Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 56

Ερρίκου Ίψεν

Βρικόλακες (GHOSTS 1881)

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Μαργαρίτα Μέλμπερκ

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

ΡΕΓΚΙΝΕ
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ
ΠΑΣΤΟΡΑΣ ΜΑΝΤΕΡΣ
ΚΥΡΙΑ ΑΛΒΙΝΓΚ
ΟΣΒΑΛΝΤ
ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ

ΡΕΓΚΙΝΕ Μα τι θέλεις; Μείνε εκεί! Είσαι μούσκεμα!


ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Κι η βροχή, του Θεού είναι, παιδί μου.
ΡΕΓΚΙΝΕ Του διαβόλου, θες να πεις.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Θεέ μου, πώς μιλάς έτσι, Ρεγκίνε; Άκου τώρα αυτό που θα
σου πω.
ΡΕΓΚΙΝΕ Μη χτυπάς το ποδάρι σου τόσο δυνατά, Χριστιανέ μου! Ο
νεαρός κύριος κοιμάται επάνω.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Τι; Κοιμάται; Μεσημεριάτικα;
ΡΕΓΚΙΝΕ Να μη σε νοιάζει.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Χθες βράδυ είχα πάει σ' ένα γλέντι.
ΡΕΓΚΙΝΕ Α, ναι; Κατάλαβα!
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Εμείς οι άνθρωποι, παιδί μου, έχουμε τις αδυναμίες μας.
ΡΕΓΚΙΝΕ Ναι, βέβαια.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ ‒ Και οι πειρασμοί σ' αυτόν τον κόσμο καραδοκούν
παντού, βλέπεις ‒ αλλά, πίστεψέ με, πρωί πρωί, από τα χαράματα κιόλας,
ήμουν στη δουλειά.
ΡΕΓΚΙΝΕ Καλά, καλά. Τώρα, όμως, φύγε. Δεν έχω καμιά όρεξη να
κουβεντιάζω μαζί σου, λες και δώσαμε κάποιο rendez-vous εδώ πέρα.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Τι είπες; Δεν σε κατάλαβα.
ΡΕΓΚΙΝΕ Δεν θέλω να σε δουν εδώ. Γι' αυτό, λοιπόν, φύγε.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Δεν φεύγω αν δεν σου μιλήσω πρώτα. Το απόγευμα
τελειώνει η δουλειά κάτω στο ορφανοτροφείο και το βράδυ θα φύγω με το
ατμόπλοιο.
ΡΕΓΚΙΝΕ Καλό σου ταξίδι!
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Σ' ευχαριστώ, παιδί μου. Αύριο όμως, όπως ξέρεις,
εγκαινιάζεται το ίδρυμα και ο κόσμος θα πέσει με τα μούτρα στο φαΐ και
το πιοτό. Αλλά δεν θα βρεθεί κανείς να πει ότι ο Γιάκομπ Έγκστραντ δεν
κατάφερε ν' αντισταθεί στον πειρασμό.
ΡΕΓΚΙΝΕ Αχά!
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Γιατί αύριο θα μαζευτεί όλος ο καλός κόσμος. Έμαθα
μάλιστα ότι θα έρθει και ο πάστορας Μάντερς από την πόλη.
ΡΕΓΚΙΝΕ Σήμερα φθάνει.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Ώστε έτσι! Α! Διάολε, να ξέρεις πάντως ότι δεν θέλω να με
κατσαδιάσει για τίποτα.
ΡΕΓΚΙΝΕ Α! Κατάλαβα!
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Τι κατάλαβες;
ΡΕΓΚΙΝΕ Μήπως πας να μπλέξεις τον πάστορα σε καμιά βρoμοδουλειά
σου πάλι;
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Σσς. Σσς. Τρελάθηκες; Εγώ να μπλέξω τον πάστορα; Ο
πάστορας Μάντερς μου έχει φερθεί πολύ καλά. Άκουσέ με τώρα. Όπως
σου είπα και πριν, απόψε επιστρέφω στην πόλη.
ΡΕΓΚΙΝΕ Το γοργόν και χάριν έχει.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Θέλω να έρθεις μαζί μου, Ρεγκίνε.
ΡΕΓΚΙΝΕ Μαζί σου; Τι είναι αυτά που λες;
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Θέλω να έρθεις μαζί μου στο σπίτι, Ρεγκίνε, αυτό σου
λέω.
ΡΕΓΚΙΝΕ Αυτό δεν πρόκειται να γίνει ποτέ! Σπίτι σου εγώ δεν
ξαναπατάω!
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Καλά, καλά, θα το δούμε.
ΡΕΓΚΙΝΕ Μ' αυτό το πλευρό να κοιμάσαι! Εγώ, που μεγάλωσα στο
σπίτι της χήρας του αυλικού Άλβινγκ! Εγώ, που μ' έχει σαν παιδί της; Εγώ
να έρθω στο σπίτι σου; Και σε τέτοιο σπίτι κιόλας; Φτου!
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Τέτοιο σπίτι; Μπα, που να πάρει ο διάολος, δεν ακούω
ούτε κουβέντα, θα κάνεις αυτό που σου λέω.
ΡΕΓΚΙΝΕ Εξάλλου, εσύ έχεις πει πως δεν σου καίγεται καρφί για μένα.
Το 'λεγες μάλιστα αρκετά συχνά.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Περασμένα ξεχασμένα...
ΡΕΓΚΙΝΕ Μ' έβριζες και με αποκαλούσες παλιο... Fi donc!
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Μάρτυς μου ο Θεός. Ποτέ δεν σε φώναξα έτσι.
ΡΕΓΚΙΝΕ Α, θυμάμαι πολύ καλά πώς με φώναζες.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Ε, καλά, καλά, πάνω στο μεθύσι, σου ξεφεύγει και καμιά
κουβέντα ‒ χμ! Οι πειρασμοί σ' αυτόν τον κόσμο καραδοκούν παντού,
Ρεγκίνε.
ΡΕΓΚΙΝΕ Πφ!
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Κάτι έπρεπε να πω κι εγώ, παιδί μου, όταν η μάνα σου
παρίστανε τη σπουδαία! Όλο κόμπαζε. «Άφησέ με ήσυχη, Έγκστραντ!
Παράτα με! Εμένα που με βλέπεις υπηρέτησα τρία χρόνια στο
Ρούσενβολντ, στο σπίτι του αυλικού Άλβινγκ! Μάλιστα, εγώ!». Που να
πάρει η ευχή, όλο αυτό μου κοπανούσε. Δεν εννοούσε να ξεχάσει πως ο
λοχαγός Άλβινγκ έγινε αυλικός όσο εκείνη υπηρετούσε στο σπίτι του.
ΡΕΓΚΙΝΕ Την καημένη τη μάνα μου ‒ Κατάφερες να τη στείλεις μια
ώρα αρχύτερα στον τάφο.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Ναι, ναι, το ξέρω, εγώ φταίω για όλα τα κακά.
ΡΕΓΚΙΝΕ Ουφ ‒! Και με αυτό το ποδάρι.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Τι εννοείς, παιδί μου;
ΡΕΓΚΙΝΕ Pied de mouton.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Πώς το είπες; Εγγλέζικα είναι αυτά;
ΡΕΓΚΙΝΕ Ναι, ακριβώς.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Βέβαια, βέβαια. Σ' αυτό το σπίτι μορφώθηκες κι οι
γνώσεις σου θα σου φανούν σίγουρα χρήσιμες στο μέλλον.
ΡΕΓΚΙΝΕ Και γιατί θέλεις να με πάρεις μαζί σου την πόλη;
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Τι ερώτηση είναι αυτή; Ρωτάς τι θέλει ένας πατέρας απ' το
μοναχοπαίδι του; Δεν με βλέπεις που είμαι ένας μαγκούφης και
μαραζωμένος χήρος;
ΡΕΓΚΙΝΕ Έλα, μην προσπαθείς να με ρίξεις με τέτοιες αηδίες. Πες μου
όμως τώρα, τι θέλεις από μένα.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Λοιπόν, άκου, θα σου πω αμέσως. Αποφάσισα να ανοίξω
μια καινούρια δουλειά.
ΡΕΓΚΙΝΕ Αυτό το έχεις πει πολλές φορές, αλλά ποτέ δεν έκανες τίποτα.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Ναι, αλλά αυτή τη φορά θα δεις, Ρεγκίνε!... Να με πάρει
και να με σηκώσει ο διάολος, αν δεν...
ΡΕΓΚΙΝΕ Πάψε πια να βλαστημάς!
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Ναι, ναι, παιδί μου, έχεις δίκιο! Ήθελα μονάχα να σου πω,
‒ ότι αυτή τη φορά έκανα οικονομίες και μάζεψα αρκετά λεφτά
δουλεύοντας κάτω στο ίδρυμα.
ΡΕΓΚΙΝΕ Αλήθεια; Μπράβο σου.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Και τι να τα κάνω τόσα λεφτά εδώ στο χωριό;
ΡΕΓΚΙΝΕ Ωραία. Λοιπόν;
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Λοιπόν, σκέφτηκα να βάλω τα λεφτά σε μια μικρή
επιχείρηση. Σε έναν ξενώνα, ας πούμε, για ναυτικούς ‒
ΡΕΓΚΙΝΕ Πφ...
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Έναν ωραίο ξενώνα, θέλω να πω ‒ κι όχι κανένα άντρο για
παρακατιανούς. Όχι, που να με πάρει ο διάολος. ‒ Θέλω να φτιάξω κάτι
για καπεταναίους και αξιωματικούς ‒ για καλό και συμμαζεμένο κόσμο,
κατάλαβες;
ΡΕΓΚΙΝΕ Κι εγώ ‒;
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Εσύ θα με βοηθήσεις ‒ ας πούμε. Διάολε, δεν θα κάνεις
τίποτα το κουραστικό, παιδί μου. Θα κάνεις ό,τι σου αρέσει.
ΡΕΓΚΙΝΕ Α, έτσι. Για φαντάσου!
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Εννοείται ότι σε έναν τέτοιο ξενώνα πρέπει να υπάρχουν
κυρίες. Τα βράδια θα διασκεδάζουμε με μουσικές, τραγούδια και άλλα. Για
σκέψου λίγο όλους αυτούς τους θαλασσοδαρμένους ναυτικούς. Μην είσαι
χαζή, Ρεγκίνε, και μην καταστρέφεις το μέλλον σου. Άραγε τι έχεις να
κερδίσεις μένοντας εδώ, κοντά στην κυρία Άλβινγκ; Έμαθα ότι θα σε
βάλουν να φροντίζεις τα παιδιά του ιδρύματος. Τι μέλλον είναι αυτό;
Έχεις σκοπό να θυσιάσεις την ομορφιά και τα νιάτα σου για τα
σκατόπαιδα του ορφανοτροφείου;
ΡΕΓΚΙΝΕ Όχι, κάθε άλλο. Αν τα πράγματα έρθουν όπως τα σχεδιάζω ‒
Ναι, μάλλον θα γίνει. Θα γίνει!
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Τι θα γίνει;
ΡΕΓΚΙΝΕ Αυτό δεν σε αφορά. ‒ Έβαλες πολλά λεφτά στην άκρη;
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Όλα μαζί θα είναι περίπου εφτακόσιες με οχτακόσιες
κορόνες.
ΡΕΓΚΙΝΕ Αλήθεια; Μπράβο σου!
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Για το ξεκίνημα, παιδί μου, φτάνουν και παραφτάνουν.
ΡΕΓΚΙΝΕ Δεν θα μου δώσεις κι εμένα κάτι από αυτά;
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Όχι, βέβαια, που να πάρει ο διάολος. Κορόνα τσακιστή
δεν θα πάρεις.
ΡΕΓΚΙΝΕ Ούτε λίγο ύφασμα δεν θα μου ψωνίσεις για να φτιάξω ένα
φουστάνι;
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Έλα μαζί μου στην πόλη και θα έχεις όσα φουστάνια
θέλεις.
ΡΕΓΚΙΝΕ Μπορώ να ψωνίσω ό,τι μου κάνει κέφι και χωρίς τη βοήθειά
σου.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Κάνεις λάθος, Ρεγκίνε, με τη βοήθεια του πατέρα σου θα
πετύχεις πολύ περισσότερα πράγματα. Έλα και θα δεις τι όμορφα που θα
είναι στον ξενώνα της οδού Χάβνεγκαντεν. Το σπίτι των ναυτικών θα
γίνει, βλέπεις, και με λίγα λεφτά.
ΡΕΓΚΙΝΕ Να μου λείπει! Δεν έχω καμιά δουλειά μαζί σου. Φύγε!
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Μα, διάολε, δεν θα σε κρατήσω για καιρό κοντά μου.
Μόνο κοίταξε να μάθεις να φέρεσαι, έτσι που ομόρφυνες τώρα τελευταία

ΡΕΓΚΙΝΕ Και ‒;
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Όπως σου είπα, δεν θα μείνεις για καιρό, γιατί γρήγορα θα
εμφανιστεί κάποιος αξιωματικός ‒ ναι, μπορεί και καπετάνιος ‒
ΡΕΓΚΙΝΕ Ποτέ δεν θα παντρευόμουν έναν απ' αυτούς. Οι ναυτικοί δεν
ξέρουν από savoir vivre.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Τι δεν ξέρουν, είπες;
ΡΕΓΚΙΝΕ Μακριά από ναυτικούς. Ξέρω πολύ καλά τι σόι άνθρωποι
είναι. Δεν κάνουν για γάμο.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Και ποιος σου είπε να τους παντρευτείς; Για ποιο λόγο
εξάλλου; Εκείνος ‒ ο Εγγλέζος ‒ αυτός με το ωραίο σκάφος ‒ αυτός
έδωσε 1.000 κορόνες ‒ κι η μάνα σου δεν ήταν πιο όμορφη, χμ, από σένα.
ΡΕΓΚΙΝΕ Έξω, γρήγορα, ξεκουμπίσου!
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Σιγά, σιγά. Θα με δείρεις κιόλας;
ΡΕΓΚΙΝΕ Ναι! Αν ξαναμιλήσεις άσχημα για τη μάνα μου, θα σου την
αστράψω, να το ξέρεις. Έξω τώρα, δρόμο σου λέω! Και μη βροντήξεις την
πόρτα φεύγοντας. Ο κ. Άλβινγκ ‒
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Α, ναι, ο νεαρός κοιμάται. Σαν πολύ δεν νοιάζεσαι γι'
αυτόν; ‒ . Χα, χα, δεν φαντάζομαι να είναι αυτός που ‒;
ΡΕΓΚΙΝΕ Τρελάθηκες, άνθρωπέ μου! Φύγε σου λέω! Όχι από κει.
Έρχεται ο πάστορας Μάντερς. Κατέβα γρήγορα από τη σκάλα της
κουζίνας.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Καλά, καλά, φεύγω. Μίλα όμως με τον πάστορα Μάντερς.
Αυτός θα σου πει ποιες είναι οι υποχρεώσεις σου απέναντι στον πατέρα
σου. Γιατί, όπως καταλαβαίνεις, εγώ είμαι ο πατέρας σου και αυτό μπορώ
να σου το αποδείξω από το βιβλίο της ενορίας.
ΜΑΝΤΕΡΣ Καλημέρα, Ρεγκίνε.
ΡΕΓΚΙΝΕ Ω, καλημέρα σας, κύριε πάστορα! Ήρθατε κιόλας;
ΜΑΝΤΕΡΣ Μόλις προ ολίγου έφτασα με το καράβι. Τι φοβερή βροχή,
δεν σταμάτησε καθόλου, τόσες μέρες τώρα.
ΡΕΓΚΙΝΕ Για τους αγρότες όμως είναι καθαρή ευλογία, κύριε πάστορα.
ΜΑΝΤΕΡΣ Έχεις δίκιο, παιδί μου. Εμείς που ζούμε στην πόλη δεν το
σκεφτόμαστε αυτό.
ΡΕΓΚΙΝΕ Α, να σας βοηθήσω; ‒ Έτσι. Μούσκεμα είναι! Πάω να το
κρεμάσω στο χολ. Και την ομπρέλα ‒ θα την ανοίξω να στεγνώσει
γρήγορα.
ΜΑΝΤΕΡΣ Α, τι ευχάριστα και ζεστά που είναι εδώ μέσα. Λοιπόν, για
πες μου, πώς πάνε τα πράγματα στο κτήμα; Όλα καλά;
ΡΕΓΚΙΝΕ Ναι, μια χαρά.
ΜΑΝΤΕΡΣ Φαντάζομαι ότι θα έχετε πολλές ετοιμασίες για αύριο.
ΡΕΓΚΙΝΕ Ναι, ακόμα δεν τελειώσαμε.
ΜΑΝΤΕΡΣ Η κυρία Άλβινγκ είναι στο σπίτι;
ΡΕΓΚΙΝΕ Ναι, βέβαια. Είναι επάνω και ετοιμάζει τη σοκολάτα του
κυρίου.
ΜΑΝΤΕΡΣ Α, ώστε έτσι ‒ κι εγώ κάτω στο λιμάνι το 'μαθα ότι ήρθε ο
Όσβαλντ.
ΡΕΓΚΙΝΕ Ναι, έφτασε προχτές, αν και εμείς τον περιμέναμε σήμερα.
ΜΑΝΤΕΡΣ Πώς είναι; Γερός; Δυνατός;
ΡΕΓΚΙΝΕ Α, ναι. Είναι πολύ καλά. Αλλά πολύ κουρασμένος από το
ταξίδι του. Ήρθε κατευθείαν από το Παρίσι ‒ εννοώ ότι ταξίδεψε χωρίς ν'
αλλάξει τρένο πουθενά. Νομίζω πως κοιμάται ακόμα, γι' αυτό πρέπει να
μιλάμε σιγότερα.
ΜΑΝΤΕΡΣ Σσς, θα κάνουμε ησυχία.
ΡΕΓΚΙΝΕ Ελάτε, κύριε πάστορα, να καθίσετε εδώ, που είναι πιο
αναπαυτικά. Ωραία! Βολευτήκατε τώρα;
ΜΑΝΤΕΡΣ Ευχαριστώ, ευχαριστώ. Κάθομαι θαυμάσια. Ξέρεις κάτι,
Ρεγκίνε, μου φαίνεται πως μεγάλωσες πολύ από την τελευταία φορά που
σε είδα.
ΡΕΓΚΙΝΕ Αλήθεια, κύριε πάστορα; Η κυρία λέει πως πάχυνα κιόλας.
ΜΑΝΤΕΡΣ Πως πάχυνες; ‒Α, μπορεί, λιγάκι‒ όσο χρειάζεται.
ΡΕΓΚΙΝΕ Μήπως θέλετε να φωνάξω την κυρία;
ΜΑΝΤΕΡΣ Δεν βιάζομαι, αγαπητό μου παιδί ‒ Για πες μου, τώρα, πώς
περνάει ο πατέρας σου εδώ στην εξοχή;
ΡΕΓΚΙΝΕ Καλά περνάει, πιστεύω.
ΜΑΝΤΕΡΣ Την τελευταία φορά που ήταν στην πόλη ήρθε και με
επισκέφτηκε.
ΡΕΓΚΙΝΕ Α, ναι; Αλήθεια; Πάντα χαίρεται να κουβεντιάζει μαζί σας.
ΜΑΝΤΕΡΣ Και συ θα τον συναντάς κάθε μέρα, τώρα που δουλεύεις εδώ.
ΡΕΓΚΙΝΕ Εγώ; Όχι και κάθε μέρα. Όταν μου μένει λίγος χρόνος ‒
ΜΑΝΤΕΡΣ Ο πατέρας σου, εδώ που τα λέμε, Ρεγκίνε, έχει αδύναμο
χαρακτήρα. Χρειάζεται κάποιον να τον καθοδηγεί.
ΡΕΓΚΙΝΕ Α, ναι; Ίσως.
ΜΑΝΤΕΡΣ Έχει ανάγκη από έναν άνθρωπο κοντά του που να τον
αγαπάει και η γνώμη του να μετράει γι' αυτόν. Μου άνοιξε την καρδιά του
την τελευταία φορά που ήρθε να με δει.
ΡΕΓΚΙΝΕ Κάτι τέτοιο είπε και σ' εμένα. Δεν ξέρω όμως αν η κυρία
Άλβινγκ θα δεχτεί να φύγω ‒ τώρα μάλιστα που εγκαινιάζεται και το
ορφανοτροφείο. Ούτε κι εγώ, εξάλλου, θέλω να φύγω από κοντά της. Μου
φέρεται πάντα τόσο καλά.
ΜΑΝΤΕΡΣ Ναι, φυσικά. Αλλά, αγαπητό μου κορίτσι, έχεις και
ορισμένες υποχρεώσεις απέναντι στον πατέρα σου. Όπως και να 'χει το
πράγμα, πρέπει πρώτα να ρωτήσουμε την κυρία σου.
ΡΕΓΚΙΝΕ Στην ηλικία που είμαι όμως, δεν ξέρω αν είναι σωστό να
κουμαντάρω το σπίτι ενός εργένη.
ΜΑΝΤΕΡΣ Πώς; Μα για τον πατέρα σου συζητάμε, καλό μου παιδί!
ΡΕΓΚΙΝΕ Ναι, μπορεί, αλλά ‒ αν επρόκειτο για ένα καλό σπίτι και έναν
αξιοπρεπή κύριο, τότε ‒
ΜΑΝΤΕΡΣ Μα, καλή μου Ρεγκίνε ‒
ΡΕΓΚΙΝΕ ‒ Για κάποιον που θα τον εμπιστευόμουν και που θα τον
φρόντιζα όπως μια κόρη τον πατέρα της ‒
ΜΑΝΤΕΡΣ Ναι, αλλά, καλό και αγαπητό μου παιδί ‒
ΡΕΓΚΙΝΕ Τότε θα πήγαινα ευχαρίστως στην πόλη. Εδώ νιώθω μεγάλη
μοναξιά ‒ Και σεις, κύριε πάστορα, γνωρίζετε πολύ καλά τι σημαίνει να
μην έχεις κανέναν στον κόσμο. Με όλο το θάρρος, σας λέω ότι εγώ είμαι
και πρόθυμη και εργατική. Μήπως έχετε υπόψη σας κάποια θέση όπου θα
μπορούσα να εργαστώ;
ΜΑΝΤΕΡΣ Εγώ; Όχι, ειλικρινά, δεν γνωρίζω τίποτα.
ΡΕΓΚΙΝΕ Ναι, αλλά, καλέ μου, καλέ μου κύριε πάστορα ‒ αν ακούσετε
κάτι, σας παρακαλώ να μη με ξεχάσετε ‒
ΜΑΝΤΕΡΣ Μα, και βέβαια, παιδί μου, θα το έχω υπόψη μου.
ΡΕΓΚΙΝΕ Γιατί αν ‒
ΜΑΝΤΕΡΣ Πήγαινε τώρα, σε παρακαλώ, να φωνάξεις την κυρία
Άλβινγκ.
ΡΕΓΚΙΝΕ Αμέσως, κύριε πάστορα.
ΜΑΝΤΕΡΣ Χμ ‒ ώστε έτσι!
ΑΛΒΙΝΓΚ Καλώς ορίσατε, κύριε πάστορα.
ΜΑΝΤΕΡΣ Καλημέρα, κυρία Άλβινγκ. Όπως βλέπετε, κράτησα την
υπόσχεσή μου και ήρθα.
ΑΛΒΙΝΓΚ Πάντα συνεπής στο λόγο σας.
ΜΑΝΤΕΡΣ Αυτή τη φορά, πιστέψτε με, δεν μου ήταν καθόλου εύκολο
να απαλλαγώ από τις υποχρεώσεις μου. Πιεζόμουν αφόρητα από τις
επιτροπές και τα συμβούλια στα οποία είμαι μέλος ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Γι' αυτό και σας είμαι ιδιαίτερα υπόχρεη που ήρθατε.
Προλαβαίνουμε να δούμε τις υποθέσεις μας προτού καθίσουμε για
φαγητό. Μα πού είναι η βαλίτσα σας;
ΜΑΝΤΕΡΣ Τη βαλίτσα μου την άφησα κάτω στο πανδοχείο. Εκεί θα
διανυκτερεύσω απόψε.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ώστε ούτε και αυτή τη φορά δεν θα καταφέρω να σας πείσω
να μείνετε στο σπίτι μου;
ΜΑΝΤΕΡΣ Όχι, όχι, αγαπητή μου, σας ευχαριστώ. Καλύτερα κάτω,
όπως το συνηθίζω. Εξάλλου με εξυπηρετεί, γιατί είναι δυο βήματα από το
λιμάνι.
ΑΛΒΙΝΓΚ Καλά, δεν επιμένω. Ωστόσο, μου φαίνεται πως εμείς, στην
ηλικία που είμαστε πια ‒
ΜΑΝΤΕΡΣ Ω, Θεέ μου. Πώς σας αρέσει να αστειεύεστε. Σήμερα πάντως
πρέπει να είναι διπλή η χαρά σας. Αύριο γίνονται τα εγκαίνια του
ιδρύματος κι έπειτα ο Όσβαλντ επέστρεψε στο σπίτι.
ΑΛΒΙΝΓΚ Η χαρά μου δεν περιγράφεται! Για να σκεφτείτε, δυο χρόνια
είχαμε να ιδωθούμε. Και μου υποσχέθηκε ότι θα μείνει κοντά μου όλον το
χειμώνα.
ΜΑΝΤΕΡΣ Αλήθεια; Μπράβο του. Θυσίασε τη Ρώμη και το Παρίσι για
να μείνει στο χωριό.
ΑΛΒΙΝΓΚ Εδώ, όμως, έχει τη μητέρα του. Ω, το αγαπημένο και
λατρεμένο μου παιδί. Πόσο με σκέφτεται!
ΜΑΝΤΕΡΣ Θα ήταν πολύ λυπηρό αν η ενασχόλησή του με την τέχνη και
όλα αυτά τον έκανε να ξεχάσει το σπίτι του.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, σίγουρα, αλλά με τον Όσβαλντ δεν ανησυχώ. Τώρα
είμαι πολύ περίεργη να δω αν θα τον αναγνωρίσετε. Όπου να 'ναι θα
κατέβει. Πλάγιασε για λίγο στον καναπέ να ξεκουραστεί ‒ Μα γιατί
στέκεστε όρθιος, αγαπητέ μου κύριε πάστορα, καθίστε.
ΜΑΝΤΕΡΣ Ευχαριστώ. Μήπως είναι ακατάλληλη η ώρα;
ΑΛΒΙΝΓΚ Όχι, καθόλου, καθίστε.
ΜΑΝΤΕΡΣ Ωραία, για να τα δούμε λοιπόν ‒ Ορίστε, λοιπόν, το πρώτο ‒
Πείτε μου, κυρία Άλβινγκ, τι βιβλία είναι αυτά εδώ;
ΑΛΒΙΝΓΚ Τι βιβλία; Μα είναι τα βιβλία που διαβάζω.
ΜΑΝΤΕΡΣ Διαβάζετε τέτοια πράγματα;
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, γιατί;
ΜΑΝΤΕΡΣ Και πιστεύετε ότι αυτά εδώ θα σας κάνουν καλύτερο
άνθρωπο και πιο ευτυχισμένη;
ΑΛΒΙΝΓΚ Ας πούμε ότι με ανακουφίζουν, νιώθω πιο ήρεμη.
ΜΑΝΤΕΡΣ Δεν σας καταλαβαίνω. Τι ακριβώς εννοείτε;
ΑΛΒΙΝΓΚ Να σας πω. Διάφορες σκέψεις που κατά καιρούς μου περνούν
απ' το μυαλό επιβεβαιώνονται. Μου λύνονται επίσης και πολλές απορίες.
Πάντως, το πιο παράξενο απ' όλα, πάστορα Μάντερς ‒ είναι ότι αυτά τα
βιβλία δεν λένε τίποτα το καινούριο. Αυτά που γράφουν, τα έχουν σκεφτεί
και τα πιστεύουν χιλιάδες άνθρωποι. Μόνο που οι περισσότεροι είτε δεν
θέλουν είτε δεν είναι έτοιμοι να κάνουν πράξη αυτές τις ιδέες.
ΜΑΝΤΕΡΣ Ω, Θεέ μου! Πιστεύετε στ' αλήθεια πως οι περισσότεροι
άνθρωποι ‒;
ΑΛΒΙΝΓΚ Απολύτως, δεν έχω καμιά αμφιβολία.
ΜΑΝΤΕΡΣ Ναι, αλλά όχι στον τόπο μας, όχι εδώ, σε μας;
ΑΛΒΙΝΓΚ Μα, ναι, φυσικά και σε μας.
ΜΑΝΤΕΡΣ Οφείλω πάντως να σας πω ‒!
ΑΛΒΙΝΓΚ Μα γιατί σας ενοχλούν τόσο αυτά τα βιβλία;
ΜΑΝΤΕΡΣ Γιατί μ' ενοχλούν; Δεν φαντάζομαι να νομίζετε ότι κάθομαι
να εξετάσω το ανόητο περιεχόμενό τους;
ΑΛΒΙΝΓΚ Με άλλα λόγια, δεν ξέρετε τι ακριβώς απορρίπτετε.
ΜΑΝΤΕΡΣ Γνωρίζω καλά τι πραγματεύονται αυτά τα βιβλία.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, αλλά η προσωπική σας γνώμη ‒
ΜΑΝΤΕΡΣ Αγαπητή μου, κυρία Άλβινγκ, σε πολλές περιπτώσεις είμαστε
υποχρεωμένοι να εμπιστευτούμε τη γνώμη τρίτων. Αυτή είναι η συνήθης
τάξη των πραγμάτων. Και αυτό είναι και το σωστό. Αλλιώς τι θα γινόταν
στην κοινωνία μας;
ΑΛΒΙΝΓΚ Τι να πω; Μπορεί να έχετε δίκιο.
ΜΑΝΤΕΡΣ Πάντως, δεν αρνούμαι πως αυτά τα γραφτά ασκούν κάποια
γοητεία. Και δεν σας κατηγορώ που νιώσατε την επιθυμία να γνωρίσετε τα
νέα ρεύματα που κυκλοφορούν ευρέως στην Ευρώπη ‒ Εκεί που στείλατε
τον γιο σας για σπουδές. Αλλά ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Αλλά, τι;
ΜΑΝΤΕΡΣ Δεν επιτρέπεται να μιλάμε γι' αυτά, κυρία Άλβινγκ. Το τι
διαβάζει και το τι σκέπτεται ο καθένας μας, κλεισμένος μέσα στους
τέσσερις τοίχους του σπιτιού του, είναι προσωπική του υπόθεση.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, ναι, συμφωνώ μαζί σας.
ΜΑΝΤΕΡΣ Για σκεφτείτε τώρα, πόσες υποχρεώσεις σας επιβάλλει αυτό
το ίδρυμα που αποφασίσατε να χτίσετε, σε μια εποχή που οι απόψεις σας
για τα πνευματικά ζητήματα ήταν τελείως διαφορετικές από τις τωρινές ‒
τουλάχιστον απ' όσο μπορώ εγώ να κρίνω.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, βέβαια, δεν αντιλέγω. Όμως για το ορφανοτροφείο ‒
ΜΑΝΤΕΡΣ Α, ναι, ας επανέλθουμε, λοιπόν, στο θέμα μας. Να είστε πιο
προσεκτική, κυρίας Άλβινγκ. Τώρα, να οι εκκρεμότητές μας. Τα βλέπετε
αυτά;
ΑΛΒΙΝΓΚ Τα έγγραφα;
ΜΑΝΤΕΡΣ Ναι, όλα είναι τακτοποιημένα στη σειρά τους. Να ξέρετε,
όμως, ταλαιπωρήθηκα αφάνταστα για να συγκεντρώσω τα απαιτούμενα
χαρτιά στην ώρα τους. Έπρεπε να ασκήσω μεγάλη πίεση στις Αρχές. Όταν
πρόκειται για νομικές αποφάσεις, οι αρμόδιοι υπάλληλοι είναι φοβερά
σχολαστικοί. Τώρα, όμως, τελειώσαμε· ορίστε, εδώ τα έχουμε όλα. Να το
παραχωρητήριο και η μεταγραφή του οικοπέδου Σούλβικ ‒που παλαιά
ανήκες στο κτήμα Ρούσενβολντ‒ στο κτηματολόγιο. Ορίστε και η
οικοδομική άδεια για τα κτίρια. Το σχολείο, το οικοτροφείο, η κατοικία
του προσωπικού, το παρεκκλήσι. Και αυτό εδώ είναι το κυρωτικό του
κληροδοτήματος. Να και το καταστατικό του ιδρύματος. Ελάτε, κοιτάξτε
τα. «Καταστατικόν ιδρύματος υπό την επωνυμίαν “Μνήμη λοχαγού
Άλβινγκ”».
ΑΛΒΙΝΓΚ Αυτά είναι, λοιπόν.
ΜΑΝΤΕΡΣ Προτίμησα τον τίτλο «λοχαγός» αντί του «αυλικός». Μου
φαίνεται πως το «λοχαγός» ακούγεται λιγότερο επίσημο.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, ναι, δεν έχω καμιά αντίρρηση.
ΜΑΝΤΕΡΣ Ορίστε και το βιβλιάριο με τις καταθέσεις. Οι τόκοι του
κεφαλαίου καλύπτουν και με το παραπάνω τα έξοδα συντήρησης του
ιδρύματος.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ευχαριστώ πολύ, αλλά θα σας βολέψει καλύτερα να το
κρατήσετε εσείς.
ΜΑΝΤΕΡΣ Πολύ ευχαρίστως. Για την ώρα είμαι της γνώμης να
αφήσουμε τα χρήματα στην Τράπεζα, παρόλο που ο τόκος είναι πολύ
χαμηλός, 4% στο εξάμηνο. Ίσως αργότερα μας συμφέρει να
τοποθετήσουμε το κεφάλαιο σε μετοχές ‒ αυτό θα το δούμε στο άμεσο
μέλλον. Θα χρειαστεί βέβαια και κάποια εγγύηση.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, ναι, αγαπητέ μου κύριε πάστορα. Αυτά τα πράγματα τα
γνωρίζετε εσείς πολύ καλύτερα από μένα.
ΜΑΝΤΕΡΣ Μείνετε ήσυχη, αυτό το θέμα θα το έχω υπόψη μου εγώ ‒
Υπάρχει κάτι ακόμα που πρέπει να συζητήσω μαζί σας. Σκέφτηκα πολλές
φορές να σας το αναφέρω, αλλά δεν μου δόθηκε η κατάλληλη ευκαιρία.
ΑΛΒΙΝΓΚ Και τι είναι αυτό;
ΜΑΝΤΕΡΣ Έχετε σκεφτεί αν θα πρέπει να ασφαλίσετε τα κτίρια του
ιδρύματος;
ΑΛΒΙΝΓΚ Μα και φυσικά θα τα ασφαλίσω.
ΜΑΝΤΕΡΣ Μια στιγμή, μη βιάζεστε, αγαπητή μου. Ας δούμε το θέμα
προσεχτικότερα.
ΑΛΒΙΝΓΚ Εδώ, όλα είναι ασφαλισμένα. Τα κτίρια, τα έπιπλα, η
συγκομιδή, το προσωπικό.
ΜΑΝΤΕΡΣ Εννοείται, αφού αφορά την προσωπική σας περιουσία. Κι
εγώ το ίδιο θα έκανα, φυσικά. Εδώ όμως, βλέπετε, τα πράγματα
διαφέρουν. Το ίδρυμα υποτίθεται έχει ταχθεί για έναν ανώτερο σκοπό.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, αλλά αν ‒
ΜΑΝΤΕΡΣ Προσωπικά, και για να είμαστε σίγουροι από κάθε άποψη,
δεν θα είχα καμιά αντίρρηση να ασφαλίσουμε το ίδρυμα ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Μα, αυτό πιστεύω κι εγώ.
ΜΑΝΤΕΡΣ ‒ Τι θα πει όμως κι ο κόσμος, εδώ στην περιοχή σας; Εσείς
τους ξέρετε καλύτερα από μένα.
ΑΛΒΙΝΓΚ Χμ. Ο κόσμος ‒
ΜΑΝΤΕΡΣ Υπάρχουν άνθρωποι με κύρος που θα μπορούσαν να μας
εναντιωθούν;
ΑΛΒΙΝΓΚ Τι εννοείται όταν λέτε «με κύρος»;
ΜΑΝΤΕΡΣ Εννοώ αυτούς που κατέχουν μια θέση, που ασκούν επιρροή,
που η γνώμη τους γίνεται σεβαστή.
ΑΛΒΙΝΓΚ Α, υπάρχουν πολλοί που θα στρέφονταν εναντίον μας σε
περίπτωση που ‒
ΜΑΝΤΕΡΣ Λοιπόν, τα βλέπετε! Στην πόλη υπάρχουν πολλοί τέτοιοι
άνθρωποι. Δεν έχω παρά να σκεφτώ τους υποστηρικτές του συναδέλφου
μου στην ενορία. Δεν θέλουν και πολύ να κατηγορήσουν και σας και μένα
ότι δεν έχουμε αρκετή πίστη στη Θεία Πρόνοια.
ΑΛΒΙΝΓΚ Αλλά, κύριε πάστορα, εφόσον και εσείς ο ίδιος ‒
ΜΑΝΤΕΡΣ Ναι, ναι, ξέρω ‒ η συνείδησή μου είναι καθαρή, αυτό είναι
αλήθεια. Είναι πολύ δύσκολο ν' αποτρέψουμε τους κακόβουλους ενορίτες
που θα επιμείνουν στη δική τους λανθασμένη ερμηνεία. Αυτή η ερμηνεία
τους μάλιστα θα μπορούσε να αποβεί ολέθρια για το έργο του ιδρύματος.
ΑΛΒΙΝΓΚ Αν είναι έτσι, τότε ‒
ΜΑΝΤΕΡΣ Δεν σας κρύβω ότι μπορεί να βρεθώ σε πολύ δυσάρεστη
θέση ‒ ξέρετε, στους ανώτερους κοινωνικούς κύκλους συζητούν πολύ το
θέμα του ιδρύματος. Το ίδρυμα, βέβαια, θα λειτουργήσει και προς όφελος
της πόλης και, ως ένα βαθμό, ελπίζω ότι θα συμβάλει στην αποσυμφόρηση
των κοινοτικών εξόδων. Επειδή όμως ήμουν ο σύμβουλός σας και
μερίμνησα για την πραγματοποίηση των σχεδίων μας, φοβούμαι πως ο
φθόνος τους θα πλήξει πρώτα πρώτα εμένα.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, δεν πρέπει να εκτεθείτε.
ΜΑΝΤΕΡΣ Και ας μην αναφέρω τις επιθέσεις που σίγουρα θα δεχτώ από
ορισμένες εφημερίδες και έντυπα που ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Έχω πειστεί, αγαπητέ μου κύριε πάστορα, δεν χρειάζεται να
μου πείτε τίποτε περισσότερο.
ΜΑΝΤΕΡΣ Με άλλα λόγια, δηλαδή, δέχεστε να μην ασφαλιστεί;
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, ας το αφήσουμε καλύτερα έτσι.
ΜΑΝΤΕΡΣ Κι αν τύχαινε κάτι; Ποτέ δεν ξέρει κανείς ‒ Θα είχατε τη
δυνατότητα να αποκαταστήσετε τη ζημιά;
ΑΛΒΙΝΓΚ Όχι, κι αυτό σας το λέω πολύ καθαρά. Δεν θα είχα απολύτως
καμιά δυνατότητα.
ΜΑΝΤΕΡΣ Τότε όμως, κυρία Άλβινγκ, επωμιζόμαστε τεράστια ευθύνη.
ΑΛΒΙΝΓΚ Μα, τι άλλο μπορούμε να κάνουμε;
ΜΑΝΤΕΡΣ Ναι, αυτό είναι ακριβώς το ζήτημα. Δεν έχουμε άλλη
επιλογή. Δεν πρέπει να δημιουργήσουμε εχθρούς και ούτε να
προκαλέσουμε δυσμενείς αντιδράσεις στην ενορία.
ΑΛΒΙΝΓΚ Εσείς, πάντως, ως πάστορας, δεν πρέπει.
ΜΑΝΤΕΡΣ Πράγματι, πιστεύω ότι το ίδρυμα αυτό θα έχει καλή τύχη ‒
ναι, ότι θα τελεί υπό την ιδιαίτερη προστασία της Θείας Πρόνοιας.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ας το ελπίσουμε, πάστορα Μάντερς.
ΜΑΝΤΕΡΣ Να το αφήσουμε, λοιπόν, όπως είναι;
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, βέβαια.
ΜΑΝΤΕΡΣ Καλά τότε, όπως θέλετε. Λοιπόν ‒ μένει ανασφάλιστο.
ΑΛΒΙΝΓΚ Μου κάνει πάντως εντύπωση που μου ανοίξατε κουβέντα γι'
αυτό το θέμα σήμερα ‒
ΜΑΝΤΕΡΣ Το σκέφτομαι εδώ και αρκετό καιρό ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ ‒ Γιατί χτες παρ' ολίγο ν' ανάψει φωτιά εκεί κάτω.
ΜΑΝΤΕΡΣ Τι μου λέτε!
ΑΛΒΙΝΓΚ Ευτυχώς, δεν ήταν τίποτα σοβαρό. Μόνο κάτι ροκανίδια
άρπαξαν φωτιά στο ξυλουργείο.
ΜΑΝΤΕΡΣ Εκεί που δουλεύει ο Έγκστραντ;
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, μου είπαν πως είναι πολύ απρόσεχτος με τα σπίρτα.
ΜΑΝΤΕΡΣ Αυτός ο άνθρωπος έχει τόσες σκοτούρες στο μυαλό του. Τον
απασχολούν τόσα προβλήματα. Δόξα τον Θεό, τώρα τελευταία, απ' ό,τι
έμαθα, κατάφερε να μπει στον σωστό δρόμο.
ΑΛΒΙΝΓΚ Α, μπα, αλήθεια; Ποιος σας το είπε;
ΜΑΝΤΕΡΣ Ο ίδιος μου το παραδέχτηκε. Είναι και καλός τεχνίτης.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, όταν είναι νηφάλιος ‒
ΜΑΝΤΕΡΣ Α, αυτή η άθλια αδυναμία του! Λέει πως καταφεύγει στο
ποτό εξαιτίας του ποδιού του. Ωστόσο, την τελευταία φορά που με
επισκέφτηκε στην πόλη, συγκινήθηκα πολύ. Ήρθε και με ευχαρίστησε από
καρδιάς που φρόντισα να βρει δουλειά εδώ σε σας, ώστε να είναι κοντά
στη Ρεγκίνε.
ΑΛΒΙΝΓΚ Μα δεν τη βλέπει και τόσο συχνά.
ΜΑΝΤΕΡΣ Μα πώς, ο ίδιος μου είπε ότι μιλάνε κάθε μέρα.
ΑΛΒΙΝΓΚ Α, ναι; Μπορεί.
ΜΑΝΤΕΡΣ Ξέρει πολύ καλά ότι χρειάζεται κάποιον να τον συγκρατεί
όταν πλησιάζει ο πειρασμός. Το συγκινητικό πάντως με τον Γιάκομπ
Έγκστραντ είναι ότι μες στην απελπισία του έρχεται από μόνος του να
εξομολογηθεί την αμαρτία του και να κατηγορήσει τον εαυτό του. Την
τελευταία φορά που ήρθε να μου μιλήσει ‒ Ακούστε να σας πω, κυρία
Άλβινγκ, τι θα λέγατε αν επέστρεφε η Ρεγκίνε κοντά του, για να του
συμπαρασταθεί ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Η Ρεγκίνε!
ΜΑΝΤΕΡΣ ‒ Δεν πιστεύω να έχετε καμιά αντίρρηση;
ΑΛΒΙΝΓΚ Φυσικά και έχω. Αυτό δεν θα το επιτρέψω ποτέ. Εξάλλου ‒
συμφωνήσαμε με τη Ρεγκίνε να δουλέψει στο ορφανοτροφείο.
ΜΑΝΤΕΡΣ Για σκεφτείτε το καλύτερα, ο Έγκστραντ δεν παύει να είναι ο
πατέρας της ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Ω, ξέρω πολύ καλά τι σόι πατέρας ήταν γι' αυτήν. Όχι, όσο
περνάει από το χέρι μου δεν θα την αφήσω να επιστρέψει σ' αυτόν.
ΜΑΝΤΕΡΣ Μα, αγαπητή μου, ηρεμήστε. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί
ταράζεστε έτσι. Είναι κρίμα που τον αποπαίρνετε τον καημένο τον
Έγκστραντ. Τον έχετε παρεξηγήσει ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Τώρα πια δεν έχει καμιά σημασία. Πήρα τη Ρεγκίνε στο σπίτι
και θα την κρατήσω κοντά μου. Σσσς, αγαπητέ μου πάστορα Μάντερς,
ούτε κουβέντα πια γι' αυτό. Ακούστε! Κατεβαίνει ο Όσβαλντ. Τώρα θα
ασχοληθούμε μόνο μαζί του.
ΟΣΒΑΛΝΤ Ω, συγνώμη ‒ νόμιζα πως καθόσασταν στο γραφείο.
Καλημέρα, κύριε Πάστορα.
ΜΑΝΤΕΡΣ Α ‒! Απίστευτο ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Λοιπόν, κύριε πάστορα, τι έχετε να πείτε για τον γιο μου;
ΜΑΝΤΕΡΣ Λέω ‒ λέω ‒ Μα αυτός είναι στ' αλήθεια;
ΟΣΒΑΛΝΤ Μάλιστα, αυτός είναι ο άσωτος υιός.
ΜΑΝΤΕΡΣ Μα, αγαπητέ, νεαρέ μου φίλε ‒
ΟΣΒΑΛΝΤ Τέλος πάντων, ο γιος που επέστρεψε στο σπίτι.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ο Όσβαλντ θυμάται που δεν θέλατε να τον αφήσετε να γίνει
ζωγράφος.
ΜΑΝΤΕΡΣ Ήταν σφάλμα μου, στα μάτια του κόσμου πολλά φαίνονται
ύποπτα στη αρχή, αλλά μετά! ‒ Ωραία, λοιπόν, καλώς ορίσατε, καλώς
ορίσατε! Α, αγαπητέ μου Όσβαλντ ‒ Μου δίνεις την άδεια να σε φωνάζω
με το μικρό σου όνομα;
ΟΣΒΑΛΝΤ Μα φυσικά, πώς αλλιώς θα με φωνάζατε;
ΜΑΝΤΕΡΣ Θαυμάσια. Αυτό ήθελα να σου πω, καλέ και αγαπητέ μου
Όσβαλντ ‒ Μη φανταστείς ότι καταδικάζω χωρίς δεύτερη σκέψη τους
καλλιτέχνες. Υποθέτω ότι πολλοί από αυτούς στον κόσμο των
καλλιτεχνών κατάφεραν να παραμείνουν ακηλίδωτοι.
ΟΣΒΑΛΝΤ Ας το ελπίσουμε.
ΑΛΒΙΝΓΚ Εγώ ξέρω έναν που κατάφερε να διαφυλάξει άφθαρτο και το
πνεύμα και το σώμα του. Κοιτάξτε, κύριε πάστορα.
ΟΣΒΑΛΝΤ Ναι, ναι, καλή μου μητέρα. Μα ας το αφήσουμε τώρα αυτό.
ΜΑΝΤΕΡΣ Πράγματι, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ‒ Πώς να το
αρνηθεί κανείς. Και επιπλέον, κατάφερες να δημιουργήσεις και ένα όνομα.
Συχνά διαβάζω στις εφημερίδες εγκωμιαστικές κριτικές για το έργο σου.
Αλλά τον τελευταίο καιρό σαν να μου φαίνεται ότι σώπασαν.
ΟΣΒΑΛΝΤ Τον τελευταίο καιρό δεν ασχολήθηκα και τόσο με τη
ζωγραφική.
ΑΛΒΙΝΓΚ Κι οι ζωγράφοι οφείλουν να ξεκουράζονται κάπου κάπου.
ΜΑΝΤΕΡΣ Μα και βέβαια. Πώς αλλιώς θα συγκεντρώσουν δυνάμεις για
κάτι μεγάλο.
ΟΣΒΑΛΝΤ Ναι ‒ Πότε θα φάμε, μητέρα;
ΑΛΒΙΝΓΚ Σε μισή ωρίτσα. Απ' ό,τι βλέπω πάντως, δεν σου λείπει η
όρεξη. Δόξα τον Θεό.
ΜΑΝΤΕΡΣ Έχει όρεξη και για κάπνισμα.
ΟΣΒΑΛΝΤ Βρήκα το τσιμπούκι του πατέρα επάνω στο δωμάτιο και ‒
ΜΑΝΤΕΡΣ Ορίστε, αυτό ήταν!
ΑΛΒΙΝΓΚ Τι;
ΜΑΝΤΕΡΣ Όταν ο Όσβαλντ κατέβηκε με το τσιμπούκι στο στόμα, ήταν
σαν να έβλεπα τον πατέρα του ολοζώντανο μπροστά μου.
ΟΣΒΑΛΝΤ Α, ναι, αλήθεια!
ΑΛΒΙΝΓΚ Μα πώς το λέτε αυτό! Ο Όσβαλντ μοιάζει σ' εμένα.
ΜΑΝΤΕΡΣ Ναι, αλλά η έκφραση γύρω από το στόμα, κάτι στα χείλη
του, είναι ολόιδιος ο Άλβινγκ ‒ τουλάχιστον τώρα που καπνίζει.
ΑΛΒΙΝΓΚ Διαφωνώ τελείως. Το στόμα του Όσβαλντ έχει κάτι το
ιερατικό, έτσι νομίζω εγώ.
ΜΑΝΤΕΡΣ Σωστά, σωστά. Πολλοί από τους συναδέλφους μου έχουν
ανάλογη έκφραση.
ΑΛΒΙΝΓΚ Μα βγάλε το τσιμπούκι από το στόμα σου, παιδί μου, δεν
θέλω καπνούς εδώ μέσα.
ΟΣΒΑΛΝΤ Ευχαρίστως. Ήθελα μονάχα να το δοκιμάσω. Γιατί μια φορά,
όταν ήμουν παιδί, κάπνισα μ' αυτό.
ΑΛΒΙΝΓΚ Εσύ;
ΟΣΒΑΛΝΤ Ναι. Ήμουν πολύ μικρός, θυμάμαι. Ανέβηκα στο δωμάτιο
του πατέρα, ήταν ευδιάθετος και είχε όρεξη γι' αστεία.
ΑΛΒΙΝΓΚ Αποκλείεται. Ήσουν πολύ μικρός για να το θυμάσαι αυτό.
ΟΣΒΑΛΝΤ Καθόλου, το θυμάμαι και πολύ καλά μάλιστα. Με πήρε στα
γόνατά του και με άφησε να καπνίσω με το τσιμπούκι του. «Κάπνισε,
αγόρι μου», μου είπε ‒ «τράβα μια γερή ρουφηξιά, αγόρι μου!» Και εγώ
ρουφούσα τον καπνό με όλη μου τη δύναμη, ώσπου ένιωσα να μου φεύγει
το αίμα απ' το κεφάλι, ο ιδρώτας έσταζε από το μέτωπό μου. Τότε εκείνος
έβαλε τα γέλια ‒
ΜΑΝΤΕΡΣ Μα, αυτό είναι πολύ περίεργο.
ΑΛΒΙΝΓΚ Αγαπητέ μου, σίγουρα θα το είδε στον ύπνο του ο Όσβαλντ.
ΟΣΒΑΛΝΤ Κάνεις μεγάλο λάθος. Γιατί ‒ δεν θυμάσαι που έτρεξες μέσα,
με σήκωσες στην αγκαλιά σου και με πήγες στο δωμάτιό μου; Εκεί έκανα
εμετό και σε είδα που έκλαιγες ‒ έκανε συχνά τέτοια αστεία ο πατέρας;
ΜΑΝΤΕΡΣ Στα νιάτα του υπήρξε ιδιαίτερα εύθυμος.
ΟΣΒΑΛΝΤ Κι όμως, στη σύντομη ζωή του κατάφερε πολλά. Πολλά
καλά και χρήσιμα πράγματα.
ΜΑΝΤΕΡΣ Ναι, πράγματι. Κληρονόμησες το όνομα ενός δραστήριου
και άξιου άντρα, αγαπητέ μου Όσβαλντ Άλβινγκ. Εύχομαι αυτό να είναι
πρόκληση για σένα ‒
ΟΣΒΑΛΝΤ Το εύχομαι κι εγώ, μακάρι.
ΜΑΝΤΕΡΣ Σε τιμά πάντως το γεγονός ότι επέστρεψες στο σπίτι για να
παρευρεθείς στη μεγάλη μέρα που είναι αφιερωμένη στη μνήμη του.
ΟΣΒΑΛΝΤ Αυτό ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω για τον
πατέρα μου.
ΑΛΒΙΝΓΚ Κι εγώ θα τον έχω κοντά μου για τόσο καιρό ‒ Αυτό είναι το
μεγαλύτερο δώρο.
ΜΑΝΤΕΡΣ Άκουσα πως θα μείνεις όλο τον χειμώνα εδώ.
ΟΣΒΑΛΝΤ Ακόμα δεν ξέρω ακριβώς για πόσο καιρό θα μείνω, κύριε
πάστορα ‒ Ω, πόσο χαίρομαι που ξαναγύρισα στο σπίτι!
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, Όσβαλντ, αλήθεια!
ΜΑΝΤΕΡΣ Βγήκες νωρίς έξω στον κόσμο, αγαπητέ μου Όσβαλντ.
ΟΣΒΑΛΝΤ Ναι, πράγματι. Ώρες ώρες, αναρωτιέμαι μήπως παραήταν
νωρίς.
ΑΛΒΙΝΓΚ Α, κάθε άλλο. Τα ταξίδια κάνουν καλό σε έναν δραστήριο
νέο. Προπαντός όταν ο νέος αυτός είναι μοναχοπαίδι. Δεν πρέπει το παιδί
να μένει με τους γονείς και να κακομαθαίνει.
ΜΑΝΤΕΡΣ Επιτρέψτε μου να διατηρώ τις επιφυλάξεις μου, κυρία
Άλβινγκ. Η οικογενειακή εστία είναι και παραμένει η καταλληλότερη
στέγη των παιδιών.
ΟΣΒΑΛΝΤ Συμφωνώ απόλυτα μαζί σας, κύριε πάστορα.
ΜΑΝΤΕΡΣ Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τον γιο σας. Νομίζω ότι
μπορούμε να μιλάμε ελεύθερα μπροστά του. Τι συνέπειες είχε γι' αυτόν η
μακρόχρονη απουσία του; Ο Όσβαλντ έκλεισε τα είκοσι έξι ή είκοσι εφτά
του χρόνια και ακόμα δεν ξέρει τι σημαίνει οικογενειακή ζωή.
ΟΣΒΑΛΝΤ Συγνώμη, κύριε πάστορα ‒ εδώ θα διαφωνήσω μαζί σας.
ΜΑΝΤΕΡΣ Α, έτσι. Κι εγώ νόμιζα ότι ως τώρα συναναστράφηκες μόνο
καλλιτέχνες.
ΟΣΒΑΛΝΤ Ναι, αλήθεια είναι.
ΜΑΝΤΕΡΣ Και μάλιστα τους νέους.
ΟΣΒΑΛΝΤ Ακριβώς.
ΜΑΝΤΕΡΣ Είχα την εντύπωση ότι οι περισσότεροι από αυτούς δεν
έχουν την οικονομική δυνατότητα να δημιουργήσουν σπίτι και οικογένεια.
ΟΣΒΑΛΝΤ Πολλοί από αυτούς δεν έχουν αρκετά χρήματα για παντρειές,
κύριε πάστορα.
ΜΑΝΤΕΡΣ Μα, αυτό λέω κι εγώ.
ΟΣΒΑΛΝΤ Ναι, κι όμως, έχουν σπίτι· πολλά απ' αυτά τα σπίτια μάλιστα
είναι άνετα και ζεστά.
ΜΑΝΤΕΡΣ Μα, δεν εννοώ τα σπίτια των εργένηδων. Μιλώ για την
οικογενειακή εστία, όπου ο άντρας ζει με τη γυναίκα του και τα παιδιά
του.
ΟΣΒΑΛΝΤ Ναι, ή με τα παιδιά του και τη μητέρα των παιδιών του.
ΜΑΝΤΕΡΣ Για τ' όνομα του Θεού ‒!
ΟΣΒΑΛΝΤ Γιατί;
ΜΑΝΤΕΡΣ Να ζει με τη ‒ μητέρα των παιδιών του;
ΟΣΒΑΛΝΤ Ναι. Μήπως θα προτιμούσατε να διώξει τη μητέρα των
παιδιών του;
ΜΑΝΤΕΡΣ Μα μιλάς για παράνομους δεσμούς. Για έκλυτη συμβίωση,
όπως λένε.
ΟΣΒΑΛΝΤ Δεν παρατήρησα τίποτα το έκλυτο στη συμβίωση αυτών των
ανθρώπων.
ΜΑΝΤΕΡΣ Μα πώς είναι δυνατόν, ένας ‒ σχετικά αξιοπρεπής άντρας ή
μια νεαρή γυναίκα να καταδέχονται να ζουν κατ' αυτόν τον τρόπο ‒ και
μπροστά στα μάτια του κόσμου!
ΟΣΒΑΛΝΤ Και τι πρέπει να κάνουν; Ένας νέος φτωχός καλλιτέχνης ‒
και μια φτωχή κοπέλα ‒ Για ένα γάμο χρειάζονται πολλά χρήματα. Πείτε
μου, λοιπόν, τι θέλετε να κάνουν;
ΜΑΝΤΕΡΣ Τι να κάνουν; Μάλιστα, κύριε Άλβινγκ, θα σας πω αμέσως.
Πρώτα απ' όλα, θα 'πρεπε να κρατηθούν ο ένας μακριά από τον άλλον ‒
αυτό θα 'πρεπε!
ΟΣΒΑΛΝΤ Αυτές οι συμβουλές δεν πιάνουν τόπο σε θερμούς και
ερωτευμένους νέους.
ΑΛΒΙΝΓΚ Σίγουρα. Ούτε που δίνουν σημασία σε τέτοια λόγια!
ΜΑΝΤΕΡΣ Απορώ πώς τα δέχεται αυτά το κράτος! Να γίνονται τέτοια
πράγματα, ανοιχτά, μπροστά στα μάτια του κόσμου. Είχα άδικο λοιπόν
που ανησυχούσα για τον γιο σας; Στους κύκλους που κυριαρχεί η
διαφθορά, το κακό δεν αργεί να ριζώσει.
ΟΣΒΑΛΝΤ Θα σας πω κάτι, κύριε πάστορα. Πολύ συχνά τις Κυριακές
επισκεπτόμουν αυτά τα όχι και τόσο κανονικά σπίτια ‒
ΜΑΝΤΕΡΣ Τις Κυριακές!
ΟΣΒΑΛΝΤ Μα, μόνο μια Κυριακή μας μένει για λίγη διασκέδαση.
Μπορώ να σας διαβεβαιώσω πάντως ότι στα σπίτια αυτά δεν άκουσα ποτέ
ούτε μια άπρεπη λέξη και, πολύ περισσότερο, δεν έγινα μάρτυρας κάποιας
πράξης που θα μπορούσε να θεωρηθεί ανήθικη. Ξέρετε, όμως, πού και
πότε γνώρισα την ανηθικότητα στους καλλιτεχνικούς μας κύκλους;
ΜΑΝΤΕΡΣ Και βέβαια όχι, προς Θεού.
ΟΣΒΑΛΝΤ Τότε θα σας το πω εγώ. Τη συνάντησα όταν οι
υποδειγματικοί σύζυγοι και οικογενειάρχες από τα μέρη μας ταξίδευαν
στο Παρίσι για να περιηγηθούν μόνοι τους την πόλη ‒ κι οι καλλιτέχνες
τους έκαναν την τιμή να τους δεχτούν στα στέκια που συχνάζουν. Τότε τα
μαθαίναμε όλα. Οι κύριοι αυτοί μας εξιστορούσαν συμβάντα και
περιπέτειες που ούτε στον ύπνο μας δεν τα είχαμε δει.
ΜΑΝΤΕΡΣ Τι; Θέλετε να πείτε ότι ευυπόληπτοι άντρες μακριά από την
πατρίδα ‒;
ΟΣΒΑΛΝΤ Δεν ακούσατε ποτέ αυτούς τους ευυπόληπτους άντρες, όταν
επιστρέφουν στον τόπο τους, πώς μιλούν για την ολοένα αυξανόμενη
διαφθορά που επικρατεί στο εξωτερικό;
ΜΑΝΤΕΡΣ Μα και βέβαια ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Κι εγώ τα έχω ακούσει αυτά.
ΟΣΒΑΛΝΤ Ναι, και σας λέω ότι όσα λένε είναι αλήθεια. Ανάμεσά τους
είναι και πολλοί ειδήμονες. Ω, η ωραία, ξένοιαστη κι ελεύθερη ζωή, εκεί
έξω, μακριά ‒ πώς τολμούν να τη σπιλώνουν έτσι.
ΑΛΒΙΝΓΚ Μην εξάπτεσαι, Όσβαλντ, σου κάνει κακό.
ΟΣΒΑΛΝΤ Ναι, μητέρα, έχεις δίκιο. Δεν πρέπει. Είναι αυτή η
καταραμένη κούραση, βλέπεις. Θα βγω να περπατήσω λίγο πριν από το
φαγητό. Συγνώμη, κύριε πάστορα, δεν μπορώ να σας δώσω να καταλάβετε
τι ακριβώς συμβαίνει. Έτσι με πιάνει, ξαφνικά.
ΑΛΒΙΝΓΚ Το καημένο μου το παιδί ‒!
ΜΑΝΤΕΡΣ Ναι, έτσι είναι. Να, λοιπόν, πού έφτασαν τα πράγματα μ'
αυτόν!
Αποκάλεσε τον εαυτό του ο άσωτος υιός, ναι, δυστυχώς ‒ δυστυχώς!
Και σεις τι λέτε για όλα αυτά;
ΑΛΒΙΝΓΚ Λέω πως ο Όσβαλντ έχει δίκιο σε κάθε του λέξη.
ΜΑΝΤΕΡΣ Δίκιο; Δίκιο! Με τις αρχές που πρεσβεύει;
ΑΛΒΙΝΓΚ Εδώ, στη μοναξιά μου, με απασχολούν τα ίδια θέματα, κύριε
πάστορα. Αλλά ποτέ δεν τόλμησα να τα συζητήσω με κανέναν. Τώρα το
παιδί μου εκφράζει τις σκέψεις μου.
ΜΑΝΤΕΡΣ Σας λυπάται η ψυχή μου, κυρία Άλβινγκ. Ήρθε όμως η ώρα
να μιλήσουμε σοβαρά. Τώρα δεν έχετε μπροστά σας τον διαχειριστή και
τον σύμβουλό σας, ούτε τον φίλο των νεανικών σας χρόνων, τον δικό σας
και του ανδρός σας· έχετε τον ιερέα, που τον είδατε να στέκεται μπροστά
σας στην πιο άγρια στιγμή της ζωής σας.
ΑΛΒΙΝΓΚ Και τι είναι αυτό που θέλετε να μου πείτε ως ιερέας;
ΜΑΝΤΕΡΣ Πρώτα πρώτα, θέλω να αφυπνίσω τη μνήμη σας, κυρία
Άλβινγκ. Και ήρθε η κατάλληλη στιγμή. Αύριο κλείνουν δέκα χρόνια από
τον θάνατο του ανδρός σας. Αύριο θα εγκαινιαστεί το ίδρυμα που
ιδρύσατε για να τιμήσετε τη μνήμη του. Αύριο θα βγάλω λόγο στους
ανθρώπους που θα συγκεντρωθούν ‒ σήμερα όμως θέλω να μιλήσω μόνο
σε σας.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ωραία, κύριε πάστορα, μιλήστε λοιπόν!
ΜΑΝΤΕΡΣ Θυμάστε που, μόλις ένα χρόνο μετά τον γάμο σας,
βρεθήκατε σε απελπιστική κατάσταση; Που εγκαταλείψατε το σπίτι σας ‒
που λιποτακτήσατε από τον άνδρα σας;‒ Ναι, κυρία Άλβινγκ,
λιποτακτήσατε, λιποτακτήσατε και δεν εννοούσατε να επιστρέψετε κοντά
του, παρόλο που σας θερμοπαρακαλούσε και σας ικέτευε.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ξεχάσατε πόσο πολύ δυστυχισμένη ήμουν μαζί του εκείνον
τον πρώτο χρόνο;
ΜΑΝΤΕΡΣ Μα, αυτή είναι η μεγαλύτερη ύβρις, να απαιτούμε την
ευτυχία σ' αυτόν τον κόσμο. Τι δικαίωμα έχουμε εμείς οι άνθρωποι στην
ευτυχία; Όχι, οφείλουμε να κάνουμε το χρέος μας, κυρία Άλβινγκ! Και το
δικό σας χρέος ήταν να μείνετε πλάι στον άντρα που κάποτε επιλέξατε και
με τον οποίο σας συνέδεε ιερός δεσμός.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ξέρετε πολύ καλά τι ζωή έκανε εκείνη την εποχή ο Άλβινγκ.
Σε τι ακόλαστη ζωή είχε ξεπέσει.
ΜΑΝΤΕΡΣ Γνωρίζω πολύ καλά τι φήμες κυκλοφορούσαν γι' αυτόν. Και
είμαι εκείνος που θα κρίνει τις νεανικές του ατασθαλίες αυστηρότερα απ'
όλους, εφ' όσον φυσικά οι φήμες αληθεύουν. Μία σύζυγος, όμως, δεν έχει
το δικαίωμα να κατακρίνει τον σύζυγό της. Οφείλει να σηκώσει το βάρος
του σταυρού της με ταπεινότητα, τη στιγμή μάλιστα που η Θεία Βούληση
της το επιφύλαξε. Αντί γι' αυτό όμως, πετάξατε μακριά τον σταυρό σας,
απομακρυνθήκατε από τον άνθρωπο που είχε την ανάγκη της
συμπαράστασής σας, λιποτακτήσατε και διακινδυνεύσατε το όνομα και τη
φήμη σας και ‒ παρολίγο να παρασύρετε και άλλους στην καταστροφή.
ΑΛΒΙΝΓΚ Και άλλους; Και άλλον, θέλετε να πείτε.
ΜΑΝΤΕΡΣ Ήταν πολύ μεγάλη απερισκεψία να καταφύγετε σε μένα για
βοήθεια.
ΑΛΒΙΝΓΚ Στον πνευματικό μας; Στον οικογενειακό μας φίλο;
ΜΑΝΤΕΡΣ Πολύ περισσότερο γι' αυτό ‒ Ναι, να ευχαριστείτε τον Κύριο
και Θεό σας, που με φώτισε και μου έδωσε δύναμη, ‒ και σας απέτρεψα
από τα φοβερά σχέδιά σας και σας οδήγησα στον δρόμο του καθήκοντος,
στο σπίτι του νόμιμου συζύγου σας.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, πάστορα Μάντερς, αυτό το χρωστώ σε σας.
ΜΑΝΤΕΡΣ Λειτούργησα απλώς ως ταπεινό όργανο του Θεού. Και δεν
μπορείτε να αρνηθείτε ότι η πράξη μου αυτή, που σας οδήγησε στον
δρόμο του καθήκοντος και της υποταγής, σας χάρισε αργότερα την
ευλογία πιο ευτυχισμένων ημερών. Δεν έγιναν όλα τα πράγματα όπως τα
είχα προβλέψει; Δεν εγκατέλειψε ο Άλβινγκ την έκλυτη ζωή του, όπως
αρμόζει σε έναν πραγματικό άντρα; Δεν έζησε από κει και πέρα και ως το
τέλος της ζωής του με αγάπη και αφοσίωση προς εσάς; Δεν έγινε
ευεργέτης στον τόπο του; Δεν μοιράστηκε μαζί σας το όραμά του, ώστε να
γίνετε βοηθός στο έργο του; Και μάλιστα πολύτιμη βοηθός. ‒ Ω, αυτό το
γνωρίζω πολύ καλά, κυρία Άλβινγκ, και σας συγχαίρω. ‒ Τώρα όμως θα
σας μιλήσω για το δεύτερο μεγάλο σφάλμα της ζωής σας.
ΑΛΒΙΝΓΚ Τι θέλετε να πείτε;
ΜΑΝΤΕΡΣ Όπως κάποτε αρνηθήκατε να υποταχτείτε στον ρόλο της
συζύγου, έτσι αρνηθήκατε και τον ρόλο της μητέρας.
ΑΛΒΙΝΓΚ Α ‒!
ΜΑΝΤΕΡΣ Ένα ολέθριο πνεύμα εγωκεντρισμού κυριαρχούσε πάντα στη
ζωή σας. Ενεργούσατε αυτόνομα, παραβαίνοντας κάθε νόμιμη τάξη. Ποτέ
δεν ανεχτήκατε κανένα είδος δέσμευσης. Ό,τι σας ταλαιπωρούσε στη ζωή
σας το πετούσατε ανεύθυνα και ανελέητα, σαν κάποιο φορτίο που το
ορίζατε εσείς. Βαρεθήκατε τον ρόλο της συζύγου και εγκαταλείψατε τον
άνδρα σας. Σας κούρασε ο ρόλος της μητέρας και στείλατε το παιδί σας να
το φροντίζουν ξένοι άνθρωποι.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, αλήθεια είναι. Το έκανα αυτό.
ΜΑΝΤΕΡΣ Γι' αυτό και του είστε μια ξένη.
ΑΛΒΙΝΓΚ Όχι, όχι, δεν είμαι ξένη!
ΜΑΝΤΕΡΣ Είστε, και έτσι πρέπει. Και πώς ξαναγύρισε κοντά σας!
Σκεφτείτε καλά, κυρία Άλβινγκ. Φερθήκατε άσχημα στον άντρα σας ‒
Αυτό το ομολογείτε με το μνημείο που στήνεται εκεί κάτω. Ομολογήστε
τώρα και το κακό που κάνατε στον γιο σας. Ίσως να μην είναι ακόμα αργά
για να τον βάλετε στον σωστό δρόμο. Επιστρέψτε πρώτη εσείς. Και
περισώστε απ' αυτόν όσα κομμάτια μπορούν ακόμα να περισωθούν. Γιατί
στην πραγματικότητα, κυρία Άλβινγκ, είστε μια μητέρα με ένοχη
συνείδηση! ‒ Αυτά είχα χρέος να σας πω.
ΑΛΒΙΝΓΚ Είπατε ό,τι είχατε να μου πείτε, κύριε πάστορα. Και αύριο θα
μιλήσετε δημόσια για να τιμήσετε τη μνήμη του συζύγου μου. Εγώ αύριο
δεν θα μιλήσω. Τώρα όμως, θέλω κι εγώ να σας πω μερικά πράγματα,
όπως κάνατε και σεις.
ΜΑΝΤΕΡΣ Μα και βέβαια. Θέλετε να δικαιολογήσετε τη συμπεριφορά
σας ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Όχι, απλώς θέλω να σας εξηγήσω τι συνέβη.
ΜΑΝΤΕΡΣ Λοιπόν ‒;
ΑΛΒΙΝΓΚ Ό,τι προ ολίγου είπατε για μένα, τον άντρα μου και την κοινή
μας ζωή, αφού, όπως το εκφράσατε, με επαναφέρατε στον δρόμο του
καθήκοντος ‒ όλα αυτά δεν τα γνωρίζετε προσωπικά. Από κείνη τη μέρα
εσείς ‒ο τακτικός μας επισκέπτης‒ δεν ξαναπατήσατε το πόδι σας στο
σπίτι μας.
ΜΑΝΤΕΡΣ Μα, εσείς και ο άντρας σας φύγατε μετά από λίγο για το
χωριό.
ΑΛΒΙΝΓΚ Και όσο ζούσε ο άντρας μου, δεν ήρθατε ποτέ να μας
επισκεφτείτε. Και αργότερα, μόνο οι δουλειές σας σάς ανάγκαζαν να
έρχεστε, ό,τι είχατε να διεκπεραιώσετε σχετικά με το ορφανοτροφείο.
ΜΑΝΤΕΡΣ Έλεν ‒ αν όλα αυτά έχουν σαν σκοπό να με αιφνιδιάσουν, να
με επαναφέρουν στο παρελθόν, τότε σε παρακαλώ να το ξανασκεφτείς ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ ‒ Ναι, η θέση σας σάς έκανε επιφυλακτικό. Και το γεγονός
ότι ήμουν μία γυναίκα που εγκατέλειψε τον άνδρα της. Τέτοιες αδίστακτες
γυναίκες πρέπει κανείς να τις κρατά σε απόσταση.
ΜΑΝΤΕΡΣ Αγαπητή ‒ κυρία Άλβινγκ, αυτά που λέτε είναι φοβερές
υπερβολές ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Καλά, καλά, καλά. Ας είναι. Το μόνο που θέλω να σας πω
είναι ότι όταν κρίνετε τη συζυγική μου ζωή στηριζόσαστε αποκλειστικά
στα λόγια του κόσμου.
ΜΑΝΤΕΡΣ Ωραία, και τι σημασία έχει αυτό τώρα;
ΑΛΒΙΝΓΚ Τώρα, όμως, Μάντερς, θέλω να σας πω την αλήθεια.
Ορκίστηκα ότι μια μέρα θα σας την πω. Και μόνο σε σας θα την πω!
ΜΑΝΤΕΡΣ Και ποια είναι η αλήθεια;
ΑΛΒΙΝΓΚ Η αλήθεια είναι ότι ο άντρας μου πέθανε χωρίς να έχει
αλλάξει ποτέ τον έκλυτο τρόπο της ζωής του.
ΜΑΝΤΕΡΣ Τι είπατε;
ΑΛΒΙΝΓΚ Μετά από δεκαεννιά χρόνια συμβίωσης, ήταν το ίδιο έκλυτος
‒όσον αφορά τις αδυναμίες του τουλάχιστον‒ όπως και πριν μας
παντρέψετε.
ΜΑΝΤΕΡΣ Κι αυτές τις νεανικές ατασθαλίες ‒αυτές τις παρεκτροπές‒
τα πταίσματα, αν θέλετε, τα αποκαλείτε έκλυτη ζωή!
ΑΛΒΙΝΓΚ Ο οικογενειακός μας γιατρός την αποκαλούσε έτσι.
ΜΑΝΤΕΡΣ Τώρα, ομολογώ ότι δεν σας καταλαβαίνω.
ΑΛΒΙΝΓΚ Δεν χρειάζεται. Δεν είναι απαραίτητο.
ΜΑΝΤΕΡΣ Το μυαλό μου θολώνει. Ο γάμος σας ‒ η πολύχρονη
συμβίωση με τον άνδρα σας, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια βιτρίνα;
ΑΛΒΙΝΓΚ Ακριβώς. Τώρα το ξέρετε.
ΜΑΝΤΕΡΣ Μόνο που ‒ το μαθαίνω πολύ αργά. Μα είναι αδιανόητο!
Απίστευτο! Μα, πώς ήταν δυνατό να ‒; Πώς έμεινε κρυφό τόσο καιρό;
ΑΛΒΙΝΓΚ Κάθε μέρα αγωνιζόμουν να μη μαθευτεί τίποτα. Όταν
γεννήθηκε ο Όσβαλντ, μου φάνηκε πως ο Άλβινγκ είχε κάπως συνετιστεί.
Αλλά αυτό δεν κράτησε για πολύ. Και μετά, έπρεπε να αγωνίζομαι διπλά,
να προσπαθώ με όλη μου τη δύναμη να μη μαθευτεί τι σόι άνθρωπος ήταν
ο πατέρας του παιδιού μου. Και σεις γνωρίζετε πολύ καλά πόσο τον
εκτιμούσαν όλοι τον Άλβινγκ. Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει κάτι κακό
γι' αυτόν. Ήταν από τους ανθρώπους που η ζωή τους δεν μπορεί να βλάψει
τη φήμη τους. Αλλά, Μάντερς ‒και αυτό πρέπει να το μάθετε‒, μετά ήρθε
το χειρότερο.
ΜΑΝΤΕΡΣ Χειρότερο κι από αυτό που μου είπατε!
ΑΛΒΙΝΓΚ Τα κρατούσα όλα για τον εαυτό μου, παρόλο που ήξερα καλά
τι έκανε στα κρυφά, όταν έβγαινε από το σπίτι. Όταν όμως το κακό
συνεχίστηκε και μέσα στο σπίτι, τότε ‒
ΜΑΝΤΕΡΣ Μα, τι είναι αυτά που λέτε! Εδώ;
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, εδώ, στο ίδιο μας το σπίτι. Εκεί μέσα στην τραπεζαρία,
κατάλαβα για πρώτη φορά αυτό που συνέβαινε. Ήθελα κάτι να πάρω από
κει και η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Κι άκουσα την υπηρέτριά μας που
ερχόταν από τον κήπο.
ΜΑΝΤΕΡΣ Λοιπόν ‒;
ΑΛΒΙΝΓΚ Αμέσως μετά άκουσα που κατέβηκε και ο Άλβινγκ. Της
ψιθύρισε κάτι σιγανά. Και άκουσα ‒ ω, ακόμα ακούω τη φωνή ν' αντηχεί
στα αυτιά μου, τόσο ικετευτικά, αλλά και τόσο γελοία ‒ άκουσα την
υπηρέτριά μας να ψιθυρίζει: «Αφήστε με, κύριε Άλβινγκ! Αφήστε με, σας
παρακαλώ! ».
ΜΑΝΤΕΡΣ Τι φοβερή απερισκεψία! Γιατί, κυρία Άλβινγκ, επρόκειτο για
απερισκεψία, πιστέψτε με.
ΑΛΒΙΝΓΚ Γρήγορα κατάλαβα τι έγινε. Ο λοχαγός την έφερε στα νερά
του ‒ και αυτή η σχέση είχε συνέπειες, πάστορα Μάντερς.
ΜΑΝΤΕΡΣ Και όλα συνέβησαν σ' αυτό το σπίτι! Σ' αυτό το σπίτι!
ΑΛΒΙΝΓΚ Υπέμεινα πολλά σ' αυτό το σπίτι. Για να τον κρατώ στο σπίτι
τα απογεύματα ‒ και τα βράδια, αναγκαζόμουν να ανεβαίνω στο δωμάτιό
του και να κάθομαι μαζί του. Να του κάνω παρέα και να τσουγκρίζω το
ποτήρι μου με το δικό του, υπομένοντας τα ασυνάρτητα λόγια του
μεθυσιού και τα χοντροκομμένα αστεία του. Στο τέλος, πάλευα μαζί του
σώμα με σώμα, να τον σύρω ως το κρεβάτι του ‒
ΜΑΝΤΕΡΣ Απορώ πώς τα αντέξατε όλα αυτά.
ΑΛΒΙΝΓΚ Τα άντεξα όλα, για χάρη του παιδιού. Όταν όμως ήρθε και το
τελευταίο χτύπημα, όταν η ίδια μου η υπηρέτρια ‒ Τότε υποσχέθηκα στον
εαυτό μου ότι θα βάλω ένα τέλος σε αυτό το κακό! Πήρα την εξουσία του
σπιτιού στα χέρια μου ‒άρχισα ν' αποφασίζω για όλα τα θέματα‒ και σε
ό,τι αφορούσε εκείνον και για όλα τα άλλα. Βλέπετε, είχα αποκτήσει πια
ένα όπλο εναντίον του. Δεν τολμούσε να μου φέρει καμιά αντίρρηση. Τότε
ήταν που έστειλα μακριά τον Όσβαλντ. Είχε κλείσει τα εφτά,
παρατηρούσε τι γινόταν γύρω του και έκανε συνεχώς ερωτήσεις, όπως
κάνουν όλα τα παιδιά. Αυτό δεν μπορούσα να το ανεχτώ, Μάντερς. Μου
φαινόταν ότι ο αέρας που ανάσαινε το παιδί στο σπίτι ήταν
δηλητηριασμένος. Αυτός είναι ο λόγος που τον έστειλα μακριά. Και τώρα
μάθατε γιατί δεν τον άφησα να πατήσει το πόδι του εδώ μέσα μέχρι που
πέθανε ο πατέρας του. Κανείς δεν ξέρει πόσο έχω υποφέρει γι' αυτό.
ΜΑΝΤΕΡΣ Ομολογώ ότι περάσατε πολύ σκληρές δοκιμασίες στη ζωή
σας.
ΑΛΒΙΝΓΚ Δεν θα άντεχα ούτε λεπτό, αν δεν είχα την εργασία μου. Ναι,
γιατί μπορώ να ισχυριστώ ότι εργάστηκα! Για την επέκταση της
κτηματικής μας περιουσίας, για τις βελτιώσεις, για τις επισκευές των
κτισμάτων ‒ και όλον τον θαυμασμό τον εισέπραξε φυσικά ο Άλβινγκ. Ή
μήπως πιστεύετε πως αυτός ήταν ικανός για τέτοιες δουλειές; Αυτός, που
έμενε ξαπλωμένος όλη τη μέρα στον καναπέ ξεφυλλίζοντας παλιές
επετηρίδες; Όχι, τώρα θα σας πω και κάτι άλλο: Εγώ ήμουν αυτή που τον
στύλωνα στα πόδια του όταν λογικευόταν για λίγο κι εγώ πάλι έπρεπε να
σηκώσω όλο το φορτίο όταν ξαναβουτούσε στον βούρκο και σωριαζόταν
ένα ράκος εξαιτίας της άθλιας ζωής του.
ΜΑΝΤΕΡΣ Και γι' αυτόν τον άνθρωπο στήσατε ένα μνημείο.
ΑΛΒΙΝΓΚ Να ποια είναι η εξουσία της ένοχης συνείδησης.
ΜΑΝΤΕΡΣ Της ένοχης ‒; Τι εννοείτε;
ΑΛΒΙΝΓΚ Πίστευα ακράδαντα ότι κάποτε η αλήθεια θα βγει στην
επιφάνεια. Γι' αυτό έχτισα το ίδρυμα, για να σκορπίσει όλες τις κακές
φήμες και να διαλύσει κάθε αμφιβολία.
ΜΑΝΤΕΡΣ Είμαι σίγουρος ότι πετύχατε τον σκοπό σας, κυρία Άλβινγκ.
ΑΛΒΙΝΓΚ Είχα ωστόσο ακόμα έναν λόγο. Δεν ήθελα ο γιος μου, ο
Όσβαλντ, να κληρονομήσει έστω και το ελάχιστο από τον πατέρα του.
ΜΑΝΤΕΡΣ Ώστε από την περιουσία του Άλβινγκ, είναι που; ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, τα ποσά που διέθεσα αυτά τα χρόνια για το ίδρυμα
αντιστοιχούν ‒τα υπολόγισα όλα με ακρίβεια‒ στην περιουσία που είχε ο
Άλβινγκ την εποχή που εμφανίστηκε μπροστά μου ως αξιοζήλευτος
γαμπρός.
ΜΑΝΤΕΡΣ Ναι, σας κατάλαβα ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Πρόκειται για το χρήμα της εξαγοράς μου ‒. Δεν θέλω αυτά
τα χρήματα να πέσουν στα χέρια του Όσβαλντ. Ό,τι έχει να κληρονομήσει
ο γιος μου, θα το κληρονομήσει από μένα.
ΑΛΒΙΝΓΚ Γύρισες κιόλας; Αγαπημένο μου, χρυσό μου παιδί!
ΟΣΒΑΛΝΤ Ναι, τι να κάνει κανείς έξω μ' αυτή τη φοβερή βροχή;
Άκουσα ότι ήρθε η ώρα να καθίσουμε στο τραπέζι. Υπέροχα!
ΡΕΓΚΙΝΕ Ήρθε ένα πακέτο για σας.
ΑΛΒΙΝΓΚ Θα είναι σίγουρα τα γιορταστικά τραγούδια για αύριο.
ΜΑΝΤΕΡΣ Χμ ‒
ΡΕΓΚΙΝΕ Το τραπέζι είναι έτοιμο, περάστε.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ωραία, ερχόμαστε αμέσως, θέλω μονάχα ‒
ΡΕΓΚΙΝΕ Κύριε Άλβινγκ, επιθυμείτε άσπρο ή κόκκινο πόρτο;
ΟΣΒΑΛΝΤ Και τα δύο, δεσποινίς Έγκστραντ.
ΡΕΓΚΙΝΕ Bien ‒ Μάλιστα, κύριε Άλβινγκ.
ΟΣΒΑΛΝΤ Θα τη βοηθήσω ν' ανοίξουμε τα μπουκάλια ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, όπως σας το είπα. Μας έστειλαν τα τραγούδια για τη
γιορτή, πάστορα Μάντερς.
ΜΑΝΤΕΡΣ Κι εγώ πώς θα μπορέσω να βγάλω έναν εορταστικό λόγο με
καθαρή συνείδηση ‒! Εγώ ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Είμαι σίγουρη πως θα βρείτε έναν τρόπο.
ΜΑΝΤΕΡΣ Δεν μπορούμε βέβαια και να προκαλέσουμε σκάνδαλο.
ΑΛΒΙΝΓΚ Μα, φυσικά. Ωστόσο, αυτή η μακρόσυρτη και αηδιαστική
κωμωδία θα φτάσει στο τέλος της. Από μεθαύριο θα σκέφτομαι ότι ήταν
σαν να μην έζησε ποτέ ο νεκρός στο σπίτι. Εδώ, σ' αυτό το σπίτι, θα
ζήσουν μόνο ο γιος μου κι η μάνα του.
Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΡΕΓΚΙΝΕ Όσβαλντ! Τρελάθηκες; Άφησέ με!
ΑΛΒΙΝΓΚ Α! ‒!
ΜΑΝΤΕΡΣ Τι συμβαίνει, κυρία Άλβινγκ; Τι ήταν αυτό;
ΑΛΒΙΝΓΚ Βρικόλακες. Το ζευγάρι της τραπεζαρίας εμφανίστηκε πάλι.
ΜΑΝΤΕΡΣ Μα τι είναι αυτά που λέτε! Η Ρεγκίνε ‒; Είναι η ‒;
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, ελάτε. Μην πείτε λέξη ‒!
ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΑΞΗ

ΑΛΒΙΝΓΚ Καλή χώνεψη, κύριε πάστορα. Δεν θα έρθεις μαζί μας,


Όσβαλντ;
ΟΣΒΑΛΝΤ Όχι, ευχαριστώ, θα βγω λίγο έξω.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, πήγαινε, σαν να έφτιαξε κάπως ο καιρός. Ρεγκίνε!
ΡΕΓΚΙΝΕ Ορίστε, κυρία.
ΑΛΒΙΝΓΚ Πήγαινε κάτω στο υπόγειο να τους βοηθήσεις να τελειώσουν
τα στεφάνια με τις κορδέλες.
ΡΕΓΚΙΝΕ Μάλιστα, κυρία.
ΜΑΝΤΕΡΣ Δεν μπορεί να μας ακούσει από μέσα;
ΑΛΒΙΝΓΚ Όχι, όταν είναι κλειστή η πόρτα. Εξάλλου, θα βγει έξω.
ΜΑΝΤΕΡΣ Δεν έχω συνέλθει ακόμα. Απορώ πώς κατάφερα να βάλω
μπουκιά στο στόμα μου.
ΑΛΒΙΝΓΚ Κι εγώ. Αλλά τι θα κάνουμε;
ΜΑΝΤΕΡΣ Ναι, τι θα κάνουμε; Ειλικρινά, δεν ξέρω. Είμαι εντελώς
άπειρος σ' αυτά τα θέματα.
ΑΛΒΙΝΓΚ Είμαι σίγουρη, πάντως, ότι δεν συνέβη ακόμα κάτι το
σοβαρό.
ΜΑΝΤΕΡΣ Όχι, προς Θεού! Η συμπεριφορά του ωστόσο παραήταν
οικεία.
ΑΛΒΙΝΓΚ Θα έλεγα πως ήταν μάλλον κάτι αυθόρμητο. Τίποτα το κακό,
σας διαβεβαιώνω.
ΜΑΝΤΕΡΣ Ναι, όπως σας είπα, δεν έχω καθόλου πείρα σε τέτοια
πράγματα. Έχω την εντύπωση, όμως ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Πρέπει να τη διώξω από το σπίτι. Και γρήγορα μάλιστα. Δεν
χωράει καμιά συζήτηση ‒
ΜΑΝΤΕΡΣ Εννοείται.
ΑΛΒΙΝΓΚ Και πού να τη στείλω; Και ποιος θ' αναλάβει την ευθύνη αν ‒
ΜΑΝΤΕΡΣ Πού; Στο σπίτι του πατέρα της, πού αλλού;
ΑΛΒΙΝΓΚ Τίνος, είπατε;
ΜΑΝΤΕΡΣ Στου ‒ Μα όχι, ο Έγκστραντ δεν είναι ο ‒ Για τ' όνομα του
Θεού, κυρία Άλβινγκ, είναι ποτέ δυνατόν; Μήπως κάνετε κάποιο λάθος;
ΑΛΒΙΝΓΚ Όχι, δυστυχώς. Δεν κάνω κανένα απολύτως λάθος. Η Γιοχάνε
μου τα ομολόγησε όλα ‒ και ο Άλβινγκ δεν μπορούσε φυσικά να το
αρνηθεί. Δεν είχαμε καμιά άλλη επιλογή, έπρεπε να το κουκουλώσουμε το
συμβάν.
ΜΑΝΤΕΡΣ Ναι, ασφαλώς. Τι άλλο να κάνατε;
ΑΛΒΙΝΓΚ Η κοπέλα έφυγε αμέσως. Της δώσαμε ένα σεβαστό ποσό, για
να κρατήσει το στόμα της κλειστό. Όταν έφτασε στην πόλη, φρόντισε
μόνη της να τακτοποιηθεί κάπου και επανασυνδέθηκε μ' έναν παλιό της
γνώριμο, τον Έγκστραντ, τον μαραγκό. Φαντάζομαι ότι άφησε να εννοηθεί
ότι είχε αρκετά χρήματα στην άκρη. Σκαρφίστηκε και μια ιστορία μ' έναν
Εγγλέζο που βρέθηκε με το κότερό του, μες στο καλοκαίρι, στα μέρη μας,
κι αυτό ήταν. Παντρεύτηκε τον Έγκστραντ χωρίς καμιά καθυστέρηση.
Εσείς ο ίδιος τους στεφανώσατε.
ΜΑΝΤΕΡΣ Είναι πραγματικά απίστευτο ‒ Τον θυμάμαι πολύ καλά τον
Έγκστραντ, όταν ήρθε να συνεννοηθούμε για τον γάμο του. Ένιωθε
ένοχος και κατέκρινε συνεχώς τον εαυτό του και την αρραβωνιαστικιά του
για την επιπολαιότητά τους.
ΑΛΒΙΝΓΚ Φυσικά, αφού έπρεπε να πάρει επάνω του την ευθύνη.
ΜΑΝΤΕΡΣ Πώς και δεν ντράπηκε καθόλου για το ψέμα του! Κι
απέναντί μου μάλιστα. Αυτό δεν θα το πίστευα ποτέ για τον Γιάκομπ
Έγκστραντ. Πρέπει να του μιλήσω. Θα είμαι πολύ αυστηρός μαζί του και
θα το μετανιώσει αυτό που έκανε ‒ Και τι ανήθικος δεσμός! Μόνο και
μόνο για τα χρήματα ‒! Πόσα δώσατε στην κοπέλα;
ΑΛΒΙΝΓΚ Χίλιες κορόνες.
ΜΑΝΤΕΡΣ Για σκέψου ‒ να πάει και να παντρευτεί μια διεφθαρμένη
γυναίκα για χίλιες παλιοκορόνες!
ΑΛΒΙΝΓΚ Και τι έχετε να πείτε για μένα, που πήγα και παντρεύτηκα
έναν διεφθαρμένο άντρα;
ΜΑΝΤΕΡΣ Ω, Θεέ μου ‒ Τι είναι αυτά τα λόγια; Έναν διεφθαρμένο
άντρα!
ΑΛΒΙΝΓΚ Γιατί, έχετε την εντύπωση πως όταν με οδήγησε ο Άλβινγκ
στην εκκλησία ήταν ηθικότερος από τη Γιοχάνε, που παντρεύτηκε τον
Έγκστραντ;
ΜΑΝΤΕΡΣ Μα, πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα.
ΑΛΒΙΝΓΚ Κάνετε πολύ μεγάλο λάθος. Η μόνη διαφορά είναι στην τιμή
‒ Αντί για χίλιες παλιοκορόνες, μια ολόκληρη περιουσία.
ΜΑΝΤΕΡΣ Μα τι συγκρίσεις είναι αυτές που κάνετε; Εσείς ακούσατε
την καρδιά σας και συμβουλευτήκατε τους δικούς σας.
ΑΛΒΙΝΓΚ Νόμιζα πως τότε είχατε ήδη αντιληφθεί για ποιον χτυπούσε
αυτό που εσείς αποκαλείτε η καρδιά μου.
ΜΑΝΤΕΡΣ Αν είχα αντιληφθεί κάτι τέτοιο, δεν θα σας επισκεπτόμουν
καθημερινά στο σπίτι του συζύγου σας.
ΑΛΒΙΝΓΚ Όσον αφορά τον εαυτό μου, πρέπει να ομολογήσω ότι δεν
ακολούθησα τη φωνή της καρδιάς μου.
ΜΑΝΤΕΡΣ Ναι, αλλά, όπως συνηθίζεται, συμβουλευτήκατε τους
κοντινότερους συγγενείς σας. Τη μητέρα σας και τις δύο θείες σας, όπως
ήταν το καθήκον σας.
ΑΛΒΙΝΓΚ Πράγματι. Αυτές οι τρεις τα κανόνισαν όλα, για λογαριασμό
μου. Ω, ήταν φοβερό αυτό που σκέφτηκαν, πως θα ήταν καθαρή τρέλα να
πούμε όχι σε μια τόσο δελεαστική πρόταση. Αν μπορούσε τώρα η μάνα
μου να με δει από κει ψηλά που βρίσκεται θα έβλεπε πού μας οδήγησαν τα
πλούτη και τα μεγαλεία!
ΜΑΝΤΕΡΣ Κανείς δεν ευθύνεται για την τροπή που πήραν τα πράγματα.
Μην ξεχνάτε πάντως πως στον γάμο σας τηρήθηκαν όλοι οι νόμιμοι τύποι.
ΑΛΒΙΝΓΚ Α, ναι, ο νόμος και οι τύποι. Πολλές φορές αναλογίζομαι ότι
αυτά προκαλούν όλη τη δυστυχία στον κόσμο μας.
ΜΑΝΤΕΡΣ Κυρία Άλβινγκ, αυτό που λέτε είναι μεγάλη αμαρτία.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, ας είναι. Δεν υποφέρω άλλο τις δεσμεύσεις και τις
υποχρεώσεις. Φτάνει πια! Αναζητώ την ελευθερία μου.
ΜΑΝΤΕΡΣ Τι εννοείτε μ' αυτό;
ΑΛΒΙΝΓΚ Δεν έπρεπε να κρύψω τίποτα από τη ζωή που έκανε ο
Άλβινγκ. Τότε όμως δεν είχα το θάρρος να μιλήσω ‒ ούτε για να
υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Τόσο δειλή ήμουν.
ΜΑΝΤΕΡΣ Δειλή;
ΑΛΒΙΝΓΚ Αν ο κόσμος μάθαινε τίποτα, θα έλεγε: «Τον καημένο τον
άνθρωπο, είναι φυσικό να παρεκτρέπεται, αφού η γυναίκα του τον
εγκατέλειψε».
ΜΑΝΤΕΡΣ Δεν θα είχε και τελείως άδικο.
ΑΛΒΙΝΓΚ Αν είχα περισσότερο θάρρος, θα καλούσα τον Όσβαλντ και
θα του έλεγα: «Άκουσε να σου πω, αγόρι μου, ο πατέρας σου ήταν ένας
διεφθαρμένος…».
ΜΑΝΤΕΡΣ Θεός φυλάξοι ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ ‒ Θα του έλεγα ό,τι είπα και σε σας ‒ και με κάθε
λεπτομέρεια.
ΜΑΝΤΕΡΣ Μα αυτά που λέτε, κυρία Άλβινγκ, είναι εξοργιστικά.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, το ξέρω, το ξέρω! Κι εγώ η ίδια εξοργίζομαι μ' αυτές τις
σκέψεις. Τόσο δειλή είμαι.
ΜΑΝΤΕΡΣ Κι αποκαλείτε δειλία την προσήλωσή σας στο καθήκον και
τις υποχρεώσεις σας; Ξεχνάτε ότι το παιδί οφείλει να σέβεται και ν' αγαπά
τον πατέρα του και τη μητέρα του;
ΑΛΒΙΝΓΚ Μη γενικεύετε το θέμα. Γιατί δεν ρωτάτε, καλύτερα: Οφείλει
ο Όσβαλντ να σέβεται και ν' αγαπά τον αυλικό Άλβινγκ;
ΜΑΝΤΕΡΣ Πώς σας επιτρέπει η καρδιά της μάνας να σπιλώνετε τα
ιδανικά του παιδιού σας;
ΑΛΒΙΝΓΚ Και η αλήθεια;
ΜΑΝΤΕΡΣ Και τα ιδανικά;
ΑΛΒΙΝΓΚ Ω, ‒ τα ιδανικά, τα ιδανικά! Ας μην ήμουν μονάχα τόσο δειλή
όσο είμαι!
ΜΑΝΤΕΡΣ Μην περιφρονείτε τα ιδανικά, κυρία Άλβινγκ ‒ γιατί
αργότερα θα το μετανιώσετε πικρά. Και τώρα, ας επανέλθουμε στον
Όσβαλντ. Ο Όσβαλντ, δυστυχώς, δεν έχει πολλά ιδανικά. Παρ' όλα αυτά,
έχω καταλάβει ότι ο πατέρας του αποτελεί γι' αυτόν ιδανικό.
ΑΛΒΙΝΓΚ Σ' αυτό έχετε δίκιο.
ΜΑΝΤΕΡΣ Και αυτά τα συναισθήματα του τα εμφυσήσατε εσείς, με τις
επιστολές που του γράφατε.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, αυτό ήταν το καθήκον μου και ήμουν υποχρεωμένη να
του λέω ψέματα χρόνια ολόκληρα, για να μην τον αναστατώσω. Ω, τι
δειλή ‒ τι δειλή που ήμουν!
ΜΑΝΤΕΡΣ Ο γιος σας έζησε σε μια αυταπάτη και, χάρη σε σας, κυρία
Άλβινγκ, ήταν ευτυχισμένος ‒ μην το παραγνωρίζετε αυτό.
ΑΛΒΙΝΓΚ Χμ. Αναρωτιέμαι αν αυτό μας βγήκε σε καλό. ‒ Πάντως δεν
θα επιτρέψω να έχει καμία σχέση με τη Ρεγκίνε. Δεν υπάρχει λόγος να
κάνει δυστυχισμένο το καημένο το κορίτσι.
ΜΑΝΤΕΡΣ Όχι, για τ' όνομα του Θεού, αυτό θα ήταν φοβερό!
ΑΛΒΙΝΓΚ Αν ήξερα ότι το εννοεί σοβαρά κι ότι θα ήταν για το καλό του

ΜΑΝΤΕΡΣ Τότε;
ΑΛΒΙΝΓΚ Όχι, δυστυχώς δεν γίνεται. Η Ρεγκίνε δεν ταιριάζει.
ΜΑΝΤΕΡΣ Για ποιο πράγμα; Δεν σας καταλαβαίνω.
ΑΛΒΙΝΓΚ Αν δεν ήμουν τόσο δειλή, το λέω και το ξαναλέω, θα του
έλεγα: «Παντρέψου την, ή ζήστε όπως εσείς νομίζετε, αρκεί να μην
καταφύγετε στην απάτη».
ΜΑΝΤΕΡΣ Κύριε των δυνάμεων ‒! Με νόμιμο γάμο κιόλας! Τι φοβερή
ιδέα ‒! Τι απίστευτο ‒!
ΑΛΒΙΝΓΚ Λέτε απίστευτο; Πείτε μου όμως, με όλη σας την ειλικρίνεια,
κύριε πάστορα, πιστεύετε πως δεν υπάρχουν σ' αυτή τη χώρα άλλα
ζευγάρια που τους ενώνουν στενοί συγγενικοί δεσμοί;
ΜΑΝΤΕΡΣ Δεν καταλαβαίνω καθόλου τι θέλετε να πείτε.
ΑΛΒΙΝΓΚ Καταλαβαίνετε και πολύ καλά μάλιστα.
ΜΑΝΤΕΡΣ Σκέφτεστε πως ίσως κάποιοι, εντελώς τυχαία ‒. Ναι, η
οικογενειακή ζωή δεν στηρίζεται πάντα σε αγνά θεμέλια, όπως θα 'πρεπε.
Όμως, στις περιπτώσεις που εννοείτε, κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος
‒ τουλάχιστον με απόλυτη βεβαιότητα. Αλλά, στην προκειμένη περίπτωση
‒ πώς είναι δυνατόν, εσείς, μια μητέρα, να θέλετε ο ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Μα αυτό ακριβώς δεν θέλω. Σε καμία περίπτωση δεν θα το
επιτρέψω, αυτό προσπαθώ να σας εξηγήσω.
ΜΑΝΤΕΡΣ Ναι, επειδή είστε δειλή, όπως το εκφράσατε. Αν όμως δεν
ήσαστε δειλή ‒! Θεέ μου, τι ανίερος δεσμός!
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, εξάλλου έχω την εντύπωση ότι, λίγο πολύ, όλοι μας
είμαστε καρποί τέτοιων σχέσεων. Και ποιος φρόντισε να είναι η επίγεια
ζωή μας κατ' αυτόν τον τρόπο, πάστορα Μάντερς;
ΜΑΝΤΕΡΣ Αυτό το ερώτημα αρνούμαι να το συζητήσω μαζί σας, κυρία
Άλβινγκ. Θεωρώ πως δεν έχετε τις κατάλληλες γνώσεις για τέτοια
ζητήματα. Αλλά να ισχυρίζεστε ότι είστε δειλή ‒!
ΑΛΒΙΝΓΚ Θα σας πω αμέσως τι εννοώ. Και φοβάμαι και είμαι δειλή,
γιατί μέσα μου υπάρχει κάτι το βρικολακιασμένο.
ΜΑΝΤΕΡΣ Πώς το είπατε αυτό;
ΑΛΒΙΝΓΚ Βρικολακιασμένο. Όταν άκουσα τη Ρεγκίνε και τον Όσβαλντ
να μιλούν στην τραπεζαρία, νόμιζα πως περνούσαν από μπροστά μου
βρικόλακες. Κατά βάθος όμως, πάστορα Μάντερς, πιστεύω πως όλοι μας
είμαστε βρικόλακες. Δεν βρικολακιάζει εντός μας μόνο ό,τι μας
κληροδότησαν ο πατέρας κι η μάνα μας. Είναι και οι απαρχαιωμένες ιδέες,
όλων των ειδών οι νεκρές αντιλήψεις. Αυτά δεν έχουν καμιά ζωή, ωστόσο
ριζώνουν βαθιά μέσα μας και μας εξουσιάζουν. Μόλις ανοίξω την
εφημερίδα και αρχίσω να διαβάζω, βλέπω βρικόλακες να τριγυρνούν
ανάμεσα στις γραμμές. Είναι παντού. Απλώνονται σαν τους κόκκους της
άμμου. Έπειτα, όλοι μας, χωρίς καμιά εξαίρεση, φοβόμαστε τόσο πολύ το
φως.
ΜΑΝΤΕΡΣ Αχά ‒ ιδού τα ολέθρια αποτελέσματα από τα αναγνώσματά
σας. Μα την αλήθεια, ωραίους καρπούς δρέψατε! Ω, αυτά τα αισχρά,
επαναστατικά βιβλία!
ΑΛΒΙΝΓΚ Κάνετε μεγάλο λάθος, αγαπητέ μου πάστορα. Σεις ο ίδιος με
παροτρύνατε ν' αρχίσω να σκέφτομαι και σας ευχαριστώ γι' αυτό.
ΜΑΝΤΕΡΣ Εγώ;
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι. Όταν με υποχρεώνατε ν' ανταποκριθώ στις υποχρεώσεις
μου και να κάνω το καθήκον μου, όταν εγκωμιάζατε ως σωστό και δίκαιο
ό,τι περισσότερο μισούσε η ψυχή μου, τότε άρχισα ν' αμφιβάλλω για την
αλήθεια των λόγων σας. Πήγα να τραβήξω την άκρη μιας κλωστής και
αμέσως ξηλώθηκε όλο το πλεχτό. Κατάλαβα πως η ύφανση ήταν της
μηχανής.
ΜΑΝΤΕΡΣ Αυτή λοιπόν είναι η ανταμοιβή από την πιο σκληρή μάχη της
ζωής μου;
ΑΛΒΙΝΓΚ Πείτε καλύτερα, από την πιο ολέθρια ήττα σας.
ΜΑΝΤΕΡΣ Ήταν η πιο μεγάλη νίκη της ζωής μου, Έλεν, νίκησα τον ίδιο
μου τον εαυτό.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ήταν έγκλημα και για τους δυο μας.
ΜΑΝΤΕΡΣ Επειδή σας ικέτεψα να επιστρέψετε στο σπίτι σας και στον
νόμιμο σύζυγό σας; Τότε που ήρθατε σε έξαλλη κατάσταση και μου
φωνάζατε: «Να 'μαι, ήρθα, πάρε με! Αυτό ήταν το έγκλημα; ».
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, αυτό το πιστεύω.
ΜΑΝΤΕΡΣ Εμείς οι δυο δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε.
ΑΛΒΙΝΓΚ Όχι, πια.
ΜΑΝΤΕΡΣ Ποτέ ‒ ποτέ, ούτε στις πιο κρυφές μου σκέψεις δεν σας είδα
με αλλιώτικο βλέμμα. Ήσαστε πάντα η γυναίκα κάποιου άλλου.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, να το πιστέψω;
ΜΑΝΤΕΡΣ Έλεν!
ΑΛΒΙΝΓΚ Ξεχνάει κανείς τόσο εύκολα.
ΜΑΝΤΕΡΣ Εγώ, όχι. Είμαι πάντα αυτός που ήμουν.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, ναι, ναι ‒ ας μη μιλήσουμε άλλο για τα περασμένα.
Εσείς πνίγεστε με τις επιτροπές και τα συμβούλιά σας κι εγώ παλεύω εδώ
πέρα με βρικόλακες, που τριγυρνούν μέσα και γύρω μου.
ΜΑΝΤΕΡΣ Είμαι πρόθυμος να σας βοηθήσω ν' απαλλαγείτε από τους
βρικόλακες που τριγυρνούν γύρω σας. Μετά από όλα τα φοβερά που
άκουσα και μου λέτε σήμερα, η συνείδησή μου δεν μου επιτρέπει ν'
αφήσω ένα άπειρο νεαρό κορίτσι να παραμείνει στο σπίτι σας.
ΑΛΒΙΝΓΚ Δεν νομίζετε κι εσείς ότι το καλύτερο θα ήταν να την
αποκαταστήσουμε; ‒ Εννοώ, να την παντρέψουμε;
ΜΑΝΤΕΡΣ Ναι, σίγουρα. Πιστεύω ότι, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα,
αυτό θα ήταν το προτιμότερο. Η Ρεγκίνε έχει φτάσει πια σε ηλικία που ‒,
καλά, δεν τα πολυκαταλαβαίνω αυτά, αλλά ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Η Ρεγκίνε ωρίμασε πολύ γρήγορα.
ΜΑΝΤΕΡΣ Ναι, πράγματι. Θυμάμαι πόσο αναπτυγμένη ήταν για την
ηλικία της όταν ήρθε στην εκκλησία να προετοιμαστεί για την πρώτη της
μετάληψη. Για την ώρα πάντως, πρέπει να τη στείλουμε στο σπίτι της,
στον πατέρα της ‒. Μα, ο Έγκστραντ δεν είναι ο ‒. Πώς τόλμησε να μου
κρύψει την αλήθεια!
ΑΛΒΙΝΓΚ Ποιος να είναι άραγε; Περάστε.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Συγνώμη που σας ενοχλώ, αλλά ‒
ΜΑΝΤΕΡΣ Αχά, χμ ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Εσείς είστε, Έγκστραντ;
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ ‒ Δεν ήταν κανείς στην είσοδο, έτσι πήρα το θάρρος να
περάσω.
ΑΛΒΙΝΓΚ Καλά, καλά, περάστε. Θέλετε να μου πείτε κάτι;
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Όχι, όχι, δεν θέλω να σας ανησυχήσω. Θέλω μονάχα να
πω δυο κουβέντες στον κύριο πάστορα.
ΜΑΝΤΕΡΣ Χμ, ώστε έτσι, θέλεις να μου μιλήσεις. Αυτό δεν είπες;
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Ναι, ναι, αν έχετε την καλοσύνη ‒
ΜΑΝΤΕΡΣ Λοιπόν, περί τίνος πρόκειται;
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Ξέρετε, κύριε πάστορα, τελειώσαμε με τη δουλειά εκεί
κάτω και πληρωθήκαμε κιόλας. Ευχαριστούμε πολύ, κυρία, να 'στε καλά.
‒ Τώρα που όλα είναι έτοιμα, σκέφτηκα πως θα ήταν ωραίο, αν όλοι εμείς
που δουλέψαμε μαζί τόσο σκληρά όλον αυτόν τον καιρό ‒ μου φαίνεται
πως θα έπρεπε να κλείσουμε τη δουλειά με μια μικρή δοξολογία απόψε.
ΜΑΝΤΕΡΣ Με μια δοξολογία; Κάτω στο ορφανοτροφείο;
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Ναι, αν όμως εσείς, κύριε πάστορα, δεν το βρίσκετε
σωστό, τότε ‒
ΜΑΝΤΕΡΣ Μα, βέβαια και είναι σωστό, αλλά ‒χμ‒
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Πολλές φορές, τα βράδια, διάβασα προσευχές εκεί κάτω.
ΑΛΒΙΝΓΚ Εσείς;
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Έτυχε, μερικές φορές, να το κάνω, διάβασα μια δυο
δεήσεις, όπως τις λέτε. Εγώ όμως δεν είμαι παρά ένας ταπεινός άνθρωπος,
κι ας με συγχωρέσει ο Θεός που ανακατεύτηκα μ' αυτά ‒ σκέφτηκα, όμως,
ότι αφού εσείς είστε εδώ, τότε ‒
ΜΑΝΤΕΡΣ Ωραία, Έγκστραντ, αλλά να σου κάνω πρώτα μια ερώτηση.
Νιώθεις στ' αλήθεια την ανάγκη να συγκεντρωθούμε όλοι για μια
προσευχή; Νιώθεις τη συνείδησή σου ήσυχη και καθαρή;
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Για τον Θεό, κύριε πάστορα, δεν είναι ώρα τώρα να
μιλήσουμε για τη συνείδησή μας.
ΜΑΝΤΕΡΣ Ακριβώς γι' αυτή θέλω να μιλήσουμε. Τι έχεις, λοιπόν, να
μου πεις;
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Ναι, η συνείδηση ‒ κάτι μπορεί να πάει στραβά, καμιά
φορά.
ΜΑΝΤΕΡΣ Το ομολογείς, πάντως. Μπορείς τώρα να μου πεις ξεκάθαρα
‒ ποια ακριβώς είναι η σχέση σου με τη Ρεγκίνε;
ΑΛΒΙΝΓΚ Πάστορα Μάντερς!
ΜΑΝΤΕΡΣ Μην ανησυχείτε, αφήστε με να μιλήσω.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Με τη Ρεγκίνε! Θεέ μου, πόσο με τρομάζετε! Έπαθε κάτι
κακό η Ρεγκίνε;
ΜΑΝΤΕΡΣ Ας ελπίσουμε πως όχι. Αυτό που θέλω να μάθω τώρα είναι
ποια είναι η σχέση σου με τη Ρεγκίνε. Ισχυρίζεσαι ότι είσαι ο πατέρας της,
λοιπόν;
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Ναι ‒χμ‒ εσείς, κύριε πάστορα, γνωρίζετε την ιστορία μου
με τη μακαρίτισσα τη Γιοχάνε.
ΜΑΝΤΕΡΣ Μην κρύβεις άλλο την αλήθεια. Η συγχωρεμένη η γυναίκα
σου, προτού φύγει από την υπηρεσία της κυρίας Άλβινγκ, της τα
ομολόγησε όλα.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Α, έτσι; ‒! Της τα είπε όλα;
ΜΑΝΤΕΡΣ Όπως βλέπεις, Έγκστραντ, η αλήθεια αποκαλύφθηκε.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Κι εκείνη, που ορκιζόταν στη Βίβλο ‒
ΜΑΝΤΕΡΣ Στη Βίβλο;
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Όχι στη Βίβλο, μόνο έπεφτε κάτω στα πόδια μου και
ορκιζόταν.
ΜΑΝΤΕΡΣ Κι όλα αυτά τα χρόνια μου απέκρυψες την αλήθεια. Την
απέκρυψες από μένα, που σε εμπιστευόμουν στο καθετί.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Ναι, δυστυχώς έτσι είναι.
ΜΑΝΤΕΡΣ Και πιστεύεις, Έγκστραντ, ότι το άξιζα αυτό; Δεν στάθηκα
στο πλευρό σου όλα αυτά τα χρόνια; Δεν έκανα ό,τι μπορούσα για να σε
βοηθήσω ηθικά και υλικά; Απάντησέ μου! Έτσι δεν είναι;
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Θα είχα κακά ξεμπερδέματα αν δεν με είχατε βοηθήσει
τόσες και τόσες φορές, κύριε πάστορα.
ΜΑΝΤΕΡΣ Και συ με αντάμειψες μ' αυτόν τον τρόπο. Υποχρεώθηκα να
καταχωρήσω ανακρίβειες στο ληξιαρχικό βιβλίο και, στη συνέχεια, χρόνια
ολόκληρα, απέφυγες να μου αποκαλύψεις την αλήθεια. Η συμπεριφορά
σου ήταν εντελώς απαράδεκτη, κύριε Έγκστραντ, και από σήμερα δεν
θέλω πια να έχω καμιά σχέση μαζί σου.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Ναι, το καταλαβαίνω.
ΜΑΝΤΕΡΣ Λοιπόν, έχεις να πεις κάτι για να δικαιολογήσεις τη
συμπεριφορά σου;
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Μα τι έπρεπε να κάνει; Ν' ανοίξει το στόμα της και να
ντροπιαστεί ακόμα περισσότερο; Για ελάτε στη θέση της μακαρίτισσας
της Γιοχάνε, κύριε πάστορα ‒
ΜΑΝΤΕΡΣ Εγώ;
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Προς Θεού, μην το παίρνετε έτσι στραβά. Εννοώ, τι θα
κάνατε αν ντρεπόσασταν για κάτι και θέλατε να το κρύψετε από τον
κόσμο. Εμείς οι άντρες, κύριε πάστορα, δεν θα πρέπει να κρίνουμε τόσο
αυστηρά μια φτωχή γυναίκα.
ΜΑΝΤΕΡΣ Καθόλου. Εξάλλου δεν έχω αυτή την πρόθεση. Με σένα τα
έχω βάλει.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Μου επιτρέπετε, κύριε πάστορα, να σας κάνω μια απλή
ερώτηση;
ΜΑΝΤΕΡΣ Σε ακούω.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Δεν είναι σωστό ο άντρας να σώζει μια παραστρατημένη
γυναίκα;
ΜΑΝΤΕΡΣ Ναι, φυσικά.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Και ο άντρας δεν πρέπει να κρατά τον λόγο του;
ΜΑΝΤΕΡΣ Βέβαια και πρέπει, αλλά ‒
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Τότε που η Γιοχάνε έμπλεξε με τον Εγγλέζο ‒μπορεί να
ήταν και Αμερικάνος ή Ρώσος, όπως άκουσα να λένε‒, έφυγε και ήρθε
στην πόλη. Η καημένη με είχε διώξει μία ή δύο φορές στο παρελθόν, γιατί
το μόνο που την ένοιαζε ήταν η ομορφιά, χμ. Κι εγώ είχα αυτή την
αναπηρία στο πόδι. Εσείς, κύριε πάστορα, θα θυμάστε που βρέθηκα σ' ένα
γλέντι με κάτι ναύτες που ήταν τύφλα στο μεθύσι και έκαναν μεγάλη
φασαρία. Πήγα να τους πιάσω με το καλό, να σταματήσουν τις φωνές, να
τους βάλω σε τάξη ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Χμ ‒
ΜΑΝΤΕΡΣ Ξέρω, ξέρω, Έγκστραντ, αυτοί οι βάρβαροι άνθρωποι σε
πέταξαν κάτω από τη σκάλα. Μου την έχεις πει αυτή την ιστορία, η πράξη
σου σε τιμά.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Δεν το καυχιέμαι, κύριε πάστορα, άλλο ξεκίνησα να σας
πω. Ήρθε και μου τα εξομολογήθηκε όλα. Έκλαιγε με μαύρο δάκρυ,
ούρλιαζε και χτυπούσαν τα δόντια της. Ειλικρινά σας λέω, κύριε πάστορα,
το κλάμα της μου σπάραξε την καρδιά.
ΜΑΝΤΕΡΣ Αλήθεια, Έγκστραντ, μετά τι έγινε;
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Τότε λοιπόν, της είπα: «Ο Αμερικανός εξαφανίστηκε.
Τώρα θα ταξιδεύει στις πέντε θάλασσες, και συ, Γιοχάνε», της είπα,
«έκανες μια αμαρτία και ντροπιάστηκες. Ο Γιάκομπ Έγκστραντ, όμως,
πατάει γερά στα δυο του τα ποδάρια», που λέει ο λόγος, κύριε πάστορα.
ΜΑΝΤΕΡΣ Καταλαβαίνω πολύ καλά τι μου λες, συνέχισε, σε παρακαλώ.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Και για να μην καταλάβει ο κόσμος τα στραβοπατήματά
της με τους ξένους, της έδωσα το χέρι μου, τη σήκωσα όρθια και τη
στεφανώθηκα στην εκκλησία.
ΜΑΝΤΕΡΣ Πολύ σωστά έπραξες, αλλά εκείνο που δεν καταλαβαίνω
είναι πώς καταδέχτηκες να πάρεις χρήματα.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Χρήματα, εγώ; Δεκάρα τσακιστή δεν πήρα.
ΜΑΝΤΕΡΣ Ώστε έτσι ‒!
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Α, ναι ‒ μια στιγμή, τώρα θυμάμαι. Η Γιοχάνε είχε κάτι
κορονούλες στην άκρη. Εγώ όμως δεν είχα καμιά δουλειά μ' αυτά τα
λεφτά. Φτου σου, μαμμωνά, είπα, αυτά είναι βρόμικα λεφτά. Τι και αν
είναι χρυσά φλουριά ‒ ή χαρτονομίσματα, ό,τι και να 'ναι, ‒ θα του τα
πετάξουμε στα μούτρα του Αμερικάνου, της είπα. Ήταν όμως πια
φευγάτος, ταξίδευε στην άλλη άκρη του ωκεανού, κύριε πάστορα.
ΜΑΝΤΕΡΣ Ώστε έτσι, καλέ μου Έγκστραντ.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Μάλιστα, κι εγώ κι η Γιοχάνε συμφωνήσαμε ότι αυτά τα
λεφτά θα τα ξοδέψουμε για να μεγαλώσουμε το παιδί. Έτσι έγινε. Και
μπορώ να σας δώσω λογαριασμό για κάθε δεκάρα που ξοδέψαμε.
ΜΑΝΤΕΡΣ Τότε τα πράγματα αλλάζουν εντελώς.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Σας είπα όλη την αλήθεια, κύριε πάστορα. Και σας λέω
ακόμα πως ήμουν πραγματικός πατέρας για τη Ρεγκίνε ‒ έκανα ό,τι
περνούσε από το χέρι μου ‒ γιατί είμαι ανάπηρος, δυστυχώς.
ΜΑΝΤΕΡΣ Καλά, καλά, αγαπητέ μου Έγκστραντ...
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Μ' όλο μου το θάρρος, σας λέω πως ανέθρεψα το παιδί και
έζησα αγαπημένα με τη μακαρίτισσα τη Γιοχάνε και φρόντισα για το σπίτι
μου, όπως το λένε και οι Γραφές. Δεν μου πέρασε όμως ποτέ από το μυαλό
να έρθω να σας βρω και να κομπάσω για το καλό που έκανα μια φορά κι
εγώ στη ζωή μου. Όχι, όταν ο Γιάκομπ Έγκστραντ κάνει μια καλή πράξη,
προτιμά να το κρατάει για τον εαυτό του. Αυτό όμως δεν το κατορθώνω
πάντα. Αλλά όταν χτυπώ την πόρτα του πάστορα Μάντερς, έχω πολλά να
του πω από αυτά που βαραίνουν τη συνείδησή μου. Γιατί, σας ξαναλέω
αυτό που σας είπα και πριν ‒ η συνείδησή μου με βάζει συχνά σε
μπελάδες.
ΜΑΝΤΕΡΣ Δώσε μου το χέρι σου, Γιάκομπ Έγκστραντ.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Ω, μα τι λέτε, κύριε πάστορα ‒
ΜΑΝΤΕΡΣ Έλα τώρα. Έτσι μπράβο!
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Και τώρα, κύριε πάστορα, σας παρακαλώ να με
συγχωρήσετε ‒
ΜΑΝΤΕΡΣ Εγώ να σε συγχωρήσω; Το αντίθετο, εγώ πρέπει να ζητήσω
συγνώμη από σένα ‒
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Προς Θεού, όχι.
ΜΑΝΤΕΡΣ Ναι, ναι. Το κάνω με όλη μου την καρδιά. Συγνώμη που σε
παρεξήγησα. Θέλω τώρα να σου αποδείξω την καλή μου διάθεση και τις
καλές μου προθέσεις, γι' αυτό δώσε μου την ευκαιρία να σε εξυπηρετήσω
σε κάτι.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Το θέλετε, στ' αλήθεια, να με βοηθήσετε, κύριε πάστορα;
ΜΑΝΤΕΡΣ Φυσικά. Με μεγάλη μου χαρά ‒
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Τότε, λοιπόν, έφτασε η κατάλληλη στιγμή. Με τα λεφτά
που κέρδισα δουλεύοντας εδώ στο ίδρυμα, σκέφτηκα ν' ανοίξω κάτι σαν
ξενώνα για ναυτικούς.
ΑΛΒΙΝΓΚ Εσύ;
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Ναι, ας πούμε σαν Στέγη, όπως το ίδρυμα αυτό εδώ. Οι
ναυτικοί που πατούν το πόδι τους στη στεριά μπαίνουν εύκολα σε
πειρασμούς. Σε μένα όμως θα βρουν στοργή και εγώ θα τους συμβουλεύω
σαν να είμαι πατέρας τους, αυτό σκέφτηκα.
ΜΑΝΤΕΡΣ Εσείς τι λέτε γι' αυτό, κυρία Άλβινγκ!
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Δεν έχω βέβαια κανένα μεγάλο κεφάλαιο, αλλά με τη
βοήθεια του Θεού, κι αν βρισκόταν κάποιος να με βοηθήσει στο ξεκίνημα,
τότε ‒
ΜΑΝΤΕΡΣ Καλά, καλά, άφησέ το να το δούμε λίγο αργότερα αυτό το
θέμα. Η ιδέα σου πάντως με βρίσκει απολύτως σύμφωνο. Τώρα όμως
πήγαινε κάτω να κάνεις όλες τις απαραίτητες ετοιμασίες. Άναψε τα κεριά,
ώστε να γίνει πιο εορταστική η ατμόσφαιρα. Θα περάσουμε με ευλάβεια
και προσευχή λίγη ώρα μαζί, αγαπητέ μου Έγκστραντ. Τώρα πιστεύω πως
έχεις την αναγκαία γαλήνη.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Έτσι μου φαίνεται κι εμένα, ναι. Αντίο, κυρία, και
ευχαριστώ για όλα. Και σας παρακαλώ να μου προσέχετε τη Ρεγκίνε. Το
παιδί της μακαρίτισσας της Γιοχάνε ‒ Χμ, είναι περίεργο ‒ όμως μου
φαίνεται πως έχει ριζώσει στην καρδιά μου. Ναι, ναι, έτσι είναι.
ΜΑΝΤΕΡΣ Λοιπόν, τώρα τι έχετε να πείτε γι' αυτόν τον άνθρωπο, κυρία
Άλβινγκ! Μας έδωσε μια εντελώς διαφορετική εξήγηση από αυτή που
ξέραμε.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, πράγματι.
ΜΑΝΤΕΡΣ Βλέπετε πόσο επικίνδυνο είναι να καταδικάζουμε έναν
συνάνθρωπό μας; Αλλά και η χαρά που προέρχεται από την αναγνώριση
του λάθους είναι πολύ μεγάλη. Εσείς τι λέτε;
ΑΛΒΙΝΓΚ Λέω ότι είστε και θα παραμείνετε για πάντα ένα μεγάλο
παιδί, Μάντερς.
ΜΑΝΤΕΡΣ Εγώ;
ΑΛΒΙΝΓΚ Και θα σας πω ακόμα ότι έχω διάθεση να σας σφίξω στην
αγκαλιά μου.
ΜΑΝΤΕΡΣ Όχι, όχι, προς Θεού ‒ τέτοιες επιθυμίες ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Ω, μη με φοβάστε.
ΜΑΝΤΕΡΣ Μου κάνει εντύπωση ο τρόπος που εκφράζεστε ώρες ώρες.
Τώρα πρέπει να μαζέψω όλα τα έγγραφα και να τα ξαναβάλω στην τσάντα
μου. Ωραία, λοιπόν, φεύγω, γεια σας. Το νου σας στον Όσβαλντ, μόλις
γυρίσει. Θα τα ξαναπούμε αργότερα.
ΑΛΒΙΝΓΚ Όσβαλντ, δεν σηκώθηκες ακόμα από το τραπέζι;
ΟΣΒΑΛΝΤ Καπνίζω το πούρο μου.
ΑΛΒΙΝΓΚ Νόμιζα ότι είχες βγει να περπατήσεις λιγάκι.
ΟΣΒΑΛΝΤ Μ' αυτόν τον παλιόκαιρο;
Ποιος έφυγε προ ολίγου; Ο πάστορας Μάντερς ήταν;
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, κατέβηκε κάτω στο ορφανοτροφείο.
ΟΣΒΑΛΝΤ Χμ.
ΑΛΒΙΝΓΚ Αγόρι μου, Όσβαλντ, μην πίνεις τόσο από αυτό το ποτό. Είναι
πολύ δυνατό.
ΟΣΒΑΛΝΤ Κάνει καλό, καταπολεμά την υγρασία.
ΑΛΒΙΝΓΚ Δεν έρχεσαι εδώ, να μου κάνεις λίγη παρέα;
ΟΣΒΑΛΝΤ Μα, μέσα δεν μου επιτρέπεις να καπνίσω.
ΑΛΒΙΝΓΚ Το πούρο δεν με ενοχλεί τόσο και το ξέρεις.
ΟΣΒΑΛΝΤ Καλά τότε, έρχομαι. Μόνο να βάλω ακόμα μια γουλιά ‒
Ωραία, έτσι.
ΟΣΒΑΛΝΤ Πού πήγε ο πάστορας;
ΑΛΒΙΝΓΚ Μα σου είπα ότι πήγε κάτω στο ορφανοτροφείο.
ΟΣΒΑΛΝΤ Α, ναι, δίκιο έχεις.
ΑΛΒΙΝΓΚ Δεν θα 'πρεπε να κάθεσαι τόσο πολύ στο τραπέζι, Όσβαλντ.
ΟΣΒΑΛΝΤ Μα είναι τόσο όμορφα, μητέρα. Για σκέψου, μητέρα, τώρα
που γύρισα κάθομαι στο τραπέζι σου, στο σαλόνι σου και απολαμβάνω τα
υπέροχα φαγητά σου.
ΑΛΒΙΝΓΚ Αγαπημένο μου παιδί!
ΟΣΒΑΛΝΤ Τι θα κάνω όμως εδώ που ήρθα. Αφού δεν μπορώ να
δουλέψω ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Γιατί δεν μπορείς;
ΟΣΒΑΛΝΤ Μ' αυτόν τον μουντό καιρό; Χωρίς να πέφτει ούτε μια
ηλιαχτίδα φως όλη την ημέρα; Ω, αυτό, να μην μπορώ να δουλέψω ‒!
ΑΛΒΙΝΓΚ Μήπως δεν το σκέφτηκες αρκετά, που γύρισες στο σπίτι;
ΟΣΒΑΛΝΤ Όχι, μητέρα, έπρεπε να έρθω.
ΑΛΒΙΝΓΚ Θα προτιμούσα χίλιες φορές να στερηθώ τη χαρά της
παρουσίας σου παρά να ξέρω ότι ‒
ΟΣΒΑΛΝΤ Πες μου, μητέρα ‒ νιώθεις στ' αλήθεια ευτυχισμένη τώρα
που μ' έχεις στο σπίτι;
ΑΛΒΙΝΓΚ Μα, τι είναι αυτά που λες!
ΟΣΒΑΛΝΤ Είχα την εντύπωση ότι το ίδιο σου κάνει, είτε υπάρχω είτε
όχι.
ΑΛΒΙΝΓΚ Πώς μπορείς και ξεστομίζεις τόσο σκληρά λόγια.
ΟΣΒΑΛΝΤ Μα, στο παρελθόν, έζησες μια χαρά χωρίς εμένα.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, έζησα χωρίς εσένα ‒ είναι αλήθεια.
ΟΣΒΑΛΝΤ Μητέρα, να καθίσω δίπλα σου;
ΑΛΒΙΝΓΚ Έλα, αγόρι μου, κάθισε.
ΟΣΒΑΛΝΤ Έχω κάτι να σου πω, μητέρα.
ΑΛΒΙΝΓΚ Λοιπόν, σ' ακούω!
ΟΣΒΑΛΝΤ Δεν μπορώ άλλο να το κρατάω για τον εαυτό μου.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ποιο; Τι πράγμα;
ΟΣΒΑΛΝΤ Δεν είχα το θάρρος να σου γράψω, κι αφότου γύρισα στο
σπίτι ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Όσβαλντ, τι συμβαίνει!
ΟΣΒΑΛΝΤ Και χτες και σήμερα προσπάθησα να διώξω τις σκέψεις μου
‒ ν' απαλλαγώ. Αλλά δεν τα κατάφερα.
ΑΛΒΙΝΓΚ Τώρα θα μου πεις όλη την αλήθεια, Όσβαλντ!
ΟΣΒΑΛΝΤ Κάθισε και θα προσπαθήσω να σου το πω. ‒ Σου
παραπονέθηκα για τη φοβερή μου κούραση μετά το ταξίδι ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Ωραία! Και λοιπόν!
ΟΣΒΑΛΝΤ Δεν είναι όμως αυτό που με απασχολεί. Δεν πρόκειται για
μια συνηθισμένη κούραση ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Δεν πιστεύω να είσαι άρρωστος, Όσβαλντ!
ΟΣΒΑΛΝΤ Κάθισε, μητέρα, ηρέμησε. Δεν είμαι και τόσο άρρωστος.
Θέλω να πω, δεν έχω καμιά συνηθισμένη ασθένεια. Μητέρα, είμαι ράκος
‒ ένα ερείπιο ‒ δεν θα μπορέσω να ξαναδουλέψω!
ΑΛΒΙΝΓΚ Όσβαλντ! Κοίταξέ με στα μάτια! Όχι, όχι, δεν είναι αλήθεια.
ΟΣΒΑΛΝΤ Ποτέ δεν θα μπορέσω να ξαναδουλέψω! Ποτέ ‒ Ποτέ πια!
Θα είμαι ένας ζωντανός νεκρός! Μπορείς να διανοηθείς κάτι χειρότερο
από αυτό;
ΑΛΒΙΝΓΚ Αγόρι μου, τι δυστυχία είναι αυτή; Πώς σε βρήκε αυτό το
κακό;
ΟΣΒΑΛΝΤ Δεν ξέρω, αυτό ακριβώς δεν μπορώ να καταλάβω. Ποτέ δεν
έκανα έντονη ζωή. Καμιά κατάχρηση. Αυτό να το πιστέψεις, μητέρα!
Ποτέ, ποτέ.
ΑΛΒΙΝΓΚ Σε πιστεύω, Όσβαλντ. Σε πιστεύω.
ΟΣΒΑΛΝΤ Και, παρ' όλα αυτά, με βρήκε αυτό το κακό. Αυτή η φοβερή
δυστυχία!
ΑΛΒΙΝΓΚ Ηρέμησε, αγαπημένο μου παιδί, όλα θα διορθωθούν. Έχεις
κουραστεί, πρόκειται για υπερκόπωση. Πίστεψέ με.
ΟΣΒΑΛΝΤ Έτσι νόμιζα κι εγώ στην αρχή, αλλά δεν είναι.
ΑΛΒΙΝΓΚ Πες τα μου όλα από την αρχή.
ΟΣΒΑΛΝΤ Ναι, θα σου πω.
ΑΛΒΙΝΓΚ Πότε το πρόσεξες για πρώτη φορά;
ΟΣΒΑΛΝΤ Την τελευταία φορά που έφυγα από εδώ και επέστρεψα στο
Παρίσι. Άρχισα να έχω φοβερούς πονοκεφάλους ‒ Περισσότερο με
πονούσε το πίσω μέρος του κεφαλιού μου, έτσι μου φαινόταν. Ήταν σαν
να με έσφιγγε ένα σιδερένιο στεφάνι από τον σβέρκο μέχρι την κορυφή
του κρανίου μου.
ΑΛΒΙΝΓΚ Και;
ΟΣΒΑΛΝΤ Στην αρχή νόμισα ότι ήταν οι συνηθισμένοι πονοκέφαλοι
που είχα τόσο συχνά όταν ήμουν παιδί.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, ναι ‒
ΟΣΒΑΛΝΤ Δεν ήταν, όμως, και το κατάλαβα πολύ γρήγορα. Δεν
μπορούσα πια να δουλέψω. Ήθελα να ξεκινήσω έναν καινούριο πίνακα,
αλλά δεν είχα το κουράγιο. Ένιωθα τις δυνάμεις μου να ατονούν και το
σώμα μου να παραλύει. Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ και να σκεφτώ τι
θέλω να ζωγραφίσω. Μου ερχόταν ίλιγγος ‒ και όλα περιστρέφονταν στο
μυαλό μου. Ω, ζούσα μια φριχτή κατάσταση! Στο τέλος αναγκάστηκα να
φωνάξω τον γιατρό ‒ και αυτός μου εξήγησε τι συμβαίνει.
ΑΛΒΙΝΓΚ Τι εννοείς;
ΟΣΒΑΛΝΤ Είναι ένας από τους καλύτερους γιατρούς του Παρισιού. Του
μίλησα για τα συμπτώματά μου. Άρχισε να μου κάνει πολλές ερωτήσεις,
που, κατά τη γνώμη μου, δεν είχαν καμιά σχέση με το θέμα. Δεν
μπορούσα να καταλάβω πού ήθελε να καταλήξει ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Λοιπόν!
ΟΣΒΑΛΝΤ Στο τέλος μου είπε: «Έχετε κάτι εκ γενετής, κάτι το σάπιο» ‒
Χρησιμοποίησε ακριβώς αυτή τη λέξη: vermoulu.
ΑΛΒΙΝΓΚ Και τι εννοούσε μ' αυτό;
ΟΣΒΑΛΝΤ Ούτε κι εγώ το κατάλαβα και του ζήτησα να μου το εξηγήσει
καλύτερα. Κι αυτός, με όλο του τον κυνισμό, μου είπε: ‒ Ω ‒!
ΑΛΒΙΝΓΚ Μα, τι σου είπε;
ΟΣΒΑΛΝΤ Είπε: «Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα».
ΑΛΒΙΝΓΚ Αμαρτίαι γονέων ‒!
ΟΣΒΑΛΝΤ Παρολίγο να του ρίξω μια γροθιά στο πρόσωπο. ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Αμαρτίαι γονέων ‒
ΟΣΒΑΛΝΤ Λοιπόν, πώς σου φαίνεται; Φυσικά, τον διαβεβαίωσα ότι
κάτι τέτοιο ήταν απίθανο. Και νομίζεις ότι πείστηκε; Όχι, ήταν ανένδοτος
και μόνο όταν του πήγα τα γράμματά σου και του μετάφρασα τα σημεία
που μιλούν για τον πατέρα ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Τι έκανε τότε ‒;
ΟΣΒΑΛΝΤ Τότε, παραδέχτηκε πως είχε κάνει λάθος. Κι έμαθα την
αλήθεια. Την ακατανόητη αλήθεια! Έπρεπε, λοιπόν, να εγκαταλείψω την
ξένοιαστη νεανική ζωή με τους φίλους μου. Πίστευε πως αυτό με είχε
καταρρακώσει. Με άλλα λόγια, κατάλαβα πως εγώ έφταιγα για όλα!
ΑΛΒΙΝΓΚ Ω, Όσβαλντ, μην το πιστεύεις αυτό!
ΟΣΒΑΛΝΤ Μα δεν υπήρχε άλλη εξήγηση, έτσι μου είπε. Κι αυτό είναι
το πιο φοβερό. Καταδικασμένος για όλη μου τη ζωή ‒ και εξαιτίας της
απερισκεψίας μου. Ω, πόσα πράγματα ήθελα να κάνω σ' αυτόν τον κόσμο
‒δεν τολμώ ούτε να τα σκεφτώ‒ και ούτε είμαι ικανός να τα σκεφτώ. Ω,
ας μπορούσα μονάχα να ξαναζήσω από την αρχή ‒ να τα διέγραφα όλα!
ΟΣΒΑΛΝΤ Αν ήταν, έστω, κάτι το κληρονομικό ‒ κάτι για το οποίο να
μην ευθύνεσαι εσύ ο ίδιος. Αλλά αυτό! Με έναν τόσο φρικτό, άμυαλο και
επιπόλαιο τρόπο να πετάξει κανείς την ευτυχία του, την υγεία του, όλα σ'
αυτόν τον κόσμο ‒το μέλλον του, τη ζωή του‒!
ΑΛΒΙΝΓΚ Όχι, όχι, λατρευτό μου αγόρι. Αυτό είναι αδύνατον! Αυτό που
έχεις δεν είναι τόσο σοβαρό όσο νομίζεις.
ΟΣΒΑΛΝΤ Ω, δεν έχεις ιδέα ‒ Και να σου προκαλώ τέτοια στεναχώρια!
Πολλές φορές ευχήθηκα να μη μ' αγαπούσες τόσο κι έτρεφα την ελπίδα
πως κατά βάθος μπορεί να μη νοιάζεσαι καν για μένα.
ΑΛΒΙΝΓΚ Εγώ, Όσβαλντ; Εγώ να μη νοιάζομαι για σένα, που είσαι ο
μονάκριβος γιος μου! Ό,τι έχω και δεν έχω στον κόσμο;
ΟΣΒΑΛΝΤ Ναι, ναι, το ξέρω. Όταν έρχομαι στο σπίτι το νιώθω. Και
αυτό είναι που με βαραίνει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. ‒ Τώρα
όμως τα έμαθες όλα. Και σήμερα δεν θα ξαναμιλήσουμε γι' αυτό. Δεν
αντέχω να το σκέφτομαι περισσότερο. Βάλε μου κάτι να πιω, μητέρα!
ΑΛΒΙΝΓΚ Να πιεις; Τι θέλεις να πιεις τώρα;
ΟΣΒΑΛΝΤ Α, ό,τι να 'ναι. Θα 'χεις λίγο κρύο ποντς στο σπίτι.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, αλλά, αγαπημένε μου Όσβαλντ ‒!
ΟΣΒΑΛΝΤ Δώσ' το μου, το έχω ανάγκη, μητέρα, σε παρακαλώ! Θέλω
κάτι για να διώξω όλες αυτές τις σκέψεις που με βασανίζουν. Και ‒ τι
σκοτεινά που είναι εδώ μέσα!
Και αυτή η βροχή που δεν λέει να σταματήσει. Να βρέχει βδομάδες και
μήνες ολόκληρους. Ποτέ να μην πέφτει μια ηλιαχτίδα φως. Όσες φορές
ήρθα στο σπίτι, δεν θυμάμαι ποτέ να είδα τον ήλιο να λάμπει.
ΑΛΒΙΝΓΚ Όσβαλντ, δεν έχεις σκοπό να μου φύγεις!
ΟΣΒΑΛΝΤ Χμ ‒ δεν έχω σκεφτεί τίποτα απολύτως. Δεν μπορώ να
σκεφτώ τίποτα! Θα δούμε.
ΡΕΓΚΙΝΕ Με ζητήσατε, κυρία;
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, φέρε μας τη λάμπα.
ΡΕΓΚΙΝΕ Αμέσως, κυρία. Την έχω ανάψει κιόλας.
ΑΛΒΙΝΓΚ Όσβαλντ, μήπως μου κρύβεις κάτι;
ΟΣΒΑΛΝΤ Όχι, μητέρα. Νομίζω πως σου τα είπα όλα.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ρεγκίνε, φέρε μας ένα μικρό μπουκάλι σαμπάνια.
ΡΕΓΚΙΝΕ Αμέσως, κυρία.
ΟΣΒΑΛΝΤ Μπράβο, μητέρα, το 'ξερα πως δεν ήθελες να στεγνώσει ο
λαιμός μου.
ΑΛΒΙΝΓΚ Αγαπημένο μου, καημένο μου παιδί. Πώς θα μπορούσα να
σου αρνηθώ κάτι τώρα;
ΟΣΒΑΛΝΤ Αλήθεια, μητέρα; Το εννοείς στ' αλήθεια;
ΑΛΒΙΝΓΚ Ποιο πράγμα, τι;
ΟΣΒΑΛΝΤ Πως δεν μπορείς να μου αρνηθείς τίποτα.
ΑΛΒΙΝΓΚ Μα, αγαπημένε μου Όσβαλντ ‒
ΟΣΒΑΛΝΤ Σσς!
ΡΕΓΚΙΝΕ Να την ανοίξω;
ΟΣΒΑΛΝΤ Όχι, ευχαριστώ, την ανοίγω και μόνος μου.
ΑΛΒΙΝΓΚ Τι εννοούσες λέγοντας ‒ πως δεν πρέπει να σου αρνηθώ
τίποτα;
ΟΣΒΑΛΝΤ Πρώτα ένα ποτηράκι ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Όχι, μη μου βάζεις εμένα, δεν θέλω, ευχαριστώ.
ΟΣΒΑΛΝΤ Τότε για μένα!
ΑΛΒΙΝΓΚ Λοιπόν;
ΟΣΒΑΛΝΤ Κοίταξε να δεις ‒ εσύ και ο πάστορας Μάντερς μου
φανήκατε τόσο ‒ χμ, σιωπηλοί στο τραπέζι.
ΑΛΒΙΝΓΚ Το πρόσεξες αυτό;
ΟΣΒΑΛΝΤ Ναι. Χμ ‒ πες μου ‒ τι γνώμη έχεις για τη Ρεγκίνε;
ΑΛΒΙΝΓΚ Τι γνώμη έχω;
ΟΣΒΑΛΝΤ Δεν είναι καταπληκτική;
ΑΛΒΙΝΓΚ Καλέ μου Όσβαλντ, εσύ δεν την ξέρεις τόσο καλά όσο εγώ ‒
ΟΣΒΑΛΝΤ Λοιπόν;
ΑΛΒΙΝΓΚ Η Ρεγκίνε έμεινε δυστυχώς για πολύ καιρό με τους δικούς
της, έπρεπε να την είχα πάρει κοντά μου νωρίτερα.
ΟΣΒΑΛΝΤ Ναι, αλλά δεν είναι πολύ όμορφη, μητέρα;
ΑΛΒΙΝΓΚ Η Ρεγκίνε έχει πολλά και μεγάλα ελαττώματα ‒
ΟΣΒΑΛΝΤ Α, ναι; Και τι πειράζει αυτό;
ΑΛΒΙΝΓΚ Παρ' όλα αυτά, την αγαπάω. Και έχω την ευθύνη της. Δεν θα
ήθελα να της συμβεί κανένα κακό.
ΟΣΒΑΛΝΤ Μητέρα, η Ρεγκίνε είναι η μόνη μου σωτηρία!
ΑΛΒΙΝΓΚ Τι εννοείς μ' αυτό;
ΟΣΒΑΛΝΤ Δεν μπορώ να υποφέρω αυτά τα ψυχικά μαρτύρια μόνος
μου.
ΑΛΒΙΝΓΚ Δεν έχεις τη μητέρα σου στο πλευρό σου;
ΟΣΒΑΛΝΤ Ναι, φυσικά. Γι' αυτό και ξαναγύρισα κοντά σου. Δεν
γίνεται, όμως. Το βλέπω, δεν γίνεται. Δεν αντέχω να ζήσω εδώ πέρα!
ΑΛΒΙΝΓΚ Όσβαλντ!
ΟΣΒΑΛΝΤ Θέλω να ζήσω αλλιώς, μητέρα. Γι’ αυτό και πρέπει να φύγω
από σένα. Δεν θέλω να με βλέπεις σε αυτή την άθλια κατάσταση.
ΑΛΒΙΝΓΚ Δυστυχισμένο μου παιδί! Ω, Όσβαλντ, όμως τώρα που είσαι
τόσο άρρωστος ‒
ΟΣΒΑΛΝΤ Αν ήταν μόνο η αρρώστια μου, μητέρα, θα έμενα μαζί σου,
γιατί εσύ είσαι η καλύτερη φίλη μου στον κόσμο.
ΑΛΒΙΝΓΚ Το λες αλήθεια, Όσβαλντ, το πιστεύεις;
ΟΣΒΑΛΝΤ Είναι κι οι πόνοι που με βασανίζουν ‒ κι έπειτα η μεγάλη
θανάσιμη αγωνία. Ω ‒ αυτή η φοβερή αγωνία!
ΑΛΒΙΝΓΚ Αγωνία; Ποια αγωνία; Τι εννοείς;
ΟΣΒΑΛΝΤ Ω, μη με ρωτάς τίποτε περισσότερο. Δεν ξέρω. Δεν μπορώ
να σου την περιγράψω.
ΟΣΒΑΛΝΤ Τι θέλεις;
ΑΛΒΙΝΓΚ Θέλω να σε δω χαρούμενο, αυτό θέλω. Δεν θέλω να σε
απασχολεί τίποτα. Κι άλλη σαμπάνια. Ένα μεγάλο μπουκάλι.
ΟΣΒΑΛΝΤ Μητέρα!
ΑΛΒΙΝΓΚ Ορίστε, λοιπόν, που κι εμείς εδώ στο κτήμα ξέρουμε τι θα πει
καλή ζωή.
ΟΣΒΑΛΝΤ Δεν είναι όμορφη; Κοίτα τι καλοφτιαγμένη που είναι! Και
πόσο υγιής.
ΑΛΒΙΝΓΚ Κάθισε, Όσβαλντ, κι έλα να μιλήσουμε ήρεμα.
ΟΣΒΑΛΝΤ Ξέρεις, μητέρα, κάτι χρωστώ στη Ρεγκίνε και πρέπει να της
το ξεπληρώσω.
ΑΛΒΙΝΓΚ Εσύ!
ΟΣΒΑΛΝΤ Μια απερισκεψία ‒ ή όπως θέλεις πες το. Κάτι πολύ αθώο
πάντως. Την τελευταία φορά που ήμουν εδώ ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι;
ΟΣΒΑΛΝΤ Με ρωτούσε συχνά για το Παρίσι, κι εγώ της έλεγα διάφορα
πράγματα για την πόλη. Μια μέρα, ωστόσο, θυμάμαι ότι της είπα: «Θα
ήθελες να έρθεις εκεί κάτω;».
ΑΛΒΙΝΓΚ Λοιπόν;
ΟΣΒΑΛΝΤ Την είδα που κατακοκκίνισε και μου είπε: «Ναι, θα το ήθελα
πάρα πολύ». «Καλά, καλά», απάντησα εγώ, «κάποτε θα γίνει κι αυτό» ‒ ή
κάτι τέτοιο.
ΑΛΒΙΝΓΚ Και μετά;
ΟΣΒΑΛΝΤ Φυσικά, τα είχα ξεχάσει όλα, όταν όμως τη ρώτησα προχτές
αν χαιρόταν που θα έμενα κοντά σας τόσο καιρό ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι;
ΟΣΒΑΛΝΤ ‒ με κοίταξε λίγο περίεργα και με ρώτησε: «Και με το ταξίδι
μου στο Παρίσι τι θα γίνει;».
ΑΛΒΙΝΓΚ Το ταξίδι της;
ΟΣΒΑΛΝΤ Κατάλαβα ότι το είχε πάρει στα σοβαρά το θέμα, ότι με
σκεφτόταν εδώ που έμεινε μόνη της κι ότι είχε αρχίσει να μαθαίνει
γαλλικά ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Γι' αυτό ‒
ΟΣΒΑΛΝΤ Μητέρα ‒ τώρα που είδα μπροστά μου αυτή την υπέροχη
κοπέλα, όλο ομορφιά και ζωντάνια ‒παλιά, ούτε καν την είχα προσέξει‒,
αλλά τώρα, έτσι όπως με πλησίασε, έτοιμη να με δεχτεί στην αγκαλιά της

ΑΛΒΙΝΓΚ Όσβαλντ!
ΟΣΒΑΛΝΤ ‒ σκέφτηκα ότι αυτή είναι η σωτηρία μου. Γιατί βλέπω σ'
αυτήν τη χαρά της ζωής.
ΑΛΒΙΝΓΚ Τη χαρά της ζωής; ‒ Κι αυτό είναι η σωτηρία;
ΡΕΓΚΙΝΕ Συγνώμη που άργησα τόσο, αλλά έπρεπε να κατέβω στο
κελάρι ‒
ΟΣΒΑΛΝΤ Φέρε ακόμα ένα ποτήρι.
ΡΕΓΚΙΝΕ Μα, ορίστε, το ποτήρι της κυρίας είναι εδώ, κύριε Άλβινγκ.
ΟΣΒΑΛΝΤ Ναι, αλλά φέρε και ένα για σένα, Ρεγκίνε.
ΟΣΒΑΛΝΤ Λοιπόν;
ΡΕΓΚΙΝΕ Εσείς, κυρία, μου το επιτρέπετε ‒;
ΑΛΒΙΝΓΚ Φέρε το ποτήρι, Ρεγκίνε.
ΟΣΒΑΛΝΤ Πρόσεξες το περπάτημά της; Πόσο σταθερό και υπέροχο
είναι;
ΑΛΒΙΝΓΚ Αυτό δεν πρόκειται να γίνει ποτέ, Όσβαλντ!
ΟΣΒΑΛΝΤ Το έχω αποφασίσει. Αφού το βλέπεις και συ. Δεν έχει κανένα
νόημα να μου εναντιώνεσαι.
ΟΣΒΑΛΝΤ Κάθισε, Ρεγκίνε.
ΑΛΒΙΝΓΚ Κάθισε.
Όσβαλντ ‒ τι είπες πριν για τη χαρά της ζωής;
ΟΣΒΑΛΝΤ Ναι. Λοιπόν, η χαρά της ζωής, μητέρα ‒ δεν την έχετε
αισθανθεί και πολύ εδώ στον τόπο μας. Εγώ δεν θυμάμαι να την ένιωσα
ποτέ εδώ.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ούτε όταν είσαι μαζί μου;
ΟΣΒΑΛΝΤ Όχι, ούτε όταν είμαι στο σπίτι. Αλλά αυτό δεν μπορείς να το
καταλάβεις εσύ.
ΑΛΒΙΝΓΚ Κάνεις λάθος, νομίζω ότι μπορώ να το καταλάβω ‒ τώρα.
ΟΣΒΑΛΝΤ Η χαρά της ζωής λοιπόν ‒ και η χαρά για δουλειά. Κατά
βάθος είναι το ίδιο πράγμα. Αλλά ούτε αυτό μπορείς να το καταλάβεις.
ΑΛΒΙΝΓΚ Μπορεί και να έχεις δίκιο. Όσβαλντ, εξήγησέ μου τα λίγο
καλύτερα, σε παρακαλώ.
ΟΣΒΑΛΝΤ Αυτό που εννοώ είναι ότι, εδώ σε σας, ο κόσμος θεωρεί τη
δουλειά κατάρα και τιμωρία και τη ζωή σκέτο μαρτύριο. Όσο πιο γρήγορα
εγκαταλείψουμε αυτόν τον κόσμο, τόσο το καλύτερο.
ΑΛΒΙΝΓΚ Κοιλάδα δακρύων, ναι. Και κάνουμε ό,τι μπορούμε για να
τον διατηρήσουμε έτσι τον κόσμο μας.
ΟΣΒΑΛΝΤ Αυτά τα πράγματα δεν τα δέχονται οι άνθρωποι εκεί κάτω.
Κανείς δεν πιστεύει πια σ' αυτές τις διδασκαλίες. Στο εξωτερικό, νιώθουν
πανευτυχείς μόνο και μόνο επειδή ήρθαν σ' αυτόν τον κόσμο. Πες μου,
μητέρα, πρόσεξες πως ό,τι έχω ζωγραφίσει μέχρι τώρα έχει να κάνει με τη
χαρά της ζωής; Πάντα και επίμονα με τη χαρά της ζωής; Με το φως, τη
λιακάδα, τον κυριακάτικο αέρα ‒ και τα γελαστά πρόσωπα των ανθρώπων;
Γι' αυτό φοβάμαι να μείνω εδώ μαζί σου.
ΑΛΒΙΝΓΚ Φοβάσαι; Τι είναι αυτό που σε τρομάζει κοντά μου;
ΟΣΒΑΛΝΤ Φοβάμαι πως ό,τι όμορφο υπάρχει μέσα μου θα
μεταμορφωθεί εδώ σε κάτι κακό και άσχημο.
ΑΛΒΙΝΓΚ Πιστεύεις ότι μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο;
ΟΣΒΑΛΝΤ Είμαι σίγουρος. Ακόμα και αν μπορούσα να ζήσω την ίδια
ζωή με αυτή που ζούσα εκεί κάτω, πάλι θα ήταν όλα διαφορετικά.
ΑΛΒΙΝΓΚ Τώρα βλέπω πώς συνδέονται τα πράγματα μεταξύ τους.
ΟΣΒΑΛΝΤ Τι εννοείς;
ΑΛΒΙΝΓΚ Τώρα καταλαβαίνω για πρώτη φορά. Και τώρα μπορώ να
μιλήσω.
ΟΣΒΑΛΝΤ Μητέρα, δεν σε καταλαβαίνω.
ΡΕΓΚΙΝΕ Μήπως πρέπει να φύγω;
ΑΛΒΙΝΓΚ Όχι, μείνε εδώ. Τώρα, μπορώ να μιλήσω. Τώρα, αγόρι μου,
θα τα μάθεις όλα. Και μπορείς να διαλέξεις. Όσβαλντ! Ρεγκίνε!
ΟΣΒΑΛΝΤ Σώπασε. Ο πάστορας ‒
ΜΑΝΤΕΡΣ Κατανυκτικές και γαλήνιες στιγμές ζήσαμε εκεί κάτω.
ΟΣΒΑΛΝΤ Και εμείς.
ΜΑΝΤΕΡΣ Ο Έγκστραντ χρειάζεται τη βοήθειά μας με αυτόν τον
ναυτικό ξενώνα του. Η Ρεγκίνε πρέπει να πάει κοντά του να του
συμπαρασταθεί ‒
ΡΕΓΚΙΝΕ Όχι, ευχαριστώ, κύριε πάστορα.
ΜΑΝΤΕΡΣ Τι ‒; Εδώ ‒ και μ' ένα ποτήρι στο χέρι!
ΡΕΓΚΙΝΕ Pardon ‒!
ΟΣΒΑΛΝΤ Η Ρεγκίνε θα φύγει μαζί μου, κύριε πάστορα.
ΜΑΝΤΕΡΣ Θα φύγει! Μαζί σας!
ΟΣΒΑΛΝΤ Ναι, θα γίνει γυναίκα μου ‒ εφόσον το θέλει.
ΜΑΝΤΕΡΣ Κύριε των δυνάμεων ‒!
ΡΕΓΚΙΝΕ Δεν φταίω εγώ, κύριε πάστορα.
ΟΣΒΑΛΝΤ Ή θα μείνει εδώ, αν αποφασίσω να μείνω κι εγώ.
ΡΕΓΚΙΝΕ Εδώ!
ΜΑΝΤΕΡΣ Με αφήνετε άναυδο, κυρία Άλβινγκ.
ΑΛΒΙΝΓΚ Τίποτα από τα δύο δεν πρόκειται να γίνει. Γιατί τώρα θα
μιλήσω ξεκάθαρα.
ΜΑΝΤΕΡΣ Μην το κάνετε αυτό! Όχι, όχι, όχι!
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, και πρέπει και θέλω. Και δεν πρόκειται να γκρεμίσω
κανένα ιδανικό.
ΟΣΒΑΛΝΤ Μητέρα, τι είναι αυτό που μου κρύβεις!
ΡΕΓΚΙΝΕ Κυρία! Ακούστε! Φωνάζουν εκεί έξω.
ΟΣΒΑΛΝΤ Μα τι συμβαίνει; Από πού έρχεται αυτή η λάμψη;
ΡΕΓΚΙΝΕ Φωτιά στο ορφανοτροφείο!
ΑΛΒΙΝΓΚ Φωτιά!
ΜΑΝΤΕΡΣ Φωτιά; Αδύνατον. Αφού μόλις τώρα ήμουν εκεί.
ΟΣΒΑΛΝΤ Πού είναι το καπέλο μου; Ας είναι. ‒ Το ίδρυμα του πατέρα
‒!
ΑΛΒΙΝΓΚ Το σάλι μου, Ρεγκίνε! Καίγεται...
ΜΑΝΤΕΡΣ Φοβερό! Κυρία Άλβινγκ, έπεσε η Θεία Δίκη στον οίκο της
απώλειας!
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, ναι, σωστά, ίσως έχετε δίκιο. Έλα, Ρεγκίνε, πάμε.
ΜΑΝΤΕΡΣ Και να μην είναι ασφαλισμένο!
ΤΡΙΤΗ ΠΡΑΞΗ

ΑΛΒΙΝΓΚ Κάηκαν όλα. Δεν έμεινε τίποτα.


ΡΕΓΚΙΝΕ Τα υπόγεια καίγονται ακόμα.
ΑΛΒΙΝΓΚ Μα γιατί δεν έρχεται ο Όσβαλντ; Τίποτα πια δεν μπορεί να
σωθεί.
ΡΕΓΚΙΝΕ Να του πάω το καπέλο;
ΑΛΒΙΝΓΚ Έφυγε χωρίς το καπέλο του;
ΡΕΓΚΙΝΕ Ναι, να το, εκεί κρέμεται.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ασ' το εκεί που είναι. Σε λίγο θα γυρίσει. Πάω να τον βρω.
ΜΑΝΤΕΡΣ Η κυρία Άλβινγκ δεν είναι εδώ;
ΡΕΓΚΙΝΕ Μόλις κατέβηκε στον κήπο.
ΜΑΝΤΕΡΣ Αυτή είναι η πιο φοβερή νύχτα της ζωής μου.
ΡΕΓΚΙΝΕ Ναι, είναι τραγικό αυτό που συνέβη, κύριε πάστορα.
ΜΑΝΤΕΡΣ Ω, μη μιλάς άλλο γι' αυτό! Δεν μπορώ ούτε να το σκέφτομαι.
ΡΕΓΚΙΝΕ Μα, τι έγινε ξαφνικά και ‒
ΜΑΝΤΕΡΣ Μη με ρωτάς τίποτα, Ρεγκίνε! Τι να ξέρω εγώ; Μήπως θέλεις
κι εσύ ‒; Δεν μου αρκεί που ο πατέρας σου ‒;
ΡΕΓΚΙΝΕ Τι έκανε;
ΜΑΝΤΕΡΣ Ω, μου ζάλισε το κεφάλι.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Κύριε πάστορα ‒!
ΜΑΝΤΕΡΣ Ακόμα με κυνηγάς;
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Ναι, που να με πάρει ‒! Χριστέ μου, αυτό πια είναι από τα
άγραφα, κύριε πάστορα!
ΜΑΝΤΕΡΣ Δυστυχώς, δυστυχώς!
ΡΕΓΚΙΝΕ Μα τι συμβαίνει;
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Ω, αυτή η λειτουργία φταίει για όλα, βλέπεις. Τώρα ο
ποντικός πιάστηκε στη φάκα, παιδί μου! Και να φταίω εγώ που ο κύριος
πάστορας έκανε ένα τόσο μεγάλο σφάλμα!
ΜΑΝΤΕΡΣ Σε διαβεβαιώνω, Έγκστραντ ‒
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Μα κανείς άλλος, εκτός από εσάς, δεν κράτησε το κερί
στα χέρια του, κύριε πάστορα.
ΜΑΝΤΕΡΣ Αυτό το ισχυρίζεσαι εσύ. Εγώ όμως δεν μπορώ να θυμηθώ
καθόλου ότι κρατούσα κάποιο κερί στα χέρια μου.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Και εγώ είδα πολύ καθαρά ότι το πήρατε το κερί.
Προσπαθήσατε να σβήσετε τη φλόγα με τα δάχτυλα και έπειτα πετάξατε
το κερί μέσα στα πριονίδια.
ΜΑΝΤΕΡΣ Και αυτό το είδες με τα μάτια σου;
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Ναι, ολοκάθαρα.
ΜΑΝΤΕΡΣ Αυτό μου είναι αδύνατο να το καταλάβω. Δεν συνηθίζω να
σβήνω κεριά με τα δάχτυλα.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Ναι, και σ' εμένα δεν φάνηκε σωστό αυτό που κάνατε. Τι
θα γίνει τώρα, κύριε πάστορα; Μπορεί να βρείτε τον μπελά σας;
ΜΑΝΤΕΡΣ Ω, τι με ρωτάς!
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Και ούτε που το έχετε ασφαλισμένο.
ΜΑΝΤΕΡΣ Όχι, όχι, όχι, δεν το άκουσες που το είπα;
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Ανασφάλιστο. Και του πετάτε μια σπίθα και το τινάζετε
όλο στον αέρα. Θεέ μου, τι τραγωδία.
ΜΑΝΤΕΡΣ Ναι, Έγκστραντ, έτσι ακριβώς, όπως τα λες.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Και όλα αυτά να συμβούν σε ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα,
που, όπως λέγατε, θα ωφελούσε την πόλη και τα γύρω χωριά της. Μου
φαίνεται πως οι εφημερίδες δεν θα σας αφήσουν στην ησυχία σας.
ΜΑΝΤΕΡΣ Πολύ το φοβάμαι και εγώ. Και μου φαίνεται πως αυτό θα
είναι το χειρότερο απ' όλα. Όλες οι κακόβουλες επιθέσεις και κατηγορίες
‒! Ω, τι φοβερό, ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω!
ΑΛΒΙΝΓΚ Δεν μπορώ να τον πείσω να φύγει από την πυρκαγιά.
ΜΑΝΤΕΡΣ Α, ήρθατε, κυρία Άλβινγκ.
ΑΛΒΙΝΓΚ Έτσι, αποφύγατε και τον αυριανό πανηγυρικό σας λόγο,
πάστορα Μάντερς.
ΜΑΝΤΕΡΣ Ω, θα τον εκφωνούσα με μεγάλη μου χαρά ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Καλύτερα που ήρθαν έτσι τα πράγματα. Το ίδρυμα ήταν
καταδικασμένο.
ΜΑΝΤΕΡΣ Το πιστεύετε;
ΑΛΒΙΝΓΚ Γιατί, εσείς δεν το πιστεύετε;
ΜΑΝΤΕΡΣ Ήταν πάντως μια φοβερή τραγωδία.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ας μιλήσουμε ψύχραιμα για το θέμα, σαν να πρόκειται για
μια οικονομική συναλλαγή. ‒ Περιμένετε τον πάστορα, κύριε Έγκστραντ;
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Ναι, όταν είναι έτοιμος.
ΑΛΒΙΝΓΚ Τότε καθίστε.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Ευχαριστώ, θα περιμένω εδώ.
ΑΛΒΙΝΓΚ Υποθέτω ότι θα φύγετε σε λίγο με το καράβι.
ΜΑΝΤΕΡΣ Ναι. Αναχωρεί σε μία ώρα.
ΑΛΒΙΝΓΚ Κάντε μου τη χάρη, σας παρακαλώ, να πάρετε μαζί σας όλα
τα χαρτιά. Δεν θέλω πια ν' ακούσω λέξη για το θέμα αυτό. Έχω τόσα άλλα
πράγματα να σκεφτώ ‒
ΜΑΝΤΕΡΣ Κυρία Άλβινγκ ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Αργότερα θα σας στείλω ένα πληρεξούσιο για να
τακτοποιήσετε όλα τα ζητήματα με τον τρόπο που εσείς κρίνετε καλύτερα.
ΜΑΝΤΕΡΣ Αυτό θα το αναλάβω πολύ ευχαρίστως. Δυστυχώς όμως, θα
πρέπει ν' αλλάξουμε εντελώς τον αρχικό σκοπό του κληροδοτήματος.
ΑΛΒΙΝΓΚ Φυσικά.
ΜΑΝΤΕΡΣ Θα φροντίσω, προσωρινά τουλάχιστον, το κτήμα Σούλβικ,
να περιέλθει στην κοινότητα. Η γη, εξάλλου, δεν χάνει ποτέ την αξία της.
Μπορεί αργότερα να χρησιμεύσει για κάποιο ωφέλιμο σκοπό. Και με τους
τόκους που θα πάρουμε από το κεφάλαιό μας, μπορούμε, ίσως, να
ενισχύσουμε τη δραστηριότητα κάποιας επιχείρησης με κοινωφελείς
σκοπούς.
ΑΛΒΙΝΓΚ Κάντε ό,τι νομίζετε. Όλα αυτά μου είναι τελείως αδιάφορα.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Θυμηθείτε τον ναυτικό μου ξενώνα, κύριε πάστορα!
ΜΑΝΤΕΡΣ Καλά, καλά, θα δούμε, ίσως πρέπει να το ξανασκεφτούμε.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Όχι, διάολε, πρέπει να τον φτιάξουμε ‒ Που να πάρει η
ευχή!
ΜΑΝΤΕΡΣ Εξάλλου, δεν ξέρω για πόσο καιρό ακόμα θα είμαι
διαχειριστής. Μπορεί η κοινή γνώμη να με αναγκάσει να παραιτηθώ. Όλα
εξαρτώνται από το πόρισμα για την πυρκαγιά.
ΑΛΒΙΝΓΚ Τι είναι αυτά που λέτε;
ΜΑΝΤΕΡΣ Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι ακριβώς θα προκύψει από
τις ανακρίσεις.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Ω, μη σας απασχολεί καθόλου αυτό. Δεν είμαι εγώ εδώ; Ο
Γιάκομπ Έγκστραντ...
ΜΑΝΤΕΡΣ Ναι, ναι. Αλλά ‒;
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Και ο Γιάκομπ Έγκστραντ δεν είναι ο άνθρωπος που θα
απαρνηθεί τον ευεργέτη του σε μια δύσκολη στιγμή, που λέει ο λόγος.
ΜΑΝΤΕΡΣ Ναι, αγαπητέ μου ‒ αλλά πώς ‒;
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Ο Γιάκομπ Έγκστραντ θα γίνει άγγελος σωτηρίας, όπως θα
λέγατε, κύριε πάστορα.
ΜΑΝΤΕΡΣ Όχι, όχι, αυτό δεν μπορώ ποτέ να το δεχτώ.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Δεν υπάρχει άλλη λύση. Ξέρω έναν που για λογαριασμό
κάποιου άλλου πήρε κάποτε επάνω του την ευθύνη. Αυτός είμαι εγώ.
ΜΑΝΤΕΡΣ Γιάκομπ! Είσαι πράγματι σπουδαίος άνθρωπος. Λοιπόν, να
ξέρεις πως θα σε βοηθήσω με τον ναυτικό ξενώνα σου. Να 'σαι βέβαιος γι'
αυτό.
Και τώρα ας πηγαίνουμε. Εμείς οι δυο θα συνταξιδέψουμε.
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Έλα μαζί μου, κορίτσι μου! Θα περνάς σαν βασίλισσα.
ΡΕΓΚΙΝΕ Merci!
ΜΑΝΤΕΡΣ Αντίο σας, κυρία Άλβινγκ! Και εύχομαι το ήθος και η τάξη
να ριζώσουν σύντομα στο σπιτικό σας.
ΑΛΒΙΝΓΚ Αντίο, Μάντερς!
ΕΓΚΣΤΡΑΝΤ Αντίο, παιδί μου, κι αν θελήσεις ποτέ κάτι, ξέρεις πού θα
τον βρεις τον Γιάκομπ Έγκστραντ. Οδός Χάβνεγκαντεν, χμ ‒! Και τον
ξενώνα που θ' ανοίξω για τους ναυτικούς θα τον ονομάσω «Στέγη του
λοχαγού Άλβινγκ». Και αν τα καταφέρω, έτσι όπως το φαντάζομαι, τότε
να 'στε σίγουρη ότι θα τιμήσουμε τη μνήμη του μακαρίτη και με το
παραπάνω.
ΜΑΝΤΕΡΣ Χμ ‒ χμ! Έλα τώρα, αγαπητέ μου Έγκστραντ. Αντίο, αντίο!
ΟΣΒΑΛΝΤ Για ποιον ξενώνα μιλούσε;
ΑΛΒΙΝΓΚ Ένα είδος ιδρύματος που θέλει να ανοίξει με τον πάστορα.
ΟΣΒΑΛΝΤ Θα καεί και αυτό, όπως κάηκαν και όλα τα άλλα εδώ.
ΑΛΒΙΝΓΚ Γιατί το λες αυτό;
ΟΣΒΑΛΝΤ Όλα θα καούν. Τίποτα δεν θα μείνει που να θυμίζει τον
πατέρα. Κι εγώ ο ίδιος, καίγομαι.
ΑΛΒΙΝΓΚ Όσβαλντ! Καημένο μου παιδί, δεν έπρεπε να μείνεις τόση
ώρα εκεί κάτω.
ΟΣΒΑΛΝΤ Μου φαίνεται πως έχεις δίκιο.
ΑΛΒΙΝΓΚ Στάσου να σου σκουπίσω λίγο το πρόσωπο, είσαι μούσκεμα.
ΟΣΒΑΛΝΤ Σ' ευχαριστώ, μητέρα.
ΑΛΒΙΝΓΚ Δεν κουράστηκες, Όσβαλντ; Μήπως θέλεις να κοιμηθείς;
ΟΣΒΑΛΝΤ Όχι, όχι, ‒ όχι να κοιμηθώ! Ποτέ δεν κοιμάμαι.
Προφασίζομαι ότι κοιμάμαι. Θα έρθει κι η ώρα του ύπνου.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, είσαι πολύ άρρωστος, ευλογημένο μου παιδί.
ΡΕΓΚΙΝΕ Ο κύριος Άλβινγκ είναι άρρωστος;
ΟΣΒΑΛΝΤ Κλείσε όλες τις πόρτες! Αυτή η θανάσιμη αγωνία ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Κλείσε τις πόρτες, Ρεγκίνε.
Ορίστε, θα καθίσω για λίγο κοντά σου ‒
ΟΣΒΑΛΝΤ Ναι, κι η Ρεγκίνε να μείνει εδώ. Θέλω η Ρεγκίνε να είναι
πάντα κοντά μου. Εσύ θα με σώσεις, Ρεγκίνε, έτσι δεν είναι;
ΡΕΓΚΙΝΕ Δεν καταλαβαίνω ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Να σε σώσει;
ΟΣΒΑΛΝΤ Ναι ‒ όταν χρειαστεί.
ΑΛΒΙΝΓΚ Όσβαλντ, αφού έχεις τη μητέρα σου εδώ να σε βοηθήσει σ'
ό,τι χρειαστείς.
ΟΣΒΑΛΝΤ Εσύ; Όχι, αυτό δεν θα μου το έκανες ποτέ. Εσύ; Χα, χα! Αν
και εσύ είσαι πραγματικά αυτή που θα όφειλε. Γιατί δεν μου μιλάς στον
ενικό, Ρεγκίνε; Γιατί δεν με φωνάζεις Όσβαλντ;
ΡΕΓΚΙΝΕ Δεν νομίζω ότι θα το επέτρεπε αυτό η κυρία.
ΑΛΒΙΝΓΚ Σε λίγο θα μπορείς. Κάθισε και εσύ εδώ μαζί μας.
Και τώρα, καημένο και ταλαιπωρημένο μου παιδί, θα σηκώσω το βάρος
από την ψυχή σου ‒
ΟΣΒΑΛΝΤ Εσύ, μητέρα;
ΑΛΒΙΝΓΚ ‒ Όλα αυτά που αποκαλείς ενοχή, αγωνία και καταδίκη ‒
ΟΣΒΑΛΝΤ Κι έχεις την εντύπωση ότι μπορείς;
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, τώρα μπορώ, Όσβαλντ. Πριν, μίλησες για τη χαρά της
ζωής. Και ξαφνικά ήταν σαν να άστραψε ένα φως σε όλες τις πτυχές της
ζωής μου.
ΟΣΒΑΛΝΤ Δεν καταλαβαίνω τίποτα απ' όσα λες.
ΑΛΒΙΝΓΚ Έπρεπε να είχες γνωρίσει τον πατέρα σου, όταν ήταν νέος
ανθυπολοχαγός. Αυτός την είχε τη χαρά της ζωής, αλήθεια σου λέω!
ΟΣΒΑΛΝΤ Ναι, το ξέρω.
ΑΛΒΙΝΓΚ Έφτανε να τον δεις, για να καταλάβεις ότι ήταν γεμάτος
ζωντάνια και χαρά. Κι εκείνος ο ενθουσιασμός κι η αστείρευτη δύναμη
που υπήρχαν μέσα του!
ΟΣΒΑΛΝΤ Λοιπόν;
ΑΛΒΙΝΓΚ Και όμως, αυτό το χαρούμενο παιδί ‒γιατί τότε ήταν σαν
παιδί‒ υποχρεώθηκε να ζήσει σε μια μικρή πόλη, που δεν είχε να του
προσφέρει καμιά χαρά, παρά μόνο φτηνές διασκεδάσεις. Εγκαταστάθηκε
εδώ χωρίς να έχει καμιά διάθεση. Μόνο και μόνο γιατί εδώ ήταν η δουλειά
του. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο να του κινήσει το ενδιαφέρον και να
τροφοδοτήσει το πνεύμα του. Είχε μόνο καθήκοντα. Ούτε έναν συνάδελφο
δεν συνάντησε που να καταλαβαίνει τι σημαίνει χαρά της ζωής. Το μόνο
που τους ενδιέφερε ήταν το πιοτό και η ευχάριστη παρέα ‒
ΟΣΒΑΛΝΤ Μητέρα ‒!
ΑΛΒΙΝΓΚ Και τότε συνέβη το αναπόφευκτο.
ΟΣΒΑΛΝΤ Και τι ήταν αυτό;
ΑΛΒΙΝΓΚ Μα εσύ μόνος σου το είπες απόψε τι θα μπορούσε να συμβεί
αν έμενες εδώ.
ΟΣΒΑΛΝΤ Δηλαδή, θέλεις να πεις πως ο πατέρας ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Ο καημένος ο πατέρας σου δεν είχε πού να διοχετεύσει αυτή
τη χαρά της ζωής που κυλούσε στο αίμα του. Κι εγώ δεν μπορούσα να
δώσω πνοή στο σπιτικό του.
ΟΣΒΑΛΝΤ Ούτε και συ;
ΑΛΒΙΝΓΚ Με είχαν μάθει να τηρώ τα καθήκοντά μου και άλλα
παρόμοια και εγώ τα πίστευα αυτά για πολύ καιρό. Όλα όσα έκανα
κατέληγαν στο καθήκον ‒ τα δικά μου καθήκοντα, τα δικά του καθήκοντα
και ‒ Φοβάμαι, Όσβαλντ, πως εξαιτίας μου το σπίτι έγινε αφόρητο για τον
πατέρα σου.
ΟΣΒΑΛΝΤ Και γιατί δεν μου έγραψες τίποτα για όλα αυτά;
ΑΛΒΙΝΓΚ Παλιά δεν τα έβλεπα έτσι τα πράγματα κι ούτε μου πέρασε
ποτέ από το μυαλό πως θα μπορούσα να συζητήσω τέτοια θέματα με σένα,
το παιδί του.
ΟΣΒΑΛΝΤ Δηλαδή, πώς τα έβλεπες τα πράγματα παλιά;
ΑΛΒΙΝΓΚ Έβλεπα μόνο τη μία τους πλευρά. Πως ο πατέρας σου είχε
καταστραφεί προτού ακόμα γεννηθείς εσύ.
ΟΣΒΑΛΝΤ Α!
ΑΛΒΙΝΓΚ Και κάθε μέρα υπέφερα στη σκέψη πως η Ρεγκίνε ανήκει σ'
αυτό το σπίτι ‒ όσο και το ίδιο μου το παιδί.
ΟΣΒΑΛΝΤ Η Ρεγκίνε ‒!
ΡΕΓΚΙΝΕ Εγώ ‒!
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι. Τώρα το μάθατε κι οι δύο.
ΟΣΒΑΛΝΤ Ρεγκίνε!
ΡΕΓΚΙΝΕ Ώστε η μάνα μου ήταν πόρνη.
ΑΛΒΙΝΓΚ Η μάνα σου, Ρεγκίνε, ήταν άξια και καλή γυναίκα.
ΡΕΓΚΙΝΕ Ναι, αλλά παρ' όλα αυτά ήταν πόρνη. Μου πέρασε από το
μυαλό, αλλά ‒ Κυρία, μου δίνετε την άδεια να φύγω αμέσως;
ΑΛΒΙΝΓΚ Το θες στ' αλήθεια, Ρεγκίνε;
ΡΕΓΚΙΝΕ Ναι, πρέπει να φύγω.
ΑΛΒΙΝΓΚ Είσαι ελεύθερη, δεν σε κρατώ, αλλά ‒
ΟΣΒΑΛΝΤ Να φύγεις; Μα η θέση σου είναι εδώ.
ΡΕΓΚΙΝΕ Merci, κύριε Άλβινγκ ‒ Ναι, τώρα μπορώ να σε λέω Όσβαλντ,
αλλά όχι με τον τρόπο που ήλπιζα.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ρεγκίνε, δεν ήμουν ειλικρινής μαζί σου ‒
ΡΕΓΚΙΝΕ Ναι, και ήταν κρίμα! Αν ήξερα ότι ο Όσβαλντ ήταν τόσο
άρρωστος, τότε ‒ Εξάλλου, δεν μπορεί πια να γίνει τίποτα το σοβαρό
μεταξύ μας. Κι ούτε έχω καμιά όρεξη να σπαταλήσω τη ζωή μου
φροντίζοντας αρρώστους.
ΟΣΒΑΛΝΤ Ούτε για κάποιον τόσο δικό σου;
ΡΕΓΚΙΝΕ Όχι, ούτε γι' αυτόν. Μια φτωχή κοπέλα πρέπει να
εκμεταλλευτεί τα νιάτα της. Γιατί, διαφορετικά, προτού καλά καλά το
καταλάβει, θα βρεθεί μόνη και έρημη. Έχω και εγώ τη χαρά της ζωής μέσα
μου, κυρία Άλβινγκ!
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, δυστυχώς, αλλά φρόντισε να μην ξεφύγεις από τον
δρόμο σου, Ρεγκίνε.
ΡΕΓΚΙΝΕ Σκοτίστηκα. Αν ο Όσβαλντ έμοιασε στον πατέρα του,
φαντάζομαι πως κι εγώ έμοιασα στη μάνα μου. ‒ Μου λέτε σας παρακαλώ
αν ο πάστορας Μάντερς ξέρει την αλήθεια για μένα;
ΑΛΒΙΝΓΚ Ο πάστορας Μάντερς τα ξέρει όλα.
ΡΕΓΚΙΝΕ Τώρα πρέπει να βιαστώ για να προλάβω το καράβι. Με τον
πάστορα θα συνεννοηθώ μια χαρά. Και πιστεύω πως δικαιούμαι κι εγώ
λίγα χρήματα από αυτά που έχει στα χέρια του αυτός ‒ ο απαίσιος
μαραγκός.
ΑΛΒΙΝΓΚ Αυτά σου ανήκουν, Ρεγκίνε.
ΡΕΓΚΙΝΕ Θα μπορούσατε να με είχατε αναθρέψει και μένα ως κόρη
πλουσίου. Γιατί αυτό θα μου ταίριαζε καλύτερα. Αλλά, πφ, σκατά ‒ δεν με
νοιάζει καθόλου! Θα μου δοθεί κι εμένα η ευκαιρία να πιω σαμπάνια με
αξιοπρεπείς κυρίους.
ΑΛΒΙΝΓΚ Κι αν σου λείψει το σπίτι, Ρεγκίνε, ξαναγύρισε κοντά μου.
ΡΕΓΚΙΝΕ Όχι, ευχαριστώ, κυρία. Τώρα θα με φροντίσει ο πάστορας
Μάντερς και, αν δεν τα καταφέρω να σταθώ στα πόδια μου, θα πάω σ' ένα
σπίτι όπου ξέρω ότι είμαι ευπρόσδεκτη.
ΑΛΒΙΝΓΚ Και ποιο είναι αυτό;
ΡΕΓΚΙΝΕ Η στέγη του λοχαγού Άλβινγκ για τους ναυτικούς.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ρεγκίνε ‒ τώρα το βλέπω ‒, οδηγείσαι στην καταστροφή.
ΡΕΓΚΙΝΕ Καθόλου! Adieu.
ΟΣΒΑΛΝΤ Έφυγε;
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι.
ΟΣΒΑΛΝΤ Τι τρελή ιστορία κι αυτή.
ΑΛΒΙΝΓΚ Όσβαλντ, αγαπημένο μου παιδί ‒ ταράχτηκες πολύ;
ΟΣΒΑΛΝΤ Εννοείς γι' αυτά με τον πατέρα;
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, για τον δυστυχισμένο τον πατέρα σου. Φοβάμαι ότι σε
επηρέασαν άσχημα.
ΟΣΒΑΛΝΤ Πώς το σκέφτηκες αυτό; Φυσικά και έμεινα έκπληκτος, αλλά
κατά βάθος, η ιστορία αυτή με αφήνει εντελώς αδιάφορο.
ΑΛΒΙΝΓΚ Σε αφήνει αδιάφορο; Το ότι ο πατέρας σου ήταν βαθιά
δυστυχισμένος!
ΟΣΒΑΛΝΤ Σίγουρα τον λυπάμαι, όπως θα λυπόμουν οποιονδήποτε
άνθρωπο, αλλά ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Τίποτε άλλο δεν νιώθεις! Για τον πατέρα σου!
ΟΣΒΑΛΝΤ Ναι, πατέρας ‒ πατέρας. Ποτέ δεν ένιωσα τίποτα γι' αυτόν.
Το μόνο που θυμάμαι από τον πατέρα μου είναι ότι κάποτε μ' έκανε να
βγάλω τα έντερά μου.
ΑΛΒΙΝΓΚ Τι φοβερό! Δεν οφείλει, παρ' όλα αυτά, ένα παιδί ν' αγαπάει
τον πατέρα του;
ΟΣΒΑΛΝΤ Όταν το παιδί δεν χρωστάει τίποτα στον πατέρα; Όταν δεν
τον γνώρισε ποτέ; Και αυτά τα λες εσύ, που έχεις φωτιστεί κι έχεις ξεφύγει
από τις παλιές αντιλήψεις;
ΑΛΒΙΝΓΚ Και αυτά εσύ τα θεωρείς παλιές αντιλήψεις;
ΟΣΒΑΛΝΤ Ναι, παραδέξου το, μητέρα. Απ' αυτές που κυβερνούν τον
κόσμο και ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Βρικόλακες!
ΟΣΒΑΛΝΤ Ναι, αν θέλεις μπορείς να τις ονομάσεις βρικόλακες.
ΑΛΒΙΝΓΚ Όσβαλντ ‒ τότε δεν αγαπάς ούτε εμένα!
ΟΣΒΑΛΝΤ Εσένα τουλάχιστον σε ξέρω ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, με ξέρεις, αλλά αυτό είναι όλο;
ΟΣΒΑΛΝΤ Και ξέρω ακόμα πόσο μ' αγαπάς και σ' ευγνωμονώ γι' αυτό.
Και τώρα που είμαι άρρωστος μπορείς να με βοηθήσεις.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, Όσβαλντ, χρυσό μου παιδί! Ω, ευλογώ σχεδόν αυτή την
αρρώστια που σ' έφερε πάλι κοντά μου! Γιατί το βλέπω καθαρά. Δεν μου
ανήκεις και πρέπει ν' αγωνιστώ για να σε κάνω δικό μου.
ΟΣΒΑΛΝΤ Ναι, ναι, καλά. Όλα αυτά δεν σημαίνουν τίποτα. Μην ξεχνάς
πως είμαι πολύ άρρωστος, μητέρα. Δεν μπορώ ν' ασχολούμαι με άλλους
ανθρώπους. Πρέπει να κοιτάξω τον εαυτό μου.
ΑΛΒΙΝΓΚ Δεν σου ζητώ τίποτα, θα κάνω υπομονή.
ΟΣΒΑΛΝΤ Και λίγη χαρά, μητέρα, δεν βλάπτει!
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, αγαπημένε μου Όσβαλντ, έχεις δίκιο. Πες μου, αλήθεια,
δεν σου πήρα όλες τις κακές και βασανιστικές σου σκέψεις;
ΟΣΒΑΛΝΤ Ναι, αλλά την αγωνία ποιος θα μου την πάρει;
ΑΛΒΙΝΓΚ Την αγωνία;
ΟΣΒΑΛΝΤ Με μια γλυκιά κουβέντα, η Ρεγκίνε θα το 'κανε.
ΑΛΒΙΝΓΚ Δεν σε καταλαβαίνω. Τι σχέση έχει αυτή η αγωνία ‒ με τη
Ρεγκίνε;
ΟΣΒΑΛΝΤ Είναι πολύ αργά, μητέρα;
ΑΛΒΙΝΓΚ Κοντεύει να γίνει μέρα. Ξημερώνει. Βλέπω τις κορφές που
ροδίζουν. Θα ανοίξει ο καιρός, Όσβαλντ! Σε λίγο θα δεις τον ήλιο.
ΟΣΒΑΛΝΤ Χαίρομαι γι' αυτό. Είναι τόσο πολλά πράγματα ακόμα που
μου δίνουν χαρά και κουράγιο να ζήσω ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Μα και βέβαια!
ΟΣΒΑΛΝΤ Ακόμα κι αν δεν μπορώ να δουλέψω ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Ω, σε λίγο θα μπορέσεις και να δουλέψεις, αγαπητό μου
παιδί. Τώρα δεν σε βαραίνουν πια εκείνες οι άσχημες και βασανιστικές
σκέψεις.
ΟΣΒΑΛΝΤ Όχι, ευτυχώς κατάφερες να διώξεις όλες τις φρικτές
φαντασιώσεις από το μυαλό μου. Ας μπορούσα μονάχα ν' απαλλαγώ και
από το άλλο ‒. Έλα, τώρα, να κουβεντιάσουμε, μητέρα ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, έλα.
ΟΣΒΑΛΝΤ ‒ Μέχρι ν' ανατείλει ο ήλιος. Και ως τότε θα τα έχεις μάθει
όλα. Και εγώ δεν θα έχω πια αυτή την αγωνία.
ΑΛΒΙΝΓΚ Τι είναι αυτό που θα μάθω, είπες;
ΟΣΒΑΛΝΤ Μητέρα, δεν μου είπες πριν ότι δεν υπάρχει τίποτα στον
κόσμο, που θα μπορούσες να μου αρνηθείς αν σε παρακαλούσα;
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, σωστά, το είπα!
ΟΣΒΑΛΝΤ Και το εννοείς, μητέρα;
ΑΛΒΙΝΓΚ Σ' το υπόσχομαι, αγαπημένο μου και μονάκριβό μου παιδί.
Μονάχα για σένα ζω, αγόρι μου.
ΟΣΒΑΛΝΤ Καλά, καλά, λοιπόν τότε, άκουσε ‒ Εσύ, μητέρα, είσαι
δυνατή και γενναία, το ξέρω. Να μην ταραχθείς καθόλου γι' αυτό που θα
σου πω.
ΑΛΒΙΝΓΚ Μα τι είναι, επιτέλους, αυτό το φοβερό που θα μου πεις ‒!
ΟΣΒΑΛΝΤ Μη φωνάξεις. Ακούς; Μου το υπόσχεσαι; Θα καθίσουμε και
θα κουβεντιάσουμε με ηρεμία. Μου το υπόσχεσαι, μητέρα;
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι, ναι, σ' το υπόσχομαι, αλλά μίλα!
ΟΣΒΑΛΝΤ Λοιπόν, μάθε ότι αυτό που με κουράζει ‒ και με κάνει να
μην μπορώ ούτε καν να σκεφτώ να δουλέψω ‒ δεν είναι η αρρώστια ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Τι είναι, τότε;
ΟΣΒΑΛΝΤ Η αρρώστια που κληρονόμησα, αυτή ‒ κάθεται εδώ μέσα.
ΑΛΒΙΝΓΚ Όσβαλντ! Όχι! ‒ όχι!
ΟΣΒΑΛΝΤ Μη φωνάζεις. Δεν το αντέχω. Ναι, εκεί κάθεται και
παραμονεύει. Και μπορεί να ξεσπάσει οποιαδήποτε στιγμή.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ω, τι φοβερό ‒!
ΟΣΒΑΛΝΤ Μην ταράζεσαι. Έτσι έχουν τα πράγματα με μένα ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Δεν είναι αλήθεια, Όσβαλντ! Αδύνατον! Δεν μπορώ να το
πιστέψω!
ΟΣΒΑΛΝΤ Είχα μια κρίση εκεί κάτω, στο Παρίσι. Πέρασε γρήγορα.
Όταν όμως έμαθα τι μου είχε συμβεί, με κατέλαβε μια αγωνία, τόσο τρελή
και άγρια, που έφυγα σαν κυνηγημένος να έρθω όσο πιο γρήγορα
μπορούσα κοντά σου.
ΑΛΒΙΝΓΚ Αυτή είναι λοιπόν η αγωνία ‒!
ΟΣΒΑΛΝΤ Ναι, και είναι τόσο ελεεινή και φρικτή, βλέπεις. Ω, ας ήταν
μια συνηθισμένη θανατηφόρα αρρώστια ‒ Γιατί δεν τον φοβάμαι τον
θάνατο, αν και θα ήθελα να ζήσω όσο πιο πολύ γίνεται.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ναι. Ναι, Όσβαλντ, θα ζήσεις!
ΟΣΒΑΛΝΤ Αλλά αυτό είναι τόσο φρικτό. Να πρέπει να ξαναγίνεις σαν
μωρό. Να σε ταΐζουν, να σε... ‒ Ω, δεν περιγράφεται αυτή η κατάσταση!
ΑΛΒΙΝΓΚ Το παιδί έχει τη μάνα του να το φροντίζει.
ΟΣΒΑΛΝΤ Όχι, ποτέ. Αυτό ακριβώς δεν θέλω! Δεν ανέχομαι τη σκέψη
ότι θα είμαι κατάκοιτος χρόνια ολόκληρα ‒ ώσπου να γεράσω και ν'
ασπρίσω. Εξάλλου, μπορεί εσύ να πεθάνεις πριν από μένα. Γιατί ο
θάνατος μπορεί να μη με βρει αμέσως, έτσι είπε ο γιατρός. Αλλά, όπως
είπε, να πάθω ένα είδος εγκεφαλικής άνοιας ‒ ή κάτι τέτοιο. Ωραία
ακούγεται αυτή η διάγνωση. Με κάνει να σκέφτομαι απαλές, κόκκινες
μεταξωτές κουρτίνες ‒ που να απολαμβάνεις να τις χαϊδεύεις.
ΑΛΒΙΝΓΚ Όσβαλντ!
ΟΣΒΑΛΝΤ Ορίστε, τώρα μου έδιωξες και τη Ρεγκίνε! Ας είχα
τουλάχιστον τη Ρεγκίνε κοντά μου. Αυτή θα μου έδινε ένα χέρι βοήθειας.
ΑΛΒΙΝΓΚ Τι εννοείς μ' αυτό, αγαπημένο μου παιδί; Υπάρχει τίποτα σ'
αυτόν τον κόσμο που δεν μπορώ να σου το προσφέρω εγώ;
ΟΣΒΑΛΝΤ Όταν συνήλθα από τη κρίση μου εκεί κάτω, μου είπε ο
γιατρός πως αν με ξαναπιάσει ‒και θα με ξαναπιάσει‒ τότε δεν υπάρχει
καμιά ελπίδα.
ΑΛΒΙΝΓΚ Και σου το είπε έτσι ωμά ότι ‒
ΟΣΒΑΛΝΤ Τον ανάγκασα να μου το πει. Του είπα ότι είχα ορισμένες
υποθέσεις να τακτοποιήσω ‒. Κι ήταν αλήθεια. Μητέρα, το βλέπεις αυτό;
ΑΛΒΙΝΓΚ Τι είναι;
ΟΣΒΑΛΝΤ Σκόνη μορφίνης.
ΑΛΒΙΝΓΚ Όσβαλντ ‒, παιδί μου!
ΟΣΒΑΛΝΤ Κατάφερα να εξοικονομήσω δώδεκα κάψουλες...
ΑΛΒΙΝΓΚ Δώσ' μου το κουτάκι, Όσβαλντ!
ΟΣΒΑΛΝΤ Όχι, ακόμα, μητέρα.
ΑΛΒΙΝΓΚ Αυτό δεν θα το αντέξω!
ΟΣΒΑΛΝΤ Πρέπει να το αντέξεις. Αν ήταν τώρα εδώ η Ρεγκίνε, θα της
εξηγούσα την κατάστασή μου ‒ και θα την παρακαλούσα να μου κάνει
αυτήν την τελευταία χάρη. Θα με βοηθούσε. Είμαι σίγουρος.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ποτέ!
ΟΣΒΑΛΝΤ Όταν θα μ' έπιανε η φοβερή κρίση και θα μ' έβλεπε
ξαπλωμένο σαν μωρό στην κούνια, αβοήθητο, ανήμπορο ‒ χωρίς καμιά
ελπίδα σωτηρίας ‒
ΑΛΒΙΝΓΚ Ποτέ δεν θα το έκανε αυτό η Ρεγκίνε!
ΟΣΒΑΛΝΤ Θα το 'κανε. Η Ρεγκίνε ήταν τόσο ελαφρόμυαλη και γρήγορα
θα βαριόταν να φροντίζει έναν άρρωστο σαν και μένα.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ευτυχώς, λοιπόν, που έφυγε η Ρεγκίνε!
ΟΣΒΑΛΝΤ Ναι, αλλά τώρα πρέπει να με βοηθήσεις εσύ, μητέρα.
ΑΛΒΙΝΓΚ Εγώ!
ΟΣΒΑΛΝΤ Μα ποιος άλλος είναι ο πιο κοντινός μου άνθρωπος;
ΑΛΒΙΝΓΚ Εγώ! Η μητέρα σου!
ΟΣΒΑΛΝΤ Αυτό εννοώ κι εγώ.
ΑΛΒΙΝΓΚ Εγώ που σ' έφερα στον κόσμο!
ΟΣΒΑΛΝΤ Δεν σου ζήτησα να γεννηθώ. Και τι ζωή μου έδωσες; Δεν τη
θέλω! Πάρ' την πίσω!
ΑΛΒΙΝΓΚ Βοήθεια, βοήθεια!
ΟΣΒΑΛΝΤ Μη φεύγεις! Πού πας;
ΑΛΒΙΝΓΚ Πάω να φωνάξω τον γιατρό, Όσβαλντ! Άφησέ με να φύγω!
ΟΣΒΑΛΝΤ Δεν θα πας πουθενά κι ούτε θα 'ρθει κανείς εδώ πέρα.
ΑΛΒΙΝΓΚ Όσβαλντ, Όσβαλντ ‒, παιδί μου!
ΟΣΒΑΛΝΤ Και συ που είσαι μάνα ‒ πώς αντέχεις να με βλέπεις να
βασανίζομαι από αυτή τη φοβερή αγωνία!
ΑΛΒΙΝΓΚ Ωραία! Έχεις τον λόγο μου.
ΟΣΒΑΛΝΤ Θα το κάνεις ‒!
ΑΛΒΙΝΓΚ Αν χρειαστεί. Αλλά δεν θα χρειαστεί. Όχι, όχι, δεν είναι
δυνατόν!
ΟΣΒΑΛΝΤ Ναι, ας το ελπίσουμε. Και ας ζήσουμε μαζί όσο περισσότερο
μπορούμε. Σ' ευχαριστώ, μητέρα.
ΑΛΒΙΝΓΚ Ηρέμησες τώρα;
ΟΣΒΑΛΝΤ Ναι.
ΑΛΒΙΝΓΚ Όσβαλντ. Ήταν φοβερά αυτά τα πράγματα που σου πέρασαν
από το μυαλό, Όσβαλντ. Όλα ήταν δημιουργήματα της φαντασίας σου.
Ταράχτηκες με όλα αυτά που έγιναν. Τώρα όμως θα ξεκουραστείς. Κοντά
στη μητέρα σου, ευλογημένο μου παιδί. Ό,τι και να μου ζητήσεις θα το
'χεις, όπως τότε που ήσουν παιδί. Έλα τώρα. Πέρασε η κρίση. Είδες τι
εύκολα που την ξεπέρασες; Ω, το ήξερα ‒ Για κοίτα, Όσβαλντ, τι ωραία
μέρα που ξημερώνει. Ο ήλιος λάμπει αστραφτερός. Τώρα θα δεις τι ωραία
που θα φωτιστούν όλα γύρω μας.
ΟΣΒΑΛΝΤ Μητέρα, δώσε μου τον ήλιο.
ΑΛΒΙΝΓΚ Τι είπες;
ΟΣΒΑΛΝΤ Τον ήλιο. Τον ήλιο.
ΑΛΒΙΝΓΚ Όσβαλντ, τι έχεις;
Τι συμβαίνει! Όσβαλντ! Τι έχεις! Όσβαλντ! Όσβαλντ! Κοίταξέ με! Δεν με
γνωρίζεις;
ΟΣΒΑΛΝΤ Τον ήλιο ‒ τον ήλιο.
ΑΛΒΙΝΓΚ Αυτό δεν το αντέχω! Ποτέ! Πού το 'βαλες; Να το, εδώ! Όχι,
όχι, όχι! ‒ Όχι, όχι!
ΟΣΒΑΛΝΤ Τον ήλιο ‒ τον ήλιο.

ΤΕΛΟΣ

You might also like