Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 254

ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: THE BETROTHED

Από τις Εκδόσεις HarperTeen, Νέα Υόρκη 2020


ΤΙΤΛΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ: Η Λογοδοσμένη
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Kiera Cass
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Πηνελόπη Τριαδά
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ – ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: Αναστασία Σακελλαρίου
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Erin Fitzsimmons και Alison Donalty
ΜΑΚΕΤΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Τζίνα Γεωργίου
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Ελένη Σταυροπούλου

© Kiera Cass, 2020


© Φωτογραφίας εξωφύλλου: Gustavo Marx/MergeLeft Reps, Inc., 2020
© ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2021

Πρώτη ηλεκτρονική έκδοση: Οκτώβριος 2021

ISBN 978-618-01-3809-2

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις


του Ελληνικού Νόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει
σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας.
Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής αδείας του εκδότη κατά
οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει
αναπαραγωγή, διανομή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή,
αναμετάδοση, παρουσίαση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική,
μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του
έργου.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.


Από το 1979
Έδρα: Tατοΐου 121
144 52 Μεταμόρφωση
Βιβλιοπωλείο: Εμμ. Μπενάκη 13-15
106 78 Αθήνα
Τηλ.: 2102804800
Telefax: 2102819550
www.psichogios.gr
e-mail: info@psichogios.gr
http://blog.psichogios.gr

PSICHOGIOS PUBLICATIONS S.A.


Publishers since 1979
Head office: 121, Tatoiou Str.
144 52 Metamorfossi, Greece
Bookstore: 13-15, Emm. Benaki Str.
106 78 Athens, Greece
Tel.: 2102804800
Telefax: 2102819550
www.psichogios.gr
e-mail: info@psichogios.gr
http://blog.psichogios.gr

Εάν έχετε αγοράσει το παρόν βιβλίο, σας ευχαριστούμε. Συμβάλλετε στο να


ακολουθήσουν πολλά βιβλία ακόμη. Εάν το έχετε κατεβάσει ηλεκτρονικά
χωρίς να το πληρώσετε, πρόκειται για πειρατικό αντίτυπο. Στην περίπτωση
αυτή, ούτε οι συγγραφείς, ούτε ο εκδότης, ούτε οι υπάλληλοι ή συνεργάτες
του, έχουν λάβει οποιοδήποτε αντίτιμο για το αντίτυπο. Σας παρακαλούμε
να μην προβαίνετε στην προμήθεια τέτοιων αντιτύπων και να αναφέρετε
οποιοδήποτε παρόμοιο περιστατικό πειρατείας ή πώλησης πειρατικών
αντιτύπων στον εκδότη. Αν θέλετε να μάθετε περισσότερα για τις συνέπειες
της παράνομης διανομής περιεχομένου, επισκεφθείτε την παρακάτω σελίδα:
www.psichogios.gr/itallcomesbacktoyou
Σας ευχαριστούμε
που αγοράσατε αυτό το e-book
από τις Εκδόσεις Ψυχογιός.
Γραφτείτε στο newsletter µας
ώστε να ενημερώνεστε για νέες εκδόσεις,
προσφορές μόνο για τα μέλη µας,
αλλά και εκδηλώσεις σχετικές
με τα e-books και τις εφαρμογές µας.

ή επισκεφθείτε μας στην παρακάτω διεύθυνση:


http://www.psichogios.gr/site/Content/newslettersubscribe?prm=ebooks
Για τον πανκ αδελφό μου, Τζέραρντ,
ο οποίος θα διέσχιζε το Σερενγκέτι μ’ εμένα στους ώμους του.
Έτσι λέει.

Από τα
ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΟΡΟΑ
ΒΙΒΛΙΟ 1
Κι έτσι, οι Κοροανοί τηρούν τον νόμο,
γιατί, αν παραβιάσουμε έναν, τους παραβιάζουμε όλους.
1
Ήταν εκείνη η εποχή του χρόνου που η αυγή είχε ακόμα παγετό επάνω της.
Αλλά ο χειμώνας έφευγε και τα λουλούδια είχαν αρχίσει να ανθίζουν. Η
υπόσχεση μιας νέας εποχής με γέμιζε με ανυπομονησία.
«Ονειρεύομαι την άνοιξη», είπα και αναστέναξα, κοιτάζοντας από το
παράθυρο τα πουλιά να σκίζουν τολμηρά τον μπλε ουρανό. Η Ντέλια Γκρέις
έδεσε το τελευταίο κορδόνι του φορέματός μου και με οδήγησε προς το
έπιπλο της τουαλέτας.
«Κι εγώ», απάντησε. «Τουρνουά. Υπαίθριες φωτιές. Η ημέρα της στέψης
πλησιάζει».
Ο τόνος της υπονοούσε ότι θα έπρεπε να ήμουν πιο ενθουσιασμένη από ένα
συνηθισμένο κορίτσι, αλλά εγώ είχα ακόμα τις επιφυλάξεις μου. «Υποθέτω».
Μπορούσα να νιώσω την αγανάκτησή της στην κίνηση των χεριών της.
«Χόλις, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι θα γίνεις η σύντροφος του
Μεγαλειότατου και η συνοδός του στους εορτασμούς! Δεν ξέρω πώς μπορείς
να είσαι τόσο ήρεμη».
«Ευχαριστώ τ’ αστέρια που έχουμε την προσοχή του βασιλιά φέτος», είπα,
κρατώντας τον τόνο μου ελαφρύ καθώς εκείνη έπλεκε προς τα πίσω τις
μπροστινές τούφες των μαλλιών μου, «αλλιώς θα ήταν βαρετά σαν τάφος
εδώ».
«Μιλάς λες και το φλερτ που σου κάνει είναι ένα παιχνίδι», σχολίασε, με
έκπληξη στη φωνή της.
«Μα είναι παιχνίδι», επέμεινα. «Σύντομα θα προχωρήσει παρακάτω, γι’
αυτό ας το απολαύσουμε τώρα που μπορούμε».
Είδα την Ντέλια Γκρέις στον καθρέφτη να δαγκώνει τα χείλη της, χωρίς να
σηκώνει το βλέμμα της από τη δουλειά της.
«Συμβαίνει κάτι;» ρώτησα.
Συνήλθε γρήγορα, σηκώνοντας τα χείλη της σε ένα χαμόγελο.
«Τίποτα απολύτως. Απλώς είμαι μπερδεμένη από την αδιάφορη στάση σου
απέναντι στον βασιλιά. Νομίζω ότι η προσοχή του κρύβει περισσότερα από
όσα βλέπεις».
Χαμήλωσα το βλέμμα, χτυπώντας τα δάχτυλά μου πάνω στο τραπέζι της
τουαλέτας. Μου άρεσε ο Τζέιμσον. Θα ήμουν τρελή διαφορετικά. Ήταν
όμορφος και πλούσιος και, για όνομα του Θεού, ήταν ο βασιλιάς. Επίσης
ήταν καλός χορευτής και πολύ ευχάριστος στην παρέα, αρκεί να ήταν
καλοδιάθετος. Αλλά δεν ήμουν ανόητη. Τον είχα δει να πηγαίνει από το ένα
κορίτσι στο άλλο τους τελευταίους μήνες. Υπήρξαν τουλάχιστον επτά,
μεταξύ των οποίων κι εγώ – και υπολόγιζα μόνο εκείνες που ήξεραν όλοι
στην αυλή. Θα το απολάμβανα όσο μπορούσα και μετά θα δεχόμουν τον
όποιο αδιάφορο σύζυγο επέλεγαν οι γονείς μου για μένα. Τουλάχιστον θα
είχα αυτές τις μέρες να θυμάμαι όταν θα γινόμουν μια βαριεστημένη γριά.
«Είναι ακόμα νέος», απάντησα τελικά. «Δεν τον βλέπω να νοικοκυρεύεται
με καμία μέχρι να περάσει μερικά ακόμα χρόνια στον θρόνο. Άλλωστε, είμαι
σίγουρη ότι όλοι θα περιμένουν ο γάμος του να έχει πολιτικά οφέλη. Εγώ δεν
μπορώ να προσφέρω πολλά σε αυτόν τον τομέα».
Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα και η Ντέλια Γκρέις πήγε να την
ανοίξει, με την απογοήτευση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. Μπορούσα να
δω ότι πίστευε στ’ αλήθεια ότι είχα μια πιθανότητα και ένιωσα αμέσως ένοχη
που ήμουν τόσο δύσκολη. Κατά τη διάρκεια της δεκαετούς φιλίας μας, πάντα
στηρίζαμε η μία την άλλη, αλλά τον τελευταίο καιρό ήταν διαφορετικά.
Καθώς ήμασταν κυρίες στην αυλή, οι οικογένειές μας είχαν καμαριέρες.
Αλλά οι πιο υψηλόβαθμες ευγενείς και γαλαζοαίματες; Εκείνες είχαν κυρίες
των τιμών. Κάτι περισσότερο από υπηρέτριες, οι κυρίες σου ήταν οι έμπιστές
σου, οι βοηθοί σου, οι συνοδοί σου… ήταν τα πάντα. Η Ντέλια Γκρέις είχε
μπει σε έναν ρόλο που δεν υπήρχε ακόμα για μένα, πεπεισμένη ότι, από
στιγμή σε στιγμή, θα υπήρχε.
Αυτό σήμαινε περισσότερα από όσα θα μπορούσα να εκφράσω,
περισσότερα από όσα ήξερα πώς να χειριστώ. Τι είναι ένας φίλος εκτός από
κάποιον που πιστεύει ότι είσαι ικανή για περισσότερα από όσα πιστεύεις εσύ
η ίδια;
Επέστρεψε με ένα γράμμα στο χέρι της και μια λάμψη στα μάτια της.
«Έχει βασιλική σφραγίδα», είπε πειρακτικά, γυρίζοντας το χαρτί πάνω στο
χέρι της. «Αλλά, εφόσον δε μας νοιάζει πώς νιώθει ο βασιλιάς για σένα,
υποθέτω ότι δε βιαζόμαστε να το ανοίξουμε».
«Φέρε μου να δω». Σηκώθηκα και άπλωσα το χέρι μου, αλλά τράβηξε
γρήγορα το γράμμα, με ένα μειδίαμα στο πρόσωπό της. «Ντέλια Γκρέις,
άτακτο κορίτσι, δώσ’ το μου!» Έκανε ένα βήμα πίσω και έπειτα από ένα
κλάσμα του δευτερολέπτου άρχισα να την κυνηγάω μέσα στα διαμερίσματά
μου, στριγκλίζοντας από τα γέλια. Κατάφερα να τη στριμώξω δυο φορές,
αλλά ήταν πάντα πιο γρήγορη από μένα και ξεγλιστρούσε πριν καταφέρω να
την πιάσω. Μου είχε σχεδόν κοπεί η ανάσα από το τρέξιμο και το γέλιο όταν
επιτέλους την έπιασα γύρω από τη μέση. Σήκωσε το γράμμα όσο πιο ψηλά
μπορούσε. Ίσως να είχα καταφέρει να της το πάρω, αλλά, καθώς
τεντωνόμουν ψηλά, η μητέρα μου εισέβαλε από τις πόρτες που ένωναν τα
δωμάτιά μου με τα δικά της.
«Χόλις Μπράιτ, έχεις χάσει το μυαλό σου;!» με επέπληξε.
Η Ντέλια Γκρέις κι εγώ χωριστήκαμε, βάζοντας τα χέρια μας πίσω από τις
πλάτες μας και κάνοντας μια κοφτή υπόκλιση.
«Μπορούσα να σας ακούσω μέσα από τους τοίχους να φωνάζετε σαν ζώα.
Πώς μπορούμε να ελπίζουμε να σου βρούμε έναν ταιριαστό μνηστήρα, αν
επιμένεις να φέρεσαι έτσι;»
«Συγγνώμη, μητέρα», μουρμούρισα μετανιωμένη.
Τόλμησα να σηκώσω το βλέμμα και να την κοιτάξω. Στεκόταν εκεί με την
ίδια έκφραση αγανάκτησης ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της που είχε
συνήθως όταν μου μιλούσε.
«Το κορίτσι των Κόουπλαντ αρραβωνιάστηκε μόλις την προηγούμενη
εβδομάδα και οι Ντεβόξ βρίσκονται και εκείνοι σε συζητήσεις. Κι εσύ
συμπεριφέρεσαι ακόμα σαν παιδί».
Κατάπια, αλλά η Ντέλια Γκρέις δεν ήταν από τους ανθρώπους που
συνηθίζουν να μένουν σιωπηλοί.
«Δεν το βρίσκετε λίγο βιαστικό να παντρέψετε τη Χόλις με κάποιον άλλον;
Έχει τις ίδιες πιθανότητες με οποιαδήποτε άλλη να κερδίσει την καρδιά του
βασιλιά».
Η μητέρα μου έβαλε τα δυνατά της για να συγκρατήσει το συγκαταβατικό
της χαμόγελο.
«Όλοι ξέρουμε ότι η προσοχή του βασιλιά έχει την τάση να είναι ασταθής.
Και η Χόλις δεν είναι φτιαγμένη για βασίλισσα, δε συμφωνείς;» ρώτησε με
το φρύδι της υψωμένο, προκαλώντας μας να διαφωνήσουμε. «Άλλωστε»,
πρόσθεσε, «είσαι στ’ αλήθεια σε θέση να μιλάς για τις δυνατότητες κάποιου
άλλου;»
Η Ντέλια Γκρέις ξεροκατάπιε, με την έκφρασή της παγωμένη. Την είχα δει
να φοράει αυτή τη μάσκα ένα εκατομμύριο φορές.
«Ακριβώς», κατέληξε η μητέρα. Αφού έδειξε ξεκάθαρα την απογοήτευσή
της για εμάς, γύρισε και έφυγε.
Αναστέναξα, γυρίζοντας στην Ντέλια Γκρέις.
«Συγγνώμη για τη συμπεριφορά της».
«Δεν είναι κάτι που δεν έχω ξανακούσει», παραδέχτηκε, δίνοντάς μου
επιτέλους το γράμμα. «Και λυπάμαι κι εγώ. Δεν ήθελα να σε βάλω σε
μπελάδες».
Το πήρα από το χέρι της και έσπασα τη σφραγίδα.
«Δεν έχει σημασία. Αν δεν ήταν αυτό, θα ήταν κάτι άλλο». Έκανε έναν
μορφασμό που έλεγε ότι είχα δίκιο κι άρχισα να διαβάζω το σημείωμα. «Ω
Θεέ μου», είπα, χαϊδεύοντας τα λυτά μαλλιά μου. «Μάλλον θα χρειαστώ τη
βοήθειά σου για να τα πιάσω ξανά πίσω».
«Γιατί;»
Της χαμογέλασα, ανεμίζοντας το γράμμα σαν σημαία στο αεράκι.
«Επειδή η Μεγαλειότητά Του ζητά την παρουσία μας στο ποτάμι σήμερα».

«Πόσα άτομα πιστεύεις ότι θα είναι εκεί;» ρώτησα.


«Ποιος ξέρει; Πάντως του αρέσει να μαζεύει πλήθος γύρω του».
Πίεσα τα χείλη μου.
«Αυτό είναι αλήθεια. Θα ήθελα να τον έχω για τον εαυτό μου μια φορά».
«Λέει το κορίτσι που επιμένει ότι όλα αυτά είναι παιχνίδι».
Την κοίταξα και μοιραστήκαμε ένα χαμόγελο. Αυτή η Ντέλια Γκρέις
πάντοτε έδειχνε να ξέρει περισσότερα από όσα ήθελα να παραδεχτώ.
Στρίψαμε στον διάδρομο και είδαμε ότι οι πόρτες ήταν ήδη ανοιχτές,
καλωσορίζοντας τον καινούργιο ανοιξιάτικο ήλιο. Το καρδιοχτύπι μου
δυνάμωσε όταν είδα τον κόκκινο μανδύα με τη γούνα στις άκρες στερεωμένο
στους ώμους μιας λεπτής αλλά γεροδεμένης φιγούρας στο τέλος του
διαδρόμου. Παρόλο που δεν ήταν στραμμένος προς το μέρος μου, η
παρουσία του και μόνο ήταν αρκετή για να γεμίσει τον αέρα με μια ζεστή
γαργαλιστική αίσθηση. Έκανα μια βαθιά υπόκλιση.
«Μεγαλειότατε».
Και είδα ένα ζευγάρι καλογυαλισμένα μαύρα παπούτσια να γυρίζουν προς
το μέρος μου.
2
«Λαίδη Χόλις», είπε ο βασιλιάς, απλώνοντας το γεμάτο δαχτυλίδια χέρι του.
Το πήρα και σηκώθηκα, κοιτάζοντας μέσα σε ένα ζευγάρι όμορφα
ανοιχτοκάστανα μάτια. Κάτι στη βαθιά και σκόπιμη προσοχή που μου
έδειχνε όποτε ήμασταν μαζί με έκανε να νιώθω όπως ένιωθα όταν η Ντέλια
Γκρέις κι εγώ χορεύαμε και στροβιλιζόμουν πάρα πολύ γρήγορα: ελαφρώς
ζεσταμένη και ζαλισμένη.
«Μεγαλειότατε. Χάρηκα πολύ που έλαβα την πρόσκλησή σας. Λατρεύω
τον Ποταμό Κόλβαρντ».
«Το έχεις αναφέρει. Θυμάμαι, βλέπεις», είπε, τυλίγοντας το χέρι του γύρω
από το δικό μου. Μετά χαμήλωσε τη φωνή του. «Θυμάμαι επίσης ότι
ανέφερες ότι οι γονείς σου ήταν λίγο… φορτικοί τώρα τελευταία. Αλλά
έπρεπε να τους προσκαλέσω για λόγους ευπρέπειας».
Κοίταξα πίσω του και είδα μια μεγαλύτερη παρέα από αυτήν που περίμενα
για την εκδρομή μας.
Ήταν εκεί οι γονείς μου, όπως και κάποιοι από τους λόρδους του ιδιωτικού
συμβουλίου, καθώς και πολλές από τις κυρίες που ήξερα ότι περίμεναν
υπομονετικά να τελειώσει ο Τζέιμσον μαζί μου για να έρθει έπειτα η δική
τους σειρά. Και μάλιστα εντόπισα τη Νόρα να με κοιτάζει αφ’ υψηλού μαζί
με την Άννα Σοφία και τη Σέσιλι να βρίσκεται ακριβώς πίσω της, με την
αλαζονική βεβαιότητα ότι ο χρόνος μου σύντομα θα τελείωνε.
«Μην ανησυχείς. Οι γονείς σου δε θα είναι στη μαούνα μας», με
διαβεβαίωσε. Χαμογέλασα, ευγνώμων γι’ αυτή τη μικρή ανάπαυλα, αλλά,
δυστυχώς, η τύχη μου δεν εκτεινόταν και στη φιδογυριστή διαδρομή με την
άμαξα ως το ποτάμι.
Το Κάστρο Κερέσκεν βρισκόταν στο Οροπέδιο του Μποράντι, ένα εξαίσιο
και εντυπωσιακό θέαμα. Για να κατέβουμε στο ποτάμι, οι άμαξές μας έπρεπε
να διασχίσουν αργά τους δρόμους της πρωτεύουσας Τομπάρ… και αυτό
έπαιρνε αρκετή ώρα.
Είδα τη λάμψη στα μάτια του πατέρα μου καθώς συνειδητοποίησε ότι αυτή
η διαδρομή με την άμαξα ήταν η ευκαιρία του να έχει μια παρατεταμένη
ακρόαση με τον βασιλιά.
«Λοιπόν, Μεγαλειότατε, πώς πηγαίνουν τα πράγματα στο σύνορο;» άρχισε.
«Ακούω ότι οι άντρες μας αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν τον τελευταίο
μήνα».
Πίεσα τον εαυτό μου να μη γυρίσω τα μάτια μου προς τα πάνω. Γιατί
πίστευε ο πατέρας μου ότι ένας καλός τρόπος για να ξεκινήσει μια συζήτηση
ήταν να υπενθυμίσει στον βασιλιά τις πρόσφατες αποτυχίες μας; Ο Τζέιμσον,
όμως, αντιμετώπισε την ερώτηση με ηρεμία.
«Είναι αλήθεια. Ο μόνος λόγος για τον οποίο έχουμε στρατιώτες στο
σύνορο είναι για να διατηρούν την ειρήνη, αλλά τι πρέπει να κάνουν όταν
δέχονται επίθεση; Έχουμε αναφορές ότι ο Βασιλιάς Κουίντεν επιμένει πως
τα εδάφη της Ισόλτης πρέπει να φτάνουν μέχρι τις Πεδιάδες Τίμπεραν».
Ο πατέρας μου γέλασε ειρωνικά, αν και μπορούσα να καταλάβω ότι δεν
ήταν στ’ αλήθεια τόσο ήρεμος όσο έδειχνε. Πάντα στριφογύριζε το ασημένιο
δαχτυλίδι στον δείκτη του όταν ήταν νευρικός, και το έκανε και τώρα.
«Αυτή είναι γη της Κορόα εδώ και γενιές».
«Ακριβώς. Δε φοβάμαι όμως. Είμαστε ασφαλείς από επιθέσεις εδώ και οι
Κοροανοί είναι εξαιρετικοί στρατιώτες».
Κοιτούσα έξω από τα παράθυρα, έχοντας βαρεθεί από τη συζήτηση για
ασήμαντους καβγάδες στο σύνορο. Ο Τζέιμσον συνήθως ήταν η καλύτερη
παρέα, αλλά οι γονείς μου σκότωσαν κάθε πιθανότητα χαράς μέσα στην
άμαξα.
Δεν μπόρεσα παρά ν’ αναστενάξω με ανακούφιση όταν φτάσαμε στην
αποβάθρα και βγήκα από την αποπνικτική άμαξα.
«Δεν αστειευόσουν για τους γονείς σου», είπε ο Τζέιμσον όταν μείναμε
επιτέλους μόνοι.
«Σίγουρα είναι οι δυο τελευταίοι άνθρωποι που θα καλούσα σε μια
γιορτή».
«Και ωστόσο έκαναν το πιο γοητευτικό κορίτσι στον κόσμο», είπε,
φιλώντας το χέρι μου.
Κοκκίνισα και απέστρεψα το βλέμμα μου, με τα μάτια μου να βρίσκουν
εκείνα της Ντέλια Γκρέις καθώς κατέβαινε από την άμαξά της, με τη Νόρα,
τη Σέσιλι και την Άννα Σοφία να ακολουθούν. Αν πίστευα ότι η δική μου
διαδρομή με την άμαξα ήταν αφόρητη, οι σφιγμένες της γροθιές καθώς με
πλησίαζε μου έλεγαν ότι η δική της ήταν πολύ χειρότερη.
«Τι συνέβη;» ψιθύρισα.
«Τίποτα που να μην έχει συμβεί άλλες χίλιες φορές». Τέντωσε τους ώμους
της προς τα πίσω, κάνοντας τον εαυτό της ψηλότερο.
«Τουλάχιστον θα είμαστε μαζί στη βάρκα», τη διαβεβαίωσα. «Έλα. Δε θα
έχει πλάκα να δούμε τις εκφράσεις τους καθώς θα ανεβαίνεις στο πλοίο του
βασιλιά;»
Κατεβήκαμε στην αποβάθρα και ένιωσα ένα καυτό ρίγος να απλώνεται στο
μπράτσο μου καθώς ο Βασιλιάς Τζέιμσον πήρε το χέρι μου για να με
βοηθήσει ν’ ανέβω στο πλοίο μας. Όπως υποσχέθηκα, η Ντέλια Γκρέις ήρθε
μαζί μας, παρέα με δυο από τους συμβούλους του βασιλιά, ενώ συνόδευσαν
τους γονείς μου και τους υπόλοιπους καλεσμένους στα διάφορα άλλα σκάφη
που υπήρχαν στη διάθεση του Μεγαλειότατου. Το βασιλικό λάβαρο ανέμιζε
περήφανα στο κοντάρι του, με το έντονο κόκκινο χρώμα της Κορόα να
τινάζεται μπρος πίσω τόσο γρήγορα στο αεράκι, που, καθώς σηκωνόταν από
το ποτάμι, έμοιαζε με φωτιά. Πήρα με χαρά τη θέση μου στα δεξιά του
Τζέιμσον, ενώ τα δάχτυλά του ήταν ακόμα πλεγμένα με τα δικά μου καθώς
με βοηθούσε να καθίσω.
Υπήρχε φαγητό για να απολαύσουμε και γούνες για να μας τυλίξουν, αν οι
άνεμοι γίνονταν πολύ κρύοι. Φαινόταν πως οτιδήποτε θα μπορούσα να
επιθυμήσω βρισκόταν ακριβώς μπροστά μου, πράγμα που εξακολουθούσε να
μου προκαλεί έκπληξη: η έλλειψη επιθυμίας όταν καθόμουν δίπλα σε έναν
βασιλιά.
Καθώς κατεβαίναμε το ποτάμι, οι άνθρωποι που στέκονταν στις όχθες
σταματούσαν και έκαναν υπόκλιση όταν έβλεπαν το λάβαρο ή φώναζαν
ευλογίες για τον βασιλιά. Εκείνος ήταν γεμάτος με τόση αυτοπεποίθηση
καθώς τους ένευε, στητός σαν δέντρο.
Ήξερα ότι δεν ήταν όλοι οι βασιλιάδες όμορφοι, αλλά ο Τζέιμσον ήταν.
Ασχολούνταν πολύ με την εμφάνισή του, διατηρώντας τα σκούρα μαλλιά του
κοντά και το μελαμψό του δέρμα απαλό. Ήταν ντυμένος με την τελευταία
λέξη της μόδας χωρίς να δείχνει επιπόλαιος, αλλά του άρεσε να επιδεικνύει
τα καλύτερα αντικείμενά του. Το γεγονός ότι έβγαζε τις βάρκες τόσο νωρίς
την άνοιξη μπορούσε να το αποδείξει αυτό αρκετά γρήγορα.
Και μου άρεσε αυτό σ’ εκείνον, επειδή είχα τη δυνατότητα να κάθομαι εδώ
δίπλα του, νιώθοντας βασιλική.
Στην όχθη του ποταμού, κοντά στο σημείο όπου είχε κατασκευαστεί μια
καινούργια γέφυρα, στεκόταν ένα ταλαιπωρημένο από τον καιρό άγαλμα,
ρίχνοντας τη σκιά του στην πλαγιά που κατέληγε στα γαλαζοπράσινα νερά.
Όπως απαιτούσε η παράδοση, οι κύριοι μέσα στις βάρκες στάθηκαν όρθιοι,
ενώ οι κυρίες χαμήλωσαν το κεφάλι τους με σεβασμό. Υπήρχαν βιβλία
γεμάτα με τις ιστορίες της Βασίλισσας Αλμπρέιντ να ιππεύει το άλογό της
στην ύπαιθρο και να αποκρούει τους Ισόλτιους, ενώ ο σύζυγός της, Βασιλιάς
Σέιν, βρισκόταν στο Μούρλαντ για κρατικά ζητήματα. Όταν επέστρεψε, ο
βασιλιάς διέταξε να τοποθετήσουν επτά αγάλματα της γυναίκας του στην
Κορόα και κάθε Αύγουστο όλες οι κυρίες στην αυλή χόρευαν κρατώντας
ξύλινα σπαθιά για να θυμούνται τη νίκη της.
Και όντως, σε όλη την ιστορία της Κορόα θυμούνταν τις βασίλισσες
περισσότερο από τους βασιλιάδες, και η Βασίλισσα Αλμπρέιντ δεν ήταν καν
η πιο σεβαστή. Υπήρχε η Βασίλισσα Χονόβι, που περπάτησε ως το πιο
μακρινό σημείο της χώρας, καθορίζοντας τα όρια και ευλογώντας με ένα φιλί
τα δέντρα και τις πέτρες που είχε χρησιμοποιήσει ως σημάδια. Μέχρι και
σήμερα, οι άνθρωποι αναζητούσαν κυρίως τις πέτρες –καθώς τοποθετήθηκαν
από την ίδια τη βασίλισσα– και τις φιλούσαν και εκείνοι, για καλή τύχη. Η
Βασίλισσα Λάχζα ήταν γνωστή για τη φροντίδα των παιδιών της Κορόα στο
αποκορύφωμα της Πανώλης της Ισόλτης, που ονομάστηκε έτσι επειδή, όταν
οι άνθρωποι κολλούσαν και πέθαιναν, το δέρμα τους γινόταν μπλε σαν τη
σημαία της Ισόλτης. Τριγύριζε με γενναιότητα η ίδια στην πόλη για να βρει
τα μικρά που είχαν επιβιώσει και τα έβαζε σε νέες οικογένειες.
Ακόμα και η Βασίλισσα Ραμίρα, μητέρα του Τζέιμσον, ήταν γνωστή στη
χώρα για την καλοσύνη της. Ήταν, ίσως, το αντίθετο του συζύγου της, του
Βασιλιά Μάρκελλου. Ενώ εκείνος είχε την τάση να χτυπάει πρώτος χωρίς να
κάνει ερωτήσεις, εκείνη επιδίωκε την ειρήνη. Είχα ακούσει ότι τουλάχιστον
τρεις πιθανοί πόλεμοι είχαν αποφευχθεί χάρη στην ευγενική ορθή κρίση της.
Οι νέοι άντρες της Κορόα τής χρωστούσαν. Το ίδιο και οι μητέρες τους.
Οι κληρονομιές των βασιλισσών της Κορόα είχαν αφήσει ένα σημάδι σε
όλη την ήπειρο, και αυτός πιθανότατα ήταν ένας λόγος της γοητείας του
Τζέιμσον. Όχι μόνο ήταν όμορφος και πλούσιος, όχι μόνο θα σε έκανε
βασίλισσα… αλλά θα σε έκανε και θρύλο.
«Μου αρέσει πολύ να είμαι στο νερό», σχολίασε ο Τζέιμσον,
επαναφέροντάς με στην ομορφιά της στιγμής. «Ένα από τα αγαπημένα μου
πράγματα όταν ήμουν μικρός ήταν να ταξιδεύω με το πλοίο στο Σαμπίνο με
τον πατέρα μου».
«Θυμάμαι ότι ο πατέρας σας ήταν εξαιρετικός ναυτικός», σχολίασε η
Ντέλια Γκρέις, μπαίνοντας στη συζήτηση.
Ο Τζέιμσον ένευσε μ’ ενθουσιασμό.
«Ένα από τα πολλά ταλέντα του. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι
κληρονόμησα περισσότερα από τα χαρακτηριστικά της μητέρας μου παρά
από τα δικά του, αλλά η ιστιοπλοΐα μού έμεινε. Το ίδιο και η αγάπη του για
τα ταξίδια. Εσύ, Λαίδη Χόλις; Σου αρέσει να ταξιδεύεις;»
Σήκωσα τους ώμους μου.
«Δε μου δόθηκε ποτέ η ευκαιρία. Έχω ζήσει όλη μου τη ζωή ανάμεσα στο
Κάστρο Κερέσκεν και το Βάρινγκερ Χολ. Αλλά πάντα ήθελα να πάω στο
Έραντορ», είπα ψιθυριστά. «Λατρεύω τη θάλασσα και μου έχουν πει ότι οι
παραλίες εκεί είναι πανέμορφες».
«Είναι». Χαμογέλασε και απέστρεψε το βλέμμα του. «Έχω ακούσει ότι
είναι της μόδας τώρα τα ζευγάρια να κάνουν ένα ταξίδι μαζί όταν
παντρεύονται». Συνάντησε τα μάτια μου ξανά. «Να φροντίσεις ο σύζυγός
σου να σε πάει στο Έραντορ. Θα έδειχνες σαγηνευτική στις λευκές
παραλίες».
Απέστρεψε ξανά το βλέμμα του, ρίχνοντας βατόμουρα στο στόμα του λες
και δεν ήταν τίποτα να μιλάει για συζύγους και ταξίδια και να είμαστε μόνοι.
Κοίταξα την Ντέλια Γκρέις, που μου ανταπέδωσε το βλέμμα αποσβολωμένη.
Ήξερα ότι, όταν θα μέναμε μόνες, θα αναλύαμε το κάθε κομμάτι αυτής της
στιγμής για να καταλάβουμε τι σήμαινε.
Προσπαθούσε να πει ότι πίστευε ότι έπρεπε να παντρευτώ; Ή υπονοούσε
ότι έπρεπε να παντρευτώ… εκείνον;
Αυτές ήταν οι ερωτήσεις που πλημμύριζαν το μυαλό μου καθώς
ανακάθισα, κοιτάζοντας πέρα από το νερό. Εκεί ήταν η Νόρα με την
ξινισμένη της έκφραση, κοιτάζοντας με τα άλλα απογοητευμένα κορίτσια
από την αυλή. Καθώς κοιτούσα γύρω μου, πρόσεξα ότι αρκετά ζευγάρια
μάτια ήταν στραμμένα όχι στην ομορφιά της ημέρας, αλλά σ’ εμένα. Το
μοναδικό ζευγάρι που έδειχνε οργισμένο, ωστόσο, ήταν της Νόρα.
Πήρα ένα βατόμουρο και της το πέταξα, πετυχαίνοντάς την ακριβώς στον
θώρακα. Η Σέσιλι και η Άννα Σοφία γέλασαν, ενώ το στόμα της Νόρα έμεινε
ανοιχτό από το σοκ. Αλλά πήρε γρήγορα μερικά από τα δικά της φρούτα και
μου τα πέταξε, με την έκφρασή της να αλλάζει σε κάτι που έμοιαζε με
ευτυχία. Χασκογελώντας, σήκωσα κι άλλα φρούτα και ξεκίνησα ένα είδος
πολέμου.
«Χόλις, τι στο καλό κάνεις;» φώναξε η μητέρα από τη βάρκα της, αρκετά
δυνατά για ν’ ακουστεί πάνω από τον θόρυβο που έκαναν τα κουπιά στο
νερό.
Την κοίταξα και απάντησα με απόλυτη σοβαρότητα: «Υπερασπίζομαι την
τιμή μου, φυσικά». Είδα τον Τζέιμσον να γελάει καθώς γύρισα ξανά προς τη
Νόρα.
Ακολούθησαν γέλια και βατόμουρα να πετάγονται και στις δυο
κατευθύνσεις. Είχα καιρό να διασκεδάσω τόσο έως ότου έγειρα πάρα πολύ
για μια δυνατή ρίψη και κατέληξα να πέσω στο νερό.
Άκουσα τις πνιχτές κραυγές και τις φωνές των γύρω μου, αλλά κατάφερα
να πάρω μια καλή ανάσα καθώς έπεφτα και ανέβηκα στην επιφάνεια χωρίς
να πνιγώ.
«Χόλις!» αναφώνησε ο Τζέιμσον, απλώνοντας το χέρι του προς το μέρος
μου. Το άρπαξα και με τράβηξε με ασφάλεια ξανά στη βάρκα μέσα σε
μερικά δευτερόλεπτα. «Γλυκιά Χόλις, είσαι καλά; Χτύπησες;»
«Όχι», είπα, τρέμοντας ήδη από το κρύο νερό, «αλλά απ’ ό,τι φαίνεται
έχασα τα παπούτσια μου».
Ο Τζέιμσον κοίταξε τις κάλτσες μου και ξέσπασε σε γέλια.
«Κάτι πρέπει να κάνουμε γι’ αυτό, έτσι δεν είναι;»
Ακούγονταν γέλια από παντού τώρα που ήμουν καλά και ο Τζέιμσον
έβγαλε το παλτό του για να το τυλίξει γύρω μου, κρατώντας με ζεστή.
«Πίσω στην ακτή, λοιπόν», διέταξε, εξακολουθώντας να χαμογελάει. Με
κρατούσε κοντά του, κοιτάζοντας βαθιά στα μάτια μου. Ένιωσα ότι σε αυτή
τη στιγμή –χωρίς παπούτσια, με τα βρεγμένα μου μαλλιά να είναι ένα χάλι–
με έβρισκε ακαταμάχητη. Και ωστόσο, με τους γονείς μου ακριβώς πίσω του,
με μια ντουζίνα απαιτητικούς λόρδους εκεί κοντά, έπρεπε να συμβιβαστεί με
ένα ζεστό φιλί στο δροσερό μου μέτωπο.
Ήταν αρκετό για να προκαλέσει νέα κύματα στο στομάχι μου και
αναρωτήθηκα αν η κάθε στιγμή μαζί του θα ήταν έτσι. Πέθαινα για ένα φιλί
του, ελπίζοντας ότι κάθε φορά που μέναμε για μια σύντομη στιγμή μόνοι μας
θα με έπαιρνε στην αγκαλιά του. Μέχρι τώρα, όμως, αυτό δεν είχε συμβεί.
Ήξερα ότι είχε φιλήσει τη Χάνα και τη Μίρα, αλλά, ακόμα κι αν είχε φιλήσει
και κάποια από τις άλλες, δεν το έλεγαν. Αναρωτήθηκα αν το γεγονός ότι
ακόμα δε με είχε φιλήσει ήταν καλό σημάδι ή κακό.
«Μπορείς να σταθείς όρθια;» ρώτησε η Ντέλια Γκρέις, επαναφέροντάς με
στην πραγματικότητα καθώς με βοήθησε να κατέβω στην αποβάθρα.
«Το φόρεμα είναι πολύ πιο βαρύ τώρα που βράχηκε», παραδέχτηκα.
«Ω, Χόλις. Λυπάμαι τόσο πολύ! Δεν ήθελα να σε κάνω να πέσεις!»
αναφώνησε η Νόρα όταν κατέβηκε κι εκείνη από τη βάρκα της.
«Ανοησίες! Εγώ έφταιγα και πήρα ένα πολύτιμο μάθημα. Από εδώ και
πέρα θα απολαμβάνω το ποτάμι μόνο από το παράθυρό μου», απάντησα
κλείνοντάς της το μάτι μου.
Εκείνη γέλασε, δείχνοντας σχεδόν σαν να το έκανε παρά την ορθή κρίση
της.
«Είσαι σίγουρη ότι είσαι καλά;»
«Ναι. Μπορεί αύριο να τρέχει η μύτη μου, αλλά είμαι εντάξει, απλώς είμαι
μούσκεμα ως το κόκαλο. Δε σου κρατάω κακία. Αλήθεια».
Χαμογέλασε και μου φάνηκε αληθινό.
«Άσε με να σε βοηθήσω», προσφέρθηκε.
«Την κρατάω εγώ», είπε απότομα η Ντέλια Γκρέις.
Το χαμόγελο της Νόρα έσβησε αμέσως και από ικανοποιημένη τώρα
έδειχνε αφάνταστα εκνευρισμένη.
«Ναι, είμαι σίγουρη γι’ αυτό. Εφόσον δεν είχες ποτέ καμία πιθανότητα να
τραβήξεις την προσοχή του Τζέιμσον μόνη σου, το να κρέμεσαι από τη
φούστα της Χόλις είναι το καλύτερo που μπορεί να κάνει ένα κορίτσι σαν
εσένα». Ύψωσε το φρύδι της και γύρισε. «Στη θέση σου θα την κρατούσα
πολύ σφιχτά».
Άνοιξα το στόμα μου για να πω στη Νόρα ότι η κατάσταση της Ντέλια
Γκρέις δεν ήταν ποτέ δικό της φταίξιμο. Αλλά βρήκα ένα χέρι στον θώρακά
μου να με σταματάει.
«Θα σε ακούσει ο Τζέιμσον», είπε η Ντέλια Γκρέις μέσα από σφιγμένα
δόντια. «Ας φύγουμε». O πόνος στη φωνή της ήταν ολοφάνερος, αλλά είχε
δίκιο. Οι άντρες πολεμούσαν στα πεδία· οι γυναίκες πολεμούσαν πίσω από
βεντάλιες. Την κράτησα σφιχτά καθώς επιστρέφαμε στο κάστρο. Έπειτα από
τόσες προσβολές μέσα σε ένα απόγευμα, αναρωτήθηκα αν θα κατέφευγε στη
μοναξιά την επόμενη μέρα. Το έκανε συχνά αυτό ήταν ήμασταν μικρές και η
καρδιά της δεν άντεχε ν’ ακούσει άλλη λέξη.
Αλλά το επόμενο πρωί βρισκόταν στο δωμάτιό μου, χτενίζοντας αμίλητη
τα μαλλιά μου σε άλλο ένα περίπλοκο σχέδιο. Αυτό ακριβώς έκανε όταν
ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα και, όταν την άνοιξε, μπήκε ένας
στρατός από καμαριέρες που έφερναν το ένα μπουκέτο από τα πρώτα άνθη
της άνοιξης μετά το άλλο.
«Τι ακριβώς είναι όλα αυτά;» ρώτησε η Ντέλια Γκρέις, οδηγώντας τες ν’
αφήσουν τα λουλούδια σε όποια κενή επιφάνεια ήταν διαθέσιμη.
Μια καμαριέρα έκανε μια υπόκλιση μπροστά μου και μου έδωσε ένα
διπλωμένο σημείωμα. Χαμογέλασα καθώς άρχισα να το διαβάζω δυνατά.
«“Σε περίπτωση που άρπαξες κρυολόγημα και δεν μπορείς να βγεις έξω
στη φύση σήμερα, σκέφτηκα ότι η φύση πρέπει να έρθει στη βασίλισσά
της”».
Τα μάτια της Ντέλια Γκρέις γούρλωσαν.
«Στη βασίλισσά της;»
Ένευσα, με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή.
«Βρες το χρυσό μου φόρεμα, σε παρακαλώ. Νομίζω ότι ο βασιλιάς αξίζει
ένα ευχαριστώ».
3
Περπατούσα στον διάδρομο με το κεφάλι ψηλά και την Ντέλια Γκρέις λίγο
πιο πίσω από τον δεξιό ώμο μου. Συναντούσα τα μάτια μεγαλύτερων σε
ηλικία αυλικών, χαμογελώντας και νεύοντάς τους. Οι περισσότεροι δε μου
έδιναν σημασία, γεγονός που δε μου προκαλούσε έκπληξη. Ήξερα ότι
πίστευαν ότι δεν είχε νόημα να δεθούν με το πιο πρόσφατο φλερτ του
βασιλιά.
Μόνο τη στιγμή που πλησιάζαμε στον κεντρικό διάδρομο προς τη Μεγάλη
Αίθουσα, άκουσα κάτι που με έκανε να τσιτωθώ.
«Γι’ αυτή σού έλεγα», ψιθύρισε δυνατά μια γυναίκα στη φίλη της, με έναν
τόνο που δεν άφηνε περιθώρια να εκλάβεις τα λόγια της ως έπαινο.
Πάγωσα, κοιτάζοντας την Ντέλια Γκρέις. Ο τρόπος με τον οποίο είχε
μισοκλείσει τα μάτια της με καχυποψία μού έλεγε ότι το είχε ακούσει και
εκείνη και δεν ήξερε πώς να το εκλάβει. Υπήρχε η πιθανότητα να μιλούσαν
για εκείνη. Για τους γονείς της, για τον πατέρα της. Αλλά τα κουτσομπολιά
που αφορούσαν την Ντέλια Γκρέις δεν ήταν τίποτα καινούργιο, ενώ τα
πειράγματα συνήθως γίνονταν από νεαρές κυρίες που έψαχναν κάποιον για
να θάψουν· όλοι οι υπόλοιποι έψαχναν για νέες, συναρπαστικές ιστορίες.
Όπως εκείνες που ίσως να αφορούσαν το πιο πρόσφατο αντικείμενο του
πόθου του Βασιλιά Τζέιμσον.
«Πάρε μια ανάσα», μου είπε η Ντέλια Γκρέις. «Ο βασιλιάς θα θέλει να δει
ότι είσαι καλά».
Άγγιξα το λουλούδι που είχα στερεώσει στο αυτί μου, θέλοντας να
βεβαιωθώ ότι ήταν ακόμα στη θέση του. Έστρωσα το φόρεμά μου και
συνέχισα να προχωράω. Είχε δίκιο, φυσικά. Ήταν η ίδια στρατηγική που
χρησιμοποιούσε εδώ και χρόνια.
Αλλά όταν μπήκαμε στη Μεγάλη Αίθουσα, τα βλέμματα ήταν αναμφίβολα
αποδοκιμαστικά. Προσπάθησα να παραμείνω ανέκφραστη, αλλά μέσα μου
έτρεμα.
Ένας άντρας στεκόταν ακουμπισμένος στον τοίχο, με χέρια σταυρωμένα,
κουνώντας το κεφάλι του.
«Θα ντρόπιαζε όλη τη χώρα», ψέλλισε κάποιος καθώς πέρασε δίπλα μου.
Με την άκρη του ματιού μου είδα τη Νόρα. Πηγαίνοντας ενάντια σε κάθε
ένστικτο που είχα μέχρι την προηγούμενη μέρα, την πλησίασα, με την
Ντέλια Γκρέις να με ακολουθεί σαν σκιά.
«Καλημέρα, Λαίδη Νόρα. Δεν είμαι σίγουρη αν το πρόσεξες, αλλά κάποιοι
από τους αυλικούς σήμερα είναι…» Δεν μπορούσα να βρω την κατάλληλη
λέξη.
«Ναι», απάντησε σιγανά. «Φαίνεται ότι κάποιος από την έξοδό μας χθες
μοιράστηκε την ιστορία της μικρής μας μάχης. Κανείς δε φαίνεται να είναι
εκνευρισμένος μαζί μου, αλλά, φυσικά, εγώ δεν είμαι η ευνοούμενη του
βασιλιά».
Ξεροκατάπια.
«Μα ο Μεγαλειότατος πηγαίνει από τη μία κυρία στην άλλη αυτή την
τελευταία χρονιά σαν να μην είναι και κάτι σπουδαίο. Δεν μπορεί να
σκοπεύει να κρατήσει την παρέα μου για πολύ ακόμα, επομένως ποιο είναι
το πρόβλημα;»
Έκανε έναν μορφασμό.
«Σε έβγαλε από το παλάτι. Σε άφησε να καθίσεις κάτω από τη σημαία. Όσο
χαλαρή κι αν νομίζεις ότι ήταν η χθεσινή έξοδος, ήταν πρωτοφανής ως προς
τις επαφές του με γυναίκες ως τώρα».
Ω.
«Οι λόρδοι είναι, σωστά;» ρώτησε η Ντέλια Γκρέις τη Νόρα. «Εκείνοι στο
συμβούλιο;»
Στην πρώτη τους πολιτισμένη επαφή όλα αυτά τα χρόνια που γνώριζα και
τις δυο κοπέλες, η Νόρα ένευσε κοφτά και συμπονετικά.
«Τι σημαίνει αυτό;» ρώτησα. «Γιατί να νοιάζεται ο βασιλιάς για τη γνώμη
του οποιουδήποτε;»
Η Ντέλια Γκρέις, που πάντοτε μάθαινε με ευκολία όλα όσα αφορούσαν την
κυβέρνηση και το πρωτόκολλο, γύρισε τα μάτια της προς τα πάνω.
«Οι λόρδοι κυβερνούν τις επαρχίες τους εκ μέρους του βασιλιά. Ο βασιλιάς
εξαρτάται από εκείνους».
«Αν ο βασιλιάς θέλει ειρήνη στις ακριτικές περιοχές της χώρας και έχει την
απαίτηση να συλλέγονται οι φόροι σωστά, χρειάζεται τους λόρδους του
συμβουλίου για να το αναλάβουν», πρόσθεσε η Νόρα. «Αν οι λόρδοι είναι
δυσαρεστημένοι με τον τρόπο με τον οποίο γίνονται τα πράγματα, ας πούμε
απλώς ότι τεμπελιάζουν στις δουλειές τους».
Ααα. Επομένως ο βασιλιάς θα μπορούσε να χάσει τόσο τα έσοδα όσο και
την ασφάλεια, αν έκανε το ανόητο λάθος να συγχρωτιστεί με κάποια που δεν
άρεσε στους λόρδους. Κάποια όπως ένα κορίτσι που έπεσε μέσα σε ένα
ποτάμι ρίχνοντας φρούτα σε ένα άλλο κορίτσι, ενώ ακόμα δεν είχαν
απομακρυνθεί πολύ από το άγαλμα που τιμά μία από τις σπουδαιότερες
βασίλισσες που έχει γνωρίσει ποτέ η χώρα.
Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, ένιωσα ολοκληρωτική ταπείνωση.
Είχα παρεξηγήσει τα λόγια του Τζέιμσον, την προσοχή του. Είχα πιστέψει
στ’ αλήθεια ότι υπήρχε πιθανότητα να γίνω βασίλισσα.
Αλλά μετά θυμήθηκα. Πάντοτε ήξερα ότι δε θα γινόμουν βασίλισσα.
Ναι, θα ήταν ωραία να γίνω η πιο πλούσια γυναίκα σε όλη την Κορόα, να
φτιάξουν αγάλματα προς τιμήν μου… αλλά αυτό δεν ήταν ρεαλιστικό και
σίγουρα ο Τζέιμσον δε θ’ αργούσε να γοητευτεί από ένα άλλο όμορφο
χαμόγελο. Το καλύτερο που μπορούσα να κάνω ήταν να απολαύσω το φλερτ
του Τζέιμσον όσο διαρκούσε.
Παίρνοντας το χέρι της Νόρα, την κοίταξα κατάματα.
«Σ’ ευχαριστώ. Τόσο για τη διασκέδαση χθες όσο και για την ειλικρίνειά
σου σήμερα. Σου χρωστάω».
Χαμογέλασε.
«Η ημέρα της στέψης είναι σε μερικές εβδομάδες. Αν εσύ και ο βασιλιάς
είστε ακόμα μαζί, φαντάζομαι ότι θα ετοιμάσεις έναν χορό για εκείνον. Αν το
κάνεις, άφησέ με να λάβω μέρος».
Πολλά κορίτσια παρουσίαζαν νέους χορούς για την ημέρα της στέψης,
ελπίζοντας να αποκτήσουν την εύνοια του βασιλιά τιμώντας τον. Υπέθεσα
ότι, αν ο Τζέιμσον έτρεφε ακόμα ενδιαφέρον για μένα τότε, θα έπρεπε να έχω
ετοιμάσει έναν χορό. Απ’ ό,τι θυμόμουν, η Νόρα χόρευε με χάρη.
«Θα θελήσω κάθε δυνατή βοήθεια. Θα έχεις οπωσδήποτε μια θέση».
Έγνεψα στην Ντέλια Γκρέις να με ακολουθήσει για άλλη μια φορά. «Έλα.
Πρέπει να ευχαριστήσω τον βασιλιά».
«Έχεις τρελαθεί;» ψιθύρισε έντρομη. «Δε θα την αφήσεις στ’ αλήθεια να
χορέψει μαζί μας, έτσι;»
Την κοίταξα δύσπιστα.
«Μόλις μου έδειξε μεγάλη καλοσύνη. Και ήταν πολύ ευγενική μαζί σου.
Είναι απλώς ένας χορός και έχει πολύ ταλέντο. Θα μας κάνει να φαινόμαστε
καλύτερες».
«Οι πράξεις της σήμερα δεν μπορούν να διορθώσουν τα λάθη του
παρελθόντος», επέμεινε η Ντέλια Γκρέις.
«Μεγαλώνουμε», της είπα. «Τα πράγματα αλλάζουν».
Το πρόσωπό της έλεγε ότι αυτή η απάντηση δεν την καθησύχαζε καθόλου,
αλλά έμεινε σιωπηλή καθώς περνούσαμε μέσα από μια θάλασσα ανθρώπων.
Ο Βασιλιάς Τζέιμσον βρισκόταν στο υπερυψωμένο πέτρινο βάθρο στην
κεφαλή της Μεγάλης Αίθουσας. Ήταν μεγάλο, φτιαγμένο με αρκετό χώρο
για μια μεγάλη βασιλική οικογένεια, αλλά πρόσφατα φιλοξενούσε μόνο έναν
θρόνο με δυο μικρά καθίσματα δεξιά και αριστερά του για τους τυχόν
σημαντικούς φιλοξενούμενούς του.
Η Μεγάλη Αίθουσα χρησιμοποιούνταν για τα πάντα: για την υποδοχή
καλεσμένων, για χορούς, ακόμα και για δείπνο κάθε βράδυ. Στον ανατολικό
τοίχο, όπου βρισκόταν η σκάλα που οδηγούσε στον εξώστη για τους
μουσικούς, υπήρχαν ψηλά παράθυρα που άφηναν να περνάει μέσα άφθονο
φως του ήλιου. Αλλά ο δυτικός τοίχος ήταν εκείνος που τραβούσε το βλέμμα
μου κάθε φορά που έμπαινα στο δωμάτιο. Έξι βιτρό παράθυρα κάλυπταν όλο
το μήκος του τοίχου, ενώ το ύψος τους έφτανε από τη μέση μου μέχρι το
ταβάνι. Τα παράθυρα απεικόνιζαν σκηνές από την ιστορία της Κορόα με
μεγαλοπρεπή εικονογράφηση, λούζοντας το δωμάτιο με χρώμα και φως.
Το ένα παράθυρο απεικόνιζε τη στέψη του Έστους, ενώ ένα άλλο γυναίκες
να χορεύουν σε ένα λιβάδι. Ένα από τα αυθεντικά τζάμια είχε καταστραφεί
σε κάποιον πόλεμο και είχε αντικατασταθεί από μια σκηνή με τον Βασιλιά
Τελάου να υποκλίνεται στη Βασίλισσα Θένελοπ. Ίσως να ήταν το αγαπημένο
μου από τα έξι. Δεν ήμουν απολύτως σίγουρη για τον ρόλο της στην ιστορία
μας, αλλά ήταν αρκετά άξια ώστε να απαθανατιστεί στην αίθουσα όπου
λάμβαναν χώρα όλες οι σημαντικές καθημερινές δραστηριότητες του
παλατιού, και αυτό από μόνο του ήταν εντυπωσιακό.
Ενώ έφερναν μεγάλα τραπέζια για το δείπνο και τα έβγαζαν ξανά, με τον
κόσμο να έρχεται και να φεύγει με τις εποχές, τα παράθυρα και το βάθρο
ήταν πάντα τα ίδια. Μετακίνησα τα μάτια μου από τις απεικονίσεις
βασιλιάδων του παρελθόντος σε εκείνον που καθόταν στον θρόνο τώρα. Τον
παρατηρούσα καθώς ήταν απορροφημένος σε μια συζήτηση με έναν από
τους λόρδους του, αλλά, όταν το χρυσό του φορέματός μου τράβηξε το
βλέμμα του, γύρισε για μια στιγμή. Μετά, συνειδητοποιώντας ότι ήμουν εγώ,
έγνεψε στον λόρδο να αποχωρήσει με συνοπτικές διαδικασίες. Έκανα μια
υπόκλιση και πλησίασα τον θρόνο, με ένα ζευγάρι ζεστά και γεμάτα χάρη
χέρια να με καλωσορίζουν.
«Αρχόντισσα Χόλις». Κούνησε το κεφάλι του. «Είσαι σαν τον ανατέλλοντα
ήλιο. Πανέμορφη».
Μ’ εκείνα τα λόγια όλη η σιγουριά μου διαλύθηκε. Πώς μπορούσα να είμαι
σίγουρη ότι δε σήμαινα τίποτα όταν με κοιτούσε έτσι; Δεν τον είχα
παρατηρήσει προσεκτικά με τις άλλες· δεν το θεώρησα σημαντικό τότε.
Αλλά ένιωθα ότι ο τρόπος με τον οποίο κινούσε τον αντίχειρά του μπρος
πίσω στο χέρι μου ήταν κάτι μοναδικό, λες και ένα μόνο τμήμα δέρματος δεν
του ήταν αρκετό.
«Η Μεγαλειότητά Σας είναι υπερβολικά γενναιόδωρη», απάντησα τελικά,
σκύβοντας το κεφάλι. «Όχι μόνο με τα λόγια σας, αλλά και με τα δώρα σας.
Ήθελα να σας ευχαριστήσω για τον κήπο που στείλατε στο δωμάτιό μου»,
είπα με έμφαση και εκείνος γέλασε. «Και ήθελα να σας πω ότι είμαι καλά».
«Υπέροχα. Τότε πρέπει να καθίσεις μαζί μου στο δείπνο απόψε».
Το στομάχι μου σφίχτηκε.
«Μεγαλειότατε;»
«Το ίδιο και οι γονείς σου, φυσικά. Χρειάζομαι μια αλλαγή συντροφιάς».
Έκανα ξανά μια υπόκλιση.
«Όπως επιθυμείτε». Μπορούσα να δω ότι υπήρχαν κι άλλοι που περίμεναν
για την προσοχή του, κι έτσι οπισθοχώρησα γρήγορα, ζαλισμένη από χαρά.
Έπιασα το χέρι της Ντέλια Γκρέις, για να στηριχτώ επάνω της.
«Θα καθίσεις δίπλα στον βασιλιά, Χόλις», μουρμούρισε.
«Ναι». Η σκέψη με άφησε ξέπνοη, λες και είχα τρέξει στον κήπο.
«Το ίδιο και οι γονείς σου. Δεν το έχει ξανακάνει αυτό».
Έπιασα το χέρι της ακόμα πιο σφιχτά.
«Το ξέρω. Να… να πάμε να τους το πούμε;» Κοίταξα τα πανέξυπνα μάτια
της Ντέλια Γκρέις, εκείνα που μπορούσαν να διαβάσουν τη μείξη
ενθουσιασμού και φόβου στα δικά μου, εκείνα που έβλεπαν ότι δεν
καταλάβαινα τι συνέβαινε.
Εκείνα ακριβώς τα μάτια φωτίστηκαν καθώς χαμογελούσε πονηρά.
«Νομίζω ότι μια τόσο σημαντική κυρία όπως εσύ πρέπει απλώς να στείλει
ένα γράμμα».
Γελούσαμε καθώς βγαίναμε από την αίθουσα, χωρίς να μας νοιάζει αν
κάποιος κοιτούσε ή σχολίαζε. Ακόμα δεν είχα πειστεί τελείως για τις
προθέσεις του Τζέιμσον, ενώ ήξερα ότι οι αυλικοί δεν ήταν ενθουσιασμένοι
από την παρουσία μου, αλλά τίποτα από όλα αυτά δεν είχε σημασία τώρα.
Απόψε θα δειπνούσα δίπλα σε έναν βασιλιά. Και αυτός ήταν ένας λόγος για
να το γιορτάζω.

Η Ντέλια Γκρέις κι εγώ καθόμασταν στο δωμάτιό μου, ολοκληρώνοντας τον


χρόνο που επέμενε να αφιερώνουμε καθημερινά στη μελέτη. Είχε διάφορα
ενδιαφέροντα: ιστορία, μυθολογία και τους σπουδαίους φιλόσοφους της
εποχής. Εγώ προτιμούσα τα μυθιστορήματα. Συνήθως μεταφερόμουν στα
μέρη που ξεπηδούσαν από τις σελίδες ενός βιβλίου, αλλά σήμερα τ’ αυτιά
μου ήταν τεντωμένα. Αφουγκραζόμουν, έριχνα ματιές στην πόρτα κάθε
μερικά λεπτά, περιμένοντας να εισβάλουν.
Τη στιγμή που τελικά έφτασα σε μια ενδιαφέρουσα παράγραφο, οι πόρτες
άνοιξαν απότομα.
«Είναι κάποιο αστείο αυτό;» ρώτησε ο πατέρας μου με έναν τόνο όχι
οργισμένο αλλά γεμάτο ελπίδα.
Κούνησα το κεφάλι μου.
«Όχι, κύριε. Ο βασιλιάς μάς προσκάλεσε σήμερα το πρωί. Δείχνατε
απασχολημένος κι έτσι σκέφτηκα ότι ένα γράμμα θα άρμοζε περισσότερο».
Έριξα μια συνωμοτική ματιά στην Ντέλια Γκρέις, η οποία προσποιούνταν
ότι ήταν ακόμα βυθισμένη στο βιβλίο της.
Η μητέρα μου κατάπιε, με το σώμα της να αδυνατεί να μείνει σε ένα σημείο
καθώς μιλούσε.
«Θα καθίσουμε όλοι με τον βασιλιά απόψε;»
Ένευσα.
«Μάλιστα, κυρία. Εσείς, ο πατέρας κι εγώ. Θα χρειαστώ την Ντέλια
Γκρέις, κι έτσι σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να έρθει και η μητέρα της μαζί
μας».
Σε αυτό, η γεμάτη ενθουσιασμό νευρικότητα της μητέρας σταμάτησε. Ο
πατέρας μου έκλεισε τα μάτια του, μια κίνηση που αναγνώριζα, καθώς το
έκανε πολλές φορές όταν ήθελε να σκεφτεί τα λόγια του πριν μιλήσει.
«Είμαι σίγουρος ότι θα προτιμούσες να έχεις μόνο την παρέα της
οικογένειάς σου σε αυτή τη μνημειώδη περίσταση».
Χαμογέλασα.
«Υπάρχει χώρος για όλους μας και για ακόμα περισσότερους στο τραπέζι
του βασιλιά. Δε νομίζω ότι θα έχει σημασία».
Η μητέρα μου με κοιτούσε υπεροπτικά.
«Ντέλια Γκρέις, μπορείς, σε παρακαλώ, να μας αφήσεις μόνους να
μιλήσουμε με την κόρη μας;»
Ανταλλάξαμε ένα κουρασμένο βλέμμα και η Ντέλια Γκρέις έκλεισε το
βιβλίο της, αφήνοντάς το στο τραπέζι πριν φύγει.
«Μητέρα, ειλικρινά!»
Κινήθηκε γρήγορα προς το μέρος μου και στάθηκε από πάνω μου εκεί όπου
καθόμουν.
«Αυτό δεν είναι ένα παιχνίδι, Χόλις. Εκείνο το κορίτσι είναι κηλιδωμένο
και δε θα έπρεπε να βρίσκεται κοντά σου. Στην αρχή έδειχνε γλυκό, κάτι σαν
φιλανθρωπία. Αλλά τώρα… πρέπει να κόψεις τους δεσμούς».
Έμεινα με το στόμα ανοιχτό.
«Σε καμία περίπτωση δε θα κάνω κάτι τέτοιο! Είναι η πιο στενή μου φίλη
στην αυλή».
«Είναι μια μπάσταρδη!» σύριξε η μητέρα μου.
Ξεροκατάπια.
«Αυτό είναι φήμη. Η μητέρα της έχει ορκιστεί ότι ήταν πιστή. Ο Λόρδος
Ντόμναλ απέδωσε αυτή την κατηγορία στη μητέρα της Ντέλια Γκρέις –και
μάλιστα οχτώ χρόνια μετά το γεγονός– για να μπορέσει να πάρει διαζύγιο».
«Όπως και να έχει, ένα διαζύγιο είναι αρκετός λόγος για να μείνεις μακριά
της!» ισχυρίστηκε η μητέρα.
«Δε φταίει εκείνη!»
«Έχεις απόλυτο δίκιο, αγαπητή μου», πρόσθεσε ο πατέρας, αγνοώντας με.
«Αν το αίμα της μητέρας της δεν είναι αρκετά σκάρτο, του πατέρα της είναι.
Διαζευγμένος». Κούνησε το κεφάλι του. «Και να κλεφτεί με κάποια, και
μάλιστα τόσο γρήγορα μετά».
Αναστέναξα. Η Κορόα ήταν μια χώρα γεμάτη νόμους. Πολλοί από αυτούς
ήταν επικεντρωμένοι στην οικογένεια και στον γάμο. Αν απιστούσες, αυτό
σήμαινε ότι ήσουν, στην καλύτερη περίπτωση, απόκληρος. Στη χειρότερη, θα
έκανες ένα ταξίδι στον πύργο. Το διαζύγιο ήταν κάτι τόσο σπάνιο, ώστε δεν
το είχα δει ποτέ να συμβαίνει με τα μάτια μου. Αλλά η Ντέλια Γκρέις το είχε
δει.
Ο πατέρας της ισχυρίστηκε ότι η γυναίκα του, η πρώην Λαίδη Κλάρα
Ντόμναλ, είχε μια εξωσυζυγική σχέση που είχε ως αποτέλεσμα τη γέννηση
του μοναδικού παιδιού τους, της Ντέλια Γκρέις. Για εκείνους τους λόγους,
απαίτησε και του δόθηκε διαζύγιο. Αλλά έπειτα από τρεις μήνες το έσκασε
με μια άλλη, δίνοντας τους τίτλους που θα κληρονομούσε κάποτε η Ντέλια
Γκρέις σε αυτή τη γυναίκα και στα παιδιά που μπορεί να έκαναν. Φυσικά, τι
ήταν οι τίτλοι με τέτοια φήμη; Όταν ένα ζευγάρι κλεβόταν, ήξερε ότι θα
ξεσήκωνε τη γενική αποδοκιμασία και αυτή η κίνηση θεωρούνταν η
τελευταία λύση, ενώ κάποια ζευγάρια προτιμούσαν να χωρίσουν παρά να
καταφύγουν σε μια τόσο απελπισμένη πράξη.
Η Λαίδη Κλάρα, που δεν έπαψε ποτέ να είναι κυρία, ξαναπήρε το πατρικό
της όνομα και έφερε την κόρη της στην αυλή έτσι ώστε να μπορέσει να
μεγαλώσει υπό την επιρροή της υψηλής κοινωνίας. Ωστόσο, αυτό που έλαβε
ήταν ένα ατελείωτο βασανιστήριο.
Πάντα έβρισκα αυτή την ιστορία αμφίβολη. Αν ο Λόρδος Ντόμναλ
υποψιαζόταν ότι η σύζυγός του ήταν άπιστη και ότι η Ντέλια Γκρέις δεν ήταν
δική του, γιατί περίμενε οχτώ χρόνια για να το αναφέρει; Δεν υπήρξαν ποτέ
αποδείξεις που να επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς και, ωστόσο, του έδωσαν
το διαζύγιό του. Η Ντέλια Γκρέις είπε ότι θα πρέπει να ερωτεύτηκε πολύ τη
γυναίκα με την οποία κλέφτηκε. Προσπάθησα να της πω ότι ήταν ανοησία,
αλλά μου κούνησε το κεφάλι της.
«Όχι. Θα πρέπει να την αγάπησε περισσότερο από τη μητέρα μου κι εμένα
μαζί. Γιατί να φύγεις για κάτι που αγαπάς λιγότερο;» Το βλέμμα της ήταν
τόσο αποφασιστικό, ώστε δεν μπορούσα να διαφωνήσω μαζί της και δεν
έθιξα ποτέ ξανά το θέμα.
Δε χρειάστηκε να το κάνω. Το έκανε το μισό παλάτι για εμάς. Και αν δεν
την έκριναν μπροστά της, τουλάχιστον το σκέφτονταν. Οι γονείς μου ήταν η
απόδειξη γι’ αυτό.
«Είστε πολύ βιαστικοί», επέμεινα. «Ήταν πολύ γενναιόδωρο εκ μέρους του
βασιλιά να μας καλέσει σε δείπνο, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι θα βγει κάτι
παραπάνω. Κι ακόμα κι αν βγει, έπειτα από τόσο καιρό δεν αξίζει η Ντέλια
Γκρέις –που ήταν πάντα υπόδειγμα τελειότητας στην αυλή– να μείνει στο
πλευρό μου;»
Ο πατέρας μου ξεφύσησε.
«Ο κόσμος ήδη σε κρίνει για τις παλαβομάρες σου στο ποτάμι. Θέλεις να
τους δώσεις κι άλλα πυρομαχικά;»
Ακούμπησα τα χέρια μου στην ποδιά μου, ενώ σκεφτόμουν ότι δεν είχε
νόημα να διαφωνώ με τους γονείς μου. Πότε είχα κερδίσει; Πλησίαζα να το
πετύχω μόνο όταν η Ντέλια Γκρέις ήταν δίπλα μου.
Αυτό ήταν!
Αναστέναξα, σηκώνοντας το βλέμμα μου στους γονείς μου, τα πρόσωπα
των οποίων εξακολουθούσαν να είναι αποφασισμένα.
«Καταλαβαίνω τις ανησυχίες σας, αλλά ίσως δεν πρέπει να λάβουμε υπόψη
μόνο τις δικές μας επιθυμίες», πρότεινα.
«Δεν οφείλω τίποτα σε αυτό το γεμάτο σκάνδαλα κορίτσι», έφτυσε η
μητέρα.
«Όχι. Εννοώ τον βασιλιά».
Με αυτό έμειναν σιωπηλοί. Τελικά, ο πατέρας μου τόλμησε να μιλήσει.
«Εξηγήσου».
«Εννοώ απλώς ότι ο Μεγαλειότατος με έχει ερωτευτεί, και ένας λόγος για
τον οποίο οι μέρες μου είναι τόσο εύκολες είναι η συντροφιά της Ντέλια
Γκρέις. Επιπλέον, ο Τζέιμσον είναι πολύ πιο συμπονετικός από τον πατέρα
του και ίσως δείξει κατανόηση στο ότι θέλω να την πάρω υπό την προστασία
μου. Με την άδειά σας, θα ήθελα να του θέσω αυτή την ερώτηση».
Είχα επιλέξει τα λόγια μου με προσοχή, ο τόνος μου ήταν μετρημένος. Δεν
υπήρχε περίπτωση να με αποκαλέσουν γκρινιάρα ή κλαψιάρα, ενώ δεν
υπήρχε περίπτωση να ισχυριστούν ότι έχουν μεγαλύτερη εξουσία από έναν
βασιλιά.
«Πολύ καλά», είπε ο πατέρας. «Γιατί δεν τον ρωτάς απόψε; Αλλά δε θα την
προσκαλέσεις να καθίσει μαζί μας. Όχι αυτή τη φορά».
Ένευσα.
«Θα της γράψω τώρα για να καταλάβει. Με συγχωρείτε». Διατήρησα τον
αέρα ηρεμίας καθώς έφερνα έναν πάπυρο από το γραφείο μου και εκείνοι
έφυγαν προβληματισμένοι.
Όταν η πόρτα έκλεισε, χασκογέλασα.
Ντέλια Γκρέις,
Λυπάμαι πολύ, αλλά οι γονείς μου πάτησαν πόδι για το αποψινό δείπνο. Μη
φοβάσαι! Έχω ένα σχέδιο για να σε κρατάω δίπλα μου πάντα. Έλα να με
βρεις αργότερα απόψε και θα σου εξηγήσω τα πάντα. Κουράγιο, αγαπημένη
μου φίλη!
Χόλις

Οι επικριτικές ματιές προς το μέρος μου συνεχίζονταν καθώς πήγαινα για το


δείπνο, αλλά συνειδητοποίησα ότι δε με ένοιαζε και πολύ. Πώς είχε αντέξει η
Ντέλια Γκρέις να είναι το θέμα τόσων κουτσομπολιών; Και από τόσο μικρή;
Όπως φάνηκε, οι γονείς μου δεν έδιναν καμία σημασία στα βλέμματα.
Αντίθετα, προχώρησαν μέσα σαν να επιδείκνυαν μια καθαρόαιμη φοράδα
που είχαν μόλις κληρονομήσει, και αυτό απλώς τράβηξε ακόμα περισσότερη
προσοχή.
Η μητέρα γύρισε για να με κοιτάξει, αξιολογώντας με ακόμα και καθώς
πλησιάζαμε το τραπέζι που βρισκόταν στην κορυφή αίθουσας.
Εξακολουθούσα να φοράω το χρυσό μου φόρεμα και με είχε αφήσει να
δανειστώ ένα από τα στολίδια της για το κεφάλι, κι έτσι είχα μια κορδέλα με
κοσμήματα στα χρυσαφένια μου μαλλιά.
«Δεν το αναδεικνύεις», είπε, κοιτάζοντας το στολίδι. «Δεν ξέρω πώς
βγήκαν τα μαλλιά σου τόσο ξανθά, αλλά απλώς καταστρέφουν την εικόνα
των κοσμημάτων στο κεφάλι σου».
«Δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό», απάντησα. Λες και δεν το ήξερα
ήδη. Τα μαλλιά μου ήταν μια δυο αποχρώσεις πιο ανοιχτά από τους
περισσότερους και το είχαν προσέξει αρκετά άτομα κατά τη διάρκεια της
ζωής μου.
«Ρίχνω το φταίξιμο στον πατέρα σου».
«Εγώ δε θα το έκανα», είπε εκείνος απότομα.
Ξεροκατάπια, βλέποντας ότι η ένταση της στιγμής τούς είχε επηρεάσει στ’
αλήθεια. Ήταν απαράβατος κανόνας στην οικογένεια όλοι οι τσακωμοί να
περιορίζονται στα ιδιωτικά μας διαμερίσματα. Αφού το θυμήθηκαν αυτό
ξαφνικά, κατέστειλαν την πίκρα τους καθώς πλησιάζαμε το τραπέζι που
βρισκόταν στην κορυφή.
«Μεγαλειότατε», τον χαιρέτησε ο πατέρας μου, με ένα ψεύτικο πλατύ
χαμόγελο στο πρόσωπό μου. Αλλά ο Τζέιμσον δεν είχε προσέξει καν ότι οι
γονείς μου ήταν εκεί. Τα μάτια του ήταν στραμμένα μόνο σ’ εμένα.
Έκανα μια χαμηλή υπόκλιση, ανίκανη να αποστρέψω το βλέμμα μου.
«Μεγαλειότατε».
«Λαίδη Χόλις. Λόρδε και Λαίδη Μπράιτ. Δείχνετε καλοδιάθετοι.
Παρακαλώ, ελάτε να καθίσετε». Άπλωσε το χέρι του, γνέφοντάς μας να
περάσουμε πίσω από το τραπέζι. Η αναπνοή μου επιταχύνθηκε καθώς κάθισα
δίπλα στον βασιλιά, έτοιμη να κλάψω από χαρά όταν φίλησε το χέρι μου.
Γυρίζοντας, είδα τη Μεγάλη Αίθουσα όπως δεν την είχα ξαναδεί.
Καθισμένη στην υπερυψωμένη εξέδρα, ήταν εύκολο να κοιτάζω τα
πρόσωπα όλων, να βλέπω πού καθόταν ποιος ανάλογα με τον βαθμό του.
Παράξενο, αλλά, ενώ όλη εκείνη η προσοχή καθώς προχωρούσα μέσα με
έκανε να νιώθω άβολα, τα ίδια αυτά βλέμματα τώρα που καθόμουν δίπλα
στον Τζέιμσον μου προκαλούσαν ένα ρίγος ενθουσιασμού. Από τη δική του
πλευρά, μπορούσα να δω την ίδια σκέψη να καθρεφτίζεται σε κάθε ματιά:
Μακάρι να ήμουν εγώ.
Αφού απέμεινε να με κοιτάζει στα μάτια για μερικές στιγμές, ο Τζέιμσον
πήρε μια βαθιά ανάσα και στράφηκε στον πατέρα μου.
«Λόρδε Μπράιτ, έχω ακούσει ότι το κτήμα σας είναι από τα πιο όμορφα σε
όλη την Κορόα».
Το στήθος του πατέρα μου φούσκωσε.
«Έτσι θα έλεγα κι εγώ. Έχουμε έναν υπέροχο κήπο και καλή, άνετη γη.
Υπάρχει ακόμα και ένα δέντρο με μια ξύλινη κούνια που χρησιμοποιούσα
όταν ήμουν παιδί. Μια φορά η Χόλις σκαρφάλωσε στα σκοινιά», είπε και
μετά έκανε μια γκριμάτσα σαν να ευχόταν να μην το είχε πει. «Αλλά είναι
δύσκολο να βρω τον χρόνο να γυρίσω εκεί τη στιγμή που το Κερέσκεν είναι
τόσο όμορφο. Ειδικότερα τις γιορτές. Η ημέρα της στέψης στην επαρχία δεν
είναι τόσο ενδιαφέρουσα».
«Φαντάζομαι πως όχι. Ωστόσο, θα ήθελα να το δω κάποια στιγμή».
«Η Μεγαλειότητά Σας είναι πάντα ευπρόσδεκτη». Η μητέρα μου άπλωσε
το χέρι της και άγγιξε το μπράτσο του πατέρα. Μια επίσκεψη από έναν
γαλαζοαίματο σήμαινε πολλή προετοιμασία και έξοδα, αλλά ήταν μεγάλη
νίκη για μια οικογένεια να εξασφαλίσει μια επίσκεψη στο κτήμα της.
Ο Τζέιμσον γύρισε ξανά σ’ εμένα.
«Ώστε λοιπόν σκαρφάλωσες στα σκοινιά της κούνιας;»
Χαμογέλασα, καθώς σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή με αγάπη.
«Είδα μια φωλιά κι ευχήθηκα να ήμουν κι εγώ πουλί. Δε θα ήταν υπέροχο
να πετάω; Κι έτσι αποφάσισα να πάω να ζήσω εκεί, με τη μητέρα πουλί, και
να δω αν θα με δεχόταν στην οικογένειά της».
«Και;»
«Και με κατσάδιασαν επειδή έσκισα το φόρεμά μου».
Ο βασιλιάς ξέσπασε σε ένα βροντερό γέλιο, τραβώντας την προσοχή των
περισσοτέρων στην αίθουσα. Μπορούσα να νιώσω τη θερμότητα χιλίων
ματιών επάνω μου, αλλά το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν τα δικά
του. Λεπτές γραμμές σχηματίζονταν στις άκρες των ματιών του καθώς
φωτίζονταν από χαρά, ήταν όμορφα.
Μπορούσα να κάνω τον Τζέιμσον να γελάσει, και πολύ λίγα άτομα
κατείχαν αυτό το ταλέντο. Μου έκανε εντύπωση που μια τόσο σαχλή ιστορία
τον διασκέδαζε τόσο.
Στην πραγματικότητα, είχα σκαρφαλώσει στα σκοινιά της κούνιας πολλές
φορές, χωρίς ωστόσο να φτάσω πολύ ψηλά, εν μέρει επειδή φοβόμουν τα
ύψη και εν μέρει επειδή φοβόμουν την αποδοκιμασία των γονιών μου. Αλλά
θυμόμουν εκείνη τη μέρα συγκεκριμένα, τη μητέρα με τα μικρά πουλιά της
να φεύγει πετώντας για να τους φέρει φαγητό. Έδειχνε να ανησυχεί πολύ για
τα μωρά της, να είναι τόσο έτοιμη να ικανοποιήσει τις ανάγκες τους.
Αργότερα δεν μπόρεσα να μην αναρωτηθώ πόσο απελπισμένη θα πρέπει να
ήμουν για να θέλω ένα πουλί για μητέρα.
«Ξέρεις τι θέλω, Χόλις; Θέλω να προσλάβω κάποιον να περπατάει πίσω
μας και να καταγράφει την κάθε λέξη που λες. Κάθε κομπλιμέντο, κάθε
ιστορία. Είσαι απίστευτα διασκεδαστική και δε θέλω να ξεχάσω ούτε λεπτό.
Ανυπομονώ ήδη να ακούσω τις ιστορίες που έχεις να πεις στο δείπνο αύριο».
Το χαμόγελό μου επέστρεψε. Αύριο. Απ’ ό,τι φαινόταν ο Τζέιμσον
σκόπευε να με κρατήσει δίπλα του για ένα διάστημα.
«Τότε πρέπει να μου πείτε κι εσείς όλες τις ιστορίες σας. Θέλω να μάθω τα
πάντα», είπα, ακουμπώντας το πιγούνι μου στην παλάμη μου, περιμένοντας.
Τα χείλη του Τζέιμσον τραβήχτηκαν προς τα πάνω σε ένα σκανδαλιάρικο
χαμόγελο.
«Μην ανησυχείς, Χόλις. Θα μάθεις τα πάντα πολύ σύντομα».
4
«Γιατί δεν ήρθες στο δείπνο; Θα μπορούσες να παρευρεθείς», είπα,
τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω από την Ντέλια Γκρέις. Οι διάδρομοι του
παλατιού ήταν άδειοι κι αυτό έκανε τις φωνές μας να αντηχούν ακόμα
περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως.
«Σκέφτηκα ότι θα ήταν ευκολότερο να μην είμαι εκεί αντί να έρθω με τη
μητέρα μου και να εξηγώ γιατί δεν κάθομαι δίπλα σου για πρώτη φορά στα
δέκα χρόνια».
Έκανα μια γκριμάτσα.
«Οι γονείς μου… μερικές φορές νομίζω ότι είναι τόσο ψηλομύτηδες, ώστε
ντρέπονται να τους βλέπουν ακόμα και μαζί μου».
Χασκογέλασε.
«Διέταξαν να μείνω μακριά σου, λοιπόν;»
Σταύρωσα τα χέρια μου.
«Ακόμα κι αν το έκαναν, δεν έχει σημασία. Εφόσον ο Τζέιμσον είπε ότι
πρέπει να είσαι μαζί μου πάντα».
Το πρόσωπό της φωτίστηκε.
«Αλήθεια;»
Ένευσα.
«Όταν έφυγες, οι γονείς μου υποστήριξαν ότι πρέπει να σε απομακρύνω –
λες και θα μπορούσα να βρω καλύτερη φίλη! Αλλά τους υπενθύμισα ήρεμα
ότι με βοηθάς να περνάω τις μέρες μου τώρα και ότι, αν αυτό ευχαριστεί τον
βασιλιά, τότε θα έπρεπε να είναι αρκετό και για εκείνους. Έτσι, φυσικά, η
μητέρα μου έθιξε το θέμα στο δείπνο, παραθέτοντας τη φήμη σου, λες και
είσαι υπεύθυνη εσύ γι’ αυτήν», είπα.
Η Ντέλια Γκρέις γύρισε τα μάτια της προς τα πάνω.
«Φυσικά και το έκανε».
«Αλλά άκου, άκου! Ο Τζέιμσον ρώτησε: “Είναι στ’ αλήθεια τόσο καλή
φίλη;” Κι εγώ είπα: “Μόνο μετά από εσάς, Μεγαλειότατε”. Και μετά του
ανοιγόκλεισα παιχνιδιάρικα τις βλεφαρίδες μου».
«Αυτός ο άνθρωπος λατρεύει την κολακεία». Σταύρωσε τα χέρια της,
περιμένοντας κι άλλα.
«Το ξέρω. Κι έτσι ρώτησε: “Στ’ αλήθεια με θεωρείς φίλο σου, αγαπημένη
Χόλις;” Και –ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω ότι τόλμησα να το κάνω
μπροστά σε τόσο πολλούς ανθρώπους– σήκωσα το χέρι του και το φίλησα».
«Όχι!» ψιθύρισε μ’ ενθουσιασμό.
«Ναι! Και είπα: “Δεν υπάρχει κανείς σε αυτόν τον κόσμο που να μου
δείχνει τόσο σεβασμό και να νοιάζεται όπως εσείς… αλλά η Ντέλια Γκρέις κι
εγώ είμαστε δεμένες”. Απέμεινε να με κοιτάζει για μια στιγμή και, ω, Ντέλια
Γκρέις, νομίζω ότι θα με φιλούσε, αν ήμασταν μόνοι μας. Μετά είπε: “Αν
χαροποιεί τη Λαίδη Χόλις, τότε η Ντέλια Γκρέις θα πρέπει να μείνει”. Και
τελείωσε εκεί».
«Ω, Χόλις!» Με αγκάλιασε.
«Ορίστε λοιπόν. Πολύ θα ήθελα να δω τους γονείς μου να προσπαθήσουν
να ξεφύγουν έτσι όπως στριμώχτηκαν».
«Είμαι σίγουρη ότι θα προσπαθήσουν». Κούνησε το κεφάλι της. «Απ’ ό,τι
φαίνεται, είναι πρόθυμος να σου δώσει ό,τι θέλεις».
Χαμήλωσα το βλέμμα μου.
«Μακάρι να μπορούσα να είμαι σίγουρη τι θέλει εκείνος». Αναστέναξα.
«Αλλά ακόμα κι αν ήμουν, δεν ξέρω πώς να κερδίζω τους ανθρώπους, και
αυτό ακριβώς πρέπει να πετύχω για να κάνω τους λόρδους ευχαριστημένους
με την επιλογή του».
Τα φρύδια της έσμιξαν καθώς το σκεφτόταν.
«Πήγαινε να κοιμηθείς. Θα έρθω στο δωμάτιό σου το πρωί. Θα βρούμε μια
λύση».
Θα είχε ένα σχέδιο. Πότε η Ντέλια Γκρέις δεν είχε σχέδιο; Την αγκάλιασα
και φίλησα το μάγουλό της.
«Καληνύχτα».

Όταν ξύπνησα το επόμενο πρωί, δεν ένιωθα καθόλου αναζωογονημένη. Το


μυαλό μου δούλευε όλη τη νύχτα και το μόνο που ήθελα να κάνω ήταν να
αναλύσω την κάθε μου σκέψη και να τραβήξω τις κλωστές μέχρι να βρω τις
απαντήσεις που ήταν δεμένες στην άκρη της μίας.
Ακόμα δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ο Τζέιμσον ίσως να ήθελε
πραγματικά να με κάνει βασίλισσά του. Αλλά όσο περισσότερο
αναρωτιόμουν αν αυτό αποτελούσε πραγματική πιθανότητα, τόσο πιο
συναρπαστική γινόταν η σκέψη. Αν μπορούσα μόνο να κάνω κάτι για να
βοηθήσω τους άλλους να νιώσουν άνετα μαζί μου σαν επιλογή, τότε θα
γινόμουν κι εγώ αντικείμενο λατρείας. Ο κόσμος θα φιλούσε τα μέρη τα
οποία θα επισκεπτόμουν, όπως η Βασίλισσα Χονόβι, ή θα οργανώνονταν
γιορτές προς τιμήν μου, όπως για τη Βασίλισσα Αλμπρέιντ. Εκτός από τη
Βασίλισσα Θένελοπ, που ήταν από μόνη της γαλαζοαίματη, κάθε άλλη
βασίλισσα ήταν Κοροανή, όπως εγώ. Όλες προέρχονταν από καλές
οικογένειες και όλες είχαν γίνει αποδεκτές, όλες είχαν αφήσει το σημάδι τους
στην ιστορία… Ίσως να το έκανα κι εγώ αυτό.
Η Ντέλια Γκρέις πέρασε μέσα κουβαλώντας μια αγκαλιά βιβλία, ενώ εγώ
καθόμουν ακόμα στο κρεβάτι, αγκαλιάζοντας τα γόνατά μου κοντά στο
στήθος μου.
«Νομίζεις ότι το να είσαι βασίλισσα σημαίνει πως μπορείς να κοιμάσαι
συνεχώς τώρα;» αστειεύτηκε. Μπορούσα να ακούσω ένα ίχνος πίκρας στα
λόγια της αλλά αποφάσισα να μην το θίξω.
«Δεν κοιμήθηκα καλά».
«Ελπίζω ωστόσο να είσαι έτοιμη για δουλειά. Έχουμε πολλά να
καλύψουμε». Πήγε στο έπιπλο της τουαλέτας και έγνεψε, ο τρόπος της να
μου πει να πάω και να καθίσω.
«Σαν τι;» Πλησίασα, αφήνοντάς τη να τραβήξει τα μαλλιά μου από το
πρόσωπό μου.
«Σε ό,τι αφορά τον χορό και την ψυχαγωγία, νομίζω ότι μπορείς να
ξεπεράσεις οποιαδήποτε κυρία στην αυλή. Αλλά η αντίληψή σου ως προς τις
διεθνείς σχέσεις είναι αδύναμη και, αν θέλεις να πείσεις τους λόρδους του
συμβουλίου ότι αποτελείς σοβαρή επιλογή, πρέπει να μπορείς να τους
μιλήσεις για την πολιτική της αυλής».
Ξεροκατάπια.
«Σύμφωνοι. Τι κάνουμε, λοιπόν; Νιώθω ότι, αν πρέπει να κάνω έστω κι ένα
μάθημα με έναν βαρετό ηλικιωμένο δάσκαλο, θα πεθάνω».
Η Ντέλια Γκρέις τοποθέτησε τα τσιμπιδάκια της γρήγορα, μαζεύοντας το
πάνω τμήμα των μαλλιών μου σε έναν απλό κότσο και αφήνοντας τα
υπόλοιπα κάτω.
«Μπορώ να σε βοηθήσω εγώ. Έχω μερικά βιβλία, ενώ ό,τι δεν έχω σίγουρα
μπορεί να σου το παράσχει ο βασιλιάς».
Ένευσα. Αν ο Τζέιμσον είχε στ’ αλήθεια σκοπό να με κάνει γυναίκα του,
θα με ήθελε όσο πιο μορφωμένη γίνεται.
«Και γλώσσες», πρόσθεσε η Ντέλια Γκρέις. «Πρέπει να μάθεις
τουλάχιστον άλλη μία».
«Είμαι χάλια στις γλώσσες! Πώς να…» Αναστέναξα. «Μάλλον έχεις δίκιο.
Αν επισκεφθούμε ποτέ το Κατάλ, δε θέλω να νιώθω τελείως χαμένη».
«Πόσο καλή είσαι στη γεωγραφία;» ρώτησε.
«Αρκετά καλή. Άφησέ με να ντυθώ». Σηκώθηκα για να πάω στην
ντουλάπα μου.
«Να προτείνω το κόκκινο της Κορόα;»
Της κούνησα το δάχτυλό μου.
«Σοφή σκέψη».
Προσπάθησα να σκεφτώ κι άλλα μικρά, στρατηγικά πράγματα που θα
μπορούσαμε να κάνουμε για να κερδίσω την εύνοια, αλλά, όπως είχε
επισημάνει τόσο έξυπνα η Ντέλια Γκρέις, είχα μεγαλύτερο ταλέντο στο να
ψυχαγωγώ παρά στον σχεδιασμό. Όταν έσφιξε το τελευταίο κορδόνι του
φορέματός μου, ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα.
Έδεσε τον κόμπο και πήγε ν’ ανοίξει, καθώς εγώ κοιτάχτηκα στον
καθρέφτη για να βεβαιωθώ ότι όλα ήταν εντάξει προτού μπει ο επισκέπτης
μου.
Εμφανίστηκε ο Λόρδος Σίμα, με την έκφρασή του να μοιάζει σαν να είχε
φάει πρόσφατα ένα λεμόνι.
Έκανα μια υπόκλιση, ελπίζοντας ότι το σοκ μου δε θα φαινόταν στο
πρόσωπό μου.
«Λόρδε μου. Σε τι οφείλω αυτή την τιμή;»
Έστριβε τα δάχτυλά του πάνω από το χαρτί στα χέρια του.
«Λαίδη Χόλις. Δε διέφυγε της προσοχής μου ότι έχεις κερδίσει την
προσοχή του βασιλιά τις τελευταίες εβδομάδες».
«Δεν είμαι σίγουρη γι’ αυτό», είπα υπεκφεύγοντας. «Η Μεγαλειότητά Του
μου έδειξε μεγάλη ευγένεια, αλλά αυτό είναι το μόνο που μπορώ να πω».
Κοίταξε γύρω του στο δωμάτιο και έδειχνε σαν να ευχόταν να υπήρχε
άλλος ένας κύριος για να μοιραστεί τη στιγμή. Αφού δε βρήκε κάποιον
αντάξιο, αναστέναξε και συνέχισε: «Δεν μπορώ να καταλάβω αν παίζεις την
ανίδεη ή αν στ’ αλήθεια δεν το ξέρεις. Όπως και να ’χει, η πραγματικότητα
είναι ότι έχεις κερδίσει την προσοχή του και ήλπιζα ότι θα μπορούσες να μου
κάνεις μια χάρη».
Τα μάτια μου στράφηκαν στην Ντέλια Γκρέις, που σήκωσε τα φρύδια γης
σαν να έλεγε: Συνέχισε! Ένωσα τα χέρια μου μπροστά μου, ελπίζοντας να
δείχνω σεμνή και προσηλωμένη. Αν έπρεπε να μάθω για την πολιτική της
αυλής, σκέφτηκα ότι αυτό ήταν το πρώτο μάθημα.
«Δεν μπορώ να σας το υποσχεθώ, κύριε, αλλά, σας παρακαλώ, πείτε μου
γιατί ήρθατε».
Ο Λόρδος Σίμα ξεδίπλωσε τα χαρτιά του και μου τα έδωσε.
«Όπως ξέρεις, η Επαρχία Άπτσερτς είναι η πιο απόμακρη περιοχή της
Κορόα. Για να πας εκεί, στο Ρόιστον ή στο Μπερν, πρέπει να πάρεις
κάποιους από τους πιο παλιούς δρόμους της χώρας, εκείνους που
δημιουργήθηκαν όταν οι πρόγονοί μας άρχισαν να κατευθύνονται προς τα
δάση και τα λιβάδια στις παρυφές της περιοχής μας».
«Ναι», είπα και, αν είχε κάποια σημασία, πράγματι θυμόμουν αυτό το
μικρό κομμάτι ιστορίας της Κορόα.
«Αυτοί οι δρόμοι έχουν μεγάλη ανάγκη από επισκευές. Εγώ έχω καλές
άμαξες, αλλά ακόμα και αυτές δυσκολεύονται. Μπορείς να φανταστείς πόση
δυσκολία δημιουργεί αυτό στους πιο φτωχούς της κοινότητάς μου που ίσως
να είναι αναγκασμένοι να ταξιδέψουν στην πρωτεύουσα για κάποιον λόγο».
«Μπορώ». Είχε δίκιο. Στην πατρίδα μου, στο Βάρινγκερ Χολ, είχαμε κι
εμείς εδάφη και πολλές οικογένειες που ζούσαν σε αυτά και μας πλήρωναν
νοίκι με χρήματα και αγαθά. Είχα δει τα γέρικα άλογά τους και τις
σαραβαλιασμένες άμαξές τους. Θα ήταν πρόκληση να έρθουν ακόμα και από
την κοντινή μας επαρχία στο κάστρο με αυτές. Δεν μπορούσα να φανταστώ
να προσπαθούν να το κάνουν από τις πιο μακρινές περιοχές της χώρας.
«Ποιος είναι ο στόχος σας, κύριε;»
«Θα ήθελα μια βασιλική επιθεώρηση όλων των δρόμων στην Κορόα.
Προσπάθησα να το αναφέρω αυτό στη Μεγαλειότητά Του δυο φορές αυτόν
τον χρόνο, αλλά εκείνος το απέρριψε. Αναρωτιόμουν αν θα μπορούσες… να
τον ενθαρρύνεις να το κάνει προτεραιότητα».
Πήρα μια βαθιά ανάσα. Πώς στο καλό θα έκανα τέτοιο πράγμα;
Χαμήλωσα το βλέμμα μου στα χαρτιά που δεν είχα καμία ελπίδα να
καταλάβω πριν τα δώσω πίσω στον Λόρδο Σίμα.
«Αν μπορέσω να πείσω τον βασιλιά να στρέψει την προσοχή του σε αυτό,
θα ζητούσα κι εγώ από εσάς μια χάρη ως αντάλλαγμα».
«Δεν περίμενα τίποτα λιγότερο», απάντησε, σταυρώνοντας τα χέρια του.
«Αν αυτό το εγχείρημα προχωρήσει», ξεκίνησα σιγά σιγά, «περιμένω από
εσάς να μιλήσετε με καλά λόγια για εμένα σε όποιον ακούσετε να αναφέρει
το όνομά μου. Και αν μεταφέρετε αυτή τη συζήτηση στους άλλους λόρδους,
θα τους πείτε, σας παρακαλώ, ότι σας δέχτηκα με ευγένεια;»
Χαμογέλασε.
«Λαίδη μου, το κάνετε να ακούγεται σαν να έλεγα ένα ψέμα. Έχετε τον
λόγο μου».
«Τότε θα κάνω ό,τι μπορώ για να σας βοηθήσω σε αυτό το άξιο
εγχείρημα».
Ικανοποιημένος, έκανε μια βαθιά υπόκλιση και βγήκε από το δωμάτιο.
Καθώς η πόρτα έκλεισε, η Ντέλια Γκρέις ξέσπασε σε γέλια.
«Χόλις, συνειδητοποιείς τι σημαίνει αυτό;»
«Ότι πρέπει να μάθω πώς να κάνω τον βασιλιά να νοιαστεί για παλιούς
δρόμους;» ρώτησα.
«Όχι! Ένας λόρδος του ιδιωτικού συμβουλίου μόλις ήρθε να ζητήσει τη
βοήθειά σου. Βλέπεις πόση δύναμη έχεις ήδη;»
Έκανα μια παύση, για να το σκεφτώ.
«Χόλις», είπε με ένα χαμόγελο, «αρχίζουμε να ανεβαίνουμε!»

Αυτή τη φορά, όταν μπήκα στη Μεγάλη Αίθουσα για δείπνο και ο Τζέιμσον
μου έγνεψε να πλησιάσω το τραπέζι του, η Ντέλια Γκρέις ήρθε μαζί μου. Οι
γονείς μου βρίσκονταν ήδη στα αριστερά του βασιλιά, απορροφημένοι σε μια
συζήτηση, κι έτσι σκέφτηκα ότι είχα λίγο χρόνο να σκεφτώ πώς να βάλω
τυχαία την επισκευή των δρόμων στη συζήτηση.
«Πώς στο καλό θα το κάνω αυτό;» ρώτησα την Ντέλια Γκρέις
χαμηλόφωνα.
«Κανείς δεν είπε ότι πρέπει να γίνει σήμερα. Σκέψου το περισσότερο».
Δεν ήξερα πώς να εξηγήσω ότι μου φαινόταν σημαντικό και για άλλους
λόγους πέρα από το να εξασφαλίσω τη συμμαχία του Λόρδου Σίμα. Ήθελα ο
Τζέιμσον να με θεωρεί σοβαρή. Ήθελα να ξέρει ότι μπορούσα να γίνω η
σύντροφός του, ότι είχα ένα μυαλό ικανό να χειριστεί σημαντικές αποφάσεις.
Αν μπορούσε… τότε σίγουρα μια πρόταση γάμου δε θα ήταν μακριά.
Καθώς η Ντέλια Γκρέις κι εγώ ακούγαμε τους γονείς μου να μιλάνε
ασταμάτητα για το ότι η τιάρα της μητέρας μου είχε χαθεί στην προηγούμενη
ημέρα της στέψης και ότι ευχόταν να εμφανιστεί η ένοχη φέτος φορώντας τη
για να μπορέσει να την πάρει επιτέλους πίσω, σκέφτηκα πόσο εύκολη ήταν η
συζήτησή μας το προηγούμενο βράδυ. Πώς θα έλεγα κάτι τότε; Μου ήρθε
μια ιδέα και περίμενα μέχρι η μητέρα μου να αφήσει τελικά τον βασιλιά να
κάνει ένα διάλειμμα από την αδιάκοπη φλυαρία της.
«Σκέφτηκα κάτι», ξεκίνησα γλυκά. «Θυμάστε εκείνη την παλιά κούνια στο
Βάρινγκερ Χολ;»
Ο Τζέιμσον χαμογέλασε.
«Τι έγινε με αυτήν;»
«Νομίζω ότι θα ήθελα να καθίσω ξανά σε αυτήν και να με σπρώξουν τα πιο
δυνατά χέρια σε όλη την Κορόα. Ίσως τότε να ένιωθα επιτέλους σαν πουλί»,
είπα πειρακτικά.
«Αυτό ακούγεται εξαιρετικά γοητευτικό».
«Υπάρχουν πολλά μέρη στην Κορόα που θα ήθελα να δω μαζί σας»,
συνέχισα.
Ένευσε σοβαρός.
«Και έτσι πρέπει! Σκέφτομαι όλο και περισσότερο ότι πρέπει να γνωρίσεις
καλά όλη την ιστορία της Κορόα».
Το πρόσθεσα και αυτό στη λίστα με τα πράγματα που είχε πει ο βασιλιάς
και μου έδειχναν ότι με ήθελε για βασίλισσά του.
«Ακούω ότι τα βουνά στον βορρά είναι τόσο όμορφα, ώστε σε κάνουν και
δακρύζεις».
Ο Τζέιμσον συμφώνησε.
«Ο τρόπος με τον οποίο η ομίχλη απλώνεται επάνω τους… είναι σαν να
ανήκουν σε έναν τελείως διαφορετικό κόσμο».
Χαμογέλασα νωχελικά.
«Πολύ θα ήθελα να το δω αυτό. Ίσως να είναι μια καλή στιγμή να κάνετε
μια περιοδεία στη χώρα, να σας δει ο λαός σας. Να επιδείξετε τα σπουδαία
υπάρχοντά σας».
Άπλωσε το χέρι του, τυλίγοντας μια τούφα από τα μαλλιά μου γύρω από το
δάχτυλό του.
«Όντως έχω κάποια όμορφα πράγματα, αν και υπάρχει ένα πετράδι σε όλη
την Κορόα που ανυπομονώ να κάνω δικό μου».
Άλλο ένα πράγμα στη λίστα.
Χαμήλωσα τη φωνή μου σε έναν ψίθυρο.
«Θα πήγαινα οπουδήποτε μαζί σας, Μεγαλειότατε. Αν και…» Κοίταξα
πίσω του τον πατέρα. «Πατέρα, δεν αντιμετώπισες πρόβλημα στον δρόμο την
τελευταία φορά που ανέβηκες στο Μπερν;»
Αφού κατάπιε την τεράστια κουταλιά από φαγητό, απάντησε: «Έσπασε
ένας τροχός. Εκείνοι οι δρόμοι είναι δύσκολοι».
«Αλήθεια;» ρώτησε ο Τζέιμσον.
Ο πατέρας ένευσε βλοσυρά, λες και οτιδήποτε κι αν συζητούσε με τον
βασιλιά αποτελούσε θέμα υψίστης σημασίας.
«Δυστυχώς ναι, Μεγαλειότατε. Δεν υπάρχει αρκετός κόσμος εκεί για να
τους συντηρεί. Είμαι σίγουρος ότι πολλοί ακόμα δρόμοι είναι στην ίδια κακή
κατάσταση».
«Τότε δεν μπορεί να γίνει», είπα. «Δε θα ήθελα να τραυματιστεί η
Μεγαλειότητά Σας. Ίσως κάποια άλλη φορά».
Ο Τζέιμσον μου κούνησε το δάχτυλό του.
«Ποιος ήταν… Α! Λόρδε Σίμα!» φώναξε. Μέσα από το πλήθος, ο Λόρδος
Σίμα σήκωσε το κεφάλι του και έτρεξε να υποκλιθεί μπροστά στον βασιλιά.
Κάθισα πιο στητή καθώς ο Τζέιμσον άρχισε να μιλάει.
«Εσείς δε λέγατε κάτι για τους δρόμους στην Άπτσερτς;»
Τα μάτια του Λόρδου Σίμα κινούνταν ανάμεσα στον Τζέιμσον κι εμένα.
«Ναι, Μεγαλειότατε. Είναι σε πολύ κακή κατάσταση».
Ο Τζέιμσον κούνησε το κεφάλι του.
«Σκέφτομαι να πάω τους Μπράιτ σε περιοδεία, αλλά δεν μπορώ να το
κάνω, αν υπάρχει κίνδυνος να παγιδευτεί αυτό το μαργαριτάρι στον δρόμο».
«Όχι, Μεγαλειότατε. Με την άδειά σας, θα μπορούσα να συνθέσω μια
επιτροπή για να επιθεωρήσουμε τους δρόμους. Μετά, θα μπορούσα να ορίσω
έναν προϋπολογισμό, αν θα το επιθυμούσατε. Θα ήθελα όλοι οι πολίτες της
Κορόα να μπορούν να ταξιδεύουν εύκολα όπου θέλουν. Με μεγάλη μου χαρά
θα επέβλεπα εγώ το έργο».
«Δεκτόν», απάντησε γρήγορα ο Τζέιμσον. «Περιμένω αναφορές».
Ο Λόρδος Σίμα απέμεινε να στέκεται εκεί αποσβολωμένος.
«Ναι. Ναι, φυσικά», τραύλισε, καθώς οπισθοχωρούσε, με το στόμα του να
κρέμεται ακόμα ελαφρώς ανοιχτό.
«Τι ωραία!» είπα. «Επιτέλους θα δω όλη τη σπουδαία χώρα μας».
Ο Τζέιμσον φίλησε το χέρι μου.
«Όλη την Κορόα. Όλη την ήπειρο, αν το επιθυμείς».
Άλλο πράγμα στη λίστα.
Ακούμπησα πίσω στην πλάτη της καρέκλας μου, κοιτάζοντας την Ντέλια
Γκρέις.
Σήκωσε το ποτήρι της, με ένα σφιγμένο χαμόγελο.
«Εντυπωσιακό».
«Ευχαριστώ». Κοίταξα το πλήθος, βρίσκοντας τον Λόρδο Σίμα. Έγειρε το
κεφάλι του προς το μέρος μου κι έκανα κι εγώ το ίδιο. Ίσως τελικά να τα
κατάφερνα με αυτό.
5
Μέσα σε μερικές μέρες ο κόσμος μου άλλαξε. Ο Τζέιμσον συνέχισε να
στέλνει λουλούδια και στολίδια στο δωμάτιό μου όποτε έβλεπε κάτι που
πίστευε ότι θα μου άρεσε, αλλά τώρα μου άφηναν και οι ευγενείς δώρα. Με
τόσα καινούργια κοσμήματα στη διάθεσή μου, ήμουν στ’ αλήθεια όπως
έλεγε ο Τζέιμσον: λαμπερή σαν τον ήλιο. Μου είχαν παραχωρηθεί δυο
καμαριέρες και, όταν περπατούσα μέσα στο παλάτι, ο κόσμος μού
χαμογελούσε, αν και μερικές φορές λίγο σφιγμένα. Δεν ήξερα αν έπρεπε να
ευχαριστήσω τον Λόρδο Σίμα γι’ αυτό ή αν οι νέες μου προσπάθειες να είμαι
όσο πιο αριστοκρατική και αξιαγάπητη μπορούσα όταν ήμουν με τον
Τζέιμσον έβρισκαν επιτέλους ανταπόκριση, αλλά σίγουρα δε με πείραζε η
προσοχή που μου έδειχναν. Νόμιζα ότι τίποτα δε θα μπορούσε να είναι πιο
διασκεδαστικό από το να κερδίζεις την καρδιά ενός βασιλιά, αλλά έκανα
λάθος. Ήταν πολύ πιο συναρπαστικό να κερδίζεις τις καρδιές αμέτρητων
ανθρώπων ταυτόχρονα.
Αυτή η σκέψη γέμιζε το κεφάλι μου καθώς έμπαινα με την Ντέλια Γκρέις
στη Μεγάλη Αίθουσα, γνέφοντας με χάρη στους αυλικούς και
καλημερίζοντάς τους. Ο Τζέιμσον έδειχνε σαν να αισθάνεται πότε έμπαινα
σε ένα δωμάτιο και έστρεφε όλη την προσοχή του σ’ εμένα όταν πλησίαζα.
Τώρα με υποδεχόταν με ένα φιλί στο μάγουλο μπροστά σε όλη την αυλή
όποτε πήγαινα κοντά του. Και παρόλο που παρατηρούσα μερικές
αποδοκιμαστικές ματιές όποτε συνέβαινε αυτό, το εκλάμβανα περισσότερο
σαν μια πρόκληση παρά σαν μια απογοήτευση.
«Πήρες το γράμμα μου;» ρώτησε.
«Εννοείς εκείνη τη σελίδα που ήταν γεμάτη με ποίηση και κατέληγε με την
παράκληση να σε συναντήσω σήμερα το πρωί; Μα ναι, το έλαβα».
Γέλασε.
«Βγάζεις από μέσα μου λέξεις που δεν ήξερα ότι υπήρχαν», ομολόγησε,
χωρίς να ντρέπεται καθόλου που έκανε μια τέτοια δήλωση μπροστά σε τόσο
κόσμο. «Πες μου, είναι όλα εντάξει; Οι νέες σου καμαριέρες; Σου αρέσουν
τα καινούργια σου ρούχα;»
Έκανα ένα βήμα πίσω για να δει ένα από τα πιο πρόσφατα δώρα μου σε
όλο του το μεγαλείο.
«Είναι τα πιο όμορφα που είχα ποτέ. Και, ναι, οι καμαριέρες μου είναι πολύ
χρήσιμες, ευχαριστώ. Όπως πάντα, είσαι πολύ γενναιόδωρος».
Σε αυτό ανεβοκατέβασε τα φρύδια του.
«Εκείνα τα στολίδια θα μοιάζουν με βότσαλα όταν…»
Ο ήχος βιαστικών βημάτων τον έκανε να διακόψει τη φράση του και
γύρισα ακολουθώντας το βλέμμα του. Ένας μεγαλύτερος σε ηλικία κύριος,
ένας από τους πολλούς συμβούλους του Τζέιμσον, μπήκε μέσα βιαστικά και
χαμήλωσε το κεφάλι του σε μια υπόκλιση.
«Μεγαλειότατε, συγχωρήστε με. Έχει έρθει μια οικογένεια από την Ισόλτη
και ζητά άσυλο. Ήρθαν να παρουσιάσουν τα επιχειρήματά τους».
Συνηθιζόταν στα βασίλεια της ηπείρου να ζητά κάποιος άδεια από τον
βασιλιά πριν εγκατασταθεί στα εδάφη του. Αν μια οικογένεια εντοπιζόταν
χωρίς να έχει λάβει τη βασιλική άδεια, στην καλύτερη περίπτωση θα την
εκδίωκαν. Είχα δει τι είχε συμβεί στη χειρότερη περίπτωση, όταν ο πατέρας
του Τζέιμσον, ο Μάρκελλος, καθόταν στον θρόνο.
Η Μεγαλειότητά Του αναστέναξε, δείχνοντας απογοητευμένος από τη
διακοπή στη συζήτησή μας.
«Πολύ καλά, πες τους να περάσουν». Λες και η ιδέα τού είχε έρθει εκείνη
μόλις τη στιγμή, το βλέμμα του γύρισε ξανά σ’ εμένα. «Λαίδη Χόλις, θα
ήθελες να παραμείνεις στη διαδικασία;» Έδειξε τη θέση δίπλα του. Ο κύριος
που καθόταν εκεί, ο Λόρδος Μέντελ, έστρεφε το βλέμμα του γρήγορα πότε
σ’ εμένα και πότε σ’ εκείνον.
«Μεγαλειότατε, εγώ…»
Δίπλα του, ο Λόρδος Σίμα τον σκούντηξε διακριτικά στο μπράτσο. Ο
Λόρδος Μέντελ αναστέναξε αλλά σηκώθηκε, κάνοντας μια υπόκλιση τόσο
στον βασιλιά όσο και σ’ εμένα. Έγνεψα στον Λόρδο Σίμα με ευγνωμοσύνη
καθώς έπαιρνα τη θέση μου.
Έριξα ένα βλέμμα στην Ντέλια Γκρέις, η οποία έδειχνε σιωπηλά
ικανοποιημένη εκ μέρους μου· πάντα το ήξερε, έτσι δεν είναι; Άκουσα
μουρμουρητά δυσαρέσκειας γύρω μας –ναι, υπήρχαν κι άλλες καρδιές ακόμα
που έπρεπε να κερδίσω– αλλά έστρεψα την προσοχή μου στον Τζέιμσον.
Αυτή ήταν μια ευκαιρία να αποδείξω για τι ακριβώς ήμουν ικανή. Μπορούσα
να είμαι συνεσταλμένη και έξυπνη, αν το απαιτούσε η στιγμή.
Κάθισα όσο πιο στητή μπορούσα, κρατώντας το πιγούνι μου χαμηλά και
την αναπνοή μου αργή. Ήθελα να με βλέπουν όλοι ως σίγουρη, ικανή. Ίσως
τότε ο Τζέιμσον να ήταν έτοιμος να με κάνει βασίλισσά του.
Ένας ηλικιωμένος κύριος και η γυναίκα του μπήκαν στην αίθουσα, με το
χέρι της ν’ ακουμπάει με χάρη πάνω στο δικό του. Πίσω τους ακολουθούσαν
τα τέσσερα παιδιά τους, τρία αγόρια και ένα κορίτσι.
Όλα τα παιδιά είχαν χλωμό δέρμα και μαλλιά σε διάφορες αποχρώσεις του
κίτρινου, ενώ οι γονείς τους είχαν αρχίσει να γκριζάρουν. Το μικρότερο
αγόρι ήταν νευρικό, κρατώντας το χέρι της αδελφής του σφιχτά, ενώ εκείνη
κοιτούσε την αίθουσα με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο, με τα μάτια της να
δείχνουν ότι κάτι έψαχνε.
Ο πατέρας γονάτισε, ακουμπώντας το γόνατό του στο πάτωμα, πριν
σηκωθεί και παρουσιαστεί στον βασιλιά. Ακόμα κι αν δεν είχαμε ενημερωθεί
ότι έρχονταν από την Ισόλτη, θα ήταν εμφανές. Η χώρα είχε τρομερούς
ανέμους το καλοκαίρι και ο χειμώνας διαρκούσε πολύ περισσότερο από όσο
εδώ. Δε θα μου έκανε εντύπωση αν άκουγα ότι βλέπουν ελαφρύ χιόνι, ακόμα
και τώρα. Έτσι, οι Ισόλτιοι περνούσαν περισσότερο χρόνο μέσα στα σπίτια
τους και δε διέθεταν τα ηλιοκαμένα μάγουλα που έβλεπες παντού στην
Κορόα.
«Καλημέρα, κύριε», είπε ο Τζέιμσον, καλώντας τον άντρα να μιλήσει.
«Μεγαλειότατε, σας παρακαλώ να συγχωρήσετε τη φτωχική μας εμφάνιση,
αλλά ήρθαμε κατευθείαν εδώ», ξεκίνησε ο πατέρας ταπεινά.
Δε θα αποκαλούσα την εμφάνισή τους φτωχική. Βελούδο κάλυπτε το κάθε
μέλος της οικογένειας και περίσσευε πολύ ακόμα… γεγονός που με έκανε να
πιέσω τα χείλη μου μεταξύ τους για να μη χασκογελάσω. Ειλικρινά, ποιος
στο καλό σχεδίαζε αυτά τα μανίκια; Θα μπορούσα να φτιάξω ένα ακόμα
φόρεμα από το τόσο ύφασμα που ήταν μαζεμένο στους ώμους τους. Και τα
καπέλα! Ποτέ δεν κατάλαβα τη μόδα από την Ισόλτη.
Στην πραγματικότητα, δεν κατάλαβα ποτέ ούτε τους ανθρώπους από την
Ισόλτη. Η φράση που ερχόταν στο μυαλό μου τον περισσότερο καιρό ήταν
στερούμενοι πρωτοτυπίας. Ναι, είχα ακούσει για τις σπουδαίες τους
ανακαλύψεις στον τομέα της αστρονομίας και της βοτανολογίας, καθώς και
ότι τα φάρμακα που είχαν ανακαλύψει οι γιατροί τους είχαν πολλά οφέλη για
τον λαό τους. Αλλά η μουσική που έγραφαν ήταν στην καλύτερη περίπτωση
βαρετή, οι χοροί τους ήταν αντιγραφή των δικών μας, ενώ οι περισσότερες
άλλες προσπάθειές τους όσον αφορά την τέχνη ήταν τροποποιημένες εκδοχές
από κάτι που είχαν δει κάπου αλλού. Η μόδα τους φαινόταν να είναι η
καλύτερή τους προσπάθεια σε κάτι που δε διεκδικούσε κανένας άλλος. Και
γιατί να το κάνει;
«Ήρθαμε ζητώντας το έλεός σας, να μας επιτρέψετε να εγκατασταθούμε
στη χώρα σας, να μας προσφέρετε άσυλο από τον βασιλιά μας», συνέχισε ο
πατέρας, με τον τόνο του να αποκαλύπτει μια νευρικότητα.
«Και από πού έρχεστε, κύριε;» ρώτησε ο Τζέιμσον, παρόλο που ήξερε την
απάντηση.
«Από την Ισόλτη, Μεγαλειότατε».
«Ποιο είναι το όνομά σας, κύριε;»
«Λόρδος Ντάσιελ Ιστόφ, Μεγαλειότατε».
Ο Τζέιμσον έκανε μια παύση.
«Το ξέρω αυτό το όνομα», μουρμούρισε, με το μέτωπό του να ζαρώνει
καθώς προσπαθούσε να σκεφτεί. Όταν θυμήθηκε, κοίταξε τους επισκέπτες με
κάτι που έμοιαζε με ένα μείγμα καχυποψίας και οίκτου. «Ναι, μπορώ να
καταλάβω γιατί θα θέλατε να φύγετε από την Ισόλτη. Ω, Χόλις», είπε,
γυρίζοντας προς το μέρος μου με μια παιχνιδιάρικη λάμψη στα μάτια του,
«ευχαριστείς ποτέ τους θεούς που έχετε εμένα για βασιλιά και όχι εκείνον
τον γκρινιάρη, τον Βασιλιά Κουίντεν;»
«Ευχαριστώ τους θεούς που έχουμε εσάς πάνω από οποιονδήποτε άλλον
βασιλιά, Μεγαλειότατε». Ανοιγόκλεισα τις βλεφαρίδες μου παιχνιδιάρικα,
αλλά είχα στ’ αλήθεια ευχαριστήσει τους ουρανούς για εκείνον. Ήταν
νεότερος και δυνατότερος από κάθε άλλον βασιλιά σε αυτή την ήπειρο, πολύ
πιο καλοσυνάτος από τον πατέρα του και πολύ λιγότερο οξύθυμος από τους
άλλους ηγέτες για τους οποίους είχα ακούσει.
Γέλασε.
«Αν ήμουν στη θέση σας, ίσως να είχα φύγει κι εγώ, κύριε. Πολλές
οικογένειες έχουν επιλέξει να μετακομίσουν στην Κορόα πρόσφατα».
Υπήρχε μια τέτοια οικογένεια που ζούσε στο κάστρο αλλά δεν την έβλεπα
ποτέ. «Με κάνει να αναρωτιέμαι τι κάνει ο αγαπητός γερο-Βασιλιάς
Κουίντεν αυτόν τον καιρό και προκαλεί τόσο φόβο στους υπηκόους του».
«Έχουμε και ένα δώρο για εσάς, Μεγαλειότατε», είπε ο Λόρδος Ιστόφ αντί
ν’ απαντήσει στην ερώτηση. Ένευσε στον μεγαλύτερο γιο του και ο νεαρός
άντρας προχώρησε μπροστά, κάνοντας μια υπόκλιση στον βασιλιά και
κρατώντας ψηλά ένα μακρύ βελούδινο δέμα.
Ο Τζέιμσον κατέβηκε τα σκαλιά του βάθρου προς τον νεαρό άντρα και
σήκωσε το ύφασμα. Από κάτω υπήρχε ένα χρυσαφένιο σπαθί με μια σειρά
από πολύτιμους λίθους στη λαβή. Καθώς ο Τζέιμσον το σήκωνε, ο
ανοιξιάτικος ήλιος καθρεφτίστηκε πάνω στη λεπίδα, τυφλώνοντάς με για
λίγο.
Αφού επιθεώρησε το σπαθί, ο Τζέιμσον τράβηξε μια τούφα από τα μακριά
μαλλιά του νεαρού άντρα και την έκοψε με το δώρο του. Χασκογελώντας
καθώς κόπηκε με ευκολία, σήκωσε ξανά το σπαθί.
«Αυτό είναι εντυπωσιακό, κύριε. Δεν έχω ξαναδεί κάτι παρόμοιο».
«Ευχαριστώ, Μεγαλειότατε», είπε ο Λόρδος Ιστόφ με ευγνωμοσύνη.
«Δυστυχώς, δεν μπορώ να πάρω εγώ τα εύσημα γι’ αυτό. Εγώ μεγάλωσα ως
ευγενής, αλλά ο γιος μου επέλεξε μια τέχνη, θέλοντας να είναι σε θέση να
συντηρεί τον εαυτό του, με ή χωρίς γη».
Ο Τζέιμσον χαμήλωσε το βλέμμα στο αγόρι τα μαλλιά του οποίου είχε
κόψει με τόση χάρη.
«Εσύ το έφτιαξες αυτό;»
Το αγόρι ένευσε, με το βλέμμα χαμηλωμένο.
«Όπως είπα, εντυπωσιακό».
«Μεγαλειότατε», ξεκίνησε ο Λόρδος Ιστόφ, «είμαστε απλοί άνθρωποι
χωρίς φιλοδοξίες, που αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε την περιουσία μας
εξαιτίας σοβαρών απειλών ενάντια στα εδάφη μας και στη ζωή μας. Το μόνο
που ζητάμε είναι να εγκατασταθούμε εδώ ειρηνικά και ορκιζόμαστε να μη
σηκώσουμε ποτέ χέρι ενάντια σε κανέναν Κοροανό, αλλά να συνεργαστούμε
μαζί σας για να σας υπηρετήσουμε πιστά».
Ο Τζέιμσον απέστρεψε το βλέμμα του, με τα μάτια του να γίνονται από
σκεπτικά συγκεντρωμένα, καθώς σταμάτησαν σ’ εμένα. Χαμογέλασε,
δείχνοντας ξαφνικά εξαιρετικά ικανοποιημένος με τον εαυτό του.
«Λαίδη Χόλις, αυτοί οι άνθρωποι ήρθαν ζητώντας καταφύγιο. Τι θα
απαντούσες στο αίτημά τους;»
Χαμογελώντας, χαμήλωσα το βλέμμα μου στην οικογένεια. Το βλέμμα μου
πέρασε γρήγορα από τα μικρότερα παιδιά και τη μητέρα τους και σταμάτησε
στον μεγαλύτερο γιο. Ήταν ακόμα γονατισμένος, με τα χέρια του να
σφίγγουν το βελούδινο περιτύλιγμα. Τα μάτια του συνάντησαν τα δικά μου.
Για μια στιγμή, ο κόσμος σταμάτησε. Χάθηκα τελείως μέσα στη ματιά του,
ανίκανη ν’ αποστρέψω το βλέμμα μου. Τα μάτια του είχαν ένα πολύ έντονο
μπλε – ένα χρώμα αρκετά σπάνιο στην Κορόα και τελείως διαφορετικό απ’
οτιδήποτε είχα δει ως τώρα. Δεν ήταν η απόχρωση του ουρανού ή του νερού.
Δεν είχα κάποια λέξη γι’ αυτό. Και το μπλε με τράβηξε μέσα και αρνήθηκε
να με αφήσει.
«Χόλις;» με παρότρυνε ο Τζέιμσον.
«Ναι;» Δεν μπορούσα ν’ αποστρέψω το βλέμμα μου.
«Τι θα απαντούσες;»
«Ω!» Οι βλεφαρίδες μου πετάρισαν καθώς επέστρεψα στο παρόν. «Λοιπόν,
ήρθαν με κάθε ταπεινότητα και έδειξαν ότι θα συνεισφέρουν στην κοινωνία
μας μέσω της τέχνης τους. Και, το πιο σημαντικό, διάλεξαν το καλύτερο
βασίλειο για να εγκατασταθούν, προσφέροντας την αφοσίωσή τους στον πιο
θεϊκό εν ζωή βασιλιά. Αν αποφάσιζα εγώ;» Κοίταξα τον Τζέιμσον. «Θα τους
άφηνα να μείνουν».
Ο Βασιλιάς Τζέιμσον χαμογέλασε. Απ’ ό,τι φαινόταν, είχα περάσει τη
δοκιμασία.
«Ορίστε λοιπόν», είπε στους Ισόλτιους. «Μπορείτε να μείνετε».
Τα μέλη της οικογένειας Ιστόφ αλληλοκοιτάχτηκαν και αγκαλιάστηκαν με
χαρά. Ο νεαρός άντρας έσκυψε το κεφάλι του προς το μέρος μου σε μια
υπόκλιση και του το ανταπέδωσα.
«Μια οικογένεια του δικού σας… επιπέδου πρέπει να μείνει στο κάστρο»,
διέταξε ο Τζέιμσον, με τα λόγια του ν’ ακούγονται περισσότερο σαν απειλή
παρά σαν πρόσκληση, αν και δεν καταλάβαινα γιατί. «Τουλάχιστον, για
τώρα».
«Φυσικά, Μεγαλειότατε. Και θα είμαστε ευτυχισμένοι οπουδήποτε κι αν
θέλετε να μας βάλετε», απάντησε ο Λόρδος Ιστόφ.
«Πήγαινέ τους στη Νότια Πτέρυγα», διέταξε ο Τζέιμσον έναν φρουρό, με
ένα τίναγμα του κεφαλιού του.
Οι Ισόλτιοι έσκυψαν τα κεφάλια τους για να τον ευχαριστήσουν πριν
γυρίσουν και βγουν έξω.
«Χόλις», ψιθύρισε ο Τζέιμσον δίπλα μου, «μίλησες πολύ όμορφα. Αλλά
πρέπει να συνηθίσεις να σκέφτεσαι γρήγορα. Όταν σου ζητάω να μιλήσεις,
πρέπει να είσαι έτοιμη».
«Μάλιστα, Μεγαλειότατε», απάντησα, πασχίζοντας να μην κοκκινίσω.
Γύρισε να μιλήσει με έναν από τους συμβούλους του, ενώ εγώ έστρεψα το
βλέμμα μου στο πίσω μέρος της αίθουσας, παρακολουθώντας την οικογένεια
Ιστόφ. Ακόμα δεν ήξερα το όνομα του μεγαλύτερου γιου, αλλά με κοίταξε
πάνω από τον ώμο του, χαμογελώντας ξανά.
Ο τρόπος με τον οποίο κράτησε το βλέμμα μου νωρίτερα με έκανε να
αναριγήσω και ένιωσα λες και κάτι μέσα στο στήθος μου μου έλεγε ν’
ακολουθήσω εκείνα τα μάτια. Αλλά το απέρριψα. Αν ήξερα κάτι ως
Κοροανή, αυτό ήταν ότι δεν μπορούσα να εμπιστευτώ το μπλε των Ισόλτιων.
6
«Τώρα που τελείωσε αυτό, έχω κάτι να σου δείξω», ψιθύρισε ο Τζέιμσον στο
αυτί μου. Γύρισα να κοιτάξω τα γεμάτα σκανδαλιάρικο ενθουσιασμό μάτια
του, ενώ θυμήθηκα ότι είχα έρθει αυτό το πρωί έπειτα από δική του
πρόσκληση. Ήμουν ευγνώμων που είχα κάτι –οτιδήποτε– για να με
απομακρύνει από την παράξενη αίσθηση στο στήθος μου.
Πήρα το χέρι του με ευγνωμοσύνη, αλλά, όταν έπλεξε τα δάχτυλά μου με
τα δικά μου, φάνηκε προβληματισμένος.
«Τρέμεις. Είσαι καλά;»
«Δεν ξέρω πώς αντέχετε όλα αυτά τα μάτια που σας κοιτάζουν συνεχώς»,
απάντησα, προσπαθώντας να δικαιολογηθώ. «Πρέπει να παίρνετε τόσες
αποφάσεις και τόσο γρήγορα».
Τα μάτια του έλαμπαν με σοφία καθώς με οδηγούσε στην άκρη του
βάθρου.
«Είχα την τύχη να έχω έναν εξαιρετικό δάσκαλο, τον πατέρα μου. Η
γυναίκα μου, όποια κι αν είναι, θα πρέπει να βάλει τα δυνατά της να μάθει
την τέχνη της διακυβέρνησης από εμένα».
«Δεν είναι εύκολη δουλειά αυτή, Μεγαλειότατε».
Μειδίασε.
«Όχι. Αλλά έχει και τις ανταμοιβές της».
Περίμενα να πει περισσότερα, αλλά εκείνος απλώς κοιτούσε ευθεία
μπροστά.
«Μεγαλειότατε;»
Συνέχισε να χαμογελάει κρατώντας το πιγούνι του ψηλά και αγνοώντας με.
Κατεβήκαμε τα σκαλιά και πήρα μια ανάσα καθώς με οδήγησε σε μία από
τις πόρτες στο μπροστινό μέρος της Μεγάλης Αίθουσας. Μοιράστηκα ένα
βλέμμα μαζί του καθώς οι φρουροί μάς άφησαν να περάσουμε· δεν είχα
έρθει ποτέ ξανά εδώ. Τα δωμάτια του βασιλιά –τα ιδιωτικά του
διαμερίσματα, τα δωμάτια που χρησιμοποιούνταν για προσευχή και οι χώροι
που έδινε σ’ εκείνους που δούλευαν στο ιδιωτικό συμβούλιο– χωρίζονταν
από όλους τους άλλους από τη Μεγάλη Αίθουσα. Αυτό τού επέτρεπε να
κάνει εντυπωσιακή είσοδο και ήταν πιο εύκολο να παραμένει ασφαλής.
«Μεγαλειότατε, πού πηγαίνουμε;»
«Πουθενά», είπε δήθεν ντροπαλά.
«Αυτό σίγουρα δεν είναι το πουθενά», επέμεινα, με τον ενθουσιασμό να
πλημμυρίζει το στομάχι μου.
«Εντάξει. Είναι ένα μέρος στο οποίο σκεφτόμουν να σε πάω από τη νύχτα
που γνωριστήκαμε πραγματικά».
Γύρισα τα μάτια μου προς τα πάνω.
«Εννοείτε εκείνη τη στιγμή που γελοιοποιήθηκα τελείως;»
Γέλασε.
«Εκείνη τη στιγμή που έγινες το πιο γοητευτικό κορίτσι σε όλη την
Κορόα».
«Πρέπει να σας πω ότι με έκανε πολύ χαρούμενη το να ξέρω ότι έφερα
έστω και λίγη χαρά στη ζωή σας», παραδέχτηκα. «Δεν μπορούν να πουν όλες
οι κυρίες ότι έκαναν έναν βασιλιά να γελάσει».
«Στην περίπτωσή μου, ούτε ένα κορίτσι στην αυλή δεν μπορεί να το πει.
Εσύ είσαι η μόνη, Χόλις. Όλες οι άλλες; Κάτι θέλουν. Αλλά εσύ δίνεις
ασταμάτητα». Σήκωσε το χέρι μου για να το φιλήσει. «Γι’ αυτό μ’ ευχαριστεί
το να δίνω κι εγώ σ’ εσένα ως αντάλλαγμα».
Περάσαμε άλλους δυο φρουρούς πριν φτάσουμε στο δωμάτιο που ήθελε να
μου δείξει ο Τζέιμσον. Όταν φτάσαμε εκεί, ένας από τους φρουρούς έπρεπε
να βγάλει ένα ειδικό κλειδί και να μας δώσει ένα φανάρι.
«Υπάρχουν ήδη μερικά φανάρια μέσα στο δωμάτιο», με διαβεβαίωσε ο
Τζέιμσον, «αλλά δεν υπάρχουν παράθυρα, γι’ αυτό όσο περισσότερο φως,
τόσο το καλύτερο».
«Με συνοδεύετε σε ένα μπουντρούμι;» αστειεύτηκα, προσποιούμενη ότι
φοβάμαι.
Γέλασε.
«Όχι σήμερα. Έλα. Νομίζω ότι αυτό μπορεί να καταλήξει να γίνει το
αγαπημένο σου δωμάτιο στο κάστρο κάποια μέρα».
Άλλο ένα πράγμα στη λίστα.
Τον ακολούθησα διστακτικά μέσα από τις πόρτες, αφήνοντας για ένα λεπτό
τα μάτια μου να προσαρμοστούν και μετά ξεχνώντας τελείως πώς ν’
αναπνέω.
«Κάποια από αυτά είναι δικά μου», ξεκίνησε. «Είμαι σίγουρος ότι
αναγνωρίζεις τη σφραγίδα που φορούσα την ημέρα της στέψης μου. Αυτά τα
δαχτυλίδια εδώ τα έχω φορέσει πολλές φορές. Και αυτό…»
«Το Στέμμα του Έστους», είπα με κομμένη ανάσα, έκθαμβη. «Είναι ακόμα
πιο όμορφο από κοντά».
Το κοιτούσα πολλή ώρα, νιώθοντας τα δάκρυα να μαζεύονται στις άκρες
των ματιών μου. Πριν από λίγο περισσότερες από επτά γενιές, η Κορόα
μαινόταν από συνεχείς εμφύλιους πολέμους για το ζήτημα της ηγεσίας. Οι
ηγεμόνες ανέβαιναν και έπεφταν μέσα σε μερικά χρόνια και ήμασταν σε
εμπόλεμη κατάσταση με τον εαυτό μας και ανυπεράσπιστοι ενάντια σε άλλες
χώρες που ίσως να έπαιρναν τα εδάφη μας. Τελικά, η φατρία Μπάρκλεϊ –οι
ίδιοι Μπάρκλεϊ από τους οποίους καταγόταν ο Τζέιμσον– κατέκτησε ό,τι είχε
απομείνει από τους εχθρούς τους και, παρόλο που η μάχη ήταν βάναυση, ο
λαός ήταν ευγνώμων που είχε έναν ξεκάθαρο νικητή. Οι άνθρωποι μάζεψαν
χρυσό και κοσμήματα, τα έλιωσαν και σφυρηλάτησαν ένα στέμμα. Ένας
ιερέας το ευλόγησε και όλοι ήρθαν να παρακολουθήσουν τη στέψη του
Βασιλιά Έστους Μπάρκλεϊ, με τον λαό να παραχωρεί τα δικαιώματά του
στην ηγεσία του.
Το Στέμμα του Έστους έβγαινε έξω μόνο μία φορά τον χρόνο, την ημέρα
της στέψης, και μόνο όσοι είχαν την τύχη να γεννηθούν σε μια οικογένεια
ευγενών μπορούσαν να το δουν.
«Μεγαλειότατε, σας ευχαριστώ. Η εμπιστοσύνη σας σ’ εμένα θα πρέπει να
είναι πολύ μεγάλη για να με αφήσετε να πλησιάσω κάτι τόσο ξεχωριστό.
Νιώθω ταπεινοφροσύνη». Δυσκολευόμουν να εκφράσω το δέος που
αισθανόμουν, αλλά ήξερα πόσο προνομιούχα ήμουν εκείνη τη στιγμή.
Γύρισα να τον κοιτάξω, με τα δάκρυα να θολώνουν ακόμα την όρασή μου.
Πήρε το χέρι μου, φιλώντας το ξανά.
«Σ’ εμπιστεύομαι, Χόλις. Όπως είπα, συνεχώς δίνεις. Τον χρόνο και τη
στοργή σου, το γέλιο και τη φροντίδα σου. Μου έχεις ήδη δώσει χίλια δώρα
με αυτά. Και γι’ αυτό πρέπει να σου πω ότι το δώρο σου δεν είναι η ευκαιρία
να δεις το Στέμμα του Έστους… αλλά αυτό».
Μου έδειξε τον τοίχο αριστερά μου, ο οποίος ήταν καλυμμένος με ράφια
φορτωμένα με ακόμα περισσότερα κοσμήματα. Σειρές από ζαφείρια και
δαντέλες από διαμάντια απλώνονταν μπροστά μου. Δε χρειαζόμασταν
παράθυρα σε αυτό το δωμάτιο – το λιγοστό φως που είχαμε ήταν αρκετό για
να τα κάνουν να λάμπουν εκτυφλωτικά.
«Αυτά είναι τα κοσμήματα της βασίλισσας. Κάθε χρόνο, οι βασιλείς της
Κορόα και της Ισόλτης συναντιόμαστε για να ανανεώσουμε την ειρήνη μας.
Ο Βασιλιάς Κουίντεν θα έρθει για την ετήσια επίσκεψή του στο τέλος της
εβδομάδας και θέλω να δείχνεις βασιλική».
Εν μέρει ήθελα να λιποθυμήσω. Εν μέρει ευχόμουν να ήταν οι γονείς μου
εδώ για να το δουν αυτό. Αλλά κάθε μέρος του εαυτού μου ήθελε να φορέσει
εκείνο το κολιέ που ήταν διακοσμημένο με ροζ πολύτιμους λίθους και
διαμάντια.
Πλησίασα, ενώ φοβόμουν ακόμα και να δείξω κάποιο από αυτά τα
πανέμορφα κομμάτια.
«Είστε σίγουρος; Ξέρω πόσο πολύτιμα είναι».
«Δεν υπάρχει κανείς τον οποίο να εμπιστεύομαι περισσότερο με αυτά. Και,
ειλικρινά, έπειτα από εκείνη τη νύχτα στην αίθουσα χορού, σε φαντάζομαι με
κάτι τόσο όμορφο να κρέμεται στον λαιμό σου όσο είναι αυτά». Έδειξε τον
τοίχο με τα κοσμήματα σαν να μου τα πρόσφερε όλα.
Ικανοποιημένη, πίεσα τα χείλη μου μεταξύ τους και σήκωσα τα δάχτυλά
μου για ν’ αγγίξω τις λείες, κρύες πέτρες, ενώ ήμουν ανάμεσα στο ροζ και
στο κόκκινο.
«Αυτό».
«Τέλεια».
Με πλημμύρισε ένας ενθουσιασμός στη γνώση ότι θα φορούσα κάτι που
είχε φτιαχτεί ξεκάθαρα για μια βασίλισσα και γύρισα να αγκαλιάσω τον
Τζέιμσον.
«Είστε υπερβολικά καλός μαζί μου».
«Είσαι ευτυχισμένη;»
«Σχεδόν υπερβολικά ευτυχισμένη», απάντησα, συνεχίζοντας να τον
κρατάω σφιχτά και συνειδητοποιώντας κάτι. «Μεγαλειότατε. Δεν έχουμε
μείνει ποτέ ξανά μόνοι».
Χαμογέλασε.
«Λοιπόν, είσαι μια εξαιρετικά ενάρετη κυρία. Ξαφνιάζομαι που κατάφερα
να σε πείσω να έρθεις μαζί μου τώρα».
«Είστε πολύ έξυπνος».
Και επειδή ήμασταν τόσο κοντά και μόνοι, παρασυρμένοι στον δικό μας
κόσμο, όταν έσκυψε να με φιλήσει, έγειρα να τον συναντήσω. Ήταν υπέροχο
να με φιλάνε επιτέλους και ήταν ακόμα πιο συναρπαστικό να με φιλάει ένας
βασιλιάς. Ο Τζέιμσον με τράβηξε κοντά του, κρατώντας το πιγούνι μου, και
αποτραβήχτηκε όταν θεώρησε ότι το φιλί κράτησε αρκετά.
Κάτι μέσα στα μάτια του άλλαξε, λες και πήρε μια απόφαση. Ο τόνος του
έγινε πολύ σοβαρός.
«Πρέπει να προετοιμαστείς, Χόλις. Έρχονται πολλές αλλαγές για εμάς».
Κατάπια.
«Και για τους δυο μας, Μεγαλειότατε;»
Ένευσε.
«Τις επόμενες εβδομάδες σκοπεύω να δείξω σε όλη την Κορόα πόσο σε
λατρεύω. Αυτό θα σημαίνει πολλά πράγματα. Κάποιοι θα ικετεύουν για την
εύνοιά σου. Άλλοι θα καταριούνται το όνομά σου. Αλλά τίποτα από όλα
αυτά δεν έχει σημασία, Χόλις. Σε θέλω για γυναίκα μου».
Έπρεπε να επιστρατεύσω όλη μου τη δύναμη ακόμα και για να ψιθυρίσω
μια απάντηση.
«Και θα ήταν τιμή μου… αλλά ανησυχώ ότι δεν είμαι άξια».
Κούνησε το κεφάλι του, στερεώνοντας προσεκτικά μια μπούκλα πίσω από
το αυτί μου.
«Νομίζω ότι πολλοί που μπαίνουν σε μια βασιλική οικογένεια νιώθουν
έτσι, αλλά εσύ δε χρειάζεται ν’ ανησυχείς. Απλώς σκέψου την προγιαγιά
μου, την Αλμπρέιντ. Λένε ότι ήταν χλωμή σαν Ισόλτια όταν έδωσε τους
όρκους της», αστειεύτηκε, «αλλά κοίτα τι θρύλος έγινε».
Προσπάθησα να χαμογελάσω, αλλά ήταν δύσκολο να φανταστώ τον εαυτό
μου να κάνει κάτι τόσο γενναίο όσο το να κερδίζει έναν πόλεμο.
«Δεν είμαι στρατιώτης», απάντησα ταπεινά.
«Και δε θέλω να είσαι. Το μόνο που ζητάω είναι να είσαι όλα όσα είσαι
ήδη. Αυτός, γλυκιά μου Χόλις, είναι ο λόγος για τον οποίο σ’ αγαπώ».
Ο λόγος για τον οποίο σ’ αγαπώ, ο λόγος για τον οποίο σ’ αγαπώ, ο λόγος
για τον οποίο σ’ αγαπώ…
Οι λέξεις αντηχούσαν στην καρδιά μου και ευχήθηκα να είχα έναν τρόπο
να τις φυλάξω μέσα σε ένα μπουκάλι. Είχε την καλοσύνη να μου δώσει άλλη
μια στιγμή να βρω την αυτοκυριαρχία μου πριν συνεχίσει.
«Μεγάλωσα χωρίς αδέλφια. Και οι δυο γονείς μου πέθαναν πολύ σύντομα.
Πάνω από όλα, εσύ μου έδωσες τη συντροφιά που λαχταρούσα σε αυτή τη
ζωή. Αυτό μόνο ζητάω από εσένα. Οτιδήποτε άλλο μπορεί να ζητήσει κανείς
είναι περιττό. Αν πιστεύεις ότι μπορείς να είσαι ευτυχισμένη ως σύντροφός
μου σε αυτόν τον κόσμο, τότε όλα θα πάνε καλά».
Μιλούσε τόσο ειλικρινά, με τέτοιο συναίσθημα, ώστε τα μάτια μου
πλημμύρισαν με δάκρυα άλλη μια φορά. Η στοργή του ήταν σαρωτική.
Καθώς κοιτούσα μέσα στα μάτια του, μερικά μόνο εκατοστά από τα δικά
μου, ήμουν σίγουρη ότι θα κατάφερνα να φέρω εις πέρας οποιοδήποτε
καθήκον, αρκεί να ήμουν δίπλα του.
Ήταν μια τόσο παράξενη αίσθηση, τόσο καινούργια. Εκείνη τη στιγμή
ήξερα ότι θα πρέπει να ήταν αγάπη. Ήταν κάτι παραπάνω από μια αδυναμία
στα γόνατα, αλλά η απόλυτη αποφασιστικότητα που μου ενέπνεε… όλα αυτά
μόνο ο Τζέιμσον μπορούσε να τα κάνει.
Ένευσα. Ήταν το μόνο που μπορούσα να κάνω. Αλλά, για εκείνον, ήταν
αρκετό.
«Σου ζητώ να το κρατήσεις μυστικό για την ώρα. Οι λόρδοι προσπαθούν
ακόμα να με πείσουν να παντρευτώ την πριγκίπισσα από το Μπανίρ για χάρη
του συνόρου, αλλά δεν αντέχω ούτε τη σκέψη. Χρειάζομαι λίγο χρόνο για να
τους πείσω ότι εσύ κι εγώ μπορούμε να κάνουμε την Κορόα ασφαλή από
μόνοι μας».
Ένευσα ξανά.
«Θα κάνω το ίδιο».
Έδειχνε σαν να ετοιμαζόταν να με φιλήσει ξανά, αλλά μετά το σκέφτηκε
καλύτερα.
«Πρέπει να σε πάω πίσω για να μην έχει κανείς το περιθώριο να
αμφισβητήσει την τιμή σου. Έλα, γλυκιά Χόλις, ας πάμε στην τρέλα».
Όταν οι πόρτες της Μεγάλης Αίθουσας άνοιξαν, κοκκίνισα καθώς η
προσοχή όλων στράφηκε επάνω μας. Η καρδιά μου φτερούγιζε ανελέητα και
αναρωτιόμουν αν μπορούσαν να τη δουν.
Κοιτούσαν τη βασίλισσά τους.
7
Τις επόμενες μέρες, η Ντέλια Γκρέις με πίεζε ανελέητα. Μερικές φορές
σιγοτραγουδούσα σαν να μην είχα ακούσει ούτε λέξη από όσα έλεγε ή
έβρισκα κάτι για να απασχοληθώ, χαμογελώντας συνεχώς. Σήμερα ήμουν
σκυμμένη πάνω σε ένα κέντημα για ένα καινούργιο φόρεμα, αλλά, όσο κι αν
προσπαθούσα να συγκεντρωθώ, ήταν αδύνατον ν’ αγνοήσω την Ντέλια
Γκρέις για πολύ.
«Γιατί δε μου λες τουλάχιστον τι είδες;»
Χασκογέλασα.
«Δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια σειρά δωματίων. Απλώς τυχαίνει να
μένει ο Τζέιμσον σε αυτά».
«Γιατί στο καλό άργησες τόσο;»
Τράβηξα προσεκτικά τη χρυσή μου κλωστή, προσπαθώντας να κρατήσω το
σχέδιο καθαρό.
«Πέντε λεπτά λείψαμε».
«Δεκαπέντε!»
Την κοίταξα πάνω από τον ώμο μου σοκαρισμένη.
«Αποκλείεται».
«Ήμουν εκεί έξω και περίμενα μαζί με την υπόλοιπη αυλή. Σε
διαβεβαιώνω, κρατούσαμε όλοι μας χρόνο».
Κούνησα το κεφάλι μου, χαμογελώντας.
«Θα μάθεις τα πάντα αρκετά γρήγορα».
«Σε παντρεύτηκε;»
Παραλίγο να τρυπήσω το δάχτυλό μου.
«Αυτή την άποψη έχεις για μένα; Είτε είσαι βασιλιάς είτε όχι, το να
παντρεύεσαι χωρίς μάρτυρα δε διαφέρει από το να κλέβεσαι. Πιστεύεις στ’
αλήθεια ότι ο Τζέιμσον θ’ αμαύρωνε τη φήμη μου έτσι;»
Είχε τουλάχιστον την ευπρέπεια να δείχνει μετανιωμένη.
«Όχι. Συγγνώμη, Χόλις. Αλλά τότε γιατί δε μου λες την αλήθεια;»
«Δεν μπορώ ν’ απολαμβάνω μια έκπληξη μία στο τόσο; Ή ένα μυστικό;
Όλοι ξέρουμε ότι είναι αδύνατον να κρατηθούν στην αυλή».
Γύρισε τα μάτια της προς τα πάνω.
«Αν αυτό δεν είναι αλήθεια, τότε τίποτα δεν είναι». Αναστενάζοντας,
πλησίασε, τοποθετώντας τα χέρια της στους ώμους μου. «Αν συμβεί κάτι
σημαντικό, θα μου το πεις, ναι;»
«Πίστεψέ με, μακάρι να μπορούσα να σου πω τα πάντα». Τράβηξα την
κλωστή μου ξανά. Το φόρεμα έδειχνε πολύ ωραίο και ήταν μια ευπρόσδεκτη
αλλαγή να έχω κάτι άλλο να απασχολεί τις σκέψεις μου.
«Απλώς πες μου αυτό, τα πράγματα πηγαίνουν όπως υποπτευόμουν ότι θα
πάνε;»
Πίεσα τα χείλη μου μεταξύ τους, σηκώνοντας το βλέμμα μου να την
κοιτάξω κάτω από τις βλεφαρίδες μου. Το χαμόγελό της ήταν αρκετό ως
απάντηση.
«Πολύ καλά, λοιπόν», είπε. «Θα χρειαστείς κυρίες».
Άφησα το φόρεμα κάτω.
«Όχι. Δε θέλω να φτιάξω έναν κύκλο από ψεύτικες φίλες. Τα περισσότερα
κορίτσια στην αυλή με αγριοκοιτάζουν μετά τη νύχτα του χορού. Δεν τις
θέλω κοντά μου συνεχώς».
«Χρειάζεσαι άτομα για να σε φροντίζουν».
«Όχι», απάντησα. «Μια βασίλισσα χρειάζεται άτομα για να τη φροντίζουν.
Εγώ δεν έχω τέτοιον τίτλο… προς το παρόν».
«Χόλις».
«Κι αν προσπαθήσω να μαζέψω έναν κύκλο, οι λόρδοι θα αρχίσουν να
μιλάνε. Απ’ ό,τι φαίνεται, είναι ακόμα διστακτικοί και δε θέλω να κάνω κάτι
που μπορεί να προκαλέσει πρόβλημα στον Τζέιμσον».
Αναστέναξε.
«Εντάξει, λοιπόν. Αν ζητούσες από άλλο ένα άτομο στην αυλή να φροντίζει
τις ανάγκες σου, ποιο θα ήταν; Και, στο όνομα του Έστους, μην τολμήσεις
να πεις εκείνη τη χοντρομύτα την Άννα Σοφία».
Αναστέναξα.
«Μπορώ να το σκεφτώ;»
«Ναι, αλλά όχι για πολύ. Αυτό δεν είναι παιχνίδι, Χόλις».
Θυμήθηκα όταν, πριν από μερικές εβδομάδες, τα είχα σκεφτεί όλα έτσι
ακριβώς. Αλλά η Ντέλια Γκρέις είχε δίκιο· αυτά ήταν τα μονοπάτια της ζωής
μας που σχηματίζονταν ακριβώς μπροστά μας. Δεν ήταν ένα παιχνίδι.
«Πού λες να βρω κι άλλη κλωστή;»
Η Ντέλια Γκρέις σηκώθηκε.
«Η βασιλική μοδίστρα θα πρέπει να έχει πολλή. Μπορώ να πάω να τη
βρω».
«Όχι, όχι», είπα. «Θα πάω εγώ. Είμαι σίγουρη ότι έχεις να καταστρώσεις
πολλά σχέδια για τη ζωή μου», πρόσθεσα με ένα κλείσιμο του ματιού μου.
Έφυγα από την πλαϊνή πόρτα του δωματίου μου στα διαμερίσματα της
οικογένειάς μου, η οποία με έβγαλε στο κέντρο του κάστρου, ένα σημείο που
έσφυζε πάντα από δραστηριότητα. Κοίταξα για μια στιγμή γύρω μου.
Παρόλο που είχα περάσει πολύ χρόνο στο Κάστρο Κερέσκεν, ο χώρος
εξακολουθούσε να μου προκαλεί δέος.
Οι μεγάλοι διάδρομοι ήταν μεγαλοπρεπείς και περίτεχνα διακοσμημένοι· η
λιθοδομή ήταν άρτια και όμορφη, ενώ υπήρχαν παντού εντυπωσιακές
καμάρες που σχημάτιζαν θόλους πάνω από κάθε μεγάλο χώρο. Συχνά μου
θύμιζαν ανάποδες γέφυρες, με τις βέργες τους να κατεβαίνουν σαν να ήθελαν
να αγγίξουν τις άκρες των δαχτύλων μας που περίμεναν από κάτω.
Μεγαλειώδεις ελικοειδείς σκάλες διέτρεχαν τους τρεις πάνω ορόφους του
κάστρου και μας είχαν πει ότι η συλλογή από γλυπτά και πίνακες εδώ
ξεπερνούσε οποιαδήποτε άλλη από όσες είχαν δει οι ξένοι πρεσβευτές σε
κάθε άλλο μέρος της ηπείρου.
Τα διαμερίσματα της οικογένειάς μου βρίσκονταν στην εσωτερική άκρη
της Ανατολικής Πτέρυγας, που ήταν ένα αξιοσέβαστο σημείο. Τα εξαιρετικά
σημαντικά άτομα έμεναν στην πολύ μικρή Βόρεια Πτέρυγα, η οποία
βρισκόταν πιο κοντά στη Μεγάλη Αίθουσα, και επομένως πιο κοντά στον
βασιλιά. Υπήρχαν και άδεια διαμερίσματα στη Βόρεια Πτέρυγα, που
προορίζονταν για ευγενείς και επισήμους. Εκεί θα έμενε ο Βασιλιάς
Κουίντεν όταν θα ερχόταν να πραγματοποιήσει επίσκεψη.
Μετά ήταν οι οικογένειες που είχαν πολύ αρχαίες ρίζες στην Κορόα και
έμεναν στις κοντινές πλευρές της Ανατολικής και της Δυτικής Πτέρυγας.
Έπειτα, εκείνες που δεν ήταν τόσο αρχαίες αλλά είχαν πολύτιμους δεσμούς
και γη έμεναν στις εξωτερικές άκρες. Μετά έμεναν οι λιγότερο σημαντικές
οικογένειες και, αν προχωρούσες πέρα από ένα συγκεκριμένο σημείο στους
διαδρόμους, ήταν σαφές ότι οι περισσότεροι δεν έδιναν σημασία αν υπήρχες
ή όχι. Οι επάνω όροφοι σήμαιναν ότι μπορούσες να μείνεις αλλά δεν ήταν
απαραίτητο ότι ήθελαν να σε βλέπουν, ενώ οι υπηρέτες έμεναν στους
ορόφους κάτω από το κυρίως επίπεδο.
Πέρα από το πίσω μέρος του παλατιού, κατά μήκος της ψηλής κορυφής του
λόφου πάνω στον οποίο ήταν χτισμένο το κάστρο, υπήρχαν βοηθητικά
κτίρια, κελάρια και άλλοι χώροι όπου έκαναν τη δουλειά τους τα πολυάριθμα
άτομα που κρατούσαν το παλάτι σε λειτουργία. Ήλπιζα ότι ίσως να έβρισκα
εκεί τη μοδίστρα.
«Ω!» είπα παίρνοντας μια κοφτή ανάσα καθώς έστριψα σε μια γωνία
κάπως γρήγορα.
Οι δυο νεαροί άντρες πάνω στους οποίους παραλίγο να πέσω με κοίταξαν
και μετά έκαναν μια βαθιά υπόκλιση. Τα μαλλιά τους από μόνα τους
καθιστούσαν αδύνατο να μην τους αναγνωρίσεις· ήταν τα αγόρια από την
Ισόλτη. Φορούσαν πολύ φαρδιά πουκάμισα, από εκείνα που οι άντρες στην
Κορόα φορούσαν κάτω από το σακάκι τους, και κρατούσαν και οι δυο
δερμάτινες τσάντες με εργαλεία που προεξείχαν από μέσα.
«Ω, σας παρακαλώ, δεν είναι απαραίτητο αυτό», επέμεινα, παροτρύνοντάς
τους να σηκωθούν.
Το αγόρι με τα εκτυφλωτικά μπλε μάτια σήκωσε το κεφάλι του.
«Ίσως να είναι, Λαίδη Μπράιτ».
Χαμογέλασα.
«Βλέπω ότι έμαθες το όνομά μου. Αλλά αυτή που ονομάζεται Λαίδη
Μπράιτ είναι η μητέρα μου. Εγώ είμαι απλώς η Χόλις».
Σηκώθηκε, με τα μάτια του να μην αφήνουν τα δικά μου.
«Χόλις», είπε. Σταθήκαμε εκεί για ένα λεπτό, με το όνομά μου να κρέμεται
ανάμεσά μας, και, για άλλη μια φορά, δυσκολεύτηκα ν’ αποστρέψω το
βλέμμα μου. «Είμαι ο Σίλας», πρόσθεσε τελικά. «Και αυτός είναι ο αδελφός
μου, ο Σάλιβαν».
Ο αδελφός του έγειρε απλώς το κεφάλι του. Ο Σίλας ακούμπησε το χέρι
στον ώμο του.
«Πήγαινε αυτές τις προμήθειες στο βοηθητικό κτίριο. Θα έρθω σε ένα
λεπτό».
Αμίλητος, ο Σάλιβαν έκανε άλλη μια υπόκλιση πριν φύγει βιαστικά.
«Συγγνώμη γι’ αυτό», είπε ο Σίλας, γυρίζοντας ξανά σ’ εμένα. «Ο Σάλιβαν
είναι πολύ ντροπαλός, αν δε σε γνωρίζει. Στην πραγματικότητα, είναι
ντροπαλός ακόμα κι αν σε γνωρίζει».
Γέλασα.
«Ζήτησέ του συγγνώμη εκ μέρους μου. Δεν ήθελα να σας τρομάξω».
«Από πότε πρέπει να απολογείστε για κάτι, αρχόντισσά μου; Λένε ότι θα
γίνετε βασίλισσα». Τα μάτια μου γούρλωσαν. «Δεν είναι αλήθεια; Δεν ήθελα
να κάνω εικασίες. Απλώς αυτό λένε όλοι όταν περνάτε».
Χαμήλωσα το βλέμμα μου.
«Εκείνοι οι άνθρωποι… ακούγονται χαρούμενοι όταν το λένε;»
Ένευσε.
«Πολλοί από αυτούς. Αν τύχει να είναι πιο κοντά στη δική μας ηλικία, ας
πούμε απλώς ότι ο τόνος τους προδίδει περισσότερο φθόνο παρά δέος».
Αναστέναξα.
«Κατάλαβα. Δε φοράω δαχτυλίδι στο δάχτυλό μου, επομένως κανείς δεν
ξέρει».
«Τότε, αν τελικά γίνει, ελπίζω ότι εσείς οι δυο θα είστε πολύ ευτυχισμένοι.
Η Ισόλτη έχει βασίλισσα, αλλά είναι γνωστό σε όλους ότι δε διαθέτει το
επίπεδο της δύναμης και της γενναιοδωρίας που θα περίμενε κάποιος από
έναν ηγέτη. Ο λαός σας θα είναι πραγματικά πολύ τυχερός που θα έχει εσάς
βασίλισσα».
Κοιτούσα τα πόδια μου, νιώθοντας να έρχεται ένα κοκκίνισμα, και πρόσεξα
ξανά τα εργαλεία στα χέρια του.
«Συγχώρεσέ με, αλλά γιατί συνεχίζεις να δουλεύεις τώρα που είσαι εδώ;
Έφυγες από την Ισόλτη –πράγμα που, επί τη ευκαιρία, ίσως να είναι ένα από
τα πιο έξυπνα πράγματα που θα μπορούσε να κάνει ένα άτομο–, γιατί λοιπόν
δεν κάνεις μια νέα αρχή και να γίνεις ένας ευγενής σαν τον πατέρα σου;
Σίγουρα πάντως θα είναι μια πιο καθαρή δουλειά».
Γέλασε.
«Είμαι περήφανος γι’ αυτό που μπορώ να κάνω. Είμαι καλύτερος με τα
σπαθιά και την πανοπλία, αλλά, αν ο Σάλιβαν δεν έχει πρόβλημα να δουλεύει
μαζί μου, μπορώ να φτιάξω και κοσμήματα». Σήκωσε τους ώμους του,
εξακολουθώντας να δείχνει ευχαριστημένος με τον εαυτό του. «Αφότου
παρουσίασα εκείνο το σπαθί στον βασιλιά σου, εγώ…»
«Α, μα είναι και δικός σου βασιλιάς τώρα», σχολίασα.
Το αγόρι –ο Σίλας– ένευσε.
«Συγχώρεσέ με. Ακόμα προσαρμοζόμαστε όλοι και αυτή τη στιγμή είμαι
λίγο καχύποπτος απέναντι στους βασιλιάδες».Έκανε μια παύση πριν
επιστρέψει στη συζήτησή μας. «Αφού παρουσίασα το σπαθί μας στον
βασιλιά, δεχτήκαμε αρκετές παραγγελίες για περισσότερα και νομίζω ότι η
μητέρα μου κατάφερε μάλιστα να πείσει κάποιον να παραγγείλει κι ένα
κολιέ».
Έβαλα τα χέρια μου στους γοφούς μου, κοιτάζοντάς τον εντυπωσιασμένη.
«Κι εγώ που πίστευα ότι οι Ισόλτιοι δεν είναι καλλιτέχνες». Χαμογέλασε
και σήκωσε τους ώμους του. «Αυτή είναι μια αρκετά χρήσιμη ικανότητα.
Πώς την έμαθες, αν ήσουν κι εσύ αυλικός;»
«Η έπαυλή μας ήταν τόσο κοντά στο κάστρο, ώστε μπορούσαμε να
πηγαινοερχόμαστε με ευκολία, κι έτσι περνούσαμε τον περισσότερο χρόνο
μας στο σπίτι». Ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του.
«Αυτό που μετανιώνει ο πατέρας μου περισσότερο είναι ότι δεν ανέπτυξε μια
χρήσιμη ικανότητα στα νιάτα του, κι έτσι, όταν εκδήλωσα ένα ενδιαφέρον
για τη μεταλλουργία, με βοήθησε να τη μάθω. Το πρώτο σπαθί που έφτιαξα
ήταν για τον ξάδελφό μου, τον Ίταν;» Το είπε λες και θα έπρεπε να ξέρω για
ποιον μιλούσε. «Χρειαζόταν ένα καλό πολεμικό σπαθί για ένα τουρνουά. Η
λαβή έτρεμε τόσο πολύ, ώστε δεν την εμπιστευόταν και στο πρώτο χτύπημα
κόπηκε ένα τεράστιο κομμάτι. Ωστόσο χρησιμοποίησε το σπαθί σε όλο
εκείνο το τουρνουά». Όλα αυτά τα έλεγε με μια έκφραση που μου έδειχνε ότι
φανταζόταν την όλη σκηνή. «Έχουν περάσει τρία χρόνια και είμαι
περήφανος γι’ αυτό που μπορώ να κάνω, αλλά πάντα προσπαθώ να
βελτιώνομαι. Αυτό κάνουμε όλοι. Ακόμα και η αδελφή μου ασχολείται με τη
μεταλλουργία, αν και κατά κύριο λόγο κάνει πιο λεπτά πράγματα, τις
λεπτομέρειες στα κοσμήματα που φτιάχνουμε ο Σάλιβαν κι εγώ». Σήκωσε τα
χέρια του. «Τα δάχτυλά μας είναι πολύ μεγάλα γι’ αυτό».
Μελέτησα τα χέρια του, παρατηρώντας ότι ήταν ξερά και υπήρχε καπνιά
στα νύχια του. Μπορεί να μεγάλωσε ως ευγενής, αλλά τα χέρια του μόνο σε
ευγενή δεν ταίριαζαν. Κάτι τα έκανε ακαταμάχητα όμορφα. Έκρυψα τα δικά
μου πίσω από την πλάτη μου, αναστενάζοντας με θαυμασμό όταν απάντησα:
«Αυτό είναι εκπληκτικό».
Σήκωσε τους ώμους του.
«Δεν είναι και τόσο εντυπωσιακό στην Ισόλτη. Οι τέχνες δεν είναι και τόσο
σημαντικές εκεί».
Σήκωσα τα φρύδια μου όταν το άκουσα αυτό.
«Κάνει τόση ψύχρα όσο λένε όλοι;»
«Αν μιλάς για τους ανέμους, ναι, μερικές φορές μπορούν να γίνουν άγριοι.
Και αν μιλάς για τον γενικό πληθυσμό…» Σήκωσε τα φρύδια του.
«Διαπιστώνω ότι όταν είσαι κοντά σε κάποιους ανθρώπους στην Ισόλτη
νιώθεις τη θερμοκρασία να πέφτει ακόμα περισσότερο». Χασκογέλασε με το
αστείο του. «Δεν ξέρεις πώς είναι; Δεν έχεις πάει ποτέ;»
Η έκπληξη στη φωνή του ήταν δικαιολογημένη. Αν ένας Κοροανός ήθελε
να πάει ένα ταξίδι, η Ισόλτη ήταν το πιο εύκολο μέρος… αν και ίσως όχι το
πιο φιλόξενο.
«Όχι. Ο πατέρας μου συνεχώς δουλεύει και, αν ταξιδεύει, προτιμάει να
πηγαίνει μόνος του ή με τη μητέρα. Ζήτησα να πάω στο Έραντορ –έχω
ακούσει ότι οι παραλίες εκεί είναι συγκλονιστικές–, αλλά δεν πήγα ποτέ».
Δεν ήθελα να πω ότι είχα σταματήσει να το ζητάω εδώ και χρόνια, όταν έγινε
σαφές ότι η συντροφιά μου δε θα τους πείραζε και τόσο αν είχα την κοινή
λογική να γεννηθώ αγόρι ή αν τουλάχιστον είχα έρθει έπειτα από έναν
αδελφό. Αλλά αυτό δε συνέβη και δεν ήξερα ποιος έφταιγε γι’ αυτό, παρ’
όλα αυτά εκείνοι είχαν αποφασίσει ότι έφταιγα εγώ.
Είχα την Ντέλια Γκρέις, όμως· ήταν καλύτερη από μια πολύωρη διαδρομή
μέσα σε μια αποπνικτική άμαξα, ανεξάρτητα από τον προορισμό. Αυτό έλεγα
στον εαυτό μου.
Κρέμασε την τσάντα στον ώμο του.
«Είμαι σίγουρος ότι η Μεγαλειότητά Του θα σε πάει όπου επιθυμεί η
καρδιά σου. Απ’ ό,τι φαίνεται, θα έκανε τα πάντα για μια κυρία που έσωσε
από ένα παγωμένο ποτάμι». Η έκφρασή του ήταν πειρακτική.
«Αυτό συνέβη πριν καν έρθεις εδώ! Και δεν ήταν παγωμένο! Και
υπερασπιζόμουν τον εαυτό μου από μια επίθεση με βατόμουρα. Αν μη τι
άλλο, δεν έκανα αρκετά».
«Πολύ θα ήθελα να το είχα δει αυτό», πρόσθεσε παιχνιδιάρικα. «Οι κυρίες
στην Ισόλτη δε σκύβουν καν ν’ αγγίξουν το νερό, πόσο μάλλον να
ρισκάρουν να γλιστρήσουν μέσα».
«Ίσως έτσι να είναι καλύτερα. Το ποτάμι μού πήρε ένα πολύ αγαπημένο
ζευγάρι παπούτσια».
Γέλασε, κλοτσώντας το πάτωμα αφηρημένα.
«Λοιπόν, νομίζω ότι πρέπει να βρω τον Σάλιβαν. Το προσωπικό είχε την
καλοσύνη να μας βρει ένα μέρος να δουλέψουμε και θα είναι ωραία να
νιώσουμε… χρήσιμοι».
«Ξέρω τι εννοείς. Πράγμα που μου θυμίζει… μήπως έχεις δει το δωμάτιο
της μοδίστρας προς τα εδώ; Ψάχνω για κλωστή».
«Ναι», απάντησε μ’ ενθουσιασμό. «Πάρε την επόμενη σκάλα μέχρι τον
δεύτερο όροφο. Το δωμάτιο δεν έχει πόρτα, επομένως θα μπορέσεις να το
δεις».
«Α. Λοιπόν, σ’ ευχαριστώ πολύ, Σίλας».
Ένευσε, λέγοντας: «Στη διάθεσή σου, Λαίδη Χόλις».
Έφυγε βιαστικά κι εγώ κατευθύνθηκα προς τη σκάλα, ενώ σκεφτόμουν ότι
ήταν πολύ πιο σκοτεινά εδώ από όσο είχα συνηθίσει. Καθώς ανέβαινα τη
σκάλα, σκεφτόμουν τις αμέτρητες επισκέψεις βασιλέων και αξιωματούχων,
απεσταλμένων και αντιπροσώπων που είχαν λάβει χώρα από τότε που η
οικογένειά μου έκανε το Κάστρο Κερέσκεν την κύρια κατοικία μας. Είχα δει
ανθρώπους από όλη την ήπειρο. Και, ωστόσο, η συζήτησή μου στον
διάδρομο με τον Σίλας Ιστόφ συνιστούσε την πρώτη φορά που μιλούσα ποτέ
με έναν ξένο.
Ξαφνιάστηκα όταν διαπίστωσα ότι δεν ήταν τόσο διαφορετικός από εμένα,
ότι δεν ήταν και τόσο δύσκολο να νιώσω άνετα μαζί του μέσα στους τοίχους
αυτού του κάστρου.
8
Το επόμενο πρωί, το χτύπημα ακούστηκε ακριβώς στην ώρα του.
«Τι από τα δυο λες να είναι;» αναρωτήθηκε φωναχτά η Ντέλια Γκρέις.
«Δώρα από τον Μεγαλειότατο ή άλλος ένας λόρδος που ήρθε για να ζητήσει
την εύνοιά σου;»
Απέφυγα τα μάτια της, καθώς δεν ήμουν σίγουρη πώς θα εξελισσόταν
αυτό.
«Τίποτα από τα δύο».
«Η Λαίδη Νόρα Λίτρελ», ανακοίνωσε η καμαριέρα καθώς η επισκέπτριά
μου εμφανίστηκε από τη γωνία.
«Τι κάνει αυτή εδώ;» ρώτησε η Ντέλια Γκρέις ψιθυριστά.
«Εγώ την κάλεσα», της εξήγησα, ενώ σηκώθηκα για να υποδεχτώ την
καλεσμένη μου. «Σ’ ευχαριστώ που ήρθες, Λαίδη Νόρα».
«Χαίρομαι που είμαι εδώ. Τι μπορώ να κάνω για σένα;»
Κατάπια, ξέροντας ότι η επόμενη δήλωση θα σόκαρε την Ντέλια Γκρέις.
«Σε κάλεσα εδώ για να σου προσφέρω μια θέση στον κύκλο μου».
Και όντως, η Ντέλια Γκρέις έδειχνε απόλυτα έντρομη καθώς ψέλλισε: «Τι;
Γιατί αυτήν;»
«Επειδή ήταν αρκετά κυρία ώστε να ζητήσει συγγνώμη όταν έκανε κάτι
ανόητο και αρκετά ευγενική ώστε να μη χρησιμοποιήσει τη δική μου
ανοησία εναντίον μου». Γύρισα να κοιτάξω την πιο αγαπημένη μου φίλη. «Η
επιρροή μας στην αυλή είναι περιορισμένη. Η Λαίδη Νόρα γνωρίζει
ανθρώπους τους οποίους εμείς δε γνωρίζουμε. Επίσης είναι έξυπνη. Όπως
επισήμανες, χρειάζομαι κάθε δυνατή βοήθεια».
Σε αυτό η Ντέλια Γκρέις χαμήλωσε το κεφάλι της και φαινόταν σαν να
σφίγγει τα δόντια της πίσω από τα χείλη της.
«Το ξέρω, η θέση μου δεν είναι επίσημη ακόμα», άρχισα ξανά, κοιτάζοντας
τη Νόρα, αλλά, αν θέλεις, θα επιθυμούσα να είστε και οι δυο στη συνοδεία
μου. Ντέλια Γκρέις, φυσικά εσύ θα είσαι η πρώτη κυρία επί των τιμών και,
Νόρα, αν θέλεις να έρθεις μαζί μας, μπορείς να γίνεις κι εσύ κυρία επί των
τιμών. Αν τα πράγματα συνεχιστούν ως έχουν και ο Τζέιμσον μου κάνει
πρόταση γάμου, θα ζητήσω τη βοήθειά σου για να συνθέσω τον υπόλοιπο
κύκλο μου, έτσι ώστε να διασφαλίσουμε ότι το κλίμα θα είναι όσο πιο
χαρούμενο γίνεται. Και, φυσικά, οποιαδήποτε εύνοια δεχτώ θα τη μοιραστώ
μαζί σου με χαρά».
Η Νόρα πλησίασε, παίρνοντας τα χέρια μου.
«Θα ήθελα πολύ να γίνω κυρία επί των τιμών σου! Χόλις, σ’ ευχαριστώ!»
Το χαμόγελό της ήταν αληθινό και ήταν προφανές ότι οποιαδήποτε πίκρα
έτρεφε για μένα επειδή είχα κερδίσει την καρδιά του Τζέιμσον είχε χαθεί.
Ίσως να μην υπήρξε ποτέ εξαρχής.
Η Ντέλια Γκρέις, ωστόσο, ήταν ακόμα εξοργισμένη.
Την κοίταξα κατάματα.
«Αυτό θα πετύχει μόνο αν εσείς οι δυο μπορέσετε να συνεργαστείτε», της
είπα. «Είστε πολύ διαφορετικές κυρίες με διαφορετικές προσωπικότητες και
χαρίσματα, και δεν ξέρω πώς θα τα καταφέρω χωρίς και τις δυο σας. Σε
παρακαλώ».
Τα χέρια της Ντέλια Γκρέις ήταν σταυρωμένα, η έκφρασή της μου έλεγε
ξεκάθαρα ότι την είχα προδώσει με τον βαθύτερο δυνατό τρόπο.
«Ούτως ή άλλως, θα έπρεπε να βρω κι άλλες κυρίες. Εσύ η ίδια το
πρότεινες», της υπενθύμισα.
«Το ξέρω. Απλώς δεν περίμενα… Θα δίνει αναφορά σ’ εμένα, σωστά;»
ρώτησε η Ντέλια Γκρέις.
«Είσαι η πρώτη κυρία επί των τιμών», είπε η Νόρα πριν προλάβω ν’
απαντήσω. «Όλες θα δίνουν αναφορά σ’ εσένα».
«Περιμένω να είσαι δίκαιη», την προειδοποίησα, «αλλά, ναι, είσαι ανώτερη
όλων».
Αναστέναξε.
«Εντάξει». Με κοίταξε, με την απογοήτευση εμφανή στα μάτια της. «Με
συγχωρείς, αρχόντισσά μου, έχω πονοκέφαλο. Και, απ’ ό,τι φαίνεται, τώρα
έχεις κάποια άλλη να σε φροντίσει».
Και έφυγε θυμωμένη, χτυπώντας την πόρτα πίσω της.
«Υποθέτω ότι δεν μπορούσα να περιμένω ότι θα πήγαινε καλύτερα»,
παραδέχτηκε η Νόρα.
«Θα χρειαστεί πολύς χρόνος για να διορθωθούν όλα όσα έχουν γίνει
ανάμεσα στις δυο σας», απάντησα.
«Ναι. Πρέπει να ομολογήσω, έπειτα από το πόσο… απόμακρες ήμασταν
όλες απέναντί της, ξαφνιάζομαι που είσαι πρόθυμη να μου δώσεις μια
ευκαιρία».
Γύρισα προς το μέρος της.
«Λοιπόν, θεωρώ ότι πρέπει να δίνονται δεύτερες ευκαιρίες. Ελπίζω ότι θα
σου δώσει και η Ντέλια Γκρέις μία. Και ότι θα προσπαθήσεις να κάνεις μια
νέα αρχή μαζί της».
Η δυσφορία της ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της καθώς προσπαθούσε
να βρει το κουράγιο ν’ απαντήσει.
«Ωραίο θα ήταν αυτό. Μερικές φορές… είναι πιο εύκολο να είσαι στην
αυλή όταν όλη η αρνητική προσοχή βρίσκεται σε κάποιον άλλον, αν μπορείς
να καταλάβεις τι εννοώ».
Αναστέναξα.
«Ναι. Ναι, μπορώ».
Σήκωσε τους ώμους της θλιμμένα.
«Η οικογένειά μου έχει δικά της σκάνδαλα –σχεδόν όλες οι οικογένειες
ευγενών έχουν– αλλά το ότι υπήρχε κάποια στην οποία μπορούσαν να
στρέφονται όλα τα κουτσομπολιά έκανε τη ζωή μου πιο εύκολη».
«Καταλαβαίνω. Αλλά όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Αργά ή γρήγορα,
θα πρέπει να της ζητήσεις συγγνώμη. Χρειάζομαι τη βοήθειά σου, αλλά δεν
μπορώ χωρίς εκείνη».
Ένευσε.
«Δε θα σε απογοητεύσω, αρχόντισσά μου. Είμαι απερίγραπτα
ικανοποιημένη απλώς και μόνο που θα συμμετέχω σε αυτό. Θα μπεις στα
βιβλία της ιστορίας. Το συνειδητοποιείς αυτό;»
Πήρα μια τρεμάμενη ανάσα μέσα από το χαμόγελό μου.
«Το συνειδητοποιώ… νομίζω ότι γι’ αυτό είμαι τόσο αγχωμένη».
Η Νόρα φίλησε το μάγουλό μου.
«Μην ανησυχείς. Έχεις την Ντέλια Γκρέις και τώρα έχεις κι εμένα».
Πριν προλάβω να την ευχαριστήσω, η μητέρα μου εισέβαλε από την πόρτα,
δείχνοντας έτοιμη να διεξαγάγει πόλεμο.
Κοιτούσε πότε τη Νόρα και πότε εμένα, καθώς τα χέρια της Νόρα
κρατούσαν ακόμα τα δικά μου, και έστρεψε το δάχτυλό της προς το μέρος
της με ένα ύφος γεμάτο κατηγορία.
«Στ’ αλήθεια έβαλες αυτό το κορίτσι στον κύκλο σου;»
Έπειτα από ένα στιγμιαίο σοκ, κατάλαβα.
«Υποθέτω ότι έπεσες πάνω στην Ντέλια Γκρέις».
«Όντως».
«Αναρωτιέμαι γιατί αποφάσισες τελικά να λάβεις υπόψη οτιδήποτε έχει να
πει. Μήπως επειδή μίλησε για ένα κομμάτι της ζωής μου στο οποίο ξέχασες
να κάνεις κουμάντο;»
Δεν το αρνήθηκε. Δεν είπε ότι κοιτούσε το συμφέρον μου ή ότι υπήρχε
ένας καλύτερος τρόπος που δεν είχα σκεφτεί. Ήταν απλώς άλλο ένα πράγμα
που κανονικά θα έπρεπε να ήταν δικό μου, αλλά, στα δικά της μάτια, δεν
ήταν.
«Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι έχεις την ικανότητα να οργανώσεις η ίδια τον
κύκλο σου;» έφτυσε. «Περίμενα ότι θα κρατούσες την Ντέλια Γκρέις· δεν
υπήρχε τρόπος ν’ αποφευχθεί αυτό». Γύρισε τα μάτια της προς τα επάνω με
πίκρα που η μοναδική φίλη που είχα στο κάστρο επέλεξε να μείνει στο
πλευρό μου. «Και θα το επιτρέψω αυτό επειδή η Νόρα ανήκει σε μια πιο
ευυπόληπτη οικογένεια από τις περισσότερες, αλλά από εδώ και πέρα ο
πατέρας σου κι εγώ θα επιλέγουμε τις κυρίες σου. Κατανοητό;»
Ήταν εξουθενωτικό να σηκώνω το βάρος των συνεχών της απαιτήσεων.
Δεν της ήταν αρκετό που ήμουν σχεδόν λογοδοσμένη με έναν βασιλιά;
Κανείς άλλος δε θα μπορούσε να της το δώσει αυτό· ένας γιος δε θα
μπορούσε να της το δώσει αυτό.
Ξεφύσησε και βγήκε από το δωμάτιο όσο γρήγορα είχε μπει.
«Μην ανησυχείς», ψιθύρισε η Νόρα. «Έχω μια ιδέα».

Η Ντέλια Γκρέις βρισκόταν στον κήπο, μαδώντας πέταλα λουλουδιών και


πετώντας τα στο έδαφος. Ήταν ένα μέρος που αγαπούσαμε και οι δυο και
καταφεύγαμε συχνά εκεί. Σε έναν κόσμο στον οποίο όλα ήταν γρήγορα και οι
άνθρωποι συνεχώς κυνηγούσαν κάτι, ο κήπος αυτός ήταν μια ανάσα ησυχίας.
Αλλά όχι για πολύ.
«Πώς μπόρεσες να πας να παραπονεθείς στη μητέρα μου;» φώναξα,
διασχίζοντας γρήγορα το γρασίδι. «Τώρα απαιτεί να φτιάξει εκείνη όλο τον
κύκλο μου. Δε νομίζεις ότι οι επιλογές της θα είναι πολύ χειρότερες από
οποιαδήποτε θα επέλεγα εγώ;»
Η Ντέλια Γκρέις γύρισε τα μάτια της προς τα πάνω.
«Η μητέρα σου είναι λογική. Κάτι που δεν μπορώ να πω και για σένα».
«Δεν μπορούμε να μένουμε μόνες στο δωμάτιό μου για πάντα! Τελικά θα
πρέπει να ανακαλύψουμε ποιον μπορούμε να εμπιστευτούμε και ποιον όχι».
Γέλασε διαπεραστικά.
«Και νομίζεις ότι το καλύτερο είναι να ξεκινήσεις με το άτομο που με
πείραζε περισσότερο από όλους τα τελευταία δέκα χρόνια;»
«Η Νόρα έκανε λάθος και μου το είπε. Νομίζω ότι ντρέπεται πολύ να το
παραδεχτεί σ’ εσένα ακόμα, αλλά ξέρει ότι πρέπει να επανορθώσει για
πολλά».
«Ω, ναι, είμαι σίγουρη ότι η πρόσκλησή σου να λάβει μέρος στον κύκλο
σου δεν έχει καμία σχέση με την ξαφνική της αλλαγή».
Αναστέναξα.
«Ακόμα κι αν έχει, δεν πρέπει να το δεχτούμε; Γι’ αυτό δε σου είπα τι
σκεφτόμουν. Η Νόρα είναι η μοναδική κυρία στην αυλή εκτός από σένα από
την οποία σκέφτηκα να ζητήσω βοήθεια. Αλλά ήξερα ότι θα το απέτρεπες, αν
μπορούσες».
Απέμεινε να κάθεται εκεί, κουνώντας το κεφάλι της.
«Εσύ δεν είπες ότι πρέπει να φτιάξω έναν κύκλο;» της υπενθύμισα. «Εσύ
δεν ήσουν εκείνη που ήθελε να μάθω περισσότερα, να γίνω καλύτερη;»
Σε αυτό, στάθηκε επιτέλους όρθια και είπε: «Μπορείς, σε παρακαλώ, να
σταματήσεις να μου πετάς τις ιδέες μου στα μούτρα;» Πήρε μερικές βαθιές
ανάσες, σκουπίζοντας το ζαρωμένο μέτωπό της λες και θα κατάφερνε να
σβήσει την ανησυχία από εκεί. «Την επόμενη φορά, μπορείς, σε παρακαλώ,
να μου το πεις; Πριν προσθέσεις κάποια, θα με ενημερώσεις; Τότε θα μπορώ
να προετοιμαστώ».
Την πλησίασα και πήρα τα χέρια της, χαρούμενη που ήταν πρόθυμη να με
αφήσει να τα κρατήσω.
«Το λες σαν να το έκανα σκόπιμα για να σε πληγώσω. Δεν το έκανα γι’
αυτό, σου τ’ ορκίζομαι. Σκέφτηκα ότι αν έφερνα τη Νόρα θα μας βοηθούσε.
Και νομίζω ότι λυπάται πραγματικά που σε πλήγωσε».
Η Ντέλια Γκρέις στεκόταν μπροστά μου, κουνώντας το κεφάλι της ξανά.
«Είναι εξαιρετική ηθοποιός. Είσαι πολύ αφελής για να το δεις».
Κατάπια τον πόνο της προσβολής.
«Λοιπόν, μπορεί να είμαι αφελής, αλλά βρίσκομαι στο δεξί χέρι του
βασιλιά. Θέλω λοιπόν να μ’ εμπιστευτείς. Και να με βοηθήσεις. Ξέρεις ότι
δεν μπορώ να το κάνω μόνη μου».
Στήριξε τα χέρια της στους γοφούς της, καθώς το σκέφτηκε. Προς στιγμήν,
αναρωτήθηκα αν θα μ’ εγκατέλειπε.
«Απλώς μην την αφήσεις να ξεχάσει τη θέση της, εντάξει;»
Κούνησα το κεφάλι μου.
«Δε χρειάζεται να τη συμπαθείς».
«Ωραία. Επειδή αυτή τη στιγμή ούτε εσένα συμπαθώ». Και με αυτό έφυγε,
αφήνοντάς με στο αγαπημένο μου μέρος, που, παρόλο που ήταν γαλήνιο, εγώ
μόνο γαλήνια δεν ένιωθα.
9
«Λαίδη Χόλις», ψιθύρισε η καμαριέρα, με τη φωνή της να τρέμει. Ήμουν
ακόμα στο κρεβάτι καθώς εκείνη είχε πάει να φέρει φρέσκο νερό και ξύλα
για τη φωτιά. «Η Μεγαλειότητά Του απαιτεί να πάτε αμέσως στη Μεγάλη
Αίθουσα για ένα επείγον ζήτημα».
Γύρισα και είδα έναν φρουρό να στέκεται πίσω από τον ώμο της. Γι’ αυτό η
καημενούλα ήταν τόσο φοβισμένη. Τι σήμαινε το γεγονός ότι είχε έρθει
κάποιος να με συνοδεύσει; Το ένστικτό μου μου έλεγε τίποτα καλό. Ωστόσο,
κράτησα τη φωνή μου σταθερή καθώς μίλησα.
«Αν το απαιτεί η Μεγαλειότητά Του, τότε είμαι έτοιμη. Τη ρόμπα μου,
παρακαλώ».
Η καμαριέρα με βοήθησε να φορέσω τη ρόμπα μου και στερέωσε γρήγορα
τις μπροστινές τούφες των μαλλιών μου προς τα πίσω. Θα ένιωθα πολύ
καλύτερα αν το έκανε η Ντέλια Γκρέις. Θα μιλούσε επειδή, μέσα σε
δευτερόλεπτα, θα είχε ένα σχέδιο. Έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου για να
δείχνω λίγο πιο ξύπνια και πήρα μια βαθιά ανάσα.
«Οδηγήστε με, παρακαλώ», είπα στον φρουρό, λες και δεν μπορούσα να
βρω μόνη μου τον δρόμο για τη Μεγάλη Αίθουσα. Οι διάδρομοι αντηχούσαν
πολύ όταν ήταν άδειοι. Συνήθως, ο ήχος μού φαινόταν σαν ένα ξεχωριστό
είδος μουσικής. Αλλά το γεγονός ότι ήρθε κάποιος να με συνοδεύσει με το
νυχτικό μου για έναν άγνωστο λόγο έδιωξε τελείως την ιδέα από το κεφάλι
μου.
Όταν έφτασα, είδα ότι ο Τζέιμσον καθόταν στον θρόνο του, κρατώντας ένα
γράμμα στο χέρι του και δείχνοντας εκνευρισμένος. Ήταν και οι γονείς μου
εκεί, καθώς τους συνόδευσε ο δικός τους φρουρός, και με αγριοκοιτούσαν
λες και τους είχα καλέσει εγώ τόσο νωρίς το πρωί. Η παρουσία τους δεν ήταν
αναπάντεχη, αλλά εκείνη ολόκληρης της οικογένειας Ιστόφ ήταν. Όλοι στο
δωμάτιο ήταν μισοντυμένοι, ακόμα και ο ίδιος ο Τζέιμσον. Αν και έπρεπε να
παραδεχτώ ότι έδειχνε γοητευτικός με τα μαλλιά του ανακατεμένα και το
πουκάμισό του ξεκούμπωτο.
Έκανα μια υπόκλιση μπροστά του, κρίνοντας από την έκφρασή του ότι
ίσως αυτή να μην ήταν η κατάλληλη στιγμή για να το αναφέρω.
«Μεγαλειότατε. Πώς μπορώ να σας φανώ χρήσιμη;»
«Όλα στην ώρα τους, Χόλις. Πρώτα έχω κάποιες ερωτήσεις». Τόσο η
έκφρασή του όσο και ο τόνος του ήταν ήρεμα, υπολογιστικά. Κοιτούσε τα
πρόσωπα μέσα στην αίθουσα σαν να προσπαθούσε να αποφασίσει με ποιον
να ξεκινήσει. «Εσύ», είπε τελικά, δείχνοντας τους Ιστόφ.
«Μεγαλειότατε», ξεκίνησε ο Λόρδος Ιστόφ, πέφτοντας στο ένα γόνατο.
«Έχεις επικοινωνήσει με τον πρώην βασιλιά σου;»
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του παθιασμένα.
«Όχι, Μεγαλειότατε, καθόλου».
Ο Τζέιμσον πίεσε λίγο τα χείλη του, γέρνοντας το κεφάλι του στο πλάι.
«Δυσκολεύομαι να το πιστέψω, αφού έλαβα αυτό», είπε, σηκώνοντας το
γράμμα. «Οι βασιλείς της Κορόα και της Ισόλτης συναντιούνται μία φορά
τον χρόνο, όπως ξέρεις. Υποπτεύομαι ότι ήσουν στη συνοδεία του αγαπητού
γερο-Βασιλιά Κουίντεν τα προηγούμενα χρόνια».
Ο Λόρδος Ιστόφ ένευσε.
«Αυτή είναι η δεύτερη φορά που θα τον συναντήσω από τότε που έγινα
βασιλιάς, αλλά δεν είναι ενδιαφέρον που αποφάσισε ξαφνικά να φέρει τη
βασίλισσά του μαζί του;» Ο Τζέιμσον ύψωσε τα φρύδια του. «Μπορείς να
σκεφτείς κάποιον λόγο γι’ αυτό;»
«Ποιος μπορεί να μαντέψει τα κίνητρά του, Μεγαλειότατε; Όπως ξέρετε,
είναι πολύ παρορμητικός και τελευταία έχει γίνει όλο και λιγότερο
προβλέψιμος». Ήταν εμφανές ότι ο Λόρδος Ιστόφ ίδρωνε. «Το βρίσκω το
ίδιο παράξενο μ’ εσάς, καθώς σπάνια αφήνει τη βασίλισσα να τον
συνοδεύσει στο εξωτερικό».
«Νομίζω ότι έμαθε ότι η καρδιά μου επιτέλους καταστάλαξε», ανακοίνωσε
ο Τζέιμσον. «Νομίζω ότι ξέρει ότι σκοπεύω να δώσω στην Κορόα μια
βασίλισσα και φέρνει εκείνη την πόρνη για να τη συγκρίνει με την πιο
όμορφη γυναίκα στο βασίλειό μας».
Δε φώναζε, αλλά ήταν πολύ κοντά, κι έτσι δεν ήμουν σίγουρη αν το
εννοούσε ως κομπλιμέντο ή όχι. Έπειτα από όλη εκείνη την ανησυχία στο
δωμάτιό μου, δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί αγχώθηκα τόσο για κάτι που
φαινόταν τόσο συνηθισμένο. Δεν ταξίδευαν συχνά οι βασιλείς με τις
συζύγους τους; Τι σημασία είχε αν καθόμασταν δίπλα δίπλα;
Μετά κατέπνιξα τον μοναδικό λόγο που πέρασε από το μυαλό μου για τον
οποίο αυτό θα μπορούσε να είναι κακό: όταν θα καθόμουν δίπλα σε μια
κανονική βασίλισσα, θα έδειχνα ανόητη και τότε όλοι οι λόρδοι τους οποίους
προσπαθούσαμε να πείσουμε να με στηρίξουν θα έκαναν πίσω.
Έσκυψα το κεφάλι μου καθώς συνέχισε.
«Απλώς είμαι πολύ περίεργος πώς γίνεται να έμαθε πόσο σημαντική είναι
μια εβδομάδα μετά την άφιξή σας». Ακούμπησε την πλάτη του πίσω στον
θρόνο του. «Γνωρίζω εκείνον τον άντρα όλη μου τη ζωή. Θα έρθει και θα
δυσφημίσει τη Λαίδη Χόλις με όποιον τρόπο μπορεί, και το ξέρω επειδή έχει
προσπαθήσει να κάνει το ίδιο και σ’ εμένα».
«Μεγαλειότατε, ανεξάρτητα από το τι πιστεύει…»
«Σιωπή!»
Ο Λόρδος Ιστόφ χαμήλωσε ακόμα πιο πολύ το κεφάλι του σε μια
υπόκλιση, σκουπίζοντας τον ιδρώτα στο μέτωπό του. Πίσω του, η γυναίκα
του πήρε το χέρι της κόρης της, σφίγγοντάς το.
Ο Τζέιμσον σηκώθηκε και άρχισε να πηγαινοέρχεται πάνω στο βάθρο σαν
ένα ζώο μέσα στο κλουβί, ψάχνοντας για κάποιο αδύναμο σημείο στα
κάγκελα για να δραπετεύσει.
«Θα βρίσκεστε στην πρώτη σειρά σε όλες τις εκδηλώσεις και, ως νέοι
πολίτες της Κορόα… θα έχετε την καλύτερη συμπεριφορά. Αν ο Κουίντεν
βρει κάποιον λόγο να παραπονεθεί για εσάς, θα βρεθείτε χωρίς κεφάλι».
«Μάλιστα, Μεγαλειότατε», απάντησαν όλοι μαζί οι Ιστόφ ξέπνοα. Ακόμα
και οι δικοί μου πνεύμονες δυσκολεύονταν να λειτουργήσουν.
«Νομίζω ότι υπάρχουν άλλες τρεις ή τέσσερις υψηλόβαθμες οικογένειες
από την Ισόλτη στο κάστρο. Θα τους μεταφέρετε αυτές τις εντολές. Αν
θέλετε να μείνετε εδώ, απαιτώ απόλυτη υποταγή».
«Μάλιστα, Μεγαλειότατε».
«Λαίδη Ιστόφ, πρέπει να εκπαιδεύσετε τη Λαίδη Χόλις στους τρόπους της
Ισόλτης. Θέλω να κάνει εκείνο το κορίτσι που ανέβασε ο Κουίντεν στον
θρόνο να δείχνει γελοίο».
«Μάλιστα, Μεγαλειότατε». Αυτή η γυναίκα, που είχα δει μόνο εκείνη τη
μία φορά στα γρήγορα, μου χάρισε ένα μικρό αλλά καθησυχαστικό
χαμόγελο. Κάτι στην έκφρασή της έλεγε ότι δε θα με άφηνε ν’ αποτύχω.
«Λόρδε και Λαίδη Μπράιτ», είπε ο Τζέιμσον στους γονείς μου. «Σας
αναθέτω να φροντίσετε ότι η Χόλις θα γνωρίζει αρκετά από αυτά που
συμβαίνουν στο Μούρλαντ και στο Μεγάλο Περάιν ώστε να μπορεί να
μιλήσει αν την προσεγγίσουν».
Ο πατέρας μου ελευθέρωσε έναν τραχύ αναστεναγμό, στριφογυρίζοντας
ξανά εκείνο το ασημένιο δαχτυλίδι. Ήταν ένα πολύ ξεχωριστό δαχτυλίδι, ένα
από τα εκατοντάδες που ανήκαν σε άντρες που είχαν υπηρετήσει υπό τις
διαταγές του Βασιλιά Έστους στη μάχη και τα είχαν κληροδοτήσει στους
απογόνους τους. Θα περίμενε κανείς ότι θα το χειριζόταν με προσοχή. Το
χρησιμοποιούσε μονάχα όταν ανησυχούσε.
«Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να καλύψουμε πολλά, Μεγαλειότατε».
«Και η οποιαδήποτε τυχόν ανεπάρκεια θα χρεωθεί σ’ εσάς, κύριε. Γνωρίζω
πολύ καλά πόσο ικανή είναι η Λαίδη Χόλις και δεν πρόκειται να
γελοιοποιηθώ», είπε με βροντερή φωνή ο Τζέιμσον.
«Μάλιστα, Μεγαλειότατε». Ο πατέρας έκανε μια βαθιά υπόκλιση.
«Έχει κάποιος άλλος κάτι να πει;» ρώτησε ο Τζέιμσον, με τα σκούρα του
μάτια να μας κοιτάζουν ερευνητικά. Σήκωσα διστακτικά το χέρι μου και
ένευσε προς το μέρος μου.
«Επειδή οι Ιστόφ είναι τεχνίτες, δε θα ήταν ωραίο να έχουμε κάτι για να
θυμόμαστε την περίσταση; Δυο ίδια αντικείμενα για εσάς και τον Βασιλιά
Κουίντεν, κάτι που να σας χαρακτηρίζει ως ισότιμους, ειδικότερα αν τον
τρομάζουν τα νιάτα και η δύναμή σας, πράγμα που είναι πολύ πιθανό να
αποτελεί τον λόγο για τον οποίο αποφάσισε να επιδείξει τη σύζυγό του. Ίσως
να τον κατευνάζατε αν κάνατε μια κίνηση… ειρήνης». Κοίταξα γρήγορα τον
Σίλας, με τα μακριά του μαλλιά ακόμα ένα κουβάρι από τον ύπνο. Όπως της
μητέρας του, έτσι και τα δικά του μάτια ήταν καθησυχαστικά και
αναστέναξα, ελπίζοντας ότι αυτή η ιδέα θα αποδεικνυόταν καλή και για τους
δυο μας.
Ο Τζέιμσον χαμογέλασε, αν και το χαμόγελό του ήταν πιο ψυχρό απ’ ό,τι
συνήθως.
«Βλέπεις, Λόρδε Μπράιτ; Το μυαλό της κόρης σου είναι πιο γρήγορο από
το δικό σου, ακόμα και στην καλύτερη μέρα σου». Στράφηκε προς τους
Ιστόφ. «Κάντε αυτό που λέει. Και κάντε το γρήγορα. Θα έρθει την
Παρασκευή».
Το στομάχι μου σφίχτηκε. Την Παρασκευή; Αυτό ήταν… αυτό ήταν αύριο.
Ο Τζέιμσον βέβαια μου είχε πει ότι θα ερχόταν στο τέλος της εβδομάδας…
Πώς είχα χάσει τελείως την αίσθηση του χρόνου; Και, το χειρότερο, πώς θα
κατάφερνα να ετοιμάσω τα πάντα μέσα σε μία μέρα;
Σηκώθηκε, βάζοντας ένα τέλος στη συνάντηση, και όλοι διαλύθηκαν.
Ακούμπησα το χέρι μου πάνω στο στομάχι μου, παρακολουθώντας την
οργισμένη πλάτη του Τζέιμσον καθώς αποχωρούσε θυμωμένος. Πέρα από το
γεγονός ότι ήταν παλιοί εχθροί της Κορόα, δεν ήξερα πολλά για τους
Ισόλτιους. Μαθήματα για τις συνήθειές τους; Κατανόηση της πολιτικής της
ηπείρου; Ούτε η Ντέλια Γκρέις δε θα κατάφερνε να τα πετύχει όλα αυτά σε
ένα τόσο σύντομο διάστημα.
«Πότε να έρθω σ’ εσάς, αρχόντισσά μου;» ρώτησε χαμηλόφωνα η Λαίδη
Ιστόφ, σκύβοντας σε μια χαμηλή υπόκλιση, μια κίνηση που ακόμα
προσπαθούσα να συνηθίσω.
«Είμαι σίγουρη ότι δεν προλάβατε να φάτε ακόμα. Κάντε αυτό πρώτα και
μετά ελάτε αμέσως όταν μπορέσετε».
Ένευσε και έφυγε μαζί με την οικογένειά της, ενώ το μικρότερο παιδί
ρουφούσε τη μύτη του. Ο Λόρδος Ιστόφ χαμήλωσε ξανά στο ένα του γόνατο
για να του μιλήσει.
«Δεν έχεις κανέναν λόγο να φοβάσαι, Σαούλ», του υποσχέθηκε. «Αυτός ο
βασιλιάς είναι διαφορετικός, πιο καλοσυνάτος. Είδες ότι μας ζήτησε να
βοηθήσουμε; Όλα θα πάνε καλά».
Πίσω από τον μικρό, ο Σίλας και ο Σάλιβαν ήταν εκεί για να του
ανακατέψουν τα μαλλιά και να τον καθησυχάσουν. Ο Σίλας σήκωσε το
βλέμμα του από τον αδελφό του και μου χάρισε άλλο ένα χαμόγελο
παρόμοιο μ’ εκείνο της μητέρας του, αν και, ομολογουμένως, τα δικά της
μάτια δεν έλαμπαν σαν τα δικά του. Στην πραγματικότητα, δεν είχα δει τα
μάτια κανενός άλλου να λάμπουν σαν τα δικά του.
«Το καλό που σου θέλω να τα καταφέρεις», με προειδοποίησε ο πατέρας
καθώς περνούσε από δίπλα μου, κάνοντάς με να καταλάβω ότι κοιτούσα
επίμονα. «Δε θα μας εξευτελίσεις μπροστά στους λόρδους ξανά».
Αναστέναξα. Ενώ πριν ήμουν το κορίτσι με το οποίο ο Τζέιμσον χόρευε
στα δείπνα, τώρα είχα γίνει η επίσημη συνοδός του στην επίσκεψη ενός
ξένου βασιλιά. Από όσα θυμόμουν από τη μητέρα του Τζέιμσον, είχε
δεκάδες καθήκοντα κατά τις επίσημες επισκέψεις. Άραγε περίμεναν από
εμένα να κάνω όσα θα έκανε μια βασίλισσα; Κούνησα το κεφάλι μου. Δεν
μπορούσα να το αντιμετωπίσω μόνη μου αυτό· χρειαζόμουν τις κυρίες μου.
10
«Όχι», είπα καθώς η Νόρα έβγαζε άλλο ένα φόρεμα από την ντουλάπα.
«Υπερβολικά σκούρο».
«Έχει δίκιο», συμφώνησε απρόθυμα η Ντέλια Γκρέις. «Ίσως πρέπει να
τροποποιήσουμε κάτι. Οι Ισόλτιοι φοράνε διαφορετικά μανίκια».
«Θα έριχνα όλα τα ποτήρια πάνω στο τραπέζι», σχολίασα με ένα γέλιο, το
οποίο εκείνη μιμήθηκε πολύ γρήγορα.
«Και θα έμοιαζες με γελωτοποιό», πρόσθεσε.
Κούνησα το κεφάλι μου.
«Θέλω απλώς να δείχνω βασιλική. Θέλω να δείχνω ότι ανήκω δίπλα στον
Τζέιμσον».
«Νομίζω ότι πρέπει να φορέσεις το χρυσό, που είναι το χρώμα σου»,
επέμεινε η Ντέλια Γκρέις. «Και μετά, για το τουρνουά, το ροζ φόρεμα θα
φαίνεται πολύ ωραίο στον ήλιο», συμπλήρωσε.
Η Νόρα συμφώνησε.
«Το ροζ δείχνει υπέροχο πάνω στο δέρμα σου. Και η Ντέλια Γκρέις κι εγώ
θα δούμε τι μπορούμε να φορέσουμε για να ταιριάζουμε πίσω σου. Σου
υπόσχομαι ότι δε θα τραβάμε την προσοχή».
Η Ντέλια Γκρέις εισέπνεε αργά από τη μύτη της, δείχνοντας να μην της
αρέσει καθόλου που μιλούσε κάποιος εκ μέρους της.
«Νομίζω ότι οτιδήποτε σε μπεζ χρώμα θα δείχνει ωραίο. Ή το προφανές
κόκκινο της Κορόα. Ό,τι θέλεις, αρχόντισσά μου».
Ένα μέρος του θυμού είχε περάσει. Αλλά όχι όλος.
Η Ντέλια Γκρέις πήγε ν’ ανοίξει καθώς ακούστηκε ένα χτύπημα στην
πόρτα κι εγώ την ακολούθησα, γνωρίζοντας ότι θα ήταν η Λαίδη Ιστόφ.
Μπήκε γρήγορα, με την κόρη της να ακολουθεί πίσω της, και βυθίστηκαν κι
οι δυο σε υποκλίσεις.
«Λαίδη Χόλις, επιτρέψτε μου, παρακαλώ, να σας συστήσω την κόρη μου,
Σκάρλετ».
«Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω και τις δυο επισήμως. Παρακαλώ,
περάστε».
Έπλεξε τα δάχτυλά της καθώς περπατούσε.
«Από πού θα θέλατε να ξεκινήσουμε;»
Αναστέναξα.
«Δεν είμαι απόλυτα σίγουρη. Εγώ… δεν είμαι και η καλύτερη μαθήτρια,
αλλά πρέπει να μάθω αρκετά για την Ισόλτη ώστε να μη δείχνω γελοία».
Το πρόσωπο της Λαίδης Ιστόφ ήταν εξίσου γλυκό και σοβαρό καθώς
ζύγιζε τα λόγια της.
«Κάθε γυναίκα στη θέση σας έζησε μια τέτοια στιγμή, όταν ξεκίνησε η
εποχή της, κατά κάποιον τρόπο. Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να σας
βοηθήσουμε να λάμψετε».
Οι ώμοι μου χαλάρωσαν καθώς έσπασε την ένταση που κουβαλούσα από
τότε που ξύπνησα σήμερα το πρωί.
«Ευχαριστώ». Άπλωσα το χέρι μου, γνέφοντάς τους να καθίσουν στο
τραπέζι μου.
Η Λαίδη Ιστόφ κάθισε στη θέση δίπλα από τη δική μου.
«Έχουμε πολύ λίγο χρόνο, γι’ αυτό πρέπει να ασχοληθούμε πρώτα με τα
σημαντικά. Πρέπει να σας πω για τον Βασιλιά Κουίντεν», είπε, δείχνοντας
σοβαρή καθώς καθόμουν στη θέση μου. «Είναι ένας επικίνδυνος άντρας.
Ίσως να γνωρίζετε ήδη ότι η γραμμή της οικογένειας Παρντού είναι σχεδόν
το ίδιο παλιά με την οικογένεια Μπάρκλεϊ».
Ένευσα, αν και γνώριζα ελάχιστα πράγματα γι’ αυτό. Ο Τζέιμσον ήταν ο
έβδομος απόγονος από τον Βασιλιά Έστους και κανείς άλλος στην ήπειρο
δεν μπορούσε να καυχιέται για μια τόσο παλιά άμεση γραμμή καταγωγής
όσο οι Κοροανοί. Αυτό το ήξερα.
«Όπως όλες οι χώρες, είχαμε καλούς βασιλείς και κακούς, αλλά υπάρχει
κάτι… σκοτεινό στον Βασιλιά Κουίντεν. Πάντοτε διψούσε για εξουσία και
τη χρησιμοποιούσε απερίσκεπτα σαν ένα παιδί. Αλλά ο φόβος τον έχει κάνει
χειρότερο όσο περνούν τα χρόνια. Τώρα είναι γέρος και παρανοϊκός. Η
πρώτη του σύζυγος, η Βασίλισσα Βέρα, απέβαλε αρκετές φορές και
βρίσκεται στον τάφο εδώ και έξι χρόνια. Ο Πρίγκιπας Χάντριαν είναι το
μοναδικό εν ζωή παιδί του και είναι φιλάσθενος. Ο Βασιλιάς Κουίντεν
παντρεύτηκε πρόσφατα μια πολύ νεαρή γυναίκα ελπίζοντας να κάνει κι
άλλους απογόνους…»
«Τη Βαλεντίνα;»
«Τη Βαλεντίνα», επιβεβαίωσε. «Αλλά μέχρι στιγμής οι προσπάθειες
αποδείχτηκαν άκαρπες. Όλες οι ελπίδες στηρίζονται τώρα στον Πρίγκιπα
Χάντριαν, τον οποίο, όπως έχω ακούσει, πρόκειται να παντρευτεί μια
απρόθυμη πριγκίπισσα του χρόνου. Το καημένο το αγόρι δείχνει
ετοιμοθάνατο».
«Είναι στ’ αλήθεια τόσο άρρωστος;» ρώτησα. Η Λαίδη Ιστόφ έκανε μια
γκριμάτσα στην κόρη της, που απάντησε εκείνη εκ μέρους της.
«Κατάφερε να ζήσει τόσο καιρό, οπότε ποιος μπορεί να ξέρει;» είπε η
Σκάρλετ. «Ίσως αυτή η χλωμή απόχρωση του πράσινου να είναι απλώς το
φυσιολογικό του χρώμα».
Επέτρεψα στον εαυτό μου να χαμογελάσει λίγο σε αυτό το σχόλιο πριν
καθίσω ξανά στην καρέκλα μου.
«Ο βασιλιάς σας λοιπόν ανησυχεί επειδή η γενεαλογική γραμμή του μπορεί
να σταματήσει σ’ εκείνον ή στον γιο του;»
«Ναι», απάντησε η Λαίδη Ιστόφ.
«Και δεν υπάρχει κανείς για να τη συνεχίσει και να διατηρήσει την
ειρήνη;»
Δίστασε.
«Συνηθίζει να εξοντώνει όσους προσπαθούν να σφετεριστούν τη θέση
του».
«Ω… Επομένως… Δε νομίζω ότι καταλαβαίνω. Σε τι τον βοηθάει αυτό;»
«Σε τίποτα, από όσο μπορεί να καταλάβει κάθε λογικός άνθρωπος»,
απάντησε γρήγορα η Σκάρλετ. «Αλλά, όπως είπαμε, ο φόβος τον έχει κάνει
να τρελαθεί και το καλύτερο που έχει να κάνει κάποιος σε αυτό το σημείο
είναι να μένει μακριά».
Η Λαίδη Ιστόφ συνέχισε: «Φυσικά, πρέπει να υπακούσετε τον βασιλιά σας.
Να διακριθείτε, να είστε η καλύτερη εκδοχή του εαυτού σας. Αλλά επίσης να
μένετε μακριά από τον Βασιλιά Κουίντεν, αν μπορείτε».
Ένευσα.
«Και η Βαλεντίνα;»
«Λυπάμαι που το λέω, αλλά δεν τη γνωρίζουμε καλά. Έξι μήνες δεν είχε
εμφανιστεί καθόλου», ξεκίνησε η Σκάρλετ και μοιράστηκε μια ανήσυχη
ματιά με τη μητέρα της. «Λίγοι τη γνωρίζουν. Αλλά είναι νέα, σαν εμάς,
επομένως, αν την ψυχαγωγήσετε, ίσως να σας πάρει με καλό μάτι».
Στράφηκα στη Νόρα και στην Ντέλια Γκρέις.
«Το να ψυχαγωγώ είναι το δυνατό μου σημείο. Αλλά δεν είμαι σίγουρη
πώς να το κάνω αυτό, αν δε γνωρίζω τα ενδιαφέροντά της».
Η Νόρα αναστέναξε.
«Μπορούμε ίσως να την πάμε στην πόλη, να της δείξουμε κάποια από τα
μαγαζιά;»
«Ωραία. Ναι. Και θα σκεφτούμε κι άλλα», υποσχέθηκα στη Λαίδη Ιστόφ.
«Κι εγώ θα συνεχίσω να σκέφτομαι», πρόσθεσε η Σκάρλετ. «Αν θυμηθώ
κάτι, θα φροντίσω να σας το πω. Και εφόσον θα έρθουν πολλοί αυλικοί με
τον βασιλιά, μπορούμε να ρωτήσουμε κάποιους από αυτούς όταν φτάσουν αν
έχουν ιδέες».
Αναστέναξα ανακουφισμένη.
«Σας ευχαριστώ. Όλη μου τη ζωή μού λένε ότι οι Ισόλτιοι ήταν
περισσότερο πέτρες παρά άνθρωποι. Απ’ ό,τι φαίνεται, είχα
παραπληροφορηθεί».
Η Λαίδη Ιστόφ χαμογέλασε συνωμοτικά.
«Καλύτερα να περιμένετε να γνωρίσετε τον βασιλιά πριν αλλάξετε τελείως
γνώμη».
Το γέλιο μού βγήκε με ευκολία και εκείνη και η Σκάρλετ με μιμήθηκαν.
Ήμουν ευγνώμων που είχα κάποιον για να απευθυνθώ, αν είχα ερωτήσεις για
την επίσκεψη.
«Σας θαυμάζω», παραδέχτηκε η Λαίδη Ιστόφ. «Τόσο νέα και τόσο
γενναία».
Έκανα μια γκριμάτσα.
«Γενναία;»
«Δεν είναι μικρό πράγμα να γίνεσαι βασίλισσα. Θαυμάζω ακόμα και τη
Βαλεντίνα, ανεξάρτητα από το πώς μπορεί να αισθάνομαι για εκείνη για
άλλους λόγους».
Κατάπια.
«Θα έλεγα ψέματα αν ισχυριζόμουν ότι δε φοβάμαι».
«Και είναι φυσικό. Αλλά κάνετε ήδη το καλύτερο που θα μπορούσε να
κάνει ο καθένας μας: ενθαρρύνετε τον βασιλιά σας να επιδιώξει την ειρήνη».
Κούνησε το κεφάλι της. «Κανείς δε θα μπορούσε να κάνει κάτι
περισσότερο».
Ένευσα, χαμηλώνοντας το βλέμμα στα χέρια μου. Τα λόγια της ήταν
γενναιόδωρα, αλλά δε με έκαναν να σταματήσω να φοβάμαι ότι θα ήμουν ο
αδύναμος κρίκος στην αλυσίδα, δημιουργώντας τον κίνδυνο να ξεσπάσει
χάος από στιγμή σε στιγμή.
«Ο Βασιλιάς Τζέιμσον δείχνει γοητευμένος μαζί σας», είπε η Σκάρλετ.
«Πώς καταφέρατε να τραβήξετε την προσοχή του;»
Είδα την Ντέλια Γκρέις να τοποθετεί το ένα χέρι στον γοφό της, με το
μειδίαμά της να τα λέει όλα.
«Ήταν τυχαίο, ως επί το πλείστον», απάντησα. «Ο βασιλιάς φλέρταρε με
μερικά κορίτσια στην αυλή, αν και ήταν σαφές σχεδόν σε όλους ότι δεν ήταν
κάτι σοβαρό. Ο πατέρας του βρισκόταν στον τάφο ενάμιση χρόνο πια. Η
μητέρα του πέθανε περίπου τρεις μήνες μετά τον Βασιλιά Μάρκελλο».
«Ναι», είπε η Λαίδη Ιστόφ. «Ο σύζυγός μου κι εγώ ήρθαμε και στις δυο
κηδείες».
Το σημείωσα αυτό. Θα πρέπει να ήταν μια πολύ υψηλόβαθμη οικογένεια
για να συνοδεύουν τον Βασιλιά Κουίντεν σε τόσο πολλά διεθνή ταξίδια.
«Η Ντέλια Γκρέις κι εγώ χορεύαμε μαζί ένα βράδυ στη Μεγάλη Αίθουσα.
Κρατιόμασταν από τους καρπούς και στροβιλιζόμασταν μανιασμένα, όταν τα
χέρια μας γλίστρησαν και έπεσα πίσω. Η Ντέλια Γκρέις έπεσε στην αγκαλιά
κάποιων κοριτσιών κι εγώ έπεσα στου Τζέιμσον».
Γέλασα για μια στιγμή. Ήταν λίγο γελοίο που κέρδισα την καρδιά του
Τζέιμσον με αυτόν τον τρόπο.
Η Λαίδη Ιστόφ αναστέναξε και η Σκάρλετ ακούμπησε το κεφάλι της στο
πιγούνι της, συνεπαρμένη από την ιστορία μου.
«Είχα παρασυρθεί τόσο πολύ από την ιλαρότητα της στιγμής, ώστε
γελούσα, αγνοώντας μακάρια ποιος με κρατούσε. Όταν σηκώθηκα για να τον
ευχαριστήσω, γελούσε κι εκείνος. Όλοι έλεγαν ότι ήταν η πρώτη φορά που
τον άκουγαν να γελάει από τότε που πέθαναν οι γονείς του, και από τότε ζω
για να τον κάνω να γελάει. Νομίζω ότι όλοι πίστευαν ότι στο τέλος θα
προχωρούσε σε κάποια άλλη…»
«Όχι όλοι», μου υπενθύμισε η Ντέλια Γκρέις.
«Σχεδόν όλοι», επενέβη η Νόρα με ένα κλείσιμο του ματιού της.
Χαμογέλασα σε αυτό πριν στραφώ στην Ντέλια Γκρέις.
«Πάντα πίστευες περισσότερο σ’ εμένα απ’ ό,τι εγώ. Αλλά στ’ αλήθεια
έγιναν όλα τυχαία. Αν είχαμε πάρει άλλη μισή στροφή, θα είχαμε
προσγειωθεί και οι δυο στον πισινό μας. Άλλη μισή στροφή, κι εγώ θα είχα
προσγειωθεί στο πάτωμα, ενώ η οικοδέσποινά σας σήμερα θα ήταν η Ντέλια
Γκρέις κι εγώ θα την υπηρετούσα πιστά».
Η Νόρα ένευσε και μετά μίλησε ξανά: «Αν μας ήθελε, βέβαια».
Είχε ένα δίκιο, και με έκανε να γελάσω ξανά. Ακόμα και η Ντέλια Γκρέις
είχε ένα μικρό χαμόγελο στο πρόσωπό της.
«Υποθέτω ότι θα ήμουν τυχερή αν είχα και τις δυο σας», είπε πειρακτικά.
«Καλό είναι να έχετε έναν στενό κύκλο φίλων», είπε η Λαίδη Ιστόφ. «Είναι
σοφό να ξέρετε ποιον ακριβώς μπορείτε να εμπιστευτείτε. Μα, ακόμα και η
Βασίλισσα Βαλεντίνα έχει μόνο μία κυρία κοντά της».
«Αλήθεια; Ίσως πρέπει να τη ρωτήσω γι’ αυτό. Θα προτιμούσα να
κρατήσω τον κύκλο μου μικρό. Εννοώ, όταν έρθει η ώρα».
Η Λαίδη Ιστόφ έκανε μια γκριμάτσα.
«Ίσως χρειαστεί να περιμένετε αρκετά για να της μιλήσετε».
«Γιατί;»
«Έτσι είναι το πρωτόκολλο. Μόνο ο επικεφαλής του οίκου μιλάει πρώτος.
Καθώς δεν είστε παντρεμένη, θα πρέπει να σας συστήσουν οι γονείς σας,
αλλά ο βασιλιάς μπορεί να τους παρακάμψει και να το κάνει ο ίδιος. Ό,τι κι
αν γίνει από τα δύο, είναι αποδεκτό. Αλλά συνήθως πρώτο μιλάει το πιο
υψηλόβαθμο άτομο, και αν δε συμβεί αυτό…» Ακολούθησε μια μεγάλη
παύση. Δε θα μιλούσα καθόλου με αυτή τη γυναίκα; «Αν έχετε αμφιβολίες,
να αντιμετωπίζετε τον Κουίντεν και τη Βαλεντίνα σαν να είναι ανώτεροι σε
κάθε περίσταση. Ακόμα κι αν δεν είναι, θα εκτιμήσουν την κολακεία και θα
είναι πιο πιθανό να αντιδράσουν με ευγένεια».
«Μάλιστα. Και τι γίνεται με τα γεύματα; Κάθομαι στα δεξιά του βασιλιά,
αλλά υποθέτω ότι τώρα εκεί θα καθίσει ο Βασιλιάς Κουίντεν. Να δοκιμάσω
να…»
Χωρίς να χτυπήσουν, οι γονείς μου εισέβαλαν στο δωμάτιο, με τον πατέρα
μου να κρατάει αρκετά βιβλία και παπύρους στα χέρια του.
«Μπορείτε να πηγαίνετε», είπε η μητέρα μου κοφτά στη Λαίδη Ιστόφ.
«Μητέρα, πατέρα. Η Λαίδη Ιστόφ είναι καλεσμένη μου. Σας παρακαλώ να
της δείξετε…»
«Ο βασιλιάς μού ανέθεσε μια δουλειά», με διέκοψε ο πατέρας μου.
«Προτείνεις να την αγνοήσω;»
Η Λαίδη Ιστόφ χαμογέλασε και σηκώθηκε από την καρέκλα της.
«Επισκεφθείτε με όποτε θέλετε, Λαίδη Χόλις. Αν σκεφτούμε κάτι άλλο για
τη βασίλισσα, θα σας ενημερώσουμε. Χάρηκα, Λόρδε Μπράιτ. Λαίδη
Μπράιτ».
Ο πατέρας μου έσπρωξε τα λουλούδια μου στην άκρη, ξετυλίγοντας έναν
χάρτη.
«Κάθισε. Έχουμε πολλά να συζητήσουμε. Το Μεγάλο Περάιν βρίσκεται
στα πρόθυρα εμφύλιου πολέμου και δεν ξέρω από πού να ξεκινήσω με το
Μούρλαντ».
Αναστέναξα, κοιτάζοντας τους καφετί χάρτες. Δεν είχε σημασία ποιος με
δίδασκε· έπειτα από είκοσι λεπτά, το μυαλό μου είχε ήδη γεμίσει. Ανάμεσα
στο πρωτόκολλο και την επικαιρότητα, δεν υπήρχε χώρος για τίποτα άλλο.
Και το χειρότερο ήταν ότι ούτε καν πλησίαζα να μάθω όλα όσα έπρεπε μέχρι
την επομένη.
11
Αφού έφυγαν οι γονείς μου, η Νόρα και η Ντέλια Γκρέις πέρασαν την
υπόλοιπη μέρα κάνοντάς μου ερωτήσεις γύρω από αυτά που είχα μάθει ως
τώρα. Για κάθε σωστή απάντηση, έτρωγα ένα κομματάκι πίτα, κι έτσι, όπως
ήταν φυσικό, μέχρι να έρθει η ώρα του δείπνου λιμοκτονούσα.
Καθώς μπαίναμε στη Μεγάλη Αίθουσα, η Νόρα ψιθύρισε πάνω από τον
ώμο μου: «Προσπάθησε να μη δείχνεις τόσο σκυθρωπή. Αυτό είναι μεγάλη
τιμή».
«Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Δε θα μπορέσω ποτέ να τα μάθω όλα αυτά
τόσο γρήγορα».
Η Ντέλια Γκρέις έγειρε προς το μέρος μου.
«Έχει δίκιο. Χαμογέλασε. Τίποτα από όλα αυτά δεν έχει τόση σημασία όσο
το να κρατάς τον Τζέιμσον χαρούμενο».
Αναστέναξα, τραβώντας τους ώμους μου προς τα πίσω καθώς
προχωρήσαμε μέσα, όπου μας υποδέχτηκαν υποκλίσεις και ευγενικά
χαμόγελα. Όπως πάντα, ο Τζέιμσον χάρηκε που με είδε. Σκέφτηκα τα λόγια
του όταν με είχε πάει στο δωμάτιο με τα κοσμήματα. Ο ίδιος είχε πει ότι το
μόνο που ήθελε να είμαι ήταν ακριβώς αυτό που ήμουν. Πώς θα κατάφερνα
να το συνδυάσω αυτό μ’ εκείνα που περίμεναν όλοι οι άλλοι να είμαι;
Σίγουρα, αν τον απογοήτευα μπροστά σε έναν σχεδόν εχθρό του, τα
συναισθήματα στοργής του θα εξασθενούσαν.
Κατά βάθος αναρωτιόμουν αν τελικά αυτό δεν ήταν και τόσο κακό.
Κούνησα το κεφάλι μου, προσπαθώντας να συγκεντρωθώ. Μόνο μια
ανόητη θα απέρριπτε έναν βασιλιά.
«Καρδιά μου», με υποδέχτηκε ο βασιλιάς, φιλώντας το μάγουλό μου
μπροστά σε ολόκληρη την αυλή. «Πώς ήταν η μέρα σου;»
«Το μόνο που μπορώ να ελπίζω είναι ότι η ακοή του Βασιλιά Κουίντεν έχει
αρχίσει να εξασθενεί κι έτσι δε θα ξέρει πόσα λίγα θυμάμαι από τα μαθήματά
μου».
Ο Τζέιμσον γέλασε και ευχήθηκα να μπορούσα να γελάσω κι εγώ.
«Ω, υποθέτω ότι έχεις δίκιο να αισθάνεσαι έναν υγιή φόβο για τον
Κουίντεν. Κι εγώ τον ένιωθα μικρός. Αναγκάστηκα να τον ξεπεράσω όταν
πήρα το στέμμα», είπε αδιάφορα, πιάνοντας το ποτήρι του.
«Τι είχες εσύ να φοβάσαι; Είσαι ο βασιλιάς».
Έκανε μια γκριμάτσα.
«Δεν ήμουν όταν γνωριστήκαμε. Από την πρώτη κιόλας φορά που τον
αντίκρισα έμοιαζε με τον κακό ήρωα ενός παλιού παραμυθιού. Όταν τον είδα
εν δράσει, συνειδητοποίησα ότι η λέξη κακός ίσως να είναι πολύ ευγενική γι’
αυτόν».
«Μα τους θεούς». Ξαφνικά είχα χάσει την όρεξή μου. «Τι έκανε και σε
οδήγησε να σκέφτεσαι έτσι;»
Ο Τζέιμσον δεν είπε τίποτα αμέσως, δείχνοντας να δυσκολεύεται να
διαλέξει τις λέξεις του.
«Δεν είναι μόνο ένα πράγμα. Είναι τα πάντα. Φέρεται λες και ολόκληρος ο
κόσμος τον έχει προσβάλει και περνά όλες τις ώρες του προσπαθώντας να
πάρει εκδίκηση».
«Για ποιο πράγμα; Από ποιον;»
Ο Τζέιμσον σήκωσε το ποτήρι του προς το μέρος μου σαν να είχα πει μια
μεγάλη αλήθεια.
«Κανείς δεν μπορεί να είναι ποτέ σίγουρος, αγαπημένη μου Χόλις. Όλη του
τη ζωή, ο πατέρας μου ήταν συνέχεια έτοιμος να κάνει πόλεμο με τον
Βασιλιά Κουίντεν. Αν δεν ήταν η μητέρα μου, σίγουρα θα είχαν συγκρουστεί
περισσότερες φορές από όσες συγκρούονταν ήδη. Αλλά, αν πρέπει να κάνω
εγώ πόλεμο, θέλω να υπάρχει ένα ξεκάθαρο κέρδος πίσω του. Όχι αυτούς
τους ανόητους καβγάδες. Είμαι απόλυτα σίγουρος ότι θα έρθει κάποια στιγμή
η ώρα που θα κηρύξω πόλεμο στον Κουίντεν για έναν πολύ καλό λόγο, αλλά
μέχρι τότε θα παλεύω για την ειρήνη».
Του χαμογέλασα με απόλυτη λατρεία.
«Είσαι υπέροχος βασιλιάς. Το εννοώ από τα βάθη της καρδιάς μου».
Πήρε το χέρι μου μέσα στα δυο δικά του και το φίλησε με πάθος.
«Το ξέρω ότι το εννοείς», ψιθύρισε. «Και δεν έχω αμφιβολία ότι θα γίνεις
μια υπέροχη βασίλισσα».
Η λέξη έκανε ακόμα την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή. Η μέρα που θα
φορούσα ένα στέμμα θα ήταν πραγματικά αδιανόητη.
«Και τώρα που το θυμήθηκα», είπε, «έχω μια έκπληξη για σένα».
Κοίταξα τον Τζέιμσον έντονα.
«Ορκίζομαι, αν έχεις καλέσει κι άλλον βασιλιά για να λάβει μέρος στους
αυριανούς εορτασμούς και πρέπει να μάθω κι άλλο πρωτόκολλο απόψε, θα
πάω να πηδήξω πάλι στο ποτάμι. Και αυτή τη φορά θα μείνω εκεί, το
εννοώ!»
Άρχισε να γελάει ασταμάτητα και δεν μπορούσα να καταλάβω αν
απολάμβανε να με βλέπει αγχωμένη ή αν απλώς ήμουν πολύ καλή στο να τον
κοροϊδεύω.
«Όχι, τίποτα τέτοιο. Είναι απλώς κάτι που θα σε βοηθήσει. Αλλά», είπε,
κοιτάζοντας τη Νόρα και την Ντέλια Γκρέις, «νομίζω ότι θα χρειαστώ λίγη
βοήθεια».
Και μετά σήκωσε ψηλά την πετσέτα του.
12
«Μην τολμήσεις να κρυφοκοιτάξεις», επέμεινε ο Τζέιμσον, δένοντας το
ύφασμα σφιχτά στα μάτια μου.
Χασκογέλασα.
«Αρκεί να υποσχεθείς ότι δε θα με αφήσεις να πέσω!»
«Μην ανησυχείς», ψιθύρισε η Ντέλια Γκρέις, κρατώντας το χέρι μου. «Θα
σε προσέχω εγώ. Όπως πάντα».
Έσφιξα το χέρι της λίγο πιο δυνατά καθώς ανεβαίναμε μια στριφογυριστή
σκάλα, ευγνώμων που, παρά τα πρόσφατα σκαμπανεβάσματά μας, μπορούσα
ακόμα να βασίζομαι επάνω της.
«Μεγαλειότατε, πού στο καλό με πηγαίνετε;»
«Μερικά σκαλιά ακόμα», είπε τραγουδιστά στο αυτί μου, με την ανάσα του
να γαργαλάει τον λαιμό μου. «Νόρα, μπορείς, σε παρακαλώ, ν’ ανοίξεις την
πόρτα;»
Την άκουσα να αναστενάζει –ένας πνιχτός ήχος δέους– και ένιωσα την
Ντέλια Γκρέις να σταματάει, πιάνοντας το χέρι μου. Σήκωσα το χέρι μου πιο
ψηλά στο σακάκι του Τζέιμσον, σφίγγοντας δυνατά το βελούδο, ενώ ήλπιζα
να μην πέσω.
«Εντάξει, Χόλις. Έλα από εδώ». Η Ντέλια Γκρέις με έπιασε από τη μέση
και, για να με βάλει στη σωστή θέση, με μετακίνησε αρκετές φορές μέχρι να
είναι ευχαριστημένη.
Με μια γρήγορη κίνηση του χεριού του, ο Τζέιμσον έλυσε το ύφασμα. Το
πρώτο πράγμα που είδα ήταν εκείνος. Είχα γυρίσει για να δω την έκφρασή
του, ελπίζοντας να τον βρω να λάμπει από ικανοποίηση. Και αυτό ακριβώς
έκανε.
Ω, εκείνα τα λαμπερά ανοιχτοκάστανα μάτια που έκαναν τα αστέρια να
ζηλεύουν. Ακόμα και στο τέλος μιας φρικτής μέρας, το ότι μπορούσα να
κοιτάζω αυτό το χαμόγελο και να ξέρω ότι εγώ το έβαλα εκεί ήταν αρκετό
για να τα κάνει όλα καλύτερα.
Το δεύτερο πράγμα που είδα ήταν πού ακριβώς στεκόμουν. Κοίταξα γύρω
μου τα Διαμερίσματα της Βασίλισσας και η καρδιά μου κόντεψε να
σταματήσει.
«Οι τέσσερις τελευταίες βασίλισσες της Κορόα έχουν κοιμηθεί σε αυτά τα
δωμάτια. Εφόσον θα υποδεχτείς τη Βασίλισσα Βαλεντίνα και τη συντροφιά
της αύριο, το πρέπον είναι να ανήκουν σ’ εσένα».
«Μεγαλειότατε», ψιθύρισα. «Όχι».
«Αν μπορείς να βλέπεις το ποτάμι, ίσως να μη νιώσεις την ανάγκη να
πηδήξεις ξανά μέσα», σχολίασε χαλαρά, πηγαίνοντάς με στο παράθυρο. Το
φεγγάρι ήταν χαμηλά στον ουρανό, παχύ και γεμάτο. Αντικατοπτριζόταν στο
ποτάμι στο βάθος και έριχνε φως πάνω στην πόλη. Θυμήθηκα τη θέα που
είχαμε η Ντέλια Γκρέις κι εγώ στον Ποταμό Κόλβαρντ ένα βράδυ σε κάποια
άδεια διαμερίσματα έναν δυο ορόφους πάνω από αυτόν. Τρυπώσαμε μέσα με
ένα μπουκάλι υδρόμελο και πολύ χοντρές εσάρπες, συζητώντας και
περιμένοντας να ανατείλει ο ήλιος. Όταν ανέτειλε, το φως του
αντικατοπτρίστηκε πάνω στο ποτάμι και ήταν λες και ολόκληρη η πόλη ήταν
καλυμμένη με χρυσό. Θυμάμαι ότι σκέφτηκα πως δεν υπήρχε περίπτωση
κάποιο άλλο δωμάτιο στο κάστρο να μπορούσε να το ανταγωνιστεί αυτό.
Έκανα λάθος.
«Διέταξα να στρώσουν καινούργια σεντόνια, φυσικά», είπε ο Τζέιμσον,
ξεναγώντας με μέσα. «Και αυτές οι ταπισερί στους τοίχους είναι επίσης
καινούργιες. Σκέφτηκα ότι ίσως να βοηθήσουν με τα ρεύματα».
Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή. Έγειρα επάνω του.
«Μεγαλειότατε… δεν είμαι βασίλισσα».
Χαμογέλασε ξανά αυτάρεσκα.
«Θα γίνεις όμως». Φίλησε το χέρι μου. «Απλώς σου δίνω αυτό που σου
ανήκει δικαιωματικά… μερικούς μήνες νωρίτερα».
Δυσκολευόμουν να πάρω ανάσα.
«Είστε πάρα πολύ καλός μαζί μου, Μεγαλειότατε».
«Αυτό δεν είναι τίποτα», ψιθύρισε. «Όταν γίνεις βασίλισσα, θα είσαι
πνιγμένη στα κοσμήματα και στα δώρα και στους επαίνους μέχρι τον θάνατό
σου. Και υποπτεύομαι και για πολλά χρόνια μετά», πρόσθεσε με ένα
κλείσιμο του ματιού του. «Ρίξε μια ματιά στο δωμάτιο. Τακτοποιήσου. Οι
άντρες μου θα μεταφέρουν όλα σου τα πράγματα το πρωί πριν καταφθάσει ο
Κουίντεν».
Ήμουν ακόμα αποσβολωμένη. Θα έμενα στα διαμερίσματα της
βασίλισσας. Ήταν δικά μου.
«Μου φαίνεται ανόητο να πω στον ήλιο καληνύχτα, ωστόσο θα το κάνω.
Καληνύχτα, Λαίδη Χόλις. Θα σε δω το πρωί».
Τη στιγμή που έκλεισαν οι πόρτες, η Νόρα και η Ντέλια Γκρέις
μοιράστηκαν την πρώτη τους στιγμή πραγματικής συναδελφικότητας. Η μία
πήρε τα χέρια της άλλης, χοροπηδώντας και στριγκλίζοντας λες και τα
διαμερίσματα ήταν δώρο σ’ εκείνες.
«Μπορείς να το πιστέψεις αυτό;» αναφώνησε η Ντέλια Γκρέις. Άρπαξε τα
χέρια μου και με τράβηξε από τον χώρο της εισόδου, όπου η βασίλισσα
δεχόταν τους επισκέπτες της, πηγαίνοντάς με μέσα στην κρεβατοκάμαρα.
Στα δεξιά του μεγάλου κρεβατιού με ουρανό βρισκόταν το τεράστιο
παράθυρο με θέα στην πόλη και στο ποτάμι, ενώ στ’ αριστερά κατά μήκος
του τοίχου υπήρχε ένα πέρασμα σε ένα άλλο δωμάτιο. Ήξερα από τις
λιγοστές επισκέψεις μου στα δωμάτια της βασίλισσας ότι οι κυρίες της
κοιμούνταν σ’ εκείνον τον χώρο. Αλλά κατά μήκος του τοίχου πίσω από το
κρεβάτι υπήρχε κι άλλη πόρτα, μια πόρτα από την οποία δεν είχα περάσει
ποτέ.
Η Νόρα και η Ντέλια Γκρέις ακολούθησαν με σιωπηλό δέος καθώς άνοιξα
τη βαριά πόρτα. Το διαμέρισμα συνεχιζόταν ατελείωτο. Υπήρχαν γραφεία
και δωμάτια για ιδιωτικές συναντήσεις και, σε ένα άλλο δωμάτιο, μια σειρά
από ντουλάπες για τα ρούχα μου.
Ένιωσα να ζαλίζομαι, λες και τα πατώματα βρίσκονταν πάνω στο ποτάμι
και ανεβοκατέβαιναν με τις παλίρροιες.
«Ντέλια Γκρέις, θα με συνοδεύσεις πίσω στο κρεβάτι;» ρώτησα,
απλώνοντας το χέρι μου. Ήρθε και το πήρε γρήγορα, με την ανησυχία
ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της.
«Χόλις;»
«Έλα». Η Νόρα τράβηξε τα σκεπάσματα του κρεβατιού και κάθισα,
προσπαθώντας να ηρεμήσω την ανάσα μου.
«Δεν είσαι ευτυχισμένη;» ρώτησε η Ντέλια Γκρέις. «Παίρνεις αυτό που θα
ήθελε κάθε κορίτσι στο βασίλειο!»
«Φυσικά. Απλώς…» Έπρεπε να σταματήσω για να ηρεμήσω την αναπνοή
μου. «Είναι τόσο πολλά μαζί. Πρέπει να ψυχαγωγήσω μια βασίλισσα, να
κάνω όλα αυτά τα μαθήματα και να μετακινηθώ σε καινούργια δωμάτια;
Μέσα σε μία μέρα;» είπα παραπονεμένα. «Θα έρθουν αύριο!»
«Είμαστε εμείς εδώ για να σε βοηθήσουμε», είπε η Νόρα.
Κούνησα το κεφάλι μου και άρχισα να κλαίω.
«Δε νομίζω ότι το θέλω αυτό».
«Χρειάζεσαι ύπνο», είπε η Ντέλια Γκρέις πριν γυρίσει στη Νόρα. «Βγάλε
της τα παπούτσια».
«Δεν έχω καν νυχτικό», είπα κλαψουρίζοντας.
«Θα πάω να σου φέρω εγώ. Απλώς μείνε ήρεμη». Η Νόρα έφυγε αμέσως
και έμεινα με την Ντέλια Γκρέις, που είχε αρχίσει να μου βγάζει τα
παπούτσια.
Δεν υπήρχε νερό στην κανάτα ούτε φωτιά στο τζάκι. Είχαν στρωθεί
σεντόνια και τα κεριά ήταν αναμμένα για να είναι το δωμάτιο κατάλληλο για
παρουσίαση, αλλά τα διαμερίσματα δεν ήταν ακόμα έτοιμα για κατοίκηση.
«Ας γυρίσουμε στο δωμάτιό μου απόψε», μουρμούρισα. «Μπορούμε να το
κάνουμε αυτό το πρωί».
«Όχι!» επέμεινε, σπρώχνοντάς με ξανά στο κρεβάτι. «Ο βασιλιάς θα το
θεωρήσει προσβολή. Σου έχουν δοθεί τα δεύτερα καλύτερα διαμερίσματα σε
όλο το παλάτι και θέλεις να τα αφήσεις για μια χούφτα προσωπικά
αντικείμενα; Έχεις χάσει τελείως τα λογικά σου;»
Ήξερα ότι είχε δίκιο, αλλά ένιωθα λες και γλίστρησα από τα χέρια της
Ντέλια Γκρέις καθώς στροβιλιζόμασταν χορεύοντας και κατέληξα στα δεξιά
του θρόνου μέσα σε ένα βράδυ… και δεν ήξερα πώς να το χειριστώ.
Ξάπλωσα στο πλευρό μου καθώς η Ντέλια Γκρέις χαλάρωσε γρήγορα το
φόρεμά μου. Μέσα σε μερικά λεπτά, η Νόρα είχε επιστρέψει με ένα νυχτικό,
μια ρόμπα και παντόφλες. Επίσης είχε τη βούρτσα μου και ένα μικρό βάζο.
«Σκέφτηκα ότι θα σου άρεσε να έχεις κάτι δικό σου εδώ», είπε. «Να το
βάλω πάνω στην τουαλέτα σου;»
Ένευσα ελαφριά, καταφέρνοντας να χαμογελάσω καθώς το τοποθετούσε. Η
Ντέλια Γκρέις με βοήθησε ν’ ανακαθίσω καθώς η Νόρα τράβηξε στο πλάι
την κουρτίνα για να κοιτάξει μέσα στον προθάλαμο.
«Έχει χώρο για τέσσερις ή πέντε, νομίζω, αν τελικά επιλέξεις κι άλλες
κυρίες».
«Αν θελήσω κι άλλες εκτός από εσάς τις δύο, μπορείτε να διαλέξετε εσείς.
Αλλά όχι σήμερα».
«Νόρα, δες αν μπορείς να βρεις μερικές καμαριέρες», διέταξε η Ντέλια
Γκρέις. «Εγώ θα τη βάλω να ξαπλώσει και θα φροντίσω τις λεπτομέρειες –
ξύλα για τη φωτιά, λουλούδια».
«Να γυρίσουμε στο δωμάτιό της και να μεταφέρουμε κι άλλα από τα
πράγματά της;»
«Ο βασιλιάς είπε ότι θα το έκανε εκείνος το πρωί. Μπορεί να περιμένει
μέχρι τότε».
Έκαναν σχέδια για μένα σαν να μην ήμουν εκεί, λες και όλα αυτά δε
συνέβαιναν για μένα και εξαιτίας μου. Και επειδή δεν άντεχα να σκεφτώ
τίποτα περισσότερο για σήμερα, τις άφησα. Οι κουρτίνες έκλεισαν γύρω από
το κρεβάτι μου, δημιουργώντας έναν ζεστό και ήσυχο χώρο, αλλά δεν
έκλειναν τελείως έξω τον θόρυβο που έκαναν οι δυο τους καθώς
πηγαινοέρχονταν μέσα στα διαμερίσματα ή οι καμαριέρες που άναβαν φωτιά.
Δεν κοιμήθηκα. Αλλά άκουσα όταν κοιμήθηκαν η Ντέλια Γκρέις και η
Νόρα. Και τότε ήταν που βρήκα τα παπούτσια μου και βγήκα αθόρυβα από
το δωμάτιο.
13
Αυτή την ώρα της νύχτας ήξερα ότι το φεγγάρι θα έμπαινε μέσα από τα βιτρό
παράθυρα της Μεγάλης Αίθουσας. Περνούσα από γωνίες όπου ζευγάρια
ψιθύριζαν και χασκογελούσαν, ενώ φρουροί και υπηρέτες που δούλευαν
ακόμα τόσο αργά μού έκαναν υποκλίσεις.
Στη Μεγάλη Αίθουσα, η φωτιά από το μεγάλο τζάκι δεν ήταν πλέον παρά
μερικά αναμμένα κάρβουνα. Ένας υπηρέτης τα σκάλιζε, για να βγάλει τα
τελευταία απομεινάρια ζεστασιάς. Στάθηκα στη μέση της αψιδωτής πύλης,
κοιτάζοντας την έκρηξη χρωμάτων πάνω στο πάτωμα. Τίποτα, φυσικά, δεν
μπορούσε να συγκριθεί με τον τρόπο με τον οποίο χόρευαν τα χρώματα στο
δυνατό φως της ημέρας, αλλά υπήρχε κάτι άλλο, κάτι σχεδόν ιερό έτσι όπως
έδειχναν όταν έπεφτε επάνω τους το φως του φεγγαριού. Ήταν ακόμα τα ίδια
σχέδια, τα ίδια μοτίβα και ωστόσο πιο ήσυχα, πιο σκόπιμα.
«Εσείς είστε, Λαίδη Χόλις;»
Γύρισα. Το άτομο που στην αρχή πέρασα για υπηρέτη στην
πραγματικότητα ήταν ο Σίλας Ιστόφ.
Φυσικά και ήταν εδώ. Τη στιγμή ακριβώς που αναρωτιόμουν αν άξιζε να
εγκαταλείψω τον βασιλιά μου, έπεσα πάνω σε κάποιον που είχε κάνει κάτι
παρόμοιο στον δικό του. Και ποιος μπορούσε να ξέρει ποιος από τους δυο
μας ήταν καλύτερος εγκληματίας;
Μπορεί να ήταν το χειρότερο άτομο που θα μπορούσα να συναντήσω. Όχι
μόνο επειδή είχε μπει και εκείνος στον πειρασμό να ζήσει μια ζωή προδοσίας
–και είχε υποκύψει σε αυτόν τον πειρασμό– αλλά επειδή υπήρχε κάτι σε
αυτά τα μπλε μάτια που με έκανε να σκέφτομαι… δεν μπορούσα καν να πω
τι με έκανε να σκέφτομαι.
Προσπάθησα να δείχνω αξιοπρεπής, λες και στα μάτια μου η ρόμπα μου
ήταν το ίδιο πράγμα με μια τουαλέτα. Ήταν δύσκολο κάτω από το βάρος του
βλέμματός του.
«Ναι. Τι κάνεις ξύπνιος τέτοια ώρα;»
«Θα μπορούσα να ρωτήσω το ίδιο κι εσάς».
Ίσιωσα τους ώμους μου.
«Εγώ ρώτησα πρώτη».
«Θα γίνεις στ’ αλήθεια βασίλισσα, έτσι δεν είναι;» είπε με έναν πειρακτικό
τόνο. «Αν πρέπει να ξέρεις, κάποιος σκέφτηκε ότι θα ήταν καλή ιδέα να
φτιάξω δυο ίδια μεταλλικά κομμάτια για δυο σπουδαίους βασιλιάδες σε μία
μέρα… Ο Σάλιβαν κι εγώ σταματήσαμε να δουλεύουμε μόλις πριν από
είκοσι λεπτά».
Δάγκωσα το χείλος μου, με τις προσπάθειές μου να δείχνω αδιάφορη να
εξαφανίζονται μπροστά στην ενοχή μου.
«Λυπάμαι πάρα πολύ. Όταν το είπα αυτό, η ημερομηνία της επίσκεψης μου
είχε διαφύγει τελείως. Κι εγώ αιφνιδιάστηκα».
«Αλήθεια; Η μητέρα μου είπε ότι ήσουν πολύ πρόθυμη μαθήτρια σήμερα».
Σταύρωσε τα χέρια του και έγειρε στο πλάι πάνω στον τοίχο, λες και αυτή
ήταν μια καθημερινή συνάντηση, λες και με ήξερε καλά.
«Πρόθυμη ναι, αλλά καλή; Θα δείξει». Τύλιξα τη ρόμπα μου λίγο πιο
σφιχτά γύρω μου. «Ποτέ δεν ήμουν το πιο έξυπνο κορίτσι στην αυλή. Αν το
ξεχάσω ποτέ αυτό, η Ντέλια Γκρέις μού το υπενθυμίζει. Ή οι γονείς μου.
Αλλά η μητέρα σου και η Σκάρλετ ήταν πολύ υπομονετικές μαζί μου
σήμερα. Ίσως χρειαστώ να περάσουν ξανά αύριο. Εννοώ, σήμερα, υποθέτω».
«Μπορώ να τους το πω, αν θέλεις».
«Θα πρέπει επίσης να τους πεις ότι μετακόμισα».
«Μετακόμισες; Σε μία μέρα;»
«Σε μία ώρα». Έσπρωξα τα μαλλιά μου προς τα πίσω και κατάπια,
προσπαθώντας να μην ακουστώ όσο ενοχλημένη ένιωθα. «Ο Βασιλιάς
Τζέιμσον με μετέφερε στα διαμερίσματα της βασίλισσας απόψε. Νομίζω ότι
ούτε οι γονείς μου δεν το ξέρουν ακόμα. Δεν έχω ιδέα πώς θα το πάρει το
ιδιωτικό συμβούλιο όταν τα νέα μαθευτούν». Έτριψα το μέτωπό μου,
προσπαθώντας να διώξω τις ζάρες της ανησυχίας. «Ήθελε να δείχνω
κατάλληλη για τον ρόλο πριν φτάσει ο Βασιλιάς Κουίντεν. Θα μου φέρουν
κοσμήματα. Ανέφερε κάποια καινούργια φορέματα. Και, ξαφνικά, έχω
καινούργια δωμάτια… Μου έχουν πέσει βαριά όλα αυτά», ομολόγησα.
«Δεν είναι αυτό που θέλεις, όμως; Θα είσαι η πιο καλοφροντισμένη
γυναίκα στο βασίλειο».
Αναστέναξα.
«Το ξέρω. Γι’ αυτό δεν είμαι σίγουρη τι…» Έκανα μια παύση. Έλεγα σε
αυτό το αγόρι πάρα πολλά. Ήταν άγνωστος και ξένος. Ποιος ήταν αυτός που
ρωτούσε για τη ζωή μου; Αλλά την ίδια στιγμή συνειδητοποίησα ότι
προτιμούσα να μιλήσω σ’ εκείνον για τις ανησυχίες μου παρά σε
οποιονδήποτε άλλον, ακόμα και σε ανθρώπους που κανονικά θα έπρεπε να
ξέρουν τα πάντα για μένα. «Υποθέτω ότι δεν είναι τα δώρα που λαμβάνω,
αλλά ο ρυθμός με τον οποίο έρχονται. Έχεις δίκιο, έχω όλα όσα θα μπορούσα
να ζητήσω και ακόμα περισσότερα».
Το χαμόγελό του δεν έδειχνε τόσο ειλικρινές όσο πριν.
«Ωραία».
Μπορούσα να νιώσω να έρχεται ένα τέλος για το οποίο δεν ήμουν
προετοιμασμένη, κι έτσι άλλαξα γρήγορα θέμα.
«Προσαρμόστηκες; Σου αρέσει η Κορόα μέχρι τώρα;»
Χαμογέλασε.
«Ήξερα ότι το φαγητό θα ήταν διαφορετικό και ότι η ατμόσφαιρα θα
μύριζε διαφορετικά, καθώς και ότι οι νόμοι είναι διαφορετικοί. Απλώς, στο
παρελθόν, όποτε ερχόμουν για επίσκεψη, πάντα ήξερα ότι θα γύριζα σπίτι.
Δε θέλω να φανώ αχάριστος. Είμαι ευγνώμων που η Μεγαλειότητά Του μας
άφησε να μείνουμε για περισσότερους λόγους από όσους μπορώ να
αναφέρω. Αλλά κάποιες φορές στενοχωριέμαι, επειδή ξέρω ότι δε θα ξαναδώ
την Ισόλτη».
Έσκυψα το κεφάλι μου και μαλάκωσα τη φωνή μου, παροτρύνοντάς τον να
είναι πιο αισιόδοξος.
«Σίγουρα θα την επισκεφθείς. Έχεις συγγενείς ακόμα εκεί, έτσι;»
Μου χάρισε ένα πολύ λεπτό χαμόγελο.
«Έχω. Και θα μου λείψουν. Αλλά όταν δούμε τον Βασιλιά Κουίντεν αύριο,
εύχομαι, με όλη μου την καρδιά, ότι θα είναι η τελευταία φορά που θ’
αντικρίσω αυτόν τον άντρα».
Κάτι στα λόγια που είπε μου προκάλεσε ένα ρίγος και συνειδητοποίησα ότι
έμοιαζαν πάρα πολύ με αυτό που είχε πει ο Τζέιμσον.
«Αν είναι τόσο απαίσιος, τότε το ίδιο εύχομαι κι εγώ. Και για την ευτυχία
της οικογένειάς σου για όσο θα ζήσετε στην Κορόα».
«Ευχαριστώ, αρχόντισσά μου. Είσαι το πετράδι που λένε όλοι».
Ήθελα να του πω ότι, από όσο ήξερα, κανείς εκτός από τον Τζέιμσον δε με
θεωρούσε πετράδι. Αλλά ήταν τόσο ευγενικό αυτό που είπε, ώστε δεν ήθελα
να το χαλάσω.
Στερέωσε μια τούφα μαλλιών πίσω από το αυτί του. Τα υπόλοιπα ήταν
δεμένα πίσω με έναν σπάγγο και συνειδητοποίησα ότι αυτή θα πρέπει να
ήταν η τούφα που είχε κόψει ο Τζέιμσον, οπότε τώρα ο Σίλας είχε μείνει με
ένα τμήμα μαλλιών που δεν υπάκουγε. Επίσης συνειδητοποίησα τώρα ότι,
όταν το σπαθί πλησίασε στο πρόσωπο του Σίλας, εκείνος δεν είχε
αποτραβηχτεί.
«Καλύτερα να φύγω, λοιπόν», είπε. «Δε θέλω να σε καθυστερώ».
«Τι έκανες εδώ, επί τη ευκαιρία;» είπα γρήγορα. Δεν ήμουν έτοιμη να τον
αφήσω να φύγει, όχι ακόμα. «Είναι αρκετά μακριά από το τμήμα του
κάστρου όπου μένεις».
Έδειξε προς τα πάνω.
«Όπως είπα, είμαστε σπουδαίοι στοχαστές στην Ισόλτη, αλλά όχι
σπουδαίοι δημιουργοί. Η τέχνη εδώ, η αρχιτεκτονική… έχουν κάτι. Θα το
περιέγραφα αν μπορούσα, αλλά δεν έχω τις λέξεις». Κοίταξε τα παράθυρα.
«Μου αρέσει να βλέπω το φως στο τζάμι. Είναι… χαλαρωτικό».
«Ναι, είναι. Όλο το φως που πέφτει δείχνει σπασμένο, αλλά, αν κοιτάζεις
ψηλά, μπορείς να δεις ότι υπήρχε εξαρχής ένα σχέδιο».
Ένευσε.
«Και λες ότι δεν είσαι καλή μαθήτρια. Θαυμάζω τον τρόπο με τον οποίο
σκέφτεσαι, Λαίδη Χόλις». Έκανε μια υπόκλιση. «Θα πω στη μητέρα μου να
έρθει να σε βρει μετά το πρωινό. Πιθανότατα θα χρειαστούμε τη Σκάρλετ
μαζί μας για να μας βοηθήσει να τελειώσουμε τα κομμάτια».
«Στ’ αλήθεια λυπάμαι».
Σήκωσε τους ώμους του, με την έκφρασή του χαλαρή ξανά.
«Ήταν καλή ιδέα. Ειδικότερα δεδομένου του ταραχώδους παρελθόντος των
βασιλιάδων. Αλλά θα μπορούσες να με ειδοποιήσεις νωρίτερα την επόμενη
φορά που θα σου έρθει μια κρίση ιδιοφυΐας; Πόσα να κάνει πια ένα αγόρι;»
Γέλασα. Χωρίς να το σκεφτώ, πήρα το χέρι του για να τον καθησυχάσω.
«Το υπόσχομαι».
Αιφνιδιασμένος, χαμήλωσε το βλέμμα του, κοιτάζοντας τα χέρια μας. Αλλά
δε βιάστηκε να αποτραβηχτεί. Ούτε κι εγώ.
«Ευχαριστώ, αρχόντισσά μου», ψιθύρισε, νεύοντας γρήγορα πριν
εξαφανιστεί στους διαδρόμους του κάστρου. Τον παρακολούθησα έως ότου
έγινε άλλη μια σκιά του Κερέσκεν, χάθηκε μέσα στη νύχτα. Και μετά
χαμήλωσα το βλέμμα στο χέρι μου, τεντώνοντας τα δάχτυλά μου λες και θα
μπορούσα έτσι να διώξω τη θερμή αίσθηση από μέσα τους.
Κουνώντας το κεφάλι μου, έδιωξα την ιδέα. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που είχε
μόλις συμβεί ήταν το τελευταίο από τις έγνοιές μου τώρα. Γύρισα από την
άλλη, κοιτάζοντας την έκρηξη χρώματος στο πάτωμα.
Αν το ήθελα, μπορούσα να διασχίσω την αίθουσα και να χτυπήσω την
πόρτα των διαμερισμάτων του Τζέιμσον. Θα μπορούσα να πω σε έναν
φρουρό ότι έπρεπε να μιλήσω στον βασιλιά, επειγόντως. Θα του έλεγα ότι
χρειαζόμουν κι άλλον χρόνο, ότι, ως κάποια που δε γεννήθηκε σε αυτή τη
θέση, δυσκολευόμουν να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις.
Αλλά.
Κοίταξα στην απέναντι πλευρά της Μεγάλης Αίθουσας, συλλογισμένη.
Νοιαζόμουν για τον Τζέιμσον. Αλήθεια νοιαζόμουν. Αυτό από μόνο του με
έκανε να θέλω να προσπαθήσω πιο πολύ, να δείχνω σαν να μπορώ να τα
αντιμετωπίσω όλα, ακόμα κι αν δεν είχα φτάσει ακόμα σε αυτό το σημείο.
Η αγάπη ενός βασιλιά θα μπορούσε να οδηγήσει κάποιον να δοκιμάσει το
οτιδήποτε. Και δεν υπήρχε τίποτα τόσο μεθυστικό όσο το να με λατρεύει
εκείνος, αλλά και οι άνθρωποι που με λάτρευαν για χάρη του. Την επομένη
θα είχα το προνόμιο να πω στους γονείς μου για τα νέα μου δωμάτια. Θα είχα
την ευκαιρία να δω τους λόρδους να υποχωρούν στις επιθυμίες του Τζέιμσον,
γνωρίζοντας ότι είχα ανυψωθεί όχι μόνο πάνω από κάθε κορίτσι στο
βασίλειο, αλλά επίσης και πάνω από κάθε πριγκίπισσα στην ήπειρο. Πολύ
σύντομα, θα γινόμουν βασίλισσα.
Σήκωσα το βλέμμα μου στο παράθυρο μια τελευταία φορά και μετά
επέστρεψα στα καινούργια μου δωμάτια. Ήταν συναρπαστικό να ανεβαίνω
τα σκαλιά προς ένα δωμάτιο που όχι μόνο ήταν φτιαγμένο για βασιλείς, αλλά
επίσης ήταν ένας χώρος ανεξάρτητος από τους γονείς μου. Αυτό από μόνο
του ήταν κάτι για το οποίο ένιωθα ευγνωμοσύνη. Και ο συνδυασμός όλων
αυτών των πραγμάτων με έκανε έτοιμη για τα πάντα.
14
Το επόμενο πρωί ήταν ένας σίφουνας δραστηριότητας, καθώς όλα μου τα
επίγεια υπάρχοντα μεταφέρθηκαν στα καινούργια μου δωμάτια. Μέσα σε
όλο αυτό το χάος, κατέφθασε ένας υπηρέτης κρατώντας ένα κουτί.
Συνοδευόταν από δυο φρουρούς που τον παρακολουθούσαν καθώς
τοποθετούσε προσεκτικά το κουτί πάνω σε ένα τραπέζι. Η Νόρα και η
Ντέλια Γκρέις αντάλλαξαν ένα βλέμμα απορίας καθώς ένευσα στον υπηρέτη
να το ανοίξει. Απόλαυσα ιδιαίτερα την κοφτή ανάσα που πήραν τα κορίτσια
όταν είδαν την εκτυφλωτική λάμψη του ροζ κολιέ.
«Θεούλη μου, Χόλις!» είπε η Ντέλια Γκρέις και ήρθε να κοιτάξει πάνω από
την άκρη του κουτιού χωρίς να τολμά ωστόσο να το αγγίξει.
«Αυτό συνέβαινε εκείνη τη μέρα στα δωμάτια του βασιλιά. Ήθελε να με
αφήσει να διαλέξω κάτι για σήμερα».
«Έκανες εξαιρετική δουλειά», σχολίασε η Νόρα.
«Το ξέρω αυτό το κολιέ», είπε η Ντέλια Γκρέις πλημμυρισμένη με δέος.
«Φτιάχτηκε για την ίδια τη Βασίλισσα Αλμπρέιντ, Χόλις. Φτιάχτηκε για μια
πολεμίστρια».
Χαμογέλασα, καθώς σκεφτόμουν ότι θα μου ήταν χρήσιμο κάτι που
φτιάχτηκε για πόλεμο. Ήμουν έτοιμη να σηκώσω το κολιέ, όταν μπήκε άλλος
ένας υπηρέτης κρατώντας ένα κουτί.
«Με συγχωρείτε, Λαίδη Χόλις», είπε. «Ο Μεγαλειότατος σκέφτηκε ότι
αυτό θα ταιριάζει με το κολιέ σας».
Δεν περίμενε να του δώσω την εντολή για ν’ ανοίξει το πακέτο του και
σκέφτηκα ότι ενεργούσε με εντολή του βασιλιά για να με σοκάρει. Έπιασα
το χέρι της Ντέλια Γκρέις όταν κοίταξα τη στέκα μαλλιών που είχε διαλέξει ο
Τζέιμσον. Ήταν συγκλονιστική, διακοσμημένη με τα ίδια πετράδια με το
κολιέ, που απλώνονταν σαν βεντάλια, θυμίζοντας τον ήλιο που ανατέλλει
στον ορίζοντα.
Τον ήλιο. Το είχε επιλέξει με προσοχή.
«Βοηθήστε με, κυρίες μου. Δεν επιτρέπεται να αργήσουμε». Κάθισα στο
σκαμπό της τουαλέτας μου καθώς η Ντέλια Γκρέις πήρε τη στέκα των
μαλλιών και η Νόρα το κολιέ.
«Ως το μεσημέρι θα έχεις εξαντληθεί! Είναι πολύ βαρύ». Η Νόρα το
κούμπωσε και, όταν το βάρος του ακούμπησε επάνω μου, σκέφτηκα ότι ίσως
να είχε δίκιο. Αλλά, κουρασμένη ή όχι, δε θα το έβγαζα από πάνω μου μέχρι
το ηλιοβασίλεμα.
«Ορίστε», είπε η Ντέλια Γκρέις, ακουμπώντας τη στέκα στα μαλλιά μου
και στερεώνοντάς τη με μερικά ακόμα τσιμπιδάκια.
Καθόμουν στην τουαλέτα, κοιτάζοντας τον εαυτό μου. Ποτέ μου δεν είχα
νιώσει τόσο όμορφη. Δεν ήμουν σίγουρη αν ένιωθα ο εαυτός μου, αλλά δεν
μπορούσα να αρνηθώ ότι έμοιαζα με βασίλισσα.
Ξεροκατάπια.
«Βασίζομαι σ’ εσάς να με σταματήσετε, αν είμαι έτοιμη να κάνω κάτι
ανόητο. Πρέπει να είμαι συγκροτημένη και όμορφη έτσι ώστε ο Βασιλιάς
Κουίντεν να μην έχει κανέναν λόγο να με επικρίνει».
Η Νόρα έφερε το πρόσωπό της δίπλα στο δικό μου, συναντώντας το
βλέμμα μου στον καθρέφτη.
«Το υπόσχομαι».
«Εννοείται», πρόσθεσε η Ντέλια Γκρέις.
Ένευσα.
«Τότε πάμε».
Κρατούσα τα χέρια μου πλεγμένα με χάρη μπροστά μου κατά τη διάρκεια
της σύντομης διαδρομής από τα διαμερίσματα της βασίλισσας ως τη Μεγάλη
Αίθουσα. Ένιωθα να αποκτώ όλο και μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση με κάθε
πνιχτή ανάσα θαυμασμού και κάθε υπόκλιση καθώς περνούσαμε. Μπορούσα
να δω στα μάτια τους ότι ο στόχος μου είχε επιτευχθεί: με το καλύτερο χρυσό
μου φόρεμα και τη στέκα που είχε διαλέξει ο Τζέιμσον, έμοιαζα με μια
λαμπερή βασίλισσα.
Προς την κορυφή της αίθουσας, περίμεναν οι Ιστόφ, στην πρώτη σειρά,
όπως είχε ζητήσει ο Τζέιμσον. Η Λαίδη Ιστόφ μού χάρισε ένα ζεστό
χαμόγελο, με τα χείλη της να σχηματίζουν αθόρυβα τη λέξη όμορφη και
ακουμπώντας το χέρι της στην καρδιά της. Δίπλα της, ο Σίλας παραπάτησε
καθώς έκανε να υποκλιθεί, προσπαθώντας να κρατάει τα μάτια του τόσο στο
πάτωμα όσο και σ’ εμένα. Κατέπνιξα ένα χαμόγελο και μετά προσπάθησα να
πάρω μια πιο σταθερή έκφραση καθώς πλησίαζα τον Τζέιμσον.
Το στόμα του έμεινε ανοιχτό και του πήρε ένα λεπτό για να θυμηθεί ν’
απλώσει το χέρι του για να με υποδεχτεί.
«Θεούλη μου, Χόλις. Ξέχασα πώς ν’ αναπνέω». Κούνησε το κεφάλι του,
κοιτάζοντάς με καθώς κοκκίνιζα. «Τ’ ορκίζομαι, δε θα σε ξεχάσω ποτέ όπως
είσαι αυτή τη στιγμή, μια βασίλισσα που ανατέλλει και ένας ήλιος που
ανατέλλει», είπε.
«Σας ευχαριστώ, Μεγαλειότατε. Αλλά κάποια από τα εύσημα σας ανήκουν.
Αυτό είναι πανέμορφο», είπα, αγγίζοντας τη στέκα. «Το λατρεύω».
Κούνησε το κεφάλι του.
«Χαίρομαι που σου αρέσουν τα κοσμήματα, αλλά, σε διαβεβαιώνω, δεν
υπάρχει άλλη γυναίκα σε αυτή την αίθουσα που θα κατάφερνε να τα
αναδείξει».
Κοιταζόμασταν ακόμα στα μάτια όταν στο βάθος ακούστηκαν τα
σαλπίσματα, ανακοινώνοντας ότι ο Βασιλιάς Κουίντεν βρισκόταν κοντά. Ο
Τζέιμσον έκανε νόημα στους μουσικούς να είναι έτοιμοι και έστρεψα το
βλέμμα μου στην Ντέλια Γκρέις, η οποία μου έγνεψε να ισιώσω το κολιέ
μου, έτσι ώστε το μεγαλύτερο πετράδι να βρίσκεται στο κέντρο.
Όταν ο Βασιλιάς Κουίντεν και η συνοδεία του κατέφθασαν, ήμασταν
έτοιμοι, μοιάζοντας με πίνακα, καθώς εκείνος διέσχιζε το κόκκινο πλεχτό
χαλί που είχε απλωθεί στο κέντρο της Μεγάλης Αίθουσας. Τελευταία φορά
τον είχα δει όταν είχε έρθει για την κηδεία της Βασίλισσας Ραμίρα και
ευχόμουν απελπισμένα να τον είχα προσέξει καλύτερα τότε. Το μόνο που
θυμόμουν ήταν ότι το μαύρο φόρεμά μου μου προκαλούσε φαγούρα στο
μπράτσο μου και είχα περάσει το μεγαλύτερο μέρος της τελετής
προσπαθώντας να φτιάξω το μανίκι. Αλλά αυτό δεν είχε σημασία, καθώς
ένιωθα ότι πλέον τον ήξερα· ήταν όλα όσα μού είχε πει η Λαίδη Ιστόφ.
Τα μαλλιά του ήταν αραιά και, παρόλο που υπήρχαν κάποιες κίτρινες
τούφες, τα περισσότερα ήταν γκρίζα. Περπατούσε με τη βοήθεια
μπαστουνιού, οι ώμοι του ήταν ελαφρώς κυρτωμένοι και αναρωτήθηκα αν
ένας λόγος της δυσκολίας του ήταν το βάρος τού τόσου υφάσματος. Αλλά η
έκφρασή του ήταν αυτή που με έκανε ν’ ανατριχιάσω. Καθώς κοιτούσα στα
μάτια του, ένιωσα την καρδιά μου να παγώνει. Είχε κάτι, σαν να είχε τα
πάντα και τίποτα να χάσει, και η δύναμη που συνόδευε αυτή την αίσθηση τον
καθιστούσε τρομακτικό στα μάτια μου.
Απέστρεψα το βλέμμα μου όσο πιο γρήγορα μπορούσα, επικεντρώνοντας
τα μάτια μου στη Βασίλισσα Βαλεντίνα. Στ’ αλήθεια δεν ήταν πολύ
μεγαλύτερη από εμένα και αυτό έκανε το χάσμα ανάμεσα σ’ εκείνη και τον
Βασιλιά Κουίντεν πολύ μεγάλο. Χαμογελούσε χωρίς να δείχνει τα δόντια της
και είχε το δεξί της χέρι προστατευτικά πάνω από το στομάχι της.
Στην άλλη πλευρά του βασιλιά, ο Πρίγκιπας Χάντριαν ξεχώριζε. Ναι, οι
περισσότεροι Ισόλτιοι φαίνονταν σαν να είχαν ανάγκη να τους δει ο ήλιος,
αλλά εκείνος θύμιζε φάντασμα. Αναρωτήθηκα μήπως πλησίαζε να γίνει
σύντομα. Κρατούσε τα χείλη του σφιγμένα σαν να προσπαθούσε να κρύψει
την προσπάθεια που απαιτούσε όλη αυτή η κίνηση, αλλά η γραμμή του
ιδρώτα στο μέτωπό του ήταν ολοφάνερη. Αυτός ο άνθρωπος θα έπρεπε να
βρίσκεται στο κρεβάτι.
Με αυτούς τους τρεις μπροστά μου, συνειδητοποίησα ότι δε θα έπρεπε να
φοβάμαι. Μπορεί η Κορόα να ήταν πολύ μικρότερη χώρα από την Ισόλτη,
αλλά ο βασιλιάς μας ήταν πολύ πιο σπουδαίος.
«Βασιλιά Κουίντεν», είπε δυνατά ο Τζέιμσον, ανοίγοντας την αγκαλιά του.
«Χαίρομαι πολύ που εσύ και η οικογένειά σου φτάσατε στην Κορόα με
ασφάλεια. Η Λαίδη Χόλις κι εγώ σας καλωσορίζουμε όπως έκανε ο πατέρας
μου, ως ισάξιο βασιλιά, που έχει τοποθετηθεί στη θέση του από τους θεούς,
και ως έναν αγαπητό φίλο».
Αρκετά σιωπηλά πράγματα συνέβησαν ταυτόχρονα. Ο Βασιλιάς Κουίντεν
γύρισε τα μάτια του προς τα πάνω στην αναφορά στους θεούς, ο Πρίγκιπας
Χάντριαν σήκωσε το τρεμάμενο χέρι του για να σκουπίσει τον ιδρώτα πάνω
από το χείλος του κι εγώ αναστέναξα με ανακούφιση επειδή είχαν γίνει οι
συστάσεις.
Ο Τζέιμσον κατέβηκε από το βάθρο, στο οποίο είχαν τοποθετηθεί αρκετές
καρέκλες για τους καλεσμένους μας, και πήγε να χαιρετήσει τον Βασιλιά
Κουίντεν. Έσφιξε το χέρι του βασιλιά με τα δυο δικά του, κάνοντας
ολόκληρη την αίθουσα να ξεσπάσει σε ένα ενθουσιώδες χειροκρότημα. Τα
μάτια μου στρέφονταν συνεχώς στη Βαλεντίνα. Στεκόταν απόλυτα στητή,
αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν αυτό που την κρατούσε έτσι. Δεν
ήταν η ευτυχία, απ’ ό,τι φαινόταν, ούτε η περηφάνια… Δεν μπορούσα να την
καταλάβω.
Ο Τζέιμσον κάλεσε τον Βασιλιά Κουίντεν, τη Βαλεντίνα και τον Χάντριαν
να καθίσουν μαζί μας και τα άτομα της συνοδείας του Κουίντεν άρχισαν να
συζητούν με τους ανθρώπους της αυλής του Τζέιμσον. Η επίσκεψη είχε
ξεκινήσει επισήμως.
Γύρισα προς τη Βαλεντίνα, η οποία είχε καθίσει δίπλα μου, ελπίζοντας να
την κάνω να νιώσει άνετα.
«Μεγαλειοτάτη, η Ισόλτη είναι μια πολύ μεγάλη χώρα. Πού ακριβώς
γεννηθήκατε;» ρώτησα.
Το βλέμμα που μου ανταπέδωσε ήταν αλαζονικό.
«Δε μιλάς εσύ πρώτη. Εγώ μιλάω πρώτη».
Αιφνιδιάστηκα.
«Σας ζητώ συγγνώμη. Υπέθεσα ότι οι συστάσεις του βασιλιά ήταν
αρκετές».
«Δεν ήταν».
«Ω». Έκανα μια παύση. Και ήμουν σίγουρη ότι τα πήγαινα καλά. «Μήπως
τώρα; Καθώς μου μιλήσατε ήδη;»
Γύρισε τα μάτια της προς τα πάνω.
«Υποθέτω. Τι ρώτησες; Από πού είμαι;»
«Ναι», απάντησα, ανασταίνοντας το χαμόγελο στο πρόσωπό μου.
Επιθεώρησε τα πολλά δαχτυλίδια στα χέρια της.
«Αν σου έλεγα, θα αναγνώριζες καν την ονομασία;»
«Εγώ…»
«Αμφιβάλλω. Απ’ ό,τι έχω μάθει, έχεις ζήσει όλη σου τη ζωή ανάμεσα
στην έπαυλη της οικογένειάς σου και στο Κάστρο Κερέσκεν», είπε,
υψώνοντας το φρύδι της.
«Με αυτά τα δυο, είχα όλα όσα θέλησα ποτέ στον κόσμο», παραδέχτηκα.
«Ίσως να μπορούσα να σας δείξω την αρχιτεκτονική αργότερα; Η λιθοδομία
στο…»
«Όχι», απάντησε γρήγορα, διακόπτοντάς με και τοποθετώντας ξανά το χέρι
της πάνω στο στομάχι της. «Είναι πολύ σημαντικό να ξεκουραστώ».
Ακούμπησε την πλάτη της πίσω στην καρέκλα της, δείχνοντας να βαριέται,
και ήμουν σίγουρη ότι απογοήτευα τον Τζέιμσον. Αναστέναξα,
αποστρέφοντας το βλέμμα μου. Είχα περάσει το μεγαλύτερο μέρος των
τελευταίων είκοσι τεσσάρων ωρών ανησυχώντας ότι δε θα κατάφερνα να
μιλήσω στη Βαλεντίνα καθόλου και τώρα δε θα με πείραζε αν δεν την
άκουγα να μιλάει ποτέ ξανά.
Κοίταξα τους καλεσμένους, ψάχνοντας τους γονείς μου. Εκείνοι θα ήξεραν
πώς να ξεκινήσουν τη συζήτηση από την αρχή. Ίσως να είχε και η Ντέλια
Γκρέις μια ιδέα… Αλλά δεν είδα κανέναν που να αναγνώριζα πέρα από τους
Ιστόφ.
Σηκώθηκα από τη θέση μου για να πάω να ζητήσω τη βοήθειά τους,
φτάνοντας κοντά τους την ώρα που χαιρετούσαν θερμά μια άλλη οικογένεια.
«Δεν ήξερα ότι θα ερχόσουν», έλεγε ο Λόρδος Ιστόφ, σφίγγοντας δυνατά
το χέρι ενός ηλικιωμένου κυρίου. «Χαίρομαι που θα έχω την ευκαιρία να σου
μιλήσω από κοντά για την προσαρμογή μας εδώ, ένα γράμμα δεν μπορεί να
μεταφέρει τα πάντα».
Ο κύριος και η σύζυγός του ήταν μαζί με έναν νεαρό που, από τη μύτη και
τα ζυγωματικά του, ήταν προφανές ότι ήταν ο γιος τους. Ενώ το ζευγάρι ήταν
όλο χαμόγελα που έβλεπαν ξανά τους φίλους τους, ο γιος τους έδειχνε σαν να
προτιμούσε να καθαρίζει έναν στάβλο.
«Σκάρλετ», ψιθύρισα.
Γύρισε.
«Λαίδη Χόλις, δείχνετε εκθαμβωτική!» Το χαμόγελό της ήταν λαμπερό και
είχε μια σχεδόν αδελφική ζεστασιά στο πρόσωπό της.
«Σ’ ευχαριστώ», απάντησα, νιώθοντας λίγο πιο άνετα μαζί της. «Άκου,
χρειάζομαι τη βοήθειά σου. Σε παρακαλώ, πες μου ότι έχεις σκεφτεί κάτι για
να πω στη βασίλισσα. Είναι εμφανές ότι δεν την ενδιαφέρει καθόλου να μου
μιλήσει».
Η Σκάρλετ αναστέναξε.
«Έτσι είναι με όλους… και μάλλον αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο έχει
μόνο μία κυρία επί των τιμών. Αλλά θυμήθηκα ότι σήμερα το πρωί άκουσα
ότι την ενδιαφέρει το φαγητό. Αν υπάρχει δυνατότητα να της δείξετε ένα
καινούργιο πιάτο, πιθανότατα αυτό θα της αρέσει. Ελάτε». Άρπαξε το
μπράτσο μου, τραβώντας με μπροστά. «Θείε Ριντ, θεία Τζοβάνα; Αυτή είναι
η Λαίδη Χόλις. Θα γίνει βασίλισσα». Η Σκάρλετ έλαμπε από περηφάνια και
ακούμπησα το χέρι μου πάνω στο δικό της.
«Χαίρομαι που σας γνωρίζω, αρχόντισσά μου», είπε η θεία της Σκάρλετ.
«Τα νέα για τον επερχόμενο αρραβώνα σας έχουν φτάσει στην Ισόλτη. Ο
κόσμος μιλάει συχνά για την ομορφιά σας, αλλά σας αδικούν».
Ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει λίγο πιο γρήγορα καθώς προσπαθούσα
να τα συνειδητοποιήσω όλα αυτά. Ήταν σουρεαλιστικό να μαθαίνω ότι
άνθρωποι σε άλλες χώρες είχαν ακούσει για μένα, ήξεραν το όνομά μου.
«Είστε πολύ ευγενική», απάντησα, ελπίζοντας ότι ακουγόμουν πιο σίγουρη
από όσο ένιωθα.
«Αυτοί είναι οι Νόρθκοτ», εξήγησε ο Σίλας. «Η θεία και ο θείος μας, και
αυτός είναι ο ξάδελφός μας, ο Ίταν».
Κοίταξα τον νεαρό άντρα, ο οποίος με αγριοκοίταζε.
«Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω», είπα.
«Ναι», απάντησε κοφτά.
Ήταν σχεδόν το ίδιο ψυχρός με τη Βαλεντίνα. Επέτρεψε ένα μικροσκοπικό
χαμόγελο να σχηματιστεί στο πρόσωπό του μόνο όταν ήρθε ο Σαούλ και
τύλιξε τα χέρια του γύρω του. Το κεφάλι του Σαούλ δεν έφτανε ούτε μέχρι το
στήθος του και ο Ίταν έξυσε παιχνιδιάρικα το κεφάλι του ξαδέλφου του.
Έπειτα από αυτή τη στιγμή, έγινε ξανά απαθής σαν μια πανοπλία.
«Μάθαμε ότι θα λάβει χώρα μια κονταρομαχία», είπε ο Λόρδος Νόρθκοτ.
«Ελπίζω να δω έναν από τους δυο σας εκεί». Έδειξε στον Σάλιβαν και τον
Σίλας.
Ο Σάλιβαν απλώς έσκυψε το κεφάλι του και ο Σίλας μίλησε και για τους
δυο: «Ίσως να μη λάβουμε μέρος αυτή τη φορά, αλλά χαίρομαι πολύ που θα
την παρακολουθήσω. Αυτή είναι η πρώτη φορά που βρισκόμαστε εδώ για
κάτι τόσο εορταστικό· δεν ξέρω αν τα πράγματα γίνονται διαφορετικά στην
Κορόα. Δεν το έχω δει ποτέ».
Με κοίταξε για επιβεβαίωση.
«Αμφιβάλλω», είπα, με τον τόνο μου πειρακτικό. «Δεδομένου ότι τόσο
πολλά πράγματα στην Ισόλτη είναι, ας το πούμε, εισαγόμενα από την Κορόα,
είμαι σίγουρη ότι θα σου φαίνονται όλα αρκετά οικεία».
Οι περισσότεροι επέτρεψαν αυτή την παρατήρηση, γελώντας. Αλλά όχι ο
Ίταν.
«Η Ισόλτη είναι εξίσου ισχυρή με την Κορόα. Οι παραδόσεις μας εξίσου
πολύτιμες, ο λαός μας εξίσου ιερός».
«Φυσικά. Το προνόμιο που είχα να γνωρίσω τα ξαδέλφια σας μου δίδαξε
ήδη τόσο πολλά για τον κόσμο πέρα από την Κορόα», είπα, χαμογελώντας
στη Σκάρλετ. «Ελπίζω να επισκεφθώ την Ισόλτη η ίδια μια μέρα».
«Κι εγώ το ελπίζω», έφτυσε ο Ίταν, με τον τόνο του σαρκαστικό. «Είμαι
σίγουρος ότι θα σας υποδεχτούν με σαλπίσματα στο σύνορο».
«Ίταν», είπε απότομα ο πατέρας του. Ακολούθησε ένα αμήχανο σύρσιμο
ποδιών και πολλά σκυμμένα κεφάλια, αλλά εγώ δεν κατάλαβα τι εννοούσε
με αυτό το σχόλιο.
«Δεν καταλαβαίνω, κύριε».
Ο Ίταν με κοίταξε σαν να ήμουν παιδί.
«Όχι. Φυσικά και δεν καταλαβαίνεις. Γιατί να καταλάβεις;»
«Ίταν», ψιθύρισε αυστηρά η μητέρα του.
«Πώς σας προσέβαλα;» ρώτησα, πραγματικά σαστισμένη για το πόσο
γρήγορα με είχαν απορρίψει εκείνος και η Βαλεντίνα.
Μειδίασε.
«Εσύ; Εσύ δεν μπορείς να προσβάλεις κανέναν». Έδειξε τη στέκα μου, η
οποία έκανε το φως να χορεύει κάθε φορά που έκανα ένα βήμα. «Είσαι ένα
διακοσμητικό στοιχείο».
Πήρα μια κοφτή ανάσα, οργισμένη για το γεγονός ότι ένιωθα το δέρμα μου
να κοκκινίζει.
«Συγγνώμη;»
Έγνεψε προς το βάθρο, όπου η Βασίλισσα Βαλεντίνα καθόταν δίπλα στην
άδεια μου θέση.
«Τι βλέπεις εκεί πάνω;»
«Μια βασίλισσα», απάντησα με σιγουριά.
Ο Ίταν κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.
«Αυτό είναι ένα άδειο δοχείο, που έχει επιλεγεί ως κάτι όμορφο για να
κοιτάζει κανείς».
«Ίταν, αρκετά», γρύλισε ο Σίλας. Αλλά τίποτα δεν μπορούσε ν’
αποθαρρύνει τον ξάδελφό του.
«Αν δεν ξέρεις τι συμβαίνει στο ίδιο σου το σύνορο, τι συμβαίνει στον ίδιο
σου τον λαό, τότε το μόνο που μπορώ να συμπεράνω, αρχόντισσά μου, είναι
ότι κι εσύ είσαι το ίδιο: ένα διακοσμητικό στοιχείο για τον βασιλιά σου».
Κατάπια κι ευχήθηκα να ήμουν το ίδιο ψυχρή κι έξυπνη όσο η Ντέλια
Γκρέις. Εκείνη θα είχε διαλύσει αυτό το αγόρι. Αλλά ένα μέρος μου ένιωσε
ότι, σε κάποιο επίπεδο, είχε δίκιο. Αν γινόμουν σύντομα βασίλισσα, έπρεπε
να κοιτάξω τη σειρά των γυναικών στην οποία σύντομα θα αποκτούσα κι εγώ
μια θέση.
Δεν ήμουν στρατιώτης. Δεν ήμουν χαρτογράφος. Δεν ήμουν διαβασμένη ή
υπερβολικά καλοσυνάτη ή εξαιρετική σε κάτι.
Ήμουν όμορφη. Και αυτό δεν ήταν κακό, αλλά από μόνο του είχε πολύ
μικρή αξία. Ακόμα κι εγώ το ήξερα αυτό.
Ωστόσο, δε θα δεχόμουν να με προσβάλλουν για το μοναδικό πράγμα για
το οποίο ήμουν ικανή.
«Καλύτερα ένα διακοσμητικό στοιχείο από την Κορόα παρά ένα κάθαρμα
από την Ισόλτη», σύριξα κρατώντας το κεφάλι μου ψηλά. «Καλωσήρθατε
στην Κορόα, Λόρδε και Λαίδη Νόρθκοτ. Χαίρομαι πολύ που μπορέσατε να
έρθετε». Και με αυτό γύρισα από την άλλη και επέστρεψα στη θέση μου,
που, όπως ήλπιζα ότι ο Ίταν είχε προσέξει, βασικά ήταν ένας θρόνος. Έφερα
στο μυαλό μου την εικόνα του ήλιου ν’ ανατέλλει πάνω από το ποτάμι και
σκέφτηκα πράγματα που με έκαναν χαρούμενη και ήρεμη.
Δε θα έβαζα τα κλάματα. Όχι εδώ, όχι τώρα. Δε θα έδινα σε κανέναν σε
αυτή την αίθουσα –ειδικότερα σε κάποιον από την Ισόλτη– λόγο να σκεφτεί
ότι δεν ήμουν ψύχραιμη και υπομονετική και αρκετά καλή για να βρίσκομαι
στα δεξιά ενός βασιλιά.
15
«Σε παρακαλώ», ικέτευσα. «Είναι απαίσια».
Ο Τζέιμσον χαχάνισε καθώς τριγύριζε στα ιδιωτικά του διαμερίσματα,
αφαιρώντας κάποια από τα πιο βαριά αξεσουάρ που φορούσε τώρα που η
υποδοχή των επισκεπτών μας είχε επισήμως τελειώσει. «Είναι όλοι τους
απαίσιοι», συμφώνησε.
«Νομίζει ότι είναι τόσο ανώτερη. Δεν μπορώ να περάσω ένα βράδυ μαζί
της». Σταύρωσα τα χέρια μου, καθώς θυμήθηκα το στραβωμένο πρόσωπό
της. «Θα προτιμούσα να φάω στους στάβλους».
Ξέσπασε σε γέλια σε αυτό, με τον ήχο να θυμίζει τη βοή από τα πλήθη που
ήταν ακόμα συγκεντρωμένα στην άλλη πλευρά της πόρτας.
«Το ίδιο κι εγώ! Αλλά μην ανησυχείς, Χόλις μου. Αυτή η επίσκεψη είναι
σύντομη και σε λίγο θα φύγουν». Ήρθε κοντά, τυλίγοντας τα χέρια του γύρω
από τη μέση μου. «Και θα μπορούμε να γυρίσουμε σε πιο σημαντικά
πράγματα».
Χαμογέλασα.
«Εσύ είσαι το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο μου. Γι’ αυτό, αν
επιμένεις να φάω μ’ εκείνη την απαράδεκτη γυναίκα, θα το κάνω».
Έβαλε το χέρι του κάτω από το πιγούνι μου, σηκώνοντας το πρόσωπό μου
προς το δικό του.
«Θα σε απαλλάξω. Αυτή τη φορά», πρόσθεσε με έναν τόνο που ήταν
σχεδόν σοβαρός. «Αλλά, δυστυχώς, εγώ πρέπει να δειπνήσω με τον Κουίντεν
απόψε για να συζητήσουμε κάποιες εμπορικές συμφωνίες… πράγματα που
θα σου προκαλούσαν ανία. Γι’ αυτό εντάξει. Μπορείς να περάσεις τη βραδιά
με τις κυρίες σου».
Πήρα το χέρι που βρισκόταν κάτω από το πιγούνι μου και το σήκωσα για
να το φιλήσω.
«Σας ευχαριστώ, Μεγαλειότατε».
Ένα βλέμμα ικανοποίησης έλαμψε στα μάτια του και μου ήταν δύσκολο να
συγκεντρωθώ κάτω από το βάρος της ματιάς του.
«Καλύτερα να γυρίσεις πίσω», είπε. «Μην ανησυχείς, θα σε δικαιολογήσω
απόψε».
«Πες της ότι έπαθα ασφυξία κάτω από μια στοίβα φορεμάτων από την
Ισόλτη», αστειεύτηκα και έφυγα με τον ήχο του γέλιου του ν’ αντηχεί στ’
αυτιά μου.
Έξω, η Ντέλια Γκρέις και η Νόρα περίμεναν υπομονετικά.
«Ελάτε, κυρίες μου, δε νιώθω καλά», είπα με προσποιητή σοβαρότητα.
«Νομίζω ότι είναι καλύτερα να αποσυρθώ για την ώρα».
Η Ντέλια Γκρέις το κατάλαβε αμέσως και με ακολούθησε καθώς
περπατούσα προσεκτικά ανάμεσα στο πλήθος. Σε μια γωνιά είδα επιτέλους
τους γονείς μου. Η μητέρα μου κοιτούσε αφ’ υψηλού τον κόσμο που την
πλησίαζε, προφανώς για να συγχαρεί εκείνη και τον πατέρα για τη μεγάλη
τους επιτυχία. Δε θα ήταν φοβερό να λένε σε όλους ότι επιλέχθηκα από τον
βασιλιά επειδή είμαι το αντίθετο από αυτό στο οποίο προσπάθησαν να με
μετατρέψουν;
Ακόμα και με όλα όσα είχαν γίνει, δε μου μιλούσαν σχεδόν καθόλου, παρά
μόνο για να με διορθώσουν ή να προσπαθήσουν να πάρουν μια απόφαση εκ
μέρους μου. Η απόμακρη στάση τους απλώς με διευκόλυνε να τους
αψηφήσω.
Κοίταξα πάνω από τον ώμο μου τη Νόρα.
«Γιατί δε συγκεντρώνεις μερικές ακόμα κυρίες για να έρθουν στο δωμάτιό
μου; Θα είναι ωραία να έχουμε περισσότερα άτομα σ’ εκείνον τον χώρο».
«Φυσικά, αρχόντισσά μου», απάντησε χαρούμενα.
«Θα προσπαθήσω να βρω και έναν δυο μουσικούς. Να περάσουμε ένα
ωραίο απόγευμα», σκέφτηκα φωναχτά. Αυτό το σχέδιο ακουγόταν όλο και
καλύτερο με το κάθε λεπτό που περνούσε. Πρόλαβα τη Νόρα πριν
απομακρυνθεί πολύ. «Και βρες και τη Σκάρλετ Ιστόφ, αν μπορείς. Και
μάλιστα, αν ολόκληρη η οικογένεια Ιστόφ θα ήθελε να δραπετεύσει από την
παρουσία του πρώην βασιλιά τους, πες τους ότι είναι ευπρόσδεκτοι στα
διαμερίσματά μου».
Ένευσε και έφυγε για να μας φέρει μια μικρή παρέα. Τουλάχιστον αυτή η
μέρα θα άλλαζε λίγο προς το καλύτερο. Είχα απαλλαγεί από μια βραδιά με τη
Βαλεντίνα και τώρα θα είχα την ευκαιρία να χορέψω.

Η Νόρα άνοιξε την πόρτα για τη Γιοάνα και τη Σέσιλι, καθώς εγώ βοηθούσα
την Ντέλια Γκρέις να βάλει τις τελευταίες καρέκλες μπροστά στον τοίχο.
Ο κυρίως χώρος στην περιοχή υποδοχής τώρα ήταν άδειος για χορό και
συζήτηση, ενώ είχα καλέσει έναν από τους μουσικούς της αυλής για να
έχουμε μουσική. Μετά την τρέλα της μετακόμισης και την ένταση της
συνάντησης με τη Βαλεντίνα, αυτό θα ήταν ένα υπέροχο δώρο.
«Σας ευχαριστούμε που μας καλέσατε». Η Σέσιλι ήρθε και μας χαιρέτησε
με μια μικρή υπόκλιση.
«Ω, παρακαλώ. Θυμάστε την Ντέλια Γκρέις, φυσικά», είπα, γνέφοντας
προς το μέρος της. Η Ντέλια Γκρέις στεκόταν με το κεφάλι της ψηλά,
γνωρίζοντας ότι επιτέλους βρισκόταν σε μια θέση που δεν μπορούσε να
αρνηθεί κανείς ότι ήταν υψηλή.
«Ναι». Δίπλα της, η Γιοάνα ξεροκατάπιε. «Χαίρομαι πολύ που σε βλέπω».
«Ντέλια Γκρέις, αγαπητή μου, θα τις οδηγήσεις να πιουν κάτι;»
Ένευσε, καθώς δεν ήταν υποχρεωμένη να μιλήσει σε κανέναν, αν δεν
ήθελε, ενώ ήμουν σίγουρη ότι απολάμβανε τη γνώση ότι, έστω κι αν κάποια
την κοιτούσε στραβά, θα την έδιωχνα από το δωμάτιο.
Ακούστηκε άλλο ένα χτύπημα και η Νόρα άνοιξε ξανά την πόρτα.
«Σκάρλετ!» φώναξα. «Χαίρομαι πολύ που μπόρεσες να έρθεις».
Χάρηκα που είδα τους γονείς της και τον Σαούλ να ακολουθούν πίσω της,
αλλά ξαφνιάστηκα όταν πρόσεξα ότι είχαν έρθει και οι Νόρθκοτ. Και μετά, ο
Σίλας Ιστόφ μπήκε από την πόρτα, τελευταίος, λες και ήθελε σκόπιμα να
είναι εκείνος που θα έμενε στο μυαλό μου. Και η καρδιά μου άρχισε να
χοροπηδάει λες και ήταν παγιδευμένη μέσα στο στήθος μου.
Καθάρισα τον λαιμό μου, γυρίζοντας για να υποδεχτώ τους καλεσμένους
μου.
Ο Λόρδος Ιστόφ πλησίασε, κάνοντας μια υπόκλιση.
«Σας ευχαριστούμε που μας καλέσατε. Ήταν πιο… αγχωτικό τελικά από
όσο περιμέναμε που είδαμε ξανά τον Βασιλιά Κουίντεν».
Έγειρα το κεφάλι μου με συμπόνια.
«Μπορείτε να κρυφτείτε όλοι εδώ όσο θέλετε. Το διαμέρισμα είναι
τεράστιο και έχουμε άφθονο φαγητό… θα κατασκηνώσουμε εδώ»,
αστειεύτηκα. «Παρακαλώ, βολευτείτε».
Η Ντέλια Γκρέις είχε ήδη αρχίσει να κινείται στον ρυθμό της μουσικής και
τη μιμήθηκα, σε έναν χορό που είχαμε κάνει τη χορογραφία μόνες μας την
προηγούμενη χρονιά.
«Eίναι πολύ όμορφος», σχολίασε η Νόρα καθώς η Ντέλια Γκρέις κι εγώ
είχαμε ενώσει τους καρπούς μας και περπατούσαμε η μία γύρω από την
άλλη.
«Ευχαριστούμε», απάντησε η Ντέλια Γκρέις. «Περάσαμε εβδομάδες
προβάροντάς τον».
«Πρέπει να δοκιμάσεις να κάνεις τη χορογραφία και για τον χορό για την
ημέρα της στέψης», πρόσθεσε η Νόρα.
Η Ντέλια Γκρέις έδειχνε σχεδόν αποσβολωμένη από την ευγενική πρόταση.
«Αν η Λαίδη Χόλις το επιθυμεί. Σ’ ευχαριστώ».
Όταν ο χορός τελείωσε και έπαιξε ένα καινούργιο τραγούδι,
παρακολούθησα τη Νόρα να ξεκινάει έναν δικό της χορό. Ειλικρινά, αν
εκείνη και η Ντέλια Γκρέις έκαναν τη χορογραφία για τον χορό μας,
πιθανότατα θα ήταν ένας από τους καλύτερους που θα είχα χορέψει ποτέ.
Αρκετές φορές η προσοχή μου αποσπάστηκε από ένα ζευγάρι μπλε μάτια
που παρακολουθούσαν με ικανοποίηση από μια καρέκλα στον τοίχο.
Κοίταξα τον Σίλας, μιλώντας καθώς λικνιζόμουν με τη μουσική.
«Χορεύετε, κύριε;»
Κάθισε λίγο πιο στητός.
«Περιστασιακά. Αλλά από όλους στην οικογένεια ο Ίταν είναι ο
καλύτερος», είπε, νεύοντας προς τον ξάδελφό του στην άλλη άκρη του
δωματίου. Έψαξα και τον βρήκα να μελετά συνοφρυωμένος τις ταπισερί, με
τα χέρια του πίσω από την πλάτη του, δείχνοντας να βρίσκεται εδώ παρά τη
θέλησή του.
«Θα αστειεύεσαι μάλλον».
Ο Σίλας γέλασε.
«Καθόλου».
«Σε παρακαλώ, μην προσβληθείς αν δεν τον προσκαλέσω να χορέψουμε».
Έκανε μια γκριμάτσα.
«Με τη διάθεση που έχει τώρα, δε νομίζω ότι θα δεχόταν ούτως ή άλλως».
Αναστέναξα, σίγουρη γι’ αυτό.
«Εσύ θα δεχόσουν;»
Κατάπιε και κοίταξε το πάτωμα.
«Θα δεχόμουν… αν και ίσως όχι σήμερα». Όταν σήκωσε ξανά το πρόσωπό
του για να με κοιτάξει, παρατήρησα ένα ελαφρύ κοκκίνισμα στα μάγουλά
του και δεν τον αδικούσα που δεν ήθελε να χορέψει μπροστά σε μια τόσο
οικεία συντροφιά.
«Λαίδη Χόλις, ελάτε να δείτε», φώναξε η Σέσιλι και διέσχισα σιωπηλά το
δωμάτιο, πράγμα που, ευτυχώς, μου έδωσε τον χρόνο να καταπνίξω το
χαμόγελο στο πρόσωπό μου. Τι είχε ο Σίλας Ιστόφ και μετέτρεπε τον αέρα
μέσα στο δωμάτιο σε κάτι πιο γλυκό; Έκανε τα πάντα να φαίνονται…
εύκολα. Τα λόγια έβγαιναν πιo καθαρά, οι σκέψεις δεν ήταν τόσο θολές. Δεν
είχα συνειδητοποιήσει ότι οι άνθρωποι μπορούσαν να το κάνουν αυτό,
μπορούσαν να κάνουν τα πάντα πιο ξεκάθαρα.
Ο κόσμος στο δωμάτιο χωρίστηκε σε χαλαρές συζητήσεις και ξεσπάσματα
γέλιου, δημιουργώντας μου μια χαρούμενη διάθεση. Και όταν με κάποιον
τρόπο κατέληξα να έχω τον μικρό Σαούλ καβαλιέρο στον χορό, το ένιωσα
απολύτως φυσικό. Τον στριφογύριζα ξεσηκώνοντας χειροκροτήματα και
ήταν ωραίο να βλέπω τα δάκρυά του της προηγούμενης μέρας να αφήνουν τη
θέση τους στο γέλιο. Όταν το τραγούδι τελείωσε, έσκυψα και φίλησα τον
Σαούλ στο μάγουλο.
«Σας ευχαριστώ, κύριε. Είστε υπέροχος χορευτής».
Ο βιολιστής συνέχισε να παίζει στο βάθος, ενώ ο κόσμος μιλούσε. Καθώς
καθόμασταν όλοι και συζητούσαμε, τα καινούργια διαμερίσματα έδειχναν ότι
θα μπορούσαν τελικά να γίνουν ένα άνετο μέρος.
«Ο βασιλιάς θα πρέπει να νοιάζεται για σένα πολύ», είπε ο Σίλας και ήρθε
να σταθεί δίπλα μου. «Αυτά τα δωμάτια είναι εκπληκτικά. Μου θυμίζουν τα
δωμάτιά μας στο Παλάτι Τσέτγουιν. Αλλά η αρχιτεκτονική της Κορόα είναι
πολύ διαφορετική. Νομίζω ότι οι πέτρες από μόνες τους αλλάζουν τα πάντα».
«Πώς κι έτσι;» ρώτησα. Ήταν η ίδια πέτρα που ήξερα όλη μου τη ζωή.
«Στην Ισόλτη, τα κτίρια έχουν μια απαλή πράσινη ή μπλε απόχρωση. Είναι
ένα ορυκτό μέσα στις πέτρες κοντά στη βορειοανατολική ακτή. Είναι πολύ
όμορφο, αλλά τον χειμώνα ιδιαίτερα κάνει τα πάντα να δείχνουν πολύ
σκοτεινά. Οι δικές σας πέτρες έχουν πολύ ζεστά χρώματα μέσα τους. Έτσι τα
πάντα δείχνουν πιο φωτεινά, πιο φιλικά. Και όταν το συνδυάσεις αυτό με το
εντυπωσιακό μέγεθος των διαμερισμάτων, είναι πολύ όμορφο».
Ένευσα, με διάφορα συναισθήματα να πλημμυρίζουν την καρδιά μου.
«Είναι άνετα, το πιο όμορφο μέρος μέρος στο οποίο έχω κοιμηθεί, αλλά θα
έλεγα ψέματα αν ισχυριζόμουν ότι δε μου λείπει η απλότητα του παλιού μου
δωματίου και κυρίως το ότι τις περισσότερες μέρες ήξερα τι επρόκειτο να
συμβεί».
Κατάπια, καθώς για άλλη μια φορά αναρωτήθηκα αν είχα πει πάρα πολλά,
νιώθοντας ωστόσο ότι ήταν ο μόνος με τον οποίο ήθελα να μοιραστώ πάρα
πολλά.
Χαμογέλασε απαλά.
«Υπάρχει μια ομορφιά στην απλότητα, έτσι δεν είναι;» Κοίταξε ξανά γύρω
του το δωμάτιο. «Κάποια στιγμή στη ζωή μου ίσως να επέλεγα τα καινούργια
ρούχα, το πιο εκλεπτυσμένο φαγητό, την πολυτέλεια της αυλής. Αλλά μπορώ
να πω ότι, όταν τα έχασα, έμαθα ότι τίποτα σε αυτόν τον κόσμο δεν μπορεί
να αντικαταστήσει την αφοσίωση, την υπομονή και την αληθινή στοργή».
Αναστέναξα.
«Νομίζω ότι είμαι αναγκασμένη να συμφωνήσω μαζί σου. Το πιο πολύτιμο
αγαθό που θα μπορούσες να έχεις είναι η βεβαιότητα της θέσης σου στην
καρδιά κάποιου. Είναι πολύ καλύτερη από οποιοδήποτε κολιέ, πολύ
καλύτερη από οποιοδήποτε διαμέρισμα».
Μοιραστήκαμε ένα σιωπηλό βλέμμα.
«Θα αντάλλασσες το χρυσό σου στέμμα για ένα στέμμα φτιαγμένο από
λουλούδια, λοιπόν;» ρώτησε με ένα χαμόγελο.
«Μπορεί και να το έκανα».
«Νομίζω ότι θα σου ταίριαζε», σχολίασε και βρέθηκα να κρατάω το
βλέμμα του πάνω του για μια δυο στιγμές παραπάνω από όσο ήταν
απαραίτητο.
«Είπα στον πατέρα σου ότι είστε ευπρόσδεκτοι να κρυφτείτε εδώ όσο
θέλετε. Αν χρειαστείτε κάτι, ξέρετε πού βρίσκονται τα δωμάτιά μου. Μη
φοβηθείτε να ζητήσετε το οτιδήποτε».
Κούνησε το κεφάλι του.
«Μας έχεις ήδη δώσει πολλά. Κοίτα πόσο χαρούμενοι είναι η Σκάρλετ και
ο Σαούλ. Δε θα μπορούσα να ζητήσω περισσότερα».
Είχε δίκιο. Χαμογελούσαν όλοι… με μια εξαίρεση.
«Σ’ ευχαριστώ, επί τη ευκαιρία. Που προσπάθησες να με υπερασπιστείς
νωρίτερα».
Ο Σίλας σήκωσε το βλέμμα του, βρίσκοντας τον ξάδελφό του, όπως είχα
κάνει εγώ, μόνο του, να δείχνει δυστυχισμένος.
«Αν σε ήξερε, δε θα έλεγε τέτοια πράγματα. Του είπα πόσο καλή ήσουν
μαζί μας, πόσο ευγενική. Του είπα με τι καλά λόγια μιλάει η αδελφή μου για
σένα, ότι ακόμα και ο Σάλιβαν χαμογελάει όταν ακούει το όνομά σου».
«Αλήθεια;» ρώτησα.
Ο Σίλας ένευσε με περηφάνια. Εκτίμησα ιδιαίτερα το κομπλιμέντο της
σιωπηλής έγκρισης του Σάλιβαν.
«Η μητέρα μου επαινεί τη γενναιότητά σου, ο πατέρας μου λέει ότι είσαι
σοφή για την ηλικία σου κι εγώ…»
Σταμάτησε γρήγορα και σήκωσα το βλέμμα μου να τον κοιτάξω,
πεθαίνοντας να μάθω πώς τελείωνε αυτή η φράση.
«Κι εσύ;»
Με κοίταξε έντονα και μπορούσα να δω ότι οι λέξεις ήταν παγιδευμένες
στο στόμα του. Κοίταξε το έδαφος, πήρε μια βαθιά ανάσα και σήκωσε το
βλέμμα του ξανά σ’ εμένα.
«Κι εγώ είμαι πολύ χαρούμενος που βρήκα μια φίλη στην Κορόα. Πίστευα
στ’ αλήθεια ότι ίσως να ήταν αδύνατον».
«Ω». Κοίταξα γύρω μου στο δωμάτιο, ελπίζοντας ότι δε θα μπορεί κανείς
να διαβάσει την απογοήτευση στο πρόσωπό μου. «Λοιπόν, τόσο καλόκαρδη
που είναι η οικογένειά σου, εμένα δε μου φαίνεται καθόλου απίστευτο. Και
θα έχεις πάντα τη φιλία μου».
«Σ’ ευχαριστώ», ψιθύρισε.
«Σίλας;»
Γυρίσαμε αμέσως και οι δυο όταν ακούσαμε τη φωνή της μητέρας του.
«Με συγχωρείς», είπε και αισθάνθηκα ότι αυτή η διακοπή με έσωσε.
«Φυσικά. Άλλωστε πρέπει να μιλήσω και με τους άλλους», είπα καθώς
εκείνος απομακρυνόταν.
Για λόγους τους οποίους δεν μπορούσα να εξηγήσω, πήρα ένα ποτήρι
μπίρα και πλησίασα τη σκυθρωπή φιγούρα που στεκόταν μπροστά στο
μεγάλο παράθυρο.
«Συμβαίνει κάτι, Σερ Ίταν;» ρώτησα, προσφέροντάς του το ποτήρι. Το
πήρε χωρίς να μ’ ευχαριστήσει.
«Δε θέλω να σας προσβάλω. Τα δωμάτιά σας είναι πολύ όμορφα. Είμαι
σίγουρος ότι πεθαίνατε να τα επιδείξετε».
Κούνησα το κεφάλι μου.
«Δε σας κάλεσα γι’ αυτό».
«Φαντάζομαι ότι ο βασιλιάς σας θέλει να γυρίσουμε στην πατρίδα μας και
να πούμε σε όλους πόσο καλά φέρεται στη μελλοντική του βασίλισσα. Αλλά
δεν έχω χρόνο για κουτσομπολιά. Θα προτιμούσα να ήμουν σπίτι μου».
«Α, για κοίτα εκεί. Έχουμε κάτι κοινό». Γύρισα και πήγα κοντά στην
Ντέλια Γκρέις, αποφασισμένη να μην τον αφήσω να μου χαλάσει τη διάθεση.
«Αυτός ο άντρας είναι απαίσιος. Αν δεν ήταν συγγενής των ανθρώπων που
με βοήθησαν τόσο, θα τον είχα πετάξει έξω τώρα».
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Νόρα, ακούγοντας το τέλος της φράσης μου.
«Τίποτα. Απλώς ο ξάδελφος των Ιστόφ, ο Ίταν, είναι λίγο σνομπ».
«Λες και κάποιος Ισόλτιος έχει το περιθώριο να είναι σνομπ εδώ»,
μουρμούρισε η Ντέλια Γκρέις.
Κοίταξα πάνω από τον ώμο μου, ελπίζοντας ότι κανείς δε βρισκόταν
αρκετά κοντά για να το ακούσει αυτό.
«Επί τη ευκαιρία», συνέχισε, «νομίζω ότι θα ακολουθήσω τη συμβουλή της
Νόρα και θα αρχίσω να κάνω τη χορογραφία για τον χορό μας για την ημέρα
της στέψης. Για να είμαστε προετοιμασμένες».
«Καλή ιδέα. Όλα δείχνουν να γίνονται τόσο βιαστικά τελευταία».
«Θέλω να είμαστε λίγες, μόνο τέσσερα κορίτσια. Γι’ αυτό πρέπει να
επιλέξεις άλλη μία και είμαστε έτοιμες».
«Καλή ιδέα. Χμμ». Έφερα στο μυαλό μου όλα τα άλλα κορίτσια στην
αυλή. Πολλές από αυτές δεν τις ήξερα πολύ καλά, ενώ αυτές που ήξερα δεν
τις συμπαθούσα ιδιαίτερα. Θεούλη μου, αν δεν μπορούσα να βρω μία με την
οποία να θέλω να χορέψω, πώς θα κατάφερνα να σχηματίσω έναν κύκλο
γύρω μου; Κοίταξα γύρω μου στο δωμάτιο, προσπαθώντας να δω αν θα
έβρισκα κάποια που να ταιριάζει, όταν τα μάτια μου φωτίστηκαν από το
μόνο άτομο που ήξερα ότι θα ήταν τέλειο. «Σκάρλετ;» είπα, πηγαίνοντας
κοντά της, ενώ συζητούσε με τη θεία της.
«Ναι, Λαίδη Χόλις;»
«Γνωρίζεις για την ημέρα της στέψης;» Μισόκλεισα τα μάτια μου. «Τολμώ
να πω ότι δεν ξέρω καμία από τις γιορτές της Ισόλτης».
«Έχω ακούσει γι’ αυτήν. Ο σκοπός της δεν είναι να τιμά τη δημιουργία της
βασιλικής γραμμής;»
«Ναι! Γίνεται συμβολικά ξανά η στέψη του βασιλιά και του ορκιζόμαστε
αφοσίωση. Είναι η αγαπημένη μου γιορτή. Οι περισσότεροι κοιμούνται όλη
τη μέρα, οι εορτασμοί ξεκινούν το απόγευμα και όλοι γλεντούν κατά τη
διάρκεια της νύχτας».
Τα μάτια της Λαίδης Νόρθκοτ γούρλωσαν.
«Αυτές είναι οι γιορτές που μου αρέσουν. Ίσως να μετακομίσουμε κι εμείς
εδώ».
Γέλασα από τον ενθουσιασμό της.
«Λοιπόν, ένα κομμάτι του εορτασμού είναι ο χορός. Σχεδόν κάθε κορίτσι
στην αυλή συμμετέχει σε κάποιον χορό. Θα ήθελες να λάβεις μέρος με την
Ντέλια Γκρέις, τη Νόρα κι εμένα; Θα είναι μια υπέροχη ευκαιρία να
εντυπωσιάσεις τον βασιλιά».
Το πρόσωπό της φωτίστηκε.
«Ω, θα το ήθελα πολύ. Πότε ξεκινάμε;»
«Αφού φύγει ο Βασιλιάς Κουίντεν. Μέχρι τότε δε θα έχω χρόνο να σκεφτώ
τον χορό».
«Φυσικά. Ενημερώστε με πότε κάνετε πρόβα και θα έρθω».
Η θεία της έδειχνε πολύ ικανοποιημένη εκ μέρους της. Στη γωνία είδα τον
Σίλας να προσπαθεί να μη χαμογελάσει.
Ναι, η Βαλεντίνα ήταν ψυχρή και ο Ίταν ήταν αγενής. Δυο φορές. Αλλά
όταν είδα τα λαμπερά μάτια του Σίλας να με κοιτάζουν με ευγνωμοσύνη, το
μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν ότι ήταν μια πολύ καλή μέρα.
16
Το επόμενο πρωί ανακάθισα στο κρεβάτι μου, εισπνέοντας γεμάτη ελπίδα
τον πρωινό αέρα. Αν υπήρχε κάτι που μπορούσε να βελτιώσει μια αγχωμένη
διάθεση, αυτό ήταν οι ζογκλέρ και οι μουσικοί και τα αγωνίσματα στο πεδίο
του τουρνουά.
«Ανυπομονώ για το τουρνουά». Η Νόρα ήρθε και με σκούντηξε για να
κάνω στην άκρη πάνω το κρεβάτι. Υπάκουσα και τράβηξε τα μαλλιά μου
πάνω από την πλάτη μου, αρχίζοντας να τα βουρτσίζει.
«Κι εγώ». Τράβηξα τα πόδια μου κοντά στο στήθος μου και τύλιξα τα
χέρια μου γύρω τους, νιώθοντας σχεδόν ότι έπρεπε να κρατήσω το
συναίσθημα μέσα μου.
«Θα ιππεύσει ο Τζέιμσον σήμερα;»
Κούνησα το κεφάλι μου.
«Θα συνοδεύει τον Βασιλιά Κουίντεν καθ’ όλη τη διάρκεια των
αγωνισμάτων και, εφόσον η πανοπλία από μόνη της θα έριχνε τον Κουίντεν
στο έδαφος», είπα δηκτικά, «νομίζω ότι σήμερα θα είναι απλώς θεατής. Δεν
είμαι καν σίγουρη αν θα μπω στον κόπο να φορέσω ένα έμβλημα».
«Γιατί όχι; Δε χρειάζεται να το δώσεις».
«Θα δούμε. Όπως και να έχει, θέλω να φορέσω το κόκκινο μισοφόρι μου,
αλλά με το χαρακτηριστικό μου χρυσό από πάνω».
Ένευσε.
«Ωραίο θα δείχνει. Και θα ήταν καλύτερα να σηκώσουμε τα μαλλιά σου
επάνω για να μη λερωθούν. Έλα». Πήγαμε στο έπιπλο της τουαλέτας για να
μαζέψουμε τα μαλλιά μου με ένα χρυσαφί διχτάκι, χρησιμοποιώντας μια
πλατιά σατέν κορδέλα για να κρατάει το μπροστινό μέρος των μαλλιών μου
στη θέση του.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ποιον στηρίζω σήμερα, έτσι δεν είναι;»
«Με τόσο κόκκινο όχι». Χαμογέλασε.
Την κοίταξα μισοκλείνοντας τα μάτια μου.
«Πού είναι η Ντέλια Γκρέις;»
«Το φόρεμά της είχε κάποιο πρόβλημα και έπρεπε να πάει να βρει
κλωστή».
Σήκωσα τα φρύδια μου.
«Γι’ αυτό είναι τόσο ήρεμα εδώ».
Η Νόρα γέλασε, καθώς έψαχνα το συρτάρι μου, βγάζοντας κορδέλες και
μαντίλια.
«Να θυμάσαι να ζητωκραυγάζεις δυνατά και να προσέχεις να μην κλέψει
την καρδιά σου κάποιος όμορφος ιππότης», την προειδοποίησα. Αν και
ήξερα ότι ο Τζέιμσον θα καθόταν δίπλα μου, άρχισα να στριφογυρίζω ένα
μαντίλι στο χέρι μου. Σκέφτηκα ότι η Νόρα είχε δίκιο· θα μπορούσα να έχω
ένα και να μην το δώσω. Το έχωσα στο μανίκι του φορέματός μου, καθώς η
Ντέλια Γκρέις μπήκε στο δωμάτιο, γεμάτη ένταση.
«Γιατί αυτή η καταραμένη μοδίστρα βρίσκεται τόσο μακριά στο κάστρο;
Δε χρειάζεται ποτέ κανείς σε αυτή την πλευρά του παλατιού βελόνα και
κλωστή;» Ξεφύσησε καθώς μας επιθεωρούσε για να βεβαιωθεί ότι τα
φορέματά μας έστρωναν καλά επάνω μας και τα μαλλιά μας ήταν
καλοχτενισμένα.
«Η πρώτη μου δουλειά θα είναι να παραχωρήσω στις μοδίστρες μερικά
δωμάτια σε αυτή την πλευρά», υποσχέθηκα. «Είμαι σίγουρη ότι θα τις
χρειάζονται περισσότεροι απ’ ό,τι φανταζόμαστε».
Στερέωσε μια τούφα που είχε πέσει στον λαιμό μου πίσω στο διχτάκι,
νεύοντας έντονα.
«Μερικές φορές, Χόλις, νομίζω ότι είμαστε οι μόνες που ξέρουμε τι
συμβαίνει εδώ. Ορίστε, είσαι εντάξει».
«Πάμε, κυρίες μου», είπα, δίνοντας μια κορδέλα στην Ντέλια Γκρέις πριν
βγούμε έξω. Κρατούσα το κεφάλι μου ψηλά καθώς περπατούσαμε ανάμεσα
στο πλήθος για να φτάσουμε στο θεωρείο του βασιλιά όπου καθόταν ο
Τζέιμσον. Ο Βασιλιάς Κουίντεν καθόταν στ’ αριστερά του με την πολύτιμη
βασίλισσά του δίπλα του. Αναστέναξα. Τουλάχιστον, εφόσον καθόταν στην
άλλη πλευρά του θεωρείου, οι πιθανότητες να αναγκαστούμε να
συζητήσουμε ήταν μηδαμινές.
Καθώς πλησίαζα, είδα έναν νεαρό άντρα με πανοπλία να με πλησιάζει.
«Σίλας Ιστόφ, εσύ είσαι;» ρώτησα, αν και η απάντηση ήταν προφανής,
καθώς δεξιά και αριστερά του βρίσκονταν οι γονείς του και ο φρικτός του
ξάδελφος.
Έβγαλε το κράνος του και μου έκανε μια γρήγορη υπόκλιση.
«Πράγματι, εγώ είμαι, Λαίδη Χόλις. Τελικά θα δοκιμάσω την τύχη μου
στην ξιφομαχία. Και κοιτάξτε», συνέχισε ο Σίλας, κάνοντας μια στροφή
γύρω από τον εαυτό του. Δε μου πήρε πολλή ώρα για να καταλάβω.
Συνάντησα τα μάτια των γονιών του, οι εκφράσεις των οποίων ήταν κάτι
ανάμεσα στην ικανοποίηση και την επιφυλακτικότητα.
«Δε φοράς κόκκινο και δε φοράς μπλε».
Λίγο πιο πέρα, η θεία και ο θείος του τους φώναξαν. Ο Λόρδος και η Λαίδη
Ιστόφ τούς χαιρέτησαν και συνέχισαν τον δρόμο τους καθώς εγώ στράφηκα
στις κυρίες μου.
«Ντέλια Γκρέις, Νόρα. Μπορείτε να πάτε στις θέσεις μας. Θα έρθω σε
λίγο». Υπάκουσαν γρήγορα και έμεινα με τον Σίλας και τον Ίταν, αν και
ευχόμουν να πάρει ο Ίταν την ξινισμένη του έκφραση και ν’ ακολουθήσει τη
θεία και τον θείο του.
«Δεν ανησυχείς μήπως προσβάλεις κάποιον;» ρώτησα τον Σίλας
χαμηλόφωνα.
«Το αντίθετο. Είμαι περήφανος για το παρελθόν και το παρόν μου, κι έτσι
ελπίζω να τιμήσω και τους δύο βασιλιάδες σήμερα».
Κάθε φορά που μάθαινα κάτι νέο για τον Σίλας, ανακάλυπτα ότι τον
θαύμαζα όλο και περισσότερο.
«Αυτό είναι πολύ ευγενές, κύριε».
Δίπλα του, ο Ίταν γύρισε τα μάτια του προς τα πάνω.
«Κι εσείς, Σερ Ίταν;» ρώτησα. «Δε θα λάβετε μέρος σήμερα; Δεν έχετε
αρκετό θάρρος για να συμμετέχετε σε τουρνουά;»
Με κοίταξε σαν να ήμουν ένα έντομο.
«Δε συμμετέχω σε ψεύτικους πολέμους, αρχόντισσά μου. Πολεμώ σε
αληθινούς. Μια λόγχη και ένα αμβλύ σπαθί δε με τρομάζουν».
Κοίταξα ξανά τον Σίλας.
«Ο ξάδελφός μου έχει καταταγεί στον στρατό της Ισόλτης πολλές φορές»,
είπε περήφανα. «Πολεμάει για να διατηρήσει την ειρήνη κατά μήκος του
συνόρου».
Δε μου άρεσε που περνούσα χρόνο με κάποιον που πολεμούσε ενάντια
στους συμπατριώτες μου, αλλά δεν μπορούσα να αρνηθώ ότι αυτό απαιτούσε
γενναιότητα.
«Τότε, λοιπόν, έχετε τον θαυμασμό μου για το θάρρος σας και τη συμπόνια
μου για τις θυσίες που είμαι σίγουρη ότι έχετε κάνει».
Έκανε έναν μορφασμό.
«Δε χρειάζομαι τίποτα από τα δύο. Όχι από εσάς».
Κούνησα το κεφάλι μου και μάζεψα το φόρεμά μου.
«Χαίρομαι που δε θα βγάλετε το σπαθί σας σήμερα, Σερ Ίταν. Αν
μπορούσατε να κάνετε το ίδιο και με τη γλώσσα σας, ίσως η παρέα σας να
είναι πιο καλοδεχούμενη».
Με άλλη μια ξινισμένη έκφραση, έφυγε θυμωμένος, αφήνοντάς με μόνη με
τον Σίλας. Επιτέλους.
«Προσπάθησα».
Χαμογέλασε σηκώνοντας τους ώμους του.
«Το ξέρω. Αυτό μού αρέσει σ’ εσένα. Πάντα προσπαθείς».
Το σκέφτηκα αυτό. Ο Ίταν με είχε αποκαλέσει διακοσμητικό στοιχείο, η
Ντέλια Γκρέις δεν έχανε την ευκαιρία να μου υπενθυμίζει ότι ήμουν κακή
μαθήτρια και οι γονείς μου… αυτοί μού έβρισκαν ατελείωτα ελαττώματα.
Αλλά ο Σίλας εντόπιζε διαρκώς πράγματα που δεν ήξερα για μένα. Είπε ότι
του άρεσε ο τρόπος με τον οποίο σκεφτόμουν. Και είχε δίκιο, είχα πολλές
καλές ιδέες. Και είπε ότι προσπαθούσα, και είχε και σε αυτό δίκιο. Δεν τα
παρατούσα εύκολα.
Έπιασα τον εαυτό μου να εύχεται να είχα έναν λόγο να μείνω κοντά του για
λίγο παραπάνω. Αντί γι’ αυτό, έκανα μια μικρή υπόκλιση με το κεφάλι μου
και αποχώρησα, κοιτάζοντας πίσω μου καθώς απομακρυνόμουν. Ένιωθα ένα
άγνωστο συναίσθημα όταν ήμουν κοντά στον Σίλας, λες και μας ένωνε μια
κλωστή και με τραβούσε κοντά του, αν απομακρυνόμουν πολύ. Είχα αρχίσει
να σκέφτομαι ότι η μοίρα είχε κάνει τους δρόμους μας να συναντηθούν,
αλλά, αν σκεφτεί κανείς πόσο διαφορετικά είχαν ξεκινήσει οι δρόμοι μας,
δεν μπορούσα να μαντέψω γιατί. Ενστικτωδώς, έβγαλα το μαντίλι μου από
το μανίκι μου και το άφησα να πέσει στο έδαφος πριν φύγω.
Αμέσως όταν έφτασα στο βασιλικό θεωρείο, έκανα μια υπόκλιση μπροστά
στον Βασιλιά Τζέιμσον.
«Μεγαλειότατε».
«Λαίδη Χόλις, είσαι εκθαμβωτική σήμερα. Πώς θα μπορέσω να
συγκεντρωθώ στους αγώνες;»
Χαμογέλασα και μετά ένευσα στον Βασιλιά Κουίντεν και στη Βασίλισσα
Βαλεντίνα.
«Μεγαλειότατοι. Ελπίζω να κοιμηθήκατε καλά».
Η Βασίλισσα Βαλεντίνα με κοίταξε βλεφαρίζοντας, δείχνοντας μπερδεμένη
από την ευγένειά μου.
«Ευχαριστώ».
Κάθισα στην καρέκλα μου και προσπάθησα να δώσω προσοχή καθώς τα
αγωνίσματα ξεκίνησαν. Ως συνήθως, πρώτο ήταν το λιγότερο αγαπημένο
αγώνισμα του Τζέιμσον, η πεζή κονταρομαχία. Δεν είχε κι άδικο· ήταν πολύ
αργό ακόμα και για μένα, ενώ δεν ήμουν ποτέ σίγουρη για τη βαθμολογία.
Κάποια από τα άλλα αγωνίσματα ήταν πολύ πιο ξεκάθαρα.
«Χαχά!» φώναξε ο Βασιλιάς Κουίντεν. «Οι άντρες μου πήραν άλλη μια
νίκη!»
«Έχεις εξαιρετικούς στρατιώτες», συμφώνησε ο Τζέιμσον φιλικά. «Αυτό
έλεγε πάντα ο πατέρας μου. Αν και νομίζω ότι τα πράγματα θα αλλάξουν
όταν ξεκινήσουν οι έφιπποι αγώνες. Όλοι οι Κοροανοί διαπρέπουν με τα
άλογα. Ακόμα και η Χόλις μου ιππεύει με ταχύτητα και χάρη».
Έγειρα μπροστά για να δεχτώ τον έπαινο.
«Είστε πολύ ευγενικός. Εσείς, Μεγαλειότατοι; Ιππεύετε;»
«Ίππευα παλιότερα», απάντησε η Βαλεντίνα με ένα αμυδρό χαμόγελο
προτού ο σύζυγός της της γνέψει να σωπάσει.
«Όχι αν περνάει από το χέρι μου», απάντησε εκείνος γρήγορα.
Έκανα έναν μορφασμό στον Τζέιμσον, ο οποίος κατάλαβε την αγανάκτησή
μου απολύτως και, όταν μου απάντησε βγάζοντας τη γλώσσα του, κατέβαλα
μεγάλη προσπάθεια για να μη γελάσω.
Όταν η κονταρομαχία επιτέλους τελείωσε, βγήκαν οι πρώτες ομάδες
ατόμων για το επόμενο αγώνισμα: την ξιφασκία. Έπειτα από μερικούς
γύρους, εμφανίστηκε ο Σίλας στον αγωνιστικό χώρο.
«Κοιτάξτε εκεί, Μεγαλειότατε». Ακούμπησα το χέρι μου πάνω στο
μπράτσο του Τζέιμσον και έδειξα με το άλλο. «Βλέπετε εκείνον τον νεαρό
άντρα που δε φοράει χρώματα;»
Επικέντρωσε το βλέμμα του στην άλλη άκρη της αρένας.
«Τον βλέπω».
«Είναι ένας από τους γιους των Ιστόφ. Ήθελε να σας τιμήσει και τους δύο
με την εμφάνισή του, κι έτσι δε διάλεξε πλευρά», εξήγησα. «Είπε ότι
αγωνίζεται τόσο για το παρελθόν του όσο και για το παρόν του».
Ο Τζέιμσον το σκέφτηκε αυτό.
«Πολύ διπλωματικό, υποθέτω».
Συνοφρυώθηκα, κάπως απογοητευμένη με αυτή την εκτίμηση.
«Εγώ βρήκα το συναίσθημα πολύ όμορφο».
Γέλασε.
«Αχ, Χόλις, έχεις μια τόσο απλή στάση απέναντι στη ζωή. Μακάρι να την
είχα κι εγώ».
Ο αγώνας ξεκίνησε και είδα γρήγορα ότι ο Σίλας είχε δίκιο: ήταν πολύ
καλύτερος στο να φτιάχνει σπαθιά παρά να τα κρατάει. Ωστόσο, έπιασα τον
εαυτό μου να έρχεται όλο και πιο μπροστά στην άκρη της θέσης μου,
ελπίζοντας ότι θα έπαιρνε με κάποιον τρόπο τη νίκη. Τα πατήματά του ήταν
αδέξια, αλλά ήταν δυνατός, κραδαίνοντας το σπαθί με πολύ περισσότερη
αποφασιστικότητα από τον αντίπαλό του, ο οποίος φορούσε μπλε.
Το πλήθος ζητωκραύγαζε και επευφημούσε με κάθε χτύπημα. Σήκωσα το
χέρι μου στα χείλη μου, ελπίζοντας ότι, ακόμα κι αν ο Σίλας δεν κέρδιζε,
τουλάχιστον δε θα τραυματιζόταν. Δεν ανησυχούσα ποτέ για τον Τζέιμσον
όταν λάμβανε μέρος σε κονταρομαχίες. Ίσως έφταιγε η ικανότητά του πάνω
στο άλογο ή απλώς η πεποίθηση ότι ήταν αδύνατον να αποτύχει.
Η γνώση ότι η ήττα ή ο τραυματισμός ήταν και τα δύο πολύ πιθανά με
έκανε να ενδιαφερθώ ακόμα περισσότερο γι’ αυτό που έβλεπα. Αλλά η
ελπίδα μου ότι ο Σίλας θα ήταν τουλάχιστον ασφαλής αναπτερώθηκε όταν
είδα ένα κομμάτι χρυσού υφάσματος να προεξέχει από το μανίκι του.
Το είχε πάρει. Ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει ακόμα πιο γρήγορα
γνωρίζοντας ότι είχε μαζέψει το έμβλημά μου και το φορούσε ως δικό του.
Κρυφοκοίταξα τον Τζέιμσον, ελπίζοντας ότι δεν το πρόσεξε. Είπα στον
εαυτό μου ότι, ακόμα κι αν το είχε προσέξει, πολλές κυρίες κεντούσαν χρυσή
κλωστή στα μαντίλια τους. Ήταν ένα συναρπαστικό και απολαυστικό
μυστικό.
Ο Σίλας και ο αντίπαλός του συνέχισαν να μάχονται, καθώς κανένας από
τους δυο τους δε δεχόταν να υποχωρήσει. Έπειτα από μία από τις πιο
ατελείωτες ξιφομαχίες που είχα δει ποτέ, ο άντρας με τα μπλε χρώματα έκανε
μερικά λάθος βήματα και ο Σίλας κατέβασε με δύναμη το σπαθί του στην
πλάτη του αντιπάλου του. Εκείνος έπεσε στο χώμα και ο γύρος τελείωσε.
Σηκώθηκα ζητωκραυγάζοντας με όλη μου τη δύναμη και χειροκροτώντας
μανιασμένα.
Ο Τζέιμσον σηκώθηκε δίπλα μου.
«Θα πρέπει να υποστηρίζεις πολύ αυτόν τον ξιφομάχο», είπε.
«Όχι, άρχοντά μου», φώναξα για ν’ ακουστώ πάνω από τον θόρυβο,
χαμογελώντας πλατιά. «Υποστηρίζω τη διπλωματία».
Γέλασε δυνατά σε αυτό και έγνεψε στον Σίλας να πλησιάσει.
«Πολύ καλό θέαμα, κύριε. Και εκτιμώ τη… δήλωσή σας».
Ο Σίλας έβγαλε το κράνος του και υποκλίθηκε στον βασιλιά.
«Ευχαριστώ, Μεγαλειότατε. Ήταν τιμή μου να αγωνιστώ σήμερα».
Ο Βασιλιάς Κουίντεν έπρεπε να ανοιγοκλείσει αρκετές φορές τα μάτια του
για να βεβαιωθεί ότι έβλεπε καλά, αλλά, όταν βεβαιώθηκε, σηκώθηκε
οργισμένος.
«Γιατί δε φοράς χρώματα;» απαίτησε να μάθει. «Πού είναι το μπλε σου;»
Ο Τζέιμσον γύρισε προς το μέρος του.
«Είναι Κοροανός τώρα».
«Δεν είναι!»
«Το έσκασε από τη χώρα σου για να βρει καταφύγιο εδώ. Ορκίστηκε
υποταγή σ’ εμένα. Και, ωστόσο, δε φοράει χρώματα για να μη σε προσβάλει.
Κι εσύ θέλεις να τον ντροπιάσεις;»
Η φωνή του Κουίντεν ήταν χαμηλή και τραχιά.
«Εσύ κι εγώ ξέρουμε καλά ότι δε θα είναι ποτέ πραγματικός Κοροανός».
Λίγο πιο πέρα, είδα τη Βασίλισσα Βαλεντίνα να πιάνει το στομάχι της, με
τα μάτια της να τινάζονται πότε στον Κουίντεν και πότε στον Τζέιμσον
νευρικά. Μέχρι τώρα έδειχνε να μην την αγγίζει κάτι τόσο κοινό όσο η
νευρικότητα, αλλά ήταν προφανές ότι ανησυχούσε για το πώς θα
εξελισσόταν αυτό. Δεν ήθελα να το δω και μαντεύω ότι ούτε κι εκείνη ήθελε.
«Ελάτε μαζί μου, Μεγαλειοτάτη. Δεν πρέπει να ταράζεστε». Τη βοήθησα
να κατέβει τα σκαλιά και την οδήγησα στη σκιά πίσω από το βασιλικό
θεωρείο. Μπορούσαμε ακόμα να ακούσουμε τις φωνές του Τζέιμσον και του
Κουίντεν, αλλά τα λόγια τους ακούγονταν πνιχτά.
«Βασιλιάδες, ε;» αστειεύτηκα, προσπαθώντας να διαλύσω την ένταση.
«Νομίζω ότι γενικά οι άντρες είναι έτσι», απάντησε και γελάσαμε και οι
δυο.
«Μπορώ να σας φέρω κάτι; Λίγο νερό, κάτι να φάτε;»
Κούνησε το κεφάλι της.
«Όχι, μου αρκεί που απομακρύνθηκα από τις φωνές. Η Μεγαλειότητά Του
θυμώνει εύκολα και προτιμώ να μένω μακριά από όλα αυτά».
«Νιώθω άσχημα για τον ξιφομάχο. Νομίζω ότι είχε καλή πρόθεση».
«Ο Σίλας Ιστόφ». Χαμήλωσε το βλέμμα στο έδαφος. «Νομίζω ότι πάντα
έχει καλή πρόθεση».
Ήταν αστείο. Ήξερα ότι ο Σίλας γνώριζε τη βασίλισσα, αλλά δεν είχα
σκεφτεί ποτέ ότι θα τον ήξερε κι εκείνη.
«Έχει ξανακάνει κάτι τέτοιο;»
«Όχι ακριβώς. Τον έχω πιάσει σε μερικές συζητήσεις στις οποίες
προσπαθούσε να πείσει τον συνομιλητή του να σκεφτεί και την άλλη πλευρά
ενός επιχειρήματος. Θέλει απλώς οι άνθρωποι να σκέφτονται».
Ένευσα.
«Δεν τον ξέρω καλά, αλλά μου φαίνεται ότι έχετε δίκιο».
Ακούστηκαν θυμωμένα βήματα να κατεβαίνουν τη σκάλα και ξαφνικά
εμφανίστηκε ο Κουίντεν στηρίζοντας το βάρος του πάνω στο μπαστούνι του.
Τράβηξε τη γυναίκα του τόσο γρήγορα, ώστε δεν πρόλαβα να κάνω
υπόκλιση πριν φύγει. Έπειτα από λίγο κατέβηκε και ο Τζέιμσον, με τα χέρια
του στους γοφούς του.
«Λοιπόν, το τουρνουά τελείωσε. Ο Κουίντεν αποφάσισε ότι προτιμά να
πάει να ξεκουραστεί παρά να ακούει προσβολές».
«Ω, όχι. Μεγαλειότατε, λυπάμαι πολύ».
Κούνησε το κεφάλι του.
«Ξέρω ότι εκείνο το αγόρι προσπαθούσε να κάνει κάτι έξυπνο, αλλά στο
τέλος δημιούργησε μεγάλο πρόβλημα».
«Αυτό είναι γελοίο! Ανεξάρτητα από το χρώμα, δεν υποτίθεται ότι όλα
αυτά είναι διασκέδαση; Ψυχαγωγία;»
«Ναι, φυσικά, αλλά…»
«Και ένα άτομο που αναζητά απελπισμένα συμβιβασμό δε θα έπρεπε να
αποτελεί ένα σπουδαίο παράδειγμα που κανονικά θα έπρεπε να θέλουμε όλοι
να ακολουθήσουμε; Γιατί πρέπει να είναι όλα ανταγωνισμός;»
«Χόλις!»
Ο Τζέιμσον δε μου είχε υψώσει ποτέ τη φωνή του. Έμεινα άναυδη.
«Δε χρειάζεται να ανησυχείς γι’ αυτά. Δε χρειάζεται να σκέφτεσαι τόσο
πολύ. Το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να δείξεις στην Κορόα πόσο καλή
βασίλισσα μπορείς να γίνεις. Και να επισκιάσεις τη γυναίκα του Κουίντεν».
Κατάπια.
«Μα σίγουρα μια καλή βασίλισσα θα έψαχνε να βρει έναν τρόπο να
βελτιώσει τη σχέση μας με τη μεγαλύτερη χώρα στην ήπειρο».
«Αυτό θα το κάνω εγώ, Χόλις». Κούνησε το κεφάλι. «Μα τι ανόητο εκείνο
το αγόρι. Ας ελπίσουμε ότι αυτό θα μπορέσει να διορθωθεί». Φίλησε το χέρι
μου και έφυγε.
Απέμεινα να αισθάνομαι ασήμαντη. Ο Τζέιμσον δεν είχε δυσαρεστηθεί
ποτέ ξανά από μένα. Δε με είχε διορθώσει ποτέ. Αλλά πάλι, δεν είχα
μοιραστεί ποτέ ως τώρα την άποψή μου. Μήπως… μήπως ο Ίταν είχε δίκιο;
Ήμουν ένα διακοσμητικό στοιχείο;
Δεν άντεχα να το πιστέψω αυτό. Αφού θα γινόμουν μέρος μιας μακράς
σειράς εξαιρετικών βασιλισσών, δε θα έπρεπε να ακολουθήσω τα βήματά
τους; Τα βήματα που οδηγούσαν στα σπίτια των φτωχών; Τα βήματα που
οδηγούσαν στο πεδίο της μάχης;
Τόσο καιρό φοβόμουν να συγκριθώ μαζί τους. Τώρα η σκέψη ότι δε θα
έκανα καν μια προσπάθεια να τις πλησιάσω μου φαινόταν αδιανόητη.
Πήγα εκεί όπου στέκονταν οι διαγωνιζόμενοι, ελπίζοντας ότι θα κατάφερνα
να βρω μια συγκεκριμένη οικογένεια μέσα στον κόσμο. Προχώρησα μέσα
στο πλήθος έως ότου, δυστυχώς, είδα ένα οικείο πρόσωπο.
«Ίταν!» φώναξα. Γύρισε και κούνησα το χέρι μου, προσπαθώντας να
τραβήξω την προσοχή του. Έγειρε το κεφάλι του για να δείξει ότι με είδε.
«Πού είναι ο Σίλας;»
Αναστενάζοντας, πλησίασε και με τράβηξε από το πλήθος.
«Δεν έχεις μάτια;»
«Δεν είμαι τόσο ψηλή όσο εσύ. Είναι καλά;»
«Ναι, ο θείος Ντάσιελ τον έκρυψε κοντά στα δέντρα μέχρι να ηρεμήσουν
τα πράγματα και οι περισσότεροι πηγαίνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση
τώρα. Έλα από εδώ».
Ακολούθησα όσο καλύτερα μπορούσα, προσπαθώντας να προλαβαίνω τα
μεγάλα του βήματα. Τελικά τους βρήκαμε και είδα τον Σίλας να κάθεται
πάνω σε ένα βαρέλι, μιλώντας στους γονείς του με μια σαστισμένη έκφραση
στο πρόσωπό του. Όταν με είδε, σηκώθηκε και προσπάθησε αμέσως να
εξιλεωθεί για τα λάθη του.
«Λαίδη Χόλις, λυπάμαι τόσο πολύ. Πρέπει να ζητήσεις συγγνώμη από τον
βασιλιά εκ μέρους μου».
«Ηρέμησε», επέμεινα.
Πήρε τα χέρια μου, ικετεύοντας.
«Αν ο Βασιλιάς Τζέιμσον ανακαλέσει την άδειά του να εγκατασταθούμε
εδώ εξαιτίας μου… Χόλις, η οικογένειά μου».
Τα χέρια του ήταν τραχιά, αλλά εκείνα τα μπλε μάτια ήταν τόσο απαλά.
«Ξέρω», αναστέναξα. «Σε παρακαλώ, πες μου ότι έφτιαξες εκείνα τα
κομμάτια που ανέφερα όταν μάθαμε πρώτη φορά για την επίσκεψη του
βασιλιά».
Ένευσε.
«Μείναμε ξύπνιοι ως αργά για να τα τελειώσουμε πριν έρθει, αλλά κανείς
δε μας έδωσε οδηγίες για το πότε να τα παρουσιάσουμε».
«Τέλεια», είπα. «Πρέπει να στείλω ένα γράμμα στη Βασίλισσα Βαλεντίνα».
17
Στεκόμουν ακίνητη καθώς η Ντέλια Γκρέις έδενε τα κορδόνια του
φορέματος, προσπαθώντας να το κάνει να πέφτει σωστά.
«Αυτό είναι πολύ παράξενο», είπε. «Πώς νιώθεις τα χέρια σου;»
«Βαριά», παραδέχτηκα.
Η Ντέλια Γκρέις πήγε ξανά στο πακέτο και έβγαλε και κάτι άλλο.
«Για το κεφάλι σου. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε κάτι δικό σου, αν
προτιμάς».
Τα πράγματα της Βαλεντίνα ήταν πολύ όμορφα. Η τεχνική δεν ήταν σε
καμία περίπτωση τόσο λεπτομερής όσο αυτά που φτιάχνονται στην Κορόα,
αλλά τα πετράδια ήταν μεγαλύτερα, πιο βαριά.
«Αφού το έστειλε εκείνη, θα το φορέσω».
Τριγυρνούσα μέσα στα διαμερίσματά μου κουβαλώντας βιβλία και
προσπαθώντας να συνηθίσω το βάρος από τα μανίκια και της στέκας. Στη
μέση του έβδομου γύρου μου, ήρθαν ο Σίλας και ο Σάλιβαν, ντυμένοι με τα
καλύτερά τους ρούχα και κρατώντας τα δημιουργήματά τους πάνω σε μαύρα
μαξιλάρια.
Ο Σάλιβαν ακολουθούσε πίσω από τον αδελφό του, κοιτάζοντας τη Νόρα
και την Ντέλια Γκρέις με φόβο. Παρόλο που λαχταρούσα να μιλήσω στον
Σίλας, πήγα πρώτα στον αδελφό του.
«Αυτές οι κυρίες είναι φίλες μου», είπα, ακουμπώντας το χέρι μου στο
μπράτσο του. «Και απόψε δε χρειάζεται να πεις τίποτα. Μόνο να σηκώσεις
το μαξιλάρι έτσι ώστε ο Βασιλιάς Τζέιμσον να πάρει το δώρο σου».
Ένευσε, χαρίζοντάς μου ένα μικροσκοπικό χαμόγελο.
«Κι εσύ γιατί χαμογελάς;» ρώτησα, γυρίζοντας στον Σίλας.
«Τίποτα. Απλώς είναι εκπληκτικό να σε βλέπω να φοράς το μπλε της
Ισόλτης. Θα μπορούσες εύκολα να περάσεις για Ισόλτια».
«Αν ψήλωνα μερικά εκατοστά και περνούσα λιγότερο χρόνο στον ήλιο
ίσως;»
«Ίσως», απάντησε και μετά χαμήλωσε τη φωνή του. «Δεν ξέρω αν αυτό θα
διορθώσει κάτι, Λαίδη Χόλις».
«Το ξέρω», απάντησα, σφίγγοντας με νευρικότητα τα βαριά μου ρούχα.
«Αλλά πρέπει να προσπαθήσουμε».
Έπειτα από ένα γρήγορο χτύπημα, η Βαλεντίνα ήρθε μέσα, με τη μοναδική
κυρία επί των τιμών που είχε να ακολουθεί πίσω της. Είχα επιλέξει το πιο
ανοιχτόχρωμο κόκκινο φόρεμα που μπόρεσα να βρω για εκείνη, σχεδόν ροζ,
και, όπως ήλπιζα, ταίριαζε καλά με το δέρμα της.
«Πώς σου φαίνεται, αρχόντισσά μου;» ρώτησε.
«Νομίζω ότι πρέπει να το κρατήσεις. Πηγαίνει πολύ περισσότερο σ’ εσένα
παρά σ’ εμένα».
Χαμογέλασε, απολαμβάνοντας τον έπαινο. Η Βαλεντίνα ήταν άλλος
άνθρωπος όταν χαμογελούσε.
«Τα χέρια μου είναι τόσο ελεύθερα», είπε, σηκώνοντάς τα πάνω από το
κεφάλι της.
«Μπορείς, σε παρακαλώ, να μου πεις γιατί οι κυρίες στην Ισόλτη φοράνε
τόσο πολύ ύφασμα στα μανίκια τους;» ρώτησα με αγανάκτηση.
Γέλασε.
«Πρώτον, είναι ένδειξη κύρους. Δείχνει ότι έχεις τα χρήματα για να
αγοράσεις το επιπλέον ύφασμα και ότι δε χρειάζεται να δουλεύεις με τα
χέρια σου. Οι κυρίες στην επαρχία δε φοράνε τέτοια μανίκια ή, τουλάχιστον,
όχι τόσο μακριά. Και, δεύτερον, σε κρατάνε ζεστή. Κάνει πολύ περισσότερο
κρύο στην Ισόλτη».
«Ααα», είπα. Ακουγόταν λογικό, αν και δεν ήταν μια συνήθεια που
σκόπευα να υιοθετήσω, είτε είχα τα χρήματα είτε όχι.
«Όταν χαμογελάει, εσείς οι δυο μοιάζετε με αδελφές», ψιθύρισε η Ντέλια
Γκρέις δίπλα μου.
Όταν γνωριστήκαμε, ήμουν υπερβολικά αγχωμένη για να σκεφτώ το
οτιδήποτε άλλο πέρα από το να κάνω μια καλή πρώτη εντύπωση, αλλά είχε
δίκιο. Με τα μαλλιά μας και τη γωνία των πιγουνιών μας, θα μπορούσαν να
μας περάσουν τουλάχιστον για συγγενείς.
«Μου είπαν ότι το δείπνο ξεκίνησε πριν από δεκαπέντε λεπτά, επομένως θα
πρέπει να έχουν καθίσει όλοι», είπε. «Είμαι έτοιμη όταν είσαι κι εσύ».
«Εξαιρετικά. Ντέλια Γκρέις, Νόρα, πάρτε, σας παρακαλώ, την κυρία επί
των τιμών της βασίλισσας μαζί σας τώρα για να καθίσετε». Εκείνες
υπάκουσαν και η πολύ μπερδεμένη γυναίκα βγήκε μαζί τους από το δωμάτιο.
«Σάλιβαν, περπάτησε, σε παρακαλώ, πίσω από τη Βασίλισσα Βαλεντίνα και,
Σίλας, σε παρακαλώ μείνε μαζί μου».
Ένευσε.
«Φυσικά, αρχόντισσά μου». Μετά χαμήλωσε τη φωνή του. «Ίσως να είναι
πιο εύκολο για τον αδελφό μου, αν είναι μαζί σου».
Χαμήλωσα τα μάτια μου πριν επιστρατεύσω το κουράγιο για ν’ απαντήσω.
«Μα σε χρειάζομαι μαζί μου. Σε παρακαλώ;»
Μου ανταπέδωσε το βλέμμα πολλή ώρα, σαν να ήθελε να πει κάτι. Στο
τέλος, απλώς ένευσε και η μικρή μας συντροφιά βγήκε από το δωμάτιο.
Οι διάδρομοι ήταν σχεδόν άδειοι – όλοι ήθελαν να λάβουν μέρος στο
δείπνο, αν μη τι άλλο για το πλούσιο φαγητό.
«Ποιες είναι οι πιθανότητες ο βασιλιάς σου να είναι ακόμα θυμωμένος;»
ρώτησα τη Βαλεντίνα.
«Πολλές. Δεν ξεχνάει πολλά».
«Πιστεύεις ότι θα καταφέρουμε κάτι με αυτό;»
Το σκέφτηκε.
«Ο βασιλιάς σου δείχνει πιο λογικός από τους περισσότερους, επομένως θα
βοηθήσει αν είναι σε καλή διάθεση. Και νομίζω ότι, αν οι κατώτεροί μας
δουν τη συμπεριφορά μας, θα προσπαθήσουν να τη μιμηθούν. Ένα πρόβατο
πηγαίνει απλώς εκεί όπου το οδηγεί ο βοσκός του».
«Πολύ σωστά, Μεγαλειοτάτη». Σήκωσα το βλέμμα μου στη Βαλεντίνα.
Ήταν πολύ όμορφη, με μαλλιά σχεδόν στην ίδια απόχρωση με τα δικά μου,
αλλά το δέρμα της πλησίαζε περισσότερο στο χρώμα του γάλακτος παρά του
μελιού. Και ήταν τόσο ψηλή, ώστε ακόμα και με τα πιο ψηλοτάκουνα
παπούτσια μου δεν έφτανα στο ύψος της. «Σ’ ευχαριστώ πολύ που
συμφώνησες να το κάνουμε αυτό. Συνειδητοποίησα ότι παρεκτράπηκα όταν
γνωριστήκαμε, και έτσι κάναμε κακή αρχή. Δεν ήθελα να σε προσβάλω και
είμαι ευγνώμων που έχω τη βοήθειά σου».
Κούνησε το χέρι της νωθρά σε μια απορριπτική κίνηση.
«Δε με πρόσβαλες. Μερικές φορές είναι πιο εύκολο, ξέρεις. Να μένω
σιωπηλή».
Γέλασα.
«Η σιωπή δεν είναι από τα ταλέντα μου».
Πίεσε τα χείλη της μεταξύ τους, δείχνοντας να το έχει ήδη καταλάβει αυτό
για μένα.
«Μερικά χρόνια με ένα στέμμα στο κεφάλι σου μπορεί να το αλλάξουν
αυτό».
Ήθελα να ρωτήσω τι εννοούσε με αυτό, αλλά είχαμε φτάσει ήδη στην
είσοδο της Μεγάλης Αίθουσας. Το στομάχι μου σφίχτηκε με τρόμο και
φοβήθηκα ότι, όπως ο Σίλας, η πρόθεσή μας θα ήταν καλή αλλά θα κάναμε
τα πράγματα χειρότερα. Η Βαλεντίνα θα πρέπει να αισθάνθηκε τον τρόμο
μου, επειδή άπλωσε το χέρι της και μπήκαμε στην αίθουσα πιασμένες χέρι
χέρι.
Κανείς δε μας πρόσεξε στην αρχή, αλλά άκουσα πνιχτές ανάσες και
ψιθύρους καθώς ολόκληρα τμήματα της αίθουσας σιώπησαν για να δουν τι
θα συνέβαινε όταν θα φτάναμε στο βασιλικό τραπέζι. Όταν η αλλαγή ήχου
έφτασε στ’ αυτιά του Τζέιμσον, σήκωσε το βλέμμα του, με τα μάτια του να
στρέφονται κατευθείαν στον κεντρικό διάδρομο. Είδα τα μάτια του να
σταματάνε στο κόκκινο φόρεμα, με ένα χαμόγελο να αρχίζει να απλώνεται
στο πρόσωπό του πριν συνειδητοποιήσει ότι το κορίτσι που το φορούσε δεν
ήμουν εγώ. Τα μάτια του στράφηκαν αμέσως στα δεξιά της και το στόμα του
έμεινε ελαφρώς ανοιχτό καθώς με κοιτούσε.
Μίλησε χαμηλόφωνα στον Βασιλιά Κουίντεν, ο οποίος σήκωσε τελικά το
βλέμμα του από το φαγητό του, κακόκεφος όπως πάντα. Ευτυχώς, η εικόνα
της γυναίκας του με το κόκκινο της Κορόα και η δική μου με το μπλε της
Ισόλτης ήταν αρκετή να τον κάνει να χάσει τα λόγια του από την έκπληξη.
Πλησιάσαμε στο βάθρο και κάναμε μια υπόκλιση μπροστά τους. Καθώς η
Βαλεντίνα είχε τον πιο υψηλό τίτλο, μίλησε πρώτη.
«Μεγαλειότατοι, ερχόμαστε εδώ απόψε για να κάνουμε έκκληση για ειρήνη
ανάμεσα στα δύο σπουδαία βασίλειά μας», είπε.
«Παρόλο που τα παραστρατήματα των λαών σας μπορεί να είναι μεγάλα,
είστε και οι δυο καλύτεροι από τους υπηκόους σας και προστρέχουμε σ’ εσάς
για καθοδήγηση».
«Φοράω κόκκινο χρώμα επειδή έκανα μια φίλη εδώ, στην Κορόα».
«Κι εγώ φοράω μπλε επειδή έκανα άλλη μια φίλη από την Ισόλτη».
Έγνεψα στον Σάλιβαν και στον Σίλας να προχωρήσουν μπροστά. «Αυτά τα
χρυσά στέμματα, που έχουν το σχήμα κλαδιών ελιάς, είναι για εσάς,
Μεγαλειότατοι. Φτιάχτηκαν από μια οικογένεια που γεννήθηκε στην Ισόλτη
και ζει στην Κορόα. Ας είναι ένα σύμβολο της αδελφικής σας σχέσης για τα
επόμενα χρόνια».
Το πλήθος πίσω μας χειροκρότησε και γύρισα για να σηκώσω το πρώτο
στέμμα.
«Είναι τόσο ελαφρύ!» αναφώνησα.
«Έβαλα τα δυνατά μου για σένα», είπε χαμηλόφωνα ο Σίλας.
Το βλέμμα μου έμεινε επάνω του λίγο περισσότερο από όσο σκόπευα πριν
απλώσω τα χέρια μου πάνω από το τραπέζι για να τοποθετήσω το στέμμα
στο κεφάλι του Βασιλιά Κουίντεν, καθώς η Βασίλισσα Βαλεντίνα έκανε το
ίδιο με τον Τζέιμσον. Χαμογελούσε και της μιλούσε, ενώ ο Βασιλιάς
Κουίντεν ήταν επικεντρωμένος σ’ εμένα.
«Βλέπω ότι έγινες φίλη με τους Ιστόφ», σχολίασε.
«Προσπαθώ να γίνω μια εξαιρετική οικοδέσποινα στο κάστρο για χάρη του
Μεγαλειότατου, ανεξάρτητα από την καταγωγή των φιλοξενουμένων μας».
Ένευσε.
«Θα σε συμβούλευα να προσέχεις. Ο κόσμος στην Ισόλτη αυτή την εποχή
φροντίζει να μένει μακριά τους».
«Δεν μπορώ να φανταστώ γιατί», είπα απότομα, πριν θυμηθώ ότι ήμουν
εδώ για να ρίξω γέφυρες, όχι για να τις κόψω με ένα τσεκούρι. Κατάπια,
αρχίζοντας ξανά: «Υπήρξαν ταπεινοί και πολύ πρόθυμοι να βοηθήσουν μετά
την άφιξή τους».
Το βλέμμα του ήταν πιο προειδοποιητικό από τα λόγια του.
«Αν επιθυμείς να σταθείς δίπλα στη φωτιά, δεν έχω κανένα πρόβλημα. Εσύ
είσαι αυτή που θα καεί».
Έκανα ξανά μια υπόκλιση, όπως ήξερα ότι έπρεπε να κάνω, αλλά δε μου
άρεσε καθόλου το ότι έπρεπε να προσποιούμαι ότι σέβομαι αυτόν τον άντρα.
Ένευσα στον Σίλας και στον Σάλιβαν ότι μπορούσαν να φύγουν, με τα χείλη
μου να σχηματίζουν αθόρυβα τη λέξη ευχαριστώ, πριν γυρίσω στη
Βασίλισσα Βαλεντίνα.
«Είσαι πιο σοφή από όσο φαντάζεται ο κόσμος. Θα μιλήσουμε
περισσότερο αύριο», είπε στο αυτί μου πριν οι δρόμοι μας διασταυρωθούν
και πάμε να καθίσουμε δίπλα στους βασιλιάδες μας.
«Πώς σου φαίνεται;» ρώτησα τον Τζέιμσον καθώς καθόμουν στην καρέκλα
μου.
«Μου φαίνεται ότι, αν έπεφτες από μια βάρκα με αυτό το φόρεμα, τα
μανίκια θα σε τραβούσαν κατευθείαν στον βυθό».
Γέλασα.
«Η αλήθεια είναι ότι έπρεπε να κάνω εξάσκηση στο περπάτημα»,
παραδέχτηκα.
Χαμογέλασε.
«Πέρα από τα πειράγματα, είσαι όμορφη ό,τι κι αν φοράς». Ακούμπησε
πίσω στην πλάτη της καρέκλας, πίνοντας το ποτό του. «Ακούω ότι είναι
μόδα αυτή την εποχή οι νύφες να φορούν λευκά. Ωραίο δε θα είναι αυτό;»
Χαμήλωσα το βλέμμα μου, κοκκινίζοντας. Φυσικά, χαιρόμουν που με
έβρισκε όμορφη με το μπλε της Ισόλτης, αλλά αναρωτιόμουν πώς του είχε
φανεί αυτό που κάναμε η Βαλεντίνα κι εγώ, αν εκτίμησε τη στρατηγική και
τη σκληρή δουλειά μας. Προτού προλάβω να ρωτήσω, ο Βασιλιάς Κουίντεν
έβαλε το χέρι του στον ώμο του Τζέιμσον.
«Δεν έχει νόημα να τσακωνόμαστε. Πρέπει να επιστρέψουμε σ’ εκείνο το
συμβόλαιο», τον παρότρυνε. Τώρα που ο Τζέιμσον δε με κοιτούσε,
ελευθέρωσα έναν αναστεναγμό. Δεν είχα ιδέα σε τι δούλευαν, αλλά
χαιρόμουν που δεν το είχαν εγκαταλείψει εξαιτίας μιας μάχης σε ένα
τουρνουά. Ακόμα κι αν ο Τζέιμσον δεν είχε πει ούτε ένα ευχαριστώ,
τουλάχιστον αυτή η στιγμή αποδείχθηκε επιτυχημένη.
Σε όλη την αίθουσα, ο κόσμος συζητούσε, έτρωγε και γελούσε. Παρόλο
που η Βαλεντίνα κι εγώ δεν είχαμε διασχίσει τα σύνορα ούτε είχαμε
αποτρέψει έναν βασιλιά από το να κάνει πόλεμο, είχαμε κάνει βήματα προς
την ειρήνη. Ήλπιζα ότι οι βασίλισσες πριν από εμένα θα το ενέκριναν.
Κρίνοντας από τα χαμογελαστά πρόσωπα και τους χαλαρούς ώμους μέσα
στην αίθουσα, φαίνεται ότι τουλάχιστον το ενέκριναν οι περισσότεροι στην
αυλή.
Από το τραπέζι του, ο Σίλας έπιασε το βλέμμα μου και σήκωσε το ποτήρι
του προς το μέρος μου. Έκανα κι εγώ το ίδιο και ήπια μια γουλιά. Όχι, αυτό
το αγόρι ήταν μόνο καλό και δε θα μπορούσε να με κάψει ποτέ.
Το κέντρο του πατώματος που είχαμε διασχίσει η Βαλεντίνα κι εγώ τώρα
γέμιζε με κόσμο που χόρευε καθώς το γεύμα ολοκληρώθηκε και η μουσική
άλλαξε.
Κοίταξα με τρόμο τον Σίλας να σηκώνεται από το τραπέζι του και να
πλησιάζει το βάθρο.
«Μεγαλειότατε», είπε, κάνοντας μια υπόκλιση μπροστά στον Τζέιμσον.
«Βλέπω ότι εσείς και ο Βασιλιάς Κουίντεν είστε απασχολημένοι.
Αναρωτιόμουν αν θα μπορούσα να ζητήσω τη Λαίδη Χόλις για χορό».
Ο Τζέιμσον χαμογέλασε πονηρά.
«Μόνο αν το επιθυμεί».
Πήρα μια ανάσα.
«Εφόσον δεν μπορώ να χορέψω μαζί σου». Φίλησα το μάγουλό του,
κατέβηκα για να πάω κοντά στον Σίλας και στάθηκα δίπλα του καθώς το
τραγούδι τελείωνε.
«Ήθελα να αποδείξω ότι αυτό που είπα είναι αλήθεια, ότι θα χόρευα μαζί
σου, αν με προσκαλούσες ποτέ», ψιθύρισε.
Μίλησα απαλά: «Αλλά δεν πρόλαβα να φτάσω ως εκεί».
«Δεν μπορούσα να περιμένω. Ελπίζω να μη σε πειράζει».
Χαμογέλασα.
«Καθόλου. Ήθελα πολύ να χορέψω και τώρα τελευταία ο Τζέιμσον
προτιμά να παρακολουθεί. Είμαι ευγνώμων που με ζήτησε κάποιος σε χορό.
Κανείς από τους άλλους κυρίους στην αυλή δε θα το κάνει τώρα».
«Α, κατάλαβα. Λοιπόν, για ένα τραγούδι, ας ξεχάσουμε βασιλιάδες και
χρώματα και όλα τα υπόλοιπα. Ας απολαύσουμε απλώς έναν ωραίο χορό,
ναι;»
«Ναι», αναστέναξα.
Η μουσική ξεκίνησε και σταθήκαμε ο ένας απέναντι στον άλλον, με τις
κινήσεις μας να συγχρονίζονται με εκείνες των άλλων ζευγαριών.
«Δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω γι’ αυτό», είπα. «Εσύ και η οικογένειά
σου μας σώσατε απόψε».
Γύρισε τα μάτια του προς τα πάνω.
«Αφότου όμως μας έβαλα σε μπελάδες».
«Ανοησίες. Νομίζω ότι όλοι ξέρουμε ποιος είναι το πραγματικό πρόβλημα
εδώ». Έκανα μια στροφή, τοποθετώντας το χέρι μου μέσα στου Σίλας. Το
τραχύ του δέρμα κρατούσε το χέρι μου πολύ απαλά και μπορούσα να δω τα
απομεινάρια ενός ευγενούς στην κίνηση.
«Όπως και να ’χει, ήταν το λιγότερο που μπορούσαμε να κάνουμε».
«Σας αποζημίωσε ο βασιλιάς;»
Κούνησε το κεφάλι του.
«Συμφωνήσαμε ότι δε θα μιλούσαμε για βασιλιάδες σε αυτόν τον χορό».
Είχε δίκιο.
«Πολύ καλά».
Σταυρώσαμε τα χέρια μας και γυρίζαμε σε κύκλους. Δεν ήταν ο καλύτερος
καβαλιέρος που είχα ποτέ, αλλά ήταν πιο σταθερός από τον Τζέιμσον.
«Δεν είμαι σίγουρος ότι θα υπάρξουν πολλές ευκαιρίες έπειτα από αυτό,
αλλά ελπίζω να μπορέσουμε να μιλήσουμε κι άλλο σύντομα», είπε.
«Συμφωνώ. Ήταν ωραία να έχω κάποιον να μιλάω. Άλλο ένα πράγμα για
το οποίο πρέπει να σ’ ευχαριστήσω».
Μου χαμογέλασε, με τον ασυγκράτητο θαυμασμό στο βλέμμα του να με
κάνει να ξεχνάω ότι υπήρχαν κι άλλα άτομα στην αίθουσα.
«Είμαι εδώ όποτε με χρειαστείς. Αν κάποιος είναι υπόχρεος, αυτός είμαι
εγώ. Πρόσφερες στην οικογένειά μου ένα σπίτι. Υπερασπίστηκες τις πράξεις
μου δημόσια. Είσαι εκπληκτική γυναίκα, Χόλις». Το πρόσωπό του
σκοτείνιασε λίγο όταν πρόσθεσε: «Θα γίνεις μια αξέχαστη βασίλισσα».
Το τραγούδι τελείωσε και έκανα μια υπόκλιση. Γύρισα να κοιτάξω τον
Τζέιμσον, για να δω αν ήταν ικανοποιημένος από τον χορό. Δεν κοιτούσε
καν.
Έστρεψα τα μάτια μου στον Σίλας και του έγνεψα να με ακολουθήσει έξω
από τη Μεγάλη Αίθουσα.
Βγήκα από την αίθουσα και περίμενα λίγο πιο κάτω στον διάδρομο.
Άκουσα το επόμενο τραγούδι να ξεκινά και είδα τη σκιά του Σίλας πριν
φτάσει εκεί όπου στεκόμουν.
«Ο χορός τελείωσε, οπότε τώρα πρέπει να το ξαναπώ – αν ο βασιλιάς δε σε
έχει αποζημιώσει για τη δουλειά σου, θέλω να φροντίσω εγώ να γίνει».
Ο Σίλας χαμήλωσε το βλέμμα, κουνώντας το κεφάλι του.
«Δεν πρέπει να ανησυχείς γι’ αυτό. Ήταν δώρα».
«Επιμένω! Όλο αυτό απόψε δε θα είχε συμβεί χωρίς την οικογένειά σου, γι’
αυτό σου είμαι υπόχρεη».
«Μας έδωσες ένα μέρος να μείνουμε. Εμείς είμαστε υπόχρεοι σ’ εσένα».
Ακούμπησα τα χέρια μου στους γοφούς μου, πράγμα που αποδείχτηκε
αναπάντεχα δύσκολο μ’ εκείνα τα μανίκια. Το πρόσεξε και μου γέλασε.
«Σταμάτα! Προσπαθώ σκληρά!»
«Το ξέρω», είπε, σβήνοντας το χαμόγελο από το πρόσωπό του. «Και αν
εξαιρέσεις το θέμα της γκαρνταρόμπας, έχεις κάνει υπέροχη δουλειά».
Έγνεψε προς τη Μεγάλη Αίθουσα. «Δεν ψιθυρίζουν μοναχά για το πόσο
αξιοπρεπώς συμπεριφέρθηκες απόψε, Χόλις. Λένε ότι πάντα ήξεραν πόσο
σπουδαία βασίλισσα θα γινόσουν».
Η λέξη βγήκε σαν ένας ψίθυρος γεμάτος ελπίδα.
«Αλήθεια;»
Ένευσε.
«Τα έχεις πάει υπέροχα».
Τον κοίταξα. Κοίταξα την ελπίδα που λαμπύριζε στα μπλε μάτια του. Αυτό
το μπλε είχε στ’ αλήθεια κάτι το μοναδικό, όπως και ο τρόπος με τον οποίο
μετακινήθηκαν τα μαλλιά του όταν κατέβασε τον ώμο του. Και ο τρόπος με
τον οποίο χαμογελούσε, σαν να μην έκρυβε τίποτα, σαν να κρατούσε την
έγνοια, τη φροντίδα και τη στοργή του για όλους τους άλλους.
«Νιώθω πολύ τυχερή που σε γνώρισα», ομολόγησα. «Από τότε που
έφτασες, νιώθω… διαφορετική».
«Κι εγώ νιώθω διαφορετικός», είπε με τη φωνή του να χαμηλώνει σε έναν
ψίθυρο. «Όταν είσαι κοντά».
Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι ήμασταν ολομόναχοι. Τα βήματα σε αυτούς
τους αχανείς διαδρόμους δεν περνούσαν απαρατήρητα και δεν ακουγόταν
κανένας τέτοιος ήχος.
«Καλύτερα να γυρίσω πίσω», ψιθύρισα.
«Ναι».
Αλλά δεν κουνήθηκε κανείς από τους δυο μας. Μέχρι που κουνηθήκαμε
και οι δυο, για να συναντηθούμε στη μέση του διαδρόμου για ένα κλεφτό
φιλί.
Ο Σίλας έπιασε τα μάγουλά μου, κρατώντας με με τέτοια τρυφερότητα,
ώστε ένιωσα τα πάντα μέσα στο σώμα μου να λιώνουν. Μπορούσα να νιώσω
τους κάλους στα δάχτυλά του καθώς ακολουθούσαν τις άκρες του προσώπου
μου και δεν μπόρεσα παρά να συγκρίνω την αίσθηση μ’ εκείνη των απαλών
χεριών του Τζέιμσον. Υπήρχε κάτι στην επίγνωση της σκληρής δουλειάς του
Σίλας, στην εργασία που του εξασφάλισε αυτούς τους κάλους, που με έκανε
να θεωρώ το άγγιγμά του πολύτιμο.
Θα μπορούσα να μείνω χαμένη μέσα του για χρόνια, αλλά άκουσα τον
θόρυβο βημάτων.
Τινάχτηκα προς τα πίσω, ενώ δεν άντεχα να τον κοιτάξω στα μάτια. Τι είχα
κάνει;
«Περίμενε πέντε λεπτά και μετά γύρνα στην αίθουσα», ψιθύρισα
επιτακτικά. «Για χάρη μου, σε παρακαλώ, μην το πεις σε κανέναν».
Είχα αρχίσει ήδη να επιστρέφω, όταν απάντησε απλώς: «Αν το επιθυμείς».
Κατευθύνθηκα προς τη Μεγάλη Αίθουσα κρατώντας το κεφάλι μου ψηλά
και προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου ότι, αν έδειχνα γεμάτη σιγουριά,
τότε δε θα υποπτευόταν κανείς ότι είχα φιλήσει κάποιον που σίγουρα δεν
ήταν ο μνηστήρας μου. Που ήταν ένας ξένος. Που, σύμφωνα με αυτά στα
οποία είχα διδαχτεί να δίνω αξία, ήταν ένας κοινός θνητός.
Είχε δίκιο· όπου κι αν γυρνούσα, οι άνθρωποι μου χάριζαν ματιές όλο
νόημα και χαμόγελα ευγνωμοσύνης. Είχαν φτάσει επιτέλους να με σέβονται
την ίδια ακριβώς στιγμή που τους είχα απογοητεύσει όλους.
Πλησίασα το βασιλικό τραπέζι, φιλώντας τον Τζέιμσον στο μάγουλο. Μου
χάρισε ένα ζεστό βλέμμα αλλά συνέχισε τη συζήτησή του με τον Βασιλιά
Κουίντεν. Μετρούσα τα λεπτά μέχρι να φύγει αυτός ο άντρας παίρνοντας και
τη συνοδεία του μαζί του. Ήθελα να γίνουν όλα και πάλι φυσιολογικά.
Αλλά είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι αν θα γινόταν ποτέ αυτό. Από τη στιγμή
που τα μάτια μου συνάντησαν εκείνα του Σίλας Ιστόφ, είχα νιώσει κάτι. Η
κλωστή με τραβούσε, τεντωμένη και άκαμπτη. Δεν μπόρεσα να μην προσέξω
ότι ένιωθα ακόμα εκείνη την έλξη καθώς μπήκε στην αίθουσα, με τα μάτια
χαμηλωμένα, σαν να μην είχε τη δύναμη να προσποιηθεί τον χαρούμενο.
Είχα πει ότι δεν μπορούσε να με κάψει. Ακόμα το πίστευα αυτό. Αν
επρόκειτο να γίνω στάχτη, το φταίξιμο θα ήταν δικό μου.
18
Πήρα μια βαθιά ανάσα εισπνέοντας το άρωμα των πρόσφατα ανθισμένων
λουλουδιών. Παρόλο που θα ήθελα πολύ να περάσω μια ώρα μόνη μου μέσα
στον λαβύρινθο από θάμνους στους γαλήνιους κήπους του Κερέσκεν, ήταν
αναπάντεχα ευχάριστο να κάθομαι δίπλα στη Βασίλισσα Βαλεντίνα, καθώς ο
Τζέιμσον και ο Βασιλιάς Κουίντεν εξασκούνταν στην τοξοβολία. Ο Τζέιμσον
είχε όμορφη φιγούρα και ήμουν σίγουρη ότι και ο Κουίντεν θα πρέπει να είχε
και αυτός κάποτε. Τώρα, η κυρτή του πλάτη τον δυσκόλευε να τραβήξει τη
χορδή του τόξου. Ωστόσο, μπορούσα να δω στα σταθερά του δάχτυλα και
στη σιγουριά της ματιάς του ότι ήξερε ακριβώς τι έκανε.
Η Βαλεντίνα κι εγώ καταφύγαμε στη σκιά που έριχναν τα μεγάλα
παρασόλια που κρατούσαν από πάνω μας υπηρέτες του παλατιού και
παρακολουθήσαμε τον Τζέιμσον να ρίχνει άλλο ένα βέλος. Κατέληξε πολύ
κοντά στον στόχο του και γύρισε προς το μέρος μου, υψώνοντας τα φρύδια
του και περιμένοντας εμφανώς τον έπαινό μου.
«Μπράβο, άρχοντά μου!» φώναξα, ξεροκαταπίνοντας αμέσως μετά. Μου
ήταν δύσκολο να βγάλω τις λέξεις. Ένα μυστικό φιλί κρυβόταν στον λαιμό
μου, μπλοκάροντας όλες τις λέξεις που ήξερα ότι θα έπρεπε να πω,
σταματώντας όλες τις πράξεις που ήξερα ότι έπρεπε να κάνω.
Φοβόμουν ότι κάτι στο χαμόγελό μου ή στην απόχρωση των ματιών μου θα
με πρόδιδε. Από στιγμή σε στιγμή, ο Τζέιμσον θα καταλάβαινε ότι τον είχα
προδώσει. Και ακόμα και τώρα, δεν μπορούσα να εξηγήσω πώς είχε συμβεί.
Επίσης δεν μπορούσα να το αλλάξω. Το καλύτερο στο οποίο μπορούσα να
ελπίζω ήταν ότι θα ξεχνούσα ότι συνέβη και θα συνέχιζα να προχωράω
σταθερά προς τον Τζέιμσον και στο στέμμα. Αναστέναξα, γυρίζοντας στη
Βαλεντίνα.
«Θέλω να σ’ ευχαριστήσω ξανά για χθες», ξεκίνησα προσπαθώντας να
ξαναρχίσω την άνετη συζήτησή μας από το προηγούμενο βράδυ. Ήταν πολύ
πιο δύσκολο όταν όλα έδειχναν τόσο επίσημα.
«Εγώ έκανα πολύ λίγα. Εσύ οργάνωσες τα πάντα. Μπορώ να καταλάβω
γιατί ο βασιλιάς σου σου έχει τόση αδυναμία». Τον κοίταξε με θαυμασμό.
Πραγματικά δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να κοιτάξεις τον Τζέιμσον.
Τότε γιατί φίλησες κάποιον άλλον;
«Εγώ… ακόμα δεν είμαι σίγουρη τι τον έκανε να με διαλέξει», ξεκίνησα,
μπερδεύοντας τα λόγια μου. «Κάποιοι λένε ότι με διάλεξε επειδή τον κάνω
να γελάει». Έγειρα το κεφάλι μου, καθώς ακόμα δεν ήξερα ποια ήταν η
σωστή απάντηση σε αυτή την ερώτηση. Φανταζόμουν ότι ο Ίταν θα έλεγε ότι
ήταν το όμορφο πρόσωπό μου. «Πώς γνώρισες τον Βασιλιά Κουίντεν;»
Σήκωσε τους ώμους της.
«Δεν υπάρχουν και πολλά να πω. Ζούσα στην αυλή με τους γονείς μου από
τότε που ήμουν παιδί. Η αυλή είναι μεγάλη, κι έτσι οι δρόμοι μας δεν είχαν
συναντηθεί παρά μόνο πριν από μερικά χρόνια. Αυτό ήταν».
Την κοίταξα με κατανόηση.
«Μοιάζει πολύ με τη δική μου ιστορία. Είναι απίστευτο το τι μπορεί να
συμβεί όταν αφήνεις την εξοχή για ένα παλάτι».
«Όντως. Το κάστρο ήταν το σπίτι μας χρόνια· φεύγαμε μόνο για να
ταξιδέψουμε». Ένα ίχνος χαμόγελου ζωγραφίστηκε στα χείλη της. «Έχω πάει
σχεδόν σε κάθε χώρα της ηπείρου», καυχήθηκε. «Οι γονείς μου ήθελαν να
δω τον κόσμο».
«Σε ζηλεύω. Ξέρεις ήδη πόσο μικρός είναι ο δικός μου κόσμος».
Ένευσε.
«Ίσως ο βασιλιάς σου να είναι πιο περιπετειώδης και να σε πάει να
γνωρίσεις τους πρίγκιπες της κάθε χώρας. Αυτό θα σε βοηθήσει πολύ.
Υπάρχει ένα είδος μόρφωσης που μόνο με τα ταξίδια μπορείς να λάβεις».
Για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου δεν είχα λόγο να πιστεύω ότι
χρειαζόταν να δω κάτι περισσότερο από τους λόφους που βρίσκονταν κοντά
στο Βάρινγκερ Χολ ή την ανατολή του ήλιου στον Ποταμό Κόλβαρντ που
κυλούσε δίπλα από την πρωτεύουσα. Αλλά η συνάντησή μου με ανθρώπους
από όλη την ήπειρο ήταν διαφωτιστική και τώρα λαχταρούσα να μάθω κι
άλλα.
«Το ελπίζω. Κι εσύ; Ελπίζεις να ολοκληρώσεις αυτή τη μόρφωση; Να πας
σ’ εκείνες τις λίγες χώρες που έχουν μείνει;»
Το χαμόγελό της έσβησε.
«Ο βασιλιάς είναι πολύ απορροφημένος από το βασίλειό του».
«Ω». Δεν ήμουν απόλυτα σίγουρη τι σήμαινε αυτό, αλλά υπέθετα πως, ό,τι
κι αν ήταν, τον έκανε να μένει κοντά στο παλάτι του. Η Κορόα δεν ήταν
κανένα μακρινό ταξίδι.
«Μου λείπουν οι γονείς μου», είπε με μια φωνή τόσο χαμηλή, ώστε
παραλίγο να μην το ακούσω. Όταν την κοίταξα, δεν έμοιαζε και τόσο με
βασίλισσα, αλλά περισσότερο με αυτό που ήταν: άλλο ένα νεαρό κορίτσι που
προσπαθούσε να βρει τον δρόμο της στον κόσμο. «Έχω μερικά αναμνηστικά
από τα ταξίδια μας… Αυτό το κολιέ», είπε, αγγίζοντας το ασημένιο οβάλ
γύρω από τον ψηλό λαιμό της. «Ο πατέρας μου μου το αγόρασε στο Μοντόθ
από μια μικρόσωμη τσιγγάνα στην άκρη του δρόμου. Κάτι μου λέει ότι δεν
το έφτιαξε η ίδια, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ».
Ένευσα και αναρωτήθηκα σε ποιον λαιμό να ήταν κάποτε.
«Ήταν καλή κυρία όμως. Δυναμική. Ο πατέρας μου της έδωσε περισσότερα
από όσα ζήτησε. Ήταν καλός άνθρωπος».
«Τότε θα ήθελα πολύ να τον γνωρίσω κάποια μέρα».
Η Βαλεντίνα κρατούσε τα μάτια της στον ορίζοντα και το χέρι της πάνω
στο κολιέ της.
«Μακάρι να μπορούσες. Μακάρι να μπορούσες να γνωρίσεις και τους δυο
τους».
Αναστέναξα, γνωρίζοντας ότι είχα καταστρέψει αυτό που είχε ξεκινήσει να
γίνει μια πολύ καλή συζήτηση.
«Λυπάμαι πολύ».
Η ματιά της στράφηκε στον βασιλιά.
«Κι εγώ το ίδιο».
Δεν κατάλαβα την ξαφνική οργή που χρωμάτιζε τον τόνο της, αλλά δεν
είχα χρόνο να το πολυσκεφτώ. Από το βάθος κατέφθαναν οι υπηρέτριες,
κρατώντας δίσκους με λιχουδιές.
«Έμαθα ότι σ’ ενδιαφέρουν οι ξένες κουζίνες. Πήρα την πρωτοβουλία να
ζητήσω να ετοιμάσουν κάποια πιάτα ειδικά για σένα». Έγνεψα προς τον
στρατό από υπηρέτες που πλησίαζε και είδα το πρόσωπό της να φωτίζεται.
«Αλήθεια;» Ο τόνος της αποκάλυπτε δυσπιστία.
«Ναι. Εγώ… Μου έδωσαν λάθος πληροφορίες, έτσι; Φυσικά, δεν είσαι
υποχρεωμένη να φας κάτι…»
«Όχι, όχι! Είμαι ενθουσιασμένη!» αναφώνησε καθώς τοποθετούσαν τον
έναν δίσκο μετά τον άλλον πάνω στην κουβέρτα μας. «Αυτό το ξέρω», είπε.
«Συνήθως αυτά τα φτιάχνετε για την ημέρα της στέψης, σωστά;»
«Ναι. Επέλεξα κάποια πράγματα που είναι χαρακτηριστικά της περιοχής
και μετά μερικά που τρώμε τις γιορτινές μέρες στην Κορόα. Αυτές εδώ οι
πίτες είναι από το ηλιοστάσιο και μέσα έχουν χρυσαφί σιρόπι».
Πήρε ένα από τα γλυκίσματα και το έβαλε στο στόμα της. Ήμουν
περιπετειώδης με τα περισσότερα πράγματα, αλλά τα παράξενα φαγητά
πάντα με έκαναν να διστάζω. Θαύμαζα που, ακόμα και σε αυτό, η Βασίλισσα
Βαλεντίνα δε δίστασε καθόλου.
«Πεντανόστιμο. Και αυτά;» Πήγαινε από πιάτο σε πιάτο, κάνοντας
ερωτήσεις και τρώγοντας όσο περισσότερα άντεχε το στομάχι της. Όταν το
χαμόγελό της ήταν αυθόρμητο, έδειχνε πιο νέα, γεμάτη ελπίδα. Σε αυτή τη
μικροσκοπική στιγμή, είδα μια Βαλεντίνα που δεν ήταν παρούσα στη
Μεγάλη Αίθουσα ή στο πεδίο της ξιφομαχίας. Ήταν καλλονή· ήταν εμφανές
ακόμα και όταν συνοφρυωνόταν. Αυτό το πρόσωπο είχε κάτι που με έκανε
να καταλάβω γιατί την έβαλαν στον θρόνο, γιατί τη λάτρευε ο λαός.
Αλλά μετά σκέφτηκα κάποια από τα σχόλια που είχαν κάνει οι Ιστόφ και
συνειδητοποίησα ότι δεν τη λάτρευαν με αυτή την έννοια. Φαντάστηκα ότι ο
λαός δεν είχε δει ποτέ αυτό το χαμόγελο.
«Αυτό είναι το καλύτερο πράγμα που έχει κάνει κάποιος για μένα εδώ και
πολύ καιρό», είπε, απολαμβάνοντας τον ήλιο. «Σ’ ευχαριστώ».
«Παρακαλώ. Να έρχεσαι για επίσκεψη όποτε σε πιάνει λιγούρα».
Όταν γέλασε, ο ήχος πέταξε ψηλά, χορεύοντας μέσα στα δέντρα.
«Βαλεντίνα!» είπε απότομα ο Βασιλιάς Κουίντεν, δείχνοντας το τόξο του,
λες και το γέλιο της διέκοπτε κάτι πολύ σημαντικό. Το λαμπερό χαμόγελο
εξαφανίστηκε μέσα σε μια στιγμή και όλο το φως γύρω της πέθανε. Έσκυψε
το κεφάλι της ταπεινά και μετά πήρε μια πίτα για να καλύψει το στόμα της.
«Είναι τύραννος», μουρμούρισε χαμηλόφωνα. «Ορκίζομαι, αν είχε το
σθένος, θα κυνηγούσε ακόμα και την ίδια τη χαρά και θα τη χτυπούσε με ένα
βέλος». Έπειτα από μια στιγμή, θυμήθηκε τη θέση της. «Σε παρακαλώ, μην
το επαναλάβεις αυτό».
Σήκωσα μια μικρή πίτα για να κρύψω κι εγώ το στόμα μου.
«Μην ανησυχείς. Αν υπάρχει κάτι που καταλαβαίνω, είναι η αξία ενός
επιπέδου διακριτικότητας. Το δικό μου έπεσε σημαντικά πρόσφατα και δεν
μπορώ να φανταστώ το δικό σου. Δε θα έλεγα τίποτα. Άλλωστε, νομίζω ότι
έχεις δίκιο. Είναι λίγο στριμμένος».
Πίεσε τα χείλη της μεταξύ τους, καταπνίγοντας το χαμόγελό της.
«Λοιπόν, Λαίδη Χόλις, ποια είναι τα σχέδιά μας γι’ απόψε;»
Ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει γρήγορα. Τα πράγματα είχαν αρχίσει να
αλλάζουν.
«Ο Βασιλιάς Τζέιμσον μού χάρισε πρόσφατα ένα ζευγάρι χρυσά ζάρια.
Προσπαθώ να μάθω μερικά παιχνίδια».
«Θα φέρω χρήματα. Είναι πολύ πιο διασκεδαστικό όταν διακυβεύεται
κάτι», είπε, λες και ήταν κάποια μεγάλη σοφία.
«Μπορούμε να καλέσουμε και τις κυρίες επί των τιμών μας, αν θέλεις».
Κούνησε το κεφάλι της.
«Όχι. Θα ήθελα να είμαι μόνο μαζί σου».
Χαμογέλασα.
«Φυσικά, Μεγαλειοτάτη».
Στο άκουσμα του τίτλου γύρισε τα μάτια της προς τα πάνω.
«Εντάξει, είχε πλάκα όταν σε έκανα να σέρνεσαι μπροστά μου, αλλά τώρα
μπορείς να με λες απλά Βαλεντίνα».
«Πάντως μπορώ να συρθώ ξανά για χάρη του παλιού καλού καιρού, αν
αργότερα βαρεθείς».
Χασκογέλασε και σε αυτό, αλλά κατέπνιξε γρήγορα τον ήχο. Μπορούσα να
δω τον Βασιλιά Κουίντεν να ξεφυσάει, αλλά γύρισε να μας κοιτάξει χωρίς να
βιάζεται. Η ματιά του έφυγε από τη Βαλεντίνα και προσγειώθηκε γρήγορα σ’
εμένα. Ένιωσα ένα παγωμένο ρίγος. Μπορεί εκείνη επιτέλους να την
κέρδισα, αλλά εκείνος εξακολουθούσε να με βλέπει σαν ένα έντομο.
Απέστρεψα γρήγορα το βλέμμα μου.
Υπενθύμισα στον εαυτό μου ότι ήμουν εδώ για να κρατάω συντροφιά στη
Βαλεντίνα. Αν έμενε ικανοποιημένη, τότε είχα κάνει το καθήκον μου… αλλά
ήξερα ότι, όταν θα γινόμουν βασίλισσα, πάντα θα υπήρχε ένας Κουίντεν στη
ζωή μου. Οι επίσημοι και οι απεσταλμένοι θα έρχονταν και θα έφευγαν
συνεχώς, ενώ εγώ θα ήμουν στη μέση όλων αυτών, αδυνατώντας να κρυφτώ.
Πιθανότατα σε κάποιους θα ήμουν συμπαθής, αλλά πάντα θα υπήρχαν
κάποιοι που θα ένιωθαν ικανοποίηση, αν με αγνοούσαν.
Σήκωσα το πιγούνι μου και σκέφτηκα τη Βαλεντίνα. Εμείς οι κυρίες που
ήμασταν φυλακισμένες μέσα στα χρυσά μας κλουβιά έπρεπε να κάνουμε το
καλύτερο που μπορούσαμε.
19
Η Βαλεντίνα δεν άργησε να κουραστεί, πράγμα που με βόλεψε μια χαρά,
αφού είχα δικές μου δουλειές να φροντίσω. Το δέμα ήταν ελαφρύ και, χάρη
στον πίνακα έξω από τα δωμάτιά τους για τον οποίο μου είχε μιλήσει η
Λαίδη Ιστόφ, ήξερα πού πήγαινα.
Επισήμως είχα πάει για να δω τη Σκάρλετ, αλλά στο στομάχι μου ένιωθα
πεταλούδες να πεταρίζουν σαν τρελές. Ένιωθα τόσο πολλά πράγματα μαζί,
ώστε δεν ήξερα τι πραγματικά ήταν. Θα ήταν εκεί ο Σίλας; Θα προσπαθούσε
να μου μιλήσει; Ήθελα να το κάνει;
Το φιλί ήταν μια έκπληξη. Όχι, όχι μια έκπληξη, ένα λάθος. Σίγουρα, ήταν
εύκολο να μιλάω στον Σίλας, ήταν εύκολο να τον καταλάβω. Υπήρχε μια
καλοσύνη πίσω από την κάθε του πράξη, ενώ ο τρόπος με τον οποίο τα μέλη
της οικογένειάς του αγαπιούνταν τόσο πολύ με έκανε να θέλω να είμαι κοντά
όχι μόνο σ’ εκείνον αλλά σε όλους τους. Και είχε μια μοναδική ομορφιά, μ’
εκείνα τα μπλε μάτια και εκείνο το αγγελικό χαμόγελο. Ναι, ο Σίλας Ιστόφ
είχε κάτι πολύ γοητευτικό.
Αλλά δεδομένου ότι δεν ήταν ο Τζέιμσον Μπάρκλεϊ, αυτό δεν είχε
σημασία. Η γοητεία δε θα μου έδινε ένα στέμμα ούτε θα έφερνε ελπίδα σε
ένα βασίλειο. Η γοητεία ήταν καλή, όχι απαραίτητη.
Σταμάτησα μπροστά στην πόρτα, ετοιμάστηκα για το οτιδήποτε –και τον
οποιονδήποτε– μπορεί να βρισκόταν στην άλλη πλευρά και χτύπησα.
«Λαίδη Χόλις! Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω!» με υποδέχτηκε η Σκάρλετ,
ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα.
«Ακριβώς το άτομο που έψαχνα», είπα, αγνοώντας τον πόνο στην καρδιά
μου. «Ελπίζω να μη διακόπτω τίποτα».
«Καθόλου. Σε παρακαλώ, έλα». Μου έκανε νόημα να περάσω και μπήκα,
παρατηρώντας τον χώρο.
Υπήρχε ένα μικρό τζάκι και ένα τραπέζι που ίσως να χώραγε τέσσερις με
έξι καρέκλες στριμωγμένες γύρω του. Δεν υπήρχε κάποια ιδιαίτερη
διακόσμηση, αλλά είχαν μερικά λουλούδια πάνω στη συρταριέρα που
βρισκόταν κάτω από το παράθυρο. Δυο πόρτες οδηγούσαν πιθανόν στα
υπνοδωμάτιά τους. Ένιωσα λίγο άσχημα για τη Σκάρλετ, καθώς θα πρέπει να
μοιραζόταν ένα δωμάτιο με τ’ αδέλφια της, χωρίς να έχει προσωπικό χώρο.
Το μόνο πράγμα που έσωζε το διαμέρισμα ήταν εκείνο το ένα παράθυρο.
Ήταν μεγάλο, όπως όλα στον συγκεκριμένο εξωτερικό τοίχο, κι έτσι κάθε
δωμάτιο στο παλάτι, ανεξάρτητα από το μέγεθός του, είχε ένα πλατύ θολωτό
τζάμι που άφηνε το φως να περνάει μέσα. Το κοίταξα και σκέφτηκα ότι η
δική της θέα ήταν πολύ διαφορετική από τη δική μου.
«Βλέπεις εκείνο το κτίριο εκεί;» ρώτησε δείχνοντας μια μικρή πέτρινη
κατασκευή με μια αχυροσκεπή και μια μεγάλη καμινάδα από την οποία
έβγαινε ακόμα και τώρα καπνός. «Εκεί δουλεύουν ο Σίλας και ο Σάλιβαν».
«Αλήθεια;» ρώτησα και πήγα πιο κοντά στο παράθυρο για να επιθεωρήσω.
«Ναι. Και αν ο Σάλιβαν χρειάζεται τα μικροσκοπικά μου δάχτυλα για να
βάλει τις τελευταίες λεπτομέρειες σε ένα κόσμημα ή αν ο Σίλας με χρειάζεται
για να γυαλίσω ένα σπαθί, βάζουν ένα μπλε μαντίλι στο παράθυρο. Έχω
πάντα τον νου μου γι’ αυτό».
«Έχουν εκπληκτική ικανότητα», σχολίασα με δέος. «Εγώ ξέρω να ράβω,
αλλά εκεί τελειώνουν τα ταλέντα μου».
«Δεν είναι έτσι!» διαμαρτυρήθηκε. «Ξέρεις να χορεύεις τόσο καλά και
είσαι δυο φορές καλύτερη συνομιλήτρια από τον οποιονδήποτε στην
Ισόλτη». Δεν ήθελα να της πω ότι αυτό δεν ήταν ιδιαίτερο κομπλιμέντο.
«Αλλά θαυμάζω και τα αδέλφια μου. Είναι σπάνιο να ασχολείται κάποιος
στην Ισόλτη με κάτι που θεωρείται καλλιτεχνικό. Και επιπλέον κάνουν πολύ
διαφορετικά πράγματα ο ένας από τον άλλον».
«Πώς;» ρώτησα, κοιτάζοντας το παράθυρο του βοηθητικού κτιρίου που δεν
είχε τζάκι, προσπαθώντας να καταλάβω αν αυτός που κινούνταν μέσα ήταν ο
Σίλας ή ο αδελφός του.
«Η δουλειά του Σάλιβαν… χρειάζεται φωτιά, αλλά είναι πολύ πιο
λεπτεπίλεπτη. Η ποσότητα του μετάλλου που χρησιμοποιεί κάθε φορά είναι
πολύ μικρότερη, επομένως είναι πολύ πιο ασφαλής. Πιθανότατα θα
μπορούσε να την κάνει και μέσα στο διαμέρισμα, αν ήθελε».
«Απ’ ό,τι φαίνεται, μένει όσο πιο κοντά στον Σίλας μπορεί».
Ένευσε.
«Αυτό έκανε πάντα. Δε νομίζω ότι τον καταλαβαίνει κάποιος από εμάς
όπως τον καταλαβαίνει ο Σίλας. Ο κόσμος πιστεύει ότι είναι απόμακρος,
αλλά δεν είναι. Απλώς δεν ξέρει τι να πει».
Της χαμογέλασα θλιμμένα.
«Γνωρίζω πολύ καλά αυτό το συναίσθημα. Και τι κάνει ο Σίλας εκεί έξω,
λοιπόν;»
«Είναι πολύ πιο επικίνδυνο. Βυθίζει τεράστια κομμάτια μετάλλου σε
φωτιά, τα βγάζει έξω και μετά τα χτυπάει με ένα σφυρί μέχρι να πάρουν το
σωστό σχήμα. Έχει καεί μερικές φορές, ενώ τουλάχιστον δύο φορές
φοβήθηκε ότι έκανε μεγάλη ζημιά στο χέρι του. Ευτυχώς, ξέρουμε πώς ν’
αποτρέπουμε τη μόλυνση, κι έτσι είναι μια χαρά».
«Ευτυχώς». Ήταν γνωστό ότι οι θεραπευτές στην Ισόλτη είχαν κάνει πολύ
περισσότερες ιατρικές προόδους απ’ ό,τι εμείς στην Κορόα. Αν η Ισόλτη
χρησιμοποιούσε τους χορούς μας, τη μουσική και την τέχνη μας, δεν
μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε κι εμείς τις γνώσεις τους γύρω από την
ιατρική και τα βότανα και τ’ αστέρια; Είχα την αίσθηση ότι, αν τους
ρωτούσαμε, θα μπορούσαμε να στείλουμε άτομα εκεί να σπουδάσουν.
Μαντεύω ότι τόσο ο Τζέιμσον όσο και ο πατέρας του δε θα θυσίαζαν την
περηφάνια τους για να ζητήσουν κάτι τέτοιο. «Δείχνει να είναι καλός σ’ αυτό
που κάνει, όμως».
«Από τους καλύτερους», καυχήθηκε η Σκάρλετ.
Χαμογέλασα.
«Λοιπόν, η αδελφή του είναι εξαιρετική δασκάλα και φίλη, γι’ αυτό σου
έφερα κάτι. Ένα δώρο για να σ’ ευχαριστήσω που συμφώνησες να βοηθήσεις
την ημέρα της στέψης».
Πήρε το δέμα και πήγε στο τραπέζι.
«Για μένα;»
«Ναι. Και θέλω να ξέρεις ότι προσπαθώ να συνθέσω ένα μέρος του κύκλου
μου. Θα σε δεχόμουν μετά χαράς, αλλά θα χρειαστώ λίγο χρόνο με την
Ντέλια Γκρέις για να την πείσω για τις πολλές σου αρετές. Ελπίζω να μη σε
πειράζει να περιμένεις μέχρι να μπορέσω να την πείσω να γίνει λίγο πιο…
ανοιχτόμυαλη».
Με κοίταξε πάνω από τον ώμο της.
«Το εννοώ με τον πιο ευγενικό τρόπο, αλλά δε βλέπω την Ντέλια Γκρέις να
γίνεται ποτέ ανοιχτόμυαλη».
Γέλασα. Παρόλο που είχε περάσει λίγο χρόνο μαζί της, η Σκάρλετ
καταλάβαινε ήδη την Ντέλια Γκρέις καλύτερα από τους περισσότερους.
Σκέφτηκα τα ερευνητικά της μάτια εκείνη την πρώτη μέρα που είχε μπει στη
Μεγάλη Αίθουσα. Αναρωτήθηκα πόσα να ήξερε αυτό το κορίτσι για τη ζωή
στο κάστρο.
«Άλλωστε, πρέπει ούτως ή άλλως ν’ αρνηθώ», συνέχισε. «Ελπίζουμε να
εγκατασταθούμε στην επαρχία σύντομα, κάπου με πολλή γη και ησυχία».
Δεν ήμουν σίγουρη πώς έπρεπε να πάρω τα νέα. Σίγουρα ένιωσα μια
σουβλιά θλίψης, αλλά επίσης με πλημμύρισε και η ανακούφιση. Κάποια
στιγμή, δε θα είχα καμία πιθανότητα να πέσω πάνω στον Σίλας σε αυτούς
τους διαδρόμους, να τον δω λουσμένο στα χρώματα που έριχναν τα βιτρό
παράθυρα. Δεν είχα χώρο για περισσότερες εκπλήξεις –ή λάθη– στη ζωή
μου. Θα απαλλασσόμουν από αυτά όταν θα έφευγε από το παλάτι μια για
πάντα.
Επέστρεψα στο παρόν, προσπαθώντας να πραγματοποιήσω μια
φυσιολογική συζήτηση.
«Η Κορόα έχει πολύ όμορφες περιοχές. Είμαι σίγουρη ότι θα βρείτε το
κατάλληλο μέρος».
Ξετύλιξε το δώρο και πήρε μια κοφτή ανάσα χαράς.
«Χόλις, το λατρεύω!» Έσφιξε το φόρεμα πάνω στο στήθος της.
«Άφησα ύφασμα σε περίπτωση που χρειαστεί να το μακρύνουμε. Είσαι
πολύ ψηλή».
Γέλασε.
«Και κοίτα τα μανίκια».
«Σκέφτηκα ότι θα ήθελες να ταιριάζεις με τις άλλες όταν παρουσιάσουμε
τελικά τον χορό και εκτίμησα πολύ τη βοήθειά σου. Αν και πρέπει να πω ότι
ο Σαούλ ήταν ο αγαπημένος μου καβαλιέρος».
«Είχε πολύ καιρό να χαμογελάσει τόσο. Αυτό από μόνο του ήταν δώρο για
όλους μας».
Κάτι στον μελαγχολικό τόνο της φωνής της με έκανε σχεδόν να θέλω να
κλάψω. Αναρωτήθηκα αν θα καταλάβαινα ποτέ όλα όσα είχαν περάσει.
«Ωραία», είπα, καθώς δεν ήξερα τι άλλο να πω. «Λοιπόν, καλύτερα να
φύγω. Κάποια έχει μια ιδιωτική συνάντηση με τη Βασίλισσα Βαλεντίνα
σήμερα, χάρη στις συμβουλές μιας συγκεκριμένης καινούργιας φίλης», είπα
κοιτάζοντάς τη με νόημα.
«Το φαγητό;»
«Την μπούκωσα με λιχουδιές της Κορόα. Της άρεσαν πολύ. Σ’ ευχαριστώ».
«Είμαι πάντα στη διάθεσή σου, Χόλις. Αλήθεια».
Κρατούσε ακόμα ψηλά το φόρεμά της, ακουμπώντας το επάνω της για να
δει πώς της πήγαινε.
«Καλή σου μέρα, Λαίδη Σκάρλετ».
Τα μάτια της άλλαξαν. Θα πρέπει να είχε εγκαταλείψει την ελπίδα ότι θα
την αποκαλούσαν ποτέ ξανά λαίδη. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου,
επιστρέφοντας στα δωμάτια της βασίλισσας, ενώ θυμήθηκα ότι είχα γελάσει
από μέσα μου εις βάρος της Σκάρλετ εκείνη την πρώτη μέρα στη Μεγάλη
Αίθουσα. Ένιωθα τόσο ανόητη που δεν είχα καταλάβει αυτό που
καταλάβαινα τώρα: δεν ήμασταν και τόσο διαφορετικές. Ούτε μ’ εκείνη ούτε
με τη Βαλεντίνα ούτε με τη Νόρα. Στο τέλος, δημιουργούσαμε εχθρούς με το
μυαλό μας, αλλά τους κάναμε φίλους με την καρδιά μας.
20
Καθόμουν μπροστά στον καθρέφτη της τουαλέτας μου, παίζοντας με τα
μαλλιά μου. Όπως μου είχε ζητήσει η Βαλεντίνα, είχα διώξει τις κυρίες μου
απόψε, κι έτσι για πρώτη φορά ήμουν μόνη στα νέα μου δωμάτια. Έκλεισα
για λίγο τα μάτια μου για να εκτιμήσω τη μοναξιά. Το παλάτι δεν ήταν ποτέ
πραγματικά ήσυχο, και αυτός ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους το
είχα αγαπήσει. Η φωτιά τριζοβολούσε και πετούσε σπίθες. Μπορούσα ν’
ακούσω τον μακρινό ήχο βημάτων από πάνω μου. Έξω από το παράθυρο, η
πόλη που έφτανε μέχρι το κάστρο μόνο ήσυχη δεν ήταν. Άκουγα άλογα στον
δρόμο, άντρες να φωνάζουν εντολές και κόσμο να γελάει στον ανοιχτό
βραδινό αέρα. Αν συγκεντρωνόμουν, μπορούσα ν’ ακούσω ακόμα και
κουπιά που χτυπούσαν τα νερά του ποταμού. Σε αντίθεση με τον θόρυβο στη
Μεγάλη Αίθουσα, αυτοί οι ήχοι ήταν ένα καλοδεχούμενο τραγούδι.
Όλη μου τη ζωή, απολάμβανα τόσο πολύ τον χορό και τα τουρνουά και την
παρέα, ώστε δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο όμορφη είναι μια στιγμή
ησυχίας. Το είχα ανακαλύψει πολύ αργά.
Άνοιξα τα μάτια μου όταν άκουσα το χτύπημα στην πόρτα και απέμεινα να
περιμένω για λίγο πριν συνειδητοποιήσω ότι έπρεπε να την ανοίξω η ίδια. Η
Βαλεντίνα χαμογελούσε, κουνώντας στο χέρι της ένα δερμάτινο πουγκί.
«Ελπίζω να είσαι έτοιμη να μου δώσεις την περιουσία σου, Λαίδη Χόλις.
Όταν ήμουν μικρότερη, άφηνα τους κυρίους της αυλής ταπί». Πέρασε μέσα
περνώντας δίπλα μου χωρίς να περιμένει πρόσκληση. Ενώ με εκνεύριζε
αφάνταστα όταν το έκανε αυτό η μητέρα μου, από τη Βαλεντίνα μού φάνηκε
πολύ φυσικό και ένιωσα ότι την έκανε ακόμα πιο γοητευτική.
«Όχι πια;» ρώτησα και κάθισα στο τραπέζι στον χώρο υποδοχής.
Κούνησε το κεφάλι της.
«Όχι. Οι άντρες της αυλής κρατάνε τις αποστάσεις τους τώρα. Το ίδιο και
οι κυρίες». Έριξε το πουγκί της κάτω και επιθεώρησε το δωμάτιο,
κοιτάζοντας πίσω από τον τοίχο τον χώρο όπου βρισκόταν το κρεβάτι πριν
έρθει να καθίσει. «Έχεις όμορφα δωμάτια».
«Δε θα μπορούσαν να μην είναι. Αυτά είναι τα διαμερίσματα της
βασίλισσας».
Κοίταξε ξανά γύρω της, με μάτια γουρλωμένα.
«Από τώρα;»
Ένευσα.
«Αφού θα συναντούσα μια βασίλισσα, ο Μεγαλειότατος ήθελε να έχω
ισάξια ρούχα, κοσμήματα και δωμάτια μ’ εκείνη», σχολίασα με ένα
χαμόγελο. «Υποθέτω ότι είναι απλώς θέμα χρόνου μέχρι να γίνει μια επίσημη
πρόταση».
Στο πρόσωπό της ζωγραφίστηκε ξανά η έκπληξη.
«Δε σου έχει δώσει δαχτυλίδι;»
«Όχι ακόμα. Ήθελε να είναι προσεκτικός. Αλλά τώρα φαίνεται ότι όλοι
γνωρίζουν τον σκοπό του, επομένως θα πρέπει να συμβεί σύντομα».
Έδειχνε να βρίσκει την κατάστασή μου ενδιαφέρουσα καθώς άπλωσε το
χέρι της για να πιάσει τα χρυσά μου ζάρια.
«Η σχέση σου με τον βασιλιά σου είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Φαίνεται να
απολαμβάνει το ότι είσαι… ένα ελεύθερο πνεύμα, ας πούμε».
Σήκωσα τους ώμους μου.
«Μακάρι να ένιωθαν όλοι έτσι, αλλά χαίρομαι που ο Τζέιμσον με εκτιμά.
Τι ήταν αυτό που τράβηξε τον Βασιλιά Κουίντεν σ’ εσένα; Δεν είπες και
πολλά γι’ αυτό νωρίτερα».
Τα μάτια της έγιναν αμέσως απόμακρα.
«Δε μου αρέσει να μιλάω και πολύ γι’ αυτό», παραδέχτηκε.
«Ω». Μισόκλεισα τα μάτια μου, μπερδεμένη. «Λυπάμαι αν…»
«Όχι, όχι. Δεν καταλαβαίνουν πολλοί άνθρωποι· θα ήταν ωραία αν με
καταλάβαινε επιτέλους κάποιος», αναστέναξε, παίζοντας με τα ζάρια χωρίς
να με κοιτάζει. «Μετά τον θάνατο της Βασίλισσας Βέρα, οι περισσότεροι
στην αυλή υπέθεταν ότι ο Κουίντεν θα έμενε εργένης. Είχε αρσενικό διάδοχο
και δεν έδειχνε να τον ενδιαφέρει να ξαναπαντρευτεί. Νομίζω… νομίζω ότι
μπορεί να την αγαπούσε πραγματικά. Τη Βασίλισσα Βέρα εννοώ. Τον έπιασα
να της χαμογελάει μερικές φορές όταν ήμουν πολύ μικρή.
»Σχεδίαζα να παντρευτώ τον Λόρδο Χέιθαμ. Με συμπαθούσε πολύ και οι
γονείς μου τον ενέκριναν με όλη τους την καρδιά. Και αυτό που ενδιέφερε
τον Κουίντεν ήταν να βρει ταίρι για τον γιο του. Αλλά φαίνεται ότι οι
αναφορές για την εύθραυστη υγεία του Χάντριαν εξαπλώθηκαν πιο μακριά
από όσο περίμενε κανείς. Κάποια κορίτσια που προσέγγισε ο βασιλιάς
βρέθηκαν ξαφνικά αρραβωνιασμένα. Ένα από αυτά, η Σίσκα Άραμ, ήταν
καλή μου φίλη και ξέρω πολύ καλά ότι ο αρραβώνας της έγινε την ίδια
κιόλας μέρα που η οικογένειά της κλήθηκε σε συνάντηση με τον Κουίντεν».
«Γιατί;» ρώτησα. «Αυτά τα κορίτσια είχαν μια ευκαιρία να γίνουν
βασίλισσες».
«Τις ίδιες ερωτήσεις έκανα κι εγώ τότε. Τώρα ξέρω ότι ήταν πολύ
έξυπνες». Κοιτούσε ακόμα αλλού, με τον πικρόχολο τόνο της να με κάνει να
σκέφτομαι ότι η ιστορία αγάπης της δεν είχε και μεγάλη σχέση με την αγάπη.
«Τελικά, ο Κουίντεν απευθύνθηκε σε άλλες χώρες, αν και δεν ήταν αυτό που
ήθελε· ήταν σίγουρος ότι θα έβρισκε μια κατάλληλη οικογένεια στην Ισόλτη
για τον γιο του. Ώσπου τελικά βρήκε κάποια για τον πρίγκιπα και ο γάμος
τους έχει κανονιστεί για τον χειμώνα».
Χαμογέλασα.
«Το χιόνι φέρνει τύχη στην Ισόλτη, σωστά;»
Ένευσε.
«Ελπίζουμε σε ένα παχύ στρώμα χιονιού για να τους ευλογήσει».
Αυτό ήταν γλυκό. Το χιόνι δε σήμαινε τίποτα εδώ, ούτε η βροχή ούτε το
αεράκι. Αλλά για χάρη του Χάντριαν θα ευχόμουν να χιονίσει.
«Περίμενε. Αυτό δεν εξηγεί τίποτα για σένα και τον Βασιλιά Κουίντεν».
«Αα», είπε, με το χαμόγελό της να μην αποκαλύπτει καμία χαρά. «Γνώριζα
λιγότερα για τη βασιλική οικογένεια απ’ ό,τι οι άλλες. Όπως είπα, ταξίδευα
συχνά και είχα τον δικό μου κύκλο από φίλες. Αλλά οι περισσότερες από
αυτές τις φίλες παντρεύτηκαν και τις έχασα καθώς πήγαν να γνωρίσουν τα
νέα τους σπιτικά, να ξεκινήσουν οικογένειες – αυτά που κάνουν οι νεαρές
νύφες».
«Ναι».
«Έτσι, όταν έγινε σαφές ότι ο βασιλιάς έψαχνε για μια νέα σύζυγο, ήμουν
από τις λίγες νεότερες γυναίκες στην αυλή που πληρούσαν τις προϋποθέσεις.
Με γοήτευε η ιδέα ενός στέμματος, η εικόνα ενός άντρα με τη βασιλική
στολή και, όταν έγινε στους γονείς μου μια απίστευτα γενναιόδωρη
προσφορά για το χέρι μου, κολακεύτηκα.
»Αυτό που έμαθα αργότερα ήταν ότι ο Χάντριαν είχε μια πολύ τρομακτική
κρίση πυρετού μερικές εβδομάδες πριν από την πρότασή μου. Έμεινε
αναίσθητος τρεις μέρες. Ο Κουίντεν συνειδητοποίησε ότι χρειαζόταν κι
άλλον διάδοχο και επιλέχθηκα εγώ, όχι για το πνεύμα μου ή για την
ικανότητά μου στο τραγούδι ή για την καταγωγή μου. Είμαι μια υγιής νεαρή
γυναίκα και θα έπρεπε να μπορώ να κάνω ένα παιδί». Αναστέναξε. «Θα
έπρεπε».
Είχα απομείνει σιωπηλή από την έκπληξη. Η Βαλεντίνα, που για εμένα είχε
τόσο πολλές αξιαγάπητες αρετές, ίσως να μην είχε αγαπηθεί ποτέ
πραγματικά.
«Μην είσαι έτσι», είπε, ρίχνοντας τα ζάρια χωρίς κανέναν άλλον λόγο πέρα
από το να τα δει να πέφτουν. «Οι περισσότεροι βασιλικοί γάμοι έτσι
λειτουργούν. Αν σου αρέσει ο σύζυγός σου, είναι επιθυμητό. Αλλά αυτό που
είναι απαραίτητο είναι να κρατήσεις τη γραμμή. Και ένα βασιλικό κρεβάτι
είναι εξίσου άνετο με οποιοδήποτε άλλο».
Κατάπια.
«Μπορώ να σου κάνω την πιο αγενή ερώτηση που μπορώ να σκεφτώ αυτή
τη στιγμή;»
Χαμογέλασε.
«Σε συμπαθώ, Χόλις. Ναι, ρώτα».
«Τι απέγινε ο Λόρδος Χέιθαμ;»
«Έφυγε από την αυλή. Ζει στην εξοχή πια και έχω τρία χρόνια να τον δω.
Υποθέτω ότι έχει παντρευτεί πλέον, αλλά δεν ξέρω». Χαμήλωσε το βλέμμα
της. «Δε θα με πείραζε και τόσο αυτό. Αλλά θα ήθελα να το μάθω».
Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου οι σκέψεις μου πήγαν στον Σίλας. Η
οικογένειά του θα έβρισκε γη. Θα γίνονταν γνωστοί για την εξαιρετική τους
δουλειά. Θα τραβούσε την προσοχή κάποιου κοριτσιού και οι προκαταλήψεις
της θα κατέρρεαν μπροστά στα μπλε μάτια του. Θα την παντρευόταν.
Ή ίσως και όχι.
Πώς θα το μάθαινα;
«Μπορώ να σου κάνω κι εγώ μια αγενή ερώτηση;» δοκίμασε η Βαλεντίνα.
Οι βλεφαρίδες μου πετάρισαν καθώς τα μάτια μου επικεντρώθηκαν ξανά
στο πρόσωπό της.
«Το σίγουρο είναι ότι κέρδισες το δικαίωμα».
«Πρέπει να μου πεις την αλήθεια. Ο βασιλιάς σου… ήταν ποτέ σκληρός
μαζί σου;»
«Σκληρός; Σκληρός πώς;»
Έκανε μια γενική κίνηση με το χέρι της.
«Απλώς… σκληρός».
Έψαξα στις αναμνήσεις μου. Ίσως να υπήρξε αδιάφορος, αλλά ποτέ
σκληρός.
«Όχι».
Ακούμπησε το χέρι της πάνω στο στομάχι της, επιφυλακτική.
«Βαλεντίνα;»
Κούνησε το κεφάλι της.
«Δεν είναι τίποτα».
Έπιασα το ελεύθερο χέρι της πάνω από το τραπέζι.
«Είναι προφανές ότι δεν είναι τίποτα. Αν μπορεί κάποια να καταλάβει πόσο
δύσκολο είναι να γίνεσαι από κορίτσι της αυλής βασίλισσα, σίγουρα είμαι
εγώ. Μίλησέ μου».
Τα σφιγμένα της χείλη άρχισαν να τρέμουν και ξαφνικά χωρίστηκαν με
γρήγορους, τρεμάμενους λυγμούς.
«Με παρακολουθούν όλοι. Περιμένουν να τους δώσω άλλον έναν διάδοχο
και ξέρω ότι ψιθυρίζουν για μένα. Αλλά δε φταίω εγώ!» επέμεινε. «Ήμουν
πολύ προσεκτική!»
«Τι είναι αυτά που λες;» ρώτησα, χαμηλώνοντας το βλέμμα μου σ’ εκείνο
το λεπτεπίλεπτο χέρι πάνω στο στομάχι της. «Είσαι έγκυος τώρα;»
«Δεν είμαι σίγουρη. Δεν έχω αίμα εδώ και δυο μήνες, αλλά τα
συμπτώματα… Έχω μείνει έγκυος άλλες δυο φορές πριν, όμως έχασα τα
παιδιά. Αυτό φαίνεται διαφορετικό. Νιώθω… Νιώθω…»
«Σσς», την προέτρεψα, παίρνοντάς τη στην αγκαλιά μου. «Είμαι σίγουρη
ότι θα είστε και οι δυο καλά».
«Δεν καταλαβαίνεις». Ανακάθισε, τρέμοντας και σκουπίζοντας μανιασμένα
τα δάκρυα στο πρόσωπό της. Σκέφτηκα ότι την είχε πιάσει κάποιο είδος
κρίσης, επειδή η θλίψη της μετατράπηκε γρήγορα σε οργή και δεν έπαψε να
τρέμει. «Αν πεις κουβέντα γι’ αυτό, θα σε σκοτώσω, με ακούς; Αν πρέπει να
επιλέξω ανάμεσα στη δική μου ζωή και τη δική σου…»
«Βαλεντίνα, σου έχω ήδη πει πόσο σημαντικά είναι για μένα τα προσωπικά
δεδομένα. Θα κρατήσω οτιδήποτε πεις μεταξύ μας».
Η οργή φάνηκε να καταλαγιάζει, οι ώμοι της έπεσαν και ακούμπησε
εξαντλημένη στην πλάτη της καρέκλας της. Τα χέρια της έσφιγγαν το
στομάχι της, όχι τόσο σαν να το προστάτευε όσο σαν να προσευχόταν. Δεν
είχα ξαναδεί τόσο στοιχειωμένα μάτια.
«Πιστεύουν ότι θεωρώ ότι είμαι ανώτερή τους», ξεκίνησε. «Όλες οι
γυναίκες της αυλής. Πιστεύουν ότι δεν τους μιλάω επειδή κατέχω μια τόσο
υψηλή θέση, κι έτσι θα πρέπει να πιστεύω ότι είμαι καλύτερη από εκείνες.
Αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Ο Κουίντεν φταίει. Δε θέλει να έχω επαφές με
κανέναν».
Σκέφτηκα αυτό που είχε πει η Σκάρλετ ότι βρισκόταν σε απομόνωση έξι
μήνες. Αναρωτήθηκα αν ήξερε κανείς ότι δεν είχε επιλέξει η ίδια τη μοναξιά
της.
«Λυπάμαι. Γι’ αυτό έχεις μόνο μία κυρία επί των τιμών;»
Ένευσε.
«Δε μιλάμε καν την ίδια γλώσσα. Μου φέρνει αυτά που ξέρει ότι
χρειάζομαι και έχουμε καταφέρει να καταλαβαίνουμε η μία την άλλη
περισσότερο, αλλά δεν μπορώ να της εκμυστηρευτώ τίποτα. Δεν έχω
κανέναν για να μιλήσω, δεν έχω συμμάχους και φοβάμαι».
«Φοβάσαι;» Για όνομα του Θεού, ήταν η βασίλισσα. «Τι φοβάσαι;»
Μπορούσα να δω τον τρόμο στα μάτια της. Άρχισε να κουνάει το κεφάλι
της πολύ γρήγορα.
«Έχω πει πολλά. Εγώ… δεν πρέπει να το πεις ποτέ».
«Βαλεντίνα, αν κινδυνεύεις, μπορείς να αναζητήσεις άσυλο σε ένα από τα
ιερά μας κτίρια. Δεν επιτρέπεται να σε πάρει κανείς από εκεί».
«Ίσως εδώ», είπε και στάθηκε αδέξια όρθια, «αλλά όχι στην Ισόλτη. Και δε
θα νοιαστούν».
«Ποιοι δε θα νοιαστούν;»
«Πάντα έρχονται. Αν είσαι εμπόδιο, έρχονται πάντα, πάντα».
«Ποιοι;»
«Πήραν τους γονείς μου. Και αν δε δώσω έναν διάδοχο, πιθανότατα είναι
μόνο θέμα χρόνου…»
Την άρπαξα από τους ώμους.
«Βαλεντίνα, τι είναι αυτά που λες;»
Κάτι στα μάτια της άλλαξε ξανά και τώρα το πρόσωπό της έδειχνε ήρεμο,
αποφασιστικό. Δεν είχα δει ποτέ τα συναισθήματα κάποιου ν’ αλλάζουν τόσο
πολλές κατευθύνσεις τόσο γρήγορα.
«Να είσαι ευγνώμων για την όμορφη μικρή ζωή σου, Χόλις. Δεν έχουμε
όλοι μας αυτή την πολυτέλεια».
Μια στιγμή… τι προσπαθούσε να πει; Και για ποιους μιλούσε; Πριν
αποφασίσω πώς να διατυπώσω την επόμενη ερώτησή μου, σηκώθηκε,
έστρωσε τη ρόμπα της και βγήκε από το δωμάτιο.
Απέμεινα να κάθομαι στην καρέκλα μου, άναυδη. Τι στο καλό είχε συμβεί;
Προσπάθησα να επιβραδύνω τις σκέψεις μου και ν’ ανατρέξω στη
συζήτηση. Η Βαλεντίνα μπορεί να ήταν έγκυος αλλά μπορεί και όχι, ενώ είχε
ήδη χάσει δυο μωρά από τότε που παντρεύτηκε τον Βασιλιά Κουίντεν. Ήταν
μόνη στην Ισόλτη. Είχε χάσει τους γονείς της από κάποια σκοτεινή αιτία. Και
φοβόταν για την ασφάλειά της.
Δεν πίστευα ότι μπορούσα να πάω να ζητήσω από τη Βαλεντίνα
περισσότερες απαντήσεις, αλλά, ακόμα κι αν τολμούσα, δε νομίζω ότι θα
μπορούσε να απαντήσει στην κατάστασή της. Ήξερα ποιον μπορούσα να
ρωτήσω, αλλά ύστερα από το προηγούμενο βράδυ δεν ήξερα αν μπορούσα
να τον αντικρίσω.
Δεν μπορούσα να κρατηθώ. Έπρεπε να μάθω περισσότερα. Βγήκα από το
δωμάτιο, για να κατευθυνθώ προς το πίσω μέρος του κάστρου. Οι διάδρομοι
ήταν ως επί το πλείστον άδειοι, αλλά, ακόμα κι αν δεν ήταν, θα τους είχα
διασχίσει τρέχοντας. Δίστασα μπροστά στην πόρτα των Ιστόφ. Για το καλό
πολλών ανθρώπων, θα ήταν πιο συνετό να φύγω.
Αλλά, αν έφευγα, δε θα υπήρχε τρόπος να βοηθήσω τη Βαλεντίνα.
Πίσω από την πόρτα ακούγονταν χαμηλόφωνες ομιλίες, αλλά κάθε
θόρυβος σταμάτησε απότομα όταν χτύπησα την πόρτα. Εκείνος που την
άνοιξε ήταν ο Λόρδος Ιστόφ.
«Λαίδη Χόλις. Σε τι οφείλουμε τη χαρά της συντροφιάς σας;» ρώτησε
κεφάτα. Πάνω από τον ώμο του, είδα τη γυναίκα του να χαμογελάει, καθώς
και τους καλεσμένους τους, εκτός από τον Ίταν, ο οποίος γύρισε τα μάτια του
προς τα πάνω και απομακρύνθηκε από το τραπέζι. Δεν ήταν ο μόνος που
ένιωθε έτσι όμως. Ξαφνιάστηκα όταν είδα ότι ακόμα και η Σκάρλετ έδειχνε
επιφυλακτική και ο Σάλιβαν χαμήλωσε το βλέμμα του. Ο Σίλας έδειχνε να
μην ξέρει πώς ν’ αντιδράσει στην αναπάντεχη άφιξή μου.
Θα μπορούσα να μιλήσω στον οποιονδήποτε από αυτούς. Η Σκάρλετ ήταν
κορίτσι· ίσως να ήξερε περισσότερα. Αλλά υπήρχε μόνο ένα άτομο σ’ εκείνο
το δωμάτιο στο οποίο θα μπορούσα να εμπιστευτώ ένα τέτοιο μυστικό.
«Ανακάλυψα ότι έχω μια πολύ συγκεκριμένη ερώτηση για την Ισόλτη και
αναρωτιέμαι αν θα μπορούσα να δανειστώ τον Σίλας για μερικά λεπτά.
Υπόσχομαι να μην τον κρατήσω πολύ».
Ο Λόρδος Ιστόφ κοίταξε πάνω από τον ώμο του.
«Φυσικά. Γιε μου;»
Ο Σίλας σηκώθηκε και με ακολούθησε στον διάδρομο, με την έκφρασή του
βλοσυρή.
«Νομίζω ότι υπάρχει μια πόρτα εδώ;» πρότεινα, διαπιστώνοντας ότι
δυσκολευόμουν να τον κοιτάξω στα μάτια.
«Ναι. Από εκεί πηγαίνουμε στα βοηθητικά κτίρια». Τον ακολούθησα,
ευγνώμων που το φεγγάρι ήταν ακόμα σχεδόν γεμάτο καθώς
κατευθυνόμασταν στο μονοπάτι έξω από το κάστρο. Έπειτα από λίγο γύρισε
προς το μέρος μου. «Λυπάμαι».
«Τι;» ρώτησα.
«Για χθες βράδυ. Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε και λυπάμαι πολύ που σε
πρόσβαλα».
«Ω». Κοκκίνισα καθώς θυμήθηκα εκείνο το φιλί που με έκανε να ζαλιστώ.
«Δε με πρόσβαλες».
Σήκωσε το ένα του φρύδι.
«Το γεγονός ότι έφυγες τρέχοντας από τον διάδρομο έδειξε το αντίθετο».
Γέλασα.
«Θα μπορούσα να είχα αντιδράσει καλύτερα».
«Θα μπορούσες να είχες μείνει», υποστήριξε, με ένα απαλό χαμόγελο στα
χείλη του.
Μου κόπηκε η ανάσα.
«Νομίζω ότι ξέρουμε και οι δυο ότι δε θα μπορούσα. Δε σε ξέρω σχεδόν
καθόλου, αλλά, ακόμα κι αν σε ήξερα, είμαι λογοδοσμένη».
«Νόμιζα ότι είπες ότι ο βασιλιάς δε σου είχε κάνει πρόταση γάμου».
Αναστέναξα.
«Όχι, δε μου έχει κάνει. Δεν μπορεί ακόμα, αλλά…»
«Τότε ποια υπόσχεση θα παραβίαζες;»
Απέμεινα να στέκομαι εκεί, παίζοντας νευρικά με τα χέρια μου,
προσπαθώντας να σκεφτώ μια ακλόνητη απάντηση. Δεν είχα καμία.
«Προσπαθώ πολύ σκληρά να πείσω τον κόσμο ότι αξίζω τη θέση στην
οποία βρέθηκα. Νιώθω ότι έχω φτάσει πολύ κοντά και δε θέλω να αποτύχω.
Φοβάμαι τι θα συμβεί, αν αποτύχω», παραδέχτηκα. «Δεν αντιδρούσα πάντα
με φόβο. Τώρα o φόβος δείχνει να κρέμεται πάνω από κάθε επιλογή που
κάνω. Ακόμα και εκείνη να έρθω εδώ απόψε».
Ο Σίλας ήρθε πιο κοντά και η ανάσα μου βγήκε από τα πνευμόνια μου.
Μου πήρε ένα λεπτό για να την ξαναβρώ.
«Τι συμβαίνει;»
«Είναι η Βαλεντίνα», ομολόγησα, προσπαθώντας να συγκεντρωθώ στον
λόγο για τον οποίο είχα έρθει εδώ. «Ήρθε να μ’ επισκεφθεί απόψε και στην
αρχή έδειχνε μια χαρά, αλλά μιλούσαμε για την οικογένειά της και τον
βασιλιά, ώσπου ξαφνικά κατέρρευσε και άρχισε να μου λέει πράγματα που
δεν έβγαζαν νόημα». Πήρα μια βαθιά ανάσα. Δεν μπορούσα να προδώσω την
εμπιστοσύνη της, γι’ αυτό έπρεπε να είμαι προσεκτική ως προς τη διατύπωσή
μου. «Αναρωτιόμουν αν ήξερες κάτι για τους γονείς της. Έλεγε συνεχώς
“πάντα έρχονται” και μετά ότι αυτοί για τους οποίους μιλούσε πήραν τους
γονείς της. Έχεις ιδέα τι εννοεί;»
Σε αυτό χαμήλωσε το βλέμμα στο έδαφος.
«Φοβάμαι πως ξέρω. Οι γονείς της Βαλεντίνα ήταν» –έκανε μια παύση,
ψάχνοντας τη σωστή λέξη– «αντίθετοι σε κάποια πράγματα που συνέβαιναν
στην Ισόλτη. Δε φοβούνταν να εκφράσουν την άποψή τους και τράβηξαν την
προσοχή των Σκοτεινών Ιπποτών».
Οι λέξεις και μόνο με έκαναν να ανατριχιάσω.
«Ποιοι είναι οι Σκοτεινοί Ιππότες;»
«Δεν ξέρουμε. Κάποιοι λένε ότι είναι ευγενείς, άλλοι λένε ότι είναι
τσιγγάνοι. Κάποιοι είναι πεπεισμένοι ότι είναι μέλη της βασιλικής φρουράς,
αλλά κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος. Οι ταυτότητές τους
προστατεύονται, πράγμα απαραίτητο, επειδή, όταν έρχονται, η καταστροφή
που προκαλούν είναι απόλυτη. Αυτό έχει προκαλέσει τεράστια οργή στην
πατρίδα μου. Ήξερα έναν άντρα που έχασε τα πάντα σε μια φωτιά που
υποτίθεται ότι ξεκίνησαν εκείνοι και πήγε να πάρει εκδίκηση από κάποιον
που πίστευε ότι ήταν Σκοτεινός Ιππότης. Σκότωσε μια ολόκληρη
οικογένεια». Ο Σίλας έκανε μια παύση, κουνώντας το κεφάλι του. «Έκανε
λάθος. Όλοι ήξεραν ότι ο Λόρδος Κλουμ ήταν καλός άνθρωπος, αλλά το
αξίωμά του και η εγγύτητά του στον βασιλιά έκαναν κάποιους να πιστέψουν
το αντίθετο. Για να διατηρήσει την ειρήνη, ο Βασιλιάς Κουίντεν έβαλε να
σκοτώσουν τον δολοφόνο του Λόρδου Κλουμ έτσι ώστε να μην μπει κανείς
άλλος στον πειρασμό να πάρει τον νόμο στα χέρια του. Αλλά πολλοί
άνθρωποι ζουν με τον φόβο ότι, αν πουν ή αν κάνουν κάτι λάθος, αυτοί οι
άντρες θα έρθουν για εκείνους. Και καθώς δεν μπορεί να είναι κανείς
σίγουρος για την ταυτότητά τους, είναι δύσκολο να ξέρεις ποιον μπορείς να
εμπιστευτείς».
«Και οι γονείς της Βαλεντίνα εμπιστεύτηκαν τους λάθος ανθρώπους;»
Ο Σίλας γέλασε.
«Πιθανόν. Όπως και να έχει, η εξαφάνιση των γονιών της βασίλισσας
έβαλε τους περισσότερους στη θέση τους».
«Η εξαφάνιση; Αγνοούνται ακόμα;»
«Όχι». Το βλέμμα του Σίλας πλανήθηκε μακριά λες και μπορούσε ακόμα
να τα δει όλα. «Τα πτώματά τους αφέθηκαν μπροστά στην πύλη του
κάστρου. Όλοι τούς είδαν. Κι εγώ τους είδα. Ήταν πολύ… σκόπιμο. Και η
Βαλεντίνα… όταν πλησίασε τα πτώματά τους, έβγαλε έναν ήχο που δεν έχω
ακούσει ποτέ ξανά να βγαίνει από άνθρωπο. Ακόμα δεν μπορώ να φανταστώ
τη θλίψη της».
Κούνησα το κεφάλι μου.
«Δεν είναι περίεργο λοιπόν που επιλέξατε όλοι να φύγετε».
«Οι γονείς μου ήθελαν να μας δώσουν μια ευκαιρία», είπε απλώς. «Η
ειρήνη έμοιαζε με ένα άπιαστο όνειρο για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής
μας».
Εκτιμούσα την ελπίδα του και ήμουν ικανοποιημένη που η ζωή στην
Κορόα θα του έδινε την ευκαιρία να ζήσει μια ευτυχισμένη ζωή. Αλλά οι
σκέψεις μου ήταν ακόμα στη Βαλεντίνα· δεν είχε την επιλογή να μείνει.
Τοποθέτησα το χέρι μου πάνω από την καρδιά μου και σκέφτηκα τα λόγια
της.
«Πιστεύεις ότι η βασίλισσα βρίσκεται σε κίνδυνο;»
Ο Σίλας απάντησε γρήγορα.
«Όχι. Ο βασιλιάς τη χρειάζεται. Είναι το μοναδικό του μονοπάτι για ν’
αποκτήσει άλλον έναν διάδοχο. Έχεις δει τον Πρίγκιπα Χάντριαν. Η κάθε
μέρα που είναι ακόμα ζωντανός μοιάζει με θαύμα. Ναι, έχει κανονιστεί να
παντρευτεί φέτος τον χειμώνα, αλλά…»
Το σκέφτηκα αυτό.
«Δεν ξέρω. Φαινόταν τόσο… Δεν έχω καν τις σωστές λέξεις για να το
περιγράψω. Απελπισμένη και φοβισμένη και αγχωμένη και κουρασμένη.
Όλα αυτά μαζί και ακόμα περισσότερα».
Ο Σίλας άπλωσε το χέρι του και άγγιξε το μπράτσο μου.
«Πρέπει να είναι ένα από τα πιο μοναχικά άτομα που γνωρίζω. Οι γυναίκες
στην αυλή δεν έχουν επαφές μαζί της, δεν υπάρχει κανένας λογικός άντρας
που θα σήκωνε τα μάτια του να την κοιτάξει και τώρα οι γονείς της χάθηκαν.
Είμαι σίγουρος ότι νιώθει πολλά πράγματα. Δε μου αρέσει ιδιαίτερα σαν
βασίλισσα, αλλά χαίρομαι που είχε τουλάχιστον εσένα για να μιλήσει».
Το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν η ζεστασιά στο άγγιγμά του, η
τρυφερότητα στη φωνή του. Γινόταν όλο και πιο δύσκολο να θυμάμαι ότι
ήμουν εδώ για τη Βαλεντίνα.
«Θα ήμουν πάντα πρόθυμη ν’ ακούσω οποιονδήποτε έχει ανάγκη από έναν
φίλο».
«Το ξέρω», είπε απαλά. «Αυτό είναι κάτι που σε κάνει μοναδική. Κάτι μου
λέει ότι ακόμα και εκείνοι τους οποίους δεν ήσουν σίγουρη ότι μπορούσες να
εμπιστευτείς θα μπορούσαν ωστόσο να εμπιστευτούν εσένα».
Ένευσα.
«Και γι’ αυτό πρέπει να φύγω τώρα. Είπα περισσότερα από όσα θα ήθελε η
Βαλεντίνα. Ελπίζω ότι θα μου κάνεις τη χάρη να κρατήσεις τα μυστικά της».
«Θα έκανα οτιδήποτε μου ζητήσεις».
Δάγκωσα το χείλος μου, επιλέγοντας τις λέξεις μου προσεκτικά.
«Και υπάρχουν κι άλλοι που βασίζονται σ’ εμένα… Φοβάμαι ότι θα τους
απογοήτευα όλους, αν έμενα κι άλλο».
Το χέρι του ήταν ακόμα στο μπράτσο μου.
«Εύχομαι ωστόσο να έμενες».
Δάκρυα έτσουζαν τις γωνίες των ματιών μου και ένιωσα ένα σκληρό βάρος
στον λαιμό μου.
«Δεν καταλαβαίνω τι είναι αυτό το συναίσθημα, γιατί δεν μπορώ να μείνω
μακριά σου… αλλά πρέπει. Διακυβεύονται πολλά στον γάμο μου με τον
Τζέιμσον, όχι μόνο για μένα. Αλλά και για σένα. Ο Τζέιμσον θα μπορούσε
να επιλέξει να στείλει εσένα και την οικογένειά σου πίσω στην Ισόλτη, αν
τον προσβάλεις. Αν τα πράγματα είναι τόσο άσχημα όσο λες, δε θέλω να
βάλω τη ζωή σας σε κίνδυνο. Η Σκάρλετ είναι πολύ σημαντική για μένα».
«Μόνο η Σκάρλετ;» ρώτησε απαλά.
Έκανα μια παύση.
«Όχι. Εσύ. Εσύ είσαι πολύ σημαντικός για μένα».
Στο λιγοστό φως που μας χάριζαν τ’ αστέρια, μπορούσα να δω ότι τα μάτια
του ήταν γεμάτα δάκρυα.
«Και οτιδήποτε θα μπορούσε να πληγώσει εσένα θα με πονούσε. Φαίνεται
ότι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο χάνουμε».
Ένευσα, με τα δάκρυα να κυλάνε.
«Πιστεύω ότι η ζωή θα μας δώσει ευτυχία που δεν μπορούμε να δούμε
ακόμα». Έγνεψα στον ουρανό. «Έχει αστέρια τώρα, μικρές λάμψεις φωτός.
Αλλά σύντομα θα βγει ο ήλιος. Το μόνο που χρειάζεται είναι να
περιμένουμε».
«Μα εσύ είσαι ο ήλιος μου, Χόλις».
Ήταν διαφορετικό από αυτό που είχε πει ο Τζέιμσον για μένα πολλές φορές
ως τώρα. Είχε πει ότι ήμουν ο ήλιος, λαμπερός αλλά απόμακρος, που φώτιζε
τα πάντα. Το να είμαι μονάχα ο ήλιος του Σίλας με έκανε να νιώθω ότι είχα
έναν λόγο να ανατέλλω.
«Υπόσχομαι να μείνω μακριά. Δε θα σε αναζητήσω ούτε θα σου μιλήσω
πια. Και είμαι σίγουρος ότι δε θα χρειαστεί να φτιάξω άλλα κοσμήματα για
επείγουσες βασιλικές επισκέψεις». Ένευσα. «Ωραία. Αυτό θα βοηθήσει».
Κατάπιε. «Πριν πάψω να σου μιλάω πια… θα μπορούσα να σε φιλήσω άλλη
μια φορά;»
Δεν κάθισα καν ν’ αναλογιστώ την επιθυμία. Του όρμησα.
Ήταν τόσο εύκολο, σαν να μπαίνω στον ρυθμό ενός χορού ή να παίρνω μια
βαθιά ανάσα. Το να φιλάω τον Σίλας έμοιαζε με κάτι που με περίμενε πάντα,
κάτι που ήξερα πώς να κάνω χωρίς να το σκεφτώ. Τα χέρια του ανέβηκαν
στα μαλλιά μου, κρατώντας με σφιχτά, και τα χείλη του κινούνταν
μανιασμένα, γνωρίζοντας ότι δε θα μέναμε ποτέ ξανά μόνοι έτσι. Άρπαξα το
πουκάμισό του, τραβώντας τον κοντά μου, θέλοντας να θυμάμαι ότι πάντοτε
είχε μια αμυδρή μυρωδιά μισοσβησμένων κάρβουνων.
Υπερβολικά σύντομα, αποτραβήχτηκε, κοιτάζοντάς με στα μάτια.
«Και τώρα πρέπει να επιστρέψω στην οικογένειά μου».
Ένευσα.
«Αντίο, Σίλας Ιστόφ».
«Αντίο, Χόλις Μπράιτ».
Οπισθοχώρησε, κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση. Επιστρατεύοντας όση
δύναμη θέλησης είχε απομείνει στο σώμα μου, γύρισα και έφυγα.
21
«Χόλις», ψιθύρισε η Ντέλια Γκρέις, τραβώντας με από τον ύπνο.
«Μμμμ;»
«Έχει έρθει ένα μήνυμα για σένα». Άνοιξα τα μάτια μου και είδα την
Ντέλια Γκρέις να στέκεται από πάνω μου, με την ανησυχία ζωγραφισμένη
στο πρόσωπό της. «Θεούλη μου, τα μάτια σου είναι κόκκινα. Έκλαιγες;»
Μέσα σε μια στιγμή, με πλημμύρισαν εικόνες από την προηγούμενη νύχτα.
Πέρασαν πολλές ώρες εξάντλησης για να σωπάσει το κεφάλι μου και
ακόμα περισσότερες για να ηρεμήσει η καρδιά μου. Δεν είχα ιδέα πόσο είχα
κοιμηθεί, ήξερα όμως ότι δεν ήταν πολύ.
«Όχι», είπα αποφασιστικά, προσπαθώντας να χαμογελάσω. «Νομίζω ότι
κάτι πρέπει να τους προκάλεσε μόλυνση χθες βράδυ».
Η Ντέλια Γκρέις κάθισε στην άκρη του κρεβατιού μου, σηκώνοντας το
πιγούνι μου για να τα δει καλύτερα. Δε μου άρεσε που κοιτούσε τόσο βαθιά
στα μάτια μου· με έκανε να αισθάνομαι ότι ήξερε τις σκέψεις μου καλύτερα
από μένα.
«Θα πάω να μουλιάσω μια πετσέτα σε κρύο νερό και θα την πιέσεις απαλά
πάνω στα μάτια σου. Δε γίνεται να συναντήσεις τον βασιλιά και τη
βασίλισσα έτσι».
«Τι;» ρώτησα.
«Συγγνώμη», είπε, κουνώντας το κεφάλι της και σηκώθηκε για να φέρει
μια πετσέτα. «Αυτό ήταν το μήνυμα για σένα: ο Βασιλιάς Τζέιμσον απαιτεί
την παρουσία σου για μια συνάντηση με τον Βασιλιά Κουίντεν και τη
Βασίλισσα Βαλεντίνα σήμερα το πρωί».
«Απαιτεί;» ρώτησα, καταπίνοντας. Σκέφτηκα αμέσως ότι κάποιος ήξερε
κάτι, αλλά ήμουν πολύ προσεκτική με τον Σίλας και τώρα είχαν τελειώσει
όλα. Όχι, κάτι άλλο θα πρέπει να ήταν.
«Νομίζω το μαύρο φόρεμα σήμερα, Ντέλια Γκρέις. Εκείνο με το κόκκινο
στα μανίκια;»
Ένευσε.
«Πολύ καλά. Αυτή είναι μια πολύ πιο σοβαρή εμφάνιση. Και νομίζω ότι
έχουμε μια κορδέλα μαλλιών που θα ταιριάζει καλά. Ξάπλωσε με αυτό»,
είπε, φέρνοντας το βρεγμένο πανί. «Θα έχω ετοιμάσει τα πάντα σε χρόνο
μηδέν».
Κούνησα το κεφάλι μου.
«Τι θα έκανα χωρίς εσένα;»
«Τα έχουμε ήδη πει αυτά, Χόλις. Θα πνιγόσουν».
Πίεσα το ύφασμα στα μάτια μου και κατάφερα να διώξω το περισσότερο
πρήξιμο. Όταν θα φτιαχνόμουν, δε θα το πρόσεχε κανείς. Στεκόμουν ακίνητη
καθώς η Ντέλια Γκρέις βούρτσιζε τα μαλλιά μου και έδενε το φόρεμά μου.
Όταν ήρθε η ώρα να φύγω, η Νόρα και η Ντέλια Γκρέις στάθηκαν πίσω μου,
ο δικός μου μικρός στρατός. Έπρεπε να παραδεχτώ ότι ένιωθα καλύτερα μ’
εκείνες στο πλευρό μου.
Υπήρχε κόσμος στους διαδρόμους και στη Μεγάλη Αίθουσα. Πλησίασα
τους φρουρούς στην πόρτα του βασιλιά χωρίς δισταγμό.
«Με κάλεσε η Αυτού Μεγαλειότητα».
«Ναι, αρχόντισσά μου», απάντησε ο φρουρός. «Σας περιμένει».
Κράτησε την πόρτα ανοιχτή για να περάσω αλλά σταμάτησε την Ντέλια
Γκρέις και τη Νόρα πριν μπορέσουν να με ακολουθήσουν.
«Είναι ιδιωτική συνάντηση, κυρίες μου», είπε και παρακολούθησα
ανήμπορη τη μεγάλη ξύλινη πόρτα να μας χωρίζει.
Ηρέμησα τον εαυτό μου παίρνοντας μια βαθιά ανάσα καθώς πέρασα μέσα
για να βρω τον Τζέιμσον και τον Βασιλιά Κουίντεν να κάθονται σε ένα
τραπέζι με χαρτιά απλωμένα μπροστά τους. Κάποιοι άλλοι στέκονταν
μπροστά στον τοίχο, ιερείς και μέλη του ιδιωτικού συμβουλίου, σκυμμένοι
όλοι πάνω σε νομικά βιβλία ή άλλες σημειώσεις. Η πιο αναπάντεχη
προσθήκη στη συντροφιά ήταν οι γονείς μου, οι οποίοι δε μου είχαν μιλήσει
από εκείνη τη μέρα των μαθημάτων μου.
Κοίταξα στα γρήγορα τις αλαζονικές τους εκφράσεις προτού ο Τζέιμσον
σηκωθεί για να με υποδεχτεί.
«Καρδιά μου!» είπε τραγουδιστά, απλώνοντας τα χέρια του. «Είσαι καλά
σήμερα;»
«Nαι». Ήλπιζα ότι δε θα μπορούσε να νιώσει τα τρεμάμενα χέρια μου.
«Νιώθω ότι σε έχω δει ελάχιστα τις τελευταίες μέρες, γι’ αυτό το να είμαι και
μόνο κοντά σου μου φέρνει χαρά». Κάποτε μου ήταν τόσο εύκολο να
κολακεύω τον Τζέιμσον, να λέω αυτά που ήξερα ότι θα του έφτιαχναν τη
διάθεση. Τώρα ένιωθα σαν να μασάω χαλίκια όταν έλεγα αυτά τα λόγια.
Χαμογέλασε, χαϊδεύοντας το μάγουλό μου.
«Έχεις δίκιο· ήμουν πολύ απασχολημένος και υπόσχομαι να επανορθώσω
όταν φύγουν οι καλεσμένοι μας. Έλα να σταθείς δίπλα στην καρέκλα μου».
Τον ακολούθησα και κάθισα υπάκουα στη θέση μου. Ήταν δύσκολο να
νιώσω άνετα, ωστόσο, με τον Βασιλιά Κουίντεν να μου ρίχνει κλεφτές
αποδοκιμαστικές ματιές.
«Τουλάχιστον η δική σου φτάνει στην ώρα της», μουρμούρισε.
Έπειτα από μια στιγμή, το τελευταίο μέλος της συντροφιάς μας, η
Βαλεντίνα, όρμησε στο δωμάτιο. Κρατούσε το χέρι της πάνω στο στομάχι
της.
«Ζητώ συγγνώμη», ξεκίνησε ήρεμα. «Ήμουν… αδιάθετη».
Ο Βασιλιάς Κουίντεν έδειχνε να ικανοποιείται με αυτό και έστρεψε την
προσοχή του ξανά στον Τζέιμσον.
«Πότε είπες λοιπόν ότι θα γίνει ο γάμος σου;»
Ο Τζέιμσον χαμογέλασε.
«Δεν είπα. Υπάρχουν κάποιες λεπτομέρειες που πρέπει να φροντίσω», είπε,
σηκώνοντας το χέρι του για ν’ αγγίξει το δικό μου, που ακουμπούσε στην
πλάτη της καρέκλας του. «Αλλά σύντομα θα λάβεις νέα για τα σχέδιά μου».
Ο Κουίντεν ένευσε.
«Και είσαι σίγουρος ότι αυτή είναι από καλή ράτσα;»
Προσπάθησα να κρατήσω το πρόσωπό μου ανέκφραστο. Δε μου άρεσε να
μιλάνε για μένα σαν να ήμουν άλογο – και μάλιστα ένα άλογο που, όπως
ήταν προφανές, βρισκόταν στο δωμάτιο.
Ο Τζέιμσον ανακάθισε στην καρέκλα του.
«Μήπως τα μάτια σου έχουν κάποιο πρόβλημα; Το μόνο που έχεις να
κάνεις είναι να την κοιτάξεις».
Χωρίς να εντυπωσιάζεται, ο Κουίντεν ένευσε προς τους γονείς μου.
«Δεν είπαν ότι είναι μοναχοκόρη; Κι αν είναι στείρα; Ή αν σου δώσει μόνο
ένα παιδί;»
Είδα το δέρμα πάνω από τον γιακά του Τζέιμσον να παίρνει ένα
ανησυχητικό κόκκινο χρώμα. Ακούμπησα το χέρι μου στον ώμο του και
απευθύνθηκα η ίδια στον βασιλιά.
«Μεγαλειότατε, εσείς ο ίδιος θα έπρεπε να γνωρίζετε ότι ένας άντρας με
ένα μόνο παιδί δεν είναι σε καμία περίπτωση αδύναμος. Απλώς είναι…
επικεντρωμένος σ’ εκείνον τον έναν και μόνο διάδοχο».
Ο Τζέιμσον μου χαμογέλασε. Κανείς μας δεν μπορούσε να χαρακτηρίσει
τον Χάντριαν μεγάλη επιτυχία, αλλά ποιος νόμιζε ότι ήταν αυτός ο άντρας
και μιλούσε για παιδιά που ακόμα δεν αποτελούσαν ούτε καν σκέψη, ενώ το
δικό του χτυπούσε την πόρτα του χάρου;
Τα μάτια του Κουίντεν ήταν ψυχρά, εμφανώς δυσαρεστημένα.
«Δε σου δόθηκε η άδεια να μιλήσεις».
«Εκτιμώ όλες τις απόψεις της Λαίδης Χόλις», υποστήριξε ο Τζέιμσον, αν
και αυτό ερχόταν σε αντίθεση με αυτά που μου είχε πει προχθές. «Η χαρά
της στη ζωή και ο φιλοπερίεργος νους της είναι μερικά από τα πιο πολύτιμα
χαρακτηριστικά της».
Ο Κουίντεν γύρισε τα μάτια του προς τα πάνω. Η Βαλεντίνα μού είχε πει
να είμαι ευγνώμων γι’ αυτό που είχα και προσπάθησα να εκτιμήσω το
γεγονός ότι ο Τζέιμσον είχε τουλάχιστον την καλοσύνη να πει ψέματα για το
πόσο σημαντική ήμουν.
«Η απάντησή της και μόνο θα έπρεπε να αποτελεί αρκετή απόδειξη της
υγείας της, όχι μόνο στο μυαλό και στο πνεύμα, αλλά και στο σώμα». Ο
Τζέιμσον μιλούσε με τέτοιο πάθος, ώστε ήταν εύκολο να δει κανείς γιατί τον
είχα ερωτευτεί. Ήλπιζα ότι αυτό θα ήταν αρκετό για να με κάνει να τον
ερωτευτώ ξανά. «Πιστεύω ότι η Χόλις θα προσφέρει έναν καλό διάδοχο στην
Κορόα και άλλη μισή ντουζίνα για ρεζέρβα».
Απέστρεψα το βλέμμα μου, στερεώνοντας τα μαλλιά μου πίσω από τ’ αυτιά
μου. Αυτό που πριν από ένα λεπτό ήταν προσβλητικό τώρα ήταν επίπονα
προσωπικό. Και από τα τόσα πράγματα που θα μπορούσαμε να
συζητήσουμε, γιατί μιλούσαμε για την ικανότητά μου να κάνω παιδιά;
Ο Κουίντεν συνεχώς με κοιτούσε από πάνω μέχρι κάτω, αξιολογώντας με
στο μυαλό του λες και ήμουν προς πώληση.
«Και η επιλογή σου είναι οριστική;» ρώτησε λες και ήλπιζε ότι ο Τζέιμσον
θα είχε κάποια άλλη ερωμένη κρυμμένη κάπου στη Βόρεια Πτέρυγα.
Ο Τζέιμσον σήκωσε το βλέμμα του και με κοίταξε, με τα σκούρα μάτια του
γεμάτα λατρεία. Ένας πόνος ενοχής πλημμύρισε την καρδιά μου, επειδή εν
μέρει κι εγώ ευχόμουν να είχε μια ερωμένη.
«Η αγάπη μου για τη Χόλις είναι σταθερή και αμετάκλητη. Αν θέλεις να το
υπογράψω αυτό, τότε πρέπει να ξέρεις ότι η υπογραφή της θα βρίσκεται
δίπλα στη δική μου».
Η ντροπή ήρθε σε κύματα που τσακίζονταν ξανά και ξανά πάνω στα
βράχια. Με είχε βάλει στα δωμάτια της βασίλισσας και με είχε αφήσει να
φορέσω κοσμήματα που προορίζονταν για γαλαζοαίματους, ενώ τώρα
ετοιμαζόταν να βάλει το όνομά μου σε μια κρατική υπόθεση.
Ένας ιερέας σήκωσε το χέρι του και ο Τζέιμσον του έγνεψε να μιλήσει.
«Μεγαλειότατε, ενώ έχετε καταστήσει σαφείς τις προθέσεις σας σχετικά με
τη Λαίδη Χόλις, σύμφωνα με τον νόμο δεν μπορείτε να βάλετε το όνομά της
στο έγγραφο πριν παντρευτείτε».
Ο Τζέιμσον ξεφύσησε.
«Αυτό είναι μια γελοία λεπτομέρεια. Είναι σχεδόν σύζυγός μου».
Το στομάχι μου ανακατεύτηκε και ήμουν ευγνώμων που δεν είχα φάει
ακόμα.
Ήξερες ήδη ότι θα σε παντρευόταν, είπα στον εαυτό μου. Αλλά πάλι… δεν
το είχε ξαναπεί ποτέ πριν έτσι. Σαν να μην υπήρχε διέξοδος.
Περίμενα τη φωνή μέσα στο κεφάλι μου να μου πει ότι έκανα λάθος, ότι
υπήρχε τρόπος να ικανοποιήσω τους γονείς μου, να βελτιώσω τη θέση της
Ντέλια Γκρέις, να προστατεύσω τους Ιστόφ και να είμαι πιστή υπήκοος του
Τζέιμσον χωρίς δαχτυλίδι και στέμμα. Δεν ήρθε ποτέ.
«Οι πρόγονοί σας είχαν καλό σκοπό», επέμεινε ο ιερέας, «αλλά αν
επιθυμούσαμε να το αλλάξουμε, θα έπρεπε σύμφωνα με τον νόμο να
περιμένουμε το επόμενο συμβούλιο των λόρδων και των ιερέων, και αυτό θα
γίνει στις αρχές του φθινοπώρου. Για την ώρα, πρέπει να υπακούσουμε τον
νόμο. Επειδή, αν ακυρώσουμε έναν…»
«Τους ακυρώνουμε όλους», ξεφύσησε ο Τζέιμσον. Ήταν το ίδιο ρητό που
είχα μάθει όταν ήμουν μικρή, ο λόγος για τον οποίο μελετούσαμε κάθε μικρό
κανόνα που μας κληροδοτούνταν και δε θέλαμε να παραβιάσουμε κανέναν,
επειδή ήταν σαν να τους παραβιάζαμε όλους. «Αν ο νόμος λέει να
περιμένουμε, τότε θα περιμένουμε».
«Σύμφωνοι», πρόσθεσε ο Βασιλιάς Κουίντεν, προσθέτοντας πρώτη φορά
ένα ίχνος σεβασμού στη φωνή του. Η Ισόλτη ήταν και η ίδια μια χώρα με
πολλούς νόμους, αν και δεν τους ήξερα καθόλου. Τουλάχιστον σε αυτό,
συμφωνούσαμε όλοι: ο νόμος ήταν νόμος. «Ας έχει μόνο τα δικά μας
ονόματα, έτσι ώστε να επισημοποιηθεί η συνθήκη. Όταν ο Χάντριαν
παντρευτεί, εκείνος και η σύζυγός του θα μπορούν να την υπογράψουν μαζί
μ’ εσένα και τη δική σου σύζυγο, σε μια τροποποίηση που θα προστεθεί, ας
πούμε, τέτοια εποχή του χρόνου».
Ο Τζέιμσον ένευσε εγκάρδια.
«Σύμφωνοι. Και εφόσον επηρεάζεται η δική σου γενεαλογική γραμμή πιο
άμεσα, το συμβόλαιο πρέπει να το πάρεις μαζί σου. Θα κάνουμε εμείς το
ταξίδι για να το υπογράψουμε του χρόνου».
Μισόκλεισα τα μάτια μου. Ποια συμφωνία είχε γίνει που περιλάμβανε τον
Πρίγκιπα Χάντριαν;
«Ας συμφωνήσουμε και οι δυο λοιπόν», δήλωσε αποφασιστικά ο Τζέιμσον,
κοιτάζοντας τον Βασιλιά Κουίντεν. «Η μεγαλύτερη κόρη μας θα πάει στον
μεγαλύτερο γιο του Πρίγκιπα Χάντριαν, αλλά μόνο αν κάνουμε κι εμείς γιο,
ώστε να έχουμε έναν άμεσο αρσενικό διάδοχο. Αλλά επειδή στην Κορόα τα
κορίτσια δεν παραβλέπονται στη διαδοχή, αν κάνουμε μόνο κορίτσια, θα
γίνει γυναίκα του η δεύτερη κόρη μας. Είναι αποδεκτό αυτό;»
Ένιωσα τα γόνατά μου αδύναμα. Παραχωρούσε τα παιδιά μας; Τα έδινε
στην Ισόλτη; Άρπαξα την πλάτη της καρέκλας σφιχτά, προσπαθώντας να
κρατηθώ όρθια.
Ο Βασιλιάς Κουίντεν έκανε έναν μορφασμό, σαν να σκεφτόταν αν
μπορούσε να πετύχει μια καλύτερη συμφωνία, λες και το να πάρει την κόρη
μου δεν του ήταν αρκετό. Τελικά, έγειρε μπροστά, για να πιάσει την πένα.
Η Βαλεντίνα κι εγώ στεκόμασταν στην άκρη σιωπηλές καθώς υπέγραφαν
τη συμφωνία και συνειδητοποίησα ότι, παρόλο που το όνομά μου δεν ήταν
στο χαρτί, με έδενε με τον Κουίντεν, τη Βαλεντίνα και τον Χάντριαν ως
οικογένεια.
Είχε την κόρη μας. Κι έτσι είχε πάρει και ένα δικό μου κομμάτι.
Όλοι στο δωμάτιο χειροκρότησαν. Καθώς ο Τζέιμσον και ο Κουίντεν
έδωσαν τα χέρια, πλησίασα τη Βαλεντίνα, αγκαλιάζοντάς την.
«Το ήξερες;» ψιθύρισα.
«Όχι. Θα σε είχα προειδοποιήσει. Ελπίζω να μ’ εμπιστεύεσαι αρκετά ώστε
να το πιστέψεις αυτό».
«Σ’ εμπιστεύομαι. Είσαι η μόνη που ξέρει πώς είναι να βρίσκεται κανείς
στη θέση μου».
Με πήρε από το χέρι και με τράβηξε προς τον τοίχο.
«Σχετικά με χθες βράδυ», ψιθύρισε βιαστικά. «Δεν ήμουν και πολύ καλά.
Μερικές φορές, όταν περιμένεις παιδί, το μυαλό σου λειτουργεί παράξενα κι
εγώ…»
«Δε χρειάζεται να μου εξηγείς».
«Χρειάζεται», επέμεινε. «Δε μιλούσα καθαρά και δεν πρέπει να πάρεις
τίποτα από όσα είπα στα σοβαρά. Άλλωστε», είπε, χαϊδεύοντας το στομάχι
της, «είχα ναυτία σήμερα το πρωί. Γι’ αυτό άργησα. Αυτό είναι πολύ καλό
σημάδι».
Έβαλα τα χέρια μου πάνω από τα δικά της.
«Συγχαρητήρια… Αλλά είσαι σίγουρη ότι είσαι ασφαλής;»
Ένευσε, πιάνοντας τα χέρια μου.
«Είμαι τώρα».
«Υποσχέσου μου ότι θα μου γράφεις. Θα χρειαστώ πολλή καθοδήγηση.
Όπως το πώς ν’ αντέξω το ότι τα παιδιά μου χρησιμοποιούνται σαν πιόνια».
Ένιωσα ένα έντονο τσούξιμο στο πίσω μέρος της μύτης μου και κατέβαλα
μεγάλη προσπάθεια να το καταστείλω.
«Το ξέρω. Φαντάσου την πίεση που νιώθω εγώ. Αλλά θα σου γράφω όποτε
μπορώ… αν και κάποιες φορές θα πρέπει να μαντεύεις το νόημα. Δε νομίζω
ότι η αλληλογραφία μου είναι απολύτως ιδιωτική».
«Καταλαβαίνω».
«Να προσέχεις, Χόλις. Να κρατάς τον βασιλιά σου χαμογελαστό και όλα
θα πάνε καλά». Φίλησε το μάγουλό μου. «Σε λίγο θα αρχίσουν να μαζεύουν
τα πράγματά μας και πρέπει να είμαι εκεί για να επιβλέπω. Και να
ξεκουραστώ», πρόσθεσε χαμογελώντας.
Έκανα μια υπόκλιση.
«Μεγαλειοτάτη».
«Γράψε μου εσύ πρώτη», είπε χαμηλόφωνα, «για να έχω μια δικαιολογία
να σου απαντήσω».
Και βγήκε από το δωμάτιο, μαζί με τον Βασιλιά Κουίντεν, ο οποίος μου
έριξε ένα τελευταίο αποδοκιμαστικό βλέμμα πριν περάσει από την πόρτα.
Ο Τζέιμσον με πλησίασε, τρίβοντας τα χέρια του λες και είχε μόλις
καταφέρει το τελειωτικό χτύπημα σε ένα τουρνουά. Του χάρισα αυτό που
ήλπιζα ότι ήταν το χαμόγελο της νίκης.
«Ο πατέρας μου δε θα είχε καταφέρει ποτέ να το κάνει αυτό», είπε με ένα
γέλιο. «Και χαίρομαι που μίλησες. Με γλίτωσες από τον κόπο να ορμήσω σε
έναν γέρο».
«Δε θα ήταν κανένας σπουδαίος αντίπαλος για σένα», σχολίασα και ο
Τζέιμσον γέλασε ξανά. Κάποτε θεωρούσα το γέλιο του Τζέιμσον κάτι σαν
έπαθλο· τώρα ήταν τόσο συχνό, ώστε μου φαινόταν σαν θόρυβος. «Είμαι
περίεργη γιατί προσπαθούσε να πετύχει μια συμφωνία για τα παιδιά του
Πρίγκιπα Χάντριαν και όχι για το παιδί που υποπτεύομαι ότι περιμένει η
Βαλεντίνα».
«Όπως λένε, κανείς δεν μπορεί να μαντέψει τα κίνητρα εκείνου του γέρου.
Άλλο ένα παράξενο πράγμα είναι το γεγονός ότι προσέγγισε εμάς», σχολίασε
ο Τζέιμσον, παίρνοντας το μπράτσο μου για να με οδηγήσει στη Μεγάλη
Αίθουσα.
«Τι εννοείς;»
«Οι περισσότεροι Ισόλτιοι προτιμούν να παντρεύονται δικούς τους και η
βασιλική γραμμή τους είναι απολύτως καθαρή από την αρχή. Αν θέλει να
παντρέψει τον εγγονό του με μια ξένη πριγκίπισσα, θα πρέπει να έχει έναν
ιδιαίτερο λόγο».
«Ενδιαφέρον. Η Βαλεντίνα μού είπε ότι και ο Χάντριαν παντρεύεται μια
άλλη γαλαζοαίματη», σχολίασα, πλημμυρισμένη τόσο πολύ από τα δικά μου
συναισθήματα, ώστε δε με ένοιαζε πραγματικά. Χαμογέλασα στον Τζέιμσον,
προσπαθώντας να κρύψω τη θλίψη μου με αστεία. «Όπως και να ’χει, την
επόμενη φορά που σκοπεύεις να δώσεις τα παιδιά μας σε ένα άλλο βασίλειο,
μπορείς να με προειδοποιήσεις πριν μπω στο δωμάτιο;»
Γέλασε κοροϊδευτικά.
«Ω, Χόλις, δεν είναι δικά μας παιδιά. Είναι δικά μου».
«Τι;» Προσπάθησα να κρατήσω ένα χαμόγελο στο πρόσωπό μου.
«Τα όποια παιδιά κάνουμε θα είναι βέλη στη φαρέτρα μου και θα τα
στρέψω οπουδήποτε χρειαστεί για το καλό της Κορόα».
Φίλησε το μάγουλό μου καθώς η πόρτα άνοιξε, αφήνοντάς με να
επιστρέψω στη συντροφιά των κυριών μου. Η Ντέλια Γκρέις διάβασε τον
τρόμο στο πρόσωπό μου καθώς γυρίσαμε να φύγουμε, αλλά η Νόρα ήταν
εκείνη που πήρε το χέρι μου καθώς περπατούσαμε. Για να κρατήσω τα
προσχήματα, κατέστειλα τα συναισθήματά μου, νεύοντας στα άτομα από τα
οποία περνούσαμε. Και κατάφερα να τα πάω μια χαρά μέχρι που είδα τους
Ιστόφ.
Οι Νόρθκοτ ήταν μαζί τους, πιθανόν αποχαιρετώντας τους, και ήμουν
ευγνώμων που ήξερα τουλάχιστον ότι ο Ίταν θα έφευγε από τη χώρα. Αλλά
είδα τα μπλε μάτια του Σίλας και το μυαλό μου ταξίδεψε, καθώς φαντάστηκα
παιδιά μ’ εκείνα τα τέλεια μάτια και το δικό μου σταρένιο δέρμα. Εκείνα τα
παιδιά… θα ήταν δικά μου…
Βγήκα βιαστικά από την αίθουσα πριν μπορέσει να δει κανείς πόσο δυνατά
έκλαιγα.
22
Αφότου η αυλή της Ισόλτης έφυγε, μου φαινόταν σχεδόν αδύνατον να μην
κοιτάζω κάθε παιδί που περνούσε δίπλα μου στα μάτια, περίεργη για τις
οικογένειές τους, για το μέλλον τους.
Παραδόξως, τα αγόρια ήταν εκείνα που στέκονταν πάντα λίγο πιο κοντά
στους γονείς τους, είτε δείχνοντας φοβισμένα είτε κρατώντας το σώμα τους
στητό σαν να ήταν σε επιφυλακή. Τα περισσότερα κορίτσια έκαναν αυτό που
είχαμε κάνει η Ντέλια Γκρέις κι εγώ: βρίσκεις μια φίλη που κρατάς κοντά
σου, μοιράζεστε τον ενθουσιασμό και περιμένετε να δείτε ποιες περιπέτειες
θα σας φέρει η ζωή στην αυλή.
Έτσι νιώθαμε πάντα όταν χορεύαμε μαζί ή όταν τριγυρίζαμε στο παλάτι τις
ιερές μέρες· ήταν μια υπέροχη περιπέτεια. Και λυπόμουν εκείνα τα κορίτσια
στην επαρχία, εκείνα που δούλευαν στη γη που ανήκε στις οικογένειές τους,
που δε θα μάθαιναν ποτέ πώς είναι η αίσθηση του σατέν ούτε θα τις σήκωναν
ποτέ ψηλά κατά τη διάρκεια ενός χορού. Όταν πέρασε το σοκ που έπαθα
όταν μου δόθηκαν τα διαμερίσματα της βασίλισσας, είχα νιώσει ανίκητη, λες
και είχα επιτέλους διαψεύσει όλους όσοι με αμφισβήτησαν ποτέ, δείχνοντας
στον κόσμο την αξία μου, η οποία καθοριζόταν από την αγάπη ενός βασιλιά.
Τα είχα όλα.
Και, ωστόσο, όταν ο Τζέιμσιν θα έβαζε ένα δαχτυλίδι στο δάχτυλό μου και
ένα στέμμα στο κεφάλι μου, ήξερα ότι θα ένιωθα σαν να είχα χάσει τα πάντα.
«Αρχόντισσά μου;» ρώτησε μια ανήσυχη φωνή. Σήκωσα το βλέμμα μου
για να βρω τον Λόρδο Ιστόφ και όλη του την οικογένεια να διασχίζουν τον
διάδρομο προς τη Μεγάλη Αίθουσα. Συνειδητοποίησα ότι είχα σταματήσει
για να παρατηρήσω μια οικογένεια καθώς ένας πατέρας έδειχνε μια όμορφη
αψίδα στο ταβάνι του κάστρου. Κούνησα το κεφάλι μου, κοκκινίζοντας
καθώς έκανα στην άκρη. «Σας προβληματίζει κάτι;»
«Όχι», είπα ψέματα, προσπαθώντας να εμποδίσω τα μάτια μου να
παραμείνουν πάνω στον Σίλας για πολύ. «Υποθέτω ότι μετά τον
ενθουσιασμό που έφεραν οι επισκέπτες μας η διάθεσή μου έχει πέσει λίγο».
Χαμογέλασε.
«Όταν ήμουν νεότερος, είχα βιώσει αρκετές φορές αυτό το συναίσθημα»,
σχολίασε και μοιράστηκε ένα βλέμμα όλο νόημα με τη γυναίκα του.
Η Λαίδη Ιστόφ με κοίταξε με ζεστασιά. Είχε κάτι που με έκανε να θέλω να
πέσω στην αγκαλιά της. Το είχε σκάσει από τη χώρα της για χάρη των
παιδιών της. Αν της έλεγα ότι τα δικά μου θα χρησιμοποιούνταν ως πιόνια σε
κρατικές υποθέσεις, θα καταλάβαινε τον πόνο μου.
«Μην ανησυχείτε, Λαίδη Χόλις», είπε. «Η ημέρα της στέψης πλησιάζει,
ναι; Η Σκάρλετ ανυπομονεί να έρθει να εξασκηθείτε στον χορό. Επομένως
υπάρχουν κι άλλοι εορτασμοί για να περιμένετε».
Πίεσα τον εαυτό μου να χαμογελάσει και ένευσα.
«Σας ευχαριστώ, λαίδη. Πρέπει να γίνουν ακόμα πολλές προετοιμασίες για
την ημέρα της στέψης. Θα ειδοποιήσω σύντομα τη Σκάρλετ. Νομίζω ότι
λίγος χορός θα έκανε καλό σε όλους μας».
Βλέποντας τα πανέξυπνα μάτια της Σκάρλετ, το γεμάτο ανησυχία χαμόγελο
της Λαίδης Ιστόφ και το γεγονός ότι ο Σίλας κοιτούσε συνεχώς στο πάτωμα,
μάντεψα ότι τουλάχιστον η μισή οικογένεια Ιστόφ ήξερε ότι πνιγόμουν στη
θλίψη και κανείς μας δεν μπορούσε να μιλήσει γι’ αυτό.
«Θα περιμένω», είπε η Σκάρλετ με μια σύντομη υπόκλιση. Ένευσα και
συνέχισα τον δρόμο μου.
Πάλεψα με την επιθυμία και έχασα. Στα μισά του διαδρόμου, κοίταξα
πίσω.
Ο Σίλας με παρακολουθούσε.
Μου χαμογέλασε αδύναμα και έκανα κι εγώ το ίδιο. Και μετά συνεχίσαμε
και οι δυο να περπατάμε.
Αγαπητή Βαλεντίνα,
Λείπεις μερικές μόνο μέρες και ήδη λαχταρώ την παρέα σου. Είμαι ακόμα
αρκετά συγκλονισμένη από εκείνο το συμβόλαιο. Με έκανε να
συνειδητοποιήσω πόσο αληθινά ήταν όλα όσα είπες. Μπορεί να με οδήγησε η
αγάπη στον Τζέιμσον, αλλά αυτή η ζωή δε θα είναι τόσο εύκολη όσο ήλπιζα
αρχικά. Αφότου έμαθα πώς απέκτησες το στέμμα, δεν μπορώ να φανταστώ
ότι σου έκανε μαθήματα κάποιος για το πώς να είσαι βασίλισσα. Αλλά, αν
έγινε έτσι, θα μπορούσες να μοιραστείς αυτή τη σοφία μαζί μου; Από τότε
που έφυγες νιώθω σαν να βυθίζομαι σε
«Τι γράφεις;» Η Ντέλια Γκρέις πέρασε δίπλα από το γραφείο μου τόσο
κοντά, ώστε με έκανε να νιώσω άβολα.
Τσαλάκωσα το χαρτί.
«Τίποτα». Δεν μπορούσα να το στείλω αυτό στη Βαλεντίνα. Ήξερα ότι θα
καταλάβαινε, αλλά έπρεπε να βρω έναν τρόπο να ρωτήσω που δε θα έδειχνε
τόσο αξιολύπητος σε περίπτωση που το γράμμα έπεφτε στα χέρια κάποιου
άλλου.
«Είσαι καλά;» ρώτησε η Ντέλια Γκρέις. «Είσαι χλωμή σαν Ισόλτια».
Χαμογέλασε με το αστείο της.
«Είμαι λίγο κουρασμένη. Όλες αυτές οι μέρες που έπρεπε να παίξω τον
ρόλο της οικοδέσποινας με εξουθένωσαν».
«Μπορείς να λες ψέματα σε όποιον άλλον θέλεις, Χόλις, αλλά μ’ εμένα
χάνεις τον χρόνο σου».
Σήκωσα το βλέμμα να την κοιτάξω. Στεκόταν εκεί με το ένα φρύδι
σηκωμένο και το χέρι της να στηρίζεται στον γοφό της.
«Εντάξει. Απλώς… Νόμιζα ότι θα μπορούσα να μετατρέψω την ιδιότητα
της βασίλισσας σε κάτι όμορφο και διασκεδαστικό. Φαίνεται όμως ότι η
ιδιότητα της βασίλισσας αλλάζει αντίθετα εμένα. Δε νομίζω ότι μου αρέσει».
Χαμήλωσε το πρόσωπό της κοντά στο δικό μου.
«Θα πρέπει να βρεις έναν τρόπο να το αντιμετωπίσεις. Είσαι σε καλύτερη
θέση από πολλές άλλες. Ο γάμος σου δεν έχει κανονιστεί με κάποιον ξένο, οι
γονείς σου δε σε στέλνουν σε μια άλλη χώρα, δεν είσαι δώδεκα χρόνων, για
όνομα του Θεού!»
Αναστέναξα. Ήξερα ότι άλλες ήταν σε χειρότερη μοίρα από μένα στο θέμα
του συζύγου, αλλά αυτό δεν έκανε τον πόνο μου λιγότερο αληθινό.
Έπαιξα με τα χρυσά ζάρια που βρίσκονταν πάνω στο τραπέζι μου.
«Λυπήθηκες τη Βαλεντίνα, λοιπόν;»
Γέλασε κοφτά.
«Εσύ όχι; Μ’ εκείνον τον σταφιδιασμένο γέρο που έχει για σύζυγο;»
«Αυτός όμως ήταν ο μόνος λόγος για τον οποίο ήταν σε κακή κατάσταση;
Δεν είδες ότι, παρά τα όσα είχε, ένιωθε μόνη; Θλιμμένη; Ο Τζέιμσον με
αγαπάει και θα μου φέρεται καλύτερα απ’ ό,τι φέρεται ο Κουίντεν σ’ εκείνη,
αλλά υπάρχουν πολλά άλλα μικροπράγματα που δε σκέφτηκα ποτέ. Απλώς…
Κι αν, όταν θα γεράσει και η αγάπη του θα έχει σβήσει, εγώ απομείνω
μονάχα με το συναίσθημα ότι δεν είμαι παρά ένα κτήμα του κράτους; Ένα
διαμάντι του στέμματος κλειδωμένο μέσα σε ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα,
που θα το βγάζουν έξω μόνο για να αναπτερώσει το ηθικό του κόσμου και
κατά τ’ άλλα θα είναι άχρηστο;»
Έπειτα από μια μεγάλη παύση, γύρισα να την κοιτάξω, να δω πώς της
φαίνεται όλο αυτό, αλλά το μόνο που βρήκα ήταν τα γεμάτα κατηγορία μάτια
της.
«Μην το κάνεις αυτό», είπε. «Αν αποτύχεις, θα παρασύρεις κι εμένα μαζί
σου. Δε θα το ανεχτώ, Χόλις. Δεν μπορώ».
«Θα μου ζητούσες να ζήσω δυστυχισμένη για να μπορέσεις εσύ να
παντρευτείς κάποιον ευυπόληπτο λόρδο τον οποίο δε θα αγαπάς καν απλώς
και μόνο για να κάνεις τον κόσμο να πάψει να μιλάει για σένα;»
«Ναι! Είναι εξουθενωτικό!» παραπονέθηκε με δάκρυα στα μάτια, που,
ωστόσο, αρνιόταν να αφήσει να κυλήσουν. «Έζησα μια ολόκληρη ζωή
ακούγοντας ψιθύρους πίσω από την πλάτη μου. Και αυτό όταν δεν είχαν το
απαιτούμενο θράσος ώστε να με προσβάλουν κατάμουτρα. Τώρα είμαι η
πρώτη κυρία επί των τιμών της βασίλισσας και αυτό μού δίνει μια ευκαιρία
να αποκτήσω σεβασμό. Το ίδιο δε θα έκανες αν ήταν το μόνο που μπορούσες
να έχεις;»
«Κι αν μπορούσαμε να έχουμε κάτι καλύτερο;» πρότεινα.
«Καλύτερο από έναν βασιλιά; Χόλις, δεν μπορείς να βρεις κάτι καλύτερο
από αυτό! Κι εγώ σίγουρα δεν μπορώ να βρω τίποτα, αν κάνεις πίσω».
Απέμεινε σιωπηλή για ένα λεπτό. «Τι στο καλό σού συνέβη; Τι σε κάνει να
πιστεύεις… Υπάρχει κάποιος άλλος;»
«Όχι», απάντησα γρήγορα. «Είναι η σκέψη ότι θα χάσω… τον εαυτό μου.
Ξέρω πολύ καλά τα πλεονεκτήματα που έχει η θέση της βασίλισσας.
Ωστόσο, ξέρω κι εκείνα ενός απλού πολίτη. Πρώτα ήταν οι λόρδοι και τα
πολλά παράπονά τους. Και μετά ήταν η βασιλική επίσκεψη. Και τώρα… ο
Τζέιμσον υποσχέθηκε να δώσει την πρώτη μας κόρη». Κατάπια, καθώς
δυσκολευόμουν να μιλήσω γι’ αυτό. «Θα μπορούσε να δώσει όλα μου τα
παιδιά. Στον οποιονδήποτε. Σε ανθρώπους που δε θα νοιάζονται καν γι’
αυτά».
Πήρε μια βαθιά ανάσα και μου έδωσε τον χρόνο να ηρεμήσω.
«Κάθε πρόκληση από μόνη της δεν είναι κάτι ιδιαίτερα ανυπόφορο, αλλά
αν τις βάλεις όλες μαζί, τη μία μετά την άλλη; Δεν ξέρω αν μπορώ να
αντέξω».
Κούνησε το κεφάλι της και άρχισε να μουρμουρίζει.
«Έπρεπε να ήμουν εγώ».
«Τι;»
Απέμεινε να στέκεται εκεί και να με αγριοκοιτάζει, με σκούρα μάτια που
κατάφερναν να δείχνουν παγερά.
«Είπα ότι έπρεπε να ήμουν εγώ!»
Άρχισε ν’ απομακρύνεται, να κατευθύνεται πιο βαθιά μέσα στα
διαμερίσματα, λες και ήταν δικά της. Σηκώθηκα για να την ακολουθήσω.
«Τι είναι αυτά που λες;»
Γύρισε προς το μέρος μου, γέρνοντας μπροστά, πιο οργισμένη από όσο την
είχα δει ποτέ.
«Αν έδινες προσοχή και σε κάποιον άλλον εκτός από τον εαυτό σου, θα
είχες δει ότι παρακολουθούσα τον Τζέιμσον πολύ προσεκτικά. Μπορούσα να
δω ότι είχε αρχίσει να βαριέται με τη Χάνα. Ήξερα ότι σύντομα θα ήταν
έτοιμος για κάποια καινούργια. Όλα εκείνα τα στοιχειώδη μαθήματα που
έκανες για να προετοιμαστείς για την επίσκεψη του Κουίντεν; Τα έχω ήδη
μάθει όλα. Υπάρχουν άφθονα βιβλία σε αυτό το κάστρο για να σου διδάξουν
την ιστορία της Κορόα ή για τις σχέσεις μας με την Ισόλτη και το Μούρλαντ
και το Κατάλ. Απλώς ήσουν υπερβολικά τεμπέλα για να πας να ρίξεις μια
ματιά». Κούνησε το κεφάλι της, κοιτάζοντας τον ουρανό πριν στραφεί ξανά
σ’ εμένα. «Ήξερες ότι μιλάω τέσσερις γλώσσες;»
«Τέσσερις; Όχι. Πότε…»
«Τα τελευταία χρόνια, ενώ εσύ ετοίμαζες χορούς και γκρίνιαζες για τους
γονείς σου. Το μόνο που έπρεπε να κάνεις ήταν να προσπαθήσεις, αλλά δεν
το έκανες. Εγώ όμως το έκανα! Τελειοποιούσα τον εαυτό μου. Δε μοιάζεις
καν με κανονική Κοροανή», φώναξε.
«Συγγνώμη;»
«Όλοι μιλάνε γι’ αυτό, για τα ξανθά σου μαλλιά. Έχεις λίγο από την Ισόλτη
στο αίμα σου. Ή από το Μπανίρ. Γι’ αυτό γκρινιάζουν οι λόρδοι. Αν
πρόκειται να παντρευτεί μια Κοροανή, οφείλει να δείχνει σαν Κοροανή,
αλλά, αν πρόκειται να παντρευτεί μια ξένη, οφείλει να παντρευτεί κάποια
που θα μπορούσε να προσφέρει κάτι στον θρόνο».
Τα μάτια μου έτσουζαν.
«Λοιπόν, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι’ αυτό», έφτυσα. «Η μοίρα ήταν
εκείνη που μ’ έκανε να πέσω στην αγκαλιά του».
«Χα!» ανταπάντησε. «Όχι, ήταν ο κακός συγχρονισμός μου. Εγώ άφησα τα
χέρια σου εκείνο το βράδυ, Χόλις».
«Όχι… και οι δυο…»
«Προσπαθούσα να σε κάνω να πέσεις κάτω για να μπορέσω να τρέξω να σε
βοηθήσω. Είδα τον βασιλιά να έρχεται πίσω σου και σκόπευα να κανονίσω
μια αξέχαστη συνάντηση, στην οποία ίσως να με ξεχώριζε από όλες τις άλλες
που τον τριγύριζαν. Πίστευα ότι, αν κατάφερνα να κάνω εντύπωση,
τουλάχιστον θα με έβλεπε. Αλλά άφησα τα χέρια σου λάθος στιγμή, έπεσα η
ίδια και εκείνος σε έπιασε». Αυτό το είπε με μια πίκρα που έτσουζε σαν
βέλος. «Έκανα ένα λάθος και έσβησα τον εαυτό μου από τις σκέψεις του
τελείως».
Σήκωσε το χέρι της στο στόμα της, δείχνοντας ακόμα έτοιμη να κλάψει,
αλλά δεν επέτρεψε ποτέ στα δάκρυα να κυλήσουν. Ήμουν πολύ σαστισμένη
για να μπορέσω να αντιδράσω. Ήξερα ότι είχε σχέδια για μια καλύτερη ζωή,
αλλά δεν ήξερα πόσο ψηλά έφταναν. Δεν ήξερα ότι ο σκοπός τους ήταν να
με παρακάμψουν τελείως. Αλλά μετά τα μάτια της συνάντησαν τα δικά μου,
πιο απαλά από πριν. Θλιμμένα, απελπισμένα. Περισσότερο τη λυπόμουν
παρά ήμουν θυμωμένη μαζί της.
«Γιατί δεν είπες τίποτα; Είσαι αρκετά έξυπνη και θα μπορούσαμε να
στρέψουμε την προσοχή του σ’ εσένα».
Σήκωσε τους ώμους της.
«Πίστευα ότι θα είχα την ευκαιρία μου όταν θα σε βαριόταν, όπως έκανε με
όλες τις κυρίες ως τώρα. Αλλά μετά ο τρόπος με τον οποίο σε κοιτούσε…
μπορούσα να καταλάβω ότι κάτι συνέβαινε… και μετά τι θα μπορούσα να
είχα πει; Ήσουν η πιο στενή μου φίλη… Όταν όλοι ψιθύριζαν ότι ήμουν
μπάσταρδη, εσύ τους αγνόησες· έμεινες μαζί μου. Ήταν το λιγότερο που
μπορούσα να κάνω για σένα. Είπα στον εαυτό μου ότι αν σε βοηθούσα θα
ήταν σαν να κέρδιζα κι εγώ. Γι’ αυτό και φρόντισα να γίνω κυρία επί των
τιμών σου όσο πιο γρήγορα μπορούσα· θα ήταν η μοναδική μου ευκαιρία να
ανέβω μαζί σου. Αλλά εσύ δεν το θέλεις καν. Και το να βλέπω να σε
δοξάζουν ενώ εγώ έχω γίνει η υπηρέτριά σου είναι πιο δύσκολο απ’ ό,τι
πίστευα».
«Δεν είχα ποτέ σκοπό να δοξαστώ», απάντησα ειλικρινά, ενώ κατάλαβα
επιτέλους γιατί ήταν τόσο τσιτωμένη αυτές τις τελευταίες εβδομάδες.
Διέσχισα τον χώρο ανάμεσά μας, παίρνοντας το χέρι της. «Και δεν είσαι
υπηρέτριά μου. Είσαι η πιο παλιά, η πιο αληθινή μου φίλη. Ξέρεις
περισσότερα για μένα από τον καθέναν και σου εμπιστεύομαι όλα μου τα
μυστικά».
Κούνησε το κεφάλι της.
«Όχι όλα». Και πάλι, τα μάτια της έψαχναν τα δικά μου, έφταναν πιο βαθιά
από τους περισσότερους, προσπαθώντας να δουν τι ήταν αυτό που φοβόμουν
τόσο να δείξω. «Ξέρω ότι κάτι κρύβεις και δεν μπορώ να καταλάβω τι είναι
αυτό που σε έκανε να θέλεις ξαφνικά να εγκαταλείψεις τον στόχο που είχε
βάλει κάθε ελεύθερη γυναίκα στην Κορόα».
«Αν βρισκόσουν στη θέση μου, θα καταλάβαινες. Είναι τρομακτικό να
ανακαλύπτεις ότι η ελευθερία δεν είναι αυτό που πίστευες. Ότι η αγάπη δεν
είναι αυτό που πίστευες».
Όταν μίλησε, δεν μπορούσα να προσδιορίσω τον τόνο της. Κάτι ανάμεσα
σε συμπόνια και οργή, χωρίς ωστόσο να κατασταλάζει στο ένα ή στο άλλο.
«Δεν αξίζει όμως; Θα προτιμούσες να είσαι το σκάνδαλο της αυλής; Αν τον
αφήσεις τώρα, θα με καταστρέψεις και, το χειρότερο απ’ όλα, θα διαλύσεις
τον Τζέιμσον».
Το βλέμμα μου πλανήθηκε αφηρημένα και ζύγισα τα πάντα στο κεφάλι
μου, γνωρίζοντας ότι δεν υπήρχε πραγματικός τρόπος να κερδίσω. Είτε θα
αποκτούσα εγώ αυτό που ήθελα είτε θα αποκτούσαν όλοι οι άλλοι αυτό που
ήθελαν…
«Σκέφτεσαι στ’ αλήθεια…» Η Ντέλια Γκρέις κούνησε το κεφάλι της και
έκανε να φύγει.
«Περίμενε», τη διέταξα.
Το γεγονός ότι διέθετα το σθένος για να την κάνω να υπακούσει τιμούσε
τον Τζέιμσον για το γούστο του στις γυναίκες. Γύρισε από την άλλη
ξεφυσώντας.
«Φυσικά και θα παντρευτώ τον Τζέιμσον. Εδώ και πολύ καιρό, δεν υπάρχει
άλλη επιλογή για μένα. Επομένως, αν ο Τζέιμσον έχει κατασταλάξει σ’
εμένα, τότε θα πρέπει να έχεις ήδη κάποιον άλλον στο μυαλό σου. Έχεις
σχεδιάσει όλα τα άλλα. Δώσε μου ένα όνομα λοιπόν».
Με κοίταξε με μισόκλειστα μάτια.
«Τι εννοείς;»
«Ποιον θέλεις;»
Δε χρειάστηκε να σκεφτεί.
«Τον Άλιστερ Φάροου. Καλή περιουσία, αξιοσέβαστο όνομα, αλλά δεν
είναι σε τόσο υψηλή θέση ώστε να έχει την πολυτέλεια να με απορρίψει, αν
κανονίσεις κάτι».
«Τον αγαπάς;»
«Μην είσαι ανόητη, Χόλις. Η αγάπη είναι το τελευταίο πιάτο σε ένα γεύμα
για το οποίο περιμένω ακόμα να με καλέσουν».
Ένευσα.
«Κανονίστηκε λοιπόν». Έστρωσα ανύπαρκτες ζάρες στο φόρεμά μου και
επέστρεψα στη στοίβα των χαρτιών μου, αβέβαιη ακόμα για το τι να πω στη
Βαλεντίνα.
«Περίμενε, Χόλις;» Κοίταξα την Ντέλια Γκρέις, που στεκόταν εκεί
σαστισμένη. «Και ο Τζέιμσον; Τον αγαπάς;»
«Κατά κάποιον τρόπο», παραδέχτηκα. «Μου αρέσει που είναι πιο
ευτυχισμένος όταν είμαι κοντά του. Και παρόλο που οι γονείς μου είναι
απογοητευμένοι μαζί μου, τους αγαπάω. Και παρόλο που εσύ είσαι
θυμωμένη μαζί μου, σ’ αγαπώ. Παρά τα όσα συνέβησαν, σ’ αγαπώ».
Ανάμεσά μας αιωρούνταν η σιωπή και μια δεκαετία αναμνήσεων.
Περισσότερο από τον οποιονδήποτε άλλον, η Ντέλια Γκρέις με στήριζε και
με φρόντιζε κάθε στιγμή τα τελευταία δέκα χρόνια. Κατείχε μια πολύτιμη
θέση στην καρδιά μου.
«Επομένως, είναι ώρα ν’ αφήσω όλα τ’ άλλα πίσω μου. Και όταν ο
Τζέιμσον μου κάνει πρόταση γάμου, θα τον παντρευτώ. Από αγάπη».
23
«Την ημέρα της στέψης», είπε η Νόρα, εισβάλλοντας στο δωμάτιο αργότερα
το ίδιο απόγευμα. «Θα κάνει πρόταση γάμου την ημέρα της στέψης, μετά την
τελετή».
«Είσαι σίγουρη;» ρώτησα.
Ένευσε, πλησιάζοντας την Ντέλια Γκρέις.
«Η γυναίκα του Λόρδου Γουάρινγκτον είπε ότι ο σύζυγός της γκρινιάζει γι’
αυτό όταν είναι οι δυο τους. Εκείνη σε στηρίζει πολύ, αλλά ο Λόρδος
Γουάρινγκτον πιστεύει ότι ο Τζέιμσον πρέπει να παντρευτεί για λόγους
διεθνούς συμφέροντος».
«Λοιπόν, αποτελεί μειοψηφία τώρα. Έπειτα από εκείνο το κόλπο με τη
Βαλεντίνα και τα στέμματα, άρχισαν όλοι να στηρίζουν τη Χόλις». Τα λόγια
της Ντέλια Γκρέις ήταν χρωματισμένα με θλίψη, αν και δεν ακούγονταν
πικρόχολα. Ήταν πολύ πιο εύκολο να είμαι κοντά της τώρα, που ήξερα τα
πάντα. «Όσο πιο σύντομα κάνει πρόταση γάμου ο βασιλιάς, τόσο το
καλύτερο. Όταν θα γίνεις βασίλισσα, κανένας λογικός άνθρωπος δε θα σου
εναντιωθεί», μου είπε, προσθέτοντας ένα μικροσκοπικό χαμόγελο στο τέλος.
Η Νόρα ήρθε και άρπαξε τα χέρια μου.
«Συγχαρητήρια», είπε, γέρνοντας το κεφάλι της.
«Πολύ γλυκό, αλλά ίσως είναι καλύτερα να περιμένουμε το δαχτυλίδι».
Γέλασε και μετά αναστέναξε, τραβώντας τα χέρια της.
«Είναι σε δυο μέρες λοιπόν. Πρέπει να ετοιμάσουμε επιτέλους τον χορό και
να βάλουμε τις τελευταίες λεπτομέρειες στο φόρεμά σου… Αναρωτιέμαι αν
ο βασιλιάς θα στείλει κι άλλα κοσμήματα».
Γύρισα ξανά προς τον καθρέφτη καθώς εκείνη συνέχισε με τη λίστα των
ερωτήσεων και των ανησυχιών της. Καθόμουν καθώς η Ντέλια Γκρέις
βούρτσιζε τα μαλλιά μου, ενώ καμιά από τις δυο μας δεν μπορούσε να
εκφράσει κανέναν ενθουσιασμό.

«Και ένα, δύο, τρία, στροφή!» φώναξε η Ντέλια Γκρέις, στριφογυρίζοντας


πλάτη με πλάτη με τη Νόρα. Με όλα αυτά που είχαμε να κάνουμε για την
πρόσφατη επίσκεψη από τον Βασιλιά Κουίντεν, δε βρήκαμε χρόνο να
προετοιμαστούμε για την ημέρα της στέψης όπως θα προετοιμαζόμουν στο
παρελθόν. Στο τέλος, ο χορός αποτελούνταν κυρίως από κομμάτια που
γνωρίζαμε ήδη αλλά συνδεδεμένα διαφορετικά· ούτε καν η Ντέλια Γκρέις,
παρά τις τόσες ικανότητές της, δεν μπορούσε να νικήσει τον χρόνο. Ωστόσο,
θα ήταν όμορφος και όλες μας κινούμασταν μαζί πολύ ωραία. Η Σκάρλετ
ήταν μαζί μου, γυρίζοντας στον ρυθμό του χαρούμενου ήχου του βιολιού.
«Διασκεδάζεις;» ρώτησα, αν και το πλατύ χαμόγελό της την πρόδιδε
τελείως.
«Ναι. Μου λείπουν πολλά πράγματα από την πατρίδα μου», άρχισε. «Το
φαγητό, η μυρωδιά του αέρα. Αλλά μου αρέσει πολύ που όλοι εσείς εδώ
χορεύετε σχεδόν κάθε βράδυ. Στην Ισόλτη, χορεύουμε μόνο στις ξεχωριστές
μέρες, όταν έχει τουρνουά και διάφορα τέτοια».
«Λοιπόν, τώρα είσαι Κοροανή», είπα, αγγίζοντας τον καρπό της με τον
δικό μου και περπατώντας σε έναν κύκλο. «Θα σε βοηθήσουμε να
αναπληρώσεις πολλά χρόνια χορού. Αν και ίσως η Ντέλια Γκρέις να είναι πιο
κατάλληλη δασκάλα. Πάντα ήταν καλύτερη χορεύτρια».
Η Ντέλια Γκρέις μάς χαμογέλασε ελαφριά πριν κάνει τα επόμενα βήματά
της.
«Όχι αρκετά καλή», μουρμούρισε.
Η Σκάρλετ με κοίταξε ερωτηματικά, αλλά εγώ απλώς κούνησα το κεφάλι
μου. Ήταν πάρα πολλά αυτά που θα έπρεπε να εξηγήσω, ειδικότερα με τον
ρόλο που έπαιζε ο αδελφός της σε όλα.
Κάναμε όλο τον χορό, βήμα βήμα, για να είμαστε σίγουρες ότι ξέραμε όλες
μας τις κινήσεις απέξω. Όλα τα μάτια θα ήταν επάνω μας, επομένως δεν
μπορούσαμε να κάνουμε κανένα λάθος.
Ευτυχώς για εμάς, η Σκάρλετ είχε έμφυτο ταλέντο. Παρόλο που έπρεπε να
της δείξουμε τα βήματα πολλές φορές για να τα θυμηθεί, όταν τα εκτελούσε,
οι κινήσεις της είχαν μια χάρη.
«Πολύ ωραία, Σκάρλετ. Με έκανες να πιστέψω ότι χόρευες τόσο σπάνια,
ώστε θα δυσκολευόσουν. Ο τρόπος με τον οποίο κινείς τα χέρια σου είναι
πολύ όμορφος».
«Ευχαριστώ», είπε καθώς κινούμασταν. «Για να πω την αλήθεια, νομίζω
ότι οφείλεται στο ότι χρησιμοποιώ σπαθί».
«Ο αδελφός σου δεν ανέφερε τις ικανότητές σου στο σπαθί», σχολίασα,
εκτελώντας ακόμα τα βήματα. Αν το είχε πει, θα το θυμόμουν.
Προσπαθούσα σκληρά να εξορίσω τον Σίλας Ιστόφ από τις σκέψεις μου,
αλλά δεν μπορούσα να ξεχάσω όλες τις μικροσκοπικές μας στιγμές μαζί, όλα
τα πράγματα που είχε πει. Αν προσπαθούσα, θα μπορούσα να θυμηθώ όλες
τις συζητήσεις μας.
«Η προσπάθεια να μάθεις να κινείσαι με μια τουαλέτα και ένα βαρύ
κομμάτι μέταλλο στο χέρι σου κάνει τα πόδια σου ελαφριά».
Γέλασα.
«Υποθέτω πως ναι. Τώρα που το σκέφτομαι, ο Σίλας χόρεψε μαζί μου
τελευταία και τα πήγε υπέροχα». Σταμάτα να μιλάς γι’ αυτόν, Χόλις. Δε
βοηθάει. «Ίσως να είναι ένα οικογενειακό σας χαρακτηριστικό».
«Ίσως». Έκανε μια στροφή. «Η οικογένειά μου είναι πολύ σημαντική για
μένα. Είναι το μόνο που μας έχει απομείνει τώρα».
Υπήρχε μια ελαφριά κατηγορία στον τόνο της.
«Αυτό δεν είναι αλήθεια. Τα πηγαίνετε πολύ καλά».
Κούνησε το κεφάλι της καθώς εκτελούσαμε τις κινήσεις μια τελευταία
φορά.
«Πρέπει να καταλάβεις ότι δεν είμαστε απολύτως ευπρόσδεκτοι εδώ. Ο
πρώην βασιλιάς μας μας βλέπει σαν προδότες, τώρα πρέπει να δουλεύουμε,
πράγμα που δεν είναι κακό, απλώς είναι κάτι καινούργιο… Κανείς έξω από
την οικογένειά μας δεν καταλαβαίνει πραγματικά τι περνάμε. Δε θα ήθελα να
πληγώσει κανείς την οικογένειά μου… ακόμα κι αν το έκανε από αγάπη».
Σήκωσε τις ξανθές της βλεφαρίδες και με κοίταξε, με τα μάτια της
ικετευτικά.
Κατάπια. Αναρωτήθηκα αν εκείνος τής είχε μιλήσει ή αν απλώς ήξερε. Η
Σκάρλετ και η Ντέλια Γκρέις έδειχναν να έχουν αυτή την ικανότητα, να
γνωρίζουν πράγματα. Μίλησα χαμηλόφωνα, ελπίζοντας ότι το βιολί θα
κάλυπτε τα λόγια μου.
«Σε παρακαλώ, πίστεψέ με όταν λέω ότι δε θα πλήγωνα ποτέ σκόπιμα την
οικογένειά σου».
«Ο σκοπός δεν έχει σημασία, αν το αποτέλεσμα είναι ούτως ή άλλως
αυτό».
Πήρα μια βαθιά ανάσα, κοιτάζοντας γύρω μου για να σιγουρευτώ ότι δεν
άκουγε κανείς.
«Δεν έχεις κανέναν λόγο ν’ ανησυχείς. Άλλωστε, έμαθα ότι ο Τζέιμσον
σκοπεύει να κάνει πρόταση γάμου κατά τη διάρκεια των εορτασμών για την
ημέρα της στέψης».
Αναστέναξε ανακουφισμένη.
«Αυτό είναι καλό. Και άλλωστε, σύντομα θα φύγουμε».
Κατέβασα τα χέρια μου.
«Τι;»
Η Ντέλια Γκρέις και η Νόρα συνέχιζαν να εκτελούν τις κινήσεις, αν και τα
μάτια τους ήταν καρφωμένα επάνω μας. Η Σκάρλετ κοίταξε τα γεμάτα
περιέργεια πρόσωπά τους πριν στραφεί ξανά σ’ εμένα.
«Εγώ… σου το είπα», ξεκίνησε χαμηλόφωνα. «Αυτό ήταν πάντα το σχέδιο.
Θέλουμε να ζήσουμε μια ήσυχη ζωή, μια ζωή που να μας ανήκει.
Επιτέλους». Η τελευταία της λέξη βγήκε ξέπνοα σαν να ήταν πολύ
κουρασμένη. «Από τότε που φτάσαμε, ψάχνουμε να βρούμε ένα σπίτι, και
βρήκαμε μια έπαυλη με καλές εκτάσεις στην εξοχή. Αναλαμβάνουμε
παραγγελίες και, απ’ ό,τι φαίνεται, θα μπορέσουμε να συντηρήσουμε τον
εαυτό μας με ή χωρίς εισόδημα από τη γη. Φεύγουμε».
Έσφιξα τα χέρια μου μπροστά μου και έβαλα τα δυνατά μου για να
σχηματίσω ένα χαμόγελο στο πρόσωπό μου.
«Η Βαλεντίνα με ενημέρωσε για το πόσο… δύσκολη μπορεί να γίνει η ζωή
στην αυλή της Ισόλτης. Δεν είναι παράξενο που λαχταράτε τη γαλήνη της
εξοχής. Πόσο τυχερή είμαι που έχω την ευκαιρία να σε επιδείξω τουλάχιστον
μία φορά πριν φύγεις; Έλα, ας τελειώσουμε την πρόβα μας».
Ήμουν εξουθενωμένη, ανίκανη να δώσω στον χορό κάτι παραπάνω από τις
βασικές κινήσεις. Και όταν τελειώσαμε, διέσχισα αμίλητη τα διαμερίσματά
μου μέχρι τα πίσω δωμάτια. Δεν είχα ξανακάνει ποτέ κάτι τέτοιο και όλοι
είχαν τη σοφία να καταλάβουν ότι αυτό σήμαινε ότι δεν ήθελα να με
ακολουθήσουν.
Κάθισα στο κάθισμα κάτω από ένα παράθυρο και κοίταξα έξω το ποτάμι,
την πόλη, τις πεδιάδες στο βάθος, ως εκεί όπου μπορούσε να φτάσει το μάτι
μου. Κάπου πέρα από εκείνη τη γραμμή, οι Ιστόφ θα έφτιαχναν το σπίτι τους.
Είπα στον εαυτό μου ότι αυτό ήταν καλό. Αν ο Σίλας έφευγε, δε θα έμπαινα
πια στον πειρασμό να του μιλήσω, να καταστρέψω το καλύτερο πράγμα στη
ζωή μου. Θα ήταν πολύ πιο εύκολο να δω τον Τζέιμσον με διαφορετικά
μάτια, να θυμηθώ πόσο του άρεσε να με λούζει με δώρα και στοργή.
Θα ήταν λες και κάποιος βγάζει το παπούτσι μου και αφαιρεί από μέσα το
χαλίκι· από εδώ και πέρα θα περπατούσα πιο σταθερά.
Επομένως, δεν ήταν λογικό που καθόμουν εκεί, κοιτάζοντας την καλύτερη
θέα που μπορούσε να προσφέρει το παλάτι και κλαίγοντας, μέχρι που τα
δάκρυά μου στέρεψαν.
24
Όταν ξύπνησα την ημέρα της στέψης, δεν ένιωθα όπως συνήθως. Ήταν όλα
πολύ μέτρια. Μέτριος καιρός, μέτριος ήλιος, μέτρια εγώ.
«Χόλις», είπε χαμηλόφωνα η Ντέλια Γκρέις, ανοίγοντας τις κουρτίνες του
κρεβατιού μου. «Ήρθε κάτι για σένα».
«Τι είναι;»
«Φαντάζομαι πως είναι για απόψε. Μια συνηθισμένη τιάρα δε θα ήταν
αρκετή για σένα, σωστά;» είπε με έναν πόνο λαχτάρας στη φωνή της. Με ένα
θλιμμένο αλλά αποφασιστικό χαμόγελο, μου έτεινε το χέρι της για να με
βοηθήσει να σηκωθώ από το κρεβάτι.
«Άνοιξες ήδη το κουτί;»
Κούνησε το κεφάλι της.
«Μόλις τώρα έφτασε και δε θα ανοίγαμε ποτέ κάτι δικό σου, αρχόντισσά
μου».
Της χαμογέλασα αδύναμα.
«Πολύ καλά». Μου κράτησε μια ρόμπα και τη φόρεσα. «Πάμε να ρίξουμε
μια ματιά», είπα και πήγα να ανοίξω το κουτί.
Η εικόνα τριών τέλειων στεμμάτων πάνω σε μαύρο βελούδο ήταν αρκετή
για να μου κόψει την ανάσα. Πέρασα τα δάχτυλά μου από πάνω τους,
παρατηρώντας πόσο μοναδικά ήταν. Το πρώτο ήταν ως επί το πλείστον
χρυσό και έμοιαζε πολύ με το Στέμμα του Έστους, ενώ τα άλλα δύο ήταν
διακοσμημένα με πολύ περισσότερους πολύτιμους λίθους. Το δεύτερο ήταν
καλυμμένο με ρουμπίνια και ταίριαζε πολύ με το κόκκινο της Κορόα, ενώ το
τελευταίο ήταν πολύ πιο μυτερό και ήταν καλυμμένο με διαμάντια.
«Το τρίτο είναι το αγαπημένο μου», επέμεινε η Νόρα. «Αλλά θα δείχνεις
υπέροχη με οποιοδήποτε από τα τρία».
«Τι λες, Χόλις;» ρώτησε η Ντέλια Γκρέις. «Το πρώτο μοιάζει με…»
«Το Στέμμα του Έστους», ολοκλήρωσα τη φράση της. «Κι εγώ αυτό
σκέφτηκα».
«Θα ταιριάζετε. Αυτό στέλνει ένα μήνυμα».
Αυτό είναι σίγουρο. Αλλά χαμογέλασα, καθώς θυμήθηκα μια παλιά
συζήτηση με τον Σίλας. Υπήρχε μια γλώσσα στα ρούχα μας, στις επιλογές
μας, μια γλώσσα την οποία οι άλλοι θα μπορούσαν να επιλέξουν να
ακούσουν ή να αγνοήσουν.
«Δε θα φορέσω κανένα από αυτά. Μην τα στείλεις πίσω, όμως», διέταξα.
«Θέλω η επιλογή μου να είναι έκπληξη».

«Η ζηλιάρα πλευρά του εαυτού μου διστάζει να το παραδεχτεί», είπε η


Ντέλια Γκρέις, «αλλά νομίζω ότι ίσως να σταματήσεις καρδιές απόψε».
«Σου αρέσει;»
«Σου ταιριάζει. Καλύτερα από όσο θα σου ταίριαζε οποιοδήποτε από
εκείνα τα βαριά στέμματα, αυτό είναι σίγουρο». Ήρθε δίπλα μου για να
κοιτάξει στον καθρέφτη και δεν μπόρεσα παρά να σκεφτώ ότι είχε δίκιο.
Ήμουν ο εαυτός μου.
Ο Σίλας είχε αστειευτεί κάποια στιγμή ότι θα μου ταίριαζε ένα στέμμα από
λουλούδια και τώρα φορούσα στο κεφάλι μου τα μεγαλύτερα και πιο
ευωδιαστά άνθη που μπόρεσα να βρω. Είχα καταφέρει ακόμα και να βάλω
μερικά τσιμπιδάκια με πολύτιμους λίθους για να στερεώσω τα λουλούδια στο
κεφάλι μου, τα οποία παγίδευαν το φως, κάνοντάς το ακόμα πιο ξεχωριστό.
Δεν είχα λατρέψει κανένα άλλο στέμμα όσο αυτό και θα είχα τη
δυνατότητα να το φορέσω μόνο μία φορά.
Δίπλα μου, μπορούσα να δω τους ώμους της Ντέλια Γκρέις να πέφτουν.
Είχε και εκείνη λουλούδια στα μαλλιά της, αν και όχι τόσο εντυπωσιακά όσο
τα δικά μου. Ήταν άλλη μια περίπτωση κατά την οποία η Ντέλια Γκρέις ήταν
αναγκασμένη να αποδεχτεί ότι είχε πράγματα λίγο κατώτερα από τα δικά
μου. Σκέφτηκα ότι θα πρέπει να την ενοχλούσε πολύ τώρα, καθώς θα έπρεπε
να αποδεχτεί ότι οι ελπίδες της για το στέμμα είχαν στ’ αλήθεια σβήσει.
«Θέλω να ξέρεις», είπα, «ότι αν το σχέδιό σου είχε πετύχει, αν ήσουν εσύ,
θα έβαζα τα δυνατά μου για να σε φροντίσω. Αν και δε νομίζω ότι θα
κατάφερνε ποτέ κανείς να κάνει όσα έκανες εσύ αυτές τις τελευταίες
εβδομάδες. Ειλικρινά, Ντέλια Γκρέις, δεν ξέρω πώς να σ’ ευχαριστήσω».
Έβαλε το χέρι της πάνω στο δικό μου.
«Τύλιξέ μου τον Λόρδο Φάροου με μια όμορφη μεγάλη κορδέλα και αυτό
θα είναι αρκετό».
Γέλασα.
«Φυσικά. Αν μπορέσω, θα φροντίσω να παντρευτείς πριν από μένα».
«Αλήθεια;»
«Περίμενες πολύ καιρό αναμένοντας να συμβούν πράγματα. Εφόσον είσαι
ικανοποιημένη μαζί του, δε βλέπω κάποιον λόγο να περιμένεις».
Με έσφιξε στην αγκαλιά της, με τα μάτια της να βουρκώνουν. Είχα να τη
δω να κλαίει από τότε που ήμασταν δεκατριών, έπειτα από μια τρομερή
χλευαστική επίθεση που είχε δεχτεί. Ύστερα από αυτό ορκίστηκε ότι δε θα
την ξαναέβλεπε ποτέ κανείς να κλαίει. Ακόμα κι αν άφησε κάποια στιγμή να
κυλήσει κάποιο δάκρυ, εγώ δεν το είδα ποτέ.
Μας διέκοψε η μητέρα που εισέβαλε από την πόρτα, εξακολουθώντας να
αρνείται να χτυπήσει.
«Τι στο καλό φοράς;»
Το πρόσωπό μου σοβάρεψε αμέσως.
«Τι συμβαίνει;» Κοιτάχτηκα ξανά στον καθρέφτη, γυρίζοντας για να
κοιταχτώ από όλες τις γωνίες.
«Βγάλε αυτά τα λουλούδια από το κεφάλι σου. Είσαι λαίδη· πρέπει να
φοράς ένα κανονικό στέμμα για την ημέρα της στέψης». Έδειξε το δικό της
κεφάλι, όπου φορούσε ένα μικρό στέμμα που κληροδοτούνταν από γενιά σε
γενιά στην οικογένεια Παρθ. Δεν ήταν τόσο μεγαλοπρεπές όσο εκείνο που
είχε χάσει, αλλά ήταν παλιό, και αυτό αρκούσε.
Αναστέναξα.
«Ω, αυτό είναι όλο; Τα διάλεξα σκόπιμα».
«Βγάλ’ τα σκόπιμα, λοιπόν». Επέστρεψε στον χώρο υποδοχής, ξέροντας
καλά τι υπήρχε στο κουτί πάνω στο τραπέζι μου. «Ο Βασιλιάς Τζέιμσον σου
έστειλε πανέμορφα στέμματα. Κοίταξε αυτό!» είπε, σηκώνοντας εκείνο που
ήταν καλυμμένο με ρουμπίνια.
«Είναι πανέμορφο, μητέρα. Αλλά δεν είναι για μένα».
Το άφησε ξανά κάτω.
«Όχι, όχι. Έλα να κοιτάξεις ξανά. Αυτό δε θα αρέσει καθόλου στους
λόρδους». Με άρπαξε από το μπράτσο και με τράβηξε προς το κουτί.
«Δε με νοιάζει η γνώμη τους για μένα». Και δεν το είπα, αλλά ούτε και η
γνώμη του Τζέιμσον με ένοιαζε πολύ.
«Θα έπρεπε. Ο βασιλιάς τούς χρειάζεται κι εσύ χρειάζεσαι τον βασιλιά».
«Όχι, δεν τον χρειάζομαι. Δεν μπορώ να κάνω…»
«Χόλις, θα με ακούσεις!»
Την άρπαξα από τους ώμους, αναγκάζοντάς τη να με κοιτάξει στα μάτια,
και μίλησα με ήρεμη, σταθερή φωνή: «Ξέρω ακριβώς ποια είμαι. Και είμαι
ικανοποιημένη με αυτό». Άγγιξα το μάγουλό της. «Είσαι η μητέρα μου.
Μακάρι να ήσουν κι εσύ ικανοποιημένη μαζί μου».
Τα μάτια της ταξίδεψαν σε όλο μου το πρόσωπο λες και με έβλεπε, με
έβλεπε πραγματικά, πρώτη φορά. Ίσως απλώς να φαντάστηκα τα δάκρυα στα
μάτια της, αλλά ο τόνος της ήταν πολύ πιο απαλός όταν επιτέλους μου
απάντησε: «Πρέπει να αναγνωρίσω ότι σου πηγαίνουν. Ω… έχεις βάλει και
πολύτιμα πετράδια;»
«Ναι! Σου αρέσουν;» Έκανα μια στροφή για να πιάσουν όλα τους το φως.
Ένευσε, με ένα μικροσκοπικό χαμόγελο στο πρόσωπό της.
«Ναι, νομίζω ότι μου αρέσουν».
Η Ντέλια Γκρέις χτύπησε τα χέρια της.
«Ελάτε, κυρίες μου. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε να αργήσει η
μελλοντική βασίλισσα».
«Θα μείνεις μαζί μου ή θα πας με τον πατέρα;» ρώτησα.
Η μητέρα έδειχνε ακόμα σαστισμένη.
«Θα είμαι με τον πατέρα σου. Αλλά θα σε δούμε εκεί».
Ένευσα καθώς βγήκε από το δωμάτιο και γύρισα για να σιγουρευτώ ότι το
φόρεμά μου ήταν ίσιο.
«Είμαστε έτοιμες όταν είσαι εσύ, αρχόντισσά μου», είπε η Ντέλια Γκρέις.
Και με ένα νεύμα, κατευθύνθηκα προς τη Μεγάλη Αίθουσα.
Τα συναισθήματά μου όταν μπήκα στην αίθουσα την ημέρα της στέψης
ήταν παρόμοια με εκείνα την ημέρα που είχε έρθει ο Βασιλιάς Κουίντεν, με
τόσο πολλούς ανθρώπους να αναστενάζουν και να κοιτάζουν καθώς
περνούσα. Ένιωθα όμορφη απόψε. Είχα πολύ καιρό να νιώσω τόσο αληθινή.
Νομίζω ότι φαινόταν.
Έφτασα στο μπροστινό μέρος της αίθουσας, καθώς ήξερα ότι ο Τζέιμσον
θα με περίμενε εκεί για την τελετή. Όπως ήταν φυσικό, οι πατεράδες των
περισσότερων βασιλιάδων δεν ήταν παρόντες την ημέρα στέψης των γιων
τους, αλλά εκείνος δεν είχε ούτε μητέρα ούτε αδέλφια. Ήταν ο τελευταίος
της γενεαλογικής του γραμμής μέχρι να αποκτήσει διαδόχους, και αυτό
εξαρτιόταν από μένα. Φρόντισα να στέκομαι στο σημείο όπου θα ήταν η
οικογένειά του, αν ήταν εκεί. Ίσως να μην υπήρχε ακόμα αυτό το
συναίσθημα, ότι ήμασταν οικογένεια… αλλά θα γινόμασταν σύντομα.
Απόψε, ο Τζέιμσον θα στεφόταν ξανά συμβολικά με το ίδιο αρχαίο στέμμα
με το οποίο στέφθηκε ο Έστους. Οι ευγενείς που είχαν δικά τους στέμματα
τα φορούσαν και οι περισσότερες γυναίκες ήταν φορτωμένες με κοσμήματα
για να μιμηθούν τη μεγαλοπρεπή εμφάνιση. Έπειτα από μια σύντομη τελετή,
θα γιορτάζαμε με χορό. Ήταν η πιο συναρπαστική νύχτα του χρόνου επειδή
δεν τελείωνε πριν από το χάραμα. Η ημέρα της στέψης είχε τις ρίζες της σε
κάτι πολύ ιερό, αλλά περισσότερο ήταν ένα γλέντι από τότε που μπορούσα
να θυμηθώ. Και, φυσικά, ο Τζέιμσον θα ήθελε να κάνει πρόταση γάμου
σήμερα. Έτσι, θα υποχρέωνε όλη τη χώρα να γιορτάσει, είτε το ήθελαν είτε
όχι.
Οι τρομπέτες ήχησαν και παραμέρισα τον κυνισμό μου, έτοιμη να δείχνω
όσο πιο βασιλική μπορούσα.
Μια σιωπή απλώθηκε σε όλη την αίθουσα καθώς τα αγόρια με τους
κόκκινους μανδύες εμφανίστηκαν κρατώντας τα καμπανάκια τους.
Ακολούθησε ο Τζέιμσον, φορώντας έναν βαρύ γούνινο μανδύα που σερνόταν
τρία μέτρα πίσω του. Πίσω του ακολουθούσε ο ιερέας που κρατούσε
προσεκτικά το Στέμμα του Έστους.
Τα αγόρια χωρίστηκαν, ο Τζέιμσον διέσχισε τον κεντρικό διάδρομο που
σχημάτισαν και κάθισε στον θρόνο. Ο ιερέας σταμάτησε στη βάση του
θρόνου, κρατώντας το στέμμα ψηλά. Όλες οι καμπάνες σταμάτησαν την ίδια
στιγμή.
«Λαέ της Κορόα», απήγγειλε ο ιερέας, «ας αγαλλιάσουμε. Εδώ και εκατόν
εξήντα δύο χρόνια, έχουμε έναν πιστό ηγέτη, έναν απόγονο του Έστους του
Μέγα. Σήμερα τιμούμε τον Βασιλιά Τζέιμσον Κάντιους Μπάρκλεϊ, γιο του
Μάρκελλου, γιο του Τελάου, γιο του Σέιν, γιο του Πρέσλεϊ, γιο του Κλάους,
γιο του Λίσον, γιο του Έστους.
»Από όλους τους λαούς, είμαστε οι πιο ευτυχείς, επειδή γιορτάζουμε μια
μακρά και ευτυχή βασιλεία της πιο ισχυρής οικογένειας στην ήπειρο. Ας
ανανεώσουμε σήμερα την αφοσίωσή μας στον Βασιλιά Τζέιμσoν και ας
προσευχηθούμε η ζωή του να διαρκέσει πολλά χρόνια και οι διάδοχοί του να
είναι άφθονοι».
«Αμήν!» είπαν με μια φωνή όλοι στην αίθουσα, καθώς ο Τζέιμσον κοίταξε
ελαφρώς στα δεξιά του, γνωρίζοντας ότι θα ήμουν εκεί.
Ο ιερέας τοποθέτησε το στέμμα πάνω στο κεφάλι του και η αίθουσα
ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Όταν αυτό τελείωσε, ο Τζέιμσον χαμογέλασε
στον ιερέα, μουρμουρίζοντας ένα ευχαριστώ, πριν σηκωθεί και υψώσει τα
χέρια του για να κάνει το πλήθος να ησυχάσει.
«Αγαπημένε μου λαέ, σ’ ευχαριστώ που εμπιστεύτηκες εμένα να σε
κυβερνήσω. Ξέρω ότι είμαι ένας νεαρός βασιλιάς και η βασιλεία μου είναι
σύντομη. Αλλά πάνω από κάθε άλλον βασιλιά στην ήπειρο, είμαι
αφιερωμένος στην ευτυχία σας και στην ειρήνη στη χώρα μας. Προσεύχομαι
για την ευημερία του βασιλείου μας. Θα συνεχίσω να ζω τη ζωή μου για τη
χώρα μας, η οποία μεγαλώνει όχι μόνο καθώς οι κάτοικοι της πατρίδας μας
κάνουν τις δικές τους οικογένειες, αλλά και καθώς επιλέγουν και άλλοι να
ζήσουν κοντά μας», είπε, γνέφοντας στο πίσω μέρος της αίθουσας.
Ακολούθησα το χέρι του και πολλές από τις οικογένειες που είχαν έρθει
από γειτονικές χώρες ήταν συγκεντρωμένες εκεί, ανάμεσά τους και οι Ιστόφ.
«Και για απόψε, αυτός είναι σίγουρα ένας λόγος να το γιορτάσουμε!»
φώναξε. «Μουσική!» Και ο κόσμος άρχισε να ζητωκραυγάζει και οι
μουσικοί να παίζουν.
Και καθώς οι λόρδοι συγκεντρώθηκαν γύρω από τον βασιλιά, εγώ
κοιτούσα στο πίσω μέρος της αίθουσας.
25
Τα μάτια μου καρφώθηκαν σ’ εκείνα του Σίλας Ιστόφ, καθώς η αίθουσα
γύρω μας ζωντάνεψε ξανά. Τον είχα ξαναδεί ντυμένο με τα καλά του, αλλά
απόψε έδειχνε ιδιαιτέρως όμορφος. Οι Ιστόφ, κατανοώντας τη σημασία της
περίστασης, φορούσαν δικά τους στέμματα και δεν μπόρεσα παρά να
αναρωτηθώ αν ήταν οικογενειακά τους κειμήλια ή δικές τους δημιουργίες.
Γύρω μου, οι γυναίκες αγκαλιάζονταν και έκαναν φιλοφρονήσεις η μία για
την τουαλέτα της άλλης. Οι παρευρισκόμενοι είχαν ήδη καταφέρει να βρουν
μεγάλα ποτήρια μπίρας για να κάνουν πρόποση στον βασιλιά, στη χώρα, στη
βραδιά… σε οτιδήποτε, βασικά. Αλλά εγώ είχα μάτια μόνο για τον Σίλας και
ο Σίλας για μένα. Κατάπιε, δείχνοντας όπως ακριβώς αισθανόμουν κι εγώ
μέσα μου: απελπισμένη από τη λαχτάρα για κάτι που δεν μπορούσα να έχω.
«Χόλις!» Γύρισα απότομα προς την Ντέλια Γκρέις, που φώναζε το όνομά
μου. «Εδώ είσαι. Σε ψάχναμε».
Είχα μετακινηθεί; Πόση ώρα είχε περάσει;
«Ο βασιλιάς σε ζητά», είπε με έμφαση.
Πήρα μερικές βαθιές ανάσες, προσπαθώντας να επανέλθω στην
πραγματικότητα.
«Ναι, φυσικά. Οδήγησέ με».
Γλίστρησα το χέρι μου μέσα στης Ντέλια Γκρέις και με οδήγησε στο
μπροστινό μέρος της αίθουσας. Μπορούσα να νιώσω τα μάτια της να
επιστρέφουν σ’ εμένα, να με επιθεωρούν. Ήξερε τις επιφυλάξεις μου,
φυσικά, και ένιωσα ότι μπορούσε να καταλάβει ότι συνέβαινε κάτι
περισσότερο. Υπήρχε τόσο πολύς κόσμος γύρω μας, ώστε δεν τόλμησε να
ρωτήσει και, αντίθετα, με παρέδωσε υπάκουα στον Τζέιμσον.
«Είσαι η τελειότητα προσωποποιημένη», είπε ο βασιλιάς, απλώνοντας τα
χέρια του για να με υποδεχτεί. Πρόσεξα το ποτήρι στο χέρι του, με την
κεχριμπαρένια μπίρα να χύνεται από τη μια πλευρά. «Λατρεύω τα
λουλούδια. Λαμπυρίζουν;»
«Ναι».
«Υπέροχα. Λόρδε Άλινχαν, είδες τα λουλούδια της γλυκιάς Χόλις; Δεν
είναι πανέμορφα;» Δεν περίμενε απάντηση παρά χαμήλωσε τη φωνή του και
συνέχισε να μιλάει σ’ εμένα. «Αυτό θα πρέπει να κάνουμε για τον γάμο. Τι
λες;» Η φωνή του ήταν πιο στριγκιά από όσο την είχα ακούσει ως τώρα, στα
όρια της φρενίτιδας.
«Είσαι ζαλισμένος, άρχοντά μου».
Γέλασε δυνατά.
«Όντως! Αχ, ζω τις καλύτερες μέρες. Εσύ όχι;»
Ίσως τα χείλη μου να έτρεμαν όταν απάντησα: «Η κάθε μέρα είναι η
καλύτερη που ζω μέχρι την αυριανή».
Πέρασε με χάρη τα δάχτυλα του μέσα από τα μαλλιά του σπρώχνοντάς τα
πίσω.
«Για σένα, πιστεύω ότι αυτό είναι αλήθεια. Είσαι τόσο όμορφη. Θα είσαι
πανέμορφη όταν το πρόσωπό σου τυπωθεί σε ένα νόμισμα, δεν το νομίζεις;
Επί τη ευκαιρία, αποφάσισα να μπεις σε ένα νόμισμα. Είσαι καλά; Δείχνεις
κάπως περίεργη».
Δεν μπορούσα να μαντέψω πώς έδειχνε το πρόσωπό μου, αλλά ήταν
προφανές ότι δεν έδειχνε τόσο χαρούμενο όσο περίμενε εκείνος.
«Ίσως είναι η ζέστη. Μπορώ να βγω έξω ένα λεπτό; Να πάρω μια ανάσα;»
«Φυσικά». Έσκυψε για να φιλήσει το μάγουλό μου. «Να γυρίσεις γρήγορα.
Θέλω να σε δουν όλοι. Και» –χαχάνισε, με τον ήχο να ακούγεται κάπως
παλαβός– «έχω να κάνω μια ανακοίνωση όταν επιστρέψεις».
Ένευσα, ευγνώμων για τους πολλούς λόρδους που γυροφέρνουν πάντα τον
βασιλιά όπως οι μέλισσες το μέλι. Με διευκόλυναν να γυρίσω και να τρέξω.
Θα πρέπει να έδειχνα γελοία, προσπαθώντας να αποφύγω αγκώνες και
περνώντας ανάμεσα σε ζευγάρια, αλλά ένιωθα λες και οι πνεύμονές μου ήταν
έτοιμοι να εκραγούν και έπρεπε –έπρεπε– να φύγω από εκείνη την αίθουσα.
Δεν ήμουν σίγουρη πού θα πήγαινα. Οι κυρίες μου θα με έβρισκαν στο
δωμάτιό μου ή ακόμα και στα διαμερίσματα των γονιών μου. Θα μπορούσα
απλώς να τριγυρίζω στο κάστρο, αλλά υπήρχε ακόμα πολύς κόσμος εδώ,
καθώς έρχονταν ευγενείς στο παλάτι για να παρευρεθούν σε αυτή τη γιορτή.
Έστριψα, με κατεύθυνση την πλάγια είσοδο, όπου δεκάδες άμαξες περίμεναν
για να πάνε τους κυρίους τους σπίτι όταν θα τελείωναν οι εορτασμοί.
Ακούμπησα την πλάτη μου στο πλάι μιας τέτοιας άμαξας και επέτρεψα στον
εαυτό μου να κλάψει.
Είπα στον εαυτό μου να τα βγάλει όλα τώρα. Ο Τζέιμσον θα περίμενε
χαμόγελα όταν θα επέστρεφα, χαμόγελα για την υπόλοιπη ζωή μου. Αλλά
πώς θα σταματούσα ποτέ να κλαίω, γνωρίζοντας ότι θα παντρευόμουν έναν
άντρα αγνοώντας την ξεκάθαρη ροπή της καρδιάς μου προς έναν άλλον;
«Χόλις;»
Γύρισα και είδα, κάτω από το φως των πυρσών, ότι κρυβόταν και ο Σίλας
εκεί και ότι έκλαιγε και εκείνος. Κοιταχτήκαμε για μια στιγμή, με το σοκ και
τη θυμηδία ζωγραφισμένα στα πρόσωπα και των δυο μας, και μετά γελάσαμε
που βρήκαμε ο ένας τον άλλον εδώ.
Σκούπισα τα μάτια μου κι έκανε κι εκείνος το ίδιο.
«Είμαι κάπως κουρασμένη από τη γιορτή», είπα ψέματα.
«Κι εγώ». Έδειξε προς τα πάνω. «Ένα στέμμα από λουλούδια».
Σήκωσα τους ώμους μου.
«Φεύγεις σύντομα. Σκέφτηκα… σκέφτηκα ότι ίσως έτσι να θέλεις να με
θυμάσαι».
«Χόλις…» Διέκοψε τη φράση του με ένα τρέμουλο, δείχνοντας σαν να
προσπαθούσε να βρει κουράγιο. «Χόλις, ακόμα και τη νύχτα, είσαι ο ήλιος
μου, φέρνεις φως στον κόσμο μου».
Ήμουν τόσο ευγνώμων γι’ αυτή τη σύντομη στιγμή που είχαμε δική μας.
«Ελπίζω ότι εσύ και η οικογένειά σου θα βρείτε επιτέλους τη γαλήνη. Και
να ξέρεις ότι πάντα θα έχεις μια φίλη στην αυλή, αν τη χρειαστείς ποτέ».
Απέμεινε να με κοιτάζει αρκετή ώρα πριν βάλει το χέρι του στην τσέπη
του.
«Χόλις, σου έφτιαξα κάτι», είπε, ξετυλίγοντας ένα κομμάτι ύφασμα.
«Όχι ένα σπαθί φαντάζομαι;»
Γέλασε χαμηλόφωνα.
«Κάποια μέρα. Αλλά για την ώρα, σκέφτηκα ότι αυτό θα ήταν πιο
κατάλληλο».
Έβγαλε μια καρφίτσα με μια τεράστια χρυσή πέτρα που λαμπύριζε στο φως
της φωτιάς.
«Τι είναι αυτό;»
«Ονομάζεται κιτρίνης. Αν εσύ, Χόλις Μπράιτ, ήσουν αστέρι, θα ήσουν ο
ήλιος. Αν ήσουν πουλί, θα ήσουν καναρίνι. Και αν ήσουν λίθος, θα ήσουν
κιτρίνης».
Κοίταξα το πετράδι, αδυνατώντας να σβήσω το χαμόγελο από το πρόσωπό
μου. Έλαμπε ακόμα και στο σκοτάδι, με μικροσκοπικά μαργαριτάρια γύρω
από τη βάση της πέτρας και όλα πάνω σε χρυσό.
«Μπορώ;»
Ένευσα.
Πήρε τον κορσέ του φορέματός μου στα χέρια του, με το πίσω μέρος των
δαχτύλων του να ακουμπάει το δέρμα μου.
«Μακάρι να μπορούσα να σου δώσω πολύ περισσότερα», είπε.
«Σε παρακαλώ, μη φύγεις», είπα ψιθυριστά, παρόλο που ήμασταν μόνοι.
«Τουλάχιστον μείνε στο κάστρο για να μπορώ να σου μιλάω πότε πότε. Ο
βασιλιάς δε θέλει να μιλάω ή να σκέφτομαι ή, ίσως, ακόμα και να νοιάζομαι.
Δε θέλω να είμαι ένα στολίδι χωρίς να μπορώ να καταφύγω σε κανέναν».
«Πρέπει να πάω με την οικογένειά μου», είπε. «Είμαστε πιο δυνατοί όταν
είμαστε μαζί και, παρόλο που είμαι σίγουρος ότι θα πονάω για σένα μέχρι να
πεθάνω, δε θα άντεχα ποτέ να τους εγκαταλείψω».
Ένευσα.
«Κι εγώ δε θα άντεχα ποτέ να γίνω η αιτία για να τους εγκαταλείψεις».
Έφερε τα χείλη του κοντά και μίλησε ψιθυριστά, περνώντας τα δάχτυλά
του μέσα από τα μαλλιά μου: «Έλα μαζί μας», ικέτευσε. «Θα σε αγαπούσα
χωρίς όρους. Δεν μπορώ να σου προσφέρω ένα παλάτι ή έναν τίτλο, αλλά
μπορώ να σου προσφέρω ένα σπίτι όπου θα σε θεωρούν πολύτιμη γι’ αυτό
ακριβώς που είσαι».
Η ανάσα μου είχε κοπεί και δυσκολεύτηκα να βγάλω τις λέξεις.
«Και ποια ακριβώς είμαι;»
«Μην είσαι ανόητη», είπε ψιθυριστά με ένα χαμόγελο. «Είσαι η Χόλις
Μπράιτ. Χορεύεις και τραγουδάς, αλλά κάνεις και ερωτήσεις. Μάχεσαι με
κυρίες πάνω σε βάρκες, αλλά προσφέρεις στους γύρω σου. Σου αρέσει να
γελάς, αλλά μαθαίνεις για τη θλίψη. Σε αγαπάει ένας βασιλιάς αλλά εσύ
μπορείς να τον δεις ως θνητό. Γνώρισες έναν ξένο και τον αντιμετώπισες σαν
φίλο. Μέσα σε σύντομο διάστημα, αυτά έχω δει. Για να μάθω όλα όσα είσαι,
θα πρέπει να σε μελετάω χρόνια, αλλά είσαι το μόνο άτομο στον κόσμο που
θέλω στ’ αλήθεια να μάθω».
Τότε τα δάκρυα ήρθαν ξανά. Όχι εξαιτίας της θλίψης ή του φόβου, αλλά
επειδή με είχε δει και κάποιος άλλος. Με είδε και με δέχτηκε γι’ αυτό που
ήμουν. Είχε δίκιο, υπήρχαν πολλά ακόμα, καλά ή κακά, και ήταν πρόθυμος
να με δεχτεί.
«Θέλω να έρθω μαζί σου, αλλά δεν μπορώ. Δεν μπορεί να μην το
καταλαβαίνεις αυτό. Ακόμα κι αν μας έβλεπαν τώρα, η φήμη μου θα
καταστρεφόταν! Δε θα μπορούσα να επιστρέψω ποτέ ξανά στην αυλή».
«Γιατί στο καλό θα ήθελες να επιστρέψεις;»
Και εκείνη τη στιγμή, συνειδητοποίησα ότι δεν ήθελα να βρεθώ ποτέ ξανά
κοντά σε στέμμα για την υπόλοιπη ζωή μου. Όλα όσα ήταν σταθερά στη ζωή
μου τώρα μου φαίνονταν εξαιρετικά περιττά. Ήταν μεθυστικά
απελευθερωτικό να το βλέπω τώρα όπως ακριβώς ήταν: ένα μάτσο τίποτα.
«Πάμε να φύγουμε», μου ζήτησε ξανά. «Ακόμα κι αν καταστραφεί η φήμη
σου, η οικογένειά μου θα σε αγαπήσει. Θα κάνεις το γεγονός ότι έχασα την
πατρίδα μου, το σπίτι μου, τα πάντα, να αξίζει τον κόπο. Το να ξέρω ότι
υπάρχει κάτι καλό στο οποίο θα μπορούσα να αφιερώσω τις μέρες μου, να
ζω μαζί του και να ζω γι’ αυτό… θα άλλαζε τον κόσμο μου».
Κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια του Σίλας Ιστόφ… και ήξερα. Έπρεπε να
πάω μαζί του. Ναι, η αγάπη ήταν ένας λόγος –ένας τεράστιος, ακατανίκητος
λόγος που έτρεμα να παραδεχτώ– αλλά εκείνο το ανώνυμο πράγμα που με
τραβούσε μέσα το στήθος μου ηρέμησε όταν αποφάσισα ότι θα πήγαινα
οπουδήποτε πήγαινε εκείνος.
«Ετοίμασε τα άλογα», είπα. «Και πες το στην οικογένειά σου. Αν δεν
επιστρέψω σε τριάντα λεπτά, φύγε χωρίς εμένα».
«Απόψε;» ρώτησε, σοκαρισμένος.
«Ναι. Υπάρχει κάτι που πρέπει να κάνω. Αν δεν πετύχει, θα παγιδευτώ και
καλύτερα να φύγεις για να είσαι ασφαλής. Αν πετύχει, πρέπει να φύγουμε
τώρα».
Ο Σίλας ένευσε.
«Θα είμαι εδώ σε τριάντα λεπτά».
Τον φίλησα στα γρήγορα και γύρισα για να επιστρέψω στη Μεγάλη
Αίθουσα. Δεν μπορούσα να θυμηθώ να έχω βιώσει στη ζωή μου κάτι τόσο
τρομακτικό όσο αυτό που ετοιμαζόμουν να κάνω, αλλά δεν υπήρχε άλλος
τρόπος.
Έπρεπε να μιλήσω στον βασιλιά μου.
26
Στο σύντομο διάστημα που έλειπα, οι αυλικοί είχαν ήδη παραδοθεί στην
εορταστική διάθεση. Αναγκάστηκα να στριμωχτώ στον τοίχο για να
μπορέσω να φτάσω στην άλλη άκρη της αίθουσας έτσι ώστε να μη με
ποδοπατήσουν. Ο Τζέιμσον έσπρωχνε με το δάχτυλό του έναν από τους
λόρδους στο στήθος, γελώντας με ένα αστείο ή με ένα σχόλιο,
απολαμβάνοντας τη διάθεση στην αίθουσα και τη λατρεία του λαού του.
«Χόλις!» φώναξε όταν με είδε να επιστρέφω. «Υπάρχει κάτι που πρέπει να
τακτοποιήσω».
Έκανε να τραβήξει την προσοχή της αίθουσας, αλλά κατέβασα τα χέρια
του κάτω.
«Σας παρακαλώ, Μεγαλειότατε. Πριν απ’ οτιδήποτε άλλο, πρέπει να σας
μιλήσω ιδιαιτέρως. Είναι επείγον».
Μισόκλεισε τα μάτια του, σαν να μην μπορούσε να πιστέψει ότι θα
μπορούσα να έχω κάποια επείγουσα ανάγκη.
«Φυσικά. Έλα μαζί μου».
Με οδήγησε στα ιδιαίτερα διαμερίσματά του, κλείνοντας την πόρτα και
κλειδώνοντας.
«Χόλις μου, τι είναι τόσο επείγον, ώστε έπρεπε να μιλήσουμε τώρα;»
Πήρα μια ανάσα.
«Έχω πληροφορηθεί ότι απόψε σκοπεύεις να μου ζητήσεις να γίνω η
βασίλισσά σου». Χαμογέλασε, γνωρίζοντας ότι δεν ήταν πια μυστικό.
«Πρέπει να σου πω ότι δε σκοπεύω να δεχτώ».
Ο ενθουσιασμός που έδειχνε όλο το βράδυ έσβησε απότομα. Με κοιτούσε
σαν να είχα χτυπήσει με τσεκούρι τα βιτρό παράθυρα και τα θραύσματα
έπεφταν παντού γύρω μας τώρα. Πολύ προσεκτικά, σήκωσε τα χέρια του και
έβγαλε το Στέμμα του Έστους, τοποθετώντας το στο κοντινό τραπέζι.
«Δεν καταλαβαίνω».
«Είναι δύσκολο να το εξηγήσω. Μου έχεις δείξει τόσο σεβασμό και
φροντίδα, αλλά δεν είμαι έτοιμη να ζήσω αυτή τη ζωή». Άπλωσα το χέρι
μου. «Κάποτε είπες εσύ ο ίδιος ότι αυτός ο ρόλος μπορούσε να αλλάξει τους
ανθρώπους και ανακάλυψα… ότι…»
Η στάση του Τζέιμσον άλλαξε και με πλησίασε, πιάνοντάς με από τους
ώμους.
«Χόλις, αγάπη μου. Ναι, ήθελα να ανακοινώσω τον αρραβώνα μας σήμερα,
αλλά αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να βιαστούμε να παντρευτούμε. Μπορείς
να έχεις τον χρόνο σου, να προσαρμοστείς. Αυτό δε θα αλλάξει τα
συναισθήματά μου για σένα».
Κατάπια.
«Μα… κι αν τα δικά μου συναισθήματα…»
Το πρόσωπό του σκοτείνιασε. Το στόμα του έμεινε ελαφρώς ανοιχτό και
είδα να σπρώχνει απειλητικά τη γλώσσα του στο πίσω μέρος των δοντιών
του, παρατηρώντας με.
«Μου έλεγες ψέματα, Χόλις;»
«Όχι. Σε αγάπησα».
«Με αγάπησες; Και τώρα;»
«Και τώρα… Δεν ξέρω. Λυπάμαι, απλώς δεν ξέρω».
Γύρισε και άρχισε να περπατάει σε έναν κύκλο καθώς έτριβε το πιγούνι
του.
«Υπέγραψα μια συνθήκη έχοντας εσένα στο μυαλό μου. Έστειλα σκίτσα
για το νόμισμά σου. Αυτή τη στιγμή, κεντάνε τα αρχικά μας στις ταπισερί
που θα κρεμαστούν σε όλο το κάστρο. Και εσύ με αφήνεις;»
«Τζέιμσον, σε παρακαλώ. Δε θέλω να σε πληγώσω ή να σε προσβάλω,
αλλά…»
Σήκωσε το χέρι του για να με κάνει να σωπάσω.
«Τι προτείνεις λοιπόν;»
«Πρέπει να φύγω από το κάστρο. Αν σε ντρόπιασα, τότε μπορείς να
επινοήσεις όποια ιστορία σού αρέσει για μένα. Θα την υπομείνω χωρίς
παράπονο».
Κούνησε το κεφάλι του.
«Δε θα το έκανα αυτό. Κατέβαλα μεγάλη προσπάθεια να προστατεύσω το
όνομά σου για να το καταστρέψω με τα ίδια μου τα χέρια». Έπειτα από ένα
λεπτό σιωπηλής σκέψης, σήκωσε τα μάτια του και με κοίταξε, με την
έκφρασή του πολύ πιο απαλή. «Αν πρέπει να φύγεις από το κάστρο, κάν’ το.
Δε φοβάμαι. Θα γυρίσεις κοντά μου, Χόλις. Ξέρω, χωρίς καμία αμφιβολία,
ότι θα γίνεις δική μου. Στο τέλος».
Δεν ήξερε ότι ο Σίλας περίμενε με ένα άλογο. Δεν ήξερε ότι θα
παντρευόμουν όσο πιο σύντομα μπορούσα να το κανονίσω. Δεν είχε ιδέα ότι
ήθελα να μείνω μακριά από εκείνον και από το στέμμα για την υπόλοιπη ζωή
μου.
Και τώρα δεν ήταν η σωστή στιγμή να τον διορθώσω.
«Πάντοτε θα σε υπηρετώ πιστά», είπα και έκανα μια βαθιά υπόκλιση.
«Ω, αυτό το ξέρω». Όταν σηκώθηκα, ένευσε προς την πόρτα και έφυγα
χωρίς δισταγμό.
Στη Μεγάλη Αίθουσα οι εορτασμοί βρίσκονταν στο αποκορύφωμά τους, με
βροντερά γέλια και εύθυμες συζητήσεις να χρωματίζουν τη βραδιά. Σήκωσα
τις φούστες μου, περπατώντας όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Όταν πέρασε
ένας δίσκος με ποτήρια μπίρας από μπροστά μου, πήρα ένα και το άδειασα
μονορούφι.
«Εδώ είσαι!» Η Ντέλια Γκρέις έτρεξε κοντά μου και με άρπαξε καθώς
ετοιμαζόμουν να προχωρήσω. «Το έκανε; Έχεις δαχτυλίδι;»
«Τώρα είναι η ευκαιρία σου», της είπα.
Άφησε το χέρι μου.
«Τι;»
«Τώρα είναι η ευκαιρία σου. Μπορείς να το κάνεις, με ή χωρίς εμένα», τη
διαβεβαίωσα καθώς βγήκα τρέχοντας από την αίθουσα.
Έξω, ανάμεσα στις άμαξες, ο Σίλας περίμενε με δυο σκούρα άλογα
συνοφρυωμένος. Είχε καταφέρει να μαζέψει μερικά πράγματα γρήγορα και
τα είχε βάλει σε τσάντες στη ράχη των αλόγων.
«Ελπίζω να είσαι έτοιμος να φύγουμε», του είπα. «Δε θέλω να περιμένω να
δω μήπως αλλάξει γνώμη».
«Περίμενε, το είπες στον βασιλιά;» ρώτησε σοκαρισμένος.
«Του είπα… κάτι. Θα σου εξηγήσω στη διαδρομή. Πάμε».
«Άσε με να σε βοηθήσω», πρότεινε ο Σίλας, ανεβάζοντάς με στο άλογό
μου. Αρπάζοντας έναν πυρσό και τα γκέμια του δικού του αλόγου,
ξεκινήσαμε.
«Πού πάμε;» ρώτησα.
«Θα γελάσεις όταν φτάσουμε», υποσχέθηκε.
Ξεκίνησε και τον ακολούθησα, γελώντας ήδη με ενθουσιασμό,
διασχίζοντας τους δρόμους της πόλης, προσπερνώντας ανθρώπους καθώς οι
εορτασμοί τους ξεχύνονταν από τις ταβέρνες στους δρόμους. Διαπίστωσα ότι
όσο περισσότερο απομακρυνόμουν από το παλάτι, οι ανάσες μού έρχονταν
πιο εύκολα, ότι το χαμόγελό μου ήταν πιο μεγάλο. Ήξερα τι ήθελα, εκείνον,
και το είχα αποκτήσει. Θα ακολουθούσα τον Σίλας Ιστόφ μέχρι τη λήθη.
Ένα λεπτό πιο κάτω στον δρόμο, το λουλουδένιο στέμμα μου έπεσε πίσω
μου και προσγειώθηκε κάπου στο σκοτάδι.
27
Πολυαγαπημένη Βαλεντίνα.
Πριν διαβάσεις παρακάτω, σε παρακαλώ, φρόντισε να κάθεσαι. Δεν έχω
χρόνο για συνθηματικά και ίντριγκες και δε θα ήθελα να ξαφνιάσω εσένα ή
το πολύτιμο μωρό που θα φέρεις σύντομα στον κόσμο.
Έφυγα από το κάστρο.
Όταν μου εμπιστεύτηκες πληροφορίες που θα μπορούσαν να καταστρέψουν
την ίδια σου τη ζωή, έπρεπε να σου είχα πει ότι αντιμετώπιζα κι εγώ τους
δικούς μου κινδύνους.
Είναι πολύ πιθανό να αγάπησα τον Σίλας Ιστόφ από την πρώτη στιγμή που
τον είδα. Δεν το ήξερα τότε, αλλά σήμερα το πρωί βρίσκομαι στην καινούργια
έπαυλη των Ιστόφ στην Κομητεία Νταχίρ, περιμένοντας να φτάσει η
υπόλοιπη οικογένεια Ιστόφ. Επειδή φύγαμε τη νύχτα με άλογα χωρίς να
ενημερώσουμε κανένα μελος της αυλής –ούτε καν τους γονείς μου– και οι
υπόλοιποι Ιστόφ έφυγαν ήρεμα μόνοι τους, το ταξίδι τους διαρκεί λίγο
περισσότερο από το δικό μας.
Η έπαυλη εδώ χρειάζεται φροντίδα, αλλά έχει πολλά βοηθητικά κτίρια όπου
θα μπορούν ο Σίλας και ο Σάλιβαν να συνεχίσουν τη δουλειά τους. Υπάρχει
ακόμα κι ένας όμορφος κήπος. Είναι ρημαγμένος, αλλά είμαι σίγουρη ότι η
Λαίδη Ιστόφ δε θα έχει αντίρρηση να τον περιποιούμαι εγώ. Άλλωστε,
σύντομα θα γίνει πεθερά μου. Ναι, ακριβώς! Ο Σίλας κι εγώ σκοπεύουμε να
παντρευτούμε το συντομότερο δυνατό, δηλαδή σε μερικές εβδομάδες, αν
προλάβουμε. Το επόμενο γράμμα μου θα είναι προς τους γονείς μου για να
τους ενημερώσω ότι βρίσκομαι στην Έπαυλη Άμπικρεστ, η οποία τυγχάνει να
είναι σε κοντινή απόσταση από εκείνη της οικογένειάς μου. Όταν έρθουν οι
γονείς μου, σκοπεύω να γίνω μια Ιστόφ πριν ο Τζέιμσον αποφασίσει ότι θα
ήθελε να δοκιμάσει να με ξανακερδίσει. Όταν έφυγα, ξεκαθάρισε ότι θα
προσπαθούσε και δεν ήθελα να τον απογοητεύσω. Είμαι σίγουρη ότι σύντομα
θα βρει μια κατάλληλη αντικαταστάτρια. Θα στοιχημάτιζα σε αυτό.
Ελπίζω να μην είσαι πολύ απογοητευμένη με την επιλογή μου. Οι Ιστόφ δεν
έδειχναν να έχουν και πολύ φιλικές σχέσεις με τη βασιλική οικογένεια της
Ισόλτης, ενώ ο Βασιλιάς Κουίντεν κατέστησε τα συναισθήματά του για
εκείνους σαφή. Προς το παρόν κράτησα τη φιλία μας κρυφή από τη
μελλοντική μου οικογένεια, αλλά θα ήθελα να τους μιλήσω γι’ αυτήν, αν
συμφωνείς κι εσύ.
Όπως είπα, ξέρω ότι αυτά τα νέα θα σε ξαφνιάσουν αλλά είμαι σίγουρη ότι
είναι μεγάλη ανακούφιση για τον βασιλιά σου, ο οποίος δεν έδειχνε να
χαίρεται και πολύ για τη θέση που είχα στη ζωή του Τζέιμσον. Ξέρω ότι τώρα
είμαι μια απλή πολίτης, αλλά εξακολουθώ να ελπίζω ότι θα βρεις χρόνο να
μου γράψεις. Από όλα τα πράγματα που αποχαιρέτησα πρόσφατα, εσύ είσαι
εκείνο που μου λείπει περισσότερο.
Σε παρακαλώ, γράψε μου όσο πιο γρήγορα μπορέσεις και πες μου όλα σου
τα νέα. Πάντα θα έχεις μια έμπιστη φίλη στο πρόσωπό μου και ελπίζω ότι κι
εγώ θα έχω στο δικό σου. Στείλε όλα τα γράμματα στην έπαυλη της
οικογένειάς μου: Βάρινγκερ Χολ, Κομητεία Νταχίρ, Κορόα.
Η αγαπημένη σου φίλη,
Χόλις
«Σε ποιον γράφεις;» ρώτησε ο Σίλας καθώς έβγαζα ένα καινούργιο φύλλο
χαρτί.
«Σε φίλους, συγγενείς. Επόμενοι στη λίστα είναι οι γονείς μου για να
ξέρουν ότι πρέπει να γυρίσουν σπίτι».
Κούνησε το κεφάλι του, κοιτάζοντας γύρω του την άδεια, σκονισμένη
έπαυλη που η οικογένειά του θα ανακαίνιζε.
«Άφησες ένα παλάτι γι’ αυτό… θα έλεγα ψέματα αν δεν παραδεχόμουν ότι
ντρέπομαι λίγο. Θέλω να σου δώσω περισσότερα, Χόλις».
Σηκώθηκα και πήγα κοντά του, με τη λεκιασμένη από λάσπη τουαλέτα που
φορούσα από το προηγούμενο βράδυ.
«Θα ζούσα ακόμα και σε μια παράγκα, αν αυτό σήμαινε ότι θα ήσουν εκεί
μαζί μου, Σίλας Ιστόφ. Δεν τη θέλω εκείνη τη ζωή, ούτε κατά διάνοια».
«Ακόμα κι έτσι», είπε, τυλίγοντας τα χέρια του γύρω μου. «Όταν είπα ότι
δε θέλω να ανησυχείς για τη φήμη σου, δεν ήξερα ακριβώς πόσο άσχημα θα
ήταν τα πράγματα».
«Μα δεν κλέφτηκα», διαμαρτυρήθηκα.
«Όχι. Απλώς έφυγες από το κάστρο χωρίς συνοδό για να πας με έναν άντρα
με τον οποίο δεν έχεις λογοδοθεί για να ζήσεις στην εξοχή, ενώ ο επίδοξος
μνηστήρας σου –που τυγχάνει να είναι ο βασιλιάς– έχει να αντιμετωπίσει τις
επιπτώσεις της ταπεινωτικής σου αναχώρησης».
Έκανα έναν μορφασμό.
«Όντως ακούγεται πολύ άσχημο όταν το λες έτσι, αλλά έζησα στο Κάστρο
Κερέσκεν χρόνια. Πίστεψέ με, μέσα στην εβδομάδα θα ξεσπάσει ένα
καινούργιο σκάνδαλο τόσο εξωφρενικό, ώστε εγώ δε θα είμαι παρά ένας
ψίθυρος μιας ανάμνησης που θα ξεχαστεί με τον καιρό».
«Το πιστεύεις στ’ αλήθεια;»
Έγειρα το κεφάλι μου στο πλάι για να σκεφτώ.
«Μμμ, ίσως μια εβδομάδα να είναι πολύ σύντομο διάστημα. Ας αρχίσουμε
να μετράμε. Αυτή είναι η πρώτη μέρα. Αν κάτι τελείως καινούργιο δεν έχει
τραβήξει την προσοχή της αυλής, ας πούμε σε πενήντα μέρες, τότε θα έχεις
κερδίσει εσύ το στοίχημα».
«Σύμφωνοι». Σφράγισε τη συμφωνία με ένα φιλί και ήταν το πιο όμορφο
πράγμα, να είμαι ελεύθερη και μόνη με τον Σίλας.
Ακούσαμε άλογα να πλησιάζουν και τρέξαμε στο μπροστινό μέρος της
έπαυλης για να κοιτάξουμε. Κατεβαίνοντας το γεμάτο λακκούβες μονοπάτι,
η Λαίδη Ιστόφ έβγαλε το κεφάλι της από το παράθυρο της άμαξας,
χαιρετώντας. Ο Σίλας κι εγώ σταθήκαμε στα μπροστινά σκαλιά, έτοιμοι να
υποδεχτούμε την οικογένειά μας στο νέο της σπίτι στην Κορόα.
28
«Περίμενε να δέσω τον τελευταίο κόμπο και θα είσαι έτοιμη». Η Σκάρλετ
μού έδενε ένα από τα φορέματά της με κάπως λιγότερο έντονα μανίκια ώστε
να μπορέσω να αντέξω το ταξίδι ως το Βάρινγκερ Χολ. Είχε χρειαστεί μία
μέρα μέχρι να φτάσει το γράμμα μου στο παλάτι κι άλλη μία για την
απάντηση. Τώρα ήταν ώρα να αντιμετωπίσω τους δράκους μου.
«Σκόπιμα αγοράσατε ένα σπίτι τόσο κοντά στο δικό μου;» ρώτησα,
αγχωμένη ακόμα για την αποστολή μου.
«Καθόλου», απάντησε με ένα γέλιο. «Είχαμε τέσσερις απαντήσεις για
κτήματα και αυτό ήταν το λιγότερο ακριβό».
Κοίταξα γύρω μου το παρακμιακό δωμάτιο που μοιραζόμασταν τις
τελευταίες δυο μέρες, καθώς ο σκοπός ήταν να φτιάχνουμε ένα δωμάτιο τη
φορά.
«Δεν μπορώ να φανταστώ γιατί».
«Ο Σίλας με έβαλε να ορκιστώ ότι δε θα σου έλεγα ποτέ πού σκοπεύαμε να
εγκατασταθούμε. Είπε ότι ούτως ή άλλως θα ζούσες στο κάστρο για πάντα,
κι έτσι δε θα το μάθαινες ποτέ. Προσωπικά, πιστεύω ότι ήταν η μοίρα».
Γύρισε για να δέσω τα κορδόνια του φορέματός της, ιδιαιτέρως
ικανοποιημένη με την εκτίμησή της.
«Ώστε η μοίρα λες; Θα σε ξαναρωτήσω γι’ αυτό όταν θα ξαραχνιάζουμε τις
γωνίες σήμερα το απόγευμα», την πείραξα.
Χαχάνισε καθώς της έσφιξα τα κορδόνια και διαπίστωσα με ικανοποίηση
ότι δεν είχα ξεχάσει πώς να δένω ένα φόρεμα.
«Έτοιμη. Είσαι κούκλα».
«Θέλεις να έρθω μαζί σου;» προσφέρθηκε.
«Όχι, νομίζω ότι η μητέρα σου αρκεί. Άλλωστε, δεν είμαι σίγουρη πώς θα
συμπεριφερθεί το προσωπικό όταν εμφανιστώ χωρίς τους γονείς μου».
«Είμαι σίγουρη ότι όλα θα πάνε καλά». Φίλησε το μάγουλό μου. «Να
έρθεις για επίσκεψη σύντομα, εντάξει;»
«Ούτως ή άλλως, δε νομίζω ότι ο Σίλας θα με άφηνε να μείνω για πολύ
καιρό μακριά. Έχεις τον λόγο μου. Θα σου επιστρέψω το φόρεμά σου ως το
τέλος της εβδομάδας», υποσχέθηκα, πηγαίνοντας να βρω τη Λαίδη Ιστόφ.
Περίμενε στην είσοδο, φορώντας τα γάντια της. Ήταν μια κίνηση που μου
θύμιζε πολύ και τη δική μου μητέρα, η τελευταία πινελιά για να σιγουρευτεί
ότι έδειχνε κυρία. Με πλησίασε και με αγκάλιασε με ζεστασιά.
«Έτοιμη;» ρώτησε.
«Ναι. Το φόρεμα μου είναι λίγο μακρύ, αλλά τουλάχιστον δεν είναι μια
λασπωμένη φουντωτή τουαλέτα. Σας ευχαριστώ όλους και πάλι».
Γέλασε.
«Τα πάντα για σένα, αγαπητό μου κορίτσι. Ας ξεκινήσουμε. Οι γονείς σου
θα έχουν να σου πουν πολλά και δε θέλω να τους αφήσω να περιμένουν.
Είμαι σίγουρη ότι έχουν αρκετούς λόγους για να με αντιπαθήσουν για την
ώρα», πρόσθεσε με ένα κλείσιμο του ματιού.
Την ακολούθησα υπάκουα στην άμαξα και βυθιστήκαμε σε μια άνετη
σιωπή για το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής ως το σπίτι μου.
«Ο Σίλας λέει ότι θέλετε και οι δυο να παντρευτείτε γρήγορα. Είσαι
απόλυτα σίγουρη γι’ αυτό; Πρόσφατα είχες μια πολύ σοβαρή σχέση»,
υποστήριξε.
«Όχι, δεν είχα». Απέστρεψα το βλέμμα μου, ενώ οι αναμνήσεις
πλημμύρισαν το κεφάλι μου. «Ήταν σύντομη. Και χειραγωγική. Και
μονόπλευρη. Είχα παρασυρθεί τόσο πολύ από τη χαρά που ένιωθα επειδή
είχα ανέβει κοινωνικά, ώστε για πολύ καιρό δεν έβλεπα πώς μου φερόταν ο
Τζέιμσον. Δε θέλω καθόλου να το παραδεχτώ και δεν πρέπει να του πεις ποτέ
ότι το είπα… αλλά ο Ίταν είχε δίκιο. Ο Τζέιμσον ήθελε να είμαι όμορφη και
ευχάριστη, αλλά να μη σκέφτομαι ποτέ και ούτε να αποτύχω. Δεν είμαι
σίγουρη ότι αυτό μπορεί να ονομαστεί σχέση. Όχι πραγματικά».
Κούνησε το κεφάλι της, με ένα χαμόγελο κατανόησης.
«Όχι, υποθέτω ότι δεν μπορεί».
«Τον Σίλας τον αγαπώ. Βλέπει ποια πραγματικά είμαι και με αγαπάει με
όλα μου τα ελαττώματα. Δε θέλω να περιμένω ενώ ξέρω ήδη».
Χάιδεψε το γόνατό μου, δείχνοντας αρκετά ικανοποιημένη.
«Μου θυμίζεις εμένα όταν βρήκα τον Ντάσιελ. Κάποιοι με προειδοποίησαν
να μη βιαστώ, φυσικά… αλλά δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Με
γοήτευσε».
Αυτό ήταν ένα συναίσθημα που ήξερα πολύ καλά. Όταν ήταν αληθινό, δεν
μπορούσε να γίνει τίποτα.
Βγήκαμε στον κεντρικό δρόμο για το Βάρινγκερ Χολ και, καθώς στρίβαμε
για να σταματήσουμε, είδα τους γονείς μου να με περιμένουν στα μπροστινά
σκαλιά. Η μητέρα φορούσε ακόμα τα γάντια της, που σήμαινε ότι δε σκόπευε
να μείνει εκεί πολύ.
«Ω Θεέ μου», μουρμούρισα.
«Αυτό δε δείχνει καλό. Να μείνω;»
«Όχι. Θα θέλουν να μου μιλήσουν μόνη. Θα στείλω ένα γράμμα όταν
ηρεμήσουν τα πράγματα».
Βγήκα από την άμαξα, γυρίζοντας να χαιρετήσω τη Λαίδη Ιστόφ πριν
αντιμετωπίσω τους γονείς μου.
Ο πατέρας έδειξε και είδα ότι, μπροστά από την άμαξα από την οποία είχα
βγει, περίμενε μια άλλη.
«Πέρνα μέσα», επέμεινε.
«Πού πηγαίνουμε;»
Η μητέρα μου σταύρωσε τα χέρια της.
«Στο κάστρο. Θα ικετεύσεις τον Βασιλιά Τζέιμσον να σε συγχωρέσει και
θα το διορθώσεις όλο αυτό πριν τραβήξει κάποιο άλλο κορίτσι την προσοχή
του».
«Θα χαιρόμουν πολύ αν συνέβαινε αυτό! Ο Τζέιμσον αξίζει κάποια που να
καταλαβαίνει τη θέση του, που να είναι κατάλληλη να μπει στη βασιλική
οικογένεια».
«Εσύ είσαι κατάλληλη να μπεις στη βασιλική οικογένεια», επέμεινε η
μητέρα, κατεβαίνοντας τα σκαλιά. «Εμείς είμαστε κατάλληλοι να μπούμε
στη βασιλική οικογένεια! Έχεις ιδέα τι έκανες;»
«Κλαυδία», είπε προειδοποιητικά ο πατέρας.
«Δεν το ξέχασα», του απάντησε απότομα. Συνειδητοποίησα τότε ότι
κρατούσαν μυστικά από μένα και δεν είχα την παραμικρή ιδέα ποια ήταν.
«Χόλις, λυπάμαι που σε απογοητεύω, αλλά δεν μπορείς να παντρευτείς αυτό
το αγόρι. Είναι παρακατιανός. Είναι Ισόλτιος».
«Μητέρα», την παρότρυνα χαμηλόφωνα. Η Λαίδη Ιστόφ ήταν ακόμα
ακριβώς πίσω μας.
«Ξέρει ότι είναι ξένη! Ότι ο γιος της είναι ξένος! Πώς θα μπορούσε να της
διαφύγει; Χόλις, η αναχώρησή σου μας έχει κάνει τον περίγελο της αυλής.
Τώρα, θα μπεις σε αυτή την άμαξα και θα διορθώσεις την κατάσταση πριν
συνειδητοποιήσει κανείς γιατί έφυγες. Ο βασιλιάς υπήρξε πολύ
γενναιόδωρος μαζί σου! Σε λατρεύει! Και αν του δώσεις την ευκαιρία, είμαι
σίγουρη ότι θα έκανε ό,τι μπορούσε για να σε κάνει ευτυχισμένη».
«Ίσως, μητέρα», απάντησα, με τη χαμηλή μου φωνή σχεδόν να την
αιφνιδιάζει μετά τα ουρλιαχτά της. «Αλλά όσο κι αν προσπαθούσε, θα
αποτύγχανε. Δεν τον αγαπώ».
Με κοίταξε, αρνούμενη να υποχωρήσει.
«Χόλις, θα μπεις στην άμαξα».
«Αλλιώς;»
«Αλλιώς είσαι μόνη σου», ολοκλήρωσε ο πατέρας μου.
Τον κοιτούσα, προσπαθώντας να καταλάβω. Πίσω του, οι εξώπορτες ήταν
κλειστές και οι γονείς μου φορούσαν τα ταξιδιωτικά τους ρούχα. Μόλις
εκείνη τη στιγμή είδα ότι το μπαούλο που είχα πάει στο κάστρο βρισκόταν
στα σκαλιά.
Δε θα έμπαινα ποτέ μέσα στο σπίτι μου, όχι αν δε συμφωνούσα να
επιστρέψω στον Τζέιμσον.
«Είμαι το μοναχοπαίδι σας», ψιθύρισα. «Το ξέρω ότι δεν ήμουν αγόρι και
δεν ήμουν ποτέ όσο έξυπνη ή ταλαντούχα ελπίζατε, αλλά έκανα ό,τι
μπορούσα. Μη με κλείνετε έξω από το ίδιο μου το σπίτι».
«Μπες. Στην. Άμαξα», επέμεινε ξανά η μητέρα μου.
Κοίταξα την άμαξα, μαύρη και γυαλιστερή και θανάσιμη. Και μετά κοίταξα
ξανά τη μητέρα και τον πατέρα μου. Και κούνησα το κεφάλι μου.
Αυτή ήταν η τελευταία μου ευκαιρία.
Με ένα νεύμα του κεφαλιού του πατέρα, ο θυρωρός σήκωσε το μπαούλο
μου και το έριξε από τα σκαλιά μπροστά στα πόδια μου. Άκουσα κάτι να
σπάει μέσα. Ήλπιζα ότι ένα σπασμένο μπουκάλι άρωμα δε θα κατέστρεφε τα
λιγοστά υπάρχοντα που μου είχαν απομείνει.
«Θεούλη μου», είπε η Λαίδη Ιστόφ και βγήκε τρέχοντας από την άμαξα.
«Βοήθησέ με», είπε στον οδηγό της, ο οποίος ήρθε γρήγορα να σηκώσει το
μπαούλο. Η Λαίδη Ιστόφ κοίταξε τη μητέρα μου, χωρίς να μπει στον κόπο να
κρύψει την οργή στα μάτια της.
«Έχεις κάτι να πεις;» της πέταξε η μητέρα μου.
Η Λαίδη Ιστόφ κούνησε το κεφάλι της, έχοντας τα χέρια της γύρω μου
καθώς ήμουν βυθισμένη σε μια άναυδη σιωπή.
«Έχω περάσει πάρα πολλά για να κρατήσω την οικογένειά μου ενωμένη.
Δεν μπορώ να καταλάβω πώς μπορείς να διαλύεις εσύ τη δική σου χωρίς
δεύτερη σκέψη. Είναι η κόρη σου».
«Δε θα δεχτώ μαθήματα από σένα. Αφού σ’ ενδιαφέρει τόσο, μπορείς να
είσαι εσύ υπεύθυνη για εκείνη τώρα. Περίμενε να δεις πώς θα σου το
ξεπληρώσει».
«Θα είμαι υπεύθυνη για εκείνη! Είμαι περήφανη που θα είναι μέλος της
οικογένειάς μου. Και δε θα ξαφνιαζόμουν αν μια μέρα πετύχει περισσότερα
από όλους μας».
Η μητέρα χαμήλωσε τη φωνή της.
«Όχι αν είναι παντρεμένη με το γουρούνι που έχεις για γιο».
«Έλα», ψιθύρισα. «Δεν έχει νόημα να τους μιλάμε. Πάμε».
Έχοντας τους καλούς τρόπους να κρατήσει το στόμα της κλειστό, η Λαίδη
Ιστόφ με οδήγησε πίσω στην άμαξα. Ανέβηκα με τρεμάμενα πόδια και
κάθισα στη θέση που έβλεπε προς το Βάρινγκερ Χολ. Είχα κόψει μήλα από
εκείνα τα δέντρα όταν ήμουν μικρή. Είχα χορέψει στο ψηλό γρασίδι. Στο
βάθος μπορούσα ακόμα να δω την κούνια στην οποία είχα σκαρφαλώσει.
Νομίζω ότι κάποτε ήμασταν όλοι ευτυχισμένοι εκεί. Πριν
συνειδητοποιήσουν ότι ήμουν η μόνη τους ελπίδα, πριν τους απογοητεύσω.
Παρακολούθησα τους γονείς μου να μπαίνουν ξανά μέσα, κλείνοντας τις
πόρτες πίσω τους. Ο ψυχρός τους ήχος καθώς έκλειναν με έναν τριγμό
επιβεβαίωσε οριστικά αυτό που ήδη υποπτευόμουν: Τώρα δεν είχα κανέναν
εκτός από τον Σίλας.
Δεν υπήρχαν φίλοι για να με περιμένουν στο κάστρο, δεν υπήρχαν
διαμερίσματα για να με παρηγορήσουν. Η οικογένειά μου δε με ήθελε πια
και δεν ήμουν ευπρόσδεκτη στο σπίτι της παιδικής μου ηλικίας. Κι έτσι
έφυγα, ευγνώμων μονάχα για το χέρι που ήταν τυλιγμένο σφιχτά γύρω από
τον ώμο μου.
29
Σε μια προσπάθεια να σιγουρευτούμε ότι ο Σίλας κι εγώ θα καταφέρναμε να
παντρευτούμε μέσα σε μόλις δυο εβδομάδες, όλες οι επισκευές στην Έπαυλη
Άμπικρεστ επικεντρώθηκαν στο ισόγειο. Οι Ιστόφ σκόπευαν να καλέσουν
όλες τις γειτονικές οικογένειες, τόσο ως κίνηση καλής θέλησης όσο και για
να έχουν την ευκαιρία να τους δείξουν ότι δεν ήταν πρωτόγονοι. Τα
πατώματα καθαρίστηκαν, με την πέτρα να παίρνει νέα ζωή. Τα έπιπλα και οι
ταπισερί που οι Ιστόφ είχαν φέρει από την Ισόλτη αερίστηκαν και
τοποθετήθηκαν σε ευδιάκριτα μέρη. Οι Ιστόφ προσέλαβαν σύντομα
προσωπικό και αγόρασαν την αφοσίωσή τους με ευγένεια και επιπλέον
φαγητό.
Μέσα σε σύντομο διάστημα είχα γίνει μέλος της οικογένειας και έγιναν
μεγάλες προσπάθειες ώστε να διασφαλιστεί ότι, όταν θα επισημοποιούνταν,
θα γινόταν με τον καλύτερο εορτασμό που μπορούσαν οι Ιστόφ να
πληρώσουν.
«Αυτό είναι;» ρώτησε η Λαίδη Ιστόφ, κοιτάζοντας τα υφάσματα που μου
έφεραν για να διαλέξω για το νυφικό μου. Έδειχνε το χρυσό που συνήθιζα να
φοράω. «Έχω ακούσει ότι όλο και περισσότερες νύφες προτιμούν το λευκό.
Ο σκοπός είναι να συμβολίζει την αγνότητα».
Προσπάθησα να μη γυρίσω τα μάτια μου προς τα πάνω.
«Αφού έφυγα από το κάστρο με αυτόν τον τρόπο, ανησυχώ ότι το λευκό θα
προκαλούσε επικρίσεις».
Η Σκάρλετ πήρε μια κοφτή ανάσα.
«Χόλις! Αν θέλεις λευκό, να το φορέσεις! Μπορείτε, σας παρακαλώ, να
βγάλετε λίγο περισσότερο από αυτό, κύριε;» ρώτησε, πιάνοντας ένα ρολό
από ιβουάρ ύφασμα.
«Όχι, όχι», επέμεινα. «Άλλωστε, ο Σίλας λέει ότι είμαι ο λαμπερός του
ήλιος. Νομίζω ότι θα του άρεσε το χρυσό».
«Αυτό είναι πολύ γλυκό», σχολίασε η Σκάρλετ. «Τότε νομίζω ότι έχεις
δίκιο. Πρέπει να φορέσεις χρυσό».
Την ευτυχία μου σκίαζε ελαφρώς το γεγονός ότι οι γονείς μου ήταν μόλις
στην άλλη πλευρά της πεδιάδας, πέρα από το δάσος, σε γη που ανήκε στην
οικογένειά μας εδώ και γενιές, αλλά αρνούνταν να έρθουν να με δουν.
Επειδή ντρέπονταν πάρα πολύ να γυρίσουν στο κάστρο, είχαν παραμείνει
στην εξοχή· ήταν σαν να βρίσκονταν στην άλλη άκρη της ηπείρου, τόσο
μακριά που τους ένιωθα. Χωρίς την έγκρισή τους, θα ήταν σχεδόν σαν να
κλεβόμουν. Ήμουν σίγουρη ότι ο λόγος για τον οποίο ο Τζέιμσον είχε
δυσκολευτεί τόσο να πείσει τους λόρδους να με εγκρίνουν ήταν εξαιτίας
όλων αυτών των νόμων που περιέβαλλαν τον γάμο. Στις περισσότερες
οικογένειες, υπογράφονταν συμβόλαια στα οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη
συμφωνούσαν για τα αγαθά που θα ανταλλάσσονταν έτσι ώστε να αποδειχθεί
ότι ο γάμος γινόταν για το αμοιβαίο όφελος και των δύο μερών. Αν γινόταν
ένας αρραβώνας με επίσημο τρόπο, χρειαζόταν άλλο ένα συμβόλαιο για να
λυθεί, ενώ αν ένας γονιός έκανε μια συμφωνία εκ μέρους του παιδιού του,
μερικές φορές χρειαζόταν ένας ιερέας για να ακυρωθεί, αν όχι ο ίδιος ο
βασιλιάς. Όταν κάποιος κλεβόταν και παντρευόταν γρήγορα χωρίς την
έγκριση της οικογένειάς του, έλεγε στον κόσμο ότι θεωρούσε αυτούς τους
νόμους ασήμαντους και προκαλούσε ατελείωτες επικρίσεις.
Μία ματιά στη ζωή της Ντέλια Γκρέις ήταν αρκετή απόδειξη.
Αλλά ενώ η οικογένεια που άφηνα δεν είχε τίποτα να πει, εκείνη στην
οποία έμπαινα δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να μου δείχνει αγάπη. Η
απόδειξη βρισκόταν στην προετοιμασία για τον γάμο μου, σε όλο τον κόπο
που έμπαιναν για να κερδίσουν άλλη μια κόρη.
«Χρυσό λοιπόν», επιβεβαίωσε η Λαίδη Ιστόφ. «Τι στιλ θέλεις; Ξέρω ότι τα
μανίκια των φορεμάτων που φοριούνται στην Ισόλτη είναι βαριά, αλλά
σκέφτηκα ότι ίσως να μπορούσαμε να στρογγυλέψουμε το ντεκολτέ. Να
προσπαθήσουμε να συνδυάσουμε αυτά τα δύο;»
Χαμογέλασα. Είχε πει το ίδιο για δεκάδες πράγματα. Για το νυφικό, τα
μαλλιά μου, το δείπνο, τη μουσική… Το μόνο που ήθελε να κάνει ήταν να
φτιάξει μια νέα ζωή για όλους μας.
«Νομίζω ότι θα δείχνει πολύ ωραίο».
Ο ράφτης ένευσε συμφωνώντας και πήρε τα πράγματά του για να ξεκινήσει
τη δουλειά του. Είπε ότι το μαγαζί του μπορούσε να φτιάξει ένα φόρεμα σε
πέντε μέρες, οπότε δε θα ξεφεύγαμε από το πρόγραμμα. Όταν έφυγε ο
ράφτης, ήρθε μέσα μια υπηρέτρια και ψιθύρισε στο αυτί της Λαίδης Ιστόφ.
«Βεβαίως. Οδήγησέ την αμέσως εδώ».
Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει γρήγορα μέσα στο στήθος μου. Είχε έρθει
η μητέρα μου, το ήξερα. Θα μου έδινε την ευχή της και θα με άφηνε να
φορέσω ένα οικογενειακό κειμήλιο και όλα θα πήγαιναν καλά.
Αλλά δεν πέρασε η μητέρα μου από την πόρτα. Ήταν μια ηλικιωμένη κυρία
που έμοιαζε με υπηρέτρια. Ήρθε και έκανε μια υπόκλιση μπροστά μου.
«Λαίδη Χόλις. Είμαι σίγουρη ότι έπειτα από τόσα χρόνια που λείπετε δε θα
με θυμάστε, αλλά εργάζομαι στο σπίτι σας, στο Βάρινγκερ Χολ».
Παρατήρησα το πρόσωπο της γυναίκας αλλά είχε δίκιο, δεν την
αναγνώριζα.
«Λυπάμαι, δε σε θυμάμαι. Είναι όλα εντάξει με τους γονείς μου; Συμβαίνει
κάτι με την έπαυλη;»
«Είναι καλά στην υγεία τους, δεσποινίς. Ωστόσο, δείχνουν θλιμμένοι.
Νομίζω ότι μετάνιωσαν που σας έδιωξαν, αλλά αυτό δε με αφορά. Χθες
όμως λάβατε ένα γράμμα. Ένιωσα ότι έπειτα από όσα περάσατε ίσως να σας
έκανε καλό να ακούσετε μερικά παρηγορητικά λόγια, κι έτσι αποφάσισα να
έρθω σήμερα. Λίγο πριν φύγω, κατέφθασε ένα δεύτερο γράμμα, κι έτσι το
έφερα και αυτό».
Μου έτεινε τα μικρά γράμματα και αναγνώρισα αμέσως τον γραφικό
χαρακτήρα της Ντέλια Γκρέις. Το άλλο ήταν ένα μυστήριο.
«Σ’ ευχαριστώ πολύ… Συγγνώμη, ποιο είναι το όνομά σου;»
«Έστερ, λαίδη μου».
«Έστερ, σου είμαι υπόχρεη».
«Δε μου ήταν κόπος. Σημασία έχει η απλή καλοσύνη στη ζωή, σωστά;»
Χαμογέλασα.
«Ναι, έτσι είναι. Χρειάζεσαι συνοδεία για να γυρίσεις πίσω; Ή ένα άλογο;»
Η Λαίδη Ιστόφ γύρισε για να φωνάξει κάποιον να βοηθήσει, αλλά η Έστερ
σήκωσε το χέρι της.
«Ω, όχι. Είναι μια πολύ όμορφη μέρα για περίπατο. Αλλά καλύτερα να
φύγω. Τις ευχές μου για τον γάμο σας, λαίδη μου».
Περπατούσε αργά και αναρωτήθηκα πόση ώρα να της πήρε για να έρθει με
τα πόδια.
«Θα σε αφήσουμε μόνη», πρότεινε η Σκάρλετ, τραβώντας τη μητέρα της
από το δωμάτιο. Της χαμογέλασα με ευγνωμοσύνη και ξεκίνησα με τα ίσως
πιο τρομακτικά νέα, εκείνα από την Ντέλια Γκρέις.
Αγαπητή Χόλις,
Το γεγονός ότι δεν μπήκε στον κόπο να με αποκαλέσει λαίδη δε διέφυγε
της προσοχής μου.
Είχες δίκιο. Τη νύχτα που έφυγες, ο Μεγαλειότατος είχε ανάγκη από
συντροφιά και, όταν πήγα κοντά του, θρηνώντας για την αναχώρηση της πιο
στενής μου φίλης, συνδεθήκαμε με έναν τρόπο που δε μας είχε ξανασυμβεί.
Σήμερα το πρωί μού έκανε δώρο μια καινούργια τουαλέτα. Νομίζω ότι
επιτέλους είμαι εκεί όπου ήθελα πάντα.
Υπάρχουν κι άλλα νέα. Ένα τμήμα της Νότιας Πτέρυγας έπιασε φωτιά πριν
από λίγες μέρες, αλλά, ευτυχώς, δεν εξαπλώθηκε. Κανείς δεν ομολογεί ότι
την έβαλε και, παρόλο που τα εν λόγω δωμάτια υποτίθεται ότι ήταν άδεια
τότε, μαντεύω ότι ανήκε σε κάποιον από τους Ισόλτιους. Κατοικούν όλοι σ’
εκείνη την ίδια περιοχή. Υπήρχε η φήμη ότι την έβαλε ο ίδιος ο Τζέιμσον,
πράγμα που είναι ένα μοχθηρό ψέμα. Το Κάστρο Κερέσκεν είναι το σπίτι του.
Ενώ ο Μεγαλειότατος ήταν μελαγχολικός όταν έφυγες, φαίνεται ότι τις
τελευταίες μέρες είναι και πάλι σχεδόν ο εαυτός του. Φωνάζει λιγότερο και
τον έπεισα να διοργανώσει ένα τουρνουά για το ηλιοστάσιο, έτσι η
προετοιμασία έχει βελτιώσει τη διάθεσή του. Δεν έχω το ταλέντο να τον κάνω
να γελάει όπως εσύ, αλλά μου χαμογελάει μερικές φορές. Είμαι το μόνο
άτομο που μπορεί να καταφέρει να τον κάνει να χαμογελάσει, γι’ αυτό θα
έλεγα ότι η θέση μου είναι σχετικά ασφαλής. Μαντεύω ότι, αν όντως
νοιάζεται για μένα, θα είναι πολύ διστακτικός να προσφέρει ξανά το χέρι του.
Ειλικρινά, εν μέρει πιστεύω ότι σε περιμένει. Αν και δεν είμαι σίγουρη γιατί
μετά τον τρόπο με τον οποίο έφυγες.
Και τώρα που το θυμήθηκα, κυκλοφορεί μια φήμη ότι είσαι μάγισσα. Με
τον τρόπο με τον οποίο φερόταν ο βασιλιάς, κάποιος είπε ότι θα πρέπει να
του έκανες μάγια και τον οδήγησες σε τέτοια τρέλα. Μην ανησυχείς, την
κατέστειλα. Δηλαδή, προσπάθησα. Μετά κυκλοφόρησε η φήμη ότι είσαι
έγκυος, πράγμα που, λόγω του ανέμελου χαρακτήρα σου, έγινε πολύ πιο
εύκολα πιστευτό. Όπως ξέρεις, δεν είναι εύκολο να διαλυθούν οι φήμες στην
αυλή.
Και μιλώντας για φήμες, υπάρχει μία που μ’ ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Κάποιος
μου είπε ότι δεν έφυγες απλώς από το παλάτι, αλλά έφυγες με τον γιο των
Ιστόφ. Τον μεγαλύτερο, εκείνον που έφτιαξε το σπαθί. Είπε ότι ετοιμάζεσαι
να τον παντρευτείς από μέρα σε μέρα και ότι σχεδίαζες εδώ και καιρό να
φύγεις από το κάστρο μαζί του.
Φυσικά, ο Τζέιμσον με χρειάζεται πολύ τώρα και δεν μπορώ να φύγω και
να έρθω εκεί για να το διαπιστώσω μόνη μου, αλλά, αν υπάρχει κάποιο ίχνος
αλήθειας σε αυτό, θέλω να το ξέρω. Νομίζω ότι, αν είναι αλήθεια, θα έκανε
για τον Τζέιμσον αυτό που έκανε για μένα η παραμονή του αρραβώνα σου:
θα του επιτρέψει να αποδεχτεί το αναπόφευκτο. Νομίζω ότι θα είναι πολύ πιο
ευτυχισμένος όταν θα ξέρει ότι η καρδιά σου ανήκει σε άλλον.
Αν έχει κάποια σημασία, λυπάμαι που δεν πέτυχε. Το γεγονός ότι ήθελα τον
Τζέιμσον για τον εαυτό μου δε σημαίνει ότι ευχόμουν την καταστροφή σου.
Ίσως να μην το πιστεύεις αυτό – ξέρω ότι δεν ήμουν η καλύτερη φίλη που θα
μπορούσα τις τελευταίες εβδομάδες. Αλλά είναι αλήθεια. Λυπάμαι.
Πρέπει να φύγω. Έχω βρεθεί στο επίκεντρο της προσοχής αυτές τις μέρες
και δε θέλω να απογοητεύσω κανέναν.
Ελπίζω να είσαι καλά, παλιά μου φιλενάδα. Τις ευχές μου στην οικογένειά
σου.
Ντέλια Γκρέις
Κούνησα το κεφάλι μου και δίπλωσα το γράμμα. Μπορεί να λυπόταν αλλά
δεν έλεγε ότι ευχόταν να γυρίσω πίσω, ότι της έλειπα. Εμένα μου έλειπε
ακόμα.
«Βάζω στοίχημα ότι της λείπω όμως», ψιθύρισα στον εαυτό μου. Η Ντέλια
Γκρέις δυσκολευόταν να εκφράσει τα συναισθήματά της φωναχτά, επομένως
δε μου έκανε εντύπωση που θα δίσταζε να τα εκφράσει γραπτώς. Αλλά την
ήξερα καλύτερα από τον καθέναν. Υποθέτω ότι η ζωή στην αυλή ήταν λίγο
μοναχική αυτές τις μέρες, ακόμα και με όλη την προσοχή του Τζέιμσον. Δε
θα σοκαριζόμουν αν μάθαινα ότι της έλειπα τόσο πολύ ώστε την πονούσε
ακόμα και να το γράψει.
Κάποια μέρα, θα τα διόρθωνα όλα αυτά.
Πήρα το άλλο γράμμα, παρατηρώντας τον λεπτεπίλεπτο γραφικό
χαρακτήρα, και, γυρίζοντάς το από την άλλη, βρήκα τη βασιλική σφραγίδα
της Ισόλτης πάνω στο κερί.
«Η Βαλεντίνα!» ψιθύρισα όλο ελπίδα.
Αγαπητή Χόλις,
Από τη μία εκπλήσσομαι από τα νέα σου και από την άλλη όχι. Νομίζω πως,
αν το είχα ξανασκεφτεί πριν υποστηρίξω τον τωρινό ιππέα στο τουρνουά, θα
ήμουν πολύ πιο ικανοποιημένη με έναν άλλον.
Μισόκλεισα τα μάτια μου στις λέξεις. Τουρνουά; Κάνοντας μια παύση,
γύρισα το γράμμα από την άλλη και μελέτησα τη σφραγίδα ξανά. Αν
κοιτούσα προσεκτικά, μπορούσα να δω ότι ένα μέρος από το κερί είχε λιώσει
και το μήνυμα είχε σφραγιστεί ξανά πριν αποσταλεί σ’ εμένα.
Με είχε προειδοποιήσει ότι μπορεί να μου έγραφε με κώδικα, κι έτσι
φαντάστηκα ότι μιλούσε για τον Βασιλιά Κουίντεν. Ναι, κι εγώ θα επέλεγα
έναν άλλον ιππότη.
Θα ήθελα τόσο πολύ να σε ξαναδώ. Μου χρειάζεται άλλη μια παρτίδα
ζάρια.
…να μου μιλήσει; Να έχει κάποιον να την παρηγορήσει;
Δούλευα πολύ σκληρά στον κήπο μου, αλλά φοβάμαι ότι το σπάνιο
λουλούδι που είχα φυτέψει μαράθηκε. Είναι δύσκολο να παραμείνω
χαρούμενη χωρίς εκείνο.
Σταμάτησα σε αυτό και σκέφτηκα ότι μόνο ένα νόημα θα μπορούσε να
έχει. Το μισούσα αυτό το νόημα.
Είχε χάσει το μωρό.
Απέμεινα να κάθομαι για μια στιγμή για να καταπιώ τα δάκρυά μου. Ήταν
τόσο αγχωμένη πριν και μετά τόσο χαρούμενη όταν σιγουρεύτηκε ότι θα
έκανε παιδί. Ήταν το τρίτο τώρα… δεν μπορούσα να φανταστώ πόσο
υπέφερε.
Χαίρομαι που έχω τα γράμματά σου να περιμένω, κι έτσι, όταν παντρευτείς
και εγκατασταθείς, αφιέρωσε τον χρόνο να μου γράψεις όλες τις λεπτομέρειες
της ξεχωριστής σου μέρας. Θέλω να νιώσω σαν να βρίσκομαι ξανά στην
Κορόα και στέκομαι δίπλα σου, τρώγοντας κέικ μελιού.
Λυπάμαι που αυτό το γράμμα είναι τόσο σύντομο, αλλά από τότε που
μαράθηκε ο κήπος μου κουράζομαι εύκολα. Θα σου στείλω κι άλλα νέα
σύντομα, για να σου πω όλα τα κουτσομπολιά από την υψηλή κοινωνία της
Ισόλτης, παρόλο που δε θα γνωρίζεις κανέναν από αυτούς τους ανθρώπους.
Οι ιστορίες από μόνες τους είναι διασκεδαστικές και νομίζω ότι θα σε
ψυχαγωγήσουν εκεί στην εξοχή.
Να προσέχεις τον εαυτό σου, Λαίδη Χόλις. Να είσαι καλά και να μου
γράψεις σύντομα.
Η αγαπημένη σου φίλη,
Βαλεντίνα
Αναστέναξα. Κι εγώ θα ήθελα να βρισκόταν δίπλα μου. Βάζοντας τα
γράμματά μου μέσα στις φούστες μου, πήγα στο μοναδικό άτομο στο οποίο
θα μπορούσα να μιλήσω γι’ αυτό.
30
Αν δε βοηθούσε με τις επισκευές στην έπαυλη, ο Σίλας ήταν πάντα στα
βοηθητικά κτίρια με τον Σάλιβαν και δούλευαν σε νέα κομμάτια. Παρά τις
φήμες ότι φύγαμε μαζί, συνέχισε να δέχεται παραγγελίες. Ο κόσμος στην
αυλή είχε δει τη δουλειά των Ιστόφ από πρώτο χέρι τουλάχιστον δύο φορές
και δεν μπορούσε να αρνηθεί τις ικανότητές τους.
Μπορούσα να τον δω μέσα από το μεγάλο παράθυρο χωρίς τζάμι, να
χτυπάει με το σφυρί το μέταλλο, ενώ ο Σάλιβαν έδειχνε να γυαλίζει ένα
κομμάτι στο πίσω μέρος.
«Καλησπέρα, κύριε», είπα και κάθισα στο περβάζι του παραθύρου.
«Αρχόντισσά μου!» φώναξε ο Σίλας, σκουπίζοντας ιδρώτα από το
πρόσωπό του πριν έρθει να με φιλήσει. Στη γωνία, ο Σάλιβαν έκρυψε αυτό
στο οποίο δούλευε κάτω από μερικά άχυρα. «Σε τι οφείλω την τιμή της
συντροφιάς σου;»
«Έχω μια ερώτηση για σένα».
Σιωπηλά, ο Σάλιβαν βγήκε από την πόρτα. Αν αφιέρωνε κανείς λίγο χρόνο
να τον παρατηρήσει, σίγουρα θα έβλεπε πόσο γλυκός ήταν. Συνήθιζε να ζει
στον δικό του κόσμο μέσα στο κεφάλι του, αλλά ήθελε να δίνει και στους
άλλους τον χώρο τους. Για καλό και για κακό.
«Τι θέλεις να μάθεις;»
«Θυμάσαι ότι είχα αναλάβει να ψυχαγωγήσω τη Βαλεντίνα;»
Γέλασε.
«Ναι. Και θυμάμαι ότι έκανες φοβερή δουλειά επειδή κανείς –και εννοώ,
κανείς– στην αυλή της Ισόλτης δεν μπορούσε να την κάνει να χαμογελάσει,
πόσο μάλλον να μιλήσει».
«Μου φάνηκε μεγάλο επίτευγμα τότε. Δεν ήμουν σίγουρη, αφού μιλήσαμε,
αν είχες συνειδητοποιήσει πόσο κοντά είχαμε έρθει η Βαλεντίνα κι εγώ».
Ο Σίλας σήκωσε τα φρύδια του, κοιτάζοντάς με.
«Το είχα συνειδητοποιήσει. Όσο κι αν ευχόμουν να έρθεις να μου μιλήσεις,
μπορούσα να καταλάβω πόσο ανησυχούσες για εκείνη. Ήλπιζα ότι θα ήταν
μια πολύ βραχυπρόθεσμη φιλία».
Μόρφασα.
«Ξέρω ότι εσείς και η βασιλική οικογένεια της Ισόλτης δεν έχετε και τις
καλύτερες σχέσεις».
«Δεν ξέρεις ούτε τα μισά».
«Παρ’ όλα αυτά, νοιάζομαι για τη Βαλεντίνα. Μου έχει εμπιστευτεί μερικά
πολύ σημαντικά μυστικά».
Μισόκλεισε τα μάτια του, σταυρώνοντας τα χέρια του.
«Όπως;»
Αναστέναξα.
«Μόλις απέβαλε. Είναι το τρίτο μωρό που έχασε».
Ο Σίλας απέμεινε να με κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό.
«Είσαι βέβαιη;»
«Ναι. Μου είπε απολύτως εμπιστευτικά για τα πρώτα δύο όταν ήρθε για
επίσκεψη και μόλις μου έγραψε για το τρίτο. Ανησυχώ για εκείνη».
Πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του.
«Τρία… Πρέπει να το πω στον πατέρα».
«Όχι!» φώναξα, σηκώνοντας τα χέρια μου. «Υποσχέθηκα ότι θα κρατούσα
το μυστικό της και με εμπιστεύεται. Σου το λέω απλώς και μόνο για να
μπορέσω να εξηγήσω την ακόλουθη, πολύ παράλογη αίτησή μου».
«Η οποία είναι;»
«Θα μπορούσαμε… να πάμε στην Ισόλτη σύντομα;»
«Χόλις». Το πρόσωπό του είχε πάρει μια έκφραση τρόμου και ο τόνος του
ήταν επίπεδος.
«Όχι για πολύ!» υποσχέθηκα. «Ξέρω ότι η Βαλεντίνα είναι ολομόναχη και
είμαι σίγουρη ότι φοβάται πως ο βασιλιάς μπορεί να τη χωρίσει –ή κάτι
ακόμα χειρότερο– τώρα που έχασε και τρίτο παιδί. Θέλω να ξέρει ότι έχει
μια φίλη».
«Τότε γράψε της ένα γράμμα».
«Δεν είναι το ίδιο!» διαμαρτυρήθηκα.
Κούνησε το κεφάλι του, κοιτάζοντας τη φωτιά.
«Αποδέχτηκα το γεγονός ότι δε θα μπορούσα να σου προσφέρω τη ζωή που
θα είχες στο παλάτι…»
«Δεν τη θέλω εκείνη τη ζωή», τον διέκοψα.
«Και υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι, όσο περνούσε από το χέρι μου, θα
σου έδινα οτιδήποτε ζητούσες». Ήρθε πιο κοντά, χαμηλώνοντας τη φωνή
του. «Αλλά η Ισόλτη είναι ένα επικίνδυνο μέρος για την οικογένειά μου. Ο
βασιλιάς δε μας εμπιστεύεται και δεν είμαστε σίγουροι αν οι Σκοτεινοί
Ιππότες θα μας ανέχονταν, έστω και για μια επίσκεψη. Για όνομα του Θεού,
εγώ έπεισα την οικογένειά μου να φύγουμε επιτέλους». Έσφιξε τα χέρια μου.
«Δεν μπορώ να γυρίσω εκεί. Ούτε τώρα… και ίσως ούτε ποτέ».
Χαμήλωσα το κεφάλι μου αλλά προσπάθησα να μη δείχνω πολύ
απογοητευμένη. Η απόφασή μας να το σκάσουμε είχε προκαλέσει πολύ
μεγαλύτερο μπλέξιμο απ’ ό,τι περίμενα και συνεχώς ανησυχούσα ότι
στερούσα πράγματα από τον Σίλας αντί να προσθέτω στη ζωή του. Δεν
ήθελα αυτό να είναι άλλος ένας λόγος ν’ ανησυχεί για μένα.
«Έχεις δίκιο. Συγγνώμη. Θα γράψω στη Βαλεντίνα και θα προσπαθήσω να
την παρηγορήσω έτσι».
Φίλησε το μέτωπό μου.
«Δε μου αρέσει καθόλου να σου λέω όχι, Χόλις. Για την ώρα, πρέπει να
αφιερώσουμε λίγο χρόνο σ’ εμάς, να ξεκινήσουμε τη ζωή μας». Χαμογέλασε.
«Νιώθω ότι σε περίμενα χρόνια».
«Δε θα περιμένετε πολύ ακόμα, κύριε».
«Όχι, δε θα περιμένω πολύ». Χαμογέλασε και ένιωσα ότι όλα ήταν σωστά
στον κόσμο. Ανυπομονούσα να γίνω μια Ιστόφ.
«Επί τη ευκαιρία», είπα, ξεκινώντας να επιστρέψω στην έπαυλη, «η Ντέλια
Γκρέις, που έλαβε ένα φόρεμα ως δώρο από τον βασιλιά, έχει ακούσει φήμες
ότι σύντομα θα παντρευτώ και ανησυχεί πολύ για την εγκυρότητά τους».
Γέλασε δυνατά.
«Είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Πες της ότι το έσκασες με τσιγγάνους. Ω! Όχι,
όχι! Πες της ότι πήγες στις καλόγριες του Κατάλ και τώρα ζεις σε μια
σπηλιά. Έχω εργαλεία. Θα μπορούσαμε να σκαλίσουμε το γράμμα σου πάνω
σε μια πέτρα!»
«Αν βρούμε κάποια αρκετά μεγάλη».
Κατά την επιστροφή στην έπαυλη σκεφτόμουν ότι έπρεπε να πω κάτι στη
Βαλεντίνα για να την ενθαρρύνω και ήξερα ότι η Ντέλια Γκρέις αυτή τη
στιγμή θα πηγαινοερχόταν όλο νευρικότητα μέσα στο δωμάτιό της και θα
αναρωτιόταν αν ήμουν παντρεμένη γυναίκα ή όχι.
Ωστόσο, με όλα αυτά, μόνο ένα γράμμα ήθελα να γράψω σήμερα.
Ευλογημένοι Μητέρα και Πατέρα,
Λυπάμαι. Ξέρω ότι σας απογοήτευσα, όχι μόνο επειδή αρνήθηκα να
παντρευτώ τον βασιλιά, αλλά και για όλα αυτά τα χρόνια της σπαταλημένης
προσοχής που προηγήθηκαν μέχρι σήμερα. Σπάνια φερόμουν με τον τρόπο με
τον οποίο θέλατε. Κάποια από τα στοιχεία της συμπεριφοράς μου οφείλονται
στη φύση μου, αλλά τα υπόλοιπα δεν μπορώ να τα εξηγήσω. Δεν ήμουν
σκόπιμα απείθαρχη. Ήθελα απλώς να βρίσκω τη χαρά σε όλα, αλλά είναι
δύσκολο να το κάνω αυτό με το να κάθομαι ήσυχη και να μη λέω τίποτα.
Ζητώ συγγνώμη που σας απογοήτευσα.
Δεν μπορώ να διορθώσω ό,τι έχει γίνει, αλλά πιστεύω, στα βάθη της
καρδιάς μου, ότι η Μεγαλειότητά Του θα βρει κάποια πολύ καλύτερη γυναίκα
για να παντρευτεί, κάποια που θα γίνει καλύτερη ηγέτιδα για την Κορόα.
Ακόμα και με τις καλύτερες προθέσεις μου, η ηγεσία μου σίγουρα θα
αποδεικνυόταν καταστροφική. Ελπίζω ότι η απουσία μου από τη ζωή του
βασιλιά μου στο τέλος θα ωφελήσει τον λαό της Κορόα πολύ περισσότερο απ’
ό,τι θα έκανε η παρουσία μου.
Νομίζω ότι βρήκα αυτόν που μου ταιριάζει στο πρόσωπο του Σίλας Ιστόφ.
Ξέρω ότι είστε δυσαρεστημένοι επειδή δε ζει ακριβώς σαν ευγενής, παρόλο
που η οικογένειά του είναι παλιά στην Ισόλτη. Και ξέρω ότι δεν είστε
ευχαριστημένοι επειδή δεν είναι Κοροανός, αλλά νομίζω ότι αυτή η
υποτιμητική στάση απέναντι στους Ισόλτιους δεν έχει οδηγήσει τον λαό μας
πουθενά. Τους λίγους που γνωρίζω τους έχω συμπαθήσει πολύ. Και δεν
μπορώ πλέον να επικαλούμαι την άγνοια.
Αγαπώ τον Σίλας και θα τον παντρευτώ σε δυο μέρες. Σας στέλνω αυτό το
γράμμα ως την τελευταία μου ελπίδα ότι θα βρείτε έναν τρόπο να με
συγχωρήσετε και θα είστε παρόντες στην πιο σημαντική μέρα της ζωής μου.
Όχι, δεν ήμουν το αγόρι που ελπίζατε. Όχι, δεν έγινα βασίλισσα. Και ναι,
ντρόπιασα την οικογένειά μας δημοσίως. Αλλά τι σημασία έχουν όλα αυτά;
Τα παιχνίδια στην αυλή θα σας στείλουν στον τάφο πριν από την ώρα σας, αν
αφεθείτε να παρασυρθείτε από αυτά. Είστε ακόμα μέλη μιας από τις πιο
δυνατές οικογένειες στην Κορόα. Έχετε ακόμα γη και περιουσιακά στοιχεία
που σας τοποθετούν πιο πάνω από τους περισσότερους στη χώρα. Και έχετε
ακόμα μια κόρη που θέλει απελπισμένα να βρίσκεται στη ζωή σας. Σας
παρακαλώ, σκεφτείτε να έρθετε στον γάμο μου. Αν όχι, θα περιμένω μέχρι να
είστε έτοιμοι να με δείτε ξανά, έχοντας πίστη ότι αυτή η μέρα θα έρθει.
Μπορεί να είμαι φτωχή σε πολλές άλλες ικανότητες, αλλά έχω αποκτήσει
μεγάλο ταλέντο στο να ελπίζω.
Σε δυο μέρες από τώρα, στις πέντε το απόγευμα, στην Έπαυλη Άμπικρεστ.
Με όλη μου την αγάπη,
η κόρη σας Χόλις
31
«Με αυτό το δαχτυλίδι, σε δέχομαι, Χόλις Μπράιτ, ως σύζυγό μου. Με το
σώμα μου, σου ορκίζομαι την πιστή υπηρεσία μου. Με την καρδιά μου, σου
ορκίζομαι την αιώνια πίστη μου. Και με τη ζωή μου, σου ορκίζομαι την
αφοσιωμένη μου φροντίδα, για όσο καιρό κρίνει ο Θεός μας».
Το δαχτυλίδι που είχε φτιάξει ο ίδιος ο Σίλας γλίστρησε στο δάχτυλό μου.
Ύστερα από τόσα κοσμήματα που είχα φορέσει τους τελευταίους μήνες, είχα
ζητήσει κάτι απλό και, παρόλο που διαφωνούσε, υπάκουσε στην επιθυμία
μου. Όταν ο λεπτός χρυσός κρίκος μπήκε στη θέση του, σήκωσα το βλέμμα
να τον κοιτάξω, έτοιμη να απαγγείλω κι εγώ τους όρκους μου.
«Με αυτό το δαχτυλίδι, σε δέχομαι, Σίλας Ιστόφ, ως σύζυγό μου. Με το
σώμα μου, σου ορκίζομαι την πιστή υπηρεσία μου. Με την καρδιά μου, σου
ορκίζομαι την αιώνια πίστη μου. Και με τη ζωή μου, σου ορκίζομαι την
αφοσιωμένη μου φροντίδα, για όσο καιρό κρίνουν οι θεοί».
Το ελαφρώς μεγαλύτερο δαχτυλίδι γλίστρησε στο δάχτυλό του και,
επιτέλους, ήμουν παντρεμένη.
«Μπορείς να φιλήσεις τη νύφη», είπε ο ιερέας.
Καθώς ο Σίλας έσκυψε να με φιλήσει, η τελετή τελείωσε και το δωμάτιο
πλημμύρισε χειροκροτήματα. Η κεντρική αίθουσα της Έπαυλης Άμπικρεστ
ήταν αναπάντεχα γεμάτη. Γείτονες από διάφορα κτήματα είχαν έρθει να
γνωρίσουν τους Ιστόφ για πρώτη φορά. Πολλοί με ήξεραν από τότε που
ήμουν μικρή ή είχαμε συναντηθεί στο κάστρο και έδειχναν να είναι πολύ
περίεργοι να δουν το άτομο που είχα προτιμήσει από έναν βασιλιά.
Οι Ιστόφ μάλιστα είχαν επιτρέψει ακόμα και στο προσωπικό τους, που είχε
δουλέψει τόσο ακούραστα για να κάνει την έπαυλη ευπαρουσίαστη, να
σταθεί στο πίσω μέρος και να παρακολουθήσει την τελετή. Πρόσεξα μάλιστα
με χαρά ότι, όταν κάποιοι από αυτούς άρχισαν να μοιράζουν ποτήρια μπίρας,
οι συνάδελφοί τους ήταν οι πρώτοι που τα έλαβαν. Και εκεί, ανάμεσα στους
καλεσμένους μου, βρίσκονταν και οι γονείς μου.
Δε χαμογελούσαν. Και μάλιστα, ενώ όλος ο κόσμος στο δωμάτιο
χειροκροτούσε και έπαιρνε ποτήρια για την πρόποση, εκείνοι έδειχναν να
τσακώνονται χαμηλόφωνα. Το άφησα. Τουλάχιστον είχαν έρθει.
«Μια πρόποση», ξεκίνησε ο Λόρδος Ιστόφ. «Σε όλους τους υπέροχους
γείτονες και φίλους που μας στηρίζουν κατά την εγκατάστασή μας στην
Κορόα. Σε μια τέλεια μέρα για τον πιο ευτυχή εορτασμό. Και στον Σίλας και
στη Χόλις. Χόλις, σε αγαπήσαμε από την αρχή και είμαστε ενθουσιασμένοι
που έγινες μέλος σε αυτήν που έχει γίνει η πιο σκανδαλώδης οικογένεια της
Κορόα, καημένο, εξαπατημένο κορίτσι».
Όλοι στο δωμάτιο γέλασαν με αυτό, μεταξύ των οποίων κι εγώ. Ήξερα
ακριβώς πού είχα μπλέξει.
«Στον Σίλας και στη Χόλις», ολοκλήρωσε.
Οι καλεσμένοι επανέλαβαν την πρόποση, υψώνοντας τα ποτήρια τους. Με
μια κομψά προβαρισμένη κίνηση, τα έγχορδα ξεκίνησαν, καθώς όλοι ήπιαν
τα ποτά τους και άρχισαν να συνομιλούν μεταξύ τους.
«Έχω αδελφή, έχω αδελφή!» είπε τραγουδιστά η Σκάρλετ και με έσφιξε
δυνατά στην αγκαλιά της.
«Κι εγώ! Όλη μου τη ζωή ήθελα αδέλφια. Τώρα απέκτησα τρία σε μια
μέρα!» Ο Σαούλ τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση μου, προσπαθώντας
να γεμίσει τον λίγο χώρο που είχε αφήσει η Σκάρλετ ανοιχτό. Και όταν είχαν
επιτέλους τελειώσει, ο Σάλιβαν με πλησίασε, κατακόκκινος, και με
αγκάλιασε κι εκείνος. Προς μεγάλη μου έκπληξη, δεν ήταν μια γρήγορη
αγκαλιά. Με κρατούσε, με τις παλάμες του ανοιχτές πάνω στην πλάτη μου,
ανασαίνοντας σταθερά, και τον αγκάλιασα κι εγώ, ενώ αναρωτιόμουν αν είχε
ανάγκη πού και πού από μια τέτοια αγκαλιά αλλά ντρεπόταν πολύ να το πει.
Αποτραβήχτηκε, χαμογελώντας.
«Καλωσήρθες στην οικογένεια».
«Σ’ ευχαριστώ. Και σ’ ευχαριστώ και για το στολίδι στο κεφάλι μου· μου
αρέσει πολύ!» Αυτό που δούλευε ο Σάλιβαν στο βοηθητικό κτίριο και που
είχε βιαστεί να κρύψει ήταν το γαμήλιο δώρο του σ’ εμένα. Το χρυσό
διακοσμητικό ήταν πολύ λαμπερό και ήταν στερεωμένο στο κεφάλι μου με
δυο μικροσκοπικούς γάντζους που κρατούσαν το πέπλο που έπεφτε στην
πλάτη μου. Επιπλέον, είχε βάλει μικρές θηλιές στο μπροστινό μέρος για να
μπορώ να στερεώσω λουλούδια και το αποτέλεσμα ήταν υπέροχο. Αυτό θα
φορούσα σε κάθε ημέρα της στέψης για την υπόλοιπη ζωή μου.
Ένευσε απαλά πριν κάνει ένα βήμα πίσω. Ο Σίλας σκούντηξε το μπράτσο
του αδελφού μου, ο δικός τους τρόπος επικοινωνίας, και όλα –όλα– ήταν
τέλεια.
«Έλα εδώ, σύζυγε», είπε ο Σίλας, τραβώντας με. «Θέλω να χαιρετήσω τους
γονείς σου πριν βρουν μια δικαιολογία να φύγουν».
Παραβιάζοντας κάθε κανόνα καλών τρόπων που ήξερα, ο Σίλας πλησίασε
τη μητέρα μου και την αγκάλιασε.
«Μητέρα!» αναφώνησε, ενώ εγώ στεκόμουν λίγο πιο πίσω, προσπαθώντας
να μη γελάσω από την έκφραση τρόμου στο πρόσωπό της. «Και, πατέρα»,
είπε, απλώνοντας το χέρι του για μια χειραψία. «Χαιρόμαστε και οι δυο πολύ
που μπορέσατε να έρθετε σήμερα».
«Ίσως να μην μπορέσουμε να μείνουμε πολύ», είπε ο πατέρας μου
γρήγορα. «Σκοπεύουμε να γυρίσουμε στο Κερέσκεν αύριο και πρέπει να
επιβλέψουμε την ετοιμασία των αποσκευών».
«Τόσο σύντομα;» ρώτησα.
«Προτιμούμε τα καταλύματά μας στο παλάτι», είπε απλώς η μητέρα. «Το
Βάρινγκερ φαίνεται άδειο».
Πράγματι, ένα σπίτι τόσο μεγάλο με τόσα λίγα άτομα μέσα θα έκανε
κάποιον να αισθάνεται μικρός.
«Υποσχεθείτε μου ότι δε θα φύγετε πριν από το επιδόρπιο. Η Λαίδη Ιστόφ
έχει παραγγείλει μηλόπιτες και, απ’ ό,τι φαίνεται, είναι παράδοση στην
Ισόλτη να διαλύσουν μία πάνω από το κεφάλι μου για καλή τύχη».
Η μητέρα γέλασε και θεώρησα αυτό το σπάνιο γεγονός γαμήλιο δώρο.
«Θα γεμίσεις ψίχουλα;»
«Ναι. Αλλά φαντάζομαι θα έχω την ευκαιρία να φάω λίγο από το επιδόρπιο
πριν από οποιονδήποτε άλλον, οπότε δεν παραπονιέμαι».
Κούνησε το κεφάλι της.
«Πάντα βλέπεις τη θετική πλευρά». Κλείνοντας τα μάτια της, πήρε μια
βαθιά ανάσα πριν ξαναμιλήσει. «Μακάρι να είχα καταφέρει να το εκτιμήσω
περισσότερο αυτό».
«Υπάρχει ακόμα χρόνος», ψιθύρισα.
Ένευσε, με δάκρυα στα μάτια της. Μπορούσα να δω ότι ήταν ακόμα
τσακισμένη από όλα όσα είχαν γίνει, αλλά έδειχνε επίσης σαν να ήθελε να
προχωρήσει μπροστά. Ήλπιζα ότι υπήρχε ακόμα χώρος για μένα στην καρδιά
της.
«Θα μείνουμε για τις μηλόπιτες», υποσχέθηκε ο πατέρας. «Αλλά μετά
πρέπει στ’ αλήθεια να φύγουμε. Υπάρχουν… πράγματα που πρέπει να
φροντίσουμε στο κάστρο».
Ένευσα.
«Καταλαβαίνω. Θα πείτε στον βασιλιά πόσο ευτυχισμένη έδειχνα; Και ότι
εύχομαι την ίδια ευτυχία και για εκείνον;»
Ο πατέρας ελευθέρωσε μια μεγάλη ανάσα.
«Εγώ… θα πω ό,τι κρίνω πως είναι κατάλληλο εκείνη τη στιγμή».
Δεν ήταν η απάντηση που ήθελα. Ήλπιζα σε ένα καλύτερο μέλλον για τον
βασιλιά και ήλπιζα επίσης να δώσει την ευλογία του στο δικό μου.
Προφανώς, οι γονείς μου δε θεωρούσαν ότι αυτό ήταν πιθανό.
Έκανα μια υπόκλιση και άφησα τον Σίλας να με οδηγήσει καθώς
απομακρυνόμασταν.
«Ήθελα να έρθουν, αλλά αυτό ήταν δύσκολο».
«Όλοι προσαρμόζονται», με διαβεβαίωσε. «Πίστεψέ με, θα φτιάξουν τα
πράγματα».
«Το ελπίζω».
«Μην κατσουφιάζεις έτσι, Χόλις. Όχι την ημέρα του γάμου σου. Αν η
διάθεσή σου δε φτιάξει, θα με αναγκάσεις να χαλάσω την έκπληξη».
Τον τράβηξα να σταματήσει, κοιτάζοντας εκείνο το αυτάρεσκο μειδίαμα
στο πρόσωπό του.
«Έκπληξη;»
Άρχισε να σιγοτραγουδάει.
«Σίλας Ιστόφ, πες μου αμέσως!» είπα, τραβώντας το χέρι του. Εκείνος
γέλασε, αλλά τελικά αποφάσισε να βάλει τέλος στην αγωνία.
Γυρίζοντας σ’ εμένα, πήρε το πρόσωπό μου στα χέρια του.
«Λυπάμαι που δεν μπορώ να σε πάω στην Ισόλτη. Αλλά… μπορώ να σε
πάω στο Έραντορ».
Πήρα μια κοφτή ανάσα.
«Θα πάμε; Το εννοείς;»
Ένευσε.
«Πρέπει να παραδώσω δυο κυνηγετικά μαχαίρια ως το τέλος της επόμενης
εβδομάδας. Όταν θα είναι έτοιμα, θα φύγουμε για την ακτή».
Όρμησα επάνω του, τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω του.
«Σ’ ευχαριστώ!»
«Σου είπα, θέλω να σου δώσω ό,τι μπορώ. Αυτό είναι μόνο η αρχή».
«Χόλις, μπορώ να σε δανειστώ για λίγο;» ρώτησε η Λαίδη Ιστόφ, καθώς
ήρθε πίσω μου.
«Μπορώ να πάω να χαιρετήσω κι άλλους καλεσμένους», είπε ο Σίλας.
«Θα έχεις μια πολύ κακομαθημένη σύζυγο», τον προειδοποίησα.
«Ωραία!» φώναξε, καθώς πήγαινε χαρούμενος να χαιρετήσει το πιο κοντινό
ζευγάρι.
«Λαίδη Ιστόφ», με χαιρέτησε η μητέρα του και χασκογέλασα από ευτυχία.
«Είναι αλήθεια! Είμαι επιτέλους μια Ιστόφ».
«Όπως θα έπρεπε». Πέρασε το χέρι της γύρω μου. «Πριν αρχίσει να
επικρατεί τρέλα εδώ μέσα, ήθελα να μιλήσουμε για ένα λεπτό. Θα έρθεις
μαζί μου έξω;»
«Φυσικά».
Ένευσε με το κεφάλι της προς την πόρτα και βγήκαμε στον κήπο. Το
κομμάτι προς τα πίσω ήταν ακόμα λίγο χορταριασμένο, αλλά οτιδήποτε
έβλεπαν οι καλεσμένοι ήταν άψογο. Οι ψηλοί, χοντροί τοίχοι από θάμνους
ήταν το τέλειο μέρος για να περιπλανηθείς και να σκεφτείς. Είχα περάσει ένα
μεγάλο μέρος του χρόνου μου εδώ έξω στον ήλιο τις τελευταίες δύο
εβδομάδες. Τώρα ο ίδιος αυτός ήλιος χανόταν στον ορίζοντα, αφήνοντας
στον ουρανό μια όμορφη μοβ απόχρωση.
«Η καρδιά μου χαίρεται που βλέπω εσένα και τον Σίλας τακτοποιημένους.
Τώρα δεν μπορεί να πει κανείς τίποτα για τη θέση σου και νομίζω ότι
βοηθάει κι εμάς. Είμαστε δεμένοι με την Κορόα για πάντα», είπε με ένα
χαμόγελο.
«Μου φαινόταν τόσο μπερδεμένο μέχρι να καταφέρουμε να φτάσουμε εδώ,
λες και θα ήταν αδύνατον. Κοίτα όμως! Έγινε. Και ήρθε κόσμος να το δει, να
μας προσφέρει τη φιλία του. Ήρθαν οι γονείς μου… Είναι απίστευτα τέλειο».
«Είναι», συμφώνησε. «Και ελπίζω να θυμάσαι αυτή τη στιγμή για την
υπόλοιπη ζωή σου. Ο γάμος έχει τις δυσκολίες του, αλλά αν επιστρέφεις
πάντα σε αυτό το μέρος, στην αγάπη, στους όρκους, τότε όλα θα πάνε καλά».
«Θα το θυμάμαι αυτό. Σ’ ευχαριστώ».
Χαμογέλασε, σταματώντας.
«Στη διάθεσή σου. Λοιπόν, ο γάμος επισημοποιεί τα πράγματα, αλλά
υπάρχουν κι άλλες παραδόσεις που πρέπει να τιμηθούν. Και είναι καλοτυχία
να έχεις κάτι παλιό, γι’ αυτό θα σου δώσω αυτό».
Η Λαίδη Ιστόφ σήκωσε το δεξί της χέρι και έβγαλε ένα δαχτυλίδι με ένα
μεγάλο ζαφείρι από το δάχτυλό της, κρατώντας το ψηλά στο αδύναμο φως.
«Αυτό το δαχτυλίδι κάποτε το φορούσε ένας σπουδαίος άντρας στην
Ισόλτη. Το έδωσε στο πέμπτο του παιδί –τον τρίτο του γιο– και από τότε
περνάει από γενιά σε γενιά στην οικογένεια Ιστόφ. Ξέρω ότι το παρελθόν μας
ελάχιστη σημασία έχει εδώ, αλλά είναι βαθύ και πλούσιο. Κάποια μέρα, θα
καθίσω και θα σου πω όλες τις παλιές ιστορίες. Προς το παρόν, πρέπει να το
φορέσεις και να το φορέσεις με περηφάνια».
Είχε ιστορίες για μένα. Και υποπτευόμουν ότι και ο Σίλας είχε δικές του
ιστορίες. Θα γίνονταν κομμάτι της ζωής μου καθώς οι ιστορίες μας θα
συνδέονταν.
Τα δάχτυλά μου έτρεμαν καθώς έπιασα το δαχτυλίδι, άλλη μια κλωστή
στην ταπισερί.
«Είναι πανέμορφο. Είστε σίγουρη όμως; Δε θα έπρεπε να το πάρει η
Σκάρλετ;»
«Έχω άλλα πράγματα να της κληροδοτήσω. Αλλά εσύ είσαι η σύζυγος του
μεγαλύτερου γιου μου, όπως είμαι κι εγώ η σύζυγος ενός μεγαλύτερου γιου.
Είναι παράδοση. Και εμείς οι Ισόλτιοι δίνουμε μεγάλη σημασία στην
παράδοση».
«Το έχω δει αυτό». Καθώς περνούσα όλο και περισσότερο χρόνο στο σπίτι
των Ιστόφ, είδα ότι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να διατηρήσουν τον τρόπο
ζωής τους. Υπήρχαν δεκάδες μικρές λεπτομέρειες στο πώς έκαναν τις
καθημερινές τους εργασίες και η καθεμία συνοδευόταν από μια εξήγηση για
τη σημασία της, η οποία δινόταν με μεγάλη προσοχή. «Αν πρόκειται για
έθιμο, τότε θα το πάρω. Αρκεί να είσαι σίγουρη ότι η Σκάρλετ δε θα
θυμώσει».
Η Λαίδη Ιστόφ με αγκάλιασε.
«Αν το βάλεις στο χέρι σου, εδραιώνεται η θέση σου στο γενεαλογικό μας
δέντρο· θα χαρεί πάρα πολύ».
«Το κάνεις ν’ ακούγεται τόσο…»
Ένα κύμα από ουρλιαχτά μάς έβγαλε από τη στιγμή μας.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησα.
Είχαμε προχωρήσει πιο βαθιά μέσα στους ψηλούς θάμνους του κήπου από
όσο είχα συνειδητοποιήσει και δεν μπορούσαμε να δούμε το σπίτι. Καθώς τα
ουρλιαχτά συνεχίζονταν, αρχίσαμε να τρέχουμε ανάμεσα στους θάμνους,
προσπαθώντας να καταλάβουμε. Φτάσαμε στην άκρη ενός ψηλού τοίχου από
θάμνους και κρυφοκοιτάξαμε. Υπήρχε τουλάχιστον μια ντουζίνα άλογα
δίπλα στην είσοδο.
«Εκείνοι ήρθαν για εμάς», είπε η Λαίδη Ιστόφ έντρομη. «Τελικά ήρθαν».
32
Εκείνοι. Χάρη στη Βαλεντίνα, ήξερα ακριβώς ποιοι ήταν εκείνοι.
«Οι Σκοτεινοί Ιππότες», ψιθύρισα τόσο χαμηλόφωνα, ώστε δεν πίστευα ότι
η Λαίδη Ιστόφ με άκουσε.
Ακούστηκαν κι άλλα ουρλιαχτά κι άρχισα αυθόρμητα να τρέχω ξανά. Ο
Σίλας ήταν εκεί μέσα. Πριν καταφέρω να φτάσω πολύ μακριά, η Λαίδη
Ιστόφ με έριξε στο έδαφος. Άκουσα το πέπλο μου να σκίζεται καθώς έπεφτα.
«Τι κάνεις;» ρώτησα, αρχίζοντας να κλαίω. «Πρέπει να τους βοηθήσουμε!»
«Σσς», επέμεινε, καλύπτοντας το στόμα μου μέχρι να ηρεμήσω αρκετά
ώστε να την ακούσω. «Τι νομίζεις ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε; Δεν
έχουμε άλογα, δεν έχουμε σπαθιά, δεν έχουμε τίποτα. Και ο δικός μου
σύζυγος και ο δικός σου θα μας διέταζαν να μείνουμε στη θέση μας, αν
μπορούσαν, και αυτό ακριβώς θα κάνουμε».
«Εκεί μέσα είναι η οικογένειά μας!» επέμεινα. «Η οικογένειά μας!»
Με τράβηξε πίσω από την κάλυψη κάποιων γλυπτών από θάμνους, ενώ εγώ
προσπαθούσα να ξεφύγω. Δε θα με κρατούσε κανείς μακριά από τον Σίλας.
«Κοίταξέ με, Χόλις!» Έπαψα να αντιστέκομαι και συνάντησα τα μάτια της.
Αυτό που είδα με συντάραξε μέχρι τα βάθη της ψυχής μου. Πόσο γρήγορα
είχε μεταλλαχτεί από περήφανη σε τσακισμένη, από όμορφη σε
αναμαλλιασμένη. «Αν νομίζεις ότι αυτό δε με τσακίζει, κάνεις λάθος. Αλλά ο
Ντάσιελ κι εγώ κάναμε μια συμφωνία. Κάναμε σχέδια. Και αν ο ένας από
τους δυο μας κατάφερνε να βγει ζωντανός, αυτό έπρεπε να κάνουμε…»
Μετακίνησε μερικά λεπτά κλαδιά για να δει ό,τι μπορούσε. Ήταν μια
σοκαριστική αντίθεση, ο όμορφος ουρανός, το άρωμα των λουλουδιών… και
οι βίαιες φωνές που πλημμύριζαν τον αέρα.
«Γιατί δεν τρέχεις; Γιατί κάνατε ένα τέτοιο σχέδιο;»
Όταν δεν απάντησε, έκανα να σηκωθώ, αλλά έπεσε ξανά επάνω μου μέσα
σε μια στιγμή.
«Έδωσα υποσχέσεις και στον Σίλας. Και τώρα μείνε κάτω!»
Στο άκουσμα του ονόματός του πάγωσα. Γιατί στο καλό έκανε ο Σίλας ένα
σχέδιο για μένα; Γιατί δεν ήξερα γι’ αυτό; Γιατί κρυβόμουν σαν δειλή στο
γρασίδι ενώ εκείνος μπορεί να πέθαινε; Κάλυψα τ’ αυτιά μου. Μπορούσα
ακόμα να ακούσω τα μουγκρητά της μάχης και ευχόμουν να μπορούσα να
φωνάξω, να πω σε όλους να σταματήσουν. Αλλά είχα ήδη ρισκάρει πάρα
πολλά και δεν μπορούσα να βάλω σε κίνδυνο κάποιον που είχε δώσει όρκο
να με προστατεύσει.
«Δεν καταλαβαίνω», επαναλάμβανα, ξανά και ξανά, κλαψουρίζοντας.
«Γιατί δε βοηθάμε;»
Δεν είπε τίποτα, παρά μόνο κοίταξε προσεκτικά πέρα από τους θάμνους
όταν θεώρησε ότι δεν ήταν επικίνδυνο και μετά τα μάτια της γύρισαν
γρήγορα ξανά σ’ εμένα. Τα χέρια της με έσφιγγαν, έτοιμη να με συγκρατήσει
ξανά, αν απειλούσα να φύγω.
Θυμήθηκα τι είχε πει ο Σίλας. Μου είχε πει ότι η καταστροφή που
προκαλούσαν οι Σκοτεινοί Ιππότες ήταν απόλυτη. Ήθελα να κάνω εμετό στη
σκέψη ότι ο Σίλας μπορεί να βίωνε την απόλυτη καταστροφή.
Ένιωσα τον τρόμο να κρατά μια αιωνιότητα. Με τη δύναμη του μυαλού
μου προσπάθησα να δώσω δύναμη στον Σίλας να ζήσει, να επιβιώσει απ’
οτιδήποτε είχε μόλις συμβεί. Μετά ένιωσα αμέσως ενοχή που σκεφτόμουν
μόνο εκείνον και κανέναν άλλον. Ο Σαούλ είχε ακόμα όλη τη ζωή μπροστά
του και ο Σάλιβαν ήταν μια τόσο ευγενική ψυχή, ώστε το να βρίσκεται εκεί
πιθανότατα θα ήταν από μόνο του αρκετό για να τον καταστρέψει. Και
μπορεί οι γονείς μου να μην ήταν απολύτως ικανοποιημένοι, αλλά αυτό δε
σήμαινε ότι δεν άξιζαν περισσότερο χρόνο για να προσπαθήσουν.
Έπειτα από λίγη ώρα που μου φάνηκε σαν αιωνιότητα, οι κραυγές και οι
φωνές καταλάγιασαν και άφησαν τη θέση τους σε ένα αρρωστημένο γέλιο.
Έτσι κατάλαβα ότι έφευγαν. Αυτοί οι άντρες είχαν τελειώσει το έργο τους
και τώρα αντάλλασσαν αστεία για τις επιτυχίες τους. Ο ήχος από πολλά
συγχαρητήρια, ο ήχος μιας δουλειάς που πέτυχε, ακουγόταν με μια
αηδιαστική ικανοποίηση.
Μετά άκουσα έναν άλλον ήχο: κροτάλισμα. Τους παρακολουθήσαμε να
απομακρύνονται και σιγουρευτήκαμε ότι δεν μπορούσαμε να ακούσουμε πια
τα άλογα πριν σηκωθούμε.
«Σε παρακαλώ», ψιθύρισα. «Σε παρακαλώ». Μετά ρίσκαρα ν’ ανοίξω τα
μάτια.
Ο ήχος το είχε καταστήσει σαφές, αλλά ακόμα δεν μπορούσα να πιστέψω
ότι είχαν βάλει φωτιά στο σπίτι. Αρχίσαμε να τρέχουμε στον κήπο, ενώ
ανησυχούσα ότι η ευκαιρία μας να βοηθήσουμε είχε χαθεί. Με κάθε βήμα
που έκανα προσπαθούσα να καταστείλω τον φόβο μου, θέλοντας
απελπισμένα να φτάσω πιο κοντά, να δω αν είχε ζήσει κάποιος. Μόνο μία
γωνία του σπιτιού ήταν τυλιγμένη στις φλόγες. Υπήρχε μια πιθανότητα να
καταφέρναμε να σώσουμε όποιον ανέπνεε ακόμα.
Σταμάτησα μπροστά στην κεντρική πόρτα, ενώ φοβόμουν να μπω μέσα,
τρέμοντας για αυτό που μπορεί να έβλεπα.
«Μητέρα;» Ένα κλαψούρισμα ακούστηκε από τη σκοτεινή γωνία δίπλα
στην εξώπορτα.
«Σκάρλετ; Εσύ είσαι; Ω, δόξα τω Θεώ!» Έτρεξε προς το μέρος της,
αρπάζοντας το παιδί της καθώς έκλαιγε με λυγμούς. «Το κορίτσι μου! Έχω
ακόμα το κορίτσι μου!»
Κοίταξα μέσα στο σπίτι. Δε σάλευε τίποτα. Ήταν η μόνη που είχε
απομείνει;
«Οι Σκοτεινοί Ιππότες ήταν;» ρώτησα, αν και ήμουν ήδη σίγουρη.
Το κεφάλι της Λαίδης Ιστόφ γύρισε απότομα προς το μέρος μου.
«Πώς ξέρεις γι’ αυτούς;» ρώτησε, γυρίζοντας για ν’ αγγίξει κάθε εκατοστό
του προσώπου της Σκάρλετ, αδυνατώντας να πιστέψει ότι ήταν ακόμα εκεί.
«Η Βαλεντίνα. Ο Σίλας».
Κούνησε το κεφάλι της και γύρισε ξανά στην κόρη της.
«Νόμιζα ότι θα μας άφηναν να ζήσουμε στην ησυχία μας, αν φεύγαμε,
αλλά έκανα λάθος».
Αυτό δεν έβγαζε νόημα.
«Γιατί να σας το κάνουν αυτό;»
«Ω, μητέρα, ήρθαν με τις μάσκες τους κατεβασμένες και τα σπαθιά τους
τραβηγμένα, μαχαιρώνοντας όποιον έβλεπαν μπροστά τους, ακόμα και τις
υπηρέτριες. Δεν ξέρω τι έπαθα… Πάγωσα. Δεν μπορούσα να πολεμήσω».
«Δεν πρέπει να πολεμήσεις. Το ξέρεις αυτό», της είπε η μητέρα της.
«Πρέπει να τρέξεις!»
«Ένας άντρας με άρπαξε από τους ώμους, με κράτησε για μια στιγμή και
νόμιζα ότι απλώς θα με σκότωνε αργά. Αλλά μετά με άρπαξε από τον καρπό
και με έριξε έξω. Προσπάθησα να τρέξω αλλά δεν μπορούσα να κουνηθώ.
Σύρθηκα στους θάμνους και κρύφτηκα. Ήθελα να παλέψω, μητέρα. Ήθελα
να τους κάνω κακό».
Η Λαίδη Ιστόφ την έσφιξε πιο δυνατά.
«Με άφησαν να ζήσω και δεν ξέρω γιατί! Και παρακολούθησα… είδα…»
Ξέσπασε σε λυγμούς, ανίκανη να μιλήσει άλλο γι’ αυτό.
Κούνησα το κεφάλι μου. Δεν καταλάβαινα τίποτα από όλα αυτά.
Σηκώνοντας τη φούστα μου, έκανα να μπω μέσα.
«Τι κάνεις;» ρώτησε η Λαίδη Ιστόφ.
«Πάω να δω αν υπάρχουν επιζώντες».
Τα μπλε μάτια της ήταν κενά.
«Χόλις, άκουσέ με. Δε θα υπάρχουν».
Κατάπια.
«Πρέπει… Πρέπει να…»
Κούνησε το κεφάλι της.
«Χόλις, σε παρακαλώ», είπε η Λαίδη Ιστόφ, με τη φωνή της μια καθαρή
προειδοποίηση. «Αυτό θα σου κάνει περισσότερο κακό παρά καλό».
Ο αέρας της βεβαιότητας γύρω από τα λόγια της, λες και αυτό δεν ήταν
κάτι καινούργιο, με έκανε να παγώσω, παρά τη ζέστη από τις φλόγες που
είχαν αρχίσει να τυλίγουν ολόκληρη την ανατολική πτέρυγα της έπαυλης.
Ίσως να ήταν μόνο η ιδέα μου το ότι περιμέναμε για να μπορέσουμε να
ζήσουμε και να γυρίσουμε να βρούμε επιζώντες. Ίσως εκείνη να ήξερε ήδη
ότι δε θα βρίσκαμε.
«Πρέπει…»
Χαμήλωσε το κεφάλι της καθώς προχώρησα.
Μπήκα στο σπίτι και παραλίγο να με ρίξει κάτω ένας υπηρέτης που
κουβαλούσε χρυσά πιάτα και έτρεχε λες και από αυτό εξαρτιόταν η ζωή του.
Πήρα μια ανάσα ελπίδας, πιστεύοντας ότι κάποιος θα πρέπει να επέζησε,
αλλά μετάνιωσα αμέσως την κίνηση καθώς με έπιασε βήχας από τον καπνό.
Στρίβοντας για τη μεγάλη αίθουσα, όπου πριν από μερικά μόλις λεπτά
κάναμε πρόποση για το μέλλον, είδα μεγάλες φλόγες να καταβροχθίζουν τα
τραπέζια και τις ταπισερί και κάποιον που έμοιαζε με τον Σαούλ. Ήταν
πεσμένος δίπλα ακριβώς στην πόρτα.
Χαμήλωσα τα μάτια μου, σκεπάζοντας το στόμα μου για να συγκρατήσω
τις κραυγές.
Είχε δίκιο. Το ότι το έβλεπα είχε κάνει το όλο πράγμα πολύ χειρότερο.
Τώρα, αντί για τον γενικό θάνατο των παρευρισκομένων, είχα ένα πρόσωπο,
μια εικόνα. Δε θα ξεχνούσα ποτέ το αίμα, τη μυρωδιά.
Ήθελα να συνεχίσω να προχωράω. Θα μπορούσα να προσπαθήσω να βρω
τον Σίλας. Αλλά είχαν βάλει φωτιά σε περισσότερα σημεία από όσα
μπορούσαμε να δούμε απ’ έξω… και δεν ακούγονταν κραυγές για βοήθεια.
Αν ο Σίλας είχε κάνει ένα σχέδιο για μένα, ένα σχέδιο στο οποίο θα
επιβίωνα, αυτό που έπρεπε να κάνω ήταν να γυρίσω τώρα και να φύγω.
Επειδή δε θα άντεχα να ζήσω αν τον έβλεπα κομματιασμένο ή να τον
καταπίνουν οι φλόγες. Και αν προχωρούσα πιο βαθιά μέσα, ίσως να μην
κατάφερνα να ξαναβγώ.
Έβηξα, προσπαθώντας να ανασάνω, και έτρεξα έξω.
Η Λαίδη Ιστόφ είδε τον τρόμο στο πρόσωπό μου και ένευσε μια φορά.
Κοίταξα τη Σκάρλετ και μάντεψα ότι η έκφρασή μου αντηχούσε τη δική της.
Ήταν χαμένη μέσα σε αυτό που είχε δει και μπορούσα να δω όλα τα
φαντάσματα στα μάτια της. Την πλησίασα και την αγκάλιασα. Με έσφιξε
μονάχα για μια στιγμή.
Παίρνοντας το χέρι της Σκάρλετ και το δικό μου, η Λαίδη Ιστόφ έστριψε
προς το μονοπάτι που είχαν στρώσει πρόσφατα για τον γάμο μου και το
κοίταξε.
«Πού θα πάμε;» ρώτησε η Σκάρλετ.
«Στο Βάρινγκερ Χολ, φυσικά», πρότεινα άτονα.
Η Λαίδη Ιστόφ σήκωσε το πιγούνι της και άρχισε να περπατάει.
«Ελάτε, κορίτσια. Δεν έχει νόημα να κοιτάζουμε πίσω μας».
Αλλά εγώ κοίταξα πίσω. Είδα τις κουρτίνες να ανεβάζουν τη φωτιά ψηλά,
ψηλά, ψηλά. Είχε δίκιο· έπρεπε να συνεχίσουμε να περπατάμε.
Ήταν προφανές τώρα ότι αυτή η οικογένεια θα πρέπει να είχε δει
τουλάχιστον άλλη μία στιγμή σαν αυτήν. Πώς αλλιώς θα μπορούσαν να
απομακρυνθούν τόσο ήρεμα, λες και ήταν απλώς θέμα χρόνου να έρθουν
αντιμέτωποι με κάποια άλλη στιγμή; Για ποιον άλλον λόγο να καταστρώσουν
σχέδιο ότι τουλάχιστον ένας από αυτούς πρέπει να προσπαθήσει να ζήσει, αν
μπορέσει;
Ο Σίλας μού είχε πει για τους Σκοτεινούς Ιππότες με έναν τρόπο που έβαζε
μια απόσταση ανάμεσα σ’ εκείνους και εκείνον. Αλλά δεν υπήρχε αμφιβολία
ότι είχαν έρθει ξανά πρόσωπο με πρόσωπο. Απλώς αυτή τη φορά δεν έφυγε
ζωντανός από τη συνάντηση.
Αν σκεφτόμασταν καθαρά, ίσως να είχαμε πάει στους στάβλους για ένα
άλογο. Αντί γι’ αυτό, περπατούσαμε σιωπηλές, προς το σπίτι της παιδικής
μου ηλικίας. Το ότι ήξερα ότι θα περνούσα ξανά τις πόρτες του Βάρινγκερ
Χολ θα έπρεπε να μου δημιουργεί μια αίσθηση ασφάλειας. Το μόνο που
μπορούσα να σκεφτώ ήταν ο λόγος για τον οποίο αναγκαζόμουν να το
κάνω… Θα προτιμούσα να είχα μείνει κλειδωμένη έξω για πάντα. Είχα τ’
αυτιά μου ανοιχτά, μήπως ακούσω άλογα ή ουρλιαχτά ή οτιδήποτε μπορεί να
μου έλεγε να αρχίσω να τρέχω.
Δεν υπήρχαν άλογα όμως. Ούτε κραυγές. Μόνο εμείς.
Όταν πλησιάσαμε επιτέλους στην πύλη, ένας υπηρέτης μάς περίμενε στα
σκαλιά. Σήκωσε ένα φανάρι, βλέποντας ότι ήταν τρεις φιγούρες αντί για δύο,
ότι ήταν μόνο γυναικείες και ότι η κομψή άμαξα δεν ήταν πουθενά.
«Ξυπνήστε! Ξυπνήστε!» φώναξε προς το σπίτι. Μέχρι να φτάσουμε στα
μπροστινά σκαλιά, είχε σχηματιστεί ένας μικρός στρατός από προσωπικό για
να φροντίσει τις ανάγκες μας, ανάμεσά τους και η γλυκιά κυρία που μου είχε
φέρει γράμματα όταν έμενα στην Έπαυλη Άμπικρεστ.
«Λαίδη Χόλις! Τι σου συνέβη;» ρώτησε. «Πού είναι οι γονείς σου;»
Αντί ν’ απαντήσω, έπεσα στα γόνατα και ούρλιαξα.
33
Τότε το συνειδητοποίησα, παρόλο που το γνώριζα εδώ και ώρες. Οι γονείς
μου ήταν νεκροί. Ο σύζυγός μου ήταν νεκρός. Ήμουν μόνη.
«Δε θα γυρίσουν σπίτι», της ψιθύρισε η Λαίδη Ιστόφ εκ μέρους μου. Το
πρόσωπό της ήταν σταθερό αλλά βαθουλωμένο, με δυο εμφανείς γραμμές
στα μάγουλά της εκεί όπου τα δάκρυα είχαν ξεπλύνει την κάπνα και το χώμα.
Ακόμα κι έτσι, έδειχνε αριστοκρατική. Έκανε να ανέβει τα σκαλιά αλλά
κάποιος από το προσωπικό μπήκε μπροστά της.
«Δε θα σας δώσουμε άσυλο», είπε, με το στήθος του φουσκωμένο. «Οι
αφέντες μας μισούσαν το είδος σας και…»
«Πιστεύεις ότι όλα αυτά έχουν σημασία τώρα;» έφτυσε η Έστερ. «Είναι
νεκροί. Και η Λαίδη Χόλις είναι η κυρία αυτού του σπιτιού τώρα, επομένως
καλά θα κάνεις να συνηθίσεις να παίρνεις διαταγές από εκείνη. Αυτοί είναι οι
άνθρωποί της και γι’ αυτό θα τους ταΐσουμε και θα τους φροντίσουμε».
«Έχει δίκιο», μουρμούρισε κάποιος άλλος. «Η Λαίδη Χόλις είναι η
αφέντρα του σπιτιού τώρα».
«Θα σας οδηγήσω στο καθιστικό», είπε η Έστερ.
«Ευχαριστώ. Έλα, κορίτσι μου. Πάμε». Η Λαίδη Ιστόφ με τράβηξε όρθια
και πήγαμε στο κεντρικό καθιστικό, ευγνώμονες για το τζάκι. Έπεσα στο
πάτωμα κοντά του, προσπαθώντας να ζεστάνω τα πονεμένα μου χέρια. Η
Σκάρλετ έκλαιγε χαμηλόφωνα, βγάζοντας περιστασιακά μόνο κάποιον ήχο,
και δεν την αδικούσα. Υπήρχαν τόσα συναισθήματα. Θλίψη για όσα είχαμε
χάσει, ενοχή που είχαμε επιζήσει, φόβος για το τι μπορεί να ακολουθούσε.
«Όλα θα πάνε καλά», ψιθύρισε η μητέρα στη Σκάρλετ, χαϊδεύοντας τα
μαλλιά της. «Θα φτιάξουμε ένα καινούργιο σπίτι, το υπόσχομαι».
Η Σκάρλετ ακούμπησε το κεφάλι της στη μητέρα της και μπορούσα να
νιώσω ότι αυτή η υπόσχεση δεν ήταν αρκετή για να διορθώσει όλα όσα είχαν
συμβεί. Τα μάτια μου υψώθηκαν στη Λαίδη Ιστόφ και είδα ότι το βλέμμα της
ήταν απλανές, κοιτούσε στο κενό. Είχε τη σύνεση να με αναγκάσει να μείνω
στη θέση μου, είχε το πείσμα να μας κάνει να σηκωθούμε και να
περπατήσουμε, και δεν είχα αμφιβολία ότι θα στήριζε και τις δυο μας τις
επόμενες μέρες… αλλά έβλεπα ότι ήταν ταραγμένη, αλλαγμένη. Αυτό το
πράγμα για το οποίο είπαν ότι είχαν προετοιμαστεί είχε έρθει και τώρα
εκείνη είχε απομείνει με τις θλιβερές επιπτώσεις.
«Γιατί το έκαναν αυτό;» ρώτησα ξανά, ενώ στην πραγματικότητα δεν
περίμενα πια απάντηση. «Σκότωσαν τους πάντες εκτός από τη Σκάρλετ,
έβαλαν φωτιά και δεν πήραν τίποτα. Δεν καταλαβαίνω».
Η Λαίδη Ιστόφ έκλεισε τα μάτια της και πήρε μια τρεμάμενη ανάσα.
«Δυστυχώς, αγαπημένη μου Χόλις, εμείς καταλαβαίνουμε».
Σήκωσα το βλέμμα μου στη Λαίδη Ιστόφ.
«Σας έχει ξανασυμβεί αυτό, έτσι δεν είναι;»
«Όχι έτσι», είπε, κουνώντας το κεφάλι της καθώς κάθισε επιτέλους σε μια
καρέκλα. «Αλλά έχουμε ξαναχάσει ανθρώπους. Και υπάρχοντα. Μας έχουν
διώξει από το σπίτι μας. Απλώς δεν περίμενα ότι η απειλή θα μας
ακολουθούσε εδώ».
Κούνησα το κεφάλι μου.
«Θα πρέπει να μου δώσεις μια καλύτερη εξήγηση».
Αναστέναξε, προσπαθώντας να ηρεμήσει, όταν το προσωπικό μπήκε
κουβαλώντας δίσκους και πετσέτες και μεγάλες γαβάθες με νερό. Μια
υπηρέτρια τοποθέτησε ένα πιάτο με ψωμί και αχλάδια δίπλα μου, αν και δεν
κατέβαινε τίποτα κάτω εκείνη τη στιγμή. Η Λαίδη Ιστόφ ευχαρίστησε τις
υπηρέτριες καθώς βούτηξε τα χέρια της στο νερό, πλένοντας το πρόσωπό της
από τη σκόνη και τη στάχτη.
Αμέσως όταν έφυγαν, γύρισε ξανά σ’ εμένα.
«Θυμάσαι την πρώτη μας μέρα στο κάστρο;»
Έφερα ένα αδύναμο χαμόγελο στα χείλη μου, ενώ σιωπηλά δάκρυα
κυλούσαν στο πρόσωπό μου.
«Δε θα την ξεχάσω ποτέ».
«Όταν ο Βασιλιάς Τζέιμσον αναγνώρισε το όνομά μας, ήμουν σίγουρη ότι
θα συνέβαινε ένα από τα δυο. Είτε θα μας τιμωρούσε… ίσως θα μας έκλεινε
σε έναν πύργο ή θα μας πετούσε έξω. Είτε θα μας δεχόταν, θα μας έκανε μία
από τις πιο επιφανείς οικογένειες στην αυλή, για να τον υπηρετούμε
συνεχώς. Σοκαρίστηκα όταν δέχτηκε να μας αφήσει να εγκατασταθούμε
όπου θέλαμε, ότι μας άφησε να εγκατασταθούμε γενικά».
«Αλλά γιατί να κάνει κάποιο από αυτά τα δύο πράγματα;»
Ακούμπησε το κεφάλι της στην ψηλή πλάτη της καρέκλας, κοιτάζοντας το
ταβάνι.
«Επειδή τέτοια πράγματα συμβαίνουν συνήθως σ’ εκείνους που ανήκουν
σε βασιλικές οικογένειες».
Την κοίταξα, προσπαθώντας να κατανοήσω τα λόγια της.
«Βασιλικές οικογένειες;»
«Είναι μια μπερδεμένη ιστορία», άρχισε να λέει, γέρνοντας μπροστά. «Θα
προσπαθήσω να την πω με απλά λόγια. Ο Βασιλιάς Κουίντεν είναι ο άμεσος
απόγονος του Τζέντρεκ του Μέγα. Το στέμμα κληροδοτήθηκε στον
πρωτότοκο γιο του Τζέντρεκ και ο Κουίντεν ανήκει σ’ εκείνη τη γενεαλογική
γραμμή, επομένως το στέμμα είναι δικό του. Αλλά ο Τζέντρεκ ο Μέγας είχε
τρεις γιους και τέσσερις κόρες.
»Κάποια από τα παιδιά του παντρεύτηκαν και μπήκαν σε άλλες βασιλικές
οικογένειες, κάποια επέλεξαν μια ήσυχη ζωή αφιερωμένη στην υπηρεσία του
στέμματος, ενώ άλλα χάθηκαν στη λήθη, χωρίς καμία προοπτική. Η
οικογένεια Ιστόφ αποτελεί ένα από τα κλαδιά εκείνου του γενεαλογικού
δέντρου που ζει ακόμα. Είναι οι άμεσοι απόγονοι του πέμπτου παιδιού, του
Όμπερον. Το δαχτυλίδι στο δάχτυλό σου ήταν δικό του, του δόθηκε από τον
πατέρα του, τον βασιλιά».
Χαμήλωσα το βλέμμα στο ζαφείρι, απόλυτα ταιριαστό με το μπλε της
Ισόλτης, και το συλλογίστηκα αυτό. Δεν μπορούσα να βρω ούτε μια
ανάμνηση από τον χρόνο που είχαμε περάσει μαζί που να επιβεβαιώνει μια
τέτοια ιστορία.
«Εκτός από τον Κουίντεν και τον Χάντριαν, προφανώς, και εμάς, υπάρχει
μόνο άλλη μία οικογένεια που ανήκει στη γραμμή Παρντού: οι Νόρθκοτ.
Τους θυμάσαι;»
Ένευσα. Ο Ίταν μού είχε κάνει μια, δυστυχώς, αξέχαστη εντύπωση. Δεν
υπήρχε περίπτωση εκείνο το αγόρι να είχε έστω και μία σταγόνα βασιλικό
αίμα μέσα του.
«Στις τρεις οικογένειές μας βρίσκονται τα απομεινάρια της βασιλικής
γραμμής, όποιου άλλου είναι ζωντανός και θα μπορούσε να διεκδικήσει τον
θρόνο. Αλλά… εφόσον οι αρσενικοί διάδοχοι είναι συνήθως οι πιο βιώσιμοι
και ο σύζυγός μου και οι γιοι μου… οι γιοι μου…» Ξέσπασε σε δάκρυα,
κλαίγοντας ανεξέλεγκτα. Ήμουν σίγουρη ότι είχε αμέτρητες ποσότητες
δακρύων. Εγώ πάντως σίγουρα είχα.
Η Σκάρλετ τυλίχτηκε σαν μπάλα πάνω στην καρέκλα της, βυθισμένη στη
δική της σκοτεινή θλίψη· είχε δει πάρα πολλά σήμερα. Έτσι σηκώθηκα εγώ
και τύλιξα τα χέρια μου γύρω από τη μητέρα της.
«Λυπάμαι πολύ».
«Το ξέρω», είπε κλαίγοντας και σφίγγοντάς με κι εκείνη στην αγκαλιά της.
«Το ίδιο κι εγώ. Για σένα. Που ορφάνεψες από τόσο μικρή. Λυπάμαι πολύ,
Χόλις. Δε θα είχα συμφωνήσει ποτέ για τίποτα από όλα αυτά αν
φανταζόμουν ότι κινδύνευες. Νόμιζα ότι θα μας άφηναν ήσυχους».
«Μα ποιοι είναι αυτοί οι Σκοτεινοί Ιππότες;» ρώτησα και θυμήθηκα ότι
ούτε καν ο Σίλας δεν είχε μια ξεκάθαρη απάντηση σε αυτό. «Ποιος θα σας το
έκανε αυτό;»
«Ποιο θα ήταν το μόνο άτομο που θα ήθελε να εξουδετερώσει τυχόν
διεκδικητές ενός θρόνου;» ρώτησε.
Η απάντηση ήρθε στο μυαλό μου αμέσως, αν και δεν μπορούσα να το
δεχτώ ως πιθανότητα.
«Σίγουρα όχι ο βασιλιάς σας».
Αλλά πάλι, δε φαινόταν και τόσο απίθανο, αν το σκεφτόμουν. Η ανάμνηση
και μόνο του Βασιλιά Κουίντεν μού προκαλούσε ένα ρίγος. Εκείνος ήταν
που κρατούσε τη Βαλεντίνα απομονωμένη, που ανάγκαζε τον άρρωστο γιο
του να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή όλων όσα γίνονταν, παρόλο που ήταν
προφανές ότι το αγόρι υπέφερε. Αν φερόταν στους ανθρώπους που
υποτίθεται ότι αγαπούσε τόσο άσχημα, τότε τι θα τον εμπόδιζε να φερθεί σε
όλους τους άλλους χειρότερα;
«Μερικές εβδομάδες πριν φύγουμε από την Ισόλτη, πήγαμε στο κάστρο για
να επισκεφθούμε τον βασιλιά και να γιορτάσουμε τον εικοστό πέμπτο χρόνο
του στον θρόνο. Είδες με τα μάτια σου πόσο γέρος και ματαιόδοξος είναι.
Είδες πώς βασανίζει τους πιο κοντινούς του ανθρώπους. Αλλά σίγουρα δε
θέλεις να ρισκάρεις να τον εξοργίσεις. Έτσι, παρόλο που θα προτιμούσαμε
να είχαμε μείνει σπίτι, πήγαμε. Δε νομίζω ότι κρύψαμε την κούρασή μας από
εκείνες τις επιδείξεις αρκετά καλά.
»Όταν επιστρέψαμε σπίτι, όλα μας τα ζώα ήταν σκοτωμένα. Δεν τα είχε
σκοτώσει λύκος ή αρκούδα, το καταλάβαμε από τις πληγές. Και οι υπηρέτες
μας…» Έκανε μια παύση για να καταπιεί άλλο ένα κύμα δακρύων. «Εκείνοι
που είχαν απομείνει είπαν ότι ήρθαν κάποιοι άντρες με μαύρους μανδύες και
πήραν τους άλλους, αλυσοδένοντάς τους. Κάποιοι αντιστάθηκαν και
βρήκαμε τα πτώματά τους στοιβαγμένα κάτω από ένα δέντρο.
»Η επιλογή της στιγμής ήταν σκόπιμη και ήταν ένα πολύ ισχυρό μήνυμα.
Δεν μπορεί να ανεχτεί καμία απειλή απέναντι στη γενεαλογική του γραμμή, η
οποία, απ’ ό,τι φαίνεται, θα φτάσει σύντομα στο τέλος της. Οι Νόρθκοτ είναι
οι αμέσως επόμενοι διεκδικητές τώρα. Κάποιοι θα μπορούσαν να
ισχυριστούν ότι είχαν προτεραιότητα εξαρχής. Υποπτεύομαι ότι θα
κυνηγήσει εκείνους μετά…
»Αλλά οι Νόρθκοτ ήταν έξυπνοι. Είδες ότι ήταν παρόντες όταν ο Κουίντεν
και η Βαλεντίνα ήρθαν για επίσκεψη. Δε χάνουν ποτέ καμία εκδήλωση,
φροντίζοντας να εξασφαλίζουν την εύνοιά του, αν υπάρχει τέτοιο πράγμα.
Και παρόλο που έχουν χάσει και εκείνοι πράγματα, αρνήθηκαν να φοβηθούν
και να φύγουν. Ίσως να είναι πιο δύσκολο να τους εξουδετερώσει απ’ ό,τι
φαντάζεται ο Κουίντεν».
Μισόκλεισα τα μάτια μου.
«Έχουν δεχτεί και οι Νόρθκοτ επίθεση από τους Σκοτεινούς Ιππότες;
Δηλαδή αυτός… ο κατά κάποιον τρόπο στρατός δεν είναι τόσο ανώνυμος
όσο πιστεύουν κάποιοι; Είναι σίγουρα άντρες του βασιλιά;»
«Δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα μπορούσαν να είναι κάτι άλλο»,
απάντησε σηκώνοντας κουρασμένα τους ώμους της.
Καθόμουν εκεί, κουρνιασμένη στο μπράτσο της καρέκλας, με τα χέρια μου
ακόμα τυλιγμένα γύρω από τη Λαίδη Ιστόφ.
«Τότε ο βασιλιάς σας δεν είναι μόνο ματαιόδοξος αλλά και ανόητος. Αν
δεν έχει διαδόχους και δολοφονήσει εκείνους που ίσως να έχουν δικαίωμα
στο στέμμα, τότε αυτό δε θα πέσει στα χέρια κάποιου αγνώστου; Ή,
χειρότερα, η χώρα σας μπορεί να προσαρτηθεί, αν δεν έχει έναν ηγέτη».
Χάιδεψε το χέρι μου.
«Έχεις μεγαλύτερη σοφία από εκείνον. Αλίμονο, δεν έχεις την ίδια δύναμη.
Έτσι, τώρα η Σκάρλετ κι εγώ δεν έχουμε χώρα, δεν έχουμε σπίτι και δεν
έχουμε οικογένεια». Έσφιξε τα χείλη της, παλεύοντας να συγκρατήσει τα
δάκρυα.
Τα γεγονότα μίας και μόνο βραδιάς είχαν διαλύσει τόσο πολλές ζωές. Θα
συνερχόμουν ποτέ από αυτό; Εκείνη;
Xαμήλωσα το βλέμμα στα χέρια μου. Ήταν πολύ μικρά για να σώσουν το
οτιδήποτε, πολύ αδύναμα να αποκρούσουν μια φρικτή επίθεση. Αλλά στο
δάχτυλό μου υπήρχε ένα δαχτυλίδι. Κοίταξα τη λαμπερή μπλε πέτρα και
θυμήθηκα ότι η Λαίδη Ιστόφ μού είχε πει ότι το φορούσε ένας σπουδαίος
άντρας. Κοίταξα και το πιο απλό δαχτυλίδι στο αριστερό μου χέρι, εκείνο
που με κάποιον τρόπο έδειχνε απείρως πιο πολύτιμο.
«Έχετε οικογένεια», είπα. Σήκωσε τα μάτια της και με κοίταξε. «Σήμερα με
τον γάμο μου έγινα μέλος της, επομένως έχετε εμένα. Είναι το ίδιο
δεσμευτικό με οποιονδήποτε νόμο. Και, παρά τις επιφυλάξεις των γονιών
μου, είμαι η μοναδική τους κληρονόμος. Το σπίτι και το κτήμα είναι δικά
μου. Επομένως ανήκουν και στην οικογένειά μου». Χαμογέλασε και ακόμα
και το ηθικό της Σκάρλετ αναπτερώθηκε για μια στιγμή. «Δεν είστε
χαμένες».
34
Για ένα όμορφο δευτερόλεπτο όταν ξύπνησα, δε θυμόμουν τι είχε γίνει.
Μόνο όταν έτριψα τα μάτια μου και συνειδητοποίησα ότι ήταν σχεδόν
μεσημέρι θυμήθηκα πώς είχα μπει στο σπίτι μου κάποια στιγμή το χάραμα.
Επίσης συνειδητοποίησα ότι ήμουν στο πάτωμα. Σηκώνοντας το βλέμμα,
είδα τη Λαίδη Ιστόφ και τη Σκάρλετ στο κρεβάτι μου. Αφού τραβήξαμε τη
συρταριέρα μου μπροστά στην πόρτα μου, ξαπλώσαμε όλες για λίγο για να
σκεφτούμε, αλλά η σκέψη μετατράπηκε σε ύπνο μέσα σε λίγες στιγμές.
Οι γονείς μου είχαν χαθεί. Ο Σάλιβαν είχε χαθεί. Ο Λόρδος Ιστόφ. Ο
μικρός Σαούλ.
Και ο Σίλας.
Ποιο ήταν το τελευταίο πράγμα που μου είχε πει ο Σίλας; Είχε πει: Ωραία.
Του είπα ότι θα είχε μια κακομαθημένη σύζυγο και εκείνος έδειχνε αρκετά
ευχαριστημένος από αυτή την προοπτική. Προσπάθησα να κρατηθώ από
εκείνη τη στιγμή. Σε εκείνη την εικόνα, ένα τμήμα του πέπλου μου
βρισκόταν στη γωνία επειδή είχα κοιτάξει προς τα πίσω πάνω από τον ώμο
μου. Το χαμόγελό του ήταν σκανταλιάρικο, σαν να σχεδίαζε πράγματα που
δεν είχα τη φαντασία να δημιουργήσω μόνη μου. Ωραία, είχε πει. Ωραία.
«Σκέφτηκα κάτι». Η Λαίδη Ιστόφ είχε γυρίσει και σηκωνόταν ήσυχα από
το κρεβάτι, αφήνοντας τη Σκάρλετ να ξεκουραστεί.
«Ω, δόξα τω Θεώ», αναστέναξα.
«Δεν μπορώ να εγγυηθώ ότι είναι κάτι ιδιαίτερα καλό, να ξέρεις, αλλά ίσως
να είναι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε». Κάθισε δίπλα μου στο πάτωμα
και δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ ότι ακόμα και σε αυτή την τσακισμένη
κατάσταση θρήνου έδειχνε τόσο συγκροτημένη. «Νομίζω ότι η Σκάρλετ κι
εγώ πρέπει να φύγουμε. Και νομίζω ότι εσύ πρέπει να μείνεις εδώ και να
ξεκινήσεις τη ζωή σου».
«Τι;» Η καρδιά μου άρχισε να βροντάει. «Θα με εγκατέλειπες;»
«Όχι», επέμεινε, πιάνοντας το πρόσωπό μου. «Θα σε προστάτευα. Ο μόνος
τρόπος για να σιγουρευτώ ότι η ζωή σου δε θα κινδυνεύσει είναι να
απομακρυνθώ από σένα όσο πιο γρήγορα και όσο περισσότερο μπορώ. Δεν
μπορώ να είμαι σίγουρη ότι ο Βασιλιάς Κουίντεν δε θα έρθει ξανά όταν
ανακαλύψει ότι είμαι ζωντανή, παρόλο που είμαι γριά, και ούτε η Σκάρλετ
ούτε εγώ θα μπορούσαμε να ελπίζουμε να καθίσουμε στον θρόνο. Πάντα θα
είναι μια σκιά πάνω στον ώμο μου. Ο μόνος τρόπος να είσαι ασφαλής είναι
να είμαι οπουδήποτε δεν είσαι εσύ».
Απέστρεψα το βλέμμα μου, προσπαθώντας να βρω κενά στη λογική της.
«Έχεις κληρονομήσει μια μεγάλη περιουσία, αγαπημένο μου κορίτσι. Δώσε
χρόνο στον εαυτό σου να πενθήσει και μετά, όταν βρεις έναν άλλον…»
«Δε θα βρω ποτέ έναν άλλον».
«Ω, Χόλις, είσαι τόσο νέα. Υπάρχουν τόσο πολλά μπροστά σου. Ζήσε τη
ζωή σου, κάνε παιδιά. Είναι το μόνο στο οποίο μπορεί να ελπίζει ο καθένας
μας αυτές τις σκοτεινές μέρες. Αν το να φύγω σημαίνει ότι θα μείνεις μακριά
από όλα όσα συνέβησαν χθες βράδυ, τότε θα το κάνω με χαρά.
»Αλλά, σε παρακαλώ, να ξέρεις», με ικέτευσε καθώς χάιδευε τα βρόμικα
μαλλιά μου, «ότι το να είμαι μακριά σου θα είναι τόσο δύσκολο όσο το να
είμαι μακριά από τους γιους μου».
Προσπάθησα να βρω κάτι καλό σε αυτό, στο να μείνω πίσω. Το μοναδικό
πράγμα που μπορούσα να δω σε αυτό ήταν ότι με αγαπούσε όσο την
αγαπούσα κι εγώ, όσο υποπτευόμουν εδώ και λίγο καιρό ότι αγαπιόμασταν
και οι δυο. Και αυτό ήταν κάτι, μέσα σε όλη αυτή τη θλίψη: να ξέρω ότι με
αγαπούν.
«Πού θα εγκατασταθείτε;»
Με κοίταξε σαν να μην είχα καταλάβει κάτι.
«Πίσω στην Ισόλτη», είπε απλώς.
Ω. Όταν είπε ότι θα έφευγε, το εννοούσε.
«Έχεις τρελαθεί;» απάντησα, κάπως υπερβολικά δυνατά. Η Σκάρλετ
κουνήθηκε και γύρισε πλευρό, κοιμισμένη ακόμα. «Αν είσαι τόσο σίγουρη
ότι ο βασιλιάς σας προσπαθεί να σας σκοτώσει, δε θα τον διευκολύνεις να
ολοκληρώσει τη δουλειά, αν γυρίσεις πίσω;»
Κούνησε το κεφάλι της.
«Νομίζω πως όχι. Μπορεί να μην είναι επίσημος νόμος, αλλά η παράδοση
της Ισόλτης λέει ότι οι άντρες έχουν προτεραιότητα σε ό,τι αφορά τη διαδοχή
στον θρόνο. Γι’ αυτό η δική μας γενεαλογική γραμμή είναι πιο απειλητική
από εκείνη των Νόρθκοτ: κατάγονται από μία από τις κόρες του Τζέντρεκ.
Αλλά» –έκανε μια παύση, καθώς σκεφτόταν όλες τις μικρές λεπτομέρειες–
«εκείνη ήταν η πρωτότοκη, και αυτό μερικές φορές έχει σημασία στην
Ισόλτη. Στο παρελθόν, υπήρχαν ομάδες ανθρώπων που ευνοούσαν τον γιο
της, τον Σουίτχαν, και η γενεαλογική της γραμμή είναι πολύ δυνατή και
ευυπόληπτη, πράγμα που δεν ίσχυε για πολλές από τις άλλες γενεαλογικές
γραμμές πριν σβήσουν…»
Τα μάτια της ξαφνικά πήγαν κάπου αλλού, σαν να κοιτούσε μια εικόνα στο
πάτωμα που εγώ δεν μπορούσα να δω.
«Νομίζω ότι ο βασιλιάς δεν έχει ασχοληθεί με τους Νόρθκοτ επειδή
κατάφεραν να κόψουν σχεδόν τη γραμμή χωρίς ιδιαίτερη βοήθεια…»
Βλεφάρισε μερικές φορές, επιστρέφοντας στο θέμα της. «Ο Ντάσιελ κι εγώ
μεγαλώσαμε τα παιδιά μας έτσι ώστε να ξέρουν ποια ήταν, ποιανού το αίμα
κυλούσε στις φλέβες τους και ότι αυτό τούς έκανε εχθρούς του βασιλιά.
Καταλάβαιναν γιατί βάζαμε φρουρούς έξω από τις πόρτες τους μερικά
βράδια, γιατί επισκεπτόμασταν το κάστρο για να τιμήσουμε ακόμα και το πιο
ασήμαντο γεγονός στη ζωή του Βασιλιά Κουίντεν. Αν η Σκάρλετ κι εγώ
πεθάνουμε, θα είναι με τιμή. Αν πεθάνεις εσύ; Θα είναι εξαιτίας της
σύνδεσής σου μαζί μας. Αυτό θα είναι πολύ μεγάλο βάρος για μένα».
Σηκώθηκα και πήγα προς το παράθυρο. Η μητέρα έλεγε πάντα ότι όταν
πρέπει να πάρεις οπωσδήποτε μια απόφαση πρέπει να το κάνεις με το φως
του ήλιου. Όταν ήμουν μικρή, νόμιζα ότι αυτός ήταν ο τρόπος της για να με
κάνει να περιμένω για απαντήσεις που ποτέ δεν ήθελε να δώσει, απαντήσεις
που φαινόταν ότι πάντα ζητούσα πριν πέσω για ύπνο. Αλλά μερικές φορές το
έκανα. Ήλπιζα ότι θα καθάριζε τα σύννεφα στο μυαλό μου.
«Σκοπεύεις να πας έτσι απλά στον Βασιλιά Κουίντεν; Να του πεις ότι είσαι
η πιστή του υπηρέτρια ενώ δολοφόνησε την οικογένειά σου;»
«Ναι, αυτό σκοπεύω να κάνω». Έκλεισε τα μάτια της για μια στιγμή,
καθώς συλλογιζόταν τα ίδια της τα λόγια. «Θα επιβεβαιώσω τις ελπίδες του
ότι η γενεαλογική γραμμή των αντρών σταμάτησε και μετά θα ορκιστώ
πίστη. Ακόμα κι αν αυτό δε σου έσωζε τη ζωή, νομίζω ότι και πάλι θα έπρεπε
να γυρίσουμε πίσω. Καλώς ή κακώς, η Ισόλτη είναι το σπίτι μας και θέλω να
το προστατεύσω, να προσπαθήσω να σώσω οτιδήποτε καλό έχει απομείνει
όσο υπάρχει ακόμα χρόνος. Επειδή μια μέρα αυτός ο μοχθηρός γέρος θα
πεθάνει. Θα πεθάνει και θα αφήσει ένα διασπασμένο βασίλειο και θα
σοκαριζόμουν αν κάποιος είχε την επιθυμία να πενθήσει γι’ αυτόν».
«Είναι ριψοκίνδυνο. Θα μπορούσε να σας σκοτώσει με το που θα σας δει
και να βάλει στ’ αλήθεια τέλος στη γενεαλογική σας γραμμή. Το έχεις
σκεφτεί αυτό;»
«Θα μπορούσε», παραδέχτηκε, έχοντας παραιτηθεί σε μια αλήθεια που
υποθέτω ότι αποτελούσε κομμάτι της ζωής της από τη μέρα που
παντρεύτηκε, «αλλά η ζωή μου κράτησε αρκετά. Τη χρησιμοποίησα για να
αγαπήσω… και τη χρησιμοποίησα για να γίνω μητέρα. Τη χρησιμοποίησα
για να ανησυχώ και να το βάζω στα πόδια. Τώρα θα τη χρησιμοποιήσω για
να προστατεύσω. Θα προστατεύσω την Ισόλτη επιστρέφοντας εκεί κι εσένα
φεύγοντας από εδώ. Επομένως, όπως βλέπεις, πρέπει να φύγουμε».
Ο ήλιος δε μου έδινε τίποτα. Μπορούσα να τον δω, μπορούσα ακόμα και
να νιώσω τη ζεστασιά του… αλλά δεν άλλαζε τίποτα. Γύρισα και θάφτηκα
στην αγκαλιά της.
«Δεν ξέρω αν μπορώ να τα καταφέρω μόνη μου».
«Ανοησίες», επέμεινε με έναν τόνο ξεκάθαρα μητρικό. «Σκέψου όλα όσα
κατάφερες να πετύχεις τους τελευταίους μήνες. Αν μπορεί να τα καταφέρει
κάποιος, είσαι εσύ. Είσαι μια πολύ έξυπνη νεαρή γυναίκα».
«Τότε θα με ακούσεις αν σου πω ότι είναι ανόητο να γυρίσεις πίσω;»
Γέλασε.
«Ίσως να έχεις δίκιο. Αλλά δεν μπορώ να περάσω τα τελευταία χρόνια της
ζωής μου κρυμμένη. Πρέπει να αντιμετωπίσω το τέρας μου».
«Ένα τέρας», επανέλαβα. Αυτό ακριβώς ήταν ο Κουίντεν. «Ειλικρινά θα
προτιμούσα να αντιμετωπίσω έναν δράκο παρά να μείνω μόνη εδώ».
«Θα σου γράφω τόσο συχνά, ώστε θα πνιγείς στα γράμματα. Θα σου
γράφω ακόμα κι όταν δε θα υπάρχει τίποτα που να αξίζει τον κόπο να σου
πω, σε σημείο που μπορεί να αρχίσεις να εύχεσαι να μη γινόμασταν ποτέ
συγγενείς».
«Τώρα εσύ είσαι αυτή που λέει ανοησίες. Σ’ αγαπώ όπως αγαπούσα και
την υπόλοιπη οικογένειά σου, από την πρώτη μέρα, ολοκληρωτικά και χωρίς
λόγο».
«Σταμάτα. Θα με κάνεις να κλάψω ξανά και ήδη πονάω από το τόσο
κλάμα». Φίλησε το κεφάλι μου. «Λοιπόν, πρέπει να φροντίσω για τις
κηδείες. Το ίδιο κι εσύ… Ελπίζω να μην προσβληθεί κανείς αν δεν κάνουμε
κάποια επίσημη τελετή. Το μόνο που θέλω είναι να αναπαυτούν οι νεκροί
μου».
Χαμήλωσε το βλέμμα της και καθάρισε τον λαιμό της. Εκτός από το
σύντομο ξέσπασμα το προηγούμενο βράδυ, προσπαθούσε σκληρά να κρατάει
τα συναισθήματά της μακριά. Υποπτευόμουν ότι το έκανε για χάρη μου.
«Και μετά», άρχισε ξανά, με τη φωνή της λιγότερο σταθερή από πριν, «θα
δούμε αν μπορεί να σωθεί κάτι από την έπαυλη και, υπό την προϋπόθεση ότι
ο καιρός είναι καλός, θα φύγουμε όσο πιο σύντομα μπορούμε. Πρέπει να
γράψω στους Νόρθκοτ. Πιθανότατα θα ήταν πιο ασφαλές αν έστελναν τον
Ίταν να μας συνοδεύσει…»
Μιλούσε συνεχώς καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας, ρίχνοντας όλη της την
ενέργεια στα σχέδιά της, και εντυπωσιάστηκα. Ο δικός μου πόνος
καταλάμβανε πάρα πολύ χώρο για να μπορέσω να σκεφτώ οτιδήποτε άλλο.
35
Οι Νόρθκοτ απάντησαν γρήγορα και προφέρθηκαν να φιλοξενήσουν τη
Λαίδη Ιστόφ και τη Σκάρλετ για όσο καιρό χρειαζόταν. Ορίστηκε μια
ημερομηνία και ο Ίταν θα έφερνε μια άμαξα για να είναι το ταξίδι όσο το
δυνατόν πιο άνετο. Έδειχναν ευγνώμονες που είχαν έναν τρόπο να
βοηθήσουν σε μια τόσο απαίσια στιγμή, αλλά όλο αυτό το πράγμα με έκανε
να νιώθω ανησυχία. Αν οι Νόρθκοτ βρίσκονταν σε παρόμοια θέση, γιατί στο
καλό ήθελαν να μαζευτούν όλοι μαζί σε ένα μέρος;
«Κατάφεραν να φτάσουν ως εδώ χάρη στην αλαζονεία του Κουίντεν και
την υποτιμητική του στάση απέναντι στη γυναικεία γενεαλογική γραμμή.
Τολμώ να πω ότι τουλάχιστον θα μας οδηγήσει όλους λίγο πιο πέρα»,
υπέθεσε η Λαίδη Ιστόφ, αν και αυτό δεν κατάφερε να με παρηγορήσει.
«Εξακολουθώ να το θεωρώ ριψοκίνδυνο», είπα ξεφυσώντας και
σταυρώνοντας τα χέρια μου. «Θα σκεφτόσουν, σε παρακαλώ…»
«Με συγχωρείτε, κυρία, αλλά ήρθε ένα δέμα για εσάς», είπε η Έστερ και
μπήκε κουτσαίνοντας με το χαριτωμένα αργό περπάτημά της. «Είναι αρκετά
βαρύ, κι έτσι βρίσκεται δίπλα στην πόρτα».
«Βαρύ;»
Ένευσε και η Λαίδη Ιστόφ κι εγώ ανταλλάξαμε ένα βλέμμα.
«Ευχαριστώ, Έστερ. Δίπλα στην εξώπορτα;»
«Μάλιστα, κυρία».
Η Λαίδη Ιστόφ με ακολούθησε καθώς πήγαινα κάτω. Προσπαθούσα ακόμα
να συνηθίσω να με αποκαλούν κυρία του Βάρινγκερ Χολ. Έμοιαζε με άλλο
ένα βάρος που έπρεπε να σηκώσω και δεν πίστευα ότι οι ώμοι μου
μπορούσαν να αντέξουν πολλά βάρη ακόμα».
«Χμμ», είπε η Λαίδη Ιστόφ. «Δεν είναι και τόσο μεγάλο. Αναρωτιέμαι
γιατί είναι τόσο βαρύ».
Στο στρογγυλό τραπέζι που συνήθως οι γονείς μου κάλυπταν με λουλούδια
βρισκόταν ένα μικρό μπαούλο με ένα γράμμα επάνω του. Άπλωσα το χέρι
μου για να πάρω το σημείωμα.
«Ω», είπα με μια κοφτή ανάσα, κοιτάζοντας τα χέρια μου, που άρχισαν
γρήγορα να τρέμουν.
«Τι είναι;»
«Η σφραγίδα. Είναι η βασιλική σφραγίδα». Κατάπια. «Είναι από τον
Βασιλιά Τζέιμσον».
«Θέλεις να το διαβάσω εγώ;» προσφέρθηκε.
«Όχι». Δίστασα. «Όχι, μπορώ να το κάνω». Έσπασα τη σφραγίδα και
γύρισα το γράμμα από την άλλη βλέποντας τον οικείο γραφικό χαρακτήρα.
Πόσες φορές είχα λάβει γράμματα με αυτόν τον γραφικό χαρακτήρα;
Πολυαγαπημένη μου Χόλις,
Αν και μπορεί να μην το πιστεύεις έπειτα από όλα όσα συνέβησαν ανάμεσά
μας, όμως ράγισε η καρδιά μου όταν έμαθα για τον πρόσφατο θάνατο του
μνηστήρα σου και των γονιών σου. Οτιδήποτε σε θλίβει θα θλίβει πάντα κι
εμένα και σου γράφω για να σου μεταφέρω τα πιο βαθιά μου συλλυπητήρια.
Ως μέλος της αριστοκρατίας, δικαιούσαι, φυσικά, ένα ετήσιο εισόδημα. Με
βάση την ελπίδα και την εικασία ότι θα ζήσεις άλλα πενήντα χρόνια,
αποφάσισα να σου δώσω ολόκληρο το ποσό προκαταβολικά, ως ένδειξη ότι
σε έχω συγχωρήσει για κάθε απερίσκεπτη συμπεριφορά του παρελθόντος
αλλά και ως ένδειξη της θλίψης μου.
«Θεούλη μου». Έσυρα το μπαούλο προς το μέρος μου και το άνοιξα. Τόσο
εγώ όσο και η Λαίδη Ιστόφ πήραμε μια κοφτή ανάσα όταν είδαμε τόσο
πολλά χρήματα.
«Τι είναι αυτό;»
«Ο βασιλιάς μού προσφέρει αποζημίωση, κάτι που συνηθίζεται όταν ένα
μέλος της αριστοκρατίας χηρεύει».
«Παρόλο που έμεινες παντρεμένη μόλις λίγες ώρες;» ρώτησε με δυσπιστία.
«Σου είπα, υπάρχουν πολλοί νόμοι γύρω από τον γάμο. Νομίζω ότι γίνεται
έτσι ώστε οι άνθρωποι να τον παίρνουν στα σοβαρά. Αλλά είμαι χήρα…
παρόλο που ο Τζέιμσον αποκαλεί τον Σίλας μνηστήρα μου εδώ».
«Θα σχολίαζα πόσο παράξενο είναι αυτό, αλλά, όταν σκέφτομαι τις
ατελείωτες λίστες των εθίμων στην Ισόλτη, δεν έχω δικαίωμα να μιλάω».
Σήκωσε μια χούφτα χρυσά νομίσματα. «Θεούλη μου, είσαι πολύ πλούσια,
Χόλις».
Επέστρεψα στο γράμμα.
Ελπίζω ότι αυτά θα σε βοηθήσουν να ζήσεις με τον τρόπο με τον οποίο
έχεις συνηθίσει και που αξίζεις ως μια αριστοκράτισσα, αλλά και ως μια από
τις πιο γλυκές γυναίκες που έχει γνωρίσει ποτέ η Κορόα.
Σε ένα άλλο ζήτημα που ελπίζω ότι θα σου φέρει περισσότερο χαρά και
καθόλου θλίψη, έχω έρθει πολύ κοντά με τη φίλη μας Ντέλια Γκρέις. Θα
είναι η επίσημη συνοδός μου στο ηλιοστάσιο, το οποίο πλησιάζει. Ίσως οι
εορτασμοί να σε βοηθήσουν να αφήσεις για λίγο τη θλίψη που μπορεί να
νιώθεις. Έλα στο Κερέσκεν και άφησέ μας να σε φροντίσουμε. Με την
απώλεια των γονιών σου, θα πρέπει να είναι ιδιαιτέρως απομονωμένα εκεί
στην εξοχή και εδώ θα είσαι πολύ άνετα.
Πάντα θα έχεις μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου, Χόλις. Σε ικετεύω να
μου επιτρέψεις να σε κοιτάξω με τα μάτια μου και να σε δω χαρούμενη ξανά.
Αυτό θα ολοκλήρωνε την ευτυχία μου. Ελπίζω να σε δω σύντομα.
Ο ταπεινός σου υπηρέτης,
Τζέιμσον
«Επίσης με καλεί στην αυλή. Σύντομα», είπα, δίνοντάς της το γράμμα.
«Και, απ’ ό,τι φαίνεται, είναι τελικά ζευγάρι με την Ντέλια Γκρέις».
«Α! Λοιπόν, αυτά είναι καλά νέα, έτσι δεν είναι;»
«Ναι», απάντησα, αν και δεν ήμουν σίγουρη ότι ο τόνος μου ήταν
πειστικός. Ακόμα προσπαθούσα να ξεκαθαρίσω τα συναισθήματά μου για
την Ντέλια Γκρέις. Θλίψη επειδή μου έλειπε πολύ, ελπίδα ότι θα της έλειπα
κι εγώ. Ενοχή για τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκαν τα πράγματα στο
τέλος και χαρά για την επιτυχία της. Τουλάχιστον η μία από εμάς μπορούσε
να έχει αυτό που ήθελε. «Ίσως να ήταν καλό να την ξαναδώ. Ίσως να ήταν
καλό για όλους μας να τακτοποιήσουμε κάποιες εκκρεμότητες».
«Τότε νομίζω ότι πρέπει να πας. Ίσως να σου κάνει καλό να έχεις κάτι να
απασχολήσεις το μυαλό σου, κάτι να περιμένεις. Άλλωστε, σύντομα θα
φύγουμε κι εμείς. Αυτό το σπίτι είναι όμορφο, αλλά είναι τρομερά μεγάλο
για ένα άτομο».
Προσγειώθηκα σε μια καρέκλα με έναν τρόπο που η μητέρα μου θα
περιέγραφε ως άξεστο. Και εκείνη τη στιγμή, ευχήθηκα να ήταν εκεί και να
μου το έλεγε. Πόσα χρήματα θα έδινα για ν’ ακούσω τη μητέρα μου να με
κατσαδιάζει για άλλη μια φορά! Παραμέρισα τη σκέψη και κοίταξα τη Λαίδη
Ιστόφ.
«Υποθέτω ότι έχεις δίκιο, ως συνήθως». Χαμογέλασε. «Με συγχωρείς,
πρέπει να πάω να φροντίσω κάτι».
«Δε χρειάζεται να ζητάς την άδεια», είπε, σηκώνοντας το βλέμμα από το
τραπέζι. «Είσαι η κυρία του σπιτιού».
Ω. Σωστά. Σήκωσα το πιγούνι μου.
«Λοιπόν, σε αυτή την περίπτωση, έχω κάτι να κάνω και θα πάω, ό,τι κι αν
πεις».
«Πολύ καλύτερα».
Κατέβηκα τα σκαλιά της εισόδου και βγήκα στους στάβλους, όπου οι
υπηρέτες περιποιούνταν τα άλογα.
«Καλημέρα, κυρία», είπε ο ιπποκόμος. «Συγγνώμη, δεν ήξερα ότι θα
ερχόσασταν».
«Δεν υπάρχει λόγος να ζητάς συγγνώμη», είπα, αγγίζοντας τον ώμο του.
«Πρέπει να δανειστώ τη Μαντζ για μια σύντομη βόλτα».
Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω.
«Μα δε φοράτε ρούχα ιππασίας, αρχόντισσά μου», παρατήρησε. «Μήπως
θέλετε να φέρω την άμαξα;»
«Όχι. Δεν ανησυχώ για τα ρούχα μου. Θέλω απλώς… να σκεφτώ».
Η κατανόηση ζωγραφίστηκε στα μάτια του και έβγαλε έξω το όμορφο,
σκούρο άλογό μου.
«Αν ρωτήσει κανείς, δε με είδες».
Μου έκλεισε το μάτι και τράβηξα τα γκέμια καθώς η Μαντζ άρχισε να
καλπάζει. Έτρεχε γρήγορα, αλλά δε φοβόμουν ότι θα αφήνιαζε ή ότι θα με
πετούσε κάτω. Εκείνη, όπως κι εγώ, ήταν απολύτως επικεντρωμένη.
Όπως είχα κάνει τις τελευταίες μέρες, οδήγησα τη Μαντζ μέσα στα βαθιά
δάση, με κατεύθυνση προς τα δυτικά. Ήξερε το έδαφος και κινούνταν
επιδέξια, προστατεύοντας και τις δυο μας από δέντρα και ρίζες καθώς
κατευθυνόμασταν στο δεύτερο σπίτι μου. Την Έπαυλη Άμπικρεστ.
Οι στοίβες χώματος που βρίσκονταν κάτω από τη μεγάλη ιτιά είχαν μια
εντυπωσιακά ανοιχτόχρωμη απόχρωση του καφέ, ενώ παρέμεναν αρκετά
εκατοστά πιο ψηλά από το έδαφος γύρω τους, αν και τα χρόνια που θα
περνούσαν θα διάβρωναν το χώμα.
Δεν ήξερα αν ήταν έθιμο ή απλώς μια ένδειξη καλοσύνης των Ιστόφ, αλλά
οι υπηρέτες ενταφιάστηκαν δίπλα στους κυρίους τους, κι έτσι σχεδόν δυο
ντουζίνες τάφοι βρίσκονταν ο ένας δίπλα στον άλλον στα περίχωρα του
κτήματος. Αυτό δε συμπεριλάμβανε άλλους, όπως τους γονείς μου, που είχαν
έναν τάφο μέσα στο μαυσωλείο δίπλα από τον μεγάλο ναό, ή τους άτυχους
γείτονες που βρίσκονταν στους δικούς τους τάφους.
Στο τέλος είχαμε πολύ λίγα να θάψουμε. Βρήκαμε δυο από εκείνα τα ιερά
ασημένια δαχτυλίδια ανάμεσα στις στάχτες. Μάντεψα ποιο πρέπει να ήταν
του πατέρα μου, αν και δεν ήμουν σίγουρη ότι είχα δίκιο, και τα έθαψα και
τα δυο μαζί με τους ιδιοκτήτες τους.
Ένιωθα ενοχή τόσο συχνά όσο ένιωθα θλίψη. Ήταν όλα θέμα
συγχρονισμού. Αν είχαμε επιστρέψει μερικά λεπτά νωρίτερα, θα ήμουν κι
εγώ νεκρή. Αν η Λαίδη Ιστόφ είχε επιλέξει να συμπεριλάβει και τον γιο της
όταν μου έδινε το δαχτυλίδι, θα ήταν ακόμα εδώ. Αν, αν, αν. Το αν ήταν ένα
ερώτημα που δεν έδινε απαντήσεις.
Έδεσα τη Μαντζ σε ένα χαμηλό κλαδί, ξύνοντάς την πίσω από το αυτί πριν
πλησιάσω την προσωρινή πέτρα που έδειχνε πού ήταν θαμμένο ό,τι είχε
απομείνει από τον Σίλας.
«Προσπάθησα να την πείσω να μη φύγει. Δοκίμασα είκοσι διαφορετικές
φορές με όσο περισσότερες δικαιολογίες μπόρεσα να σκεφτώ… Δε νομίζω
ότι θα πετύχει».
Ο άνεμος φύσηξε ανάμεσα στα φύλλα.
«Εντάξει, όχι, δε δοκίμασα να ικετεύσω, αλλά δε θα μου ταίριαζε.
Υποτίθεται ότι είμαι η κυρία του Βάρινγκερ Χολ τώρα. Συνεχώς μου λέει
πράγματα που μου υπενθυμίζουν τη θέση μου. Αλλά το θέμα είναι…»
Συγκράτησα τα δάκρυα. «Το μόνο που ήθελα ήταν να είμαι η κυρία του
δικού σου σπιτιού. Και τώρα εσύ χάθηκες και το σπίτι είναι ετοιμόρροπο…
και έχω τόσο πολλά, αλλά νιώθω σαν να μην έχω τίποτα».
Τα κλαδιά κουνήθηκαν.
«Μα φυσικά και είμαι ευγνώμων. Ξέρω ότι το γεγονός ότι επέζησα από μια
κατάσταση στην οποία θα έπρεπε να είχα πεθάνει είναι ένα δώρο, αλλά δεν
μπορώ να καταλάβω για ποιον λόγο με γλίτωσαν οι θεοί. Σε τι θα μπορούσα
να τους φανώ χρήσιμη;»
Δεν ακούστηκε κανένας ήχος.
«Ο Τζέιμσον με κάλεσε στην αυλή. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι βρήκε τη
δύναμη να με συγχωρήσει. Φαντάζομαι ότι οφείλεται στον οίκτο». Κούνησα
το κεφάλι μου, κοιτάζοντας τον ορίζοντα. «Θα προσβάλω τον βασιλιά αν δεν
πάω και του έχω ήδη δώσει αρκετούς λόγους να με μισεί. Ο μόνος μου φόβος
είναι, νομίζω… Νομίζω ότι θα αναγκαστώ να σε αφήσω».
Άρχισα να κλαίω, σκουπίζοντας τα δάκρυα με το μανίκι του φορέματός
μου.
«Κάποτε ένιωθα ότι κάτι με τραβούσε κοντά σου. Δεν ήξερα τι ήταν, αλλά
από την πρώτη στιγμή που σε είδα ένιωσα σαν να υπήρχε μια κλωστή γύρω
από την καρδιά μου και με τραβούσε οπουδήποτε ήσουν εσύ». Κούνησα το
κεφάλι μου. «Δεν το νιώθω πια. Αλλά λαχταρώ να το νιώσω».
Ευχόμουν τόσο πολύ να μπορούσε να απαντήσει, να ψιθυρίσει στα
γρήγορα μερικά λόγια αλήθειας σαν εκείνα που έδειχνε να έχει πάντα
πρόχειρα.
Δεν μπορούσα να τον νιώσω.
«Ήθελα να ξέρεις ότι, παρόλο που δε σε αισθάνομαι, θα σε θυμάμαι. Και
αν κάποια μέρα βρω τη δύναμη να αγαπήσω ξανά, θα ξέρω ότι είναι αγάπη…
επειδή εσύ μου έμαθες τι είναι αυτό. Πριν από σένα, όλα όσα ήξερα γι’
αυτήν ήταν ένα ψέμα. Και αυτό το κατάλαβα μονάχα όταν μπήκες εσύ σε
εκείνο το δωμάτιο, κρατώντας ένα χρυσό σπαθί, σιωπηλός και περήφανος.
»Με κατέκτησες χωρίς να πεις λέξη. Δεν ξέρω αν σου το είπα ποτέ. Ήμουν
δική σου από την αρχή. Από τη στιγμή που συναντήθηκαν τα μάτια μας,
ζούσα για σένα. Και υποσχέθηκες να με αγαπάς χωρίς όρους, και το έκανες.
Σ’ ευχαριστώ τόσο πολύ, Σίλας. Σ’ ευχαριστώ».
Κοίταξα γύρω μου. Θα έπρεπε να κλειδώσω αυτή την εποχή σε μια γωνία
της καρδιάς μου και θα έπρεπε να συνεχίσει να χτυπάει.
«Σ’ αγαπώ. Σ’ ευχαριστώ». Φίλησα τ’ ακροδάχτυλά μου και άγγιξα την
πέτρα. Η Μαντζ σήκωσε το κεφάλι της καθώς ανέβηκα στη σέλα. Αυτή τη
φορά, όταν άρχισα να απομακρύνομαι, δεν κοίταξα πίσω μου.
36
Δυσκολευόμουν να βρω λόγους να ενθουσιαστώ για τα περισσότερα
πράγματα αυτή την εποχή, μεταξύ των οποίων και για πράγματα που
απολάμβανα. Δυσκολευόμουν να φάω, δυσκολευόμουν να ντυθώ.
Δυσκολευόμουν με όλα. Έτσι, ήταν αδύνατο να πιέσω τον εαυτό μου να
δείχνω κεφάτη που ο Ίταν Νόρθκοτ θα επισκεπτόταν το σπίτι μου, δεδομένου
ότι ο λόγος για τον οποίο ερχόταν ήταν για να πάρει μακριά ό,τι είχε
απομείνει από την οικογένειά μου.
Ωστόσο, είτε το ήθελα είτε όχι, ανέβαινε το δρομάκι με ένα άλογο δίπλα σε
μια επιβλητική άμαξα που ήταν έναν δυο τόνους πιο σκούρα από το μπλε που
συσχέτιζα συνήθως με την Ισόλτη. Στάθηκα στα μπροστινά σκαλιά,
περιμένοντας να τον υποδεχτώ όπως υπαγόρευαν οι καλοί τρόποι. Το
πρόσωπό του ήταν το ίδιο βλοσυρό όσο και όταν τον πρωτογνώρισα, πράγμα
που με έκανε να αναρωτιέμαι πώς ήξερε ποτέ κανείς την πραγματική του
διάθεση. Κατέβηκε από το άλογό του και με πλησίασε. Έτεινα το δεξί μου
χέρι για να τον χαιρετήσω.
«Σερ Νόρθκοτ. Καλωσήρθατε στο Βάρινγκερ Χολ».
Άπλωσε το χέρι του για να πάρει το δικό μου σε έναν χαιρετισμό, αλλά
πάγωσε.
«Τι συμβαίνει;»
Τα μάτια του ήταν καρφωμένα στο χέρι μου.
«Φοράς το δαχτυλίδι. Δε σου ανήκει».
Του έδειξα το αριστερό μου χέρι.
«Σύμφωνα με αυτό το δαχτυλίδι, μου ανήκει. Παρακαλώ, περάστε. Η θεία
και η ξαδέλφη σας σας περιμένουν».
Μπήκα στο σπίτι, με τον θόρυβο που έκαναν οι μπότες του να αντηχεί πίσω
μου. Αυτό το σπίτι χρειαζόταν ανθρώπους μέσα για να απορροφούν τoυς
ήχους. Μίλησα χαμηλόφωνα και, παρόλο που μισούσα το γεγονός ότι έπρεπε
να του πω το οτιδήποτε, ήξερα ότι έπρεπε.
«Νιώθω ότι πρέπει να σε προειδοποιήσω. Η Λαίδη Ιστόφ είναι αρκετά
καλά, αν λάβει κανείς υπόψη τα όσα έχουν γίνει. Έχει ρίξει όλη της την
προσοχή στον σχεδιασμό και στη φροντίδα των άλλων. Δεν ξέρω αν η θλίψη
της έρθει στην επιφάνεια σύντομα, αλλά να είσαι προετοιμασμένος».
«Θα είμαι».
«Και η Σκάρλετ… δεν είναι καθόλου ο εαυτός της. Δεν ξέρω αν σου το
είπαν, αλλά βρισκόταν εκεί. Είδε τα πάντα και την πέταξαν έξω. Δεν είμαστε
σίγουροι γιατί».
Η μάσκα του γλίστρησε λίγο και φάνηκε να πονάει πραγματικά για εκείνη.
«Σου έχει μιλήσει γι’ αυτό;»
«Όχι. Δεν έχει πει τίποτα. Ελπίζω να επιστρέψει κοντά μας, επειδή την
αγαπώ πολύ. Αλλά ίσως πρέπει να προετοιμαστείς για την περίπτωση που
παραμείνει έτσι. Δεν ξέρω τι να κάνω για εκείνη και νομίζω ότι ούτε η Λαίδη
Ιστόφ ξέρει. Νομίζω ότι το καλύτερο που μπορούμε να ελπίζουμε είναι πως ο
χρόνος θα σβήσει τον πόνο της».
Ένευσε.
«Και πώς…» Σταμάτησε γρήγορα και καθάρισε τον λαιμό του. «Πώς είσαι
εσύ;»
Είμαι σίγουρη ότι απέτυχα να κρύψω το σοκ μου που νοιαζόταν. Ή, αν όχι
που νοιαζόταν, που ρωτούσε.
«Το μόνο άτομο με το οποίο ένιωθα άνετα να μοιραστώ την αληθινή μου
καρδιά χάθηκε. Όλη μου η οικογένεια και τα περισσότερα μέλη της δικής του
χάθηκαν μαζί του… Είναι πάρα πολλά αυτά που πρέπει να νιώσω
ταυτόχρονα, γι’ αυτό τα παίρνω κομμάτι κομμάτι. Και νομίζω ότι αυτό είναι
το μόνο που μπορώ να σου πω».
Δεν εμπιστεύτηκα στον Ίταν το γεγονός ότι κάλυπτα το πρόσωπό μου με το
μαξιλάρι μου τη νύχτα για να μη με ακούσει κανένας να κλαίω. Δεν
μπορούσα να του πω πόση ενοχή κουβαλούσα που εγώ ζούσα ενώ τόσο
πολλοί άλλοι όχι. Παρόλο που δε θεωρούσα τους Ισόλτιους πια εχθρούς μου
–εντάξει, ίσως μόνο τον βασιλιά τους–, επίσης δε θεωρούσα τον Ίταν ούτε
κατά διάνοια φίλο.
«Λυπάμαι», είπε.
Και ήθελα τόσο πολύ να τον πιστέψω.
«Εδώ είναι», απάντησα, οδηγώντας τον στο σαλόνι όπου περίμεναν η
Λαίδη Ιστόφ και η Σκάρλετ.
Το πρόσωπο της Λαίδης Ιστόφ ζωντάνεψε και σηκώθηκε για να χαιρετήσει
τον ανιψιό της.
«Ω, Ίταν. Αγαπημένο μου αγόρι. Σ’ ευχαριστώ πολύ που ήρθες. Θα νιώθω
πολύ καλύτερα στη διαδρομή τώρα».
Η Σκάρλετ σήκωσε το βλέμμα και τον κοίταξε, αλλά μετά άφησε τα μάτια
της να πέσουν.
Ο Ίταν γύρισε για να συναντήσει το βλέμμα μου και σήκωσα τους ώμους
μου σαν να του έλεγα: Κατάλαβες τι εννοούσα;
«Είμαι πάντα πρόθυμος να σε υπηρετώ, θεία Γουίτλεϊ. Μπορούμε να
φύγουμε αμέσως όταν θα είστε έτοιμες», πρότεινε.
«Ας μη χάνουμε χρόνο», απάντησε εκείνη. «Όσο πιο σύντομα γυρίσουμε
στην Ισόλτη, τόσο το καλύτερο».
Και η διαλυμένη μου καρδιά βρήκε καινούργιους τρόπους να σπάσει.

Ο Ίταν βοήθησε τη Σκάρλετ να κατέβει τα μπροστινά σκαλιά. Η σιωπή της


έδειχνε να φοβίζει τον Ίταν, που έστρεφε συνεχώς το βλέμμα μου σ’ εμένα
για να τον καθησυχάσω. Δεν ήξερα τι άλλο να πω· προς το παρόν, η Σκάρλετ
ήταν αυτό που ήταν.
Οι τρεις μας ήμασταν ένα παράδειγμα για το πώς αλλάζει η θλίψη τους
ανθρώπους. Η Λαίδη Ιστόφ προχωρούσε μπροστά με εντυπωσιακό πείσμα, η
Σκάρλετ είχε κλειστεί στον εαυτό της και εγώ… έπαιρνα την κάθε μέρα όπως
ερχόταν, καθώς φοβόμουν να κάνω σχέδια που με πήγαιναν πιο μακριά από
αυτό.
Περίμενα έξω από την πόρτα της άμαξας και με αγκάλιασε για τελευταία
φορά.
«Αντίο, Χόλις», είπε με δυσκολία. «Θα μου λείψεις».
«Κι εμένα θα μου λείψεις. Όταν έχεις διάθεση, γράψε μου».
«Να στέλνω τα γράμματα εδώ ή στο κάστρο;»
Κούνησα το κεφάλι μου.
«Δεν έχω ιδέα».
Αναστέναξε.
«Ενημέρωσέ με όταν αποφασίσεις».
Ο Ίταν τής πρόσφερε το χέρι του και εκείνη το πήρε καθώς ανέβαινε στην
άμαξα που θα την έπαιρνε μακριά μου.
«Δε φαίνεσαι πεπεισμένη», παρατήρησε χαμηλόφωνα ο Ίταν.
«Δεν είμαι. Μακάρι να έμεναν».
«Είναι καλύτερα για εκείνες να είναι με την οικογένειά τους».
«Εγώ είμαι η οικογένειά τους. Είμαι μια Ιστόφ».
Χαμογέλασε.
«Χρειάζεται κάτι περισσότερο από αυτό».
Ήθελα να τον αντικρούσω, αλλά η Λαίδη Ιστόφ κατέβηκε τα μπροστινά
σκαλιά, φορώντας στα χέρια της τα γάντια της μητέρας μου. Δε θα
κατέστρεφα τις τελευταίες μας στιγμές με έναν καβγά. Ο Ίταν
απομακρύνθηκε, ανεβαίνοντας στο άλογό του, προτιμώντας προφανώς να
είναι φρουρός παρά να στριμωχτεί μέσα στην άμαξα.
«Έλεγξα τα δωμάτιά μας», είπε, «αλλά ούτως ή άλλως δεν είχαμε φέρει
πολλά. Νομίζω ότι πήραμε τα πάντα».
Δεν μπόρεσα να μη χαμογελάσω με τη σχολαστικότητά της.
«Υπάρχει κάτι», είπα, γυρνώντας να την κοιτάξω. Μπορεί να διαφωνούσα
με όσα ήταν σαν άτομο, αλλά ο Ίταν είχε δίκιο για το πώς με έβλεπε ο
Τζέιμσον. Ίσως να είχε δίκιο και γι’ αυτό.
Άρχισα να βγάζω το δαχτυλίδι από το δάχτυλό μου.
«Ω, Χόλις, όχι! Όχι, επιμένω».
«Ανήκει στην οικογένειά σου. Πρέπει να το πάρει η Σκάρλετ», την
παρότρυνα.
«Όχι, ευχαριστώ», μουρμούρισε μέσα από την άμαξα.
Η Λαίδη Ιστόφ χαμήλωσε τη φωνή της. Δε νομίζω ότι θέλει να έχει κάποια
σχέση με την κληρονομιά μας πια. Την αδικείς;» Κούνησα το κεφάλι μου.
«Είπες ότι ήσουν μια Ιστόφ», μου θύμισε. «Αυτό είναι το δαχτυλίδι σου».
«Δεν ξέρω».
«Τότε, φόρεσέ το για λίγο και, αν συνεχίσεις να πιστεύεις ότι πρέπει να το
κρατήσω εγώ, μπορείς να έρθεις να μου το δώσεις στην Ισόλτη. Σύμφωνοι;»
Χαμογέλασα στη σκέψη ότι θα την ξανάβλεπα.
«Σύμφωνοι».
«Πότε φεύγεις για το κάστρο;» ρώτησε.
«Σε μερικές ώρες. Ελπίζω να φτάσω νωρίς το απόγευμα, όταν θα είναι όλοι
στο δείπνο. Όσο λιγότερη προσοχή τραβήξω επάνω μου, τόσο το καλύτερο».
Δεν ήθελα ούτε να φανταστώ την υποδοχή που θα μου επιφύλασσαν στο
Κερέσκεν.
«Θέλω να ξέρεις… αν, για κάποιον λόγο, ο βασιλιάς σε δει και τα
συναισθήματά σου αναθερμανθούν, δεν είναι ντροπή. Σκέφτηκα, ως μητέρα
του Σίλας, ότι θα το πίστευες αν αυτά τα λόγια έρχονταν από μένα».
Αναστέναξα.
«Εκτιμώ τη σκέψη, αλλά ξέρω εδώ και πολύ καιρό ότι δε θέλω να βρεθώ
κοντά σε στέμμα ποτέ ξανά. Και… ο Τζέιμσον… δεν ξέρω αν με αγάπησε
ποτέ πραγματικά. Ή αν τον αγάπησα εγώ πραγματικά. Ο στόχος μου είναι να
βοηθήσω την Ντέλια Γκρέις να γίνει η κατάλληλη για τον θρόνο και μετά…
ειλικρινά, δεν έχω κάνει πολλά σχέδια έπειτα από αυτό».
«Θα προσαρμοστείς».
«Πώς θα το ξέρω;» ψιθύρισα. «Αν σου συμβεί κάτι, πώς θα το ξέρω;»
«Έχω ήδη πει στους Νόρθκοτ να σε ειδοποιήσουν. Αλλά δε χρειάζεται να
ανησυχείς. Είμαι μεγάλη γυναίκα. Μπορεί ο Βασιλιάς Κουίντεν να
απειλούνταν από τους γιους μου, αλλά είναι μάλλον απίθανο να ενδιαφέρεται
για μένα με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Και ο Ίταν θα φροντίσει για την
ασφάλειά μας στον δρόμο».
Τον κοίταξα με δυσπιστία.
«Για να το λες».
Σταθήκαμε εκεί για μια στιγμή. Δεν είχε απομείνει τίποτα πέρα από τα
αντίο, αλλά δεν ήμουν έτοιμη γι’ αυτά.
Έσκυψε και φίλησε και τα δυο μου μάγουλα.
«Σ’ αγαπώ, Χόλις. Μου λείπεις ήδη».
Ένευσα, κάνοντας ένα βήμα πίσω.
«Κι εγώ σ’ αγαπώ».
Δεν ήθελα καθόλου να κλάψω μπροστά τους. Δεν άντεχα να γίνω η αιτία
περισσότερου πόνου.
«Θα σου γράψω αμέσως όταν μπορέσω», υποσχέθηκε.
Ένευσα ξανά, γνωρίζοντας ότι δεν μπορούσα να εμπιστευτώ τη φωνή μου
πια. Πέρασε το δάχτυλό της πάνω από το μάγουλό μου για μια τελευταία
φορά και ανέβηκε στην άμαξα.
Ο Ίταν, ιδιαίτερα εντυπωσιακός πάνω στο άλογό του, με πλησίασε.
«Θα τις κρατήσω ασφαλείς, ξέρεις. Όποια άποψη κι αν έχεις για μένα ή για
τον βασιλιά μου ή για την Ισόλτη, να ξέρεις ότι θα έδινα τη ζωή μου για την
οικογένειά μου».
Ένευσα.
«Το ίδιο κι εγώ. Αλλά η οικογένειά μου ήταν τελικά εκείνη που έδωσε τη
ζωή της για μένα». Πήρα μια βαθιά ανάσα. «Λυπάμαι. Είναι ακόμα
επίπονο».
«Θα είναι. Για πολύ καιρό. Αλλά θα γίνει πιο εύκολο».
Θα πρέπει να έδειχνα πολύ αξιολύπητη για να μου δείχνει κάποιος σαν τον
Ίταν ένα επίπεδο οίκτου.
«Σ’ ευχαριστώ. Και όντως πιστεύω ότι θα τις προσέχεις. Φοβάμαι όποιον
μπει στον δρόμο σου», είπα.
Μου ένευσε κοφτά. Και μετά ξεκίνησαν, φεύγοντας σιγά σιγά από τον
κόσμο μου. Προς στιγμήν αναρωτήθηκα τι είδους ζωή θα είχα αν εκείνες δεν
ήταν μαζί μου.
Απέμεινα να τους κοιτάζω μέχρι που έφτασαν στο τέλος του μονοπατιού
και, όταν γύρισαν, έμεινα έξω έως ότου η άμαξα εξαφανίστηκε πίσω από την
κορυφή του χαμηλού λόφου. Και μετά στάθηκα για λίγο ακόμα εκεί επειδή
δεν μπορούσα να μπω σ’ εκείνο το τεράστιο σπίτι μόνη μου.
Θα πρέπει να είχε περάσει αρκετή ώρα, γιατί όταν ο υπηρέτης ήρθε δίπλα
μου, διαπίστωσα ότι τα μάγουλά μου έκαιγαν λίγο από τον ήλιο.
«Αρχόντισσα Μπράιτ;»
«Ιστόφ λέγομαι», τον διόρθωσα.
«Ναι, λυπάμαι πολύ, αρχόντισσα. Οι παλιές συνήθειες, βλέπετε. Πρέπει να
ξέρουμε ποια μπαούλα θα φορτώσουμε». Πήρα μια βαθιά ανάσα και μπήκα
μέσα. Αλλά δεν μπόρεσα να προχωρήσω πέρα από τον προθάλαμο.
Ήταν σαν να υπήρχε ένας τοίχος ανάμεσα σ’ εμένα και την υπόλοιπη
έπαυλη, τόσο δύσκολο μου ήταν να περάσω μέσα. Η αναπνοή μου ήταν λίγο
ρηχή και ήξερα ότι, αν δεν άρχιζα να αναπνέω κανονικά, ίσως να
λιποθυμούσα. Στηρίχτηκα στο μεγάλο στρογγυλό τραπέζι και πήρα μια βαθιά
ανάσα.
«Εγώ… Υπάρχουν δυο μπαούλα δίπλα στο κρεβάτι μου. Οτιδήποτε έχω
ξεχάσει είμαι σίγουρη ότι θα το προμηθευτώ στο κάστρο», του είπα, και αυτό
ήταν αρκετό για να κερδίσω λίγο χρόνο.
Έκανε μια υπόκλιση και πήγε επάνω για να φέρει τις αποσκευές μου.
Κάθισα στον πάγκο κοντά στο παράθυρο, σκοπεύοντας να μείνω εκεί και να
παρακολουθώ τον κόσμο έξω από το Βάρινγκερ Χολ μέχρι να έρθει η ώρα να
φύγω. Μια παράξενη αίσθηση άρχισε να γαργαλάει το στήθος μου και την
έξυσα, προσπαθώντας να την κάνω να με αφήσει ήσυχη. Μετά με έλουσε ένα
ποτάμι συναισθημάτων. Φοβόμουν να προχωρήσω μπροστά αλλά ήξερα ότι
δεν μπορούσα να μείνω ακίνητη. Ήμουν αβέβαιη για τους ανθρώπους που θα
είχα κοντά μου αλλά ήξερα ότι δεν μπορούσα να μείνω μόνη. Δεν
προλάβαινα να φτάσω στο τέλος μιας σκέψης και ερχόταν διαρκώς μια
καινούργια να σκεπάσει την προηγούμενη, στέλνοντάς με σε ένα άλλο
μονοπάτι ερωτήσεων που δεν ήμουν έτοιμη να θέσω στον εαυτό μου.
Η θέση του ήλιου στον ουρανό άλλαζε καθώς περνούσε η ώρα και ένιωσα
το παράξενο γαργαλητό στο στήθος μου ξανά. Αλλά όχι. Δεν ήταν μια
φαγούρα ή ένα συνηθισμένο γαργαλητό ή κάτι παρόμοιο. Ήταν σαν… σαν
μια χορδή που τραβούσε την καρδιά μου.
Η αναπνοή μου επιταχύνθηκε καθώς επικεντρωνόμουν στην αίσθηση,
θέλοντας να σιγουρευτώ. Ναι. Ναι, ήταν το ίδιο. Και, ό,τι κι αν είχα να
αντιμετωπίσω, έπρεπε να την ακολουθήσω.
Κοίταξα τον ήλιο καθώς άρχισε να ακουμπάει στις κορυφές των μακρινών
δέντρων. Δεν είχα πολύ χρόνο.
Ανέβηκα τρέχοντας στο δωμάτιό μου, αρπάζοντας δερμάτινες τσάντες από
την ντουλάπα μου· η Μαντζ δε θα μπορούσε να κουβαλήσει μπαούλα.
Δίπλωσα τρία από τα πιο απλά φορέματά μου και τα στρίμωξα μέσα σε μια
τσάντα με μια βούρτσα και λίγο άρωμα. Σε μια άλλη, πήγα στο μπαούλο που
μου είχε στείλει ο Τζέιμσον και άρχισα να σπρώχνω μέσα νομίσματα.
«Έστερ!» φώναξα. «Έστερ, χρειάζομαι χαρτί!»
Έβγαλα τα παπούτσια μου και φόρεσα μπότες ιππασίας, βάζοντας τα μικρά
παπούτσια στην άλλη μου τσάντα. Δεν ήταν πολλά, αλλά θα έπρεπε να
αρκεστώ σε αυτά.
Η Έστερ μπήκε κουτσαίνοντας μέσα, με τα χέρια της να κρατάνε χαρτί και
μολύβι.
«Ευχαριστώ». Τα άρπαξα. «Άκου, Έστερ. Ξέρω ότι όλοι σχεδιάζουν ήδη
να φροντίσουν το σπίτι, αλλά δεν είμαι σίγουρη για πόσο θα λείψω. Θα σου
γράψω αμέσως όταν μπορέσω».
«Μάλιστα, κυρία».
«Και αυτό το κουτί», είπα, σπρώχνοντάς το προς το μέρος της. «Κρύψ’ το.
Το χρειάζομαι ασφαλές».
«Μάλιστα, κυρία».
Έγραψα βιαστικά.
Βασιλιά Τζέιμσον,
Όταν θα το διαβάζετε αυτό, θα είμαι στην Ισόλτη. Ελπίζω να με συγχωρήσετε
που για άλλη μια φορά δε θα είμαι δίπλα σας ενώ είχα πει το αντίθετο.
Ελπίζω από τα βάθη της καρδιάς μου να μπορέσω να έρθω και να ευχηθώ
για τον γάμο σας με όποια γυναίκα διαλέξετε μια μέρα. Αλλά δεν μπορώ να
έρθω στο κάστρο ακόμα. Όπως πολλά πράγματα στη ζωή μου, είναι πιο
δύσκολο απ’ ό,τι περίμενα.
Σας εύχομαι να είστε ο πιο ευτυχισμένος από όλους τους βασιλείς της
ηπείρου και ελπίζω ότι ο δρόμος μου θα με φέρει ξανά σ’ εσάς κάποια μέρα.
Μέχρι τότε, παραμένω η πιο ταπεινή σας υπηρέτρια.
Χόλις
Το δίπλωσα βιαστικά και το τοποθέτησα στο χέρι της Έστερ.
«Στο κάστρο. Όσο πιο γρήγορα μπορείς, σε παρακαλώ».
«Μάλιστα, κυρία. Και, σας παρακαλώ», πρόσθεσε καλοσυνάτα, «σας
παρακαλώ, να προσέχετε».
Ένευσα, αρπάζοντας τον μανδύα μου και πηγαίνοντας προς τους στάβλους.
Έλεγξα τη μία καμπίνα μετά την άλλη μέχρι που βρήκα τη Μαντζ.
«Εδώ είσαι, κορίτσι μου!»
Έδεσα μια σέλα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, συνειδητοποιώντας πόσο
γρήγορα χανόταν το φως. Όταν τελείωσα, στερέωσα τις τσάντες στη ράχη
της και ανέβηκα επάνω της.
Ήταν δική μου πέρα για πέρα, νιώθοντας τη βιασύνη μου και τρέχοντας
όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Είχα μια ιδέα της γενικής κατεύθυνσης που
ακολουθούσα, αλλά δεν ήξερα τους δρόμους που οδηγούσαν στην Ισόλτη.
Έστειλα ένα φιλί όταν πέρασα από τον τάφο του Σίλας και προσευχήθηκα
ότι, αν έμενα σε αυτή την πορεία, θα μπορούσα να τους βρω.
Οι δρόμοι ήταν άδειοι σήμερα και επίπονα στεγνοί. Μπορούσα να νιώσω
τη σκόνη να καλύπτει το δέρμα μου καθώς διέσχιζα την ύπαιθρο,
κυνηγώντας μια άμαξα.
«Έλα, κορίτσι μου!» την ενθάρρυνα, παροτρύνοντας τη Μαντζ να
κυνηγήσει τον ήλιο προς τη δύση.
Είχα αρχίσει να σκέφτομαι ότι αυτή τη φορά είχα μπλέξει για τα καλά. Δεν
ήξερα τον δρόμο, έπεφτε η νύχτα και ήμουν ολομόναχη. Με μάτια
μισόκλειστα, έψαχνα τον ορίζοντα σε κάθε στροφή, ελπίζοντας ότι θα
έβρισκα… μια μπλε άμαξα και έναν ψηλό, λεπτό αναβάτη δίπλα της!
«Περιμένετε!» φώναξα, καθώς ίππευα μανιασμένα προς την άμαξα στο
βάθος. «Περιμένετε, θα έρθω κι εγώ!»
Δε με άκουσαν κι έτσι συνέχισα να φωνάζω. Ο Ίταν ήταν τελικά εκείνος
που με πρόσεξε πρώτος, κάνοντας νόημα στον οδηγό να σταματήσει. Η
Σκάρλετ έβγαλε το κουρασμένο της κεφάλι έξω από το παράθυρο για να δει
τι ήταν αυτό που προκαλούσε όλη αυτή τη φασαρία και έπειτα από λίγο το
ίδιο έκανε και η μητέρα της.
«Τι στο καλό κάνεις εδώ;» απαίτησε να μάθει η Λαίδη Ιστόφ. «Φαίνεσαι
ταραγμένη. Είσαι εντάξει;»
«Όχι, δεν είμαι». Κατέβηκα από το άλογο εξουθενωμένη και τους
πλησίασα, με τους μυς μου να ουρλιάζουν από τον πόνο. «Δεν είμαι εντάξει
με τίποτα από όλα αυτά. Δεν μπορώ να γυρίσω σ’ εκείνη τη ζωή και δεν
μπορώ να σας αφήσω να φύγετε χωρίς εμένα».
Η Λαίδη Ιστόφ έγειρε το κεφάλι της στο πλάι.
«Τα έχουμε πει αυτά».
«Όχι. Εσύ τα έχεις πει αυτά, αλλά δε θα επιτρέψω να κάνουν άλλοι
επιλογές για τη δική μου ζωή. Τώρα είμαι η κυρία του Βάρινγκερ Χολ και
είμαι η κόρη σου… Πρέπει να με αφήσεις να πω αυτά που θέλω».
Άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε κάτω για να σταθεί δίπλα μου.
«Πολύ καλά».
Πήρα βαθιές ανάσες αέρα, βρόμικη και εξουθενωμένη, χωρίς να ξέρω πώς
ακριβώς θα έλεγα αυτά που ήθελα.
«Είμαι μια Ιστόφ. Και φοράω ακόμα το δαχτυλίδι του και το δικό σας.
Είστε η οικογένειά μου», είπα απλώς. «Κι έτσι, αρνούμαι να σας αφήσω. Αν
οδεύετε προς τον κίνδυνο, τότε… τότε δεν μπορώ να σας αφήσω να πάτε
χωρίς εμένα».
«Αυτά είναι ανοησίες», διαμαρτυρήθηκε ο Ίταν.
«Ω, δεν μπορείς να με αγνοείς όπως έκανες;»
«Δεν μπορείς να μας μισείς όπως έκανες;» ανταπάντησε.
«Δε σας μισώ», είπα, κοιτάζοντας τη Λαίδη Ιστόφ στα μάτια. «Εντάξει,
ίσως εσένα», είπα στον Ίταν. «Αλλά όχι και τόσο».
«Ω. Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ γι’ αυτό».
«Ίταν», είπε αυστηρά η Λαίδη Ιστόφ, γυρίζοντας τα μάτια της προς τα
πάνω. Αυτό ήταν αρκετό για να τον κάνει να σωπάσει. Μετά η Λαίδη Ιστόφ
έστρεψε την προσοχή της σ’ εμένα. «Θέλεις στ’ αλήθεια ν’ αφήσεις τους
δικούς σου; Το σπίτι σου;» ρώτησε χαμηλόφωνα. «Το έχουμε κάνει κι εμείς
και σε διαβεβαιώνω ότι είναι πολύ πιο δύσκολο από όσο νομίζεις».
«Θέλω να σε τιμήσω. Να τιμήσω τον Σίλας. Να ζήσω μια ζωή, μεγάλη ή
μικρή, που θα έχει κάτι περισσότερο από τις μικρότητες της αυλής ή την
απομόνωση του σπιτιού μου». Έσφιγγα τα χέρια μου νευρικά, ικετευτικά,
προσπαθώντας να μην κλάψω. «Δε θέλω να κάνω κακό στον Βασιλιά
Κουίντεν, αν μπορείς να το πιστέψεις αυτό. Έχει χυθεί πάρα πολύ αίμα και δε
θέλω να προκαλέσω άλλη αιματοχυσία. Αλλά θέλω απαντήσεις. Θέλω να
βρω έναν τρόπο να το κάνω αδιαμφισβήτητο. Θέλω εκείνος ο άντρας να με
κοιτάξει στα μάτια και να παραδεχτεί ότι σκότωσε τον σύζυγό μου, να μου
πει γιατί».
«Χόλις…» ξεκίνησε απαλά, με τη σιγουριά της να δείχνει πως έχει
κλονιστεί.
«Δεν μπορώ να γυρίσω πίσω», είπα. «Και αν δε με αφήσεις να μπω στην
άμαξά σας, τότε θα αναγκαστώ να σας ακολουθήσω με αυτό το μάλλον
εντυπωσιακό άλογο. Φοβάμαι ότι θα διαπιστώσεις ότι είμαι πολύ επίμονη».
Κοίταξε τη Σκάρλετ, η οποία, για πρώτη φορά εδώ και εβδομάδες,
χαμογελούσε.
«Απ’ ό,τι φαίνεται, είσαι αποφασισμένη».
«Είμαι».
«Μπες στην άμαξα τότε. Κύριε, θα μπορούσατε να δέσετε αυτό το άλογο
στο πίσω μέρος; Είμαι σίγουρη ότι η Λαίδη Χόλις θα το θέλει μαζί μας».
«Δεν μπορείς να την αφήσεις να μπει στην άμαξα!» επέμεινε ο Ίταν. «Δεν
μπορεί να έρθει μαζί μας».
«Δε δέχομαι εντολές από εσάς, κύριε. Ακολουθώ την οικογένειά μου. Και,
όπως ξέρουμε, τίποτα δεν είναι πιο έντιμο από το δίνεις τη ζωή σου στην
οικογένειά σου». Τον κοίταξα αποφασιστικά και εκείνος αναστέναξε,
ωθώντας το άλογό του προς το μπροστινό μέρος της άμαξας, ενώ η Μαντζ
δέθηκε πίσω. Κατέβασα τις τσάντες από τη ράχη της για να τις πάρω μέσα
μαζί μου και ηρέμησα μόνο όταν αρχίσαμε να κινούμαστε.
«Δεν είναι πολλά αυτά», επισήμανε η Σκάρλετ.
«Μόνο τα μισά είναι ρούχα», την πληροφόρησα, βγάζοντας από μέσα μια
χούφτα χρυσά νομίσματα.
«Είναι τα χρήματά σου από τον βασιλιά;» ρώτησε χαμηλόφωνα η Λαίδη
Ιστόφ, λες και θα μπορούσε να την ακούσει κανείς με τόσο θόρυβο που
έκαναν οι ρόδες.
«Όχι όλα. Αλλά σκέφτηκα ότι ίσως χρειαστούμε μερικά. Για βασικές
ανάγκες. Ή δωροδοκίες. Ή για να ανακαινίσω το Βάρινγκερ Χολ, αν
αναγκαστώ να επιστρέψω».
Γέλασε.
«Στον Σίλας πάντα άρεσε αυτό. Η αποφασιστικότητά σου. Πρέπει να σου
υπενθυμίσω όμως ότι δε θα είναι εύκολο. Δεν είμαι καθόλου σίγουρη τι μας
περιμένει στην Ισόλτη».
Είδα τη βλοσυρή έκφραση στο πρόσωπο εκείνης και της Σκάρλετ και
κοίταξα την άκαμπτη φιγούρα του Ίταν έξω από το παράθυρο. Ήξερα ότι
όδευα προς το άγνωστο, πιθανότατα ακόμα και προς τον θάνατο. Αλλά
εκείνο το τράβηγμα στην καρδιά μου είχε ηρεμήσει, κι έτσι ήξερα ότι ήταν
καλύτερα να κατευθυνθώ προς το άγνωστο παρά να γυρίσω πίσω σε όλα όσα
ήξερα ήδη.
«Μην ανησυχείς, μητέρα», τη διαβεβαίωσα. «Δε φοβάμαι».
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Γεια σας, πανέμορφοι. Σας ευχαριστώ που διαβάσατε το βιβλίο μου. Σας
συμπαθώ.
Μια ενδιαφέρουσα πληροφορία: Δεν είναι δικό μου δημιούργημα όλο αυτό.
Επομένως, αν σας άρεσε (και, για να είμαι ειλικρινής, ακόμα κι αν δε σας
άρεσε), αφιερώστε, σας παρακαλώ, λίγη ώρα για να ευχαριστήσουμε μαζί
τους ανθρώπους που αφιέρωσαν τον χρόνο και την ενέργειά τους σε αυτό το
εγχείρημα:
Την υπέροχη ατζέντισσά μου, Ελάνα Πάρκερ, που με στήριζε πάντα.
Πράγμα εντυπωσιακό, αν σκεφτεί κανείς πόση στήριξη χρειάζομαι. Επίσης,
όλη την ομάδα του πρακτορείου Laura Dail Lit, συμπεριλαμβανομένης της
αξιαγάπητης Σαμάνθα Φάμπιεν, η οποία είναι η διεθνής μου ατζέντισσα και
με βοηθάει να μοιράζομαι τις ιστορίες μου με όλο τον κόσμο.
Την υπερταλαντούχα επιμελήτριά μου, Έρικα Σάσμαν, που γυαλίζει τις
λέξεις μου μέχρι που αστράφτουν, και την Ελίζαμπεθ Λιντς, που δούλεψε
δίπλα της για να κάνει αυτό το βιβλίο τόσο όμορφο.
Και τώρα που λέω για το πόσο όμορφο είναι, ευχαριστώ τον Γκας Μαρξ,
που τράβηξε τη φωτογραφία του εξωφύλλου, καθώς και τις Άλισον Ντόναλτι
και Έριν Φιτζσίμονς, που το σχεδίασαν.
Την ομάδα στις Εκδόσεις HarperTeen: Όμπρι Τσέρτσγουορντ, Σάνον Κοξ,
Τάιλερ Μπρέιτφελερ και Σαμπρίνα Αμπάλ, καθώς και αμέτρητους άλλους
που τελειοποιούν και προωθούν τις ιδέες μου. Σοβαρά τώρα, αυτές οι
ευχαριστίες θα μπορούσαν να συνεχιστούν για μέρες.
Χρειάζονται στρατοί για να δημιουργηθούν βιβλία και είμαι ευγνώμων σε
όλους όσοι βοήθησαν.
Την Εκκλησία Νόρθσταρ, που μου πρόσφερε συνεχή στήριξη και
προσευχή. Συγκεκριμένα, τη μικρή μου ομάδα: την Έρικα, την Τζένι, τη
Ρέιτσελ και την Κάρεν, που ακούνε τα πάντα σε εβδομαδιαία βάση (χωρίς να
βαριούνται!) και με ενθαρρύνουν.
Τους γονείς μου, Μπέτι και Τζέρι, και τα πεθερικά μου, Τζένι και Τιμ.
Πιστεύουν πραγματικά ότι μπορώ να κάνω τα πάντα, και έτσι πρέπει να είναι
οι γονείς, το ξέρω, αλλά φαίνεται ότι εκείνοι το κάνουν πολύ, πολύ καλά.
Τον σύζυγό μου, Κάλαγουεϊ. Είναι ο καλύτερος. Με ζηλεύετε όλες σας και
δεν έχετε ιδέα.
Τον Γκάιντέν μου, που κληρονόμησε το ταλέντο μου στις αγκαλιές και που
μου τις προσφέρει συχνά. Πράγμα που είναι υπέροχο, επειδή τις χρειάζομαι.
Τη Ζούζου μου, που με στηρίζει όσο κανείς και δε με αφήνει να
αμφιβάλλω για τίποτα για περισσότερο από δεκαπέντε λεπτά.
Τέλος, και πάνω απ’ όλα, θέλω να ευχαριστήσω μέσα από τα βάθη της
καρδιάς μου τον Θεό. Μου πρόσφερε το γράψιμο σαν ένα σκοινί όταν
πνιγόμουν. Μέχρι σήμερα, η εκπληκτική γενναιοδωρία του Χριστού και
Σωτήρα μου συνεχίζει να με πλημμυρίζει. Η ευκαιρία να βγάζω το ψωμί μου
λέγοντας ιστορίες με εντυπωσιάζει… και αυτό είναι μόνο ένα μικρό ποσοστό
της καλοσύνης που έχω λάβει.
Και σας έχω ευχαριστήσει ήδη, αλλά σας ευχαριστώ και πάλι. Είστε
φοβεροί.
ΤΕΛΟΣ
Στις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ, όταν κλείνει ένα βιβλίο, ανοίγει ένας κύκλος
επικοινωνίας, γι’ αυτό σας προσκαλούμε να μοιραστείτε μαζί μας κριτικές
και σκέψεις σχετικές με το βιβλίο που μόλις διαβάσατε στην ιστοσελίδα
https://www.psichogios.gr/el/h-logodosmenh.html
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΚΙΡΑ ΚΑΣ
ΤΟ ΣΤΕΜΜΑ
Μετάφραση: Φωτεινή Μοσχή
Όταν η Ίντλιν έγινε η πρώτη πριγκίπισσα της δυναστείας των Ιλέα και έκανε
τη δική της Επιλογή, δεν πίστευε ποτέ ότι θα ερωτευόταν κάποιον από τους
τριάντα πέντε υποψηφίους. Πέρασε τις πρώτες εβδομάδες του διαγωνισμού
μετρώντας τις μέρες μέχρι να τους στείλει στα σπίτια τους. Αλλά τα γεγονότα
στο παλάτι την ανάγκασαν να συνειδητοποιήσει ότι δε θα βρει την ευτυχία
αν μείνει μόνη.
Η Ίντλιν δεν είναι ακόμα βέβαιη ότι η υπόθεση γάμος θα έχει το
παραμυθένιο τέλος που είχε η σχέση των γονιών της είκοσι χρόνια πριν.
Όμως, μερικές φορές η καρδιά έχει τον τρόπο της να σε εκπλήσσει… και
σύντομα η Ίντλιν πρέπει να κάνει μια επιλογή που φαίνεται πιο απίθανη και
πιο σημαντική απ’ ό,τι φανταζόταν ποτέ.
Το βιβλίο θα το βρείτε εδώ: https://www.psichogios.gr/el/to-stemma.html
ΚΙΡΑ ΚΑΣ
Η ΔΙΑΔΟΧΟΣ – ΒΙΒΛΙΟ 4
Μετάφραση: Φωτεινή Μοσχή
H πριγκίπισσα Ίντλιν μεγάλωσε ακούγοντας ατέλειωτες ιστορίες για το πώς
συναντήθηκαν οι γονείς της. Πριν από είκοσι χρόνια η Αμέρικα Σίνγκερ
μπήκε στην Επιλογή και κέρδισε την καρδιά του πρίγκιπα Μέιξον, και
έζησαν εφεξής ευτυχισμένοι. Η Ίντλιν το βρίσκει όλο αυτό ρομαντικό, αλλά
δεν έχει καμία διάθεση να το επαναλάβει. Αν ήταν στο χέρι της, θα ανέβαλλε
τον γάμο επ’ αόριστον.
Ωστόσο, η ζωή μιας πριγκίπισσας δεν της ανήκει εξ ολοκλήρου, και η
Ίντλιν δεν μπορεί να ξεφύγει από τη δική της Επιλογή όσο έντονα κι αν
διαμαρτύρεται. Δεν πιστεύει σε καμία ευτυχισμένη κατάληξη, όμως, καθώς
αρχίζει ο διαγωνισμός, αυτό αλλάζει. Ένας υποψήφιος κερδίζει την καρδιά
της και θα κάνει τα πάντα για να της αποδείξει ότι κάτι που αρχίζει
δυσάρεστα μπορεί να τελειώσει με τον πιο υπέροχο τρόπο.
Το βιβλίο θα το βρείτε εδώ: https://www.psichogios.gr/el/h-diadoxos.html
Η ΚΙΡΑ ΚΑΣ είναι απόφοιτη του Πανεπιστημίου Ράντφορντ. Σήμερα ζει
στην Καλιφόρνια με τον άντρα της και τα δύο παιδιά τους. Το πρώτο της
μυθιστόρημα, THE SIREN, το εξέδωσε μόνη της το 2009. Η επιτυχημένη
της σειρά Η ΕΠΙΛΟΓΗ κυκλοφορεί σε 32 γλώσσες, έχει πουλήσει
περισσότερα από 11 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως, βρίσκεται
συνέχεια στις λίστες ευπώλητων βιβλίων, ενώ η Warner Brothers αγόρασε
τα κινηματογραφικά της δικαιώματα. Η ΛΟΓΟΔΟΣΜΕΝΗ βρέθηκε στην
πρώτη θέση της λίστας ευπώλητων βιβλίων της New York Times, ενώ
κυκλοφορεί σε 20 γλώσσες. Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορούν
τα βιβλία: Η ΕΠΙΛΟΓΗ, ΟΙ ΕΠΙΛΕΚΤΕΣ, Η ΕΚΛΕΚΤΗ, Η ΔΙΑΔΟΧΟΣ
και ΤΟ ΣΤΕΜΜΑ.

Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να επισκεφτείτε την ιστοσελίδα


της συγγραφέως: www.kieracass.com

You might also like