Professional Documents
Culture Documents
Λυσίας Λεξιλόγιο
Λυσίας Λεξιλόγιο
Σεραφείμ
οὐ πολλοῦ δέω: δεν χρειάζομαι πολύ ὀχέομαι-οῦμαι: ιππεύω, ανεβαίνω στο άλογο
χάριν ἔχω τινί: χρωστώ χάρη σε κάποιον οἱ ἠττημένοι: οι δανεισμένοι
ὁ ἀγών, ὁ κίνδυνος: δίκη, δικαστικός αγώνας διαφέρω τινός τι: υπερτερώ, ξεπερνώ κάποιον σε
ἡ πρόφασις: αιτία, αφορμή κάτι
ἐπιδείκνυμι, ἐνδείκνυμι: αποδεικνύω, φέρω κληρῶ: εκλέγω (με κλήρο)
αποδείξεις δήπου: βέβαια
καίτοι: κι όμως εὖ ποιῶ: καλά κάνω
ἀπέχομαί τινος: απέχω εὖ ποιῶ τινα: ευεργετώ κάποιον
τιμωροῦμαι τινα: εκδικούμαι κάποιον ἀμφισβητῶ τινος: διεκδικώ κάτι, ισχυρίζομαι ότι
τιμωρῶ τινι, ἀρήγω τινί, βοηθῶ τινι, ἀμύνω τινί: κάτι μου ανήκει
βοηθώ κάποιον διαγιγνώσκω: διακρίνω, καταλαβαίνω
πώποτε: ποτέ ως τώρα ἔξεστι(ν), ἔστι(ν), ἐγχωρεῖ τινι + τελικό
χρῶμαί τινι φίλῳ: έχω κάποιο φίλο απαρέμφατο: είναι δυνατό
χρῶμαι συμφορᾷ, ἐν συμφορᾷ ἐμπέπτωκα: οἱ ἀπόρως διακείμενοι, οἱ πένητες: οι άποροι, οι
πέφτω σε συμφορά φτωχοί
τὸ δυστύχημα: ελάττωμα, βλάβη τὰ ἀναγκαῖα, τὰ ἐπιτήδεια: τα απαραίτητα για
τὰ ἐπιτηδεύματα: οι αρετές τη ζωή
ἰάομαι-ῶμαι: θεραπεύω, εξουδετερώνω πιστεύω τινί: έχω εμπιστοσύνη σε
(σκεπάζω) οἱ χρώμενοι νέαις ταῖς διανοίαις: αυτοί που έχουν
διὰ βραχέων λόγων: σύντομα νεανικά μυαλά
τῷ σώματι δύναμαι: σωματικά είμαι δυνατός ωνέομαι-οῦμαι: αγοράζω
τὸ τεκμήριον: η απόδειξη πιπράσκω: πουλώ
σύνειμί τινι, συγγίγνομαί τινι: συναναστρέφομαι ἐξωνοῦμαι: εξαγοράζω
κάποιον ἐξαμαρτάνω τινός: πέφτω σε σφάλμα
ὁ βίος: οι πόροι ζωής, η περιουσία ἐπιτιμῶ τινι: ψέγω, κατακρίνω κάποιον
θεραπεύω τινά, γηροτροφῶ τινα: γεροκομώ ὑπάρχω τινός: κάνω αρχή
κάποιον περιγίγνομαί τινος: είμαι πιο δυνατός από
βραχέα ὠφελῶ: παρέχω μικρή ωφέλεια (μικρά κάποιον, υπερέχω σε σχέση με κάποιον
κέρδη) παίζω: χωρατεύω
κτάομαι-ῶμαι: αποκτώ σπουδάζω περί τινος: μιλώ σοβαρά
ὁ ἐλεεινός: ο αξιολύπητος κωμῳδῶ,σκώπτω: διακωμωδώ, περιπαίζω
προσγίγνομαι: προσθέτομαι ἐπιβουλεύω τί τινι: σχεδιάζω κακό εναντίον
ἡ ἀντίδοσις: η ανταλλαγή της περιουσίας κάποιου
ὁ πονηρός, ὁ ἀσθενέστατος: ο άθλιος ὁ δημιουργός: ο τεχνίτης
(οικονομικά) ἐθίζομαι,εἴωθα + τελικό απαρέμφατο: συνηθίζω,
μιμνῄσκομαί τινος πρός τινα: υπενθυμίζω κάτι έχω τη συνήθεια
σε κάποιον φοιτῶ παρά τινα: συχνάζω
ὡς ἀλυπότατα: με όσο το δυνατό λιγότερους τὸ σκυτοτομεῖον: το εργαστήρι του τσαγκάρη
πόνους ἀκριβῶς: με λεπτομέρειες
ἡ ῥαστῴνη: ευκολία, ανακούφιση ἡ διάνοια, ὁ νοῦς: η γνώμη
ἡ ὕβρις: η αλαζονεία μεταλαμβάνω τινός, ἀπολαύω τινός:
ὁ ὑβριστής: ο αλαζόνας, ο θρασύς απολαμβάνω κάτι
1
Πανεπιστήμιο Κύπρου ΑΕΦ 298 Δρ. Α. Σεραφείμ