Document

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 103

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ∆ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ∆ΙΣΤΡΙΑΚΟ :


ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε .
ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΤΟΜΕΑΣ Α΄ Ι∆ΙΩΤΙΚΟΥ ∆ΙΚΑΙΟΥ

ΠΡΌΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ
ΣΠΟΥ∆ΩΝ ΑΣΤΙΚΟΥ ∆ΙΚΑΙΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΕΤΟΣ: 2006-2007

∆ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
Της Βασιλικής ∆ηµητρίου Μπαλάσκα
Α.Μ. Π.Μ.Σ.: 750

Η προσηµείωση υποθήκης

Επιβλέπoυσες:
Ελισάβετ Πούλου
Ευγενία ∆ακορώνια

Αθήνα 2008
Η προσηµείωση υποθήκης

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ........................................................................ i
ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ................................................................ iii

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ...............................................................................................1
1. ΓΕΝΙΚΑ Η ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ........................................1
2. Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗΣ.............................5
3. Η ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗΣ
.................................................................................................................7
Α. ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΣΥΣΤΑΣΗΣ ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗΣ
ΥΠΟΘΗΚΗΣ ............................................................................................8
1. Η ΑΣΦΑΛΙΖΟΜΕΝΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ....................................................8
2. ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗΣ.................................15
3. Ο ΤΙΤΛΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΓΡΑΦΗ ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗΣ .....................19
I. ∆ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΕΚ∆Ι∆ΕΤΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ∆ΙΑ∆ΙΚΑΣΙΑ
ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ.....................................................................19
II. ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ∆ΙΑΤΑΓΗ................................................................................30
III. ∆ΙΑΤΑΓΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ...............................................................................34
IV. ΑΛΛΟ∆ΑΠΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ Ή ∆ΙΑΤΑΓΗ
ΠΛΗΡΩΜΗΣ.......................................................................................................35
4. Η ΕΓΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗΣ .............................................38
Β. Η ΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗΣ ΣΕ ΥΠΟΘΗΚΗ..................41
1. Η ΠΛΗΡΩΣΗ ΤΩΝ ∆ΥΟ ΑΝΑΒΛΗΤΙΚΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ...............41
Ι. Η ΤΕΛΕΣΙ∆ΙΚΙΑ ΤΗΣ ∆ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ∆ΙΑΤΑΓΗΣ
ΠΛΗΡΩΜΗΣ.......................................................................................................41
ΙΙ. Η ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΥΠΟΘΗΚΩΝ .......................................46
2. ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΑΚΥΡΗΣ ΤΡΟΠΗΣ ΣΕ ΝΕΑ ΥΠΟΘΗΚΗ .............48
Γ. ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ...............49
1. Η ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΗΚΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ
ΠΡΟΣΗΜΕΙΟΥΧΟ ∆ΑΝΕΙΣΤΗ ..........................................................50
2. Η ΤΥΧΑΙΑ ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΗΜΕΙΟΥΧΟΥ ∆ΑΝΕΙΣΤΗ
ΣΤΟ ΠΡΟΪΟΝ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΠΟΙΗΣΗΣ .......................56
3. Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 997§3 ΚΑΙ 999§3 ΚΠΟΛ∆ ΣΤΟ
ΠΕ∆ΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗΣ ..........................................................59

i
Η προσηµείωση υποθήκης

∆. Η ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗΣ ΥΠΟΘΗΚΗΣ...........63


1. ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΠΟΣΒΕΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗΣ.......63
2. ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗΣ........65
3. Η ∆ΙΑ∆ΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ ................................................67
Ε. ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΕΙ∆ΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗΣ ...69
1. Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΗΜΕΙΟΥΧΟΥ ∆ΑΝΕΙΣΤΗ ΣΤΗΝ
ΠΤΩΧΕΥΣΗ .........................................................................................69
2. ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΩΝ ∆ΙΑ∆ΙΚΩΝ, ΤΗΝ
ΑΣΦΑΛΙΖΟΜΕΝΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΒΕΒΑΡΗΜΕΝΟ ΑΚΙΝΗΤΟ
...............................................................................................................74
3. Η ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΣΥΝΑΙΝΕΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗΣ
...............................................................................................................81
4. «ΣΥΡΡΟΗ» ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗΣ ΚΑΙ ΥΠΟΘΗΚΗΣ ........................87
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ- ΕΠΙΛΟΓΟΣ.............................................................89
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ............................................................................................. 94

ii
Η προσηµείωση υποθήκης

ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ

αδηµ. αδηµοσίευτη
ΑΚ Αστικός Κώδικας
αντιθ. αντίθετος/α
ΑΠ Άρειος Πάγος
αρ. αριθµός
άρθρ. άρθρο
Αρµ Αρµενόπουλος
ΑρχΝ Αρχείο Νοµολογίας
ΑχΝοµολ Αχαϊκή Νοµολογία
BGB Bürgerlichesgesetzbuch
βλ. βλέπε
∆ ∆ίκη
∆ΕΕ ∆ίκαιο Επιχειρήσεων και Εταιριών
∆ΕΚ ∆ικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
ΕΕ∆ Ένωση Ελλήνων ∆ικονοµολόγων
ΕΕΝ Εφηµερίς Ελλήνων Νοµικών
ΕισΝΑΚ Εισαγωγικός Νόµος Αστικού Κώδικα
ΕισΝΚΠολ∆ Εισαγωγικός Νόµος Κώδικα Πολιτικής ∆ικονοµίας
ΕΕµπ∆ Επιθεώρηση Εµπορικού ∆ικαίου
Ελλ∆νη Ελληνική ∆ικαιοσύνη
ΕµπΝ Εµπορικός Νόµος
ΕπισκΕµπ∆ Επισκόπηση Εµπορικού ∆ικαίου
ΕρµΚΠολ∆ Ερµηνεία Κώδικα Πολιτικής ∆ικονοµίας
ΕΤρΑξΧρ∆ Επιθεώρηση Τραπεζικού και Αξιογραφικού ∆ικαίου
Εφ Εφετείο
επ. επόµενα
ΚΠολ∆ Κώδικας Πολιτικής ∆ικονοµίας
λ.χ. λόγου χάρη
ΜονΠρωτ Μονοµελές Πρωτοδικείο
ν. νόµος

iii
Η
προσηµείωση υποθήκης
ν.δ. νοµοθετικό διάταγµα
ΝοΒ Νοµικό Βήµα
Ολ Ολοµέλεια
ό.π. όπου παραπάνω
παρ. παράγραφος
Πολ∆ Πολιτική ∆ικονοµία/1834
ΠΠρωτ Πολυµελές Πρωτοδικείο
πρβλ. παράβαλε
σελ. σελίδα
ΣυλλΝµλγ Συλλογή Νοµολογίας
υποσηµ. υποσηµείωση
ΧρΙ∆ Χρονικά Ιδιωτικού ∆ικαίου
Η προσηµείωση υποθήκης

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1. ΓΕΝΙΚΑ Η ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ

Στις σύγχρονες συναλλακτικές σχέσεις καταλυτικό ρόλο διαδραµατίζει η


παροχή πιστώσεων. Ίσως όχι άδικα η εποχή µας έχει χαρακτηριστεί ως η εποχή της
πιστωτικής οικονοµίας1. Θεµέλιο της οικονοµικής δραστηριότητας αποτελεί η
παροχή πιστώσεων, τόσο σε καταναλωτές, όσο κυρίως σε επιχειρηµατίες για την
εξυπηρέτηση καταναλωτικών και επενδυτικών αντίστοιχα σκοπών. Με την παροχή
πιστώσεων, δηλαδή την άµεση ή έµµεση χρηµατοδότηση ενός προσώπου
(πιστολήπτη) µε σκοπό την αύξηση της αγοραστικής του δύναµης2, καθίσταται
εφικτή η πραγµατοποίηση των σκοπών αυτών, παρά την ενδεχόµενη έλλειψη των
απαραίτητων κεφαλαίων. Με τον τρόπο αυτό, η παροχή πιστώσεων λειτουργεί σαν
µία ατµοµηχανή για την οικονοµία, που οδηγεί σε αύξηση της παραγωγής, ενίσχυση
της απασχόλησης και τελικά σε οικονοµική ανάπτυξη.
Παρά τα σηµαντικά πλεονεκτήµατα που συνεπάγεται, όµως, η πίστωση για
τον πιστολήπτη, δεν παύει να εγκυµονεί κινδύνους για τον πιστοδότη. Τις
περισσότερες φορές η παροχή της πίστωσης εξελίσσεται οµαλά, µε την έννοια ότι ο
πιστολήπτης ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του. Ωστόσο, δε θα πρέπει να
αποκλειστεί το ενδεχόµενο να µην θελήσει ή να µην µπορέσει να ανταποκριθεί στις
υποχρεώσεις του, µε αποτέλεσµα την αδυναµία επανείσπραξης του ποσού της
πίστωσης καθώς και των τόκων που στο µεταξύ έχουν προκύψει.
Για να διασφαλιστεί ο πιστοδότης από ένα τέτοιο ενδεχόµενο, το νοµικό µας
σύστηµα του παρέχει µία σειρά δυνατοτήτων που του επιτρέπουν να ασκεί την
πιστωτική του δραστηριότητα, περιορίζοντας τους σχετικούς κινδύνους. Η
αναγκαιότητα των σχετικών ρυθµίσεων είναι αναντίρρητη, δεδοµένου ότι χωρίς την
ύπαρξη ενός πλέγµατος προστατευτικών της πιστωτικής δραστηριότητας διατάξεων,
αυτή δε θα µπορούσε να φτάσει στα σηµερινά επίπεδα ανάπτυξης, µε αυτονόητες
συνέπειες για την οικονοµία.

1
Βλ. Γεωργιάδη, Εµπράγµατο ∆ίκαιο, ΙΙ, 1993, σελ. 115
2
Βλ. Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, 2001, σελ. 1

1
Η προσηµείωση υποθήκης

Η διασφάλιση του πιστοδότη µπορεί να επιτευχθεί µε δύο τρόπους: µπορεί


δηλαδή να παρασχεθεί εγγύηση από ένα τρίτο φερέγγυο πρόσωπο, τριτεγγύηση
τίτλου σε διαταγή κ.α., οπότε πρόκειται για προσωπική ασφάλεια ή µπορεί να
παρασχεθεί στον πιστοδότη εµπράγµατο δικαίωµα πάνω σε ορισµένο πράγµα (κινητό
ή ακίνητο) του πιστολήπτη ή τρίτου, το οποίο µπορεί, αν ο πιστολήπτης δεν
εξοφλήσει το χρέος, να το εκποιήσει αναγκαστικά και να ικανοποιηθεί προνοµιακά
από το προϊόν της αναγκαστικής εκτέλεσης, οπότε πρόκειται για εµπράγµατη
ασφάλεια3.
Στην πρώτη περίπτωση, της προσωπικής ασφάλειας, η προσθήκη ενός ακόµη
δανειστή (του εγγυητή) έχει ως αποτέλεσµα τη βελτίωση της κατάστασης υπέρ του
δανειστή, µόνο ποσοτικά, όχι όµως και ποιοτικά, αφού ο πιστοδότης εναποθέτει τις
ελπίδες του στην αξιοπιστία και στην οικονοµική επιφάνεια δύο προσώπων, µε
αποτέλεσµα να εξακολουθούν να υπάρχουν οι ίδιοι κίνδυνοι ως προς ικανότητά τους
να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Επιπλέον, ο πιστοδότης εξακολουθεί να
είναι εκτεθειµένος στον κίνδυνο είτε να προλάβουν άλλοι δανειστές να κατάσχουν τα
περιουσιακά στοιχεία πιστολήπτη και εγγυητή (σύµφωνα µε την αρχή της πρόληψης),
είτε να αναγγελθούν και άλλοι δανειστές στην αναγκαστική εκτέλεση που αυτός
επισπεύδει µε αποτέλεσµα η ικανοποίησή του να είναι µόνο µερική (σύµφωνα µε την
αρχή της σύµµετρης ικανοποίησης)4.
Αντίθετα, στην εµπράγµατη ασφάλεια, τα µειονεκτήµατα αυτά
υπερσκελίζονται, ενώ επιπλέον εξασφαλίζεται µία σειρά πλεονεκτηµάτων στον
εµπραγµάτως ασφαλισµένο πιστοδότη, δικαιολογώντας έτσι την µεγάλη σηµασία της
εµπράγµατης ασφάλειας για την οικονοµική ζωή5.
Τα δικαιώµατα εµπράγµατης ασφάλειας παρέχουν στον δικαιούχο τους την
δυνατότητα πορισµού ωφελειών από την σε χρήµα αξία του πράγµατος µε την
εκποίηση του και την προνοµιακή ικανοποίηση του δικαιούχου του δικαιώµατος από
το πλειστηρίασµα. Για τον λόγο αυτό ανήκουν στην κατηγορία των δικαιωµάτων
αξίας, σε αντίθεση µε τα δικαιώµατα ουσίας τα οποία παρέχουν εξουσία πορισµού
ωφελειών άµεσα από την ουσία του πράγµατος (έτσι η κυριότητα και οι δουλείες)6.

3
Βλ. Γεωργιάδη, Εµπράγµατο δίκαιο, σελ. 116 επ., Σπυριδάκη, Το δίκαιον της εµπραγµάτου
ασφαλείας, 1976, σελ. 13 επ.
4
Βλ. Γεωργιάδη, Εµπράγµατο δίκαιο, σελ. 116
5
Βλ. αναλυτική παρουσίαση των πλεονεκτηµάτων της εµπράγµατης ασφάλειας σε Μάζη, Εµπράγµατη
εξασφάλιση τραπεζών και ανωνύµων εταιριών, 1993, σελ. 23, Γεωργιάδη, Εµπράγµατο δίκαιο, σελ.
117, Σπυριδάκη, Το δίκαιον της εµπραγµάτου ασφαλείας, 1976, σελ. 15 επ.
6
Βλ. Γεωργιάδη, Εµπράγµατο δίκαιο, ό.π., σελ. 121

2
Η προσηµείωση υποθήκης

Ειδικότερα, σε περίπτωση αναγκαστικής κατάσχεσης και πλειστηριασµού, ο


εµπραγµάτως ασφαλισµένος δανειστής έχει απέναντι στους εγχειρόγραφους
δανειστές που τυχόν αναγγέλθηκαν δικαίωµα προνοµιακής ικανοποίησης από το
πλειστηρίασµα το οποίο εισπράχθηκε κατά την αναγκαστική εκποίηση του
βεβαρηµένου πράγµατος (σύµφωνα µε την αρχή της προτίµησης). Θα πρέπει,
άλλωστε, να σηµειωθεί ότι τα δικαιώµατα του εµπραγµάτως ασφαλισµένου δανειστή
δε θίγονται σε περίπτωση διάθεσης του βεβαρηµένου πράγµατος, αλλά εξακολουθούν
να βαρύνουν το πράγµα και άρα δεσµεύουν και όσους αποκτούν µεταγενέστερα στο
πράγµα κυριότητα ή άλλο εµπράγµατο δικαίωµα. Εποµένως, ο εµπραγµάτως
ασφαλισµένος δανειστής µπορεί να εκποιήσει το βεβαρηµένο πράγµα, ανεξάρτητα
από το ποιος είναι κύριος και ανεξάρτητα από το εάν συστάθηκαν µεταγενέστερα
πάνω σε αυτό άλλα εµπράγµατα δικαιώµατα (εξουσία δίωξης και παρακολούθησης)7.
Προνοµιακή είναι η θέση του εµπραγµάτως ασφαλισµένου πιστοδότη και σε
περίπτωση πτώχευσης του πιστολήπτη, αφού δεν εφαρµόζονται ως προς αυτόν οι
αρχές της αναστολής των ατοµικών διώξεων και της διακοπής της τοκοφορίας, ενώ
και σε αυτήν την περίπτωση η ικανοποίηση του εµπραγµάτως ασφαλισµένου
πιστοδότη από το προϊόν αναγκαστικής εκποίησης του επιβαρυµένου µε την
εµπράγµατη ασφάλεια αντικειµένου θα είναι προνοµιακή και όχι σύµµετρη µε τους
υπόλοιπους αναγγελόµενους ανέγγυους πιστωτές του πτωχού8.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η εµπράγµατη ασφάλεια µειώνει σηµαντικά,
αν δεν εξαφανίζει εντελώς, τον κίνδυνο που αντιµετωπίζει ο δανειστής από την
αφερεγγυότητα του οφειλέτη. Από την άλλη πλευρά, πάντως, η εµπράγµατη
ασφάλεια παρουσιάζει και µειονεκτήµατα, κυρίως από τη σκοπιά του πιστολήπτη,
επειδή συνεπάγεται σηµαντική δέσµευση των περιουσιακών του στοιχείων, ενώ η
διαδικασία σύστασης δικαιωµάτων εµπράγµατης ασφάλειας είναι περίπλοκη και
δαπανηρή.
Το δίκαιό µας γνωρίζει δύο τέτοια δικαιώµατα εµπράγµατης ασφάλειας: το
ενέχυρο και την υποθήκη, τα οποία ρυθµίζονται στα άρθρα 1208 επ. και 1257 επ. ΑΚ
αντίστοιχα.
Ειδικά σε ό,τι αφορά το ενέχυρο, η πρακτική του χρησιµότητα µειώνεται
σηµαντικά από το γεγονός ότι ο κύριος του ενεχυριασµένου πράγµατος δεν µπορεί να

7
Βλ. Γεωργιάδη, Εµπράγµατο δίκαιο, ό.π., σελ. 117, Σπυριδάκη, ό.π., σελ. 15
8
Βλ. Γεωργιάδη, Εµπράγµατο δίκαιο, ό.π., σελ. 118

3
Η προσηµείωση υποθήκης

διατηρήσει την κατοχή του, µε αποτέλεσµα να αποστερείται των ωφελειών που


απορρέουν από αυτήν9.
Στην πράξη έχουν διαπλασθεί και άλλες µορφές εµπράγµατης ασφάλειας,
όπως η καταπιστευτική µεταβίβαση κυριότητας πράγµατος, το σύµφωνο διατήρησης
της κυριότητας (ΑΚ 532), το leasing κ.α., τα οποία παρουσιάζουν µεγαλύτερη
ευελιξία και απλότητα σε σχέση µε το ενέχυρο10.
Άλλωστε, µε τον πρόσφατο νόµο 2844/2000 για τις «Συµβάσεις επί κινητών ή
απαιτήσεων υποκείµενες σε δηµοσιότητα και άλλες συµβάσεις παροχής ασφάλειας»
ρυθµίστηκε, µεταξύ άλλων, ο θεσµός του ενεχύρου σε κινητά ή αλλιώς το
«πλασµατικό ενέχυρο», επεκτάθηκε η δηµοσιότητα που προβλέπεται για το
πλασµατικό ενέχυρο και στην πώληση κινητών µε επιφύλαξη κυριότητας εκ µέρους
του πωλητή και στην καταπιστευτική µεταβίβαση κυριότητας κινητού, ρυθµίστηκε η
ενεχυρίαση ή εκχώρηση επιχειρηµατικών απαιτήσεων ή άλλων δικαιωµάτων και
καθιερώθηκε και ρυθµίστηκε για πρώτη φορά ο θεσµός της κυµαινόµενης ασφάλειας
(floating charge) ως ειδικότερης µορφής ασφάλειας σε κινητά και σε δικαιώµατα11.
Μεγάλη πρακτική σπουδαιότητα στις σύγχρονες συναλλαγές έχει αποκτήσει
και η προσηµείωση υποθήκης, η οποία ούσα υποθήκη υπό αναβλητική αίρεση
συγκαταλέγεται και αυτή στα δικαιώµατα εµπράγµατης ασφάλειας12.
Αντικείµενο της παρούσας εργασίας θα αποτελέσει ο θεσµός της
προσηµείωσης που τόσο ευρεία εφαρµογή γνωρίζει στις µέρες µας καθώς και τα
συναφή µε αυτήν ζητήµατα. Ειδικότερα, στις επόµενες σελίδες θα αναπτυχθούν η
ιστορική εξέλιξη της προσηµείωσης, η νοµική της φύση και η λειτουργία της, οι
προϋποθέσεις σύστασης της προσηµείωσης και τροπής της σε υποθήκη, η λειτουργία
της κατά την διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, η κατάργησή της και µία σειρά
ειδικών ζητηµάτων που ανακύπτουν µε επίκεντρο την εφαρµογή της.

9
Βλ. Σπυριδάκη, ό.π., σελ. 18
10
Βλ. Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, σελ. 16
11
Για το θεσµό της κυµαινόµενης ασφάλειας βλ. Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, σελ. 605
επ.
12
Βλ. ενδεικτικά Γεωργιάδη, Εµπράγµατο δίκαιο, ό.π., σελ. 119

4
Η προσηµείωση υποθήκης

2. Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗΣ

Ο θεσµός της προσηµείωσης εισήχθη για πρώτη φορά στο ελληνικό δίκαιο µε
τον νόµο περί υποθηκών της 11/12 Αυγούστου 1836 και συγκεκριµένα µε το άρθρο
23 του νόµου αυτού, το οποίο είχε ως πρότυπο τις αντίστοιχες ρυθµίσεις του
Αυστριακού ΑΚ και του Βαυαρικού Νόµου περί Υποθηκών, χωρίς πάντως να
αξιολογείται ως επιτυχής η µεταφορά τους στο ελληνικό δίκαιο13.
Στο άρθρο αυτό προβλεπόταν ότι: «προσηµείωσις γίνεται: 1) όταν η εγγραφή
της υποθήκης δεν συγχωρείται δι’ έλλειψιν έννοµου τύπου των δηµοσίων εγγράφων
δυνάµει των οποίων γίνεται η αίτησις της εγγραφής 2) όταν η ύπαρξις εµπροθέσµου
απαιτήσεως είναι βεβαιωµένη δι’ εγγράφων και εν ταυτώ υπάρχει επίσηµος απόδειξις
ότι ο πιστωτής εκίνησεν αγωγήν δια την εξόφλησίν της και 3) όταν η απαίτησις
επεδικάσθη πρωτοδίκως».
Εποµένως, ισχύοντος του νόµου περί υποθηκών, για την εγγραφή της
προσηµείωσης αρκούσε η ύπαρξη µίας από τις προβλεπόµενες στο άρθρο 23
προϋποθέσεις, χωρίς να απαιτείται η ύπαρξη δικαστικής απόφασης ή οποιασδήποτε
άλλης διαδικαστικής πράξης του διαδίκου και η προσηµείωση ενεγράφετο απευθείας
από τον αρµόδιο υποθηκοφύλακα, µε µόνη την εξώδικη αίτηση του δανειστή προς
αυτόν. Άδεια του Προέδρου Πρωτοδικών για την εγγραφή της προσηµείωσης δεν
απαιτείτο14.
Η εγγραφή της προσηµείωσης, όµως, χωρίς να προηγείται οποιοσδήποτε
έλεγχος της ύπαρξης απαίτησης ή του ύψους αυτής, είχε ως αποτέλεσµα την
υπέρµετρη δέσµευση του οφειλέτη έναντι του δανειστή15. Έτσι, η παραπάνω διάταξη
αντικαταστάθηκε από το άρθρο 8 του ν. 2431/1920 το οποίο προέβλεπε ότι:
«Προσηµείωσις εγγράφεται µόνον δυνάµει αδείας του Προέδρου των Πρωτοδικών της
τοποθεσίας του ακινήτου οριζούσης το ασφαλιστέον δι’ αυτής ποσόν και προθεσµίαν
προς έγερσιν αγωγής, εάν κατά την κρίσιν του συντρέχει περίπτωσις εγέρσεως αγωγής».
Από την έναρξη ισχύος του νέου αυτού νόµου µόνος τίτλος για την εγγραφή
προσηµείωσης καθιερώθηκε η απόφαση του Προέδρου των Πρωτοδικών της
περιφέρειας του ακινήτου, µε την οποία παρέχεται η άδεια εγγραφής προσηµείωσης

13
Βλ. Σπυριδάκη, ό.π., σελ. 225
14
Βλ. Βασιλείου, Η συναίνεσις των διαδικών εν τη παροχή αδείας προσηµειώσεως, ΝοΒ 3, 735
15
Βλ. Απαλαγάκη, Προσηµείωση υποθήκης. Η δικονοµική της θεώρηση, 2005, σελ. 2

5
Η προσηµείωση υποθήκης

στα βιβλία υποθηκών. Με την απόφαση αυτή, ο Πρόεδρος µε ελεύθερη κρίση και
βάσει των προσαγόµενων σε αυτόν στοιχείων όφειλε να καθορίσει το ασφαλιστέο
ποσό ανάλογα µε το ύψος της απαίτησης καθώς και την προθεσµία για την έγερση
της κύριας αγωγής για την απαίτηση, εφόσον συνέτρεχε τέτοια περίπτωση16.
Μέσα σε αυτό το νοµοθετικό περίγραµµα, η προσηµείωση παρότι δεν
περιλαµβανόταν στην απαρίθµηση των συντηρητικών ή εξασφαλιστικών µέτρων της
Πολιτικής ∆ικονοµίας του 1834, πολιτογραφήθηκε λειτουργικά ως ασφαλιστικό
µέτρο. Συγχρόνως, όµως, ήταν εµφανής και ο προσανατολισµός της προς το
ουσιαστικό δίκαιο, ως µία µορφή εµπράγµατης ασφάλειας17.
Με την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα το 1946 την διάταξη του άρθρου 8 του
ν. 2431/1920 επανέλαβε και το άρθρο 1274 ΑΚ, διευρύνοντας µόνο την εξουσία του
Προέδρου, ως προς την έκταση των όρων υπό τους οποίους µπορούσε να επιτρέψει
την εγγραφή προσηµείωσης. Κατά τα άλλα, τίτλος για την εγγραφή προσηµείωσης
εξακολουθούσε να είναι µόνο η άδεια του Προέδρου18. Επιπλέον, µε τη θέσπιση του
άρθρου 1279 ΑΚ, ρυθµίστηκε για πρώτη φορά η λειτουργία της προσηµείωσης κατά
το στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης19.
Οι κεντρικές ως προς την προσηµείωση διατάξεις του ΑΚ απέκτησαν την
οριστική και σήµερα ισχύουσα µορφή τους µετά την έναρξη ισχύος του ΚΠολ∆,
έπειτα από τις αλλαγές που επήλθαν µε τα άρθρα 53 και 56 ΕισΝΚΠολ∆. Εφεξής, η
εγγραφή προσηµείωσης υποθήκης γίνεται µόνο κατόπιν δικαστικής απόφασης20.
Επιπροσθέτως, µε την εισαγωγή του ΚΠολ∆ συµπληρώθηκε η νοµοθετική
πρόβλεψη σχετικά µε την λειτουργία της προσηµείωσης σε συνάρτηση µε τις πράξεις
της εκτελεστικής διαδικασίας µέσω ενός πλέγµατος δικονοµικών διατάξεων που σε
συνδυασµό µε τις ρυθµίσεις του Αστικού Κώδικα και του Εµπορικού Νόµου
συνθέτουν το εφαρµοστέο στην προσηµείωση δίκαιο.
Από τις επιµέρους ρυθµίσεις του ΚΠολ∆ αξίζει να αναφερθεί η διάταξη του
άρθρου 41 ΕισΝΚΠολ∆ σύµφωνα µε την οποία «αι διατάξεις του ΚΠολ∆ περί

16
Βλ. Βασιλείου, ό.π.
17
Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 3
18
Βλ. Βασιλείου, ό.π.
19
Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 4, η οποία επισηµαίνει ως αξιοσηµείωτο το γεγονός ότι ενώ η κατάταξη
των απαιτήσεων κατά το στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης εµπίπτει κατά κύριο λόγο στην ύλη του
δικονοµικού δικαίου, η λειτουργία της προσηµείωσης αναφορικά µε αυτήν αντιµετωπίστηκε για πρώτη
φορά στον Αστικό Κώδικα
20
Βλ. αναλυτικά όλες τις µεταβολές που επήλθαν κατ’ άρθρο σε Βαβούσκου, Η προσηµείωση
υποθήκης εις το ελληνικόν δίκαιον υπό το κράτος του νέου Κπολ∆, Τιµητικός τόµος Καραβά, 1978,
σελ. 754

6
Η προσηµείωση υποθήκης

υποθήκης εφαρµόζονται και επί προσηµειώσεως, πλην αν άλλως ορίζεται», η οποία


απετέλεσε αντικείµενο αντιπαραθέσεων ως προς την πραγµατική σηµασία της τόσο
σε θεωρία όσο και σε νοµολογία, όπως θα καταδειχθεί σε πολλά σε σηµεία στη
συνέχεια.

3. Η ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ


ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗΣ

Ο θεσµός της προσηµείωσης υποθήκης έχει διφυή χαρακτήρα, καθώς


βρίσκεται στο µεταίχµιο µεταξύ ουσιαστικού και δικονοµικού δικαίου21. Από άποψη
ουσιαστικού δικαίου η προσηµείωση αποτελεί προσωρινή υποθήκη επί τη βάσει
τίτλου από δικαστική απόφαση, η οποία τελεί υπό διπλή αναβλητική αίρεση: την
αίρεση της τελεσιδικίας της απόφασης µε την οποία θα επιδικαστεί η ασφαλιζόµενη
µε την προσηµείωση απαίτηση και την αίρεση της τροπής της προσηµείωσης σε
υποθήκη µε την σχετική σηµείωση στο βιβλίο των υποθηκών22. Για την διπλή αυτή
αίρεση θα γίνει αναλυτικά λόγος στο δεύτερο κεφάλαιο της παρούσας εργασίας. Με
την πλήρωση των δύο αυτών αιρέσεων η προσηµείωση µεταβάλλεται από υποθήκη
υπό αίρεση σε καθαρή υποθήκη.
Κατά ισοδύναµη εννοιολογική προσέγγιση η προσηµείωση παρέχει δικαίωµα
προσδοκίας για απόκτηση υποθήκης σε όµοια σειρά χρονικής προτεραιότητας µε
αυτήν της αρχικής εγγραφής23.
Από άποψη δικονοµικού δικαίου η προσηµείωση αποτελεί είδος
ασφαλιστικού µέτρου το οποίο µπορεί να διατάξει το δικαστήριο για την εξασφάλιση
απαίτησης. Αυτό καθιερώνεται ρητά µε την διάταξη του άρθρου 706 ΚΠολ∆, το
οποίο ορίζει ότι το δικαστήριο δικαιούται να διατάξει ως ασφαλιστικό µέτρο την
εγγραφή προσηµείωσης υποθήκης.
Ο όρος «προσηµείωση» εποµένως είναι πολυσήµαντος και µε αυτόν
εκφράζεται στο πεδίο του δικονοµικού δικαίου ένα είδος ασφαλιστικού µέτρου, ενώ
στο πεδίο του ουσιαστικού δικαίου υποδηλώνεται σε επίπεδο τύπου η πράξη της
προεγγραφής (προσηµείωσης) υποθήκης και σε επίπεδο ουσίας το δικαίωµα

21
Βλ. Λιβάνη στον ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, άρθρο 1274 ΑΚ, αρ. 6, Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 6
22
Βλ. Σπυριδάκη, ό.π., σελ. 225
23
Βλ. Γεωργιάδη, ό.π., σελ. 179

7
Η προσηµείωση υποθήκης

υποθήκης που τελεί όπως αναφέρθηκε υπό διπλή αναβλητική αίρεση, ή αλλιώς το
δικαίωµα προσδοκίας για το οποίο έγινε ήδη λόγος24.
Η προσηµείωση, όπως και κάθε δικαίωµα εµπράγµατης ασφάλειας, επιτελεί
εξασφαλιστική λειτουργία, αφού αποβλέπει στην εξασφάλιση του δικαιώµατος υπέρ
του οποίου παρέχεται, δηλαδή της ασφαλιζόµενης µε την προσηµείωση απαίτησης25.
Κατά µία άποψη, µάλιστα, η προσηµείωση έχει διπλά εξασφαλιστικό χαρακτήρα,
αφού δεν εξασφαλίζει απλώς και µόνο ορισµένη ουσιαστικού δικαίου αξίωση, αλλά
διασφαλίζει επιπλέον και το προς αναγκαστική εκτέλεση δικαίωµα του δανειστή µε
τη διπλή διάκριση είτε της επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης, είτε της αναγγελίας
και στη συνέχεια της προνοµιακής ικανοποίησης του δανειστή26. Η άποψη αυτή
συνδέεται µε την απάντηση που θα δώσουµε στο θεµελιώδες ζήτηµα της θέσης του
προσηµειούχου δανειστή συγκριτικά µε αυτήν του ενυπόθηκου και ιδίως µε το
δικαίωµά του ή µη να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση επί του προσηµειωµένου
ακινήτου, πριν την τροπή της προσηµείωσης του σε υποθήκη, για το οποίο όµως θα
γίνει εκτενής ανάλυση στη συνέχεια.

Α. ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΣΥΣΤΑΣΗΣ ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗΣ


ΥΠΟΘΗΚΗΣ

Η σύσταση προσηµείωσης υποθήκης προϋποθέτει την συνδροµή των εξής


τεσσάρων στοιχείων: της ύπαρξης ασφαλιζόµενης απαίτησης, του αντικειµένου της
προσηµείωσης, του τίτλου προς εγγραφή προσηµείωσης και της πράξης της
εγγραφής. Αυτές οι τέσσερεις προϋποθέσεις περιγράφονται αναλυτικά στο παρόν
κεφάλαιο.

1. Η ΑΣΦΑΛΙΖΟΜΕΝΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ

Η προσηµείωση, ως δικαίωµα εµπράγµατης ασφάλειας, διέπεται από την αρχή


του παρεπόµενου27, η οποία διατυπώνεται ρητά στα άρθρα 1210 και 1258 ΑΚ

24
Βλ. Σπυριδάκη, Η προσηµείωση υποθήκης, 2003, σελ. 8
25
Βλ. Σπυριδάκη, ό.π., σελ. 1, ο οποίος επιπλέον αποδίδει και µία δεύτερη, αναπτυξιακή αποστολή στα
δικαιώµατα εµπράγµατης ασφάλειας, µε την έννοια ότι εξασφαλίζουν την ανάπτυξη επαγγελµατικής
οικονοµικής δραστηριότητας εκ µέρους του δανειζόµενου οφειλέτη
26
Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 15
27
Βλ. Γεωργιάδη, Εµπράγµατο ∆ίκαιο, σελ. 126

8
Η προσηµείωση υποθήκης

αναφορικά µε το ενέχυρο και την υποθήκη αντίστοιχα. Απόρροια της αρχής αυτής
είναι η αναγκαία συσχέτιση της προσηµείωσης µε ένα άλλο δικαίωµα, την
ασφαλιζόµενη απαίτηση, χωρίς την οποία δε νοείται στο σύστηµα του ισχύοντος
δικαίου µας η προσηµείωση. Η προσηµείωση δηλαδή δεν µπορεί να υπάρξει χωρίς
την ασφαλιζόµενη απαίτηση, αφού η εξασφάλιση της απαίτησης, την οποία και
παρακολουθεί, αποτελεί το νοµικό λόγο της ύπαρξής της, την causa για την κτήση
του δικαιώµατος εµπράγµατης ασφάλειας28. Για το λόγο αυτό, η απόφαση που
διατάσσει την εγγραφή της προσηµείωσης καθώς και η διαταγή πληρωµής δυνάµει
της οποίας αυτή εγγράφεται, θα πρέπει να ορίζουν το ασφαλιζόµενο ποσό29.
Εποµένως η ασφαλιζόµενη απαίτηση θα πρέπει να προκύπτει από έγκυρη
ενοχική σχέση. Η ακυρότητα της απαίτησης επιφέρει και ακυρότητα της
προσηµείωσης, η οποία δε χρήζει δικαστικής διαγνώσεως (ΑΚ 180)30. Ενστάσεις
ανατρεπτικές κατά της απαίτησης προτείνονται µε ισοδύναµα αποτελέσµατα κατά της
προσηµείωσης, ενώ και η απόσβεση µε οποιονδήποτε τρόπο της απαίτησης επιφέρει
την απόσβεση και της προσηµείωσης31, όπως θα εκτεθεί αναλυτικά σε επόµενο
κεφάλαιο32. Στην περίπτωση προσηµείωσης που ασφαλίζει ακυρώσιµη απαίτηση,
αυτή θα είναι έγκυρη, όπως έγκυρη είναι και η ακυρώσιµη απαίτηση µέχρι την
ακύρωσή της µε δικαστική απόφαση. Ο δανειστής της ακυρώσιµης απαίτησης µπορεί
να ζητήσει προς εξασφάλισή της εγγραφή προσηµείωσης επί των ακινήτων του
οφειλέτη, ο οποίος µπορεί να εγείρει την αγωγή ακύρωσης, κατά κανόνα εντός
διετίας από τη σύναψη της ακυρώσιµης δικαιοπραξίας ή την παρέλευση της
κατάστασης που προκάλεσε την ακυρωσία (ΑΚ 157). Σε περίπτωση που η αγωγή του
γίνει δεκτή, ο οφειλέτης µπορεί να ζητήσει την ανάκληση της απόφασης που διέταξε
την εγγραφή προσηµείωσης33. Ειδικότερες πρακτικές εκδηλώσεις της αρχής του
παρεπόµενου είναι η ακυρότητα της σύστασης της προσηµείωσης σε περίπτωση που
η ασφαλιζόµενη απαίτηση δεν υφίσταται ή πρόκειται για απαίτηση από άκυρη
δικαιοπαξία, η συµµεταβίβαση της προσηµείωσης σε περίπτωση µεταβίβασης της

28
Βλ. ∆ωρή, Εµπράγµατη Ασφάλεια. Παραδόσεις, σελ. 46 και Ανδρεοπούλη, Υποθηκική κάλυψη
τόκων, Ελλ∆νη 27, σελ. 426
29
Βλ. Βαβούσκου, ό.π, σελ. 781
30
Βλ. Βαβούσκου, ό.π., σελ. 785
31
Βλ. Ανδρεοπούλη, ό.π.
32
Βλ. παρακάτω, σελ. 61 επ.
33
Βλ. Βαβούσκου, ό.π., σελ. 786

9
Η προσηµείωση υποθήκης

ασφαλιζόµενης απαίτησης µε εκχώρηση ή από το νόµο (ΑΚ 458) και η απόσβεση


της προσηµείωσης σε περίπτωση παραγραφής της ασφαλιζόµενης απαίτησης34.
Η ασφαλιζόµενη απαίτηση µπορεί να είναι υπό αίρεση ή προθεσµία, όπως
ρητά προβλέπει το άρθρο 682 §1 εδ. β΄ ΚΠολ∆ και αναλογικά συνάγεται από το
άρθρο 1278 ΑΚ35. Η ασφαλιζόµενη απαίτηση µπορεί άλλωστε να είναι και µέλλουσα,
υπό την προϋπόθεση αυτή να είναι ορισµένη ή τουλάχιστον οριστή κατά περιεχόµενο
και αντικείµενο (αφού στην απόφαση του δικαστηρίου πρέπει να αναφέρεται το
ασφαλιζόµενο ποσό36) και να υφίσταται η έννοµη σχέση από την οποία θα πηγάσει η
ασφαλιζόµενη απαίτηση (π.χ. αλληλόχρεος λογαριασµός, ο οποίος δεν έχει κλείσει
ακόµα)37. Ωστόσο, ειδικά στην περίπτωση που η προσηµείωση εγγράφεται δυνάµει
διαταγής πληρωµής, η απαίτηση θα πρέπει αφενός να είναι ληξιπρόθεσµη, αφετέρου
να µην εξαρτάται από αίρεση, προθεσµία, όρο ή αντιπαροχή και το ποσό χρηµάτων ή
χρεογράφων που οφείλεται να είναι ορισµένο, αφού σύµφωνα µε το άρθρο 624
ΚΠολ∆, διαταγή πληρωµής µπορεί να ζητηθεί µόνο εφόσον συντρέχουν αυτές οι
προϋποθέσεις38.
Με τον όρο απαίτηση νοείται το ενοχικό δικαίωµα του δανειστή να αξιώσει
από τον οφειλέτη (ΑΚ 287), είτε αυτή προέρχεται από δικαιοπραξία και ιδίως από
σύµβαση, είτε από το νόµο είτε από αδικοπραξία39. Η ενοχική αυτή αξίωση µπορεί
να συνίσταται είτε σε ένεργεια είτε σε παράλειψη40.
Σχετικά µε τη φύση της απαίτησης υποστηρίχτηκαν διαφορετικές απόψεις
σχετικά µε το εάν αυτή θα πρέπει να είναι µόνο χρηµατική ή µπορεί να είναι και σε
χρήµα αποτιµητή. Κατά την άποψη που κυριάρχησε πριν τη θέση σε ισχύ του ΚΠολ∆
προσηµείωση χωρεί µόνο προκειµένου για χρηµατική απαίτηση41, ενώ στην
περίπτωση απαίτησης που κατευθύνεται στην παροχή ορισµένου πράγµατος (π.χ.
ορισµένου ακινήτου), αυτή µπορεί να µετατραπεί σε υποχρέωση για παροχή
χρηµατικής αποζηµιώσεως προς το δανειστή - υπολογιζοµένης βάσει του αντιτίµου
της αγοραίας αξίας του πράγµατος-και προσηµείωση µπορεί να γραφτεί µόνο σε

34
Βλ. ∆ωρή, ό.π.
35
Βλ. Λιβάνη στον ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, άρθρο 1274 ΑΚ, Βαθρακοκοίλη, Αναλυτική
ερµηνεία- νοµολογία ΑΚ, Β΄ τόµος, 1985, σελ. 1790, Τζίφρα, Η εγγραφή προσηµειώσεως υποθήκης,
ΕΕΝ 37, σελ. 805
36
Βλ. υποσηµ. 29
37
Βλ. Λιβάνη, ό.π. και Βαβούσκου, ό.π., σελ. 792
38
Βλ. Βαβούσκου, ό.π.
39
Βλ. Λιβάνη , ό.π.
40
Βλ. Βαβούσκου, ό.π., σελ. 782
41
Βλ. Προεδρική απόφαση 504/1963, ΕΕΝ 30, 736

10
Η προσηµείωση υποθήκης

περίπτωση επίκλησης και πιθανολόγησης περίπτωσης αδυναµίας παροχής (άρθρα


335-337, 380-382 ΑΚ). Σε διαφορετική περίπτωση, εφόσον δηλαδή διαταχθεί
εγγραφή προσηµείωσης χωρίς να συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, η σε χρήµα
αποτιµητή παροχή θεωρείται ότι αλλοιώνεται αυθαίρετα σε χρηµατική42.
Η άποψη αυτή έχει σήµερα εγκαταλειφθεί. Ο νοµοθέτης, τόσο του ΑΚ όσο
και του ΚΠολ∆, κάνοντας λόγο για απαίτηση του δανειστή, δε διακρίνει µεταξύ
απαιτήσεων που κατευθύνονται σε χρηµατική παροχή και εκείνων που έχουν άλλο
περιεχόµενο (ΑΚ 1277, ΑΚ 1279, Κπολ∆ 1007§1)43. Στο άρθρο 688§1 εδ. β΄
προβλέπεται άλλωστε ότι στην αίτηση µε την οποία ζητείται να διαταχθούν
ασφαλιστικά µέτρα πρέπει να αναφέρεται, προκειµένου για χρηµατικές απαιτήσεις,
το ποσό ή η χρηµατική αξία του αντικειµένου που οφείλεται44. Έτσι, έχει γίνει πλέον
δεκτό ότι προσηµείωση µπορεί να εγγραφεί και για την χρηµατική αξία του
οφειλόµενου αντικειµένου ακόµη κι αν αυτό σώζεται, µε την αίρεση της µελλοντικής
επέλευσης αδυναµίας προς παροχή του45. Πρόκειται δηλαδή για την εξασφάλιση µίας
υπό αίρεση απαίτησης, ή κατ΄ άλλη άποψη για την εξασφάλιση µέλλουσας
απαίτησης46.
Εκτός όµως από την αρχή του παρεπόµενου τα δικαιώµατα εµπράγµατης
ασφάλειας, άρα και η προσηµείωση, διέπονται και από τις αρχές της ειδικότητας και
της δηµοσιότητας, οι οποίες επιβάλλουν η απαίτηση που ασφαλίζεται µε την
προσηµείωση να προσδιορίζεται σαφώς και οι σχετικές εγγραφές να καταχωρίζονται
στα βιβλία υποθηκών της περιφέρειας του ακινήτου αντίστοιχα47. Από τις αρχές
αυτές επιβάλλεται να προκύπτει µε βεβαιότητα από το βιβλίο υποθηκών η έκταση της
ευθύνης του υπέγγυου ακινήτου, ώστε να µπορούν οι τρίτοι που συναλλάσσονται µε
το προσηµειωµένο ακίνητο να γνωρίζουν το ύψος στο οποίο ανέρχεται το ποσό που
θα λάβει ο προσηµειούχος δανειστής από το πλειστηρίασµα.

42
Βλ. Τζίφρα, ό.π. και Βαρυµποπιώτη, Η δια προσηµειώσεως ασφαλιστέα απαίτησις, ΕΕΝ 30, σελ
736, ο οποίος προβάλλει ως επιχειρήµατα την σιγή του νόµου αναφορικά µε τη δυνατότητα εγγραφής
προσηµείωσης για την εξασφάλιση µη χρηµατικής απαίτησης, σε αντίθεση µε το άρθρο 1263 ΑΚ όπου
γίνεται ρητά τέτοια πρόβλεψη για την εγγραφή υποθήκης, αλλά και την αδυναµία εφαρµογής του
παλαιού άρθρου 1269 ΑΚ στην προσηµείωση, λόγω του απροσάρµοστου αυτού προς την έννοια και
την φύση της προσηµείωσης ως προφυλακτικού µέτρου
43
Βλ. Λιβάνη, ό.π.
44
Βλ. Βαβούσκου, ό.π.
45
Βλ. ∆ιαµαντάκου, Η δι΄ εγγραφής προσηµειώσεως υποθήκης ασφαλιστέα απαίτησις, ΕΕΝ 36, 508
46
Βλ. Λιβάνη, ό.π.
47
Βλ. Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, σελ. 125 επ.

11
Η προσηµείωση υποθήκης

Η ρύθµιση ωστόσο του άρθρου 1289 ΑΚ48 θα µπορούσε να χαρακτηριστεί ως


πεδίο ανταγωνισµού των ανωτέρω αρχών (της αρχής της ειδικότητας και της αρχής
της δηµοσιότητας), αφού µε τη διάταξη αυτή παρέχεται η δυνατότητα η
ασφαλιζόµενη απαίτηση να εγγραφεί ως τοκοφόρος.
Ο νοµοθέτης επιχειρεί στην διάταξη αυτή (ΑΚ 1289) να συνδυάσει τις
βασικές αρχές του υποθηκικού δικαίου, συνδυάζοντας τη διεύρυνση του ποσού της
ασφαλιζόµενης απαίτησης, ως προς τους παρεπόµενους προς την κύρια απαίτηση
τόκους, µε ένα ασφαλές χρονικό σηµείο προσδιορισµού των τόκων που ασφαλίζονται
µε την προσηµείωση, οι οποίοι τελικά περιλαµβάνουν τόκους ενός έτους πριν από την
κατάσχεση, από οποιονδήποτε και αν ενεργήθηκε αυτή, καθώς και τους τόκους µετά
την κατάσχεση ως την πληρωµή του χρέους ή ωσότου γίνει αµετάκλητος ο πίνακας
της κατάταξης. Αυτό, εφόσον ο νόµος δεν κάνει διάκριση, ισχύει όχι µόνο
προκειµένου για συµφωνηµένους τόκους αλλά και αν ακόµη πρόκειται για τόκους
από υπερηµερία ή νόµιµους τόκους49. ∆εν αφορά, ωστόσο, τόκους τόκων50.
Αναφορικά µε το ποσοστό του τόκου, δηλαδή το επιτόκιο, αυτό κατά την
άποψη που παγίως γίνεται δεκτή51, δεν απαιτείται να προσδιορίζεται κατά την
εγγραφή της προσηµείωσης. Η έλλειψη αυτή µπορεί να αναπληρωθεί, αφού κατά την
εφαρµογή του άρθρου 1289 ΑΚ ο αρµόδιος επί του πλειστηριασµού υπάλληλος θα
υπολογίσει τους τόκους µε βάση το καθοριζόµενο από τους συµβαλλόµενους ή το
νόµο ποσοστό του συµβατικού ή νόµιµου ή υπερηµερίας τόκου, σύµφωνα και µε τα
άρθρα 293, 295 ΑΚ.
∆ιχογνωµία έχει ανακύψει κατά την εφαρµογή του άρθρου 1289 ΑΚ σχετικά
µε το εάν το ποσό των κατά τη διάταξη αυτή ασφαλιζόµενων τόκων προστιθέµενο
στο κεφάλαιο της απαίτησης πρέπει να καλύπτεται από την χρηµατική ποσότητα για
την οποία έχει εγγραφεί η προσηµείωση ή εάν οι «αφανείς» αυτοί τόκοι µπορούν να
υπερκαλύπτουν το ποσό της αρχικής εγγραφής.

48 Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην υποθήκη, ωστόσο γίνεται σταθερά δεκτό ότι εφαρµόζεται και
στην περίπτωση της προσηµείωσης. Βλ. Μπαζούρου, Νοµικά ζητήµατα. Η έννοια του άρθρου 1289
ΑΚ, ΝοΒ 25, 475, Παπανικολάου στον ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, άρθρο 1289
49
Βλ. ΑΠ 118/2001, Ελλ∆νη 42, 1645, ΑΠ 613/1998, αδηµ., διαθέσιµη στην Τράπεζα Νοµικών
Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1005/1994, ΕΕΝ 62, 604, Ανδρεοπούλη, Υποθηκική κάλυψη τόκων, ό.π.,
ο οποίος επισηµαίνει πάντως ότι η διάταξη δεν καλύπτει τόκους τόκων
50
Βλ. Παπανικολάου στον ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, άρθρο 1289
51
Βλ. Μπαζούρου, ό.π., Ανδρεοπούλη, ό.π., σελ. 473, Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, σελ.
437 και ΑΠ 941/1995 ΝοΒ 45, 1110, ΑΠ 1005/1994, ΕΕΝ 62, 604, ΕφΑθ 1286/1992, ΑρχΝ 44, 246,
ΑΠ 300/1976, ΝοΒ 24, 850. Αντίθετα, ο Μπαλής στο Εµπράγµατο ∆ίκαιο, 1961, σελ. 607, 527, 553
υποστηρίζει ότι το ποσοστό του τόκου θα πρέπει να προσδιορίζεται κατά την εγγραφή της
προσηµείωσης, διαφορετικά η προσηµείωση θεωρείται ότι ασφαλίζει µόνο το κεφάλαιο

12
Η προσηµείωση υποθήκης

Στη θεωρία52 υποστηρίζεται η άποψη ότι οι τόκοι του άρθρου 1289 ΑΚ


ασφαλίζονται και όταν ακόµη προστιθέµενοι στο κεφάλαιο της απαίτησης
υπερβαίνουν την κατ΄ άρθρο 1269 ΑΚ ορισµένη χρηµατική ποσότητα. Συγκεκριµένα,
γίνεται δεκτό ότι όταν η προσηµείωση εγγράφεται για ορισµένο ποσό αλλά µε την
προσθήκη της ένδειξης «εντόκως», «εντόκως νοµίµως» ή άλλης παρεµφερούς
εκφράσεως, αυτή ασφαλίζει κατά την ίδια τάξη εγγραφής και τους καθυστερούµενους
τόκους, το ακριβές µέγεθος των οποίων δε µπορεί από τη φύση του πράγµατος να
προκύπτει ευθέως από το βιβλίο υποθηκών. Πρόκειται στην ουσία για την καθιέρωση
µίας ex lege ευθύνης του βεβαρηµένου ακινήτου, µε την έννοια κυρίως ότι µόνη
προϋπόθεση αυτής κατ΄ άρθρο 1289 ΑΚ είναι η εγγραφή του κεφαλαίου της
απαίτησης ως τοκοφόρου, χωρίς να απαιτείται πάντοτε και σχετική πρόβλεψη στον
τίτλο53.
Η νοµολογία54, αντίθετα, προσηλωµένη στην αρχή της δηµοσιότητας που
επιβάλλει να συµπίπτουν το αναγραφόµενο στο βιβλίο υποθηκών και το προνοµιακά
καταβλητέο ποσό, κάνει παγίως δεκτό ότι η διάταξη του άρθρου 1289 του ΑΚ, που
είναι ενδοτικού δικαίου, δεν θα έχει εφαρµογή όταν η υποθήκη (ή η προσηµείωση)
ενεγράφη για ορισµένη χρηµατική ποσότητα, η οποία περιλαµβάνει τόσο το κεφάλαιο
όσο και τους τόκους της ασφαλιζόµενης απαίτησης (κατά το άρθρο 1269 ΑΚ). Στην
περίπτωση αυτή, θεωρείται ότι καθορίζεται ανώτατο χρηµατικό όριο (plafond)
επιβαρύνσεως του ενυπόθηκου ακινήτου, µε αποτέλεσµα να ισχύει ο εκ του άρθρου
1269 ΑΚ ποσοτικός περιορισµός που αφορά το σύνολο της απαιτήσεως (από
κεφάλαιο και τόκους), και να καθίσταται δυνατή η αναζήτηση από τον ενυπόθηκο
δανειστή µόνο των καθυστερούµενων τόκων που περιλαµβάνονται στο συνολικό
(οριακό) ποσό της εγγραφής, και όχι επιπλέον τόκων βάσει του άρθρου 1289 ΑΚ,
σύµφωνα και µε τις αρχές της ειδικότητας και δηµοσιότητας που διέπουν το
υποθηκικό δίκαιο.

52
Βλ. Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, σελ. 436, Σπυριδάκη, Η δια της υποθήκης κάλυψις
των τόκων, ΝοΒ 21, 1049, Μάζη, Εµπράγµατη εξασφάλιση τραπεζών και ανωνύµων εταιριών, 1993,
σελ. 483, υποσηµ. 68, Παπανικολάου στον ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, άρθρο 1289, ο οποίος
χαρακτηρίζει τη νοµολογιακή πρακτική από δογµατικής πλευράς ανεπαρκή, αν και δικαιοπολιτικά
ορθή
53
Βλ. Παπανικολάου στον ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, άρθρο 1289, Ανδρεοπούλη, Υποθηκική
κάλυψη τόκων, ό.π., σελ. 427
54
Βλ. ΑΠ 2/2005, Ελλ∆νη 46, 891 52/2003, Ελλ∆νη 2003, 1370, ΑΠ 400/2003, ΝοΒ 2003, 1860, ΑΠ
1115/2002, Ελλ∆νη 45, 183, ΑΠ 1797/2001, Ελλ∆νη 43, 1704, ΕφΠατρ 724/2001, ΑχΝοµολ 18, 45,
ΑΠ 1115/2002, ΕΕΝ 62, 604, ΑΠ 340/2001, Ελλ∆νη 42, 1356, ΑΠ 454/2000, ΧρΙ∆ Α/2001, 327,
ΕφΘεσ 363/1997, ΕτρΑξΧρ∆ 5,127, ΑΠ 941/1995, ΝοΒ 45, 1110, ΑΠ 1005/1994, ΕΕΝ 62, 604, ΑΠ
1382/1994, ΝοΒ 44, 433, ΑΠ 904/1993, ΕΕΝ 62, 553, ΑΠ 905/1993, Ελλ∆νη 36, 199, ΑΠ 1058/1974,
ΝοΒ 23, 709. Πρβλ. όµως και ΕφΑθ 1286/1992, ΑρχΝ 44, 246

13
Η προσηµείωση υποθήκης

Κατά την ίδια άποψη, τα πράγµατα θα έχουν διαφορετικά στην περίπτωση


κατά την οποία η υποθήκη έχει εγγραφεί στο βιβλίο υποθηκών ως τοκοφόρος για
ορισµένη χρηµατική ποσότητα που υπερβαίνει το κεφάλαιο της απαίτησης, χωρίς
όµως να καθορίζεται και το ποσό των τόκων (το οποίο πάντως θα προσδιορίζεται
εµµέσως από τη διαφορά µεταξύ του ύψους της εγγραφείσας προσηµείωσης και του
ύψους του κεφαλαίου της απαίτησης). Στην περίπτωση αυτή, λοιπόν, οι τόκοι τους
οποίους προβλέπει το άρθρο 1289 ΑΚ, ενόψει και της φύσεως της διατάξεως, ως
ενδοτικού δικαίου, ασφαλίζονται µόνον εάν το ποσό αυτών αθροιζόµενο µε το
κεφάλαιο της απαιτήσεως δεν υπερβαίνει το χρηµατικό ποσό, για το οποίο έχει
εγγραφεί η υποθήκη (υποθηκικό όριο) ενώ, εάν το υπερβαίνει, δεν καλύπτονται µε
την υποθήκη οι τόκοι, κατά το υπερβάλλον, ως προς το οποίο ο ενυπόθηκος
δανειστής θα καταταγεί ως εγχειρόγραφος.
Με την υιοθέτηση της άποψης αυτής, ωστόσο, οδηγούµαστε τελικά σε µία
ερµηνεία του άρθρου 1289 ΑΚ, η οποία έχει ως αποτέλεσµα τον πλήρη παροπλισµό
της εισαγόµενης µε αυτό διάταξης. Η νοµολογία µε την υιοθέτηση των παραπάνω
ερµηνευτικών παραδοχών αρνείται επί της ουσίας την προνοµιακή ικανοποίηση του
ενυπόθηκου δανειστή για τους προβλεπόµενους στο άρθρο 1289 ΑΚ τόκους, γεγονός
που έρχεται όµως σε αντίθεση µε την ρητή νοµοθετική βούληση η οποία εκδηλώθηκε
σαφώς κατά την θέσπιση της εν λόγω διάταξης.
Σε πρόσφατες, πάντως, αποφάσεις του Ακυρωτικού µας που κινούνται προς
την ορθότερη κατεύθυνση, και κατά παρέκκλιση των γενοµένων παγίως δεκτώναπό
αυτό, κρίθηκε ότι αν, σε αρµονία µε τη σύµβαση, η υποθήκη εγγράφεται για ορισµένο
χρηµατικό ποσό που καλύπτει εκτός από το κεφάλαιο και συναφή κονδύλια,
ταυτοχρόνως όµως, και πέραν του ποσού αυτού, εγγράφεται αυτό και ως τοκοφόρο
για εξασφάλιση των τόκων στα χρονικά πλαίσια του άρθρου 1289 ΑΚ, η υποθήκη
ασφαλίζει όλους τους τόκους του προβλεπόµενου στη διάταξη αυτή χρονικού
διαστήµατος. Και τούτο διότι στην περίπτωση αυτή η ασφάλιση των τόκων έχει ρητά
συµφωνηθεί και εγγραφεί πέραν και επί πλέον της ορισµένης χρηµατικής ποσότητας
για την οποία εγγράφεται η υποθήκη55.
Στο πνεύµα του άρθρου 1289 ΑΚ γίνεται, τέλος, δεκτό ότι δεν ασφαλίζονται
καθόλου οι τόκοι, όταν χωρίς να γίνεται µνεία για τοκοφόρο ασφαλιζόµενο κεφάλαιο,

55
Βλ. ΑΠ 52/2003, Ελλ∆νη 2003, 1370, ΑΠ 400/2003, ΝοΒ 2003, 1860, ΑΠ 1115/2002, ΕΕΝ 62, 604,
ΑΠ 1797/2001, Ελλδνη 43, 1704

14
Η προσηµείωση υποθήκης

η υποθήκη εγγράφεται για χρηµατική ποσότητα ίση προς το κεφάλαιο της


απαιτήσεως56.

2. ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗΣ

Αντικείµενο της προσηµείωσης µπορεί να είναι ακίνητο, το οποίο ανήκει στον


οφειλέτη57. Κατά νοµική ακριβολογία η προσηµείωση, ως δικαίωµα που παρέχει
εξουσία αναγκαστικής εκποίησης, δε µπορεί να αφορά ευθέως σε ακίνητο. ∆εκτικές
εκποίησης (διάθεσης) είναι νοµικές εξουσίες και γενικότερα έννοµες σχέσεις.
Εποµένως αντικείµενο προσηµείωσης είναι το δικαίωµα κυριότητας (ή το δικαίωµα
επικαρπίας58) του οφειλέτη πάνω στο ακίνητο59.
Εάν η εγγραφή της προσηµείωσης έγινε πάνω σε ακίνητο το οποίο δεν ανήκει
στον οφειλέτη, η προσηµείωση καθίσταται έγκυρη εάν το ακίνητο αποκτήθηκε
µεταγενέστερα από αυτόν60. Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή, καλείται σε εφαρµογή το
άρθρο 239§2 ΑΚ και όχι η διάταξη του άρθρου 1271 ΑΚ, κατά την οποία η εγγραφή
προσηµείωσης σε αλλότριο ακίνητο δεν ισχυροποιείται από την επίκτηση του
ακινήτου από τον µη κύριο ο οποίος την παραχώρησε. Η επίκτηση αυτή, ωστόσο, δε
δρα αναδροµικά µε αποτέλεσµα η εγγραφή της προσηµείωσης να µην παράγει
αποτελέσµατα από τη στιγµή της εγγραφής, αλλά από τη στιγµή της επίκτησης61.
Η προσηµείωση µπορεί να εγγραφεί και σε κληρονοµιαίο ακίνητο.
Προϋπόθεση για την εγγραφή αυτή είναι, κατά µία άποψη62, η αποδοχή της
κληρονοµίας και η µεταγραφή της, αφού ο κληρονόµος δεν καθίσταται κύριος του
κληρονοµιαίου ακινήτου πριν από τη µεταγραφή της αποδοχής της κληρονοµίας.
Κατά µία άλλη άποψη63, η εγγραφή της προσηµείωσης σε κληρονοµιαίο ακίνητο
είναι δυνατή και πριν την µεταγραφή της αποδοχής της κληρονοµίας, δεδοµένου ότι

56
Βλ. ΑΠ 941/1995, ΝοΒ 45, 1110
57
Βλ. Λιβάνη στον ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, άρθρο 1274
58
Βλ. ΑΚ 1259
59
Βλ. Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, σελ. 409, ∆ωρή, Εµπράγµατη Ασφάλεια.
Παραδόσεις, σελ. 49
60
Βλ. Βαθρακοκοίλη, Αναλυτική ερµηνεία- νοµολογία ΑΚ, Β΄ τόµος, 1985, σελ. 1791, ΕφΠατρ
100/68, ΝοΒ 16, 651
61
Βλ. Λιβάνη στον ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, άρθρο 1274
62
Βλ. Βαβούσκου, ό.π., σελ. 783, υποσηµ. 58, Μπέη, Αι διαδικασίαι ενώπιον του Μονοµελούς
Πρωτοδικείου, Τόµος II, 1969, σελ. 301, ΠΠρΘεσ 1193/1961, Ελλ∆νη 2, 975
63
Βλ. ΑΠ 179/1992, ΕΕΝ 42, 262, Λιβάνη στον ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, ό.π., Βαθρακοκοίλη,
Αναλυτική ερµηνεία- νοµολογία ΑΚ, σελ. 1791, υποσηµ. 6

15
Η προσηµείωση υποθήκης

αυτή ενεργεί αναδροµικά, όποτε και αν λάβει χώρα (άρθρο 1199 ΑΚ). Μέχρι την
µεταγραφή της αποδοχής όµως η προσηµείωση θα είναι σε µετέωρη κατάσταση. Σε
κάθε περίπτωση πάντως ο δανειστής µπορεί να συντοµέψει το χρονικό διάστηµα
εκκρεµότητας της απαίτησής του µε το να µεταγράψει ο ίδιος το πιστοποιητικό µη
αποποιήσεως της κληρονοµίας ή το τυχόν υφιστάµενο κληρονοµητήριο.
Ειδικά στην περίπτωση που οι κληρονόµοι έχουν αποδεχτεί την κληρονοµία
µε το ευεργέτηµα της απογραφής, η εγγραφή προσηµείωσης σε κληρονοµιαίο
ακίνητο µε οποιονδήποτε τίτλο µετά το θάνατο του κληρονοµούµενου, δεν παρέχει
κανένα προνόµιο στους κληρονοµικούς δανειστές (ΑΚ 1906) και αυτό για λόγους
ίσης µεταχείρισης τους64. ∆εν απαγορεύεται δηλαδή η εγγραφή αυτή, αλλά
προβλέπεται σχετική ακυρότητά της υπέρ των δανειστών της κληρονοµίας65.
Στην περίπτωση που ακίνητο του οφειλέτη έχει µεταβιβαστεί εικονικά σε
τρίτον είναι δυνατή η εγγραφή προσηµείωσης υποθήκης αν η µεταβίβαση προσβληθεί
ως εικονική και η εικονικότητα πιθανολογηθεί ενώπιον του δικαστηρίου, αφού η
εικονική δικαιοπραξία ως άκυρη δεν επέφερε µετάθεση της κυριότητας από τον
οφειλέτη στον τρίτο66.
Το υπέγγυο ακίνητο πρέπει να είναι δεκτικό εκποίησης (ΑΚ 1259). Εποµένως,
είναι ανεπίδεκτα εγγραφής προσηµείωσης τα ακίνητα που αποτελούν πράγµατα εκτός
συναλλαγής (ΑΚ 966-971), εκτός εάν έχουν αποβάλει την ιδιότητά τους αυτή κατά τη
ΑΚ 97167.
Η βαρυνόµενη µε την προσηµείωση κυριότητα του ακινήτου µπορεί να είναι
πλήρης, εάν δεν έχει προηγηθεί αυτής η σύσταση άλλου περιορισµένου εµπράγµατου
δικαιώµατος πάνω στο ακίνητο ή ψιλή, εάν έχει συσταθεί προηγουµένως επικαρπία ή
οίκηση, καθαρή ή να πρόκειται για µετακλητή κυριότητα πάνω στο ακίνητο,
κυριότητα δηλαδή η οποία έχει µεν αποκτηθεί, η κτήση της όµως τελεί υπό διαλυτική
αίρεση ή προθεσµία. Σύσταση προσηµείωσης επί ακινήτου του οποίου η κυριότητα
τελεί υπό αναβλητική αίρεση υποστηρίζεται ότι είναι δυνατή, εάν γίνει δεκτό ότι

64
Βλ. Λιβάνη στον ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, άρθρο 1274
65
Βλ. Σπυριδάκη, Κληρονοµικό ∆ίκαιο, 2002, σελ. 409
66
Βλ. Λιβάνη στον ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, ό.π, Βαβούσκου, ό.π., σελ. 784, Τζίφρα, Η εγγραφή
προσηµειώσεως υποθήκης, ό.π., ο οποίος προτείνει να καλείται και ο τρίτος στον οποίο έχει
µεταβιβαστεί εικονικά το ακίνητο, προκειµένου να απωλέσει το δικαίωµα άσκησης τριτανακοπής κατά
της αποφάσεως.
67
Βλ. Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, ό.π.

16
Η προσηµείωση υποθήκης

αντικείµενό της είναι το δικαίωµα προσδοκίας του υπό αναβλητική αίρεση ή


προθεσµία κυρίου68.
Στην περίπτωση εγγραφής προσηµείωσης επί της ψιλής κυριότητας, η
µεταγενέστερη απόσβεση της επικαρπίας συνεπάγεται επέκταση της προσηµείωσης
στην πλήρη κυριότητα69.
Αντικείµενο της προσηµείωσης µπορεί να είναι και ιδανικό µέρος κυριότητας
ακινήτου70, µε εξαίρεση τις περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει εκ του νόµου
απαγόρευση σύστασης βάρους σε ιδανική µερίδα ακινήτου (π.χ. ΑΚ 1403§1 το οποίο
αφαιρεί από τους συζύγους που έχουν επιλέξει το σύστηµα κοινοκτηµοσύνης το
δικαίωµα διάθεσης από τον καθένα τους του ιδανικού τους µεριδίου στα κοινά
περιουσιακά τους στοιχεία71).
Αντικείµενο της προσηµείωσης µπορεί να είναι άλλωστε όχι µόνο ένα άλλα
και περισσότερα ακίνητα. Ειδικότερα, για την εξασφάλιση της ίδιας απαίτησης είναι
δυνατόν να βαρύνονται περισσότερα ακίνητα που ανήκουν είτε στον ίδιο είτε σε
διαφορετικούς κυρίους. Πρόκειται για την πολλαπλή προσηµείωση72. Τα
περισσότερα ακίνητα είναι αδιαιρέτως υπέγγυα για την εξασφάλιση και του
παραµικρού υπολοίπου του χρέους (αρχή του αδιαίρετου των δικαιωµάτων
εµπράγµατης ασφάλειας73). Εποµένως καθεµία από τις αυτοτελείς µεταξύ τους
προσηµειώσεις αποσβέννυται µόλις εξοφληθεί ολικά το χρέους υπέρ του οποίου έχει
συσταθεί74.
Η διάταξη του άρθρου 1282 ΑΚ, η οποία εφαρµόζεται και στην
προσηµείωση75, προβλέπει ότι η προσηµείωση εκτείνεται σε ολόκληρο το ενυπόθηκο
κτήµα καθώς και στα (ουσιώδη76) συστατικά και στα παραρτήµατά του. Τα

68
Βλ. ∆ωρή, Εµπράγµατη Ασφάλεια. Παραδόσεις, σελ. 50 επ., Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των
πιστώσεων, σελ. 411
69
Βλ. Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, ό.π.
70
Βλ. ∆ωρή, Εµπράγµατη Ασφάλεια. Παραδόσεις, σελ. 53, Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων,
ό.π.
71
Εκτός εάν συµπράξει ή συναινέσει ο άλλος σύζυγος ή καλυφθεί η έλλειψη αυτή µε δικαστική άδεια,
βλ. Μάζη, Εµπράγµατη εξασφάλιση τραπεζών και ανωνύµων εταιριών, σελ. 416 και ιδίως υποσηµ. 7β,
όπου και βιβλιογραφικές παραποµπές
72
Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 140 και ιδίως υποσηµ. 90. Πρόκειται για το αντίστοιχο της λεγόµενης
πολλαπλής ή ενιαίας υποθήκη. Βλ. ∆ωρή, Εµπράγµατη Ασφάλεια. Παραδόσεις, σελ. 43, Γεωργιάδη,
Η εξασφάλιση των πιστώσεων, σελ. 413. Σκοπός της η πληρέστερη εξασφάλιση της απαίτησης, ιδίως
όταν η αξία των ακινήτων είναι µικρή ή προηγούνται άλλες υποθήκες
73
Βλ. Γεωργιάδη, Εµπράγµατο ∆ίκαιο, ΙΙ, 1993, σελ. 127
74
Βλ. ΑΠ 454/2000, ΧρΙ∆ Α/2001, 327
75
Βλ. Βαβούσκου, ό.π., σελ. 816 και σελ. 820, υποσηµ. 117
76
Βλ. Σπυριδάκη, Εµπράγµατο ∆ίκαιο, 2001, σελ. 160 επ. ο οποίος διακρίνει σε ουσιώδη, επουσιώδη
και κατ΄ επίφαση συστατικά αλλά και τις αντιρρήσεις του Βαβούσκου, ό.π., σελ. 818, ο οποίος
χαρακτηρίζει µη ορθή τη ρύθµιση του άρθρου 953 ΑΚ, το οποίο ακολουθεί γερµανικό πρότυπο

17
Η προσηµείωση υποθήκης

συστατικά µέρη του ακινήτου αποτελούν αναπόσπαστα τµήµατά του. Συναπαρτίζουν


δηλαδή το ενιαίο ακίνητο. Την έννοια του συστατικού ακινήτου διασαφηνίζει ο
νοµοθέτης στα άρθρα 953-955 ΑΚ. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι συστατικό
είναι το πράγµα το οποίο είναι συνδεδεµένο φυσικά ή τεχνητά µε το έδαφος ή µε το
επ΄ αυτού κτίσµα κατά σταθερό και διαρκή τρόπο ώστε να αποτελεί µε αυτά ένα
οργανικό σύνολο. Το συστατικό δε θα πρέπει να µπορεί να αποχωριστεί από το κύριο
πράγµα χωρίς βλάβη του ίδιου του συστατικού ή του κύριου πράγµατος, ή χωρίς
αλλοίωση της ουσίας ή του προορισµού τους. Η προσηµείωση, εποµένως, καλύπτει
κάθε συστατικό του ακινήτου το οποίο υπάρχει κατά το χρόνο της εγγραφής, χωρίς
να χρειάζεται άλλη πρόσθετη εγγραφή για τα συστατικά. Σύµφωνα µάλιστα µε το
άρθρο 1057 ΑΚ αν κινητό ενωθεί µε ακίνητο έτσι, ώστε να γίνει συστατικό του, η
κυριότητα του ακινήτου εκτείνεται και στο κινητό. Κατ’ επέκταση και η
προσηµείωση που βαρύνει την κυριότητα επί του ακινήτου επεκτείνεται αυτόµατα
και στα µεταγενέστερα συστατικά του ακινήτου.
Η ρύθµιση του άρθρου 1282 ΑΚ αναφορικά µε τα παραρτήµατα,
επισηµαίνεται ότι αποτελεί µία κατ’ εξαίρεση επέκταση της εγγραφής υποθήκης (και
προσηµείωσης) και σε κινητά77 αφού σύµφωνα µε το άρθρο 956 ΑΚ παράρτηµα
είναι το κινητό πράγµα που χωρίς να είναι συστατικό του κύριου πράγµατος έχει
προοριστεί να εξυπηρετεί διαρκώς τον οικονοµικό του σκοπό και έχει τεθεί σε τοπική
σχέση προς αυτό. Το άρθρο 1282 ΑΚ προβλέπει την αυτοδίκαιη, σε κάθε περίπτωση
εγγραφής υποθήκης, επιβάρυνση και του παραρτήµατος µε αυτήν, σε αντιδιαστολή
µε την διάταξη του άρθρου 958 ΑΚ, η οποία αποτελεί ερµηνευτικό κανόνα δικαίου
και καλείται σε εφαρµογή µόνο σε περίπτωση αµφιβολίας. Το άρθρο 1283 ΑΚ
προβλέπει ότι η υποθήκη δε µπορεί να αντιταχθεί σε αυτόν που αποκτά κυριότητα
πάνω στο παράρτηµα µε µεταβίβαση από τον κύριο, έστω και αν αυτός (ο αποκτών)
είναι κακόπιστος78. Η δικαιολογητική βάση αυτής της ρύθµισης είναι η πρακτική
ανάγκη της ασφάλειας των συναλλαγών µετά την αποµάκρυνση το παραρτήµατος
από το βεβαρηµένο ακίνητο, τη µεταβίβαση και την παράδοσή του στον τρίτο
αποκτώντα79.

(BGB§93: «Bestandteile einer Sache, die voneinander nicht getrennt werden können, ohne dass der
eine oder der andere zerstört oder in seinem Wesen verändert wird (wesentliche Bestandteile), können
nicht Gegenstand besonderer Rechte sein.»)
77
Βλ. ∆ωρή, Εµπράγµατη Ασφάλεια. Παραδόσεις, σελ. 56
78
Πρβλ. ΑΚ 1040 η οποία προϋποθέτει την καλή πίστη του αποκτώντος ως προς το δικαίωµα του
τρίτου κατά τον χρόνο παράδοσης της νοµής.
79
Βλ. ∆ωρή, Εµπράγµατη Ασφάλεια. Παραδόσεις, σελ. 57

18
Η προσηµείωση υποθήκης

Προσηµείωση δεν µπορεί να γραφτεί επί µηχανηµάτων, εγκαταστάσεων και


λοιπών προσαυξηµάτων βιοµηχανικών εγκαταστάσεων τα οποία αναφέρονται στο
άρθρο 1 Ν. 4112/1929 «περί συστάσεως υποθήκης επί µηχανικών ή άλλων
εγκαταστάσεων», ο οποίος έχει διατηρηθεί σε ισχύ και µετά τη θέση σε ισχύ του ΑΚ,
δυνάµει του άρθρου 68 ΕισΝΑΚ80. Σε αυτά, εάν και πρόκειται για κινητά81, είναι
δυνατή η εγγραφή υποθήκης εφόσον γίνεται µε τίτλο από ιδιωτική βούληση και όχι
βάσει δικαστικής αποφάσεως. Καθώς όµως εγγραφή προσηµείωσης βάσει τίτλου από
ιδιωτική βούληση δεν προβλέπεται στο δίκαιό µας, η εγγραφή προσηµείωσης στην
περίπτωση αυτή δεν είναι δυνατή.
Προσηµείωση δεν µπορεί επίσης να εγγραφεί σε πλοίο για τον ίδιο λόγο,
αφού σε πλοίο µόνο υποθήκη βάσει τίτλου από ιδιωτική βούληση χωρεί (ΚΙΝ∆
195§1) και όχι βάσει δικαστικής απόφασης.

3. Ο ΤΙΤΛΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΓΡΑΦΗ ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗΣ

Το άρθρο 1274 ΑΚ ορίζει ότι εγγραφή προσηµείωσης υποθήκης γίνεται µόνο


ύστερα από δικαστική απόφαση. Συνεπώς ο µόνος έγκυρος τίτλος για την εγγραφή
προσηµείωσης υποθήκης είναι η δικαστική απόφαση, η οποία εκδίδεται κατά τη
διαδικασία των ασφαλιστικών µέτρων (Κπολ∆ 706). ∆υνατή είναι και η προστασία
του δανειστή κατά του οφειλέτη από τον κίνδυνο εκποίησης του ακινήτου κατά το
διάστηµα που µεσολαβεί από την υποβολή της αίτησης στο δικαστήριο µέχρι την
έκδοση της σχετικής απόφασης, µε την έκδοση προσωρινής διαταγής (Κπολ∆ 691§2).
Κατ΄εξαίρεση είναι δυνατή η εγγραφή προσηµείωσης και βάσει διαταγής πληρωµής
(Κπολ∆ 724§1).

I. ∆ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΕΚ∆Ι∆ΕΤΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ


∆ΙΑ∆ΙΚΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

80
Βλ. Τζίφρα, Η εγγραφή προσηµειώσεως υποθήκης, σελ. 805
81
Πρβλ. Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, σελ. 413, ∆ωρή, Εµπράγµατη Ασφάλεια.
Παραδόσεις, σελ. 58 κατά τους οποίους εδώ δεν πρόκειται για σύσταση υποθήκης σε κινητό, αλλά για
επέκταση της υπάρχουσας υποθήκης ακινήτου (π.χ. βιοµηχανικού οικοδοµήµατος) στα κινητά που
υπάρχουν σε αυτό (µηχανικές και άλλες εγκαταστάσεις).

19
Η προσηµείωση υποθήκης

Καθ΄ ύλην αρµοδιότητα

Για την έκδοση της δικαστικής απόφασης που απαιτείται για την εγγραφή
προσηµείωσης υποθήκης ο δανειστής υποβάλλει αίτηση στο κατά ΚΠολ∆ 683 επ.
αρµόδιο δικαστήριο. Η καθ΄ ύλην αρµοδιότητα κατανέµεται µεταξύ Ειρηνοδικείου
και Μονοµελούς Πρωτοδικείου. Κριτήριο για την κατανοµή της αρµοδιότητας
µεταξύ των δύο δικαστηρίων αποτελεί το ύψος της απαίτησης και όχι η αξία των
ακινήτων επί των οποίων ζητείται η εγγραφή προσηµειώσεως, σύµφωνα και µε το
άρθρο 11§2 ΚΠολ∆. Συγκεκριµένα, το Μονοµελές Πρωτοδικείο θα είναι το κατά
κανόνα καθ΄ ύλην αρµόδιο δικαστήριο, οποιοδήποτε και αν είναι το αρµόδιο προς
εκδίκαση της κυρίας υπόθεσης δικαστήριο (ΚΠολ∆ 683§1). Κατ΄ εξαίρεση καθ΄ ύλην
αρµόδιο θα είναι το Ειρηνοδικείο, όταν αυτό θα είναι καθ΄ ύλην αρµόδιο για την
εκδίκαση της κυρίας υπόθεσης. Εφόσον η κυρία υπόθεση εκκρεµεί ενώπιον
Πολυµελές ∆ικαστηρίου αυτό θα είναι αρµόδιο να διατάξει την εγγραφή
προσηµείωσης, παράλληλα προς το Μονοµελές, (ΚΠολ∆ 684)82.

Κατά τόπο αρµοδιότητα

∆υνάµει του άρθρου 591 ΚΠολ∆ η κατά τόπο αρµοδιότητα στην ειδική
διαδικασία των ασφαλιστικών µέτρων κρίνεται κατά τις γενικές διατάξεις, οι οποίες
συµπληρώνονται από την ειδική πρόβλεψη του άρθρου 683§3 ΚΠολ∆, η οποία
καθιερώνει συντρέχουσα κατά τόπο αρµοδιότητα του δικαστήριο που βρίσκεται
πλησιέστερα προς τον τόπο όπου πρόκειται να εκτελεστούν τα ασφαλιστικά µέτρα83.
Σύµφωνα λοιπόν µε τις γενικές διατάξεις, κατά την γενικώς κρατούσα άποψη,
κατά τόπο αρµόδιο για να διατάξει την εγγραφή προσηµίωσης θα είναι το δικαστήριο
της γενικής δωσιδικίας του καθ΄ ου η αίτηση, δηλαδή το δικαστήριο στην περιφέρεια
του οποίου έχει την κατοικία του ο καθ΄ ου (ΚΠολ∆ 22), εκτός εάν συντρέχει
περίπτωση εφαρµογής στην κύρια δίκη κάποιας ειδικής δωσιδικίας (ΚΠολ∆ 23 επ.).
Στην περίπτωση νοµικών προσώπων κατά τόπο αρµόδιο είναι το δικαστήριο στην

82
Για τα ζητήµατα της καθ΄ ύλην και της κατά τόπο αρµόδιότητας βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 122,
Βαβούσκου, Η προσηµείωση υποθήκης εις το ελληνικόν δίκαιον υπό το κράτος του νέου Κπολ∆, σελ.
764, Τζίφρα, Η εγγραφή προσηµειώσεως υποθήκης, σελ. 806, ∆ιαµαντάκου, Η δι’ εγγραφής
προσηµειώσεως υποθήκης ασφαλιστέα απαίτησις, σελ. 506 επ.
83
Βλ. Τζίφρα, Η εγγραφή προσηµειώσεως υποθήκης, σελ. 806, Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των
πιστώσεων, σελ. 480, υποσηµ. 10

20
Η προσηµείωση υποθήκης

περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα του το νοµικό πρόσωπο που ενάγεται (ΚΠολ∆
25§2).
Έχει υποστηριχθεί πάντως στη θεωρία-χωρίς να έχει υιοθετηθεί από την
νοµολογία- και η άποψη84 ότι για τον καθορισµό της κατά τόπο αρµοδιότητας και
δεδοµένου ότι η εγγραφή προσηµείωσης γίνεται επί εµπραγµάτων δικαιωµάτων πάνω
σε ακίνητα, θα πρέπει να καλείται σε εφαρµογή η αποκλειστική δωσιδικία του
άρθρου 29 ΚΠολ∆, η οποία υπερισχύει όλων των άλλων δωσιδικιών, µεταξύ των
οποίων και αυτής που εισάγεται µε το άρθρο 22 ΚΠολ∆. Η άποψη αυτή, πάντως,
πέρα από τις όποιες άλλες αντιρρήσεις προβάλλονται έναντι αυτής, µπορεί να
περιπλέξει τα πράγµατα σε ό,τι αφορά τον καθορισµό της διεθνούς δωσιδικίας σε
διαφορές µε στοιχεία αλλοδαπότητας85.
Εάν ζητείται η εγγραφή προσηµείωσης σε περισσότερα ακίνητα που
βρίσκονται στην περιφέρεια περισσότερων δικαστηρίων γίνεται γενικά δεκτό ότι
αρµόδιο είναι οποιοδήποτε από αυτά, κατά ανάλογη εφαρµογή του άρθρου 37§2, ενώ
το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που το ακίνητο βρίσκεται στις περιφέρειες
περισσότερων δικαστηρίων, κατά ανάλογη εφαρµογή του άρθρου 29§286.

∆ιεθνής ∆ικαιοδοσία

Η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων ρυθµίζεται από


το άρθρο 3 ΚΠολ∆, το οποίο ως µόνο γνώµονα της διεθνούς δικαιοδοσίας
ανακηρύσσει την αρµοδιότητα του δικαστηρίου, η οποία νοείται ως κατά τόπο87.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, η κατά τόπο αρµοδιότητα προς λήψη ασφαλιστικών
µέτρων κρίνεται βάσει της γενικής ή των ειδικών δωσιδικιών που προβλέπονται στον
ΚΠολ∆. Μία επιπλέον ρητά προβλεπόµενη για τα ασφαλιστικά µέτρα βάση διεθνούς

84
Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 104, η οποία αξιολογεί ως ιδιαίτερα κρίσιµο το ζήτηµα του καθορισµού
της κατά τόπο αρµοδιότητας αφού αυτό συνδέεται µε το ζήτηµα του καθορισµού της διεθνούς
δωσιδικίας σε διαφορές µε στοιχεία αλλοδαπότητας. Την άποψη αυτή είχε προκρίνει στο παρελθόν ως
ορθότερη και ο Μπέης στο Αι διαδικασίαι ενώπιον του Μονοµελούς Πρωτοδικείου, ό.π., σελ. 299, ήδη
όµως φαίνεται να υπαναχωρεί από αυτήν την ερµηνευτική θέση, βλ. Μπέη, Πολιτική ∆ικονοµία.
Γενικές Αρχές και ερµηνεία των άρθρων. Τόµος 15, 1990, δεδοµένου ότι αφενός δεν πρόκειται για
προσωρινή διάγνωση κάποιου διαπλαστικού δικαιώµατος του αιτούντα, αλλά για προσωρινή
δικαστική προστασία της ασφαλιζόµενης απαίτησής του, αφετέρου ότι το δικαστήριο έχει τη
διακριτική ευχέρεια να διατάξει κάποιο άλλο ασφαλιστικό µέτρο εκτός της προσηµείωσης, όπως λ.χ.
εγγυοδοσία, όποτε δε θα µπορούσε να ισχύσει η αποκλειστική δωσιδικία του ακινήτου
85
Για τον σχετικό προβληµατισµό βλ. αµέσως παρακάτω
86
Βλ. Τζίφρα, Η εγγραφή προσηµειώσεως υποθήκης, σελ. 806, Βαβούσκου, Η προσηµείωση
υποθήκης εις το ελληνικόν δίκαιον υπό το κράτος του νέου Κπολ∆, σελ. 766, Βαθρακοκοίλη, ό.π., σελ.
1791
87
Βλ. Κεραµέως, ό.π., σελ. 5

21
Η προσηµείωση υποθήκης

δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων αποτελεί η ειδική δωσιδικία του τόπου


εκτελέσεως των ασφαλιστικών µέτρων, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 683§3
ΚΠολ∆ συγκροτεί88. Έτσι, ασφαλιστικά µέτρα διατάσσονται από τα ελληνικά
δικαστήρια µόνο αν ο καθ΄ ου κατοικεί ή διαµένει στην ελληνική επικράτεια ή αν το
αντικείµενο της δίκης εντοπίζεται στο έδαφος της ελληνικής πολιτείας ή αν ο τόπος
που αυτά θα εκτελεστούν βρίσκεται στην Ελλάδα89.
Αναφορικά µε τη δυνατότητα των ελληνικών δικαστηρίων να διατάξουν
ασφαλιστικά µέτρα σχετικά µε ακίνητα ευρισκόµενα στο εξωτερικό, έχει
υποστηριχθεί και η καταφατική και η αρνητική άποψη.
Η αρνητική άποψη δέχεται ότι το ελληνικό δικαστήριο δεν µπορεί να διατάξει
την εγγραφή προσηµείωσης σε ακίνητο που βρίσκεται σε αλλοδαπή πολιτεία, µε το
σκεπτικό ότι το ασφαλιστικό µέτρο δεν ενέχει διάγνωση του ασφαλιστέου
δικαιώµατος ούτε αποτελεί εκτελεστό τίτλο για την αναγκαστική του πραγµάτωση,
αλλά απλή πολιτειακή επιταγή, πράγµα που σηµαίνει ότι τα ελληνικά δικαστήρια δεν
έχουν δικαιοδοσία να διατάξουν τέτοια µέτρα εκτελούµενα στο έδαφος αλλοδαπής
πολιτείας, χωρίς την άδεια της, γιατί κάτι τέτοιο θα αποτελεί επέµβαση στα
κυριαρχικά δικαιώµατα της τελευταίας, προσκρούει στην αρχή της κυριαρχίας και
εποµένως θα προσβάλλει το imperium της90.
Από την άλλη πλευρά υποστηρίζεται και η άποψη ότι τα ελληνικά δικαστήρια
έχουν δικαιοδοσία να διατάξουν ασφαλιστικά µέτρα και προσωρινές διαταγές και
πέρα από τα όρια του ελληνικού κράτους91, εφόσον όµως η σχετική απόφαση
περιβληθεί τον εκτελεστήριο τύπο, εκτός εάν αυτά τα µέτρα δεν µπορούν να
εκτελεστούν στο εξωτερικό ή δεν συντρέχει επείγουσα περίπτωση ή επικείµενος
κίνδυνος92.
Η αρνητική άποψη τείνει πάντως πρακτικά να ξεπεραστεί από την δυναµική
αντίθετων διεθνών συµβάσεων, ιδίως της Σύµβασης των Βρυξελλών και πλέον του
Κανονισµού 44/2001.

88
Βλ. Κράνη σε Ερµηνεία του Κώδικα Πολιτικής ∆ικονοµίας των Κεραµέα/ Κονδύλη/ Νίκα, άρθρο
683, σελ. 1329
89
Βλ. Μπρακατσούλα, Ασφαλιστικά Μέτρα, 4η έκδοση, 2002, σελ. 52
90
Βλ. ΜονΠρωτΠειρ 854/1989, ∆ 22, 260, ΜονΠρωτΑθ 3601/1982, Ελ∆νη 23, 329, ΜονΠρωτΑθ
2071/1994, ΕΕµπ∆ 1995, 706, Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής ∆ικονοµίας. Ερµηνευτική
Νοµολογιακή Ανάλυση (κατ’ άρθρο), ό.π., σελ. 46
91
Βλ. ΜονΠρωτΝαυπλ 113/1975, ∆ 6, 353, Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα, ό.π., σελ. 24
92
Βλ. Μπρακατσούλα, Ασφαλιστικά Μέτρα, 4η έκδοση, 2002, σελ. 53

22
Η προσηµείωση υποθήκης

Στο πεδίο εφαρµογής της Σύµβασης των Βρυξελλών, το δικαστήριο που έχει
κατά τα άρθρα 2, 5-18 της Σύµβασης διεθνή δικαιοδοσία για την ουσία της
υποθέσεως, έχει επίσης δικαιοδοσία να διατάξει τα αναγκαία ασφαλιστικά µέτρα,
εκτός εάν η υπόθεση έχει αφαιρεθεί µε συµφωνία των µερών από την δικαιοδοσία
των κρατικών δικαστηρίων και έχει υπαχθεί στη διαιτησία. Και στην περίπτωση αυτή
όµως ασφαλιστικά µέτρα µπορούν να διαταχθούν δυνάµει του άρθρου 24 της
Σύµβασης.
Το άρθρο αυτό καθιερώνει δικαιοδοτική αυτοτέλεια των ασφαλιστικών
µέτρων ορίζοντας ότι τα ασφαλιστικά µέτρα που προβλέπονται από το δίκαιο
συµβαλλόµενου κράτους µπορούν να ζητηθούν από τα δικαστήρια του κράτους
αυτού, έστω και αν δικαστήριο άλλου συµβαλλόµενου κράτους έχει κατά την ως άνω
Σύµβαση δικαιοδοσία για την ουσία της υπόθεσης93. Με τη ρύθµιση αυτή δηλαδή,
χωρίς να αφαιρείται η διεθνής δικαιοδοσία από το δικαστήριο που τη διαθέτει βάσει
των γενικών ορισµών της Σύµβασης, προστίθεται ένας κανόνας περί διεθνούς
δικαιοδοσίας, ο οποίος επιτρέπει σε ένα δικαστήριο να διατάξει ασφαλιστικά µέτρα,
ακόµη κι αν δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία για την ουσία της υπόθεσης94.
Η διάταξη του άρθρου 24 της Σύµβασης των Βρυξελλών επαναλαµβάνεται
και στο άρθρο 31 του Κανονισµού 44/2000, χωρίς ορολογικές και εννοιολογικές
διαφοροποιήσεις.

Η αίτηση

Για την έκδοση απόφασης για χορήγηση άδειας εγγραφής προσηµείωσης


υποθήκης απαιτείται αίτηση η οποία µπορεί να υποβληθεί απευθείας από τον ίδιο τον
δανειστή, αφού το άρθρο 94§2 ΚΠολ∆ επιτρέπει τη δικαστική παράσταση διαδίκου
χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο στα ασφαλιστικά µέτρα εκτός εάν ο δικαστής
εκτιµώντας τις ιδιαίτερες περιστάσεις, υποχρεώσει τον διάδικο να προσλάβει
δικηγόρο (ΚΠολ∆ 94§32).

93
Βλ. Κράνη σε Ερµηνεία του Κώδικα Πολιτικής ∆ικονοµίας των Κεραµέα/ Κονδύλη/ Νίκα, άρθρο
683, σελ. 1330, ΜονΠρωτΚαστ 476/2002, ΧρΙ∆ Γ/2003, 246, στην αιτιολόγηση της οποίας βάσει του
άρθρου 24 της Σύµβασης των Βρυξελλών και 31 του Κανονισµού 448/2000 αντιτίθεται η Απαλαγάκη,
ό.π., σελ. 110 επ. Η διάταξη του άρθρου 24 της Σύµβασης των Βρυξελλών βρήκε την πληρέστερη
ερµηνευτική της προσέγγιση στην απόφαση του ∆ΕΚ 17.11.198, Υπόθεση C-391-95 Van Uden/Deco-
Line, ΣυλλΝµλγ 1998. Ι, 7091 επ. για την οποία βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σελ.108, Βλ. Κράνη σε
Ερµηνεία του Κώδικα Πολιτικής ∆ικονοµίας των Κεραµέα/ Κονδύλη/ Νίκα, άρθρο 683, σελ. 1330, η
ανάλυση όµως της οποίας εκφεύγει, νοµίζω, από το πλαίσιο της παρούσας εργασίας
94
Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 109

23
Η προσηµείωση υποθήκης

Η αίτηση θα πρέπει να περιέχει τα στοιχεία κάθε δικογράφου σύµφωνα µε το


άρθρο 119 και επιπλέον να ορίζεται σε αυτήν το µέτρο το οποίο ζητείται, τα
πραγµατικά περιστατικά τα οποία πιθανολογούν την εξασφαλιστέα απαίτηση καθώς
και τον επικείµενο κίνδυνο ή την επείγουσα περίπτωση. Π.χ. ο κίνδυνος µπορεί να
συνίσταται στην ανάγκη να αποτραπεί η εκποίηση του συγκεκριµένου περιουσιακού
στοιχείου του οφειλέτη ή η χειροτέρευση της περιουσιακής του κατάστασης ή να
µετριασθούν οι συνέπειες µίας τακτικής δίκης µε µεγάλη διάρκεια Επικείµενος
κίνδυνος και κατεπείγουσα περίπτωση υπάρχει και όταν υφίσταται ανάγκη
ασυνήθους έκτακτης δικαστικής προστασίας του δανειστή, η οποία δικαιολογείται
από τη συνδροµή παρόντων πραγµατικών περιστατικών και ιδιαίτερα κινδύνου να
µαταιωθεί η απαίτηση ή επείγουσα περίπτωση της τελευταίας στιγµής95.
Ακόµη, στην αίτηση θα πρέπει να αναφέρεται το οφειλόµενο από τον καθ΄ ου
χρηµατικό ποσό ή η χρηµατική αξία του οφειλόµενου αντικειµένου (688§1 ΚΠολ∆).
Θα πρέπει επίσης να περιγράφεται το ακίνητο ή τα ακίνητα επί των οποίων ζητείται η
εγγραφή της προσηµείωσης (ειδικός τίτλος). Σε περίπτωση που στην αίτηση δεν
περιγράφονται τα ακίνητα επί των οποίων ζητείται η εγγραφή προσηµείωσης (γενικός
τίτλος), επιτρέπεται η εγγραφή της σε κάθε ακίνητο του οφειλέτη που βρίσκεται στην
περιφέρεια του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση96. Στην περίπτωση αυτή ο
προσδιορισµός του ακινήτου θα γίνει µε την υποβολή στον υποθηκοφύλακα,
συγχρόνως µε την αίτηση εγγραφής της προσηµείωσης, έκθεσης περιγραφής του
ακινήτου97. Κατά συνέπεια, ο δανειστής µπορεί στη συνέχεια να ζητήσει την εγγραφή
προσηµείωσης σε τόσα ακίνητα, όσων η αξία διασφαλίζει πλήρως την απαίτησή
του98. Εάν ζητηθεί η εγγραφή προσηµείωσης σε περισσότερα ακίνητα του οφειλέτη η
αξία των οποίων υπερβαίνει κατά πολύ το ύψος της απαίτησης, µπορεί να ζητηθεί ο
περιορισµός της εγγραφής σε ορισµένο ή ορισµένα ακίνητα (ΚΠολ∆ 696§3)99.

95
Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 127, ΜονΠρΚαβ 1158/1998, ΑρχΝ 50, 518, ΜονΠρΑθ 8650/1991,
ΑρχΝ 43, 363
96
Βλ.Τζίφρα, Η εγγραφή προσηµειώσεως υποθήκης, σελ. 806, Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των
πιστώσεων, σελ. 480, Λιβάνη στον ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, άρθρο 1274, αρ. 22, Βαθρακοκοίλη,
Αναλυτική ερµηνεία- νοµολογία ΑΚ, σελ. 1790. Αντίθετος ο Σπυριδάκης, στο Εµπράγµατη ασφάλεια,
§99, σελ. 227, ο οποίος χαρακτηρίζει τον τίτλο προς εγγραφή προσηµείωσης ως «ειδικό»
97
Βλ. Λιβάνη στον ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, άρθρο 1274, αρ. 22
98
Βλ. Τζίφρα, Η εγγραφή προσηµειώσεως υποθήκης, σελ. 806, Βαβούσκου, Η προσηµείωση υποθήκης
εις το ελληνικόν δίκαιον υπό το κράτος του νέου Κπολ∆, σελ. 769
99
Βλ. Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, σελ. 480, υποσηµ. 14

24
Η προσηµείωση υποθήκης

Οι διάδικοι

Αιτών είναι ο δανειστής. Ωστόσο είναι δυνατόν δανειστής του δανειστή


ασκώντας τα δικαιώµατα του οφειλέτη του να στραφεί πλαγιαστικά κατά οφειλέτη
αυτού ζητώντας την εγγραφή προσηµείωσης επί ακινήτου του. Τη σχετική
δυνατότητα παρέχει το άρθρο 72 ΚΠολ∆. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να
πιθανολογηθούν τόσο η απαίτηση του αιτούντος, όσο και η πλαγιαστικώς
προτεινόµενη απαίτηση.
Εάν ο δανειστής έχει ήδη τίτλο προς εγγραφή υποθήκης ή προσηµείωσης (π.χ.
διαταγή πληρωµής) δεν έχει έννοµο συµφέρον για την υποβολή της αίτησης εγγραφής
προσηµείωσης, µε αποτέλεσµα η αίτησή του να απορριφθεί100.
Καθ΄ ου είναι ο οφειλέτης, ο οποίος θα πρέπει να έχει την κυριότητα του
ακινήτου επί του οποίου επιδιώκεται να εγγραφεί η προσηµείωση (ΑΚ 1265, 1271).
Καθ΄ ου µπορεί να είναι και ο τρίτος στον οποίο στον οποίο έχει µεταβιβαστεί
εικονικά ακίνητο του οφειλέτη101.

Η απόφαση

Το δικαστήριο κάνει δεκτή την αίτηση, εφόσον πιθανολογείται η ύπαρξη και


η εγκυρότητα της απαίτησης που πρόκειται να ασφαλιστεί και η συνδροµή του
στοιχείου της επείγουσας περίπτωσης ή του επικείµενου αναπότρεπτου κινδύνου που
απειλεί την προβαλλόµενη απαίτηση και δικαιολογεί την παροχή προσωρινής
δικαστικής προστασίας στη συγκεκριµένη περίπτωση102. Στα πλαίσια της
πιθανολόγησης είναι δυνατή κατά νόµο η προβολή και απαράδεκτων αποδεικτικών
µέσων, προκειµένου το δικαστήριο να σχηµατίσει πιθανότητα για την αλήθεια των
προβαλλόµενων ισχυρισµών µε όποιον τρόπο κρίνει πρόσφορο, χωρίς να δεσµεύεται
από τις διατάξεις περί αποδείξεως του ΚΠολ∆. Η ευχέρεια αυτή του δικαστηρίου
δικαιολογείται από τον κατεπείγοντα χαρακτήρα του ασφαλιστικού µέτρου, εξαιτίας

100
Βλ. Τζίφρα, Η εγγραφή προσηµειώσεως υποθήκης, σελ. 807, Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των
πιστώσεων, σελ. 480. Έτσι και η ΜονΠρΠειρ 917/1974, ΝοΒ 22, 1442
101
Βλ. παραπάνω, σελ. 16
102
Βλ. Μπάστα, Εγγραφή υποθήκης-προσηµείωσης υποθήκης. Έννοια-προϋποθέσεις- αποτελέσµατα,
ΑρχΝ 45,113, Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, σελ. 480,

25
Η προσηµείωση υποθήκης

του οποίου ο αιτών δεν έχει τον απαιτούµενο χρόνο για να προσκοµίσει στο
δικαστήριο τα παραδεκτώς προσαγόµενα κατά τον νόµο αποδεικτικά µέσα 103.
Η δικαστική απόφαση πρέπει να ορίζει το ασφαλιστικό µέτρο που διατάσσει,
δηλαδή την εγγραφή προσηµείωσης υποθήκης, καθώς και το δικαίωµα στην
εξασφάλιση ή διατήρηση του οποίου αποβλέπει (ΚΠολ∆ 696§3), δηλαδή την υπό
εξασφάλιση απαίτηση. Εξάλλου, σύµφωνα και µε το άρθρο 706§2 ΚΠολ∆, η
απόφαση που διατάσσει να εγγραφεί η προσηµείωση υποθήκης θα πρέπει να ορίζει
και το ποσό που ασφαλίζεται µε την προσηµείωση.
Το δικαστήριο έχει το δικαίωµα, και αυτεπαγγέλτως, να διατάξει τον δανειστή
σε καταβολή εγγυοδοσίας (ΚΠολ∆ 694§1). Αν δεν χορηγηθεί η εγγυοδοσία µέσα
στην προθεσµία που όρισε το δικαστήριο, αίρεται αυτοδικαίως το ασφαλιστικό
µέτρο(ΚΠολ∆ 694§2). Ο λόγος για τον οποίο καθιερώνεται η δυνατότητα παροχής
εγγυοδοσίας είναι η εξασφάλιση της καταβολής στον καθ΄ ου της αποζηµίωσης που
τυχόν θα επιδικαστεί σε βάρος του αιτούντος βάσει του άρθρο 703 ΚΠολ∆104.
Η απόφαση, όπως και η αίτηση για την χορήγηση άδειας εγγραφής
προσηµείωσης υποθήκης105, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρει τα ακίνητα επί των
οποίων θα εγγραφεί η προσηµείωση. Εάν στην απόφαση δεν καθορίζονται τα
προσηµειωτέα ακίνητα, επιτρέπεται η εγγραφή της προσηµείωσης σε κάθε ακίνητο
του οφειλέτη που βρίσκεται στην περιφέρεια του δικαστηρίου που εξέδωσε την
απόφαση. Συνήθως, πάντως, η απόφαση θα αναφέρεται σε συγκεκριµένα ακίνητα,
προκειµένου να αποφεύγεται η εγγραφή προσηµειώσεως σε ακίνητα των οποίων η
αξία είναι δυσανάλογα µεγάλη σε σχέση µε το ύψος της ασφαλιζόµενης απαίτησης106.
Με την εγγραφή της προσηµείωσης διακόπτεται η παραγραφή της απαίτησης
υπέρ εκείνου για τα δικαιώµατα του οποίου έγινε (ΑΚ 1273). Τρίτος δεν δικαιούται
να επικαλεστεί την διακοπή της παραγραφής. Σε περίπτωση που εξαλειφθεί η
προσηµείωση η παραγραφή θεωρείται ότι δεν έλαβε χώρα ποτέ107.
Η προσηµείωση που θα εγγράψει ο δανειστής σε ακίνητο του οφειλέτη του,
αποτελεί µόνο προσωρινή εξασφάλιση γι΄ αυτόν. Ο δανειστής που στερείται τίτλου
προς εγγραφή υποθήκης θα πρέπει να επιδιώξει την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής

103
Βλ. Τζίφρα, Η εγγραφή προσηµειώσεως υποθήκης, σελ. 808
104
Βλ. Βαβούσκου, ό.π., σελ. 771
105
Βλ. παραπάνω, σελ. 23
106
Βλ. Τζίφρα, Η εγγραφή προσηµειώσεως υποθήκης, σελ. 808
107
Βλ. ∆ιαµαντάκου, ό.π., σελ. 513, Τζίφρα, Η εγγραφή προσηµειώσεως υποθήκης, σελ. 809, Μπάστα,
ό.π., σελ. 119

26
Η προσηµείωση υποθήκης

απόφασης ώστε να µπορέσει να τρέψει την προσηµείωσή του σε υποθήκη108. Εφόσον


η κύρια δίκη δεν είναι ήδη εκκρεµής, ο δανειστής θα πρέπει να ασκήσει νοµότυπα και
εµπρόθεσµα κύρια αγωγή µε αίτηµα την οριστική επιδίκαση της απαίτησής του εντός
τριάντα ηµερών από την έκδοση της απόφασης η οποία διατάσσει το ασφαλιστικό
µέτρο, εκτός αν το δικαστήριο όρισε κατά την κρίση του µεγαλύτερη προθεσµία για
την άσκηση της αγωγής (ΚΠολ∆ 693§1, όπως αντικαταστάθηκε µε την παρ. 1 του
άρθρου 4Ε του Ν. 3388/2005). Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσµία αυτή, αίρεται
αυτοδικαίως το ασφαλιστικό µέτρο, εκτός εάν ο αιτών µέσα στην προθεσµία αυτή
πέτυχε την έκδοση διαταγής πληρωµής (ΚΠολ∆ 693§2). Πριν από την πρόσφατη
αυτή τροποποίηση του άρθρου 693§1 ΚΠολ∆, ο δανειστής δεν ήταν υποχρεωµένος
να εγείρει την αγωγή µέσα σε ορισµένη προθεσµία, εκτός αν το δικαστήριο
προσδιόριζε προθεσµία εγέρσεως της αγωγής και η οποία δεν µπορούσε να ήταν
µικρότερη των τριάντα ηµερών109.
Στην τρίτη παράγραφο της ίδιας διάταξης εισάγεται εξαίρεση από τον κανόνα
αυτό, η οποία (εξαίρεση) βρίσκει έδαφος εφαρµογής στο πεδίο της συναινετικής
προσηµείωσης, η οποία θα γίνει αντικείµενο ιδιαίτερης εξέτασης σε επόµενο
κεφάλαιο110. Ειδικότερα, στην ΚΠολ∆ 693§3 ορίζεται ότι οι διατάξεις των άρθρων 1
και 2 του ίδιου άρθρου δεν εφαρµόζονται αν πρόκειται για ασφαλιστικά µέτρα τα
οποία έχουν διαταχθεί µε κοινή συναίνεση όλων των διαδίκων. Εποµένως από την
υποχρέωση έγερσης της κύριας αγωγής εντός προθεσµίας τριάντα ηµερών από την
έκδοση της απόφασης ασφαλιστικών µέτρων εξαιρούνται οι περιπτώσεις της
συναινετικής προσηµείωσης (τις οποίες άλλωστε φαίνεται να είχε υπ΄ όψιν του ο
νοµοθέτης κατά τη θέσπιση της εν λόγω εξαίρεσης111), όπου δεν υπάρχει αντιδικία
µεταξύ των µερών112, αλλά περισσότερο πρόκειται για ιδιωτική συµφωνία περί
παροχής δικαιώµατος εγγραφής προσηµειώσεως, η οποία καλύπτεται από τον µανδύα
της δικαστικής αποφάσεως, όπως θα καταδειχθεί στον οικείο τόπο.

108
Για την έννοια και τη σηµασία της τροπής βλ. αναλυτικά το επόµενο κεφάλαιο
109
Βλ. Λιβάνη στον ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, άρθρο 1274, αρ. 36, Παπαδηµητρίου, Τινά περί
του ασφαλιστικού µέτρου της προσηµειώσεως υποθήκης, ΝοΒ 17, 625, ο οποίος τάσσεται κατά της
υποχρέωσης έγερσης άσκησης κύριας αγωγής εντός ορισµένης προθεσµίας και προτείνει αυτό να
κρίνεται σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση από το δικαστήριο βάσει των ειδικών συνθηκών της
110
Βλ. παρακάτω, σελ. 80
111
Βλ. Γιαννούλη, Τα ασφαλιστικά µέτρα και οι καινοτοµίες του άρθρου 4 ν. 3388/2005, ∆ 38, 969
112
Κατά τον Παπανικολάου στο Συναινετική προσηµείωση υποθήκης επί ακινήτου κείµενου σε
παραµεθόρια περιοχή (άρθρο 25 επ. ν.1892/1990), ΝοΒ 54, 800, έχει ατονήσει πλήρως ο τελολογικός
σύνδεσµος της συναινετικής προσηµείωσης µε τη µέλλουσα να ανοιγεί κύρια διαγνωστική δίκη περί
του ασφαλιστέου ενοχικού δικαιώµατος

27
Η προσηµείωση υποθήκης

Ανάκληση και µεταρρύθµιση της απόφασης

Η απόφαση που διατάσσει την εγγραφή προσηµείωσης υποθήκης είναι


προσωρινής φύσεως και ισχύει µέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της κύριας
αγωγής του δανειστή, η οποία θα επιδικάζει την ασφαλισµένη απαίτηση. Κατά της
προσωρινής απόφασης που διατάσσει την εγγραφή προσηµείωσης χωρεί νοµότυπη
άσκηση ανάκλησης ή µεταρρύθµισης εκ µέρους του οφειλέτη ή όποιου έχει έννοµο
συµφέρον.
Η ανάκληση ή η µεταρρύθµιση µπορεί να γίνει από το δικαστήριο που
εξέδωσε την απόφαση είτε για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 696§1
ΚΠολ∆, δηλαδή εφόσον ο καθ΄ ου δεν εκλήθη ή δεν συµµετείχε κατά την συζήτηση
της αίτησης, οπότε και η σχετική αίτηση φέρει το χαρακτήρα ανακοπής ή
τριτανακοπής113, είτε για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 696§3 ΚΠολ∆
(και πάντως έως την πρώτη συζήτηση της αγωγής που αφορά την κύρια υπόθεση),
δηλαδή εφόσον επήλθε µεταβολή των πραγµάτων, η οποία δικαιολογεί την ανάκληση
ή τη µεταρρύθµισή της, εφόσον δηλαδή συντρέχουν νέα πραγµατικά περιστατικά τα
οποία δεν είχαν τεθεί υπόψη του δικαστηρίου και τα οποία έλαβαν χώρα µετά την
έκδοση της αποφάσεως114, π.χ. η απόσβεση της απαίτησης του δανειστή που
εξασφαλίσθηκε, η συναίνεση αυτού για την ανάκληση ή µεταρρύθµιση της
απόφασης, η προσφορά από τον οφειλέτη άλλου ασφαλιστικού µέτρου που
εξασφαλίζει την απαίτηση του δικαιούχου, η έλλειψη του κινδύνου για τον οποίο
χορηγήθηκε το ασφαλιστικό µέτρο, καθώς επίσης και η αύξηση της περιουσίας του
οφειλέτη, η οποία τον καθιστά φερέγγυο, και οποιοδήποτε άλλο σοβαρό στοιχείο, που
να δικαιολογεί τη ζητούµενη ανάκληση ή µεταρρύθµιση.
Κατ' εξαίρεση, µπορούν να θεωρηθούν ως νέα στοιχεία, δηλαδή νέα γεγονότα,
τα οποία συνιστούν µεταβολή των πραγµάτων και στοιχεία τα οποία προϋπήρχαν της
έκδοσης της απόφασης, η οποία πρέπει να ανακληθεί ή να µεταρρυθµισθεί, εφόσον
αυτά αποκαλύφθηκαν µεταγενεστέρως, ήταν άγνωστα στον αιτούντα την ανάκληση
κατά το χρόνο της έκδοσης της εν λόγω απόφασης, ή ήταν µεν γνωστά αλλά δεν είχε
τη δυνατότητα προσαγωγής τους από δικαιολογηµένη αιτία, όπως για λόγους
ανώτερης βίας, ή πρόκειται για αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία ανάγονται στο κύρος

113
Βλ. Γέσιου- Φαλτσή Π., Γνωµοδότηση. Νοµιµοποίηση για άσκηση αιτήσεως ανακλήσεως
ασφαλιστικού µέτρου κατά το άρθρο 696§1 ΚΠολ∆, Αρµ 1988, 125
114
Βλ. Λιβάνη στον ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, άρθρο 1274, αρ. 33

28
Η προσηµείωση υποθήκης

και την αποδεικτική αξία των στοιχείων, στα οποία το δικαστήριο στήριξε την κρίση
του για την έκδοση της απόφασης της οποίας ζητείται η ανάκληση 115.
Ανάκληση ή µεταρρύθµιση της απόφασης είναι δυνατή και από το αρµόδιο
για την εκδίκαση της κύριας υπόθεσης δικαστήριο όσο διαρκεί η εκκρεµοδικία, µε
αίτηση του διαδίκου που έχει έννοµο συµφέρον, η οποία υποβάλλεται και αυτοτελώς
(ΚΠολ∆ 697).
Η ΚΠολ∆ 696§3 προσδιορίζει το χρονικό όριο της αρµοδιότητας του
δικαστηρίου που έχει εκδόσει την απόφαση των ασφαλιστικών µέτρων να ανακαλέσει
την απόφασή του, µέχρι την πρώτη συζήτηση της αγωγής για την κύρια υπόθεση.
Από το χρονικό αυτό σηµείο και µετά, η ανάκληση του ασφαλιστικού µέτρου ανήκει
στην αποκλειστική αρµοδιότητα του δικαστηρίου της κύριας δίκης (ΚΠολ∆ 697§1).
Στο µεσοδιάστηµα, από την άσκηση δηλαδή της αγωγής έως την πρώτη συζήτησή
της, ισχύει συντρέχουσα καθ΄ ύλην αρµοδιότητα, τόσο του δικαστηρίου που έχει
εκδώσει την ανακλητέα απόφαση, όσο και του δικαστηρίου της αγωγής116.
Αναφορικά µε την κατά το άρθρο 696§1 ΚΠολ∆ δυνατότητα άσκησης
αίτησης ανάκλησης ή µεταρρύθµισης από τρίτον που έχει έννοµο συµφέρον, αυτή δεν
υφίσταται στην περίπτωση που ο διάδικος έχει κλητευθεί, όταν οι τρίτοι ταυτίζονται
µε τους διαδίκους, εξαιτίας του ότι δεσµεύονται από το προσωρινό δεδικασµένο της
απόφασης. Όταν, πάντως, οι τρίτοι δεν δεσµεύονται από το προσωρινό δεδικασµένο
του ασφαλιστικού µέτρου, αποκτούν δικαίωµα ανάκλησης, αν δεν συµµετείχαν ή δεν
κλήθηκαν στη συζήτηση και δεν έχουν έννοµο συµφέρον. Π.χ. ο δικονοµικός
εγγυητής, ο οποίος δεν δεσµεύεται από το προσωρινό δεδικασµένο µεταξύ του
αιτούντος και του καθ΄ ου έχει την ιδιότητα του τρίτου µε την έννοια του άρθρου
696§1 ΚΠολ∆ και νοµιµοποιείται να ασκήσει αίτηση ανακλήσεως117.
Ανάκληση της απόφασης που διέταξε την εγγραφή προσηµείωσης είναι
δυνατή, τέλος, και όταν συντρέξουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 698 ΚΠολ∆. Στην
περίπτωση αυτή, µάλιστα, η ανάκληση είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο118.

115
Βλ. Τζίφρα, Η εγγραφή προσηµειώσεως υποθήκης, σελ. 809, ΜονΠρΠατρ 774/1996, Αρµ 50, 748,
ΜονΠρΠειρ 1948/1988 ∆ 20, 472, ΜονΠρΑθ 10165/1978 Ελλ ∆νη 20, 477, ΜονΠρΑθ 30/1977 ΕΕΝ
44, 451, ΜονΠρΑθ 378/1976 ΝοΒ 25, 1372, ΜονΠρ Καλαµ 220/1974 ΝοΒ 23, 80, ΜονΠρΠειρ 1634/
1973 ∆ 5, 48
116
Βλ. Γεωργίου, Απόσβεση και εξάλειψη προσηµείωσης, ∆ 23, 265
117
Βλ. αναλυτικά στη Γέσιου- Φαλτσή Π., Γνωµοδότηση. Νοµιµοποίηση για άσκηση αιτήσεως
ανακλήσεως ασφαλιστικού µέτρου κατά το άρθρο 696§1 ΚΠολ∆, Αρµ 1988, 124
118
Βλ. Λιβάνη στον ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, άρθρο 1274, αρ. 33

29
Η προσηµείωση υποθήκης

Με την ανάκληση ο υποθηκοφύλακας υποχρεούται να προβεί στην εξάλειψη


της προσηµείωσης, χωρίς την ανάγκη ειδικής διάταξης στην απόφαση119.

II. ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ∆ΙΑΤΑΓΗ

Μέχρι την έκδοση της δικαστικής απόφασης για την εγγραφή προσηµείωσης
υποθήκης, πολλές φορές ο δανειστής χρήζει προστασίας έναντι ενεργειών του
οφειλέτη του που µπορεί να βλάψουν τα συµφέροντά του, όπως η εκποίηση του
ακινήτου του ή η παραχώρηση υποθήκης σε άλλον δανειστή του πάνω σε αυτό. Η
προστασία αυτή παρέχεται µε την έκδοση προσωρινής διαταγής, σύµφωνα µε το
άρθρο 691§2 ΚΠολ∆. Ταυτόχρονα, δηλαδή, µε την αίτηση εγγραφής προσηµείωσης
ο δανειστής ζητεί από το δικαστήριο την άµεση έκδοση προσωρινής διαταγής, µε την
οποία απαγορεύεται οποιαδήποτε νοµική µεταβολή (π.χ. εκποίηση, παραχώρηση
υποθήκης) στο ακίνητο του οφειλέτη που περιγράφεται στην αίτηση, µέχρι την
έκδοση της απόφασης που θα δέχεται ή θα απορρίπτει την αίτηση.
Στο παρελθόν πάντως είχε υποστηριχθεί και η άποψη ότι η προσωρινή
διαταγή δεν έχει εφαρµογή σε περιπτώσεις αίτησης για χορήγησης άδειας εγγραφής
προσηµείωσης υποθήκης, αφού η διαταγή, έστω και προσωρινή, για να έχει
αποτέλεσµα θα πρέπει να εγγραφεί στο βιβλίο υποθηκών, οπότε η (οριστική) διαταγή
για την εγγραφή προσηµείωσης δε θα έχει νόηµα, καθώς έτσι το περιεχόµενο της
προσωρινής διαταγής θα συµπίπτει µε το περιεχόµενο της απόφασης των
ασφαλιστικών µέτρων 120.
Οι αντιρρήσεις αυτές ωστόσο, οι οποίες δεν ήταν και οι ίδιες ανεπίδεκτες
κριτικής, ξεπεράστηκαν από τη θεωρία αλλά και από τη νοµολογία, οι οποίες
αποδέχονται τη δυνατότητα έκδοσης προσωρινής επιταγής και στις περιπτώσεις
αίτησης εγγραφής προσηµείωσης υποθήκης121.
Η έννοια της προσωρινής διαταγής, συγχρόνως µε την απαγόρευση µεταβολής
της νοµικής κατάστασης της περιουσίας του οφειλέτη µέχρι την έκδοση της
απόφασης, περικλείει διαταγή προς τον αρµόδιο υποθηκοφύλακα να σηµειώσει την
απόφαση για την προσωρινή διαταγή στο βιβλίο υποθηκών. Η υποχρέωση αυτή του

119
Βλ. Βαθρακοκοίλη, ό.π., σελ. 1792
120
Βλ. Βαβούσκος, ό.π., σελ 770 επ.
121
Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 158, Λιβάνη στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρο 1274, αρ. 23,
Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, σελ. 481, Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα, σελ. 131-132

30
Η προσηµείωση υποθήκης

υποθηκοφύλακα δεν έχει βέβαια την έννοια ότι η προσηµείωση που τυχόν θα
ακολουθήσει βάσει της απόφασης που θα εκδοθεί θα λογίζεται εγγεγραµµένη από την
ηµέρα που σηµειώθηκε η προσωρινή διαταγή. Σκοπός της είναι η ενηµέρωση του
τρίτου για το ενδεχόµενο να προβληθεί εναντίον του η ακυρότητα της προσηµείωσης
που θα εγγραφεί υπέρ αυτού122.
Εφόσον εκδοθεί προσωρινή διαταγή, η προσηµείωση ή η υποθήκη που θα
εγγραφεί υπέρ άλλου κατά το χρονικό διάστηµα που µεσολαβεί από την εγγραφή της
προσωρινής διαταγής στα βιβλία υποθηκών έως την έκδοση της απόφασης η οποία
επιτρέπει την εγγραφή προσηµείωσης, δεν δηµιουργεί δικαίωµα προτεραιότητας
απέναντι στην τελευταία αυτή προσηµείωση, η οποία ενεγράφη µεταγενέστερα από
την πρώτη στο υποθηκοφυλακείο123.
Αναφορικά µε την επίδραση της προσωρινής διαταγής στην εµπράγµατη
δικαιοπραξία που αφορά το ακίνητο υποστηρίχθηκαν διαφορετικές απόψεις. Κατά
µία άποψη124, η προσωρινή διαταγή αποτελεί περιληπτική απόφαση, που ανήκει στην
κατηγορία των διαταγών και των πράξεων του δικαστηρίου, και λειτουργεί ως
εγγύηση διασφάλισης του επικείµενου ασφαλιστικού µέτρου. Η προσωρινή διαταγή,
κατά την άποψη αυτή, περικλείει συγκεκριµένη δικαστική επιταγή, στηρίζεται σε
συνοπτική εξέταση των πραγµατικών περιστατικών που αναφέρονται στην αίτηση
και εκδίδεται κατόπιν συνοπτικής διάγνωσης. Εποµένως σε περίπτωση παραβίασης
προσωρινής διαταγής που έχει ως περιεχόµενο την απαγόρευση µεταβολής της
νοµικής κατάστασης της ακινήτου περιουσίας του καθ΄ ου, αυτή θα αντιµετωπίζεται
ως παράβαση δικαστικής απόφασης και θα καλείται σε εφαρµογή το άρθρο 176 ΑΚ.
Η προσηµείωση υποθήκης ή η υποθήκη που εγγράφεται κατά τη διάρκεια της ισχύος
της προσωρινής διαταγής υπέρ τρίτου δανειστή του καθ΄ ου θα είναι σχετικά άκυρη
υπέρ του δανειστή ο οποίος πέτυχε την έκδοση της προσωρινής διαταγής και η
προσηµείωση που θα εγγραφεί υπέρ αυτού θα προηγείται στην τάξη της πρώτης.

122
Βλ. Μητσόπουλου, Προσωρινή διαταγή επί αιτήσεως εγγραφής προσηµειώσεως υποθήκης, Ελλ∆νη
24, 1141
123
Βλ. Λιβάνη στον ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, άρθρο 1274, αρ. 23
124
Βλ. Μητσόπουλου, Προσωρινή διαταγή επί αιτήσεως εγγραφής προσηµειώσεως υποθήκης, Ελλ∆νη
24, 1137, Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα, σελ. 35 επ., ΜονΠρΒερ 230/1992, ΝοΒ 41, 338, ΕφΑθ
11681/1990, ∆ 22, 517, ΜονΠρΑθ 1784/1971 ΑρχΝ 22, 841, µε σχολ. Π.Ι.Θ. Επιχείρηµα αντλούν οι
υποστηρικτές της άποψης αυτής και από το γεγονός ότι στο άρθρο 232Α ΠΚ γίνεται λόγος για µη
συµµόρφωση σε προσωρινή διαταγή δικαστή ή δικαστηρίου ή διάταξη δικαστικής αποφάσεως, άρα
στο νόµο εξοµοιώνεται η προσωρινή διαταγή µε διάταξη προσωρινής αποφάσεως, πράγµα το οποίο
αποκλείει αυτή να είναι πράξη ή απόφαση διοικητικού οργάνου, βλ. σχόλια Π.Ι.Θ. στην ΟλΑΠ
1599/1992, ΑρχΝ 44, 118

31
Η προσηµείωση υποθήκης

Κατά την άποψη αυτή, ανεξάρτητα από την κύρωση αυτή υπάρχει η
δυνατότητα, από τις διατάξεις του άρθρου 696 § 1 ΚΠολ∆, να ανακληθεί ή να
µεταρρυθµιστεί η απόφαση µε την οποία διατάχθηκε η εγγραφή προσηµειώσεως
υποθήκης υπέρ άλλου δανειστού κατά τη διάρκεια ισχύος της προσωρινής διαταγής-
αποφάσεως, ύστερα από αίτηση του προηγουµένου δανειστή υπέρ του οποίου δόθηκε
η προσωρινή διαταγή, χωρίς αυτός, ως ζηµιούµενος τρίτος που δεν ήταν διάδικος στη
δίκη, να έχει την υποχρέωση να επικαλεστεί νέα στοιχεία, αφού αυτά είναι εξ αρχής
δεδοµένα και συνίστανται στα προβαλλόµενα δικαιώµατά του που θίγονται µε τα
διαταχθέντα ασφαλιστικά µέτρα και δεν είχαν ληφθεί υπ' όψιν, στην δίκη κατά την
οποία εκδόθηκε η υπό ανάκληση ή µεταρρύθµιση απόφαση125. Κατ΄ άλλη άποψη126, η
προσωρινή διαταγή δεν αποτελεί δικαστική απόφαση, αφού ούτε διάγνωση της
έννοµης σχέσης που ρυθµίζει διαλαµβάνει, στερείται δε και των κατά το άρθρο 93
παρ. 3 του Συντάγµατος και 305 ΚΠολ∆, στοιχείων της δικαστικής απόφασης, που
ανάγονται από το νόµο σε προϋποθέσεις του κύρους αυτής και επίσης δεν
δηµοσιεύεται, πράγµα που αποτελεί κατά το άρθρο 313§1 ΚΠολ∆, προϋπόθεση του
υπαρκτού της δικαστικής απόφασης. Κατά την άποψη αυτή, η προσωρινή διαταγή,
που εκδίδεται από τα δικαστήρια στα πλαίσια της διαδικασίας των ασφαλιστικών
µέτρων, σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρ. 691 παρ. 2 ΚΠολ∆, αποτελεί διοικητική
πράξη µονοµελούς ή πολυµελούς οργάνου απονοµής της δικαιοσύνης, η οποία δεν
περιέχει καµιά αυθεντική διάγνωση, ούτε για την ουσιαστική έννοµη σχέση την οποία
ρυθµίζει, ούτε για τη νοµιµότητα του εκτελεστού τίτλου την οποία περιέχει. Αλλιώς
αποτελεί εκτελεστή πράξη της δικαστικής αρχής127 ή τίτλο εκτελεστό από τους
αναφερόµενους στη διάταξη του άρθρου 904 παρ. 2 του Κ.Πολ.∆., του οποίου µπορεί
να γίνει αναγκαστική εκτέλεση, κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου του Κώδικα, µε
βάση σηµείωση του ∆ικαστή που την εξέδωσε, κάτω από την αίτηση ή στα
πρακτικά128.

125
Βλ. ΜονΠρΑθ 10405/1987, Ελλ∆νη 29, 961, ΜονΠρΑθ 8861/1983, Ελλ∆νη 24, 1294, η οποία
κάνει λόγο για: «…προς απόφασιν ασφαλιστικών µέτρων εξοµοιουµένης ως προς τα αποτελέσµατά
της προσωρινή διαταγή»
126
Βλ. ΑΠ 133/2004, ΝοΒ 52, 1549, ΜονΠρΠατρ 774/1996, Αρµ 50, 748, Ολ ΑΠ 1599/1992, ΑρχΝ
44, 118 επ. µε αντίθετες παρατηρήσεις Π.Ι.Θ., Μπέη, Έννοια και χαρακτήρ των ασφαλιστικών µέτρων,
∆ 1, 395, για τον οποίο οι προσωρινές διαταγές αποτελούν αµιγή διοικητικά µέτρα που στερούνται
οιουδήποτε δικαιοδοτικού στοιχείου και κατ’ ακολουθία δεν είναι εξοπλισµένες µε την αυθεντική
δικαστική διάγνωση της νοµιµότητάς τους, Τσάκου, Η προσωρινή διαταγή κατά τον ΚΠολ∆, Αρµ 34,
87, ο οποίος προκρίνει την άποψη ότι η προσωρινή διαταγή είναι αµιγές διοικητικό µέτρο αναλογικώς
αµέσως εκτελεστή άνευ ουσιαστικού δεδικασµένου
127
Βλ. ΑΠ 4/2004, ΝοΒ 52, 962, ΑΠ 133/2004, ΝοΒ 52, 1549
128
Βλ. ΑΠ 133/2004, ΝοΒ 52, 1549

32
Η προσηµείωση υποθήκης

Και αυτό, επειδή κατά την έκδοση της προσωρινής διαταγής δεν ερευνάται,
έστω και µε τη µορφή της προσωρινής αυθεντικής διάγνωσης, η συνδροµή ή όχι των
κατά το ουσιαστικό δίκαιο προϋποθέσεων γένεσης και λειτουργίας του ασφαλιστέου
ουσιαστικού δικαιώµατος, αλλά ο δικαστής που την εκδίδει, ξεκινώντας από το
δεδοµένο ότι το ασφαλιστέο ουσιαστικό δικαίωµα υπάρχει και στηριζόµενος σ' αυτή
την ύπαρξή του, διατάσσει τα κατά την κρίση του άµεσα πρόσφορα µέτρα για τη
διατήρηση ή διασφάλισή του, κατά κανόνα µέχρι την εκδίκαση της αίτησης για τη
λήψη των αιτούµενων ασφαλιστικών µέτρων, χωρίς όµως να δηµιουργεί µέσω αυτής
το δικαίωµα τούτο. Συνεπώς, η προσωρινή διαταγή δεν περιέχει αυθεντική διάγνωση
για την ύπαρξη του ασφαλιστέου ουσιαστικού δικαιώµατος στον περιορισµένο χρόνο
της ισχύος της, ούτε και αποτελεί πηγή γένεσης ουσιαστικών αξιώσεων από αυτό
µέσα στον ίδιο χρόνο. Η γέννηση τέτοιων αξιώσεων συναρτάται µε την αυθεντική
διάγνωση της ύπαρξής του, η οποία όµως γίνεται µόνο µε την κύρια δίκη, που έχει
ένα τέτοιο αντικείµενο. Τυχόν δε διεκδίκηση τέτοιων αξιώσεων από το ασφαλιστέο
ουσιαστικό δικαίωµα µε γενεσιουργό λόγο δηµιουργίας τους την προσωρινή διαταγή,
είναι νοµικά αβάσιµη, διότι οι αξιώσεις αυτές στηρίζονται σε προϋπόθεση, η οποία
δεν αποτελεί γενεσιουργό λόγο δηµιουργίας δικαιωµάτων του ουσιαστικού δικαίου,
έστω και αν µια τέτοια διεκδίκηση γίνει µέσα στο περιορισµένο διάστηµα που ισχύει
ακόµη η προσωρινή διαταγή.
Συνεπώς, σε περίπτωση παράβασης της προϋπάρχουσας προσωρινής διαταγής
µε την εγγραφή προσηµείωσης υποθήκης υπέρ τρίτου στο ίδιο ακίνητο, δε θα µπορεί,
κατά την άποψη αυτή, να κληθεί σε εφαρµογή το άρθρο 176 ΑΚ, αφού προϋπόθεση
για την εφαρµογή αυτού αποτελεί η αποδοχή της προσωρινής διαταγής ως δικαστικής
αποφάσεως. Άρα αποκλείεται η επιδίωξη της αναγνώρισης της σχετικής ακυρότητας
της προσηµείωσης που ενεγράφη στο µεταξύ και ο δανειστής θα επιδιώξει πλέον την
ικανοποίηση των αξιώσεών του µε την προσφυγή σε άλλα µέσα και ιδίως µε την
καταβολή σχετικής αποζηµιώσεως, κατ' εφαρµογή των περί αδικοπραξιών διατάξεων
(άρθρ. 281, 330, 914 ΑΚ), νοµιµοποιούµενος επίσης να ζητήσει, κατά την κρίση του
δικαστηρίου, και την ανάκληση της αποφάσεως ως τρίτος, µε την επίκληση βέβαια
του στοιχείου της προσωρινής διαταγής ως διοικητικού µέτρου και της παραβάσεώς
του, ως νεότερου γεγονότος που να δικαιολογεί κάτι τέτοιο και µε την ύπαρξη
σαφούς βλάβης του129.

129
Βλ. ΜονΠρΠατρ 774/1996, Αρµ 50, 748

33
Η προσηµείωση υποθήκης

Στην πιο πρόσφατη νοµολογία του Ακυρωτικού µας δικαστηρίου130, που


καταστάλαξε στην δεύτερη από τις ως άνω αναφερθείσες απόψεις, ότι δηλαδή η
προσωρινή διαταγή δεν αποτελεί δικαστική απόφαση αλλά εκτελεστή πράξη της
δικαστικής αρχής, έγινε επίσης δεκτό ότι σε περίπτωση που το µέτρο το οποίο
ορίσθηκε µε την προσωρινή διαταγή και παραβιάστηκε, συνίσταται στην απαγόρευση
διαθέσεως πράγµατος (µεταβολής της νοµικής του κατάστασης), η µεταγενέστερη της
διαταγής διάθεση (εκποίηση) αυτού, πλήττεται µε ακυρότητα, όχι εκ του άρθρου 175
του ΑΚ, αφού ο νόµος (άρθρο 691§2 και 700§3 του ΚΠολ∆), δεν προβλέπει
ακυρότητα επί απαγορευµένης µε προσωρινή διαταγή διάθεσης, αλλά εκ του άρθρου
176 του ΑΚ, σε συνδυασµό µε το άρθρο 691§2 του ΚΠολ∆, κατ' αναλογία µε τα
ισχύοντα επί δικαστικής απόφασης, µε την οποία προσοµοιάζει (χωρίς και να είναι), η
προσωρινή διαταγή131. Η ακυρότητα αυτή αποτελεί έννοµη συνέπεια της παραβάσεως
της απαγορεύσεως, χωρίς να επιβάλλεται προηγούµενη µεταγραφή της προσωρινής
διαταγής από τις διατάξεις των άρθρων 1192-1198 ΑΚ ή άλλη διάταξη, άρα η
ακυρότητα ισχύει και παρά τη µη µεταγραφή της προσωρινής διαταγής και την
επικαλούµενη καλή πίστη εκείνου προς τον οποίο έγινε η διάθεση, γιατί αυτό θα
κατέλυε την έννοια της ακυρότητας και θα εξουδετέρωνε τον επιτακτικό χαρακτήρα
της διατάξεως του άρθρου 175 ΑΚ132.

III. ∆ΙΑΤΑΓΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ

Το άρθρο 1274 ΑΚ προβλέπει, όπως ήδη σηµειώθηκε παραπάνω, ότι η


εγγραφή προσηµείωσης υποθήκης γίνεται µόνο ύστερα από δικαστική απόφαση.
Εξαίρεση στον κανόνα αυτό εισάγει το άρθρο 724§1 ΚΠολ∆, σύµφωνα µε το οποίο ο
δανειστής µπορεί µε βάση διαταγή πληρωµής χρηµατικών απαιτήσεων να ζητήσει
εγγραφή προσηµείωσης υποθήκης για το ποσό που ορίζεται µε τη διαταγή πληρωµής
ότι πρέπει να καταβληθεί. Η διαταγή πληρωµής δεν αποτελεί δικαστική απόφαση,
αλλά εκτελεστό τίτλο, σύµφωνα µε το άρθρο 904§2 ΚΠολ∆. Η διάταξη του άρθρου
724§1 ΚΠολ∆ ερµηνεύθηκε προς την κατεύθυνση ότι µε αυτήν παρέχεται η ευχέρεια

130
Βλ. ΑΠ 133/2004, ΝοΒ 52, 1549, ΑΠ 866/2004, Ελλ∆νη 2004, 1648
131
Πρβλ. όµως και την άποψη της µειοψηφίας στην ΑΠ 133/2004, ΝοΒ 52, 1549 αλλά και την
παλαιότερη ΑΠ 561/1999, Ελλ∆νη 65, 1064 κατά την οποία η ακυρότητα θεµελιώνεται όχι στη
διάταξη του άρθρου 176 Α.Κ., αφού η προσωρινή διαταγή δεν είναι δικαστική απόφαση, αλλά στις
διατάξεις των άρθρων 175 Α.Κ. και 691§2 Κ.Πολ.∆.
132
Βλ. την αναλυτική αιτιολόγηση της ΑΠ 561/1999, Ελλ∆νη 65, 1064

34
Η προσηµείωση υποθήκης

στον δανειστή, κατ΄εξαίρεση της διάταξης του άρθου 1274 ΑΚ, να εγγράψει
προσηµείωση υποθήκης χωρίς τη µεσολάβηση δικαστικής κρίσης. Η διαταγή
πληρωµής αποτελεί δηλαδή τίτλο εκ του νόµου προς εγγραφή προσηµείωσης133.
Το άρθρο 724§2 ΚΠολ∆ παρέχει τη δυνατότητα στο δικαστήριο που εξέδωσε
τη διαταγή πληρωµής µε αίτηση εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η διαταγή
πληρωµής και κατά τη διαδικασία του άρθρου 702§1 ΚΠολ∆ να αναστείλει ολικά ή
εν µέρει την εκτέλεση του ασφαλιστικού µέτρου που διατάχθηκε κατά την
παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου, αν πιθανολογείται η εξόφληση ή η ανυπαρξία, ολική
ή εν µέρει, της απαίτησης για την οποία έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωµής, ή να
περιορίσει την εκτέλεση σε ορισµένα περιουσιακά στοιχεία, αν πείθεται ότι τα
στοιχεία αυτά είναι επαρκή για την εξασφάλιση της απαίτησης. Έτσι, π.χ. αν ο
δανειστής εγγράψει προσηµείωση σε περισσότερα ή όλα τα ακίνητα του οφειλέτη,
αυτός δικαιούται να ζητήσει βάσει της διάταξης αυτής τον περιορισµό της εκτέλεσης
σε ορισµένα από αυτά.

IV. ΑΛΛΟ∆ΑΠΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ Ή ∆ΙΑΤΑΓΗ


ΠΛΗΡΩΜΗΣ

Τίτλο προς εγγραφή προσηµείωσης υποθήκης αποτελούν και οι αλλοδαπές


αποφάσεις ασφαλιστικών µέτρων ή και οι διαταγές πληρωµής, εφόσον κηρυχθούν
εκτελεστές, κατά την προβλεπόµενη στο εθνικό (άρθρα 323 και 905 ΚΠολ∆) ή το
υπερεθνικό δίκαιο (Κανονισµός 44/2001 και παλαιότερα Σύµβαση των Βρυξελλών)
διαδικασία134.
Σύµφωνα µε το εθνικό µας σύστηµα δικονοµικού διεθνούς δικαίου135, για να
κηρυχθεί εκτελεστός στην ηµεδαπή αλλοδαπός τίτλος θα πρέπει να είναι εκτελεστός
κατά το δίκαιο του τόπου όπου εκδόθηκε, να µην είναι αντίθετος προς τα χρηστά ήθη
ή τη δηµόσια τάξη και, επιπλέον, εφόσον πρόκειται για απόφαση (ασφαλιστικών
µέτρων στην συγκεκριµένη περίπτωση) να πρόκειται για υπόθεση που κατά τις

133
Βλ. Λιβάνη στον ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, άρθρο 1274, αρ. 34, Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση
των πιστώσεων, σελ. 483, Τζίφρα, Η εγγραφή προσηµειώσεως υποθήκης, σελ. 808
134
Αντίστοιχα και η απόφαση ασφαλιστικών µέτρων που εκδίδεται από τα ελληνικά δικαστήρια
µπορεί να εκτελεστεί στο έδαφος αλλοδαπής πολιτείας, αφού περιβληθεί τον εκτελεστήριο τύπο,
σύµφωνα µε τον Κανονισµό 44/2001 και, παλαιότερα, την Σύµβαση των Βρυξελλών. Βλ.
Μπρακατσούλα, Ασφαλιστικά Μέτρα, 4η έκδοση, 2002, σελ. 55
135
Βλ. αναλυτικά Βρέλλη, Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, β’ έκδοση, 2001, σελ. 430 επ.

35
Η προσηµείωση υποθήκης

διατάξεις του ελληνικού δικαίου υπαγόταν στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του
κράτους στο οποίο ανήκει το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, ο διάδικος που
νικήθηκε να µην στερήθηκε το δικαίωµα της υπεράσπισης και γενικά της συµµετοχής
στη δίκη, εκτός αν η στέρηση έγινε σύµφωνα µε διάταξη που ισχύει και για τους
υπηκόους του κράτους στο οποίο ανήκει το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση,
να µην είναι αντίθετη προς απόφαση ελληνικού δικαστηρίου που εκδόθηκε στην ίδια
υπόθεση και να αποτελεί δεδικασµένο για τους διαδίκους µεταξύ των οποίων
εκδόθηκε η απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου.
Και στο πλαίσιο του Κανονισµού 44/2001 η κοινοτική απόφαση των
ασφαλιστικών µέτρων κηρύσσεται ακώλυτα εκτελεστή στα συµβαλλόµενα κράτη,
κατά τις διατάξεις των άρθρων 32 επ. του Κανονισµού. Η κήρυξη της εκτελεστότητας
γίνεται µάλιστα χωρίς να ερευνάται η διεθνής δικαιοδοσία του αλλοδαπού
δικαστηρίου σύµφωνα µε το άρθρο 35§3, µε την επιφύλαξη της παραβίασης των
διατάξεων του Κανονισµού περί αποκλειστικών δικαιοδοτικών βάσεων. Το ίδιο
άλλωστε ισχύει και για τις διαταγές πληρωµής, οι οποίες περιλαµβάνονται και αυτές
στην έννοια της απόφασης, σύµφωνα µε το άρθρο 31 του Κανονισµού136.
Στο πλαίσιο της άποψης που αναφέρθηκε παραπάνω137, αναφορικά µε την
κατά τόπο αρµοδιότητα, σύµφωνα µε την οποία η αίτηση για εγγραφή προσηµείωσης
υπάγεται στην αποκλειστική δωσιδικία της τοποθεσίας του ακινήτου κατά το άρθρο
29 ΚΠολ∆, προβληµατική καθίσταται η διαδικασία κήρυξης της εκτελεστότητας
αλλοδαπής απόφασης ασφαλιστικών µέτρων που διατάσσουν την εγγραφή
προσηµείωσης. Υπό την εκδοχή αυτή, απόφαση ασφαλιστικών µέτρων αλλοδαπού
δικαστηρίου η οποία διατάσσει την εγγραφή προσηµείωσης υποθήκης σε ακίνητο που
βρίσκεται στην Ελλάδα, δεν µπορεί να κηρυχθεί εδώ εκτελεστή, διότι προέρχεται από
δικαστήριο που δεν έχει κατά τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου διεθνή δικαιοδοσία
να διατάξει το ασφαλιστικό µέτρο µε αποτέλεσµα να αντιβαίνει ευθέως στο άρθρο
323 αρ. 2 ΚΠολ∆ ή αντίστοιχα στο άρθρο 35§1 του Κανονισµού 44/2001138, κατά το

136
Βλ. και Γέσιου-Φαλτσή, Η δικονοµική έννοµη τάξη ΙΙΙ. Μελέτες αστικού δικονοµικού και διεθνούς
δικαίου, 1999, σελ. 676 επ., η οποία, αναφερόµενη στο αντίστοιχο άρθρο 25 της Σύµβασης των
Βρυξελλών, σηµειώνει ότι η διατύπωση του οδηγεί στο συµπέρασµα ότι στη ρύθµιση της Σύµβασης
υπόκειται και η εκτέλεση απόφασης ασφαλιστικών µέτρων αλλά και διαταγής πληρωµής, αφού κατά
την έννοια του άρθρου αυτού, στην ρύθµιση της Σύµβασης υπόκειται οποιαδήποτε πράξη, ανεξάρτητα
από τον τεχνικό όρο που χρησιµοποιείται για τον καθορισµό της, από οποιοδήποτε δικαστικό όργανο
και αν προέρχεται.
137
Βλ. παραπάνω, σελ. 20
138
Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 206 επ.

36
Η προσηµείωση υποθήκης

οποίο δεν συγχωρείται η κήρυξη της εκτελεστότητας όταν το αλλοδαπό δικαστήριο


παραβίασε τις διατάξεις του Κανονισµού για τις αποκλειστικές δικαιοδοτικές βάσεις.
Ακόµη, όµως και στην περίπτωση, που η προαναφερθείσα άποψη γινόταν
αποδεκτή, το σύστηµα του Κανονισµού παρέχει δικλείδες ασφαλείας στον δανειστή,
διασφαλίζοντας τον από τον κίνδυνο να εκποιηθεί ή να µεταβληθεί η περιουσία του
υπόχρεου µε την παροχή εξουσίας επιβολής ασφαλιστικών µέτρων139. Συγκεκριµένα,
το άρθρο 47 στην πρώτη και την τρίτη παράγραφό του παρέχει τη δυνατότητα λήψης
ασφαλιστικών µέτρων τόσο πριν τη δροµολόγηση της διαδικασίας αναγκαστικής
εκτέλεσης («χωρίς να απαιτείται κήρυξη της εκτελεστότητας») όσο και κατά τη
διάρκεια της προθεσµίας που παρέχεται στον διάδικο κατά του οποίου ζητείται η
εκτέλεση για την άσκηση προσφυγής κατά της απόφασης που κήρυξε την
εκτελεστότητα και έως ότου εκδοθεί απόφαση για την προσφυγή αυτή αντίστοιχα.
Όσον αφορά τις διαταγές πληρωµής, σηµειώνεται ότι η λήψη ασφαλιστικών
µέτρων βάσει αυτών κρίνεται κατά το δίκαιο του τόπου εκτέλεσης τους, εποµένως,
εφόσον διαταγή πληρωµής κηρυχθεί εκτελεστή στην Ελλάδα, δικαιολογείται η
επιπλέον προστασία του άρθρου 724 ΚΠολ∆140.
Αναφορικά, τέλος, µε την τροπή σε υποθήκη της προσηµείωσης που
ενεγράφη δυνάµει του άρθρου 47§1 ή 3 του Κανονισµού 44/2001, θα πρέπει να
σηµειωθεί ότι αυτή λαµβάνει χώρα µε την τελεσιδικία της απόφασης του ελληνικού
δικαστηρίου που κηρύσσει εκτελεστή τη δικαστική απόφαση, και όχι µε την
τελεσιδικία της αρχικής αλλοδαπής δικαστικής απόφασης141.

139
Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 208, 209, ΕφΑθ 3087/1999, Ελλ∆νη 2001, 958, στην οποία σε υπόθεση
στην οποία κλήθηκε σε εφαρµογή το αντίστοιχο άρθρο 39 της Σύµβασης των Βρυξελλών αναφέρεται
ότι: «…Εποµένως, για την εγγραφή προσηµειώσεως υποθήκης στην Ελλάδα, αρκεί η απόφαση που
κηρύσσει εκτελεστή την αλλοδαπή απόφαση, η οποία περιέχει συγχρόνως και εξουσιοδότηση για τη λήψη
ασφαλιστικών µέτρων και δεν απαιτείται η έκδοση αποφάσεως για το ασφαλιστικό αυτό µέτρο, δηλαδή
στην περίπτωση αυτή παραµερίζεται η εφαρµογή των άρθρων 683, 684, 691 § 1 ΚΠολ∆ και δεν
απαιτείται να συντρέχει επείγουσα περίπτωση ή να επίκειται κίνδυνος», ΑΠ 109/2001, ΧρΙ∆ Α/2001,
347 , η οποία προσθέτει ότι: «για τη λήψη ασφαλιστικού µέτρου σύµφωνα µε το άρθρο 39, αφενός δεν
απαιτείται η έκδοση και άλλης, πλην εκείνης που κήρυξε την εκτελεστότητα, δικαστικής αποφάσεως,
αφετέρου το ζήτηµα ποιο ασφαλιστικό µέτρο ενδείκνυται στη συγκεκριµένη περίπτωση θα κριθεί
σύµφωνα µε το δικονοµικό δίκαιο του κράτους της εκτελέσεως, ως τέτοιο δε ασφαλιστικό µέτρο µπορεί
να είναι και η προσηµείωση υποθήκης αφού εξ ουδεµίας άλλης διατάξεως αποκλείεται η προσηµείωση
στην περίπτωση αυτή»
140
Πρβλ. Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 212 επ., η οποία συµπλέει κατ΄ αρχάς µε αυτήν την αντίληψη,
εκφράζει όµως αντιρρήσεις ως προς την εγγραφή προσµείωσης µε βάση αλλοδαπή διαταγή πληρωµής
για λόγους ίσης µεταχείρισης µε την απόφαση των ασφαλιστικών µέτρων, βάσει των επιφυλάξεων που
ήδη αναφέρθηκαν ως προς αυτήν
141
Βλ. ΑΠ 109/2001,ΧρΙ∆ Α/2001, 347, ΕφΑθ 3087/1999, Ελλ∆νη 2001, 958 η οποία αναφερόµενη
στο αντίστοιχο άρθρο 39 της Σύµβασης των Βρυξελλών δέχεται ότι: «όταν η προσηµείωση έχει
εγγραφεί δυνάµει αποφάσεως ελληνικού δικαστηρίου, µε την οποία κηρύχθηκε εκτελεστή απόφαση
αλλοδαπού δικαστηρίου, κατά το άρθρο 39 της Συµβάσεως αυτής, αυτή θα τραπεί σε υποθήκη αφού

37
Η προσηµείωση υποθήκης

4. Η ΕΓΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗΣ

Σύµφωνα µε το άρθρο 1276 ΑΚ, η προσηµείωση εγγράφεται όπως η υποθήκη,


µε τη µνεία όµως ότι προσηµειώνεται. Η εγγραφή αυτή αποσκοπεί στην
πληροφόρηση των τρίτων για τη σύσταση του εµπράγµατου βάρους πάνω στην
κυριότητα του ακινήτου.
Για την εγγραφή της προσηµείωσης απαιτείται υποβολή προς το αρµόδιο
υποθηκοφυλακείο έγγραφης αίτησης, προσαγωγή του τίτλου βάσει του οποίου θα
γίνει η εγγραφή και ειδικότερα επικυρωµένο αντίγραφο της δικαστικής απόφασης
που διατάσσει την εγγραφή της προσηµείωσης ή της διαταγής πληρωµής, καθώς και
δύο περιλήψεις142. Η διαδικασία αυτή ρυθµίζεται από διάφορα νοµοθετήµατα σχετικά
µε τη λειτουργία των υποθηκοφυλακείων και ιδίως από το Ν.∆. 4201/1961 «Περί
τροποποιήσεως και συµπληρώσεως του οργανισµού των Υποθηκοφυλακείων του
Κράτους και διατάξεών τινών περί Συµβολαιογράφων», το Β.∆. 533/1963 «Περί
εκτελέσεως του άρθρ. 10 του Ν.∆. υπ' αριθ. 4201/61» και το δ. 21/23 Σεπτεµβρίου
1836 «Περί εκτελέσεως του περί υποθηκών νόµου».
Ο υποθηκοφύλακας πρώτα καταχωρίζει την αίτηση στο γενικό βιβλίο
εκθέσεων κατ΄ αύξοντα αριθµό. Ο αύξων αριθµός της αίτησης αναγράφεται αµέσως
στο έγγραφο της αίτησης, σύµφωνα και µε τα προβλεπόµενα στο άρθρο 1 Ν.∆.
4201/1961 («'Εκαστον έγγραφον άµα τη λήψει και κατά σειράν παραδόσεως αυτού
λαµβάνει αύξοντα αριθµόν, συντάσσεται δε παραχρήµα περί της καταθέσεως του
εγγράφου έκθεσις καταχωριζοµένη κατ'αριθµητικήν σειράν εν τω βιβλίω εκθέσεων»).
Από την διάταξη αυτή, αλλά και από τη διάταξη του άρθρου 17 του Β.∆. 533/1963 η
οποία ρητά ορίζει ότι «ουδεµία δύναται να ενεργήση ο φύλαξ των υποθηκών
καταχώρησιν εν τοις ειδικοίς βιβλίοις, αν µη προηγηθή η εν τω γενικώ βιβλίω των
εκθέσεων καταχώρησις», καθίσταται σαφής η σηµασία που αποδίδει ο νοµοθέτης
στην ορθή καταχώρηση των εγγραφών στα σχετικά βιβλία και ιδίως στην τήρηση της
αρχής της προτεραιότητας όχι µόνο µεταξύ υποθηκών και προσηµειώσεων, αλλά και
µεταξύ αυτών και των µεταγραφών και εγγραφών κατασχέσεων, διεκδικήσεων κτλ.

τελεσιδικήσει η απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου, δηλαδή αφού η αλλοδαπή απόφαση κηρυχθεί


εκτελεστή στην Ελλάδα µε τελεσίδικη απόφαση ελληνικού δικαστηρίου».
142
Βλ. αναλυτική παρουσίαση της σχετικής διαδικασίας σε Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των
πιστώσεων, σελ. 469, Βαβούσκο, ό.π., σελ. 794 επ.

38
Η προσηµείωση υποθήκης

Στη συνέχεια κάνει την καταχώρηση στο βιβλίο υποθηκών όπου αναφέρει τον
αύξοντα αριθµό της υποθήκης, τα στοιχεία της περίληψης που υπέβαλε ο αιτών µαζί
µε την αίτηση, το ασφαλιζόµενο ποσό και κάνει παραποµπή στον τόµο και τον
αριθµό του γενικού βιβλίου εκθέσεων. Τέλος, γίνεται η καταχώρηση στο γενικό
αλφαβητικό ευρετήριο, όπου σηµειώνεται το όνοµα του ενυπόθηκου οφειλέτη και
γίνεται µνεία του τόµου και του αριθµού του βιβλίου υποθηκών. Η καταχώρηση
συνοδεύεται από τη χρονολογία, την υπογραφή και τη σφραγίδα του υποθηκοφύλακα
(ΑΚ 1315).
Αφού πραγµατοποιηθούν οι παραπάνω εγγραφές, η αίτηση κατατίθεται σε
ειδικό φάκελο (φάκελος υποθηκών) µαζί µε την µία από τις δύο περιλήψεις και τα
συνοδευτικά δικαιολογητικά και η άλλη περίληψη επιστρέφεται στον αιτούντα µε τη
βεβαίωση πραγµατοποίησης της εγγραφής.
Στην περίπτωση που υπάρχει µεγάλη συρροή αιτήσεων εγγραφής
προσηµειώσεων, υποθηκών ή και άλλων καταχωρήσεων µέσα στην ίδια ηµέρα, µε
αποτέλεσµα ο υποθηκοφύλακας να µην µπορεί να τις καταχωρήσει όλες την ηµέρα
αυτή, η παραπάνω διαδικασία καταχώρησης µπορεί να γίνει σταδιακά σε
διαφορετικές ηµέρες. Ο υποθηκοφύλακας όµως οφείλει να προβεί στην καταχώρηση
της αίτησης εγγραφής στο γενικό βιβλίο εκθέσεων την ίδια την ηµέρα της υποβολής
της (άρθρο 16 Β.∆. 533/1963: «Εάν κατά την λήξιν του χρόνου της παραλαβής των
αιτήσεων ή περιλήψεων υπάρχη συρροή ενδιαφεροµένων, ο φύλαξ των υποθηκών
υποχρεούται να παραλάβη και να καταχωρήση εν τω βιβλίω εκθέσεων απάσας τας
µέχρι του χρονικού σηµείου της λήξεως προσκοµισθείσας αιτήσεις»). Στην περίπτωση
αυτή, ως ηµέρα που καθορίζει τη χρονική προτεραιότητα της εγγραφής της υποθήκης
θεωρείται η ηµέρα καταχώρησης της στο γενικό βιβλίο υποθηκών143 (άρθρο 2 Ν.∆.
4201/1961: «Οσάκις ο φύλαξ των υποθηκών, ένεκα συρροής πολλών αιτήσεων, δεν
προλάβη να καταχωρίση αυθηµερόν ταύτας εις τα βιβλία (µεταγραφών, υποθηκών,
κατασχέσεων και διεκδικήσεων), η σχετική καταχώρισις λογίζεται γενοµένη από της εις
το βιβλίον εκθέσεων ηµεροµηνίας»).
Εάν το ακίνητο επί του οποίου εγγράφεται η προσηµείωση βρίσκεται στις
περιφέρειες δύο υποθηκοφυλακείων, η εγγραφή της υποθήκης γίνεται στα βιβλία
υποθηκών και των δύο υποθηκοφυλακείων, σε αντιστοιχία προς το τµήµα του
ακινήτου που βρίσκεται σε κάθε υποθηκοφυλακείο. Στην περίπτωση αυτή

143
Βλ. Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, σελ. 469, Γάζη, Η µεταρρύθµισις του συστήµατος
των τηρουµένων εις τα Υποθηκοφυλακεία βιβλίων, ΝοΒ 14, 193 επ.

39
Η προσηµείωση υποθήκης

καταβάλλεται στον κάθε έναν από τους υποθηκοφύλακες το ήµισυ των δικαιωµάτων
(άρθρο 11 Ν.∆. 4201/1961).
Τα έξοδα της εγγραφής προσηµείωσης, αν δεν συµφωνήθηκε διαφορετικά,
βαρύνουν τον οφειλέτη, εφόσον έγινε τροπή σε υποθήκη, προκαταβάλλονται όµως
από αυτόν που ζητεί την εγγραφή (ΑΚ 1316).
Όταν κατά την εγγραφή της προσηµείωσης ελλείπει κάποιο από τα στοιχεία
που αναφέρθηκαν παραπάνω, π.χ. δεν γίνεται καταχώρηση του οφειλόµενου ποσού ή
του ονόµατος του δανειστή ή του οφειλέτη ή περιγραφή του ακινήτου ή ο τίτλος
δυνάµει του οποίου γίνεται η εγγραφή είναι ανύπαρκτος, η εγγραφή αυτή είναι
άκυρη144. Όταν το ελάττωµα ανάγεται στις ουσιαστικές προϋποθέσεις της
προσηµειώσεως (ανυπαρξία ή ακυρότητα τίτλου, ακίνητο ανεπίδεκτο προσηµειώσεως
κτλ.) η ακυρότητα της εγγραφής είναι αθεράπευτη ή αλλιώς ανίατη και η εγγραφή θα
πρέπει να επαναληφθεί από την αρχή. Όταν αντίθετα το ελάττωµα αφορά
αποκλειστικά τον τύπο ή τη διαδικασία της εγγραφής (έλλειψη χρονολογίας
εγγραφής, έλλειψη υπογραφής υποθηκοφύλακα κτλ.) η ακυρότητα αυτή µπορεί να
θεραπευθεί µε τη διόρθωση του παρεισφρύσαντος λάθους ή τη συµπλήρωση των
ελλείψεων µε αναλογική εφαρµογή των άρθρων 1313 επ. ΑΚ145. Οι διορθώσεις
αυτών των ελαττωµάτων που έχουν ως αποτέλεσµα την ακυρότητα της εγγραφής
ισχύουν από την ηµέρα που έγιναν. Ο κανόνας της ex nunc ενέργειας της διορθώσεως
ισχύει, µάλιστα, όχι µόνο για τον καλόπιστο, αλλά και για τον κακόπιστο τρίτο,
επειδή µόνο έτσι προστατεύεται αποτελεσµατικά το δόγµα της δηµοσιότητας, της
ειδικότητας και τα συµφέροντα των µεταγενέστερων πιστωτών. ∆εν µπορεί συνεπώς
η εγγραφή να αντιταχθεί, όπως διορθώθηκε, στον εγγράψαντα νέα προσηµείωση
τρίτο, έστω κι αν αυτός γνώριζε το λάθος της αρχικής εγγραφής. Εποµένως, ο τρίτος
(καλόπιστος ή κακόπιστος) που προέβη σε εγγραφή προσηµείωσης πριν τη διόρθωση
της άκυρης προσηµείωσης προηγείται χρονικά και νοµιµοποιείται να ζητήσει την
εξάλειψή της, για όσο διάστηµα δεν επιδιώκεται η διόρθωσή της από εκείνον υπέρ
του οποίου ενεγράφη.

144
Βλ. Βαβούσκο, ό.π., σελ 799 επ.
145
Βλ. Καρύµπαλη- Τσίπτσιου, Εγγραφή προσηµείωσης υποθήκης µε βάση ανακριβές αντίγραφο της
απόφασης ασφαλιστικών µέτρων-Μεταγενέστερη εγγραφή νέας προσηµείωσης υποθήκης στο ίδιο
ακίνητο, από άλλον δανειστή-Χρονολογική τάξη των σχετικών εγγραφών, Γνωµοδότηση, Αρµ 50,
1414, Νίκα, Κύρος της προσηµείωσης, που εγγράφεται µε βάση ανακριβές αντίγραφο της αποφάσεως
ασφαλιστικών µέτρων. Γνωµοδοτήσεις, Ελλ∆νη 36, 53

40
Η προσηµείωση υποθήκης

Β. Η ΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗΣ ΣΕ ΥΠΟΘΗΚΗ

1. Η ΠΛΗΡΩΣΗ ΤΩΝ ∆ΥΟ ΑΝΑΒΛΗΤΙΚΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ

Από άποψη ουσιαστικού δικαίου, η προσηµείωση αποτελεί υποθήκη τελούσα


υπό δύο αναβλητικές αιρέσεις: α) την αίρεση της τελεσιδικίας της απόφασης µε την
οποία επιδικάζεται η απαίτηση που ασφαλίζεται µε την προσηµείωση και β) την
αίρεση της τροπής της προσηµείωσης σε υποθήκη µε την εγγραφή της σχετικής
σηµείωσης στο βιβλίο των υποθηκών εντός ενενήντα ηµερών από την πλήρωση της
πρώτης αίρεσης, δηλαδή την τελεσιδικία της απόφασης µε την οποία επιδικάζεται η
απαίτηση που ασφαλίζεται η προσηµείωση. Θα µπορούσαµε να πούµε ότι η αίρεση
της τελεσίδικης επιδίκασης της απαίτησης ανάγεται στο καθαρά ουσιαστικό δίκαιο,
ενώ η τροπή της προσηµείωσης σε υποθήκη ανάγεται στο τυπικό δίκαιο του βιβλίου
των υποθηκών146.
Με την πλήρωση των δύο αυτών αιρέσεων, η προσηµείωση µεταβάλλεται από
υποθήκη υπό αίρεση σε καθαρή υποθήκη µε τάξη που αντιστοιχεί στον χρόνο
καταχώρησης της προσηµείωσης στα βιβλία υποθηκών, και όχι στο χρόνο της
τροπής. Αυτό προκύπτει σαφώς από το άρθρο 1277 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι όταν η
απαίτηση επιδικαστεί τελεσίδικα, η προσηµείωση τρέπεται σε υποθήκη, η οποία
λογίζεται ότι έχει εγγραφεί από την ηµέρα της προσηµείωσης. Η πλήρωση των
αιρέσεων δηλαδή έχει αναδροµική ενέργεια, σε αντίθεση µε τα γενικώς κρατούντα
περί αιρέσεων147.
Η τροπή της προσηµείωσης σε υποθήκη δεν εµποδίζεται από την ενδεχόµενη
εκποίηση ή αναγκαστική κατάσχεση του ακινήτου ή την πτώχευση του οφειλέτη148.

Ι. Η ΤΕΛΕΣΙ∆ΙΚΙΑ ΤΗΣ ∆ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ


∆ΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ

Η προσηµείωση ούσα υποθήκη υπό αναβλητική αίρεση δηµιουργεί


εκκρεµότητα αναφορικά µε τα εµπράγµατα δικαιώµατα που υφίστανται επί του

146
Βλ. Σπυριδάκη, Τινά περί προσηµειώσεως υποθήκης, ΝοΒ 20, 714
147
Βλ. Σπυριδάκη, Τινά περί προσηµειώσεως υποθήκης, ό.π.
148
Βλ. Τζίφρα, Η εγγραφή προσηµειώσεως υποθήκης, σελ. 810

41
Η προσηµείωση υποθήκης

ακινήτου, γι’ αυτό και δεν πρέπει να παρατείνεται επί µακρόν. Η οριστικοποίηση της
απαίτησης του δανειστή, η οποία απλώς πιθανολογείται κατά την διαδικασία των
ασφαλιστικών µέτρων, προϋποθέτει την δηµιουργία πλήρους βεβαιότητας σχετικά µε
την ύπαρξή της. Απαραίτητη προϋπόθεση για την δηµιουργία αυτής της βεβαιότητας
και την τροπή της προσηµείωσης σε υποθήκη είναι, όπως ήδη αναφέρθηκε, η έκδοση
τελεσίδικης δικαστικής απόφασης για την ύπαρξη απαίτησης του δανειστή κατά του
οφειλέτη. Η τροπή της προσηµείωσης σε υποθήκη χωρίς την τελεσίδικη δικαστική
απόφαση δεν είναι δυνατή, έστω και αν συναινεί ο οφειλέτης. Στην περίπτωση αυτή η
συναίνεση του δανειστή µπορεί να ερµηνευθεί ως παραχώρηση υποθήκης από
ιδιωτική βούληση (ΑΚ 1261), η οποία θα έχει τάξη αντίστοιχη προς την ηµέρα
εγγραφής της και όχι προς την ηµέρα εγγραφής της προσηµείωσης (θα ενεργεί
δηλαδή ex nunc), αφού δεν θα πρόκειται για τροπή προσηµείωσης σε υποθήκη, αλλά
για κανονική εγγραφή υποθήκης µε βάση ιδιωτικό τίτλο149.
Παραπάνω σηµειώθηκε ότι ο δανειστής (εάν δεν το έχει ήδη πράξει) πρέπει να
ασκήσει νοµότυπα και εµπρόθεσµα κύρια αγωγή µε αίτηµα την οριστική επιδίκαση
της απαίτησής του εντός τριάντα ηµερών από την έκδοση της απόφασης η οποία
διατάσσει το ασφαλιστικό µέτρο, εκτός αν το δικαστήριο όρισε κατά την κρίση του
µεγαλύτερη προθεσµία για την άσκηση της αγωγής (ΚΠολ∆ 693§1, όπως
αντικαταστάθηκε µε την παρ. 1 του άρθρου 4Ε του Ν. 3388/2005).
Το πότε η απόφαση του δικαστηρίου καθίσταται τελεσίδικη είναι ζήτηµα που
ανάγεται στο δικονοµικό δίκαιο. Το άρθρο 321 ΚΠολ∆ ορίζει ότι όσες οριστικές
αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δεν µπορούν να προσβληθούν µε ανακοπή
ερηµοδικίας και έφεση είναι τελεσίδικες και αποτελούν δεδικασµένο.
Αν η αγωγή για την απαίτηση απορριφθεί τελεσίδικα, η απόφαση η οποία
διέταξε την εγγραφή της προσηµείωσης ανακαλείται από το δικαστήριο, ύστερα από
αίτηση του έχοντος έννοµο συµφέρον, ο οποίος µπορεί να είναι είτε ο προσηµειούχος
δανειστής είτε ο τρίτος κύριος του ακινήτου ο οποίος απέκτησε την κυριότητά του
µετά την εγγραφή της προσηµείωσης150.
Σηµειωτέον ότι η τελεσίδικη αυτή απόφαση δεν απαιτείται να περιέχει
διάταξη περί τροπής της προσηµειώσεως σε υποθήκη151.

149
Βλ. Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, σελ. 485, Τζίφρα, Η εγγραφή προσηµειώσεως
υποθήκης, σελ. 810
150
Βλ. Λιβάνη στον ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, άρθρο 1277-1278, αρ. 4,
151
Βλ. Βαβούσκο, ό.π., σελ. 823

42
Η προσηµείωση υποθήκης

Εξάλλου η τελεσιδικία αυτή καθ΄ εαυτή αναπτύσσει ενέργεια από τη


δηµοσίευση της απόφασης και δεν απαιτείται η κοινοποίησή της στον αντίδικο152.
Η τροπή προσηµείωσης σε υποθήκη πριν επέλθει η τελεσιδικία είναι άκυρη153.
Τελεσιδικία όµως απαιτείται και στην περίπτωση που η εγγραφή της
προσηµείωσης έχει πραγµατοποιηθεί βάσει διαταγής πληρωµής. Το άρθρο 29§1
ΕισΝΚΠολ∆ προβλέπει ότι αν κατά διαταγής πληρωµής χρηµατικής απαίτησης δεν
ασκηθεί εµπρόθεσµα ανακοπή ή ανακοπή που ασκήθηκε απορριφθεί τελεσίδικα, η
διαταγή πληρωµής αποτελεί τίτλο για εγγραφή υποθήκης. Στην παράγραφο 2 του
ίδιου άρθρου ορίζεται ότι αν έχει εγγραφεί προσηµείωση για να ασφαλιστεί απαίτηση
για την οποία εκδόθηκε διαταγή πληρωµής, η προσηµείωση τρέπεται σε υποθήκη,
εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1. Η ρύθµιση του άρθρου 29
ΕισΝΚΠολ∆ που θεσµοθετήθηκε µε τον ΚΠολ∆ του 1967 παρέµεινε αναλλοίωτη και
µετά τις τροποποιήσεις που επήλθαν σε αυτόν µε το Ν.∆. 958/1971. Με τις
τροποποιήσεις αυτές καθιερώθηκε η δυνατότητα άσκησης και δεύτερης ανακοπής
κατά της διαταγής πληρωµής. Ειδικότερα, εκτός από την ανακοπή που προβλέπεται
στο άρθρο 632§1 ΚΠολ∆, η οποία ασκείται από τον οφειλέτη µέσα σε δεκαπέντε
εργάσιµες µέρες από την επίδοση της διαταγής πληρωµής, θεσπίστηκε µε την
προσθήκη και δεύτερης παραγράφου στο άρθρο 633 ΚΠολ∆ η δυνατότητα άσκησης
νέας ανακοπής µέσα σε προθεσµία δέκα ηµερών αυτή τη φορά από τη δεύτερη
επίδοση της διαταγής πληρωµής στον καθ΄ ου. Αν περάσει άπρακτη και η δεύτερη
αυτή προθεσµία, η διαταγή πληρωµής αποκτά δύναµη δεδικασµένου και είναι δυνατό
να προσβληθεί µόνο µε αναψηλάφηση154.
Η ρύθµιση αυτή ωστόσο προκάλεσε αβεβαιότητα ως προς την ερµηνεία του
άρθρου 29 ΕισΝΚΠολ∆. Η αβεβαιότητα αυτή εστιάστηκε στο νόηµα του όρου
«άπρακτη πάροδος της προθεσµίας άσκησης ανακοπής» και ειδικότερα εάν µε τον
όρο αυτό εννοείται η πρώτη δεκαπενθήµερη προθεσµία του άρθρου 632§1 ΚΠολ∆ ή
η δεύτερη δεκαήµερη προθεσµία του άρθρου 633§2 ΚΠολ∆.

152
Βλ. ∆ηµοσθένους, Τροπή προσηµειώσεως εις υποθήκην και τελεσιδικία, ∆ 4, 390, Βαβούσκο, ό.π.,
σελ. 824, ΑΠ 855/1995, Ελλ∆νη 37, 49
153
Βλ. Τζίφρα, Η εγγραφή προσηµειώσεως υποθήκης, σελ. 810, Λιβάνη στον ΑΚ Γεωργιάδη-
Σταθόπουλου, άρθρο 1277-1278, αρ. 3,
154
Βλ. Νίκα, Τροπή σε υποθήκη της προσηµειώσεως βάσει διαταγής πληρωµής, Γνωµοδότηση, Αρµ
50, 127

43
Η προσηµείωση υποθήκης

Πολλά ήταν τα επιχειρήµατα των υποστηρικτών και των δύο απόψεων. Κατά
την πρώτη άποψη155, η διαταγή πληρωµής αποτελεί τίτλο για εγγραφή υποθήκης στην
περίπτωση που δεν ασκήθηκε ανακοπή εντός 15 ηµερών από της επιδόσεως, κατ'
άρθρο 632 §1 ΚΠολ∆, καθώς και στην περίπτωση που ασκήθηκε µεν εµπρόθεσµα η
ως άνω ανακοπή, απορρίφτηκε όµως τελεσιδίκως, η τελεσίδικη δε απόρριψη αυτής
(ανακοπής) στην περίπτωση που οι προβαλλόµενοι κατά της διαταγής ισχυρισµοί
παραπέµφθηκαν, ως ανεκκαθάριστοι, σε ιδιαίτερη συζήτηση (632§3, 643§5 ΚΠολ∆)
ολοκληρούται µε την τελεσίδικη απόρριψη και των ισχυρισµών αυτών (646 ΚΠολ∆).
Αρκεί εποµένως στην πρώτη ως άνω περίπτωση για να αποτελέσει η διαταγή
πληρωµής τίτλο για εγγραφή υποθήκης, η άπρακτη πάροδος της 15νθήµερης
προθεσµίας του άρθρου 632§1ΚΠολ∆ και δεν απαιτείται και η πάροδος της 10ήµερης
προθεσµίας από της εκ νέου επιδόσεως της αυτής διαταγής, ήτοι της προθεσµίας του
άρθρου 633§2, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε µε το άρθρο 47§1 του Ν.∆.
958/71, διότι µε την εν λόγω προσθήκη σκοπήθηκε απλώς, όπως από την οικεία
εισηγητική έκθεση προκύπτει, να εξοπλιστεί η διαταγή πληρωµής, υπό τις
προϋποθέσεις της παραγράφου αυτής (633§2), µε ισχύ δεδικασµένου, όχι δε και η
τροποποίηση του ως άνω άρθρου 29 του ΕισΝΚΠολ∆, πράγµα που εάν εσκοπείτο
έπρεπε να οριστεί ρητώς.
Υποστηρίζεται156 σχετικά ότι µε το ν.δ. 958/1971 δεν εθίγη το άρθρο 29 του
ΕισΝΚΠολ∆, το οποίο κάνοντας λόγο για "ανακοπή" εξακολουθεί να αναφέρεται σε
αυτήν του 632§1, αφού αυτήν είχε υπόψη και δεν είναι δυνατόν, χωρίς νοµοθετική
επέµβαση, να µεταβλήθηκε το νόηµα που είχε όταν αρχικά θεσπίστηκε. ∆εν
πρόκειται δε για επιχείρηµα απλώς "ιστορικό". ∆ιότι η διάταξη του άρθρου 29 του
ΕισΝΚΠολ∆ αποτελούσε τότε µια νοµοθετική επιλογή: η παράλειψη άσκησης της
µόνης επιτρεπόµενης υπό το αρχικό δικονοµικό καθεστώς ανακοπής του 632§1, ή η
τελεσίδικη απόρριψή της, δικαιολογούσε την τροπή της προσηµείωσης σε υποθήκη.
Αυτή η νοµοθετική επιλογή δεν άλλαξε. Ο νόµος ενέµεινε στην αντίληψη ότι σε
περίπτωση µη εµπρόθεσµης άσκησης ή τελεσίδικης απόρριψης της ανακοπής του
632§1 χωρεί τροπή της προσηµείωσης σε υποθήκη.

155
Βλ. ΑΠ 1117/1989, ΕΕΝ 1990, 398, ΕφΠατρ 94/1996, Αρµ 50, 898, ΕφΘεσ 662/1989, Ελλ∆νη 32,
1264, Μπέη, Πολιτική ∆ικονοµία, ό.π., 332, Γεωργίου, Απόσβεση και εξάλειψη προσηµείωσης, ∆ 23,
269, Κοτσαρίδας, ∆ιαταγή πληρωµής και προσηµείωσις. Μετατροπή εις υποθήκην, ΝοΒ 31, 1154
156
Βλ. την άποψη της µειοψηφίας στην ΑΠ 855/1995, Ελλ∆νη 37, 49, όπου δύο µέλη του
δικαστηρίου, ο πρόεδρος Σωκρ. Σωκρατείδης και ο αρεοπαγίτης Στέφ. Ματθίας συντάχθηκαν µε την
άποψη που αρκείται στην πάροδο µόνο της πρώτης δεκαπενθήµερης προθεσµίας, προβάλλοντας µία
σειρά επιχειρηµάτων

44
Η προσηµείωση υποθήκης

Η αντίθετη άποψη157, την οποία ενστερνίστηκε και η πρόσφατη νοµολογία


µας έπειτα από την καίρια απόφαση της Ολοµέλειας του Αρείου Πάγου 6/1996,
υποστηρίζει ότι µόνη η άπρακτη πάροδος της κατά το άρθρο 632 §1 ΚΠολ∆
δεκαπενθήµερης προθεσµίας για την άσκηση ανακοπής κατά της διαταγής πληρωµής
δεν αρκεί ούτε για την τροπή της προσηµειώσεως σε υποθήκη ούτε για να αρχίσει να
τρέχει η κατά το άρθρο 1323§2 ΑΚ προθεσµία των ενενήντα ηµερών και να θεωρηθεί
ακολούθως, µετά τη συµπλήρωση και της προθεσµίας αυτής, η προσηµείωση ως
αποσβεσθείσα, αλλά απαιτείται προς τούτο να έχει γίνει και δεύτερη επίδοση της
διαταγής πληρωµής και να έχει περάσει άπρακτη η κατά το άρθρο 633§2 ΚΠολ∆
δεκαήµερη προθεσµία, οπότε πλέον η διαταγή εξακολουθεί µεν να µην είναι
δικαστική απόφαση, αποκτά όµως κατά νόµο δύναµη δεδικασµένου και δεν µπορεί
να προσβληθεί παρά µόνο µε αναψηλάφηση.
Κατά την άποψη αυτή, η αντίθετη εκδοχή, η οποία θεωρεί αρκετή την
άπρακτη παρέλευση της προθεσµίας του άρθρου 632§1 ΚΠολ∆ για την τροπή της
προσηµειώσεως σε υποθήκη, πρέπει να αποκλειστεί, µε το σκεπτικό ότι άγει στο
άτοπο αποτέλεσµα να εξαρτάται το κύρος της υποθήκης, στην οποία θα
µετατρεπόταν η προσηµείωση, από την ευδοκίµηση της κατά το άρθρο 633§2 ΚΠολ∆
ανακοπής που ενδεχοµένως θα ασκηθεί, µε συνέπεια να δηµιουργείται έτσι
ανασφάλεια στις συναλλαγές. Επιπλέον, µε την αποδοχή της πρώτης αυτής άποψης
οδηγούµαστε στο εξής άτοπο αποτέλεσµα: οριστική απόφαση επιδικάζουσα την
απαίτηση να µην αρκεί, προ της τελεσιδικίας της, για την τροπή της προσηµειώσεως
σε υποθήκη, παρότι εκδίδεται µε τις εγγυήσεις της ενώπιον του δικαστηρίου
διαδικασίας, ενώ αρκεί για το αποτέλεσµα αυτό η διαταγή πληρωµής πριν αποκτήσει
δύναµη δεδικασµένου κατά τον προβλεπόµενο από το νόµο τρόπο158. Μία τέτοια
αποδοχή όµως θα είχε ως αποτέλεσµα να τίθεται η διαταγή πληρωµής, η οποία δεν
απέκτησε δύναµη δεδικασµένου, σε πλεονεκτικότερη µοίρα έναντι της οριστικής,
ενδεχοµένως και προσωρινώς εκτελεστής, απόφασης που εκδίδεται µε τις εγγυήσεις

157
Βλ. ΑΠ 1494/2003, Ελλ∆νη 2004, 420, ΑΠ 119/2003, Ελλ∆νη 44, 1373, ΑΠ 28/2000, ΧρΙ∆
Α/2001, 129, ΟλΑΠ 6/ 1996 (µε αντίθετη µειοψηφία 10 µελών), Αρµ 50, 1283, ΑΠ 857/1997, ΝοΒ 46,
527, ΑΠ 855/1995, Ελλ∆νη 37, 49, Νίκα, Τροπή σε υποθήκη της προσηµειώσεως βάσει διαταγής
πληρωµής, Γνωµοδότηση, Αρµ 50, 127 επ., Σούρλου, Πότε νόµιµος η τροπή προσηµειώσεως
υποθήκης ή εγγραφή υποθήκης βάσει διαταγής πληρωµής, ΕΕΝ 40, 212 επ., Γεωργιάδη, Η
εξασφάλιση των πιστώσεων, σελ. 485, Τζίφρα, Η εγγραφή προσηµειώσεως υποθήκης, σελ. 488,
Λιβάνη στον ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, άρθρο 1277-1278, αρ. 13, ∆ωρή, ό.π., σελ. 79
158
Βλ. Ολ ΑΠ 6/ 1996, Αρµ 50, 1283, ίδιας άποψης και η Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 48

45
Η προσηµείωση υποθήκης

της τακτικής διαδικασίας, και σε ίση µοίρα έναντι της διαταγής πληρωµής, που
απέκτησε την πανοπλία του δεδικασµένου159.
Επιπλέον, κατά την ίδια άποψη, η νοµότυπη παραίτηση, στα πλαίσια
δικαστικού συµβιβασµού, από το δικαίωµα ασκήσεως ανακοπής που ασκήθηκε κατ'
άρθρο 632§1 ΚΠολ∆ δεν επιφέρει τελεσίδικη επιδίκαση της απαίτησης που
επιδικάζεται µε την ανακοπτόµενη διαταγή πληρωµής. Μόνο δε µετά την επίδοση εκ
νέου της διαταγής πληρωµής, εφόσον πλέον θεωρείται ότι η ανακοπή του άρθρου
632§1 ΚΠολ∆ κατ' αυτής δεν ασκήθηκε ποτέ και την πάροδο άπρακτης της
προθεσµίας των δέκα ηµερών που προβλέπεται στο άρθρο 633§2 ΚΠολ∆ χωρίς να
ασκηθεί ανακοπή κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού, επέρχεται τελεσίδικη
επιδίκαση της απαιτήσεως που επιδικάζεται µε τη διαταγή πληρωµής160.
Θα πρέπει, τέλος, να σηµειωθεί ότι η τροπή προσηµείωσης σε υποθήκη µε
βάση διαταγή πληρωµής δεν προϋποθέτει αναγκαία ότι και η εγγραφή της
προσηµείωσης έχει γίνει µε βάση διαταγή πληρωµής. Είναι δυνατόν η εγγραφή της
προσηµείωσης να έχει γίνει µε βάση δικαστική απόφαση (ΑΚ 1274) και η τροπή της
σε υποθήκη να γίνεται βάσει διαταγής πληρωµής που έχει εκδοθεί για την ίδια
απαίτηση και η οποία έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασµένου161.

ΙΙ. Η ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΥΠΟΘΗΚΩΝ

Η δεύτερη αναβλητική αίρεση υπό την οποία τελεί η προσηµείωση


προκειµένου να τραπεί σε υποθήκη είναι η εγγραφή της σχετικής σηµείωσης στο
βιβλίο των υποθηκών εντός ενενήντα ηµερών από την πλήρωση της πρώτης αίρεσης,
δηλαδή την τελεσιδικία της απόφασης µε την οποία επιδικάζεται η απαίτηση που
ασφαλίζει η προσηµείωση ή της διαταγής πληρωµής. Αυτό προκύπτει σαφώς από τη
διάταξη του άρθρου 1323 περίπτ. β΄, όπου ρητά προβλέπεται ότι αν µέσα σε ενενήντα
ηµέρες από την τελεσίδικη απόφαση που επιδικάζει την απαίτηση η προσηµείωση δεν
τράπηκε σε υποθήκη, επέρχεται απόσβεσή της.
Η προθεσµία των ενενήντα ηµερών που τάσσει το άρθρο 1323 ΑΚ είναι
αποκλειστική και αναστέλλεται σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 255 ΑΚ σε

159
Βλ. Νίκα, ό.π., σελ. 127, ο οποίος τονίζει πόσο σηµαντικό είναι η τροπή της προσηµείωσης σε
υποθήκη και γενικά ο τίτλος προς εγγραφή υποθήκης να στηρίζεται σε σταθερά και ακλόνητα θεµέλια
160
Βλ. ΑΠ 1494/2003, Ελλ∆νη 2004, 420
161
Βλ. Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, σελ. 488, ΕφΑθ 6727/1996, Ελλ∆νη 38, 694, Εφ Αθ
1458/1992, ∆ 24, 37

46
Η προσηµείωση υποθήκης

περίπτωση που ο δικαιούχος κωλύεται για λόγους ανωτέρας βίας ή απετράπη εξαιτίας
δόλου του υπόχρεου από την άσκηση αυτού του του δικαιώµατος162.
Αρµόδιος για την τροπή της προσηµείωσης σε υποθήκη είναι ο
υποθηκοφύλακας, ο οποίος ενεργεί ύστερα από αίτηση του έχοντος έννοµο
συµφέρον. Η αίτηση αποτελεί αναγκαίο όρο κίνησης της διαδικασίας έκδοσης της
διοικητικής πράξης καταχώρησης163.
Μαζί µε την αίτηση πρέπει να προσκοµίζεται κάθε σχετικό έγγραφο, το οποίο
είναι απαραίτητο για την τροπή της προσηµείωσης σε υποθήκη, όπως: αν ο
εναγόµενος αποδέχτηκε την αγωγή, ανταγωγή, έφεση, αντέφεση ή ανακοπή
ερηµοδικίας ή συµβιβάστηκε µε τον προσηµειούχο δανειστή που άσκησε την αγωγή,
αντίγραφο αυτών και των συναφών εγγράφων από τα οποία προκύπτει ότι έλαβε
χώρα δικαστικός συµβιβασµός ή αποδοχή, σε περίπτωση ρητής αποδοχής της
απόφασης αντίγραφο αυτής και του κοινοποιηθέντος δικογράφου ή των πρακτικών µε
τα οποία έγινε αυτή, ή αντίγραφο της απόφασης του πρωτοβάθµιου δικαστηρίου, του
αποδεικτικού επιδόσεως και του πιστοποιητικού µη ασκήσεως ανακοπής ή εφέσεως,
ή του πρακτικού του δικαστηρίου ή του δικογράφου από το οποίο προκύπτει η
κατάργηση της δίκης ή αντίγραφο της απόφασης του εφετείου ή στην περίπτωση που
διατάχθηκε η εγγραφή προσηµείωσης βάσει διαταγής πληρωµής, αντίγραφο αυτής,
του επιδοτηρίου καθώς και πιστοποιητικού του αρµόδιου γραµµατέα περί µη
άσκησης ένδικων µέσων164.
Η τροπή γίνεται µε σχετική σηµείωση στο βιβλίο υποθηκών ότι «η
προσηµείωση τρέπεται σε υποθήκη» και η οποία χρονολογείται και υπογράφεται από
τον υποθηκοφύλακα. Πέρα από τη µνεία της τροπής της προσηµείωσης σε υποθήκη
δεν απαιτείται να µνηµονευθούν άλλα στοιχεία, όπως π.χ. ο αριθµός της τελεσίδικης
απόφασης165.
Όπως ήδη αναφέρθηκε166, η τροπή της προσηµειώσεως σε υποθήκη έχει
αναδροµική ενέργεια. Η υποθήκη ισχύει από το χρόνο εγγραφής της προσηµείωσης,
µε αποτέλεσµα να προηγείται των άλλων υποθηκών ή προσηµειώσεων, οι οποίες
ενεγράφησαν µετά από αυτήν. Εξάλλου, η υποθήκη αυτή δεν επηρεάζεται από τις
εµπράγµατες µεταβολές που τυχόν επήλθαν µετά την εγγραφή της προσηµείωσης,

162
Βλ. ∆ηµοσθένους, ό.π., 398
163
Βλ. ΑΠ 209/1982, ΝοΒ 30, 1262
164
Βλ. αναλυτικά ∆ηµοσθένους, Τροπή προσηµειώσεως εις υποθήκην και τελεσιδικία, ∆ 4, 411 επ.
165
Βλ. Λιβάνη στον ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, άρθρο 1277-1278, αρ. 10
166
Βλ. παραπάνω, σελ. 40

47
Η προσηµείωση υποθήκης

όπως η µεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου167. Σύµφωνα µε την διάταξη του
άρθρου 1278 ΑΚ η τροπή της προσηµείωσης σε υποθήκη δεν εµποδίζεται από το ότι
το ακίνητο περιήλθε στην κυριότητα άλλου. Το πρόσωπο αυτό στο οποίο περιήλθε η
κυριότητα του ακινήτου µετά την τροπή της προσηµείωσης σε υποθήκη καθίσταται
«τρίτος νοµέας» του ακινήτου και υπόκειται (τουλάχιστον κατά µία άποψη168) στην
εµπράγµατη αγωγή του δανειστή, οφείλει δηλαδή να υποµείνει την αναγκαστική
εκτέλεση πάνω στο ακίνητο, αν δεν προτιµά να εξοφλήσει την απαίτηση του
δανειστή, όπως ορίζει το άρθρο 1294 ΑΚ169.
Ο υποθηκοφύλακας µπορεί να αρνηθεί την σηµείωση της τροπής στο βιβλίο
υποθηκών, αν κρίνει ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις τροπής της προσηµείωσης
σε υποθήκη170.
Κατά του αρνούµενου να ενεργήσει την τροπή της προσηµείωσης σε υποθήκη
φύλακα υποθηκών, ο προσηµειούχος δανειστής προστατεύεται από το άρθρο 791
ΚΠολ∆, δεδοµένου ότι µε µόνη την υποβολή της σχετικής αίτησης στο φύλακα
υποθηκών εξασφαλίζει υπέρ αυτού τη λειτουργία του πλάσµατος νόµου, που
θεσπίζεται µε την § 4 του άνω άρθρου, αφού η περί τροπής σηµείωση που τελικώς θα
γίνει, ανατρέχει, λόγω του πλάσµατος τούτου, στο χρόνο υποβολής της παραπάνω
αίτησης171.

2. ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΑΚΥΡΗΣ ΤΡΟΠΗΣ ΣΕ ΝΕΑ ΥΠΟΘΗΚΗ

Στην περίπτωση που η σχετική σηµείωση στο βιβλίο υποθηκών γίνει µετά την
παρέλευση της προθεσµίας των ενενήντα ηµερών που τάσσει ο νόµος, η τροπή είναι
άκυρη και η προσηµείωση εξαλειπτέα, σύµφωνα µε το άρθρο 1330 περίπτ. 3 ΑΚ.
Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 182 ΑΚ, όταν µία άκυρη δικαιοπραξία
περιέχει τα στοιχεία άλλης δικαιοπραξίας, αυτή ισχύει εφόσον συνάγεται ότι τα µέρη
θα την ήθελαν, αν ήξεραν την ακυρότητα. Πρόκειται για την µετατροπή (conversio)
µίας άκυρης δικαιοπραξίας σε έγκυρη.
Η µετατροπή αυτή µπορεί να εφαρµοστεί και στην περίπτωση της
προσηµείωσης υποθήκης, ώστε µία άκυρη καταχώρηση τροπής να ισχύσει ως έγκυρη
167
Βλ. Λιβάνη στον ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, άρθρο 1277-1278, αρ. 10
168
Βλ. αναλυτικά παρακάτω, σελ. 52
169
Βλ. αναλυτικά για την εφαρµογή του άρθρου 1294 ΑΚ παρακάτω, σελ. 49 επ.
170
Βλ. Λιβάνη στον ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, άρθρο 1277-1278, αρ. 9
171
Βλ. Εφ Αθ 1458/1992, ∆ 24, 37

48
Η προσηµείωση υποθήκης

εγγραφή υποθήκης χωρίς την προηγούµενη εγγραφή προσηµείωσης172, αφού η


µετατροπή η οποία προβλέπεται στο δίκαιό µας για τη διάσωση ορισµένων νοµικών
πράξεων που ενεργήθηκαν, µπορεί να τύχει εφαρµογής και στην περίπτωση της
διοικητικής πράξης της καταχώρησης της σχετικής σηµείωσης στο βιβλίο των
υποθηκών.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρµογή του άρθρου 182 ΑΚ είναι να
συνάγεται η υποθετική βούληση των µερών που συµµετέχουν στη διαδικασία της
τροπής ότι θα ήθελαν την έγκυρη πράξη, δηλαδή την εγγραφή υποθήκης, αν γνώριζαν
την ακυρότητα της τροπής της προσηµείωσης σε υποθήκη173. Συγκεκριµένα, θα
πρέπει να προκύπτει ότι τόσο ο αιτούµενος την τροπή όσο και η διοικητική αρχή (ο
υποθηκοφύλακας) που ενεργεί την σχετική καταχώρηση θα ήθελαν, εάν γνώριζαν την
ακυρότητα της από αυτούς επιχειρούµενης πράξης, η άκυρη καταχώρηση της τροπής
να ισχύσει ως εγγραφή υποθήκης, η οποία θα ενεργεί όχι από την καταχώρηση της
προσηµείωσης, αλλά από την καταχώρηση της τροπής, δηλαδή ex nunc.
Στην περίπτωση αυτή και εφόσον συντρέχει η ως άνω προϋπόθεση, η
καταχώρηση θα είναι ισχυρή ως νέα (άσχετη προς την προσηµείωση που
προηγήθηκε) αυτοτελής εγγραφή υποθήκης, η οποία θα έχει τάξη αντίστοιχη προς το
χρόνο εγγραφής της και όχι προς το χρόνο καταχώρησης της προσηµείωσης.
Υποστηρίζεται174, πάντως ότι για να είναι δυνατή η µετατροπή της τροπής σε
νέα υποθήκη, θα πρέπει η απαίτηση που ασφαλίζεται µε την προσηµείωση να είναι
ίδια µε την απαίτηση που επιδικάστηκε µε την τελεσίδικη δικαστική απόφαση στον
προσηµειούχο δανειστή και η οποία απόφαση αποτελεί τον απαιτούµενο κατά το
άρθρο 1263 ΑΚ τίτλο για την εγγραφή της νέας υποθήκης, αφού έτσι θα καθίσταται
σαφές από το βιβλίο των υποθηκών ποια είναι η ασφαλιζόµενη µε την υποθήκη
απαίτηση.

Γ. ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Εάν η αναγκαστική εκτέλεση επί του βεβαρηµένου µε προσηµείωση ακινήτου


λάβει χώρα µετά την τροπή της προσηµείωσης σε υποθήκη, η τύχη της καθαρής

172
Βλ. ΕφΑθ 1458/1992, ∆ 24, 37, ΑΠ 209/1982, ΝοΒ 30, 1263, ΑΠ 1226/1981 ΝοΒ 30, 805,
Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, σελ. 485, ∆ηµοσθένους, ό.π., 382
173
Βλ. ΑΠ 209/1982, ΝοΒ 30
174
Βλ. σχόλιο του Ι.Σ.Σ. στην ΑΠ 209/1982, ΝοΒ 30, 1263

49
Η προσηµείωση υποθήκης

υποθήκης που προήλθε από την προσηµείωση θα ρυθµιστεί κατά τα γενικώς ισχύοντα
περί υποθηκών.
Εάν, ωστόσο, οι αναβλητικές αιρέσεις υπό τις οποίες τελεί η προσηµείωση
υποθήκης δεν έχουν πληρωθεί όσο διαρκεί η αναγκαστική εκτέλεση, γεννάται µία
σειρά ερωτηµάτων αναφορικά µε την τύχη της προσηµείωσης, την θέση και τα
δικαιώµατα του προσηµειούχου δανειστή, την «τυχαία» κατάταξη της ασφαλιζόµενης
µε την προσηµείωση απαίτησης κ.α.
Αυτό που θα πρέπει αρχικά να παρατηρηθεί είναι ότι η έναρξη της
διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης δεν εµποδίζει την επιδίωξη της τελεσίδικης
επιδίκασης της ασφαλιζόµενης απαίτησης ούτε την τροπή της εγγραφείσης
προσηµείωσης σε υποθήκη (άρθρο 999§3 ΚΠολ∆)175. Η τροπή σε υποθήκη µπορεί να
λάβει χώρα µέχρι την καταβολή του πλειστηριάσµατος, αφού µετά την καταβολή του
η εγγεγραµµένη στο ακίνητο προσηµείωση ως εµπράγµατο βάρος δεν υπάρχει πλέον
(ΚΠολ∆ 1005§3)176. Οι ενέργειες αυτές, µάλιστα, του προσηµειούχου δανειστή δεν
αποτελούν µόνο δικαίωµα αλλά και υποχρέωσή του, που απορρέει από την έννοµη
σχέση που δηµιουργείται µεταξύ αυτού και των υπολοίπων δανειστών µε την
διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και µε την διευθέτησή τους επιτυγχάνεται η
συντοµότερη εκκαθάριση της εκκρεµότητας που δηµιουργείται από την ύπαρξη της
προσηµείωσης177.

1. Η ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΗΚΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ


ΠΡΟΣΗΜΕΙΟΥΧΟ ∆ΑΝΕΙΣΤΗ

Ένα από τα βασικά ζητήµατα που απασχόλησαν θεωρία και νοµολογία


αναφορικά µε τις εξουσίες του προσηµειούχου δανειστή αποτέλεσε η δυνατότητα του
να πετύχει την προνοµιακή ικανοποίησή του από το βαρυνόµενο πράγµα, δηλαδή να
ασκήσει την εµπράγµατη αγωγή των άρθρων 1292 ΑΚ και 993 ΚΠολ∆.
Το περιεχόµενο της εµπράγµατης υποθηκικής αγωγής συνίσταται στην
εξουσία του δανειστή να πετύχει την προνοµιακή του ικανοποίηση από το
βαρυνόµενο µε την υποθήκη πράγµα. ∆ιαδικαστικά αυτό επιτυγχάνεται είτε µε την

175
Βλ. Σπυριδάκη, Τινά περί προσηµειώσεως υποθήκης, ΝοΒ 20, 715
176
Βλ. Λιβάνη στον ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, άρθρο 1279, αρ. 1
177
Βλ. Σπυριδάκη, Τινά περί προσηµειώσεως υποθήκης, ΝοΒ 20, 715

50
Η προσηµείωση υποθήκης

επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης από τον εµπραγµάτως ασφαλισµένο δανειστή


είτε µε την αναγγελία του στην αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδει τρίτος
δανειστής πάνω στο ενυπόθηκο ακίνητο178. Ενώ για το δικαίωµα του προσηµειούχου
δανειστή να επιδιώξει την ικανοποίησή του µέσω της αναγγελίας στην διαδικασία της
αναγκαστικής εκτέλεσης δεν εκφράζονται αντιρρήσεις, έντονη έριδα επικρατεί
αναφορικά µε το δικαίωµά του να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση στο βαρυνόµενο
ακίνητο.
Κατά µία άποψη που υποστηρίχθηκε στη θεωρία, κυριάρχησε αρχικά στη
νοµολογία και φαίνεται να επανέρχεται179, οι διατάξεις των άρθρων 1277, 1278,
1291, 1294 ΑΚ δεν παρέχουν στον προσηµειούχο δανειστή την εξουσία να
επισπεύσει κατά του οφειλέτη ή του τρίτου στον οποίο έχει µεταβιβαστεί από τον
οφειλέτη µετά την εγγραφή της προσηµείωσης ή ανήκε εξαρχής το ακίνητο, ως
κύριου ή νοµέως του µε νόµιµο τίτλο, υπό την έννοια του άρθρου 1294 του ΑΚ, την
εµπράγµατη υποθηκική αγωγή - νοούµενη ως δικαίωµα, µε αντίστοιχη, του οφειλέτη
ή τρίτου, υποχρέωση ανοχής, αναγκαστικής εκτελέσεως επί του ακινήτου λόγω της
υποθηκικής υπεγγυότητάς του, για την επίτευξη της εξοφλήσεως του απαιτητού, ήδη,
χρέους- πριν από την τροπή της προσηµειώσεως σε υποθήκη.
Στο πλαίσιο της άποψης αυτής, στην προαναφερόµενη διάταξη (ΑΚ 1294),
που καθιστά δυνατή για την ικανοποίηση της απαιτήσεως την αναγκαστική εκτέλεση
σε ακίνητο προσώπου που δεν είναι οφειλέτης, µε βάση εκτελεστό τίτλο έναντι του
οφειλέτη χωρίς τη συνδροµή του όρου της έναντι αυτού του τρίτου προσώπου
εκτελεστότητάς κατά το άρθρο 919 του ΚΠολ∆, ως ενυπόθηκο κτήµα νοείται (όπως
και στη διάταξη του άρθρου 1292 του ΑΚ) το βαρυνόµενο, ήδη, µε εµπράγµατο
δικαίωµα υποθήκης ακίνητο (ΑΚ 973, 1257), όχι όµως και εκείνο για το οποίο
υπάρχει προσηµείωση, η οποία παρέχει µόνο δικαίωµα προσδοκίας και προτιµήσεως
για την απόκτηση υποθήκης και συνιστά ειδικώς ρυθµιζόµενη εγγραφή υποθήκης υπό
αναβλητική αίρεση (ΑΚ 1277), πληρούµενη, µε έννοµη ενέργεια, όταν επέλθει η
τροπή της προσηµειώσεως σε υποθήκη180.
Κατά την άποψη αυτή, δηλαδή, για όσο χρόνο η αίρεση αυτή είναι ηρτηµένη,
ο προσηµειούχος πιστωτής έχει µόνο προσδοκία ότι θα συσταθεί υπέρ αυτού

178
Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 56, παρατηρήσεις Κ. Μπέη στην ΜονΠρωτΘεσ 8206/1996, ∆ 28, 1301
179
Βλ. ΑΠ 987/2004, ΕΕµπ∆ 2005, 73, ΑΠ 691/1990, Ελλ∆νη 1991, 776, Μάζη, Άσκηση υποθηκικής
αγωγής εκ µέρους προσηµειούχου δανειστή, ΝοΒ 49, 980 επ., Μίγγινα, Η θέση του προσηµειούχου
δανειστή κατά την ΑΚ 1294, ∆ 32, 874, Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, σελ. 478
180
Βλ. ΑΠ 691/1990, Ελλ∆νη 1991, 776

51
Η προσηµείωση υποθήκης

εµπράγµατο υποθηκικό δικαίωµα και, για το λόγο αυτό, δεν υπάρχει δυνατότητα
εξίσωσης και εξοµοίωσής του µε τον ενυπόθηκο δανειστή.
Άλλωστε, επισηµαίνεται ότι δε θα πρέπει να παροραθεί και η διάθεση του
νοµοθέτη και η φραστική διατύπωση της ΑΚ 1277, η οποία προβλέπει ότι η
προσηµείωση χορηγεί µόνο δικαίωµα για απόκτηση υποθήκης181.
Παραπέρα, γίνεται δεκτό ότι η προσηµείωση ακριβώς λόγω του προσωρινού
χαρακτήρα της και της αβέβαιης εξέλιξης της απαίτησης του δανειστή δεν µπορεί να
αποτελέσει κινητήριο µοχλό για την έναρξη αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος τρίτου
νεµόµενου το προσηµειωµένο ακίνητο.
Ο αυστηρός εννοιολογικός διαχωρισµός της προσηµείωσης από την υποθήκη
σε συνδυασµό και µε την ΑΚ 1277 οδηγεί, εποµένως, στην απόρριψη της
δυνατότητας άσκησης υποθηκικής αγωγής από τη µεριά του προσηµειούχου
δανειστή182.
Κατά την άποψη αυτή, δεν συνάγεται το αντίθετο ούτε από τις διατάξεις των
άρθρων 1279 Α.Κ. και 1007§1 ΚΠολ∆, που ορίζουν ότι αν χωρήσει αναγκαστική
εκτέλεση πριν από την τροπή της προσηµείωσης σε υποθήκη, η απαίτηση υπέρ της
οποίας έχει εγγραφεί κατατάσσεται τυχαίως, µε το αιτιολογικό ότι αυτές αναφέρονται
στην περίπτωση όπου η αναγκαστική εκτέλεση επιχειρείται από άλλον δανειστή και
όχι από τον ίδιο τον προσηµειούχο183, ούτε από το άρθρο 41 του ΕισΝΚΠολ∆, που
ορίζει ότι οι σχετικές µε την υποθήκη διατάξεις του ΚΠολ∆ εφαρµόζονται και στην
προσηµείωση, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά. Κι αυτό επειδή γίνεται δεκτό ότι µε την
διάταξη αυτή σκοπήθηκε η αποσαφήνιση της θέσης του προσηµειούχου δανειστή στη
διαδικασία της εκτελέσεως, η οποία είχε αποτελέσει αντικείµενο αµφισβητήσεως υπό
το κράτος της καταργηθείσης Πολ∆, και όχι η τροποποίηση των κανόνων
ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 1294 και 1292 του ΑΚ ως προς τους όρους της
εµπράγµατης υποθηκικής αγωγής, ούτε γενικά η εξοµοίωση της προσηµειώσεως προς
την υποθήκη184.

181
Βλ. Μίγγινα, ό.π., σελ. 878
182
Βλ. Μίγγινα, ό.π., σελ. 876
183
Βλ. Μάζη, Άσκηση υποθηκικής αγωγής εκ µέρους προσηµειούχου δανειστή, ό.π., 981, ΑΠ
691/1990, ό.π.
184
Επισηµαίνεται πάντως από τον Μάζη στην Άσκηση υποθηκικής αγωγής εκ µέρους προσηµειούχου
δανειστή, ό.π., 981, ότι ο προσηµειούχος δανειστής, που διαθέτει οποιονδήποτε εκτελεστό τίτλο,
δικαιούται να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του ατοµικά ενεχόµενου οφειλέτη του,
ασκώντας όµως την ενοχική και όχι την εµπράγµατη αγωγή, και για το λόγο αυτό δεν δικαιούται να
αντιτάξει κατά του τρίτου κύριου ή νοµέα, την «ατελή» εµπράγµατη ασφάλεια που του παρέχει η
προσηµείωση, άποψη που παραβλέπει κατά την Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 78, υποσηµ. 143 όχι µόνο την

52
Η προσηµείωση υποθήκης

Θα πρέπει τέλος να επισηµάνουµε ότι η άποψη αυτή δεν απορρίπτει την


δυνατότητα του προσηµειούχου δανειστή να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση κατά
του προσωπικού οφειλέτη του πάνω στο βαρυνόµενο µε προσηµείωση ακίνητο ή και
σε οποιοδήποτε άλλο στοιχείο της περιουσίας του, στηριζόµενος σε απόφαση
προσωρινώς εκτελεστή ή διαταγή πληρωµής χωρίς τα προσόντα του δεδικασµένου,
οπότε και θα ενεργεί µε βάση την ενοχική αγωγή, η οποία όµως στρέφεται µόνο κατά
του προσωπικού οφειλέτη και όχι κατά του τρίτου κύριου ή νοµέα του ακινήτου, ο
οποίος δεν ευθύνεται προσωπικά για το χρέος185.
Στο εντελώς αντίθετο άκρο τοποθετείται η άποψη186 που αποκρούει την
πρώτη (άποψη) ως αντίθετη προς τη φύση της προσηµείωσης ως υποθήκης υπό διπλή
αναβλητική αίρεση της οποίας η πλήρωση της αιρέσεως ενεργεί αναδροµικώς και
αναγνωρίζει στον προσηµειούχο δανειστή εξουσία αντίστοιχη µε εκείνη του
ενυπόθηκου σε ό,τι αφορά την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του
οφειλέτη ή τρίτου κύριου ή νοµέα του βαρυνόµενου ακινήτου. Έτσι, κάνει δεκτό ότι
ο προσηµειούχος δανειστής, εφόσον διαθέτει υπέρ της απαιτήσεώς του τίτλο
εκτελεστό, µπορεί να επισπεύσει κατάσχεση και πλειστηριασµό του βεβαρηµένου
ακινήτου ακόµη και αν αυτό το κατέχει τρίτος µη ευθυνόµενος ενοχικά, όπως π.χ. ο
ειδικός διάδοχος που απέκτησε το βεβαρηµένο διά της προσηµειώσεως ακίνητο. Το
µόνο που εµποδίζεται κατά την άποψη αυτή είναι η προνοµιακή ικανοποίηση του
προσηµειούχου δανειστή πριν από την τροπή της προσηµείωσης σε καθαρή υποθήκη.
Η αποδοχή της άποψης αυτής εκκινεί από τη συνδυασµένη εφαρµογή των
διατάξεων του άρθρου 1279 ΑΚ, κατά την οποία, αν πριν από την τροπή της
προσηµείωσης σε υποθήκη χωρήσει αναγκαστική εκτέλεση στο ακίνητο, η απαίτηση
υπέρ της οποίας έχει εγγραφεί η προσηµείωση κατατάσσεται τυχαία και το ακίνητο
περιέρχεται στον αγοραστή ελεύθερο, και του άρθρου 1278 ΑΚ, κατά την οποία η
τροπή της προσηµειώσεως σε υποθήκη δεν εµποδίζεται από το ότι το ακίνητο
περιήλθε στην κυριότητα άλλου.

διάταξη του άρθρου 1278 ΑΚ, αλλά και το δικαίωµα του προσηµειούχου δανειστή να καταταγεί
προνοµιακά (ΚΠολ∆ 978, 1007§1).
185
Βλ. Μάζη, Άσκηση υποθηκικής αγωγής εκ µέρους προσηµειούχου δανειστή, ό.π., 981
186
Βλ. ΑΠ 257/1998, αδηµ., διαθέσιµη στο ΝΟΜΟΣ, ΜονΠρωτΘεσ 12628/1997, ∆ 28, 1298,
∆ηµοσθένους, Η υποθηκική αγωγή του προσηµειούχου δανειστή, Τιµητικός Τόµος Οικονοµόπουλου,
1981, σελ. 50, παρατηρήσεις Κ. Μπέη στην ΜονΠρωτΘεσ 8206/1996, ∆ 28, 1301, Απαλαγάκη, ό.π.,
σελ. 60 επ. και ιδίως σελ. 85, κατά την οποία στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης και από τη
σκοπιά της προνοµιακής µεταχείρισης του δανειστή, η ισοτιµία υποθήκης και προσηµείωσης κατά τον
πυρήνα της λειτουργίας τους είναι νοµοθετικά ηθεληµένη

53
Η προσηµείωση υποθήκης

Επιχείρηµα υπέρ της άποψης αυτής έχει αντληθεί και από τη διάταξη του
άρθρου 41 ΕισΝΚΠολ∆, το οποίο ορίζει ότι οι σχετικές µε την υποθήκη διατάξεις του
ΚΠολ∆, εποµένως και η διάταξη του άρθρου 993§1, εφαρµόζονται και στην
προσηµείωση, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά187.
Επιπλέον, η άποψη αυτή επιστρατεύει και τη διάταξη του άρθρου 69 ΚΠολ∆
η οποία επιτρέπει την παροχή δικαστικής προστασίας ακόµα κι αν το δικαίωµα
εξαρτάται από την πλήρωση αίρεσης188.
Εποµένως, εφόσον ο εν λόγω δανειστής διαθέτει υπέρ της απαιτήσεως
εκτελεστό τίτλο (π.χ. προσωρινά εκτελεστή απόφαση, διαταγή πληρωµής) κατά του
ατοµικά ενεχόµενου οφειλέτη του, δικαιούται να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση
και να πετύχει προνοµιακή ικανοποίηση τόσο κατ’ αυτού όσο και κατά του τρίτου
κύριου ή νοµέα του ακινήτου. Ο δανειστής δεν είναι αναγκαίο να διαθέτει αντίστοιχο
τίτλο κατά του τρίτου, αφού υπό την εκδοχή αυτή θα καθίστατο προβληµατική και η
κατ’ άρθρο 1278 ΑΚ τροπή της προσηµείωσης σε υποθήκη µε µόνη την τελεσίδικη
απόφαση κατά του οφειλέτη. Εξάλλου, ακόµη και στην περίπτωση της υποθήκης, η
εκτέλεση που στρέφεται κατά του τρίτου κύριου ή νοµέα δεν προϋποθέτει εκτελεστό
τίτλο και σε βάρος αυτού189.
Τίτλο εκτελεστό αποτελεί κατά το άρθρο 631 ΚΠολ∆ η διαταγή πληρωµής,
της οποίας η εκτέλεση δεν έχει ανασταλεί κατά το άρθρο 632§2 ΚΠολ∆. Συνεπώς
εκτελείται και κατά των προσώπων που απέκτησαν τη νοµή ή κατοχή του πράγµατος
επί του οποίου επισπεύδεται η εκτέλεση µετά την έκδοση του τίτλου (919§2
ΚΠολ∆)190. Εξάλλου, η ιδιότητα του καθ’ ου η εκτέλεση καθορίζεται διά της

187
Βλ. ∆ηµοσθένους, Η υποθηκική αγωγή του προσηµειούχου δανειστή, Τιµητικός Τόµος
Οικονοµόπουλου, 1981, σελ. 51. Η επίκληση του επιχειρήµατος από το άρθρο 41 ΕισΝΚΠολ∆
κατακρίνεται όµως από τος υποστηρικτές της αντίθετης άποψης ως άστοχη, µε το σκεπτικό ότι δεν
σκοπήθηκε µε αυτήν τροποποίηση των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων του ΑΚ µε εξοµοίωση της
προσηµείωσης µε υποθήκη βλ. ΑΠ 691/1990, Ελλ∆νη 1991, 776, και επιπλέον επισηµάνθηκε ότι η
σχετική διάταξη βασίστηκε σε άστοχη νοµολογία του Ακυρωτικού µας στο παρελθόν, βλ. Μάζη,
Άσκηση υποθηκικής αγωγής εκ µέρους προσηµειούχου δανειστή, ΝοΒ 49, 982
188
Βλ. παρατηρήσεις Κ. Μπέη στην ΜονΠρωτΘεσ 8206/1996, ∆ 28, 1301, ο οποίος επικαλείται
επιπλέον αι ανάλογη εφαρµογή του άρθρου 1007§1 ΚΠολ∆. Αντίθετος όµως ο Μάζης, Άσκηση
υποθηκικής αγωγής εκ µέρους προσηµειούχου δανειστή, 982, ο οποίος επισηµαίνει ότι ειδικά στην
αναγκαστική εκτέλεση έχει εφαρµογή χωρίς καµία απολύτως εξαίρεση ο αντίθετος κανόνας από
εκείνον που ισχύει στη διαγνωστική δίκη, σύµφωνα µε τον οποίο (ΚΠολ∆ 915), η αξίωση για την
ικανοποίηση της οποίας αυτή επισπεύδεται, σε οποιοδήποτε δικαίωµα και αν στηρίζεται, είτε ενοχικό
είτε εµπράγµατο, δεν επιτρέπεται να τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσµία. Άλλωστε, η ΚΠολ∆
69§2 απαιτεί για την ενεργοποίηση της δραστικότητας της έννοµης προστασίας την πλήρωση της
αίρεσης. Βλ. Μίγγινα, ό.π., σελ. 878
189
Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 83
190
Βλ. όµως και τις αντιρρήσεις του Μάζη στο Άσκηση υποθηκικής αγωγής εκ µέρους προσηµειούχου
δανειστή, ό.π., 984 ως προς την καταλληλότητα του άρθρου 919§2 ΚΠολ∆ να χρησιµεύσει για την

54
Η προσηµείωση υποθήκης

επιταγής προς πληρωµή, η οποία είναι δυνατό να απευθυνθεί, κατά την κρίση του
ενυπόθηκου (ή προσηµειούχου) δανειστή, είτε κατά του οφειλέτη είτε κατά του
τρίτου κυρίου ή «νοµίµω τίτλω νεµοµένου».
Στην περίπτωση αυτή πάντως, ο τρίτος µπορεί να απαλλάξει το ακίνητό του
από την υπεγγυότητά του υπέρ του προσηµειούχου δανειστή, καταβάλλοντας το
ποσό (και µόνο) της προσηµείωσης µε την οποία βαρύνεται το ακίνητο, σύµφωνα µε
το άρθρο 1294 ΑΚ191.
Άλλωστε η εκ του τίτλου της διαταγής πληρωµής χρηµατική απαίτηση,
εφόσον δεν έχει ανασταλεί η εκτέλεση της διαταγής πληρωµής, δεν στερείται των
προσόντων της να είναι βέβαιη και εκκαθαρισµένη κατά την έννοια των άρθρων 915
και 916 του ΚΠολ∆, ακόµα κι αν εκκρεµεί κατ' αυτής ανακοπή ή η προσηµείωση επί
του βεβαρηµένου ακινήτου, κατά του οποίου επισπεύδεται η εκτέλεση δεν έχει τραπεί
ακόµη σε υποθήκη.
Αν δε κατά το χρόνο της κατατάξεως η προσηµείωση δεν έχει µετατραπεί σε
υποθήκη, ο προσηµειούχος δανειστής θα καταταγεί τυχαίως.
Συνοψίζοντας τα παραπάνω διαπιστώνουµε ότι και οι δύο απόψεις
προβάλλουν αξιόλογα επιχειρήµατα προς επίρρωσή τους. Η αποδοχή της δεύτερης
από τις ως άνω εκτεθείσες απόψεις γεγονός είναι ότι οδηγεί σε µία σύγκλιση µεταξύ
υποθήκης και προσηµείωσης. Το κατά πόσο κάτι τέτοιο είναι συµβατό µε τη
λειτουργία της προσηµείωσης θα πρέπει να κριθεί µε αναγωγή στη δογµατική
θεµελίωσή της. Η προσηµείωση διαπλάθεται στον νόµο ως δικαίωµα υποθήκης υπό
διπλή αναβλητική αίρεση, δεν αποτελεί δηλαδή πλήρη, καθαρή υποθήκη. Η
αναγνώριση στον προσηµειούχο δανειστή δυνατοτήτων αντίστοιχων µε αυτές που ο
νόµος αναγνωρίζει στον υποθηκικό οδηγεί σε ισοπέδωση της σαφούς νοµοθετικής
επιλογής για την καθιέρωση της προσηµείωσης ως δικαιώµατος προσδοκίας για τη
σύσταση εµπράγµατου δικαιώµατος, υπό την προϋπόθεση της πλήρωσης των
τασσόµενων στο νόµο αιρέσεων. ∆εν θα πρέπει να παραβλέψουµε άλλωστε το
γεγονός ότι η άσκηση της εµπράγµατης υποθηκικής αγωγής αποτελεί γεγονός
ιδιαίτερα επαχθές για τον οφειλέτη, ο οποίος βρίσκεται αντιµέτωπος µε την απώλεια
περιουσιακών του στοιχείων, συχνά απαραίτητων για την άσκηση της

παθητική νοµιµοποίηση του ενυπόθηκου δανειστή κατά του τρίτου κύριου ή νοµέα του ενυπόθηκου
ακινήτου
191
Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 93, παρατηρήσεις Κ. Μπέη στην ΜονΠρωτΘεσ 8206/1996, ∆ 28, 1301, ο
οποίος υποστηρίζει ότι πριν επισπευσθεί εναντίον του τρίτου κυρίου του ακινήτου αναγκαστική
εκτέλεση, θα πρέπει να του επιδοθεί επιταγή για εκούσια συµµόρφωση

55
Η προσηµείωση υποθήκης

επαγγελµατικής του δραστηριότητας, ιδίως προκειµένου περί επιχειρηµατικών


ακινήτων. Η επέλευση αυτών των δυσµενών αποτελεσµάτων δε θα πρέπει να
αφήνεται από την δικαστηριακή µας πρακτική στην ευχέρεια του ασφαλισµένου µε
απλή προσηµείωση δανειστή, αφού η προσηµείωση δεν παρέχει τα ίδια εχέγγυα
σταθερότητας και βεβαιότητας µε την υποθήκη, για την οποία κατεξοχήν
προβλέπεται η δυνατότητα αυτή από το νόµο. Η ενδεχόµενη µη πλήρωση της διπλής
αναβλητικής αίρεσης υπό την οποία τελεί η προσηµείωση θα είχε σε µία τέτοια
περίπτωση σηµαντικές επιπτώσεις σε βάρος του οφειλέτη ο οποίος θα µπορούσε
ενδεχοµένως να υποστεί οικονοµικό πλήγµα που διαφορετικά δε θα επερχόταν. Αλλά
και στην περίπτωση που η προσηµείωση τραπεί τελικά σε υποθήκη, η εκ των
προτέρων άσκηση της εµπράγµατης υποθηκικής αγωγής εκ µέρους του
προσηµειούχου δανειστή δε φαίνεται να συµβαδίζει µε τα αιτήµατα ασφάλειας του
σύγχρονου δικαίου, το οποίο σε τελική ανάλυση τοποθετεί την υποθήκη ένα επίπεδο
πιο πάνω από την προσηµείωση.

2. Η ΤΥΧΑΙΑ ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΗΜΕΙΟΥΧΟΥ ∆ΑΝΕΙΣΤΗ


ΣΤΟ ΠΡΟΪΟΝ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΠΟΙΗΣΗΣ

Σύµφωνα µε το άρθρο 1279 ΑΚ αν πριν από την τροπή της προσηµείωσης σε


υποθήκη χωρήσει αναγκαστική εκτέλεση στο ακίνητο, η απαίτηση υπέρ της οποίας
έχει εγγραφεί η προσηµείωση κατατάσσεται τυχαία και το ακίνητο περιέρχεται στον
αγοραστή ελεύθερο. Άλλωστε και η διάταξη του άρθρου 978 § 1 εδ. α΄ ΚΠολ∆
προβλέπει ότι απαιτήσεις που εξαρτώνται από αίρεση ή αµφίβολες κατατάσσονται
τυχαίως.
Στην περίπτωση αυτή, λοιπόν, που πριν την τροπή της προσηµείωσης σε
υποθήκη χωρήσει αναγκαστική εκτέλεση στο ακίνητο, η τροπή καθίσταται αδύνατη
σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 1005 παρ. 3 ΚΠολ∆, 1323 και 1330 σε
συνδυασµό µε το άρθρο 1318 αρ. 3 ΑΚ από την καταβολή του πλειστηριάσµατος από
τον υπερθεµατιστή, αφού αυτή επιφέρει την απόσβεση της προσηµειώσεως που
υπάρχει επί του ακινήτου που εκπλειστηριάστηκε, ο δε υπερθεµατιστής έχει δικαίωµα

56
Η προσηµείωση υποθήκης

να ζητήσει, µετά την καταβολή του πλειστηριάσµατος, την εξάλειψη της


προσηµειώσεως192.
Σηµειώνεται ότι η επερχόµενη λόγω του πλειστηριασµού απόσβεση της
προσηµείωσης διέπει µόνο τις έννοµες σχέσεις δανειστών και υπερθεµατιστή, και όχι
τις σχέσεις των δανειστών µεταξύ τους. Στις µεταξύ των δανειστών σχέσεις ισχύουν
κατά η σειρά εγγραφής τους οι πριν από τον πλειστηριασµό εγγραφείσες
προσηµειώσεις και υποθήκες. Ο πλειστηριασµός δε θίγει την απαίτηση του δανειστή,
αλλά καταργεί το δικαίωµά του να την εξοπλίσει µε υποθήκη. Ο εµπραγµάτως
ασφαλισµένως δανειστής διατηρεί το δικαίωµα προνοµιακής ικανοποίησής του παρά
την απόσβεση του βάρους. Αυτό καθίσταται δυνατό καθώς µε τη ρευστοποίηση του
υπέγγυου πράγµατος, οι εξουσίες που πηγάζουν από την προσηµείωση
µετουσιώνονται σε δικαίωµα επί του ποσού της ρευστοποίησης, δηλαδή του
πλειστηριάσµατος. Υπό την αντίθετη εκδοχή ο προσηµειούχος δανειστής θα
υποβαθµιζόταν σε εγχειρόγραφο δανειστή193.
Εποµένως µετά την καταβολή του πλειστηριάσµατος, η κατάταξη της
ασφαλιζόµενης µε την προσηµείωση απαιτήσεως θα γίνει από τον επί του
πλειστηριασµού υπάλληλο τυχαίως, υπό την αίρεση της τελεσιδίκου επιδικάσεώς της
αλλά και προνοµιακά, µε την έννοια ότι η κατάταξη του προσηµειούχου δανειστή θα
λάβει την τάξη και σειρά που θα ελάµβανε, εάν αντί της προσηµείωσης είχε εγγραφεί
εξ αρχής υποθήκη, δηλαδή θα προηγείται των υποθηκών και προσηµειώσεων που
ενεγράφησαν χρονικώς µεταγενέστερα194.
Στην περίπτωση αυτή της τυχαίας κατάταξης η ικανοποίηση της απαίτησης
µπορεί να γίνει µόνο µε εγγυοδοσία, σύµφωνα µε το άρθρο 978§1 ΚΠολ∆. Την
ικανοποίηση µπορεί να ζητήσει ο υπό αίρεση δικαιούχος µε προσφυγή στο
Μονοµελές Πρωτοδικείο (άρθρο 164 ΚΠολ∆) κατά την διαδικασία των άρθρων 682
επ. περί ασφαλιστικών µέτρων, το δε σχετικό γραµµάτιο θα κατατεθεί στον υπάλληλο
του πλειστηριασµού195. Όταν όµως έχει καταταγεί υπό αίρεση τράπεζα, τότε το
πλειστηρίασµα µπορεί να της καταβληθεί µε την προσαγωγή εγγυητικής επιστολής

192
Βλ. ΕφΛαρ 930/2005, αδηµοσ., διαθέσιµη στο ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 449/2002, αδηµοσ., διαθέσιµη στο
ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2877/1996, ΝοΒ 45, 788 , ΕφΑθ 5327/1991, ∆ 24, 206
193
Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 66 επ.
194
Βλ. ΕφΛαρ 930/2005, αδηµοσ., διαθέσιµη στο ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1149/1998 Ελλ∆νη 39, 1567, ΑΠ
183/1998 Ελλ∆νη 39, 831, Α.Π 649/94 Ελλ∆νη 36, 625, Α.Π 855/95 Ελλ∆νη 37, 46, ΑΠ 649/1994
Ελλ∆νη 36, 625, ΕφΘεσ 131/1993 Ελλ∆νη 35, 654 , ΕφΑθ 5167/1990, Ελλ∆νη 34, 644, Λιβάνη στον
ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, άρθρο 1279, αρ. 3, Βαθρακοκοίλη, ό.π., σελ. 1796
195
Βλ. ΕφΑθ 5327/1991, ∆ 24, 206

57
Η προσηµείωση υποθήκης

της ιδίας, σύµφωνα µε το άρθρο 6 ν.δ. 4001/1959196, το οποίο έχει διατηρηθεί σε ισχύ
µε το άρθρο 52 αρ. 22 ΕισΝΚΠολ∆.
Αναφορικά µε τη φύση της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης που απαιτείται
για την οριστική κατάταξη του προσηµειούχου δανειστή, εάν δηλαδή αυτή απαιτείται
να είναι καταψηφιστική ή απλώς αναγνωριστική, υποστηρίχθηκαν και οι δύο
απόψεις. Κατά µία άποψη, η προϋπόθεση της "επιδίκασης µε τελεσίδικη απόφαση"
δεν αρκείται σε αναγνωριστική αλλά αξιώνει τελεσίδικη καταψηφιστική απόφαση197.
Η αντίθετη άποψη αρκείται στην ύπαρξη τελεσίδικης απλώς αναγνωριστικής
απόφασης, εφόσον αφετηριακή σκέψη του νοµοθέτη για την «τυχαία κατάταξη »
είναι η άρση της αβεβαιότητας, η οποία κατά την άποψη αυτή επιτυγχάνεται και µε
την ύπαρξη τελεσίδικης αναγνωριστικής απόφασης198.
Η τελεσίδικη επιδίκαση της ασφαλιζόµενης απαίτησης αποτελεί την
προϋπόθεση υπό την οποία η τυχαία κατάταξη µεθίσταται σε οριστική. Αν αυτή η
απαίτηση παύσει να υπάρχει, ο υπάλληλος του πλειστηριασµού ορίζει στον πίνακα
κατατάξεως πως κατανέµεται το ποσό που αναλογεί στην απαίτηση αυτή σύµφωνα µε
το άρθρο 978§2 ΚΠολ∆199. Πρόκειται για επικουρική κατάταξη που γίνεται µε βάση
τις αναγγελίες που έλαβαν χώρα νόµιµα και εµπρόθεσµα, δεδοµένου ότι ο πίνακας
είναι ενιαίος και αναφέρεται σε ορισµένο πλειστηριασµό, Και η επικουρική αυτή

196
Το εν λόγω άρθρο ορίζει ότι: «Επί κατατάξεως του Ο.Χ.Ο.Α. ή Τραπέζης επί του
εκπλειστηριάσµατος κινητού ή ακινήτου, ο επί του πλειστηριασµού υπάλληλος, παρά την γενοµένην
ανακοπήν της εν τω πίνακι κατατάξεώς των καταβάλλει εις τον καταταγέντα Ο.Χ.Ο.Α. ή Τράπεζαν το
ποσόν δι' ο κατετάγησαν µετά των µέχρι της ηµέρας της καταβολής τόκων, ή µέρους τούτου εν
ανεπαρκεία του υπολοίπου του εκπλειστηριάσµατος, επί παραδόσει παρ' αυτών τραπεζιτικής
εγγυητικής επιστολής ή εγγυητικής επιστολής παρά του Ο.Χ.Ο.Α. απευθυνοµένης προς τον επί του
πλειστηριασµού υπάλληλον και καλυπτούσης την περίπτωσιν της δια τελεσιδίκου αποφάσεως
αποδοχής εν όλω ή εν µέρει της ασκηθείσης ανακοπής. »
197
Βλ. Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, σελ. 487, υποσηµ. 46, ΕφΑθ 10592/1996, ∆ 29, 43,
ΕφΑθ 4803/1996, ∆ 29, 64 µε παρατηρήσεις Κ. Μπέη. Στην τελευταία µάλιστα απόφαση γίνεται δεκτό
ότι «η (ερµηνευόµενη) απόφαση σαφώς έταξε ως όρο, για την οριστική κατάταξη της τώρα αιτούσας στον
πίνακα κατατάξεως, την τελεσίδικη επιδίκαση της αναγγελθείσας απαιτήσεως και όχι απλώς την
τελεσίδικη αναγνώριση. Απαίτησε δηλαδή τελεσίδικη δικαστική απόφαση µε εκτελεστότητα, η οποία, κατά
την κρατούσα γνώµη, ανεξάρτητα από την ορθότητα ή όχι της δογµατικής θεµελίωσης αυτής, προσδίδεται
µόνο σε καταψηφιστικές αποφάσεις, όχι δε και στις αναγνωριστικές, των οποίων η ισχύς και
πραγµάτωση τοποθετείται µόνο στην υπό ευρεία έννοια εκτέλεση»
198
Βλ. Μαργαρίτη, Η διόρθωση και η ερµηνεία µίας απόφασης, ∆ 29, 283 επ., Μπρίνια, Αναγκαστική
εκτέλεσις, Τόµος ΙΙ, 1983, άρθρο 978, παρ. 426, σελ. 1155, ο οποίος κάνει λόγο για απαίτηση «δια
τελεσιδίκου αποφάσεως επιδικαζόµενη ή αναγνωριζόµενη», Νικολόπουλου, ό.π., σελ. 87, ο οποίος
τονίζει πάντως ότι είναι διαφορετικό το ζήτηµα της τροπής της προσηµείωσης σε υποθήκη για την
οποία απαιτείται τελεσίδικη καταψηφιστική απόφαση
199
Βλ. ΑΠ 469/94 ΝοΒ 43, 820

58
Η προσηµείωση υποθήκης

κατάταξη µπορεί να είναι οριστική ή τυχαία, οπότε και θα ακολουθήσει νέα


επικουρική κατάταξη κ.ο.κ. 200.
Όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 978 Κ.Πολ.∆, ο υπάλληλος επί
του πλειστηριασµού, εκτός από εγγυοδοσία, για την ικανοποίηση απαιτήσεως που
έχει καταταγεί τυχαίως, πριν από την οριστικοποίηση της, δεν δικαιούται να θέσει
άλλους πρόσθετους όρους ή αιρέσεις και συγκεκριµένα την εντός ορισµένης
προθεσµίας, από την επίδοση ή την εκτελεστότητα του πίνακα κατατάξεως,
προσκοµιδή τελεσίδικης αποφάσεως που να επιδικάζει την απαίτηση. Αντίθετη
εκδοχή θα οδηγούσε στην απαράδεκτη λύση, ο υπάλληλος επί του πλειστηριασµού,
µε τη µέθοδο του ορισµού προθεσµίας για να προσκοµισθεί τέτοια απόφαση, καθ'
υπέρβαση των καθηκόντων που του αναθέτει ο νόµος να µεταβάλλεται σε ρυθµιστή
της τύχης της ίδιας της απαίτησης, αφού αυτή, από µόνη την παρέλευση της
προθεσµίας, θα έπαυε έναντι των άλλων δανειστών και θα ακολουθούσε η διανοµή
του πλειστηριάσµατος κατά τα οριζόµενα µε το άρθρο 978 παρ.1 ΚΠολ∆201.

3. Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 997§3 ΚΑΙ 999§3 ΚΠολ∆ ΣΤΟ


ΠΕ∆ΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗΣ

Ένα από τα σηµεία προβληµατισµού σχετικά µε τη θέση του προσηµειούχου


δανειστή κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης αποτέλεσε το ζήτηµα κατά
πόσο η προσηµείωση που ενεγράφη µετά την εγγραφή κατάσχεσης στο βιβλίο
κατασχέσεων, µπορεί να αντιταχθεί έναντι όλων των δανειστών που αναγγέλθηκαν ή
µόνο έναντι των δανειστών που είχαν αναγγελθεί µέχρι και την εγγραφή της
προσηµείωσης στα βιβλία υποθηκών.
Το άρθρο 997§3 ΚΠολ∆ προβλέπει ότι σε όποιον επέβαλε την κατάσχεση και
στους δανειστές που αναγγέλθηκαν δεν αντιτάσσεται η µεταγραφή ή εγγραφή
υποθήκης που έγινε µετά την εγγραφή της κατάσχεσης στο βιβλίο κατασχέσεων, σε
οποιονδήποτε τίτλο και αν στηρίζεται η υποθήκη. Η τροπή της προσηµειώσεως σε
υποθήκη, που έγινε µετά την εγγραφή της κατάσχεσης, είναι έγκυρη και για το
δανειστή που επέβαλε την κατάσχεση και για τους δανειστές που έχουν αναγγελθεί.
200
Βλ. ΕφΑθ 7459/ 2003, Ελλ∆νη 45, 881, ΕφΡοδ 187/2004, ∆ωδεκανησιακή Νοµολογία 9, 606, ΑΠ
1098/1996 Ελλ∆νη 38, 1085, ΑΠ 469/94 ΝοΒ 43, 820 επ, Μπρίνια, ό.π., σελ. 1158
201
Βλ. ΕφΑθ 9615/2001, Ελλ∆νη 44, 1419, ΑΠ 1098/1996 Ελλ∆νη 38, 1085, Α.Π 649/94 Ελλ∆νη 36,
625

59
Η προσηµείωση υποθήκης

Σύµφωνα µε µία ερµηνεία που δόθηκε από τη νοµολογία µας202, κατά την
αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής, που είναι σύµφωνη µε την όλη διάρθρωση και
την ενότητα του συστήµατος της αναγκαστικής εκτελέσεως, και η οποία
επιβεβαιώνεται και από την αναδροµή στα πρακτικά της Συντακτικής Επιτροπής του
σχεδ. ΚΠολ∆203, ως "αναγγελθέντες δανειστές", έναντι των οποίων δεν αντιτάσσεται
η µεταγραφή ή εγγραφή υποθήκης ή προσηµειώσεως υποθήκης που έγινε µετά την
εγγραφή της κατασχέσεως στο οικείο βιβλίο, θεωρούνται όλοι οι δανειστές που
αναγγέλθηκαν νοµίµως και εµπροθέσµως, κατά το άρθρο 972 ΚΠολ∆, και όχι µόνον
εκείνοι που συµπτωµατικά είχαν αναγγελθεί σε χρόνο προγενέστερο της µεταγραφής
ή της εγγραφής της υποθήκης ή της προσηµειώσεως.
Στο παρελθόν, πάντως, υποστηρίχθηκε από τη νοµολογία µας και η αντίθετη
άποψη204, κατά την οποία ως αναγγελθέντες δανειστές έναντι των οποίων δεν
αντιτάσσεται η εγγραφή υποθήκης ή προσηµειώσεως που γίνεται µετά την εγγραφή
της κατασχέσεως στο οικείο βιβλίο, κατά την πρόδηλη έννοια της διατάξεως αυτής,
νοούνται µόνο όσοι είχαν αναγγελθεί πριν από την εγγραφή της υποθήκης (ή της
προσηµειώσεως), όχι όµως και όσοι αναγγέλλονται µετά από αυτήν, εντός της
προθεσµίας που ορίζει το άρθρο 972§1 ΚΠολ∆, διότι διαφορετικά, εάν δηλαδή
θεωρηθούν ως αναγγελθέντες δανειστές όλοι ανεξαιρέτως οι δανειστές που
αναγγέλθηκαν εντός της οριζοµένης από το άρθρο 972§1 ΚΠολ∆ προθεσµίας, τότε ο
εγχειρόγραφος δανειστής του καθ΄ ου η κατάσχεση οφειλέτη που δεν αναγγέλθηκε
µέχρι την εγγραφή υποθήκης ή προσηµειώσεως, αλλά αναγγέλθηκε µετά απ' αυτήν,
θα έπρεπε να προτιµάται του δανειστή που κατέστη ενυπόθηκος ή προσηµειούχος
µετά την κατάσχεση, κάτι που όµως δεν σκοπήθηκε από την ανωτέρω διάταξη του
άρθρου 997§3 ΚΠολ∆205.
Συνεπώς, κατά την άποψη αυτή, αν εκπλειστηριαστεί το κατασχεµένο
ακίνητο, η υποθήκη ή προσηµείωση που ενεγράφη σε αυτό µετά την κατάσχεση έχει
πλήρη ισχύ και αναδίδει όλες τις έννοµες συνέπειές της έναντι των δανειστών του

202
Βλ. Ολ ΑΠ 7/1998, ΕΕΝ 65, 612. Στο ίδιο πνεύµα κινείται και ο Νικολόπουλος στην Ερµηνεία του
Κώδικα Πολιτικής ∆ικονοµίας των Κεραµέα/ Κονδύλη/ Νίκα, άρθρο 997, σελ. 1938
203
Βλ. Πρακτικά της Συντακτικής Επιτροπής του σχεδ. ΚΠολ∆, τόµ. VΙΙΙ σελ. 38-39
204
Βλ. ΕφΑθ 11647/1995, ΝοΒ 44, 1010, ΕφΑθ 8733/1992, ΝοΒ 41, 515. Έτσι και Βαθρακοκοίλης
στο Κώδικας Πολιτικής ∆ικονοµίας. Ερµηνευτική Νοµολογιακή Ανάλυση (κατ’ άρθρο), ό.π., σελ. 230,
κατά τον οποίο η ερµηνευτική αυτή εκδοχή προκύπτει από την χρησιµοποίηση του όρου
«αναγγελθέντες δανειστές», δηλαδή από την χρησιµοποίηση χρόνου παρωχηµένου, µε τον οποίο ο
νοµοθέτης δεν µπορεί να αναφέρεται σε µελλοντικά γεγονότα, ούτε µε τη διασφάλιση άδηλων
συµφερόντων δανειστών που δεν έχουν αναγγελθεί
205
Βλ. ΑΠ 468/1983 ΝοΒ 32, 267

60
Η προσηµείωση υποθήκης

καθ΄ ου η εκτέλεση, που αναγγέλθηκαν µετά την εγγραφή της στα οικεία βιβλία
υποθηκών. Έτσι, εφόσον η εγγραφή της προσηµειώσεως, όπως συµβαίνει στην
προκείµενη περίπτωση, έγινε µετά την επιβολή της κατασχέσεως πριν όµως από τις
αναγγελίες των δανειστών αυτή, η προσηµείωση είναι ισχυρή και παράγει έννοµες
συνέπειες µε την κατά προνοµιακή σειρά κατάταξη της ασφαλιζόµενης απαίτησης
στον πίνακα κατατάξεως και διανοµής του πλειστηριάσµατος.
Τα επιχειρήµατα της πρώτης από τις ως άνω εκτεθείσες απόψεις ηχούν,
νοµίζω, πιο πειστικά. Για ποιο λόγο θα έπρεπε να προτιµηθούν οι δανειστές που έτυχε
να έχουν αναγγείλει τις απαιτήσεις τους πριν από την εγγραφή της προσηµείωσης
έναντι αυτών που απλώς καθυστέρησαν να το πράξουν, κινούµενοι σε κάθε
περίπτωση εντός των κατά τον νόµο προβλεπόµενων προθεσµιών; Η ευνοϊκότερη
αντιµετώπιση των ταχύτερα κινούµενων δανειστών θα ισοδυναµούσε ουσιαστικά µε
περιστολή της ευχέρειας των δανειστών να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους εντός
δεκαπέντε ηµερών από την διενέργεια του πλειστηριασµού (ΚΠολ∆ 972§1) και στην
υποχρέωση τους να επιδοθούν σε έναν αγώνα δρόµου για την άµεση µετά την
επιβολή της κατάσχεσης αναγγελία τους προκειµένου να εξασφαλιστούν έναντι της
ενδεχόµενης εγγραφής προσηµειώσεων στο διάστηµα µέχρι τη λήξη της σχετικής
προθεσµίας.
Στο άρθρο 999§3 του ΚΠολ∆ ορίζεται ότι το πρόγραµµα του πλειστηριασµού
ακινήτου ή (πλέον) περίληψη κατασχετήριας έκθεσης πρέπει να επιδίδεται στον
οφειλέτη, στον τρίτο κύριο ή νοµέα και στους ενυπόθηκους δανειστές, µέσα σε είκοσι
ηµέρες από την ηµέρα της κατασχέσεως ή από την κατάθεση της εντολής για
συνέχιση της αναγκαστικής εκτελέσεως στον υπάλληλο επί του πλειστηριασµού,
όταν πρόκειται για επαναληπτικό πρόγραµµα (σύµφωνα µε τα άρθρα 973§1 και
999§5 ΚΠολ∆).
Γενικά γίνεται δεκτό206 ότι το άρθρο 999§3 εφαρµόζεται και στους
προσηµειούχους δανειστές, σύµφωνα µε το άρθρο 41 ΕισΝΚΠολ∆. Η παράλειψη της
διατυπώσεως αυτής επιφέρει ακυρότητα του πλειστηριασµού και χωρίς το στοιχείο
της βλάβης σύµφωνα µε το άρθρο 999§4 σε συνδυασµό µε άρθρο 159§1 ΚΠολ∆).

206
Βλ. Ολ ΑΠ 7/1998, ό.π., και Νικολόπουλο στην Ερµηνεία του Κώδικα Πολιτικής ∆ικονοµίας των
Κεραµέα/ Κονδύλη/ Νίκα, άρθρο 999, σελ. 1945, ο οποίος αντλεί επιχείρηµα από την διάταξη του
άρθρου 41 ΕισΝΚΠολ∆ για την επίδοση της περίληψης κατασχετήριας έκθεσης και στον
προσηµειούχο δανειστή, Βαθρακοκοίλη στο Κώδικας Πολιτικής ∆ικονοµίας. Ερµηνευτική
Νοµολογιακή Ανάλυση (κατ’ άρθρο). Τόµος ∆’, 1996, σελ. 261, Βαµβέτσου, Πλειστηριασµός
προσηµειωµένου ακινήτου, ΝοΒ 9, 883. Αντίθετος ο ∆ηµητρίου στο Προσηµείωσις και
πλειστηριασµός προσηµειωµένου ακινήτου, ΕΕΝ 30, 295

61
Η προσηµείωση υποθήκης

Και εδώ, όµως, ανακύπτει το ζήτηµα µέχρι ποιο χρονικό σηµείο θα πρέπει να
έχει εγγραφεί η προσηµείωση προκειµένου να επιδοθεί η κατασχετήρια έκθεση στον
προσηµειούχο δανειστή. Η απάντηση στο ζήτηµα αυτό δίνεται σε συνάρτηση µε την
απάντηση που δίνεται στο προεκτεθέν ζήτηµα, αναφορικά µε την πραγµατική έννοια
του όρου «αναγγελθέντες δανειστές» κατά το άρθρο 997§3 ΚΠολ∆.
Κατά την ορθότερη άποψη που στο ζήτηµα της έννοιας των αναγγελθέντων
δανειστών, τάσσεται υπέρ της συµπερίληψης σε αυτήν όλων των δανειστών,
ανεξάρτητα από το εάν αναγγέλθηκαν πριν ή µετά την εγγραφή της προσηµείωσης,
γίνεται δεκτό ότι από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 997§3 και 999§3
ΚΠολ∆ προκύπτει ότι η κατά το άρθρο 999§3 ΚΠολ∆ επίδοση της περιλήψεως της
κατασχετήριας εκθέσεως, πρέπει να γίνεται µόνο στους ενυπόθηκους ή
προσηµειούχους δανειστές που έχουν εγγράψει την υποθήκη ή την προσηµείωσή τους
πριν από την εγγραφή της κατασχέσεως στο οικείο βιβλίο, αφού µόνο αυτοί µπορούν
να αντιτάξουν αποτελεσµατικά την υπέρ αυτών εγγραφείσα υποθήκη ή προσηµείωση
έναντι εκείνου που επέβαλε την κατάσχεση και των δανειστών που αναγγέλθηκαν
εµπρόθεσµα στον πλειστηριασµό, όχι όµως και σε εκείνους που ενέγραψαν υποθήκη
ή προσηµείωση µετά την εγγραφή της κατασχέσεως στο οικείο βιβλίο, µε το
αιτιολογικό ότι οι υποθήκες ή οι προσηµειώσεις αυτών είναι ανενεργείς απέναντι
στον κατασχόντα και όλους τους δανειστές που αναγγέλθηκαν εµπρόθεσµα στον
πλειστηριασµό207.
Αντίθετα, κατά την άποψη που δέχεται την συµπερίληψη στην έννοια των
αναγγελθέντων δανειστών µόνο αυτών που είχαν αναγγελθεί πριν από την εγγραφή
της υποθήκης (ή της προσηµειώσεως), υποστηρίζεται η αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή η
περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης πρέπει να κοινοποιείται και στους δανειστές
που ενέγραψαν προσηµείωση υποθήκης µετά την επιβολή της κατασχέσεως, αφού
στην περίπτωση πλειστηριασµού του κατασχεθέντος ακινήτου, η µετά την κατάσχεση
εγγραφείσα σ' αυτό υποθήκη ή προσηµείωση υποθήκης, έχει πλήρη ισχύ και αναδίδει
όλες τις έννοµες συνέπειές της έναντι των δανειστών του καθ’ ου η εκτέλεση, που
αναγγέλθηκαν µετά την εγγραφή της στα οικεία βιβλία υποθηκών. Επιπλέον
υπογραµµίζεται ότι από καµία διάταξη νόµου δεν προκύπτει ότι η επίδοση της
περίληψης κατασχετήριας έκθεσης πρέπει να περιορίζεται µόνο στους ενυπόθηκους ή

207
Βλ. Ολ ΑΠ 7/1998, ό.π.

62
Η προσηµείωση υποθήκης

προσηµειούχους δανειστές που είχαν εγγράψει υποθήκη ή προσηµείωση πριν από την
επιβολή της αναγκαστικής κατασχέσεως208.

∆. Η ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗΣ ΥΠΟΘΗΚΗΣ

Η προσηµείωση, ως υποθήκη υπό αναβλητική αίρεση, ενδέχεται να


αποσβεστεί πριν ολοκληρώσει την αποστολή της, δηλαδή πριν τραπεί σε υποθήκη,
επειδή συνέτρεξαν λόγοι κατά το ουσιαστικό ή το δικονοµικό δίκαιο που δεν
επιτρέπουν τη διατήρησή της. Η απόσβεση της προσηµείωσης, η οποία έχει την
έννοια της αποδυνάµωσης του ουσιαστικού δικαιώµατος για διατήρηση της εγγραφής
της, αντιδιαστέλλεται από την εξάλειψη της προσηµείωσης, η οποία σηµαίνει την
πράξη του υποθηκοφύλακα µε την οποία διαγράφει την προσηµείωση από το βιβλίο
των υποθηκών. Συνεπώς, κατά το σύστηµα του ΑΚ, δεν αρκεί η ύπαρξη
αποσβεστικού λόγου της προσηµείωσης προκειµένου αυτή να καταργηθεί209.
Η διαφοροποίηση ανάµεσα σε απόσβεση και εξάλειψη αντιστοιχεί στη διπλή
διάκριση που υιοθετείται και για την σύσταση της προσηµείωσης. Όπως για τη
σύσταση της προσηµείωσης απαιτείται εκτός από τον τίτλο για την εγγραφή της και
τυπική καταχώρησή της στο βιβλίο υποθηκών, έτσι και η κατάλυσή της τελεί υπό
διπλή προϋπόθεση, αφού για αυτήν απαιτούνται δύο νοµικά γεγονότα: το ουσιαστικό,
που αναφέρεται στην απόσβεση του δικαιώµατος και το τυπικό, που αφορά τη
δηµοσιότητα και συνίσταται στην εξάλειψη της σχετικής εγγραφής210.

1. ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΠΟΣΒΕΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗΣ

Το άρθρο 1323 ΑΚ απαριθµεί τους λόγους απόσβεσης της προσηµείωσης, οι


οποίοι, εκτός από τους λόγους απόσβεσης της υποθήκης, περιλαµβάνουν επίσης την
ανάκληση της απόφασης που διέταξε την προσηµείωση και την µη τροπή της σε
υποθήκη µέσα σε ενενήντα ηµέρες από την τελεσιδικία της απόφασης που επιδικάζει
την απαίτηση. Οι λόγοι απόσβεσης της υποθήκης αναφέρονται στα άρθρα 1317,
1318, 1320 και 1321 και περιλαµβάνουν την απόσβεση της απαίτησης µε

208
Βλ. ΕφΑθ 11647/1995, ΝοΒ 44, 1010
209
Βλ. Γεωργίου, ό.π., σελ. 265
210
Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 225 επ.

63
Η προσηµείωση υποθήκης

οποιονδήποτε τρόπο, την ολοσχερή εξαφάνιση του ενυπόθηκου κτήµατος, την


παραίτηση του δανειστή, τον πλειστηριασµό του ενυπόθηκου κτήµατος και την
καταβολή του εκπλειστηριάσµατος, την παρέλευση της προθεσµίας µε την οποία είχε
παραχωρηθεί η υποθήκη, την παραγραφή της απαίτησης, και, τέλος, την ένωση στο
ίδιο πρόσωπο της κυριότητας και του δικαιώµατος της υποθήκης.
Αναφορικά µε το λόγο που προβλέπεται στο άρθρο 1323 περίπτωση 1 ΑΚ,
δηλαδή την ανάκληση της απόφασης που διέταξε την εγγραφή της προσηµείωσης,
αυτή διέπεται από τους όρους και τη διαδικασία που προβλέπουν τα άρθρα 696 επ.
ΚΠολ∆, τα οποία αναλύθηκαν ήδη εκτενώς211. Θα πρέπει να επισηµανθεί ότι αυτή
(ενν. η ανάκληση) µπορεί να είναι και µερική, σύµφωνα µε τα άρθρα 696§2, 697,
698§1 ΚΠολ∆. Στην περίπτωση αυτή, µερική θα είναι και η απόσβεση της
προσηµείωσης212.
Η εξαφάνιση του προσηµειωθέντος ακινήτου, που προβλέπεται στο άρθρο
1318 αριθ. 1 θα πρέπει να είναι ολοσχερής για να επέλθει απόσβεση της
προσηµείωσης. Σε περίπτωση απλώς αλλοίωσης ή µεταβολής του σχήµατος ή του
είδους του ακινήτου το δικαίωµα της προσηµείωσης δεν παραβλάπτεται213.
Πέρα από την πρόβλεψη στο ουσιαστικό µας δίκαιο των λόγων που οδηγούν
στην απόσβεση της προσηµείωσης, και το δικονοµικό µας δίκαιο, επαναλαµβάνοντας
την διάταξη του άρθρου 1279 ΑΚ, ορίζει στο άρθρο 1005§3 εδ. α’ ΚΠολ∆ ότι η
καταβολή του πλειστηριάσµατος από τον υπερθεµατιστή επιφέρει απόσβεση της
προσηµείωσης που υπάρχει στο ακίνητο. Εισάγεται, εποµένως, µία ex lege απόσβεση
της προσηµείωσης214, η οποία δεν έλκει την προέλευσή της ούτε από την απόσβεση
της απαίτησης (όπως συµβαίνει µε τη διάταξη του άρθρου 1317 ΑΚ), ούτε από το
τυπικό κύρος της εγγραφής της (όπως συµβαίνει µε τη διάταξη του άρθρου 1329 ΑΚ,
η οποία προβλέπει ακυρότητα της εγγραφής της υποθήκης, όταν από αυτήν προκύπτει
αβεβαιότητα για το πρόσωπο του δανειστή ή του οφειλέτη ή για το ενυπόθηκο
ακίνητο ή για το ποσόν της ασφαλιζόµενης απαίτησης, όταν δεν έχει χρονολογία ή
όταν έγινε µε βάση άκυρο τίτλο). Αυτή, ωστόσο, η ex lege απόσβεση της
προσηµείωσης γενικά είναι προσωρινή, αφού τελεί υπό την διαλυτική αίρεση ότι δεν
θα ακυρωθεί ο πλειστηριασµός, σύµφωνα µε την ΚΠολ∆ 1005§3 εδ. γ’. Μετά την
τελεσίδικη, και όχι απλώς οριστική ακύρωση του πλειστηριασµού, θα πρέπει οι

211
Βλ. παραπάνω σελ. 27 επ.
212
Βλ. Τζίφρα, Η εγγραφή προσηµειώσεως υποθήκης, σελ. 811
213
Βλ. Βαβούσκου, ό.π., σελ. 834
214
Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 235

64
Η προσηµείωση υποθήκης

περιουσιακές µεταβολές που συντελέστηκαν δυνάµει αυτού να αποκατασταθούν. Η


ρητά προβλεπόµενη στο άρθρο 1005§3 εδ. γ’ ΚΠολ∆ αναβίωση των βαρών δεν
επέρχεται αυτόµατα. Για λόγους ασφάλειας των συναλλαγών θα πρέπει ο δανειστής
να µεριµνήσει για την επανεγγραφή τους215.
Χαρακτηριστικά, η πρόσφατη νοµολογία αναφέρει: «αν ακυρωθεί ο
πλειστηριασµός, οι υποθήκες και προσηµειώσεις, που είχαν εξαλειφθεί µε αίτηση του
υπερθεµατιστή µετά την καταβολή του πλειστηριάσµατος, αναβιώνουν αυτοδικαίως
(δηλ. χωρίς την ανάγκη δικαστικής περί τούτου αποφάσεως) µε αναδροµική ενέργεια,
ήτοι µε τη χρονική σειρά της εγγραφής τους. Η αναβίωση όµως αυτή επέρχεται µόνο
από και µε τη σηµείωση από τον υποθηκοφύλακα στα σχετικά βιβλία της ακυρωτικής
του πλειστηριασµού αποφάσεως, χωρίς την οποία οι δικαιούχοι των υποθηκών και
προσηµειώσεων δανειστές δεν δικαιούνται να επικαλεσθούν ή να ασκήσουν τις
εξουσίες τους από τα δικαιώµατα αυτά. Τούτο είναι σύµφωνο και µε την αρχή της
δηµοσιότητας, που διέπει το δίκαιο των υποθηκών και µε την ασφάλεια των
συναλλαγών»216.

2. ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗΣ

Σύµφωνα µε την διάταξη του άρθρου 1330 ΑΚ, η προσηµείωση εξαλείφεται


είτε µε συναίνεση του δανειστή, που παρέχεται όπως και για την εξάλειψη της
υποθήκης, είτε αν προσαχθεί απόφαση που ανακαλεί την απόφαση που είχε διατάξει
την εγγραφή της ή απόφαση που ειδικά διατάσσει την εξάλειψή της προσηµείωσης,
είτε αν από την τελεσίδικη επιδίκαση της απαίτησης πέρασαν ενενήντα µέρες χωρίς η
προσηµείωση να τραπεί σε υποθήκη.
Για την συναίνεση του δανειστή, αφού αυτή παρέχεται όπως για την εξάλειψη
της υποθήκης, απαιτείται µονοµερής συµβολαιογραφική δήλωση, σύµφωνα µε την
ΑΚ 1325. Στην περίπτωση που ο δανειστής, παρότι έχει αποσβεσθεί νοµίµως η
προσηµείωση, αρνείται να συναινέσει στην εξάλειψή της, η συναίνεσή του
αντικαθίσταται από την απόφαση του Μονοµελούς Πρωτοδικείου, η οποία εκδίδεται

215
Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 237, Γέσιου- Φαλτσή, ∆ίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης ΙΙ. Ειδικό
Μέρος, 2001, §61, αριθ. 60, σελ. 516. Αντίθετος φαίνεται ο Νικολόπουλος, σε Κεραµέα/
Κονδύλη/Νίκα, ΚΠολ∆ άρθρο 1005, αριθ. 13, σελ. 1970
216
Βλ. ΑΠ 397/2003, Ελλ∆νη 44, 746

65
Η προσηµείωση υποθήκης

µετά από σχετική αίτηση του οφειλέτη κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών
µέτρων217.
Όπως αναφέρει η ΑΚ 1330 «η προσηµείωση εξαλείφεται αν προσαχθεί
απόφαση που ανακαλεί την απόφαση που είχε διατάξει την εγγραφή της προσηµείωσης
ή απόφαση που διατάζει την εξάλειψή της». Η πρώτη περίπτωση αναφέρεται στην
εγγραφή προσηµείωσης που έλαβε χώρα δυνάµει δικαστικής απόφασης, ενώ η
δεύτερη βρίσκει έδαφος εφαρµογής κυρίως στην περίπτωση εγγραφής προσηµείωσης
που πραγµατοποιήθηκε δυνάµει διαταγής πληρωµής218, αλλά και όταν η
προσηµείωση έχει αποσβεστεί για άλλους λόγους π.χ. επειδή η εγγραφή της είναι
άκυρη219.
Αν υπάρχει απόφαση που ανακαλεί εκείνη που διέταξε την εγγραφή της
προσηµείωσης, η προσκόµιση στον υποθηκοφύλακα σχετικής αίτησης καθώς και
αντιγράφου της ανακλητικής απόφασης, οδηγεί σε εξάλειψη της προσηµείωσης. Η
ανακλητική απόφαση δεν είναι αναγκαίο να περιέχει ειδική διαταγή εξάλειψης της
προσηµείωσης220.
Και χωρίς την ύπαρξη αυτής της ανακλητικής απόφασης είναι δυνατό να
διαταχθεί η εξάλειψη της προσηµείωσης µε απόφαση που εκδίδεται ειδικά για τον
σκοπό αυτό (απόφαση εξάλειψης), η διαδικασία έκδοσης της οποίας δεν προβλέπεται
ευθέως στο νόµο, εφαρµόζονται πάντως και γι’ αυτήν οι διατάξεις των ασφαλιστικών
µέτρων (άρθρα 696 επ. ΚΠολ∆)221. Αυτό συµβαίνει όταν η προσηµείωση έχει ήδη
αποσβεστεί για οποιονδήποτε από τους προβλεπόµενους στο νόµο λόγους ή έχει

217
Βλ. ΕφΑθ 8365/1989, Ελλ∆νη 34, 1375
218
Πρβλ. Καµενόπουλου, Εξάλειψις προσηµειώσεως εγγραφείσης επί τη βάσει διαταγής πληρωµής,
ΕΕΝ 41, σελ. 279, ο οποίος υποστηρίζει ότι η απόφαση που διατάσσει την εξάλειψη βρίσκει εφαρµογή
µόνο στην προσηµείωση υποθήκης που ενεγράφη βάσει διαταγής πληρωµής και σε καµία άλλη
περίπτωση, παραβλέποντας τις περιπτώσεις που η προσηµείωση έχει ήδη αποσβεστεί για άλλο λόγο ή
έχει εγγραφεί άκυρα
219
Για τη διαδικασία εξάλειψης της προσηµείωσης που ενεγράφη βάσει διαταγής πληρωµής βλ.
αναλυτικά το αµέσως επόµενο κεφάλαιο
220
Βλ. Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, σελ. 490, Βαθρακοκοίλη, ό.π., σελ. 1837
221
Βλ. Γεωργίου, ό.π., σελ. 266, Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, σελ. 490, Καµενόπουλος,
ό.π., σελ. 278 επ., Βοσινάκη σε ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, άρθρο 1330, αρ. 4 επ., ΜονΠρωτΑθ
6529/1989, ∆ 21, 70. Αντίθ. Μον ΠρωτΑθ 289/1989, ∆ 20, 333, η οποία δέχεται ότι η απόφαση που
διατάσσει την εξάλειψη προσηµείωσης υποθήκης πρέπει να εκδοθεί από το καθ’ ύλην αρµόδιο
δικαστήριο κατά την τακτική διαδικασία, µε αντίθετο σχόλιο Καµενόπουλου και ΜονΠρωτΑθ
19987/1987, Ελλ∆νη 29, 579 κατά την οποία: «προς την ανάκληση της σχετικής απόφασης και την
εξάλειψη της προσηµείωσης πρέπει να λεχθεί ότι αυτή µπορεί να διαταχθεί από το ∆ικαστήριο που
διέταξε το ασφαλιστικό µέτρο της προσηµείωσης, µόνο αν η τελευταία (προσηµείωση) δεν έχει
µετατραπεί σε υποθήκη, γιατί µετά την τέτοια µετατροπή αυτής µόνο η άσκηση τακτικής αγωγής για την
εξάλειψη της υποθήκης (σε περίπτωση που δε συναινεί ο δανειστής) θα είναι κατά τα άρθρα
1317,1324,1327 και 1328 ΑΚ δυνατη, ενώπιον του κατά τις γενικές διατάξεις αρµοδίου ∆ικαστηρίου που
δικάζει κατά την τακτική διαδικασία»

66
Η προσηµείωση υποθήκης

εγγραφεί άκυρα222. Στην περίπτωση που από την τελεσίδικη επιδίκαση της απαίτησης
πέρασαν ενενήντα µέρες χωρίς να τραπεί σε υποθήκη, ο υποθηκοφύλακας, εφόσον
διαπιστώσει από τα σχετικά έγγραφα που του προσκοµίζονται ότι πέρασε άπρακτη η
ανωτέρω προθεσµία, έχει υπηρεσιακό καθήκον να διαγράψει (δηλαδή να εξαλείψει)
την προσηµείωση από τα οικεία βιβλία. Αν ο υποθηκοφύλακας αρνηθεί να προβεί
στη ζητούµενη εξάλειψη, µπορεί να εξαναγκαστεί έπειτα από απόφαση του
δικαστηρίου που εκδίδεται υπό τις προϋποθέσεις και µε τη διαδικασία του άρθρου
791 ΚΠολ∆223.
Θα πρέπει να σηµειωθεί ότι το άρθρο 1330 ΑΚ δεν αποβλέπει ρητά ως λόγο
εξάλειψης της προσηµείωσης και την ακυρότητα της εγγραφής της, όπως συµβαίνει
για την υποθήκη στα άρθρα 1328, 1329 ΑΚ. Γίνεται δεκτό, ωστόσο, στην νοµολογία
ότι την ακυρότητα µπορεί, όπως και στην εγγεγραµµένη υποθήκη, να κρίνει το
δικαστήριο και να διατάξει, σε περίπτωση διαπίστωσής της, την εξάλειψη της
σχετικής προσηµείωσης224.
Σύµφωνα, τέλος, µε το άρθρο 1005§3 εδ. β’ ΚΠολ∆, την εξάλειψη των
υποθηκών, κατασχέσεων και προσηµειώσεων που είναι γραµµένες στο ακίνητο, έχει
δικαίωµα να ζητήσει και ο υπερθεµατιστής, µετά την καταβολή του
πλειστηριάσµατος.

3. Η ∆ΙΑ∆ΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ

Όπως αναφέρθηκε και σε προηγούµενο κεφάλαιο225, αρµόδιο δικαστήριο να


ανακαλέσει την απόφαση ασφαλιστικών µέτρων βάσει της οποίας ενεγράφη η
προσηµείωση είναι, στην περίπτωση της ΚΠολ∆ 696 το δικαστήριο που εξέδωσε την
απόφαση αυτή ή το δικαστήριο της κύριας δίκης στην περίπτωση της ΚΠολ∆ 697 ή
τα δικαστήρια της ΚΠολ∆ 698§2, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην §1 της
τελευταίας διάταξης.
∆ιχογνωµία ανέκυψε αναφορικά µε την ακολουθητέα διαδικασία και τα
νοµικά θεµέλιά της για την εξάλειψη προσηµείωσης που ενεγράφη µε βάση διαταγή

222
Βλ. Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, σελ. 490
223
Βλ. Γεωργίου, ό.π., σελ. 268
224
Βλ. ΜονΠρωτΑθ 6529/1989, ∆ 21, 70, την ίδιας άποψης και ο Γεωργίου, ό.π., σελ. 266
225
Βλ. παραπάνω, σελ. 27 επ.

67
Η προσηµείωση υποθήκης

πληρωµής. Για να εξαλειφθεί η προσηµείωση που ενεγράφη βάσει διαταγής


πληρωµής θα πρέπει προηγουµένως να ακυρωθεί τελεσιδίκως ο τίτλος βάσει του
οποίου έχει εγγραφεί, δηλαδή η διαταγή πληρωµής. Θα πρέπει δηλαδή να ασκηθεί
από τον οφειλέτη η σχετική ανακοπή και µόνο µετά την τελεσιδικία της ακυρωτικής
απόφασης θα µπορεί να ζητηθεί από το δικαστήριο η έκδοση απόφασης εξάλειψης
της προσηµείωσης226.
Κατά µία άποψη227, αρµόδιο για την εξάλειψη είναι το δικαστήριο που
εξέδωσε τη διαταγή πληρωµής και ακολουθητέα η διαδικασία των ασφαλιστικών
µέτρων. Κατά την άποψη αυτή, η προσηµείωση, ανεξάρτητα από τον τρόπο µε τον
οποίο έγινε η εγγραφή της, αποτελεί ασφαλιστικό µέτρο, και εφόσον για την έκδοση
της διαταγής πληρωµής δεν είναι αναγκαία η προηγούµενη αυθεντική διάγνωση, το
ίδιο θα ισχύει και για την εξάλειψή της, ιδίως µάλιστα όταν σε αυτό συναινεί ο
δανειστής. Η απάντηση που δίνεται στο ερώτηµα ποιό είναι το αρµόδιο για την
έκδοση της απόφασης εξάλειψης δικαστήριο, είναι το εκδόν την διαταγή πληρωµής
δικαστήριο, χωρίς να αποκλείεται παρέκταση της αρµοδιότητας κατ΄ άρθρον 42
ΚΠολ∆.
Με σηµείο εκκίνησης την προεκτεθείσα άποψη, υποστηρίζεται και η άποψη228
ότι στην περίπτωση που έχει ασκηθεί ανακοπή κατά της διαταγής πληρωµής, το
δικαστήριο της ανακοπής είναι το δικαστήριο της κύριας υπόθεσης, άρα και το
αποκλειστικά αρµόδιο εξαιτίας συνάφειας για κάθε παρεπόµενο ζήτηµα, εποµένως
και για να διατάξει την εξάλειψη της προσηµείωσης.
Τέλος, υποστηρίζεται και η άποψη229 ότι η εξάλειψη γίνεται στο πλαίσιο
εφαρµογής του άρθρου 724§2 ΚΠολ∆, το οποίο παρέχει στο δικαστήριο που εξέδωσε
τη διαταγή πληρωµής τη δυνατότητα να αναστείλει ολικά ή εν µέρει την εκτέλεση
των ασφαλιστικών µέτρων που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο του ίδιου
άρθρου, µεταξύ των οποίων και η προσηµείωση, αν πιθανολογείται η εξόφληση ή η

226
Βλ. Γεωργίου, ό.π., σελ. 268
227
Βλ. Καµενόπουλου, ό.π., σελ. 279 επ., Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, σελ. 490,
Βοσινάκη σε ΑΚ Γεωργιάδη Σταθόπουλου, άρθρο 1330, αρ. 6, ΜονΠρωτΑθ 6529/1989, ∆ 21, 70 κατά
την οποία: «η αίτηση για εξάλειψη προσηµείωσης που έχει εγγραφεί µε βάση διαταγή πληρωµής,
ανεξάρτητα από το ζήτηµα της εφαρµογής ή µη της Πολ∆ 724 παρ. 2, για το οποίο υπάρχει διχογνωµία,
εκδικάζεται από το δικαστήριο που εξέδωσε τη διαταγή πληρωµής και αποκλειστικά κατά τη διαδικασία
των ασφαλιστικών µέτρων»
228
Βλ. Μπέη, ΕρµΚΠολ∆, άρθρο 724, σελ. 584 επ.
229
Βλ. Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα, σελ. 143, Τζίφρα, Η εγγραφή προσηµειώσεως υποθήκης, σελ.
811, Βαβούσκου, ό.π., σελ. 776. Η άποψη αυτή, ωστόσο, επικρίνεται µε το σκεπτικό ότι η εν λόγω
διάταξη αφορά στην αναστολή της δυνατότητας εγγραφής προσηµείωσης µε διαταγή πληρωµής και
όχι στην προσηµείωση πουέχει ήδη εγγραφεί µε αυτήν, βλ. Βοσινάκη, ό.π.

68
Η προσηµείωση υποθήκης

ανυπαρξία, ολική ή εν µέρει, της απαίτησης για την οποία έχει εκδοθεί η διαταγή
πληρωµής. Στην περίπτωση αυτή ακολουθητέα είναι η κατ’ άρθρο 702§1 ΚΠολ∆
διαδικασία εκδίκασης των δικών περί την εκτέλεση των ασφαλιστικών µέτρων, στην
οποία παραπέµπει η ΚΠολ∆ 724§2. Έτσι, οδηγούµαστε και πάλι στην διαδικασία των
άρθρων 686 επ. ΚΠολ∆, δηλαδή στη διαδικασία των ασφαλιστικών µέτρων µε
αρµόδιο το δικαστήριο που εξέδωσε την διαταγή πληρωµής, η διαδροµή αυτή
ωστόσο πραγµατοποιείται µε ενδιάµεσους σταθµούς τις ΚΠολ∆ 724§2, 702§1.
∆ιάδικοι στη σχετική δίκη θα είναι αφενός ο αιτών την εξάλειψη και
αφετέρου ο καθ΄ ου η αίτηση. Αιτών είναι όποιος έχει έννοµο συµφέρον, και
ειδικότερα, ο κύριος του ακινήτου επί του οποίου ενεγράφη η προσηµείωση, ο
καθολικός ή ο ειδικός διάδοχός του, ο επόµενος κατά σειρά ενυπόθηκος δανειστής,
και κάθε τρίτος, ο οποίος αποδεικνύει ότι το ακίνητο ανήκει σε αυτόν και όχι στον
οφειλέτη του εγγράψαντος την προσηµείωση. Αντίστοιχα, καθ’ ου η αίτηση είναι
αυτός υπέρ του οποίου είναι εγγεγραµµένη η αίτηση της οποίας ζητείται η
εξάλειψη230.

Ε. ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΕΙ∆ΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ


ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗΣ

1. Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΗΜΕΙΟΥΧΟΥ ∆ΑΝΕΙΣΤΗ ΣΤΗΝ


ΠΤΩΧΕΥΣΗ

Η θέση του προσηµειούχου δανειστή σε περίπτωση πτώχευσης του οφειλέτη


είναι ένα από τα ζητήµατα που έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τόσο τη θεωρία όσο και τη
νοµολογία.
Σύµφωνα µε θεµελιώδη αρχή του πτωχευτικού δικαίου, η πτώχευση έχει ως
αποτέλεσµα την αναστολή των ατοµικών διώξεων των πτωχευτικών πιστωτών
εναντίον του πτωχεύσαντος οφειλέτη231. Οι πτωχευτικοί πιστωτές χάνουν δηλαδή την
δυνατότητα να ασκούν ένδικα βοηθήµατα κατά του πτωχού, να συνεχίζουν δίκες που
230
Βλ. Τζίφρα, Η εγγραφή προσηµειώσεως υποθήκης, σελ. 811
231
Βλ. ΑΠ 1491/2002, ∆ΕΕ 17, 851, ΑΠ 1781/2001, ΕΕµπ∆ 43, 147, ΕφΑθ 2366/2001, ∆ΕΕ 15, 1250,
Ρόκα Ν., Στοιχεία πτωχευτικού δικαίου, 1997, σελ. 32, Ρόκα Κ., Πτωχευτικόν ∆ίκαιον, 1978, σελ. 145
επ, Κοτσίρη, Πτωχευτικό ∆ίκαιο, 1998, σελ. 301 επ., Ψυχοµάνη, Πτωχευτικό ∆ίκαιο, 2003, σελ. 76 επ.

69
Η προσηµείωση υποθήκης

είχαν ήδη αρχίσει και βρίσκονταν στον πρώτο βαθµό δικαιοδοσίας πριν από την
κήρυξη της πτώχευσης, να ασκούν έφεση και να συνεχίζουν τη δίκη στον δεύτερο
βαθµό δικαιοδοσίας, να επισπεύδουν ή να συνεχίζουν αναγκαστική εκτέλεση σε
βάρος του πτωχού και να αναγγέλλουν τις απαιτήσεις τους σε πλειστηριασµό κατά
του πτωχού232.
Η αναστολή των ατοµικών διώξεων, αν και αποτελεί µία από τις
σηµαντικότερες συνέπειες της επιβολής της πτώχευσης, δεν καθιερωνόταν µέχρι
πρόσφατα ρητά στην νοµοθεσία µας, αλλά συναγόταν ερµηνευτικά από επιµέρους
διατάξεις του Εµπορικού Νόµου233. Ειδικότερα, συναγόταν από την διάταξη του
άρθρου 534 ΕµπΝ, που προέβλεπε την εξαιρετική νοµιµοποίηση του συνδίκου ως µη
δικαιούχου διαδίκου σε δίκες που αφορούν στην πτωχευτική περιουσία, τη διάταξη
του άρθρου 536, τις διατάξεις των άρθρων 634 και 637 ΕµπΝ (επιχείρηµα a contrario)
που προέβλεπαν τη δυνατότητα ανάκτησης και ανάληψης αντιστοίχως των ατοµικών
διώξεων από τους πιστωτές, εάν ο πτωχός δεν κηρυχτεί συγγνωστός µετά το στάδιο
της ένωσης και στην περίπτωση παύσης των εργασιών της πτώχευσης λόγω έλλειψης
ενεργητικού αντίστοιχα, και τέλος από την διάταξη του άρθρου 665 ΕµπΝ, που
προέβλεπε ότι µετά την κήρυξη της πτώχευσης οι πιστωτές δεν µπορούν να προβούν
σε αναγκαστική εκποίηση ακινήτου, εφόσον δεν έχουν προνόµιο ή υποθήκη.
Από τις παραπάνω διατάξεις προέκυπτε σαφώς η εξαίρεση από την αναστολή
των ατοµικών διώξεων των ενέγγυων και συγκεκριµένα των ενυπόθηκων και των
ενεχυρούχων δανειστών. Ωστόσο, αυτή η προνοµιακή µεταχείριση δεν
κατοχυρωνόταν µε σαφήνεια και για τους προσηµειούχους πιστωτές, γεγονός που
είχε πυροδοτήσει έντονη διχογνωµία σχετικά µε την υπαγωγή ή µη των
προσηµειούχων δανειστών σε αυτήν.
Κατά την κρατούσα στη νοµολογία άποψη234, η οποία κατατάσσει τον
προσηµειούχο δανειστή σε ενδιάµεση κλίµακα σε σχέση µε αυτήν των

232
Βλ. Γιοβαννόπουλου, Ζητήµατα σχετικά µε τη διαταγή πληρωµής προσηµειούχου δανειστή κατά
του πτωχεύσαντος οφειλέτη, ΕπισκΕ∆ 2004, 314
233
Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 294, Γιοβαννόπουλου, ό.π., σελ. 315, ∆ραγατσίκη Σ., Εξαίρεση των
προσηµειούχων δανειστών από την αναστολή των ατοµικών διώξεων κατά πτωχεύσαντος οφειλέτη,
Αρµ 2004, 1769
234
Βλ. ΑΠ 1392/1999, ΧρΙ∆ Α/2001, 79, η οποία καταλήγει στην αποδοχή της θέσης ότι «η αγωγή µε
την οποία ζητείται η επιδίκαση της ασφαλισµένης µε προσηµείωση απαιτήσεως δεν υπόκειται στην
αναστολή των ατοµικών διώξεων κατά του πτωχεύσαντος, υπό τον όρο όµως ότι θα επακολουθήσει η
τροπή αυτής σε υποθήκη, η οποία έκτοτε θεωρείται ότι αποκτήθηκε από την ηµέρα εγγραφής της
προσηµειώσεως», ΑΠ 521/2002, Ελλ∆νη 43, 1693, «ο δανειστής του πτωχεύσαντος, που έχει εγγράψει
προσηµείωση υποθήκης πριν από την πτώχευση, σε ακίνητο της πτωχευτικής περιουσίας, εξαιρείται από
την αναστολή των ατοµικών διώξεων δικαιούµενος να επιδιώξει την ικανοποίηση του από το υπέγγυο

70
Η προσηµείωση υποθήκης

εγχειρόγραφων αφενός και των ενυπόθηκων αφετέρου, και ο δανειστής που έχει
εγγράψει πριν από την πτώχευση προσηµείωση σε ακίνητο της πτωχευτικής
περιουσίας υπόκειται στην αναστολή των ατοµικών διώξεων, εξαιρείται όµως από
αυτήν προκειµένου να τρέψει εγκύρως και εγκαίρως την προσηµείωση σε υποθήκη.
Η άρση δηλαδή των ατοµικών διώξεων φαίνεται να εξισορροπείται από τη
δυνατότητα που παρέχεται στον προσηµειούχο δανειστή, παρά την απώλεια των
ατοµικών καταδιωκτικών µέτρων, να στραφεί κατ’ εξαίρεση εναντίον του πτωχού
που εκπροσωπείται από τον σύνδικο και να επιδιώξει την απόκτηση τίτλου κατ΄
αυτού, αν δεν το έχει επιτύχει ήδη πριν την κήρυξη της πτώχευσης, ώστε στη
συνέχεια, µετά την τελεσιδικία του τίτλου, να µπορεί να προβεί σε τροπή της
προσηµείωσης σε υποθήκη.
Τα ένδικα βοηθήµατα και µέσα µε τα οποία επιδιώκεται η τελεσίδικη
επιδίκαση της ασφαλισµένης µε προσηµείωση απαίτησης, εξαιρούνται από την
αναστολή των ατοµικών διώξεων, µόνο ως προς το ύψος της ασφαλισµένης µε
προσηµείωση απαίτησης και ενόψει της εµπρόθεσµης τροπής της υφιστάµενης
προσηµείωσης σε υποθήκη. Κατά τα λοιπά θα πρέπει να αναζητήσει την ικανοποίησή
του ως εγχειρόγραφος, τουλάχιστον πριν την τροπή της προσηµείωσής του σε
υποθήκη235.
Η άποψη αυτή βρίσκει έρεισµα στην γραµµατική ερµηνεία των σχετικών
διατάξεων του Εµπορικού νόµου σε συνδυασµό µε την ΑΚ 1277, η οποία ορίζει ότι
«η προσηµείωση χορηγεί µόνο δικαίωµα προτίµησης για την απόκτηση
υποθήκης»236, µε αποτέλεσµα να µην µπορεί να εξοµοιωθεί µε την υποθήκη.
Επιπλέον η επιδίωξη της τελεσιδικίας θεωρείται κατά την άποψη αυτή ότι δεν
καλύπτεται από την αρχή της άρσης των ατοµικών διώξεων, αφού δεν λειτουργεί ως

πράγµα µε αναγκαστική επ' αυτού εκτέλεση. Προς τούτο µπορεί να επιδιώξει µε αγωγή κατά του
οφειλέτη, εκπροσωπούµενου από το σύνδικο, την επιδίκαση της ασφαλισµένης απαίτησης κατ' άρθρο
1277 ΑΚ, προς κτήση τίτλου, εκτελεστού ή προς το σκοπό τροπής της προσηµείωσης σε υποθήκη», ΑΠ
649/1996, ∆ 27, 1991, ΕφΠειρ 182/1998, ΕΕµπ∆ 1998, 825, ΕφΑθ 8606/1986, Ελλ∆νη 28, 697,
Κοτσίρη, ό.π., σελ. 322, Ψυχοµάνη, Πτωχευτικό δίκαιο. Επίτοµη ερµηνευτική προσέγγιση. 2003, σελ.
85, Γιοβαννόπουλου, ό.π., σελ. 321 επ., Ρόκα Ν., ό.π., σελ. 35, ο οποίος δέχεται τη δυνατότητα τροπής
της προσηµείωσης σε υποθήκη κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας
235
Βλ. Γιοβαννόπουλου, ό.π., σελ. 321
236
Βλ. ΕφΑθ 3977/1990, ΕΕµπ∆ 1992, 291 κατά την οποία «ειδικόν όµως προνόµιον δεν απολαµβάνει
η διά προσηµειώσεως υποθήκης ασφαλισµένη απαίτηση, εφόσον κατά τη σαφή έννοια του άρθρ. 1277
ΑΚ, η προσηµείωση χορηγεί δικαίωµα µόνον προτιµήσεως προς απόκτηση υποθήκης, υπό τη διπλή
αίρεση της τελεσίδικης επιδικάσεως της απαιτήσεως και της τροπής εις υποθήκην, εντός της υπό του
άρθρ. 1323 ΑΚ, οπότε ηρτηµένης της αιρέσεως αυτής ο προσηµειούχος δανειστής δεν εξισούται προς
ενυπόθηκο δανειστή αλλά έχει µόνο την προσδοκία να συστηθεί υπέρ αυτού εµπράγµατο υποθηκικό
δικαίωµα»

71
Η προσηµείωση υποθήκης

άσκηση ατοµικής δίωξης, αλλά αποσκοπεί στην τροπή της προσηµείωσης σε


υποθήκη, δηλαδή στην άσκηση δικαιώµατος προς πλήρωση αίρεσης237.
Στο παρελθόν υποστηρίχθηκε πάντως και η ακραία άποψη238 ότι µετά την
κήρυξη της πτώχευσης αποκλείεται ακόµη και η τροπή της προϋπάρχουσας
προσηµείωσης σε υποθήκη. Η άποψη αυτή πάντως δεν υποστηρίζεται πλέον, αφού
και τα επιχειρήµατα που προτάθηκαν κατά της άποψη αυτής είναι σε µεγάλο βαθµό
πειστικά239.
Η αντίθετη άποψη, που φαίνεται να κρατεί στη θεωρία240και υποστηρίχθηκε
µόνο σποραδικά στη νοµολογία241, στο πλαίσιο ευρείας διασταλτικής ερµηνείας
δέχεται ότι από την αναστολή των ατοµικών διώξεων εξαιρούνται αδιάκριτα και οι
προσηµειούχοι δανειστές, οι οποίοι απολαύουν κατ’ αυτόν τον τρόπο της ίδιας
προνοµιακής θέσης µε τους ενυπόθηκους δανειστές. Στο πλαίσιο της άποψης αυτής
γίνεται δεκτό ότι ο προσηµειούχος δανειστής δικαιούται και πριν ακόµα από την
τροπή της προσηµείωσης σε υποθήκη να αναγγείλει απευθείας (και όχι µέσω του
συνδίκου) την απαίτησή του και να καταταγεί σε τυχόν διενεργούµενο µετά την
κήρυξη της πτώχευσης πλειστηριασµό242. Παράλληλα γίνεται δεκτό ότι η παρεχόµενη
στον προσηµειούχο δανειστή προστασία δεν θα πρέπει να είναι ηµιτελής και θα
πρέπει να περιλαµβάνει και το προς επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης δικαίωµα243.
Μετά την πρόσφατη θέση σε ισχύ του νέου Πτωχευτικού Κώδικα µε το Ν.
3588/2007, τα δεδοµένα έχουν αλλάξει ως προς την αναστολή των ατοµικών διώξεων
των πτωχευτικών πιστωτών εναντίον του πτωχεύσαντος οφειλέτη. Αυτή
καθιερώνεται πλέον ρητά στο άρθρο 25 του νέου Πτωχευτικού Κώδικα. Ειδικά ως
προς τους ενέγγυους πιστωτές γίνεται πρόβλεψη στο άρθρο 26. Στη δεύτερη
παράγραφο του άρθρου αυτού προβλέπεται ρητά ότι η αναστολή των ατοµικών
διώξεων δεν ισχύει ως προς τους ενέγγυους πιστωτές. Και εδώ βέβαια τίθεται το
237
Βλ. Ψυχοµάνη, ό.π., σελ. 85
238
Βλ. Αναστασιάδη, Ελληνικόν εµπορικόν δίκαιον, τόµος 3, εκδ. β’ ,1938, σελ. 219, υποσηµ. 137,
ΠρωτΑθ 8912/1966, ΝοΒ 14, 453 επ., µε αντίθετη σηµείωση Κ. Ρόκα
239
Βλ. Τσαντίνη, Η άσκηση ατοµικών καταδιωκτικών µέτρων κατά του πτωχού από τον προσηµειούχο
πτωχευτικό πιστωτή, ∆ 29, 1219. Μεταξύ άλλων αναφέρει ότι η άποψη αυτή παραγνωρίζει τη διάταξη
του άρθρου 2 ν.δ. 4001/59, το οποίο επιτρέπει στην πιστώτρια τράπεζα την τροπή της προσηµείωσης
σε υποθήκη, έστω και αν αυτή έχει εγγραφεί εντός της ύποπτης περιόδου.
240
Βλ. Γέσιου- Φαλτσή, Κατάταξη προσηµειούχων δανειστών επί πτωχεύσεως, 158, Απαλαγάκη, ό.π.,
σελ. 98 επ., Τσανίνη, ό.π, 1220
241
Βλ. ΕφΑθ 2478/1977, Αρµ 31, 762, η οποία δέχεται ότι : «προς τους εµπραγµάτως ησφαλισµένους
πιστωτάς αίτινες δε δεσµεύονται εκ του πτωχευτικού συµβιβασµού, εξοµοιούνται και οι έχοντες
εγκύρως εγγράψει προσηµείωσιν υποθήκης επί των ακινήτων του πτωχού»
242
Γέσιου- Φάλτση, Κατάταξη προσηµειούχων δανειστών επί πτωχεύσεως. Γνωµοδότηση, Αρµ 51,
158
243
Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 99, υποσηµ. 203

72
Η προσηµείωση υποθήκης

ερώτηµα εάν στους ενέγγυους πιστωτές περιλαµβάνονται και οι προσηµειούχοι. Η


ορολογική διαφοροποίηση όµως που επέρχεται στο άρθρο αυτό, στην πρώτη
παράγραφο του οποίου γίνεται λόγος για πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις
εξασφαλίζονται µε ειδικό προνόµιο ή εµπράγµατη ασφάλεια, και όχι για πιστωτές
που έχουν προνόµιο, ενέχυρο ή υποθήκη, όπως συνέβαινε π.χ. µε το άρθρο 536 ΕµπΝ
µας επιτρέπει, νοµίζω, να κινηθούµε προς την κατεύθυνση της συµπερίληψης των
προσηµειούχων δανειστών στην έννοια των ενέγγυων, αφού η εµπράγµατη ασφάλεια
αποτελεί ευρύτερη έννοια, η οποία περιλαµβάνει όλα τα δικαιώµατα εµπράγµατης
ασφάλειας, άρα και την προσηµείωση υποθήκης.
Από τις ρυθµίσεις που εισάγονται µε το άρθρο 26 του νέου Πτωχευτικού
Κώδικα, αξίζει να σηµειωθεί αυτή που εισάγεται στην τρίτη παράγραφο του, η οποία
θεσπίζει την κατά µέγιστο χρόνο δέκα µηνών αναστολή των ατοµικών διώξεων
ακόµη και των ενέγγυων πιστωτών επί περιουσιακών στοιχείων του πτωχεύσαντος
που συνδέονται όµως λειτουργικά και άµεσα µε την επιχειρηµατική δραστηριότητά
του ή µε παραγωγική µονάδα ή εκµετάλλευση του.
Θα πρέπει να σηµειωθεί επίσης ότι η εξαίρεση των ενέγγυων πιστωτών από
την αναστολή των ατοµικών διώξεων υπόκειται και αυτή σε εξαίρεση. Σύµφωνα µε
την πέµπτη παράγραφο του ίδιου άρθρου και οι ατοµικές διώξεις των ενέγγυων
πιστωτών υπόκεινται σε αναστολή, σε περίπτωση που αποφασιστεί η εκποίηση της
επιχείρησης ως συνόλου, σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 84 και µέχρι το πέρας
της διαδικασίας αυτής.
Εκτός από την αναστολή των ατοµικών διώξεων, µία ακόµη συνέπεια της
κήρυξης της πτώχευσης είναι η παύση της τοκοφορίας των πιστώσεων που δεν
ασφαλίζονται µε υποθήκη, ενέχυρο ή προνόµιο ως προς την οµάδα των πιστωτών
(άρθρο 536 ΕµπΝ και ήδη άρθρο 24 του νέου Πτωχευτικού Κώδικα). Ο λόγος
θέσπισης της συνέπειας αυτής είναι η διασφάλιση της ταχύτητας και βεβαιότητας
στην εκκαθάριση, µε τη σταθεροποίηση του παθητικού σε δεδοµένη στιγµή244.
Κατά την κρατούσα άποψη245, η πτωχευτική απαίτηση παραµένει τοκοφόρος
έναντι της οµάδας των πτωχευτικών πιστωτών ακόµη κι αν ασφαλίζεται µε
προσηµείωση, υπό τον όρο της τροπής της προσηµείωσης σε υποθήκης. Η άποψη
244
Βλ. Ψυχοµάνη, ό.π., σελ. 82
245
Βλ ΕφΑθ 4904/1995, ΝοΒ 44, 836, κατά την οποία «η προβλεπόµενη από την ανωτέρω διάταξη
εξαίρεση από της παύσεως της τοκοφορίας των εξασφαλισµένων µε υποθήκη απαιτήσεων περιλαµβάνει
κατά την αληθινή έννοια αυτής και τις µε προσηµείωση υποθήκης επί ακινήτων του πτωχού
ασφαλισµένες απαιτήσεις, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι αυτή θα µετατραπεί σε υποθήκη», ΕφΠειρ
341/1999, ΕΕµπ∆ 2000, 363, ΠΠρΑθ 4941/1986, ΕΕµπ∆ 1988, 113

73
Η προσηµείωση υποθήκης

αυτή στηρίζεται σε διορθωτική, διασταλτική ερµηνεία του άρθρου 536 ΕµπΝ µε


αναλογική εφαρµογή της διάταξης αυτής και στον προσηµειούχο δανειστή.
Υποστηρίχθηκε, ωστόσο, και η άποψη246 ότι η εν λόγω διάταξη δεν
εφαρµόζεται σε απαιτήσεις προς εξασφάλιση των οποίων έχει εγγραφεί
προσηµείωση. Η άποψη αυτή είναι επικριτική απέναντι στην κρατούσα νοµολογία,
την οποία και χαρακτηρίζει αντιφατική, αφού στην περίπτωση της παύσης της
τοκοφορίας εφαρµόζει την ίδια ρύθµιση για τους ενυπόθηκους και τους
προσηµειούχους δανειστές, ενώ δέχεται το ακριβώς αντίθετο αναφορικά µε την
αναστολή των ατοµικών διώξεων247.

2. ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΩΝ ∆ΙΑ∆ΙΚΩΝ,


ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΙΖΟΜΕΝΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΒΕΒΑΡΗΜΕΝΟ
ΑΚΙΝΗΤΟ

Οι σύγχρονες συναλλακτικές σχέσεις παρουσιάζουν συχνά ρευστότητα και


διακυµάνσεις, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσµα τη συντέλεση µεταβολών τόσο ως προς
τα πρόσωπα των συµβαλλοµένων σε µία πιστωτική σχέση όσο και ως προς την ίδια
την απαίτηση που απορρέει από τη σχέση αυτή. Εξάλλου, µεταβολές µπορούν να
λάβουν χώρα και ως προς το βεβαρηµένο ακίνητο.
Μετά την κατάθεση και επίδοση της αίτησης για την εγγραφή προσηµείωσης
είναι πιθανόν να συντελεστούν µεταβολές στα πρόσωπα των αρχικών διαδίκων.
Αυτές οι µεταβολές µπορεί να έχουν τη µορφή καθολικής ή ειδικής διαδοχής.
Γενικά, στην καθολική διαδοχή, εφόσον αυτή συντελεστεί από την έναρξη της
εκκρεµοδικίας µέχρι το πέρας της προφορικής συζήτησης, η δίκη δεν µπορεί να
συνεχιστεί από ή κατά ανύπαρκτου προσώπου, αλλά διακόπτεται σύµφωνα µε τις
γενικές διατάξεις (άρθρα 286 επ. ΚΠολ∆). Ειδικά όµως στην περίπτωση των
ασφαλιστικών µέτρων υποστηρίζεται ότι η ταχυκρατική, διαδικαστική φυσιογνωµία
τους επιβάλλει παρεκκλίσεις που συνάδουν µε το πνεύµα και τον σκοπό τους και

246
Βλ. ΕφΘεσ 78/1980, Ελλ∆νη 22, 538, κατά την οποία «επί µη εξασφαλισµένης διά προνοµίου,
ενεχύρου ή υποθήκης απαιτήσεως, οία είναι και η διά προσηµειώσεως εξησφαλισµένη, δεν δύνανται να
ζητηθούν τόκοι διά τον µετά την κήρυξιν της πτωχεύσεως χρόνον, έστω και αν είναι δυνατή η τροπή της
προσηµειώσεως εις υποθήκην µετά την κήρυξιν της πτωχεύσεως», ΕφΠατρ 46/1974, ΕΕµπ∆ 1975, 135,
ΑΠ 329/1972, ΕΕµπ∆ 1972, 564 αλλά και Ρόκα Κ., ό.π., σελ. 159, υποσηµ. 12, Απαλαγάκη, ό.π., σελ.
96
247
Βλ. ∆ραγατσίκη, ό.π., σελ. 1775, Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 97

74
Η προσηµείωση υποθήκης

ειδικότερα ότι δεν συµβιβάζεται µε την εφαρµογή των περί διακοπής και επανάληψης
της δίκης διατάξεων248.
Λόγοι ταχύτητας δικαιολογούν στην περίπτωση αυτή την υποβολή νέας
αίτησης κατά των κληρονόµων, εκτός εάν οι κληρονόµοι κάνοντας χρήση της
διάταξης του άρθρου 287 ΚΠολ∆ δηλώσουν άµεσα ότι συνεχίζουν τη δίκη χωρίς να
προηγηθεί διακοπή της249.
Έχει υποστηριχθεί όµως και η άποψη ότι στην περίπτωση που ο θάνατος του
οφειλέτη επέλθει µετά την υποβολή της αίτησης, πριν όµως από την έκδοση της
σχετικής απόφασης, καλείται σε εφαρµογή η διάταξη 1309 ΑΚ, για την οποία γίνεται
λόγος στην αµέσως επόµενη παράγραφο, προκειµένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος
απώλειας της δυνατότητας ασφάλισης της απαίτησης, µέχρι την συνέχιση της δίκης
κατά των κληρονόµων250.
Την περίπτωση που η καθολική διαδοχή λάβει χώρα σε χρόνο µεταγενέστερο
της δηµιουργίας τίτλου κατά του αρχικού διαδίκου ρυθµίζει η ΑΚ 1309, σύµφωνα µε
την οποία σε ακίνητα προσώπου που έχει πεθάνει η εγγραφή της προσηµείωσης
µπορεί να γίνει στο όνοµά του χωρίς να αναφέρονται οι κληρονόµοι. Η διάταξη αυτή
δεν εφαρµόζεται στην περίπτωση που η αίτηση εγγραφής της προσηµείωσης έχει
υποβληθεί εξαρχής κατά φυσικού ή νοµικού προσώπου ανύπαρκτου (δηλαδή
φυσικού προσώπου που δεν βρίσκεται στη ζωή ή νοµικού προσώπου που έχει
διαλυθεί), αφού στην περίπτωση αυτή η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί ως
απαράδεκτη σύµφωνα µε το άρθρο 313§1 περ. δ’ καθώς απευθύνεται κατά
ανύπαρκτου προσώπου251. Η ΑΚ 1309 δεν θίγει δηλαδή τις γενικές δικονοµικές
διατάξεις για την αδυναµία έκδοσης δικαστικής απόφασης κατά ανύπαρκτου
προσώπου.
Στην περίπτωση της ειδικής διαδοχής που λαµβάνει χώρα µετά την υποβολή
της αίτησης για την εγγραφή προσηµείωσης ή και µετά την έκδοση της σχετικής

248
Βλ. Μπέη, ΕρµΚΠολ∆, άρθρο 682, σελ. 29, Παϊσίδου, Η διακοπή και επανάληψη της δίκης, 2001,
σελ. 31 και 33, υποσηµ. 19, η οποία τάσσεται υπέρ του αποκλεισµού της εφαρµογής των διατάξεων
περί αναγκαστικής επανάληψης, πλην της περίπτωσης όπου µεσολάβησε πανηγυρική αποδοχή της
κληρονοµίας. Αντίθετα, αποδέχεται το ενδεχόµενο της εκούσιας επανάληψης, ως αυτόβουλης
εµφάνισης των κληρονόµων κατά τη συζήτηση της αίτησης, µε σύγχρονη γνωστοποίηση στο
ακροατήριο του λόγου της διακοπής (θάνατος του διαδίκου)
249
Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 179
250
Βλ. Βαβούσκου, ό.π., σελ. 798, Βαθρακοκοίλη στο Κώδικας Πολιτικής ∆ικονοµίας. Ερµηνευτική
Νοµολογιακή Ανάλυση (κατ’ άρθρο). Τόµος ∆’ , 1996, άρθρο 706, σελ. 187, ο οποίος τάσσεται υπέρ
της ίδιας λύσης στην περίπτωση που ο θάνατος επήλθε πριν την έκδοση της απόφασης και ο θάνατός
του δε γνωστοποιήθηκε νόµιµα. Κατά την άποψη αυτή, εάν ο θάνατος γνωστοποιήθηκε νόµιµα είναι
αυτοδικαίως άκυρη η διαδικασία εκδίκασης της αίτησης.
251
Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 180, Βαβούσκου, ό.π., σελ. 798, ΠρΞανθ 101/1968, ΑρχΝ 20, 62

75
Η προσηµείωση υποθήκης

απόφασης, δεν µεταβάλλεται η αποκλειστική εξαιρετική νοµιµοποίηση των αρχικών


διαδίκων. Η δίκη δεν αποβαίνει κατ’ εξακολούθηση άρρηκτο παρακολούθηµα της
ουσιαστικής έννοµης σχέσης, αλλά συνεχίζεται µεταξύ των αρχικών διαδίκων παρά
την ουσιαστική µεταβολή που παρεµβλήθηκε (ΚΠολ∆ 225). Εποµένως, είτε
πρόκειται για µεταβίβαση του επίδικου πράγµατος είτε για εκχώρηση της επίδικης
απαίτησης, δεν επέρχεται διακοπή της δίκης, αλλά ο διάδικος που απαλλοτριώνει το
επίδικο αντικείµενο παραµένει διάδικος και εξακολουθεί να νοµιµοποιείται ως µη
δικαιούχος διάδικος. Η θέση του εκτός δίκης προϋποθέτει άσκηση παρέµβασης από
τον διάδοχό του και συµφωνία όλων των αρχικών διαδίκων (ΚΠολ∆ 79§2, 85§1)252.
Η ρύθµιση του άρθρου 225 ΚΠολ∆ συµπληρώνεται από τη ρύθµιση του άρθρου
325§1 περ. β’ που επεκτείνει την ισχύ του δεδικασµένου και σε όσους έγιναν
διάδοχοι των διαδίκων όσο διαρκούσε η δίκη ή µετά το τέλος της.
Κατά µία άποψη όµως για να παραχθεί δεδικασµένο και έναντι του ειδικού
διαδόχου θα πρέπει η ειδική διαδοχή να αφορά όχι το ενσώµατο-υλικό αντικείµενο
της δίκης, αλλά την επίδικη έννοµη σχέση, ως προς την οποία θα παραχθεί
δεδικασµένο253. Κατά την άποψη αυτή σε περίπτωση µεταβίβασης του ακινήτου, επί
του οποίου ο δανειστής επιδιώκει την εγγραφή προσηµείωσης υποθήκης ο αποκτών
την κυριότητα δεν καταλαµβάνεται από τα υποκειµενικά όρια εκτελεστότητας της
απόφασης, παρά µόνο εφόσον η προσηµείωση έχει ήδη εγγραφεί στα δηµόσια βιβλία
(ΑΚ 1276). Μόνο από το χρονικό σηµείο αυτό και έπειτα οι τρίτοι που αποκτούν την
κυριότητα του πράγµατος το αποκτούν βεβαρηµένο µε την προσηµείωση και
υπόκεινται στην εξουσία παρακολούθησης του δικαιούχου (ΑΚ 1278).
Στην περίπτωση της εκχώρησης της απαίτησης η οποία επιδιώκεται να
εξασφαλιστεί µε την προσηµείωση, δεν εγείρονται αντιρρήσεις ως προς το ότι ο
ειδικός διάδοχος (εκδοχέας) υπεισέρχεται στην έννοµη θέση του αρχικού δικαιούχου
(εκχωρητή). Άλλωστε, στην περίπτωση αυτή τα πράγµατα είναι λιγότερο περίπλοκα,

252
Βλ. Κεραµέως, Αστικό ∆κονοµικό ∆ίκαιο. Γενικό µέρος. 1986, σελ. 222
253
Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 181. Η άποψη αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι το δεδικασµένο που
παράγεται καταλαµβάνει µόνο έννοµες σχέσεις των οποίων η διάγνωση πραγµατοποιήθηκε από το
δικαστήριο, και δεν αφορά το ενσώµατο- υλικό αντικείµενο της δίκης. Βλ. επίσης ΜονΠρωτΑθ
10221/2001, Ελλ∆νη 44, 864, η οποία έκανε δεκτό ότι «(εγγραφή προσηµείωσης) ήταν άκυρη, ως µη
ανήκοντος του (προσηµειωθέντος ακινήτου), µετά την προγενέστερη µεταγραφή του µεταβιβαστικού
συµβολαίου γονικής παροχής στο αρµόδιο Υποθηκοφυλακείο, στην κυριότητα του οφειλέτη των καθ’
ων… πράγµατι κατά τον κρίσιµο χρόνο της εγγραφής της προσηµειώσεως επί του ως άνω ακινήτου και
σε βάρος του β΄ των καθ’ ων οφειλέτη, ο τελευταίος δεν ήταν κύριός του, καθόσον ήδη ο αιτών είχε
καταστεί, κατά τα ανωτέρω, νοµίµως και εγκύρως (µη υπάρχουσας και καµίας απαγορεύσεως ή
δικαστικής διαταγής ή εν γένει νοµικού κωλύµατος δια την µετά την εκκρεµοδικία της προσηµειωτικής
αιτήσεως µεταβίβαση του ακινήτου) κύριος του».

76
Η προσηµείωση υποθήκης

αφού πρόκειται για µεταβίβαση της όλης έννοµης σχέσης Ο εκχωρητής εξακολουθεί
βέβαια να νοµιµοποιείται αποκλειστικά στη διεξαγωγή της δίκης ως κατ’ εξαίρεση
νοµιµοποιούµενος διάδικος, σύµφωνα µε όσα εκτέθηκαν ήδη, το αποτέλεσµα όµως
της δίκης της προσηµειώσεως θα δεσµεύει ισοµερώς τόσο τον εκχωρητή όσο και τον
εκδοχέα. Εποµένως ο ειδικός διάδοχος οφείλει να ανεχθεί την σε βάρος του εγγραφή
προσηµείωσης υποθήκης, ή δικαιούται να ζητήσει την εγγραφή, αρκεί να αποδείξει
την ιδιότητά του ως ειδικού διαδόχου254.
Εάν η εκχώρηση λάβει χώρα µετά την εγγραφή της προσηµείωσης καλείται σε
εφαρµογή το άρθρο 458 ΑΚ, το οποίο προβλέπει ότι µε την εκχώρηση
µεταβιβάζονται και οι υποθήκες, εγγυήσεις, ενέχυρα ή άλλα παρεπόµενα δικαιώµατα
που ασφαλίζουν την απαίτηση255. Η νοµοθετική πρόβλεψη του άρθρου 458 ΑΚ
συµπληρώνεται µε την ρύθµιση του άρθρου 1312 ΑΚ, κατά την οποία σε περίπτωση
εκχώρησης απαίτησης γίνεται µνεία της εκχώρησης στην κατάλληλη στήλη του
βιβλίου υποθηκών, σε συνδυασµό µε τη ρύθµιση του άρθρου 1313§2 ΑΚ, η οποία
ορίζει ότι η µεταβολή των όρων του χρέους σηµειώνεται µόνο ύστερα από δικαστική
απόφαση ή συγκατάθεση των µερών που παρέχεται µε συµβολαιογραφικό έγγραφο.
Το συµβολαιογραφικό αυτό έγγραφο δεν θα πρέπει να συγχέεται µε την σύµβαση
εκχώρησης της απαίτησης, η οποία είναι άτυπη. Πρόκειται, αντίθετα, για ξεχωριστό
έγγραφο, συµβολαιογραφικά καταρτισµένο, στο οποίο να περιέχεται η συγκατάθεση
των µερών για τη συντέλεση της εν λόγω κατάλληλης καταχώρησης σχετικά µε την
επελθούσα µεταβολή. Η υποθήκη ή η προσηµείωση που ασφαλίζει την συγκεκριµένη
απαίτηση συµµεταβιβάζεται, άλλωστε, ανεξάρτητα από την σύνταξη ή όχι σχετικού
εγγράφου για την εκχώρηση256. Στην περίπτωση που ο εκχωρητής δεν στέργει στην
παροχή της συγκατάθεσής του, η συγκατάθεση του θα παρέχεται µε δικαστική
απόφαση, η οποία προκειµένου για εκχώρηση απαίτησης που ασφαλίζεται µε
προσηµείωση, εκδίδεται κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών µέτρων257.
Σε περίπτωση στερητικής αναδοχής του ασφαλιζόµενου χρέους, η οποία
προβλέπεται στα άρθρα 471 επ. ΑΚ, τρίτος (αναδοχέας) υπεισέρχεται στη θέση του
οφειλέτη και ο οφειλέτης απαλλάσσεται, µε σύµβαση που συνάπτεται µεταξύ του

254
Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 182 επ.
255
Έτσι και Σπυριδάκης στο Προσηµείωση υποθήκης, σελ. 106
256
Βλ. Μάζης Π., Εκχώρηση απαίτησης ασφαλισµένης µε υποθήκη ή προσηµείωση (γνωµοδότηση),
∆ΕΕ 10, 914
257
Βλ. Μάζης Π., Εκχώρηση απαίτησης ασφαλισµένης µε υποθήκη ή προσηµείωση, ό.π., 916

77
Η προσηµείωση υποθήκης

δανειστή και του τρίτου258. Σύµφωνα µε την ΑΚ 475 εγγυητές, ενέχυρα και υποθήκες
διατηρούνται όµως µόνο εάν συναίνεσε ο εγγυητής ή ο κύριος του ενυπόθηκου ή του
πράγµατος που έχει ενεχυρασθεί. Η ρύθµιση αυτή εξηγείται από το ότι αυτός που
παραχωρεί την ασφάλεια αποβλέπει στο πρόσωπο του παλαιού οφειλέτη και στην
αξιοπιστία και την φερεγγυότητά του259. Ειδικότερα, γίνεται η ακόλουθη διάκριση:
εάν ιδιοκτήτης του προσηµειωµένου ακινήτου είναι τρίτος, για να διατηρηθεί η
προσηµείωση απαιτείται η συναίνεσή του. Εάν, αντίθετα, ιδιοκτήτης του ακινήτου
είναι ο αναδοχέας ή ο παλαιότερος οφειλέτης της ασφαλιζόµενης απαίτησης, τότε
συναίνεση δεν απαιτείται και η προσηµείωση διατηρείται πάντοτε260.
Ανάλογη είναι η ρύθµιση των ασφαλειών και σε περίπτωση ανανέωσης της
ενοχής (ΑΚ 436). Ανανέωση είναι η σύµβαση µε την οποία καταργείται η παλιά και
δηµιουργείται νέα ενοχή µεταξύ των ίδιων µερών ή µε νέο δανειστή ή µε νέο
οφειλέτη261. Σύµφωνα µε την ΑΚ 439, για την διατήρηση των εγγυήσεων, των
ενεχύρων ή των υποθηκών σε περίπτωση ανανέωσης µίας ενοχής απαιτείται
συναίνεση του εγγυητή ή του κύριου του ενυπόθηκου ή του πράγµατος που έχει
ενεχυρασθεί. Κατά συσταλτική ερµηνεία της διάταξης αυτής, πάντως, προτείνεται η
µη εφαρµογή της σε περίπτωση ανανέωσης µε µόνο περιεχόµενο την µεταβολή του
προσώπου του δανειστή. Και αυτό επειδή για αυτόν που παρέχει την ασφάλεια
σηµασία έχει το πρόσωπο του οφειλέτη υπέρ του οποίου εγγυάται, όχι όµως και το
πρόσωπο του δανειστή262. Αν δοθεί η συναίνεση, η αρχική προσηµείωση διατηρείται
υπέρ της ασφαλιζόµενης απαίτησης, και µάλιστα µε την ίδια τάξη και µε το ίδιο
ποσό. Αν όµως το ύψος της νέας απαίτησης είναι µεγαλύτερο από το ύψος της
παλιάς, τότε η προσηµείωση ασφαλίζει τη νέα απαίτηση µόνο έως το ύψος της
παλιάς263.
Μεταβολές, πραγµατικές ή νοµικές, είναι δυνατόν να συµβούν και στο
βεβαρηµένο ακίνητο. Έτσι, µπορεί να συσταθεί επί του ακινήτου άλλο εµπράγµατο
δικαίωµα, το οποίο χωρίς να αναιρεί το δικαίωµα κυριότητας το περιορίζει. Π.χ. µετά
την εγγραφή της προσηµείωσης είναι δυνατόν να παραχωρηθεί προσωπική ή
πραγµατική δουλεία επί του ακινήτου.

258
Για την αναδοχή χρέους βλ. αναλυτικά Σταθόπουλου, Γενικό ενοχικό δίκαιο, 1998, σελ. 633 επ.
259
Βλ. Σταθόπουλου, ό.π., σελ. 637
260
Βλ. Σπυριδάκη, Προσηµείωση υποθήκης, σελ. 108 επ.
261
Βλ. Σταθόπουλου, ό.π., σελ. 408 επ.
262
Βλ. Σταθόπουλου, ό.π., σελ. 410
263
Βλ. Σπυριδάκη, Προσηµείωση υποθήκης, σελ. 111 επ.

78
Η προσηµείωση υποθήκης

Η σύγκρουση µεταξύ της προσηµείωσης και των περιορισµένων


εµπράγµατων δικαιωµάτων επιλύεται βάσει της αρχής της χρονικής προτεραιότητας,
κατά την οποία σε περίπτωση επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης από τον
προσηµειούχο δανειστή ο υπερθεµατιστής αποκτά το πλειστηριασθέν ακίνητο στη
νοµική κατάσταση που αυτό βρισκόταν κατά το χρόνο εγγραφής της προσηµείωσης,
δηλαδή ελεύθερο από το µεταγενέστερο ως προς αυτήν περιορισµένο εµπράγµατο
δικαίωµα. Υπό την αντίθετη εκδοχή ο προσηµειούχος οφειλέτης θα µπορούσε να
απογυµνώνει την εγγραφείσα προσηµείωση µε τη σύσταση περιορισµένων
εµπράγµατων δικαιωµάτων ουσίας264.
Εκτός, όµως, από την αρχή της χρονικής προτεραιότητας, έχει προταθεί ως
κριτήριο στην οριοθέτηση της σύγκρουσης µεταξύ προσηµείωσης και περιορισµένων
εµπράγµατων δικαιωµάτων η επιβολή της κατάσχεσης265. Η έκταση της κατάσχεσης
του ενυπόθηκου ακινήτου, κατά την άποψη αυτή, διαφοροποιείται ανάλογα µε το αν
αυτή επισπεύδεται από τον εµπραγµάτως ασφαλισµένο ή τον εγχειρόγραφο δανειστή,
καθώς στην πρώτη περίπτωση η κατάσχεση καταλαµβάνει το ακίνητο στη νοµική
κατάσταση που αυτό βρισκόταν κατά το χρόνο εγγραφής του βάρους, ενώ στη
δεύτερη περίπτωση στη νοµική κατάσταση που αυτό βρίσκεται κατά το χρόνο
επιβολής της κατάσχεσης. Εάν, λοιπόν, στον ενδιάµεσο χρόνο η κυριότητα έχει
επιβαρυνθεί µε τη δουλεία π.χ. της οικήσεως, τότε µε τον πλειστηριασµό διατηρείται
το ενδιάµεσο βάρος. Εάν, αντίθετα, την κατάσχεση επιβάλλει ο ίδιος ο εµπραγµάτως
ασφαλισµένος δανειστής, τότε εφόσον η οίκηση έπεται της εµπράγµατης ασφάλειας,
δεν επιβιώνει µετά τον πλειστηριασµό. Η υιοθέτηση, πάντως, ενός τέτοιου κριτηρίου
αφενός συµβαδίζει δύσκολα µε την αρχή της χρονικής προτεραιότητας, και αφετέρου
δηµιουργεί µία σχετική ανασφάλεια στις συναλλαγές, αφού το δικαίωµα που αποκτά
ο υπερθεµατιστής επί του ακινήτου κρίνεται από το τυχαίο γεγονός της επιβολής της
κατάσχεσης από τον εµπραγµάτως ασφαλισµένο ή τον εγχειρόγραφο δανειστή.
Αναφορικά µε τις υλικές µεταβολές που επισυµβαίνουν στο ακίνητο επί του
οποίου έχει εγγραφεί προσηµείωση, θα πρέπει να σηµειωθεί ότι όταν διευρύνεται το
βεβαρηµένο ακίνητο, διευρύνεται αντίστοιχα και η προσηµείωση266. Στην περίπτωση
που το ακίνητο διαιρεθεί σε περισσότερα αυτοτελή µέρη, καθένα από τα µέρη αυτά

264
Βλ. ΜονΠρωτΘεσ 21912/2002, ΧρΙ∆ 2003, 891, Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 189, υποσηµ. 184 και σελ.
190
265
Βλ. Ιατρού, Κατάσχεση ενυπόθηκου ακινήτου και σύγκρουση της υποθήκης µε άλλο περιορισµένο
εµπράγµατο δικαίωµα, ΧρΙ∆ 2003, 949 επ.
266
Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 190

79
Η προσηµείωση υποθήκης

είναι υπέγγυο για ολόκληρη την ασφαλιζόµενη απαίτηση, δηλαδή κατ’ ουσίαν η
αρχική προσηµείωση µετατρέπεται σε τόσες προσηµειώσεις, όσα και τα ακίνητα που
προήλθαν από την διαίρεση του αρχικού ακινήτου. Κάθε µία από αυτές τις
προσηµειώσεις θα ασφαλίζει πάντως την αρχική απαίτηση σε όλη της την έκταση,
σύµφωνα και µε την αρχή του αδιαίρετου267.
Στην περίπτωση που το προσηµειωµένο ακίνητο καταστραφεί τίθεται το
ερώτηµα εάν καλείται σε εφαρµογή το άρθρο 1287 ΑΚ, το οποίο προβλέπει ότι σε
ενυπόθηκο ακίνητο που είναι ασφαλισµένο το δικαίωµα της υποθήκης ασκείται και
στην οφειλόµενη ασφαλιστική αποζηµίωση και ο δανειστής έχει υποχρέωση να
καταθέσει το ποσόν της αποζηµίωσης δηµόσια προκειµένου να γίνει η διαδικασία της
κατάταξης.
Κατά µία άποψη, η εξαίρεση του προσηµειούχου δανειστή από την εφαρµογή
του άρθρου 1287 ΑΚ είναι αδικαιολόγητη, αφού το άρθρο αυτό κάνοντας λόγο για
κατάταξη των δανειστών παραπέµπει σιωπηρά στις διατάξεις περί τυχαίας κατάταξης
των άρθρων 1279 ΑΚ και 977 και 1007§1 ΚΠολ∆ και εποµένως ο αποκλεισµός του
προσηµειούχου από την εφαρµογή του αποτελεί ερµηνεία contra legem, αφού του
στερεί τη δυνατότητα να συµµετάσχει στη διαδικασία της κατάταξης268.
Υποστηρίζεται, µάλιστα, ότι η ρύθµιση του άρθρου 1287 ΑΚ εφαρµόζεται και
όταν ιδιοκτήτης του βαρυνόµενου κτήµατος είναι τρίτος. Στην περίπτωση αυτή τα
ασφάλιστρα βαρύνουν τον τρίτο ιδιοκτήτη, εάν όµως αυτός δεν τα καταβάλλει, το
κατ’ άρθρο 1285 εδ. β’ ΑΚ δικαίωµα του δανειστή στρέφεται κατά του προσωπικού
οφειλέτη, και όχι κατά του τρίτου ιδιοκτήτη269.
Στη νοµολογία270 του Ακυρωτικού µας έγινε, πάντως, δεκτή η αντίθετη
άποψη, µε το αιτιολογικό ότι το άρθρο 1287 ΑΚ δεν εφαρµόζεται στην προσηµείωση,
καθώς αυτή χορηγεί µόνο δικαίωµα προτίµησης για την απόκτηση υποθήκης, µε
αποτέλεσµα ο προσηµειούχος δανειστής να έχει µόνο προσδοκία ότι θα συσταθεί
υπέρ αυτού εµπράγµατο υποθηκικό δικαίωµα και για το λόγο αυτό δεν εξισώνεται µε
ενυπόθηκο δανειστή. Επιπλέον, η απόφαση αυτή κάνει δεκτό ότι το δικαίωµα που
παρέχει το άρθρο 1287 ΑΚ στον ενυπόθηκο δανειστή αποτελεί προέκταση της
υποθηκικής αγωγής του άρθρου 1292 Α.Κ, την οποία δεν έχει ο προσηµειούχος

267
Βλ. Γεωργιάδη, Εµπράγµατο δίκαιο, ό.π., σελ. 127, Σπυριδάκη, Το δίκαιον της εµπραγµάτου
ασφαλείας, ό.π., σελ. 29
268
Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 193, Σπυριδάκη, Η προσηµείωση υποθήκης, ό.π., σελ. 75
269
Βλ . Σπυριδάκη, Η προσηµείωση υποθήκης, ό.π., σελ. 75, υποσηµ. 2
270
Βλ. ΑΠ 987/2004, ΕΕµπ∆ 2005, 73

80
Η προσηµείωση υποθήκης

δανειστής. Στην ίδια απόφαση αποκρούεται, άλλωστε, το επιχείρηµα από το άρθρο 41


ΕισΝΚΠολ∆ που µπορεί να προταθεί υπέρ της αντίθετης άποψης, µε το σκεπτικό ότι
µε τη διάταξη αυτή σκοπήθηκε να αποσαφηνισθεί η θέση του προσηµειούχου
δανειστή στη διαδικασία της εκτελέσεως, η οποία είχε αποτελέσει αντικείµενο
αµφισβητήσεως υπό το κράτος της καταργηθείσης Πολ∆, και όχι η εξοµοίωσή του µε
τον ενυπόθηκο.
Σε πιο πρόσφατες αποφάσεις του ωστόσο, ο Άρειος Πάγος φαίνεται να
υιοθετεί µία διαφορετική στάση αναφορικά µε την ασφάλιση του προσηµειωµένου
ακινήτου, κάνοντας δεκτό271 ότι όταν η οικοδοµή είναι ασφαλισµένη µε
προσηµείωση υποθήκης, ο ασφαλιστής έχει υποχρέωση να καταθέσει δηµόσια την
ασφαλιστική αποζηµίωση για να γίνει η διαδικασία της κατάταξης, κατά την οποία η
ασφαλιζόµενη µε προσηµείωση απαίτηση κατατάσσεται τυχαία (κατ’ άρθρο 1279
ΑΚ), και όχι να παραδώσει την αποζηµίωση αυτή στον προσηµειούχο δανειστή προς
πλήρη εξόφλησή του προτού τραπεί η προσηµείωση σε υποθήκη µέσα σε ενενήντα
µέρες από την τελεσιδικία της απόφασης που επιδικάζει την ασφαλιζόµενη απαίτηση.
Επιπλέον, γίνεται δεκτό272 ότι σε περίπτωση καταστροφής του υπέγγυου και
ασφαλισµένου ακινήτου, η µόνη διαφορά µεταξύ ενυπόθηκων και προσηµειούχων
δανειστών συνίσταται στον τρόπο κατάταξής τους στο ασφάλισµα, αφού οι µεν
πρώτοι κατατάσσονται οριστικά, οι δε δεύτεροι τυχαία.

3. Η ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΣΥΝΑΙΝΕΤΙΚΗΣ


ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗΣ

Παρά το γεγονός ότι στο δίκαιό µας η προσηµείωση διαγράφεται ως


ασφαλιστικό µέτρο, το οποίο διατάσσεται από το δικαστήριο εφόσον συντρέχουν
συγκεκριµένες προϋποθέσεις που δικαιολογούν την επιβολή του, στην πράξη έχει
καθιερωθεί η λεγόµενη «συναινετική» προσηµείωση, η οποία διαπλάστηκε
νοµολογιακά στο πλαίσιο µίας υπερβατικής (extra legem) περαιτέρω διαπλάσεως του
δικαίου273, µε νοµιµοποιητικό παράγοντα τις ανάγκες των σύγχρονων, τραπεζικών,
κυρίως, συναλλαγών.

271
Βλ. ΑΠ 528/2007, αδηµ., διαθέσιµη στο ΝΟΜΟΣ
272
Βλ. ΑΠ 1543/2007, αδηµ., διαθέσιµη στο ΝΟΜΟΣ
273
Βλ. Παπανικολάου, ό.π., 799

81
Η προσηµείωση υποθήκης

Η εγγραφή αυτού του είδους της προσηµείωσης χωρεί µε πρωτοβουλία του


αιτούντος δανειστή και µε την συναίνεση ή, αλλιώς, χωρίς την εναντίωση του
οφειλέτη. ∆εν υπάρχει δηλαδή αντιδικία µεταξύ τους. Η σχετική αίτηση υποβάλλεται
στον Πρόεδρο Υπηρεσίας του Πρωτοδικείου και η εγγραφή της προσηµείωσης
γίνεται χωρίς καν να διεξάγεται δίκη, µε βάση τη συναίνεση του οφειλέτη274.
Ευστόχως παρατηρείται ότι «πρόκειται ουσιαστικώς περί ιδιωτικής συµφωνίας περί
παροχής δικαιώµατος εγγραφής προσηµειώσεως, καλυπτόµενης από τον µανδύα της
δικαστικής αποφάσεως»275.
Με το νοµικό αυτό µόρφωµα επιτυγχάνεται η αποφυγή των ιδιαίτερα υψηλών
εξόδων που συνεπάγεται η εγγραφή της υποθήκης276, ενώ εξασφαλίζεται και η
ευκολία και συντοµία της διαδικασίας των ασφαλιστικών µέτρων, µε αποτέλεσµα τη
διευκόλυνση της δανειοδότησης επιχειρήσεων και ιδιωτών από τα πιστωτικά
ιδρύµατα.
Ο όρος, πάντως, συναίνεση έχει επικριθεί ως ανακριβής, δεδοµένου ότι ο
οφειλέτης ή ο τρίτος κύριος του ακινήτου επί του οποίου θα εγγραφεί η
προσηµείωση277 δεν προβαίνουν σε καµία ρητή δήλωση βούλησης αντίστοιχη µε
αυτήν του ενυπόθηκου οφειλέτη, ακόµη κι όταν το δικαστήριο απευθυνόµενο στον
καθ’ ου η αίτηση τους ρωτά εάν «συναινούν» στη χορήγηση της προσηµείωσης278.
Ειδικότερα, η σύµφωνη συµπεριφορά του καθ’ ου προς την αίτηση του
δανειστή του για παροχή δικαστικής προστασίας µπορεί να εκδηλωθεί µε δύο
µορφές: αυτήν της οµολογίας της ιστορικής βάσης της αίτησης, η οποία αποτελεί
πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που οµολόγησε, σύµφωνα µε τα οριζόµενα στο
άρθρο 352 ΚΠολ∆ και αυτήν της καθολικής αποδοχής των έννοµων συνεπειών, η
οποία αντίθετα προς την οµολογία, δεν περιορίζεται στα κατ’ ιδίαν πραγµατικά

274
Βλ. Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, ό.π., σελ. 478, Λιβάνη στον ΑΚ Γεωργιάδη-
Σταθόπουλου, άρθρο 1274, αρ. 8
275
Βλ. Νικολόπουλου, ό.π., σελ. 92
276
Τα έξοδα για την εγγραφή της υποθήκης είναι ιδιαιτέρως υψηλά, καθώς ανέρχονται σε ποσοστό ως
έγγιστα 7% της ασφαλιζόµενης χρηµατικής ποσότητας της απαίτησης, σε αντίθεση µε την
προσηµείωση, τα έξοδα για την εγγραφή της οποίας ανέρχονται συνολικά ως έγγιστα σε ποσό µόνο
7‰ πάνω στο ποσό της ασφαλιζόµενης απαίτησης, βλ. Μάζη, Η δυσλειτουργία της εµπράγµατης
πίστης στην πράξη εξαιτίας εξωγενών παραγόντων, οι δυσµενείς από την αιτία αυτή συνέπειες στην
οικονοµία και ο τρόπος θεραπείας του κακού, Αρµ 61, 185
277
Για τη δυνατότητα αυτή του τρίτου βλ. αµέσως παρακάτω
278
Βλ. Ευαγγελίδου- Τσικρικά, Η εγγραφή προσηµείωσης υποθήκης ηρτηµένης της αιρέσεως,
(Ζητήµατα από την εφαρµογή του άρθρου 206 ΑΚ), 2005, σελ. 73

82
Η προσηµείωση υποθήκης

περιστατικά της ιστορικής βάσης της αιτήσεως, αλλά καταλαµβάνει και την νοµική
και ουσιαστική της βασιµότητα και η οποία ρυθµίζεται από το άρθρο 298 ΚΠολ∆279.
Στην πρώτη περίπτωση κατά την οποία η συναίνεση του οφειλέτη
αντιµετωπίζεται ως οµολογία της ιστορικής βάσης της αιτήσεως, σε µελλοντική δίκη
µεταξύ του συναινούντος οφειλέτη και του δανειστή του η οµολογία αυτή
αντιµετωπίζεται ως εξώδικη και εκτιµάται ελεύθερα, σύµφωνα και µε το άρθρο
352§2 ΚΠολ∆.
Αντίθετα, η κατά το άρθρο 298 ΚΠολ∆ αποδοχή της αίτησης από τον
υπόχρεο, δεν περιορίζεται στα κατ΄ ίδιαν πραγµατικά περιστατικά της ιστορικής
βάσης της αίτησης, αλλά επιπλέον απαλλάσσει το δικαστήριο από τη δικονοµική
υποχρέωση να ερευνήσει, εκτός από την νοµική βασιµότητα της αίτησης και την
ουσιαστική βασιµότητά της.
Η πρώτη άποψη, ότι δηλαδή πρόκειται για οµολογία του συναινούντος
οφειλέτη, φαίνεται να κυριαρχεί, παρότι και η δεύτερη άποψη βρίσκει
υποστηρικτές280.
Στη νοµολογία των δικαστηρίων µας έχει διατυπωθεί πάντως και η άποψη ότι
ο κύριος του ακινήτου προβαίνει συγχρόνως τόσο σε οµολογία όσο και σε αποδοχή
της σχετικής αίτησης281.
Ο οφειλέτης συνοµολογεί την ύπαρξη των προϋποθέσεων εφαρµογής του
άρθρου 682 ΚΠολ∆ και µάλιστα όχι µόνο την ύπαρξη της ασφαλιστέας απαίτησης,
αλλά και ότι συντρέχει επείγουσα περίπτωση ή ότι επίκειται κίνδυνος για τα

279
Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 131. Υποστηρίζεται όµως και η άποψη ότι η αίτηση για χορήγηση άδειας
εγγραφής προσηµείωσης συναινούντος του οφειλέτη ουδεµία νοµική αξία έχει σε µελλοντική δίκη,
αλλά ότι σηµασία έχει µόνο η απόφαση που αποδέχεται την αίτηση αυτή ή την απορρίπτει και η
αιτιολογία που αναφέρεται σε αυτήν, η οποία αν δέχεται πιθανολόγηση των πραγµατικών γεγονότων
αποτελεί δικαστικό τεκµήριο, ενώ αν δέχεται ότι οµολογήθησαν αποτελεί εξώδικη οµολογία για άλλο
δικαστήριο. Έτσι ο Αθανασάς στο ∆ιαταγή πληρωµής µε βάση την αίτηση και την απόφαση
χορηγήσως άδειας εγγραφής προσηµειώσεως, Ελλ∆νη 48, 83
280
Υπέρ της άποψης ότι η συναίνεση του καθ’ ου η αίτηση αποτελεί οµολογία των πραγµατικών
περιστατικών που αποτελούν τις προϋποθέσεις για τη ζητούµενη προσηµείωση οι Γεωργιάδης, Η
εξασφάλιση των πιστώσεων, σελ. 479, υποσηµ. 5, Τζίφρα, Η εγγραφή προσηµειώσεως υποθήκης, σελ.
807, Τζίφρα, Ασφαλιστικά µέτρα, ό.π., σελ. 128, ΜονΠρωτΑθ 29036/1995, Αρµ 51, 110 η οποία
δέχεται ότι: «η σχετική δικαστική απόφαση δεν στηρίζεται κατά κυριολεξία στη συναίνεση των
ενδιαφεροµένων, αλλά στην οµολογία εκ µέρους του καθ' ου η αίτηση των πραγµατικών περιστατικών
που αποτελούν τις προϋποθέσεις για την ζητούµενη προσηµείωση υποθήκης, η οποία δεν είναι
δεσµευτική για το ∆ικαστήριο και δεν ασκεί άµεση επιρροή στα πλαίσια της προκειµένης δίκης.»
Υπέρ της άποψης ότι η συναίνεση του καθ’ ου η αίτηση αποτελεί αποδοχή από τον υπόχρεο της
αίτησης παροχής δικαστικής προστασίας του δανειστή Απαλαγάκη, ό.π., 133. Προς την άποψη αυτή
κλίνει και η Ευαγγελίδου- Τσικρικά, ό.π., σελ. 77
281
Βλ. ΕφΑθ 3037/2001, Ελλ∆νη 44, 268, κατά την οποία: «ο τρίτος οµολογεί τα πραγµατικά
περιστατικά της ιστορικής βάσης της αίτησης και αποδέχεται, στα πλαίσια της εξουσίας διαθέσεως που
διέπει και την δίκη των ασφαλιστικών µέτρων, την κατ’ αυτού σχετική αίτηση».

83
Η προσηµείωση υποθήκης

συµφέροντα του δανειστή, ιδίως λόγω οικονοµικής αδυναµίας του οφειλέτη, η οποία
όµως πολύ συχνά δεν υπάρχει στην πραγµατικότητα282.
Υποστηρίζεται, όµως, και η άποψη ότι ακόµα και στην περίπτωση αυτή είναι
απαραίτητη η συνδροµή του στοιχείου της επείγουσας περίπτωσης ή του επικείµενου
κινδύνου, σύµφωνα και µε τις προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 682 ΚΠολ∆283.
Κατά την άποψη αυτή, το στοιχείο αυτό, η ύπαρξη του οποίου ανάγεται σε ιδιάζουσα
διαδικαστική προϋπόθεση, εκφεύγει της εξουσίας διάθεσης των διαδίκων και
ερευνάται σε κάθε περίπτωση αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, σύµφωνα και µε το
άρθρο 73 ΚΠολ∆284. Η ύπαρξη του στοιχείου αυτού δεν µπορεί εποµένως να
αναπληρωθεί από τη σύµφωνη γνώµη του καθ’ ου η αίτηση και σε περίπτωση
έλλειψης του, η αίτηση για εγγραφή προσηµείωσης θα είναι απορριπτέα285.
Στο πλαίσιο της πρακτικής της συναινετικής προσηµείωσης έχει γίνει δεκτό
στη νοµολογία286 και σε µέρος της θεωρίας287 ότι είναι δυνατή η εγγραφή
συναινετικής προσηµείωσης και σε ακίνητο τρίτου, αν αυτός προσέλθει αυτοβούλως
στη δίκη (άρθρο 687§2 ΚΠολ∆) και συναινέσει προς τούτο.
Η πρακτική αυτή, ωστόσο, δέχτηκε έντονη κριτική από µεγάλο κοµµάτι της
θεωρίας. Κατακρίθηκε όχι µόνο εξαιτίας των ζητηµάτων που εγείρει αναφορικά µε τη
νοµιµοποίηση του τρίτου-κυρίου του ακινήτου στη δίκη που διεξάγεται µεταξύ
δανειστή και οφειλέτη και στην οποία δεν εκλήθη ούτε δικαιούται να παρέµβει
κυρίως ή προσθέτως288 αλλά και επειδή θεωρήθηκε ότι µε την πρακτική αυτή
παραβιάζεται ο βασικός κανόνας της προσωρινής δικαστικής προστασίας, κατά τον

282
Βλ. ∆ωρή, ό.π., σελ. 82, Παπανικολάου, ό.π., σελ. 801
283
Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 130
284
Βλ. ΜονΠρωτΑθ 29036/1995, Αρµ 51, 110, η οποία κάνει δεκτό ότι η προσηµείωση υποθήκης
εξαιρείται της ιδιωτικής αυτονοµίας
285
Βλ. Βασιλείου, Η συναίνεσις των διαδικών εν τη παροχή αδείας προσηµειώσεως, 739
286
Βλ. ΑΠ 410/2005, ΝοΒ 53, 1611, η οποία επικαλείται τα άρθρα 1274 έως 1280, 1323, 1330 ΑΚ,
καθώς και το άρθρο 1265 ΑΚ, που προβλέπει τη δυνατότητα παραχώρησης υποθήκης από τρίτο, τα
οποία εφαρµόζει συµπληρωµατικά και για την προσηµείωση υποθήκης, η οποία αποτελεί ειδικότερα
υποθήκη υπό διπλή αναβλητική αίρεση, την ΕφΑθ 3037/2001, Ελλ∆νη 44, 270 και τις παλαιότερες
ΑΠ 1709/1981, ΝοΒ 16, 600, ΜονΠρωτΘεσ 318/1971, Αρµ 25, 547
287
Βλ. Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, σελ. 409, Τζίφρα, Η εγγραφή προσηµειώσεως
υποθήκης, ΕΕΝ 37, 807, Μπέη, Ασφαλιστικά Μέτρα, ό.π., σελ. 302, Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 151 επ.,
κατά την οποία το ασφαλιστέο δικαίωµα του δανειστή είναι η ουσιαστικού δικαίου αξίωσή του να
αποκτήσει δικαίωµα παρακολουθήσεως (ΑΚ 1278) και προνοµιακής ικανοποιήσεως (ΚΠολ∆ 1007 §1,
978) από το υπέγγυο πράγµα. Η παραχώρηση της συγκεκριµένης εξουσίας υπόκειται στην εξουσία
διάθεσης του συναινούντος τρίτου.
288
Βλ. Λιβάνη στον ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, άρθρο 1274, αρ. 19. Επικριτικός και ο Βαβούσκος,
ό.π., σελ. 783

84
Η προσηµείωση υποθήκης

οποίο το λαµβανόµενο µέτρο πρέπει κατ’ ανάγκην να ασφαλίζει ουσιαστικό δικαίωµα


του αιτούντος κατά του καθ’ ου289.
Επιπλέον υποστηρίχθηκε290 ότι η παροχή συναίνεσης για την εγγραφή
προσηµείωσης υποθήκης στο ακίνητο του τρίτου σηµαίνει ανάληψη ευθύνης από τον
τρίτο-κύριο της υπέγγυας περιουσίας απέναντι στον δανειστή, δηλαδή µεταβολή των
ουσιαστικού δικαίου σχέσεων, κάτι που µπορεί να γίνει είτε µε τη µορφή ανάληψης
προσωπικής δέσµευσης του συναινούντος τρίτου απέναντι στον δανειστή (εγγύηση ή
σωρευτική αναδοχή χρέους ή αφηρηµένη υπόσχεση χρέους) µε συνέπεια να
ευθύνεται πλέον ο τρίτος ως οφειλέτης, είτε µε τη µορφή σύστασης εµπράγµατου
βάρους επί του ακινήτου, χωρίς τη σύγχρονη ανάληψη ενοχικής υποχρέωσης από τον
τρίτο. Το τελευταίο, όµως, η ιδιωτική βούληση µπορεί να το πετύχει µόνο µε
παραχώρηση υποθήκης (ΑΚ 1265) σύµφωνα και µε την αρχή του numerus clausus
των εµπράγµατων δικαιωµάτων, όχι όµως και µε την παραχώρηση προσηµείωσης.
Άρα, κατά την άποψη αυτή, νόµιµη και αποδεκτή είναι µόνο η πρώτη λύση, δηλαδή η
προσωπική δέσµευση του τρίτου µε την παροχή εγγύησης ή την σωρευτική αναδοχή
χρέους ή την αφηρηµένη υπόσχεση χρέους.
Γενικά, η συναινετική προσηµείωση, παρά την συστηµατική εφαρµογή της
στην πράξη, έχει δεχτεί έντονες επικρίσεις από τη θεωρία ως προς την ορθότητά
της291. Η βασική αιτίαση κατά της συναινετικής προσηµείωσης εστιάζεται στο
γεγονός ότι µε την προσφυγή σε αυτήν καταστρατηγούνται οι διατάξεις που
θεσπίζουν την εγγραφή υποθήκης µε βάση τίτλο από ιδιωτική βούληση καθώς και η
ρύθµιση του άρθρου 1290 εδ. β’, σύµφωνα µε την οποία η συµφωνία µη
παραχώρησης υποθήκης σε άλλον στο ίδιο ακίνητο ισχύει µόνο έναντι αυτών που
αποκτούν υποθήκη από ιδιωτική βούληση.
Η επιχειρηµατολογία κατά του µορφώµατος της συναινετικής προσηµείωσης
εκκινεί από το γεγονός ότι τίτλο για την εγγραφή προσηµείωσης αποτελεί µόνο η
δικαστική απόφαση και όχι η ιδιωτική βούληση, η οποία αντίθετα αποτελεί κατά
292
νόµο τίτλο για εγγραφή υποθήκης (ΑΚ 1261) . Στην περίπτωση εποµένως που
υπάρχει τίτλος (η βούληση του οφειλέτη δηλαδή) για εγγραφή υποθήκης άνευ
αιρέσεως είναι ανεπίτρεπτη η προσφυγή στο δικαστήριο µε σκοπό την απόκτηση ενός
289
Βλ. Νικολόπουλου, ό.π., σελ. 93
290
Σταθόπουλου, Προσηµείωση υποθήκης προς εξασφάλιση χρέους συνοφειλέτη ή τρίτου, Τιµητικός
Τόµος Οικονοµόπουλου, 1981, σελ. 312
291
Βλ. ∆ωρή, ό.π.,σελ. 82 επ., Λιβάνη στον ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, άρθρο 1274, αρ. 8 επ.,
Ευαγγελίδου- Τσικρικά, ό.π., σελ. 78, που τηρούν αρνητική στάση απέναντι στο νοµικό αυτό µόρφωµα
292
Βλ. αναλυτικά Βασιλείου, ό.π., σελ. 736 επ.

85
Η προσηµείωση υποθήκης

επιπλέον τίτλου προς απόκτηση προσηµείωσης υποθήκης αυτή τη φορά, η οποία


αποτελεί προσωρινή µόνο ασφάλεια. Εξάλλου θα µπορούσε να υποστηριχθεί ότι ο
δανειστής στερείται εν προκειµένω έννοµου συµφέροντος να ζητήσει τη λήψη του
ασφαλιστικού µέτρου293, αφού µπορεί να εγγράψει υποθήκη, χωρίς να χρειάζεται να
µπει στην διαδικασία έκδοσης τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, η οποία θα του
επιτρέψει να τρέψει την προσηµείωση σε υποθήκη.
Στο πλαίσιο της ίδιας συλλογιστικής γίνεται δεκτό ότι η αρµοδιότητα του
δικαστή να χορηγήσει άδεια εγγραφής προσηµείωσης περιορίζεται στις περιπτώσεις
όπου υπάρχει αµφισβητούµενο δικαίωµα. Εποµένως, η προσφυγή στον δικαστή σε
περίπτωση που δεν υπάρχει διένεξη είναι ανεπίτρεπτη και το αρµόδιο όργανο στο
οποίο θα πρέπει να προσφύγουν οι ενδιαφερόµενοι είναι ο συµβολαιογράφος294.
Αναφορικά µε την διάταξη του άρθρου 1290 ΑΚ αυτή καταστρατηγείται όταν
τα µέρη προσφεύγουν στη συναινετική προσηµείωση αντί στην υποθήκη µε τίτλο από
ιδιωτική βούληση, η οποία δε θα ίσχυε έναντι του δανειστή µε τον οποίο κλείστηκε η
συµφωνία του άρθρου 1290 ΑΚ. Η συναινετική προσηµείωση ως (δικαστικά
παρεχόµενο) ασφαλιστικό µέτρο δεν εµπίπτει στην απαγόρευση αυτής της
διάταξης295. Η προστασία, ωστόσο, του δανειστή υπέρ του οποίου συνήφθη η
συµφωνία του άρθρου 1290 ΑΚ, επιβάλλει να γίνει δεκτό ότι η διάταξη του άρθρου
1290 ΑΚ εφαρµόζεται αναλογικά και στην συναινετική προσηµείωση και αυτό
επειδή το γεγονός ότι πρόκειται για δικαστική απόφαση που διατάσσει ασφαλιστικό
µέτρο δεν εµποδίζει την εφαρµογή της στο µέτρο που η πρόκληση αυτής της
δικαστικής απόφασης είναι συνέπεια της αυτονοµίας της ιδιωτικής βούλησης. Ενόψει
δηλαδή του σκοπού του άρθρου 1290 ΑΚ, η οµοιότητα της συναινετικής
προσηµείωσης µε την υποθήκη που παραχωρείται από ιδιωτική βούληση είναι
επαρκής για τη διαπίστωση κενού, το οποίο θα καλυφθεί µε αναλογική εφαρµογή της
διάταξης αυτής και στην συναινετική προσηµείωση296.
Υπάρχουν, ωστόσο, και φωνές που κρίνουν θετικά το µόρφωµα της
συναινετικής προσηµείωσης297, αξιολογώντας την ως ένα σηµαντικό δικονοµικό
θεσµό για την ταχεία εκκαθάριση των απαιτήσεων.

293
Βλ. Ευαγγελίδου- Τσικρικά, ό.π., σελ. 78
294
Βλ. Βασιλείου, ό.π., σελ. 740
295
Βλ. ∆ωρή, ό.π., σελ. 83
296
Βλ. Καραγιάννη, Η καταστρατήγηση του νόµου ως πρόβληµα της µεθοδολογίας του δικαίου, ΕΕΝ
1997, 232, ∆ωρή, ό.π., σελ. 84
297
Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 133

86
Η προσηµείωση υποθήκης

Παρά τις όποιες αντιρρήσεις, πάντως, η συναινετική προσηµείωση έχει


καθιερωθεί στην πράξη. Η συχνότητα εµφάνισής της, µάλιστα, και η αποδοχή της
από τους αρµόδιους για την είσπραξη των επιβαρύνσεων από την εγγραφή της, έχει
οδηγήσει και στην έκφραση απόψεων περί δηµιουργίας εθίµου νοµιµοποιητικού των
καταστρατηγήσεων για τις οποίες έγινε λόγος παραπάνω298.
Η προσφυγή, άλλωστε, στο µόρφωµα αυτό θα µπορούσε να εξαλειφθεί αν τα
τέλη εγγραφής υποθήκης µειώνονταν στο ύψος των προβλεπόµενων για την
προσηµείωση τελών299. Σε κάθε περίπτωση η αναγκαιότητα νοµοθετικής ρύθµισης
της συναινετικής προσηµείωσης είναι δεδοµένη.

4. «ΣΥΡΡΟΗ» ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗΣ ΚΑΙ ΥΠΟΘΗΚΗΣ

Στην πράξη, και ιδίως στις τραπεζικές συναλλαγές, δεν είναι σπάνιο το
φαινόµενο ο οφειλέτης να παραχωρεί για µέρος µόνο της απαίτησης υποθήκη, ενώ
για το υπόλοιπο να παραχωρεί συναινετικά δικαίωµα παροχής προσηµείωσης υπέρ
της πιστώτριας τράπεζας300. Συνήθως, µάλιστα, η υποθήκη συνοδεύεται από τη
δυνατότητα του δανειστή να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση µε βάση τις ειδικές
διατάξεις του ν.δ. 17.7-13.8/1923. Με την πρακτική αυτή επιτυγχάνεται η µείωση των
εξόδων εγγραφής των εν λόγω εµπράγµατων ασφαλειών, η οποία αποβαίνει προς
όφελος του οφειλέτη ο οποίος υφίσταται µικρότερη οικονοµική επιβάρυνση, ενώ
επιπλέον και η πιστώτρια τράπεζα εξασφαλίζει τη δυνατότητα χρήσης των ευνοϊκών
γι’ αυτήν διατάξεων του ν.δ. 17.7-13.8/1923.
Στις περιπτώσεις αυτές ανέκυψε το ζήτηµα εάν η καταβολή µόνο του ποσού
της εγγραφείσας υποθήκης συνεπάγεται απόσβεση της υποθήκης µε τέτοιο τρόπο,
ώστε να µην είναι πλέον δυνατή η συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης και η

298
Βλ. Καραγιάννη, ό.π., σελ. 232
299
Βλ. Λιβάνη στον ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, άρθρο 1274, αρ. 9, Σπυριδάκη, Το δίκαιον της
εµπραγµάτου ασφαλείας, σελ. 225, Μάζη, ό.π., 185
300
Βλ. Μάζη, Τα πλεονεκτήµατα της υποθήκης έναντι της προσηµείωσης για την εξασφάλιση
τραπεζικών χορηγήσεων µακροπρόθεσµης πίστης, ∆ελτίο Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, τεύχος Γ’
1995, 116, Μάζη, Εµπράγµατη εξασφάλιση τραπεζών και ανωνύµων εταιριών, ό.π., σελ. 453,
Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 257

87
Η προσηµείωση υποθήκης

εκτέλεση από ειδική να µεταπίπτει σε συνήθη, διότι δεν υφίσταται πλέον η υποθήκη,
η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρµογή του ν.δ. 17.7-13.8/1923.
Η απάντηση που δόθηκε αρχικά από την νοµολογία στο θέµα αυτό ήταν
καταφατική301. Ειδικότερα έγινε δεκτό ότι µε την καταβολή του ποσού για το οποίο
γράφτηκε η υποθήκη εκλείπει η βασική για την κίνηση αναγκαστικής εκτέλεσης
βάσει του ν.δ. 17.7-13.8/1923 προϋπόθεση της εξασφάλισης µε υποθήκη των
απαιτήσεων των οποίων επιδιώκεται η ικανοποίηση µε την αναγκαστική εκτέλεση, µε
αποτέλεσµα να είναι δυνατή η συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης µόνο κατά τις
κοινές διατάξεις.
Η άποψη αυτή όµως αναθεωρήθηκε στη συνέχεια από το Ακυρωτικό µας, το
οποίο σε επόµενη απόφασή του302 έκρινε ότι η διάκριση µεταξύ ασφαλισµένου και µη
ασφαλισµένου µε υποθήκη µέρους της απαίτησης έχει νοµική σηµασία µόνο για την
κατάταξη των δανειστών µετά τη διεξαγωγή του πλειστηριασµού, αφού η καταβολή
του ποσού της υποθήκης δεν συνεπάγεται ούτε απόσβεση της απαίτησης, ούτε στερεί
τον δανειστή από το δικαίωµα να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση µε βάση τις
διατάξεις του ν.δ. 17.7-13.8/1923.
Η άποψη αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι το κατ’ άρθρο 1269 ΑΚ ποσό της
υποθήκης, η χρηµατική δηλαδή ποσότητα για την οποία εγγράφεται η υποθήκη,
προσδιορίζει απλώς το όριο της προνοµιακής ικανοποίησης του ενυπόθηκου δανειστή
σε περίπτωση αναγκαστικού πλειστηριασµού. ∆εν αποτελεί όµως και περιγραφή της
ασφαλιζόµενης απαίτησης, η οποία µπορεί να είτε ίση, είτε µεγαλύτερη, είτε
µικρότερη από το ποσό της υποθήκης. Άλλωστε, σύµφωνα µε την αρχή του
αδιαίρετου της υποθηκικής ευθύνης η υποθήκη, ανεξάρτητα από το ύψος του κατ’
άρθρο 1269 ΑΚ ποσού για το οποίο αυτή εγγράφεται, παραµένει αναλλοίωτη όσο
εξακολουθεί να υπάρχει υπόλοιπο, έστω και ελάχιστο, των ασφαλιζόµενων

301
Βλ. ΑΠ 699/1984, ΝοΒ 33, 795. Έτσι και Μάζης στο Σχόλιο στην ΑΠ 699/1984 για την έκταση της
κατάσχεσης επί πλειστηριασµού διενεργούµενου µε τις ειδικές διατάξεις του ν.δ. του 1923, ΝοΒ 33,
761 καθώς και στο Αναγκαστική εκτέλεση ενπόθηκου ακινήτου µε άρθρα 48 επ. ν.δ. από
17.7/13.8.1923 «περί εδικών διατάξεων επί ανωνύµων εταιριών»- Η εκτέλεση επισπεύδεται χωρίς
τίτλο εκτελεστό άρθρου 904§2 ΚΠολ∆- Με βάση ποιους εκτελεστούς τίτλους διενεργείται- Νοµική
φύση πλειστηριασµού ενεχυριασµένων κινητών- Άποψη ότι πρόκειται για αναγκαστικό και όχι για
εκούσιο πλειστηριασµό- Η κατάσχεση ενυπόθηκου ακινήτου µε εγγραφή επιταγής στο βιβλίο
κατασχέσεων σύµφωνα µε το άρθρο 57 ν.δ. από 17.7/13.8.1923 ισχύει για όλο το οφειλόµενο ποσό και
όχι έως το ποσό της εγγραφής της υποθήκης (Γνωµοδότηση), Ελλ∆νη 41, 1558
302
Βλ. Ολ ΑΠ 564/1986, ΝοΒ 34, 1420 µε µειοψηφία δέκα µελών και σύµφωνες παρατηρήσεις ∆ωρή,
Γ’ Τµήµα ΑΠ 1418/1985, ΝοΒ 34, 1404. Αντίθετη η Απαλαγάκη ό.π., σελ. 258, χωρίς όµως να
προβάλλει επαρκή αιτιολόγηση προς αντίκρουση του επιχειρήµατος από την αρχή του αδιαίρετου της
υποθηκικής ευθύνης

88
Η προσηµείωση υποθήκης

απαιτήσεων303, εποµένως η καταβολή του ποσού για το οποίο γράφτηκε η υποθήκη


δεν επιφέρει και απόσβεσή της και δεν θίγει την δυνατότητα επίσπευσης
αναγκαστικής εκτέλεσης µε βάση τις διατάξεις του ν.δ. 17.7-13.8/1923.
Και στην πιο πρόσφατη νοµολογία µας304 επισηµάνθηκε ότι στην περίπτωση
που η απαίτηση ασφαλίζεται κατά ένα µέρος µε υποθήκη και κατά ένα άλλο µε
προσηµείωση, υποθήκη και προσηµείωση ασαλίζουν αδιαίρετα ένα και µόνο χρέος
και όχι δύο, µε αποτέλεσµα σε περίπτωση µερικής καταβολής να µην είναι δυνατός ο
καταλογισµός του ποσού της καταβολής στην υποθήκη, λόγω της αρχής του
αδιαίρετου, σύµφωνα µε την οποία η υποθήκη ασφαλίζει την απαίτηση σε όλη της
την έκταση. Στην ίδια απόφαση γίνεται άλλωστε δεκτό ότι, για τον ίδιο ακριβώς
λόγο, δεν είναι δυνατή η εφαρµογή των διατάξεων των άρθρων 422 και 423 ΑΚ, που
προϋποθέτουν για την εφαρµογή τους περισσότερα χρέη και όχι µία οφειλή,
αδιαίρετα ασφαλισµένη µερικά µε προσηµείωση και µερικά µε υποθήκη.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ- ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Από την παραπάνω ανάλυση, έχουν φωτιστεί οι σηµαντικότερες πτυχές του


θεσµού της προσηµείωσης. Η προσηµείωση παρουσιάζει διφυή χαρακτήρα,
συνδυάζοντας τα στοιχεία της υποθήκης υπό αίρεση µε αυτά του ασφαλιστικού
µέτρου. Για τον λόγο αυτό οι κυριότερες ρυθµιστικές της προσηµείωσης διατάξεις
εντοπίζονται τόσο στον Αστικό Κώδικα όσο και στον Κώδικα Πολιτικής ∆ικονοµίας.
Οι προϋποθέσεις για την σύσταση της προσηµείωσης είναι συγκεκριµένες.
Κατ’ αρχάς θα πρέπει να υπάρχει µία ασφαλιζόµενη απαίτηση, στην εξασφάλιση της
οποίας αποβλέπει η σύσταση της προσηµείωσης. Η προϋπόθεση αυτή αποτελεί
απόρροια του παρεπόµενου χαρακτήρα των δικαιωµάτων εµπράγµατης ασφάλειας.
Βάσει της αρχής του παρεπόµενου, η ασφαλιζόµενη απαίτηση αποτελεί την νοµική
αιτία της προσηµείωσης, γι’ αυτό και η απαίτηση που ασφαλίζεται µε την
προσηµείωση θα πρέπει να προσδιορίζεται σαφώς στην απόφαση που την διατάσσει
και το ύψος της να προκύπτει σαφώς από τις εγγραφές στα βιβλία υποθηκών της
περιφέρειας του ακινήτου.

303
Βλ. τις παρατηρήσεις ∆ωρή στην Ολ ΑΠ 564/1986, ό.π., 1422 επ.
304
Βλ. ΜΠρωτΚερκ 95/2002, ΕΤραΞχρ∆ 2003, 979

89
Η προσηµείωση υποθήκης

Αντικείµενο προσηµείωσης είναι το δικαίωµα κυριότητας ή το δικαίωµα


επικαρπίας του οφειλέτη πάνω στο ακίνητο. Στη νοµολογία άλλωστε, και σε µέρος
της θεωρίας έχει γίνει δεκτό ότι είναι δυνατή η εγγραφή προσηµείωσης σε ακίνητο
τρίτου, αν αυτός προσέλθει αυτοβούλως στη δίκη και συναινέσει προς τούτο.
Το άρθρο 1274 ΑΚ ορίζει ότι εγγραφή προσηµείωσης υποθήκης γίνεται µόνο
ύστερα από δικαστική απόφαση, η οποία εκδίδεται κατά την διαδικασία των
ασφαλιστικών µέτρων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 706 ΚΠολ∆. Κατ’ εξαίρεση
είναι δυνατή η εγγραφή προσηµείωσης και βάσει διαταγής πληρωµής (Κπολ∆
724§1).
Ταυτόχρονα µε την αίτηση εγγραφής προσηµείωσης ο δανειστής µπορεί να
ζητήσει από το δικαστήριο την άµεση έκδοση προσωρινής διαταγής, µε την οποία
απαγορεύεται οποιαδήποτε νοµική µεταβολή στο ακίνητο του οφειλέτη που
περιγράφεται στην αίτηση, µέχρι την έκδοση της απόφασης που θα δέχεται ή θα
απορρίπτει την αίτηση. Στην πρόσφατη νοµολογία µας έγινε δεκτό ότι η
µεταγενέστερη της προσωρινής διαταγής διάθεση του ακινήτου, πλήττεται µε
ακυρότητα εκ του άρθρου 176 του ΑΚ, σε συνδυασµό µε το άρθρο 691§2 του
ΚΠολ∆, κατ' αναλογία µε τα ισχύοντα επί δικαστικής απόφασης, µε την οποία
προσοµοιάζει (χωρίς και να είναι) η προσωρινή διαταγή.
Η εγγραφή της προσηµείωσης γίνεται όπως και η εγγραφή της υποθήκης, µε
τη µνεία όµως ότι προσηµειώνεται. Η εγγραφή αυτή αποσκοπεί στην πληροφόρηση
των τρίτων για τη σύσταση του εµπράγµατου βάρους πάνω στην κυριότητα του
ακινήτου.
Η προσηµείωση αποτελεί υποθήκη τελούσα υπό δύο αναβλητικές αιρέσεις:
την αίρεση της τελεσιδικίας της απόφασης µε την οποία επιδικάζεται η απαίτηση που
ασφαλίζεται η προσηµείωση και την αίρεση της τροπής της προσηµείωσης σε
υποθήκη µε την εγγραφή της σχετικής σηµείωσης στο βιβλίο των υποθηκών εντός
ενενήντα ηµερών από την πλήρωση της πρώτης αίρεσης. Με την πλήρωση των δύο
αυτών αιρέσεων, η προσηµείωση µεταβάλλεται από υποθήκη υπό αίρεση σε καθαρή
υποθήκη µε τάξη που αντιστοιχεί στον χρόνο καταχώρησης της προσηµείωσης στα
βιβλία υποθηκών, και όχι στο χρόνο της τροπής. Στην περίπτωση που η σχετική
σηµείωση στο βιβλίο υποθηκών γίνει µετά την παρέλευση της προθεσµίας των
ενενήντα ηµερών που τάσσει ο νόµος, η τροπή είναι άκυρη και η προσηµείωση
εξαλειπτέα, εκτός εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρµογής του άρθρου 182 ΑΚ
και η άκυρη καταχώρηση τροπής ισχύσει ως έγκυρη εγγραφή νέας υποθήκης.

90
Η προσηµείωση υποθήκης

Ένα από τα κεφαλαιωδέστερα ζητήµατα που αφορούν την προσηµείωση


αποτελεί η λειτουργία της κατά την διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Εάν η
αναγκαστική εκτέλεση επί του βεβαρηµένου µε προσηµείωση ακινήτου λάβει χώρα
µετά την τροπή της προσηµείωσης σε υποθήκη, η τύχη της καθαρής υποθήκης που
προήλθε από την προσηµείωση θα ρυθµιστεί κατά τα γενικώς ισχύοντα περί
υποθηκών. Εάν, όµως, οι αναβλητικές αιρέσεις υπό τις οποίες τελεί η προσηµείωση
υποθήκης δεν έχουν πληρωθεί όσο διαρκεί η αναγκαστική εκτέλεση, γεννάται
προβληµατισµός αναφορικά µε την τύχη της προσηµείωσης, την θέση και τα
δικαιώµατα του προσηµειούχου δανειστή
Αναφορικά µε τη δυνατότητα ή µη του προσηµειούχου δανειστή να πετύχει
την προνοµιακή ικανοποίησή του από το βαρυνόµενο πράγµα πριν την τροπή της
προσηµείωσής του σε υποθήκη, η διχογνωµία υπήρξε πολύ έντονη. Η πρόσφατη
νοµολογία του Αρείου Πάγου, επανερχόµενη στην παλαιότερη θέση της, αρνείται την
δυνατότητα αυτή στον προσηµειούχο δανειστή.
Όπως και να έχει πάντως, σε περίπτωση που επισπευσθεί αναγκαστική
εκτέλεση στο ακίνητο, η απαίτηση υπέρ της οποίας έχει εγγραφεί η προσηµείωση
κατατάσσεται τυχαία, δηλαδή υπό τον όρο της τελεσίδικης επιδίκασης της
ασφαλιζόµενης απαίτησης, και το ακίνητο περιέρχεται στον αγοραστή ελεύθερο.
Το άρθρο 997§3 ΚΠολ∆ προβλέπει ότι σε όποιον επέβαλε την κατάσχεση και
στους δανειστές που αναγγέλθηκαν δεν αντιτάσσεται η µεταγραφή ή εγγραφή
υποθήκης (ή προσηµείωσης) που έγινε µετά την εγγραφή της κατάσχεσης στο βιβλίο
κατασχέσεων, σε οποιονδήποτε τίτλο και αν στηρίζεται η υποθήκη. Σύµφωνα µε την
ερµηνεία που δόθηκε από την πρόσφατη νοµολογία στη διάταξη αυτή, ως
«αναγγελθέντες δανειστές", έναντι των οποίων δεν αντιτάσσεται η µεταγραφή ή
εγγραφή υποθήκης ή προσηµείωσης υποθήκης που έγινε µετά την εγγραφή της
κατασχέσεως στο οικείο βιβλίο, θεωρούνται όλοι οι δανειστές που αναγγέλθηκαν
νοµίµως και εµπροθέσµως, κατά το άρθρο 972 ΚΠολ∆, και όχι µόνον εκείνοι που
συµπτωµατικά είχαν αναγγελθεί σε χρόνο προγενέστερο της µεταγραφής ή της
εγγραφής της υποθήκης ή της προσηµειώσεως.
Η προσηµείωση ενδέχεται να αποσβεστεί πριν ολοκληρώσει την αποστολή
της, δηλαδή πριν τραπεί σε υποθήκη. Η απόσβεση της προσηµείωσης, η οποία έχει
την έννοια της αποδυνάµωσης του ουσιαστικού δικαιώµατος για διατήρηση της
εγγραφής της, αντιδιαστέλλεται από την εξάλειψη της προσηµείωσης, η οποία
σηµαίνει την πράξη του υποθηκοφύλακα µε την οποία διαγράφει την προσηµείωση

91
Η προσηµείωση υποθήκης

από το βιβλίο των υποθηκών. Οι λόγοι απόσβεσης και εξάλειψης προβλέπονται στα
άρθρα 1323 και 1330 ΑΚ αντίστοιχα.
Σε περίπτωση πτώχευσης ο προσηµειούχος δανειστής τίθεται σε ενδιάµεση
κλίµακα σε σχέση µε τους εγχειρόγραφους και τους ενυπόθηκους δανειστές, αφού,
κατά την κρατούσα άποψη, υπόκειται µεν στην αναστολή των ατοµικών διώξεων,
εξαιρείται όµως από αυτήν µόνο προκειµένου να τρέψει εγκύρως και εγκαίρως την
προσηµείωση σε υποθήκη.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η λεγόµενη «συναινετική»
προσηµείωση, η προσηµείωση δηλαδή η οποία εγγράφεται µε πρωτοβουλία του
αιτούντος δανειστή και µε την συναίνεση του οφειλέτη. Η συναινετική προσηµείωση,
παρά την συστηµατική εφαρµογή της στην πράξη, έχει δεχτεί έντονες επικρίσεις ως
προς την ορθότητά της, µε το σκεπτικό ότι µε αυτήν καταστρατηγούνται οι διατάξεις
που θεσπίζουν την εγγραφή υποθήκης µε βάση τίτλο από ιδιωτική βούληση καθώς
και η ρύθµιση του άρθρου 1290 εδ. β’. Για την αντιµετώπιση του τελευταίου αυτού
ζητήµατος προτείνεται η αναλογική εφαρµογή της διάταξης του άρθρου 1290 ΑΚ και
στην συναινετική προσηµείωση. Επιβεβληµένη, πάντως, κρίνεται η νοµοθετική
αντιµετώπιση του ζητήµατος.
Συγκρινόµενη µε την υποθήκη, η προσηµείωση παρουσιάζει µία εντελώς
ιδιότυπη φυσιογνωµία. Η υποθήκη παρουσιάζει βέβαια κάποια πλεονεκτήµατα έναντι
της προσηµείωσης, αφού παρέχει την δυνατότητα στον ενυπόθηκο δανειστή να
προβεί αµέσως µόλις υπάρξει καθυστέρηση στην αποπληρωµή της παρασχεθείσας
πίστωσης σε αναγκαστική εκτέλεση και πλειστηριασµό του ενυπόθηκου ακινήτου, µε
αποτέλεσµα να αποφεύγεται η µακροχρόνια διαδικασία που απαιτείται σε περίπτωση
προσηµείωσης για την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης ή διαταγής
πληρωµής µε ισχύ δεδικασµένου305.
Από την άλλη πλευρά, όµως, η προσηµείωση πλεονεκτεί λόγω της
σηµαντικής µείωσης των αρχικών εξόδων σύναψης και εµπράγµατης κάλυψης της
πιστωτικής σύµβασης. ∆εδοµένου, µάλιστα, ότι στην πλειοψηφία των πιστωτικών

305
Για τα πλεονεκτήµατα της υποθήκης έναντι της προσηµείωσης βλ. Μάζη, Τα πλεονεκτήµατα της
υποθήκης έναντι της προσηµείωσης για την εξασφάλιση τραπεζικών χορηγήσεων µακροπρόθεσµης
πίστης, ό.π., 116. Ο ίδιος άλλωστε προκρίνει την εγγραφή υποθήκης βάσει της ιδιωτικής βούλησης
έναντι της συναινετικής προσηµείωσης λόγω των πλεονεκτηµάτων που αυτή παρουσιάζει κάτι που θα
µπορέσει να παγιωθεί στην πράξη µόνο σε περίπτωση εξίσωσης των εξόδων εγγραφής υποθήκης µε
αυτά που προβλέπονται για την εγγραφή προσηµείωσης, βλ. Η δυσλειτουργία της εµπράγµατης πίστης
στην πράξη εξαιτίας εξωγενών παραγόντων, οι δυσµενείς από την αιτία αυτή συνέπειες στην
οικονοµία και ο τρόπος θεραπείας του κακού, ό.π., σελ. 191

92
Η προσηµείωση υποθήκης

σχέσεων, η έκβαση της πίστωσης είναι τελέσφορη, µε την έννοια ότι ο πιστολήπτης
ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του και δεν καθίσταται αναγκαία η τελεσίδικη
επιδίκαση της απαίτησης, ούτε η τροπή της προσηµείωσης σε υποθήκη, η
προσηµείωση παρέχει εξασφάλιση στον δανειστή µε πολύ µικρότερο κόστος για τον
οφειλέτη σε σχέση µε την υποθήκη, αφού δεν τίθεται θέµα τροπής της προσηµείωσης
και εποµένως καταβολής των αντίστοιχων δικαιωµάτων και τελών που αυτή
συνεπάγεται.
Άλλωστε, όταν ο οφειλέτης δεν συναινεί στην παροχή υποθήκης ή όταν
υπάρχει ανάγκη αιφνιδιασµού του, η προσηµείωση αποτελεί µονόδροµο για τον
δανειστή306.
Συνοψίζοντας τα παραπάνω, καταλήγουµε στην επαλήθευση της αρχικής
παρατήρησης ότι η προσηµείωση υποθήκης έχει µεγάλη σπουδαιότητα στις
σύγχρονες συναλλακτικές σχέσεις. Παρά τα όποια µειονεκτήµατά της έναντι της
υποθήκης, που και αυτά τείνουν να περιοριστούν µέσα από νοµολογιακές επιλογές,
όπως η αναγνώριση στον προσηµειούχο δανειστή της δυνατότητας άσκησης της
εµπράγµατης υποθηκικής αγωγής και η διάπλαση της συναινετικής προσηµείωσης, η
προσηµείωση δεν παύει να αποτελεί έναν θεσµό που ανταποκρίνεται στο πνεύµα της
σύγχρονης συναλλακτικής ζωής, και ιδιαίτερα στα αιτήµατα της για ταχύτητα και
ευελιξία, που σήµερα µοιάζουν να προβάλλονται ολοένα και πιο επιτακτικά.

306
Βλ. Απαλαγάκη, ό.π., σελ. 259

93
Η προσηµείωση υποθήκης

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αθανασάς Α., Έκδοση ∆ιαταγής πληρωµής µε βάση την αίτηση για χορήγηση
εγγραφής προσηµειώσεως και την απόφαση προσηµειώσεως, ΑρχΝ 47, 667
Αθανασάς Α., ∆ιαταγή πληρωµής µε βάση την αίτηση και την απόφαση χορηγήσως
άδειας εγγραφής προσηµειώσεως, Ελλ∆νη 48, 76
Ανδρεοπούλης Ι., Περιορισµός και µεταφορά εγγραφείσης προσηµειώσεως υποθήκης,
ΝοΒ 25, 277
Ανδρεοπούλης Ι., Υποθηκική κάλυψη τόκων, Ελλ∆νη 27, 425
Απαλαγάκη Χ., Ζητήµατα διαχρονικού και διατοπικού δικαίου των προνοµίων, ιδίως
κατά τον ΚΠολ∆, ∆ 24, 843
Απαλαγάκη Χ., Προσηµείωση υποθήκης. Η δικονοµική της θεώρηση, 2005
Αργυριάδης Α., Πτώχευσις-τόκοι κατ΄άρθρο 536 ΕµπΝ, αναγγελία και κατάταξις
απαιτήσεων ησφαλισµένων δια προσηµειώσεως εν αναγκαστικώ πλειστηριασµώ
ακινήτου µετά κήρυξιν πτώχευσης (γνωµοδοτήσεις), ΝοΒ 23, 708
Βαβούσκος Κ., Η προσηµείωσις υποθήκης εις το ελληνικόν δίκαιον υπό το κράτος
του νέου ΚΠολ∆, Τιµητικός Τόµος Καραβά, 1978, 747
Βαθρακοκοίλης Β., Αναλυτική ερµηνεία- νοµολογία ΑΚ, Β΄ τόµος, 1985
Βαθρακοκοίλης Β., Κώδικας Πολιτικής ∆ικονοµίας. Ερµηνευτική Νοµολογιακή
Ανάλυση (κατ’ άρθρο). Τόµος ∆’, 1996
Βαµβέτσος Α., Πλειστηριασµός προσηµειωµένου ακινήτου, ΝοΒ 9, 883
Βαρυµποπιώτης Α., Η δια προσηµειώσεως ασφαλιστέα απαίτησις, ΕΕΝ 30, 736
Βασιλείου Χ., Η συναίνεσις των διαδικών εν τη παροχή αδείας προσηµειώσεως, ΝοΒ
3, 733
Βερνάρδος Α., Το προσωρινό δεδικασµένο, ∆ 5, 275
Βρέλλης Σ., Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, β’ έκδοση, 2001
Γάζης Α., Η µεταρρύθµισις του συστήµατος των τηρουµένων εις τα
Υποθηκοφυλακεία βιβλίων, ΝοΒ 14, 193
Γέσιου- Φαλτσή Π., ∆ίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης ΙΙ. Ειδικό Μέρος, 2001
Γέσιου-Φαλτσή Π., Η δικονοµική έννοµη τάξη ΙΙΙ. Μελέτες αστικού δικονοµικού και
διεθνούς δικαίου, 1999
Γέσιου- Φαλτσή Π., Κατάταξη προσηµειούχων δανειστών επί πτωχεύσεως.
Γνωµοδότηση, Αρµ 51, 155

94
Η προσηµείωση υποθήκης

Γέσιου- Φαλτσή Π., Νοµιµοποίηση για άσκηση αιτήσεως ανακλήσεως ασφαλιστικού


µέτρου κατά το άρθρο 696§1 ΚΠολ∆. Γνωµοδότηση, Αρµ 1988, 123
Γεωργιάδης Α./ Σταθόπουλος Μ., Αστικός Κώδιξ. Ερµηνεία κατ΄ άρθρογραφία. Τόµος
έκτος: Εµπράγµατο δίκαιο Β, 1985
Γεωργιάδης Α., Εµπράγµατο ∆ίκαιο ΙΙ, 1993
Γεωργιάδης Α., Η εξασφάλιση των πιστώσεων, 2001
Γεωργίου Κ., Απόσβεση και εξάλειψη προσηµείωσης ∆ 23, 265
Γιαννούλης Κ., Τα ασφαλιστικά µέτρα και οι καινοτοµίες του άρθρου 4 ν. 3388/2005,
∆ 38, 969
Γιοβαννόπουλος Ρ., Ζητήµατα σχετικά µε τη διαταγή πληρωµής προσηµειούχου
δανειστή κατά του πτωχεύσαντος οφειλέτη, ΕπισκΕ∆ 2004, 313
∆ηµητρίου Γ., Προσηµείωσις και πλειστηριασµός προσηµειωµένου ακινήτου, ΕΕΝ
30, 295
∆ηµοσθένους Π., Τροπή προσηµειώσεως εις υποθήκην και τελεσιδικία, ∆ 4, 381
∆ηµοσθένους Π., Η υποθηκική αγωγή του προσηµειούχου δανειστή, Τιµητικός Τόµος
Οικονοµόπουλου, 1981, σελ. 41
∆ιαµαντάκος Σ., Η δι΄ εγγραφής προσηµειώσεως υποθήκης ασφαλιστέα απαίτησις,
ΕΕΝ 36, 505
∆ραγατσίκη Σ., Εξαίρεση των προσηµειούχων δανειστών από την αναστολή των
ατοµικών διώξεων κατά πτωχεύσαντος οφειλέτη, Αρµ 2004, 1769
∆ωρής Φ., Εµπράγµατη ασφάλεια. Παραδόσεις, 1986
Ευαγγελίδου- Τσικρικά Φ., Η εγγραφή προσηµείωσης υποθήκης ηρτηµένης της
αιρέσεως, (Ζητήµατα από την εφαρµογή του άρθρου 206 ΑΚ), 2005
Ιατρού Γ., Κατάσχεση ενυπόθηκου ακινήτου και σύγκρουση της υποθήκης µε άλλο
περιορισµένο εµπράγµατο δικαίωµα, ΧρΙ∆ 2003, 948
Καµενόπουλος Ε., Εξάλειψη προσηµειώσεως εγγραφείσης επί τη βάσει διαταγής
πληρωµής, ΕΕΝ 41, 278
Καραγιάννης Κ., Η καταστρατήγηση του νόµου ως πρόβληµα της µεθοδολογίας του
δικαίου, ΕΕΝ 1997, 232
Καράκος Ν., Περί εγγραφής προσηµειώσεως υποθήκης και επιβολής συντηρηρητικής
κατασχέσεως δυνάµει «οριστικής απόφασης», ΝοΒ 28, 966
Καρύµπαλη- Τσίπτσιου Γ., Εγγραφή προσηµείωσης υποθήκης µε βάση ανακριβές
αντίγραφο της απόφασης ασφαλιστικών µέτρων-Μεταγενέστερη εγγραφή νέας

95
Η προσηµείωση υποθήκης

προσηµείωσης υποθήκης στο ίδιο ακίνητο, από άλλον δανειστή-Χρονολογική τάξη


των σχετικών εγγραφών. Γνωµοδότηση, Αρµ 50, 1414
Κεραµεύς Κ., Αστικό ∆κονοµικό ∆ίκαιο. Γενικό µέρος. 1986
Κεραµεύς Κ./ Κονδύλης ∆./ Νίκας Ν., Ερµηνεία του Κώδικα Πολιτικής ∆ικονοµίας, ΙΙ,
591-1054, 2000
Κεραµεύς Κ., Μεθοδολογικά ζητήµατα από την πρόσφατη δικονοµική νοµολογία του
Άρειου Πάγου, Ελλ∆νη 38, 1697
Κοτσαρίδας Ξ., ∆ιαταγή πληρωµής και προσηµείωσις. Μετατροπή εις υποθήκην, ΝοΒ
31, 1154
Κοτσίρης Λ., Πτωχευτικό ∆ίκαιο, 1998
Μάζης Π., Αναγκαστική εκτέλεση ενπόθηκου ακινήτου µε άρθρα 48 επ. ν.δ. από
17.7/13.8.1923 «περί εδικών διατάξεων επί ανωνύµων εταιριών»- Η εκτέλεση
επισπεύδεται χωρίς τίτλο εκτελεστό άρθρου 904§2 ΚΠολ∆- Με βάση ποιους
εκτελεστούς τίτλους διενεργείται- Νοµική φύση πλειστηριασµού ενεχυριασµένων
κινητών- Άποψη ότι πρόκειται για αναγκαστικό και όχι για εκούσιο πλειστηριασµό-
Η κατάσχεση ενυπόθηκου ακινήτου µε εγγραφή επιταγής στο βιβλίο κατασχέσεων
σύµφωνα µε το άρθρο 57 ν.δ. από 17.7/13.8.1923 ισχύει για όλο το οφειλόµενο ποσό
και όχι έως το ποσό της εγγραφής της υποθήκης (Γνωµοδότηση), Ελλ∆νη 41, 1558
Μάζης Π., Άσκηση υποθηκικής αγωγής εκ µέρους προσηµειούχου δανειστή, ΝοΒ 49,
980
Μάζης Π., Εκχώρηση απαίτησης ασφαλισµένης µε υποθήκη ή προσηµείωση
(γνωµοδότηση), ∆ΕΕ 10, 914
Μάζης Π., Εµπράγµατη εξασφάλιση τραπεζών και ανωνύµων εταιριών, 1993
Μάζης Π., Η δυσλειτουργία της εµπράγµατης πίστης στην πράξη εξαιτίας εξωγενών
παραγόντων, οι δυσµενείς από την αιτία αυτή συνέπειες στην οικονοµία και ο τρόπος
θεραπείας του κακού, Αρµ 61, 185
Μάζης Π., Μεταγραφή ή εγγραφή υποθήκης µετά την κατάσχεση-ποιοι νοούνται ως
«αναγγελθέντες δανειστές» έναντι των οποίων δεν αντιτάσσεται η µεταγραφή αυτή ή
η υποθήκη-Μη ύπαρξη υποχρέωσης για κοινοποίηση του προγράµµατος στον
ενυπόθηκο αυτό δανειστή (γνωµοδότηση), Ελλ∆νη 37, 171
Μάζης Π., Πλεονεκτήµατα της υποθήκης έναντι της προσηµείωσης για την
εξασφάλιση τραπεζικών χορηγήσεων µακροπρόθεσµης πίστης, ∆ελτίον Ένωσης
Ελληνικών Τραπεζών, τεύχος Γ΄ 1995, 116

96
Η προσηµείωση υποθήκης

Μάζης Π., Σχόλιο στην ΑΠ 699/1984 για την έκταση της κατάσχεσης επί
πλειστηριασµού διενεργούµενου µε τις ειδικές διατάξεις του ν.δ. του 1923, ΝοΒ 33,
761
Μάζης Π., Τύχη µισθώσεων σε ενυπόθηκα ακίνητα επιχειρήσεων µε βάση τον
πρόσφατο Ν. 2538/1997 (άρθρο 31), ∆ΕΕ 4, 133
Μαργαρίτης Μ., Η διόρθωση και η ερµηνεία µίας απόφασης, ∆ 29, 283
Μητσόπουλος Γ., Προσωρινή διαταγή επί αιτήσεως εγγραφής προσηµειώσεως
υποθήκης, Ελλ∆νη 24, 1135
Μίγγινας Σ., Η θέση του προσηµειούχου δανειστή κατά την ΑΚ 1294, ∆ 32, 874
Μπαζούρος Κ., Νοµικά ζητήµατα. Η έννοια του άρθρου 1289 ΑΚ, ΝοΒ 25, 473
Μπαλής Γ., Εµπράγµατο δίκαιο, 1961
Μπάστας ∆., Εγγραφή υποθήκης-προσηµείωσης υποθήκης. Έννοια-προϋποθέσεις-
αποτελέσµατα, ΑρχΝ 45, 113
Μπέης Κ., Αι διαδικασίαι ενώπιον του Μονοµελούς Πρωτοδικείου, Τόµος II, 1969
Μπέης Κ., Εµπράγµατες αγωγές, ∆ 28, 1235
Μπέης Κ., Έννοια και χαρακτήρ των ασφαλιστικών µέτρων, ∆ 1, 395
Μπέης Κ., Πολιτική ∆ικονοµία. Γενικές Αρχές και ερµηνεία των άρθρων. Τόµος 15,
1990
Μπέης Κ., Χαρακτήρ της αποφάσεως εγγραφής προσηµειώσεως υποθήκης βάσει
διαταγής πληρωµής, ΝοΒ 17, 627
Μπρακατσούλας Β., Ασφαλιστικά µέτρα, 4η έκδοση, 2002
Μπρίνιας Ι., Αναγκαστική εκτέλεσις, Τόµος ΙΙ, Γ’ Έκδοσις, 1983
Νίκας Ν., Κύρος της προσηµείωσεως, που εγγράφεται µε βάση ανακριβές αντίγραφο
της αποφάσεως ασφαλιστικών µέτρων. Γνωµοδοτήσεις, Ελλ∆νη 36, 53
Νίκας Ν., Τροπή σε υποθήκη της προσηµειώσεως βάσει διαταγής πληρωµής, Αρµ
1996, 125
Νικολόπουλος Γ., Υποθήκη και εµπράγµατη προσηµείωση στον τόµο «Αναγκαστική
εκτέλεση και εµπράγµατη ασφάλεια» (26ο Πανελλήνιο Συνέδριο ΕΕ∆), 2001, σελ. 35
επ.
Παϊσίδου Ν., Η διακοπή και η επανάληψη της δίκης κατά τον ΚΠολ∆, 2001
Παπαδηµητρίου Γ., Τινά περί του ασφαλιστικού µέτρου της προσηµειώσεως
υποθήκης, ΝοΒ 17, 625
Παπανικολάου Π., Συναινετική προσηµείωση υποθήκης επί ακινήτου κείµενου σε
παραµεθόρια περιοχή (άρθρο 25 επ. ν.1892/1990), ΝοΒ 54, 797

97
Η προσηµείωση υποθήκης

Παπαδόπουλος Κ., Αγωγές εµπράγµατου δικαίου, τοµ. ΙΙ, 1992


Ρόκα Κ., Πτωχευτικόν ∆ίκαιον, 1978
Ρόκας Ν., Στοιχεία πτωχευτικού δικαίου, 1997
Σόντης Ι., Υποθηκικά (Γνωµοδοτήσεις), ΝοΒ 26, 641
Σούρλος ∆., Πότε νόµιµος η τροπή προσηµειώσεως υποθήκης ή εγγραφή υποθήκης
βάσει διαταγής πληρωµής, ΕΕΝ 40, 212
Σπυριδάκης Ι., Εµπράγµατο ∆ίκαιο, τοµ. ΙΙΙ, 2001
Σπυριδάκης Ι., Η δια της υποθήκης κάλυψη των τόκων, ΝοΒ 21, 1042
Σπυριδάκης Ι., Η προσηµείωση υποθήκης, 2003
Σπυριδάκης Ι., Κληρονοµικό ∆ίκαιο, 2002
Σπυριδάκης Ι., Τινά περί προσηµειώσεως υποθήκης, ΝοΒ 20, 713
Σπυριδάκης Ι., Σχόλια, ΝοΒ 30, 1263
Σπυριδάκης Ι., Το δίκαιον της εµπραγµάτου ασφαλείας, 1976
Σταθόπουλος Μ., Γενικό ενοχικό δίκαιο, 3η έκδοση, 1998
Σταθόπουλος Μ., Προσηµείωση υποθήκης προς εξασφάλιση χρέους συνοφειλέτη ή
τρίτου, Τιµητικός Τόµος Οικονοµόπουλου, 1981, σελ. 305
Τζίφρας Π., Ασφαλιστικά µέτρα, 4η έκδοση, 1985
Τζίφρας Π., Η εγγραφή προσηµειώσεως υποθήκης, ΕΕΝ 37, 805
Τούσης Α., Εµπράγµατον δίκαιον, 1966
Τσάκος Ν., Η προσωρινή διαταγή κατά τον ΚΠολ∆, Αρµ 34, 87
Τσάκος Ν., Το περιεχόµενο και ο τύπος της προσωρινής διαταγής, Αρµ 35, 176
Τσαντίνης Σ., Η άσκηση ατοµικών καταδιωκτικών µέτρων κατά του πτωχού από τον
προσηµειούχο πτωχευτικό πιστωτή, ∆ 29, 1212
Ευαγγελίδου- Τσικρικά Φ., Η εγγραφή προσηµείωσης υποθήκης ηρτηµένης της
αιρέσεως, (Ζητήµατα από την εφαρµογή του άρθρου 206 ΑΚ), 2005
Φίλιος Π., Εµπράγµατο δίκαιο, 2006
Ψυχοµάνης Σ., Πτωχευτικό δίκαιο. Επίτοµη ερµηνευτική προσέγγιση, 2003

98

You might also like