Professional Documents
Culture Documents
Lexiko Evang Madoulidi
Lexiko Evang Madoulidi
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
ΜΑΪΟΣ 2009
©EKΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗ
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
Α Ν Τ Ι Π Ρ ΟΛΟ Γ Ο Υ
ΤΗΣ
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΟΥ
Μ
έ τή συμπλήρωση δύο χρόνων ἀπό τήν αἰφνίδια ἀπώλεια
τοῦ Εὐάγγελου Μαντουλίδη, τήν ἄνοιξη τοῦ 2007, τά
Ἐκπαιδευτήρια Μαντουλίδη ἀποφάσισαν νά προχωρήσουν
στήν ἐπανέκδοση τοῦ ἐτυμολογικοῦ λεξικοῦ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς ὡς
ἐλάχιστο φόρο τιμῆς καί μνήμης.
Ὁ Εὐάγγελος Μαντουλίδης, ἕνας σπουδαῖος δάσκαλος καί κλασικός
φιλόλογος, ἀσχολήθηκε ἰδιαίτερα μέ τή γλώσσα καί κυρίως
μέ τίς ρίζες της, τήν ἐτυμολογία. Τά ἀρχαῖα ἑλληνικά, ὅπως
καί τά λατινικά, ἀποτελοῦσαν τά μαθήματα πού ξεχώριζε ἀλλά
καί τόν «ξεχώριζαν» ὡς δάσκαλο.
Τή δεκαετία τοῦ ἑβδομήντα, ὅταν διηύθυνε ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα
φροντιστήρια τῆς Βόρειας Ἑλλάδας, πού ἔφθασε τούς 2500 μαθητές,
εἶχε ἐκδώσει μία σειρά ἀπό βιβλία μέ θέμα τή γλώσσα, τήν ἐτυμολογία,
τή γραμματική καί τή γραμματολογία.
Ἤθελε νά κάνει τό μάθημα τῆς γλώσσας πιό προσιτό, πιό κατανοητό, πιό
ἐνδιαφέρον. Δίδασκε τήν ἐτυμολογία τῶν λέξεων σάν παιχνίδι.
Τό μάθημα ἔτσι γινόταν ζωή.
Στόχος του καί ὅραμά του τά Ἑλληνόπουλα νά «βαπτιστοῦν»
στά νάματα τῆς γλώσσας καί τῆς παράδοσης.
Ἡ ἵδρυση τῶν Ἐκπαιδευτηρίων, ἔργο ζωῆς γιά τόν ἴδιο καί
τήν οἰκογένειά του, ἔδωσε σάρκα καί ὀστά στό ὅραμα, ἔκανε τό ὄνειρο
πράξη, τό βίωμα προσφορά, εὐθύνη καί καθῆκον.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
Π Ε ΡΙ Ε ΧΟΜ Ε ΝΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
010
Λ Η Μ Μ ΑΤΑ
Αα 030 Νν 146
Ββ 056 Ξξ 154
Γγ 062 Οο 156
Δδ 066 Ππ 168
Εε 074 Ρρ 190
Ζζ 092 Σσ 194
Ηη 094 Ττ 214
Θθ 096 Υυ 224
Ιι 102 Φφ 228
Κκ 108 Χχ 236
Λλ 126 Ψψ 244
Μμ 134 Ωω 248
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ἐ
τυμολογία ἤ Ἐτυμολογικό λέγεται τό μέρος
τῆς Γραμματικῆς πού ασχολεῖται μέ
τήν ἀνάλυση μιᾶς λέξης στά συστατικά της
μέρη, προκειμένου νά βρεῖ τήν προέλευση καί
τήν πραγματική σημασία της. Ἡ λέξη Ἐτυμολογία
ἤ Ἐτυμολογικό προέρχεται ἀπ’ τό ἐπίθετο ἔτυμος
(=ἀληθινός, πραγματικός, βέβαιος) καί
τό οὐσιαστικό λόγος. Τό ἔτυμος προέρχεται,
ἀπ’ τό ἐτεός κι αὐτό ἀπ’ τό εἰμί.
Οἱ λέξεις σχηματίζονται μέ παραγωγή ἤ σύνθεση
ἤ καί μέ τά δύο. Ἔτσι τό Ἐτυμολογικό ὑποδιαιρεῖται
1) στήν παραγωγή: Κατ’ αὐτήν παράγονται λέξεις
ἀπ’ ἄλλες λέξεις μέ τήν προσθήκη παραγωγικῆς
κατάληξης καί 2) στή Σύνθεση: μέ τήν ἕνωση τῶν
θεμάτων δυό ἤ περισσότερων λέξεων κάτω ἀπό ἕναν
τόνο σχηματίζεται ἄλλη λέξη.
11
Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η
4) Ἀφαίρεση. Κατ’ αὐτήν τό ἀρχικό βραχύ φωνῆεν 8) Μετάπτωση. Κατ’ αὐτήν ἕνα θεματικό φωνῆεν
μιᾶς λέξης ἀποβάλλεται, ὅταν ἡ προηγούμενη λέξη λέξης μεταβάλλεται στίς διάφορες μορφές τῆς ἴδιας
λήγει σέ μακρό φωνῆεν ἤ δίφθογγο. Στή θέση τῆς λέξης, π.χ. τρέπω, τροπή, τρόπος κ.λπ.
τοῦ φωνήεντος πού χάνεται, μπαίνει ἀπόστροφος. Ἡ μεταβολή αὐτή τοῦ φωνήεντος μπορεῖ νά εἶναι
Π.χ. ἀνάγκη ἐστί - ἀνάγκη ’στί, Ἐγώ ’φάνην κ.λπ. α) ποσοτική καί β) ποιοτική.
α) Ποσοτική. Κατ’ αὐτήν γίνεται ἀλλαγή χρόνου
5) Ἔκθλιψη. Κατ’ αὐτήν ἀποβάλλεται τό τελικό ἀπό βραχύ σέ μακρό κι ἀντίθετα ἤ σ’ ὁρισμένο τύπο
βραχύ φωνῆεν μιᾶς λέξης, ὅταν ἡ ἑπόμενη λέξη τῆς αὐτῆς λέξης ἐξαφανίζεται. Ὑπάρχουν τά ἑξῆς
ἀρχίζει ἀπό φωνῆεν ἤ δίφθογγο. Στή θέση τρία στάδια τῆς ποσοτ. μεταβ.:
τοῦ φωνήεντος πού χάνεται μπαίνει ἀπόστροφος, 1) Ἀφανισμός ἤ συγκοπή. Στήν περίπτωση αὐτή,
π.χ. ὑπό αὐτοῦ - ὑπ’ αὐτοῦ. ἐνῶ τό φωνῆεν ὑπάρχει σ’ ἕναν τύπο λέξης, σ’ ἄλλο
Ἄν ἡ δεύτερη λέξη ἀρχίζει ἀπό δασυνόμενο χάνεται, π.χ. μητέρ-ος, μητρός, πέτομαι, ἔπτ-ην. Το
φωνῆεν, τό μετά τήν ἔκθλιψη ψιλό τῆς πρώτης ἴδιο ἰσχύει καί γιά διφθόγγους, π.χ. πείθω, ἔπιθ-ον.
λέξης μετατρέπεται στό ἀντίστοιχο δασύ, π.χ. κατά 2) Ἔκταση. Κατ’ αὐτήν τό βραχύ φωνῆεν γίνεται
ἑκάστην - καθ’ ἑκάστην κ.λπ. μακρό (ε>η, α>η, ο>ω). Π.χ. δόμος-δῶμα, ἔδομαι -
Ἄν ἡ λέξη πού παθαίνει ἔκθλιψη εἶναι κλιτή ἐδωδή κ.λπ.
καί τονίζεται στή λήγουσα, ἀνεβάζει τόν τόνο στήν β) Ποιοτική. Κατ’ αὐτήν τό φωνῆεν γίνεται ἄλλο
προηγούμενη συλλαβή. Π.χ. πολλά εἶχον - πόλλ τοῦ ἴδιου χρόνου, δηλ. τό ε γίνεται ο καί τό η γίνεται
’εἶχον. Ἄν εἶναι ἄκλιτη χάνει τόν τόνο της μετά τήν ω. Γι’ αὐτό λέγεται καί ἑτεροίωση, π.χ. μένω-μόνος,
ἔκθλιψη. Π.χ. ἀλλά ἔλεγον - ἀλλ’ ἔλεγον. Ἐξαιρεῖται ἀμείβω-ἀμοιβή, ἀλείφω-ἀλοιφή, σπεύδω-σπουδή,
μόνο τό «ἑπτά» ἀπ’ τίς ἄκλιτες λέξεις καί ἀνεβάζει κέλευθος (=δρόμος)-κόλουθος+α ἀθροιστ. ἀκό-
τόν τόνο μετά τήν ἔκθλιψη, π.χ. ἑπτά ἦσαν - λουθος, λείπω-λέλοιπα, ρήγνυμι-ρωγμή, ἀρήγω-
ἕπτ’ ἦσαν. ἀρωγή, πτήσσω (=ζαρώνω)- πτωχός, χῆρος-χωρίς
κ.λπ.
6) Κράση. Κατ’ αὐτήν τό τελικό βραχύ φωνῆεν
ἤ δίφθογγος τῆς α’ λέξης συγχωνεύεται μέ τό ἀρχικό 9) Μετάθεση. Κατ’ αὐτήν ἕνα βραχύ φωνῆεν μέσα
φωνῆεν ἤ δίφθογγο τῆς β’ λέξης, π.χ. καί εἶτα - κᾆτα, στήν ἴδια λέξη ἀλλάζει θέση μπροστά ἀπ’ τά ὑγρά
ἐγώ οἶδα - ἐγῷδα, ὁ ἄνθρωπος - ἄνθρωπος κ.λπ. (λ, ρ) καί τά ἔρρινα (μ,ν), π.χ. στελγγίς > στλεγγίς
Κατά τήν κράση διατηρεῖται τό πνεῦμα (=ξύστρα), κάρτος > κράτος, θάρσος > θράσος κ.λπ.
τῆς α’ λέξης καί ὁ τόνος τῆς β’, π.χ. ἅ ἄν - ἅν.
Ἄν ἡ πρώτη λέξη δέν ἔχει πνεῦμα, τότε μπαίνει 10) Ἀντιμεταχώρηση. Κατ’ αὐτήν, ὅταν συναντηθοῦν
ἡ κορωνίδα, π.χ. καί ἐγώ-κἀγώ. μέσα στήν ἴδια λέξη δυό διαφορετικά ποσοτικῶς
φωνήεντα (δηλ. μακρό-βραχύ), ἀνταλλάσσουν
7) Συναίρεση. Κατ’ αὐτήν δυό συνεχόμενα φωνήεντα μεταξύ τους χρονική διάρκεια (δηλ. τό μακρό γίνεται
ἤ φωνῆεν καί δίφθογγος μέσα στήν ἴδια λέξη βραχύ καί τό βραχύ μακρό) χωρίς ν’ ἀλλοιώνεται
ἑνώνονται σ’ ἕνα μακρό φωνῆεν ἤ δίφθογγο, ἡ προφορά τους, π.χ. πόληος - πόλεως, νηός - νεώς,
π.χ. δέω-δῶ, βασιλέες-βασιλεῖς κ.λπ. ἡόρταζον - ἑώρταζον, γηομέτρης - γεωμέτρης,
Σημ. Ἡ ἀφαίρεση, ἔκθλιψη, κράση καί συναίρεση βασιλῆος - βασιλέως κ.λπ.
γίνονται γι’ ἀποφυγή τῆς χασμωδίας. Κι οἱ τέσσερις
παραπάνω περιπτώσεις ἀνήκουν σ’ ἕνα γενικότερο 11) Ἀναπληρωματική ἔκταση ἤ ἀντέκταση.
γλωσσικό φαινόμενο, τή συναλοιφή, πού, ὅταν γίνεται Κατ’ αὐτήν ἕνα βραχύ φωνῆεν γίνεται μακρό ἤ
μεταξύ δυό λέξεων (ἀφαίρεση, ἔκθλιψη, κράση), δίφθογγος, ὅταν τό σύμπλεγμα συμφώνων πού
λέγεται προαιρετική, ὅταν ὅμως γίνεται στήν ἴδια βρίσκεται ὕστερ’ ἀπ’ αὐτό χάσει ἕνα ἤ καί τά δυό
λέξη (συναίρεση), λέγεται ὑποχρεωτική. σύμφωνά του, π.χ. γέροντ-σι-, τό ντ πρό τοῦ -ς
13
Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η
>τείνω (μέ ἁπλοποίηση τῶν νν καί ἀντέκταση τοῦ ε Ἡ παραγωγή μπορεῖ νά γίνει μέ δυό τρόπους:
ἔγινε τείνω) ἤ ἔπαθε ἐπένθεση, π.χ. φάνjω > φαίνω 1) Σέ μιά ρίζα ἤ ἀρχικό θέμα προστίθεται ἀμέσως
κ.λπ. μιά πτωτική ἤ προσωπική κατάληξη κι ἔτσι
4) Μετά ἀπό οὐρανικό κ, γ, χ (καί πιό σπάνια ἀπό δημιουργεῖται μιά λέξη (ὄνομα – ρῆμα), π.χ. θ. ἀρχ-
τ, δ, θ) συγχωνεύτηκε σέ σσ ἤ ττ ἤ ζ. Π.χ. φυλάκjω κατάλ. -ω δίνει ρῆμα ἄρχω, ἀλλά θ. ἀρχ- κατάλ. οὐσ.
> φυλάσσ(ττ)ω, πλάθjω > πλάττ(σσ)ω, πράτjω > -η (α) δίνει οὐσιαστικό ἀρχ-ή.
πράσσ(ττ)ω, ταράχjω > ταράττ(σσ)ω, κράγjω > Κατά τό σχηματισμό αὐτό ἡ λέξη πού στέκεται
>κράζω, παίδjω > παίζω κ.λπ. σάν βάση γιά τήν παραγωγή μιᾶς ἄλλης λέξης
5) Μετά τό ντ συγχωνεύτηκε μέ τό τ σέ σ καί λέγεται πρωτότυπη ἤ ριζική καί προέρχεται κυρίως
σέ συνέχεια ἀποβλήθηκε τό ν μέ ἀντέκταση τοῦ ἀπό ρηματικά θέματα.
προηγούμενου βραχέος φωνήεντος, π.χ. λυθέντjα > 2) Σέ μιά ρίζα προστίθεται ἕνα πρόσφυμα
λυθένσα > λυθεῖσα κ.λπ. καί κατόπιν ἡ κατάληξη (πτωτική ἤ προσωπική),
π.χ. ἀρχ-ή(α), ἀρχα-ιος, ἀρχαῖος, ἀρχαιότης κ.λπ.
Τό συριστικό σ ἤ ς Ἡ λέξη πού παράγεται ἀπ’ τήν πρωτότυπη λέγεται
1) Στήν ἀρχή τῆς λέξης μπροστά ἀπό φωνῆεν ἔγινε παράγωγη καί προέρχεται κυρίως ἀπό ὀνοματικά
δασεία, π.χ. σέπομαι > ἕπομαι (sequor), σέχω > ἕχω θέματα (οὐσ. - ἐπίθ.).
και μέ ἀνομοίωση ἔχω κ.λπ. Μιά λέξη παράγωγη ὡς πρός τήν προηγούμενή της
2) Μεταξύ δύο φωνηέντων ἤ δύο συμφώνων εἶναι ριζική ἤ πρωτότυπη ὡς πρός τήν ἑπόμένη της,
ἀποβλήθηκε. Π.χ. γένεσος > γένεος > γένους, κόλακ-ς, κόλαξ , κολακ-εύ-ω, κολακ-εία κ.λπ.
ἐσφάλσθαι > ἐσφάλθαι, κ.λπ. Διατηρεῖται στό Συνηθέστερα συναντοῦμε λέξεις παράγωγες παρά
β’ ἀόρ. ἀναλογικά, π.χ. ἔπεσον. ριζικές. Μιά παράγωγη λέξη μπορεῖ νά εἶναι:
3) Μετά τό ρ ἔγινε ρ, π.χ. ἄρσεν > ἄρρεν, θάρσος > α) Ρῆμα β) Ὄνομα οὐσιαστικό γ) Ὄνομα ἐπίθετο
θάρρος. Στόν ἀόρ. τῶν ρημάτων μετά ἀπό ἔρρινο δ) Ἀντωνυμία καί ε) Ἐπίρρημα.
ἤ ὑγρό ἀποσιωπήθηκε κι ἔγινε ἀναπληρωματική
ἔκταση, π.χ. ἔφαν-σ-α > ἔφηνα (ἀπ’ τό ἔφαν-ν-α Α. ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΡΗΜΑΤΩΝ
> ἔφανα > ἔφηνα), ἤγγελ-σ-α > ἤγγειλα (ἀπ’ τό Ρήματα παράγωγα σχηματίζονται ἀπό ὀνόματα
ἤγγελ-λ-α > ἤγγειλα) κ.λπ. (οὐσιαστικά ἤ ἐπίθετα), ρήματα, ἐπιρρήματα
4) Διατηρεῖται σέ μερικές λέξεις πού ἀρχίζουν καί ἐπιφωνήματα.
ἀπό μ, π.χ. σμικρός κ.λπ. Ρήματα ἀπό ὀνόματα (οὐσιαστικά ἤ ἐπίθετα):
5) Συγχωνεύτηκε μέ τό κ σέ ξ, μέ τό β σέ ψ, Κυριότερο πρόσφυμα τῶν ρημάτων αὐτῶν
μέ τό δ σέ ζ, π.χ. Ἀθήνασδε > Ἀθήναζε. εἶναι το -jω πού ἴσως σημαίνει ποιῶ, δρῶ.
Αὐτό προσκολλᾶται στό θέμα τοῦ ὀνόματος καί
Τό ῥ δίνει ἕνα ρήμα πού σημαίνει πώς τό ὑποκείμενο δρᾶ.
Οἱ λέξεις πού ἀρχίζουν ἀπό ῥ εἶχαν ἀρχικά μπροστά Κανονικά προσκολλᾶται σ’ ὀνόματα μέ θεματικό
ἀπ’ αὐτό F ἤ σ. Τά συμπλέγματα Fρ καί σρ ἔδωσαν φωνῆεν τό -α(η), π.χ. τιμά, τιμά-jω > τιμάω > τιμῶ.
δασυνόμενο ρ (ῥ) στήν ἀρχή τῆς λέξης, π.χ. σράπτω Ἀναλογικά προσκολλήθηκε καί σ’ ὀνόματα μέ
> ῥάπτω, Fρίπτω > ῥίπτω κ.λπ. Μέσα στή λέξη τό F ἤ θεματικά φωνήεντα -ο, -ε, -υ, -ευ, -αδ, -ιδ, -ωγ, -ακ,
σ ἀφομοιώθηκε πρός τό ρ, π.χ. ἔσρεον > ἔρρεον κ.λπ. καί -αν, -αλ,-αρ, π.χ. δοῦλος, δουλό-jω > δουλόω
> δουλῶ˙ ἀριθμός, ἀριθμέ-jω > ἀριθμέω > ἀριθμῶ˙
ΠΑΡΑΓΩΓΗ ἡδύς, ἡδύνω˙ βασιλεύς, βασιλεύω˙ πεμπάς (ἀπ’
Παραγωγή λέγεται τό γλωσσοπλαστικό φαινόμενο τό πεμπάδος), πεμπάδ-jω > πεμπάζω˙ ἐλπίδ-ς
κατά τό ὁποῖο οἱ λέξεις δημιουργοῦνται ἀπό ρίζες (ἐλπίς), ἐλπίδ-jω > ἐλπίζω˙ κρογ-μός, κρώγ-jω >
ἤ ἀρχικά θέματα μέ τήν προσθήκη προσφυμάτων κρώζω˙ φύλακ-ς (φύλαξ), φυλακ-jω > φυλάσσω, (τό
ἤ καταλήξεων. ὀδοντικό δ μέ τό j δίδουν ζ, τά οὐρανικά κ,γ,χ, μέ τό
15
Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η
17
Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η
ι) Οὐσιαστικά παράγωγα ἀπό οὐσιαστικά ἀπ’ ἀγάπη εἴτε ἀπό περιφρόνηση τά παρασταίνουν
πού δηλώνουν ἐκεῖνον πού ἔχει σχέση μέ τό σάν τέτοια.
πρωτότυπο σχηματίζονται ἀπ’ τά ἑξῆς προσφύματα: Ὁ συναισθηματικός ὑποκορισμός δηλώνεται
1) -εύς (θηλ. -εια), π.χ. ἱερεύς, ἱέρεια > ἱερευ-jα > συνήθως μέ τό ἐπίθετο φίλος, φίλη, φίλον,
ἱερεFια (ἱερόν). πού ἔχει παράλληλα καί κτητική σημασία, π.χ. φίλον
2) -ίς, π.χ. φαρμακίς, ἡ (=μάγισσα) (φάρμακον). ἦτορ (=ἡ καρδούλα μου), φίλα μέλεα (= τά χεράκια
3) -της (θηλ. -τις),π.χ. πολίτης, πολῖτις, ἡ (πόλις). μου, τά ποδαράκια μου).
4-) -έτης (θηλ. -έτις),π.χ. φυλέτης, φυλέτις, Ὑποκοριστική σημασία φαίνεται πώς εἶχε κάποτε
ἡ (φυλή). κι ἡ κατάληξη –αχος, π.χ. νήπιος - νηπίαχος,
5) -ίτης,π.χ. ὁπλίτης (ὅπλον). στόμα - στόμαχος.
6) -ώτης (θηλ. -ῶτις), π.χ. θιασώτης (θίασος),
δεσμῶτις, ἡ (δεσμός). ιβ) Οὐσιαστικά παράγωγα ἀπό οὐσιαστικά πού
δηλώνουν μεγέθυνση σχηματίζονται ἀπ’ τά ἑξῆς
ια) Οὐσιαστικά παράγωγα ἀπό οὐσιαστικά πού προσφύματα.
δηλώνουν σμίκρυνση, ὑποκορισμό, λέγονται 1) -ων, π.χ. γάστρων (γαστήρ) (=κοιλαράς),
ὑποκοριστικά καί σχηματίζονται ἀπ’ τά ἑξῆς χείλων (χεῖλος)(=αὐτός πού ἔχει μεγάλα χείλη).
προσφύματα: 2) -ις, π.χ. γάστρις, ὁ, ἡ (γαστήρ) (=αὐτός (ή)
1) -ιον, π.χ. παιδίον (παῖς), θηρίον (θήρ), μειράκιον πού ἔχει μεγάλη κοιλιά).
(μεῖραξ), βιβλίον (βίβλος) κ.λπ. 3) -ίας, π.χ. μετωπίας (μέτωπον) (=αὐτός
2) -διον, π.χ. πολίδιον (πόλις) κ.λπ. πού ἔχει μεγάλο μέτωπο).
3) -ιδιον, π.χ. ξιφίδιον (ξίφος), ὀφίδιον (ὄφις). Σημ. Ἡ κατάληξη -ίας χρησιμοποιεῖται σέ
4) -αριον>π.χ. ἐσχάριον (ἐσχάρα), λυχνάριον παρασύνθετα μεγεθυντικά οὐσιαστικά.
(λύχνος).
5) -αφιον,π.χ. ξυράφιον (ξυρός). ιγ) Οὐσιαστικά παράγωγα ἀπό οὐσιαστικά
6) -υφιον, π.χ. ζῳύφιον (ζῷον). πού δηλώνουν τόν τόπο (τοπικά), ὅπου μένει
7) -υδιον, π.χ. ὀφρύδιον (ὄφρυς). καί δρᾶ τό πρωτότυπο, ἤ τόν τόπο, ὅπου μπορεῖ
8) -υδριον, π.χ. νεφρίδιον (νεφρός). νά βρεῖ κανείς τό πρωτότυπο, σχηματίζονται ἀπ’ τά
9) -χνη, π.χ. πολίχνη (πόλις). ἑξῆς προσφύματα:
10) -υλλιον, π.χ. ἐπύλλιον (ἔπος). 1) -ον, π.χ. ἀνάκτορον (ἀνάκτωρ=βασιλιάς).
11) -ις, π.χ. νησίς (νῆσος), πυλίς (πύλη). 2) -υον, π.χ. στρατήγιον (στρατηγός),
12) -σκος, π.χ. νεανίσκος (νεανίας), ἡγεμονίσκος χαλκεῖον < <χαλκεύιον < χαλκέFιον (χαλκεύς).
(ἡγεμονία). 3) -εῖον, π.χ. στρατηγεῖον (στρατηγός),
13) -ισκος, -ισκη, π.χ. οἰκίσκος (οἶκος), θαλαμίσκος σχολεῖον (σχολή=εὐκαιρία).
(θάλαμος), παιδίσκη (παῖς). Τό πρόσφυμα -σκο
ἀπέσπασε τό ι πού ἦταν μπροστά ἀπ’ αὐτό ιδ) Οὐσιαστικά παράγωγα ἀπό οὐσιαστικά πού
κι ἀποτέλεσε αὐτοτελές πρόσφυμα -ισκος. δηλώνουν τόν τόπο πού περιέχει πολλά ἀπό ἐκεῖνα
Σημ. α) Ὑπάρχουν ὑποκοριστικά στά ὁποῖα πού σημαίνει τό πρωτότυπο λέγονται περιεκτικά
συναντιέται διπλό πρόσφυμα ὑποκορισμοῦ καί σχηματίζονται ἀπ’ τά ἑξῆς προσφύματα:
π.χ. μειρακύλλιον, μειρακυλλίδιον, παιδισκάριον 1) -ων, π.χ. παρθενών (παρθένος).
κ.λπ. Συμβαίνει κυρίως στούς κωμικούς 2) -εων, π.χ. περιστερεών (περιστερά).
γιά δημιουργία φαιδρότητας. 3) -ιά, π.χ. μυρμηκιά (μύρμηξ).
β) Τά ὑποκοριστικά διακρίνονται: 4) -ωνιά, π.χ. ροδωνιά (ρόδον).
1) σέ λογικά, πού δηλώνουν στήν πραγματικότητα 5) -ωνῖτις, π.χ. γυναικωνῖτις, ἡ (γυνή).
μικρά ὄντα καί 2) σέ συναισθηματικά, πού εἴτε ιε) Οὐσιαστικά παράγωγα ἀπό οὐσιαστικά πού
ιστ) Οὐσιαστικά παράγωγα ἀπό οὐσιαστικά πού κ) Οὐσιαστικά παράγωγα ἀπό οὐσιαστικά
δηλώνουν τό νεογνό κάποιου ζώου λέγονται πού δηλώνουν τόν ἀπόγονο - γιό ἤ θυγατέρα -
γονεωνυμικά καί σχηματίζονται ἀπ’ τήν παραγωγική συγγενοῦς ἀπό αἷμα σχηματίζονται ἀπ’ τά ἑξῆς
κατάληξη -ιδεύς, π.χ. ἀετιδεύς (ἀετός), λυκιδεύς προσφύματα:
(λύκος), λεοντιδεύς (λέων <λέοντ>). 1) -ιδοῦς (θηλ. –ιδῆ), π.χ. ἀδελφιδοῦς, ἀδελφιδῆ
(=γιός ἤ κόρη τοῦ ἀδελφοῦ) (ἀδελφός).
ιζ) Οὐσιαστικά παράγωγα ἀπό οὐσιαστικά πού 2) -αδοῦς (θηλ. –αδῆ), π.χ. ἀνεψιαδοῦς, ἀνεψιαδῆ
δηλώνουν τόν κάτοικο μιᾶς πόλης, μιᾶς χώρας (=γιός ἤ κόρη τοῦ α’ ξαδέρφου) (ἀνεψιός).
ἤ μιᾶς περιοχῆς λέγονται ἐθνικά ἤ πατριδωνυμικά
καί σχηματίζονται ἀπ’ τά ἑξῆς προσφύματα: κα) Οὐσιαστικά παράγωγα ἀπό οὐσιαστικά
1) -ος, π.χ. Σικελός (Σικελία). πού δηλώνουν τό ὄργανο, μέ τό ὁποῖο δρᾶ
2) –ιος (θηλ. -ιος, -ία, -ιάς), π.χ. Νάξιος, Ναξία τό πρωτότυπο, ἤ τό μέτρο, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο
(Νάξος). ἐνεργεῖ, παράγονται ἀπ’ τά ἑξῆς προσφύματα:
3) -εύς (θηλ. -ίς), π.χ. Μεγαρεύς, Μεγαρίς 1) -ιον, π.χ. ποτήριον (ποτήρ), πορθμεῖον <
(Μέγαρα). πορθμέFιον < πορθμεύιον (πορθμεύς).
4) -νός (θηλ. -νή), π.χ. Ἀσιανός (Ἀσία). 2) -ία, π.χ. βακτηρία (βακτήρ, ἀναλογικά πρός
5) -ανός, π.χ. Σαρδιανός (Σάρδεις <Σάρδι-ες>). τό πρακτήρ).
6) -ηνός, π.χ. Λαμψακηνός (Λάμψακος). Σημ. Πορθμεῖον, ἐκτός ἀπό ὄργανο (πλοῖο), σημαίνει
7) -ῖνος, π.χ. Ἀμοργῖνος (Ἀμοργός). καί ἀμοιβή, ναῦλο, συνήθως στόν πληθυντικό ἀριθμό.
8) -της (θηλ. -τις), π.χ. Τεγεάτης, Τεγεᾶτις (Τεγέα).
9) -άτης (θηλ. -ᾶτις), π.χ. Γυθεάτης, Γυθεᾶτις κβ) Οὐσιαστικά παράγωγα ἀπό οὐσιαστικά
(Γύθειον). πού δηλώνουν γιορτές σχηματίζονται ἀπ’ τά ἑξῆς
10) -ιάτης (θηλ, -ιᾶτις), π.χ. Κροτωνιάτης (Κρότων). προσφύματα:
11) -ήτης (θηλ. ῆτις), π.χ. Αἰγινήτης (Αἴγινα). 1) -ια, π.χ. Ἐλευσίνια
12) -ίτης (θηλ. ῖτις), π.χ. Σταγειρίτης (Στάγειρα). (Ἐλευσίς), Θήσεια < ΘησεFια <Θησευια
13) -ώτης (θηλ. -ῶτις), π.χ. Σικελιώτης (=Ἕλληνας 2) -εια, π.χ. Ἡφαίστεια ( Ἥφαιστος).
της Σικελίας). 3) -αια, π.χ. Ἕρμαια ( Ἑρμῆς).
19
Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η
21
Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η
23
Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η
αὐτός δέν ἰσχύει πάντα γιά τή λέξη ἁθρόος. Κατ’ ἡμι-. Σημαίνει δυσκολία ἤ κακότητα ἤ μείωση, π.χ.
ἀναλογία πρός τό ἁθρόος δασύνονται καί τά ἅπας, ἡμίθεος, ἡμιτάλαντον (=τό μισό τοῦ ταλάντου).
ἁπλοῦς. Ψιλή ἐπίσης παίρνει στίς λέξεις ἀτάλαντος
(=ἰσοδύναμος, ὅμοιος), ἄπεδος (=πεδινός), ἄκοιτις δα-. Τό μόριο αὐτό συναντιέται μονάχα στή λέξη
(=σύζυγος), ἀγάλακτος (=στεῖρος), ἄβρομος δάπεδον (=ἔδαφος). Εἶναι ἄλλος τύπος τοῦ γᾶ
(α+βρόμος=θορυβώδης), ἀγανός (α+γάνος=ἤπιος, (=γῆ). Ἄλλοι ὅμως ὑποστηρίζουν πώς προῆλθε ἀπ’
γλυκός), ἀγάστωρ (α+γαστήρ=συγγενής), τό θέμα τοῦ ὀνόματος δόμος (δέμω).
ἀβληχρός (=ἀσθενής, ἁπαλός).
δα-. Χρησιμεύει σάν ἐπιτατικό μόριο. Ἴσως νά
-α. Ἐπιτατικό. Ἔχει τή σημασία τοῦ ἄγαν, λίαν κι προῆλθε ἀπ’ τή μορφή δjα τῆς πρόθεσης διά, μ’
ἐπιτείνει τήν ἔννοια τοῦ σύνθετου, π.χ. ἀ-τενής, ἀποβολή τοῦ j, π.χ. δαψιλής (=ἄφθονος), δάσκιος
ἀχανής, ἀσπερχής (=ὁρμητικός), ἀσκελής (=δασώδης, πολύσκιος), δαφοινός (δα-φόνος =
(=σκελετωμένος), ἀνάριθμος (=ἀναρίθμητος, κόκκινος, δυσμενής).
ἄπειρος).
ζα-. Εἶναι κι αὐτό ἐπιτατικό μόριο. Σημασιολογικά
-α. Προθεματικό ἤ εὐφωνικό ἤ πλεοναστικό. Δέν ταυτίζεται μέ τό μόριο δα-, π.χ. ζάθεος (=πολύ
ἀλλάζει τήν ἔννοια τοῦ σύνθετου καί μπαίνει ἱερός), ζατρεφής (=χοντρός), ζαφλεγής (=γεμάτος
συνήθως μπροστά ἀπό δυό σύμφωνα, π.χ. σπαίρω φλόγες, ζωηρός), ζάπλουτος (=πολύ πλούσιος).
(=σπαρταρῶ)- ἀσπαίρω κ.λπ.
αρι-. Ἐπιτατικό μόριο, π.χ. ἀριπρεπής (=διαπρεπής,
-α. Ἀρκτικό. (Συναντιέται στή νέα ἑλληνική). λαμπρός), ἀρίζηλος (=σαφής, ὁλόλαμπρος).
Μπαίνει στήν ἀρχή τῆς λέξης καί σ’ ἀντικατάσταση
ἄλλου φωνήεντος, π.χ. ἀλαφρός (ἐλαφρός), ἀψηλός ερι-. Ἐπιτατικό μόριο, π.χ. ἐρίγδουπος
(ὑψηλός), ἄντερο (ἔντερο), ἀγγόνι (ἐγγόνι, ἐκ- (=βροντώδης), ἐρίτιμος (=ἐντιμότατος), ἐριβῶλαξ
γονος), ἀγγίζω (ἐγγίζω) κ.λπ. (=εὔφορος).
ευ-, π.χ. εὐκλεής (=ἔνδοξος), εὐώψ (=ὡραῖος) κ.λπ. λα-. Ἐπιτατικό μόριο, π.χ. λάμαχος (κύρ. ὄνομα
δυσ-, π.χ. δυσμενής (=ἐχθρός), δυσάλγητος Λάμαχος) (=πρόθυμος σέ μάχη). Ἄλλοι τό
(=σκληρόκαρδος) κ.λπ. ἐτυμολογοῦν ἀπ’ τό λαός+μάχη.
Μπροστά ἀπ ‘τά συμπλέγματα στ, σθ, σπ, σχ,
ἀποβάλλει, ἐξαιτίας ἁπλοποίησης, τό -σ, π.χ. δυσ- λαι-. Ἐπιτατικό μόριο, π.χ. λαίμαργος
στροφή, δύστροφος (=δύσκολα τρεφόμενος ἤ (λαι-μάργος=τρελός) (=ἄπληστος στό φαγητό).
ἀνατρεφόμενος). (Ἄλλοι πιστεύουν πώς προῆλθε μέ ἁπλολογία ἀπ’
τό λαιμόμαργος (λαιμός+μάργος) =ὁρμητικός,
νη-. Σημαίνει στέρηση. Προέρχεται ἀπ’ τό νε- ἀχόρταγος, αἰσχρός).
κατά συγχώνευση μέ τά ε, α, ο, ἀρχικά λέξεων, π.χ.
νήπιος (νε-επος), νήλεος (νε-ελεος) (=ἄσπλαχνος), λι- Ἐπιτατικό μόριο, π.χ, λιπόνηρος (=πολύ
νηνεμία (νε-ανεμος) (=γαλήνη, ἄπνοια), νη-μερτής πονηρός).
(=ἀληθής, ἀψευδής). Ἀναλογικά πέρασε καί σ’
ἄλλες λέξεις πού δέν ἔχουν τά παραπάνω ἀρχικά αγα-. Ἐπιτατικό μόριο, π.χ. ἀγακλυτός (=περίφημος)
(α,ε,ο), π.χ. νηποινής (νή-ποινή) (=ἀτιμώρητος),
νηκηδής (νή-κῆδος) (=ἀμέριμνος), νηπενθής (=ὁ ε-. Χρησιμοποιεῖται στήν αὔξηση τῶν ρημάτων.
ἀπαλλαγμένος ἀπό πένθος), νωδός (νή-ὀδούς) Ἀρχικά ἦταν ἐπίρρημα χρονικό καί σήμαινε τότε. Τό
(=χωρίς δόντια). «ε» ὡς συλλαβική αὔξηση ἔμπαινε σ’ ὅλα τά ρήματα.
25
Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η
μακρόσυρτο πέπλο), Στησίχορος, Τεισιφόνη. ἀφομοιώνεται πρός τό σ τοῦ β΄ συνθετ., ὅταν αὐτό
β) Ὅταν ὅμως τό β’ συνθετ. ἀρχίζει ἀπό φωνῆεν, δέν συνοδεύεται ἀπ’ ἄλλο σύμφωνο, π.χ. σύσσωμος.
τό α΄ συνθετ. μένει ἀμετάβλητο ἤ ἀποβάλλει Ἀποβάλλεται, ὅταν τό σ τοῦ β’ συνθετικοῦ
τό τελικό φωνῆεν τοῦ θέματος, π.χ. ἐχέγγυος, συνοδεύεται ἀπ’ ἄλλο σύμφωνο, π.χ. συστρατεία,
φθινόπωρον, πειθαρχῶ, ρίψασπις κ.λπ. σύζυγος.
6) Ὅταν τό α΄ συνθετ. εἶναι ἀριθμητικό 6) Τό -ν τῆς πρόθεσης ἐν πρό τοῦ σ ἤ ζ τοῦ
(βλέπε σύνθεση ἀριθμητικών). β’ συνθετ. δεν ἀφομοιώνεται, π.χ. ἐνσάρκωσις,
7) Τό ἐπίθ. καλός ὡς α΄ συνθετ. γίνεται καλλι-, ἔνζυμος κ.λπ.
π.χ. καλλίφωνος, καλλιθέα.
8) Τό οὐσιαστικό ὕδωρ ὡς α΄ συνθετ. γίνεται ὑδρο- Δεύτερο συνθετικό
ἤ ὑδ, π.χ. ὑδροφόρος, ὑδρορρόη, ὑδατοστεγής α) Μένει ἀναλλοίωτο
(=ἀδιαπέραστος ἀπό νερό). 1) Ὅταν εἶναι ἐπίθετο, π.χ. ἄ-γνωστος, πολυ-
9) Τό ἐπίρρημα ὁμοῦ ὡς α’ συνθετ. γίνεται ὁμο- ποίκιλος κ.λπ.
(προερχόμενο ἀπ’ τό ὁμός = ἕνας καί ὁ αὐτός), 2) Ὅταν εἶναι οὐσιαστικό καί μέ τό α΄ συνθετ.
π.χ. ὁμότιμος, ὁμοειδής. (ἀνεξάρτητα τί εἶναι αὐτό) δίνουν σύνθετο
10) Ἡ λέξη γῆ σάν α΄ συνθετ. μένει ἀναλλοίωτη, οὐσιαστικό, π.χ. ἅρμα-ἅμαξα, ἁρμάμαξα κ.λπ.
π.χ. γήλοφος, γηγενής, γήπεδον. Ἐξαιροῦνται: Ἐξαιροῦνται μερικά οὐσιαστικά πού ἀλλοιώνονται
α) Τά: γεωτρησία, γεωδαισία, γεωμέτρης, γεωργός, ὡς πρός τίς καταλήξεις, μετασχηματίζοντας αὐτές
γεώμηλα, γεωρύχος, γεωτρυσία, γαιωδαισία, σέ -ον ἤ -ιον, π.χ. πρό-θύρα, πρόθυρον, ἥμισυς-
γεωπόνος, γεωπονία (ἴσως ἀπ’ τή γεν. πληθ. γεῶν ὀβολός (μέ ἔκταση τοῦ ἀρχικοῦ -ο σέ ω) ἡμιωβόλιον
μέ ἀποκοπή τοῦ -ν). β) Τά σύνθετα μέ α’ συνθετ. κ.λπ.
τό ὁμηρικό γαῖα, π.χ. γαιοτρεφής. 3) Ὅταν εἶναι ρῆμα τό β΄ συνθετ. καί τό α’ πρόθεση,
11) Τό τελικό ν τῶν πάλιν καί πᾶν ἀφομοιώνεται π.χ. συγγράφω, ἐξεργάζομαι.
μέ τό λ ἤ μ (ἀρχικά) τοῦ β΄συνθετ. π.χ. παλιλλογία, 4) Ὅταν εἶναι ὄνομα ἀφηρημένης ἔννοιας καί
παμμέγας. Μπροστά ἀπ’ τά κ,γ,χ γίνεται γ, τό α΄ συνθετ. πρόθεση, π.χ. βουλή, συμβουλή κ.λπ.
π.χ. παγκόσμιος. Μπροστά ἀπ’ τά π,β,φ γίνεται μ, 5) Ὅταν εἶναι λέξη ἄκλιτη, π.χ. ἔκ-παλαι, ὑπερ-άνω
π.χ. παλίμβολος (=ἄστατος, ὕπουλος), παλίμπαις κ.λπ.
(=πάλι παιδί). 6) Ὅταν εἶναι οὐσιαστ. καί μέ τό πρῶτο συνθετ.
12) Ὅταν τό α΄ συνθετ. εἶναι πρόθεση ἤ ἐπίρρημα, δίνουν ἐπί-θετο, π.χ. εὐδαίμων.
μένει αναλλοίωτο, π.χ. διανομή. Συμβαίνουν μόνο
φωνητικές ἀλλοιώσεις κατά περίπτωση: συναίρεση, β) Ἀλλοιώνεται
ἀφομοίωση, ἔκθλιψη. 1) Ὅταν ἀρχίζει ἀπ’ τά φωνήεντα ο, ε, α (ει),
Οἱ προθέσεις σύν καί ἐν σάν πρῶτα συνθετικά τά ὁποῖα ἑνώνονται μέ τό τελικό τοῦ α΄ συνθετ. καί
1) Τό -ν μπροστά ἀπ’ τά π,β,φ καί τό ψ γίνεται μ, δίνουν -ω ἤ -η, π.χ. νη-ονυμος, νώνυμος, ὑπό-ὅρος,
π.χ. συμπίπτω, συμβάλλω, ἔμφασις, συμψήφισις. ὑπώρεια, ὑπό-ἐρέσσω, ὑπηρέτης, ὁρκώμοτος κ.λπ.
2) Τό -ν μπροστά ἀπ’ τά τ,δ,θ μένει ἀναλλοίωτο 2) Τό φαινόμενο τῆς ἔκτασης τοῦ ἀρχικοῦ
π.χ. ἐντρίβω. φωνήεντος τοῦ β΄ συνθετ. ἀναλογικά πέρασε
3) Τό -ν μπροστά ἀπ’ τά κ, γ, χ καί τό ξ τοῦ β’συνθετ. καί σέ περιπτώσεις πού δέ δικαιολογεῖται ἱστορικά,
γίνεται γ, π.χ. ἐγκύπτω, συγγενής, συγχωρῶ. γιατί τό πρῶτο συνθετ. ἤ δέν λήγει σέ φωνῆεν ἤ
4) Τό -ν μπροστά ἀπ’ τά λ, μ, ρ ἀφομοιώνεται λήγει σέ φωνῆεν πού συναιρεῖται, π.χ. δυσώνυμος
π.χ. συλλήπτωρ (=βοηθός, συνεργός), συμμαθητής, (=μισητός, καταραμένος), ὑπερήνωρ (=περήφανος),
συρροή. Μπροστά ἀπ’ τό ρ δέν ἀφομοιώνεται ἀνήκεστος (=ἀθεράπευτος), διῶρυξ κ.λπ.
πάντα, π.χ. ἔνριζος. Ἐξαιρέσεις : α) Τά οὐσιαστικά ὄλεθρος καί ὄροφος,
5) Τό -ν μπροστά ἀπ’ τήν πρόθεση σύν ἄν ἡ τελευταία συλλαβή τοῦ α΄ συνθετ. εἶναι
27
Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η
Τονισμός σύνθετων
Τά σύνθετα βασικά ἔχουν τήν τάση ν’ ἀνεβάζουν
τόν (μοναδικό) τόνο τους ὅσο γίνεται μακρύτερα
ἀπ’ τή λήγουσα καί μάλιστα στό α΄ συνθετικό τους,
ἔστω κι ἄν ὁ τόνος ἀνῆκε στό β΄. Ὁπωσδήποτε ὅμως
δέν παραβιάζεται ὁ νόμος τῆς τρισυλλαβίας.
Δηλ. ὁ τόνος, ὅσο κι ἄν ἀπομακρυνθεῖ ἀπ’ τή
λήγουσα, δέν ξεπερνᾶ τήν προπαραλήγουσα
τοῦ σύνθετου, π.χ. κεραυνόπληκτος.
29
A Ἄλφα
Ἄβατος (=ἀπάτητος). Ἀπό τό α στερητ. + βαίνω, δές Τό βροτός ἀπ’ τό βιβρώσκω, ὅπου δές γιά περισ-
γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα βαίνω. σότερα παράγωγα.
Ἀβελτερία (=ἀνοησία, ἁπλοϊκότητα). Παρασύν- Ἁβρύνω (=κάνω κάποιον μαλακό, μεταχειρίζομαι
θετο ἀπό τό ἀβέλτερος (α + βέλτερος = μηδαμι- κάποιον μέ λεπτότητα, ἐξαπατῶ κάποιον μέ λε-
νός, ἀνόητος, βλάκας). πτούς τρόπους, καλλωπίζω). Τό μέσο ἁβρύνομαι
Ἀβίωτος (=ἀφόρητος, ἀνυπόφορος). Ἀπό τό α στε- (=ζῶ μέ ἁβρότητα, περηφανεύομαι). Τό ρῆμα πα-
ρητ. + βιωτός, τοῦ βιόω. Δές γιά περισσότερα πα- ράγεται ἀπό τό ἐπίθ. ἁβρός μέ κατάληξη -ύνω,
ράγωγα στό ρῆμα βιόω-ῶ. σάν τά ρήμ. πού σχηματίζονται ἀπό ἐπίθ. σέ -ύς
Ἄβουλος (=ἀσύνετος, ἀσυλλόγιστος, ἀπερίσκε- (π.χ. ὀξύς-ὀξύνω) καί με τό πρόσφυμα j > ἁβρυν-
πτος, στόν Πλάτωνα αὐτός πού δέ θέλει). Ἀπό τό jω, τό j γίνεται μέ ἀφομοίωση ν ἁβρῠννω μέ ἀπο-
α στερητ. + βουλή, ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις: ἀβουλέ- βολή τοῦ ἑνός ν καί ἀντέκταση ἁβρῡνω. Παρά-
ω-ῶ (=δέ θέλω, ἐναντιοῦμαι), ἀβούλητος (=ἀκού- γωγα τοῦ ἁβρύνω εἶναι τό ἁβρυντής-οῦ (=θηλυ-
σιος, ἀσύμφωνος πρός τήν ἐπιθυμία κάποιου, πρεπής) καί ἁβρυντικός.
δυσάρεστος), ἀβουλήτως (=ἀκουσίως), ἀβου- Ἄβυσσος (=αὐτός πού δέν ἔχει βυθό, ἀμέτρη-
λία (=ἀπερισκεψία), ἀβούλημα (=αὐτό πού ἔχει τος, ἀνεξιχνίαστος). Ἀπό τό α στερητ. + βυσ-
γίνει ἀπερίσκεπτα). σός (=ἀρχαιότερος τύπος τοῦ βυθός, ὁ πυθμέ-
Ἁβροδίαιτος (=αὐτός πού ζεῖ μέ πολυτέλεια). Ἀπό νας τῆς θάλασσας).
τό ἁβρός (=κομψός, λεπτός, τρυφερός) + δίαιτα Ἀγαθοεργός (=αὐτός πού πράττει τό ἀγαθό). Σύν-
(=τρόπος ζωῆς). Ἁβροδίαιτα (=πολυδάπανη ζωή), θετη λέξη ἀπό τό ἐπίθ. ἀγαθός + ἔργον.
ἁβροδιαιτάομαι-ῶμαι (=ζῶ μέ πολυτέλεια). Ἀγαθός (=καλός, ἀνδρεῖος, ἄξιος). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυ-
Ἁβρός (ἐπίχαρις, κομψός, ὡραῖος, λεπτός, τρυφε- μολογία του.
ρός, μαλακός). Ἡ ἐτυμολογία τῆς λέξης εἶναι Ἀγάλλω (=μεγαλύνω, τιμῶ, στολίζω). Ἴσως προῆλθε
ἀβέβαιη, ἴσως ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τή λέξη ἥβη. ἀπό τό ἐπίθ. ἀγλαός (=στιλπνός, ὡραῖος) μέ με-
Ἀπό τό ἁβρός παράγονται οἱ λέξεις: ἁβρότης τάθεση φθόγγου-ἀγαλός μέ τό πρόσφυμα j
(=λαμπρότητα), ἁβρύνω (δές παρακάτω). ἀγάλ-j-ω καί ἀφομοίωση τοῦ j σέ λ ἀγάλ-
Ἄβροτος (=ἀθάνατος). Ἀπό τό α στερητ. + βροτός. λω. Ἴσως ἀκόμη παράγεται ἀπό τό ρημ. ἀγάω-ῶ
31
ἀγκαλιά), ἀγκάλιασμα (=ὅ,τι ἀγκαλιάζει κάποιος), ἀκτή (=ὅπου σπάζουν τά κύματα), ἀκταῖος, ναυ-
ἄγκαλος (=δέμα πού γεμίζει μιά ἀγκαλιά). αγός (=καραβοτσακισμένος), ναυάγιον, Ἀττι-
Ἄγκιστρον (=ἀγκίστρι γιά ψάρεμα). Συγγενικό κή (ἀπό τό Ἀκτική μέ ἀφομοίωση τοῦ κ σέ τ),
μέ τό ἄγκος (=καμπύλο). Παράγ. ἀπό ἴδια ρί- κατακτός, κάταξις, κυματαγωγή (=ὅπου σπά-
ζα: ἀγκιστρόω (=πιάνω μέ τό ἀγκίστρι ψάρι), ζουν τά κύματα, ἀκτή), καρυοκατάκτης (=κα-
ἀγκιστρεύω, ἀγκιστρεία (=ψάρεμα μέ ἀγκίστρι), ρυοθραύστης).
ἀγκιστρευτικός, ἀγκιστροειδής, ἀγκιστροειδῶς, Ἀγνωμονῶ (=εἶμαι ἀχάριστος). Παρασύνθετο ἀπ’
ἀγκιστρωτός. τό ἀγνώμων (α στερητ. + γνώμη) = ἀλόγιστος,
Ἄγκος (=κάτι καμπύλο, φαράγγι, κοιλάδα). Ἀπ’ ανόητος. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: Ἡ ἀγνωμο-
τή ρίζα αγκ- ἀπ’ ὅπου παράγονται καί οἱ λέξεις: σύνη (=ἀπερισκεψία, ἀναισθησία).
ἀγκή, ἀγκών, ἀγκοίνη, ἀγκύλη, ἀγκύλος, ἄγκι- Ἀγνώς-ῶτος (=ἄγνωστος, ἀσαφής). Ἀπ’ τό α στερητ.
στρον, ἄγκυρα, ὄγκος. + γνῶναι. Δές γιά παράγωγα στό γιγνώσκω.
Ἀγκύλη (=ὁ λυγισμένος βραχίονας, θηλειά σχοι- Ἀγορά (=συγκέντρωσις, τόπος συγκεντρώσεως).
νιοῦ, τό λουρί τοῦ ἀκοντίου, ἀκόντιο). Ἀπ’ τήν Ἀπ’ τό ἀγείρω. Δές γιά περισσότερα παράγω-
ἴδια ρίζα αγκ- μέ τό ἄγκος. Παράγ. ἀπό ἴδια ρί- γα στό ἀγείρω.
ζα: ἀγκυλέομαι (=ἐξακοντίζω κάτι σάν ἀκόντιο), Ἀγοράζω (=εἶμαι στήν ἀγορά, συχνάζω ἐκεῖ, κατα-
ἀγκυλητός, ἀγκύλιον, ἀγκύλος (=κυρτός), ἀγκυ- λαμβάνω τόν τόπο τῆς ἀγορᾶς, ἀγοράζω, ὅπως
λόω (=λυγίζω). καί τώρα). Ἀπ’ τή λέξη ἀγορά. Παράγ. ἀπό ἴδια
Ἄγκυρα Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τή λέξη ἄγκος. ρίζα: ἀγόρασμα, ἀγόρασις, ἀγορασμός (=ψού-
Ἀγκών (=καμπή τοῦ βραχίονα). Ἀπ’ τήν ἴδια ρί- νισμα), ἀγοραστής (=ψωνιστής), ἀγοραστικός
ζα μέ τό ἄγκος. (=ἐμπορικός), ἀγοραστός, ἀγοράστρια, ἀγορα-
Ἀγλαός (=λαμπρός, ὡραῖος, μεγαλοπρεπής). Ἴσως σία, ἀγοραῖος.
συγγενικό μέ τό γλαυκός. Παράγ. ἀπό ἴδια ρί- Ἀγορεύω (=μιλῶ στή συνέλευση, διακηρύττω).
ζα: ἀγλαΐα (=λαμπρότητα, δόξα), ἀγλαΐζω (=δο- Ἀπ’ τό οὐσ. ἀγορά. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ῥη-
ξάζω, τιμῶ), ἀγλάϊσμα (=κόσμημα, τιμή), ἀγλαϊ- τός, ἄρρητος, ἀπόρρητος (=μυστικός), προσαγο-
σμός (=λαμπρότητα). ρευτέος, προσρητέος, ἀπορρητέον, ἀνάρρησις
Ἁγνεύω (=εἶμαι ἁγνός, καθαρός). Ἀπ’ τό ἁγνός, κι (=ἀνακήρυξη), ἀναγόρευσις, πρόσρησις (=χαι-
αὐτό ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τό ἅγιος. Παράγωγα ἀπό ρετισμός), πρόσρημα (=προσαγόρευμα), διαρ-
ἴδια ρίζα: ἁγνεία (=καθαρότητα), ἅγνευμα, ἁγνευ- ρήδην ἐπίρρ. (=σαφῶς), κατήγορος, συνήγορος,
τήριον, ἁγνευτικός, ἁγνεύτρια, ἁγνεών (=τόπος προσήγορος, μεγαληγόρος, ἀγορητής, ἀγόρευ-
ἁγνότητος, οἶκος δύσφημος), ἁγνότης σις, προσαγόρευμα, προσαγορευτός, ἀγορευ-
Ἁγνίζω (=καθαρίζω, ἐξαγνίζω). Ἀπ’ τή λέξη ἁγνός. στός, ἀγορευτήριον (=τόπος ἀγορεύσεων), ἀπα-
Παράγωγα: ἅγνισμα (=ἐξάγνισις), ἁγνιστέος, γορευτέος, δικηγόρος, ἐτυμηγόρος, ἐτυμηγο-
ἁγνιστήριον, ἁγνιστής, ἁγνιστικός, Ἀγνίτας ρία (=ἀπόφαση δικαστηρίου), ἀγορητής (=ρή-
(=ἐπώνυμο τοῦ Ἀσκληπιοῦ), ἁγνότης. τωρ), ἀγορητύς -ύος (=εὐγλωττία), εὐπροσή-
Ἀγνοῶ (=δέ γνωρίζω). Ἀπ’ τό α στερητ. + ρίζα γνο- γορος, κακηγόρος (=πού κακολογεῖ), μακρή-
τοῦ γιγνώσκω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἄγνοια γορος, παρήγορος.
(=ἀμάθεια), ἀγνόημα (=σφάλμα ἀπό ἄγνοια), Ἄγος (=μίασμα, ἀνοσιούργημα). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα
ἀγνοούντως, ἀγνοητικός (=πού ταιριάζει στήν μέ τή λέξη ἅγιος. Γιά παράγωγα δές στό ρῆμα
ἄγνοια), ἀγνοητέον (μέ ἄρνηση). ἀγιστεύω.
Ἁγνός (=ἱερός, καθαρός). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τό Ἄγρα (=τό κυνήγι, ὅ,τι πιάστηκε στό κυνήγι, τό θή-
ἅγιος. Γιά περισσότερα παράγωγα δές στό ρῆμα ραμα). Ἀπ’ τό ρῆμα ἄγω. Δές γιά περισσότερα πα-
ἁγνεύω. ράγωγα στό ρῆμα ἄγω καί στό ἀγρεύω.
Ἄγνυμι (=σπάζω, συντρίβω). Ἀπ’ τή ρίζα Fαγ+νυ+μι Ἄγραυλος (=αὐτός πού μένει στούς ἀγρούς). Σύν-
ἀπ’ ὅπου κι οἱ λέξεις: ἡ ἀγή (=διάρρηξη, σύντριμ- θετη λέξη ἀγρός+αὐλή. Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα:
μα), τό ἆγμα (=σπάσιμο), κάταγμα, ἀαγής, ἀγμός, ἀγραυλέω (=ζῶ στούς ἀγρούς), ἀγραυλία (=ἡ κα-
33
Ἀπ’ τό ἄγω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό γα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀδηφαγῶ (=εἶμαι λαίμαργος),
ρῆμα ἄγω. ἀδηφαγία (=λαιμαργία).
Ἀγών (=συνέλευση, ἀγώνας, δίκη). Ἀπ’ τό ἄγω. Δές Ἄδικος (=αὐτός πού δέν εἶναι δίκαιος). Ἀπό τό α
γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἄγω. στερητ. + δίκη. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀδικῶ,
Ἀγωνιῶ (=βρίσκομαι σέ ἀγωνία). Ἀπ’ τό ἀγωνία ἀδίκημα, ἀδικητέον, ἀδίκησις, ἀδικητής, ἀδικία.
πού παράγεται ἀπό τό ἀγών τοῦ ἄγω. Δές γιά Ἀδόκιμος (=αὐτός πού δέν μπορεῖ νά ὑποστῆ δο-
περισσότερα παράγωγα στό ἄγω. κιμή, κίβδηλος). Ἀπό τό α στερητ. + δόκιμος τοῦ
Ἀγωνοθετῶ (=διευθύνω τούς ἀγῶνες). Παρασύν- δέκομαι ἀντί δέχομαι. Δἐς γιά περισσότερα πα-
θετο ἀπ’ τό ἀγωνοθέτης (ἀγών + τίθημι). Παρά- ράγωγα στό ρῆμα δέχομαι.
γωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀγωνοθεσία (=διεύθυνση τῶν Ἀδολεσχῶ (=φλυαρῶ). Παρασύνθετο ἀπό τό ἀδο-
ἀγώνων) ἀγωνοθετήρ, ἀγωνοθετικός. λέσχης (=φλύαρος), (ἄδην =πολύ + λέσχη τοῦ
Ἀδαής (=αὐτός πού δέ γνωρίζει). Ἀπό τό α στερητ. λέγω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀδολέσχημα,
+ δαῆναι, ἀπό παλιά ρίζα δάω (=μαθαίνω). ἀδολεσχία, ἀδολεσχητέον, ἀδολεσχικός.
Ἀδάμας (=τό πιό σκληρό ἀπ’ τά μέταλλα, σκλη- Ἄδοξος (=αὐτός πού δέν ἔχει δόξα, ἀφανής, ἄση-
ρό μέταλλο). Ἀπό τό α στερητ. + δαμάω (=κα- μος). Ἀπό τό α στερητ. + δόξα (=γνώμη, ὑπόλη-
ταβάλλω). ψη) τοῦ δοκῶ. Ἀπό τό ἄδοξος τό ρῆμα ἀδοξέω
Ἀδάμαστος (=ἀλύγιστος). Ἀπό τό α στερητ. + δα- (=δέν ἔχω καλή φήμη), ἀδοξία, ἀδόξημα.
μάω. Δές για περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα Ἀδρανής (=ἀργός, ὀκνηρός). Ἀπό τό α στερητ. +
δαμάω. δραίνω (=εἶμαι ἕτοιμος γιά δράση). Ἀπό τό ἀδρα-
Ἀδεής (=ἄφοβος, ἀσφαλής). Ἀπό τό α στερητ. + νής τό ρῆμα ἀδρανῶ, ἀδράνεια. Γιά ἄλλα παρά-
δέος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα γωγα δές στό ρῆμα δράω-ῶ.
δείδω. Ἁδρομερής (=αὐτός πού ἀποτελεῖται ἀπό
Ἄδεια (=ἀσφάλεια). Ἀπό τό ἀδεής (α στερητ. + δέ- μεγάλα μέρη). Ἀπό τό ἁδρός (=ὀγκώδης) + μέ-
ος). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ρος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα
δείδω. ἁδροῦμαι.
Ἀδέκαστος (=ἀδωροδόκητος, αὐτός πού δέ δωρο- Ἁδρόομαι-οῦμαι (=ὡριμάζω, γίνομαι δυνατός).
δοκεῖται). Ἀπό τό α στερητ. + δεκάζομαι (=δέ- Ἀπό τό ἁδρός ἀπό ὅπου καί τό οὐσ. ἁδροτής-
χομαι δῶρα). ῆτος (=ὡριμότητα), ἁδρέω (=ὡριμάζω).
Ἀδελφός (=αὐτός πού γεννήθηκε ἀπ’ τήν ἴδια μή- Ἁδρύνω (=ὡριμάζω). Ἀπό τό ἁδρός πού ἡ ἐτυμο-
τρα). Ἀπό τό α ἀθροιστ. + δελφύς (=μήτρα γυ- λογία του εἶναι ἀβέβαιη. Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα:
ναίκας). Ἀπό ἐδῶ παράγονται οἱ λέξεις: ἀδελφί- ἅδρυνσις (=ὡρίμαση), ἁδρυντικός.
ζω (=καλῶ κάποιον ἀδελφό μου), ἀδελφότης (=ἡ Ἄδυτος (=τόπος ὅπου δέν ἐπιτρέπεται σέ ὅλους νά
ἀδελφική ἀγάπη), ἀδελφικός, ἀδελφικῶς. μποῦν). Ἀπό τό α στερητ. + δύω (=μπαίνω). Δές
Ἀδημονῶ (=βρίσκομαι σέ στενοχώρια). Ἀπό τό γιά περισσότερα παράγωγα στό δύω.
ἀδήμων πού ἡ ἐτυμολογία του εἶναι ἀβέβαιη. Ἄιδω ἀντί ἀείδω (=ψάλλω). Ἀπ’ τό α προθεματι-
Ἀπ’ ἐδῶ καί οἱ λέξεις ἀδημονία (=ἀνησυχία) καί κό + Fείδω, ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: ᾆσμα, ἀηδών,
ἀδημοσύνη. ἀοιδός, ἀοιδή, ᾠδή, ᾠδεῖον, ᾠδικός, ἐπῳδή, ἀοί-
Ἀδήριτος (=ἀκαταμάχητος). Ἀπό τό α στερητ. + διμος, ἐπῳδός, τραγῳδός, τραγῳδία, μελῳδία,
δηρίομαι (=μάχομαι). μελῳδός, χρησμῳδός, συνῳδός, κιθαρῳδός,
ᾌδης (=ὁ θεός τοῦ κάτω κόσμου, ὁ τόπος ὃπου κωμῳδός, κωμῳδία, μονῳδός, μονῳδία, πα-
πήγαιναν οἱ νεκροί). Ἀπό τό α στερητ.+Fιδ τοῦ λινῳδία, παρῳδός, παρῳδία, παρῳδῶ, προσῳδία,
ἰδεῖν ἀπό τό ὁρῶ. Δές γιά περισσότερα παράγω- ραψῳδός, ραψῳδία, ὑμνῳδός, ὑμνῳδία.
γα στό ρῆμα ὁρῶ. Ἀεικής (=ἀνάρμοστος, ἄπρεπος). Ἀπό τό α στερητ.
Ἀδηφάγος (=πού τρώει πολύ, λαίμαργος). Ἀπό τό + εἰκός. Ἀπό ἐδῶ καί οἱ λέξεις ἀεικία (=ὕβρις) καί
ἄδην (=πολύ) + φαγεῖν τοῦ ἐσθίω. Δές γιά πε- ἀεικίζω (=βλάπτω). Δές γιά περισσότερα παρά-
ρισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἐσθίω. Παράγω- γωγα στό ρῆμα εἴκω (=μοιάζω).
35
Αἰθήρ (=τό ἀνώτατο καί καθαρότατο στρῶμα τοῦ Αἴνιγμα (=λόγος ἀσαφής). Ἀπό τό αἰνίσσομαι, ὅπου
ἀέρα, ὁ οὐρανός). Ἀπό τό αἴθω, ὅπου δές γιά πε- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ρισσότερα παράγωγα. Αἰνίσσομαι (=μιλῶ σκοτεινά, αἰνιγματικά).
Αἰθίοψ (=αὐτός πού ἔχει καμένο πρόσωπο, μαῦρος). Ἀπό τή λέξη αἶνος. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα:
Σύνθετη λέξη ἀπό τίς λέξεις: αἴθω + ὄψ. Δές γιά αἴνιγμα, αἰνιγματίας, αἰνιγματικῶς, αἰνιγμα-
περισσότερα παράγωγα στό αἴθω. τώδης (=σκοτεινός), αἰνιγμός, αἰνικτήρ (=πού
Αἴθουσα (=ἡ στοά μπροστά ἀπό τήν αὐλή τοῦ σπι- μιλάει μέ ἀσάφεια), αἰνιγματιστής, αἰνικτός.
τιοῦ πού ἦταν ἀνατολική, γεμάτη ἥλιο). Ἀπό Αἶνος (=λόγος σημαντικός, ἀφήγηση, ἐγκώμιο,
τό ρῆμα αἴθω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- ἔπαινος). Λέξη πρωτότυπη. Παράγωγα ἀπό ἴδια
ράγωγα. ρίζα: αἰνῶ (=ἐπαινῶ), αἴνεσις, αἰνέτης, αἰνετός,
Αἴθριος (=καθαρός, λαμπρός, ἀνέφελος). Ἀπό τό αἰνετέον, αἴνη (=ἔπαινος), αἰνίσσομαι.
αἴθρα-αἰθήρ-αἴθω. Δές γιά περισσότερα παρά- Αἴξ (=κατσίκα). Ἀπό τό ἀΐσσω, ὅπου δές γιά περισ-
γωγα στό ρῆμα αἴθω. σότερα παράγωγα.
Αἴθω (=ἀνάβω, φλέγομαι). Ἀπό ρίζα αιθ-, ἀπό ὅπου Αἰόλος (=εὐκίνητος). Ἴσως ἀπό τό ἄημι (=πνέω).
καί οἱ λέξεις: τό αἶθος (=θερμότητα), ὁ αἰθός Ἀπό ἐδῶ παράγονται οἱ λέξεις: αἰόλλω (=στρέ-
(=ὁ καμένος), αἴθων (=φλέγων), αἴθουσα, αἰθής φω ἀπό ἐδῶ καί ἀπό ἐκεῖ, ποικίλλω), αἰόλησις
(=καίων), αἰθάλη, αἰθαλόεις (=γεμάτος καπνιά), (=γρήγορη κίνηση).
αἰθαλόω, αἶθοψ (=πού ἔχει ὄψη φωτιᾶς), Αἰθί- Αἰπόλος (=βοσκός κατσικιῶν ). Ἀπό τίς λέξεις: αἴξ
οψ, Αἰθιοπικός, αἰθήρ, αἰθέριος, αἴθρη (=καθαρός + πολέω (=περιπλανιέμαι). Δές γιά περισσότερα
οὐρανός), αἰθρία, αἴθριος, αἰθριάζω (=κάνω τόν παράγωγα στό ρῆμα πολεύω.
οὐρανό ἀνέφελο), αἶθρος (=ὁ καθαρός καί ψυχρός Αἱρέω-ῶ (=συλλαμβάνω [ἐπί ἐμψύχων], κυριεύω
ἀέρας τοῦ πρωινοῦ), ὕπαιθρος, ὑπαίθριος. [ἐπί ἀψύχων], τό αἱροῦμαι σημαίνει ἐκλέγω, προ-
Αἰκία (=κακομεταχείριση, προσβολή). Ἀπό τό αἰκής τιμῶ). Ἀπό ρίζα Fαρ Fαρ-j = Fαιρ = αἱρ-έω. Πα-
ἤ ἀεικής (α στερητ. + θ. Fεικ τοῦ ἔοικα). Δές γιά ράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: αἵρεσις (=κατάληψη, ἐκλογή,
περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα αἰκίζω. σκοπός, φιλοσοφική ἀρχή, θρησκευτική μερίδα
Αἰκίζω καί πιό κοινό σάν ἀποθ. αἰκίζομαι (=βλά- πού πρεσβεύει δικά της δόγματα, πρόταση), προ-
πτω, κακομεταχειρίζομαι). Παρασύνθετο ἀπό αίρεσις, ὑφαίρεσις, ἀφαίρεσις, διαίρεσις, καθαί-
τό ἐπίθ. αἰκής (α στερητ.+ θ. Fεικ τοῦ ἔοικα) ρεσις, ἀναίρεσις (=τό σήκωμα τῶν νεκρῶν, θα-
(=ἄπρεπος, ἀνάρμοστος), ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέ- νάτωση), συναίρεσις, αἱρετέος, αἱρετικός, αἱρετι-
ξεις: αἰκία, αἴκισμα (=κάκωση), αἰκισμός, αἰκι- σμός, αἱρετός, αὐθαίρετος, ἐξαίρετος, ἀναφαίρε-
στικός, αἰκίστρια. τος, περιαιρετός (=πού μπορεῖ κανείς νά ἀφαιρέ-
Αἴλουρος (=γάτα). Ἀπό τό αἰόλος (=εὐκίνητος) σει), παλιναίρετος (=πού παύθηκε καί πάλι ἐκλέ-
+ οὐρά. χτηκε), ἀρχαιρεσίαι (=ἐκλογές ἀρχόντων), πα-
Αἷμα. Ἡ ἐτυμολογία του εἶναι ἀβέβαιη, ρίζα ασ ραίρημα (=λουρίδα), τό ἕλωρ καί ἑλώρια (=λεία,
ἅσιμα αἷσμα αἷμα. Ἀπό ἐδῶ οἱ λέξεις: λάφυρα), ἑλετός.
αἱματόω (=ματώνω, φονεύω), αἱματόεις, αἱμα- Αἴρω (=σηκώνω, ὑψώνω, μεγαλύνω). Ἀπό ρί-
τώδης, αἱμάτωσις, αἱμάσσω (=πληγώνω), αἱμα- ζα Fαρ + πρόσφυμα j ἀρ-j-ω αἴρω καί
κτός (=πού ἀποτελεῖται ἀπό αἷμα), ἀναίμακτος, ἀείρω καί ρίζα Fερ. Ὁ παρατατικός ᾖρον-
αἵμαξις (=ἀφαίμαξη), αἱματηρός. ᾐρόμην μέ ὑπογεγραμμένη, γιατί προέρχε-
Αἱμασιά (=ξηρότοιχος). Ἡ ἐτυμολογία του ἀβέβαιη, ται ἀπ' τό θέμα τοῦ ἐνεστώτα, οἱ ἄλλοι χρό-
ἴσως ἀπό τό αἱμάσσω (=πληγώνω). νοι χωρίς ὑπογεγραμμένη ἀπό τή ρίζα Fέρ.
Αἰνῶ (=ἐπαινῶ, συγκατανεύω). Ἀπό τό αἶνος (= Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἄρσις (=σήκωμα), ἔπαρ-
λόγος, μύθος). Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: αἴνεσις σις (=περηφάνια), ἔξαρσις (=ἔγερση), ἄπαρσις
(=ὕμνηση), αἰνετέον, ἐπαινετέον, ἐπαινετής, ἐπαι- (=ἀναχώρηση), ἀντάρτης, ἀνταρσία, ἀρτήρ -
νετός, παραίνεσις, παραινετικός (=συμβουλευ- ῆρος (=ἀναφορέας, μανέλλα), ἀρτηρία ἀορτή,
τικός). ἀορτήρ-ῆρος (=ζώνη ξίφους), ἄρδην (=σηκω-
37
μία). Ἀπό τό α στερητ. + κλύζω. Δές γιά περισ- ἔχει ἀκονισμένο τό αὐτί, δηλ. στραμμένο πρός
σότερα παράγωγα στό ρῆμα κλύζω. κάτι μέ προσοχή). Κατ’ ἄλλους ὅμως ἀπό ρίζα
Ἄκλυτος (=αὐτός πού δέν ἀκούστηκε). Ἀπό το α κοF- μέ προθεματικό α ἀ-κοF-ω ἀκού-ω.
στερητ. + κλυτός τοῦ κλύω (=ἀκούω). Δές γιά Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: ἀκοή, ἄκουσμα, ἀκουστός
περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κλύω. (=τόν ὁποῖο μπορεῖ κάποιος νά ἀκούσει), ἀξιά-
Ἀκμή (=τό κοφτερό μέρος τοῦ μαχαιριοῦ). Ἀπό ρί- κουστος, ἀνήκουστος, ἀκουστής, ὠτακουστής,
ζα ακ- ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις ἀκμάζω, ἀκμαῖος, ὠτακουστῶ, ἀκουστικός, ἀκουστέον, αὐτήκοος,
ἀκμήν (=ἀκόμη). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα προέρχονται ἐπήκοος, ἀνήκοος (=κωφός), κατήκοος (=ἀκροα-
καί οἱ λέξεις: ἄκανθα, ἀκή, ἀκίς, ἀκόνη, ἄκρον, τής), εὐήκοος, ὑπήκοος, βαρήκοος (=παρανοῶν),
ἀκρίς, ἀκωκή, αἰχμή, ἄκων (=ἀκόντιο), ἀκοντί- βαρυήκοος (=αὐτός πού ἀκούει βαριά), βαρυ-
ζω, ὀξύς. ηκοέω-ῶ, ἀκουσείω ἐφετικό τοῦ ἀκούω (=θέ-
Ἄκμητος (=ἀκούραστος). Ἀπό τό α στερητ. + κά- λω ν' ἀκούσω).
μνω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα Ἀκραιφνής (=ἀκέραιος, καθαρός). Συγκοπτόμενος
κάμνω. τύπος τοῡ ἀκεραιοφανής. Πιθανόν ἀπό τό ἄκρος +
Ἀκοίτης (=σύζυγος). Ἀπό τό α άθροιστ. + κοίτη αἴφνης. Ἴσως ἀκόμη ἀπό τό α στερητ. + κραῖφνος
(τοῦ κεῖμαι). Δές γιά περισσότερα παράγωγα (=τραῦμα). Τό ἀκέραιος ἀπ’ τό α στερητ. + κείρω
στό ρήμα κεῖμαι. (=κουρεύω) ἤ + κεράννυμι ἤ + κέρας.
Ἀκόλαστος (=αὐτός πού δέν τιμωρήθηκε, ἀχαλί- Ἀκρατής (=ἀνίσχυρος). Ἀπό τό α στερητ. + κρά-
νωτος). Ἀπό τό α στερητ. + κολάζω. Δές γιά πε- τος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα
ρισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κολάζω. κρατῶ.
Ἀκόλουθος (=αὐτός πού ἀκολουθεῖ κάτι). Ἀπό τό Ἄκρατος (=καθαρός, ἀνόθευτος). Ἀπό τό α στε-
α άθροιστ. + κέλευθος (ἀπό συμφυρμό τῶν θεμ. ρητ. + κεράννυμι. Δές γιά περισσότερα παρά-
κελευ- καί τοῦ ἐλεύθ-). Ἀπό τή λέξη ἀκόλουθος γωγα στό ρῆμα κεράννυμι.
παράγονται οἱ λέξεις: ἀκολουθῶ, ἀκολούθησις, Ἀκράχολος (=αὐτός πού γρήγορα ὀργίζεται, εὐερέ-
ἀκολουθητικός, ἀκολουθία, ἀκολουθητέον. θιστος). Ἲσως συνθέτη λέξη ἀπ’ τίς λέξεις: ἄκρα-
Ἀκόνη (=πέτρα πρός ἀκόνηση). Ἀπό τή λέξη ἀκή. τος + χόλος. Ἀπό δῶ τά παράγωγα: ἀκραχολέω
Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη ἀκμή. (=εἶμαι ὀξύθυμος), ἀκραχολία.
Ἀπό τή λέξη ἀκόνη οἱ λέξεις: ἀκονῶ, ἀκόνησις, Ἀκριβής (=αὐτός πού κρίνει μέ προσοχή, προσεχτι-
ἀκονητής. κός, αὐστηρός). Ἡ ἐτυμολογία του εἶναι ἀβέβαιη.
Ἀκονιτί (=χωρίς τή σκόνη τῆς κονίστρας, χωρίς κό- Ἴσως ἀπό τό ἀκροκριβής (ἄκρος+κρίνω). Ἀπό δῶ
πο). Ἀπό το α στερητ. + κονίω (=σκονίζω). Δές καί τά παράγωγα: ἀκριβόω (=κάνω κάτι μέ ἀκρί-
γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κονίω. βεια), ἀκρίβεια, ἀκρίβωμα, ἐξακρίβωσις, ἀκριβο-
Ἀκόντιον (=δόρυ). Ὑποκοριστικό τοῦ ἄκων ἀπ’ τή λογοῡμαι, ἀκριβολόγησις,ἀκριβολόγος.
λέξη ἀκή (=αἰχμή). Δές γιά περισσότερα παρά- Ἀκροάομαι-ῶμαι (=ἀκούω με προσοχή). Πιθανόν
γωγα στή λέξη ἀκμή. Ἀπό τη λέξη ἀκόντιον πα- ἀπό ρίζα ακρ + οὖς. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα:
ράγονται οἱ λέξεις: ἀκοντίζω, ἀκόντισις, ἀκόντι- ἀκρόαμα, ἀκροαματικός, ἀκρόασις, ἀκροατέ-
σμα, ἀκοντισμός, ἀκοντιστήρ, ἀκοντιστικός, ἀκο- ον, ἀκροατήριον, ἀκροατής, ἀκροάμων, ἀκρο-
ντιστύς-ύος (=ἀγώνας ἀκοντίου). ατικός.
Ἀκόρεστος (=ἀχόρταγος). Ἀπό τό α στερητ. + κο- Ἀκροβατῶ (=προχωρῶ στίς ἄκρες τῶν ποδιῶν μου).
ρέννυμι. Δές για περισσότερα παράγωγα στό Παρασύνθετο ἀπό τό ἀκροβάτης (ἄκρος + βαίνω).
ρῆμα κορέννυμι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό βαίνω.
Ἄκος (=θεραπεία). Δές γιά περισσότερα παράγω- Ἀκροβολίζομαι (=μάχομαι ἀπό μακριά). Παρα-
γα στό ρῆμα ἀκέομαι. σύνθετο ἀπό τό ἀκροβόλος (ἄκρος + βάλλω). Πα-
Ἀκούσιος (=αὐτός πού δέ θέλει). Συνῃρημένος τύ- ράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀκροβολία, ἀκροβόλισις,
πος ἀντί ἀεκούσιος, α στερητ. + ἐκούσιος. ἀκροβόλισμα, ἀκροβολισμός, ἀκροβολιστής.
Ἀκούω Ἴσως ἀπ’ τή ρίζα ἀκ- + οὖς (=αὐτός πού Ἀκροθιγής (=αὐτός πού ἀγγίζει τήν ἐπιφάνεια). Σύν-
39
τό θάνατο), ἀλεξιφάρμακον (=ἀντίδοτο), ἔπαλξις ἀπό ἴδια ρίζα: ἅλωσις (=κατάκτηση), ἁλώσιμος
(=προμαχώνας), ἄλαλκε (ἀόρ. β' ), ἀλκή (=δύνα- (=αὐτόν πού μπορεῖ κάποιος εὔκολα νά συλλά-
μη), ἄλκιμος (=ρωμαλέος), ἀλκτήρ (=ἀποκρού- βει), ἁλωτός, δορυάλωτος, εὐάλωτος, αἰχμάλω-
ων), καί τά σημερινά ἀλεξίπτωτον, ἀλεξιβρόχιον τος, δυσάλωτος, εἵλως (=ὁ εἵλωτας), ἀνάλωτος
(=ὀμπρέλα), ἀλεξίσφαιρον, ἀλεξικέραυνον. (=πού δέν μπορεῖ κανείς νά κυριεύσει).
Ἄλευρον. Παράγωγο τοῦ ἀλέω, ὅπου δές γιά πε- Ἀλιταίνω (=βλάπτω, σφάλλω). Ἀπ’ τή λέξη ἄλη
ρισσότερα παράγωγα. (=πλάνη). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀλίτημα
Ἀλέω (=ἀλέθω, κοπανίζω). Ἀπό ρίζα αλ πού σχη- (=ἁμάρτημα), ἀλιτήμερος (=πού γεννήθηκε πρό-
ματίζεται μέ τή ρίζα Fελ τοῦ εἴλω (=ἑλίσσω). Πα- ωρα), ἀλιτημοσύνη, ἀλιτήμων, ἀλιτήριος (=ἁμαρ-
ράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἄλευρον, ἄλεσις, ἄλεσμα, τωλός), ἀλιτηρός, ἀλιτρία (=βλάβη), ἀλιτρός
ἀλέτης + ὄνος (=ἡ ἐπάνω πέτρα τοῦ μύλου πού (=ἁμαρτωλός).
περιστρέφεται), ἄλειαρ (=ἄλευρον), ἀλετός (=τό Ἀλιτήριος (=ἁμαρτωλός, ἔνοχος). Ἀπό τό ἀλιταί-
ἄλεσμα), ἀλεστέον, ἀλετρίς (=μυλωνοῦ), ἄλη- νω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
μα (=λεπτό ἀλεύρι). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα τά: οὐλαί Ἀλκή (=δύναμη, ἀνδρεία). Ἀπό τό ἀλαλκεῖν, ἀόρ.
(=χοντραλεσμένο κριθάρι). β’ τοῦ ἀλέξω (=ἀπομακρύνω). Δές γιά περισσό-
Ἀληθής (=αὐτός πού δέν κρύβεται, πραγματικός, τερα παράγωγα στό ρῆμα ἀλέξω.
εἰλικρινής). Ἀπό τό α στερητ. + λαθεῖν τοῦ λαν- Ἄλκιμος (=ἰσχυρός, ρωμαλέος). Ἀπό τή λέξη ἀλκή.
θάνω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἀλέ-
λανθάνω. ξω.
Ἄληκτος (=ἀδιάκοπος, ἀκατάπαυστος). Ἀπό τό α Ἀλκυών (=θαλασσοπούλι). Ἡ ἐτυμολογία της εἶναι
στερητ. + λήγω. Δές γιά περισσότερα παράγω- ἀβέβαιη. Πιθανόν ἀπό τό ἅλς (=θάλασσα) + κυ-
γα στό ρῆμα λήγω. έω (=φουσκώνω).
Ἀλήτης (=περιφερόμενος, ἀγύρτης). Παράγωγο τοῦ Ἀλλάσσω (=μεταβάλλω). Ἀπό ρίζα αλλ- ἀπ’ ὅπου
ἀλῶμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. παράγονται καί οἱ λέξεις: ἄλλος, ἀλλά, ἀλλότρι-
Ἁλιεύς (=ψαράς). Ἀπό τό ἅλς-ἁλός (=θάλασσα). ος, ἀλλοῖος (=διάφορος), ἀλλήλων. Παράγωγα
Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἁλιεύω, ἁλίευμα, ἁλι- ἀπό ἴδια ρίζα: ἀλλαγή, ἀνταλλαγή, ἀπαλλαγή,
ευτής, ἁλιευτικός. ἀλλάγιον (=ἀνταλλαγή αἰχμαλώτων), ἄλλαγμα,
Ἁλίζω (=συναθροίζω). Ἀπό τό ἁλής-οῦς (=ἀθρό- ἀλλακτέον, ἀλλακτικός, διαλλακτικός, ἄλλαξις,
ος). Ἡ ρἰζα αλ- εἶναι συγγενής μέ τήν Fελ- τοῦ διάλλαξις, ἀνταλλάξιμος, ἐναλλάξ, συνάλλαγ-
εἴλω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἁλία (=συνάθροι- μα, συναλλαγή.
ση λαοῦ), ἅλις (=ἀρκετά), ἁλιαία = ἡλιαία (=τό Ἀλληγορία (=εἰκονική ἔκφραση, περιγραφή ἑνός
δικαστήριο τῶν Ἀθηνῶν). Δές γιά περισσότερα πράγματος μέ τήν εἰκόνα ἄλλου). Ἀπό τό ἀλλη-
παράγωγα ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα στό ρῆμα εἴλω. γορέω (ἄλλος + ἀγορεύω), (=μιλῶ ἔτσι, ὥστε νά
Ἁλίκτυπος (=θαλασσοδαρμένος). Σύνθετη λέξη ὑπονοῶ κάτι ἄλλο).
ἀπ’ τίς ἅλς (=θάλασσα) + κτυπῶ. Δές γιά περισ- Ἄλλομαι (=ἀναπηδῶ). Ἀπό ρίζα σαλ- (λατιν. salio
σότερα παράγωγα στό ρῆμα κτυπῶ. καί τό σημερ. σάλτο), τό σ γίνεται δασεία ἁλ-j-
Ἀλίνδω ἤ ἀλινδῶ (=κυλίω, περιπλανιέμαι). Ἡ ρί- ομαι ἅλλομαι. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἅλμα,
ζα εἶναι ἡ ἴδια μέ τή ρίζα αλ τοῦ ἀλέω. Παράγω- ἅλσις (=πήδημα), οἱ ἁλτῆρες (=βάρη πού κρα-
γα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀλίνδησις, ἀλινδήθρα (=κυ- τοῦσαν στά χέρια τους αὐτοί πού πηδοῦσαν, γιά
λίστρα). νά ἀποκτήσουν ὁρμή στό πήδημα), ἁλτηρεία (=ἡ
Ἁλίπεδον (=τό πεδίο κοντά στή θάλασσα, παραθα- ἀφή τοῦ χεριοῦ), ἁλτικός (=ἱκανός στό πήδημα),
λάσσιο). Σύνθετη λέξη ἀπ’ τίς ἅλς + πεδίον. ἅλτης, ἁλτήρ, ἁλτηροβολία, ἐφαλτήριον (=ὄργα-
Ἅλις (=ἀρκετά). Ἀπό τό ἁλής (=ἀθρόος). Δές γιά νο γυμναστικῆς).
περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἁλίζω. Ἀλλότριος (=αὐτός πού ἀνήκει σ’ ἄλλον). Ἀπό τό
Ἁλίσκομαι (=συλλαμβάνομαι, αἰχμαλωτίζομαι, ἄλλος. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀλλοτριῶ (=ἀπο-
κυριεύομαι). Ρίζα Fαλ+ισκ+ομαι. Παράγωγα ξενώνω), ἀλλοτρίωσις (=ἀποξένωση).
41
χεται κάποιον), διάμειπτος (=εὐμετάβλητος), τό: βλάξ. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀμπλακία,
ἀντάμειψις, ἀργυραμοιβός (=αὐτός πού ἀνταλ- ἀμπλάκημα (=σφάλμα), ἀναμπλάκητος (=ἀνα-
λάσσει νομίσματα). μάρτητος).
Ἀμείλικτος (=σκληρός, τραχύς). Ἀπό τό α στε- Ἄμπωτις (=ἀναρρόφηση, τράβηγμα τοῦ νεροῦ τῆς
ρητ. + μειλίσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- θάλασσας πρός τά μέσα). Συντετμημένος τύπος
ράγωγα. τοῦ: ἀνάπωτις τοῦ ἀναπίνω, ὅπου δές γιά περισ-
Ἀμελῶ (=δέ φροντίζω, εἶμαι ἀδιάφορος). Παρασύν- σότερα παράγωγα.
θετο ἀπό τό ἀμελής (α στερητ. + ἀπρόσ. μέλει Ἀμυδρός (=σκοτεινός). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
μοι). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀμέλεια, ἀμέλημα, Συγγενές μέ τό ἀμαυρός.
ἀμελητέον, ἀμελητής, ἀμελητικός, ἀμελητί. Ἀμύμων (=ἄμωμος, ἄψογος, ἔξοχος). Ἀπό τό α στε-
Ἄμεμπτος (=ἄψογος). Ἀπό τό α στερητ. + μέμφο- ρητ. + μῶμος τοῦ μέμφομαι, ὅπου δές γιά περισ-
μαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. σότερα παράγωγα.
Ἀμήχανος (=αὐτός πού δέν ἔχει πόρους, δύσκο- Ἀμύνω (=ἀπομακρύνω, ἀπωθῶ, ὑπερασπίζω). Ἀπό
λος, ἀνίκανος). Ἀπό τό α στερητ. + μηχανή τοῦ τό α προθεματ. + μύνη (=πρόφαση γιά ἀναβο-
μηχανῶμαι. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀμηχα- λή). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἄμυνα (=ὑπερά-
νέω, ἀμηχανία. σπιση), ἀμυνητί (=μέ ἄμυνα), Ἀμυνίας, ἀμυντέ-
Ἅμιλλα (=ἀνταγωνισμός). Θέμα ἅμιλ + j +α ον, ἀμυντήρ - ἀμύντειρα, ἀμυντήριος, ἀμυντής,
ἅμιλλα. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἁμιλλῶμαι ἀμυντικός, ἀμύντωρ (=ὑπερασπιστής), Ἀμύ-
(=ἀγωνίζομαι), ἁμίλλημα, ἁμιλλητέον, ἁμιλλη- ντας, Ἀμύνταιον.
τήρ (=ἀνταγωνιστής), ἁμιλλητήριος, ἁμιλλητι- Ἀμύσσω (=ξεσχίζω, τραυματίζω, τσουγκρανίζω).
κός, ἐφάμιλλος. Ἀπό το προθεματικό α + ρίζα μυκ- ἀπ’ ὅπου καί
Ἀμνήμων (=αὐτός πού λησμονεῖ, ἀχάριστος). Ἀπό οἱ λέξεις: ἄμυξις (=τσουγκράνισμα), ἀμύξ (=τσου-
το α στερητ. + μνήμη τοῦ μιμνῄσκω, ὅπου δές γιά γκρανιστά), ἀμυχή (=τσουγκρανιά), ἀμυχηδόν,
περισσότερα παράγωγα. Ἀπό τό ἀμνήμων τά πα- ἀμυχιαῖος (=τσουγκρανισμένος), ἀμυκτέον, ἀμυ-
ράγωγα: ἀμνημονῶ, ἀμνημοσύνη, ἀμνησία. κτικός.
Ἀμνηστία (=τό ξέχασμα ἑνός ἀδικήματος, συγ- Ἀμφίεσις (=ἐνδυμασία). Παράγωγο τοῦ ἀμφιέν-
χώρεση τοῦ ἀδικήματος). Παρασύνθετο ἀπό τό νυμι (ἀμφί+Fεσ+νυ+μι), ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις:
ἄμνηστος (α στερητ. + μνάομαι). Δές γιά περισ- ἀμφίεσμα, ἀμφιεσμός, ἀμφιεστρίς ἤ ἐφεστρίς
σότερα παράγωγα στό μνάομαι. Ἀπό τό ἄμνη- (=μανδύας), τό ἄμφιον (πληθ. ἄμφια), μεταμ-
στος και τό ρῆμα ἀμνηστεύω. φίεσις, εἷμα (=ἔνδυμα), μελανείμων (=ὁ ντυμέ-
Ἀμνός (=ἀρνί). Ἀπό τό ἀFνός ἀβνός ἀμνός. νος στά μαῦρα), ἷμα, ἱμάτιον, ἱματίδιον, ἱματίζο-
Ἀμοιβή (=ἀνταπόδοση). Ἀπό τό ἀμείβω μέ ἑτεροί- μαι (=ντύνομαι), ἱματισμός, ἐσθής, λευχείμων
ωση τοῦ ει σέ οι. Δές γιά περισσότερα παράγω- (=αὐτός πού φορᾶ ἄσπρα).
γα στό ρῆμα ἀμείβω. Ἀμφικτίονες (=αὐτοί πού κατοικοῦν γύρω, οἱ κο-
Ἄμοιρος (=αὐτός πού δέν ἔχει μερίδιο, ἄτυχος). ντινοί γείτονες). Ἀπό τό ἀμφί + κτίζω, ὅπου δές
Ἀπό τό α στερητ. + μοῖρα. Παράγωγο ρῆμα εἶναι γιά περισσότερα παράγωγα.
τό ἀμοιρῶ (=εἶμαι ἀμέτοχος). Ἀμφιρρεπής (=αὐτός πού γέρνει καί στά δυό μέ-
Ἄμπελος (=κλῆμα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. ρη). Ἀπό το ἀμφί + ρέπω, ὅπου δές γιά περισ-
Πιθανόν ἀπό τήν πρόθεση ἀμφί + ρίζα ελ- τοῦ σότερα παράγωγα.
ἑλίσσω. Ἀμφισβητῶ (=προχωρῶ χωριστά, διαφωνῶ, φιλο-
Ἀμπεχόνη (=λεπτό ἐπανωφόρι, ἔνδυμα). Ἀπό τό νεικῶ). Ἀπό τό ἀμφίς + βῆναι τοῦ βαίνω, ὅπου
ἀμπέχω ἤ ἀμπίσχω (ἀμφί + ἔχω). Ἄλλα παράγω- δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ
γα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀμπεχόνιον (ὑποκορ.), ἀμπέ- ἀμφισβητῶ: ἀμφισβήτημα, ἀμφισβητήσιμος, ἀμφι-
χονον. σβήτησις, ἀμφισβητητέον, ἀμφισβητικός, ἀναμ-
Ἀμπλακίσκω (=ἀποτυχαίνω, ἁμαρτάνω). Ἀβέβαιη φισβήτητος, ἀναμφισβητήτως.
ἡ ἐτυμολογία του. Πιθανόν νά ἔχει σχέση μέ Ἀμφορεύς (=εἶδος ὑδρίας μέ στενό λαιμό καί δυό
43
τηριασμένος). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀναπη- αὐδή (=φωνή). Δές γιά περισσότερα παράγωγα
ροῦμαι, ἀναπηρία. στή λέξη αὐδή.
Ἀναποδίζω (=κάνω κάποιον νά ὀπισθοδρομήσει, Ἀναφανδόν (=φανερά). Ἀπ’ τό ἀναφαίνω (=φανε-
ὀπισθοδρομῶ). Σύνθετο ἀπ’ τό ἀνά + πούς. Πα- ρώνω), ἀπ’ ὅπου καί τά παράγωγα ἀνάφανσις,
ράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀναπόδισις (=ὀπισθο- ἀναφανδά (=φανερά). Δές γιά περισσότερα πα-
δρόμηση), ἀναποδισμός (=ἐπιστροφή), ἀναπο- ράγωγα στό ρῆμα φαίνω.
διστής. Ἀναφορικός (=αὐτός πού ἔχει σχέση μέ κάτι). Ἀπ’
Ἀναπολῶ (=ἀναστρέφω τό χῶμα, ἐπαναφέρω στή τό ἀναφορέω ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις ἀναφορεύς,
μνήμη). Ἀπ’ τό ἀνά + πολέω (πού προέρχεται ἀπ’ ἀνάφορον (=ξύλο μακρύ γιά μεταφορά φορτί-
τό πέλω = κινοῦμαι). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ων). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα
ἀναπόλησις, ἀναπολητέον, ἀναπολητικός. φέρω.
Ἄναρθρος (=ἀσυνάρτητος). Ἀπ’ τό α στερητ. + Ἀναχαιτίζω (=ρίχνω πρός τά πίσω τή χαίτη
ἄρθρον. καί σηκώνομαι στά δυό πισινά πόδια, γιά ἄλο-
Ἀνάρρησις (=ἀνακήρυξη). Ἀπ’ τό ἀναγορεύω. γα, ἐμποδίζω, ἀνακόπτω). Άπ’ τό ἀνά + χαίτη.
Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἀγο- Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀναχαίτισις, ἀναχαίτι-
ρεύω. σμα, ἀναχαιτισμός.
Ἀνάρρωσις (=ἡ ἐπάνοδος στήν ὑγεία ὕστερα ἀπ’ Ἀναψύχω (=δροσίζω). Ἀπ’ τό ἀνά + ψῦχος. Παρά-
ἀρρώστια, ἀνάκτηση δυνάμεων). Ἀπ’ τό ἀναρ- γωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀνάψυξις (=ἀνακούφιση),
ρώννυμι (ἀνά + ῥώννυμι). ἀναψυχή, ἀναψυκτήρ, ἀναψυκτήριον, ἀναψυ-
Ἀνασκολοπίζω (=παλουκώνω). Ἀπ’ τό ἀνά + σκο- κτικός (=δροσιστικός).
λοπίζω (σκόλοψ=πάσσαλος). Παράγωγα ἀπό ἴδια Ἁνδάνω (=ἀρέσω, εὐχαριστῶ). Ἀπό ρίζα σFαδ
ρίζα: ἀνασκολόπισις, ἀνασκολοπισμός. ἁδ καί ἐπένθεση ἑνός ν ἁνδ ἁνδ + αν + ω. Ἀπό
Ἀνάσσω (=βασιλεύω). Εἶχε στήν ἀρχή τό Fανάσ- τήν ἴδια ρίζα σFαδ- παράγονται καί τά: ἥδομαι,
σω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἄναξ, ἄνασσα, ἀνά- ἡδύς, ἦδος, ἡδονή, ἄσμενος ἴσως καί τό ἑδανός
κτωρ, ἀνάκτορον, ἀνακτορία, ἀνακτόριος, χει- (=γλυκός).
ρώναξ. Ἀνδραγαθῶ (=φέρομαι σάν γενναῖος ἄνδρας).
Ἀναστατόω-ῶ (=ἀναστατώνω). Ἀπ’ τό ἀνάστατος Ἀπ’ τό ἀνήρ + ἀγαθός. Μεταγενέστερος τύπος
τοῦ ἀνίσταμαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα τοῦ ἀνδραγαθίζομαι ἀπ’ ὅπου καί τά παράγωγα:
στό ρῆμα ἵστημι. Ἀπ’ τό ἀναστατῶ τά οὐσιαστ. ἀνδραγαθία, ἀνδραγάθημα, ἀνδραγαθικός.
ἀναστάτωσις, ἀναστατήρ. Ἀνδράποδον (=αὐτός πού αἰχμαλωτίστηκε στόν πό-
Ἀναστομόω-ῶ (=ἀνοίγω, καθαρίζω). Ἀπ’ τό ἀνά + λεμο καί πουλήθηκε γιά δοῦλος, δοῦλος ἁπλῶς).
στομῶ (=φράζω) ἀπ’ τό στόμα. Παράγωγα ἀπό Πιθανόν ἀπ’ το ἀνήρ + πέδη (χειροπέδη) ἤ ἀπ’
ἴδια ρίζα: ἀναστόμωσις, ἀναστομωτήριος, ἀνα- τό ἀνήρ + ἀποδόσθαι (=πωλεῖν) ἤ ἀκόμη ἀπ’ τό
στομωτικός. ἀνήρ + πούς.
Ἀνάσχεσις (=ἀνοχή, καρτέρηση). Ἀπ’ τό ἀνέχω Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀνδραποδίζω, ἀνδρα-
ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις ἀνοχή, ἀνοχεύς, ἀνεκτός πόδισις, ἀνδραποδισμός (=ὑποδούλωση), ἀνδρα-
(=ὑποφερτός), ἀνεκτέος, ἀνεκτικός, ἀνασχετός ποδιστής (=σωματέμπορος), ἀνδραποδιστήρι-
(=ὑποφερτός). Δές γιά περισσότερα παράγωγα ος, ἀνδραποδιστικός, ἀνδραποδώδης (=δου-
στό ρῆμα ἔχω. λοπρεπής).
Ἀνατέλλω (=φέρω στό φῶς, ἀμετάβ. ἔρχομαι στό Ἀνδριάς (=ὁμοίωμα ἀνδρός, ἄγαλμα). Ἀπ’ τό ἀνήρ
φῶς). Ἀπ’ τό ἀνά + τέλλω (=κάνω κάτι νά ση- - ἀνδρός. Σύνθετες λέξεις: ἀνδριαντοποιῶ, ἀνδρι-
κωθεῖ). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀνατολή, ανα- αντοποιός, ἀνδριαντοποιία, ἀνδριάντιον (ὑπο-
τολικός, ἐπιτολή (γιά ἄστρα). κορ. τοῦ ἀνδριάς), ἀνδριαντοειδής, ἀνδριαντο-
Ἀνατολή (τοῦ ἡλίου). Ἀπ’ τό ἀνατέλλω, ὅπου δές πλάστης, ἀνδριαντοπλαστική.
γιά περισσότερα παράγωγα. Ἀνεκτός (=ὑποφερτός). Ἀπ’ τό ἀνέχομαι. Δές γιά
Ἄναυδος (=ἄφωνος, ἄλαλος). Ἀπ’ τό α στερητ. + περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἔχω.
45
+ ἐρείδω = στηρίζω). Δές γιά περισσότερα πα- Ἀνυπόδητος (=ξυπόλυτος). Ἀπ’ τό α στερητ. + ὑπο-
ράγωγα στό ἐρείδω. δέω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀνυποδητέω, ἀνυ-
Ἀντιάζω (=συναντῶ, ἱκετεύω). Ἀπ’ τό ἀντίος (=ὁ ποδησία. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό
ἀπέναντι) καί αὐτό ἀπ’ τήν πρόθεση ἀντί. ρῆμα δέω.
Ἀντίβιος (=αὐτός πού ἀντιτάσσει βία ἐνάντια στή Ἀνύποπτος (=ὁ χωρίς ὑποψία). Ἀπ’ τό α στερητ. +
βία). Ἀπ’ τό ἀντί + βία. Ἀπό ἐδῶ καί τό ἐπίρρ. ὕποπτος (ὑπό + ὁρῶ). Δές γιά περισσότερα παρά-
ἀντιβίην (=ἐνάντια, κατά πρόσωπο). γωγα στό ρῆμα ὁρῶ.
Ἀντιβολέω-ῶ (=συναντῶ ἱκετεύω). Παρασύνθετο Ἀνύω ἤ ἀνύτω (=ἐπιτελῶ, τελειώνω). Ἀπό θέμα ανυ-
ἀπ’ τό ἀντιβολή τοῦ ἀντιβάλλω (=ρίχνω ἐναντί- ἤ ανυτ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἄνυσις (=τελεί-
ον). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀντιβόλησις, ἀντι- ωση), ἄνυσμα (=κατόρθωμα), ἀνύσιμος (=ἀπο-
βολία (=δέηση). τελεσματικός), ἀνυστέον, ἀνυστικός (=ἀποτε-
Ἀντιδικῶ (=ἔχω δίκη ἐναντίον κάποιου). Παρασύν- λεσματικός), ἀνυστός (=κατορθωτός), ἀνήνυ-
θετο ἀπ’ τό ἀντίδικος (ἀντί + δίκη). Παράγωγα στος (=ἀκατόρθωτος), αὐθέντης ἀντί αὐτοέντης
ἀπό ἴδια ρίζα: ἀντιδίκησις, ἀντιδικία. (=ἀπόλυτος κύριος, αὐτός πού σκοτώνει μέ τά
Ἀντικρύ (=ἀπέναντι). Ἀπ’ τό ἄντα ἤ ἀντί + κρυ. ἴδια του τά χέρια).
Ἀντίληψις. Ἀπ’ τό ἀντιλαμβάνομαι. Δές γιά περισ- Ἀνώγαιον ἤ ἀνώγεων (=αὐτό πού εἶναι πάνω ἀπ’ τή
σότερα παράγωγα στό ρῆμα λαμβάνω. γῆ, τό ὑπερῶον τοῦ σπιτιοῦ). Ἀπ’ τό ἄνω + γαῖα.
Ἀντίξοος (=ὁ ἀντίθετα ξυσμένος, ἐχθρικός). Ἀπ’ Ἀνώδυνος (=πού δέν προκαλεῖ πόνο, καταπραϋντι-
τό ἀντί + ξέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παρά- κός). Ἀπ’ τό α στερητ. + ὀδύνη.
γωγα. Ἀνώμαλος. Ἀπ’ τό α στερητ. + ομαλός.
Ἀντίος (=ὁ ἀπέναντι, ἀντίθετος, ἐχθρικός). Ἀπ’ Ἀνώνυμος (=ὁ χωρίς ὄνομα). Ἀπ’ τό α στερητ. +
τό ἀντί. ὄνομα.
Ἀντίπαλος (=ἀνταγωνιστής, ἀντίζηλος, ἰσόπα- Ἀνωφερής (=ἀνηφορικός). Ἀπ’ τό ἄνω + φέρω, ὅπου
λος). Ἀπ’ τό ἀντί + πάλη. Παράγωγα ἀπό ἴδια δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ρίζα: ἀντιπαλαίω, ἀντιπαλαιστής, ἀντιπάλαισμα, Ἀξίνη (=τσεκούρι γιά τό σκίσιμο ξύλων). Ἀπ’ τό
ἀντιπάλαισις (=ἀντίσταση). ἄγνυμι (=σπάζω), ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
Ἀντιπλήξ (=αὐτός πού κτυπιέται κατά μέτωπο). ράγωγα.
Ἀπ’ τό ἀντί + πλήσσω (=κτυπῶ). Παράγωγα Ἄξιος (=αὐτός πού έχει τόσο βάρος, ἀξιόλογος). Ἀπ’
ἀπό ἴδια ρίζα: ἀντιπληκτίζω (=μαλώνω), ἀντι- τό ἄγω, μέ τή σημασία τοῦ ζυγίζω. Δές γιά περισ-
πλήκτης, ἀντίπληξις. Δές γιά περισσότερα πα- σότερα παράγωγα στό ρῆμα ἄγω.
ράγωγα στό ρῆμα πλήσσω. Ἄξων. Ἀπ’ τό ἄγω ὕστερα ἀπό ἐπίταση τῆς ρίζας
Ἀντίρροπος (ἰσοβαρής). Ἀπ’ τό ἀντί + ρέπω (=κλί- αγ- σέ αξ-. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό
νω, γέρνω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἄγω.
ρῆμα ρέπω. Ἀοίδιμος (=ὁ φημισμένος). Ἀπ’ τό ᾄδω ἤ ἀείδω, ὅπου
Ἀντίτυπος ἤ ἀντιτυπής (=ἀντικρουόμενος, ἐλα- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
στικός). Ἀπ’ τό ἀντί + τυπῆναι τοῦ τύπτω, ὅπου Ἀοιδός (=τραγουδιστής). Ἀπ’ τό ᾄδω ἤ ἀείδω, ὅπου
δές γιά περισσότερα παράγωγα. δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Ἀντίφασις. Ἀπ’ τό ἀντί + φημί, ὅπου δές γιά περισ- Ἀόριστος (=ὁ δίχως ὅρια, ἀπροσδιόριστος). Ἀπ’
σότερα παράγωγα. τό α στερητ. + ὁρίζω, ὅπου δές γιά περισσότε-
Ἀντλέω-ῶ (=βγάζω νερό). Ἀπ’ τό: ἄντλος, ὁ (=τό ρα παράγωγα.
βρώμικο νερό πού μαζεύεται στό βάθος τοῦ πλοί- Ἀορτή (=μεγάλη ἀρτηρία, στρατιωτικός γυλιός).
ου). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἄντλημα (=κου- Ἀπ’ τό ἀείρω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα
βάς), ἄντλησις, ἐξάντλησις, ἀντλητήρ, ἀντλητή- στό ρῆμα αἴρω.
ριος, ἀντλητής, ἀντλία, ἀνεξάντλητος. Ἀορτήρ (=λουρί, ζώνη). Ἀπ’ τό ἀείρω. Δές γιά πε-
Ἀντωνυμία (=λέξη πού χρησιμοποιεῖται ἀντί γιά ρισσότερα παράγωγα στό ρῆμα αἴρω.
ὄνομα). Ἀπ’ τό ἀντί + ὄνομα. Ἀπαλλοτριῶ (=ἀποξενώνω, πωλῶ). Ἀπ’ τό ἀπαλλό-
47
δα του). Σύνθετο ἀπ’ τό ἀπό + δῆμος (ρίζα δα ἀπ’ τό ἀπόλλυμι. Ἀκόμη ἴσως νά ἔχει σχέση μέ
τοῦ δαίω = μοιράζω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρί- τό: ἀπειλή ἤ τό: ἀπέλλα (=ἐκκλησία).
ζα: ἀποδημέω-ῶ, ἀποδημητής, ἀποδημητικός, Ἀπολογοῦμαι (=μιλῶ γιά νά ὑπερασπίσω τόν ἑαυ-
ἀποδημία. τό μου). Παρασύνθετο ἀπ’ τό ἀπόλογος (=διή-
Ἀποδιοπομποῦμαι (=ἀποτρέπω ἐπικείμενα κακά γηση) ἀπό + λέγω, ὅπου δές γιά περισσότε-
μέ παρακλητικές θυσίες στο Δία). Σύνθετο ἀπ’ ρα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀπολό-
τήν πρόθεση ἀπό + Διός (Ζεύς) + πομπή. Πα- γημα (=ὑπεράσπιση), ἀπολογητέον, ἀπολογητι-
ράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀποδιοπόμπησις (=προ- κός, ἀπολογία, ἀπολογίζομαι, ἀπολογισμός, ἀνα-
σφορά ἐξιλαστικῆς θυσίας), ἀποδιοπομπητέ- πολόγητος (=ἀδικαιολόγητος).
ον (=πρέπει κάποιος νά ἀπορρίψει μέ βδελυγμό Ἀπολυμαίνομαι (=καθαρίζομαι μέ λουτρό). Σύνθε-
καί ἀποστροφή). το ἀπ’ τό ἀπό + λῦμα (=ἀκαθαρσία). Παράγω-
Ἀποδυτήριον (=τόπος ὅπου ξεντύνονται). Ἀπ’ τό γα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀπόλυμα (=ἀκαθαρσία), ἀπο-
ἀποδύω (=ξεγυμνώνω), ἀπ’ ὅπου καί τά παρά- λυμαντήρ, ἀπολυμαντήριος.
γωγα: ἀπόδυσις, ἀποδυτέον. Δές γιά περισσότε- Ἀπόμαγμα (=καθετί πού μεταχειρίζεται κάποιος
ρα παράγωγα στό ρῆμα δύω. γιά καθάρισμα, ἀκαθαρσία). Ἀπ’ τό ἀπομάσσω
Ἄποθεν (=ἀπό μακριά). Ἀπ’ τήν πρόθεση ἀπό. (=σκουπίζω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀπομα-
Ἀποθήκη (=τόπος γιά ἀπόθεση πραγμάτων). Ἀπ’ γδαλία (=τό μαλακό μέρος τοῦ ψωμιοῦ μέ τό
τό ἀποτίθημι (=βάζω στήν ἄκρη). Δές γιά περισ- ὁποῖο οἱ ἀρχαῖοι σκούπιζαν τά χέρια τους μετά
σότερα παράγωγα στό ρῆμα τίθημι. τό δεῖπνο), ἀπομάκτης (=αὐτός πού καθαρίζει),
Ἄποικος (=αὐτός πού ζεῖ μακριά ἀπ’ τήν πατρίδα ἀπόμακτρον (=μ’ αὐτό ἔκοβαν το ψωμί πού ἦταν
του). Ἀπ’ τό ἀπό + οἶκος. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρί- παραπάνω), ἀπόμαξις.
ζα: ἀποικέω (=μεταναστεύω), ἀποίκησις, ἀποι- Ἀπόμαχος (=ὁ ἀνίκανος γιά πόλεμο). Σύνθετο ἀπ’
κία, ἀποικίζω (=στέλνω ἀπ’ τήν πατρίδα ἀποι- τήν πρόθ. ἀπό + μάχη. Δές γιά περισσότερα πα-
κία), ἀποίκισις (=σχηματισμός ἀποικίας), ἀποι- ράγωγα στό ρῆμα μάχομαι.
κιστής (=ἀρχηγός ἀποικίας). Ἀποπατῶ (=ἀπομακρύνομαι ἀπ’ τό δρόμο γιά φυσι-
Ἄποινα (=αὐτά πού κρατοῦν μακριά τήν ποινή, τά κή ἀνάγκη). Ἀπ’ τό ἀπό + πατῶ. Παράγωγα: ἀπο-
λύτρα). Σύνθετο ἀπ’ τό α εὐφων. + ποινή. Προῆλθε πάτημα, ἀποπάτησις, ἀποπατητέον, ἀπόπατος.
ὕστερα ἀπό ἁπλοποίηση τοῦ ἀπόποινα. Παρά- Ἀποπληξία (=ἀνικανότητα ἐξαιτίας πληγμάτων, πά-
γωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀποινάω-ῶ (=ζητῶ τό πρό- θος ψυχῆς, θλίψη). Ἀπ’ τό ἀπό + πλήττω, ὅπου
στιμο πού μοῦ χρωστᾶ ὁ φονιάς). δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Ἀπόκομμα (=κομμάτι). Ἀπ’ τό ἀποκόπτω (ἀπο- Ἄπορος (=ὁ χωρίς πόρους, πτωχός). Σύνθετο ἀπ’
κοπμα μμα). Δές γιά περισσότερα παράγωγα τό α στερητ. + πόρος τοῦ περάω-ῶ. Παράγωγα:
στό ρῆμα κόπτω. ἀπορία, ἀπορέω, ἀπόρημα, ἀπορηματικός, ἀπο-
Ἀποκύησις (=γέννηση). Ἀπ’ τό ἀποκυῶ (ἀπό + ρητικός, ἀπόρησις.
κυῶ). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα Ἀπόρρητος (=ἀπαγορευμένος, μυστικός). Σύνθετο
κυέω-ῶ. ἀπ’ τό ἀπό + ἐρῶ τοῦ λέγω. Δές γιά περισσότερα
Ἀπολαύω (=καρποῦμαι). Σύνθετο ἀπ’ τό ἀπό + παράγωγα στό ρῆμα ἀγορεύω καί στό λέγω.
λαύω (ρίζα λαF- ἤ λαβ-). Τό ἁπλό λαύω ἦταν Ἀποσοβέω-ῶ (=σκιάζω, φοβίζω, ἀπομακρύνω). Ἀπ’
πιθανόν: λάω ἤ λάFω ἀπ’ ὅπου καί ἡ λεία, λη- τό ἀπό + σοβῶ (=διώχνω). Παράγωγα: ἀποσό-
ΐς καί λάτρις. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀπόλαυ- βησις (=τρόμαγμα), ἀποσοβητής, ἀποσοβητήρι-
σις, ἀπόλαυσμα, ἀπολαυστήρια, ἀπολαυστικός, ος, ἀποσοβητικός.
ἀπολαυστός. Ἀπόστασις (=ἐπανάσταση, ἀπόσταση). Ἀπ’ τό ρῆμα
Ἀπόληψις (=παραλαβή, ἀνάκτηση). Ἀπ’ τό ἀπο- ἀφίσταμαι (ἀπό + ἵσταμαι). Δές γιά περισσότε-
λαμβάνω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρα παράγωγα στό ρῆμα ἵστημι. Ἡ λέξη: ἀπόστα-
ρῆμα λαμβάνω. σις παράγεται ἀπ’ τό: ἀποστάτης ἀπ’ ὅπου καί οἱ
Ἀπόλλων. Ἂγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Πιθανόν λέξεις: ἀποστασία, ἀποστατέω, ἀποστατέον,
49
(=τό ὕφασμα τῆς ἀράχνης), ἀραχνιόω, ἀραχνι- Ἄρης (=ὁ θεός του πολέμου). Ἀπό ρίζα αρ- ἴδια μέ
ώδης, ἀραχνοειδής, ἀραχνοϋφής (=λεπτός σάν τοῦ ἀρέσκω. Συγγενεύει μέ τό ἄρρην ἄρσην.
ὕφασμα ἀράχνης). Ἄρθρον (=ἄρθρωση, κλείδωση). Ἀπό ρίζα αρ- τοῦ
Ἀργός (=αὐτός πού δέν ἐργάζεται, ὀκνηρός). Ἀπ’ ἀραρίσκω (=ἑνώνω). Παράγωγα: ἀρθρόω (=στε-
το α στερητ. + ἔργον, συνηρημένο ἀντί ἄεργος. ρεώνω, προφέρω καθαρά), ἄρθρωσις (=σύνδεση),
Παράγωγα: ἀργῶ (=δέν κάνω τίποτα), ἀργία, διάρθρωσις, ἐξάρθρωσις, ἀρθροπέδη (=δεσμός
ἀργότης (=βραδύτητα). τῶν ἄρθρων), ἀρθριτικός, ἀρθρίτις, ἄναρθρος.
Ἄργυρος (=λευκό μέταλλο, ἀσήμι). Ἀπό ρίζα αργ- Ἀριθμός. Ἀπό ρίζα αρ- τοῦ ἀραρίσκω. Ριζικό στοι-
τοῦ ἀργός (=λευκός) ἀπ’ ὅπου καί τά ἑξῆς: ἀργής χεῖο ἀρι + πρόσφυμα θμο + ς ἀριθμός.
(=λαμπρός), ἀργήεις (=λευκός), ἀργυνόεις (=λα- Παράγωγα: ἀριθμέω-ῶ, ἀρίθμημα (=ἀρίθμηση),
μπρός), ἀργεννός (=λευκός), ἀργύγεος (=λαμπρός ἀρίθμησις, ἀριθμητέος, ἀριθμητέον, ἀριθμητής
σάν ἀσήμι), ἄργιλλος (=λευκό χῶμα). (=λογιστής), ἀριθμητικός, ἀριθμητός, εὐαρίθ-
Ἄρδην (=σηκωτά, ἐξολοκλήρου). Συνηρημένο ἀντί μητος, ἀναρίθμητος, ἀνάριθμος καί ἀνήριθμος
ἀέρδην ἀπ’ τό ρῆμα αἴρω-ἀείρω (=σηκώνω). Δές (=ἀλογάριαστος), εὐάριθμος, νήριθμος, νήρι-
γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα αἴρω. τος (=ἄπειρος).
Ἄρδω (=ποτίζω). Ἀπό ρίζα αρδ- ἀπ’ ὅπου καί οἱ Ἀριστερός. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Δέν ἔχει
λέξεις: ἄρδα (=ἀκαθαρσία), ἄρδαλος, ἀρδαλόω σχέση μέ τό ἄριστος.
(=μολύνω), ἀρδάνιον, ἀρδεία (=πότισμα), ἀρδεύω, Ἄριστον, τό (=πρόγευμα, πρωινό φαγητό). [Ἐνῶ
ἄρδευσις, ἀρδεύσιμος, ἀρδευτέον, ἀρδευτής (=πο- δεῖπνον = γεῦμα, δόρπος = βραδινό φαγητό,
τιστής), ἀρδευτός, ἀρδμός (=μέρος γιά πότισμα πρόγευμα, ἄριστον = γεῦμα, δεῖπνον = βραδινό
τῶν ζώων). φαγητό]. Ἠ λέξη ἄριστον εἶναι σύνθετη ἀπό τό:
Ἀρειμάνιος (=γεμάτος πολεμική μανία, πολεμόχα- ἀρι (ἦρι) = πρωί + στον (τοῦ ἔδω-ἐδτόν-ἐστόν
ρος). Ἀπ’ τό Ἄρης + μαίνομαι, ὅπου δές γιά πε- = τρώγω) ἀρι-εδ-τον ἄριστον. Δές γιά ἄλλα πα-
ρισσότερα παράγωγα. ράγωγα στό ἐσθίω. Παράγωγα: ἀριστάω-ῶ, ἀρι-
Ἀρέσκω (=ἀρέσω, εὐχαριστῶ). Ἀπ’ τή ρίζα αρ- ἀπ’ στήριον (=τραπεζαρία), ἀριστητής (=αὐτός πού
ὅπου παράγονται καί οἱ λέξεις: ἀραρίσκω, ἄρθρον, τρώει πολύ), ἀριστητικός, ἀριστίζω (=δίνω σέ κά-
ἀρθμός, ἁρμός, ἁρμόζω, ἁρμονία, ἀριθμός, ἄρτι, ποιον πρόγευμα), ἀριστοποιοῦμαι (=προγευματί-
ἄρτιος, ἀρτίζω, ἀρτύω, ἀρτύς, ἀρείων, ἄριστος, ζω), ἀριστοποιία, ἀνάριστος (=ἀπρογευμάτιστος),
ἀρι-, καί ἴσως Ἄρης, ἀρέσκω, ἀρετή, ἐρίηρος. Ρί- ἀναρίστητος, ἀναριστία, ἀναριστῶ.
ζα αρ + προσφ. ε καί σκ ἀρ-έ-σκ-ω. Παράγω- Ἀριστοποιοῦμαι (=προγευματίζω). Σύνθετο ἀπ’ τό
γα: ἀρεσκόντως, ἄρεσκος (=αὐτός πού προσπα- ἄριστον + ποιοῦμαι. Δές γιά περισσότερα παρά-
θεῖ νά φανεῖ ἀρεστός), ἀρεσκεύομαι (=κάνω κα- γωγα στή λέξη ἄριστον.
θετί, γιά νά φανῶ ἀρεστός), ἀρέσκεια, ἀρέσκευ- Ἀρκέω-ῶ (=ἀποκρούω, ὑπερασπίζω, ἱκανοποιῶ,
μα, ἀρεστέον, ἀρεστήρ (=εἶδος πλακοῦντος πού εἶμαι ἀρκετός). Ἀπό ρίζα αρκ- τοῦ οὐσ. ἄρκος
προσφερόταν στούς θεούς σάν ἐξιλαστήρια προ- (=ἀμυντήριο). Θέμα: ἀρκ+εσ+ω = ἀρκέσω =
σφορά), ἀρεστός, εὐάρεστος, δυσάρεστος, ἀρε- ἀρκέω. (λατιν. arceo). Παράγωγα: ἄρκεσις (=βοή-
στήριος (=ἐξιλαστήριος), ἀνθρωπάρεσκος, αὐτά- θεια), ἀρκέσιμος, ἀρκετός, ἄρκεσμα, ἀρκούντως,
ρεσκος, αὐταρέσκεια. ἐξαρκούντως, ἐπαρκούντως, ἄρκιος (=ἀσφαλής,
Ἀρετή. Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα τοῦ ἀρέσκω αρ-. ἐπαρκής), αὐτάρκης, αὐτάρκεια, αὐταρκέω, διαρ-
Ἀρήγω (=βοηθῶ, ἀποκρούω). Ἀπό ρίζα αρκ- τοῦ κής (=συνεχής), ποδάρκης (=ὁ γρήγορος στά πό-
ἀρκέω πού συγγενεύει μέ τή ρίζα αλκ- τοῦ ἄλαλ- δια), ἐπαρκής, ὀλιγαρκής.
κε. Ὁ τύπος αρκ- ἔχει θετική σημασία, ἐνῶ ὁ τύ- Ἄρκυς (=δίχτυ). Πιθανόν ἀπό ρίζα αρ- τοῦ ἀρα-
πος αλκ- ἀρνητική. Στά παράγωγα τό η ἔγινε ρίσκω μέ ἐπέκταση σέ αρκ-. Παράγωγα: ἀρκυ-
ω. Παράγωγα: ἀρηγοσύνη (=βοήθεια), ἀρηγών ωρῶ (=παραμονεύω), ἀρκυωρός (=ὁ φύλακας δι-
(=βοηθός), ἀρωγή (=βοήθεια), ἀρωγός (=βοη- χτυῶν), ἀρκύστατος (=αὐτός πού στήθηκε σάν
θός), ἀρωγοναύτης. δίχτυ), ἀρκυστασία.
51
Ἄρσις (σήκωμα, ὕψωση). Ἀπ’ τό αἴρω (=σηκώνω), γιά περισσότερα παράγωγα στά ρήματα ἄρχω
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. καί ἡγοῦμαι.
Ἀρτάνη (=ἀγχόνη, βρόγχος). Ἀπ’ τό ἀρτάω Ἄρχω (=ἀρχίζω, κυβερνῶ). Ἀπό ρίζα αρχ-. Παρά-
(=κρεμῶ), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγω- γωγα: ἀρχή, ἀπαρχή, ἀρχῆθεν, ἀρχήν (=ἀπ’ τήν
γα. ἀρχή), ἀρχαῖος, ἀρχεῖον, ἀρχεῖα (=τά δημόσια
Ἀρτάω-ῶ (=κρεμῶ κάτι). Ἀπό ρίζα αρ- τοῦ αἴρω μέ ἔγγραφα), ἀρχέτας (=ἀρχηγός), ἀρχεύω (=εἶμαι
παρεμβολή ἑνός τ. Παράγωγα: ἀρτάνη (=βρόγ- ἀρχηγός), ἀρχικός, ἀρχός (=ἀρχηγός), ἵππαρχος,
χος), ἀρτέμων (=μικρό ἱστίο), ἄρτημα (=κρεμα- ταξίαρχος, γυμνασιάρχης, ὕπαρχος, ἔπαρχος, ναύ-
σμένο βάρος, σκουλαρίκι), ἐξάρτημα, παράρτη- αρχος, ἄρχων, ἀρχοντικός, ἀρκτός, ὑπαρκτός,
μα, ἄρτησις, συνάρτησις, ἀρτησμός (=κρέμασμα), ἀρκτέον, ἄναρκτος (=αὐτός πού δέν ὑποτάσσε-
ἀρτητός (=κρεμαστός), ἐξάρτησις. ται), ἄναρχος, ὄρχαμος (=ἀρχηγός), κωμάρχης,
Ἄρτι (=πρίν ἀπό λίγο). Ἀπό ρίζα αρ- τοῦ ἀραρί- ἀρχιτέκτων, ἀρχῳδός (=χοροστάτης), ἀρχηγός,
σκω. ἀρχηγέτης, ἀρχηγικός, μονάρχης, ὀλιγαρχία, πα-
Ἀρτιάζω (=λογαριάζω, μετρῶ). Ἀπ’ τό ἐπίθ. ἄρτι- τριάρχης, πειθαρχῶ, τριήραρχος.
ος. Παράγωγα: ἀρτιασμός (=τό παιχνίδι «μο- Ἀρωγή (=βοήθεια). Παράγωγο τοῦ ἀρήγω, ὅπου
νά ζυγά»). δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Ἄρτιος (=πλήρης, τέλειος). Ἔχει σχέση μέ τό ἀρα- Ἄρωμα. Ἡ ρίζα εἶναι ἀβέβαιη. Ἴσως εἶναι συγγενι-
ρίσκω καί τό ἄρτι. κό μέ τά ἀρτύω, ἀραρίσκω.
Ἄρτος (=καρβέλι, ψωμί ἀπό σιτάρι). Ἀμφίβολη ἡ Ἀσελγής (=ἀκόλαστος, αἰσχρός). Ἀπ’ τό α στε-
ἐτυμολογία του. Ἴσως ἔχει σχέση μέ τό ἀρτύω, ρητ. + θέλγω μέ μετατροπή τοῦ θ σέ σ. Παρά-
ἀρτίζω. γωγα: ἀσελγαίνω (=φέρομαι ἀκόλαστα), ἀσέλ-
Ἀρτύω (=ἑτοιμάζω, καρυκεύω). Ἀπ’τό οὐσ. ἀρτύς γεια, ἀσέλγημα.
(=φιλία, σύμβαση, σύνδεση), ἀπό ρίζα αρ- τοῦ Ἄσεπτος (=ἀσεβής, ἀνίερος). Ἀπ’ τό α στερητ. + σέ-
ἀραρίσκω. Παράγωγα: ἄρτυμα (=καρύκευμα, βω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
μπαχαρικό), ἀρτυματικός, ἀρτύνας (=ὁ ἄρχο- Ἄσημος (=ὁ δίχως σημείο, ἀφανής, ἀσήμαντος).
ντας στό Ἄργος καί στήν Ἐπίδαυρο), ἄρτυσις, Ἀπ’ τό α στερ. + σῆμα τοῦ σημαίνω, ὅπου δές
ἀρτυτήρ (=ὁ ἄρχοντας στή Θήρα), ἀρτυτικός, γιά περισσότερα παράγωγα.
ἀρτυτός (=καρυκευτός), ἀρτύνω (=καρυκεύω Ἀσθενής (=ὁ δίχως δύναμη, ἀδύνατος, ἄρρωστος).
φαγητό), ἴσως καί τό ἄρτος (=ψωμί), ἀρτίζω, Ἀπ’ τό α στερ. + σθένω. Παράγωγα: ἀσθενῶ, ἀσθέ-
ἄρτισις, κατάρτυσις, κατάρτισις (=παίδευση, νεια, ἀσθένημα, ἀσθενικός, ἀσθενῶ (=κάνω κά-
ἀγωγή), ἐξάρτυσις (τέλειος ἐφοδιασμός), κα- ποιον ἀνίσχυρο), ἀσθένωσις, ἐξασθένησις.
τάρτισμα, καταρτισμός, καταρτιστήρ. Ἆσθμα (=δύσπνοια, λαχάνιασμα). Ἀπ’ τό ρήμα ἄω
Ἀρύω (=ἀντλῶ νερό, κερδίζω). Ἀμφίβολη ἡ ἐτυμο- (=πνέω), ἄημι. Παράγωγα: ἀσθμαίνω (=λαχανιά-
λογία του. Ἴσως ἀπό ρίζα αρ- (τοῦ ἄρδω). Θέμα ζω), ἀσθματικός, ἀσθματώδης.
ἀρυ+ω = ἀρύω. Παράγωγα: ἀρύταινα (=δοχεῖο Ἀσκαρδαμυκτί (=χωρίς νά κλείνει κανείς τά βλέ-
λαδιοῦ), ἀρυταινοειδής, ἀρυτήρ (=κουτάλα), ἀρυ- φαρα, ἀτενῶς). Ἀπ’ τό ἐπίθετο ἀσκαρδάμυκτος
τήσιμος (=πόσιμος), ζωμάρυστρον ἤ ζωμήρυσις (α στερητ. + σκαρδαμύσκω = κλείνω τά βλέφα-
(=κουτάλα ζωμοῦ), οἰνήρυσις (=δοχεῖο γιά κρα- ρα). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα
σί), ἐτνήρυσις (=κουταλάκι σούπας). σκαρδαμύσσω.
Ἀρχαῖος (=παλιός). Ἀπ’ τό οὐσ. ἀρχή τοῦ ἄρχω, Ἀσκελής (=ὁ πολύ κουρασμένος, κατασκελετωμέ-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. νος). Ἀπ’ τό α ἐπιτ. + σκέλλω (=ξηραίνω, στεγνώ-
Ἀρχαιρεσία (=ἐκλογή ἀρχόντων). Σύνθετο ἀπ’ τό νω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ἀρχή + αἴρεσις. Παράγωγα: ἀρχαιρεσιάζω (=κά- Ἀσκέω-ῶ (=κατεργάζομαι, ἑτοιμάζω, γυμνάζω, ἀσχο-
νω συνέλευση γιά ἐκλογή ἀρχόντων), ἀρχαι- λοῦμαι). Ἡ ρίζα ἀμφίβολη. Θέμα ασκ + προσφύ-
ρεσιακός. ματα ε καί j ἀσκ-έ-j-ω ἀσκῶ. Παράγωγα:
Ἀρχηγός. Σύνθετο ἀπ’ τό ἀρχή + ἡγοῦμαι. Δές ἄσκησις, ἄσκημα, ἀσκητέος, ἀσκητήριον, ἀσκη-
53
Ἀτημέλητος (=παραμελημένος). Ἀπ’ τό ρῆμα ἀτη- τος). Σύνθετο ἀπ’ τό αὐτός + αἱρῶ, ὅπου δές γιά
μελέω-ῶ (α στερητ. + τημελής = ἐπιμελής). Δές περισσότερα παράγωγα.
γιά ἄλλα παράγωγα στό τημελής. Αὐθέντης (=αὐτός πού φονεύει μέ τά ἴδια τά χέ-
Ἄτιμος (=περιφρονημένος, αὐτός πού στερήθηκε ρια του, δεσπότης, ἀπόλυτος κύριος). Ἀντί τοῦ
τά πολιτικά του δικαιώματα). Ἀπ’ τό α στερητ. αὐτοέντης (αὐτός + ἕντης), τοῦ ἄνυμι (=φθά-
+ τιμή. Παράγωγα: ἀτιμάζω ἀτιμασμός, ἀτιμα- νω στό τέλος). Δές γιά περισσότερα παράγωγα
στέος, ἀτιμαστέον, ἀτιμαστής, ἀτιμαστήρ, ἀτι- στό ρῆμα ἀνύω.
μαστός, ἀτιμάω-ῶ (=περιφρονῶ), ἀτιμητέον, Αὔρα (=δροσερή πνοή τοῦ ἀνέμου). Ἀπ’ τό ἄη-
ἀτίμητος, ἀτιμία, ἀτιμόω-ῶ (=τιμωρῶ κάποιον μι (=φυσῶ). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέ-
μέ στέρηση τῶν πολιτικῶν του δικαιωμάτων), ξη ἀήρ.
ἀτίμωσις. Αὔριον. Ἀπό ρίζα αF- ἀπ’ ὅπου ἡ λἐξη αὐώς ἠώς.
Ἀτμός (=ἀναθυμίαση, ἀχνός). Ἀπ’ τό ἄημι, ἄω Ἀπ' τήν ἴδια ρίζα οἱ λέξεις ἦρι, ἠέριος, ἄγχαυ-
(=πνέω). Παράγωγα: ἀτμίζω (=καπνίζω), ἀτμι- ρος.
στός, ἀτμοειδής, ἀτμώδης, ἐξατμίζω, ἐξάτμισις. Αὐστηρός (=τραχύς, δριμύς). Ἀπ’ τό αὔω (=ξηραί-
Ἄτομος (=ἄκοπος, ἀδιαίρετος). Ἀπ’ τό α στε- νω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα
ρητ.+τομή τοῦ τέμνω, ὅπου δές γιά περισσότε- αὔω.
ρα παράγωγα. Αὔτανδρος (=μαζί μέ τούς ἀνθρώπους). Σύνθετο
Ἄτρακτος (=ἀδράχτι). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. ἀπ’ τίς λέξεις αὐτός + ἀνήρ.
Ἴσως ἀπ’ τή ρίζα τραπ- τοῦ τρέπω. Αὐτίκα (=ἀμέσως). Ἀπ’ τήν ἀντωνυμία αὐτός.
Ἀτραπός (=μονοπάτι). Ἀπ’ τό α εὐφων. ἤ στερ. + Αὐτόματος (=αὐτός πού ἐνεργεῖ ἀπό μὀνος του).
τρέπω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Σύνθετο ἀπ’ τό αὐτός + μέμαα τοῦ μάω (=ἐπι-
Ἀτρέμα (=ἀσάλευτα, ἥσυχα). Ἀπ’ τό α στε- θυμῶ).
ρητ.+τρέμω, ὅπου δές γιά περισσότερα παρά- Αὐτόμολος (=αὐτός πού ἔρχεται μόνος του, αὐθόρ-
γωγα. Παράγωγα τοῦ ἀτρέμα: ἀτρεμέω-ῶ, ἀτρε- μητα). Σύνθετο ἀπ’ τό αὐτός + μολεῖν τοῦ βλώ-
μής, ἀτρεμία, ἀτρεμίζω καί ἀτρέμας ἐμπρός ἀπό σκω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
φωνῆεν. Αὐτόπτης (=αὐτός πού βλέπει μέ τά ἴδια του τά μά-
Ἀττική (=χώρα γεμάτη ἀκτές, ὅπου σπάζουν τά κύ- τια). Σύνθετο ἀπ’ τό αὐτός + ὄψομαι τοῦ ὁρῶ,
ματα). Ἀντί Ἀκτική ἀπ’ τό ἄγνυμι, ὅπου δές γιά ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα: ἀττικίζω Αὐτοτελής (=αὐτός πού εἶναι τέλειος γιά τόν ἑαυτό
(=μιλῶ τήν ἀττική διάλεκτο), ἀττικισμός, ἀττι- του, ἀπόλυτος). Σύνθετο ἀπ’ τό αὐτός + τέλος.
κιστής, ἀττικιστί, ἀττίκισις. Αὐτουργός (=αὐτός πού κάνει κάτι μόνος του).
Αὐαίνω (=ξεραίνω, μαραίνω). Ἀπ’ τή λέξη αὖος Σύνθετο ἀπ’ τό αὐτός + ἔργον ἀπό ρίζα εργ- τοῦ
(=ξερός) τοῦ αὔω (=ἀνάβω) ἀπό ρίζα αF- ὅπου ἔργω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα
καί οἱ λέξεις: αὐστηρός, αὐσταλέος, αὐχμός. Πα- ἐργάζομαι.
ράγωγα: αὔανσις (=μαρασμός), αὐαλέος (=ξε- Αὐτόφωρος (=αὐτός πού πιάστηκε τήν ὥρα τῆς
ρός), αὐασμός (=ξηρασία), αὐαντή (νόσος) = κλοπῆς). Σύνθετο ἀπ’ τό αὐτός + φώρ (=κλέ-
μαρασμός. φτης).
Αὐδή (=φωνή, λαλιά). Συγγενικό μέ τό ᾄδω-ἀείδω. Αὐτόχθων (=ἐγχώριος, ντόπιος). Σύνθετο ἀπ’ τό
Παράγωγα: αὐδάω-ῶ, αὐδήεις, ἀναύδητος (=ἀνέκ- αὐτός + χθών (=γῆ).
φραστος), ἄναυδος (=ἄφωνος). Αὐτόχρημα (=πράγματι, ἀκριβῶς). Σύνθετο ἀπ’ τό
Αὐθάδης (=θρασύς, ὑπερόπτης, σκληρός). Σύν- αὐτός + χρῆμα.
θετο ἀπ’ τίς λέξεις: αὐτός + ρίζα αδ- τοῦ ἁνδά- Αὐχέω-ῶ (=ὑπερηφανεύομαι). Ἀπ’ τό αὔχη καί αὐχή
νω - ἥδομαι. Παράγωγα: αὐθαδίζομαι (=φέρο- (=ὑπερηφάνεια). Παράγωγα: αὔχημα, αὐχηματίας,
μαι ὑπερήφανα), αὐθάδεια, αὐθαδικός, αὐθάδι- αὔχησις, αὐχητής, αὐχήεις (=ὑπεροπτικός).
σμα, αὐθαδιάζομαι. Αὐχμός (=ξηρασία). Ἀπ’ τό αὔω (=ξηραίνω), ὅπου
Αὐθαίρετος (=αὐτοχειροτόνητος, αὐτοπροαίρε- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
55
B Βῆτα
Βάδην (=βῆμα πρός βῆμα). Ἀπ’ τό βαίνω, ὅπου δές διάβημα, βωμός, βωμολόχος (=αὐτός πού στέ-
γιά περισσότερα παράγωγα. κεται γύρω ἀπ’ τό βωμό γιά ν’ ἁρπάξει κανένα
Βαδίζω (=πηγαίνω πεζός). Ἀπό ρίζα βα- τοῦ βαίνω κομμάτι κρέας, ἀναίσχυντος), ἐμβάς (=παπού-
ἀπ’ ὅπου τό ποιητ. ὁ βάδος (=περίπατος) βα- τσι), ἐμβατήριον, κιλλίβας (=ὑπόβαθρο), ναυβά-
δίδ-j-ω βαδίζω. Παράγωγα: βάδισις, βάδισμα, της, παραβάτης, παράβασις, σχοινοβάτης, ὑπερ-
βαδιστής, βαδιστέον, βαδιστικός, βαδιστός. βασία, ὑπόβαθρον, διαβήτης.
Βαθμός (=σκαλοπάτι, κατώφλι, βαθμός προόδου). Βακτηρία (=ράβδος, μπαστούνι). Ἀπό ρίζα βα- τοῦ
Ἀπ’ τό βαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παρά- βαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
γωγα. Βάκχος (=τό ὄνομα τοῦ θεοῦ Διονύσου). Πιθανόν
Βάθρον (=μέρος ὅπου στέκεται κανείς). Συντε- συγγενικό μέ τό ἠχῶ, ἰαχή. Ρίζα: Fαχ Fι + Fακ
τμημένο ἀπ’ τό: βατήριον βα+θ+ ρον βά- + χος Βάκχος. Παράγωγα: βακχεύω (=γιορτά-
θρον, ἀπ’ τό βαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα ζω τή γιορτή τοῦ Βάκχου, κατέχομαι ἀπό μανία),
παράγωγα. Βάκχειος, βακχεία, βάκχευμα, βάκχευσις, βακχευ-
Βαθύς. Ἀπό ρίζα βαθ- ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις: βά- τής, Βάκχη (=μαινάδα), βακχευτικός.
θος, βένθος, βυθός, βυσσός, βῆσσα. Παράγωγα: Βαλαντιοτομῶ (=κόβω καί κλέβω βαλάντια, πορ-
βαθύνω, βάθυνσις. τοφόλια). Παρασύνθετο ἀπ’ τό βαλαντιοτόμος
Βαίνω (=προχωρῶ). Ἡ ἀρχική ρίζα βαμ + προσφ. (βαλάντιον + τέμνω). Τό βαλάντιον (=πορτο-
j βαμ-j-ω βαν-j-ω βαίνω. Θέμα βα- καί φόλι, σακούλι) ἴσως ἀπ’ τό βάλλω.
μέ μετάπτωση βη- καί βω-. Παράγωγα: βακτηρία Βαλάντιον (=σακούλι, πορτοφόλι). Γράφεται καί
(=μπαστούνι), βάκτρον, βάσις, διάβασις, ἀνάβα- μέ δύο λ βαλλάντιον. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία
σις, κατάβασις, ἀπόβασις, βάσιμος, βαθμίς, βαθ- του. Ἴσως ἀπ’ τό βάλλω (=ρίχνω σ’ αὐτό χρήμα-
μός, βάθρον, βάδην, βάδος, βαδίζω, βαθμηδόν, τα γιά φύλαξη, πουγγί).
ἀποβάθρα, βατός, διαβατός, καταβατός, ἄβατος, Βαλβίς (=τό σημεῖο ἀπ’ ὅπου ξεκινοῦσαν καί ὅπου
πρόβατον, διαβατέος, διαβατήρια (=θυσίες πρίν ἐπέστρεφαν οἱ δρομεῖς, τέρμα). Σκοτεινή ἡ ἐτυ-
ἀπ’ τήν ἀναχώρηση), βατήρ, βάτης, διαβάτης, μολογία του. Ἴσως ἀπ’ τό βαίνω.
ἐμβάτης, ὀρειβάτης, ἐπιβάτης, βέβαιος (=στερε- Βαλιός (=στικτός, παρδαλός). Συγγενικό μέ τό
ός), βεβαιῶ, βηλός (=κατώφλι), βέβηλος (=ὅπου ρῆμα βάλλω.
ἐπιτρέπεται νά πατήσει κανείς), βεβηλόω-ῶ, βῆμα, Βάλλω (=ρίχνω, ἐξακοντίζω). Ἀπό ρίζα βαλ +
57
Βέβηλος (=ἐκεῖνος στόν ὁποῖο ἐπιτρέπεται νά πα- τό), ἐλλέβορος (=βοτάνι γιά τήν παραφροσύνη),
τήσει, κανείς, ἀνόσιος). Ἀπ’ τό βηλός (=κατώ- σκωληκόβρωτος.
φλι) τοῦ βαίνω μέ ἀναδιπλασιασμό βε+βηλος Βιός (=τόξο). Πιθανόν νά ἔχει σχέση μέ τό βία ἤ με
βέβηλος. Παράγωγα: βεβηλόω (=μολύνω), τό βίος, γιατί τό τόξο ἦταν μέσο ζωῆς.
βεβήλωσις. Βιόω-ῶ (=διέρχομαι τή ζωή μου). Ἀπ’ τή λέξη βί-
Βελόνη (=αἰχμή). Ἀπ’ τό βέλος τοῦ βάλλω, ὅπου ος (=τρόπος ζωῆς). Παράγωγα: βίωσις, διαβίω-
δές γιά περισσότερα παράγωγα. σις, ἐπιβίωσις, βιώσιμος, βιωτέον, βιωτικός καί
Βέλος. Ἀπ’ τό βάλλω, ὅπου δές γιά περισσότε- καλύτερα βιοτικός, βιωτός, ἀβίωτος, βιοτή, βί-
ρα παράγωγα. οτος, βιοτεύω.
Βηλός (=κατώφλι). Ἀπ’ τό ρῆμα βαίνω, ὅπου δές Βλάβη (=καταστροφή). Ἀπό ρίζα βλαβ- τοῦ βλά-
γιά περισσότερα παράγωγα. πτω. Παράγωγα ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα: βλάπτω, βλά-
Βῆμα. Ἀπ’ τό βαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα βος, βλάμμα, βλαπτικός, βλαψίφρων, φρενοβλα-
παράγωγα. βής, βλάψις, ἀβλαβής, ἐπιβλαβής, βλαπτήριος,
Βήξ. Ἀπ’ τό βήσσω (=βήχω) πού εἶναι ἠχοποιημέ- βλάσφημος, βλασφημῶ, βλαβερός.
νη λέξη. Παράγωγο τοῦ βήσσω: βῆγμα (=φλέγ- Βλάξ (=μαλθακός, ἠλίθιος). Ἀπό ρίζα μαλακ- μέ
μα). συγκοπή: μλακ μέ ἐπένθεση τοῦ εὐφωνικοῦ
Βῆσσα (=φαράγγι, δασωμένη κοιλάδα). Ἀπ’ τό βαί- β: μβλακ μέ ἔκπτωση τοῦ μ: βλακ + ς
νω ἤ ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα τοῦ βαθύς. βλακ+ς βλάξ. Παράγωγα: βλακεύω, βλακεία,
Βήσσω (=βήχω). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Εἶναι βλάκευμα, βλακικός, βλακώδης.
μᾶλλον ἠχοποιημένη λέξη. Θέμα βηχ-j-ω βήσ- Βλαστάνω (=φυτρώνω). Ἀπό ρίζα βλ-. Θέμα βλαστ
σω. Παράγωγο: βῆγμα (=φλέγμα). + πρόσφυμα αν + κατάληξη ω βλαστ+άν+ω.
Βία (=σωματική δύναμη, βίαιος τρόπος). Ἀπό ρί- Παράγωγα: βλάστη, βλαστός, βλάστημα, βλάστη-
ζα βι-. Παράγωγα: βιάζω, βιάζομαι, βίαιος, βιαι- σις, βλαστικός, ἀβλάστητος, ἄβλαστος (=ἄγονος),
ότης, βιασμός, βιαστέον, βιαστής, βιαστικός, βι- ἀβλαστής, βλαστολογῶ (=μαζεύω βλαστάρια).
αστός, ἀπαραβίαστος. Βλάσφημος (=κακολόγος, ὑβριστικός). Ἀπ’ τό βλά-
Βίαιος (=αὐτός πού ἐνεργεῖ βίαια, ἀναγκαστικός). πτω + φήμη, ἀντί βλαψίφημος. Παράγωγα: βλα-
Ἀπ’ το βία, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγω- σφημῶ, βλασφημία, βλασφημητέος, ἀβλασφή-
γα. μητος.
Βιβάζω (=ἀνεβάζω, ἐξυψώνω). Ἀπό ρίζα βα- (τοῦ Βλέμμα (=κοίταγμα, ματιά, τό μάτι). Ἀπ’ τό βλέπω,
βαίνω) μέ ἐνεστωτικό ἀναδιπλασιασμό βι- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
βα+πρόσφυμα j βι-βαδ-j-ω βιβάζω. Παράγω- Βλέπω (=κοιτάζω). Ἀπό ρίζα FλεF-. Θέμα
γα: βίβασις, διαβίβασις, συμβιβασμός, βιβαστής, βλέπ+ω=βλέπω. Παράγωγα: βλέμμα, βλέπος,
διαβιβαστής, ἀναβιβαστέον, καταβιβαστέος. βλεπτέον, βλεπτικός, βλεπτός, περίβλεπτος,
Βίβλος (=βιβλίο κατασκευασμένο ἀπό φλούδα πα- ἀπρόβλεπτος, βλέφαρον, βλεφαρίς, βλέψις,
πύρου). Ἀπ’ τή λέξη βύβλος (=Αἰγυπτιακός πά- ἐπίβλεψις, ἴσως καί τό βλοσυρός (=αὐτός πού
πυρος). Ἀπό ἐδῶ παράγεται ἡ λέξη βιβλίον (ὑπο- ἔχει διαπεραστικό βλέμμα).
κοριστικό τοῦ βίβλος). Βλέφαρον. Ἀπ’ τό βλέπω, ὅπου δές γιά περισσό-
Βιβρώσκω (=τρώω). Ἀπό ρίζα βορ-, μέ μετάθεση: τερα παράγωγα.
βρο καί μέ ἔκταση: βρω + ἐνεστωτικό ἀναδιπλασι- Βλῆμα (=ρίξιμο, τραῦμα). Άπ’ τό βάλλω, ὅπου δές
ασμό καί τό πρόσφυμα σκ βι-βρώ-σκ-ω. Παρά- γιά περισσότερα παράγωγα.
γωγα: βορά (=τροφή), βορός (=ἀχόρταγος), αἱμο- Βληχή (=βέλασμα, τό κλάψιμο τῶν μωρῶν). Ἡ λέ-
βόρος, θυμοβόρος, δημοβόρος, βρῶμα (=φαγη- ξη εἶναι ὀνοματοποιημένη ἀπ’ τό βέλασμα τῶν
τό), βρώμη (=τροφή), βρῶμος (=δυσωδία), βρώ- ἀρνιῶν, ὅπως μυκάομαι γιά τούς ταύρους, βρυ-
σιμος (=φαγώσιμος), βρῶσις (=φαγητό), βρωτέ- χάομαι γιά τά λιοντάρια. Παράγωγα: βληχῶμαι,
ος, βρωτήρ (=αὐτός πού τρώει), βρωτικός, δια- βλήχημα, βληχάς, βληχηθμός, τά βληχητά (=πρό-
βρωτικός, βρωτός, ἡμίβρωτος, βρωτύς (=φαγη- βατα).
59
ρόντων). Ἀπό ρίζα βολ τοῦ βούλομαι, ὅπου δές χέρια), βριαρότης (=δύναμη), βριάω (=κάνω κά-
γιά περισσότερα παράγωγα. ποιον δυνατό), βρῖθος (=βάρος), βριθύς (=βα-
Βουλιμία (=μεγάλη πείνα). Σύνθετο ἀπ’ τίς λέξεις: ρύς), ἐμβριθής, ἐμβρίθεια, ὄβριμος (=δυνατός),
βοῦς (γιά νά δηλωθεῖ κάτι πολύ μεγάλο) + λιμός ἡ ὀβριμοπάτρη (=κόρη ἰσχυροῦ πατέρα).
(=πείνα). Παράγωγα: βουλιμιάω-ῶ, βουλιμίασις, Βριμόομαι-οῦμαι καί βριμάομαι-ῶμαι. (=εἶμαι γε-
βουλιμιακός, βούλιμος, βουλιμώδης. μάτος ὀργή). Ἀπ’ τή λέξη βρίμη (=δύναμη, ὄγκος,
Βούλομαι (=ἐπιθυμῶ). Ἀπό ρίζα βολ + πρόσφυ- ἀπειλή). Εἶναι λέξη φτιαγμένη ἀπ’ τόν ἦχο. Πα-
μα ν βολ-ν-ομαι, μέ ἀφομοίωση τοῦ ν σέ λ + ράγωγα: ἐμβρίμημα καί ἐμβρίμησις (=ἀγανάκτη-
βολ-λ-ομαι, μέ ἁπλοποίηση τῶν δύο λ σέ ἕνα καί ση), βριμώδης (=αὐστηρός), βρίμωσις (=ἀγα-
ἀντέκταση βόλομαι βούλομαι. Παράγωγα: νάκτηση).
βουλή, βούλησις (=θέληση), βούλημα, βουλητός, Βρόμος (=δυνατός θόρυβος, πάταγος). Ἀπ’ τό βρέ-
ἀβούλητος, βουλητέος, βουλητέον, βουληφόρος μω ἀπ’ ὅπου καί τά παράγωγα: βρόμιος (=θορυ-
(=αὐτός πού συμβουλεύει), βουλεύω, κακόβου- βώδης), ὑψιβρεμέτης.
λος, κακοβουλία. Βροντή (=δυνατός κρότος). Ἀπ’ τό βρέμω. Παρά-
Βουστροφηδόν (=κατά τόν τρόπο πού στρέφονται γωγα τοῦ βροντή: βροντῶ, βρόντημα, βροντη-
τά βόδια, ὅταν ὀργώνουν. Ἀρχαιότερος τρόπος δόν, βροντεῖον, βροντώδης, ἐμβρόντητος.
ἑλλην. γραφῆς, πού πήγαινε ἀπ’ ἀριστερά πρός Βροτός (=θνητός, ἄνθρωπος). Συγγενικό μέ τό
τά δεξιά καί ἀπ’ τά δεξιά πρός τ’ ἀριστερά). Σύν- βιβρώσκω.
θετο ἀπ’ τίς λέξεις βοῦς + στροφή. Βρυχῶμαι (=μουγκρίζω, οὐρλιάζω). Ἀπ’ τό: βρυχή
Βοῶπις, ἡ (=αὐτή πού ἔχει μεγάλα καί στρογγυ- (=τρίξιμο, βρυχηθμός). Παράγωγα: βρύχημα, βρυ-
λά μάτια σάν τοῦ βοδιοῦ). Σύνθετο ἀπ’ τίς λέ- χηθμός, βρυχητής, βρυχητικός, βρυχηδόν.
ξεις: βοῦς + ὤψ. Βρύω (=εἶμαι γεμάτος, ἀναβλύζω). Ἀπό ρίζα Fρυ-.
Βραβεῖον (=ἔπαθλο ἀγώνων). Ἀπ’ τό βραβεύω πού Παράγωγα: τό βρύον (=εἶδος λεπτοῦ φυτοῦ πού
παράγεται ἀπ’ τό: βραβεύς (=ὁ κριτής πού δίνει φυτρώνει στίς πέτρες μές στή θάλασσα.), βρυό-
τά βραβεῖα). Παράγωγα τοῦ βραβεύω: ἡ βραβεία εις, βρύσις (=ἀνάβλυση), ἀναβρυτήριον, βρυώ-
(=κρίση), βραβευτής. δης, ἔμβρυον, ἐμβρυουλκός.
Βράγχος (=βραχνάδα, κρυολόγημα τοῦ λαιμοῦ). Βρῶσις (=φαγητό). Ἀπ’ τό βιβρώσκω, ὅπου δές γιά
Συγγενικό μέ τό: βρόγχος. Παράγωγα: βραγχάω, περισσότερα παράγωγα.
βραγχός (=βραχνός), βραγχώδης. Βύβλος καί βίβλος (=Αἰγυπτιακός πάπυρος). Πα-
Βράσσω ἤ βράττω (=βράζω, κοχλάζω). Ἀβέβαιη ἡ ράγωγα: βύβλινος, βυβλίον (καί βιβλίον).
ἐτυμολογία του. Παράγωγα: βράσις, βρασμός, Βυθός (=ὁ πυθμένας τῆς θάλασσας). Ἀπό ρίζα βαθ-
βρασμώδης, βράσμα, βρασματώδης, βράστης, τοῦ βαθύς. Παράγωγα: βυθίζω, βύθιος, βυθι-
βραστικός, βραστέον. σμός.
Βραχίων (=τό μέρος τοῦ χεριοῦ ἀπ’ τόν ὦμο μέχρι Βύρσα (=δέρμα πού ἀφαιρέθηκε). Ἄγνωστη ἡ ἐτυ-
τόν ἀγκώνα). Ἀπ’ τό βραχύς (βραχύτερος καί μολογία του. Παράγωγα: βυρσεύς, βυρσεύω, βυρ-
βραχίων - βραχύτατος καί βράχιστος). σοδέψης, βυρσόω (=σκεπάζω μέ δέρμα).
Βρέχω (=μουσκεύω, ραντίζω). Ἀπό ρίζα βρεχ- καί Βυρσοδέψης (=αὐτός πού κατεργάζεται τά δέρ-
μέ μετάπτωση βροχ (βροχή) καί βραχ (ἐβράχην). ματα). Σύνθετο ἀπό: βύρσα + δέψω (=κατερ-
Παράγωγα: βρέξις (=βρέξιμο), βρεκτέον, βρέγμα, γάζομαι).
ἀπόβρεγμα (=διάλυση ἑνός σώματος σέ ὑγρό), Βυσσοδομῶ (=κτίζω στό βάθος, σχεδιάζω κάτι
βροχή, βροχετός (=βροχή), ἄβρεκτος, ἄβροχος, κρυφά). Σύνθετο ἀπ’ τό: βυσσός (=βυθός, βά-
ἀδιάβροχος, διάβροχος. θος) + δομέω.
Βρίθω (=εἶμαι βαρύς, εἶμαι γεμάτος). Ἀπό ρίζα Βυσσός (=ὁ πυθμένας τῆς θάλασσας). Ἀρχαιότε-
βρε- (πού δηλώνει κάτι δυνατό καί μεγάλο) + θ ρος τύπος τοῦ βυθός.
+ ω βρίθω. Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα οἱ λέξεις: βρια- Βύσσος, ή (=λεπτό ὑποκίτρινο λινό ὕφασμα). Ση-
ρός (=δυνατός), Βριάρεως (=γίγαντας μέ ἑκατό μιτικῆς προελεύσεως.
61
Γ Γάμμα
Γάγγραινα (=πληγή πού καταλήγει σέ σάπισμα καί ζα γαυ- οἱ λέξεις: ἀγαυνός, ἀγαυρός, ἄγαμαι,
πέσιμο τῶν γύρω μερῶν). Ἀπ’ τό ρῆμα γράω ἤ γαῦρος, γαυριῶ, γηθέω.
γραίνω (=ροκανίζω). Γαργαλίζω (=ἐρεθίζω). Ἀπό ρίζα γαρ- καί μέ ἀνα-
Γαλήνη (=νηνεμία, ἡσυχία). Εἶναι συγγενικό μέ διπλασιασμό γαρ-γαρ-ιζω καί μέ τροπή τοῦ
τό γελάω-ῶ. ρ σέ λ γίνεται γαργαλίζω. Παράγωγα: γαργάλι-
Γαμβρός. Ἀπό ρίζα γαμ- τοῦ γάμος, ὅπου δές γιά σμα, γαργαλισμός.
περισσότερα παράγωγα. Γαστήρ, ή (=κοιλιά). Ἔχει σχέση μέ τό γέμος (=βά-
Γάμος. Εἶναι σανσκριτικῆς προελεύσεως (σανσκρι- ρος) τοῦ γέμω (=εἶμαι γεμάτος), καί μέ τό γέ-
τική ρίζα gam, λατ. gener καί αὐτό δείχνει ὅτι ἡ ντα (=ἔντερα).
ρίζα εἶναι γεν- τοῦ γίγνομαι). Παράγωγα: γαμέ- Γαστρίμαργος (=λαίμαργος). Σύνθετο ἀπ’ τό γαστήρ
ω-ῶ, ἡ γαμετή (=ἔγγαμος γυναίκα), ὁ γαμέτης + μάργος (=μανιασμένος, ἀχόρταγος).
(=ὁ σύζυγος), γαμητέον, γαμήλιος (=νυφικός), Γαῦρος (=ὑπερήφανος, ἀγέρωχος). Ἀπό ρίζα γαυ-
Γαμηλιών (=ὁ μήνας πού γίνονταν οἱ γάμοι στήν γαF- τοῦ γαίω. Παράγωγα: γαυρότης, γαυρόω,
Ἀττική), γαμίζω (=δίνω θυγατέρα σέ γάμο), γα- γαύρωμα, γαυριάω (=φέρομαι ὑπερήφανα), γαυ-
μικός, γαμβρός. ρίαμα.
Γαμψός (=καμπύλος, κυρτός). Ἀπ’ τό κάμπτω. Συγ- Γέγωνα (=φωνάζω δυνατά). Παρακείμενος μέ σημα-
γενική λέξη μέ τό γνάμπτω (=κυρτώνω). Παρά- σία ἐνεστώτα. Εἶναι συγγενικό μέ τό γιγνώσκω.
γωγα: γαμψότης, γαμψόω, γαμψῶνυξ. Παράγωγα: γεγώνησις, γεγωνός (=ἠχηρός).
Γανόω-ῶ (=κάνω κάτι λαμπρό, γυαλίζω, γανώνω). Γείνομαι (=γεννιέμαι). Ἀπό ρίζα γεν+j+ομαι
Ἀπ’ τό γάνος (=λαμπρότητα, γυαλάδα) ἀπό ρί- γείνομαι.
ζα γαF γαυ + πρόσφυμα j γαF-j-ω γαίω Γεῖσον (=τό ἀνώτατο μέρος τοῦ τοίχου πού προεξέ-
(=χαίρω), καί μέ τό πρόσφυμα νο γα-νό-ω χει, κράσπεδο). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του.
γανῶ. Παράγωγα: γάνωσις (=γυάλισμα), γάνω- Γείτων. Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως εἶναι συγ-
μα, γανωτός (=κασσιτερωμένος), γάνυμαι (=χαί- γενικό μέ τή γῆ. Παράγωγα: γειτονεύω, γειτόνη-
ρω), γάνυσμα, γανάω (=λάμπω) καί ἀπ’ τή ρί- μα (=γειτονιά), γειτονία, γειτνιάω (=συνορεύω),
63
γούνι, μπροστά ἀπ’ τό πηγούνι). Ἀπ τήν ἴδια ρί- τοῦ τ σε θ, ἀποβολή τοῦ σ καί ἐξαφάνιση τοῦ θ
ζα γεν- καί οἱ λέξεις: γάμος, γαμβρός. + γλίθσκομαι γλίθκομαι γλίχομαι. Δές γιά
Γιγνώσκω (=γνωρίζω, καταλαβαίνω, φρονῶ). Ἀπό ἄλλα παράγωγα στό γλίσχρος.
ρίζα νο- (νοῦς, νοέω), μέ ἕνα γ στήν ἀρχή γνο Γλοιός, ὁ (=κόλλα). Ὡς ἐπίθετο σημαίνει (=γλιστε-
(ἀγνοῶ). Μέ μετάπτωση γνω, μέ ἐνεστ. ἀναδ. ρός, πανοῦργος). Ἀπό ρίζα γλιτ-. τοῦ γλίσχρος,
γι καί πρόσφ. σκ γι-γνώ-σκ-ω. Παράγωγα: γνώ- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
μη (=σκέψη, κρίση, διάθεση, ἀπόφαση), συγγνώ- Γλυκύς. Ἔχει σχέση με τό γλεῦκος (=μοῦστος). Πα-
μη, γνῶμα, τό (=ἀπόδειξη), γνωμηδόν, γνωμικός, ράγωγα: γλυκαίνω, γλύκασμα, γλύκανσις, γλυ-
γνώμων (=κριτής, κανόνας), ἀγνώμων (=ἀλόγι- καντικός, γλυκασμός, γλύκειος, γλυκερός, γλυ-
στος), εὐγνώμων, βαθυγνώμων (=βαθυστόχα- κύτης.
στος), ἀνεπιγνώμων (=αὐτός πού ἀγνοεῖ κάτι), Γλύπτης (=αὐτός πού σκαλίζει μέ τή σμίλη, ἀγαλ-
γνωρίζω, γνώριμος, γνώρισμα, γνῶσις, ἀνάγνω- ματοποιός). Ἀπ’ τό γλύφω, ὅπου δές γιά περισ-
σις, ἐπίγνωσις, ἀπόγνωσις, διάγνωσις, γνωστέον, σότερα παράγωγα.
γνωστήρ, γνώστης, γνωστικός, γνωστός, γνωτός, Γλύφω (=σκαλίζω, χαράζω με γλυφίδα). Ἀπό ρίζα
ἄγνωστος, ἀνεπίγνωστος, ἀνάγνωσμα, ἀναγνω- γλυφ-. Ἔχει σχέση μέ τό γλάφω (=σκάβω). Πα-
στικόν. Ἴσως ἀπ’ τή ρίζα νο- καί ἡ λέξη ὄνομα (λατ. ράγωγα: γλύμμα (=σκαλισμένη εἰκόνα), γλύ-
nomen) μέ ο προθεματ. καί κατάληξη -μα. πτης, γλυπτήρ (=σμίλη), γλυπτός, γλυπτικός,
Γλαυκός (=ἀσραφτερός, γαλαζοπράσινος). Ρίζα: γλύφανος (=σμίλη), γλυφεῖον (=σμίλη), γλυ-
γλα-. Συγγενεύει μέ τό γλαύσσω (=λάμπω). Ἴσως φεύς (=γλύπτης), ἡ γλυφή (=σκάλισμα), γλυφι-
σχετίζεται μέ τό γελῶ. Παράγωγα: γλαυκιάω (=ρί- κός, γλυφίς-ίδος (=σμίλη), ἀνάγλυφα (=παρα-
χνω ἄγρια βλέμματα), γλαυκόμματος, γλαυκότης, στάσεις σκαλισμένες πάνω σέ μάρμαρα), ἑρμο-
γλαυκῶπις (=αὐτή πού ἔχει ἀκτινοβόλα μάτια), γλύφος (=ἀγαλματοποιός), τοκογλύφος (=αὐτός
γλαῦξ-κός (=κουκουβάγια ). πού δανείζει μέ παράνομο καί μεγάλο τόκο), ἱε-
Γλαῦξ-γλαυκός (=κουκουβάγια, ἐπειδή ἔχει ἀστρα- ρογλυφικός, τρίγλυφος.
ποβόλα μάτια). Ἀπ’ τό γλαυκός, ὅπου δές γιά πε- Γλῶσσα. Ἀμφίβολη ἡ παραγωγή της. Ἴσως ἰαπε-
ρισσότερα παράγωγα. τικῆς προελεύσεως.
Γλάφω (=σκάβω, λαξεύω). Ἀπό ρίζα γλαφ-. Πα- Γνάθος, ἡ (=σαγόνι, στόμα). Ἀπ’ τό γένυς (=κάτω
ράγωγα: τό γλάφυ (=κοιλότης, σπηλιά), γλαφυ- σαγόνι). Παράγωγα: γναθόω (=ραπίζω), γνά-
ρός (=βαθουλός, στιλπνός, κομψός), γλαφυρία θων (=αὐτός πού ἔχει ἐξογκωμένα μάγουλα),
(=στιλπνότης), γλαφυρότης. γναθώνειος.
Γλεῦκος, τό (=μοῦστος, καινούριο κρασί). Ἀπ’ τό Γνήσιος (=πραγματικός, ἀληθής). Ἀπ’ τό γίγνομαι,
γλυκύς. Παράγωγα: γλεύκη (=γλυκύτης), γλεύ- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
κινος, ἀγλευκής (=ξινός). Γνώμη. Ἀπ’ τό γιγνώσκω, ὅπου δές γιά περισσό-
Γλήνη, ἡ (=κόρη τοῦ ὀφθαλμοῦ). Ἔχει σχέση μέ τερα παράγωγα.
τό γελάω καί τό γλαυκός. Παράγωγα: γλῆνος, Γοάω-ῶ (=θρηνῶ δυνατά). Ἀπ’ τό γόος (=θρῆνος).
τό (=ἀξιοθέατο), γληνοειδής, γληνός (=ἀξιο- Ρίζα γο- συγγενική μέ τή ρίζα βο- τοῦ βοάω. Πα-
θέατος). ράγωγα: γοερός (=θλιβερός), ὁ γόης (=αὐτός
Γληνός (=ἀξιοθέατος). Ἀπ’ τό γλήνη. πού θρηνεῖ, μάγος, ἀπατεών), γοητής (=αὐτός
Γλίσχρος (=γλιστερός, τσιγγούνης, ἀνάξιος λό- πού κραυγάζει).
γου). Ρίζα: γλιτ- καί κατόπιν λιτ- (λίς, λιτός, λυσ- Γογγύζω (=μουρμουρίζω, ἀγανακτῶ). Εἶναι ἠχο-
σός=λεῖος). Παράγωγα: γλίχομαι (=ἐπιθυμῶ πά- ποίητο ρῆμα. Παράγωγα: γογγυσμός, γόγγυ-
ρα πολύ), γλισχρότης (=μικροπρέπεια, ἀθλιότης), σις, γογγυστής.
γλισχρώδης (=κολλώδης), γλίσχρον (=φιλάργυ- Γόης (=αὐτός πού θρηνεῖ, μάγος πού μέ δυνατές
ρος), γλοιός (=γλιστερός). φωνές ξεστόμιζε μαγεῖες, ψεύτης, ἀπατεώνας).
Γλίχομαι (=ἐπιθυμῶ πάρα πολύ). Ἀπ’ τό γλίσχρος. Ἀπ’ τό γοάω.
Θέμα: γλιτ + πρόσφ. σκ γλίτσκομαι, μέ τροπή Γοητεύω (=μαγεύω, ἐξαπατώ). Άπ’ τό γόης, ἀπ’ ὅπου
65
Δ Δέλτα
Δᾳδοῦχος (=αὐτός πού κρατάει δαδί). Σύνθετο (=διανομή), ἀναδασμός, δαίμων (=μοίρα), δαιτύς
ἀπ’ τό δᾴς + ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- (=φαγητό), δάσμα (=μερίδιο), ἀνάδαστος (=ξα-
ράγωγα. ναμοιρασμένος), δῆμος (=διαμέρισμα), εὐδαί-
Δαίδαλος (=περίτεχνος). Ἀπό ρίζα δαλ + ἐπιτα- μων (=εὐτυχισμένος), κακοδαίμων (=δυστυχι-
τική ἀναδίπλωση τοῦ δ μέ αι δαίδαλ-ος σμένος), κακοδαιμονία (=δυστυχία), πανδαισία,
δαίδαλος. πάνδημος, πανδημεί, δεισιδαίμων.
Δαίμων (=θεός, μοίρα). Πιθανόν ἀπ’ τή ρίζα δα- Δάκνω (=δαγκάνω). Ἀπό ρίζα δακ + πρόσφυμα
(δαίω=μοιράζω), ὁπότε δαίμων (=μοιραστής). ν δάκ-ν-ω καί μέ μετάπτωση δηκ. Παράγω-
Πιθανόν ἀπό ρίζα διF- (Ζεύς-Διός). Παράγωγα: γα: τό δάκος (=ζῶο βλαβερό, δάγκαμα), τό δα-
δαιμονάω (=κατέχομαι ἀπό δαίμονα), δαιμονίζο- κετόν (τό ἴδιο μέ τό προηγούμενο), δακέθυμος
μαι, δαιμονικός, τό δαιμόνιον, δαιμόνιος. (πού ἐνοχλεῖ τήν καρδιά), δακνηρός, δακνιστήρ,
Δαΐς = δᾴς-δᾳδός (=δαυλός, πόλεμος). Ἀπό ρίζα δακνώδης, ὠμοδάκης (=πού δαγκάνει ἄγρια), τό
δαF- (τοῦ δαίω=καίω). Δές γιά περισσότερα πα- δῆγμα (=δάγκαμα, κεντρί), δηγμός, δήκτης, δη-
ράγωγα στό ρῆμα δαίω (α) κτικός, ἡ δῆξις (δάγκαμα), δηξίθυμος, δηκτήρι-
Δαίς - δαιτός (=μερίδα ἀπό κρέας, συμπόσιο). Ἀπ’ ος, ὀφιόδηκτος, ὀδάξ (=με τά δόντια), ὀδάζω
τό δαίω (=μοιράζω), ὅπου δές γιά περισσότε- (=νοιώθω ενόχληση).
ρα παράγωγα. Δάκος (=βλαβερό ζῶο). Ἀπ’ τό δακεῖν τοῦ δάκνω,
Δαιτυμών (=σύνδειπνος). Ἀπ’ τό δαίς-δαιτός (=με- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ρίδα). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα Δάκρυ. Πιθανόν ἀπ’ τή ρίζα δακ- τοῦ δάκνω, γιατί τά
δαίω (=μοιράζω). δάκρυα ἐρεθίζουν. Παράγωγα: δακρύω, δακρυόεις,
Δαίω 1) (=καίω). Ἀπό ρίζα δαF-. Παράγωγα: δᾴς- τό δάκρυμα (=ἀντικείμενο δακρύων), δακρύρρο-
δᾳδός, δαλός (=ἀναμμένο ξύλο), καί ἴσως τό δα- ος, δακρυτός, ἀξιοδάκρυτος, ἀδάκρυτος.
ΐς (=μάχη), δάιος (=ἐχθρικός). Δάκτυλος. Πιθανόν ἀπ’ τή ρίζα δακ- τοῦ δάκνω. Ἤ
2) (=μοιράζω). Ἀπό ρίζα δα-. Παράγωγα: δαίς- ἀκόμη ἀπ’ τή ρίζα δεκ- τοῦ δέχομαι ἤ καί ἀπ’ τό
δαιτός, δαίνυμι (=τρώω), δαιταλεύς (=συμπό- δείκνυμι. Παράγωγα: δακτύλιος (=δακτυλίδι μέ
της), δαιτρός (μοιραστής), δαιτρεύω (=μοιρά- σφραγίδα), δακτυλικός, δακτυλήθρα, δακτυλο-
ζω), δαιτυμών, δατέομαι (=μοιράζομαι), δασμός δεικτέω, δακτυλόδεικτος, δακτυλωτός.
67
δεκάτευμα, δεκάτευσις, δεκατευτής, ἀδεκάτευτος μα, ἡ δέρρις (=βύρσινο κάλυμμα, δέρμα ἀκατέρ-
(=ἀφορολόγητος). γαστο), δέρη (=τράχηλος), το δέρτρον (=μεμ-
Δεκτός. Παράγωγο τοῦ δέχομαι, ὅπου δές γιά πε- βράνη πού περιβάλλει τά εντόσθια), τό δέρος
ρισσότερα παράγωγα. καί δέρας, δορά (=δέρμα), ἐκδορά.
Δέλεαρ (=δόλωμα). Ἔχει σχέση μέ τό δόλος. Πα- Δεσμός (=ταινία, σχοινί, φυλακή). Ἀπ’ τό δέω (=δέ-
ράγωγα: δελεάζω (=ἐξαπατῶ), δελέασμα, δελε- νω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ασμός, δελεαστικός, δελεάστρα (=παγίδα), δε- Δεσπότης (=ὁ κύριος τοῦ σπιτιοῦ, κυρίαρχος). Ἀπό
λέαστρον (=παγίδα). ρίζα δεμ- τοῦ δέμω + πόσις (=ὁ σύζυγος). Δές γιά
Δέλτος (=πινακίδα γιά γραφή). Ἀπό τό γράμμα Δ περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα δέμω.
πού ἦταν τό σχῆμα τῶν παλιῶν πινακίδων. Παρά- Δέχομαι. Ἀπό ρίζα δεκ-. Παράγωγα: δέκτης, δε-
γωγα: δελτάριον, δελτίον, δελτοῦμαι, δελτωτός. κτικός., δεκτός, δεκτήρ, δέκτρια, δεκτέον, πα-
Δελφύς (=ἡ μήτρα γυναικός). Ἰαπετική ἡ προέλευ- ραδεκτέος, δέκτωρ, δεξιός, δεξιοῦμαι, δεξαμε-
σή του. Ἀπό ἐδῶ παράγεται ὁ ἀδελφός (=αὐτός νή, δοχή, ὑποδοχή, διαδοχή, δοκός, δόκιμος,
πού γεννήθηκε ἀπ’ τήν ἴδια μήτρα). ἡ δοκάνη (=θήκη), δοχεῖον, δοχμή (=παλάμη),
Δέμας, τό (=σῶμα ζωντανό). Ἀπ’ τό δέμω (=κα- διάδοχος, δωροδόκος, δωροδοκία, δωροδοκῶ,
τασκευάζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παρά- εὐπρόσδεκτος, ξενοδόχος, ξενοδοχεῖον, πάνδο-
γωγα. κος ἤ πανδόκος, πανδοκεύς, πανδοκεῖον, παν-
Δέμω (=χτίζω, κατασκευάζω). Ἀπό ρίζα δεμ- ἀπ’ δοκεύω, ἀπανδόκευτος (=χωρίς ξενοδοχεῖο),
ὅπου παράγονται καί οἱ λέξεις: δέμας, δέμνιον προσδοκάω-ῶ, προσδοκία.
(=στόν πληθ. στρώματα), δεσπότης, δόμος, δομέ- Δέω-ῶ (=δένω). Ἀπό ρίζα δε-. Παράγωγα: δεσμός,
ω-ῶ, δομή, δομαῖος, δῶμα, δομόνδε (=στόν οἶκο), δέσμιος, δεσμέω, δεσμοφύλαξ, δέσμωμα, δε-
δωμάτιον, νεόδμητος (=νεόχτιστος), οἰκοδόμος, σμωτήριον, δεσμώτης, σύνδεσμος, κατάδεσμος
οἰκοδομῶ, ὀπισθόδομος, πρόδομος. (=μαγικός δεσμός), δέσις, ὑπόδεσις, δέσμα, δε-
Δένδρον. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. τός, ἄδετος, ἀσύνδετος, σύνδετος, δετέον, συν-
Δεξαμενή (=δοχεῖο γιά νερό, στέρνα). Εἶναι μετοχή δετέος, δέσμη, δεσμός, δέμα, δεμάτιον, δετή,
ἀόρ. τοῦ δέχομαι μέ μεταβλημένο τόν τόνο. Δές συνδέτης, συνδετικός, ἀλληλένδετος, διάδη-
γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα δέχομαι. μα, ὑπόδημα, ἀνυπόδητος, κρήδεμνον (=κεφα-
Δεξιός. Ἀπό ρίζα δεκ τοῦ δέχομαι, ὅπου δές γιά πε- λόδεσμος), δοῦλος (<δέσυλος> δόσυ-λος > δό-
ρισσότερα παράγωγα. υλος > δοῦλος).
Δεξίωσις (=ἡ προσφορά τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ γιά χαι- Δέω (=ἔχω ἀνάγκη, στεροῦμαι, χρειάζομαι). Ἀπό
ρετισμό). Ἀπ’ τό ρῆμα δεξιοῦμαι (=χαιρετῶ) πού ρίζα δεF συγγενική μέ τή ρίζα τοῦ δέω-ῶ. Παρά-
παράγεται ἀπ’ τό δεξιός τοῦ δέχομαι. Ἐπίσης πα- γωγα: δέημα, δέησις, δεητικός, ἀδέητος, ἐνδεής,
ράγωγο τοῦ δεξιοῦμαι εἶναι τό δεξίωμα (=εὐπρόσ- ἀνενδεής (=αὐτός πού δέν ἔχει ἀνάγκη), ἔνδεια
δεκτο πρᾶγμα). Δές γιά περισσότερα παράγω- (=φτώχεια), σιτοδεία (=πείνα).
γα στό δέχομαι. Δῆγμα (=δάγκαμα). Ἀπ’ τό δάκνω, ὅπου δές γιά
Δέος (=φόβος, τρόμος). Ἀπ’ τό δείδω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
περισσότερα παράγωγα. Δηλέομαι (=βλάπτω, καταστρέφω). Ἀπό ρίζα δαF-
Δέρκομαι (=βλέπω καλά). Ἀπό ρίζα δερκ-. Παρά- τοῦ δαίω (=καίω). Παράγωγα: δήλημα (=φθο-
γωγα: δέργμα (=βλέμμα), δορκάς (=ζαρκάδι), ρά), δηλήμων (=βλαβερός), δήλησις (=κατα-
δράκων, ὀξυδερκής, ὀξυδέρκεια. στροφή), δηλητήριος (=βλαπτικός), δηλητήρι-
Δέρμα. Ἀπ’ τό δέρω, ὅπου δές γιά περισσότερα ον (=τό φαρμάκι), δηλητηριώδης.
παράγωγα. Δῆλος (=φανερός). Ἀπό ρίζα διF- τοῦ δῖος (=θεῖος,
Δέρω (=ἀφαιρῶ τό δέρμα, γδέρνω, δέρνω). Ἀπό εὐγενής ). Ἀρχικά ἦταν δεjηλος δῆλος. Πα-
ρίζα δερ- καί μέ μετάπτωση δαρ- καί δορ-. Πα- ράγωγα: δηλόω-ῶ (=φανερώνω), δήλωμα, δή-
ράγωγα: δάρσις (=γδάρσιμο), δαρτός (=γδαρμέ- λωσις, δηλωτέον, δηλωτικός, δηλωτός, ἀδήλω-
νος), νεόδαρτος, δειράς (=ἡ ράχη βουνών), δέρ- τος, δηλαδή (δῆλα + δή).
69
δίδαγμα, διδακτέον, διδακτήριος, διδακτικός, δι- Διμοιρία (=διπλή μερίδα). Ἀπ’ τό δίμοιρος (δύο
δακτός, ἀδίδακτος, αὐτοδίδακτος, διδακτήριον, + μοῖραι).
δίδακτρα, δίδαξις, διδασκαλεῖον, διδασκαλία, δι- Δίνη, ἡ καί δῖνος, ὁ (=στροβιλισμός νεροῦ, ἀνεμο-
δάσκαλος, διδασκαλικός, διδαχή. στρόβιλος). Ἀπό ρίζα δι τοῦ δίω (=φεύγω γρήγο-
Δίδυμος (=διπλός). Ἀπό ἀναδιπλασιασμό τοῦ ρα). Παράγωγα: δινεύω (=περιστρέφω), δίνευ-
δύο. μα, δινήεις (=στροβιλώδης), δίνησις, περιδίνη-
Δίδωμι. Ἀπό ἀρχική ρίζα δα- προῆλθαν δυό θέ- σις, δίνω, δινητός, σκοτοδινία.
ματα: α) δω (ἰσχυρό) καί β) δο (ἀσθενές). Μέ Δίολκος (=τό μέρος τοῦ ἰσθμοῦ τῆς Κορίνθου, ἀπ’
ἐνεστ. ἀναδιπλ. δι + δω + μι δί-δωμι. Παρά- ὅπου τά πλοία σύρονταν ἀπ’ τή μιά στήν ἄλλη
γωγα: δῶρον, δωρεά, δώρημα, δωρητός, δωρο- θάλασσα). Ἀπ’ τό διέλκω (=σύρω διαμέσου). Δές
δοκέω, δωροφόρος, δωσίδικος (=αὐτός πού πα- γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἕλκω.
ραδίνει τόν ἑαυτό του στό νόμο), δωσιδικία, δω- Δίοπος (=κυβερνήτης, φορτωτής). Ἀπ’ τό διέπω
τήρ, δωτίνη (=δῶρο), δόσις (καί συνθ. ἀντί, κα- (διά + ἕπω), ἀπ’ ὅπου καί τό ὅπλον.
τά, διά, μετά, πρό, ἀπό, ἐπί, παρά, ἔκ, ἀνταπό)δο- Διόσκουροι (=οἱ γιοί τοῦ Δία, ὁ Κάστορας καί ὁ
σις, δοτέος, δοτήρ, δότης, προδότης, προδοσία, Πολυδεύκης). Σύνθετη λέξη ἀπ’ τίς λέξεις: Διός
αἱμοδότης, καταδότης, τροφοδότης, φωτοδό- (Ζεύς) + κοῦρος.
της, πληροφοριοδότης, ἐκδότης, δοτικός, ἐκδο- Δίσκος (=στρόγγυλη πλάκα γιά ἐκσφενδόνιση). Ἀπ’
τικός, ἀποδοτικός, μεταδοτικός, δοτέον, διαδο- τό δικεῖν, ἀπαρ. τοῦ ἀόρ. β’ ἔδικον (=ἐκσφενδο-
τέος, δοτός, παραδοτός, ἔκδοτος (=πού παρα- νίζω), ἀπ’ ὅπου καί τό δίκτυον.
δίδεται ἐξολοκλήρου σέ κάτι), ἀνέκδοτος (γιά Διφάω-ῶ (=ἐρευνῶ). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του.
κόρη πού δέν παντρεύτηκε), ἀνάδοτος (=πού Ἀπό ἐδῶ τά σύνθετα: ἱστοριοδίφης, φυσιοδί-
δέν δίνεται πίσω), ἀνδράποδον < ἀνδραπόδο- φης.
τον, πατροπαράδοτος. Διφθέρα (=δέρμα κατεργασμένο). Ἀπ’ τό δέφω
Διετής. Σύνθετο ἀπ’ τό δίς + ἔτος. (=μαλακώνω κάτι μέ τήν τριβή).
Διηνεκής (=ἀδιάκοπος, ἀκατάπαυστος). Ἀπό τό δι- Διχοτομῶ (=χωρίζω στά δύο). Παρασύνθετο ἀπ’
ήνεγκα τοῦ διαφέρω. Δές γιά περισσότερα πα- τό διχοτόμος (=διαιρεμένος στά δύο), (δίχα +
ράγωγα στό ρῆμα φέρω. τέμνω). Παράγωγα: διχοτόμησις, διχοτομία, δι-
Διθύραμβος (=λυρικό ἄσμα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία χοτόμημα. Γιά περισσότερα παράγωγα δές στό
του. Πιθανόν ἀπ’ τίς λέξεις: δίς+θύραζε+βαίνειν. ρῆμα τέμνω.
Ἤ μπορεῖ νά ἔχει σχέση μέ τό θρίαμβος. Ἤ ἀπ’ τίς: Δίψα. Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Παράγωγα: δι-
δίθυρο + ἄμβος (ἴαμβος - θρίαμβος κ.λπ.). ψάω-ῶ, διψαλέος, διψηρός, δίψησις, διψητικός,
Δίκελλα (=σκαπάνη μέ δυό δόντια). Σύνθετο ἀπ’ δίψιος, διψώδης.
τό δύο + κέλλω (=κατευθύνομαι, φτάνω). Διώκω. Πιθανή ρίζα δι τοῦ δίω (=φεύγω). Παρά-
Δίκη (=τό ὀρθό, τό δίκαιο). Ἀπό ρίζα δικ- τοῦ δεί- γωγα: δίωγμα, διωγμός, δίωξις, διωκτέος, διω-
κνυμι. Παράγωγα: δικάζω, δίκαιος, δικαιοσύνη, κτός, διώκτης, διωκτήρ.
δικαιόω (=διορθώνω), δικαίωσις, δικανικός, δι- Διώνυμος (=αὐτός πού ἔχει δύο ὀνόματα). Σύνθε-
καστήριον, δικαστής, δικαστικός, δικάσιμος, ἀδί- το ἀπ’ τό δύο + ὄνυμα (=ὄνομα) κι αὐτό ἀπ’ τήν
καστος, διαδικασία, δικαστήρ, δικάστρια, δικα- ἀσθενή ρίζα τοῦ γνω- (γνο) (τοῦ γιγνώσκω) +
σμός, δικαιολογοῦμαι, δικαιολογία, σύνδικος, προθεματικό ὄ + κατάληξη -μα. Κατ’ ἄλλους τό
φυγοδικῶ, χειροδίκης, χειροδικῶ. ὄνομα ἀπό ο προθεματ. + νέμω (=κατέχω).
Δικλίς-ίδος (=δίφυλλη πόρτα). Σύνθετο ἀπ’ τό δίς Διῶρυξ (=αὐλάκι, τάφρος). Ἀπ’ τό διορύσσω. Γιά
+ κλίνω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό περισσότερα παράγωγα δές στό ρῆμα ὀρύσσω.
ρῆμα κλίνω. Δόγμα (=γνώμη, δοξασία, ἀπόφαση). Ἀπ’ τό δοκέ-
Δίκτυον (=κάθε δικτυωτό πλέγμα). Ἀπό ρίζα δικ- ω-ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
τοῦ δικεῖν, ἀπαρ. τοῦ ἀόρ. β’ ἔδικον (=ρίχνω, Δοκέω-ῶ (=νομίζω, φαντάζομαι, ἀποφασίζω). Ἀπό
ἐκσφενδονίζω), χωρίς ἐνεστώτα. ρίζα δεκ. Συγγενικό μέ τό δέχομαι. Παράγωγα:
71
μός (=πιάσιμο), δράγδην (=ἁρπαχτά), δράξ-κός μολογία του. Πιθανόν ἀπ’ τό δυσ + στένω, ἤ ἀπ’
(=φούχτα), δραχμή (=ὅσο μπορεῖ νά κρατήσει κα- τό δυσ + στα (τοῦ ἵστημι).
νείς μέσα στό χέρι του, ἀττικό νόμισμα). Δυσχερής (=δυσκολομεταχείριστος). Ἀπ’ τό δυσ +
Δράστης. Ἀπ’ τό δράω-ῶ. Δές γιά ἄλλα παράγω- χείρ. Παράγωγα: δυσχεραίνω, δυσχέρεια, δυσχε-
γα στή λέξη δρᾶμα. ραινόντως, δυσχέρανσις, δυσχεραντέον, δυσχε-
Δραχμή (=ὅσο χωράει το χέρι, νόμισμα). Ἀπ’ το ραντικός, δυσχέρασμα.
δράττομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγω- Δυσώδης (=βρωμερός). Ἀπ’ τό δυσ+ὄζω (=μυρίζω),
γα. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Δρέπανον. Ἀπ’ τό ρῆμα δρέπω (=κόβω), ἀπ’ ὅπου Δυσωπέω (=κάνω κάποιον νά κατεβάσει τά μάτια μέ
καί τά παράγωγα: δρεπτός, ἄδρεπτος, ἡ δρεπάνη, ἐπίμονες παρακλήσεις, παρακαλῶ ἐπίμονα). Ἀπ’
δρεπανηφόρος, δρεπανοειδής, δόρπον. τό δυσ+ὄψ-ὀπός τοῦ ὁράω-ῶ. Παράγωγα: δυσώ-
Δριμύς (=διαπεραστικός, ὀξύς, αὐστηρός). Πρω- πημα (=μέσο διόρθωσης), δυσώπησις (=ἐπίμονη
τότυπη λέξη. παράκληση), δυσωπητικός, δυσωπία (=ντρόπια-
Δρομαῖος (=γρήγορος). Ἀπ’ το δρόμος τοῦ τρέχω, σμα), ἀδυσώπητος (=ἄκαμπτος).
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Δύω (=βυθίζω, εἰσέρχομαι, βυθίζομαι, ντύνομαι).
Δρόμος (=τρέξιμο). Ἀπ’ τό δραμεῖν τοῦ τρέχω, ὅπου Ἀπό ρίζα δυ-. Παράγωγα: δύσις (καί μέ πρόθε-
δές γιά περισσότερα παράγωγα. ση ἀνά, κατά, ἐν, ἐκ, εἰς, διείσ)δυσις, ἡ δυσμή
Δρυάς, ἡ (=Νύφη τῶν δασῶν). Ἀπ’ τό δρῦς (=βα- (=δύση), δυσμαί, δύτης, δυτικός, ἄδυτος, ἄδυ-
λανιδιά). Παράγωγα τοῦ δρῦς: δρύινος, δρυμός τον (=τό πιό ἱερό μέρος τοῦ ναοῦ), ἀποδυτέον,
(=δάσος ἀπό βαλανιδιές), δρυμώδης, δρυοκο- ἀποδυτήριον, ἐνδυτός, ἔνδυμα, ἐπενδυτής, λω-
λάπτης (=ξυλοφάγος), δρυοτόμος. ποδύτης, τρωγλοδύτης.
Δρυμός (=δάσος ἀπό βαλανιδιές). Ἀπ’ τό δρῦς. Δές Δώδεκα ἀντί δυώδεκα (δύο καί δέκα).
γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη Δρυάς. Δωμάτιον (=μικρή κατοικία). Ὑποκοριστικό τοῦ
Δρυοκολάπτης (=ξυλοφάγος). Σύνθετο ἀπ’ τίς λέ- δῶμα ἀπ’ τό δέμω, ὅπου δές γιά περισσότερα
ξεις: δρῦς + κολάπτω (=σκαλίζω). Γιά ἄλλα πα- παράγωγα.
ράγωγα δές στή λέξη Δρυάς. Δωροδοκῶ (=δέχομαι δῶρα). Ἀπ’ τό δωροδόκος
Δρύφακτον ἀντί δρύφρακτον (=κιγκλίδωμα). Ἀπ’ (δῶρον+δέχομαι). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό
τό δρῦς + φράττω, ὅπου δές γιά περισσότερα ρῆμα δέχομαι καί στό δίδωμι.
παράγωγα. Δῶρον. Ἀπ’ τό ρῆμα δίδωμι, ὅπου δές γιά περισ-
Δύναμαι. Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Παράγωγα: σότερα παράγωγα.
δύναμις, δυναμικός, δυναμόω (=ἐνισχύω), δύνα-
σις, δυνατός, ἀδύνατος, ἀδυναμία, δυνάστης, δυ-
ναστεύω, δυναστεία, δυναστικός.
Δυσάρεστος. Ἀπ’ τό δυσ + ἀρεστός τοῦ ἀρέσκω,
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Δύσθυμος (=λυπημένος, μελαγχολικός). Ἀπ’ τό
δυσ + θυμός.
Δύσις. Ἀπ’ τό δύω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
ράγωγα.
Δύσκολος (=αὐτός πού δύσκολα εὐχαριστιέται μέ
τροφή, δύστροπος). Ἀπ’ τό δυς + κόλον (=τό κάτω
μέρος τοῦ παχέος ἐντέρου). Παράγωγα: δυσκο-
λαίνω, δυσκολία, καί τό ἀντίθετο: εὔκολος.
Δυσμενής (=ἐχθρικός). Ἀπ’ τό δυσ+μένος. Παρά-
γωγα: δυσμεναίνω, δυσμένεια.
Δύστηνος (=δυστυχής, ἄθλιος). Ἀμφίβολη ἡ ἐτυ-
75
στής, εἰκαστικός (=ἱκανός γιά παράσταση), εἰκα- (=συνέλευση Σπαρτιατῶν), εἶλαρ, τό (=φραγμός),
στικαί τέχναι (ἡ ζωγραφική, γλυπτική, ἀρχιτεκτο- οὐλαμός (=στίφος πολεμιστῶν), ἴλη (=πλῆθος),
νική), εἰκαστός, εἰκαστέος, ἀπεικασία (=ἀπεικό- ἰληδόν, ὅμιλος, ἴλιγγος (ζάλη), ἰλιγγιάω-ῶ, ἰλλάς
νιση), ἀπείκασμα (=ὁμοίωμα). (=σχοινί ἀπό λουριά), ἶλιγξ (=συστροφή), ἴλλος
Εἰκασία (=ὁμοίωμα, συμπέρασμα). Ἀπ’ τό εἰκάζω, (=μάτι), ἰλλός (=ἀλλήθωρος), ἀπειλέω-ῶ ἤ ἀπείλ-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. λω, ἀπειλή, ὄλμος.
Εἰκῇ (=χωρίς σχέδιο, ἄσκοπα). Ἀπ’ τό εἴκω (=ὑπο- Εἵλως, ὁ (=δοῦλος στή Σπάρτη). Ἐ-Fελ-ως Εἵλως.
χωρῶ), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ἴσως ἀπ’ τό Ἕλος (=πόλις Λακωνική). Πιό σίγου-
Εἰκότως (=κατά πᾶσα πιθανότητα, εὔλογα). Ἀπ’ ρα ὅμως ἀπ’ τό ἁλίσκομαι, ὅπου δές γιά περισ-
τό εἰκώς, μετοχή τοῦ εἴκω (=μοιάζω), ὅπου δές σότερα παράγωγα. Κατ’ ἄλλους ἀπ’ τό ἄχρηστο
γιά περισσότερα παράγωγα. ἕλω (=κυριεύω, πιάνω).
Εἲκω 1) (=μοιάζω). Τό εἴκω εἶναι ἄχρηστο, πιό συ- Εἶμα, τό (=ἔνδυμα, ροῦχο). Ἀπ’ τό ἕννυμι (=ντύ-
νηθισμένος εἶναι ὁ β’ παρακ. μέ σημασία ἐνεστ. νομαι). Γιά ἄλλα παράγωγα δές στή λέξη ἀμφί-
ἔοικα. Ἀπό ρίζα Fικ-. Θέμα ἀσθ. Fικ-, ἰσχυρό Fεικ- εσις.
καί μέ μετάπτωση Fοικ-. Ὁ παρακ. ἔοικα σχημα- Εἰμί (=εἶμαι, ὑπάρχω). Ἀπό ρίζα ἐσ + κατάληξη -μί
τίζεται ἀπ’ τό θέμα Fοικ + ἀναδιπλ. FεFοικ-α μέ ἀφομοίωση τοῦ σ σέ μ ἐμμί καί μέ ἁπλοποί-
ἔοικα. Ὁ ὑπερσ. ἐῴκειν < ἀπ’ τό ἠ-Fε-Fοικ-ειν ηση τῶν δύο μ καί ἀντέκταση ἐμί εἰμί. Πα-
> ἠεοίκειν > ἠοίκειν > ἐῴκειν. Παράγωγα: ἐοι- ράγωγα: ἐσθλός, ἐτεός (=ἀληθινός), ἐτεόν (=ἀλη-
κότως ἤ εἰκότως (=φυσικά), ἀπεικότως (=ἄλο- θινά), Ἐτεόκρητες (=γνήσιοι Κρῆτες), ἔτυμος καί
γα), εἰκός (=λογικό), εἴκελος (=ὅμοιος), ἐπιεικής ἐτήτυμος (=ἀληθινός), ἐτυμολογία (=ἀνάλυση
(=ἁρμόδιος, λογικός), ἐπιείκεια, ἐπιείκελος, ἀει- λέξης γιά νά βρεθεῖ ἡ ἀρχή της), εὐεστώ (=κα-
κής (=ἄπρεπος). λή κατάσταση), συνεστώ (=συναναστροφή), συ-
2) (=ὑποχωρῶ). Ἀπό ρίζα Fικ + προθεματικό ε νεστέον (=πρέπει νά συναναστρέφεται κανείς),
εFικ-ω εἴκω. Παράγωγα: εἰκτέον (=πρέπει νά ἴσως τό ἑτοῖμος ἤ ἕτοιμος, ἐύς, ὁ (=γενναῖος),
ὑποχωρεῖ κανείς), ὑπεικτέον, εἰκτικός (=ὑποχω- ὄντως (=ἀληθινά), τό παρόν, οὐσία (=περιου-
ρητικός), εἰκτός, ὕπειξις (=ὑποχώρηση), εἰκαῖος σία, πραγματικότητα, φύση), ἀπουσία, παρου-
(=μάταιος), εἰκῇ (=ἄσκοπα). σία, ἐξουσία, συνουσία, οὐσιαστικός, οὐσιώδης,
Εἵλη, ἡ (=ἡ ζέστη τοῦ ἥλιου). Πρωτότυπη λέξη. περιούσιος (=ἐξαίρετος), περιουσία.
Εἰλικρινής (=αὐτός πού ἐξετάστηκε κάτω ἀπ’ τό Εἶμι (=προχωρῶ, πηγαίνω). Δύο θέματα: α) εἰ (εἶμι,
φῶς τοῦ ἥλιου, καθαρός). Ἴσως ἀπ’ τίς λέξεις εἵλη εἶ, εἶσι), καί β) ἰ (ἴμεν, ἴτε, ἴασι). Παράγωγα: ἰταμός
+ κρίνω. Ἤ τό πρῶτο συνθετικό εἰλι- νά παρά- (=ὁρμητικός), ἰταμῶς (=ὁρμητικά), ἰταμότης,
γεται ἀπ’ τή ρίζα ελ- τοῦ εἱλίσσω. ἰτέον, ἀπιτέον, ἴτηλος, ἐξίτηλος (=ξεθωριασμέ-
Εἰλύω (=τυλίγω, περιτυλίγω). Ἀπό ρίζα Fελ + πρό- νος), ἀνεξίτηλος (=πού δέν χάνει τό χρῶμα
σφυμα νυ + ω Fελ-νύ-ω εἰλύω. του), ἴτης (=τολμηρός, ριψοκίνδυνος), ἰτητέον,
Εἴλω ἤ εἴλλω ἤ ἴλλω ἤ εἰλέω-ῶ (=τυλίγω, συνωθῶ). ἰτητικός, ἰτός (=διαβατός), προσιτός, ἀπρόσιτος
Ἀπό ρίζα Fελ + προσφύματα ν καί ε Fελ-ν-έ-ω, (=ἀπλησίαστος), ἁμαξιτός, δυσπάριτον (=δυσκο-
μέ ἀφομοίωση τοῦ ν σέ λ Fελλέω καί μέ ἁπλο- λοπέραστο), ἐξιτήριος (=ἀποχαιρετιστικός λό-
ποίηση τῶν δύο λ καί ἀντέκταση καί συναίρεση γος), ἐξιτήριον, εἰσιτήριον, κατιτήρια (=θυσία
εἰλέω-ῶ. Τό εἴλω ἀπ’ τή ρίζα Fελ+ν+ω, μέ ἀφο- γιά κάθοδο), ἰσθμός (=λαιμός γῆς ἀνάμεσα σέ
μοίωση τοῦ ν σέ λ, μέ ἁπλοποίηση καί ἀντέκτα- δυό θάλασσες), ἴθμα (=βάδισμα), εἰσίθμη (=δί-
ση (Fελλω εἴλω). Παράγωγα: εἰλεός ἤ ἰλεός οδος), ἰθύς (κατευθείαν), οἶμος (=δρόμος), οἶμα
(=ἀρρώστια τῶν ἐντέρων, φωλιά θηρίου), εἰλη- (=ὁρμή), οἴμη (=ᾠδή), προοίμιον (=πρόλογος),
δόν (=μπλεγμένα), εἴλημα (=σκέπασμα), εἴλη- πάροιμος, παροιμία, ἐπιοῦσα (=ἡ ἑπομένη μέ-
σις (=περιστροφή), εἰλητός (=τυλιγμένος), τό ρα), ἀπ’ ὅπου καί τό ἐπιούσιος, ἰθύς - ἰθεῖα - ἰθύ
εἰλητόν καί εἰλητάριον (=βιβλίο ἤ χειρόγραφο σέ καί εὐθύς – εῖα - ύ.
σχῆμα κυλίνδρου), ἀνείλησις (=κόψιμο), Ἀπέλλα Εἵργνυμι ἤ εἱργνύω (=ἐμποδίζω τήν ἔξοδο, φυλα-
77
Ἐκποδών (ἐπιρρ.=μακριά, ἔξω ἀπ’ τά πόδια). Σύν- Ἐλεγεία (=εἶδος ποιήματος, τό μέτρο τοῦ ὁποίου
θετο ἀπ’ τό ἐκ + ποδῶν + ὤν. Ἀντίθετο τό ἐμπο- ἀποτελεῖται ἀπό ἕνα ἐξάμετρο καί ἀπό ἕνα πε-
δών (=μέσα στά πόδια). Δές γιά ἄλλα παράγω- ντάμετρο στίχο). Ἀπ’ τό ἔλεγος, ὁ (=θρηνητικό
γα στή λέξη πούς. Ἡ ὀξεία κατ’ ἀναλογία πρός τραγούδι), πού παράγεται ἀπ’ τό ἐλέγειν.
τό ἐμποδών (ἐν + ποσί + ὤν). Ἐλεεινός (=ἀξιολύπητος). Ἀπ’ τό ἔλεος, ὁ (=οἶκτος,
Ἔκστασις (=ἀπομάκρυνση, ἔκπληξη). Ἀπ’ τό λύπη), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
ἐξίστημι. Γιά περισσότερα παράγωγα δές στό Ἐλελίζω (=φωνάζω ἐλελεῦ, σηκώνω πολεμική κραυ-
ρῆμα ἵστημι. γή). Ἀπ’ τό ἐλελεῦ (=πολεμική κραυγή).
Ἐκτάδην (=ἁπλωτά). Άπ’ τό ἐκτείνω. Δές γιά πε- Ἔλεος, ὁ (=οἶκτος, συμπάθεια). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολο-
ρισσότερα παράγωγα στό ρῆμα τείνω. γία του, ἴσως ἀπ’ τό ἐλεFος ἔλεος. Παράγωγα:
Ἐκτενής (=τεντωμένος). Ἀπ’ τό ἐκτείνω. Δές γιά ἐλεῶ (=λυπᾶμαι κάποιον), ἐλεεινός, ἐλεινός, νη-
περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα τείνω. λεής - ἀνηλεής (=χωρίς λύπη), ἐλεήμων (=σπλα-
Ἐλαία. Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Παράγωγα: ἐλαι- χνικός), ἐλεημοσύνη, ἐλεητύς (=εὐσπλαχνία),
ήεις (=ἀπό ἐλιά), ἐλαιηρός, ἐλαιοειδής, ἔλαιον, ἀνελεήμων, ἀνελεημόνως, ἀνελέητος (=ἄσπλα-
ἐλαιόω (=λαδώνω), ἐλαιών, ἐλαιώδης. χνος).
Ἐλατήριος (=αὐτός πού ἀπομακρύνει). Ἀπ’ τό ἐλα- Ἐλεύθερος. Ἔχει σχέση μέ τό μέλλοντα ἐλεύσο-
τήρ τοῦ ἐλαύνω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- μαι τοῦ ἄχρηστου ἐνεστ. ἐλεύθω (=ἔρχομαι).
ράγωγα. Γιά περισσότερα παράγωγα δές στό ρῆμα ἔρχο-
Ἐλαύνω (=βάζω κάτι σέ κίνηση, ὁδηγῶ, προχωρῶ μαι. Κατά τόν Κούρτιο προέρχεται ἀπ’ τό ἐλεύ-
πάνω σ’ ἁμάξι, καταδιώκω). Ἀπό ἀρχική ρίζα ελ- θω ὅπου ἐρῶ (=ἀγαπῶ). Παράγωγα τοῦ ἐλεύθε-
ἤ καλύτερα λαF λαυ- μέ ε προθεματικό. Θέμα: ρος: ἐλευθερία, ἐλευθεριάζω, ἐλευθέριος, ἐλευ-
ελα- καί ἐλαυ- μέ τό πρόσφυμα νυ ἐλα-νύ-ω θερόω-ῶ, ἐλευθέρωσις, ἐλευθερωτής, ἐλευθερω-
καί μέ ἀντιμετάθεση τῶν γραμμάτων ν καί υ τέον. (Λατιν. liber).
ἐλαύνω. Ὁ μέλλοντας ἐλά-σ-ω μέ ἀποβολή Ἔλευσις (=ἐρχομός). Ἀπ’ τό ἐλεύσομαι τοῦ ἔρχομαι,
τοῦ σ ἀνάμεσα σέ δύο φωνήεντα καί συναίρεση ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ἐλάω-ῶ. Ὁ παρακείμενος παίρνει ἀττικό ἀναδι- Ἕλιξ, ἡ. Ἀπό ρίζα Fελ. τοῦ ἑλίσσω, ὅπου δές γιά πε-
πλασιασμό ἐλ-έλα-κα ἐλήλακα. Παράγωγα: ρισσότερα παράγωγα.
ἔλασις (=ἐξορία, ἐκστρατεία), ἀπέλασις, προέλα- Ἑλίσσω (=περιστρέφω). Ἀπό ρίζα Fελ- τοῦ εἴλω.
σις, ἔλασμα, ἐλατέον, ἐλατήρ (=αὐτός πού διώ- Θέμα: Fελικ+j+ω ἑλίττ(σσ)ω. Ἡ δασεία ὀφείλε-
χνει), ἐλάτης, ἐλάτειρα (θηλ. τοῦ ἐλατήρ), ἐλα- ται στό F. Παράγωγα: ἕλιγμα (=τύλιγμα), ἑλιγ-
τήριος, ἐλατήριον (ἐνν. φάρμακον=καθαρτικό), μός (=περιστροφή), ἑλίγδην (=περιστροφικά), ἡ
ἐλασείω (=θέλω νά ἱππεύσω), ἐλατός, βοηλά- ἑλίκη (=ἰτιά), ἑλικοβλέφαρος, ἑλικοδρόμος, ἑλι-
της, ἁρματηλάτης, ὀνηλάτης (=πού ὁδηγεῖ γαϊ- κτήρ-ῆρος (=σκουλαρίκι), ἑλικτός (=γυριστός),
δούρια), διφρηλάτης, ἀπελάτης (=ζωοκλέφτης), εὐέλικτος (=εὔκαμπτος), ἀνείλιξις, ἑλίκωψ-ωπος
ἁμαξηλάτης, κωπηλάτης, ἰχνηλάτης, στρατηλά- καί θηλ. ἑλικῶπις (=αὐτή πού ἔχει ζωηρά μάτια),
της, εὐήλατος (=αὐτός ὅπου μπορεῖ κανείς εὔκο- Ἑλικών (=τό βουνό τῶν Μουσῶν στή Βοιωτία),
λα νά ἱππεύει), νεήλατος (=καινούργιος), σφυρή- ἕλιξις (=συστροφή), συνέλιξις (=συνδυασμός),
λατος, ἐξήλατος, θεήλατος, ζευγηλάτης, ἱππηλά- ἑλίτροχος, ἑλίχρυσος.
της, ξενηλασία, τροχήλατος, (νεοελλ. παρέλαση, Ἕλκος, τό (=πληγή, τραῦμα). Ἀπ’ τό ἕλκω (=ἑλκύω),
βοϊδολάτης, ἐλαστικός, ποδήλατο). ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Κατ’ ἄλλους
Ἐλαφρός. Θέμα: λαφ + προθεματικό ε ἐλαφ+ρός ἀπ’ ἄλλη ρίζα. Λατιν. ulcus>elcos. Ἡ δασεία κατ’
ἐλαφρός. Ἔχει σχέση μέ τό ἐπίθετο ἐλαχύς ἀναλογία πρός τό ἕλκω.
(=μικρός), ἐλάσσων, ἐλάχιστος. Παράγωγα: ἐλα- Ἕλκω (=σέρνω). Ἀπό ρίζα ελκ-. Θέμα σελκ-, μέ
φρίζω (=ἀνυψώνω, εἶμαι ἐλαφρός), ἐλαφρότης, τροπή τοῦ σ σέ δασεία ἕλκω. Μέ μετάπτω-
ἐλαφρύνω, ἐλάφρυνσις, ἐλαφρυντικός, ἐλάφρω- ση ὁλκ. Παράγωγα: ἑλκηδόν (=συρτά), ἑλκηθ-
σις. μός (=ἀπαγωγή), ἕλκηθρον, ἑλκτέον, ἑλκτικός
79
Ἐνάλιος (=θαλασσινός). Σύνθετο ἀπ’ τό ἐν + ἅλς τήρ, ἐνετός (=βαλμένος). Γιά ἄλλα παράγωγα
(=θάλασσα). δές στό ρῆμα ἵημι.
Ἐναργής (=φανερός, καθαρός, λαμπρός). Σύνθε- Ἔνιοι, αι, α (=μερικοί). Σύνθετο ἀπ’ τό ἔνι (ἔνεστι)
το ἀπ’ τό ἐν + ἀργός (=λαμπερός). Παράγωγο: + οἵ = ἔστιν + οἵ.
ἐνάργεια (=καθαρότητα). Ἐνίοτε (=μερικές φορές, κάποτε-κάποτε). Σύνθετο
Ἐνδεής (=φτωχός). Σύνθετο ἀπ’ τό: ἐν + δέω (=ἔχω ἀπ’ τό ἔνι (ἔνεστι) + ὅτε = ἔστιν + ὅτε.
ἀνάγκη, στεροῦμαι), ὅπου δές γιά περισσότε- Ἔννοια (=σκέψη, ἰδέα). Ἀπ’ τό ἐννοῶ πού παρά-
ρα παράγωγα. γεται ἀπ’ τό ἔννους (ἐν + νοῦς). Παράγωγα τοῦ
Ἐνδελεχής (=συνεχής, σταθερός). Σύνθετο ἀπ’ τό ἐννοῶ: ἐννόησις, ἐννοητής, ἐννοητικός, ἐννοη-
ἐν + δολιχός (=μακρύς). Γιά ἄλλα παράγωγα δές τέον, ἐννόημα, ἐννοηματικός.
στή λέξη δολιχός. Ἐνοχλῶ. Σύνθετο ἀπ’ τό ἐν + ὀχλῶ ἀπ’ τό ὄχλος
Ἐνδοιάζω (=διστάζω). Παρασύνθετο κατευθείαν (=θόρυβος, πλῆθος). Τό ὄχλος ἴσως νά παράγε-
ἀπ’ τό ἐν δοιῇ εἰμί ἤ σύνθετο ἀπ’ τό ἐν + δοιά- ται ἀπ’ τό ἔχω. Παράγωγα: ἐνόχλημα, ἐνόχλησις,
ζω (=σκέπτομαι μέ δύο τρόπους), πού παράγε- ἐνοχλητέον, παρενόχλησις, ἀνενόχλητος.
ται ἀπ’ τό δοιή (=ἀμφιβολία). Παράγωγα, ἐνδοι- Ἔνοχος (=ὑπεύθυνος). Ἀπ’ τό ἔχω, ὅπου δές γιά
άσιμος (=ἀμφίβολος), ἐνδοίασις, ἐνδοιαστής, περισσότερα παράγωγα.
ἐνδοιαστικός, ἐνδοιαστός, ἐνδοιαστῶς, ἀνεν- Ἐνσκήπτω (=ρίχνω, ἐξακοντίζω, πέφτω πάνω σέ
δοιάστως. κάτι). Σύνθετο ἀπ’ τό ἐν + σκήπτω (=στηρίζω,
Ἐνέδρα (=καρτέρι). Σύνθετο ἀπ’ τό ἐν + ἕδρα τοῦ ὁρμῶ). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα
ἕζομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. σκήπτω.
Ἐνεός ἤ ἐννεός (=ἄλαλος). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμο- Ἔντερον (=ἐντόσθιο). Ἀπ’ τό ἐντός σάν συγκρι-
λογία του. τικός βαθμός.
Ἐνεργός (=αὐτός πού ἀσχολεῖται μέ κάτι). Σύνθε- Ἔντομον. Ἀπ’ τό ἐν + τέμνω. Δές γιά περισσότερα
το ἀπ’ τό ἐν + ἔργον. Παράγωγα: ἐνεργῶ, ἐνέρ- παράγωγα στό ρῆμα τέμνω.
γεια, ἐνέργημα, ἐνεργής (=δραστήριος), ἐνερ- Ἔντονος (=δυνατός, ἄκαμπτος). Ἀπ’ τό ἐν + τείνω,
γητέος, ἐνεργητικός, ἐνεργητικῶς. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Ἐνέχυρον (=ἐγγύηση). Σύνθετο ἀπ’ τό ἐν + ἐχυρόν Ἐντός (=μέσα). Ἀπ’ τήν πρόθεση ἐν.
(=ἀσφαλές) τοῦ ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα Ἐντροπή. Ἀπ’ τό ἐντρέπομαι (ἐν + τρέπομαι). Δές
παράγωγα. Παράγωγα τοῦ ἐνέχυρον: ἐνεχυράζω γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα τρέπω.
(=παίρνω σάν ἐνέχυρο), ἐνεχυρασία, ἐνεχυρα- Ἐντρυφῶ (=γλεντῶ μέ κάτι). Σύνθετο ἀπ’ τό ἐν +
σμός, ἐνεχύρασμα (=ἐνέχυρο), ἐνεχυραστός. τρυφάω-ῶ πού παράγεται ἀπ’ τό τρυφή (=ἁβρό-
Ἐνθουσιάζω - ἐνθουσιάω (=βρίσκομαι σέ ἔκστα- τητα) τοῦ θρύπτω. Παράγωγα: ἐντρύφημα
ση, ἐμπνέω κάποιον). Παρασύνθετο ἀπ’ τό ἔνθε- (=ἀπόλαυση), ἐντρύφησις.
ος-ους (=θεόπνευστος), σύνθετο ἀπ’ τό ἐν + Ἐνυάλιος (πολεμοχαρής, ἐπώνυμο τοῦ Ἄρη). Ἀπ’
θεός. Παράγωγα: ἐνθουσιασμός, ἐνθουσίασις, τό Ἐνυώ-οῦς (=ἡ θεά τοῦ πολέμου).
ἐνθουσιαστής, ἐνθουσιαστικός, ἐνθουσιώδης, Ἐνωμοτία (=ὁμάδα στρατιωτῶν πού εἶναι δεμένοι
ἐνθουσιωδῶς. μέ ὅρκο). Ἀπ’ τό ἐνώμοτος (ἐν + ὅμνυμι). Δές γιά
Ἐνθυμοῦμαι. Παρασύνθετο κατευθείαν ἀπ’ τό ἐν περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ὅμνυμι.
+ θυμῷ τίθημι (θυμός ἀπ’ τό θύω καί σημαίνει: Ἐνωπή (=πρόσωπο, ὄψη). Ἀπ’ τό ἐν + ὤψ (ἀπ’ τό
ψυχή, πνεῦμα, σκοπός κ.λπ.). Παράγωγα: ἐνθύ- ὄψομαι) τοῦ ὁράω-ῶ, ὅπου δές γιά περισσότε-
μημα, ἐνθυμηματικός, ἐνθυμηματώδης, ἐνθύμη- ρα παράγωγα.
σις, ἐνθυμητέον. Ἐνώπιον (=μπροστά). Οὐδέτερο τοῦ ἐπιθέτου ἐνώ-
Ἐνιαυτός (=ἔτος). Ἀπ’ τό ἔνος ἤ ἕνος (=ἔτος), (λατιν. πιος, παράγωγου τοῦ ἐνωπή. Δές γιά περισσότε-
annus). Παράγωγο: ἐνιαύσιος (=ἑνός χρόνου). ρα παράγωγα στό ρῆμα ὁράω-ῶ.
Ἐνίημι (=στέλνω μέσα, ρίχνω μέσα). Σύνθετο ἀπ’ Ἐνωτίζομαι (=ἀκούω, προσέχω). Σύνθετο ἀπ’ τό
τό ἐν + ἵημι. Παράγωγα: ἔνεσις, ἐνετέον, ἐνε- ἐν + οὖς-ὠτός.
81
Ἐπηλυγάζω (=ἐπισκιάζω). Παρασύνθετο ἀπ’ τό ἐπί τερα παράγωγα στό ρῆμα λανθάνω.
+ ἠλύγη (=σκοτάδι, σκιά) καί τό ἠλύγη ἀπ’ τό α Ἐπιμελής. Σύνθετο ἀπ’ τό ἐπί + μέλει (=ὑπάρχει
προθεμ. στερητ. + λύγη. Παράγωγα: ἐπηλύγαι- φροντίδα). Παράγωγα: ἐπιμελοῦμαι ἤ ἐπιμέ-
ος (=σκοτεινός), ἐπηλυγισμός, ἐπῆλυξ (=σκέπα- λομαι (=φροντίζω), ἐπιμέλεια, ἐπιμέλημα, ἐπι-
σμα), ἐπηλυγίζομαι. Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα οἱ λέξεις: μελητέον, ἐπιμελητής, ἐπιμελητεύω, ἐπιμελητι-
λύκη, λυκόφως, λύχνος, λευκός κ.λπ. κός, ἐπιμελήτρια.
Ἔπηλυς (=ξενοφερμένος). Ἀπ’ τό ἐπί + ἐλεύθω τοῦ Ἐπιμηθεύς (=αὐτός πού σκέπτεται ἐκ τῶν ὑστέ-
ἔρχομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ρων). Σύνθετο ἀπ’ τό ἐπί + μῆδος (=σκέψη).
Ἐπηρεάζω (=βρίζω, ἐνοχλῶ κάποιον). Παρασύν- Ἀντίθετο τοῦ Προμηθεύς (=αὐτός πού σκέπτε-
θετο ἀπ’ τό οὐσιαστικό: ἡ ἐπήρεια (ἐπί + ἀρειή ται ἀπό πρίν). Ἀπ’ τό ἴδιο θέμα: ἐπιμηθής, ἐπιμη-
= κατάρα, ἀπειλή). Ἐπηρεάδ-j-ω ἐπηρεάζω. θικῶς, ἐπιμηθεύομαι (=σκέπτομαι γιά κάτι, ὅταν
Παράγωγα: ἐπηρεασμός (=κακομεταχείριση, πιά εἶναι πολύ ἀργά).
ἐπίδραση), ἐπηρεαστής, ἐπηρεαστικός, ἐπηρε- Ἐπίμομφος (=ἀξιοκατάκριτος) Ἀπ’ τό ἐπιμέμφο-
αστικῶς, ἐπηρέαστος, ἀνεπηρέαστος. μαι (ἐπί + μέμφομαι). Δές γιά περισσότερα πα-
Ἐπιδημία (=ἡ παραμονή σ’ ἕνα τόπο, ἡ ἐπικράτη- ράγωγα στό ρῆμα μέμφομαι.
ση ἀρρώστιας σ’ ἕνα τόπο). Ἀπ’ τό ἐπιδήμιος = Ἐπίνειον, τό (=ναύσταθμος, λιμάνι). Σύνθετο ἀπ’
ἐπίδημος (ἐπί + δῆμος). Παράγωγα τοῦ ἐπιδή- τό ἐπί + ναῦς-νεώς. Γιά περισσότερα παράγωγα
μιος: ἐπιδημέω-ῶ (=μένω στήν πατρίδα μου, σ’ δές στό ρῆμα νέω (=κολυμπῶ).
ἕνα τόπο). Ἐπιδήμησις, ἐπιδημητικός. Ἐπιορκέω-ῶ (=ὁρκίζομαι ψεύτικα). Παρασύνθετο
Ἐπιεικής (=κατάλληλος, δίκαιος, λογικός, μετριο- ἀπ’ τό ἐπίορκος (ἐπί + ὅρκος τοῦ εἵργνυμι), ἀπ’
παθής). Ἀπ’ τό ἐπί + εἰκώς τοῦ ἔοικα. Δές γιά πε- ὅπου καί ἡ λέξη ἐπιορκία. Γιά περισσότερα πα-
ρισσότερα παράγωγα στό ρῆμα εἴκω (1). ράγωγα δές στό ρῆμα εἵργνυμι.
Ἐπικήδειος. Ἀπ’ τό ἐπί + κῆδος (=φροντίδα). Γιά Ἐπιοῦσα (ἐνν. ἡμέρα = ἡ ἑπόμενη μέρα). Ἀπ’ τό
περισσότερα παράγωγα δές στή λέξη κηδεία. ἔπειμι (ἐπί + εἶμι = ἔρχομαι). Δές γιά περισσότε-
Ἐπίκλησις (=ἐπώνυμο). Ἀπ’ τό ἐπικαλέω-ῶ (ἐπί ρα παράγωγα στό ρῆμα εἶμι.
+ καλῶ). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό Ἐπιούσιος (=τό ψωμί τῆς ἑπόμενης μέρας). Ἀπ’ τό
ρῆμα καλέω-ῶ. ἐπιοῦσα τοῦ ἔπειμι. Σύμφωνα μέ ἄλλους τό ἐπι-
Ἐπικός (=πού ἀνήκει στό ἔπος). Ἀπ’ τή λέξη ἔπος, ούσιος ἀπ’ τό ἔπειμι (ἐπί + εἰμί) καί σημαίνει τό
τοῦ ἀόρ. β’ εἶπον, τοῦ ρημ. λέγω, ὅπου δές γιά ψωμί πού ἀρκεῖ γιά τή μέρα.
περισσότερα παράγωγα. Ἐπίπεδος. Ἀπ’ τό ἐπί + πέδον (=ἔδαφος). Παρά-
Ἐπίκουρος (=βοηθός, σύμμαχος). Σύνθετο ἀπ’ τό γωγα: ἐπιπεδόω-ῶ, ἐπιπέδωσις.
ἐπί + κοῦρος (=παλικάρι, δρομαῖος) ἀπ’ τό κεί- Ἔπιπλα (=ἐργαλεῖα, περιουσία κινητή). Ἀπ’ τό ἐπι-
ρω (=κουρεύω, γιατί στόν καιρό τῆς ἥβης ἔκο- πέλω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα
βαν τά μαλλιά). Ἔχει σχέση μέ τό λατιν. curro πολεύω.
(=τρέχω). Γιά περισσότερα παράγωγα δές στό Ἐπιπολάζω (=μένω στήν ἐπιφάνεια, ἐπικρατῶ).
ρῆμα κείρω. Παράγωγα τοῦ ἐπίκουρος: ἐπικου- Παρασύνθετο ἀπ τό ἐπιπολή (=ἐπιφάνεια) (ἐπί
ρέω-ῶ (=βοηθῶ), ἐπίκουροι (=μισθωτοί στρα- + πέλομαι=πλησιάζω). Παράγωγα: ἐπιπόλαι-
τιῶτες), ἐπικουρία (=βοήθεια), ἐπικούρημα (=βο- ος, ἐπιπόλασις, ἐπιπολασμός (=αὐθάδεια), ἐπι-
ήθημα), ἐπικούρησις (=βοήθεια), ἐπικουρητέον, πολαστικός.
ἐπικουρικός, δυσεπικούρητος (=δυσκολοβοήθη- Ἐπιπόλαιος (=αὐτός πού ἀντιλαμβάνεται τά πράγ-
τος), ἀνεπικούρητος. ματα ἐπιφανειακά). Ἀπ’ τό ἐπιπολή. Δές γιά ἄλλα
Ἐπικυρόω-ῶ (=ἐπιβεβαιώνω). Σύνθετο ἀπ’ τό ἐπί παράγωγα στό ρῆμα ἐπιπολάζω.
+ κῦρος. Παράγωγο: ἐπικύρωσις (=ἐπιβεβαί- Ἐπιπολή (=ἐπιφάνεια). Ἀπ’ τό ἐπί + πέλομαι (=πλη-
ωση). σιάζω). Δές γιά παράγωγα τοῦ ἐπιπολή στό ρῆμα
Ἐπιλήσμων (=ξεχασιάρης). Ἀπ’ τό ἐπιλανθάνο- ἐπιπολάζω.
μαι (ἐπί + ἔλαθον-λαθ-ληθ). Δές γιά περισσό- Ἐπιρρεπής (=αὐτός πού ἔχει κλίση πρός κάτι). Ἀπ’
83
Ἐργάζομαι (=δουλεύω). Ἀπ’ τό οὐσιαστικό ἔργον Ἐρείπιον. Ἀπ’ τό ἐρείπω, ὅπου δές γιά περισσότε-
Fέργον πού προῆρθε ἀπ’ τή ρίζα Fεργ. τοῦ ἔργω ρα παράγωγα.
ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις: ὄργανον, ὄργια, ἐνεργῶ, Ἐρείπω (=γκρεμίζω, καταστρέφω). Θέματα:
ἄεργος, εὐεργέτης. Μέ θέμα ἐργάδ+j+ομαι ριπ- καί ρειπ + πρόσφυμα ε = ἐριπ καί ἐρειπ+ω
ἐργάζομαι. Παρατατικός: ἐ-Fεργαζόμην ἐρίπω καί ἐρείπω. Παράγωγα: ἐρείπιον, ἐρει-
ἐ-εργαζόμην καί μέ συναίρεση τῶν δύο ε σέ ει πιῶ (=καταστρέφω), ἐρειπιών-ῶνος (=σωρός
εἰργαζόμην. Παρακείμενος: Fε-Fέργασμαι ἀπό ἐρείπια), ἔρειψις (=καταστροφή), ἐρείψι-
ἐ-έργασμαι εἴργασμαι. Παράγωγα: ἐργα- μος, ἐρειψιπύλας (=αὐτός πού γκρεμίζει πύλες),
λεῖον, ἐργάνη (=ἐργάτρια), ἐργασείω (=θέλω νά ἐρειψίλαος (=αὐτός πού καταστρέφει λαούς), ἐρει-
ἐργαστῶ), ἐργασία, ἐργάσιμος, ἐργαστέον, ἐργα- ψίτοιχος (=αὐτός πού καταστρέφει τοίχους).
στήρ, ἐργαστήριον, ἐργαστικός, ἐργάτης, ἐργά- Ἔρεισμα (=στήριγμα). Παράγωγο τοῦ ἐρείδω, ὅπου
τις, ἐργατικός, ἐργατίνης (=ἐργάτης), δυσκατέρ- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
γαστος, εὐκατέργαστος, ἐργοδότης, ἐργολάβος, Ἐρεμνός (=κατάμαυρος, σκοτεινός). Ἀντί ἐρεβεν-
αὐτουργός, γεωργός, ἄεργος, ἀργός, ἐριουργός νός, ἀπ’ τό ἐρέπτω ἤ ἐρέφω (=σκοτεινιάζω), ὅπου
(=πού κατεργάζεται μαλλιά), εὐεργής, εὐεργέτης, δές γιά περισσότερα παράγωγα.
εὐεργός, θαυματουργός, ἱερουργός, κακοῦργος, Ἐρέπτω ἤ ἐρέφω (=στεγάζω, σκοτεινιάζω). Ρίζα
λειτουργός, λεπτουργός, μουσουργός, ξυλουρ- ρεφ- ἤ ρεπ + προθεματικό ε ἐρέφω ἤ μέ τό
γός, πανοῦργος, πανουργία, πάρεργος, πάρερ- πρόσφυμα τ: ἐρέφτω ἐρέπτω. Παράγωγα: ἔρε-
γον, περίεργος, ραδιουργός, συνεργός, ὑπουρ- βος, ἐρεμνός ἤ ἐρεβεννός, καί ἀπ’ τήν ἴδια ρί-
γός, χαλκουργός, χειρουργός. ζα: ὄρφνη (=σκοτάδι), ὀρφναῖος (=σκοτεινός),
Ἐργολάβος (=αὐτός πού ἀναλαμβάνει τήν ἐκτέ- ὀρφνός, Ὀρφεύς, ὀροφή, ὄροφος.
λεση ἔργου). Σύνθετο ἀπ’ τό ἔργον + ρίζα λαβ- Ἐρέτης (=κωπηλάτης). Πρωτότυπη λέξη, ἀπ’ ὅπου
τοῦ λαμβάνω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα τά παράγωγα: ἐρέσσω (=κωπηλατῶ), ἐρετικός, τό
στά ρήματα ἐργάζομαι καί λαμβάνω. ἐρετμόν (=κουπί), εἰρεσία (=κωπηλασία), ὑπη-
Ἔρδω (=κάμνω). Ἄλλος τύπος τοῦ ἔργω μέ τήν ρέτης, ὑπηρετῶ, ὑπηρεσία, τριήρης, ἀμφήρης,
ἴδια σημασία, ὅπως καί τό ῥέζω. πεντηκόντορος, ἐρετμόω (=ἐφοδιάζω μέ κου-
Ἔρεβος, τό (=σκοτάδι). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τό ρῆμα πιά), Ἐρέτρια, παρεξειρεσία (=ἡ πλώρη ἤ ἡ πρύ-
ἐρέπτω ἤ ἐρέφω (=στεγάζω, σκοτεινιάζω), ὅπου μνη τοῦ πλοίου).
δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ἐρεύγομαι (=βγάζω ἀπ’ τό στόμα ἀέρα, ἀπ’ τό στο-
Ἐρεθίζω (=ξεσηκώνω). Ἀπ’ τό ρῆμα ἐρέθω (ἀπ’ τό μάχι, ρεύγομαι). Ἔχει σχέση μέ τό ρῆμα ἐράω (μό-
ἔρις) ἤ ἀπ’ τό ὄρνυμι μέ κατάληξη -ίζω (ἐρεθίδ-j- νο σύνθετο: ἐξερῶ = ξερνῶ). Παράγωγα: ἔρευγ-
ω ἐρεθίζω). Παράγωγα: ἐρέθισμα, ἐρεθισμός, μα, ἐρευγματώδης, ἐρευγμός (=ρέψιμο) καί ἀπ’
ἐρεθιστέον, ἐρεθιστής, ἐρεθιστικός. τήν ἴδια ρίζα ἐρυγ οἱ λέξεις: ἐρυγή, ἐρυγγάνω, μέ
Ἐρείδω (=στηρίζω, σπρώχνω). Ἡ ρίζα εριδ- καί μέ τήν ἴδια σημασία.
μετάπτωση ερειδ- χωρίς πρόσφυμα ἐρείδω. Ἔρευνα (=ἀναζήτηση). Ἀπ’ τό ἐρέω-ῶ (=ἐρωτῶ)
Παράγωγα: ἔρευσις (=μέ δύναμη σπρώξιμο), συνώνυμο μέ τά ρήματα: ἐρεείνω, ἔρομαι,
ἔρεισμα (=στήριγμα), ἀντηρίς-ίδος (=ὑποστή- ἐρωτῶ. Παράγωγα τοῦ ἔρευνα: ἐρευνάω-ῶ,
ριγμα), ἕρμα (=ὑποστήριγμα). Κατ’ ἄλλους τό ἐρευνητέον, διερευνητέον, ἐρευνητήρ, ἐρευνητής,
ἕρμα ἀπ’ τό εἴρω (=συνδέω). Κατ’ ἄλλους συγ- ἐρευνητικός, ἐρευνήτρια, διερεύνησις, ἐξερεύνησις,
γενεύει μέ τό ὁρμή (=ἔφοδος). ἀδιερεύνητος, ἀνερεύνητος, ἀνεξερεύνητος.
Ἐρείκω (=σκίζω, χωρίζω, κοπανίζω). Θέμα ρεκ- μέ Ἐρέφω ἤ ἐρέπτω (=στεγάζω). Ρίζα ρεφ- ἤ ρεπ- +
προθεματικό ε + πρόσφυ-μα j ἐρεκ-j-ω μέ ἐπέν- προθεματικό ε + ω ἐρέφ-ω καί ἐρέπτ-ω. Παρά-
θεση τοῦ j: ἐρεί-κω. γωγα: ὀροφή (=στέγη σπιτιοῦ), ὄροφος (=στέ-
Παράγωγα: ἐρεικτός (=κοπανισμένος), ἔρει- γη), (τά σύνθετα τοῦ ὄροφος γράφονται μέ ω,
ξις (=σκισμένη γῆ), ἔρεγμα ἤ ἔριγμα (=κοπανι- ὅταν ἡ προηγουμένη συλλαβή εἶναι βραχεία,
σμένα κουκιά). ἐνῶ ὅταν εἶναι μακρά γράφονται μέ ο), διώρο-
85
Ἔρση (=δροσιά), ἐπικ. ἐέρση καί ἐερσήεις (=δρο- Παράγωγα: ἐρώτημα, ἐρωτηματικός, ἐρώτησις,
σερός). Ἴσως ἀπ’ τό ἄρδω. ἐρωτητικός, ἐρωτητέον, ἀνερωτητέον.
Ἐρυθρός (=κόκκινος). Ἀπό ρίζα ἐρυθ- ἀπ’ ὅπου καί Ἐσθής (=ροῦχο). Ἀπ’ τό ἔννυμι. Δές γιά περισσό-
τά παράγωγα ἐρυθαίνω (=κάνω κάτι κόκκινο), τερα παράγωγα στή λέξη ἀμφίεσις.
ἐρύθημα (=κοκκινάδα), ἐρυθραίνω, ἐρύθρημα, Ἐσθίω (=τρώω). Ἔχει τά θέματα: 1) εδ- τοῦ ἔδω: μέ
ἐρυθριάω (=κοκκινίζω), ἐρυθρότης, ἐρυθρίας, το πρόσφυμα ε ἐδ-ε (παρακ. ἐδ-έδε-κα: ἐδή-
ἐρεύθω (=κάνω κάτι κόκκινο), ἔρευθος (=κοκκι- δοκα), 2) εδεσ- (παρακ. ἐδή-δεσμαι), 3) εσθι-
νάδα), ἐρυσίβη (=ἀρρώστια τῶν φυτῶν). (ἀπ’ τό ἐδ + θ ἐσθ), 4) φαγ- (ἀόρ. β’ ἔφαγον).
Ἐρύκω (=ἀναχαιτίζω, ἐμποδίζω, συγκρατώ). Συγγε- Παράγωγα: ἐδεστής, ἐδεστός, ἐδεστέον, ἔδεσμα,
νικό μέ τό ρῆμα ἐρύω (=σώζω) μέ τό κ γίνεται θριπήδεστος (=πού τρώει σκουλήκια), ὠμηστής
ἐρύ-κ-ω. Γιά παράγωγα δές στό ἐρύω. (=ὠμοφάγος), ἐδητύς (=τροφή), εἶδαρ, ἐδωδή,
Ἔρυμα, τό (=προφυλακτήριο, φρούριο). Ἀπ’ τό ἐδώδιμος, ὀδούς (ἐκτός ἄν τό ο εἶναι προθεμα-
ἐρύομαι, μέσο τοῦ ἐρύω, ὅπου δές γιά περισσό- τικό καί τότε θά εἶναι ἡ ρίζα δα- τοῦ δαίνυμαι),
τερα παράγωγα. ἄριστον (=ἀρι-ἦρι=πρωί+ἐδτον) (=πρωινό φαγη-
Ἐρυσίπελας, τό (=δυνατή φλόγωση τοῦ δέρμα- τό), νῆστις, νηστεύω, φαγάς, φάγησις, φαγεῖον,
τος, ἀνεμοπύρωμα). Ἀπ’ τό ἐρεύθω (=κοκκινί- φάγημα, φαγητόν, φάγος, φαγέδαινα (=ἕλκος),
ζω) + πέλας (=κοντά). προσφάγιον, λωτοφάγος, ἀδηφάγος, ὠμοφά-
Ἐρύω (=σέρνω, ἕλκω). Μέσο: ἐρύομαι (=σέρνω γιά γος, σαρκοφάγος.
τόν ἑαυτό μου, προστατεύω). Ἀπ’ τή ρίζα Fρυ + Ἑσμός (=πλῆθος). Ἀπ’ τό ἕζομαι, ὅπου δές γιά πε-
προθεμ. ε + Fερύ-ω ἐρύω. Συγγενικό μέ τό ἐρύ- ρισσότερα παράγωγα.
κω. Παράγωγα: ἔρυμα (=φυλακτήριο), ἐρυμνός Ἑσπέρα (ἐνν. ὥρα = βράδυ, ἐνν. χώρα =ἡ χώρα
(=ὀχυρωμένος), ἐρυμνότης, ἐρυσίπτολις (=ἐπί- πρός τή δύση). Ἀπ’ τό ἕσπερος, ὅπου δές γιά
θετο τῆς Ἀθηνᾶς πού εἶναι προστάτισσα τῆς πό- ἄλλα παράγωγα.
λης), ἔρυσις (=τράβηγμα), ἐρυσμός (=φυλακτή- Ἕσπερος (=ἑσπερινός, δυτικός). (Λατινικό: vesper).
ριο γιά τά μάγια), ἐρυστός (=συρμένος). Συγγε- Ἴσως ἀπ’ τό σπαίρω (=σπαρταρῶ) ἀπ’ τούς κρα-
νικό εἶναι καί τό ρύομαι (=σώζω). δασμούς τῶν τελευταίων ἀκτίνων τοῦ ἥλιου. Εἶχε
Ἔρχομαι. Ἀπό ρίζα ερ- πρόσφυμα σκ ἔρ-σκ-ομαι δίγαμα F. Παράγωγα: ἑσπέρα, Ἑσπερία, ἑσπερι-
καί μέ ἀποβολή τοῦ σ ἀνάμεσα σέ δυό σύμφωνα νός, ἑσπέριος, ἕσπερος.
καί δάσυνση τοῦ κ ἔρχομαι. Ἄλλα θέματα: 1) Ἔστε (=μέχρις ὅτου). Σύνθετο ἀπ’ τό ἐς + τε.
Ἀπό ει- καί ι- τοῦ εἶμι, ὅπου δές γιά παράγωγα, Ἑστία (=τζάκι, βωμός, κατοικία). Ἀπ’ τό ἕζομαι,
2) Ἀπό ρίζα ελευθ- καί ελυθ-. Ὁ Παρακείμενος ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ἔχει ἀττικό ἀναδιπλασιασμό. Παράγωγα: ὁδός Ἑστίασις (=συμπόσιο, τραπέζωμα). Ἀπ’ τό ἑστιάω,
καί τά συνθ. (εἴσ, ἔφ, πάρ, μέθ, πρό, πρόσ, σύν) ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
οδος, ἐλεύθω, ἐλεύθερος, Ἐλευθώ = Εἰλείθυια Ἑστιάω-ῶ (=φιλοξενῶ). Ἀπ’ τό ἑστία τοῦ ἕζομαι
(=ἡ θεά πού βοηθᾶ στόν τοκετό), ἔλευσις καί τά (λατιν. vesta). Παρατ.: ἐ-Fεστία-ον με ἀπο-
σύνθ. (δι, ἐπ, προ, παρ, συν)έλευσις, ἐλευστέον, βολή τοῦ F καί συναίρεση τῶν δύο ε σέ ει καί
Ἐλευσίς, ἔπηλυς-υδος (=ξενοφερμένος), νέηλυς- τοῦ αο σέ ω εἱστίων. Παρακ. : Fε-Fεστία-κ-α
υδος (=αὐτός πού μόλις ἔφτασε), ἐξήλυσις (=ἔξο- ἐ-εστία-κ-α εἱστίακα. Παράγωγα: ἑστίαμα
δος), Ἠλύσια (πεδία), ἤλυσις (=ἐρχομός), προ- (=φίλευμα), ἑστιαρχῶ, ἑστίασις (συνεστίασις),
σήλυτος (=ὁ ξένος πού ἦρθε σ’ ἕνα τόπο, αὐτός ἑστιάτωρ, ἑστιατόριον, ἑστιοῦχος (=πού προ-
πού ἀσπάστηκε ἕνα νέο θρησκευτικό δόγμα), στατεύει τήν ἑστία).
προσηλυτεύω, κέλευθος, ἐφόδιος, ὁδοιπόρος, Ἑστιόω-ῶ (=θεμελιώνω σπίτι). Ἀπ’ τό ἑστία τοῦ
συνοδοιπόρος, φροῦδος (πρό + ὁδοῦ). ἕζομαι.
Ἔρως. Ἀπ’ τό ἐράω, ἔραμαι, ὅπου δές γιά περισσότε- Ἔσχατος (=ὁ τελευταῖος, ὕψιστος). Ἀπ’ τήν πρό-
ρα παράγωγα. Ποιητικός τύπος εἶναι ὁ ἔρος. θεση ἐκ-ἐξ. Παράγωγα: ἐσχατάω (=μένω τελευ-
Ἐρωτῶ. Συγγενικό μέ τό ἔρομαι ἤ ἐρέω (=ἐρωτῶ). ταῖος), ἐσχατιά (=ἄκρη, σύνορο), ἐσχατογήρως,
87
γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ εὐερ- ράγωγα: εὐκόλως, εὐκολία.
γέτης: εὐεργεσία, εὐεργετῶ, εὐεργέτημα, εὐερ- Εὔκρατος (=καλά ἀνακατεμένος, ἤπιος). Ἀπ’ τό
γητέον, εὐεργετικός. εὖ + κεράννυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
Εὔζωνος (=καλά ζωσμένος, ἐλαφρά ὁπλισμένος). ράγωγα.
Ἀπ’ τό εὖ + ζώνη τοῦ ζώννυμι, ὅπου δές γιά πε- Εὐκρινής (=σαφής, χωρισμένος) Ἀπ’ τό εὖ + κρίνω,
ρισσότερα παράγωγα. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα
Εὐήθης (=αὐτός πού ἔχει καλό ἦθος, ἀγαθιάρης, τοῦ εὐκρινής: εὐκρίνεια (=σαφήνεια), εὐκρινῶς,
ἀνόητος). Ἀπ’ τό εὖ + ἦθος. Παράγωγα: εὐήθεια εὐκρινέω–ῶ (=διαλέγω καλά), διευκρίνησις.
(=ἁπλοϊκότητα, ἀνοησία), εὐηθία, εὐηθίζομαι Εὐκταῖος (=ποθητός). Ἀπ’ το εὔχομαι, ὅπου δές
(=φέρνομαι ἀνίκητα), εὐηθικός, εὐήθως. γιά περισσότερα παράγωγα.
Εὐήκοος (=αὐτός πού πρόθυμα ἀκούει. Ἀπ’ τό εὖ + Εὐλαβής (=προσεχτικός, θεοσεβής). Ἀπ’ τό εὖ + λα-
ἀκούω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. βεῖν τοῦ λαμβάνω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγω-
Εὐήλιος (=προσηλιακός). Ἀπ’ τό εὖ + ἥλιος. γα. Παράγωγα τοῦ εὐλαβής: εὐλάβεια, εὐλαβῶς,
Εὐημερῶ (=εὐτυχῶ). Παρασύνθετο ἀπ’ τό εὐή- εὐλαβέομαι-οῦμαι (=φυλάγομαι, προσέχω, σέβο-
μερος (εὖ + ἡμέρα). Παράγωγα: εὐημερία, εὐη- μαι), εὐλαβητέον, εὐλαβητικός.
μέρημα. Εὔληπτος (=εὐκολονόητος). Ἀπ’ τό εὖ + ληπτός
Εὐθαρσής (=τολμηρός). Ἀπ’ τό εὖ + θάρσος - θάρ- τοῦ λαμβάνω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
ρος. Παράγωγα: εὐθαρσέω-ῶ (=εἶμαι τολμηρός), ράγωγα.
εὐθαρσία ἤ εὐθάρσεια (=τόλμη). Εὔλογος (=λογικός). Ἀπ’ τό εὖ + λόγος τοῦ λέγω,
Εὐθενέω καί εὐθηνέω (=εὐημερῶ, ἔχω ἀφθονία). ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Παρασύνθετο ἀπ’ τό εὐθενής ἤ εὐθηνός (νεοελλ. Εὐμάρεια (=εὐκολία, ἄνεση). Ἀπ’ τό εὐμαρής
φτηνός) (εὖ + θεμ. θενεσ) (=ἄφθονος). Παράγω- (=εὔκολος), (εὖ + μάρη = χέρι).
γα: εὐθένεια ἤ εὐθηνία (=ἀφθονία). Εὐμενής (=εὐνοϊκός). Ἀπ’ τό εὖ + μένος (=διάθε-
Εὐθηνία (=ἀφθονία, φτήνια). Ἀπ’ τό εὐθηνῶ. ση). Παράγωγα: εὐμένεια, εὐμενῶς, εὐμενέω-ῶ,
Εὔθυμος. Ἀπ’ τό εὖ + θυμός. Παράγωγα: εὐθυμία, εὐμενικός, Εὐμενίδες (κατ’ εὐφημισμό οἱ Ἐρινύ-
εὐθυμέω, εὐθυμητέον. ες), εὐμενίζομαι, ἐξευμενίζω.
Εὐθύνη καί πιό σωστά εὔθυνα (=λογοδοσία). Ἀπ’ Εὐνή (=κρεβάτι, στρῶμα, φωλιά). Ἴσως ἀπ’ τό εὔδω
τό εὐθύνω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. (=κοιμοῦμαι). Παράγωγα: εὐνάζω (=βάζω κά-
Εὐθύνω (=ὁδηγῶ εὐθεία, διευθύνω). Ἀπ’ τό ἐπί- ποιον νά κοιμηθεῖ), εὐναῖος, εὐνάσιμος, εὐνα-
θετο εὐθύς (ἀπ’ τό ἰων. ἐπιρρ. ἰθύς = κατευθείαν τήριον (=κοιτώνας), εὐνάω (=πλαγιάζω), εὐνέ-
ἀπό ρίζα ι τοῦ εἶμι). Παράγωγα: εὔθυνα ἤ εὐθύ- της (=σύζυγος), εὐνέτις (θηλ. ἡ σύζυγος), εὔνη-
νη, εὔθυνσις, διεύθυνσις, κατεύθυνσις, εὐθυντέ- μα (=συγκοίμηση), εὐνητήρ-εὐνατήρ = εὐνα-
ον, εὐθυντήρ, εὐθυντήριος, εὐθυντής, διευθυ- στήρ (=σύζυγος), εὐνάτειρα = εὐνήτρια (=ἡ σύ-
ντής, εὐθυντικός, εὐθυντός. ζυγος), εὐνῆθεν, κατευνασμός, κατευναστικός,
Εὐθύς (=ἴσιος). Ἰων. καί ἐπικός τύπος ἰθύς. Ἀπ’ εὐνοῦχος, σύνευνος.
τό ἐπίρρ. ἰθύς ἀπό ρίζα ι τοῦ εἶμι, ὅπου δές γιά Εὔνους (=φιλικός). Ἀπ’ το εὖ + νόος-νοῦς. Παρά-
ἄλλα παράγωγα. γωγα: εὐνοῶ, εὐνόησις, εὐνόημα, εὐνοητικῶς,
Εὔκαιρος (=πού ἔγινε στήν κατάλληλη στιγμή). Ἀπ’ εὔνοια, εὐνοϊκός, εὐνόως.
τό εὖ + καιρός. Παράγωγα: εὐκαιρία, εὐκαίρως, Εὔξεινος (=φιλόξενος). Ἀπ’ τό εὖ + ξένος. (Εὔξεινος
εὐκαιρῶ, εὐκαίρημα. Πόντος, ἀντί ἄξενος ἀπ’ τίς ἄγριες φυλές πού κα-
Εὐκλεής (=δοξασμένος). Ἀπ’ τό εὖ + κλέος (=δό- τοικοῦσαν στά παράλιά του, κατ’ εὐφημισμό).
ξα). Παράγωγα: εὔκλεια (=δόξα), εὐκλείζω (=δο- Εὐοδέω καί εὐοδόω-ῶ (=πηγαίνω καλά, κάνω τήν
ξάζω), εὐκλεῶς. πορεία κάποιου καλή). Παρασύνθετο ἀπ’ τό εὔο-
Εὔκολος (=πού εὔκολα εὐχαριστιέται μέ τήν τρο- δος (=εὐδιάβατος), (εὖ + ὁδός τοῦ εἶμι). Παρά-
φή του, καλόκαρδος, πρόθυμος). Ἀπ’ τό εὖ + κό- γωγα: εὐοδία (=καλό ταξίδι), (νεοελλ. κατευό-
λον (=τό κάτω μέρος τοῦ παχέος ἐντέρου). Πα- δωση = ἐπιτυχία).
89
Εὔχομαι (=προσεύχομαι, ἐπιθυμῶ, εὔχομαι). Ἀπό ρισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἵημι.
ρίζα Fαυ- ἤ Fευ-. Θέμα: ευχ + ομαι = εὔχομαι. Πα- Ἐφόδιος (=ἀναγκαῖος γιά ταξίδι). Ἀπ’ τό ἐπί + ὁδός
ράγωγα: εὐχή, εὖχος, εὐχέτης, εὐχετῶμαι (ἐπικ.), τοῦ ἔρχομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
εὐκταῖος (=ἀναθηματικός), εὐκτήριος, εὐκτικός, Παράγωγα τοῦ ἐφόδιος: ἐφόδιον, ἐφοδιάζω.
εὐκτός (=ἐπιθυμητός), εὐκτέον, ἀπευκτός, πολύ- Ἔφοδος, ἡ (=ἐπίθεση, ἐπιδρομή). Ἀπ’ τό ἐπί + ὁδός
ευκτος, ἀπευκταῖον (=τό μή ἐπιθυμητό), εὐχωλή τοῦ ἔρχομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παρά-
(ποιητ. = προσευχή). γωγα.
Εὐχωλή (=προσευχή, τάξιμο). Ἀπ’ τό εὔχομαι, ὅπου Ἐφορεία (=ἐπιτήρηση, ἐπίβλεψη, ἀξίωμα ἐφόρου).
δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ἀπ’ τό ἐφορεύω = ἐφοράω (ἐπί + ὁράω-ῶ) ἀπ’
Εὔψυχος (=γενναῖος). Ἀπ’ το εὖ + ψυχή τοῦ ψύχω, ὅπου καί οἱ λέξεις: ἐφορεῖον, ἐφορικός.
ὅπου δές για περισσότερα παράγωγα. Παράγω- Ἔφορος (=ἐπόπτης). Ἀπ’ τό ἐπί + ὁράω-ῶ, ὅπου
γα τοῦ εὔψυχος: εὐψυχία, εὐψυχέω. δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ἀπ’ τό ἔφορος:
Εὐώδης (=εὐωδιαστός). Ἀπ’ το εὖ + ὄδωδα τοῦ τό ἐφορεύω.
ὄζω (=μυρίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα πα- Ἐχέγγυος (=ἀξιόπιστος). Σύνθετο ἀπ’ τό ἔχω +
ράγωγα. ἐγγύη (=ἐνέχυρο). Δές γιά περισσότερα παρά-
Εὐώνυμος (=πού ἔχει καλό ὄνομα, κατ’ εὐφημισμό γωγα στό ρῆμα ἐγγυάω-ῶ καί στό ἔχω.
ἀντί ἀριστερός). Ἀπ’ τό εὖ + ὄνομα-ὄνυμα. Ἐχέμυθος (=αὐτός πού κρατάει τό μυστικό). Ἀπ’
Εὐωχία (=καλή διάθεση, συμπόσιο). Ἀπ’ τό εὐωχῶ τό ἔχω + μῦθος. Δές γιά περισσότερα παράγω-
(εὖ + ἔχω), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παρά- γα στό ρῆμα ἔχω.
γωγα τοῦ εὐωχῶ: εὐωχητήριον, εὐωχητής, εὐω- Ἐχέφρων (=συνετός). Ἀπ’ το ἔχω + φρήν. Δές γιά
χητικός, εὐωχιαστικός. περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἔχω.
Ἔφεδρος (=αὐτός πού κάθεται πάνω σέ ἕδρα, αὐτός Ἐχθρός. Ἀπ’ τό ἔχθος (=μίσος) ἀπ’ ὅπου καί τά
πού περιμένει νά πιάσει τή θέση ἄλλου στρατι- παράγωγα: ἐχθαίρω (=μισῶ), ἔχθρα, ἐχθραίνω,
ώτη). Ἀπ’ τό ἐπί + ἕδρα τοῦ ἕζομαι (=κάθομαι), ἐχθραντέος, ἐχθραντικός, ἔχθρασμα, ἐχθρεύω,
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγω- ἐχθρικός, ἔχθω (=μισῶ).
γα τοῦ ἔφεδρος: ἐφεδρεύω, ἐφεδρία. Ἔχω. Θέμα: σεχ- μέ τροπή τοῦ σ σέ δασεία γίνεται
Ἐφεξῆς (=στή σειρά). Ἀπ’ τό ἐπί + ἑξῆς τοῦ ἔχω, ἕχ καί μέ ἀνομοίωση τῆς δασείας σέ ψιλή, ἐπει-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. δή ἀκολουθεῖ τό δασύ χ, γίνεται ἔχω. Παρατ.:
Ἔφεσις (=τό νά ρίχνεις κάτι ἐναντίον κάποιου, ἡ ἐ-σεχ-ον ἔ-εχ-ον μέ συναίρεση: εἶχον. Μέλ-
προσφυγή σ’ ἄλλο δικαστήριο ). Ἀπ’ τό ἐφίημι λοντας: σεχ-σ-ω ἕξω (διατηρεῖται ἡ δασεία, δι-
= ἐπί + ἵημι (=ρίχνω), ὅπου δές γιά περισσότε- ότι δέν ἀκολουθεῖ τό δασύ χ ὅπως στόν ἐνεστ.)
ρα παράγωγα. Ἀόρ.: ἔ-σεχ-ον ἔσχον. Παρακ. ἀπό θέμα σεχ
Ἐφέστιος (=πού ἀνήκει στήν ἑστία, οἰκογενεια- σχε σχη ἔσχηκα (ἀπ’ ἐδῶ καί ό μέλλο-
κός). Ἀπ’ τό ἐπί + ἑστία τοῦ ἕζομαι (=κάθομαι), ντας: σχήσω). Παράγωγα: ἐχυρός (=ἀσφαλισμέ-
ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. νος), ὀχυρός, ἐνέχυρον, ἐκεχειρία, ἐχῖνος (=ἀχι-
Ἔφηβος (ἀπό 18-20 χρονῶν). Ἀπ’ τό ἐπί + ἥβη νός, σκαντζόχοιρος), ὄχος (=ὄχημα), ὀχή (=στή-
(=νιότη). Παράγωγα: ἐφηβεία, ἐφηβεύω, ἐφη- ριγμα), ἔνοχος, ἔξοχος, κάτοχος, μέτοχος, ὑπέρο-
βικός, ἐφήβαρχος. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό χος, ἡνίοχος, ἀνοχή, ἀντοχή, ἀποχή, ἐνοχή, ἐξο-
ρῆμα ἡβῶ. χή, κατοχή, μετοχή, παροχή, περιοχή, ὑπεροχή,
Ἑφθημιμερίς (=τό πρῶτο μέρος τοῦ ἑξαμέτρου, ὅταν συνοχή, ἀνακωχή (=διακοπή στίς ἐχθροπραξί-
περιέχει ἑπτά μισά μέρη, δηλ. 3 πόδες καί μισό). ες), εὐωχῶ, εὐωχία, ὀχεύς, ἕστωρ (=πάσσαλος),
Σύνθετο ἀπ’ τό ἑπτά + ἥμισυς+μέρος. Ἕκτωρ, ἐχέτωρ (=αὐτός πού κρατάει), ὄχανον
Ἑφθός (=βραστός, μαγειρεμένος). Ἀπ’ τό ἕψω (=λαβή ἀσπίδας), ὄχα (ἐπιρρ. = ἔξοχα), ἐχέθυμος
(=βράζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγω- = ἐχέφρων (=συνετός), ἐχέμυθος (=πού κρατάει
γα. τό μυστικό), ἐχέγγυος (=ἀξιόπιστος), ἐχομένως
Ἐφίεμαι (=ἐπιθυμῶ). Ἀπ’ τό ἐπί + ἵεμαι. Δές γιά πε- (=στή σειρά), ἐχόντως, συνεχής, νουνεχής, κλη-
91
Ζ Ζῆτα
Ζα- ἀντί διά. Προθεματικό μεγεθυντικό μόριο ζύγιος, σύζυγος, ὁμόζυγος, ζυγομαχῶ (=ἀγωνί-
ὅπως τά: ἀρι-, ἐρι-, π.χ. ζαμενής (=ὁρμητικός), ζομαι), ζυγοστατῶ (=ζυγίζω), ζυγῶ, ζυγωτός, ζύ-
ζάπλουτος. γωμα, ζύγωσις, ὑποζύγιον.
Ζάθεος (=πολύ θεῖος, πανίερος). Ἀπ’ τό μεγεθυ- Ζέφυρος (=βορειοδυτικός ἄνεμος). Ἀπ’ τό ζόφος
ντικό μόριο ζα + θεός. (=σκοτάδι), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
Ζάλη (=τρικυμία). Ἴσως ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τό ζέω Ζέω (=βράζω). Ἀπό ρίζα ζεσ ζέσ-ω καί μέ ἀπο-
(=βράζω). βολή τοῦ σ ἀνάμεσα σέ δυό φωνήεντα ζέω.
Ζάπλουτος (=βαθύπλουτος). Άπ’ τό μεγεθυντικό Παράγωγα: ζέμα (=ἀπόβρασμα), ζέσις (=βράσι-
μόριο ζα + πλοῦτος. μο), ζεστός (=βραστός). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα οἱ λέ-
Ζειά, ἡ (=χοντράλευρο, τροφή γιά ἄλογα). Πρω- ξεις: ζάλη, ζῆλος, ζύμη, ζῦθος.
τότυπη λέξη. Ζῆλος (=δυνατή ἐπιθυμία, πάθος). Ἴσως ἀπ’ τό ζέω
Ζείδωρος (=γόνιμος, καρποφόρος). Ἀπ’ τό ζειά + (=βράζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
δωροῦμαι. Μερικοί παράγουν τή λέξη ἀπ’ τό ζή- Παράγωγα τοῦ ζῆλος: ζηλῶ, ζήλωμα (=ἀνταγω-
ω-ζῶ (βιόδωρος) (=πού δίνει ζωή). νισμός), ζήλωσις, ζηλωτής (=θαυμαστής), ζηλω-
Ζευγηλάτης (=ὁδηγός ζεύγους βοδιῶν). Ἀπ’ τό τός (=ἀξιοζήλευτος), ἀζήλωτος, ζηλωτέος, ζηλή-
ζεῦγος τοῦ ζεύγνυμι + ἐλαύνω. Δές γιά ἄλλα πα- μων, ζηλότυπος (=ζηλιάρης), ζηλοτυπέω (=ζη-
ράγωγα στά ρημ. ἐλαύνω καί ζεύγνυμι. λεύω), ζηλοτυπία (=ζήλια), ζηλοτύπως, χαμαί-
Ζεύγνυμι (=βάζω κάτω ἀπ’ τό ζυγό). Θέματα: α) ζηλος (=ταπεινός).
ζευγ (ἰσχυρό) + πρόσφυμα νυ + μι ζεύγνυμι, Ζηλότυπος (=ζηλιάρης). Ἀπ’ τό ζῆλος (τοῦ ζέω) +
β) ζυγ (ἀσθενές) (ἐζύγην παθ. ἀόρ.). Παράγωγα: τύπτω (=χτυπῶ). Δές γιά περισσότερα παράγω-
ζεῦγμα, ζευγίτης (=αὐτός πού μποροῦσε νά συ- γα στή λέξη ζῆλος καί στό ρῆμα τύπτω.
ντηρήσει ζεῦγος βοδιῶν), ζεύγλη (=τό καμπύλο Ζημία (=βλάβη, πρόστιμο, τιμωρία). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυ-
μέρος τοῦ ζυγοῦ, ὅπου μπαίνει ὁ τράχηλος τοῦ μολογία του. Ἴσως νά σχετίζεται. μέ τή λέξη ζῆλος
ζώου), ζευγηλάτης, ζεῦγος, ζευκτός (=ζεμένος), ἤ μέ τό ρῆμα δαμάω (=τιμωρῶ). Παράγωγα: ζη-
ζεῦξις (=ζέψιμο), σύζευξις, διάζευξις, ζεύκτης, ζευ- μιόω-ῶ (=τιμωρῶ), ζημίωμα (=ποινή), ζημίωσις,
κτήρ, ζευκτικός, διαζευκτικός, ζευκτήριος, ζυγός, ζημιωτής, ἀζημίωτος, ζημιώδης (=βλαβερός).
93
Η
Ἡβάσκω (=ἀρχίζω νά γίνομαι ἔφηβος). Ἐναρκτικό
Ἦτα
95
Θ Θῆτα
Θᾶκος, ὁ καί ἰων. θῶκος (=ἕδρα, κάθισμα). Ἀπ’ τό Θάλπω (=ζεσταίνω, περιποιοῦμαι). Πιθανόν ἀπό
ρῆμα θάσσω (=κάθομαι). ρίζα θερ- τοῦ θέρω (=ζεσταίνω). Παράγωγα: τό
Θάλαμος (=ἐσωτερικός χῶρος, κοιτώνας). Συγγενι- θάλπος (=ζέστη), θαλπτέον, θαλπωρή, θαλπτή-
κό μέ τό θόλος. Παράγωγα: θαλαμεύω (=ὁδηγῶ ριος, θάλψις, περίθαλψις, δυσθαλπής, θαλπιάω
στό θάλαμο), θαλάμη (=τρύπα), θαλάμιος, θα- (=γίνομαι θερμός).
λαμίτης, θαλαμηπόλος, θαλαμηγός. Θαλπωρή (=ζεστασιά). Ἀπ’ τό θάλπω, ὅπου δές
Θάλασσα. Ἀπό ρίζα ταραχ- (τοῦ ταράσ-σω) τα- γιά περισσότερα παράγωγα.
ραχ-j-α θαλαχ-j-α θάλασσα (=αὐτή πού τα- Θαμά (=συχνά). Συγγενικό μέ τό ἅμα. Παράγω-
ράζει). Ἤ ἀκόμα ἀπ’ τό ἅλς-ἁλός (θάλασσα). Πα- γα: θαμέες (=πολλοί), θαμίζω (=συχνάζω), θα-
ράγωγα: θαλασσεύω (=ταξιδεύω στή θάλασσα), μινός, θάμνος, θαμυρός, θάμυρις (=πανηγύρι),
θαλάσσιος, ἐπιθαλάσσιος (παραθαλάσσιος), θα- θαμυρίζω (=μαζεύω).
λασσοκρατῶ (=εἶμαι κύριος τῆς θάλασσας), θα- Θάμβος, τό (=ἔκπληξη, θαυμασμός). Ἀπό ρίζα θαF-
λασσοκράτωρ, θαλασσόπληκτος. τοῦ θαυμάζω ἤ θαπ- τοῦ ἐπικ. παρακ. τέθηπα ἀπ’
Θαλερός (=ἀκμαῖος, ζωηρός). Ἀπ’ τό θαλεῖν, ἀόρ. ὅπου καί τό ὁμηρ. τό τάφος (=ἔκπληξη). Παρά-
β΄ τοῦ θάλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- γωγα: θαμβέω-ῶ (=εἶμαι ἔκθαμβος), θάμβημα,
ράγωγα. θάμβησις, θαμβητός, ἔκθαμβος.
Θαλλός (=βλαστάρι, κλωνάρι). Ἀπ’ τό θάλλω, ὅπου Θαμίζω (=συχνάζω). Ἀπ’ τό ἐπίρρ. θαμά, ὅπου δές
δές γιά περισσότερα παράγωγα. γιά περισσότερα παράγωγα.
Θάλλω (=ἀκμάζω). Ἀπό ρίζα θα- θαλ-. Με θέμα Θάνατος. Ἀπ’ τό θανεῖν, ἀόρ. β΄ τοῦ θνῄσκω, ὅπου
θαλ + πρόσφυμα j θάλ-j-ω μέ ἀφομοίωση δές γιά περισσότερα παράγωγα.
τοῦ j σέ λθάλλω. Παράγωγα: θαλλός (=βλα- Θάπτω. Ἀπό θέμα θαφ + πρόσφυμα τ + ω θάφτω
στάρι), θαλλίον (ὑποκορ.), θαλερός, θαλερότης, θάπτω. Παράγωγα: θαπτέον, ἄθαπτος, τάφος,
θάλεια (=ὡραία), Θάλεια (=μία ἀπ’ τίς Μοῦσες), ταφή, ἄταφος, ἐπιτάφιος, ταφεύς, κενοτάφιον, τά-
ἡ θαλία (=εὐτυχία), τό θάλος (=παιδί, βλαστά- φρος, ταφρεύω (=ἀνοίγω τάφρο), ταφρεία.
ρι), ἀειθαλής, εὐθαλής, Θαλύσια, τά (=οἱ ἀπαρ- Θάρσος ἤ θράσος ἤ θάρρος, τό (=τόλμη, μέ κα-
χές τοῦ θερισμοῦ), θαλέθω (=ἀκμάζω), θηλή, κή σημασία αὐθάδεια). Ἀπό ρίζα θαρσ- ἤ θρασ-
θῆλυς, νεηθαλής. ἀπ’ ὅπου παράγονται καί οἱ λέξεις: θαρσέω-ῶ,
97
Θέρος (=καλοκαίρι). Ἀπ’ τό θέρω, ὅπου δές γιά πε- σβευτής, θεατής). Παράγωγα: θεωρία, θεωρικός,
ρισσότερα παράγωγα. θεωρικά (χρήματα = τά λεφτά πού ἔδιναν στούς
Θέρω (=ζεσταίνω). Ἀπό ρίζα θερ-, ἀπ’ ὅπου καί φτωχούς, γιά νά παρακολουθοῦν κι αὐτοί τό θέ-
τά παράγωγα: θέρος, θέρειος, θέρετρον, θερινός ατρο), θεώρημα, θεωρηματικός, θεώρησις, θεω-
(=καλοκαιρινός), θερίζω, θερμός, θερμαίνω, θέρ- ρητέον, θεωρητής, θεωρητικός, θεωρητός, ἀθε-
μω καί τό μέσο θέρομαι (=ζεσταίνομαι). ώρητος, δυσθεώρητος.
Θέσις (=τοποθέτηση, κατάσταση). Ἀπ’ τό τίθημι, Θεωρικά (=λεφτά τοῦ δημόσιου πού δίνονταν
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. στούς φτωχούς γιά τό εἰσιτήριο στό θέατρο).
Θέσμιος (=νόμιμος). Ἀπ’ τό θεσμός τοῦ τίθημι, Ἀπ’ τό θεωρός. Δές γιά περισσότερα παράγω-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. γα στό θεωρῶ.
Θεσμοθέτης (=νομοθέτης). Σύνθετο ἀπ’ τό θεσμός Θεωρός (=θεατής, πρεσβευτής σταλμένος σέ μα-
+ τίθημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ντεῖο). Ἀπ’ τό θεός + ὥρα (=φροντίδα), ὅπως
Θεσμός (=νόμος). Ἀπ’ τό τίθημι, ὅπου δές γιά πε- τά θυρωρός, τιμωρός κ.λπ. Δές γιά παράγωγα
ρισσότερα παράγωγα. στό ρῆμα θεωρῶ.
Θεσμοφοριάζω (=γιορτάζω τή γιορτή τῶν Θεσμο- Θήγω (=ἀκονίζω, ξεσηκώνω), θέμα θηγ + ω
φορίων). Παρασύνθετο ἀπ’ τό οὐσ. θεσμοφόρια θήγω. Παράγωγα: θηγάνη (=ἀκόνη), θηγαλέος
(=γιορτή τῶν γυναικῶν τῆς Ἀθήνας πρός τιμή (=κοφτερός), θηκτός (=ἀκονισμένος), ἄθηκτος
τῆς Δήμητρας) (θεσμοφόρια ἀπ’ τό θεσμοφόρος (=ἀκόνιστος), θῆξις (=ἀκόνισμα).
θεσμός + φέρω, ἐπειδή ἡ Δήμητρα ἔφερε τήν Θήκη. Ἀπ’ τό τίθημι, ὅπου δές γιά περισσότερα
καλλιέργεια τῆς γῆς καί τούς κανονισμούς πο- παράγωγα.
λιτισμένης ζωῆς). Θηλάζω (=βυζαίνω). Ἀπ’ τό θηλή (=ρώγα μαστοῦ).
Θεσπέσιος (=θαυμάσιος, ἔξοχος). Σύνθετο ἀπ’ τό Παράγωγα: θηλασμός, θηλάστρια, θηλαμών, θη-
θεός + ἔσπον = εἶπον. Δές γιά περισσότερα πα- λαμινός, θηλαστικός.
ράγωγα στό ρῆμα λέγω καί στή λέξη θεός. Θηλή (=ρώγα μαστοῦ). Ἀπ’ τόν παρακ. τέθηλα τοῦ
Θεσπίζω (=προφητεύω). Ἀπ’ τό θέσπις (=θεόπνευ- θάλλω, ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις: θῆλυς, τιθήνη, θη-
στος) (θεός + ἔπος). Παράγωγα: θέσπισμα, θε- λύνω, θάω (=θηλάζω), τιτθός, τίτθη.
σπιστής. Θηλυπρεπής (=πού ταιριάζει σέ γυναίκα). Σύνθε-
Θέσπις (=θεόπνευστος). Ἀπ’ τό θεός + ἔπος τοῦ το ἀπ’ τό θῆλυς + πρέπω.
λέγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα κα- Θῆλυς, θήλεια, θῆλυ (=θηλυκός). Ἀπ’ τό θηλή. Πα-
θώς καί στή λέξη θεός. ράγωγα τοῦ θῆλυς: θηλύνω, ἐκθήλυνσις (=χα-
Θέσφατος (=αὐτός πού τόν ὅρισε ὁ θεός). Σάν οὐσ. λάρωση).
τά θέσφατα (=οἱ χρησμοί). Σύνθετο ἀπ’ τό θεός Θήρα, ἡ (=κυνήγι). Ἀπ’ τό θηρρός (=ἄγριο ζῶο). Δές
+ φημί. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα φημί γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα θηρεύω.
και στή λέξη θεός. Θηρεύω (=κυνηγῶ). Ἀπ’ τό οὐσ. θήρ-θηρός (=ἄγριο
Θετός (=τοποθετημένος, υἱοθετημένος). Ἀπ’ τό τί- ζῶο) ἀπ’ ὅπου τά παράγωγα: θήρα, θηραγρέτης
θημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. (=κυνηγός), θηράω, θήραμα, θηράσιμος, θηρατήρ
Θέω (=τρέχω). Ἀπό θέμα θεF = θέ+ω θέω. Τό = θηράτωρ = θηρατής (=κυνηγός), θηράτειρα,
θε- ἔγινε θο- μέ μετάπτωση. Παράγωγα: θοός θηρατέος, θηρατέον, θηρατικός, θηρατός, θήρα-
(=γρήγορος), θοάζω (=σπεύδω), θοόω (=κά- τρον (=παγίδα), θήρειος, θήρευμα, θήρευσις, θη-
νω κάτι ὀξύ), καί τά σύνθετα: βοηθόος καί βοη- ρευτέον, θηρευτήρ = θηρευτής, θηρευτικός, θη-
θός, Ναυσίθοος, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- ρευτός, θηρεύτρια, θηρίον, θηριακός, θηριότης,
ράγωγα. θηριώδης, θηριοῦμαι (=γίνομαι ἄγριος).
Θεωρῶ (=βλέπω, παρατηρῶ, εἶμαι πρεσβευτής σέ Θηρίον (=ἄγριο ζῶο). Σάν ὑποκοριστικό τοῦ θήρ.
μαντείο). Ἀπ τό θεωρός δωρ. θεαρός (θεαορός) Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα θη-
ἀπό ρίζα θαF = θαυ + Fορ τοῦ ὁρῶ ἤ καλύτερα ρεύω.
ἀπ’ τό θεός + ὥρα (=φροντίδα) (θεωρός= πρε- Θησαυρός. Ἀπό ρίζα θησ- τοῦ τίθημι + κατάληξη
99
Παράγωγα: θρηνῶ, θρήνημα, θρηνητέος, θρη- ὑπερηφανεύομαι). Ἀπό ρίζα τερ- τοῦ τείρω (=τρί-
νητήρ, θρηνητής, θρηνήτωρ, θρηνητήριος, θρη- βω, ταλαιπωρῶ) καί ἀπό ρίζα τρυ-, ἀπ’ ὅπου καί
νητικός, θρηνήτρια, θρηνητός, ἀθρήνητος, θρη- τό τρύχω, τρύω, τρυφή. Θέμα: τρυφ + πρόσφυ-
νώδης. μα τ + ω τρύφ-τ-ω καί μέ τροπή τοῦ φ σέ π
Θρησκεία. Ἀπ’ τό θρησκεύω πού παράγεται ἀπ’ τό καί τοῦ τ σε θ τρύπτω θρύπτω. Παράγω-
θρῆσκος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. γα: θρύμμα (=συντρίμμι), θρυπτικός (=εὔθραυ-
Θρῆσκος (=θεοφοβούμενος). Ἴσως ἀπό ρίζα θρε- στος), ἔνθρυπτος, ἄθρυπτος, εὔθρυπτος, θρύψις,
τοῦ θρέομαι (=ψιθυρίζω προσευχές). Εἶναι συγ- τρυφή (=τρυφερότητα, πολυτέλεια), τρυφῶ (=ζῶ
γενικό μέ τό θεράπων. Παράγωγα: θρησκεύω, μέ πολυτέλεια), τρύφημα, ἐντρύφημα, τρυφητής
θρησκεία, θρήσκευμα, θρησκεύσιμος, θρησκευ- (=ἀκόλαστος), τρυφερός, τρυφερότης, τρυφη-
τής, θρησκευτήριον. λός, τρύφος, τό (=κομμάτι).
Θρίαμβος. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως νά Θρώσκω (=πηδῶ, ὁρμῶ). Ἀπό ρίζα θορ- μέ μετά-
σχετίζεται μέ τίς λέξεις: τρίσαμβος (=χορός σέ θεση θρο- καί μέ ἔκταση θρω + προσφυμα ισκ
τρεῖς χρόνους) ἤ διθύραμβος. Παράγωγα: θρι- θρω-ίσκ-ω θρῴσκω καί θρώσκω. Ἀπ’ τή ρί-
αμβεύω, θριαμβεία, θριαμβευτής, θριαμβευτι- ζα θορ- παράγονται τά: θορός (=σπέρμα ἀρσενι-
κός, θριαμβικός. κοῦ), θορή, θοῦρος (=ὁρμητικός), θούριος, θου-
Θριγκός (=γείσωμα, κορνίζα). Μᾶλλον ξενική ἡ ραῖος (=βίαιος).
προέλευσή του. Παράγωγα: θριγκίον (ὑποκορ.), Θυγάτηρ. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
θριγκόω, θριγκώδης, θρίγκωμα (=γεῖσο). Θύελλα (=καταιγίδα). Ἀπ’ τό θύω (=ὁρμῶ), ὅπου
Θρίξ-τριχός (=τρίχα). Εἶναι συγγενικό μέ τό τρι- δές γιά ἄλλα παράγωγα.
χίς-ίδος (=ψάρι μέ μικρά ἀγκάθια σάν τρίχες). Θυηπόλος (=αὐτός πού ἀσχολεῖται μέ θυσίες, ἱε-
Παράγωγα τοῦ θρίξ: τρίχινος, τριχόβρως (=βώ- ρέας). Σύνθετο ἀπ’ τό θύω + πολέω (=περιφέρο-
τριδα, σκόρος), τριχώδης, τρίχωμα, τρίχωσις, μαι, συχνάζω). Δές στό θύω καί στό πολέω γιά
τριχωτός, πυρρόθριξ (=κοκκινομάλλης), ὕστριξ περισσότερα παράγωγα.
(=σκαντζόχοιρος). Θύλακος, ὁ (=σακούλα). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία
Θροέω-ῶ (=ψιθυρίζω, διαδίνω). Ἀπ’ τό θρόος-θροῦς του. Παράγωγα: θυλάκιον (ὑποκορ.), θυλακοει-
(=θόρυβος, ψίθυρος) πού παράγεται ἀπό ρίζα θρε δής, θυλακοφόρος.
τοῦ θρέομαι (=φωνάζω). Μέ θέμα θρο + προσφυ- Θῦμα (=σφάγιο). Παράγωγα τοῦ θύω (=θυσιάζω),
μα ε + σ θρο-έ-σ-ω καί μέ ἀποβολή τοῦ σ ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
θροέω-θροῶ. Παράγωγο: θρόησις (=φόβος). Θυμέλη (=βωμός). Παράγωγο τοῦ θύω (=θυσιάζω),
Θρόμβος (=σβῶλος, ὄγκος ἀπό πηγμένο αἷμα). Συγ- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
γενεύει μέ τό τρέφω (παρακ. τέτροφα). Θυμιάω (=θυμιατίζω). Άπ’ τό θῦμα τοῦ θύω, ὅπου
Θρόνος (=κάθισμα, ἕδρα). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα τοῦ δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ
θράω, ἀπ’ ὅπου καί ἡ λέξη θρᾶνος, ὅπου δές γιά θυμιάω-ῶ: θυμίαμα, θυμίασις, θυμιατέον, θυμια-
ἄλλα παράγωγα. τήριον, θυμιατικός, θυμιατός.
Θρόος-θροῦς, ὁ (=θόρυβος ἀπό πολλές φωνές). Θυμοειδής (=θαρραλέος, γενναιόκαρδος). Σύνθε-
Ἀπό ρίζα θρε- τοῦ θρέομαι (=φωνάζω), ἀπ’ ὅπου το ἀπ’ τό θυμός τοῦ θύω (=ὁρμῶ) + εἶδος. Δές
καί οἱ λέξεις: θρῆνος, θρῦλος, θόρυβος. Παράγω- γιά περισσότερα παράγωγα στό θυμόω καθώς
γα τοῦ θροῦς: θροέω καί θρόησις. καί στό θύω (=ὁρμῶ).
Θρυαλλίς-ίδος (=φυτίλι. Ἀπ’ τό θρύον (=βοῦρ- Θυμός (=ψυχή, πνεῦμα, ζωή, ὀργή). Ἀπ’ τό θύω
λο). (=ὁρμῶ), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα
Θρῦλος (=κραυγή, βοή). Ἀπό ρίζα θρε τοῦ θρέο- καθώς καί στό ρήμα: θυμόω.
μαι (=φωνάζω). Παράγωγα: θρυλέω-ῶ (=μιλῶ Θυμόω (=ἐξοργίζω). Ἀπ’ τό θυμός τοῦ θύω
συχνά γιά κάτι), θρύλημα, θρυλικός, θρυλητός, (=ὁρμῶ), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Πα-
πολυθρύλητος. ράγωγα τοῦ θυμόω: θύμωμα, θύμωσις, θυμω-
Θρύπτω (=σπάνω, θρυματίζω, παθητ.: κάνω νάζια, τικός καί τά σύνθετα: θυμοβόρος, θυμοδαχής,
101
Ι Ἰῶτα
Ἰαίνω (=ζεσταίνω, εὐχαριστῶ). Ἄγνωστη ἡ ἀρχή Ἰάχω (=φωνάζω). Ἀπ’ τό ἰά (=κραυγή). Στήν ἀρχή
της. I+σ+αν+jω=ἰανjω=ἰαίνω. ἦταν FιFαχω. Παράγωγα: ἰαχή, ἰαχέω-ῶ, Ἴακχος,
Ἴακχος (=ὄνομα τοῦ Βάκχου). Ἀπ’ τό ἰάχω ἰάκχιος.
(=κραυγάζω), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Ἰδέα (=μορφή). Ἀπ’τό ἰδεῖν τοῦ ὁράω-ῶ, ὅπου δές
Ἴαμα (=γιατρικό). Ἀπ’ τό ἰάομαι-ἰῶμαι (=θεραπεύω), γιά περισσότερα παράγωγα.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ἰδιάζω (=ζῶ χωριστά ἀπ’ τούς ἄλλους). Ἀπ’ τό
Ἴαμβος (=μετρικός πόδας ἀπό μία βραχεία καί ἴδιος. Παράγωγα: ἰδιαζόντως (=ἰδιαίτερα), ἰδίασις
μιά μακρά συλλαβή). Πιθανόν ἀπ’ τό ἰάπτω (=μοναξιά), ἰδιασμός (=ἰδιοτροπία), ἰδιαστής
(=προσβάλλω μέ λόγια), ἐπειδή πρῶτοι οἱ σατυ- (=ἡσυχαστής), ἰδιαστικός.
ρικοί μεταχειρίστηκαν τόν ἴαμβο. Ἡ κατάληξη Ἰδιοσυγκρασία (=ἰδιαίτερη κράση τοῦ σώματος).
-αμβος βρίσκεται καί στίς λέξεις διθύραμβος, Σύνθετο ἀπ’ τό ἴδιος + συν + κρᾶσις τοῦ
θρίαμβος. κεράννυμι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή
Ἰάομαι-ῶμαι (=γιατρεύω). Ἀμφίβολη ἡ ρίζα του. λέξη ἰδιώτης καί στό ρῆμα κεράννυμι.
Ἴσως ἀπό ρίζα Fι Θέμα ἰά + ομαι-ἰῶμαι. Ἴσως Ἰδίω (=ἱδρώνω). Ἀπ’ το ἶδος, τό (=ἱδρώτας), ἀπό
νά ἔχει σχέση μέ τό ἰός (=δηλητήριο). Παράγωγα: ρίζα σFιδ, ἀπ’ ὅπου καί τό ἱδρόω, ὅπου δές γιά
ἴαμα (=γιατρικό), ἰαματικός, ἰάσιμος, ἴασις, Ἰασώ- ἄλλα παράγωγα.
οῦς (=θεά τῆς θεραπείας καί τῆς ὑγείας), ἰατήρ, Ἰδιώτης. Ἀπ’ τό ἴδιος, ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις:
ἰάτειρα, ἰατήριον (=γιατρειά), ἰατής, ἰατικός, ἰδιάζω, ἰδιότης, ἰδιόομαι-οῦμαι (=κάνω κάτι δικό
ἰατορία (=γιατρική), ἰατός, εὐίατος, δυσίατος, μου), ἰδίωμα, ἰδιωματικός, ἰδίωσις (=διάκριση),
ἀνίατος (=ἀγιάτρευτος), ἰατρεία (=γιατρειά), ἰδιωτεύω, ἰδιωτεία, ἰδιωτικός, ἰδιωτισμός καί τά
ἰατρεῖον, ἰάτρευμα, ἰάτρευσις, ἰατρευτέον, ἰατρεύω, σύνθετα: ἰδεολόγος (=ἰδιαίτερος κυβερνητικός
ἰατρός, ἰατρικός, ἰατρίσκος (ὑποκορ.), ἰάτωρ ὑπάλληλος), ἰδιολογοῦμαι (=μιλῶ μέ κάποιον
(=γιατρός). ἰδιαίτερα), ἰδιοσυγκρασία.
Ἰατρός. Ἀπ’ τό ἰάομαι-ῶμαι, ὅπου δές γιά Ἶδος (=ἱδρώτας). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως
περισσότερα παράγωγα. ἀπό ρίζα σFιδ τοῦ ἱδρόω. Παράγωγά του τά ἰδίω
Ἰαχή (=κραυγή, φωνή). Ἀπ’ τό ἰάχω, ὅπου δές γιά (=ἱδρώνω), ἀνιδίω, ἀνιδιτί (=χωρίς ἱδρώτα).
περισσότερα παράγωγα. Ἱδρόω-ῶ (=ἱδρώνω). Ἀπ’ τό ἱδρώς-ῶτος. Ἀρχική
103
ἰθύνω, ὅπου δές καί γιά ἄλλα παράγωγα. Ἱμάς-άντος (=δερμάτινο λουρί). Ἀπ’ τό ἄχρηστο
Ἱκανός. Ἀπό ρίζα ικ- τοῦ ἱκνέομαι-οῦμαι, ὅπου δές ρῆμα ἱμαίνω (=δένω). Παράγωγα: ἱμάντινος,
γιά περισσότερα παράγωγα. ἱμάντωσις, ἱμαντώδης, ἱμάσθλη (=μαστίγιο),
Ἱκέτης. Ἀπό ρίζα ικ- τοῦ ἱκνέομαι-οῦμαι, ὅπου δές ἱμάσσω (=μαστιγώνω).
γιά περισσότερα παράγωγα. Ἱμάσθλη (=μαστίγιο). Ἀπ’ τό ἱμάς, ὅπου δές γιά
Ἰκμάς-άδος (=ὑγρασία). Ἀπό ρίζα σικ-. Ἡ λέξη περισσότερα παράγωγα.
παίρνει ψιλή ἀντί νά δασυνθεῖ, ὅπως ἔπρεπε. Ἱμάσσω (=μαστιγώνω). Ἀπ’ τό ἱμάς, ὅπου δές γιά
Παράγωγα: ἱκμάζω (=ὑγραίνω), ἐξικμάζω περισσότερα παράγωγα.
(=ξεραίνω), ἱκμαίνω, ἰκμαῖος (=ὑγρός), ἰκμαλέος, Ἱμάτιον. Ὑποκοριστικό τοῦ ἷμα = εἷμα τοῦ ἀμφι-
ἴκμη (=φυτό πού φυτρώνει σέ ὑγρά μέρη). έννυμι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη
Ἱκνέομαι-οῦμαι (=ἔρχομαι, φτάνω). Εἶναι ἐκτεταμένος ἀμφίεσις.
τύπος τῶν ποιητικῶν ρημ. ἳκω και ἱκάνω, μέ Ἱμείρω καί Ἱμείρομαι (=ἐπιθυμῶ, ποθῶ). Ἀπ’ τό
ρίζα Fικ + πρόσφυμα νε + ομαι Fικ-νέ-ομαι ἵμερος (=πόθος) πού εἶναι ἵσμερος ἀπό ρίζα ισ-
ἱκ-νέ-ομαι ἱκνοῦμαι. Παράγωγα: ἱκανός, μᾶλλον τοῦ ἵημι. Παράγωγα: ἱερόεις (=θελκτικός),
ἱκανότης, ἱκανῶς, ἱκέτης, ἱκετεύω, ἱκετεία καί ἱμερόφωνος (=μέ θελκτική φωνή), ἱμερτός
ἱκεσία, ἱκέτευμα, ἱκετευτικός, ἱκετεύσιμος, (=ποθητός).
ἱκετευτέος, ἱκέτευσις, ἱκετήριος, ἱκετικός, Ἵμερος (=πόθος, ἐπιθυμία). Ἴσως ἀπό ρίζα ισ τοῦ
ἴκμενος (=ἄνεμος εὐνοϊκός), ἵκτωρ (=ἱκέτης), ἵημι. Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα ἱμείρω.
ἄφιξις, προίξ (προίκ-ς) (=τά δῶρα τοῦ γάμου Ἰνδάλλομαι (=μοιάζω, φαίνομαι). Ἀπ’ τό ἐπικό
πού φτάνουν ἀπό πρίν), ἴχνος, ἰχνεύω, ἰχνευτής, εἰδάλιμος (=ὄμορφος) (τοῦ εἴδομαι = φαίνομαι
προΐκτης (=ζητιάνος), ἐφικτός (=κατορθωτός), καί εἴδω = βλέπω). Μέ ρίζα: Fιδ + ἐπένθεση
ἀπρόσικτος (=ἀπλησίαστος), ἀνέφικτος ἑνός ν καί τό πρόσφυμα j ἴ-ν-δάλ-j-ομαι
(=ἀκατόρθωτος), ἄικτος (=ἀπλησίαστος), ἰνδάλλομαι. Παράγωγα: ἴνδαλμα (=μορφή,
ἰχνηλατῶ, ἰχνηλάτης. ὁμοίωμα), ἰνδαλματικός, ἰνδαλμός.
Ἵκω (=ἔρχομαι, φτάνω). Ἀπό ρίζα Fικ τοῦ ἱκνοῦμαι. Ἰνίον (=τό πίσω μέρος τοῦ κεφαλιοῦ). Ἀπ’ τό ἴς-
Εἶναι ποιητικός τύπος τοῦ ἱκνοῦμαι, ὅπου δές γιά ἰνός (=μῦς, δύναμις, τράχηλος), ὅπου δές γιά
περισσότερα παράγωγα. ἄλλα παράγωγα.
Ἱλαρός (=φαιδρός, εὔθυμος). Ἀπ’ τό ἵλαος καί ἀττ. Ἰνώδης (=γεμάτος νεῦρα). Σύνθετο ἀπ’ τό ἴς + εἶδος.
ἵλεως (=εὐμενής). Δές γιά περισσότερα παράγωγα Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη ἴς.
στό ρῆμα ἱλάσκομαι. Ἰοβόλος (=αὐτός πού ρίχνει βέλη, δηλητηριώδης).
Ἱλάσκομαι (=ἐξιλεώνω, ἐξαγνίζω). Ἀπό ἀρχικό Ἀπ’ τό ἰός (=βέλος, δηλητήριο) + βάλλω. Δές γιά
θέμα σι-σλα + πρόσφυμα σκ + ομαι σι-σλα- περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα βάλλω.
σκ-ομαι καί μέ τροπή τοῦ πρώτου σ σέ δασεία Ἰόνιος (=ἡ θάλασσα ἀνάμεσα στήν Ἤπειρο καί
καί ἐξαφάνιση τοῦ δευτέρου ἱλάσκομαι. στήν Ἰταλία, πού τήν πέρασε κολυμπώντας ἡ
Παράγωγα ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα: ἵλαος (=εὐμενής), Ἰώ). Ἀπ’ τή λέξη Ἰώ.
καί ἵλεως, ἐξιλέωσις, ἱλαρός, ἱλαρότης, ἱλαρῶ, Ἰός, ὁ 1) (=βέλος). Ἀπ’ τό εἶμι ἤ ἵημι (=ρίχνω).
ἵλασμα, ἱλασμός, ἐξίλασμα, ἐξιλασμός, ἱλαστήριος, 2) (=σκουριά), 3) (=δηλητήριο).
ἱλαστήριον, ἐξιλαστήριον, ἱλαστής, ἱλάσι-μος, Ἴουλος·(=τό πρῶτο γένι). Ἀπ’ τό οὖλος (=μάλλινος)
ἐξιλαστέον. + προθεματικό ι ἴουλος.
Ἵλεως ἀττικ. τοῦ ἵλαος (=εὐμενής). Ἀπ’ τό ἱλάσκομαι, Ἱππαγρέται, οἱ (=τρεῖς ἄρχοντες τῆς Σπάρτης). Ἀπ’
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα τό ἵππος + ἀγρέτης (=ἄρχοντας) τοῦ ἀγείρω, ὅπου
Ἴλη, ἡ (=πλῆθος). Ἀπ’ τό ρῆμα εἴλω ἤ ἴλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ἵππαρχος (=διοικητής ἱππικοῦ). Ἀπ’ τό ἵππος + ἄρχω,
Ἴλιγγος, ὁ (=ζάλη). Ἀπ’ τό εἴλω ἤ ἴλλω, ὅπου δές ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
γιά περισσότερα παράγωγα. Ἱππηλάτης (=ὁδηγός ἵππων, ἱππότης). Ἀπ’ τό ἵππος +
Ἰλύς-ύος (=λάσπη). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. ἐλαύνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
105
Ἱστιοφόρος. Ἀπ’ τό ἱστίον + φέρω. Δές γιά περισ- ρισσότερα παράγωγα στά ρήμ. ἐλαύνω καί
σότερα παράγωγα στά ρήμ. ἵστημι καί φέρω. ἱκνοῦμαι.
Ἱστορία. Ἀπ’ τό ἵστωρ (=σοφός, ἔμπειρος) τοῦ οἶδα, Ἴχνος (=χνάρι). Ἀπ’ τό ἱκνοῦμαι, ὅπου δές γιά
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. περισσότερα παράγωγα.
Ἱστός (=κατάρτι). Ἀπ’ τό ἵστημι, ὅπου δές γιά Ἰχώρ-ῶρος, ὁ (=χυμός πού τρέχει στίς φλέβες τῶν
περισσότερα παράγωγα. θεῶν, αἷμα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
Ἵστωρ ἤ ἴστωρ (=σοφός, ἔμπειρος). Ἀπ’ τό οἶδα (θέμα
Fιδ-), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Ἰσχίον, τό (=κλείδωση τοῦ γόμφου, πληθ. μηροί,
νεφρά). Ἀπ’ τό ἴς (=μῦς), ὅπου δές γιά ἄλλα
παράγωγα.
Ἰσχνός (=ἄπαχος, ἀδύνατος). Ἀπ’ τό ἴσχω, ὅπου
δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Ἰσχυρός (=δυνατός). Ἀπ’ τό ἰσχύς, ὅπου δές γιά
περισσότερα παράγωγα.
Ἰσχύς (=δύναμη). Fισχύς = ἰσχύς. Ἔχει σχέση
μέ τό ἴσχω = ἔχω. Ἀμφίβολο ἄν παράγεται
ἀπ’ τό Fις = ἴς. Παράγωγα: ἰσχύω, ἐνίσχυσις,
κατίσχυσις, ἰσχυτήριος (=δυναμωτικός), ἰσχυρός,
ἰσχυρότης, ἰσχυρῶ (=στεριώνω), ἰσχυροποιῶ
(=δυναμώνω), ἰσχυρίζομαι, ἰσχύρησις, ἰσχυριστέον,
ἰσχυριείω (ἐφετ. = ἐπιθυμῶ νά ἰσχυριστῶ),
ἰσχυρογνώμων.
Ἴσχω. Ἄλλος τύπος τοῦ ἔχω. Παράγωγα: ἰσχνός,
ἰσχνότης, ἰσχναίνω, ἴσχνανσις, ἰσχναντικός,
ἰσχνασία, ἰσχνασμός, ἀπισχαντέον, ἰσχάνω
(=ἐμποδίζω), ἰσχάς-άδος (=ξερό σύκο), ἰσχαλέος
(=λεπτός), ἴσχαιμος (=αὐτός πού μπορεῖ νά
σταματήσει τό αἷμα), ἰσχύς, ἰσχυρός καί γιά ἄλλα
παράγωγα στό ρῆμα ἔχω.
Ἴσως (=μέ τόν ἴδιο τρόπο, ὅμοια, πιθανόν). Ἀπ’
τό ἴσος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Ἰτέα, ἡ (=ἰτιά). Ἔχει σχέση μέ τό ἴτυς-υος (=κύ-
κλος).
Ἴτυς-υος, ἤ (=κύκλος φτιαγμένος ἀπό ἰτιά,
κύκλος τροχοῦ, στρόγγυλη ἀσπίδα). Ἀβέβαιη ἡ
ἐτυμολογία του.
Ἰφιγένεια (ἡ κόρη τοῦ Ἀγαμέμνονα). Ἀπ’ τό ἶφι
(=ἰσχυρά, ἐπίρρ. ἴσως ἀρχ. δοτ. τοῦ ἴς) + γίγνομαι,
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Ἰχθύς-ύος (=ψάρι). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία.
Παράγωγα: ἰχθυόεις (=γεμάτος ψάρια),
ἰχθυοειδής, ἰχθυηρός, ἰχθύδιον (=ψαράκι),
ἰχθιάω-ῶ (=ψαρεύω).
Ἰχνηλατῶ (=ἀναζητῶ τά ἴχνη). Ἀπ’ τό ἰχνηλάτης,
σύνθετο ἀπ’ τό ἴχνος + ἐλαύνω. Δές γιά πε-
109
μέ μετάθεση κλα- καί μέ ἔκταση κλη-. Παράγω- καλλιέπεια, καλλιεπής (=εὐφραδής), καλλιερῶ,
γα: κλῆσις καί σύνθετα (ἀνά, ἒκ, παρά, πρό, πρόσ, καλλίζωνος, καλλίκομος, καλλίνικος, Καλλιό-
ἒγ, μετά, ἐπί, σύγ)κλησις, ἔγκλημα (=κατηγορία), πη, καλλιπάρῃος (=μέ ὡραῖα μάγουλα), καλλι-
ἐπίκλημα (=κατηγορία), ἐπίκλην (=κατ’ ἐπωνυ- πλόκαμος, καλλίρροος, καλλιστεῖον, καλλωπί-
μία), ἐκκλησία (=συνέλευση πολιτῶν), κλητέος, ζω, καλοκάγαθος.
παρακλητέον, κλητήρ, κλητεύω, κλητικός, κλη- Κάλπις, ἡ (=ὑδρία, κάλπη γιά ψηφοφορία). Ξενι-
τός (=προσκαλεσμένος, ἐκλεκτός), ἔκκλητος κή ἡ προέλευσή του.
(=διαιτητής), ἔκκλητοι (=στή Σπάρτη ἐπιτρο- Καλύβη. Ἀπ’ τό καλύπτω, ὅπου δές γιά περισσό-
πή ἀπό πολίτες γιά νά ἀποφασίζουν γιά διάφο- τερα παράγωγα.
ρα ζητήματα), ἐπίκλητος (=σύμμαχος), κατάκλη- Κάλυμμα. Ἀπ’ τό καλύπτω, ὅπου δές γιά περισσό-
τος, σύγκλητος, ἄκλητος, ἀπαράκλητος, εὐπα- τερα παράγωγα.
ράκλητος, αὐτόκλητος, ἀνέγκλητος, παράκλη- Κάλυξ-υκος (=κάλυμμα τοῦ λουλουδιοῦ). Ἀπ’ τό κα-
τος, εὐανάκλητος, κλήτωρ, κάλεσις, καλεστής. λύπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα ἴσως καί τά: κέλομαι, κελεύω, Καλύπτω (=σκεπάζω). Ἀπό ρίζα καλυβ- ἤ καλυφ-.
ὁμοκλή (=κραυγή), κέλαδος. Μέ θέμα καλυβ + πρόσφυμα τ + ω καλυβ-
Καλινδοῦμαι (=κυλιέμαι, ἀσχολοῦμαι συνέχεια μέ τ-ω καί μέ τροπή τοῦ β σέ π καλύπτω. Πα-
κάτι). Ἀντί κυλινδοῦμαι (κυλίω), ὅπου δές γιά πε- ράγωγα: καλύβη, καλύβιον (ὑποκορ.), κάλυμ-
ρισσότερα παράγωγα. Παράγωγα: καλινδήθρα μα, κάλυξ, καλύπτρα, καλυπτήρ (=θήκη), κα-
(=μέρος ὅπου κυλιόνταν τά ἄλογα μετά τή γύ- λυπτός, ἀκάλυπτος, συγκαλυπτέον, ἀπαρακα-
μναση), καλίνδησις. λύπτως (=φανερά), κάλυψις καί σύνθετα (ἀνα,
Καλλιερέω-ῶ (=παίρνω καλούς οἰωνούς, θυσιάζω ἀπο, συγ, προ)κάλυψις, Καλυψώ (ἐπειδή ἔκρυ-
μέ καλούς οἰωνούς). Ἀπ’ τό καλός + ἱερόν. Πα- ψε τόν Ὁδυσσέα), ἴσως καί τό κέλυφος, καλιά
ράγωγα: καλλιέρημα, ἀκαλλιέρητος. (=καλύβα), προκάλυμμα.
Καλλίνικος (=πού νίκησε ἔνδοξα). Ἀπ’ τό καλή Καλώδιον (=σχοινί). Ὑποκοριστικό τοῦ κάλως
+ νίκη. (=σχοινί).
Καλλιόπη (=μία ἀπ’ τίς ἐννιά Μοῦσες, μέ ὡραία Καμάρα (=καθετί πού ἔχει θολωτό σκέπασμα). Ἀβέ-
μορφή). Ἀπ’ τό καλλι + ὄψ-ὀπός. βαιη ἡ ἐτυμολογία του.
Καλλιστεῖον (=βραβεῖο ὀμορφιᾶς). Ἀπ’ τό καλλι- Κάματος (=κόπος, κούραση). Ἀπ’ τό κάμνω, ὅπου
στεύω πού παράγεται ἀπ’ τό κάλλιστος. δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Κάλλος, τό (=ὀμορφιά). Ἀπ’ τό καλός, ὅπου δές Καματώδης (=κοπιαστικός, κουραστικός). Ἀπ’ τό
γιά περισσότερα παράγωγα. κάματος + εἶδος. Δές γιά περισσότερα παράγω-
Καλλύνω (=ἐξωραΐζω). Ἀπ’ τό κάλλος τοῦ καλός. γα στό ρῆμα κάμνω.
Παράγωγα: κάλλυσμα (=σάρωμα), καλλυντής, Κάμηλος, ὁ καί ἡ (=καμήλα). Ἑβραϊκή ἡ προέλευ-
καλλυντήριος, κάλλυντρον. σή του.
Καλλωπίζω (=ἐξωραΐζω, στολίζω). Ἀπ’ τό κάλλος + Κάμινος, ἡ (=καμίνι, φοῦρνος). Ἀπ’ τό καίω, ὅπου
ὤψ (=μάτι, ὄψη). Παράγωγα: καλλώπισμα, καλ- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
λωπισμός, καλλωπιστής, καλλωπιστέος, καλλω- Κάμνω (=κουράζομαι, κοπιάζω). Θέμα καμ-, μέ με-
πιστικός, καλλωπίστρια, ἀκαλλώπιστος. τάθεση κμα καί μέ ἔκταση κμη. Θέμα καμ + πρό-
Καλοκάγαθος. Σύνθετο ἀπ’ τό καλός καί ἀγαθός. σφυμα ν + ω κάμνω. Μέλλων: καμ + πρόσφυ-
Κᾶλον, τό (=ξύλο ξερό γιά κάψιμο). ( Ἔρρει τά κᾶλλα μα ε + σομαι μέ ἀποβολή τοῦ σ καί συναίρε-
= χάθηκαν τά πλοῖα). Ἀπ’ τό καίω, ὅπου δές γιά ση καμοῦμαι. Παράγωγα: κάματος (=κόπος),
περισσότερα παράγωγα. καματώδης, καματηρός, καματηρῶς, ἀκάματος
Καλός (=ὡραῖος, ἔντιμος). Πρωτότυπη λέξη. (=ἀκούραστος), ἀκάμας-αντος καί ἀκμής-ῆτος
ΚαλFός καλός. Παράγωγα: κάλλος, καλλύ- (=ἀκούραστος), κμητός, πολύκμητος, χειρόκμη-
νω, καλῶς καί τά σύνθετα μέ πρῶτο συνθετι- τος (=χειροποίητος), ἀποκμητέον (=πρέπει κά-
κό τό καλλι- (πού ἔχει τήν ἔννοια τοῦ ὡραίου): ποιος νά ἀποκάμει).
111
τιάζω) σύνθετο ἀπ’ τό κατά + ἄγνυμι, ὅπου δές Κατάρα. Ἀπ’ τό καταρῶμαι κατά + ἀράομαι-ῶμαι,
γιά περισσότερα παράγωγα. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Τό ἀρῶμαι
Καταγώγιον (=πανδοχεῖο). Ἀπ’ τό κατάγω κατά ἀπ’ τό ἀρά καί τό ἀρά ἀπ’ τό αἴρω.
+ ἄγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Καταργέω-ῶ (=ἀφήνω κάτι ἄχρηστο). Ἀπ’ τό κατά +
Καταδρομή (=εἰσβολή). Ἀπ’ το καταδραμεῖν τοῦ ἀργός. Παράγωγα: κατάργησις, καταργητέον.
κατατρέχω κατά + τρέχω, ὅπου δές γιά περισ- Καταρράκτης. Ἀπ’ τό καταρρήγνυμι (=σπάζω)
σότερα παράγωγα. κατά + ρήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
Κατάδυσις (=βύθιση). Ἀπ’ το καταδύω κατά + ράγωγα.
δύω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Κατάρρους (=καταρροή τῆς μύτης, συνάχι). Ἀπ’ τό
Κατάθεσις. Ἀπ’ τό κατατίθημι κατά + τίθημι, καταρρέω κατά + ρέω, ὅπου δές γιά περισσό-
ὅπου δές για περισσότερα παράγωγα. τερα παράγωγα.
Καταιβατός. Ποιητ. ἀντί τοῦ καταβατός τοῦ κα- Καταρτίζω (=τακτοποιῶ, ἑτοιμάζω, διορθώνω).
ταβαίνω κατά + βαίνω, ὅπου δές γιά περισ- Ἀπ’ τό κατά + ἀρτίζω πού παράγεται ἀπ’ τό ἄρτι-
σότερα παράγωγα. ος πού ἔχει σχέση μέ τό ἀραρίσκω, ὅπου δές γιά
Κατάκλισις. Ἀπ’ τό κατακλίνω (=πλαγιάζω κά- περισσότερα παράγωγα. Κατ’ ἄλλους σχετίζε-
ποιον) κατά + κλίνω, ὅπου δές γιά περισσό- ται καί μέ τό ἄρτι.
τερα παράγωγα. Καταρτύω (=ἑτοιμάζω, μαγειρεύω). Ἀπ’ τό κατά +
Κατακλυσμός (=πλημμύρα). Ἀπ’ τό κατακλύζω ἀρτύω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
(=πλημμυρίζω) κατά + κλύζω, ὅπου δές γιά Κατασκευάζω. Παρασύνθετο ἀπ’ τό παρασκευή +
περισσότερα παράγωγα. κατάληξη -αζω. Παράγωγα: κατασκεύασμα, κα-
Καταληπτός. Ἀπ’ τό καταλαμβάνω (=κυριεύω) τασκεύασμα, κατασκεύασις, κατασκευασμός, κα-
κατά + λαμβάνω, ὅπου δές γιά περισσότε- τασκευαστέος, κατασκευαστής, κατασκευαστι-
ρα παράγωγα. κός, κατασκευαστός, κατασκευαστῶς, κατασκευ-
Κατάλογος. Ἀπ’ τό καταλέγω (=καταριθμῶ) άστρια, κατασκευασείω (ἐφετικό).
κατά + λέγω (=μαζεύω), ὅπου δές γιά περισσό- Κατάστασις. Ἀπ’ τό καθίστημι κατά + ἵστημι,
τερα παράγωγα. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Κατάλυμα (=πανδοχεῖο). Άπ’ τό καταλύω κατά Κατάστικτος (=γεμάτος στίγματα). Ἀπ’ το κατα-
+ λύω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. στίζω (=κηλιδώνω) κατά + στίζω, ὅπου δές
Καταντάω (=φτάνω, ξεπέφτω). Ἀπ’ τό ἐπίθ. κατά- γιά περισσότερα παράγωγα.
ντης (=κατηφορικός) κατά + ἄντα (=ἀπένα- Καταστροφή. Ἀπ’ τό καταστρέφω κατά + στρέ-
ντι). Παράγωγο: κατάντημα (=τέρμα). φω. Παράγωγα: καταστροφεύς, καταστροφικῶς,
Κατάνυξις (=νάρκη, λήθαργος). Ἀπ’ τό κατανύσσω καταστρεπτικός, καταστρεπτικῶς. Γιά περισσό-
(=κεντῶ, συγκινῶ) κατά + νύσσω (=κεντῶ), τερα παράγωγα δές στό ρῆμα στρέφω.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Κατάστρωμα. Ἀπ’ τό καταστρώννυμι κατά +
Καταπέτασμα (=σκέπασμα, παραπέτασμα). Ἀπ’ τό στρώννυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγω-
καταπετάννυμι (=ἁπλώνω) κατά + πετάννυμι, γα.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Κατάσχεσις. Ἀπ’ τό κατασχεῖν τοῦ κατέχω κα-
Κατάπλασμα (=ἔμπλαστρο). Ἀπ’ τό καταπλάσσω τά + ἔχω.
(=ἀλείφω) κατά + πλάττω, ὅπου δές γιά πε- Κατατομή (=ἐγχάραξη). Ἀπ’ τό κατατέμνω κατά
ρισσότερα παράγωγα. + τέμνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Κατάπληξις (=ἔκπληξη). Ἀπ’ τό καταπλήσσω Καταυγάζω (=λάμπω, φωτίζω ). Ἀπ’ τό κατά + αὐγή
κατά + πλήσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- (=φῶς). Παράγωγα: καταύγασμα, καταυγασμός,
ράγωγα. καταυγαστήρ, καταυγάστειρα, καταύγεια.
Κατάπτυστος (=γιά φτύσιμο, τιποτένιος). Ἀπ’ τό Καταυλισμός. Ἀπ’ τό καταυλίζομαι (=στρατοπε-
καταπτύω κατά + πτύω, ὅπου δές γιά περισ- δεύω) κατά + αὐλή, ὅπου δές γιά ἄλλα πα-
σότερα παράγωγα. ράγωγα.
113
Κέλυφος (=τσόφλι, φλούδα). Ἴσως ἀπ’ τό καλύπτω, ἀκέραστος, κεραννυτέον, ἀκήρατος (=καθα-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ρός, ἀμόλευτος), ἀκηράσιος (=ἀκέραιος), ἀκέ-
Κενόδοξος (=ματαιόδοξος). Ἀπ’ τό κενός + δό- ραιος, ἀκραιφνής, ἀκεραιοφανής, κρᾶμα (=μίγ-
ξα τοῦ δοκέω-ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- μα), κρᾶσις (=συνένωση δύο πραγμάτων, χημι-
ράγωγα. κή ἕνωση, ἐνῶ ἡ μείξη εἶναι μηχανική ἕνωση),
Κενοτάφιον (=τάφος χωρίς νεκρό). Ἀπ’ τό κενός σύγκρασις, ἑωλοκρασία, ἰδιοσυγκρασία, κρα-
+ τάφος τοῦ θάπτω, ὅπου δές γιά περισσότε- τήρ, ἄκρατος (=ἀνόθευτος), εὐκρατος (=ἤπιος),
ρα παράγωγα. εὐκρασία, συγκρατέον.
Κενόω-ῶ (=ἀδειάζω). Ἀπ’ τό κενός - ἰων. κεινός Κεραυνός (=ἀστροπελέκι). Πρωτότυπη λέξη. Ἴσως
(=ἄδειος). Παράγωγα: κενότης, κένωσις, κε- σχετίζεται μέ τή ρίζα. KeraF + πρβλ. κεραΐζω
νώσιμος, κένωμα, κενωτικός, κενωτέον καί τά (=καταστρέφω). Παράγωγα: κεραυνῶ, κεραύ-
σύνθετα: κενόδοξος, κενολογία (=φλυαρία), κε- νωσις, κατακεραύνωσις, κεραύνιος.
νοτάφιον. Κέρδος. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπό ρίζα
Κένταυρος (οἱ Κένταυροι ἦταν ἄγρια φυλή τοῦ κερ- τοῦ κείρω ἤ ἀπ’ τό ἔρδω. Παράγωγα: κερδαί-
Πηλίου, ἔφιπποι βουκόλοι). Ἀπ’ τό κεντῶ + ταύ- νω, κερδαλέος (=πανοῦργος), κερδαντήρ (=φι-
ρος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα λάργυρος), κερδαντός, κερδαντέον, κερδοσύ-
κεντῶ. νη (=πανουργία).
Κεντέω-ῶ. Ἀπό ρίζα κεν + πρόσφυμα ε κεντέ- Κερκίς (=χτένι τοῦ ἀργαλειοῦ. Λεπτή καί ἴσια ρά-
ω-ῶ. Παράγωγα: κέντρον (=κεντρί), κεντρίζω, βδος). Ἀπ’ τό κέρκω κρέκω (=ὑφαίνω). Πα-
κέντημα, κέντησις, κεντητής, κεντητήριον, κε- ράγωγα: κερκίζω, κέρκισις, κερκιστική (=ὑφα-
ντητικός, κεντητός, διακεντητέον, Κένταυρος, ντική), κερκίδιον.
κεστός (=κεντημένος), κέστρα, ἤκεστος (=ἀκέ- Κέρμα (=κομμάτι, μικρό νόμισμα). Ἀπ’ τό κείρω
ντητος), κέστρον (=ἐργαλεῖο γλυπτικό), κεντρῶ, (=κουρεύω, ψαλιδίζω). Παράγωγα: κερματίζω,
κέντρωσις, συγκέντρωσις, ἀποκέντρωσις, κε- κερματισμός (=ἀλλαγή μεγάλου νομίσματος
ντρωτός. μέ μικρά), κατακερματισμός (=κατατεμάχιση),
Κέντρον (=κεντρί, σημεῖο γύρω ἀπ’ τό ὁποῖο πε- κερματιστής. Δές γιά περισσότερα παράγωγα
ριγράφεται κύκλος). Ἀπ’ το κεντῶ, ὅπου δές γιά στό κείρω.
περισσότερα παράγωγα. Κερματίζω (=κομματιάζω). Ἀπ’ τό κέρμα, ὅπου δές
Κεραία (=καθετί πού μοιάζει μέ κέρατο). Ἀπ’ τό κέ- γιά περισσότερα παράγωγα.
ρας ἀπ’ ὅπου καί τά: κεραός, κερασφόρος, κερα- Κευθμών (=κρυψώνα). Ἀπ’ τό κεύθω (=κρύβω),
τίνης, κεράτινος, κεράτιον, κερατοειδής, κριός. ὅπου δές γιά παράγωγα.
Κεραμεικός ἀντί Κεραμικός (=συνοικία τῶν κε- Κεύθω (=κρύβω). Ἀπό ρίζα κυθ- ἀπ’ ὅπου καί τά
ραμέων στήν Ἀθήνα. Στόν Κεραμεικό, ἔξω ἀπό παράγωγα κευθμών, κεῦθος (=κρυψώνα), κευθ-
τά τείχη τῆς Ἀθήνας, ἔθαβαν τούς νεκρούς τοῦ μός.
πολέμου). Ἀπ’ τό: κέραμος, ὅπου δές γιά ἄλλα Κεφαλαλγία (=κεφαλόπονος). Ἀπ’ τό κεφαλή +
παράγωγα. ἀλγέω-ῶ. Παράγωγα: κεφαλαλγῶ, κεφαλάλγη-
Κέραμος (=πηλός, κεραμίδι). Ἴσως άπ’ τό κεράν- μα, κεφαλαλγής, κεφαλαλγικός καί γιά ἄλλα
νυμι (=ἀνακατεύω). Παράγωγα: Κεραμεικός, κε- παράγωγα τοῦ ἀλγέω-ῶ δές στή λέξη ἀλγηδών.
ραμεία, κεραμεοῦς (=πήλινος), κεραμεύς, κερα- Κεφαλή. Μᾶλλον πρωτότυπη λέξη. Παράγωγα: κε-
μευτικός, κεραμεύω, κεράμιον (=πήλινο ἄγγεῖο), φάλαιος, κεφαλαιόω-ῶ (=συγκεφαλαιώνω), κε-
κεραμίς (=κεραμίδι), κεραμωτός. φαλαιώδης, κεφαλαίωμα (=σύνολο), συγκεφα-
Κεράννυμι (=ἀνακατεύω). Δυό θέματα: α) κέρα λαίωμα, κεφαλαίωσις, συγκεφαλαίωσις, ἀνακε-
κερασ + πρόσφυμα νυ + μι κεράσ-νυ-μι φαλαίωσις, κεφαλαιωτής, κεφαλαιωτής, συγκε-
μέ ἀφομοίωση τοῦ σ σέ ν = κεράννυμι. β) κρα- φαλαιωτέον, κεφαλικός, κεφαλίς (ὑποκορ. κεφα-
μέ μετάπτωση, ἐξαφάνιση δηλ. τοῦ ε. Παράγω- λάκι), κεφαλισμός.
γα: κεραστής, κεραστικός, κέρασμα, κεραστός, Κηδεία (=φροντίδα γιά τό νεκρό, ταφή, συμπεθε-
115
Κίων-ονος, ὁ (=στύλος, κολώνα). Ἄγνωστη ἡ ἐτυ- μα j + ω κλαFjω, μέ ἐπένθεση τοῦ j καί ἀπο-
μολογία του. βολή τοῦ F κλαjFω κλά-ι-ω κλήιω καί
Κλαγγή (=κάθε δυνατός ἦχος). Ἀπ’ τό κλάζω (=κά- κλείω. Παράγωγα: κλείς καί κλῄς (=κλειδί),
νω δυνατό ἦχο), ὅπου δές γιά περισσότερα πα- κλεῖσις ἤ κλῇσις, ἀπόκλεισις, σύγκλεισις,
ράγωγα. κλεισοῦρα, κλειστός καί κλῃστός, ἄκλῃστος,
Κλάδος (=κλαδί). Ἀπ’ τό κλάω-ῶ (=σπάζω), ὅπου κλεῖθρον ἤ κλῇθρον, κλεῖστρον, ἀπόκλεισμα,
δές γιά περισσότερα παράγωγα. ἀποκλεισμός, ἀποκλειστικός, ἐγκλιστέος, κλει-
Κλάζω (=κάνω δυνατό ἦχο). Ἀπό ρίζα κλαγ- ἐκτε- δίον (ὑποκορ. τοῦ κλείς), κλειδοῦχος, κλειδῶ,
ταμένη τοῦ καλῶ. Θέμα κλαγ+j+ω κλάγ-j-ω κλείδωμα, κλοιός.
κλάζω. Παράγωγα: κλαγγή, κλαγγάνω, κλαγ- Κλειώ (=μία ἀπ’ τίς Μοῦσες). Ἀπ’ τό κλέος (=δό-
γηδόν, κλαγγώδης. ξα), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
Κλαίω. Θέμα κλαF = κλαυ + πρόσφυμα j+ω Κλέος (=φήμη, δόξα). Θέμα κλεF+ος κλέος, ἀπ’
κλαF-j-ω μέ ἐπένθεση τοῦ j καί ἀποβολή τοῦ F τό ρῆμα κλέω (=δοξάζω). Παράγωγα: κλεινός,
κλάjFω = κλαίω. Παράγωγα: κλαυθμονή, κλαυθ- Κλειώ, κλειτός, κλῄζω, κληδών (=φήμη, δόξα),
μός, κλαυθμηρός, κλαυθμυρίζω, κλαυθμύρισμα, περικλειτός, Σοφοκλῆς.
κλαυθμυρισμός, κλαυθμώδης, κλαυθμών, κλαῦμα Κλέπτω. Ἀπό θέμα κλεπ + πρόσφυμα τ + ω κλέ-
(=θρῆνος), κλαυσιάω (ἐφετ. ἐπιθυμῶ νά κλάψω), πτω καί μέ ἑτεροίωση κλοπ-, καί μέ μετάπτωση
κλαυσίγελως (=γέλια μαζί μέ δάκρυα), κλαυ- κλαπ-. Ἴσως εἶναι συγγενικό μέ τό καλύπτω. Πα-
σίμαχος (=πού ἐπιθυμεῖ πολύ νά πολεμήσει), ράγωγα: κλέμμα (=κλεμμένο), κλέπος, κλεπτέ-
κλαυστικός (=κλαψιάρης), κλαυστός ἤ κλαυ- ον, κλέπτης, κλεπτικός, κλεπτήρ, κλεψίγαμος,
τός (=ἀξιοθρήνητος), ἄκλαυστος ἤ ἄκλαυτος, κλεψίσοφος, κλεψίρρυτος, κλεψιτόκος, κλεψί-
ἀκλαυστί ἤ ἀκλαυτί. φαγος, κλεψίφρων, κλεψύδρα, κλοπή, κλοπεύς,
Κλάσις (=σπάσιμο). Ἀπ’ το κλάω (=σπάζω), ὅπου κλοπαῖος, κλόπιος, κλώψ (=κλέφτης), κλωπεία,
δές γιά περισσότερα παράγωγα. κλωπεύω.
Κλάσμα (=κομμάτι). Ἀπ’ τό κλάω (=σπάζω), ὅπου Κλεψύδρα (=ἀγγεῖο μέ στενό στόμιο καί πλατειά
δές γιά περισσότερα παράγωγα. βάση τρυπημένη μέ μικρές τρύπες, ἀπ’ ὅπου ἔστα-
Κλαυθμός. Ἀπ’ τό κλαίω, ὅπου δές γιά περισσό- ζε ἀργά τό νερό καί χρησίμευε σάν ρολόι). Ἀπ’
τερα παράγωγα. τό κλέπτω + ὕδωρ. Δές γιά περισσότερα παρά-
Κλάω-ῶ (=σπάζω, κομματιάζω). Ἀπό θέμα κλα + γωγα στό κλέπτω.
ω κλάω. Παράγωγα: κλάδος, κλαδεύω, κλά- Κλῄζω (=φημίζω, ἐγκωμιάζω). Ἀπ’ τό κλέος πού πα-
σις, κλάσμα, κλασμός, κλάστης, εἰκονοκλάστης ράγεται ἀπ’ τό ποιητ. κλέω καί κλείω (=δοξάζω).
(=εἰκονομάχος), κλαστήριον, κλαστός (=τσακι- Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη κλέος.
σμένος), ἄκλαστος, ἀρτοκλασία, κλῆμα, κλών- Κλῆμα (=κλαδί ἀμπελιοῦ). Ἀπ’ τό κλάω (=σπάζω),
κλωνός (=κλωνάρι), κλῆρος (=λαχνός). ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Κλειδοῦχος. Άπ’ τό κλείς (τοῦ κλείω) + ἔχω. Δές Κληρονόμος. Ἀπ’ τό κλήρος + νέμομαι. Παράγωγα:
γιά περισσότερα παράγωγα στά ρήματα ἔχω καί κληρονομῶ, κληρονόμημα, κληρονομιά, κληρο-
κλείω. νομικός. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα νέ-
Κλεῖθρον. Ἀπ’ τό κλείω, ὅπου δές γιά περισσότε- μω καί στή λέξη κλῆρος.
ρα παράγωγα. Κλῆρος (=λαχνός). Ἀπ’ το κλάω-ῶ. Παράγωγα:
Κλεινός (=ἔνδοξος). Ἀπ’ τό κλέος (=δόξα), ὅπου κληρῶ, κληρωτί, κληρικός, κλήρωσις, κλήρωμα,
δές γιά παράγωγα. κληρωτήριον, κληρωτρίς, κληρωτής, κληρωτικός,
Κλείς καί ἰων. κληίς (=κλειδί). Ἀπ’ τό κλείω, ὅπου κληρωτός, καί τά σύνθετα: κληροδότης, κληρο-
δές γιά περισσότερα παράγωγα. νόμος, κληροῦχος, ναύκληρος, ὁλόκληρος.
Κλεῖστρον = κλεῖθρον. Ἀπ’ τό κλείω, ὅπου δές γιά Κληροῦχος. Ἀπ’ τό κλῆρος + ἔχω. Παράγωγα: κλη-
περισσότερα παράγωγα. ρουχία (=ἡ ἀπονομή μέ κλῆρο γῆς σέ ξένη χώ-
Κλείω (=κλειδώνω). Ἀπό θέμα κλαF + πρόσφυ- ρα ἀνάμεσα στούς πολῖτες), κληρουχῶ, κληρού-
117
στή), κνημαῖος, κνημιδωτός, κνημόω-ῶ (=ὁπλί- Κοίτη (=κρεβάτι, φωλιά). Ἀπ’ τό κεῖμαι, ὅπου δές
ζω μέ περικνημίδες). γιά περισσότερα παράγωγα.
Κνίδη (=τσουκνίδα). Ἀπ’ τό κνίζω πού παράγεται Κοιτών (=δωμάτιο ὕπνου). Ἀπ’ τό κοίτη τοῦ κεῖμαι,
ἀπ’ τό κνάω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγω- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
γα, ὅπως καί στό κνίζω. Κόκκυξ-υγος (=κοῦκος). Ἀπ’ τό κόκκυ (=κούκου,
Κνίζω (=ξύνω, γαργαλίζω). Ἀπ’ τό κνάω, ὅπου δές κραυγή τοῦ κούκου). Παράγωγο: κοκκύζω.
γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα: κνίδη, Κολάζω (=κλαδεύω, τιμωρῶ). Μᾶλλον ἀπ’ τό ποι-
κνίσμα (=ξύσμα), κνισμός (=φαγούρα), κνίδω- ητ. ἐπίθ. κόλος (=κοντός) καί κολοβός (=περιο-
σις, κνίψ-σκνίψ (=σκνίπα). ρισμένος) ἀπ’ ὅπου και τό κολούω καί κόλουρος.
Κνῖσα (=μυρουδιά ψημένου κρέατος, τσίκνα). Ἀβέ- Θέμα κο-λάδ-j-ω κολάζω. Παράγωγα: κόλα-
βαιη ἡ ἐτυμολογία του. Πιθανόν νά εἶναι συγ- σις (=τιμωρία), κόλασμα, κολασμός, κολαστέ-
γενικό μέ τό κνίζω. Παράγωγα: κνισάω-ῶ, κνι- ος, κολαστήρ καί κολαστής (=τιμωρός), κολα-
σήεις. στικός, κολάστρια καί κολάστειρα, κολαστήρι-
Κνισμός (=φαγούρα). Ἀπ’ τό κνίζω, ὅπου δές γιά ον, ἀκόλαστος.
περισσότερα παράγωγα. Κόλαξ (=αὐτός πού καλοπιάνει). Σκοτεινή ἡ ἐτυ-
Κνώδαλον (=θηρίο). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. μολογία του. Ἴσως συγγενεύει μέ τό λατ. colo
Σχετίζεται μέ τό κνώδων (=ξίφος). (=περιποιοῦμαι). Κατ’ ἄλλους ἀπ’ τό κηλέω-ῶ
Κόβαλα (=πανοῦργα παιχνίδια, ἀπάτες). Εἶναι οὐδ. (=θέλγω). Παράγωγα: κολακεύω, κολακεία, κο-
πληθ. τοῦ κόβαλος (=πανοῦργος). λάκευμα, κολακευτέος, κολακευτής, κολακευτι-
Κογχύλιον (=εἶδος ἀχιβάδας). Ὑποκοριστικό τοῦ κός, ἀκολάκευτος.
κογχύλη=κόγχη (=κοχύλι). Κόλαφος (=ράπισμα, μπάτσος). Ἀπ’ τό κολάπτω
Κόθορνος (=ψηλό παπούτσι, ἔμβλημα τῆς τραγω- (=χτυπῶ, χαράζω), (συγγενικό μέ τό κλάω). Πα-
δίας). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. ράγωγα τοῦ κολάπτω: κολαπτήρ, κολαπτός, ἐκκο-
Κοῖλος (=μέ κοιλότητα). Ἀρχικά κοFjλος κοῖλος. λάπτω (=ξύνω, ξεκλωσῶ), ἐκκόλαψις (=ξεκλώσι-
Παράγωγα: κοιλαίνω, κοίλανσις, κοιλαντικός, σμα), ἐκκολαπτικός, κολαφίζω (=χτυπῶ στό πρό-
κοίλασμα, κοιλάς, κοιλία, κοιλιακός, κοιλότης, σωπο), δρυοκολάπτης (=ξυλοφαγάς).
κοίλωμα, κοίλωσις, κοιλόω. Κολαφίζω (=χτυπῶ στό πρόσωπο). Ἀπ’ τό κόλα-
Κοιμάω-ῶ (=ἀποκοιμίζω, καταπραΰνω). Ἀπό ρί- φος τοῦ κολάπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
ζα κει- τοῦ κεῖμαι, μέ μετάπτωση ἔγινε κοι-. Δές ράγωγα. Παράγωγα τοῦ κολαφίζω: κολάφισμα,
στό κεῖμαι γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα: κοί- κολαφισμός, κολαφιστικῶς.
μημα, κοίμησις, κοιμητήριον, κοιμήτωρ, ἀκοί- Κολεός (=θήκη ξίφους). Πιθανόν νά σχετίζεται
μητος, κοιμίζω, κοιμισμός, κοίμισις, κοιμιστής, μέ τό κοῖλος.
κοιμιστικός. Κολλάω-ῶ. Ἀπ’ τό κόλλα (=ψαρόκολλα), (λατιν.
Κοινολογέομαι-οῦμαι (=συνομιλῶ). Ἀπ’ τό κοι- gliten). Παράγωγα: κόλλημα, κόλλησις, κολλη-
νός + λόγος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα τής, κολλητικός, κολλητός, κολλήεις, συγκόλλη-
στό λέγω. σις, προσκόλλησις, κολλεψός (=αὐτός πού βρά-
Κοινότης. Ἀπ’ τό ἐπιθ. κοινός ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέ- ζει κόλλα), κολλοπώλης.
ξεις: κοινῶ (=διαδίνω), κοίνωμα, κοίνωσις, ἀνα- Κολοβός (=ἀκρωτηριασμένος). Ἀπ’ τό κόλος (=κο-
κοίνωσις, διακοίνωσις, ἀνακοινωθέν, κοινωνός, ντός). ΚολοFός κολοβός. Παράγωγα: κολούω
κοινωνία, κοινωνῶ, κοινώνημα, κοινώνησις, κοι- (=κολοβώνω), κόλουσις, κόλουρος (=μέ κομμένη
νωνητέον, κοινωνικός, ἀκοινώνητος, ἀξιοκοι- οὐρά), κολοβῶ (=ἀκρωτηριάζω), κολόβωμα, κο-
νώνητος, καί σύνθετα: κοινοβούλιον, κοινολο- λόβωσις (=ἀκρωτηριασμός), κολοβώδης.
γοῦμαι, κοινωφελής, πάγκοινος. Κολοιός, ὁ (=καλιακούδα, πουλί πού κάνει πολύ
Κοινωνία. Ἀπ’ τό κοινωνός πού παράγεται ἀπ’ τό θόρυβο). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Εἶναι ἴσως
κοινός. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέ- συγγενικό μέ τό κολῳός (=κραυγή) καί κολῳάω
ξη κοινότης. (=φωνάζω).
119
Κονιορτός (=σύννεφο σκόνης, κουρνιαχτό). Ἀπ’ καί ἐπιμελητής τοῦ ναοῦ), κόρημα (=σκουπίδι,
τό κόνις + ὄρνυμι (=σηκώνω). Δές γιά περισσό- σκούπα), κόρηθρον (=σκούπα).
τερα παράγωγα στό κονιάω. Κόρη καί ἰων. κούρη (=παρθένα). Θηλυκό τοῦ κό-
Κονίσαλος (=σύννεφο σκόνης). Ἀπ’ τό κόνις + σά- ρος-κοῦρος (=παλικάρι) ἀπ’ τό κείρω, ὅπου δές
λος (=ταραχή). Δές γιά περισσότερα παράγωγα γιά περισσότερα παράγωγα.
στά ρήμ. κονιάω καί σαλεύω. Κορμός. Ἀπ’ τό κείρω, ὅπου δές γιά περισσότερα
Κοντός, ὁ (=κοντάρι). Ἴσως ἀπ’ τό κεντῶ. παράγωγα.
Κοπάζω (=ἀποκάμνω, ἡσυχάζω). Ἀπ’ τό κόπος τοῦ Κόρος. 1) (=χορτασμός) ἀπ’ τό κορέννυμι, ὅπου δές
κόπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. γιά περισσότερα παράγωγα. 2) (=παλικάρι) ἀπ’ τό
Κόπανον (=γουδοχέρι). Ἀπ’ τό κόπτω (=χτυπῶ), κείρω (=κουρεύω), ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ράγωγα. 3) (=σκούπα) ἀπ’ τό κορέω-ῶ (=σκουπί-
Κοπετός (=θρῆνος, στηθοκτύπημα). Ἀπ’ τό κόπτο- ζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
μαι (=χτυπιέμαι). Δές γιά περισσότερα παράγω- Κορυβαντιάω-ῶ (=τελῶ τίς τελετές τῶν Κορυβάντων,
γα στό ρῆμα κόπτω. εἶμαι γεμάτος ἀπό μανία Κορυβαντική. Ἀπ’ τό Κο-
Κοπιάω-ῶ (=κουράζομαι). Ἀπ’ τό κόπος τοῦ κόπτω, ρύβας (ἴσως ἀπ’ τό κόρυς-υθος = περικεφαλαία).
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Οἱ Κορύβαντες ἦσαν ἱερεῖς τῆς Ῥέας-Κυβέλης στή
Κόπος (=χτύπημα, ἐξάντληση). Ἀπ’ τό κόπτω (= Φρυγία, πού γιόρταζαν μέ τρελό ἐνθουσιασμό καί
χτυπῶ), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. χορούς κάτω ἀπό ἄγρια μουσική.
Κόπτω (=χτυπῶ, ἀποκόπτω). Ἠχοποιημένη λέ- Κορυζάω-ῶ (=τρέχει ἡ μύξα μου). Ἀπ’ τό κόρυζα
ξη. Θέμα κοπ + πρόσφυμα τ + ω = κόπτω. Πα- (=μύξα). Παράγωγα: κορυζᾶς (=μυξιάρης), κο-
ράγωγα: κοπή (=χτύπημα) καί συνθ. (ἀνα, ἀπο, ρυζώδης.
δια, περι, συγ, προ, ἐγ)κοπή, κόπος, ὑπέρκοπος Κόρυς-υθος, ἡ (=περικεφαλαία, κράνος). Σχετίζε-
(=θρασύς), παράκοπος (=παράφρονας), ξυλοκό- ται μέ τό κάρα (=κεφάλι). Παράγωγα: κορυδός
πος, κοπάζω, κόπασις, κόπασμα (=χαλάρωση), (=πουλί πού ἔχει στό κεφάλι τσουλούφι), κορυ-
κόπανον, κοπανίζω, κοπανισμός, κοπανιστήριον, θαίολος (=πού κινεῖ γρήγορα τήν περικεφαλαία),
κοπανιστός, κοπάς (=κλαδεμένη ἐλιά), κοπεύς κόρυμβος (=κορφή), κορύνη (=ρόπαλο), κορυ-
(=κοπίδι), κοπιάω-ῶ, κοπίαμα (=κοπίασμα), κο- στής (=ἔνοπλος), κορυφή, κορυφῶ.
πιώδης, κοπόω-ῶ (=κουράζω), κοπιάζω, κοπίς Κορυφή. Ἀπ’ τό κόρυς, ὅπου δές γιά ἄλλα παρά-
(=μαχαίρι), κοπτός, κοπτικός, κοπτέον, κοπετός γωγα.
(=θρῆνος), κόπαιον (=κομμάτι), κοπάδιον, κόμ- Κορωνίς (=καμπύλη, στεφάνι). Ἀπ’ τό κορώνη (=κά-
μα, κομματικός, κομμάτιον, ἀπόκομμα, κομμός, θε κυρτό), πού ἔχει σχέση μέ τό κόραξ. Ἀπ’ τήν
κωφός, προσκόπτω (=σκοντάφτω). ἴδια ρίζα κορωνός (=καμπύλος).
Κόραξ (=κοράκι). Συγγενικό με τά κορώνη (=κου- Κοσμέω-ῶ (=τακτοποιῶ, στολίζω). Άπ’ τό κόσμος
ρούνα), κράζω, κρώζω. (=τάξη, στολισμός). Παράγωγα: κόσμημα, κόσμη-
Κόρδαξ (=ἄσεμνος χορός). Σχετίζεται μέ τό κρα- σις, δοακόσμησις, κοσμητέος, κοσμητής καί κοσμη-
δαίνω (=πάλλω), ὅπου δές γιά περισσότερα πα- τήρ, κοσμητικός, διακοσμητικός, κοσμητός, ἀκό-
ράγωγα. σμητος, κοσμήτρια, κοσμήτωρ (=ἀρχηγός), κοσμι-
Κορέννυμι (=χορταίνω, ἱκανοποιῶ). Ἀπό ρίζα κορ-. κός, κόσμιος, κοσμιότης, κοσμοκράτωρ.
Θέμα κορεσ + πρόσφυμα νυ κορέσ-νυ-μι καί Κοσμήτωρ (=ἀρχηγός). Ἀπ’ τό κοσμῶ, ὅπου δές γιά
μέ ἀφομοίωση τοῦ σ σέ ν κορέννυμι. Παρά- περισσότερα παράγωγα.
γωγα: κόρος (=χορτασμός), ἀψίκορος (=αὐτός Κοσμοκράτωρ (=ἐξουσιαστής τοῦ κόσμου).
πού γρήγορα χορταίνει), κορεστός, ἀκόρεστος Ἀπ’ τό κόσμος + κρατῶ. Δές γιά περισσότερα πα-
(=ἀχόρταγος), κορεστικός, ἀκόρητος (=ἀχόρ- ράγωγα στή λέξη κόσμος καί στό κρατῶ.
ταστος). Κότινος (=ἀγριελιά· ἀπ’ αὐτή γίνονταν τά στεφά-
Κορέω-ῶ (=σκουπίζω, καθαρίζω). Ἀπ’ τό κόρος νια τῶν Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων). Ἄγνωστη ἡ ἐτυ-
(=σκούπα). Παράγωγα: νεωκόρος (=φύλακας μολογία του.
121
ἔγχορδων ὀργάνων), κρέξ-κρεκός, ἡ (=πουλί μέ (=ἀπό πρίν κρίση), κρίσις (=χωρισμός, διάλεγμα,
μυτερό καί ὀδοντωτό ράμφος), κρεκτός (=κρου- φιλονεικία, ἀποτέλεσμα), τά σύνθετα (ἀνά, κατά,
στός), κρόκη (=ὑφάδι). διά, ἐπί, ὑπό, ἔγ, ἔκ, σύγ, πρό)κρισις, ἀπόκρισις
Κρεμάννυμι (=κρεμνῶ). Ἀπό ρίζα κρεμ- καί μέ με- (=ἀπολογία, ἀπάντηση), ἀποκρίνομαι, κρίσιμος,
τάπτωση κρημ-. Θέμα κρεμασ + προσφυμα νυ + κριτέος, κριτέον, ἀποκριτέον, ἐγκριτέον, ἐκκρι-
μι κρεμάσ-νυ-μι καί μέ ἀφομοίωση τοῦ σ σέ ν τέον, διακριτέα, κριτήριον, κριτής, κριτικός, κρι-
κρεμάννυμι. Μεταγενέστερος τύπος εἶναι τό τός (=ξεχωριστός, ἐκλεκτός), ἄκριτος, ἀκρισία
κρεμάω-ῶ καί κρεμῶμαι. Παράγωγα: κρεμάθρα (=σύγχυση), ἔγκριτος, πρόκριτος, δύσκριτος,
(ἀττ.) καί κρεμάστρα (=καλάθι κρεμαστό ὅπου εὔκριτος, ἀνυπόκριτος, ἀνυποκρίτως, εὐκρινής,
ἔβαζαν τά φαγητά πού περίσσευαν, φανάρι), κρε- εὐκρινῶς καί ἴσως τά: κρησέρα (=κόσκινο), κρί-
μάς-άδος (ἐπίθ. = κρεμαστή), κρέμασις, κρέμα- μνον (=χοντροαλεσμένο κριθάρι).
σμα, κρεμασμός, κρεμαστέον, κρεμαστήρ, κρε- Κριός (=κριάρι, πολιορκητική μηχανή). Ἔχει σχέ-
μαστήριον (=μικρό κόσμημα πού κρεμιέται ἀπό ση μέ τό κέρας καί κεραός. Δές γιά ἄλλα παρά-
περιδέραιο), κρεμαστός (=κρεμασμένος), κρη- γωγα στή λέξη κεραία.
μνός (=γκρεμός), κρημνίζω, κρήμνισις, κρημνι- Κρίσις (=χωρισμός, διάλεγμα, φιλονεικία, ἀποτέ-
σμός, κρημνιστός, ἐκκρεμής. λεσμα). Ἀπ’ τό κρίνω, ὅπου δές γιά περισσότε-
Κρεουργῶ (=κόβω κρέατα). Ἀπ’ τό κρεουργός ρα παράγωγα.
(κρέας + ἔργον). Κρόκη (=ὑφάδι). Ἀπ’ τό κρέκω (=χτυπῶ), ὅπου δές
Κρήδεμνον, τό (=κεφαλόδεσμος, γυναικεῖο κάλυμμα γιά περισσότερα παράγωγα.
τοῦ κεφαλιοῦ). Ἀπ’ τό κράς ἤ κάρα + δέω (=δέ- Κροκόδειλος (=μεγάλη σαύρα πού ζεσταίνεται
νω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα στόν ἥλιο πάνω σέ γυαλιστερές πέτρες). Ἀπ’
δέω καί στή λέξη κρανίον. τό κρόκη = κροκάλη (=χαλίκι) + δειλός, ἀντί:
Κρημνός (=γκρεμός). Ἀπ’ τό κρεμάννυμι, ὅπου δές δρῖλος (=σκουλήκι).
γιά περισσότερα παράγωγα. Κρόκος (=εἶδος κόκκινου φυτοῦ). Ἄγνωστη ἡ ἐτυ-
Κρήνη (=πηγή, βρύση). Συνώνυμο μέ τό κρουνός. μολογία του. Παράγωγα: κροκόω-ῶ, κρόκινος,
Ἴσως να σχετίζεται μέ τό κάρα (=κεφαλή). Πα- κροκοβαφής, κροκόεις, κροκόπεπλος, κροκώ-
ράγωγα: κρηναῖος, κρηνίς (ὑποκορ.), Κρηνιά- δης, κροκωτός
δες Νύμφαι. Κρόταλον. Ἀπ’ τό κροτῶ (=χτυπῶ), πού παράγεται
Κρηπίς (=εἶδος παπουτσιοῦ, θεμέλια). Ἀβέβαιη ἡ ἀπ’ τό κρότος κι’ αὐτό ἀπ’ τό κρούω. Παράγω-
ἐτυμολογία του. Παράγωγα: κρηπιδῶ (=ἐφοδιά- γα τού κροτῶ: κροταλίζω, κροτάλισμα, κρότα-
ζω μέ παπούτσια), κρηπίδωμα (=θεμέλιο). φος (=τό πλάγιο μέρος τοῦ μετώπου), κρότημα,
Κρησφύγετον, τό (=καταφύγιο, ἄσυλο). Τό πρῶτο χειροκρότημα, ποδοκρότημα, κρότησις, συγκρό-
μέρος τῆς λέξης: κρησ- εἶναι ἄγνωστο. Τό δεύ- τησις (=σχηματισμός), ἐπικρότησις (=ἐπίπληξη,
τερο ἀπ’ τό φεύγω, ὅπου δές γιά περισσότερα ἐπιδοκιμασία), κροτησμός, κροτητός, ἀξυγκρότη-
παράγωγα. τος (=ὁ μή ἀσκημένος νά κωπηλατεῖ μαζί μέ τούς
Κρίκος (=κρικέλι, δαχτυλίδι). Ἀντί κίρκος (=δα- ἄλλους, ὁ χαλαρός καί ἀσυνάρτητος).
χτυλίδι). Παράγωγα: κιρκόω (=ἀσφαλίζω μέ κρί- Κρόταφος (=τό πλάγιο μέρος τοῦ μετώπου). Ἀπ’
κους), κρικοῦμαι (=ἀσφαλίζομαι μέ κρίκο), κρί- τό κροτῶ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή
κωμα, κρίκωσις, κρικωτός. λέξη κρόταλον.
Κρίμα (=ἀπόφαση, κρίση, μομφή). Ἀπ’ τό κρίνω, Κρότος (=ξερός ἦχος). Εἶναι ἠχοποιημένη λέξη.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ἀπ’ τό ρῆμα κρούω (=χτυπῶ) ἀπ’ ὅπου καί τά
Κρίνω (=ξεχωρίζω, διαλέγω, ἀποφασίζω). Θέμα κρυ παράγωγα: κροῦμα καί κροῦσμα (=χτύπημα),
+ πρόσφυμα ν + j + ω κρί-ν-j-ω, μέ ἀφομοίωση κρουματικός καί κρουσματικός, κροῦσις, ἀνά-
τοῦ j σέ ν κρίννω καί μέ ἁπλοποίηση τῶν δύο κρουσις, παράκρουσις, ὑπόκρουσις, ἀπόκρου-
ν καί ἀντέκταση κρίνω μέ τό ι μακρό. Παρά- σις, σύγκρουσις, κρουσμός, κρουστέον, ἀνα-
γωγα: κρῖμα, κατάκριμα (=καταδίκη), πρόκριμα κρουστέον, κρουστικός, ἀποκρουστικός, καί τά
123
Ἀπ’ τό κυβεύω (=παίζω τούς κύβους, ριψοκινδυ- σις (=περιστροφή), ἀνακύκλησις, κυκλάς (=κυ-
νεύω) πού παράγεται ἀπ’ τό κύβος (=ζάρι), τό κλική), κυκλικός, κύκλιος, κυκλόω-ῶ (=περικυ-
ὁποῖο μπορεῖ νά ἔχει σχέση μέ το κύβη (κεφάλι). κλώνω), κύκλωμα, κύκλωσις, περικύκλωσις, κυ-
Παράγωγα: κυβευτής, κυβευτικός, κύβευμα, κυ- κλωτός, κυκλοτερής, κυκλοφοροῦμαι (=στρέ-
βευτήριον, κυβεῖον, κυβίζω (=κάνω κάτι σέ σχῆμα φομαι κυκλικά).
κύβου), κυβικός, κυβισμός, κυβοειδής. Κύκλωψ (=πού ἔχει στρυγγυλό μάτι). Ἀπ’ τό κύ-
Κυβερνῶ. Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπ’ τὀ κλος + ὤψ (ὄψομαι). Δές γιά περισσότερα παρά-
οὐσ. κύμβη (=μικρό πλοῖο) + ρίζα ερ- τοῦ ἐρέτης. γωγα στή λέξη κύκλος καί στο ὁράω-ῶ.
Παράγωγα: κυβερνήτης, κυβέρνησις, κυβερνη- Κύκνος. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
τέον, κυβερνητήρ, κυβερνήτειρα, κυβερνητήρι- Κυλίνδω ἤ κυλίω (=κυλῶ, διαδίδομαι). Ἔχει σχέ-
ος, κυβερνητικός. ση μέ τις λέξεις κύκλος, κίρκος, κυλλός (=στρα-
Κυβιστάω-ῶ (=κάνω τοῦμπες). Ἀπ’ τό κύβη (=κε- βοκάνης) κ.λπ. Εἶναι ἀκόμα συγγενικό μέ τό κα-
φάλι) πού σχετίζεται μέ τό κύπτω. Παράγωγα: λινδῶ καί καλινδοῦμαι. Παράγωγα: κυλινδήθρα,
κυβίστησις, κυβίστημα, κυβιστητήρ, κυβιστίν- κυλίνδησις, κύλινδρος, κυλινδρικός, κύλισις, κύ-
δα ἤ κυβισίνδα. λισμα, κυλιστός, κυλιστικός, κυλίστρα.
Κύβος (=ζάρι). Ἴσως νά ἔχει σχέση μέ τό κύβη (=κε- Κύλιξ, ἡ (=κρασοπότηρο). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τό
φάλι) τοῦ κύπτω. Λατιν. cubus. Δές γιά παράγω- κυέω-ῶ, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Ἀκόμα
γα στή λέξη κυβεία. ἴσως νά σχετίζεται μέ τό κάλυξ (=μπουμπούκι)
Κυέω-ῶ (=εἶμαι ἔγκυος). Ἀπό ρίζα κυ-έω κυῶ, τοῦ καλύπτω.
πού εἶναι ἀρχαιότερο καί πιό ἀττικό τοῦ κύω. Πα- Κῦμα. Ἀπ’ τό κύω (=φουσκώνω) - κυέω-ῶ, ὅπου
ράγωγα: κύημα (=ἔμβρυο), κύησις, κυητήριος, κυ- δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ
ητικός, κυμάς-άδος, ἡ (=ἔγκυος), κύστις (=φού- κῦμα: κυμαίνω (=ἐξογκώνομαι), κύμανσις, διακύ-
σκα), ἀποκύησις, ἀποκύημα (=γέννημα), ἐγκύ- μανσις, ἀκύμαντος, κυματόεις, κυματοπλήξ, κυ-
μων, ἔγκυος, καί ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα τά κυΐσκομαι ματῶ (=σκεπάζω μέ κύματα), κυματωγή (=ἀκτή,
(=γίνομαι ἔγκυος), κύω, κῦμα, κύος (=ἔμβρυο), ὅπου σπάνουν τά κύματα), κυματώδης, κυμάτω-
κύαρ-αρος, ὁ (=τρύπα), κύαθος (=ποτήρι), κύλιξ σις, τρικυμία.
(=κρασοπότηρο), τά κύλα (=τά μῆλα τοῦ προσώ- Κύμβαλον (=εἶδος μουσικοῦ ὀργάνου, ἀπό δύο με-
που), τό κύτος (=κοίλωμα), ἐπικυλίδες (=τά πά- ταλλικά κοῖλα ἡμισφαίρια πού τά χτυποῦσαν με-
νω βλέφαρα), κοῖλος, κοιλία, καυλός, κύτταρον ταξύ τους στίς γιορτές τοῦ Βάκχου καί τῆς Κυβέ-
(=κοίλωμα), κῦφος, τό (=καμπούρα). λης). Ἀπ’ τό κύμβη (=κοῖλο ἀγγεῖο) τοῦ κύπτω,
Κυκάω (=ἀνακατώνω). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Παράγωγα: κυκεών (=ἀνακατεμένο πιοτό, γε- Κύμβη (=κοῖλο ἀγγεῖο, ποτήρι, μικρό πλοῖο). Σχε-
νικά ἀνακάτωμα), κυκεία (=ταραχή), κύκηθρον τίζεται μέ το κύπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα
(=μεγάλη κουτάλα, ἄνθρωπος ταραξίας), κύκη- παράγωγα.
μα, κύκησις, κυκητής (ταραχοποιός). Κυνάγχη, ἡ (=συνάχι). Ἀπ’ το κύων + ἄγχω, ὅπου
Κυκεών (=ἀνακατεμένο πιοτό, γενικά ἀνακάτω- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
μα). Ἀπ’ τό κυκάω-ῶ, ὅπου δές γιά περισσότε- Κυνέω-ῶ (=φιλῶ, προσκυνῶ). Ἀπό ρίζα: κυ+νέ+ω
ρα παράγωγα. κυνῶ. Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα προσκυνῶ.
Κύκλος. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπ’ τήν Κυνηγός ἀντί κυναγός. Ἀπ’ τό κύων + ἄγω, ὅπου
ἴδια ρίζα μέ τά: κίρκος (=γεράκι, πού ὀνομάστη- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
κε ἔτσι ἀπ’ τούς κύκλους πού κάνει ὅταν πετᾶ), Κυπάρισσος, ἡ (=κυπαρίσσι). Ξενική ἡ προέλευ-
κυρτός, κυλίνδω, κυλίω, κυλλός (=κουτσός), σή του.
Κύκλωπες, Κυκλάδες, Κυρήνη, Κέρκυρα, κέρ- Κύπελλον (=ποτήρι). Ἔχει σχέση μέ τό κύμβη (=πο-
κος, κορώνη. Παράγωγα τοῦ κύκλος: κύκλῳ, κυ- τήρι) τοῦ κύπτω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
κληδόν, κυκλόθεν, κυκλόσε, κυκλότης, κυκλέ- Κύπτω (=σκύβω). Ἀπ’ τό: κύβη (=κεφάλι). Θέμα
ω-ῶ (=κινῶ ὁλόγυρα, ἐπαναλαμβάνω), κύκλη- κυβ ἤ κυφ + τ + ω κύπτω. Παράγωγα: κυφός
125
Λ Λάμδα
Λαβή (=χερούλι, εὐκαιρία). Ἀπ’ τό λαβεῖν, ἀπαρ. ληξις (=ἔφεση για ἀναθεώρηση δίκης), λόγχη
ἀόρ β’ τοῦ λαμβάνω, ὅπου δές γιά περισσότε- (=λαχνός, κλῆρος).
ρα παράγωγα. Λαγωός, ἐπικ. ἀντί τοῦ λαγώς (=λαγός). Ἀπό ρί-
Λάβρος (=ὁρμητικός, βίαιος). Πιθανόν ἀπό ρίζα ζα λαγ-, ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις λαγαρός, λάγνος,
λαF (λαῦρος, ἀπολαύω). λαγών (=λαγγόνι).
Λαβύρινθος. Μᾶλλον ξένη λέξη. Ἀπ’ τό λάβρυς Λαθραῖος (=κρυφός). Ἀπ’ το ἐπίρρ. λάθρᾳ τοῦ λαν-
(=τσεκούρι), πού εἶναι λυδική λέξη καί γιατί στό θάνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
λαβύρινθο τῆς Κνωσοῦ ὑπῆρχαν ζωγραφισμένα Λαῖλαψ-απος, ἡ (=ἀνεμοστρόβιλος). Εἶναι τύπος
τσεκούρια - σύμβολα. ἐπιτεταμένος μέ ἀναδιπλασιασμό τοῦ προθεμα-
Λαγαρός (=χαλαρός, λεπτός). Ἀπό ρίζα λαγ- (ἀπ’ τικοῦ μορίου λαι πού δηλώνει ἐπίταση.
τήν ἴδια ρίζα τά: λαγών-όνος (=κάθε κοίλωμα) - Λαίμαργος (=ἀχόρταγος). Ἀπ’ τό ἐπιτατικό μόριο
λάγνος - λαγώς -λήγω. Παράγωγα: λαγαρότης, λαι + μάργος (=τρελός, ἀχόρταγος). Παράγωγα:
λαγαρίζομαι, λαγαροῦμαι. λαιμάργως, λαιμαργία.
Λαγχάνω (=παίρνω μέ κλῆρο, τυχαίνω). Ἀπό ρί- Λαιμητόμος, ἀντί λαιμοτόμος. Ἀπ’ τό λαιμός +
ζα λαχ-. Θέματα: α) ἀσθενές λαχ + πρόσφυμα τέμνω (=κόβω). Δές γιά περισσότερα παράγω-
ν πρίν ἀπ’ τό χαρακτήρα καί αν μετά λα-ν-χ- γα στό ρῆμα τέμνω.
αν-ω λαγχάνω μέ τροπή τοῦ ν σέ γ, β) ἰσχυ- Λακτίζω (=κλωτσῶ). Ἀπό ρίζα καλκ- μέ ἀποβο-
ρό ληχ (μελλ. λήχ-σομαι λήξομαι). Ἀκόμα τό θέ- λή τοῦ κ: αλκ καί μέ μετάθεση τοῦ λ λακ +
μα λέγχ- (μέ μετάπτωση ἀπ' τό λαχ: λεχ - λενχ - πρόσφυμα τ + ίζω λακτίζω. Παράγωγα: λάξ
λεγχ) πού γίνεται λογχ- μέ ἑτεροίωση τοῦ ε σέ (=μέ τίς κλωτσιές), λάκτισμα (=κλωτσιά), λακτι-
ο. Παράγωγα: λάχος, τό (=μερίδιο πού ὁρίζεται στής, λακτικός, λακτισμός, λακπάτητος, (=τσα-
μέ κλῆρο), Λάχεσις (=μία ἀπ' τίς τρεῖς Μοῖρες), λαπατημένος).
λαχμός, λάξις (=μέρος γῆς), ληκτέον, λῆξις (=δι- Λακωνίζω (=μιμοῦμαι τούς Λάκωνες). Ἀπ’ τό Λά-
ορισμός μέ κλῆρο), ληξιαρχικός, ληξιαρχικόν κων. Παράγωγα: λακωνικός, λακωνισμός, λα-
γραμματεῖον (=δημόσιος κατάλογος κάθε Ἀθη- κωνιστής.
ναϊκοῦ δήμου, ὅπου γράφονταν τά ὀνόματα τῶν Λαλέω-ῶ (=μιλῶ, φλυαρῶ). Ἀπό τήν ἠχοποίητη ρί-
δημοτῶν, ὅταν ἔρχονταν σέ νόμιμη ἡλικία), ἀντί- ζα λαλ- ἀπ’ ὅπου καί τά παράγωγα: λάλος (=φλύ-
127
(=σχίσμα), λακίζω (=σπαράζω), λακερός, λακέ- ζυγος), λέκτρον (=κρεβάτι). 2) (=μαζεύω, ἀπα-
ρυζα (=αὐτή πού κραυγάζει), λάκος, ὁ (=θόρυ- ριθμῶ). Ἀπό ρίζα λεγ- ὅμοια μέ τοῦ λέγω (3).
βος), λακάζω (=φωνάζω). Παράγωγα: λογάς-άδος (=ἐκλεκτός), λογάδην
Λατόμος (=αὐτός πού κόβει πέτρες). Ἀπ’ τό λᾶς (=μέ ἐκλογή), συλλογή, ἐκλογή, ἐπιλογή, δια-
(=πέτρα) + τέμνω. Παράγωγα: λατομῶ, λατο- λογή, σύλλογος, κατάλογος, ἐκλογεύς, συλλο-
μεῖον, λατόμημα, λατομητός, λατομικός. γεύς (=εἰσπράκτορας φόρων), ἐκλεκτός, ἀπό-
Λατρεύω (=ὑπηρετῶ, λατρεύω τούς θεούς). Ἀπ’ τό λεκτος (=διαλεκτός), ἐπίλεκτος, λεκτός, δύ-
λάτρις-ιος (=μισθωτός ἐργάτης) πού παράγεται σλεκτος, σύλλεκτος, νεοσύλλεκτος, ἐκλεκτέ-
ἀπ’ τό λάτρον (=μισθός) ἀπό ρίζα λαF-. Παρά- ος, καταλεκτέος, Λέλεγες (=ἐκλεκτοί), σπερ-
γωγα: λατρεία (=δουλειά), λατρεύς (=ὑπηρέτης), μολόγος. 3) (=μιλῶ). Ἀπό ρίζα λεγ- πού γίνεται
λάτρευμα (=ὑπηρεσία), λατρευτέον, λατρευτής, λογ- μέ ἑτεροίωση. Μέλλοντας: ἀπό ρίζα Fερ
λατρευτικός, λατρευτός. Fερ+έ+σω, μέ ἐξαφάνιση τοῦ F, ἀποβολή τοῦ σ
Λάτρον (=μισθός, πληρωμή). Ἀπό ρίζα λαF-. Δές ἀνάμεσα σέ δυό φωνήεντα καί συναίρεση ἐρέ-
γιά παράγωγα στό ρῆμα λατρεύω. ω-ῶ. Ἀόριστος: Fειπ ἔ-Fειπ-ον μέ ἀποβολή
Λαύρα (=διάδρομος, στενωπός). Σχετίζεται μέ τό τοῦ F ἔ-ειπ-ον εἶπον. Παρακείμενος: Fρε
λᾶας (=πέτρα) Λαῦρον (=μέταλλο ἀργύρου). Fε-Fρε-κα καί FεF-ρη-κα, μέ πτώση τῶν δύο
Λαύρειον (=τό μέρος τῆς Ἀττικῆς, ὅπου ἦταν τά F καί ἀντέκταση εἴρηκα. Μέσος παρακείμε-
περίφημα μεταλλεῖα). νος: Fε-Fρε-μαι Fε-Fρη-μαι = εἴρημαι. Παρά-
Λάφυρα, τά (=λεία τοῦ πολέμου, πλιάτσικα). Ἀπό γωγα: λέξις, λεξικόν, λεκτέος, λεκτικός, λεκτός,
ρίζα λαβ- λαφ- τοῦ λαμβάνω, ὅπου δές γιά πε- ἀντίλεκτος, μυριόλεκτος, ἀναντίλεκτος, ἀναντι-
ρισσότερα παράγωγα. λέκτως (=ἀναμφίβολα), λόγος, εὔλογος, θεολό-
Λαφυραγωγῶ (=λεηλατῶ). Ἀπ’ τό λαφυραγωγός γος, κακολόγος, πολυλόγος, σπερμολόγος, λο-
= λάφυρα + ἄγω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- γάριον (ὑποκορ.), λογαριάζω, λογεῖον (=μέρος
ράγωγα. ὅπου κάποιος μιλάει), λογίζομαι, λογίδιον (ὑπο-
Λάχανον. Ἀπ’ τό λαχαίνω (=σκάβω). Παράγωγα: κορ.), λογικός, λογικεύομαι, λόγιμος (=ἀξιόλο-
λαχανεία (=καλλιέργεια λάχανων), λαχανεύς, γος), ἀντιλογικός, λόγιος, λογιότης (=εὐγλωτ-
λαχανίζομαι (=μαζεύω λάχανα), λαχανικός, λα- τία), (συλ)λογισμός, λογιστέον, λογιστής, λογι-
χανοπώλης (=μανάβης). στήριον, λογιστικός, λογογράφος, λογοποιός,
Λάχεσις (=μία ἀπ’ τίς τρεῖς Μοῖρες). Ἀπ’ τό λαχεῖν, ἀπολογοῦμαι, κοινολογοῦμαι, ἔπος, ὄψ (-ὀπός),
ἀπαρ. ἀορ. β’ τοῦ λαγχάνω, ὅπου δες γιά περισ- ἐπικός, καλλιεπής, καλλιέπεια, εὐεπής, ὀρθοε-
σότερα παράγωγα. πής, ἄσπετος, νήπιος, θέσπις, θεσπέσιος, εἰρή-
Λάχνη, ἡ (=χνούδι). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. νη, ῥῆσις, ῥῆμα, ῥήτωρ, ῥητορικός, ἀντίρρησις,
Παράγωγα: λαχνήεις (=μαλλιαρός), λαχνοῦμαι πρόρρησις, ῥήτρα, ῥῆτραι (=νόμοι τοῦ Λυκούρ-
(=γίνομαι χνουδωτός), λάχνωσις. γου στή Σπάρτη), ῥητός, ἄρρητος, ἀπόρρητος,
Λεαίνω καί λειαίνω (=στιλβώνω). Ἀπ’ τό λεῖος πού ἀπρόρρητος, ἐπίρρητος (=δύσφημος), ῥητέ-
παράγεται ἀπ’ τή ρίζα λεF- ἤ λειF-. Θέμα λειαν- ον, ἀντιρρητέον, προρρητέον, διαρρήδην, παρ-
j-ω λειαίνω καί λεαίνω. Παράγωγα: λέανσις ἤ ρησία καί ἴσως τά: λέσχη (=μέρος ὁμιλίας), ἄν
λείανσις, λεαντέον, λεαντήρ (=γουδοχέρι), λεά- δέν εἶναι ἀπ' τό λέγω (=συγκεντρώνω), λεσχη-
ντειρα, λεαντικός (=μαλακτικός), καί ἀπ' τήν ἴδια νεύω (=μιλῶ), ἀδολεσχής (=αὐτός πού μιλάει
ρίζα τά: λευρός (=λεῖος), λείαξ (=νεογέννητο). πολύ), λεπτολόγος, μετεωρολόγος, ὁμόλογος,
Λέβης-ητος, ὁ (=καζάνι). Ἴσως ἀπ’ τό λείβω (=στά- ὁμολογῶ, πρόλογος, τερατολόγος, φιλόλογος,
ζω, χύνω) ἤ ἀκόμη ἀπ’ τό λαβεῖν τοῦ λαμβάνω. χρησμολόγος.
Λέγω. 1) (=ἀποκοιμίζω). Ἀπό ρίζα λεχ- ἀπ’ ὅπου Λεηλατῶ. Παρασύνθετο ἀπ’ το ἐνν. λεηλάτης (λεία
καί οἱ λέξεις: λέχος (=κρεβάτι), λεχαῖος, λεχώ + ἐλαύνω). Παράγωγα: λεηλασία, λεηλάτησις,
(=λεχώνα), λόχος (=ἐνέδρα), λοχεία (=γέννα), λεηλατικός.
λόχμη (=δάσος πυκνό γιά ἐνέδρα), ἄλοχος (=σύ- Λεία (=λάφυρα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως
129
Λεύσσω (=βλέπω). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τό λευκός. Λῆμμα (=καθετί πού παίρνεται, εἰσόδημα, κέρδος).
Θέμα λευκ+j+ω = λεύσσω. Παράγωγο: λευστός Ἀπ’ το λαβεῖν, ἀπαρ. ἀόρ. β΄ τοῦ λαμβάνω. Λαβ
(=ὁρατός). + μα = λάβμα = λάμμα = λῆμμα.
Λεύω (=πετροβολῶ, σκοτώνω μέ πέτρες). Ἀπ’ τό Λῆξις (=παύση). Ἀπ’ τό λήγω (=παύω), ὅπου δές
λεύς (δωρ. τύπος) ἀντί λᾶας-λᾶς. Ρίζα λαF- καί γιά περισσότερα παράγωγα.
λεF-. Θέμα λεF-ω = λεύω. Παράγωγα: λεύσιμος, Ληρέω-ῶ (=εἶμαι ἀνόητος, φλυαρῶ). Ἀπ’ τό λῆρος
λευσμός (=πετροβόλημα), λευστήρ (=φονιάς), (=ἀνοησία, φλυαρία. Σάν ἐπίθ. ἀνόητος). Τό λῆρος
λευστός (=πετροβόλητος), λιθόλευστος, κατά- ἔχει σχέση μέ τό λάλος - λάσκω. Παράγωγα: λή-
λευσις, κατάλευσμα, καταλεύσιμος. ρημα, λήρησις, παραλήρημα, παραλήρησις, ληρο-
Λέχος (=κρεβάτι). Ἀπ’ τό λέγω (1.=κοιμίζω), ὅπου λόγος (=φλύαρος), ληρώδης (=ἀνόητος).
δές για περισσότερα παράγωγα. Λῃστής. Ἀπ’ τό ληΐζομαι, ὅπου δές γιά περισσό-
Λεχώ, ἡ (=λεχώνα). Ἀπ’ τό λέγω (1.=κοιμίζω), ὅπου τερα παράγωγα.
δές για περισσότερα παράγωγα. Λῆψις. Ἀπ’ τό λήψομαι, μέλλοντα τοῦ λαμβάνω,
Λεωφόρος καί λαοφόρος (=δρόμος μέ μεγάλη ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
κυκλοφορία). Ἀπ’ τό λεώς (=λαός) + φέρω. Δές Λιβάς, ἡ (=πηγή, ρυάκι). Ἀπ’ τό λείβω (=στάζω),
γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη λαός καί ὅπου δές για περισσότερα παράγωγα.
στό ρῆμα φέρω. Λιγύς (=ὀξύς, διαπεραστικός). Ἀμφίβολη ἡ ἐτυ-
Λήγω (=τελειώνω). Ἀπό ρίζα λαγ- τοῦ λαγαρός μολογία του. Ἀπό ἴδια ρίζα: λιγυρός (=καθαρός,
(=χαλαρός). Παράγωγα: λῆξις (=παύση), κατά- ὀξύς), λιγύτης, λιγύφθογγος, λιγύφωνος.
ληξις, ληκτέον, ληκτήριος, ληκτικός, ἄληκτος, Λιθοξόος. Ἀπ’ τό λίθος + ξέω, ὅπου δές γιά περισ-
ἀκατάληκτος. σότερα παράγωγα.
Λήθαργος (ἐπίθ.=νωθρός, οὐσ.=βαθύς ὕπνος). Ἀπ’ Λιθόστρωτος. Ἀπ’ τό λίθος + στρώννυμι, ὅπου δές
τό λήθη + ἀργός. Δές γιά περισσότερα παράγω- γιά περισσότερα παράγωγα.
γα στό ρῆμα λανθάνω. Λικμάω (=λιχνίζω). Ἀπ’ το λικμός = λίκνον (=φαρ-
Λήθη (=λησμονιά). Ἀπ’ τό λήθομαι = λανθάνω, δύ καλάθι ὅπου ἔβαζαν τό σιτάρι καί τό πετοῦσαν
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ψηλά γιά νά πάρει ὁ ἄνεμος τό ἄχυρο). Ἀπό ρί-
Ληίζομαι (=λεηλατῶ, ληστεύω), καί λῄζομαι. Ἀπό ζα λικ-. Παράγωγα: λίκμησις (=λίχνισμα), λικμη-
ρίζα λαF-, ἀπ’ ὅπου καί ἡ λέξη λεία-ληίς. Παράγω- τήρ, λικμητήριον (=λιχνιστήρι), λικμητής, λικμη-
γα: λῃστής, λῃστεία, λῃστεύω, λῃστήρ, λῃστήρι- τικός, λικμητός, λικμήτωρ, λικμάς.
ον, λῃστικός καί λῃστρικός, λῃστρικῶς, λῃστρίς- Λίκνον (=πλεχτό καλάθι, κούνια). Ἀρχικά ἦταν
ίδος (=πειρατικό πλοῖο). νίκνον και μέ ἀνομοίωση λίκνον. Εἶναι συνώνυ-
Λήιον, τό (=ἀθέριστο χωράφι). Ἀπό ρίζα λαF- τοῦ μο μέ τό λικμός.
ἀπολαύω. Λιμήν (=λιμάνι). Ἀπό ρίζα λιβ- τοῦ λείβω (=στάζω),
Ληίς, ἐπικός τύπος τοῦ λεία. Ἔχει σχέση μέ τό ἀπο- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
λαύω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα Λίμνη. Ἀπ’ τό λείβω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
ληίζομαι. ράγωγα. Παράγωγα ἀπ’ τό λίμνη: λιμνάζω (=μέ-
Λήκυθος (=ἀγγεῖο λαδιοῦ, στό λόγο εἶναι τά ρητο- νω στάσιμος), λιμναῖος, λιμνίτης (=αὐτός πού ζεῖ
ρικά σχήματα). Πιθανόν ἀπ’ τό ληχέω (=ἠχῶ) ἤ στίς λίμνες), λιμνώδης.
ἀπ’ τό ἔλαιον + κεύθω (=κρύβω). Παράγωγα: λη- Λιμός, ὁ (=πείνα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως
κύθειος (=πομπώδης), ληκυθίζω (=μεγαλοποιῶ), ἀπό ρίζα λιφ- (λιφμός =λιμός) τοῦ λίπτομαι (=ἐπι-
ληκύθιον, ληκυθισμός, ληκυθιστής. θυμῶ πολύ). Παράγωγα: λιμώσσω (=εἶμαι πεινα-
Λήμη (=τσίμπλα). Πιθανόν ἀπό ρίζα γλαμ- τοῦ σμένος), λιμώδης (=πεινασμένος), λιμοκτονῶ
γλαμάω, συνωνύμου μέ τό λημάω (=εἶμαι τσι- (=σκοτώνω μέ τήν πείνα), λιμοκτονία, λιμοκτό-
μπλιάρης). Παράγωγα: λημαλέος (=τσιμπλιά- νησις, λιμοθνής (=πού πεθαίνει ἀπ’ τήν πείνα).
ρης), γλαμυρός (=τσιμπλιάρης), γλάμων (=τσι- Λιμώττω ἤ -σσω (=πεθαίνω ἀπ’ τήν πείνα). Ἀπ’ τό
μπλιάρης). λιμός, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
131
Λυμαίνομαι (=βλάπτω). Ἀπ’ τό λύμη, πού παράγε- νος), ἀλώβητος (=ἄβλαπτος), λωβήτωρ, λελω-
ται ἀπό ἐκτεταμένο τύπο λυ- τῆς ρίζας λοF- τοῦ βημένος (=λεπρός).
λούω. Παράγωγα: λυμεών (=καταστροφέας), λυ- Λώπη (=ροῦχο ἀπό δέρμα). Ἀπ’ τό λέπω (=ξεφλου-
μαντήρ (=καταστροφέας), λυμαντήριος (=κατα- δίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
στρεπτικός), λυμαντής, λυμαντικός, ἀπολυμα- Λωποδύτης (=αὐτός πού βουτάει στά ροῦχα ἄλλου
ντήρ, ἀπολυμαντικός, ἀπολυμαντήριον. γιά νά κλέψει, κλέφτης). Σύνθετο ἀπ’ τό λώπη
Λυπέω-ῶ (=προξενῶ λύπη). Ἀπ’ τό λύπη. Ρίζα λυπ-. (=ροῦχο) + δύω. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στά
Θέμα λυπέ+ω = λυπέω-ῶ. Παράγωγα: λύπημα, ρήματα δύω καί λέπω.
λυπηρός, λυπηρῶς, λυπητέον, λυπητήριος, λυπη- Λωτός (=εἶδος τριφυλλιοῦ, εἶδος δέντρου στήν Αἴγυ-
τικός, λυπρός (=ἄθλιος), λυπρότης, ἀλύπητος, πτο). Ἡ καταγωγή της εἶναι σημιτική. Παράγωγα:
ἀλυπήτως, ἄλυπος, συλλυπητήριος. λώτινος, λωτοειδής, λωτόεις, λωτοφάγος.
Λυρικός. Ἀπ’ τό λύρα (=μουσικό ὄργανο). Λωτοφάγος (Λωτοφάγοι = εἰρηνικός λαός τῆς Κυ-
Λυσιτελῶ (=ὠφελῶ). Ἀπ’ τό λυσιτελής (αὐτός πού ρήνης). Σύνθετο ἀπ τό λωτός + φαγεῖν τοῦ τρώ-
πληρώνει τά ἔξοδα, ὠφέλιμος), σύνθετο ἀπ’ τό γω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς καί
λύω (=πληρώνω) + τέλος (=φόρος). Παράγωγα: στή λέξη λωτός.
λυσιτέλεια (=ὠφέλεια), λυσιτελούντως (=ὠφέ- Λωφάω (=ξεκουράζομαι, ἡσυχάζω, κοπάζω). Ἔχει
λιμα), ἀλυσιτελής (=ἀνώφελος). σχέση μέ τό λόφος (=τράχηλος). Παράγωγα: λώ-
Λύτρον, τό (=χρήματα γιά τήν ἀπελευθέρωση κά- φημα (=ἡσυχία), λώφησις, λωφήιος.
ποιου). Ἀπ τό λύω, ὅπου δές γιά περισσότερα
παράγωγα.
Λύτρωσις. Ἀπ’ τό λυτρόω-ῶ (=ἀφήνω κάποιον ἐλεύ-
θερο), πού παράγεται ἀπ’ τό λύτρον τοῦ λύω, ὅπου
δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ
λυτρόω-ῶ: ἀπολύτρωσις, λυτρώσιμος, λυτρωτέ-
ον, λυτρωτής, λυτρωτήριος, λυτρωτικός, ἀπολυ-
τρωτικός, λυτρών (=ἀποχωρητήριο).
Λύχνος (=λυχνάρι). Ἀπό ρίζα λυκ- τοῦ λύκη (=φῶς),
ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
Λύω (=λύνω, ἐλευθερώνω, χαλαρώνω, ἐπανορ-
θώνω, πληρώνω). Θέμα λύ + ω = λύω. Παράγω-
γα: λύσις (=ἀπελευθέρωση), καί σύνθετα (ἀνά,
ἀπό, διά, κατά, ἔχ)λυσις, λύσιος, λύσιμος, λυσί-
ζωνος (=ἄοπλος), λυσιμελής, λυσίπονος, λυσιτε-
λής (=ὠφέλιμος), λυτέον, (ἀπο, παρα)λυτέον, λυ-
τήρ, λύτειρα, λυτήριος, λυτικός, (ἀνα, κατα, δια,
παρα, ἀπο, ἐκ)λυτικός, λυτός, ἄλυτος, εὔλυτος,
εὐκατάλυτος, διαλυτός, ἀδιάλυτος, λύτρον, δια-
λύτης, καταλύτης, ἀναλύτης (=σωτήρας), κατα-
λυτής (=καταστροφέας), προλύτης (=ἀπόφοιτος
Πανεπιστημίου), ἀναλυτήρ, ἀπολυτήριον, κατα-
λυτέος, ἀπολυτίκιον, λῦμα (=ἐνέχυρο), κατάλυ-
μα (=πανδοχεῖο), βουλυτός (=βράδυ).
Λωβάομαι-ῶμαι (=βλάπτω). Ἀπ’ τό λώβη (=βρι-
σιά, βλάβη). Παράγωγα: λωβητήρ (=καταστρε-
πτικός), λωβήτειρα, λωβήεις (=βλαβερός), λώ-
βημα, λώβησις, λωβητής, λωβητός (=βλαμμέ-
Μαγγανεύω (=ἐξαπατῶ μέ μαγικά τεχνάσματα). τμημένος τύπος τοῦ μάτηρ = μήτηρ πού τό λένε
Ἀπ’ τό μάγγανον (=μέσο μαγείας) ἀπό ρίζα μαγ-. τά μωρά. Ἀπ’ τό μαῖα παράγωγα τά: μαιεύομαι
Παράγωγα: μαγγανεία (=μαγεία), μαγγάνευμα (=ξεγεννῶ), μαιεία, μαίευμα, μαίευσις, μαιευτι-
(=μαγεία, ἀπάτη), μαγγανευτήριον, μαγγανευ- κός, μαίευτρα (=ἀμοιβή τῆς μαίας), μαιεύτρια, μαι-
τής, μαγγανευτικός, μαγγανεύτρια. ευτική (=ἡ τέχνη τοῦ Σωκράτη), μαιοῦμαι (=ξε-
Μάγγανον (=μέσο ἀπάτης). Ἀπό ρίζα μαγ- καί γεννῶ), μαίωτρα, τά (=ἀμοιβή μαίας).
εἶναι συγγενικό μέ τό μαγεύω, μάσσω (=ζυμώ- Μαινάς, ἡ. Ἀπ’ τό μαίνομαι, ὅπου δές γιά περισσό-
νω), μαγεύς, μάγειρος. Δές γιά παράγωγα στό τερα παράγωγα.
ρῆμα μαγγανεύω. Μαίνομαι (=εἶμαι τρελός). Ἀπό ρίζα μα-. Ἔχει σχέ-
Μάγειρος. Ἀπ’ τό μάσσω (=ζυμώνω), ἀπό ρίζα μαγ-. ση μέ τό μάω (=ἐπιθυμῶ πολύ), μέμαα, μενεαίνω
Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα μάσ- (=εἶμαι πρόθυμος). Ρίζα μα+ν+j+ομαι =μαίνομαι.
σω. Παράγωγα: μαινάς, μαινόλης, ὁ (=τρελός), μανία
Μαγεύς (=ζυμωτής). Ἀπ’ τό μάσσω, ὅπου δές γιά (=παραφροσύνη, ἐνθουσιασμός), μανιάς (=μα-
περισσότερα παράγωγα. νικός), μανιάω, μανικός (=τρελός), μανιώδης,
Μάγμα (=πηχτή ἀλοιφή). Ἀπ’ τό μάσσω, ὅπου δές ἐμμανής, ἐκμανής, μάντις, μαντεύομαι.
γιά περισσότερα παράγωγα. Μάκαρ-αρος, ὁ (=ευτυχισμένος). Ἄγνωστη ἡ ἐτυ-
Μάγος. Ξένη ἡ προέλευσή του. Παράγωγα: μα- μολογία του. Ἴσως νά συγγενεύει μέ τό μακρός.
γεύω, μαγεία, μαγικός, μαγευτικός, μάγευμα, Παράγωγα: μάκαρες (=θεοί), μακαρία (=εὐτυ-
μαγευτής. χία), μακάριος, μακαριότης, μακαρίζω (=καλο-
Μᾶζα, ἡ (=κρίθινο ψωμί). Ἀπ’ τό μάσσω, ὅπου δές τυχίζω), μακαρισμός, μακαριστέον, μακαριστός,
γιά περισσότερα παράγωγα. ἀξιομακάριστος, μακαρίστρια, μακαρτός, μακα-
Μαζός (=βυζί). Ἰωνικός καί ἐπικός τύπος τοῦ μα- ρίτης (=πεθαμένος).
στός. Ἀπ’ τό μαδάω (=εἶμαι μαλακός, μαδῶ), Μακαρίζω (=καλοτυχίζω). Ἀπ’ τό μάκαρ (=εὐτυχι-
(μασδός = μαζός). σμένος), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Μαθητής. Ἀπ’ τό μαθεῖν, ἀπαρ. ἀόρ. β’ τοῦ μανθά- Μακεδονία. Ἀπ’ τό Μακεδόνιος πού παράγεται ἀπ’
νω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. τό Μακεδών καί αὐτό ἀπ’ τό μακεδνός (=ψηλός)
Μαῖα, ἡ (=τροφός, παραμάνα). Ἀπ’ τό μᾶ, συντε- - μηκεδανός (μῆκος).
135
Μαρμαρυγή (=ἀκτινοβολία). Ἀπ’ τό μάρμαρος (=μάταιος κόπος, σφάλμα). Παράγωγα: μάτην
τοῦ μαρμαίρω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- (ἐπίρρ.=μάταια), ματαίως, ματαιότης, ματαιοῦμαι,
ράγωγα. ματάζω καί ματάω (=λέω ἀνοησίες), ματαίωμα,
Μάρτυς. Λέγεται καί μάρτυρας. Ἔχει σχέση μέ τά: ματαίωσις, ἴσως καί τό μάψ (=στά χαμένα).
μέριμνα-μέρμερος (=ὀλέθριος). Ἀπό ρίζα μερ- Ματάω (=λέω ἀνοησίες), ἀπ’ τό μάτη, ἡ (=μάται-
μαρ-. Παράγωγα: μαρτυρῶ, μαρτύρημα, μαρτυ- ος κόπος, σφάλμα).
ρητέον, μαρτυρία (=κατάθεση), μαρτυρικός, μαρ- Μάχαιρα. Σχετίζεται μέ τό μάχομαι.
τύριον (=ἀπόδειξη, βασανιστήριο), μαρτύρομαι Μάχομαι. Ἀπό ρίζα μάχ. Πιθανόν νά σχετίζεται μέ
(=ἐπικαλοῦμαι), ψευδομάρτυς, ψευδομαρτυρία, τό μαίομαι (=ἐπιδιώκω, ἀγωνίζομαι). Παράγωγα:
ψευδομαρτυρῶ. μάχη, μαχητέον καί μαχετέον, μαχητής, μαχητικός,
Μάσσω (=ψηλαφῶ, κατεργάζομαι, ζυμώνω). μαχητός, ἀμάχητος, ἀκαταμάχητος, ἀπροσμάχη-
Θέμα μαγ+j+ω = μάσσω ἤ μάττω. Παράγωγα: τος, περιμάχητος (=περιζήτητος), μάχιμος, μαχο-
μαγεῖον, ἐκμαγεῖον (=πετσέτα, ἀποτύπωμα, πρό- μένως, διαμαχετέον - διαμαχητέον, ἀγχέμαχος,
πλασμα), μάγειρος, μαγειρεῖον, μαγειρεύω, μα- τηλέμαχος, Τηλέμαχος (κύριο ὄνομα), ἀγχέμαχα
γειρικός, μαγίς-ίδος (=ζυμαρικό, πίττα), μαγεύς (ὅπλα), μονομάχος, πρόμαχος, προμαχῶ, πυγμά-
(=ζυμωτής), μάγμα (=πηχτή ἀλοιφή), ἔκμαγ- χος, σκιαμαχῶ, σύμμαχος, ψυχομαχῶ.
μα (=αὐτό πού τυπώνεται πάνω σέ κερί), μᾶζα Μάω (=ποθῶ, σπεύδω, ἔχω σκοπό). Ρίζα μα- πού
(=κρίθινο ψωμί), μάκτης (=ζυμωτής), μακτός ἔχει πολλές ἔννοιες: 1) (=πόθος, ἐπιθυμία), ὅπως
(=ζυμωμένος), μάκτρα (=σκάφη γιά ζύμωμα), στίς λέξεις: μέμαα, μαίομαι, μένος, μέμονα, μα-
μάκτρον (=προσόψι), χειρόμακτρον, ῥινόμα- στεύω, μαστροπός, 2) (=διατάραξη τοῦ νοῦ), ὅπως
κτρον, μακτήριος. στίς λέξεις: μαίνομαι, μάντις, μανία, 3) (=σκέψη)
Μάσταξ-ακος, ἡ (=στόμα, σαγόνια, μπουκιά). Ἀπ’ ὅπως στίς λέξεις: μένω, μνάομαι, μέμνημαι, μνή-
τό μασάομαι-ῶμαι (=μασσῶ, τρώω) πού ἔχει συγ- μη. Δές γιά παράγωγα στά ρήματα πού ἀναφέ-
γένεια μέ τό μάσσω. Παράγωγα τοῦ μασῶμαι: μά- ρονται παραπάνω.
σημα, μάσησις, μασητέον, μασητήρ, μασητικός. Μεγαίρω (=βλέπω σέ κάτι σάν πάρα πολύ μεγάλο,
Μαστεύω (=ἐρευνῶ, ἐπιθυμῶ) καί ματεύω (συνώνυ- φθονῶ, ἐναντιώνομαι). Ἀπ’ το μέγας.
μο). Ἀπό ρίζα μα- καί μέ ἐπέκταση μαστ + εύω = Μεγαλαυχέω-ῶ (=καυχιέμαι). Ἀπ’ τό μεγάλαυ-
μαστεύω. Παράγωγα: μαστευτής, μαστήρ (=ἐρευ- χος ἤ μεγαλαυχής (=μέγας + αὐχῶ). Παράγω-
νητής), μάστειρα, μαστήριος, μάστευσις. γα: μεγαλαυχία, μεγαλαύχημα, μεγαλαύχησις,
Μαστίζω (=μαστιγώνω). Ἀπ’ τό μάστιξ πού ἔχει μεγαλαύχητος.
σχέση μέ τά μάω, μάσσω. Δές γιά ἄλλα παρά- Μεγαληγορέω-ῶ (=λέω μεγάλα λόγια). Ἀπ’ τό με-
γωγα στή λέξη μάστιξ. γαληγόρος (=μέγας + ἀγορεύω). Παράγωγα: με-
Μάστιξ-ιγος, ἡ (=μαστίγιο, καμουτσίκι). Ἀπό ρί- γαληγορία, μεγαληγόρως, μεγαληγορητέον καί
ζα μα- τοῦ μάω (=ποθῶ, σπεύδω), μάσσω (=κα- γιά ἄλλα παράγωγα στό ἀγορεύω.
τεργάζομαι). Ἔχει σχέση καί μέ τό ἱμάς (ἱμάστιξ). Μεγαλοπρεπής. Ἀπ’ τό μέγας + πρέπω, ὅπου δές
Παράγωγα: μαστιγόω-ῶ, μαστίγωσις, μαστιγώσι- γιά περισσότερα παράγωγα.
μος, μαστιγωτέος, μαστιγίας (=δοῦλος), μαστι- Μέγαρον. Ἀντί μεγάραρον. Ἀπ’ τό μέγας.
γιάω (=ἐπιθυμῶ νά μαστιγωθῶ), μαστίζω. Μέδιμνος, ὁ (=μέτρο σιτηρῶν). Ἀπό ρίζα μεδ- τοῦ
Μαστός, ἐπικ. μαζός (=βυζί, ὕψωμα, λόφος). Ἀπ’ μέδω (=κυβερνῶ, φροντίζω, ὑπολογίζω).
τό μαδῶ (=εἶμαι ὑγρός). Μέδουσα (=ὄνομα Γοργόνας). Εἶναι θηλυκό τῆς
Μαστροπός (=προαγωγός). Άπ’ τό ρῆμα μάω (ρίζα μετοχῆς μεδέων τοῦ μέδω (=ἄρχω) ἀντί μεδέ-
μα- μαστ.) (=ἐπιδιώκω). Παράγωγα: μαστροπεύω, ουσα.
μαστροπεία, μαστροπεῖον, μαστροπικός. Μεθίημι (=ἀφήνω, χαλαρώνω). Σύνθετο ἀπ’ τό μετά
Μασχάλη. Ἀντί μάλη (ὑπό μάλης). Πιθανόν ἀπό ρί- + ἵημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ζα μα- τοῦ μαλη + σχαλ (σχαλίς=περόνη). Μέθοδος. Σύνθετο ἀπ’ τό μετά + ὁδός τοῦ εἶμι,
Μάταλος (=ἀνώφελος, κενός). Ἀπ’ τό μάτη, ἡ ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
137
Μέλισμα (=τραγούδι). Ἀπ’ τό μελίζω κι’ αὐτό ἀπ’ Μεμψίμοιρος (=παραπονιάρης). Σύνθετο ἀπ’ τό
τό μέλος. μέμφομαι + μοῖρα. Δές γιά περισσότερα παρά-
Μέλισσα. Ἀπ’ τό μέλι, ὅπου δές γιά ἄλλα παρά- γωγα στό ρῆμα μέμφομαι.
γωγα. Μεναίχμης (=καρτερικός). Ἀπ’ τό μένος + αἰχμή.
Μελίφρων (=εὐχάριστος). Ἀπ’ τό μέλι + φρήν Μενεδήιος (=γενναῖος). Ἀπ’ τό μένος + δήιος ἤ
(=νοῦς), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. δάιος καί δᾷος (=ἐχθρικός). Τό δᾷος ἀπ’ τό δαίω
Μέλλησις (=καθυστέρηση, ἀναβολή). Ἀπ’ τό μέλ- (=καίω).
λω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Μενέλαος καί ἀττ. Μενέλεως-εω. Σύνθετο ἀπ’ τό
Μέλλω (=σκοπεύω νά κάνω κάτι, βραδύνω). Εἶναι μένω + λαός. Δές γιά περισσότερα παράγωγα
ἐπιτεταμένος τύπος ἀπ’ τή ρίζα μελ- τοῦ μέλω. στό ρῆμα μένω.
Θέμα μελ + πρόσφυμα j μέλjω, μέ ἀφομοίωση Μενεχάρμης (=καρτερικός στή μάχη). Ἀπ’ τό μένω
τοῦ j σέ λ μέλλω. Παράγωγα: μέλλησις (=κα- + χάρμη (=μάχη) καί χάρμη ἀπ’ τό χαίρω.
θυστέρηση), μέλλημα (=ἀργοπορία), μελλησμός, Μένος (=δύναμη, ὁρμή, φρόνημα). Ἔχει σχέση μέ
μελλητέον, μελλητής, μελλητικός, ἀμέλλητος, τό μάω (=ποθῶ), (ρίζα μεν), καί μέ το μέμονα
ἀμελλητί, ἀμελλήτως. (=ποθῶ).
Μελοποιός (=λυρικός ποιητής). Ἀπ’ τό μέλος (=μελω- Μένω. Θέμα μεν + ω = μένω. Με μετάπτωση μον-.
δία) + ποιῶ. Παράγωγα: μελοποιῶ, μελοποιία. (Λατιν. maneo). Παράγωγα: μενετέον, μενετός,
Μέλος. 1) (=μέλος τοῦ σώματος), 2) (=μελωδία, (ὑπο, ἐμ)μενετέον, ὑπομενετός, μενετέος, μο-
τραγούδι). Παράγωγα: μελεϊστί-μεληδόν (=κατά νή (=παραμονή, βραδύτητα), (δια, ἐπ, ἐμ, παρα,
μέλη), μελίζω (=ἠχῶ μελωδικά), μελικός (=λυρι- ὑπο)μονή, μόνος, μονάζω, μονάς, μοναστής, μο-
κός), μελικτής (=αὐλητής), μέλισμα (=τραγούδι), ναστήριον, μοναχικός, μοναχός, μονήρης, μονία
μελισμός (=διαίρεση), μέλπω (=τραγουδῶ), μελο- (=μοναξιά), μόνιμος, μονίμως, μονομάχος, μονόω
ποιός, μελύδριον (ὑποκορ.), μελῳδός, μελῳδία, (=ἀπομονώνω), μόνωσις, μονάρχης, μοναρχία, καί
πλημμελής (=παράφωνος). ὅσα ἔχουν σάν α΄ συνθετικό τό μενε: Μενέλαος,
Μέλπω (=τραγουδῶ). Ἀπ’ τό μέλος, θέμα μελ + π μενεδήιος (=γενναῖος), μενεπτόλεμος (=καρτε-
= μέλπ + ω = μέλπω. Μέ μετάπτωση μολπ-. Πα- ρικός σέ μάχη), μενεχάρμης (=καρτερικός στή
ράγωγα: μέλπηθρον (=τραγούδι μέ χορό), μελ- μάχη), μεναίχμης (=καρτερικός).
πήτωρ (τραγουδιστής), Μελπομένη, μολπή (τρα- Μεριμνῶ (=φροντίζω). Ἀπ’ τό ποιητ. μέρμηρα =
γούδι), μολπηδόν καί γιά ἄλλα παράγωγα δές μέριμνα. Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό μείρομαι (=παίρ-
στή λέξη μέλος. νω μέρος). Ρίζα μερ- ἤ μαρ-. Παράγωγα: μερί-
Μελύδριον (=τραγουδάκι) ὑποκοριστικό τοῦ μέ- μνημα, μεριμνηματικός, μεριμνητής, μεριμνη-
λος. τικός.
Μελῳδία. Ἀπ’ τό μελῳδός = μέλος + ᾠδή, ἀπ’ ὅπου Μέρος. Ἀπ’ τό μείρομαι, ὅπου δές γιά περισσότε-
καί τά: μελῳδῶ, μελῴδημα, μελῳδητός, μελῳδι- ρα παράγωγα.
κός. Μεσηγύ, ἐπίρρ. (=ἀνάμεσα), ἀπ’ τό μέσος.
Μεμβράνη. Ἀπ’ τό λατινικό membrana. Μεσημβρία ἀντί μεσημερία (=μεσημέρι). Σύνθετο
Μέμφομαι (=κατηγορῶ, κατακρίνω). Θέμα μέμφ + ἀπ’ τό μέσος + ἡμέρα. Παράγωγα: μεσημβριάζω
ομαι = μέμφομαι. Μέ μετάπτωση μομφ-. Παράγω- (=περνῶ τό μεσημέρι), μεσημβρινός.
γα: μέμψις, κατάμεμψις, μεμψίμοιρος (=παραπο- Μεσίτης. Ἀπ’ τό μέσος ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις:
νιάρης), μεμψιμοιρῶ, μεμψιμοιρία, μεμπτέος, με- μεσαῖος, μεσεύω (=εἶμαι στό μέσο), μεσηγύ
μπτέον, μεμπτικός, μεμπτός, μεμπτῶς, ἄμεμπτος, (ἐπίρρ.=ἀνάμεσα), μεσιτεύω, μεσιτεία, μεσότης,
ἐπίμεμπτος, μομφή (=κατηγορία, παράπονο), μόμ- μεσόω-ῶ, μεσωτήρ καί τά σύνθετα: μέσαυλος, με-
φος, ἐπίμομφος, ἄμομφος, ἀμεμφής, ἐπιμεμφής, σεγγυάω (=καταθέτω σάν ἐγγύηση στά χέρια τρί-
μεμφωλή, συγγενικά καί τό μῶμος, ἄν δεν παρά- του), μεσημβρία, μεσόγαιος, μεσολαβῶ, μεσονύ-
γεται, ἀπ’ τό μύω (=κλείνω, ἡσυχάζω) καί τό ἀμύ- κτιος, μεσοτομῶ (=κόβω σέ δυό ἴσα μέρη).
μων (=ἄψογος). Μεσόγαιος ἤ μεσόγειος (=αὐτός πού βρίσκεται
139
μηλέα, μήλειος, Μηλιάδες (=νύμφες τῶν ὀπωρο- Μήτρα. Ἀπ’ τό μήτηρ ὅπου δές γιά ἄλλα παρά-
φόρων δέντρων), μήλινος, μηλίτης (=κρασί ἀπό γωγα.
μῆλα), μηλοφόρος, μηλόχρους, μήλοψ (=μέ ὄψη Μητροκτόνος. Σύνθετο ἀπ’ τό μήτηρ + κτείνω. Δές
μήλου, κίτρινος), μηλώδης, μηλών-ῶνος. γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη μήτηρ καί
Μηλωτή (=δέρμα προβάτου), ἀπ’ τό μῆλον (=πρό- στό ρῆμα κτείνω.
βατο). Μητρυιά (=θετή μητέρα). Ἀπ’ τό μήτηρ, ὅπου δές
Μήν-μηνός (=μήνας). Ἡ ρίζα εἶναι μα- τοῦ μέτρον γιά περισσότερα παράγωγα.
γιατί ἡ σελήνη ἦταν τό μέτρο τοῦ μηνός. Ἀρχι- Μητρῷον (=ναός τῆς Δήμητρας ἤ τῆς Κυβέλης,
κά ἦταν μενς = μηνς = μήν. (Λατιν. mensis-is). ἀρχεῖο). Ἀπ’ τό μήτηρ, ὅπου δές γιά περισσότε-
Αἰολ. τύπος μείς. Παράγωγα: μήνη (=φεγγάρι), ρα παράγωγα.
μηνιαῖος, μηνοειδής (=πού ἔχει σχῆμα ἡμισελή- Μήτρως, ὁ (=θεῖος ἀπ’ τή μητέρα), ἀπ’ τό μήτηρ,
νου), μηνίσκος (ὑποκορ. τοῦ μήνη), νουμηνία, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
σκοτομήνη (=ἀσέληνη νύχτα). Μηχανή (=μηχάνημα, τρόπος, τέχνασμα). Ἀπ’ τό
Μήνη (=σελήνη, φεγγάρι). Ἀπ’ τό μήν, ὅπου δές μῆχος καί μῆχαρ (=μέσο θεραπείας). Παράγω-
γιά ἄλλα παράγωγα. γα: μηχανῶμαι (=τεχνάζομαι), μηχάνημα, μη-
Μηνιαῖος. Ἀπ’ τό μήν, ὅπου δές γιά περισσότε- χάνησις, μηχανητέον, μηχανητής, μηχανητικός,
ρα παράγωγα. μηχανικός, ἀμήχανος, πολυμήχανος.
Μηνιθμός, ὁ (=ὀργή), ἀπ’ το μηνίω. Μιαίνω (=λερώνω, μολύνω). Πιθανόν ἀπό ὑποθε-
Μήνιμα, τό (=αἰτία ὀργῆς, ἐνοχή), ἀπ’ τό μηνίω. τικό οὐσιαστ. μιFα (=βρωμιά). Θέμα: μιαν+ω καί
Μῆνις-ιος ἤ -ιδος, ἡ (=ὀργή). Δωρ. μᾶνις. Ἴσως νά μέ ἐπένθεση τοῦ j μιαίνω. Παράγωγα: μίαν-
ἔχει σχέση μέ τό ρῆμα μαίνομαι. Δές γιά παρά- σις, μιαντήριον, μιάντης, μιαντικός, μιαντός, ἀμί-
γωγα στό ρῆμα μηνίω. αντος (=καθαρός), μιαρός (=λερωμένος), μιαρία,
Μηνίτης, ὁ (=ὀργισμένος), ἀπ’ τό μηνίω. μίασμα (=μόλυσμα), μιασμός, μιάστωρ (=ἄθλιος
Μηνίω (=ὀργίζομαι). Ἀπ’ τό μῆνις (=ὀργή). Παρά- ἄνθρωπος), μιαιφόνος (=αἱμοχαρής).
γωγα: μήνιμα (=αἰτία ὀργῆς, ἐνοχή), μηνιθμός Μιαιφόνος (=φονιάς). Ἀπ’ τό μιαίνω (=μολύνω) +
(=ὀργή), μηνίτης (=ὀργισμένος), ἀμήνιτος, μη- φένω (=φονεύω). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό
νιάω (=ὀργίζομαι), μηνίαμα, μηνιαστής. ρῆμα μιαίνω.
Μηνοειδής (=πού ἔχει σχῆμα ἡμισελήνου). Ἀπ’ Μιαρός (=λερωμένος). Ἀπ’ τό μιαίνω, ὅπου δές γιά
τό μήνη + εἶδος. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή περισσότερα παράγωγα.
λέξη μήν. Μίασμα (=μόλυσμα). Ἀπ’ τό μιαίνω, ὅπου δές γιά
Μήνυτρον, τό (=ἀμοιβή γιά μήνυση), ἀπ’ τό μηνύω, περισσότερα παράγωγα.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Μιγάς (=ἀνακατωμένος). Ἀπ’ τό μείγνυμι καί μίγνυ-
Μηνύω (=φανερώνω, καταγγέλλω). Σκοτεινή ἡ ἐτυ- μι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
μολογία του. Παράγωγα: μήνυμα (=κατηγορία), Μίγνυμι καί μείγνυμι-μιγνύω καί μειγνύω (=ἀνα-
μήνυσις, μηνυτέον, μηνυτήρ, μηνυτής, μηνυτικός, κατώνω). Θέματα: 1) ἰσχυρό μειγ + πρόσφυμα
μήνυτρον (=ἀμοιβή γιά μήνυση), μηνύτωρ. νυ + μι μείγνυμι καί μειγνύω, 2) ἀσθενές μιγ +
Μηρυκάομαι-ῶμαι (=ἀναμασῶ). Ἄγνωστη ἡ ἐτυ- νυ + μι μίγνυμι καί μιγνύω. Παράγωγα: μεῖξις,
μολογία του. πρόσμειξις, σύμμειξις, μεικτός, σύμμεικτος, ἄμει-
Μήτηρ, δωρ. μάτηρ. Ἡ ρίζα εἶναι μα- ἀπ’ τή συλλα- κτος, δύσμεικτος, μεικτέον, συμμεικτέον, ἀναμείξ,
βή τῶν μωρῶν μα-. Ἔχει σχέση μέ τό μαῖα. Παρά- μειξοβάρβαρος ἤ μιξοβάρβαρος, μεῖγμα. Ἀπ’ τό
γωγα: μήτρα, μητραλοίας (=μητροκτόνος), μη- θέμα μιγ- τά μίγα, μιγάς, μίγδα, μίγδην, μῖγμα, μι-
τρίζω (=λατρεύω τή μητέρα τῶν θεῶν Κυβέλη), κτέον, μικτός, μῖξις, ἀμιγής, συμμιγής.
μητρικός, μητρόθεν (=ἀπ’ τή μητέρα), μητροκτό- Μικρός καί σμικρός καί δωρ. μικκός. Παράγω-
νος, μητρόπολις, μητρότης, μητρυιά, μητρῷος, μή- γα: μικρότης, μικρολόγος, μικρολογία, μικρο-
τρως (=θεῖος ἀπ’ τή μητέρα), μητρῷον (=ὁ ναός λογοῦμαι (=ἐξετάζω μέ λεπτομέρεια), μικρόψυ-
τῆς Δήμητρας ἤ τῆς Κυβέλης, ἀρχεῖο). χος, μικροψυχία.
141
γις και μόλις (=μέ δυσκολία), μογερός (=δυστυ- νομαχικός καί γιά ἄλλα παράγωγα δές στό ρῆμα
χισμένος), μόγημα. μάχομαι καί στή λέξη μόνος.
Μοῖρα. Ἀπ’ τό μείρομαι, ὅπου δές γιά περισσότε- Μόνος. Ἀπ’ τό μένω. Εἶναι συγγενικό μέ τό μανός
ρα παράγωγα. (=λεπτός, μικρός, λίγος). Παράγωγα: μονάζω,
Μοιχός (=αὐτός πού μολύνει τό ξένο κρεβάτι, ξε- μονάς, μοναδικός, μοναχικός, μοναχός, μονή-
λογιαστής). Πιθανόν ἀπ τό ὀμιχέω (ρίζα μιχ- καί ρης, μονία, μονόω, μόνωσις, μονώτης, μονωτι-
τό ο, εὐφωνικό πρόθεμα, σημαίνει οὐρῶ). Παρά- κός, ἀπομόνωσις, ἀπομονωτικός, μονωτί καί τά
γωγα: μοιχαλίς, μοιχάω, μοιχεία, μοιχεύω, μοιχευ- σύνθετα μόναρχος ἤ μονάρχης, μοναρχία, μο-
τής, μοιχευτήρ, μοιχεύτρια, μοιχευτός, μοιχίδιος, ναρχῶ, μοναρχικός, μονήρης, μονογενής, μονο-
μοιχικός, μοίχιος, μοιχάγρια, τά (=πρόστιμο πού μάχος, μονόξυλος, μονοφυής, μονῳδία, μονώψ
ἐπιβάλλεται σ’ αὐτόν πού ἔκανε μοιχεία), μοιχει- (=μονόφθαλμος), μῶνυξ.
ακός, μοιχειανικός, μοιχότροπος, ον (=αὐτός πού Μονῳδία (=τραγούδι ἑνός ἀνθρωπου). Ἀπ’ τό
ἔχει τή διάθεση μοιχοῦ). μονῳδῶ (=μόνος + ᾠδή). Παράγωγα: μονῳδός,
Μόλις (=μέ δυσκολία, μέ κόπο). Εἶναι μεθομηρι- μονῳδικός. Γιά ἄλλα παράγωγα δές στή λέξη μό-
κός τύπος τοῦ μόγις. Δές γιά παράγωγα τοῦ μό- νος καί στό ρῆμα ἄιδω=ᾄδω.
γις στό ρῆμα μογέω. Μόρα (=τάγμα στρατιωτικό στή Σπάρτη). Ἀπ’ τό
Μολπή (=τραγούδι). Ἀπ’ τό μέλπω (=ψάλλω), ὅπου μείρομαι (=συμμετέχω), ὅπου δές γιά περισσό-
δές γιά περισσότερα παράγωγα. τερα παράγωγα.
Μόλυβδος (=μολύβι). Ἀρχαιότερος τύπος εἶναι Μόριον. Ὑποκορ. τοῦ μόρος (=πεπρωμένο) τοῦ μεί-
τό μόλιβος καί μόλυβος. Παράγωγα: μολύβδαι- ρομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
να (=κομμάτι μολυβιοῦ), μολύβδινος, μολυβδίς Μορμολύκειον (=φόβητρο). Ἀπ’ το μορμολύττο-
(=τό μολυβένιος βάρος πού βυθίζει το δίχτυ), μαι (=φοβερίζω) πού παράγεται ἀπ’ τό μόρμορος
μολυβδοῦμαι (=λιώνω σά μολύβι), μολύβδωσις, (=φόβος) (ρίζα μυρ- ἠχοποίητη μορμύρω, μορ-
μολυβδωτός, μολυβρός (=πού ἔχει τό χρῶμα μυρίζω). Ἴσως ἀκόμη νά παράγεται ἀπ’ τό Μορ-
τοῦ μολυβιοῦ). μώ (=θηλυκό τέρας, φοβερό, μέ τό ὁποῖο οἱ πα-
Μολύνω (=λερώνω, ἀτιμάζω). Ἀπό ρίζα μελ- τοῦ μέ- ραμάνες φοβέριζαν τά παιδιά) + λύκος.
λας καί μέ μετάπτωση μολ-. Θέμα, σύμφωνα μέ τά Μορμύρω (=βράζω). Ἀπό ρίζα μυρ- ἀπ’ ὅπου καί τά
ρημ. σέ ύνω, μολυν + j + ω μολύνω. Παράγωγα: μύρω (=ρέω), μύρομαι, (=θρηνῶ) καί μέ ἀναδι-
μόλυνσις, μόλυσμα καί μόλυμμα, μολυσματικός, πλασιασμό μορμύρω. Εἶναι ἠχοποιημένη λέξη.
μολυσματώδης, μολυσμός, ἀμόλυντος. Μορμώ-οῦς (=φοβερό θηλυκό τέρας, μέ τό ὁποῖο
Μομφή (=κατηγορία, παράπονο). Ἀπ’ τό μέμφομαι, οἱ παραμάνες φοβέριζαν τά μικρά παιδιά).
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Μόρος (=πεπρωμένο). Ἀπ’ τό μείρομαι, ὅπου δές
Μονάρχης ἤ μόναρχος (=ἀπόλυτος κύριος). Ἀπ’ τό γιά περισσότερα παράγωγα.
μόνος + ἄρχω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα Μόρσιμος (=πεπρωμένος). Ἀπ’ τό μείρομαι, ὅπου
στό ρῆμα ἄρχω καί στή λέξη μόνος. δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Μονάς. Ἀπ’ τό μένω, ὅπου δές γιά περισσότερα Μορφή- (=σχῆμα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Σχε-
παράγωγα. τίζεται μέ τό μόρφνος (=μαῦρος). Λατιν. forma.
Μονήρης (=αὐτός πού συνηθίζει νά μένει μόνος Παράγωγα: μορφάζω, μόρφασμα (=ἀπεικόνι-
του). Σύνθετο ἀπ’ τό μόνος + ἀραρεῖν (τοῦ ἀρα- σμα), μορφασμός, μορφάω (=παριστάνω), μορ-
ρίσκω = προσαρμόζω). Δές γιά ἄλλα παράγωγα φήεις, ἄμορφος, εὔμορφος, μορφόω-ῶ (=δια-
στή λέξη μόνος. μορφώνω), μόρφωμα, μόρφωσις, (ἀνα, πάρα,
Μονογενής. Σύνθετο ἀπ’ τό μόνος + γένος τοῦ γί- ἐπι, μετα)μόρφωσις, μορφωτικός, μορφώτρια,
γνομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα κα- Μορφώ (=ὄνομα τῆς Ἀφροδίτης).
θώς καί στή λέξη μόνος. Μόρφνος (=μαῦρος). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
Μονομάχος. Σύνθετο ἀπ’ τό μόνος + μάχομαι. Πα- Πιθανόν ἀπ’ τό ὄρφνη (=σκοτάδι τῆς νύχτας),
ράγωγα: μονομαχῶ, μονομάχημα, μονομαχία, μο- ὀρφνός (=σκοτεινός) μέ προθεμ. μ.
143
Μῦς. 1) (=ποντικός). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. κοντόφθαλμος). Ἀπ’ τό μύω (=κλείνω) + ὤψ
Λατ. mus. Παράγωγα: μυωνία (=ποντικοφωλιά), (=μάτι). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στά ρή-
μυόχοδον, τό (=ποντικοκούραδο), μυγαλῆ, ἡ ματα μύω καί ὁρῶ.
(<γαλέη) (=ἀρουραῖος), μυοκτόνος, ον (=αὐτός Μῶλος (=μόχθος τοῦ πολέμου, κόπος, ἀγώνας).
πού σκοτώνει τά ποντίκια), μυάγρα (<ἀγρέω) Συγγεν. μέ τά μόλις, λατ. moles, molestus.
(=ποντικοπαγίδα). 2) (=μῦς τοῦ σώματος). Παρά- Μώλωψ-ωπος (=πληγή, σημάδι ἀπό τραῦμα, πρή-
γωγα: μυώδης (=ρωμαλέος), μυών-ῶνος (=ἄθροι- ξιμο). Σχετίζεται με τό μέλας. Παράγωγα: μωλω-
σμα μυῶν τοῦ σώματος). πίζω, μωλωπισμός.
Μυσαρός (=ἀκάθαρτος, μιαρός, μισητός). Ἀπ’ τό Μωμάομαι-ῶμαι (=ψέγω, κατηγορῶ). Ἀπ’ τό μῶμος
μύσος (=βρωμιά), ἀπ’ ὅπου παράγεται τό μυσάτ- (=ψόγος), πού παράγεται, ἀπ’ τό μέμφομαι ἤ ἀπ’
τομαι, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. τό μύω (=κλείνω). Παράγωγα: μώμημα, μώμησις,
Μυσάττομαι (=σιχαίνομαι, ἀποστρέφομαι). Ἀπ’ τό μωμητέος, μωμητέον, μωμητής, μωμητικός, μω-
μύσος (=βρωμιά)-μυδ+σ+ος ἀπ’ τό μύζω (2. βυ- μητός, ἀμώμητος, παναμώμητος (=πάναγνος),
ζαίνω). Θέμα μυσάγ + j + ο-μαι = μυσάττομαι. ἄμωμος, πανάμωμος, Μῶμος (=θεός τῆς μομφῆς,
Παράγωγα: μύσαγμα, μυσακτέον, μυσαρός - μυ- γιός τῆς Νύχτας).
σερός - μυσαχθής, μυσαρότης. Μῶμος (=ψόγος, κατηγορία). Πιθανόν ἀπ’ τό μέμ-
Μύσος (=μίασμα, βρωμιά). Ἀπ’ τό μύδος (=ὑγρα- φομαι ἤ ἀπ’ τό μύω. Σχετίζεται μέ τίς λέξεις ἀμύ-
σία, μούχλα) τοῦ μύζω (=ρουφῶ, βυζαίνω). Θέ- μων (=ἄψογος) καί μιαίνω (=μολύνω). Δές γιά
μα μυδ+σ+ος = μύσος. Δές γιά παράγωγα στό παράγωγα στό ρῆμα μωμῶμαι.
ρῆμα μυσάττομαι. Μῶν (=μήπως). Ἀπ’ τό μή+οὖν.
Μύττω ἤ μύσσω-μύσσομαι (=σκουπίζω τή μύξα). Μῶνυξ-υχος (=μέ μιά ὁπλή, ἕνα ἀδιαίρετο νύχι).
Ἀπό ρίζα μυκ-. Θέμα μυκ+j+ω = μύσσω καί μύσ- Ἀντί μονώνυξ ἀπ’ τό μόνος + ὄνυξ, ὅπου δές γιά
σομαι. Παράγωγα: μυκτήρ (=μύτη), ἀπομυκτέ- ἄλλα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη μόνος.
ον, μύξα, μυξώδης, μύτις (=μύτη). Μωραίνω (=εἶμαι ἀνόητος). Ἀπ’ τό μωρός καί ἀττ.
Μύσταξ-ακος, ὁ (=μουστάκι). Ἔχει σχέση μέ τό μά- μῶρος (=ἀνόητος), ὅπου δές γιά ἄλλα παρά-
σταξ (=σαγόνι). Ἴσως προέρχεται ἀπό συμφυρμό γωγα.
τῶν μάσταξ-βύσταξ. Μωρός ἤ μῶρος (=ἠλίθιος, ἀνόητος). Παράγωγα:
Μυστήριον. Ἀπ’ τό μυέω, ὅπου δές γιά περισσό- μωρία (=ἀνοησία), μωραίνω, μώρανσις, μωρολο-
τερα παράγωγα. γία, μωρόομαι-οῦμαι, (=γίνομαι νωθρός), ὀξύμω-
Μυστικός. Ἀπ τό μυέω, ὅπου δές γιά περισσότε- ρος, μωρόσοφος (=ὁ ἀνόητα σοφός).
ρα παράγωγα.
Μύχιος (=πολύ βαθύς). Ἀπ’ το μυχός (=βάθος) τοῦ
μύω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Μυχός (=βάθος, γυναικωνίτης). Ἀπ’ τό μύω (=κλεί-
νω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Μύω (=κλείνω). Ἀπό ρίζα μυ-, πού εἶναι ὁ ἦχος πού
γίνεται μέ κλεισμένα χείλη. Παράγωγα: μυχός
(=βάθος), μύχιος, μυχόθεν, μύσις (=τό κλείσιμο
τῶν ματιῶν, τῶν χειλιῶν), μύωψ (=αὐτός πού
κλείνει τά βλέφαρα γιά νά δεῖ), μυέω, μύστης,
μύζω (=μουρμουρίζω), μυκάομαι.
Μωκός (=χλευαστής). Στήν ἀρχική του σημα-
σία ἠχοποίητη, μέ πιθανή ἐπίδραση τοῦ μῶμος.
Παράγωγα: μωκάομαι (=περιγελῶ), μῶκος (=ὁ
ἐμπαιγμός), μωκίζω (=περιπαίζω).
Μύωψ (=αὐτός πού κλείνει τά βλέφαρα γιά νά δεῖ,
Νάβλα, ἡ (=δεκάχορδο ἤ δωδεκάχορδο μουσικό Ναός, (ἰων.) νηός, (ἀττ.) νεώς (=κατοικία τοῦ θε-
ὄργανο). Δάνειο ἀπό σημιτ. ρίζα. οῦ). Ἀπ’ τό ναίω (=κατοικῶ), ὅπου δές γιά ἄλλα
Ναί (=βέβαια, πράγματι). Ἔχει ἰαπετ. ἀρχή. Πρβλ. παράγωγα.
λατ. nae. Νάπη (=φαράγγι). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Πιθ.
Ναϊάς-άδος καί ἰων. Νηιάς-άδος (=νύμφη ποτα- συγγ. μέ τό λατ. nemus ἤ εἶναι λέξη προελλ.
μοῦ ἤ πηγῆς). Ἀπ’ τό νάω (=ρέω), ὅπου δές γιά Νᾶπυ ἤ νάπυ (-κος) (=συνάπι). Αἰγυπτ. ἤ ἀσιατ.
περισσότερα παράγωγα. καταγωγῆς.
Ναίω. 1) (=κατοικῶ, ἐγκαθιστῶ κάποιον). Ἀπό ρί- Νάρθηξ (=ψηλό καλαμῶδες φυτό, νάρθηκας). Πιθ.
ζα νας + πρόσφυμα j νασ-j-ω ναίω. Εἶναι ἰαπετ. ἀρχῆς. Παράγωγα: ναρθηκοπλήρωτος, ον
συγγενικό μέ τό νέομαι, (=ἐπιστρέφω). Παρά- (=αὐτός πού κρύφτηκε σέ νάρθηκα, ὁ σπινθήρας
γωγα: ναός -(ἰων.) νηός- (ἀττ.) νεώς, νάστης τοῦ Προμηθέα), ναρθηκοφόρος, ον (=αὐτός πού
(=οἰκιστής), μετανάστης, ναιετάω (=κατοικῶ), φέρνει ραβδί ἀπό νάρθηκα).
νεωκόρος (=φύλακας τοῦ ναοῦ). 2) (=εἶμαι γε- Νάρκη (=νέκρωση, ἀναισθησία). Παράγωγα: ναρκά-
μάτος, ξεχειλίζω, ρέω). Ἀντί τοῦ νάω ἐπικ. τύπος. ω-ῶ (=ναρκώνομαι), νάρκημα, νάρκησις, ναρκό-
Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα νάω. ω-ῶ (=ναρκώνω), νάρκωσις, ἀπονάρκωσις, ναρ-
Νάκη, ἡ καί νάκος, τό (=δέρμα). Ἀπό ἰαπετ. ρίζα. κωτικός, ναρκωτικά (=καταπραϋντικά φάρμακα),
Παράγωγα: νακτός (=πυκνός, στερεός). ναρκώδης (=μουδιασμένος), νάρκισσος.
Νᾶμα (=καθετί πού τρέχει, πηγή, ρυάκι). Ἀπ’ τό νάω, Νάρκισσος (=τό ἄνθος νάρκισσος μέ ναρκωτικές
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ἰδιότητες). Ἀπ’ τό νάρκη, ὅπου δές γιά περισσό-
Νᾶνος. Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Πιθ. λέξη πού τερα παράγωγα.
δηλώνει ψελλισμό ἤ ἀπ’ τό νέος, νεανός. Λατ. Ναρός, -ά, -όν (=ρευστός). Ἀπ’ τό νάω.
nanus ὑστερογ. Σημαίνει ὑπερβολικά μικρόσω- Νασμός (=ρεῦμα, ρυάκι, πηγή). Ἀπ’ τό νάω.
μος. Νάσσω (=καταπατῶ). Συνάπτεται μέ τό νάκος πιθα-
Νάξος (=μία ἀπ’ τίς Κυκλάδες). Βρίσκεται σ’ ἐπι- νόν. Παράγωγα: ναστός, -ή, -όν (=στερεός).
γράμματα νάξος ἤ ναξός (=σφυρήλατος). Παρά- Ναυαγός. Ἀπ’ τό ναῦς + ἄγνυμι (=σπάνω), ὅπου
γωγα: Νάξιος, -α, -ον, Ναξιουργής, -ές (=Ναξί- δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή
ας κατασκευῆς). λέξη ναῦς.
147
το, γιά νά προετοιμαστεῖ γιά νἐα σπορά). Ἀπ’ γίγνομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα
τό νειός (=καινούριο χωράφι) τοῦ νέος + ποιῶ. καθώς καί στή λέξη νέος.
Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη νέος Νεοδαμώδης (=αὐτός πού πρίν λίγο ἀπόχτησε πο-
καί στό ρῆμα ποιῶ. λιτικά δικαιώματα, νέος πολίτης). Σπαρτιατι-
Νειός (=καινούριο χωράφι). Ἀπ’ τό νέος, ὅπου δές κή λέξη άπ’ τό νέος + δᾶμος = δῆμος τοῦ δαίω
γιά περισσότερα παράγωγα. (=μοιράζω). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα
Νεκρός. Κοινός τύπος τοῦ ποιητικοῦ νέκυς. Λατ. δαίω καί στίς λέξεις δῆμος καί νέος.
neco. Παράγωγα: νεκρικός, νεκρόω-ῶ (=νεκρώ- Νεόδμητος (=νεόχτιστος). Ἀπ’ τό νέος + δέμω
νω), νέκρωμα, νέκρωσις, ἀπονέκρωσις, νεκρώ- (=χτίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα
σιμος, νεκρωτικός. καθώς καί στή λέξη νέος.
Νέκταρ-αρος, τό (=πιοτό τῶν θεῶν). Πιθανόν νά Νεοθαλής ἀντί νεοθηλής (=αὐτός πού μόλις ἄρχι-
σχετίζεται μέ τό νέκυς (=νεκρός), γιατί προκα- σε νά βλαστάνει). Συνώνυμο μέ τό νεηθαλής. Ἀπ’
λεῖ μιά ληθαργική κατάσταση. Παράγωγα: νε- τό νέος + θάλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
κτάρεος (=εὐωδιαστός), νεκταριώδης καί νε- ράγωγα καθώς καί στή λέξη νέος.
κταρώδης. Νεολαία. Ἀπ’ τό νέος + λεώς - λαός. Δές γιά ἄλλα
Νέκυς-υος (=νεκρό σῶμα ἀνθρώπου). Συνώνυμο παράγωγα στή λέξη νέος.
με τό νεκρός. Παράγωγα: νέκυια (=μαγική τελε- Νέομαι (=ἐπιστρέφω). Θέμα νέσ+ομαι = νέομαι.
τή, ὅπου τά πνεύματα τῶν νεκρῶν ἀνεβαίνουν Ἐνεργ. τύπος νέω. Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα οἱ λέξεις:
στή γῆ καί λένε τό μέλλον), νεκυομαντεῖον, νε- νόστος (=γυρισμός στην πατρίδα), νοστέω-ῶ
κύσια (=προσφορές στούς νεκρούς). (=ἐπιστρέφω), νόστιμος, ἄνοστος, εὔνοστος,
Νέμεσις (=δίκαια ἀγανάκτηση, ἐκδίκηση). Νέμε- νίσσομαι (=ἐπιστρέφω).
σις, σάν κύριο ὄνομα, εἶναι ἡ προσωποποίηση Νεοπαγής (=νεόχτιστος). Ἀπ’ τό νέος + πήγνυ-
τῆς θείας ὀργῆς. Ἔχει σχέση μέ το νέμω, ὅπου μι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα καθώς
δές γιά περισσότερα παράγωγα. καί στή λέξη ναῦς.
Νέμω (=διανέμω, μοιράζω, διοικῶ, κυβερνῶ, ὁδηγῶ Νέος. Ἀπό ρίζα νεFνέF-ος (Λατιν. novus). Παρά-
στή βοσκή, βόσκω). Ἀπό ρίζα νεμ+ω=νέμω. Μέ γωγα: νεάζω, νεαλής, νεανίας, νεανιεύομαι (=φέρ-
μετάπτωση νομ- καί νωμ-. Παράγωγα: νέμησις νομαι νεανικά), νεανικός, νεᾶνις-ιδος (=παρθέ-
(=διανομή), ἐπινέμησις (=ἐπέκταση), διανέμη- να), νεανίσκος (=παλληκαράκι), νεαρός, νέατος
σις, κατανέμησις, νεμητός, ἀδιανέμητος, νεμέ- (=τελευταῖος), νεάω (=ὀργώνω καινούργιο χω-
τωρ (=ἐκδικητής), ἀνέμητος (=ἀδιαίρετος), νέ- ράφι), νεατός (=χωράφι πού μόλις καλλιεργή-
μος (=μέρος γιά βοσκή), διανεμητέος, ἐπινεμη- θηκε), νειός (=νέα γῆ), νειοποιῶ, νεοσσός, νε-
τέον, Νεμέα, νέμεσις, Νέμεσις, νεμεσητός (=ἄξιος οσσιά, νεότης, νεοχμός, νεοχμῶ (=νεωτερίζω),
ἀγανακτήσεως), ἀνεμέσητος, νεμεσητικός, νεμε- νεόω (=ἀνανεώνω), νεωστί, νεώτερος, νεωτε-
σητέος, νεμεσητής, νομάς-άδος (=αὐτός πού πε- ρίζω, νεωτερισμός, καί τά σύνθετα νεηθαλής -
ριπλανιέται), νομαδικός, νομάδην, νομεύς (=βο- νεοθηλής - νεοθαλής, νέηλυς, νεοδαμώδης, νε-
σκός), νομεύω, νομευτικός, νομή (=βοσκή), δι- όδμητος, νεολαία, νεοπαγής, Νεοπτόλεμος (=ὁ
ανομή, κατανομή, συννομή, χορτονομή, νομός γιός τοῦ Ἀχιλλέα, νέος πολεμιστής, ἐπειδή ἦρθε
(=βοσκή), νόμος (=συνήθεια, ἔθιμο, θεσμός), ἀργά στήν Τροία), νεότευκτος, νουμηνία. Ἴσως
νομίζω (=θεωρῶ, συνηθίζω), νομικός, νόμιμος, καί τό νεβρός (=ἐλαφάκι) (ἀπ’ τό νεαρός, συνηρ.
νομίμως, νόμιος (=ποιμενικός), νόμισις, νόμι- νηρός, τό νηρόν ὕδωρ, τό νερό, ἄν δέν παράγε-
σμα (=ἔθιμο), νομιστέος, νομιστός, νομοθέτης, ται ἀπ’ τό νάω), νεαίρετος, -ον (=αὐτός πού μό-
ἐπινομία, διανομεύς, παιδονόμος, κληρονόμος, λις πιάστηκε, κυριεύτηκε), νεηκονής, -ές (ἀκό-
σύννομος (=σύντροφος), νωμάω (=μοιράζω, δι- νη) (=κοφτερός), νεήλατος, -ον (ἐλαύνω) (=νε-
ευθύνω), οἰκονόμος, παράνομος, ὑπόνομος, χει- οαλεσμένος), νεήφατος, -ον (=αὐτός πού μόλις
ρονόμος, χειρονομῶ. ἐκφωνήθηκε), νεοαρδής, -ές (=αὐτός πού μό-
Νεογνόν. Ἀντί νεόγονον (=νέος + γενέσθαι) τοῦ λις ποτίστηκε), νεόγυιος, -ον (γυῖον) (=νέος),
149
Νῆμα (=κλωστή). Ἀπ’ τό νήθω = νέω (=κλώθω), (=νερό γιά νίψιμο τῶν ποδιῶν), νιπτρίς (=πλύ-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ντρια), νίψιμον (=νερό γιά νίψιμο), νίψις, ἄνι-
Νηνεμία (=γαλήνη). Ἀπ’ τό νήνεμος (=ἥσυχος) πτος, δυσέκνιπτος, χέρνιψ (=νερό γιά τό πλύσι-
νη (ἀρνητικό προθεματικό μόριο) + ἄνεμος, ὅπου μο τῶν χεριῶν πρίν ἀπ' τό φαγητό, ἁγιασμένο νε-
δές γιά ἄλλα παράγωγα. ρό πρίν ἀπ' τή θυσία), χέρνιβες (πληθ.=καθαρμοί
Νήπιος (=αὐτός πού δέ μιλάει, βρέφος). Ἀπ’ τό μέ ἁγιασμένο νερό), νίμμα (=νερό γιά νίψιμο),
νη (ἀρνητικό προθεματικό μόριο) + ἔπος (=λό- νιμμός (=καθάρισμα).
γος) τοῦ λέγω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- Νικηφόρος. Ἀπ’ τό νίκη + φέρω, ὅπου δές γιά ἄλλα
ράγωγα. παράγωγα. Παράγωγα ἀπ’ τή νίκη: νικάω-ῶ, νῖκος
Νήποινος (=ἀτιμώρητος). Ἀπ’ τό νη (ἀρνητικό προ- (=νίκη), νικητής ἤ νικητήρ, νικητήριος, νικητι-
θεματικό μόριο + ποινή (=τιμωρία). κός, νικήτρια, νικητέον, νίκημα, νίκησις, ἀνίκη-
Νῆσος (=γῆ πού ἐπιπλέει). Ἀπ’ τό νέω (2. =κο- τος, πολυνίκης, φιλόνικος.
λυμπῶ) συγγενικό μέ τό νήχομαι (=κολυμπῶ). Νιπτήρ (=λεκάνη). Ἀπ’ τό νίζω (=πλένω), ὄπου δές
Δές γιά ἄλλα παράγωγα στά ρήματα νέω (2) γιά περισσότερα παράγωγα.
καί νήχομαι. Νίτρον (=ποτάσα). Ἀπ’ τό λίτρον μέ ἀνομοίωση.
Νῆσσα (=πάπια). Ἀπ’ τό νήχομαι, συνώνυμο μέ τό Νιφάς (=τουλούπα χιονιοῦ, νιφάδα χιονιοῦ). Ἀπ’
νέω (=κολυμπῶ). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό τό νίφω (=χιονίζω) ὅπου δές γιά περισσότερα
ρῆμα νήχομαι. παράγωγα.
Νηστεύω (=δέν τρώω). Παρασύνθετο ἀπ’ τό νῆστις- Νίφω (=χιονίζω˙ ἀπρόσ. νίφει = χιονίζει). Ἀπό ρί-
ιος ἤ -ιδοςνη (ἀρνητικό μόριο) + εδ τοῦ ἐσθίω ζα νιφ-. Λατιν. nix-vis. Παράγωγα: νιφάς-άδος,
(=τρώω) (ἀπ’ τό νή-εδ-τις). Παράγωγα: νηστεία, νιφετός (=χιονοθύελλα), νιφόεις (=γεμάτος χιό-
νήστευμα, νηστευτέον, νηστευτής, νηστευτι- νια), νιφόβολος, νιφόκτυπος, νιφοστιβής (=γε-
κός, νηστικός. Γιά ἄλλα παράγωγα δές στό ρῆμα μάτος χιόνια), ἀγάννιφος (ἄγαν + νίφω = σκεπα-
ἐσθίω. σμένος μέ χιόνια˙ ἐπίθ. τοῦ Ὀλύμπου).
Νῆστις-ιος ἤ -ιδος (=αὐτός πού δέν τρώει). Σύνθε- Νόθος (=ὁ μή γνήσιος). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία
το ἀπ’ τό νη (ἀρνητικό μόριο) + εδ τοῦ ἐσθίω του. Πιθ. συγγ. μέ τά νυθός, νυθώδης (=μυστι-
νή-εδ-τις νῆστις. Δές γιά παράγωγα στά ρή- κός, σκοτεινός). Παράγωγα: νοθεύω, νοθεία, νό-
ματα ἐσθίω καί νηστεύω. θειος, νόθευσις, νοθευτής.
Νηφάλιος (=ἤρεμος). Ἀπ’ το νήφω, ὅπου δές γιά Νομάς (=αὐτός πού περιπλανιέται γιά βοσκή).
περισσότερα παράγωγα. Ἀπ’ τό νομός τοῦ νέμω, ὅπου δές γιά περισσό-
Νήφω (=δέν πίνω κρασί, εἶμαι ἤρεμος). Ἀβέβαιη τερα παράγωγα.
ἡ ἐτυμολογία του. Παράγωγα: νηφάλιος (=ἤρε- Νομεύς (=βοσκός). Ἀπ’ τό νέμω, ὅπου δές γιά πε-
μος), νηφαλίως, νηφαλιότης, νηφαλισμός, νη- ρισσότερα παράγωγα.
φαντικός, νηφόντως (=μέ σωφροσύνη), νήφων Νομεύω (=ὁδηγῶ στή βοσκή). Ἀπ’ τό νομεύς τοῦ
(=φρόνιμος), νῆψις (=σωφροσύνη). νέμω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Νήχομαι (=κολυμπῶ). Ἔχει σχέση μέ τό νάω (=ρέω) Νομή (=βοσκοτόπι, διαίρεση). Ἀπ’ τό νέμω, ὅπου
καί μέ τό νέω (2. =κολυμπῶ). Παράγωγα: νηκτήρ δές γιά περισσότερα παράγωγα.
- νήκτης - νήκτωρ (=κολυμβητής), νηκτρίς (θηλ.), Νομίζω (=θεωρῶ, συνηθίζω). Ἀπ’ τό νόμος τοῦ νέ-
νηκτός, νηκτικός, νῆσσα (=πάπια). μω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Νίζω (=πλένω, καθαρίζω˙ τό ρῆμα χρησιμοποι- Νομικός. Ἀπ’ τό νόμος τοῦ νέμω, ὅπου δές γιά πε-
εῖται γιά πλύσιμο μέρους μόνον τοῦ σώματος). ρισσότερα παράγωγα.
Ἀπό ρίζα νιβ- ἤ νιπ-. Θέμα νιβ+j+ωνίζω μέ Νόμιμος (=σύμφωνος μέ τό νόμο). Ἀπ’ τό νόμος τοῦ
τροπή τοῦ βj σε ζ. Ἀπ' τό θέμα νιβ + πρόσφυμα νέμω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
τ+ω νίβτω νίπτω. Παράγωγα: νιπτήρ (=λε- Νόμισμα (=ἔθιμο, νόμισμα). Ἀπ’ τό νομίζω τοῦ νέ-
κάνη), νίπτρον (=νερό γιά νίψιμο), ἀπόνιπτρον μω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
(=τό βρώμικο νερό ἀπ' τό νίψιμο), ποδάνιπτρον Νομοθέτης. Σύνθετο ἀπ’ τό νόμος + τίθημι. Παρά-
151
χτερινός), παννύχιος, νυχίς, παννυχίς (=ἀγρυ- γα: νώμησις (=παρατήρηση, σκέψη), νωμήσιμος,
πνία) καί τά σύνθ.: νυκτοφύλαξ, νυκτοφυλακῶ, νωμητής (=ὁδηγός), νωμήτωρ.
νυκτοπορῶ, νυχθήμερος (=πού διαρκεῖ μιά μέ- Νωτιαῖος (=αὐτός πού ἀνήκει στά νῶτα). Ἀπ’ τό
ρα καί μιά νύχτα), νυχθημερόν (=νύχτα καί μέ- νῶτον (=πλάτη), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
ρα), νυκτάλωψ -ωπος, ὁ, ἡ (ὤψ), (ἀρχικά αὐτός Νῶτον (=πλάτη, ράχη). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
πού δέ βλέπει κατά τή νύκτα. Μπροστά στό ὤψ Παράγωγα: νωτιαῖος, νωτίζω (=στρέφω τά νῶτα),
ἐννοεῖται α στερητ. ἄνωψ, ἄλωψ. Ἀργότερα ἔγι- νώτισμα.
νε αὐτός πού βλέπει μόνο τή νύχτα), νυκτηγο- Νωχελής (=δυσκίνητος, βραδύς). Σκοτεινή ἡ ἐτυ-
ρέω (ἀγορά, αγορεύω) (=μιλῶ κατά τή διάρκεια μολογία του.
νύχτας), νυκτηρεφής, -ές (ἐρέφω) (=σκοτεινός),
νυκτίβρομος, -ον (βρέμω) (=αὐτός πού βροντᾶ
τή νύχτα), νυκτιλαμπής, -ές (=σκοτεινός), νυ-
κτίπλαγκτος, -ον (=ἀνήσυχος), νυκτίφοιτος, -ον
(φοιτάω) (=ὁ περιφερόμενος κατά τή νύκτα), νυ-
κτοθήρας, -ου (=νυχτερινός κυνηγός).
Νύσσα (=στήλη σταδίου, ὅπου ἔστρεφαν οἱ ἁρμα-
τοδρόμοι, στήλη ἀφετηρίας). Ἀπ’ τό νύσσω, ὅπου
δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Νύσσω (=κεντῶ, τρυπῶ). Ἀπό ρίζα νυγ- ἤ νυχ-,
νυγ-j-ω=νύσσω. Παράγωγα: νύσσα (=στήλη στα-
δίου, ὅπου ἔστρεφαν οἱ ἁρματοδρόμοι), νύγμα
(=κέντημα), νυγμή, νυγμός (=κέντημα), νυγμα-
τώδης, νύγδην (=μέ κέντημα), νύξις (=κέντημα),
κατάνυξις (=βαθιά συγκίνηση), ἴσως ὄνυξ. (Νε-
οελλ.: νυστέρι).
Νυστάζω (=θέλω νά κοιμηθῶ). Ἀπ’ τό νευστάζω
(=γέρνω τό κεφάλι) πού παράγεται ἀπ’ τό νεύω
(=γέρνω). Παράγωγα: νύσταγμα, νυσταγμός,
νυστακτής, νύσταξις, νυστακτικῶς, νυσταλέος,
νύσταλος, νυσταλογερόντιον.
Νυχθημερόν (=νύχτα καί μέρα). Ἀπ’ τό νυχθήμε-
ρος = νύξ + ἡμέρα. Δές γιά περισσότερα παρά-
γωγα στίς λέξεις: ἡμεροσκόπος καί νύξ.
Νωδός (=χωρίς δόντια). Ἀπ’ τό νη (ἀρνητικό μόριο)
+ ὀδούς, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
Νώδυνος (=ἀνώδυνος). Ἀπ’ τό νη (ἀρνητικό μόριο)
+ ὀδύνη, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
Νωθρός (=ὀκνηρός, χαλαρός). Συνώνυμο καί τό
νωθής. Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως νά συγ-
γενεύει μέ τό νοσῶ. Παράγωγα: νώθεια (=βραδύ-
τητα), νωθρεία, νωθρεύομαι, νωθρότης.
Νωλεμές (=χωρίς διακοπή, συνέχεια). Καί νωλεμέως
(=καρτερικά). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
Νωμάω (=μοιράζω, διευθύνω, κινῶ). Ἀπό ρίζα νεμ-
τοῦ νέμω καί εἶναι ἐκτεταμένος θαμιστικός τύ-
πος. Θέμα νεμ-, μέ μετάπτωση νωμ-. Παράγω-
Ξαίνω (=χτενίζω, λαναρίζω). Ἔχει σχέση μέ τά ξέω, ξενιτεία, ξενόω (=φιλοξενῶ) καί μέσο ξενοῦμαι,
ξύω. Θέμα ξαν+j+ω μέ ἐπένθεση τοῦ j ξαίνω. ξένωσις (παράξενο), ἀποξένωσις καί τά σύνθε-
Παράγωγα: ξάνσις (=λανάρισμα), ξάντης, ξαντι- τα: ξεναγός, ξενηλασία, ξενοδόχος, ξενοδαΐκτης,
κός, ξαντική (τέχνη), ξάντρια, ξάσμα (=λαναρι- ου (δαΐζω), (=αὐτός πού σκοτώνει ξένους ἤ φι-
σμένο μαλλί), ξάμμα (=μαλλί λαναρισμένο), ξά- λοξενούμενους), ξενοδαίτης, -ου (δαίςω, δαίς)
νιον, ξανάω (=κουράζομαι), ξάνησις. (=αὐτός πού κατατρώει τούς ξένους).
Ξεναγός. Ἀπ’ τό ξένος + ἄγω ἤ ἡγοῦμαι. Παράγω- Ξέω (=ξύνω, γυαλίζω μέ τό ξύσιμο). Εἶναι συγγενι-
γα: ξεναγῶ, ξεναγέτης, ξενάγησις, ξεναγησμός, κό μέ τά ξαίνω, ξύω. Θέμα ξεσ+ω καί μέ ἀποβολή
ξεναγία. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα ἄγω, τοῦ σ ἀνάμεσα σέ δυό φωνήεντα ξέω. Παράγω-
καθώς καί στή λέξη ξένος. γα: ξέσις, ξέσμα, ξεστήρ, ξέστης, ξεστικός, ξεστός
Ξενηλασία (=τό διώξιμο τῶν ξένων ἀπ’ τή χώ- (=στιλπνός), ἄξεστος (=ἀπελέκητος), ἀκατάξε-
ρα, στή Σπάρτη). Ἀπ’ τό ξενηλατέω-ῶ (=διώ- στος, ξέστρον, ξόανον (=εἴδωλο), ξόος ἤ ξοός, λι-
χνω τούς ξένους), σύνθ. ἀπ’ τό ξένος + ἐλαύνω, θοξόος, ξοΐς -ίδος (=ἐργαλεῖο), ἀντίξοος.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί Ξηρός. Πρωτότυπη λέξη. Παράγωγα: ξηραίνω (=στε-
στή λέξη ξένος. γνώνω), ξήρανσις, ξηραντέον, ξηραντικός, ἀπο-
Ξενοδόχος καί ξενοδόκος. Ἀπ’ τό ξένος + δέχο- ξηραντικά (ἔργα), ξηρασία, ξηρότης.
μαι. Παράγωγα: ξενοδοκῶ (=φιλοξενῶ), ξενο- Ξιφήρης (=ὁπλισμένος μέ ξίφος). Σύνθετο ἀπ’ τό
δοχεῖον, ξενοδοχία, ξενοδοχικός, ξενοδόχημα. ξίφος + ἀραρεῖν τοῦ ἀραρίσκω.
Γιά ἄλλα παράγωγα δές στό ρῆμα δέχομαι, κα- Ξίφος. Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Παράγωγα: ξι-
θώς καί στή λέξη ξένος. φήρης, ξιφηφόρος, ξιφίας, ξιφίζω, ξιφίον (ὑπο-
Ξένος. Πρωτότυπη λέξη (ξ-ενFο-ς = ξένος). ἰων. κορ.), ξίφισμα, ξιφισμός, ξιφιστήρ, ξιφιστής, ξι-
τύπος ξεῖνος. Παράγωγα: ξενία (=φιλοξενία), ξε- φουλκός.
νίζω (=φιλεύω), ξενικός, ξένιος, ξένισις, ξένισμα, Ξόανον (=εἴδωλο, ἄγαλμα ἀπό ξύλο). Ἀπ’ τό ξέω,
ξενισμός, ξενιστέον, ξενιστής, ξενών, ξενιτεύομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
155
O Ὄμικρον
Ὀβελίσκος. Ὑποκοριστικό τοῦ ὀβελός (=σού- πόνο, δαγκάνω), ὀδαξησμός, ὀδαξητικός, ὀδαγ-
βλα). μός (=φαγούρα).
Ὀβελός (=σούβλα). Ἴσως ἀπό ο προθεματικό + βέ- Ὁδηγός. Ἀπ’ τό ὁδός + ἄγω, ὅπου δές γιά ἄλλα πα-
λος τοῦ βάλλω. Παράγωγα: ὀβελίσκος, ὀβελίας, ράγωγα. Παράγωγα τοῦ ὁδηγός: ὁδηγῶ, ὁδήγη-
ὀβελίζω (=ἀθετῶ), ὀβελιστέον. σις, ὁδηγητήρ, ὁδηγήτρια, ὁδηγητής, ὁδηγητι-
Ὀβολός (=ἀθηναϊκό νόμισμα). Παράλληλος τύπος κός, ὁδηγία, ὁδηγέτης.
τοῦ ὀβελός, μέ ἑτεροίωση τοῦ ε σέ ο. Παράγω- Ὁδοιπόρος. Ἀπ’ τό ὁδός (εἶμι) + πόρος τοῦ περάω.
γα: ὀβολοστατῶ (=ζυγίζω ὀβολούς), ὀβολοστά- Παράγωγα: ὁδοιπορῶ, ὁδοιπορία, ὁδοιπορικός,
της (=τοκογλύφος), τριώβολον. ὁδοιπόριον, ὁδοιπορητός. Δές γιά ἄλλα παράγω-
Ὄγκος. 1) (=καμπύλη, ἀγκίστρι). Ἀπό ρίζα αγκ- γα στά ρήματα εἶμι καί περάω.
ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις: ἄγκος, ἀγκών, ἄγκυρα, Ὀδός (=κατώφλι). Ἀντί οὐδός. Συγγ. μέ τά ὁδός,
ἄγκιστρον, ἀγκύλη. 2) (=τό μέγεθος ἑνός πράγμα- ἔδαφος.
τος σέ ἔκταση καί βάρος, κόπος, δυσκολία). Πιθα- Ὁδός (=δρόμος). Ἀπ’ τό ἔρχομαι, ὅπου δές γιά
νόν ἀπό ρίζα εγκ- τοῦ ἐνεγκεῖν (ἤνεγκον-φέρω). περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα: ὁδάω-ῶ
Παράγωγα: ὀγκηρός (=πρησμένος), ὀγκόω-ῶ (=πουλῶ), ὁδεία, ὁδεύω, ὅδευμα, ὁδεύσιμος,
(=ἱδρύω, μεγαλώνω κάτι, τιμῶ, ἀνυψώνω), ὀγκώ- ὁδευτέον, ὁδευτής, ὅδιος, ὁδίτης (=ταξιδιώτης)
δης, ὄγκωμα (=πρήξιμο), ὄγκωσις, ὀγκωτός. καί τά σύνθ. ὁδηγός, ὁδοιπόρος.
Ὀγμεύω (=προχωρῶ σέ εὐθεῖα γραμμή, βαδίζω μέ Ὀδούς-ὀδόντος (=δόντι). Πιθανόν ἀπό ρίζα εδ- τοῦ
δυσκολία). Ἀπ’ τό ὄγμος πού παράγεται ἀπ’ τό ἐσθίω (=τρώω) μέ ἑτεροίωση τοῦ ε σέ ο, δηλ. αἰολ.
ἄγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ἔδοντες ὀδόντες. Ἐκτός ἄν τό ο εἶναι, προθεμ.
Ὄγμος (=αὐλάκι, σειρά, τροχιά). Ἀπ’ τό ἄγω, ὅπου + ρίζα δα τοῦ δαίνυμαι (=μοιράζω) (Λατ. dens).
δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα: ὀδοντικός, ὀδοντοφυῶ (=βγάζω δό-
Ὀδάξ (=μέ τά δόντια). Ἀπό ο ἀθροιστικό + δάκνω, ντια), ὀδοντοφυής, ὀδοντοφυΐα, ὀδοντοφύησις,
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγω- νωδός (=χωρίς δόντια), χαυλιόδους.
γα ἀπ’ τό ὀδάξ: ὀδάξω καί ὀδάξομαι (=νοιώθω Ὀδύνη (=σωματικός ἤ ψυχικός πόνος). Ἴσως ἡ ρίζα
157
τό οἰκουρός (=ὁ φρουρός τοῦ σπιτιοῦ), ἀπ’ τό χόη, οἰνοχοέω-ῶ, οἰνοχόημα, οἶνοψ (=σκοτει-
οἶκος + οὖρος (=φύλακας). Παράγωγα: οἰκού- νός ὅπως τό κρασί), οἰνόω-ῶ (=μεθῶ κάποιον),
ρημα (=φρουρά, ἡ παραμονή στό σπίτι), οἰκου- οἰνών-ῶνος (=κελλάρι), οἴνωσις (=κέφι), παροι-
ρία, οἰκουρικός, οἰκούριος. νία (=συμπεριφορά μεθυσμένου).
Οἰκοφθόρος (=ἄσωτος). Ἀπ’ τό οἶκος + φθείρω, Οἰνόφλυξ (=μέθυσος). Ἀπ τό οἶνος + φλύω (=ξεχει-
ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα καθώς καί στή λίζω). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη οἶνος.
λέξη οἶκος. Οἰνοχόος (=κεραστής). Ἀπ’ τό οἶνος + χέω, ὅπου
Οἰκτείρω καί οἰκτίρω (=λυπᾶμαι, συμπονῶ). Ἀπ’ δές γιά περισσότερα παράγωγα καθώς καί στή
τό οἰκτρός (=ἀξιοθρήνητος) πού παράγεται ἀπ’ λέξη οἶνος.
τό οἶκτος (=λύπη, συμπόνια), ἀπ’ τό ἐπιφώνημα Οἴνοψ-ωπος (=σκοτεινός σάν τό κρασί). Ἀπ’ τό
λύπης οἴ μέ ἐπέκταση ἑνός γ. Θέμα οἰκτ-ιρ-jω μέ οἶνος + ὤψ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή
ἐπένθεση ἑνός ι καί τό πρόσφυμα j οἰκτίρρω λέξη οἶνος καί στό ρῆμα ὁράω-ῶ.
οἰκτίρω. Ὁ τύπος οἰκτίρω εἶναι ὁ πιό σωστός. Οἴομαι - ὀΐομαι - οἶμαι (=νομίζω). Ἐνεργ. τύπος
Παράγωγα: οἰκτιρμός, οἰκτίρμων, οἰκτιρμοσύνη, οἴω-ὀΐω. Ἀπό θέμα οι. Παράγωγα: οἴημα (=γνώμη,
ἀνοικτιρμοσύνη. ὑπερηφάνεια), οἰηματίας (=αὐτός πού ἔχει ψηλή
Οἶκτος (=λύπη, συμπόνια). Ἀπ’ τό ἐπιφώνημα λύπης ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του), οἴησις (=γνώμη), οἰητέον,
οἴ (=ἄχ) μέ ἐπέκταση ἑνός γ οιγ-τος οἶκτος. οἰητός (=δυνατός μόνο μέ τή φαντασία).
Παράγωγα: οἰκτείρω-οἰκτίρω, οἰκτίζω, οἰκτικός, Οἱονεί (=ὡσάν). Ἀπ’ τό οἶον (οὐδ. τῆς ἀναφ. ἀντων.
οἴκτισμα (=πένθος), οἰκτισμός (=θρῆνος), οἴκτι- οἷος, σημαίνει ὅπως) + εἰ (ὑποθ. σύνδεσμος).
στος (ὑπερθ. του οἰκτρός), οἰκτρός, οἰκτρότης, Οἶος - οἴη - οἶον (=μόνος). Ἀρχικά ἦταν οἰFος=οἶος.
ἀνοικτίστως (=χωρίς οἶκτο), οἰκτρογόος, -ον (γό- Σχετίζεται μέ τό οἰνός (=ὁ ἀριθμός 1 τῶν κύ-
ος) (=αὐτός πού δηλώνει οἰκτρό θρῆνο), οἰκτρο- βων, μονάδα). Σύνθετα: οἰοβώτης (=πού τρέφε-
χοέω (χέω), (=λέω θλιβερό τραγούδι). ται μόνος του), οἰόζωνος, οἰόκερως (=μονόκε-
Οἶμα, (-ατος), τό (πιθ. οἶσμα: ὁμόρρ. τοῦ οἶστρος. ρως), οἰονόμος (=ἐρημικός), οἰόφρων (=ἐρημι-
Κατά μερικούς συγγενεύει μέ τά οἴμη, οἶμος) κός), οἰοχίτων, οἰόβιος, -ον (=μονόβιος), οἰοβου-
(=ἔφοδος, ἐξόρμηση). κόλος, -ον (=ὁ βοσκός ἑνός μοσχαριοῦ, δηλ. τῆς
Οἶμος (=δρόμος, μονοπάτι, πορεία τοῦ τραγου- Ἰοῦς), οἰόβατος, -ον (ἐρημικός), οἰωνός (=που-
διοῦ). Σχετίζεται μέ τά: οἶμα, οἴμη. Ἀπ’ τό εἶμι, λί μαντικό).
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Οἰστρήλατος (=μανιακός). Ἀπ’ τό οἶστρος (=βοϊ-
Οἴμοι (=ἀλίμονό μου). Ἀπ’ τό οἴ (=ἄχ) + μοι (=σέ δόμυγα) + ἐλαύνω, ὅπου δές γιά περισσότερα
μένα). παράγωγα, καθώς καί στή λέξη οἶστρος.
Οἰμωγή (=θρῆνος). Ἀπ’ τό οἰμώζω, ὅπου δές γιά Οἰστροπλήξ (=μανιακός, ἄγριος). Ἀπ’ τό οἶστρος
περισσότερα παράγωγα. + πλήττω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα,
Οἰμώζω (=θρηνῶ, ὀδύρομαι). Ἀπ’ τό ἐπιφώνημα καθώς καί στή λέξη οἶστρος.
οἴμοι (οἴ + μοι = ἀλίμονό μου). Θέμα οἰμωγ + j + Οἶστρος (=βοϊδόμυγα, κεντρί, ἐπιθυμία). Συγγε-
ω οἰμώζω. Παράγωγα: οἰμωγή, οἴμωγμα, οἰμωγ- νεύει μέ τά οἶμα καί λατ. ira (=ὀργή). Παράγω-
μός, οἰμωκτεί (=μέ θρῆνο), οἰμωκτικός, οἰμωκτός γα: οἰστράω-ῶ (=τσιμπῶ, κυριεύομαι ἀπό μα-
(=ἀξιολύπητος), ἀνοίμωκτος, οἴμωξις. νία), οἰστρηδόν, οἰστρήεις, οἴστρημα, οἴστρησις,
Οἰνοβαρής (=πιωμένος, μεθυσμένος). Ἀπ’ τό οἰστρώδης, οἰστρήλατος, οἰστρηλατῶ, οἰστρο-
οἶνος + βαρύς. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέ- πλήξ (=μανιακός), οἰστροδίνητος, -ον (=μανια-
ξη οἶνος. κά περιστρεφόμενος).
Οἶνος (=κρασί). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἀρχικά Οἴχομαι (=ἔχω φύγει, χάνομαι, φεύγω). Ἴσως ἀπό
ἦταν Fοῖνος (Λατιν. vinum). Παράγωγα: οἰνάν- ρίζα οι- τοῦ εἶμι (=οἶμος = δρόμος). Θέμα οιχ +
θη (=τό πρῶτο βλαστάρι τοῦ ἀμπελιοῦ), οἰνάς- ομαι οἴχομαι. Παράγωγα: οἰχητέον, οἰχνέω
άδος (=ἀμπέλι, κρασί), οἴνη (=ἀμπέλι), οἰνηρός, (ποιητ. =ἔρχομαι).
οἰνοβαρής, οἰνόφλυξ (=μέθυσος), οἰνοχόος, οἰνο- Οἰωνός (=ὄρνεο, πουλί μαντικό, σημάδι, μαντεία).
159
(=δυνατή κραυγή), ὀλόλυγμα, ὀλολυγμός, ὀλο- Ὁμίχλη. Ἀπό ρίζα μιχ- μέ προθεματικό ο. Κατ’ ἄλλους
λυγών (=κραυγή τοῦ ἀρσενικοῦ βατράχου, γιά συγγενεύει μέ τά ὀμίχω, μοιχός, λατ. mingo.
νά φανέρωσει τήν ἀγάπη του στό θηλυκό), ὀλο- Ὄμμα (=μάτι). Ἀπό ρίζα οπ τοῦ ὄπωπα (ὄπμα=ὄμμα)
λυγαία (=νυχτερίδα). τοῦ ὁράω-ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παρά-
Ὅλος καί ἰων. οὖλος. Ἀρχικά ἦταν ὅλFος. Παρά- γωγα.
γωγα: ὁλοκαυτῶ, ὁλόκληρος, ὁλοσχερής, ὁλό- Ὄμνυμι (=ὁρκίζομαι). Ἀπό θέμα ομ + πρόσφυμα νυ
της, ὁλόχρυσος. + μι = ὄμνυμι. Θέμα ομο τοῦ μέλλοντα ὁμόσω -
Ὁλοσχερής (=ὁλόκληρος). Ἀπ’ τό ὅλος + σχερός ὁμοῦμαι, θέμα ομοσ, γιά τόν παθητ. μέλλ. καί ἀό-
(=συνεχής παραλία, γραμμή). Δές γιά ἄλλα πα- ριστο. Ὁ παρακειμ. καί ὑπερσ. παίρνουν ἀττικό
ράγωγα στή λέξη ὅλος. ἀναδιπλασιασμό (ὀμώμοκα - ὠμωμόκειν). Παρά-
Ὀλοφύρομαι (=θρηνῶ, ὀδύρομαι). Ἴσως ἀπ’ τήν γωγα: ἀντωμοσία (=ὅρκος ὅτι θά λεχθῆ ἡ ἀλήθεια
ἴδια ρίζα ολ- τοῦ ὀλολύζω. Παράγωγα: ὀλοφυρ- καί ἀπ’ τόν κατήγορο καί ἀπ’ τόν κατηγορούμε-
μός (=θρῆνος), ὀλόφυρσις, ὀλοφυρτέος, ὀλο- νο), ἀνώμοτος (=πού δέν ὁρκίστηκε), ἀπώμοτος
φυρτικός. (=ὅ,τι μέ ὅρκο λέει κάποιος ὅτι δέν ἔκανε), διω-
Ὅμαδος (=θόρυβος, ὄχλος, πάταγος). Ἀπ’ τό ὁμός μοσία, ἐνωμοσία, ἐνώμοτος, ἐνωμοτάρχης, ξυνώ-
(=ὁ αὐτός), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. μοτον (=ἔνορκη συμφωνία), συνωμοσία, συνω-
Ὁμαλός (=ἴσιος, συνηθισμένος). Ἀπ’ τό ὁμός. Πα- μότης, ὑπωμοσία, ὁρκωμοσία.
ράγωγα: ὁμαλίζω (=ἰσοπεδώνω), ὁμαλισμός, Ὁμογενής. Ἀπ’ τό ὁμοῦ + γένος τοῦ γίγνομαι, ὅπου
ὁμαλιστέον, ὁμαλιστήρ, ὁμαλής, ὁμαλῶς, ὁμα- δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή
λότης, ὁμαλύνω, ἐξομάλυνσις, καί γιά ἄλλα πα- λέξη ὁμός.
ράγωγα δές στό ὁμός. Ὁμόδοξος (πού ἔχει τήν ἴδια γνώμη, δόξα). Ἀπ’ τό
Ὄμβρος (=βροχή, καταιγίδα). Ἴσως ἔχει σχέση μέ ὁμοῦ + δόξα τοῦ δοκέω-ῶ, ὅπου δές γιά περισσό-
τό ἀφρός, νέφος. Παράγωγα: ὀμβρέω (=βρέχω), τερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ὁμός.
ὄμβριος (=βρόχινος), ὀμβροφόρος. Ὅμοιος. Ἀπ’ τό ὁμός, ὅπου δές γιά περισσότερα
Ὁμήγυρις (=συγκέντρωση, συντροφιά). Ἀπ’ τό παράγωγα.
ὁμοῦ (=μαζί) + ἄγυρις (=συγκέντρωση) τοῦ ἀγεί- Ὁμοκλή (=κραυγή πολλῶν μαζί). Ἀπ’ τό ὁμοῦ +
ρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα καθώς καλῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, κα-
καί στή λέξη ὁμός. θώς καί στή λέξη ὁμός.
Ὁμῆλιξ (=συνομήλικος). Ἀπ’ τό ὁμοῦ (=μαζί) τοῦ Ὁμολογέω-ῶ (=συμφωνῶ). Παρασύνθετο ἀπ’ τό
ὁμός + ἧλιξ. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ὁμός. ὁμόλογος (=σύμφωνος) ὁμοῦ + λέγω, ὅπου δές
Ὅμηρος (=συναρμοσμένος, ἐγγύηση). Ἀπ’ τό ὁμοῦ γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ὁμός.
+ ἀραρεῖν τοῦ ἀραρίσκω (=ἑνώνω). Παράγωγα: Παράγωγα τοῦ ὁμολογῶ: ὁμολογία, ὁμολόγημα,
ὁμηρεύω, ὁμηρεία, ὁμηρέω, ὁμήρευμα. Στή διάλε- ὁμολόγησις, ἐξομολόγησις, ὁμολογητέον (ἀν, δι)
κτο τῶν Κυμαίων, ὅμηρος = τυφλός. Ἀπ’ τό Ὅμη- ομολογητέον, ὁμολογητής, ὁμολογήτρια, ὁμολο-
ρος τά: ὁμηρίζω (=μιμοῦμαι τόν Ὅμηρο), ὁμηρι- γητικός, εὐομολόγητος, ὁμολογουμένως.
κός. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ὁμός. Ὁμόνοια. Ἀπ’ τό ὁμόνους ὁμοῦ + νόος-νοῦς,
Ὁμιλέω-ῶ (=συναναστρέφομαι μέ κάποιον). Παρα- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί
σύνθετο ἀπ’ το ὅμιλος ὁμοῦ + ἴλη (=πλῆθος). στή λέξη ὁμός.
(Τό ἀρχαῖο ὁμιλῶ δέν ἔχει πουθενά τή σημερι- Ὀμόργνυμι (=σκουπίζω, στεγνώνω). Ἀπ’ τή ρί-
νή σημασία). Παράγωγα: ὁμιλία, ὁμίλημα, ὁμι- ζα μέργ- τοῦ ἀμέργω (=κόβω). Θέμα μεργ-, μέ
λητέον, ὁμιλητής, ὁμιλήτρια, ὁμιλητικός, ὁμιλη- προθεματικό ο =ὀμεργ., μέ ἑτεροίωση τοῦ ε σέ
τός, ἀνομίλητος (=ἀκοινώνητος). Δές γιά ἄλλα ο ὀμόργ+νυ+μι ὀμόργνυμι. Παράγωγο, τό
παράγωγα στή λέξη ὁμός. ὄμοργμα (=λέρα).
Ὅμιλος (=συγκεντρωμένο πλῆθος). Ἀπ’ τό ὁμοῦ + Ὅμορος (=πού ἔχει τά ἴδια σύνορα, γειτονικός). Ἀπ’
ἴλη (=πλῆθος) τοῦ εἴλω, ὅπου δές γιά περισσό- τό ὁμοῦ + ὅρος (=σύνορο). Δές γιά ἄλλα παρά-
τερα παράγωγα καθώς και στό ὁμός. γωγα στή λέξη ὁμός.
161
ος, ὀπισθόδομος, ὀπίστατος (=τελευταῖος), ὀπι- ὅρασις, ὁρατέον (περί, ὑφ)ορατέον, ὁρατής,
σθοφύλαξ, ὀπισθοφυλακία. ὁρατικός, ὁρατός, ἀόρατος, δυσόρατος, προο-
Ὀπισθόδομος. Ἀπ’ τό ὄπισθεν + δόμος. Δές γιά ρατός, ὀπή (=τρύπα), ὀπιπτεύω (=βλέπω γύρω),
περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα δέμω καί στή ὀπτέον, ὀπτήρ (=κατάσκοπος), ὀπτός, ἄοπτος,
λέξη ὄπισθεν. ἀπερίοπτος, ἀσύνοπτος, ἀνύποπτος, εὐσύνο-
Ὁπλιταγωγός. Ἀπ’ τό ὁπλίτης + ἄγω, ὅπου δές πτος, εἴσοπτος (=ὁρατός), κάτοπτος, περίοπτος,
γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέ- προῦπτος (=φανερός), ὕποπτος, (παρ, κατ, πε-
ξη ὅπλον. ρι, ὑπερ)οπτέον, αὐτόπτης, ἐπόπτης, ὑπερόπτης,
Ὅπλον. Πιθανόν ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τό ἕπομαι, ὄμμα, κάτοπτρον, κατοπτρίζω, ὀπωπή (=θέα),
ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα: ὁπλή, ὀφθαλμός, ὄψ-ὀπός (=μάτι, πρόσωπο), ὄψις,
ὁπλίζω (=ἑτοιμάζω), ὅπλισις, ἐξόπλισις, ἐξοπλι- (δί, κάτ, πρό, πρόσ)οψις, προσόψιος, ἐπόψιος,
σία, καθόπλισις, ὅπλισμα, ὁπλισμός, ὁπλιστέ- ὤψ-ὠπός (=μάτι, πρόσωπο), πρόσωπον, ἐνωπή
ον, ὁπλιστής, ὁπλιστικός, ὁπλίτης, ὁπλιτεύω, (=ὄψη), ἐνώπιος, μέτωπον, στενωπός, Κύκλωψ,
ὁπλιτεία, ὁπλιτικός, ὁπλιταγωγός, ὁπλομάχος, μύωψ, Πέλοψ, οἶνοψ, ἔφορος, περιωπή, σκυθρω-
ὁπλοφόρος, ὑπέροπλος, ὑπεροπλία, ὑπεροπλί- πός, χαρωπός ἤ χαροπός, ὤπιον (ὑποκορ. τοῦ ὤψ
ζομαι (=νικῶ). = φρύδι), ὀπτήρ (=κατάσκοπος), ὠπάζομαι (=βλέ-
Ὀπός (=εἶναι τό γαλακτῶδες ὑγρό πού παίρνει κα- πω). Ἀπ’ τό θέμα Fιδ- τά: εἴδω (=βλέπω), εἶδος,
νείς χαράζοντας τό φυτό). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία εἰδύλλιον, εἴδωλον, ἰδέα. Ἀπ’ τή ρίζα Fορ- ἀκόμα
του. Παράγωγα: ὀπίζω (=μαζεύω χυμό μέ χάραξη τά: οὖρος, ἐπίουρος, φρουρός, ὤρα (=φροντίδα),
τοῦ φυτοῦ), ὄπιον (ὑποκορ. = ἀφιόνι), ὀπίας - τυ- θυρωρός, τιμωρός, ὀλιγωρῶ, οἰκουρῶ.
ρός (=τυρί πού πήχτηκε μέ τό χυμό συκιᾶς). Ὄργανον. Ἀπ’ τό ἔργω. Δές γιά ἄλλα παράγωγα
Ὀπτάω (=ψήνω). Ἀπ’ τό ὀπτός (=ψητός) πού πα- στό ρῆμα ἐργάζομαι.
ράγεται ἀπ’ τό ἕψω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγω- Ὀργάω-ῶ (=εἶμαι γεμάτος χυμούς, καρπούς, πα-
γα. Παράγωγα τοῦ ὀπτῶ: ὀπταλέος (=ψητός), ράφορη ἐπιθυμία, εἶμαι πρόθυμος). Ἀπ’ τό ὀργή
ὀπτανός, ὀπτάνιον (=μαγειρεῖο) καί ὀπτανεῖον, (=ὁρμή, θυμός). Παράγωγα: ὀργάς (-άδος)
ὀπτήσιμος, ὄπτησις (=ψήσιμο), ὀπτήτειρα, ὀπτη- (=εὔφορη γῆ, ἱερό μέρος γιά τούς θεούς, παρ-
τέον, ὀπτητός, ὀπτανεύς (=μάγειρος), ἔξοπτος θένα σέ ἡλικία γάμου).
(=καλοψημένος). Ὀργή (=ὁρμή, θυμός). Πιθανόν ἀπ’ τό ὀρέγω· ἄλλοι
Ὀπτός (=ψητός). Ἀπ’ τό ἕψω (=βράζω), ὅπου δές τό συνάπτουν πρός τό λατ. urgeo, τό ὀρθός ἤ
γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα τό ὑγρός. Παράγωγα: ὀργάζω (=μαλακώνω),
ὀπτάω. ὀργασμός, ὀργάω-ῶ, ὀργίζω (παθ.=θυμώνω),
Ὀπώρα (=ἡ περίοδος ἀπ’ τά μέσα τοῦ Ἰούλη, ὅλος ὀργίλος (=εὐερέθιστος), ὀργιστέον, ὀργιστικός,
ὁ Αὒγουστος καί μέρος τοῦ Σεπτέμβρη, ἐποχή ὀργαίνω (=ἐξοργίζω κάποιον), εὐόργητος.
τῶν καρπῶν, καρπός). Ἴσως σύνθετη ἀπ’ τή ρίζα Ὄργια (=μυστικές τελετές, μυστήρια). Ἀπ’ τό ἔργω.
οπ- τοῦ ὄπισθεν + ὥρα (=ἡ ἐποχή μετά τό θέ- Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα ἐργάζομαι. Πα-
ρος). Ἴσως ἀκόμα ἀπ’ τό ὀπός (=χυμός) + ὥρα ράγωγα τοῦ ὄργια: ὀργιάζω, ὀργιασμός, ὀργια-
(=καιρός τοῦ χυμοῦ). Παράγωγα: ὀπωρίζω (=μα- στής, ὀργιαστικός, ἀνοργίαστος, ὀργιαστήριον,
ζεύω καρπούς), ὀπωρινός, ὀπωρικός, ὀπωροφό- ὀργεών (=εἶδος ἱερέως).
ρος, φθινόπωρον. Ὀργυιά ἤ ὄργυια (=μῆκος τῶν βραχιόνων ἁπλωμέ-
Ὀπωροφόρος (=καρποφόρος). Σύνθετο ἀπ’ τό νων ὀριζόντια). Ἀπ τό ὀρέγω (=ἁπλώνω), ὅπου
ὀπώρα + φέρω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ράγωγα, καθώς καί στή λέξη ὀπώρα. Ὀρέγω (=ἁπλώνω). Ἀπ’ τό προθεματικό ο + ρί-
Ὁράω-ῶ (=βλέπω). Θέματα: α) Fορά ὁρά + ω ζα ρεγ- ὀρέγω. Παράγωγα: ὀργυιά ἤ ὄργυια,
ὁράω - ῶ, β) οπ- (ὄψομαι, ὄπωπα), γ) Fιδ ὄρεγμα (=ἅπλωμα), ὀρεκτός, ὀρεκτόν (=ἐπιθυ-
ἀόρ.: ἔ-Fιδ-ον = εἶδον καί ὑποτ. ἴδω. Παράγωγα: μητό), ὀρεκτικός, ὄρεξις, ἀνόρεκτος.
ὅραμα, ὁραματίζομαι, ὁραματισμός, ὁραματιστής, Ὀρειβάτης. Σύνθετο ἀπ’ τό ὄρος + βαίνω, ὅπου
163
ὀρεύς (=μουλάρι), ὀρικός, Ὀρέστης, παρωρείτης ὀρφανά), ὀρφανία, ὀρφανίζω, ὀρφανικός, ὀρφα-
(=ὀρεινός), ὑπώρεια. νιστής (=ἐπίτροπος ὀρφανοῦ).
Ὅρος (=σύνορο) καί ἰων. οὗρος. Πρωτότυπη λέξη. Ὄρφνη (=νύχτα, σκοτάδι). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τό
Παράγωγα: ὁρίζω, ὁρίζων, ὁρικός, ὅριος, ὅριον ἐρέπτω ἤ ἐρέφω (=σκοτεινιάζω), ὅπου δές γιά
(=σύνορο), μεθόριος, ὅρισμα, ὁρισμός, ἀφορι- ἄλλα παράγωγα.
σμός, διορισμός, προσδιορισμός, ὁριστέον, διο- Ὀρχέομαι-οῦμαι (=χορεύω, σκιρτῶ). Ἴσως ἀπ’ τό
ριστέον, ὁριστής, ὁριστικός, ὁριστός, ἀόριστος, οὐσ. ὄρχος (=σειρά ἀπό κλήματα ἤ δέντρα). Μπο-
ἐξόριστος, ὅρισις, διόρισις, ὡρισμένως, Κυνου- ρεῖ ἀκόμα νά συγγενεύει μέ τό ὄρνυμι (=σηκώνω)
ρία, σύνορον. ἤ μέ τό ὀρούω (=σπεύδω). Παράγωγα: ὀρχηδόν
Ὀροφή (=ταβάνι). Ἀπ’ τό ἐρέφω (=σκεπάζω), ὅπου (=κατ’ ἄντρα), ὀρχηθμός (=χορός), ὄρχημα, ὑπόρ-
δές γιά ἄλλα παράγωγα. χημα, ὄρχησις (=χορός), ὀρχησμός, ὀρχηστήρ,
Ὀρρός (=τυρόγαλο). Ἀντί ὀρός. ὀρχήστρια (=χορεύτρια), ὀρχηστής, ὀρχηστικός,
Ὀρρωδέω-ῶ (=φοβᾶμαι, τρέμω, ζαρώνω). Ἀβέβαιη ὀρχήστρα, ὀρχηστύς (-ύος) (=χορός), ὀρχηστο-
ἡ ἐτυμολογία του. Ἀρχικά ἦταν ἀρρωδέω (ἰων.) μανέω (=εἶμαι μανιώδης χορευτής).
καί μέ ἀφομοίωση τοῦ ἄτονου α μέ τό ω ἔγινε Ὀρχήστρα (=μεγάλο ἡμικύκλιο στό ἀττικό θέατρο
ὀρρωδέω. (Λατιν. horreo-horresco). Παλιά ἐτυ- ὅπου χόρευε ὁ χορός). Ἀπ’ τό ὀρχέομαι-οῦμαι,
μολογία: ὄρρος (=οὐρά) + δέος ἤ ἰδίω (=ἱδρώ- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
νω). Ἴσως ἀκόμη ἀπ’ τό ὀρρωδής (=δειλός) ἤ Ὄρχος (=σειρά ἀπό κλήματα ἤ δέντρα, κῆπος, ἀμπε-
ἀπ’ τό α στερητ. + ρῶδος (=δύναμη). Παράγω- λώνας). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Συγγενεύει
γα: ὀρρωδία, ὀρρωδέως. μέ τίς λέξεις ὄρχαμος (=ἀρχηγός) τοῦ ἄρχω καί
Ὄρυγμα (=λάκκος, ὑπόνομος). Ἀπ’ τό ὀρύσσω ὄρχατος (=σειρά δέντρων, κῆπος).
(=σκάβω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγω- Ὅσιος (=ἁγιασμένος, εὐσεβής). Ἴσως νά εἶναι συγ-
γα. γενικό μέ τά ἔθος - ἦθος (σFοθι-ος = σόθιος =
Ὄρυζα (=ρύζι). Ἡ προέλευσή της εἶναι ἀνατολική. ὅθιος = ὅσιος). Παράγωγα: ὁσίως, ὁσία (=ὁ θεῖος
Ὀρυκτός. Ἀπ’ τό ὀρύσσω, ὅπου δές γιά περισσό- νόμος), ὁσιόω, ὁσίωμα, ἀφοσίωμα, ὁσίωσις, ἀφο-
τερα παράγωγα. σίωσις, καθοσίωσις, ἀφοσιωτέον.
Ὀρυμαγδός (=δυνατός κρότος, θόρυβος). Σκο- Ὀσμή (=μυρουδιά). Ἀπ’ τό ὄζω (=μυρίζω), ὅπου
τεινή ἡ προέλευσή της. Πιθανόν νά συγγενεύει δές γιά περισσότερα παράγωγα.
μέ τίς λέξεις ὠρυγή (=οὔρλιαγμα) καί ὠρύομαι Ὀστέον - ὀστοῦν, τό (=κόκαλο). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυ-
(=οὐρλιάζω). Κι αὐτές συνδέονται ἴσως μέ τό ρύ- μολογία του. Συγγενεύει μέ τίς λέξεις ὄστρα-
ζω (=οὐρλιάζω, ὅπως τό ἐξοργισμένο σκυλί). κον, ὄστρεον, ὀστακός (=ἀστακός), ἀστράγα-
Ὀρύσσω (=σκάβω). Ἀπό ρίζα ορυ-. Θέμα ὀρυχ + λος. Παράγωγα: ὀστέινος, ὀστεώδης, ὀστέω-
jω ὀρύσσω καί ἀττ. ὀρύττω. Γιά τά σύνθετα: σις, ὄστινος, ὀστάγρα (=λαβίδα γιά τήν ἐξαγω-
γράφονται μέ ω ὅσα λήγουν σέ -ύχος καί μέ ο γή συντριμμάτων κοκάλων), ὀστολόγος, ὀστο-
ὅταν λήγουν σέ ύκτης. Παράγωγα: ὄρυγμα, δι- λογία, ὀστολογῶ.
όρυγμα, ὀρυκτέον, ὀρυκτήρ, ὀρύκτης, ὀρυκτι- Ὀστρακισμός (=ἐξορία μέ ὄστρακα). Ἀπ’ τό ὀστρα-
κός, ὀρυκτός, ὄρυξις (=σκάψιμο), ἀνόρυξις, δι- κίζω (=ἐξορίζω) πού παράγεται ἀπ’ τό ὄστρακον,
όρυξις, κατόρυξις (=θάψιμο μέσα στή γῆ), ὀρυ- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
χή ἤ ὀρυγή, διορυχή, διῶρυξ-υχος ἤ -υγος, τοι- Ὄστρακον (=κεραμίδι, πήλινο πινακίδι πού χρησι-
χωρύχος, τοιχωρύχημα, τυμβωρύχος, φρεωρύ- μοποιεῖται σάν ψῆφος, τό περίβλημα τῶν ὀστρα-
χος, κατῶρυξ, τοιχορύκτης, τυμβορύκτης, τα- κοδέρμων, κέλυφος αὐγοῦ). Συγγενικό μέ τό
φρορύκτης, νεκρορύκτης. ὀστοῦν. Παράγωγα: ὀστρακίνδα (=παιχνίδι πού
Ὀρφανός. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως συγγε- παίζεται μέ ὄστρακα), ὀστράκινος (=πήλινος),
νεύει μέ τή ρίζα ορφο-. Ἀπ’ αὐτό βγαίνει τό ὀρφόω ὀστρακίτης, ὀστρακίζω (=ἐξορίζω μέ ὄστρακα),
(=ὀρφανίζω) καί ὀρφοβότης (=ὀρφανοτρόφος), ὀστρακισμός, ἐξοστρακισμός, ὀστρακῶ (=σπά-
λατ. orbus. Παράγωγα: ὀρφανεύω (=ἀνατρέφω ζω σέ κομμάτια), ὀστρακώδης.
165
Ὄφελος (=ὠφέλεια, κέρδος, βοήθεια). Ἀπό ρίζα ὀχετός, ὄχησις (=μεταφορά), ὄχημα (=ἁμάξι).
οφελ- προθεματικό ο (=κοντά) + φέλο (=καρ- Ὄχημα (=ἁμάξι). Ἀπ’ τό ὀχέω-ῶ, ὅπου δές γιά πε-
πός, κέρδος). Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα ὀφεί- ρισσότερα παράγωγα.
λω. Ὄχθη (=ὕψωμα, λόφος). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία
Ὀφθαλμός (=μάτι). Ἀπό θέμα οπ- τοῦ ὁράω -ῶ του. Πιθανόν ἀπ’ τό ἔχω.
+ θαλμός (θάλαμος). Ἀρχικά ἦταν ὀπθαλμός Ὀχθέω-ῶ (=στεναχωριέμαι, δεινοπαθῶ). Ἀπ’ τό
ὀφθαλμός. Δές γιά περισσότερα παράγωγα ἄχθομαι.
στό ρῆμα ὁράω-ῶ. Παράγωγα τοῦ ὀφθαλμός: Ὀχλαγωγία (=ἀταξία τοῦ λαοῦ). Ἀπ’ τό ὄχλος +
ὀφθαλμία (=πονόματος), ὀφθαλμίας (ὀξυδερκής), ἄγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, κα-
ὀφθαλμιάω (=πάσχω ἀπό πονόματο, βλέπω μέ θώς καί στή λέξη ὀχλέω-ῶ.
φθόνο), ὀφθαλμικός, ὀφθαλμοφανής, ὀφθαλμω- Ὀχλέω-ῶ (=ταράζω, ἐνοχλῶ). Ἀπ’ τό ὄχλος
ρύχος (=αὐτός πού βγάζει τά μάτια), ὀφθαλμότε- (=πλῆθος), πού ἴσως παράγεται ἀπ’ τό ἔχω. Πα-
γκτος (τέγγω) (=αὐτός πού βρέχει τά μάτια). ράγωγα: ὄχλημα, ὀχληρός (=ἐνοχλητικός, βαρε-
Ὄφις-εως (=φίδι). Στήν ἀρχή ἦταν ὄπφις, ἴσως νά τός), ὀχληρία, ὄχλησις, ὀχλητικός, ὀχλικός, ὀχλί-
ἔχει σχέση μέ τό θέμα οπ- τοῦ ὁράω-ῶ. ζω (=κινῶ μέ μοχλό), ὀχλώδης καί τά σύνθ. ὀχλα-
Ὄφλημα (=χρέος, πρόστιμο). Ἀπ’ τό ὀφλεῖν, ἀπαρ. γωγία, ὀχλοκρατία.
ἀόρ. β´ τοῦ ὀφλισκάνω, ὅπου δές γιά περισσό- Ὄχλος (=πλῆθος, μπουλούκι, συρφετός). Σκοτει-
τερα παράγωγα. νή ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπό ρίζα εχ- τοῦ ἔχω.
Ὀφλισκάνω (=χρωστῶ). Ἀπό ἀρχικό θέμα ὀφελ Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα ὀχλέω-ῶ.
(τοῦ ὀφείλω) μέ συγκοπή τοῦ ε ὀφλ + προ- Ὄχμα-ατος, τό (=στήριγμα, δεσμός). Ἀπ’ τό ἔχω,
σφυμα ισκ + πρόσφυμα αν ὀφλ-ισκ-άν-ω ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ὀφλισκάνω. Παράγωγα: ὄφλημα, ὄφλησις, ἐξό- Ὄχος (=ἁμάξι). Ἀπ’ τό ἔχω. Ἀρχικά ἦταν Fέος
φλησις, ὀφλητής. ἔχος ὄχος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα
Ὀφρύς-ύος, ἡ (=φρύδι). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία στό ρῆμα ἔχω καί στό ρῆμα ὀχέω-ῶ.
του. Ἴσως ἀπό ἰαπετ. ρίζα πού σημαίνει ὄχθη, Ὀχυρός (=δυνατός, ἀσφαλισμένος). Ἀπ’ τό ἔχω,
χεῖλος μέ τό ὀ προθεματικό, πρβ. ἀγγλ. brow = ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ὀφρύς. Παράγωγα: ὀφρυάζω (=κάνω νεῦμα μέ Ὄψ-ὀπός. 1) (=φωνή, λόγος). Ἀπ’ τό εἰπεῖν τοῦ λέγω,
τά φρύδια), ὀφρυόεις (=ἀπόκρημνος), ὀφρυώ- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. 2) (=μάτι,
δης, ὀφρύη (=βράχος). ὄψη, πρόσωπο). Ἀπό ρίζα οπ- τοῦ ὁράω (ὄψομαι),
Ὄχα (=ἔξοχα). Ἀπ’ τό ἔχω. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Ὀχάνη (=λαβή ἀσπίδας). Ἀπ’ τό ἔχω. Ὀψαμάτης (ἀμάω) (=αὐτός πού θερίζει ὡς ἀργά,
Ὄχανον (=λαβή ἀσπίδας). Ἀπ’ τό ἔχω. κακοπαθεῖ). Ἀπό ἴδια ρίζα μέ τό ὀψέ, ὅπου δές
Ὀχετός (=σωλήνας, αὐλάκι). Ἀπ’ τό ὀχέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ ὀχετός: ὀχε- Ὀψάριον. Ὑποκοριστικό τοῦ ὄψον (=φαγητό) (ἀπό
τεία, ὀχέτευμα, ὀχετεύω (=μεταφέρω νερό μέσα δῶ τό νεοελλ. ψάρι) πού παράγεται ἀπ’ τό ἕψω,
ἀπό σωλήνα), διοχέτευσις, παροχέτευσις. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Ὀχεύς (=λουρί πού σφίγγει τήν περικεφαλαία). Ὀψαρότης-ου (ἀρόω) (=αὐτός πού ὀργώνει ἀργά).
Ἀπ’ τό ἔχω. Ἀπ’ τό ὀψέ + ἀρόω-ῶ.
Ὀχεύω (=βατεύω, συνουσιάζομαι). Ἀπ’ τό ὄχος τοῦ Ὀψέ (=ὕστερα ἀπό ἀρκετό καιρό, ἀργά). Σχετίζεται
ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα καθώς μέ τά ὄπισθεν - ὀπώρα. Παράγωγα: ὀψία (=βρά-
καί στό ρῆμα ὀχέω. Παράγωγα τοῦ ὀχεύω: ὀχεία δυ), ὀψίζω (=κάνω κάτι ἀργά), ὀψιμαθής, ὄψιμος,
(=συνουσία), ὀχεῖον, ὄχευμα, ὄχευσις, ὀχευτής, ὄψιος, ὀψίγονος, ὀψίνοος, ὀψιτέλεστος, ὀψαμα-
ὀχευτικός, ὀχευτός. ρής, ὀψαρότης.
Ὀχέω-ῶ (=φέρνω πάνω σέ ὄχημα, βαστῶ, ὑπομέ- Ὀψίγονος (=μεταγενέστερος). Ἀπ’ τό ὀψέ + γενέ-
νω). Ἀπ’ τό ὄχος (=ἁμάξι) τοῦ ἔχω, ὅπου δές γιά σθαι τοῦ γίγνομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ ὀχῶ: ράγωγα καθώς καί στή λέξη ὀψέ.
167
Π Πῖ
Παγετός. Ἀπ’ τό πάγος τοῦ πήγνυμι, ὅπου δές γιά Παίγνιον (=παιχνιδάκι). Ἀπ’ τό παίζω, ὅπου δές
περισσότερα παράγωγα. γιά περισσότερα παράγωγα.
Πάγιος (=στερεός, ἀμετάβλητος). Ἀπ’ τό παγῆναι, Παιδαγωγός. Ἀπ’ τό παῖς + ἄγω, ὅπου δές γιά ἄλλα
ἀπαρ. παθητ. ἀόρ. β´ τοῦ πήγνυμι, ὅπου δές γιά παράγωγα. Παράγωγα τοῦ παιδαγωγός: παιδα-
περισσότερα παράγωγα. γωγῶ (=ἀνατρέφω παιδί), παιδαγώγημα, παιδα-
Παγίς. Ἀπ’ τό παγῆναι τοῦ πήγνυμι, ὅπου δές γιά γώγησις, παιδαγωγητέον, παιδαγωγία, παιδαγω-
περισσότερα παράγωγα. γεῖον, παιδαγωγικός.
Πάγκοινος. Ἀπ’ τό πᾶς + κοινός. Δές γιά ἄλλα πα- Παιδεραστής (=ἐραστής τῶν παιδιῶν). Ἀπ’ τό παῖς
ράγωγα στή λέξη κοινότης. + ἐράω-ῶ (=ἀγαπῶ), ὅπου δές γιά περισσότερα
Παγκράτιον (=ἀγώνισμα πάλης καί πυγμαχίας). παράγωγα. Παράγωγα τοῦ παιδεραστής: παιδε-
Ἀπ’ τό παγκρατής (=παντοδύναμος) πᾶς + κρά- ραστῶ, παιδεραστία, παιδεραστικός.
τος. Παράγωγα: παγκρατιάζω, παγκρατιαστής, Παιδεύω (=ἀνατρέφω, διδάσκω). Ἀπ’ τό παῖς, παι-
παγκρατιαστικός, παγκρατευτής καί γιά ἄλλα δός, καί ὁμηρ. πάις. (Λατιν. puer). Παράγωγα:
παράγωγα δές στό ρῆμα κρατέω-ῶ. παιδάριον (ὑποκορ.), παιδαριώδης, παιδικός,
Πάγος (=στερεό, ἀπόκρημνος λόφος, κρύσταλλο· παιδίον (ὑποκορ.), παιδίσκος, παιδίσκη, παιδεία,
Ἄρειος πάγος = ὁ λόφος τῶν Ἀθηνῶν). Ἀπ’ τό πή- παίδευμα, παιδευτέος, παιδευτέον, παιδευτήρι-
γνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ον, παιδευτής, παιδευτικός, παιδευτός, παίδευ-
Πάθος. Ἀπ’ τό παθεῖν, ἀπαρ. ἀόρ. β´ τοῦ πάσχω, σις, ἀπαίδευτος.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παιδιά (=παιχνίδι). Ἀπ’ τό παίζω, ὅπου δές γιά πε-
Παιάν-ᾶνος, ἐπικ. παιηών, ἀττ. παιών-ῶνος (=για- ρισσότερα παράγωγα.
τρός, πολεμικό τραγούδι). Ἔχει σχέση μέ τό παίω Παιδονόμος (=ἄρχοντας στίς Δωρικές πόλεις πού
(=χτυπῶ). Γιά παράγωγα δές στό ρῆμα παια- εἶχε ὡς ἔργο του τήν ἀνατροφή τῶν παιδιῶν).
νίζω. Ἀπ’ τό παῖς + νέμω, ὅπου δές γιά περισσότε-
Παιανίζω καί παιωνίζω (=ψάλλω τόν παιάνα). Ἀπ’ ρα παράγωγα.
τό παιάν καί παιών. Παράγωγα: παιανισμός καί Παιδοτρίβης (=δάσκαλος τῆς γυμναστικῆς, προπο-
παιωνισμός, παιανικός, παιανιστής, Παιώνιος νητής). Ἀπ’ τό παῖς + τρίβω, ὅπου δές γιά περισ-
(=ἰαματικός). σότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ παιδοτρίβης:
169
διεύθυνση), παλινστομέω (=λέω δυσοίωνα λό- Παλτόν (=ἀκόντιο, δόρυ). Ἀπ’ τό πάλλω, ὅπου δές
για), παλίντιτος, -ον (τίνω), (=αὐτός πού ἀργό- γιά περισσότερα παράγωγα.
τερα τιμωρεῖται), παλιντράπελος, -ον καί παλί- Παμψηφεί. Ἀπ’ τό πᾶς + ψῆφος ἀπ’ ὅπου παρά-
ντροπος, -ον (τρέπω) (=ἐπανερχόμενος), παλι- γεται τό ψηφίζω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
ντυχής, -ές (=δυστυχισμένος), παλιρρόθιος, -ον ράγωγα.
(=αὐτός πού κυλάει πρός τά πίσω), παλίρροπος, Παναθήναια (=γιορτές στήν Ἀθήνα). Ἀπ’ τό πᾶς
-ον (=κλονιζόμενος), παλίρροχθος, -ον (=πού + Ἀθήνη (=ἡ θεά Ἀθηνᾶ).
ἠχεῖ ἀπ’ τό θόρυβο τῶν παλιρροιῶν), παλίσσυ- Πανάκεια (=φάρμακο πού γιατρεύει κάθε ἀρρώ-
τος, -ον (σεύω) (=αὐτός πού φεύγει), παλίωξις στια). Ἀπ’ τό πᾶν + ἄκος τοῦ ἀκέομαι - οῦμαι
(=ἐπίθεση ἀπό μέρους τῶν διωκομένων). (=γιατρεύω), ὅπου δές γιά περισσότερα παρά-
Παλινῳδία (=ἀνάκληση, ἀναίρεση λόγων πού εἰπώ- γωγα.
θηκαν). Ἀπ’ τό παλινῳδῶ πάλιν + ᾠδή τοῦ Πανδαισία (=συμπόσιο πού τά ἔχει ὅλα ἄφθονα). Ἀπ’
ᾄδω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα κα- τό πᾶς + δαΐς (=μερίδα, συμπόσιο) τοῦ δαίω (=μοι-
θώς καί στή λέξη πάλιν. ράζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Παλίρροια (=τό τρέξιμο τοῦ νεροῦ πρός τά πί- Πανδαμάτωρ-ορος (=πού τά πάντα δαμάζει). Ἀπ’
σω). Ἀπ’ τό παλίρρους πάλιν + ρέω, ὅπου τό πᾶς + δαμάω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
δές γιά περισσότερα παράγωγα καθώς καί στή ράγωγα.
λέξη πάλιν. Πανδημεί (=ὅλοι μαζί). Εἶναι ἐπίρρημα τοῦ πάνδη-
Παλλάδιον (=ἄγαλμα τῆς Παλλάδας Ἀθηνᾶς). Ἀπ’ μος πᾶς + δῆμος (=λαός) τοῦ δαίω (=μοιράζω),
τό Παλλάς πού ἴσως παράγεται ἀπ’ τό πάλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Πανδοκεῖον (=ξενοδοχεῖο, χάνι). Ἀπ’ τό πάνδο-
Παλλακίς-ίδος (=ἐρωμένη, φιλενάδα) ἀντίθετα κος ἤ πανδόκος καί πανδοκεύς (=ξενοδόχος)
μέ τή νόμιμη σύζυγο (ἄκοιτις). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυ- πᾶς + δέχομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
μολογία της. Ἴσως ἀπό ἀρχαιότ. καί πιθ. προελ- ράγωγα.
λην. ἤ ἀσιατ. ρίζα πού σημαίνει νεανίας, νεᾶνις, Πανήγυρις. Ἀπ’ τό πᾶς + ἄγυρις τοῦ ἀγείρω, ὅπου
νεαρά γυνή· ὁμόρρ. πάλληξ (=νεαρός), παλ- δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ
λάκιον (=νεαρός), πάλλας (=νέος), παλλακός πανήγυρις: πανηγυρίζω, πανηγυρικός, πανηγύ-
(=ἐρώμενος). ρισμα, πανηγυρισμός, πανηγυριστέον, πανηγυ-
Παλλάς-άδος. Εἶναι ἐπίθετο τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς. ριστής, πανηγυρίστρια.
Ἴσως παράγεται ἀπ’ τό πάλλω, γιατί ἔσειε τό δό- Παννυχίς (=γιορτή πού κρατάει ὅλη τή νύκτα).
ρυ. Ἀλλά πιό πιθανό εἶναι ὅτι ἡ λέξη εἶναι ἀρχαία Ἀπ’ τό πᾶς + νύξ, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
καί σημαίνει παρθένος, κόρη καί σχετίζεται μέ τό ράγωγα.
πάλλαξ (=νέος). Πάνορμος (=λιμάνι ὅπου τά πλοῖα μποροῦν νά
Πάλλω (=κραδαίνω, σείω, τινάζω). Ἀπό ρίζα παλ. προσορμιστοῦν μέ ὅ,τι καιρό κι ἄν κάνει). Ἀπ’
Θέμα παλ + j + ω πάλλω. Παράγωγα: πάλη, τό πᾶς + ὅρμος (=ἀραξοβόλι), ὅπου δές γιά πε-
παλαίω, πάλος (=κλῆρος πού πηδάει μέσα ἀπ' τήν ρισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα εἴρω
περικεφαλαία καθώς τήν κουνάει κάποιος), πάλ- (=ἑνώνω).
μα, παλμός, παλμικός, πάλσις, ἀνάπαλσις, παλ- Πανοῦργος (=ἱκανός γιά ὅλα, πονηρός). Ἀπ’ τό
τός (=αὐτός πού πάλλεται), παλτόν, τό (=ἀκό- πᾶς + ἔργον τοῦ ἐργάζομαι, ὅπου δές γιά περισ-
ντιο), παλύνω (=πασπαλίζω), ἴσως τό Παλλάς σότερα παράγωγα.
(ἐπειδή σείει τό δόρυ) ἤ ἴσως εἶναι ἀρχαία λέ- Πανσέληνος. Ἀπ’ τό πᾶς + σελήνη.
ξη καί σημαίνει κόρη, ἰσοπαλής (=ἰσοδύναμος), Πανωλεθρία (=ὁλοκληρωτική κατάστροφή). Ἀπ’
παιπάλη καί πασπάλη, ἴσως καί τό πήληξ (=κρά- τό πανώλεθρος πᾶς + ὄλεθρος τοῦ ὄλλυμι,
νος), ἀντίπαλος. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Παλμός (=τίναγμα, χτύπος). Ἀπ’ τό πάλλω, ὅπου Πανώλης (=πανούκλα). Ἀπ’ το πᾶς + ὄλλυμι, ὅπου
δές γιά περισσότερα παράγωγα. δές γιά περισσότερα παράγωγα.
171
ραστάδες (=τά ξύλα ἤ μάρμαρα πού εἶναι τοποθε- + ἀγορεύω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγω-
τημένα ἀπ’ τή μιά κι ἀπ’ τήν ἄλλη μεριά τῆς πόρ- γα. Παράγωγα τοῦ παρηγορῶ: παρηγόρημα, πα-
τας). Ἀπ’ τό παρίσταμαι παρά + ἵσταμαι. Δές ρηγόρησις, παρηγορητέον, παρηγορητικός, πα-
γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἵστημι. ρηγοριά, παρηγορικός, ἀπαρηγόρητος.
Παράστασις. Ἀπ’ τό παρίστημι παρά + ἵστημι, Παρθένος. Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Κατά μερι-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. κούς συγγενεύει μέ τά πόρις, πόρτις (=μοσχαρά-
Παραστάτης (=αὐτός πού στέκεται κοντά σέ κά- κι) καί τά εὐθενέω (=θάλλω, ἀκμάζω), εὐθένεια.
ποιον, στρατιώτης, σύντροφος). Ἀπ’ τό παρίστα- Παράγωγα: παρθενεία, παρθενεύω, παρθένευμα,
μαι παρά + ἵσταμαι. Δές γιά περισσότερα πα- παρθένια (=τραγούδια παρθένων μέ συνοδεία
ράγωγα στό ρῆμα ἵστημι. αὐλοῦ), παρθενικός, παρθένιος, παρθενών.
Παρατήρησις. Ἀπ’ τό παρατηρέω-ῶ παρά + τηρῶ, Πάροδος. Ἀπ’ τό παρά + ὁδός τοῦ ἔρχομαι, ὅπου
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. δές γιά ἄλλα παράγωγα.
Παράτυπος (=παρατυπωμένος, παραχαραγμέ- Παροιμία. Ἀπ’ τό πάροιμος παρά + οἶμος (=δρό-
νος, κίβδηλος). Ἀπ’ τό παρά + τύπος τοῦ τύ- μος) τοῦ εἶμι, ὅπου δές γιά παράγωγα. Παράγω-
πτω (=χτυπῶ), ὅπου δές γιά περισσότερα πα- γα τοῦ παροιμία: παροιμιάζομαι, παροιμιακός,
ράγωγα. παροιμιαστής, παροιμιώδης.
Πάραυτα (=ἀμέσως). Ἀπ’ τό παρά + αὐτά (τά πράγ- Παροίνια (=συμπεριφορά μεθυσμένου). Ἀπ’ τό πά-
ματα). ροινος (=μέθυσος) παρά + οἶνος, ὅπου δές γιά
Παραφορά. Ἀπ’ τό παραφέρομαι. Δές γιά περισ- περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ πάροι-
σότερα παράγωγα στό ρῆμα φέρω. νος: παροινέω-ῶ (=φέρνομαι ἄσχημα), παροί-
Παράφρων (=τρελός). Ἀπ’ τό παρά + φρήν - φρε- νημα (=ἐκεῖνο στό ὁποῖο ξεσπᾶ ὁ μέθυσος), πα-
νός (=μυαλό). Δές γιά περισσότερα παράγωγα ροινικός, παροίνιος.
στό ρῆμα φρονέω-ῶ. Παρόν, τό. Μετοχή οὐδ. γένους τοῦ πάρειμι παρά
Πάρεδρος (=αὐτός πού κάθεται κοντά σέ κάποιον, + εἰμί, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
βοηθός). Ἀπ’ τό παρά + ἕδρα τοῦ ἕζομαι, ὅπου Παρουσία. Ἀπ’ τό πάρειμι παρά + εἰμί, ὅπου δές
δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ γιά περισσότερα παράγωγα.
πάρεδρος: παρεδρία, παρεδρεύω, παρεδρευτής, Παροχή. Ἀπ’ τό παρέχω παρά + ἔχω, ὅπου δές
παρεδρευτικός. γιά περισσότερα παράγωγα.
Παρειά (=μάγουλο). Ἀπ’ τήν πρόθεση παρά, δηλ. Παρρησία (=ἐλευθεροστομία). Ἀπ’ τό παρά + ρῆσις
παρειά (=τά πλάγια τοῦ προσώπου), μέ πιθ. β´ τοῦ λέγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγω-
σύνθ. τό οὖς. γα. Παράγωγα τοῦ παρρησία: παρρησιάζομαι
Παρείσακτος (=αὐτός πού μπῆκε κρυφά). Ἀπ τό (=μιλῶ ἐλεύθερα), παρρησιαστής, παρρησιαστι-
παρεισάγω παρά + εἰς + ἄγω, ὅπου δές γιά πε- κός, ἀπαρρησίαστος.
ρισσότερα παράγωγα. Παρῳδία (=διαστροφή σοβαρῶν λόγων, διακωμώ-
Παρέλασις. Ἀπ’ τό παρελαύνω παρά + ἐλαύνω, δηση). Ἀπ’ τό παρῳδός παρά + ᾠδή τοῦ ἄιδω
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ἤ ἀείδω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Παρεξειρεσία (=τό μέρος τοῦ πλοίου ὅπου δέν Παρωρείτης (=ὀρεινός, κάτοικος πλαγιᾶς βου-
εἶναι οἱ κωπηλάτες, ἡ πλώρη ἤ ἡ πρύμνη). Σύν- νοῦ). Ἀπ’ τό παρά + ὄρος, ὅπου δές γιά περισ-
θετο ἀπ’ τά: παρά + ἐκ + εἰρεσία (=κωπηλασία) σότερα παράγωγα.
τοῦ ἐρέσσω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα Πασπάλη (=πολύ λεπτό ἀλεύρι). Ἀντί παιπάλη πού
στή λέξη ἐρέτης. παράγεται ἀπ’ τό πάλη μέ ἀναδιπλασιασμό, τοῦ
Πάρεργος (=αὐτός πού δέν ἀνήκει στό κύριο ἔργο, πάλλω (=χτυπῶ, κουνῶ), ὅπου δές γιά περισσό-
δευτερεύων). Ἀπ’ τό παρά + ἔργον τοῦ ἐργάζομαι, τερα παράγωγα.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Πάσσαλος. Ἀπ’ τό πήγνυμι, ὅπου δές γιά περισ-
Παρηγορέω-ῶ (=συμβουλεύω, παρηγορῶ, καθησυ- σότερα παράγωγα.
χάζω). Παρασύνθετο ἀπ’ τό παρήγορος παρά Πάσσω (=πασπαλίζω). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
173
Πεδίον (=κάμπος). Ἀπ’ τό πέδον (=ἔδαφος) πού οὐσ. πεῖρα (=δοκιμή) πού παράγεται ἀπ’ τό πε-
παράγεται ἀπό ρίζα πεδ- τοῦ πούς, ὅπου δές γιά ράω-ῶ. Παράγωγα: πείραμα, πείρασις (=ἀπόπει-
περισσότερα παράγωγα. ρα γιά ἀποπλάνηση), πειρατέον, ἀποπειρα-τέον,
Πέδον (=ἔδαφος, τόπος). Ἀπό ρίζα πεδ- τοῦ πούς, ἀπείρατος, πειράζω, πειρασμός, πειραστής (=διά-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. βολος), πειραστικός (=δοκιμαστικός), πειρατής,
Πέζα (=πόδι, ἡ ἄκρη κάθε πράγματος). Ἀπ’ τό πέ- πειρατεύω, πειρατεία, πειρατικός, πειρατικῶς.
δον. Θέμα πεδ- (ρίζα τοῦ πούς, ποδός) + jα Πέλαγος (=ἀνοιχτή θάλασσα). Ἴσως ἀπό ρίζα πλαγ-
πέζα. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέ- τοῦ πλήττω ἤ ἀπό ρίζα πλακ τῆς λέξης πλάξ-κός.
ξη πούς. Παράγωγα: πελαγίζω (=πλημμυρίζω), πελάγιος,
Πεζοπόρος. Ἀπ’ τό πεζός + πορεύω. Δές γιά πε- πελάγισμα (=πλημμύρα), πελαγισμός.
ρισσότερα παράγωγα στή λέξη πούς καί στό Πελάζω (=πλησιάζω). Ἀπ’ τό ἐπίρρ. πέλας (=κο-
ρῆμα πορεύω. ντά), ἀντίθ. ἑκάς (=μακριά). Παράγωγα: οἱ πέ-
Πεζός. Ἀπ’ τό πέζα (=πόδι) πού παράγεται ἀπό λας (=γείτονες), πέλασις, προσπέλασις, πελάτης,
ρίζα πεδ- τοῦ πούς, ὅπου δές γιά περισσότερα ἀπροσπέλαστος (=ἀπλησίαστος), καί τά πλησί-
παράγωγα. ος -ον (μέ συγκοπή ἀπ’ τό πελάσιον).
Πειθαρχῶ (=ὑπακούω). Παρασύνθετο ἀπ’ τό πεί- Πελαργός (=λέλεκας μέ τό ἀσπρόμαυρο χρῶμα
θαρχος πείθομαι + ἀρχή. Παράγωγα: πειθαρ- του). Σύνθετο ἀπ’ τό πελλός ἤ πελός (=μαῦρος)
χία, πειθαρχικός, πειθάρχησις. Γιά ἄλλα παράγω- + ἀργός (=ἄσπρος).
γα δές στά ρήματα ἄρχω καί πείθω. Πέλας (=κοντά). Ἀντίθετο τό ἑκάς (=μακριά). Γιά
Πείθω. Θέματα: α) πειθ-, β) μέ μετάπτωση πιθ- παράγωγα δές στό ρῆμα πελάζω.
καί γ) ποιθ-. Παράγωγα: πειθώ, πεῖσμα (=σχοι- Πελασγοί. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία της. Πιθανόν
νί πλοίου, πεποίθηση), πεισματικός, πεισμονή, ἀπό ρίζα πελ- τοῦ πελός (=μαῦρος, δηλ. οἱ με-
πειστέον, πειστήρ, πειστήριος, πειστικός, πεπει- λαψοί ποῦ ἦρθαν ἀπ’ τήν Ἀνατολή), ἴσως ἀκόμη
σμένως, ἀμετάπειστος, δύσπειστος, δυσανάπει- ἀπό ρίζα περ- τοῦ περάω (ἐπειδή μετανάστευ-
στος, εὔπειστος, μεταπειστός, πιθανός, πιθανό- σαν). Ἤ μπορεῖ νά σχετίζεται μέ τό πλάζω
της, πιθανολογία, πίστις, πιστικός, πιστεύω, πι- (=περιπλανῶ).
στευτέον, πιστευτικός, πιστός, πιστῶ (=κάνω ἀξι- Πελάτης (=γείτονας, μισθωτός). Ἀπ’ τό πελάζω,
όπιστο), πίστωμα, πίστωσις, πιστωτής, πιστωτι- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
κός, πίσυνος, πεποίθησις, πεποιθότως, πειθαρχῶ, Πέλεια, ἡ (=ἀγριοπερίστερο) καί πελειάς. Ἀπ’ τό
πεισιθάνατος, ἴσως καί πίθηκος, πού κατά νεώ- πελός ἤ πελλός (=μαυρόχρωμος) ἀπ’ ὅπου καί οἱ
τερους ἐτυμολόγους βγαίνει ἀπό ἰαπ. ρίζα πιθ- λέξεις πελαργός, πελιός (=μελανοκίτρινος), πελιδ-
πού σημαίνει τόν ἄσχημο. νός (=μαυροκίτρινος), πολιός, Πέλοψ, Πελίας.
Πεῖνα. Ἀπ’ τό πένομαι (=εἶμαι φτωχός). Θέμα πεν+jα Πελεκάν-ᾶνος, ὁ (=πουλί μέ πλατύ, σάν κουτά-
πέννα πένα πεῖνα. Δές γιά περισσότερα λια, ράμφος). Ἀπ’ τό πελεκάω-ῶ πού παράγε-
παράγωγα στό ρῆμα πένομαι. ται ἀπ’ τό πέλεκυς (=τσεκούρι). Ἄλλα παρά-
Πεῖρα (=δοκιμή, ἀπόπειρα). Ἀπ’ τό περάω. Θέμα γωγα: πελέκημα, πελέκησις, πελεκητός, πελε-
περ+jα = πέρρα = πέρα = πεῖρα. Δές γιά περισ- κίζω, πελεκισμός.
σότερα παράγωγα στό ρῆμα περάω. Πελιδνός (=μαυροκίτρινος, μελανιασμένος). Ἀπ’
Πειράζω (=δοκιμάζω). Ἀπ’ τό πεῖρα. Δές γιά περισ- τό πελιός πού παράγεται ἀπ’ τό πελός. Δές γιά
σότερα παράγωγα στό ρῆμα πειράω. ἄλλα παράγωγα στή λέξη πέλεια.
Πειρασμός. Ἀπ’ τό πειράζω πού παράγεται ἀπ’ Πελοπόννησος. Σύνθετο ἀπ’ τό Πέλοψ, Πέλο-
τό πεῖρα. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό πος + νῆσος.
ρῆμα πειράω. Πέλοψ-οπος (=μέ σκοτεινή ὄψη, μελαψός γιός
Πειρατής (=ληστής τῆς θάλασσας). Ἀπ’ τό πειράω, τοῦ Ταντάλου πού ἦρθε ἀπ’ τή Λυδία στήν Πε-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. λοπόννησο). Ἀπ’ τό Πελός (=μαυρόχρωμος) +
Πειράω-ῶ (=δοκιμάζω, ἀποκτῶ ἐμπειρία). Ἀπ’ τό ὄψ (=ὄψη). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη
175
+ δέος (=φόβος) τοῦ δείδω (=φοβᾶμαι), ὅπου δές ὁράω-ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
γιά περισσότερα παράγωγα. Περόνη (=πρᾶγμα ὀξύ γιά τρύπημα). Ἀπ’ τό πείρω
Περίεργος. Ἀπ’ τό περί + ἔργον. Δές γιά περισσό- (=διαπερνῶ, τρυπῶ) ἀπό ρίζα περ- (ἡ συγγένειά
τερα παράγωγα στό ρῆμα ἐργάζομαι. της μέ τή ρίζα περ- τοῦ περάω εἶναι ἀμφίβολη).
Περικλειτός (=περίφημος, ξακουστός). Ἀπ’ τό περί Ἀπ’ τό πείρω, ἡ πόρπη.
+ κλειτός πού παράγεται ἀπ’ τό κλέος (=δόξα), Πέρυσι. Ἀπ’ τό περ (πέραν) + Fετ (ἔτος). Παρά-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. γωγα: περυσινός.
Περικλυτός (=ξακουσμένος). Ἀπ’ τό περί + κλύω Πεσσός (=ζάρι). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Εἶναι
(=ἀκούω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγω- συγγενικό μέ τό λατινικό tessera. Παράγωγα: πεσ-
γα. σεύω, πεσσευτής, πεσσευτήριον, πεσσευτικός.
Περίοδος. Ἀπ’ τό περί + ὁδός τοῦ ἔρχομαι, ὅπου δές Πέσσω καί ἀττικ. πέττω (=μαλακώνω, μαγειρεύω,
γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ πε- χωνεύω). Ἀπό ρίζα πεπ- ἀπ’ ὅπου καί τά παράγω-
ρίοδος: περιοδεύω, περιόδευσις, περιοδεύσιμος, γα: πέμμα (=γλύκισμα), πέπτω, πεπτός, δύσπε-
περιοδευτής, περιοδευτικός, περιοδικός. πτος (=δυσκολοχώνευτος), εὔπεπτος (=εὐκο-
Περίοπτος (=περίβλεπτος, σπουδαῖος). Ἀπ’ τό πε- λοχώνευτος), πεπτικός, πέπων (=ὥριμος), πέ-
ρί + ὄψομαι τοῦ ὁρῶ, ὅπου δές γιά περισσότε- πειρος (=ὥριμος), πέψις (=χώνεμα), πόπανον
ρα παράγωγα. (=εἶδος γλυκίσματος, πίτα).
Περιουσία. Ἀπ’ τό περίειμι περί + εἰμί, ὅπου δές Πέταλον (=φύλλο). Ἀπ’ τό πετάννυμι (=ἁπλώνω),
γιά περισσότερα παράγωγα. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Περιοχή. Ἀπ’ τό περιέχω περί + ἔχω, ὅπου δές Πετάννυμι (=ἁπλώνω). Ἀπό ρίζα πετ-. Θέματα:
γιά περισσότερα παράγωγα. α) πετ-α καί β) πετασ. θέμα πετάσ + πρόσφυμα
Περιπέτεια (=ξαφνική μεταβολή τῆς τύχης). Ἀπ’ τό νυ πετάσνυμι = πετάννυμι. Παράγωγα: πέ-
περιπετής (=αὐτός πού πέφτει γύρω, αὐτός πού ταλος (=πλατύς), πέταλον (=φύλλο), πέτασμα
πέφτει στή δυστυχία), πού παράγεται ἀπ’ τό πε- (=ἄνοιγμα), παραπέτασμα (=κουρτίνα), σιδη-
ριπίπτω περί + πίπτω, ὅπου δές γιά περισσό- ροῦν παραπέτασμα (=νοητή γραμμή ἀνάμεσα
τερα παράγωγα. στή Ρωσία καί στίς ἄλλες χῶρες τοῦ κόσμου),
Περίπλοκος. Ἀπ’ τό περιπλέκω περί + πλέκω, καταπέτασμα (=σκέπασμα), πέτασος (=καπέλο
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. πλατύγυρο), πέταχνον (=φαρδύ ποτήρι), πατά-
Περίπολος (=κινητή φρουρά). Ἀπ’ τό περί + πο- νη (=γαβάθα) πίτνημι (ποιητ.) καί ἴσως καί τό
λέω ἤ πολεύω (=περιφέρομαι), ὅπου δές γιά πε- πτελέα (=φτελιά).
ρισσότερα παράγωγα. Πετεινός καί πετηνός. Ἀπ’ τό πέτομαι (=πετῶ),
Περισκελίς (=βρακί, παντελόνι). Ἀπ’ τό περί + ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
σκέλος. Πέτομαι (=πετῶ). Ἀπό ρίζα πετ-. Θέματα: α)πετ,
Περιστερά. Ξένη ἡ προέλευσή της. Πιθ. σημιτ. β) πτ-, γ) πέτα, δ) πτα, ε) πτε καί μέ ἔκταση πτη.
ἀρχῆς. Μερικοί τή συνάπτουν μέ τά πελιός, πέ- Παράγωγα: πετεινός καί πετηνός, πετηλίς (=ἀκρί-
λεια (=ἄγριο περιστέρι). δα), πτερόν, πτέρινος, πτερόεις (=φτερωτός),
Περιτομή. Ἀπ’ τό περιτέμνω περί + τέμνω, ὅπου (ἔπεα πτερόεντα), πτεροφόρος, πτερόω (=βάζω
δές γιά περισσότερα παράγωγα. φτερά), πτερίς ἤ πτέρις (=φτέρη), πτέρυξ (=φτε-
Περιφάνεια. Ἀπ’ τό περιφανής (=φανερός) πού ρούγα), πτερυγίζω, πτερύγιον (ὑποκ.), πτερυ-
παράγεται ἀπ’ τό περιφαίνομαι περί + φαίνω, γώδης, πτερυγωτός, πτέρωμα, πτέρωσις, πτε-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ρωτής, πτερωτός, ἀπτέρωτος, πτηνός, πτηνόν,
Περιφέρεια. Ἀπ’ τό περιφερής (=κυκλικός) τοῦ πε- ἀπτήν (=ἄφτερος), πτῆσις, πτητικός, πτῆμα, πο-
ριφέρω περί + φέρω, ὅπου δές γιά περισσό- τή (=πτήση), ὑψιπέτης (=πού πετᾶ ψηλά), πτί-
τερα παράγωγα. λον (=πούπουλο).
Περιωπή (=μέρος ἀπ’ ὅπου βλέπει κανείς σέ μακρι- Πέτρα (=βράχος), ἐνῶ πέτρος (=πέτρα, λιθάρι).
νή ἀπόσταση). Ἀπ’ τό περί + ὤψ (=ὄψη, θέα) τοῦ Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Παράγωγα: πετραῖος,
177
δ) μέ μετάθεση καί ἑτεροίωση τοῦ ε σέ ο πολ- μέ συγκοπή τοῦ ε. Θέμα πρα + ἐνεστ. ἀναδ. πι
καί ε) πληθ. ἀπ’ ὅπου ὁ παθ. μέλλ. (πλησθήσο- πιπρα + πρόσφυμα σκ πιπράσκω. Παράγω-
μαι) καί παθ. ἀόρ. (ἐπλήσθην). γα: πρᾶσις (=πώληση), πράσιμος (=γιά πώλη-
Παράγωγα: πλῆθος, πληθυντικός, πληθύνω, πλη- ση), ἀπρασία (=ἔλλειψη ἀγοραστῶν), (νεοελλ.
θύς (-ύος), πληθυσμός, πληθύω (=εἶμαι γεμά- δημοπρασία), πρατέος, πρατήρ -ῆρος (=πωλη-
τος ἀπό κάτι), πλήθω (=εἶμαι γεμάτος), πληθώ- τής), πρατήριον, πρατίας (=αὐτός πού πουλάει
ρη, πληθωρικός, πλημμυρίς, πλημμυρῶ, πλήρης δημόσια πράγματα), πρατός, ἄπρατος (=ἀπού-
(=γεμάτος), πληρῶ, πλήρωμα, πλήρωσις, πληρω- λητος), πράτωρ, πράτης, μεταπράτης, παλιμπρά-
τέον, πληρωτής, πληρούντως (=ἐντελῶς), ἀπλή- της (=αὐτός πού ἀγοράζει καί τά μεταπουλάει),
ρωτος (=ἀχόρταγος), πλῆσμα, πλήσμη, πλησμο- δημιόπρατα (=πράγματα πού τά παίρνει ὁ δῆμος
νή (=χορτασμός), ἄπληστος, ἐμπληστέος, πλέ- καί τά πουλάει).
θρον (=ἔκταση γεμάτη), πλέως-α-ων (=γεμάτος), Πίπτω. Ἀπό ρίζα πετ- πού ταυτίζεται μέ τήν πετ-
(ἀνά, ἔμ, σύμ)πλεως, ἄπλετος (=αὐτός πού ξε- τοῦ πέτομαι. Θέματα: α) πετ-, μέ ἐνεστ. ἀναδι-
περνᾶ τό μέτρο), ἀπέλεθρος (=ἀμέτρητος), πο- πλασ. καί συγκοπή τοῦ ε πιπέτ-ω πίπτω,
λύς, πλείων, πλεῖστος, πλοῦτος, πλουτῶ, πλού- (ποιητικό: πίτνω). (Μέλλ. πετ-έ-σ-ομαι πετέ-
σιος, πλουτίζω, πλουτηρός, Πλούτων, πλεονά- ομαι πεσέο-μαι μέ τροπή τοῦ τ σέ σ καί μέ συναί-
ζω, πληροφορῶ, πλησίστιος (=μέ φουσκωμέ- ρεση πεσοῦμαι). β) θέμα μέ ἑτεροίωση ποτ-,
να τά πανιά). γ) πτε μέ μετάθεση τοῦ ε μέ ἔκταση πτη- καί
Πίμπρημι καί πρήθω (=καίω). Θέματα: α) ἰσχυ- μέ ἑτεροίωση πτω-. Παράγωγα: πτῶμα (=πέσι-
ρό: πρη- μέ ἐνεστ. ἀναδιπλ. πι καί τό εὐφωνικό μο, ἀτυχία, νεκρό σῶμα), παράπτωμα, περίπτω-
μ πίμπρημι, β) ἀσθενές: πρα μέ μετάπτωση. μα (=δυστύχημα), σύμπτωμα, πτῶσις (=πέσιμο),
Παράγωγα: πρηστήρ (=θύελλα μέ κεραυνούς), παράπτωσις, περίπτωσις, σύμπτωσις, πτωτικός
πρηστῆρες (=οἱ φλέβες τοῦ λαιμοῦ πού ἐξογκώ- (=κλιτός), πτωτός, ἀμετάπτωτος (=ἀμετάβλη-
νονται ἀπ' τό θυμό), πρηστήριος, πρήθω (=φου- τος), ἀπτώς-ῶτος (=πού δέν πέφτει), ἀδιάπτω-
σκώνω), πρηδών (=φλόγωση), πρῆσις (=πρήξι- τος (=ἀναμάρτητος, συνεχής), ἄπτωτος, πέσημα,
μο), πρῆσμα, πρησμονή, ἐμπίμπρημι, ἔμπρησις, πέσος (=πέσιμο), εὐπετής (=εὔκολος), εὐπετῶς,
ἐμπρηστής, ἐμπρηστικός, ἐμπρησμός. γονυπετής, δυσπετής (=δύσκολος), δυσπετῶς,
Πίναξ (=σανίδα, ξύλινη πλάκα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμο- περιπετής, περιπέτεια, προπετής (=αὐτός πού
λογία της. Πιθανόν ἀπ’ τό pinus (=πεῦκο). Ἴσως πέφτει πρός τά μπρός), οὐρανοπετής, ὑψιπε-
νά συγγενεύει μέ τό πλάξ. τής, πότμος (=μοίρα, τύχη κακιά). (Τά παράγω-
Πίννα καί πίννη (=εἶδος ὀστρακόδερμου). Μεσο- γα σέ -πετης, ἄν ἔχουν τό β´ συνθετ. ἀπό ρῆμα
γειακή λέξη. πίπτω, εἶναι ὀξύτονα τριτόκλιτα -προπετής-οῦς,
Πίνω. Θέματα: α) ἰσχυρό: πω-, β) ἀσθενές: πι- καί ἐνῶ ἀπό ρῆμα πέτομαι εἶναι βαρύτονα πρωτό-
πο-. Θέμα: πι + πρόσφυμα ν + ω πίνω. Παρά- κλιτα ὑψιπέτης-ου).
γωγα: πῶμα (=πιοτό), ἔκπωμα (=ποτήρι), ἄμπω- Πίσσα, ἀττ. πίττα (=ἡ πίσσα). Εἶναι συγγενικό μέ τό
τις, πιπίσκω (=ποτίζω κάποιον), πιστικός (=ρευ- πῖαρ καί τό πίτυς (=πεῦκο) καί πεύκη. Παράγω-
στός), πιστός, πίστρα (=ποτίστρα γιά ζῶα), πῖσος γα: πισσήεις (=γεμάτος πίσσα), πισσόω (=ἀλεί-
(=λιβάδι), Πῖσα (=πηγή στήν Ὀλυμπία τῆς Ἤλι- φω μέ πίσσα), πισσώδης, πισσωτός, πίσσωσις,
δας), ποτήριον, ποτής (ῆτος), ἡ (=πόση), πό- πισσωτής, ἀπίσσωτος.
της, οἰνοπότης, συμπότης, φιλοπότης, πότος Πίστις (=ἐμπιστοσύνη). Ἀπ’ τό πείθω, ὅπου δές γιά
(=φαγοπότι), ποτίζω, ποτικός, πότιμος, ποτα- περισσότερα παράγωγα.
μός, ποτάμιος, ποτέος, ποτέον, ποτός, ποτόν Πιτυοκάμπτης (=αὐτός πού λυγίζει τά πεῦκα, ὁ λη-
(=πιοτό), ἄποτος, συμποτικός, συμπόσιον, πό- στής Σίνις στόν Ἰσθμό τῆς Κορίνθου). Ἀπ’ τό πί-
σις -ιος, πρόποσις. τυς-υος (=πεῦκο, λατιν. pinus) + κάμπτω, ὅπου
Πιπράσκω (=πουλῶ). Ἀπό ρίζα περα- τοῦ περάω - δές γιά περισσότερα παράγωγα.
πέρνημι (=στέλνω ἔξω ἀπ’ τή χώρα). Θέμα πρα- Πίτυρον (=πίτουρο, σκουπίδι). Ἀπ’ τό πτίσσω (=ξε-
179
τοῦ ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. στά: ἔμπλην, πλησίον, πέλας, ἤ συνηρ. μορφή
Παράγωγα τοῦ πλεονέκτης: πλεονεκτῶ (=εἶμαι τοῦ πλέον.
ἀνώτερος), πλεονέκτημα, πλεονεκτητέον, πλε- Πληροφορῶ (=ἱκανοποιῶ ἐντελῶς). Ἀπ’ τό πλή-
ονεκτικός, πλεονεξία. ρης + φέρω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό
Πλευρόν. Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Παράγω- ρῆμα πίμπλημι καί στό φέρω.
γα: πλευρά, πλευρικός, πλευρῖτις (=πλευρίτι- Πλήρης (=γεμάτος). Ἀπ’ τό πίμπλημι, ὅπου δές γιά
δα), πλευρόθεν, πλεύρωμα. περισσότερα παράγωγα.
Πλέω. Ἀπό ρίζα πλεF-, ἴδια μέ τή ρίζα τοῦ πλύ- Πλησίος, -α καί οὐδ. πλησίον. Ἀπ’ τό πέλας (=κο-
νω. Θέμα πλεF+ω καί μέ ἀποβολή τοῦ F ἀνάμε- ντά). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα πελά-
σα σέ δυό φωνήεντα πλέω. Παρατ. ἔπλεF-ον ζω. Παράγωγα τοῦ πλησίος: πλησιάζω, πλησία-
ἔπλεον. Μέλλ. πλέFσομαι πλεύσομαι καί σις, πλησίασμα, πλησιασμός, πλησιαστής, πλη-
ἀόρ. ἔπλεFσα ἔπλευσα (δηλ. τό F γίνεται υ). σιαστής, ἀπλησίαστος, πλησιέστερος, πλησι-
Ἀπ' τό θέμα πλεF- μέ ἀποβολή τοῦ F καί ἑτεροί- εστέρως.
ωση τοῦ ε σέ ο παράγεται τό θέμα πλο- (πλοῦς, Πλησίστιος (=μέ φουσκωμένα τά πανιά). Ἀπ’ τό πί-
πλοῖον) καί μέ ἔκταση πλω (πλωτός). Παράγω- μπλημι + ἱστίον τοῦ ἵστημι. Δές γιά περισσότερα
γα: πλεῦσις, πλεύσιμος, πλευστέον, πλευστι- παράγωγα στά ρήματα ἵστημι καί πίμπλημι.
κός, ἄπλευστος, πλοῖον, πλοιάριον (ὑποκορ.) Πλησμονή (=χορτασμός). Ἀπ’ τό πίμπλημι (=γεμί-
πλόος-πλοῦς, ἅπλους (=ἀκατάλληλος γιά ταξί- ζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
δι), ἄπλοια, ἀνάπλους, διάπλους, ἔκπλους, ἐπέκ- Πλήσσω καί ἀττ. πλήττω (=χτυπῶ). Θέμα πληγ+j+
πλους (=ἐπίθεση κατά θάλασσα), ἐπίπλους, πα- ω πλήσσω - ττω, καί πλαγ. Σχετίζεται μέ τό
ράπλους (=ταξίδι κοντά στήν ἀκτή), πρωτό- πλάζω (=χτυπῶ καί ἀπομακρύνω).
πλους (=πρωτοτάξιδος), πλώω, πλωίζω (=ταξι- Παράγωγα: πληγή καί δωρ. πλαγά, συμπληγάς,
δεύω στή θάλασσα), πλώιμος ἤ πλόιμος, πλώ- Συμπληγάδες, πλῆγμα, πληγμός (=ἀποπληξία),
σιμος, πλωτήρ (=ναύτης, θαλασσοπόρος), συ- πληκτέον, καταπληκτέον, πληκτήρ, πλήκτης,
μπλωτήρ, πλωτικός, πλωτός. πληκτίζομαι, πληκτικός, ἐκπληκτικός, καταπλη-
Πληγή, δωρ. πλαγά (=χτύπημα). Ἀπ’ τό πλήσ- κτικός, πληκτισμός, πλῆκτρον, ἀνέκπληκτος,
σω (=χτυπῶ), ὅπου δές γιά περισσότερα πα- ἀνεπίπληκτος, ἄπληκτος, ἀπόπληκτος, ἔμπλη-
ράγωγα. κτος, κατάπληκτος, πλῆξις, ἀπόπληξις, ἀποπλη-
Πλῆθος. Ἀπ’ τό πίμπλημι, ὅπου δές γιά περισσό- ξία, ἔκπληξις, ἐπίπληξις, κατάπληξις, ἀντιπλήξ,
τερα παράγωγα. ἀμφιπλήξ (=δίστομος), βουπλήξ (=βουκέντρα),
Πλήθω (=εἶμαι γεμάτος). Ἀπό θέμα πλη- τοῦ πί- καταπλήξ -ῆγος (=κατάπληκτος), οἰστροπλήξ
μπλημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. (=μανιακός), παραπλήξ (=παράφρων), ἴσως καί
Πληκτίζομαι (=διαπληκτίζομαι, ἀγωνίζομαι ἐνα- τό πλάστιγξ.
ντίον κάποιου). Ἀπ’ τό πλήσσω (=χτυπῶ), ὅπου Πλίνθος (=τοῦβλο). Ξένη ἡ προέλευσή του. Παρά-
δές γιά περισσότερα παράγωγα. γωγα: πλινθεύω (=κάνω τοῦβλα), πλινθεἰα (=κα-
Πλῆκτρον (=ὄργανο γιά χτύπημα). Ἀπ’ τό πλήσσω, τασκευή τούβλων), πλινθεῖον, πλίνθευμα, πλίν-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. θευσις, πλινθευτής, πλινθιδόν, πλίνθινος, πλιν-
Πλημμελής (=παράφωνος, ἐλαττωματικός). Ἀπ’ θίον (ὑποκορ.), πλινθοποιῶ, πλινθουργός.
τό πλήν + μέλος, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Πλοῖον. Ἀπ’ τό πλέω, ὅπου δές γιά περισσότερα
Παράγωγα τοῦ πλημμελής: πλημμέλεια (=παρα- παράγωγα.
φωνία, ἁμάρτημα), πλημμελῶ (=κάνω σφάλμα), Πλόκαμος (=πλεξούδα). Ἀπ’ τό πλέκω, ὅπου δές
πλημμέλημα (=παράπτωμα), πλημμέλησις. γιά περισσότερα παράγωγα.
Πλημμυρίς (=φούσκωμα τοῦ νεροῦ, κατακλυσμός). Πλοκή (=πλέξιμο, περιπλοκή τῆς δραματικῆς ὑπό-
Ἀπ’ τό πίμπλημι, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- θεσης). Ἀπ’ τό πλέκω, ὅπου δές γιά περισσότε-
ράγωγα. ρα παράγωγα.
Πλήν. Αἰτιατ. μιᾶς ὀνομ. πλα-, πού τή βρίσκουν Πλουθυγίεια. Ἀπ’ τό πλοῦτος + ὑγεία. Δές γιά
181
γενεύει μέ τό πατέομαι (=τρέφομαι). Παράγωγα: ζω (=χτίζω πόλη), πόλισμα, πολισμός, πολιστής
ποίμνη (=κοπάδι), ποίμνιον, ποιμενικός καί ποι- (=θεμελιωτής πόλης), πολίτης, πολιτικός, πολι-
μαίνω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. τεύω, πολιτεία, πολίτευμα, συμπολιτεία, ἀντιπο-
Ποινή (=πρόστιμο, τιμωρία). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία λιτεία (=ἀντιπολήτευση), πολιτευτέον, πολιτευ-
της. Ἴσως ἀπό ρίζα φεν- (φόνος). Παράγωγα: ποι- τής (=δημαγωγός), πολιτευτικός, πολίχνη (=μι-
ναῖος, ποινάτωρ (=τιμωρός), ποινάω (=τιμωρῶ), κρή πόλη), Πολιάς -άδος (=ἡ προστάτισσα τῆς
ποίνημα, ποινητήρ, ποινήτωρ, ποίνιμος. πόλης) καί τά σύνθετα πολιορκῶ, πολιοῦχος,
Ποιότης. Ἀπ’ τό ποῖος (=τί λογῆς). πολιτογραφῶ.
Πόκος (=ἀκατέργαστο μαλλί προβάτου). Ἀπ’ τό Πολίτης καί ἰων. πολιήτης. Ἀπ’ τό πόλις, ὅπου δές
πέκω (=χτενίζω, ξαίνω μαλλί) ἀπ’ ὅπου καί οἱ γιά περισσότερα παράγωγα.
λέξεις πεκτήρ, πεκτέω (=κουρεύω ζῶο), ποκάς Πολίχνη (=μικρή πόλη). Ὑποκοριστικό τοῦ οὐσ. πό-
(=χτενισμένες τρίχες). λις, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Πόλεμος καί ἐπικ. πτόλεμος. Ἀπό ρίζα πελ- τοῦ πε- Πόλος (=σημεῖο περιστροφῆς, ἄξονας). Ἀπ’ τό πέ-
λομίζω (=πάλλω, τινάζω). Παράγωγα: πολεμῶ, λομαι (=περιστρέφομαι). Δές γιά παράγωγα στό
πολεμητέον, πολεμητήριον (=ἀρχηγεῖο), πολε- ρῆμα πολεύω.
μήτωρ, πολεμίζω, πολεμικός, πολέμιος, δυσπο- Πολύευκτος (=πολυπόθητος). Ἀπ’ τό πολύς + εὔχο-
λέμητος, πολεμιστήριος, πολεμιστής, φιλοπό- μαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς
λεμος, πολεμησείω (ἐφετικό), πολεμόω (=κά- καί στή λέξη πολύς.
νω κάποιον ἐχθρό), πολέμαρχος, πολεμαρχῶ, Πολύκροτος (=πού κάνει δυνατό θόρυβο). Ἀπ’ τό
Πτολεμαῖος. πολύς + κροτέω-ῶ πού παράγεται ἀπ’ τό οὐσ.
Πολεύω καί πολέω (=περιπλανιέμαι, ὀργώνω). κρότος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα,
Ἀπ’ τό οὐσ. πόλος (=σημεῖο περιστροφῆς, ἄξο- καθώς καί στή λέξη πολύς.
νας) πού παράγεται ἀπ’ τό πέλω καί πέλομαι ἀπ’ Πολυνείκης (=πού τοῦ ἀρέσουν οἱ καυγάδες). Ἀπ’
ὅπου καί τά παράγωγα αἰπόλος, βουκόλος, θα- τό πολύς + νεῖκος, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
λαμηπόλος, περίπολος, ἔπιπλα, ἐμπολάω, πόλη- ράγωγα, καθώς καί στή λέξη πολύς.
σις (=στροφή), ἀναπόλησις, πρόσπολος, πυρπό- Πολυνίκης (=αὐτός πού συχνά νικάει). Ἀπ’ τό πο-
λος, πυρπολῶ. λύς + νίκη. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στίς
Πολιορκέω-ῶ. Παρασύνθετο ἀπ’ τό πόλις + ἕρκος λέξεις νικηφόρος καί πολύς.
(=φράχτης) τοῦ εἵργνυμι, ὅπου δές γιά περισσό- Πολύπλοκος. Ἀπ’ τό πολύς + πλέκω, ὅπου δές
τερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη πόλος. Πα- γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέ-
ράγωγα τοῦ πολιορκῶ: πολιορκητέος, α, ον, πο- ξη πολύς.
λιορκητής, πολιορκητικός, πολιορκία, ἀπολιόρ- Πολυπράγμων (=πολυάσχολος). Ἀπ’ τό πολύς +
κητος, δυσπολιόρκητος. πράττω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα,
Πολιός (=γκριζωπός, ψαρομάλλης). Ἀπ’ τό πε- καθώς καί στή λέξη πολύς.
λός ἤ πελλός (=μαυρόχρωμος). Δές γιά περισ- Πολύς - πολλή - πολύ. Ἀπό θέμα πολ- τοῦ πίμπλη-
σότερα παράγωγα στή λέξη πέλεια (=ἀγριοπε- μι, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ
ρίστερο). πολύς: πολλάκις, πολλαπλάσιος, πολλαπλασιῶ,
Πολιομυελῖτις (=ἀρρώστια πού προσβάλλει τή φαιά πολλαπλοῦς, πολλαχῆ, πολλαχόθεν, πολλαχόθι,
οὐσία τοῦ μυελοῦ). Ἀπ’ τό πολιός + μυελῖτις τοῦ πολλαχόσε (=σέ πολλά μέρη), πολλαχοῦ, πολ-
οὐσ. μυελός, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. λαχῶς (=μέ πολλούς τρόπους), πολλοστός καί
Πολιοῦχος (=ὁ προστάτης θεός μιᾶς πόλης). Ἀπ’ τά σύνθετα: πολύευκτος, πολύκλαυστος, πολύ-
τό πόλις + ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- κροτος, πολυμαθής, πολυμήχανος, πολυνείκης,
ράγωγα καθώς καί στή λέξη πόλις. πολυνίκης, πολυπληθής, πολύπλοκος, πολυπράγ-
Πόλις καί ἐπικ. πτόλις. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία της. μων, πολυτελής, πολύτροπος (=πανοῦργος), πο-
Ἴσως ἀπ’ τό πέλομαι (=εἶμαι σέ κίνηση) ἤ μπο- λυώνυμος.
ρεῖ νά συγγενεύει μέ τό πύλη. Παράγωγα: πολί- Πολυώνυμος. Ἀπ’ τό πολύς + ὄνομα, ὅπου δές
183
Πραγματεία (=ἀσχολία, ἐπιμελημένη δουλειά). Πρηστήρ - ῆρος, ὁ (=θύελλα μέ κεραυνούς, ἀστρα-
Ἀπ’ τό πραγματεύομαι πού παράγεται ἀπ’ τό πόβροντο). Ἀπ’ τό πρήθω πίμπρημι, ὅπου δές
πρᾶγμα. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό γιά περισσότερα παράγωγα.
ρῆμα πράσσω. Πρῖνος (=πουρνάρι, ἀειθαλής βαλανιδιά). Σκοτει-
Πράκτωρ. Ἀπ’ τό πράσσω, ὅπου δές γιά περισσό- νή ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό
τερα παράγωγα. πρίω (=πριονίζω).
Πρασιά (=χώρισμα κήπου, ὅπου φυτεύονταν λα- Πριστήρ (=πριόνι). Ἀπ’ τό πρίω (=πριονίζω), ὅπου
χανικά, κυρίως πράσα). Ἀπ’ τό πράσον. δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Πράσσω. Θέμα πραγ+j+ω πράσσω καί ἀττ. πράτ- Πρίω (=πριονίζω, χωρίζω). Θέμα πρι+ω = πρίω. Ἀρχι-
τω. Μέλλ. πράγ-σ-ω = πράξω, παθ. ἀόρ. ἐπράγθην κή ρίζα περ- (πείρω=τρυπῶ, περόνη). Παράγωγα:
ἐπρά-χθην, πρκ πεπραγ-σθαι = πεπρᾶγθαι = πρῖσις (=πριόνισμα), πριονωτός (=ὀδοντωτός),
πεπρᾶχθαι. Παράγωγα: πρᾶγμα, ἀπράγμων, πο- πρῖσμα (=πριονίδι), πρισμός, πριστήρ (=πριόνι),
λυπράγμων, πραγματεύομαι, πραγματεία, πραγ- πριστός, ἄπριστος, ἀπρίωτος, πρίων - όνος (=πρι-
μάτευμα, πραγματευτέον, πραγματευτής, πραγ- όνι), ἀπρίξ (=μέ κλειστά δόντια).
ματευτικός, πραγματικός, πρᾶγος, κακοπραγής, Πρίων-ονος (=πριόνι). Ἀπ’ τό πρίω, ὅπου δές γιά
πρακτέος, πρακτέον, πρακτικός, πρακτός, ἄπρα- περισσότερα παράγωγα.
κτος, δυσκατάπρακτος, εὔπρακτος, πρακτήρ, Προαγωγός (=αὐτός πού προάγει στήν πορνεία,
πράκτωρ, πράκτης, πρᾶξις. μαστροπός). Ἀπ’ τό προάγω πρό + ἄγω, ὅπου
Πρατήριον. Ἀπ’ τό πιπράσκω (=πουλῶ), ὅπου δές δές γιά περισσότερα παράγωγα.
γιά περισσότερα παράγωγα. Προάστειον. Ἀπ’ τό πρό + ἄστυ.
Πραΰνω (=καθησυχάζω). Ἀπ’ τό ἐπίθ. πρᾶος ἤ πρα- Πρόβατον. Ἀπ’ τό προβαίνω πρό + βαίνω, ὅπου
ΰς (=ἤπιος, μαλακός). δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Παράγωγα: πραότης, πράως, πραόνως, πραέ- Πρόβλημα. Ἀπ’ τό προβάλλω πρό + βάλλω, ὅπου
ως, πράυνσις, καταπράυνσις, πραϋντέον, πραϋ- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ντής, πραϋντικός. Προβλής-ῆτος (=ἀκρωτήριο πού εἰσχωρεῖ μέσα
Πρέμνον (=τό πιό χαμηλό μέρος τοῦ κορμοῦ δέ- στή θάλασσα). Ἀπ’ τό προβάλλω πρό + βάλλω.
ντρου, κορμός). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Εἶναι Προγάστωρ-ορος (=κοιλαράς). Ἀπ’ τό πρό + γα-
συγγενικό μέ τό πρυμνός (=τελευταῖος). Παρά- στήρ (=κοιλιά).
γωγα: πρεμνίζω (=ξεριζώνω), πρέμνοθεν (=ἀπ’ Πρόγραμμα. Ἀπ’ τό προγράφω πρό + γράφω,
τή ρίζα). ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Πρέπω (=διαπρέπω, ταιριάζω). Λέξη πρωτότυπη. Πρόδομος (=ὁ χῶρος μπροστά ἀπ’ τό σπίτι μετά
Παράγωγα: πρεπόντως, πρεπτός (=περίφημος), τήν αὐλή). Ἀπ’ τό πρό + δόμος τοῦ δέμω (=χτί-
εὔπρεπτος, πρεπώδης (=κατάλληλος), θεοπρό- ζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
πος (=προφητικός), μεγαλοπρεπής, (ἀρι, δια, ἐκ, Πρόδρομος. Ἀπ’ τό προδραμεῖν πρό + ἔδρα-
εὐ, μετα, ἀ)πρεπής. μον τοῦ τρέχω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
Πρεσβεία. Ἀπ’ τό ρῆμα πρεσβεύω πού παράγε- ράγωγα.
ται ἀπ’ τό πρέσβυς. Ἄλλα παράγωγα τοῦ πρε- Πρόεδρος. Ἀπ’ τό πρό + ἕδρα τοῦ ἕζομαι, ὅπου δές
σβεύω: πρεσβεῖον (=βραβεῖο) πρέσβειρα, πρέ- γιά περισσότερα παράγωγα.
σβευμα, παραπρεσβεία (=παράνομη καί δόλια Προέλασις. Ἀπ’ τό προελαύνω πρό + ἐλαύνω,
πρεσβεία), πρέσβευσις, πρεσβευτής (πληθ. οἱ ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
πρέσβεις), πρεσβευτικός. Πρόθεσις. Ἀπ’ τό προτίθημι πρό + τίθημι, ὅπου
Πρήθω (=φουσκώνω, καίω). Ἔχει σχέση μέ τό πί- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
μπρημι, ὅπου δές γιά παράγωγα. Πρόθυμος. Ἀπ’ τό πρό + θυμός τοῦ θύω (=ὁρμῶ).
Πρηνής καί πρανής (=κατηφορικός). Σχετίζεται μέ Παράγωγα: προθυμία, προθύμως, προθυμοῦμαι,
τήν πρόθεση πρό. Δές γιά ἄλλα παράγωγα τῆς προθυμητέον.
πρόθεσης πρό στή λέξη πόρρω. Προίξ-προικός. Ἀπ’ τό προ+ ικ (τοῦ ἱκνέομαι-οῦμαι)
185
Πρόσοψις (=ἐμφάνιση, θέα). Ἀπ’ τό προσόψομαι, Πρότασις. Ἀπ’ τό προτείνω πρό + τείνω, ὅπου
μέλλ. τοῦ προσορῶ πρός + ὁράω-ῶ, ὅπου δές δές γιά περισσότερα παράγωγα.
γιά περισσότερα παράγωγα. Προτεραῖος. Ἀπ’ τό πρότερος πού παράγεται ἀπό
Προσπελάζω (=προσεγγίζω). Ἀπ’ τό πρός + πελά- πρόθεση πρό. Δές γιά ἄλλα παράγωγα ἀπ’ τήν
ζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. πρόθ. πρό στή λέξη πόρρω.
Προσποιητός (=ψεύτικος). Ἀπ’ τό προσποιῶ (=ὑπο- Προτομή (=τό ἐπάνω μέρος ἑνός πράγματος, τό
κρίνομαι) πρός + ποιέω-ῶ, ὅπου δές γιά πε- κεφάλι ἀγάλματος). Ἀπ’ τό προτέμνω πρό
ρισσότερα παράγωγα. + τέμνω.
Πρόσπολος (=ὑπηρέτης). Ἀπ’ τό πρός + πολέω, Προτροπάδην (=μέ τό πρόσωπο μπροστά, γρήγο-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ρα). Ἀπ’ τό προτρέπω πρό + τρέπω, ὅπου δές
Πρόσρησις (=προσφώνηση, χαιρετισμός). Ἀπ’ τό γιά περισσότερα παράγωγα.
προσαγορεύω πρός + ἀγορεύω, ὅπου δές γιά Προφανής (=φανερός). Ἀπ’ τό προφαίνω πρό +
περισσότερα παράγωγα. φαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Πρόσταγμα. Ἀπ’ τό προστάττω πρός + τάσσω, Πρόφασις (=δικαιολογία). Ἀπ’ τό πρό + φημί, ὅπου
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Προστασία. Ἀπ’ τό προΐστημι πρό + ἵστημι, ὅπου Προφήτης. Ἀπ’ τό πρόφημι πρό + φημί, ὅπου
δές γιά περισσότερα παράγωγα. δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Προστάτης (=ἀρχηγός, ὑπερασπιστής). Ἀπ’ τό προ- Πρόφρων (=πρόθυμος). Ἀπ’ τό πρό + φρήν ἀπ’
ΐσταμαι πρό + ἵσταμαι. Δές γιά περισσότερα ὅπου τό φρονέω-ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα
παράγωγα στό ρῆμα ἵστημι. παράγωγα.
Προσφάγιον. Ἀπ’ τό πρός + φαγεῖν, ἀπαρ. ἀόρ. Πρόχειρος. Ἀπ’ τό πρό + χείρ, ὅπου δές γιά περισ-
β´ τοῦ ἐσθίω, ὅπου δές γιά περισσότερα παρά- σότερα παράγωγα.
γωγα. Πρόχους (=κανάτι). Ἀπ’ τό προχέω πρό + χέω,
Πρόσφατος (=αὐτός πού πρίν λίγο σκοτώθηκε, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
καινούριος). Ἀπ’ τό πρός + πέφαται, παθ. πα- Πρόωρος. Ἀπ’ τό πρό + ὥρα, ὅπου δές γιά περισ-
ρακ. τοῦ φένω (=φονεύω). σότερα παράγωγα.
Προσφιλής (=ἀγαπητός). Ἀπ’ τό προσφιλέω-ῶ Πρύμνα (=τό πίσω μέρος τοῦ πλοίου). Ἀπ’ τό πρυ-
πρός + φιλέω (=ἀγαπῶ), ὅπου δές γιά περισσό- μνός (=τελευταῖος). Παράγωγα: πρύμνηθεν, πρυ-
τερα παράγωγα. μνήσιος, πρυμνήτης, πρυμνόθεν.
Πρόσφορος (=χρήσιμος, κατάλληλος). Ἀπ’ τό προ- Πρύτανις. Ἀντί πρότανις, ἀπ’ τήν πρόθ. πρό. Δές
σφέρω πρός + φέρω, ὅπου δές γιά περισσό- γιά ἄλλα παράγωγα τῆς πρό στή λέξη πόρρω.
τερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ πρύτανις: πρυτανεύω, πρυτα-
Προσφυής (=προσκολλημένος, ἁρμόδιος). Ἀπ’ τό νεία, πρυτανεῖον, πρυτανικός.
προσφύω (=κάνω κάτι νά φυτρώσει) πρός + Πρῴην. Ἀπ’ τό πρωίην, ἑνικ. αἰτ. θηλ. τοῦ πρώι-
φύω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ος (πρό). Δές γιά ἄλλα παράγωγα τῆς πρό στή
Πρόσχημα (=πρόφαση). Ἀπ’ τό προέχω (πρό + σεχ λέξη πόρρω.
σχε σχημα). Προέχω πρό + ἔχω, ὅπου Πρωία (ἐνν. ἡμέρα). Ἀπ’ τό πρώιος (πρωί-πρό). Δές
δές γιά περισσότερα παράγωγα. γιά ἄλλα παράγωγα τῆς πρό στή λέξη πόρρω.
Πρόσχωσις. Ἀπ’ τό προσχώννυμι πρός + χώννυ- Πρώιμος. Ἀπ’ τό πρωί πού παράγεται ἀπ’ τήν πρόθ.
μι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. πρό. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέ-
Προσῳδία (=τραγούδι μέ συνοδεία μουσικῶν ὀργά- ξη πρό.
νων, χρονική ποσότητα συλλαβῶν). Ἀπ’ τό πρός Πρωκτός (=κῶλος). Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό προ-
+ ᾠδή τοῦ ᾄδω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- άγω.
ράγωγα. Πρῷρα (=τό μπροστινό μέρος τοῦ πλοίου, ἡ πλώ-
Πρόσωπον. Ἀπ’ τό πρός + ὤψ-ὠπός τοῦ ὁράω-ῶ, ρη). Ἀπ’ τήν πρόθ. πρό. Δές γιά ἄλλα παράγω-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. γα στή λέξη πόρρω.
187
Πυλαγόρας (=ἀντιπρόσωπος στό Ἀμφικτυονικό Πυραμίς. Αἰγυπτιακή λέξη.
συνέδριο στίς Πύλες). Ἀπ’ τό Πύλαι (=Θερμο- Πύργος. Ἀσιατική ἡ προέλευσή της. Συγγενεύει μέ
πύλες) + ἀγείρω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- τή λέξη Πέργαμος. Παράγωγα: πυργηδόν, πύρ-
ράγωγα, καθώς καί στή λέξη πύλη. γινος, πυργομαχῶ, πυργόω-ῶ (=ὀχυρώνω, ἀνυ-
Πύλη. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία της. Ἴσως νά σχετί- ψώνω), πύργωμα, πύργωσις, πυργωτός, ἀπύρ-
ζεται μέ τή λέξη πόλις ἤ νά συγγενεύει μέ τή λέ- γωτος.
ξη πόλος. Παράγωγα: πυλεών ἤ πυλών, πυλίς Πυρετός. Ἀπ’ τό πῦρ, ὅπου δές γιά περισσότερα
(ὑποκορ.), πυλόω-ῶ (=ἀσφαλίζω μέ πύλες), πύ- παράγωγα.
λωμα (=εἴσοδος), ἀπύλωτος, πυλωρός (=φρου- Πυρίκαυστος. Ἀπ’ τό πῦρ + καίω, ὅπου δές γιά πε-
ρός τῆς πύλης), Πυλαγόρας, Πυλαία (=ἡ φθινο- ρισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη πῦρ.
πωρινή συνεδρία τῶν Ἀμφικτυόνων στίς Θερμο- Πυρίτης. 1) (=σιδηρουργός). Ἀπ’ τό πῦρ, ὅπου
πύλες), πυλαϊκός. δές γιά ἄλλα παράγωγα. 2) (=σιταρένιος). Ἀπ’
Πυνθάνομαι (=ζητῶ νά μάθω, πληροφοροῦμαι)Ἀπό τό πυρός (=σιτάρι), ὅπου δές γιά περισσότε-
ρίζα πυθ + προσφύματα ν πρίν ἀπ’ τό χαρακτήρα ρα παράγωγα.
καί αν μετά πυ-ν-θ-άν-ομαι = πυνθάνομαι. Ὁ Πυριφλεγής. Ἀπ’ τό πῦρ + φλέγω, ὅπου δές γιά πε-
μέλλ. πεύσομαι ἀπ' τό ποιητ. πεύθομαι, πεύθ-σ- ρισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη πῦρ.
ομαι πεύσομαι. Παράγωγα: πύσμα (=ἐρώτηση Πυρκαϊά. Ἀπ’ τό πῦρ + καίω, ὅπου δές γιά περισσό-
πού θέλει σύντομη καί ἁπλή ἀπάντηση), πυσμα- τερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη πῦρ.
τικός (=ἐρωτηματικός), πύστις, πυστός (=ξακου- Πυρός (=σιτάρι). Δωρ. σπυρός. Παράγωγα: πύρινος
στός), ἄπυστος, ἔκπυστος (=γνωστός), ἀνάπυ- (=σιταρένιος), πυρίτης (=σιταρένιος), τό πύρνον
στος (=ξακουστός), περίπυστος (=ξακουστός), κι (=σιταρένιο ψωμί), πυροφόρος (=σιτοφόρος),
ἀπ' τό ποιητ. πεύθομαι: πευθώ (=ἀγγελία), πεῦσις πυραμητός (=θερισμός σιταριοῦ).
(=ἐρώτημα), πευστέον, πευστήριος, πευστικός, Πυρπολῶ. Ἀπ’ τό πυρπόλος πῦρ + πολέω-ῶ
πευθήν (=ἐρευνητής, κατάσκοπος). (=περιφέρομαι), ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
Πύξ (=μέ τίς γροθιές). Εἶναι ὀνομαστική πού κα- ράγωγα, καθώς καί στή λέξη πῦρ.
τάντησε ἐπίρρημα. Παράγωγα: πυγμή, πυγμαῖος Πυρρίχιος (ἐνν. χορός) (=εἶδος ἐνόπλιου πολεμι-
(=νάνος), πυγμάχος, πύκτης, πυκτεύω, πύκτευ- κοῦ χοροῦ, ἀπ’ τόν ἐφευρέτη Πύρριχο).
σις, πυκτευτής, πυκτεῖον, πυκτικός (=ἔμπειρος Πυρρόθριξ (=κοκκινομάλλης). Ἀπ’ τό πυρρός
στήν πυγμαχία), πυκτοσύνη. (=κόκκινος, ξανθός) + θρίξ, ὅπου δές γιά ἄλλα
Πύον, τό (=τό πύον πού τρέχει ἀπό μιά πληγή). Ἀπ’ παράγωγα, καθώς καί στή λέξη πῦρ.
τό ρῆμα πύθω (=σαπίζω), (ρίζα πυ-). Πυρρός (=αὐτός πού ἔχει τό χρῶμα τῆς φωτιᾶς,
Πῦρ-πυρός, τό (=φωτιά) (πληθ. τά πυρά). Παρά- κοκκινομάλλης, ξανθός). Ἀντί τοῦ δωρ. πυρ-
γωγα: τά πυρά, ἡ πυρά, πυράγρα (=μασιά), πυ- σός, ἀπ’ τό πῦρ, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
ρακτῶ (=καίω), πυραύστης (=ἡ πεταλούδα πού ράγωγα.
πετάει γύρω ἀπ’ τό φῶς), πυρεῖα, πυρετός, πυ- Πυρσός (=δαυλός). Ἀπ’ τό πῦρ, ὅπου δές γιά πε-
ρέσσω, πυρετώδης, ἡ πυρία (=λουτρό μέ ἀτμό), ρισσότερα παράγωγα.
πυρίκαυστος, πύρινος, πυρίτης (=σιδηρουργός), Πώγων-ωνος, ὁ (=γενειάδα). Ἀπό προθεματικό πω
πυριφλεγής, πυρκαϊά, πυρόεις, πυρόω-ῶ (=καίω), + γων (γένος) τοῦ γίγνομαι, ὅπου δές γιά περισ-
πύρπνοος (ἀντί πυρίπνοος), πυρπολῶ, πυρρός σότερα παράγωγα.
(=κοκκινομάλλης, ξανθός), πυρρίας (=κοκκινο- Πωλεύω (=δαμάζω, μερώνω πουλαράκι). Ἀπ’ τό
τρίχης), πυρσός, πυρσεύω, πυρφόρος, πυρώδης, πῶλος (=πουλάρι) πού ἴσως νά ἔχει σχέση μέ τή
πύρωσις (=κάψιμο), ἐκπύρωσις, ἀπύρωτος, ἀνεκ- λέξη παῖς. Παράγωγα: πωλεία, πώλευμα, πώ-
πύρωτος, εὐπύρωτος, ἡμιπύρωτος. λευσις, πωλευτής, πωλευτικός, πωλικός, πωλί-
Πυράγρα (=τσιμπίδα, μασιά). Ἀπ’ τό πῦρ + ἄγρα ον (ὑποκορ.), πωλοδαμνῶ.
τοῦ ἄγω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς Πωλέω-ῶ (=πουλάω). Ἀπό ρίζα πελ- πού βρίσκεται
καί στή λέξη πῦρ. στίς λέξεις: πέλω, πέλομαι (=περιφέρομαι), πε-
189
Ρ Ρῶ
Ράβδος. Ἀπό ρίζα ρα- ἤ Fρεπ- τοῦ ρέπω, τό δο Ραδιουργός (=αὐτός πού κάνει κάτι εὔκολα, πα-
εἶναι πρόσφυμα. Παράγωγα: ραβδίζω (=δέρνω νοῦργος). Ἀπ’ τό ράδιος + ἔργω - ἐργάζομαι,
μέ τό ραβδί, ράβδινος, ραβδίον (ὑποκορ.), ρά- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί
βδισμα, ραβδισμός, ραβδιστής, ραβδοῦχος, ρα- στή λέξη ράδιος.
βδοῦμαι, ράβδωμα, ράβδωσις, ραβδωτός, ἀρρά- Ράθυμος (=ἀμέριμνος, νωθρός). Ἀπ’ τό ράδιος +
βδωτος. θυμός. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στίς λέξεις θυ-
Ραβδοῦχος (=ὑπηρέτης ἄρχοντα). Ἀπ’ τό ράβδος μόω καί ράδιος.
+ ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, κα- Ραιβός (=κυρτός, στραβός, στραβοκάνης). Ἀμφί-
θώς καί στή λέξη ράβδος. βολη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ὁ ἀρχικός τύπος νά
Ραγάς-άδος (=χαραμάδα). Ἀπ’ τό ραγῆναι, ἀπαρ. ἦταν Fραγ-ός. Εἶναι πιθανό νά παράγεται ἀπό ρί-
παθ. ἀόρ. β´ τοῦ ρήγνυμι, ὅπου δές γιά περισ- ζα ραγ- τοῦ ρήγνυμι καί τοῦ ραίω (=συντρίβω),
σότερα παράγωγα. πού ἴσως εἶναι συγγενικό μέ τό ρήγνυμι.
Ραγίζω (=μαζεύω ρῶγες). Ἀπ’ τό ράξ - ραγός (=ρώ- Ραΐζω (=γίνομαι ὑποφερτός, ἀναλαμβάνω ὕστερα
γα) τοῦ ρήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- ἀπ’ ἀρρώστια). Ἀπ’ τό ράδιος, ὅπου δές γιά πε-
ράγωγα. ρισσότερα παράγωγα.
Ρᾴδιος (=εὔκολος). Ἀπ’ τό ῥᾷ (ποιητ. τυπ. ἀντί ρά- Ραίνω (=ραντίζω, δροσίζω). Ἀπό ρίζα ραν
διον) + ἴδιος = ραΐδιος = ράδιος καί ἰων. ρῄδι- ραν+j+ω ραίνω. Ἄλλοι δέχονται ρίζα ραδ-
ος (ρηίδιος). ἤ αρδ-, ἀλλά δέν εἶναι σωστή. Παράγωγα: ρα-
Παράγωγα: ραδίως, ραδιουργός, ραδιουργία, νίς (=σταλαγματιά), ραντήρ, ραντήριος, περίρ-
ραδιουργῶ (=κάνω κάτι ἀσυλλόγιστα, φέρνο- ρανσις, περιρραντήριον, ραντός, ραντίζω, ρα-
μαι μέ δόλο), ραδιούργημα, ράθυμος (=ἀμέρι- ντισμός, ἄρραντος.
μνος, νωθρός), ραθυμία, ραθυμῶ, ραθυμητέον, Ράκος (=κουρέλι). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως
ραΐζω (=γίνομαι ὑποφερτός, ἀναλαμβάνω ὕστε- ἀπ’ τό ρήγνυμι.
ρα ἀπ’ ἀρρώστια), τά παραθετικά τοῦ ρᾴδιος: Ράμνος (=ἀγκαθωτός θάμνος, παλιούρι). Ἀβέβαιη
ράων, ρᾶστος, ἀπ’ ὅπου ἡ ραστώνη (=εὐχέρεια, ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἔχει συγγένεια μέ τή λέ-
εὐκολία), ραστωνεύω. ξη ράβδος (ράβνος ράμνος).
191
ραχίτης, ράχετρον, ρώξ-ρωγός (=σχίσιμο), ρω- ριπτάζω (θαμιστικό), (=ρίχνω ἐδῶ κι ἐκεῖ), ρι-
γάς-άδος (=ξεσχισμένος), ρωγαλέος (=ξεσχι- πτέω-ῶ, ριπτός, Εὔριπος, ρίψ-ριπός (=ψάθα),
σμένος), ρωγμή, ἀπορρώξ (=ἀπότομος), ἀρρώξ ρῖψις, ρίψασπις (=αὐτός πού ρίχνει τήν ἀσπίδα
(=χωρίς ρωγμές), ἀμφιρρώξ (=γεμάτος ρωγμές), του στή μάχη, δειλός), ριψοκίνδυνος, ριψοκιν-
διαρρώξ (=σπασμένος), περιρρώξ (=ἀπότομος δυνῶ, ρίψοπλος, ρῖμμα (=τίναγμα), καί τό νεο-
ἀπό παντοῦ), ρωχμός (=σχισμάδα), ἴσως τό ρά- ελλ. ἀπορρίμματα.
κος (=κουρέλι). Ρίς-ρινός, ἡ (=μύτη). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία
Ρῆγος-εος, τό (=σκέπασμα, πάπλωμα). Ἀπ’ τό της.
ρῆμα ρέζω (=βάφω), διαφορετικό ἀπ’ τό ρέζω Ρίψασπις- ιδος (=αὐτός πού ρίχνει τήν ἀσπίδα του
(=κάνω). στή μάχη, δειλός). Ἀπ’ τό ρίπτω + ἀσπίς. Δές γιά
Ρῆμα (=λόγος). Ἀπ’ τό λέγω (3) ὅπου δές γιά πε- περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ρίπτω.
ρισσότερα παράγωγα. Ριψοκίνδυνος. Ἀπ’ τό ρίπτω + κίνδυνος, ὅπου δές
Ρηξικέλευθος (=αὐτός πού ἀνοίγει τό δρόμο, ὁ προ- γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα
οδευτικός). Ἀπ’ τό ρήγνυμι + κέλευθος (=δρό- ρίπτω.
μος). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρήγνυμι. Ροδανός (=τρυφερός, ἁπαλός). Ἀπ’ τήν ἴδια ρί-
Ρῆξις (=σπάσιμο). Ἀπ’ τό ρήγνυμι, ὅπου δές γιά ζα ραδ- μέ τίς λέξεις: ροδάνη (=κλωστή), ρα-
περισσότερα παράγωγα. δάνη, ραδινός (=ἁπαλός), ροδαλός, ράδαμνος
Ρῆσις (=λόγος). Ἀπ’ τό λέγω (3), ὅπου δές γιά πε- (=ἁπαλό βλαστάρι), ράδιξ (=κλαδί), ρίζα, ἴσως
ρισσότερα παράγωγα. καί τό ρόδον.
Ρήτωρ-ορος. Ἀπ’ τό λέγω (3), ὅπου δές γιά περισ- Ρόδον (=τριαντάφυλλο). Ἀπό ρίζα ραδ- τοῦ ροδα-
σότερα παράγωγα. νός, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα ἀπ’ τήν ἴδια
Ριγέω-ῶ (=κρυώνω, ἀνατριχιάζω). (Λατιν. frigeo). ρίζα. Ἀρχικά ἦταν Fρόδον. Παράγωγα: ροδίζω,
Πιθανόν ἀπό ρίζα Fριγ-. Παράγωγα ἀπ’ τήν ἴδια ρόδινος, ροδόχρους, ροδωνιά (=κῆπος ἀπό τρι-
ρίζα: ρῖγος, ριγηλός, ριγεδανός, ρίγιον (=πιό πα- αντάφυλλα).
γερό), ρίγιστος (=πάρα πολύ τρομερός), ριγόω-ῶ Ροδόχρως-ωτος. Ἀπ’ τό ρόδον + χρώς. Εἶναι συ-
(=κρυώνω), ρίγωσις (=τρεμούλιασμα). νώνυμο μέ τό ροδόχρους. Δές γιά ἄλλα παρά-
Ριζόω-ῶ (=ριζώνω, στερεώνω). Ἀπ’ τό οὐσ. ρίζα, γωγα στή λέξη ρόδον.
αἰολ. βρίσδα ἀπό ρίζα ραδ- τοῦ ραδινός (=λε- Ροή. Ἀπ’ τό ρέω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
πτός καί μακρύς, ἁπαλός). (Λατιν. radix καί ἑλλ. ράγωγα.
ράδιξ (=κλαδί)). Παράγωγα: ριζικός, ρίζιον (ὑπο- Ροθέω-ῶ (=κάνω θόρυβο). Ἀπ’ τό ρόθος (=πάτα-
κορ.), ρίζωμα, ρίζωσις, ριζωτής, ριζωτός, ἀρρίζω- γος) πού εἶναι λέξη ἠχοποιημένη ἀπ’ τό θόρυβο
τος, ριζοτόμος. τῶν κυμάτων. Παράγωγα ἀπ’ τό ρόθος: ροθιά-
Ρικνός (=ζαρωμένος ἀπ’ τό κρύο, ξερός, μαραμέ- ζω (=κωπηλατῶ), ρόθιος (=ὁρμητικός), τά ρόθια
νος). Πιθανόν ἀντί ριγνός ἀπ’ τό ρῖγος. (=κύματα), ροθιάς (=αὐτή πού κάνει πάταγο).
Ρινός (=δέρμα). Σχετίζεται μέ τίς λέξεις: δέρω, δέρ- Ρόθος (=πάταγος, πλατάγισμα τῶν κυμάτων). Ἠχο-
μα, κείρω. ποιημένη λέξη ἀπ’ τό θόρυβο τῶν κυμάτων. Δές
Ρίον, τό (=κορυφή βουνοῦ, ἀκρωτήριο). Ἀρχικά ἦταν γιά παράγωγα στό ρῆμα ροθέω-ῶ.
Fρίσον. Ἴσως εἶναι συγγενικό μέ τό ρίς - ρινός. Ροῖβδος (=ὁρμητικός θόρυβος, σφύριγμα τοῦ ἀνέ-
Ριπή (=ὁρμή, φορά). Ἀπ’ τό ρίπτω, ὅπου δές γιά μου). Ἠχοποιημένη λέξη. Παράγωγα: ροιβδέ-
περισσότερα παράγωγα. ω-ῶ (=ρουφῶ μέ θόρυβο), ροίβδησις. Συνώνυμα
Ριπίς (=φυσερό, βεντάλια). Ἀπ’ τό ρίπτω, ὅπου δές εἶναι καί τά: ροιζέω (=σφυρίζω), ροῖζος (=σφύ-
γιά περισσότερα παράγωγα. ριγμα, ὁρμή).
Ρίπτω. Ἀπό ρίζα ριπ-. Θέμα ριπ + πρόσφυμα τ + ω Ρόμβος (=σβούρα, γεωμετρικό σχῆμα). Ἀπ’ τό ρέμ-
ρίπτω. Παράγωγα: ριπή, ρίπημα, ριπίς-ίδος, βομαι (=περιπλανιέμαι), ὅπου δές γιά περισσό-
ριπίζω (=φυσῶ, ἀνε-μίζω), ρίπισις, ρίπισμα, ριπι- τερα παράγωγα.
στήρ, ριπιστήριον, ριπιστός, ριπίδιον (ὑποκορ.), Ρομφαία (=μάχαιρα). Ξενική λέξη.
193
Σ Σῖγμα
Σάγη, ἡ (=ἀποσκευές, σαμάρι). Ἀπ’ τό σάττω, ὅπου Σάκος ἤ σάκος, ὁ (=σακούλι). Ἡ προέλευσή της
δές γιά περισσότερα παράγωγα. εἶναι ἑβραϊκή. Ἴσως ἀπ’ τό σάττω, ὅπου δές γιά
Σαγηνεύω (=ψαρεύω μέ δίχτυ, πιάνω μέ δίχτυ). ἄλλα παράγωγα.
Ἀπ’ τό σαγήνη (=δίχτυ), πού παράγεται ἀπ’ τό Σάκος - εος, τό (=ἀσπίδα ἀπό κλαδιά λυγαριᾶς).
σάττω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγω- Ἔχει σχέση μέ τό σάττω, ὅπου δές γιά ἄλλα πα-
γα τοῦ σαγηνεύω: σαγηνεία, σαγηνεύς, σαγη- ράγωγα.
νευτήρ, σαγηνευτής. Σαλαμάνδρα (=εἶδος σαύρας, γουστερίτσα). Πιθα-
Σαγήνη (=δίχτυ γιά ψάρεμα). Ἀπ’ τό σάττω, ὅπου νόν ὡς πρῶτο συνθετικό ἡ λέξη σάλη (=οὐρά ζώ-
δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ων), τό δεύτερο συνθετικό εἶναι ἄγνωστο.
ρῆμα σαγηνεύω. Σαλεύω (=κουνῶ, κλονίζω). Ἀπ’ τό οὐσ.
Σάγμα (=σκέπασμα, σαμάρι) Ἀπ’ τό σάττω, ὅπου σάλος (=κίνηση, ταραχή) ἀπό ρίζα σαλ-.
δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα: σάλαξ (=κόσκινο τῶν μεταλ-
Σαθρός (=σάπιος, ἄρρωστος). Ἀντί σαπρός τοῦ λουργῶν), σαλάκων (=ξιπασμένος), σαλάσσω
σήπω. Παράγωγα: σαθρότης, σαθρόω-ῶ (=ἐξα- (=κουνῶ), σάλη, σαλεία (=ταραχή), σάλευμα,
σθενῶ), σάθρωμα, σάθρωσις. σάλευσις, διασάλευσις, σαλευτός, ἀσάλευτος,
Σαίνω (=κουνῶ τήν οὐρά, κολακεύω). Συγγενικό ἀπαρασάλευτος, ἀπαρασαλεύτως, κονίσαλος
μέ τά σείω, σαίρω. Θέμα σαν + j + ω σαίνω. (=σύννεφο σκόνης).
Παράγωγα: σαινίδωρος (=αὐτός πού κολακεύ- Σάλος (=ταραχή, φουσκοθαλασσιά, κλυδωνισμός).
ει μέ δῶρα), σαινολόγος (=αὐτός πού κολακεύ- Πιθανόν ἠχοποιημένη λέξη. Δές γιά παράγωγα
ει μέ λόγια), σαίνουρος, σαινουρίς. στό ρῆμα σαλεύω.
Σαίρω (=δείχνω τά δόντια μου, σκουπίζω). Ἄγνω- Σάλπιγξ - ιγγος. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Πιθα-
στη ἡ ἐτυμολογία του. Θέμα σαρ + j + ω σαί- νόν ἀπό ρίζα σFαλπ-. Ἴσως συγγενεύει μέ τό σύ-
ρω. Παράγωγα: σάρμα (=σχισμάδα, σκουπίδι), ριγξ. Παράγωγα: σαλπίζω, σαλπιγκτής - σαλπι-
σάρον, τό (=σκούπα), σαρόω-ῶ (=σαρώνω), σε- κτής – σαλπιστής, σάλπισμα, σαλπισμός.
σηρότως (=μέ τραβηγμένα τά χείλη), σάρωμα, Σαμβύκη (=τριγωνικό μουσικό ὄργανο μέ τέσσερις
σάρωσις, σάρωτρον. χορδές). Εἶναι ἀσιατική ἡ προέλευσή του.
195
σείω. Ἴσως ἔχει σχέση μέ τά σάλος, σαλεύω, ἤ μέ Σήμαντρον (=σφραγίδα). Ἀπ’ τό σημαίνω, ὅπου
τά σαίνω, σεύω. Παράγωγα: σεῖσις (=κούνημα), δές γιά περισσότερα παράγωγα.
διάσεισις, σεισάχθεια, σεῖσμα, σεισμός, σεισοπυ- Σημειόω-ῶ. Ἀπ’ τό σημεῖον πού παράγεται ἀπ’ τό
γίς (=σουσουράδα), σείστης, σειστός, ἄσειστος, οὐσ. σῆμα. Παράγωγα: σημείωσις, ὑποσημείω-
ἀδιάσειστος, διάσειστος, σεῖστρον (=ὄργανο πού σις, σημείωμα, σημειωτέος, σημειωτέον, σημει-
κάνει κρότο), σείσων (=καβουρντιστήρι). ωτικός, σημειωτός.
Σελαγέω-ῶ (=φωτίζω, φεγγοβολῶ). Ἀπ’ τό σέλας Σήμερον καί ἀττ. τήμερον. Ἀπό προθεματικό σ +
(=φῶς, λάμψη) πού εἶναι συγγενικό μέ τό ἥλιος. ἡμέρα. Ἀπό δῶ τό σημερινός.
Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη σέλας. Σηπεδών (=σαπίλα). Ἀπ’ το σήπω, ὅπου δές γιά πε-
Σέλας (=φῶς, λάμψη). Σχετίζεται μέ τίς λέξεις σε- ρισσότερα παράγωγα.
λήνη, εἵλη (=ἡ θερμότητα τοῦ ἥλιου), ἥλιος. Πα- Σήπω (=σαπίζω) καί μέσο σήπομαι, παρακ. σέση-
ράγωγα: σελαγῶ, σελαγίζω, σελάγισμα, σέλασμα, πα. Ἀπό ρίζα σFαπ. Θέμα σήπ + ω σήπω. Πα-
σελασφόρος (=φεγγοβόλος), σελάω (=λάμπω) ράγωγα: σαθρός (=αὐτός πού φθείρεται ἀπ’ τήν
καί ἴσως τό σέλαχος (=σαλάχι), ἐπειδή βγάζει πολύχρονη χρήση), σαθρότης, σαθρόω, σαπρός
φωσφορική λάμψη. (=σάπιος, παλιός), σαπρία (=σαπίλα), σαπρίζω,
Σελήνη. Συγγενεύει μέ τό σέλας (=λάμψη). Παρά- σηπεδών, σηπτικός, ἀντισηπτικός, σηπτός, ἄση-
γωγα: σεληναῖος, σεληνιάζομαι (=παθαίνω ἐπι- πτος, σήψ (σηπός) (=ἕλκος), σῆψις.
ληψία), σεληνιασμός, σεληνιακός. Σῆραγξ - γγος (=κοῖλος βράχος, σπήλαιο, ρωγμή,
Σελίς-ίδος (=σανίδα, φύλλο παπύρου). Πιθανόν κοιλότης). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του.
συγγενική μέ τό σέλμα (=σανίδωμα). Σής-σεός καί σητός (=σκόρος, βώτριδα). Ἀβέ-
Σέλμα, τό (=σανίδωμα τοῦ πλοίου, κατάστρωμα). βαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἔχει συγγένεια μέ
Πιθανόν συγγενικό μέ τό σελίς. τό σίνομαι.
Σεμνός (=σεβαστός). Ἀπ’ τό σεβ + νός σεμνός. Δές Σθεναρός (=δυνατός). Ἀπ’ τό σθένος, ὅπου δές γιά
γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα σέβω. περισσότερα παράγωγα.
Σεπτός. Ἀπ’ τό σεβ + τός = σεπτός. Δές γιά περισ- Σθένος (=δύναμη). Παράγωγα: σθένεια, σθεναρός,
σότερα παράγωγα στό ρῆμα σέβομαι. σθένιος, σθένω (=εἶμαι δυνατός).
Σηκάζω (=μαντρώνω, περικλείω). Ἀπ’ τό σηκός Σίαλον ἤ σίελον, τό (=σάλιο). Πιθανόν ἀπ’ τό ἄχρη-
(=μάντρα, ἱερός περίβολος) πού παράγεται ἀπ’ στο ρῆμα σίω (=φτύνω). Ἴσως νά συγγενεύει μέ
τό σάττω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. τό σίαλος (=πάχος).
Σηκός καί σακός (=μάντρα, ἱερός περίβολος). Ἀπ’ Σίβυλλα (=μάντισσα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία της.
τό σάττω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Πιθανόν νά εἶναι ἑβραϊκή ἤ ἀραβική ἡ προέλευ-
Παράγωγα του σηκός: σηκάζω, σηκίς, ἡ (=δού- σή της. Κατά τούς παλιούς ἀντί τοῦ δωρ. Σιοβόλ-
λα τοῦ σπιτιοῦ), σηκοκόρος, σηκόω (=ζυγίζω), λα, θεός + βούλομαι, ἡ Θεοβούλη πού ἀναγγέλ-
σηκώδης, σήκωμα (=βαρίδι). λει τή θέληση τοῦ θεοῦ.
Σηκόω-ῶ (=ζυγίζω). Ἀπ’ τό σηκός, ὅπου δές γιά Σιγαλόεις (=γυαλιστερός, μεγαλοπρεπής). Σκο-
ἄλλα παράγωγα. τεινή ἡ ἐτυμολογία του. Πιθανόν ἀπ’ τό σίαλος
Σημαίνω (=φανερώνω). Ἀπ’ τό οὐσ. σῆμα (=ση- (=λίπος). Κατ’ ἄλλους συνάπτεται μέ πιθανότ.
μάδι, τάφος), πού ἡ ἐτυμολογία του εἶναι ἀμφί- πρός τό ἀγλαός, γελάω, γλήνη, γαλήνη.
βολη. Ἴσως ἀπό ρίζα θη- τοῦ τίθημι μέ ἐναλλαγή Σιγή (=σιωπή). Εἶναι ἠχοποίητη λέξη ἀπ’ τό ρῆμα
τοῦ θ καί σ. Θέμα σημαν + j + ω σημαίνω. Πα- σίζω (=κάνω «τσίζ», ὅπως κάνει τό πυρακτωμέ-
ράγωγα: σῆμα, σημαία, σημαλέος, σημεῖον, ση- νο σίδερο στό νερό). Παράγωγα τοῦ σιγή: σῖγα
μειόω, σήμανσις, σημαντέος, σημαντέον, σημα- (=σιωπηλά), σιγάζω, σιγαλέος, σιγάω-ῶ, σιγη-
ντήρ, σημαντήριον, σημαντικός, σημαντός, σή- λός, σιγηρός, σιγητέον.
μαντρον (=σφραγίδα), σημάντωρ, σημασία, ἀσή- Σιγηλός (=σιωπηλός). Ἀπ’ τό σιγή, ὅπου δές γιά
μαντος, ἄσημος, ἐπίσημος, παράσημον, παράση- ἄλλα παράγωγα.
μος, παρασημαντική. Σίγλος ἤ σίκλος (=βάρος καί νόμισμα, σίγλαι = νο-
197
νον (=πού ἔχει ἄνισες πλευρές). Πιθανόν ἀπ’ τό Σκέλλω (=ξεραίνω, στεγνώνω). Θέμα σκελ + j + ω
σκολιός (=λοξός, στραβός). Ἴσως ἔχει σχέση μέ σκέλλω. Μέ μετάθεση σκελ σκλε σκλη.
τό σκάζω (=κουτσαίνω). Παράγωγα: ἀσκελής (=κουρασμένος ἀπ’ τίς τα-
Σκάλλω (=σκάβω, σκαλίζω, τσαπίζω). Ἀπ’ τή ρί- λαιπωρίες), περισκελής (=σκληρός, ἰσχυρογνώ-
ζα σκαλ-, ἀπ’ ὅπου παράγονται καί οἱ λέξεις: μων), σκελετός, σκελιφρός (=ξερός, ἀδύνατος),
σκαλμός, σκάλοψ, σκάλσις, σκάλμη, σκαλαθύ- σκληρός, σκληφρός (=κοκκαλιάρης).
ρω (=σκάβω), σκαλεύς, σκαλεύω, σκαλίς (=σκα- Σκέλος. Σχετίζεται μέ τίς λέξεις σκολιός, σκαλη-
λιστήρι), σκαλίζω, σκαλιδεύω. νός.
Σκαλμός (=σκαρμός, δηλ. πάσσαλος, ὅπου δενό- Σκεπάζω. Ἀπ’ τό ρῆμα σκέπω. Παράγωγα: σκέπα-
ταν τό κουπί, γιά νά κινεῖται). Ἀπ’ τό σκάλλω, σμα, σκέπανον, σκεπανός, σκεπαστέον, σκεπα-
ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. στήριος, σκεπαστής, σκεπαστικός, σκεπαστός,
Σκάλοψ-οπος (=τυφλοπόντικας). Ἀπ’ τό σκάλλω, εὐσκέπαστος, σκέπαστρα (=χειρουργικός ἐπί-
ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. δεσμος), σκέπαστρον.
Σκάνδαλον (=παγίδα, πειρασμός). Παράγωγα: σκαν- Σκέπαρνον ἤ σκέπαρνος. Ἀπ’ τό σκάπτω, ὅπου δές
δάληθρον (=τό ἐλατήριο τῆς παγίδας), σκανδα- γιά περισσότερα παράγωγα.
λίζω, σκανδαλισμός. Σκέπας (=σκέπασμα). Ἀπ’ τό σκέπω, ὅπου δές γιά
Σκαπάνη (=τσάπα). Ἀπ’ τό σκάπτω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
περισσότερα παράγωγα. Σκέπασμα. Ἀπ’ τό σκεπάζω, ὅπου δές γιά περισ-
Σκάπτω. Θέμα σκαπ + πρόσφυμα τ σκάπ + τ + ω σότερα παράγωγα.
σκάπτω. Παράγωγα: σκάμμα, σκαπάνη, σκα- Σκέπτομαι (=παρατηρῶ, ἐξετάζω). Θέμα σκεπ- (τοῦ
πανεύς, σκάπετος ἤ κάπετος (=λάκκος), καί σκα- σκοπῶ) + πρόσφυμα τ + ομαι σκέπτομαι. Δές
φετός ἤ σκαφητός, σκαπτέον, σκαπτήρ, σκάπτει- γιά παράγωγα στό ρῆμα σκοπέω-ῶ.
ρα, σκαπτός, σκάφη, σκαφεία, σκαφεῖον, σκαφεύς, Σκέπω. Ριζικός τύπος τοῦ σκεπάζω. Ἀπ’ τήν ἴδια
σκαφεύω, σκάφη, κατασκαφή (=τάφος), σκάφυ- ρίζα τά: σκέπας, σκέπη. Δές γιά παράγωγα στό
ον, σκαφίς (ὑποκορ.), σκάφος (=σκάψιμο), σκά- σκεπάζω.
φος (=πρᾶγμα κοῖλο ὅπως ἡ λεκάνη), σκέμπαρ- Σκέρβολος (=κακολόγος). Πιθανόν ἀπ’ τό σκῶρ
νον ἤ σκέπαρνος (=σκεπάρνι). (=σκατό) + βάλλω.
Σκαρδαμύσσω (=ἀνοιγοκλείνω τά μάτια, βλεφα- Σκευάζω (=ἑτοιμάζω). Ἀπ’ τό οὐσ. σκευή (=ἑτοιμα-
ρίζω). Ἀπ’ τό σκαίρω (=πηδῶ) + μύω (=κλεί- σία, ροῦχα) πού παράγεται ἀπ’ τό σκεῦος. Παρά-
νω). Θέμα σκαρδαμύχ +j + ω σκαρδαμύττω γωγα: σκευασία, συσκευασία, σκεύασις, παρα-
καί -σσω. Παράγωγα: σκαρδαμυκτής, σκαρδα- σκεύασις, σκεύασμα, παρασκεύασμα, σκευαστέ-
μυκτικός, ἀσκαρδάμυκτος (=αὐτός πού δέν κι- ον, σκευαστής, παρασκευαστής, ἐπισκευαστής,
νεῖ τά βλέφαρα), ἀσκαρδαμυκτί, ἀσκαρδαμυκτῶ, σκευαστός, ἀσυσκεύαστος, ἐπισκευαστός, πα-
ἀσκαρδαμύκτης. ρασκευαστός, παρασκευαστικός.
Σκαριφισμός (=ἐπίξεση, χάραξη). Ἀπ’ τό σκάριφος Σκευοθήκη. Ἀπ’ τό σκεῦος + θήκη τοῦ τίθημι, ὅπου
= κάρφος (=κοντύλι). δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή
Σκατός. Γενική τοῦ σχῶρ (=περίττωμα, σκατό). λέξη σκεῦος.
Σκάφη. Ἀπ’ τό σκάπτω, ὅπου δές γιά περισσότε- Σκεῦος (=ἀγγεῖο, ἐργαλεῖο, πρᾶγμα). Ἀπό ρίζα σκυ.
ρα παράγωγα. Πιθανόν συγγενικό μέ τά σκῦτος, κύτος (=δέρ-
Σκάφος. Ἀπ’ τό σκάπτω, ὅπου δές γιά περισσότε- μα). Παράγωγα: σκευάριον (ὑποκορ.), σκευή καί
ρα παράγωγα. τά σύνθ.: (ἀνα, κατα, δια, μετα, παρα, ἀπο, ἐν, συ)
Σκεδάννυμι (=διασκορπίζω). Σχετίζεται μέ τό σχί- σκευή, σκευάζω καί τά σύνθ.: σκευοθήκη, σκευ-
ζω. Θέμα σκεδασ + πρόσφυμα νυ + μι = σκεδά- οφόρος, σκευοφύλαξ, σκευωρία.
σνυμι = σκεδάννυμι. Παράλληλοι τύποι: σκύδνη- Σκευοφόρος. Ἀπ’ τό σκεῦος + φέρω, ὅπου δές
μι-σκύδναμαι. Παράγωγα: σκέδασις, σκεδασμός, γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέ-
διασκεδασμός, σκεδαστής, σκεδαστός. ξη σκεῦος.
199
νός). Σχετίζεται μέ τίς λέξεις: σκαληνός καί σκέ- ταῖος, σκοτεία ἤ σκοτία, σκοτασμός, συσκοτα-
λος. Παράγωγα: σκόλιον, τό (=τραγούδι τῶν συ- σμός, σκοτίζω, σκότιος, σκοτισμός, σκοτέω, σκο-
μποσίων), σκολιοῦμαι (=λυγίζω), σκολιότης, σκο- τόεις, σκοτόω (=τυφλώνω), σκοτώδης, σκότω-
λίωμα, σκολίωσις. μα, σκότωσις καί τά σύνθ.: σκοτοδινιῶ (=ζαλί-
Σκολόπαξ-ακος, ὁ (=ξυλόκοτα, εἶδος μπεκάτσας). ζομαι), σκοτοδινία (=ζάλη), σκοτοδινίασις, σκο-
Ἴσως ἀπ’ τό σκόλοψ (=παλούκι). τομήνη (=νύχτα χωρίς φεγγάρι).
Σκολοπίζω (=παλουκώνω). Ἀπ’ τό σκόλοψ (=πα- Σκοτοδινία (=ἴλιγγος, ζάλη). Ἀπ’ τό σκοτοδινιάω
λούκι), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. = σκοτοδινέω σκότος + δῖνος (=στρόβιλος).
Σκόλοψ-οπος (=παλούκι). Ἴσως συγγενικό μέ τό Δές γιά περισσότερα παράγωγα στίς λέξεις δί-
σκάλοψ (=τυφλοπόντικας), τοῦ σκάλλω (=τσα- νη – δῖνος καί στό σκοτεινός.
πίζω). Παράγωγα: σκολοπίζω, σκολοπισμός, σκο- Σκοτομήνη (=νύχτα χωρίς φεγγάρι). Ἀπ’ τό σκό-
λοπώδης καί ἴσως τό σκολόπαξ. τος + μήνη (=φεγγάρι), πού παράγεται ἀπ’ τό
Σκόπελος (=τόπος γιά σκοπιά, ψηλός καί ἀπόκρη- μήν - μηνός, ὄπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, κα-
μνος βράχος, ἀκρωτήρι). Πιθανόν ἀπ’ τό σκοπέ- θώς καί στή λέξη σκοτεινός.
ω-ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Σκύβαλον, τό (=κοπριά, ἀπόρριμμα, σκουπίδι). Πι-
Σκοπέω-ῶ (=παρατηρῶ, ἐξετάζω). Ρίζα σκοF- καί θανόν ἀπ’ τή φράση ἐς κύνας βαλεῖν. Παράγω-
σκαF-. Θέματα: 1) σκεπ + πρόσφυμα τ + ομαι γα: σκυβαλίζω (=ρίχνω μέ περιφρόνηση), σκυ-
σκέπτομαι, 2) μέ ἑτεροίωση σκοπ + πρόσφυ- βαλικτός (=βρόμικος, ἄτιμος), σκυβάλισμα, σκυ-
μα ε + ω σκοπέω-ῶ. Τό σκοπεύω εἶναι μετα- βαλισμός.
γενέστερος τύπος τοῦ σκοπῶ. Οἱ ἄλλοι χρόνοι Σκύζομαι (=ὀργίζομαι, ἀγανακτῶ μέ κάποιον). Πι-
τοῦ σκοπῶ συμπληρώνονται ἀπ' τό σκέπτομαι. θανόν ἀπό ρίζα σκυδ- πού γίνεται σκυθ- μπροστά
Παράγωγα: σκοπή, σκοπιά, σκοπιάζω (=παρα- ἀπό ρ, ὅπως στή λέξη σκυθρός (σκυδ-θρός). Θέ-
τηρῶ), σκόπιμος, σκόπησις, ἀνασκόπησις, ἐπι- μα σκυδ- (σκυδ-θρός σκυθρός) + jομαι σκύ-
σκόπησις, σκοπητέον, σκοπός, ἐπίσκοπος, ἡμε- ζομαι. Παράγωγα: σκυθρός (=ὀργισμένος), σκυ-
ροσκόπος, θυοσκόπος, οἰωνοσκόπος, πρόσκο- σμός (=θυμός).
πος, σκόπελος, σκώψ - σκωπός (=κουκουβάγια, Σκυθρός (=ὀργισμένος). Ἀπ’ τό σκύζομαι, σκυδ +
μικρός μποῦφος), σκοπεύω, σκόπευσις, κατασκό- θρό + ς σκυθρός.
πευσις, σκοπευτής, σκοπευτήριον, σκοπευτικός, Σκυθρωπός (=λυπημένος, μελαγχολικός). Ἀπ’ τό
σκέμμα, σκεπτέον, σκεπτιχός, σκέψις, (ἐπι, δια, σκυθρός + ὤψ τοῦ ὁράω-ῶ, ὅπου δές γιά ἄλλα
συ)σκεπτέον, σκεπτέος, ἄσκεπτος, ἀσκέπτως, παράγωγα. Παράγωγα: σκυθρωπάζω (=κατσου-
ἀνεπίσκεπτος, ἀξιόσκεπτος, ἀπρόσκεπτος, εὔσκε- φιάζω), σκυθρωπασμός, σκυθρωπότης.
πτος καί τό σύνθ. σκοπιωρός. Σκύλαξ-ακος (=σκυλάκι). Πιθανόν ἀπό ρίζα σκυλ-
Σκοπός (=φύλακας, σημάδι ὅπου ἀποβλέπει κά- τοῦ σκύλλω (=ξεσχίζω, μαδῶ), ἐπειδή τά μικρά
ποιος). Ἀπ’ τό σκοπέω-ῶ, ὅπου δές γιά περισ- σκυλάκια μοιάζουν σάν μαδημένα. Παράγωγα:
σότερα παράγωγα. σκυλακεύω, σκυλάκευμα, σκυλακευτής, σκυλα-
Σκοπιωρός (=φύλακας). Ἀπ’ τό σκοπιά + ὤρα κευτικός, σκυλάκιον, σκυλακώδης.
(=φροντίδα). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα Σκυλεύω (=ἀφαιρῶ τά ὅπλα νεκροῦ ἐχθροῦ). Ἀπ’
σκοπέω-ῶ. τό οὐσ. σκῦλον καί πληθ. σκῦλα (=λάφυρα) ἀπό
Σκορακίζω (=στέλνω κάποιον στόν κόρακα, στό ρίζα σκυλ- τοῦ σκύλλω. Παράγωγα: σκυλεία
διάολο). Ἀπ’ τή φράση ἐς κόρακας (πέμπω). (=λαφυραγωγία), σκύλευμα, σκύλευσις, σκυ-
Παράγωγα: σκορακισμός (=περιφρόνηση), λευτής, σκυλευτικός.
ἀποσκορακισμός (=διώξιμο). Σκύλλα (=μυθικό τέρας, πού γαύγιζε σάν σκυλί).
Σκορπίζω. Ἀπ’ τό σκορπίος (=σκορπιός, πολεμική Ἀπ’ τό σκύλλω (=σπαράζω), ὅπου δές γιά ἄλλα
μηχανή γιά ἐκτόξευση βελῶν). παράγωγα.
Σκοτεινός. Ἀπ’ τό σκότος (=σκοτάδι), ἀπ’ ὅπου Σκύλλω (=σπαράζω, ξεσχίζω, μαδῶ). Ἀπό ρίζα σκυλ-
καί τά παράγωγα: σκοτάζω (=σκοτεινιάζω), σκο- ἀπ’ ὅπου καί τά παράγωγα: σκῦλον (=λάφυρο),
201
κά λάθη). Ἀπ’ τό Σόλοικος (=κάτοικος τῆς πό- Σπαράσσω καί ἀττ. σπαράττω (=ξεσχίζω, κατακομ-
λης «Σόλοι» τῆς Κιλικίας, ὅπου μιλοῦσαν τήν ματιάζω). Ἀπό ρίζα σπαρ- καί εἶναι συγγενικό μέ
ἀττική διάλεκτο μέ πολλά συντακτικά λάθη). τό (ἀ)σπαίρω (=σπαρταρῶ). Θέμα σπαράγ + j +
Πα-ράγωγα: σολοικισμός (=λάθος στή σύντα- ω σπαράσσω ἤ -ττω. Παράγωγα: σπάραγμα,
ξη), σολοικιστής. σπαραγματώδης, σπαραγμός, σπαράκτης, σπά-
Σορός, ἡ (=τεφροδόχος, νεκροθήκη, κάσα). Σχε- ραξις, σπαρακτικός, σπαραξικάρδιος.
τίζεται μέ τό σειρά. Σπάργανον, τό (=φασκιά). Ἀπ’ τό ρῆμα σπάργω,
Σοφιστής. Ἀπ’ τό σοφίζω, πού παράγεται ἀπ’ τό σο- ἀπ’ ὅπου καί οἱ λέξεις: σπεῖρον, σπεῖρα, σπειρόω.
φός, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα: σπαργανόω-ῶ (=φασκιώνω), σπαρ-
Σοφοκλής-έους. Ἀπ’ τό σοφός + κλέος, ὅπου δές γάνωμα, σπαργανωτέον.
γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέ- Σπαργάω-ῶ (=εἶμαι γεμάτος μέχρι σκασμοῦ, ἐξογκώ-
ξη σοφός. νομαι, φουσκώνω). Εἶναι συγγενικό μέ τό σφαρα-
Σοφός. Ἀπό ρίζα σαφ- (λατιν. sapor, sapiens), εἶναι γέομαι (=εἶμαι γεμάτος) καί τό σφριγάω-ῶ.
συγγενικό μέ τά σαφής, Σίσυφος. Παράγωγα: σο- Σπάρτον, τό (=καλώδιο, παλαμάρι). Ἀπ’ τό οὐσ.
φία, σοφίζω (=διδάσκω), σοφίζομαι (=μηχανεύο- σπάρτος (=εἶδος θάμνου), ὅπου δές γιά ἄλλα
μαι τεχνάσματα), σόφισμα (=ἔξυπνο τέχνασμα), παράγωγα.
σοφιστής, σοφιστεύω, σοφιστεία, σοφιστέον, σο- Σπάρτος (=εἶδος θάμνου πού χρησίμευε γιά τήν κα-
φιστικός, σεσοφισμένως (=ἔξυπνα), Σοφοκλῆς, τασκευή σχοινιῶν). Παράγωγα: σπάρτον, σπάρτη,
φιλόσοφος, φιλοσοφία. σπάρτινος, σπαρτίον (ὑποκορ. τοῦ σπάρτον).
Σπάθη (=κάθε πλατύ ἔλασμα, ἐπίπεδο πλατύ ξύ- Σπασμός (=τέντωμα). Ἀπ’ τό σπάω (=τραβῶ), ὅπου
λο πού χρησιμοποιοῦσαν στόν ὄρθιο ἀργαλειό, δές γιά περισσότερα παράγωγα.
τό πλατύ μέρος τοῦ κουπιοῦ, σπαθί). Ἀβέβαιη ἡ Σπατάλη (=ἀσωτία, ξόδεμα). Ἴσως νά ἔχει σχέση μέ
ἐτυμολογία της. Παράγωγα: σπαθάω (=χτυπῶ τά: σπάθη - σπαθάω. Παράγωγα σπαταλῶ, σπα-
μέ τή σπάθη τό ὕφασμα στόν ἀργαλειό γιά νά τάλημα, σπάτα-λος.
γίνει πυκνό, ξοδεύω), σπάθημα (=πυκνό ὕφα- Σπάω-ῶ (=τραβῶ, σέρνω, βγάζω, ξεσχίζω, ἁρπάζω).
σμα), σπάθησις (=σπατάλη) (νεοελλ. διασπά- Ἀπό ρίζα σπαν, πού εἶναι βραχύτερος τύπος τῆς
θηση), σπαθητός (=πυκνά ὑφασμένος), ἀσπά- σπαν (πένομαι-σπανίζω). Θέμα σπάσ + ω καί μέ
θητος, σπαθίζω (=χτυπῶ μέ τό ξίφος, σπαταλῶ), ἀποβολή τοῦ σ ἀνάμεσα στά δύο φωνήεντα
σπάθισμα, σπαθισμός. σπάω – σπῶ. Παράγωγα: σπάσις (=τράβηγμα),
Σπαίρω (=σπαρταρῶ, σφαδάζω, τινάζομαι). Πιό συ- διάσπασις, σύσπασις, σπάσμα, σπασμός, περι-
χνός ὁ τύπος ἀσπαίρω (σπαίρω + προθεμ. α). Ἀπό σπασμός, σπαστικός, διασπαστικός, ἀδιάσπα-
ρίζα σπαρ-, ἀπ’ ὅπου καί τό σπαράττω. στος, ἀνάσπαστος ἤ ἀνασπαστός, ἀπερίσπαστος,
Σπάλαξ καί ἀσπάλαξ (=τυφλοπόντικας). Πιθα- εὐπερίσπαστος, νευρόσπαστον (=πού κινεῖται μέ
νόν ἀπό ρίζα σκαλπ- πού εἶναι ἐκτεταμένος τύ- χορδές), σύσπαστος ἤ συσπαστός.
πος τῆς σκαλ- τοῦ ρήμ. σκάλλω. Πιθανόν ἀπ’ τό Σπεῖρα, ἡ (=καθετί στριμμένο σάν ἕλικας, κουλού-
ρῆμα σφαλάσσω (=τσιμπῶ, κόβω). ρα). Θέμα σπερ+jα – σπεῖρα. Σχετίζεται μέ τίς
Σπάνις-εως, ἡ (=ἔλλειψη, στέρηση, φτώχεια). Ἔχει λέξεις σπάργανον, σπάργω, σπάρτος. Παράγω-
σχέση μέ τό πένομαι, πεῖνα, γιατί προῆρθε ἀπό γα: σπειράομαι-ῶμαι (=κουλουριάζομαι), σπεί-
μετάπτωση τῆς πεν παν (σ)παν σπάνις. ραμα (=κουλούριασμα), σπείρασις (=κουλούρια-
Παράγωγα: σπανίζω (=εἶμαι λιγοστός), σπάνιος, σμα), συσπείρασις, σπειρηδόν, σπεῖρον (=κομμά-
σπανιότης, σπανισμός, σπανιστός, σπανός. τι ὕφασμα), σπειρόω (=περιτυλίγω).
Σπανός (=λιγοστός, φτωχός). Ὄπως τό σπάνιος, Σπείρω (=σπέρνω). Σχετίζεται μέ τό σπαίρω = ἀσπαί-
ἀπ’ τό οὐσ. σπάνις. Ἀρχικά ἦταν σπανFός σπα- ρω (=τινάζομαι). Θέματα: 1) σπερ+j+ω = σπέρ-
νός. Σύνθετο: σπανοπώγων (=μέ ἀραιά γένια). ρω σπέρω σπείρω. 2) σπαρ μέ μετάπτωση
Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη σπά- καί 3) σπορ. Παράγωγα: σπαρτός (=σπαρμένος),
νις. ἄσπαρτος, σπαρτέον, σπέρμα, σπερμαίνω (=γο-
203
βαρές μελωδίες). Ἀπ’ τό σπονδή τοῦ σπένδω, ράγωγα: στάλαγμα, σταλαγμός, σταλακτικός,
ὅπου δές για περισσότερα παράγωγα. σταλακτός, σταλακτίς.
Σπονδή. 1) Ἀπ’ τό σπένδω, σημαίνει (προσφορά Σταμνίον. Ὑποκοριστικό τοῦ στάμνος, πού πα-
ποτοῦ πρός τιμήν ἑνός θεοῦ). 2) Ἀπ’ τό σπένδο- ράγεται ἀπ’ τό ἵστημι, ὅπου δές γιά περισσότε-
μαι, (συνθήκη, ἀνακωχή, εἰρήνη). Δές γιά περισ- ρα παράγωγα.
σότερα παράγωγα στό ρῆμα σπένδω. Στασιάζω. Ἀπ’ τό στάσις τοῦ ἵστημι, ὅπου δές γιά
Σπόνδυλος. Ἀντί σφόνδυλος, ὅπου δές. περισσότερα παράγωγα.
Σπορά. Ἀπ’ τό ρῆμα σπείρω, ὅπου δές γιά περισ- Στάσιμος. Ἀπ’ τό στάσις τοῦ ἵστημι, ὅπου δές γιά
σότερα παράγωγα. περισσότερα παράγωγα.
Σπουδάζω (=σπεύδω, εἶμαι πολυάσχολος, κάνω Στατήρ (=νόμισμα). Ἀπ’ τό ἵστημι, ὅπου δές γιά
μέ προθυμία κάτι). Ἀπ’ τό οὐσ. σπουδή πού πα- περισσότερα παράγωγα.
ράγεται ἀπ’ τό σπεύδω, ὅπου δές γιά ἄλλα πα- Σταυρός (=πάσσαλος). Θέμα σταF+ρός σταυ-
ράγωγα. Παράγωγα τοῦ σπουδάζω: σπούδα- ρός, ἀπό ρίζα στα τοῦ ἵστημι, ὅπου δές γιά πε-
σμα (=ἔργο πού γίνεται μέ ζῆλο καί προθυμία), ρισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ σταυρός:
σπουδαστέος, σπουδαστέον, σπουδαστής, σπου- σταυρῶ (=φράζω μέ πασσάλους), σταύρωμα
δαστικός (=πρόθυμος), σπουδαστός, ἀξιοσπού- (=χαράκωμα), σταύρωσις, σταυρώσιμος, σταυ-
δαστος, ἀσπούδαστος, περισπούδαστος, ἀσπου- ρωτής, σταυρωτός.
δεί (=χωρίς μόχθο). Σταφυλή (=σταφύλι). Ἴσως ἀπ’ τό ρῆμα στέμβω
Σπουδαῖος (=γρήγορος, σοβαρός, δραστήριος). (=καταπατῶ), ἀπ’ ὅπου τό στέμφυλον (=τσί-
Ἀπ’ τό σπουδή τοῦ σπεύδω, ὅπου δές γιά περισ- πουρα).
σότερα παράγωγα. Στάχυς-υος, ὁ. Ἴσως ἡ ρίζα σταχ- προῆρθε μέ ἐπέ-
Σπουδή (=ταχύτητα, προθυμία). Ἀπ’ τό σπεύδω, κταση ἀπ’ τή ρίζα στα- τοῦ ἵστημι.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Στέαρ, στέατος, τό (=πάχος, ξίγγι). Ἴσως ἀπό ρί-
Σταγών-όνος, ἡ (=σταλαγματιά). Ἀπ’ τό στάζω, ζα στα τοῦ ἵστημι.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Στεγάζω. Ἀπ’ τό οὐσ. στέγη πού παράγεται ἀπ’
Σταδιοδρομέω-ῶ (=ἀγωνίζομαι στό δρόμο). τό ρῆμα στέγω. Παράγωγα: στέγασις, στέγα-
Παρασύνθετο ἀπ’ τό σταδιοδρόμος στάδι- σμα, στεγαστέον, στεγαστήρ (=κεραμίδι), στε-
ον (τοῦ ἵστημι) + δραμεῖν (τοῦ τρέχω). Δές γιά γαστής, στεγαστός, ἀστέγαστος, στέγαστρον
περισσότερα παράγωγα στά ρήματα ἵστημι καί (=σκέπασμα).
τρέχω. Στεγανός (=πού δέν ἀφήνει νά περάσει ἡ ὑγρα-
Στάδιον (=μέτρο μήκους, ἀγώνας δρόμου). Ἀπ’ τό σία, τό νερό). Ἀπ’ τό στέγη. Δές γιά περισσότε-
ἵστημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ρα παράγωγα στό ρῆμα στέγω.
Στάζω (=σταλάζω). Ἀπό ρίζα σταγ-, πού εἶναι ἠχο- Στέγω (=σκεπάζω, ἀποκρούω). Ρίζα στεγ- ἀπ’ ὅπου
ποιημένη. Θέμα σταγ + jω στάζω. Παράγω- καί τά παράγωγα: στέγη, στεγάζω, στεγανός, στε-
γα: στάγμα, ἀπόσταγμα, στάγδην, σταγών, στα- γανότης, στεγνός (μέ συγκοπή, ἀπ’ τό στεγανός),
κτός, στακτικός. στεγνότης, στεγνόω (=κλείνω καλά), στέγνωσις,
Σταθερός. Ἀπ’ τό ἵστημι, ὅπου δές γιά περισσότε- στέγος (=σκεπή, μέγαρο), τέγος (=στέγη), στε-
ρα παράγωγα. κτικός (=αὐτός πού κάνει κάτι ἀδιάβροχο).
Στάθμη. Ἀπ’ τό ἵστημι, ὅπου δές γιά περισσότερα Στείβω (=πατῶ, τσαλαπατῶ, βαδίζω). Ἀπό ρίζα
παράγωγα. Παράγωγα τοῦ στάθμη: σταθμάω-ῶ στιβ-, συγγενική μέ τή στεμφ- τοῦ στέμβω. Θέ-
καί σταθμῶμαι (=μετρῶ), στάθμησις (=ζύγισμα), ματα: α) ἰσχυρό στειβ-, β) ἀσθενές στιβ-, γ) μέ
σταθμητέον, σταθμητικός, σταθμητός, ἀστάθμη- ἑτεροίωση στοιβ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: στι-
τος (=ἀβέβαιος), σταθμίζω. βάζω (=πατῶ), στιβαρός (=δυνατός, στερεός),
Σταθμός. Ἀπ’ τό ἵστημι, ὅπου δές γιά περισσότε- στιβάς - άδος (=ἀχυρόστρωμα), στίβος (=δρό-
ρα παράγωγα. μος πού περνοῦν ἄνθρωποι, ἀχνάρι), στιβέω-ῶ
Σταλάσσω. Θέμα σταλαγ + jω σταλάσσω. Πα- (=περπατῶ), στιβεία, στιβεύς (=ὁδοιπόρος),
205
Στερρός. Ἰσοδύναμο μέ τό στερεός. Παράγωγα ἀπό στίλβη (=λάμψη), στιλβηδόν (=λαμπερά), στιλ-
ἴδια ρίζα: στερρῶς, στερρότης. βηδών (=γυαλάδα), στιλβός, στιλβότης, στιλ-
Στέφανος. Ἀπ’ τό ρῆμα στέφω, ὅπου δές γιά πε- βόω-ῶ (=γυαλίζω), στίλβωμα, στίλβων (=ἀχτι-
ρισσότερα παράγωγα. νοβόλος), στίλβωσις, στιλβωτής, στίλβωτρον
Στέφω. Ἀπό ἀρχικό θέμα στεπ-, μέ τροπή τοῦ π σέ (=βερνίκι), στιλπνότης, στιλπνόω-ῶ, στίλψις
φ στεφ+ω στέφω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρί- (=γυάλισμα).
ζα: στεφάνη, στεφανηφόρος, στεφανίτης, στέφα- Στῖφος, τό (=πλῆθος, πυκνή παράταξη). Ἀπ’ τό στεί-
νος, στεφάνιον, στεφανόω-ῶ, στεφάνωμα, στε- βω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
φανωματικός, στεφάνωσις, στεφανωτής, στε- Στίχος, ὁ (=σειρά, στίχος ποιήματος). Ἀπ’ τό στεί-
φανωτικός, ἀστεφάνωτος, στέφος (=στεφάνι), χω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
στέμμα, στέψις. Στλεγγίς-ίδος, ἡ (=ξυστρί). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολο-
Στήλη. Ἀπό ρίζα στα- τοῦ ἵστημι, ὅπου δές γιά πε- γία της.
ρισσότερα παράγωγα. Στοά (=ὑπόστεγος περίπατος, κιονοστοιχία). Πι-
Στηλιτεύω (=μνημονεύω, τοιχοκολλῶ, στιγματί- θανόν ἀπό ρίζα στεγ- τοῦ στέγω. Παράγωγα ἀπό
ζω). Ἀπ’ τό στηλίτης (=αὐτός πού εἶναι γραμ- ἴδια ρίζα: στῴδιον (ὑποκορ. τοῦ στοιά - στοά),
μένος στή στήλη δημόσια), πού παράγεται ἀπ’ στωικός.
τό στήλη τοῦ ἵστημι, ὅπου δές γιά περισσότε- Στοιβάζω (=συμπυκνώνω). Ἀπ’ τό στοιβή τοῦ στεί-
ρα παράγωγα. βω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Στήμων-όνος, ὁ (=στημόνι, νῆμα). Ἀπ’ τό ἵστημι, Στοιχεῖον. Ἀπ’ τό στοῖχος (=σειρά) τοῦ στείχω,
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Στηρίζω. Ἀπό ρίζα στα- τοῦ ἵστημι, ὅπου δές γιά Στοιχίζω (=ἀραδιάζω, ἀλφαδιάζω). Ἀπ’ τό στοῖχος
περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό ἴδια τοῦ στείχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παρά-
ρίζα τοῦ στηρίζω: στήριγμα, (ἐπι, ὑπο)στήριγ- γωγα.
μα, στηριγμός, στῆριγξ-ιγγος (=ὑποστήριγμα), Στολή (=στολισμός, ἑτοιμασία, ροῦχο, ὁπλισμός).
στηρικτέον, στηρικτής, στηρικτικός, στηρικτός, Ἀπ’ τό στέλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
ἀστήρικτος, στήριξις, ὑποστήριξις. ράγωγα.
Στιβαρός (=δυνατός). Ἀπ’ τό στείβω, ὅπου δές γιά Στολίζω (=ἑτοιμάζω, στολίζω). Ἀπ’ τό στολίς-ίδος
περισσότερα παράγωγα. (=φόρεμα) τοῦ στέλλω, ὅπου δές γιά περισσό-
Στιβάς-άδος, ἡ (=ἀχυρόστρωμα). Ἀπ’ τό στείβω, τερα παράγωγα.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Στόλος (=ἑτοιμασία, ταξίδι, ἐξοπλισμός). Ἀπ’ τό
Στίβος (=πατημένος δρόμος, μονοπάτι, ἀχνάρι). στέλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Ἀπ’ τό στείβω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- Στόμα καί δωρ. στύμα. Πρωτότυπη λέξη. Παράγω-
ράγωγα. γα ἀπό ἴδια ρίζα: στόμαργος (=φλύαρος), στο-
Στίγμα (=σημάδι). Ἀπ’ τό ρῆμα στίζω (=κάνω ση- ματικός, στομαυλῶ (=μιμοῦμαι αὐλό μέ τά χεί-
μάδι), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. λια), στόμαχος, στομαχικός, στόμιον, στομό-
Στιγμή. Ἀπ’ τό στίζω, ὅπου δές γιά περισσότερα ω-ῶ (=φιμώνω), ἀναστομῶ (=ἀνοίγω), στόμωμα
παράγωγα. (=σκλήρυνση τοῦ σιδήρου), στόμωσις, στομω-
Στίζω (=κάνω σημάδι μ’ ἕνα μυτερό ἐργαλείο, στιγ- τής, στομωτός (=κοφτερός), στωμύλος (=φλύ-
ματίζω). Ἀπό ρίζα στιγ-. Θέμα στιγ+jω στίζω. αρος, εὔγλωττος), στωμυλία, στωμύλλω, στόμ-
Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: στιγεύς, στίγμα, στιγ- φος, στομφάζω.
ματίας (=κακοῦργος στιγματισμένος, δοῦλος Στόμαχος. Ἀπ’ τό στόμα, ὅπου δές γιά περισσότε-
πού ξέφυγε), στιγματίζω, στιγμή, στιγμιαῖος, στι- ρα παράγωγα.
κτέον, στικτός (=μέ στίγματα), ἄστικτος, κατά- Στόμφος (=κομπασμός, μεγαλοστομία). Ἀπ’ τό στό-
στικτος, στίξις. μα, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Στιλπνός (=γυαλιστερός). Ἀπ’ τό ρῆμα στίλβω Στόνος (=στεναγμός, θρῆνος). Ἀπ’ τό στένω, ὅπου
(=λάμπω, γυαλίζω), ἀπ’ ὅπου καί τά παράγωγα: δές γιά περισσότερα παράγωγα.
207
φία, οἰακοστρόφος (=πηδαλιοῦχος), στραβός, Στωϊκός. Ἀπ’ τό οὐσ. στοά, ὅπου δές γιά περισσό-
στραβίζω, στραβισμός. τερα παράγωγα.
Στριφνός (=σταθερός, στερεός, σφιχτός). Πιθανόν Στωμύλος (=εὔγλωττος, φλύαρος, πολυλογάς).
νά συγγενεύει μέ τό στιβαρός. Ἀπ’ τό οὐσ. στόμα, ὅπου δες γιά περισσότερα
Στρόβιλος (=σβούρα, ἀνεμοστρόβιλος, ὅ,τι περι- παράγωγα.
στρέφεται). Ἀπ’ τό στρόβος τοῦ στρέφω, ὅπου Συβώτης (=χοιροβοσκός). Ἀπ’ τό σῦς, συός (=γου-
δές γιά περισσότερα παράγωγα. ρούνι) + βόσκω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
Στρογγύλος. Ἀπ’ τό ρῆμα στραγγεύω (=περιτυλί- ράγωγα.
γω) καί στραγγεύομαι, ὅπου δές γιά περισσότε- Συγγενής. Ἀπ’ τήν πρόθεση σύν + γενέσθαι τοῦ γί-
ρα παράγωγα. γνομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Στρόμβος (=σβούρα, ἀνεμοστρόβιλος). Ἀπ’ τό στρέ- Σύγκλητος. Ἀπ’ τό συγκαλῶ σύν + καλῶ, ὅπου
φω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Στροφή. Ἀπ’ τό στρέφω, ὅπου δές γιά περισσότε- Συγκομιδή. Ἀπ’ τό συγκομίζω (=συγκεντρώνω,
ρα παράγωγα. μαζεύω) σύν + κομίζω, ὅπου δές γιά περισ-
Στρόφιγξ-ιγγος (=ἄξονας περιστροφῆς). Ἀπ’ τό σότερα παράγωγα.
στρέφω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Συγκοπή. Ἀπ’ τό συγκόπτω σύν + κόπτω, ὅπου
Στρυφνός (=στυφός, δύστροπος). Ἀπ’ τό στύφω δές γιά περισσότερα παράγωγα.
(=στύβω, συστέλλω), ὅπου δές γιά ἄλλα πα- Συγκυρία (=σύμπτωση). Ἀπ’ τό συγκυρέω (=συ-
ράγωγα. μπίπτω, ἀνταμώνω) σύν + κυρέω, ὅπου δές
Στρωμνή. Ἀπ’ τό στρώννυμι, στορέννυμι, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
γιά περισσότερα παράγωγα. Σύγχυσις (=ταραχή, καταστροφή). Ἀπ’ τό συγχέω
Στυγερός (=μισητός, σιχαμερός). Ἀπ’ τό ρῆμα στυ- (=ἀνακατώνω, καταστρέφω, ταράζω) σύν +
γέω (=μισῶ, ἀποστρέφομαι), ἀπ’ ὅπου καί τά πα- χέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ράγωγα: στυγητός, Στύξ, Στυγός (=ποταμός τοῦ Συζήτησις. Ἀπ’ τό συζητῶ συν + ζητῶ, ὅπου δές
Ἄδη), Στύγιος, στυγνός (=μισητός, κατσουφια- γιά περισσότερα παράγωγα.
σμένος), στυγνάζω, στυγνότης, στύγος (=μί- Σύζυγος. Ἀπ’ τό συζεύγνυμι σύν + ζεύγνυμι,
σος, ἀντιπάθεια). ὅπου δές για περισσότερα παράγωγα.
Στυγνός (=μισητός, κατσουφιασμένος). Ἀπ’ τό Σῦκον (=ὁ καρπός τῆς συκιᾶς). Παράγωγα ἀπό ἴδια
στυγέω. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη στυ- ρίζα: συκῆ, συκάζω (=μαζεύω σῦκα, ἐρευνῶ πε-
γερός. ρίεργα), συκαστής (=συκοφάντης), σύκινος, συ-
Στῦλος. Σχετίζεται μέ τό σταυρός. Ἀπ’ τό ἵστημι, κίζω (=παχαίνω μέ σῦκα), συκοφάντης (=αὐτός
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. πού κατάγγελνε κάποιον ὅτι παράνομα βγάζει
Στύππη (=στουπί). Πιθανόν ἀπ’ τό στύφω (=στύ- ἔξω ἀπ’ τήν Ἀττική σῦκα), συκωτός (=αὐτός πού
βω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. τρέφεται μέ σῦκα καί παχαίνει).
Στύραξ-ακος. 1) (=τό πίσω μέρος τοῦ δόρατος). Συκοφάντης (=αὐτός πού κατάγγελνε κάποιον
Ἔχει σχέση μέ τό σταυρός. 2) (=εἶδος θάμνου ὅτι βγάζει παράνομα ἔξω ἀπ’ τήν Ἀττική σῦκα,
πού βγάζει ρητίνη). αὐτός πού κατηγορεῖ κάποιον). Ἀπ’ τό σῦκον +
Στυφελός καί στυφλός (=σκληρός, ἄγουρος). Ἀπ’ τό φαίνω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγω-
στύφω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. γα ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ συκοφάντης: συκοφαντία,
Στυφός. Ἀπ’ τό στύφω, ὅπου δές γιά περισσότε- συκοφαντῶ, συκοφάντημα, συκοφάντησις, συ-
ρα παράγωγα. κοφαντητός, ἀσυκοφάντητος, συκοφαντικός,
Στύφω (=στύβω, συστέλλω). Ἀπό ρίζα στυφ-, συκοφάντρια.
ἀπ’ ὅπου καί τά παράγωγα: στρυφνός, στῦμμα, Συλάω-ῶ (=ἀφαιρῶ τά ὅπλα σκοτωμένου, ἀπο-
στύππη, στυππεῖον (=στουπί), στυπτικός, στυ- γυμνώνω). Ἀπ’ τό σύλη ἤ σῦλον (=τό δικαίωμα
φελός καί στυφλός, στυφελίζω (=ταρακουνάω), κατάσχεσης) πού εἶναι συγγενικό μέ τό σκῦλον
στυφός, στυφότης, στῦψις (=στυφάδα). (=λάφυρο). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: σύλημα,
209
Συνετός (=φρόνιμος, γνωστικός). Ἀπ’ τό συνίη- τό συντείνω (=δυναμώνω) σύν + τείνω, ὅπου
μι συν + ἵημι, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ράγωγα. Σύντριμμα. Ἀπ’ τό συντρίβω σύν + τρίβω, ὅπου
Σύνευνος (=σύζυγος). Ἀπ’ τό σύν + εὐνή (=κρεββά- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
τι), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Σύντροφος. Ἀπ’ τό συντρέφω σύν + τρέφω,
Συνεχής. Ἀπ’ τό συνέχω σύν + ἔχω, ὅπου δές γιά ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
περισσότερα παράγωγα. Συντυχία (=σύμπτωση, τύχη). Ἀπ’ τό συντυχεῖν
Συνήγορος. Ἀπ’ τό συναγορεύω σύν + ἀγορεύω, τοῦ συντυγχάνω σύν + τυγχάνω, ὅπου δές
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. γιά περισσότερα παράγωγα.
Συνήθεια (=συναναστροφή, φιλία, συνήθεια). Ἀπ’ Συνωμοσία. Ἀπ’ τό συνόμνυμι σύν + ὄμνυμι
τό συνήθης σύν + ἦθος, ὅπου δές γιά ἄλλα (=ὁρκίζομαι), ὅπου δές γιά περισσότερα παρά-
παράγωγα. γωγα.
Σύνθεσις. Ἀπ’ τό συντίθημι σύν + τίθημι, ὅπου Συνώνυμος. Ἀπ’ τό σύν + ὄνυμα = ὄνομα, ὅπου
δές γιά περισσότερα παράγωγα. δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Σύνθετος. Ἀπ’ τό συντίθημι σύν + τίθημι, ὅπου Σῦριγξ-ιγγος (=ποιμενικός αὐλός, σύριγγα, ὑπό-
δές γιά περισσότερα παράγωγα. νομος). Εἶναι ἠχοποίητη λέξη. Δές γιά παράγω-
Συνθήκη (=συμφωνία). Ἀπ’ τό συντίθημι σύν + γα στό ρῆμα συρίζω ἤ συρίττω.
τίθημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Συρίζω ἤ συρίττω (=παίζω αὐλό, σφυρίζω). Ἀπ’ τό
Σύνθημα. Ἀπ’ τό συντίθημι σύν + τίθημι, ὅπου σῦριγξ -ιγγος πού εἶναι ἠχοποίητη λέξη. Παρά-
δές γιά περισσότερα παράγωγα. γωγα ἀπό ἴδια ρίζα: συρίγγιον (ὑποκορ.), σύριγ-
Συνίζησις (=βούλιασμα). Ἀπ’ τό συνιζάνω (=κατα- μα, συριγμός, σύρισμα, συρικτής, συρικτήρ, συ-
καθίζω, βυθίζομαι) σύν + ἱζάνω (=καθίζω) πού ριστής, συριστική (ἐνν. τέχνη).
ἔχει τήν ἴδια ρίζα μέ τά: ἕζομαι, ἵζω, ὅπου δές γιά Σύρμα (=καθετί πού σέρνεται). Ἀπ’ τό ρῆμα σύρω,
ἄλλα παράγωγα. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Σύννεφον. Ἀπ’ τό σύν + νέφος, ὅπου δές γιά ἄλλα Συρμός. Ἀπ’ τό σύρω, ὅπου δές γιά περισσότε-
παράγωγα. ρα παράγωγα.
Συνοδοιπόρος. Ἀπ’ τό σύν + ὁδός + πόρος τοῦ πε- Συρφετός (=ὅ,τι σέρνεται ἀπ’ τόν ἄνεμο, πλῆθος
ράω-ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ἀνακατωμένο, ὄχλος). Ἀπ’ τό σύρω, ὅπου δές γιά
Σύνοδος (=συγκέντρωση). Ἀπ’ τό σύν + ὁδός τοῦ περισσότερα παράγωγα.
ἔρχομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Σύρω (=σέρνω). Σχετίζεται μέ τό σαίρω. Θέμα συρ
Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ σύνοδος: συνοδία + j + ω σύρρω σύρω. Παράγωγα ἀπό ἴδια
καί συνοδεία, συνοδεύω, συνόδευσις. ρίζα: σύρμα, συρμός, σύρτης (=χαλινάρι), Σύρ-
Συνοικία. Ἀπ’ τό συνοικῶ σύν + οἰκῶ, ἀπ' τό τις (=περιοχές τῆς Λιβυκῆς θάλασσας μέ ρηχά
οἶκος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. νερά), συρτός, συρφετός.
Σύνορον. Ἀπ’ τό σύν + ὅρος, ὅπου δές γιά περισ- Σῦς, συός καί ὗς, ὑός (=γουρούνι).
σότερα παράγωγα. Συσσίτιον, τό. Ἀπ’ τό συσσιτέω-ῶ (=τρώω μαζί) ἀπ’
Συνουσία (=συναναστροφή, παρέα). Ἀπ’ τό συ- τό σύσσιτος σύν + σῖτος, ὅπου δές γιά περισ-
νοῦσα, μετοχή τοῦ σύνειμι σύν + εἰμί, ὅπου σότερα παράγωγα.
δές γιά περισσότερα παράγωγα. Συστάδην (=ἀπό κοντά). Ἀπ’ τό σύν + στάδην τοῦ
Συνοχή. Ἀπ’ τό συνέχω σύν + ἔχω, ὅπου δές γιά ἵστημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
περισσότερα παράγωγα. Συστατικός. Ἀπ’ τό συνίστημι σύν + ἵστημι, ὅπου
Σύνταγμα. Ἀπ’ τό συντάσσω σύν + τάσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
δές γιά περισσότερα παράγωγα. Σύστημα. Ἀπ’ τό συνίστημι σύν + ἵστημι, ὅπου
Σύντομος. Ἀπ’ τό συντεμεῖν τοῦ συντέμνω σύν + δές γιά περισσότερα παράγωγα.
τέμνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Συχνός. Ἴσως ἀντί συγχνός, συνεχνός σύν +
Σύντονος (=τανυσμένος, δυνατός, ὁρμητικός). Ἀπ’ ἔχω (συνεχής).
211
Σχέτλιος (=καρτερικός, δυστυχισμένος, ἄθλιος). Ἀπ’ Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: σωμασκῶ, σωμασκία,
τό ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. σωματικός, σωμάτιον, σωματοειδής.
Σχῆμα. Ἀπ’ τό σχεῖν τοῦ ἔχω, ὅπου δές γιά περισ- Σωμασκῶ (=γυμνάζω τό σῶμα). Ἀπ’ τό σῶμα +
σότερα παράγωγα. ἀσκῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, κα-
Σχίζω. Συγγενικό μέ τό σκεδάννυμι. Ἀπό ρίζα σκιδ- θώς καί στή λέξη σῶμα.
ἤ σχιδ-. Θέμα σχιδ + jω σχίζω. Παράγωγα: Σωρός. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως νά συγ-
σχίδαξ, σχίζα (=κομμάτι ξύλου, σκίζα), ἀσχιδής γενεύει μέ τό σορός. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα:
(ἄσκιστος), πολυσχιδής (=σκισμένος σέ πολλά σώρακος (=ἀγγεῖο), σωρεία, σωρείτης, σωρευ-
μέρη, πολύ μορφωμένος), σχινδάλαμος ἤ σκιν- τός, σωρεύω, σώρευμα, σωρηδόν.
δάλαμος (=πελεκούδι, ἀγκίδα, λεπτολογία), σχί- Σῶς, ὁ, ἡ, σῶν, τό. Ἀπ’ τό σάος τοῦ σῴζω, ὅπου δές
σις, σχίσμα, σχισματικός, σχισμός, σχιστός, ἄσχι- γιά περισσότερα παράγωγα.
στος, ὁλόσχιστος. Σωτήρ-ῆρος. Ἀπ’ τό σῴζω, ὅπου δές γιά περισσό-
Σχίσμα. Ἀπ’ τό σχίζω, ὅπου δές γιά περισσότερα τερα παράγωγα.
παράγωγα. Σώφρων (=φρόνιμος, συνετός, συγκρατημένος,
Σχοινοβάτης. Ἀπ’ τό σχοῖνος (=βοῦρλο, καλάμι, ἁγνός). Ἀπ’ τό σῶς (σῶος) + φρήν, φρενός. Πα-
σχοινί) + βαίνω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ ράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: σωφρονῶ, σωφρόνημα,
σχοῖνος: σχοίνινος, σχοινίον, σχοινίζω (=καθα- σωφρονητέον, σωφρονητικός, σωφρονίζω, σω-
ρίζω με ὀδοντογλυφίδα), σχοίνισμα (=μέρος γῆς, φρονικός, σωφρόνησις (=τιμωρία), σωφρόνισμα,
μερίδιο), σχοινισμός. σωφρονισμός, σωφρονιστήρ, σωφρονιστήριον,
Σχολάζω (=ἀναπαύομαι). Ἀπ’ τό σχολή (=ἀργία, σωφρονιστής, σωφρονιστικός, ἀσωφρόνιστος,
ἀνάπαυση) τοῦ ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα ἡ σωφρονιστύς-ύος (=σωφρόνιση), σωφροσύ-
παράγωγα. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ σχολή: νη, σωφρόνως.
σχολαῖος (=ἀργοκίνητος), σχολαιότης, σχόλα-
σις, σχολασμός, σχολαστήριον, σχολαστής, σχο-
λαστικός, σχολεῖον, σχολικός, σχόλιον (=ἐξήγη-
ση), σχολιάζω, σχολιαστής.
Σχολαστικός (=λεπτολόγος γιά ἀσήμαντα πράγ-
ματα). Ἀπ’ τό σχολάζω, ὅπου δές γιά περισσό-
τερα παράγωγα.
Σχολή (=ἀπραξία, ἀνάπαυση, τόπος γιά συζήτη-
ση). Ἀπ’ τό ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
ράγωγα.
Σῴζω. Ρίζα σα-. Θέματα: α) σῳδ- (ἀπ’ τό σωιδ-)
σῴζω καί β) σω σώω, σάος σῶς. Παράγω-
γα ἀπό ἴδια ρίζα: σῶος, σῶς (=ἀκέραιος), σῶσις,
διάσωσις, σῶσμα, διασωσμός, σωστέος, διασω-
στέον, σωστικός, σωστός, ἄσωστος, τά σῶστρα
(=ἀμοιβή γιά τή σωτηρία κάποιου), σωτήρ, σώτει-
ρα ἤ σώστρια, σωτηρία, σωτήριος, ἄσωτος, ἀσω-
τία, σῶτρον (=ἡ ξύλινη περιφέρεια τοῦ τροχοῦ),
τά κύρια ὀνόματα: Σῶσος, Σωσώ, Σωσίας, Σώ-
στρατος, Σωκράτης, καί ἴσως τό σῶμα.
Σωλήν - ῆνος (=σωληνάρι). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολο-
γία του.
Σῶμα. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἄν σημαίνει ζω-
ντανό σῶμα, τότε σχετίζεται μέ τό σῶος τοῦ σῴζω.
Τάγμα Ἀπ’ τό τάσσω ἤ τάττω ὅπου δές γιά περισ- Ταλασιουργός (=αὐτός πού κατεργάζεται μαλλιά).
σότερα παράγωγα. Ἀπ’ τό ταλασία τοῦ τλάω + ἔργω. Δές γιά ἄλλα
Ταγός (=ἀρχηγός, κυβερνήτης). Ἀπ’ τό τάσσω, ὅπου παράγωγα στό ρῆμα τλάω.
δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ταμίας. Ἀπ’ τό τέμνω, ὅπου δές γιά περισσότε-
Ταινία (=κορδέλλα). Ἀπ’ τό τείνω, ὅπου δές γιά ρα παράγωγα.
περισσότερα παράγωγα. Ταξίαρχος ἤ ταξιάρχης. Ἀπ’ τό τάξις τοῦ τάσσω +
Τακτικός. Ἀπ’ τό τάσσω, ὅπου δές γιά περισσότε- ἄρχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, κα-
ρα παράγωγα. θώς καί στό ρῆμα τάσσω.
Ταλαίπωρος. Ἀπ’ τό τάλας (=τλάω) + πηρός (=σα- Τάξις. Ἀπ’ τό τάσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα
κάτης) τοῦ πάσχω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τα- παράγωγα.
λαιπωρία, ταλαιπωρῶ, ταλαιπώρημα, ταλαιπώ- Ταπεινός (=χαμηλός, ἀσήμαντος, ἄθλιος, μέτριος).
ρησις, ἀταλαίπωρος. Δές γιά ἄλλα παράγωγα Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Παράγωγα: ταπεινό-
στό ρῆμα τλάω. της, ταπεινῶ (=ξευτελίζω, ταπεινώνω), ταπείνωμα
Ταλαντεύω (=κουνῶ πέρα-δῶθε). Ἀπ’ τό τάλαντον (=χαμήλωμα), ταπείνωσις, ταπεινόφρων.
(=ζυγαριά) τοῦ τλάω. Δές γιά περισσότερα πα- Ταπεινόφρων. Ἀπ’ τό ταπεινός + φρήν. Δές γιά
ράγωγα στό ρῆμα τλάω. ἄλλα παράγωγα στή λέξη ταπεινός.
Τάλαντον (=ζυγαριά, νόμισμα). Ἀπ’ τό τάλαν, οὐδ. Τάπης-ητος, ὁ (=χαλί). Λέγεται καί τάπις, δάπις. Πι-
τοῦ τάλας ἀπ’ τό τλάω, ὅπου δές γιά περισσό- θανόν ἡ προέλευσή του ἀπ’ τήν Ἀνατολή.
τερα παράγωγα. Ταράσσω καί ἀττ. ταράττω καί μέ συγκοπή θράσ-
Ταλαντοῦχος. Ἀπ’ τό τάλαντον + ἔχω, ὅπου δές σω. Θέμα ταραχ+j+ω ταράσσω ἤ -ττω. Πα-
γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα ράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τάραγμα, ταραγμός, τα-
τλάω. ρακτικός, συνταρακτικός, ταρακτός, ἀτάρακτος,
Τάλας - τάλαινα - τάλαν (=δυστυχισμένος). Ἀπ’ τάρακτρον (=κουτάλα γιά ἀνακάτεμα), ταρά-
τό ρῆμα τλάω (=ὑποφέρω), ὅπου δές γιά περισ- κτωρ, τάραξις, ἐκτάραξις, ταραξίας, ἀταραξία,
σότερα παράγωγα. ταραχή, διαταραχή, τάρχη (μέ συγκοπή), τάρα-
215
χισμα, τειχισμός, τειχιστής, ἀποτειχιστέον, ἀπο- Τέλος, τό (=ἐκπλήρωση, τέρμα, θάνατος, ἐξουσία,
τείχιστος, εὐαποτείχιστος, τειχίον, τειχομαχῶ, φόρος). Μέ τίς 4 πρῶτες σημασίες ἀναφέρεται
τειχοποιῶ, τοῖχος, ὁ (μέ ἑτεροίωση). σέ ρίζα τελ- συγγενική μέ τήν τερ- (τέρμα), ἐνῶ
Τεκμήριον (=ἀπόδειξη). Ἀπ’ τό τεκμαίρομαι (=συ- μέ τή σημασία (φόρος) πρέπει νά ἀναφερθεῖ σέ
μπεραίνω) πού παράγεται ἀπ’ τό οὐσ. τό τέκμαρ ρίζα ταλ- τοῦ τλάω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα:
(=ὁρισμένο σημεῖο, τέρμα) κι αὐτό ἀπό ρίζα τεκ- τέλειος ἤ τέλεος, τελείως ἤ τελέως, τελειόω-ῶ
τοῦ τίκτω. Παράγωγα τοῦ τεκμαίρομαι: τέκμαρ- (=τελειοποιῶ), τελείωμα, τελείωσις, τελειωτής,
σις (=ἐμπειρία), τεκμαρτέος, τεκμαρτέον, τεκ- τελειωτικός, τελεσφόρος, τελεσφορῶ, τελῶ, τε-
μαρτικός (=στοχαστικός), τεκμαρτός, ἀξιοτέκ- λετή, τελευτή, τελευταῖος, τελήεις, ἀτελής, εὐτε-
μαρτος (=ἀξιόπιστος), ἀτέκμαρτος (=ἀβέβαιος), λής (=φτηνός), πολυτελής (=σπάταλος), τελι-
ἀτεκμάρτως, διστέκμαρτος, τεκμηριῶ (=ἀποδει- κός, τελώνης (=εἰσπράκτορας τῶν δημόσιων
κνύω), τεκμηρίωσις (=ἀπόδειξη). φόρων), τελωνῶ (=φορολογῶ), τελωνία, τελω-
Τέκνον-ου, τό (=τό παιδί). Ἀπό ρίζα τεκ- τοῦ τίκτω, νικός, ὑποτελής.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Τελώνης (=εἰσπράκτορας τῶν δημόσιων φόρων).
Τεκταίνομαι (=φτιάχνω, κατασκευάζω, σχεδιά- Ἀπ’ τό τέλος (=φόρος) + ὠνοῦμαι (=ἀγοράζω),
ζω). Ἀπ’ τό οὐσ. τέκτων, ὁ (=ὁ μάστορας), ἀπό ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί
ρίζα τεκ- τοῦ τίκτω, ὅπου δές γιά περισσότερα στή λέξη τέλος.
παράγωγα. Τεμάχιον. Ἀπ’ τό τέμνω, ὅπου δές γιά περισσότε-
Τέκτων-ονος, ὁ (=ξυλουργός, μάστορας). Ἀπό ρα παράγωγα.
ρίζα τεκ- τοῦ τίκτω, ὅπου δές γιά περισσότε- Τέμενος (=μέρος γῆς χωρισμένο πού ἀνήκει σέ
ρα παράγωγα. ἐπίσημο πρόσωπο, ἱερός τόπος). Ἀπ’ τό τέμνω,
Τελαμών-ῶνος, ὁ (=λουρί ἀπό δέρμα). Ἀπό ρίζα ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
τλα- τοῦ τλάω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- Τέμνω (=κόβω, κομματιάζω, χωρίζω). Ἀπό ρίζα
ράγωγα. τεμ-. Θέματα: α) τεμ + πρόσφυμα ν + ω τέ-
Τελεσφόρος (=αὐτός πού ἐκπληρώνει τό σκοπό μνω, β) μέ ἑτεροίωση: τομ- ἤ ταμ- καί γ) τμη-
του, ὁ ἀποτελεσματικός). Ἀπ’ τό τέλος + φέρω, μέ μετάθεση φθόγγου καί ἔκταση (τεμ – τμε –
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί τμη). Τό τάμνω εἶναι πιό ἀρχαῖος τύπος. Παρά-
στή λέξη τέλος. γωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ταμίας (=μοιραστής), ταμι-
Τελετή (=τελειοποίηση, γιορτή μυστική). Ἀπ’ τό εύω (=διευθύνω), ταμιεῖον, ταμιεία, τέμαχος, τό
ρῆμα τελέω-ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- (=κομμάτι), τεμάχιον (ὑποκορ.), τέμενος, τεμενί-
ράγωγα. ζω (=ἀφιερώνω), τμήγω (=κόβω), τμῆμα (=κομ-
Τελευταῖος. Ἀπ’ τό τελευτή τοῦ τελέω-ῶ, ὅπου δές μάτι), τμῆσις, τμητέον, ἀποτμητέον, τμητήρ, τμή-
γιά περισσότερα παράγωγα. της, τμητικός (=κοφτερός), τμητός, ἄτμητος, νε-
Τελέω-ῶ (=τελειώνω). Ἀπ’ τό οὐσ. τέλος, ὅπου δές ότμητος, ρινότμητος, τομή, κατατομή, περιτομή,
γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ τελῶ: προτομή, τομαῖος, τομεύς (=μαχαίρι τοῦ τσαγ-
τέλεσμα (=πληρωμή, συμπλήρωση), ἀποτέλε- γάρη, φαλτσέτα), οἱ τομεῖς (=τά μπροστινά δό-
σμα, τελεσμός, τελεστής (=ἱερέας), τελεστήρι- ντια), τόμιον (=θῦμα), τομός (=κοφτερός), τό-
ον, τελέστρια, τελεστικός, τελεστήρια (ἐνν. ἱερά μος, ὁ (=κομμάτι), ἄτομος (=ἀδιαίρετος), ἄτο-
= εὐχαριστήρια θυσία), ἐπιτελεστέος, ἀτέλεστος, μον (=τό ἐλάχιστο στοιχεῖο τῆς ὕλης), ἀτομικός,
ἡμιτέλεστος, τελέ-στωρ, ἀποτέλεσις, ἐπιτέλεσις, ἔντομον, ἀπότομος, δενδροτόμος, διχοτόμος,
τελετή (=μυστική γιορτή), τελευτή (=ἐκτέλεση, καινοτόμος, καρατόμος, λαιμητόμος, λατόμος,
θάνατος), τελευταῖος, τελευτάω-ῶ (=τελειώνω, σκυτοτόμος, σύντομος, ὑλοτόμος.
πεθαίνω), ἀτελεύτητος (=αἰώνιος). Τένων-οντος, ὁ (=τεντωμένο νεῦρο). Ἀπ’ τό τείνω,
Τέλλω. Μόνο σύνθετο μέ τίς προθέσεις: ἀνά, ἐπί, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
περί. Σημαίνει: ἐκτελῶ, ἔρχομαι στό φῶς. Τέρας-ατος, τό (=ἀσυνήθιστο φαινόμενο, θαῦμα,
Τέλμα, τό (=στάσιμο νερό, βάλτος). παράξενο πλάσμα, οἰωνός). Ἐπικός τύπος τό
217
Τηλέμαχος (=ὁ γιός τοῦ Ὀδυσσέα). Ἀπ’ τό τῆλε + ἄθεσμος, θετέος, θετέον, (ἀνα, ἐπι, προς, συν)θε-
μάχομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, τέον, θέτης, νομοθέτης, ταξιθέτης, θετικός, θε-
καθώς καί στή λέξη τῆλε. τός, ἀδιάθετος, ἄθετος (=ἀκατάλληλος), ἀθετῶ
Τημελής (=ἐπιμελής, προσεχτικός). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυ- (=ἀπορρίπτω), ἀνυπόθετος, ἀσύνθετος, ἀπόθε-
μολογία του. Ἴσως νά εἶναι συγγενικό μέ τό μέλω τος, εὐδιάθετος, ἐγκάθετος, ἐπίθετος, εὐεπίθε-
ἤ μέ τό τηρῶ (=φροντίζω) ἤ ἀκόμη μέ τό ταμίας ἤ τος, νουθετῶ, πρόσθετος ἤ προσθετός, σύνθε-
μέ τό προθεματ. τη + μέλω. Παράγωγα ἀπό ἴδια τος, θωμός (=σωρός), υἱοθετῶ, υἱοθεσία.
ρίζα: τημέλεια (=φροντίδα), τημελῶ (=φροντί- Τιθήνη, ἡ (=ἡ τροφός). Ἀπό ρίζα θα- τοῦ θάω (=θη-
ζω), ἀτημελής, ἀτημελῶ. ἀτημέλητος. λάζω), (θῆλυς, θηλή, τιτθή). Παράγωγα ἀπό ἴδια
Τηρέω-ῶ (=προσέχω, φροντίζω, παραφυλάω). Ἀπ’ ρίζα: τιθηνῶ (=θηλάζω), τιθηνεία, τιθήνημα, τιθή-
τό οὐσ. τηρός (=φύλακας). Παράγωγα ἀπό ἴδια νησις, τιθηνητήρ, τιθηνήτειρα, τιθηνητήριος.
ρίζα: τήρημα, παρατήρημα, τηρήρμων, τήρησις, Τίκτω (=γεννῶ). Θέματα: α) τεκ, μέ ἐνεστ. ἀναδιπλ.
(δια, ἐπι, παρα)τήρησις, τηρητέον, τηρητής, (ἐπι, τι-τέκ-ω, μέ ἀποβολή τοῦ ε τί-τκ-ω καί μέ
παρα)τηρητής, τοποτηρητής, τηρητικός. μετάθεση τῶν τκ τίκτω. β) τοκ μέ ἑτεροίωση
Τητάομαι-ῶμαι (=στεροῦμαι). Ἀπ’ τό οὐσ. τήτη τοῦ ε σέ ο. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τέκνον, τε-
(=στέρηση). κνοποιία, τέκος, τέκτων, τεκταίνομαι, τεκτονι-
Τιάρα, ἡ (=ἐπίσημο κάλυμμα τοῦ κεφαλιοῦ πού τό κός, τέχνη, τοκάς-άδος, ἡ (=ἔγκυος, γιά ζῶα),
φοροῦσαν οἱ Πέρσες). Ἡ προέλευσή της εἶναι τοκετός, τοκεύς (=ὁ γονιός), τόκος (=γέννα, το
Περσική. γεννημένο παιδί, κέρδος), δύστοκος, δυστοκία,
Τίγρις, ἡ. Ἡ προέλευσή της ἀνατολική. δυστοκῶ (=γεννώ δύσκολα), ἐπίτοκος (=ἕτοιμη
Τιθασεύω (=ἐξημερώνω, δαμάζω). Ἀπ’ τό ἐπίθ. τι- γιά γέννα), εὔτοκος, Θεοτόκος, θεοτόκιον (ὕμνος
θασός (=ἥμερος) πού ἴσως παράγεται ἀπό ρί- στή Θεοτόκο), πρωτοτόκος (=πρωτάρα), πρω-
ζα θα- τοῦ θάω (=θηλάζω) μέ ἀναδιπλασιασμό. τότοκος (=αὐτός πού γεννήθηκε πρῶτος), χρυ-
Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τιθασεία, τιθάσευμα, σοτόκος (=ἡ κότα πού γεννᾶ χρυσᾶ αὐγά), ἀκό-
τιθάσευσις, τιθασευτής, τιθασευτικός, τιθασευ- μη τό τέκμαρ.
τός, ἀτιθάσευτος. Τίλλω (=μαδῶ τίς τρίχες). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολο-
Τιθασός, όν (=ἥμερος, κατοικίδιος). Ἀρχικά ἦταν γία του. Θέμα τιλ + j + ω = τίλλω. Παράγωγα:
οὐσ. τίθασος (=τροφή). Ρίζα θα-, τοῦ θάω (=θη- τίλμα (=κάθε τι μαδημένο), τιλμός (=μάδημα
λάζω), μέ ἀναδιπλ. τι τι-θα-σός. Δές γιά πα- τριχῶν), τίλος (=λεπτό χνούδι), τίλσις (=μάδη-
ράγωγα στό ρῆμα τιθασεύω. μα), τιλτός (=μαδημένος, ξεφτισμένος), ἀπα-
Τίθημι (=τοποθετῶ). Θέματα: α) ἰσχυρό θη + ἐνεστ. ράτιλτος, τό τιλτόν (=παστό ψάρι καθαρισμέ-
ἀναδιπλ. + κατάληξη -μι θίθημι τίθημι, β) νο ἀπ’ τά λέπια).
ἀσθενές θε-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: θήκη (=κι- Τιμαλφής (=πολύτιμος). Ἀπ’ τό τιμή + ἀλφεῖν τοῦ
βώτιο) καί σύνθ. (ἀπο, δια, προσ, παρα, παρακα- ἀλφάνω (=κερδίζω). Δές γιά ἄλλα παράγωγα
τα, συν, ὑπο)θήκη, σκευοθήκη, θῆμα, ἀνάθημα στή λέξη τιμή.
(=ἀφιέρωμα) καί (ἐπί, πρόσ, σύν)θημα, θημών- Τιμή. Ἀπ’ τό ρῆμα τίω (=τιμῶ). Παράγωγα ἀπό ἴδια
ῶνος, ὁ (=σωρός), θησαυρός, θησαυρίζω, ἴσως ρίζα: τιμάω-ῶ, τιμήεις, τίμημα, ἀντιτίμημα, προ-
τό Θησεύς, θέμα, ἀνάθεμα, θεματίζω, θεματικός, στίμημα, τίμησις καί τά σύνθ. (ἀνα, ἀντι, ἀπο,
θέμεθλα (=τά θεμέλια), θεμέλιος, θεμελιόω-ῶ, δια, ἐκ, ἐπι, προ, προσ, ὑπερ, ὑπο)τίμησις, τιμη-
θέμις (=δικαιοσύνη), θέμιστες (=οἱ ἀποφάσεις τέος, τιμητέον, προστιμητέος, προστιμητέον, τι-
τῶν θεῶν, χρησμοί), θεμιστός (=δίκαιος), θεμι- μητής, τιμητικός, τιμητός, ἀτίμητος, ἀνεπιτίμη-
στεύω, ἀθέμιστος, θεμιτός, ἀθέμιτος, θέσις καί τος, πολυτίμητος, τίμιος, τιμιότης, ἄτιμος, ἀτιμῶ
τά σύνθ.: (ἀνά, κατά, διά, μετά, παρά, ἀντί, ἐπί, καί τά σύνθετα: τιμαλφής, τιμιουλκῶ (=ἀκριβαί-
ἀπό, ὑπό, ὑπέρ, ἐν, ἐκ, πρό, πρόσ, σύν, συγκατά) νω), τιμωρός.
θεσις, θεσμός (=νόμος), θέσμιος (=νόμιμος), θε- Τιμωρός (=βοηθός, ἐκδικητής). Συνηρημ. ἀπ’ τό
σμοθέτης, θεσμοφόρος, θεσμοφόρια, ὁροθεσία, δωρ. τιμάFορος τιμή + οὖρος (=φύλακας)
219
Τόνος (=τέντωμα, ἔνταση ἤχου). Ἀπ’ τό τείνω, ὅπου Τραῦμα καί ἰων. τρῶμα. Ἀπ’ τό τιτρώσκω, ὅπου δές
δές γιά περισσότερα παράγωγα. γιά περισσότερα παράγωγα.
Τόξον. Σκυθική λέξη. Ἴσως ἀπό θέμα τοκ- (με ση- Τράχηλος (=ὁ λαιμός, ὁ σβέρκος). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυ-
μασία = κατασκευάζω) συγγενικό μέ τά: τέχνη, μολογία του. Ἴσως ἀπ’ τό ρῆμα τρέχω (ἐπειδή κά-
τέκτων τοῦ τίκτω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: το- νει γρήγορες κινήσεις). Συγγενεύει μέ τή λατιν.
ξεύς, τοξικός, τοξότης, τοξεύω, τοξεία, τόξευ- λέξη tergum (=νῶτο). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα:
μα, τόξευσις, τοξευτήρ, τοξεύτειρα, τοξευτής, τραχηλίζω (=πιάνω κάποιον ἀπ’ τό λαιμό, νικῶ
τοξευτικός, τοξευτός. κάποιον), τραχηλισμός, τραχηλιστήρ, τραχη-
Τοπάζω (=ὑποπτεύω, ὑποθέτω). Ἀπ’ τό οὐσ. τόπος, λιαῖος, τραχηλιώδης (=σκληροτράχηλος), τρα-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. χηλοκάκη (=σιδερένιος κλοιός τοῦ λαιμοῦ), τρα-
Τόπος (=γῆ, θέση, χωρίο συγγραφέως, κοινός χηλοκοπέω-ῶ (=ἀποκεφαλίζω), τραχηλόσιμος
τόπος, εὐκαιρία). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. (=κοντολαίμης).
Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τοπάζω, τοπαστέον, Τραχύς (=ἀνώμαλος, σκληρός, ἄγριος). Ἀπ’ τήν ἴδια
τόπαζος (=καθαρός κρύσταλλος), τοπήιον ἤ ρίζα τοῦ θράσσω (=ταράσσω), (ρίζα τραχ-). Πα-
τοπεῖον, τοπικός, τόπιον (ὑποκορ.), τοπίτης, ράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τραχέως, τραχύτης, τραχύ-
ἐντοπίτης, ἐντόπιος, ἄτοπος καί τά σύνθ.: το- νω, τραχυντικός, τράχυσμα, τραχυσμός (=τραχύ-
πογραφῶ, τοποθετῶ, τοποτηρητής, τοποτηρῶ, τητα), τραχυφωνέω-ῶ (=προφέρω τραχιά).
ὑποτοπῶ. Τρέμω. Ἀπό ρίζα τρεμ-. Θέμα τρεμ+ω = τρέμω καί
Τορεύω (=τρυπῶ, σκαλίζω). Ἀπ’ τό τόρος, ὁ (=τρυ- μέ ἑτεροίωση τρομ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα:
πάνι) πού παράγεται ἀπ’ τό τείρω. Παράγωγα τετρεμαίνω (μέ ἀναδιπλ. τοῦ τρέμω), ἀτρεμής,
τοῦ τορεύω: τορεία, τόρευμα (=ἀνάγλυφο), το- ἀτρέμας, τρόμος, τρομώδης, τρομέω-ῶ, τρομε-
ρεύς, τόρευσις, τορευτής, τορευτικός, τορευ- ρός, ἀτρόμητος, τρομαλεόφωνος (=αὐτός πού
τός (=σκαλιστός). ἔχει τρεμουλιαστή φωνή).
Τόρνος (=τρυπάνι). Ἀπ’ τό τείρω. Παράγωγα ἀπό Τρέπω (=στρέφω). Ἀπό ρίζα τρεπ-. Θέματα: α)
ἴδια ρίζα: τορνεύω, τορνεία, τόρνευμα, τόρνευ- τρεπ+ω = τρέπω. β) τροπ-, μέ ἑτεροίωση καί γ)
σις, ἀποτόρνευσις, τορνευτήριον, τορνευτής, τραπ- ἤ τρακ- ἤ τρεκ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα:
τορνευτικός, τορνευτός, τορνοῦμαι (=χαράζω τρέψις, τρεπτέον, ἐπιτρεπτέον, τρεπτικός, τρεπτός,
μέ τόν τόρνο). δυσαπότρεπτος, ἐπιτρεπτός, τρεπτότης, εὐτρε-
Τραγέλαφος (=φανταστικό ζῶο, τράγος μαζί καί πής (=ἕτοιμος), τρόπαιον ἤ τροπαῖον (=σύμβο-
ἐλάφι). Ἀπ’ τό τράγος + ἔλαφος. Δές γιά περισ- λο νίκης), τροπαῖος (=φοβερός), ἀποτρόπαιος,
σότερα παράγωγα στό ρῆμα τρώγω. τροπή (=γύρισμα) καί τά σύνθ. (ἀνα, ἀπο, ἐκ, ἐν,
Τράγος. Ἀπ’ τό τραγεῖν, ἀπαρ. ἀόρ. β´ τοῦ τρώγω, ἐπι, μετα, περι, προ, ὑπο)τροπή, τροπικός, τρόπις
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. (=ἡ καρίνα τοῦ πλοίου), τρόπος, ἄτροπος (=ἀλύ-
Τραγῳδός. Ἀπ’ τό τράγος + ᾠδός = ἀοιδός τοῦ γιστος), Ἄτροπος (μιά ἀπ’ τίς Μοῖρες), ἐπίτρο-
ἀείδω - ᾄδω, ὅπου δές γιά περισσότερα παρά- πος, πολύτροπος (=πανοῦργος), τροπός (=λου-
γωγα, καθώς καί στό ρῆμα τρώγω. ρί ἀπό στριμμένο δέρμα), τροπόω-ῶ, τροπωτήρ
Τρανής καί τρανός (=αὐτός πού τρυπάει, καθαρός, (=λουρί μέ τό ὁποῖο δένουν τό κουπί στό σκαλ-
διαυγής, φανερός). Ἀπό ρίζα τρα τοῦ τετραίνω μό), ἀνατροπεύς, τροπάριον (=σύντομος ὕμνος),
(=τρυπῶ) πού παράγεται ἀπ’ τό τείρω. προτροπάδην, τραπητέον, ἀτραπός, εὐτράπελος,
Τράπεζα καί δωρ. τράπεσδα. Ἀπ’ τό τετράπεζα, μέ ἀτρεκής (=ἀληθινός), ἄτρακτος.
σύντμηση. Τετράπεζα τέτταρα + πέζα (πέδον Τρέφω. Θέματα: α) θρεφ- καί μέ ἀνομοίωση (τρο-
– πούς). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέ- πή τοῦ δασέως θ στό ψιλό τ) τρεφ+ω = τρέφω,
ξη πούς καί στή λέξη τετράδιον. β) τροφ- καί γ) τραφ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα:
Τραυλός (=τσηβδός). Πιθανόν νά εἶναι ἠχοποίη- θρέμμα, θρεπτέος, θρεπτέον, θρεπτήριος, θρε-
τη λέξη. Μπορεῖ νά προέρχεται κι ἀπ’ τό θραυ- πτήρια (=ἀμοιβή γιά ἀνατροφή παιδιοῦ), θρε-
λός κι αὐτό ἀπ’ τό θραύω. πτήρ, θρεπτικός, θρεπτός, τά θρέπτρα (=ἀμοι-
221
σκώνω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στίς γητος, τρύξ-τρυγός (=νέο κρασί), τρυγίας (=γε-
λέξεις κῦμα καί τρίαινα. μάτος ἀπό κατακάθι).
Τρῖμμα. Ἀπ’ τό τρίβω, ὅπου δές γιά περισσότε- Τρύγη (=ὥριμος καρπός, μάζεμα σταφυλιῶν). Εἶναι
ρα παράγωγα. σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Δές γιά παράγωγα
Τρίπους-ποδος. Ἀπ’ τό τρίς + πούς, ὅπου δές γιά στό ρῆμα τρυγάω.
περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη Τρυγητός ἤ τρύγητος (=τρύγος). Ἀπ’ τό τρυγάω-ῶ,
τρίαινα. ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Τριττύς-ύος, ἡ (=τριάδα, τό ἕνα τρίτο). Ἀπ’ τό Τρύζω (=μουρμουρίζω, ψιθυρίζω, βογγῶ). Ἠχοποί-
τρεῖς. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέ- ητη λέξη. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τρυγών-όνος,
ξη τρίαινα. ἡ (=τό τρυγόνι), τρυγόνιον.
Τριώβολον (=νόμισμα τριῶν ὀβολῶν, μισή δραχ- Τρυπάω-ῶ. Ἀπ’ τό οὐσ. τρύπη ἤ τρῦπα (=τρύπα) τοῦ
μή). Ἀπ’ τό τρι + ὀβολός, ὅπου δές γιά ἄλλα πα- τρύω, ἀπ’ τό τείρω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τρυ-
ράγωγα, καθώς καί στή λέξη τρίαινα. πάνη, τρύπανον, τρυπάνιον, τρύπημα, τρυπηματι-
Τριώροφος. Ἀπ’ τό τρι + ἐρέφω (=στεγάζω), ὅπου κός, τρύπησις, διατρύπησις, τρυπητέον, τρυπητήρ,
δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή τρυπητής, τρυπητός, ἀτρύπητος, τρύπιος.
λέξη τρίαινα. Τρυφερός. Ἀπ’ τό τρυφή τοῦ θρύπτω, ὅπου δές γιά
Τρομερός. Ἀπ’ τό τρομέω-ῶ, πού παράγεται ἀπ’ περισσότερα παράγωγα.
τό τρόμος τοῦ τρέμω, ὅπου δές γιά περισσότε- Τρυφή (=λεπτότητα, πολυτέλεια). Ἀπ’ τό θρύπτω
ρα παράγωγα. (θρυφή τρυφή) πού παράγεται ἀπό ρίζα τερ-
Τρόμος. Ἀπ’ τό τρέμω, ὅπου δές γιά περισσότε- τοῦ τείρω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό
ρα παράγωγα. ρῆμα θρύπτω.
Τρόπαιον ἤ τροπαῖον (=σύμβολο νίκης). Ἀπ’ τό τρέ- Τρύχω (=καταστρέφω, φθείρω). Ἀπό ρίζα τρυ-
πω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. (τοῦ τρύω) πού εἶναι ἐπιτεταμένος τύπος τῆς
Τροπή. Ἀπ’ τό τρέπω, ὅπου δές γιά περισσότερα τερ- (τοῦ τείρω). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό
παράγωγα. ρῆμα τρύω.
Τροπικός. Ἀπ’ τό τρέπω, ὅπου δές γιά περισσότε- Τρύω (=φθείρω, καταστρέφω). Ἀπό ρίζα τρυ-, ἐπι-
ρα παράγωγα. τεταμένος τύπος τῆς τερ- τοῦ τείρω. Ἀπ’ τήν ἴδια
Τρόπος. Ἀπ’ τό τρέπω, ὅπου δές γιά περισσότε- ρίζα τρύχω, τρῦχος (=κουρέλι), τρυχόω-ῶ (=κα-
ρα παράγωγα. ταπονῶ), τρύος (=κόπος), τρύπη, τρυπάω, τρῦμα,
Τροφεῖα (=ἀμοιβή τροφοῦ). Ἀπ’ τό τροφεύω τοῦ τρυμάτιον, τρυμαλιά, τρύμη, τρῦσις, τρυσάνωρ,
τρέφω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. τρυσίβιος, ἄτρυτος, ἀτρύγετος (=ἀκούραστος),
Τροχάδην. Ἀπ’ τό τρέχω, ὅπου δές γιά περισσότε- θρύπτω, τρύφος, τρυφή.
ρα παράγωγα. Τρώγλη (=ποντικότρυπα, σπηλιά). Ἀπ’ τό τρώγω,
Τροχαῖος. Ἀπ’ τό τρέχω, ὅπου δές γιά περισσότε- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ρα παράγωγα. Τρωγλοδύτης. Ἀπ’ τό τρώγλη + δύω (=εἰσδύω),
Τροχήλατος (=πού σέρνεται πάνω σέ τροχό). Ἀπ’ τό ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί
τροχός (τρέχω) + ἐλαύνω, ὅπου δές γιά περισσό- στό ρῆμα τρώγω.
τερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα τρέχω. Τρώγω (=ροκανίζω, μασῶ). Σχετίζεται μέ τό τεί-
Τροχός. Ἀπ’ τό τρέχω, ὅπου δές γιά περισσότε- ρω. Εἶναι ἠχομιμητική λέξη. Θέμα τρώγ+ω =
ρα παράγωγα. τρώγω καί μέ μετάπτωση τραγ-. Παράγωγα ἀπό
Τρυγάω-ῶ. Ἀπ’ τό οὐσ. τρύγη, ἡ (=ὥριμος καρπός, ἴδια ρίζα: τράγημα, τραγήματα (=ξεροί
μάζεμα σταφυλιῶν) πού ἡ ἐτυμολογία του εἶναι καρποί), τραγηματίζω, τραγημάτιον, τράγος,
σκοτεινή. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τρύγημα, τρύ- τραγικός, τραγέλαφος, τραγῳδός, τραγῳδῶ,
γησις, τρυγήσιμος, τρυγητέον, τρυγητήρ, τρυγη- τραγῳδία, τρωγάλια (=ξεροί καρποί),
τήριον (=πατητήρι), τρυγητής, τρυγητικός, τρυ- τρώγλη, τρωγλοδύτης, τρώκτης (=φαγάς), τρω-
γητός ἤ τρύγητος (=ὁ τρύγος), τρυγήτρια, ἀτρύ- κτικός (=ἀχόρταγος), τρωκτός, τρωκτά, τά (=καρ-
223
Y Ὕψιλον
Ὑάδες (=ἑπτά ἀστέρια πού προμήνυαν βροχή). ράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὑγρῶς, ὑγρότης, ὑγραίνω,
Ἀπ’ τό ὕω (=βρέχω), ὅπου δές γιά περισσότε- ὕγρανσις, ὑγραντικός, ὑγρασία, ὕγρασμα.
ρα παράγωγα. Ὑδαρής (=νερουλός, χαλαρός). Ἀπ’ τό ὕδωρ, ὅπου
Ὕαινα (=γουρούνα. Ἄγριο θηρίο τῆς Λιβύης μέ τρί- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
χωμα χοίρου). Θηλυκό τοῦ ὗς (=γουρούνι). Ὕδρα (=νεροφίδα). Ἀπ’ τό ὕδωρ, ὅπου δές γιά πε-
Ὑάκινθος (=εἶδος λουλουδιοῦ πού φύτρωσε ἀπ’ τό ρισσότερα παράγωγα.
αἷμα τοῦ Αἴαντα τοῦ Τελαμώνιου). Αἰγυπτιακή Ὑδρία (=στάμνα). Ἀπ’ τό ὕδωρ, ὅπου δές γιά πε-
ἡ προέλευσή του. ρισσότερα παράγωγα.
Ὕαλος ἤ ὕελος (=γυαλί). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ὑδρορρόη (=ἀγωγός, κανάλι). Ἀπ’ τό ὕδωρ + ροή
Ἴσως εἶναι ξενική λέξη. Πιθανόν νά παράγεται ἀπ’ τοῦ ρέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα,
τό ὕω (ὕαλος = διάφανη σταγόνα). καθώς καί στή λέξη ὕδωρ.
Ὑβός (=καμπούρης). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Ὑδροχόος. Ἀπ’ τό ὕδωρ + χέω, ὅπου δές γιά περισ-
Ὕβρις-εως, ἡ (=ἀλαζονεία). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ σότερα παράγωγα.
τήν πρόθ. ὑπέρ (ὑπερήφανος). Ἴσως ἀκόμα νά Ὕδρωψ-ωπος, ὁ (=ὑδρωπικία, εἶδος δηλ. ἀσθέ-
συγγενεύει μέ τό ὕστερος (τό υ εἶναι προθεμα- νειας). Ἀπ’ τό ὕδωρ, ὅπου δές γιά περισσότε-
τικό). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὑβρίζω, ὕβρισμα, ρα παράγωγα.
ὑβρισμός, ὑβριστέος, ὑβριστήρ, ὑβριστικός, ὕβρι- Ὕδωρ-ὕδατος, τό (=νερό). Οἱ ρίζες εἶναι: ὑδ-, ὑδατ-,
στος, ὑβρίστρια. ὕδρ- καί εἶναι ἄσχετες πρός τό ὕω (=βρέχω). Πα-
Ὑγίεια. Ἀπ’ τό ὑγιής, ὅπου δές γιά περισσότερα ράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὑδαρής (=νερουλός), ὑδα-
παράγωγα. τηρός, ὑδατικός, ὑδάτινος, ὑδάτιον (=ρυάκι), ὑδα-
Ὑγιής. Ἀπό ρίζα υγ- ὅπου προστίθεται καί ἔνα ι. τώδης (=νερουλός), ὕδερος, ὕδρα, ὑδραγωγός,
Πρέπει νά εἶναι συγγενής μέ τή ρίζα Fεξ τοῦ ἀέ- ὑδραίνω (=ποτίζω), ὑδρεύομαι (=ἀντλῶ νερό),
ξω – αὐξάνω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὑγιῶς, ὑδρεία, ὑδρεῖον (=κουβάς), ὕδρευμα, ὕδρευσις,
ὑγίεια, ὑγιεινός, ὑγιηρός, πλουθυγίεια, ὑγιάζω ὑδρευτικός, ὑδρηλός, ὑδρία, ὑδρορρόη, ὑδροφό-
(=γιατρεύω), ὑγιαίνω, ὑγίανσις, ὑγιαντός. ρος, ὑδροχόος, ὕδρωψ-ωπος, ὑδρωπικός.
Ὑγρός. Ἀπό ρίζα υγ-. Ἴσως ἔχει σχέση μέ τό ὕω. Πα- Ὑετός (=βροχή, ἐνῶ ὄμβρος = διαρκής βροχή καί
225
Ὑπεροχή Ἀπ’ τό ὑπερέχω ὑπέρ + ἔχω, ὅπου δές Ὑποδοχή (=φιλοξενία, ὑποστήριξη, κατάλυμα). Ἀπ’
γιά περισσότερα παράγωγα. τό ὑποδέχομαι ὑπό + δέχομαι, ὅπου δές γιά
Ὑπέρτερος. Συγκρ. ἀπ’ τήν πρόθ. ὑπέρ. Παράγω- περισσότερα παράγωγα.
γα ἀπό ἴδια ρίζα: ὑπερτερῶ, ὑπερτερία καί τό Ὑποζύγιον (=ζῷο πού δένεται σέ ἁμάξι ἤ κουβα-
ὑπερθ. ὑπέρτατος. λάει φορτίο). Ἀπ’ τό ὑπό + ζυγός τοῦ ζεύγνυμι,
Ὑπερφαλαγγέω-ῶ (=περικυκλώνω τό ἐχθρικό στρά- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
τευμα. Ἀπ’ τό ὑπέρ + φάλαγξ. Παράγωγα ἀπό Ὑποθήκη (=συμβουλή, ἐγγύηση). Ἀπ’ τό ὑποτί-
ἴδια ρίζα: ὑπερφαλάγγισις. θημι ὑπό + τίθημι, ὅπου δές γιά περισσότε-
Ὑπερφίαλος (=περήφανος). Μᾶλλον ἀπ’ τό ὑπέρ ρα παράγωγα.
+ φFίαλος (ὑπερφυής, μέ τροπή τοῦ υ σέ ι). Ἴσως Ὑποκοριστικός (=χαϊδευτικός). Ἀπ’ τό ρῆμα ὑποκο-
ἀκόμη ἀπ’ τό ὑπέρβιος ὑπερβίαλος. ρίζομαι (=φέρνομαι σάν παιδί, φωνάζω κάποιον
Ὑπερῷον, τό (=τό πάνω πάτωμα). Οὐδέτερο τοῦ χαϊδευτικά), πού εἶναι σύνθετο ἀπ’ τό ὑπό + κο-
ὑπερῷος, πού ἴσως παράγεται ἀπ’ τήν πρόθ. ρίζομαι (=χαϊδεύω), (κοῦρος, κόρη τοῦ κείρω).
ὑπέρ. Παράγωγα τοῦ ὑποκορίζομαι: ὑποκοριζόντως,
Ὑπήκοος. Ἀπ’ τό ὑπακούω ὑπό + ἀκούω, ὅπου ὑποκόρισις, ὑποκόρισμα (=ὄνομα χαϊδευτικό),
δές γιά περισσότερα παράγωγα. ὑποκορισμός, ὑποκοριστικῶς.
Ὑπήνεμος (=αὐτός πού δέν προσβάλλεται ἀπό ἀνέ- Ὑποκριτής (=αὐτός πού προσποιεῖται, ἠθοποιός).
μους). Ἀπ’ τό ὑπό + ἄνεμος, ὅπου δές γιά περισ- Ἀπ’ τό ὑποκρίνομαι (=παριστάνω ἄλλο πρό-
σότερα παράγωγα. σωπο), ἀπ’ ὅπου καί τά παράγωγα: ὑπόκρισις,
Ὑπηρέτης (=κωπηλάτης, βοηθός). Ἀπ’ τό ὑπό + ἐρέ- ὑποκρισία, ὑποκριτικός. Δές γιά ἄλλα παράγω-
της, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. γα στό ρῆμα κρίνω.
Ὑπισχνέομαι-οῦμαι. Ἀρχικό θέμα σεχ- τοῦ ἔχω καί Ὑπόληψις. Ἀπ’ τό ὑπολαμβάνω ὑπό + λαμβάνω,
μέ συγκοπή του ε σχ (π.χ. ἔσχον, ἴσχω). Θέ- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
μα σχ + ἐνεστ. ἀναδιπλ. σι + πρόσφυμα νε Ὑπομονή. Ἀπ’ τό ὑπομένω ὑπό + μένω, ὅπου
σι-σχ-νέ-ομαι καί μέ ἀποβολή τοῦ ἀρχικοῦ σ δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ὑπισχνέομαι-οῦμαι. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: Ὑπόνομος (=ὑπόγειος ὀχετός). Ἀπ’ τό ὑπονέμω
ὑπόσχεσις, ὑποσχετικός. ὑπό + νέμω, ὅπου δές γιά περισσότερα παρά-
Ὕπνος. Ἀπό ρίζα υπ-. Παράγωγα ὑπνηλός, ὑπνο- γωγα.
δότης, ὑπνομαχῶ (=διώχνω τόν ὕπνο), ὑπνόω-ῶ Ὑποπόδιον (=σκαμνί). Ἀπ’ τό ὑπό + πούς, ὅπου
(=ἀποκοιμίζω), ὑπνώσσω (=νυστάζω), ὑπνωτι- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
κός, ὑπνωτέον, ὑπνοφανής (=αὐτός πού φαίνε- Ὑποπτεύω (=ἔχω ὑποψία). Ἀπ’ τό ὕποπτος. Δές
ται στούς ὕπνους), ὑπνοφόβης (=αὐτός πού φο- παρακάτω.
βίζει κάποιον στόν ὕπνο), ὑπνοφόρος (=αὐτός Ὕποπτος. Ἀπ’ τό ὑπό + ὄψομαι, μέλλ. τοῦ ὁράω-ῶ,
πού φέρνει ὕπνο). ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγω-
Ὑπόβαθρον. Ἀπ’ τό ὑπό + βάθρον τοῦ βαίνω, ὅπου γα τοῦ ὕποπτος: ὑποπτεύω.
δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ὑπόσπονδος. Ἀπ’ τό ὑπό + σπονδή τοῦ σπένδω,
Ὑποβολιμαῖος (=νόθος). Ἀπ’ τό ὑποβάλλομαι. Δές ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα βάλλω. Ὑποστάθμη (=βάση, θεμέλιο). Ἀπ’ τό ὑφίσταμαι
Ὑποβρύχιος (=αὐτός πού βρίσκεται κάτω ἀπ’ τό ὑπό + ἵσταμαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα
νερό). Ἀπ’ τό ὑπό + βρύχιος (=βαθύς), πού πα- στό ρῆμα ἵστημι.
ράγεται ἀπ’ τό οὐσ. βρύξ (=τό βάθος τῆς θά- Ὑποστολή (=κατέβασμα). Ἀπ’ τό ὑποστέλλω
λασσας). ὑπό + στέλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
Ὑπόδειγμα. Ἀπ’ τό ὑποδείκνυμι ὑπό + δείκνυμι, ράγωγα.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ὑπόσχεσις. Ἀπ’ τό ὑπισχνοῦμαι, ὅπου δές γιά πα-
Ὑπόδεσις. Ἀπ’ τό ὑποδέω ὑπό + δέω (=δένω), ράγωγα.
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ὑπότασις (=ξάπλωμα). Ἀπ’ τό ὑποτείνω ὑπό +
227
Φ Φῖ
Φαεινός καί ἀττ. φαενός (=λαμπρός). Ἀπό ρί- φασις, ἔμφασις, ἐπίφασις, παρέμφασις, πεφα-
ζα φαF τοῦ φάω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- σμένως, ἀποπεφασμένως, ἀκραιφνής (=ἀμιγής,
ράγωγα. ἀκεραιοφανής).
Φαίδιμος (=λαμπρός, ἔνδοξος). Ἀπό ρίζα φαF τοῦ Φαιός (=σκοῦρος, σταχτύς). Ἀρχικά ἦταν φαισFός.
φάω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Ἀπ’ τό φάω, ὅπου δές γιά περισσότερα παρά-
Φαιδρός (=λαμπρός, εὔθυμος, χαρούμενος). Ἀπό γωγα.
ρίζα φαF τοῦ φάω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα- Φάκελος ἤ φάκελλος (=δεμάτι). Ἴσως νά συγγε-
ράγωγα. Παράγωγα τοῦ φαιδρός: φαιδρῶς, φαι- νεύει μέ τό σφάκελος (=σφαδασμός) ἤ μέ τό φά-
δρότης, Φαῖδρος, Φαίδρα, φαιδροῦμαι (=λάμπω σκωλος (=σακούλα).
ἀπό χαρά), φαιδρύνω φαιδρυντής, φαιδρύντρια, Φακός, ὁ (=τό φυτό καί ὁ καρπός τῆς φακῆς). Ἀβέ-
φαιδρυντικός, φαίδρυσμα, φαιδρωπός. βαιη ἡ ἐτυμολογία του.
Φαίνω (=φέρνω στό φῶς, φανερώνω καί παθητ. Φάλαγξ-αγγος (=παράταξη μάχης). Παράγωγα:
φαίνομαι (=ἔρχομαι στό φῶς). Ἀρχική ρίζα φα- φαλαγγηδόν, φαλάγγιον (=εἶδος ἀράχνης), φα-
(τοῦ φάω). Θέμα φαν+j+ω φαίνω. Παράγω- λαγκόω-ῶ, φαλάγγωμα, φαλάγγωσις.
γα ἀπό ἴδια ρίζα: φανερός, φανερῶ, φανή (=πυρ- Φάλαινα καί φάλλαινα (=τό κῆτος). Ἄγνωστη ἡ
σός), φανός (=λαμπρός), φανός, ὁ (=πυρσός), ἐτυμολογία της.
φανίον (ὑποκορ.), φανάριον, φανότης, ἀφανής, Φαλακρός Ἀπ’ τό φαλός (=λευκός) τοῦ φάω + ἄκρη.
Ἀριστοφάνης, διαφανής, διαφάνεια, ἐκφανής, Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα φάω.
ἐπιφανής, ἐπιφάνεια, θεοφάνεια, καταφανής, Φάλαρα, τά (=κοσμήματα στά πλάγια τῆς περι-
περιφανής, περιφάνεια, προφανής, ὑπερφανής, κεφαλαίας, ἦταν κρίκοι ὅπου δένονταν τά λου-
φάνσις, ἀπόφανσις, φαντάζω, φαντασία, φαντα- ριά πού περνοῦσαν ἀπ’ τό σαγόνι). Ἀπ’ τό φά-
σιόω-ῶ, φάντασμα, φαντασμός, φανταστής, φα- λος (=μέρος περικεφαλαίας).
νταστικός, φανταστός, ἀφάνταστος, φάντης, ἱε- Φαλλός (=ὁμοίωμα ἀντρικοῦ αἰδοῖου σά σύμβο-
ροφάντης, συκοφάντης, συκοφαντῶ, φαντός, λο γονιμότητας τῆς φύσης). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα:
ἄφαντος, ἀποφαντός, ἐπίφαντος, περίφαντος, Φαλλήν (=ἐπώνυμο τοῦ Διόνυσου), φαλληφό-
ἀποφαντέον, ἀποφαντικός, ἐμφαντικός, ἐμφα- ρια, φαλλικός, φαλλοφόρος.
ντικῶς, φάσις (=καταγγελία, ἐμφάνιση), ἀπό- Φάλος, ὁ (=τμῆμα τοῦ μπροστινοῦ μέρους τῆς πε-
229
άδος (=πού βόσκει σέ λιβάδι), φορβή (=τροφή, κη), προένεξις (=παρουσίαση), καί (ἀν, κατ, μετ,
βοσκή), φορβειά (=καπίστρι), φορβαῖος, ἱππο- προσ, συν)ένεξις, καί τό σύνθ. μέ συγκοπή τοῦ ο
φορβός, συφορβός (=χοιροβοσκός). (διά, ἐκ, εἰς, παρεισ)φρέω-ῶ.
Φερέγγυος (=ἀξιόπιστος). Ἀπ’ τό φέρω + ἐγγύη. Φεύγω. Θέματα: α) ἰσχυρό φευγ-, β) ἀσθενές φυγ-.
Δές γιά περισσότερα παράγωγα στά ρήμ. ἐγγυῶ Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φευκταῖος, φευκταῖον,
καί φέρω. προσφευκτέον, φευκτιάω (ἐφετικό), φευκτικός,
Φέρετρον. Ἀπ’ τό φέρω, ὅπου δές γιά περισσότε- φευκτός, φεῦξις (=ἀποφυγή), ἀνάφευξις, διά-
ρα παράγωγα. φευξις (=διαφυγή), κατάφευξις (=καταφύγιο γιά
Φερνή (=ἡ προίκα). Ἀπ’ τό φέρω, ὅπου δές γιά πε- ἀσφάλεια), φεύξιμος, φυγάς-άδος (=δραπέτης,
ρισσότερα παράγωγα. ἐξόριστος), φυγαδεύω, φυγαδεία (ἐξορία, φυγή),
Φέρω. Θέματα: α) φερ- (φέρω), β) φορ- μέ ἑτεροίω- φυγαδευτέον, φυγαδευτικός, φυγαδικός, φυγή,
ση (φόρος), γ) φαρ- (φαρέτρα) καί φωρ-, δ) οι- καί φυγοδικῶ, φύγδην, καταφύγιον, κρησφύγετον,
οισ- (οἴσω, οἰστέον), ε) ἐνέκἐνκἐγκ+ἀναδιπλ. φυκτός, ἄφυκτος, φύξις, φύξιμος, πρόσφυξ, φυ-
εν ἐνεγκ-αἤνεγκα καί ἤνεγκον, στ) μέ θέ- ξήλιος (=πού ἀποφεύγει τόν ἥλιο).
μα ενεκ- καί μέ ἑτεροίωση ἐνοκ+ἀττ. ἀναδιπλ. Φήμη. Ἀπ’ τό φημί, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
ἐν-ενοκ-α=ἐνήνοκα=ἐνήνοχα καί ὁ παθ. παρακ. ράγωγα.
ἐν-ένεκ-μαι=ἐνήνεκ-μαι=ἐνήνεγμαι: Παράγωγα Φημί (=λέω, ἰσχυρίζομαι). Ἀπό ρίζα φα- τοῦ φάω,
ἀπό ἴδια ρίζα: φερνή, φέρμα (=τέκνο), φέρετρον, ἴδια μέ τό φαίνω (γιατί καί μέ τά λόγια φανερώ-
φερτός, φέρτατος (=ἄριστος), φέριστος, φερέγ- νει κανείς κάτι). Θέματα: α) ἰσχυρό φη-, φω-,
γυος, πολύφερνος, συμφέρον, ἀνωφερής, κατω- β) ἀσθενές φᾰ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φήμη,
φερής, περιφερής, περιφέρεια, φορά καί τά σύνθ. φημίζω, φῆμις-ιος (=λόγος, φωνή), φημισμός, ἐπι-
(ἀπο, δια, ἐκ, ἐπι, εἰσ, μετα, παρα, προσ, συμ)φο- φημισμός, ἐπιφήμισμα, προφήτης, ὑποφήτης, φά-
ρά, φοράδην (=σηκωτά), φοράς-άδος (=γόνιμη, σκω, φάσις (=λόγος), ἀπόφασις (=ἄρνηση, κρί-
ἡ φοράδα), φορεῖον, φορεύς, ἀμφορεύς συμφο- ση), κατάφασις (=βεβαίωση), πρόφασις, φάτις
ρεύς, φορέω (θαμιστ.), φόριμος (=καρποφόρος), (=χρησμός), φατίζω (=διαφημίζω), φατέον, φα-
φόρος (=πληρωμή χρημάτων), φορός (ἐπίθ. = τέος, ἀποφατικός, καταφατικός, φατός, ἄφατος,
αὐτός πού φέρνει κάτι), ἄφορος, ἀνυπόφορος, θέσφατος, φωνή, φωνέω- -ῶ, φωνήεις, φώνημα,
διάφορος, δορυφόρος, εὔφορος, εὐεπίφορος, ἐκφώνημα, ἐπιφώνημα, φώνησις, (ἀνα, ἀντι, ἐκ,
Ἑωσφόρος, θεσμοφόρος, ἱστιοφόρος, κανηφό- προσ)φώνησις, φωνητήριος, φωνητής, φωνητι-
ρος, λεωφόρος, μισθοφόρος, νικηφόρος, ὀπω- κός, φωνητός, φωνασκῶ, φωνασκία.
ροφόρος, παράφορος, πληροφορῶ, πρόσφορος, Φθάνω (=ἔρχομαι πρῶτος, προφταίνω). Θέματα:
πυρφόρος, σκευοφόρος, τελεσφόρος, ὑδροφό- α) φθα + πρόσφυμα ν = φθάνω. β) φθη (ἀόρ.
ρος, φωσφόρος, χροφόρος, φορμός (=κοφίνι), β´ ἔφθην). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φθαστέ-
φόρτος, φορτίον, φορτίζω, φορτικός, φορτη- ον, ἄφθα-στος.
γός, φαρέτρα, φᾶρος -εος, τό (=πανί), φωρια- Φθαρτός. Ἀπ’ τό φθείρω, ὅπου δές γιά περισσό-
μός (=κιβώριο), φώρ-φωρός (=κλέφτης), φωρά τερα παράγωγα.
(=κλεψιά), φωράω-ῶ (=ἀναζητῶ κλέφτη), φώριος Φθέγγομαι (=μιλῶ δυνατά καί καθαρά). Σκοτεινή
(=κλεμμένος), δίφρος (=ἅρμα), οἰστέος, οἰσοι- ἡ ἐτυμολογία του. Θέμα φθεγ+j+ομαι φθέγγο-
στέος, ἐξοιστέος, οἰστέον προσοιστέον, οἰστικός, μαι, καί μέ ἑτεροίωση φθογ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια
οἰστός, ἄνοιστος, ἀπρόσοιστος, ἀνύποιστος, δύ- ρίζα: φθεγκτός, ἄφθεγκτος, φθέγμα, ἀπόφθεγ-
σοιστος, δυσύποιστος, δυσπρόσοιστος, οἰστόν, μα, ἐπίφθεγμα (=ἀπειλή), παράφθεγμα (=λάθος),
ἀπροσοίστως, εὐπάροιστος (=εὐκολομετακόμι- φθεγματικός, ἀποφθεγματικός, ἀποφθεγματικῶς,
στος), ὀϊστός ἤ οἰστός (=βέλος), ὀϊστεύω (=το- φθέγξις (=φωνή, προφορά), ἐπίφθεγξις, φθογγή,
ξεύω), διηνεκής (=ἀδιάκοπος), δουρηνεκής, κε- φθόγγος, ἄφθογγος (=ἄλαλος).
ντρηνεκής, ποδηνεκής, βεληνεκές, συμπεριενε- Φθέγμα (=φωνή, λόγος). Ἀπ’ τό φθέγγομαι, ὅπου
κτέον, διένεξις (=διαφορά), ἐπένεξις (=προσθή- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
231
Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φλέγμα, φλεγμαίνω, σέ φυγή). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό
φλέγμανσις, φλεγματίας, φλεγματικός, φλεγμα- ρῆμα φοβέω-ῶ.
τώδης, φλεγμονή, φλεγυρός, φλεγέθω (=κατα- Φοῖβος (=λαμπρός, ἀκτινοβόλος, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλ-
καίω), πυριφλεγής, φλεκτικός, ἄφλεκτος, εὔφλε- λωνα). Πιθανόν ἀπ’ τό φάος-φῶς. Παράγωγα
κτος, πυρίφλεκτος, φλέξις (=ἄγνωστο πουλί), ἀπό ἴδια ρίζα: φοιβάζω (=προφητεύω), φοίβα-
φλογερός, φλογίζω, φλόγινος, φλόγιος, φλο- σμα (=χρησμός), Φοίβειος, φοιβητός (=προφη-
γισμός, φλογιστός, φλογμός (=λάμψη), φλόξ- τικός), φοιβητής (=προφήτης), φοιβάω (=ἐξα-
φλογός, φλογώδης, φλογόω-ῶ, φλόγωσις. γνίζω), Φοίβη, φοιβολάλος (=προφητικός), φοι-
Φλέψ-φλεβός ἡ (=φλέβα). Ἀπό ρίζα φλε- τοῦ φλέω βητεύω (=προφητεύω), φοιβολόγος (=προφη-
(=εἶμαι γεμάτος), ὅπου δές γιά περισσότερα πα- τικός), φοιβονομοῦμαι (εἶμαι καθαρός, ἁγνός),
ράγωγα. φοιβάς, ἡ (=προφῆτις, ἡ).
Φλέω (=εἶμαι γεμάτος). Εἶναι ἄχρηστο ἀλλά χρη- Φοῖνιξ (=κάτοικος τῆς Φοινίκης), φοῖνιξ (=βαθύ
σιμεύει σάν πηγή πολλῶν λέξεων. Ρίζα: α) φλα- κόκκινο χρῶμα, κόκκινος, ἡ χουρμαδιά). Ἀπό τό
, φλαδ- (=ἀναβλύζω, πηγάζω) τά παράγωγα: φοινός (=κόκκινος) κι αὐτό ἀπ’ τό φόνος. Παρά-
παφλάζω, ἐκφλαίνω. β) φλε-, φλο- τά παράγω- γωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φοινίκεος (=κόκκινος), Φοι-
γα φλέψ, Φλέων, Φλεύς, φλοιός, Φλοιά, φλοίω, νίκη, Φοινικίζω, Φοινικικός, φοινίκινος, φοινικι-
φλοῖσβος. γ) φλυ-, φλυδ- τά παράγωγα: φλύω, στής, φοινικόεις.
φλύαξ, φλύαρος, φλυάσσω, φλύζω, φλυδάω, φλυ- Φοιτάω-ῶ (=πηγαινοέρχομαι, συχνάζω). Ἀπ’ τό
κτίς, φλύκταινα (=φουσκάλα), οἰνόφλυξ (=μέθυ- οὐσ. ὁ φοῖτος (=τό πήγαινε ἔλα, τό νά συχνά-
σος), φλιδή (=ὑπερεκχείλιση), φλήναφος (=φλυ- ζει κανείς κάπου). Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό εἶμι
αρία). (θαμιστ. ἰτάω - ἰτητέον). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρί-
Φληναφάω-ῶ (=φλυαρῶ). Ἀπ’ τό φλήναφος τοῦ ζα: φοιταλέος, φοιτάς-άδος, ἡ (=μανία), φοιτεία,
φλέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. φοίτησις, ἐπιφοίτησις, συμφοίτησις, φοιτητέον,
Φλιά καί πληθ. φλιαί (=οἱ παραστάδες τῆς πόρ- φοιτητήρ, φοιτητήριον, ἀποφοιτήριον, φοιτητής,
τας). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. συμφοιτητής, φοίτης.
Φλοιός (=ἡ φλούδα τοῦ δέντρου). Ἀπ’ τό φλέω, Φόνος. Ἀπ’ τό ἄχρηστο ρῆμα φένω (ἀόρ. β´ ἔπεν-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. φον). Σχετίζεται μέ τό θείνω (=χτυπῶ). Παράγω-
Φλοῖσβος (=ὑπόκωφος θόρυβος). Ἀρχικά ἦταν γα ἀπό ἴδια ρίζα: φονή (=σφαγή), φονικός, φόνι-
φλοιδ+σ+βος φλοῖσβος, ἀπ' τό φλέω, ὅπου ος, φόνειος, φοινός (=κόκκινος σάν αἷμα), φοι-
δές γιά περισσότερα παράγωγα. νίσσω (=κοκκινίζω), φοίνιος (=ματωμένος), φα-
Φλόξ-φλογός, ἡ (=φλόγα). Ἀπ’ τό φλέγω, ὅπου τός (=πεθαμένος), πρόσφατος (=πού πρίν λίγο
δές γιά περισσότερα παράγωγα. σφάχτηκε, καινούργιος), φονεύω, φόνευμα, φο-
Φλύαρος. Ἀπ’ τό φλύω (=κατακλύζω μέ λόγια) πού νεύς, φονεύσιμος, φονευτήριον (=δημόσιο σφα-
παράγεται ἀπό ρίζα φλυ- τοῦ φλέω, ὅπου δές γιά γεῖο), φονευτής, φονευτικός.
περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ φλύα- Φορά. Ἀπ’ τό φέρω, ὅπου δές γιά περισσότερα
ρος: φλυαρία, φλυαρῶ, φλυάρημα. παράγωγα.
Φλύω καί φλύζω (=ξεχειλίζω, γεμίζω μέχρι πάνω). Φορβάς-άδος (=ἡ φοράδα). Ἀπ’ τό φέρβω, ὅπου
Ἀπό ρίζα φλυ- τοῦ φλέω, ὅπου δές γιά περισσό- δές γιά περισσότερα παράγωγα.
τερα παράγωγα. Φορβή (=τροφή, χόρτο). Ἀπ’ τό φέρβω, ὅπου δές
Φοβέω-ῶ (=φοβίζω˙ παθ. = φοβᾶμαι). Ἀπ’ τό οὐσ. γιά περισσότερα παράγωγα.
φόβος πού παράγεται ἀπ’ τό φέβομαι (λατιν. Φορέω-ῶ (=κουβαλῶ, φοράω). Θαμιστικό τοῦ φέ-
terreo). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φοβερός, φο- ρω καί σημαίνει: ἐπανάληψη ἐνέργειας καί δρά-
βερίζω, φόβημα, φοβητέον, φοβητικός, φοβητός, σης. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φορηδόν (=κου-
ἀφόβητος, φόβητρον, ἐκφόβησις, φοβήτωρ, ἄφο- βαλητά), φόρημα (=φορτίο), φόρησις, φορητέος,
βος, ἔμφοβος, ἐπίφοβος, περίφοβος. φορητός, ἐπιφόρημα, συμφόρημα, συμφορηδόν,
Φόβος. Ἀπ’ τό ποιητ. ρῆμα φέβομαι (=τρέπομαι ἐπιφόρησις, συμφόρησις, ἀφόρητος, συμφορητός
233
φρικός, ἡ (=ἐλαφρός κυματισμός τῆς θάλασσας, Ἀπ’ τό φρύγω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
ἀνατρίχιασμα). Δές γιά περισσότερα παράγωγα ράγωγα.
στό ρῆμα φρίσσω-ττω. Φρύγω (=ξεροψήνω, καβουρντίζω). Ἀπό ρίζα φρυγ-.
Φρικώδης. Ἀπ’ τό φρίκη + εἶδος. Δές γιά περισσό- Θέμα φρυγ+ω = φρύγω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρί-
τερα παράγωγα στό ρῆμα φρίσσω-ττω. ζα: φρύγανον, φρυγανίζομαι, φρυγάνιον, φρυ-
Φρίσσω καί ἀττ. φρίττω (=ἀναταράζομαι, ἀνα- γανίς, φρύγετρον (=καβουρντιστήρι), φρυγεύς,
τριχιάζω). Ἀπό ρίζα φρικ-. Ἴσως εἶναι συγγενι- φρυγία, φρύγιον, φρυγμός, φρυκτός (=ξεροψη-
κό μέ τή ρίζα Fριγ τοῦ ριγῶ. Θέμα φρικ+j+ω μένος, οὐσ. = δαυλός, πυρσός, φωτιές πού με-
φρίττ(σσ)ω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φρίξ-φρικός, ταδίδουν εἰδήσεις), φρυκτωρός (=σηματοδότης
φρίκη, φρικαλέος, φρικιάω, φρικίασις, φρι- μέ φωτιές), φρυκτωρία, φρυκτωρῶ, φρυκτώρη-
κτός, φρικώδης, φρικωδία, φριξός, Φρῖξος (=θε- μα (=λάμψη), φρυκτώρησις.
ός ἤ δαίμονας τοῦ τρόμου), φρῖκος, τό (=φρί- Φρυκτωρία (=ἡ συνεννόηση ἀπό μακρυά μέ φω-
κη), φρικτοβόας (=αὐτός πού φωνάζει φρικτά). τιές). Ἀπ’ τό φρυκτωρός (=σηματοδότης μέ φω-
Φροίμιον (=πρόλογος). Ἀντί προοίμιον πρό + τιές), φρύγω + ὤρα (=φροντίδα). Δές γιά ἄλλα
οἶμος (=δρόμος) τοῦ εἶμι, ὅπου δές γιά περισσό- παράγωγα στό ρῆμα φρύγω.
τερα παράγωγα. Φυγάς –άδος. Ἀπ’ τό φεύγω, ὅπου δές γιά περισ-
Φρονέω-ῶ (=σκέφτομαι, εἶμαι συνετός, μελετῶ). σότερα παράγωγα.
Ἀπ’ τό φρήν, φρενός, ὅπου δές γιά ἄλλα παρά- Φυγοδικέω-ῶ (=ἀποφεύγω τή δίκη). Ἀπ’ τό φυγεῖν
γωγα. Θέμα φρεν μέ ἑτεροίωση τοῦ ε σέ ο + δίκη. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέ-
φρον + πρόσφ. ε + ω φρονέω-ῶ. Παράγωγα ξη δίκη καί στό ρῆμα φεύγω.
ἀπό ἴδια ρίζα: φρόνημα (=μυαλό, σκέψη, ἐπιθυ- Φυή (=ἡ σωματική διάπλαση). Ἀπ’ τό φύω, ὅπου
μία), φρονηματίας (=περήφανος), φρονηματιῶ, δές γιά περισσότερα παράγωγα.
φρονηματίζομαι, φρονηματισμός, φρόνησις, πα- Φῦκος –εος, τό (=φυτό τῆς θάλασσας, τό φύκι, ἀπ’
ραφρόνησις, περιφρόνησις, φρονητέον, περιφρο- αὐτό ἔβγαινε ἕνα κόκκινο χρῶμα πού οἱ Ἑλληνίδες
νητέος, περιφρονητής, περιφρονητικός, φρόνι- τό εἶχαν σάν κοκκινάδι, φυκιασίδι).
μος, φρονούντως, φροντίς-ίδος. Φύλαρχος. Ἀπ’ τό φυλή + ἄρχω, ὅπου δές γιά περισ-
Φρόνιμος. Ἀπ’ τό φρονέω-ῶ, ὅπου δές γιά περισ- σότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα φύω.
σότερα παράγωγα. Φυλάσσω καί ἀττ. -ττω. Ἀπό ρίζα φυλακ-. Θέμα
Φροντίζω. Ἀπ’ τό φροντίς-ίδος τοῦ φρονέω-ῶ. φυλακ+j+ω φυλάττω. Παράγωγα ἀπό ἴδια
Θέμα φροντιδ+j+ω φροντίζω. Παράγωγα ρίζα: φυλακή (=φρούρηση), φυλακεῖον, φυλακι-
ἀπό ἴδια ρίζα: φρόντισις, φρόντισμα, φροντι- κός, φυλακίς, φύλακος, φυλακτέος, φυλακτέον,
στέον, φροντιστήριον, φροντιστής, φροντιστι- φυλακτήρ, φυλακτήριον, φυλακτήριος, φυλακτι-
κός, ἀφρόντιστος. κός, ἐπιφυλακτικός, φυλάκτης, φυλάκτωρ, φυλα-
Φροῦδος (=αὐτός πού ἔφυγε, πού ἐξαφανίστηκε). κτός, ἀφύλακτος, δυσφύλακτος, εὐφύλακτος, φύ-
Μέ συναίρεση ἀπ’ τό πρό + ὁδοῦ. λαγμα, φύλαξ-ακος, νυκτοφύλαξ, (δια, ἐπι, πα-
Φρουρός (=φύλακας). Μέ συναίρεση ἀπ’ τό προο- ρα, προ)φύλαξις.
ρός πρό καί ρίζα Fορ τοῦ ὁράω-ῶ. Παράγωγα Φύλλον. Ἀπ’ τό φύω, ὅπου δές γιά περισσότερα
ἀπό ἴδια ρίζα: φρουρά, φρούραρχος, φρούριον, παράγωγα. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φυλλάς-
φρουρικός, φρουρίς-ίδος, φρουρέω-ῶ, φρούρη- άδος (=στρῶμα ἀπό φύλλα), φύλλινος, φυλ-
μα, φρούρησις, φρουρητήρ, φρουρητικός, φρου- λίς, φυλλίτης, φυλλοβολῶ, φυλλοροέω, φυλ-
ρητός, ἀφρούρητος, φρουρήτωρ. λώδης, φύλλωμα.
Φρυάσσομαι καί ἀττ. -ττομαι (=χρεμετίζω, εἶμαι Φυλλορροέω-ῶ (=ρίχνω τά φύλλα). Ἀπ’ τό φυλ-
ἀνυπότακτος). Ἴσως συγγενικό μέ τό φριμάσσο- λορρόος φύλλον (τοῦ φύω) + ρέω. Δές γιά
μαι (=σκιρτῶ, φυσῶ μέ τά ρουθούνια). Παράγωγα περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ρέω καί στή
ἀπό ἴδια ρίζα: φρύαγμα, φρυαγμός, φρυακτής. λέξη φύλλον.
Φρύγανον, πληθ. φρύγανα (=ξερά ξύλα, τσάκνα). Φυλοκρινέω-ῶ (=χωρίζω τίς φυλές). Ἀπ’ τό φῦλον
235
Χ Χῖ
Χάζω (=ἀναγκάζω κάποιον νά φύγη), χάζομαι (=ὑπο- Χαλάω-ῶ (=χαλαρώνω, ξετεντώνω) συγγενικό μέ
χωρῶ, φεύγω). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως το χάζω. Θέμα χαλασ+ω = χαλάσω = χαλάω-ῶ.
ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα χα- τῆς λέξης χήρα. Ἴσως ἀκό- Παράγωγα: χαλαρός, χάλαρα, τά (=γκρεμοί),
μα συγγενικό μέ τά ρήμ. σκεδάννυμι, σχάζω, κι- χαλαρῶς, χαλαρότης, χάλασις, χάλασμα, χα-
χάνω, χαίνω. λασμός (=χαλάρωμα), χαλαστέον, χαλαστήρια
Χαίνω καί χάσκω. Θέμα χην=χαν+jω= χαίνω (=ἀνοί- (ἐνν. σχοινία = σχοινιά μέ τά ὁποῖα κατεβαζό-
γω πολύ). Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα χάσκω. ταν ἡ καταπακτή), χαλαστής, χαλαστικός, χαλα-
Χαίρω. Ρίζα χαρ-. Θέμα χαρ+jω = χαίρω. Παράγω- στόν (=ἁλυσίδα), ἀχάλαστος, χαλαίπους (=κου-
γα ἀπό ἴδια ρίζα: χαρά, χάρις, χαρίεις - χαρίεσσα τσός), χαλινός (=χαλινάρι, γκέμι), χαλιναγωγῶ,
- χαρίεν (=χαριτωμένος), χαρίζομαι, χάρισμα, χα- χαλινόω-ῶ, χαλίνωσις, ἀχαλίνωτος, χάλις-ιος,
ρισμός, χαριστέον, χαριστήριος, χαριστικός, ἀχά- ὁ (=ἄκρατος οἶνος, καθαρό κρασί), χαλίφρων
ριστος, εὐχάριστος, κεχαρισμένως, χαριεντίζομαι (=ἐλαφρόμυαλος).
(=λέω ἀστεῖα), περιχαρής, χάρμα, χάρμη (=ἡ χα- Χαλεπός (=δύσκολος, βαρύς, φοβερός). Σκοτεινή ἡ
ρά τῆς μάχης, ἡ μάχη), χαρμονή, χαρμοσύνη, χαρ- ἐτυμολογία του. Παράγωγα: χαλεπῶς (=δύσκο-
μόσυνος, χαρμόφρων, ἐπίχαρμα (=χαιρεκακία), λα), χαλεπότης (=δυσκολία), χαλεπαίνω (=γίνο-
χαροπός καί χαρωπός (=αὐτός πού προξενεῖ χα- μαι βαρύς, ἀγανακτῶ, ὀργίζομαι).
ρά), ἐπίχαρτος (=γιά πάθημα πού προξενεῖ χαρά Χαλιναγωγέω-ῶ (=κυβερνῶ). Ἀπ’ τό χαλινός +
στούς ἐχθρούς), Χάρων-ωνος (=ὁ Χάρος). ἄγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, κα-
Χαίτη. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία της. θώς καί στό ρῆμα χαλάω-ῶ.
Χάλαζα (=τό χαλάζι, κάθε ἐξόγκωμα ὅμοιο μέ χα- Χαλινός (=χαλινάρι, γκέμι). Ἀπ’ τό χαλάω-ῶ, ὅπου
λάζι). Χαλαδ+jα = χάλαζα. Παράγωγα ἀπό ἴδια δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ρίζα: χαλαζάω (=ρίχνω χαλάζι, ἔχω ἐξανθήματα), Χάλιξ-ικος (πληθ.=χαλίκια). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμο-
χαλαζηδόν, χαλαζήεις, χαλάζιο, χαλάζιος (=γε- λογία του.
μάτος ρόζους), χαλαζώδης. Χαλίφρων (=ἐλαφρόμυαλος). Ἀπ’ τό χαλάω + φρήν,
Χαλαρός. Ἀπ’ τό χαλάω, ὅπου δές γιά περισσότε- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί
ρα παράγωγα. στό ρῆμα χαλάω-ῶ.
237
χας), χάσκανον (=εἶδος φυτοῦ), χαῦνος (=χα- χειροδικῶ, χειρόμακτρον, χειρονόμος, χειρονομία,
λαρός, μάταιος), χαυνότης, χαυνόω-ῶ (=χα- χειρονομῶ, χειροποίητος, χειροτέχνης, χειροτε-
λαρώνω, γίνομαι ἀλαζόνας), χαύνωμα, χαύνω- χνία, χειρότονος, χειροτονία, χειροτονῶ, χειροτο-
σις (=χαλάρωση), (νεοελλ. ἀποχαύνωσις = ἀτο- νητής, χειροτονητέον, χειροτονητός, αὐτοχειρο-
νία καί ἀδράνεια), χειά, ἡ (=τρύπα φιδιῶν), χή- τόνητος, ἀχειροτόνητος, χειρουργός, χειρουργῶ,
μη, χήν, χηνός (=ἡ χήνα, ἐπειδή ἀνοίγει τό με- χειρουργία, χειρουργικός, χειρῶναξ, χέρνιψ, χερ-
γάλο ράμφος της). νίπτομαι, ἴσως τό χερμάς (=ὀγκόλιθος), χερνής-
Χάσμα (=βάραθρο, χασμουρητό). Ἀπ’ τό χαίνω. Δές ῆτος (=ἄπορος ἄνθρωπος).
γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα χάσκω. Χειραγωγῶ (=ὁδηγῶ μέ τό χέρι). Ἀπ’ τό χειραγω-
Χασμάομαι-ῶμαι (=χασμουριέμαι). Ἀπ’ τό χάσμη γός χείρ + ἄγω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
(=χασμούρημα) τοῦ χάσκω, ὅπου δές γιά περισ- ράγωγα, καθώς καί στή λέξη χείρ.
σότερα παράγωγα. Χειρόγραφον. Ἀπ’ τό χείρ + γράφω, ὅπου δές γιά πε-
Χαυλιόδους-όδοντος (=αὐτός πού ἔχει προεξέχο- ρισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη χείρ.
νται δόντια). Ἀπ’ τό χαύλιος + ὀδούς, ὅπου δές Χειροδικῶ (=διεκδικῶ μέ τά χέρια μου τό δίκαιο,
γιά ἄλλα παράγωγα. δέρνω). Ἀπ’ τό χειροδίκης χείρ + δίκη, ὅπου
Χαῦνος (=χαλαρός, μάταιος). Ἀπ’ τό χαίνω. Δές γιά δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή
περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα χάσκω. λέξη χείρ.
Χέζω. Θέμα χεδ+jω (=χέζω), καί μέ ἑτεροίωση χοδ- Χειρόμακτρον (=πετσέτα). Ἀπ’ τό χείρ + μάσσω
. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χεσᾶς, χεζητιάω, χε- (=σκουπίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παρά-
σείω (ἐφετικό) (=αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη τῆς κε- γωγα, καθώς καί στή λέξη χείρ.
νώσεως τῶν περιττωμάτων), χόδανος (=ἡ ἕδρα, Χειρονομῶ (=κουνῶ τά χέρια ρυθμικά). Ἀπ’ τό χει-
πρωκτός = προάγει τά περιττώματα). ρονόμος χείρ + νέμω, ὅπου δές γιά περισσότε-
Χεῖλος-εος, τό. Ἀρχικά ἦταν χέλνος. ρα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη χείρ.
Χεῖμα, τό (=παγετός, θύελλα, χειμώνας). Ἀπό ρί- Χειροτεχνία. Ἀπ’ τό χειροτέχνης χείρ + τέχνη,
ζα χι- τοῦ χιών. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χειμά- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί
ζω (=περνῶ τό χειμώνα), χειμάδιον (=χειμαδιό, στή λέξη χείρ.
ὅπου περνᾶ κανείς τό χειμώνα), χειμασία, χείμα- Χειροτονέω-ῶ. Ἀπ’ τό χειρότονος χείρ + τείνω,
στρον (=χειμερινό ροῦχο), χειμαίνω, χειμερινός, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί
χειμέριος, χειμών-ῶνος, χειμωνικός, χειμάρρους στή λέξη χείρ.
(=αὐτός πού ρέει κατά τό χειμώνα). Χειρουργός. Ἀπ’ τό χείρ + ἔργω. Δές γιά περισ-
Χειμάζω (=περνῶ τό χειμώνα). Ἀπ’ τό χεῖμα, ὅπου σότερα παράγωγα στό ρῆμα ἐργάζομαι καί στή
δές γιά περισσότερα παράγωγα. λέξη χείρ.
Χειμάρρους. Ἀπ’ τό χεῖμα + ρέω, ὅπου δές γιά περισ- Χειρῶναξ-ακτος (=αὐτός πού ἐργάζεται μέ τά χέ-
σότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη χεῖμα. ρια). Ἀπ’ τό χείρ + ἄναξ τοῦ ἀνάσσω, ὅπου δές
Χειμών-ῶνος (=καταιγίδα, τρικυμία). Ἀπ’ τό χεῖμα, γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέ-
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. ξη χείρ.
Χείρ-ός, ἡ (=τό χέρι). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία της. Χελιδών-όνος, ἡ (=τό χελιδόνι). Παράγωγα ἀπό
Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χείριος, ὑποχείριος, χει- ἴδια ρίζα: χελιδονίας, χελιδονίζω, χελιδόνισμα
ρίς-ῖδος (=μανίκι), χειρίδιον, χειριδωτός, χειρί- (=τραγούδι παιδικό), χελιδόνιος.
ζω (=κάνω ἐγχείριση, κυβερνῶ), χειρισμός, χειρι- Χέλυς-υος, ἡ (=χελώνη), (=χελώνα, λύρα, για-
στής, χειρόω-ῶ (=ὑποτάσσω, φέρνω στήν ἐξου- τί ὁ Ἑρμῆς ἔκανε τήν πρώτη λύρα ἀπό ὄστρα-
σία μου), χείρωμα, δυσχείρωμα (=δύσκολη κατά- κο χελώνας).
κτηση), χείρωσις, χειρωτικός, χειρωτός, ἀχείρω- Χελώνη (=χελώνα, λύρα). Συνώνυμο μέ τό χέλυς.
τος, δυσχείρωτος, εὐχείρωτος, δυσχερής, εὐχε- Χερμάς-άδος, ἡ (=ὀγκόλιθος). Ἀμφίβολη ἡ ἐτυμο-
ρής καί τά σύνθ.: χειραγωγός, χειραγωγία, χει- λογία του. Ἴσως ἀπ’ τή λέξη χείρ, ὅπου δές γιά
ραγωγῶ, χειρόγραφος, χειρόγραφον, χειροδίκης, ἄλλα παράγωγα.
239
Χλόη. Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα τά: χλοερός, χλόος (=χρῶμα Χορίαμβος [=τετρασύλλαβος μετρικός πόδας πού
πρασινοκίτρινο), χλωρός, χλωρότης, χλοάζω ἔχει ἕναν τροχαῖο (-υ) καί ἕναν ἴαμβο (υ-) (-υυ-)].
(=πρασινίζω). Ἀπ’ τό χορεῖος ἤ χόριος + ἴαμβος. Δές γιά ἄλλα
Χλωρός (=πράσινος). Ἀντί χλοερός. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη χορός.
παράγωγα στή λέξη χλόη. Χορός. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως
Χνόο, χνοῦς, ὁ (=τό χνοῦδι). Ἀπ’ τό χναύω (=ξύ- εἶναι συγγενικό μέ τό χόρτος (=περίβολος).
νω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χορεύω, χορεία, χο-
Χοάνη - χώνη, ἡ (=τό χουνί, χωνευτήρι). Ἀπ’ τό χέω, ρεῖος, χόρευμα, χόρευσις, χορευτέον, χορευτής,
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. χορευτικός, χορεύτρια, ἀχόρευτος, χορηγός, χο-
Χοή (=χύσιμο ὑγροῦ πρός τιμή νεκροῦ, νεκρική ρίαμβος, χορικός, χοροδιδάσκαλος, χοροποιός,
σπονδή). Ἀπ’ τό χέω, ὅπου δές γιά περισσότε- Τερψιχόρη.
ρα παράγωγα. Χόρτος (=περίβολος, χορτάρι). Συγγενικό μέ τό
Χοηφόρος. Ἀπ’ τό χοή + φόρος τοῦ φέρω, ὅπου χορός (λατιν. hortus). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα:
δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό χορτάζω (=ταΐζω), χορταῖος, χορτασία, χόρτα-
ρῆμα: χέω. σμα, χορτασμός, χορταστικός.
Χοῖνιξ-ικος, ἡ (=μέτρο χωρητικότητας ξερῶν Χοῦς (=μέτρο ὑγρῶν, χῶμα). Ἀπ’ τό χέω, ὅπου δές
καρπῶν). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία. γιά περισσότερα παράγωγα.
Χοῖρος, ὁ (=γουρουνόπουλο). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολο- Χραίνω (=ἀγγίζω ἐλαφρά, μολύνω, λερώνω). Ἀπό
γία του. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χοιράς-άδος, ρίζα: χραF. Συγγενικό μέ τά χραύω ἤ χράω, χρίω.
ἡ (=ὅμοιος μέ γουρούνι), χοίρειος, χοιρίδιον, Θέμα χραν + jω χραίνω. Παράγωγα ἀπό ἴδια
χοίρινος. ρίζα: χραντός (=μολυσμένος), ἄχραντος (=ἀμό-
Χολέρα. Πιθανόν ἀπ’ τό χολή. Ἴσως ἀκόμα ἀπ’ τό λυντος), πανάχραντος.
χολάς - πληθ. χολάδες (=ἔντερα, ἐντόσθια). Δές Χράω-ῶ = χρήω-ῶ. 1) (=ξύνω ἐλαφρά, τσουγκρίζω).
γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη χολή. 2) (=ἐπιτίθεμαι) 3) (=δίνω χρησμό, δίνω κάτι).
Χολή. Παράγεται ἀπ’ τό χρῶμα τοῦ ὑγροῦ πού εἶναι Χράομαι ἤ χρήομαι (=χρῶμαι =μεταχειρίζομαι).
ὑποπράσινο καί σχετίζεται μέ τά: χλόη, χλωρός. Γιά τό χράω (3) ρίζα Fρα- ἤ Fρε- ἤ ἡ ριζική σημ.
Παράγωγα ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα: χολάς - πληθ. χο- τοῦ χρή (=νά δίνει κανείς ὅ,τι εἶναι ἀναγκαῖο).
λάδες (=ἐντόσθια), χολέρα, χόλιξ - πληθ. χόλι- Ἡ ἴδια ρίζα καί γιά τό χρήομαι - χρῶμαι. Παρά-
κες (=ἔντερα), χολικός, χόλος (=θυμός), χολά- γωγα τοῦ χρήω-ῶ (3): χρησμός, χρησμολόγος,
ω-ῶ (=εἶμαι μελαγχολικός), χολόω-ῶ (=ὀργίζω), χρησμῳδός, χρησμῳδία, χρησμῳδῶ, χρηστήρ, χρη-
χολοῦμαι (=ὀργίζομαι), χολώδης, χολωτός, με- στηριάζω (=προφητεύω), χρηστήριον (=μαντεῖο),
λάγχολος, ον < μέλας + χολή. χρηστήριος (=μαντικός), χρήστης (=προφήτης),
Χόλος (=δυνατή ὀργή). Ἀπ’ τήν ἴδια ρίζα μέ τό χο- Πυθοχρήστης, Πυθόχρηστος, χρήστωρ, ἀποχρῶν
λή, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. (=ἀρκετός, σοβαρός), ἀποχρώντως (=ἀρκετά),
Χόνδρος, ὁ (=σπυρί, σβῶλος, μαλακό κόκκαλο). χρῄζω (=χρησμοδοτῶ), χρεών, χρή. Παράγωγα
Μέ ἀνομοίωση ἀπ’ τό χρόνδος. τοῦ χρήομαι - χρῶμαι: χρεία (=χρήση, κέρδος,
Χονδρός. Ἐπίθετο. ἀνάγκη), χρέος, χρεώ-χρειώ (=ἀνάγκη), χρεωστῶ,
Χορδή (πληθ. = ἔντερα, χορδή λύρας, λουκάνι- χρεώστης, χρῄζω (=ἔχω ἀνάγκη), ἀχρεῖος, χρῆμα
κο). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χορδεύω, χόρδευ- (=πράγμα, ὑπόθεση, λεφτά), χρηματίζω, χρήσι-
μα (=λουκάνικο). μος, χρησιμότης, χρησιμεύω, χρῆσις, κατάχρησις,
Χορηγός (=ἀρχηγός τοῦ χοροῦ, αὐτός πού πλη- χρηστέον, καταχρηστέον, προσχρηστέον, χρήστης
ρώνει τή δαπάνη γιά τό χορό τοῦ δράματος). (=αὐτός πού δανείζεται, ὀφειλέτης), χρηστικός,
Ἀπ’ τό χορός + ἡγέομαι-οῦμαι. Παράγωγα ἀπό καταχρηστικός, χρηστήριος (=χρήσιμος), χρη-
ἴδια ρίζα: χορηγῶ, χορηγεῖον ἤ χορήγιον, χορή- στός (=ὠφέλιμος, καλός, γενναῖος), χρηστότης
γημα, χορηγητήρ, χορηγία, χορηγικός, χορηγέ- (=καλοσύνη, τιμιότητα), ἄχρηστος, δύσχρηστος,
της, αὐτοχορήγητος. εὔχρηστος, πάγχρηστος.
241
Χρώς-χρωτός, ὁ (=ἐπιδερμίδα, δέρμα, τό χρῶμα ον, χωρητός, χωρητικός, ἀναχωρητής (=μονα-
τῆς ἐπιδερμίδας). Ἀπ’ τό χραύω (=ξύνω). Συγ- χός), στενοχωρῶ.
γενεύει μέ τό χροιά. Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα Χῶσις (=συσσώρευση). Ἀπ’ τό χώννυμι, ὅπου δές
χρώζω - χρώννυμι. γιά περισσότερα παράγωγα.
Χρωστήρ. Ἀπ’ τό χρώζω - χρώννυμι, ὅπου δές γιά
περισσότερα παράγωγα.
Χύδην (=ἀνακατωμένα). Ἀπ’ τό χέω, ὅπου δές γιά
περισσότερα παράγωγα.
Χυλός. Ἀπ’ τό χέω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
ράγωγα.
Χυμός. Ἀπ’ τό χέω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
ράγωγα.
Χύτρα. Ἀπ’ τό χέω, ὅπου δές γιά περισσότερα πα-
ράγωγα.
Χωλός (=κουτσός). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως
ἔχει σχέση μέ τή ρίζα χαλ τοῦ χαλάω (=χαλαρώ-
νω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χωλαίνω (=κου-
τσαίνω), χώλανσις, χώλασμα, χωλεύω (=εἶμαι
κουτσός), χωλεία, χώλευμα, χωλότης, χωλοῦμαι
(=γίνομαι κουτσός), χώλωμα, χώλωσις.
Χῶμα. Ἀπ’ τό χώννυμι, ὅπου δές γιά περισσότε-
ρα παράγωγα.
Χώνη. Συνῃρημένος τύπος τοῦ χοάνη (=χουνί) τοῦ
χέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Χώννυμι (=συσσωρεύω χῶμα, παραχώνω). Μετα-
γεν. τύπος τοῦ χόω. Ἀπ’ τό χόος-χοῦς τοῦ χέω,
ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. α) θέμα χοF+ω
χόω-ῶ, β) θέμα χωσ- (μέ ἔκταση τοῦ ο σέ ω) +
πρόσφ. νυ + μι = χώννυμι. Παράγωγα ἀπό ἴδια
ρίζα: χῶμα, ἀνάχωμα, ἀναχωματικός, χῶσις, (ἀνά,
ἐπί, κατά, πρόσ)χωσις, χωστέον, χωστός, πολύχω-
στος, τυμβόχωστος, χωστρίς (=χελώνα).
Χώομαι (=ὀργίζομαι, χολιάζω). Ἀπ’ τό χέω. Ἀρχι-
κά ἦταν χωFομαι (χέFω). Δές γιά περισσότερα
παράγωγα στό ρῆμα χέω.
Χωρίς (=χωριστά). Ἐπίρρημα ἀπ’ τή ρίζα χα-, συγ-
γενικό μέ τά: χῆρος, χῆτος, χῶρος. Παράγωγα
ἀπό ἴδια ρίζα: χωρίζω, χώρισις, χώρισμα, χωρι-
σμός, ἀποχωρισμός, καταχωρισμός, χωριστέ-
ον, χωριστής, χωριστικός, χωριστός, ἀκαταχώ-
ριστος, ἀχώριστος.
Χῶρος. Συγγενικό μέ τά: χῆρα, χῆρος, χῆτος, χω-
ρίς. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χώρα, χωράφι-
ον, χωρέω-ῶ (=προχωρῶ), χώρημα, (ἀνα, πα-
ρα, ὑπο)χώρημα, χώρησις (ἀνα, ἀπο, ἀντιμετα,
παρα, προ, συγ, ὑπανα, ὑπο)χώρησις, χωρητέ-
Ψακάζω καί ψεκάζω (=ψηχαλίζω, ραντίζω). Ἀπ’ τό Ψάμμος, ἡ (=ἄμμος, ἀμμουδιά). Ἀπ’ τό ψάω, ὅπου
οὐσ. ψακάς-άδος (=ψίχουλο, σταγόνα) τοῦ ψάω δές γιά ἄλλα παράγωγα. Ρίζα ψαφ + μος ψάμ-
(=ἀγγίζω ἐλαφρά). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ψα- μος.
κασμός ἤ ψεκασμός, ψέκασμα, ψακαστός (=στα- Ψάρ-ρός, ὁ (=τό πουλί ψαρόνι). Ἴσως ἀρχικά ἦταν
λακτός), ψάκαλον (=νεογέννητο ζῶο). ψαρFς.
Ψακάς-άδος καί ψεκάς, ἡ (=ψίχουλο, σταγόνα). Ψαρός, -ά, -όν (=κατάστικτος, παρδαλός). Ἀπ’
Ἀπ’ τό ψάω (=ἀγγίζω ἐλαφρά, τρίβω), ὅπου δές τό ψάρ.
γιά περισσότερα παράγωγα. Ψαύω (=ἀγγίζω, ἐπιδρῶ). Θέμα ψαF ψαυ + ω =
Ψάλιον, τό (=μέρος τοῦ χαλινοῦ, ἁλυσίδα, χαλινά- ψαύω. Εἶναι συγγενικό μέ τό ψάω. Παράγωγα
ρι). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. ἀπό ἴδια ρίζα: ψαῦσις, ψαῦσμα, ψαυστέον, ψαυ-
Ψαλίς-ίδος, ἡ (=τό ψαλίδι). Ἀπ’ τό ψάω (=τρί- στός, ἄψαυστος (=ἄθικτος).
βω). Ψάω (=ἀγγίζω ἐλαφρά, τρίβω, σκουπίζω, γυαλί-
Ψάλλω (=ἀγγίζω ἐλαφρά, παίζω μέ τά δάχτυλα ζω). Ἀρχικά ἦταν ψη + jω = ψήω. Ἀπό ρίζα ψα-,
τίς χορδές τῆς κιθάρας). Ἀπό ρίζα ψα- τοῦ ψάω. ἀπ’ ὅπου οἱ λέξεις: ψαίω (=κοπανίζω), ψαιστός
Ἴσως συγγενικό μέ τά: πάλλω, πελεμίζω. Παρά- (=κοπανισμένος), ψακάς -άδος (=ψίχουλο, στα-
γωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ψαλμός, ψαλμικός, ψάλμα, γόνα), ψακάζω, ψαλίς -ίδος, ψάλλω, ψάμαθος,
διάψαλμα, ψαλμῳδός, ψάλσις, ψαλτήριον, ψάλ- ψάμμος, ψαύω, ψηλαφῶ, ψήχω, ψίω (=τρέφω),
της, ψάλτρια, ψαλτικός, ψαλτός. ψίξ (=ψίχα), ψιλός, ψώχω, ψώρα, ψωμός. Πα-
Ψαλμός. Ἀπ’ τό ψάλλω, ὅπου δές γιά περισσότε- ράγωγα τοῦ: ψάω - ψήω: ψῆφος (=λιθάρι, χαλί-
ρα παράγωγα. κι, ἀπόφαση), παμψηφεί, ψηφεῖον, ψηφίζω, ψη-
Ψάλτης. Ἀπ’ τό ψάλλω, ὅπου δές γιά περισσότε- φίον, ψηφίς -ῖδος (=λιθαράκι), ψήφινος, ψηφό-
ρα παράγωγα. ω-ῶ, ψηφοφορῶ, ψηφοφορία, ψηφοθέτης, ἀπό-
Ψάμαθος, ἡ (=ἡ ἀμμουδιά). Ἀπ’ τό ψάω (=τρίβω). ψημα (=ἀπόξυσμα), ἀπόψηστος (=σφουγγισμέ-
Προῆρθε ἀπό συμφυρμό τοῦ ψάμμος (=ἄμμος) νος), παλίμψηστος (=πού ξύστηκε γιά ἄλλη μια
+ ἄμαθος (=ἄμμος). Δές γιά ἄλλα παράγωγα φορά γιά νά ξαναγραφτεῖ, πάπυρος).
στό ρῆμα ψάω. Ψέγω (=κατακρίνω, κατηγορῶ). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμο-
245
Ψίω (=τρίβω, σκίζω, μασῶ). Παρασχηματισμός (=κρυωτήρι), ψυκτήριον, ἀναψυκτήριον, ψυκτή-
τοῦ ψάω - ψήω. Εἶναι συγγενικό μέ τό ρῆμα ψί- ριος, ψυκτικός, ἀναψυκτικός, ψύκτρα, ἄψυκτος,
ζω (=τρέφω). ψῦξις, (ἀνά, ἀπό, κατά)ψυξις, ψῦχος (=κρύο), ψυ-
Ψόγος (=κατηγορία). Ἀπ’ τό ψέγω, ὅπου δές γιά χάζω (=δροσίζομαι), ψυχεινός (=δροσερός), ψυ-
περισσότερα παράγωγα. χίζομαι (=παγώνω), ψυχρός, ψυχρότης, ψύχρα,
Ψόλος (=καπνιά). Συγγενεύει μέ τά: ψόθος, σπο- ψυχραίνω, ψύχρανσις, ψυχρία.
δός. Ψωλός (=αὐτός πού ἔχει γυμνή τή βάλανο τοῦ
Ψοφοδεής (=αὐτός πού φοβᾶται καί τόν παραμι- αἰδοίου, ἀσελγής). Ἀπό ρίζα ψω- τοῦ ψάω - ψήω,
κρό θόρυβο, φοβιτσιάρης). Ἀπ’ τό ψόφος (=θό- ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
ρυβος) + δέος (=φόβος) τοῦ δείδω, ὅπου δές Ψωμός, ὁ (=μπουκιά ψωμιοῦ). Ἀπ’ τό ψώχω (=τρί-
γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέ- βω) πού παράγεται ἀπ’ τό ψάω - ψήω μέ μετά-
ξη ψόφος. πτωση (ψα - ψη - ψω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρί-
Ψόφος, ὁ (=θόρυβος). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. ζα: ψωμίζω (=τρέφω), ψωμίον (ὑποκορ.), ψώμι-
Πιθανόν ἠχοποίητη λέξη. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρί- σμα (=μπουκιά).
ζα: ψοφέω-ῶ (=κάνω θόρυβο), ψόφημα, ψόφη- Ψώρα. Ἀπ’ τό ψώω = ψάω (=τρίβω). Παράγωγα
σις, ψοφητικός, ψοφοδεής, ψοφοειδής, ψόφαξ ἀπό ἴδια ρίζα: ψωραλέος, ψωράω-ῶ (=ψωριά-
(=θορυβώδης), ψοφώδης. ω-ῶ), ψωρίασις, ψωρικός, ψωροειδής, ψωρός,
Ψύλλα, ἡ (=ὁ ψύλλος). ψωριώδης.
Ψῦξις. Ἀπ’ τό ψύχω, ὅπου δές γιά περισσότερα Ψώω. Ἰσοδύναμος τύπος τοῦ ψάω (=τρίβω). Ἀπ’
παράγωγα. τό ψώω τά: ψώχω, ψῶχος (=ἀμμουδιά), ψωμός,
Ψυχαγωγῶ (=φωνάζω τίς ψυχές ἀπ’ τόν Ἄδη, ψώρα.
σαγηνεύω). Παρασύνθετο ἀπ’ τό ψυχαγωγός
ψυχή + ἀγωγός τοῦ ἄγω. Δές γιά περισσότε-
ρα παράγωγα στά ρήματα: ἄγω καί ψύχω.
Ψυχή (=πνοή, πνεῦμα). Ἀπ’ τό ψύχω, ὅπου δές γιά
περισσότερα παράγωγα.
Ψυχομαχῶ (=μάχομαι γιά τή ζωή μέχρι τήν τελευ-
ταία στιγμή). Ἀπ’ τό ψυχή (τοῦ ψύχω) + μάχο-
μαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, κα-
θώς καί στό ρῆμα ψύχω.
Ψυχοπομπός. Ἀπ’ τό ψυχή + πομπός τοῦ πέμπω,
ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί
στό ρῆμα ψύχω.
Ψῦχος, τό (=τό κρύο). Ἀπ’ τό ψύχω, ὅπου δές γιά
περισσότερα παράγωγα.
Ψυχρός. Ἀπ’ τό ψύχω, ὅπου δές γιά περισσότε-
ρα παράγωγα.
Ψύχω (=φυσῶ, δροσίζω, παγώνω). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυ-
μολογία του. Θέμα ψυχ+ω = ψύχω. Παράγωγα
ἀπό ἴδια ρίζα: 1) Ἀπ’ τή σημασία (φυσῶ) τά: ψυχή,
ψυχάριον (ὑποκορ.), ψυχίδιον, ψυχαῖος, ψυχόω-ῶ
(=ἐμψυχώνω), ψύχωσις (=ἐμψύχωση), ψυχαγω-
γός, ψυχαγωγία, ψυχαγωγικός, ψυχαγωγῶ, ψυχο-
μαχῶ, ψυχοπομπός, εὔψυχος. 2) Ἀπ’ τή σημασία
(δροσίζω, παγώνω) τά παράγωγα: ψυγεῖον καί ψυ-
χεῖον, ψῦγμα, ψυγμός (=κρύωμα), ψυκτήρ-ῆρος
ᾨδεῖον. Ἀπ’ τό ᾠδή τοῦ ᾄδω - ἀείδω, ὅπου δές γιά στός, διώστρα (=μηχάνημα μέ τό ὁποῖο ἀπω-
περισσότερα παράγωγα. θεῖται κάτι), ἐξώστρα (=μηχανή τῆς σκηνῆς τοῦ
ᾨδή (=τραγούδι). Συνῃρημένος, τύπος τοῦ ἀοι- θεάτρου, τό ἐκκύλημα).
δή. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα Ὠκεανός. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του Ἴσως ἀπ’ τό
ᾄδω - ἀείδω. ὠκύς (=γρήγορος) + νάω (=ρέω).
Ὠδίνω (=ἔχω πόνους γέννας, κοιλοπονῶ, γεννῶ). Ὠκύς - ὠκεῖα - ὠκύ (=γρήγορος, ὁρμητικός). Ἀπ’ τή
Ἀπ’ τό οὐσ. ὠδίς -ῖνος, ἡ (=πόνος γέννας, στε- ρίζα ακ- (ἀκωκή), συγγενικό μέ τό ὀξύς. Παρά-
νοχώρια). Παράγωγα: ὠδίνημα (=γέννημα, τέ- γωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὠκύτης, ὠκύβολος (=αὐτός
κνο). πού χτυπάει γρήγορα), ὠκύμορος (=αὐτός πού
Ὠδίς-ῖνος, ἡ (=πόνος γέννας, στενοχώρια). Πιό πεθαίνει πρόωρα), ὠκυπέτης (=αὐτός πού πε-
συχνά στόν πληθ. ὠδῖνες. Ἄγνωστη ἡ ἐτυμο- τάει, τρέχει γρήγορα), ὠκύπορος (=αὐτός πού
λογία. προχωράει γρήγορα), ὠκύπους (=ὁ γρήγορος
Ὠθέω-ῶ (=σπρώχνω, διώχνω). Θέμα Fωθ + πρό- στά πόδια), ὠκύπτερος (=αὐτός πού πετάει γρή-
σφυμα ε + j + ω = Fωθ-ε-jω ὠθέω-ῶ. Παρατ. γορα), ὠκύροος (=αὐτός πού κυλάει γρήγορα),
ἐ-Fώθε-ον = ἐώ-θουν, ἀόρ. ἔ-Fωθ-σα = ἔωσα, ὠκύαλος (=αὐτός πού πλέει γρήγορα πάνω στή
παθ. πα-ρακ. Fέ-Fωθ-μαι ἔωσμαι. Παράγωγα θάλασσα), ὠκυβόας (=ὁ γρήγορος στή μάχη),
ἀπό ἴδια ρίζα: ὤθησις, ὤθημα, ὠθισμός (=σπρώ- ὠκυγένεθλος (=αὐτός πού γρήγορα γεννήθηκε),
ξιμο), τά σύνθ. (ἀπ, ἐξ, παρ, προ, συν)ώθησις, ὠκύγλωσσος (=ὁ γρήγορος στή γλώσσα), ὠκυ-
ὦσις, ἄντωσις (=ἡ ἐναντίον κάποιου ἤ πρός τά δήκτωρ (=αὐτός πού δαγκάνει γερά), ὠκυδίδα-
πίσω ὤθηση), ἄπωσις, δίωσις (=ἡ ὤθηση μακριά), κτος (=αὐτός πού διδάσκεται γρήγορα), ὠκυ-
σύνωσις (τό νεοελλ. ἄνωσις), ὠσμός, ἀπωσμός, δίνητος (=αὐτός πού γρήγορα περιστρέφεται),
ὠστέον, ὠστέος, ἀπωστέος, ὠστίζομαι (=σκου- ὠκυδρομῶ (=τρέχω γρήγορα), ὠκυεπής (=αὐτός
ντιέμαι), (νεοελλ. συνωστίζομαι, συνωστισμός), πού μιλάει γρήγορα), ὠκύθοος (=αὐτός πού τρέ-
ὠστικός, ὠστισμός, ὤστης, ἀπώστης, ἐξώστης χει γρήγορα), ὠκυλόχεια (=αὐτή πού ἐπιταχύνει
(=ὁρμητικός ἄνεμος, μπαλκόνι), ὠστός, ἀπω- ἠ εὐκολύνει τή γέννα), ὠκυμάχος (=αὐτός πού
249
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗ