π.Φ.) θεμελιώθηκε στο πρόσωπο καθενός εξ
αυτών αποκλειστική νομή σε διακριτό πλέον τμήμα της επίδικης έκτασης. Αυτό σημαίνει ότι στην περίπτωση
αυτή κάθε συγκύριος και συννομέας (στο ¼ κατά τα προεκτεθέντα) της επίδικης έκτασης, αποκτώντας με τις
άτυπες διανομές και τη νομή στα ιδανικά μερίδια των άλλων τριών συγκυρίων-συγκοινωνών και συννομέων σε
διακριτό πλέον τμήμα της ως άνω έκτασης (καθένας από τους τέσσερεις είχε αποκλειστική κυριότητα και νομή
στο ¼ και αποκλειστική νομή στα υπόλοιπα ¾ του αυτοτελούς τμήματος που περιήλθε σε αυτόν μετά τις
άτυπες διανομές), άρχισε πλέον να χρησιδεσπόζει στο αυτοτελές τμήμα που περιήλθε σε αυτόν (από τις
άτυπες διανομές) με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας (κατά το β.ρ.δ. τριακονταετής άσκηση νομής με
καλή πίστη) σε βάρος των άλλων κοινωνών-αδελφών του, έχοντας τη δυνατότητα συμπλήρωσης του
απαιτούμενου χρόνου και μετά τις 11.9.1915, αφού δεν θα επρόκειτο πλέον για συμπλήρωση χρόνου
χρησικτησίας σε βάρος του Δημοσίου. Σημειωτέον δε ότι, όπως ορθά έχει γίνει δεκτό από τη νομολογία (ΑΠ
449/1987 ΝοΒ 1988, 919· ΑΠ 562/1987 ΕΕΝ 55, 182), ο κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο ο εξ αδιαιρέτου
συγκύριος πράγματος δεν μπορεί να επικαλεστεί ότι απέκτησε νομή χρησικτησίας πάνω στο κοινό ακίνητο,
προτού γνωστοποιήσει στους άλλους συγκυρίους την απόφασή του να νέμεται εφεξής αποκλειστικά για τον
εαυτόν του, δεν ισχύει, δηλαδή δεν απαιτείται τέτοια γνωστοποίηση αν έχει προηγηθεί προφορική
διανομή του κοινού, όπως στην υπό κρίση υπόθεση (βλ. και Γεωργιάδη, Εμπράγματο Δίκαιο, 2η έκδ. 2010,
§ 20 αρ. 19 σημ. 19). Κι αυτό δεδομένου ότι η άτυπη διανομή στην οποία συμφωνούν οι συγκύριοι καθιστά
περιττή την γνωστοποίηση, αφού εμπεριέχει την βούλησή τους για την μεταβολή τόσο του animus όσο και
του corpus καθενός από τους συμφωνούντες στην διανομή συγκυρίους και συννομείς (ήτοι διάνοια
αποκλειστικού και καθολικού κυρίου σε διακριτό πλέον τμήμα του έως τότε κοινού ακινήτου).

IV. Επειδή με βάση τα προεκτεθέντα η επίδικη έκταση ήδη από το έτος 1890 είχε περιέλθει με έκτακτη
χρησικτησία κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας, νομής και κατοχής στους απώτερους δικαιοπαρόχους των
εναγουσών-εφεσιβλήτων (Η., Γ., Ε. και Π.Φ.), οι άτυπες διανομές μέρους της επίδικης έκτασης που
έγιναν μεταξύ αυτών το έτος 1903 αφορούσαν πλέον τη διαμόρφωση των εμπράγματων σχέσεων
μεταξύ ιδιωτών. Αφορούσαν δηλαδή, όπως ήδη επισημάνθηκε παραπάνω, τις εμπράγματες σχέσεις των
διαδόχων, καθολικών και ειδικών, των ως άνω απώτερων δικαιοπαρόχων των εναγουσών-εφεσιβλήτων (που
προέβησαν στις άτυπες διανομές) και ουδόλως ήταν σε συνάρτηση με οποιαδήποτε δικαιώματα του
εναγόμενου-εκκαλούντος Δημοσίου στην επίδικη έκταση, τα οποία το Δημόσιο είχε απωλέσει οριστικά ήδη από
το έτος 1890, χωρίς να υπάρχει περίπτωση αναβίωσής τους (έτσι ΑΠ 840/2010 ό.π.· βλ. σχετικά και ΑΠ
289/2016, ΑΠ 1203/2012 ΤΝΠ Νόμος και Ισοκράτης· πρβλ. και Γεωργιάδη, Εμπράγματο Δίκαιο, 2η έκδ. 2010,
§ 45 αρ. 8).

Αθήνα, 17.3.2017

You might also like