Λυσίας Λεξιλόγιο

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 2

Πανεπιστήμιο Κύπρου ΑΕΦ 298 Δρ. Α.

Σεραφείμ

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ: ΜΥΘΟΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΔΙΚΑΙΟ

Βασικό λεξιλόγιο για τους λόγους του Λυσία

οὐ πολλοῦ δέω: δεν χρειάζομαι πολύ ὀχέομαι-οῦμαι: ιππεύω, ανεβαίνω στο άλογο
χάριν ἔχω τινί: χρωστώ χάρη σε κάποιον οἱ ἠττημένοι: οι δανεισμένοι
ὁ ἀγών, ὁ κίνδυνος: δίκη, δικαστικός αγώνας διαφέρω τινός τι: υπερτερώ, ξεπερνώ κάποιον σε
ἡ πρόφασις: αιτία, αφορμή κάτι
ἐπιδείκνυμι, ἐνδείκνυμι: αποδεικνύω, φέρω κληρῶ: εκλέγω (με κλήρο)
αποδείξεις δήπου: βέβαια
καίτοι: κι όμως εὖ ποιῶ: καλά κάνω
ἀπέχομαί τινος: απέχω εὖ ποιῶ τινα: ευεργετώ κάποιον
τιμωροῦμαι τινα: εκδικούμαι κάποιον ἀμφισβητῶ τινος: διεκδικώ κάτι, ισχυρίζομαι ότι
τιμωρῶ τινι, ἀρήγω τινί, βοηθῶ τινι, ἀμύνω τινί: κάτι μου ανήκει
βοηθώ κάποιον διαγιγνώσκω: διακρίνω, καταλαβαίνω
πώποτε: ποτέ ως τώρα ἔξεστι(ν), ἔστι(ν), ἐγχωρεῖ τινι + τελικό
χρῶμαί τινι φίλῳ: έχω κάποιο φίλο απαρέμφατο: είναι δυνατό
χρῶμαι συμφορᾷ, ἐν συμφορᾷ ἐμπέπτωκα: οἱ ἀπόρως διακείμενοι, οἱ πένητες: οι άποροι, οι
πέφτω σε συμφορά φτωχοί
τὸ δυστύχημα: ελάττωμα, βλάβη τὰ ἀναγκαῖα, τὰ ἐπιτήδεια: τα απαραίτητα για
τὰ ἐπιτηδεύματα: οι αρετές τη ζωή
ἰάομαι-ῶμαι: θεραπεύω, εξουδετερώνω πιστεύω τινί: έχω εμπιστοσύνη σε
(σκεπάζω) οἱ χρώμενοι νέαις ταῖς διανοίαις: αυτοί που έχουν
διὰ βραχέων λόγων: σύντομα νεανικά μυαλά
τῷ σώματι δύναμαι: σωματικά είμαι δυνατός ωνέομαι-οῦμαι: αγοράζω
τὸ τεκμήριον: η απόδειξη πιπράσκω: πουλώ
σύνειμί τινι, συγγίγνομαί τινι: συναναστρέφομαι ἐξωνοῦμαι: εξαγοράζω
κάποιον ἐξαμαρτάνω τινός: πέφτω σε σφάλμα
ὁ βίος: οι πόροι ζωής, η περιουσία ἐπιτιμῶ τινι: ψέγω, κατακρίνω κάποιον
θεραπεύω τινά, γηροτροφῶ τινα: γεροκομώ ὑπάρχω τινός: κάνω αρχή
κάποιον περιγίγνομαί τινος: είμαι πιο δυνατός από
βραχέα ὠφελῶ: παρέχω μικρή ωφέλεια (μικρά κάποιον, υπερέχω σε σχέση με κάποιον
κέρδη) παίζω: χωρατεύω
κτάομαι-ῶμαι: αποκτώ σπουδάζω περί τινος: μιλώ σοβαρά
ὁ ἐλεεινός: ο αξιολύπητος κωμῳδῶ,σκώπτω: διακωμωδώ, περιπαίζω
προσγίγνομαι: προσθέτομαι ἐπιβουλεύω τί τινι: σχεδιάζω κακό εναντίον
ἡ ἀντίδοσις: η ανταλλαγή της περιουσίας κάποιου
ὁ πονηρός, ὁ ἀσθενέστατος: ο άθλιος ὁ δημιουργός: ο τεχνίτης
(οικονομικά) ἐθίζομαι,εἴωθα + τελικό απαρέμφατο: συνηθίζω,
μιμνῄσκομαί τινος πρός τινα: υπενθυμίζω κάτι έχω τη συνήθεια
σε κάποιον φοιτῶ παρά τινα: συχνάζω
ὡς ἀλυπότατα: με όσο το δυνατό λιγότερους τὸ σκυτοτομεῖον: το εργαστήρι του τσαγκάρη
πόνους ἀκριβῶς: με λεπτομέρειες
ἡ ῥαστῴνη: ευκολία, ανακούφιση ἡ διάνοια, ὁ νοῦς: η γνώμη
ἡ ὕβρις: η αλαζονεία μεταλαμβάνω τινός, ἀπολαύω τινός:
ὁ ὑβριστής: ο αλαζόνας, ο θρασύς απολαμβάνω κάτι

1
Πανεπιστήμιο Κύπρου ΑΕΦ 298 Δρ. Α. Σεραφείμ

κοινῇ: με κοινή απόφαση δοκεῖ μοι (απρόσωπο): μου φαίνεται καλό


αἱ ἀρχαί: τα δημόσια αξιώματα δοκεῖ μοι (σε πολιτικά συμφραζόμενα):
προνοοῦμαί τινος, φροντίζω, κήδομαι: φροντίζω αποφασίζω
για κάποιον δοκέω-ῶ (προσωπικό): φαίνομαι
τίθεμαι τὴν ψῆφον: ψηφίζω, αποφασίζω εἰκότως: φυσικά
καθίσταμαι εἰς ἀγῶνα: μπλέκομαι σε δίκη νομίζω: κρίνω βάσει δεδομένων
ὑπέχω εὐθύνας: λογοδοτώ οἴομαι: φαντάζομαι
πειρῶμαι + τελικό απαρέμφατο: προσπαθώ να φυλάττω: προσέχω
ἐπιχειρῶ + τελικό απαρέμφατο: προσπαθώ να δίδωμι τινί τι: δίνω σε κάποιον κάτι
πειρῶμαί τινος: δοκιμάζω κάποιον ή κάτι προσέχω τὸν νοῦν: έχω στο νου μου
νῦν: τώρα πιστεύω: έχω εμπιστοσύνη
νυνί: τώρα δα ἡγοῦμαι + απαρέμφατο: νομίζω ότι
ἀναλίσκω, δαπανῶ: ξοδεύω πολλῷ χρόνῳ: για πολύ καιρό
καταλείπω τινί τι: αφήνω σε κάποιον κάτι φημὶ + απαρέμφατο: ισχυρίζομαι ότι
τελευτῶ, ἀποθνῄσκω, ἀπογίγνομαι: πεθαίνω μέλλω + απαρέμφατο μέλλοντα: πρόκειται να
κτῶμαι οὐσίαν: έχω περιουσία πέμπω τινί: στέλνω κάποιον να ή στέλνω
κωλύω τινά: εμποδίζω κάποιον μήνυμα
οὕτω διάκειμαι: κρατώ τέτοια στάση

You might also like