Περὶ Ἀναθεμάτων

You might also like

Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 32

Περὶ Ἀναθεμάτων

Ἀπάντηση ἐπεξηγηματική περὶ Ἀναθεμάτων - Ἄρθρο


κατηγορίας γιὰ τοὺς συντάκτες τῶν ἀναθεμάτων
Ἰωσὴφ Βρυέννιος (1350-1431) - Οὐκ ἀρνησόμεθά σε
Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία·
οὐ ψευσόμεθά σου πατροπαράδοτον σέβας·
ἐν σοὶ ἐγεννήθημεν, καὶ σοὶ ζῶμεν, καὶ ἐν σοὶ
κοιμηθησόμεθα·
εἰ δὲ καλέσει καιρός, καὶ μυριάκις ὑπὲρ σοῦ
τεθνηξόμεθα.
Κ. Π. Καβάφης (1863-1933) - Οὐκ ἔγνως
Γιὰ τὲς θρησκευτικὲς μας δοξασίες - ὁ κοῦφος Ἰουλιανὸς
εἶπεν «Ἀνέγνων, ἔγνων, κατέγνων».
Τάχατες μᾶς ἐκμηδένισε μὲ τὸ «κατέγνων» του, ὁ
γελοιωδέστατος.
Τέτοιες ξυπνάδες ὅμως πέρασι δὲν ἔχουνε σ᾿ ἐμᾶς τοὺς
Χριστιανούς.
«Ἀνέγνως, ἀλλ᾿ οὐκ ἔγνως· εἰ γὰρ ἔγνως, οὐκ ἂν
κατέγνως» ἀπαντήσαμεν ἀμέσως.
ἀνέγνων, ἔγνων, κατέγνων: παροιμιακὴ ἔκφραση
ἀπάντηση τοῦ Ἰουλιανοῦ σὲ ἐπιστολὴ ἐπισκόπων.
Ἡ ἀνταπάντηση ὅμως ποὺ ἔλαβε, ἐνδεχομένως μάλιστα
ἀπὸ τὸν Μέγα Βασίλειο,
ἦταν ἐξ ἴσου παροιμιώδης: ἀνέγνως, ἀλλ᾿ οὐκ ἔγνως. εἰ
γὰρ ἔγνως, οὐκ ἂν κατέγνως.
Ἀπάντηση ἐπεξηγηματική περὶ Ἀναθεμάτων
Οἱ πλάνες τῶν φιλοσόφων
Ἴσως σὲ μερικοὺς νὰ φαίνεται ὑπερβολικὸς ὁ
χαρακτηρισμὸς τῶν ἀρχαίων σοφῶν ὡς μωρῶν. Τί θὰ
λέγαμε ὅμως ἂν πληροφορούμασταν ὅτι πρὶν ἀκόμη καὶ
ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ἐξέφερε περὶ τῶν σοφῶν του
προχριστιανικοῦ κόσμου αὐστηρότατη κρίση κάποιος, ὁ
ὁποῖος μπορεῖ νὰ συγκαταλεχθεῖ μαζὶ μὲ αὐτοὺς καὶ ὁ
ὁποῖος θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ρήτορες τῆς
εἰδωλολατρικῆς δύσεως;
Πρόκειται γιὰ τὸν Κικέρωνα, ὁ ὁποῖος δὲν δίστασε νὰ
διακηρύξει ὅτι «δὲν ὑπάρχει παραλογισμός,
ὁσονδήποτε χονδροειδής, ὁ ὁποῖος νὰ μὴ ἐγένετο
παραδεκτὸς καὶ νὰ μὴ ἐδιδάχθη ὑπὸ τινὸς φολοσόφου»
De divin. II 58, «Sed nescio quo tam absurde dici potest
quod non dicatur ab aliquo philosophorum»
Ἀστοχίες τοῦ Πλάτωνος
Καὶ γιὰ νὰ μιλήσουμε συγκεκριμένα ἀρχίζουμε ἀπὸ
φιλόσοφο ποὺ συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν ὑγιέστερων
ἀπὸ ὅλους τοὺς φιλοσοφοῦντες, τὸν Πλάτωνα δηλαδή.
Ὅπως λοιπόν μας λέει γιὰ αὐτὸν ὁ Hittinger (Apologie...,
τόμ. Β´, σελ. 71) κατὰ πᾶσα πιθανότητα δὲν εἶχε κἂν
ἰδέα περὶ δημιουργίας, ἢ τουλάχιστον δὲν μιλοῦσε γιὰ
αὐτὴν κατὰ τρόπο σαφῆ καὶ συγκεκριμένο. Σὲ
ἐπιβεβαίωση δὲ τοῦ ἰσχυρισμοῦ αὐτοῦ ὁ Brandis
(Ἱστορία τῆς Ἑλληνορωμαϊκῆς Φιλοσοφίας τόμ. ΙΙ, σελ.
36) ὑποστηρίζει ὅτι ἡ ἀλήθεια περὶ ἀπολύτου
δημιουργίας (δηλαδὴ ἡ ἐκ τοῦ μηδενὸς καὶ χωρὶς
προϋπάρχουσας ὕλης δημιουργία τοῦ κόσμου)
παρέμεινε ἄγνωστη σὲ ὅλη τὴν ἑλληνικὴ καὶ λατινικὴ
ἀρχαιότητα.
Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ὁ Πλάτωνας παρουσιάζεται
παραλογιζόμενος καὶ ἀνάξια πρὸς τὸν ἑαυτό του
φερόμενος εἶναι ἐκεῖ ποὺ ὑποστηρίζει ὅτι τὰ καχεκτικὰ
καὶ ἀσθενῆ βρέφη θὰ πρέπει νὰ ἀπορρίπτονται ἔκθετα,
ἐκεῖ ποὺ συνιστᾷ οἱ γυναῖκες νὰ εἶναι κοινές, ὅπως καὶ
ἐκεῖ ποὺ ἐπιδοκιμάζει νὰ ἀποκαλεῖται βάρβαρος κάθε
ξένος καὶ μὴ Ἕλληνας, προχωρώντας μέχρι τοῦ σημείου
νὰ ὁρίζει ἰδιαίτερη τάξη πολιτῶν στὴν ὁποία ἀνήκει ἡ
πλειοψηφία τους καὶ τοὺς ὁποίους καταδικάζει σὲ
ἰσόβια καὶ ἀπεριόριστη δουλεία. Καὶ μὲ λίγα λόγια ἡ
ἠθικὴ καὶ τὸ σύστημα τοῦ Πλάτωνος εἶναι κατ᾿ οὐσία
ἀριστοκρατικὰ (δὲν μιλᾶμε κὰν γιὰ δημοκρατία),
ἀπευθύνονται ἀποκλειστικὰ στοὺς διανοούμενους καὶ
τοὺς ταλαντούχους τοῦ πνεύματος καὶ συνεπῶς δὲν
ἀποτελοῦν κτῆμα ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας ἀλλὰ μερίδας
της μόνον.
Γενικοὶ χαρακτηρισμοὶ γιὰ τοὺς φιλοσόφους
Ἂς συνεχίσουμε ἀκολουθώντας τοῦ Κικέρωνα τοῦ
ὁποίου τὴν δυσμενῆ κρίση προαναφέραμε καὶ τοῦ
ὁποίου ἡ γνώμη ἔχει ἰδιαίτερη βαρύτητα, ὄχι τόσο ἐξ
αἰτίας τῆς ἰδιότητάς του ὡς μεγάλου ρήτορος, ἀλλὰ
λόγω τοῦ γεγονότος πὼς ἐπιδόθηκε ὅσο λίγοι σὲ
φιλοσοφικὲς μελέτες, ἔτσι ὥστε νὰ παρουσιάζεται
ἐνημερωμένος γιὰ τὶς φιλοσοφικὲς κινήσεις τῆς
ἀρχαιότητας, ὅσο λίγοι. Τὰ συγγράμματα τοῦ παρέχουν
πλήρη περίληψη ὅλων τῶν συστημάτων τῶν διαφόρων
σχολῶν καὶ ἐμφανίζονται πλούσια σὲ πολυμάθεια. Ἔτσι,
γιὰ παράδειγμα, ὕστερα ἀπὸ μακρὰ ἔκθεση τῶν
διαφόρων φιλοσοφικῶν θεωριῶν περὶ τῆς ἀνθρώπινης
ψυχῆς, παρατηρεῖ γεμάτος ἀπογοήτευση: «Ἕνας Θεὸς
μόνο, μπορεῖ νὰ διακρίνει ποιὰ ἀπ᾿ ὅλες αὐτὲς τὶς
θεωρίες εἶναι ἡ ἀληθινή, εἶναι δὲ δύσκολο νὰ δείξει
κανεὶς ἔστω καὶ τὴν πιθανότερη μόνο, ἀπὸ αὐτές»
«Harum sententiarum quae vera est, Deus aliquis
viderit, quae verisimilis, manga quaestio est» (Qu.
Tuscul. I, 11, 23)
Ἀλλοῦ πάλι ὅταν ἐκθέτει τὶς περὶ θεῶν διάφορες
φιλοσοφικὲς θεωρίες παρατηρεῖ τὰ ἑξῆς: « Ἰδοὺ τί ἔχω
νὰ σᾶς πῶ γιὰ τὸ θέμα τῶν θεῶν, ὄχι ὅτι θέλω νὰ
ἀρνηθῶ τὴν ὕπαρξή τους ἀλλὰ γιὰ νὰ μπορέσετε νὰ
κρίνετε ποιὸ σκοτάδι καὶ ποιὲς δυσκολίες καλύπτουν τὸ
θέμα αὐτό» «Haec fere dicere habui de natura deorum,
non ut eam tollerem, sed ut intelligeretis quam esse
obscrura et quam difficilis explicates haberet» (De
natura Deor. III 39. Πρβλ. αὐτόθ. I 13 καὶ III 40 καὶ I 6)
Θὰ μποροῦσε λοιπὸν νὰ πεῖ κανεὶς βάσει τῶν κρίσεων
τοῦ Κικέρωνος ὅτι ὅλες οἱ ὑποθέσεις τῶν φιλοσόφων
κατάληξαν σὲ τόσο πενιχρὸ καὶ ἀντιφατικὸ ἀποτέλεσμα,
καὶ τόσο καταπληκτικὰ παράλογο, ὥστε κατὰ τὴν
ἔκφραση τοῦ ἴδιου του Κικέρωνα ἀποτελοῦν «ὄνειρα
παραληρούντων μᾶλλον παρὰ γνῶμες φιλοσόφων»
«Exposui fer non philisiphorum jidicia, sed delirantium
somnia» De natura Deor. I 16.
Στὴν συνέχεια παραθέτουμε ὁμολογίες σειρᾶς
ὁλόκληρης παλαιῶν φιλοσόφων ποὺ παραπονοῦνται
ἄλλοι μὲν γιὰ τὴν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ νὰ
γνωρίσει τὴν ἀλήθεια, ἄλλοι δὲ ρητὰ ἀποφαίνονται ὅτι
ἡ ἀλήθεια εἶναι κάτι τὸ ἀσύλληπτο καὶ ἀκατάληπτο.
Ἔτσι ὁ Ξενοφάνης παραπονεῖται γιὰ τὴν ἀβεβαιότητα
τῶν ἀνθρωπίνων γνώσεων διατινόμενος ὅτι κανεὶς ποτὲ
δὲν γνώρισε τὴν ἀλήθεια, οὔτε πρόκειται νὰ γνωρίσει
αὐτὴ εἴτε περὶ τοῦ Θεοῦ εἴτε περὶ τοῦ παντός. Καὶ ἐὰν
ποτὲ κάποιος κατέληγε στὴν ἀλήθεια, δὲν θὰ τὴν εἶχε
καὶ πραγματικὰ γνωρίσει, γιατὶ αὐτὸ τὸ ὁποῖο θὰ
γνώριζε δὲν θὰ ἦταν παρὰ προσωπικὴ γνώμη καὶ
πιθανότητα, ὄχι ὅμως καὶ βέβαιη γνώση τῆς ἀλήθειας.
Ὁ Παρμενίδης πάλι ἐκδηλώνεται μὲ μεγαλύτερη ἀκόμη
ἀπογοήτευση ἀφοῦ χαρακτηρίζει τὴν γέννηση τῶν
ἀνθρώπων ὡς πρᾶγμα θλιβερὸ καὶ θεωρεῖ ὅτι
προτιμότερο θὰ ἦταν νὰ μὴν ἔρχονται αὐτοὶ στὴν
ὕπαρξη, γιατὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑπὸ τὸν ζυγὸ σκληροῦ
πεπρωμένου νὰ παραμένει μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια.
Μάλιστα λέει ὅτι οἱ θνητοὶ ὁμοιάζουν μὲ τοὺς κουφοὺς
καὶ τοὺς τυφλούς. Εἶναι γένος ἀμαθῶν καὶ ἀφρόνων. Ὁ
Ἠράκλειτος ἐβεβαίωνε ὅτι ὁ ἄνθρωπος στερεῖται
διανοίας καὶ μόνο ὁ Θεὸς ἔχει νοῦ. Ἀπέναντι δὲ αὐτοῦ
καὶ ὁ πιὸ σοφὸς ἄνθρωπος εἶναι σὰν ἕνας τυχαῖος
πίθηκος. Τέλος ὁ Ἀναξαγόρας διακήρυττε ὅτι λόγω τῆς
ἀδυναμίας τῶν αἰσθήσεών μας ἀδυνατοῦμε νὰ
γνωρίσουμε τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ ἀνακαλύψουμε τὴν
αἰτία τῶν ὄντων.
Πλῆθος φιλοσοφημάτων ἀλληλοαναιρούμενων
Ἐνῷ λοιπὸν ἀνεμπόδιστα μεταδιδόταν μεταξὺ τῶν
φιλόσοφων τὸ φρόνημα ὅτι ἡ κατάκτηση τῆς ἀλήθειας
μέσῳ τῆς φιλοσοφίας εἶναι κάτι τὸ ἀκατόρθωτο,
φαίνεται νὰ ἰσχύει ὡς κυρίαρχος νόμος σὲ ὅλη τὴν
ἱστορία τῆς φιλοσοφίας αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Hegel ὅτι: «ἡ
μονομανία τῆς ἐλεύθερης σκέψεως εἶναι νὰ δημιουργεῖ
πάντοτε ὁ ἕνας κάτι ἀνοητότερο ἀπὸ τὸν ἄλλο».
Ὑλισμὸς περισσότερο ἢ λιγότερο παχυλὸς ἐπικρατεῖ
πρὸς στιγμή, γιὰ νὰ ἀνατραπεῖ ὕστερα ἀπὸ λίγο ἀπὸ
κάποια μορφὴ φυσιοκρατικοῦ ἢ πνευματοκρατικοῦ
Πανθεϊσμοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν σειρά του θὰ δώσει τὴν
θέση του στὸν Ἀγνωστικισμὸ ἢ σὲ διάφορες μορφὲς
ἄκρατης Πνευματοκρατίας ἢ τοῦ λεγόμενου
Ὑπαρξισμοῦ ἢ τῆς Ἐξελιξιαρχίας καὶ τοῦ Μονισμοῦ καὶ
γενικὰ τῆς ποικιλόμορφης Ἀρνήσεως ποὺ σύγχυση
μᾶλλον καὶ σκοτισμὸ παρὰ φῶς φέρνουν στὴν ἔρευνα
γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς ἀλήθειας. Βλέποντας τὴν
ἀντίφαση καὶ τὴν ἀντίθεση τῶν φιλοσοφικῶν ρευμάτων
μεταξύ τους, τὴν διαρκῆ ἀπόρριψη καὶ ἐμφάνιση νέων,
θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι ὁ καθολικὸς φιλόσοφος νοῦς τῶν
ἀνθρώπων σὰν ἀόρατος Κρόνος ἄπληστος καὶ
ἀχόρταγος καταβροχθίζει τὸ ἕνα μετὰ τοῦ ἀλλοῦ τὰ ἴδια
τὰ παιδιά του. Καὶ ὅπως λέει ὁ Hittenger κανένα ἀπὸ τὰ
φιλοσοφικὰ συστήματα ποὺ ἐμφανίστηκαν μὲ
διάφορες μορφές, εἴτε μιλᾶμε γιὰ τὸν Ὑλισμὸ εἴτε γιὰ
τὸν Πανθεϊσμὸ εἴτε γιὰ τὴν Ἀρνητικὴ κριτικὴ καὶ τὴν
Ἀμφιβολία, δὲν κατόρθωσε νὰ λύσει τὸ αἴνιγμα τῆς
ὑπάρξεως καὶ κανένα ἀπὸ αὐτὰ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ
συμπληρώσει τὸ κενὸ ποὺ θὰ δημιουργοῦσε στὸν
κόσμο ἡ ἐξαφάνιση τῆς θρησκευτικῆς πίστης.
Γιὰ νὰ μὴν παρεξηγηθῶ θέλω νὰ τονίσω ὅτι δὲν
ἀρνεῖται κανεὶς ὅτι οἱ πρὸ Χριστοῦ φιλόσοφοι ἀνέβηκαν
σὲ ἀλήθειες λιγότερο ἢ περισσότερο ὑψηλές. Ἀλλὰ
ὅμως οἱ ἀλήθειες αὐτὲς ἐκτὸς τοῦ ὅτι βρίσκονταν
ἐγκατεσπαρμένες ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ἀνάμεσα στὶς συγγραφὲς
καὶ τὶς φιλοσοφκὲς θεωρίες τους, ἦταν ἀρκετὰ συχνὰ
ἀνακατεμένες μὲ ζοφερὲς πλάνες μὲ τέτοιον τρόπο
ὥστε νὰ παρουσιάζεται τὸ πρόβλημα τοῦ ποιὸς θὰ
πετύχαινε τὸ κατόρθωμα νὰ ξεδιαλύνει καὶ νὰ μαζέψει
τὶς τόσο σκορπισμένες αὐτὲς ἀκτῖνες τὶς ἀλήθειας καὶ
ἀφοῦ τὶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν σκουριὰ τοῦ ψεύδους νὰ
τὶς ταιριάξει σὲ ἥλιο φωτεινό, ἀπαραίτητο γιὰ
καρποφόρα καὶ ὑγιῆ θρησκευτικὴ ζωή.
Ἡ Ἐκκλησία λοιπὸν δὲν ἀντιτίθεται στοὺς ἀρχαίους
φιλοσόφους καὶ συγγραφεῖς, ἁπλὰ διατυπώνει καὶ αὐτὴ
τὶς ἐπιφυλάξεις τῆς ὅπως πρὶν ἀπ᾿ αὐτὴν τὶς
διατύπωσαν ὁ Κικέρωνας, ὁ Ξενοφάνης, ὁ Παρμενίδης,
ὁ Ἠράκλειτος, ὁ Ἀναξαγόρας καὶ τόσοι ἄλλοι. Ἄλλωστε
ὅλοι οἱ ἐπιφανεῖς ἱεράρχες τὶς καὶ μεγάλοι Πατέρες,
εἶχαν βαθιὰ γνώση τῆς Ἑλληνικῆς Γραμματείας. Ὁ
Μέγας Βασίλειος γιὰ παράδειγμα σπούδασε στὶς
σχολὲς τὶς Ἀθήνας κάθε διδασκόμενη τὴν ἐποχὴ αὐτὴ
ἐπιστήμη. Ὁ ἴδιος δὲ συμβουλεύει τὰ πνευματικὰ τοῦ
παιδιὰ νὰ μελετᾶνε τὰ συγγράμματα τῶν προγόνων
τοὺς φροντίζοντας βέβαια ὅπως οἱ μέλισσες νὰ
παίρνουν ὅτι χρήσιμο καὶ ἀληθὲς καὶ νὰ πετᾶνε ὅτι
ἄχρηστο ψευδὲς καὶ ἐπιβλαβές.
Αὐτά, ὡς εἰσαγωγικά.
Σὲ ὅτι ἀφορᾷ τώρα τὰ ἀναθέματα καὶ τὰ τρὶς
ἀναθέματα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι προφανὲς γιὰ ὅποιον τὰ
διάβασε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀναφέρεται στοὺς Ἕλληνες
(γένος) ἀλλὰ στοὺς ἐθνικοὺς πολυθεϊστὲς εἰδωλολάτρες
(θρησκεία). Τὸ μόνο ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰ τὸ καταλάβει
κανεὶς εἶναι μία μετάφραση τῶν κείμενων, ἐφόσον δὲν
μπορεῖ νὰ καταλάβει τὸ νόημά τους ἀπὸ τὸ πρωτότυπο.
Ἡ ἀποσαφήνιση τῆς ἔννοιας τοῦ ὄρου «Ἕλληνας»
ΕΛΛΗΝΑΣ. Ὅσοι ξέρουν καὶ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν ἱστορία,
καὶ συγκεκριμένα μὲ τὴν ἱστορία τῆς Γλώσσας,
γνωρίζουν ὅτι οἱ πολλὲς λέξεις μὲ τὴν πάροδο τῶν
αἰώνων ἐξελίσσονται. Ἡ ἐξέλιξη αὐτὴ μπορεῖ νὰ εἶναι
σχετικὴ μὲ τὴν προφορὰ καὶ τὴν γραφὴ ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν
χρήση καὶ τὴν σημασία τῆς λέξης καὶ εἶναι ἀποτέλεσμα
διαφόρων πολιτιστικῶν ἐπιδράσεων.
Μία ἀπὸ τὶς λέξεις μὲ ἀξιοσημείωτη μακρὰ καὶ
μεταβαλλόμενη πορεία εἶναι ἡ λέξη Ἕλλην. Δὲν θὰ
ἀναφερθῶ σ᾿ ὅλη τὴν ἱστορία καὶ τὴν ἑτοιμολογία τῆς
τὴν ὁποία μπορεῖ κανεὶς νὰ βρεῖ σὲ ἕνα ἔγκυρο λεξικό.
Ἁπλὰ θὰ σημειώσω ὅτι στοὺς πρώτους Χριστιανικοὺς
χρόνους ἡ ἔννοια τῆς λέξης ἔχει ἀλλάξει καὶ ἀπὸ
δηλωτικὴ μίας ἐθνότητας γίνεται συνώνυμη μὲ τὴν
ἔννοια πολυθεϊστὴς καὶ εἰδωλολάτρης ἀρχικά, καὶ στὴν
συνέχεια δηλώνει τὸν μὴ Χριστιανὸ γενικά. Πρέπει
λοιπὸν νὰ εἴμαστε προσεκτικοὶ καὶ νὰ λαμβάνουμε
πάντα ὑπ᾿ ὄψιν μας τὴν χρονικὴ περίοδο κατὰ τὴν
ὁποία μία λέξη χρησιμοποιεῖται καὶ τὴν ἔννοια ποὺ
προσδίδεται τότε σ᾿ αὐτήν. Ἡ φράση π.χ. κατὰ Ἑλλήνων,
ἂν εἰπωθεῖ σήμερα στρέφεται ἐναντίον μας ὡς ἔθνους
ἐνῷ ἂν λέγεται κατὰ τὰ βυζαντινὰ χρόνια στρέφεται
ἐναντίων τῶν μὴ Χριστιανῶν δηλαδὴ τῶν ἐθνικῶν
εἰδωλολατρῶν.
Ἡ ἀποσαφήνιση τῆς ἔννοιας τοῦ ὄρου «Ἀνάθεμα»
ΑΝΑΘΕΜΑ. Τὸ ἀνάθεμα σὰν λέξη, σήμερα
χρησιμοποιεῖται ἀπὸ πολλοὺς στὸν καθημερινὸ λόγο,
μὲ τὴν ἔννοια τῆς κατάρας. Μπορεῖ νὰ ἀναφέρεται σὲ
κάτι ποὺ μᾶς δυσαρεστεῖ ἢ ποὺ μᾶς προκαλεῖ ἔντονο
μῖσος. Χρησιμοποιεῖται βέβαια καὶ σὲ ἄλλες
περιστάσεις τοῦ καθημερινοῦ λόγου μὲ λιγότερο ἢ καὶ
καθόλου ὑβριστικὴ σημασία, ὅπως μπορεῖ νὰ δεῖ κανεὶς
σὲ ἕνα ἔγκυρο λεξικό.
Ἐμᾶς ὅμως δὲν μᾶς ἐνδιαφέρουν οἱ παραπάνω χρήσεις
τοῦ ὄρου, γιατὶ πέρα ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, τὸ ἀνάθεμα εἶναι
καὶ ἰδιαίτερος ἐκκλησιαστικὸς ὅρος μὲ ἐντελῶς
διαφορετικὴ σημασία.
«.. 4. ΕΚΚΛΗΣ. Εἰδικὴ βαριὰ ποινὴ ποὺ ἰσοδυναμεῖ μὲ
τὸν ἀποκλεισμὸ ἑνὸς προσώπου ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς
Ἐκκλησίας: ρίχνω τὸ ἀνάθεμα σὲ κάποιον || παραδίδω
κάποιον στὸ ἀνάθεμα || ἀπαγγέλλω τὸ ἀνάθεμα
ἐναντίον κάποιου..»
ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΖΩ. Γενικά, συνώνυμο τοῦ καταριέμαι,
ὅμως..
«.. 2. ΕΚΚΛΗΣ. Ἀποβάλlω (κάποιον) ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς
Ἐκκλησίας ΣΥΝ. ἀφορίζω, ἀποκηρύσσω, ἀποκόπτω..»
ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΣΜΟΣ. Γενικά, σημαίνει κατάρα, ἀλλά...
«.. 2. ἡ ἀποκήρυξη ἑνὸς ἀτόμου ἀπὸ τὴν κοινότητα στὴν
ὁποίαν ἀνήκει καὶ εἰδικότ. ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας
ΣΥΝ. Ἀφορισμός, ἀποβολή, ἀποκοπή.»
(Τὰ ἐντὸς εἰσαγωγικῶν εἶναι ἀπὸ τὸ «Λεξικὸ τῆς Νέας
Ἑλληνικῆς Γλώσσας», τοῦ Κέντρου Λεξικολογίας ὑπὸ
τοῦ Καθηγητοῦ Γ. Δ. Μπαμπινιώτη)
Ἡ λέξη, ἔχει τὴ θεολογικὴ ἔννοια, «αὐτοῦ ποὺ ἀφήνεται
στὸν διάβολο». Εἶναι ἀντίθετη ἀπὸ τὴ λέξη:
«ΑΝΑΘΗΜΑ», ποὺ σημαίνει: «Αὐτὸ ποὺ ἀφιερώνεται
στὸν Θεό».
Ἀπὸ αὐτά, εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν
χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο «ἀνάθεμα» μὲ τὴν ἔννοια ποὺ
νομίζουν οἱ κατήγοροί της, ἀλλὰ μὲ δική της, θεολογικὴ
σημασία. Ὅπως εἶναι γνωστὸ κάθε ἐπιστήμη κάθε
ἐπάγγελμα καὶ κάθε ὀργανισμὸς προκειμένου νὰ
περιγράψει λεπτομερῶς τὸ ἀντικείμενο τοῦ
ἐνδιαφέροντός του εἴτε δημιουργεῖ νέες λέξεις, εἴτε
χρησιμοποιεῖ ἤδη ὑπάρχουσες ποὺ τοὺς προσδίδει
ὅμως νέα ἐξειδικευμένη σημασία. Ὅταν π.χ. ὁ γιατρὸς
μιλᾷ γιὰ κυκλοφορία δὲν ἐννοεῖ τὰ αὐτοκίνητα στοὺς
δρόμους ἀλλὰ τὸ αἷμα στῆς φλέβες καὶ τὶς ἀρτηρίες.
Ὅταν λοιπὸν ἀναφερόμαστε σὲ ἐκκλησιαστικὰ κείμενα
πρέπει νὰ λαμβάνουμε ὑπ᾿ ὄψιν τὴν ἐκκλησιαστικὴ
ὁρολογία καθὼς καὶ τὸ νόημα τῶν λέξεων ΓΙ ΑΥΤΟΝ
ΠΟΥ ΤΙΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ, καὶ μάλιστα σὲ ἐκείνη τὴν
ἐποχὴ ποὺ εἰπώθηκαν καὶ ὄχι στὴν σημερινή.
Τώρα πλέον, ἀφοῦ κάναμε μερικὲς ἀπαραίτητες
διευκρινίσεις περὶ τῆς ἀξίας τῆς φιλοσοφίας μέσα ἀπὸ
κείμενα μὴ Χριστιανικά, περὶ τῆς ἔννοιας τῆς λέξεως
Ἕλληνας στὰ Βυζαντινὰ χρόνια καὶ περὶ τῆς
Ἐκκλησιαστικῆς χρήσης τῆς λέξης «ἀνάθεμα»,
μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὰ ἀποσπάσματα ποὺ
χρησιμοποιοῦν οἱ Νεοειδωλολάτρες ἀπὸ τὸ Τριῴδιον τὰ
ὁποῖα περιέχονται στὸ «Συνοδικὸ τῆς Ἁγίας Ζ´
Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας» καὶ τὰ
ὁποῖα ἀναγιγνώσκονται καὶ σήμερα τὴν Κυριακή της
Ὀρθοδοξίας.
Ἑρμηνεία ἀποσπάσματος τοῦ Συνοδικοῦ
Ἑπτὰ ἀναθέματα κατὰ τῶν ΕΛΛΗΝΩΝ ἀπὸ τὸ Τριώδιον
τὰ ὁποῖα περιέχονται στὸ «Συνοδικὸ τῆς Ἁγίας Ζ´
Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας» καὶ τὰ
ὁποῖα ἀναγιγνώσκονται καὶ σήμερα τὴν Κυριακὴ τῆς
Ὀρθοδοξίας, παρατίθενται καὶ ἐξηγοῦνται στὴ
συνέχεια:
Κείμενο Ἐξήγηση
Ἐπὶ τοῖς φρονοῦσι καὶ λέγουσι κτιστὴν εἶναι πᾶσαν
φυσικὴν δύναμιν καὶ ἐνάργειαν τῆς τρισυποστάτου
θεότητος, ὡς κτιστὴν ἐκ τούτου πάντως καὶ αὐτὴν τὴν
θείαν οὐσίαν ἀναγκαζομένοις δοξάζειν. Κτιστὴ γὰρ κατὰ
τοὺς Ἁγίους ἐνέργεια, κτιστὴν δηλώσει καὶ φύσιν
ἄκτιστον δέ, ἄκτιστον χαρακτηρίζει οὐσίαν. Κἀντεῦθεν
ἤδη κινδυνεύουσι εἰς θείαν παντελῆ περιπίπτειν, καὶ
τὴν ἑλληνικὴν μυθολογίαν καὶ τὴν τῶν κτισμάτων
λατρείαν, τῇ καθαρᾷ καὶ ἀμώμω τῶν χριστιανῶν πίστει
προστριβομένοις. Μὴ ὁμολογοῦσι δὲ κατὰ τὰς ἁγίας
θεοπνεύστους θεολογίας καὶ τὸ τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβὲς
φρόνημα, ἄκτιστον εἶναι πᾶσαν φυσικὴν δύναμιν καὶ
ἐνέργειαν τῆς τρισυποστάτου θεότητος ἀνάθεμα τρίς.
Τὸ κείμενο αὐτὸ ξεκάθαρα ἀναφέρεται σὲ ὅσους
πιστεύουν πὼς οἱ ἐνέργειες καὶ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ,
καθὼς καὶ ἡ οὐσία του εἶναι κτιστὰ καὶ οὐσιαστικὰ
μέρος τοῦ κόσμου καὶ ὄχι ἡ δημιουργικὴ καὶ τελικὴ
αἰτία του ἡ ὁποία βρίσκεται ἔξω ἀπ᾿ τὸν κόσμο.
Ἐναντίον αὐτῶν καταφέρεται τὸ παραπάνω
ἀπόσπασμα. Καὶ ἀντιπαραβάλλει τὴν εἰδωλολατρικὴ
καὶ γενικὰ τὴ μὴ Χριστιανικὴ μυθολογία καὶ θεολογία
γιὰ νὰ καταστήσει τὴν διαφορὰ ἀκόμη εὐκρινέστερη.
Τοῖς τὰ ἑλληνικὰ διεξιοῦσι μαθήματα, καὶ μὴ διὰ
παίδευσιν μόνον ταῦτα παιδευομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς
δόξαις αὐτῶν ταῖς ματαίαις ἑπομένοις, καί, καὶ ὡς
ἀληθέσι πιστεύουσι καὶ οὕτως αὐταῖς ὡς τὸ βέβαιον
ἐχούσαις ἐγκειμένοις, ὥστε ἑτέρους ποτὲ μὲν λάθρα,
ποτὲ δὲ φανερῶς ἐνάγειν αὐταῖς καὶ διδάσκειν
ἀνενδοιάστως ἀνάθεμα τρίς. Αὐτὸ πάλι εἶναι ὑπὲρ τῶν
Χριστιανῶν. Γιατὶ φανερώνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν
ἀντιτίθεται στὴν μελέτη τῶν ἀρχαίων σοφῶν ἀλλὰ στὸ
νὰ πιστεύουμε ὅτι ὅλα ὅσα εἶπαν εἶναι ἀληθῆ καὶ
ἀλάνθαστα. Καὶ καλῶς κάνει τὴν διευκρίνιση αὐτὴ καὶ
τὸ ἴδιο πίστευαν καὶ οἱ ἀρχαῖοι.
Τοῖς μετὰ τῶν ἄλλων μυθικῶν πλασμάτων, ἐφ᾿ ἑαυτῶν
καὶ τὴν καθ᾿ ἡμᾶς κλίσιν μεταπλάττουσι, καὶ τὰς
πλατωνικὰς ἰδέας ὡς ἀληθεῖς δεχομένοις καὶ ὡς
αὐθυπόστατον τὴν ὕλην παρὰ τῶν ἰδίων μορφοῦσθαι
λέγουσι, καὶ προφανῶς διαβάλλουσι τὸ αὐτεξούσιον
τοῦ Δημιουργοῦ, τοῦ ἀπὸ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι
παραγαγόντος τὰ πάντα, καὶ ὡς ποιητοῦ πᾶσιν ἀρχὴν
καὶ τέλος ἐπιτιθέντος ἐξουσιαστικῶς καὶ δεσποτικῶς
ἀνάθεμα τρίς. Μερικὲς παθολογικὲς Πλατωνικὲς ἰδέες
ἀναφέραμε ἤδη. Ἐδῶ παρουσιάζονται μερικὲς ἀκόμη.
Ὅπως βλέπεις τὸ κείμενο κάνει σαφῆ διάκριση καὶ δὲν
κατηγορεῖ τὸν Πλάτωνα οὔτε τὸ σύνολο τοῦ ἔργου του
ἀλλὰ διευκρινίζει ὅτι διαφωνεῖ μὲ κάποιες ἀπὸ τὶς ἰδέες
του ποὺ εἶναι ἐσφαλμένες, ὅπως π.χ. «τὸ αὐθυπόστατο
τῆς ὕλης».
Τοῖς δεχομένοις καὶ παραδίδουσι τὰ μάταια καὶ
ἑλληνικὰ ῥήματα, ὅτι τε προΰπαρξίς ἐστι τῶν ψυχῶν,
καὶ οὐκ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος τὰ πάντα ἐγένετο, καὶ
παρήχθησαν, ὅτι τέλος ἐστὶ τῆς κολάσεως ἡ
ἀποκατάστασις αὖθις τῆς κτίσεως, καὶ τῶν ἀνθρωπίνων
πραγμάτων, καὶ διὰ τῶν τοιούτων λόγων τὴν βασιλείαν
τῶν οὐρανῶν λυομένην πάντως, καὶ παράγουσαν
εἰσάγουσιν, ἣν αἰωνίαν καὶ ἀκατάλυτον αὐτός τε ὁ
Χριστὸς καὶ Θεὸς ἡμῶν ἐδίδαξε, καὶ παρέδοτο καὶ διὰ
πάσης τῆς Παλαιᾶς καὶ Νέας Γραφῆς ἡμεῖς
παρελάβομεν ὅτι καὶ ἡ κόλασις ἀτελεύτητος καὶ ἡ
βασιλεία ἀΐδιος, διὰ δὲ τῶν τοιούτων λόγων ἑαυτούς τε
ἀπολλύουσι, καὶ ἑτέροις αἰωνίας καταδίκης προξένους
γενομένοις ἀνάθεμα τρίς. Ἐδῶ πάλι φαίνεται γιὰ ἄλλη
μία φορὰ ὅτι ἡ Ἐκκλησία μὲ τὰ κείμενα αὐτὰ δὲν
ἐπιτίθεται ἐναντίων κανενὸς ἀλλὰ ἁπλὰ ὁριοθετεῖ τὴν
πίστη της. Λέει λοιπὸν ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ διδασκαλία περὶ
προΰπαρξης τῶν ψυχῶν εἶναι ἐσφαλμένη, συνεχίζει
ὅμως λέγοντας ἐξ ἴσου ἐσφαλμένη εἶναι καὶ ἡ
διδασκαλία περὶ καταργήσεως τῆς κόλασης.
Ἂς προσέξουμε ὅτι ἡ τελευταία αὐτὴ διδασκαλία δὲν
εἶναι Ἀρχαιοελληνική, ἀφοῦ οἱ Ἕλληνες δὲν πίστευαν σὲ
κόλαση. Ἄρα Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΔΕΝ ΣΤΡΕΦΕΤΑΙ ΕΔΩ
ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΛΛΑ ΕΝΑΝΤΙΩΝ ΜΕΡΙΚΩΝ
ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΗΣ τὰ ὁποῖα ἔχουν παρεξηγήσει καὶ
παραποιήσει τὴν διδασκαλία της.
Ἑπομένως καταλαβαίνουμε ὅτι δὲν μεροληπτεῖ ἔναντι
καμίας φυλῆς καὶ παραδόσεως. Μένει ὅμως ἄγρυπνη
καὶ ὁποιαδήποτε πλαστογράφηση καὶ διαστροφὴ τοῦ
πιστεύω τῆς τὴν καταγγέλλει χωρὶς νὰ ἔχει πρόβλημα,
ἀπὸ ποιὸν χῶρο προέρχεται ἡ πλαστογράφηση αὐτή.
Τοῖς εὐσεβεῖν μὲν ἐπαγγελλομένοις τὰ τῶν Ἑλλήνων δὲ
δυσσεβῆ δόγματα τῇ ὀρθοδόξῳ καὶ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ
περί τε ψυχῶν ἀνθρωπίνων, καὶ οὐρανοῦ καὶ γῆς, καὶ
τῶν ἄλλων κτισμάτων ἀναιδῶς ἢ μᾶλλον ἀσεβῶς
ἐπεισάγουσιν ἀνάθεμα τρίς. Τὰ τῶν Ἑλλήνων δυσσεβῆ
δόγματα.. Νομίζω ὅτι καταλαβαίνουμε ὅλοι τὸ νόημα
τῆς φράσεως αὐτῆς. Δηλώνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν ἁγία
ἀντίληψη ποὺ ἔχει γιὰ τὸν Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ
συμβιβαστεῖ μὲ χαμηλὲς περὶ θείου δοξασίες μὲ τὶς
ὁποῖες εἶναι γεμάτες οἱ πολυθεϊστικὲς μυθολογίες
μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἡ Ἑλληνική. Τὸ ἐνδιαφέρον εἶναι
ὅτι δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία ἡ πρώτη ὁποῦ ἐκφράζει τέτοιες
θέσεις. Πολὺ πρὶν ἀπ᾿ τὴν ἵδρυσή της ὁ ΠΛΑΤΩΝ ἔλεγξε
κάθε πάτρια ἰδέα περὶ θεοῦ καὶ ἔδειξε τὸ ἄτοπο αὐτῆς.
Μάλιστα φυγάδευσε κυριολεκτικὰ τὸν Ὅμηρο ἀπὸ τὴν
«Πολιτεία» του, διότι θεώρησε ὅτι οἱ ἀνήθικοι μῦθοι
γιὰ τοὺς θεοὺς ἀποτελοῦν ἐπιζήμια πρότυπα γιὰ τοὺς
νέους. Τόνισε ἐμφατικὰ ὅτι ὁ Ὅμηρος καὶ ὁ Ἡσίοδος
ἔπλασαν ψευδεῖς καὶ ἀνάξιους μύθους γιὰ τοὺς θεούς
(Πολιτ. 368Α-383C). Ἀρνήθηκε οὐσιαστικὰ τὴν πατρῴα
εἰδωλολατρικὴ θρησκεία καὶ προσηλώθηκε στὴν δική
του ἰδεατὴ θεότητα, τὸ «Ὄντως Ὄν».
Ὁ Πλάτων ὅμως δὲν ἦταν ὁ μόνος. Ο ΞΕΝΟΦΑΝΗΣ Ο
ΚΟΛΟΦΩΝΙΟΣ τόλμησε νὰ ἀρνηθῇ τὴν κρατοῦσα
εἰδωλολατρικὴ θρησκεία τῆς ἐποχῆς του καὶ νὰ
διακηρύξῃ ἐπίσημα: «Εἷς Θεός, ἔν τε θεοῖσι καὶ
ἀνθρώποισι μέγιστος οὔτε δέμας θνητοίσι ὅμοιος οὐδὲ
νόημα». Ὅμως «πάντα θεοίσ᾿ ἀνέθηκαν Ὅμηρος θ´
Ἡσίοδος τε... ὄσσα παρ᾿ ἀνθρώποισιν ὀνείδεα καὶ
ψόγος ἐστίν, κλέπτειν, μοιχεύειν τε καὶ ἀλλήλους
ἀπατεύειν» (Ξενοφ. Ἀπ. 11)! Τοὺς θεοὺς θεωροῦσε ἐξ
ὁλοκλήρου ΑΠΟΚΥΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ
ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ, ΑΝΑΡΜΟΣΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΙΑ ΦΥΣΗ.
Ὑποστήριζε μάλιστα πὼς ὅσοι πιστεύουν ὅτι οἱ θεοὶ
γεννήθηκαν, ἀσεβοῦν τὸ ἴδιοι μὲ ὅσους λένε πὼς οἱ
θεοὶ πεθαίνουν!
Τέλος ὁ ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ Ὑποστήριζε πὼς ὁ Ὅμηρος καὶ ὁ
Ἡσίοδος, ἀποδίδοντας στοὺς θεοὺς κακίες καὶ
ἀνηθικότητες εἶχαν ὀλέθρια ἐπίδραση στὰ ἤθη τῶν
ἀνθρώπων. Ἀκόμη στηλίτευσε τὸν ἀνόητο
ἀνθρωπομορφισμό, τόνισε τὴν ἀπόλυτη διαφορὰ
ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ (Ἀποσπ. 88) καὶ ἀπειλοῦσε ὅσους
ἔκαναν ἀνίερες τελετὲς (Βακχισμός, ἱερὰ ὄργια, ἱερὴ
πορνεία κ.λπ.).
Δεν συνεχίζω. Τα παραπάνω δείχνουν την ορθότητα της
Εκκλησίας όταν μιλά για δυσσεβή δόγματα.
Τοῖς τὴν μωρὰν τῶν ἔξωθεν (στὸ σημεῖο αὐτὸ οἱ
Νεοειδωλολάτρες προσθέτουν: «= Ἑλλήνων»)
φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν προτιμοῦσι, καὶ τοῖς
καθηγηταῖς αὐτῶν ἑπομένοις, καὶ τάς τε
μετεμψυχώσεις τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν, ἢ καὶ ὁμοίως
τοῖς ἀλόγοις ζῴοις ταύτας ἀπόλλυσθαι, καὶ εἰς τὸ μηδὲν
χωρεῖν δεχομένοις καὶ διὰ τοῦτο ἀνάστασιν, καὶ κρίσιν,
καὶ τὴν τελευταίαν τῶν βεβιωμένων ἀνταπόδοσιν
ἀθετοῦσιν ἀνάθεμα τρίς. Ἐδῶ πάλι δὲν ἀναφέρεται
πουθενὰ ὁ ὅρος Ἕλληνας ἀλλὰ προστίθεται ἐκ τῶν
ὑστέρων! Ἂς εἴμαστε σοβαροί. Στὸ κάτω κάτω τὸ
κείμενο ἀναφέρεται στὴν μετεμψύχωση καὶ σὲ ὅσους
ἀρνοῦνται τὴν ἀνάσταση. Ἂν τώρα αὐτοὶ εἶναι Ἕλληνες,
Ἰνδοί, Χριστιανοί, Πολυθεϊστὲς καὶ δὲν ξέρω ‘γὼ τί ἄλλο,
δὲν ἔχει σημασία.
Τοῖς λέγουσιν ὅτι οἱ τῶν Ἑλλήνων σοφοὶ καὶ πρῶτοι τῶν
αἱρεσιαρχῶν, οἱ παρὰ τῶν ἑπτὰ ἁγίων καὶ καθολικῶν
συνόδων, καὶ παρὰ πάντων τῶν ἐν Ὀρθοδοξίᾳ
λαμψάντων πατέρων ἀναθέματι καθυποβληθέντας, ὡς
ἀλλότριοι τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας διὰ τὴν ἐν λόγοις
αὐτῶν κίβδηλον καὶ ῥυπαρὰν περιουσίαν κρείττονες
εἰσι κατὰ πολύ, καὶ ἐνταῦθα καὶ ἐν τῇ μελλούσῃ κρίσει,
καὶ τῶν εὐσεβῶν μὲν καὶ ὀρθοδόξων ἀνδρῶν, ἄλλως δὲ
κατὰ πάθος ἀνθρώπινον ἣ ἀγνόημα πλημμελησάντων
ἀνάθεμα τρίς. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ. Ἐφόσον τὸ ἀνάθεμα
σημαίνει ἀποκοπὴ καὶ ἀποβολὴ ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς
Ἐκκλησίας, ἡ ἐπιβολή του σὰν ποινὴ ἔχει νόημα μόνο
ἐφ᾿ ὅσον ἐφαρμόζεται σὲ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ἔχει
νόημα νὰ ἀναθεματιστεῖ κάποιος Μουσουλμᾶνος,
Ἑβραῖος ἢ Δωδεκαθεϊστὴς ἀφοῦ δὲν εἶναι μέλη τῆς
Ἐκκλησίας, ἀπὸ τί θὰ ἀποκοποῦνε ἀπὸ κάτι ἀπὸ τὸ
ὁποῖο δὲν ἦταν ποτὲ συνδεδεμένοι; Ὄχι φυσικά.
Ἑπομένως μὲ τὰ παραπάνω δείξαμε ὅτι τὸ ἀνάθεμα
ἀναφέρεται σὲ ὅσους εἶναι ἤδη Χριστιανοὶ καὶ
νοθεύουν τὴν πίστη τους μὲ δοξασίες ξένες πρὸς τὴν
πίστη τοὺς ὅπως εἰδωλολατρικὲς ἢ οἱ αἱρετικές. ΤΑ
ΑΝΑΘΕΜΑΤΑ ΑΠΕΥΘΥΝΟΝΤΑΙ ΣΕ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟ.
Ἕνα τροπάριο
Ναοὺς εἰδώλων (στὸ σημεῖο αὐτὸ οἱ Νεοειδωλολάτρες
προσθέτουν: «= ἑλληνικούς») καθείλετε ἀθλοῦντες, καὶ
ἑαυτοὺς τῆς Τριάδος θείους ναοὺς ἐδομήσασθε,
ἀθλοφόροι κυρίου ἀγγέλων συνόμιλοι. Γιὰ ἄλλη μία
φορὰ ὁ ὅρος «Ἑλληνικός» προστίθεται ἀπὸ ἔξω. Ὅπως
εἶναι ἐμφανὲς ὅμως, στόχος τοῦ ὑμνογράφου δὲν εἶναι
νὰ δείξει τὴν ἀντίθεση μὲ τὸν Ἑλληνισμὸ (ἂν ὑπῆρχε
αὐτή) ἀλλὰ μὲ τὰ εἴδωλα. Μποροῦσε κάλλιστα νὰ πεῖ
«Ναοὺς Ἑλλήνων..» Καὶ οἱ δυὸ λέξεις ἔχουν ἴδιο ἀριθμὸ
συλλαβῶν καὶ τονίζονται στὴν παραλήγουσα. Ἔτσι δὲν
θὰ χαλοῦσε τὸ μέτρο οὔτε τὸ μουσικὸ μέλος. Γιατί
λοιπὸν λέει εἰδώλων καὶ ὄχι Ἑλλήνων, ἂν αὐτὸ
ὑπονοοῦσε;
Ἕνας μακαρισμός
Οἱ καλάμω τοῦ Σταυροῦ, ἐκ τοῦ βυθοῦ τῆς ἀγνωσίας
τοὺς λαοὺς ἀναγαγόντες Ἀπόστολοι, τὴν τῶν Ἑλλήνων
πλάνην ἀπεμειώσατε ἀπὸ τῆς γῆς, ἀπλανεῖς σωτῆρες
γενόμενοι τῶν πιστῶν, ἀληθῶς ὅθεν μακαρίζεσθε. Ποιὰ
εἶναι αὐτὴ ἡ πλάνη τῶν Ἑλλήνων; Μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ
διάθεσή τους καὶ ἡ δίψα τους γιὰ τὴν ἀλήθεια; Ὄχι,
γιατὶ καὶ οἱ Πατέρες μελέτησαν καὶ ἔγιναν κοινωνοὶ
αὐτῆς τῆς ἀναζήτησης. Μήπως εἶναι οἱ ἐπιστῆμες τους;
Μᾶλλον ὄχι, γιατὶ ὅπως εἶπα καὶ πρὶν οἱ Βυζαντινοί,
θεματοφύλακες τῆς ἐπιστήμης αὐτῆς ἦταν. Ἄλλωστε σὲ
αὐτοὺς χρωστᾶμε τὴν διάσωση τῶν ἀρχαίων
χειρογράφων καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὴν ἱστορική μας
συνείδηση. Ἂν δὲν ὑπῆρχαν οἱ Βυζαντινοὶ ἀντιγραφεῖς,
σήμερα τὸ ὄνομα τοῦ Πλάτωνα καὶ τοῦ Σωκράτη, τοῦ
Περικλῆ καὶ τοῦ Θουκυδίδη ἂν δὲν εἶχε ἐξαφανιστεῖ θὰ
σῳζόταν μέσα σὲ μυθολογικὴ ὁμίχλη. Ἑπομένως τὸ
ἀπόσπασμα ἀναφέρεται στὴν περὶ θεοῦ ἀντίληψη τῶν
ἀρχαίων ἡ ὁποία ἦταν ὄντως πλανεμένη.
Ἀναθέματα
(ὅπως παρατίθενται σὲ ἄρθρο ἐθνικῶν
[δωδεκαθεϊστῶν])
Ἐπὶ τοῖς φρονοῦσι καὶ λέγουσι κτιστὴν εἶναι πᾶσαν
φυσικὴν δύναμιν καὶ ἐνάργειαν τῆς τρισυποστάτου
θεότητος, ὡς κτιστὴν ἐκ τούτου πάντως καὶ αὐτὴν τὴν
θείαν οὐσίαν ἀναγκαζομένοις δοξάζειν. Κτιστὴ γὰρ κατὰ
τοὺς Ἁγίους ἐνέργεια, κτιστὴν δηλώσει καὶ φύσιν
ἄκτιστον δέ, ἄκτιστον χαρακτηρίζει οὐσίαν. Κἀντεῦθεν
ἤδη κινδυνεύουσι εἰς θείαν παντελῆ περιπίπτειν, καὶ
τὴν ἑλληνικὴν μυθολογίαν καὶ τὴν τῶν κτισμάτων
λατρείαν, τῇ καθαρᾷ καὶ ἀμώμω τῶν χριστιανῶν πίστει
προστριβομένοις. Μὴ ὁμολογοῦσι δὲ κατὰ τὰς ἁγίας
θεοπνεύστους θεολογίας καὶ τὸ τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβὲς
φρόνημα, ἄκτιστον εἶναι πᾶσαν φυσικὴν δύναμιν καὶ
ἐνέργειαν τῆς τρισυποστάτου θεότητος ἀνάθεμα τρίς.
Τοῖς τὰ ἑλληνικὰ διεξιοῦσι μαθήματα, καὶ μὴ διὰ
παίδευσιν μόνον ταῦτα παιδευομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς
δόξαις αὐτῶν ταῖς ματαίαις ἑπομένοις, καί, καὶ ὡς
ἀληθέσι πιστεύουσι καὶ οὕτως αὐταῖς ὡς τὸ βέβαιον
ἐχούσαις ἐγκειμένοις, ὥστε ἑτέρους ποτὲ μὲν λάθρα,
ποτὲ δὲ φανερῶς ἐνάγειν αὐταῖς καὶ διδάσκειν
ἀνενδοιάστως ἀνάθεμα τρίς.
Τοῖς μετὰ τῶν ἄλλων μυθικῶν πλασμάτων, ἐφ᾿ ἑαυτῶν
καὶ τὴν καθ᾿ ἡμᾶς κλίσιν μεταπλάττουσι, καὶ τὰς
πλατωνικὰς ἰδέας ὡς ἀληθεῖς δεχομένοις καὶ ὡς
αὐθυπόστατον τὴν ὕλην παρὰ τῶν ἰδίων μορφοῦσθαι
λέγουσι, καὶ προφανῶς διαβάλλουσι τὸ αὐτεξούσιον
τοῦ Δημιουργοῦ, τοῦ ἀπὸ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι
παραγαγόντος τὰ πάντα, καὶ ὡς ποιητοῦ πᾶσιν ἀρχὴν
καὶ τέλος ἐπιτιθέντος ἐξουσιαστικῶς καὶ δεσποτικῶς
ἀνάθεμα τρίς.
Τοῖς δεχομένοις καὶ παραδίδουσι τὰ μάταια καὶ
ἑλληνικὰ ῥήματα, ὅτι τε προΰπαρξίς ἐστι τῶν ψυχῶν,
καὶ οὐκ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος τὰ πάντα ἐγένετο, καὶ
παρήχθησαν, ὅτι τέλος ἐστὶ τῆς κολάσεως ἡ
ἀποκατάστασις αὖθις τῆς κτίσεως, καὶ τῶν ἀνθρωπίνων
πραγμάτων, καὶ διὰ τῶν τοιούτων λόγων τὴν βασιλείαν
τῶν οὐρανῶν λυομένην πάντως, καὶ παράγουσαν
εἰσάγουσιν, ἣν αἰωνίαν καὶ ἀκατάλυτον αὐτός τε ὁ
Χριστὸς καὶ Θεὸς ἡμῶν ἐδίδαξε, καὶ παρέδοτο καὶ διὰ
πάσης τῆς Παλαιᾶς καὶ Νέας Γραφῆς ἡμεῖς
παρελάβομεν ὅτι καὶ ἡ κόλασις ἀτελεύτητος καὶ ἡ
βασιλεία ἀΐδιος, διὰ δὲ τῶν τοιούτων λόγων ἑαυτούς τε
ἀπολλύουσι, καὶ ἑτέροις αἰωνίας καταδίκης προξένους
γενομένοις ἀνάθεμα τρίς.
Τοῖς εὐσεβεῖν μὲν ἐπαγγελλομένοις τὰ τῶν Ἑλλήνων δὲ
δυσσεβῆ δόγματα τῇ ὀρθοδόξῳ καὶ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ
περί τε ψυχῶν ἀνθρωπίνων, καὶ οὐρανοῦ καὶ γῆς, καὶ
τῶν ἄλλων κτισμάτων ἀναιδῶς ἢ μᾶλλον ἀσεβῶς
ἐπεισάγουσιν ἀνάθεμα τρίς.
Τοῖς τὴν μωρὰν τῶν ἔξωθεν φιλοσόφων λεγομένην
σοφίαν προτιμοῦσι, καὶ τοῖς καθηγηταῖς αὐτῶν
ἑπομένοις, καὶ τάς τε μετεμψυχώσεις τῶν ἀνθρωπίνων
ψυχῶν, ἢ καὶ ὁμοίως τοῖς ἀλόγοις ζῴοις ταύτας
ἀπόλλυσθαι, καὶ εἰς τὸ μηδὲν χωρεῖν δεχομένοις καὶ διὰ
τοῦτο ἀνάστασιν, καὶ κρίσιν, καὶ τὴν τελευταίαν τῶν
βεβιωμένων ἀνταπόδοσιν ἀθετοῦσιν ἀνάθεμα τρίς.
Τοῖς λέγουσιν ὅτι οἱ τῶν Ἑλλήνων σοφοὶ καὶ πρῶτοι τῶν
αἱρεσιαρχῶν, οἱ παρὰ τῶν ἑπτὰ ἁγίων καὶ καθολικῶν
συνόδων, καὶ παρὰ πάντων τῶν ἐν Ὀρθοδοξίᾳ
λαμψάντων πατέρων ἀναθέματι καθυποβληθέντας, ὡς
ἀλλότριοι τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας διὰ τὴν ἐν λόγοις
αὐτῶν κίβδηλον καὶ ῥυπαρὰν περιουσίαν κρείττονες
εἰσι κατὰ πολύ, καὶ ἐνταῦθα καὶ ἐν τῇ μελλούσῃ κρίσει,
καὶ τῶν εὐσεβῶν μὲν καὶ ὀρθοδόξων ἀνδρῶν, ἄλλως δὲ
κατὰ πάθος ἀνθρώπινον ἣ ἀγνόημα πλημμελησάντων
ἀνάθεμα τρίς.
Τὰ ὡς ἄνω ἀναθέματα καταγράφονται στο «Τριώδιον»,
προέρχονται ὡστόσον ἀπὸ τὸ «Συνοδικὸν τῆς Ἁγίας Ζ´
Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας». Δηλαδή,
ἀνάθεμα τρεῖς φορὲς εἰς τοὺς Ὀρφέα, Θαλῆ,
Ἀναξίμανδρο, Ἀναξιμένη, Πυθαγόρα, Ξενοφάνη,
Παρμενίδη, Ζήνωνα, Ἐμπεδοκλῆ, Ἠράκλειτο,
Ἀναξαγόρα, Δημόκριτο, Σωκράτη, Πλάτωνα κ.ἄ.
Ἀπὸ τὴν «Παρακλητικήν» λαμβάνονται ἐπίσης: α) ἕνα
τροπάριο καὶ β) ἕνας μακαρισμός.
α) Ναοὺς εἰδώλων ( ἑλληνικούς) καθείλετε ἀθλοῦντες,
καὶ ἑαυτοὺς τῆς Τριάδος θείους ναοὺς ἐδομήσασθε,
ἀθλοφόροι κυρίου ἀγγέλων συνόμιλοι.
β) Οἱ καλάμῳ τοῦ Σταυροῦ, ἐκ τοῦ βυθοῦ τῆς ἀγνωσίας
τοὺς λαοὺς ἀναγαγόντες Ἀπόστολοι, τὴν τῶν Ἑλλήνων
πλάνην ἀπεμειώσατε ἀπὸ τῆς γῆς, ἀπλανεῖς σωτῆρες
γενόμενοι τῶν πιστῶν, ἀληθῶς ὅθεν μακαρίζεσθε.
http://users.uoa.gr/.../explanatory/
about_anathema.htm
*****************
Παγανιστική παρερμηνεία
του Συνοδικού της Ορθοδοξίας
Πηγή: Αντιαιρετικό Εγκόλπιο
Μία από τις πιο συχνές συκοφαντίες πολλών
Νεοπαγανιστών, είναι η διαστρέβλωση του Συνοδικού
της Ορθοδοξίας. Παραπονούνται ότι δήθεν το Συνοδικό
της Ορθοδοξίας αναθεματίζει το Ελληνικό έθνος!
Φυσικά αποκρύπτουν ότι τον καιρό που γράφτηκε το
Συνοδικό της Ορθοδοξίας, όχι μόνο δεν είχαν ακόμα
υπάρξει οι Έλληνες ως έθνος, αλλά ότι και η ίδια η λέξη:
"Έλληνας", είχε την έννοια "Ειδωλολάτρης". Και τέλος,
αποκρύπτουν ότι το Συνοδικό της Ορθοδοξίας
απευθύνεται σε Χριστιανούς, ανεξαρτήτως έθνους!
Κείμενο Εξήγηση
Επί τοις φρονούσι και λέγουσι κτιστήν είναι πάσαν
φυσικήν δύναμιν και ενάργειαν της τρισυποστάτου
θεότητος, ως κτιστήν εκ τούτου πάντως και αυτήν την
θείαν ουσίαν αναγκαζομένοις δοξάζειν. Κτιστή γάρ κατά
τους Αγίους ενέργεια, κτιστήν δηλώσει και φύσιν
άκτιστον δε, άκτιστον χαρακτηρίζει ουσίαν. Καντεύθεν
ήδη κινδυνεύουσι εις θείαν παντελή περιπίπτειν, και
την ελληνικήν μυθολογίαν και την των κτισμάτων
λατρείαν, τη καθαρά και αμώμω των χριστιανών πίστει
προστριβομένοις. Μή ομολογούσι δε κατά τας αγίας
θεοπνεύστους θεολογίας και το της Εκκλησίας ευσεβές
φρόνημα, άκτιστον είναι πάσαν φυσικήν δύναμιν και
ενέργειαν της τρισυποστάτου θεότητος ανάθεμα τρις.
Το κείμενο αυτό ξεκάθαρα αναφέρεται σε όσους
πιστεύουν πώς οι ενέργειες και η δύναμη του Θεού
καθώς και η ουσία του είναι κτιστά και ουσιαστικά
μέρος του κόσμου και όχι η δημιουργική και τελική
αιτία του η οποία βρίσκεται έξω απ’ τον κόσμο.
Εναντίον αυτών καταφέρεται το παραπάνω
απόσπασμα. Και αντιπαραβάλλει την ειδωλολατρική
και γενικά τη μη Χριστιανική μυθολογία και θεολογία
για να καταστήσει την διαφορά ακόμη ευκρινέστερη.
Τοις τα ελληνικά διεξιούσι μαθήματα, και μη δια
παίδευσιν μόνον ταύτα παιδευομένοις, αλλά και ταις
δόξαις αυτών ταίς ματαίαις επομένοις, και, και ως
αληθέσι πιστεύουσι και ούτως αυταίς ως το βέβαιον
εχούσαις εγκειμένοις, ώστε ετέρους ποτέ μεν λάθρα,
ποτέ δε φανερώς ενάγειν αυταίς και διδάσκειν
ανενδοιάστως ανάθεμα τρις. Αυτό πάλι είναι υπέρ των
Χριστιανών. Γιατί φανερώνει ότι η Εκκλησία δεν
αντιτίθεται στην μελέτη των αρχαίων σοφών αλλά στο
να πιστεύουμε ότι όλα όσα είπαν είναι αληθή και
αλάνθαστα. Και καλώς κάνει την διευκρίνιση αυτή και
το ίδιο πίστευαν και οι αρχαίοι.
Τοις μετά των άλλων μυθικών πλασμάτων, εφ’ εαυτών
και την καθ’ ημάς κλίσιν μεταπλάττουσι, και τας
πλατωνικάς ιδέας ως αληθείς δεχομένοις και ως
αυθυπόστατον την ύλην παρά των ιδίων μορφούσθαι
λέγουσι, και προφανώς διαβάλλουσι το αυτεξούσιον
του Δημιουργού, του από του μη όντος εις το είναι
παραγαγόντος τα πάντα, και ως ποιητού πάσιν αρχήν
και τέλος επιτιθέντος εξουσιαστικώς και δεσποτικώς
ανάθεμα τρις. Μερικές παθολογικές Πλατωνικές ιδέες
αναφέραμε ήδη. Εδώ παρουσιάζονται μερικές ακόμη.
Όπως βλέπεις το κείμενο κάνει σαφή διάκριση και δεν
κατηγορεί τον Πλάτωνα ούτε το σύνολο του έργου του
αλλά διευκρινίζει ότι διαφωνεί με κάποιες από τις ιδέες
του που είναι εσφαλμένες, όπως π.χ. «το αυθυπόστατό
της ύλης».
Τοις δεχομένοις και παραδίδουσι τα μάταια και
ελληνικά ρήματα, ότι τε προΰπαρξίς εστι των ψυχών,
και ουκ εκ του μη όντος τα πάντα εγένετο, και
παρήχθησαν, ότι τέλος εστί της κολάσεως η
αποκατάστασις αύθις της κτίσεως, και των ανθρωπίνων
πραγμάτων, και δια των τοιούτων λόγων την βασιλείαν
των ουρανών λυομένην πάντως, και παράγουσαν
εισάγουσιν, ήν αιωνίαν και ακατάλυτον αυτός τε ο
Χριστός και Θεός ημών εδίδαξε, και παρέδοτο και δια
πάσης της Παλαιάς και Νέας Γραφής ημείς
παρελάβομεν ότι και η κόλασις ατελεύτητος και η
βασιλεία αΐδιος, δια δε των τοιούτων λόγων εαυτούς τε
απολλύουσι, και ετέροις αιωνίας καταδίκης προξένους
γενομένοις ανάθεμα τρις.
Εδώ πάλι φαίνεται για άλλη μία φορά ότι η Εκκλησία με
τα κείμενα αυτά δεν επιτίθεται εναντίων κανενός αλλά
απλά οριοθετεί την πίστη της. Λέει λοιπόν ότι η
Ελληνική διδασκαλία περί προΰπαρξης των ψυχών είναι
εσφαλμένη, συνεχίζει όμως λέγοντας εξ ίσου
εσφαλμένη είναι και η διδασκαλία περί καταργήσεως
της κόλασης.
Ας προσέξουμε ότι η τελευταία αυτή διδασκαλία δεν
είναι Αρχαιοελληνική, αφού οι Έλληνες δεν πίστευαν σε
κόλαση. Άρα Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΔΕΝ ΣΤΡΕΦΕΤΑΙ ΕΔΩ
ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΛΛΑ ΕΝΑΝΤΙΩΝ ΜΕΡΙΚΩΝ
ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΗΣ τα οποία έχουν παρεξηγήσει και
παραποιήσει την διδασκαλία της.
Επομένως καταλαβαίνουμε ότι δεν μεροληπτεί έναντι
καμίας φυλής και παραδόσεως. Μένει όμως άγρυπνη
και οποιαδήποτε πλαστογράφηση και διαστροφή του
πιστεύω της την καταγγέλλει χωρίς να έχει πρόβλημα,
από ποιόν χώρο προέρχεται η πλαστογράφηση αυτή.
Τοις ευσεβείν μεν επαγγελλομένοις τα των Ελλήνων δε
δυσσεβή δόγματα τη ορθοδόξω και καθολική εκκλησία
περί τε ψυχών ανθρωπίνων, και ουρανού και γης, και
των άλλων κτισμάτων αναιδώς ή μάλλον ασεβώς
επεισάγουσιν ανάθεμα τρις.
Τα των Ελλήνων δυσσεβή δόγματα.. Νομίζω ότι
καταλαβαίνουμε όλοι το νόημα της φράσεως αυτής.
Δηλώνει ότι η Εκκλησία με την Άγια αντίληψη που έχει
για τον Θεό δεν μπορεί να συμβιβαστεί με χαμηλές περί
θείου δοξασίες με τις οποίες είναι γεμάτες οι
πολυθεϊστικές μυθολογίες μεταξύ των οποίων και η
Ελληνική. Το ενδιαφέρον είναι ότι δεν είναι η Εκκλησία
η πρώτη οπού εκφράζει τέτοιες θέσεις. Πολύ πριν απ’
την ίδρυσή της ο ΠΛΑΤΩΝ έλεγξε κάθε πάτρια ιδέα περί
θεού και έδειξε το άτοπο αυτής. Μάλιστα φυγάδευσε
κυριολεκτικά τον Όμηρο από την «Πολιτεία» του, διότι
θεώρησε ότι οι ανήθικοι μύθοι για τους θεούς
αποτελούν επιζήμια πρότυπα για τους νέους. Τόνισε
εμφατικά ότι ο Όμηρος και ο Ησίοδος έπλασαν ψευδείς
και ανάξιους μύθους για τους θεούς (Πολιτ. 368Α-
383C). Αρνήθηκε ουσιαστικά την πατρώα
ειδωλολατρική θρησκεία και προσηλώθηκε στην δική
του ιδεατή θεότητα, το «Όντως Όν».
Ο Πλάτωνας όμως δεν ήταν ο μόνος. Ο ΞΕΝΟΦΑΝΗΣ Ο
ΚΟΛΟΦΩΝΙΟΣ τόλμησε να αρνηθεί την κρατούσα
ειδωλολατρική θρησκεία της εποχής του και να
διακηρύξει επίσημα: «Είς Θεός, εν τέ θεοίσι και
ανθρώποισι μέγιστος ούτε δέμας θνητοιςι όμοιος ουδέ
νόημα». Όμως «πάντα θεοίσ’ ανέθηκαν Όμηρος θ’
Ησίοδος τε... όσσα παρ’ ανθρώποισιν ονείδεα και
ψόγος εστίν, κλέπτειν, μοιχεύειν τέ και αλλήλους
απατεύειν» (Ξενοφ. Άπ.,11)! Τούς θεούς θεωρούσε εξ
ολοκλήρου ΑΠΟΚΥΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ
ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ, ΑΝΑΡΜΟΣΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΙΑ ΦΥΣΗ.
Υποστήριζε μάλιστα πώς όσοι πιστεύουν ότι οι θεοί
γεννήθηκαν, ασεβούν το ίδιοι με όσους λένε πώς οι
θεοί πεθαίνουν!
Τέλος ο ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ Υποστήριζε πώς ο Όμηρος και ο
Ησίοδος, αποδίδοντας στους θεούς κακίες και
ανηθικότητες είχαν ολέθρια επίδραση στα ήθη των
ανθρώπων. Ακόμη στηλίτευσε τον ανόητο
ανθρωπομορφισμό, τόνισε την απόλυτη διαφορά
ανθρώπου και Θεού (Αποσπ. 88) και απειλούσε όσους
έκαναν ανίερες τελετές (Βακχισμός, ιερά όργια, ιερή
πορνεία κ.λπ.).
Δεν συνεχίζω. Τα παραπάνω δείχνουν την ορθότητα της
Εκκλησίας όταν μιλά για δυσσεβή δόγματα.
Τοις την μωράν των έξωθεν (στο σημείο αυτό οι
Νεοειδωλολάτρες προσθέτουν: «= Ελλήνων»)
φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν προτιμούσι, και τοις
καθηγηταίς αυτών επομένοις, και τας τε
μετεμψυχώσεις των ανθρωπίνων ψυχών, ή και ομοίως
τοις αλόγοις ζώοις ταύτας απόλλυσθαι, και εις το μηδέν
χωρείν δεχομένοις και δια τούτο ανάστασιν, και κρίσιν,
και την τελευταίαν των βεβιωμένων ανταπόδοσιν
αθετούσιν ανάθεμα τρις. Εδώ πάλι δεν αναφέρεται
πουθενά ο όρος Έλληνας αλλά προστίθεται εκ των
υστέρων! Ας είμαστε σοβαροί. Στο κάτω κάτω το
κείμενο αναφέρεται στην μετεμψύχωση και σε όσους
αρνούνται την ανάσταση. Αν τώρα αυτοί είναι Έλληνες,
Ινδοί, Χριστιανοί, Πολυθεϊστές και δεν ξέρω ‘γώ τι άλλο,
δεν έχει σημασία.
Τοις λέγουσιν ότι οι των Ελλήνων σοφοί και πρώτοι των
αιρεσιαρχών, οι παρά των επτά αγίων και καθολικών
συνόδων, και παρά πάντων των εν Ορθοδοξία
λαμψάντων πατέρων αναθέματι καθυποβληθέντας, ως
αλλότριοι της καθολικής εκκλησίας δια την εν λόγοις
αυτών κίβδηλον και ρυπαράν περιουσίαν κρείττονες
εισι κατά πολύ, και ενταύθα και εν τη μελλούση κρίσει,
και των ευσεβών μεν και ορθοδόξων ανδρών, άλλως δε
κατά πάθος ανθρώπινον ή αγνόημα πλημμελησάντων
ανάθεμα τρις.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ. Εφόσον το ανάθεμα σημαίνει αποκοπή
και αποβολή από το σώμα της Εκκλησίας, η επιβολή του
σαν ποινή έχει νόημα μόνο εφ’ όσον εφαρμόζεται σε
μέλη της Εκκλησίας. Δεν έχει νόημα να αναθεματιστεί
κάποιος Μουσουλμάνος, Εβραίος ή Δωδεκαθεϊστής
αφού δεν είναι μέλη της Εκκλησίας, από τι θα
αποκοπούνε από κάτι από το οποίο δεν ήταν ποτέ
συνδεδεμένοι; Όχι φυσικά.
Επομένως με τα παραπάνω δείξαμε ότι το ανάθεμα
αναφέρεται σε όσους είναι ήδη Χριστιανοί και
νοθεύουν την πίστη τους με δοξασίες ξένες προς την
πίστη τους όπως ειδωλολατρικές ή οι αιρετικές. ΤΑ
ΑΝΑΘΕΜΑΤΑ ΑΠΕΥΘΥΝΟΝΤΑΙ ΣΕ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟ.
Ένα τροπάριο
Ναούς ειδώλων (στο σημείο αυτό οι Νεοειδωλολάτρες
προσθέτουν: «= ελληνικούς») καθείλετε αθλούντες, και
εαυτούς της Τριάδος θείους ναούς εδομήσασθε,
αθλοφόροι κυρίου αγγέλων συνόμιλοι.
Για άλλη μία φορά ο όρος «Ελληνικός» προστίθεται από
έξω. Όπως είναι εμφανές όμως, στόχος του
υμνογράφου δεν είναι να δείξει την αντίθεση με τον
Ελληνισμό (αν υπήρχε αυτή) αλλά με τα είδωλα.
Μπορούσε κάλλιστα να πει «Ναούς Ελλήνων..» Και οι
δυο λέξεις έχουν ίδιο αριθμό συλλαβών και τονίζονται
στην παραλήγουσα. Έτσι δεν θα χαλούσε το μέτρο ούτε
το μουσικό μέλος. Γιατί λοιπόν λέει ειδώλων και όχι
Ελλήνων, αν αυτό υπονοούσε;
Ένας μακαρισμός
Οι καλάμω του Σταυρού, εκ του βυθού της αγνωσίας
τους λαούς αναγαγόντες Απόστολοι, την των Ελλήνων
πλάνην απεμειώσατε από της γης, απλανείς σωτήρες
γενόμενοι των πιστών, αληθώς όθεν μακαρίζεσθε.
Ποια είναι αυτή η πλάνη των Ελλήνων; Μπορεί να είναι
η διάθεσή τους και η δίψα τους για την αλήθεια; Όχι,
γιατί και οι Πατέρες μελέτησαν και έγιναν κοινωνοί
αυτής της αναζήτησης. Μήπως είναι οι επιστήμες τους;
Μάλλον όχι γιατί όπως είπα και πριν οι Βυζαντινοί,
θεματοφύλακες της επιστήμης αυτής ήταν. Άλλωστε σε
αυτούς χρωστάμε την διάσωση των αρχαίων
χειρογράφων και με τον τρόπο αυτό την ιστορική μας
συνείδηση. Αν δεν υπήρχαν οι Βυζαντινοί αντιγραφείς,
σήμερα το όνομα του Πλάτωνα και του Σωκράτη, του
Περικλή και του Θουκυδίδη αν δεν είχε εξαφανιστεί θα
σωζόταν μέσα σε μυθολογική ομίχλη. Επομένως το
απόσπασμα αναφέρεται στην περί θεού αντίληψη των
αρχαίων η οποία ήταν όντως πλανεμένη.
Από τα παραπάνω είναι προφανής ο δόλος των
Νεοπαγανιστών, η διαστρέβλωση των νοημάτων που
επιχειρούν, αλλά και η αμάθεια όσων κακόπιστα
εμπιστεύονται τις συκοφαντίες τους.

You might also like