Professional Documents
Culture Documents
Kiera Cass - Η ΛΟΓΟΔΟΣΜΕΝΗ
Kiera Cass - Η ΛΟΓΟΔΟΣΜΕΝΗ
Kiera Cass - Η ΛΟΓΟΔΟΣΜΕΝΗ
ISBN 978-618-01-3809-2
Από τα
ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΟΡΟΑ
ΒΙΒΛΙΟ 1
Κι έτσι, οι Κοροανοί τηρούν τον νόμο,
γιατί, αν παραβιάσουμε έναν, τους παραβιάζουμε όλους.
1
Ήταν εκείνη η εποχή του χρόνου που η αυγή είχε ακόμα παγετό επάνω της.
Αλλά ο χειμώνας έφευγε και τα λουλούδια είχαν αρχίσει να ανθίζουν. Η
υπόσχεση μιας νέας εποχής με γέμιζε με ανυπομονησία.
«Ονειρεύομαι την άνοιξη», είπα και αναστέναξα, κοιτάζοντας από το
παράθυρο τα πουλιά να σκίζουν τολμηρά τον μπλε ουρανό. Η Ντέλια Γκρέις
έδεσε το τελευταίο κορδόνι του φορέματός μου και με οδήγησε προς το
έπιπλο της τουαλέτας.
«Κι εγώ», απάντησε. «Τουρνουά. Υπαίθριες φωτιές. Η ημέρα της στέψης
πλησιάζει».
Ο τόνος της υπονοούσε ότι θα έπρεπε να ήμουν πιο ενθουσιασμένη από ένα
συνηθισμένο κορίτσι, αλλά εγώ είχα ακόμα τις επιφυλάξεις μου. «Υποθέτω».
Μπορούσα να νιώσω την αγανάκτησή της στην κίνηση των χεριών της.
«Χόλις, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι θα γίνεις η σύντροφος του
Μεγαλειότατου και η συνοδός του στους εορτασμούς! Δεν ξέρω πώς μπορείς
να είσαι τόσο ήρεμη».
«Ευχαριστώ τ’ αστέρια που έχουμε την προσοχή του βασιλιά φέτος», είπα,
κρατώντας τον τόνο μου ελαφρύ καθώς εκείνη έπλεκε προς τα πίσω τις
μπροστινές τούφες των μαλλιών μου, «αλλιώς θα ήταν βαρετά σαν τάφος
εδώ».
«Μιλάς λες και το φλερτ που σου κάνει είναι ένα παιχνίδι», σχολίασε, με
έκπληξη στη φωνή της.
«Μα είναι παιχνίδι», επέμεινα. «Σύντομα θα προχωρήσει παρακάτω, γι’
αυτό ας το απολαύσουμε τώρα που μπορούμε».
Είδα την Ντέλια Γκρέις στον καθρέφτη να δαγκώνει τα χείλη της, χωρίς να
σηκώνει το βλέμμα της από τη δουλειά της.
«Συμβαίνει κάτι;» ρώτησα.
Συνήλθε γρήγορα, σηκώνοντας τα χείλη της σε ένα χαμόγελο.
«Τίποτα απολύτως. Απλώς είμαι μπερδεμένη από την αδιάφορη στάση σου
απέναντι στον βασιλιά. Νομίζω ότι η προσοχή του κρύβει περισσότερα από
όσα βλέπεις».
Χαμήλωσα το βλέμμα, χτυπώντας τα δάχτυλά μου πάνω στο τραπέζι της
τουαλέτας. Μου άρεσε ο Τζέιμσον. Θα ήμουν τρελή διαφορετικά. Ήταν
όμορφος και πλούσιος και, για όνομα του Θεού, ήταν ο βασιλιάς. Επίσης
ήταν καλός χορευτής και πολύ ευχάριστος στην παρέα, αρκεί να ήταν
καλοδιάθετος. Αλλά δεν ήμουν ανόητη. Τον είχα δει να πηγαίνει από το ένα
κορίτσι στο άλλο τους τελευταίους μήνες. Υπήρξαν τουλάχιστον επτά,
μεταξύ των οποίων κι εγώ – και υπολόγιζα μόνο εκείνες που ήξεραν όλοι
στην αυλή. Θα το απολάμβανα όσο μπορούσα και μετά θα δεχόμουν τον
όποιο αδιάφορο σύζυγο επέλεγαν οι γονείς μου για μένα. Τουλάχιστον θα
είχα αυτές τις μέρες να θυμάμαι όταν θα γινόμουν μια βαριεστημένη γριά.
«Είναι ακόμα νέος», απάντησα τελικά. «Δεν τον βλέπω να νοικοκυρεύεται
με καμία μέχρι να περάσει μερικά ακόμα χρόνια στον θρόνο. Άλλωστε, είμαι
σίγουρη ότι όλοι θα περιμένουν ο γάμος του να έχει πολιτικά οφέλη. Εγώ δεν
μπορώ να προσφέρω πολλά σε αυτόν τον τομέα».
Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα και η Ντέλια Γκρέις πήγε να την
ανοίξει, με την απογοήτευση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. Μπορούσα να
δω ότι πίστευε στ’ αλήθεια ότι είχα μια πιθανότητα και ένιωσα αμέσως ένοχη
που ήμουν τόσο δύσκολη. Κατά τη διάρκεια της δεκαετούς φιλίας μας, πάντα
στηρίζαμε η μία την άλλη, αλλά τον τελευταίο καιρό ήταν διαφορετικά.
Καθώς ήμασταν κυρίες στην αυλή, οι οικογένειές μας είχαν καμαριέρες.
Αλλά οι πιο υψηλόβαθμες ευγενείς και γαλαζοαίματες; Εκείνες είχαν κυρίες
των τιμών. Κάτι περισσότερο από υπηρέτριες, οι κυρίες σου ήταν οι έμπιστές
σου, οι βοηθοί σου, οι συνοδοί σου… ήταν τα πάντα. Η Ντέλια Γκρέις είχε
μπει σε έναν ρόλο που δεν υπήρχε ακόμα για μένα, πεπεισμένη ότι, από
στιγμή σε στιγμή, θα υπήρχε.
Αυτό σήμαινε περισσότερα από όσα θα μπορούσα να εκφράσω,
περισσότερα από όσα ήξερα πώς να χειριστώ. Τι είναι ένας φίλος εκτός από
κάποιον που πιστεύει ότι είσαι ικανή για περισσότερα από όσα πιστεύεις εσύ
η ίδια;
Επέστρεψε με ένα γράμμα στο χέρι της και μια λάμψη στα μάτια της.
«Έχει βασιλική σφραγίδα», είπε πειρακτικά, γυρίζοντας το χαρτί πάνω στο
χέρι της. «Αλλά, εφόσον δε μας νοιάζει πώς νιώθει ο βασιλιάς για σένα,
υποθέτω ότι δε βιαζόμαστε να το ανοίξουμε».
«Φέρε μου να δω». Σηκώθηκα και άπλωσα το χέρι μου, αλλά τράβηξε
γρήγορα το γράμμα, με ένα μειδίαμα στο πρόσωπό της. «Ντέλια Γκρέις,
άτακτο κορίτσι, δώσ’ το μου!» Έκανε ένα βήμα πίσω και έπειτα από ένα
κλάσμα του δευτερολέπτου άρχισα να την κυνηγάω μέσα στα διαμερίσματά
μου, στριγκλίζοντας από τα γέλια. Κατάφερα να τη στριμώξω δυο φορές,
αλλά ήταν πάντα πιο γρήγορη από μένα και ξεγλιστρούσε πριν καταφέρω να
την πιάσω. Μου είχε σχεδόν κοπεί η ανάσα από το τρέξιμο και το γέλιο όταν
επιτέλους την έπιασα γύρω από τη μέση. Σήκωσε το γράμμα όσο πιο ψηλά
μπορούσε. Ίσως να είχα καταφέρει να της το πάρω, αλλά, καθώς
τεντωνόμουν ψηλά, η μητέρα μου εισέβαλε από τις πόρτες που ένωναν τα
δωμάτιά μου με τα δικά της.
«Χόλις Μπράιτ, έχεις χάσει το μυαλό σου;!» με επέπληξε.
Η Ντέλια Γκρέις κι εγώ χωριστήκαμε, βάζοντας τα χέρια μας πίσω από τις
πλάτες μας και κάνοντας μια κοφτή υπόκλιση.
«Μπορούσα να σας ακούσω μέσα από τους τοίχους να φωνάζετε σαν ζώα.
Πώς μπορούμε να ελπίζουμε να σου βρούμε έναν ταιριαστό μνηστήρα, αν
επιμένεις να φέρεσαι έτσι;»
«Συγγνώμη, μητέρα», μουρμούρισα μετανιωμένη.
Τόλμησα να σηκώσω το βλέμμα και να την κοιτάξω. Στεκόταν εκεί με την
ίδια έκφραση αγανάκτησης ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της που είχε
συνήθως όταν μου μιλούσε.
«Το κορίτσι των Κόουπλαντ αρραβωνιάστηκε μόλις την προηγούμενη
εβδομάδα και οι Ντεβόξ βρίσκονται και εκείνοι σε συζητήσεις. Κι εσύ
συμπεριφέρεσαι ακόμα σαν παιδί».
Κατάπια, αλλά η Ντέλια Γκρέις δεν ήταν από τους ανθρώπους που
συνηθίζουν να μένουν σιωπηλοί.
«Δεν το βρίσκετε λίγο βιαστικό να παντρέψετε τη Χόλις με κάποιον άλλον;
Έχει τις ίδιες πιθανότητες με οποιαδήποτε άλλη να κερδίσει την καρδιά του
βασιλιά».
Η μητέρα μου έβαλε τα δυνατά της για να συγκρατήσει το συγκαταβατικό
της χαμόγελο.
«Όλοι ξέρουμε ότι η προσοχή του βασιλιά έχει την τάση να είναι ασταθής.
Και η Χόλις δεν είναι φτιαγμένη για βασίλισσα, δε συμφωνείς;» ρώτησε με
το φρύδι της υψωμένο, προκαλώντας μας να διαφωνήσουμε. «Άλλωστε»,
πρόσθεσε, «είσαι στ’ αλήθεια σε θέση να μιλάς για τις δυνατότητες κάποιου
άλλου;»
Η Ντέλια Γκρέις ξεροκατάπιε, με την έκφρασή της παγωμένη. Την είχα δει
να φοράει αυτή τη μάσκα ένα εκατομμύριο φορές.
«Ακριβώς», κατέληξε η μητέρα. Αφού έδειξε ξεκάθαρα την απογοήτευσή
της για εμάς, γύρισε και έφυγε.
Αναστέναξα, γυρίζοντας στην Ντέλια Γκρέις.
«Συγγνώμη για τη συμπεριφορά της».
«Δεν είναι κάτι που δεν έχω ξανακούσει», παραδέχτηκε, δίνοντάς μου
επιτέλους το γράμμα. «Και λυπάμαι κι εγώ. Δεν ήθελα να σε βάλω σε
μπελάδες».
Το πήρα από το χέρι της και έσπασα τη σφραγίδα.
«Δεν έχει σημασία. Αν δεν ήταν αυτό, θα ήταν κάτι άλλο». Έκανε έναν
μορφασμό που έλεγε ότι είχα δίκιο κι άρχισα να διαβάζω το σημείωμα. «Ω
Θεέ μου», είπα, χαϊδεύοντας τα λυτά μαλλιά μου. «Μάλλον θα χρειαστώ τη
βοήθειά σου για να τα πιάσω ξανά πίσω».
«Γιατί;»
Της χαμογέλασα, ανεμίζοντας το γράμμα σαν σημαία στο αεράκι.
«Επειδή η Μεγαλειότητά Του ζητά την παρουσία μας στο ποτάμι σήμερα».
Αυτή τη φορά, όταν μπήκα στη Μεγάλη Αίθουσα για δείπνο και ο Τζέιμσον
μου έγνεψε να πλησιάσω το τραπέζι του, η Ντέλια Γκρέις ήρθε μαζί μου. Οι
γονείς μου βρίσκονταν ήδη στα αριστερά του βασιλιά, απορροφημένοι σε μια
συζήτηση, κι έτσι σκέφτηκα ότι είχα λίγο χρόνο να σκεφτώ πώς να βάλω
τυχαία την επισκευή των δρόμων στη συζήτηση.
«Πώς στο καλό θα το κάνω αυτό;» ρώτησα την Ντέλια Γκρέις
χαμηλόφωνα.
«Κανείς δεν είπε ότι πρέπει να γίνει σήμερα. Σκέψου το περισσότερο».
Δεν ήξερα πώς να εξηγήσω ότι μου φαινόταν σημαντικό και για άλλους
λόγους πέρα από το να εξασφαλίσω τη συμμαχία του Λόρδου Σίμα. Ήθελα ο
Τζέιμσον να με θεωρεί σοβαρή. Ήθελα να ξέρει ότι μπορούσα να γίνω η
σύντροφός του, ότι είχα ένα μυαλό ικανό να χειριστεί σημαντικές αποφάσεις.
Αν μπορούσε… τότε σίγουρα μια πρόταση γάμου δε θα ήταν μακριά.
Καθώς η Ντέλια Γκρέις κι εγώ ακούγαμε τους γονείς μου να μιλάνε
ασταμάτητα για το ότι η τιάρα της μητέρας μου είχε χαθεί στην προηγούμενη
ημέρα της στέψης και ότι ευχόταν να εμφανιστεί η ένοχη φέτος φορώντας τη
για να μπορέσει να την πάρει επιτέλους πίσω, σκέφτηκα πόσο εύκολη ήταν η
συζήτησή μας το προηγούμενο βράδυ. Πώς θα έλεγα κάτι τότε; Μου ήρθε
μια ιδέα και περίμενα μέχρι η μητέρα μου να αφήσει τελικά τον βασιλιά να
κάνει ένα διάλειμμα από την αδιάκοπη φλυαρία της.
«Σκέφτηκα κάτι», ξεκίνησα γλυκά. «Θυμάστε εκείνη την παλιά κούνια στο
Βάρινγκερ Χολ;»
Ο Τζέιμσον χαμογέλασε.
«Τι έγινε με αυτήν;»
«Νομίζω ότι θα ήθελα να καθίσω ξανά σε αυτήν και να με σπρώξουν τα πιο
δυνατά χέρια σε όλη την Κορόα. Ίσως τότε να ένιωθα επιτέλους σαν πουλί»,
είπα πειρακτικά.
«Αυτό ακούγεται εξαιρετικά γοητευτικό».
«Υπάρχουν πολλά μέρη στην Κορόα που θα ήθελα να δω μαζί σας»,
συνέχισα.
Ένευσε σοβαρός.
«Και έτσι πρέπει! Σκέφτομαι όλο και περισσότερο ότι πρέπει να γνωρίσεις
καλά όλη την ιστορία της Κορόα».
Το πρόσθεσα και αυτό στη λίστα με τα πράγματα που είχε πει ο βασιλιάς
και μου έδειχναν ότι με ήθελε για βασίλισσά του.
«Ακούω ότι τα βουνά στον βορρά είναι τόσο όμορφα, ώστε σε κάνουν και
δακρύζεις».
Ο Τζέιμσον συμφώνησε.
«Ο τρόπος με τον οποίο η ομίχλη απλώνεται επάνω τους… είναι σαν να
ανήκουν σε έναν τελείως διαφορετικό κόσμο».
Χαμογέλασα νωχελικά.
«Πολύ θα ήθελα να το δω αυτό. Ίσως να είναι μια καλή στιγμή να κάνετε
μια περιοδεία στη χώρα, να σας δει ο λαός σας. Να επιδείξετε τα σπουδαία
υπάρχοντά σας».
Άπλωσε το χέρι του, τυλίγοντας μια τούφα από τα μαλλιά μου γύρω από το
δάχτυλό του.
«Όντως έχω κάποια όμορφα πράγματα, αν και υπάρχει ένα πετράδι σε όλη
την Κορόα που ανυπομονώ να κάνω δικό μου».
Άλλο ένα πράγμα στη λίστα.
Χαμήλωσα τη φωνή μου σε έναν ψίθυρο.
«Θα πήγαινα οπουδήποτε μαζί σας, Μεγαλειότατε. Αν και…» Κοίταξα
πίσω του τον πατέρα. «Πατέρα, δεν αντιμετώπισες πρόβλημα στον δρόμο την
τελευταία φορά που ανέβηκες στο Μπερν;»
Αφού κατάπιε την τεράστια κουταλιά από φαγητό, απάντησε: «Έσπασε
ένας τροχός. Εκείνοι οι δρόμοι είναι δύσκολοι».
«Αλήθεια;» ρώτησε ο Τζέιμσον.
Ο πατέρας ένευσε βλοσυρά, λες και οτιδήποτε κι αν συζητούσε με τον
βασιλιά αποτελούσε θέμα υψίστης σημασίας.
«Δυστυχώς ναι, Μεγαλειότατε. Δεν υπάρχει αρκετός κόσμος εκεί για να
τους συντηρεί. Είμαι σίγουρος ότι πολλοί ακόμα δρόμοι είναι στην ίδια κακή
κατάσταση».
«Τότε δεν μπορεί να γίνει», είπα. «Δε θα ήθελα να τραυματιστεί η
Μεγαλειότητά Σας. Ίσως κάποια άλλη φορά».
Ο Τζέιμσον μου κούνησε το δάχτυλό του.
«Ποιος ήταν… Α! Λόρδε Σίμα!» φώναξε. Μέσα από το πλήθος, ο Λόρδος
Σίμα σήκωσε το κεφάλι του και έτρεξε να υποκλιθεί μπροστά στον βασιλιά.
Κάθισα πιο στητή καθώς ο Τζέιμσον άρχισε να μιλάει.
«Εσείς δε λέγατε κάτι για τους δρόμους στην Άπτσερτς;»
Τα μάτια του Λόρδου Σίμα κινούνταν ανάμεσα στον Τζέιμσον κι εμένα.
«Ναι, Μεγαλειότατε. Είναι σε πολύ κακή κατάσταση».
Ο Τζέιμσον κούνησε το κεφάλι του.
«Σκέφτομαι να πάω τους Μπράιτ σε περιοδεία, αλλά δεν μπορώ να το
κάνω, αν υπάρχει κίνδυνος να παγιδευτεί αυτό το μαργαριτάρι στον δρόμο».
«Όχι, Μεγαλειότατε. Με την άδειά σας, θα μπορούσα να συνθέσω μια
επιτροπή για να επιθεωρήσουμε τους δρόμους. Μετά, θα μπορούσα να ορίσω
έναν προϋπολογισμό, αν θα το επιθυμούσατε. Θα ήθελα όλοι οι πολίτες της
Κορόα να μπορούν να ταξιδεύουν εύκολα όπου θέλουν. Με μεγάλη μου χαρά
θα επέβλεπα εγώ το έργο».
«Δεκτόν», απάντησε γρήγορα ο Τζέιμσον. «Περιμένω αναφορές».
Ο Λόρδος Σίμα απέμεινε να στέκεται εκεί αποσβολωμένος.
«Ναι. Ναι, φυσικά», τραύλισε, καθώς οπισθοχωρούσε, με το στόμα του να
κρέμεται ακόμα ελαφρώς ανοιχτό.
«Τι ωραία!» είπα. «Επιτέλους θα δω όλη τη σπουδαία χώρα μας».
Ο Τζέιμσον φίλησε το χέρι μου.
«Όλη την Κορόα. Όλη την ήπειρο, αν το επιθυμείς».
Άλλο πράγμα στη λίστα.
Ακούμπησα πίσω στην πλάτη της καρέκλας μου, κοιτάζοντας την Ντέλια
Γκρέις.
Σήκωσε το ποτήρι της, με ένα σφιγμένο χαμόγελο.
«Εντυπωσιακό».
«Ευχαριστώ». Κοίταξα το πλήθος, βρίσκοντας τον Λόρδο Σίμα. Έγειρε το
κεφάλι του προς το μέρος μου κι έκανα κι εγώ το ίδιο. Ίσως τελικά να τα
κατάφερνα με αυτό.
5
Μέσα σε μερικές μέρες ο κόσμος μου άλλαξε. Ο Τζέιμσον συνέχισε να
στέλνει λουλούδια και στολίδια στο δωμάτιό μου όποτε έβλεπε κάτι που
πίστευε ότι θα μου άρεσε, αλλά τώρα μου άφηναν και οι ευγενείς δώρα. Με
τόσα καινούργια κοσμήματα στη διάθεσή μου, ήμουν στ’ αλήθεια όπως
έλεγε ο Τζέιμσον: λαμπερή σαν τον ήλιο. Μου είχαν παραχωρηθεί δυο
καμαριέρες και, όταν περπατούσα μέσα στο παλάτι, ο κόσμος μού
χαμογελούσε, αν και μερικές φορές λίγο σφιγμένα. Δεν ήξερα αν έπρεπε να
ευχαριστήσω τον Λόρδο Σίμα γι’ αυτό ή αν οι νέες μου προσπάθειες να είμαι
όσο πιο αριστοκρατική και αξιαγάπητη μπορούσα όταν ήμουν με τον
Τζέιμσον έβρισκαν επιτέλους ανταπόκριση, αλλά σίγουρα δε με πείραζε η
προσοχή που μου έδειχναν. Νόμιζα ότι τίποτα δε θα μπορούσε να είναι πιο
διασκεδαστικό από το να κερδίζεις την καρδιά ενός βασιλιά, αλλά έκανα
λάθος. Ήταν πολύ πιο συναρπαστικό να κερδίζεις τις καρδιές αμέτρητων
ανθρώπων ταυτόχρονα.
Αυτή η σκέψη γέμιζε το κεφάλι μου καθώς έμπαινα με την Ντέλια Γκρέις
στη Μεγάλη Αίθουσα, γνέφοντας με χάρη στους αυλικούς και
καλημερίζοντάς τους. Ο Τζέιμσον έδειχνε σαν να αισθάνεται πότε έμπαινα
σε ένα δωμάτιο και έστρεφε όλη την προσοχή του σ’ εμένα όταν πλησίαζα.
Τώρα με υποδεχόταν με ένα φιλί στο μάγουλο μπροστά σε όλη την αυλή
όποτε πήγαινα κοντά του. Και παρόλο που παρατηρούσα μερικές
αποδοκιμαστικές ματιές όποτε συνέβαινε αυτό, το εκλάμβανα περισσότερο
σαν μια πρόκληση παρά σαν μια απογοήτευση.
«Πήρες το γράμμα μου;» ρώτησε.
«Εννοείς εκείνη τη σελίδα που ήταν γεμάτη με ποίηση και κατέληγε με την
παράκληση να σε συναντήσω σήμερα το πρωί; Μα ναι, το έλαβα».
Γέλασε.
«Βγάζεις από μέσα μου λέξεις που δεν ήξερα ότι υπήρχαν», ομολόγησε,
χωρίς να ντρέπεται καθόλου που έκανε μια τέτοια δήλωση μπροστά σε τόσο
κόσμο. «Πες μου, είναι όλα εντάξει; Οι νέες σου καμαριέρες; Σου αρέσουν
τα καινούργια σου ρούχα;»
Έκανα ένα βήμα πίσω για να δει ένα από τα πιο πρόσφατα δώρα μου σε
όλο του το μεγαλείο.
«Είναι τα πιο όμορφα που είχα ποτέ. Και, ναι, οι καμαριέρες μου είναι πολύ
χρήσιμες, ευχαριστώ. Όπως πάντα, είσαι πολύ γενναιόδωρος».
Σε αυτό ανεβοκατέβασε τα φρύδια του.
«Εκείνα τα στολίδια θα μοιάζουν με βότσαλα όταν…»
Ο ήχος βιαστικών βημάτων τον έκανε να διακόψει τη φράση του και
γύρισα ακολουθώντας το βλέμμα του. Ένας μεγαλύτερος σε ηλικία κύριος,
ένας από τους πολλούς συμβούλους του Τζέιμσον, μπήκε μέσα βιαστικά και
χαμήλωσε το κεφάλι του σε μια υπόκλιση.
«Μεγαλειότατε, συγχωρήστε με. Έχει έρθει μια οικογένεια από την Ισόλτη
και ζητά άσυλο. Ήρθαν να παρουσιάσουν τα επιχειρήματά τους».
Συνηθιζόταν στα βασίλεια της ηπείρου να ζητά κάποιος άδεια από τον
βασιλιά πριν εγκατασταθεί στα εδάφη του. Αν μια οικογένεια εντοπιζόταν
χωρίς να έχει λάβει τη βασιλική άδεια, στην καλύτερη περίπτωση θα την
εκδίωκαν. Είχα δει τι είχε συμβεί στη χειρότερη περίπτωση, όταν ο πατέρας
του Τζέιμσον, ο Μάρκελλος, καθόταν στον θρόνο.
Η Μεγαλειότητά Του αναστέναξε, δείχνοντας απογοητευμένος από τη
διακοπή στη συζήτησή μας.
«Πολύ καλά, πες τους να περάσουν». Λες και η ιδέα τού είχε έρθει εκείνη
μόλις τη στιγμή, το βλέμμα του γύρισε ξανά σ’ εμένα. «Λαίδη Χόλις, θα
ήθελες να παραμείνεις στη διαδικασία;» Έδειξε τη θέση δίπλα του. Ο κύριος
που καθόταν εκεί, ο Λόρδος Μέντελ, έστρεφε το βλέμμα του γρήγορα πότε
σ’ εμένα και πότε σ’ εκείνον.
«Μεγαλειότατε, εγώ…»
Δίπλα του, ο Λόρδος Σίμα τον σκούντηξε διακριτικά στο μπράτσο. Ο
Λόρδος Μέντελ αναστέναξε αλλά σηκώθηκε, κάνοντας μια υπόκλιση τόσο
στον βασιλιά όσο και σ’ εμένα. Έγνεψα στον Λόρδο Σίμα με ευγνωμοσύνη
καθώς έπαιρνα τη θέση μου.
Έριξα ένα βλέμμα στην Ντέλια Γκρέις, η οποία έδειχνε σιωπηλά
ικανοποιημένη εκ μέρους μου· πάντα το ήξερε, έτσι δεν είναι; Άκουσα
μουρμουρητά δυσαρέσκειας γύρω μας –ναι, υπήρχαν κι άλλες καρδιές ακόμα
που έπρεπε να κερδίσω– αλλά έστρεψα την προσοχή μου στον Τζέιμσον.
Αυτή ήταν μια ευκαιρία να αποδείξω για τι ακριβώς ήμουν ικανή. Μπορούσα
να είμαι συνεσταλμένη και έξυπνη, αν το απαιτούσε η στιγμή.
Κάθισα όσο πιο στητή μπορούσα, κρατώντας το πιγούνι μου χαμηλά και
την αναπνοή μου αργή. Ήθελα να με βλέπουν όλοι ως σίγουρη, ικανή. Ίσως
τότε ο Τζέιμσον να ήταν έτοιμος να με κάνει βασίλισσά του.
Ένας ηλικιωμένος κύριος και η γυναίκα του μπήκαν στην αίθουσα, με το
χέρι της ν’ ακουμπάει με χάρη πάνω στο δικό του. Πίσω τους ακολουθούσαν
τα τέσσερα παιδιά τους, τρία αγόρια και ένα κορίτσι.
Όλα τα παιδιά είχαν χλωμό δέρμα και μαλλιά σε διάφορες αποχρώσεις του
κίτρινου, ενώ οι γονείς τους είχαν αρχίσει να γκριζάρουν. Το μικρότερο
αγόρι ήταν νευρικό, κρατώντας το χέρι της αδελφής του σφιχτά, ενώ εκείνη
κοιτούσε την αίθουσα με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο, με τα μάτια της να
δείχνουν ότι κάτι έψαχνε.
Ο πατέρας γονάτισε, ακουμπώντας το γόνατό του στο πάτωμα, πριν
σηκωθεί και παρουσιαστεί στον βασιλιά. Ακόμα κι αν δεν είχαμε ενημερωθεί
ότι έρχονταν από την Ισόλτη, θα ήταν εμφανές. Η χώρα είχε τρομερούς
ανέμους το καλοκαίρι και ο χειμώνας διαρκούσε πολύ περισσότερο από όσο
εδώ. Δε θα μου έκανε εντύπωση αν άκουγα ότι βλέπουν ελαφρύ χιόνι, ακόμα
και τώρα. Έτσι, οι Ισόλτιοι περνούσαν περισσότερο χρόνο μέσα στα σπίτια
τους και δε διέθεταν τα ηλιοκαμένα μάγουλα που έβλεπες παντού στην
Κορόα.
«Καλημέρα, κύριε», είπε ο Τζέιμσον, καλώντας τον άντρα να μιλήσει.
«Μεγαλειότατε, σας παρακαλώ να συγχωρήσετε τη φτωχική μας εμφάνιση,
αλλά ήρθαμε κατευθείαν εδώ», ξεκίνησε ο πατέρας ταπεινά.
Δε θα αποκαλούσα την εμφάνισή τους φτωχική. Βελούδο κάλυπτε το κάθε
μέλος της οικογένειας και περίσσευε πολύ ακόμα… γεγονός που με έκανε να
πιέσω τα χείλη μου μεταξύ τους για να μη χασκογελάσω. Ειλικρινά, ποιος
στο καλό σχεδίαζε αυτά τα μανίκια; Θα μπορούσα να φτιάξω ένα ακόμα
φόρεμα από το τόσο ύφασμα που ήταν μαζεμένο στους ώμους τους. Και τα
καπέλα! Ποτέ δεν κατάλαβα τη μόδα από την Ισόλτη.
Στην πραγματικότητα, δεν κατάλαβα ποτέ ούτε τους ανθρώπους από την
Ισόλτη. Η φράση που ερχόταν στο μυαλό μου τον περισσότερο καιρό ήταν
στερούμενοι πρωτοτυπίας. Ναι, είχα ακούσει για τις σπουδαίες τους
ανακαλύψεις στον τομέα της αστρονομίας και της βοτανολογίας, καθώς και
ότι τα φάρμακα που είχαν ανακαλύψει οι γιατροί τους είχαν πολλά οφέλη για
τον λαό τους. Αλλά η μουσική που έγραφαν ήταν στην καλύτερη περίπτωση
βαρετή, οι χοροί τους ήταν αντιγραφή των δικών μας, ενώ οι περισσότερες
άλλες προσπάθειές τους όσον αφορά την τέχνη ήταν τροποποιημένες εκδοχές
από κάτι που είχαν δει κάπου αλλού. Η μόδα τους φαινόταν να είναι η
καλύτερή τους προσπάθεια σε κάτι που δε διεκδικούσε κανένας άλλος. Και
γιατί να το κάνει;
«Ήρθαμε ζητώντας το έλεός σας, να μας επιτρέψετε να εγκατασταθούμε
στη χώρα σας, να μας προσφέρετε άσυλο από τον βασιλιά μας», συνέχισε ο
πατέρας, με τον τόνο του να αποκαλύπτει μια νευρικότητα.
«Και από πού έρχεστε, κύριε;» ρώτησε ο Τζέιμσον, παρόλο που ήξερε την
απάντηση.
«Από την Ισόλτη, Μεγαλειότατε».
«Ποιο είναι το όνομά σας, κύριε;»
«Λόρδος Ντάσιελ Ιστόφ, Μεγαλειότατε».
Ο Τζέιμσον έκανε μια παύση.
«Το ξέρω αυτό το όνομα», μουρμούρισε, με το μέτωπό του να ζαρώνει
καθώς προσπαθούσε να σκεφτεί. Όταν θυμήθηκε, κοίταξε τους επισκέπτες με
κάτι που έμοιαζε με ένα μείγμα καχυποψίας και οίκτου. «Ναι, μπορώ να
καταλάβω γιατί θα θέλατε να φύγετε από την Ισόλτη. Ω, Χόλις», είπε,
γυρίζοντας προς το μέρος μου με μια παιχνιδιάρικη λάμψη στα μάτια του,
«ευχαριστείς ποτέ τους θεούς που έχετε εμένα για βασιλιά και όχι εκείνον
τον γκρινιάρη, τον Βασιλιά Κουίντεν;»
«Ευχαριστώ τους θεούς που έχουμε εσάς πάνω από οποιονδήποτε άλλον
βασιλιά, Μεγαλειότατε». Ανοιγόκλεισα τις βλεφαρίδες μου παιχνιδιάρικα,
αλλά είχα στ’ αλήθεια ευχαριστήσει τους ουρανούς για εκείνον. Ήταν
νεότερος και δυνατότερος από κάθε άλλον βασιλιά σε αυτή την ήπειρο, πολύ
πιο καλοσυνάτος από τον πατέρα του και πολύ λιγότερο οξύθυμος από τους
άλλους ηγέτες για τους οποίους είχα ακούσει.
Γέλασε.
«Αν ήμουν στη θέση σας, ίσως να είχα φύγει κι εγώ, κύριε. Πολλές
οικογένειες έχουν επιλέξει να μετακομίσουν στην Κορόα πρόσφατα».
Υπήρχε μια τέτοια οικογένεια που ζούσε στο κάστρο αλλά δεν την έβλεπα
ποτέ. «Με κάνει να αναρωτιέμαι τι κάνει ο αγαπητός γερο-Βασιλιάς
Κουίντεν αυτόν τον καιρό και προκαλεί τόσο φόβο στους υπηκόους του».
«Έχουμε και ένα δώρο για εσάς, Μεγαλειότατε», είπε ο Λόρδος Ιστόφ αντί
ν’ απαντήσει στην ερώτηση. Ένευσε στον μεγαλύτερο γιο του και ο νεαρός
άντρας προχώρησε μπροστά, κάνοντας μια υπόκλιση στον βασιλιά και
κρατώντας ψηλά ένα μακρύ βελούδινο δέμα.
Ο Τζέιμσον κατέβηκε τα σκαλιά του βάθρου προς τον νεαρό άντρα και
σήκωσε το ύφασμα. Από κάτω υπήρχε ένα χρυσαφένιο σπαθί με μια σειρά
από πολύτιμους λίθους στη λαβή. Καθώς ο Τζέιμσον το σήκωνε, ο
ανοιξιάτικος ήλιος καθρεφτίστηκε πάνω στη λεπίδα, τυφλώνοντάς με για
λίγο.
Αφού επιθεώρησε το σπαθί, ο Τζέιμσον τράβηξε μια τούφα από τα μακριά
μαλλιά του νεαρού άντρα και την έκοψε με το δώρο του. Χασκογελώντας
καθώς κόπηκε με ευκολία, σήκωσε ξανά το σπαθί.
«Αυτό είναι εντυπωσιακό, κύριε. Δεν έχω ξαναδεί κάτι παρόμοιο».
«Ευχαριστώ, Μεγαλειότατε», είπε ο Λόρδος Ιστόφ με ευγνωμοσύνη.
«Δυστυχώς, δεν μπορώ να πάρω εγώ τα εύσημα γι’ αυτό. Εγώ μεγάλωσα ως
ευγενής, αλλά ο γιος μου επέλεξε μια τέχνη, θέλοντας να είναι σε θέση να
συντηρεί τον εαυτό του, με ή χωρίς γη».
Ο Τζέιμσον χαμήλωσε το βλέμμα στο αγόρι τα μαλλιά του οποίου είχε
κόψει με τόση χάρη.
«Εσύ το έφτιαξες αυτό;»
Το αγόρι ένευσε, με το βλέμμα χαμηλωμένο.
«Όπως είπα, εντυπωσιακό».
«Μεγαλειότατε», ξεκίνησε ο Λόρδος Ιστόφ, «είμαστε απλοί άνθρωποι
χωρίς φιλοδοξίες, που αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε την περιουσία μας
εξαιτίας σοβαρών απειλών ενάντια στα εδάφη μας και στη ζωή μας. Το μόνο
που ζητάμε είναι να εγκατασταθούμε εδώ ειρηνικά και ορκιζόμαστε να μη
σηκώσουμε ποτέ χέρι ενάντια σε κανέναν Κοροανό, αλλά να συνεργαστούμε
μαζί σας για να σας υπηρετήσουμε πιστά».
Ο Τζέιμσον απέστρεψε το βλέμμα του, με τα μάτια του να γίνονται από
σκεπτικά συγκεντρωμένα, καθώς σταμάτησαν σ’ εμένα. Χαμογέλασε,
δείχνοντας ξαφνικά εξαιρετικά ικανοποιημένος με τον εαυτό του.
«Λαίδη Χόλις, αυτοί οι άνθρωποι ήρθαν ζητώντας καταφύγιο. Τι θα
απαντούσες στο αίτημά τους;»
Χαμογελώντας, χαμήλωσα το βλέμμα μου στην οικογένεια. Το βλέμμα μου
πέρασε γρήγορα από τα μικρότερα παιδιά και τη μητέρα τους και σταμάτησε
στον μεγαλύτερο γιο. Ήταν ακόμα γονατισμένος, με τα χέρια του να
σφίγγουν το βελούδινο περιτύλιγμα. Τα μάτια του συνάντησαν τα δικά μου.
Για μια στιγμή, ο κόσμος σταμάτησε. Χάθηκα τελείως μέσα στη ματιά του,
ανίκανη ν’ αποστρέψω το βλέμμα μου. Τα μάτια του είχαν ένα πολύ έντονο
μπλε – ένα χρώμα αρκετά σπάνιο στην Κορόα και τελείως διαφορετικό απ’
οτιδήποτε είχα δει ως τώρα. Δεν ήταν η απόχρωση του ουρανού ή του νερού.
Δεν είχα κάποια λέξη γι’ αυτό. Και το μπλε με τράβηξε μέσα και αρνήθηκε
να με αφήσει.
«Χόλις;» με παρότρυνε ο Τζέιμσον.
«Ναι;» Δεν μπορούσα ν’ αποστρέψω το βλέμμα μου.
«Τι θα απαντούσες;»
«Ω!» Οι βλεφαρίδες μου πετάρισαν καθώς επέστρεψα στο παρόν. «Λοιπόν,
ήρθαν με κάθε ταπεινότητα και έδειξαν ότι θα συνεισφέρουν στην κοινωνία
μας μέσω της τέχνης τους. Και, το πιο σημαντικό, διάλεξαν το καλύτερο
βασίλειο για να εγκατασταθούν, προσφέροντας την αφοσίωσή τους στον πιο
θεϊκό εν ζωή βασιλιά. Αν αποφάσιζα εγώ;» Κοίταξα τον Τζέιμσον. «Θα τους
άφηνα να μείνουν».
Ο Βασιλιάς Τζέιμσον χαμογέλασε. Απ’ ό,τι φαινόταν, είχα περάσει τη
δοκιμασία.
«Ορίστε λοιπόν», είπε στους Ισόλτιους. «Μπορείτε να μείνετε».
Τα μέλη της οικογένειας Ιστόφ αλληλοκοιτάχτηκαν και αγκαλιάστηκαν με
χαρά. Ο νεαρός άντρας έσκυψε το κεφάλι του προς το μέρος μου σε μια
υπόκλιση και του το ανταπέδωσα.
«Μια οικογένεια του δικού σας… επιπέδου πρέπει να μείνει στο κάστρο»,
διέταξε ο Τζέιμσον, με τα λόγια του ν’ ακούγονται περισσότερο σαν απειλή
παρά σαν πρόσκληση, αν και δεν καταλάβαινα γιατί. «Τουλάχιστον, για
τώρα».
«Φυσικά, Μεγαλειότατε. Και θα είμαστε ευτυχισμένοι οπουδήποτε κι αν
θέλετε να μας βάλετε», απάντησε ο Λόρδος Ιστόφ.
«Πήγαινέ τους στη Νότια Πτέρυγα», διέταξε ο Τζέιμσον έναν φρουρό, με
ένα τίναγμα του κεφαλιού του.
Οι Ισόλτιοι έσκυψαν τα κεφάλια τους για να τον ευχαριστήσουν πριν
γυρίσουν και βγουν έξω.
«Χόλις», ψιθύρισε ο Τζέιμσον δίπλα μου, «μίλησες πολύ όμορφα. Αλλά
πρέπει να συνηθίσεις να σκέφτεσαι γρήγορα. Όταν σου ζητάω να μιλήσεις,
πρέπει να είσαι έτοιμη».
«Μάλιστα, Μεγαλειότατε», απάντησα, πασχίζοντας να μην κοκκινίσω.
Γύρισε να μιλήσει με έναν από τους συμβούλους του, ενώ εγώ έστρεψα το
βλέμμα μου στο πίσω μέρος της αίθουσας, παρακολουθώντας την οικογένεια
Ιστόφ. Ακόμα δεν ήξερα το όνομα του μεγαλύτερου γιου, αλλά με κοίταξε
πάνω από τον ώμο του, χαμογελώντας ξανά.
Ο τρόπος με τον οποίο κράτησε το βλέμμα μου νωρίτερα με έκανε να
αναριγήσω και ένιωσα λες και κάτι μέσα στο στήθος μου μου έλεγε ν’
ακολουθήσω εκείνα τα μάτια. Αλλά το απέρριψα. Αν ήξερα κάτι ως
Κοροανή, αυτό ήταν ότι δεν μπορούσα να εμπιστευτώ το μπλε των Ισόλτιων.
6
«Τώρα που τελείωσε αυτό, έχω κάτι να σου δείξω», ψιθύρισε ο Τζέιμσον στο
αυτί μου. Γύρισα να κοιτάξω τα γεμάτα σκανδαλιάρικο ενθουσιασμό μάτια
του, ενώ θυμήθηκα ότι είχα έρθει αυτό το πρωί έπειτα από δική του
πρόσκληση. Ήμουν ευγνώμων που είχα κάτι –οτιδήποτε– για να με
απομακρύνει από την παράξενη αίσθηση στο στήθος μου.
Πήρα το χέρι του με ευγνωμοσύνη, αλλά, όταν έπλεξε τα δάχτυλά μου με
τα δικά μου, φάνηκε προβληματισμένος.
«Τρέμεις. Είσαι καλά;»
«Δεν ξέρω πώς αντέχετε όλα αυτά τα μάτια που σας κοιτάζουν συνεχώς»,
απάντησα, προσπαθώντας να δικαιολογηθώ. «Πρέπει να παίρνετε τόσες
αποφάσεις και τόσο γρήγορα».
Τα μάτια του έλαμπαν με σοφία καθώς με οδηγούσε στην άκρη του
βάθρου.
«Είχα την τύχη να έχω έναν εξαιρετικό δάσκαλο, τον πατέρα μου. Η
γυναίκα μου, όποια κι αν είναι, θα πρέπει να βάλει τα δυνατά της να μάθει
την τέχνη της διακυβέρνησης από εμένα».
«Δεν είναι εύκολη δουλειά αυτή, Μεγαλειότατε».
Μειδίασε.
«Όχι. Αλλά έχει και τις ανταμοιβές της».
Περίμενα να πει περισσότερα, αλλά εκείνος απλώς κοιτούσε ευθεία
μπροστά.
«Μεγαλειότατε;»
Συνέχισε να χαμογελάει κρατώντας το πιγούνι του ψηλά και αγνοώντας με.
Κατεβήκαμε τα σκαλιά και πήρα μια ανάσα καθώς με οδήγησε σε μία από
τις πόρτες στο μπροστινό μέρος της Μεγάλης Αίθουσας. Μοιράστηκα ένα
βλέμμα μαζί του καθώς οι φρουροί μάς άφησαν να περάσουμε· δεν είχα
έρθει ποτέ ξανά εδώ. Τα δωμάτια του βασιλιά –τα ιδιωτικά του
διαμερίσματα, τα δωμάτια που χρησιμοποιούνταν για προσευχή και οι χώροι
που έδινε σ’ εκείνους που δούλευαν στο ιδιωτικό συμβούλιο– χωρίζονταν
από όλους τους άλλους από τη Μεγάλη Αίθουσα. Αυτό τού επέτρεπε να
κάνει εντυπωσιακή είσοδο και ήταν πιο εύκολο να παραμένει ασφαλής.
«Μεγαλειότατε, πού πηγαίνουμε;»
«Πουθενά», είπε δήθεν ντροπαλά.
«Αυτό σίγουρα δεν είναι το πουθενά», επέμεινα, με τον ενθουσιασμό να
πλημμυρίζει το στομάχι μου.
«Εντάξει. Είναι ένα μέρος στο οποίο σκεφτόμουν να σε πάω από τη νύχτα
που γνωριστήκαμε πραγματικά».
Γύρισα τα μάτια μου προς τα πάνω.
«Εννοείτε εκείνη τη στιγμή που γελοιοποιήθηκα τελείως;»
Γέλασε.
«Εκείνη τη στιγμή που έγινες το πιο γοητευτικό κορίτσι σε όλη την
Κορόα».
«Πρέπει να σας πω ότι με έκανε πολύ χαρούμενη το να ξέρω ότι έφερα
έστω και λίγη χαρά στη ζωή σας», παραδέχτηκα. «Δεν μπορούν να πουν όλες
οι κυρίες ότι έκαναν έναν βασιλιά να γελάσει».
«Στην περίπτωσή μου, ούτε ένα κορίτσι στην αυλή δεν μπορεί να το πει.
Εσύ είσαι η μόνη, Χόλις. Όλες οι άλλες; Κάτι θέλουν. Αλλά εσύ δίνεις
ασταμάτητα». Σήκωσε το χέρι μου για να το φιλήσει. «Γι’ αυτό μ’ ευχαριστεί
το να δίνω κι εγώ σ’ εσένα ως αντάλλαγμα».
Περάσαμε άλλους δυο φρουρούς πριν φτάσουμε στο δωμάτιο που ήθελε να
μου δείξει ο Τζέιμσον. Όταν φτάσαμε εκεί, ένας από τους φρουρούς έπρεπε
να βγάλει ένα ειδικό κλειδί και να μας δώσει ένα φανάρι.
«Υπάρχουν ήδη μερικά φανάρια μέσα στο δωμάτιο», με διαβεβαίωσε ο
Τζέιμσον, «αλλά δεν υπάρχουν παράθυρα, γι’ αυτό όσο περισσότερο φως,
τόσο το καλύτερο».
«Με συνοδεύετε σε ένα μπουντρούμι;» αστειεύτηκα, προσποιούμενη ότι
φοβάμαι.
Γέλασε.
«Όχι σήμερα. Έλα. Νομίζω ότι αυτό μπορεί να καταλήξει να γίνει το
αγαπημένο σου δωμάτιο στο κάστρο κάποια μέρα».
Άλλο ένα πράγμα στη λίστα.
Τον ακολούθησα διστακτικά μέσα από τις πόρτες, αφήνοντας για ένα λεπτό
τα μάτια μου να προσαρμοστούν και μετά ξεχνώντας τελείως πώς ν’
αναπνέω.
«Κάποια από αυτά είναι δικά μου», ξεκίνησε. «Είμαι σίγουρος ότι
αναγνωρίζεις τη σφραγίδα που φορούσα την ημέρα της στέψης μου. Αυτά τα
δαχτυλίδια εδώ τα έχω φορέσει πολλές φορές. Και αυτό…»
«Το Στέμμα του Έστους», είπα με κομμένη ανάσα, έκθαμβη. «Είναι ακόμα
πιο όμορφο από κοντά».
Το κοιτούσα πολλή ώρα, νιώθοντας τα δάκρυα να μαζεύονται στις άκρες
των ματιών μου. Πριν από λίγο περισσότερες από επτά γενιές, η Κορόα
μαινόταν από συνεχείς εμφύλιους πολέμους για το ζήτημα της ηγεσίας. Οι
ηγεμόνες ανέβαιναν και έπεφταν μέσα σε μερικά χρόνια και ήμασταν σε
εμπόλεμη κατάσταση με τον εαυτό μας και ανυπεράσπιστοι ενάντια σε άλλες
χώρες που ίσως να έπαιρναν τα εδάφη μας. Τελικά, η φατρία Μπάρκλεϊ –οι
ίδιοι Μπάρκλεϊ από τους οποίους καταγόταν ο Τζέιμσον– κατέκτησε ό,τι είχε
απομείνει από τους εχθρούς τους και, παρόλο που η μάχη ήταν βάναυση, ο
λαός ήταν ευγνώμων που είχε έναν ξεκάθαρο νικητή. Οι άνθρωποι μάζεψαν
χρυσό και κοσμήματα, τα έλιωσαν και σφυρηλάτησαν ένα στέμμα. Ένας
ιερέας το ευλόγησε και όλοι ήρθαν να παρακολουθήσουν τη στέψη του
Βασιλιά Έστους Μπάρκλεϊ, με τον λαό να παραχωρεί τα δικαιώματά του
στην ηγεσία του.
Το Στέμμα του Έστους έβγαινε έξω μόνο μία φορά τον χρόνο, την ημέρα
της στέψης, και μόνο όσοι είχαν την τύχη να γεννηθούν σε μια οικογένεια
ευγενών μπορούσαν να το δουν.
«Μεγαλειότατε, σας ευχαριστώ. Η εμπιστοσύνη σας σ’ εμένα θα πρέπει να
είναι πολύ μεγάλη για να με αφήσετε να πλησιάσω κάτι τόσο ξεχωριστό.
Νιώθω ταπεινοφροσύνη». Δυσκολευόμουν να εκφράσω το δέος που
αισθανόμουν, αλλά ήξερα πόσο προνομιούχα ήμουν εκείνη τη στιγμή.
Γύρισα να τον κοιτάξω, με τα δάκρυα να θολώνουν ακόμα την όρασή μου.
Πήρε το χέρι μου, φιλώντας το ξανά.
«Σ’ εμπιστεύομαι, Χόλις. Όπως είπα, συνεχώς δίνεις. Τον χρόνο και τη
στοργή σου, το γέλιο και τη φροντίδα σου. Μου έχεις ήδη δώσει χίλια δώρα
με αυτά. Και γι’ αυτό πρέπει να σου πω ότι το δώρο σου δεν είναι η ευκαιρία
να δεις το Στέμμα του Έστους… αλλά αυτό».
Μου έδειξε τον τοίχο αριστερά μου, ο οποίος ήταν καλυμμένος με ράφια
φορτωμένα με ακόμα περισσότερα κοσμήματα. Σειρές από ζαφείρια και
δαντέλες από διαμάντια απλώνονταν μπροστά μου. Δε χρειαζόμασταν
παράθυρα σε αυτό το δωμάτιο – το λιγοστό φως που είχαμε ήταν αρκετό για
να τα κάνουν να λάμπουν εκτυφλωτικά.
«Αυτά είναι τα κοσμήματα της βασίλισσας. Κάθε χρόνο, οι βασιλείς της
Κορόα και της Ισόλτης συναντιόμαστε για να ανανεώσουμε την ειρήνη μας.
Ο Βασιλιάς Κουίντεν θα έρθει για την ετήσια επίσκεψή του στο τέλος της
εβδομάδας και θέλω να δείχνεις βασιλική».
Εν μέρει ήθελα να λιποθυμήσω. Εν μέρει ευχόμουν να ήταν οι γονείς μου
εδώ για να το δουν αυτό. Αλλά κάθε μέρος του εαυτού μου ήθελε να φορέσει
εκείνο το κολιέ που ήταν διακοσμημένο με ροζ πολύτιμους λίθους και
διαμάντια.
Πλησίασα, ενώ φοβόμουν ακόμα και να δείξω κάποιο από αυτά τα
πανέμορφα κομμάτια.
«Είστε σίγουρος; Ξέρω πόσο πολύτιμα είναι».
«Δεν υπάρχει κανείς τον οποίο να εμπιστεύομαι περισσότερο με αυτά. Και,
ειλικρινά, έπειτα από εκείνη τη νύχτα στην αίθουσα χορού, σε φαντάζομαι με
κάτι τόσο όμορφο να κρέμεται στον λαιμό σου όσο είναι αυτά». Έδειξε τον
τοίχο με τα κοσμήματα σαν να μου τα πρόσφερε όλα.
Ικανοποιημένη, πίεσα τα χείλη μου μεταξύ τους και σήκωσα τα δάχτυλά
μου για ν’ αγγίξω τις λείες, κρύες πέτρες, ενώ ήμουν ανάμεσα στο ροζ και
στο κόκκινο.
«Αυτό».
«Τέλεια».
Με πλημμύρισε ένας ενθουσιασμός στη γνώση ότι θα φορούσα κάτι που
είχε φτιαχτεί ξεκάθαρα για μια βασίλισσα και γύρισα να αγκαλιάσω τον
Τζέιμσον.
«Είστε υπερβολικά καλός μαζί μου».
«Είσαι ευτυχισμένη;»
«Σχεδόν υπερβολικά ευτυχισμένη», απάντησα, συνεχίζοντας να τον
κρατάω σφιχτά και συνειδητοποιώντας κάτι. «Μεγαλειότατε. Δεν έχουμε
μείνει ποτέ ξανά μόνοι».
Χαμογέλασε.
«Λοιπόν, είσαι μια εξαιρετικά ενάρετη κυρία. Ξαφνιάζομαι που κατάφερα
να σε πείσω να έρθεις μαζί μου τώρα».
«Είστε πολύ έξυπνος».
Και επειδή ήμασταν τόσο κοντά και μόνοι, παρασυρμένοι στον δικό μας
κόσμο, όταν έσκυψε να με φιλήσει, έγειρα να τον συναντήσω. Ήταν υπέροχο
να με φιλάνε επιτέλους και ήταν ακόμα πιο συναρπαστικό να με φιλάει ένας
βασιλιάς. Ο Τζέιμσον με τράβηξε κοντά του, κρατώντας το πιγούνι μου, και
αποτραβήχτηκε όταν θεώρησε ότι το φιλί κράτησε αρκετά.
Κάτι μέσα στα μάτια του άλλαξε, λες και πήρε μια απόφαση. Ο τόνος του
έγινε πολύ σοβαρός.
«Πρέπει να προετοιμαστείς, Χόλις. Έρχονται πολλές αλλαγές για εμάς».
Κατάπια.
«Και για τους δυο μας, Μεγαλειότατε;»
Ένευσε.
«Τις επόμενες εβδομάδες σκοπεύω να δείξω σε όλη την Κορόα πόσο σε
λατρεύω. Αυτό θα σημαίνει πολλά πράγματα. Κάποιοι θα ικετεύουν για την
εύνοιά σου. Άλλοι θα καταριούνται το όνομά σου. Αλλά τίποτα από όλα
αυτά δεν έχει σημασία, Χόλις. Σε θέλω για γυναίκα μου».
Έπρεπε να επιστρατεύσω όλη μου τη δύναμη ακόμα και για να ψιθυρίσω
μια απάντηση.
«Και θα ήταν τιμή μου… αλλά ανησυχώ ότι δεν είμαι άξια».
Κούνησε το κεφάλι του, στερεώνοντας προσεκτικά μια μπούκλα πίσω από
το αυτί μου.
«Νομίζω ότι πολλοί που μπαίνουν σε μια βασιλική οικογένεια νιώθουν
έτσι, αλλά εσύ δε χρειάζεται ν’ ανησυχείς. Απλώς σκέψου την προγιαγιά
μου, την Αλμπρέιντ. Λένε ότι ήταν χλωμή σαν Ισόλτια όταν έδωσε τους
όρκους της», αστειεύτηκε, «αλλά κοίτα τι θρύλος έγινε».
Προσπάθησα να χαμογελάσω, αλλά ήταν δύσκολο να φανταστώ τον εαυτό
μου να κάνει κάτι τόσο γενναίο όσο το να κερδίζει έναν πόλεμο.
«Δεν είμαι στρατιώτης», απάντησα ταπεινά.
«Και δε θέλω να είσαι. Το μόνο που ζητάω είναι να είσαι όλα όσα είσαι
ήδη. Αυτός, γλυκιά μου Χόλις, είναι ο λόγος για τον οποίο σ’ αγαπώ».
Ο λόγος για τον οποίο σ’ αγαπώ, ο λόγος για τον οποίο σ’ αγαπώ, ο λόγος
για τον οποίο σ’ αγαπώ…
Οι λέξεις αντηχούσαν στην καρδιά μου και ευχήθηκα να είχα έναν τρόπο
να τις φυλάξω μέσα σε ένα μπουκάλι. Είχε την καλοσύνη να μου δώσει άλλη
μια στιγμή να βρω την αυτοκυριαρχία μου πριν συνεχίσει.
«Μεγάλωσα χωρίς αδέλφια. Και οι δυο γονείς μου πέθαναν πολύ σύντομα.
Πάνω από όλα, εσύ μου έδωσες τη συντροφιά που λαχταρούσα σε αυτή τη
ζωή. Αυτό μόνο ζητάω από εσένα. Οτιδήποτε άλλο μπορεί να ζητήσει κανείς
είναι περιττό. Αν πιστεύεις ότι μπορείς να είσαι ευτυχισμένη ως σύντροφός
μου σε αυτόν τον κόσμο, τότε όλα θα πάνε καλά».
Μιλούσε τόσο ειλικρινά, με τέτοιο συναίσθημα, ώστε τα μάτια μου
πλημμύρισαν με δάκρυα άλλη μια φορά. Η στοργή του ήταν σαρωτική.
Καθώς κοιτούσα μέσα στα μάτια του, μερικά μόνο εκατοστά από τα δικά
μου, ήμουν σίγουρη ότι θα κατάφερνα να φέρω εις πέρας οποιοδήποτε
καθήκον, αρκεί να ήμουν δίπλα του.
Ήταν μια τόσο παράξενη αίσθηση, τόσο καινούργια. Εκείνη τη στιγμή
ήξερα ότι θα πρέπει να ήταν αγάπη. Ήταν κάτι παραπάνω από μια αδυναμία
στα γόνατα, αλλά η απόλυτη αποφασιστικότητα που μου ενέπνεε… όλα αυτά
μόνο ο Τζέιμσον μπορούσε να τα κάνει.
Ένευσα. Ήταν το μόνο που μπορούσα να κάνω. Αλλά, για εκείνον, ήταν
αρκετό.
«Σου ζητώ να το κρατήσεις μυστικό για την ώρα. Οι λόρδοι προσπαθούν
ακόμα να με πείσουν να παντρευτώ την πριγκίπισσα από το Μπανίρ για χάρη
του συνόρου, αλλά δεν αντέχω ούτε τη σκέψη. Χρειάζομαι λίγο χρόνο για να
τους πείσω ότι εσύ κι εγώ μπορούμε να κάνουμε την Κορόα ασφαλή από
μόνοι μας».
Ένευσα ξανά.
«Θα κάνω το ίδιο».
Έδειχνε σαν να ετοιμαζόταν να με φιλήσει ξανά, αλλά μετά το σκέφτηκε
καλύτερα.
«Πρέπει να σε πάω πίσω για να μην έχει κανείς το περιθώριο να
αμφισβητήσει την τιμή σου. Έλα, γλυκιά Χόλις, ας πάμε στην τρέλα».
Όταν οι πόρτες της Μεγάλης Αίθουσας άνοιξαν, κοκκίνισα καθώς η
προσοχή όλων στράφηκε επάνω μας. Η καρδιά μου φτερούγιζε ανελέητα και
αναρωτιόμουν αν μπορούσαν να τη δουν.
Κοιτούσαν τη βασίλισσά τους.
7
Τις επόμενες μέρες, η Ντέλια Γκρέις με πίεζε ανελέητα. Μερικές φορές
σιγοτραγουδούσα σαν να μην είχα ακούσει ούτε λέξη από όσα έλεγε ή
έβρισκα κάτι για να απασχοληθώ, χαμογελώντας συνεχώς. Σήμερα ήμουν
σκυμμένη πάνω σε ένα κέντημα για ένα καινούργιο φόρεμα, αλλά, όσο κι αν
προσπαθούσα να συγκεντρωθώ, ήταν αδύνατον ν’ αγνοήσω την Ντέλια
Γκρέις για πολύ.
«Γιατί δε μου λες τουλάχιστον τι είδες;»
Χασκογέλασα.
«Δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια σειρά δωματίων. Απλώς τυχαίνει να
μένει ο Τζέιμσον σε αυτά».
«Γιατί στο καλό άργησες τόσο;»
Τράβηξα προσεκτικά τη χρυσή μου κλωστή, προσπαθώντας να κρατήσω το
σχέδιο καθαρό.
«Πέντε λεπτά λείψαμε».
«Δεκαπέντε!»
Την κοίταξα πάνω από τον ώμο μου σοκαρισμένη.
«Αποκλείεται».
«Ήμουν εκεί έξω και περίμενα μαζί με την υπόλοιπη αυλή. Σε
διαβεβαιώνω, κρατούσαμε όλοι μας χρόνο».
Κούνησα το κεφάλι μου, χαμογελώντας.
«Θα μάθεις τα πάντα αρκετά γρήγορα».
«Σε παντρεύτηκε;»
Παραλίγο να τρυπήσω το δάχτυλό μου.
«Αυτή την άποψη έχεις για μένα; Είτε είσαι βασιλιάς είτε όχι, το να
παντρεύεσαι χωρίς μάρτυρα δε διαφέρει από το να κλέβεσαι. Πιστεύεις στ’
αλήθεια ότι ο Τζέιμσον θ’ αμαύρωνε τη φήμη μου έτσι;»
Είχε τουλάχιστον την ευπρέπεια να δείχνει μετανιωμένη.
«Όχι. Συγγνώμη, Χόλις. Αλλά τότε γιατί δε μου λες την αλήθεια;»
«Δεν μπορώ ν’ απολαμβάνω μια έκπληξη μία στο τόσο; Ή ένα μυστικό;
Όλοι ξέρουμε ότι είναι αδύνατον να κρατηθούν στην αυλή».
Γύρισε τα μάτια της προς τα πάνω.
«Αν αυτό δεν είναι αλήθεια, τότε τίποτα δεν είναι». Αναστενάζοντας,
πλησίασε, τοποθετώντας τα χέρια της στους ώμους μου. «Αν συμβεί κάτι
σημαντικό, θα μου το πεις, ναι;»
«Πίστεψέ με, μακάρι να μπορούσα να σου πω τα πάντα». Τράβηξα την
κλωστή μου ξανά. Το φόρεμα έδειχνε πολύ ωραίο και ήταν μια ευπρόσδεκτη
αλλαγή να έχω κάτι άλλο να απασχολεί τις σκέψεις μου.
«Απλώς πες μου αυτό, τα πράγματα πηγαίνουν όπως υποπτευόμουν ότι θα
πάνε;»
Πίεσα τα χείλη μου μεταξύ τους, σηκώνοντας το βλέμμα μου να την
κοιτάξω κάτω από τις βλεφαρίδες μου. Το χαμόγελό της ήταν αρκετό ως
απάντηση.
«Πολύ καλά, λοιπόν», είπε. «Θα χρειαστείς κυρίες».
Άφησα το φόρεμα κάτω.
«Όχι. Δε θέλω να φτιάξω έναν κύκλο από ψεύτικες φίλες. Τα περισσότερα
κορίτσια στην αυλή με αγριοκοιτάζουν μετά τη νύχτα του χορού. Δεν τις
θέλω κοντά μου συνεχώς».
«Χρειάζεσαι άτομα για να σε φροντίζουν».
«Όχι», απάντησα. «Μια βασίλισσα χρειάζεται άτομα για να τη φροντίζουν.
Εγώ δεν έχω τέτοιον τίτλο… προς το παρόν».
«Χόλις».
«Κι αν προσπαθήσω να μαζέψω έναν κύκλο, οι λόρδοι θα αρχίσουν να
μιλάνε. Απ’ ό,τι φαίνεται, είναι ακόμα διστακτικοί και δε θέλω να κάνω κάτι
που μπορεί να προκαλέσει πρόβλημα στον Τζέιμσον».
Αναστέναξε.
«Εντάξει, λοιπόν. Αν ζητούσες από άλλο ένα άτομο στην αυλή να φροντίζει
τις ανάγκες σου, ποιο θα ήταν; Και, στο όνομα του Έστους, μην τολμήσεις
να πεις εκείνη τη χοντρομύτα την Άννα Σοφία».
Αναστέναξα.
«Μπορώ να το σκεφτώ;»
«Ναι, αλλά όχι για πολύ. Αυτό δεν είναι παιχνίδι, Χόλις».
Θυμήθηκα όταν, πριν από μερικές εβδομάδες, τα είχα σκεφτεί όλα έτσι
ακριβώς. Αλλά η Ντέλια Γκρέις είχε δίκιο· αυτά ήταν τα μονοπάτια της ζωής
μας που σχηματίζονταν ακριβώς μπροστά μας. Δεν ήταν ένα παιχνίδι.
«Πού λες να βρω κι άλλη κλωστή;»
Η Ντέλια Γκρέις σηκώθηκε.
«Η βασιλική μοδίστρα θα πρέπει να έχει πολλή. Μπορώ να πάω να τη
βρω».
«Όχι, όχι», είπα. «Θα πάω εγώ. Είμαι σίγουρη ότι έχεις να καταστρώσεις
πολλά σχέδια για τη ζωή μου», πρόσθεσα με ένα κλείσιμο του ματιού μου.
Έφυγα από την πλαϊνή πόρτα του δωματίου μου στα διαμερίσματα της
οικογένειάς μου, η οποία με έβγαλε στο κέντρο του κάστρου, ένα σημείο που
έσφυζε πάντα από δραστηριότητα. Κοίταξα για μια στιγμή γύρω μου.
Παρόλο που είχα περάσει πολύ χρόνο στο Κάστρο Κερέσκεν, ο χώρος
εξακολουθούσε να μου προκαλεί δέος.
Οι μεγάλοι διάδρομοι ήταν μεγαλοπρεπείς και περίτεχνα διακοσμημένοι· η
λιθοδομή ήταν άρτια και όμορφη, ενώ υπήρχαν παντού εντυπωσιακές
καμάρες που σχημάτιζαν θόλους πάνω από κάθε μεγάλο χώρο. Συχνά μου
θύμιζαν ανάποδες γέφυρες, με τις βέργες τους να κατεβαίνουν σαν να ήθελαν
να αγγίξουν τις άκρες των δαχτύλων μας που περίμεναν από κάτω.
Μεγαλειώδεις ελικοειδείς σκάλες διέτρεχαν τους τρεις πάνω ορόφους του
κάστρου και μας είχαν πει ότι η συλλογή από γλυπτά και πίνακες εδώ
ξεπερνούσε οποιαδήποτε άλλη από όσες είχαν δει οι ξένοι πρεσβευτές σε
κάθε άλλο μέρος της ηπείρου.
Τα διαμερίσματα της οικογένειάς μου βρίσκονταν στην εσωτερική άκρη
της Ανατολικής Πτέρυγας, που ήταν ένα αξιοσέβαστο σημείο. Τα εξαιρετικά
σημαντικά άτομα έμεναν στην πολύ μικρή Βόρεια Πτέρυγα, η οποία
βρισκόταν πιο κοντά στη Μεγάλη Αίθουσα, και επομένως πιο κοντά στον
βασιλιά. Υπήρχαν και άδεια διαμερίσματα στη Βόρεια Πτέρυγα, που
προορίζονταν για ευγενείς και επισήμους. Εκεί θα έμενε ο Βασιλιάς
Κουίντεν όταν θα ερχόταν να πραγματοποιήσει επίσκεψη.
Μετά ήταν οι οικογένειες που είχαν πολύ αρχαίες ρίζες στην Κορόα και
έμεναν στις κοντινές πλευρές της Ανατολικής και της Δυτικής Πτέρυγας.
Έπειτα, εκείνες που δεν ήταν τόσο αρχαίες αλλά είχαν πολύτιμους δεσμούς
και γη έμεναν στις εξωτερικές άκρες. Μετά έμεναν οι λιγότερο σημαντικές
οικογένειες και, αν προχωρούσες πέρα από ένα συγκεκριμένο σημείο στους
διαδρόμους, ήταν σαφές ότι οι περισσότεροι δεν έδιναν σημασία αν υπήρχες
ή όχι. Οι επάνω όροφοι σήμαιναν ότι μπορούσες να μείνεις αλλά δεν ήταν
απαραίτητο ότι ήθελαν να σε βλέπουν, ενώ οι υπηρέτες έμεναν στους
ορόφους κάτω από το κυρίως επίπεδο.
Πέρα από το πίσω μέρος του παλατιού, κατά μήκος της ψηλής κορυφής του
λόφου πάνω στον οποίο ήταν χτισμένο το κάστρο, υπήρχαν βοηθητικά
κτίρια, κελάρια και άλλοι χώροι όπου έκαναν τη δουλειά τους τα πολυάριθμα
άτομα που κρατούσαν το παλάτι σε λειτουργία. Ήλπιζα ότι ίσως να έβρισκα
εκεί τη μοδίστρα.
«Ω!» είπα παίρνοντας μια κοφτή ανάσα καθώς έστριψα σε μια γωνία
κάπως γρήγορα.
Οι δυο νεαροί άντρες πάνω στους οποίους παραλίγο να πέσω με κοίταξαν
και μετά έκαναν μια βαθιά υπόκλιση. Τα μαλλιά τους από μόνα τους
καθιστούσαν αδύνατο να μην τους αναγνωρίσεις· ήταν τα αγόρια από την
Ισόλτη. Φορούσαν πολύ φαρδιά πουκάμισα, από εκείνα που οι άντρες στην
Κορόα φορούσαν κάτω από το σακάκι τους, και κρατούσαν και οι δυο
δερμάτινες τσάντες με εργαλεία που προεξείχαν από μέσα.
«Ω, σας παρακαλώ, δεν είναι απαραίτητο αυτό», επέμεινα, παροτρύνοντάς
τους να σηκωθούν.
Το αγόρι με τα εκτυφλωτικά μπλε μάτια σήκωσε το κεφάλι του.
«Ίσως να είναι, Λαίδη Μπράιτ».
Χαμογέλασα.
«Βλέπω ότι έμαθες το όνομά μου. Αλλά αυτή που ονομάζεται Λαίδη
Μπράιτ είναι η μητέρα μου. Εγώ είμαι απλώς η Χόλις».
Σηκώθηκε, με τα μάτια του να μην αφήνουν τα δικά μου.
«Χόλις», είπε. Σταθήκαμε εκεί για ένα λεπτό, με το όνομά μου να κρέμεται
ανάμεσά μας, και, για άλλη μια φορά, δυσκολεύτηκα ν’ αποστρέψω το
βλέμμα μου. «Είμαι ο Σίλας», πρόσθεσε τελικά. «Και αυτός είναι ο αδελφός
μου, ο Σάλιβαν».
Ο αδελφός του έγειρε απλώς το κεφάλι του. Ο Σίλας ακούμπησε το χέρι
στον ώμο του.
«Πήγαινε αυτές τις προμήθειες στο βοηθητικό κτίριο. Θα έρθω σε ένα
λεπτό».
Αμίλητος, ο Σάλιβαν έκανε άλλη μια υπόκλιση πριν φύγει βιαστικά.
«Συγγνώμη γι’ αυτό», είπε ο Σίλας, γυρίζοντας ξανά σ’ εμένα. «Ο Σάλιβαν
είναι πολύ ντροπαλός, αν δε σε γνωρίζει. Στην πραγματικότητα, είναι
ντροπαλός ακόμα κι αν σε γνωρίζει».
Γέλασα.
«Ζήτησέ του συγγνώμη εκ μέρους μου. Δεν ήθελα να σας τρομάξω».
«Από πότε πρέπει να απολογείστε για κάτι, αρχόντισσά μου; Λένε ότι θα
γίνετε βασίλισσα». Τα μάτια μου γούρλωσαν. «Δεν είναι αλήθεια; Δεν ήθελα
να κάνω εικασίες. Απλώς αυτό λένε όλοι όταν περνάτε».
Χαμήλωσα το βλέμμα μου.
«Εκείνοι οι άνθρωποι… ακούγονται χαρούμενοι όταν το λένε;»
Ένευσε.
«Πολλοί από αυτούς. Αν τύχει να είναι πιο κοντά στη δική μας ηλικία, ας
πούμε απλώς ότι ο τόνος τους προδίδει περισσότερο φθόνο παρά δέος».
Αναστέναξα.
«Κατάλαβα. Δε φοράω δαχτυλίδι στο δάχτυλό μου, επομένως κανείς δεν
ξέρει».
«Τότε, αν τελικά γίνει, ελπίζω ότι εσείς οι δυο θα είστε πολύ ευτυχισμένοι.
Η Ισόλτη έχει βασίλισσα, αλλά είναι γνωστό σε όλους ότι δε διαθέτει το
επίπεδο της δύναμης και της γενναιοδωρίας που θα περίμενε κάποιος από
έναν ηγέτη. Ο λαός σας θα είναι πραγματικά πολύ τυχερός που θα έχει εσάς
βασίλισσα».
Κοιτούσα τα πόδια μου, νιώθοντας να έρχεται ένα κοκκίνισμα, και πρόσεξα
ξανά τα εργαλεία στα χέρια του.
«Συγχώρεσέ με, αλλά γιατί συνεχίζεις να δουλεύεις τώρα που είσαι εδώ;
Έφυγες από την Ισόλτη –πράγμα που, επί τη ευκαιρία, ίσως να είναι ένα από
τα πιο έξυπνα πράγματα που θα μπορούσε να κάνει ένα άτομο–, γιατί λοιπόν
δεν κάνεις μια νέα αρχή και να γίνεις ένας ευγενής σαν τον πατέρα σου;
Σίγουρα πάντως θα είναι μια πιο καθαρή δουλειά».
Γέλασε.
«Είμαι περήφανος γι’ αυτό που μπορώ να κάνω. Είμαι καλύτερος με τα
σπαθιά και την πανοπλία, αλλά, αν ο Σάλιβαν δεν έχει πρόβλημα να δουλεύει
μαζί μου, μπορώ να φτιάξω και κοσμήματα». Σήκωσε τους ώμους του,
εξακολουθώντας να δείχνει ευχαριστημένος με τον εαυτό του. «Αφότου
παρουσίασα εκείνο το σπαθί στον βασιλιά σου, εγώ…»
«Α, μα είναι και δικός σου βασιλιάς τώρα», σχολίασα.
Το αγόρι –ο Σίλας– ένευσε.
«Συγχώρεσέ με. Ακόμα προσαρμοζόμαστε όλοι και αυτή τη στιγμή είμαι
λίγο καχύποπτος απέναντι στους βασιλιάδες».Έκανε μια παύση πριν
επιστρέψει στη συζήτησή μας. «Αφού παρουσίασα το σπαθί μας στον
βασιλιά, δεχτήκαμε αρκετές παραγγελίες για περισσότερα και νομίζω ότι η
μητέρα μου κατάφερε μάλιστα να πείσει κάποιον να παραγγείλει κι ένα
κολιέ».
Έβαλα τα χέρια μου στους γοφούς μου, κοιτάζοντάς τον εντυπωσιασμένη.
«Κι εγώ που πίστευα ότι οι Ισόλτιοι δεν είναι καλλιτέχνες». Χαμογέλασε
και σήκωσε τους ώμους του. «Αυτή είναι μια αρκετά χρήσιμη ικανότητα.
Πώς την έμαθες, αν ήσουν κι εσύ αυλικός;»
«Η έπαυλή μας ήταν τόσο κοντά στο κάστρο, ώστε μπορούσαμε να
πηγαινοερχόμαστε με ευκολία, κι έτσι περνούσαμε τον περισσότερο χρόνο
μας στο σπίτι». Ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του.
«Αυτό που μετανιώνει ο πατέρας μου περισσότερο είναι ότι δεν ανέπτυξε μια
χρήσιμη ικανότητα στα νιάτα του, κι έτσι, όταν εκδήλωσα ένα ενδιαφέρον
για τη μεταλλουργία, με βοήθησε να τη μάθω. Το πρώτο σπαθί που έφτιαξα
ήταν για τον ξάδελφό μου, τον Ίταν;» Το είπε λες και θα έπρεπε να ξέρω για
ποιον μιλούσε. «Χρειαζόταν ένα καλό πολεμικό σπαθί για ένα τουρνουά. Η
λαβή έτρεμε τόσο πολύ, ώστε δεν την εμπιστευόταν και στο πρώτο χτύπημα
κόπηκε ένα τεράστιο κομμάτι. Ωστόσο χρησιμοποίησε το σπαθί σε όλο
εκείνο το τουρνουά». Όλα αυτά τα έλεγε με μια έκφραση που μου έδειχνε ότι
φανταζόταν την όλη σκηνή. «Έχουν περάσει τρία χρόνια και είμαι
περήφανος γι’ αυτό που μπορώ να κάνω, αλλά πάντα προσπαθώ να
βελτιώνομαι. Αυτό κάνουμε όλοι. Ακόμα και η αδελφή μου ασχολείται με τη
μεταλλουργία, αν και κατά κύριο λόγο κάνει πιο λεπτά πράγματα, τις
λεπτομέρειες στα κοσμήματα που φτιάχνουμε ο Σάλιβαν κι εγώ». Σήκωσε τα
χέρια του. «Τα δάχτυλά μας είναι πολύ μεγάλα γι’ αυτό».
Μελέτησα τα χέρια του, παρατηρώντας ότι ήταν ξερά και υπήρχε καπνιά
στα νύχια του. Μπορεί να μεγάλωσε ως ευγενής, αλλά τα χέρια του μόνο σε
ευγενή δεν ταίριαζαν. Κάτι τα έκανε ακαταμάχητα όμορφα. Έκρυψα τα δικά
μου πίσω από την πλάτη μου, αναστενάζοντας με θαυμασμό όταν απάντησα:
«Αυτό είναι εκπληκτικό».
Σήκωσε τους ώμους του.
«Δεν είναι και τόσο εντυπωσιακό στην Ισόλτη. Οι τέχνες δεν είναι και τόσο
σημαντικές εκεί».
Σήκωσα τα φρύδια μου όταν το άκουσα αυτό.
«Κάνει τόση ψύχρα όσο λένε όλοι;»
«Αν μιλάς για τους ανέμους, ναι, μερικές φορές μπορούν να γίνουν άγριοι.
Και αν μιλάς για τον γενικό πληθυσμό…» Σήκωσε τα φρύδια του.
«Διαπιστώνω ότι όταν είσαι κοντά σε κάποιους ανθρώπους στην Ισόλτη
νιώθεις τη θερμοκρασία να πέφτει ακόμα περισσότερο». Χασκογέλασε με το
αστείο του. «Δεν ξέρεις πώς είναι; Δεν έχεις πάει ποτέ;»
Η έκπληξη στη φωνή του ήταν δικαιολογημένη. Αν ένας Κοροανός ήθελε
να πάει ένα ταξίδι, η Ισόλτη ήταν το πιο εύκολο μέρος… αν και ίσως όχι το
πιο φιλόξενο.
«Όχι. Ο πατέρας μου συνεχώς δουλεύει και, αν ταξιδεύει, προτιμάει να
πηγαίνει μόνος του ή με τη μητέρα. Ζήτησα να πάω στο Έραντορ –έχω
ακούσει ότι οι παραλίες εκεί είναι συγκλονιστικές–, αλλά δεν πήγα ποτέ».
Δεν ήθελα να πω ότι είχα σταματήσει να το ζητάω εδώ και χρόνια, όταν έγινε
σαφές ότι η συντροφιά μου δε θα τους πείραζε και τόσο αν είχα την κοινή
λογική να γεννηθώ αγόρι ή αν τουλάχιστον είχα έρθει έπειτα από έναν
αδελφό. Αλλά αυτό δε συνέβη και δεν ήξερα ποιος έφταιγε γι’ αυτό, παρ’
όλα αυτά εκείνοι είχαν αποφασίσει ότι έφταιγα εγώ.
Είχα την Ντέλια Γκρέις, όμως· ήταν καλύτερη από μια πολύωρη διαδρομή
μέσα σε μια αποπνικτική άμαξα, ανεξάρτητα από τον προορισμό. Αυτό έλεγα
στον εαυτό μου.
Κρέμασε την τσάντα στον ώμο του.
«Είμαι σίγουρος ότι η Μεγαλειότητά Του θα σε πάει όπου επιθυμεί η
καρδιά σου. Απ’ ό,τι φαίνεται, θα έκανε τα πάντα για μια κυρία που έσωσε
από ένα παγωμένο ποτάμι». Η έκφρασή του ήταν πειρακτική.
«Αυτό συνέβη πριν καν έρθεις εδώ! Και δεν ήταν παγωμένο! Και
υπερασπιζόμουν τον εαυτό μου από μια επίθεση με βατόμουρα. Αν μη τι
άλλο, δεν έκανα αρκετά».
«Πολύ θα ήθελα να το είχα δει αυτό», πρόσθεσε παιχνιδιάρικα. «Οι κυρίες
στην Ισόλτη δε σκύβουν καν ν’ αγγίξουν το νερό, πόσο μάλλον να
ρισκάρουν να γλιστρήσουν μέσα».
«Ίσως έτσι να είναι καλύτερα. Το ποτάμι μού πήρε ένα πολύ αγαπημένο
ζευγάρι παπούτσια».
Γέλασε, κλοτσώντας το πάτωμα αφηρημένα.
«Λοιπόν, νομίζω ότι πρέπει να βρω τον Σάλιβαν. Το προσωπικό είχε την
καλοσύνη να μας βρει ένα μέρος να δουλέψουμε και θα είναι ωραία να
νιώσουμε… χρήσιμοι».
«Ξέρω τι εννοείς. Πράγμα που μου θυμίζει… μήπως έχεις δει το δωμάτιο
της μοδίστρας προς τα εδώ; Ψάχνω για κλωστή».
«Ναι», απάντησε μ’ ενθουσιασμό. «Πάρε την επόμενη σκάλα μέχρι τον
δεύτερο όροφο. Το δωμάτιο δεν έχει πόρτα, επομένως θα μπορέσεις να το
δεις».
«Α. Λοιπόν, σ’ ευχαριστώ πολύ, Σίλας».
Ένευσε, λέγοντας: «Στη διάθεσή σου, Λαίδη Χόλις».
Έφυγε βιαστικά κι εγώ κατευθύνθηκα προς τη σκάλα, ενώ σκεφτόμουν ότι
ήταν πολύ πιο σκοτεινά εδώ από όσο είχα συνηθίσει. Καθώς ανέβαινα τη
σκάλα, σκεφτόμουν τις αμέτρητες επισκέψεις βασιλέων και αξιωματούχων,
απεσταλμένων και αντιπροσώπων που είχαν λάβει χώρα από τότε που η
οικογένειά μου έκανε το Κάστρο Κερέσκεν την κύρια κατοικία μας. Είχα δει
ανθρώπους από όλη την ήπειρο. Και, ωστόσο, η συζήτησή μου στον
διάδρομο με τον Σίλας Ιστόφ συνιστούσε την πρώτη φορά που μιλούσα ποτέ
με έναν ξένο.
Ξαφνιάστηκα όταν διαπίστωσα ότι δεν ήταν τόσο διαφορετικός από εμένα,
ότι δεν ήταν και τόσο δύσκολο να νιώσω άνετα μαζί του μέσα στους τοίχους
αυτού του κάστρου.
8
Το επόμενο πρωί, το χτύπημα ακούστηκε ακριβώς στην ώρα του.
«Τι από τα δυο λες να είναι;» αναρωτήθηκε φωναχτά η Ντέλια Γκρέις.
«Δώρα από τον Μεγαλειότατο ή άλλος ένας λόρδος που ήρθε για να ζητήσει
την εύνοιά σου;»
Απέφυγα τα μάτια της, καθώς δεν ήμουν σίγουρη πώς θα εξελισσόταν
αυτό.
«Τίποτα από τα δύο».
«Η Λαίδη Νόρα Λίτρελ», ανακοίνωσε η καμαριέρα καθώς η επισκέπτριά
μου εμφανίστηκε από τη γωνία.
«Τι κάνει αυτή εδώ;» ρώτησε η Ντέλια Γκρέις ψιθυριστά.
«Εγώ την κάλεσα», της εξήγησα, ενώ σηκώθηκα για να υποδεχτώ την
καλεσμένη μου. «Σ’ ευχαριστώ που ήρθες, Λαίδη Νόρα».
«Χαίρομαι που είμαι εδώ. Τι μπορώ να κάνω για σένα;»
Κατάπια, ξέροντας ότι η επόμενη δήλωση θα σόκαρε την Ντέλια Γκρέις.
«Σε κάλεσα εδώ για να σου προσφέρω μια θέση στον κύκλο μου».
Και όντως, η Ντέλια Γκρέις έδειχνε απόλυτα έντρομη καθώς ψέλλισε: «Τι;
Γιατί αυτήν;»
«Επειδή ήταν αρκετά κυρία ώστε να ζητήσει συγγνώμη όταν έκανε κάτι
ανόητο και αρκετά ευγενική ώστε να μη χρησιμοποιήσει τη δική μου
ανοησία εναντίον μου». Γύρισα να κοιτάξω την πιο αγαπημένη μου φίλη. «Η
επιρροή μας στην αυλή είναι περιορισμένη. Η Λαίδη Νόρα γνωρίζει
ανθρώπους τους οποίους εμείς δε γνωρίζουμε. Επίσης είναι έξυπνη. Όπως
επισήμανες, χρειάζομαι κάθε δυνατή βοήθεια».
Σε αυτό η Ντέλια Γκρέις χαμήλωσε το κεφάλι της και φαινόταν σαν να
σφίγγει τα δόντια της πίσω από τα χείλη της.
«Το ξέρω, η θέση μου δεν είναι επίσημη ακόμα», άρχισα ξανά, κοιτάζοντας
τη Νόρα, αλλά, αν θέλεις, θα επιθυμούσα να είστε και οι δυο στη συνοδεία
μου. Ντέλια Γκρέις, φυσικά εσύ θα είσαι η πρώτη κυρία επί των τιμών και,
Νόρα, αν θέλεις να έρθεις μαζί μας, μπορείς να γίνεις κι εσύ κυρία επί των
τιμών. Αν τα πράγματα συνεχιστούν ως έχουν και ο Τζέιμσον μου κάνει
πρόταση γάμου, θα ζητήσω τη βοήθειά σου για να συνθέσω τον υπόλοιπο
κύκλο μου, έτσι ώστε να διασφαλίσουμε ότι το κλίμα θα είναι όσο πιο
χαρούμενο γίνεται. Και, φυσικά, οποιαδήποτε εύνοια δεχτώ θα τη μοιραστώ
μαζί σου με χαρά».
Η Νόρα πλησίασε, παίρνοντας τα χέρια μου.
«Θα ήθελα πολύ να γίνω κυρία επί των τιμών σου! Χόλις, σ’ ευχαριστώ!»
Το χαμόγελό της ήταν αληθινό και ήταν προφανές ότι οποιαδήποτε πίκρα
έτρεφε για μένα επειδή είχα κερδίσει την καρδιά του Τζέιμσον είχε χαθεί.
Ίσως να μην υπήρξε ποτέ εξαρχής.
Η Ντέλια Γκρέις, ωστόσο, ήταν ακόμα εξοργισμένη.
Την κοίταξα κατάματα.
«Αυτό θα πετύχει μόνο αν εσείς οι δυο μπορέσετε να συνεργαστείτε», της
είπα. «Είστε πολύ διαφορετικές κυρίες με διαφορετικές προσωπικότητες και
χαρίσματα, και δεν ξέρω πώς θα τα καταφέρω χωρίς και τις δυο σας. Σε
παρακαλώ».
Τα χέρια της Ντέλια Γκρέις ήταν σταυρωμένα, η έκφρασή της μου έλεγε
ξεκάθαρα ότι την είχα προδώσει με τον βαθύτερο δυνατό τρόπο.
«Ούτως ή άλλως, θα έπρεπε να βρω κι άλλες κυρίες. Εσύ η ίδια το
πρότεινες», της υπενθύμισα.
«Το ξέρω. Απλώς δεν περίμενα… Θα δίνει αναφορά σ’ εμένα, σωστά;»
ρώτησε η Ντέλια Γκρέις.
«Είσαι η πρώτη κυρία επί των τιμών», είπε η Νόρα πριν προλάβω ν’
απαντήσω. «Όλες θα δίνουν αναφορά σ’ εσένα».
«Περιμένω να είσαι δίκαιη», την προειδοποίησα, «αλλά, ναι, είσαι ανώτερη
όλων».
Αναστέναξε.
«Εντάξει». Με κοίταξε, με την απογοήτευση εμφανή στα μάτια της. «Με
συγχωρείς, αρχόντισσά μου, έχω πονοκέφαλο. Και, απ’ ό,τι φαίνεται, τώρα
έχεις κάποια άλλη να σε φροντίσει».
Και έφυγε θυμωμένη, χτυπώντας την πόρτα πίσω της.
«Υποθέτω ότι δεν μπορούσα να περιμένω ότι θα πήγαινε καλύτερα»,
παραδέχτηκε η Νόρα.
«Θα χρειαστεί πολύς χρόνος για να διορθωθούν όλα όσα έχουν γίνει
ανάμεσα στις δυο σας», απάντησα.
«Ναι. Πρέπει να ομολογήσω, έπειτα από το πόσο… απόμακρες ήμασταν
όλες απέναντί της, ξαφνιάζομαι που είσαι πρόθυμη να μου δώσεις μια
ευκαιρία».
Γύρισα προς το μέρος της.
«Λοιπόν, θεωρώ ότι πρέπει να δίνονται δεύτερες ευκαιρίες. Ελπίζω ότι θα
σου δώσει και η Ντέλια Γκρέις μία. Και ότι θα προσπαθήσεις να κάνεις μια
νέα αρχή μαζί της».
Η δυσφορία της ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της καθώς προσπαθούσε
να βρει το κουράγιο ν’ απαντήσει.
«Ωραίο θα ήταν αυτό. Μερικές φορές… είναι πιο εύκολο να είσαι στην
αυλή όταν όλη η αρνητική προσοχή βρίσκεται σε κάποιον άλλον, αν μπορείς
να καταλάβεις τι εννοώ».
Αναστέναξα.
«Ναι. Ναι, μπορώ».
Σήκωσε τους ώμους της θλιμμένα.
«Η οικογένειά μου έχει δικά της σκάνδαλα –σχεδόν όλες οι οικογένειες
ευγενών έχουν– αλλά το ότι υπήρχε κάποια στην οποία μπορούσαν να
στρέφονται όλα τα κουτσομπολιά έκανε τη ζωή μου πιο εύκολη».
«Καταλαβαίνω. Αλλά όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Αργά ή γρήγορα,
θα πρέπει να της ζητήσεις συγγνώμη. Χρειάζομαι τη βοήθειά σου, αλλά δεν
μπορώ χωρίς εκείνη».
Ένευσε.
«Δε θα σε απογοητεύσω, αρχόντισσά μου. Είμαι απερίγραπτα
ικανοποιημένη απλώς και μόνο που θα συμμετέχω σε αυτό. Θα μπεις στα
βιβλία της ιστορίας. Το συνειδητοποιείς αυτό;»
Πήρα μια τρεμάμενη ανάσα μέσα από το χαμόγελό μου.
«Το συνειδητοποιώ… νομίζω ότι γι’ αυτό είμαι τόσο αγχωμένη».
Η Νόρα φίλησε το μάγουλό μου.
«Μην ανησυχείς. Έχεις την Ντέλια Γκρέις και τώρα έχεις κι εμένα».
Πριν προλάβω να την ευχαριστήσω, η μητέρα μου εισέβαλε από την πόρτα,
δείχνοντας έτοιμη να διεξαγάγει πόλεμο.
Κοιτούσε πότε τη Νόρα και πότε εμένα, καθώς τα χέρια της Νόρα
κρατούσαν ακόμα τα δικά μου, και έστρεψε το δάχτυλό της προς το μέρος
της με ένα ύφος γεμάτο κατηγορία.
«Στ’ αλήθεια έβαλες αυτό το κορίτσι στον κύκλο σου;»
Έπειτα από ένα στιγμιαίο σοκ, κατάλαβα.
«Υποθέτω ότι έπεσες πάνω στην Ντέλια Γκρέις».
«Όντως».
«Αναρωτιέμαι γιατί αποφάσισες τελικά να λάβεις υπόψη οτιδήποτε έχει να
πει. Μήπως επειδή μίλησε για ένα κομμάτι της ζωής μου στο οποίο ξέχασες
να κάνεις κουμάντο;»
Δεν το αρνήθηκε. Δεν είπε ότι κοιτούσε το συμφέρον μου ή ότι υπήρχε
ένας καλύτερος τρόπος που δεν είχα σκεφτεί. Ήταν απλώς άλλο ένα πράγμα
που κανονικά θα έπρεπε να ήταν δικό μου, αλλά, στα δικά της μάτια, δεν
ήταν.
«Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι έχεις την ικανότητα να οργανώσεις η ίδια τον
κύκλο σου;» έφτυσε. «Περίμενα ότι θα κρατούσες την Ντέλια Γκρέις· δεν
υπήρχε τρόπος ν’ αποφευχθεί αυτό». Γύρισε τα μάτια της προς τα επάνω με
πίκρα που η μοναδική φίλη που είχα στο κάστρο επέλεξε να μείνει στο
πλευρό μου. «Και θα το επιτρέψω αυτό επειδή η Νόρα ανήκει σε μια πιο
ευυπόληπτη οικογένεια από τις περισσότερες, αλλά από εδώ και πέρα ο
πατέρας σου κι εγώ θα επιλέγουμε τις κυρίες σου. Κατανοητό;»
Ήταν εξουθενωτικό να σηκώνω το βάρος των συνεχών της απαιτήσεων.
Δεν της ήταν αρκετό που ήμουν σχεδόν λογοδοσμένη με έναν βασιλιά;
Κανείς άλλος δε θα μπορούσε να της το δώσει αυτό· ένας γιος δε θα
μπορούσε να της το δώσει αυτό.
Ξεφύσησε και βγήκε από το δωμάτιο όσο γρήγορα είχε μπει.
«Μην ανησυχείς», ψιθύρισε η Νόρα. «Έχω μια ιδέα».
Η Νόρα άνοιξε την πόρτα για τη Γιοάνα και τη Σέσιλι, καθώς εγώ βοηθούσα
την Ντέλια Γκρέις να βάλει τις τελευταίες καρέκλες μπροστά στον τοίχο.
Ο κυρίως χώρος στην περιοχή υποδοχής τώρα ήταν άδειος για χορό και
συζήτηση, ενώ είχα καλέσει έναν από τους μουσικούς της αυλής για να
έχουμε μουσική. Μετά την τρέλα της μετακόμισης και την ένταση της
συνάντησης με τη Βαλεντίνα, αυτό θα ήταν ένα υπέροχο δώρο.
«Σας ευχαριστούμε που μας καλέσατε». Η Σέσιλι ήρθε και μας χαιρέτησε
με μια μικρή υπόκλιση.
«Ω, παρακαλώ. Θυμάστε την Ντέλια Γκρέις, φυσικά», είπα, γνέφοντας
προς το μέρος της. Η Ντέλια Γκρέις στεκόταν με το κεφάλι της ψηλά,
γνωρίζοντας ότι επιτέλους βρισκόταν σε μια θέση που δεν μπορούσε να
αρνηθεί κανείς ότι ήταν υψηλή.
«Ναι». Δίπλα της, η Γιοάνα ξεροκατάπιε. «Χαίρομαι πολύ που σε βλέπω».
«Ντέλια Γκρέις, αγαπητή μου, θα τις οδηγήσεις να πιουν κάτι;»
Ένευσε, καθώς δεν ήταν υποχρεωμένη να μιλήσει σε κανέναν, αν δεν
ήθελε, ενώ ήμουν σίγουρη ότι απολάμβανε τη γνώση ότι, έστω κι αν κάποια
την κοιτούσε στραβά, θα την έδιωχνα από το δωμάτιο.
Ακούστηκε άλλο ένα χτύπημα και η Νόρα άνοιξε ξανά την πόρτα.
«Σκάρλετ!» φώναξα. «Χαίρομαι πολύ που μπόρεσες να έρθεις».
Χάρηκα που είδα τους γονείς της και τον Σαούλ να ακολουθούν πίσω της,
αλλά ξαφνιάστηκα όταν πρόσεξα ότι είχαν έρθει και οι Νόρθκοτ. Και μετά, ο
Σίλας Ιστόφ μπήκε από την πόρτα, τελευταίος, λες και ήθελε σκόπιμα να
είναι εκείνος που θα έμενε στο μυαλό μου. Και η καρδιά μου άρχισε να
χοροπηδάει λες και ήταν παγιδευμένη μέσα στο στήθος μου.
Καθάρισα τον λαιμό μου, γυρίζοντας για να υποδεχτώ τους καλεσμένους
μου.
Ο Λόρδος Ιστόφ πλησίασε, κάνοντας μια υπόκλιση.
«Σας ευχαριστούμε που μας καλέσατε. Ήταν πιο… αγχωτικό τελικά από
όσο περιμέναμε που είδαμε ξανά τον Βασιλιά Κουίντεν».
Έγειρα το κεφάλι μου με συμπόνια.
«Μπορείτε να κρυφτείτε όλοι εδώ όσο θέλετε. Το διαμέρισμα είναι
τεράστιο και έχουμε άφθονο φαγητό… θα κατασκηνώσουμε εδώ»,
αστειεύτηκα. «Παρακαλώ, βολευτείτε».
Η Ντέλια Γκρέις είχε ήδη αρχίσει να κινείται στον ρυθμό της μουσικής και
τη μιμήθηκα, σε έναν χορό που είχαμε κάνει τη χορογραφία μόνες μας την
προηγούμενη χρονιά.
«Eίναι πολύ όμορφος», σχολίασε η Νόρα καθώς η Ντέλια Γκρέις κι εγώ
είχαμε ενώσει τους καρπούς μας και περπατούσαμε η μία γύρω από την
άλλη.
«Ευχαριστούμε», απάντησε η Ντέλια Γκρέις. «Περάσαμε εβδομάδες
προβάροντάς τον».
«Πρέπει να δοκιμάσεις να κάνεις τη χορογραφία και για τον χορό για την
ημέρα της στέψης», πρόσθεσε η Νόρα.
Η Ντέλια Γκρέις έδειχνε σχεδόν αποσβολωμένη από την ευγενική πρόταση.
«Αν η Λαίδη Χόλις το επιθυμεί. Σ’ ευχαριστώ».
Όταν ο χορός τελείωσε και έπαιξε ένα καινούργιο τραγούδι,
παρακολούθησα τη Νόρα να ξεκινάει έναν δικό της χορό. Ειλικρινά, αν
εκείνη και η Ντέλια Γκρέις έκαναν τη χορογραφία για τον χορό μας,
πιθανότατα θα ήταν ένας από τους καλύτερους που θα είχα χορέψει ποτέ.
Αρκετές φορές η προσοχή μου αποσπάστηκε από ένα ζευγάρι μπλε μάτια
που παρακολουθούσαν με ικανοποίηση από μια καρέκλα στον τοίχο.
Κοίταξα τον Σίλας, μιλώντας καθώς λικνιζόμουν με τη μουσική.
«Χορεύετε, κύριε;»
Κάθισε λίγο πιο στητός.
«Περιστασιακά. Αλλά από όλους στην οικογένεια ο Ίταν είναι ο
καλύτερος», είπε, νεύοντας προς τον ξάδελφό του στην άλλη άκρη του
δωματίου. Έψαξα και τον βρήκα να μελετά συνοφρυωμένος τις ταπισερί, με
τα χέρια του πίσω από την πλάτη του, δείχνοντας να βρίσκεται εδώ παρά τη
θέλησή του.
«Θα αστειεύεσαι μάλλον».
Ο Σίλας γέλασε.
«Καθόλου».
«Σε παρακαλώ, μην προσβληθείς αν δεν τον προσκαλέσω να χορέψουμε».
Έκανε μια γκριμάτσα.
«Με τη διάθεση που έχει τώρα, δε νομίζω ότι θα δεχόταν ούτως ή άλλως».
Αναστέναξα, σίγουρη γι’ αυτό.
«Εσύ θα δεχόσουν;»
Κατάπιε και κοίταξε το πάτωμα.
«Θα δεχόμουν… αν και ίσως όχι σήμερα». Όταν σήκωσε ξανά το πρόσωπό
του για να με κοιτάξει, παρατήρησα ένα ελαφρύ κοκκίνισμα στα μάγουλά
του και δεν τον αδικούσα που δεν ήθελε να χορέψει μπροστά σε μια τόσο
οικεία συντροφιά.
«Λαίδη Χόλις, ελάτε να δείτε», φώναξε η Σέσιλι και διέσχισα σιωπηλά το
δωμάτιο, πράγμα που, ευτυχώς, μου έδωσε τον χρόνο να καταπνίξω το
χαμόγελο στο πρόσωπό μου. Τι είχε ο Σίλας Ιστόφ και μετέτρεπε τον αέρα
μέσα στο δωμάτιο σε κάτι πιο γλυκό; Έκανε τα πάντα να φαίνονται…
εύκολα. Τα λόγια έβγαιναν πιo καθαρά, οι σκέψεις δεν ήταν τόσο θολές. Δεν
είχα συνειδητοποιήσει ότι οι άνθρωποι μπορούσαν να το κάνουν αυτό,
μπορούσαν να κάνουν τα πάντα πιο ξεκάθαρα.
Ο κόσμος στο δωμάτιο χωρίστηκε σε χαλαρές συζητήσεις και ξεσπάσματα
γέλιου, δημιουργώντας μου μια χαρούμενη διάθεση. Και όταν με κάποιον
τρόπο κατέληξα να έχω τον μικρό Σαούλ καβαλιέρο στον χορό, το ένιωσα
απολύτως φυσικό. Τον στριφογύριζα ξεσηκώνοντας χειροκροτήματα και
ήταν ωραίο να βλέπω τα δάκρυά του της προηγούμενης μέρας να αφήνουν τη
θέση τους στο γέλιο. Όταν το τραγούδι τελείωσε, έσκυψα και φίλησα τον
Σαούλ στο μάγουλο.
«Σας ευχαριστώ, κύριε. Είστε υπέροχος χορευτής».
Ο βιολιστής συνέχισε να παίζει στο βάθος, ενώ ο κόσμος μιλούσε. Καθώς
καθόμασταν όλοι και συζητούσαμε, τα καινούργια διαμερίσματα έδειχναν ότι
θα μπορούσαν τελικά να γίνουν ένα άνετο μέρος.
«Ο βασιλιάς θα πρέπει να νοιάζεται για σένα πολύ», είπε ο Σίλας και ήρθε
να σταθεί δίπλα μου. «Αυτά τα δωμάτια είναι εκπληκτικά. Μου θυμίζουν τα
δωμάτιά μας στο Παλάτι Τσέτγουιν. Αλλά η αρχιτεκτονική της Κορόα είναι
πολύ διαφορετική. Νομίζω ότι οι πέτρες από μόνες τους αλλάζουν τα πάντα».
«Πώς κι έτσι;» ρώτησα. Ήταν η ίδια πέτρα που ήξερα όλη μου τη ζωή.
«Στην Ισόλτη, τα κτίρια έχουν μια απαλή πράσινη ή μπλε απόχρωση. Είναι
ένα ορυκτό μέσα στις πέτρες κοντά στη βορειοανατολική ακτή. Είναι πολύ
όμορφο, αλλά τον χειμώνα ιδιαίτερα κάνει τα πάντα να δείχνουν πολύ
σκοτεινά. Οι δικές σας πέτρες έχουν πολύ ζεστά χρώματα μέσα τους. Έτσι τα
πάντα δείχνουν πιο φωτεινά, πιο φιλικά. Και όταν το συνδυάσεις αυτό με το
εντυπωσιακό μέγεθος των διαμερισμάτων, είναι πολύ όμορφο».
Ένευσα, με διάφορα συναισθήματα να πλημμυρίζουν την καρδιά μου.
«Είναι άνετα, το πιο όμορφο μέρος μέρος στο οποίο έχω κοιμηθεί, αλλά θα
έλεγα ψέματα αν ισχυριζόμουν ότι δε μου λείπει η απλότητα του παλιού μου
δωματίου και κυρίως το ότι τις περισσότερες μέρες ήξερα τι επρόκειτο να
συμβεί».
Κατάπια, καθώς για άλλη μια φορά αναρωτήθηκα αν είχα πει πάρα πολλά,
νιώθοντας ωστόσο ότι ήταν ο μόνος με τον οποίο ήθελα να μοιραστώ πάρα
πολλά.
Χαμογέλασε απαλά.
«Υπάρχει μια ομορφιά στην απλότητα, έτσι δεν είναι;» Κοίταξε ξανά γύρω
του το δωμάτιο. «Κάποια στιγμή στη ζωή μου ίσως να επέλεγα τα καινούργια
ρούχα, το πιο εκλεπτυσμένο φαγητό, την πολυτέλεια της αυλής. Αλλά μπορώ
να πω ότι, όταν τα έχασα, έμαθα ότι τίποτα σε αυτόν τον κόσμο δεν μπορεί
να αντικαταστήσει την αφοσίωση, την υπομονή και την αληθινή στοργή».
Αναστέναξα.
«Νομίζω ότι είμαι αναγκασμένη να συμφωνήσω μαζί σου. Το πιο πολύτιμο
αγαθό που θα μπορούσες να έχεις είναι η βεβαιότητα της θέσης σου στην
καρδιά κάποιου. Είναι πολύ καλύτερη από οποιοδήποτε κολιέ, πολύ
καλύτερη από οποιοδήποτε διαμέρισμα».
Μοιραστήκαμε ένα σιωπηλό βλέμμα.
«Θα αντάλλασσες το χρυσό σου στέμμα για ένα στέμμα φτιαγμένο από
λουλούδια, λοιπόν;» ρώτησε με ένα χαμόγελο.
«Μπορεί και να το έκανα».
«Νομίζω ότι θα σου ταίριαζε», σχολίασε και βρέθηκα να κρατάω το
βλέμμα του πάνω του για μια δυο στιγμές παραπάνω από όσο ήταν
απαραίτητο.
«Είπα στον πατέρα σου ότι είστε ευπρόσδεκτοι να κρυφτείτε εδώ όσο
θέλετε. Αν χρειαστείτε κάτι, ξέρετε πού βρίσκονται τα δωμάτιά μου. Μη
φοβηθείτε να ζητήσετε το οτιδήποτε».
Κούνησε το κεφάλι του.
«Μας έχεις ήδη δώσει πολλά. Κοίτα πόσο χαρούμενοι είναι η Σκάρλετ και
ο Σαούλ. Δε θα μπορούσα να ζητήσω περισσότερα».
Είχε δίκιο. Χαμογελούσαν όλοι… με μια εξαίρεση.
«Σ’ ευχαριστώ, επί τη ευκαιρία. Που προσπάθησες να με υπερασπιστείς
νωρίτερα».
Ο Σίλας σήκωσε το βλέμμα του, βρίσκοντας τον ξάδελφό του, όπως είχα
κάνει εγώ, μόνο του, να δείχνει δυστυχισμένος.
«Αν σε ήξερε, δε θα έλεγε τέτοια πράγματα. Του είπα πόσο καλή ήσουν
μαζί μας, πόσο ευγενική. Του είπα με τι καλά λόγια μιλάει η αδελφή μου για
σένα, ότι ακόμα και ο Σάλιβαν χαμογελάει όταν ακούει το όνομά σου».
«Αλήθεια;» ρώτησα.
Ο Σίλας ένευσε με περηφάνια. Εκτίμησα ιδιαίτερα το κομπλιμέντο της
σιωπηλής έγκρισης του Σάλιβαν.
«Η μητέρα μου επαινεί τη γενναιότητά σου, ο πατέρας μου λέει ότι είσαι
σοφή για την ηλικία σου κι εγώ…»
Σταμάτησε γρήγορα και σήκωσα το βλέμμα μου να τον κοιτάξω,
πεθαίνοντας να μάθω πώς τελείωνε αυτή η φράση.
«Κι εσύ;»
Με κοίταξε έντονα και μπορούσα να δω ότι οι λέξεις ήταν παγιδευμένες
στο στόμα του. Κοίταξε το έδαφος, πήρε μια βαθιά ανάσα και σήκωσε το
βλέμμα του ξανά σ’ εμένα.
«Κι εγώ είμαι πολύ χαρούμενος που βρήκα μια φίλη στην Κορόα. Πίστευα
στ’ αλήθεια ότι ίσως να ήταν αδύνατον».
«Ω». Κοίταξα γύρω μου στο δωμάτιο, ελπίζοντας ότι δε θα μπορεί κανείς
να διαβάσει την απογοήτευση στο πρόσωπό μου. «Λοιπόν, τόσο καλόκαρδη
που είναι η οικογένειά σου, εμένα δε μου φαίνεται καθόλου απίστευτο. Και
θα έχεις πάντα τη φιλία μου».
«Σ’ ευχαριστώ», ψιθύρισε.
«Σίλας;»
Γυρίσαμε αμέσως και οι δυο όταν ακούσαμε τη φωνή της μητέρας του.
«Με συγχωρείς», είπε και αισθάνθηκα ότι αυτή η διακοπή με έσωσε.
«Φυσικά. Άλλωστε πρέπει να μιλήσω και με τους άλλους», είπα καθώς
εκείνος απομακρυνόταν.
Για λόγους τους οποίους δεν μπορούσα να εξηγήσω, πήρα ένα ποτήρι
μπίρα και πλησίασα τη σκυθρωπή φιγούρα που στεκόταν μπροστά στο
μεγάλο παράθυρο.
«Συμβαίνει κάτι, Σερ Ίταν;» ρώτησα, προσφέροντάς του το ποτήρι. Το
πήρε χωρίς να μ’ ευχαριστήσει.
«Δε θέλω να σας προσβάλω. Τα δωμάτιά σας είναι πολύ όμορφα. Είμαι
σίγουρος ότι πεθαίνατε να τα επιδείξετε».
Κούνησα το κεφάλι μου.
«Δε σας κάλεσα γι’ αυτό».
«Φαντάζομαι ότι ο βασιλιάς σας θέλει να γυρίσουμε στην πατρίδα μας και
να πούμε σε όλους πόσο καλά φέρεται στη μελλοντική του βασίλισσα. Αλλά
δεν έχω χρόνο για κουτσομπολιά. Θα προτιμούσα να ήμουν σπίτι μου».
«Α, για κοίτα εκεί. Έχουμε κάτι κοινό». Γύρισα και πήγα κοντά στην
Ντέλια Γκρέις, αποφασισμένη να μην τον αφήσω να μου χαλάσει τη διάθεση.
«Αυτός ο άντρας είναι απαίσιος. Αν δεν ήταν συγγενής των ανθρώπων που
με βοήθησαν τόσο, θα τον είχα πετάξει έξω τώρα».
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Νόρα, ακούγοντας το τέλος της φράσης μου.
«Τίποτα. Απλώς ο ξάδελφος των Ιστόφ, ο Ίταν, είναι λίγο σνομπ».
«Λες και κάποιος Ισόλτιος έχει το περιθώριο να είναι σνομπ εδώ»,
μουρμούρισε η Ντέλια Γκρέις.
Κοίταξα πάνω από τον ώμο μου, ελπίζοντας ότι κανείς δε βρισκόταν
αρκετά κοντά για να το ακούσει αυτό.
«Επί τη ευκαιρία», συνέχισε, «νομίζω ότι θα ακολουθήσω τη συμβουλή της
Νόρα και θα αρχίσω να κάνω τη χορογραφία για τον χορό μας για την ημέρα
της στέψης. Για να είμαστε προετοιμασμένες».
«Καλή ιδέα. Όλα δείχνουν να γίνονται τόσο βιαστικά τελευταία».
«Θέλω να είμαστε λίγες, μόνο τέσσερα κορίτσια. Γι’ αυτό πρέπει να
επιλέξεις άλλη μία και είμαστε έτοιμες».
«Καλή ιδέα. Χμμ». Έφερα στο μυαλό μου όλα τα άλλα κορίτσια στην
αυλή. Πολλές από αυτές δεν τις ήξερα πολύ καλά, ενώ αυτές που ήξερα δεν
τις συμπαθούσα ιδιαίτερα. Θεούλη μου, αν δεν μπορούσα να βρω μία με την
οποία να θέλω να χορέψω, πώς θα κατάφερνα να σχηματίσω έναν κύκλο
γύρω μου; Κοίταξα γύρω μου στο δωμάτιο, προσπαθώντας να δω αν θα
έβρισκα κάποια που να ταιριάζει, όταν τα μάτια μου φωτίστηκαν από το
μόνο άτομο που ήξερα ότι θα ήταν τέλειο. «Σκάρλετ;» είπα, πηγαίνοντας
κοντά της, ενώ συζητούσε με τη θεία της.
«Ναι, Λαίδη Χόλις;»
«Γνωρίζεις για την ημέρα της στέψης;» Μισόκλεισα τα μάτια μου. «Τολμώ
να πω ότι δεν ξέρω καμία από τις γιορτές της Ισόλτης».
«Έχω ακούσει γι’ αυτήν. Ο σκοπός της δεν είναι να τιμά τη δημιουργία της
βασιλικής γραμμής;»
«Ναι! Γίνεται συμβολικά ξανά η στέψη του βασιλιά και του ορκιζόμαστε
αφοσίωση. Είναι η αγαπημένη μου γιορτή. Οι περισσότεροι κοιμούνται όλη
τη μέρα, οι εορτασμοί ξεκινούν το απόγευμα και όλοι γλεντούν κατά τη
διάρκεια της νύχτας».
Τα μάτια της Λαίδης Νόρθκοτ γούρλωσαν.
«Αυτές είναι οι γιορτές που μου αρέσουν. Ίσως να μετακομίσουμε κι εμείς
εδώ».
Γέλασα από τον ενθουσιασμό της.
«Λοιπόν, ένα κομμάτι του εορτασμού είναι ο χορός. Σχεδόν κάθε κορίτσι
στην αυλή συμμετέχει σε κάποιον χορό. Θα ήθελες να λάβεις μέρος με την
Ντέλια Γκρέις, τη Νόρα κι εμένα; Θα είναι μια υπέροχη ευκαιρία να
εντυπωσιάσεις τον βασιλιά».
Το πρόσωπό της φωτίστηκε.
«Ω, θα το ήθελα πολύ. Πότε ξεκινάμε;»
«Αφού φύγει ο Βασιλιάς Κουίντεν. Μέχρι τότε δε θα έχω χρόνο να σκεφτώ
τον χορό».
«Φυσικά. Ενημερώστε με πότε κάνετε πρόβα και θα έρθω».
Η θεία της έδειχνε πολύ ικανοποιημένη εκ μέρους της. Στη γωνία είδα τον
Σίλας να προσπαθεί να μη χαμογελάσει.
Ναι, η Βαλεντίνα ήταν ψυχρή και ο Ίταν ήταν αγενής. Δυο φορές. Αλλά
όταν είδα τα λαμπερά μάτια του Σίλας να με κοιτάζουν με ευγνωμοσύνη, το
μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν ότι ήταν μια πολύ καλή μέρα.
16
Το επόμενο πρωί ανακάθισα στο κρεβάτι μου, εισπνέοντας γεμάτη ελπίδα
τον πρωινό αέρα. Αν υπήρχε κάτι που μπορούσε να βελτιώσει μια αγχωμένη
διάθεση, αυτό ήταν οι ζογκλέρ και οι μουσικοί και τα αγωνίσματα στο πεδίο
του τουρνουά.
«Ανυπομονώ για το τουρνουά». Η Νόρα ήρθε και με σκούντηξε για να
κάνω στην άκρη πάνω το κρεβάτι. Υπάκουσα και τράβηξε τα μαλλιά μου
πάνω από την πλάτη μου, αρχίζοντας να τα βουρτσίζει.
«Κι εγώ». Τράβηξα τα πόδια μου κοντά στο στήθος μου και τύλιξα τα
χέρια μου γύρω τους, νιώθοντας σχεδόν ότι έπρεπε να κρατήσω το
συναίσθημα μέσα μου.
«Θα ιππεύσει ο Τζέιμσον σήμερα;»
Κούνησα το κεφάλι μου.
«Θα συνοδεύει τον Βασιλιά Κουίντεν καθ’ όλη τη διάρκεια των
αγωνισμάτων και, εφόσον η πανοπλία από μόνη της θα έριχνε τον Κουίντεν
στο έδαφος», είπα δηκτικά, «νομίζω ότι σήμερα θα είναι απλώς θεατής. Δεν
είμαι καν σίγουρη αν θα μπω στον κόπο να φορέσω ένα έμβλημα».
«Γιατί όχι; Δε χρειάζεται να το δώσεις».
«Θα δούμε. Όπως και να έχει, θέλω να φορέσω το κόκκινο μισοφόρι μου,
αλλά με το χαρακτηριστικό μου χρυσό από πάνω».
Ένευσε.
«Ωραίο θα δείχνει. Και θα ήταν καλύτερα να σηκώσουμε τα μαλλιά σου
επάνω για να μη λερωθούν. Έλα». Πήγαμε στο έπιπλο της τουαλέτας για να
μαζέψουμε τα μαλλιά μου με ένα χρυσαφί διχτάκι, χρησιμοποιώντας μια
πλατιά σατέν κορδέλα για να κρατάει το μπροστινό μέρος των μαλλιών μου
στη θέση του.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ποιον στηρίζω σήμερα, έτσι δεν είναι;»
«Με τόσο κόκκινο όχι». Χαμογέλασε.
Την κοίταξα μισοκλείνοντας τα μάτια μου.
«Πού είναι η Ντέλια Γκρέις;»
«Το φόρεμά της είχε κάποιο πρόβλημα και έπρεπε να πάει να βρει
κλωστή».
Σήκωσα τα φρύδια μου.
«Γι’ αυτό είναι τόσο ήρεμα εδώ».
Η Νόρα γέλασε, καθώς έψαχνα το συρτάρι μου, βγάζοντας κορδέλες και
μαντίλια.
«Να θυμάσαι να ζητωκραυγάζεις δυνατά και να προσέχεις να μην κλέψει
την καρδιά σου κάποιος όμορφος ιππότης», την προειδοποίησα. Αν και
ήξερα ότι ο Τζέιμσον θα καθόταν δίπλα μου, άρχισα να στριφογυρίζω ένα
μαντίλι στο χέρι μου. Σκέφτηκα ότι η Νόρα είχε δίκιο· θα μπορούσα να έχω
ένα και να μην το δώσω. Το έχωσα στο μανίκι του φορέματός μου, καθώς η
Ντέλια Γκρέις μπήκε στο δωμάτιο, γεμάτη ένταση.
«Γιατί αυτή η καταραμένη μοδίστρα βρίσκεται τόσο μακριά στο κάστρο;
Δε χρειάζεται ποτέ κανείς σε αυτή την πλευρά του παλατιού βελόνα και
κλωστή;» Ξεφύσησε καθώς μας επιθεωρούσε για να βεβαιωθεί ότι τα
φορέματά μας έστρωναν καλά επάνω μας και τα μαλλιά μας ήταν
καλοχτενισμένα.
«Η πρώτη μου δουλειά θα είναι να παραχωρήσω στις μοδίστρες μερικά
δωμάτια σε αυτή την πλευρά», υποσχέθηκα. «Είμαι σίγουρη ότι θα τις
χρειάζονται περισσότεροι απ’ ό,τι φανταζόμαστε».
Στερέωσε μια τούφα που είχε πέσει στον λαιμό μου πίσω στο διχτάκι,
νεύοντας έντονα.
«Μερικές φορές, Χόλις, νομίζω ότι είμαστε οι μόνες που ξέρουμε τι
συμβαίνει εδώ. Ορίστε, είσαι εντάξει».
«Πάμε, κυρίες μου», είπα, δίνοντας μια κορδέλα στην Ντέλια Γκρέις πριν
βγούμε έξω. Κρατούσα το κεφάλι μου ψηλά καθώς περπατούσαμε ανάμεσα
στο πλήθος για να φτάσουμε στο θεωρείο του βασιλιά όπου καθόταν ο
Τζέιμσον. Ο Βασιλιάς Κουίντεν καθόταν στ’ αριστερά του με την πολύτιμη
βασίλισσά του δίπλα του. Αναστέναξα. Τουλάχιστον, εφόσον καθόταν στην
άλλη πλευρά του θεωρείου, οι πιθανότητες να αναγκαστούμε να
συζητήσουμε ήταν μηδαμινές.
Καθώς πλησίαζα, είδα έναν νεαρό άντρα με πανοπλία να με πλησιάζει.
«Σίλας Ιστόφ, εσύ είσαι;» ρώτησα, αν και η απάντηση ήταν προφανής,
καθώς δεξιά και αριστερά του βρίσκονταν οι γονείς του και ο φρικτός του
ξάδελφος.
Έβγαλε το κράνος του και μου έκανε μια γρήγορη υπόκλιση.
«Πράγματι, εγώ είμαι, Λαίδη Χόλις. Τελικά θα δοκιμάσω την τύχη μου
στην ξιφομαχία. Και κοιτάξτε», συνέχισε ο Σίλας, κάνοντας μια στροφή
γύρω από τον εαυτό του. Δε μου πήρε πολλή ώρα για να καταλάβω.
Συνάντησα τα μάτια των γονιών του, οι εκφράσεις των οποίων ήταν κάτι
ανάμεσα στην ικανοποίηση και την επιφυλακτικότητα.
«Δε φοράς κόκκινο και δε φοράς μπλε».
Λίγο πιο πέρα, η θεία και ο θείος του τους φώναξαν. Ο Λόρδος και η Λαίδη
Ιστόφ τούς χαιρέτησαν και συνέχισαν τον δρόμο τους καθώς εγώ στράφηκα
στις κυρίες μου.
«Ντέλια Γκρέις, Νόρα. Μπορείτε να πάτε στις θέσεις μας. Θα έρθω σε
λίγο». Υπάκουσαν γρήγορα και έμεινα με τον Σίλας και τον Ίταν, αν και
ευχόμουν να πάρει ο Ίταν την ξινισμένη του έκφραση και ν’ ακολουθήσει τη
θεία και τον θείο του.
«Δεν ανησυχείς μήπως προσβάλεις κάποιον;» ρώτησα τον Σίλας
χαμηλόφωνα.
«Το αντίθετο. Είμαι περήφανος για το παρελθόν και το παρόν μου, κι έτσι
ελπίζω να τιμήσω και τους δύο βασιλιάδες σήμερα».
Κάθε φορά που μάθαινα κάτι νέο για τον Σίλας, ανακάλυπτα ότι τον
θαύμαζα όλο και περισσότερο.
«Αυτό είναι πολύ ευγενές, κύριε».
Δίπλα του, ο Ίταν γύρισε τα μάτια του προς τα πάνω.
«Κι εσείς, Σερ Ίταν;» ρώτησα. «Δε θα λάβετε μέρος σήμερα; Δεν έχετε
αρκετό θάρρος για να συμμετέχετε σε τουρνουά;»
Με κοίταξε σαν να ήμουν ένα έντομο.
«Δε συμμετέχω σε ψεύτικους πολέμους, αρχόντισσά μου. Πολεμώ σε
αληθινούς. Μια λόγχη και ένα αμβλύ σπαθί δε με τρομάζουν».
Κοίταξα ξανά τον Σίλας.
«Ο ξάδελφός μου έχει καταταγεί στον στρατό της Ισόλτης πολλές φορές»,
είπε περήφανα. «Πολεμάει για να διατηρήσει την ειρήνη κατά μήκος του
συνόρου».
Δε μου άρεσε που περνούσα χρόνο με κάποιον που πολεμούσε ενάντια
στους συμπατριώτες μου, αλλά δεν μπορούσα να αρνηθώ ότι αυτό απαιτούσε
γενναιότητα.
«Τότε, λοιπόν, έχετε τον θαυμασμό μου για το θάρρος σας και τη συμπόνια
μου για τις θυσίες που είμαι σίγουρη ότι έχετε κάνει».
Έκανε έναν μορφασμό.
«Δε χρειάζομαι τίποτα από τα δύο. Όχι από εσάς».
Κούνησα το κεφάλι μου και μάζεψα το φόρεμά μου.
«Χαίρομαι που δε θα βγάλετε το σπαθί σας σήμερα, Σερ Ίταν. Αν
μπορούσατε να κάνετε το ίδιο και με τη γλώσσα σας, ίσως η παρέα σας να
είναι πιο καλοδεχούμενη».
Με άλλη μια ξινισμένη έκφραση, έφυγε θυμωμένος, αφήνοντάς με μόνη με
τον Σίλας. Επιτέλους.
«Προσπάθησα».
Χαμογέλασε σηκώνοντας τους ώμους του.
«Το ξέρω. Αυτό μού αρέσει σ’ εσένα. Πάντα προσπαθείς».
Το σκέφτηκα αυτό. Ο Ίταν με είχε αποκαλέσει διακοσμητικό στοιχείο, η
Ντέλια Γκρέις δεν έχανε την ευκαιρία να μου υπενθυμίζει ότι ήμουν κακή
μαθήτρια και οι γονείς μου… αυτοί μού έβρισκαν ατελείωτα ελαττώματα.
Αλλά ο Σίλας εντόπιζε διαρκώς πράγματα που δεν ήξερα για μένα. Είπε ότι
του άρεσε ο τρόπος με τον οποίο σκεφτόμουν. Και είχε δίκιο, είχα πολλές
καλές ιδέες. Και είπε ότι προσπαθούσα, και είχε και σε αυτό δίκιο. Δεν τα
παρατούσα εύκολα.
Έπιασα τον εαυτό μου να εύχεται να είχα έναν λόγο να μείνω κοντά του για
λίγο παραπάνω. Αντί γι’ αυτό, έκανα μια μικρή υπόκλιση με το κεφάλι μου
και αποχώρησα, κοιτάζοντας πίσω μου καθώς απομακρυνόμουν. Ένιωθα ένα
άγνωστο συναίσθημα όταν ήμουν κοντά στον Σίλας, λες και μας ένωνε μια
κλωστή και με τραβούσε κοντά του, αν απομακρυνόμουν πολύ. Είχα αρχίσει
να σκέφτομαι ότι η μοίρα είχε κάνει τους δρόμους μας να συναντηθούν,
αλλά, αν σκεφτεί κανείς πόσο διαφορετικά είχαν ξεκινήσει οι δρόμοι μας,
δεν μπορούσα να μαντέψω γιατί. Ενστικτωδώς, έβγαλα το μαντίλι μου από
το μανίκι μου και το άφησα να πέσει στο έδαφος πριν φύγω.
Αμέσως όταν έφτασα στο βασιλικό θεωρείο, έκανα μια υπόκλιση μπροστά
στον Βασιλιά Τζέιμσον.
«Μεγαλειότατε».
«Λαίδη Χόλις, είσαι εκθαμβωτική σήμερα. Πώς θα μπορέσω να
συγκεντρωθώ στους αγώνες;»
Χαμογέλασα και μετά ένευσα στον Βασιλιά Κουίντεν και στη Βασίλισσα
Βαλεντίνα.
«Μεγαλειότατοι. Ελπίζω να κοιμηθήκατε καλά».
Η Βασίλισσα Βαλεντίνα με κοίταξε βλεφαρίζοντας, δείχνοντας μπερδεμένη
από την ευγένειά μου.
«Ευχαριστώ».
Κάθισα στην καρέκλα μου και προσπάθησα να δώσω προσοχή καθώς τα
αγωνίσματα ξεκίνησαν. Ως συνήθως, πρώτο ήταν το λιγότερο αγαπημένο
αγώνισμα του Τζέιμσον, η πεζή κονταρομαχία. Δεν είχε κι άδικο· ήταν πολύ
αργό ακόμα και για μένα, ενώ δεν ήμουν ποτέ σίγουρη για τη βαθμολογία.
Κάποια από τα άλλα αγωνίσματα ήταν πολύ πιο ξεκάθαρα.
«Χαχά!» φώναξε ο Βασιλιάς Κουίντεν. «Οι άντρες μου πήραν άλλη μια
νίκη!»
«Έχεις εξαιρετικούς στρατιώτες», συμφώνησε ο Τζέιμσον φιλικά. «Αυτό
έλεγε πάντα ο πατέρας μου. Αν και νομίζω ότι τα πράγματα θα αλλάξουν
όταν ξεκινήσουν οι έφιπποι αγώνες. Όλοι οι Κοροανοί διαπρέπουν με τα
άλογα. Ακόμα και η Χόλις μου ιππεύει με ταχύτητα και χάρη».
Έγειρα μπροστά για να δεχτώ τον έπαινο.
«Είστε πολύ ευγενικός. Εσείς, Μεγαλειότατοι; Ιππεύετε;»
«Ίππευα παλιότερα», απάντησε η Βαλεντίνα με ένα αμυδρό χαμόγελο
προτού ο σύζυγός της της γνέψει να σωπάσει.
«Όχι αν περνάει από το χέρι μου», απάντησε εκείνος γρήγορα.
Έκανα έναν μορφασμό στον Τζέιμσον, ο οποίος κατάλαβε την αγανάκτησή
μου απολύτως και, όταν μου απάντησε βγάζοντας τη γλώσσα του, κατέβαλα
μεγάλη προσπάθεια για να μη γελάσω.
Όταν η κονταρομαχία επιτέλους τελείωσε, βγήκαν οι πρώτες ομάδες
ατόμων για το επόμενο αγώνισμα: την ξιφασκία. Έπειτα από μερικούς
γύρους, εμφανίστηκε ο Σίλας στον αγωνιστικό χώρο.
«Κοιτάξτε εκεί, Μεγαλειότατε». Ακούμπησα το χέρι μου πάνω στο
μπράτσο του Τζέιμσον και έδειξα με το άλλο. «Βλέπετε εκείνον τον νεαρό
άντρα που δε φοράει χρώματα;»
Επικέντρωσε το βλέμμα του στην άλλη άκρη της αρένας.
«Τον βλέπω».
«Είναι ένας από τους γιους των Ιστόφ. Ήθελε να σας τιμήσει και τους δύο
με την εμφάνισή του, κι έτσι δε διάλεξε πλευρά», εξήγησα. «Είπε ότι
αγωνίζεται τόσο για το παρελθόν του όσο και για το παρόν του».
Ο Τζέιμσον το σκέφτηκε αυτό.
«Πολύ διπλωματικό, υποθέτω».
Συνοφρυώθηκα, κάπως απογοητευμένη με αυτή την εκτίμηση.
«Εγώ βρήκα το συναίσθημα πολύ όμορφο».
Γέλασε.
«Αχ, Χόλις, έχεις μια τόσο απλή στάση απέναντι στη ζωή. Μακάρι να την
είχα κι εγώ».
Ο αγώνας ξεκίνησε και είδα γρήγορα ότι ο Σίλας είχε δίκιο: ήταν πολύ
καλύτερος στο να φτιάχνει σπαθιά παρά να τα κρατάει. Ωστόσο, έπιασα τον
εαυτό μου να έρχεται όλο και πιο μπροστά στην άκρη της θέσης μου,
ελπίζοντας ότι θα έπαιρνε με κάποιον τρόπο τη νίκη. Τα πατήματά του ήταν
αδέξια, αλλά ήταν δυνατός, κραδαίνοντας το σπαθί με πολύ περισσότερη
αποφασιστικότητα από τον αντίπαλό του, ο οποίος φορούσε μπλε.
Το πλήθος ζητωκραύγαζε και επευφημούσε με κάθε χτύπημα. Σήκωσα το
χέρι μου στα χείλη μου, ελπίζοντας ότι, ακόμα κι αν ο Σίλας δεν κέρδιζε,
τουλάχιστον δε θα τραυματιζόταν. Δεν ανησυχούσα ποτέ για τον Τζέιμσον
όταν λάμβανε μέρος σε κονταρομαχίες. Ίσως έφταιγε η ικανότητά του πάνω
στο άλογο ή απλώς η πεποίθηση ότι ήταν αδύνατον να αποτύχει.
Η γνώση ότι η ήττα ή ο τραυματισμός ήταν και τα δύο πολύ πιθανά με
έκανε να ενδιαφερθώ ακόμα περισσότερο γι’ αυτό που έβλεπα. Αλλά η
ελπίδα μου ότι ο Σίλας θα ήταν τουλάχιστον ασφαλής αναπτερώθηκε όταν
είδα ένα κομμάτι χρυσού υφάσματος να προεξέχει από το μανίκι του.
Το είχε πάρει. Ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει ακόμα πιο γρήγορα
γνωρίζοντας ότι είχε μαζέψει το έμβλημά μου και το φορούσε ως δικό του.
Κρυφοκοίταξα τον Τζέιμσον, ελπίζοντας ότι δεν το πρόσεξε. Είπα στον
εαυτό μου ότι, ακόμα κι αν το είχε προσέξει, πολλές κυρίες κεντούσαν χρυσή
κλωστή στα μαντίλια τους. Ήταν ένα συναρπαστικό και απολαυστικό
μυστικό.
Ο Σίλας και ο αντίπαλός του συνέχισαν να μάχονται, καθώς κανένας από
τους δυο τους δε δεχόταν να υποχωρήσει. Έπειτα από μία από τις πιο
ατελείωτες ξιφομαχίες που είχα δει ποτέ, ο άντρας με τα μπλε χρώματα έκανε
μερικά λάθος βήματα και ο Σίλας κατέβασε με δύναμη το σπαθί του στην
πλάτη του αντιπάλου του. Εκείνος έπεσε στο χώμα και ο γύρος τελείωσε.
Σηκώθηκα ζητωκραυγάζοντας με όλη μου τη δύναμη και χειροκροτώντας
μανιασμένα.
Ο Τζέιμσον σηκώθηκε δίπλα μου.
«Θα πρέπει να υποστηρίζεις πολύ αυτόν τον ξιφομάχο», είπε.
«Όχι, άρχοντά μου», φώναξα για ν’ ακουστώ πάνω από τον θόρυβο,
χαμογελώντας πλατιά. «Υποστηρίζω τη διπλωματία».
Γέλασε δυνατά σε αυτό και έγνεψε στον Σίλας να πλησιάσει.
«Πολύ καλό θέαμα, κύριε. Και εκτιμώ τη… δήλωσή σας».
Ο Σίλας έβγαλε το κράνος του και υποκλίθηκε στον βασιλιά.
«Ευχαριστώ, Μεγαλειότατε. Ήταν τιμή μου να αγωνιστώ σήμερα».
Ο Βασιλιάς Κουίντεν έπρεπε να ανοιγοκλείσει αρκετές φορές τα μάτια του
για να βεβαιωθεί ότι έβλεπε καλά, αλλά, όταν βεβαιώθηκε, σηκώθηκε
οργισμένος.
«Γιατί δε φοράς χρώματα;» απαίτησε να μάθει. «Πού είναι το μπλε σου;»
Ο Τζέιμσον γύρισε προς το μέρος του.
«Είναι Κοροανός τώρα».
«Δεν είναι!»
«Το έσκασε από τη χώρα σου για να βρει καταφύγιο εδώ. Ορκίστηκε
υποταγή σ’ εμένα. Και, ωστόσο, δε φοράει χρώματα για να μη σε προσβάλει.
Κι εσύ θέλεις να τον ντροπιάσεις;»
Η φωνή του Κουίντεν ήταν χαμηλή και τραχιά.
«Εσύ κι εγώ ξέρουμε καλά ότι δε θα είναι ποτέ πραγματικός Κοροανός».
Λίγο πιο πέρα, είδα τη Βασίλισσα Βαλεντίνα να πιάνει το στομάχι της, με
τα μάτια της να τινάζονται πότε στον Κουίντεν και πότε στον Τζέιμσον
νευρικά. Μέχρι τώρα έδειχνε να μην την αγγίζει κάτι τόσο κοινό όσο η
νευρικότητα, αλλά ήταν προφανές ότι ανησυχούσε για το πώς θα
εξελισσόταν αυτό. Δεν ήθελα να το δω και μαντεύω ότι ούτε κι εκείνη ήθελε.
«Ελάτε μαζί μου, Μεγαλειοτάτη. Δεν πρέπει να ταράζεστε». Τη βοήθησα
να κατέβει τα σκαλιά και την οδήγησα στη σκιά πίσω από το βασιλικό
θεωρείο. Μπορούσαμε ακόμα να ακούσουμε τις φωνές του Τζέιμσον και του
Κουίντεν, αλλά τα λόγια τους ακούγονταν πνιχτά.
«Βασιλιάδες, ε;» αστειεύτηκα, προσπαθώντας να διαλύσω την ένταση.
«Νομίζω ότι γενικά οι άντρες είναι έτσι», απάντησε και γελάσαμε και οι
δυο.
«Μπορώ να σας φέρω κάτι; Λίγο νερό, κάτι να φάτε;»
Κούνησε το κεφάλι της.
«Όχι, μου αρκεί που απομακρύνθηκα από τις φωνές. Η Μεγαλειότητά Του
θυμώνει εύκολα και προτιμώ να μένω μακριά από όλα αυτά».
«Νιώθω άσχημα για τον ξιφομάχο. Νομίζω ότι είχε καλή πρόθεση».
«Ο Σίλας Ιστόφ». Χαμήλωσε το βλέμμα στο έδαφος. «Νομίζω ότι πάντα
έχει καλή πρόθεση».
Ήταν αστείο. Ήξερα ότι ο Σίλας γνώριζε τη βασίλισσα, αλλά δεν είχα
σκεφτεί ποτέ ότι θα τον ήξερε κι εκείνη.
«Έχει ξανακάνει κάτι τέτοιο;»
«Όχι ακριβώς. Τον έχω πιάσει σε μερικές συζητήσεις στις οποίες
προσπαθούσε να πείσει τον συνομιλητή του να σκεφτεί και την άλλη πλευρά
ενός επιχειρήματος. Θέλει απλώς οι άνθρωποι να σκέφτονται».
Ένευσα.
«Δεν τον ξέρω καλά, αλλά μου φαίνεται ότι έχετε δίκιο».
Ακούστηκαν θυμωμένα βήματα να κατεβαίνουν τη σκάλα και ξαφνικά
εμφανίστηκε ο Κουίντεν στηρίζοντας το βάρος του πάνω στο μπαστούνι του.
Τράβηξε τη γυναίκα του τόσο γρήγορα, ώστε δεν πρόλαβα να κάνω
υπόκλιση πριν φύγει. Έπειτα από λίγο κατέβηκε και ο Τζέιμσον, με τα χέρια
του στους γοφούς του.
«Λοιπόν, το τουρνουά τελείωσε. Ο Κουίντεν αποφάσισε ότι προτιμά να
πάει να ξεκουραστεί παρά να ακούει προσβολές».
«Ω, όχι. Μεγαλειότατε, λυπάμαι πολύ».
Κούνησε το κεφάλι του.
«Ξέρω ότι εκείνο το αγόρι προσπαθούσε να κάνει κάτι έξυπνο, αλλά στο
τέλος δημιούργησε μεγάλο πρόβλημα».
«Αυτό είναι γελοίο! Ανεξάρτητα από το χρώμα, δεν υποτίθεται ότι όλα
αυτά είναι διασκέδαση; Ψυχαγωγία;»
«Ναι, φυσικά, αλλά…»
«Και ένα άτομο που αναζητά απελπισμένα συμβιβασμό δε θα έπρεπε να
αποτελεί ένα σπουδαίο παράδειγμα που κανονικά θα έπρεπε να θέλουμε όλοι
να ακολουθήσουμε; Γιατί πρέπει να είναι όλα ανταγωνισμός;»
«Χόλις!»
Ο Τζέιμσον δε μου είχε υψώσει ποτέ τη φωνή του. Έμεινα άναυδη.
«Δε χρειάζεται να ανησυχείς γι’ αυτά. Δε χρειάζεται να σκέφτεσαι τόσο
πολύ. Το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να δείξεις στην Κορόα πόσο καλή
βασίλισσα μπορείς να γίνεις. Και να επισκιάσεις τη γυναίκα του Κουίντεν».
Κατάπια.
«Μα σίγουρα μια καλή βασίλισσα θα έψαχνε να βρει έναν τρόπο να
βελτιώσει τη σχέση μας με τη μεγαλύτερη χώρα στην ήπειρο».
«Αυτό θα το κάνω εγώ, Χόλις». Κούνησε το κεφάλι. «Μα τι ανόητο εκείνο
το αγόρι. Ας ελπίσουμε ότι αυτό θα μπορέσει να διορθωθεί». Φίλησε το χέρι
μου και έφυγε.
Απέμεινα να αισθάνομαι ασήμαντη. Ο Τζέιμσον δεν είχε δυσαρεστηθεί
ποτέ ξανά από μένα. Δε με είχε διορθώσει ποτέ. Αλλά πάλι, δεν είχα
μοιραστεί ποτέ ως τώρα την άποψή μου. Μήπως… μήπως ο Ίταν είχε δίκιο;
Ήμουν ένα διακοσμητικό στοιχείο;
Δεν άντεχα να το πιστέψω αυτό. Αφού θα γινόμουν μέρος μιας μακράς
σειράς εξαιρετικών βασιλισσών, δε θα έπρεπε να ακολουθήσω τα βήματά
τους; Τα βήματα που οδηγούσαν στα σπίτια των φτωχών; Τα βήματα που
οδηγούσαν στο πεδίο της μάχης;
Τόσο καιρό φοβόμουν να συγκριθώ μαζί τους. Τώρα η σκέψη ότι δε θα
έκανα καν μια προσπάθεια να τις πλησιάσω μου φαινόταν αδιανόητη.
Πήγα εκεί όπου στέκονταν οι διαγωνιζόμενοι, ελπίζοντας ότι θα κατάφερνα
να βρω μια συγκεκριμένη οικογένεια μέσα στον κόσμο. Προχώρησα μέσα
στο πλήθος έως ότου, δυστυχώς, είδα ένα οικείο πρόσωπο.
«Ίταν!» φώναξα. Γύρισε και κούνησα το χέρι μου, προσπαθώντας να
τραβήξω την προσοχή του. Έγειρε το κεφάλι του για να δείξει ότι με είδε.
«Πού είναι ο Σίλας;»
Αναστενάζοντας, πλησίασε και με τράβηξε από το πλήθος.
«Δεν έχεις μάτια;»
«Δεν είμαι τόσο ψηλή όσο εσύ. Είναι καλά;»
«Ναι, ο θείος Ντάσιελ τον έκρυψε κοντά στα δέντρα μέχρι να ηρεμήσουν
τα πράγματα και οι περισσότεροι πηγαίνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση
τώρα. Έλα από εδώ».
Ακολούθησα όσο καλύτερα μπορούσα, προσπαθώντας να προλαβαίνω τα
μεγάλα του βήματα. Τελικά τους βρήκαμε και είδα τον Σίλας να κάθεται
πάνω σε ένα βαρέλι, μιλώντας στους γονείς του με μια σαστισμένη έκφραση
στο πρόσωπό του. Όταν με είδε, σηκώθηκε και προσπάθησε αμέσως να
εξιλεωθεί για τα λάθη του.
«Λαίδη Χόλις, λυπάμαι τόσο πολύ. Πρέπει να ζητήσεις συγγνώμη από τον
βασιλιά εκ μέρους μου».
«Ηρέμησε», επέμεινα.
Πήρε τα χέρια μου, ικετεύοντας.
«Αν ο Βασιλιάς Τζέιμσον ανακαλέσει την άδειά του να εγκατασταθούμε
εδώ εξαιτίας μου… Χόλις, η οικογένειά μου».
Τα χέρια του ήταν τραχιά, αλλά εκείνα τα μπλε μάτια ήταν τόσο απαλά.
«Ξέρω», αναστέναξα. «Σε παρακαλώ, πες μου ότι έφτιαξες εκείνα τα
κομμάτια που ανέφερα όταν μάθαμε πρώτη φορά για την επίσκεψη του
βασιλιά».
Ένευσε.
«Μείναμε ξύπνιοι ως αργά για να τα τελειώσουμε πριν έρθει, αλλά κανείς
δε μας έδωσε οδηγίες για το πότε να τα παρουσιάσουμε».
«Τέλεια», είπα. «Πρέπει να στείλω ένα γράμμα στη Βασίλισσα Βαλεντίνα».
17
Στεκόμουν ακίνητη καθώς η Ντέλια Γκρέις έδενε τα κορδόνια του
φορέματος, προσπαθώντας να το κάνει να πέφτει σωστά.
«Αυτό είναι πολύ παράξενο», είπε. «Πώς νιώθεις τα χέρια σου;»
«Βαριά», παραδέχτηκα.
Η Ντέλια Γκρέις πήγε ξανά στο πακέτο και έβγαλε και κάτι άλλο.
«Για το κεφάλι σου. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε κάτι δικό σου, αν
προτιμάς».
Τα πράγματα της Βαλεντίνα ήταν πολύ όμορφα. Η τεχνική δεν ήταν σε
καμία περίπτωση τόσο λεπτομερής όσο αυτά που φτιάχνονται στην Κορόα,
αλλά τα πετράδια ήταν μεγαλύτερα, πιο βαριά.
«Αφού το έστειλε εκείνη, θα το φορέσω».
Τριγυρνούσα μέσα στα διαμερίσματά μου κουβαλώντας βιβλία και
προσπαθώντας να συνηθίσω το βάρος από τα μανίκια και της στέκας. Στη
μέση του έβδομου γύρου μου, ήρθαν ο Σίλας και ο Σάλιβαν, ντυμένοι με τα
καλύτερά τους ρούχα και κρατώντας τα δημιουργήματά τους πάνω σε μαύρα
μαξιλάρια.
Ο Σάλιβαν ακολουθούσε πίσω από τον αδελφό του, κοιτάζοντας τη Νόρα
και την Ντέλια Γκρέις με φόβο. Παρόλο που λαχταρούσα να μιλήσω στον
Σίλας, πήγα πρώτα στον αδελφό του.
«Αυτές οι κυρίες είναι φίλες μου», είπα, ακουμπώντας το χέρι μου στο
μπράτσο του. «Και απόψε δε χρειάζεται να πεις τίποτα. Μόνο να σηκώσεις
το μαξιλάρι έτσι ώστε ο Βασιλιάς Τζέιμσον να πάρει το δώρο σου».
Ένευσε, χαρίζοντάς μου ένα μικροσκοπικό χαμόγελο.
«Κι εσύ γιατί χαμογελάς;» ρώτησα, γυρίζοντας στον Σίλας.
«Τίποτα. Απλώς είναι εκπληκτικό να σε βλέπω να φοράς το μπλε της
Ισόλτης. Θα μπορούσες εύκολα να περάσεις για Ισόλτια».
«Αν ψήλωνα μερικά εκατοστά και περνούσα λιγότερο χρόνο στον ήλιο
ίσως;»
«Ίσως», απάντησε και μετά χαμήλωσε τη φωνή του. «Δεν ξέρω αν αυτό θα
διορθώσει κάτι, Λαίδη Χόλις».
«Το ξέρω», απάντησα, σφίγγοντας με νευρικότητα τα βαριά μου ρούχα.
«Αλλά πρέπει να προσπαθήσουμε».
Έπειτα από ένα γρήγορο χτύπημα, η Βαλεντίνα ήρθε μέσα, με τη μοναδική
κυρία επί των τιμών που είχε να ακολουθεί πίσω της. Είχα επιλέξει το πιο
ανοιχτόχρωμο κόκκινο φόρεμα που μπόρεσα να βρω για εκείνη, σχεδόν ροζ,
και, όπως ήλπιζα, ταίριαζε καλά με το δέρμα της.
«Πώς σου φαίνεται, αρχόντισσά μου;» ρώτησε.
«Νομίζω ότι πρέπει να το κρατήσεις. Πηγαίνει πολύ περισσότερο σ’ εσένα
παρά σ’ εμένα».
Χαμογέλασε, απολαμβάνοντας τον έπαινο. Η Βαλεντίνα ήταν άλλος
άνθρωπος όταν χαμογελούσε.
«Τα χέρια μου είναι τόσο ελεύθερα», είπε, σηκώνοντάς τα πάνω από το
κεφάλι της.
«Μπορείς, σε παρακαλώ, να μου πεις γιατί οι κυρίες στην Ισόλτη φοράνε
τόσο πολύ ύφασμα στα μανίκια τους;» ρώτησα με αγανάκτηση.
Γέλασε.
«Πρώτον, είναι ένδειξη κύρους. Δείχνει ότι έχεις τα χρήματα για να
αγοράσεις το επιπλέον ύφασμα και ότι δε χρειάζεται να δουλεύεις με τα
χέρια σου. Οι κυρίες στην επαρχία δε φοράνε τέτοια μανίκια ή, τουλάχιστον,
όχι τόσο μακριά. Και, δεύτερον, σε κρατάνε ζεστή. Κάνει πολύ περισσότερο
κρύο στην Ισόλτη».
«Ααα», είπα. Ακουγόταν λογικό, αν και δεν ήταν μια συνήθεια που
σκόπευα να υιοθετήσω, είτε είχα τα χρήματα είτε όχι.
«Όταν χαμογελάει, εσείς οι δυο μοιάζετε με αδελφές», ψιθύρισε η Ντέλια
Γκρέις δίπλα μου.
Όταν γνωριστήκαμε, ήμουν υπερβολικά αγχωμένη για να σκεφτώ το
οτιδήποτε άλλο πέρα από το να κάνω μια καλή πρώτη εντύπωση, αλλά είχε
δίκιο. Με τα μαλλιά μας και τη γωνία των πιγουνιών μας, θα μπορούσαν να
μας περάσουν τουλάχιστον για συγγενείς.
«Μου είπαν ότι το δείπνο ξεκίνησε πριν από δεκαπέντε λεπτά, επομένως θα
πρέπει να έχουν καθίσει όλοι», είπε. «Είμαι έτοιμη όταν είσαι κι εσύ».
«Εξαιρετικά. Ντέλια Γκρέις, Νόρα, πάρτε, σας παρακαλώ, την κυρία επί
των τιμών της βασίλισσας μαζί σας τώρα για να καθίσετε». Εκείνες
υπάκουσαν και η πολύ μπερδεμένη γυναίκα βγήκε μαζί τους από το δωμάτιο.
«Σάλιβαν, περπάτησε, σε παρακαλώ, πίσω από τη Βασίλισσα Βαλεντίνα και,
Σίλας, σε παρακαλώ μείνε μαζί μου».
Ένευσε.
«Φυσικά, αρχόντισσά μου». Μετά χαμήλωσε τη φωνή του. «Ίσως να είναι
πιο εύκολο για τον αδελφό μου, αν είναι μαζί σου».
Χαμήλωσα τα μάτια μου πριν επιστρατεύσω το κουράγιο για ν’ απαντήσω.
«Μα σε χρειάζομαι μαζί μου. Σε παρακαλώ;»
Μου ανταπέδωσε το βλέμμα πολλή ώρα, σαν να ήθελε να πει κάτι. Στο
τέλος, απλώς ένευσε και η μικρή μας συντροφιά βγήκε από το δωμάτιο.
Οι διάδρομοι ήταν σχεδόν άδειοι – όλοι ήθελαν να λάβουν μέρος στο
δείπνο, αν μη τι άλλο για το πλούσιο φαγητό.
«Ποιες είναι οι πιθανότητες ο βασιλιάς σου να είναι ακόμα θυμωμένος;»
ρώτησα τη Βαλεντίνα.
«Πολλές. Δεν ξεχνάει πολλά».
«Πιστεύεις ότι θα καταφέρουμε κάτι με αυτό;»
Το σκέφτηκε.
«Ο βασιλιάς σου δείχνει πιο λογικός από τους περισσότερους, επομένως θα
βοηθήσει αν είναι σε καλή διάθεση. Και νομίζω ότι, αν οι κατώτεροί μας
δουν τη συμπεριφορά μας, θα προσπαθήσουν να τη μιμηθούν. Ένα πρόβατο
πηγαίνει απλώς εκεί όπου το οδηγεί ο βοσκός του».
«Πολύ σωστά, Μεγαλειοτάτη». Σήκωσα το βλέμμα μου στη Βαλεντίνα.
Ήταν πολύ όμορφη, με μαλλιά σχεδόν στην ίδια απόχρωση με τα δικά μου,
αλλά το δέρμα της πλησίαζε περισσότερο στο χρώμα του γάλακτος παρά του
μελιού. Και ήταν τόσο ψηλή, ώστε ακόμα και με τα πιο ψηλοτάκουνα
παπούτσια μου δεν έφτανα στο ύψος της. «Σ’ ευχαριστώ πολύ που
συμφώνησες να το κάνουμε αυτό. Συνειδητοποίησα ότι παρεκτράπηκα όταν
γνωριστήκαμε, και έτσι κάναμε κακή αρχή. Δεν ήθελα να σε προσβάλω και
είμαι ευγνώμων που έχω τη βοήθειά σου».
Κούνησε το χέρι της νωθρά σε μια απορριπτική κίνηση.
«Δε με πρόσβαλες. Μερικές φορές είναι πιο εύκολο, ξέρεις. Να μένω
σιωπηλή».
Γέλασα.
«Η σιωπή δεν είναι από τα ταλέντα μου».
Πίεσε τα χείλη της μεταξύ τους, δείχνοντας να το έχει ήδη καταλάβει αυτό
για μένα.
«Μερικά χρόνια με ένα στέμμα στο κεφάλι σου μπορεί να το αλλάξουν
αυτό».
Ήθελα να ρωτήσω τι εννοούσε με αυτό, αλλά είχαμε φτάσει ήδη στην
είσοδο της Μεγάλης Αίθουσας. Το στομάχι μου σφίχτηκε με τρόμο και
φοβήθηκα ότι, όπως ο Σίλας, η πρόθεσή μας θα ήταν καλή αλλά θα κάναμε
τα πράγματα χειρότερα. Η Βαλεντίνα θα πρέπει να αισθάνθηκε τον τρόμο
μου, επειδή άπλωσε το χέρι της και μπήκαμε στην αίθουσα πιασμένες χέρι
χέρι.
Κανείς δε μας πρόσεξε στην αρχή, αλλά άκουσα πνιχτές ανάσες και
ψιθύρους καθώς ολόκληρα τμήματα της αίθουσας σιώπησαν για να δουν τι
θα συνέβαινε όταν θα φτάναμε στο βασιλικό τραπέζι. Όταν η αλλαγή ήχου
έφτασε στ’ αυτιά του Τζέιμσον, σήκωσε το βλέμμα του, με τα μάτια του να
στρέφονται κατευθείαν στον κεντρικό διάδρομο. Είδα τα μάτια του να
σταματάνε στο κόκκινο φόρεμα, με ένα χαμόγελο να αρχίζει να απλώνεται
στο πρόσωπό του πριν συνειδητοποιήσει ότι το κορίτσι που το φορούσε δεν
ήμουν εγώ. Τα μάτια του στράφηκαν αμέσως στα δεξιά της και το στόμα του
έμεινε ελαφρώς ανοιχτό καθώς με κοιτούσε.
Μίλησε χαμηλόφωνα στον Βασιλιά Κουίντεν, ο οποίος σήκωσε τελικά το
βλέμμα του από το φαγητό του, κακόκεφος όπως πάντα. Ευτυχώς, η εικόνα
της γυναίκας του με το κόκκινο της Κορόα και η δική μου με το μπλε της
Ισόλτης ήταν αρκετή να τον κάνει να χάσει τα λόγια του από την έκπληξη.
Πλησιάσαμε στο βάθρο και κάναμε μια υπόκλιση μπροστά τους. Καθώς η
Βαλεντίνα είχε τον πιο υψηλό τίτλο, μίλησε πρώτη.
«Μεγαλειότατοι, ερχόμαστε εδώ απόψε για να κάνουμε έκκληση για ειρήνη
ανάμεσα στα δύο σπουδαία βασίλειά μας», είπε.
«Παρόλο που τα παραστρατήματα των λαών σας μπορεί να είναι μεγάλα,
είστε και οι δυο καλύτεροι από τους υπηκόους σας και προστρέχουμε σ’ εσάς
για καθοδήγηση».
«Φοράω κόκκινο χρώμα επειδή έκανα μια φίλη εδώ, στην Κορόα».
«Κι εγώ φοράω μπλε επειδή έκανα άλλη μια φίλη από την Ισόλτη».
Έγνεψα στον Σάλιβαν και στον Σίλας να προχωρήσουν μπροστά. «Αυτά τα
χρυσά στέμματα, που έχουν το σχήμα κλαδιών ελιάς, είναι για εσάς,
Μεγαλειότατοι. Φτιάχτηκαν από μια οικογένεια που γεννήθηκε στην Ισόλτη
και ζει στην Κορόα. Ας είναι ένα σύμβολο της αδελφικής σας σχέσης για τα
επόμενα χρόνια».
Το πλήθος πίσω μας χειροκρότησε και γύρισα για να σηκώσω το πρώτο
στέμμα.
«Είναι τόσο ελαφρύ!» αναφώνησα.
«Έβαλα τα δυνατά μου για σένα», είπε χαμηλόφωνα ο Σίλας.
Το βλέμμα μου έμεινε επάνω του λίγο περισσότερο από όσο σκόπευα πριν
απλώσω τα χέρια μου πάνω από το τραπέζι για να τοποθετήσω το στέμμα
στο κεφάλι του Βασιλιά Κουίντεν, καθώς η Βασίλισσα Βαλεντίνα έκανε το
ίδιο με τον Τζέιμσον. Χαμογελούσε και της μιλούσε, ενώ ο Βασιλιάς
Κουίντεν ήταν επικεντρωμένος σ’ εμένα.
«Βλέπω ότι έγινες φίλη με τους Ιστόφ», σχολίασε.
«Προσπαθώ να γίνω μια εξαιρετική οικοδέσποινα στο κάστρο για χάρη του
Μεγαλειότατου, ανεξάρτητα από την καταγωγή των φιλοξενουμένων μας».
Ένευσε.
«Θα σε συμβούλευα να προσέχεις. Ο κόσμος στην Ισόλτη αυτή την εποχή
φροντίζει να μένει μακριά τους».
«Δεν μπορώ να φανταστώ γιατί», είπα απότομα, πριν θυμηθώ ότι ήμουν
εδώ για να ρίξω γέφυρες, όχι για να τις κόψω με ένα τσεκούρι. Κατάπια,
αρχίζοντας ξανά: «Υπήρξαν ταπεινοί και πολύ πρόθυμοι να βοηθήσουν μετά
την άφιξή τους».
Το βλέμμα του ήταν πιο προειδοποιητικό από τα λόγια του.
«Αν επιθυμείς να σταθείς δίπλα στη φωτιά, δεν έχω κανένα πρόβλημα. Εσύ
είσαι αυτή που θα καεί».
Έκανα ξανά μια υπόκλιση, όπως ήξερα ότι έπρεπε να κάνω, αλλά δε μου
άρεσε καθόλου το ότι έπρεπε να προσποιούμαι ότι σέβομαι αυτόν τον άντρα.
Ένευσα στον Σίλας και στον Σάλιβαν ότι μπορούσαν να φύγουν, με τα χείλη
μου να σχηματίζουν αθόρυβα τη λέξη ευχαριστώ, πριν γυρίσω στη
Βασίλισσα Βαλεντίνα.
«Είσαι πιο σοφή από όσο φαντάζεται ο κόσμος. Θα μιλήσουμε
περισσότερο αύριο», είπε στο αυτί μου πριν οι δρόμοι μας διασταυρωθούν
και πάμε να καθίσουμε δίπλα στους βασιλιάδες μας.
«Πώς σου φαίνεται;» ρώτησα τον Τζέιμσον καθώς καθόμουν στην καρέκλα
μου.
«Μου φαίνεται ότι, αν έπεφτες από μια βάρκα με αυτό το φόρεμα, τα
μανίκια θα σε τραβούσαν κατευθείαν στον βυθό».
Γέλασα.
«Η αλήθεια είναι ότι έπρεπε να κάνω εξάσκηση στο περπάτημα»,
παραδέχτηκα.
Χαμογέλασε.
«Πέρα από τα πειράγματα, είσαι όμορφη ό,τι κι αν φοράς». Ακούμπησε
πίσω στην πλάτη της καρέκλας, πίνοντας το ποτό του. «Ακούω ότι είναι
μόδα αυτή την εποχή οι νύφες να φορούν λευκά. Ωραίο δε θα είναι αυτό;»
Χαμήλωσα το βλέμμα μου, κοκκινίζοντας. Φυσικά, χαιρόμουν που με
έβρισκε όμορφη με το μπλε της Ισόλτης, αλλά αναρωτιόμουν πώς του είχε
φανεί αυτό που κάναμε η Βαλεντίνα κι εγώ, αν εκτίμησε τη στρατηγική και
τη σκληρή δουλειά μας. Προτού προλάβω να ρωτήσω, ο Βασιλιάς Κουίντεν
έβαλε το χέρι του στον ώμο του Τζέιμσον.
«Δεν έχει νόημα να τσακωνόμαστε. Πρέπει να επιστρέψουμε σ’ εκείνο το
συμβόλαιο», τον παρότρυνε. Τώρα που ο Τζέιμσον δε με κοιτούσε,
ελευθέρωσα έναν αναστεναγμό. Δεν είχα ιδέα σε τι δούλευαν, αλλά
χαιρόμουν που δεν το είχαν εγκαταλείψει εξαιτίας μιας μάχης σε ένα
τουρνουά. Ακόμα κι αν ο Τζέιμσον δεν είχε πει ούτε ένα ευχαριστώ,
τουλάχιστον αυτή η στιγμή αποδείχθηκε επιτυχημένη.
Σε όλη την αίθουσα, ο κόσμος συζητούσε, έτρωγε και γελούσε. Παρόλο
που η Βαλεντίνα κι εγώ δεν είχαμε διασχίσει τα σύνορα ούτε είχαμε
αποτρέψει έναν βασιλιά από το να κάνει πόλεμο, είχαμε κάνει βήματα προς
την ειρήνη. Ήλπιζα ότι οι βασίλισσες πριν από εμένα θα το ενέκριναν.
Κρίνοντας από τα χαμογελαστά πρόσωπα και τους χαλαρούς ώμους μέσα
στην αίθουσα, φαίνεται ότι τουλάχιστον το ενέκριναν οι περισσότεροι στην
αυλή.
Από το τραπέζι του, ο Σίλας έπιασε το βλέμμα μου και σήκωσε το ποτήρι
του προς το μέρος μου. Έκανα κι εγώ το ίδιο και ήπια μια γουλιά. Όχι, αυτό
το αγόρι ήταν μόνο καλό και δε θα μπορούσε να με κάψει ποτέ.
Το κέντρο του πατώματος που είχαμε διασχίσει η Βαλεντίνα κι εγώ τώρα
γέμιζε με κόσμο που χόρευε καθώς το γεύμα ολοκληρώθηκε και η μουσική
άλλαξε.
Κοίταξα με τρόμο τον Σίλας να σηκώνεται από το τραπέζι του και να
πλησιάζει το βάθρο.
«Μεγαλειότατε», είπε, κάνοντας μια υπόκλιση μπροστά στον Τζέιμσον.
«Βλέπω ότι εσείς και ο Βασιλιάς Κουίντεν είστε απασχολημένοι.
Αναρωτιόμουν αν θα μπορούσα να ζητήσω τη Λαίδη Χόλις για χορό».
Ο Τζέιμσον χαμογέλασε πονηρά.
«Μόνο αν το επιθυμεί».
Πήρα μια ανάσα.
«Εφόσον δεν μπορώ να χορέψω μαζί σου». Φίλησα το μάγουλό του,
κατέβηκα για να πάω κοντά στον Σίλας και στάθηκα δίπλα του καθώς το
τραγούδι τελείωνε.
«Ήθελα να αποδείξω ότι αυτό που είπα είναι αλήθεια, ότι θα χόρευα μαζί
σου, αν με προσκαλούσες ποτέ», ψιθύρισε.
Μίλησα απαλά: «Αλλά δεν πρόλαβα να φτάσω ως εκεί».
«Δεν μπορούσα να περιμένω. Ελπίζω να μη σε πειράζει».
Χαμογέλασα.
«Καθόλου. Ήθελα πολύ να χορέψω και τώρα τελευταία ο Τζέιμσον
προτιμά να παρακολουθεί. Είμαι ευγνώμων που με ζήτησε κάποιος σε χορό.
Κανείς από τους άλλους κυρίους στην αυλή δε θα το κάνει τώρα».
«Α, κατάλαβα. Λοιπόν, για ένα τραγούδι, ας ξεχάσουμε βασιλιάδες και
χρώματα και όλα τα υπόλοιπα. Ας απολαύσουμε απλώς έναν ωραίο χορό,
ναι;»
«Ναι», αναστέναξα.
Η μουσική ξεκίνησε και σταθήκαμε ο ένας απέναντι στον άλλον, με τις
κινήσεις μας να συγχρονίζονται με εκείνες των άλλων ζευγαριών.
«Δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω γι’ αυτό», είπα. «Εσύ και η οικογένειά
σου μας σώσατε απόψε».
Γύρισε τα μάτια του προς τα πάνω.
«Αφότου όμως μας έβαλα σε μπελάδες».
«Ανοησίες. Νομίζω ότι όλοι ξέρουμε ποιος είναι το πραγματικό πρόβλημα
εδώ». Έκανα μια στροφή, τοποθετώντας το χέρι μου μέσα στου Σίλας. Το
τραχύ του δέρμα κρατούσε το χέρι μου πολύ απαλά και μπορούσα να δω τα
απομεινάρια ενός ευγενούς στην κίνηση.
«Όπως και να ’χει, ήταν το λιγότερο που μπορούσαμε να κάνουμε».
«Σας αποζημίωσε ο βασιλιάς;»
Κούνησε το κεφάλι του.
«Συμφωνήσαμε ότι δε θα μιλούσαμε για βασιλιάδες σε αυτόν τον χορό».
Είχε δίκιο.
«Πολύ καλά».
Σταυρώσαμε τα χέρια μας και γυρίζαμε σε κύκλους. Δεν ήταν ο καλύτερος
καβαλιέρος που είχα ποτέ, αλλά ήταν πιο σταθερός από τον Τζέιμσον.
«Δεν είμαι σίγουρος ότι θα υπάρξουν πολλές ευκαιρίες έπειτα από αυτό,
αλλά ελπίζω να μπορέσουμε να μιλήσουμε κι άλλο σύντομα», είπε.
«Συμφωνώ. Ήταν ωραία να έχω κάποιον να μιλάω. Άλλο ένα πράγμα για
το οποίο πρέπει να σ’ ευχαριστήσω».
Μου χαμογέλασε, με τον ασυγκράτητο θαυμασμό στο βλέμμα του να με
κάνει να ξεχνάω ότι υπήρχαν κι άλλα άτομα στην αίθουσα.
«Είμαι εδώ όποτε με χρειαστείς. Αν κάποιος είναι υπόχρεος, αυτός είμαι
εγώ. Πρόσφερες στην οικογένειά μου ένα σπίτι. Υπερασπίστηκες τις πράξεις
μου δημόσια. Είσαι εκπληκτική γυναίκα, Χόλις». Το πρόσωπό του
σκοτείνιασε λίγο όταν πρόσθεσε: «Θα γίνεις μια αξέχαστη βασίλισσα».
Το τραγούδι τελείωσε και έκανα μια υπόκλιση. Γύρισα να κοιτάξω τον
Τζέιμσον, για να δω αν ήταν ικανοποιημένος από τον χορό. Δεν κοιτούσε
καν.
Έστρεψα τα μάτια μου στον Σίλας και του έγνεψα να με ακολουθήσει έξω
από τη Μεγάλη Αίθουσα.
Βγήκα από την αίθουσα και περίμενα λίγο πιο κάτω στον διάδρομο.
Άκουσα το επόμενο τραγούδι να ξεκινά και είδα τη σκιά του Σίλας πριν
φτάσει εκεί όπου στεκόμουν.
«Ο χορός τελείωσε, οπότε τώρα πρέπει να το ξαναπώ – αν ο βασιλιάς δε σε
έχει αποζημιώσει για τη δουλειά σου, θέλω να φροντίσω εγώ να γίνει».
Ο Σίλας χαμήλωσε το βλέμμα, κουνώντας το κεφάλι του.
«Δεν πρέπει να ανησυχείς γι’ αυτό. Ήταν δώρα».
«Επιμένω! Όλο αυτό απόψε δε θα είχε συμβεί χωρίς την οικογένειά σου, γι’
αυτό σου είμαι υπόχρεη».
«Μας έδωσες ένα μέρος να μείνουμε. Εμείς είμαστε υπόχρεοι σ’ εσένα».
Ακούμπησα τα χέρια μου στους γοφούς μου, πράγμα που αποδείχτηκε
αναπάντεχα δύσκολο μ’ εκείνα τα μανίκια. Το πρόσεξε και μου γέλασε.
«Σταμάτα! Προσπαθώ σκληρά!»
«Το ξέρω», είπε, σβήνοντας το χαμόγελο από το πρόσωπό του. «Και αν
εξαιρέσεις το θέμα της γκαρνταρόμπας, έχεις κάνει υπέροχη δουλειά».
Έγνεψε προς τη Μεγάλη Αίθουσα. «Δεν ψιθυρίζουν μοναχά για το πόσο
αξιοπρεπώς συμπεριφέρθηκες απόψε, Χόλις. Λένε ότι πάντα ήξεραν πόσο
σπουδαία βασίλισσα θα γινόσουν».
Η λέξη βγήκε σαν ένας ψίθυρος γεμάτος ελπίδα.
«Αλήθεια;»
Ένευσε.
«Τα έχεις πάει υπέροχα».
Τον κοίταξα. Κοίταξα την ελπίδα που λαμπύριζε στα μπλε μάτια του. Αυτό
το μπλε είχε στ’ αλήθεια κάτι το μοναδικό, όπως και ο τρόπος με τον οποίο
μετακινήθηκαν τα μαλλιά του όταν κατέβασε τον ώμο του. Και ο τρόπος με
τον οποίο χαμογελούσε, σαν να μην έκρυβε τίποτα, σαν να κρατούσε την
έγνοια, τη φροντίδα και τη στοργή του για όλους τους άλλους.
«Νιώθω πολύ τυχερή που σε γνώρισα», ομολόγησα. «Από τότε που
έφτασες, νιώθω… διαφορετική».
«Κι εγώ νιώθω διαφορετικός», είπε με τη φωνή του να χαμηλώνει σε έναν
ψίθυρο. «Όταν είσαι κοντά».
Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι ήμασταν ολομόναχοι. Τα βήματα σε αυτούς
τους αχανείς διαδρόμους δεν περνούσαν απαρατήρητα και δεν ακουγόταν
κανένας τέτοιος ήχος.
«Καλύτερα να γυρίσω πίσω», ψιθύρισα.
«Ναι».
Αλλά δεν κουνήθηκε κανείς από τους δυο μας. Μέχρι που κουνηθήκαμε
και οι δυο, για να συναντηθούμε στη μέση του διαδρόμου για ένα κλεφτό
φιλί.
Ο Σίλας έπιασε τα μάγουλά μου, κρατώντας με με τέτοια τρυφερότητα,
ώστε ένιωσα τα πάντα μέσα στο σώμα μου να λιώνουν. Μπορούσα να νιώσω
τους κάλους στα δάχτυλά του καθώς ακολουθούσαν τις άκρες του προσώπου
μου και δεν μπόρεσα παρά να συγκρίνω την αίσθηση μ’ εκείνη των απαλών
χεριών του Τζέιμσον. Υπήρχε κάτι στην επίγνωση της σκληρής δουλειάς του
Σίλας, στην εργασία που του εξασφάλισε αυτούς τους κάλους, που με έκανε
να θεωρώ το άγγιγμά του πολύτιμο.
Θα μπορούσα να μείνω χαμένη μέσα του για χρόνια, αλλά άκουσα τον
θόρυβο βημάτων.
Τινάχτηκα προς τα πίσω, ενώ δεν άντεχα να τον κοιτάξω στα μάτια. Τι είχα
κάνει;
«Περίμενε πέντε λεπτά και μετά γύρνα στην αίθουσα», ψιθύρισα
επιτακτικά. «Για χάρη μου, σε παρακαλώ, μην το πεις σε κανέναν».
Είχα αρχίσει ήδη να επιστρέφω, όταν απάντησε απλώς: «Αν το επιθυμείς».
Κατευθύνθηκα προς τη Μεγάλη Αίθουσα κρατώντας το κεφάλι μου ψηλά
και προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου ότι, αν έδειχνα γεμάτη σιγουριά,
τότε δε θα υποπτευόταν κανείς ότι είχα φιλήσει κάποιον που σίγουρα δεν
ήταν ο μνηστήρας μου. Που ήταν ένας ξένος. Που, σύμφωνα με αυτά στα
οποία είχα διδαχτεί να δίνω αξία, ήταν ένας κοινός θνητός.
Είχε δίκιο· όπου κι αν γυρνούσα, οι άνθρωποι μου χάριζαν ματιές όλο
νόημα και χαμόγελα ευγνωμοσύνης. Είχαν φτάσει επιτέλους να με σέβονται
την ίδια ακριβώς στιγμή που τους είχα απογοητεύσει όλους.
Πλησίασα το βασιλικό τραπέζι, φιλώντας τον Τζέιμσον στο μάγουλο. Μου
χάρισε ένα ζεστό βλέμμα αλλά συνέχισε τη συζήτησή του με τον Βασιλιά
Κουίντεν. Μετρούσα τα λεπτά μέχρι να φύγει αυτός ο άντρας παίρνοντας και
τη συνοδεία του μαζί του. Ήθελα να γίνουν όλα και πάλι φυσιολογικά.
Αλλά είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι αν θα γινόταν ποτέ αυτό. Από τη στιγμή
που τα μάτια μου συνάντησαν εκείνα του Σίλας Ιστόφ, είχα νιώσει κάτι. Η
κλωστή με τραβούσε, τεντωμένη και άκαμπτη. Δεν μπόρεσα να μην προσέξω
ότι ένιωθα ακόμα εκείνη την έλξη καθώς μπήκε στην αίθουσα, με τα μάτια
χαμηλωμένα, σαν να μην είχε τη δύναμη να προσποιηθεί τον χαρούμενο.
Είχα πει ότι δεν μπορούσε να με κάψει. Ακόμα το πίστευα αυτό. Αν
επρόκειτο να γίνω στάχτη, το φταίξιμο θα ήταν δικό μου.
18
Πήρα μια βαθιά ανάσα εισπνέοντας το άρωμα των πρόσφατα ανθισμένων
λουλουδιών. Παρόλο που θα ήθελα πολύ να περάσω μια ώρα μόνη μου μέσα
στον λαβύρινθο από θάμνους στους γαλήνιους κήπους του Κερέσκεν, ήταν
αναπάντεχα ευχάριστο να κάθομαι δίπλα στη Βασίλισσα Βαλεντίνα, καθώς ο
Τζέιμσον και ο Βασιλιάς Κουίντεν εξασκούνταν στην τοξοβολία. Ο Τζέιμσον
είχε όμορφη φιγούρα και ήμουν σίγουρη ότι και ο Κουίντεν θα πρέπει να είχε
και αυτός κάποτε. Τώρα, η κυρτή του πλάτη τον δυσκόλευε να τραβήξει τη
χορδή του τόξου. Ωστόσο, μπορούσα να δω στα σταθερά του δάχτυλα και
στη σιγουριά της ματιάς του ότι ήξερε ακριβώς τι έκανε.
Η Βαλεντίνα κι εγώ καταφύγαμε στη σκιά που έριχναν τα μεγάλα
παρασόλια που κρατούσαν από πάνω μας υπηρέτες του παλατιού και
παρακολουθήσαμε τον Τζέιμσον να ρίχνει άλλο ένα βέλος. Κατέληξε πολύ
κοντά στον στόχο του και γύρισε προς το μέρος μου, υψώνοντας τα φρύδια
του και περιμένοντας εμφανώς τον έπαινό μου.
«Μπράβο, άρχοντά μου!» φώναξα, ξεροκαταπίνοντας αμέσως μετά. Μου
ήταν δύσκολο να βγάλω τις λέξεις. Ένα μυστικό φιλί κρυβόταν στον λαιμό
μου, μπλοκάροντας όλες τις λέξεις που ήξερα ότι θα έπρεπε να πω,
σταματώντας όλες τις πράξεις που ήξερα ότι έπρεπε να κάνω.
Φοβόμουν ότι κάτι στο χαμόγελό μου ή στην απόχρωση των ματιών μου θα
με πρόδιδε. Από στιγμή σε στιγμή, ο Τζέιμσον θα καταλάβαινε ότι τον είχα
προδώσει. Και ακόμα και τώρα, δεν μπορούσα να εξηγήσω πώς είχε συμβεί.
Επίσης δεν μπορούσα να το αλλάξω. Το καλύτερο στο οποίο μπορούσα να
ελπίζω ήταν ότι θα ξεχνούσα ότι συνέβη και θα συνέχιζα να προχωράω
σταθερά προς τον Τζέιμσον και στο στέμμα. Αναστέναξα, γυρίζοντας στη
Βαλεντίνα.
«Θέλω να σ’ ευχαριστήσω ξανά για χθες», ξεκίνησα προσπαθώντας να
ξαναρχίσω την άνετη συζήτησή μας από το προηγούμενο βράδυ. Ήταν πολύ
πιο δύσκολο όταν όλα έδειχναν τόσο επίσημα.
«Εγώ έκανα πολύ λίγα. Εσύ οργάνωσες τα πάντα. Μπορώ να καταλάβω
γιατί ο βασιλιάς σου σου έχει τόση αδυναμία». Τον κοίταξε με θαυμασμό.
Πραγματικά δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να κοιτάξεις τον Τζέιμσον.
Τότε γιατί φίλησες κάποιον άλλον;
«Εγώ… ακόμα δεν είμαι σίγουρη τι τον έκανε να με διαλέξει», ξεκίνησα,
μπερδεύοντας τα λόγια μου. «Κάποιοι λένε ότι με διάλεξε επειδή τον κάνω
να γελάει». Έγειρα το κεφάλι μου, καθώς ακόμα δεν ήξερα ποια ήταν η
σωστή απάντηση σε αυτή την ερώτηση. Φανταζόμουν ότι ο Ίταν θα έλεγε ότι
ήταν το όμορφο πρόσωπό μου. «Πώς γνώρισες τον Βασιλιά Κουίντεν;»
Σήκωσε τους ώμους της.
«Δεν υπάρχουν και πολλά να πω. Ζούσα στην αυλή με τους γονείς μου από
τότε που ήμουν παιδί. Η αυλή είναι μεγάλη, κι έτσι οι δρόμοι μας δεν είχαν
συναντηθεί παρά μόνο πριν από μερικά χρόνια. Αυτό ήταν».
Την κοίταξα με κατανόηση.
«Μοιάζει πολύ με τη δική μου ιστορία. Είναι απίστευτο το τι μπορεί να
συμβεί όταν αφήνεις την εξοχή για ένα παλάτι».
«Όντως. Το κάστρο ήταν το σπίτι μας χρόνια· φεύγαμε μόνο για να
ταξιδέψουμε». Ένα ίχνος χαμόγελου ζωγραφίστηκε στα χείλη της. «Έχω πάει
σχεδόν σε κάθε χώρα της ηπείρου», καυχήθηκε. «Οι γονείς μου ήθελαν να
δω τον κόσμο».
«Σε ζηλεύω. Ξέρεις ήδη πόσο μικρός είναι ο δικός μου κόσμος».
Ένευσε.
«Ίσως ο βασιλιάς σου να είναι πιο περιπετειώδης και να σε πάει να
γνωρίσεις τους πρίγκιπες της κάθε χώρας. Αυτό θα σε βοηθήσει πολύ.
Υπάρχει ένα είδος μόρφωσης που μόνο με τα ταξίδια μπορείς να λάβεις».
Για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου δεν είχα λόγο να πιστεύω ότι
χρειαζόταν να δω κάτι περισσότερο από τους λόφους που βρίσκονταν κοντά
στο Βάρινγκερ Χολ ή την ανατολή του ήλιου στον Ποταμό Κόλβαρντ που
κυλούσε δίπλα από την πρωτεύουσα. Αλλά η συνάντησή μου με ανθρώπους
από όλη την ήπειρο ήταν διαφωτιστική και τώρα λαχταρούσα να μάθω κι
άλλα.
«Το ελπίζω. Κι εσύ; Ελπίζεις να ολοκληρώσεις αυτή τη μόρφωση; Να πας
σ’ εκείνες τις λίγες χώρες που έχουν μείνει;»
Το χαμόγελό της έσβησε.
«Ο βασιλιάς είναι πολύ απορροφημένος από το βασίλειό του».
«Ω». Δεν ήμουν απόλυτα σίγουρη τι σήμαινε αυτό, αλλά υπέθετα πως, ό,τι
κι αν ήταν, τον έκανε να μένει κοντά στο παλάτι του. Η Κορόα δεν ήταν
κανένα μακρινό ταξίδι.
«Μου λείπουν οι γονείς μου», είπε με μια φωνή τόσο χαμηλή, ώστε
παραλίγο να μην το ακούσω. Όταν την κοίταξα, δεν έμοιαζε και τόσο με
βασίλισσα, αλλά περισσότερο με αυτό που ήταν: άλλο ένα νεαρό κορίτσι που
προσπαθούσε να βρει τον δρόμο της στον κόσμο. «Έχω μερικά αναμνηστικά
από τα ταξίδια μας… Αυτό το κολιέ», είπε, αγγίζοντας το ασημένιο οβάλ
γύρω από τον ψηλό λαιμό της. «Ο πατέρας μου μου το αγόρασε στο Μοντόθ
από μια μικρόσωμη τσιγγάνα στην άκρη του δρόμου. Κάτι μου λέει ότι δεν
το έφτιαξε η ίδια, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ».
Ένευσα και αναρωτήθηκα σε ποιον λαιμό να ήταν κάποτε.
«Ήταν καλή κυρία όμως. Δυναμική. Ο πατέρας μου της έδωσε περισσότερα
από όσα ζήτησε. Ήταν καλός άνθρωπος».
«Τότε θα ήθελα πολύ να τον γνωρίσω κάποια μέρα».
Η Βαλεντίνα κρατούσε τα μάτια της στον ορίζοντα και το χέρι της πάνω
στο κολιέ της.
«Μακάρι να μπορούσες. Μακάρι να μπορούσες να γνωρίσεις και τους δυο
τους».
Αναστέναξα, γνωρίζοντας ότι είχα καταστρέψει αυτό που είχε ξεκινήσει να
γίνει μια πολύ καλή συζήτηση.
«Λυπάμαι πολύ».
Η ματιά της στράφηκε στον βασιλιά.
«Κι εγώ το ίδιο».
Δεν κατάλαβα την ξαφνική οργή που χρωμάτιζε τον τόνο της, αλλά δεν
είχα χρόνο να το πολυσκεφτώ. Από το βάθος κατέφθαναν οι υπηρέτριες,
κρατώντας δίσκους με λιχουδιές.
«Έμαθα ότι σ’ ενδιαφέρουν οι ξένες κουζίνες. Πήρα την πρωτοβουλία να
ζητήσω να ετοιμάσουν κάποια πιάτα ειδικά για σένα». Έγνεψα προς τον
στρατό από υπηρέτες που πλησίαζε και είδα το πρόσωπό της να φωτίζεται.
«Αλήθεια;» Ο τόνος της αποκάλυπτε δυσπιστία.
«Ναι. Εγώ… Μου έδωσαν λάθος πληροφορίες, έτσι; Φυσικά, δεν είσαι
υποχρεωμένη να φας κάτι…»
«Όχι, όχι! Είμαι ενθουσιασμένη!» αναφώνησε καθώς τοποθετούσαν τον
έναν δίσκο μετά τον άλλον πάνω στην κουβέρτα μας. «Αυτό το ξέρω», είπε.
«Συνήθως αυτά τα φτιάχνετε για την ημέρα της στέψης, σωστά;»
«Ναι. Επέλεξα κάποια πράγματα που είναι χαρακτηριστικά της περιοχής
και μετά μερικά που τρώμε τις γιορτινές μέρες στην Κορόα. Αυτές εδώ οι
πίτες είναι από το ηλιοστάσιο και μέσα έχουν χρυσαφί σιρόπι».
Πήρε ένα από τα γλυκίσματα και το έβαλε στο στόμα της. Ήμουν
περιπετειώδης με τα περισσότερα πράγματα, αλλά τα παράξενα φαγητά
πάντα με έκαναν να διστάζω. Θαύμαζα που, ακόμα και σε αυτό, η Βασίλισσα
Βαλεντίνα δε δίστασε καθόλου.
«Πεντανόστιμο. Και αυτά;» Πήγαινε από πιάτο σε πιάτο, κάνοντας
ερωτήσεις και τρώγοντας όσο περισσότερα άντεχε το στομάχι της. Όταν το
χαμόγελό της ήταν αυθόρμητο, έδειχνε πιο νέα, γεμάτη ελπίδα. Σε αυτή τη
μικροσκοπική στιγμή, είδα μια Βαλεντίνα που δεν ήταν παρούσα στη
Μεγάλη Αίθουσα ή στο πεδίο της ξιφομαχίας. Ήταν καλλονή· ήταν εμφανές
ακόμα και όταν συνοφρυωνόταν. Αυτό το πρόσωπο είχε κάτι που με έκανε
να καταλάβω γιατί την έβαλαν στον θρόνο, γιατί τη λάτρευε ο λαός.
Αλλά μετά σκέφτηκα κάποια από τα σχόλια που είχαν κάνει οι Ιστόφ και
συνειδητοποίησα ότι δεν τη λάτρευαν με αυτή την έννοια. Φαντάστηκα ότι ο
λαός δεν είχε δει ποτέ αυτό το χαμόγελο.
«Αυτό είναι το καλύτερο πράγμα που έχει κάνει κάποιος για μένα εδώ και
πολύ καιρό», είπε, απολαμβάνοντας τον ήλιο. «Σ’ ευχαριστώ».
«Παρακαλώ. Να έρχεσαι για επίσκεψη όποτε σε πιάνει λιγούρα».
Όταν γέλασε, ο ήχος πέταξε ψηλά, χορεύοντας μέσα στα δέντρα.
«Βαλεντίνα!» είπε απότομα ο Βασιλιάς Κουίντεν, δείχνοντας το τόξο του,
λες και το γέλιο της διέκοπτε κάτι πολύ σημαντικό. Το λαμπερό χαμόγελο
εξαφανίστηκε μέσα σε μια στιγμή και όλο το φως γύρω της πέθανε. Έσκυψε
το κεφάλι της ταπεινά και μετά πήρε μια πίτα για να καλύψει το στόμα της.
«Είναι τύραννος», μουρμούρισε χαμηλόφωνα. «Ορκίζομαι, αν είχε το
σθένος, θα κυνηγούσε ακόμα και την ίδια τη χαρά και θα τη χτυπούσε με ένα
βέλος». Έπειτα από μια στιγμή, θυμήθηκε τη θέση της. «Σε παρακαλώ, μην
το επαναλάβεις αυτό».
Σήκωσα μια μικρή πίτα για να κρύψω κι εγώ το στόμα μου.
«Μην ανησυχείς. Αν υπάρχει κάτι που καταλαβαίνω, είναι η αξία ενός
επιπέδου διακριτικότητας. Το δικό μου έπεσε σημαντικά πρόσφατα και δεν
μπορώ να φανταστώ το δικό σου. Δε θα έλεγα τίποτα. Άλλωστε, νομίζω ότι
έχεις δίκιο. Είναι λίγο στριμμένος».
Πίεσε τα χείλη της μεταξύ τους, καταπνίγοντας το χαμόγελό της.
«Λοιπόν, Λαίδη Χόλις, ποια είναι τα σχέδιά μας γι’ απόψε;»
Ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει γρήγορα. Τα πράγματα είχαν αρχίσει να
αλλάζουν.
«Ο Βασιλιάς Τζέιμσον μού χάρισε πρόσφατα ένα ζευγάρι χρυσά ζάρια.
Προσπαθώ να μάθω μερικά παιχνίδια».
«Θα φέρω χρήματα. Είναι πολύ πιο διασκεδαστικό όταν διακυβεύεται
κάτι», είπε, λες και ήταν κάποια μεγάλη σοφία.
«Μπορούμε να καλέσουμε και τις κυρίες επί των τιμών μας, αν θέλεις».
Κούνησε το κεφάλι της.
«Όχι. Θα ήθελα να είμαι μόνο μαζί σου».
Χαμογέλασα.
«Φυσικά, Μεγαλειοτάτη».
Στο άκουσμα του τίτλου γύρισε τα μάτια της προς τα πάνω.
«Εντάξει, είχε πλάκα όταν σε έκανα να σέρνεσαι μπροστά μου, αλλά τώρα
μπορείς να με λες απλά Βαλεντίνα».
«Πάντως μπορώ να συρθώ ξανά για χάρη του παλιού καλού καιρού, αν
αργότερα βαρεθείς».
Χασκογέλασε και σε αυτό, αλλά κατέπνιξε γρήγορα τον ήχο. Μπορούσα να
δω τον Βασιλιά Κουίντεν να ξεφυσάει, αλλά γύρισε να μας κοιτάξει χωρίς να
βιάζεται. Η ματιά του έφυγε από τη Βαλεντίνα και προσγειώθηκε γρήγορα σ’
εμένα. Ένιωσα ένα παγωμένο ρίγος. Μπορεί εκείνη επιτέλους να την
κέρδισα, αλλά εκείνος εξακολουθούσε να με βλέπει σαν ένα έντομο.
Απέστρεψα γρήγορα το βλέμμα μου.
Υπενθύμισα στον εαυτό μου ότι ήμουν εδώ για να κρατάω συντροφιά στη
Βαλεντίνα. Αν έμενε ικανοποιημένη, τότε είχα κάνει το καθήκον μου… αλλά
ήξερα ότι, όταν θα γινόμουν βασίλισσα, πάντα θα υπήρχε ένας Κουίντεν στη
ζωή μου. Οι επίσημοι και οι απεσταλμένοι θα έρχονταν και θα έφευγαν
συνεχώς, ενώ εγώ θα ήμουν στη μέση όλων αυτών, αδυνατώντας να κρυφτώ.
Πιθανότατα σε κάποιους θα ήμουν συμπαθής, αλλά πάντα θα υπήρχαν
κάποιοι που θα ένιωθαν ικανοποίηση, αν με αγνοούσαν.
Σήκωσα το πιγούνι μου και σκέφτηκα τη Βαλεντίνα. Εμείς οι κυρίες που
ήμασταν φυλακισμένες μέσα στα χρυσά μας κλουβιά έπρεπε να κάνουμε το
καλύτερο που μπορούσαμε.
19
Η Βαλεντίνα δεν άργησε να κουραστεί, πράγμα που με βόλεψε μια χαρά,
αφού είχα δικές μου δουλειές να φροντίσω. Το δέμα ήταν ελαφρύ και, χάρη
στον πίνακα έξω από τα δωμάτιά τους για τον οποίο μου είχε μιλήσει η
Λαίδη Ιστόφ, ήξερα πού πήγαινα.
Επισήμως είχα πάει για να δω τη Σκάρλετ, αλλά στο στομάχι μου ένιωθα
πεταλούδες να πεταρίζουν σαν τρελές. Ένιωθα τόσο πολλά πράγματα μαζί,
ώστε δεν ήξερα τι πραγματικά ήταν. Θα ήταν εκεί ο Σίλας; Θα προσπαθούσε
να μου μιλήσει; Ήθελα να το κάνει;
Το φιλί ήταν μια έκπληξη. Όχι, όχι μια έκπληξη, ένα λάθος. Σίγουρα, ήταν
εύκολο να μιλάω στον Σίλας, ήταν εύκολο να τον καταλάβω. Υπήρχε μια
καλοσύνη πίσω από την κάθε του πράξη, ενώ ο τρόπος με τον οποίο τα μέλη
της οικογένειάς του αγαπιούνταν τόσο πολύ με έκανε να θέλω να είμαι κοντά
όχι μόνο σ’ εκείνον αλλά σε όλους τους. Και είχε μια μοναδική ομορφιά, μ’
εκείνα τα μπλε μάτια και εκείνο το αγγελικό χαμόγελο. Ναι, ο Σίλας Ιστόφ
είχε κάτι πολύ γοητευτικό.
Αλλά δεδομένου ότι δεν ήταν ο Τζέιμσον Μπάρκλεϊ, αυτό δεν είχε
σημασία. Η γοητεία δε θα μου έδινε ένα στέμμα ούτε θα έφερνε ελπίδα σε
ένα βασίλειο. Η γοητεία ήταν καλή, όχι απαραίτητη.
Σταμάτησα μπροστά στην πόρτα, ετοιμάστηκα για το οτιδήποτε –και τον
οποιονδήποτε– μπορεί να βρισκόταν στην άλλη πλευρά και χτύπησα.
«Λαίδη Χόλις! Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω!» με υποδέχτηκε η Σκάρλετ,
ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα.
«Ακριβώς το άτομο που έψαχνα», είπα, αγνοώντας τον πόνο στην καρδιά
μου. «Ελπίζω να μη διακόπτω τίποτα».
«Καθόλου. Σε παρακαλώ, έλα». Μου έκανε νόημα να περάσω και μπήκα,
παρατηρώντας τον χώρο.
Υπήρχε ένα μικρό τζάκι και ένα τραπέζι που ίσως να χώραγε τέσσερις με
έξι καρέκλες στριμωγμένες γύρω του. Δεν υπήρχε κάποια ιδιαίτερη
διακόσμηση, αλλά είχαν μερικά λουλούδια πάνω στη συρταριέρα που
βρισκόταν κάτω από το παράθυρο. Δυο πόρτες οδηγούσαν πιθανόν στα
υπνοδωμάτιά τους. Ένιωσα λίγο άσχημα για τη Σκάρλετ, καθώς θα πρέπει να
μοιραζόταν ένα δωμάτιο με τ’ αδέλφια της, χωρίς να έχει προσωπικό χώρο.
Το μόνο πράγμα που έσωζε το διαμέρισμα ήταν εκείνο το ένα παράθυρο.
Ήταν μεγάλο, όπως όλα στον συγκεκριμένο εξωτερικό τοίχο, κι έτσι κάθε
δωμάτιο στο παλάτι, ανεξάρτητα από το μέγεθός του, είχε ένα πλατύ θολωτό
τζάμι που άφηνε το φως να περνάει μέσα. Το κοίταξα και σκέφτηκα ότι η
δική της θέα ήταν πολύ διαφορετική από τη δική μου.
«Βλέπεις εκείνο το κτίριο εκεί;» ρώτησε δείχνοντας μια μικρή πέτρινη
κατασκευή με μια αχυροσκεπή και μια μεγάλη καμινάδα από την οποία
έβγαινε ακόμα και τώρα καπνός. «Εκεί δουλεύουν ο Σίλας και ο Σάλιβαν».
«Αλήθεια;» ρώτησα και πήγα πιο κοντά στο παράθυρο για να επιθεωρήσω.
«Ναι. Και αν ο Σάλιβαν χρειάζεται τα μικροσκοπικά μου δάχτυλα για να
βάλει τις τελευταίες λεπτομέρειες σε ένα κόσμημα ή αν ο Σίλας με χρειάζεται
για να γυαλίσω ένα σπαθί, βάζουν ένα μπλε μαντίλι στο παράθυρο. Έχω
πάντα τον νου μου γι’ αυτό».
«Έχουν εκπληκτική ικανότητα», σχολίασα με δέος. «Εγώ ξέρω να ράβω,
αλλά εκεί τελειώνουν τα ταλέντα μου».
«Δεν είναι έτσι!» διαμαρτυρήθηκε. «Ξέρεις να χορεύεις τόσο καλά και
είσαι δυο φορές καλύτερη συνομιλήτρια από τον οποιονδήποτε στην
Ισόλτη». Δεν ήθελα να της πω ότι αυτό δεν ήταν ιδιαίτερο κομπλιμέντο.
«Αλλά θαυμάζω και τα αδέλφια μου. Είναι σπάνιο να ασχολείται κάποιος
στην Ισόλτη με κάτι που θεωρείται καλλιτεχνικό. Και επιπλέον κάνουν πολύ
διαφορετικά πράγματα ο ένας από τον άλλον».
«Πώς;» ρώτησα, κοιτάζοντας το παράθυρο του βοηθητικού κτιρίου που δεν
είχε τζάκι, προσπαθώντας να καταλάβω αν αυτός που κινούνταν μέσα ήταν ο
Σίλας ή ο αδελφός του.
«Η δουλειά του Σάλιβαν… χρειάζεται φωτιά, αλλά είναι πολύ πιο
λεπτεπίλεπτη. Η ποσότητα του μετάλλου που χρησιμοποιεί κάθε φορά είναι
πολύ μικρότερη, επομένως είναι πολύ πιο ασφαλής. Πιθανότατα θα
μπορούσε να την κάνει και μέσα στο διαμέρισμα, αν ήθελε».
«Απ’ ό,τι φαίνεται, μένει όσο πιο κοντά στον Σίλας μπορεί».
Ένευσε.
«Αυτό έκανε πάντα. Δε νομίζω ότι τον καταλαβαίνει κάποιος από εμάς
όπως τον καταλαβαίνει ο Σίλας. Ο κόσμος πιστεύει ότι είναι απόμακρος,
αλλά δεν είναι. Απλώς δεν ξέρει τι να πει».
Της χαμογέλασα θλιμμένα.
«Γνωρίζω πολύ καλά αυτό το συναίσθημα. Και τι κάνει ο Σίλας εκεί έξω,
λοιπόν;»
«Είναι πολύ πιο επικίνδυνο. Βυθίζει τεράστια κομμάτια μετάλλου σε
φωτιά, τα βγάζει έξω και μετά τα χτυπάει με ένα σφυρί μέχρι να πάρουν το
σωστό σχήμα. Έχει καεί μερικές φορές, ενώ τουλάχιστον δύο φορές
φοβήθηκε ότι έκανε μεγάλη ζημιά στο χέρι του. Ευτυχώς, ξέρουμε πώς ν’
αποτρέπουμε τη μόλυνση, κι έτσι είναι μια χαρά».
«Ευτυχώς». Ήταν γνωστό ότι οι θεραπευτές στην Ισόλτη είχαν κάνει πολύ
περισσότερες ιατρικές προόδους απ’ ό,τι εμείς στην Κορόα. Αν η Ισόλτη
χρησιμοποιούσε τους χορούς μας, τη μουσική και την τέχνη μας, δεν
μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε κι εμείς τις γνώσεις τους γύρω από την
ιατρική και τα βότανα και τ’ αστέρια; Είχα την αίσθηση ότι, αν τους
ρωτούσαμε, θα μπορούσαμε να στείλουμε άτομα εκεί να σπουδάσουν.
Μαντεύω ότι τόσο ο Τζέιμσον όσο και ο πατέρας του δε θα θυσίαζαν την
περηφάνια τους για να ζητήσουν κάτι τέτοιο. «Δείχνει να είναι καλός σ’ αυτό
που κάνει, όμως».
«Από τους καλύτερους», καυχήθηκε η Σκάρλετ.
Χαμογέλασα.
«Λοιπόν, η αδελφή του είναι εξαιρετική δασκάλα και φίλη, γι’ αυτό σου
έφερα κάτι. Ένα δώρο για να σ’ ευχαριστήσω που συμφώνησες να βοηθήσεις
την ημέρα της στέψης».
Πήρε το δέμα και πήγε στο τραπέζι.
«Για μένα;»
«Ναι. Και θέλω να ξέρεις ότι προσπαθώ να συνθέσω ένα μέρος του κύκλου
μου. Θα σε δεχόμουν μετά χαράς, αλλά θα χρειαστώ λίγο χρόνο με την
Ντέλια Γκρέις για να την πείσω για τις πολλές σου αρετές. Ελπίζω να μη σε
πειράζει να περιμένεις μέχρι να μπορέσω να την πείσω να γίνει λίγο πιο…
ανοιχτόμυαλη».
Με κοίταξε πάνω από τον ώμο της.
«Το εννοώ με τον πιο ευγενικό τρόπο, αλλά δε βλέπω την Ντέλια Γκρέις να
γίνεται ποτέ ανοιχτόμυαλη».
Γέλασα. Παρόλο που είχε περάσει λίγο χρόνο μαζί της, η Σκάρλετ
καταλάβαινε ήδη την Ντέλια Γκρέις καλύτερα από τους περισσότερους.
Σκέφτηκα τα ερευνητικά της μάτια εκείνη την πρώτη μέρα που είχε μπει στη
Μεγάλη Αίθουσα. Αναρωτήθηκα πόσα να ήξερε αυτό το κορίτσι για τη ζωή
στο κάστρο.
«Άλλωστε, πρέπει ούτως ή άλλως ν’ αρνηθώ», συνέχισε. «Ελπίζουμε να
εγκατασταθούμε στην επαρχία σύντομα, κάπου με πολλή γη και ησυχία».
Δεν ήμουν σίγουρη πώς έπρεπε να πάρω τα νέα. Σίγουρα ένιωσα μια
σουβλιά θλίψης, αλλά επίσης με πλημμύρισε και η ανακούφιση. Κάποια
στιγμή, δε θα είχα καμία πιθανότητα να πέσω πάνω στον Σίλας σε αυτούς
τους διαδρόμους, να τον δω λουσμένο στα χρώματα που έριχναν τα βιτρό
παράθυρα. Δεν είχα χώρο για περισσότερες εκπλήξεις –ή λάθη– στη ζωή
μου. Θα απαλλασσόμουν από αυτά όταν θα έφευγε από το παλάτι μια για
πάντα.
Επέστρεψα στο παρόν, προσπαθώντας να πραγματοποιήσω μια
φυσιολογική συζήτηση.
«Η Κορόα έχει πολύ όμορφες περιοχές. Είμαι σίγουρη ότι θα βρείτε το
κατάλληλο μέρος».
Ξετύλιξε το δώρο και πήρε μια κοφτή ανάσα χαράς.
«Χόλις, το λατρεύω!» Έσφιξε το φόρεμα πάνω στο στήθος της.
«Άφησα ύφασμα σε περίπτωση που χρειαστεί να το μακρύνουμε. Είσαι
πολύ ψηλή».
Γέλασε.
«Και κοίτα τα μανίκια».
«Σκέφτηκα ότι θα ήθελες να ταιριάζεις με τις άλλες όταν παρουσιάσουμε
τελικά τον χορό και εκτίμησα πολύ τη βοήθειά σου. Αν και πρέπει να πω ότι
ο Σαούλ ήταν ο αγαπημένος μου καβαλιέρος».
«Είχε πολύ καιρό να χαμογελάσει τόσο. Αυτό από μόνο του ήταν δώρο για
όλους μας».
Κάτι στον μελαγχολικό τόνο της φωνής της με έκανε σχεδόν να θέλω να
κλάψω. Αναρωτήθηκα αν θα καταλάβαινα ποτέ όλα όσα είχαν περάσει.
«Ωραία», είπα, καθώς δεν ήξερα τι άλλο να πω. «Λοιπόν, καλύτερα να
φύγω. Κάποια έχει μια ιδιωτική συνάντηση με τη Βασίλισσα Βαλεντίνα
σήμερα, χάρη στις συμβουλές μιας συγκεκριμένης καινούργιας φίλης», είπα
κοιτάζοντάς τη με νόημα.
«Το φαγητό;»
«Την μπούκωσα με λιχουδιές της Κορόα. Της άρεσαν πολύ. Σ’ ευχαριστώ».
«Είμαι πάντα στη διάθεσή σου, Χόλις. Αλήθεια».
Κρατούσε ακόμα ψηλά το φόρεμά της, ακουμπώντας το επάνω της για να
δει πώς της πήγαινε.
«Καλή σου μέρα, Λαίδη Σκάρλετ».
Τα μάτια της άλλαξαν. Θα πρέπει να είχε εγκαταλείψει την ελπίδα ότι θα
την αποκαλούσαν ποτέ ξανά λαίδη. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου,
επιστρέφοντας στα δωμάτια της βασίλισσας, ενώ θυμήθηκα ότι είχα γελάσει
από μέσα μου εις βάρος της Σκάρλετ εκείνη την πρώτη μέρα στη Μεγάλη
Αίθουσα. Ένιωθα τόσο ανόητη που δεν είχα καταλάβει αυτό που
καταλάβαινα τώρα: δεν ήμασταν και τόσο διαφορετικές. Ούτε μ’ εκείνη ούτε
με τη Βαλεντίνα ούτε με τη Νόρα. Στο τέλος, δημιουργούσαμε εχθρούς με το
μυαλό μας, αλλά τους κάναμε φίλους με την καρδιά μας.
20
Καθόμουν μπροστά στον καθρέφτη της τουαλέτας μου, παίζοντας με τα
μαλλιά μου. Όπως μου είχε ζητήσει η Βαλεντίνα, είχα διώξει τις κυρίες μου
απόψε, κι έτσι για πρώτη φορά ήμουν μόνη στα νέα μου δωμάτια. Έκλεισα
για λίγο τα μάτια μου για να εκτιμήσω τη μοναξιά. Το παλάτι δεν ήταν ποτέ
πραγματικά ήσυχο, και αυτός ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους το
είχα αγαπήσει. Η φωτιά τριζοβολούσε και πετούσε σπίθες. Μπορούσα ν’
ακούσω τον μακρινό ήχο βημάτων από πάνω μου. Έξω από το παράθυρο, η
πόλη που έφτανε μέχρι το κάστρο μόνο ήσυχη δεν ήταν. Άκουγα άλογα στον
δρόμο, άντρες να φωνάζουν εντολές και κόσμο να γελάει στον ανοιχτό
βραδινό αέρα. Αν συγκεντρωνόμουν, μπορούσα ν’ ακούσω ακόμα και
κουπιά που χτυπούσαν τα νερά του ποταμού. Σε αντίθεση με τον θόρυβο στη
Μεγάλη Αίθουσα, αυτοί οι ήχοι ήταν ένα καλοδεχούμενο τραγούδι.
Όλη μου τη ζωή, απολάμβανα τόσο πολύ τον χορό και τα τουρνουά και την
παρέα, ώστε δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο όμορφη είναι μια στιγμή
ησυχίας. Το είχα ανακαλύψει πολύ αργά.
Άνοιξα τα μάτια μου όταν άκουσα το χτύπημα στην πόρτα και απέμεινα να
περιμένω για λίγο πριν συνειδητοποιήσω ότι έπρεπε να την ανοίξω η ίδια. Η
Βαλεντίνα χαμογελούσε, κουνώντας στο χέρι της ένα δερμάτινο πουγκί.
«Ελπίζω να είσαι έτοιμη να μου δώσεις την περιουσία σου, Λαίδη Χόλις.
Όταν ήμουν μικρότερη, άφηνα τους κυρίους της αυλής ταπί». Πέρασε μέσα
περνώντας δίπλα μου χωρίς να περιμένει πρόσκληση. Ενώ με εκνεύριζε
αφάνταστα όταν το έκανε αυτό η μητέρα μου, από τη Βαλεντίνα μού φάνηκε
πολύ φυσικό και ένιωσα ότι την έκανε ακόμα πιο γοητευτική.
«Όχι πια;» ρώτησα και κάθισα στο τραπέζι στον χώρο υποδοχής.
Κούνησε το κεφάλι της.
«Όχι. Οι άντρες της αυλής κρατάνε τις αποστάσεις τους τώρα. Το ίδιο και
οι κυρίες». Έριξε το πουγκί της κάτω και επιθεώρησε το δωμάτιο,
κοιτάζοντας πίσω από τον τοίχο τον χώρο όπου βρισκόταν το κρεβάτι πριν
έρθει να καθίσει. «Έχεις όμορφα δωμάτια».
«Δε θα μπορούσαν να μην είναι. Αυτά είναι τα διαμερίσματα της
βασίλισσας».
Κοίταξε ξανά γύρω της, με μάτια γουρλωμένα.
«Από τώρα;»
Ένευσα.
«Αφού θα συναντούσα μια βασίλισσα, ο Μεγαλειότατος ήθελε να έχω
ισάξια ρούχα, κοσμήματα και δωμάτια μ’ εκείνη», σχολίασα με ένα
χαμόγελο. «Υποθέτω ότι είναι απλώς θέμα χρόνου μέχρι να γίνει μια επίσημη
πρόταση».
Στο πρόσωπό της ζωγραφίστηκε ξανά η έκπληξη.
«Δε σου έχει δώσει δαχτυλίδι;»
«Όχι ακόμα. Ήθελε να είναι προσεκτικός. Αλλά τώρα φαίνεται ότι όλοι
γνωρίζουν τον σκοπό του, επομένως θα πρέπει να συμβεί σύντομα».
Έδειχνε να βρίσκει την κατάστασή μου ενδιαφέρουσα καθώς άπλωσε το
χέρι της για να πιάσει τα χρυσά μου ζάρια.
«Η σχέση σου με τον βασιλιά σου είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Φαίνεται να
απολαμβάνει το ότι είσαι… ένα ελεύθερο πνεύμα, ας πούμε».
Σήκωσα τους ώμους μου.
«Μακάρι να ένιωθαν όλοι έτσι, αλλά χαίρομαι που ο Τζέιμσον με εκτιμά.
Τι ήταν αυτό που τράβηξε τον Βασιλιά Κουίντεν σ’ εσένα; Δεν είπες και
πολλά γι’ αυτό νωρίτερα».
Τα μάτια της έγιναν αμέσως απόμακρα.
«Δε μου αρέσει να μιλάω και πολύ γι’ αυτό», παραδέχτηκε.
«Ω». Μισόκλεισα τα μάτια μου, μπερδεμένη. «Λυπάμαι αν…»
«Όχι, όχι. Δεν καταλαβαίνουν πολλοί άνθρωποι· θα ήταν ωραία αν με
καταλάβαινε επιτέλους κάποιος», αναστέναξε, παίζοντας με τα ζάρια χωρίς
να με κοιτάζει. «Μετά τον θάνατο της Βασίλισσας Βέρα, οι περισσότεροι
στην αυλή υπέθεταν ότι ο Κουίντεν θα έμενε εργένης. Είχε αρσενικό διάδοχο
και δεν έδειχνε να τον ενδιαφέρει να ξαναπαντρευτεί. Νομίζω… νομίζω ότι
μπορεί να την αγαπούσε πραγματικά. Τη Βασίλισσα Βέρα εννοώ. Τον έπιασα
να της χαμογελάει μερικές φορές όταν ήμουν πολύ μικρή.
»Σχεδίαζα να παντρευτώ τον Λόρδο Χέιθαμ. Με συμπαθούσε πολύ και οι
γονείς μου τον ενέκριναν με όλη τους την καρδιά. Και αυτό που ενδιέφερε
τον Κουίντεν ήταν να βρει ταίρι για τον γιο του. Αλλά φαίνεται ότι οι
αναφορές για την εύθραυστη υγεία του Χάντριαν εξαπλώθηκαν πιο μακριά
από όσο περίμενε κανείς. Κάποια κορίτσια που προσέγγισε ο βασιλιάς
βρέθηκαν ξαφνικά αρραβωνιασμένα. Ένα από αυτά, η Σίσκα Άραμ, ήταν
καλή μου φίλη και ξέρω πολύ καλά ότι ο αρραβώνας της έγινε την ίδια
κιόλας μέρα που η οικογένειά της κλήθηκε σε συνάντηση με τον Κουίντεν».
«Γιατί;» ρώτησα. «Αυτά τα κορίτσια είχαν μια ευκαιρία να γίνουν
βασίλισσες».
«Τις ίδιες ερωτήσεις έκανα κι εγώ τότε. Τώρα ξέρω ότι ήταν πολύ
έξυπνες». Κοιτούσε ακόμα αλλού, με τον πικρόχολο τόνο της να με κάνει να
σκέφτομαι ότι η ιστορία αγάπης της δεν είχε και μεγάλη σχέση με την αγάπη.
«Τελικά, ο Κουίντεν απευθύνθηκε σε άλλες χώρες, αν και δεν ήταν αυτό που
ήθελε· ήταν σίγουρος ότι θα έβρισκε μια κατάλληλη οικογένεια στην Ισόλτη
για τον γιο του. Ώσπου τελικά βρήκε κάποια για τον πρίγκιπα και ο γάμος
τους έχει κανονιστεί για τον χειμώνα».
Χαμογέλασα.
«Το χιόνι φέρνει τύχη στην Ισόλτη, σωστά;»
Ένευσε.
«Ελπίζουμε σε ένα παχύ στρώμα χιονιού για να τους ευλογήσει».
Αυτό ήταν γλυκό. Το χιόνι δε σήμαινε τίποτα εδώ, ούτε η βροχή ούτε το
αεράκι. Αλλά για χάρη του Χάντριαν θα ευχόμουν να χιονίσει.
«Περίμενε. Αυτό δεν εξηγεί τίποτα για σένα και τον Βασιλιά Κουίντεν».
«Αα», είπε, με το χαμόγελό της να μην αποκαλύπτει καμία χαρά. «Γνώριζα
λιγότερα για τη βασιλική οικογένεια απ’ ό,τι οι άλλες. Όπως είπα, ταξίδευα
συχνά και είχα τον δικό μου κύκλο από φίλες. Αλλά οι περισσότερες από
αυτές τις φίλες παντρεύτηκαν και τις έχασα καθώς πήγαν να γνωρίσουν τα
νέα τους σπιτικά, να ξεκινήσουν οικογένειες – αυτά που κάνουν οι νεαρές
νύφες».
«Ναι».
«Έτσι, όταν έγινε σαφές ότι ο βασιλιάς έψαχνε για μια νέα σύζυγο, ήμουν
από τις λίγες νεότερες γυναίκες στην αυλή που πληρούσαν τις προϋποθέσεις.
Με γοήτευε η ιδέα ενός στέμματος, η εικόνα ενός άντρα με τη βασιλική
στολή και, όταν έγινε στους γονείς μου μια απίστευτα γενναιόδωρη
προσφορά για το χέρι μου, κολακεύτηκα.
»Αυτό που έμαθα αργότερα ήταν ότι ο Χάντριαν είχε μια πολύ τρομακτική
κρίση πυρετού μερικές εβδομάδες πριν από την πρότασή μου. Έμεινε
αναίσθητος τρεις μέρες. Ο Κουίντεν συνειδητοποίησε ότι χρειαζόταν κι
άλλον διάδοχο και επιλέχθηκα εγώ, όχι για το πνεύμα μου ή για την
ικανότητά μου στο τραγούδι ή για την καταγωγή μου. Είμαι μια υγιής νεαρή
γυναίκα και θα έπρεπε να μπορώ να κάνω ένα παιδί». Αναστέναξε. «Θα
έπρεπε».
Είχα απομείνει σιωπηλή από την έκπληξη. Η Βαλεντίνα, που για εμένα είχε
τόσο πολλές αξιαγάπητες αρετές, ίσως να μην είχε αγαπηθεί ποτέ
πραγματικά.
«Μην είσαι έτσι», είπε, ρίχνοντας τα ζάρια χωρίς κανέναν άλλον λόγο πέρα
από το να τα δει να πέφτουν. «Οι περισσότεροι βασιλικοί γάμοι έτσι
λειτουργούν. Αν σου αρέσει ο σύζυγός σου, είναι επιθυμητό. Αλλά αυτό που
είναι απαραίτητο είναι να κρατήσεις τη γραμμή. Και ένα βασιλικό κρεβάτι
είναι εξίσου άνετο με οποιοδήποτε άλλο».
Κατάπια.
«Μπορώ να σου κάνω την πιο αγενή ερώτηση που μπορώ να σκεφτώ αυτή
τη στιγμή;»
Χαμογέλασε.
«Σε συμπαθώ, Χόλις. Ναι, ρώτα».
«Τι απέγινε ο Λόρδος Χέιθαμ;»
«Έφυγε από την αυλή. Ζει στην εξοχή πια και έχω τρία χρόνια να τον δω.
Υποθέτω ότι έχει παντρευτεί πλέον, αλλά δεν ξέρω». Χαμήλωσε το βλέμμα
της. «Δε θα με πείραζε και τόσο αυτό. Αλλά θα ήθελα να το μάθω».
Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου οι σκέψεις μου πήγαν στον Σίλας. Η
οικογένειά του θα έβρισκε γη. Θα γίνονταν γνωστοί για την εξαιρετική τους
δουλειά. Θα τραβούσε την προσοχή κάποιου κοριτσιού και οι προκαταλήψεις
της θα κατέρρεαν μπροστά στα μπλε μάτια του. Θα την παντρευόταν.
Ή ίσως και όχι.
Πώς θα το μάθαινα;
«Μπορώ να σου κάνω κι εγώ μια αγενή ερώτηση;» δοκίμασε η Βαλεντίνα.
Οι βλεφαρίδες μου πετάρισαν καθώς τα μάτια μου επικεντρώθηκαν ξανά
στο πρόσωπό της.
«Το σίγουρο είναι ότι κέρδισες το δικαίωμα».
«Πρέπει να μου πεις την αλήθεια. Ο βασιλιάς σου… ήταν ποτέ σκληρός
μαζί σου;»
«Σκληρός; Σκληρός πώς;»
Έκανε μια γενική κίνηση με το χέρι της.
«Απλώς… σκληρός».
Έψαξα στις αναμνήσεις μου. Ίσως να υπήρξε αδιάφορος, αλλά ποτέ
σκληρός.
«Όχι».
Ακούμπησε το χέρι της πάνω στο στομάχι της, επιφυλακτική.
«Βαλεντίνα;»
Κούνησε το κεφάλι της.
«Δεν είναι τίποτα».
Έπιασα το ελεύθερο χέρι της πάνω από το τραπέζι.
«Είναι προφανές ότι δεν είναι τίποτα. Αν μπορεί κάποια να καταλάβει πόσο
δύσκολο είναι να γίνεσαι από κορίτσι της αυλής βασίλισσα, σίγουρα είμαι
εγώ. Μίλησέ μου».
Τα σφιγμένα της χείλη άρχισαν να τρέμουν και ξαφνικά χωρίστηκαν με
γρήγορους, τρεμάμενους λυγμούς.
«Με παρακολουθούν όλοι. Περιμένουν να τους δώσω άλλον έναν διάδοχο
και ξέρω ότι ψιθυρίζουν για μένα. Αλλά δε φταίω εγώ!» επέμεινε. «Ήμουν
πολύ προσεκτική!»
«Τι είναι αυτά που λες;» ρώτησα, χαμηλώνοντας το βλέμμα μου σ’ εκείνο
το λεπτεπίλεπτο χέρι πάνω στο στομάχι της. «Είσαι έγκυος τώρα;»
«Δεν είμαι σίγουρη. Δεν έχω αίμα εδώ και δυο μήνες, αλλά τα
συμπτώματα… Έχω μείνει έγκυος άλλες δυο φορές πριν, όμως έχασα τα
παιδιά. Αυτό φαίνεται διαφορετικό. Νιώθω… Νιώθω…»
«Σσς», την προέτρεψα, παίρνοντάς τη στην αγκαλιά μου. «Είμαι σίγουρη
ότι θα είστε και οι δυο καλά».
«Δεν καταλαβαίνεις». Ανακάθισε, τρέμοντας και σκουπίζοντας μανιασμένα
τα δάκρυα στο πρόσωπό της. Σκέφτηκα ότι την είχε πιάσει κάποιο είδος
κρίσης, επειδή η θλίψη της μετατράπηκε γρήγορα σε οργή και δεν έπαψε να
τρέμει. «Αν πεις κουβέντα γι’ αυτό, θα σε σκοτώσω, με ακούς; Αν πρέπει να
επιλέξω ανάμεσα στη δική μου ζωή και τη δική σου…»
«Βαλεντίνα, σου έχω ήδη πει πόσο σημαντικά είναι για μένα τα προσωπικά
δεδομένα. Θα κρατήσω οτιδήποτε πεις μεταξύ μας».
Η οργή φάνηκε να καταλαγιάζει, οι ώμοι της έπεσαν και ακούμπησε
εξαντλημένη στην πλάτη της καρέκλας της. Τα χέρια της έσφιγγαν το
στομάχι της, όχι τόσο σαν να το προστάτευε όσο σαν να προσευχόταν. Δεν
είχα ξαναδεί τόσο στοιχειωμένα μάτια.
«Πιστεύουν ότι θεωρώ ότι είμαι ανώτερή τους», ξεκίνησε. «Όλες οι
γυναίκες της αυλής. Πιστεύουν ότι δεν τους μιλάω επειδή κατέχω μια τόσο
υψηλή θέση, κι έτσι θα πρέπει να πιστεύω ότι είμαι καλύτερη από εκείνες.
Αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Ο Κουίντεν φταίει. Δε θέλει να έχω επαφές με
κανέναν».
Σκέφτηκα αυτό που είχε πει η Σκάρλετ ότι βρισκόταν σε απομόνωση έξι
μήνες. Αναρωτήθηκα αν ήξερε κανείς ότι δεν είχε επιλέξει η ίδια τη μοναξιά
της.
«Λυπάμαι. Γι’ αυτό έχεις μόνο μία κυρία επί των τιμών;»
Ένευσε.
«Δε μιλάμε καν την ίδια γλώσσα. Μου φέρνει αυτά που ξέρει ότι
χρειάζομαι και έχουμε καταφέρει να καταλαβαίνουμε η μία την άλλη
περισσότερο, αλλά δεν μπορώ να της εκμυστηρευτώ τίποτα. Δεν έχω
κανέναν για να μιλήσω, δεν έχω συμμάχους και φοβάμαι».
«Φοβάσαι;» Για όνομα του Θεού, ήταν η βασίλισσα. «Τι φοβάσαι;»
Μπορούσα να δω τον τρόμο στα μάτια της. Άρχισε να κουνάει το κεφάλι
της πολύ γρήγορα.
«Έχω πει πολλά. Εγώ… δεν πρέπει να το πεις ποτέ».
«Βαλεντίνα, αν κινδυνεύεις, μπορείς να αναζητήσεις άσυλο σε ένα από τα
ιερά μας κτίρια. Δεν επιτρέπεται να σε πάρει κανείς από εκεί».
«Ίσως εδώ», είπε και στάθηκε αδέξια όρθια, «αλλά όχι στην Ισόλτη. Και δε
θα νοιαστούν».
«Ποιοι δε θα νοιαστούν;»
«Πάντα έρχονται. Αν είσαι εμπόδιο, έρχονται πάντα, πάντα».
«Ποιοι;»
«Πήραν τους γονείς μου. Και αν δε δώσω έναν διάδοχο, πιθανότατα είναι
μόνο θέμα χρόνου…»
Την άρπαξα από τους ώμους.
«Βαλεντίνα, τι είναι αυτά που λες;»
Κάτι στα μάτια της άλλαξε ξανά και τώρα το πρόσωπό της έδειχνε ήρεμο,
αποφασιστικό. Δεν είχα δει ποτέ τα συναισθήματα κάποιου ν’ αλλάζουν τόσο
πολλές κατευθύνσεις τόσο γρήγορα.
«Να είσαι ευγνώμων για την όμορφη μικρή ζωή σου, Χόλις. Δεν έχουμε
όλοι μας αυτή την πολυτέλεια».
Μια στιγμή… τι προσπαθούσε να πει; Και για ποιους μιλούσε; Πριν
αποφασίσω πώς να διατυπώσω την επόμενη ερώτησή μου, σηκώθηκε,
έστρωσε τη ρόμπα της και βγήκε από το δωμάτιο.
Απέμεινα να κάθομαι στην καρέκλα μου, άναυδη. Τι στο καλό είχε συμβεί;
Προσπάθησα να επιβραδύνω τις σκέψεις μου και ν’ ανατρέξω στη
συζήτηση. Η Βαλεντίνα μπορεί να ήταν έγκυος αλλά μπορεί και όχι, ενώ είχε
ήδη χάσει δυο μωρά από τότε που παντρεύτηκε τον Βασιλιά Κουίντεν. Ήταν
μόνη στην Ισόλτη. Είχε χάσει τους γονείς της από κάποια σκοτεινή αιτία. Και
φοβόταν για την ασφάλειά της.
Δεν πίστευα ότι μπορούσα να πάω να ζητήσω από τη Βαλεντίνα
περισσότερες απαντήσεις, αλλά, ακόμα κι αν τολμούσα, δε νομίζω ότι θα
μπορούσε να απαντήσει στην κατάστασή της. Ήξερα ποιον μπορούσα να
ρωτήσω, αλλά ύστερα από το προηγούμενο βράδυ δεν ήξερα αν μπορούσα
να τον αντικρίσω.
Δεν μπορούσα να κρατηθώ. Έπρεπε να μάθω περισσότερα. Βγήκα από το
δωμάτιο, για να κατευθυνθώ προς το πίσω μέρος του κάστρου. Οι διάδρομοι
ήταν ως επί το πλείστον άδειοι, αλλά, ακόμα κι αν δεν ήταν, θα τους είχα
διασχίσει τρέχοντας. Δίστασα μπροστά στην πόρτα των Ιστόφ. Για το καλό
πολλών ανθρώπων, θα ήταν πιο συνετό να φύγω.
Αλλά, αν έφευγα, δε θα υπήρχε τρόπος να βοηθήσω τη Βαλεντίνα.
Πίσω από την πόρτα ακούγονταν χαμηλόφωνες ομιλίες, αλλά κάθε
θόρυβος σταμάτησε απότομα όταν χτύπησα την πόρτα. Εκείνος που την
άνοιξε ήταν ο Λόρδος Ιστόφ.
«Λαίδη Χόλις. Σε τι οφείλουμε τη χαρά της συντροφιάς σας;» ρώτησε
κεφάτα. Πάνω από τον ώμο του, είδα τη γυναίκα του να χαμογελάει, καθώς
και τους καλεσμένους τους, εκτός από τον Ίταν, ο οποίος γύρισε τα μάτια του
προς τα πάνω και απομακρύνθηκε από το τραπέζι. Δεν ήταν ο μόνος που
ένιωθε έτσι όμως. Ξαφνιάστηκα όταν είδα ότι ακόμα και η Σκάρλετ έδειχνε
επιφυλακτική και ο Σάλιβαν χαμήλωσε το βλέμμα του. Ο Σίλας έδειχνε να
μην ξέρει πώς ν’ αντιδράσει στην αναπάντεχη άφιξή μου.
Θα μπορούσα να μιλήσω στον οποιονδήποτε από αυτούς. Η Σκάρλετ ήταν
κορίτσι· ίσως να ήξερε περισσότερα. Αλλά υπήρχε μόνο ένα άτομο σ’ εκείνο
το δωμάτιο στο οποίο θα μπορούσα να εμπιστευτώ ένα τέτοιο μυστικό.
«Ανακάλυψα ότι έχω μια πολύ συγκεκριμένη ερώτηση για την Ισόλτη και
αναρωτιέμαι αν θα μπορούσα να δανειστώ τον Σίλας για μερικά λεπτά.
Υπόσχομαι να μην τον κρατήσω πολύ».
Ο Λόρδος Ιστόφ κοίταξε πάνω από τον ώμο του.
«Φυσικά. Γιε μου;»
Ο Σίλας σηκώθηκε και με ακολούθησε στον διάδρομο, με την έκφρασή του
βλοσυρή.
«Νομίζω ότι υπάρχει μια πόρτα εδώ;» πρότεινα, διαπιστώνοντας ότι
δυσκολευόμουν να τον κοιτάξω στα μάτια.
«Ναι. Από εκεί πηγαίνουμε στα βοηθητικά κτίρια». Τον ακολούθησα,
ευγνώμων που το φεγγάρι ήταν ακόμα σχεδόν γεμάτο καθώς
κατευθυνόμασταν στο μονοπάτι έξω από το κάστρο. Έπειτα από λίγο γύρισε
προς το μέρος μου. «Λυπάμαι».
«Τι;» ρώτησα.
«Για χθες βράδυ. Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε και λυπάμαι πολύ που σε
πρόσβαλα».
«Ω». Κοκκίνισα καθώς θυμήθηκα εκείνο το φιλί που με έκανε να ζαλιστώ.
«Δε με πρόσβαλες».
Σήκωσε το ένα του φρύδι.
«Το γεγονός ότι έφυγες τρέχοντας από τον διάδρομο έδειξε το αντίθετο».
Γέλασα.
«Θα μπορούσα να είχα αντιδράσει καλύτερα».
«Θα μπορούσες να είχες μείνει», υποστήριξε, με ένα απαλό χαμόγελο στα
χείλη του.
Μου κόπηκε η ανάσα.
«Νομίζω ότι ξέρουμε και οι δυο ότι δε θα μπορούσα. Δε σε ξέρω σχεδόν
καθόλου, αλλά, ακόμα κι αν σε ήξερα, είμαι λογοδοσμένη».
«Νόμιζα ότι είπες ότι ο βασιλιάς δε σου είχε κάνει πρόταση γάμου».
Αναστέναξα.
«Όχι, δε μου έχει κάνει. Δεν μπορεί ακόμα, αλλά…»
«Τότε ποια υπόσχεση θα παραβίαζες;»
Απέμεινα να στέκομαι εκεί, παίζοντας νευρικά με τα χέρια μου,
προσπαθώντας να σκεφτώ μια ακλόνητη απάντηση. Δεν είχα καμία.
«Προσπαθώ πολύ σκληρά να πείσω τον κόσμο ότι αξίζω τη θέση στην
οποία βρέθηκα. Νιώθω ότι έχω φτάσει πολύ κοντά και δε θέλω να αποτύχω.
Φοβάμαι τι θα συμβεί, αν αποτύχω», παραδέχτηκα. «Δεν αντιδρούσα πάντα
με φόβο. Τώρα o φόβος δείχνει να κρέμεται πάνω από κάθε επιλογή που
κάνω. Ακόμα και εκείνη να έρθω εδώ απόψε».
Ο Σίλας ήρθε πιο κοντά και η ανάσα μου βγήκε από τα πνευμόνια μου.
Μου πήρε ένα λεπτό για να την ξαναβρώ.
«Τι συμβαίνει;»
«Είναι η Βαλεντίνα», ομολόγησα, προσπαθώντας να συγκεντρωθώ στον
λόγο για τον οποίο είχα έρθει εδώ. «Ήρθε να μ’ επισκεφθεί απόψε και στην
αρχή έδειχνε μια χαρά, αλλά μιλούσαμε για την οικογένειά της και τον
βασιλιά, ώσπου ξαφνικά κατέρρευσε και άρχισε να μου λέει πράγματα που
δεν έβγαζαν νόημα». Πήρα μια βαθιά ανάσα. Δεν μπορούσα να προδώσω την
εμπιστοσύνη της, γι’ αυτό έπρεπε να είμαι προσεκτική ως προς τη διατύπωσή
μου. «Αναρωτιόμουν αν ήξερες κάτι για τους γονείς της. Έλεγε συνεχώς
“πάντα έρχονται” και μετά ότι αυτοί για τους οποίους μιλούσε πήραν τους
γονείς της. Έχεις ιδέα τι εννοεί;»
Σε αυτό χαμήλωσε το βλέμμα στο έδαφος.
«Φοβάμαι πως ξέρω. Οι γονείς της Βαλεντίνα ήταν» –έκανε μια παύση,
ψάχνοντας τη σωστή λέξη– «αντίθετοι σε κάποια πράγματα που συνέβαιναν
στην Ισόλτη. Δε φοβούνταν να εκφράσουν την άποψή τους και τράβηξαν την
προσοχή των Σκοτεινών Ιπποτών».
Οι λέξεις και μόνο με έκαναν να ανατριχιάσω.
«Ποιοι είναι οι Σκοτεινοί Ιππότες;»
«Δεν ξέρουμε. Κάποιοι λένε ότι είναι ευγενείς, άλλοι λένε ότι είναι
τσιγγάνοι. Κάποιοι είναι πεπεισμένοι ότι είναι μέλη της βασιλικής φρουράς,
αλλά κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος. Οι ταυτότητές τους
προστατεύονται, πράγμα απαραίτητο, επειδή, όταν έρχονται, η καταστροφή
που προκαλούν είναι απόλυτη. Αυτό έχει προκαλέσει τεράστια οργή στην
πατρίδα μου. Ήξερα έναν άντρα που έχασε τα πάντα σε μια φωτιά που
υποτίθεται ότι ξεκίνησαν εκείνοι και πήγε να πάρει εκδίκηση από κάποιον
που πίστευε ότι ήταν Σκοτεινός Ιππότης. Σκότωσε μια ολόκληρη
οικογένεια». Ο Σίλας έκανε μια παύση, κουνώντας το κεφάλι του. «Έκανε
λάθος. Όλοι ήξεραν ότι ο Λόρδος Κλουμ ήταν καλός άνθρωπος, αλλά το
αξίωμά του και η εγγύτητά του στον βασιλιά έκαναν κάποιους να πιστέψουν
το αντίθετο. Για να διατηρήσει την ειρήνη, ο Βασιλιάς Κουίντεν έβαλε να
σκοτώσουν τον δολοφόνο του Λόρδου Κλουμ έτσι ώστε να μην μπει κανείς
άλλος στον πειρασμό να πάρει τον νόμο στα χέρια του. Αλλά πολλοί
άνθρωποι ζουν με τον φόβο ότι, αν πουν ή αν κάνουν κάτι λάθος, αυτοί οι
άντρες θα έρθουν για εκείνους. Και καθώς δεν μπορεί να είναι κανείς
σίγουρος για την ταυτότητά τους, είναι δύσκολο να ξέρεις ποιον μπορείς να
εμπιστευτείς».
«Και οι γονείς της Βαλεντίνα εμπιστεύτηκαν τους λάθος ανθρώπους;»
Ο Σίλας γέλασε.
«Πιθανόν. Όπως και να έχει, η εξαφάνιση των γονιών της βασίλισσας
έβαλε τους περισσότερους στη θέση τους».
«Η εξαφάνιση; Αγνοούνται ακόμα;»
«Όχι». Το βλέμμα του Σίλας πλανήθηκε μακριά λες και μπορούσε ακόμα
να τα δει όλα. «Τα πτώματά τους αφέθηκαν μπροστά στην πύλη του
κάστρου. Όλοι τούς είδαν. Κι εγώ τους είδα. Ήταν πολύ… σκόπιμο. Και η
Βαλεντίνα… όταν πλησίασε τα πτώματά τους, έβγαλε έναν ήχο που δεν έχω
ακούσει ποτέ ξανά να βγαίνει από άνθρωπο. Ακόμα δεν μπορώ να φανταστώ
τη θλίψη της».
Κούνησα το κεφάλι μου.
«Δεν είναι περίεργο λοιπόν που επιλέξατε όλοι να φύγετε».
«Οι γονείς μου ήθελαν να μας δώσουν μια ευκαιρία», είπε απλώς. «Η
ειρήνη έμοιαζε με ένα άπιαστο όνειρο για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής
μας».
Εκτιμούσα την ελπίδα του και ήμουν ικανοποιημένη που η ζωή στην
Κορόα θα του έδινε την ευκαιρία να ζήσει μια ευτυχισμένη ζωή. Αλλά οι
σκέψεις μου ήταν ακόμα στη Βαλεντίνα· δεν είχε την επιλογή να μείνει.
Τοποθέτησα το χέρι μου πάνω από την καρδιά μου και σκέφτηκα τα λόγια
της.
«Πιστεύεις ότι η βασίλισσα βρίσκεται σε κίνδυνο;»
Ο Σίλας απάντησε γρήγορα.
«Όχι. Ο βασιλιάς τη χρειάζεται. Είναι το μοναδικό του μονοπάτι για ν’
αποκτήσει άλλον έναν διάδοχο. Έχεις δει τον Πρίγκιπα Χάντριαν. Η κάθε
μέρα που είναι ακόμα ζωντανός μοιάζει με θαύμα. Ναι, έχει κανονιστεί να
παντρευτεί φέτος τον χειμώνα, αλλά…»
Το σκέφτηκα αυτό.
«Δεν ξέρω. Φαινόταν τόσο… Δεν έχω καν τις σωστές λέξεις για να το
περιγράψω. Απελπισμένη και φοβισμένη και αγχωμένη και κουρασμένη.
Όλα αυτά μαζί και ακόμα περισσότερα».
Ο Σίλας άπλωσε το χέρι του και άγγιξε το μπράτσο μου.
«Πρέπει να είναι ένα από τα πιο μοναχικά άτομα που γνωρίζω. Οι γυναίκες
στην αυλή δεν έχουν επαφές μαζί της, δεν υπάρχει κανένας λογικός άντρας
που θα σήκωνε τα μάτια του να την κοιτάξει και τώρα οι γονείς της χάθηκαν.
Είμαι σίγουρος ότι νιώθει πολλά πράγματα. Δε μου αρέσει ιδιαίτερα σαν
βασίλισσα, αλλά χαίρομαι που είχε τουλάχιστον εσένα για να μιλήσει».
Το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν η ζεστασιά στο άγγιγμά του, η
τρυφερότητα στη φωνή του. Γινόταν όλο και πιο δύσκολο να θυμάμαι ότι
ήμουν εδώ για τη Βαλεντίνα.
«Θα ήμουν πάντα πρόθυμη ν’ ακούσω οποιονδήποτε έχει ανάγκη από έναν
φίλο».
«Το ξέρω», είπε απαλά. «Αυτό είναι κάτι που σε κάνει μοναδική. Κάτι μου
λέει ότι ακόμα και εκείνοι τους οποίους δεν ήσουν σίγουρη ότι μπορούσες να
εμπιστευτείς θα μπορούσαν ωστόσο να εμπιστευτούν εσένα».
Ένευσα.
«Και γι’ αυτό πρέπει να φύγω τώρα. Είπα περισσότερα από όσα θα ήθελε η
Βαλεντίνα. Ελπίζω ότι θα μου κάνεις τη χάρη να κρατήσεις τα μυστικά της».
«Θα έκανα οτιδήποτε μου ζητήσεις».
Δάγκωσα το χείλος μου, επιλέγοντας τις λέξεις μου προσεκτικά.
«Και υπάρχουν κι άλλοι που βασίζονται σ’ εμένα… Φοβάμαι ότι θα τους
απογοήτευα όλους, αν έμενα κι άλλο».
Το χέρι του ήταν ακόμα στο μπράτσο μου.
«Εύχομαι ωστόσο να έμενες».
Δάκρυα έτσουζαν τις γωνίες των ματιών μου και ένιωσα ένα σκληρό βάρος
στον λαιμό μου.
«Δεν καταλαβαίνω τι είναι αυτό το συναίσθημα, γιατί δεν μπορώ να μείνω
μακριά σου… αλλά πρέπει. Διακυβεύονται πολλά στον γάμο μου με τον
Τζέιμσον, όχι μόνο για μένα. Αλλά και για σένα. Ο Τζέιμσον θα μπορούσε
να επιλέξει να στείλει εσένα και την οικογένειά σου πίσω στην Ισόλτη, αν
τον προσβάλεις. Αν τα πράγματα είναι τόσο άσχημα όσο λες, δε θέλω να
βάλω τη ζωή σας σε κίνδυνο. Η Σκάρλετ είναι πολύ σημαντική για μένα».
«Μόνο η Σκάρλετ;» ρώτησε απαλά.
Έκανα μια παύση.
«Όχι. Εσύ. Εσύ είσαι πολύ σημαντικός για μένα».
Στο λιγοστό φως που μας χάριζαν τ’ αστέρια, μπορούσα να δω ότι τα μάτια
του ήταν γεμάτα δάκρυα.
«Και οτιδήποτε θα μπορούσε να πληγώσει εσένα θα με πονούσε. Φαίνεται
ότι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο χάνουμε».
Ένευσα, με τα δάκρυα να κυλάνε.
«Πιστεύω ότι η ζωή θα μας δώσει ευτυχία που δεν μπορούμε να δούμε
ακόμα». Έγνεψα στον ουρανό. «Έχει αστέρια τώρα, μικρές λάμψεις φωτός.
Αλλά σύντομα θα βγει ο ήλιος. Το μόνο που χρειάζεται είναι να
περιμένουμε».
«Μα εσύ είσαι ο ήλιος μου, Χόλις».
Ήταν διαφορετικό από αυτό που είχε πει ο Τζέιμσον για μένα πολλές φορές
ως τώρα. Είχε πει ότι ήμουν ο ήλιος, λαμπερός αλλά απόμακρος, που φώτιζε
τα πάντα. Το να είμαι μονάχα ο ήλιος του Σίλας με έκανε να νιώθω ότι είχα
έναν λόγο να ανατέλλω.
«Υπόσχομαι να μείνω μακριά. Δε θα σε αναζητήσω ούτε θα σου μιλήσω
πια. Και είμαι σίγουρος ότι δε θα χρειαστεί να φτιάξω άλλα κοσμήματα για
επείγουσες βασιλικές επισκέψεις». Ένευσα. «Ωραία. Αυτό θα βοηθήσει».
Κατάπιε. «Πριν πάψω να σου μιλάω πια… θα μπορούσα να σε φιλήσω άλλη
μια φορά;»
Δεν κάθισα καν ν’ αναλογιστώ την επιθυμία. Του όρμησα.
Ήταν τόσο εύκολο, σαν να μπαίνω στον ρυθμό ενός χορού ή να παίρνω μια
βαθιά ανάσα. Το να φιλάω τον Σίλας έμοιαζε με κάτι που με περίμενε πάντα,
κάτι που ήξερα πώς να κάνω χωρίς να το σκεφτώ. Τα χέρια του ανέβηκαν
στα μαλλιά μου, κρατώντας με σφιχτά, και τα χείλη του κινούνταν
μανιασμένα, γνωρίζοντας ότι δε θα μέναμε ποτέ ξανά μόνοι έτσι. Άρπαξα το
πουκάμισό του, τραβώντας τον κοντά μου, θέλοντας να θυμάμαι ότι πάντοτε
είχε μια αμυδρή μυρωδιά μισοσβησμένων κάρβουνων.
Υπερβολικά σύντομα, αποτραβήχτηκε, κοιτάζοντάς με στα μάτια.
«Και τώρα πρέπει να επιστρέψω στην οικογένειά μου».
Ένευσα.
«Αντίο, Σίλας Ιστόφ».
«Αντίο, Χόλις Μπράιτ».
Οπισθοχώρησε, κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση. Επιστρατεύοντας όση
δύναμη θέλησης είχε απομείνει στο σώμα μου, γύρισα και έφυγα.
21
«Χόλις», ψιθύρισε η Ντέλια Γκρέις, τραβώντας με από τον ύπνο.
«Μμμμ;»
«Έχει έρθει ένα μήνυμα για σένα». Άνοιξα τα μάτια μου και είδα την
Ντέλια Γκρέις να στέκεται από πάνω μου, με την ανησυχία ζωγραφισμένη
στο πρόσωπό της. «Θεούλη μου, τα μάτια σου είναι κόκκινα. Έκλαιγες;»
Μέσα σε μια στιγμή, με πλημμύρισαν εικόνες από την προηγούμενη νύχτα.
Πέρασαν πολλές ώρες εξάντλησης για να σωπάσει το κεφάλι μου και
ακόμα περισσότερες για να ηρεμήσει η καρδιά μου. Δεν είχα ιδέα πόσο είχα
κοιμηθεί, ήξερα όμως ότι δεν ήταν πολύ.
«Όχι», είπα αποφασιστικά, προσπαθώντας να χαμογελάσω. «Νομίζω ότι
κάτι πρέπει να τους προκάλεσε μόλυνση χθες βράδυ».
Η Ντέλια Γκρέις κάθισε στην άκρη του κρεβατιού μου, σηκώνοντας το
πιγούνι μου για να τα δει καλύτερα. Δε μου άρεσε που κοιτούσε τόσο βαθιά
στα μάτια μου· με έκανε να αισθάνομαι ότι ήξερε τις σκέψεις μου καλύτερα
από μένα.
«Θα πάω να μουλιάσω μια πετσέτα σε κρύο νερό και θα την πιέσεις απαλά
πάνω στα μάτια σου. Δε γίνεται να συναντήσεις τον βασιλιά και τη
βασίλισσα έτσι».
«Τι;» ρώτησα.
«Συγγνώμη», είπε, κουνώντας το κεφάλι της και σηκώθηκε για να φέρει
μια πετσέτα. «Αυτό ήταν το μήνυμα για σένα: ο Βασιλιάς Τζέιμσον απαιτεί
την παρουσία σου για μια συνάντηση με τον Βασιλιά Κουίντεν και τη
Βασίλισσα Βαλεντίνα σήμερα το πρωί».
«Απαιτεί;» ρώτησα, καταπίνοντας. Σκέφτηκα αμέσως ότι κάποιος ήξερε
κάτι, αλλά ήμουν πολύ προσεκτική με τον Σίλας και τώρα είχαν τελειώσει
όλα. Όχι, κάτι άλλο θα πρέπει να ήταν.
«Νομίζω το μαύρο φόρεμα σήμερα, Ντέλια Γκρέις. Εκείνο με το κόκκινο
στα μανίκια;»
Ένευσε.
«Πολύ καλά. Αυτή είναι μια πολύ πιο σοβαρή εμφάνιση. Και νομίζω ότι
έχουμε μια κορδέλα μαλλιών που θα ταιριάζει καλά. Ξάπλωσε με αυτό»,
είπε, φέρνοντας το βρεγμένο πανί. «Θα έχω ετοιμάσει τα πάντα σε χρόνο
μηδέν».
Κούνησα το κεφάλι μου.
«Τι θα έκανα χωρίς εσένα;»
«Τα έχουμε ήδη πει αυτά, Χόλις. Θα πνιγόσουν».
Πίεσα το ύφασμα στα μάτια μου και κατάφερα να διώξω το περισσότερο
πρήξιμο. Όταν θα φτιαχνόμουν, δε θα το πρόσεχε κανείς. Στεκόμουν ακίνητη
καθώς η Ντέλια Γκρέις βούρτσιζε τα μαλλιά μου και έδενε το φόρεμά μου.
Όταν ήρθε η ώρα να φύγω, η Νόρα και η Ντέλια Γκρέις στάθηκαν πίσω μου,
ο δικός μου μικρός στρατός. Έπρεπε να παραδεχτώ ότι ένιωθα καλύτερα μ’
εκείνες στο πλευρό μου.
Υπήρχε κόσμος στους διαδρόμους και στη Μεγάλη Αίθουσα. Πλησίασα
τους φρουρούς στην πόρτα του βασιλιά χωρίς δισταγμό.
«Με κάλεσε η Αυτού Μεγαλειότητα».
«Ναι, αρχόντισσά μου», απάντησε ο φρουρός. «Σας περιμένει».
Κράτησε την πόρτα ανοιχτή για να περάσω αλλά σταμάτησε την Ντέλια
Γκρέις και τη Νόρα πριν μπορέσουν να με ακολουθήσουν.
«Είναι ιδιωτική συνάντηση, κυρίες μου», είπε και παρακολούθησα
ανήμπορη τη μεγάλη ξύλινη πόρτα να μας χωρίζει.
Ηρέμησα τον εαυτό μου παίρνοντας μια βαθιά ανάσα καθώς πέρασα μέσα
για να βρω τον Τζέιμσον και τον Βασιλιά Κουίντεν να κάθονται σε ένα
τραπέζι με χαρτιά απλωμένα μπροστά τους. Κάποιοι άλλοι στέκονταν
μπροστά στον τοίχο, ιερείς και μέλη του ιδιωτικού συμβουλίου, σκυμμένοι
όλοι πάνω σε νομικά βιβλία ή άλλες σημειώσεις. Η πιο αναπάντεχη
προσθήκη στη συντροφιά ήταν οι γονείς μου, οι οποίοι δε μου είχαν μιλήσει
από εκείνη τη μέρα των μαθημάτων μου.
Κοίταξα στα γρήγορα τις αλαζονικές τους εκφράσεις προτού ο Τζέιμσον
σηκωθεί για να με υποδεχτεί.
«Καρδιά μου!» είπε τραγουδιστά, απλώνοντας τα χέρια του. «Είσαι καλά
σήμερα;»
«Nαι». Ήλπιζα ότι δε θα μπορούσε να νιώσει τα τρεμάμενα χέρια μου.
«Νιώθω ότι σε έχω δει ελάχιστα τις τελευταίες μέρες, γι’ αυτό το να είμαι και
μόνο κοντά σου μου φέρνει χαρά». Κάποτε μου ήταν τόσο εύκολο να
κολακεύω τον Τζέιμσον, να λέω αυτά που ήξερα ότι θα του έφτιαχναν τη
διάθεση. Τώρα ένιωθα σαν να μασάω χαλίκια όταν έλεγα αυτά τα λόγια.
Χαμογέλασε, χαϊδεύοντας το μάγουλό μου.
«Έχεις δίκιο· ήμουν πολύ απασχολημένος και υπόσχομαι να επανορθώσω
όταν φύγουν οι καλεσμένοι μας. Έλα να σταθείς δίπλα στην καρέκλα μου».
Τον ακολούθησα και κάθισα υπάκουα στη θέση μου. Ήταν δύσκολο να
νιώσω άνετα, ωστόσο, με τον Βασιλιά Κουίντεν να μου ρίχνει κλεφτές
αποδοκιμαστικές ματιές.
«Τουλάχιστον η δική σου φτάνει στην ώρα της», μουρμούρισε.
Έπειτα από μια στιγμή, το τελευταίο μέλος της συντροφιάς μας, η
Βαλεντίνα, όρμησε στο δωμάτιο. Κρατούσε το χέρι της πάνω στο στομάχι
της.
«Ζητώ συγγνώμη», ξεκίνησε ήρεμα. «Ήμουν… αδιάθετη».
Ο Βασιλιάς Κουίντεν έδειχνε να ικανοποιείται με αυτό και έστρεψε την
προσοχή του ξανά στον Τζέιμσον.
«Πότε είπες λοιπόν ότι θα γίνει ο γάμος σου;»
Ο Τζέιμσον χαμογέλασε.
«Δεν είπα. Υπάρχουν κάποιες λεπτομέρειες που πρέπει να φροντίσω», είπε,
σηκώνοντας το χέρι του για ν’ αγγίξει το δικό μου, που ακουμπούσε στην
πλάτη της καρέκλας του. «Αλλά σύντομα θα λάβεις νέα για τα σχέδιά μου».
Ο Κουίντεν ένευσε.
«Και είσαι σίγουρος ότι αυτή είναι από καλή ράτσα;»
Προσπάθησα να κρατήσω το πρόσωπό μου ανέκφραστο. Δε μου άρεσε να
μιλάνε για μένα σαν να ήμουν άλογο – και μάλιστα ένα άλογο που, όπως
ήταν προφανές, βρισκόταν στο δωμάτιο.
Ο Τζέιμσον ανακάθισε στην καρέκλα του.
«Μήπως τα μάτια σου έχουν κάποιο πρόβλημα; Το μόνο που έχεις να
κάνεις είναι να την κοιτάξεις».
Χωρίς να εντυπωσιάζεται, ο Κουίντεν ένευσε προς τους γονείς μου.
«Δεν είπαν ότι είναι μοναχοκόρη; Κι αν είναι στείρα; Ή αν σου δώσει μόνο
ένα παιδί;»
Είδα το δέρμα πάνω από τον γιακά του Τζέιμσον να παίρνει ένα
ανησυχητικό κόκκινο χρώμα. Ακούμπησα το χέρι μου στον ώμο του και
απευθύνθηκα η ίδια στον βασιλιά.
«Μεγαλειότατε, εσείς ο ίδιος θα έπρεπε να γνωρίζετε ότι ένας άντρας με
ένα μόνο παιδί δεν είναι σε καμία περίπτωση αδύναμος. Απλώς είναι…
επικεντρωμένος σ’ εκείνον τον έναν και μόνο διάδοχο».
Ο Τζέιμσον μου χαμογέλασε. Κανείς μας δεν μπορούσε να χαρακτηρίσει
τον Χάντριαν μεγάλη επιτυχία, αλλά ποιος νόμιζε ότι ήταν αυτός ο άντρας
και μιλούσε για παιδιά που ακόμα δεν αποτελούσαν ούτε καν σκέψη, ενώ το
δικό του χτυπούσε την πόρτα του χάρου;
Τα μάτια του Κουίντεν ήταν ψυχρά, εμφανώς δυσαρεστημένα.
«Δε σου δόθηκε η άδεια να μιλήσεις».
«Εκτιμώ όλες τις απόψεις της Λαίδης Χόλις», υποστήριξε ο Τζέιμσον, αν
και αυτό ερχόταν σε αντίθεση με αυτά που μου είχε πει προχθές. «Η χαρά
της στη ζωή και ο φιλοπερίεργος νους της είναι μερικά από τα πιο πολύτιμα
χαρακτηριστικά της».
Ο Κουίντεν γύρισε τα μάτια του προς τα πάνω. Η Βαλεντίνα μού είχε πει
να είμαι ευγνώμων γι’ αυτό που είχα και προσπάθησα να εκτιμήσω το
γεγονός ότι ο Τζέιμσον είχε τουλάχιστον την καλοσύνη να πει ψέματα για το
πόσο σημαντική ήμουν.
«Η απάντησή της και μόνο θα έπρεπε να αποτελεί αρκετή απόδειξη της
υγείας της, όχι μόνο στο μυαλό και στο πνεύμα, αλλά και στο σώμα». Ο
Τζέιμσον μιλούσε με τέτοιο πάθος, ώστε ήταν εύκολο να δει κανείς γιατί τον
είχα ερωτευτεί. Ήλπιζα ότι αυτό θα ήταν αρκετό για να με κάνει να τον
ερωτευτώ ξανά. «Πιστεύω ότι η Χόλις θα προσφέρει έναν καλό διάδοχο στην
Κορόα και άλλη μισή ντουζίνα για ρεζέρβα».
Απέστρεψα το βλέμμα μου, στερεώνοντας τα μαλλιά μου πίσω από τ’ αυτιά
μου. Αυτό που πριν από ένα λεπτό ήταν προσβλητικό τώρα ήταν επίπονα
προσωπικό. Και από τα τόσα πράγματα που θα μπορούσαμε να
συζητήσουμε, γιατί μιλούσαμε για την ικανότητά μου να κάνω παιδιά;
Ο Κουίντεν συνεχώς με κοιτούσε από πάνω μέχρι κάτω, αξιολογώντας με
στο μυαλό του λες και ήμουν προς πώληση.
«Και η επιλογή σου είναι οριστική;» ρώτησε λες και ήλπιζε ότι ο Τζέιμσον
θα είχε κάποια άλλη ερωμένη κρυμμένη κάπου στη Βόρεια Πτέρυγα.
Ο Τζέιμσον σήκωσε το βλέμμα του και με κοίταξε, με τα σκούρα μάτια του
γεμάτα λατρεία. Ένας πόνος ενοχής πλημμύρισε την καρδιά μου, επειδή εν
μέρει κι εγώ ευχόμουν να είχε μια ερωμένη.
«Η αγάπη μου για τη Χόλις είναι σταθερή και αμετάκλητη. Αν θέλεις να το
υπογράψω αυτό, τότε πρέπει να ξέρεις ότι η υπογραφή της θα βρίσκεται
δίπλα στη δική μου».
Η ντροπή ήρθε σε κύματα που τσακίζονταν ξανά και ξανά πάνω στα
βράχια. Με είχε βάλει στα δωμάτια της βασίλισσας και με είχε αφήσει να
φορέσω κοσμήματα που προορίζονταν για γαλαζοαίματους, ενώ τώρα
ετοιμαζόταν να βάλει το όνομά μου σε μια κρατική υπόθεση.
Ένας ιερέας σήκωσε το χέρι του και ο Τζέιμσον του έγνεψε να μιλήσει.
«Μεγαλειότατε, ενώ έχετε καταστήσει σαφείς τις προθέσεις σας σχετικά με
τη Λαίδη Χόλις, σύμφωνα με τον νόμο δεν μπορείτε να βάλετε το όνομά της
στο έγγραφο πριν παντρευτείτε».
Ο Τζέιμσον ξεφύσησε.
«Αυτό είναι μια γελοία λεπτομέρεια. Είναι σχεδόν σύζυγός μου».
Το στομάχι μου ανακατεύτηκε και ήμουν ευγνώμων που δεν είχα φάει
ακόμα.
Ήξερες ήδη ότι θα σε παντρευόταν, είπα στον εαυτό μου. Αλλά πάλι… δεν
το είχε ξαναπεί ποτέ πριν έτσι. Σαν να μην υπήρχε διέξοδος.
Περίμενα τη φωνή μέσα στο κεφάλι μου να μου πει ότι έκανα λάθος, ότι
υπήρχε τρόπος να ικανοποιήσω τους γονείς μου, να βελτιώσω τη θέση της
Ντέλια Γκρέις, να προστατεύσω τους Ιστόφ και να είμαι πιστή υπήκοος του
Τζέιμσον χωρίς δαχτυλίδι και στέμμα. Δεν ήρθε ποτέ.
«Οι πρόγονοί σας είχαν καλό σκοπό», επέμεινε ο ιερέας, «αλλά αν
επιθυμούσαμε να το αλλάξουμε, θα έπρεπε σύμφωνα με τον νόμο να
περιμένουμε το επόμενο συμβούλιο των λόρδων και των ιερέων, και αυτό θα
γίνει στις αρχές του φθινοπώρου. Για την ώρα, πρέπει να υπακούσουμε τον
νόμο. Επειδή, αν ακυρώσουμε έναν…»
«Τους ακυρώνουμε όλους», ξεφύσησε ο Τζέιμσον. Ήταν το ίδιο ρητό που
είχα μάθει όταν ήμουν μικρή, ο λόγος για τον οποίο μελετούσαμε κάθε μικρό
κανόνα που μας κληροδοτούνταν και δε θέλαμε να παραβιάσουμε κανέναν,
επειδή ήταν σαν να τους παραβιάζαμε όλους. «Αν ο νόμος λέει να
περιμένουμε, τότε θα περιμένουμε».
«Σύμφωνοι», πρόσθεσε ο Βασιλιάς Κουίντεν, προσθέτοντας πρώτη φορά
ένα ίχνος σεβασμού στη φωνή του. Η Ισόλτη ήταν και η ίδια μια χώρα με
πολλούς νόμους, αν και δεν τους ήξερα καθόλου. Τουλάχιστον σε αυτό,
συμφωνούσαμε όλοι: ο νόμος ήταν νόμος. «Ας έχει μόνο τα δικά μας
ονόματα, έτσι ώστε να επισημοποιηθεί η συνθήκη. Όταν ο Χάντριαν
παντρευτεί, εκείνος και η σύζυγός του θα μπορούν να την υπογράψουν μαζί
μ’ εσένα και τη δική σου σύζυγο, σε μια τροποποίηση που θα προστεθεί, ας
πούμε, τέτοια εποχή του χρόνου».
Ο Τζέιμσον ένευσε εγκάρδια.
«Σύμφωνοι. Και εφόσον επηρεάζεται η δική σου γενεαλογική γραμμή πιο
άμεσα, το συμβόλαιο πρέπει να το πάρεις μαζί σου. Θα κάνουμε εμείς το
ταξίδι για να το υπογράψουμε του χρόνου».
Μισόκλεισα τα μάτια μου. Ποια συμφωνία είχε γίνει που περιλάμβανε τον
Πρίγκιπα Χάντριαν;
«Ας συμφωνήσουμε και οι δυο λοιπόν», δήλωσε αποφασιστικά ο Τζέιμσον,
κοιτάζοντας τον Βασιλιά Κουίντεν. «Η μεγαλύτερη κόρη μας θα πάει στον
μεγαλύτερο γιο του Πρίγκιπα Χάντριαν, αλλά μόνο αν κάνουμε κι εμείς γιο,
ώστε να έχουμε έναν άμεσο αρσενικό διάδοχο. Αλλά επειδή στην Κορόα τα
κορίτσια δεν παραβλέπονται στη διαδοχή, αν κάνουμε μόνο κορίτσια, θα
γίνει γυναίκα του η δεύτερη κόρη μας. Είναι αποδεκτό αυτό;»
Ένιωσα τα γόνατά μου αδύναμα. Παραχωρούσε τα παιδιά μας; Τα έδινε
στην Ισόλτη; Άρπαξα την πλάτη της καρέκλας σφιχτά, προσπαθώντας να
κρατηθώ όρθια.
Ο Βασιλιάς Κουίντεν έκανε έναν μορφασμό, σαν να σκεφτόταν αν
μπορούσε να πετύχει μια καλύτερη συμφωνία, λες και το να πάρει την κόρη
μου δεν του ήταν αρκετό. Τελικά, έγειρε μπροστά, για να πιάσει την πένα.
Η Βαλεντίνα κι εγώ στεκόμασταν στην άκρη σιωπηλές καθώς υπέγραφαν
τη συμφωνία και συνειδητοποίησα ότι, παρόλο που το όνομά μου δεν ήταν
στο χαρτί, με έδενε με τον Κουίντεν, τη Βαλεντίνα και τον Χάντριαν ως
οικογένεια.
Είχε την κόρη μας. Κι έτσι είχε πάρει και ένα δικό μου κομμάτι.
Όλοι στο δωμάτιο χειροκρότησαν. Καθώς ο Τζέιμσον και ο Κουίντεν
έδωσαν τα χέρια, πλησίασα τη Βαλεντίνα, αγκαλιάζοντάς την.
«Το ήξερες;» ψιθύρισα.
«Όχι. Θα σε είχα προειδοποιήσει. Ελπίζω να μ’ εμπιστεύεσαι αρκετά ώστε
να το πιστέψεις αυτό».
«Σ’ εμπιστεύομαι. Είσαι η μόνη που ξέρει πώς είναι να βρίσκεται κανείς
στη θέση μου».
Με πήρε από το χέρι και με τράβηξε προς τον τοίχο.
«Σχετικά με χθες βράδυ», ψιθύρισε βιαστικά. «Δεν ήμουν και πολύ καλά.
Μερικές φορές, όταν περιμένεις παιδί, το μυαλό σου λειτουργεί παράξενα κι
εγώ…»
«Δε χρειάζεται να μου εξηγείς».
«Χρειάζεται», επέμεινε. «Δε μιλούσα καθαρά και δεν πρέπει να πάρεις
τίποτα από όσα είπα στα σοβαρά. Άλλωστε», είπε, χαϊδεύοντας το στομάχι
της, «είχα ναυτία σήμερα το πρωί. Γι’ αυτό άργησα. Αυτό είναι πολύ καλό
σημάδι».
Έβαλα τα χέρια μου πάνω από τα δικά της.
«Συγχαρητήρια… Αλλά είσαι σίγουρη ότι είσαι ασφαλής;»
Ένευσε, πιάνοντας τα χέρια μου.
«Είμαι τώρα».
«Υποσχέσου μου ότι θα μου γράφεις. Θα χρειαστώ πολλή καθοδήγηση.
Όπως το πώς ν’ αντέξω το ότι τα παιδιά μου χρησιμοποιούνται σαν πιόνια».
Ένιωσα ένα έντονο τσούξιμο στο πίσω μέρος της μύτης μου και κατέβαλα
μεγάλη προσπάθεια να το καταστείλω.
«Το ξέρω. Φαντάσου την πίεση που νιώθω εγώ. Αλλά θα σου γράφω όποτε
μπορώ… αν και κάποιες φορές θα πρέπει να μαντεύεις το νόημα. Δε νομίζω
ότι η αλληλογραφία μου είναι απολύτως ιδιωτική».
«Καταλαβαίνω».
«Να προσέχεις, Χόλις. Να κρατάς τον βασιλιά σου χαμογελαστό και όλα
θα πάνε καλά». Φίλησε το μάγουλό μου. «Σε λίγο θα αρχίσουν να μαζεύουν
τα πράγματά μας και πρέπει να είμαι εκεί για να επιβλέπω. Και να
ξεκουραστώ», πρόσθεσε χαμογελώντας.
Έκανα μια υπόκλιση.
«Μεγαλειοτάτη».
«Γράψε μου εσύ πρώτη», είπε χαμηλόφωνα, «για να έχω μια δικαιολογία
να σου απαντήσω».
Και βγήκε από το δωμάτιο, μαζί με τον Βασιλιά Κουίντεν, ο οποίος μου
έριξε ένα τελευταίο αποδοκιμαστικό βλέμμα πριν περάσει από την πόρτα.
Ο Τζέιμσον με πλησίασε, τρίβοντας τα χέρια του λες και είχε μόλις
καταφέρει το τελειωτικό χτύπημα σε ένα τουρνουά. Του χάρισα αυτό που
ήλπιζα ότι ήταν το χαμόγελο της νίκης.
«Ο πατέρας μου δε θα είχε καταφέρει ποτέ να το κάνει αυτό», είπε με ένα
γέλιο. «Και χαίρομαι που μίλησες. Με γλίτωσες από τον κόπο να ορμήσω σε
έναν γέρο».
«Δε θα ήταν κανένας σπουδαίος αντίπαλος για σένα», σχολίασα και ο
Τζέιμσον γέλασε ξανά. Κάποτε θεωρούσα το γέλιο του Τζέιμσον κάτι σαν
έπαθλο· τώρα ήταν τόσο συχνό, ώστε μου φαινόταν σαν θόρυβος. «Είμαι
περίεργη γιατί προσπαθούσε να πετύχει μια συμφωνία για τα παιδιά του
Πρίγκιπα Χάντριαν και όχι για το παιδί που υποπτεύομαι ότι περιμένει η
Βαλεντίνα».
«Όπως λένε, κανείς δεν μπορεί να μαντέψει τα κίνητρα εκείνου του γέρου.
Άλλο ένα παράξενο πράγμα είναι το γεγονός ότι προσέγγισε εμάς», σχολίασε
ο Τζέιμσον, παίρνοντας το μπράτσο μου για να με οδηγήσει στη Μεγάλη
Αίθουσα.
«Τι εννοείς;»
«Οι περισσότεροι Ισόλτιοι προτιμούν να παντρεύονται δικούς τους και η
βασιλική γραμμή τους είναι απολύτως καθαρή από την αρχή. Αν θέλει να
παντρέψει τον εγγονό του με μια ξένη πριγκίπισσα, θα πρέπει να έχει έναν
ιδιαίτερο λόγο».
«Ενδιαφέρον. Η Βαλεντίνα μού είπε ότι και ο Χάντριαν παντρεύεται μια
άλλη γαλαζοαίματη», σχολίασα, πλημμυρισμένη τόσο πολύ από τα δικά μου
συναισθήματα, ώστε δε με ένοιαζε πραγματικά. Χαμογέλασα στον Τζέιμσον,
προσπαθώντας να κρύψω τη θλίψη μου με αστεία. «Όπως και να ’χει, την
επόμενη φορά που σκοπεύεις να δώσεις τα παιδιά μας σε ένα άλλο βασίλειο,
μπορείς να με προειδοποιήσεις πριν μπω στο δωμάτιο;»
Γέλασε κοροϊδευτικά.
«Ω, Χόλις, δεν είναι δικά μας παιδιά. Είναι δικά μου».
«Τι;» Προσπάθησα να κρατήσω ένα χαμόγελο στο πρόσωπό μου.
«Τα όποια παιδιά κάνουμε θα είναι βέλη στη φαρέτρα μου και θα τα
στρέψω οπουδήποτε χρειαστεί για το καλό της Κορόα».
Φίλησε το μάγουλό μου καθώς η πόρτα άνοιξε, αφήνοντάς με να
επιστρέψω στη συντροφιά των κυριών μου. Η Ντέλια Γκρέις διάβασε τον
τρόμο στο πρόσωπό μου καθώς γυρίσαμε να φύγουμε, αλλά η Νόρα ήταν
εκείνη που πήρε το χέρι μου καθώς περπατούσαμε. Για να κρατήσω τα
προσχήματα, κατέστειλα τα συναισθήματά μου, νεύοντας στα άτομα από τα
οποία περνούσαμε. Και κατάφερα να τα πάω μια χαρά μέχρι που είδα τους
Ιστόφ.
Οι Νόρθκοτ ήταν μαζί τους, πιθανόν αποχαιρετώντας τους, και ήμουν
ευγνώμων που ήξερα τουλάχιστον ότι ο Ίταν θα έφευγε από τη χώρα. Αλλά
είδα τα μπλε μάτια του Σίλας και το μυαλό μου ταξίδεψε, καθώς φαντάστηκα
παιδιά μ’ εκείνα τα τέλεια μάτια και το δικό μου σταρένιο δέρμα. Εκείνα τα
παιδιά… θα ήταν δικά μου…
Βγήκα βιαστικά από την αίθουσα πριν μπορέσει να δει κανείς πόσο δυνατά
έκλαιγα.
22
Αφότου η αυλή της Ισόλτης έφυγε, μου φαινόταν σχεδόν αδύνατον να μην
κοιτάζω κάθε παιδί που περνούσε δίπλα μου στα μάτια, περίεργη για τις
οικογένειές τους, για το μέλλον τους.
Παραδόξως, τα αγόρια ήταν εκείνα που στέκονταν πάντα λίγο πιο κοντά
στους γονείς τους, είτε δείχνοντας φοβισμένα είτε κρατώντας το σώμα τους
στητό σαν να ήταν σε επιφυλακή. Τα περισσότερα κορίτσια έκαναν αυτό που
είχαμε κάνει η Ντέλια Γκρέις κι εγώ: βρίσκεις μια φίλη που κρατάς κοντά
σου, μοιράζεστε τον ενθουσιασμό και περιμένετε να δείτε ποιες περιπέτειες
θα σας φέρει η ζωή στην αυλή.
Έτσι νιώθαμε πάντα όταν χορεύαμε μαζί ή όταν τριγυρίζαμε στο παλάτι τις
ιερές μέρες· ήταν μια υπέροχη περιπέτεια. Και λυπόμουν εκείνα τα κορίτσια
στην επαρχία, εκείνα που δούλευαν στη γη που ανήκε στις οικογένειές τους,
που δε θα μάθαιναν ποτέ πώς είναι η αίσθηση του σατέν ούτε θα τις σήκωναν
ποτέ ψηλά κατά τη διάρκεια ενός χορού. Όταν πέρασε το σοκ που έπαθα
όταν μου δόθηκαν τα διαμερίσματα της βασίλισσας, είχα νιώσει ανίκητη, λες
και είχα επιτέλους διαψεύσει όλους όσοι με αμφισβήτησαν ποτέ, δείχνοντας
στον κόσμο την αξία μου, η οποία καθοριζόταν από την αγάπη ενός βασιλιά.
Τα είχα όλα.
Και, ωστόσο, όταν ο Τζέιμσιν θα έβαζε ένα δαχτυλίδι στο δάχτυλό μου και
ένα στέμμα στο κεφάλι μου, ήξερα ότι θα ένιωθα σαν να είχα χάσει τα πάντα.
«Αρχόντισσά μου;» ρώτησε μια ανήσυχη φωνή. Σήκωσα το βλέμμα μου
για να βρω τον Λόρδο Ιστόφ και όλη του την οικογένεια να διασχίζουν τον
διάδρομο προς τη Μεγάλη Αίθουσα. Συνειδητοποίησα ότι είχα σταματήσει
για να παρατηρήσω μια οικογένεια καθώς ένας πατέρας έδειχνε μια όμορφη
αψίδα στο ταβάνι του κάστρου. Κούνησα το κεφάλι μου, κοκκινίζοντας
καθώς έκανα στην άκρη. «Σας προβληματίζει κάτι;»
«Όχι», είπα ψέματα, προσπαθώντας να εμποδίσω τα μάτια μου να
παραμείνουν πάνω στον Σίλας για πολύ. «Υποθέτω ότι μετά τον
ενθουσιασμό που έφεραν οι επισκέπτες μας η διάθεσή μου έχει πέσει λίγο».
Χαμογέλασε.
«Όταν ήμουν νεότερος, είχα βιώσει αρκετές φορές αυτό το συναίσθημα»,
σχολίασε και μοιράστηκε ένα βλέμμα όλο νόημα με τη γυναίκα του.
Η Λαίδη Ιστόφ με κοίταξε με ζεστασιά. Είχε κάτι που με έκανε να θέλω να
πέσω στην αγκαλιά της. Το είχε σκάσει από τη χώρα της για χάρη των
παιδιών της. Αν της έλεγα ότι τα δικά μου θα χρησιμοποιούνταν ως πιόνια σε
κρατικές υποθέσεις, θα καταλάβαινε τον πόνο μου.
«Μην ανησυχείτε, Λαίδη Χόλις», είπε. «Η ημέρα της στέψης πλησιάζει,
ναι; Η Σκάρλετ ανυπομονεί να έρθει να εξασκηθείτε στον χορό. Επομένως
υπάρχουν κι άλλοι εορτασμοί για να περιμένετε».
Πίεσα τον εαυτό μου να χαμογελάσει και ένευσα.
«Σας ευχαριστώ, λαίδη. Πρέπει να γίνουν ακόμα πολλές προετοιμασίες για
την ημέρα της στέψης. Θα ειδοποιήσω σύντομα τη Σκάρλετ. Νομίζω ότι
λίγος χορός θα έκανε καλό σε όλους μας».
Βλέποντας τα πανέξυπνα μάτια της Σκάρλετ, το γεμάτο ανησυχία χαμόγελο
της Λαίδης Ιστόφ και το γεγονός ότι ο Σίλας κοιτούσε συνεχώς στο πάτωμα,
μάντεψα ότι τουλάχιστον η μισή οικογένεια Ιστόφ ήξερε ότι πνιγόμουν στη
θλίψη και κανείς μας δεν μπορούσε να μιλήσει γι’ αυτό.
«Θα περιμένω», είπε η Σκάρλετ με μια σύντομη υπόκλιση. Ένευσα και
συνέχισα τον δρόμο μου.
Πάλεψα με την επιθυμία και έχασα. Στα μισά του διαδρόμου, κοίταξα
πίσω.
Ο Σίλας με παρακολουθούσε.
Μου χαμογέλασε αδύναμα και έκανα κι εγώ το ίδιο. Και μετά συνεχίσαμε
και οι δυο να περπατάμε.
Αγαπητή Βαλεντίνα,
Λείπεις μερικές μόνο μέρες και ήδη λαχταρώ την παρέα σου. Είμαι ακόμα
αρκετά συγκλονισμένη από εκείνο το συμβόλαιο. Με έκανε να
συνειδητοποιήσω πόσο αληθινά ήταν όλα όσα είπες. Μπορεί να με οδήγησε η
αγάπη στον Τζέιμσον, αλλά αυτή η ζωή δε θα είναι τόσο εύκολη όσο ήλπιζα
αρχικά. Αφότου έμαθα πώς απέκτησες το στέμμα, δεν μπορώ να φανταστώ
ότι σου έκανε μαθήματα κάποιος για το πώς να είσαι βασίλισσα. Αλλά, αν
έγινε έτσι, θα μπορούσες να μοιραστείς αυτή τη σοφία μαζί μου; Από τότε
που έφυγες νιώθω σαν να βυθίζομαι σε
«Τι γράφεις;» Η Ντέλια Γκρέις πέρασε δίπλα από το γραφείο μου τόσο
κοντά, ώστε με έκανε να νιώσω άβολα.
Τσαλάκωσα το χαρτί.
«Τίποτα». Δεν μπορούσα να το στείλω αυτό στη Βαλεντίνα. Ήξερα ότι θα
καταλάβαινε, αλλά έπρεπε να βρω έναν τρόπο να ρωτήσω που δε θα έδειχνε
τόσο αξιολύπητος σε περίπτωση που το γράμμα έπεφτε στα χέρια κάποιου
άλλου.
«Είσαι καλά;» ρώτησε η Ντέλια Γκρέις. «Είσαι χλωμή σαν Ισόλτια».
Χαμογέλασε με το αστείο της.
«Είμαι λίγο κουρασμένη. Όλες αυτές οι μέρες που έπρεπε να παίξω τον
ρόλο της οικοδέσποινας με εξουθένωσαν».
«Μπορείς να λες ψέματα σε όποιον άλλον θέλεις, Χόλις, αλλά μ’ εμένα
χάνεις τον χρόνο σου».
Σήκωσα το βλέμμα να την κοιτάξω. Στεκόταν εκεί με το ένα φρύδι
σηκωμένο και το χέρι της να στηρίζεται στον γοφό της.
«Εντάξει. Απλώς… Νόμιζα ότι θα μπορούσα να μετατρέψω την ιδιότητα
της βασίλισσας σε κάτι όμορφο και διασκεδαστικό. Φαίνεται όμως ότι η
ιδιότητα της βασίλισσας αλλάζει αντίθετα εμένα. Δε νομίζω ότι μου αρέσει».
Χαμήλωσε το πρόσωπό της κοντά στο δικό μου.
«Θα πρέπει να βρεις έναν τρόπο να το αντιμετωπίσεις. Είσαι σε καλύτερη
θέση από πολλές άλλες. Ο γάμος σου δεν έχει κανονιστεί με κάποιον ξένο, οι
γονείς σου δε σε στέλνουν σε μια άλλη χώρα, δεν είσαι δώδεκα χρόνων, για
όνομα του Θεού!»
Αναστέναξα. Ήξερα ότι άλλες ήταν σε χειρότερη μοίρα από μένα στο θέμα
του συζύγου, αλλά αυτό δεν έκανε τον πόνο μου λιγότερο αληθινό.
Έπαιξα με τα χρυσά ζάρια που βρίσκονταν πάνω στο τραπέζι μου.
«Λυπήθηκες τη Βαλεντίνα, λοιπόν;»
Γέλασε κοφτά.
«Εσύ όχι; Μ’ εκείνον τον σταφιδιασμένο γέρο που έχει για σύζυγο;»
«Αυτός όμως ήταν ο μόνος λόγος για τον οποίο ήταν σε κακή κατάσταση;
Δεν είδες ότι, παρά τα όσα είχε, ένιωθε μόνη; Θλιμμένη; Ο Τζέιμσον με
αγαπάει και θα μου φέρεται καλύτερα απ’ ό,τι φέρεται ο Κουίντεν σ’ εκείνη,
αλλά υπάρχουν πολλά άλλα μικροπράγματα που δε σκέφτηκα ποτέ. Απλώς…
Κι αν, όταν θα γεράσει και η αγάπη του θα έχει σβήσει, εγώ απομείνω
μονάχα με το συναίσθημα ότι δεν είμαι παρά ένα κτήμα του κράτους; Ένα
διαμάντι του στέμματος κλειδωμένο μέσα σε ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα,
που θα το βγάζουν έξω μόνο για να αναπτερώσει το ηθικό του κόσμου και
κατά τ’ άλλα θα είναι άχρηστο;»
Έπειτα από μια μεγάλη παύση, γύρισα να την κοιτάξω, να δω πώς της
φαίνεται όλο αυτό, αλλά το μόνο που βρήκα ήταν τα γεμάτα κατηγορία μάτια
της.
«Μην το κάνεις αυτό», είπε. «Αν αποτύχεις, θα παρασύρεις κι εμένα μαζί
σου. Δε θα το ανεχτώ, Χόλις. Δεν μπορώ».
«Θα μου ζητούσες να ζήσω δυστυχισμένη για να μπορέσεις εσύ να
παντρευτείς κάποιον ευυπόληπτο λόρδο τον οποίο δε θα αγαπάς καν απλώς
και μόνο για να κάνεις τον κόσμο να πάψει να μιλάει για σένα;»
«Ναι! Είναι εξουθενωτικό!» παραπονέθηκε με δάκρυα στα μάτια, που,
ωστόσο, αρνιόταν να αφήσει να κυλήσουν. «Έζησα μια ολόκληρη ζωή
ακούγοντας ψιθύρους πίσω από την πλάτη μου. Και αυτό όταν δεν είχαν το
απαιτούμενο θράσος ώστε να με προσβάλουν κατάμουτρα. Τώρα είμαι η
πρώτη κυρία επί των τιμών της βασίλισσας και αυτό μού δίνει μια ευκαιρία
να αποκτήσω σεβασμό. Το ίδιο δε θα έκανες αν ήταν το μόνο που μπορούσες
να έχεις;»
«Κι αν μπορούσαμε να έχουμε κάτι καλύτερο;» πρότεινα.
«Καλύτερο από έναν βασιλιά; Χόλις, δεν μπορείς να βρεις κάτι καλύτερο
από αυτό! Κι εγώ σίγουρα δεν μπορώ να βρω τίποτα, αν κάνεις πίσω».
Απέμεινε σιωπηλή για ένα λεπτό. «Τι στο καλό σού συνέβη; Τι σε κάνει να
πιστεύεις… Υπάρχει κάποιος άλλος;»
«Όχι», απάντησα γρήγορα. «Είναι η σκέψη ότι θα χάσω… τον εαυτό μου.
Ξέρω πολύ καλά τα πλεονεκτήματα που έχει η θέση της βασίλισσας.
Ωστόσο, ξέρω κι εκείνα ενός απλού πολίτη. Πρώτα ήταν οι λόρδοι και τα
πολλά παράπονά τους. Και μετά ήταν η βασιλική επίσκεψη. Και τώρα… ο
Τζέιμσον υποσχέθηκε να δώσει την πρώτη μας κόρη». Κατάπια, καθώς
δυσκολευόμουν να μιλήσω γι’ αυτό. «Θα μπορούσε να δώσει όλα μου τα
παιδιά. Στον οποιονδήποτε. Σε ανθρώπους που δε θα νοιάζονται καν γι’
αυτά».
Πήρε μια βαθιά ανάσα και μου έδωσε τον χρόνο να ηρεμήσω.
«Κάθε πρόκληση από μόνη της δεν είναι κάτι ιδιαίτερα ανυπόφορο, αλλά
αν τις βάλεις όλες μαζί, τη μία μετά την άλλη; Δεν ξέρω αν μπορώ να
αντέξω».
Κούνησε το κεφάλι της και άρχισε να μουρμουρίζει.
«Έπρεπε να ήμουν εγώ».
«Τι;»
Απέμεινε να στέκεται εκεί και να με αγριοκοιτάζει, με σκούρα μάτια που
κατάφερναν να δείχνουν παγερά.
«Είπα ότι έπρεπε να ήμουν εγώ!»
Άρχισε ν’ απομακρύνεται, να κατευθύνεται πιο βαθιά μέσα στα
διαμερίσματα, λες και ήταν δικά της. Σηκώθηκα για να την ακολουθήσω.
«Τι είναι αυτά που λες;»
Γύρισε προς το μέρος μου, γέρνοντας μπροστά, πιο οργισμένη από όσο την
είχα δει ποτέ.
«Αν έδινες προσοχή και σε κάποιον άλλον εκτός από τον εαυτό σου, θα
είχες δει ότι παρακολουθούσα τον Τζέιμσον πολύ προσεκτικά. Μπορούσα να
δω ότι είχε αρχίσει να βαριέται με τη Χάνα. Ήξερα ότι σύντομα θα ήταν
έτοιμος για κάποια καινούργια. Όλα εκείνα τα στοιχειώδη μαθήματα που
έκανες για να προετοιμαστείς για την επίσκεψη του Κουίντεν; Τα έχω ήδη
μάθει όλα. Υπάρχουν άφθονα βιβλία σε αυτό το κάστρο για να σου διδάξουν
την ιστορία της Κορόα ή για τις σχέσεις μας με την Ισόλτη και το Μούρλαντ
και το Κατάλ. Απλώς ήσουν υπερβολικά τεμπέλα για να πας να ρίξεις μια
ματιά». Κούνησε το κεφάλι της, κοιτάζοντας τον ουρανό πριν στραφεί ξανά
σ’ εμένα. «Ήξερες ότι μιλάω τέσσερις γλώσσες;»
«Τέσσερις; Όχι. Πότε…»
«Τα τελευταία χρόνια, ενώ εσύ ετοίμαζες χορούς και γκρίνιαζες για τους
γονείς σου. Το μόνο που έπρεπε να κάνεις ήταν να προσπαθήσεις, αλλά δεν
το έκανες. Εγώ όμως το έκανα! Τελειοποιούσα τον εαυτό μου. Δε μοιάζεις
καν με κανονική Κοροανή», φώναξε.
«Συγγνώμη;»
«Όλοι μιλάνε γι’ αυτό, για τα ξανθά σου μαλλιά. Έχεις λίγο από την Ισόλτη
στο αίμα σου. Ή από το Μπανίρ. Γι’ αυτό γκρινιάζουν οι λόρδοι. Αν
πρόκειται να παντρευτεί μια Κοροανή, οφείλει να δείχνει σαν Κοροανή,
αλλά, αν πρόκειται να παντρευτεί μια ξένη, οφείλει να παντρευτεί κάποια
που θα μπορούσε να προσφέρει κάτι στον θρόνο».
Τα μάτια μου έτσουζαν.
«Λοιπόν, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι’ αυτό», έφτυσα. «Η μοίρα ήταν
εκείνη που μ’ έκανε να πέσω στην αγκαλιά του».
«Χα!» ανταπάντησε. «Όχι, ήταν ο κακός συγχρονισμός μου. Εγώ άφησα τα
χέρια σου εκείνο το βράδυ, Χόλις».
«Όχι… και οι δυο…»
«Προσπαθούσα να σε κάνω να πέσεις κάτω για να μπορέσω να τρέξω να σε
βοηθήσω. Είδα τον βασιλιά να έρχεται πίσω σου και σκόπευα να κανονίσω
μια αξέχαστη συνάντηση, στην οποία ίσως να με ξεχώριζε από όλες τις άλλες
που τον τριγύριζαν. Πίστευα ότι, αν κατάφερνα να κάνω εντύπωση,
τουλάχιστον θα με έβλεπε. Αλλά άφησα τα χέρια σου λάθος στιγμή, έπεσα η
ίδια και εκείνος σε έπιασε». Αυτό το είπε με μια πίκρα που έτσουζε σαν
βέλος. «Έκανα ένα λάθος και έσβησα τον εαυτό μου από τις σκέψεις του
τελείως».
Σήκωσε το χέρι της στο στόμα της, δείχνοντας ακόμα έτοιμη να κλάψει,
αλλά δεν επέτρεψε ποτέ στα δάκρυα να κυλήσουν. Ήμουν πολύ σαστισμένη
για να μπορέσω να αντιδράσω. Ήξερα ότι είχε σχέδια για μια καλύτερη ζωή,
αλλά δεν ήξερα πόσο ψηλά έφταναν. Δεν ήξερα ότι ο σκοπός τους ήταν να
με παρακάμψουν τελείως. Αλλά μετά τα μάτια της συνάντησαν τα δικά μου,
πιο απαλά από πριν. Θλιμμένα, απελπισμένα. Περισσότερο τη λυπόμουν
παρά ήμουν θυμωμένη μαζί της.
«Γιατί δεν είπες τίποτα; Είσαι αρκετά έξυπνη και θα μπορούσαμε να
στρέψουμε την προσοχή του σ’ εσένα».
Σήκωσε τους ώμους της.
«Πίστευα ότι θα είχα την ευκαιρία μου όταν θα σε βαριόταν, όπως έκανε με
όλες τις κυρίες ως τώρα. Αλλά μετά ο τρόπος με τον οποίο σε κοιτούσε…
μπορούσα να καταλάβω ότι κάτι συνέβαινε… και μετά τι θα μπορούσα να
είχα πει; Ήσουν η πιο στενή μου φίλη… Όταν όλοι ψιθύριζαν ότι ήμουν
μπάσταρδη, εσύ τους αγνόησες· έμεινες μαζί μου. Ήταν το λιγότερο που
μπορούσα να κάνω για σένα. Είπα στον εαυτό μου ότι αν σε βοηθούσα θα
ήταν σαν να κέρδιζα κι εγώ. Γι’ αυτό και φρόντισα να γίνω κυρία επί των
τιμών σου όσο πιο γρήγορα μπορούσα· θα ήταν η μοναδική μου ευκαιρία να
ανέβω μαζί σου. Αλλά εσύ δεν το θέλεις καν. Και το να βλέπω να σε
δοξάζουν ενώ εγώ έχω γίνει η υπηρέτριά σου είναι πιο δύσκολο απ’ ό,τι
πίστευα».
«Δεν είχα ποτέ σκοπό να δοξαστώ», απάντησα ειλικρινά, ενώ κατάλαβα
επιτέλους γιατί ήταν τόσο τσιτωμένη αυτές τις τελευταίες εβδομάδες.
Διέσχισα τον χώρο ανάμεσά μας, παίρνοντας το χέρι της. «Και δεν είσαι
υπηρέτριά μου. Είσαι η πιο παλιά, η πιο αληθινή μου φίλη. Ξέρεις
περισσότερα για μένα από τον καθέναν και σου εμπιστεύομαι όλα μου τα
μυστικά».
Κούνησε το κεφάλι της.
«Όχι όλα». Και πάλι, τα μάτια της έψαχναν τα δικά μου, έφταναν πιο βαθιά
από τους περισσότερους, προσπαθώντας να δουν τι ήταν αυτό που φοβόμουν
τόσο να δείξω. «Ξέρω ότι κάτι κρύβεις και δεν μπορώ να καταλάβω τι είναι
αυτό που σε έκανε να θέλεις ξαφνικά να εγκαταλείψεις τον στόχο που είχε
βάλει κάθε ελεύθερη γυναίκα στην Κορόα».
«Αν βρισκόσουν στη θέση μου, θα καταλάβαινες. Είναι τρομακτικό να
ανακαλύπτεις ότι η ελευθερία δεν είναι αυτό που πίστευες. Ότι η αγάπη δεν
είναι αυτό που πίστευες».
Όταν μίλησε, δεν μπορούσα να προσδιορίσω τον τόνο της. Κάτι ανάμεσα
σε συμπόνια και οργή, χωρίς ωστόσο να κατασταλάζει στο ένα ή στο άλλο.
«Δεν αξίζει όμως; Θα προτιμούσες να είσαι το σκάνδαλο της αυλής; Αν τον
αφήσεις τώρα, θα με καταστρέψεις και, το χειρότερο απ’ όλα, θα διαλύσεις
τον Τζέιμσον».
Το βλέμμα μου πλανήθηκε αφηρημένα και ζύγισα τα πάντα στο κεφάλι
μου, γνωρίζοντας ότι δεν υπήρχε πραγματικός τρόπος να κερδίσω. Είτε θα
αποκτούσα εγώ αυτό που ήθελα είτε θα αποκτούσαν όλοι οι άλλοι αυτό που
ήθελαν…
«Σκέφτεσαι στ’ αλήθεια…» Η Ντέλια Γκρέις κούνησε το κεφάλι της και
έκανε να φύγει.
«Περίμενε», τη διέταξα.
Το γεγονός ότι διέθετα το σθένος για να την κάνω να υπακούσει τιμούσε
τον Τζέιμσον για το γούστο του στις γυναίκες. Γύρισε από την άλλη
ξεφυσώντας.
«Φυσικά και θα παντρευτώ τον Τζέιμσον. Εδώ και πολύ καιρό, δεν υπάρχει
άλλη επιλογή για μένα. Επομένως, αν ο Τζέιμσον έχει κατασταλάξει σ’
εμένα, τότε θα πρέπει να έχεις ήδη κάποιον άλλον στο μυαλό σου. Έχεις
σχεδιάσει όλα τα άλλα. Δώσε μου ένα όνομα λοιπόν».
Με κοίταξε με μισόκλειστα μάτια.
«Τι εννοείς;»
«Ποιον θέλεις;»
Δε χρειάστηκε να σκεφτεί.
«Τον Άλιστερ Φάροου. Καλή περιουσία, αξιοσέβαστο όνομα, αλλά δεν
είναι σε τόσο υψηλή θέση ώστε να έχει την πολυτέλεια να με απορρίψει, αν
κανονίσεις κάτι».
«Τον αγαπάς;»
«Μην είσαι ανόητη, Χόλις. Η αγάπη είναι το τελευταίο πιάτο σε ένα γεύμα
για το οποίο περιμένω ακόμα να με καλέσουν».
Ένευσα.
«Κανονίστηκε λοιπόν». Έστρωσα ανύπαρκτες ζάρες στο φόρεμά μου και
επέστρεψα στη στοίβα των χαρτιών μου, αβέβαιη ακόμα για το τι να πω στη
Βαλεντίνα.
«Περίμενε, Χόλις;» Κοίταξα την Ντέλια Γκρέις, που στεκόταν εκεί
σαστισμένη. «Και ο Τζέιμσον; Τον αγαπάς;»
«Κατά κάποιον τρόπο», παραδέχτηκα. «Μου αρέσει που είναι πιο
ευτυχισμένος όταν είμαι κοντά του. Και παρόλο που οι γονείς μου είναι
απογοητευμένοι μαζί μου, τους αγαπάω. Και παρόλο που εσύ είσαι
θυμωμένη μαζί μου, σ’ αγαπώ. Παρά τα όσα συνέβησαν, σ’ αγαπώ».
Ανάμεσά μας αιωρούνταν η σιωπή και μια δεκαετία αναμνήσεων.
Περισσότερο από τον οποιονδήποτε άλλον, η Ντέλια Γκρέις με στήριζε και
με φρόντιζε κάθε στιγμή τα τελευταία δέκα χρόνια. Κατείχε μια πολύτιμη
θέση στην καρδιά μου.
«Επομένως, είναι ώρα ν’ αφήσω όλα τ’ άλλα πίσω μου. Και όταν ο
Τζέιμσον μου κάνει πρόταση γάμου, θα τον παντρευτώ. Από αγάπη».
23
«Την ημέρα της στέψης», είπε η Νόρα, εισβάλλοντας στο δωμάτιο αργότερα
το ίδιο απόγευμα. «Θα κάνει πρόταση γάμου την ημέρα της στέψης, μετά την
τελετή».
«Είσαι σίγουρη;» ρώτησα.
Ένευσε, πλησιάζοντας την Ντέλια Γκρέις.
«Η γυναίκα του Λόρδου Γουάρινγκτον είπε ότι ο σύζυγός της γκρινιάζει γι’
αυτό όταν είναι οι δυο τους. Εκείνη σε στηρίζει πολύ, αλλά ο Λόρδος
Γουάρινγκτον πιστεύει ότι ο Τζέιμσον πρέπει να παντρευτεί για λόγους
διεθνούς συμφέροντος».
«Λοιπόν, αποτελεί μειοψηφία τώρα. Έπειτα από εκείνο το κόλπο με τη
Βαλεντίνα και τα στέμματα, άρχισαν όλοι να στηρίζουν τη Χόλις». Τα λόγια
της Ντέλια Γκρέις ήταν χρωματισμένα με θλίψη, αν και δεν ακούγονταν
πικρόχολα. Ήταν πολύ πιο εύκολο να είμαι κοντά της τώρα, που ήξερα τα
πάντα. «Όσο πιο σύντομα κάνει πρόταση γάμου ο βασιλιάς, τόσο το
καλύτερο. Όταν θα γίνεις βασίλισσα, κανένας λογικός άνθρωπος δε θα σου
εναντιωθεί», μου είπε, προσθέτοντας ένα μικροσκοπικό χαμόγελο στο τέλος.
Η Νόρα ήρθε και άρπαξε τα χέρια μου.
«Συγχαρητήρια», είπε, γέρνοντας το κεφάλι της.
«Πολύ γλυκό, αλλά ίσως είναι καλύτερα να περιμένουμε το δαχτυλίδι».
Γέλασε και μετά αναστέναξε, τραβώντας τα χέρια της.
«Είναι σε δυο μέρες λοιπόν. Πρέπει να ετοιμάσουμε επιτέλους τον χορό και
να βάλουμε τις τελευταίες λεπτομέρειες στο φόρεμά σου… Αναρωτιέμαι αν
ο βασιλιάς θα στείλει κι άλλα κοσμήματα».
Γύρισα ξανά προς τον καθρέφτη καθώς εκείνη συνέχισε με τη λίστα των
ερωτήσεων και των ανησυχιών της. Καθόμουν καθώς η Ντέλια Γκρέις
βούρτσιζε τα μαλλιά μου, ενώ καμιά από τις δυο μας δεν μπορούσε να
εκφράσει κανέναν ενθουσιασμό.
ΚΙΡΑ ΚΑΣ
ΤΟ ΣΤΕΜΜΑ
Μετάφραση: Φωτεινή Μοσχή
Όταν η Ίντλιν έγινε η πρώτη πριγκίπισσα της δυναστείας των Ιλέα και έκανε
τη δική της Επιλογή, δεν πίστευε ποτέ ότι θα ερωτευόταν κάποιον από τους
τριάντα πέντε υποψηφίους. Πέρασε τις πρώτες εβδομάδες του διαγωνισμού
μετρώντας τις μέρες μέχρι να τους στείλει στα σπίτια τους. Αλλά τα γεγονότα
στο παλάτι την ανάγκασαν να συνειδητοποιήσει ότι δε θα βρει την ευτυχία
αν μείνει μόνη.
Η Ίντλιν δεν είναι ακόμα βέβαιη ότι η υπόθεση γάμος θα έχει το
παραμυθένιο τέλος που είχε η σχέση των γονιών της είκοσι χρόνια πριν.
Όμως, μερικές φορές η καρδιά έχει τον τρόπο της να σε εκπλήσσει… και
σύντομα η Ίντλιν πρέπει να κάνει μια επιλογή που φαίνεται πιο απίθανη και
πιο σημαντική απ’ ό,τι φανταζόταν ποτέ.
Το βιβλίο θα το βρείτε εδώ: https://www.psichogios.gr/el/to-stemma.html
ΚΙΡΑ ΚΑΣ
Η ΔΙΑΔΟΧΟΣ – ΒΙΒΛΙΟ 4
Μετάφραση: Φωτεινή Μοσχή
H πριγκίπισσα Ίντλιν μεγάλωσε ακούγοντας ατέλειωτες ιστορίες για το πώς
συναντήθηκαν οι γονείς της. Πριν από είκοσι χρόνια η Αμέρικα Σίνγκερ
μπήκε στην Επιλογή και κέρδισε την καρδιά του πρίγκιπα Μέιξον, και
έζησαν εφεξής ευτυχισμένοι. Η Ίντλιν το βρίσκει όλο αυτό ρομαντικό, αλλά
δεν έχει καμία διάθεση να το επαναλάβει. Αν ήταν στο χέρι της, θα ανέβαλλε
τον γάμο επ’ αόριστον.
Ωστόσο, η ζωή μιας πριγκίπισσας δεν της ανήκει εξ ολοκλήρου, και η
Ίντλιν δεν μπορεί να ξεφύγει από τη δική της Επιλογή όσο έντονα κι αν
διαμαρτύρεται. Δεν πιστεύει σε καμία ευτυχισμένη κατάληξη, όμως, καθώς
αρχίζει ο διαγωνισμός, αυτό αλλάζει. Ένας υποψήφιος κερδίζει την καρδιά
της και θα κάνει τα πάντα για να της αποδείξει ότι κάτι που αρχίζει
δυσάρεστα μπορεί να τελειώσει με τον πιο υπέροχο τρόπο.
Το βιβλίο θα το βρείτε εδώ: https://www.psichogios.gr/el/h-diadoxos.html
Η ΚΙΡΑ ΚΑΣ είναι απόφοιτη του Πανεπιστημίου Ράντφορντ. Σήμερα ζει
στην Καλιφόρνια με τον άντρα της και τα δύο παιδιά τους. Το πρώτο της
μυθιστόρημα, THE SIREN, το εξέδωσε μόνη της το 2009. Η επιτυχημένη
της σειρά Η ΕΠΙΛΟΓΗ κυκλοφορεί σε 32 γλώσσες, έχει πουλήσει
περισσότερα από 11 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως, βρίσκεται
συνέχεια στις λίστες ευπώλητων βιβλίων, ενώ η Warner Brothers αγόρασε
τα κινηματογραφικά της δικαιώματα. Η ΛΟΓΟΔΟΣΜΕΝΗ βρέθηκε στην
πρώτη θέση της λίστας ευπώλητων βιβλίων της New York Times, ενώ
κυκλοφορεί σε 20 γλώσσες. Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορούν
τα βιβλία: Η ΕΠΙΛΟΓΗ, ΟΙ ΕΠΙΛΕΚΤΕΣ, Η ΕΚΛΕΚΤΗ, Η ΔΙΑΔΟΧΟΣ
και ΤΟ ΣΤΕΜΜΑ.