Download as doc, pdf, or txt
Download as doc, pdf, or txt
You are on page 1of 3

ΠΑΡΑΔΟΞΑ

Στρίψε μου ένα τσιγάρο

Του ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΑΡΑΝΙΤΣΗ

Στο προηγούμενο, παρουσίασα τη σχέση με


το αλκοόλ σαν φαύλο κύκλο. Σήμερα θα πω
ότι, προκειμένου να σπάσεις τον φαύλο
κύκλο, πρέπει μάλλον να χτυπήσεις όχι στο πιο αδύνατο σημείο αλλά στο
πιο ισχυρό· δηλαδή οπουδήποτε. Και το οπουδήποτε αυτό είσαι εσύ ο
ίδιος.

Υπονόησα ακόμη ότι η συγκεκριμένη παθολογία συνδέεται με τον φόβο


του θανάτου που ελευθερώνεται όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με μια
(ψυχικά) νεκρή μητέρα. Μη κατορθώνοντας να την κηδέψεις, αφήνεις το
αλκοόλ να σε οδηγεί σ' έναν κόσμο σύντομο, θορυβώδη, ευκαιριακό και
θεμελιωδώς παράφωνο. Οσοι απ' τους προικισμένους εικοσάρηδες
αναζητούν εκστατικές όψεις της εκφραστικότητας, όσοι ελπίζουν στη
θριαμβευτική λύση των εντάσεων που προηγήθηκαν, όσοι περιμένουν ότι
θα τους αποκαλυφθούν νυχτολούλουδα την παραμονή του Αγίου Ιωάννη
του Βαπτιστή κι ότι το βλέμμα τους θα αναμετρηθεί με τις σιωπές του
φεγγαριού και την παλίρροια, ματαιοπονούν. Μετρήστε τις τιμές του I.Q.
τα ξημερώματα, όταν κλείνουν τα μαγαζιά και θα πειστείτε.

Βέβαια, το αλκοόλ προκαλεί, για λίγο, παραισθήσεις συμμετοχής σ' ένα


αιώνιο παρόν, όπου ο διψασμένος απολαμβάνει προσωρινά το χάδι ενός
άυλου χρόνου και τάχα γίνεται δεκτικός στη φιλία με τα νεύματα της
απεραντοσύνης. Πίνοντας, αγκυροβολείς στο μέσον της διάρκειας. Το
αλκοόλ συνδέεται στενά με την τωρινότητα, της οποίας αποτελεί, κατά
κάποιον τρόπο, τη σκηνική υπόδειξη. Το ΣΗΜΕΡΑ, ΣΗΜΕΡΑ,
ΣΗΜΕΡΑ, που κοσμούσε το οικόσημο της οικογένειας Ρούσκιν είναι η
πεμπτουσία της μέθης, η στιγμή κατά την οποία αίρεται η άρθρωση
παρωχημένου/επικείμενου. Ομως αυτό, λυπάμαι που θα το πω, δεν είναι
το αιώνιο παρόν που βιώνουν οι μύστες βυθισμένοι στο ωκεάνιο
ηχόχρωμα του παντός. Καθόλου δεν πρόκειται για το nunc stans, για τον
ασάλευτο ενεστώτα των αγίων και των αγγέλων, όπου το φως
μεταφράζεται σε αγάπη κι όπου το πέρασμα των ωρών μοιάζει μ' αυτό
που ακούς όταν βάλεις στο αφτί σου ένα κοχύλι. Απεναντίας, πάρα πολύ
συχνά, μέσα στα ερείπια που αχνίζουν, μέσα στους δηλητηριασμένους
ατμούς αυτής της βραδυκίνητης χρονικότητας, ο μέθυσος γίνεται ένα
κτήνος που οσφρίζεται το φρέσκο αίμα των διπλανών. Οτι ο Χίτλερ δεν
έβαζε αλκοόλ στο στόμα του, δεν πα' να πει ότι το ποτό ταιριάζει σε
δημοκράτες.

Κατ' ουσίαν, ο εξαρτημένος, έχοντας μειωμένη αντίληψη των αλλαγών


του περιβάλλοντος, κλείνεται αεροστεγώς σε μια φαινομενικά
αδιαμεσολάβητη εμπειρία της ύπαρξής του, πράγμα που τον παρακινεί να
πιστεύει ότι είναι αθάνατος κι ότι ο κόσμος μπήκε τάχα στη φάση της
στάσιμης ταυτοκινησίας, εκείνης που εκθειάζουν οι αποκρυφιστές Off
the record, αυτή η ψευδαίσθηση είναι ιδιαιτέρως συμφέρουσα εφόσον το
υποκείμενο επιδιώκει να διασκεδάσει τις ενοχές για τα έκτροπα της
προηγούμενης βραδιάς. Οπως είπε κάποτε μια φίλη μου, μόνον τις
ακρότητες (επί λέξει, είχε πει «τις μαλακίες») της προηγούμενης βραδιάς
θυμάται κανείς, σαν να λέμε ότι θυμάται το ελάχιστο δυνατόν. Ως εκ
τούτου, μπορείς να υποστηρίξεις ότι το αλκοόλ είναι το σύμπτωμα μιας
ασθένειας που πλασάρεται συνάμα και σαν φάρμακο του εαυτού της,
περίπου όπως με το κατούρημα: το αλκοόλ σε υποχρεώνει να
ανακουφίζεις τακτικά την κύστη σου και, ταυτοχρόνως, σε βοηθάει να
αναβάλεις την ανακούφιση επ' άπειρον.

Οντως, η πιο φτηνή παρηγοριά για τις ανατριχιαστικές εκκρεμότητες του


εκάστοτε πρόσφατου παρελθόντος εξασφαλίζεται μόλις κατέβει στον
λαιμό η πρώτη γουλιά, οπότε ξεχνάς όλα όσα πρέπει να ξεχαστούν και
καθηλώνεσαι στη φιλόξενη χαλαρότητα της στιγμής, ξεκομμένος από το
παρελθόν και το μέλλον, λες και η στιγμή εκείνη αποτελεί το μοναδικό
άνοιγμα του πεπρωμένου προς την υποκειμενικότητα. Μουσκεύοντας
στο οινόπνευμα, η αδιαφορία για τις συνέπειες προσλαμβάνει ένα ύφος
εκατό τοις εκατό μακάριο. Αν μιλάμε για το δικαίωμα να γίνεσαι
ενοχλητικός, το αλκοόλ είναι το αντίστροφο του πόθεν έσχες.

Οταν ζήτησαν από τον Ολιβερ Σακς να δώσει έναν ορισμό του
φυσιολογικού ανθρώπου, αποκρίθηκε: «Για εμάς», εννοώντας τους
νευρολόγους, «φυσιολογικός είναι ο άνθρωπος που έχει την ικανότητα να
αφηγηθεί την ιστορία του». Εγώ, φέρ' ειπείν, δεν είχα τέτοια ικανότητα.
Και το κενό, στο παρελθόν μου, μπορούσε να συγκριθεί με την τρύπα
που ανοίγουν στο στρώμα του όζοντος οι χλωροφθοράνθρακες. Εννοείται
ότι η τρύπα απορροφούσε, βολικά, όλα εκείνα τα πεπραγμένα και
ειπωμένα για τα οποία ντρεπόμουν -την επιθετικότητα, τις παρανοήσεις,
τη γελοιοποίηση και τους λεονταρισμούς, το κάθε τι που προοριζόταν για
ανακύκλωση.

Οχι ότι η μέθη δεν μελετάει αστερισμούς που περιστρέφονται σ' ένα
ενδόμυχο, λυρικό και ονειρώδες σύμπαν, όμως από τις περιστροφικές
αυτές αποκαλύψεις δεν απομένει τίποτα. Εξάλλου, το αλκοόλ, σε
αντίθεση με τα ψυχεδελικά ή το όπιο στη φυσική του μορφή, δεν παράγει
καμιά εικονοποιία, μόνον ακροβασίες της σκέψης και πρωτοφανείς
συλλογισμούς που διαλύονται στον αέρα. Προσφέρει μεγάλα περιθώρια
ρεμβασμού, ωστόσο αυτοί δεν ανάγονται στο φάσμα των οπτικών
εντυπώσεων και δεν απομνημονεύονται, δεν αφήνουν πίσω τα ίχνη ενός
ταξιδιού, τα τοπία εξαφανίζονται. Ουδέποτε έγραψα κάτι εμπνευσμένος
από τις χίμαιρες του αλκοόλ. Το ότι υπάρχουν δήθεν συγγραφείς που
γράφουν αριστουργήματα πίνοντας είναι ένας ακόμη αμερικάνικος μύθος
της ευφάνταστης δεκαετίας του '50, όπως ήταν ας πούμε οι περίφημες
αρετές του Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ, ενός χαρακτήρα πάντοτε
μονοκόμματου και ξεροκέφαλου και ασυγκίνητου και αφόρητα ατομιστή
και απερίγραπτα άξεστου και εν γένει αντιπαθέστατου, που είχε πουλήσει
μούρη σε αρκετά προσιτές τιμές ώστε να γίνει πρώτης τάξεως ίνδαλμα.

Μεθώντας μόνος μου, στο μπαρ ή στο σπίτι μου, έκανα εκατομμύρια
σκέψεις απ' τις οποίες δεν έμεινε ούτε μία. Αισθανόμουν τους κρυφούς
φωτισμούς και την υποβρύχια γοητεία πολλών απ' αυτές τις σκέψεις,
αλλά δεν υπήρχε εκεί, σας ορκίζομαι, τίποτα άξιο λόγου. Ο μεθυσμένος
πιστεύει ότι αντικρίζει την εξωπραγματική ανωτερότητα της νοημοσύνης
του, τον υποδέχεται μια τρικυμία από διακοσμητικές συγχορδίες που
αντιμάχονται μεταξύ τους, μια πυκνή, αντιφατική κίνηση, εμπνευσμένες
μεταπτώσεις και ανταύγειες, ελικοειδείς κινήσεις του συνειρμού, και
ούτω καθεξής. Με τη σειρά μου, πίστεψα ότι είχα γίνει το θέατρο
ιδιωτικών πολέμων, αναλογίστηκα τη μυστική αρχιτεκτονική του μορίου
της γλυκόζης, σκέφτηκα τον παράδεισο σαν μια χώρα όπου ήταν μονίμως
μεσημέρι καλοκαιριού. Είδα με τον νου μου λάμψεις πάνω στα νερά και
σημαιοστολισμούς καραβιών όπου επέβαιναν όλοι εκείνοι που έχασαν τη
ζωή τους στη γέννα. Ομως οι λάμψεις αυτές ήταν μάλλον έννοιες παρά
εικόνες, αναλώσιμες έννοιες, απ' τις οποίες δεν συγκράτησα το
παραμικρό.

Σας τα λέει αυτά κάποιος που είναι πολύ γέρος για να πίνει το γάλα της
μάνας του και πολύ νέος για να πίνει το χαμομήλι των ετοιμοθάνατων.
Δεν υπάρχει έντιμο μεθύσι.

You might also like