Professional Documents
Culture Documents
ΜΠΑΛΑΣΑΣ - Περιβαλλοντική Απόκριση Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών Κορεστείων - ΔΕ
ΜΠΑΛΑΣΑΣ - Περιβαλλοντική Απόκριση Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών Κορεστείων - ΔΕ
Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.
ΜΠΑΛΑΣΑΣ Κ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ ΑΠΘ
ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ ΤΕ, MSc
ΠΑΤΡΑ
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2018
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 2
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΝΩΝ 7
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ 16
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ 17
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΧΑΡΤΩΝ 18
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ 20
ΠΕΡΙΛΗΨΗ 21
ABSTRACT 22
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 23
Α΄ ΜΕΡΟΣ 29
3.1.4. Παραδείγματα 64
Β΄ ΜΕΡΟΣ 105
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α 266
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β 276
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ 282
Εικόνα 1-1: διάφορες χρήσεις του πηλού (Πηγή: Σκαφίδα, 1990, σ. 152). 29
Εικόνα 1-2: πήλινο κεφάλι ζώου από αγγείο ή σκεύος ύψους 0,05μ. νεολιθικής 29
Εικόνα 1-3: προσρόφηση νερού στον εσωστρωματικό χώρο των πετάλων της 32
αρχείο).
https://commons.wikimedia.org/wiki/File:MurPise2.jpg).
Εικόνα 3-1: κατεργασία και ξήρανση ωμόπλινθων στον ήλιο (Στεφανίδου & 54
Εικόνα 3-2: Χοιροκοιτία στις αρχές της 6ης χιλιετίας (Πηγή: Πετρονώτης, 1991, 54
σ. 39).
Εικόνες 3-3, 3-4: πηλόκτιστο καμπύλο οικοδόμημα διαμέτρου 5μ. περίπου της 55
https://en.wikipedia.org/wiki/Chogha_Zanbil).
https://en.wikipedia.org/wiki/Arg_e_Bam).
Εικόνα 3-12: στέγη από θόλους διπλής καμπυλότητας στο Ιράν (Πηγή: 59
Rapoport, σ. 175).
Εικόνα 3-13: το Yakhchalt στην περιοχή της πόλης Yard στο Ιράν (Πηγή: 59
https://en.wikipedia.org/wiki/Yakhc).
Εικόνα 3-14: ωμόπλινθος από την αρχαία Ιεριχώ (Πηγή: Παπαϊωάννου, 1998, σ. 60
16).
Εικόνα 3-16: άποψη πηλόκτιστων οικημάτων της ύστερης εποχής του χαλκού 62
2016).
Εικόνα 3-22: πήλινα ομοιώματα οικίσκων από τη Θεσσαλία. Αριστερά από τον 68
Εικόνα 3-23: αρχαίο πήλινο ομοίωμα ναού από το Ηραίο Άργους (Πηγή: 68
Εικόνα 3-25: διαχωριστικός τοίχος από ωμόπλινθους στο υπόγειο του πύργου 69
Εικόνα 3-26: οίκημα στο Σέσκλο σε σχέδιο του Μ. Κορρέ (Πηγή: Θεοχάρης, 69
2000, σ. 98).
Εικόνα 3-27: κατοικία του Μωάμεθ στη Μεδίνα όπως πιθανόν να ήταν πριν το 72
https://en.wikipedia.org/wiki/Dogonpeople#/media/File:DogonVil
lage.jpg, Ημερομηνία επίσκεψης 14/01/2018).
Εικόνα 4-1: το Chapel La Salle de Diana κτισμένο το 1270 στη Γαλλία (Πηγή: 75
Εικόνα 4-3: κατοικία Κικούγιου στην Αφρική με τοίχους από λάσπη και πλατιά 76
https://amusingplanet.com/2013/01/decorated-mud-houses-of-
tiebele-burkina.html, Ημερομηνία επίσκεψης 15/01/2018).
92).
Εικόνα 4-6: απεικόνιση του 1/3 του παγκόσμιου πληθυσμού το οποίο κατοικεί 79
Εικόνες 4-7, 4-8: κατασκευή λάκκου (Πηγή: Σκαφίδα, 1990, σ. 180). 81, 82
Εικόνες 4-9, 4-10: ξύλινα καλούπια (μήτρα) και διάσταση ενός πλιθιού (Πηγή: 82
σ. 183).
Εικόνα 4-15: πύργος Βισβίκη στο Βελεστίνο (Πηγή: Σκαφίδα, 1990, σ. 179). 88
179).
σ. 179).
Εικόνα 4-20: το Casa Munita Gonzalez στο Batuco της Χιλής (Πηγή: 92
https://www.archdaily.com/379734/casa-munita-gonzalez-arias-
arquitectos-aurtierra-
arquitectura/51a6a6a86eb3fc4b3fc4b902700313-casa-munita-
gonzalez-arias-arquitectos-surtierra-arquitectura-photo,
Ημερομηνία επίσκεψης 27/01/2018).
https://www.dailytonic.com/west-basin-house-new-muexico-by-
signer-harris-architects/, Ημερομηνία επίσκεψης 16/01/2018).
https://www.homedsgn.com/2012/03/28/the-redding-residence-
by-kendle-design-collaboretive/, Ημερομηνία επίσκεψης
28/01/2018).
Εικόνα 4-23: το Mud House στην έρημο του West Texas στην πόλη Marfa 94
σ. 167).
Εικόνα 6-2: η περιοχή της Ορεστίδας στην Άνω Μακεδονία (Πηγή: 107
Εικόνα 6-3: Bernandini Mei, «Ο Ορέστης σκοτώνει τον Αίγισθο και την 108
Εικόνα 6-4: χάρτης της περιοχής της Μακεδονίας πριν τους Βαλκανικούς 111
Εικόνα 6-5: διοικητική διαίρεση της Μακεδονίας σε βιλαέτια (Πηγή: Τσάμης, 111
Εικόνα 6-6: χάρτης της Δυτικής Μακεδονίας κατά το 1904 από το βιβλίο της 112
Άποψη του Κάτω Κρανιώνα και στο βάθος ο Νέος Οικισμός από
τον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).
Εικόνες 6-8, 6-9: ο οικισμός του Άνω Κρανιώνα χαρακτηρίζεται για τη θετική 122
Εικόνα 6-10: τυπολογία αγροτικών οικισμών στη μεσαιωνική Ευρώπη του 14ου 124
Εικόνες 6-11, 6-12: ο Λαδοπόταμος ή Λιβαδοπόταμος που διαρρέει όλη την 125
Εικόνες 6-13, 6-14: το κεντρικό σημείο του Άνω Κρανιώνα (Πηγή: προσωπικό 128
αρχείο).
Εικόνες 7-1, 7-2: μονώροφα κτίσματα σε Μαυρόκαμπο (πάνω) και Κάτω 136
Εικόνες 7-3: μονώροφο κτίριο στη Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό αρχείο). 137
Εικόνα 7-4: διώροφη κατοικία στη Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό αρχείο). 137
Εικόνα 7-5: διώροφη κατοικία στη Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό αρχείο). 137
Εικόνα 7-6: διώροφη κατοικία στη Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό αρχείο). 138
Εικόνα 7-7: διώροφη κατοικία στη Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό αρχείο). 138
Εικόνα 7-8: διώροφη κατοικία στο Μαυρόκαμπο (Πηγή: προσωπικό αρχείο). 138
Εικόνα 7-9: τριώροφη κατοικία Μποτσκάρη στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: 139
προσωπικό αρχείο).
Εικόνα 7-10: τριώροφη κατοικία στο Μαυρόκαμπο (Πηγή: προσωπικό αρχείο). 139
Εικόνα 7-11: διώροφη κατοικία με χαγιάτι στη Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό 140
αρχείο).
Εικόνα 7-12: διώροφη κατοικία με χαγιάτι στον Κάτω Κρανιώνα. Σήμερα έχει 140
Εικόνα 7-13: οικία με σαχνισί στον Άνω Κρανιώνα (από το Πηγή: προσωπικό 143
αρχείο).
Εικόνα 7-14: οικία με σαχνισί στο Πράσινο η οποία έχει καταρρεύσει (Πηγή: 143
προσωπικό αρχείο).
Εικόνα 7-15: οικία με σαχνισί στη Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό αρχείο). 144
Εικόνα 7-16: οικία με σαχνισί στο Ανταρτικό (Πηγή: προσωπικό αρχείο). 144
προσωπικό αρχείο).
Εικόνα 7-18: διώροφη κατοικία – αδερφομοίρι στη Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό 148
αρχείο).
Εικόνα 7-19: τριώροφη κατοικία στο Ανταρτικό με έντονη την παρουσία 151
Εικόνα 7-20: λεπτομέρεια τριώροφης κατοικίας στο Ανταρτικό με έντονη την 151
Εικόνα 7-21: διάταξη πλακών στην απόληξη της ωμοπλινθοτοιχοποιίας σε οικία 152
Εικόνα 7-22: εξώστης σε εσοχή σε οικία στη Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό 153
αρχείο).
Εικόνα 7-23: διώροφη οικία με ξύλινο εξώστη στον όροφο ο οποίος λειτουργεί 154
Εικόνα 7-24: διώροφη οικία με ξύλινο εξώστη στον όροφο ο οποίος λειτουργεί 154
Εικόνα 7-25: άποψη του ανατολικού τοίχου και της εξωτερικής πλευράς της 157
κόχγης του Ιερού Βήματος του ναού της Αγίας Παρασκευής Άνω
Κρανιώνα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).
Εικόνα 7-26: άποψη του ανατολικού τοίχου του ναού του Αγίου Γεωργίου στο 158
Εικόνες 7-27, 7-28: τοιχογραφικός διάκοσμος του 1815 στο ναό της Παναγίας 158
Εικόνες 7-29, 7-30: επισκοπικός θρόνος και βημόθυρο κεντρικού Ιερού 159
Εικόνα 8-1: λίθινη βάση έδραση ωμόπλινθων σε κτίσμα στον Μαυρόκαμπο 163
Εικόνα 8-2: σύνδεση ξυλοδεσιών σε οικία στο χωριό Χαλάρα (Πηγή: 163
προσωπικό αρχείο).
Εικόνα 8-3: αφανείς ξυλοδεσιές σε οικία στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: 167
προσωπικό αρχείο).
Εικόνα 8-4: εμφανείς ξυλοδεσιές σε οικία στο Ανταρτικό (Πηγή: προσωπικό 168
αρχείο).
Εικόνα 8-5: καλάμια στην οροφή οικίας στον Μαυρόκαμπο (Πηγή: προσωπικό 1690
αρχείο).
Εικόνα 8-6: απουσία οριζοντίων διαζωμάτων κι ανυπαρξία πλίνθων πλέξης στη 171
Εικόνα 10-1: ο ναός του Αγίου Νικολάου στο κεντρικό σημείο του 194
Εικόνα 10-2: μαντρότοιχος αύλειου χώρου οικίας στη Χαλάρα (Πηγή: 201
προσωπικό αρχείο).
Εικόνα 10-3: στρώση από καλάμια στην οροφή οικίας στη Χαλάρα (Πηγή: 204
προσωπικό αρχείο).
Εικόνα 10-4: θυρίδες στην στέγη οικίας στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: προσωπικό 205
αρχείο).
Εικόνα 10-5: διώροφη οικία με λευκούς χρωματισμούς στη Χαλάρα (Πηγή: 206
προσωπικό αρχείο).
Eικόνα 10-6: αναρριχόμενο δενδρύλλιο σε οικία στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: 207
προσωπικό αρχείο).
Εικόνα 10-7: αρχιτεκτονική προεξοχή - σαχνισί σε οικία στο Ανταρτικό (Πηγή: 208
προσωπικό αρχείο).
45
Πίνακας 2-2: πίνακας φυσικών πόρων και πρώτων υλών σε σχέση με την
εξάντλησή τους (Πηγή: Κορωναίος Α., Σαργέντης Φ., 2005).
114
Πίνακας 6-1: οι παλαιές και οι νέες ονομασίες των οικισμών στα Κορέστεια
(Πηγή: προσωπικό αρχείο).
127
Χάρτης 6-1: Αποτύπωση κεντρικού τμήματος οικισμού Άνω Κρανιώνα.
Παρατηρείται οικιστική αραίωση στην περιοχή του ναού της Αγ.
Παρασκευής (με μωβ χρώμα ο ιερός ναός, με πορτοκαλί τα
διώροφα κτίρια, με πιο σκούρο πορτοκαλί τα τριώροφα και με πιο
ανοικτή απόχρωση του πορτοκαλί τα μονώροφα. (Πηγή:
προσωπικό αρχείο).
142
Χάρτης 7-1: περιοχές με την συχνότητα εμφάνισης αρχιτεκτονικής προεξοχής-
σαχνισιού στην Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα (Πηγή: Οικονόμου
Αινείας, terra, Lyon, p. 3).
161
Χάρτης 8-1: χάρτης των οικισμών της ευρύτερης περιοχής όπου απεικονίζονται
τα διαφορετικά υλικά δόμησης και κατασκευαστικά συστήματα
(Πηγή: Οικονόμου Α., Traditional earthen architecture in
Northwestern Greece, terra, Lyon, 2016, p. 3).
187
Χάρτης 10-1: κλιματική κατάταξη περιοχών της Ελλάδας κατά Koppen-Geiner
(Πηγή: http://www.meteoclub.gr/themata (Ημερομηνία
επίσκεψης 17-11-2017).
188
Χάρτης 10-2: νέος χάρτης σεισμικής επικινδυνότητας ελληνικού χώρου (Πηγή:
http://portal.tee.gr).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ Σελίδα
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β (Διαγράμματα κίνησης ήλιου στους οικισμούς: Β-1 έως Β-13 276
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στην Ελλάδα και κυρίως στο βορειοελλαδικό χώρο μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα
υπήρχαν αρκετά κτίρια τα οποία ήταν δομημένα από ωμόπλινθους. Στις μέρες μας σε αρκετά
οικιστικά σύνολα του ελληνικού χώρου απαντώνται ωμοπλινθόκτιστα κτίρια, αλλά το
μοναδικό οργανωμένο οικιστικό σύμπλεγμα με κτίρια αποκλειστικά κτισμένα με
ωμόπλινθους απαντάται στα Κορέστεια τα οποία βρίσκονται στα όρια των νομών Καστοριάς
και Φλώρινας.
Στην παρούσα μελέτη διερευνάται το ιστορικό υπόβαθρο της ορεινής και απομονωμένης
αυτής περιοχής, η πολεοδομική οργάνωση και τα τυπομορφολογικά χαρακτηριστικά του
δομημένου χώρου, ο μνημειακός πλούτος, η σχέση του δομημένου και του φυσικού
περιβάλλοντος, τα αίτια της παρακμής και εγκατάλειψης αρκετών από αυτούς και
εξετάζονται οι δυνατότητες αναβίωσης ώστε να στοιχειοθετηθεί ένα πλαίσιο βιώσιμης
ανάπτυξης φιλικό προς το φυσικό περιβάλλον. Επιχειρείται η ολιστική αντιμετώπιση του
κτισμένου περιβάλλοντος των Κορεστείων και αναπτύσσονται τα δεδομένα της περιοχής σε
μια νέα διαλεκτική μεταξύ φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος με στόχο την
παρουσίαση προτάσεων και πολυτομεακών δράσεων για την ολοκληρωμένη ανάπτυξη του
τόπου με περιβαλλοντικό πρόσημο. Επιθυμητή επιδίωξη αποτελεί η προσέλκυση νέων
οικονομικά ενεργών ατόμων και υπηρεσιών με σκοπό την οικονομική, κοινωνική και
πολιτισμική αναζωογόνηση με παράλληλη προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και
παράδοσης και σε συνδυασμό με τη διαφύλαξη και ορθή διαχείριση των φυσικών πόρων.
Ουσιαστικά, μελετάται το αξιόλογο οικιστικό απόθεμα και αναδεικνύεται η κληρονομιά που
διαθέτει ο τόπος (πλούσια αρχιτεκτονικά και πολιτιστικά κοιτάσματα, βουνό, δάσος, ποτάμι,
κ.α.) ώστε να μετασχηματιστεί σε δύναμη η οποία συγκρατεί το ισχνό πληθυσμιακό απόθεμα
και ταυτόχρονα διαμορφώνει συνθήκες επανακατοίκησης και παραγωγικής ενεργοποίησης με
παράλληλη ενδυνάμωση της υποτονικής τουριστικής ελκυστικότητας.
ABSTRACT
In Greece, especially in the northengreek area, until the middle of the last century there were
several buildings structured from mudbricks. Nowadays, in a number of greek settlements,
there are mudbrick buildings, but the only organized residential complex with buildings built
with mudbricks is situated in Korrestia, in mount Vitsi, north of Kastoria region.
The present study investigates the historical background of this mountainous and isolated
region, the urban planning and the typographical characteristics of the structured area, the
monumental wealth, the relationship between the structured and the natural environment, the
causes of the decline and abandonment of several settlements, opportunities for revitalization
to establish a framework for sustainable development that is friendly to the natural
environment. The holistic approach to the built environment of the settlements is being
explored and the area's data is developed in a new dialectic between natural and man-made
environment in order to present proposals and multidisciplinary actions for the integrated
development of the Korestia villages in an environmental point of view. Desirable pursuit is
to attract new economically active individuals and services for the purpose of economic,
social and cultural revitalization while protecting the cultural heritage and tradition and in
conjunction with the preservation and proper management of natural resources. Essencially,
the remarkable housing stock is being studied and the heritage of the site (rich architectural
and cultural heritage, mountain, forest, river, etc.) aiming to be transformed into a force that
holds back the weak population stock and at the same time forms the conditions of rehousing
and productive activation while enhancing subdued tourist attractiveness.
The mudbrick, as the predominant material of the region's structures, can be made conditional
on being credible with very positive bioclimatic behavior. The settlements develop a
symbiotic relationship with the natural environment and, without disturbing their architectural
value, with the implementation of mild climate improvement interventions on both urban and
scale scales, they can become overwhelmed.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο πηλός αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα υλικά με έντονη χρήση στο πέρασμα των αιώνων
από τον άνθρωπο διαμορφώνοντας ενδιαφέροντα δημιουργήματα. Πρόκειται για ένα υλικό
που υπάρχει σε αφθονία στη φύση και από τα πανάρχαια χρόνια αποτέλεσε σημαντικό υλικό
δόμησης και καλλιτεχνικής δημιουργίας του ανθρώπου. Η χρήση του υλικού δεν υπήρξε ποτέ
ομοιογενής, καθώς ο κοινωνικός, πολιτισμικός, εθιμικός και ο αντιληπτικός τρόπος
αντιμετώπισης της ζωής, όπως και τα οικονομικά, τεχνολογικά και γεωγραφικά δεδομένα του
κάθε λαού, οδήγησαν σε ανάλογες στάσεις ως προς τη χρήση του πηλού και των
ωμόπλινθων. Πολλές χωμάτινες κατασκευές εξαφανίστηκαν, ορισμένες διατηρήθηκαν ως
ερείπια και οι λιγότερες συνεχίζουν να υπάρχουν μέχρι σήμερα. Οι ανθρώπινες αυτές
δημιουργίες αποτελούν ζωντανές μαρτυρίες των κατασκευαστικών μεθόδων, των χωρικών
επιλογών αλλά και της γενικότερης αντίληψης του εκάστοτε πολιτισμού.
Ο κάθε τόπος διαθέτει τα δικά του χαρακτηριστικά που έχουν σχέση με το φυσικό και το
κοινωνικοπολιτισμικό περιβάλλον καθώς και το κλίμα, παράγοντες οι οποίοι διαμόρφωσαν
διαφορετικές εκδοχές στην αρχιτεκτονική του πηλού ανά τον κόσμο. Τα πολυώροφα κτίρια
της Υεμένης και της Σαουδικής Αραβίας, οι λασπόκτιστες καλύβες της Αφρικής, οι
χωμάτινες χυτές τοιχοποιίες (pise) στην Ευρώπη και αλλού, αλλά και οι ωμοπλινθόκτιστες
δημιουργίες της Ελλάδας, όλα συναποτελούν ένα ενδιαφέρον μωσαϊκό ωμοπλινθόκτιστων
δημιουργιών σε αρμονία με το φυσικό περιβάλλον.
Η επιλογή του θέματος έγινε με γνώμονα το ενδιαφέρον του φοιτητή για τους ξεχασμένους
ωμοπλινθόκτιστους οικισμούς και βασικό έναυσμα υπήρξε η παρθενική περιήγηση μερικά
χρόνια πριν στην περιοχή των Κορεστίων Καστοριάς όπου μέσα σε ένα απόκοσμο και άκρως
γοητευτικό τοπίο στέκονται ενάντια στον αδυσώπητο χρόνο οι μοναδικοί ωμοπλινθόκτιστοι
οικισμοί στην Ελλάδα, εγκαταλελειμμένοι από τους ανθρώπους και την πολιτεία. Στην
Ελλάδα και κυρίως στο βορειοελλαδικό χώρο μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα πολλά
κτίρια κατασκευάζονταν από ωμόπλινθους. Στις μέρες μας σε αρκετά οικιστικά σύνολα της
ελληνικής επικράτειας απαντώνται ωμοπλινθόκτιστα κτίρια, αλλά το μοναδικό οργανωμένο
οικιστικό σύμπλεγμα με κτίρια αποκλειστικά κτισμένα με ωμόπλινθους απαντάται στα
Κορέστεια. Η εργασία εστιάζεται στη διερεύνηση της περιβαλλοντικής απόκρισης των
οικισμών αυτών καθώς συνδυάζουν το πλούσιο φυσικό περιβάλλον και την ιδιαίτερη
αρχιτεκτονική τους φυσιογνωμία με πολιτισμικά στοιχεία που εμπλουτίζουν την περιοχή.
α) έρευνα πεδίου
β) αποτυπώσεις κτισμάτων
γ) συνεντεύξεις/συζητήσεις με τοπικούς φορείς, κατοίκους και ιδιοκτήτες ακινήτων, από τις
οποίες αναμένεται να συλλεχθούν στοιχεία για την κατανόηση της βιοκλιματικής
συμπεριφοράς των οικισμών.
Η διάρθρωση της εργασίας έχει σκοπό την πληρέστερη και ολοκληρωμένη εικόνα περί του
υλικού δομής το οποίο κυριαρχεί στο δομημένο περιβάλλον της περιοχής μελέτης. Στο πρώτο
τμήμα της εργασίας γίνεται αναφορά στη σύνθεση του υλικού, στις ιδιότητές του, στα
περιβαλλοντικά του γνωρίσματα και στις μεθόδους βελτίωσής του. Στο δεύτερο κεφάλαιο
εξετάζεται η κατηγοριοποίηση των τοιχοδομών και η αναφορά των πλεονεκτημάτων και
μειονεκτημάτων που εμφανίζουν οι ωμοπλινθοτοιχοποιίες, ενώ αναλύεται, με βάση
πειραματικά βιβλιογραφικά δεδομένα, η ενσωματωμένη ενέργεια που εμπεριέχουν καθώς και
άλλα χαρακτηριστικά τους. Στο τρίτο και τέταρτο κεφάλαιο επιχειρείται η ιστορική
ανασκόπηση της χρήσης των άψητων πλίνθινων κατασκευών από την αρχαιότητα έως τα
σύγχρονα χρόνια με έμφαση στα δημιουργήματα του ελλαδικού χώρου. Γίνεται ιδιαίτερη
νύξη στη μέθοδο παρασκευής των ωμόπλινθων κατά τα νεώτερα χρόνια ενώ δεν
παραλείπεται η περιγραφή των αρχών λειτουργίας της φέρουσας τοιχοποιίας και της
παθολογίας της.
Το δεύτερο μέρος της εργασίας ξεκινά με το έκτο κεφάλαιο στο οποίο διερευνώνται τα
ιστορικογεωγραφικά, δημογραφικά και ιστορικά χαρακτηριστικά των οικισμών τα οποία
θεωρούνται απαραίτητα για την κατανόηση της υφιστάμενης κατάστασης και οργάνωσής
τους. Στα δύο επόμενα κεφάλαια παρουσιάζονται τα τυπολογικά και μορφολογικά
χαρακτηριστικά των οικισμών και ορισμένων χαρακτηριστικών κτισμάτων τους. Θίγονται
ζητήματα που άπτονται της πολεοδομικής διάταξης του δομημένου περιβάλλοντος και του
κτιριακού πλούτου της περιοχής, ενώ στο όγδοο κεφάλαιο αναπτύσεται η κατασκευαστική
λογική των κτισμάτων και τα υλικά δομής του χώρου με έμφαση στη φιλοσοφία δόμησης των
ωμοπλινθόκτιστων δημιουργιών. Στο ένατο κεφάλαιο διερευνώνται οι αιτίες της
καταστροφής του συγκεκριμένου δομικού πλούτου των οικισμών και αναπτύσσονται τεχνικές
αποκατάστασης και επεμβάσεων. Ταυτόχρονα διατυπώνονται αρχές και προτάσεις για την
αειφορική και αξιοβίωτη ανάπτυξη των οικισμών με την ένταξη νέων χρήσεων στο δομημένο
περιβάλλον τους.
Η ανάλυση του βιοκλιματικού χαρακτήρα της περιοχής και η περιβαλλοντική απόκριση των
κτισμάτων μελετάται στο δέκατο κεφάλαιο. Παράγοντες όπως προσανατολισμός, φυσικός
αερισμός και δροσισμός, φυτεύσεις αναλύονται αφενός σε κλίμακα πολεοδομικού
A΄ ΜΕΡΟΣ
1. Ο ΠΗΛΟΣ ΩΣ ΥΛΙΚΟ ΔΟΜΗΣ
Ο πηλός, είναι ένα υλικό ποικίλης σύστασης που αφθονεί στη γη. Τα χαρακτηριστικά του
διαφοροποιούνται από τη μια περιοχή στην άλλη. Το υλικό αυτό είχε χρησιμοποιηθεί τόσο
για κατασκευαστικούς λόγους (εικ. 1-1), όσο και για καλλιτεχνικούς (εικ. 1-2), αποκτώντας
χρηστική αξία (μαγειρικά σκεύη, αγγεία, κ.α.) αλλά και αισθητική (αγαλματίδια,
προπλάσματα, κ.α.). Η κύρια χρήση του πηλού σχετίζονταν με την κατασκευή ωμοπλίνθων,
δηλαδή τούβλων τα οποία διαμορφώνονταν σε καλούπια υπό την επίδραση του ήλιου και του
αέρα, αλλά και οπτόπλινθων, δηλαδή πλινθιών που έχoυν υποστεί όπτηση.
Εικόνα 1-1: διάφορες χρήσεις του Εικόνα 1-2: πήλινο κεφάλι ζώου από αγγείου ή σκεύος στο
πηλού (Πηγή:Σκαφίδα, 1990, σ. 152). Μουσείου Βόλου νεολιθικής εποχής ύψους 0,05μ.
(Πηγή:Θεοχάρης, 2000, σ. 55).
Η άργιλος, το νερό και το πυρίτιο αποτελούν τις φυσικές πρώτες ύλες για τη δημιουργία
πλίνθων των οποίων η επιστημονική ονομασία είναι ένυδρο πυριτικό αργίλιο. Ο καολίνης
είναι η πιο καθαρή μορφή αργίλου. Η άργιλος είναι μαλακό, προσχωσιγενές πέτρωμα το
οποίο προέρχεται από την μακροχρόνια αποσύνθεση πετρωμάτων συνήθως εξαιτίας της
παρουσίας ανθρακικών οξέων κι άλλων διαλυτών. Τα κυριότερα στοιχεία που απαρτίζουν
την άργιλο είναι τα οξείδια αργιλίου και πυριτίου, αλλά και καλίου, μαγνησίου, τιτανίου,
νατρίου, κ.α. σε μικρότερες ποσότητες, σε συνδυασμό με διάφορες οργανικές ενώσεις
(Παπαϊωάννου, 1998). Η άργιλος ως κοίτασμα συναντάται είτε στο υπέδαφος είτε στην
επιφάνεια του εδάφους. Τα διάφορα στρώματα αργίλου μπορεί να παρουσιάζουν διαφορές
στην καθαρότητα, στη σύσταση, στην απόχρωση, στις φυσικοχημικές ιδιότητες, κ.α. Η
εναπόθεση των κοιτασμάτων γίνεται κατά διαδοχικές στρώσεις διαδοχικά, σε διαφορετικά
έτη και σε επηρεάζεται από την εναλλαγή των επικρατουσών κλιματολογικών συνθηκών. Στα
στρώματα αργίλου υπάρχει πιθανότητα εντοπισμού ανεπιθύμητων υλικών, όπως αυξημένη
ποσότητα άμμου, ιλύες, πέτρες, ποσότητα ασβεστίου, οστρακοειδή, ξύλα, ρίζες, κ.α. (ό. π.).
Συνήθως ο πηλός1, ως κλασικό ιζηματογενές πέτρωμα, είναι άργιλος πλούσιος σε χαλαζιούχο
λεπτομερή άμμο. Ειδικότερα, τα διαφορετικά συστατικά του πηλού κατατάσσονται ως εξής
(ΙΕΚΕΜ-ΤΕΕ, 1997):
α) χονδρόκοκκα χημικώς αδρανή συστατικά, όπως το ρύζι, οι χάλικες και τα σκύρα (4 έως
32mm) και η άμμος (80μm έως 4mm). Αυτά τα στοιχεία εξασφαλίζουν τη συνοχή του
υλικού. Η εξασφάλιση αντοχής στο υλικό προϋποθέτει την ύπαρξη ενός ελάχιστου ορίου
επαφής ανάμεσα στα αδρανή ώστε να ενεργοποιηθούν οι εσωτερικές δυνάμεις συνοχής.
β) λεπτόκοκκα χημικώς αδρανή συστατικά τα οποία αποκαλούνται ιλύες, πρόκειται για άμμο
λεπτόκοκκη (2 έως 80μm), που απορροφά λίγο νερό. Οι ιλύες μειώνουν σε κάποιο ποσοστό
την τριβή μεταξύ των αδρανών κατά τη συμπύκνωση και τη σταθερότητα των κόκκων
γεμίζοντας τα κενά μεταξύ τους.
γ) λεπτόκοκκα χημικώς ενεργά συστατικά αργιλοπυριτικής βάσεως. Τα αργιλικά μόρια είναι
φορτισμένα ηλεκτρικά, οι φυλλόμορφες στοιβάδες είναι γενικά φορτισμένες αρνητικά. Σε
διάλυμα νερού, δημιουργείται ένα δυναμικό μεταξύ των μορίων και του διαλύματος.
Προσθέτοντας στο δυναμικό αυτό ανιόντα ή κατιόντα είναι δυνατό να τροποποιηθεί η
συμπεριφορά των μορίων. Ενδυναμώνοντας τα, ταξινομούνται σε στοιβάδες ενώ αντίθετα
διαχωρίζονται. Εν ξηρώ, τα μόρια πλησιάζουν, οι δυνάμεις συνοχής Van der Waals
υπερέχουν προκαλώντας τη συγκόλληση των αργιλικών μορίων τόσο μεταξύ τους όσο και με
τα αδρανή. Αυτός είναι και ο ορισμός της συνοχής, γνωστός από την εδαφομηχανική.
1
Ο πηλός αποτελείται από ένα μείγμα σε διαφορετικές αναλογίες από χάλικες, άμμους, ιλύες και αργίλους. Στο
μίγμα προστίθενται άλατα, οξείδια και οργανικά υλικά. Μερικές φορές περιέχει και ανθρακικό ασβέστιο, οπότε
αποτελεί τον ασβεστούχο πηλό, ή φυλλάρια μαρμαρυγία και οξείδιο του σιδήρου.
δ) άλλα στοιχεία λεπτόκοκκα και δραστικά, μερικά στοιχεία μπορούν αν έχουν πολύ θετικές
επιδράσεις στη συμπεριφορά των εδαφών και να ευνοούν κάποιες χημικές αντιδράσεις
παρουσία υδραυλικών πρόσθετων, όπως τα οξείδια του σιδήρου σε εδάφη από λατερίτη
(λατερικά εδάφη). Άλλα στοιχεία μπορεί να επιδρούν αρνητικά στη συμπεριφορά των
εδαφών, όπως είναι τα θειϊκά οξέα, τα χλωρικά οξέα και τα οργανικά υλικά.
Ως πηλούς χαρακτηρίζουμε τις αργίλους με περιεκτικότητα κόκκων μεγέθους μικρότερου
των 2μm, χονδρόκοκκους πηλούς με κόκκους μεγέθους 2-63μm και άμμο με κόκκους
μεγέθους μεγαλύτερου των 63μm. Εάν στην αργιλόμαζα υπάρχει αναλογία άμμου μικρότερη
του 20%, το μίγμα ονομάζεται παχύς πηλός, ενώ για τις αναλογίες μεταξύ 20-60% η
ονομασία είναι ισχνός πηλός. Σε περιπτώσεις που οι πρώτες ύλες είναι πολύ παχιές,
υπόκεινται σε απίσχανση με την προσθήκη άμμου, τέφρας, πριονιδίων ή παρόμοιων υλικών
(ό. π.).
Η άμμος που προστίθεται στον πηλό πρέπει να είναι πυριτικής, λεπτής κοκκομετρικής
σύνθεσης δίχως να εντοπίζονται ασβεστούχοι κόκκοι. Η μάζα της αργίλου δεν πρέπει να
ενσωματώνει σβώλους και ασβεστούχα υλικά και σβώλους καθώς εγκυμονεί ο κίνδυνος
διαρηγμάτωσης των ωμόπλινθων. Το νερό δεν πρέπει να περιέχει άλατα, για την αποφυγή
δημιουργίας εξανθημάτων κατά τη ξήρανση.
Η πλαστικότητα, η απορροφητικότητα, η συμπεριφορά κατά τη ξήρανση της αργιλόμαζας και
η περιεχόμενη υγρασία, εξαρτώνται κυρίως από την ποσότητα και την κατανομή των κόκκων
μεγέθους μικρότερου των 2μm (δηλαδή του πηλού). Μια ισοζυγισμένη σύνθεση εξασφαλίζει
σταθερή και ομογενή αργιλόμαζα (ό. π.).
Η ύπαρξη καταλλήλων ορυκτών (καολίνης, ιλίτης, χαλαζίας, κ.λπ.) επιδρά στην πρώτη
ακατέργαστη ύλη, την ξήρανση, το σχήμα, την όπτηση, το χρώμα, και κατά συνέπεια, στην
ποιότητα του παραγόμενου κεραμικού υλικού. Για τη βελτίωση της αργιλομάζας
χρησιμοποιούνται σήμερα στη βιομηχανία παραγωγής κεραμικών υλικών πρόσθετα
βελτιωτικά, όπως π.χ. κίσσηρις για τη λεπτότητα υφής και την πλαστικότητα της αργιλόμαζας
και οργανικές ουσίες (σόδα-φωσφορικά άλατα) για τη βελτίωση του pH του προστιθέμενου
νερού. Για την αύξηση του πορώδους χρησιμοποιούνται κόκκοι διογκωμένου πολυστυρενίου,
σκόνη λιγνίτη, πριονίδι και άλλα οργανικά υπολείμματα (ό. π.).
Τα αργιλικά εδάφη περιέχουν σημαντικό ποσοστό κόκκων αργίλου σε μεγέθη μικρότερα από
0,002mm. Αυτά τα υλικά επηρεάζουν τις φυσικές και τις μηχανικές ιδιότητες των αργιλικών
εδαφών. Η συνοχή είναι η κυριότερη απ’ τις ιδιότητες που επηρεάζονται από τους μικρούς
κόκκους της αργίλου. Οι ιδιότητες των αργιλικών εδαφών εξαρτώνται από την ορυκτολογική
σύσταση των κόκκων αυτών, το σχήμα τους και το μέγεθός τους, την αντοχή των δομικών
δεσμών τους, την υφή και την κατάσταση (πυκνότητα και ποσοστό υγρασίας) του εδάφους,
καθώς από τις ιδιότητες που εξαρτώνται από την αλληλεπίδραση με το νερό (εικ. 1-3).
Εικόνα 1-3: προσρόφηση νερού στον ενδοστρωματικό χώρο των πετάλων της αργίλου (Πηγή:Γεωργιάδου
Ε., 2016).
Το σχήμα των αργιλικών συστατικών, όπως φαίνεται στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο, μπορεί
να μοιάζει με νιφάδες ή πετάλια ή πτερύγια. Τα αργιλικά χαρακτηριστικά στο έδαφος
αντικατοπτρίζονται στην υψηλή απορρόφηση και ικανότητα κατακράτησης νερού, στη
χαμηλή διαπερατότητα, στην πλαστικότητα, κ.α. Η πιο σημαντική απ’ αυτές τις ιδιότητες
είναι η συνεκτικότητα που εκδηλώνεται μέσω της εφελκυστικής τους αντοχής. Τα εδάφη
έχουν την ικανότητα να αντιστέκονται σε εφελκυστικές δυνάμεις. Αυτή η αντίσταση
οφείλεται στην παρουσία των δομικών δεσμών μεταξύ των στερεών κόκκων. Η αντοχή και τα
χαρακτηριστικά παραμόρφωσης των αργιλικών εδαφών εξαρτώνται από την ισχύ των δεσμών
μεταξύ των μορίων, δηλαδή από την ισχύ των επαφών τους (ΙΕΚΕΜ-ΤΕΕ, 1997). Ο πηλός
είναι υλικό εύπλαστο που όταν ψηθεί γίνεται σκληρό και ανθεκτικό. Το χώμα πρέπει πριν
από την προετοιμασία του πηλού να καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις που αλλοιώνουν
την καθαρότητα του πηλού. Στην συνέχεια, αλέθεται ή κοπανίζεται για να σπάσουν τα χοντρά
κομμάτια (σβώλοι) και τέλος κατεργάζεται με νερό.
Ο πηλός ως πρώτη ύλη κατάφερε με τις ιδιότητές του να γίνει γρήγορα οικείος στον άνθρωπο
και να καλύψει ένα ευρύ φάσμα των δραστηριοτήτων του ανά τους αιώνες. Ο ψημένος πηλός
ή η «κεραμική ύλη», από το αρχαίο ελληνικό κέραμος, με τις ποικίλες μορφές που έπαιρνε
αναλόγως των αναγκών των χρηστών, αλλά και με την αντοχή του στο χρόνο, βρισκόταν
πάντοτε στο προσκήνιο του πολιτισμού. Οι ιδιότητες του πηλού συνδέονται με τη χρήση του
ιδιαίτερα στον τομέα της κεραμικής αφού διαθέτει χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Πρόκειται
για ένα υλικό που είναι καλός αγωγός της θερμότητας διευκολύνοντας τους τρόπους
2
Η υγρασία η οποία ισορροπεί ένα ξύλινο στοιχείο όταν αυτό παραμένει εκτεθειμένο σ ένα χώρο για μεγάλο
χρονικό διάστημα.
3
Τα αποτελέσματα μετρήσεων που πραγματοποιήθηκαν από το Ινστιτούτο Τεχνικής Υψηλών Συχνοτήτων,
Μικροκυμάτων και Ραντάρ του Ομοσπονδιακού Πανεπιστημίου του Μονάχου, σε συνεργασία με το Ερευνητικό
Εργαστήριο Πειραματικής Δόμησης (FEB) του Πανεπιστημίου του Kassel (Γερμανία) έδειξαν ότι ένα πλίνθινο
κτηριακό κέλυφος πάχους 24εκ., ελάχιστης πυκνότητας πηλού 800kg/m³, μονώνει την ακτινοβολία των 1,8 έως
1,9GHz (εκπομπές κινητής και ασύρματης τηλεφωνίας) κατά 22dB=99,4%. Όταν φέρει επικάλυψη φύτευσης
φτάνει τα 49dB=99,999%. Τα συνήθη υλικά δόμησης, όπως μία στέγη με κεραμίδι, δεν ξεπερνούν τα 3dB=50%
περίπου. Βλ. Pauli P., Moladn D., (2000), Reduzierung hochfrequenter Strahlung im Bauwesen–Baustoffe und
Abschirmmaterialien, Univ. d Bundeswehr, Munchen.
4
Θερμική αγωγιμότητα είναι η ποσότητα της θερμότητας (W) που περνά από ένα τοίχο πάχους 1m, με διαφορά
θερμοκρασίας 1Κ μεταξύ των επιφανειών του.
5
Ειδική θερμοχωρητικότητα είναι η ποσότητα της θερμότητας που απαιτείται για να θερμανθεί 1kg υλικού κατά
1C.
6
Η ταχύτητα θερμοροής ενός υλικού είναι ανάλογη της πυκνότητας, της αγωγιμότητας και της ειδικής
θερμοχωρητικότητάς του.
Πίνακας 1-1: Συγκριτικός πίνακας θερμικών συντελεστών: ειδών πηλού – καθαρών υλικών – συνθετικών
μονώσεων (Πηγή: κατά Κ.ΕΝ.Α.Κ. και κατά G. Μinke, Τ.Ο.Τ.Ε.Ε. 20701-2, σ. 48).
Η μεγάλη ποικιλία των εδαφών, καθώς και η επιρροή της περιεχόμενης υγρασίας στη
συμπεριφορά τους καθορίζουν διάφορους τρόπους χρήσης του εδάφους ως υλικό δόμησης.
Όσο πιο μεγάλο είναι το ποσοστό αργίλου τόσο μεγαλύτερη είναι η πλαστικότητα, πιο μικρή
η διαπερατότητα, μεγαλύτερη η συμπιεστότητα και η συνοχή ενώ μικρότερη τιμή εμφανίζει η
γωνία τριβής. Τα ασβεστολιθικά εδάφη παρουσιάζουν χαρακτηριστικά ιδιαίτερες
συμπεριφορές. Για παράδειγμα, ορισμένα ασβεστολιθικά εδάφη είναι αρκετά σκληρά για τη
χρήση τους σε αναχώματα και πρανή και άλλα αποσυντίθενται στην επαφή τους με το νερό.
Επομένως, ο πηλός μπορεί να βελτιωθεί, με τροποποίηση ορισμένων χαρακτηριστικών του
και να χρησιμοποιηθεί στη δόμηση (ό. π.).
Ορισμένες απλές μέθοδοι τροποποίησης των χαρακτηριστικών του πηλού είναι:
α) αλλαγή της κοκκομετρικής καμπύλης με την προσθήκη άμμων και χαλίκων ή με την
προσθήκη αργιλικού υλικού. Ο διαχωρισμός των υλικών είναι η λύση για την ανεύρεση ενός
ομογενούς υλικού.
β) βελτιστοποίηση των μηχανικών χαρακτηριστικών με την προσθήκη υδραυλικών κονιών,
όπως οι κλασικές κονίες, το τσιμέντο και η άσβεστος, αλλά και λιγότερο κλασικές όπως
πουζολανικές κονίες (θηραϊκή, σκυδραϊκή γη), πρόσμικτα, υδρόφοβα ή ρητίνες.
γ) προσθήκη ινών, ζωικής, φυτικής, ή συνθετικής προέλευσης, όπως άχυρα από σιτάρι ή
καλαμπόκι, ίνες από ινδικές καρύδες, τρίχες ζώων, τριφύλλι, ίνες πολυπροπυλαινίου, κ.α. Ο
σκοπός είναι το έδαφος ν’ αναπτύξει ικανή εφελκυστική αντοχή για να μπορεί να παραλάβει
τη συστολή και τις εξωτερικές ωθήσεις. Πριν τη χρήση των ινών πρέπει να εξασφαλιστεί η
καταλληλότητά τους έναντι διαβρωτικών παραγόντων και η δυνατότητα παραλαβής
εφελκυστικών τάσεων σε ξηρό και υγρό περιβάλλον. Η βελτιστοποίηση των ιδιοτήτων του
πηλού με διάφορα πρόσθετα είναι γνωστή τόσο στην εδαφομηχανική όσο και στην
αρχιτεκτονική του πηλού ως σταθεροποίηση (Μπέη, 2008).
Τα δομικά πηλοκονιάματα αποτελούν άλλη μια χρήση του πηλού και χρησιμοποιούνταν στο
παρελθόν7 στους αρμούς μεταξύ λίθων και ωμοπλίνθων (Τρεμπέλα-Λειμωνά, 1970).
Η πιο συνήθης περίπτωση, όσον αφορά την παραδοσιακή δόμηση, είναι η χρήση
πηλοκονιαμάτων χωρίς σταθεροποίηση. Η σταθεροποίηση, επίσης, λέγεται η διαδικασία
7
Χαρακτηριστικά, στην Κάρπαθο χρησιμοποιούσαν ως συνδετικό κονίαμα λάσπη που την έκαναν από χώμα
κόκκινο, πιριολίκι και όχι κοπρόχωμα ή πηλό γιατί σχίζει και πιάνει υγρασία. Αν ο νοικοκύρης ήταν πλούσιος
έκτιζαν με πηλάσβεστο. Το δάπεδο, ο πάτος, του καρπάθικου σπιτιού είναι κατασκευασμένος από πηλό στο
οποίο ρίχνουν και λίγο άχυρο για να μη σκάει. Για περισσότερες πληροφορίες Βλ. Τρεμπέλα-Λειμωνά Ελένη,
(1970), «Το λαϊκό καρπαθικό σπίτι», παραρτ. Δ΄ τόμου Επιστημ. Επετηρ. Πολυτεχνικής Σχολής ΑΠΘ, διατριβή
επί διδακτορία, εκδ. ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη.
Εικόνα 1-4: πηλοκονίαμα σε τοιχοποιία οικίας στο Γράμμο (Πηγή: προσωπικό αρχείο).
Η ποιότητα του πηλοκονιάματος πρέπει να ελέγχεται κυρίως, διαμέσου των μηχανικών του
χαρακτηριστικών, της συνάφειας του με την πλίνθο, της συστολής σε ξήρανση και της
ανθεκτικότητάς του έναντι της διάβρωσης, αφού χαρακτηριστική είναι η έλλειψη
τυποποίησης των πηλών. Η συστολή κατά τη ξήρανση του πηλοκονιάματος προκαλεί στην
τοιχοποιία οριζόντια συστολή από 1 έως 2mm στα 5 μέτρα μήκους τοίχου, ενώ η καθίζηση
των πηλοκονιαμάτων στην τοιχοποιία σε νεκρό φορτίο προκαλεί κατακόρυφη συστολή του
τοίχου της τάξεως του 1 έως 2 cm ανά 3 μέτρα ύψους τοίχου. Τα σταθεροποιημένα
πηλοκονιάματα παρουσιάζουν μειωμένη συστολή ξήρανσης σε σύγκριση με αυτά χωρίς
σταθεροποίηση (Κακαβάς, Λέμης, κ.α., 2008).
Τα συνήθη πάχη των πηλοκονιαμάτων των αρμών στις τοιχοποιίες είναι μεταξύ 1 έως 1,5
εκατοστών. Στις παραδοσιακές ωμοπλίνθους στη χώρα μας προέκυψε ότι τα πάχη των
πηλοκονιαμάτων αγγίζουν τα 2 εκατοστά και καμιά φορά τα ξεπερνούν (ό. π.).
Η χρήση φυτικών ή άλλων ινών εφαρμόζεται για τον περιορισμό των ρηγματώσεων που
οφείλεται στο αργιλικό ποσοστό του πηλοκονιάματος, για την επιτάχυνση της ξήρανσης-
σκλήρυνσης χάρη στη διοχέτευση της υγρασίας προς την ατμόσφαιρα μέσω της ίνας και για
την αύξηση της εφελκυστικής αντοχής του.
Βασικό ρόλο παίζει η ποιότητα και η ποσότητα του πηλού, οι προστιθέμενες κονίες8 και ο
υδρομετρικός συντελεστής τους, που επηρεάζουν σημαντικά τα μηχανικά και φυσικά
χαρακτηριστικά του κονιάματος. Γενικά, τα πηλοκονιάματα παρουσιάζουν τις υψηλότερες
αντοχές μεταξύ των «μαλακών» κονιαμάτων, όπως τα ασβεστοκονιάματα (Παπαϊωάννου,
1998).
Η ορυκτολογική σύσταση επηρεάζει τη συμπεριφορά του πηλού. Η ποιότητα του πηλού
επίσης καθορίζει τις φυσικές και μηχανικές ιδιότητες του πηλοκονιάματος. Όταν το ποσοστό
της άμμου που περιέχεται στη σύνθεση του πηλοκονιάματος είναι υψηλό (>30%)
περιορίζεται η συστολή και οι μικρορηγματώσεις, ενώ μειώνονται οι αντοχές του. Το
απαιτούμενο ποσοστό νερού στη σύνθεση, ώστε το κονίαμα να γίνει εργάσιμο εξαρτάται από
το περιεχόμενο ποσοστό αργίλου του πηλού. Όσο υψηλότερο είναι το περιεχόμενο ποσοστό
αργίλου, τόσο περισσότερο νερό απαιτείται με αποτέλεσμα να μειώνεται η αντοχή του
πηλοκονιάματος. Όσο υψηλότερο είναι το περιεχόμενο ποσοστό αργίλου, τόσο περισσότερο
νερό απαιτείται με αποτέλεσμα να μειώνεται η αντοχή του πηλοκονιάματος (ό. π.).
Η ποικιλία των εδαφών είναι πολύ μεγάλη στη γη και όλα σχεδόν τα είδη πηλών δύνανται να
εφαρμοστούν σε δομικά έργα υπό την προϋπόθεση της μη ύπαρξης οργανικών προσμίξεων.
Τροποποιώντας και βελτιώνοντας τον πηλό μπορούν να προκύψουν ανάλογες συνθέσεις
πηλοκονιαμάτων. Η θέση (εσωτερικός ή εξωτερικός τοίχος, επίχρισμα ή όχι) του
πηλοκονιάματος ορίζει και τα κριτήρια βελτίωσης. Η υψηλή αντοχή θλίψης και κάμψης, το
χαμηλό ποσοστό συστολής ξήρανσης κατά τη διαδικασία ξήρανσης (κυρίως στα
πηλοκονιάματα) και η ικανοποιητική ταχύτητα σκλήρυνσης αποτελούν ουσιώδη
8
Κονίαμα λέγεται το μίγμα το οποίο αποτελείται από λεπτόκοκκα αδρανή (μέγιστη διάμετρος κόκκου αδρανούς
4mm), από κονίες ως συνδετική ύλη και από νερό επεξεργασίας, έχει δε τη βασική ιδιότητα να σκληρύνεται με
το χρόνο, ενώ κατά τη διάρκεια της δόμησης έχει ρευστή μορφή.
Κονίες ονομάζονται τα συνδετικά υλικά τα οποία σε στερεή κατάσταση με μορφή σκόνης ή σε υγρή μορφή
διαλύματος ή αιωρήματος, όταν υποστούν ανάμειξη και κατεργασία με ένα ρευστό μέσο (συνήθως νερό),
γίνονται εύπλαστα και αποκτούν συγκολλητικές ιδιότητες. Η πήξη της κονίας που συνίσταται στη μεταβολή του
ιξώδους της και στη μετάπτωση από μια ημίρρευστη κατάσταση σε κατάσταση αναλλοίωτου σχήματος και
απόκτηση στερεότητας, έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των μηχανικών αντοχών, η οποία ολοκληρώνεται με
την πάροδο του χρόνου και την επίδραση διαφόρων φυσικοχημικών φαινομένων. Οι κονίες διακρίνονται:
α) σε αερικές κονίες, δηλαδή κονίες που υφίστανται πήξη και σκλήρυνση ακόμη και στο νερό ή στο νερό ή σε
υγρό περιβάλλον, όπως οι πηλοί, η άσβεστος, η γύψος, η μαγνησιακή κονία, κ.α.
β) σε υδραυλικές κονίες, δηλαδή κονίες που υφίστανται πήξη και σκλήρυνση ακόμη και στο νερό γη σε υγρό
περιβάλλον, όπως η υδραυλική άσβεστος, η ρωμαϊκή κονία, το φυσικό τσιμέντο, η τεχνητή κονία Portland, τα
πουζολανικά τσιμέντα, η θηραϊκή γη, κ.α. Για περισσότερες πληροφορορίες Βλ. Παπαϊωάννου, Κ. (1998). Η
τεχνολογία της τοιχοποιίας. Θεσσαλονίκη: εκδ. University Studio Press.
2. Η ΩΜΟΠΛΙΝΘΟΔΟΜΗ ΩΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
ΤΟΙΧΟΠΟΙΙΑΣ
και για το λόγο αυτό ονομάζεται καλουπωτό αργιλόχωμα. Στη συνέχεια αποσυναρμολογείται
το καλούπι το οποίο τοποθετείται σε νέα θέση, πάνω από το τελευταίο επίπεδο του τοίχου
που κατασκευάστηκε ή σε διαφορετική καινούρια θέση. Με τον τρόπο αυτό το κτίσμα
κατασκευάζεται τόσο κατά μήκος όσο και καθ’ ύψος. Ο pisé τοίχος θα στηρίζεται σε θεμέλια,
θα διαθέτει βάση και επίστεψη χάρη στην οποία εξασφαλίζεται η προστασία από τα όμβρια
ύδατα.
cob λέγεται η σύγχρονη τεχνική που χρησιμοποιεί για τη δόμηση τοιχοποιιών μάζες υγρού
αργιλώδους χώματος (αγγλική λέξη που σημαίνει σβώλος, σφαιρική μάζα χώματος).
Πιθανότατα να πρόκειται για την παλαιότερη και πιο απλή μέθοδο δόμησης κατά την οποία
κατασκευάζονται μονολιθικές κατασκευές.
Τα συστατικά του cob είναι άργιλος και άμμος, τα οποία απαντώνται στο αργιλικό χώμα, στα
οποία προστίθεται ποσότητα άχυρου. Κάθε έδαφος έχει διαφορετικό ποσοστό αργίλου, το
οποίο συναντάται κάτω από το επιφανειακό εδαφικό υπόστρωμα και χαρακτηρίζεται από
απουσία οργανικών στοιχείων. Συνήθως είναι απαραίτητη η πρόσθεση υλικών (ζωϊκές ή
φυτικές ίνες, άμμος, σταθεροποιητές) για να μειωθεί η συρρίκνωση του μίγματος μετά τη
ξήρανση και να αυξηθεί η συνεκτικότητά του συμβάλλοντας στην αποφυγή δημιουργίας
ρηγματώσεων και εμφάνσιης φαινομένων διάβρωσης. Το μείγμα ολοκληρώνεται αφού
αναμειχθεί με νερό μέρχι να γίνει να αποκτήσει σχετική σκληρότητα (ό. π.). Η τοποθέτηση
γίνεται κατά τη φάση υγρή φάση του υλικού δίχως τη χρήση εργαλείων και καλουπιών, αλλά
χειρονακτικά, πάνω από τη λίθινη βάση. Η εξωτερική τοιχοποιία έχει πάχος το ποίο συνήθως
κυμαίνεται από 40 μέχρι 80 εκατοστά.
μηχανοποιημένα πλιθιά: η παρασκευή πλιθιών στο εργοτάξιο στην περίπτωση αυτή γίνεται
με τη βοήθεια μηχανών.
βιομηχανικά πλιθιά: εμφανίζονται σε αρκετή ποικιλία σταστάσεων, σχημάτων και
μεγαθών που εξαρτώνται από τη ζήτηση. Οι συμπεσμένοι πλίνθοι αποτελούν μία εκδοχή των
βιομηχανικών.
ελαφρά τούβλα: χαρακτηρίζονται ως ελαφρά ή πορώδη τούβλα, κατά το γερμανικό
DIN105, αυτά που έχουν πυκνότητα από 0,4 έως 0,8. Το μικρό βάρος και οι θερμομονωτικές
ιδιότητες αυτών των τούβλων οδήγησαν στην κατασκευή μεγαλυτέρων μεγεθών, των
τοιχοπετασμάτων (μπλοκ) ή και τοιχοπετασμάτων (πανώ).
άλλες κατηγορίες τούβλων: στην Ελλάδα, αλλά κυρίως στο εξωτερικό, χρησιμοποιήθηκαν
και εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται μία σειρά από διάφορα είδη τούβλων, σε
τουβλοδομές με τις αντίστοιχες ονομασίες. Η χρήση αυτών των τούβλων εξαρτάται από το
σκοπό και τις απαιτήσεις της τοιχοποιίας, την ύπαρξη και το κόστος των πρώτων υλών, το
κόστος παραγωγής, την παράδοση του τόπου ή της χώρας, καθώς τις συγκεκριμένες ανάγκες
της αγοράς οικοδομικών υλικών.
η ωμόπλινθος ή το πλι(ν)θί: η δομική πρισματική πλίνθος με βασικό υλικό τον πηλό σε
διάφορες συνθέσεις, ή διαφορετικά η πλίνθος που δεν υπόκειται σε όπτηση.
Ένα από τα κυριότερα δομικά υλικά ανά τους αιώνες υπήρξε η πλίνθος με τις διάφορες
μορφές της. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε η πλίνθος η οποία ξηραίνονταν στον ήλιο και στον
αέρα (ωμόπλινθος) και αργότερα, ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ., η πλίνθος η οποία είχε
υποστεί ξήρανση σε κλιβάνους, δηλαδή όπτηση (οπτόπλινθος).
Η αρχή παραγωγής των ωμόπλινθων βασίζεται στη μείξη αργιλικού πηλού και στην
προσθήκη ινών (άχυρα, αποξηραμένα φύκια, ζωικές τρίχες, κ.ά.) ή και πρόσθετων (άμμος,
χαλίκια, κεραμικά, κ.ά.). Το μίγμα τοποθετείται σε καλούπια για να πάρει το επιθυμητό
σχήμα και στη συνέχεια οι πλίνθοι που σχηματίζονται αφήνονται να στεγνώσουν υπό την
επίδραση του ήλιου και του ατμοσφαιρικού αέρα. Πρόκειται δηλαδή για χειροποίητα τούβλα
από πηλό με μη σταθερές διαστάσεις, που κυμαίνονται μεταξύ ενός ελαχίστου 20Χ10Χ16
εκατ. κι ενός μεγίστου 40Χ20Χ20 εκατ. Σήμερα η χρήση τους είναι πολύ σπάνια σε εντελώς
πρόχειρες αγροτικές κατασκευές. Εντούτοις, παλιές ωμοπλινθοδομές που δομήθηκαν με
επιμέλεια και με χρήση πηλοκονιάματος έχουν αντέξει για εκατοντάδες χρόνια.
Το δομικό σύστημα των ιστορικών κτηρίων με ωμόπλινθους δεν είναι πάντα εύκολο να
κατανοηθεί και δεν μπορεί συνήθως να χωριστεί σε διακριτά στοιχεία, καθώς τα κτήρια αυτά
αποτελούνται από διάφορα δομικά στοιχεία και υλικά. Σχεδόν πάντα οι ωμοπλινθοδομές
συνυπάρχουν με ξύλινα ή/και λίθινα δομικά στοιχεία. Οι φέρουσες τοιχοποιίες από
ωμόπλινθους έχουν πάχος που κυμαίνεται από 30 cm μέχρι 50 cm και στηρίζονται σε συνεχή
θεμελίωση που έχει τη μορφή λίθινης βάσης. Η βάση αυτή αποτελείται από ακανόνιστη
λιθοδομή ύψους 100-150 cm, η οποία προεξέχει από την επιφάνεια του εδάφους σε ύψος 10-
100 cm. Το πλάτος της λίθινης θεμελίωσης είναι συνήθως 40-50 cm, αλλά υπάρχουν και
περιπτώσεις που φτάνει τα 80-100 cm. Οι ωμόπλινθοι είναι τοποθετημένοι πάνω στη λίθινη
βάση σε ομοιόμορφες οριζόντιες στρώσεις και συνδέονται με κονίαμα από πηλό. Αξίζει να
σημειωθεί ότι σε πολλές περιπτώσεις ο ισόγειος όροφος παραδοσιακών κτηρίων αποτελείται
από λιθοδομή ενώ ο άνω όροφος είναι δομημένος με ωμόπλινθους.
Επίσης, στις αστικές περιοχές υπάρχουν περιπτώσεις που η πρόσοψη των κτηρίων είναι
κατασκευασμένη από λαξευτή λιθοδομή ενώ οι υπόλοιπες φέρουσες τοιχοποιίες είναι
κατασκευασμένες από ωμόπλινθους. Η οροφή και τα άνω πατώματα των κτηρίων
αποτελούνται από οριζόντιες ξύλινες δοκούς, οι οποίες είναι διατεταγμένες παράλληλα στο
πλάτος του κτηρίου. Τα άκρα των δοκαριών στηρίζονται εντός της ωμοπλινθοδομής και σε
ορισμένες περιπτώσεις προεξέχουν από αυτή. Οι στέγες των κτηρίων είναι συνήθως
μονοκλινείς ή αμφικλινείς. Παλαιότερα, υπήρχαν και πολλές οριζόντιες στέγες, οι οποίες
όμως σταδιακά αντικαταστάθηκαν από στέγες με κλίση. Οι στέγες με κλίση έχουν πάντα
κάλυψη από κεραμίδια ενώ οι οριζόντιες στέγες έχουν κάλυψη από στρώμα συμπιεσμένης
γης.
Η παρασκευή πλίνθων παρουσιάζει διαφορές χωρικές και χρονολογικές. Πολλοί παράγοντες
συμβάλλουν στη διαφοροποίηση αυτή, όπως η σύσταση των εδαφών, οι διάφορες
κατασκευαστικές συνήθειες, το κλίμα, η σεισμικότητα της εκάστοτε περιοχής, κ.α. Πρέπει να
τονιστεί ότι η αντοχή μιας μεμονωμένης ωμοπλίνθου δεν πρέπει να ταυτίζεται με την αντοχή
της τοιχοποιίας (δομημένες ωμόπλινθοι με αρμούς κονιάματος) (Παπαϊωάννου, 1998).
συμπιεσμένη ωμόπλινθος: σύγχρονη ωμόπλινθος που παράγεται από συμπύκνωση με
σκοπό την απόκτηση βελτιωμένων μηχανικών αντοχών (Μπέη, 2004).
Γενικά, η εικόνα και οι ιδιότητες μιας πλινθοδομής έχουν στενή σχέση με τα υλικά και τη
διαδικασία παραγωγής τούβλων (σύνθεση αργιλόμαζας, περιεχόμενο ποσοστό μεταλλικών
οξειδίων, χρόνος ξήρανσης, κ.α.).
9
Ο δείκτης πλαστικότητας ορίζει το εύρος της πλαστικής περιοχής. Όριο πλαστικότητας είναι η πιο χαμηλή
περιεχόμενη υγρασία για την οποία το έδαφος παραμένει πλαστικό.
υλικών. Το συνδετικό κονίαμα των τοιχοποιιών μπορεί να είναι λάσπη, από τον ίδιο πηλό,
από τον οποίο όμως έχουν αφαιρεθεί τα χονδρόκοκκα υλικά (τα χαλίκια).
Πίνακας 2-2: πίνακας φυσικών πόρων και πρώτων υλών σε σχέση με την εξάντλησή τους (Πηγή:
Κορωναίος Α., Σαργέντης Φ., 2005).
Διαγράμματα 2-1/6: Σύγκριση της διακύμανσης της εσωτερικής και εξωτερικής θερμοκρασίας σε
πειραματικά κτήρια – Ηassan Fathy 1986 (Πηγή: Gernot Minke, 2004).
Διάγραμμα 2-1/7: Ενσωματωμένη ενέργεια διαφόρων τυπικών δομικών υλικών (Πηγή: Κορωναίος Α.,
Σαργέντης Φ., «Δομικά Υλικά και Οικολογία», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα
2005).
Ο πηλός διαθέτει την ικανότητα να εξισορροπεί την υγρασία των χώρων, ικανότητα η οποία
οφείλεται κυρίως στην υψηλή υγρασία ισορροπίας του, δηλαδή στη μέγιστη υγρασία που
απορροφά ένα υλικό, σε συνθήκες σταθερής θερμοκρασίας και υγρασίας. Η αυξημένη
τριχοειδής συμπύκνωση στον πηλό οφείλεται στη μικρή διατομή των τριχοειδών πόρων του
και στη μεγάλη πυκνότητά του (Gernot Minke, 2004). Η υγρασία ισορροπίας του πηλού
(Πίνακας 2-1), όπως διαπιστώθηκε από το Ερευνητικό Εργαστήριο Πειραματικής Δόμησης
(FEB) του Πανεπιστημίου του Kassel κυμαίνεται μεταξύ του 0,4% και του 6%. Η πιο χαμηλή
τιμή εμφανίζεται στον ελαφρύ πηλό σε σχετική υγρασία 20% και η πιο υψηλή στον πολύ
παχύ πηλό (με μεγάλη περιεκτικότητα αργίλου) σε σχετική υγρασία 97% (ό. π.).
Το Διάγραμμα 2-2 δείχνει την υγρασία ισορροπίας που διαπίστωσε το παραπάνω εργαστήριο
για τέσσερα διαφορετικά είδη πηλών, σε σύγκριση με την υγρασία ισορροπίας άλλων
οικοδομικών υλικών, υπό συνθήκες διαφορετικής υγρασίας αέρα, σε θερμοκρασία 21⁰C.
Διακρίνεται καθαρά ότι ο πηλός προσροφά περισσότερη υγρασία, όσο πιο παχύς είναι,
ιδιαίτερα ο πηλός του μοντμοριλλονίτη (η σκόνη του μπεντονίτη με μοντμοριλλονίτη άνω
του 70% έχει σχετική υγρασία 50%, υγρασία ισορροπίας 13%, ενώ ο καολινίτης έχει μόνο
0,7%). Ο αδύνατος πηλός προσροφά μόνο το 1/5 της ποσότητας του νερού που προσροφά μία
πλίνθος, σε σχετική υγρασία 58% (ό. π. & www.anelixi.org). Εργαστηριακές έρευνες του
FEB έδειξαν, ότι σε μία απότομη αύξηση της υγρασίας του αέρα από το 50% στο 80%, μία
πρώτη ζώνη πάχους 1,5 cm ενός πλίνθινου τοίχου προσροφά 300 gr νερού ανά 1 m2
επιφάνειας σε 48 ώρες, ενώ ο ασβεστόλιθος ή η επένδυση ελάτης ίδιου πάχους προσροφούν
μόνο 100 gr/m2, τα επιχρίσματα 26–76 gr/m2 και ο οπτόπλινθος μόνον 10–30 gr/m2. Σε
διάστημα 16 ημερών τα πλιθιά προσροφούν περίπου 8,3 φορές περισσότερη υγρασία από ότι
οι διάτρητοι οπτόπλινθοι και περίπου 30 φορές περισσότερη απ’ ότι τα συμπαγή τούβλα. Στα
Διαγράμματα 2-3/2 αποτυπώνονται καμπύλες προσρόφησης σε δοκίμια οικοδομικών υλικών σε 48
ώρες: πάχος 1,5mm, θερμοκρασία 21⁰C, αύξηση της υγρασίας από 50% σε 80% (ό. π.).
Ο πηλός είναι ένα υλικό με μεγάλη διαπνοή, ιδιότητα η οποία επιτρέπει την εξισορρόπηση
υγρασίας στο εσωτερικό ενός κτίσματος.
Στα μειονεκτήματα της ωμοπλίνθου συμπεριλαμβάνονται:
η απαίτηση μεγάλου πάχους τοίχων (30-40εκ. για μονώροφα κτίσματα),
η σύσταση του αργιλοχώματος, δηλαδή η περιεκτικότητά του σε άργιλο, άμμο ιλύ, και
μικρής διατομής αδρανή, απόρροια της διαφοράς από τόπο σε τόπο καθώς δεν απαντάται
παντού ενιαία τυποποιημένο υλικό.
η μερικές φορές κακή ανάμιξη των συστατικών στις χειροποίητες ωμόλπινθους με
συνέπεια την ανομοιογενή κατανομή των συστατικών κι αδρανών στη μάζα τους,
10
Στη μινωική αρχιτεκτονική του 1500 π.Χ. εμφανίζεται η ενίσχυση της φέρουσας λιθοδομής με ξύλινα
στοιχεία. Τα ξύλινα αυτά στοιχεία, συνηθέστερα σε οριζόντιες στρώσεις, αλλά ενίοτε και σε κατακόρυφη θέση,
κατάλληλα συνδεδεμένα μεταξύ τους, ενισχύουν την λιθοδομή ως προς την παραλαβή εφελκυστικών και
καμπτικών τάσεων, ενώ συγχρόνως περιδένουν το οικοδόμημα. Πρόσθετη απόδειξη της βαθειάς γνώσης της
συμπεριφοράς των κατασκευών στις καταπονήσεις, και της μεγάλης επιδεξιότητας στη δομική αντιμετώπισή
τους αποτελούν οι λεπτομέρειες στις συνδέσεις της ξύλινης κατασκευής που προορίζονται να παραλάβουν τις
εφελκυστικές δράσεις της δυναμικής καταπόνησης.
βέλτιστη περιεχόμενη υγρασία. Η αύξηση του ποσοστού του πηλού και κατά συνέπεια της
αργίλου στη σύνθεση του πηλοκονιάματος αυξάνει όχι μόνο την αντοχή του αλλά και τη
συστολή ξήρανσής του. Η τιμή της συνάφειας του αρμού στην διεπιφάνεια μη
σταθεροποιημένων, πηλοκονιάματος-ωμοπλίνθου είναι ιδιαίτερα χαμηλή (Μπέη, 2004).
Η χρήση τσιμέντου στη σύνθεση πηλοκονιάματος, όχι μόνο δε συνεισφέρει στην αύξηση της
συνάφειας, αλλά αντίθετα τη μειώνει αισθητά στη διεπιφάνεια με τη μη σταθεροποιημένη
ωμόπλινθο. Στις ωμοπλινθοδομές αναπτύσσεται εντελώς αντίθετη συμπεριφορά από τις
οπτοπλινθοδομές των «κλασικών» τοιχοποιιών όσον αφορά στη συνάφεια της διεπιφάνειας
μεταξύ κονιάματος με τσιμέντο και οπτοπλίνθου. Σχετικά με την επιρροή του πάχους του
αρμού και του πλάτους της πλίνθου, παρατηρήθηκε ότι όταν το πάχος του αρμού
διπλασιάστηκε, η αντοχή της τοιχοποιίας μειώθηκε κατά περίπου 33%, επαληθεύοντας τη
βιβλιογραφία που αφορά «κλασικές τοιχοποιίες» ενώ δεν επηρεάστηκε από τη μείωση του
πλάτους της τοιχοποιίας κατά 25%. Αποδείχθηκε ότι τα σταθεροποιημένα πηλοκονιάματα με
τσιμέντο μειώνουν τη συνάφεια σε μια μη σταθεροποιημένη συμπιεσμένη ωμόπλινθο (Μπέη,
2010).
Στις ωμοπλινθοδομές είναι δυνατό να εξασφαλιστούν οι απαιτήσεις ώστε να έχουν το ρόλο
φέρουσας τοιχοποιίας εφόσον δεν τίθενται ειδικοί περιορισμοί στη σεισμική συμπεριφορά
της οικοδομής. Το παραπάνω συμπέρασμα είναι σημαντικό και καταργεί ως ένα βαθμό τη
θεώρηση ότι οι ωμοπλινθοδομές είναι αναξιόπιστες να χρησιμοποιηθούν στη δόμηση (Μπέη,
2004).
Το χώμα καταλαμβάνει στη δεύτερη θέση, μετά το μπαμπού, ως το πλέον διαδεδομένο υλικό
δομής στον κόσμο. Αρχαιολογικά δεδομένα πιστοποιούν τη χρήση ωμόπλινθων κατασκευών
εδώ και 8.000 χρόνια (Ομάδα εργασίας ΤΕΕ/Τμ. Ανατολ. Στερεάς, 2002) και η χρήση τους
αφορά τόσο σπουδαία μνημεία όσο και ταπεινές κατασκευές. Σε όλη την υφήλιο ευρήματα
επαληθεύουν τη χρήση του υλικού από τα πανάρχαια χρόνια.
Οι ωμόπλινθοι είναι ένα από τα αρχαιότερα δομικά υλικά που έχουν χρησιμοποιηθεί από τον
άνθρωπο. Σύμφωνα με αρχαιολογικές ενδείξεις, η χρήση πηλού για δομικούς σκοπούς
ξεκίνησε πριν από 10.000-12.000 χρόνια, ενώ η παραγωγή ωμόπλινθων σε καλούπια
αναπτύχθηκε στην περιοχή της Μεσοποταμίας πριν από περίπου 7.000 χρόνια (Ιλλαμπάς,
2010). Ο άνθρωπος, εγκαταλείποντας τη νομαδική ζωή πριν περίπου 10.000 χρόνια,
συγκρότησε μόνιμους οικισμούς με τον άψητο πηλό να αποτελεί ένα από τα πρωταρχικά
υλικά δόμησης.
Ο πύργος της Βαβέλ και ένα τμήμα από το Σινικό τείχος ήταν κατασκευασμένα από
ωμόπλιθρες. Από ωμόπλινθους (εικ. 3-1) ήταν χτισμένοι αρκετοί τοίχοι κτισμάτων, πάνω από
ένα λίθινο κρηπίδωμα, όπως επίσης και ορισμένα οχυρωματικά τείχη πόλεων. Η ευρεία
χρήση τους οφείλονταν κυρίως στο χαμηλό κόστος, στην ταχύτητα κατασκευής τους και στην
σχετικά ικανοποιητικά συμπεριφορά τους στις σεισμικές δυνάμεις. Το κτίσιμό τους γίνονταν
συχνά σύμφωνα με το ισόδομο σύστημα, με καθ’ ύψος ενισχύσεις ξυλοδεσιών, ενώ
καλύπτονταν με επίχρισμα για προστασία από τα όμβρια ύδατα. Τα τείχη με πολύ μεγάλο
πάχος προφυλάσσονταν και στο πάνω μέρος με ένα στέγαστρο από κεραμίδια. Η κατασκευή
ωμόπλινθων είναι γνωστή από την εποχή των Φαραώ (Έξοδος Κεφ. Ε παρ. 7).
Εικόνα 3-1: κατεργασία και ξήρανση ωμόπλινθων στον ήλιο (Πηγή: Στεφανίδου & Παπαγιάννη, 2006, σ.
503).
Στην Κύπρο οι ωμόπλινθοι ονομάζονται πλιθάρια και χρησιμοποιήθηκαν για λόγους δόμησης
από τα αρχαία χρόνια, όπως στο νεολιθικό οικισμό της Χοιροκοιτίας (6.000-7.000 π.Χ.) (εικ.
3-2). Απαντώνται ακόμη στο πηλόκτιστο καμπύλο οικοδόμημα διαμέτρου περίπου 5μ. την 5 η
χιλιετία π.Χ. με πολύ πρώιμη χρήση αντηρίδων στο Τεπέ Γκαυρά της Τουρκίας (εικ. 3-3, 3-
4).
Εικόνα 3-2: Χοιροκοιτία στις αρχές της 6ης χιλιετίας (Πηγή: Πετρονώτης, 1991, σ. 39).
Εικόνες 3-3, 3-4: πηλόκτιστο καμπύλο οικοδόμημα διαμέτρου 5μ. περίπου της 5 ης χιλιετίας στο Τεπέ
Γκαυρά (Πηγή: Πετρονώτης, 1991, σ. 60).
Η δόμηση με πλιθιά από τα πανάρχαια χρόνια συναντάται σε πολλά μέρη της γης, όπως Δυτ.
Ασία, Βορ. Αφρική, Δυτ. Αφρική, Νοτ. Αμερική, Κεντρική Αμερική, Νοτιοδυτική Βορ.
Αμερική, Δυτ. και Ανατ. Ευρώπη κι αποτελούσε τον απλούστερο τρόπο δόμησης που
συνδυάζει χαμηλό κόστος και εμπιστοσύνη προς το υλικό ειιδκά σε περιοχές με πολλά φθηνά
εργατικά χέρια. Χαρακτηριστικά, αναφέρεται το ζιγκουράτ Chogha Zanbil στο Ιράν (εικ. 3-5)
που χρονολογείται στον 13ο π.Χ. αιώνα, η πόλη Sanaa (εικ. 3-6), πρωτεύουσα της Υεμένης,
κτισμένη 2.500 χρόνια πριν με σωζόμενα πλινθόκτιστα κτίρια άνω των 400 ετών και με
ορισμένα από αυτά να φτάνουν τους 8 ορόφους και η πόλη Shiban στο Ιράν (εικ. 3-7, 3-8).
Εικόνες 3-7, 3-8: η πόλη Shiban στην Υεμένη (Πηγή: https://en.wikipedia.org/wiki/Shibam, Ημερομηνία
επίσκεψης: 18/11/2017).
Στην Ισπανία έχτιζαν με ωμούς πλίνθους από τον 8ο π.Χ. αιώνα, ενώ στη Gourna της
Αιγύπτου σώζονται πλίνθινες κατασκευές, όπως το μαυσωλείο του Ραμσή ΙΙ από το 3200
π.Χ. Το κάστρο του Arg-éBam (εικ. 3-9), στην περιφέρεια Kerman του Ιράν, χρονολογείται
στα 500 π.Χ. Η πόλη του Μάρι στον Μέσο Ευφράτη (η σημερινή Συρία) ανακαλύφθηκε το
1933 τυχαία από κάποιους χωρικούς. Με τα τρία και μισό εκτάρια της επιφάνειάς του (35.000
τετραγωνικά χιλιόμετρα) είναι το μεγαλύτερο γνωστό κτίριο από ωμή πλίνθο. Τα τεράστια
τείχη του και η μοναδική του είσοδος του έδιναν τη δυνατότητα να γίνει, σε περιπτώσεις
κινδύνου, ένα πραγματικό φρούριο.
Οι κατασκευές της λάσπης στην περιοχή του Ιράν ανήκουν στην πιο πρωτόγονη μορφή
χρησιμοποίησης του αλλουβιακού υλικού. Ουσιαστικό στοιχείο που γέννησε τις
προϋποθέσεις πολιτισμού υπήρξε πάντα η εύφορη γη των προσχώσεων του Ευφράτου, στη
Μεσοποταμία, ή η «λιπαρή» γη των προσχώσεων του Νείλου στην Αίγυπτο. Την ιλύ των
ποταμών μετά τις πλημμύρες και τη μετάπλαση του αλλουβίου σε λάσπη, κατόπιν
καταρρακτωδών βροχών, παρατήρησε ο πρωτόγονος άνθρωπος και φρόντισε να επωφεληθεί
από τις δυνατότητες που του έδινε το εύπλαστο και ανθεκτικό υλικό, το μοναδικό, άλλωστε,
που τον περιέβαλλε. Ο άνθρωπος ζύμωσε τη λάσπη αξιοποιώντας την παρατήρηση από τα
ίχνη που άφηναν τα πέλματά του στην υγρή λάσπη. Αυτή ήταν η απαρχή της δημιουργίας
αγγείων, της ωμής και, αργότερα, ψημένης πλίθρας, του βήσαλου, και πολύ αργότερα σε
ιστορικούς χρόνους, του κεραμιδιού (Μουτσόπουλος, 2001).
Δεν είναι απόλυτα βέβαιο σε ποιά περιοχή της γης εμφανίστηκε η πρώτη αρχιτεκτονημένη
μορφή με ωμή πλίνθο. Ωμοπλινθοκατασκευές εμφανίζονται στον πολιτισμό των Χαλδαίων
(Tello και κάποια ερείπια στο Mougheir, στη Warka, στα ερείπια της Calah και το
Kouioundjik που αποτελεί την ανοικοδόμηση της Νινευή), στη Μεσοποταμία, στο Δέλτα του
Νείλου, σε περιοχές νότια του Ιράκ, κ.α. Σε αρκετά χωρία της Βίβλου αναφέρονται τεχνικές
επεξεργασίας του πηλού, όπως στην Έξοδο, στον Ησαϊα, κ.α.
Η τεχνική της κατασκευής με ωμόπλιθρες είναι γνωστή στους Αιγυπτίους σε όλες της τις
λεπτομέρειες, π.χ. πόσο έπρεπε να στεγνώσουν οι πλίνθοι για να είναι ικανοποιητική η
πρόσφυσή τους, ποιός είναι ο καταλληλότερος καιρός για την πλίνθευση και πολλά άλλα. Το
ίδιο το εύπλαστο υλικό υπαγόρευε τις μορφές. Έτσι γεννήθηκαν οι κελυφωτές μορφές, όμοιες
με πελώρια πιθάρια, για την αποθήκευση των καρπών και δημιουργήθηκαν οι πρώτες
κυψελόμορφες καλύβες.
Τα ζιγκουράτ είναι συμπαγείς (χωρίς κανένα κενό μέσα τους) κατασκευές τα οποία
κατασκευάζονταν από ωμές πλίθρες και στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσαν να
επενδυθούν με ένα μανδύα από οπτόπλινθους – πολύτιμο υλικό – πάχους ενδεικτικά 2 έως
2μ. (Πετρονώτης, 1991).
Εικόνα 3-10: το ζιγκουράτ στην πόλη Ουρ (Πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki, Ημερομηνία επίσκεψης
27/01/2018).
Πρόκειται από τα καλύτερα διατηρημένα έργα στη Μεσοποταμία (Μουτσόπουλος, 2001) που
ανανεώθηκαν από το βασιλιά της Ουρ, Ουρ-Ναμμού, περίπου στα 2.000 π.Χ. (εικ. 3-10).
Η επίπεδη στέγη (ταράτσα ή δώμα) ήταν ανέκαθεν γνωστή στη Μεσοποταμία. Το διάστημα
ανάμεσα στους τοίχους γεφυρώνονταν με ξύλινα δοκάρια και επάνω τους στήριζαν
μικρότερα δοκάρια, ή κλαδιά δέντρων, ή καλάμια και τελικά χώμα, που το έβρεχαν και το
κυλίνδρωναν (στα νησιά του Αιγαίου την εργασία αυτήν την ονομάζουν μπίλιασμα). Η
μέθοδος συνηθίζεται μέχρι σήμερα σε ορισμένους αραβικούς οικισμούς (εικ. 3-11) (ό. π.).
Από νωρίς επίσης εφαρμόστηκαν όλα τα συστήματα θολοδομίας με ωμές πλίνθους, όπως το
γνωρίζουμε από αρχαία ανάγλυφα. Παρόμοιες μορφές των μεσοποταμιακών τρούλων
συναντάμε και στις περιοχές Homs και Hammah της Συρίας, στο Ιράν (εικ. 3-12), στο
Κουρδιστάν, στην περιοχή Harrnan της Τουρκίας και στην Αφρική, αλλά πληροφορίες μας
δίνουν ο Στράβων και ο Φιλόστρατος (Μουτσόπουλος, 2001).
Εικόνα 3-12: στέγη από θόλους διπλής καμπυλότητας στο Ιράν (Πηγή: Rapoport, σ. 175).
Στο Ιράν διατηρούνται σήμερα, σε πολλές περιοχές, αξιόλογα δείγματα της αρχιτεκτονικής
της λάσπης και αποτελεί έκπληξη η διαπίστωση ότι η αρχιτεκτονική αυτή δεν εφαρμόζεται
μόνο σε μέρη που γεννήθηκε και που επικρατούν ιδανικές συνθήκες ξηρασίας, αλλά και σε
ορεινές περιοχές με ψηλό βαθμό βροχοπτώσεων. Η Yazd είναι η πανάρχαια λασπόχτιστη
πρωτεύουσα που παρουσιάζει την πιο ολοκληρωμένη μορφή οικισμού. Το καθετί στη
μεσαιωνική πολιτεία είναι από λάσπη: τα τείχη, τα τζαμιά, οι μιναρέδες, τα χάνια, τα χαμάμ,
τα ιεροσπουδαστήρια, τα σπίτια, τα ad-anbar, oι δρόμοι (ό. π.). Από το 400 π.Χ. Πέρσες
μηχανικοί εφεύραν μία τεχνική αποθήκευσης πάγου, αλλά και προμηθειών για το καλοκαίρι
στην έρημο. Ο πάγος ερχόταν από τα βουνά κατά τη διάρκεια του χειμώνα και
αποθηκεύονταν σε κατασκευές όπως το Yakhchalt (εικ. 3-13) (Μπλουμ & Μπλερ, 1999).
Εικόνα 3-13: το Yakhchalt στην περιοχή της πόλης Yazd στο Ιράν (Πηγή:
https://en.wikipedia.org/wiki/Yakhc).
Εκτός από το Ιράν, αυθεντικές μονολιθικές μορφές αρχιτεκτονικής της λάσπης βρίσκει κανείς
στην Αφρική όπου σπίτια, καλύβια, αποθήκες, περιφράξεις ήταν όλα κατασκευασμένα από
Εικόνα 3-14: ωμόπλινθος από την αρχαία Ιεριχώ (Πηγή: Παπαϊωάννου, 1998, σ. 16).
Η χρήση της άψητης γης έχει παρελθόν στον ελληνικό χώρο τουλάχιστον 5000 χρόνων.
Αναφορές στον πηλό γίνονται από τον Αριστοτέλη (Ορλάνδος & Τραυλός, 1986), τον
Παυσανία (Χατζηθεοδωρίδης, 2010), τον Αισχύλο, το Θουκυδίδη, τον Πλούταρχο, τον
Αριστοφάνη, το Γαληνό, τον Ευστάθιο, κ.α.
Από την προϊστορική εποχή (ακρόπολη Σέσκλου) μέχρι και το 1970 περίπου, οι ωμόπλινθες
κατασκευές ήταν ευρέως διαδεδομένες σ’ όλες τις περιοχές της Ελλάδας. Η συνέχεια της
χρήσης της μέχρι τις μέρες μας επιβεβαιώνεται από τα χιλιάδες ερείπια που βρίσκονται
διασκορπισμένα σε όλο τον ελληνικό χώρο, από την Πελοπόννησο και την Στερεά Ελλάδα,
μέχρι την Μακεδονία, την Ήπειρο και την Θράκη. Οι κατασκευές της Κνωσσού και της
Θήρας χρονολογούνται στα 4000-3000 π.Χ. Μεταξύ του 10ου-3ου αιω. π.Χ. οι
Εικόνα 3-15: δάπεδο πασσαλόκτιστου οικήματος με εστίες και άλλες πηλόκτιστες κατασκευές του τέλους
της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού και αρχή Μέσης στο Αρχοντικό Γιαννιτσών (Πηγή: Παπαευθυμίου-
Παπανθίμου Α. & Πιλαλή-Παπαστεργίου Α., 1997, σ. 134).
Εικόνα 3-16: άποψη πηλόκτιστων οικημάτων της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στην Άσσηρο
Θεσσαλονίκης (Πηγή: Παπαευθυμίου-Παπανθίμου Α. & Πιλαλή-Παπαστεργίου Α., 1997, σ. 139).
Πηλόδομοι τοίχοι αναφέρονται στο Βουλευτήριο της Μαντινείας, στις οικίες του Κέδρωνος
και του Ινωπού στη Δήλο (ό.π.).
οποίος ανάλογα με το φυσικό χρώμα της γης έπαιρνε χρώμα άλλοτε ερυθρωπό κι άλλοτε
κιτρινωπό σε διάφορες αποχρώσεις. Για την απόκτηση μεγαλύτερης συνοχής προσέθεταν στο
πολτό ποσότητα κοπανισμένου άχυρου ή ξηρού χόρτου και άλλες φορές τρίχες μόσχου.
Χρήση κοπανισμένου άχυρου στους πλίνθους έκαναν και οι Αιγύπτιοι. Κατά τους
προϊστορικούς χρόνους, πλην του άχυρου, χρησιμοποιήθηκαν και θαλάσσια φύκη, όπως π.χ.
στο Νίρου Χάνι Κρήτης. Αξιοσημείωτο είναι ότι σε μερικές περιπτώσεις, όπως το τείχος της
Δημητριάδος (Παγασών) βρέθηκαν εντός των πλίνθων νομίσματα, συντρίμματα αγγείων και
μεγάλα τμήματα πήλινων αγαλματίων. Η ανάμειξη και το πλάσιμο του πηλού με το νερό
καλούνταν από τους αρχαίους φυράν τον πηλόν ή οργάζειν ή πηλοδευστείν. Η μίξη γινόταν
εντός μεγάλων λεκανών ή σκαφών, άλλοτε με τα χέρια ή τα πόδια κι άλλοτε με τη βοήθεια
ξύλινου εργαλείου, του πηλοστροφίου. Τις μη οπτές πλίνθους οι Έλληνες ονόμαζαν γηίνας
(δωριστί γαϊνας) (Ορλάνδος, 1955-60).
Ο Βιτρούβιος συνιστά την διετή έκθεση των πλίνθων προς ξήρανση και καλύτερη εποχή την
άνοιξη και το φθινόπωρο, διότι οι πλίνθοι που παρασκευάζονται κατά τα ηλιοστάσια ήταν
ελαττωματικοί. Η ξήρανση προτιμάται στη σκιά για να μην προξενηθούν απότομες ρωγμές
στους πλίνθους από την απότομη θέρμανση. Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει ότι οι κάτοικοι της
Υτίκης (Utica) κοντά στην Καρχηδόνα εξέθεταν τον πηλό επί μια ολόκληρη πενταετία στον
ήλιο (Ορλάνδος, 1999). Πλην των οπτών και μη οπτών πλίνθων ο Στράβων και ο Βιτρούβιος
αναφέρουν ότι στη Μικρά Ασία και στην Ισπανία παρασκευάζεται από αργιλώδη γη ένα
είδος ωμών ελαφρών πλίνθων οι οποίοι επιπλέουν στο νερό (ό. π.).
3.1.4. Παραδείγματα
Η χρήση πηλού στην αρχαιότητα (εικ. 3-17) πιστοποιείται από πολλά αρχαιολογικά ευρήματα
σε διάφορες περιοχές του ελληνικού χώρου και η χρήση ωμού πηλού σε αρκετά έργα στην
αρχαία Ελλάδα.
Εικόνα 3-17: εξόρυξη αργιλώδους χώματος σε μελανόμορφο κορινθιακό αγγείο (Πηγή: Ορλάνδος, 1955-
60, Τα υλικά δομής, σ. 69).
Στην Πρωτοελλαδική περίοδο Ι (περί το 3.000 π.Χ.) ανήκει η μικρή οικία στον προϊστορικό
οικισμό Λαμπρικά στην περιοχή του Κορωπίου Αττικής με λιθόκτιστα θεμέλια και ανωδομή
από πλίνθους (Κακαβογιάννη κ.α., 2006). Η χρήση του πηλού έτυχε ευρείας χρήσης σε πολλά
μέρη του ελλαδικού χώρου και απόδειξη αποτελεί και ο κεραμικός κλίβανος όπτησης του 5 ου
αιω. π.Χ. που βρέθηκε στον Πεντάβρυσο Καστοριάς (Λαφτσίδης, 2007). Στο Δισπηλιό
βρέθηκαν δάπεδα με υποδομή ενισχυμένη από επάλληλες στρώσεις ξύλων χαλικιών και
άμμου, δάπεδα που πατάνε κατευθείαν πάνω σε ξύλινη πλατφόρμα ή στο χώμα (Αλματζή
κ.α., 1997). Ο πηλός που κατά κανόνα αποτελεί την επιφάνεια χρήσης των δαπέδων αυτών,
εμφανίζει διαφοροποιήσεις όσο αφορά την αρχική σύσταση και προέλευσή του, τη λείανση
και τη θερμική του επεξεργασία. Διαπιστώθηκε η χρήση πλιθιών για την ενίσχυση των
πασσάλων και της τοιχοποιίας. Επίσης βρέθηκαν νεολιθικά πρόσωπα σε πηλό.
Στο τείχος της Ελευσίνας τον 5ο αιω. π.Χ. (Αλματζή κ.α., 1997) χρησιμοποιήθηκαν
ωμόπλινθοι (εικ. 3-18) διαστάσεων 46x46x8cm σε λίθινη βάση ύψους 0,92m, ενώ στον
πεισιστράτειο περίβολο του ιερού της Ελευσίνας ανακαλύφθηκαν πλίνθοι διαστάσεων
45x45x10. Τα τείχη της Ελευσίνας είχαν πάχος που άγγιζε τα 4,50μ. (Ορλάνδος, 1955-56).
Εικόνα 3-18: ωμόπλινθοι επί λιθολογήματος στον ανατολικό περίβολο του ιερού της Ελευσίνας (Πηγή:
Ορλάνδος, Τα υλικά δομής των αρχαίων Ελλήνων, 1955-60, σ. 76).
Στο Δισπηλιό βρέθηκαν οικίες με δάπεδο από σανίδες ή μαδέρια επιστρωμένα με πηλό
(Χατζητουλούσης, 2006). Στις εικόνες 3-19 και 3-20 αναπαριστώνται μια πασαλόπηκτη οικία
στο νεολιθικό Chalain όπου διακρίνεται το δάπεδο από σανίδες και η εστία πάνω σε πήλινη
βάση και το διάγραμμα κατασκευής πλινθόκτιστου οικήματος Catal Huyuk (σε κύκλο η
λεπτομέρεια της κατασκευής της εοπίπεδης στέγης), αντίστοιχα.
Εικόνα 3-19: πασσαλόπηκτη οικία νεολιθικού οικισμού Chalain (Πηγή: Γεωργιάδου Ε., 2016).
Εικόνα 3-20: διάγραμμα κατασκευής πλινθόκτιστου οικήματος Catal Huyuk (σε κύκλο η λεπτομέρεια της
κατασκευής της επίπεδης στέγης) (Πηγή: Γεωργιάδου Ε., 2016).
Στους τάφους του Προσκυνά Φθιώτιδας εντοπίστηκαν ελεύθερα οικήματα με λίθινα θεμέλια
και πλίνθινη ανωδομή, που περιβάλλονται από ανοικτούς χώρους, μέσα στους οποίους
βρέθηκαν αποθηκευτικές εγκαταστάσεις (εικ. 3-21). Τα οικήματα με διαφοροποιήσεις ως
προς το μέγεθος και την κατασκευή και με τους κτιστούς λάκκους εξωτερικά αυτών
εμφανίζονται ως περιοχές οικοτεχνικής δραστηριότητας (Ζάχου, 2003).
Εικόνα 3-22: πήλινα ομοιώματα οικίσκων από τη Εικόνα 3-23: αρχαίο πήλινο ομοίωμα ναού
Θεσσαλία. Αριστερά από τον Κραννώνα και από το Ηραίο Άργους (Πηγή:
δεξιά από τη Μυρρίνη Καρδίτσας (Πηγή: Μουτσόπουλος & Δεβολής, 2003, σ. 71).
Πετρονώτης 1992, σ. 191).
μακετών αλλά και αυτούσια κομμάτια του πηλού που σκέπαζε τις δοκίδες. Μερικά από αυτά
τα κομμάτια δείχνουν καθαρά την κλίση της στέγης (περίπου 25 ο-30ο) και σε άλλα σώθηκε η
κυκλική οπή για τη διέξοδο του καπνού. Αρχαίο πήλινο ομοίωμα ναού βρέθηκε στο Ηραίο
Άργους (εικ. 3-23) (Θεοχάρης, 2000).
Σύμφωνα με τον καθηγητή του Τμήματος Αρχαιολογίας ΑΠΘ κο Κωστάκη, τα νεολιθικά
σπίτια (εικ. 3-24) είχαν τοιχοποιίες κατασκευασμένες με πλινθιά και μερικές φορές στις
οροφές τους ανάμεσα σε καλάμια τοποθετούσαν πηλό (Κωστάκης, 2012).
Εικόνα 3-24: σχηματική προοπτική τομή χαρακτηριστικής νεολιθικής κατοικίας στο Ehrenstein του
Sipplingen, όπου 1: ξύλινο δάπεδο, 2: επίστρωση δαπέδου με πηλό, 3: τοίχος από πλέγμα λυγαριάς (Πηγή:
Μουτσόπουλος & Δεβολής, 2003, σ. 57)
Στην Όλυνθο Χαλκιδικής, το γενικό σχήμα των σπιτιών είναι τετράγωνο με πλευρά περίπου
17μ. Πέτρα, ηλιόψητοι πλίνθοι και επίχρισμα χρησιμοποιήθηκαν ως δομικά υλικά μαζί με
ξύλινα δοκάρια για τη σκεπή και την καλύτερη στερέωση των πλίνθινων τοίχων. Τα δάπεδα
είχαν πήλινη επίστρωση ή μωσαϊκή διακόσμηση (Οικονόμου, 2013).
Στα αρχαία Λείβηθρα της Πιερίας ανακαλύφθηκαν ωμόπλινθοι και πλάκα δαπέδου σε αρχαία
αγροικία στην αγροτική περιοχή Κομπολόι (εικ. 3-25) (ό. π.).
Εικόνα 3-25: διαχωριστικός τοίχος από ωμόπλινθους στο υπόγειο του πύργου της αγρέπαυλης στο
Κομπολόι Λειβήθρων (Πηγή: https://www.leivithrapark.gr, Ημερομηνία επίσκεψης 14 /01/2018).
Η χρήση της ωμής πλίνθου, με τις άριστες μονωτικές ιδιότητες, αρχίζει από την αρχαιότερη
νεολιθική περίοδο στην ανωδομή των οικιών, γενικεύεται από τη μέση νεολιθική και
συνεχίζει να είναι το κύριο χαρακτηριστικό υλικό για κτίσματα στη Θεσσαλία και στην
Ελλάδα γενικότερα για 8.000 περίπου χρόνια έως και τη δεκαετία του 1960-70 περίπου,
οπότε αντικαθίσταται από τη σύμμεικτη κατασκευή με σκυρόδεμα και τούβλα, τα οποία
παράγονται μαζικά. Στην περιοχή της Θεσσαλίας ανασκάφτηκαν πολλές νεολιθικές οικίες.
Από τους ανασκαμμένους νεολιθικούς πλινθόκτιστους οικισμούς της Θεσσαλίας
συμπεραίνεται ότι τα σπίτια ήταν σχετικά μικρά, τετράπλευρα και κάπως δρομικά (Σκαφίδα,
1994). Η κατασκευή υπακούει στους παράγοντες: διαθέσιμα υλικά και διαθέσιμος χώρος.
Όταν υπήρχε και πέτρα στον τόπο τα θεμέλια και η κρηπίδα ήταν λίθινα και η ανωδομή από
πλίνθους. Ο τρόπος αυτός της τοιχοποιίας ήταν γνωστός σε όλες τις περιοχές του νεολιθικού
κόσμου και τον συναντούμε σε πλατιά χρήση από την Αρχαιότερη Νεολιθική σε πολλές
νεολιθικές εγκαταστάσεις της Θεσσαλίας και ιδιαίτερα στο Σέσκλο (εικ. 3-26).
Εικόνα 3-26: οίκημα 11-12 στο Σέσκλο σχέδιο του Μ. Κορρέ (Πηγή: Θεοχάρης, 2000, σ. 98).
Οι τοίχοι εξωτερικά και εσωτερικά έφεραν επάλειψη από παχύ στρώμα καθαρού πηλού, τα
δάπεδα ήταν πηλόχριστα και συχνά καλύπτονταν από καλυμμένες ψάθες. Οι νεολιθικοί
κατασκευαστές προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της διάβρωσης της ωμής
πλίνθου από το νερό και την υγρασία με τη χρήση της λίθινης κρηπίδας που συχνά ήταν
επενδεδυμένη με λίθινους ορθοστάτες, την κάλυψη των εξωτερικών επιφανειών των τοίχων
με λάσπη, τη χρήση δίρριχτης στέγης και την ύπαρξη μικρών διαδρόμων μεταξύ των σπιτιών.
Για την κατασκευή των πλιθιών και ενός νεολιθικού σπιτιού εμβαδού 30τ.μ. περίπου θα
απαιτούνταν 40 σχεδόν ημέρες (ό. π.).
Η χρήση των ωμοπλίνθων και της πέτρας στη Θεσσαλία πιστοποιείται στις τελευταίες φάσεις
της αρχαιότερης νεολιθικής και στη μέση νεολιθική γίνεται εκτεταμένη χρήση τους. Η
αποκλειστικότητά τους αντικατοπτρίζει την ανάπτυξη του τεχνολογικού επιπέδου των
νεολιθικών ανθρώπων (ό. π.). Έτσι έχουν αποκτήσει:
1) πλήρη συνείδηση των φυσικών πλεονεκτημάτων των παραπάνω υλικών που έδιναν
ικανοποιητικές λύσεις στα προβλήματα της ζέστης, του κρύου και της βροχής,
2) την τεχνολογική εμπειρία στην κατασκευαστική πρακτική,
3) μεγαλύτερη κοινωνική σταθερότητα που εκφράζεται από μια μεγαλύτερη διάρκεια και
σταθερότητα στην αρχιτεκτονική.
Στη γεωμετρική εποχή (925-650 π.Χ.) οι τοίχοι του σηκού των ιερών ήταν κατασκευασμένοι
από ωμοπλίνθους, ενώ στην αρχαϊκή και κλασσική χρησιμοποιούνταν κυρίως σε κτίρια
δευτερεύουσας σημασίας (σπίτια) και σε μνημειώδεις κατασκευές (τείχη), πάντα με λίθινη
υπόβαση. Περιείχαν άχυρα, τα μεγέθη τους ποίκιλαν και εξωτερικά επιχρίονταν πιθανόν με
άσβεστο ή πηλό (Κωτσάκης, 2012).
Εικόνα 3-27: κατοικία του Μωάμεθ στη Μεδίνα όπως πιθανόν να ήταν πριν το θάνατό του το 632 (Πηγή:
Μπλουμ & Μπλερ, 1999, σ. 24).
Η Βαγδάτη, πρωτεύουσα των Αββασιδών, ήταν μια κυκλική πόλη η οποία προστατευόταν
από ένα ζεύγος πλίνθινων τειχών με τέσσερις πύλες. Στη Σαμάρα τα παλάτια, όπως πολλά
άλλα κτήρια, ήταν χτισμένα με πλίνθους οι οποίες προστατευόταν και διακοσμούνταν με ένα
επίχρισμα λαξευμένου ή επιζωγραφισμένου ασβεστοκονιάματος. Χρησιμοποιούνταν ακόμη
οπτόπλινθοι, δηλαδή χώμα συμπιεσμένο σε καλούπια μέχρι που σκλήρυνε (pise) και ένα
ασυνήθιστο είδος τούβλου από γύψο (ό. π.).
Στο Μεξικό και στο Κολοράντο σώζονται δεκαεννιά από τους εκατό περίπου οικισμούς των
Ινδιάνων Pueblo, οι οποίοι κατασκευάστηκαν πριν την ισπανική κατάκτηση. Το μοναστήρι
Tabo που κτίστηκε το 996 μ.Χ. στο Himachal Pradesh είναι το αρχαιότερο πλίνθινο κτίσμα
στην Ινδία.
Το μεγάλων διαστάσεων τέμενος στην αγορά της Djenn στο Μάλι (εικ. 3-28)
κατασκευάστηκε τον 13ο αιώνα και θεωρείται το πιο μεγάλο ωμοπλινθόκτιστο κτίσμα στον
κόσμο.
Οι Tellem, στο Μάλι, έκτιζαν τα κτήρια και τους οικισμούς τους με πλιθιά στις περιοχές που
σήμερα κατοικούνται από τους πυγμαίους Dogon (εικ. 3-29).
Εικόνα 3-29: χωριό της φυλής Dogon στην Αφρική (Πηγή: https://en.wikipedia.org/wiki/Dogon_
people#/media/File:DogonVillage.jpg, Ημερομηνία επίσκεψης 14/01/2018).
Εικόνα 4-1: το Chapel La Salle de Diana κτισμένο το 1270 στη Γαλλία (Πηγή: Berge B., 2009, p. 124).
Η δόμηση με χώμα ήταν διαδεδομένη στην Ευρώπη μέχρι και το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο,
χρονική περίοδο από την οποία ξεκινά σταδιακά η μείωση αυτού του τρόπου κατασκευής
παραχωρώντας τη θέση του σε νέα βιομηχανικά δομικά υλικά.
Σε περιοχές της Αφρικής και της Ασίας συναντάμε και σήμερα τις κυκλικές καλύβες 13 (εικ. 4-
2) με κλαδιά ή κλαδιά και λάσπη πάνω σε λασπόπλεχτο σκελετό (εικ. 4-3) καλύπτοντας
ανάγκες στέγασης αλλά και αποθήκευσης γεωργικών προϊόντων.
13
Μια πιο μεταφορική ερμηνεία, που ίσως έχει καλύτερες πιθανότητες προσέγγισης του αρχιτεκτονικού
«σκέπτεσθαι» των τοπικών δημιουργών, είναι ο παραλληλισμός της κατοικίας αυτής με ανθρώπινο οργανισμό:
το κυκλικό δωμάτιο φαίνεται να παίζει έναν «κεντρικό» ρόλο όπως ο εγκέφαλος στο σώμα, οι εκατέρωθεν
μακρόστενοι χώροι εκτελούν υποστηρικτικές λειτουργίες όπως τα άκρα του σώματος και ο κεντρικός ανοικτός
χώρος που παίζει το ρόλο «σαλονιού» λειτουργεί ως χώρος διερχομένων ατόμων και υλικών που τροφοδοτούν
όλο το υπόλοιπο σώμα. Αν είναι ευσταθείς αυτές οι ερμηνείες, τότε σε αυτή την κατοικία υπάρχει τόσο τέλεια
εναρμόνιση μεταξύ λειτουργίας και δομής, που δεν έχει νόημα να ερευνούμε αν η μεν έλεγξε τη δε ή αν έγινε το
αντίστροφο. Σε αυτή την περίπτωση θα λέγαμε ότι μάλλον ανέκυψαν στο μυαλό του τοπικού κατασκευαστή
ταυτόχρονα, αφού εμπνεύστηκε από την «τελειότητα» ενός φυσικού οργανισμού.
Εοικόνα 4-3: κατοικία Κικούγιου στην Αφρική με τοίχους από λάσπη και πλατιά βεράντα (Πηγή:
Rapoport, 2010, σ. 164).
Για παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί η θερμική καμινάδα η οποία δροσίζει την οικία κατά τη
διάρκεια των θερμών μηνών. Στα λασπόκτιστα σπίτια της Αφρικής και του Νέου Κόσμου
όσο περισσότερο αυστηροί είναι οι κλιματικοί περιορισμοί, τόσο πιο περιορισμένη και
άκαμπτη είναι η μορφή και τόσο λιγότερες είναι οι δυνατές παραλλαγές προσφέροντας
λιγότερες δυνατότητες επιλογής (Rapoport, 2010).
Οι ξηρές και θερμές περιοχές χαρακτηρίζονται από υψηλές θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια
της ημέρας και πολύ χαμηλές θερμοκρασίες κατά τις νυχτερινές ώρες, διακύμανση η οποία
αντιμετωπίζεται πιο καλά όταν η διείσδυση της θερμότητας παρεμποδίζεται για περισσότερο
χρονικό διάστημα, με σκοπό να φτάσει πολύ αργά στο εσωτερικό. Αυτό επιτυγχάνεται με τη
χρήση υλικών μεγάλης θερμοχωρητικότητας, όπως οι πλίνθοι, η λίθοι, η λάσπη και διάφοροι
συνδυασμοί τους που δημιουργούν ένα είδος «θερμικού συλλέκτη» ικανού στην απορρόφηση
ζέστη την ημέρα και να τη διάχυσής της πάλι τη τη νύχτα, με την πυκνότερη διάταξη των
χώρων, που προσφέρει το μέγιστο δυνατό όγκο, με την ελάχιστη δυνατή έκθεση των
επιφανειών στην εξωτερική ζέστη, με την δόμηση, που προσφέρει σκιά και περιορίζει τις
εκτεθειμένες στον ήλιο επιφάνειες, ενώ αυξάνει τη μάζα του όλου κτιριακού συγκροτήματος,
επιβραδύνοντας έτσι περισσότερο τη διείσδυση της θερμότητας. Η συσσώρευση της
14
Ένας άλλος τρόπος για την αύξηση της θερμοχωρητικότητας της κατοικίας είναι η εκμετάλλευση της σχεδόν
απεριόριστης θερμοχωρητικότητας της γης. Τα σπίτια μπορούν να χτιστούν στην παρειά κάποιου γκρεμού, όπως
συμβαίνει στις νοτιοδυτικές ΗΠΑ, τη νότια Τυνησία, την κοιλάδα του Λουάρ και τη νοτιοδυτική Γαλλία.
Μπορούν επίσης να φτιαχτούν κάτω από τη γη, όπως τα σπίτια των κατοίκων της όασης Σίουα στην Αίγυπτο,
των δέκα εκατομμυρίων κατοίκων της επαρχίας Σανσί και άλλων περιοχών της Κίνας αλλά και στο Ισραήλ όπου
συναντάμε ολόκληρα υπόγεια χωριά ηλικίας 5.000 ετών. Βλ. Rapoport, Α. (2010). ανώνυμη αρχιτεκτονική και
πολιτιστικοί παράγοντες, επιμ. Δημ. Φιλιππίδης. Αθήνα: εκδ. Μέλισσα.
Η Αφρική ήταν από τα αρχαία χρόνια ο τόπος όπου ο πηλός ως δομικό υλικό εκτιμήθηκε
ιδιαίτερα και η χρήση του έφτασε στο ζενίθ. Χαρακτηριστικά παραδείγματα κτισμάτων
υπάρχουν στη Μπουργκίνα Φάσο (εικ. 4-4), στην περιοχή Sahel στο Μάλι, στο Σουδάν, στην
Αιθιοπία, στη Σενεγάλη, στο Μπενίν, στο Τιμπουκτού, στη Ρουάντα, στην Αίγυπτο, στη
Μποτσουάνα, στην Ακτή Ελεφαντοστού, στο Μαρόκο, στο Καμερούν, στην Κένυα, κ.α.
Η αραβική χερσόνησος κοσμείται με τα ωραιότερα ίσως αρχιτεκτονήματα του πηλού. Μέχρι
σήμερα διατηρούνται τα άκρως ενδιαφέροντα παραδείγματα της Υεμένης, της Σαουδικής
Αραβίας, κ.α. (ό. π.).
Ενδιαφέροντα πλινθόκτιστα κτίσματα σώζονται σήμερα στην Ανατολία (Τουρκία), όπως στη
Γαλάτεια (εικ. 4-5), στη Σαφράμπαλη και στο Χαρράν με τους χαρακτηριστικούς πλίνθινους
τρούλους (ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ, 1993).
Εικόνα 4-5: κατοικία στη Γαλάτεια της νοτιοανατολικής Τουρκίας (Πηγή: ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ, 1993, σ. 92).
Σήμερα το 1/3 του πληθυσμού στη γη κατοικεί σε κτίρια τα οποία είναι κατασκευασμένα από
πηλό (εικ. 4-6), ενώ σε περιοχές, όπως η Μέση Ανατολή και η Αφρική υπάρχουν μεγάλοι
οικισμοί και πόλεις δομημένες με το υλικό αυτό.
Εικόνα 4-6: απεικόνιση του 1/3 του παγκόσμιου πληθυσμού το οποίο κατοικεί σε κτίρια δομημένα με πηλό
(Πηγή: Morel J.C. et.al 2001, CraTERRE, 1995).
Η τεχνολογία των ωμόπλινθων ήταν κοινή στη χώρα μας μέχρι και πριν από περίπου πενήντα
χρόνια. Οι ωμόπλινθοι έπαιζαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη δόμηση σε όλο τον ελλαδικό χώρο,
εκτός των περιοχών όπου υπήρχαν μεγάλα αποθέματα λίθων. Το υλικό ήταν τοπικά
διαθέσιμο σε αυξημένες ποσότητες και παράλληλα ήταν αρκετά εύκολο να κατασκευαστεί
ένα κτίσμα από τα μέλη μίας οικογένειας.
Σε πεδινούς κυρίως οικισμούς της ηπειρωτικής Ελλάδας, και όπου κάτι τέτοιο είναι πιο
πρόσφορο, χρησιμοποιούνται άψητα τούβλα (πλιθιά, πλίθρες), που παράγονται εύκολα
επιτόπου με μίγμα από λάσπη και άχυρα για ενίσχυση, το οποίο τοποθετείται μέσα σε ξύλινο
καλούπι, το οποίο αφήνεται να ξεραθεί. Οι πλίθρες, αν και ορισμένες φορές ανεπίχριστες,
διαθέτουν αξιόλογη αντοχή στις καιρικές συνθήκες. Το μόνο από το οποίο κινδυνεύουν είναι
η αξιόλογη υγρασίας του εδάφους. Γι’ αυτό, σε αρκετές περιπτώσεις, κτίζονται πάνω σε
λίθινη βάση. Επίσης, ακολουθώντας ανάλογη λογική με εκείνη των λιθοδομών, συνδυάζονται
με ξύλινους συνδέσμους (ξυλοδεσιές). Άλλοτε η χρήση τους ήταν κατά περιοχές καθολική,
αργότερα περιορίστηκε σε πρόχειρα, βοηθητικά κτίσματα. Σε σχετικά πρόσφατες περιόδους,
οι πλίθρες αντικαταστάθηκαν από πλίνθους (ψημένα τούβλα), αρχικά τυποποιημένα συμπαγή
κι αργότερα διάτρητα και διαφόρων μεγεθών, βιομηχανικής παραγωγής. Μεταπολεμικά,
τεράστια διάδοση είχαν οι κατασκευές από φτηνούς τσιμεντόλιθους με κενά, τοπικά,
χύνοντας κονίαμα τσιμέντου σε προκατασκευασμένα καλούπια (Rapoport, 2010).
Τα σύγχρονα πλινθόκτιστα κτίσματα της Θεσσαλίας είναι ό,τι απέμεινε από μια τεχνολογία
8.000 περίπου ετών και η οποία εγκαταλείφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Μέχρι
πρόσφατα ζούσαν άνθρωποι οι οποίοι ασχολούνταν επαγγελματικά ως οικοδόμοι πλίνθινων
κτισμάτων, όπως ο Πέτρος Ντάλιος γεννηθείς το 1921 στη Μαντασιά Δομοκού ο οποίος από
το 1940 μένει στη Νέα Αγχίαλο και μέχρι το 1980 εργαζόταν. Επίσης, ο Αντώνης
Βουλκούδης από το Μεγάλο Μοναστήρι το 1929 «έκοβε» πλιθιά για δική του χρήση και για
τους συγχωριανούς του, δίχως να είναι επαγγελματίας. Άλλοι οικοδόμοι πλίνθινων
κατασκευών ήταν ο Γεώργιος Λυρατζούλης από την Κρανιά Ολύμπου το 1931 και από το
1960 ζει στη Λάρισα, ο Κώστας Κολοβός γεννηθείς το 1934 στο Καλλίθηρο Ν. Καρδίτσας, ο
Κώστας Κοσκινιώτης γεννηθείς το 1937 στην Αγία Παρασκευή Σοφάδων Καρδίτσας και ο
Αριστείδης Συρούκης από τη Μούχα Καρδίτσας το 1940 (Σκαφίδα, 1994).
Αξίζει ν’ αναφερθεί ότι στο νησί της Σκοπέλου τα πέτρινα σπίτια είχαν ως συνδετικό υλικό
τη λάσπη από χώμα και κρασί, γιατί το κρασί είχε χαμηλότερο κόστος. Σε ωμοπλινθόκτιστες
κατασκευές σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και κυρίως στη θεσσαλική πεδιάδα
χρησιμοποιούσαν:
1. «φυσικές» ωμόπλινθους, δηλ. κομμάτια λάσπης μεγάλων διαστάσεων- αποθέσεις- που
δημιουργούνταν όταν χαμήλωνε η στάθμη του νερού των λιμνών,
2. αργιλώδες χώμα για την κατασκευή των πλίνθων, για συνδετικό υλικό, για την επάλειψη
των τοίχων, των δαπέδων και της οροφής,
3. πέτρες για τα θεμέλια και την κρηπίδα,
4. κεραμίδια για τη στέγη,
5. σπασμένα κεραμίδια για τους αρμούς των πλίνθων για την καλύτερη στερέωση στη λάσπη
που προοριζόταν για την κατασκευή των πλιθιών,
6. ξύλα για τις δοκούς που περιζώνουν τους τοίχους (σινάζια) για το σκελετό της στέγης και
για τους τοίχους των χωρισμάτων, όταν ήταν κατασκευασμένοι με πλέγμα (τσατμάς),
7. χόρτα και καλαμιές από βάλτους για την κάλυψη της στέγης,
8. μεταλλικά ελάσματα για τη στέγαση πρόχειρων κατασκευών (ό. π.).
Ο λάκκος δεν είχε μεγάλο βάθος, γιατί το κατώτερο χώμα ήταν ακατάλληλο, όπως και το
καλλιεργήσιμο. Σκαβόταν σε έκταση τέτοια, ώστε να κατασκευαστούν περίπου χίλια πλιθιά
από κάθε λάκκο. Για ένα συνηθισμένο σπίτι 50 τ.μ. με δύο χώρους κι ένα διάδρομο
χρειαζόταν 3.000 πλιθιά τουλάχιστον, που μπορούσαν να φτάσουν και τις 5.000 ανάλογα με
το μέγεθος των πλιθιών και του σπιτιού (επομένως θα έπρεπε να ανοιχθούν τουλάχιστον 3-4
λάκκοι) (Σκαφίδα, 1994). Από την προηγούμενη ημέρα βρεχόταν το χώμα του λάκκου, ώστε
να γίνει λασπερό, αφηνόταν μια νύχτα και την επόμενη 3-4 άτομα το πατούσαν με τα πόδια
(εικ. 4-8) για να διαλυθούν οι σβώλοι (ό. π.).
Κατόπιν το δούλευαν με τσάπες, έριχναν ένα τσουβάλι άχυρο και επεξεργάζονταν και πάλι τη
λάσπη, ώστε να γίνει ένα συμπαγές μίγμα. Η χρησιμότητα των λάκκων δεν σταματούσε μετά
την κατασκευή των πλιθιών. Αποταμίευαν σ’ αυτούς τα νερά της βροχής το χειμώνα, τα
οποία χρησιμοποιούσαν για το πότισμα των ζώων και για την κατασκευή πλιθιών την
επόμενη χρονιά (ό. π.).
Eικόνες 4-9, 4-10: ξύλινα καλούπια (μήτρα) και διάσταση ενός πλινθιού (Πηγή: Σκαφίδα, 1990, σσ. 181-
182).
Το καλούπι δεν είχε πυθμένα (πάτο) στη μια πλευρά (συχνά και στην άλλη) έφερε μικρή
τετράγωνη λαβή και στο κεντρικό ξύλινο χώρισμα υπήρχε βαθούλωμα για την καλύτερη
ανύψωσή του. Ένα άλλο άτομο οριζοντίωνε την επάνω επιφάνεια της λάσπης μέσα στο
καλούπι με μια σανίδα, κατόπιν έκανε επιφανειακή επάλειψη με ένα ύφασμα (μάλλινο ή από
λινάτσα) για να αποκτούν τα πλιθιά γυαλιστερή επιφάνεια και για να ξεκολλούν από το
καλούπι, το οποίο βρεχόταν κάθε φορά με το ύφασμα αυτό. Η διαδικασία της κατασκευής
των πλιθιών (3.000-5.000 τεμάχια) διαρκούσε 7 ημέρες περίπου. Συμμετείχαν 3-4 άτομα (δύο
στην καζάκα και ένα ή δύο στο καλούπι) (ό. π.). Όπως στην προετοιμασία της λάσπης, έτσι
και στην κοπή των πλιθιών συνεργάζονταν άνδρες, γυναίκες και παιδιά, μέλη της
οικογένειας, συγγενείς και συγχωριανοί. Υπήρχαν όμως και ειδικευμένα συνεργεία στα χωριά
που ασχολούνταν με τις εργασίες αυτές και πληρώνονταν από τον ιδιοκτήτη.
Eικόνες 4-11, 4-12: στέγνωμα και στοίβαγμα σε ντάνες (Πηγή: Σκαφίδα, 1990, σ. 182).
3. οι πέτρες των θεμελίων είναι προτιμότερο να είναι με ακμές και όχι στρογγυλεμένες, για
να εμπλέκονται καλύτερα μεταξύ τους και το χρησιμοποιούμενο συνδετικό υλικό και είναι
συνεκτικό
4. για να αποφεύγεται η διάβρωση των πλιθιών στηρίζονται σε λίθινη κρηπίδα με τρεις
τουλάχιστον σειρές δόμων
5. οι οριζόντιοι και κάθετοι αρμοί μεταξύ των από την ίδια με αυτά λάσπη
6. όλα τα πλιθιά συνδέονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να σχηματίζεται ένα ορθογώνιο σχήμα
και τοποθετούνται σε οριζόντιες σειρές ακολουθώντας τη γραμμή ανάπτυξης του σπιτιού,
ώστε η κατασκευή να κτίζεται σε ίσο βαθμό και να αντιμετωπίζεται το πρόβλημα της
συμπίεσης των αρμών
7. τα ανοίγματα των θυρών και των παραθύρων είναι μικρά και λίγα
8. είναι απαραίτητη η οριζόντια ξύλινη ενίσχυση (σινάζια) των τοίχων που είναι συνεχής,
συμπίπτει με τις δοκούς των θυρών και των παραθύρων, είναι καλά ενωμένη στις γωνίες
και καλύπτεται από την ίδια λάσπη που χρησιμοποιείται ως συνδετικό υλικό των πλίνθων
9. γίνεται χρήση ενισχύσεων («δόντια») από προεξέχοντα πλιθιά είτε εσωτερικά, εκεί που
κατασκευάζονται οι τοίχοι των διαιρέσεων, είτε εξωτερικά για μελλοντική επέκταση του
σπιτιού
10. η στέγη πρέπει να είναι ελαφριά και να μην έχει μεγάλη κλίση, για να επιτευχθεί η ίση
κατανομή του βάρους της. Το κτίσμα περιζώνεται με ξύλινη συνδετήρια δοκό
11. είναι αναγκαία η ύπαρξη γείσου (αστρέχα) στη στέγη και η επένδυση των τοίχων με
ένα στρώμα λάσπης για να προστατεύονται από τα νερά της βροχής.
12. προτιμάται το ορθογώνιο και τετράγωνο σχήμα σπιτιού, γιατί σε περίπτωση σεισμού,
οι σεισμικές δυνάμεις κατανέμονται με τον ίδιο τρόπο σε όλο το σπίτι. (ό. π.)
από Ηπειρώτες που ασχολούνταν με οικοδομικές εργασίες στη θεσσαλική πεδιάδα. Συνήθως
ένα συνεργείο αποτελούνταν από 6 άτομα, 4 τεχνίτες και 2 βοηθούς (λασπάδες) (Σκαφίδα,
1994). Οι εργασίες καθημερινά γίνονταν από την ανατολή του ηλίου μέχρι τη δύση του με
ανάπαυλα μιας ώρας το μεσημέρι. Ο απαραίτητος χρόνος κατασκευής ενός μέσου σπιτιού 50
τ.μ. περίπου κυμαινόταν στις 20 με 25 ημέρες. Ένας καλός τεχνίτης έκτιζε την ημέρα 9-10
τ.μ. Στην κατασκευή15 του πρώτου σπιτιού συνήθως καθυστερούσαν σκόπιμα, ώσπου να
βρουν την επόμενη παραγγελία (ό. π.). Εάν οι κτίστες ήταν από το ίδιο χωριό διέκοπταν τις
οικοδομικές εργασίες, όταν υπήρχε ανάγκη, γιατί ταυτόχρονα είχαν τις αγροτικές τους
ασχολίες.
Το σχέδιο του σπιτιού γίνεται από τον πρωτομάστορα, αφού ο ιδιοκτήτης του υποδείκνυε το
σπίτι κάποιου συγχωριανού του, με το οποίο ήθελε να είναι όμοιο ή ακριβώς το ίδιο. Η
μορφή του σπιτιού προσαρμόζεται σ’ ένα γενικά παραδεκτό πρότυπο και τροποποιείται
σύμφωνα με τις δυνατότητες και ανάγκες του ιδιοκτήτη, ούτως ώστε δημιουργείται ποικιλία
μορφών που παρουσιάζουν αλληλουχία κι αλληλοεξάρτηση. Ένα συνηθισμένο πλινθόκτιστο
σπίτι περιελάμβανε δύο χώρους και ένα μικρό διάδρομο αντριδάκι), είχε συνολικό εμβαδό 50
τ.μ. περίπου και προσανατολισμό Α-Δ με την είσοδο στην ανατολή, εάν όμως ο διαθέσιμος
χώρος δεν το επέτρεπε, η είσοδος γινόταν οπουδήποτε (ό. π.).
Τα θεμέλια του σπιτιού κατασκευάζονταν από τον ιδιοκτήτη ή από τους τεχνίτες ανάλογα με
τη συμφωνία που είχε προηγηθεί. Ακολουθούσαν το σχήμα των τοίχων, είχαν ύψος και
πλάτος 0,50μ., κατασκευάζονταν με πέτρες που είχαν μαζέψει οι ιδιοκτήτες από τους αγρούς
καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και ως συνδετική ύλη χρησιμοποιούσαν λάσπη που γινόταν
κοντά στο σπίτι και δεν περιείχε άχυρο (εικ. 4-13).
15
Με την κατασκευή ενός καινούριου σπιτιού σχετίζονται τελετουργικές προσφορές που γίνονται:
1) κατά την κατασκευή των θεμελίων γίνεται αγιασμός, μετά θυσιάζεται πετεινός ή αρνί, με το αίμα του οποίου
σφραγίζονται τα όρια του σπιτιού κι ακολουθεί φαγοπότι από τους ιδιοκτήτες και τους κτίστες.
2) κατά την έναρξη των εργασιών της στέγης το δυνατό τραγούδι του πρωτομάστορα και ο χτύπος του
σκεπαρνιού πάνω στον παπά της στέγης καλούσε τους γείτονες και τους συγχωριανούς, οι οποίοι προσέφεραν
στους μαστόρους δώρα, όπως μαντίλια, πετσέτες, πουκάμισα και τα τοποθετούσαν σε ξύλινο διακοσμημένο με
λουλούδια σταυρό, που οι τεχνίτες είχαν κατασκευάσει και είχαν κρεμάσει στον παπά της στέγης,.
3) με την ολοκλήρωση της κατασκευής γινόταν βρέξιμο του σπιτιού, προσφερόταν ευχαριστήριο γεύμα από
τους ιδιοκτήτες προς τους μαστόρους. Αυτές οι τελετές έχουν σκοπό να απομακρύνουν τα αρνητικά πνεύματα
και να καλέσουν τις θετικές δυνάμεις, ώστε να εξασφαλιστεί και η ευημερία του σπιτιού, των ιδιοκτητών και
των κτιστών. Βλ. Σκαφίδα, Ε. (1994), Κατασκευαστικά υλικά, τεχνική και τεχνολογία των πλίνθινων σπιτιών
στη νεολιθική Θεσσαλία: μια εθνοαρχαιολογική προσέγγιση. Στο διεθνές συνέδριο ΘΕΣΣΑΛΙΑ. Δεκαπέντε
χρόνια αρχαιολογικής έρευνας, 1975-1990. Αποτελέσματα και προοπτικές, Λυών, 17-22 Απριλίου 1990, τόμος
Α΄, Αθήνα.
Eικόνα 4-13: χάραξη θεμελίων και κατασκευή λίθινου κρηπιδώματος (Πηγή: Σκαφίδα, 1990, σ. 182).
Οι τοίχοι συνήθως είχαν ύψος 2-2,50μ. και πλάτος 0,50μ., κτίζονταν μπατικά, με λάσπη ως
συνδετικό υλικό. Πάνω από τα θεμέλια, που έφταναν στην επιφάνεια του εδάφους,
κατασκευάζονταν τοίχος, ύψους 0,30-0,50μ. (εικ. 4-14) περίπου, από πέτρες επιλεγμένες από
τα ποτάμια και τους αγρούς (ό. π.).
Eικόνα 4-14: μπατική λίθινη υπόβαση ωμοπλινθότοιχου (Πηγή: Σκαφίδα, 1990, σ. 183).
Η λίθινη κρηπίδα στην οποία στηριζόταν οι πλίνθινοι τοίχοι χρησίμευε για την προστασία της
πρώτης σειράς των πλίνθων από τη διάβρωση από το νερό και την υγρασία. Οι κύριοι τοίχοι,
που δέχονται το βάρος της σκεπής, περιζώνονται εξωτερικά κι εσωτερικά με τρεις
τουλάχιστον σειρές ξύλινης, οριζόντιας, συνεχούς συνδετήριας ενίσχυσης (σινάζια). Κάθε
σειρά είναι καλά ενωμένη με μικρά ξύλα (κλάπες) ιδιαίτερα στις γωνίες, ώστε να
συγκρατούνται μεταξύ τους οι δοκοί και τέλος καλύπτεται με την ίδια λάσπη που
χρησιμοποιείται ως συνδετικό υλικό. Η πρώτη σειρά της ενίσχυσης αυτής γινόταν 30εκ. από
την επιφάνεια του εδάφους, στο ύψος της κατώτερης δοκού των παραθύρων και η τρίτη σειρά
στο ανώφλι. Εάν το σπίτι ήταν διώροφο τότε κατασκευαζόταν ενίσχυση στο ύψος που άρχιζε
ο όροφος.
Για τις δοκούς των ενισχύσεων συνήθως χρησιμοποιούνταν ξύλο καστανιάς ή δρύινο ενώ για
το σκελετό της στέγης ξύλο από πεύκο και έλατο. Την απαραίτητη ξυλεία την αγόραζε ο
ιδιοκτήτης με υπόδειξη του κατασκευαστή και χρησιμοποιούνταν από τους τεχνίτες
ενδιάμεσα για τη δημιουργία σκαλωσιών ώστε να επιτυγχάνεται ευκολότερη δόμηση του
σπιτιού.
Οι εσωτερικοί τοίχοι, με τους οποίους γινόταν οι διαιρέσεις των χώρων του σπιτιού, είχαν
πλάτος 0,30μ., ήταν όλοι κατασκευασμένοι με πλιθιά ή με πλέγμα από καλάμια επενδεδυμένο
με λάσπη και από τις δύο μεριές (τσατμάς). Η σύνδεσή τους με τους κύριους τοίχους του
σπιτιού γινόταν με τη χρήση ενισχύσεων («δόντια») που δημιουργούνταν στην εσωτερική
πλευρά των κύριων τοίχων (ό. π.).
Οι εξωτερικές και οι εσωτερικές επιφάνειες των τοίχων επενδύονταν με ένα στρώμα καθαρής
λάσπης με άχυρο και πάνω σ’ αυτό στηριζόταν άλλο στρώμα λάσπης που περιείχε κοπριές
ζώων. Η επένδυση αυτή γινόταν μία με δύο φορές κάθε χρόνο από τις γυναίκες. Με τον ίδιο
τρόπο και από τα άτομα καλυπτόταν η επιφάνεια της οροφής και του δαπέδου. Το παλάμισμα
του τελευταίου γινόταν μια φορά το μήνα περίπου για τη συντήρησή του και μια φορά το
χρόνο γινόταν η αφαίρεσή του για τη δημιουργία καινούριου δαπέδου (ό. π.).
Η διάρκεια ζωής ενός πλίνθινου σπιτιού εξαρτάται από τις τεχνικές ικανότητες και την
τεχνολογία των κατασκευαστών, από τα πέτρινα θεμέλια, την πέτρινη κρηπίδα, την επένδυση
των τοίχων, τη στέγη και κυρίως από τη συντήρησή του. Συνήθως η ζωή ενός σπιτιού
κυμαίνεται από 100 έως 200 χρόνια (ό. π.), ακόμη κι όταν η στέγη είναι από χόρτα. Η
εγκατάλειψη ενός σπιτιού και η οικοδόμηση ενός καινούριου δεν εξαρτάται από
τεχνολογικούς παράγοντες μόνο, αλλά κυρίως από οικονομικούς και πολιτιστικοκοινωνικούς.
Στην προβιομηχανική κοινωνία του θεσσαλικού κάμπου με ωμόπλινθους κατασκευάζονταν
τα σπίτια των γεωργοκτηνοτρόφων, των γαιοκτημόνων, αποθήκης, αχυρώνες, στάβλοι,
κοτέτσια, περιστεριώνες, αυλόγυροι και στάνες που βρίσκονταν μέσα στα χωριά, μέχρι το
τέλος της δεκαετίας του 1960, οπότε η τεχνική αυτή εξαφανίζεται και θεωρείται πλέον
«απολιθωμένη».
Η εξαφάνιση της τεχνικής αυτής, στην οποία συνετέλεσαν και οι σεισμοί του 1954 στους
Σοφάδες, του 1955 στο Βόλο και του 1957 στο Βελεστίνο και η αντικατάστασή της από τη
σύμμεικτη κατασκευή οφείλεται:
1) στην αλλαγή των οικονομικών και κοινωνικοπολιτιστικών συνθηκών των κατοίκων των
πεδινών περιοχών.
2) στο χαμηλό κόστος της καινούριας κατασκευής εξαιτίας της εκμηχάνισης των δομικών
υλικών και της βελτίωσης των μεταφορών.
3) στο υψηλό κόστος της πλινθόκτιστης κατασκευής εξαιτίας της έλλειψης εργατικού
δυναμικού, που επιβαρύνεται από το κόστος του εισαγόμενου και πολύτιμου για τη χώρα μας
ξύλου.
4) στην ανώτερη ποιότητα και αντοχή στο χρόνο και στις καιρικές συνθήκες των σύγχρονων
κτισμάτων (ό. π.).
Στην εποχή μας, ενδεικτική είναι η μικρή, προς το παρόν αλλά με προοπτικές, σύγχρονη
κατασκευαστική τάση δημιουργίας κτισμάτων από ωμοπλίνθους εξαιτίας των
πλεονεκτημάτων που παρουσιάζουν (υψηλό οικολογικό προφίλ, χαμηλό κόστος κατασκευής,
χαμηλή κατανάλωση ενέργειας παραγωγής, κ.α.). Σε πολλά μέρη της χώρας μας (κυρίως σε
Βόρεια Ελλάδα, Θεσσαλία, Θράκη) μερικά διατηρούνται ακόμη σε σχετικά καλή κατάσταση,
αλλά, δυστυχώς, τα περισσότερα βρίσκονται σε κακή και είναι εγκαταλειμμένα, παρατημένα
στο έλεος του χρόνου και των καιρικών συνθηκών, δείγματα ενός παρελθόντος που πολλοί τα
προσπερνούν με αδιαφορία. Μια προσεκτικότερη ματιά βοηθάει να συνάξουμε χρήσιμα
συμπεράσματα για τον τρόπο ζωής και τον πολιτισμό ενός όχι πολύ μακρινού παρελθόντος.
Αρκετές ωμόπλινθες κατασκευές εμπλουτίζουν την αρχιτεκτονικό εικονογραφικό σκηνικό
του θεσσαλικού κάμπου, σήμερα όμως ιδιαίτερα αξιόλογα κτίσματα έχουν εξαφανιστεί (εικ.
4-15, 4-16, 4-17).
Εικόνα 4-15: πύργος Βισβίκη στο Βελεστίνο (Πηγή: Σκαφίδα, 1990, σ. 179).
Εικόνα 4-16: περιστεριώνας στο Γλίνο Τρικάλων (Πηγή: Σκαφίδα, 1990, σ. 179).
Εικόνα 4-17: Περιστεριώνας στον Πλακύκαμπο Λάρισας (Πηγή: Σκαφίδα, 1990, σ. 179).
Στην περιφέρεια της Κατερίνης γίνονται αναφορές για πλίνθινα σπίτια, αλλά και πέτρινα,
βεργόπλεκτα, σκεπασμένα με φύλλα τσίγκου (Το αγροτικό σπίτι, 1940). Η κατοικία στην
Οργάνη της Ροδόπης είναι διώροφη με εξωτερικούς τοίχους και στους δύο ορόφους από
πέτρα και εσωτερικούς από πλιθιά16 (Τεντοκάλη, 1989).
Η Καισαριανή δεν διαφέρει από άλλους προσφυγικούς συνοικισμούς (Πολεοδομική εξέλιξη
προσφυγικού συνοικισμού. Μελέτη περίπτωσης Καισαριανής, 2009-2010) ως προς τον τρόπο
που δημιουργήθηκε, αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε. Αποτέλεσμα της επιτακτικής ανάγκης
16
Ο χώρος της περιτειχισμένης αυλής, που αντιστοιχεί μπροστά στην κύρια όψη, διαθέτει τη μεγαλύτερη
δυνατή συνέχεια μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού, που δε συναντιέται σε κανένα άλλο τμήμα της κατοικίας.
Στο χώρο αυτό διανύεται το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της οικογένειας και ιδιαίτερα της γυναικείας εργασίας.
Εξάλλου όλα τα βοηθητικά κτίσματα της οικίας, όπως η τουαλέτα, ο φούρνος, οι αποθήκες, τα κοτέτσια είναι
τοποθετημένα περιμετρικά αυτού του κεντρικού υπαίθριου χώρου. Η διάταξη αυτή φαίνεται πως είναι αρκετά
διαδεδομένη όχι μόνο στον μακεδονικό χώρο, αλά και στον τουρκικό. Βλ. Τεντοκάλη Βάνα, (1989), «Η
οργάνωση του χώρου της κατοικίας ως έκφραση της δομής της οικογένειας. Η περίπτωση της Οργάνης», εκδ.
University Studio Press, Θεσσαλονίκη.
στέγασης των προσφύγων, ακολούθησε τις γνωστές για τα ελληνικά δεδομένα διαδικασίες:
ιδιωτική πρωτοβουλία, έλλειψη κρατικής μέριμνας, πολιτικά και κομματικά συμφέροντα,
ιδιωτικά συμφέροντα, έλλειψη συνεννόησης μεταξύ των φορέων, μη εφαρμογή σχεδιασμού.
Η σημερινή μορφή της Καισαριανής σε καμία περίπτωση δεν παραπέμπει στον μικρό
προσφυγικό συνοικισμό του 1923. Τα πλινθόκτιστα, κομμάτι της ιστορίας της Καισαριανής,
είναι πλέον ελάχιστα και ακατοίκητα, σχεδόν ανύπαρκτα δίπλα στις πολυώροφες
πολυκατοικίες που χτίζονται. Η ανοικοδόμηση της δεκαετίας του ’80 άλλαξε την δομή και τη
σύνθεση του πληθυσμού του Δήμου. Τα πιο πολλά πλινθόκτιστα δεν έχουν συντηρηθεί από
την περίοδο κατασκευής τους, ενώ ορισμένα έδωσαν τη θέση τους σε πολυώροφα κτίρια με
το καθεστώς της αντιπαροχής.
Στο βορειοδυτικό τμήμα της πόλης της Άμφισσας, στις υπώρειες του Κοκκινόβραχου,
χωροθετήθηκε η συνοικία «Χάρμαινα» (Ομάδα εργασίας ΤΕΕ/Τμ. Ανατολ. Στερεάς, 2002), η
οποία εμπεριέχεται στον σύγχρονο πολεοδομικό ιστό της πόλης, όπου βρίσκονται τα
βυρσοδεψίας της περιοχής. Η συνοικία είναι μια περιοχή έκτασης περίπου 3.000μ2 η οποία
διατηρεί την εικόνα, που είχε όταν ήταν σε πλήρη ανάπτυξη, δηλαδή μέχρι τα μέσα του
περασμένου αιώνα (1930-1950).
Στην περιοχή του Βιτσίου και της Καστοριάς εντοπίζονται ακόμη μερικά κτίσματα του
παρελθόντος από ωμόπλινθους τα οποία επέζησαν από το πέρασμα του χρόνου και την
αδιαφορία. Σε υπόμνημα του Θωμά Μαρκεζίνη, γραμματέα του ελληνικού προξενείου
Μοναστηρίου, το 1880 γίνεται αναφορά στο Κρούσοβο, ως μία από τις κωμοπόλεις του
διαμερίσματος Βιτωλίων όπου υπάρχουν πλινθόκτιστα κτίσματα: «…αι μεν των πόλεων και
κωμοπόλεων (ενν. κατοικίες) εισί τινές μεν λιθόκτιστοι, τινές δε πλινθόκτιστοι, αι δε των
χωρίων είναι μεν πάσαι σχεδόν λιθόκτιστοι, αλλ’ εστεγασμέναι δι’ αχύρου και πλακών και ως
επί το πολύ μικραί. Αι των πόλεων και των κωμών τυχγάνουσι κατά το μάλλον και ήττον
στερεαί, καμψαί, διώροφοι και τριώροφοι, αι δε των χωρίων είναι ισόγειοι, άνευ εσωτερικού
διαχωρίσματος και εντός αυτών διαιτώνται κτήνη και άνθρωποι». Αντίστοιχες αναφορές κάνει
ο ιστορικός του Κρουσόβου Ν. Μπάλλας. Το 19ο αιω. αρχοντικά του Κρουσόβου17 ήταν
17
Τα περισσότερα σπίτια του 19ου αιω. στην Αχρίδα ανήκαν σε οικογένειες εμπόρων και βιοτεχνών που στην
πλειοψηφία τους ήταν βλαχόφωνοι Έλληνες. Χαρακτηριστικά για τις διαφορές ανάμεσα στην αρχιτεκτονική της
πόλης, όπου κυριαρχούσε οικονομικά το βλαχόφωνο στοιχείο, και στην αρχιτεκτονική των οικισμών του
σλαβόφωνου αγροτικού περίγυρου είναι τα αναφερόμενα σε υπόμνημα του γραμματέα του ελληνικού
προξενείου Μοναστηρίου Θωμά Μαρκεζίνη το 1880: «Αι μεν εντός της πρωτεούσης του διαμερίσματος (ενν.
οικίες), εισίν ευρύχωροι και στερεάς κατασκευής, κατασκευασμέναι αι μεν ημίσεις εκ λίθων, αι δε άλλαι εκ
πλίνθων και ξύλων. Αι δε των χωρίων ως επί το πλείστον εισίν μικραί, ισόγειοι, άνευ εσωτερικού διαχωρίσματος,
χρησιμεύουσαι συγχρόνως και εις κατοικίαν ανθρώπων και εις στάβλους». Βλ. Τσότσος, Π. Γ. (2004). Ο
ελληνισμός του Κουσόβου εκ των σωζομένων αρχιτεκτονικών μνημείων, Αγγελόπουλος Αν. Αθανάσιος,
Χριστιανική Μακεδονία. Πελαγονία – μια άλλη Ελλάδα. Θεσσαλονίκη - Αχρίδα. Θεσσαλονίκη: εκδ.
University Studio Press.
διώροφα και τριώροφα με τον πρώτο όροφο κτισμένο από πέτρα, ενώ οι άλλοι δύο με
ελαφρότερα υλικά, πλίνθους και ξυλοδεσιές (Τσότσος, 2004).
Σήμερα στον ελλαδικό χώρο υπάρχουν πολλά ωμοπλινθόκτιστα κτίσματα που μοιάζουν
«απομονωμένα» στον αγροτικό και ορεινό, κυρίως, ιστό οικισμών, ως απομεινάρια μιας
περιόδου που πέρασε προσπαθώντας να κρατηθούν μεταξύ της κατάρρευσης και της
πιθανούς αποκατάστασης ή επανάχρησης. Χαρακτηριστικά, αναφέρονται κτίσματα στο
Μικροχώρι Ξάνθης (εικ. 4-18), προσφυγικές κατοικίες στην Νέα Καρβάλη Καβάλης,
προσφυγικές κατοικίες της D.H.T.G. στον Αξό Γιαννιτσών (εικ. 4-19), κατοικία στη Χρυσή
Αλμωπίας, κ.α.
Εικόνα 4-18: κατοικία από ωμόπλινθους στο Μικροχώρι Ξάνθης (Πηγή: Rapoport, 2010, σ. 279).
Εικόνα 4-19: προσφυγική κατοικία στον Αξό Γιαννιτσών (Πηγή: Κολιόπουλος & Μιχαηλίδης, 2009, σ.
331).
Στον ελλαδικό χώρο, κυρίως στο βορειοελλαδικό (βλ. Παράρτημα Α, φωτογραφίες Α-1 έως
Α-21), απαντώνται κτίρια στα οποία η ωμόπλινθος κάνει εμφανή την παρουσία της
υπενθυμίζοντας τη σπουδαιότητά της. Οι υφιστάμενες ωμοπλινθοκατασκευές αποδεικνύουν
με σαφή τρόπο ότι δεν είναι ευάλωτες κι ευτελείς, αλλά ότι έχουν επιδείξει εξαιρετική αντοχή
στη διάρκεια των ετών και σε κάθε είδους επιδράσεις. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια
κίνηση για τη ανάδειξη του πηλού ως υλικού με ιδιαίτερη αισθητική αξία από διάφορους
αρχιτέκτονες ανά τον κόσμο.
Ο Ιρανός αρχιτέκτονας Nader Khalili εμπνεύστηκε ένα project κατοικίας, προορισμένης για
χαμηλής οικονομικής στάθμης πληθυσμό, κατασκευασμένης από ένα συνδυασμό πηλού και
τσιμέντου και ενσωματωμένο αγκαθωτό σύρμα. Τέτοιας μορφής κατοικία συναντάμε στο
New England, ένα προάστιο της Βοστόνης, γνωστό ως Studio 360.
Το Casa Munita Gonzalez (εικ. 4-20) από τον Arias Arquitectos Surtiera Arquitectura
συνολικής έκτασης 275 τ.μ. είναι μια ιδιωτική κατοικία στο Batuco στο Santiago της Χιλής.
Το σπίτι κτίστηκε με terra panel προσδίδοντας ικανοποιητικές θερμομονωτικές ιδιότητες.
Εικόνα 4-20: Το Casa Munita Gonzalez στο Batuco της Χιλής (Πηγή:
https://www.archdaily.com/379734/casa-munita-gonzalez-arias-arquitectos-surtierra-
arquitectura/51a6a86eb3fc4b9027000313-casa-munita-gonzalez-arias-arquitectos-surtierra-arquitectura-
photo, Ημερονηνία επίσκεψης: 27/01/2018).
στην έρημο του Νέο Μεξικό (εικ. 4-21) με επίπεδης διατομής ωμόπλινθους, ξύλο και
σκυρόδεμα.
Εικόνα 4-21: το West Basin House στο Νέο Μεξικό (Πηγή: http://www.dailytonic.com/west-basin-house-
new-mexico-by-signer-harris-architects/ Ημερομηνία επίσκεψης 16-01-2018).
Το γραφείο Kendle Design Cooperative δημιούργησε την Redding Residence στο Scottsdale
της Arizona (εικ. 4-22) το 2007 με σύγχρονες πλίνθους, σκυρόδεμα και γυαλί.
Το αρχιτεκτονικό γραφείο του Rael San Fratello δημιούργησε το 2009 το Mud House (εικ. 4-
23) στην έρημο του West Texas στην πόλη Marfa. Η οικία μοιάζει με ένα μεγάλο πήλινο
κουτί από πήλινα τούβλα. Ενδιαφέρουσα είναι η αντίθεση μεταξύ πηλού, που διατηρεί σε
σωστή θερμοκρασία το εσωτερικό, και του χάλυβα. Η πισίνα συλλέγει τα όμβρια ύδατα
αναδεικνύοντας τη σπουδαιότητα του νερού σε μια έρημο.
Εικόνα 4-23: το Mud House στην έρημο του West Texas στην πόλη Marfa (Πηγή: http://www.rael-
sanfratello.com, Ημερομηνία επίσκεψης 17/01/2018).
Το ενδιαφέρον και η σπουδαιότητα για το υτλικό αυτό γίνεται φανερό με την ίδρυση
διαφόρων οργανσιμών. Το Craterre στη Lyon είναι ένας οργανισμός/ερευνητικό κέντρο από
το 1979 με διεθνή εμβέλεια και διαπιστευμένο εργαστήριο από το Υπουργείο Πολιτισμού κι
Επικοινωνίας της Γαλλίας το οποίο ασχολείται με την έρευνα και τα προγράμματα
κατάρτισης γύρω από τα δομικά υλικά, τις πρώτες ύλες, τις τεχνικές κατασκευής και τη
διαχείριση κατασκευών από πηλό με ένα δίκτυο περίπου πενήντα συνεργαζόμενων χωρών.
Το 2007 ιδρύθηκε το Daw’an Mud Brick Architecture Foundation στην Υεμένη το οποίο δεν
αφορά μόνο τις χωμάτινες κατασκευές της περιοχής Daw’an, αλλά και όλης της χώρας, και
διοργανώνει σεμινάρια και εργαστήρια για την διάσωση των παραδοσιακών μεθόδων
πλινθόκτιστων κατασκευών και υλικών με βάση τον πηλό.
18
Η απεικόνιση των καμπύλων τάσεων-παραμορφώσεων στις ωμοπλινθοδομές είναι μη γραμμική. Γενικά, οι
καμπύλες τάσεων-παραμορφώσεων των τοιχοποιιών από συμπιεσμένες ωμοπλίνθους και των τοιχοποιιών από
χειροποίητες συμπαγείς οπτόπλινθους, παρουσιάζουν ένα κοινό βασικό χαρακτηριστικό, τη βαθμιαία πτώση της
ακαμψίας μέχρι την οριακή αντοχή που αποδίδεται κυρίως στη μη γραμμική συμπεριφορά του κονιάματος και
δευτερευόντως για υψηλές τομές έντασης στη μη γραμμική συμπεριφορά των πλίνθων
Διάγραμμα 4-1: οριζόντιες και κατακόρυφες δυνάμεις σε φέρουσες τοιχοποιίες (Πηγή: Παπαϊωάννου,
1998, σ. 78).
α) καμπτική αντοχή σε κατακόρυφη διεύθυνση η οποία εξαρτάται κυρίως από την αντοχή των
συνδέσμων (κονιαμάτων)
β) καμπτική αντοχή σε οριζόντια διεύθυνση η οποία εξαρτάται κυρίως από την αντοχή των
τοιχοσωμάτων (ό. π.).
Εικόνα 4-24: δημιουργία εκφυγών στην τοιχοποιία (Πηγή: Παπαϊωάννου, 1998, σ. 167).
σημειωθεί ότι η κατάρρευση δεν είναι άμεση και γίνεται ύστερα από αρκετές ταλαντώσεις.
Εάν η μετακίνηση του πάνω τμήματος της τοιχοποιίας μπορεί να περιοριστεί, τότε μπορούν
να μειωθούν οι παραμορφώσεις του. Έτσι, θα αυξηθεί η στατική επάρκεια του τοίχου κατά τη
διάρκεια των αυξανόμενων ανακυκλίσεων. Όταν συμβεί η αποκόλληση των τοίχων με τη
μετατόπισή τους εκτός του επιπέδου τους, η στέγη ή η οροφή την οποία στηρίζουν θα
καταρρεύσει (ό. π.).
Με βάση τις μέχρι σήμερα μελέτες και πειράματα, οι παράμετροι οι οποίοι πρέπει να
λαμβάνονται υπόψη για τη βελτίωση της σεισμικής συμπεριφοράς των ωμοπλινθοδομών
είναι (Μπέη, 2008):
• η σύνθεση των ωμοπλίνθων,
• η πιστοποιημένη ποιότητα κατασκευής των ωμοπλίνθων,
• ο κατάλληλος σχεδιασμός και
• οι τεχνικές βελτίωσης και αντισεισμικής ενίσχυσης.
Τα χαρακτηριστικά του πηλού παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της εν ξηρώ
θλιπτικής αντοχής και της διαδικασίας συστολής ξήρανσης της ωμοπλίνθου και του
πηλοκονιάματος και συνολικά της αντοχής της τοιχοποιίας. Βασικό στοιχείο για την
αξιολόγησή τους είναι η περιεχόμενη άργιλος στη σύνθεση του πηλού (διάγραμμα 4-2).
Διάγραμμα 4-2: τριγωνικό πλέγμα απεικόνισης της περιεκτικότητας πηλού σε άργιλο, ιλύ και άμμο
(Πηγή: αναπροσαρμογή από USDA, Υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ, http:soils.usda.gov/).
Η άργιλος είναι το πιο σημαντικό συστατικό του εδάφους, που εξασφαλίζει μηχανική αντοχή
και προκαλεί συστολή κατά την ξήρανση. Επιπλέον, ο έλεγχος της μικρορηγμάτωσης του
πηλοκονιάματος κατά την ξήρανση, καθώς η ποιότητα και ποσότητα των πρόσθετων (άμμος,
ίνες, τσιμέντο, θηραϊκή γη, κ.ά.) στη σύνθεσή του, είναι απαραίτητος για την εξασφάλιση
ισχυρής τοιχοποιίας από ωμοπλίνθους. Η ποιότητα δόμησης, τέλος, παίζει ίσως τον
σημαντικότερο ρόλο στα μηχανικά χαρακτηριστικά της ωμοπλινθοδομής (Μπέη, 2008).
Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει προσπάθειες για τη βελτίωση των ιδιοτήτων των δομικών
μονάδων της ωμοπλινθοδομής (ωμόπλινθοι, πηλοκονιάματα) και χρησιμοποιήθηκαν ποικίλες
συνθέσεις υλικών και διαφορετικοί τρόποι ενίσχυσης τοίχων για τον σχεδιασμό κτιρίων από
πηλό. Μερικοί μελετητές συνέστησαν τη χρήση γύψου και ασβέστου για την σταθεροποίηση
των ωμοπλίνθων. Ωστόσο, η χρήση της γύψου αφήνει πολλά ερωτηματικά ως προς την
ποιότητα του παραγόμενου υλικού. Μια εναλλακτική χρήση της γύψου για τη σταθεροποίηση
των ωμοπλίνθων παρουσιάστηκε στην Ινδία και χρησιμοποιήθηκε αργότερα στην Ελλάδα (με
αντικατάσταση της γύψου με τσιμέντο Portland) για τη σταθεροποίηση πηλοκονιαμάτων. Ο
τύπος αυτός είναι γνωστός ως «soil cement brick» και αποτελείται από 10% τσιμέντο
Πόρτλαντ, 10% άμμο, 80% πηλό και μικρή ποσότητα νερού. Η κα Μπέη για τα
πηλοκονιάματα και οι Blondet κ.α. για τις ωμοπλίνθους χρησιμοποίησαν άχυρο και/ή
χονδρόκοκκη άμμο, ως πρόσθετα, για τον έλεγχο των μικρορηγματώσεων που προκαλούνται
κατά την ξήρανση (Μπέη, 2010).
Πολλές απλές και φτηνές οδηγίες έχουν αναπτυχθεί για τη βελτίωση της σεισμικής
συμπεριφοράς των πλινθόκτιστων. Στις μονώροφες κατασκευές έχουν προταθεί από
διάφορους ερευνητές η χρήση ελαφριών μονωμένων στεγών, διασταυρώσεων τοίχων,
5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Α΄ ΜΕΡΟΥΣ
Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια κίνηση για τη ανάδειξη του πηλού ως υλικό με ιδιαίτερη
αισθητική αξία από διάφορους αρχιτέκτονες ανά τον κόσμο. Τη σύγχρονη εποχή ορισμένοι
αρχιτέκτονες χρησιμοποιούν το υλικό αυτό δημιουργώντας κτίσματα με ιδιαίτερο
ενδιαφέρον. Αξιοσημείωτο της αναγνωρισμένης σπουδαιότητας των ωμοπλινθοκατασκευών
αποτελεί το γεγονός της ίδρυσης αρκετών ερευνητικών κέντρων σε διάφορες χώρες του
κόσμου, όπως το Craterre στη Γαλλία, το Daw’an Mud Brick Architecture Foundation στην
Υεμένη, το Auroville Earth Institute στην Ινδία, κ.α. Η χώρα μας, σε πλήρη αναντιστοιχία,
δεν έχει επιδείξει κανένα ενδιαφέρον για τον πολιτιστικό πλούτο που ενθυλακώνουν οι
οικισμοί αυτοί και τα κτίσματα από ωμή πλίνθο τα οποία είναι εντελώς παραγκωνισμένα. Σε
μια εποχή κατά την οποία γίνεται ιδιαίτερη αναφορά για κτίσματα με μηδενικό οικολογικό
αποτύπωμα και κτίρια μηδενικής ενεργειακής κατανάλωσης η αναθεώρηση της χρήσης αυτού
του δομικού υλικού αποτελεί θετική συνεισφορά.
Στην Ελλάδα και κυρίως στο βορειοελλαδικό χώρο μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα
υπήρχαν αρκετά κτίρια τα οποία ήταν δομημένα από ωμόπλινθους. Στις μέρες μας σε αρκετά
οικιστικά σύνολα του ελληνικού χώρου απαντώνται ωμοπλινθόκτιστα κτίρια, αλλά το
μοναδικό οργανωμένο οικιστικό σύμπλεγμα με κτίρια αποκλειστικά κτισμένα με
ωμόπλινθους απαντάται στα Κορέστεια τα οποία βρίσκονται στα όρια των νομών Καστοριάς
και Φλώρινας.
Οι εναπομείναντες ωμοπλινθόκτιστοι οικισμοί και τα ωμοπλινθόκτιστα κτίσματα, δυστυχώς,
ερημώνουν και οδεύουν προς την οριστική εξαφάνιση κινδυνεύοντας άμεσα να χαθεί ένα
σπουδαίο δείγμα ενός πολιτισμού άμεσου συνυφασμένου με το φυσικό του περιβάλλον από
εντελώς ανακυκλούμενα υλικά που αξίζει να διαφυλαχθεί και ν’ αναδειχτεί.
Β΄ ΜΕΡΟΣ
Η δημοτική ενότητα των Κορεστείων (εικ. 6-1) ανήκει σήμερα στο Δήμο Καστοριάς ενώ πριν
την εφαρμογή του «Καλλικράτη» ανήκε στο Δήμο Κορεστείων ο οποίος είχε ως πρωτεύουσα
το Νέο Οικισμό, κτισμένο τη δεκαετία του ’70, με υψόμετρο 850 μέτρα περίπου από την
επιφάνεια της θάλασσας, και με κατοίκηση από τη δεκαετία του ‘80.
Οι υπόλοιποι οικισμοί, που αναπτύσσονται σε μεγάλη ακτίνα μεταξύ τους, περιτριγυρίζονται από
δασώδεις εκτάσεις του Βιτσίου, διασχίζονται από ρέματα και από το Λαδοπόταμο, παραπόταμο του
Αλιάκμονα. Περικλείονται βορειοδυτικά από το Τρικλάριον όρος (1.827μ. το οποίο οι ντόπιοι
ονομάζουν Μάλι Μάδι), βόρεια–ανατολικά από την οροσειρά Βέρνον (Βίτσι, 2.128μ.) και νότια από
το όρος Όρλοβο. Η πρόσβαση στην ακριτική αυτή περιοχή επιτυγχάνεται, μέσω της νέας εθνικής οδού
Καστοριάς–Φλώρινας μέσω Κορομηλιάς, από το νομό Φλώρινας μέσω του οδικού άξονα Βίγλας-
Πισοδερίου και από την παλαιά επαρχιακή οδό Καστοριάς–Φλώρινας μέσω Βιτσίου, μέσω του χωριού
Βυσινέα.
Για την ορθότερη κατανόηση της ιστορικότητας της περιοχής από τα αρχαία χρόνια είναι
χρήσιμη η ιστορική επισκόπηση η οποία συνδέεται στενά με την ονοματολογική προέλευση.
Η περιοχή των Κορεστείων κατά την αρχαιότητα, σύμφωνα με γεωγράφους, εντάσσονταν
19
Το όνομα της Άνω Μακεδονίας αναφέρει πρώτη φορά ο Ηρόδοτος στις περιγραφές της εισβολής του Ξέρξη
στη Θεσσαλία και των περιπλανήσεων του Περδίκκα. Βλ. Μεντεσίδη- Καραμήτρου, Γ. (1999). Βόϊον–Νότια
Ορεστίς. Αρχαιολογική έρευνα και ιστορική τοπογραφία, τόμος Α΄, Θεσσαλονίκη, σ. 57.
20
Δήμιτσας, Γ. Μ. (1988). Αρχαία γεωγραφία της Μακεδονίας συνταχθείσα κατά τας αρχαίας πηγάς και τα
νεώτερα βοηθήματα, τεύχος β΄. Θεσσαλονίκη: ΙΜΧΑ, σσ. 68-164.
21
«Ἐν δυτικῆ Μακεδονία μνημονεύει ὁ Θουκ. 99, 2 ὡς ἀνήκοντας εἰς τούς «Μακεδόνας», ᾔτοι εἰς τήν
«Μακεδονίαν», τούς Λυγκηστάς καί τούς Ἐλιμιώτας (συνυπονοουμένων τῶν Ὀρεστῶν, ὅθεν προήρχοντο οἱ
Ἀργεάδαι» βλ. Κεραμόπουλος Αντ., «Περί των τάφων της Τρεμπένιτσας και περί των κατά της Λυχνιδόν λαών»,
Μακεδονικά, τ. β΄, (1953): 508. Τα όρια της αρχαίας Ορεστίδος ήταν γνωστά στους κατοίκους ακόμη και μέχρι
το μακεδονικό αγώνα. Βλ. Σιάνος, Χ. Λ.(1972). Τα Κορέστια στον μακεδονικό αγώνα, Αριστοτέλης 91, σσ. 53-
59.
Αλλά και φυλετικά το όνομα αυτό δόθηκε στη χώρα αυτή διότι, κατά τη μυθολογική
παράδοση, ο Ορέστης22, γιος του Αγαμέμνονα, φεύγοντας μετά το φόνο της μητέρας του
Κλυταιμνήστρας (εικ. 6-3), κυνηγημένος από τις Ερινύες μετέβηκε στην Ήπειρο, όπου έμεινε
κοντά στα Ακροκεραύνια όρη και άφησε το όνομά του (Ορεστιάς) εκεί.
Ο γιος του Ορέστη, Πενθίλος, μαζί με αποικία Αιολέων, ήρθε στην Ορεστίδα, την οποία
ονόμασε έτσι εξαιτίας του πατέρα του23. Κατά άλλη μια παράδοση, ο Ορέστης (κατά τον
Αριστοφάνη είναι «ο εν όρεσι διαιτώμενος») μετέβηκε στην Ήπειρο, όπου έμεινε κοντά στα
Ακροκεραύνια όρη και άφησε το όνομά του (Ορεστιάς). Ο γιος του Ορέστη, Πενθίλος, ήρθε
στη Μακεδονία και στην Ορεστίδα, που την ονόμασε έτσι εξαιτίας του πατέρα του. Κατά τον
Θουκυδίδη (2.99.1-3), οι Ορέστες ήταν φύλο της Άνω Μακεδονίας, όπως και τα υπόλοιπα
φύλα, τα «ξύμμαχα …καί ὑπήκοα»24 (Μεντεσίδη-Καραμήτρου, 1999) με το κράτος των
Τημενιδών (Κούρτιος, 1900).
Εικόνα 6-3: Bernandini Mei, «Ο Ορέστης δολοφονεί τον Αίγισθο και την Κλυταιμνήστρα», 1654/5, (Πηγή:
https://argolikivivliothiki.gr).
22
Ο Στράβων (7, 326) μαρτυρεί: «Λέγεται δὲ τὴν Ὀρεστιάδα κατασχεῖν ποτε Ὀρέστης, φεύγων τὸν τῆς μητρὸς
φόνον, καὶ καταλιπεῖν ἐπώνυμον ἑαυτοῦ την χώραν, κτίσαι δὲ καὶ πόλιν, καλεῖσθαι δ' αὐτὴν Ἄργος Ὀρεστικόν»22
(Δήμιτσας, 1988). Ο ίδιος γεωγράφος αναφέρει (7, 329): «δὴ καὶ τὰ περὶ Λύγκον καὶ Πελαγονίαν καὶ Ὀρεστιάδα
καὶ Ἐλίμειαν τὴν ἄνω Μακεδονίαν ἐκάλουν, οἱ δ᾽ ὕστερον καὶ ἐλευθέραν…» και ο Στεφ. Βυζάντιος (Δήμιτσας,
1988) γράφει: «Πόλις εν Ορέσταις ενόρει υπερκειμένω της μακεδονικής γης.εξ ης Πτολεμαίος ο Λάγου πρώτος
βασιλεύς της Αιγύπτου».22
23
Οι γονείς του Ορέστη επισκέφτηκαν το μαντείο των Δελφών και η Πυθία έδωσε χρησμό ότι το παιδί που θα
γεννηθεί θα σκότωνε τη μητέρα του. Επειδή οι αρχαίοι έδιναν μεγάλη σημασία στους χρησμούς, όταν το παιδί
γεννήθηκε το έστειλαν στη βόρεια Ελλάδα, στην περιοχή πέραν της σημερινής πόλης της Καστοριάς. Τον μικρό
Ορέστη τον μεγάλωσαν οι βοσκοί και του είπαν την αλήθεια όταν ενηλικιώθηκε ότι ήταν γόνος του ήρωα του
Τρωϊκού πολέμου Αγαμέμνονα. Αρχικά η περιοχή ονομάστηκε Ορέστεια, αλλά αργότερα για λόγους ευηχίας
Κορέστεια.
24
«ἐσβαλοῦσιν ἐς τὴν κάτω Μακεδονίαν͵ ἧς ὁ Περδίκκας ἦρχεν. τῶν γὰρ Μακεδόνων εἰσὶ καὶ Λυγκησταὶ καὶ
Ἐλιμιῶται καὶ ἄλλα ἔθνη ἐπάνωθεν͵ ἃ ξύμμαχα μέν ἐστι τούτοις καὶ ὑπήκοα͵ βασιλείας δ΄ ἔχει καθ΄ αὑτά
(Θουκυδίδης 2.99.1-3) ; Επίσης, ο Θουκυδίδης (2.80.6) μαρτυρεί ότι στην επιδρομή εναντίον της Στράτου το
429 π.Χ. συμμετείχαν χίλιοι Ορέστες μαζί με Ηπειρώτες και Μακεδόνες: «Ὀρέσται δὲ χίλιοι, ῶν ἐβασίλευεν
Ἀντίοχος, μετὰ Παραυαίων ξυνεστρατεύοντο Ὀροίδῳ Ἀντιόχου ἐπιτρέψαντος» βλ. Μεντεσίδη- Καραμήτρου, Γ.,
«Βόιον-Νότια Ορεστίς. Αρχαιολογική έρευνα και ιστορική τοπογραφία», ό.π. 95-96.
Ταυτόχρονα, το πυκνό υδρογραφικό δίκτυο της περιοχής αποτέλεσε αφορμή για επικοινωνία
και συγκοινωνία. Έτσι οι Ορέστες ακολουθώντας την κατεύθυνση του ποταμού είχαν τη
δυνατότητα να στραφούν προς το Θερμαϊκό κόλπο ερχόμενοι σε επαφή με το κράτος της
Ελιμείας (σημερ. Σιάτιστα, Γρεβενά, Σέρβια, Αιανή, κ.α.)25 (Δρακοπούλου, 1997). Το έντονο
φυσικό ανάγλυφο έδωσε την δυνατότητα δημιουργίας οχυρών εγκαταστάσεων/κάστρων σε
δυσπρόσιτα σημεία πριν τον Η΄ αιω. π.Χ.
Ο ομοτ. καθηγ. Ν. Μουτσόπουλος26 σε αδημοσίευτη εργασία του αναφέρει για την ύπαρξη
πληθώρας οχυρωματικών εγκαταστάσεων στην ευρύτερη περιοχή με σκοπό τον έλεγχο των
διαβάσεων και της ασφαλούς κατοίκησης. Επίσης, θεωρεί ότι η Ορεστίδα διέθετε ένα σύνολο
οργανωμένων οχυρωμάτων τα οποία πιθανόν να αποτελούσαν καταφύγια για ανθρώπους και
ζώα σε περιόδους ληστρικών επιθέσεων (Σαμσάρης, 1989). Η διάταξη αυτών μαρτυρεί μια
οργανωμένη αμυντική πολιτική με στόχο τον έλεγχο και την προστασία των προσπελάσεων
προς την περιοχή.27 Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ύπαρξη ενός κάστρου (Καϊλάς ή Γκρατίτσα
Γάβρου Κορεστείων) βορειότερα του Δενδροχωρίου και μεταξύ των χωριών Γάβρου και
Βατοχωρίου με σημαντική καμπυλοτραπεζοειδή οχυρωματική διάταξη και με τετράγωνο
ακρόπυργο.28
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η αναφορά του κ. Μουτσόπουλου για την ιστορία του
Μακροχωρίου29 που οργανώθηκε στην όχθη του Λιβαδοπόταμου και τη μεγάλη οργανωμένη
25
Ο Αλιάκμονας και οι παραπόταμοί του δημιουργούν πολλές εύφορες κοιλάδες, με σημαντικότερη αυτή της
άνω λεκάνης (Ορεστίς), που μαζί με το ανατολικό οροπέδιο του Τειχιού-Βασιλειάδας και το οροπέδιο των
Κορεστίων αποτελούν μεγάλα τμήματα των καλλιεργήσιμων εκτάσεων της ευρύτερης περιοχής. Βλ.
Δρακοπούλου, Ε. (1997). Η πόλη της Καστοριάς τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή εποχή (12ος-16ος αιω.) Ιστορία-
Τέχνη-Επιγραφές, προλ. Μανόλη Χατζηδάκη, Αθήνα: Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία, σ. 13.
26
Τα ανέκδοτα στοιχεία αυτά μου δόθηκαν κατά τη διάρκεια δύο συναντήσεων στις 13/10/2010 και 22/02/2011
και για το λόγο αυτό τον ευχαριστώ θερμά.
27
Ο καθηγ. Ν. Μουτσόπουλος αναφέρθηκε στην άποψη του Δ. Σαμσάρη ο οποίος θεωρεί ότι η λιμνολεκάνη της
Μικρής Πρέσπας ανήκε στην Ορεστίδα, καθώς πολλές διαφωνίες ανακύπτουν από αρκετούς μελετητές για το
νότιο όριο της Ορεστίδας. Τα στοιχεία που βασίζει την άποψή του ο Δ. Σαμσάρης ήταν:
1) η λιμνολεκάνη αυτή έχει πιο ομαλή πρόσβαση από την Ορεστίδα κι όχι από τη Λυγκηστίδα
2) το μακροτοπωνύμιο Κο(υ)ρέστια (Κούρεστος), που πιθανά διέσωσε ανάμνηση της αρχαίας Ορεστίας,
αναφέρεται και στην περιοχή της ποταμολεκάνης του Λιβαδοπόταμου, ως τις πηγές του, δηλαδή ως τη στενωπό
του Πισοδερίου.
3) η αναφορά στον Στράβωνα περί επέκτασης της Ορεστίδας στον άνω ρου του Αλιάκμονα (που εννοεί το
σημερινό Λιβαδοπόταμο, παραπόταμο του Αλιάκμονα) και έως τη στενωπό του Πισοδερίου.
4) η παρουσία κάστρου που ήλεγχε τη διάβαση του Πισοδερίου και προφανώς φύλαττε τα σύνορα Ορεστίδος-
Λυγκηστίδος.
28
Κεραμόπουλος, Α. (1932). Ἀνασκαφαί και ἔρευναι εν τῆ ῎Ανω Μακεδονία, Αρχαιολογική Εφημερίς, Ο καθηγ.
Ν. Μουτσόπουλος θεωρεί ότι η δομή του τείχους του Καϊλά του Γάβρου έχει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά
δομής της ιουστινιάνειας περιόδου, αλλά υποθέτει ότι στη θέση αυτή πρέπει να υπήρχε και αρχαία οχύρωση
κάνοντας αναφορά στην εύρεση νομίσματος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και οστράκων ρωμαϊκών αγγείων από
τον Αντ. Κεραμόπουλο στην ευρύτερη περιοχή.
29
Ένας τοπικός μύθος κάνει λόγο για την εύρεση νερού από ένα άλογο το οποίο έσκαβε με τις οπλές του, διότι
οι κάτοικοι το διατηρούσαν σε πολυήμερη δίψα, και κατέστρεψε τον αγωγό ύδρευσης (το κιούγκι) του οικισμού.
Το κάστρο του Μακροχωρίου βρίσκεται 4 χλμ. δυτικά του χωριού. Επίσης, ο ίδιος καθηγητής αναφέρει το
Τη βυζαντινή περίοδο η περιοχή ανήκει στον καζά της Καστορίας. Τον 14ο αιω. υπήρχαν
μικροί οικισμοί, οι οποίοι συνέχισαν την παρουσία τους και στον 19ο-20ο αιω., χωρίς να
γνωρίζουμε το μέγεθος και τη σημασία που είχαν στο δίκτυο οικισμών του 14ου αιω. στην
περιοχή Καστοριάς, όπως η Λόνγκα, η Μπρέστενη, η Τσερνόλιστα, το Ντρενοβένι και το
Νεστράμι. Η Δυτική Μακεδονία, λειτουργώντας μέσα στον ενιαίο χώρο της οθωμανικής
αυτοκρατορίας, ανέπτυξε πολύπλευρη οικονομική δραστηριότητα, συνδυάζοντας βιοτεχνική
παραγωγή, μεταφορές και εμπόριο.
Κατά τη μεταβυζαντινή εποχή και την τουρκοκρατία υπάρχουν ορισμένες αναφορές για
οικισμούς στην περιοχή, όπως το Κονομπλάτι, η Τσερνόλ(β)ιστα, η Ποζντίβιτσα και η
Τύρσια.30 Η περιοχή την περίοδο αυτή πρέπει να γνώρισε σχετική άνθιση στα πλαίσια της
ακμής των ορεινών οικισμών και των κεφαλοχωρίων, όπως της Κλεισούρας και των χωριών
της Πίνδου, του Πηλίου, του Ολύμπου και του Κισάβου, όπως τα Αμπελάκια. Οι οικισμοί
υπάγονταν στο βιλαέτι του Μοναστηρίου στον καζά της Καστορίας (εικ. 6-4, 6-5).
θρύλο της χρυσής πλάκας (ζλάτα πλότσα) του κάστρου αυτού που συνδυάζεται με την ύπαρξη χαμένου
θησαυρού, κρυμμένου μετά από πολιορκία, ο οποίος θα αποκαλυφθεί στο σημείο όπου βγαίνει η πρώτη ακτίνα
του ήλιου. Άλλη μια εκδοχή για την ονομασία του Μακροχωρίου (Κονομπλατίου) αναφέρει ότι η ονομασία
έλκει την καταγωγή της από την ιστορία ενός αλόγου που γέρασε και οι κάτοικοι το άφησαν στον τόπο αυτό να
πεθάνει, αλλά με την παρέλευση ενός χρονικού διαστήματος διαπίστωσαν ότι επανήλθε η υγεία του (kono:
άλογο, premlade: ξανανοιώνω). Το χωριό είναι ντυμένο με μύθους και θρύλους για την ύπαρξη νεράιδων και
μαγισσών, κάτι που συμβαίνει και σε γειτονικά χωριά της περιοχής και όχι μόνο. Βλ. Μουτσόπουλος, Ν. (1991).
Οι «μαΐστρες» της Μακεδονίας και της Θράκης. Στο ΣΤ΄ Συμπόσιο Λαογραφίας του Βορειοελλαδικού Χώρου,
Κομοτηνή-Αλεξανδρούπολη, 7-10 Μαΐου 1989, (σσ. 293-322). Θεσσαλονίκη: ΙΜΧΑ. σσ. 293-322.
30
Οι οικισμοί αυτοί αναφέρονται σε οθωμανικό κατάστιχο του 15 ου αιω. (Tahrir Defterteri), προερχόμενο από
τα αρχεία Basbakanlik arsivi της Κων/πολης, ενώ ο οικισμός Τσερνόλ(β)ιστα σε άλλο κατάστιχο του 1528 για
το καζά των Σερβίων. Στην πρόθεση 421 της Μονής Μετεώρων του 1592-93 του 19ου αιω. καταγράφτηκε ο
οικισμός Κονομπλάτι με εννέα ονόματα αφιερωτών (1592-93). Επίσης, σε έγγραφα του τουρκικού ιεροδικείου
Μοναστηρίου του β΄ μισού του 17ου αιω. μνημονεύεται μεταξύ άλλων ο οικισμός Ποζντίβιστα το έτος 1682. Βλ.
Τσότσος, Γ. (2012). Ιστορική γεωγραφία της Δυτικής Μακεδονίας. Το οικιστικό δίκτυο. 14ος-17ος αιω., (σσ. 115,
148, 328). Θεσσαλονίκη: Αφοι Σταμούλη.
Εικόνες 6-4, 6-5: χάρτης της περιοχής της Μακεδονίας πριν τους Βαλκανικούς πολέμους (Πηγή: Φλώρινα:
πύλη των Βαλκανίων. Αξονική τομογραφία το νομού, 2007, σ. 180, αριστερά) και διοικητική διαίρεση της
Μακεδονίας σε βιλαέτια (Τσάμης, Μακεδονικός Αγών, σ. 12, δεξιά).
Η περιοχή πρέπει να είχε γνωρίσει οικονομική άνθιση δεδομένου ότι οι εκκλησίες των
χωριών του τμήματος Κουρεστείων της επαρχίας Καστοριάς έστειλαν 600 γρόσια ως
συνδρομή στο εκκλησιαστικό ταμείο του Οικουμενικού Πατριαρχείου (Εκκλησιαστική
Αλήθεια, 1882).
Τα Κορέστεια ίσως είναι περισσότερο γνωστά επειδή αποτέλεσαν το σκηνικό μαχών και
εχθροπραξιών κατά τη διάρκεια του μακεδονικού αγώνα (εικόνα 6-6), ως τουρκικό βιλαέτι,
και του εμφυλίου πολέμου αργότερα.31 Ο μακεδονικός αγώνας και οι βαλκανικοί πόλεμοι
σημάδεψαν την περιοχή. Η περιοχή μελέτης κατά τον μακεδονικό αγώνα32 το 1904 έγινε
πεδίο μαχών και συρράξεων με κορυφαία στιγμή τη δολοφονία του Παύλου Μελά στο
ομώνυμο χωριό (Στάτιστα).
31
Λεηλασίες, δολοφονίες και φωτιές σε σπίτια προκλήθηκαν σε πολλά χωριά της περιοχής, μεταξύ των οποίων
ο Μαυρόκαμπος, η Άνω και Κάτω Κρανιώνα, το Μοσχοχώρι, η Χαλάρα, το Βαψώρι, κ.α. βλ. Πελαγίδης, Στ.
(1987). Λίγο μετά το Ίλιντεν (20 Ιουλίου 1903) στις περιοχές Καστοριάς και Φλώρινας. Στο συμπόσιο Ο
Μακεδονικός Αγώνας. Θεσσαλονίκη-Φλώρινα-Έδεσσα-Καστοριά, 28 Οκτωβρίου-2 Νοεμβρίου 1984, (σσ. 351-
358). Θεσσαλονίκη: ΙΜΧΑ-Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, Θεσσαλονίκη, 1987, σσ. 351-358. Χαρακτηριστικό
είναι το υπόμνημα σχετικά με την ενοποίηση των τουρκικών βιλαετίων του εν Αθήναις Μακεδονικού Συλλόγου
το 1903. Βλ. Η Μακεδονία και οι μεταρρυθμίσεις, υπόμνημα του εν Αθήναις Μακεδονικού Συλλόγου, εκδ. β΄,
Τυπογραφείον Παρασκευά Λεωνή, Αθήνησιν, 1903.
32
Στα Κορέστεια έδρασαν και πολέμησαν σπουδαίες μορφές του μακεδονικού αγώνα, όπως ο Κώττας, ο Πάυλος
Μελάς, ο Πύρζας και άλλοι λιγότερο γνωστοί, όπως ο Ηλίας Παπαδημητρίου από τη Χαλάρα, ο Ζάικος από το
Βατοχώρι, ο Μούρτσος από το Μοσχοχώρι, ο Παπαμάρκος από την Κρανιώνα κι άλλοι πολλοί. Ονομαστός για
την εθνική του δράση ήταν και ο μορφωμένος Βασίλης Σεκουλίδης από την Κρανιώνα. Ο Βασ. Σεκουλίδης με
τους συγχωριανούς του Νικόλαο Παπαμάρκο και Χρ. Λοβάτση σχημάτισε μια ένοπλη ομάδα η οποία από τη μια
μεριά εμψύχωνε τους πατριώτες του κι έφερνε εμπόδια στη ξένη προπαγάνδα. Η ομάδα αυτή διαλύθηκε με τη
δολοφονία του Παπαμάρκου και του Λοβάτση στις 25-6-1906. Παρά τους κινδύνους ο Σεκουλίδης συνέχισε τη
δράση του μέχρι τις 13-12-1906 όταν έπεσε σε ενέδρα έξω από τη Μποσδίβιστα, σε μια χαράδρα στο δημόσιο
δρόμο Κονομπλάτης-Μποσδίβιστας. Η χαράδρα αυτή και σήμερα ακόμη είναι γνωστή με το όνομα «χαράδρα
Σεκουλίδη».
Εικόνα 6-6: χάρτης της Δυτικής Μακεδονίας κατά το 1904 από το βιβλίο της Ναταλίας Π. Μελά, (Πηγή:
Βαγιακάκος Β. Δίκαιος, Η συμβολή της Μάνης εις τον Μακεδονικόν Αγώνα 1904-1908, 1986, σ. 39).
Μετά τη σύνδεση με την Ελλάδα το 1912, η Δυτική Μακεδονία έχασε την κομβική της θέση
και τη δυνατότητα συναλλαγών με τα μεγάλα κέντρα της βαλκανικής ενδοχώρας και
ταυτόχρονα βρέθηκε μακριά από τους πόλους και τους βασικούς άξονες ανάπτυξης του νέου
ελληνικού κράτους. Η απομόνωση αυτή στοίχησε την απώλεια μεγάλου μέρους του
ανθρώπινου δυναμικού της, το οποίο μετανάστευσε προς τα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας
και του εξωτερικού. Παρέμειναν, όμως, αρκετά στοιχεία αναλλοίωτα στο τοπίο της και πολλά
από τα στοιχεία που προσδιόρισαν το χώρο και τον πολιτισμό της κατά την περίοδο της
ακμής της: εκκλησιαστικά μνημεία, ποιμενικοί πολιτισμοί, λιθόκτιστα γεφύρια, παραδοσιακά
οικιστικά σύνολα, κ.α.
Οι δονήσεις από την ενσωμάτωση στο ελληνικό κράτος και τον αναπροσανατολισμό της
οικονομικής ενδοχώρας, οι ανταλλαγές των πληθυσμών, ο πόλεμος, ο εμφύλιος και η
μετανάστευση έχουν αφήσει βαθιά ίχνη στις δημογραφικές, κοινωνικές και οικονομικές
εξελίξεις του χώρου. Σε μια περιοχή με ιδιαίτερη γεωφυσική διαμόρφωση, ορεινή και
δασωμένη εντοπίζονται μικροί οικισμοί που ζούσαν από γεωργικές και κτηνοτροφικές
δραστηριότητες, σχετικά περιχαρακωμένοι οικονομικά λόγω και της προβληματικής
συγκοινωνιακής κατάστασης.
Στις 10 Νοεμβρίου 1912 η περιοχή απελευθερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό και με τη
συνθήκη του Βουκουρεστίου προσαρτήθηκε στην Ελλάδα το 1913. Στον παρακάτω Πίνακα
6-1 αναφέρονται τα χωριά των Κορεστίων με τη σημερινή και την παλαιά τους ονομασία. Η
σημερινή ονομασία τους είναι διαφορετική, σε σχέση με αυτή που είχαν πριν μερικά χρόνια
με εμφανή σλαβική επιρροή,33 όπως απεικονίζει ο παρακάτω πίνακας:
Νέα ονομασία Παλαιά ονομασία
Μαυρόκαμπος Τσερνολ(β)ίστα
Μακροχώρι Κονομ(π)λάτι
Τρίβουνο Τάρσιε
Κώττας (Χ)Ρούλια
Βατοχώρι Μπρέζνιτσα
Σφήκα Μπεσφίνα
33
«Μολονότι αποδέχομαι ως αναμφισβήτητες της σλαβικές εγκαταστάσεις και τις επιμειξίες, που μοιραία
συντελέστηκαν, με αποτέλεσμα (σε μικρό αριθμό) εξελληνισμό (εκγραικισμό) Σλάβων, αλλά σε μεγαλύτερο
ποσοστό (γλωσσικό) εκσλαβισμό Ελλήνων και ιδίως Ελλήνων-Μακεδόνων, ήδη γλωσσικά σε ικανό βαθμό
εκλατισμένων, δεν μπορώ να διαβλέψω «εθνική» σλαβική αρχιτεκτονική συμβολή, στα βυζαντινά μνημεία της
εποχής και συγκεκριμένα σε αυτή την περιοχή» βλ. Μουτσόπουλος, Ν. (1992). Εκκλησίες της Καστοριάς. 9ος-11ος
αιώνας, σ.491. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής.
34
Η ετυμολογική έρευνα των οικισμών παραπέμπει στην σλαβική επίδραση. Έτσι, Ντρενόβενη ή Ντρενοβένη
είναι η παλαιά ονομασία του Κρανιώνα. Στα σλάβικα σημαίνει Κρανοχώρι («ντρεν» είναι η κρανιά και το
τοπικό επίθεμα «βένη». Κατά το δάσκαλο Βασ. Ρίζο, το όνομα Γάβρος προέρχεται από το δέντρο «γάβρος». Οι
παλιές του ονομασίες ήταν Γαβρέσι ή Γκαμπρέσι, ενώ η νέα ονομασία δόθηκε το 1926.
Μοσχοχώρι Βαμπέλι
Πίνακας 6-1: οι παλαιές και οι νέες ονομασίες των οικισμών στα Κορέστεια (Πηγή: προσωπικό αρχείο).
Από το 1920 έως και τις μέρες μας ο πληθυσμός ακολουθεί φθίνουσα δημογραφική πορεία με
κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα τη σημερινή εμφανή πληθυσμιακή αποψίλωση (Τζιαφέρας,
1991). Οι κάτοικοι πολλών χωριών εγκατέλειψαν τα πατρογονικά εδάφη τους για εθνικούς,
πολιτικούς, οικονομικούς και άλλους λόγους. Όσοι έμειναν σήμερα, κυρίως οι γηραιότεροι,
ομιλούν το χαρακτηριστικό γραικομάνικο σλαβόφωνο γλωσσικό ιδίωμα. Σήμερα οι οικισμοί
Άνω και Κάτω Κρανιώνας, Ποιμενικό, Σφήκα, Κορυφή, Μοσχοχώρι, Τρίβουνο, Κορυφή,
Γάβρος παραμένουν ερειπωμένοι, καθώς οι κάτοικοι πριν 70 χρόνια τα εγκατέλειψαν σχεδόν
την ίδια χρονική περίοδο κυρίως για εθνικούς και πολιτικούς λόγους.
Με τη δημιουργία ενός οικισμού σε νέα θέση, του Νέου Οικισμού, η πολιτεία επεδίωξε να
αναστρέψει την κατάρρευση της τοπικής οικονομίας και τη φυγή του εναπομείναντος
πληθυσμού. Εξαιτίας των γεγονότων των Βαλκανικών πολέμων (ανταλλαγή πληθυσμών) ή
του εμφυλίου πολέμου, της αστυφιλίας και της μειονεκτικότητας της περιοχής,
πιθανολογείται η εγκατάλειψη των παραπάνω οικισμών και κατά συνέπεια η εικόνα των
ερειπωμένων ωμοπλινθόκτιστων οικιών.
Δεν υπάρχουν μαρτυρίες γνωστών ξένων περιηγητών,35 πλην του Brancoff, 36 για τα χωριά
των Κορεστείων, ενώ σημαντικές πληροφορίες μας δίνει ο Νικ. Σχινάς37 (Σχινάς, 1886) και ο
35
Το 1815 ο Γάλλος περιηγητής Πουκεβίλ, ο οποίος ήταν πρόξενος στα Γιάννενα, πρωτεύουσα του Αλή Πασά,
προερχόμενος από την Καστοριά έφθασε δια Βαψωρίου-Νερέτης ως τον Μαχαλά, δίχως όμως να τολμήσει να
μπει στη Φλώρινα, η οποία την εποχή εκείνη μαστιζόταν από πανούκλα. Σημαντηράς Ι. Γεώργιος, «Φλώρινα. Η
ονομασία της δια μέσου των αιώνων εκ των κειμένων», εκδ. εφημ. «Φωνή της Φλωρίνης», Φλώρινα, 1964, σσ.
27-28. Επίσης, για τα χωριά που επισκέφτηκε ο Πουκεβίλ. Βλ. Δημητριάδης, Β. (1973). Η Κεντρική και Δυτική
Μακεδονία κατά τον Εβλιγιά Τσελεμπή, σσ. 161-184. Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών.
36
Ο Brancoff δίνει στοιχεία για το χριστιανικό πληθυσμό της τουρκοκρατούμενης Μακεδονίας κατά γλώσσα
και κατά δόγμα. Ο ίδιος ήταν στέλεχος της Εξαρχίας και χαρακτηρίζει τους Μακεδόνες ως Βούλγαρους. Το
1905 αναφέρει τον αριθμό των εξαρχικών Βούλγαρων, των Ελλήνων, των Αλβανών και των τσιγγάνων στο
Γαβρέσι, στην Άνω Δρενοβένη, στο Ζέλοβο, στο Κονομπλάτι, στην Όστιμα, στη Ρούλια, στη Στάτιστα, στο
Τύρνοβο, στην Τούρια. Βλ. Brancoff, D. (1905). La Macedoine et sa population chretienne avec deux Cartes
ethnographiques, Librairie Plon-Nourrit et Cie, Imprimeurs-editeurs, Paris, pp. 180-181.
37
Στις αρχές του 19ου αιώνα τα χωριά της περιοχής Καστοριάς υπολογίζονται σε 150, ενώ σύμφωνα με άλλες
πληροφορίες, ο καζάς της Καστοριάς είχε πέντε κωμοπόλεις και 107 χωριά. Στα μέσα του 19 ου αιώνα υπήρχαν
στον καζά Καστοριάς 105 χωριά. Η Φλώρινα στις καταγραφές του 16ου αιώνα παρουσιάζεται άλλοτε ως καζάς
και άλλοτε ως ιδιαίτερο σαντζάκι. Το 1530-1531 η πόλη της Φλώρινας (Χλερηνός) αποτελούσε ζεαμέτι.
Αργότερα, βλέπουμε την Καστοριά έδρα καϊμακάμη που υπαγόταν στο βιλαέτι της Ρούμελης. Το 1875 ήταν
πρωτεύουσα καζά, του μουτεσαριφλικιού της Κορυτσάς, του νομού Βιτωλίων, όπου υπάγονταν 130 χωριά. Στην
Ζώτος Μολοσσός (Ζώτος, 1882). Ο πρώτος καταγράφει τις χρονικές αποστάσεις και δίνει
πληροφορίες για τον αριθμό των κατοίκων, των σχολείων, των υδρόμυλων, των χανιών, των
κρηνών και των εκκλησιών για τα περισσότερα χωριά των Κορεστείων, όπως το Γαβρέσι, η
Ρούλια, η Όστιμα, το Ζέλοβο, το Παψώρι, η Στάτιστα, κ.α. Ο Pouqueville ονομάζει τους
κατοίκους πάνω από το Βίτσι υπερβόρειους. Ο Σχινάς αναφέρει με λεπτομέρειες χρονικές
αποστάσεις μεταξύ των χωριών, δίνει δημογραφικά στοιχεία και περιγραφές για την ύπαρξη
σχολείων, χανιών, κρηνών, κ.α. Επίσης, γίνεται σαφές ότι οι περισσότεροι οικισμοί είναι
κτισμένοι σε μικρή απόσταση από τον ποταμό και μέσα σε μια κατάφυτη και δασώδη φύση.
Μεγάλες καταστροφές επήλθαν κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, οπότε τα χωριά της
περιοχής, ιδιαίτερα ο Κρανιώνας και ο Γάβρος, βρέθηκαν πάνω στο μέτωπο των
οθωμανοκρατία η περιοχή των Πρεσπών, όπως και στην γειτονική Ρέσνα, υπαγόταν στον καζά των Βιτολίων.
Βλ. Σχινάς, Θ. Ν. (1886). Οδοιπορικαί σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, νέας οροθετικής γραμμής και
Θεσσαλίας συνταχθείσα τη εντολή του επί των στρατιωτικών Υπουργού, τεύχος Β΄, Οδοιπορικά Μακεδονίας, εν
Αθήναις, Τύποις «Mesager d’ Athenes», σσ. 240-250.
μεγαλύτερων μαχών στο Βίτσι. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι αρκετές οικίες στα δύο αυτά
χωριά καταστράφηκαν και στη συνέχεια, σύμφωνα με το τ. αντιδήμαρχο κο Γ. Παπαδόπουλο
και το μηχανικό κο Κ. Τσέλα, ανοικοδομήθηκαν. Γνωρίζουμε εν γένει ότι με διάφορες
διαδικασίες δόθηκαν χρηματικές ενισχύσεις σε όσους θεωρήθηκαν «συμμοριόπληκτοι», και
ενθαρρύνθηκαν να ανοικοδομήσουν με ωμές πλίνθους, καθώς έλειπαν απελπιστικά άλλα
υλικά. Αναφέρεται από τον Παπαϊωάννου, ένα στέλεχος του Υπουργείου Ανοικοδόμησης, ότι
στη Δυτική Μακεδονία συγκροτήθηκαν συνεργεία από τους ίδιους τους χωρικούς που
μετακινούνταν στα χωριά και έκτιζαν, μαραγκοί, υδραυλικοί, κ.λπ.
Στη δεκαετία του 196038 η περιοχή παρουσίαζε καταθλιπτική εικόνα. Με την δημιουργία ενός
οικισμού σε νέα θέση, η πολιτεία επιδίωξε να αναστρέψει την φυγή του εναπομείναντος
38
Η μεταπολεμική περίοδος είναι περίοδος εθνικής ανασυγκρότησης και ανάπτυξης που σε κοινωνιολογικούς
όρους, εκτός των άλλων, μεταφράζεται και σε μια μαζική έξοδο από τον αγροτικό χώρο και αστικοποίηση.
Έτσι ο όρος «ανάκαμψη» και «ανάπτυξη», τουλάχιστον για τον ορεινό χώρο, σ’ αυτήν την περίοδο δεν ισχύει.
Μαζί με τις υλικές καταστροφές η παρακμή είναι εμφανής και ο λιγοστός πληθυσμός που παραμένει στο χώρο
επανέρχεται στα όρια μιας οικονομίας επιβίωσης. Η οικονομία της περιοχής μέσα σε μια κοινωνία
αυτοσυντήρησης, μια οικονομία και μια κοινωνία που διαμορφώνονται στη βάση των πρωτογενών
παραγωγικών δραστηριοτήτων, της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Τα προβλήματα αναπαραγωγής της
τοπικής κοινωνίας, μέσα στα στενά όρια του χώρου, συνιστούν δημογραφικό και οικονομικό αδιέξοδο, που
βρίσκει τη λύση του στην έξοδο ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Η διέξοδος βρέθηκε στην έξοδο από
την τοπική κοινωνία κα την ανάληψη εμπορικών δραστηριοτήτων στα πλαίσια μιας έντονης κινητικότητας του
πληθυσμού.
πληθυσμού και την κατάρρευση της τοπικής οικονομίας που σήμερα έχει εστιασθεί
αποκλειστικά στην παραγωγή φασολιών. Σταδιακά από το 1974, 420 κάτοικοι, επί το
πλείστον ηλικιωμένοι, έχουν συγκεντρωθεί στον Νέο Οικισμό Κορέστια, ενώ στο διαμέρισμα
καταμετρήθηκαν συνολικά 1.142 κάτοικοι το 2001.
Σύμφωνα με απογραφή του 1981, τα χωριά που ξεπερνούσαν τους 100 κατοίκους ήταν το
Μακροχώρι (300 κατ.), ο Μαυρόκαμπος (119 κατ.), το Ανταρτικό (169 κατ.) και το Τρίβουνο
(117 κατ.) ενώ τα υπόλοιπα χωριά καταμετρούσαν μόλις μερικές δεκάδες κατοίκων. Το 1991
ο πρώην Δήμος Κορεστίων είχε 1.128 κατοίκους, το 2001 1.052, συνολική έκταση 122,953
χιλ. στρ. και πυκνότητα 9 κατοίκους ανά τετραγ. χλμ. Για παράδειγμα, ο Άνω Κρανιώνας το
1920 είχε 723 κατοίκους, το 1928 750, ενώ από τα 1940 άρχισε η φθίνουσα πορεία που
οδήγησε στην πλήρη εγκατάλειψη σήμερα. Οι κάτοικοί του μεταφέρθηκαν τη δεκαετία του
‘80 στο Νέο Οικισμό ενώ άλλοι μετανάστευσαν στο εξωτερικό. Κατά την απογραφή του
2011 καταγράφηκαν 35.874 κάτοικοι στο Δήμο Καστοριάς, ενώ το δημοτικό διαμέρισμα
Κρανιώνα διατήρησε τυπικά τους 9 κατοίκους του.
Το 2001 το συνολικό μήκος των αγροτικών οδών του Δήμου Κορεστίων ήταν 130 χλμ. και
41 χλμ. συνολικό μήκος ασφαλτοστρωμένου δικτύου του πρώην δήμου. Οι κάτοικοι της
Δημοτικής Ενότητας Κορεστίων, σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, κατά την
απογραφή του 2011 ανήλθαν στους 672 (Άγιος Αντώνιος: 50, Νέος Οικισμός (Γάβρου):
363, Κρανιώνας: 5, Μακροχώρι: 117, Μαυρόκαμπος:6, Μελάς: 88, Άνω Μελάς: 30,
Χαλάρα: 13), ενώ το 2001 ήταν 420. Τα σπίτια χαρίστηκαν στους κατοίκους από τη χούντα.
Τα υπόλοιπα χωριά που αποτελούσαν τον πρώην Δήμο Κορεστίων είναι ο Άγιος Αντώνιος
με 141 κατοίκους και προσφυγική κυρίως καταγωγή εκ Μικράς Ασίας (μετά από ανταλλαγή
πληθυσμών ήρθαν 50 οικογένειες τουρκόφωνων Ελλήνων από το Αγιαντόν της Αμάσειας),
ο Γάβρος με 7 κατοίκους, ο Κρανιώνας με 9 κατοίκους, το Μακροχώρι με 214 κατοίκους, ο
Μαυρόκαμπος με 9 κατοίκους, ο Μελάς με 143 κατοίκους και η Χαλάρα με 57 κατοίκους,
σύμφωνα με την απογραφή του 2001. Όμως, οι επισκέψεις στα χωριά απέδειξαν ότι τα
επίσημα αυτά στοιχεία δεν ισχύουν, αφού οι μόνιμοι κάτοικοι στον Μαυρόκαμπο είναι μόνο
4, στον Άνω Μελά 4, στη Χαλάρα γύρω στους 20, ενώ τα χωριά Άνω Κρανιώνας,
Κρανιώνας, Τρίβουνο, Κορυφή και Βαψώρι είναι τελείως ακατοίκητα. Το Ποιμενικό σε
υψόμετρο 1.230μ. εγκαταλείφθηκε οριστικά το 1951.
Στα Κορέστια παρατηρείται σημαντική έλλειψη παιδικών ηλικιών, μεγάλη έλλειψη νεαρών
ζευγαριών, υπεροχή του πληθυσμού πάνω από 65 ετών, μακροχρόνια πληθυσμιακή μείωση
αρκετών οικισμών, χωρίς να γίνεται αξιόλογη ανανέωση πληθυσμού. Υπερέχει ο μη
Από τους κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας η γεωργία και η κτηνοτροφία κατέχουν
την πρώτη θέση. Ελάχιστες δραστηριότητες εμπορίου χωροθετούνται στο Νέο Οικισμό. Στα
χωριά κυριαρχεί η καλλιέργεια της νοστιμότατης ποικιλίας φασολιών (φασόλια Κορεστείων),
των καρυδιών και της πατάτας. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της κοιλάδας από τη Χαλάρα
μέχρι τον Άνω Μελά είναι οι φασολοκαλλιέργειες με τις καλαμωτές κατασκευές ανάμεσα
στις καρυδιές και τα σκλήθρα. Επίσης, στην περιοχή, όπως και στο χωριό Ψαράδες Πρεσπών,
κυριαρχεί μια ιδιότυπη τοπική κολεκτλίβα: οι αγελάδες ανήκουν σε όλο το χωριό και η
βόσκηση γίνεται εναλλάξ μέρα παρά μέρα ή ανά εβδομάδα από κάθε οικογένεια.
Δυστυχώς, η περιοχή έχει υποστεί έντονη πληθυσμιακή απογύμνωση39 δεδομένου ότι μόνο ο
Νέος Οικισμός, το Μακροχώρι, ο Άγιος Αντώνιος και ο Μελάς κατοικούνται. Η Χαλάρα έχει
πέντε οικογένειες, ο Μαυρόκαμπος μία, το Πράσινο δύο και τα υπόλοιπα είναι
εγκαταλελειμμένα πλήρως.
39
Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Ασδραχτάς, Σ. (1979). Η οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών (15ος-
19ος αιώνας), Αθήνα: εκδ. Μέλισσα.
Ο Σπ. Ασδραχτάς θεωρεί «ερημωμένα» τα χωριά:
όσα, αφού καταστράφηκαν κι εγκαταλείφθηκαν, δεν επανοικίστηκαν, π.χ. Δρακοσπηλιά Φθιώτιδας, Σπαρτιάς
Ευρυτανίας, Κιόνια Στυμφαλίας Κορινθίας, κ.α.
η μετάθεση του οικισμένου χώρου, έστω για χάρη ενός γειτονικού οικιστικού σημείου, ακόμη και πολύ
κοντινού, που αφήνει πίσω του ένα εγκαταλειμμένο χώρο, επιτρέπει την ένταξή του ανάμεσα στα ερημωμένα
χωριά. Τα παραδείγματα είναι πολυάριθμα, κυρίως σχετικά με τις παλιές οχυρές κωμοπόλεις που
εγκαταλείφθηκαν, μόλις οι όροι ασφάλειας επέτρεψαν στους κατοίκους τους να βγουν απ’ αυτές για να
εγκατασταθούν καλύτερα (π.χ. κάστρο Λεονταρίου Αρκαδίας, χωριό Βελιγοστή Αρκαδίας, κάστρο Δομοκού,
Βολισός Χίου, κ.α.).
οικιστικές μονάδες που δεν έχουν πια στα μέσα του ΙΘ΄ αιω. παρά 15 ή λιγότερους κατοίκους, με την
προϋπόθεση ότι από τις πηγές συμπεραίνεται από σε παλαιότερη εποχή είχαν περισσότερους. Όπως, επίσης, και
περιοχές που θεωρημένες συνολικά που συμπεριλαμβάνουν ένα σημαντικό σύνολο χωριών ο οποίος μειώθηκε
πολύ (Αμπελάκια Θεσσαλίας, περιοχή Αγράφων, περιοχή Μαντεμοχωρίων, κ.α.).
Από πηγές γίνεται γνωστό ότι δίπλα στα μνημειακά έργα της βυζαντινής τέχνης και τα αστικά σπίτια που είχαν
κτιστεί σύμφωνα με τους κανόνες της οικοδομικής τεχνικής, υπήρχαν πολλά αγροτικά σπίτια κατασκευασμένα
με υλικά του τόπου, είτε από ξύλα, είτε από ωμούς πλίνθους ενισχυμένους μόνο με άχυρα, είτε από πέτρα χωρίς
λάντσα, υλικά που μετά την καταστροφή αφήνουν ίχνη δυσκολοδιάκριτα στην πρώτη ματιά.
Οι δημοσιεύσεις των Κ. Νοταρά-Χαραλάμπους, Ι. Σταματάκη, Ν. Σχινά είναι προγενέστερες της 31ης Μαΐου
1909, χρονολογία του διατάγματος ίδρυσης της «Επιτροπείας τοπωνυμίων της Ελλάδος» με πρόεδρο το Νικ.
Πολίτη επιφορτισμένη να «εκκαθαρίσει» τα ονόματα των πόλεων και των κοινοτήτων που δεν ήταν ελληνικά,
με τον όρο ότι δεν είχαν κιόλας καθιερωθεί από την ιστορία στην τότε μορφή τους. Για ένα σύνολο από 2.049
ερημωμένα χωριά δεν έχουμε κανένα χρονολογικό στοιχείο για τα 373 (δηλ. πάνω από τα 18% του συνόλου),
εκτός από την απροσδιόριστη ένδειξη «βυζαντινό χωριό», «μεσαιωνικός οικισμένος χώρος», «ανθηρή
κωμόπολη κατά την τουρκοκρατία». Στη Μακεδονία και Θράκη το πρώτο μισό του ΙΘ΄ αιω. ανιχνεύτηκαν 31
ερημωμένα χωριά (ποσοστό 3,32% του ελληνικού χώρου συνολικά).
Ο χώρος των οικισμών μελέτης οργανώνεται κατά τρόπο αυθόρμητο και σύμφωνα με τις
ανάγκες των κατοίκων, οι οποίες υπαγορεύονται είτε από τη φυσική είτε από την ιστορική
αναγκαιότητα, σε συνδυασμό με τις υφιστάμενες δυνατότητες του φυσικού περιβάλλοντος.
Ανθρωπολογικοί και κοινωνικοί λόγοι40 αποτελούν παράγοντες που επιδρούν αποφασιστικά
στη φυσική ανάπτυξη των οικισμών και στην εξέλιξη, τη διατήρηση ή τη βελτίωση των
εξυπηρετήσεων των κατοικιών.
Η κατοικία δεν εκλαμβάνεται ως μια κατασκευή μόνο, αλλά ως ένας θεσμός με σκοπό την
ικανοποίηση ενός συνόλου αναγκών. Η ανέγερση των κτισμάτων δεν αποτελεί απλά μια
κατασκευαστική διαδικασία αλλά ένα πολιτισμικό φαινόμενο. Η οργάνωση και η μορφολογία
τους δέχεται την έντονη επηρροή του πολιτισμικού περιβάλλοντος στο οποίο ανήκουν. Με
την κατανόηση της ταυτότητας και του χαρακτήρα του τοπικού πολιτισμού και με την
απόκτηση των βαθύτερων γνώσεων των αξιών του, μπορεί να γίνουν κατανοητές οι επιλογές
στις οποίες έχει προβεί και στον τρόπο οικιστικής αντιμετώπισης των υλικών και
πολιτισμικών μεταβλητών. Το ύφος και η μορφή των κτιρίων δεν είναι απλά και μόνο
αποτέλεσμα επενέργειας υλικών δυνάμεων ή μιας αιτίας αλλά απόρροια μιας σειράς
περιβαλλοντικών και κοινωνικοπολιτισμικών παραγόντων. Η μορφή τροποποιείται με τη
σειρά της από τις κλιματικές συνθήκες, τις μεθόδους κατασκευής, τα διαθέσιμα υλικά και την
τεχνολογία. Οι ωμοπλινθόκτιστες κατασκευές ήδη από τη προβιομηχανική εποχή απαντώνται
40
Οι έννοιες οικισμός και κοινωνία είναι αλληλοεξαρτώμενες. Ο οικισμός αντανακλά την κοινωνική ιδεολογία.
Για να υπάρχει οικισμός πρέπει να υπάρχει κοινωνική ομάδα. Ο οικισμός είναι ένα μορφολογικό και κοινωνικό
φαινόμενο. Ο Carter το 1983 θεωρεί την πόλη μια μορφή ενός κοινωνικού οργανισμού που βασίζεται στην
επαγγελματική εξειδίκευση και την κοινωνική διαστρωμάτωσης ενός περιφερειακά βασισμένου πληθυσμού
στον οποίο έχει καθιερωθεί μια συνεργατική ταυτότητα. Εφόσον ο οικισμός είναι μια ζωντανή πραγματικότητα
η μορφή του μεταφράζει το συγκεκριμένο τρόπο προσαρμογής μιας δεδομένης κοινωνικής ομάδας σ’ ένα
δεδομένο γεωγραφικό χώρο. Κατά τον Α.Φ. Λαγόπουλο το 1970, η μορφή του οικισμού είναι συνάρτηση τόσο
των συνειδητών αντιλήψεων και των ασύνειδων τάσεων των ατόμων αυτής της ομάδας όσο και των δεσμεύσεων
που προκύπτουν από το περιβάλλον, φυσικό, τεχνητό ή και κοινωνικό.
Κατά τον Δημητριάδη Ευαγ. στη νότια Ευρώπη εμφανίζεται ένας συνδυασμός κυκλοτερούς και γραμμικής
διάταξης οικισμός όπου τα σπίτια χωροθετούνται γύρω από έναν ανοικτό ελλειψοειδή χώρο, ενώ στο πίσω
μέρος έχουν χωράφια. Οι αγροτικοί οικισμοί είναι πιο ευμετάβλητοι από τους αστικούς γιατί είναι κτισμένοι με
πρόχειρα υλικά και αν καταστραφούν τα υλικά αυτά δύσκολα αντικαθίστανται.
Από το παρελθόν το αγροτικό οικιστικό δίκτυο υφίσταται σχεδόν παντού συνεχείς αλλαγές. Πολύ συχνά η τάση
είναι μικροί ή απομονωμένοι οικισμοί να εγκαταλείπονται και ο πληθυσμός να συγκεντρώνεται σε
μεγαλύτερους οικισμούς όπου υπάρχει μεγαλύτερη ασφάλεια. Η μορφολογία των οικισμών παραπέμπει στις
κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, καθώς και στις πολιτιστικές συγγένειες των κατοίκων. Βλ. Δημητριάδης,
Π. Ε. (1995). Ιστορία της πόλης και της πολεοδομίας. Ευρωπαϊκοί πολιτισμοί. Μυκηναϊκοί χρόνοι ως τις αρχές
του 20ου αιω., Θεσσαλονίκη: εκδ. Αφοι Κυριακίδη Α.Ε.
Η παραγωγική και όχι μόνο δομή των Κορεστίων οφείλεται στη δράση μιας συγκεκριμένης
κοινωνίας στο περιβάλλον οπότε δημιουργούνται και οι συγκεκριμένες χρήσεις ή λειτουργίες
που εξαρτώνται βασικά απ’ το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο της κοινωνίας. Οι χρηστικές
αυτές λειτουργίες (αρχιτεκτονικές-πολεοδομικές) καλύπτονται από ένα χρηστικό κέλυφος
(Δημητριάδης, 1988). Τόσο στις λειτουργίες όσο και στο κέλυφος «αποτυπώνεται» η
ιδεολογία της κοινωνικής ομάδας που τα παρήγαγε. Έτσι η ιδεολογική κατάσταση και τα
πολιτιστικά και κοινωνικοοικονομικά δεδομένα διοχετεύονται στα κτιριακά κελύφη και στον
πολεοδομικό χώρο. Η επιρροή του επιπέδου των παραγωγικών δυνάμεων στη συνολική
κοινωνική δομή είναι θεμελιώδους σημασίας. Το δομημένο περιβάλλον αντικατοπτρίζει
κοινωνικοπολιτισμικές δυνάμεις, θρησκευτικές πεποιθήσεις, τη δομή της οικογένειας, την
κοινωνική οργάνωση, τον τρόπο βιοπορισμού και τις κοινωνικές σχέσεις των Κορεστίων.
Οι μορφές των κτισμάτων δεν προέκυψαν αποκλειστικά από τις ατομικές επιθυμίες των
ιδιοκτητών αλλά υπήρξαν το αποτέλεσμα συνιστώμενων δυνάμεων και στόχων των κατοίκων
μεμονωμένα αλλά και ως σύνολο στο συγκεκριμένο περιβάλλον. Οι μορφές αποκτούν
συμβολική αξία συγκεκριμενοποιώντας τις αξίες και τα συναισθήματα των κατοίκων.
Εξάλλου, οι κατοικίες και οι οικισμοί αποτελούν την υλική υπόσταση του τρόπου ζωής και
σε αυτό ακριβώς συνίσταται και η συμβολική τους φύση.
41
Η σύνθεση των παραγόντων που συντελούν στη διαμόρφωση του αγροτικού σπιτιού συνδέεται με την
έκφραση των τοπικών συνθηκών της περιοχής και σύμφωνα μ’ αυτές καθορίζεται κάθε φορά η συγκεκριμένη
μορφή του. Έτσι βασική έκφραση των αγροτικών συνθηκών κάθε περιοχής είναι το τοπικό καλλιεργητικό
σύστημα. Αυτό όμως είναι μια θεωρητική προσέγγιση, αφού η λειτουργική σημασία του αγροτικού σπιτιού στις
περισσότερες περιπτώσεις ανταποκρίνεται σε μικτές μορφές. Επίσης, η μορφή της οικίας καθορίζεται κι από τη
σύνθεση της οικογένειας.
Η σύνθεση κάθε μορφής αγροτικού σπιτιού ανάλογα με τις συνθήκες της περιοχής του βασίζεται:
1) στο τοπικό καλλιεργητικό σύστημα,
2) στη σύνθεση της οικογένειας,
3) στους παράγοντες που αναφέρονται ειδικότερα στη μορφολογία του και συνδέονται με τη χωρογραφική του
θέση. Βλ. Το αγροτικό σπίτι. (1940). Αθήνα: εκδ. Ο Λόγος.
Στη δημιουργία της μορφής των κτισμάτων μεγάλη επίδραση ακούν οι κοινωνικές και
πολιτισμικές δυνάμεις αλλά και οι υλικοί παράγοντες (κλίμα, διαθεσιμότητα υλικών). Τα
σπίτια όλων των οικισμών έχουν αρμονική σχέση με το φυσικό περιβάλλον (εικ. 6-7). Η
ανώνυμη αυτή αρχιτεκτονική βρίσκεται σε οργανική σχέση με το φυσικό τοπίο 42, ενώ
παρατηρούνται κοινά τυπολογικά και μορφολογικά γνωρίσματα με βασικό υλικό δόμησης
την ωμόπλινθο.
Εικόνα 6-7: το φυσικό περιβάλλον σε αρμονική συνύπαρξη με το δομημένο. Άποψη του Κάτω Κρανιώνα
και στο βάθος ο Νέος Οικισμός από τον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).
Το φυσικό περιβάλλον λειτουργεί ως μέσο και πεδίο για τη δράση του ανθρώπινου
πολιτισμού. Ο χώρος και ο τόπος είναι οι φυσικοί φορείς του τοπίου. Ένας τόπος είναι ένα
πολυσύνθετο οικοσύστημα, φυσικό και ανθρωπογενές.
42
Φυσικό οπτικό τοπίο είναι ένα δυναμικό σύνολο βιοτικών και αβιοτικών παραγόντων και μεταβλητών, που
μεμονωμένα ή αλληλεπιδρώντας σε έναν περιορισμένο χώρο συνθέτουν ένα οπτικό αποτέλεσμα. Υπάρχει και ο
αισθητικός ορισμός του τοπίου σύμφωνα με τον οποίο τοπίο είναι η γενική εντύπωση που δημιουργείται από το
συνδυασμό των οπτικών στοιχείων, όπως είναι η τοπογραφική διαμόρφωση, η βλάστηση, τα ζώα, το νερό και οι
διάφορες κατασκευές που εντυπωσιάζουν με τις χαρακτηριστικές συνθετικές τους έννοιες της μορφής, της
γραμμής, του χρώματος και της υφής. Ο ορισμός αυτός περιλαμβάνει και ανθρωπογενή στοιχεία.
Μια ειδική κατηγορία φυσικού τοπίου είναι το εποχιακό τοπίο. Είναι γεγονός ότι πολλοί παρατηρητές
συγκινούνται από εποχιακά τοπία μπορεί να ερμηνευτεί ως ιδιαίτερη έλξη που ασκούν το εφήμερο στοιχείο και
η ελεύθερη διαχείρισης επαναληψιμότητα. Η ελκτικότητα των εποχιακών τοπίων δείχνει την ικανότητα των
παρατηρητών να ταυτοποιούν ένα τοπίο με βάση βραχυπρόθεσμα και εφήμερες αξίες που του προσδίδουν και
όχι μόνο με βάση μόνιμα χαρακτηριστικά και μνημειακά στοιχεία. Η Επιτροπή Παγκόσμιας Κληρονομιάς της
UNESCO ορίζει ως πολιτιστικό τοπίο έναν τόπο που προβάλλει μια ιδιαίτερη συνεπίδραση φύσης και
ανθρώπου, ορισμός που εναρμονίζεται με την προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για το Τοπίο. Βλ.
Χασάναγας, Δ. Ν. (2010). Κοινωνιολογία τοπίου: ένα διανοητικό οδοιπορικό στα τοπία του κόσμου. Αθήνα: εκδ.
Παπασωτηρίου.
αντικατοπτρισμός του πολιτισμού, όχι μόνο σκόπιμος αλλά και μη σκόπιμος, δηλαδή
δημιουργήθηκε χωρίς να επιδιώκεται συνειδητά η προβολή του από αυτούς που τον
δημιούργησαν.
Το ευρύτερο περιβάλλον στο οποίο ο τόπος είναι ενταγμένος παίζει ρόλο για την κατανόηση
και τη διαμόρφωσή του. Πολλά σπίτια της περιοχής, π.χ., χτίζονται από τοπικά υλικά στην
ύπαιθρο, δηλαδή ωμόπλινθους, όταν ακόμη το τσιμέντο ήταν δύσκολο να μεταφερθεί ή
άγνωστο. Γι’ αυτό βλέπουμε πολλά σπίτια να μοιάζουν οπτικά πολύ μεταξύ τους με το
φυσικό τους τοπίο, π.χ. λιθόκτιστα σπίτια στην Ήπειρο, πλινθόκτιστα στην Αίγυπτο, κ.α.
Εικόνες 6-8, 6-9: ο οικισμός του Άνω Κρανιώνα χαρακτηρίζεται για τη θετική σχέση δομημένου και
αδόμητου χώρου επιτρέποντας το φυσικό περιβάλλον να συνυπάρχει με τα κτίσματα (Πηγή: προσωπικό
αρχείο).
με «αστικοποιημένες» μορφές κτιρίων. Η δυνατή σχέση του φυσικού και δομημένου χώρου,
το ανάγλυφο του εδάφους και η δομή του οικιστικού συνόλου, η χαμηλή πυκνότητα δόμησης,
η έντονη παρουσία του φυσικού περιβάλλοντος και η γενικευμένη χρήση της ωμόπλινθου
συγκροτούν την ταυτότητα και την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του ιστορικού αυτού οικιστικού
συνόλου (εικόνες 6-8, 6-9).
Ο πολεοδομικός ιστός είναι απόλυτα προσαρμοσμένος στο ανάγλυφο του χώρου καθόρισε
την οικιστική ανάπτυξη κι εξέλιξη. Τα κτίσματα ακολουθούν την πορεία των δρόμων και
μονοπατιών προβάλλοντας την παρουσία τους, δίχως οικοδομικά τετράγωνα. Ο χώρος του
οικισμού προσπαθεί να διασώσει τα ίχνη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Η ιδιαιτερότητα
του ορεινού αγροτικού χώρου, εκτός του κυρίαρχου φυσικού περιβάλλοντος, προέρχεται από
τη χαμηλή πυκνότητα κατοίκησης και των αντίστοιχων δραστηριοτήτων.
43
Με τον όρο «ανθρώπινη κλίμακα» εννοούμε εκείνες τις ιδιότητες του δομημένου περιβάλλοντος που
αναφέρονται στη χρήση και στην αντίληψή τους από τον άνθρωπο, τον πεζό, δηλαδή τις διαστάσεις των
κτιρίων, τις οριζόντιες και κάθετες κινήσεις, τις μακρινές και κοντινές αποστάσεις, τη διάρκεια παραμονής σ’
ένα χώρο, κ.λπ. Την ανθρώπινη κλίμακα τη συναντάμε στο πλάτος του δρόμου, στο ύψος της θύρας, τις
διαστάσεις των ανοιγμάτων, οι αναλογίες των χώρων, κ.λπ., στοιχεία που έχουν πλήρη ανταπόκριση με τα
ανθρωπομετρικά στοιχεία. Η αγροτική κοινωνική δομή βρίσκεται σε άμεση σχέση με το βυζαντινό σπίτι των
οικισμών του ελλαδικού χώρου. Η ομοιότητα με τις αρχαίες κατοικίες δείχνει τη συνέπειά του στις υφιστάμενες
ανάγκες και λειτουργίες. Το αγροτικό σπίτι παρέμεινε αμετάβλητο γιατί και οι λειτουργίες παραμένουν περίπου
αμετάβλητες. Βλ. Δουμάνης, Ο., Paul Olivier Ρ.(1974). Οικισμοί στην Ελλάδα. εκδ. περιοδ. Αρχιτεκτονικά
θέματα, Αθήνα, σσ. 43-58.
44
Η παραγωγή της λειτουργίας θεωρείται ειδικότερα ως αποτέλεσμα της σχέσης του οικοσυστήματος και της
κοινωνικής δομής του δεδομένου κοινωνικού σχηματισμού. Η λειτουργική δομή αρθρώνεται με το γεωγραφικό
χώρο κατά τη χωροθέτησή της και μας παρέχει τη λειτουργικο-χωρική ή τοπολογική δομή. Η δομή παρέχει
συγκεντρώσεις συγγενών μεταξύ τους λειτουργιών. Οι συγκεντρώσεις των πολεολογικών λειτουργιών
αλληλοεπηρεάζονται από το οδικό δίκτυο, το οποίο εξαρτάται από τη μορφολογία του εδάφους.
Το εσωτερικό δίκτυο κυκλοφορίας λαμβάνει την κυρίαρχη έκφρασή του στο κέντρο, γύρω στο οποίο συνήθως
συγκεντρώνονται οι πολεολογικές λειτουργίες. Η ειδικότερη μορφή του δικτύου αυτού εξαρτάται από τοπικούς
τοπολογικούς παράγοντες καθώς και από τη συσχέτισή του με το ευρύτερο δίκτυο κυκλοφορίας του οικισμού.
Η μορφή του κέντρου μεταβάλλεται ανάλογα με τη συσχέτιση των χωρικών συμπλεγμάτων που ο σχηματισμός
τους εξαρτάται κατά το πλείστον από την παραγωγή των λειτουργιών και τον τρόπο παραγωγής του κοινωνικού
σχηματισμού, καθώς και από το οδικό δίκτυο, που έχει μορφή μεταβλητή, η οποία εξαρτάται άμεσα από τη
μορφολογία του εδάφους (τοπογραφία). Η τοπογραφία του εδάφους επιδρά άμεσα στη χωρική μορφή του
κέντρου του οικισμού κι αυτό γίνεται βασικά με το οδικό δίκτυο.
Τα χωρικά συμπλέγματα των λειτουργιών του κέντρου που αποτελούν τις προβολές των λειτουργικών σχέσεων
των λειτουργιών στο γεωγραφικό χώρο, δηλ. την τοπολογική δομή, επηρεάζονται κατά τη χωροθέτησή τους
κυρίως από το οδικό δίκτυο και κατ’ επέκταση από τη μορφολογία του εδάφους. Προφανώς δημιουργείται και
αντίθετη επιρροή των χωρικών συμπλεγμάτων επί του οδικού δικτύου, γιατί η παραγωγή και χωροθέτησή τους
μπορεί να αποτελέσει αίτιο για το σχηματισμό οδικού άξονα, εξαιτίας των σχέσεων που θα δημιουργηθούν με
άλλες γειτονικές λειτουργίες ή συγκεντρώσεις λειτουργιών.
Μπορούμε να κατηγοριοποιήσουμε τις τυπολογικές μορφές του χωρικού σχήματος των οικισμών:
1. επιμήκης ορθογωνική
προσαρμόστηκαν στη μορφολογία του εδάφους, στις κλιματολογικές συνθήκες και στην
κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού. Οι λύσεις (εικ. 6-10) υπαγορεύονται από την
πρακτικότητα και οι χώροι προσαρμόζονται στην κλίμακα των κατοίκων. Ο χώρος
διαμορφώθηκε διαλεκτικά σε σχέση με τις κοινωνικές ανακατατάξεις.
Εικόνα 6-10: τυπολογία αγροτικών οικισμών στη μεσαιωνική Ευρώπη του 14 ου αιω.: α: γραμμικός, β:
κυκλοτερής (β1: πυρηνικός, β2: δακτυλιοειδής), γ: συνδυασμός α και β, π.χ. ελλειψοειδής (Πηγή:
Δημητριάδης Π. Ευάγγελος, Ιστορία της πόλης και της πολεοδομίας, εκδ. Αφοι Κυριακίδη α.ε.,
Θεσσαλονίκη, 1995, σ. 182).
Η χωρική οργάνωση των οικισμών επηρεάζεται από το οικολογικό περιβάλλον και την
κοινωνική δομή του. Η μορφή του οδικού δικτύου εξαρτάται από τη μορφολογία του
εδάφους, επηρεάζει τη χωρική μορφή των κέντρων των οικισμών και ως ένα σημείο μπορεί
να διαμορφώσει και το χωρικό σχήμα των οικισμών και αντίστροφα να διαμορφωθεί από
2. κυκλοτερής (πυρηνική)
3. τυχαία (αστεροειδής)
Κατά τον Ευαγγ. Δημητριάδη, όταν περνά κοντά από έναν οικισμό με επιμήκη μορφή ποτάμι ή ρεματιά, αυτός
ακολουθεί την κατεύθυνση του ποταμού σε ποσοστό 70%, γεγονός που δε συμβαίνει στα Κορέστια.
Αν θεωρήσουμε τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, διαπιστώνουμε ότι οι περισσότεροι οικισμοί με επιμήκη
μορφή προσανατολίζονται σε μια από τις κύριες κατευθύνσεις ΒΝ ή ΑΔ. Η μεταξύ τους αναλογία είναι ποσοστό
64% με κατεύθυνση ΒΝ και ποσοστό 36% με κατεύθυνση 36%. Η χωρική μορφή του οικισμού επηρεάζεται
άμεσα από τη μικροτοπογραφία του εδάφους. Πολλές φορές η κύρια κατεύθυνση της φοράς των τοπογραφικών
καμπύλων του εδάφους κατευθύνει και τη χωρική μορφή του οικισμού και κατά συνέπεια επηρεάζει και τη
χωροθέτηση της περιοχής κατοικίας.
Ενδέχεται η χωρική μορφή του οικισμού να επηρεάζεται από ισχυρούς φυσικούς άξονες του άμεσου
γεωγραφικού του χώρου (π.χ. ποτάμι, κορυφογραμμή, κ.α.). Αν η χωρική μορφή του οικισμού είναι επιμήκης,
τότε φαίνεται να προσανατολίζεται προς τα κύρια σημεία του ορίζοντα και ιδιαίτερα στη γενική κατεύθυνση
ΒΝ. Αυτό θα πρέπει να οφείλεται στη γενική κατεύθυνση ΒΝ που έχουν οι ορεινοί όγκοι της Ηπείρου.
Οι περισσότεροι ηπειρωτικοί οικισμοί προσανατολίζονται γενικά προς την κατεύθυνση ΒΝ. Το εξωτερικό
δίκτυο κυκλοφορίας των οικισμών κατά ποσοστό 65% (13 οικισμοί στους 20) έχει την κύρια κατεύθυνση των
τοπογραφικών καμπυλών του εδάφους. Βλ. Δημητριάδης, Π. Ε. (1980). Κοινωνικός σχηματισμός και
πολεολογικός χώρος. Είκοσι οικισμοί της επαρχίας Κόνιτσας Ηπείρου. (Διδακτορική Διατριβή), επιστημονική
επετηρίδα Πολυτεχνικής Σχολής ΑΠΘ, Τμήμα Αρχιτεκτόνων, παραρτ. αριθμ. 1 του Η΄ τόμου, ΑΠΘ,
Θεσσαλονίκη.
αυτό. Η χωρική μορφή των κέντρων των οικισμών βρίσκεται σε διαλεκτική συσχέτιση με την
περιβάλλουσα περιοχή κατοικίας, ειδικότερα με τη χωρική οργάνωση των συνοικιών και
κατά συνέπεια μπορεί να επηρεάσει ως ένα σημείο το χωρικό σχήμα των οικισμών, μαζί με
το μικροπεριβάλλον τους. Οι περισσότεροι οικισμοί έχουν δύο συνοικίες. Πιθανόν αυτό να
σημαίνει ότι κάτω από διαφορετικές ιστορικές συνθήκες έγινε προσθήκη συνοικιών στον
αρχικό πυρήνα.
Κάθε οικισμός αποτελεί μια δομή, η οποία κατά την ένταξή της στο χώρο επηρεάζεται από
εξωτερικούς και εσωτερικούς παράγοντες. Εξωτερικοί παράγοντες είναι η ορεινότητα του
χώρου, τα βουνά που έχουν συνήθως κατεύθυνση ΒΝ, το ποτάμι Λιβαδοπόταμος (εικ. 6-11,
6-12) και τα ρέματα σε ένα πυκνό υδρογραφικό δίκτυο, κ.α.
Εικόνες 6-11, 6-12: ο Λαδοπόταμος ή Λιβαδοπόταμος που διαρρέει όλη την κοιλάδα των Κορεστείων
(Πηγή: προσωπικό αρχείο).
Kύρια χαρακτηριστικά του δικτύου των οικισμών της περιοχής είναι η διασπορά τους, η
χαλαρή σχετικά διάταξη, η χαμηλή πληθυσμιακή βάση των κατοικημένων οικισμών. Δεν
υπάρχουν απότομες χαράδρες. Γίνεται φανερό ότι οι περιβαλλοντικοί παράγοντες
διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην επιλογή του χώρου δημιουργίας οικισμών. Η
συσχέτιση λειτουργιών και οδικού δικτύου σχετίζεται με τη χωρική μορφή του εκάστοτε
κέντρου, η οποία βρίσκεται σε διαλεκτική συσχέτιση με την περιοχή κατοικίας και με τη
χωρική οργάνωση των συνοικιών, συνεπώς μπορεί να επηρεάσει ως ένα σημείο το χωρικό
σχήμα του οικισμού, μαζί με το μικροπεριβάλλον.
(1945-49). Πρωτεύοντα ρόλο στο φαινόμενο της εγκατάλειψης των κατοικιών μετά τον
εμφύλιο από αρκετές οικογένειες έπαιξε η μετανάστευση στο εξωτερικό και στο εσωτερικό.
Η απομόνωση της περιοχής, είτε λόγω του ανάγλυφου του εδάφους είτε λόγω των ιστορικο-
πολιτιστικών εξελίξεων, και η απουσία επενδυτικού ενδιαφέροντος δεν ευνόησε την
εμφάνιση νεώτερων κατασκευών, συγκυρία που με τη σειρά της βοήθησε στη διατήρηση των
παραδοσιακών τύπων και μορφών.
Σχετικά με την ίδρυση των οικισμών δεν υπάρχουν τεκμηριωμένα στοιχεία. Η ίδρυσή τους
δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια, όμως από προφορικές μαρτυρίες η παρουσία τους
ανάγεται στις αρχές του 18ου αιω., αν και υπάρχουν αρχαιολογικά ευρήματα προς περαιτέρω
διερεύνηση Λαμβάνοντας υπόψη τους ναούς της περιοχής μπορούμε να εικάσουμε, με
σχετική βεβαιότητα, ότι πολλοί οικισμοί, όπως η Χαλάρα, είχαν ανάπτυξη και ακμή τον 16 ο
και 17ο αιώνα, οπότε η απαρχή της δημιουργίας βρίσκεται αρκετά χρόνια πριν. Ο τρόπος
οργάνωσης των οικισμών δεν παραπέμπει σε παραδοσιακό ιστό με στενή διάταξη κτισμάτων
και φρουριακή μορφή. Σαφή εικόνα της αρχικής μορφής των οικισμών δεν είναι δυνατό να
έχουμε, αφού τα παλαιότερα κτίσματα που σώζονται, μονόχωρα, ισόγεια ή ορισμένα διώροφα
δε μπορούν να χρονολογηθούν πριν από τον 18ο αιώνα.
Η αναζήτηση και επιλογή της κατάλληλης τοποθεσίας, για την ίδρυση οικισμών στηρίζονταν
σε βασικά προαπαιτούμενα, όπως ασφάλεια κατοίκων, ύπαρξη νερού, δυνατότητα παραγωγής
αγαθών για την επιβίωση και δυνατότητα επικοινωνίας με άλλους οικισμούς για ανεύρεση κι
ανταλλαγή αγαθών, τα οποία βρίσκονταν σε ανεπάρκεια ή απουσίαζαν από το δικό τους
ζωτικό χώρο. Διακρίνεται ποικιλία στον οικιστικό χαρακτήρα με εμφάνιση τόσο κτισμάτων
σε ελεύθερη και αραιή χωροθέτηση μέσα στον οικιστικό ιστό, όσο και κτισμάτων σε επαφή
με τα όμορα γειτονικά σε πολύ μικρότερο όμως βαθμό. Δεν παρατηρείται φρουριακή
οργάνωση στους οικισμούς, όμως ορισμένα σπίτια μαζί με τα προκτίσματα και τους
μαντρότοιχους αποτελούν μικρές κλειστές μονάδες. Αυτό δε σημαίνει ότι οι οικισμοί
διέπονται από μια αντίληψη του χώρου, που απαιτεί εσωστρεφή σπίτια 45 και δρόμους με
τυχαία χάραξη, όπως για παράδειγμα στα πομακοχώρια.
45
Η εσωστρέφεια είναι ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα, κάτι που άλλωστε ισχύει από τα αρχαία ακόμη χρόνια,
και όχι άσχετο με την εσωστρέφεια της δομής των κοινωνιών και οικογενειών. Μία μόνη είσοδος στην αυλή
έδινε τη δυνατότητα λειτουργικής και οπτικής επικοινωνίας με τον έξω χώρο. Δηλαδή η εσωστρέφεια
εκφράζεται στη μορφή της οικίας. Το κύριο ενδιαφέρον της μορφολογικής διάπλασης στρέφεται στη
διαμόρφωση των εσωτερικών όψεων προς την αυλή.
Χάρτης 6-1: Αποτύπωση κεντρικού τμήματος οικισμού Άνω Κρανιώνα. Παρατηρείται οικιστική αραίωση
στην περιοχή του ναού της Αγ. Παρασκευής (με μωβ χρώμα ο ιερός ναός, με πορτοκαλί τα διώροφα
κτίρια, με πιο σκούρο πορτοκαλί τα τριώροφα και με πιο ανοικτή απόχρωση του πορτοκαλί τα μονώροφα.
Πηγή: πρωτότυπο).
Ο Άνω και Κάτω Κρανιώνας είναι δύο ξεχωριστά χωριά που έχουν τη δομή ενός χωριού με
δύο μαχαλάδες, αφού διαχωρίζονται σε δύο διακριτά τμήματα από το Λαδοπόταμο. Η μορφή
του κάθε οικισμού επιδρά στον τρόπο ζωής και στη μορφή των σπιτιών. Ορισμένοι οικισμοί
στα Κορέστια (Άνω Κρανιώνας) δεν είναι συμπαγείς, ούτε ιδιαίτερα συνεκτικοί (σχέδιο 6-1)
και γίνονται κατανοητοί ως μια σειρά σπιτιών δίχως αυτόνομη υπόσταση. Σε πολλά τμήματα
των οικισμών δεν υπάρχει σαφής διαχωρισμός δημοσίου και ιδιωτικού χώρου. Σε μερικά
χωριά υπάρχουν πλατώματα46 (ανοιχτωσιές, πανηγυρότοποι, εικ. 6-13, 6-14) όπως στον Άνω
Κρανιώνα και στο Μελά.
Εικόνες 6-13, 6-14: το κεντρικό σημείο του Άνω Κρανιώνα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).
Υποστηρίζεται από σύγχρονους μελετητές (Δημητριάδης & Τσότσος, 2000) ότι ο κυριότερος
παράγοντας που διαμορφώνει την εξελιγμένη «παραδοσιακή» ή «ανώνυμη» αρχιτεκτονική 47
είναι ο πολιτιστικός. Οι υλικοί παράγοντες υποχωρούν μπροστά στο συμβολισμό, τη
θρησκεία και την ανάγκη για κοινωνική προβολή. Παράλληλα, λειτουργούν κι άλλοι
παράγοντες εκτός του πολιτιστικού που καθορίζουν την παραγωγή του οικιστικού χώρου,
τόσο σε πολεοδομικό όσο και σε κτιριολογικό επίπεδο, όπως:
η κοινωνικοοικονομική βάση της τοπικής κοινωνίας που συνεργεί βελτιωτικά ή όχι στο
σύνολο του δομημένου χώρου, τόσο από άποψη πολεοδομικών λειτουργιών και δικτύων όσο
και στο επίπεδο της κατοικίας.
46
Συχνά στα ορεινά χωριά υπάρχει το αγνάντι, ένας τόπος συνεύρεσης σε κάποιο πλάτωμα με θέα, όπου
υπήρχαν καθίσματα, συνήθως από ξύλινους κορμούς, για τους χωρικούς. Οι πανηγυρότοποι, οι χώροι όπου
πραγματοποιούνται δημόσιες γιορτές και θρησκευτικά πανηγύρια, βρίσκονται συνήθως μπροστά από κάποια
εκκλησία και είναι ανοικτοί ώστε να επιτρέπουν μεγάλες συναθροίσεις κόσμου. Η κα Α. Κυριακίδου διέκρινε
μια λογική οργάνωσης του χώρου και του τοπίου που παραπέμπει στην ελληνική αρχαιότητα. Βλ. Καραμανές Θ.
Ε. (2011). Οργάνωση του χώρου. Τεχνικές και τοπική ταυτότητα στα Κοπατσαροχώρια των Γρεβενών, επιμ.
Παναγ. Ι. Καμηλάκης, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, Εθνικό Τυπογραφείο.
47
Η αποκαλούμενη συντεχνιακή λαϊκή αρχιτεκτονική σε αρκετές περιπτώσεις σε κεντρικούς οικισμούς
οφείλεται σε πρωτοβουλία επώνυμων μαστόρων και διακεκριμένων κτητόρων, δηλαδή στον παραγωγό και στο
χρήστη του χώρου. Επίσης, σε διασωζόμενα υποδείγματα κατοικιών φαίνεται ειδικότερα να αντανακλάται η
ορθόδοξη ελληνική κουλτούρα που ανάγεται σε αντιλήψεις και συμβολισμούς της ευρύτερης μεσογειακής και
ινδοευρωπαϊκής πολιτιστικής οικογένειας του βαλκανικού και μικρασιατικού χώρου, που χρησιμοποιεί
πανάρχαιες μορφές-πρότυπα (π.χ. κατοικία στην Όλυνθο). Βλ. Δημητριάδης, Π. Ε., Τσότσος, Π. Γ. (2000). Η
αρχιτεκτονική προεξοχή- σαχνισί. Μια άλλη χωρική αντίθεση της παράδοσης- αλλαγής. Γεωγραφική διάχυση
στο βορειοελλαδικό χώρο κατά την όψιμη τουρκοκρατία. Στο διεθνές συνέδριο παραδοσιακής βαλκανικής
αρχιτεκτονικής, 12-15 Οκτωβρίου 2000, Βέροια: Δήμος Βέροιας.
το οικολογικό περιβάλλον που προβάλλει μια σειρά δεσμεύσεων γενικού και ειδικού
ενδιαφέροντος. Αρχίζοντας από τη γεωγραφία του τόπου, η οποία επηρεάζει τις σχέσεις των
οικισμών, (ορεινότητα τοπίου, ύπαρξη ποταμού και ρεμάτων, κ.α.) φτάνει ως τα
τεχνοοικονομικά χαρακτηριστικά που καθορίζουν το κέλυφος, όπως ανοίγματα φωτισμού,
προσανατολισμός, ωμόπλινθος ως υλικό δόμησης, κ.α.
το ιστορικό πλαίσιο της ανάπτυξης και δράσης της τοπικής κοινωνίας σε σχέση με τοπικά
και άλλα γεγονότα της ιστορίας48, της οικονομίας, της πολιτικής, της δημογραφίας, των
θεσμών, κ.λπ.
Όλοι οι παραπάνω παράγοντες καθορίζουν το νόημα και το είδος του πολεοδομικού και
αρχιτεκτονικού χώρου της περιοχής.
48
Για παράδειγμα, στο διάστημα της οθωμανικής ηγεμονίας η πολεοδομική οργάνωση στους μη σχεδιασμένους
οικισμούς του ενιαίου ελλαδικού χώρου, κατά τον Γ. Κίζη, ακολουθεί 3 βασικές τυπολογικές κατηγορίες που
εκφράζουν αντίστοιχα την οικονομική και κοινωνική οργάνωση του αστικού, του ορεινού και του αγροτικού
πεδινού χώρου. Ειδικά στο βορειοελλαδικό χώρο παρατηρούνται οι εξής κατηγορίες:
α. η «πόλη-παζάρ», η οποία από τα μέσα του 19ου αιω. μεταλλάσσεται και εξελίσσεται σε «πόλη-πρακτορείοο»
με μικτό πληθυσμό όπου αρχικά επικρατεί η οθωμανική άρχουσα τάξη και κουλτούρα ενώ από τα μέσα του 19 ου
αιω. κυριαρχεί οικονομικά η χριστιανική (ελληνική) κουλτούρα.
β. το μη σχεδιαζόμενο αγροτικό οικισμό του ορεινού (β1) και του πεδινού (β2) χώρου. Η διαφορά τους είναι
εμφανής στο οικονομικοκοινωνικό, αλλά και αρχιτεκτονικό επίπεδο. Ο πρώτος (β1) αποτελεί το γνωστό
απομονωμένο βιοτεχνικό και παραγωγικό κέντρο της χριστιανικής κοινότητας (π.χ. Άγραφα, Ζαγόρι, Πήλιο,
κ.λπ.), ενώ ο δεύτερος (β2) είναι το τσιφλικοχώρι του κάμπου, κυρίως με κολληγικό πληθυσμό. Η πρώτη
υποκατηγορία έχει συνήθως οικονομική και πνευματική ευημερία, ενώ η δεύτερη οικονομική και πολιτιστική
αδράνεια.
γ) υπάρχουν, τέλος, και μερικές άλλες τοπικές κατηγορίες μη σχεδιασμένων οικισμών στον ελλαδικό χώροι,
όπως είναι ο οικισμός με μικτό πληθυσμό (π.χ. Θράκη, Μακεδονία, κ.τ.λ.), ο οχυρωμένος ή πολεμικός οικισμός
(π.χ. Μάνη, κ.τ.λ.), ο απομονωμένος οικισμός (π.χ. φάρμα, κ.τ.λ.). (Κίζης, 1994).
οικισμούς σε κατάσταση ερήμωσης και το γεγονός αυτό συνετέλεσε στη διατήρηση του
ιδιαίτερου αρχιτεκτονικού χαρακτήρα μέχρι σήμερα.
Τα κτίσματα έχουν ενταχθεί στην ανθρώπινη κλίμακα, εντάσσονται ομαλά και αρμονικά στο
φυσικό περιβάλλον, δεν δημιουργείται η εντύπωση στενότητας του χώρου, αλλά η εικόνα
ενός ανοικτού οικισμού με την απουσία του συναισθήματος κλειστού χώρου. Με τον όρο
«ανθρώπινη κλίμακα» εννοούμε εκείνες τις ιδιότητες του δομημένου περιβάλλοντος που
αναφέρονται στη χρήση και στην αντίληψή τους από τον άνθρωπο, τον πεζό, δηλαδή τις
διαστάσεις των κτιρίων, τις οριζόντιες και κάθετες κινήσεις, τις μακρινές και κοντινές
αποστάσεις, τη διάρκεια παραμονής σ’ ένα χώρο, κ.λπ. Την ανθρώπινη κλίμακα τη
συναντάμε στο πλάτος του δρόμου, στο ύψος της θύρας, τις διαστάσεις των ανοιγμάτων, οι
αναλογίες των χώρων, κ.λπ., στοιχεία που έχουν πλήρη ανταπόκριση με τα ανθρωπομετρικά
στοιχεία. Οι οικισμοί δημιουργήθηκαν κι αναπτύχθηκαν εξυπηρετώντας βασικές ανάγκες
κατοίκησης, κατασκευάστηκαν με τα υλικά του τόπου και προσαρμόστηκαν στη
μορφολογία του εδάφους, στις κλιματολογικές συνθήκες και στην κοινωνική σύνθεση του
πληθυσμού. Οικισμοί, όπως ο Άνω Κρανιώνας, χαρακτηρίζονται από ελευθερία και
ευκαμψία στη σύνθεση με τα σπίτια του να μην υποτάσσονται σε αξονικές και συμμετρικές
αρχές (εικ. 6-15).
Ο αγροτικοποιμενικός τρόπος διαβίωσης κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα οδήγησε στην
επικράτηση του κτιριακού τύπου με το ανοικτό χαγιάτι στο όροφο και βοηθητικά δωμάτια
στο ισόγειο, τα οποία είχαν χρήση αποθηκευτικών χώρων και σταβλισμού. Κατά το τέλος του
19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, η τυπολογία των κτιρίων γίνεται περισσότερο
εσωστρεφής και αστική, οδηγώντας σε νέα, πιο συμπαγή κτίσματα (με εσωτερικό σοφά) ή
στον ανασχεδιασμό των ήδη υπαρχόντων με επεμβάσεις, οι οποίες περιλάμβαναν κυρίως το
κλείσιμο των χαγιατιών και τη μετατροπή τους σε «ηλιακούς χώρους».
H κατανόηση του οικιστικού συνόλου γίνεται κατανοητή με την επισήμανση των κύριων
χαρακτηριστικών του χώρου, τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά του πολεοδομικού ιστού και
την αναγνώριση της τυπολογίας και μορφολογίας των κτισμάτων. Σημαντικά θέματα είναι
το σύστημα των ιδιοκτησιών, το σύστημα των διαδρομών, οι σχέσεις κτισμένων και
ελεύθερων χώρων, τα μνημεία, τα μοναδικά στοιχεία στην μορφοτυπολογία των κτισμάτων,
κ.α.
Το πολεοδομικό σώμα Άνω Κρανιώνα και αρκετών οικισμών49 αποτελείται από μερικές
δεκάδες σπιτιών κτισμένων στο επικλινές έδαφος του ορεινού όγκου και θα μπορούσε να
εκληφθεί ως ένας μεγάλος μαχαλάς. Η κεντρική πλατεία σχηματοποιείται με μαεστρία
ακολουθώντας τις έντονες κλίσεις του εδάφους, ως ένα κενό ανάμεσα στην εκκλησία και
ορισμένες κατοικίες.
Η αραιή δόμηση των οικισμών, όπως για παράδειγμα του Άνω Κρανιώνα, είχε ανάγκη ενός
συνδετικού στοιχείου που είναι το πλέγμα των διαδρομών (Παράρτημα Γ, σχέδιο Γ1, Γ-2). Οι
δρόμοι στο εσωτερικό αρκετών οικισμών σήμερα είναι ουσιαστικά τα απομεινάρια των
49
«Είναι τόσο όμορφα τα Κορέστεια που μου θυμίζουν τοπία της Φλωρεντίας»: με τα λόγια αυτά διαφημίζει τα
χωριά των Κορεστείων ανάμεσα στα κορφοβούνια και τις ποταμοκοιλάδες ο διπλωμάτης, πολιτικός και λόγιος
Ίωνας Δραγούμης στην περιοδεία του ως υποψήφιος βουλευτής του ενιαίου τότε νομού Φλώρινας.
παλιών διαδρομών που γινόταν με ζώα. Στον παραπάνω οικισμό, λόγου χάρη, διακρίνονται
τρεις βασικές διαδρομές εγκάρσια στις κλίσεις του εδάφους και μια διαδρομή που διατρέχει
περιμετρικά τον οικισμό και εξυπηρετεί τα περισσότερα κτίσματα. Κομβικό σημείο αποτελεί
η είσοδός του όπου διασταυρώνονται τρεις κύριοι οδικοί άξονες (ένας που οδηγεί την
εκκλησία και η προέκτασή του στο νεκροταφείο, ένας δεύτερος που οδηγεί στο κεντρικό
σημείο του οικισμού και ένας τρίτος που οδηγεί προς το εξωκκλήσι της Αγίας Παρασκευής
λίγο έξω και βορειοανατολικά του οικισμού).
ομοιόμορφη μέσα στον ιστό αλλά δεν παρουσιάζεται η αναμενόμενη πύκνωση στο κέντρο
και γύρω από την εκκλησία, όπως συμβαίνει σε πολλούς άλλους οικισμούς του
βορειοελλαδικού και όχι μόνο χώρου.
Την περιοχή κοσμούν ναοί, κυρίως του 19ου αιω., οι οποίοι διαθέτουν ενδιαφέρον
αγιογραφικό και εικονογραφικό πλούτο μαρτυρώντας μια κοινωνία με σχετική οικονομική
ευμάρεια. Σημαντικό ρόλο στη μορφή και τη διάρθρωση του Άνω Κρανιώνα έπαιξε η
εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, που μπορεί να χαρακτηριστεί έργο μεταβυζαντινής τέχνης
Εικόνες 6-16, 6-17: χαρακτηριστικά διώροφα κτίσματα ανάμεσα σε Κάτω Κρανιώνα και
Μαυρόκαμπο, γνωστά ως «φυλάκτρες» (Πηγή: προσωπικό αρχείο).
της περιοχής, αν και δεν έχει χαρακτηριστεί επίσημα διατηρητέο μνημείο. Ο κύριος άξονας
του ναού διατάσσεται σχεδόν παράλληλα με τις κλίσεις του εδάφους. Οι όψεις του ναού είναι
απλές και δε φέρουν περίτεχνα μορφολογικά στοιχεία. Η στέγη του ναού είναι δίρριχτη με
αποτμήσεις (κομμά) στην ανατολική και δυτική πλευρά.
Ο άμεσος περίγυρος της εκκλησίας λειτουργεί ως κέντρο συνάθροισης κι αποτελεί όχι μόνο
κέντρο της θρησκευτικής αλλά και της κοινωνικής και οικονομικής ζωής των κατοίκων. Είναι
χαρακτηριστικό ότι η πλατεία δεν είναι σχεδιασμένη αλλά υπήρξε ένα άνοιγμα-πλάτωμα χωρίς
ιδιαίτερες διαμορφώσεις, αλλά με πολύ ενδιαφέρουσες φυσικές διαβαθμίσεις στην κλίση του
εδάφους που διαμορφώνουν ένα χώρο ιδιαίτερης αισθητικής και αρχιτεκτονικής τοπίου.
Ο οικισμός φιλοξενεί από τα λιγοστά τριώροφα κτίσματα που συναντώνται στα Κορέστια
(Παράρτημα Γ-18/Γ-20, οικία Μποτσκάρη) καθώς επίσης και σε μικρή απόσταση από αυτόν
και στο δρόμο προς το Μαυρόκαμπο δύο μοναδικά κτίσματα, τις «φυλάχτρες» (εικ. 6-16, 6-
17) από ωμόπλινθους που είχαν σκοπό τη φύλαξη των αμπελιών που υπήρχαν παλαιότερα στα
χωράφια της περιοχής. Πρόκειται για διώροφα τετραγωνικής κατόψεως κτίρια με εσωτερική
σκάλα και μικρό εξώστη πάνω από την κύρια είσοδο που δεν κείται κεντρικά. Μοιάζουν με
μικρούς τετράγωνους πυργίσκους και οι διαστάσεις τους εντάσσονται στη λογική της
ελάχιστης κάλυψης της γης σεβόμενες τις ανάγκες της αγροτικής χρήσης της.Αξίζει να
αναφερθεί η ύπαρξη νερόμυλου που χρονολογείται γύρω στα 1900 στον Μαυρόκαμπο, ο
οποίος ανακατασκευάστηκε το 1958 από την «Βασιλική Πρόνοια» και την Κοινότητα
Μαυρόκαμπου.
Τα υλικά και άυλα στοιχεία του τόπου διαμορφώνουν ιστορικές, πολιτιστικές, κοινωνικές,
αισθητικές και κατασκευαστικές αξίες οι οποίες εκπορεύονται από το παρελθόν. Στο
παραδοσιακό οικιστικό περιβάλλον αναγνωρίζονται η αρμονική σχέση φυσικού και
δομημένου χώρου, η διατήρηση της ανθρώπινης κλίμακας, η αίσθηση ταυτότητας και
Ο Άνω Κρανιώνας έχει ιδιαίτερη ταυτότητα και χαρακτήρα, δίχως να παρατηρείται έντονη
ανομοιογένεια. Εντοπίζονται τα ακόλουθα προβλήματα σ’ αυτόν:
η εγκατάλειψη αποτελεί στοιχείο της ταυτότητας της σημερινής εικόνας που αποθαρρύνει
την επανεγκατάσταση κατοίκων (γήρανση πληθυσμού και πληθυσμιακή αποδυνάμωση κι
απογύμνωση).
Ο τρόπος επίλυσης των παραπάνω προβλημάτων πρέπει να συμβάλλει στην κατοίκηση του
οικισμού και στη διατήρηση του χαρακτήρα και της μοναδικής του ταυτότητας.
Η δημιουργία των δικτύων βασικής υποδομής και η οργάνωση του πλέγματος των δημόσιων
χώρων (κλειστών και υπαίθριων) είναι τα στοιχεία εκείνα που θα ενεργοποιήσουν το
ενδιαφέρον της δημόσιας και ιδιωτικής πρωτοβουλίας για επανεγκατάσταση και αναβίωση του
οικισμού. Οι άξονες διαμέσου των οποίων θα διέρθουν τα βασικά δίκτυα είναι επίσης κρίσιμη
επιλογή.
Από τους χάρτες γίνεται και σχεδιαστικά φανερό ότι κυριαρχεί η χαλαρή οργανική σχέση των
μερών του οικισμού. Μεγάλες πλατείες δε συναντώνται ίσως γιατί οι περισσότεροι οικισμοί
είναι κτισμένοι σε βουνοπλαγιά και δεν περίσσευε χώρος γι’ αυτές. Στον Άνω Κρανιώνα,
λόχου χάρη, δίνεται μια λύση ιδιαίτερα προσαρμοσμένη στο επικλινές ανάγλυφο
(Παράρτημα Γ, Σχέδια Γ-1/ Γ-4).
Η πλειονότητα των σπιτιών στα Κορέστια είναι διώροφα (εικ. 7-4 έως 7-8), ενώ υπάρχουν
ορισμένα μονώροφα (εικ. 7-1, 7-2 και 7-3), αλλά και τριώροφα (εικ. 7-9, 7-10).
Εικόνες 7-1, 7-2: μονώροφα κτίσματα σε Μαυρόκαμπο (πάνω) και Κάτω Κρανιώνα (κάτω) (Πηγή:
προσωπικό αρχείο).
Εικόνες 7-4, 7-5: διώροφες κατοικίες στη Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).
Εικόνες 7-6, 7-7: διώροφες κατοικίες στη Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).
Εικόνες 7-9, 7-10: τριώροφη κατοικία Μποτσκάρη στον Άνω Κρανιώνα (πάνω) και στο Μαυρόκαμπο
(κάτω) (Πηγή: προσωπικό αρχείο).
Ο αρχαιότερος τύπος που επικρατεί στην περιοχή μελέτης, όπως και στις ημιορεινές περιοχές
της Μακεδονίας και της Θράκης, είναι ο πλατυμέτωπος (με χαγιάτι, τσαρδάκι). Ο τύπος
αυτός οδηγεί, κατά τις διάφορες μεταμορφώσεις του βασικού του κυττάρου, σε μια μεγάλη
ποικιλία τύπων που τους συναντάμε σε πολύ ευρύτερες περιοχές, όπως στην Αλβανία, στη
Βουλγαρία και στην Τουρκία.
και την επαγγελματική ιδιοαπασχόληση του ιδιοκτήτη, και το βοηθητικό επίπεδο που
καταλαμβάνει το ισόγειο, την αυλή ή και υπόγειους χώρους, όπου υπάρχουν, για τις
καθημερινές δραστηριότητες της οικογένειας (π.χ. φούρνος, υπόστεγο, λοιπές εγκαταστάσεις,
κ.τ.λ.).
Αρκετά σπίτια ανήκουν στα πλατυμέτωπα ορθογωνικά κλειστού τύπου, χωρίς βέβαια να
απουσιάζουν και τα ανοικτού τύπου, δηλαδή με χαγιάτι στο ισόγειο και στον όροφο ή μόνο
στον όροφο. Ο κλειστός τύπος, μεταγενέστερος του πλατυμέτωπου απλού ή με χαγιάτι (εικ.
7-11, 7-12), εκφράζει τον απόηχο της νεοκλασικής αστικής αρχιτεκτονικής.
Εικόνα 7-11: διώροφη κατοικία με χαγιάτι στη Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).
Εικόνα 7-12: διώροφη κατοικία με χαγιάτι στον Κάτω Κρανιώνα. Σήμερα έχει καταρρεύσει (Πηγή:
προσωπικό αρχείο).
Ένα άλλο χαρακτηριστικό ορισμένων σπιτιών αυτών είναι η συμμετρική κάτοψη, με κεντρικό
χώρο υποδοχής στον όροφο και μικρότερα δωμάτια στις δύο πλευρές του. Είναι μια διάταξη
που προέρχεται φυσικά από τη μίμηση και τη μεταφορά της κάτοψης, του αρχοντικού που
έχει επίσης ένα μεγάλο και διαμπερή συνήθως κεντρικό χώρο υποδοχής. Το αποτέλεσμα είναι
οι επίσης συμμετρικές προσόψεις, με τα ρυθμικά τοποθετημένα ανοίγματα και τον αξονικά
τοποθετημένο εξώστη του ορόφου σε μερικά παραδείγματα. Είναι φανερή η επίδραση του
νεοκλασικισμού κι αξιοσημείωτος είναι ο τονισμός των ανοιγμάτων, η παρουσία των
ενισχύσεων που παίρνουν τη μορφή παραστάδων και που, πέρα από τις ρυθμολογικές
ανάγκες που υπηρετούν, αποτελούν και τις τελευταίες «μεσαιωνικές» επιδράσεις που επιζούν
στις επίπεδες όψεις των λαϊκών αυτών σπιτιών.
Ο κλειστός τύπος κατοικίας χαρακτηρίζεται από τη συμμετρία στην κάτοψη και κυρίως στην
κύρια όψη, ως προς τον κατακόρυφο άξονα. Χωρίς αμφιβολία ο τύπος αυτός, μεταγενέστερος
του πλατυμέτωπου απλού ή με χαγιάτι τύπου, εκφράζει τον απόηχο της νεοκλασικής αστικής
αρχιτεκτονικής. Ο πλατυμέτωπος τύπος ήταν διάχυτος στην περιοχή, όπως διαπιστώνεται από
σωζόμενα παραδείγματα, προτού κάνει την εμφάνισή του ο κλειστός συμμετρικός
ορθογωνικός τύπος. Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα στο Μελά και στη
Χαλάρα, το χαγιάτι μετατρέπεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου σε κλειστό χώρο. Στην ευρύτερη
περιοχή του όρους Βέρνο, ο τύπος με το χαγιάτι ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένος κατά τη
διάρκεια του 19ου αιώνα, ενώ οι τύποι με τον εσωτερικό σοφά εμφανίζονται κατά τα τέλη
του 19ου αιώνα και στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα (Οικονόμου, 2013). Ο κλειστός
τύπος κατοικίας χαρακτηρίζεται από τη συμμετρία στην κάτοψη και κυρίως στην κύρια όψη,
ως προς τον κατακόρυφο άξονα. Ο τύπος αυτός, μεταγενέστερος του πλατυμέτωπου απλού ή
με χαγιάτι τύπου, εκφράζει τον απόηχο της νεοκλασικής αστικής αρχιτεκτονικής. Ο
πλατυμέτωπος τύπος ήταν διάχυτος στην περιοχή, όπως διαπιστώνεται από τα σωζόμενα
παραδείγματα σε όλη την περιοχή, προτού κάνει την εμφάνισή του ο κλειστός συμμετρικός
ορθογωνικός τύπος.
Σ’ όλους τους οικισμούς, και κυρίως στο Γάβρο, στο Ανταρτικό και στον Κώττα
παρατηρούνται προεξοχές (σαχνισιά) (εικόνες 7-13 / 7-16) που στηρίζονται με λοξά ξύλα
(παγιάντες) ή με οριζόντια κατά την προέκταση του πατώματος ξύλα. Ενδιαφέρουσα είναι η
εμφάνιση των αρχιτεκτονικών προεξοχών-σαχνισιών, που προβάλλουν χαρακτηριστικά από
το συνολικό όγκο ορισμένων οικιών δημιουργώνοτας ένα αίσθημα ανάτασης. Στη γειτονική
περιοχή των Πρεσπών η παρουσία του είναι δεν έχει πολύ έντονη παρουσία το σαχνισί
(χάρτης 7-1).
Χάρτης 7-1: περιοχές με την συχνότητα εμφάνισης αρχιτεκτονικής προεξοχής-σαχνισιού στην Κεντρική
και Βόρεια Ελλάδα (Πηγή: Οικονόμου Αινείας, terra, Lyon, p. 3).
Εικόνες 7-13, 7-14: οικία με σαχνισί στον Άνω Κρανιώνα (πάνω) και στο Πράσινο (κάτω) η οποία έχει
καταρρεύσει (Πηγή: προσωπικό αρχείο).
Εικόνες 7-15, 7-16: οικία με σαχνισί στη Χαλάρα (πάνω) και στο Ανταρτικό η οποία έχει καταρρεύσει
(κάτω) (Πηγή: προσωπικό αρχείο).
Ως σπίτι δεν θεωρούνταν μόνο η κατοικία, αλλά και ο στάβλος, το εργαστήρι, ο χώρος
επεξεργασίας των τοπικών προϊόντων, η αποθήκη για όλες τις ανάγκες της οικογένειας. Έτσι,
η οικία απευθύνεται στον άνθρωπο και ο στάβλος στα ζώα και τα προϊόντα. Τα σπίτια των
Κορεστίων εκφράζουν το φυσικό, το κοινωνικό και το οικονομικό περιβάλλον τους. Το
φυσικό περιβάλλον της περιοχής δίνει όλα τα υλικά κατασκευής: πηλό, πέτρες, ξύλα και
καλάμια. Η λαϊκή τοπική οικοδομική παράδοση, που επεδίωκε την αρμονία στην κάτοψη και
στην πρόσοψη, πέτυχε τη συνολική έκφραση αρκετών κτισμάτων με την αίσθηση ισορροπίας
στο χαρακτήρα τους. Τα σπίτια παριστάνουν την έκφραση και συγκεντρώνουν τις εκφάνσεις
της κοινωνικής ζωής του τοπικού πολιτισμού. Στις προσόψεις γενικά παρατηρείται
αυστηρότητα και ισορροπία κενών και πλήρων. Η εικόνα των οικισμών απαρτίζεται από ένα
μωσαϊκό όγκων με καθαρά γεωμετρικά χαρακτηριστικά με απλές γραμμές και σχήματα.
Παρόλη την αποκλειστικότητα στη χρήση των υλικών δε δημιουργείται αίσθημα πληκτικής
μονοτονίας.
50
Σύμφωνα με προφορικές και γραπτές μαρτυρίες, όπως χαρακτηριστικά στο άρθρο «Λαογραφικά-η πρώτη
κατοικία» του Λάζαρου Γ. Βαφειάδη στο περιοδικό «Αριστοτέλης» Φλώρινας, τευχ. 125-126/1977 έχουμε
πληροφορίες για τα σπίτια της περιοχής (οι νομοί Φλώρινας και Καστοριάς τότε αποτελούσαν έναν ενιαίο νομό.
Ο νομός Καστοριάς διαχωρίστηκε από το νομό Φλώρινας το 1940): «τα πρώτα σπίτια ήταν πλινθόκτιστα,
μακρουλά και σκεπασμένα με καλάμια ή άχυρο. Χωρίζονταν σε δύο μέρη. Από τόνα ήταν τα ζωντανά και από το
άλλο οι άνθρωποι. Σε μερικά τέτοια σπίτια βάζανε στη μέση ένα χώρισμα καμωμένο από καλάμια. Εκεί
μαζεύονταν όλοι κι ο παππούς είχε το «βέτο» σε κάθε υπόθεση. Όλοι οι άλλοι υπάκουαν τυφλά στα «κελέσματά»
του. Είχε μία μόνιμη θέση στη γωνιά του τζακιού και στην άλλη πλευρά κάθονταν η γιαγιά. Πολλά όμως τέτοια
σπίτια δεν είχαν τζάκι, αλλά ανάβανε φωτιά στη μέση του σπιτιού κι είχαν αντί καπνοδόχο ένα άνοιγμα στη μέση
του «μεγάρου» για να φεύγει ο καπνός. Ε, βέβαια δεν έλειπαν και τα δυστυχήματα. Στη μέση ακριβώς της «πυράς»
κρέμονταν ένας «λέβητας», που τον είχαν, για να μαγειρεύουνε τα φαγητά τους. Ζούσαν «πατριαρχικά», όπως και
σήμερα εξακολουθούν σε μερικά χωριά. Είδαμε σπίτι λίγα χρόνια μπρος να έχει 30 άτομα. Εκεί υποδέχονταν τους
φίλους τους, εκεί κάνανε τις μεγάλες γιορτές, τους γάμους τους. Στην πρόσοψη του σπιτιού, είχαν κάμει δύο
ανοίγματα 1Χ70 και ψηλά, που τα χρησιμοποιούσαν για παράθυρα. Τα’ ανοίγαμε την ημέρα να φωτίσει λίγο, και
τά’ κλειναν κατόπιν. Ήταν όπως οι ντουλάπες οι μικρές, που είχαν κι έχουν στ’ αγροτικά σπίτια. Με τη διαφορά
ότι οι ντουλάπες είναι από τη μέσα πλευρά κλειστές. Πολλές φορές είχαν σταυρωτά ξύλα, είδος «καφασιών», ή
καλάμια ανάλογα με το αισθητικό γούστο του νοικοκύρη, ήταν φυσικά και το σχέδιο.
Στη μέση του «κονακιού» ή καλύτερα, λίγο πι κάτω από τη μέση, προς το μέρος των «ζωντανών» είχανε και
πόρτα. Ξώπορτα, σώπορτα, αυτή ήταν κοινή για όλους, όλες και όλα (τα ζωντανά). Κρατούσαν βέβαια σειρά
προτεραιότητας! Ήταν από ξύλα πρόχειρα φτιαγμένη σταυρωτά. Είχανε καλάμια που τα τοποθετούσανε κατάλληλα
και ύστερα βάνανε λάσπη. Άλλοι πιο προοδευμένοι στη μαραγκωσύνη, κόβανε λεύκες και φτιάχνανε χοντρά
σανίδια, που κάνανε πιο στερεά δουλειά. Κλειδιά, καταλαβαίνετε δεν είχαν. Άλλως τε δε τους χρειάζονταν γιατί
πάντα έμενε άνθρωπος μέσα». Και σε άλλο σημείο γράφεται: «Σιγά–σιγά αλλάζει μορφή το σπίτι. Αργότερα
γίνεται μια μεγάλη καινοτομία. Για τα ζωντανά κάνουν σταύλους. Ή καλύτερα τα «πρώτα» σπίτια, που
περιγράψαμε, «παραχωρούνται εξ ολοκλήρου» στα ζωντανά για «μόνιμη κατοικία».
51
Η κατάτμηση της κληρονομιάς έχει βαθιές επιπτώσεις στη δομή και στην εμφάνιση των σπιτιών, καθώς και
στη δομή και την εμφάνιση νέων κατοικιών (π.χ. το μοίρασμα του πατρικού σπιτιού από τα αδέρφια χωρίζοντάς
το με έναν τοίχο). Σε άλλα μέρη υπάρχει η περίπτωση κατά την οποία δύο οικογένειες είχαν προοδεύσει και
είχαν επεκτείνει το δικό τους τμήμα, αλλά με διαφορετικό η καθεμιά να συμφωνήσουν να διατηρήσουν το
πατρικό σπίτι, όπου θα κατοικήσει ένα από αυτά και παράλληλα να κτίσουν νέα σπίτια για το καθένα από τα
υπόλοιπα αδέρφια. Έριχναν κλήρο για το ποιός θα μείνει στο πατρικό σπίτι και για πολλά χρόνια τα αδέρφια και
οι γυναίκες προσέχουν ώστε κανένα σπίτι να μην είναι καλύτερα εξοπλισμένο από τα άλλα. Ο κοινωνικός αυτός
έλεγχος εξασφαλίζει την ομοιότητα των κατοικιών, ενώ η δομή του χωριού και οι εναλλακτικοί τρόποι
κατανομής της πατρικής κληρονομιάς συμβάλλουν στην ανομοιότητα άλλων κατοικιών. Βλ. Οικονόμου, Ε.
(2013). Αστική και Λαϊκή Κατοικία στην Ελληνική Παράδοση, Θεσσαλονίκη: εκδ. Ζήτη.
52
Η συστέγαση τριών γενεών σε ένα σπίτι ήταν εξαιρετικά συνηθισμένη για τις οικογένειες των
μεγαλοκτηνοτρόφων. Τα νοικοκυριά αυτού του τύπου αριθμούσαν συχνά περισσότερα από είκοσι πέντε άτομα.
Με το θάνατο του πατριάρχη της οικογένειας, τα αγαθά μοιράζονταν σε ίσα μερίδια μεταξύ των αρρένων
απογόνων. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 οι μεγάλες οικογένειες, τα αγαθά μοιράζονταν σε ίσα μερίδια
μεταξύ των αρρένων απογόνων. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 οι μεγάλες οικογένειες αρχίζουν να
εκλείπουν: τόσο τα νοικοκυριά των νομάδων όσο και εκείνα των μόνιμα εγκατεστημένων κτηνοτρόφων
συγκροτούνται συνήθως από δύο παντρεμένα αδέρφια και τις οικογένειές τους. Βλ. Καραμανές, Θ. Ε. (2011).
Οργάνωση του χώρου. Τεχνικές και τοπική ταυτότητα στα Κοπατσαροχώρια των Γρεβενών, επιμ. Παναγ. Ι.
Καμηλάκης, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών-Εθνικό Τυπογραφείο.
(εικ. 7-17, 7-18). Η κατάτμηση της κληρονομιάς έχει βαθιές επιπτώσεις στη δομή και στην
εμφάνιση των σπιτιών, καθώς και στη δομή και την εμφάνιση νέων κατοικιών (π.χ. το
μοίρασμα του πατρικού σπιτιού από τα αδέρφια χωρίζοντάς το με έναν τοίχο).
Εικόνα 7-17: διώροφη κατοικία – αδερφομοίρι στον Μαυρόκαμπο (Πηγή: προσωπικό αρχείο).
Εικόνα 7-18: διώροφη κατοικία – αδερφομοίρι στη Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).
Μερικά σπίτια έχουν αυλές με μαντρότοιχους που φθάνουν το 1,90μ. ύψος και με αυλόθυρες.
Στην αυλή βρίσκονταν τα βοηθητικά χτίσματα, ο φούρνος, το πηγάδι, η αχυροθυμωνιά, η
κοπροσωρός, ο σωρός των ξύλων για το τζάκι, κ.α. Το σπίτι αποτελεί βασικό λειτουργικό
στοιχείο της αυλής. Οι λιγοστοί μαντρότοιχοι με τις αυλόπορτες, όπου υπάρχουν, παίζουν
καθοριστικό ρόλο στην έκφραση του πολεοδομικού ιστού του οικισμού. Είναι φυσικό η αυλή
να αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο των οικιών, διότι καθοριστικό ρόλο παίζουν οι ασχολίες
που έχουν σχέση με τη γη και τα ζώα που κατά ένα μεγάλο χρονικό διάστημα γίνονται στο
ύπαιθρο. Οι αυλόθυρες είναι απλές δίφυλλες και έχουν σε μερικές περιπτώσεις οριζόντιο
υπέρθυρο και πάνω του μια σαμαρωτή στέγη. Ο πάνω όροφος των οικιών, ο οντάς,
συγκεντρώνει όλες τις δραστηριότητες της οικογένειας και αποτελείται από αρκετά ευρύχωρα
δωμάτια. Κυρίαρχο στοιχείο των δωματίων είναι το τζάκι με αξιόλογα διακοσμητικά
στοιχεία.
Τα παράθυρα των ισογείων είναι λιγότερα από αυτά των ορόφων και όλα είναι κατά κανόνα
δίφυλλα ανοιγόμενα ενώ συχνά πρόκειται για μικρούς ορθογώνιους φεγγίτες. Πολλές
δίφυλλες κύριες είσοδοι έχουν φεγγίτη στο πάνω μέρος τους πολύ μικρού πλάτους που
εκτείνεται σε όλο το μήκος της εισόδου. Σε πολλές περιπτώσεις παρατηρούμε τη
χαρακτηριστική τοξωτή, ακτινωτή τοποθέτηση των πλίνθων στο υπέρθυρο των ανοιγμάτων.
Το πλήθος των διαφορετικών συνθέσεων και μορφών των κτηριακών όγκων αποτελεί ένδειξη
εμπιστοσύνης προς το βασικό υλικό δομής. Τα κτίσματα είχαν συνήθως επίμηκες ορθογώνιο
σχήμα, αλλά δεν απουσιάζουν και πιο σύνθετες κατόψεις. Επίσης, συναντώνται εσοχές
(λιακωτά) καθ’ όλο το μήκος των άνω ορόφων ή μόνο στο κεντρικό τους τμήμα, εξώστες ή
αρχιτεκτονικές προεξοχές (σαχνισιά) στους ορόφους ή συνδυασμός των στοιχείων αυτών.
Κοινό τυπολογικό στοιχείο της κατοικίας στους οικισμούς του όρους Βέρνο (Βίτσι) είναι το
χαγιάτι, ο οντάς και ο σοφάς53 (Καραδέδος & Τσολάκης, 1988). Η μορφή των κατοικιών των
ορεινών οικισμών της περιοχής του Βέρνο54 χαρακτηρίζεται από στοιχεία που είναι κοινά
53
Το χαγιάτι (hayat, αραβ.) είναι ο ημιϋπαίθριος χώρος στις αγροτικές κατοικίες που λειτουργεί ως μεταβατικός
χώρος μεταξύ της μαντρογυρισμένης αυλής και των κλειστών χώρων των δωματίων της κατοικίας, τα οποία
έχουν την πόρτα εισόδου τους πάντοτε σ’ αυτό. Ο νοτιοανατολικός συνήθως προσανατολισμός του, μαζί με τις
κλειστές πολλές φορές στενές του πλευρές, δημιουργούν χώρο κατάλληλο για εργασίες για μεγάλο χρονικό
διάστημα του έτους. στις ελάχιστες περιπτώσεις, κατά τις οποίες τα δωμάτια στον όροφο είναι τέσσερα, αλλά τα
δύο αναπτύσσονται κατά μήκος του χαγιατιού και τα άλλα δύο βρίσκονται πίσω από αυτά, δημιουργείται
διάδρομος κάθετος στο χαγιάτι. Από αυτόν επικοινωνούν πλέον τα τέσσερα δωμάτια. Μάλιστα ο διάδρομος
προεκτείνεται μέχρι τον πίσω τοίχο της κατοικίας όπου ο ξύλινος εξώστης περιλαμβάνει και το αποχωρητήριο,
όπως σε παράδειγμα στο Θεοδωράκι Πέλλας.
Οντάς ονομάζεται ο ιδιωτικός, κλειστός χώρος διαβίωσης, ανάπαυσης, φαγητού, αλλά και συγκέντρωσης. Έχει
τετραγωνική ή ορθογωνική κάτοψη και αποτελεί το κυριότερο συστατικό της κατοικίας. Το βασικό στοιχείο του
εξοπλισμού του οντά είναι η εντοιχισμένη ντουλάπα, η μουσάντρα, ενώ παράλληλα υπάρχουν και μικρότερα
ντουλάπια και ράφια σε κόγχες στους τοίχους.
Το χαγιάτι είναι ο ανοιχτός, ημιυπαίθριος χώρος της κατοικίας. Χρησιμοποιείται ως χώρος κυκλοφορίας,
εργασίας και ανάπαυσης, ιδιαίτερα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Το χαγιάτι έχει συνήθως ορθογωνική,
επιμήκη ή τετραγωνική κάτοψη και πολλές φορές περιλαμβάνει τζάκια, που χρησιμεύουν σε διάφορες οικιακές
εργασίες. Σε κάποιες περιπτώσεις, το χαγιάτι εισχωρεί ανάμεσα στους χώρους διαβίωσης (οντάδες), οπότε
παίρνει το σχήμα Τ. Ο προστατευμένος χώρος, που δημιουργείται, ονομάζεται eyvan και λειτουργεί ως χώρος
συζήτησης και ξεκούρασης. Το χαγιάτι με τις πάμπολλες παραλλαγές του φαίνεται να ανήκει αποκλειστικά στην
αγροτική κατοικία. Ωστόσο εφαρμόζεται και σε ημιαστικά ή αστικά κέντρα (Βέροια, Γιάννενα). Στο χαγιάτι
κατέληγε η ξύλινη σκάλα ανόδου στον όροφο προσφέροντας παράλληλα την αμεσότητα μεταξύ των κλειστών
χώρων του ορόφου και της αυλής.
Αν και το χαγιάτι κυρίως εφαρμόζεται σε περιοχές με χαμηλό υψόμετρο, όμως δεν παύει να το συναντάμε και
σε περιοχές όπου το κλίμα είναι δυσμενές, όπως στη Φλώρινα ή στα παλιότερα σπίτια στο Νυμφαίο. Η
παρουσία του επομένως πιθανότατα οφείλεται μάλλον στην επίδραση μιας ισχυρής παράδοσης που έχει τις ρίζες
τα στην αρχαιότητα. Μάλιστα ο Φ. Πέτσας δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι ο τύπος του παραδοσιακού
διώροφου σπιτιού με χαγιάτι έρχεται από την κλασική μας παράδοση με συνεχή επιβίωση βέβαια όχι με
αναβίωση με την έννοια του νεοκλασικού. Το χαγιάτι εκτός από τη βυζαντινή κατοικία υπάρχει στην εγγύς
αναστολή όπως και στις παράλιες περιοχές των βορειοαφρικανικών κρατών.
Ο σοφάς είναι ο κοινόχρηστος, κλειστός χώρος της κατοικίας, ο οποίος έχει συνήθως ορθογωνική κάτοψη.
Χρησιμοποιείται ως χώρος κυκλοφορίας και συγκέντρωσης και είναι το αντίστοιχο της σάλας στις
αγγλοσαξονικές κατοικίες. (Eldem 1955) Στο σημείο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι στη βιβλιογραφία, οι όροι
σοφάς και χαγιάτι συγχέονται. Κάποιοι ερευνητές προσδιορίζουν το χώρο κυκλοφορίας, ανεξάρτητα από το αν
είναι κλειστός ή ανοιχτός, ως σοφά, ενώ άλλοι χρησιμοποιούν παράλληλα και τον όρο χαγιάτι. Ενδεικτικά
αναφέρεται ότι ο Sedad H. Eldem (1955) δεν χρησιμοποιεί τον όρο χαγιάτι, αλλά διαχωρίζει τον εξωτερικό
σοφά από την κλειστή σάλα. Έτσι, προσδιορίζει το χαγιάτι ως εξωτερικό σοφά και την κλειστή σάλα ως
εσωτερικό σοφά. Αντίθετα, ο Dogan Kuban (1995) χρησιμοποιεί τους όρους χαγιάτι και κλειστός σοφάς, για να
χαρακτηρίσει τους αντίστοιχους ανοιχτούς και κλειστούς χώρους κυκλοφορίας. Τέλος, ο Κωνσταντίνος
Παπαϊωάννου (2003) δεν χρησιμοποιεί τον όρο σοφάς, αλλά κάνει διαχωρισμό ανάμεσα στους τύπους κατοικίας
με εξωτερικό χαγιάτι και σε αυτούς με εσωτερικό (ενδιάμεσο) χαγιάτι, ανοιχτό ή κλειστό. Βλ. Καραδέδος, Γ.,
Τσολάκης Π., (1988). Πρέσπες, Στο ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ- τόμος 7ος: ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Α΄, σύμβουλος Γιωργ. Λάββας. Αθήνα: εκδ. Μέλισσα.
54
Στους οικισμούς της οροσειράς του Βέρνου, τα κτίρια έχουν δύο ορόφους και ο κυρίαρχος τύπος κατοικίας
περιλαμβάνει δύο χώρους διαβίωσης με κεντρικό, ημιυπαίθριο χώρο – εσωτερικό χαγιάτι ή κλειστό σοφά. Στο
ισόγειο, ο κεντρικός κοινόχρηστος χώρος χρησιμεύει για κυκλοφορία και περιλαμβάνει τη σκάλα προς τον
όροφο, για αποθήκευση ή/και για στάβλισμα. Οι κύριοι χώροι του ισογείου αποτελούν τα χειμερινά δωμάτια.
Κατοικίες με εσωτερικό χαγιάτι συναντώνται σε κάποιους από τους οικισμούς των Κορεστίων (Ανταρτικό,
Γάβρος), ενώ ο τύπος της κατοικίας με κλειστό σοφά εμφανίζεται σχεδόν σε όλους τους υπό εξέταση οικισμούς.
στις παραδοσιακές κατοικίες της περιόδου της τουρκοκρατίας στη Μακεδονία, αλλά και στην
Αλβανία και στη Βουλγαρία.
Ο ξύλινος εξώστης στον όροφο εμφανίζεται συχνά. Στους οικισμούς παρατηρείται ποικιλία
κατόψεων και δεν απουσιάζουν μορφές σχήματος Γ και Τ (Χαλάρα) εμπλουτίζοντας την
ογκοπλασία του δομημένου περιβάλλοντος. Αξίζει να αναφερθεί η ύπαρξη σαχνισιών,
ασυνήθιστες σε πλινθόκτιστες κατασκευές, που άλλοτε εμφανίζονται τριγωνικές για να
ορθογωνίζουν τους χώρους στον όροφο (Ανταρτικό), άλλοτε αναπτύσσονται καθ’ όλο το
μήκος της κύριας όψης (Άνω Κρανιώνας) ή περιορίζονται στα 2/3 αυτής (Γάβρος, Κώττας).
Η τεχνική αρτιότητα αποτυπώνεται σ’ ένα αρχοντικό, μέρος της πλινθόκτιστης πρόσοψης του
οποίου σώζεται σήμερα. Στο ψηλότερο σημείο αυτής μάλιστα υπάρχει λίθινη επιγραφή που
αναγράφει τη χρονολογία 1908 (εικ. 7-19, 7-20). Ενώ στα λαϊκά σπίτια το εξωτερικό
επίχρισμα απουσιάζει ή έχει κατασκευαστεί αργότερα με ασβεστοκονίαμα, στο παραπάνω
αρχοντικό το επίχρισμα είναι σύγχρονο με την κατασκευή. Αυτό μιμείται το ισόδομο
σύστημα λίθινης τοιχοποιίας ή τις ισόδομες κυφώσεις που συναντάμε στα νεοκλασικά
κτήρια. Τη λύση αυτή είναι γνωστό ότι τη συναντάμε στις μεγαλοαστικές κατοικίες των
αστικών κέντρων και την περίπτωσή μας υποδηλώνει την προσπάθεια των χρηστών να
μεταφέρουν την αστική εικόνα και κατ’ επέκταση την αστική αντίληψη σ’ ένα
απομακρυσμένο και μάλιστα αγροτοποιμενικό χώρο.
Υπάρχουν και λίγα παραδείγματα κατοικιών με εσωτερικό σοφά, όπου η κάτοψη παίρνει σχήμα Γ με την
προσθήκη ενός ακόμα χώρου (Απόσκεπος, Πολυκέρασος, Τριανταφυλλιά).
Όπως προαναφέρθηκε, πρόκειται για διώροφες κατοικίες με βασικά μορφολογικά χαρακτηριστικά τις
αρχιτεκτονικές προεξοχές (σαχνισιά) των οντάδων του ορόφου, τις προεξοχές του σοφά (divanhane) και τους
ανοιχτούς ή κλειστούς ημιυπαίθριους χώρους (χαγιάτια και τσαρδάκια). Η ανάλυση της μορφής των κτιρίων
αφορά σε στοιχεία όπως το χαγιάτι, οι προεξοχές (σαχνισιά) των οντάδων ή/και του σοφά, καθώς και στον
αριθμό και τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά των παραθύρων.
Στους περισσότερους οικισμούς, η μορφή της κατοικίας είναι πολύ απλή και περιλαμβάνει δύο ανοίγματα στην
όψη κάθε οντά. Υπάρχουν οικισμοί στους οποίους τα ανοίγματα διαμορφώνονται με ανακουφιστικά τόξα
(υπέρθυρα) από πέτρα, οπτόπλινθους ή συνδυασμό τους. Παραδείγματα με λίθινα υπέρθυρα υπάρχουν στον
Ατραπό, στην Τριανταφυλλιά και το Βαρικό. Υπέρθυρα που κατασκευάζονται με συνδυασμό λίθων και
οπτόπλινθων εμφανίζονται στα ορεινά χωριά της Καστοριάς (Πολυκέρασος, Βυσσινιά, Οξυά, Τοιχιό,
Μεταμόρφωση, Λιθιά), αλλά και στον Αετό, το Σκλήθρο, στην Υδρούσα, στην Άνω Υδρούσα. Τέλος, υπάρχουν
οικισμοί, όπως ο Αετός, η Μεταμόρφωση, το Τοιχιό και η Βυσσινιά, στους οποίους τα υπέρθυρα των
παραθύρων αρκετών κατοικιών, κυρίως του τέλους του 19ου αιώνα, κατασκευάζονται εξ ολοκλήρου με
οπτόπλινθους.
Εικόνες 7-19, 7-20: τριώροφη κατοικία και λεπτομέρεια αυτής στο Ανταρτικό με έντονη την παρουσία
νεοκλασικών στοιχείων. Σήμερα έχει καταρρεύσει. (Πηγή: προσωπικό αρχείο).
Οι κάτοικοι ασχολούνταν με τον πρωτογενή τομέα. Πριν τα μέσα του 18 ου αιω. ο γενικός
χαρακτήρας του τόπου μας ήταν χωρίς αμφιβολία αγροτοκτηνοτροφικός. Πολιτιστικοί,
οικονομικοί, ιδεολογικοί και ιστορικοί παράγοντες που προέρχονται από τη δομή της
κοινωνίας διαμορφώνουν τα γενικά «ανθρωπογενή» χαρακτηριστικά της, μέσα στον
οικολογικό χώρο, φυσικό και γεωγραφικό περιβάλλον, που αυτή επέλεξε να εγκατασταθεί.
Αναμφίβολα πρόκειται για μορφολογικό νεοκλασικό στοιχείο που «πέρασε» και στα απλά
ορθογωνικά σπίτια των αγροτικών, ημιαστικών αλλά και αστικών οικισμών. Άλλοι
μελετητές υποστηρίζουν ότι η αρχιτεκτονική της υπαίθρου μέσα στη δεδομένη αυτή
ιστορική πραγματικότητα τροφοδότησε την αστική με αρχιτεκτονικά πρότυπα που τα
αρχέτυπά τους μέσα από μια συνέχεια βρίσκονταν στην αρχαιότητα (Οικονόμου, 2012).
Στον άξονα της πρόσοψης και στον όροφο σε αρκετά από τα κτίσματα του κλειστού τύπου
υπάρχει ξύλινος εξώστης. Η προεξοχή της στέγης μπορεί να είναι ξύλινη αν και δεν
απουσιάζει η εκφορική διάταξη ορθογωνισμένων πλακών σε δύο σειρές (εικ. 7-21). Η
επικάλυψη επιτυγχάνεται με κεραμίδια βυζαντινού τύπου.
Εικόνα 7-21: διάταξη πλακών στην απόληξη της ωμοπλινθοτοιχοποιίας σε οικία στον Μαυρόκαμπο
(Πηγή: προσωπικό αρχείο).
Αρκετά σπίτια, όπως στον Άνω Κρανιώνα χαρακτηρίζονται κυρίως από αρχιτεκτονικούς
τύπους, όπως:
τον αρχιτεκτονικό τύπο, με την εσοχή προς τα μέσα στην είσοδο και τα μπαλκόνια. Η
εσοχές αυτές εξυπηρετούν αισθητικές αλλά και πρακτικές ανάγκες. Η εσοχή προστατεύει την
είσοδο και το μπαλκόνι από τη βροχή και το χιόνι. Επιπλέον, το βάρος του μπαλκονιού
στηρίζεται αριστερά και δεξιά στα τοιχία της εσοχής (εικ. 7-22).
Εικόνα 7-22: εξώστης σε εσοχή σε οικία στη Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).
τον τύπο του απλού ορθογωνίου από το οποίο προεξέχουν ξύλινα μπαλκόνια (εικ. 7-23, 7-
24) με ξύλινα ή σιδερένια κάγκελα τα οποία αποτελούν ενδιαφέροντα δημιουργήματα
σιδηρουργικής τέχνης. Αυτός ο τύπος σπιτιού μερικές φορές χαρακτηρίζεται από
περισσότερα παράθυρα στον όροφο.
Εικόνες 7-23, 7-24: διώροφη οικία με ξύλινο εξώστη στον όροφο ο οποίος λειτουργεί ως προστασία της
εισόδου στο Μελά (πάνω) και στη Χαλάρα (κάτω) (Πηγή: προσωπικό αρχείο).
τον λαϊκό παραδοσιακό τύπο Καστοριάς. Ο τύπος αυτός είναι χαρακτηριστικός του 19ου
αιώνα με τον κάτω όροφο χτισμένο σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλόγραμμου και ο πάνω
όροφος κατασκευασμένος με τσατμάδες-ξύλινα πηχάκια- που στερεώνονται πάνω στις
κάθετες ξύλινες δοκούς στις οποίες στηρίζεται όλη η κατασκευή του πάνω ορόφου και πάνω
στα πηχάκια μπαίνει ο σοβάς. Όλη αυτή η κατασκευή προεξέχει από τη μία έως την άλλη
Το σύνολο των οικισμών δεν έχουν οχυρωματικό χαρακτήρα. Οι δρόμοι, εκτός από
ελάχιστους βασικούς που καταλήγουν στην πλατεία ή διασχίζουν τον οικισμό, είναι αρκετά
ακανόνιστοι, χωμάτινοι κι όχι λιθόστρωτοι, με μεταβλητό πλάτος. Ο Άνω Κρανιώνας έχει
τυχαίο σχήμα που καθορίζεται από τη μορφολογία και την κλίση του εδάφους. Στην
περίμετρό του βρίσκονται στάβλοι και μαντριά. Η πλατεία, η οποία συγκεντρώνει τις
κοινόχρηστες λειτουργίες, βρίσκεται στο κέντρο σχεδόν του χωριού και συνήθως δε διαθέτει
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως πλακοστρώσεις, εκκλησία ή κρήνη.
Αμέσως μετά την απελευθέρωση της περιοχής από τους Τούρκους, με την αποδέσμευση των
ιδιοκτησιών και την εισροή συναλλάγματος από τους μετανάστες, κυρίως της Αμερικής,
παρατηρείται έντονη ανοικοδόμηση με παράλληλη εισαγωγή σε μικρή κλίμακα ξενόφερτων
στοιχείων ως προς την τυπολογία και τη μορφολογία. Τα στοιχεία αυτά συνδυάστηκαν από
τους ντόπιους μάστορες με τα στοιχεία της τοπικής αρχιτεκτονικής και δεν επηρέασαν πολύ
τον παραδοσιακό χαρακτήρα. Όμως, παρά τη μεγάλη ανοικοδόμηση, τάσεις αστικοποίησης
με τη δημιουργία συνεχούς συστήματος δόμησης είναι ελάχιστες (περίπτωση ορισμένων
κτισμάτων στη Χαλάρα).
Μετά την προσάρτηση της Μακεδονίας στον ελληνικό κορμό αρχίζει και η δημιουργική
επίδραση με τη δυτικότροπη σκέψη και ιδεολογία που ενισχύεται από την πολιτεία και δεν
παύει να αποτελεί και ελεύθερη επιλογή των ανθρώπων και μάλιστα επιλογή προσωπικής
θέλησης. Ο νεοκλασικισμός σηματοδοτεί το μετασχηματισμό των κοινωνιών που πλέον
συνδυάζουν το παρελθόν και προσβλέπουν στο μέλλον υπό την επήρεια ευρωπαϊκών
προτύπων. Στην περίπτωση των Κορεστίων, όπως και σε άλλα χωριά, μπορούμε να πούμε ότι
ο σκελετός της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής του βορειοελλαδικού χώρου επενδύθηκε με ένα
νεοκλασικό ένδυμα. Στην πλειονότητα των οικιών εμφανίζεται η δημιουργική ώσμωση του
παραδοσιακού και του νεοκλασικού στοιχείου (διακοσμητικά περιμετρικά των ανοιγμάτων,
αναλογίες ανοιγμάτων, διακόσμηση εσωτερικών και τζακιών, κ.α.). Παρατηρήθηκε
δημιουργική σύζευξη του νεοκλασικού στοιχείου με το λαϊκό παραδοσιακό διαμορφώνοντας
ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον «γλωσσικό» αρχιτεκτονικό ιδίωμα.
Στον κοινωνικό βίο της Δυτικής Μακεδονίας την περίοδο του 19ου και των αρχών του 20ου
αιω. κάθε οικισμός, ακόμη και ο μικρότερος με μονοψήφιο αριθμό σπιτιών, αποκαλούνταν
χωριό και διέθετε πάντα εκκλησία, που αποτελεί βασική πολεολογική λειτουργία. Στην
περιοχή μελέτης υπάρχουν αρκετές εκκλησιές μεταβυζαντινής περιόδου, κυρίως στον τύπο
της λιθόκτιστης τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής. Αρκετές διαθέτουν ενδιαφέροντα
ξυλόγλυπτα τέμπλα, προσκυνητάρια, άμβωνες και δεσποτικά που είναι σκαλισμένα στον
αέρα ή με χαμηλό ανάγλυφο, μονόχρωμα ή πολύχρωμα και μαρτυρούν εποχή οικονομικής
ακμής και τέχνης (εικ. 7-28, 7-29). Στην περιοχή Καστοριάς-Φλώρινας συναντώνται στο α΄
μισό του 19ου αιώνα γυρολόγοι ζωγράφοι με λαϊκότροπη μεταβυζαντινή τεχνοτροπία τους,
ενώ από τα μέσα του 19ου αιώνα και εξής κυριαρχεί η νεοκλασική-αναγεννησιακή
ζωγραφική, που την επιβάλλουν οι αγιογράφοι του Βιτσίου.
Στον οικισμό του Άνω Κρανιώνα, σε περίοπτη θέση, ο ναός της Αγίας Παρασκευής (εικ. 7-
25) επιβάλλεται στο χώρο λόγω της κυρίαρχης θέσης του στην άκρη του χωριού αλλά και του
υψόμετρου που έχει όλος ο οικισμός σε σχέση με τους υπόλοιπους, στους οποίους τα
θρησκευτικά κτίρια βρίσκονται στο κεντρικό σημείο του πολεοδομικού τους σώματος
εντασσόμενα ομαλά στο δομημένο χώρο τους. Πρόκειται για λιθόκτιστη τρίκλιτη βασιλική,
όπως οι περισσότερες εκκλησίες των οικισμών με κωδωνοστάσιο στη βορειοανατολική
πλευρά. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εσωτερική διακόσμηση του ναού που, παρότι
δεν υπάρχουν τοιχογραφίες, διαθέτει αξιόλογο τέμπλο με έξεργο ανάγλυφο βημόθυρο. Τα
θωράκια του τέμπλου διακοσμούνται με ζωγραφικό φυτικό διάκοσμο λαϊκής τέχνης από
λουλούδια. ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ποδιές του τέμπλου με ρόμβους σκουρόχρωμης
φυτικής διακόσμησης που μιμούνται ξυλόγλυπτο, εγγεγραμμένους σε ορθογώνιο
ανοιχτόχρωμο, επίσης με φυτική και ανεικονική διακόσμηση. Το κωδωνοστάσιο και ο ναός
διαθέτουν ενδιαφέροντα στοιχεία λιθανάγλυφων. Στη βορειοανατολική πλευρά του οικισμού
υπάρχει μικρός κοιμητηριακός ναός περίπου του 1960 μέσα σε νεκροταφείο. Νοτιοδυτικά του
οικισμού και σε απόσταση περίπου 1,5 χλμ. υπάρχει το ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής που
οι κάτοικοι ανέφεραν ότι παλαιότερα υπήρχε μονή. Στον Κάτω Κρανιώνα ενδιαφέροντα
σπαράγματα αγιογραφιών συναντώνται στον κοιμητηριακό ναό του Αγίου Δημητρίου.
Στη μεγάλη εκκλησία του Αγίου Νικολάου της Χαλάρας εντυπωσιάζει ο πεντάπλευρος
άμβωνας που πατά πάνω σε χωνοειδή, φουσκωμένη σαν κουμπέ τζακιού, βάση με φυτικές
διακοσμήσεις σε σιελ φόντο. Στον ίδιο οικισμό ιδιαίτερα ενδιαφέρων είναι ο κοιμητηριακός
ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου αγιογραφημένος το 1825 (εικ. 7-27 και 7-28). Σύμφωνα
με προφορικές μαρτυρίες ήταν ημιυπόγειος με νότια πλαϊνή είσοδο εποχής τουρκοκρατίας.
Λόγω της εγκατάλειψης αφέθηκε στο έλεος του χρόνου και γκρεμίστηκε.
Ο ναός του Αγίου Γεωργίου Βαψωρίου (εικ. 7-26) είναι μια λιθόκτιστη τρίκλιτη βασιλική με
στέγαση από σχιστολιθικές πλάκες και κωδωνοστάσιο. Στο κέντρο του οικισμού του
Μαυρόκαμπου υπάρχει ο μεταβυζαντινός ναός του Αγίου Δημητρίου που, σύμφωνα με
λιθόγλυφη επιγραφή στο ημικυκλικό υπέρθυρο της εισόδου, ανεγέρθηκε το έτος 1892. Ο
ναός δεν έχει ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον.
Στο Μακροχώρι και κατά μήκος του δρόμου ο οποίος οδηγεί στο χωριό Μελάς
διαμορφώνεται μια πλατεία στην οποία έχει κτιστεί ο ναός του Αγίου Νικολάου με αξιόλογη
εξωτερική διαμόρφωση του ιερού σύμφωνα με το σύνηθες τριμερές άνοιγμα: τον κύκλο και
τα δύο κεκλιμένα σχηματοποιημένα δέντρα. Στην είσοδο του οικισμού Μελάς βρίσκεται ο
κοιμητηριακός ναός του Αγίου Ευσταθίου με αξιόλογο τρούλο, ενώ στο λόφο πάνω από τον
οικισμό κτίστηκε η εγκαταλειμένη πια Ιερά Μονή Προφήτου Ηλιού. Στο ψηλότερο σημείο
του Γάβρου βρίσκεται ο ενοριακός ναός του Αγίου Νικολάου, ενώ σημαντικό μνημείο
μεταβυζαντινής τέχνης με σπουδαίο τοιχογραφικό διάκοσμο αποτελεί ο ναός του Αγίου
Μόδεστου στα βορειοανατολικά του χωριού. Ενδιαφέρουσες τρίκλιτες βασιλικές απαντώνται
στον Κώττα, στο Πράσινο, στο Τρίγωνο, στο Τρίβουνο και στο Ανταρτικό. Στο τελευταίο
χωριό σπουδαίο μνημείο θεωρείται το καθολικό της Μονής Αγίας Τριάδας.
Εικόνα 7-25: άποψη του ανατολικού τοίχου και της εξωτερικής πλευράς της κόχγης του Ιερού Βήματος
του ναού της Αγίας Παρασκευής Άνω Κρανιώνα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).
Εικόνα 7-26: άποψη του ανατολικού τοίχου και της εξωτερικής πλευράς της κόχγης του Ιερού Βήματος
του ναού του Αγίου Γεωργίου στο Ποιμενικό (Πηγή: προσωπικό αρχείο).
Εικόνες 7-27, 7-28: τοιχογραφικός διάκοσμος του 1815 στο ναό της Παναγίας στη Χαλάρα
(Πηγή: προσωπικό αρχείο).
Εικόνες 7-29, 7-30: επισκοπικός θρόνος (αριστερά) και βημόθυρο κεντρικού Ιερού Βήματος (δεξιά) στο
ναό του Αγίου Νικολάου Χαλάρας (Πηγή: προσωπικό αρχείο).
Η ωμοπλινθοδομή συναντάται στους οικισμούς που βρίσκονται στις πεδιάδες της Φλώρινας
και της Καστοριάς, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την περιοχή των Κορεστίων, ενώ στους
περισσότερους της οροσειράς του Βιτσίου το κυρίαρχο δομικό υλικό ήταν η πέτρα (χάρτης 8-
1). Το υλικό δεν μπορεί από μόνο του να καθορίσει τη μορφή, αλλά η επίδραση του είναι
αναμφισβήτητη.
55
Έτσι, παρατηρούνται στο Χέρεφορντσιρ στα τέλη του 17ου αιω. ξύλινες κατασκευές, αν και υπήρχε διαθέσιμη
πέτρα και στο Ντέβονσιρ όπου τα σπίτια μέχρι πριν μερικά χρόνια χτίζονταν με ένα είδος λάσπης (cob), παρόλο
που υπήρχε και ξυλεία και πέτρα. Οι συνθήκες στο Ντέβονσιρ ήταν ίδιες με τις συνθήκες στις παρυφές της
Ουαλίας, όπου όμως δεν απαντούν καθόλου σπίτια από λάσπη. Αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός ότι ορισμένοι
μετανάστες διατηρούν τις παλαιές μορφές και τα υλικά που χρησιμοποιούσαν στις νέες τους κατοικίες.
Ενδεικτική της πρακτικής αυτής είναι η περίπτωση της Καλιφόρνιας όπου Ισπανοί στους βόρειους νομούς
χρησιμοποιούν πλίθρες, Ρώσοι κορμούς δέντρων και οι Αμερικανοί κτίζουν με ξύλινο σκελετό. Λίγοι από
αυτούς χρησιμοποιούν την πέτρα παρόλο που υπάρχει σε αφθονία. Βλ. Rapoport, Α. (2010). ανώνυμη
αρχιτεκτονική και πολιτιστικοί παράγοντες, επιμ. Δ. Φιλιππίδης. Αθήνα: εκδ. Μέλισσα.
Χάρτης 8-1: χάρτης των οικισμών της ευρύτερης περιοχής όπου απεικονίζονται τα διαφορετικά υλικά
δόμησης και κατασκευαστικά συστήματα (Πηγή: Οικονόμου Α., Traditional earthen architecture in
Northwestern Greece, terra, Lyon, 2016, p. 3).
Η τεχνική δόμησης με πηλό στην Ελλάδα που κυριάρχησε μέχρι το 1950-60 περίπου ήταν η
δόμηση με ωμόπλινθους. Τα πλιθιά δομούν μία συμπαγή φέρουσα κατασκευή και συνήθως
πρόκειται για αυξημένου πάχους τοιχοποιίες, ενισχυμένες με οριζόντιες ξυλοδεσιές. Τα
παλαιότερα πλινθόκτιστα κτίσματα του Άνω Κρανιώνα χρονολογούνται γύρω στο 1890,
αλλά σήμερα δε σώθηκαν. Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην αντισεισμική συμπεριφορά των
πλινθόκτιστων κατασκευών διαδραματίζουν:
56
Με την ολοκλήρωση του ισογείου, εκτελούνταν οι εργασίες τοποθέτησης πατόξυλων του δαπέδου ορόφου
πάνω στις ξυλοδεσιές. Τα ξύλα αυτά εδράζονταν σε όλο το πλάτος της τοιχοποιίας ώστε να λειτουργούν και ως
εγκάρσιοι σύνδεσμοι των ξυλοδεσιών στις οποίες καρφώνονταν. Τα πατόξυλα, με διαστάσεις συνήθως 15Χ15,
λειτουργούσαν και ως υποδομή του δαπέδου εργασίας που διευκόλυνε τη συνέχιση της κατασκευής στον
επόμενο όροφο. Η πιο επίπεδη πλευρά των πατόξυλων τοποθετούνταν προς τα επάνω ώστε να είναι ευκολότερη
η διάστρωση του σανιδώματος. Απέχουν μεταξύ τους 0,60-1,0μ. μεταξύ τους και καρφώνονταν στις
περιμετρικές ξυλοδεσιές φτάνοντας συχνά μέχρι την εξωτερική παρειά της τοιχοποιίας δημιουργώντας μια
ισχυρή εσχάρα ακαμψίας. Το μήκος δε ξεπερνούσε τα 4,0μ. Τα δάπεδα του ορόφου διαστρώνονταν με σανίδες
οι οποίες καρφώνονταν πάνω στα πατόξυλα. Ήταν ξύλα διαστάσεων 15-20εκ., πάχους 3εκ. και μήκους έως
2,5μ. περίπου. Το πλέγμα των δοκών του πατώματος δημιουργεί μια εσχάρα η οποία αποτελεί σύστημα
ενίσχυσης και περίδεσης της τοιχοποιίας σε ένα ενδιάμεσο επίπεδο, προηγούμενο της στέγης. Η συνεργασία των
τοιχοποιιών με το πλέγμα δοκών περίδεσης του πατώματος και, στο ανώτερο επίπεδο, το πλέγμα των δοκών της
στέγασης συνεισφέρουν στην δυνατότητα του κτίσματος να συμπεριφέρεται σαν χωρικό, κιβωτιοειδές σύνολο,
κυρίως κατά τις κρίσιμες δυναμικές καταπονήσεις, βελτιώνοντας την απόκριση της κατασκευής σε αυτές.
περίπου.
Εικόνα 8-1: λίθινη βάση έδραση ωμόπλινθων σε κτίσμα στον Μαυρόκαμπο (Πηγή: προσωπικό αρχείο).
Εικόνα 8-2: σύνδεση ξυλοδεσιών σε οικία στο χωριό Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).
Σε ελάχιστες περιπτώσεις, π.χ. οικία Μποτσκάρη, συναντώνται λίθινα αγκωνάρια καθ’ ύψος.
Η οροφή και τα πατώματα των κτηρίων αποτελούνται από οριζόντιες ξύλινες δοκούς, οι
οποίες είναι διατεταγμένες παράλληλα στο πλάτος του κτηρίου. Τα άκρα των δοκαριών
στηρίζονται εντός της ωμοπλινθοδομής. Οι στέγες των κτηρίων είναι συνήθως δικλινείς ή
αμφικλινείς.
Το τζάκι αποτελούσε ένα σημαντικό λειτουργικό και ταυτόχρονα αισθητικό στοιχείο της
κατοικίας. Η κατασκευή του γινόταν από τη φάση των τοιχοποιιών όταν αφήνονταν η
απαραίτητη εσοχή στην τοιχοποιία. Σε πολλές οικίες τζάκια υπάρχουν και στο ισόγειο του
οικισμού, γεγονός που σημαίνει ότι οι ισόγειοι χώροι δεν είχαν σκοπό τη φιλοξενία των
ζώων, αλλά την κατοίκηση. Τα ζώα στεγαζόταν σε ισόγεια κτίσματα και αποθήκες που
υπάρχουν διάσπαρτα εντός και στην περίμετρο του οικισμού. Σε όλα τα σπίτια απαντώνται
μικρές κόγχες, με ορθογωνικές ή τοξωτές απολήξεις, στο πάχος της ωμοπλινθοδομής που
λειτουργούσαν ως αποθηκευτικοί χώροι ή ντουλάπια. Χαρακτηριστική είναι η έλλειψη
εγκατάστασης λουτρού, αλλά υπήρχαν αποχωρητήρια εκτός των οικιών.
Το κλιμακοστάσιο είναι εσωτερικό, εφάπτεται με τη μια του πλευρά στον τοίχο κι είναι εξ
ολοκλήρου ξύλινο, ενώ καταλήγει συνήθως στον κεντρικό χώρο του ορόφου και όχι σε χώρο
δωματίου. Αποτελείται από δύο πελεκητούς βαθμιδοφόρους στους οποίους στηρίζονται
Η στέγη συμπληρώνει όλη την κατασκευή. Η κάλυψη των κτιρίων γίνεται με κεραμοσκεπή
στέγη και ενισχύεται με ελκυστήρες-θλιπτήρες στο επίπεδο έδρασής της. Για την κατασκευή
της χρησιμοποιούνται ξύλινα ζευκτά. Οι στέγες των παλιών μονόχωρων σπιτιών είναι απλές
δίρριχτες καλυμμένες με κεραμίδια βυζαντινού τύπου (στρωτήρες και καλυπτήρες), ενώ
παλαιότερα ήταν καλυμμένες με καλάμια. Αποτελούνταν από ζευκτά, τα δοκάρια των οποίων
ήταν συνδεδεμένα με εντορμίες και καρφιά. Οι στέγες των περισσότερων οικιών είναι
τετράριχτες με επικεράμωση από βυζαντινά κεραμίδια. Η αστρέχα της στέγης προεξέχει
περίπου 0,30-0,40 εκατοστά, δεν προεξέχει έντονα, οπότε δεν δημιουργεί «αστρέχα», αλλά
τόσο ώστε να μην εισέρχονται τα όμβρια ύδατα στους τοίχους. Για τον αερισμό της καθώς
και την επίσκεψη των προς επιδιόρθωση των κεραμιδιών της αφήνεται ένας φεγγίτης, που σε
άλλες περιοχές ονομάζουν αμπατζά ή παπαφίγκο. Σε πολλά σπίτια διαπιστώθηκε η
κατασκευή ενός είδους γείσου κατασκευασμένου από δύο εκφορικές στρώσεις πλακόπετρας.
Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα που διακρίνονται τετραγωνικής διατομής ανοίγματα στη
στέγη για την επισκεψιμότητα και τον αερισμό της. Σε πολλές περιπτώσεις αντί για πέτσωμα
χρησιμοποιήθηκαν καλάμια. Τα κτίσματα ήταν επιχρισμένα για την προστασία τους από τα
όμβρια ύδατα.
Στις προσόψεις τους το ποσοστό και το μέγεθος των ανοιγμάτων είναι μικρό όσον αφορά το
ισόγειο επίπεδο και τις υπόλοιπες όψεις εκτός της κύριας. Τα πατώματα αποτελούνται από
ξύλινες δοκούς, ενώ το δάπεδο έχει σανίδες καρφωτές. Οι ξύλινες δοκοί εδράζονται στην
ωμοπλινθόκτιστη τοιχοποιία. Οι διαχωριστικοί τοίχοι, όπου υπάρχουν, είναι από
ωμοπλινθοδομή η οποία συνδέεται με τους εξωτερικούς τοίχους. Το κατώτατο πάτωμα
διαμορφώνεται επάνω στο φυσικό έδαφος και για δάπεδο χρησιμοποιείται χώμα.
Η τοιχοποιία είναι κατασκευασμένη από πλιθιά, που αποτελούνταν από χώμα, νερό, άχυρο,
αιγότριχες ή άχυρα, και αδρανή μερικές φορές, ή τμήματα κεραμιδιών τα οποία στη
συνέχεια γίνονταν λάσπη η οποία τοποθετούνταν σε βρεγμένα καλούπια παραλληλεπίπεδου
σχήματος μήκους 30 εκ., πλάτους 12-15 εκ. και ύψους 10 εκ. Τα πλιθιά αυτά τα στέγνωναν
στο ήλιο. Για τα δοκάρια και τα σινάζια γινόταν χρήση του ξύλου, συχνά βελανιδιάς, καθώς
για τη σκεπή, τα πατώματα και τις σκάλες, σανίδια και καδρόνια από ξύλα εντόπιων
δένδρων. Πέραν των υλικών αυτών, γινόταν χρήση και άλλων δευτερευόντων, ζωικής και
φυτικής προέλευσης, όπως, για παράδειγμα, τα καλάμια. Η πλίνθος έχει πολύ καλές
θερμοηχομονωτικές ιδιότητες γεγονός που την κατατάσσει στα κατάλληλα υλικά για
βιοκλιματικά κτίρια.
Ο πηλός εξορύσσονταν ελεύθερα από φυσικά σημεία συγκέντρωσης αργιλούχων εδαφών και
η μεταφορά του προς το σημείο κατασκευής του κτίσματος ήταν το μοναδικό κόστος. Για το
λόγο αυτό η διαδικασία αυτή λάμβανε χώρα σε όσο το δυνατότερο μικρότερη απόσταση,
δηλαδή το Λαδοπόταμο, δεδομένου ότι τα χρόνια εκείνα ήταν πιο δύσκολη η μεταφορά νερού
παρά του χώματος. Για λόγους προστασίας δεν έκτιζαν πολύ κοντά στο ποτάμι εξαιττίας της
διαβρωτικής δράσης της υγρασίας. Ο πηλός περιείχε μικρές πέτρες αλλά απαραίτητη
θεωρούνταν η προσθήκη λεπτοκομμένου άχυρου ή τριχών ζώων ώστε να αυξηθεί η συνοχή, η
θερμομονωτική ικανότητα της κατασκευής και η αποφυγή εμφάνισης ρηγματώσεων. Η
παρουσία, όμως, μόνο των ινών άχυρου στο μίγμα του πηλού δεν συνεπάγεται την
εξασφάλιση της ικανοποιητικής θερμομόνωσης του κτίσματος. Η έλλειψη της πέτρας στο
άμεσο περιβάλλον και η οικονομία της κατασκευής αποτελούσαν δύο παράγοντες που
οδηγούσαν στην επιλογή της ωμής πλίνθου ως οικοδομικού υλικού. Στην συντριπτική
πλειονότητα των περιπτώσεων η αύξηση καθ’ ύψος του κτιρίου συνεπάγεται και ελάφρυνση
της κατασκευής, π.χ. με λεπτότερους ωμόπλιθες τοιχοποιίες, τσατμά ή μπαγδατί. Οι ισόγειοι
χώροι περιβάλλονται από εξωτερικές τοιχοποιίες μεγάλου πάχους ενώ οι εσωτερικές
τοιχοποιίες είναι πιο λεπτές.
8.2.2. Το ξύλο
Η ξυλεία προέρχεται από τοπικά είδη δένδρων, γεγονός που συμβάλλει στην οικονομία
δεδομένου ότι οι μεταφορές υλικών ήταν δύσκολες και κοστοβόρες. Στις περιπτώσεις
απαίτησης μεγάλων διατομών συνήθως οι κορμοί των δέντρων απλά αποφλοιώνονταν. Όταν
οι απαιτούμενες διατομές μειώνονταν, όπως στις ζώνες ξυλοδεσιών, γινόταν χρήση
επεξεργασμένης ξυλείας και σπανιότερα κλαδιών. Οι ξυλοδεσιές είχαν σκοπό την επίτευξη
καλύτερης σύζευξης των τοιχοποιιών καθώς αυτή δεν εξασφαλίζονταν μόνο με το
«πλέξιμο» των πλίνθων και το λασποκονίαμα. Με τον τρόπο αυτό εξουδετέρωναν τις
διατμητικές τάσεις.
Οριζόντιες ορατές ή όχι ξύλινες ξυλοδεσιές, διπλές στο πάχος του τοίχου, διαστάσεων 8Χ8 ή
10Χ10, συνδεδεμένες μεταξύ τους με κλάπες είναι τοποθετημένες στις ποδιές των
παραθύρων, στα πρέκια των ανοιγμάτων και στις θέσεις όπου εδράζονται τα δοκάρια των
πατωμάτων. Οι ξυλοδεσιές είναι ορατές (εικ. 8-3) στην περίπτωση παλαιότερων κτιρίων
(19ος αι.) ή κρυφές (εικ. 8-4) στην περίπτωση νεώτερων (αρχές του 20ου αιω.). Έτσι,
παρατηρούμε ότι στα σπίτια του 20ου αιω. σε όλο το ύψος των όψεων των κτιρίων κυριαρχεί
η ωμόπλινθος και οι ξυλοδεσιές, όπου υπάρχουν, κρύβονται κάτω από τις ωμόπλινθους,
δίνοντας την εικόνα ενιαίας όψης πλίνθινης κατασκευής από ένα και μόνο υλικό στις
τοιχοποιίες.
Εικόνες 8-3, 8-4: αφανείς ξυλοδεσιές σε οικία στον Άνω Κρανιώνα (πάνω) και εμφανείς σε οικία στο
Ανταρτικό (κάτω) (Πηγή: προσωπικό αρχείο).
8.2.3. Ο λίθος
τη διαμόρφωση μίας οριζόντιας ζώνης σε συνέχεια της θεμελίωσης, με ύψος περίπου 1,0μ.
πάνω από την επιφάνεια του εδάφους, με στόχο κυρίως την προστασία από την ανερχόμενη
υγρασία του εδάφους και τα νερά της στέγης.
Στις πεδινές περιοχές η πέτρα ήταν σπάνιο είδος και γι’ αυτό ήταν ακριβό υλικό. Μερικές
φορές χρησιμοποιούνταν ως ένα είδος προβολής και έτσι εξηγείται το φαινόμενο της
εμφάνισης, σε διάφορες περιοχές, λιθόκτιστων κτηρίων μόνο στις προσόψεις, ενώ οι
υπόλοιπες πλευρές ήταν κτισμένες με πλινθιά. Η δόμηση με λίθους μέχρι το μέσο περίπου
του ορόφου πιθανότατα να οφείλεται σε λόγους που αφορούν την οικονομική κατάσταση του
ιδοκτήτη.
Τα βοηθητικά υλικά στα κτίρια ήταν κυρίως φυτικής (άχυρο, καλάμια) και ζωικής
προέλευσης (αιγότριχες, μαλλιά προβάτου). Το άχυρο τεμαχίζονταν και αναμειγνύονταν με
τον πηλό, τόσο κατά την κατασκευή των πλιθιών, όσο και κατά την παρασκευή των
επιχρισμάτων προκειμένου να βελτιωθεί η αντοχή τους. Τα καλάμια χρησιμοποιούνταν για τη
δημιουργία των ελαφρών εσωτερικών τοιχοποιιών και των οροφών. Είχαν τη λειτουργία ενός
πλέγματος το οποίο πληρώνονταν με πηλό (εικ. 8-5).
Εικόνα 8-5: καλάμια στην οροφή οικίας στον Μαυρόκαμπο (Πηγή: προσωπικό αρχείο).
Οι ζωικές τρίχες χρησίμευαν στην αύξηση της συνοχής των κονιαμάτων τοιχοποιϊών και στην
αποφυγή δημιουργίας ρωγμών σ’ αυτά. Το πάχος των τοίχων είναι 0,55-0,70μ. και
συνεχίζεται συνήθως με μειούμενο πάχος στον όροφο. Υπάρχουν και περιπτώσεις που οι
λίθοι στις άκρες του κτιρίου υπερυψώνονται τοπικά.
Η κατασκευή των οικιών τις περισσότερες φορές γίνονταν από τους ίδιους τους κατοίκους,
όπως μας διηγήθηκε ο κος Περικλής και η κα Θεοδότα Γιούτσου από το Μακροχώρι. Έκοβαν
τις πλίνθους μόνοι τους, πλασμένες με άχυρο και γιδότριχες μέσα σε καλούπια-μήτρες
βγάζοντας τη λάσπη από τα θεμέλια που έσκαβαν. Στέγνωναν το καλούπι στον ήλιο και
έκτιζαν, ενώ μόνο η βάση του κτίσματος ήταν από λίθους για αντοχή στην υγρασία και για
σταθερότητα. Πρόκειται για απλή λαϊκή ανώνυμη αρχιτεκτονική εφαρμοσμένη επί τόπου,
ενώ λιθόκτιστες είναι μόνο οι εκκλησίες. Τα σπίτια εξασφάλιζαν πολύ καλές βιοκλιματικές
συνθήκες, χώρο για τα ζώα και την οικογένεια και κυρίως χαμηλό κόστος κατασκευής.
Τα εναπομείναντα σπίτια των Κορεστείων χρονολογούνται από τις αρχές του περασμένου
αιώνα κι αποτελούν ένα ενδιαφέρον παράδειγμα της λαϊκής αρχιτεκτονικής. Έχοντας ως
βάση τις ωμόπλιθους αποτελούσαν μια πρώιμη μορφή βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής του
παραδοσιακού ελληνικού βίου. Με την ματιά της οικολογικής δόμησης, όλα τα υλικά που
χρησιμοποιήθηκαν είναι οικολογικά, μή τοξικά και φιλικά προς τον άνθρωπο και το
περιβάλλον καθώς για την παραγωγή τους, δεν σπαταλήθηκαν μεγάλες ποσότητες ενέργειας
και για την μεταφορά τους δεν δαπανήθηκαν καύσιμα.
Οι στέγες δε σώζονται σε αρκετά κτίρια και σε μερικές μόνο περιπτώσεις σώζονται απλά
κάποια ξύλινα στοιχεία σε πολύ άσχημη κατάσταση. Παρατηρούνται επίσης αρκετά κενά
στην επιφάνεια της τοιχοποιίας αρκετών κτισμάτων. Αυτά οφείλονται είτε στην αποκόλληση
κάποιων τμημάτων των ωμοπλίνθων, είτε και στην ελλιπή σύνδεση των τεμαχίων των
ωμοπλίνθων μεταξύ τους. Εκτιμάται σαφώς ότι παρόμοια κενά υφίστανται και στο εσωτερικό
σώμα της τοιχοποιίας. Σε πολλές ωμοπλινθοδομές παρατηρούνται αποκλίσεις από την
κατακόρυφο ή ακόμη διευρύνσεις αρμών από καθίσεις ή ρηγματώσεις γειτονικών τμημάτων
ωμοπλινθοδομών (εικ. 8-6).
Εικόνα 8-6: απουσία οριζοντίων διαζωμάτων κι ανυπαρξία πλίνθων πλέξης στη γωνία οικίας στον Άνω
Κρανιώνα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).
Η δομική μονάδα του οικισμού μπορούμε να πούμε ότι συχνά προσομοιώνεται με ένα
σχεδόν παραλληλεπίπεδο «κιβωτιόσχημο» και καλύπτεται με ξύλινη στέγη, που ενισχύεται
με σύστημα ξύλινων ενισχύσεων. Είναι γνωστό ότι οι κατασκευές από άψητη γη
παρουσιάζουν ικανοποιητική συμπεριφορά στο σεισμό. Αυτό οφείλεται στο μικρό ειδικό
βάρος του υλικού και στην ομοιογένεια που παρουσιάζει η κατασκευή. Τα κτίσματα οποία
έχουν φέρουσα τοιχοποιία καλύπτουν ένα σημαντικό τμήμα του κτισμένου περιβάλλοντος
στη χώρα μας, και σε πολλές περιοχές, όπως στα Κορέστια, αποτελούν τη συντριπτική
πλειονότητα των υφισταμένων κτιρίων.
η γήρανση των δομικών υλικών και η χαλάρωση των δεσμών συνάφειας μεταξύ τους
Δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι υπήρξε κακή ποιότητα των υλικών δόμησης και κτισίματος
δεδομένου ότι, παρόλλες τις αντιξοότητες, πολλά κτίσματα ακόμη επέδειξαν αντοχή.
πιο σπάνια και με την προϋπόθεση οι θλιπτικές τάσεις να παρουσιάσουν υπέρβαση του
ορίου του 30% της θλιπτικής αντοχής (Ιλλαμπάς, 2000), υπάρχει πιθανότητα εμφάνισης
διατμητικών ρηγματώσεων και πιθανόν συντριβή της τοιχοποιίας.
Η υγρασία δρα στο εξωτερικό και κυρίως στο εσωτερικό των τοιχοποιιών με αργούς ρυθμούς
και με συνήθως μη ορατές συνέπειες. Η συγκέντρωση μεγάλου ποσοστού υγρασίας και ο
εγκλωβισμός ποσοστού της στη μάζα τοίχων συνεπάγεται τη μείωση της θλιπτικής και
διατμητικής αντοχής της τοιχοποιίας.
Το οικιστικό περιβάλλον ενός τόπου επιδρά αποφασιστικά στη ψυχοσύνθεση των κατοίκων
κι αποτελεί την πολιτιστική έκφραση των ίδιων των κατοίκων που το δημιούργησαν και ζουν
σ’ αυτό.
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των οικισμών της υπαίθρου είναι η μείωση του
πληθυσμού τους που άρχισε να επισημαίνεται αμέσως μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και τις
εθνικές περιπέτειες που ακολούθησαν. Πολλοί ορεινοί οικισμοί με αξιόλογα παραδοσιακά
δείγματα αρχιτεκτονικής, όπως ο Άνω Κρανιώνας, έχουν καταντήσει ερειπιώνες. Όποιο
κρατικό πρόγραμμα κι αν αποφασιστεί να εφαρμοστεί πρέπει να είναι ρεαλιστικό και φυσικά
να έχει την αποδοχή των κατοίκων που θα κατοικήσουν. Έμφαση δε θα δοθεί μόνο στις
οικονομικές παραμέτρους και στο βαθμό διασώσεως αυθεντικών στοιχείων λαϊκής
αρχιτεκτονικής, αλλά κυρίως στον περιβαλλοντικό παράγοντα και στην αειφορία.
Η πρόταση διαχείρισης και ανάπτυξης της περιοχής στηρίζεται στα στοιχεία της
διατήρησης-αποκατάστασης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, του φυσικού περιβάλλοντος
σε συνδυασμό με τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά του τόπου και την οικονομική ευημερία
στα πλαίσια της βιώσιμης αειφόρου ανάπτυξης, η οποία βασίζεται στο τρίπτυχο κοινωνία-
περιβάλλον-οικονομία. Οι παρεμβάσεις δεν κινούνται στα όρια του φολκλορισμού, δηλαδή
της μουσειακής συντήρησης και της τεχνητής αναβίωσης στοιχείων της παράδοσης χωρίς
οργανική σύνδεση με το υπό διαμόρφωση μέλλον του οικισμού, αλλά με λειτουργική ένταξη
σ’ ένα κοινωνικό πλαίσιο καθώς και με τη σύνδεσή τους με τον τουρισμό και την
προσέλκυση επισκεπτών κι επιστημονικού δυναμικού.
Η πρόταση στον τομέα των πολιτιστικών δραστηριοτήτων μπορεί να κινηθεί σε δύο άξονες.
Ο ένας αφορά τις κοινωνικές και οικονομικές δομές, χωρίς τις οποίες δεν μπορεί να υπάρξει
πολιτισμική δημιουργία, και ο άλλος τις εξωτερικές παρεμβάσεις, οι οποίες δεν πρέπει να
Για την αναβίωση και αναζωογόνηση της περιοχής απαραίτητη προϋπόθεση είναι η
λειτουργική του ενεργοποίηση και η ένταξή του στις σύγχρονες οικονομικές δομές, μέσα
από έναν πολεοδομικό και ευρύτερα χωροταξικό σχεδιασμό, άμεσα συνδεδεμένο με την
προστασία του. Βασικό και καθοριστικό παράγοντα στη διατήρηση και στον
επανακαθορισμό της συνολικής φυσιογνωμίας του, καθώς και στη διατήρηση του ιδιαίτερου
ιστορικού και αρχιτεκτονικού χαρακτήρα των κελυφών αποτελεί το ζήτημα του καθορισμού
των χρήσεων.
Οι λύσεις που επιλέγονται για τα μεμονωμένα κτίρια ακολουθούν κάποιους γενικούς κανόνες
που τίθενται για το ευρύτερο σύνολο στο οποίο ανήκουν και προκύπτουν από τις
λειτουργικές ανάγκες του ευρύτερου χώρου τους, τις νέες χρήσεις, δίχως στη διαδικασία αυτή
να παραβλέπεται ή να αγνοείται η τυπολογία και η ιστορική αξία του κάθε κτιρίου, καθώς και
η ιδιαίτερη σημασία που μπορεί να έχει η διατήρηση της αρχικής χρήσης (οι κατοικίες
μετατρέπονται σε ξενώνες, δηλαδή όχι εντελώς ασύμβατη χρήση).
Οι αποφάσεις και οι επιλογές κινούνται μεταξύ της ανάγκης ένταξης νέων χρήσεων στα
παλιά κτίρια, όπως απαιτούν οι σύγχρονες κοινωνικοοικονομικές δομές, και της ανάγκης
διαφύλαξης των λειτουργιών που αποκτήθηκαν με το χρόνο, και συχνά αυτές αποτελούν
χαρακτηριστικά στοιχεία της ταυτότητας του τόπου. Φυσικά, ζήτημα αποτελεί η διατήρηση
των ιδιαίτερων στοιχείων που συγκροτούν την παραδοσιακή λειτουργική φυσιογνωμία του
συγκεκριμένου οικισμού. Σήμερα η κυρίαρχη οικονομική δραστηριότητα στις ιστορικές
πόλεις και οικισμούς του μεσογειακού χώρου είναι ο τουρισμός, που εμφανίζεται με διάφορες
μορφές και εντάσεις και εμφανίζεται ικανός να ξεπεράσει κάθε δεσμευτικό φράγμα
κανονισμών ή περιορισμών. Αποτελεί την ευκολότερη λύση και ενίοτε τη μοναδική
οικονομική διέξοδο στις σύγχρονες κοινωνίες. Συγχρόνως, όμως, δεν μπορούν να αγνοηθούν
οι συνέπειες της ανεξέλεγκτης εγκατάστασης τουριστικών δραστηριοτήτων, που σχετίζονται
πολλές φορές με την υποβάθμιση και αλλοίωση της ποιότητας ζωής, αλλά και των μορφών
των κελυφών παράλληλα με την κοινωνική συγκρότηση ενός τόπου.
Η κατεξοχήν ευαίσθητη λειτουργία της κατοικίας είναι η πρώτη που απομακρύνεται από τους
χώρους στους οποίους η υπερανάπτυξη του τουρισμού προκαλεί οχλήσεις (ένταση
κυκλοφορίας, θόρυβος, ρύπανση, μόλυνση, κ.λπ.) κι εξαφανίζει τις απαραίτητες συνθήκες
που τη στηρίζουν (ελεύθερους χώρους, κοινωφελείς λειτουργίες, πολιτιστικό εξοπλισμό,
καταστήματα καθημερινού εμπορίου, κ.λπ.). Οι νέες χρήσεις που εισάγονται στα παλιά
κελύφη μετά από ειδική μελέτη σε πολεοδομικό και αρχιτεκτονικό επίπεδο είναι δυνατό να
εμπλουτίσουν το οικιστικό σύνολο και να αναδείξουν τόσο τη λειτουργία του όσο και τη
μορφή του, κι ακόμη να επαναπροσδιορίσουν ή να ερμηνεύσουν με σύγχρονη οπτική τις
ιδιαιτερότητες και το χαρακτήρα του. Οι τουριστικές δραστηριότητες, όπως λειτουργούν
σήμερα όμως, δεν εμπλουτίζουν, αλλά συχνά αλλοιώνουν τον παραδοσιακό χαρακτήρα και
την ατμόσφαιρα ενός τόπου επιδρώντας αρνητικά στην εικόνα και τη λειτουργία του
δημόσιου χώρου του. Τίθεται ένα ζήτημα σχετικό με τα ανεκτά όρια των λειτουργικών και
μορφολογικών μεταλλαγών σε έναν τόπο χωρίς να καταστρέφεται η αυθεντικότητά του.
Αρκετοί οικισμοί έχουν υποστεί λειτουργική και μορφολογική αλλοίωση από τον τουρισμό.
Ένα άλλο θέμα που ανακύπτει είναι αυτό της κοινωνικής αλλοίωσης. Η αλλοίωση της
ιστορικότητας με την κατασκευή νέων κτισμάτων μπορεί να αντιμετωπιστεί σε εκπαιδευτικό
επίπεδο με την ευαισθητοποίηση και ωρίμανση των τοπικών ομάδων πληθυσμού μέσω
ειδικών επιμορφωτικών προγραμμάτων, ακόμη από τη σχολική ηλικία. Η προώθηση με
χρηματοδοτήσεις και κίνητρα εναλλακτικών ή έστω συμπληρωματικών ως προς τον τουρισμό
οικονομικών δραστηριοτήτων στενά συνδεδεμένων με τον παραδοσιακό χαρακτήρα του
τόπου, η στήριξη παραδοσιακών δραστηριοτήτων καθώς και η ενίσχυση της σύγχρονης
πολιτιστικής δράσης θα διαδραμάτιζαν θετικό ρόλο προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Η
συγκρότηση διακρατικών πολιτιστικών δικτύων και προγραμμάτων μεταξύ ιστορικών
οικισμών του ευρωπαϊκού μεσογειακού και «τοπικού» βαλκανικού χώρου, π.χ. περιοχές της
Αλβανίας με πλινθόκτιστα κτίσματα, με την ανταλλαγή εμπειριών και ιδεών θα μπορεί να
παίξει θετικό ρόλο. Κύριο ζήτημα αποτελεί η έλλειψη της «κρίσιμης ανθρώπινης μάζας»
(Κωνστάντιος, 1996) σε αρκετούς οικισμούς.
Το μέλλον των οικισμών αυτών συνδέεται με μια πολιτική ουσιαστικών κινήτρων και με
περιφερειακή ανασυγκρότηση συνδυασμένη με αναπροσαρμογή στόχων και μεθόδων. Η
διαχείριση των ιστορικών οικιστικών συνόλων είναι σύνθετη διεπιστημονική και πολιτική
δραστηριότητα. Πρέπει να ανιχνευτούν οι σχέσεις του μνημειακού συνόλου και των
κατασκευών του με το περιβάλλον, τον άνθρωπο, τις κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις της
προστασίας, την ιστορική συνέχεια και τη λειτουργία του μνημειακού αυτού συνόλου.
Σήμερα ποσοστό που πλησιάζει το 35% του πληθυσμού της γης (Τσεκούρα, 1998)
εγκαταβιώνει σε χωμάτινα σπίτια (Τσεκούρα, 1998). Τα κτίσματα με ωμόπλινθους μπορούν
να αντέξουν αρκετούς αιώνες αν έχουν ένα καλό «καπέλο» και άριστες «μπότες», σύμφωνα
με μια παλιά αγγλική παροιμία, δηλαδή στέγαση η οποία θα εξέχει αρκετά και θεμελίωση
τέτοια ώστε να αποτρέπεται η υγρασία του εδάφους (Μουτσόπουλος, 2001). Το μέλλον των
οικιστικών συνθέσεων της παρούσας μελέτης είναι συνυφασμένο με επεμβάσεις όπως:
επαναχρησιμοποίηση των δομικών υλικών από τις υφιστάμενες κατασκευές, όπως λίθων,
ωμόπλινθων, κεραμιδιών, (οικονομία και οικολογική φιλοσοφία των υλικών της κατασκευής)
και ταυτόχρονα αποφυγή της ρίψης μπαζών στο περιβάλλον.
στατική ενίσχυση των δομικών μελών κάθε κτίσματος (διαφραγματική λειτουργία στέγης
και πατωμάτων, συνδέσεις τοίχων μεταξύ τους, αντικατάσταση φθαρμένων ξύλινων
ελκυστήρων σε ξυλοδεσιές, κ.α.).
του τόπου. Ουσιαστικά σημαίνει εφαρμογή των αρχών της βιώσιμης και αειφόρου
ανάπτυξης που εδράζονται στο ισοδύναμο τρίπτυχο: περιβαλλοντική προστασία–οικονομική
άνθηση–κοινωνική ευημερία, μέσα από την ανάγκη διαχείρισης και προβολής της
ιδιαιτερότητας του τόπου57.
Προτείνονται οι επεμβάσεις στο σώμα του οικισμού σύμφωνα με το Σχέδιο Γ-2 (Παράρτημα
Γ), όπως η δημιουργία διεπιστημονικού κέντρου μελέτης και προβολής πηλού και
ωμοπλινθόκτιστων κατασκευών πηλού σε χώρο κοντά στο κέντρο του Άνω Κρανιώνα με την
αποκατάσταση όλων των κτιρίων και την ταυτόχρονη διαμόρφωση του κεντρικού χώρου του
οικισμού (Παράρτημα Γ, Σχέδιο Γ-5). Η επιλογή της χωροθέτησης του διεπιστημονικού
κέντρου έγινε με γνώμονα την ελάχιστη οπτική όχληση και αλλοίωση του υπάρχοντος
δομημένου και φυσικού αποθέματος, το σεβασμό στο φυσικό περιβάλλον, πιο ψηλά από το
κεντρικό σημείο του οικισμού, ενώ ταυτόχρονα χαρίζει πανοραμική θέα προς τους απέναντι
ορεινούς όγκους, το Λαδοπόταμο, τον Κάτω Κρανιώνα και προς όλη την περιοχή των
Κορεστίων. Το καινούριο αυτό κτίσμα μοιάζει να «φυτρώνει» και να «ξεπετάγεται» από το
χώμα επιτυγχάνοντας τη νοητική και σχεδιαστική αναφορά στην πλίνθο και τα υλικά
προέλευσής της. Πρόκειται για ισόγειο υπόσκαφο κτίσμα που δεν διαθέτει όροφο αφού
σκοπός υπήρξε η διατήρηση της ανθρώπινης κλίμακας στο τοπίο.
57
Η ενασχόληση με την αισθητική κάθε τόπου και με τη διαπίστωση μιας τάσης προς την α-τοπικότητα σε
καμιά περίπτωση δεν είναι αποτέλεσμα της νοητικής αντίληψης του 20ου αιώνα. Διανοούμενοι, όπως ο
πολυγραφότατος John Ruskin, εξοπλισμένοι με ένα φυσικό εμπειρικισμό και με μια φαινομενομενολογική
προσέγγιση, κατέγραψαν, συνέκριναν και αξιολόγησαν την εικόνα και τα αρχιτεκτονικά συστατικά κάθε τόπου,
πέρα από τα κυρίαρχα στοιχεία της προσαρμογής στο κλίμα και την τοπογραφία. Αναγνώρισαν ότι οι
αρχιτεκτονικές μορφές των κτισμάτων χρειάζεται να προσαρμόζονται στην αισθητική του ευρύτερου τοπίου και
να προβάλλουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα κάθε λαού. Επίσης, ανέδειξαν τη μορφολογική μέθοδο προσέγγισης,
δηλαδή εκείνη που ξεχωρίζει τα μορφολογικά στοιχεία, τα εξετάζει ξεχωριστά και τα συνθέτει έτσι, ώστε να
παραχθούν γενεσιουργές ταξινομήσεις. Βλ. Θεοδωράκη-Πάτση, Τζ. (2011). Αρχιτεκτονική στον αγροτικό χώρο.
Αθήνα.
τέτοια κτίρια δημόσιας κλίμακας και κατοικίες να ανταποκριθούν «φυσικά» στις ενεργειακές
τους ανάγκες. Η κατασκευή αυτή βρίσκεται πλησίον της κεντρικής πλατείας του οικισμού η
οποία έχει φυσική διαμόρφωση που παραπέμπει σε βυθισμένη πλατεία με οπτικές φυγές και
πανοραμική θέα αλλά και προστασία από τους βόρειους ανέμους.
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ ΔΡΑΣΕΙΣ
Βελτίωση της κατάστασης των • Βελτίωση κι επέκταση των δικτύων ύδρευσης και αποχέτευσης του
θέσεων υποδομής οικισμού
Μη περαιτέρω επέκταση του • Αποκατάσταση κι επανάχρηση των διατηρητέων κτισμάτων, για τη
οικισμού στέγαση παλαιών αλλά και νέων χρήσεων. Επιδίωξη αποτελεί η
επαναχρησιμοποίηση κτισμάτων και όχι η δημιουργία νέων.
Βελτίωση των προσβάσεων – • Χάραξη βασικών αξόνων κίνησης οχημάτων, καθώς και των
αστικός σχεδιασμός πρωτευόντων και των δευτερευόντων πεζοδρόμων με πλακοστρώσεις ή όχι,
κατά περίπτωση.
• Ανάπτυξη αγροτουρισμού
Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 179
• Σύσταση τοπικών συνεταιρισμών (π.χ. γυναικείων συνεταιρισμών) που θα
προωθούν τοπικά προ- ϊόντα
Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.
Έργα υποδομής • Έργα ύδρευσης και αποχέτευσης όλων των οικισμών που συναποτελούν
τα Κορέστεια.
Όσον αφορά το φυσικό περιβάλλον, κρίνεται σημαντική η προστασία και προβολή της
χλωρίδας και της πανίδας της περιοχής. Προτείνεται η διαμόρφωση υπαίθριων χώρων για
στάση και αναψυχή και η δημιουργία παρατηρητηρίων άγριων θηλαστικών, όπως αρκούδων,
άλλων θηλαστικών και πτηνών. Στην κατεύθυνση της προστασίας του περιβάλλοντος μπορεί
να βοηθήσει η δημιουργία του προτεινόμενου διεπιστημονικού κέντρου το οποίο μπορεί να
λειτουργεί σε συνεργασία με την πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση
των νομών Φλώρινας και Καστοριάς και την Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας. Βασική
κατεύθυνση αποτελεί:
Η αναβάθμιση του οικιστικού περιβάλλοντος (Τομ. Πολεοδ. Χωροτ. Περιφ. Αναπτ. Τμημ.
Αρχιτ. ΑΠΘ, 2001) μπορεί να επιτευχθεί με:
η δημιουργία ενός χώρου ζωντανού, ικανού να βιωθεί από τους ανθρώπους του και όχι η
δημιουργία ενός χώρου–μουσείου, άψυχου και διακοσμητικού. Στόχος δεν είναι η
διαμόρφωση ενός πλαστού σκηνικού ευχάριστου στο μάτι αλλά ενός πραγματικού θύλακα
ζωής που θα συνυπάρχει με τη φύση της περιοχής.
Οι μελέτες και εφαρμογές που έχουν συστηματικά διεξαχθεί για τις επεμβάσεις σε ιστορικές
και παραδοσιακές κατασκευές συνέβαλλαν στην ανάπτυξη τεχνογνωσίας και γνώσης υλικών
τα οποία θα χρησιμοποιηθούν σε κτίσματα από φέρουσα τοιχοποιία.
9.3.1. Κονιάματα
Η χρήση των κονιαμάτων είναι επιβεβλημένη, κυρίως για τους λιθόκτιστους ναούς ώστε να
αποκατασταθούν οι ρωγμές, οι τοπικές καθαιρέσεις και τμήματα αποκολλημένων
Κατά το σχεδιασμό του νέου κονιάματος βάσει των αναλύσεων (Στεφανίδου, 2001) των
παλαιών υλικών και του περιβάλλοντος του εκάστοτε κτιρίου, παράγοντες όπως οι
θερμοκρασιακές συνθήκες, η υγρασία, η παρουσία υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα, η
ταχύτητα του ανέμου λαμβάνονται υπόψη για τον σχεδιασμό της απαιτούμενης
ανθεκτικότητας του νέου κονιάματος (Παπαγιάννη, 2006). Ο πηλός χρησιμοποιείται στα
πηλοκονιάματα, ως προϊόν ανάμειξης αργίλου και μικρής κοκκομετρικής διατομής άμμου με
καλές θερμομονωτικές ιδιότητες.
9.3.2. Ξυλεία
Στο πλαίσιο της αναβίωσης με βιοκλιματικό πρόσημο απαραίτητη είναι η αντικατάσταση της
φθαρμένης ξυλείας σε καίρια σημεία της κατασκευής, όπως στη στέγη και στα πατώματα. Ο
τύπος της ξυλείας θα είναι όμοιος με τον υπάρχοντα καθώς και η ποιότητά της. Ιδιαίτερη
πρόνοια θα πρέπει να λαμβάνεται στη σύνδεση των ξύλινων δοκών με τις τοιχοποιίες.
Στις περισσότερες χώρες του κόσμου δεν υπάρχει τοπικός κανονισμός για την αποτίμηση ή
το σχεδιασμό κτηρίων από φέρουσα τοιχοποιία με ωμόπλινθους. Η έλλειψη αξιόπιστων
τεχνικών οδηγιών, η εν γένει ανομοιογένεια των ωμόπλινθων και η ανομοιομορφία του
δομικού συστήματος των κτηρίων καθιστούν την εφαρμογή υπολογιστικής διαδικασίας
Οι επεμβάσεις που γίνονται στη λίθινη θεμελίωση των ωμοπλινθοδομών στοχεύουν κυρίως
στην ενίσχυσή της και στην αποτροπή διείσδυσης υγρασίας. Για την αντιμετώπιση της
ανιούσας υγρασίας χρησιμοποιούνται δύο μέθοδοι. Η πρώτη είναι η εγκατάσταση
υγρομονωτικών μεμβρανών, είτε στη μάζα της λιθοδομής, είτε μεταξύ της λιθοδομής και της
ωμοπλινθοδομής. Σε αυτή την περίπτωση η υγρασία μπορεί να προσπεράσει τη μονωτική
μεμβράνη μέσα από την εσωτερική επιφάνεια του πατώματος ή ακόμα και μέσα από τη μάζα
της τοιχοποιίας όταν η τοποθέτηση δεν γίνει ορθά. Επίσης η επιφάνεια της λιθοδομής που
βρίσκεται πιο κάτω από τη μεμβράνη παραμένει εκτεθειμένη στη δράση της υγρασίας. Η
δεύτερη μέθοδος στοχεύει στη δημιουργία ενός αδιαπέρατου φράγματος μέσω της έγχυσης
υδαταπωθητικού υλικού στη μάζα της λιθοδομής με τη χρήση ενεμάτων. Στην πράξη όμως η
δημιουργία ενός αδιαπέρατου φράγματος είναι ουσιαστικά ανέφικτη αφού το υλικό είναι
πολύ δύσκολο να διεισδύσει σε όλες τις διόδους υγρασίας της ακανόνιστης λιθοδομής
(Ιλλαμπάς, 2010). Η ενίσχυση της θεμελίωσης συνήθως περιορίζεται στην ανακατασκευή
των περιοχών που έχουν πάθει βλάβες. Σε μερικές περιπτώσεις γίνεται ενίσχυση με την
εφαρμογή τσιμεντενέσεων ή πιο σπάνια με πασσάλους.
αντικατάσταση υλικού με νέους ωμόπλινθους είναι η έλλειψη ελέγχου της ποιότητας και της
μεθόδου παρασκευής των νέων υλικών.
Η τεχνική και τα υλικά που χρησιμοποιούνται για την αποκατάσταση ρωγμών και τοπικών
καταρρεύσεων σε ωμοπλινθοδομές εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το μέγεθος και την
έκταση της βλάβης. Μικρές ρωγμές (≤15 mm), που δεν επηρεάζουν σε βάθος την
τοιχοποιία, γεμίζονται με ενέματα κονιάματος. Η τεχνική αυτή επιτρέπει μόνο την
παραλαβή θλιπτικών τάσεων στην περιοχή της ρωγμής. Σε ρωγμές μεγάλου ανοίγματος
(≥15 mm), εκτός από την πλήρωση με κονίαμα γίνεται και συρραφή, ώστε να επιτευχθεί η
μεταφορά τάσεων εκατέρωθεν της ρωγμής. Η συρραφή γίνεται και στις δύο πλευρές της
τοιχοποιίας με τη χρήση ξύλινων ή μεταλλικών στοιχείων (Παπαγιάννη, Αργυρόπουλος,
κ.ά., 2012).
Σε διαμπερείς ρωγμές γίνεται καθαίρεση μέρους της τοιχοποιίας γύρω από τη ρωγμή και
Το πρώτο βήμα που γίνεται για την ενίσχυση του δομικού σκελετού είναι η αποκατάσταση
της φέρουσας ικανότητας της τοιχοποιίας και των επιμέρους δομικών στοιχείων με τη
διεξαγωγή των απαραίτητων επεμβάσεων. Μεγάλη σημασία δίνεται στη βελτίωση της
σύνδεσης διασταυρούμενων τοίχων, καθώς αυτή διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο στη
συμπεριφορά του κτηρίου υπό την επίδραση σεισμικών δράσεων. Όπου κρίνεται αναγκαίο,
γίνεται καθαίρεση της τοιχοποιίας στα σημεία που συνδέονται διασταυρούμενοι τοίχοι και
ακολουθεί αναδόμηση με τρόπο που να εξασφαλίζει το «αλληλοκλείδωμα» των τοίχων
αυτών (Ιλλαμπάς, 2010).
Μια άλλη τεχνική είναι η εγκατάσταση γωνιακών ξύλινων ή μεταλλικών συνδέσμων προς
ενίσχυση της σύνδεσης μεταξύ τοίχων. Για την ενίσχυση της διαφραγματικής λειτουργίας
των ανώτερων πατωμάτων και της οροφής, συχνά τοποθετούνται επιπρόσθετες οριζόντιες
δοκοί που συνδέουν απέναντι τοίχους, ώστε να αυξηθεί ο βαθμός υπερστατικότητας του
φέροντα οργανισμού. Μία αρκετά αποτελεσματική μέθοδος ενίσχυσης είναι η εγκατάσταση
ξύλινης δοκού περιμετρικά του κτηρίου στο ύψος των ανοιγμάτων ή/και της οροφής. Οι
ξυλοδεσιές αυτές συμβάλλουν στην παραλαβή οριζόντιων σεισμικών φορτίων, ενισχύουν τη
σύνδεση μεταξύ των περιμετρικών τοίχων και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την έδραση
των δοκών της οροφής.
ΜΗΝΑΣ
ΑΝΑΦΟ
ΠΕΡΙΟΔ
ΑΓΜΕΝ
ΑΝΕΜΟΙ
ΥΕΤΟΥ
ΥΨΟΣ
ΡΑΣ
(μποφώρ)
ΟΣ
ΕΣ
ΜΕΣΗ ΜΕΓΙΣΤΗ
ΜΕΣΗ ΝΕΦΩΣΗ
ΜΕΣΗ ΕΝΤΑΣΗ
(ώρες / μήνα)
ΕΠΙΚΡΑ/ΣΑ
ΕΛΑΧΙΣΤΗ
ΕΛΑΧΙΣΤΗ
ΑΠΟΛΥΤΗ
ΑΠΟΛΥΤΗ
ΔΙΑΡΚΕΙΑ
ΜΕΓΙΣΤΗ
(όγδοα)
Δ/ΝΣΗ
ΜΕΣΗ
ΙΟΥΛ 8,4 14,4 29,7 41,6 ΒΔ 1,5 327,5 2,2 26,2
40ο 27΄
1980-2001
Β ΑΥΓ 3,6 14,3 29,6 39,0 ΒΔ 1,2 305,0 2,2 30,8
ΚΑΣΤΟΡΙΑ
21ο 17΄ ΙΑΝ -22,4 -1,9 6,8 17,6 ΒΔ 0,9 135,7 4,3 36,8
Ε
ΦΕΒ -15,8 -1,3 8,1 20,2 ΒΔ 1,1 128,5 4,5 48,1
Πίνακας 10-1: κλιματολογικά και θερμοκρασιακά δεδομένα Καστοριάς. Γίνεται η παραδοχή ότι τα
δεδομένα της περιοχής είναι παρόμοια με αυτά της Καστοριάς (Πηγή: Τ.Ο.Τ.Ε.Ε., 2010).
Η περιοχή ανήκει στην κλιματική ζώνη Δ (Τ.Ο.Τ.Ε.Ε., 2010). Σύμφωνα με την κατάταξη
Koppen-Geiner (χάρτης 10-1), η περιοχή μελέτης εντάσσεται στην κατηγορία ηπειρωτικού
αξηρικού κλίματος με δροσερό θέρος. Το τοπικό κλίμα έχει χαρακτηριστικά τα οποία
επηρεάζονται τόσο λόγω της γεωγραφικής θέσης του οικισμού όσο και της μορφής του
οικιστικού ιστού.
Χάρτης 10-1: κλιματική κατάταξη περιοχών της Ελλάδας κατά Koppen-Geiner (Πηγή:
http://www.meteoclub.gr/themata (Ημερομηνία επίσκεψης 17-11-2017).
Η μέση ετήσια τιμή σχετικής υγρασίας στο σταθμό της Φλώρινας αγγίζει το ποσοστό 70,2%
και στην Καστοριά το 63,39% με τη μηνιαία διακύμανση τιμών σχετικής υγρασίας να
αποτυπώνονται στο Διάγραμμα 10-1.
Διάγραμμα 10-1: σχετική υγρασία στους μετεωρολογικούς σταθμούς Φλώρινας και Καστοριάς, )Πηγή:
Γιαννάκης Ν., Αργυρόπουλος Δ., κ.α. (1999), Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη Εθνικού Δρυμού Πρεσπών,
Φλώρινα, ΝΑ Φλώρινας, σ. Β-28).
Χάρτης 10-2: νέος χάρτης σεισμικής επικινδυνότητας ελληνικού χώρου (Πηγή: http://portal.tee.gr).
10.1.2. Χωροθέτηση
ανθρώπινης εγκατάστασης. Στις εύφορες λεκάνες της Δυτικής Μακεδονίας και στις όχθες
των λιμνών της μαρτυρούνται οργανωμένες ανθρώπινες εγκαταστάσεις από τα νεολιθικά ήδη
χρόνια. Το ορεινό τοπίο και η παρουσία ποταμών και παραποτάμων στην περιοχή, όπως ο
Αλιάκμονας, υπήρξαν καθοριστικοί παράγοντες για την ίδρυση οικισμών. Περιβαλλοντικοί
παράγοντες και φυσικά στοιχεία αποτέλεσαν πολύ σημαντική αιτία εγκατάστασης, όπως
μαρτυρεί και ο Στράβων για τα ιλλυρικά και ηπειρωτικά έθνη τα οποία διαχωρίζει η Εγνατία
οδός με διαχωριστική γραμμή ηπειρωτικών και μακεδονικών εθνών τον Αλιάκμονα και τον
Εριγώνα (Στράβων 7,326: «Αλιάκμων δε την άνω (Μακεδονίαν ορίζει) και έτι τους Ηπειρώτας
και τους Παίονας και αυτός ο Εριγών και ο Αξιός και έτεροι»). Στη χώρα των Ορεστών όλα τα
φυσικά περάσματα, οι διαβάσεις, οι «Πέτρες» (οι Κλεισούρες) οχυρώνονται κι ελέγχονται
από την αρχαιότερη εποχή. Πάντοτε ο έλεγχος αυτός στοχεύει στην προστασία μιας μικρής
κοιλάδας, μιας εύφορης περιοχής και παράλληλα με τη διάταξή του σε κρίσιμα σημεία
κορυφών που δεσπόζουν ελέγχει ένα ορεινό συγκρότημα. Τα υψόμετρα των οχυρωμάτων
αυτών ίσως είναι αποτρεπτικά για την υποστήριξη μιας απόψεως για μια μόνιμη κατοίκηση.
Πιθανόν τα οχυρώματα αυτά αποτελούσαν καταφύγια για τους ανθρώπους και για τα ζώα
τους σε καιρό εχθρικών επιθέσεων. Η αναζήτηση και επιλογή της κατάλληλης τοποθεσίας,
για την ίδρυση των οικισμών στηρίζονταν σε βασικά προαπαιτούμενα, όπως η ασφάλεια
κατοίκων, η ύπαρξη νερού, η δυνατότητα παραγωγής αγαθών για την επιβίωση και η
δυνατότητα επικοινωνίας με άλλους οικισμούς για την ανεύρεση κι ανταλλαγή αγαθών, τα
οποία βρίσκονταν σε ανεπάρκεια ή απουσίαζαν από το δικό τους ζωτικό χώρο.
Το τοπικό κλίμα έχει χαρακτηριστικά τα οποία επηρεάζονται τόσο λόγω της θέσης των
οικισμών όσο και λόγω της μορφής του οικιστικού ιστού. Οι κλιματολογικές συνθήκες του
τόπου λαμβάνονταν πολύ σοβαρά υπόψη αφού το φυσικό περιβάλλον επιδρά στην
ανθρώπινη υγεία58. Τα κτίσματα του Άνω Κρανιώνα χωροθετούνται παράλληλα και άλλοτε
κάθετα στις υψομετρικές καμπύλες (η στενή πλευρά του κτιρίου παράλληλη στις ισοϋψείς),
στοιχείο που καταδεικνύει ότι πρόθεση των κατοίκων δεν ήταν μόνο η θέα. Η τοποθέτηση
αυτή στοχεύει στην κατά το δυνατό λιγότερη συγκράτηση των ομβρίων υδάτων από το
κτίσμα. Η διάταξη μερικών κτιρίων μέσα στον παραπάνω οικισμό είναι προσανατολισμένη
58
Οι Βαυαροί π.χ. επέλεξαν την τοποθεσία «Αράκλι» του Νέου Ηρακλείου Αττικής για εγκατάστασή τους με
τον εξής τρόπο: συγκροτήθηκε με σχετικό διάταγμα του βασιλιά Όθωνα το 1835 ειδική επιτροπή από
υγιεινολόγους ιατρούς, οι οποίοι ζήτησαν να σφαχτούν αρνιά και να κρεμαστούν τεμάχιά τους σε δέντρα σε
διάφορα σημεία της Αττικής. Η θέση που παρουσίασε τη μεγαλύτερη καθυστέρηση στην αλλοίωση του κρέατος
κρίθηκε η καταλληλότερη για ανέγερση οικισμού. Τα υπερυψωμένα τοπία σε σχήμα λοφίσκου συνδύαζαν
μεγαλύτερη ασφάλεια και υγιεινότερο κλίμα ήδη από την εποχή του χαλκού. Αρκετοί οικισμοί βρίσκονταν
κοντά σε ποτάμια, λίμνες, ρέματα (Δισπηλιό, Αγγίστα Σερρών, κ.α.). Βλ. Χατζηθεοδωρίδης, Θ. (2010).
Οικιστική οργάνωση του νομού Δράμας στον 20ο αιώνα. Θεσσαλονίκη: εκδ. Αφοι Κυριακίδη.
στον άξονα ανατολής-δύσης, με τα περισσότερα ανοίγματα στο νότο, και με ελάχιστα στο
βορρά. Οι περισσότεροι ηπειρωτικοί οικισμοί προσανατολίζονται γενικά προς την
κατεύθυνση ΒΝ. Το μικροκλίμα επηρεάζεται από τις επικρατούσες συνθήκες θερμοκρασίας,
ηλιοφάνειας και κατεύθυνσης–έντασης του ανέμου. Η διαπλοκή των όγκων δημιουργεί ένα
«προστατευμένο» μικροκλίμα και ο ελάχιστος αλληλοσκιασμός του ενός κτιρίου από το άλλο
επιτρέπει την εισροή θερμότητας στο εσωτερικό των οικιών.
Οι αρχικοί οικιστές της περιοχής επέλεξαν να κατασκευάσουν τα σπίτια τους στις κατά το
δυνατόν πιο υγιεινές τοποθεσίες, μακριά από έλη και στις πλαγιές του Βιτσίου. Από τις
περιγραφές του Νικολάου Σχινά γίνεται φανερή η σχέση των οικισμών με τον Λαδοπόταμο
καθώς οι περισσότεροι βρίσκονται στις όχθες του και τις τριγύρω δασώδεις εκτάσεις.
Ένα γενικό χαρακτηριστικό των χωριών στα κεντρικά και στα νότια Βαλκάνια 59 είναι το
σύστημα οργάνωσης του χώρου με γειτονιές (μάαλα). Επομένως, ένας καθοριστικός
παράγοντας για τη δομή της κοινότητας των χωριών είναι η ομαδοποίηση των σπιτιών
σύμφωνα με οικιστικές διευθετήσεις, τις γειτονιές.
Παρατηρούνται δύο βασικές κατηγορίες χωριών που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς
βασίζονται σε μια αντίληψη του χώρου του χωριού ως μιας δυαδικής ή τριμερούς δομής. Ως
αναλογία στη χωρική αντίληψη του ανθρώπινου σώματος και της κατοικίας, αυτές οι δομές
διακρίνονται ως ακολούθως:
η πρώτη κατηγορία αποτελείται από χωριά που έχουν δύο γειτονιές: Γκόρνο (Άνω) και
Ντόλνο (Κάτω). Το σημαντικότερο είναι ότι ανάμεσα σε αυτές τις δύο γειτονιές βρίσκεται
συνήθως ένα κεντρικό σημείο του χωριού, όπως συμβαίνει με τους δύο οικισμούς Άνω και
Κάτω Κρανιώνα.
η δεύτερη κατηγορία αποτελείται από χωριά που έχουν τρεις γειτονιές: Γκόρνο (Άνω).
Στρέντνο (Μεσαίο) και Ντόλνο (Κάτω).
Η χωρική οργάνωση των οικισμών επηρεάστηκε από το οικολογικό περιβάλλον και την
κοινωνική δομή του, δεδομένου ότι η κοινωνία και ο χώρος συνδέονται διαλεκτικά.
Αξιοσημείωτο είναι ότι, σύμφωνα με τη Χάρτα της Βενετίας το 1964, μια τοποθεσία, ορεινή
ή αγροτική, η οποία αποτελεί έναν ιδιαίτερο πολιτισμό ή ένα ιστορικό γεγονός μπορεί να
θεωρηθεί ιστορικό μνημείο.
59
Οι περισσότερες γειτονιές των χωριών των Βαλκανίων σχηματοποιούνται με βάση τη φυλετική δομή των
κατοίκων των νοικοκυριών. Βλ. Risteski, L. (2010). Σύμβολα, μυθολογικές και θρησκευτικές έννοιες του
χώρου του χωριού στους σλαβικούς λαούς των Βαλκανίων. Στο Αυδίκος Ε. Γ. (επιμ.), Λαϊκοί πολιτισμοί και
σύνορα στα Βαλκάνια. Αθήνα: εκδ. Πεδίο.
το ιστορικό πλαίσιο της ανάπτυξης και δράσης της τοπικής κοινωνίας σε σχέση με άλλα
τοπικά και διεθνή γεγονότα της οικονομίας, της πολιτικής, της δημογραφίας, των θεσμών,
κ.λπ.
Όλοι οι παραπάνω παράγοντες καθορίζουν το νόημα και το είδος τόσο του πολεοδομικού όσο
και του αρχιτεκτονικού χώρου των οικισμών. Η φυσιογνωμία τους διαμορφώνεται από τον
κτισμένο χώρο και από το φυσικό περιβάλλον που διεισδύει σ’ αυτούς και τους περιβάλλει. Ο
κτισμένος χώρος, ως επέμβαση του ανθρώπου στο φυσικό, μερικές φορές μεταβάλλει
βαθμιαία το τελευταίο σε τεχνητό μέσα στο οικιστικό σύνολο. Οι οικισμοί, ως σύμπλεγμα
ιδιωτικών και δημοσίων κτισμάτων, δεν είναι μόνο ένα κοινωνικό φαινόμενο αλλά αποτελούν
εποικοδόμημα της οικονομικοκοινωνικής βάσης σχηματισμού των κατοίκων τους οι οποίοι
ήταν ως επί το πλείστον αγρότες και κτηνοτρόφοι. Ο χώρος διαμορφώθηκε διαλεκτικά σε
σχέση με τις κοινωνικές ανακατατάξεις και αρκετοί μελετητές αναφερόμενοι στα σπίτια
της περιοχής μιλάνε για «αρχοντικά της λάσπης». Οι προεκτάσεις του Τρικλάριου
αποτελούνται από αργιλικούς λόφους που δίνουν το οικοδομικό υλικό για τα χωριά και
κοκκινόχωμα που περιέχει μεγάλη περιεκτικότητα σε άργιλο για καλύτερη πρόσφυση.
Πρέπει να αναφερθεί ότι στην περιοχή των Κορεστείων έκτιζαν με πηλό, όχι γιατί δεν
υπήρχαν βροχές, όπως στην Αφρική, αλλά εξαιτίας της αφθονίας του υλικού αυτού. Τα
σπίτια δομήθηκαν με ωμές πλίθρες από τον πηλό ο οποίος εξάγονταν από την εκσκαφή
των θεμελίων των κτισμάτων. Πρόκειται για χρησιμοποίηση υλικών από τον ίδιο τον τόπο,
κάτι αντίστοιχο με τα ιγκλού των Εσκιμώων.
Η επιλογή ενός τόπου για τη δημιουργία ενός οικισμού είναι μια σύνθετη απόπειρα η οποία
συνδέεται πάντα στενά με τις υπάρχουσες φυσικές, γεωγραφικές, κλιματικές, κοινωνικές,
πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Η πολυπλοκότητα της διαδικασίας ενισχύεται από τις
συμπληρωματικές αρχές μυθολογικής60 και θρησκευτικής κατανόησης του χώρου, που σε
μεγάλο βαθμό βασίζεται σε μαντικές μεθόδους, οι οποίες βοηθούν να εδραιωθεί η επιλογή
του τόπου για την ίδρυση ενός χωριού. Γενικά διακρίνονται κάποιοι γενικοί κανόνες για την
ίδρυση αρκετών χωριών της περιοχής61 που είναι κοινοί στο βαλκανικό χώρο (Risteski,
2010):
60
Σε διάφορα μέρη της χώρας, όπως σε χωριά της ευρύτερης περιοχής μελέτης, επιχωριάζει ο θρύλος που
αναφέρεται στο «γκαίνιασμα» του χωριού, δηλαδή στο εγκαίνιον, και ταυτόχρονα στην προστασία του
οικισμού από κάθε κακό (επιδημίες, θανατικό, πανούκλα, κ.α.), θρύλος με πανάρχαια προελληνική ρίζα. Στις
περισσότερες περιπτώσεις κατοικιών ο γύρω χώρος περιφράσσεται μια καθορισμένη περιοχή που χρησιμεύει
ως αυλή «οβορός» (ίσως από το σλαβικό dvor). Στην αυλή αυτή τοποθετούνται, ο φούρνος, το αποστακτήριο,
ο αχυρώνας, το αποχωρητήριο, κ.α.
61
Έχουν προταθεί οι ακόλουθες τέσσερις ερμηνείες αναφορικά με τις απαρχές των ανθρώπινων οικήσεων: η
υδραυλική, η εμπορική, η στρατιωτική και η θρησκευτική, ενώ διακρίνονται δύο γενικοί τύποι οικισμών, οι
σχεδιασμένοι και οι ασχεδίαστοι (Κίζης, 1994).
αντίληψη62. Η ύπαρξη του νερού είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντική για την ίδρυση των οικισμών
της μελέτης. Το ποτάμι προφανώς υπήρξε ο κυριότερος παράγοντας επιλογής των οικισμών
από τους πρώτους οικιστές. Η χωρική μορφή τους επηρεάζεται άμεσα από τη
μικροτοπογραφία του εδάφους και από ισχυρούς φυσικούς άξονες του άμεσου γεωγραφικού
χώρου (π.χ. Λαδοπόταμος, παρυφές ορεινού όγκου, κ.α.). Ως παράδειγμα αναφέρεται ο Άνω
Κρανιώνας ο οποίος είναι κτισμένος στις παρυφές του βουνού και κοντά στο ποτάμι αλλά όχι
δίπλα του λόγω του κινδύνου υγρασίας. Το ποτάμι χρησιμοποιούνταν ως τόπος όπου
συνέλεγαν πέτρες και νερό για την ανοικοδόμηση των σπιτιών αλλά και για τις ανάγκες τους.
Σε απόσταση 680μ. βορειοδυτικά του Άνω Κρανιώνα είναι κτισμένος ο Κάτω Κρανιώνας. Οι
δύο οικισμοί επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω μίας γέφυρας. Το ποτάμι που διαχωρίζει τους
δύο οικισμούς-μαχαλάδες είναι ο Λαδοπόταμος, ένας από τους κύριους παραπόταμους του
Αλιάκμονα, ο οποίος αρδεύει την περιοχή, και τα χωριά που περικλείονται από τους ορεινούς
όγκους του Βιτσίου και τα όρη Μαλιμάδι, Μπίκοβικ, Απόσκεπος και Όρλοβο. Τα όρη
επηρεάζουν το ανεμολογικό καθεστώς της περιοχής και τους επικρατούντες Β και ΒΔ
ανέμους προσφέροντας ανεμοπροστασία σε οικισμούς. Οι αποστάσεις των κτιρίων στους
οικισμούς είναι σχετικά μεγάλες και δεν υπάρχουν κτίσματα που να ξεπερνούν τους τρεις
ορόφους. Η διάταξη σε επικλινές έδαφος και η σχετικά αμφιθεατρική διάταξη ορισμένων
οικισμών, όπως του Άνω Κρανιώνα, εξασφαλίζει τον απρόσκοπτο αερισμό, ηλιασμό και
οπτική άνεση.
Κάθε χωριό, ανεξάρτητα από τον τύπο της εσωτερικής του δομής, έχει ένα κεντρικό σημείο,
το οποίο δεν είναι απαραίτητο να βρίσκεται στο κέντρο ακριβώς, αλλά, σύμφωνα με τις
λειτουργίες του και τη σημασία του, κατέχει μια κεντρική θέση. Το κεντρικό σημείο μπορεί
να είναι:
ένα κέντρο το οποίο, λόγω των κοινωνικών λειτουργιών του και της πρακτικής του
χρησιμότητας για την κοινότητα του χωριού, παίζει σημαντικό ρόλο στη λειτουργία του
χωριού ως μιας κοσμικής κοινότητας, όπως στον Άνω Κρανιώνα.
ένα θρησκευτικό κέντρο με ειδική βαρύτητα σε σχέση με τη λειτουργία της κοινότητας,
όπως στο Μακροχώρι (εικ. 10-1), στον Μαυρόκαμπο, στη Χαλάρα, κ.α.
62
Αξιοσημείωτο είναι ότι στα λασπόκτιστα σπίτια της Αφρικής και του Νέου Κόσμου όσο πιο αυστηροί είναι οι
κλιματικοί περιορισμοί, τόσο πιο περιορισμένη και άκαμπτη είναι η μορφή και τόσο λιγότερες είναι οι δυνατές
παραλλαγές προσφέροντας λιγότερες δυνατότητες επιλογής (Rapoport, 2010).
Εικόνα 10-1: ο ναός του Αγίου Νικολάου στο κεντρικό σημείο του Μακροχωρίου (Πηγή: προσωπικό
αρχείο).
ένα κεντρικό μέρος του χωριού, στο οποίο βρίσκεται η συλλογική υποδομή του, αυτή που
είναι σημαντική για την κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική του ευημερία. Στις
περισσότερες περιπτώσεις σ’ αυτό βρίσκεται η πηγή του χωριού, που πέρα από την πρακτική
λειτουργία της, αποτελεί κεντρικό σημείο των κοινωνικών δραστηριοτήτων, όπως στον Κάτω
Κρανιώνα. Το πηγάδι ή η κρήνη παίζει σημαντικό ρόλο στις ιεροτελεστίες και οι βασικές
λειτουργίες του αναλύονται στο επίπεδο της κοινότητας του χωριού, δεδομένου ότι ένα
σημαντικό κομμάτι των τελετών του χωριού είναι φορέας κοινωνικών λειτουργιών. Σε μερικά
χωριά υπάρχει ένα ιερό ή λατρευτικό δέντρο, το οποίο έχει σχέση μ’ ένα ολόκληρο σύστημα
παγιωμένων κανόνων τελετουργικής συμπεριφοράς, όπως στον Άνω Κρανιώνα. Κατά τη
διάρκεια του καθορισμού των ορίων του χωριού και τη δυναμική της ιερότητάς τους, εκτός
από τη φροντίδα για την εναρμόνιση με το φυσικό περιβάλλον, οι ντόπιοι μεριμνούν για τις
ιερές ενδείξεις, οι οποίες είναι περίοπτες και χαρακτηριστικές τοποθεσίες, κάτι που
προϋποθέτει μια σταθερή τελετουργική και κοινωνική δομή συμπεριφοράς.
Η μορφή του οδικού δικτύου εξαρτάται από τη μορφολογία του εδάφους, επηρεάζει τη
χωρική μορφή του κέντρου και, ως ένα σημείο, διαμορφώνει το χωρικό σχήμα του οικισμού.
Οικισμοί όπως ο Μαυρόκαμπος, η Χαλάρα, το Μακροχώρι έχουν δύο συνοικίες και
διχοτομούνται από έναν οδικό άξονα. Οι αναλογίες υ/π (ύψος/πλάτος δρόμου) είναι γενικά
ομαλές και ήπιες δεδομένου ότι αφορούν μη αστική περιοχή με χαμηλή πυκνότητα και
υψόμετρο κτισμάτων. Το πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα δόμησης και η χαμηλή πυκνότητα
επιτρέπουν την ορατότητα του ουράνιου θόλου και συνεπώς τον ηλιασμό και αερισμό του
οικισμού.
Όσον αφορά τα σπίτια του Άνω Κρανιώνα προσαρμόστηκαν στο ανάγλυφο του εδάφους,
στην κλίση μιας πλαγιάς του όρους Μάλι-Μάδε, και οργανώνονται γύρω από το ύψωμα της
εκκλησίας, στην αρχή του δάσους με εκπληκτική θέα στο οροπέδιο. Ο οικισμός οργανώθηκε
με βάση ένα ισχυρό σημείο την περιοχή του ναού της Αγίας Παρασκευής και καθ’ όλη τη
διάρκεια της εξέλιξής του δε δημιουργήθηκε κάποιο άλλο ισχυρό κεντροβαρικό σημείο μέχρι
και τα τελευταία χρόνια κατοίκησής του. Πιθανόν ο χώρος του ναού αυτού να υπήρξε ο
αρχικός πυρήνας όλου του οικισμού. Στον πυρήνα αυτό αργότερα, πιθανότατα προστέθηκαν
συνοικίες κάτω από διαφορετικές ιστορικές συνθήκες.
Ο βασικός προσανατολισμός της πλειονότητας των κτηρίων είναι νότιος (βλ. Διαγράμματα
Παραρτήματος Β), κατεύθυνση ευεργετική για το ψυχρό κλίμα της περιοχής τη χειμερινή
περίοδο, με εξαιρέσεις απόκλισης, μερικές φορές προς την ανατολή, γεγονός που υποδηλώνει
την ενσωμάτωση κριτηρίων περιβαλλοντικής λογικής στην οικοδόμηση των κτισμάτων αλλά
και την εμπιστοσύνη στις βιοκλιματικές ιδιότητες της ωμόπλινθου. Σε ελάχιστες περιπτώσεις
έχουν παρατηρηθεί αποκλίσεις από αυτόν τον κανόνα, συνήθως για λόγους εδαφολογικούς,
κλίσης εδάφους, ρυμοτομίας και θέας. Πολλές φορές η κύρια κατεύθυνση της φοράς των
τοπογραφικών καμπύλων του εδάφους κατευθύνει και τη χωρική μορφή του εκάστοτε
οικισμού και κατά συνέπεια επηρεάζει και τη χωροθέτηση της περιοχής κατοικίας.
Σε οικισμούς, όπως στον Άνω Κρανιώνα, ο προσανατολισμός των κτισμάτων δεν είναι
κοινός και δεν προέκυψε από συνειδητή επιλογή με σκοπό την αξιοποίηση των
περιβαλλοντικών και κλιματικών δεδομένων αποκλειστικά, αλλά συνυπολογίστηκε ο
παράγοντας του εδαφικού ανάγλυφου και των κοινωνικών συνθηκών, δηλαδή εξαιτίας των
κλίσεων του εδάφους, της θέας και της ανάγκης οπτικής επαφής και ελέγχου για λόγους
ασφαλείας κατά τη φάση κατασκευής. Η τυχαιότητα του προσανατολισμού οφείλεται και
στο γεγονός ότι τα κτίσματα εκμεταλλεύονται τον ελεύθερο δομήσιμο χώρο του οικισμού
αφήνοντας τους απολύτως απαραίτητους χώρους για τη διαμόρφωση οδικού δικτύου.
Στα διαγράμματα Β-1 έως Β-13 (Παράρτημα Β) έχει αποτυπωθεί η κίνηση του ηλίου σε
οικισμούς της περιοχής και δείχνουν το αζιμούθιο του ήλιου για κάθε χρονική στιγμή του
έτους δίνοντας στοιχεία για σκιασμό από κτίρια, κ.λπ. και τον προσανατολισμό τους. Στα
διαγράμματα αυτά έχει αποτυπωθεί η ετήσια κίνηση του ήλιου γύρω από τους υπό μελέτη
οικισμούς, με σκοπό να φανεί η σχέση του δομημένου και αδόμητου χώρου με τον ηλιασμό
του κάθε οικισμού, καθώς και συσχέτιση του τρόπου ανάπτυξης του οικισμού με τον
ηλιασμό της περιοχής. Από την παρατήρηση της ηλιακής τροχιάς προκύπτει ότι η
πλειονότητα των κτισμάτων και των ανοιγμάτων αυτών έχει σχέση με τον ευνοϊκό
μεσημβρινό προσανατολισμό αν και δεν λείπουν περιπτώσεις μη τήρησης του κανόνα
αυτού, γεγονός που σχετίζεται με τη γεωμετρία του οικοπέδου, τη μορφολογία ου εδάφους,
την εκμετάλλευση της θέας, κ.α.
10.1.4. Φυτεύσεις
Είναι γνωστό ότι το ποσοστό πρασίνου στις μη αστικές περιοχές υπερέχει συντριπτικά,
συγκριτικά με το αντίστοιχο των αστικών σχηματισμών. Αυτό δημιουργεί πληθώρα
πλεονεκτημάτων και αυξάνει την ελκυστικότητα μιας περιοχής. Το χώμα και η φυτοκάλυψη
λειτουργούν αποτρεπτικά ως προς την εμφάνιση υψηλών θερμοκρασιών κυρίως κατά τη
θερμή περίοδο του έτους. Η βλάστηση, πέραν των πολλών πλεονεκτημάτων της, επιπλέον
παρέχει σταθεροποίηση του εδάφους λειτουργώντας αποτρεπτικά ως προς τη διάβρωσή του.
Η διατήρηση του φυσικού πλούτου αποτελούσε έναν άγραφο κανόνα και μάλιστα
θεωρούνταν βέβηλη οποιαδήποτε ενέργεια έθετε σε κίνδυνο δενδρώδεις εκτάσεις σε
οικισμούς, όπως τα Κορέστεια. Ένα μεγάλο δέντρο αποτελούσε πάντα το απαραίτητο
συνοδευτικό φυσικό στοιχείο ναών και εξωκκλησιών. Έτσι απαντάται ο πλάτανος δίπλα στο
ναό της Αγίας Παρασκευής Άνω Κρανιώνα, τα κυπαρίσσια στο ναό του Αγίου Νικολάου
Χαλάρας, οι καρυδιές στον Άγιο Ευστάθιο Μελά, κ.α. Επίσης, σε μικρή απόσταση από τους
οικισμούς έχουν κτιστεί εξωκκλήσια σε δενδρώδεις και θαμνώδεις εκτάσεις οι οποίες
ενισχύουν τη φυσική άμυνα των οικισμών έναντι των ανέμων συμβάλλοντας στη βελτίωση
της θερμοκρασίας, κυρίως κατά τη θερινή περίοδο, και στην ταυτόχρονη αισθητική
απόλαυση του κατοίκου και του επισκέπτη. Η παραεδάφια, βλαστώδης και δασική βλάστηση
δημιουργεί αυξημένες συνθήκες υγρασίας και ευχάριστο περιβάλλον το καλοκαίρι. Τα
δέντρα αφθονούν σε αρκετούς οικισμούς περιορίζοντας την ταχύτητα των ανέμων και
συμβάλλοντας στο φυσικό δροσισμό των κτισμάτων κατά το θέρος.
Οι διάφορες απαγορεύσεις στο χώρο των εξωκκλησιών σχετίζονται με την ιερότητα του
χώρου που αποδόθηκε στα δάση που τα περιβάλλουν κι επιβεβαιώνουν τη συνειδητή
προσπάθεια των τοπικών κοινοτήτων να διασφαλίσουν την προστασία τους. Υπάρχουν
παραδόσεις που αναφέρουν υπερφυσικούς τρόπους τιμωρίας ατόμων που αποπειράθηκαν να
ξυλεύσουν σε τέτοιες τοποθεσίες. Τέτοιο φαινόμενο συναντάται στο χώρο του εξωκκλησιού
της Αγ. Παρασκευής, πιθανόν πρώην μονής, νοτιοδυτικά του Άνω Κρανιώνα. Σύμφωνα με
προφορική παράδοση που κατέγραψε επιτόπια στα τέλη του 19ου αιω. ο V. Berard63, τα βουνά
της Καστοριάς ήταν κατά τις αρχές της τουρκοκρατίας γεμάτα δάση και μεγάλο μέρος των
εκτάσεών τους κατέχονταν από μοναστήρια, οι ιδιοκτησίες των οποίων (βακουφικές) ήταν
ανέκαθεν σεβαστές από τους μουσουλμάνους κατακτητές. Ο λόγος της δημιουργίας των
οικισμών γύρω από τα μοναστήρια (μοναστηριακοί οικισμοί) θα πρέπει να ήταν η
συγκέντρωση αριθμού οικογενειών που εύρισκε εργασία στα κτήματα ή έβοσκε τα ζώα της
μονής. Έτσι δημιουργούνταν τα βυζαντινά μοναστηριακά «ζευγολατεία» (ζευγολατιά) που
μετεξελίσσονταν σε οικισμούς. Πιθανόν να ερμηνεύεται έτσι η ίδρυση του χωριού Μελάς
κάτω από την Μονή Προφήτου Ηλιού.
63
Σύμφωνα με την παράδοση, όταν οι τελευταίοι οικειοποιήθηκαν τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις του
λεκανοπεδίου της Καστοριάς, οι χριστιανοί κάτοικοι των πεδιάδων αναγκάστηκαν να καταφύγουν στα βουνά
αυτά, ξεχέρσωσαν τις ορεινές δασικές εκτάσεις, έφτιαξαν χωράφια κι επιβίωσαν σχετικά ανενόχλητοι από τους
κατακτητές. Οι ίδιοι κάτοικοι των ορεινών περιοχών δήλωσαν στον Berard ότι «όταν ξανάρθει εδώ ο
ελληνισμός, τότε θα κατεβούμε στα πεδινά». Μία τόσο συγκεκριμένη και ισχυρά διαδομένη παράδοση δεν μπορεί
παρά να βασίζεται σε κάποιον πυρήνα πραγματικών γεγονότων, όμως ο χρονικός προσδιορισμός του εποικισμού
που αφηγείται δεν προκύπτει με βεβαιότητα μέσα από την παράδοση αυτή. Μια περίπτωση οικισμού γύρω από
μοναστηριακή έκταση στον ορεινό χώρο βόρεια της Καστοριάς, η οποία επιβεβαιώνει την τοπική παράδοση που
διέσωσε ο Berard, αποτελεί ο ερημωμένος οικισμός της Άνω Σλίβενης (4χλμ. βόρεια-βορειοδυτικά της
σημερινής Κορομηλιάς), ο οποίος περιέβαλε το επίσης ερημωμένο μοναστήρι των Ταξιαρχών. Σύμφωνα με τις
μέχρι σήμερα διατυπωθείσες υποθέσεις, οικισμός και μοναστικό κέντρο και ταυτόχρονα ένα εμπορικό σταθμό
που δέσποζε στη διάβαση της στενής κοιλάδας του Λιβαδοπόταμου, η οποία οδηγεί από τη λεκάνη του Άνω
Αλιάκμονα προς τις Πρέσπες. Επομένως, ο μοναστηριακού τύπου οικισμός της Άνω Σλίβενης προϋπήρχε από
τη μεσαιωνική περίοδο. Ανάλογη φυγή προς τα ορεινά παρατηρείται στον ορεινό χώρο του Γράμμου (Λινοτόπι,
Γράμμουστα, Νικολίτσα, κ.α.).
Σε μερικά χωριά της περιοχής παρατηρείται το φαινόμενο της κοινής κτήσης και χρήσης
κοπαδιών, συνήθως αγελάδων, από τους κατοίκους. Αυτοί εναλλάσσονται στην επιμέλεια
βόσκησης και αρμεγής των ζώων ανά εβδομάδα. Αυτό το φαινόμενο συναντάται, εκτός από
το Μακροχώρι, στους Ψαράδες Πρεσπών.
Κατά τον καθηγ. Νικ. Μουτσόπουλο, η κατοικία ενός τόπου, θεωρητικά, αποτελεί τη
συνέχεια της παλαιότερης αρχαίας κατοικίας που αναπτύχθηκε στον ίδιο γεωγραφικό και
πολιτισμικό χώρο (Μουτσόπουλος, 1991). Στην πλούσια τυπολογία της πρωτόγονης
κατοικίας διαφαίνεται η εναγώνια προσπάθεια που από την αρχαιότερη εποχή έχει καταβάλει
ο άνθρωπος για να δημιουργήσει έναν οικείο χώρο για την οικογένειά του και τα ζώα του. Τα
σπίτια και τα χωριά των Κορεστίων εκφράζουν τις κοινά αποδεκτές επιδιώξεις και αξίες ζωής
των τοπικών κοινωνιών. Η ενδοστρέφεια αρκετών κτισμάτων πιθανόν να οφείλεται αφενός
στο κοινωνικό καθεστώς που επικρατούσε και στην επιθυμία για ιδιωτικότητα κι αφετέρου
στην κοινωνική δομή η οποία έτεινε σε ασφαλείς εσωστρεφείς αρχιτεκτονικές λύσεις υπό το
«φόβο» μιας επικείμενης εχθρικής επιδρομής. Όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο,
το κλίμα, η τοπογραφία και τα υλικά 64 συνιστούν ένα βασικό παράγοντα διαμόρφωσης των
οικισμών.
64
Όσον αφορά τα υλικά, από τα προϊστορικά χρόνια ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε τον πηλό για την κατασκευή
των σπιτιών του. Στις Κυκλάδες, για παράδειγμα, βασίζονται στη φύση για την κατασκευή της στέγης από
πηλό (πατελιά) που στεγανοποιείται χάρη στις βροχοπτώσεις. Το ίδιο μέσο χρησιμοποιείται για τη συντήρηση
του δώματος που έχει τάση να παρουσιάζει ρωγμές την περίοδο της ξηρασίας. Πριν τα φθινοπωρινά
πρωτοβρόχια ένα στρώμα στεγνό χώμα τοποθετείται στο δώμα, η βροχή γεμίζει τις σχισμές με χώμα που έτσι
φράσσονται. Μία παρόμοια μέθοδο χρησιμοποιείται από τους Πουέμπλο της Αμερικής. Ενδιαφέρουσες είναι οι
περιπτώσεις χρήσης του πηλού από διάφορους λαούς. Η κατοικία των Κικούγιου στην Αφρική έχει τοίχους
από λάσπη, κάτι που εξηγείται είτε από το κλίμα είτε ως υπόλειμμα ενός τύπου κατασκευής για περιοχές με
ξηρές καιρικές συνθήκες, ο οποίος μεταφέρθηκε σε περιοχή με βροχές, με αποτέλεσμα να ανακύψει το
πρόβλημα της προστασίας των τοίχων από τη βροχή. Η προστασία εξασφαλίζεται με μια πλατιά βεράντα, λύση
Τα κυριότερα στοιχεία που καθορίζουν τον ιδιαίτερο οικιστικό και αρχιτεκτονικό χαρακτήρα
του τόπου της μελέτης είναι η δομή των οικισμών και των κτισμάτων τους με κυρίαρχη τη
χρήση ωμόπλιθων, η τυπομορφολογία των κτιριακών δομών με τη χαρακτηριστική ώσμωση
παραδοσιακού στοιχείου και λαϊκού νεοκλασικισμού, η ανθρώπινη κλίμακα, οι αναλογίες
των κτιριακών όγκων και των μεταξύ τους σχέσεων και η σχέση με το φυσικό περιβάλλον.
Στα Κορέστεια παρατηρείται ποικιλία κατόψεων65 και μορφών γεγονός που δείχνει την
εμπιστοσύνη στο υλικό δόμησης. Η μορφή που θα θα λάβει ένα κτίσμα εξαρτάται από
παράγοντες κοινωνικοπολιτισμικούς, τον τρόπο ζωής, τις αξίες της ομάδας και το
περιβάλλον.
Η βιοκλιματική διάσταση κατά τη φάση της χωροθέτησης και δόμησης των κτισμάτων στους
οικισμούς έγκειται στα παρακάτω:
εξοικονόμηση ενέργειας κατά την μεταφορά και κατεργασία των δομικών υλικών.
Σημαντικό κριτήριο επιλογής αποτελεί η απόσταση ανάμεσα στο χώρο προμήθειας πρώτων
υλών και στο χώρο οικοδόμησης του κτίσματος δεδομένου ότι η μεταφορά τους ήταν
κοστοβόρα και δυσχερής.
αξιοποίηση ηλιακών προσόδων λόγω του προσανατολισμού των κτισμάτων και της
θερμοχωρητικότητας των οικοδομικών υλικών.
χρήση ενέργειας οικιακής χρήσης, όπως τζάκι, η οποία συμβάλλει στη θέρμανση των
χώρων
Σχετικά με την περιβαλλοντική διάσταση που τυχόν εμφανίζουν τα υλικά των κτισμάτων
μπορούν να γίνουν οι παρακάτω επισημάνσεις. Στόχο αποτελεί η ελαχιστοποίηση
ενεργειακών αναγκών σε πολεοδομική κλίμακα (ηλιασμός, αερισμός, σκιασμός, κ.λπ.) και
αρκετά συνηθισμένη σε πολλές περιοχές. Η χρήση διπλών τοιχωμάτων και στεγών από φυλλώματα και χόρτα
στην Αφρική και στην Ινδία έχει ως σκοπό την προστασία της λασπόκτιστης κατασκευής από τη βροχή και
κλιματολογικούς λόγους.
Αρκετές λύσεις χαρακτηρίζονται από πρωτοτυπία και εκλέπτυνση στην κατασκευή φερόντων τοίχων. Στους
πρωτόγονους πολιτισμούς της Αφρικής και της Νότιας Αμερικής ενισχυτικές νευρώσεις και οπλισμός
χρησιμοποιήθηκαν στους τοίχους από λάσπη, ένα επίτευγμα αντίστοιχο με το πολύπλοκο «μπαγδατί» της
ανώνυμης αρχιτεκτονικής, που απαιτεί ειδικές δεξιότητες ξυλουργού. Πολλοί λαοί χρησιμοποιούν κορμούς
δέντρων αντί για σκελετό και επένδυση πλίνθων αντί για κάποιο άλλο υλικό. Στα χωριά Γκόρφα της Σαχάρας οι
στεγασμένες με κελύφη μονάδες συνδυάζονται σε μια κυψελοειδή μορφή για μεγαλύτερη αντοχή. Μια
εξελιγμένη μορφή θόλου αποτελεί το κέλυφος διπλής καμπυλότητας του Ιράν που αποκτά αντοχή κι ακαμψία με
το να καμπυλώνεται προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Βλ. Βάρνας, Φ. (1979). Επίδραση κοινωνικών
παραγόντων στην αρχιτεκτονική ανά τους αιώνες. Θεσσαλονίκη: εκδ. παρατηρητής.
65
Οι αγροτικές κατασκευές ακολουθούν στο χώρο της Βορείου Ελλάδας, από τα παλαιότερα χρόνια, την
πλατυμέτωπη διάρθρωση της κατοικίας της Ολύνθου, ως επί το πλείστον, με τυπολογικές παραλλαγές μόνο
στο βασικό κύτταρο, λόγω των προσθηκών νέων βοηθητικών χώρων (Μουτσόπουλος Ν., 1993). Βλ.
Μουτσόπουλος, Κ. Ν. (1993). Τα αρχοντικά της Μακεδονίας (15ος-19ος αιώνας). Θεσσαλονίκη: εκδ.
παρατηρητής.
Ο νότιος συχνά προσανατολισμός της αυλής εξασφαλίζει καλό ηλιασμό και αποφυγή των
χωρών βόρειων ανέμων τη χειμερινή περίοδο σε συνδυασμό, με τα σκουρόχρωμα υλικά
εδάφους γύρω από τα κτίρια. Έτσι δημιουργείται μια ζώνη η οποία χαρακτηρίζεται από
υψηλή θερμοκρασία ακτινοβολίας που διαμορφώνει θερμοκρασιακή άνεση τη ψυχρή
περίοδο.
Εικόνα 10-2: μαντρότοιχος αύλειου χώρου οικίας στη Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).
66
Η ακτινοβολία που δέχεται ή αντανακλά το κέλυφος του κτιρίου εξαρτάται από τρεις ιδιότητες των υλικών
που το απαρτίζουν: την ανακλαστικότητα, την απορροφητικότητα και τη διαπερατότητα.
Η θερμομονωτική ικανότητα του πηλού επηρεάζεται, μέσα σε κάποια πλαίσια, από την
περιεκτικότητά του σε άχυρο, δίχως, όμως, αυτή η ποσότητα άχυρου να είναι επαρκής για τη
θερμική μόνωση των κτισμάτων.
Τα ξύλινα επίσης στοιχεία, όπως οι ξυλοδεσιές, είναι χαμηλής ενέργειας υλικό. Το ξύλο
(μαλακό ξύλο τραχείας πεύκης) διαθέτει συντελεστή ειδικής θερμότητας 0,38Wh/kg.K,
πυκνότητα 630kg/m3, θερμοχωρητικότητα 239m3 Wh/K και συντελεστή θερμικής
αγωγιμότητας 0,13W/m.K (ό. π.). Η κατασκευή περιέχει εγκλωβισμένο αέρα ο οποίος έχει
θερμοχωρητικότητα 0,36m3Wh/K με εξαιρετικές θερμομονωτικές ιδιότητες λόγω του
ακινητοποιημένου αέρα. Η χαμηλή τιμή του συντελεστή θερμικής αγωγιμότητας και η
ύπαρξη εγκλωβισμένου αέρα συμβάλλουν στην διατήρηση της υψηλής θερμοκρασίας στο
εσωτερικό. Το ξύλο επιτρέπει τη συσσώρευση θερμότητας στη μάζα του και τη συνακόλουθη
εκπομπή του. Το ανοικτόχρωμο κονίαμα αποτρέπει την απορρόφηση ηλιακής ακτινοβολίας
από το ξύλο και συνεπώς στην αποφυγή της υπερθέρμανσης τη θερινή εποχή με τη βοήθεια
του επιχρίσματος και το διαμπερή αερισμό.
Η ελαχιστοποίηση των ανοιγμάτων είναι ένας τρόπος μείωσης των θερμικών απωλειών.
Βασικό στοιχείο της μορφολογίας των ωμοπλινθόκτιστων κατασκευών των Κορεστείων είναι
η τοποθέτηση ανοιγμάτων κυρίως προς το νότιο προσανατολισμό, εξαιτίας της ανάγκης
αξιοποίησης των θερμικών κερδών του ηλίου και αντίστοιχα μικρών σε μέγεθος και αριθμό
προς το βόρειο ώστε να μειώνονται οι θεμρικές απώλειες της πλευράς αυτής (Καραδέδος &
Τσολάκης, 1998). Από τις αναλογίες ανοιγμάτων και πλήρων, ανάλογα με τον
προσανατολισμό της πλευράς του κτιρίου, μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα για την
ανάγκη διαμόρφωσης άνετου θερμοκρασιακού καθεστώτος (περισσότερα ανοίγματα στο νότο
που επιτρέπουν καλύτερη ηλιακή πρόσβαση και υψηλά ηλιακά κέρδη, λιγότερα στο βορά,
ανεμοπροστασία, κ.α.). Γενικά η αναλογία των παράθυρων είναι περίπου 1/1,50. Σε κτίρια με
λανθασμένο περιβαλλοντικά προσανατολισμό η έλλειψη ικανής ηλιακής ακτινοβολίας, η
οποία ως θερμική μάζα θα εισέλθει στο εσωτερικό των χώρων, οδήγησε τους κτίστες στη
δημιουργία πολλών παραθύρων για την εκμετάλλευση της ηλιακής ακτινοβολίας. Το
καλοκαίρι λόγω της χρονικά παρατεταμένης έκθεσης σε ακτινοβολία αντιμετωπίστηκε με την
κατά περίπτωση προσθήκη παραθυρόφυλλων.
Διάγραμμα 10-2: διάγραμμα ιδανικού προσανατολισμού (Πηγή: Εγχειρίδιο σχεδιασμού, Κοινό Κέντρο
Ερευνών Ε.Ε.).
Εικόνα 10-3: στρώση από καλάμια στην οροφή οικίας στη Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).
Εικόνα 10-4: θυρίδες στην στέγη οικίας στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).
Την εαρινή περίοδο οι περισσότεροι κάτοικοι έβαφαν τις εξωτερικές τοιχοποιίες των
σπιτιών τους με ανοικτόχρωμα χρώματα για να αυξάνεται η ανακλαστικότητά τους. Η χρήση
στις εξωτερικές επιφάνειες επιχρισμάτων ασβέστη με κατάλληλες θερμοχημικές ιδιότητες
εξασφαλίζει τη βελτίωση των θερμομονωτικών χαρακτηριστικών της τοιχοποιίας και κατ’
επέκταση της ενεργειακής απόδοσης των παραδοσιακών κατασκευών αυτών (εικ. 10-5).
Εικόνα 10-5: διώροφη οικία με λευκούς χρωματισμούς στη Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).
Eικόνα 10-6: αναρριχόμενο δενδρύλλιο σε οικία στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).
Εικόνα 10-7: αρχιτεκτονική προεξοχή - σαχνισί σε οικία στο Ανταρτικό. Σήμερα δυστυχώς έχει
καταρρεύσει (Πηγή: προσωπικό αρχείο).
Η μετανάστευση των νέων προς τις πόλεις, λόγω του πιο υψηλού βιοτικού επιπέδου και του
αστικού τρόπου ζωής, δεν αντάμειψε στο ακέραιο τις προσδοκίες τους. Στον αντίποδα της
εξεύρεσης του εικονικού αστικού παράδεισου, διαφαίνεται η επιστροφή των νέων στα ορεινά
εδάφη ειδικά σήμερα που η κοινωνία έχει υποστεί τις συνέπειες μιας μεγάλης και
παρατεταμένης περιόδου κρίσης. Η σημερινή ικανοποιητική κατάσταση του οδικού δικτύου
των ορεινών περιοχών είναι μία σημαντική παράμετρος που συνέβαλε στην άρση της μέχρι
πρόσφατα δυσχερούς επικοινωνίας του χωριού με τα αστικά κέντρα. Η βελτίωση των
επικοινωνιών και η ευρεία χρήση του διαδικτύου διευκολύνουν τη διαβίωση και τις
δραστηριότητες στους ορεινούς οικισμούς. Η παράλληλη απασχόληση σε περισσότερους
τομείς μικρής κλίμακας (κτηνοτροφία, τυροκομία, μελισσοκομία, δασοπονία, εμπόριο
τοπικών προϊόντων, αναψυχή, τουριστικές υπηρεσίες, οικοδομικές εργασίες) ίσως υπόσχεται
ένα σχετικά ικανοποιητικό εισόδημα.
Η επιστροφή των ανθρώπων στους ορεινούς αυτούς οικισμούς απομακρύνει τις συνέπειες της
εγκατάλειψης, όμως φέρει μαζί της την απειλή εισβολής του αστικού καταναλωτικού
μοντέλου διαβίωσης. Κίνδυνο για την περιοχή δεν αποτελεί μόνο η ερήμωση, αλλά η
αλλοίωση του μέτρου και της λελογισμένης λιτότητας. Άλλη απειλή είναι η πιθανή εισβολή
του αστικού τρόπου ζωής στις περιοχές που ελκύουν, λόγω των φυσικών πλεονεκτημάτων
Τα τελευταία χρόνια το ορεινό περιβάλλον και οι ορεινοί οικισμοί έχουν γίνει δημοφιλή.
Όσο τα ίχνη του παρελθόντος καταστρέφονται και η αυθεντικότητα τείνει να εκλείψει, τόσο
η ανάγκη για διάσωση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς γίνεται πιο επιτακτική. Οι
παραδοσιακοί τόποι αναδεικνύονται ως πολύτιμα κελύφη τα οποία μπορούν να
ικανοποιήσουν τις ανάγκες της σύγχρονης ζωής ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίζονται σ’ αυτούς
αξίες μνήμης και ποιότητας ζωής, καθώς και περιβαλλοντικές, ιστορικές, αισθητικές αλλά
και οικονομικές αξίες.
Ο κάθε οικισμός είναι οργανωμένος με μια δική του εσωτερική ρύθμιση και αναγνωρίζεται
ως σύνολο κτισμάτων κι ελεύθερων χώρων και ως μια ενδιαφέρουσα σύνθεση στο τοπίο. Η
ομοιογένεια του υλικού δομής των κτισμάτων δεν προέκυψε ως άκριτη απομίμηση αλλά
υπαγορεύθηκε από τις κοινές ανάγκες, την ίδια αντίληψη ζωής, τις παραπλήσιες οικονομικές
και κατασκευαστικές δυνατότητες. Η ενότητα του ύφους μπορεί να αποδοθεί στη κοινή
νοοτροπία των κατοίκων του οικισμού, βασισμένη στην πρωτογενή παραγωγή και στους
πατροπαράδοτους τρόπους διαβίωσης, στις επιταγές του τοπικού κλίματος, στη διάχυση της
εμπειρικής κατασκευαστικής γνώσης και στην αξιοποίηση των τοπικών οικοδομικών υλικών
(ωμόπλινθος, πέτρα, κ.α.). Η υιοθέτηση και επανάληψη συγκεκριμένων αρχιτεκτονικών
προτύπων προσέδωσε το βαθμό συνοχής και ενότητας του οικισμού, χωρίς να αποκλείσει τις
επιμέρους διαφοροποιήσεις, που προσέφεραν ποικιλία στο σύνολο. Οι παραλλαγές που
παρατηρούνται στα κτίσματα του οικισμού ερμηνεύονται από τις ανάγκες προσαρμογής του
κτίσματος στο ανάγλυφο του εδάφους ή στον υφιστάμενο ιστό, οφείλονται σε
διαφοροποιήσεις που αφορούν την οικονομική κατάσταση, την κοινωνική θέση, το μέγεθος
της οικογένειας και την προσωπικότητα του ιδιοκτήτη.
η ανάκτηση της χαμένης ταυτότητας του χώρου και, κατ’ επέκταση της παραδοσιακής
φυσιογνωμίας του οικισμού. Ο σχεδιασμός (εικ. Γ-2/4) θα εισάγει χρήσεις σ’ ένα νεκρό χώρο
αποδίδοντάς του συγκεκριμένο χαρακτήρα με παράλληλη ενίσχυση της παραδοσιακής
φυσιογνωμίας.
τα νέα χαρακτηριστικά του τόπου θα γεννώνται από την τοπική παράδοση, θα αποτελούν
συνέχεια της ιστορίας του τόπου και θα προκύπτουν από τα χαρακτηριστικά του
παραδοσιακά δομημένου περιβάλλοντος του οικισμού. Για το λόγο αυτό θα υπάρχει η
δυνατότητα κατασκευής και χρήσης σύγχρονων ωμόπλινθων σε παράλληλη χρήση με τα
σύγχρονα υλικά δόμησης (γυαλί, μεταλλικές κατασκευές, εμφανές οπλισμένο σκυρόδεμα,
κ.α.).
ο χώρος πρέπει να σχεδιάζεται με διττό αποδέκτη. Αφενός τους μόνιμους κατοίκους των
οποίων την ποιότητα ζωής καλείται να αναβαθμίσει κι αφετέρου τους προσωρινά διαμένοντες
σ’ αυτόν (ερευνητικό προσωπικό, καθηγητές, φοιτητές, ενδιαφερόμενο κοινό) και τους
επισκέπτες του οικισμού, τους οποίους καλείται να προσελκύσει.
η ενημέρωση του κοινού. Κοινό χαρακτηριστικό πολλών ορεινών (και όχι μόνο)
οικισμών είναι η απουσία ενημέρωσης του επισκέπτη κυρίως, για τον ίδιο τον τόπο. Η
ιστορία, η τοπική παράδοση, οι μύθοι του τόπου γεννούν συναισθήματα που πλουτίζουν την
επαφή μαζί του. Η κατάλληλη ενημέρωση αφενός προβάλει την περιοχή, αφετέρου
κινητοποιεί την επιθυμία για την βαθύτερη ανακάλυψή της, που με τη σειρά της δημιουργεί
ποιοτικότερο τουρισμό – πολιτιστικό και φυσιολατρικό.
Η χρήση του αυτοκινήτου είναι άρρηκτα δεμένη με τη σύγχρονη ζωή. Ωστόσο, η επίσκεψη
σε έναν ορεινό οικισμό είναι, μεταξύ άλλων, μια διαδικασία επαφής με τη φύση και αυτή
μπορεί πραγματικά να επιτευχθεί μόνο με την εγκατάλειψη του αυτοκινήτου. Είναι δύσκολο
να νιώσει κάποιος το τοπίο, τη γη, να πλημμυρίσει με τις εικόνες και τις μυρωδιές του βουνού
και να αφουγκραστεί τους ήχους του, μέσα από ένα αυτοκίνητο. Οι μετακινήσεις με Ι.Χ.
αυτοκίνητα διαθέτουν αρνητικό πρόσημο: επιφέρουν επεισόδια ατμοσφαιρικής ρύπανσης,
συμφόρησης και κυκλοφοριακού θορύβου, ενώ συντελούνται σε συνθήκες μειωμένης
ασφάλειας και σπατάλης ενεργειακών και οικονομικών πόρων, ειδικά σε έναν ορεινό οικισμό
με έντονο ανάγλυφο. Οι ανάγκες για μετακινήσεις πρέπει να καλυφθούν σε προστατευτικό
πλαίσιο ως προς το τοπικό οικιστικό απόθεμα. Επιδίωξη λοιπόν του σχεδιασμού είναι να
βγάλει τους επισκέπτες από το αυτοκίνητο, να τους ωθήσει στο περπάτημα και να τους
δημιουργήσει το ενδιαφέρον για περιήγηση στον οικισμό. Έτσι διαμορφώνεται ένα οδικό
δίκτυο με καθορισμένες θέσεις στάθμευσης σε ορισμένα σημεία του οικισμού που θα
μπορούν να εξυπηρετούν τις ανάγκες των αποκατεστημένων κτιρίων και κατοικιών
(συστάδες στάθμευσης) προκαλώντας τη λιγότερο δυνατή κυκλοφοριακή όχληση. Στην
είσοδο του οικισμού δημιουργείται ο μεγάλος βασικός χώρος στάθμευσης απ’ όπου θα
μπορεί κάποιος να ξεκινήσει την περιήγησή του στο εσωτερικό του οικισμού. Σε
καθορισμένα σημεία του οικισμού προτείνονται χώροι στάθμευσης λίγων οχημάτων για την
εξυπηρέτηση των χρήσεων που φιλοξενούν τα κτίρια.
Ζητούμενο κατά τον σχεδιασμό είναι η προτεραιότητα της κίνησης των πεζών, έναντι των
οχημάτων και η μείωση της ταχύτητας αυτών. Έτσι, στους δρόμους δεν τοποθετείται
άσφαλτος αλλά πέτρινοι κυβόλιθοι. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η οπτική συνέχεια των
μονοπατιών. Κύρια χρήση στη διαμόρφωση των δρόμων είναι το περπάτημα. Επιδίωξη είναι
ο περίπατος ανάμεσα σε δέντρα, φυτά και οικίες, όπου τα χρώματα θα ανακατεύονται
ευχάριστα μαρτυρώντας τις εποχές και με την παρουσία του κοντινού υγρού στοιχείου, του
Λαδοπόταμου. Δημιουργείται ένα ασφαλές συνεχές οριοθετημένο δίκτυο οδικών αξόνων και
πεζόδρομων ανάμεσα σε δέντρα και οικίες. Σε επιλεγμένες θέσεις, δίπλα στα μονοπάτια
περιπάτου, δημιουργούνται θύλακες στάσης και συνάντησης. Χώροι ελεύθεροι, με κιόσκια,
πεζούλια, υπαίθρια καθιστικά, πέργκολες και βρύσες. Οι υπαίθριοι αυτοί χώροι σχεδιάζονται
έτσι ώστε να φιλοξενούν τους κατοίκους και τους επισκέπτες.
Κατά τον σχεδιασμό του χώρου επιδίωξη ήταν οι προτεινόμενες επεμβάσεις, να είναι
συμβατές με το παραδοσιακά δομημένο περιβάλλον του οικισμού και να προσαρμόζονται
στη μορφολογία του τοπίου. Τα υλικά κατασκευής τα οποία επιλέγονται είναι η πέτρα
(κυβόλιθοι και πλάκες για τις δαπεδοστρώσεις των μονοπατιών και των χώρων στάσης και
στάθμευσης, ανεπίχριστη πέτρινη τοιχοποιία για τα πεζούλια), το ξύλο και το κεραμίδι (π.χ.
κατασκευή κιόσκι). Τα προτεινόμενα κτίσματα είναι χαμηλά και μικρά σε όγκο, λιτά και
Το υλικό είναι φορέας πνευματικής δημιουργίας και η επιλογή καθώς και οι προδιαγραφές
των υλικών που θα χρησιμοποιηθούν στα κτίσματα αλλά και στους ανοικτούς υπαίθριους
χώρους, πρέπει να υπακούουν σε περιβαλλοντικές αρχές. Είναι ευνόητο ότι τα υλικά θα
πρέπει να ικανοποιούν τις προδιαγραφές χρήσης, δηλαδή αντοχή, αισθητική, διάρκεια κ.λπ.
Επίσης, πρέπει:
να συντελούν στην δημιουργία βέλτιστου θερμικού κλίματος στην περιοχή χρήσης τους,
χωρίς να υποβαθμίζουν το οπτικό περιβάλλον.
κατά την φάση της κατασκευής και χρήσης τους να προκαλούν την μικρότερη δυνατή
επιβάρυνση στο περιβάλλον, συμπεριλαμβανόμενων πιθανών εκπομπών, και να απαιτούν τη
μικρότερη δυνατή χρήση πρώτων υλών και ενέργειας τόσο για την παραγωγή όσο και για την
μεταφορά τους.
Σαν εξωτερικοί χώροι νοούνται οι δρόμοι κίνησης πεζών και ΙΧ, τα πεζοδρόμια, οι ανοικτοί
χώροι στάθμευσης και οι περιβάλλοντες χώροι των κτιρίων. Προτείνονται οι παρακάτω
γενικές προδιαγραφές για τα υλικά κατασκευής των πεζόδρομων και των χώρων στάθμευσης:
Κάθε λειτουργία αντιστοιχεί σε μια χωρική κοινωνική πρακτική και είναι αποτέλεσμα μιας
δραστηριότητας, η οποία από την άποψη της χρησιμοποίησης του χώρου, αντιστοιχεί σε ένα
τρόπο χρήσης του χώρου. Δηλαδή ο χώρος του οικισμού αποτελεί ένα σύνθετο σύστημα
κοινωνικών πρακτικών-λειτουργιών και χρήσεων.
εντάχθηκαν με δυσκολία στην τοπική κοινωνία λόγω του κλειστού της χαρακτήρα
η απώθηση από την πόλη λόγω κακής ποιότητας ζωής, έντονων ρυθμών, μόλυνσης και
αποξένωσης
οι συναισθηματικοί και οικογενειακοί λόγοι (υπάρχει κάποιο μέ λος της οικογένειας που
ζει μόνιμα εκεί)
Μια ελπίδα για να σωθούν τα δείγματα αυτών των πλινθόκτιστων αρχιτεκτονημάτων είναι η
πιθανότητα της «εναλλακτικής» ανάπτυξης της περιοχής με την ενίσχυση προγραμμάτων
επιμορφωτικού χαρακτήρα και οικολογικού τουρισμού καθώς και την συστηματική
οικολογική και βιολογική ήπια καλλιέργεια φασολιών και καρυδιών, τα οποία είναι
φημισμένα, τονώνοντας την τοπική οικονομία. Η συνεργασία με γειτονικές χώρες μπορεί να
δώσει βιώσιμες προοπτικές.
Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση ενός σύγχρονου κτιρίου σε έναν παραδοσιακό οικισμό είναι
μια πολυδιάστατη διαδικασία, η οποία αφενός προϋποθέτει την αναγνώριση των συνθετικών
αρχών που διέπουν το συγκεκριμένο ανθρωπογενές περιβάλλον και αφετέρου καλείται με μια
σύγχρονη σχεδιαστική πρόταση να αναβαθμίσει την ποιότητα ζωής, χωρίς να καταστρέψει τα
θεμελιώδη ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του οικισμού. Ο λυρισμός των κτιρίων δεν
ξαναβρίσκεται ούτε με πηθικισμούς, ούτε με μορφοκρατία, αλλά με κατάλληλο χειρισμό,
ορθή χρήση των σύγχρονων υλικών και με την ίδια ποιητική διάθεση που χρησιμοποιούσαν
τα υλικά δομής οι παλαιότεροι δημιουργοί.
Το κεντρικό σημείο των οικισμών, η πλατεία, είναι ο κατεξοχήν δημόσιος χώρος τους που ως
«κενό» μέσα σε αυτόν αποτελεί χώρο (π.χ. Παράρτημα Γ, Σχέδιο Γ-2) ιδιαίτερα φορτισμένο
και με πολλαπλά μηνύματα κοινωνικά, πολιτικά, πολιτιστικά, οικονομικά, σήμερα όλα
φορτισμένα συναισθηματικά. Η πορεία της συνδέεται άμεσα με την ευρύτερη ιστορία των
οικισμών και με πολυδιάστατο ρόλο στο χρόνο αποτυπώνοντας κάθε φορά το πνεύμα κάθε
εποχής. Το κεντρικό αυτό σημείο διαμορφώθηκε για να λειτουργεί ως πεδίο
δραστηριοποίησης των ανθρώπων,·πεδίο συνεύρεσης, λατρείας, συναλλαγής,
συναναστροφής καθώς έχει άμεση σύνδεση με την κοινωνική υπόσταση του κατοίκου. Σε
κάθε περίπτωση, κύριος στόχος είναι η οικειοποίησή της από τους σύγχρονους χρήστες, όχι
απλά ως «τόπος» της κοινής ζωής τους αλλά ως ιδιαίτερη βιωματική εμπειρία.
Ο τρόπος με τον οποίο βιώνεται ο χώρος αυτός και η κοινωνικοποίησή του, που
επιτυγχάνεται μέσω της οικειοποίησης του, καθιστούν την πλατεία λειτουργική και
παράλληλα οι δραστηριότητες μέσα ή γύρω από αυτή, εξαρτώνται -αν όχι καθορίζονται- σε
πολύ μεγάλο βαθμό από τις χρήσεις και τους χρήστες στους οποίους απευθύνεται.
Συχνά στα ορεινά χωριά υπάρχει το αγνάντι, ένας τόπος συνεύρεσης σε κάποιο πλάτωμα με
θέα, όπου υπήρχαν καθίσματα, συνήθως από ξύλινους κορμούς, για τους χωρικούς. Οι
πανηγυρότοποι, οι χώροι όπου πραγματοποιούνται δημόσιες γιορτές και θρησκευτικά
πανηγύρια, βρίσκονται συνήθως μπροστά από κάποια εκκλησία και είναι ανοικτοί ώστε να
επιτρέπουν μεγάλες συναθροίσεις κόσμου.
Σημαντικοί παράμετροι στην ανάδειξη της ιδιαιτερότητας της τοποθεσίας του οικισμού
αποτελεί:
η αξιοποίηση με σεβασμό στο πολιτισμικό τοπίο και με έμφαση στην αποκατάσταση και
προβολή στοιχείων και δομών όπως, οι διαδρομές, τα μονοπάτια, το πηγάδι, η πλατεία, ο
ναός της Αγίας Παρασκευής, η υδατοδιαδρομή του ποταμού και η νέα υδατοδιαδρομή, κ.α.
η περιέλιξη της βασικής επέμβασης κοντά στον κεντρικό χώρο του οικισμού
Εφαρμόσιμες λύσεις για την αποκατάσταση δομικών στοχείων των κτσιμάτων του οικισμού
προτείνονται:
αρμολόγημα με πηλοκονίαμα
σύνδεση με παράλληλο χαλύβδινο σκελετό, όπως στο κτίριο με το συνεχές σαχνισί στον
Άνω Κρανιώνα
ανάκτηση με υλικά ίδιου τύπου με τα ιστορικά και με ίδια γεωμε- τρία του ξύλινου
σκελετού
Τα πατόξυλα του δαπέδου των ορόφων67 εξυγιαίνονται όπως και οι σωζόμενες σανίδες της
επικάλυψης.
τοποθέτηση περιμετρικής δοκού προς επίτευξη ημικπακτωμένης έδρασης και αύξηση της
διαφραγματικότητας
ανακατασκευή
Απαραίτητη είναι η εξυγίανση του ξύλινου σκελετού της στέγης, ενώ απαραίτητα
τοποθετείται θερμομόνωση και υγρομόνωση στην εξωτερική παρειά του πετσώματος ώστε
να μην αλλοιωθεί η εσωτερική όψης της κατασκευής. Η επικάλυψη της στέγης γίνεται με τα
διασωζόμενα κεραμίδια, ή με καινούρια ίδιου τύπου, βυζαντινά, με συνδετικό υλικό κόκκινη
τσιμεντοκονία.
Στη λιθοδομή:
Προτείνεται η ενίσχυση με ενέματα στις περιοχές όπου η λιθοδομή της εκκλησίας ή της
67
Επάνω στα υφιστάμενα πατόξυλα διαστρώνονται νέες σανίδες από ξύλο καστανιάς, όπου απαιτείται. Στους
υγρούς χώρους η επικάλυψη γίνεται με κεραμικά αντιολισθηρά πλακίδια. Στους ισόγειους χώρους αφού γίνει η
οπoιαδήποτε ρηχή εκσκαφή, κατασκευάζεται υπόστρωμα οριζοντίωσης, ακολουθεί στρώση υγρομόνωσης και
θερμομόνωσης και προστίθεται επικάλυψη από κεραμικά αντιολισθητικά πλακίδια, σε αντικατάσταση του
χωμάτινου δαπέδου. Στα δάπεδα που βρίσκονται σε κακή ή σε ερειπιώδη κατάσταση ανακατασκευάζεται το
δάπεδο με χρήση ξύλινων ή μεταλλικών δοκών πακτωμένων στις περιμετρικές τοιχοποιίες. Η επικάλυψη γίνεται
με διπλό σανίδωμα.
Στη θεμελίωση:
βελτίωση εδάφους
Τα υποστυλώματα ελέγχονται ως προς την αντοχή τους και αυτά που βρίσκονται σε καλή
κατάσταση εξυγιαίνονται, ειδάλλως αντικαθιστούνται με νέα ξύλινα υποστυλώματα ίδιας
διατομής.
Στα τζάκια:
Επιθυμητή είναι:
Αποφεύχθηκε:
Μέριμνα δόθηκε στη δυνατότητα πρόσβασης ΑΜΕΑ στον οικισμό και σε κτίρια, κυρίως
δημόσιας χρήσης. Σε σημεία των κτιρίων όπου η υψομετρική διαφορά δεν το επιτρέπει
μπορεί να γίνει εγκατάσταση μηχανοκίνητου εξοπλισμού (ειδικού αναβατορίου για
καροτσάκια).
Στους κοινόχρηστους χώρους του οικισμού προτιμήθηκαν να είναι χυτά τα υλικά των
κύριων οδικών αξόνων καθώς ουδέποτε υπήρξε τεχνητή διαμόρφωση του δημόσιου χώρου.
Έτσι στους πεζόδρομους επιλέχθηκε το χυτό γαρμπιλομπετόν σε αποχρώσεις του κεραμιδί
στο κεντρικό τμήμα και το ριγωτό στην περίμετρο. Ο φωτισμός των διαδρομών θα είναι
χαμηλός ώστε να μη δημιουργείται ένα υπερφωτισμένο περιβάλλον. Τα δίκτυα κοινής
ωφέλειας θα είναι υπόγεια. Η περισυλλογή των απορριμμάτων θα γίνεται από ειδικό
απορριμματοφόρο όχημα σε μία επιβεβλημένη τοποθεσία εκτός του κυρίως σώματος του
οικισμού (χώρος κοντά στην έξοδο του οικισμού). Εντός του οικισμού, πέραν των μικρών
κάδων απορριμμάτων στους κοινόχρηστους χώρους, δε θα υπάρχουν άλλοι κάδοι
απορριμμάτων. Οι κάτοικοι θα είναι υποχρεωμένοι να μεταφέρουν τα απορρίμματά τους
στον ειδικό χώρο περισυλλογής των απορριμμάτων στην έξοδο του οικισμού.
Η ιπτάμενη τέφρα και η ερυθρά ιλύς είναι δύο βιομηχανικά παραπροϊόντα που παράγονται σε
μεγάλες ποσότητες στον ελληνικό χώρο και μπορούν να χρησιμοποιηθούν μετά από ανάμιξη
στην παραγωγή ωμόπλινθων με συμπίεση. Από τα αποτελέσματα των εργαστηριακών
ελέγχων φαίνεται ότι η συνδυασμένη χρήση ιπτάμενης τέφρας και ερυθράς ιλύος για την
παραγωγή ωμόπλινθων παρουσιάζει κάποια πλεονεκτήματα από τεχνική και κατ’ επέκταση
από οικονομική σκοπιά. (Αναστασίου, Παπαγιάνη, κ.α., 2012). Το περιβαλλοντικό
αποτύπωμα των ωμόπλινθων αναμένεται επίσης να είναι ιδιαίτερα μικρό, εφόσον δεν
καταναλώνεται σημαντική ενέργεια για την παραγωγή τους, ενώ ταυτόχρονα αξιοποιούνται
δευτερογενή υλικά που διαφορετικά θα επιβάρυναν το περιβάλλον.
Η λειτουργία του οικισμού με τη δημιουργία του διεπιστημονικού κέντρου, του ξενώνα και
την επανακατοίκηση οικιών προϋποθέτει την ένταξη νέων χρήσεων στα υφιστάμενα
εγκεταλειμμένα κελύφη. Στόχος της επέμβασης στα κτίσματα ήταν η αντιμετώπιση των
δομοστατικών και οικοδομικών προβλημάτων των κτισμάτων, κυρίως αυτών που
βρίσκονται σε ερειπιώδη κατάσταση, από την άποψη της απάλειξης των εν δυνάμει
κινδύνων (κυρίως καταστροφών από δυναμικές καταπονήσεις και φθορών) που εγκυμονεί η
κατάστασή τους, η αισθητική αναβάθμιση, η ανάδειξη της ιστορικής κι αρχιτεκτονικής τους
αξίας και η αντιμετώπιση ορισμένων λειτουργικών προβλημάτων προκειμένου να
λειτουργήσει το κτίριο ως ένα ευανάγνωστο κι επισκέψιμο ή κατοικήσιμο κτίσμα.
Για τους κατοίκους που θα εγκατασταθούν στις αποκατεστημένες κατοικίες του οικισμού
μπορούν να υιοθετηθούν κίνητρα, όπως:
επιχορήγηση ποσοστού επί του προϋπολογισμού για την εκτέλεση ειδικών και πολλές
φορές πολυδάπανων εργασιών, (όπως ειδικές τεχνικές στερέωσης της κατασκευής,
αποκατάσταση εξωτερικών διακοσμητικών στοιχείων, κ.λπ.).
ειδικά οικονομικά βραβεία προς τους ιδιοκτήτες για υποδειγματικές εφαρμογές μελετών
αποκατάστασης.
εκπόνηση των μελετών επισκευής και αποκατάστασης διατηρητέων δωρεάν από τις
τοπικές αυτοδιοικήσεις (Νομαρχιακή–Ο.Τ.Α.), σε περιπτώσεις όπου οι ιδιοκτήτες
αδυνατούν, με τη συνδρομή εμπειρογνωμόνων του ΤΕΕ και των αρμόδιων Υπηρεσιών.
πριμοδότηση για την αγορά κατοικιών κυρίως για πρώτη κατοικία ή για επαγγελματική
στέγη χωρίς φόρο μεταβίβασης και κάλυψη της αξίας με άτοκο δάνειο.
Το ΤΕΕ, ειδικά το ΤΕΕ/ΤΔΜ, και η αρμόδια για την περιοχή Εφορεία Βυζαντινών
Αρχαιοτήτων θα μπορούσε να βοηθήσει αποτελεσματικά με παρεμβάσεις προς τους
αρμόδιους φορείς (εισηγήσεις στο ΥΠΠΟ, Εφορείες Αρχαιοτήτων, ICOMOS, συναρμόδια
Υπουργεία για εκπόνηση ειδικών πολεοδομικών μελετών και θεσμοθέτηση ειδικών όρων
δόμησης, ενημέρωση μελών, ομάδες εργασίας από το ΤΕΕ/ΤΔΜ, οργάνωση δράσεων
αξιοποίηση των παραδόσεων και της πολιτιστικής κληρονομιάς με βάση τη διακήρυξη του
Cork της Ιρλανδίας (7-9/11/1996) με στόχο μια ζωντανή ύπαιθρο
προσέλκυση και διατήρηση νέων οικονομικά ενεργών ατόμων και υπηρεσιών που
προέρχονται από την ύπαιθρο με στόχο την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική
αναζωογόνηση της περιοχής με την προστασία και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς
και παράδοσης σε συνδυασμό με την προστασία και ορθή διαχείριση των φυσικών πόρων.
Ο τουρισμός είναι ένας σημαντικός παράγοντας για την ολοκληρωμένη ανάπτυξη της
περιοχής που βοηθάει στην προβολή νέων τοπικών προϊόντων κι όχι εισαγόμενων καθώς και
στη συγκράτηση υπάρχοντος πληθυσμού των παρακείμενων οικισμών. Ο Άνω Κρανιώνας,
για παράδειγμα, θα πρέπει να μπορεί να επιβιώνει, όχι μόνο από τον τουρισμό, να μπορεί να
γίνει θέρετρο, να αποτελέσει πυρήνα υπαίθριων, κι όχι μόνο, λαογραφικών μουσείων,
ορισμένα σπίτια να μπορούν να διατεθούν ως δεύτερη κατοικία (με θέσπιση φορολογικών
απαλλαγών, κ.λπ.). Η μεθόδευση ενός τέτοιου προγράμματος διασώσεως της τοπικής
αρχιτεκτονικής κληρονομιάς αποτελεί και μια εξισορρόπηση της γενικής τάσης που
επισημαίνεται για μια στροφή του πληθυσμού αλλά και του τουρισμού αποκλειστικά προς τη
θάλασσα που ήδη έχει κορεστεί. Οι ορεινοί οικισμοί θα αποτελέσουν έτσι τις παρακαταθήκες
για τη σωτηρία του πληθυσμού των υδροκεφαλικών αστικών κέντρων και του
αναπροσανατολισμού του τουριστικού ρεύματος.
Στο γενικό πλαίσιο αναδιάρθρωσης του τουρισμού, σε παγκόσμια κλίμακα, κάθε τόπος
προορισμού προσπαθεί να γίνει ανταγωνιστικός αναδεικνύοντας τα συγκριτικά του
πλεονεκτήματα, τα θέλγητρά του, τα στοιχεία εκείνα που τον διαφοροποιούν από τους
άλλους προορισμούς-«ανταγωνιστές». Βασικά θέματα προβάλλουν η ανάδειξη και
συγκρότηση της «ταυτότητας του τόπου» με βάση τις ιδιαιτερότητές του και η προβολή των
συγκριτικών πλεονεκτημάτων του, δηλαδή η διαχείριση της «εικόνας» (branding) του
τουριστικού προορισμού. Υπάρχουν πολλές αναλύσεις σχετικά με την εικόνα ενός
τουριστικού προορισμού η οποία είναι η αντίληψη ή αλλιώς αυτό που είναι (και που
αντιπροσωπεύει, συμβολίζει, θυμίζει) ο προορισμός στο νου του κάθε επισκέπτη-τουρίστα.
τουριστικές περιοχές.
Είναι πλέον κοινός τόπος ότι ο ορεινός οικολογικός τουρισμός, αποτελεί μια ελπίδα
επιβίωσης των ορεινών οικισμών της Δυτικής Μακεδονίας και των Κορεστείων. Επειδή
μάλιστα οι οικισμοί των Κορεστίων δεν έχουν δεχθεί μέχρι τώρα ογκώδη τουριστικά
ρεύματα, και επομένως διασώζουν σχετικά αλώβητο το οικολογικό, αλλά και το δομημένο
περιβάλλον, επιβάλλεται η τουριστική ανάπτυξη να γίνει με τους όρους και τις
προδιαγραφές της λεγόμενης βιώσιμης ή αειφόρου ανάπτυξης (sustainable development).
Πρόκειται για την ανάπτυξη η οποία θα μπορεί να συνεχίζεται και στο μέλλον, χωρίς να
εξαντλεί τους φυσικούς πόρους, λαμβάνοντας υπόψη αρχές όπως η οικολογική ισορροπία, η
αποφυγή νέων περιφερειακών ανισοτήτων και η παράλληλη ανάπτυξη και άλλων
παραγωγικών δραστηριοτήτων.
Η κύρια δραστηριότητα του οικολογικού τουρισμού είναι η πεζοπορία σε μονοπάτια και η
ποδηλατοδρομία (mountain bike) με σήμανση που διέρχονται από φυσικά και ανθρώπινα
μνημεία, όπως τόποι ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, ιστορικοί τόποι, αρχιτεκτονικά μνημεία,
παραδοσιακοί οικισμοί. Αυτού του είδους η πεζοπορία απαιτεί προσδιορισμό στο έδαφος
ειδικών διαδρομών, παραγωγή κατάλληλου χαρτογραφικού και λοιπού ενημερωτικού
υλικού, ύπαρξη καταλυμάτων κατά μήκος των διαδρομών και κατασκευή και συντήρηση
τεχνικών έργων.
Οι οικισμοί των Κορεστείων και οι γειτονικές περιοχές έχουν να επιδείξουν πληθώρα
αξιόλογων μνημείων πολιτισμού και περιοχές ιδιαίτερου φυσικού και αρχιτεκτονικού
κάλλους. Με αφετηρία τον οικισμό του Άνω Κρανιώνα, προτείνεται η διαμόρφωση
περιπατητικών και ποδηλατικών περιηγήσεων καθώς και πολιτιστικών διαδρομών σε
μνημεία και αξιοθέατα της περιοχής και συγκεκριμένα:
ξωκλήσι Αγίας Παρακευής νοτιοανατολικά του Άνω Κρανιώνα,
παλαιός οικισμός Βαψωρίου-Ποιμενικού με την αξιόλογη μεταβυζαντινή εκκλησία του
Αγ. Γεωργίου
τριώροφη οικία Γ. Παπαδόπουλου (πρώην κτίριο Ελληνικού Στρατού) και νερόμυλος
στον Μαυρόκαμπο
οικισμός Χαλάρας με τον κοιμητηριακό ναό της Παναγίας ο οποίος ιστορείται με
αξιόλογες τοιχογραφίες και τον κεντρικό ενοριακό ναό του Αγ. Νικολάου με το
πεντάπλευρο τέμπλο και δύο μενχίρ πίσω από το ιερό και την προτομή του παπαΗλία
τάφοι στη θέση «Μπουτέσι» της Χαλάρας
ερείπια κάστρου στο Μακροχώρι στη θέση «Γκραντίστσατα»
οικία που σκοτώθηκε ο Παύλος Μελάς στο ομώνυμο χωριό, κενοτάφιο Παύλου Μελά και
μονή Προφήτου Ηλιού πάνω από τον οικισμό του Άνω Μελά
χωριό Κορυφή με τη Μονή της Παναγίας
κάστρο στον Γάβρο με τους ναούς του Αγ. Νικολάου και του Αγ. Μοδέστου με αξιόλογο
τοιχογραφικό διάκοσμο (τοιχογραφίες με τα γνωστά «ρολόγια» του ναού) καθώς και παλαιό
γεφύρι
χωριό Κώττας με την οικία του καπετάν Κώττα
αξιόλογες πλινθόκτιστες οικίες στα χωριά Πράσινο και Τρίγωνο
χωριό Ανταρτικό με αξιόλογες οικίες-αρχοντικά με σαχνισιά και τη Μονή Αγίας Τριάδας
μερικά χιλιόμετρα βορειότερα μέσα σε κατάφυτη δασωμένη περιοχή με πηγές που
αναβλύζουν παγωμένα νερά
σπηλιές στον ορεινό όγκο Μάλι Μάδι οι οποίες κατά τη διάρκεια του εμφυλίου
χρησιμοποιήθηκαν ως νοσοκομεία
ερείπια μονής Ζωοδόχου Πηγής νοτιοανατολικά του Βατοχωρίου
μακρινότερες διαδρομές (Μονή Τσιριλόβου, Μονή Σλίβενης, Μονή Αγίων Αναργύρων,
Περικοπή, Βυσσινιά, Οξυά, Νυμφαίο, Ασπρόγεια, Πρέσπες, κ.α.)
Στα πλαίσια αυτά μια δραστηριότητα του πεζοπορικού τουρισμού θα μπορούσε να είναι η
πεζοπορία σε μονοπάτια από τα φυσικά και ανθρώπινα αρχιτεκτονικά μνημεία της ευρύτερης
περιοχής μέσα στα τοπία ιδιαίτερου φυσικού κάλλους και ιστορικού ενδιαφέροντος, όπως μια
μεγαλύτερη κλίμακα οι ιστορικές διαδρομές με βάση τις περιοδείες του Παύλου Μελά και
άλλων αγωνιστών του 1896-1897. Στις διαδρομές αυτές συμπεριλαμβάνονται και τα χωριά
που διέσχισε κι έδρασε ο Μελάς, όπως Τσερνόλιστα ή Τσερνόβιστα (Μαυρόκαμπος),
Γαβρέσι (Γάβρος), Ρούλια (Κώτας), Όστιμα (Τρίγωνο), Ζέλοβο (Ανταρτικό) και διαμέσου
του αυχένα Πρεβόλι φτάνει στις (Καρυές) της Πρέσπας και μετά το Μοναστήρι. Στην τρίτη
περιοδεία του διέρχεται κι από το Μπαπτσιόρι (Ποιμενικό) για να πάει στο Νερέτι
(Πολυπόταμος). Από το Νερέτι μετακινείται δυτικά του όρους Νερέτσκα και καταλήγει στη
Στάτιστα (Μελάς) όπου φονεύεται. Η τρίτη διαδρομή του Μελά προσφέρεται κατεξοχήν για
ένταξη τμημάτων της πορείας σε δίκτυο πεζοπορικών διαδρομών με καταπληκτικά ορεινά
τοπία ιδιαίτερου κάλλους και αξιόλογα τοπικά αρχιτεκτονικά μνημεία.
Η δημιουργία σύγχρονων πεζοπορικών διαδρομών στα ίχνη των ιστορικών πορειών των
αγωνιστών του μακεδονικού αγώνα θα μπορούσε να συμβάλλει στην ανάπτυξη του
οικολογικού τουρισμού στον δυτικομακεδονικό χώρο, και ιδιαίτερα στους απομονωμένους
γεωγραφικά οικισμούς των Κορεστίων και του Βιτσίου οι οποίοι υποφέρουν από οικονομικό
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ – ΕΠΙΛΟΓΟΣ
πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων των προϊόντων του πηλού, τονίστηκαν οι πολύ καλές
ιδιότητες βιοκλιματικής συμπεριφοράς τους. Η λανθασμένη εντύπωση ως προς την
αξιοπιστία των παραδοσιακών πηλοκατασκευών και η σύνδεσή του πηλού με οικονομικά
υποβαθμισμένες κοινωνίες, οδήγησε, ως ένα βαθμό, στην εγκατάλειψή τους. Γενικά,
παρατηρείται ανυπαρξία της ωμοπλίνθου ως δομικού υλικού στη σύγχρονη ελληνική αγορά
αλλά και έλλειψη τεκμηριωμένης γνώσης για τα φυσικοχημικά και μηχανικά χαρακτηριστικά
χωμάτινων υλικών, τόσο στο επίπεδο μεμονωμένων συστατικών της τοιχοποιίας όσο και στο
επίπεδο της ωμοπλινθοδομής. Η δόμηση με πηλό γινόταν εμπειρικά, δεν υπάρχουν
κανονισμοί δόμησης και σήμερα η τεχνική αυτή έχει εγκαταλειφθεί. Η γνώση της μηχανικής
συμπεριφοράς της ωμοπλινθοδομής είναι περιορισμένη στη βιβλιογραφία. Ο Ευρωκώδικας 6
(μέρος 1-1/1995) που αφορά σχεδιασμό κτιρίων από τοιχοποιία καλύπτει τοιχοποιίες που
παρασκευάζονται από λιθοσώματα (δηλαδή στοιχεία κατάλληλα διαμορφωμένα ώστε να
χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή τοιχοποιίας) συνδεόμενα με κονίαμα φυσικής ή
θραυστής άμμου ή ελαφρών υλικών, ενώ εξαιρούνται οι ωμόπλινθοι.
Κατασκευές με βάση τον πηλό διατηρούνται σήμερα σε διάφορες χώρες της υφηλίου και
πληθώρα απ’ αυτές χρησιμοποιούνται ακόμη. Στις μέρες μας δειλά-δειλά διαμορφώνεται μια
τάση από αρχιτέκτονες και ειδικούς οι οποίοι στρέφονται προς τη χρήση δομικών στοιχείων
με βάση τον πηλό και την αναβίωση τεχνικών χρήσης του, τάση που συνδέεται με την
εισαγωγή βιοκλιματικών κριτηρίων στη δόμηση. Εντύπωση προκαλεί η θετική αντιμετώπιση
των πηλοκατασκευών στη Γαλλία, στις ΗΠΑ, στη Γερμανία, στην Ιταλία, στη Μεγ.
Βρετανία, κ.α. και το γεγονός ότι οι κατασκευές αυτές θεωρούνται ξεπερασμένες στις χώρες
της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής αν και εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται σε
μεγαλύτερο βαθμό από οπουδήποτε αλλού.
συνάδει με τους σύγχρονους όρους δόμησης για την ασφάλεια των χρηστών των κτιρίου
έναντι σεισμού. Η κατάλληλη χρησιμοποίηση του υλικού αυτού, λαμβάνοντας υπόψη τις
αρχές βιοκλιματικού σχεδιασμού, μπορεί να εξασφαλίσει και να ικανοποιήσει τις αυξημένες
απαιτήσεις της σύγχρονης ζωής, με σημαντική εξοικονόμηση ενέργειας. Παράμετροι όπως, η
σύνθεση των ωμοπλίνθων, η πιστοποιημένη ποιότητα κατασκευής τους, ο κατάλληλος
σχεδιασμός και οι βελτιωμένες τεχνικές αντισεισμικής ενίσχυσης οδηγούν στην κατασκευή
ασφαλέστερων κτιρίων από πηλό. Απαραίτητη είναι η διερεύνηση της ταυτότητας του πηλού
μέσω των ορίων πλαστικότητας, των ορυκτολογικών, των χημικών και κοκκομετρικών
αναλύσεων.
Το υλικό είναι φορέας πνευματικής δημιουργίας και τα δομήματα της άψητης λάσπης είναι
εξίσου περίτεχνα με πολλά δομήματα της «δυτικής» αρχιτεκτονικής. Στον τομέα κατασκευών
από πηλό υπάρχει μια διάσταση πολιτισμική και κοινωνική που πρέπει να ληφθεί υπόψη
εφόσον ο στόχος είναι η ανάπτυξη ή αναβίωση αυτής της τεχνικής δόμησης σε μια χώρα με
πλούσια αρχιτεκτονική κληρονομιά. Η τεχνολογία δόμησης με πηλό, μπορεί να βρει τη θέση
της και στη χώρα μας, αν και η Ελλάδα δε τη χρησιμοποιεί παρόλο που η τεχνική έχει
παρελθόν χιλιετών. Σήμερα χρησιμοποιείται σε ελάχιστες περιπτώσεις στη χώρα μας και
θεωρείται ακόμη από πολλούς ξεπερασμένη, ευτελής κι επικίνδυνη σε σεισμικές
καταπονήσεις. Η σύγχρονη επιστημονική προσέγγιση μπορεί να δώσει απαντήσεις και οι
κατασκευές αυτές να βρουν τη θέση τους μέσα στο πλαίσιο της διατήρησης της
αρχιτεκτονικής κληρονομιάς μας σε πρώτη φάση, αλλά ακόμη και να εισαχθούν στις νέες
τεχνολογίες δόμησης με κατεύθυνση τη βιοκλιματική αρχιτεκτονική.
Στον ελληνικό χώρο ο πηλός παρουσιάζεται ως υλικό δόμησης από την προϊστορία μέχρι τις
αρχές του 20ου αιω. όπου εμφανίζεται το σκυρόδεμα. Σχεδόν για ένα αιώνα έως σήμερα ο
πηλός εγκαταλείπεται από τη δόμηση και υποβαθμίστηκε σε ένα υλικό ευτελές και
αναξιόπιστο ως προς τις αντοχές του. Σήμερα όμως, οι δυτικές κοινωνίες φτάνοντας σε ένα
αδιέξοδο ως προς τις περιβαλλοντικές συνέπειες της χρήσης του σκυροδέματος σε ευρεία
κλίμακα (εκπομπή CO2 και άλλων επιβλαβών ουσιών κατά την παραγωγή του σκυροδέματος)
επαναπροσδιορίζουν τα παραδοσιακά υλικά δόμησης. Ο πηλός πια, μελετάται σε
συστηματική επιστημονική βάση και μελετώνται οι ιδιότητές του και οι τρόποι βελτίωσής
τους. Την εμπειρία και διαίσθηση του παρελθόντος που δημιουργούσαν έργα μοναδικά,
έρχονται να αντικαταστήσουν επιστημονικά κριτήρια που στοχεύουν στο να θέσουν το θέμα
«δόμηση με πηλό» σε διεπιστημονική βάση.
Ο τεχνικός κόσμος και οι Έλληνες μηχανικοί οφείλουν να ενσκύψουν πάνω σ’ ένα υλικό
δόμησης που ανήκει στην παραδοσιακή μας κληρονομιά, αλλά είναι απόν και άγνωστο στη
σύγχρονη δόμηση της χώρας, με απώτερο στόχο το ενδιαφέρον της ερευνητικής κοινότητας
της χώρας μας (σεισμογενής χώρα) με το θέμα αυτό. Στη χώρα μας, σήμερα, έχει ξεκινήσει
μια τάση ιδιοκατασκευών από πηλό, κυρίως από ομάδες εμπειροτεχνιτών που ασχολούνται
με τη λεγόμενη «φυσική δόμηση». Ωστόσο, οι κατασκευές αυτές δεν υπόκεινται σε κανένα
κανονισμό δόμησης. Η κατάλληλη χρησιμοποίηση του υλικού αυτού, λαμβάνοντας υπόψη τις
αρχές βιοκλιματικού σχεδιασμού, μπορεί να εξασφαλίσει και να ικανοποιήσει τις αυξημένες
απαιτήσεις της σύγχρονης ζωής, με σημαντική εξοικονόμηση ενέργειας.
κατασκευών, αλλά και την επιστροφή κι εγκατάσταση παλιών κατοίκων, ώστε ο οικισμός να
αποκτήσει ζωή, στοιχείο απαραίτητο για τη διασφάλιση της ευημερίας του και της αειφορίας
του. Η κήρυξη της πλειονότητας των οικισμών ως διατηρητέων θα έθετε ένα πλαίσιο
προστασίας που αποτρέπει οποιεσδήποτε αυθαίρετες παρεμβάσεις. Στις προτάσεις ως προς τη
βελτίωση της απόδοσης της βιολκιματικής συμπεριφοράς των κτιριακών κελυφών κυριαρχεί
η αποκατάσταση με περιβαλλοντικά κριτήρια των υφιστάμενων κτιρίων και η κατασκευή
τριών νεόδμητων σύγχρονων κτιρίων με βάση τις αρχές του περιβαλλοντικού σχεδιασμού και
τις αρχιτεκτονικές αναφορές του τόπου. Τα καινούρια κτίσματα είναι ενταγμένα στην
κλίμακα του τόπου και δεν έχουν διαστάσεις που αλλοιώνουν την υπάρχουσα αρχιτεκτονική
φυσιογνωμία και αισθητική του οικισμού και της φύσης της περιοχής. Δίδεται έμφαση στην
αποκατάσταση του υφιστάμενου κτιριακού αποθέματος παρά στην κατασκευή μεγάλου
αριθμού νεόδμητων κτισμάτων η οποία θα επιφέρει περιβαλλοντικές επιπτώσεις (π.χ. έκλυση
ρύπων CO2, CO, κ.λπ. κατά τη φάση της κατασκευής, κ.α.). Το κτίριο στο οποίο προτείνεται
να φιλοξενηθεί το διεπιστημονικό κέντρο είναι υπόσκαφο με παραπομπές στις αρχές δόμησης
με φιλικά υλικά ως προς το περιβάλλον και με αναφορά στην παραδοσιακή μέθοδο
παρασκευής ωμόπλινθων: γη, ήλιος και αέρας.
Ο συχνός νότιος προσανατολισμός της αυλής εξασφαλίζει καλό ηλιασμό και αποφυγή των
Η κατοικία συνιστά ένα θεσμό, όχι απλώς μια κατασκευή, και δημιουργήθηκε για ένα σύνολο
αναγκών σε άμεση συνέργεια με το περιβάλλον όπου αυτή κατασκευάστηκε. Το κτίσιμο του
σπιτιού είναι ένα φαινόμενο πολιτισμικό, η μορφή και η οργάνωσή του επηρεάζονται σε
μεγάλο βαθμό από το φυσικό και πολιτισμικό περιβάλλον της περιοχής. Το δομημένο
περιβάλλον αντικατοπτρίζει πολλές κοινωνικοπολιτισμικές δυνάμεις, όπως θρησκευτικές
πεποιθήσεις, τη δομή της οικογένειας, την κοινωνική οργάνωση, τον τρόπο βιοπορισμού και
τις κοινωνικές σχέσεις. Οι οικισμοί και τα κτίρια αποτελούν την ορατή έκφραση των σχέσεων
των κατοίκων με το περιβάλλον και μεταξύ τους. Τα μορφολογικά και τυπολογικά στοιχεία
των κτισμάτων τους, όπως τα λιακωτά, τα χαγιάτια, τα σαχνισιά, κ.λπ., αξιοποιούν τα
κλιματικά δεδομένα σε ικανοποιητικό βαθμό. Η κατασκευή του σαχνισιού, για παράδειγμα,
συντελεί στην παροχή περισσότερου φωτισμού, ηλιασμού και αερισμού του εσωτερικού
χώρου, δημιουργεί αύξηση της εκμεταλλεύσιμης δομημένης επιφάνειας πέρα κι έξω από την
οικοδομική γραμμή κι εξασφαλίζει θέσεις δροσιάς κατά το θέρος και, όταν το σαχνισί έχει
νότιο προσανατολισμό, θέσεις εκμετάλλευσης της θερμότητας των ηλιακών ακτίνων κατά το
χειμώνα. Ακόμη, η ύπαρξη του σαχνισιού επιβάλλεται και από κοινωνικούς λόγους, όπως η
παρακολούθηση μέσα από τα παράθυρα της κίνησης του δρόμου, ή αισθητικούς, όπως η
καλύτερη απόλαυση της θέας.
Στην ορεινή περιοχή των Κορεστείων η παραμέληση της αρχιτεκτονικής φυσιογνωμίας του
τόπου αποτελεί πληγή ενώ παραμένει ζητούμενο η αναγέννηση του χαρακτήρα του και
οποιαδήποτε προσέγγιση στην κατεύθυνση αυτή ακολουθηθεί, απαιτεί την σε βάθος γνώση
και μελέτη των φυσικών και ανθρωπογενών χαρακτηριστικών της περιοχής αλλά και το
λεπτό χειρισμό των σύγχρονων αναγκών που ο ορεινός χώρος καλείται να καλύψει.
καλό ηλιασμό και αερισμό των κτισμάτων. Αρκετά κτίρια εκμεταλλεύονται πολύ καλά την
ηλιακή ακτινοβολία ενώ υπάρχουν και υπόσκαφα τμήματα μειώνοντας τις θερμικές απώλειες.
Στις προτάσεις οι προτεινόμενες επεμβάσεις στοχεύουν στην περαιτέρω βελτίωση της
ενεργειακής συμπεριφοράς των κτισμάτων.
Κρίνεται επιτακτική η ανάγκη ανάσχεσης και ανάδειξης της ιδιαίτερης ταυτότητας του τόπου
μελέτης με την αποκατάσταση των κτιριακών κελυφών και την προστασία του φυσικού κι
ανθρωπογενούς περιβάλλοντος. Η ίδρυση ενός διεπιστημονικού κέντρου μελέτης πηλού και
ωμοπλινθόκτιστων κατασκευών με υπερτοπικό χαρακτήρα και διεθνή εμβέλεια
(προτεινόμενος οικισμός χωροθέτησης του κέντρου ο Άνω Κρανιώνας) θα έδινε ένα θετικό
τόνο και θα λειτουργούσε ως ένας μοχλός ανάσχεσης στην πληθυσμιακή απογύμνωση της
περιοχής ενώ, παράλληλα, θα άρμοζε ιδιαίτερα στην ταυτότητα του τόπου. Ανάλογα
επιστημονικά κέντρα εκτός Ελλάδας αναφέρονται το Daw’an Mud Brick Architecture
Foundation το 2007 στην Υεμένη με σκοπό την διάσωση των παραδοσιακών μεθόδων
πλινθόκτιστων κατασκευών και υλικών και το Craterre το 1979 στη Γαλλία.
Η βιώσιμη και αειφόρος ανάπτυξη της περιοχής πρέπει να βασιστεί στην επανακατοίκηση
των οικισμών, στην πολύπλευρη τουριστική ανάπτυξη, στην ανάπτυξη του πρωτογενούς
τομέα και στην ιδέα του «οικο-μουσείου», όλα όμως προσανατολισμένα στις αρχές των
ήπιων επεμβάσεων αποκατάστασης, αναβίωσης και σεβασμού ενός αξιόλογου αλλά
εγκαταλελειμμένου μνημειακού και τοπίου και φυσικού περιβάλλοντος. Η περιοχή των
Κορεστείων αποτελεί ένα παράδειγμα ενσωμάτωσης των αρχών της βιοκλιματικής
αρχιτεκτονικής και της αειφορίας στο πλαίσιο του συνόλου των παραδοσιακών οικισμών
της χώρας μας αναδεικνύοντας την πολλαπλά θετική συνεισφορά ενός φυσικού υλικού όπως
η ωμόπλινθος. Η επιλογή αυτή συνδυάζει οικονομία τρόπου και χρόνου κατασκευής,
περιβαλλοντική συμβατότητα με τους φυσικούς πόρους της περιοχής και θετική απόκριση
στο αίσθημα της θερμικής άνεσης των κατοίκων, τόσο ως προς το εσωκλίμα των κτισμάτων
όσο και των υπαίθριων ανοικτών χώρων των οικισμών.
Στη σημερινή εποχή κατά την οποία τα προβλήματα της άνισης ανάπτυξης του χώρου, της
γενικότερης οικονομικής, πολιτιστικής και πνευματικής κρίσης, αποκτούν μεγάλη σημασία
οι στόχοι της κοινωνικής συνοχής και της βιώσιμης ανάπτυξης με έμφαση στον καθοριστικό
ρόλο του περιβάλλοντος των μη ευνοημένων περιοχών της χώρας μας. Η ανάδειξη της
ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής ταυτότητας, των Κορεστίων, του ενδιαφέροντος φυσικού και
δομημένου περιβάλλοντος και των τοπικών προϊόντων της περιοχής, θα συμβάλλουν στην
ενδυνάμωση της ελκυστικότητας και της πολυδιάστατης αξιοβίωτης ανάπτυξής τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Αδρύμη-Σισμάνη, Β., Αλματζή, Π., Σίψη, Μ. (2003). Το έργο της διαπλάτυνσης της Εθνικής
οδού (άξονας ΠΑΘΕ) στον κόμβο Μικροθηβών (ανασκαφή 15). Στο Αρχαιολογικές Έρευνες
και Μεγάλα Δημόσια Έργα, αρχαιολογική συνάντηση εργασίας 18-20 Σεπτεμβρίου 2003, (σσ.
171-174). Θεσσαλονίκη: ΥΠΠΟ- Επιτροπή Παρακολούθησης Μεγάλων Έργων- ΙΓ΄ Εφορεία
Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.
Αλμάζ. (1912). Αι ιστορικαί περιπέτειαι της Μακεδονίας από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι
σήμερον (και ιδία τα από του 1903-1908 γεγονότα), Αθήνησι: εκδ. Πελεκάνος.
Άμποτ, Φρ. Τζ. (2010). Λαϊκός μακεδονικός πολιτισμός. Αθήνα: εκδ. Στοχαστής.
Ανθολογία κειμένων περί του μακεδονικού αγώνος. (2001). Θεσσαλονίκη: εκδ. ΕΜΣ.
Αυδίκος, Γ. Ε. (2010). Πετρωτά Έβρου και περιοχή Μάλκο Γκράντιστε νότιας Βουλγαρίας.
Στο Αυδίκος Ε. Γ. (επιμ.), Λαϊκοί πολιτισμοί και σύνορα στα Βαλκάνια. Αθήνα: εκδ. Πεδίο.
Βαγιακάκος, Β. Δ. (1986). Η συμβολή της Μάνης εις τον Μακεδονικόν Αγώνα 1904-1908.
Αθήναι.
στα μέσα του 19ου αιώνα στα πλαίσια του διεθνούς εμπορίου. Θεσσαλονίκη: εκδ. ΕΜΣ.
Βαλκάνια και Ανατολική Μεσόγειος (12ος-17ος αιώνες, (1998). πρακτικά του διεθνούς
συμποσίου του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών. Αθήνα: εκδ.
Ε.Ι.Ε.
Βάρνας, Φ. (1979). Επίδραση κοινωνικών παραγόντων στην αρχιτεκτονική ανά τους αιώνες.
Θεσσαλονίκη: εκδ. παρατηρητής.
Βασιλειάδης, Δ. (1973). Οδοιπορία στις μορφές και το ύφος του ελληνικού χώρου. Βιβλίο
πρώτο. Αθήνα.
Βογιατζίδης, Ι. (1940). Εισαγωγή εις την ιστορίαν της Θεσσαλονίκης. Μακεδονικά Α΄.
Βούζα, Α. (1996). Σημειολογική προσέγγιση του δομημένου χώρου των οικισμών του νομού
Καρδίτσας. Στο IVο Πανελλήνιο Συνέδριο της Ελληνικής Σημειωτικής Εταιρείας, «Άνθρωπος
και Σημαίνων. Τόμος ΙΙ. Τόμος και Ιδεολογία. Θεσσαλονίκη: εκδ. παρατηρητής.
Γαβρά, Γ. Ε. (2003). Αγροτικός χώρος κα κατοικία στον Πόντο από τον 19ο έως τις αρχές του
20ου. Ορεινοί οικισμοί στις περιοχές Αργυρούπολης και Τραπεζούντας. Θεσσαλονίκη: εκδ. Αφοι
Κυριακίδη.
Γιομπλάκης, Α. (1979). Η ληστοκρατία εις την Δυτική Μακεδονία κατά το έτος 1879 και η
Μακεδονική Φιλεκπαιδευτική Αδερφότης. Στο Χρονικά της Μακεδονικής Φιλεκπαιδευτικής
Αδελφότητος (1871-1979), Βραβείον Ακαδημίας Αθηνών, τόμος Α΄. Θεσσαλονίκη.
Δάγκας, Α. (2005). Η Μακεδονία και Θράκη μετά το 1912: η επίδραση του εργατικού
κινήματος στο δομημένο χώρο και στην κοινωνία. Στο Ελευθέριος Βενιζέλος και Ελληνική
Πόλη. Πολεοδομικές Πολιτικές και Κοινωνικοπολιτικές Ανακατατάξεις. Αθήνα: εκδ. Εθνικό
ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Βενιζέλος»- ΤΕΕ- ΕΜΠ-Σχολή Αρχιτεκτόνων
Μηχανικών.
Δήμιτσας, Γ. Μ. (1971). Αρχαία γεωγραφία της Μακεδονίας συνταχθείσα κατά τας αρχαίας
πηγάς και τα νεώτερα βοηθήματα. Τόμος 1. Θεσσαλονίκη: εκδ. ΙΜΧΑ.
Δήμιτσας, Γ. Μ. (1871). Αρχαία γεωγραφία της Μακεδονίας συνταχθείσα κατά τας αρχαίας
πηγάς και τα νεώτερα βοηθήματα. Μέρος δεύτερον. Τοπογραφία. Αθήνησι: εκδ. Βιβλιοθήκη
Του Προς Διάδοσιν Των Ελληνικών Γραμμάτων Συλλόγου.
Δημητριάδης, Β. (1973). Η Κεντρική και Δυτική Μακεδονία κατά τον Εβλιγιά Τσελεμπή.
Δημητριάδης, Ε. Π. (1997). «Η αναγέννηση των οικισμών του Ελληνικού χώρου κατά την
όψιμη Τουρκοκρατία», Αρχαιολογία 65, (1997), σσ. 22-30.
Δημητριάδης, Π. Ε. (1995). Ιστορία της πόλης και της πολεοδομίας. Ευρωπαϊκοί πολιτισμοί.
Μυκηναϊκοί χρόνοι ως τις αρχές του 20ου αιω. Θεσσαλονίκη: εκδ. Αφοι Κυριακίδη.
Δουμάνης, Β. Ο., Paul O. (1974). Οικισμοί στην Ελλάδα. Αρχιτεκτονικά θέματα, Αθήνα, 12-
59.
Δρακοπούλου, Ε., (1997). Η πόλη της Καστοριάς τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή εποχή (12ος-
16ος αιω.) Ιστορία-Τέχνη-Επιγραφές, Αθήνα: Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία.
Ευγενίδου, Δ. (2003). Κάστρα Μακεδονίας και Θράκης. Βυζαντινή καστροκτισία. Αθήνα: εκδ.
Αδάμ- Πέργαμος εκδοτική εκτυπωτική.
Ζάχου, Ε. (2003). Προσκυνάς Φθιώτιδας: διαδρομή μέσα στους αιώνες. Στο Αρχαιολογικές
Έρευνες και Μεγάλα Δημόσια Έργα, 18-20 Σεπτεμβρίου 2003. Θεσσαλονίκη: ΙΔ΄ Εφορεία
Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.
Θεοχαρίδης, Ι. Γ. (1980). Ιστορία της Μακεδονίας κατά τους μέσους χρόνους (285-1354).
Θεσσαλονίκη: εκδ. ΕΜΣ.
Θώμος, Π. (2000). Τα νέα γνωρίσματα της αγροτικής αρχιτεκτονικής κατά το β΄ ήμισυ του
19ου–αρχές 20ου αιώνα στην Αλβανία. Στο Διεθνές Συνέδριο Παραδοσιακής Βαλκανικής
Αρχιτεκτονικής, 12-15 Οκτωβρίου 2000. Βέροια: Δήμος Βέροιας.
Θ΄ Συμπόσιο Ιστορίας και Τέχνης Μονεμβασιώτικου Ομίλου: Θεωρία και Πρακτική για την
Αποκατάσταση Ιστορικών Οικισμών με Σκοπό τις Νέες Χρήσεις. (2004). 20-22 Ιουλίου 1997.
Αθήνα: εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Ι.Δ. Κολλάρου & Σια Α.Ε.
Ιλλαμπάς, Ρ., Ιωάννου, Ι., Χαραμής, Δ. (2010). Μνημεία από ωμοπλινθοδομή – Παθολογία,
Προβλήματα φθοράς και πρακτικές αποκατάστασης. Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών και
Μηχανικών Περιβάλλοντος, Πανεπιστήμιο Κύπρου, ανακτήθηκε από
https://www.academia.edu/3861591/Mnimeia_apo_Omoplinthodomi.
Ιστορική Γεωγραφία. Δρόμοι και Κόμβοι της Βαλκανικής από την Αρχαιότητα στην Ενιαία
Ευρώπη. (1998). Θεσσαλονίκη: εκδ. Τομέας Πολεοδομίας Χωροταξίας και Περιφερειακής
Ανάπτυξης, εκδ. ΑΠΘ- Οργανισμός «Θεσσαλονίκη 1997»-Πολιτιστική Πρωτεύουσα της
Ευρώπης».
Κακαβογιάννη, Ο., Τσελεπή, Ε., Δημητρίου, Κ., Ντούνη, Κ., Μιχαηλίδης, Π. (2006).
Στοιχεία πολεοδομίας και οικιστικής από τα Μεσόγεια κατά την νεολιθική εποχή και την
Πρωτοελλαδική Ι περίοδο. Στο Αρχαία Ελληνική Τεχνολογία. Αθήνα: εκδ. ΤΕΕ.
Κανατσούλης, Δ. (1976). Η Μακεδονία από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι της ανόδου του
Φιλίππου Β΄. ΙΙ. Εσωτερική ιστορία. Θεσσαλονίκη: εκδ. ΕΜΣ.
Κανατσούλης, Δ. (1955). Μακεδονική προσωπογραφία (από του 148 π.Χ. μέχρι των χρόνων
του Μ. Κωνσταντίνου). Θεσσαλονίκη: εκδ. ΕΜΣ.
Καραμανές, Θ. Ε. (2011). Οργάνωση του χώρου, τεχνικές και τοπική ταυτότητα στα
Κοπατσαροχώρια των Γρεβενών. Αθήνα: Κέντρο Έρευνας Ελληνικής Ακαδημίας Ακαδημίας
Αθηνών.
Καραποστόλης, Β. (2003). Η πόλη και η υπαίθριος: το φάσμα του μόχθου. Στο Ελληνικός
Αστικός Χώρος, 4-5 Απριλίου 2003. Αθήνα: εκδ. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού
Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας.
Καρύδης, Ν. Δ. (2000). Χωρογραφία νεωτερική ή λόγος για τη συγκρότηση και εξέλιξη των
ελληνικών πόλεων από τον 15ο στον 19ο αι. με βάση αδημοσίευτες Οθωμανικές και Δυτικο-
Ευρωπαϊκές αρχειακές πηγές. Αθήνα: εκδ. Συμμετρία.
Κλειδής, Κ. (1987). Ο οπλαρχηγός Παύλος Κύρου και το χωριό του Ανταρτικό. Η προσφορά
τους στον μακεδονικό αγώνα και η ένοπλη δράση στην γύρω περιοχής. Στο Ο Μακεδονικός
Αγώνας, 28 Οκτωβρίου– 2 Νοεμβρίου 1984, Φλώρινα-Καστοριά-Έδεσσα. Θεσσαλονίκη: εκδ.
Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου/Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα.
Κόλιας, Τ. Γ. (1948). Ιστορική γεωγραφία του ελληνικού χώρου. Α΄: εποικισμός, Β΄: πολιτική
γεωγραφία, Γ΄: οικονομική γεωγραφία. Αθήναι: εκδ. Υπουργείον Ανοικοδομήσεως.
Κουγέας, Σ. (1952). Η υπό τους Μακεδόνας ένωσις των αρχαίων Ελλήνων και ο καταστατικός
αυτής χάρτης. Θεσσαλονίκη: εκδ. ΕΜΣ.
Κορωναίος, Α., Σαργέντης, Φ. (2005). Δομικά Υλικά και Οικολογία. Αθήνα: Πανεπιστημιακές
Εκδόσεις ΕΜΠ.
Κρίκης, Α. Π. (2006). Καστοριά. Ταξίδι στον μύθο και στην ιστορία. Αθήνα: εκδ. Κουλτούρα.
Χ. Καλλιγά, Α. Μαλλιάρης (επιμ.), 20-22 Ιουλίου 1996. Αθήνα: εκδ. βιβλιοπωλείον της
Εστίας.
Κωστόπουλος, Χ. Α. (2006). Ο μακεδονικός αγώνας έως το 1904. Στο Εκατό χρόνια από την
Έναρξη της Ένοπλης Φάσης του Μακεδονικού Αγώνα (1904-2004), Χασιώτης Ε. Ζήσης-
Μπαϊκάμης Σ. Αλέξανδρος. Θεσσαλονίκη: εκδ. Βοϊακή Εστία Θεσσαλονίκης.
Κωδικοποίηση νομοθεσίας για την πολιτισμική κληρονομιά. Α΄: Ελληνική νομοθεσία. (2001).
Αθήνα: εκδ. Διεύθυνσης Αρχείου Μνημείων κι Δημοσιευμάτων ΥΠΠΟ.
Λάββας, Γ. (1992). Οικιστική και πολεοδομία στην περίοδο των Παλαιολόγων. Στο Η
Μακεδονία κατά την Εποχή των Παλαιολόγων, 14-20 Δεκεμβρίου 1992, (σσ. 203-214).
Θεσσαλονίκη.
Λυγίζος, Γ. (1967). Η διεθνής και η τοπική αρχιτεκτονική. Τέχνη και κλίμα. Αθήνα.
Λουλούδης, Λ., Βλάχος Γ, κ.α. (2004). Η τοπική δυναμική επιβίωσης στις ελληνικές ορεινές
περιοχές. Στο Στρατηγικές Ανάπτυξης σε Λιγότερο Ευνοημένες Περιοχές, επιμ. Σπιλάνης Ι.,
Ιωσηφίδης Θ., Κίζος Α., (σσ. 243-246). Αθήνα: Gutenberg.
Μαλινδρέτος, Μ. (1998). Πολεοδομική προσέγγιση για την αποκατάσταση και αναβίωση των
παραδοσιακών οικισμών. Θεσσαλονίκη: Τομέας Πολεοδομικού και Χωροταξικού
Προγραμματισμού και Σχεδιασμού- Τμήμα Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ.
Μανωλίδης, Κ., Καναρέλης, Θ. (2009). Η διεκδίκηση της υπαίθρου. Φύση και κοινωνικές
πρακτικές στη σύγχρονη Ελλάδα. Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Πανεπιστημίου
Θεσσαλίας, Αθήνα: εκδ. Ίνδικτος.
Μάρτος, Δ. (2012). Ιδεολογία και σχεδιασμός στο βορειοελλαδικό χώρο στα 1920. Στο Δ. Π.
Δρακούλης – Γ. Π. Τσότσος (επιμ.), Ιστορική Γεωγραφία της Ελλάδος και της Ανατολικής
Μεσογείου, Τμήμα Γεωγραφίας Πανεπ. Αιγαίου- Τμήμα Αρχιτεκτόνων Πολυτεχνικής Σχολής
Α.Π.Θ.,. Θεσσαλονίκη: εκδ. Αντ. Σταμούλη.
Μαυροπούλου Τσιούμη Χ. (1973). Οι τοιχογραφίες του 13ου αιώνα στην Κουμπελίδικη της
Καστοριάς. Θεσσαλονίκη: εκδ. Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών.
Μαυρουδής, Ε. (2006). Μακεδονία και ο ακήρυκτος πόλεμος του ελληνικού στρατού 1904-
1908. Στο Μακεδονικός Αγών. Εκατό Χρόνια από το Θάνατο του Παύλου Μελά, 12-13
Νοεμβρίου 2004. Θεσσαλονίκη: εκδ. ΕΜΣ.
Μήττα, Δ. (2006). Μύθοι της αρχαίας Μακεδονίας. Θεσσαλονίκη: εκδ. University Studio
Press.
Μιχελής, Α. Π. (1981). Φροντιστηριακαί εργασίαι Α’: το ελληνικό λαϊκό σπίτι. Αθήναι: εκδ.
ΕΜΠ.
Μουτσόπουλος Κ. Ν., (1988). Η αρχιτεκτονική προεξοχή. «Το σαχνισί». Συμβολή στη μελέτη
της ελληνικής κατοικίας. Θεσσαλονίκη: εκδ. ΕΜΣ.
Μουτσόπουλος Κ. Ν. (1991). Οι «μαΐστρες» της Μακεδονίας και της Θράκης. Στο πρακτικά
ΣΤ΄ Συμποσίου Λαογραφίας του Βορειοελλαδικού χώρου. Η Ιστορική, Αρχαιολογική και
Λαογραφική Έρευνα για τη Θράκη, Κομητηνή-Αλεξανδρούπολη, 7-10 Μαΐου 1989, (σσ. 293-
322). Θεσσαλονίκη: εκδ. Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου.
αναβίωσης της περιοχής των Κορεστίων Καστοριάς. Βαλκανικά Σύμμεικτα, (τευχ. 17)
Θεσσαλονίκη: εκδ. Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου.
Μπέη, Γ. (2004). Τοιχοποιία από πηλό: πειραματική διερεύνηση μηχανικών και φυσικών
χαρακτηριστικών δομικών μονάδων και τοίχων από συμπιεσμένες ωμοπλίνθους. (Αδημοσίευτη
Διδακτορική Διατριβή), ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη.
Μπέη, Γ. (2008). Φέρουσα τοιχοποιία από ωμόπλινθους. Έρευνα και καινοτομία στην
Ελλάδα. Στο 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο Δομικών Υλικών και Στοιχείων, 21-23 Μαΐου 2008.
Αθήνα: ΤΕΕ.
Μπεριάτος, Η. (2005). Διοικητικές δομές και οικιστική –χωρική οργάνωση (από τον
Καποδίστρια στον Βενιζέλο και από τον Βενιζέλο στον «Καποδίστρια). Στο Ελευθέριος
Βενιζέλος και Ελληνική Πόλη. Πολεοδομικές Πολιτικές και Κοινωνικοπολιτικές
Ανακατατάξεις, Αθήνα: εκδ. Εθνικό ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Βενιζέλος»-
ΤΕΕ- ΕΜΠ-Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών.
Νέες Πόλεις Πάνω σε Παλιές. (1993). 27-30 Σεπτεμβρίου 1993. Ρόδος: ελλην. Τμήμα
ICOMOS- ΚΒ΄ Εφορεία προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων- 4η Εφορεία Βυζαντινών
Αρχαιοτήτων- ΤΕΕ Τμήμα Δωδεκανήσου, Ρόδος.
Νιτσιάκος, Γ. Β., (1995). Οι ορεινές κοινότητες της Βόρειας Πίνδου στον απόηχο της μακράς
διάρκειας. Αθήνα: εκδ. Πλέθρον.
Ομάδα εργασίας ΤΕΕ/Τμ. Ανατολ. Στερεάς: Τσεκούρα Γ., Πιττακίδης Ζ., Ζαμπάρας Α.,
σύμβουλος Τουλιάτος Π. καθηγ. ΕΜΠ, Πρόταση έρευνας για τον οικισμό Χάρμαινας του
Δήμου Άμφισσας, αριθμ. προκήρυξης 1236 (αριθμ. απόφασης 6/2002-14/01/02).
Ορλάνδος, Κ. Α. (1999 ανατ.). Αρχείον των βυζαντινών μνημείων της Ελλάδος. τόμοι Δ’
(1938)-Ε΄(1939/1940)-ΣΤ΄(1948), Αθήνα: Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής
Εταιρείας.
Ορλάνδος, K. Α. (1999). Τα υλικά δομής των αρχαίων Ελλήνων και οι τρόποι εφαρμογής
αυτών κατά τους συγγραφείς, τας επιγραφάς και τα μνημεία. τευχ. 1: το ξύλον και ο πηλός.
Αθήνα: εκδ. Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, Αθήνα.
Ορλάνδος, Κ. Α. (1968). Η Αρκαδική Αλιφείρα και τα μνημεία της. Αθήνα: εκδ. Η εν Αθήναις
Αρχαιολογική Εταιρεία.
Οικονόμου, Π. Π. (1991). Τα σχολεία των χωριών στον καιρό της τουρκοκρατίας. Χρονικά
Μακεδονικής Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητος, τόμος Η΄, περίοδος (1989-1990), Θεσσαλονίκη.
Παϊσίδου, Μ. (2002). Οι τοιχογραφίες του 17ου αιώνα στους ναούς της Καστοριάς. Συμβολή
στη μελέτη της μνημειακής ζωγραφικής της δυτικής Μακεδονίας. Αθήνα: εκδ. ΥΠΠΟ-Ταμείο
Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων.
Παϊσίδου, Μ. (1998). Οι τοιχογραφίες του ιερού ναού Αγίας Παρασκευής Ποριάς νομού
Καστοριάς. Στο Από το μεταβυζαντινή τέχνη στη σύγχρονη. 18ος-19ος αι., 20-21 Νοεμβρίου
1997, (σσ. 230-232). Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
Μελετήματα, (σσ. 283-298). Αθήνα: Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος
Ερευνών.
Παπάζογλου, Λ. (2004). Φωτογραφικά πορτραίτα από την Καστοριά και την περιοχή της την
Παπαθανασίου, Μ. (2003). Μεγαλώνοντας στον ορεινό χώρο. Παιδιά και παιδική ηλικία στο
Κροκύλειο Δωρίδας τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Αθήνα: Κέντρο Νεοελληνικών
Ερευνών Ε.Ι.Ε.
Παπασταύρου, Ι. (1946). Συμβολή της Βορείου Ελλάδος εις τον αρχαίον ελληνικόν πολιτισμόν.
Θεσσαλονίκη: εκδ. ΕΜΣ.
Πελαγίδης, E. (2001). Η εγκατάσταση των προσφύγων στο Δήμο και στην περιοχή
Ορεστίδος. Συμβολή στην οικονομική και κοινωνική ανάπλαση. Στο Ορεστίδος Ιστορία. Από
την Κλασική Αρχαιότητα ως τον 20ο Αιώνα, 9-10 Σεπτεμβρίου 2000. Θεσσαλονίκη: Δημοτική
Επιχείρηση Πολιτιστικής & Κοινωνικής Ανάπτυξης Δήμου Ορεστίδος- Δημοτική
Βιβλιοθήκη.
Πελαγίδης, E. (1987). Λίγο μετά το Ίλιντεν (20 Ιουλίου 1903) στις περιοχές Καστοριάς και
Φλώρινας). Στο Ο Μακεδονικός αγώνας, 28 Οκτωβρίου– 2 Νοεμβρίου 1984, Φλώρινα-
Καστοριά-Έδεσσα, Θεσσαλονίκη: εκδ. Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου / εκδ.
Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα.
Πετράκος, Γ. (2010). Δρόμοι και τοπία ανάπτυξης. Μια κριτική συζήτηση για την οικονομία
και το χώρο. Στο Πόλεως Λόγος, τιμητικός τόμος στον καθηγητή Α.Φ. Λαγόπουλο, Ε.. Π.
Πουκεβίλ, Φ. (2007). Ταξίδι στη Δυτική Μακεδονία (άνοιξη του 1806). Θεσσαλονίκη: εκδ.
Αφοι Κυριακίδου.
Περιβαλλοντική ομάδα 1ου Γυμνασίου Ξάνθης. (1999). Παραδοσιακοί οικισμοί της ορεινής
Ξάνθης. Ξάνθη: εκδ. Νομαρχία Ξάνθης.
Passport, A. (2006). Αφιέρωμα Καστοριά & Κορέστεια, τεύχος 6, Ιανουάριος 2006, Αθήνα.
Πύρρος, Θ. (2000). Τα νέα γνωρίσματα της αγροτικής αρχιτεκτονικής κατά το β΄ ήμισυ του
19ου- αρχές 20ου αιώνα στην Αλβανία. Στο Διεθνές Συνέδριο Παραδοσιακής Βαλκανικής
Αρχιτεκτονικής, 12-15 Οκτωβρίου 2000, (σσ. 138-143). Βέροια: Δήμος Βέροιας.
Ροντήρη, Β. (1994). Κατανομή στο χώρο της νεολιθικής κεραμικής από τη Θεσσαλία. Στο
ΘΕΣΣΑΛΙΑ. Δεκαπέντε Χρόνια Αρχαιολογικής Έρευνας, 1975-1990. Αποτελέσματα και
Προοπτικές, Λυών, 17-22 Απριλίου 1990, τόμος Α΄, Αθήνα.
Ρόκου, Β. (2007). Ορεινές κοινωνίες κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας στα
Βαλκάνια. Το Μέτσοβο της κτηνοτροφίας από τον 17ο έως τον 20ο αιώνα. Αθήνα: εκδ.
ερωδιός.
Risteski, S. L. (2010). Σύμβολα, μυθολογικές και θρησκευτικές έννοιες του χώρου του
χωριού στους σλαβικούς λαούς των Βαλκανίων. Στο Λαϊκοί πολιτισμοί και σύνορα στα
Βαλκάνια, επιμ. Ε.Γ. Αυδίκος. Αθήνα: εκδ. Πεδίο.
Σάμσαρης, Κ. Δ. (1983). Από την έρευνα της ιστορικής γεωγραφίας της Δυτικής Μακεδονίας
κατά την ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα. Διαπιστώσεις σχετικά με την ιστορική τοπογραφία
της Ελιμιώτιδας. Θεσσαλονίκη: εκδ. ΕΜΣ.
Σαμσάρης, Δ., (1989). Ιστορική γεωγραφία της ρωμαϊκής επαρχίας Μακεδονίας. Το τμήμα της
σημερινής Δυτ. Μακεδονίας. Θεσσαλονίκη: εκδ. ΕΜΣ.
Σημαντηράς, Ι. Γ. (1979). Ιστορικοί περίπατοι στο νομό Φλώρινας. Στο Χρονικά της
Μακεδονικής Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητος (1871- 1979), τόμος Α΄. Θεσσαλονίκη:
Βραβείον Ακαδημίας Αθηνών.
Σαρηγιάννης, Μ. Γ. (1988). Το δίκτυο των αστικών κέντρων στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα. Στο
Νεοκλασική πόλη & αρχιτεκτονική, 2-4/12/1988. Θεσσαλονίκη: Σπουδαστήριο Ιστορίας της
Αρχιτεκτονικής.
Σιγάλας, Α. (1939). Από την πνευματικήν ζωήν των ελληνικών κοινοτήτων της Μακεδονίας.
παρατ. Δ΄ τόμου Επιτημ. Επετηρ. Φιλοσοφικής Σχολής ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη: εκδ. ΑΠΘ.
Σκαφίδα, Ε. (1994). Κατασκευαστικά υλικά, τεχνική και τεχνολογία των πλίνθινων σπιτιών
στη νεολιθική Θεσσαλία: μια εθνοαρχαιολογική προσέγγιση. Στο ΘΕΣΣΑΛΙΑ. Δεκαπέντε
Στεφάνου, Ι., Στεφάνου, Ι. (1999). Περιγραφή της εικόνας της πόλης. Τα περιγράμματα:
βασικά στοιχεία προσδιορισμού της φυσιογνωμίας των τόπων. Αθήνα: Πανεπιστημιακές
εκδόσεις ΕΜΠ.
Σφέτας, Σ. (1987). «Η Δράση των καπεταναίων Κώτα και Βαγγέλη Στρεμπενιώτη σαν
έκφραση της στάσης του σλαβόφωνου πληθυσμού στο μακεδονικό αγώνα», Στο Συμπόσιο Ο
Μακεδονικός Αγώνας, 28 Οκτωβρίου– 2 Νοεμβρίου 1984, Φλώρινα-Καστοριά-Έδεσσα.
Θεσσαλονίκη: εκδ. Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου/Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα.
Τεντοκάλη, Β. (1989). Η οργάνωση του χώρου της κατοικίας ως έκφραση της δομής της
οικογένειας. Η περίπτωση της Οργάνης. Θεσσαλονίκη: εκδ. University Studio Press.
Τζάκου, Ε. Α. (1979). Κεντρικοί οικισμοί της Σίφνου. Μορφή και εξέλιξη σε ένα παραδοσιακό
σύστημα. Αθήνα.
Τζινίκου Κακούλη, Α. (2002). Η Μακεδόνισσα στο θρύλο και στην ιστορία (1453-1940 μ.Χ.).
Θεσσαλονίκη.
Τζιόλας, Α. (2007). Ορόσημα. Γεγονότα & πρόσωπα στα Γρεβενά και τη Δυτική Μακεδονία.
Φωτογραφημένη ιστοριογραφία από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα. Θεσσαλονίκη: εκδ.
Ζήτη.
ΤΟΤΕΕ, 20701. (2010). Θερμοφυσικές ιδιότητες δομικών υλικών και έλεγχος της
θερμομονωτικής επάρκειας των κτιρίων, Α΄ έκδοση, Αθήνα: ΤΕΕ.
Τσιριγκάς, Γ. (1995). Άνω Μακεδονία. Η προέλευση των Μακεδόνων και η ιστορία μέχρι την
ίδρυση των Αιγών. Θεσσαλονίκη: εκδ. Μπαρμπουνάκης.
Τσότσος, Γ. (2012). Συμβολή στην έρευνα της σχέσης οικιστικού και συγκοινωνιακού
δικτύου: η περίπτωση της Δυτικής Μακεδονίας κατά τον 17ο – 18ο αιώνα. Στο Δημήτρης Π.
Δρακούλης – Γεώργιος Π. Τσότσος (επιμ.), Ιστορική Γεωγραφία της Ελλάδος και της
Ανατολικής Μεσογείου. Τμήμα Γεωγραφίας Πανεπ. Αιγαίου- Τμήμα Αρχιτεκτόνων
Πολυτεχνικής Σχολής Α.Π.Θ. Θεσσαλονίκη: εκδ. Αντ. Σταμούλη.
Τσότσος, Π. Γ. (1998). Ορεινοί δρόμοι στη Βόρεια Πίνδο κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Στο
Δημητριάδης Ε.Π.- Α.Φ. Λαγόπουλος- Τσότσος Γ. (επιμ.), Ιστορική Γεωγραφία. Δρόμοι και
Κόμβοι της Βαλκανικής από την Αρχαιότητα στην Ενιαία Ευρώπη. Θεσσαλονίκη: Τομέας
Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης Τμήματος Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ-
ΟΠΠΕ «Θεσσαλονίκη 1997».
Τζαναβάρη, Κ., Κώστας, Φ. (2003). Αγροτικές επαύλεις στην περιοχή της Αρχαίας Λητής.
Στο Αρχαιολογικές Έρευνες και Μεγάλα Δημόσια έργα, αρχαιολογική συνάντηση εργασίας,
18-20 Σεπτεμβρίου 2003. Θεσσαλονίκη: ΥΠΠΟ- Επιτροπή Παρακολούθησης Μεγάλων
Έργων, ΙΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτω, Επταπύργιο Θεσσαλονίκης.
Φατούρος, Α. Δ., Παπαδόπουλος Λ., Τεντοκάλη Β. (1998). Μελέτες για την κατοικία στην
Ελλάδα. Θεσσαλονίκη: εκδ. παρατηρητής.
Φιλιππίδης, Δ. (1990). Για την ελληνική πόλη. Μεταπολεμική πορεία και μελλοντικές
προοπτικές. Αθήνα: εκδ. Θεμέλιο.
Φλώρινα: πύλη των Βαλκανίων. Αξονική τομογραφία του Νομού. (2007). Θεσσαλονίκη: εκδ.
ΕΜΣ.
Χασάναγας, Δ. Ν. (2010). Κοινωνιολογία τοπίου: ένα διανοητικό οδοιπορικό στα τοπία του
κόσμου. Αθήνα: εκδ. Παπασωτηρίου.
Χατζηθεοδωρίδης, Γ. Β. (2010). Οικιστική οργάνωση του νομού Δράμας στον 20ο αιώνα.
Αθήνα: εκδ. Αφοι Κυριακίδη.
Χρυσομαλλίδης, Σ. (2000). Σωστικές παρεμβάσεις στα ιστορικά κτίρια. Στο Ιστορικό τοπίο
και ιστορική μνήμη. Το παράδειγμα της Μακρονήσου, 6-7 Μαρτίου 1998, Αθήνα: εκδ.
φιλίστωρ.
Ξενόγλωσση βιβλιογραφία
Baud Bovy, D. (1996). Η Δυτική Μακεδονία. φωτογρ. Fred. Boissonnas. Αθήνα: εκδ. μάτι.
Blengini, G.A. & Carlo, T. D. (2010). The changing role of life cycle phases, subsystems and
materials in the LCA of low energy buildings, Energy Buildings Vol 42 (2010), pp. 869-880.
Brown, P.W., Carl, R.R. & Clifton, J.R. (1979). Adobe II: Factors Affecting the Durability of
Adobe Structures. Studies in Conservation, Vol. 24(No. 1), pp. 23-39.
Demetriou, T., Pattichis, A., Constantinides, A. & Papadouris, G. (2006). Restoration and
Maintenanceof Traditional Settlements, Nicosia: Cyprus Civil Engineersand Architects
Association.
Keefe, L. (2005). Earth Building – Methods andMaterials, Repair and Conservation, London
Livadas, C.G. (1954). Fish rain in Western Macedonia. Μετεωρολογικά, εκδ. Μετεωρολογικό
Ινστιτούτο Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 34-36.
Morton, T. (2008). Earth masonry. Design and construction guidelines, foreword by Rab
Bennets, , Watford: Bre Press, published by HIS BRE Press.
Pentzopoulos, D. (1966). The Balkan Exchange of Minorities and its Impact on Greece,
Hurst: C. Hurst & Co Publishers Ltd.
Vavili, F., Exantaveloni, N., Mpalasas, A. (2014). Mud brick architecture & the case of
Korestia villages in Greece. SMC magazine (Sustainable Mediterranean Construction), issue
No1, November 2014, pp. 18-22.
Π
ΠΑΑΡΡΑ
ΑΡΡΤ
ΤΗΗΜ
ΜΑΑΑ
Α ((Ε
ΕΙΙΚ
ΚΟΟΝ
ΝΕΕΣ
ΣΑΑ΄΄ Μ
ΜΕΕΡΡΟ
ΟΥΥΣ
Σ))
Π
ΠΑΑΡΡΑ
ΑΡΡΤ
ΤΗΗΜ
ΜΑΑΒ
Β
((Δ
ΔΙΙΑ
ΑΓΓΡΡΑ
ΑΜΜΜ
ΜΑΑΤ
ΤΑΑ Κ
ΚΙΙΝ
ΝΗΗΣ
ΣΗΗΣ
Σ Τ
ΤΟΟΥ
Υ Η
ΗΛΛΙΙΟ
ΟΥΥ Σ
ΣΤΤΟ
ΟΥΥΣ
Σ
Ο
ΟΙΙΚ
ΚΙΙΣ
ΣΜΜΟ
ΟΥΥΣ
Σ))
Π
ΠΑΑΡΡΑ
ΑΡΡΤ
ΤΗΗΜ
ΜΑΑΓ
Γ ((Σ
ΣΧΧΕ
ΕΔΔΙΙΑ
Α))
Σχέδιο Γ-2: διαμόρφωση οικισμού Άνω Κρανιώνα με τις ενδείξεις των κτισμάτων προς προτεινόμενη
επέμβαση και καινούριες κατασκευές (Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδια Γ-3, Γ-4: τομές α-α΄ και β-β΄ του οικισμού Άνω Κρανιώνα μετά τη νέα διαμόρφωση (Πηγή:
πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-5 (Ν): το νεόδμητο υπόσκαφο κτίριο του διεπιστημονικού ερευνητικού κέντρου στον Άνω
Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-5α (Ν): τομή α-α΄ του υπόσκαφου νεόδμητου κτιρίου το οποίο φιλοξενεί το διεπιστημονικό
ερευνητικό κέντρο στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-6 (ΥΦ): κάτοψη του ναού της Αγίας Παρασκευής στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-7 (ΥΦ): νότια όψη του ναού της Αγίας Παρασκευής Άνω Κρανιώνα. Η τοποθέτηση υαλωτού στη
στοά λειτουργεί ευεργετικά κατά τη ψυχρή περίοδο (Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-8 (ΥΦ): η ανατολική όψη του ναού της Αγίας Παρασκευής (Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-9 (ΥΦ): υφιστάμενη κατάσταση ισογείου οικίας στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-10 (ΥΦ): υφιστάμενη κατάσταση ορόφου οικίας στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-11 (ΥΦ): προτεινόμενη κατάσταση ισογείου οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: οικία με
μικρό παντοπωλείο (Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-12 (ΥΦ): προτεινόμενη κατάσταση ορόφου οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: οικία με
μικρό παντοπωλείο (Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-13 (ΥΦ): τομή οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: οικία με μικρό παντοπωλείο (Πηγή:
πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-14 (ΥΦ): ανατολική όψη οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: οικία με μικρό παντοπωλείο
(Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-15 (ΥΦ): δυτική όψη οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: οικία με μικρό παντοπωλείο
(Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-16 (ΥΦ): νότια όψη οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: οικία με μικρό παντοπωλείο (Πηγή:
πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-17 (ΥΦ): βόρεια όψη οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: οικία με μικρό παντοπωλείο
(Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-18 (ΥΦ): υφιστάμενη κατάσταση ισογείου οικίας στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-19 (ΥΦ): υφιστάμενη κατάσταση μεσοπατώματος οικίας στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή:
πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-20 (ΥΦ): υφιστάμενη κατάσταση ορόφου οικίας στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-21 (ΥΦ): προτεινόμενη κατάσταση ισογείου οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: ξενώνας
(Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-22 (ΥΦ): προτεινόμενη κατάσταση μεσοπατώματος οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση:
ξενώνας (Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-23 (ΥΦ): προτεινόμενη κατάσταση ορόφου οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: ξενώνας
(Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-23α (ΥΦ): τομή α-α΄οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: ξενώνας (Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-24 (ΥΦ): νότια όψη οικίας ξενώνα καθηγητών στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: ξενώνας (Πηγή:
πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-25 (ΥΦ): δυτική όψη οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: ξενώνας (Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-26 (ΥΦ): ανατολική όψη οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: ξενώνας (Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-27 (ΥΦ): βόρεια όψη οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: ξενώνας (Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-28 (ΥΦ): υφιστάμενη κατάσταση ισογείου οικίας στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-29 (ΥΦ): υπάρχουσα κατάσταση ορόφου οικίας στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-30 (ΥΦ): προτεινόμενη κατάσταση ισογείου οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: ξενώνας
σπουδαστών (Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-30α (ΥΦ): προτεινόμενη κατάσταση ορόφου οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: ξενώνας
σπουδαστών (Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-31 (ΥΦ): τομή οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: ξενώνας σπουδαστών (Πηγή:
πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-32 (ΥΦ): νότια όψη οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: ξενώνας σπουδαστών (Πηγή:
πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-33 (ΥΦ): βόρεια όψη οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: ξενώνας σπουδαστών (Πηγή:
πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-34 (ΥΦ): δυτική όψη οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: ξενώνας σπουδαστών (Πηγή:
πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-35 (ΥΦ): ανατολική όψη οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: ξενώνας σπουδαστών (Πηγή:
πρωτότυπο).
Eικόνα Γ-36 (ΥΦ): υφιστάμενη κατάσταση ισογείου οικίας στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-37 (ΥΦ): υφιστάμενη κατάσταση ορόφου οικίας στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-38 (ΥΦ): προτεινόμενη κατάσταση ισογείου οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: εκθεσιακός
και μουσειακός χώρος (Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-39 (ΥΦ): προτεινόμενη κατάσταση ορόφου οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: εκθεσιακός
και μουσειακός χώρος (Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-40 (ΥΦ): τομή οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: εκθεσιακός και μουσειακός χώρος
(Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-41 (ΥΦ): ανατολική όψη οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: εκθεσιακός και μουσειακός
χώρος (Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-42 (ΥΦ): δυτική όψη οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: εκθεσιακός και μουσειακός χώρος
(Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-43 (ΥΦ): βόρεια όψη οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: εκθεσιακός και μουσειακός χώρος
(Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-44 (Ν): υπόγειο νεόδμητου κτιρίου γραφείων στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-45 (Ν): κάτοψη ισογείου νεόδμητου κτιρίου γραφείων στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-46 (Ν): κάτοψη ορόφου νεόδμητου κτιρίου γραφείων στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-47 (Ν): τομή α-α΄ νεόδμητου κτιρίου γραφείων στον Άνω Κρανιώνα. Τα υλικά δομής του
φέροντα οργανισμού αποτελούνται από οπλισμένο σκυρόδεμα. (Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-48 (Ν): νότια όψη νεόδμητου κτιρίου γραφείων στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-49 (Ν): δυτική όψη νεόδμητου κτιρίου γραφείων στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-50 (Ν): βόρεια όψη νεόδμητου κτιρίου γραφείων στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-51 (Ν): ανατολική όψη νεόδμητου κτιρίου γραφείων στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-52 (Ν): κάτοψη υπογείου νεόδμητου κτιρίου εργαστηρίων στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή:
πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-53 (Ν): κάτοψη ισογείου νεόδμητου κτιρίου εργαστηρίων στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή:
πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-54 (Ν): κάτοψη ορόφου νεόδμητου κτιρίου εργαστηρίων στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή:
πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-55 (Ν): τομή νεόδμητου κτιρίου εργαστηρίων στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-56 (Ν): δυτική όψη νεόδμητου κτιρίου εργαστηρίων στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-57: βόρεια όψη νεόδμητου κτιρίου εργαστηρίων στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-58 (Ν): ανατολική όψη νεόδμητου κτιρίου εργαστηρίων στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή:
πρωτότυπο).
Σχέδιο Γ-59 (Ν): νότια όψη νεόδμητου κτιρίου εργαστηρίων στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στην Ελλάδα υπάρχουν αρκετά μεμονωμένα κτίρια δομημένα από ωμόπλινθους, αλλά το
μοναδικό οργανωμένο οικιστικό σύμπλεγμα με κτίρια αποκλειστικά κτισμένα με
ωμόπλινθους απαντάται στα Κορέστεια Καστοριάς. Στη μελέτη διερευνάται το ιστορικό
υπόβαθρο της ορεινής και απομονωμένης περιοχής, η πολεοδομική οργάνωση και τα
τυπομορφολογικά χαρακτηριστικά του δομημένου χώρου, ο μνημειακός πλούτος, η σχέση
του δομημένου και του φυσικού περιβάλλοντος και εξετάζονται οι δυνατότητες αναβίωσης
ώστε να στοιχειοθετηθεί ένα πλαίσιο βιώσιμης ανάπτυξης φιλικό προς το φυσικό
περιβάλλον. Επιχειρείται η ολιστική αντιμετώπιση του κτισμένου περιβάλλοντος των
Κορεστείων και αναπτύσσονται πολυτομεακές δράσεις με σκοπό την ολοκληρωμένη
ανάπτυξη του τόπου με ορθή διαχείριση των φυσικών πόρων. Η ωμόπλινθος μπορεί, υπό
προϋποθέσεις, να καταστεί αξιόπιστο υλικό με ιδιαίτερη βιοκλιματική συμπεριφορά. Οι
οικισμοί αναπτύσσουν συμβιωτική σχέση με το φυσικό περιβάλλον και, δίχως να
αλλοιώνεται η αρχιτεκτονική τους αξία, με την εφαρμογή ήπιων επεμβάσεων βελτίωσης
των κλιματολογικών δεδομένων τόσο σε πολεοδομική κλίμακα όσο και σε κλίμακα
κτίσματος, μπορούν να καταστούν αξιοβίωτοι.
ABSTRACT
There are several buildings in Greece constructed of mudbricks, but the only organized
residential complex with buildings exclusively built with mudbricks is found in a region of
Kastoria named Korestia. The study explores the historical background of the mountainous
and isolated region, the urban planning and the typographical features of the structured
area, the monumental wealth, the relationship between the structured and the natural
environment and the possibilities of revival to explore the framework of a sustainable
development friendly to the natural environment. The holistic approach to the built
environment of the settlements is being pursued and multidisciplinary actions considered
with a view to the integrated development of the site with proper management of natural
resources. The mudbricks, under certain conditions, can be done credible with very positive
bioclimatic behavior. The settlements develop a symbiotic relationship with the natural
environment and, without altering their architectural value, with the implementation of mild
interventions to improve climatic data on both urban and home scale, they can become
sustainable.
Keywords: mudbricks, clay, natural construction, traditional settlements, revival.
ακτινοβολία της ημέρας αποθηκεύοντας αρκετά έργα (τείχος Ελευσίνας του 5ου
μεγάλη ποσότητα θερμότητας, σε σχέση αιω. π. Χ., Δισπηλιό, σε οχυρωματικά
με άλλα υλικά, για να ικανοποιηθούν οι έργα, Ακρωτήρι Θήρας, νεολιθικούς
ανάγκες θέρμανσης των κτηρίων καθ’
όλη τη διάρκεια του 24ωρου και την
αποδίδουν αργότερα, σε μεγαλύτερο
χρόνο διατηρώντας τις εσωτερικές
θερμοκρασιακές διακυμάνσεις σε πολύ
χαμηλά επίπεδα. Τη θερινή περίοδο
καθυστερούν να θερμανθούν
διατηρώντας τους χώρους δροσερούς
αρκετές ώρες της ημέρας (Μπέη, 2008).
3) διαθέτουν μεγάλη διαπνοή, ιδιότητα Εικόνα 1: το Yakhchalt στην περιοχή της
η οποία επιτρέπει την εξισορρόπηση πόλης Yazd στο Ιράν (Πηγή:
υγρασίας στο εσωτερικό ενός κτίσματος. https://en.wikipedia.org/wiki/Yakhc).
4) πρόκειται για τα καθαρότερα
οικισμούς Θεσσαλίας, κ.α.). Τη βυζαντινή
περιβαλλοντικά οικοδομικά υλικά.
περίοδο η χρήση των ωμόπλινθων
5) είναι άκαυστα.
έρχεται σε δεύτερη μοίρα, σε αντίθεση
6) συμβάλλουν στη δέσμευση χημικών
με τον ισλαμικό κόσμο (εικ. 1).
ενώσεων και στη μείωση του επιπέδου
των ραδιενεργών εκπομπών, ενώ,
ταυτόχρονα, λειτουργούν ως φράγμα
ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας
υψηλών συχνοτήτων (Pauli & Moldan, Εικόνα 2: απεικόνιση του 1/3 του
2000). παγκόσμιου πληθυσμού το οποίο κατοικεί
σε κτίρια δομημένα με πηλό (Πηγή: Morel
7) δεν επιβαρύνουν το περιβάλλον τόσο J.C. et.al 2001, CraTERRE, 1995).
κατά τη φάση της κατασκευής όσο και Εικόνα 2: απεικόνιση του 1/3 του
κατά την τοποθέτηση ή αποσύνθεσή παγκόσμιου πληθυσμού το οποίο κατοικεί
τους (Κορωναίος & Σαργέντης, 2005). σε κτίρια δομημένα με πηλό (Πηγή: Morel
Μεγαλύτερο μειονέκτημά τους είναι η J.C. et.al 2001, CraTERRE, 1995).
ευαισθησία στη δράση της υγρασίας.
Στην Ευρώπη η δόμηση με χώμα ήταν
διαδεδομένη μέχρι και το Β΄ Παγκόσμιο
πόλεμο, χρονική περίοδο από την οποία
4. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ
ξεκινά σταδιακά η μείωση αυτού του
ΤΟΥ ΠΗΛΟΥ
τρόπου κατασκευής παραχωρώντας τη
Αρχαιολογικά δεδομένα πιστοποιούν
τη χρήση ωμοπλινθόκτιστων
κατασκευών εδώ και 10.000 χρόνια και η
χρήση τους αφορά τόσο σπουδαία
μνημεία όσο και ταπεινές κατασκευές,
ενώ η παραγωγή ωμόπλινθων σε
καλούπια αναπτύχθηκε στην περιοχή της
Μεσοποταμίας πριν από περίπου
7.000 χρόνια (Μουτσόπουλος, 2001). Εικόνα 3: Το Casa Munita Gonzalez στο
Batuco της Χιλής (Πηγή:
Στη νεολιθική και μυκηναϊκή Ελλάδα
https://www.archdaily.com, Ημερονηνία
εντοπίστηκαν αρκετές κατασκευές με επίσκεψης: 27/01/2018).
ωμές πλίνθους (Ορλάνδος, 1955-60) σε
Σχέδια 1,2: σχέδιο επεμβάσεων στον Άνω Σχέδια 3,4: κάτοψη και τομή υπόσκαφου κτιρίου
Κρανιώνα -κάτοψη και τομή (Πηγή: Πρωτότυπο). διεπιστημονικού κέντρου μελέτης πηλού. (Πηγή:
Πρωτότυπο).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η περιοχή των Κορεστείων αποτελεί ένα
Σχέδιο 8: νότια όψη ναού Αγ. Παρασκευής το παράδειγμα ενσωμάτωσης των αρχών
οποίο διαθέτει υαλοστάσιο με ανοίγματα στο
της βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής και της
πάνω μέρους του στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή:
Πρωτότυπο). αειφορίας στο πλαίσιο του συνόλου των
παραδοσιακών οικισμών της χώρας μας
και των κτισμάτων, όπως: αναδεικνύοντας την πολλαπλά θετική
Αναβάθμιση οικιστικού συνεισφορά ενός φυσικού υλικού όπως
περιβάλλοντος (κήρυξη των οικισμών ως η ωμόπλινθος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Μπέη Γ., Φέρουσα τοιχοποιία από
ωμόπλινθους. Έρευνα και καινοτομία
στην Ελλάδα. Στο 1ο Πανελλήνιο
Συνέδριο Δομικών Υλικών και Στοιχείων,
21-23 Μαΐου 2008, εκδ. ΤΕΕ, Αθήνα, σσ.
9-12.
- Ορλάνδος K. Α., Τα υλικά δομής των
αρχαίων Ελλήνων, εκδ. Η εν Αθήναις
Αρχαιολογική Εταιρεία, Αθήνα, 1999, σσ.
65-87.
- Pauli P., Moladn D., Reduzierung
hochfrequenter Strahlung im Bauwesen–
Baustoffe und Abschirmmaterialien,
Munchen: Univ. Bundeswehr, 2000, pp.
11-29.
Παπαϊωάννου Κ., Η τεχνολογία της
τοιχοποιίας, εκδ. University Studio Press,
Θεσσαλονίκη, 1998, σσ. 103-127.
- Μουτσόπουλος Κ. Ν., Διαδρομή
αυτογνωσίας. Ταξιδεύοντας σε άλλους
τόπους και πολιτισμούς, εκδ. Νησίδες,
Θεσσαλονίκη, 2001, σσ. 67-77.
- Ροντήρη Β., Κατανομή στο χώρο της
νεολιθικής κεραμικής από τη Θεσσαλία.
Στο ΘΕΣΣΑΛΙΑ. Δεκαπέντε Χρόνια
Αρχαιολογικής Έρευνας, 1975-1990.
Αποτελέσματα και Προοπτικές, Λυών,
17-22 Απριλίου 1990, τόμος Α΄, Αθήνα,
1994, σσ. 137-143.
- Κορωναίος Α., Σαργέντης Φ., Δομικά
Υλικά και Οικολογία, Πανεπιστημιακές
Εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα, 2005, σσ. 19-33.