Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 327

Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής.

Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ


ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΠΟΛΕΩΝ
ΚΑΙ ΚΤΙΡΙΩΝ (ΠΣΠ)

«ΠΗΛΟΣ & ΩΜΟΠΛΙΝΘΟΙ ΩΣ ΥΛΙΚΑ ΔΟΜΗΣ. ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ


ΑΠΟΚΡΙΣΗ ΩΜΟΠΛΙΝΘΟΚΤΙΣΤΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΩΝ
ΚΟΡΕΣΤΕΙΩΝ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ. ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΑΝΑΒΙΩΣΗΣ
ΜΕ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟ ΠΡΟΣΗΜΟ.»

ΜΠΑΛΑΣΑΣ Κ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ ΑΠΘ
ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ ΤΕ, MSc

ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ Α΄: ΜΕΡΕΣΗ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ,


ΔΡ ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΜΗΧ/ΚΟΣ
ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ Β΄: Χ΄΄ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ,
ΔΡ ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΜΗΧ/ΚΟΣ
ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ: ΖΕΡΒΑΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ,
ΑΝ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΕΑΠ

ΠΑΤΡΑ
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2018

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 1


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 2

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΝΩΝ 7

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ 16

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ 17

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΧΑΡΤΩΝ 18

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ 20

ΠΕΡΙΛΗΨΗ 21

ABSTRACT 22

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 23

Α΄ ΜΕΡΟΣ 29

1. Ο ΠΗΛΟΣ ΩΣ ΥΛΙΚΟ ΔΟΜΗΣ 29

1.1. Σύνθεση και χαρακτηριστικά πηλού και

πλίνθων - μέθοδοι βελτίωσής του 29

1.2. Πηλοκονιάματα και πηλοεπιχρίσματα 36

2. Η ΩΜΟΠΛΙΝΘΟΔΟΜΗ ΩΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΟΙΧΟΠΟΙΙΑΣ 40

2.1. Κατηγορίες των πλινθοδομών 40

2.2. Καταλληλότητα του πηλού για την παραγωγή ωμόπλινθων 44

2.3. Παρασκευή χειροποίητων πλινθιών 44

2.4. Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα ωμόπλινθων 45

2.5. Βελτίωση της συμπεριφοράς των ωμοπλιθόκτιστων κατασκευών 51

3. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΠΗΛΟΥ 53

3.1. Ο πηλός κατά την αρχαιότητα 53

3.1.1. Παρασκευή του πηλού και ωμόπλινθων 62

3.1.2. Σύνθεση, σχήμα και διαστάσεις των ωμών πλίνθων 63

3.1.3. Άλλες χρήσεις του ωμού πηλού 64

3.1.4. Παραδείγματα 64

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 2


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

3.2. Οι ωμόπλινθοι κατά τη βυζαντινή περίοδο 70

4. ΩΜΟΠΛΙΝΘΟΚΤΙΣΤΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΣΤΗ ΝΕΩΤΕΡΗ

ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ 75

4.1. Ωμοπλινθόκτιστες κατασκευές κατά τα νεώτερα χρόνια

στον ελλαδικό χώρο 79

4.1.1. Η προετοιμασία της λάσπης 81

4.1.2. Η κατασκευή («κόψιμο») των πλίνθων 82

4.1.3. Το στέγνωμα των πλίνθων 83

4.1.4. Βασικές αρχές δόμησης 83

4.1.5. Η κατασκευαστική διαδικασία 84

4.2. Οι σύγχρονοι ωμόπλινθοι 94

4.2.1 Το κανονιστικό πλαίσιο 95

4.2.2. Η λειτουργία της φέρουσας τοιχοποιίας 96

4.2.3. Η παθολογία και τα προβλήματα φθοράς

κατασκευών από ωμόπλινθους 97

4.2.4. Συνήθεις μορφές φθοράς των ωμοπλινθοδομών 97

4.2.5. Η παθολογία των ωμοπλινθοδομών υπό την

επίδραση σεισμικών δράσεων 99

4.2.6. Βελτίωση της σεισμικής συμπεριφοράς

των ωμοπλινθοδομών 100

5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Α΄ ΜΕΡΟΥΣ 103

Β΄ ΜΕΡΟΣ 105

6. ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΚΟΡΕΣΤΕΙΩΝ 105

6.1. Ιστορικογεωγραφικά δεδομένα των οικισμών

- ονοματολογική προέλευση 105

6.2. Οι μαρτυρίες των περιηγητών 114

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 3


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

6.3. Δημογραφικά και κοινωνικοοικονομικά στοιχεία

των οικισμών 115

6.4. Υπάρχουσα κατάσταση του δομημένου περιβάλλοντος –

πολεοδομική διάρθρωση και οργάνωση των οικισμών 119

6.5. Μορφολογικά γνωρίσματα του οικιστικού χώρου 131

6.5.1. Το σύστημα των διαδρομών 131

6.5.2. Το σύστημα των κτισμένων και ελεύθερων χώρων 132

6.6. Τα μνημεία και κτίσματα με ιδιαίτερη λειτουργία και

φυσιογνωμία στην περιοχή 133

6.7. Προβλήματα των οικισμών 134

7. ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΤΙΣΜΑΤΩΝ 136

7.1. Χάρτες αποτύπωσης και κατασκευαστική

δομή ορισμένων χαρακτηριστικών κτισμάτων των οικισμών 136

7.2. Μορφολογικά χαρακτηριστικά των κτισμάτων –

μορφολογική και τυπολογική διερεύνηση 136

7.2.1. Τα θρησκευτικά κτίσματα της περιοχής 156

8. ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΚΤΙΣΜΑΤΩΝ

ΚΑΙ ΤΑ ΥΛΙΚΑ ΔΟΜΗΣΗΣ 161

8.1. Η διαδικασία κατασκευής και η φιλοσοφία της

πλίνθινης κατασκευής 162

8.2. Τα οικοδομικά υλικά 167

8.2.1. Ο πηλός – οι ωμόπλινθοι (πλινθιά) 167

8.2.2. Το ξύλο 168

8.2.3. Ο λίθος 169

8.2.4. Τα βοηθητικά υλικά 169

8.3. Η παθολογία και τα προβλήματα φθοράς των κτιρίων 171

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 4


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

8.3.1. Παθολογία μιας δομικής μονάδας 172

9. ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΝΑΒΙΩΣΗΣ ΚΑΙ

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ 174

9.1. Βασικές αρχές των επεμβάσεων 177

9.2. Τεχνικές επεμβάσεων επισκευής και ενίσχυσης των κτισμάτων 182

9.3. Υλικά επισκευών και ενισχύσεων 182

9.3.1. Κονιάματα 182

9.3.2. Ξυλεία 183

9.4. Πρακτικές αποκατάστασης κτισμάτων από ωμόπλινθους 183

9.4.1. Επεμβάσεις στη θεμελίωση της ωμοπλινθοδομής 184

9.4.2. Αποκατάσταση διαβρωμένου αποσαθρωμένου υλικού 184

9.4.3. Αποκατάσταση επιχρισμάτων 185

9.4.4. Αποκατάσταση ρωγμών και τοπικών

καταρρεύσεων – πηλοενέματα 185

9.4.4.1. Ενίσχυση του δομικού σκελετού 186

10. ΑΝΑΛΥΣΗ ΒΙΟΚΛΙΜΑΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΟΙΚΙΣΜΩΝ 186

10.1. Βιοκλιματική απόκριση των οικισμών 186

10.1.1. Κλιματολογικά δεδομένα 186

10.1.2. Χωροθέτηση 189

10.1.3. Προσανατολισμός, ηλιασμός και δροσισμός 196

10.1.4. Φυτεύσεις 197

10.2. Βιοκλιματική απόκριση των οικισμών 199

11. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΑΝΑΒΙΩΣΗΣ 210

11.1. Ένταξη νέων χρήσεων σε υφιστάμενα κτίρια –

αρχιτεκτονικές επεμβάσεις 215

11.2. Ένταξη νέας αρχιτεκτονικής 222

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 5


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

11.3. Τουριστική ανάπτυξη οικισμών με περιβαλλοντικό πρόσημο 224

11.4. Αξιοθέατα της περιοχής 225

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - ΕΠΙΛΟΓΟΣ 229

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ 236

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α 266

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β 276

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ 282

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 6


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΙΚΟΝΩΝ Σελίδα

Εικόνα 1-1: διάφορες χρήσεις του πηλού (Πηγή: Σκαφίδα, 1990, σ. 152). 29

Εικόνα 1-2: πήλινο κεφάλι ζώου από αγγείο ή σκεύος ύψους 0,05μ. νεολιθικής 29

εποχής στο Μουσείο Βόλου (Πηγή: Θεοχάρης, 2000, σ. 55).

Εικόνα 1-3: προσρόφηση νερού στον εσωστρωματικό χώρο των πετάλων της 32

αργίλου (Πηγή: Γεωργιάδου Ε., 2016).

Εικόνα 1-4: πηλοκονίαμα σε τοιχοποιία οικίας στο Γράμμο (Πηγή: προσωπικό 37

αρχείο).

Εικόνα 2-1: τοιχοποιία pise στο Nord-Isere της Γαλλίας (Πηγή: 41

https://commons.wikimedia.org/wiki/File:MurPise2.jpg).

Εικόνα 3-1: κατεργασία και ξήρανση ωμόπλινθων στον ήλιο (Στεφανίδου & 54

Παπαγιάννη, 2006, σ. 503).

Εικόνα 3-2: Χοιροκοιτία στις αρχές της 6ης χιλιετίας (Πηγή: Πετρονώτης, 1991, 54

σ. 39).

Εικόνες 3-3, 3-4: πηλόκτιστο καμπύλο οικοδόμημα διαμέτρου 5μ. περίπου της 55

5ης χιλιετίας στο Τεπέ Γκαυρά (Πηγή: Πετρονώτης, 1991, σ. 60).

Εικόνα 3-5: το ζιγκουράτ Chogha Zanbil στο Ιράν. (Πηγή: 55

https://en.wikipedia.org/wiki/Chogha_Zanbil).

Εικόνα 3-6: η πολή Sanaa στην Υεμένη (Πηγή: https://yemen.jp/images/sanaa). 56

Εικόνες 3-7, 3-8: η πόλη Shiban στην Υεμένη (Πηγή: 56

https://en.wikipedia.org/wiki/Shiban. Ημερομηνία επίσκεψης


18/11/2017).

Εικόνα 3-9: το κάστρο Bam ή Arg-eBam στο Ιράν (Πηγή: 57

https://en.wikipedia.org/wiki/Arg_e_Bam).

Εικόνα 3-10: το ζιγκουράτ στην πόλη Ουρ (Πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki, 58

Ημερομηνία επίσκεψης 27/01/2018).

Εικόνα 3-11: η στέγη από λάσπη (Πηγή: Rapoport, σ. 134). 58

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 7


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνα 3-12: στέγη από θόλους διπλής καμπυλότητας στο Ιράν (Πηγή: 59

Rapoport, σ. 175).

Εικόνα 3-13: το Yakhchalt στην περιοχή της πόλης Yard στο Ιράν (Πηγή: 59

https://en.wikipedia.org/wiki/Yakhc).

Εικόνα 3-14: ωμόπλινθος από την αρχαία Ιεριχώ (Πηγή: Παπαϊωάννου, 1998, σ. 60

16).

Εικόνα 3-15: δάπεδο πασσαλόκτιστου οικήματος με εστίες και άλλες 62

πηλόκτιστες κατασκευές τους τέλους της πρώιμης εποχής του


χαλκού και στην αρχή της μέσης στο Αρχοντικό Γιαννιτσών
(Πηγή: ΠαπαευθυμίουᾹνθίμου Α. & Πιλαλή-Παπαστεργίου Α.,
1997, σ. 134).

Εικόνα 3-16: άποψη πηλόκτιστων οικημάτων της ύστερης εποχής του χαλκού 62

στην Άσσηρο Θεσσαλονίκης (Πηγή: Παπαευθυμίου-Ᾱνθίμου Α.


& Πιλαλή-Παπαστεργίου Α., 1997, σ. 139).

Εικόνα 3-17: εξόρυξη αργιλώδους χώματος σε μελανόμορφο κορινθιακό αγγείο 65

(Πηγή: Ορλάνδος, 1955-60, Τα υλικά δομής, σ. 69).

Εικόνα 3-18: ωμόπλινθοι επί λιθολογήματος στον ανατολικό περίβολο του 66

ιερού της Ελευσίνας (Πηγή: Ορλάνδος, 1955-60, Τα υλικά δομής


των αρχαίων Ελλήνων, σ. 76).

Εικόνα 3-19: πασσαλόπηκτη οικία νεολιθικού οικισμού (Πηγή: Γεωργιάδου Ε., 66

2016).

Εικόνα 3-20: διάγραμμα κατασκευής πλινθόκτιστου οικήματος Catal Huyuk (σε 66

κύκλο η λεπτομέρεια της κατασκευής της επίπεδης στέγης)


(Πηγή: Γεωργιάδου Ε., 2016).

Εικόνα 3-21: κτιστή δεξαμενή κατεργασίας και απαοθήκευσης πηλού (Πηγή: 67

Ζάχου Ελένη, 2002, σ. 162).

Εικόνα 3-22: πήλινα ομοιώματα οικίσκων από τη Θεσσαλία. Αριστερά από τον 68

Κραννώνα και δεξιά από τη Μυρρίνη Καρδίτσας (Πηγή:


Πετρονώτης 1992, σ. 191).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 8


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνα 3-23: αρχαίο πήλινο ομοίωμα ναού από το Ηραίο Άργους (Πηγή: 68

Μουτσόπουλος & Δεβολής, 2003, σ. 71).

Εικόνα 3-24: σχηματική προοπτική τοιμή χαρακτηριστικής νεολιθικής 68

κατοικίας στο Ehrenstein του Sipplingern, όπου 1: ξύλινο δάπεδο,


2:επίστρωση δαπέδου με πηλό, 3:τοίχος από πλέγμα λυγαρίας
(Πηγή: Μουτσόπουλος & Δεβολής, 2003, σ. 57).

Εικόνα 3-25: διαχωριστικός τοίχος από ωμόπλινθους στο υπόγειο του πύργου 69

της αγρέπαυλης στο Κομπολόι Λειβήθρων (Πηγή:


https://www.leivithrapark.gr, Ημερομηνία επίσκεψης 14/01/2018).

Εικόνα 3-26: οίκημα στο Σέσκλο σε σχέδιο του Μ. Κορρέ (Πηγή: Θεοχάρης, 69

2000, σ. 98).

Εικόνα 3-27: κατοικία του Μωάμεθ στη Μεδίνα όπως πιθανόν να ήταν πριν το 72

θάνατό του το 632 (Πηγή: Μπλουμ & Μπλερ, 1999, σ. 24).

Εικόνα 3-28: το μεγάλο τζαμί στη Djenne (Πηγή: https://archeyes.com/great- 73

mud-architecture-mali-dogon-culture/, Ημερομηνία επίσκεψης


14/01/2018).

Εικόνα 3-29: το χωριό της φυλής Dogon στην Αφρική (Πηγή: 73

https://en.wikipedia.org/wiki/Dogonpeople#/media/File:DogonVil
lage.jpg, Ημερομηνία επίσκεψης 14/01/2018).

Εικόνα 4-1: το Chapel La Salle de Diana κτισμένο το 1270 στη Γαλλία (Πηγή: 75

Berge B., p. 124).

Εικόνα 4-2: καλύβα των Ασάντι (Πηγή: Rapoport, 2010, σ. 133). 76

Εικόνα 4-3: κατοικία Κικούγιου στην Αφρική με τοίχους από λάσπη και πλατιά 76

βεράντα (Πηγή: Rapoport, 2010, σ. 164).

Εικόνα 4-4: κτίσματα στο Tribele της Furgina Faso (Πηγή: 78

https://amusingplanet.com/2013/01/decorated-mud-houses-of-
tiebele-burkina.html, Ημερομηνία επίσκεψης 15/01/2018).

Εικόνα 4-5: κατοικία στη Γαλάτεια της νοτιοανατολικής Τουρκίας (Πηγή: 78

ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ, 1993, σ.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 9


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

92).

Εικόνα 4-6: απεικόνιση του 1/3 του παγκόσμιου πληθυσμού το οποίο κατοικεί 79

σε κτίρια δομημένα με πηλό (Πηγή: Morel J.C. et.al 2001,


CraTERRE, 1995).

Εικόνες 4-7, 4-8: κατασκευή λάκκου (Πηγή: Σκαφίδα, 1990, σ. 180). 81, 82

Εικόνες 4-9, 4-10: ξύλινα καλούπια (μήτρα) και διάσταση ενός πλιθιού (Πηγή: 82

Σκαφίδα, 1990, σ. 181-182).

Εικόνες 4-11, 4-12: στέγνωμα ωμόπλινθων και στοίβαγμα σε ντάνες (Πηγή: 83

Σκαφίδα, 1990, σ. 182).

Εικόνα 4-13: χάραξη θεμελίων και κατασκευή λίθινου κρηπιδώματος (Πηγή: 86

Σκαφίδα, 1990, σ. 182).

Εικόνα 4-14: μπατική λίθινη υπόβαση ωμοπλινθότοιχου (Πηγή: Σκαφίδα, 1990, 86

σ. 183).

Εικόνα 4-15: πύργος Βισβίκη στο Βελεστίνο (Πηγή: Σκαφίδα, 1990, σ. 179). 88

Εικόνα 4-16: περιστεριώνας στο Γλίνο Τρικάλων (Πηγή: Σκαφίδα, 1990, σ. 89

179).

Εικόνα 4-17: περιστεριώνας στον Πλατύκαμπο Λάρισας (Πηγή: Σκαφίδα, 1990, 89

σ. 179).

Εικόνα 4-18: κατοικία από ωμόπλινθους στο Μικροχώρι Ξάνθης (Πηγή: 91

Rapoport, 2010, σ. 279).

Εικόνα 4-19: προσφυγική κατοικία στον Αξό Γιαννιτσών (Πηγή: Κολιόπουλος 91

& Μιχαηλίδης, 2009, σ. 331).

Εικόνα 4-20: το Casa Munita Gonzalez στο Batuco της Χιλής (Πηγή: 92

https://www.archdaily.com/379734/casa-munita-gonzalez-arias-
arquitectos-aurtierra-
arquitectura/51a6a6a86eb3fc4b3fc4b902700313-casa-munita-
gonzalez-arias-arquitectos-surtierra-arquitectura-photo,
Ημερομηνία επίσκεψης 27/01/2018).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 10


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνα 4-21: το West Basin House στο Νέο Μεξικό (Πηγή: 93

https://www.dailytonic.com/west-basin-house-new-muexico-by-
signer-harris-architects/, Ημερομηνία επίσκεψης 16/01/2018).

Εικόνα 4-22: Redding Residence στο Scottsdale της Arizona (Πηγή: 93

https://www.homedsgn.com/2012/03/28/the-redding-residence-
by-kendle-design-collaboretive/, Ημερομηνία επίσκεψης
28/01/2018).

Εικόνα 4-23: το Mud House στην έρημο του West Texas στην πόλη Marfa 94

(Πηγή: https://www.rael-sanfratello.com, Ημερομηνία επίσκεψης


17/01/2018).

Εικόνα 4-24: δημιουργία εκφυγών στην τοιχοποιία (Πηγή: Παπαϊωάννου, 1998, 98

σ. 167).

Εικόνα 4-25: σχηματική αναπαράσταση βασικών αστοχιών ωμοπλινθοδομών σε 100

σεισμό. Κατάρρευση οροφής από μετατόπιση άνω τμήματος


τοίχου (Πηγή: Μπέη, 2004).

Εικόνα 6-1: ο χάρτης της περιοχής Κορεστείων. 106

Εικόνα 6-2: η περιοχή της Ορεστίδας στην Άνω Μακεδονία (Πηγή: 107

http://www.msorestis.gr/files/istoria.htm, Ημερομηνία επίσκεψης


18/08/2015).

Εικόνα 6-3: Bernandini Mei, «Ο Ορέστης σκοτώνει τον Αίγισθο και την 108

Κλυταιμνήστρα», 1654/5, (Πηγή: https://argolikivivliothiki.gr).

Εικόνα 6-4: χάρτης της περιοχής της Μακεδονίας πριν τους Βαλκανικούς 111

πολέμους (Πηγή: Φλώρινα: πύλη των Βαλκανίων. Αξονική


τομογραφία το νομού, 2007, σ. 180).

Εικόνα 6-5: διοικητική διαίρεση της Μακεδονίας σε βιλαέτια (Πηγή: Τσάμης, 111

Μακεδονικός Αγών, σ. 12).

Εικόνα 6-6: χάρτης της Δυτικής Μακεδονίας κατά το 1904 από το βιβλίο της 112

Ναταλίας Π. Μελά, (Πηγή: Βαγιακάκος Β. Δίκαιος, Η συμβολή της


Μάνης εις τον Μακεδονικόν Αγώνα 1904-1908, 1986, σ. 39).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 11


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνα 6-7: το φυσικό περιβάλλον σε αρμονική συνύπαρξη με το δομημένο. 121

Άποψη του Κάτω Κρανιώνα και στο βάθος ο Νέος Οικισμός από
τον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Εικόνες 6-8, 6-9: ο οικισμός του Άνω Κρανιώνα χαρακτηρίζεται για τη θετική 122

σχέση δομημένου και αδόμητου χώρου επιτρέποντας το φυσικό


περιβάλλον να συνυπάρχει με τα κτίσματα (Πηγή: προσωπικό
αρχείο).

Εικόνα 6-10: τυπολογία αγροτικών οικισμών στη μεσαιωνική Ευρώπη του 14ου 124

αιω.: α: γραμμικός, β: κυκλοτερής (β1: πυρηνικός, β2:


δακτυλιοειδής), γ: συνδυασμός α και β, π.χ. ελλειψοειδής (Πηγή:
Δημητριάδης Π. Ευάγγελος, Ιστορία της πόλης και της
πολεοδομίας, εκδ. Αφοι Κυριακίδη α.ε., Θεσσαλονίκη, 1995, σ.
182).

Εικόνες 6-11, 6-12: ο Λαδοπόταμος ή Λιβαδοπόταμος που διαρρέει όλη την 125

κοιλάδα των Κορεστείων (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Εικόνες 6-13, 6-14: το κεντρικό σημείο του Άνω Κρανιώνα (Πηγή: προσωπικό 128

αρχείο).

Εικόνα 6-15: αεροφωτογραφία του Κάτω Κρανιώνα. 130

Εικόνες 6-16, 6-17: χαρακτηριστικά διώροφα κτίσματα ανάμεσα σε Κάτω 133

Κρανιώνα και Μαυρόκαμπο, γνωστά ως «φυλάκτρες» (Πηγή:


προσωπικό αρχείο).

Εικόνες 7-1, 7-2: μονώροφα κτίσματα σε Μαυρόκαμπο (πάνω) και Κάτω 136

Κρανιώνα (κάτω) (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Εικόνες 7-3: μονώροφο κτίριο στη Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό αρχείο). 137

Εικόνα 7-4: διώροφη κατοικία στη Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό αρχείο). 137

Εικόνα 7-5: διώροφη κατοικία στη Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό αρχείο). 137

Εικόνα 7-6: διώροφη κατοικία στη Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό αρχείο). 138

Εικόνα 7-7: διώροφη κατοικία στη Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό αρχείο). 138

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 12


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνα 7-8: διώροφη κατοικία στο Μαυρόκαμπο (Πηγή: προσωπικό αρχείο). 138

Εικόνα 7-9: τριώροφη κατοικία Μποτσκάρη στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: 139

προσωπικό αρχείο).

Εικόνα 7-10: τριώροφη κατοικία στο Μαυρόκαμπο (Πηγή: προσωπικό αρχείο). 139

Εικόνα 7-11: διώροφη κατοικία με χαγιάτι στη Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό 140

αρχείο).

Εικόνα 7-12: διώροφη κατοικία με χαγιάτι στον Κάτω Κρανιώνα. Σήμερα έχει 140

καταρρεύσει (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Εικόνα 7-13: οικία με σαχνισί στον Άνω Κρανιώνα (από το Πηγή: προσωπικό 143

αρχείο).

Εικόνα 7-14: οικία με σαχνισί στο Πράσινο η οποία έχει καταρρεύσει (Πηγή: 143

προσωπικό αρχείο).

Εικόνα 7-15: οικία με σαχνισί στη Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό αρχείο). 144

Εικόνα 7-16: οικία με σαχνισί στο Ανταρτικό (Πηγή: προσωπικό αρχείο). 144

Εικόνα 7-17: διώροφη κατοικία – αδερφομοίρι στον Μαυρόκαμπο (Πηγή: 147

προσωπικό αρχείο).

Εικόνα 7-18: διώροφη κατοικία – αδερφομοίρι στη Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό 148

αρχείο).

Εικόνα 7-19: τριώροφη κατοικία στο Ανταρτικό με έντονη την παρουσία 151

νεοκλασικών στοιχείων (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Εικόνα 7-20: λεπτομέρεια τριώροφης κατοικίας στο Ανταρτικό με έντονη την 151

παρουσία νεοκλασικών στοιχείων (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Εικόνα 7-21: διάταξη πλακών στην απόληξη της ωμοπλινθοτοιχοποιίας σε οικία 152

στον Μαυρόκαμπο (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Εικόνα 7-22: εξώστης σε εσοχή σε οικία στη Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό 153

αρχείο).

Εικόνα 7-23: διώροφη οικία με ξύλινο εξώστη στον όροφο ο οποίος λειτουργεί 154

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 13


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

ως προστασία της εισόδου στο Μελά (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Εικόνα 7-24: διώροφη οικία με ξύλινο εξώστη στον όροφο ο οποίος λειτουργεί 154

ως προστασία της εισόδου στη Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό


αρχείο).

Εικόνα 7-25: άποψη του ανατολικού τοίχου και της εξωτερικής πλευράς της 157

κόχγης του Ιερού Βήματος του ναού της Αγίας Παρασκευής Άνω
Κρανιώνα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Εικόνα 7-26: άποψη του ανατολικού τοίχου του ναού του Αγίου Γεωργίου στο 158

Ποιμενικό (από το Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Εικόνες 7-27, 7-28: τοιχογραφικός διάκοσμος του 1815 στο ναό της Παναγίας 158

στη Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Εικόνες 7-29, 7-30: επισκοπικός θρόνος και βημόθυρο κεντρικού Ιερού 159

Βήματος στο ναό του Αγίου Νικολάου Χαλάρας (Πηγή:


προσωπικό αρχείο).

Εικόνα 8-1: λίθινη βάση έδραση ωμόπλινθων σε κτίσμα στον Μαυρόκαμπο 163

(Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Εικόνα 8-2: σύνδεση ξυλοδεσιών σε οικία στο χωριό Χαλάρα (Πηγή: 163

προσωπικό αρχείο).

Εικόνα 8-3: αφανείς ξυλοδεσιές σε οικία στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: 167

προσωπικό αρχείο).

Εικόνα 8-4: εμφανείς ξυλοδεσιές σε οικία στο Ανταρτικό (Πηγή: προσωπικό 168

αρχείο).

Εικόνα 8-5: καλάμια στην οροφή οικίας στον Μαυρόκαμπο (Πηγή: προσωπικό 1690

αρχείο).

Εικόνα 8-6: απουσία οριζοντίων διαζωμάτων κι ανυπαρξία πλίνθων πλέξης στη 171

γωνία οικίας στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Εικόνα 10-1: ο ναός του Αγίου Νικολάου στο κεντρικό σημείο του 194

Μακροχωρίου (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 14


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνα 10-2: μαντρότοιχος αύλειου χώρου οικίας στη Χαλάρα (Πηγή: 201

προσωπικό αρχείο).

Εικόνα 10-3: στρώση από καλάμια στην οροφή οικίας στη Χαλάρα (Πηγή: 204

προσωπικό αρχείο).

Εικόνα 10-4: θυρίδες στην στέγη οικίας στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: προσωπικό 205

αρχείο).

Εικόνα 10-5: διώροφη οικία με λευκούς χρωματισμούς στη Χαλάρα (Πηγή: 206

προσωπικό αρχείο).

Eικόνα 10-6: αναρριχόμενο δενδρύλλιο σε οικία στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: 207

προσωπικό αρχείο).

Εικόνα 10-7: αρχιτεκτονική προεξοχή - σαχνισί σε οικία στο Ανταρτικό (Πηγή: 208

προσωπικό αρχείο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 15


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ Σελίδα

Διαγράμματα 2-1/6: Σύγκριση της διακύμανσης της εσωτερικής και εξωτερικής 47


θερμοκρασίας σε πειραματικά κτήρια – Ηassan Fathy 1986
(Πηγή: Gernot Minke, 2004).
Διάγραμμα 2-1/7: Ενσωματωμένη ενέργεια διαφόρων τυπικών δομικών υλικών 47
(Πηγή: Κορωναίος Α. & Σαργέντης Φ., Δομικά Υλικά και
Οικολογία, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα 2005).
Διάγραμμα 2-2: Υγρασία ισορροπίας διαφόρων ειδών πηλού σε σχέση με 48
διάφορα άλλα υλικά (Πηγή: Gernot Minke, 2004 &
Γεωργιάδου Ε., 2016).
Διαγράμματα 2-3/2: Καμπύλες προσρόφησης σε δοκίμια διαφόρων 49
οικοδομικών υλικών σε 48 ώρες (Πηγή: Gernot Minke,
2004 & Γεωργιάδου Ε., 2016).
Διάγραμμα 4-1: οριζόντιες και κατακόρυφες δυνάμεις σε φέρουσες τοιχοποιίες 96
(Πηγή: Παπαϊωάννου, 1998, σ. 78).
Διάγραμμα 4-2: τριγωνικό πλέγμα απεικόνισης της περιεκτικότητας πηλού σε 101
άργιλο, ιλύ και άμμο (Πηγή: αναπροσαρμογή από USDA,
Υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ, http:soils.usda.gov/).
Διάγραμμα 10-1: σχετική υγρασία στους μετεωρολογικούς σταθμούς Φλώρινας 188
και Καστοριάς, (Πηγή: Γιαννάκης Ν., Αργυρόπουλος Δ.,
κ.α. (1999), Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη Εθνικού
Δρυμού Πρεσπών, Φλώρινα, ΝΑ Φλώρινας, σ. Β-28).
Διάγραμμα 10-2: διάγραμμα ιδανικού προσανατολισμού (Πηγή: Εγχειρίδιο 203
σχεδιασμού, Κοινό Κέντρο Ερευνών Ε.Ε.)

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 16


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΙΝΑΚΩΝ Σελίδα

Πίνακας 1-1: Συγκριτικός πίνακας θερμικών συντελεστών: ειδών πηλού – 35


καθαρών υλικών – συνθετικών μονώσεων (Πηγή: κατά
Κ.ΕΝ.Α.Κ. και κατά G. Μinke, Τ.Ο.Τ.Ε.Ε. 20701-2, σ. 48).

45
Πίνακας 2-2: πίνακας φυσικών πόρων και πρώτων υλών σε σχέση με την
εξάντλησή τους (Πηγή: Κορωναίος Α., Σαργέντης Φ., 2005).
114
Πίνακας 6-1: οι παλαιές και οι νέες ονομασίες των οικισμών στα Κορέστεια
(Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Πίνακας 10-1: κλιματολογικά και θερμοκρασιακά δεδομένα Καστοριάς. Γίνεται 187


η παραδοχή ότι τα δεδομένα της περιοχής είναι παρόμοια με
αυτά της Καστοριάς (Πηγή: Τ.Ο.Τ.Ε.Ε., 2010).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 17


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΧΑΡΤΩΝ Σελίδα

127
Χάρτης 6-1: Αποτύπωση κεντρικού τμήματος οικισμού Άνω Κρανιώνα.
Παρατηρείται οικιστική αραίωση στην περιοχή του ναού της Αγ.
Παρασκευής (με μωβ χρώμα ο ιερός ναός, με πορτοκαλί τα
διώροφα κτίρια, με πιο σκούρο πορτοκαλί τα τριώροφα και με πιο
ανοικτή απόχρωση του πορτοκαλί τα μονώροφα. (Πηγή:
προσωπικό αρχείο).

142
Χάρτης 7-1: περιοχές με την συχνότητα εμφάνισης αρχιτεκτονικής προεξοχής-
σαχνισιού στην Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα (Πηγή: Οικονόμου
Αινείας, terra, Lyon, p. 3).

161
Χάρτης 8-1: χάρτης των οικισμών της ευρύτερης περιοχής όπου απεικονίζονται
τα διαφορετικά υλικά δόμησης και κατασκευαστικά συστήματα
(Πηγή: Οικονόμου Α., Traditional earthen architecture in
Northwestern Greece, terra, Lyon, 2016, p. 3).

187
Χάρτης 10-1: κλιματική κατάταξη περιοχών της Ελλάδας κατά Koppen-Geiner
(Πηγή: http://www.meteoclub.gr/themata (Ημερομηνία
επίσκεψης 17-11-2017).

188
Χάρτης 10-2: νέος χάρτης σεισμικής επικινδυνότητας ελληνικού χώρου (Πηγή:
http://portal.tee.gr).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ Σελίδα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α (Εικόνες Α΄ Μέρους: Α1 έως Α-21) 266

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β (Διαγράμματα κίνησης ήλιου στους οικισμούς: Β-1 έως Β-13 276

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ (Σχέδια: Γ-1 έως Γ-59) 282

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 18


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 2018


Η παρούσα Εργασία καθώς και τα αποτελέσματα αυτής, αποτελούν συνιδιοκτησία του ΕΑΠ
και του φοιτητή, ο καθένας από τους οποίους έχει το δικαίωμα ανεξάρτητης χρήσης,
αναπαραγωγής και αναδιανομής τους (στο σύνολο ή τμηματικά) για διδακτικούς και
ερευνητικούς σκοπούς, σε κάθε περίπτωση αναφέροντας τον τίτλο και το συγγραφέα της
Εργασίας καθώς και το όνομα του ΕΑΠ όπου εκπονήθηκε.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 19


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΑΠΘ: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης


ΓΠΣ: Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο
ΓΥΣ: Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού
ΕΜΣ: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών
ΥΠΠΟ: Υπουργείο Πολιτισμού
ΥΦ: υφιστάμενο κτίσμα (αφορά σχέδια του Παραρτήματος Γ)
Ν: νεόδμητο κτίσμα (αφορά σχέδια του Παραρτήματος Γ)
υ/π: ύψος/πλάτος
μ/π: μήκος/πλάτος
αγγλ.: αγγλιστί
εικ.: εικόνα
βλ.: βλέπε

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 20


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Στην Ελλάδα και κυρίως στο βορειοελλαδικό χώρο μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα
υπήρχαν αρκετά κτίρια τα οποία ήταν δομημένα από ωμόπλινθους. Στις μέρες μας σε αρκετά
οικιστικά σύνολα του ελληνικού χώρου απαντώνται ωμοπλινθόκτιστα κτίρια, αλλά το
μοναδικό οργανωμένο οικιστικό σύμπλεγμα με κτίρια αποκλειστικά κτισμένα με
ωμόπλινθους απαντάται στα Κορέστεια τα οποία βρίσκονται στα όρια των νομών Καστοριάς
και Φλώρινας.

Στην παρούσα μελέτη διερευνάται το ιστορικό υπόβαθρο της ορεινής και απομονωμένης
αυτής περιοχής, η πολεοδομική οργάνωση και τα τυπομορφολογικά χαρακτηριστικά του
δομημένου χώρου, ο μνημειακός πλούτος, η σχέση του δομημένου και του φυσικού
περιβάλλοντος, τα αίτια της παρακμής και εγκατάλειψης αρκετών από αυτούς και
εξετάζονται οι δυνατότητες αναβίωσης ώστε να στοιχειοθετηθεί ένα πλαίσιο βιώσιμης
ανάπτυξης φιλικό προς το φυσικό περιβάλλον. Επιχειρείται η ολιστική αντιμετώπιση του
κτισμένου περιβάλλοντος των Κορεστείων και αναπτύσσονται τα δεδομένα της περιοχής σε
μια νέα διαλεκτική μεταξύ φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος με στόχο την
παρουσίαση προτάσεων και πολυτομεακών δράσεων για την ολοκληρωμένη ανάπτυξη του
τόπου με περιβαλλοντικό πρόσημο. Επιθυμητή επιδίωξη αποτελεί η προσέλκυση νέων
οικονομικά ενεργών ατόμων και υπηρεσιών με σκοπό την οικονομική, κοινωνική και
πολιτισμική αναζωογόνηση με παράλληλη προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και
παράδοσης και σε συνδυασμό με τη διαφύλαξη και ορθή διαχείριση των φυσικών πόρων.
Ουσιαστικά, μελετάται το αξιόλογο οικιστικό απόθεμα και αναδεικνύεται η κληρονομιά που
διαθέτει ο τόπος (πλούσια αρχιτεκτονικά και πολιτιστικά κοιτάσματα, βουνό, δάσος, ποτάμι,
κ.α.) ώστε να μετασχηματιστεί σε δύναμη η οποία συγκρατεί το ισχνό πληθυσμιακό απόθεμα
και ταυτόχρονα διαμορφώνει συνθήκες επανακατοίκησης και παραγωγικής ενεργοποίησης με
παράλληλη ενδυνάμωση της υποτονικής τουριστικής ελκυστικότητας.

Η ωμόπλινθος, ως το κυρίαρχο υλικό δομής της περιοχής, μπορεί υπό προϋποθέσεις, να


καταστεί αξιόπιστο με ιδιαίτερα θετική βιοκλιματική συμπεριφορά. Οι οικισμοί αναπτύσσουν
συμβιωτική σχέση με το φυσικό περιβάλλον και, δίχως να αλλοιώνεται η αρχιτεκτονική τους
αξία, με την εφαρμογή ήπιων επεμβάσεων βελτίωσης των κλιματολογικών δεδομένων τόσο
σε πολεοδομική κλίμακα όσο και σε κλίμακα κτίσματος, μπορούν να καταστούν αξιοβίωτοι.

Λέξεις κλειδιά: ωμόπλινθοι, πηλός, φυσική δόμηση, παραδοσιακοί οικισμοί, αναβίωση.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 21


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

ABSTRACT

In Greece, especially in the northengreek area, until the middle of the last century there were
several buildings structured from mudbricks. Nowadays, in a number of greek settlements,
there are mudbrick buildings, but the only organized residential complex with buildings built
with mudbricks is situated in Korrestia, in mount Vitsi, north of Kastoria region.
The present study investigates the historical background of this mountainous and isolated
region, the urban planning and the typographical characteristics of the structured area, the
monumental wealth, the relationship between the structured and the natural environment, the
causes of the decline and abandonment of several settlements, opportunities for revitalization
to establish a framework for sustainable development that is friendly to the natural
environment. The holistic approach to the built environment of the settlements is being
explored and the area's data is developed in a new dialectic between natural and man-made
environment in order to present proposals and multidisciplinary actions for the integrated
development of the Korestia villages in an environmental point of view. Desirable pursuit is
to attract new economically active individuals and services for the purpose of economic,
social and cultural revitalization while protecting the cultural heritage and tradition and in
conjunction with the preservation and proper management of natural resources. Essencially,
the remarkable housing stock is being studied and the heritage of the site (rich architectural
and cultural heritage, mountain, forest, river, etc.) aiming to be transformed into a force that
holds back the weak population stock and at the same time forms the conditions of rehousing
and productive activation while enhancing subdued tourist attractiveness.
The mudbrick, as the predominant material of the region's structures, can be made conditional
on being credible with very positive bioclimatic behavior. The settlements develop a
symbiotic relationship with the natural environment and, without disturbing their architectural
value, with the implementation of mild climate improvement interventions on both urban and
scale scales, they can become overwhelmed.

Keywords: mudbricks, clay, natural building, traditional settlements, revival.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 22


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο πηλός αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα υλικά με έντονη χρήση στο πέρασμα των αιώνων
από τον άνθρωπο διαμορφώνοντας ενδιαφέροντα δημιουργήματα. Πρόκειται για ένα υλικό
που υπάρχει σε αφθονία στη φύση και από τα πανάρχαια χρόνια αποτέλεσε σημαντικό υλικό
δόμησης και καλλιτεχνικής δημιουργίας του ανθρώπου. Η χρήση του υλικού δεν υπήρξε ποτέ
ομοιογενής, καθώς ο κοινωνικός, πολιτισμικός, εθιμικός και ο αντιληπτικός τρόπος
αντιμετώπισης της ζωής, όπως και τα οικονομικά, τεχνολογικά και γεωγραφικά δεδομένα του
κάθε λαού, οδήγησαν σε ανάλογες στάσεις ως προς τη χρήση του πηλού και των
ωμόπλινθων. Πολλές χωμάτινες κατασκευές εξαφανίστηκαν, ορισμένες διατηρήθηκαν ως
ερείπια και οι λιγότερες συνεχίζουν να υπάρχουν μέχρι σήμερα. Οι ανθρώπινες αυτές
δημιουργίες αποτελούν ζωντανές μαρτυρίες των κατασκευαστικών μεθόδων, των χωρικών
επιλογών αλλά και της γενικότερης αντίληψης του εκάστοτε πολιτισμού.

Ο κάθε τόπος διαθέτει τα δικά του χαρακτηριστικά που έχουν σχέση με το φυσικό και το
κοινωνικοπολιτισμικό περιβάλλον καθώς και το κλίμα, παράγοντες οι οποίοι διαμόρφωσαν
διαφορετικές εκδοχές στην αρχιτεκτονική του πηλού ανά τον κόσμο. Τα πολυώροφα κτίρια
της Υεμένης και της Σαουδικής Αραβίας, οι λασπόκτιστες καλύβες της Αφρικής, οι
χωμάτινες χυτές τοιχοποιίες (pise) στην Ευρώπη και αλλού, αλλά και οι ωμοπλινθόκτιστες
δημιουργίες της Ελλάδας, όλα συναποτελούν ένα ενδιαφέρον μωσαϊκό ωμοπλινθόκτιστων
δημιουργιών σε αρμονία με το φυσικό περιβάλλον.

Η επιλογή του θέματος έγινε με γνώμονα το ενδιαφέρον του φοιτητή για τους ξεχασμένους
ωμοπλινθόκτιστους οικισμούς και βασικό έναυσμα υπήρξε η παρθενική περιήγηση μερικά
χρόνια πριν στην περιοχή των Κορεστίων Καστοριάς όπου μέσα σε ένα απόκοσμο και άκρως
γοητευτικό τοπίο στέκονται ενάντια στον αδυσώπητο χρόνο οι μοναδικοί ωμοπλινθόκτιστοι
οικισμοί στην Ελλάδα, εγκαταλελειμμένοι από τους ανθρώπους και την πολιτεία. Στην
Ελλάδα και κυρίως στο βορειοελλαδικό χώρο μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα πολλά
κτίρια κατασκευάζονταν από ωμόπλινθους. Στις μέρες μας σε αρκετά οικιστικά σύνολα της
ελληνικής επικράτειας απαντώνται ωμοπλινθόκτιστα κτίρια, αλλά το μοναδικό οργανωμένο
οικιστικό σύμπλεγμα με κτίρια αποκλειστικά κτισμένα με ωμόπλινθους απαντάται στα
Κορέστεια. Η εργασία εστιάζεται στη διερεύνηση της περιβαλλοντικής απόκρισης των
οικισμών αυτών καθώς συνδυάζουν το πλούσιο φυσικό περιβάλλον και την ιδιαίτερη
αρχιτεκτονική τους φυσιογνωμία με πολιτισμικά στοιχεία που εμπλουτίζουν την περιοχή.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 23


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Η μελέτη της χαρακτηριστικότερης αυτής περιοχής, όσον αφορά τις ωμοπλινθόκτιστες


κατασκευές, συμβάλει στην κατανόηση και ερμηνεία της παρουσίας των κτισμάτων αυτών
στο ευρύτερο φυσικό περιβάλλον όπου εντάσονται με έμφαση στην περιβαλλοντική
διάσταση η οποία αποτελεί μία σημαντική συνιστώσα σε κάθε απόπειρα βιώσιμης αειφόρου
ανάπτυξης ενός τόπου. Πρόκειται για μια διάσταση η οποία σε συνδυασμό με το αξιόλογο
οικιστικό κεφάλαιο και την ιστορία της περιοχής μελέτης μπορεί να μετασχηματιστεί σε
δύναμη ανασύστασης και προσέλκυσης ανθρώπων κι επισκεπτών με στόχο τη βιώσιμη και
αειφόρο αναβίωση των οικισμών. Το πλαίσιο αυτό αποβλέπει στην τόνωση των τοπικών
κοινοτήτων και βασίζεται σε δύο ισότιμους άξονες:
1. την τουριστική και πολιτισμική αξιοποίηση και
2. την ανασυγκρότηση και ενδυνάμωση του υφιστάμενου ισχνού παραγωγικού δυναμικού,
μέσω δράσεων φιλικών προς τους φυσικούς πόρους του τόπου και με ήπιες επεμβάσεις που
αξιοποιούν το τοπικό κλίμα και τα διαθέσιμα υλικά.
Η εργασία διερευνά το ιστορικό υπόβαθρο της περιοχής, τη διοικητική και δημογραφική της
εξέλιξη, τις απαρχές και τις συνθήκες δημιουργίας των οικισμών και τους λόγους
χρησιμοποίησης των ωμόπλινθων ως κυρίαρχου οικοδομικού υλικού. Ταυτόχρονα,
εξετάζεται η πολεοδομική οργάνωση των οικισμών, τα τυπολογικά και μορφολογικά
χαρακτηριστικά τους, ο πολιτιστικός πλούτος τους, η σχέση δομημένου και φυσικού
περιβάλλοντος και επιχειρούνται συγκριτικές παρατηρήσεις με ανάλογες κατασκευές στον
ελλαδικό χώρο.
Με συστηματική έρευνα επιχειρείται:
 να στοιχειοθετηθεί η περιβαλλοντική απόκριση των οικισμών σε πολεοδομικό επίπεδο
και σε κτιριακή κλίμακα. Για το λόγο αυτό εξετάζονται χαρακτηριστικές οικίες από τον
Άνω Κρανιώνα, έναν από τους χαρακτηριστικότερους οικισμούς των Κορεστίων, ως
ένα αξιόλογο κι αυθεντικό δείγμα της ανθρώπινης δημιουργίας, αναθεωρώντας την
πιθανή αντίληψη ότι είναι ευτελείς. Τα κτίσματα των οικισμών αυτών αποτελούν
μαρτυρίες κατασκευαστικών μεθόδων, χωρικών επιλογών και πολιτισμικών
αντιλήψεων, οι οποίες ανιχνεύονται σε σχέση με το κλίμα και το φυσικό περιβάλλον.
 να καταδειχθεί η συσχέτηση των κτισμένου και του φυσικού περιβάλλοντος
συμβάλλοντας στη διαμόρφωση συνθηκών ανάπτυξης.
 να ερμηνευθεί το φαινόμενο της «απαξίωσης» των ωμοπλινθόκτιστων αυτών
κατασκευών στη σημερινή εποχή. Η κυριαρχία των οπτόπλινθων και του οπλισμένου
σκυροδέματος κατέστησε το φυσικό αυτό υλικό «παρωχημένο» και «υποτιμημένο».
Σκοπός της εργασίας είναι η ανάδειξη και αναβίωση των οικισμών Κορεστίων Καστοριάς με

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 24


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

έμφαση στην περιβαλλοντική διάσταση και με γνώμονα τη βιωσιμότητα και τη φιλικότητα με


το φυσικό περιβάλλον. Δεν υπάρχει εκτενές βιβλιογραφικό απόθεμα για την περιοχή μελέτης
και το περιβαλλοντικό της καθεστώς, ενώ σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν οι επιτόπου
επισκέψεις στους οικισμούς αυτούς. Η πλειονότητα των οικισμών διαθέτουν ιδιαίτερο φυσικό
και ανθρωπογενές περιβάλλον, γνωρίζουν την εγκατάλειψη από τους κατοίκους εδώ και
χρόνια, αφού μέρα με τη μέρα το δομημένο περιβάλλον τους καταστρέφεται υπό την
επίδραση των καιρικών φαινομένων και την έλλειψη στρατηγικής αποκατάστασης και
αναβίωσης.
Από τα αρχαία χρόνια ο πηλός και η ωμόπλινθος αποτελούσαν βασικά υλικά οικοδόμησης,
μαζί με τον λίθο και το ξύλο, αλλά στη νεώτερη κατασκευαστική πρακτική «απαξιώθηκαν»
και παραμελήθηκαν από τους αρχιτέκτονες και τους χρήστες των κατασκευών. Η τοιχοποιία
από ωμόπλινθους αποτελεί σημαντικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς στην
Ελλάδα, όπως και πολλών περιοχών της υφηλίου. Αυτή η παλαιά τεχνική δόμησης επιβίωσε
στη χώρα μας μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950, διαμορφώνοντας την αισθητική πολλών
οικισμών. Παρά ταύτα, οι συστηματικές πληροφορίες για τη συμπεριφορά των
ωμοπλινθοδομών είναι ιδιαίτερα περιορισμένες ακόμη και σήμερα. Η βιβλιογραφία, τόσο για
το θέμα των ωμοπλινθόκτιστων κτιρίων, όσο και για την περιοχή των Κορεστείων, είναι πολύ
φτωχή και η γνώση για τα χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα ελλιπής. Οι κατασκευές αυτές
δεν έχουν απασχολήσει ευρέως την επιστημονική κοινότητα, με κάποιες εξαιρέσεις (βλ.
Μπέη Γ., Πάχτα Β.), οι οποίες επικεντρώνονται στην πειραματική διερεύνηση μηχανικών και
φυσικών χαρακτηριστικών των τοίχων από πηλό και από συμπιεσμένες ωμοπλίνθους, καθώς
και στην εξέλιξη της τεχνολογίας των κονιαμάτων ωμοπλινθοδομών.
Η συνεχώς αυξανόμενη σημασία της χρήσης των ωμοπλινθοκατασκευών οδήγησε τα
τελευταία χρόνια στην ίδρυση ερευνητικών κέντρων σε διάφορες χώρες του κόσμου, π.χ.
Craterre στη Γαλλία, Daw’an Mud Brick Architecture Foundation στην Υεμένη, Auroville
Earth Institute στην Ινδία, κ.α. Η χώρα μας, σε πλήρη αναντιστοιχία, δεν επιδεικνύει το
ενδιαφέρον που αρμόζει για τον ιδιαίτερο πολιτιστικό πλούτο των οικισμών με κτίσματα από
ωμή πλίνθο.
Η διερεύνηση της οικιστικής διάρθρωσης των Κορεστείων, της αρχιτεκτονικής δομής των
κτισμάτων τους, των πολιτισμικών παραγόντων που συνέβαλαν σ’ αυτήν συνεισφέρουν στην
πληρέστερη θεώρηση της ανώνυμης αρχιτεκτονικής των ωμοπλινθόκτιστων κτισμάτων στη
χώρα μας και της περιβαλλοντικής συνεισφοράς τους. Η τυπομορφολογία των κτιρίων
αποτελεί μαρτυρία για το επίπεδο της τεχνικής επάρκειας, της αρχιτεκτονικής τεχνοτροπίας
που εφαρμόστηκε σε μιαν απομονωμένη αγροτοποιμενική περιοχή και της επήρειας των

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 25


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

τοπικών υλικών και του κλίματος. Επιχειρείται η συσχέτηση των περιβαλλοντικών


καταβολών των τυπολογικών διατάξεων και των μορφολογικών στοιχείων. Με την εξέταση
της αρχιτεκτονικής φυσιογνωμίας των οικισμών προσδιορίζονται οι κυρίαρχοι αρχιτεκτονικοί
τύποι, οι παραλλαγές τους και οι πρωτότυπες περιπτώσεις.
Η καταγραφή του υπάρχοντος κτιριακού και πολιτιστικού αποθέματος αποτελεί επιτακτική
ανάγκη, καθώς αρκετά κτίρια σταδιακά καταρρέουν εξαιτίας της εγκατάλειψης, της
αυξημένης δομικής τρωτότητας και της έλλειψης στρατηγικής αποκατάστασης. Η
διαμόρφωση ενός σχεδίου ανασυγκρότησης, σε μια περιοχή που πλήττεται από πληθυσμιακή
απογύμνωση και απομόνωση, αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο για τον επανακαθορισμό της
σύγχρονης ταυτότητας των οικισμών και την τόνωση της τοπικής οικονομίας, με σεβασμό
στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον.
Το θέμα της εργασίας μπορεί να γίνει πεδίο διαφόρων επιστημονικών προσεγγίσεων, καθώς
αποτελεί «παρθένο» έδαφος για κάθε είδους έρευνα. Θα μπορούσε να είναι αντικείμενο
μελέτης για έναν πολιτικό μηχανικό, ο οποίος ενδιαφέρεται για τη δομική συμπεριφορά των
ωμοπλινθοκατασκευών, έναν περιβαλλοντολόγο, δεδομένου ότι οι οικισμοί παρουσιάζουν
ενδιαφέρουσα χλωρίδα και πανίδα, έναν οικονομολόγο που θα ασχοληθεί με την οικονομική
δομή της τοπικής οικονομίας, κ.α. Ερευνητικό ενδιαφέρον θα είχε, επίσης, η εφαρμογή
σύγχρονων τεχνολογιών, π.χ. της νανοτεχνολογίας, στις ωμόπλινθους.
Στην εποχή μας, κατά την οποία τα προβλήματα των περιφερειακών ανισοτήτων, λόγω της
κλιμακούμενης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, είναι οξυμένα, η μελέτη και η διατύπωση
προτάσεων βασισμένων στην εκμετάλλευση των κλιματικών δεδομένων ενός τόπου, ο οποίος
θεωρείται από τους λιγότερο αναπτυγμένους, είναι σημαντική. Τα τελευταία χρόνια ο
περιβαλλοντικός σχεδιασμός έχει επιδείξει δυσανάλογα μικρό ενδιαφέρον για την ανάπτυξη
των αγροτικών και ορεινών περιοχών σε σχέση με τις αστικές. Η προσδοκώμενη αναβίωση
των περιοχών εκτός αστικών κέντρων υποστηρίζεται από την τρέχουσα τάση επιστροφής
στην περιφέρεια. Η διατύπωση ενός προγράμματος διάσωσης της τοπικής αρχιτεκτονικής και
της πολιτιστικής παρακαταθήκης αποτελεί εργαλείο επίτευξης της επανακατοίκησης και
ανασύστασης της τοπικής οικονομίας μικρής κλίμακας. Η αρχιτεκτονική κληρονομιά των
Κορεστείων, ως το αποτύπωμα του πολιτισμού στο χώρο, εμπεριέχει μνήμες της ιστορικής,
πολιτισμικής, τεχνικής, οικονομικής και κοινωνικής πορείας του τόπου και η συνετή
διαχείρισή της σηνεπάγεται τόνωση της πολυδιάστατης βιώσιμης ανάπτυξης των οικισμών
αυτών.
Η έρευνα αφορά ένα συγκεκριμένο χωρικά οικιστικό σύνολο και πρόθεση είναι η ολιστική
προσέγγιση του θέματος «Κορέστεια». Η μεθοδολογία που ακολουθείται συνίσταται σε:

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 26


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

α) έρευνα πεδίου
β) αποτυπώσεις κτισμάτων
γ) συνεντεύξεις/συζητήσεις με τοπικούς φορείς, κατοίκους και ιδιοκτήτες ακινήτων, από τις
οποίες αναμένεται να συλλεχθούν στοιχεία για την κατανόηση της βιοκλιματικής
συμπεριφοράς των οικισμών.
Η διάρθρωση της εργασίας έχει σκοπό την πληρέστερη και ολοκληρωμένη εικόνα περί του
υλικού δομής το οποίο κυριαρχεί στο δομημένο περιβάλλον της περιοχής μελέτης. Στο πρώτο
τμήμα της εργασίας γίνεται αναφορά στη σύνθεση του υλικού, στις ιδιότητές του, στα
περιβαλλοντικά του γνωρίσματα και στις μεθόδους βελτίωσής του. Στο δεύτερο κεφάλαιο
εξετάζεται η κατηγοριοποίηση των τοιχοδομών και η αναφορά των πλεονεκτημάτων και
μειονεκτημάτων που εμφανίζουν οι ωμοπλινθοτοιχοποιίες, ενώ αναλύεται, με βάση
πειραματικά βιβλιογραφικά δεδομένα, η ενσωματωμένη ενέργεια που εμπεριέχουν καθώς και
άλλα χαρακτηριστικά τους. Στο τρίτο και τέταρτο κεφάλαιο επιχειρείται η ιστορική
ανασκόπηση της χρήσης των άψητων πλίνθινων κατασκευών από την αρχαιότητα έως τα
σύγχρονα χρόνια με έμφαση στα δημιουργήματα του ελλαδικού χώρου. Γίνεται ιδιαίτερη
νύξη στη μέθοδο παρασκευής των ωμόπλινθων κατά τα νεώτερα χρόνια ενώ δεν
παραλείπεται η περιγραφή των αρχών λειτουργίας της φέρουσας τοιχοποιίας και της
παθολογίας της.
Το δεύτερο μέρος της εργασίας ξεκινά με το έκτο κεφάλαιο στο οποίο διερευνώνται τα
ιστορικογεωγραφικά, δημογραφικά και ιστορικά χαρακτηριστικά των οικισμών τα οποία
θεωρούνται απαραίτητα για την κατανόηση της υφιστάμενης κατάστασης και οργάνωσής
τους. Στα δύο επόμενα κεφάλαια παρουσιάζονται τα τυπολογικά και μορφολογικά
χαρακτηριστικά των οικισμών και ορισμένων χαρακτηριστικών κτισμάτων τους. Θίγονται
ζητήματα που άπτονται της πολεοδομικής διάταξης του δομημένου περιβάλλοντος και του
κτιριακού πλούτου της περιοχής, ενώ στο όγδοο κεφάλαιο αναπτύσεται η κατασκευαστική
λογική των κτισμάτων και τα υλικά δομής του χώρου με έμφαση στη φιλοσοφία δόμησης των
ωμοπλινθόκτιστων δημιουργιών. Στο ένατο κεφάλαιο διερευνώνται οι αιτίες της
καταστροφής του συγκεκριμένου δομικού πλούτου των οικισμών και αναπτύσσονται τεχνικές
αποκατάστασης και επεμβάσεων. Ταυτόχρονα διατυπώνονται αρχές και προτάσεις για την
αειφορική και αξιοβίωτη ανάπτυξη των οικισμών με την ένταξη νέων χρήσεων στο δομημένο
περιβάλλον τους.
Η ανάλυση του βιοκλιματικού χαρακτήρα της περιοχής και η περιβαλλοντική απόκριση των
κτισμάτων μελετάται στο δέκατο κεφάλαιο. Παράγοντες όπως προσανατολισμός, φυσικός
αερισμός και δροσισμός, φυτεύσεις αναλύονται αφενός σε κλίμακα πολεοδομικού

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 27


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

σχεδιασμού κι αφετέρου σε επίπεδο χαρακτηριστικών κτισμάτων. Το πλαίσιο της βιώσιμης


αναβίωσης του ιδιαίτερου οικιστικού πλούτου εδράζεται την αξιοποίηση των κλιματικών
δεδομένων και των φυσικών πόρων του τόπου ώστε να καταστεί αξιοβίωτος.
Ακόμη, εξετάζεται η επικρατούσα άποψη ως προς την αναξιοπιστία των χωμάτινων
κατασκευών και συνάγονται συμπεράσματα σχετικά με την αναβίωση και την ανάπτυξη της
περιοχής, τη διαμόρφωση της νέας ταυτότητάς της με γνώμονα τη διατήρηση της
παραδοσιακής και ιστορικής της φυσιογνωμίας, την περιβαλλοντική συμβατότητα των
οικισμών η οποία μπορεί να συμβάλλει στην διατήρησή τους και να διαδραματίσει βασικό
ρόλο στη μελλοντική πορεία τους. Με την εφαρμογή ήπιων και περιβαλλοντικά φιλικών
παρεμβάσεων μπορούν οι οικισμοί να ανακτήσουν το ρόλο τους και να αναβαθμίσουν την
ποιότητα ζωής στην ευρύτερη περιοχή, όπως πραγματικά τους αξίζει.
Η παρούσα εργασία εκπονήθηκε στα πλαίσια της διπλωματικής εργασίας σχεδιασμού του
μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών Περιβαλλοντικός Σχεδιασμός Πόλεων και Κτιρίων
(ΠΣΠ) του ΕΑΠ και προσπαθεί να επανακαθορίσει και να ξαναδιαπραγματευτεί τη σχέση του
πηλού και της ωμόπλινθου με την αρχιτεκτονική και το φυσικό περιβάλλον έχοντας ως
αναφορά το οικιστικό σύμπλεγμα των Κορεστείων, των μοναδικών ωμοπλινθόκτιστων
οικισμών στην Ελλάδα.

Ευχαριστίες οφείλονται στην επιβλέπουσα Α΄ της παρούσας εργασίας κα Μερέση Αικατερίνη


και στην επιβλέπουσα Β΄ κα Χατζηδημητρίου Αγγελική για τη συμβολή τους στην
ολοκλήρωσή της. Ιδιαίτερες ευχαριστίες στον ομότιμο καθηγητή του Τμήματος Αρχιτεκτόνων
Μηχανικών ΑΠΘ κο Μουτσόπουλο Νικόλαο για τις πολύτιμες πληροφορίες του και το
αδημοσίευτο υλικό που μου παραχώρησε ευγενικά, στην ομότιμη καθηγήτρια του Τμήματος
Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ κα Γερόλυμπου-Καραδήμου Αλεξάνδρα για το πληροφοριακό υλικό που
μου παραχώρησε και στον κο Κων/νο Τσέλα, υπάλληλο της Περιφέρειας Δυτικής
Μακεδονίας. Τέλος, ευχαριστίες αξίζουν στον κο Ευθύμιο Ζέρβα, αν. καθηγητή ΕΑΠ και
συντονιστή του προγράμματος για το συντονισμό της θεματικής ενότητας.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 28


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

A΄ ΜΕΡΟΣ
1. Ο ΠΗΛΟΣ ΩΣ ΥΛΙΚΟ ΔΟΜΗΣ

Ο πηλός, είναι ένα υλικό ποικίλης σύστασης που αφθονεί στη γη. Τα χαρακτηριστικά του
διαφοροποιούνται από τη μια περιοχή στην άλλη. Το υλικό αυτό είχε χρησιμοποιηθεί τόσο
για κατασκευαστικούς λόγους (εικ. 1-1), όσο και για καλλιτεχνικούς (εικ. 1-2), αποκτώντας
χρηστική αξία (μαγειρικά σκεύη, αγγεία, κ.α.) αλλά και αισθητική (αγαλματίδια,
προπλάσματα, κ.α.). Η κύρια χρήση του πηλού σχετίζονταν με την κατασκευή ωμοπλίνθων,
δηλαδή τούβλων τα οποία διαμορφώνονταν σε καλούπια υπό την επίδραση του ήλιου και του
αέρα, αλλά και οπτόπλινθων, δηλαδή πλινθιών που έχoυν υποστεί όπτηση.

Εικόνα 1-1: διάφορες χρήσεις του Εικόνα 1-2: πήλινο κεφάλι ζώου από αγγείου ή σκεύος στο
πηλού (Πηγή:Σκαφίδα, 1990, σ. 152). Μουσείου Βόλου νεολιθικής εποχής ύψους 0,05μ.
(Πηγή:Θεοχάρης, 2000, σ. 55).

1.1. Σύνθεση και χαρακτηριστικά πηλού και πλίνθων - μέθοδοι βελτίωσης


του πηλού

Η άργιλος, το νερό και το πυρίτιο αποτελούν τις φυσικές πρώτες ύλες για τη δημιουργία
πλίνθων των οποίων η επιστημονική ονομασία είναι ένυδρο πυριτικό αργίλιο. Ο καολίνης
είναι η πιο καθαρή μορφή αργίλου. Η άργιλος είναι μαλακό, προσχωσιγενές πέτρωμα το

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 29


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

οποίο προέρχεται από την μακροχρόνια αποσύνθεση πετρωμάτων συνήθως εξαιτίας της
παρουσίας ανθρακικών οξέων κι άλλων διαλυτών. Τα κυριότερα στοιχεία που απαρτίζουν
την άργιλο είναι τα οξείδια αργιλίου και πυριτίου, αλλά και καλίου, μαγνησίου, τιτανίου,
νατρίου, κ.α. σε μικρότερες ποσότητες, σε συνδυασμό με διάφορες οργανικές ενώσεις
(Παπαϊωάννου, 1998). Η άργιλος ως κοίτασμα συναντάται είτε στο υπέδαφος είτε στην
επιφάνεια του εδάφους. Τα διάφορα στρώματα αργίλου μπορεί να παρουσιάζουν διαφορές
στην καθαρότητα, στη σύσταση, στην απόχρωση, στις φυσικοχημικές ιδιότητες, κ.α. Η
εναπόθεση των κοιτασμάτων γίνεται κατά διαδοχικές στρώσεις διαδοχικά, σε διαφορετικά
έτη και σε επηρεάζεται από την εναλλαγή των επικρατουσών κλιματολογικών συνθηκών. Στα
στρώματα αργίλου υπάρχει πιθανότητα εντοπισμού ανεπιθύμητων υλικών, όπως αυξημένη
ποσότητα άμμου, ιλύες, πέτρες, ποσότητα ασβεστίου, οστρακοειδή, ξύλα, ρίζες, κ.α. (ό. π.).
Συνήθως ο πηλός1, ως κλασικό ιζηματογενές πέτρωμα, είναι άργιλος πλούσιος σε χαλαζιούχο
λεπτομερή άμμο. Ειδικότερα, τα διαφορετικά συστατικά του πηλού κατατάσσονται ως εξής
(ΙΕΚΕΜ-ΤΕΕ, 1997):
α) χονδρόκοκκα χημικώς αδρανή συστατικά, όπως το ρύζι, οι χάλικες και τα σκύρα (4 έως
32mm) και η άμμος (80μm έως 4mm). Αυτά τα στοιχεία εξασφαλίζουν τη συνοχή του
υλικού. Η εξασφάλιση αντοχής στο υλικό προϋποθέτει την ύπαρξη ενός ελάχιστου ορίου
επαφής ανάμεσα στα αδρανή ώστε να ενεργοποιηθούν οι εσωτερικές δυνάμεις συνοχής.
β) λεπτόκοκκα χημικώς αδρανή συστατικά τα οποία αποκαλούνται ιλύες, πρόκειται για άμμο
λεπτόκοκκη (2 έως 80μm), που απορροφά λίγο νερό. Οι ιλύες μειώνουν σε κάποιο ποσοστό
την τριβή μεταξύ των αδρανών κατά τη συμπύκνωση και τη σταθερότητα των κόκκων
γεμίζοντας τα κενά μεταξύ τους.
γ) λεπτόκοκκα χημικώς ενεργά συστατικά αργιλοπυριτικής βάσεως. Τα αργιλικά μόρια είναι
φορτισμένα ηλεκτρικά, οι φυλλόμορφες στοιβάδες είναι γενικά φορτισμένες αρνητικά. Σε
διάλυμα νερού, δημιουργείται ένα δυναμικό μεταξύ των μορίων και του διαλύματος.
Προσθέτοντας στο δυναμικό αυτό ανιόντα ή κατιόντα είναι δυνατό να τροποποιηθεί η
συμπεριφορά των μορίων. Ενδυναμώνοντας τα, ταξινομούνται σε στοιβάδες ενώ αντίθετα
διαχωρίζονται. Εν ξηρώ, τα μόρια πλησιάζουν, οι δυνάμεις συνοχής Van der Waals
υπερέχουν προκαλώντας τη συγκόλληση των αργιλικών μορίων τόσο μεταξύ τους όσο και με
τα αδρανή. Αυτός είναι και ο ορισμός της συνοχής, γνωστός από την εδαφομηχανική.

1
Ο πηλός αποτελείται από ένα μείγμα σε διαφορετικές αναλογίες από χάλικες, άμμους, ιλύες και αργίλους. Στο
μίγμα προστίθενται άλατα, οξείδια και οργανικά υλικά. Μερικές φορές περιέχει και ανθρακικό ασβέστιο, οπότε
αποτελεί τον ασβεστούχο πηλό, ή φυλλάρια μαρμαρυγία και οξείδιο του σιδήρου.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 30


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

δ) άλλα στοιχεία λεπτόκοκκα και δραστικά, μερικά στοιχεία μπορούν αν έχουν πολύ θετικές
επιδράσεις στη συμπεριφορά των εδαφών και να ευνοούν κάποιες χημικές αντιδράσεις
παρουσία υδραυλικών πρόσθετων, όπως τα οξείδια του σιδήρου σε εδάφη από λατερίτη
(λατερικά εδάφη). Άλλα στοιχεία μπορεί να επιδρούν αρνητικά στη συμπεριφορά των
εδαφών, όπως είναι τα θειϊκά οξέα, τα χλωρικά οξέα και τα οργανικά υλικά.
Ως πηλούς χαρακτηρίζουμε τις αργίλους με περιεκτικότητα κόκκων μεγέθους μικρότερου
των 2μm, χονδρόκοκκους πηλούς με κόκκους μεγέθους 2-63μm και άμμο με κόκκους
μεγέθους μεγαλύτερου των 63μm. Εάν στην αργιλόμαζα υπάρχει αναλογία άμμου μικρότερη
του 20%, το μίγμα ονομάζεται παχύς πηλός, ενώ για τις αναλογίες μεταξύ 20-60% η
ονομασία είναι ισχνός πηλός. Σε περιπτώσεις που οι πρώτες ύλες είναι πολύ παχιές,
υπόκεινται σε απίσχανση με την προσθήκη άμμου, τέφρας, πριονιδίων ή παρόμοιων υλικών
(ό. π.).
Η άμμος που προστίθεται στον πηλό πρέπει να είναι πυριτικής, λεπτής κοκκομετρικής
σύνθεσης δίχως να εντοπίζονται ασβεστούχοι κόκκοι. Η μάζα της αργίλου δεν πρέπει να
ενσωματώνει σβώλους και ασβεστούχα υλικά και σβώλους καθώς εγκυμονεί ο κίνδυνος
διαρηγμάτωσης των ωμόπλινθων. Το νερό δεν πρέπει να περιέχει άλατα, για την αποφυγή
δημιουργίας εξανθημάτων κατά τη ξήρανση.
Η πλαστικότητα, η απορροφητικότητα, η συμπεριφορά κατά τη ξήρανση της αργιλόμαζας και
η περιεχόμενη υγρασία, εξαρτώνται κυρίως από την ποσότητα και την κατανομή των κόκκων
μεγέθους μικρότερου των 2μm (δηλαδή του πηλού). Μια ισοζυγισμένη σύνθεση εξασφαλίζει
σταθερή και ομογενή αργιλόμαζα (ό. π.).
Η ύπαρξη καταλλήλων ορυκτών (καολίνης, ιλίτης, χαλαζίας, κ.λπ.) επιδρά στην πρώτη
ακατέργαστη ύλη, την ξήρανση, το σχήμα, την όπτηση, το χρώμα, και κατά συνέπεια, στην
ποιότητα του παραγόμενου κεραμικού υλικού. Για τη βελτίωση της αργιλομάζας
χρησιμοποιούνται σήμερα στη βιομηχανία παραγωγής κεραμικών υλικών πρόσθετα
βελτιωτικά, όπως π.χ. κίσσηρις για τη λεπτότητα υφής και την πλαστικότητα της αργιλόμαζας
και οργανικές ουσίες (σόδα-φωσφορικά άλατα) για τη βελτίωση του pH του προστιθέμενου
νερού. Για την αύξηση του πορώδους χρησιμοποιούνται κόκκοι διογκωμένου πολυστυρενίου,
σκόνη λιγνίτη, πριονίδι και άλλα οργανικά υπολείμματα (ό. π.).
Τα αργιλικά εδάφη περιέχουν σημαντικό ποσοστό κόκκων αργίλου σε μεγέθη μικρότερα από
0,002mm. Αυτά τα υλικά επηρεάζουν τις φυσικές και τις μηχανικές ιδιότητες των αργιλικών
εδαφών. Η συνοχή είναι η κυριότερη απ’ τις ιδιότητες που επηρεάζονται από τους μικρούς
κόκκους της αργίλου. Οι ιδιότητες των αργιλικών εδαφών εξαρτώνται από την ορυκτολογική
σύσταση των κόκκων αυτών, το σχήμα τους και το μέγεθός τους, την αντοχή των δομικών

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 31


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

δεσμών τους, την υφή και την κατάσταση (πυκνότητα και ποσοστό υγρασίας) του εδάφους,
καθώς από τις ιδιότητες που εξαρτώνται από την αλληλεπίδραση με το νερό (εικ. 1-3).

Εικόνα 1-3: προσρόφηση νερού στον ενδοστρωματικό χώρο των πετάλων της αργίλου (Πηγή:Γεωργιάδου
Ε., 2016).

Το σχήμα των αργιλικών συστατικών, όπως φαίνεται στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο, μπορεί
να μοιάζει με νιφάδες ή πετάλια ή πτερύγια. Τα αργιλικά χαρακτηριστικά στο έδαφος
αντικατοπτρίζονται στην υψηλή απορρόφηση και ικανότητα κατακράτησης νερού, στη
χαμηλή διαπερατότητα, στην πλαστικότητα, κ.α. Η πιο σημαντική απ’ αυτές τις ιδιότητες
είναι η συνεκτικότητα που εκδηλώνεται μέσω της εφελκυστικής τους αντοχής. Τα εδάφη
έχουν την ικανότητα να αντιστέκονται σε εφελκυστικές δυνάμεις. Αυτή η αντίσταση
οφείλεται στην παρουσία των δομικών δεσμών μεταξύ των στερεών κόκκων. Η αντοχή και τα
χαρακτηριστικά παραμόρφωσης των αργιλικών εδαφών εξαρτώνται από την ισχύ των δεσμών
μεταξύ των μορίων, δηλαδή από την ισχύ των επαφών τους (ΙΕΚΕΜ-ΤΕΕ, 1997). Ο πηλός
είναι υλικό εύπλαστο που όταν ψηθεί γίνεται σκληρό και ανθεκτικό. Το χώμα πρέπει πριν
από την προετοιμασία του πηλού να καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις που αλλοιώνουν
την καθαρότητα του πηλού. Στην συνέχεια, αλέθεται ή κοπανίζεται για να σπάσουν τα χοντρά
κομμάτια (σβώλοι) και τέλος κατεργάζεται με νερό.
Ο πηλός ως πρώτη ύλη κατάφερε με τις ιδιότητές του να γίνει γρήγορα οικείος στον άνθρωπο
και να καλύψει ένα ευρύ φάσμα των δραστηριοτήτων του ανά τους αιώνες. Ο ψημένος πηλός
ή η «κεραμική ύλη», από το αρχαίο ελληνικό κέραμος, με τις ποικίλες μορφές που έπαιρνε
αναλόγως των αναγκών των χρηστών, αλλά και με την αντοχή του στο χρόνο, βρισκόταν
πάντοτε στο προσκήνιο του πολιτισμού. Οι ιδιότητες του πηλού συνδέονται με τη χρήση του
ιδιαίτερα στον τομέα της κεραμικής αφού διαθέτει χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Πρόκειται
για ένα υλικό που είναι καλός αγωγός της θερμότητας διευκολύνοντας τους τρόπους

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 32


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

μαγειρέματος και επιτρέποντας τη μεγαλύτερη ποικιλία ειδών διατροφής, χωρίς αυτά να


χάνουν τα πολύτιμα συστατικά τους (ό. π.).
Διαθέτει πλαστικότητα η οποία επιτρέπει την κατασκευή μεγάλης ποικιλίας σχημάτων και
μεγεθών για πολλές χρήσεις. Η πορώδης υφή του πηλού και η διαπερατότητα των
τοιχωμάτων του πήλινου σκεύους αφαιρούν γρήγορα τη θερμότητα και δροσίζουν το
περιεχόμενο δημιουργώντας τις κατάλληλες προϋποθέσεις για αποθήκευση. Η ανθεκτικότητα
των πήλινων σκευών έχει ως αποτέλεσμα τη μονιμότητά τους σε σχέση πάντα με τα ψάθινα,
τα δερμάτινα ή τα ξύλινα σκεύη στα τροπικά ή και στα μεσογειακά κλίματα, και επομένως τη
δυνατότητα αποθήκευσης και μεταφοράς προϊόντων. Ο πηλός ως πρώτη ύλη δεν είναι
δυσεύρετη, αφού υπάρχει άφθονη στη φύση, άρα μπορεί εύκολα να αντικατασταθεί
(Ροντήρη, 1994).
Ο πηλός, ως υλικό δομικών στοιχείων κτιρίων, διατηρεί την υγρασία του εσωτερικού αέρα
σταθερή, συνήθως μεταξύ 50% και 55%. Σε κτίσματα από άλλα υλικά δόμησης, η υγρασία
αυξομειώνεται με τιμές οι οποίες κυμαίνονται συνήθως μεταξύ 20% τη ψυχρή περίοδο
χειμώνα και 70% τη θερμή. Αξίζει να αναφερθεί ότι για τον άνθρωπο τα όρια άνεσης
εσωτειρκής υγρασίας καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους κινούνται από 40% έως 70%. (ό. π. &
www.anelixi.org).
Ο πηλός εξαιτίας της υγρασίας ισορροπίας2 του (0,4% έως 6% του βάρους του) και της
υψηλής τριχοειδούς προσρόφησης υγρασίας, προστατεύει τα στοιχεία ξυλείας με τα οποία
βρίσκεται σε επαφή. Τα έντομα χρειάζονται για να αναπτυχθούν ελάχιστη υγρασία 14-18%,
ενώ οι μύκητες πάνω από 20% (www.anelixi.org). Δηλαδή, ο πηλός, εξαιτίας της ικανότητάς
του να εξισορροπεί την υγρασία, αποτελεί ιδανικό περιβάλλον για το ξύλο και δεν το αφήνει
να στεγνώσει, ούτε να υγρανθεί υπερβολικά, επιμηκύνοντας το χρόνο ζωής και διατηρώντας
τις αντοχές του (ΙΕΚΕΜ-ΤΕΕ, 1997).
Ο πηλός έχει τη δυνατότητα να συντηρεί τις ποσότητες άχυρου που αναμιγνύονται στις
ωμόπλινθους. Παρόλα αυτά, όμως, σε ελαφρύ μείγμα πηλού, με αρκετή ποσότητα άχυρου και
με πυκνότητα μικρότερη των 500–600 kg/m3, η δυνατότητα του πηλού να συντηρεί το άχυρο
μπορεί να μην είναι επαρκής. Τα άχυρα εμφανίζουν έντονα φαινόμενα τριχοειδούς
προσρόφησης υγρασίας και αν η αναλογία τους στο μείγμα του πηλού είναι αυξημένη,
αναιρείται η ικανότητα του πηλού να εξισορροπεί την υγρασία. Σε τέτοιες περιπτώσεις τα
άχυρα μπορούν να σαπίσουν αν παραμείνουν επί μακρόν υγρά (Γεωργιάδου, 2016).

2
Η υγρασία η οποία ισορροπεί ένα ξύλινο στοιχείο όταν αυτό παραμένει εκτεθειμένο σ ένα χώρο για μεγάλο
χρονικό διάστημα.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 33


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Ο πηλός θεωρείται υλικό άκαυστο, δίχως να υπόκειται σε απαιτήσεις πειραματικών


διαδικασιών ως προς τις απαιτήσιες πυροπροστασίας. Τα αργιλικά ορυκτά του πηλού έχουν
την ιδιότητα να προσροφούν, μαζί με τους υδρατμούς του εσωτερικού αέρα, χημικά στοιχεία
και ενώσεις, με τη μορφή ιόντων τις οποίες δεσμεύουν. Με τον τρόπο αυτό ο πηλός
απορροφάει από την ατμόσφαιρα και δεσμεύει επιβλαβείς ουσίες, κυρίως φωσφορικές και
θειϊκές ενώσεις. Για τις ιδιότητές του αυτές χρησιμοποιείται στη βιομηχανία με σκοπό το
διαχωρισμό και τη δέσμευση χημικών ενώσεων. Η ικανότητα απομόνωσης ραδιοενεργών
εκπομπών αποτελεί άλλη μία ενδιαφέρουσα ιδιότητα του πηλού. Ο πηλός παρουσιάζει τη
χαμηλότερη εκπομπή ραδόνιου σε σχέση με τα υπόλοιπα οικοδομικά υλικά (ό. π.). Ο πηλός
λειτουργεί ως φράγμα ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας υψηλών συχνοτήτων, π.χ. της
ακτινοβολίας από τις κεραίες κινητής τηλεφωνίας3 (Pauli & Moldan, 2000).
Ο συμπαγής πηλός διαθέτει μεγαλύτερη θερμική αγωγιμότητα4 συγκριτικά με τη διάτρητη
πλίνθο, αλλά πολύ μικρότερη από το λίθο και το σκυρόδεμα. Ο ελαφρύς πηλός έχει
μικρότερη θερμική αγωγιμότητα σε σχέση με το λίθο, το σκυρόδεμα και την πλίνθο. Η ειδική
θερμοχωρητικότητα5 του συμπαγούς πηλού είναι μεγαλύτερη από αυτή του λίθου, του
σκυροδέματος και της πλίνθου, ενώ η ταχύτητα θερμοροής6 του είναι μικρότερη από τα
υπόλοιπα τρία υλικά (ό. π.).
Ο πηλός εμφανίζει τη μεγαλύτερη θερμοχωρητικότητα ανά μονάδα βάρους, σε σχέση με τα
παραδοσιακά αλλά και σύγχρονα υλικά δομής (πέτρα, ξύλο, χάλυβας, σκυρόδεμα). Η μέτρια
θερμική του αγωγιμότητα, λ=0,80 W/(m·K), μπορεί να μειωθεί σημαντικά με την προσθήκη
άχυρων ή άλλων υλικών. H προσθήκη άχυρου στον πηλό δεν επαρκεί για την ικανοποιητική
θερμομόνωση των κτηρίων, αλλά δημιουργεί δομικά στοιχεία με δυνατότητα αποθήκευσης
σημαντικών ποσοτήτων θερμότητας (το χειμώνα για τις ψυχρές νύχτες – το καλοκαίρι για τις
θερμές μέρες), τις οποίες μπορούν να κατευθύνουν σε πιο βαθιά στρώματα, και όχι μόνο στην
επιφανειακή στρώση, διότι παρουσιάζει επαρκή θερμική αγωγιμότητα. (ό. π.).

3
Τα αποτελέσματα μετρήσεων που πραγματοποιήθηκαν από το Ινστιτούτο Τεχνικής Υψηλών Συχνοτήτων,
Μικροκυμάτων και Ραντάρ του Ομοσπονδιακού Πανεπιστημίου του Μονάχου, σε συνεργασία με το Ερευνητικό
Εργαστήριο Πειραματικής Δόμησης (FEB) του Πανεπιστημίου του Kassel (Γερμανία) έδειξαν ότι ένα πλίνθινο
κτηριακό κέλυφος πάχους 24εκ., ελάχιστης πυκνότητας πηλού 800kg/m³, μονώνει την ακτινοβολία των 1,8 έως
1,9GHz (εκπομπές κινητής και ασύρματης τηλεφωνίας) κατά 22dB=99,4%. Όταν φέρει επικάλυψη φύτευσης
φτάνει τα 49dB=99,999%. Τα συνήθη υλικά δόμησης, όπως μία στέγη με κεραμίδι, δεν ξεπερνούν τα 3dB=50%
περίπου. Βλ. Pauli P., Moladn D., (2000), Reduzierung hochfrequenter Strahlung im Bauwesen–Baustoffe und
Abschirmmaterialien, Univ. d Bundeswehr, Munchen.
4
Θερμική αγωγιμότητα είναι η ποσότητα της θερμότητας (W) που περνά από ένα τοίχο πάχους 1m, με διαφορά
θερμοκρασίας 1Κ μεταξύ των επιφανειών του.
5
Ειδική θερμοχωρητικότητα είναι η ποσότητα της θερμότητας που απαιτείται για να θερμανθεί 1kg υλικού κατά
1C.
6
Η ταχύτητα θερμοροής ενός υλικού είναι ανάλογη της πυκνότητας, της αγωγιμότητας και της ειδικής
θερμοχωρητικότητάς του.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 34


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Οι θερμομονωτικές ιδιότητες του πηλού βελτιώνονται αναλογικά με την αύξηση του


ποσοστού άχυρων εντός της μάζας του. Έτσι δύο διαφορετικά μεταξύ τους στρώματα πηλού
– ένα δίχως άχυρο και ένα με αυξημένη ποσότητα άχυρου – μπορούν να διαμορφώσουν ένα
δομικό στοιχείο, το οποίο συνδυάζει αποθήκευση θερμότητας και θερμομόνωση. Στις
σύγχρονες κατασκευές, αντίστοιχο αποτέλεσμα μπορεί να επιτευχθεί, με την κατασκευή
ισχυρά θερμομονωμένου σκυροδέματος, που έχει το πλεονέκτημα του μικρότερου πάχους
κελύφους. Η σημαντική διαφορά έγκειται στην απαιτούμενη ενέργεια για την παραγωγή
τέτοιου τύπου δομικών στοιχείων, είναι 100 φορές μεγαλύτερη, συγκρινόμενη με την
παραγωγή δομικών στοιχείων πηλού. Στον Πίνακα 1-1 αποτυπώνονται οι τιμές της
πυκνότητας, του συντελεστή θερμικής αγωγιμότητας, της ειδικής θερμοχρητικότητας και του
συντελεστή αντίστασης σε διάχυση υδρατών, μεταξύ άλλων υλικών, του πηλού και του
αχυροπηλού. Ο συντελεστής αντίστασης σε διάχυση υδρατμών (μ) είναι αδιάστατος
συντελεστής και έχει σχετικό μέγεθος. Δείχνει πόσο μεγαλύτερη είναι η αντίσταση στη
διάχυση υδρατμών ενός στρώματος του υλικού, σε σχέση με στρώμα αέρα ίσου πάχους. Όσο
μικρότερη τιμή μ έχει ένα υλικό, τόσο πιο ευαίσθητο είναι στην υγρασία (Τ.Ο.Τ.Ε.Ε., 2012).

Πίνακας 1-1: Συγκριτικός πίνακας θερμικών συντελεστών: ειδών πηλού – καθαρών υλικών – συνθετικών
μονώσεων (Πηγή: κατά Κ.ΕΝ.Α.Κ. και κατά G. Μinke, Τ.Ο.Τ.Ε.Ε. 20701-2, σ. 48).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 35


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Η μεγάλη ποικιλία των εδαφών, καθώς και η επιρροή της περιεχόμενης υγρασίας στη
συμπεριφορά τους καθορίζουν διάφορους τρόπους χρήσης του εδάφους ως υλικό δόμησης.
Όσο πιο μεγάλο είναι το ποσοστό αργίλου τόσο μεγαλύτερη είναι η πλαστικότητα, πιο μικρή
η διαπερατότητα, μεγαλύτερη η συμπιεστότητα και η συνοχή ενώ μικρότερη τιμή εμφανίζει η
γωνία τριβής. Τα ασβεστολιθικά εδάφη παρουσιάζουν χαρακτηριστικά ιδιαίτερες
συμπεριφορές. Για παράδειγμα, ορισμένα ασβεστολιθικά εδάφη είναι αρκετά σκληρά για τη
χρήση τους σε αναχώματα και πρανή και άλλα αποσυντίθενται στην επαφή τους με το νερό.
Επομένως, ο πηλός μπορεί να βελτιωθεί, με τροποποίηση ορισμένων χαρακτηριστικών του
και να χρησιμοποιηθεί στη δόμηση (ό. π.).
Ορισμένες απλές μέθοδοι τροποποίησης των χαρακτηριστικών του πηλού είναι:
α) αλλαγή της κοκκομετρικής καμπύλης με την προσθήκη άμμων και χαλίκων ή με την
προσθήκη αργιλικού υλικού. Ο διαχωρισμός των υλικών είναι η λύση για την ανεύρεση ενός
ομογενούς υλικού.
β) βελτιστοποίηση των μηχανικών χαρακτηριστικών με την προσθήκη υδραυλικών κονιών,
όπως οι κλασικές κονίες, το τσιμέντο και η άσβεστος, αλλά και λιγότερο κλασικές όπως
πουζολανικές κονίες (θηραϊκή, σκυδραϊκή γη), πρόσμικτα, υδρόφοβα ή ρητίνες.
γ) προσθήκη ινών, ζωικής, φυτικής, ή συνθετικής προέλευσης, όπως άχυρα από σιτάρι ή
καλαμπόκι, ίνες από ινδικές καρύδες, τρίχες ζώων, τριφύλλι, ίνες πολυπροπυλαινίου, κ.α. Ο
σκοπός είναι το έδαφος ν’ αναπτύξει ικανή εφελκυστική αντοχή για να μπορεί να παραλάβει
τη συστολή και τις εξωτερικές ωθήσεις. Πριν τη χρήση των ινών πρέπει να εξασφαλιστεί η
καταλληλότητά τους έναντι διαβρωτικών παραγόντων και η δυνατότητα παραλαβής
εφελκυστικών τάσεων σε ξηρό και υγρό περιβάλλον. Η βελτιστοποίηση των ιδιοτήτων του
πηλού με διάφορα πρόσθετα είναι γνωστή τόσο στην εδαφομηχανική όσο και στην
αρχιτεκτονική του πηλού ως σταθεροποίηση (Μπέη, 2008).

1.2. Πηλοκονιάματα και πηλοεπιχρίσματα

Τα δομικά πηλοκονιάματα αποτελούν άλλη μια χρήση του πηλού και χρησιμοποιούνταν στο
παρελθόν7 στους αρμούς μεταξύ λίθων και ωμοπλίνθων (Τρεμπέλα-Λειμωνά, 1970).
Η πιο συνήθης περίπτωση, όσον αφορά την παραδοσιακή δόμηση, είναι η χρήση
πηλοκονιαμάτων χωρίς σταθεροποίηση. Η σταθεροποίηση, επίσης, λέγεται η διαδικασία

7
Χαρακτηριστικά, στην Κάρπαθο χρησιμοποιούσαν ως συνδετικό κονίαμα λάσπη που την έκαναν από χώμα
κόκκινο, πιριολίκι και όχι κοπρόχωμα ή πηλό γιατί σχίζει και πιάνει υγρασία. Αν ο νοικοκύρης ήταν πλούσιος
έκτιζαν με πηλάσβεστο. Το δάπεδο, ο πάτος, του καρπάθικου σπιτιού είναι κατασκευασμένος από πηλό στο
οποίο ρίχνουν και λίγο άχυρο για να μη σκάει. Για περισσότερες πληροφορίες Βλ. Τρεμπέλα-Λειμωνά Ελένη,
(1970), «Το λαϊκό καρπαθικό σπίτι», παραρτ. Δ΄ τόμου Επιστημ. Επετηρ. Πολυτεχνικής Σχολής ΑΠΘ, διατριβή
επί διδακτορία, εκδ. ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 36


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

σύγχρονης εξέλιξης των πηλοκονιαμάτων κάνοντας χρήση τσιμέντου για τα κονιάματα


δόμησης και ασβέστου για τα επιχρίσματα, ενώ υπάρχουν κι ελάχιστες περιπτώσεις
πρόσθεσης ασφαλτικών υλικών. Αυτά τα πρόσθετα χρησιμοποιούνται με στόχο τη βελτίωση
της συμπεριφοράς του υλικού, ως προς την αντοχή και την ανθεκτικότητά του. Το επίχρισμα
με την προσθήκη ασβέστου, μαζί με ελάχιστο τσιμέντο 1/10, καθίσταται πιο ανθεκτικό στο
νερό και στην ατμοσφαιρική διάβρωση, χωρίς ωστόσο να εμποδίζει την κυκλοφορία του αέρα
κατά την εξάτμιση του νερού (ΙΕΚΕΜ ΤΕΕ, 2005).
Ο πηλός που χρησιμοποιείται στα πηλοκονιάματα (εικ. 1-4), είναι όμοιος με αυτόν που
χρησιμοποιείται στις τοιχοποιίες, αν και λίγο λεπτόκοκκος (μέγιστος κόκκος το πολύ 2mm).

Εικόνα 1-4: πηλοκονίαμα σε τοιχοποιία οικίας στο Γράμμο (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Η ποιότητα του πηλοκονιάματος πρέπει να ελέγχεται κυρίως, διαμέσου των μηχανικών του
χαρακτηριστικών, της συνάφειας του με την πλίνθο, της συστολής σε ξήρανση και της
ανθεκτικότητάς του έναντι της διάβρωσης, αφού χαρακτηριστική είναι η έλλειψη
τυποποίησης των πηλών. Η συστολή κατά τη ξήρανση του πηλοκονιάματος προκαλεί στην
τοιχοποιία οριζόντια συστολή από 1 έως 2mm στα 5 μέτρα μήκους τοίχου, ενώ η καθίζηση
των πηλοκονιαμάτων στην τοιχοποιία σε νεκρό φορτίο προκαλεί κατακόρυφη συστολή του
τοίχου της τάξεως του 1 έως 2 cm ανά 3 μέτρα ύψους τοίχου. Τα σταθεροποιημένα
πηλοκονιάματα παρουσιάζουν μειωμένη συστολή ξήρανσης σε σύγκριση με αυτά χωρίς
σταθεροποίηση (Κακαβάς, Λέμης, κ.α., 2008).
Τα συνήθη πάχη των πηλοκονιαμάτων των αρμών στις τοιχοποιίες είναι μεταξύ 1 έως 1,5
εκατοστών. Στις παραδοσιακές ωμοπλίνθους στη χώρα μας προέκυψε ότι τα πάχη των
πηλοκονιαμάτων αγγίζουν τα 2 εκατοστά και καμιά φορά τα ξεπερνούν (ό. π.).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 37


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Η χρήση φυτικών ή άλλων ινών εφαρμόζεται για τον περιορισμό των ρηγματώσεων που
οφείλεται στο αργιλικό ποσοστό του πηλοκονιάματος, για την επιτάχυνση της ξήρανσης-
σκλήρυνσης χάρη στη διοχέτευση της υγρασίας προς την ατμόσφαιρα μέσω της ίνας και για
την αύξηση της εφελκυστικής αντοχής του.
Βασικό ρόλο παίζει η ποιότητα και η ποσότητα του πηλού, οι προστιθέμενες κονίες8 και ο
υδρομετρικός συντελεστής τους, που επηρεάζουν σημαντικά τα μηχανικά και φυσικά
χαρακτηριστικά του κονιάματος. Γενικά, τα πηλοκονιάματα παρουσιάζουν τις υψηλότερες
αντοχές μεταξύ των «μαλακών» κονιαμάτων, όπως τα ασβεστοκονιάματα (Παπαϊωάννου,
1998).
Η ορυκτολογική σύσταση επηρεάζει τη συμπεριφορά του πηλού. Η ποιότητα του πηλού
επίσης καθορίζει τις φυσικές και μηχανικές ιδιότητες του πηλοκονιάματος. Όταν το ποσοστό
της άμμου που περιέχεται στη σύνθεση του πηλοκονιάματος είναι υψηλό (>30%)
περιορίζεται η συστολή και οι μικρορηγματώσεις, ενώ μειώνονται οι αντοχές του. Το
απαιτούμενο ποσοστό νερού στη σύνθεση, ώστε το κονίαμα να γίνει εργάσιμο εξαρτάται από
το περιεχόμενο ποσοστό αργίλου του πηλού. Όσο υψηλότερο είναι το περιεχόμενο ποσοστό
αργίλου, τόσο περισσότερο νερό απαιτείται με αποτέλεσμα να μειώνεται η αντοχή του
πηλοκονιάματος. Όσο υψηλότερο είναι το περιεχόμενο ποσοστό αργίλου, τόσο περισσότερο
νερό απαιτείται με αποτέλεσμα να μειώνεται η αντοχή του πηλοκονιάματος (ό. π.).
Η ποικιλία των εδαφών είναι πολύ μεγάλη στη γη και όλα σχεδόν τα είδη πηλών δύνανται να
εφαρμοστούν σε δομικά έργα υπό την προϋπόθεση της μη ύπαρξης οργανικών προσμίξεων.
Τροποποιώντας και βελτιώνοντας τον πηλό μπορούν να προκύψουν ανάλογες συνθέσεις
πηλοκονιαμάτων. Η θέση (εσωτερικός ή εξωτερικός τοίχος, επίχρισμα ή όχι) του
πηλοκονιάματος ορίζει και τα κριτήρια βελτίωσης. Η υψηλή αντοχή θλίψης και κάμψης, το
χαμηλό ποσοστό συστολής ξήρανσης κατά τη διαδικασία ξήρανσης (κυρίως στα
πηλοκονιάματα) και η ικανοποιητική ταχύτητα σκλήρυνσης αποτελούν ουσιώδη

8
Κονίαμα λέγεται το μίγμα το οποίο αποτελείται από λεπτόκοκκα αδρανή (μέγιστη διάμετρος κόκκου αδρανούς
4mm), από κονίες ως συνδετική ύλη και από νερό επεξεργασίας, έχει δε τη βασική ιδιότητα να σκληρύνεται με
το χρόνο, ενώ κατά τη διάρκεια της δόμησης έχει ρευστή μορφή.
Κονίες ονομάζονται τα συνδετικά υλικά τα οποία σε στερεή κατάσταση με μορφή σκόνης ή σε υγρή μορφή
διαλύματος ή αιωρήματος, όταν υποστούν ανάμειξη και κατεργασία με ένα ρευστό μέσο (συνήθως νερό),
γίνονται εύπλαστα και αποκτούν συγκολλητικές ιδιότητες. Η πήξη της κονίας που συνίσταται στη μεταβολή του
ιξώδους της και στη μετάπτωση από μια ημίρρευστη κατάσταση σε κατάσταση αναλλοίωτου σχήματος και
απόκτηση στερεότητας, έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των μηχανικών αντοχών, η οποία ολοκληρώνεται με
την πάροδο του χρόνου και την επίδραση διαφόρων φυσικοχημικών φαινομένων. Οι κονίες διακρίνονται:
α) σε αερικές κονίες, δηλαδή κονίες που υφίστανται πήξη και σκλήρυνση ακόμη και στο νερό ή στο νερό ή σε
υγρό περιβάλλον, όπως οι πηλοί, η άσβεστος, η γύψος, η μαγνησιακή κονία, κ.α.
β) σε υδραυλικές κονίες, δηλαδή κονίες που υφίστανται πήξη και σκλήρυνση ακόμη και στο νερό γη σε υγρό
περιβάλλον, όπως η υδραυλική άσβεστος, η ρωμαϊκή κονία, το φυσικό τσιμέντο, η τεχνητή κονία Portland, τα
πουζολανικά τσιμέντα, η θηραϊκή γη, κ.α. Για περισσότερες πληροφορορίες Βλ. Παπαϊωάννου, Κ. (1998). Η
τεχνολογία της τοιχοποιίας. Θεσσαλονίκη: εκδ. University Studio Press.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 38


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

χαρακτηριστικά που οφείλει να έχει ο πηλός δόμησης. Τα επιχρίσματα που χρησιμοποιούνται


με βάση τον πηλό κι εκτίθονται άμεσα στις περιβαλλοντικές συνθήκες, είναι απαραίτητο να
διαθέτουν υψηλή ταχύτητα σκλήρυνσης, χαμηλό ποσοστό μικρορηγματώσεων κατά τη
διάρκεια ξήρανσης, ικανοποιητική στεγανότητα και πολύ καλή συνάφεια με το υπόστρωμα.
Αρχικά είναι απαραίτητη η διερεύνηση της ταυτότητας του πηλού μέσω των ορίων
πλαστικότητας, των ορυκτολογικών, των χημικών και κοκκομετρικών αναλύσεων. Εάν ο
στόχος είναι η βελτίωση των μηχανικών χαρακτηριστικών τότε η προσθήκη τσιμέντου σε
αμμώδη εδάφη, ή η προσθήκη συνδυασμού άσβεστου με θηραϊκή γη σε αργιλώδη εδάφη,
αυξάνει τις αντοχές. Επίσης, η προσθήκη ινών λεπτόπαχων και μεγάλης διασποράς, όπως η
αιγυπτιακή κάνναβη, αυξάνει την εφελκυστική αντοχή. Στην εργασία των κων Παπαγιάννη-
Μπέη κονιάματα με αρκετή υδατοστεγανότητα προσφέρουν οι συνθέσεις με χρήση άμμου,
ασβέστου και θηραϊκής γης, καθότι το νερό που απορροφούν εξατμίζεται με μεγάλη ταχύτητα
σε σχέση με πηλοκονιάματα στα οποία προστίθεται τσιμέντο και άμμος. Ως προς τη συστολή
ξήρανσης ο συνδυασμός πρόσθετης κονίας (τσιμέντου, άσβεστου, θηραϊκής γης) με άμμο
δίνει τα καλύτερα αποτελέσματα (Μπέη, 2004).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 39


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

2. Η ΩΜΟΠΛΙΝΘΟΔΟΜΗ ΩΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
ΤΟΙΧΟΠΟΙΙΑΣ

2.1. Κατηγορίες των πλινθοδομών

Οι πλινθοδομές ανάλογα με το υλικό δόμησης διακρίνονται σε (Παπαϊωάννου, 1998):


1. ωμοπλινθοδομές
2. οπτοπλινθοδομές
2.1 . συμπαγείς δίχως ή με σκάφη
2.2 . διάτρητες (με διάκενα ή κάθετες οπές)
2.3 . διάτρητες (με διάκενα ή οριζόντιες οπές)
3 λιθοδομές (ξηρολιθοδομές, αργοξηρολιθοδομές, ημιλαξευτές, λαξευτές, αργολιθοδομές)
4 τσιμεντοπλινθοδομές – γυψοπλινθοδομές
5 μικτές τοιχοποιίες (λιθοπλινθοδομές, ξυλόπηκτες τοιχοποιίες ή μπαγδατότοιχοι, σύνθετες
τοιχοποιίες, πλινθοπερίβλητες, κ.λπ.)
Ανάλογα με τον τρόπο δόμησης οι τοιχοποιίες διακρίνονται σε ανισόδομες, ισόδομες,
έμπλεκτες, δρομικές και μπατικές.
Οι πηλοκατασκευές θεωρούνται οι πρώτες στην κλίμακα τρωτότητας μεταξύ των
οπτοπλινθοκατασκευών, των λιθοκατασκευών οπλισμένου σκυροδέματος και χάλυβα. Οι πιο
συνήθεις τεχνικές κατασκευές από πηλό είναι (Μπέη, 2010):
 γέμισμα από πηλό: συνθέσεις πηλοκονιαμάτων πηλού, με ίνες σε διάφορες αναμείξεις, που
τοποθετούνται σε ξύλινα πλαίσια, υπό μορφή επιχρίσματος ή πλίνθου, διαμορφώνοντας
ελαφριές κατασκευές.
 πηλοεπιχρίσματα: εμφανίζονται είτε στην παραδοσιακή τους μορφή είτε σε μορφή
τελάρων συμπιεσμένου πηλοεπιχρίσματος.
 προϊόντα πηλού: σειρά από προκατασκευασμένα προϊόντα πηλού, συμπεριλαμβανομένων
πλίνθων και τελάρων. Παράγονται κυρίως στη Γερμανία.
 χητός πηλότοιχος: τεχνική χυτού μονολιθικού τοίχου τοποθετούμενου εντός καλουπιών σε
συμπυκνωμένες στρώσεις.
 λασπότοιχος: απλή παραδοσιακή τεχνική μονολιθικού τοίχου μη πηλό και άχυρο.
 pisé, (rammed earth, αργιλόχωμα σε καλούπι). Πρόκειται για μέθοδο συμπίεσης ενός
μίγματος χώματος προκειμένου να δημιουργηθεί ένας συμπαγής τοίχος. Το χώμα, μετά τη
εξόρυξη από το υπέδαφος, υπόκειται σε συμπίεση σε διάφορα επίπεδα εντός ενός καλουπιού

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 40


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

και για το λόγο αυτό ονομάζεται καλουπωτό αργιλόχωμα. Στη συνέχεια αποσυναρμολογείται
το καλούπι το οποίο τοποθετείται σε νέα θέση, πάνω από το τελευταίο επίπεδο του τοίχου
που κατασκευάστηκε ή σε διαφορετική καινούρια θέση. Με τον τρόπο αυτό το κτίσμα
κατασκευάζεται τόσο κατά μήκος όσο και καθ’ ύψος. Ο pisé τοίχος θα στηρίζεται σε θεμέλια,
θα διαθέτει βάση και επίστεψη χάρη στην οποία εξασφαλίζεται η προστασία από τα όμβρια
ύδατα.

Εικόνα 2-1: τοιχοποιία pise στο Nord-Isere της Γαλλίας. (Πηγή:


https://commons.wikimedia.org/wiki/File:MurPise2.JPG)

 cob λέγεται η σύγχρονη τεχνική που χρησιμοποιεί για τη δόμηση τοιχοποιιών μάζες υγρού
αργιλώδους χώματος (αγγλική λέξη που σημαίνει σβώλος, σφαιρική μάζα χώματος).
Πιθανότατα να πρόκειται για την παλαιότερη και πιο απλή μέθοδο δόμησης κατά την οποία
κατασκευάζονται μονολιθικές κατασκευές.
Τα συστατικά του cob είναι άργιλος και άμμος, τα οποία απαντώνται στο αργιλικό χώμα, στα
οποία προστίθεται ποσότητα άχυρου. Κάθε έδαφος έχει διαφορετικό ποσοστό αργίλου, το
οποίο συναντάται κάτω από το επιφανειακό εδαφικό υπόστρωμα και χαρακτηρίζεται από
απουσία οργανικών στοιχείων. Συνήθως είναι απαραίτητη η πρόσθεση υλικών (ζωϊκές ή
φυτικές ίνες, άμμος, σταθεροποιητές) για να μειωθεί η συρρίκνωση του μίγματος μετά τη
ξήρανση και να αυξηθεί η συνεκτικότητά του συμβάλλοντας στην αποφυγή δημιουργίας
ρηγματώσεων και εμφάνσιης φαινομένων διάβρωσης. Το μείγμα ολοκληρώνεται αφού
αναμειχθεί με νερό μέρχι να γίνει να αποκτήσει σχετική σκληρότητα (ό. π.). Η τοποθέτηση
γίνεται κατά τη φάση υγρή φάση του υλικού δίχως τη χρήση εργαλείων και καλουπιών, αλλά

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 41


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

χειρονακτικά, πάνω από τη λίθινη βάση. Η εξωτερική τοιχοποιία έχει πάχος το ποίο συνήθως
κυμαίνεται από 40 μέχρι 80 εκατοστά.
 μηχανοποιημένα πλιθιά: η παρασκευή πλιθιών στο εργοτάξιο στην περίπτωση αυτή γίνεται
με τη βοήθεια μηχανών.
 βιομηχανικά πλιθιά: εμφανίζονται σε αρκετή ποικιλία σταστάσεων, σχημάτων και
μεγαθών που εξαρτώνται από τη ζήτηση. Οι συμπεσμένοι πλίνθοι αποτελούν μία εκδοχή των
βιομηχανικών.
 ελαφρά τούβλα: χαρακτηρίζονται ως ελαφρά ή πορώδη τούβλα, κατά το γερμανικό
DIN105, αυτά που έχουν πυκνότητα από 0,4 έως 0,8. Το μικρό βάρος και οι θερμομονωτικές
ιδιότητες αυτών των τούβλων οδήγησαν στην κατασκευή μεγαλυτέρων μεγεθών, των
τοιχοπετασμάτων (μπλοκ) ή και τοιχοπετασμάτων (πανώ).
 άλλες κατηγορίες τούβλων: στην Ελλάδα, αλλά κυρίως στο εξωτερικό, χρησιμοποιήθηκαν
και εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται μία σειρά από διάφορα είδη τούβλων, σε
τουβλοδομές με τις αντίστοιχες ονομασίες. Η χρήση αυτών των τούβλων εξαρτάται από το
σκοπό και τις απαιτήσεις της τοιχοποιίας, την ύπαρξη και το κόστος των πρώτων υλών, το
κόστος παραγωγής, την παράδοση του τόπου ή της χώρας, καθώς τις συγκεκριμένες ανάγκες
της αγοράς οικοδομικών υλικών.
 η ωμόπλινθος ή το πλι(ν)θί: η δομική πρισματική πλίνθος με βασικό υλικό τον πηλό σε
διάφορες συνθέσεις, ή διαφορετικά η πλίνθος που δεν υπόκειται σε όπτηση.
Ένα από τα κυριότερα δομικά υλικά ανά τους αιώνες υπήρξε η πλίνθος με τις διάφορες
μορφές της. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε η πλίνθος η οποία ξηραίνονταν στον ήλιο και στον
αέρα (ωμόπλινθος) και αργότερα, ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ., η πλίνθος η οποία είχε
υποστεί ξήρανση σε κλιβάνους, δηλαδή όπτηση (οπτόπλινθος).
Η αρχή παραγωγής των ωμόπλινθων βασίζεται στη μείξη αργιλικού πηλού και στην
προσθήκη ινών (άχυρα, αποξηραμένα φύκια, ζωικές τρίχες, κ.ά.) ή και πρόσθετων (άμμος,
χαλίκια, κεραμικά, κ.ά.). Το μίγμα τοποθετείται σε καλούπια για να πάρει το επιθυμητό
σχήμα και στη συνέχεια οι πλίνθοι που σχηματίζονται αφήνονται να στεγνώσουν υπό την
επίδραση του ήλιου και του ατμοσφαιρικού αέρα. Πρόκειται δηλαδή για χειροποίητα τούβλα
από πηλό με μη σταθερές διαστάσεις, που κυμαίνονται μεταξύ ενός ελαχίστου 20Χ10Χ16
εκατ. κι ενός μεγίστου 40Χ20Χ20 εκατ. Σήμερα η χρήση τους είναι πολύ σπάνια σε εντελώς
πρόχειρες αγροτικές κατασκευές. Εντούτοις, παλιές ωμοπλινθοδομές που δομήθηκαν με
επιμέλεια και με χρήση πηλοκονιάματος έχουν αντέξει για εκατοντάδες χρόνια.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 42


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Το δομικό σύστημα των ιστορικών κτηρίων με ωμόπλινθους δεν είναι πάντα εύκολο να
κατανοηθεί και δεν μπορεί συνήθως να χωριστεί σε διακριτά στοιχεία, καθώς τα κτήρια αυτά
αποτελούνται από διάφορα δομικά στοιχεία και υλικά. Σχεδόν πάντα οι ωμοπλινθοδομές
συνυπάρχουν με ξύλινα ή/και λίθινα δομικά στοιχεία. Οι φέρουσες τοιχοποιίες από
ωμόπλινθους έχουν πάχος που κυμαίνεται από 30 cm μέχρι 50 cm και στηρίζονται σε συνεχή
θεμελίωση που έχει τη μορφή λίθινης βάσης. Η βάση αυτή αποτελείται από ακανόνιστη
λιθοδομή ύψους 100-150 cm, η οποία προεξέχει από την επιφάνεια του εδάφους σε ύψος 10-
100 cm. Το πλάτος της λίθινης θεμελίωσης είναι συνήθως 40-50 cm, αλλά υπάρχουν και
περιπτώσεις που φτάνει τα 80-100 cm. Οι ωμόπλινθοι είναι τοποθετημένοι πάνω στη λίθινη
βάση σε ομοιόμορφες οριζόντιες στρώσεις και συνδέονται με κονίαμα από πηλό. Αξίζει να
σημειωθεί ότι σε πολλές περιπτώσεις ο ισόγειος όροφος παραδοσιακών κτηρίων αποτελείται
από λιθοδομή ενώ ο άνω όροφος είναι δομημένος με ωμόπλινθους.
Επίσης, στις αστικές περιοχές υπάρχουν περιπτώσεις που η πρόσοψη των κτηρίων είναι
κατασκευασμένη από λαξευτή λιθοδομή ενώ οι υπόλοιπες φέρουσες τοιχοποιίες είναι
κατασκευασμένες από ωμόπλινθους. Η οροφή και τα άνω πατώματα των κτηρίων
αποτελούνται από οριζόντιες ξύλινες δοκούς, οι οποίες είναι διατεταγμένες παράλληλα στο
πλάτος του κτηρίου. Τα άκρα των δοκαριών στηρίζονται εντός της ωμοπλινθοδομής και σε
ορισμένες περιπτώσεις προεξέχουν από αυτή. Οι στέγες των κτηρίων είναι συνήθως
μονοκλινείς ή αμφικλινείς. Παλαιότερα, υπήρχαν και πολλές οριζόντιες στέγες, οι οποίες
όμως σταδιακά αντικαταστάθηκαν από στέγες με κλίση. Οι στέγες με κλίση έχουν πάντα
κάλυψη από κεραμίδια ενώ οι οριζόντιες στέγες έχουν κάλυψη από στρώμα συμπιεσμένης
γης.
Η παρασκευή πλίνθων παρουσιάζει διαφορές χωρικές και χρονολογικές. Πολλοί παράγοντες
συμβάλλουν στη διαφοροποίηση αυτή, όπως η σύσταση των εδαφών, οι διάφορες
κατασκευαστικές συνήθειες, το κλίμα, η σεισμικότητα της εκάστοτε περιοχής, κ.α. Πρέπει να
τονιστεί ότι η αντοχή μιας μεμονωμένης ωμοπλίνθου δεν πρέπει να ταυτίζεται με την αντοχή
της τοιχοποιίας (δομημένες ωμόπλινθοι με αρμούς κονιάματος) (Παπαϊωάννου, 1998).
 συμπιεσμένη ωμόπλινθος: σύγχρονη ωμόπλινθος που παράγεται από συμπύκνωση με
σκοπό την απόκτηση βελτιωμένων μηχανικών αντοχών (Μπέη, 2004).
Γενικά, η εικόνα και οι ιδιότητες μιας πλινθοδομής έχουν στενή σχέση με τα υλικά και τη
διαδικασία παραγωγής τούβλων (σύνθεση αργιλόμαζας, περιεχόμενο ποσοστό μεταλλικών
οξειδίων, χρόνος ξήρανσης, κ.α.).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 43


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

2.2. Καταλληλότητα του πηλού για την παραγωγή ωμοπλίνθων


H καταλληλότητα του εδάφους εξαρτάται από παράγοντες, όπως, την κοκκομετρική
διαβάθμιση, την πλαστικότητα, τη συνοχή, το βαθμό συμπύκνωσης, κ.α. Ο πηλός πρέπει να
έχει αρκετό ποσοστό λεπτών κόκκων για την εξασφάλιση της αναγκαίας συνοχής που
απαιτείται να διαθε΄τουν οι ωμόπλινθοι. Το ποσοστό αυτό δεν πρέπει να ξεπερνά ένα
ορισμένο όριο που μπορεί να βλάψει την αντοχή και την ανθεκτικότητά τους. Όταν το
αργιλικό περιεχόμενο ποσοστό στον πηλό είναι από 5% έως 20% θεωρείται ότι οι
συμπιεσμένες ωμόπλινθοι μπορούν να σταθεροποιηθούν με τσιμέντο. Τα καταλληλότερα
εδάφη για σταθεροποίηση με τσιμέντο είναι αυτά που έχουν δείκτη πλαστικότητας 9 μεταξύ
2,5% και 30%. Οι διάφορες μορφές πηλού δεν πρέπει να εμπεριέχουν οργανικά υλικά και
διαλυτά άλατα για να μην αλλοιωθούν οι ιδιότητες των ωμόπλινθων (Μπέη, 2004).

2.3. Παρασκευή χειροποίητων πλινθιών


Τα χειροποίητα πλιθιά παρασκευάζονται συνήθως επιτόπου στο έργο, αρκετές φορές από το
χώμα της εκσκαφής ή του χώρου δόμησης, με την προϋπόθεση να εμπεριέχει ποσοστό
αργίλου. Η ανάμιξη διεξάγεται με πηλό, αρκετή ποσότητα αδρανών υλικών, κυρίως χαλικιών
και άμμου, για να διατηρείται σταθερός όγκος και να μην προκύψει συρρίκνωση μετά το
στέγνωμα. Η καλή, επίμονη επεξεργασία του μείγματος με πάτημα ή ζύμωμα παίζει
αποφασιστικό ρόλο στην εξασφάλιση της συνοχής του. Η συνοχή και η αποφυγή
ρηγμάτωσης επιτυχγάνεται με τη συνεχή και καλή ανάμιξη και ενισχύεται με την προσθήκη
ινών, όπως άχυρα ή αιγότριχες, οι οποίες παίζουν το ρόλο του οπλισμού.
Τα καλούπια που χρησιμοποιούνται είναι ως επί το πλείστον ξύλινα, αλλά συναντώνται και
μεταλλικά. Το σχήμα τους γενικά είναι παραλληλεπίπεδο και οι διαστάσεις τους ποικίλουν
ανάλογα με το πάχος της τοιχοποιίας και τον επιθυμητό τρόπο δόμησης.
Τα καλούπια τοποθετούνται πάνω σε μία οριζόντια και καθαρή επιφάνεια, με πριονίδι στο
κάτω μέρμος της, και πριν πληρωθούν με πηλό ξεπλένονται για να μην κολλήσει ο πηλός
μετά την αφαίρεσή του. Οι επιφάνειες των πλιθιών πρέπει να είναι αδρές, ώστε να έχουν στο
χτίσιμο καλή πρόσφυση με τη λάσπη. Η διαδικασία ξήρανσης στον ήλιο και στον αέρα
πρέπει να γίνεται με αργό χρονικό ρυθμό.
Τα χειροποίητα πλιθιά μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην κατασκευή φέρουσας τοιχοποιίας
ή να αποτελούν υλικό πλήρωσης τοιχοποιίας με ξύλινο φέροντα οργανισμό αλλά και άλλων

9
Ο δείκτης πλαστικότητας ορίζει το εύρος της πλαστικής περιοχής. Όριο πλαστικότητας είναι η πιο χαμηλή
περιεχόμενη υγρασία για την οποία το έδαφος παραμένει πλαστικό.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 44


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

υλικών. Το συνδετικό κονίαμα των τοιχοποιιών μπορεί να είναι λάσπη, από τον ίδιο πηλό,
από τον οποίο όμως έχουν αφαιρεθεί τα χονδρόκοκκα υλικά (τα χαλίκια).

2.4. Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των ωμοπλίνθων


Η ωμόπλινθος έχει αρκετά πλεονεκτήματα που μπορούν να την κάνουν ένα ελκυστικό υλικό
στη δόμηση, όπως:
 είναι ένα ανακυκλώσιμο υλικό που μπορεί να παράγεται επιτόπου,
 βρίσκεται σε αφθονία στη φύση,

Πίνακας 2-2: πίνακας φυσικών πόρων και πρώτων υλών σε σχέση με την εξάντλησή τους (Πηγή:
Κορωναίος Α., Σαργέντης Φ., 2005).

 διαθέτει πλαστικότητα και είναι οικονομικό,


 απαιτεί μικρή ειδίκευση για την παραγωγή της,
 έχει ικανοποιητικές μηχανικές αντοχές και προσφέρει επαρκή ακαμψία στο δομικό φορέα
της,
 είναι ιδανικό για ιδιοκατασκευή και συλλογική δουλειά. Αποτελεί ένα καλό εργαλείο
συλλογικής αυτάρκειας.
Ειδικά, ως προς την περιβαλλοντική διάσταση της χρήσης οι ωμόπλινθοι και τα δομικά
στοιχεία πηλού:

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 45


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

 εμφανίζουν εξαιρετικά μεγάλη θερμική αδράνεια. Τη χειμερινή περίοδο παρουσιάζουν


μειωμένες απώλειες θερμότητας σε σχέση με το λίθο και το σκυρόδεμα (αυξημένες όμως
σε σχέση με τη διάτρητη οπτόπλινθο). Ακόμη, αποθηκεύουν μεγαλύτερη ποσότητα
θερμότητας σε σχέση με διάφορα άλλα και την αποδίδουν αργότερα, σε μεγαλύτερο χρόνο
διατηρώντας τις εσωτερικές θερμοκρασιακές διακυμάνσεις σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Τη
θερινή περίοδο αργούν να θερμανθούν διατηρώντας τους χώρους δροσερούς αρκετές ώρες
της ημέρας. Αργούν, όμως, να ψυχθούν κατά τις νυχτερινές ώρες και διατηρούν τις
εσωτερικές θερμοκρασιακές διακυμάνσεις σε πολύ χαμηλά επίπεδα (Μπέη, 2004 &
anelixi.org).
 η κατασκευή κτηρίου από πήλινα δομικά στοιχεία αξιοποιεί ενεργειακά το τοπικό κλίμα,

περισσότερο από τις κατασκευές των υπόλοιπων υλικών. Το χειμώνα εκμεταλλεύεται


καλύτερα την ηλιακή ακτινοβολία της ημέρας για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες θέρμανσης
των κτηρίων καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου και το καλοκαίρι αξιοποιεί τη
νυχτερινή δροσιά για την εξασφάλιση της ημερήσιας εσωτερικής ψύξης των κτηρίων. Για
τα δεδομένα του ελληνικού κλίματος η δόμηση ενός κτιρίου από πηλό απαιτεί εξωτερική
θερμομόνωση, η οποία είναι απαραίτητο: 1) να εξασφαλίζει την «αναπνοή» του κελύφους.
Σε αντίθετη περίπτωση, η κατασκευή κινδυνεύει από την υγροποίηση των υδρατμών του
εσωτερικού αέρα εντός της μάζας του πηλού και 2) να αποτελείται από καθαρά υλικά,
δίχως τοξικές προσμίξεις, καθώς διαφορετικά αναιρούνται όλα τα πλεονεκτήματα που
προσφέρει ο πηλός, ως φιλικό για την ανθρώπινη υγεία και το φυσικό περιβάλλον υλικό
δομής (ό. π.). Στα Διαγράμματα 2-1/6 αποτυπώνεται η διακύμανση της εσωτερικής
θερμοκρασίας και η χρονική καθυστέρηση για διάφορα πάχη τοίχων.

Τοίχος νερού Τοίχος σκυροδέματος

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 46


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Τοίχος οπτόπλινθου Τοίχος ωμόπλινθου

Διαγράμματα 2-1/6: Σύγκριση της διακύμανσης της εσωτερικής και εξωτερικής θερμοκρασίας σε
πειραματικά κτήρια – Ηassan Fathy 1986 (Πηγή: Gernot Minke, 2004).

Η εμπεριεχόμενη ενσωματωμένη ενέργεια διαφόρων υλικών απεικονίζεται στο Διάγραμμα 2-


1/7, σύμφωνα με το οποίο η ενσωματωμένη ενέργεια τούβλων από πηλό εμφανίζει ιδιαίτερα
χαμηλή τιμή. Πρόκειται για το συνολικό ποσό ενέργειας το οποίο απαιτείται ώστε να
παραχθεί ένα προϊόν, από τη φάση της παραγωγής έως και τη φάση της μεταφοράς του
(Κορωναίος & Σαργέντης, 2005).

Διάγραμμα 2-1/7: Ενσωματωμένη ενέργεια διαφόρων τυπικών δομικών υλικών (Πηγή: Κορωναίος Α.,
Σαργέντης Φ., «Δομικά Υλικά και Οικολογία», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα
2005).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 47


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Ο πηλός διαθέτει την ικανότητα να εξισορροπεί την υγρασία των χώρων, ικανότητα η οποία
οφείλεται κυρίως στην υψηλή υγρασία ισορροπίας του, δηλαδή στη μέγιστη υγρασία που
απορροφά ένα υλικό, σε συνθήκες σταθερής θερμοκρασίας και υγρασίας. Η αυξημένη
τριχοειδής συμπύκνωση στον πηλό οφείλεται στη μικρή διατομή των τριχοειδών πόρων του
και στη μεγάλη πυκνότητά του (Gernot Minke, 2004). Η υγρασία ισορροπίας του πηλού
(Πίνακας 2-1), όπως διαπιστώθηκε από το Ερευνητικό Εργαστήριο Πειραματικής Δόμησης
(FEB) του Πανεπιστημίου του Kassel κυμαίνεται μεταξύ του 0,4% και του 6%. Η πιο χαμηλή
τιμή εμφανίζεται στον ελαφρύ πηλό σε σχετική υγρασία 20% και η πιο υψηλή στον πολύ
παχύ πηλό (με μεγάλη περιεκτικότητα αργίλου) σε σχετική υγρασία 97% (ό. π.).

1 Έλατο 8 Κονίαμα αδύναμου πηλού


2 Λίμπα 9 Κονίαμα παχέως πηλού
3 Ωμόπλινθος παχύς 10 Οπτόπλινθος
4 Ωμόπλινθος ελαφρύς 11 Οπτόπλινθος επένδυσης
5 Επίχρισμα πηλού 12 Οπτόπλινθος ελαφρύς
6 Ασβεστοτσιμεντοκονίαμα 13 Ασβεστόλιθος
7 Κονίαμα ασβέστη-καζεϊνης 14 Πορώδες σκυρόδεμα
Διάγραμμα 2-2: Υγρασία ισορροπίας διαφόρων ειδών πηλού σε σχέση με διάφορα άλλα υλικά
(Πηγή: Gernot Minke, 2004 & Γεωργιάδου Ε., 2016).

Το Διάγραμμα 2-2 δείχνει την υγρασία ισορροπίας που διαπίστωσε το παραπάνω εργαστήριο
για τέσσερα διαφορετικά είδη πηλών, σε σύγκριση με την υγρασία ισορροπίας άλλων
οικοδομικών υλικών, υπό συνθήκες διαφορετικής υγρασίας αέρα, σε θερμοκρασία 21⁰C.
Διακρίνεται καθαρά ότι ο πηλός προσροφά περισσότερη υγρασία, όσο πιο παχύς είναι,
ιδιαίτερα ο πηλός του μοντμοριλλονίτη (η σκόνη του μπεντονίτη με μοντμοριλλονίτη άνω

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 48


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

του 70% έχει σχετική υγρασία 50%, υγρασία ισορροπίας 13%, ενώ ο καολινίτης έχει μόνο
0,7%). Ο αδύνατος πηλός προσροφά μόνο το 1/5 της ποσότητας του νερού που προσροφά μία
πλίνθος, σε σχετική υγρασία 58% (ό. π. & www.anelixi.org). Εργαστηριακές έρευνες του
FEB έδειξαν, ότι σε μία απότομη αύξηση της υγρασίας του αέρα από το 50% στο 80%, μία
πρώτη ζώνη πάχους 1,5 cm ενός πλίνθινου τοίχου προσροφά 300 gr νερού ανά 1 m2
επιφάνειας σε 48 ώρες, ενώ ο ασβεστόλιθος ή η επένδυση ελάτης ίδιου πάχους προσροφούν
μόνο 100 gr/m2, τα επιχρίσματα 26–76 gr/m2 και ο οπτόπλινθος μόνον 10–30 gr/m2. Σε
διάστημα 16 ημερών τα πλιθιά προσροφούν περίπου 8,3 φορές περισσότερη υγρασία από ότι
οι διάτρητοι οπτόπλινθοι και περίπου 30 φορές περισσότερη απ’ ότι τα συμπαγή τούβλα. Στα
Διαγράμματα 2-3/2 αποτυπώνονται καμπύλες προσρόφησης σε δοκίμια οικοδομικών υλικών σε 48
ώρες: πάχος 1,5mm, θερμοκρασία 21⁰C, αύξηση της υγρασίας από 50% σε 80% (ό. π.).

1 Ασβεστόλιθος 1 Παχύς πηλός


2 Πορώδες σκυρόδεμα 2 Επίχρισμα πηλού
3 Σκυρόδεμα 3 Επένδυση ελάτης
4 Οπτόπλινθος 4 Ασβεστοτσιμεντοκονίαμα
5 Οπτόπλινθος ελαφρύς 5 Γυψοκονίαμα
6 Οπτόπλινθος εμφανής
Διαγράμματα 2-3/2: Καμπύλες προσρόφησης σε δοκίμια διαφόρων οικοδομικών υλικών σε 48
ώρες (Πηγή: Gernot Minke, 2004 & Γεωργιάδου Ε., 2016).

Ο πηλός είναι ένα υλικό με μεγάλη διαπνοή, ιδιότητα η οποία επιτρέπει την εξισορρόπηση
υγρασίας στο εσωτερικό ενός κτίσματος.
Στα μειονεκτήματα της ωμοπλίνθου συμπεριλαμβάνονται:
 η απαίτηση μεγάλου πάχους τοίχων (30-40εκ. για μονώροφα κτίσματα),
 η σύσταση του αργιλοχώματος, δηλαδή η περιεκτικότητά του σε άργιλο, άμμο ιλύ, και
μικρής διατομής αδρανή, απόρροια της διαφοράς από τόπο σε τόπο καθώς δεν απαντάται
παντού ενιαία τυποποιημένο υλικό.
 η μερικές φορές κακή ανάμιξη των συστατικών στις χειροποίητες ωμόλπινθους με
συνέπεια την ανομοιογενή κατανομή των συστατικών κι αδρανών στη μάζα τους,

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 49


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

 η ενίσχυση της μάζας του με οπλισμό από άχυρο ή υαλονήματα,


 η ανάγκη επιχρίσματος για προστασία από το νερό,
 έλεγχος στους κανονισμούς οι οποίοι είναι ατελείς για τις ωμοπλινθοκατασκευές, καθώς
και έλλειψη πιστοποιήσεων,
 κανονιστική ανεπάρκεια,
 χαρακτηριστική είναι η υδροαπορροφητικότητα πηλού. Το νερό επηρεάζει τα πλίνθινα
δομικά στοιχεία με τρεις τρόπους (Σωτηρόπουλος & Κουτσούκος, 1998 &
www.anelixi.org):
1. Δεσμεύεται χημικά στη μοριακή δομή των αργιλοπυριτικών κρυστάλλων του.
Τα στερεά δομικά στοιχεία του πηλού περιέχουν σταθερή και αμετάβλητη ποσότητα μοριακά
δεσμευμένου νερού το οποίο μπορεί να απομακρυνθεί μόνο με τη θέρμανση στους 400–
900⁰C, όπως π.χ. κατά την παραγωγή οπτόπλινθων. Η διαδικασία αυτή είναι μη αναστρέψιμη
και ο ψημένος πηλός χάνει τις φυσικές ιδιότητες του ωμού πηλού και αποκτά νέες (ό. π.).
2. Δεσμεύεται στον ενδοστρωματικό χώρο των αργιλοπυριτικών κρυστάλλων.
Το ενδοστρωματικό νερό εξαερώνεται όταν ο πηλός στεγνώνει φυσικά και περνάει από την
πλαστική κατάσταση κατά τη φάση επεξεργασίας του, στη στερεή κατάσταση του στεγνού
δομικού στοιχείου. Επίσης εξαερώνεται τεχνητά, όταν ο πηλός θερμανθεί στους 105–110⁰C.
Αφού στεγνώσει ο πηλός, δεν επιστρέφει ξανά σε πλαστική κατάσταση με την επίδραση
υδρατμών και υγρασίας, παρά μόνο εάν βυθιστεί και αφεθεί μέσα σε νερό για αρκετό χρονικό
διάστημα, όσο δηλαδή απαιτείται για να διεισδύσει πάλι το νερό μεταξύ των κρυστάλλων του
(ό. π.).
3. Διεισδύει στους πόρους του πηλού εξαιτίας τριχοειδών φαινομένων.
Τα τριχοειδή φαινόμενα λειτουργούν όταν τα δομικά στοιχεία του πηλού βρίσκονται σε
επαφή με νερό (π.χ. σε περίπτωση έντονης καταιγίδας), με υγρό έδαφος και με υγρό αέρα.
Εάν η επαφή του πηλού με το νερό είναι διαρκής, το προσροφώμενο από τους τριχοειδείς
πόρους νερό, διεισδύει προς τον ενδοστρωματικό χώρο των κρυστάλλων, συνεπώς ο πηλός
χάνει τη σκληρότητά του και σταδιακά διαλύεται. Ίδια αποτελέσματα παρτηρούνται στην
περίπτωση που ο πηλός έρχεται σε επαφή με υγρό έδαφος. Προκειμένου να αποφευχθούν οι
κίνδυνοι αυτοί, πρέπει τα δομικά στοιχεία του πηλού να προστατεύονται από τη βροχή και να
εδράζονται πάνω σε υλικά μικρής υδροαπορροφητικότητας (ό. π.). Όταν, όμως, ο πηλός
βρίσκεται σε επαφή με υγρό αέρα εσωτερικών χώρων γίνεται άριστος εξισορροποιητής
υγρασίας. Λέγεται χαρακτηριστικά ότι: «Ο πηλός υπό την επίδραση του νερού εμφανίζει τις
αδυναμίες του. Αντίθετα, υπό την επίδραση υδρατμών, δείχνει τις δυνάμεις του» (Minke, 2006).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 50


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

2.5 Βελτίωση συμπεριφοράς των ωμόπλινθων κατασκευών


Για τη βελτίωση της γενικότερης στατικής συμπεριφοράς των ωμοπλινθοδομών οι τεχνίτες
του παρελθόντος κατασκεύαζαν σε πολλές περιπτώσεις επιπρόσθετα δομικά στοιχεία από
λίθους, ξύλο, ωμόπλινθους ή άλλα υλικά. Μια συνηθισμένη τακτική ήταν η τοποθέτηση
ξύλινων συνδετικών δοκών (ξυλοδεσιές ή μαντοσιές στην Κύπρο) μεταξύ των στρώσεων των
ωμόπλινθων. Οι ξυλοδεσιές10 εκτείνονται σε όλη την περίμετρο του κτηρίου και
τοποθετούνταν συνήθως στο ύψος της οροφής του ισογείου κτηρίων με όροφο ή πάνω από
ανοίγματα.
Σε κτήρια με φέρουσες τοιχοποιίες μεγάλου ύψους απαντώνται μερικές φορές αντηρίδες
κατασκευασμένες από ωμόπλινθους ή πέτρα. Στο εσωτερικό των κτηρίων σε ορισμένα μέρη
είναι αρκετά συνηθισμένη η κατασκευή λίθινων αψίδων ή η τοποθέτηση ξύλινων πασσάλων
και δοκαριών που σκοπό έχουν να στηρίζουν τη στέγη. Σε περιπτώσεις που επιδιωκόταν η
ομαλότερη μετάβαση των φορτίων από την ανωδομή στην τοιχοποιία ενσωματώνονταν στην
ωμοπλινθοδομή ανακουφιστικές αψίδες πάνω από τα ανοίγματα. Αυτές ήταν
κατασκευασμένες από ωμόπλινθους, συμπαγείς οπτόπλινθους ή κεραμίδια.
Έχουν εκπονηθεί εργασίες οι οποίες διερεύνησαν τη μηχανική συμπεριφορά μη
σταθεροποιημένων ωμοπλίνθων και καθόρισαν ένα κατώτερο όριο φέρουσας ικανότητάς
τους (Μπέη, 2008). Οι ωμοπλινθοδομές με μη σταθεροποιημένες συμπιεσμένες ωμοπλίνθους
και πηλοκονίαμα αναπτύσσουν 3,6 φορές χαμηλότερη αντοχή από αντίστοιχες ως προς τη
γεωμετρία «κλασικές» τοιχοποιίες από τις συμπαγείς χειροποίητες οπτόπλινθους με
ασβεστοκονίαμα. Στις ωμοπλινθοδομές όπου ο λόγος αντοχών πλίνθου/κονιάματος είναι ίσος
με 1,84, η αντοχή της τοιχοποιίας συγκλίνει προς την αντοχή του κονιάματος, ενώ στις
οπτοπλινθοδομές όπου ο λόγος των αντοχών πλίνθου/κονιάματος είναι ίσος με 9, η αντοχή
της τοιχοποιίας συγκλίνει προς την αντοχή της πλίνθου περιορίζοντας κατά πολύ τον ρόλο
του κονιάματος (Μπέη, 2010).
Όταν ο λόγος πάχους αρμού ύψους πλίνθου διπλασιάζεται τότε η αντοχή μειώνεται κατά 33%
στις ωμοπλινθοδομές και κατά 35% στις οπτοπλινθοδομές.
Συμπερασματικά, ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να λαμβάνεται κατά την παραγωγή των μη
σταθεροποιημένων ωμοπλίνθων ώστε να επιτευχθεί η μέγιστη ξηρή πυκνότητα και η

10
Στη μινωική αρχιτεκτονική του 1500 π.Χ. εμφανίζεται η ενίσχυση της φέρουσας λιθοδομής με ξύλινα
στοιχεία. Τα ξύλινα αυτά στοιχεία, συνηθέστερα σε οριζόντιες στρώσεις, αλλά ενίοτε και σε κατακόρυφη θέση,
κατάλληλα συνδεδεμένα μεταξύ τους, ενισχύουν την λιθοδομή ως προς την παραλαβή εφελκυστικών και
καμπτικών τάσεων, ενώ συγχρόνως περιδένουν το οικοδόμημα. Πρόσθετη απόδειξη της βαθειάς γνώσης της
συμπεριφοράς των κατασκευών στις καταπονήσεις, και της μεγάλης επιδεξιότητας στη δομική αντιμετώπισή
τους αποτελούν οι λεπτομέρειες στις συνδέσεις της ξύλινης κατασκευής που προορίζονται να παραλάβουν τις
εφελκυστικές δράσεις της δυναμικής καταπόνησης.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 51


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

βέλτιστη περιεχόμενη υγρασία. Η αύξηση του ποσοστού του πηλού και κατά συνέπεια της
αργίλου στη σύνθεση του πηλοκονιάματος αυξάνει όχι μόνο την αντοχή του αλλά και τη
συστολή ξήρανσής του. Η τιμή της συνάφειας του αρμού στην διεπιφάνεια μη
σταθεροποιημένων, πηλοκονιάματος-ωμοπλίνθου είναι ιδιαίτερα χαμηλή (Μπέη, 2004).
Η χρήση τσιμέντου στη σύνθεση πηλοκονιάματος, όχι μόνο δε συνεισφέρει στην αύξηση της
συνάφειας, αλλά αντίθετα τη μειώνει αισθητά στη διεπιφάνεια με τη μη σταθεροποιημένη
ωμόπλινθο. Στις ωμοπλινθοδομές αναπτύσσεται εντελώς αντίθετη συμπεριφορά από τις
οπτοπλινθοδομές των «κλασικών» τοιχοποιιών όσον αφορά στη συνάφεια της διεπιφάνειας
μεταξύ κονιάματος με τσιμέντο και οπτοπλίνθου. Σχετικά με την επιρροή του πάχους του
αρμού και του πλάτους της πλίνθου, παρατηρήθηκε ότι όταν το πάχος του αρμού
διπλασιάστηκε, η αντοχή της τοιχοποιίας μειώθηκε κατά περίπου 33%, επαληθεύοντας τη
βιβλιογραφία που αφορά «κλασικές τοιχοποιίες» ενώ δεν επηρεάστηκε από τη μείωση του
πλάτους της τοιχοποιίας κατά 25%. Αποδείχθηκε ότι τα σταθεροποιημένα πηλοκονιάματα με
τσιμέντο μειώνουν τη συνάφεια σε μια μη σταθεροποιημένη συμπιεσμένη ωμόπλινθο (Μπέη,
2010).
Στις ωμοπλινθοδομές είναι δυνατό να εξασφαλιστούν οι απαιτήσεις ώστε να έχουν το ρόλο
φέρουσας τοιχοποιίας εφόσον δεν τίθενται ειδικοί περιορισμοί στη σεισμική συμπεριφορά
της οικοδομής. Το παραπάνω συμπέρασμα είναι σημαντικό και καταργεί ως ένα βαθμό τη
θεώρηση ότι οι ωμοπλινθοδομές είναι αναξιόπιστες να χρησιμοποιηθούν στη δόμηση (Μπέη,
2004).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 52


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

3. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΟΥ


ΠΗΛΟΥ

Το χώμα καταλαμβάνει στη δεύτερη θέση, μετά το μπαμπού, ως το πλέον διαδεδομένο υλικό
δομής στον κόσμο. Αρχαιολογικά δεδομένα πιστοποιούν τη χρήση ωμόπλινθων κατασκευών
εδώ και 8.000 χρόνια (Ομάδα εργασίας ΤΕΕ/Τμ. Ανατολ. Στερεάς, 2002) και η χρήση τους
αφορά τόσο σπουδαία μνημεία όσο και ταπεινές κατασκευές. Σε όλη την υφήλιο ευρήματα
επαληθεύουν τη χρήση του υλικού από τα πανάρχαια χρόνια.

3.1. Ο πηλός στην αρχαιότητα

Οι ωμόπλινθοι είναι ένα από τα αρχαιότερα δομικά υλικά που έχουν χρησιμοποιηθεί από τον
άνθρωπο. Σύμφωνα με αρχαιολογικές ενδείξεις, η χρήση πηλού για δομικούς σκοπούς
ξεκίνησε πριν από 10.000-12.000 χρόνια, ενώ η παραγωγή ωμόπλινθων σε καλούπια
αναπτύχθηκε στην περιοχή της Μεσοποταμίας πριν από περίπου 7.000 χρόνια (Ιλλαμπάς,
2010). Ο άνθρωπος, εγκαταλείποντας τη νομαδική ζωή πριν περίπου 10.000 χρόνια,
συγκρότησε μόνιμους οικισμούς με τον άψητο πηλό να αποτελεί ένα από τα πρωταρχικά
υλικά δόμησης.
Ο πύργος της Βαβέλ και ένα τμήμα από το Σινικό τείχος ήταν κατασκευασμένα από
ωμόπλιθρες. Από ωμόπλινθους (εικ. 3-1) ήταν χτισμένοι αρκετοί τοίχοι κτισμάτων, πάνω από
ένα λίθινο κρηπίδωμα, όπως επίσης και ορισμένα οχυρωματικά τείχη πόλεων. Η ευρεία
χρήση τους οφείλονταν κυρίως στο χαμηλό κόστος, στην ταχύτητα κατασκευής τους και στην
σχετικά ικανοποιητικά συμπεριφορά τους στις σεισμικές δυνάμεις. Το κτίσιμό τους γίνονταν
συχνά σύμφωνα με το ισόδομο σύστημα, με καθ’ ύψος ενισχύσεις ξυλοδεσιών, ενώ
καλύπτονταν με επίχρισμα για προστασία από τα όμβρια ύδατα. Τα τείχη με πολύ μεγάλο
πάχος προφυλάσσονταν και στο πάνω μέρος με ένα στέγαστρο από κεραμίδια. Η κατασκευή
ωμόπλινθων είναι γνωστή από την εποχή των Φαραώ (Έξοδος Κεφ. Ε παρ. 7).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 53


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνα 3-1: κατεργασία και ξήρανση ωμόπλινθων στον ήλιο (Πηγή: Στεφανίδου & Παπαγιάννη, 2006, σ.
503).

Στην Κύπρο οι ωμόπλινθοι ονομάζονται πλιθάρια και χρησιμοποιήθηκαν για λόγους δόμησης
από τα αρχαία χρόνια, όπως στο νεολιθικό οικισμό της Χοιροκοιτίας (6.000-7.000 π.Χ.) (εικ.
3-2). Απαντώνται ακόμη στο πηλόκτιστο καμπύλο οικοδόμημα διαμέτρου περίπου 5μ. την 5 η
χιλιετία π.Χ. με πολύ πρώιμη χρήση αντηρίδων στο Τεπέ Γκαυρά της Τουρκίας (εικ. 3-3, 3-
4).

Εικόνα 3-2: Χοιροκοιτία στις αρχές της 6ης χιλιετίας (Πηγή: Πετρονώτης, 1991, σ. 39).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 54


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνες 3-3, 3-4: πηλόκτιστο καμπύλο οικοδόμημα διαμέτρου 5μ. περίπου της 5 ης χιλιετίας στο Τεπέ
Γκαυρά (Πηγή: Πετρονώτης, 1991, σ. 60).

Η δόμηση με πλιθιά από τα πανάρχαια χρόνια συναντάται σε πολλά μέρη της γης, όπως Δυτ.
Ασία, Βορ. Αφρική, Δυτ. Αφρική, Νοτ. Αμερική, Κεντρική Αμερική, Νοτιοδυτική Βορ.
Αμερική, Δυτ. και Ανατ. Ευρώπη κι αποτελούσε τον απλούστερο τρόπο δόμησης που
συνδυάζει χαμηλό κόστος και εμπιστοσύνη προς το υλικό ειιδκά σε περιοχές με πολλά φθηνά
εργατικά χέρια. Χαρακτηριστικά, αναφέρεται το ζιγκουράτ Chogha Zanbil στο Ιράν (εικ. 3-5)
που χρονολογείται στον 13ο π.Χ. αιώνα, η πόλη Sanaa (εικ. 3-6), πρωτεύουσα της Υεμένης,
κτισμένη 2.500 χρόνια πριν με σωζόμενα πλινθόκτιστα κτίρια άνω των 400 ετών και με
ορισμένα από αυτά να φτάνουν τους 8 ορόφους και η πόλη Shiban στο Ιράν (εικ. 3-7, 3-8).

Εικόνα 3-5: το ζιγκουράτ Chogha Zanbil στο Ιράν (Πηγή: https://en.wikipedia.org/wiki/Chogha_Zanbil).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 55


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνα 3-6: η πόλη Sanaa στην Υεμένη (Πηγή: http://www.yemen.jp/images/sanaa).

Εικόνες 3-7, 3-8: η πόλη Shiban στην Υεμένη (Πηγή: https://en.wikipedia.org/wiki/Shibam, Ημερομηνία
επίσκεψης: 18/11/2017).

Στην Ισπανία έχτιζαν με ωμούς πλίνθους από τον 8ο π.Χ. αιώνα, ενώ στη Gourna της
Αιγύπτου σώζονται πλίνθινες κατασκευές, όπως το μαυσωλείο του Ραμσή ΙΙ από το 3200
π.Χ. Το κάστρο του Arg-éBam (εικ. 3-9), στην περιφέρεια Kerman του Ιράν, χρονολογείται
στα 500 π.Χ. Η πόλη του Μάρι στον Μέσο Ευφράτη (η σημερινή Συρία) ανακαλύφθηκε το
1933 τυχαία από κάποιους χωρικούς. Με τα τρία και μισό εκτάρια της επιφάνειάς του (35.000
τετραγωνικά χιλιόμετρα) είναι το μεγαλύτερο γνωστό κτίριο από ωμή πλίνθο. Τα τεράστια

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 56


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

τείχη του και η μοναδική του είσοδος του έδιναν τη δυνατότητα να γίνει, σε περιπτώσεις
κινδύνου, ένα πραγματικό φρούριο.

Εικόνα 3-9: το κάστρο Bam ή Arg-eBam στο Ιράν (Πηγή: https://en.wikipedia.org/wiki/Arg_e_Bam).

Οι κατασκευές της λάσπης στην περιοχή του Ιράν ανήκουν στην πιο πρωτόγονη μορφή
χρησιμοποίησης του αλλουβιακού υλικού. Ουσιαστικό στοιχείο που γέννησε τις
προϋποθέσεις πολιτισμού υπήρξε πάντα η εύφορη γη των προσχώσεων του Ευφράτου, στη
Μεσοποταμία, ή η «λιπαρή» γη των προσχώσεων του Νείλου στην Αίγυπτο. Την ιλύ των
ποταμών μετά τις πλημμύρες και τη μετάπλαση του αλλουβίου σε λάσπη, κατόπιν
καταρρακτωδών βροχών, παρατήρησε ο πρωτόγονος άνθρωπος και φρόντισε να επωφεληθεί
από τις δυνατότητες που του έδινε το εύπλαστο και ανθεκτικό υλικό, το μοναδικό, άλλωστε,
που τον περιέβαλλε. Ο άνθρωπος ζύμωσε τη λάσπη αξιοποιώντας την παρατήρηση από τα
ίχνη που άφηναν τα πέλματά του στην υγρή λάσπη. Αυτή ήταν η απαρχή της δημιουργίας
αγγείων, της ωμής και, αργότερα, ψημένης πλίθρας, του βήσαλου, και πολύ αργότερα σε
ιστορικούς χρόνους, του κεραμιδιού (Μουτσόπουλος, 2001).
Δεν είναι απόλυτα βέβαιο σε ποιά περιοχή της γης εμφανίστηκε η πρώτη αρχιτεκτονημένη
μορφή με ωμή πλίνθο. Ωμοπλινθοκατασκευές εμφανίζονται στον πολιτισμό των Χαλδαίων
(Tello και κάποια ερείπια στο Mougheir, στη Warka, στα ερείπια της Calah και το
Kouioundjik που αποτελεί την ανοικοδόμηση της Νινευή), στη Μεσοποταμία, στο Δέλτα του
Νείλου, σε περιοχές νότια του Ιράκ, κ.α. Σε αρκετά χωρία της Βίβλου αναφέρονται τεχνικές
επεξεργασίας του πηλού, όπως στην Έξοδο, στον Ησαϊα, κ.α.
Η τεχνική της κατασκευής με ωμόπλιθρες είναι γνωστή στους Αιγυπτίους σε όλες της τις
λεπτομέρειες, π.χ. πόσο έπρεπε να στεγνώσουν οι πλίνθοι για να είναι ικανοποιητική η
πρόσφυσή τους, ποιός είναι ο καταλληλότερος καιρός για την πλίνθευση και πολλά άλλα. Το
ίδιο το εύπλαστο υλικό υπαγόρευε τις μορφές. Έτσι γεννήθηκαν οι κελυφωτές μορφές, όμοιες
με πελώρια πιθάρια, για την αποθήκευση των καρπών και δημιουργήθηκαν οι πρώτες
κυψελόμορφες καλύβες.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 57


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Τα ζιγκουράτ είναι συμπαγείς (χωρίς κανένα κενό μέσα τους) κατασκευές τα οποία
κατασκευάζονταν από ωμές πλίθρες και στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσαν να
επενδυθούν με ένα μανδύα από οπτόπλινθους – πολύτιμο υλικό – πάχους ενδεικτικά 2 έως
2μ. (Πετρονώτης, 1991).

Εικόνα 3-10: το ζιγκουράτ στην πόλη Ουρ (Πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki, Ημερομηνία επίσκεψης
27/01/2018).

Πρόκειται από τα καλύτερα διατηρημένα έργα στη Μεσοποταμία (Μουτσόπουλος, 2001) που
ανανεώθηκαν από το βασιλιά της Ουρ, Ουρ-Ναμμού, περίπου στα 2.000 π.Χ. (εικ. 3-10).
Η επίπεδη στέγη (ταράτσα ή δώμα) ήταν ανέκαθεν γνωστή στη Μεσοποταμία. Το διάστημα
ανάμεσα στους τοίχους γεφυρώνονταν με ξύλινα δοκάρια και επάνω τους στήριζαν
μικρότερα δοκάρια, ή κλαδιά δέντρων, ή καλάμια και τελικά χώμα, που το έβρεχαν και το
κυλίνδρωναν (στα νησιά του Αιγαίου την εργασία αυτήν την ονομάζουν μπίλιασμα). Η
μέθοδος συνηθίζεται μέχρι σήμερα σε ορισμένους αραβικούς οικισμούς (εικ. 3-11) (ό. π.).

Εικόνα 3-11: στέγη από λάσπη (Πηγή: Rapoport, σ. 134).

Από νωρίς επίσης εφαρμόστηκαν όλα τα συστήματα θολοδομίας με ωμές πλίνθους, όπως το
γνωρίζουμε από αρχαία ανάγλυφα. Παρόμοιες μορφές των μεσοποταμιακών τρούλων
συναντάμε και στις περιοχές Homs και Hammah της Συρίας, στο Ιράν (εικ. 3-12), στο
Κουρδιστάν, στην περιοχή Harrnan της Τουρκίας και στην Αφρική, αλλά πληροφορίες μας
δίνουν ο Στράβων και ο Φιλόστρατος (Μουτσόπουλος, 2001).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 58


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνα 3-12: στέγη από θόλους διπλής καμπυλότητας στο Ιράν (Πηγή: Rapoport, σ. 175).

Στο Ιράν διατηρούνται σήμερα, σε πολλές περιοχές, αξιόλογα δείγματα της αρχιτεκτονικής
της λάσπης και αποτελεί έκπληξη η διαπίστωση ότι η αρχιτεκτονική αυτή δεν εφαρμόζεται
μόνο σε μέρη που γεννήθηκε και που επικρατούν ιδανικές συνθήκες ξηρασίας, αλλά και σε
ορεινές περιοχές με ψηλό βαθμό βροχοπτώσεων. Η Yazd είναι η πανάρχαια λασπόχτιστη
πρωτεύουσα που παρουσιάζει την πιο ολοκληρωμένη μορφή οικισμού. Το καθετί στη
μεσαιωνική πολιτεία είναι από λάσπη: τα τείχη, τα τζαμιά, οι μιναρέδες, τα χάνια, τα χαμάμ,
τα ιεροσπουδαστήρια, τα σπίτια, τα ad-anbar, oι δρόμοι (ό. π.). Από το 400 π.Χ. Πέρσες
μηχανικοί εφεύραν μία τεχνική αποθήκευσης πάγου, αλλά και προμηθειών για το καλοκαίρι
στην έρημο. Ο πάγος ερχόταν από τα βουνά κατά τη διάρκεια του χειμώνα και
αποθηκεύονταν σε κατασκευές όπως το Yakhchalt (εικ. 3-13) (Μπλουμ & Μπλερ, 1999).

Εικόνα 3-13: το Yakhchalt στην περιοχή της πόλης Yazd στο Ιράν (Πηγή:
https://en.wikipedia.org/wiki/Yakhc).

Εκτός από το Ιράν, αυθεντικές μονολιθικές μορφές αρχιτεκτονικής της λάσπης βρίσκει κανείς
στην Αφρική όπου σπίτια, καλύβια, αποθήκες, περιφράξεις ήταν όλα κατασκευασμένα από

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 59


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

χώμα σε μορφές περίκεντρες ή ορθογωνικές, ανάλογα με τη λειτουργία τους. Οι περίκεντρες


μορφές προξενούν ιδιαίτερη εντύπωση, γιατί μοιάζουν υπερβολικά με τα αγγεία, τις γαβάθες
και τα πιθάρια που μεταχειρίζονται οι ίδιοι οι δημιουργοί τους, δηλαδή οι πρωτόγονες
αφρικανικές φυλές, για τη μεταφορά και την αποθήκευση των υγρών. Επίσης οι πρωτόγονοι
άνθρωποι επάλειφαν με λάσπη τα σώματά τους (ό. π.).
Η αρχέτυπη μορφή εξωτερικής τοιχοποιίας αποτελούνταν από πλέγμα κορμών και κλαδιών
το οποίο πληρώνονταν εκατέρωθεν με ένα στρώμα πεταχτής λάσπης. Οι πρώτοι κτιστοί
τοίχοι ήταν λίθινοι από ακατέργαστες ή λαξευτές πέτρες ή σχιστόλιθους και κάνουν την
εμφάνισή τους μετά την ανακάλυψη των πρώτων εργαλείων χειρός για την κατεργασία των
λίθων. Λιθοδομές με έντεχνο αρμολόγημα, δίχως κονίαμα, συναντώνται σε αιγυπτιακά
μνημεία (3000 π.Χ.), καθώς και σε ελληνικά (Ακρόπολη Μυκηνών 1550-1400 π.Χ.).
Αλλά, σε πολλές περιοχές η πέτρα ήταν δυσεύρετη και η επεξεργασία της απαιτούσε χρόνο
και επίπονη εργασία. Αντίθετα, ο πηλός προσφέρεται σε αφθονία και εμφανίζει ευκολία τόσο
κατά την παρασκευή του όσο και κατά τη οικοδομική του χρήση. Η πλίνθος είναι το
αρχαιότερο χειροποίητο δομικό υλικό που κατασκευάστηκε πριν από 10.000 χρόνια. Στις
ανασκαφές στην αρχαία Ιεριχώ (Παπαϊωάννου, 1998) ανακαλύφθηκαν ωμόπλινθοι σε
μέγεθος και σχήμα μακρόστενου ψωμιού (εικ. 3-14).

Εικόνα 3-14: ωμόπλινθος από την αρχαία Ιεριχώ (Πηγή: Παπαϊωάννου, 1998, σ. 16).

Η χρήση της άψητης γης έχει παρελθόν στον ελληνικό χώρο τουλάχιστον 5000 χρόνων.
Αναφορές στον πηλό γίνονται από τον Αριστοτέλη (Ορλάνδος & Τραυλός, 1986), τον
Παυσανία (Χατζηθεοδωρίδης, 2010), τον Αισχύλο, το Θουκυδίδη, τον Πλούταρχο, τον
Αριστοφάνη, το Γαληνό, τον Ευστάθιο, κ.α.
Από την προϊστορική εποχή (ακρόπολη Σέσκλου) μέχρι και το 1970 περίπου, οι ωμόπλινθες
κατασκευές ήταν ευρέως διαδεδομένες σ’ όλες τις περιοχές της Ελλάδας. Η συνέχεια της
χρήσης της μέχρι τις μέρες μας επιβεβαιώνεται από τα χιλιάδες ερείπια που βρίσκονται
διασκορπισμένα σε όλο τον ελληνικό χώρο, από την Πελοπόννησο και την Στερεά Ελλάδα,
μέχρι την Μακεδονία, την Ήπειρο και την Θράκη. Οι κατασκευές της Κνωσσού και της
Θήρας χρονολογούνται στα 4000-3000 π.Χ. Μεταξύ του 10ου-3ου αιω. π.Χ. οι

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 60


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

ωμοπλινθοδομές χρησιμοποιούνταν ευρύτατα στην ελληνική οικοδομική σε όλους τους


τύπους κτιρίων (τείχη, δημόσια κτίρια, ναοί, ιδιωτικές κατοικίες). Συνήθως κατασκευάζονταν
με συνδετικό πηλοκονίαμα σε υπόβαση αργών ή σπανιότερα λαξευτών λίθων. Τα τείχη στην
Αθήνα, Σμύρνη, Πάφο, Ελευσίνα, Γέλα ήταν κατασκευασμένα από ωμοπλινθοδομή.
Εφευρέτες των πλίνθων και των πηλόκτιστων οικιών θεωρούνταν από τους αρχαίους
Έλληνες οι μυθικοί Αθηναίοι Ευρύαλος και Υπέρβιος. Ο Πλίνιος αφετέρου αναφέρει ότι
κατά τον Γέλλιον, ο Toxius, γιος του Caelus, έγινε εφευρέτης του πηλόκτιστου οικήματος με
έμπνευση από τις φωλιές των χελιδονιών (Ορλάνδος, 1955-60).
Γίνεται κατανοητό ότι το παράδειγμα των αρχαίων ανατολικών λαών (Αιγυπτίων, Φοινίκων,
Βαβυλωνίων) και των προϊστορικών κατοίκων της Ελλάδος ακολούθησαν οι Έλληνες κατά
τα ιστορικά έτη και χρησιμοποιούσαν πλίνθους σε δημόσια και ιδιωτικά οικοδομήματα.
Ανασκαφικά ευρήματα επαλήθευσαν και πιστοποίησαν τις αναφορές αυτές καθώς το υλικό
αυτό χρησιμοποιήθηκε σε ναούς, βωμούς, δημόσια οικοδομήματα και ιδιωτικές οικίες.
Συνήθης χρήση ωμού πηλού σε αστικά και σε γεωργικά οικοδομήματα γινόταν και από τους
Ρωμαίους (ό. π.).
Εξαιτίας της μεγαλύτερης ελαστικότητας των ωμών πλίνθων παρείχαν μεγαλύτερη ασφάλεια
σε σχέση με τους λίθους, ειδικά κατά τις κρούσεις των πολεμικών μηχανών (κριών, κ.λπ.),
αλλά το μεγάλο μειονέκτημα ήταν η μειωμένη αντοχή στη διαλυτική ενέργεια του νερού. Στη
νεολιθική και μυκηναϊκή Ελλάδα υπάρχουν αρκετές κατασκευές με ωμές πλίνθους (ό. π.).
Στην αρχαιότερη νεολιθική Ι φάση, στην Κνωσσό (5.700-4.00 π.Χ.), οι τοίχοι
κατασκευάζονταν από πηλό και είναι αξιοσημείωτο ότι η εσωτερική πλευρά τους λειαίνονταν
και σχημάτιζε ορθή γωνία με τα πηλόχριστα δάπεδα. Στον Ορχομενό βρέθηκαν κυκλικοί
σιτοβολώνες με βάσεις, οι οποίες έχουν ελαφρά απόκλιση προς το εσωτερικό, και συνέχιζαν
με εκφορικές στρώσεις από πλίθρες. Πηλόκτιστα δάπεδα πασσαλόκτιστου οικήματος του
τέλους της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού και Αρχής Μέσης ανασκάφτηκαν στο Αρχοντικό
Γιαννιτσών (εικ. 3-15). Πηλόκτιστα οικήματα της Ύστερης εποχής του Χαλκού επίσης
βρέθηκαν στην Άσσηρο Θεσσαλονίκης (εικ. 3-16) (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου & Πιλαλή-
Παπαστεργίου, 1997).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 61


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνα 3-15: δάπεδο πασσαλόκτιστου οικήματος με εστίες και άλλες πηλόκτιστες κατασκευές του τέλους
της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού και αρχή Μέσης στο Αρχοντικό Γιαννιτσών (Πηγή: Παπαευθυμίου-
Παπανθίμου Α. & Πιλαλή-Παπαστεργίου Α., 1997, σ. 134).

Εικόνα 3-16: άποψη πηλόκτιστων οικημάτων της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στην Άσσηρο
Θεσσαλονίκης (Πηγή: Παπαευθυμίου-Παπανθίμου Α. & Πιλαλή-Παπαστεργίου Α., 1997, σ. 139).

Πηλόδομοι τοίχοι αναφέρονται στο Βουλευτήριο της Μαντινείας, στις οικίες του Κέδρωνος
και του Ινωπού στη Δήλο (ό.π.).

3.1.1. Παρασκευή του πηλού και ωμόπλινθων


Μεγάλη επιμέλεια καταβάλλονταν για την εκλογή και την παρασκευή του οικοδομικού
πηλού. Το εργαστήριο παραγωγής πλίνθων ονομαζόταν πλινθείον ή πλινθουργείον ή
πλινθούκλιον και οι τεχνίτες πηλοποιοί, πηλουργοί ή πλινθουργοί, ή πλινθουλκαί, ή πλινθευταί
(από το ρήμα πλινθεύω=πλάττω πλίνθους) με πρώτη ύλη το χώμα. Το χώμα αυτό
εξορυσσόταν από ορισμένα μέρη, είτε στην επιφάνεια του εδάφους, είτε σε βάθος, ή ακόμη
σε κρυμμένα μέρη όπου επιλέγονταν με προσοχή. Αγοραζόταν απαλλαγμένος από άμμο ώστε
να μη περιέχει άσβεστο, διότι έτσι γίνονται ελαφρότεροι και πιο στέρεοι οι πλίνθοι. Το χώμα
αυτό κοσκινίζονταν και μετά την ανάμιξή του με ανάλογη ποσότητα νερού απέβαινε πηλός, ο

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 62


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

οποίος ανάλογα με το φυσικό χρώμα της γης έπαιρνε χρώμα άλλοτε ερυθρωπό κι άλλοτε
κιτρινωπό σε διάφορες αποχρώσεις. Για την απόκτηση μεγαλύτερης συνοχής προσέθεταν στο
πολτό ποσότητα κοπανισμένου άχυρου ή ξηρού χόρτου και άλλες φορές τρίχες μόσχου.
Χρήση κοπανισμένου άχυρου στους πλίνθους έκαναν και οι Αιγύπτιοι. Κατά τους
προϊστορικούς χρόνους, πλην του άχυρου, χρησιμοποιήθηκαν και θαλάσσια φύκη, όπως π.χ.
στο Νίρου Χάνι Κρήτης. Αξιοσημείωτο είναι ότι σε μερικές περιπτώσεις, όπως το τείχος της
Δημητριάδος (Παγασών) βρέθηκαν εντός των πλίνθων νομίσματα, συντρίμματα αγγείων και
μεγάλα τμήματα πήλινων αγαλματίων. Η ανάμειξη και το πλάσιμο του πηλού με το νερό
καλούνταν από τους αρχαίους φυράν τον πηλόν ή οργάζειν ή πηλοδευστείν. Η μίξη γινόταν
εντός μεγάλων λεκανών ή σκαφών, άλλοτε με τα χέρια ή τα πόδια κι άλλοτε με τη βοήθεια
ξύλινου εργαλείου, του πηλοστροφίου. Τις μη οπτές πλίνθους οι Έλληνες ονόμαζαν γηίνας
(δωριστί γαϊνας) (Ορλάνδος, 1955-60).
Ο Βιτρούβιος συνιστά την διετή έκθεση των πλίνθων προς ξήρανση και καλύτερη εποχή την
άνοιξη και το φθινόπωρο, διότι οι πλίνθοι που παρασκευάζονται κατά τα ηλιοστάσια ήταν
ελαττωματικοί. Η ξήρανση προτιμάται στη σκιά για να μην προξενηθούν απότομες ρωγμές
στους πλίνθους από την απότομη θέρμανση. Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει ότι οι κάτοικοι της
Υτίκης (Utica) κοντά στην Καρχηδόνα εξέθεταν τον πηλό επί μια ολόκληρη πενταετία στον
ήλιο (Ορλάνδος, 1999). Πλην των οπτών και μη οπτών πλίνθων ο Στράβων και ο Βιτρούβιος
αναφέρουν ότι στη Μικρά Ασία και στην Ισπανία παρασκευάζεται από αργιλώδη γη ένα
είδος ωμών ελαφρών πλίνθων οι οποίοι επιπλέουν στο νερό (ό. π.).

3.1.2. Σύνθεση, σχήμα και διαστάσεις των ωμών πλίνθων


Η διαδικασία οικοδόμησης με πλίνθους λεγόταν από τους αρχαίους πλινθοβολείν ή πλίνθους
αναβάλλειν. Η σύνδεση των παχέων πλινθοτοίχων δεν επιτυγχάνεται μόνο με την έντεχνη
πλοκή των πλίνθων πλοκής αλλά και με τις ξυλοδεσιές ή ξυλοδέματα, των οποίων ευρεία
χρήση γινόταν και από τους προϊστορικούς χρόνους στην Ελλάδα ακόμη και για τους
λίθινους τοίχους. Οι ξυλοδεσιές ήταν σκελετός από ξύλα εντοιχιζόμενα οριζόντια και κατά
μήκος των δύο παρειών του τοίχου (θράνοι) συνδεομένων οριζόντια κατά αποστάσεις με
άλλα εγκάρσια ξύλα, τους ενδέσμους, ενίοτε και κατακόρυφα. Για την αποτροπή της
επίδρασης της υγρασίας στους ωμούς πλίνθους και την προστασία των ξυλοδεσιών από την
πυρά αφενός κατασκευάζεται λίθινη κρηπίδα στο κάτω μέρος των τειχών που λέγεται
λιθολόγημα και αφετέρου τα άκρα των τοίχων συγκρατούνται με όρθια ξύλα, ενώ οι
εξωτερικές κατακόρυφες επιφάνειες των πλινθοδομών επαλείφονται με επίχρισμα από πηλό,

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 63


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

αλ(ο)ιφής ή αλοιμμού, που παρασκευάζεται από κοσκινισμένη γη, η δε κορυφή τους


καλύπτεται με κεραμωτή στέγη (ό. π.).
Ο Βιτρούβιος μαρτυρεί ότι οι ωμές πλίνθοι που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες (Ορλάνδος,
1955-60) ήταν τετράγωνοι ή ορθογώνιοι και διακρίνει 3 είδη:
α) τη Λυδίαν πλίνθον η οποία έχει μήκος ενάμιση ποδιού (=0,491μ.) και πλάτος ενός ποδιού
(=0,327μ.),
β) την πεντάδωρον (=πενταπάλαστον) με μήκος πλευρά 1 και 1/4 πόδα που
χρησιμοποιούνταν από τους Έλληνες για τις δημόσιες κατασκευές και
γ) την τετράδωρον (=τετραπάλαστον) με μήκος πλευράς 1 ποδιού που χρησιμοποιούνταν σε
ιδιωτικές οικοδομές (ό. π.).
Οι πλίνθοι των τειχών των Αθηνών είχαν διαστάσεις πλάτος και μήκος 1 πόδα και πάχος ¼
πόδα. Στα τείχη της Απολλωνίας της Βορείου Ηπείρου (5 ος αιω. π.Χ.) οι πλίνθοι έχουν
διαστάσεις 0,38Χ0,38Χ0,08, oι τοίχοι των οικιών της Ολύνθου (4ος αιω. π.Χ.) ήταν
κατασκευασμένοι από πλίνθους διαστάσεων 0,39Χ0,19Χ0,10-0,12μ., οι οποίοι μπορούν να
θεωρηθούν, λόγω του μικρού πλάτους τους, ως ημιπλίνθια. Τέλος, οι πλίνθοι των τειχών της
Δημητριάδος (Παγασών) του 3ου αιω. είχαν διαστάσεις άλλοι 0,50Χ0,33 μ. (Μπέη, 2008).

3.1.3. Άλλες χρήσεις του ωμού πηλού


Από τα προϊστορικά χρόνια ο πηλός χρησιμοποιούνταν ως συνδετική ύλη των τοίχων από
μικρούς λίθους, σε δάπεδα κυκλοτερών εστιών, σε στέγες ως υπόθημα των καλαμιών, ως
επίχρισμα ξυλόπλεκτων θόλων και για την κατασκευή θόλων και ωμοπλίνθων σύμφωνα με το
εκφορικό σύστημα. Στους ιστορικούς χρόνους χρησιμοποιήθηκε ως υπόθημα πήλινων
κεραμιδιών σε στέγες αναμειγμένο με κοπανισμένο άχυρο. Σε επιγραφή της Ελευσίνας και
στα τείχη των Αθηνών το υπόθημα αυτό ονομάζεται δόρωσιν, λέξη που απαντά και σε
παπύρους του 3ου αιω. π.Χ. (Ορλάνδος, 1955,60).

3.1.4. Παραδείγματα
Η χρήση πηλού στην αρχαιότητα (εικ. 3-17) πιστοποιείται από πολλά αρχαιολογικά ευρήματα
σε διάφορες περιοχές του ελληνικού χώρου και η χρήση ωμού πηλού σε αρκετά έργα στην
αρχαία Ελλάδα.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 64


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνα 3-17: εξόρυξη αργιλώδους χώματος σε μελανόμορφο κορινθιακό αγγείο (Πηγή: Ορλάνδος, 1955-
60, Τα υλικά δομής, σ. 69).

Στην Πρωτοελλαδική περίοδο Ι (περί το 3.000 π.Χ.) ανήκει η μικρή οικία στον προϊστορικό
οικισμό Λαμπρικά στην περιοχή του Κορωπίου Αττικής με λιθόκτιστα θεμέλια και ανωδομή
από πλίνθους (Κακαβογιάννη κ.α., 2006). Η χρήση του πηλού έτυχε ευρείας χρήσης σε πολλά
μέρη του ελλαδικού χώρου και απόδειξη αποτελεί και ο κεραμικός κλίβανος όπτησης του 5 ου
αιω. π.Χ. που βρέθηκε στον Πεντάβρυσο Καστοριάς (Λαφτσίδης, 2007). Στο Δισπηλιό
βρέθηκαν δάπεδα με υποδομή ενισχυμένη από επάλληλες στρώσεις ξύλων χαλικιών και
άμμου, δάπεδα που πατάνε κατευθείαν πάνω σε ξύλινη πλατφόρμα ή στο χώμα (Αλματζή
κ.α., 1997). Ο πηλός που κατά κανόνα αποτελεί την επιφάνεια χρήσης των δαπέδων αυτών,
εμφανίζει διαφοροποιήσεις όσο αφορά την αρχική σύσταση και προέλευσή του, τη λείανση
και τη θερμική του επεξεργασία. Διαπιστώθηκε η χρήση πλιθιών για την ενίσχυση των
πασσάλων και της τοιχοποιίας. Επίσης βρέθηκαν νεολιθικά πρόσωπα σε πηλό.
Στο τείχος της Ελευσίνας τον 5ο αιω. π.Χ. (Αλματζή κ.α., 1997) χρησιμοποιήθηκαν
ωμόπλινθοι (εικ. 3-18) διαστάσεων 46x46x8cm σε λίθινη βάση ύψους 0,92m, ενώ στον
πεισιστράτειο περίβολο του ιερού της Ελευσίνας ανακαλύφθηκαν πλίνθοι διαστάσεων
45x45x10. Τα τείχη της Ελευσίνας είχαν πάχος που άγγιζε τα 4,50μ. (Ορλάνδος, 1955-56).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 65


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνα 3-18: ωμόπλινθοι επί λιθολογήματος στον ανατολικό περίβολο του ιερού της Ελευσίνας (Πηγή:
Ορλάνδος, Τα υλικά δομής των αρχαίων Ελλήνων, 1955-60, σ. 76).

Στο Δισπηλιό βρέθηκαν οικίες με δάπεδο από σανίδες ή μαδέρια επιστρωμένα με πηλό
(Χατζητουλούσης, 2006). Στις εικόνες 3-19 και 3-20 αναπαριστώνται μια πασαλόπηκτη οικία
στο νεολιθικό Chalain όπου διακρίνεται το δάπεδο από σανίδες και η εστία πάνω σε πήλινη
βάση και το διάγραμμα κατασκευής πλινθόκτιστου οικήματος Catal Huyuk (σε κύκλο η
λεπτομέρεια της κατασκευής της εοπίπεδης στέγης), αντίστοιχα.

Εικόνα 3-19: πασσαλόπηκτη οικία νεολιθικού οικισμού Chalain (Πηγή: Γεωργιάδου Ε., 2016).

Εικόνα 3-20: διάγραμμα κατασκευής πλινθόκτιστου οικήματος Catal Huyuk (σε κύκλο η λεπτομέρεια της
κατασκευής της επίπεδης στέγης) (Πηγή: Γεωργιάδου Ε., 2016).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 66


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Στους τάφους του Προσκυνά Φθιώτιδας εντοπίστηκαν ελεύθερα οικήματα με λίθινα θεμέλια
και πλίνθινη ανωδομή, που περιβάλλονται από ανοικτούς χώρους, μέσα στους οποίους
βρέθηκαν αποθηκευτικές εγκαταστάσεις (εικ. 3-21). Τα οικήματα με διαφοροποιήσεις ως
προς το μέγεθος και την κατασκευή και με τους κτιστούς λάκκους εξωτερικά αυτών
εμφανίζονται ως περιοχές οικοτεχνικής δραστηριότητας (Ζάχου, 2003).

Εικόνα 3-21: κτιστή δεξαμενή κατεργασίας και


αποθήκευσης πηλού (Πηγή: Ζάχου Ελένη,
2002, σ. 162).

Ενδείξεις για τη χωροθέτηση μιας


βιοτεχνικής παραγωγής αποτελούν δύο
μεγάλες δεξαμενές κατεργασίας και
αποθήκευσης πηλού, κυκλική και κτιστή
η μια, λαξευμένη στο φυσικό βράχο η
δεύτερη. Και οι δύο βρέθηκαν γεμάτες
καθαρούς, άψητους πηλούς.
Κατά τις εργασίες διαπλάτυνσης της εθνικής οδού, σε απόσταση 1,5χλμ. ΒΔ από τις
Μικροθήβες αποκαλύφθηκαν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα τεσσάρων οικιστικών συνόλων της
τελικής νεολιθικής πρώιμης εποχής του χαλκού και ορθογώνιες καλύβες με στέγη και τοίχους
από πλέγματα καλαμιών, επαλειμμένα με πηλό και δάπεδα από πηλό. Στο εσωτερικό των
καλυβών έχουν αποκαλυφθεί πλήθος από πήλινες και λίθινες κατασκευές οικοτεχνικών,
τροφοπαρασκευαστικών και αποθηκευτικών δραστηριοτήτων. Ακόμη, στο Ακρωτήρι της
Θήρας με ωμοπλινθοδομή κατασκευάζονταν μεσοτοιχίες δωματίων και διαδρόμων σε
ορόφους (όρθια τοποθέτηση ωμοπλίνθων, με μεγάλη περιεκτικότητα σε άχυρα και αδρανή)
(Αδρύμη, Σισμάνη κ.α., 2003).
Το πήλινο ομοίωμα σπιτιού με οκτώ ειδώλια που βρέθηκε κάτω από το δάπεδο οικίας της
νεότερης νεολιθικής εποχής στον οικισμό Πλατιάς Μαγούλας Ζάρκου το 1985 δε γνωρίζουμε
εάν ήταν αντικείμενο προσφοράς θεμελίωσης σπιτιού, οπότε θα αποτελούσε ένα είδος
προδρόμου της τελετουργικής προσφοράς, κάτι που συναντιέται και στην κατασκευή των
θεμελίων ενός προβιομηχανικού σπιτιού (ό. π.).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το πήλινο υπόδειγμα οικίσκου από τον Κραννώνα (Ντουράκι ή
Χαλκιάδες) και την Μυρρίνη Καρδίτσας (Θεοχάρης, 2000) (εικ. 3-22). Από τις μακέτες που
βρέθηκαν διαπιστώνεται ότι τα σπίτια ήταν όλα μικρά, τετράπλευρα και κάπως δρομικά, με
λιθόκτιστη κρηπίδα που συνήθως δεν ξεπερνούσε στο ύψος το μέτρο, και τοίχους από πλιθιά.
Το ότι η μορφή της στέγης ήταν δίρριχτη βεβαιώνουν όχι μόνο τα πήλινα υποδείγματα των

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 67


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνα 3-22: πήλινα ομοιώματα οικίσκων από τη Εικόνα 3-23: αρχαίο πήλινο ομοίωμα ναού
Θεσσαλία. Αριστερά από τον Κραννώνα και από το Ηραίο Άργους (Πηγή:
δεξιά από τη Μυρρίνη Καρδίτσας (Πηγή: Μουτσόπουλος & Δεβολής, 2003, σ. 71).
Πετρονώτης 1992, σ. 191).

μακετών αλλά και αυτούσια κομμάτια του πηλού που σκέπαζε τις δοκίδες. Μερικά από αυτά
τα κομμάτια δείχνουν καθαρά την κλίση της στέγης (περίπου 25 ο-30ο) και σε άλλα σώθηκε η
κυκλική οπή για τη διέξοδο του καπνού. Αρχαίο πήλινο ομοίωμα ναού βρέθηκε στο Ηραίο
Άργους (εικ. 3-23) (Θεοχάρης, 2000).
Σύμφωνα με τον καθηγητή του Τμήματος Αρχαιολογίας ΑΠΘ κο Κωστάκη, τα νεολιθικά
σπίτια (εικ. 3-24) είχαν τοιχοποιίες κατασκευασμένες με πλινθιά και μερικές φορές στις
οροφές τους ανάμεσα σε καλάμια τοποθετούσαν πηλό (Κωστάκης, 2012).

Εικόνα 3-24: σχηματική προοπτική τομή χαρακτηριστικής νεολιθικής κατοικίας στο Ehrenstein του
Sipplingen, όπου 1: ξύλινο δάπεδο, 2: επίστρωση δαπέδου με πηλό, 3: τοίχος από πλέγμα λυγαριάς (Πηγή:
Μουτσόπουλος & Δεβολής, 2003, σ. 57)

Στην Όλυνθο Χαλκιδικής, το γενικό σχήμα των σπιτιών είναι τετράγωνο με πλευρά περίπου
17μ. Πέτρα, ηλιόψητοι πλίνθοι και επίχρισμα χρησιμοποιήθηκαν ως δομικά υλικά μαζί με
ξύλινα δοκάρια για τη σκεπή και την καλύτερη στερέωση των πλίνθινων τοίχων. Τα δάπεδα
είχαν πήλινη επίστρωση ή μωσαϊκή διακόσμηση (Οικονόμου, 2013).
Στα αρχαία Λείβηθρα της Πιερίας ανακαλύφθηκαν ωμόπλινθοι και πλάκα δαπέδου σε αρχαία
αγροικία στην αγροτική περιοχή Κομπολόι (εικ. 3-25) (ό. π.).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 68


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνα 3-25: διαχωριστικός τοίχος από ωμόπλινθους στο υπόγειο του πύργου της αγρέπαυλης στο
Κομπολόι Λειβήθρων (Πηγή: https://www.leivithrapark.gr, Ημερομηνία επίσκεψης 14 /01/2018).

Η χρήση της ωμής πλίνθου, με τις άριστες μονωτικές ιδιότητες, αρχίζει από την αρχαιότερη
νεολιθική περίοδο στην ανωδομή των οικιών, γενικεύεται από τη μέση νεολιθική και
συνεχίζει να είναι το κύριο χαρακτηριστικό υλικό για κτίσματα στη Θεσσαλία και στην
Ελλάδα γενικότερα για 8.000 περίπου χρόνια έως και τη δεκαετία του 1960-70 περίπου,
οπότε αντικαθίσταται από τη σύμμεικτη κατασκευή με σκυρόδεμα και τούβλα, τα οποία
παράγονται μαζικά. Στην περιοχή της Θεσσαλίας ανασκάφτηκαν πολλές νεολιθικές οικίες.
Από τους ανασκαμμένους νεολιθικούς πλινθόκτιστους οικισμούς της Θεσσαλίας
συμπεραίνεται ότι τα σπίτια ήταν σχετικά μικρά, τετράπλευρα και κάπως δρομικά (Σκαφίδα,
1994). Η κατασκευή υπακούει στους παράγοντες: διαθέσιμα υλικά και διαθέσιμος χώρος.
Όταν υπήρχε και πέτρα στον τόπο τα θεμέλια και η κρηπίδα ήταν λίθινα και η ανωδομή από
πλίνθους. Ο τρόπος αυτός της τοιχοποιίας ήταν γνωστός σε όλες τις περιοχές του νεολιθικού
κόσμου και τον συναντούμε σε πλατιά χρήση από την Αρχαιότερη Νεολιθική σε πολλές
νεολιθικές εγκαταστάσεις της Θεσσαλίας και ιδιαίτερα στο Σέσκλο (εικ. 3-26).

Εικόνα 3-26: οίκημα 11-12 στο Σέσκλο σχέδιο του Μ. Κορρέ (Πηγή: Θεοχάρης, 2000, σ. 98).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 69


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Οι τοίχοι εξωτερικά και εσωτερικά έφεραν επάλειψη από παχύ στρώμα καθαρού πηλού, τα
δάπεδα ήταν πηλόχριστα και συχνά καλύπτονταν από καλυμμένες ψάθες. Οι νεολιθικοί
κατασκευαστές προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της διάβρωσης της ωμής
πλίνθου από το νερό και την υγρασία με τη χρήση της λίθινης κρηπίδας που συχνά ήταν
επενδεδυμένη με λίθινους ορθοστάτες, την κάλυψη των εξωτερικών επιφανειών των τοίχων
με λάσπη, τη χρήση δίρριχτης στέγης και την ύπαρξη μικρών διαδρόμων μεταξύ των σπιτιών.
Για την κατασκευή των πλιθιών και ενός νεολιθικού σπιτιού εμβαδού 30τ.μ. περίπου θα
απαιτούνταν 40 σχεδόν ημέρες (ό. π.).
Η χρήση των ωμοπλίνθων και της πέτρας στη Θεσσαλία πιστοποιείται στις τελευταίες φάσεις
της αρχαιότερης νεολιθικής και στη μέση νεολιθική γίνεται εκτεταμένη χρήση τους. Η
αποκλειστικότητά τους αντικατοπτρίζει την ανάπτυξη του τεχνολογικού επιπέδου των
νεολιθικών ανθρώπων (ό. π.). Έτσι έχουν αποκτήσει:
1) πλήρη συνείδηση των φυσικών πλεονεκτημάτων των παραπάνω υλικών που έδιναν
ικανοποιητικές λύσεις στα προβλήματα της ζέστης, του κρύου και της βροχής,
2) την τεχνολογική εμπειρία στην κατασκευαστική πρακτική,
3) μεγαλύτερη κοινωνική σταθερότητα που εκφράζεται από μια μεγαλύτερη διάρκεια και
σταθερότητα στην αρχιτεκτονική.
Στη γεωμετρική εποχή (925-650 π.Χ.) οι τοίχοι του σηκού των ιερών ήταν κατασκευασμένοι
από ωμοπλίνθους, ενώ στην αρχαϊκή και κλασσική χρησιμοποιούνταν κυρίως σε κτίρια
δευτερεύουσας σημασίας (σπίτια) και σε μνημειώδεις κατασκευές (τείχη), πάντα με λίθινη
υπόβαση. Περιείχαν άχυρα, τα μεγέθη τους ποίκιλαν και εξωτερικά επιχρίονταν πιθανόν με
άσβεστο ή πηλό (Κωτσάκης, 2012).

3.2. Οι ωμόπλινθοι κατά τη βυζαντινή περίοδο


Τα μνημεία της ρωμαϊκής περιόδου χαρακτηρίζονται από καλής ποιότητας οπτοπλινθοδομές
που μέχρι σήμερα αντιστέκονται στη φθορά του χρόνου. Τη ρωμαϊκή περίοδο παράγονταν
μεγάλες ποσότητες πλίνθων, η χρήση των οποίων ήταν ευρεία αφού οι πλίνθοι αποτέλεσαν
βασικό δομικό υλικό. Κατά τη βυζαντινή περίοδο γίνεται ευρεία χρήση των οπτόπλινθων
κυρίως σε έργα ναοδομίας και οχυρωματικής. Οι ωμοπλινθοδομές έρχονται σε δεύτερη μοίρα
(Ορλάνδος, 1994).
Την εποχή αυτή αναπτύσσεται η τεχνική της τοιχοποιίας με κονίαμα τον πηλό, από χώμα ή
άμμο με κονία, την τίτανο, που λεγόταν επίσης άσβεστος ή χωρύγιο. Στους εσωτερικούς
τοίχους χρησιμοποιούνταν συχνά σύνθετες οπτοπλινθοδομές ή αμμοπλινθοδομές, με

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 70


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

προσθήκη καλαμιών ή ξύλινων πηχίσκων (μπαγδαδότοιχοι). Οι πλίνθοι διακρίνονταν για την


έντονη προτυποποίησή τους, δηλαδή τη σταθερή αντοχή, τις διαστάσεις και τις φυσικές
ιδιότητές τους.
Κατά την πρώιμη βυζαντινή εποχή, κυρίως στις βασιλικές στην Ελλάδα, οι τοίχοι κτιζόταν με
κοινή λιθοδομή από αργούς λίθους ή και τεμάχια μαρμάρων ή πελεκητών πωρόλιθων (κυρίως
στις γωνίες, στις παραστάδες και στους πεσσούς) που λάμβαναν από αρχαία κτήρια. Στην
τοιχοποιία αυτή παρεμβάλλονταν σε αποστάσεις ύψους 0,60-1,20μ. οριζόντιες ζώνες
(ντουζένια) από μία (στη βασιλική Βραυρώνος) μέχρι τρεις ή και πέντε σειρές (βασιλική Α
Νικοπόλεως, βασιλική Στουδίου) οπτοπλίνθων11 (ό. π.).
Στις όψεις πολλές φορές παρεμβάλλονταν ποικίλα διακοσμητικά θέματα από πλίνθους12 ή
από ειδικά σχηματοποιημένα τεμάχια από οπτή γη. Με πυκνές σειρές σε εξοχή και διαγώνια
διατεταγμένες πλίνθους σχηματιζόταν οι οδοντωτές ταινίες που διαμόρφωναν και έστεφαν τις
μακρές πλευρές των οριζόντιων γείσων (Ορλάνδος, 1994). Κατά τον καθηγητή Γ. Βελένη, οι
Βυζαντινοί για τη σύνδεση των λίθων μεταξύ τους σε ευτελείς κατασκευές μεταχειρίζονταν
11
Ενίοτε παρεμβάλλονταν στην τοιχοποιία και ξυλοδεσιές κατ’ αποστάσεις ύψους περίπου 1,5μ., όπως στον
Άγιο Δημήτριο Θεσ/νίκης. Παρόμοιο σύστημα εφαρμόστηκε και στη Βόρειο Αφρική (Αλγερία) με τη διαφορά
ότι εκεί, αντί πλίνθων, οι ζώνες αποτελούνταν από λαξευτούς λίθους. Αντίθετα σε μέρη όπου σπάνιζε ο λίθος
γινόταν αποκλειστική χρήση οπτοπλίνθων, όπως στη Ραβέννα και στη Θεσσαλονίκη (βασιλική Αχειροποιήτου
και Αγίου Δημητρίου). Στις λιθοδομές συχνά παρεμβάλλονταν πλίνθινα ανακουφιστικά τόξα όπως και τα
ημικυκλικά υπέρθυρα θυρών και παραθύρων (οπτοπλινθοδομή τοξοστοιχιών Αγ. Δημητρίου Θεσσαλονίκης και
εικ. 192 οπτοπλινθοδομή τοξωτών υπέρθυρων βασιλικών Ραβέννας).
Συνήθως τα πλίνθινα τόξα κτίζονταν με γωνία 300 έως 400 από την οριζόντιο με τους πλίνθους να
τοποθετούνται σε οριζόντιες στρώσεις και μετά ακτινωτά. Έτσι αποφεύγονταν η κατασκευή ξυλοτύπων σε πολύ
μεγάλο μέρος του ημικυκλίου γεγονός που σήμαινε οικονομία. Τα πλίνθινα τόξα κατασκευάζονταν συχνά διπλά
ή και τριπλά, όπως στον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης.
Οι πλίνθοι που χρησιμοποιούνταν στους τοίχους, τα τόξα και τους θόλους είχαν γενικά τετράγωνο σχήμα ή
ενίοτε ορθογώνιο (βασιλική Βραυρώνος). Οι τετράγωνες είχαν διαστάσεις πλευρών που κυμαίνονται από 0,30μ.
έως 0,42μ. και πάχος από 0,03 έως 0,05. Ήταν υποστεί καλή όπτηση, με ζωηρό ερυθρό χρώμα και για
μεγαλύτερη πρόσφυση με το κονίαμα έφεραν στις επιφάνειες έδρασης χαραγματιές, άλλοτε διαγώνιες ή
περιφερειακές κι άλλοτε σε διάφορα καμπύλα σχήματα που γινόταν με το δάκτυλο του πηλοπλάστη όταν ακόμα
ο πηλός ήταν νωπός, δηλαδή πριν από την όπτηση.
Σε σημαντικά έργα οι πλίνθοι εφοδιάζονταν και με διάφορα σήματα, π.χ. χρίσμα, σταυρούς, πτηνά, κ.λπ., πολύ
συχνά έφεραν επιγραφές (π.χ. ΜΕΓ(άλη)c ΕΚΚΛ(ησία)c, ή ονόματα ΑΒΕΡΚΙΟΥ, του Ιησού Χριστού, κ.λπ.
Κατ’ αναλογία δηλαδή με τα λιθόγλυφα υπήρχαν και τα ανάγλυφα ή εσώγλυφα επί των πλίνθων.
Οι αρμοί μιστρίζονταν έτσι ώστε η επιφάνειά τους να εισέχει κατά 2 έως 3εκ. από την επιφάνεια των πλίνθων,
των οποίων έτσι οι ακμές έριχναν μικρή σκιά πάνω στο κονίαμα. Με τον τρόπο αυτό τονίζονταν το περίγραμμα
κάθε πλίνθου και η επιφάνεια των τοίχων παρουσίαζε ευκρινώς το υλικό με το οποίο ήταν κτισμένη, αλλά
προσέδιδε και μία πολλαπλότητα με ένα θερμό χρώμα. Όχι μόνο εξαιτίας της υφής, αλλά και της κλίμακας
κατασκευής των όψεων, λόγω των μικρών σχετικά διαστάσεων των πλίνθων, οι βασιλικές της Ελλάδας δίνουν
διαφορετική εντύπωση από αυτές της Ιταλίας. Η χρήση των πλίνθων όμως παρουσίαζε κι άλλο ένα σπουδαίο
πλεονέκτημα: γίνεται πιο ευχερής η επίτευξη της πλαστικότητας των επιφανειών των τοίχων. Δηλαδή
επιτυγχάνεται κάτι ανάλογο αισθητικά με την ύπαρξη ελαφρώς εξεχόντων τυφλών αψιδωμάτων στις μακρές
πλευρές μιας βασιλικής οι οποίες προσδίδουν πλαστικότητα, κίνηση και ποικιλία στην όψη.
12
Έτσι, στην ποδιά των παραθύρων της Αγίας Πουδεντιανής συναντάμε πλίνθους διατεταγμένες σε επάλληλες
σειρές με κλίση 45ο οι οποίες βαίνουν εναλλάξ προς τα δεξιά και προς τ’ αριστερά σχηματίζοντας το λεγόμενο
σταυρωτό κόσμημα (spitacum) ή ψαροκόκκαλο. Στον Άγιο Απολλινάριο Classe της Ραβέννας στα μέσα μεταξύ
των αψιδωμάτων καμπυλοπλεύρων τριγώνων φιλοτεχνήθηκαν ομφάλια από ειδικού σχήματος πήλινα πλακίδια.
Βλ. Ορλάνδος, Κ. Α. (1994). Η ξυλόστεγος παλαιοχριστιανική βασιλική της μεσογειακής λεκάνης, Β΄ έκδοση,
αριθμ. 36. Αθήνα: εκδ. Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 71


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

την απλή λάσπη (πηλό) ή ασβεστοκονίαμα (Μουτσόπουλος, 1992).


Στον ισλαμικό κόσμο η ωμόπλινθος ήταν ένα υλικό που γνώρισε μεγάλη άνθιση, όπως και η
οπτόπλινθος. Γύρω στον 6ο αιω. μ.Χ. ο Μωάμεθ στη Μεδίνα οικοδόμησε μια οικία η οποία
χρησίμευε τόσο ως κοινοτικό κέντρο όσο και ως χώρος προσευχής. Όπως όλα τα κτίσματα
στην αραβική έρημο, το οίκημα αυτό ήταν μια απλή πλινθόδομη κατασκευή που εκτεινόταν
γύρω από μια υπαίθρια αυλή (εικ. 3-27).

Εικόνα 3-27: κατοικία του Μωάμεθ στη Μεδίνα όπως πιθανόν να ήταν πριν το θάνατό του το 632 (Πηγή:
Μπλουμ & Μπλερ, 1999, σ. 24).

Η Βαγδάτη, πρωτεύουσα των Αββασιδών, ήταν μια κυκλική πόλη η οποία προστατευόταν
από ένα ζεύγος πλίνθινων τειχών με τέσσερις πύλες. Στη Σαμάρα τα παλάτια, όπως πολλά
άλλα κτήρια, ήταν χτισμένα με πλίνθους οι οποίες προστατευόταν και διακοσμούνταν με ένα
επίχρισμα λαξευμένου ή επιζωγραφισμένου ασβεστοκονιάματος. Χρησιμοποιούνταν ακόμη
οπτόπλινθοι, δηλαδή χώμα συμπιεσμένο σε καλούπια μέχρι που σκλήρυνε (pise) και ένα
ασυνήθιστο είδος τούβλου από γύψο (ό. π.).
Στο Μεξικό και στο Κολοράντο σώζονται δεκαεννιά από τους εκατό περίπου οικισμούς των
Ινδιάνων Pueblo, οι οποίοι κατασκευάστηκαν πριν την ισπανική κατάκτηση. Το μοναστήρι
Tabo που κτίστηκε το 996 μ.Χ. στο Himachal Pradesh είναι το αρχαιότερο πλίνθινο κτίσμα
στην Ινδία.
Το μεγάλων διαστάσεων τέμενος στην αγορά της Djenn στο Μάλι (εικ. 3-28)
κατασκευάστηκε τον 13ο αιώνα και θεωρείται το πιο μεγάλο ωμοπλινθόκτιστο κτίσμα στον
κόσμο.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 72


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνα 3-28: το μεγάλο τζαμί στη Djenné (Πηγή: http://archeyes.com/great-mud-architecture-mali-


dogon-culture/ Ημερομηνία επίσκεψης 14/01/2018).

Οι Tellem, στο Μάλι, έκτιζαν τα κτήρια και τους οικισμούς τους με πλιθιά στις περιοχές που
σήμερα κατοικούνται από τους πυγμαίους Dogon (εικ. 3-29).

Εικόνα 3-29: χωριό της φυλής Dogon στην Αφρική (Πηγή: https://en.wikipedia.org/wiki/Dogon_
people#/media/File:DogonVillage.jpg, Ημερομηνία επίσκεψης 14/01/2018).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 73


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Οι ωμοπλινθόκτιστες τοιχοποιίες κατά την εποχή της Αναγέννησης εμφανίζουν


χαρακτηριστική στασιμότητα.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 74


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

4. ΩΜΟΠΛΙΘΟΚΤΙΣΤΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΤΗ ΝΕΩΤΕΡΗ


ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ

Η κατασκευή ωμοπλινθοδομών συνεχίστηκε από τα νεολιθικά χρόνια μέχρι τα μέσα της


δεκαετίας του 1950, οπότε το υλικό αντικαταστάθηκε από τους οπτόπλινθους, τα κεραμικά
τούβλα και το οπλισμένο σκυρόδεμα. Έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα πολλά κτίσματα από
ωμοπλινθοδομή σε πολλά μέρη του κόσμου, όπως στην ευρωπαϊκή ήπειρο τα οποία
κτίστηκαν πριν 750 χρόνια περίπου, όπως, για παράδειγμα, το Chapel La Salle de Diana στη
Γαλλία (εικ. 4-1), που σήμερα φιλοξενεί τις εγκαταστάσεις της δημοτικής βιβλιοθήκης.

Εικόνα 4-1: το Chapel La Salle de Diana κτισμένο το 1270 στη Γαλλία (Πηγή: Berge B., 2009, p. 124).

Η δόμηση με χώμα ήταν διαδεδομένη στην Ευρώπη μέχρι και το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο,
χρονική περίοδο από την οποία ξεκινά σταδιακά η μείωση αυτού του τρόπου κατασκευής
παραχωρώντας τη θέση του σε νέα βιομηχανικά δομικά υλικά.
Σε περιοχές της Αφρικής και της Ασίας συναντάμε και σήμερα τις κυκλικές καλύβες 13 (εικ. 4-
2) με κλαδιά ή κλαδιά και λάσπη πάνω σε λασπόπλεχτο σκελετό (εικ. 4-3) καλύπτοντας
ανάγκες στέγασης αλλά και αποθήκευσης γεωργικών προϊόντων.

13
Μια πιο μεταφορική ερμηνεία, που ίσως έχει καλύτερες πιθανότητες προσέγγισης του αρχιτεκτονικού
«σκέπτεσθαι» των τοπικών δημιουργών, είναι ο παραλληλισμός της κατοικίας αυτής με ανθρώπινο οργανισμό:
το κυκλικό δωμάτιο φαίνεται να παίζει έναν «κεντρικό» ρόλο όπως ο εγκέφαλος στο σώμα, οι εκατέρωθεν
μακρόστενοι χώροι εκτελούν υποστηρικτικές λειτουργίες όπως τα άκρα του σώματος και ο κεντρικός ανοικτός
χώρος που παίζει το ρόλο «σαλονιού» λειτουργεί ως χώρος διερχομένων ατόμων και υλικών που τροφοδοτούν
όλο το υπόλοιπο σώμα. Αν είναι ευσταθείς αυτές οι ερμηνείες, τότε σε αυτή την κατοικία υπάρχει τόσο τέλεια
εναρμόνιση μεταξύ λειτουργίας και δομής, που δεν έχει νόημα να ερευνούμε αν η μεν έλεγξε τη δε ή αν έγινε το
αντίστροφο. Σε αυτή την περίπτωση θα λέγαμε ότι μάλλον ανέκυψαν στο μυαλό του τοπικού κατασκευαστή
ταυτόχρονα, αφού εμπνεύστηκε από την «τελειότητα» ενός φυσικού οργανισμού.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 75


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνα 4-2: καλύβα των Ασάντι (Πηγή: Rapoport, 2010, σ. 133).

Εοικόνα 4-3: κατοικία Κικούγιου στην Αφρική με τοίχους από λάσπη και πλατιά βεράντα (Πηγή:
Rapoport, 2010, σ. 164).

Για παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί η θερμική καμινάδα η οποία δροσίζει την οικία κατά τη
διάρκεια των θερμών μηνών. Στα λασπόκτιστα σπίτια της Αφρικής και του Νέου Κόσμου
όσο περισσότερο αυστηροί είναι οι κλιματικοί περιορισμοί, τόσο πιο περιορισμένη και
άκαμπτη είναι η μορφή και τόσο λιγότερες είναι οι δυνατές παραλλαγές προσφέροντας
λιγότερες δυνατότητες επιλογής (Rapoport, 2010).
Οι ξηρές και θερμές περιοχές χαρακτηρίζονται από υψηλές θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια
της ημέρας και πολύ χαμηλές θερμοκρασίες κατά τις νυχτερινές ώρες, διακύμανση η οποία
αντιμετωπίζεται πιο καλά όταν η διείσδυση της θερμότητας παρεμποδίζεται για περισσότερο
χρονικό διάστημα, με σκοπό να φτάσει πολύ αργά στο εσωτερικό. Αυτό επιτυγχάνεται με τη
χρήση υλικών μεγάλης θερμοχωρητικότητας, όπως οι πλίνθοι, η λίθοι, η λάσπη και διάφοροι
συνδυασμοί τους που δημιουργούν ένα είδος «θερμικού συλλέκτη» ικανού στην απορρόφηση
ζέστη την ημέρα και να τη διάχυσής της πάλι τη τη νύχτα, με την πυκνότερη διάταξη των
χώρων, που προσφέρει το μέγιστο δυνατό όγκο, με την ελάχιστη δυνατή έκθεση των
επιφανειών στην εξωτερική ζέστη, με την δόμηση, που προσφέρει σκιά και περιορίζει τις
εκτεθειμένες στον ήλιο επιφάνειες, ενώ αυξάνει τη μάζα του όλου κτιριακού συγκροτήματος,
επιβραδύνοντας έτσι περισσότερο τη διείσδυση της θερμότητας. Η συσσώρευση της

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 76


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

θερμότητας αποφεύγεται με το διαχωρισμό της λειτουργίας του μαγειρέματος, που συνήθως


γίνεται έξω από το σπίτι, με τη μείωση του αριθμού και του μεγέθους των παραθύρων και την
τοποθέτησή τους ψηλά προκειμένου να ελαττωθεί η ακτινοβολία του εδάφους, με το βάψιμο
του σπιτιού με λευκό ή άλλο ανοικτό χρώμα, ώστε να αντανακλά τη μέγιστη ποσότητα
θερμικής ακτινοβολίας και με τη μείωση στο ελάχιστο του αερισμού κατά τις θερμές ώρες
της ημέρας14 (ό. π.).
Όταν τα βράδια είναι δροσερά, οι κάτοικοι των ζεστών και ξηρών περιοχών κοιμούνται στις
στέγες ή στην αυλή, όταν όμως έχει κρύο κοιμούνται μέσα. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι
αυτό που συνιστά ο Σταθμός Οικοδομικών Ερευνών της Αυστραλίας (Australian Building
Research Station) για τις ζεστές και ξηρές περιοχές είναι η μεγάλη αύξηση της
θερμοχωρητικότητας στους χώρους που χρησιμοποιούνται την ημέρα (η οποία στα
περισσότερα σύγχρονα σπίτια είναι πολύ χαμηλή) και η χαμηλή θερμοχωρητικότητα των
χώρων που χρησιμοποιούνται τη νύχτα. Αυτό συμπίπτει με την παραδοσιακή λύση, ένα
τυπικό παράδειγμα της οποίας βρίσκουμε στο Παντζάμπ. Τα σπίτια εκεί, με χονδρούς τοίχους
από λάσπη και λιγοστά ανοίγματα, χτίζονται έτσι που να παραμένει δροσερό και σκοτεινό
όλη την ημέρα. Η στέγη ή η περιτοιχισμένη αυλή χρησιμοποιείται τα βράδια και τις ζεστές
νύχτες, ενώ το εσωτερικό τις κρύες νύχτες (ό. π.).
Η αυλή είναι χρήσιμη για την αντιμετώπιση της ξηρής ζέστης αυτής και έχει κλιματικές
επιπτώσεις, πέρα από τις κοινωνικές και ψυχολογικές. Προστατεύει από τους ανέμους, όταν
έχει πράσινο, νερό και σκιερή, τότε λειτουργεί ως πηγή δροσιάς τροποποιώντας το
μικροκλίμα με την εξάτμιση και με τη μείωση της θερμοκρασίας του εδάφους και της
ακτινοβολίας. Η χρήση φυτών και νερού στις αυλές επιδρά κι από ψυχολογική άποψη
κατευναστικά και δροσιστικά σε μια ζέστη και ξηρή περιοχή και συμβάλλει στη διαμόρφωση
ενός εξωτερικού χώρου διαμονής (ό. π.).
Οι καλύβες των Ασάντι σε περισσότερο απομακρυσμένες περιοχές έχουν πιο χονδρούς
τοίχους για να αυξάνεται η θερμοχωρητικότητα και είναι κτισμένες μέχρι και σε παρειές
γκρεμών. Σε περιοχές με πιο ήπιο κλίμα, όπου οι αυξομειώσεις της θερμοκρασίας είναι
μικρότερες, ελαττώνουν τη μάζα αυτών των τοίχων αναμειγνύοντας τη λάσπη με
μεγαλύτερες ποσότητες φυτικών ινών (ό. π.).

14
Ένας άλλος τρόπος για την αύξηση της θερμοχωρητικότητας της κατοικίας είναι η εκμετάλλευση της σχεδόν
απεριόριστης θερμοχωρητικότητας της γης. Τα σπίτια μπορούν να χτιστούν στην παρειά κάποιου γκρεμού, όπως
συμβαίνει στις νοτιοδυτικές ΗΠΑ, τη νότια Τυνησία, την κοιλάδα του Λουάρ και τη νοτιοδυτική Γαλλία.
Μπορούν επίσης να φτιαχτούν κάτω από τη γη, όπως τα σπίτια των κατοίκων της όασης Σίουα στην Αίγυπτο,
των δέκα εκατομμυρίων κατοίκων της επαρχίας Σανσί και άλλων περιοχών της Κίνας αλλά και στο Ισραήλ όπου
συναντάμε ολόκληρα υπόγεια χωριά ηλικίας 5.000 ετών. Βλ. Rapoport, Α. (2010). ανώνυμη αρχιτεκτονική και
πολιτιστικοί παράγοντες, επιμ. Δημ. Φιλιππίδης. Αθήνα: εκδ. Μέλισσα.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 77


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Η Αφρική ήταν από τα αρχαία χρόνια ο τόπος όπου ο πηλός ως δομικό υλικό εκτιμήθηκε
ιδιαίτερα και η χρήση του έφτασε στο ζενίθ. Χαρακτηριστικά παραδείγματα κτισμάτων
υπάρχουν στη Μπουργκίνα Φάσο (εικ. 4-4), στην περιοχή Sahel στο Μάλι, στο Σουδάν, στην
Αιθιοπία, στη Σενεγάλη, στο Μπενίν, στο Τιμπουκτού, στη Ρουάντα, στην Αίγυπτο, στη
Μποτσουάνα, στην Ακτή Ελεφαντοστού, στο Μαρόκο, στο Καμερούν, στην Κένυα, κ.α.
Η αραβική χερσόνησος κοσμείται με τα ωραιότερα ίσως αρχιτεκτονήματα του πηλού. Μέχρι
σήμερα διατηρούνται τα άκρως ενδιαφέροντα παραδείγματα της Υεμένης, της Σαουδικής
Αραβίας, κ.α. (ό. π.).

Εικόνα 4-4: κτίσματα στο Tiebele της Furgina Faso (Πηγή:


http://www.amusingplanet.com/2013/01/decorated-mud-houses-of-tiebele-burkina.html, Ημερομηνία
επίσκεψης 15/01/2018).

Ενδιαφέροντα πλινθόκτιστα κτίσματα σώζονται σήμερα στην Ανατολία (Τουρκία), όπως στη
Γαλάτεια (εικ. 4-5), στη Σαφράμπαλη και στο Χαρράν με τους χαρακτηριστικούς πλίνθινους
τρούλους (ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ, 1993).

Εικόνα 4-5: κατοικία στη Γαλάτεια της νοτιοανατολικής Τουρκίας (Πηγή: ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ, 1993, σ. 92).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 78


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Σήμερα το 1/3 του πληθυσμού στη γη κατοικεί σε κτίρια τα οποία είναι κατασκευασμένα από
πηλό (εικ. 4-6), ενώ σε περιοχές, όπως η Μέση Ανατολή και η Αφρική υπάρχουν μεγάλοι
οικισμοί και πόλεις δομημένες με το υλικό αυτό.

Εικόνα 4-6: απεικόνιση του 1/3 του παγκόσμιου πληθυσμού το οποίο κατοικεί σε κτίρια δομημένα με πηλό
(Πηγή: Morel J.C. et.al 2001, CraTERRE, 1995).

Χαρακτηριστικές είναι οι ωμοπλινθοδομές που συναντώνται σε ιδιωτικές κατοικίες του 19ου


και 20ου αιω. σε χώρες της Βαλκανικής. Στον ελλαδικό χώρο, πλείστα παραδείγματα
συναντώνται κυρίως στη Μακεδονία, στη Θεσσαλία και στη Θράκη (Χαλκιδική, Καστοριά,
Πρέσπες, Πέλλα, Σέρρες, κ.λπ.).

4.1. Ωμοπλινθόκτιστες κατασκευές κατά τα νεώτερα χρόνια στον


ελλαδικό χώρο

Η τεχνολογία των ωμόπλινθων ήταν κοινή στη χώρα μας μέχρι και πριν από περίπου πενήντα
χρόνια. Οι ωμόπλινθοι έπαιζαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη δόμηση σε όλο τον ελλαδικό χώρο,
εκτός των περιοχών όπου υπήρχαν μεγάλα αποθέματα λίθων. Το υλικό ήταν τοπικά
διαθέσιμο σε αυξημένες ποσότητες και παράλληλα ήταν αρκετά εύκολο να κατασκευαστεί
ένα κτίσμα από τα μέλη μίας οικογένειας.
Σε πεδινούς κυρίως οικισμούς της ηπειρωτικής Ελλάδας, και όπου κάτι τέτοιο είναι πιο
πρόσφορο, χρησιμοποιούνται άψητα τούβλα (πλιθιά, πλίθρες), που παράγονται εύκολα
επιτόπου με μίγμα από λάσπη και άχυρα για ενίσχυση, το οποίο τοποθετείται μέσα σε ξύλινο
καλούπι, το οποίο αφήνεται να ξεραθεί. Οι πλίθρες, αν και ορισμένες φορές ανεπίχριστες,
διαθέτουν αξιόλογη αντοχή στις καιρικές συνθήκες. Το μόνο από το οποίο κινδυνεύουν είναι
η αξιόλογη υγρασίας του εδάφους. Γι’ αυτό, σε αρκετές περιπτώσεις, κτίζονται πάνω σε

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 79


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

λίθινη βάση. Επίσης, ακολουθώντας ανάλογη λογική με εκείνη των λιθοδομών, συνδυάζονται
με ξύλινους συνδέσμους (ξυλοδεσιές). Άλλοτε η χρήση τους ήταν κατά περιοχές καθολική,
αργότερα περιορίστηκε σε πρόχειρα, βοηθητικά κτίσματα. Σε σχετικά πρόσφατες περιόδους,
οι πλίθρες αντικαταστάθηκαν από πλίνθους (ψημένα τούβλα), αρχικά τυποποιημένα συμπαγή
κι αργότερα διάτρητα και διαφόρων μεγεθών, βιομηχανικής παραγωγής. Μεταπολεμικά,
τεράστια διάδοση είχαν οι κατασκευές από φτηνούς τσιμεντόλιθους με κενά, τοπικά,
χύνοντας κονίαμα τσιμέντου σε προκατασκευασμένα καλούπια (Rapoport, 2010).
Τα σύγχρονα πλινθόκτιστα κτίσματα της Θεσσαλίας είναι ό,τι απέμεινε από μια τεχνολογία
8.000 περίπου ετών και η οποία εγκαταλείφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Μέχρι
πρόσφατα ζούσαν άνθρωποι οι οποίοι ασχολούνταν επαγγελματικά ως οικοδόμοι πλίνθινων
κτισμάτων, όπως ο Πέτρος Ντάλιος γεννηθείς το 1921 στη Μαντασιά Δομοκού ο οποίος από
το 1940 μένει στη Νέα Αγχίαλο και μέχρι το 1980 εργαζόταν. Επίσης, ο Αντώνης
Βουλκούδης από το Μεγάλο Μοναστήρι το 1929 «έκοβε» πλιθιά για δική του χρήση και για
τους συγχωριανούς του, δίχως να είναι επαγγελματίας. Άλλοι οικοδόμοι πλίνθινων
κατασκευών ήταν ο Γεώργιος Λυρατζούλης από την Κρανιά Ολύμπου το 1931 και από το
1960 ζει στη Λάρισα, ο Κώστας Κολοβός γεννηθείς το 1934 στο Καλλίθηρο Ν. Καρδίτσας, ο
Κώστας Κοσκινιώτης γεννηθείς το 1937 στην Αγία Παρασκευή Σοφάδων Καρδίτσας και ο
Αριστείδης Συρούκης από τη Μούχα Καρδίτσας το 1940 (Σκαφίδα, 1994).
Αξίζει ν’ αναφερθεί ότι στο νησί της Σκοπέλου τα πέτρινα σπίτια είχαν ως συνδετικό υλικό
τη λάσπη από χώμα και κρασί, γιατί το κρασί είχε χαμηλότερο κόστος. Σε ωμοπλινθόκτιστες
κατασκευές σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και κυρίως στη θεσσαλική πεδιάδα
χρησιμοποιούσαν:
1. «φυσικές» ωμόπλινθους, δηλ. κομμάτια λάσπης μεγάλων διαστάσεων- αποθέσεις- που
δημιουργούνταν όταν χαμήλωνε η στάθμη του νερού των λιμνών,
2. αργιλώδες χώμα για την κατασκευή των πλίνθων, για συνδετικό υλικό, για την επάλειψη
των τοίχων, των δαπέδων και της οροφής,
3. πέτρες για τα θεμέλια και την κρηπίδα,
4. κεραμίδια για τη στέγη,
5. σπασμένα κεραμίδια για τους αρμούς των πλίνθων για την καλύτερη στερέωση στη λάσπη
που προοριζόταν για την κατασκευή των πλιθιών,
6. ξύλα για τις δοκούς που περιζώνουν τους τοίχους (σινάζια) για το σκελετό της στέγης και
για τους τοίχους των χωρισμάτων, όταν ήταν κατασκευασμένοι με πλέγμα (τσατμάς),
7. χόρτα και καλαμιές από βάλτους για την κάλυψη της στέγης,
8. μεταλλικά ελάσματα για τη στέγαση πρόχειρων κατασκευών (ό. π.).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 80


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

4.1.1. Η προετοιμασία της λάσπης


Τα ωμά πλιθιά στη Θεσσαλία κατασκευάζονταν σε κοινόχρηστο χώρο, μακριά από το χωριό,
για να μη δημιουργούνται λάκκοι κοντά στο σπίτι που πρόκειται να κατασκευαστεί.
Σκαβόταν ένας λάκκος (εικ. 4-7), σε μια θέση όπου το χώμα ήταν αργιλώδες, καθαρό, χωρίς
πέτρες, σκουπίδια και φυτικά υπολείμματα.

Eικόνα 4-7: κατασκευή λάκκου (Πηγή: Σκαφίδα, 1990, σ. 180).

Ο λάκκος δεν είχε μεγάλο βάθος, γιατί το κατώτερο χώμα ήταν ακατάλληλο, όπως και το
καλλιεργήσιμο. Σκαβόταν σε έκταση τέτοια, ώστε να κατασκευαστούν περίπου χίλια πλιθιά
από κάθε λάκκο. Για ένα συνηθισμένο σπίτι 50 τ.μ. με δύο χώρους κι ένα διάδρομο
χρειαζόταν 3.000 πλιθιά τουλάχιστον, που μπορούσαν να φτάσουν και τις 5.000 ανάλογα με
το μέγεθος των πλιθιών και του σπιτιού (επομένως θα έπρεπε να ανοιχθούν τουλάχιστον 3-4
λάκκοι) (Σκαφίδα, 1994). Από την προηγούμενη ημέρα βρεχόταν το χώμα του λάκκου, ώστε
να γίνει λασπερό, αφηνόταν μια νύχτα και την επόμενη 3-4 άτομα το πατούσαν με τα πόδια
(εικ. 4-8) για να διαλυθούν οι σβώλοι (ό. π.).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 81


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Eικόνα 4-8: κατασκευή λάκκου (Πηγή: Σκαφίδα, 1990, σ. 180).

Κατόπιν το δούλευαν με τσάπες, έριχναν ένα τσουβάλι άχυρο και επεξεργάζονταν και πάλι τη
λάσπη, ώστε να γίνει ένα συμπαγές μίγμα. Η χρησιμότητα των λάκκων δεν σταματούσε μετά
την κατασκευή των πλιθιών. Αποταμίευαν σ’ αυτούς τα νερά της βροχής το χειμώνα, τα
οποία χρησιμοποιούσαν για το πότισμα των ζώων και για την κατασκευή πλιθιών την
επόμενη χρονιά (ό. π.).

4.1.2. Η κατασκευή («κόψιμο») των πλίνθων


Δύο άτομα μετέφεραν στο ξύλινο καλούπι (καζάκα) λάσπη για 12 περίπου πλιθιά (12
φτιαριές) και την έριχναν στην καζάκα που είχε συνήθως 12 εσωτερικούς χώρους
διαστάσεων 30Χ15Χ12εκ. (εικ. 4-9, 4-10) ο καθένας (ό.π.).

Eικόνες 4-9, 4-10: ξύλινα καλούπια (μήτρα) και διάσταση ενός πλινθιού (Πηγή: Σκαφίδα, 1990, σσ. 181-
182).

Το καλούπι δεν είχε πυθμένα (πάτο) στη μια πλευρά (συχνά και στην άλλη) έφερε μικρή
τετράγωνη λαβή και στο κεντρικό ξύλινο χώρισμα υπήρχε βαθούλωμα για την καλύτερη
ανύψωσή του. Ένα άλλο άτομο οριζοντίωνε την επάνω επιφάνεια της λάσπης μέσα στο
καλούπι με μια σανίδα, κατόπιν έκανε επιφανειακή επάλειψη με ένα ύφασμα (μάλλινο ή από

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 82


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

λινάτσα) για να αποκτούν τα πλιθιά γυαλιστερή επιφάνεια και για να ξεκολλούν από το
καλούπι, το οποίο βρεχόταν κάθε φορά με το ύφασμα αυτό. Η διαδικασία της κατασκευής
των πλιθιών (3.000-5.000 τεμάχια) διαρκούσε 7 ημέρες περίπου. Συμμετείχαν 3-4 άτομα (δύο
στην καζάκα και ένα ή δύο στο καλούπι) (ό. π.). Όπως στην προετοιμασία της λάσπης, έτσι
και στην κοπή των πλιθιών συνεργάζονταν άνδρες, γυναίκες και παιδιά, μέλη της
οικογένειας, συγγενείς και συγχωριανοί. Υπήρχαν όμως και ειδικευμένα συνεργεία στα χωριά
που ασχολούνταν με τις εργασίες αυτές και πληρώνονταν από τον ιδιοκτήτη.

4.1.3. Το στέγνωμα των πλιθιών


Το στέγνωμα των πλιθιών γινόταν στον ήλιο και διαρκούσε 10-15 ημέρες περίπου. Έπρεπε να
στεγνώσουν καλά γιατί υπήρχε κίνδυνος να σπάσουν κατά τη μεταφορά. Γι’ αυτό τα
στέγνωναν πρώτα από τη μια πλευρά και μετά τα γύριζαν στην άλλη. Στη συνέχεια
συγκεντρώνονταν όλα σε «ντάνες» (εικ. 4-11, 412) μήκους 10-15 μέτρων και ύψους 1,50μ.
περίπου και μεταφέρονταν με κάρα και αραμπάδες στην οικοδομή, όπου και πάλι τα
τοποθετούσαν σε σειρές. Υπήρχε ποικιλία στις διαστάσεις των πλιθιών. Τον προηγούμενο
αιώνα στη Θεσσαλία ήταν μεγαλύτερα (40Χ20εκ.) από εκείνα των αρχών του 20 ου αιώνα
(30Χ15Χ12) (ό. π.).

Eικόνες 4-11, 4-12: στέγνωμα και στοίβαγμα σε ντάνες (Πηγή: Σκαφίδα, 1990, σ. 182).

4.1.4. Βασικές αρχές δόμησης


Η κατασκευαστική διαδικασία ενός σπιτιού διέπεται από τους εξής κανόνες:
1. ως καλύτερη θέση επιλέγεται έδαφος συμπαγές και επίπεδο, κατά προτίμηση πιο ψηλό από
το γειτονικό έδαφος και μακριά από χώρους με έντονη κλίση
2. η κατασκευή κτίζεται με τρόπο σχεδόν άριστα οριζοντιωμένο

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 83


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

3. οι πέτρες των θεμελίων είναι προτιμότερο να είναι με ακμές και όχι στρογγυλεμένες, για
να εμπλέκονται καλύτερα μεταξύ τους και το χρησιμοποιούμενο συνδετικό υλικό και είναι
συνεκτικό
4. για να αποφεύγεται η διάβρωση των πλιθιών στηρίζονται σε λίθινη κρηπίδα με τρεις
τουλάχιστον σειρές δόμων
5. οι οριζόντιοι και κάθετοι αρμοί μεταξύ των από την ίδια με αυτά λάσπη
6. όλα τα πλιθιά συνδέονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να σχηματίζεται ένα ορθογώνιο σχήμα
και τοποθετούνται σε οριζόντιες σειρές ακολουθώντας τη γραμμή ανάπτυξης του σπιτιού,
ώστε η κατασκευή να κτίζεται σε ίσο βαθμό και να αντιμετωπίζεται το πρόβλημα της
συμπίεσης των αρμών
7. τα ανοίγματα των θυρών και των παραθύρων είναι μικρά και λίγα
8. είναι απαραίτητη η οριζόντια ξύλινη ενίσχυση (σινάζια) των τοίχων που είναι συνεχής,
συμπίπτει με τις δοκούς των θυρών και των παραθύρων, είναι καλά ενωμένη στις γωνίες
και καλύπτεται από την ίδια λάσπη που χρησιμοποιείται ως συνδετικό υλικό των πλίνθων
9. γίνεται χρήση ενισχύσεων («δόντια») από προεξέχοντα πλιθιά είτε εσωτερικά, εκεί που
κατασκευάζονται οι τοίχοι των διαιρέσεων, είτε εξωτερικά για μελλοντική επέκταση του
σπιτιού
10. η στέγη πρέπει να είναι ελαφριά και να μην έχει μεγάλη κλίση, για να επιτευχθεί η ίση
κατανομή του βάρους της. Το κτίσμα περιζώνεται με ξύλινη συνδετήρια δοκό
11. είναι αναγκαία η ύπαρξη γείσου (αστρέχα) στη στέγη και η επένδυση των τοίχων με
ένα στρώμα λάσπης για να προστατεύονται από τα νερά της βροχής.
12. προτιμάται το ορθογώνιο και τετράγωνο σχήμα σπιτιού, γιατί σε περίπτωση σεισμού,
οι σεισμικές δυνάμεις κατανέμονται με τον ίδιο τρόπο σε όλο το σπίτι. (ό. π.)

4.1.5. Η κατασκευαστική διαδικασία


Η τεχνική και η τεχνολογία που απαιτούνται για την κατασκευή των πλινθόκτιστων σπιτιών
παρουσιάζουν λιγότερες δυσκολίες από εκείνες των πέτρινων, γιατί η εξεύρεση και η
κατεργασία της πρώτης ύλης είναι πιο εύκολη και λιγότερο χρονοβόρα από εκείνη της
πέτρας. Το πεδινό έδαφος, όπου θα κτιστεί ένα πλίνθινο σπίτι είναι επίπεδο, οπότε και η
διαδικασία κατασκευής είναι πιο εύκολη, η μεταφορά της πρώτης ύλης γίνεται με κάρα και
όχι με τα χέρια ή με τα ζώα, όπως συμβαίνει στις ορεινές περιοχές. Ένας καλός σύγχρονος
τεχνίτης έκτιζε στη Θεσσαλία περίπου 10τ.μ. την ημέρα (ό. π.).
Στην περιοχή της Θεσσαλίας η κατασκευή του σπιτιού δε γινόταν από τους χρήστες επειδή
είχαν αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες, αλλά από εμπειρικούς τεχνίτες του χωριού ή

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 84


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

από Ηπειρώτες που ασχολούνταν με οικοδομικές εργασίες στη θεσσαλική πεδιάδα. Συνήθως
ένα συνεργείο αποτελούνταν από 6 άτομα, 4 τεχνίτες και 2 βοηθούς (λασπάδες) (Σκαφίδα,
1994). Οι εργασίες καθημερινά γίνονταν από την ανατολή του ηλίου μέχρι τη δύση του με
ανάπαυλα μιας ώρας το μεσημέρι. Ο απαραίτητος χρόνος κατασκευής ενός μέσου σπιτιού 50
τ.μ. περίπου κυμαινόταν στις 20 με 25 ημέρες. Ένας καλός τεχνίτης έκτιζε την ημέρα 9-10
τ.μ. Στην κατασκευή15 του πρώτου σπιτιού συνήθως καθυστερούσαν σκόπιμα, ώσπου να
βρουν την επόμενη παραγγελία (ό. π.). Εάν οι κτίστες ήταν από το ίδιο χωριό διέκοπταν τις
οικοδομικές εργασίες, όταν υπήρχε ανάγκη, γιατί ταυτόχρονα είχαν τις αγροτικές τους
ασχολίες.
Το σχέδιο του σπιτιού γίνεται από τον πρωτομάστορα, αφού ο ιδιοκτήτης του υποδείκνυε το
σπίτι κάποιου συγχωριανού του, με το οποίο ήθελε να είναι όμοιο ή ακριβώς το ίδιο. Η
μορφή του σπιτιού προσαρμόζεται σ’ ένα γενικά παραδεκτό πρότυπο και τροποποιείται
σύμφωνα με τις δυνατότητες και ανάγκες του ιδιοκτήτη, ούτως ώστε δημιουργείται ποικιλία
μορφών που παρουσιάζουν αλληλουχία κι αλληλοεξάρτηση. Ένα συνηθισμένο πλινθόκτιστο
σπίτι περιελάμβανε δύο χώρους και ένα μικρό διάδρομο αντριδάκι), είχε συνολικό εμβαδό 50
τ.μ. περίπου και προσανατολισμό Α-Δ με την είσοδο στην ανατολή, εάν όμως ο διαθέσιμος
χώρος δεν το επέτρεπε, η είσοδος γινόταν οπουδήποτε (ό. π.).
Τα θεμέλια του σπιτιού κατασκευάζονταν από τον ιδιοκτήτη ή από τους τεχνίτες ανάλογα με
τη συμφωνία που είχε προηγηθεί. Ακολουθούσαν το σχήμα των τοίχων, είχαν ύψος και
πλάτος 0,50μ., κατασκευάζονταν με πέτρες που είχαν μαζέψει οι ιδιοκτήτες από τους αγρούς
καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και ως συνδετική ύλη χρησιμοποιούσαν λάσπη που γινόταν
κοντά στο σπίτι και δεν περιείχε άχυρο (εικ. 4-13).

15
Με την κατασκευή ενός καινούριου σπιτιού σχετίζονται τελετουργικές προσφορές που γίνονται:
1) κατά την κατασκευή των θεμελίων γίνεται αγιασμός, μετά θυσιάζεται πετεινός ή αρνί, με το αίμα του οποίου
σφραγίζονται τα όρια του σπιτιού κι ακολουθεί φαγοπότι από τους ιδιοκτήτες και τους κτίστες.
2) κατά την έναρξη των εργασιών της στέγης το δυνατό τραγούδι του πρωτομάστορα και ο χτύπος του
σκεπαρνιού πάνω στον παπά της στέγης καλούσε τους γείτονες και τους συγχωριανούς, οι οποίοι προσέφεραν
στους μαστόρους δώρα, όπως μαντίλια, πετσέτες, πουκάμισα και τα τοποθετούσαν σε ξύλινο διακοσμημένο με
λουλούδια σταυρό, που οι τεχνίτες είχαν κατασκευάσει και είχαν κρεμάσει στον παπά της στέγης,.
3) με την ολοκλήρωση της κατασκευής γινόταν βρέξιμο του σπιτιού, προσφερόταν ευχαριστήριο γεύμα από
τους ιδιοκτήτες προς τους μαστόρους. Αυτές οι τελετές έχουν σκοπό να απομακρύνουν τα αρνητικά πνεύματα
και να καλέσουν τις θετικές δυνάμεις, ώστε να εξασφαλιστεί και η ευημερία του σπιτιού, των ιδιοκτητών και
των κτιστών. Βλ. Σκαφίδα, Ε. (1994), Κατασκευαστικά υλικά, τεχνική και τεχνολογία των πλίνθινων σπιτιών
στη νεολιθική Θεσσαλία: μια εθνοαρχαιολογική προσέγγιση. Στο διεθνές συνέδριο ΘΕΣΣΑΛΙΑ. Δεκαπέντε
χρόνια αρχαιολογικής έρευνας, 1975-1990. Αποτελέσματα και προοπτικές, Λυών, 17-22 Απριλίου 1990, τόμος
Α΄, Αθήνα.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 85


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Eικόνα 4-13: χάραξη θεμελίων και κατασκευή λίθινου κρηπιδώματος (Πηγή: Σκαφίδα, 1990, σ. 182).

Οι τοίχοι συνήθως είχαν ύψος 2-2,50μ. και πλάτος 0,50μ., κτίζονταν μπατικά, με λάσπη ως
συνδετικό υλικό. Πάνω από τα θεμέλια, που έφταναν στην επιφάνεια του εδάφους,
κατασκευάζονταν τοίχος, ύψους 0,30-0,50μ. (εικ. 4-14) περίπου, από πέτρες επιλεγμένες από
τα ποτάμια και τους αγρούς (ό. π.).

Eικόνα 4-14: μπατική λίθινη υπόβαση ωμοπλινθότοιχου (Πηγή: Σκαφίδα, 1990, σ. 183).

Η λίθινη κρηπίδα στην οποία στηριζόταν οι πλίνθινοι τοίχοι χρησίμευε για την προστασία της
πρώτης σειράς των πλίνθων από τη διάβρωση από το νερό και την υγρασία. Οι κύριοι τοίχοι,
που δέχονται το βάρος της σκεπής, περιζώνονται εξωτερικά κι εσωτερικά με τρεις
τουλάχιστον σειρές ξύλινης, οριζόντιας, συνεχούς συνδετήριας ενίσχυσης (σινάζια). Κάθε
σειρά είναι καλά ενωμένη με μικρά ξύλα (κλάπες) ιδιαίτερα στις γωνίες, ώστε να
συγκρατούνται μεταξύ τους οι δοκοί και τέλος καλύπτεται με την ίδια λάσπη που
χρησιμοποιείται ως συνδετικό υλικό. Η πρώτη σειρά της ενίσχυσης αυτής γινόταν 30εκ. από
την επιφάνεια του εδάφους, στο ύψος της κατώτερης δοκού των παραθύρων και η τρίτη σειρά

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 86


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

στο ανώφλι. Εάν το σπίτι ήταν διώροφο τότε κατασκευαζόταν ενίσχυση στο ύψος που άρχιζε
ο όροφος.
Για τις δοκούς των ενισχύσεων συνήθως χρησιμοποιούνταν ξύλο καστανιάς ή δρύινο ενώ για
το σκελετό της στέγης ξύλο από πεύκο και έλατο. Την απαραίτητη ξυλεία την αγόραζε ο
ιδιοκτήτης με υπόδειξη του κατασκευαστή και χρησιμοποιούνταν από τους τεχνίτες
ενδιάμεσα για τη δημιουργία σκαλωσιών ώστε να επιτυγχάνεται ευκολότερη δόμηση του
σπιτιού.
Οι εσωτερικοί τοίχοι, με τους οποίους γινόταν οι διαιρέσεις των χώρων του σπιτιού, είχαν
πλάτος 0,30μ., ήταν όλοι κατασκευασμένοι με πλιθιά ή με πλέγμα από καλάμια επενδεδυμένο
με λάσπη και από τις δύο μεριές (τσατμάς). Η σύνδεσή τους με τους κύριους τοίχους του
σπιτιού γινόταν με τη χρήση ενισχύσεων («δόντια») που δημιουργούνταν στην εσωτερική
πλευρά των κύριων τοίχων (ό. π.).
Οι εξωτερικές και οι εσωτερικές επιφάνειες των τοίχων επενδύονταν με ένα στρώμα καθαρής
λάσπης με άχυρο και πάνω σ’ αυτό στηριζόταν άλλο στρώμα λάσπης που περιείχε κοπριές
ζώων. Η επένδυση αυτή γινόταν μία με δύο φορές κάθε χρόνο από τις γυναίκες. Με τον ίδιο
τρόπο και από τα άτομα καλυπτόταν η επιφάνεια της οροφής και του δαπέδου. Το παλάμισμα
του τελευταίου γινόταν μια φορά το μήνα περίπου για τη συντήρησή του και μια φορά το
χρόνο γινόταν η αφαίρεσή του για τη δημιουργία καινούριου δαπέδου (ό. π.).
Η διάρκεια ζωής ενός πλίνθινου σπιτιού εξαρτάται από τις τεχνικές ικανότητες και την
τεχνολογία των κατασκευαστών, από τα πέτρινα θεμέλια, την πέτρινη κρηπίδα, την επένδυση
των τοίχων, τη στέγη και κυρίως από τη συντήρησή του. Συνήθως η ζωή ενός σπιτιού
κυμαίνεται από 100 έως 200 χρόνια (ό. π.), ακόμη κι όταν η στέγη είναι από χόρτα. Η
εγκατάλειψη ενός σπιτιού και η οικοδόμηση ενός καινούριου δεν εξαρτάται από
τεχνολογικούς παράγοντες μόνο, αλλά κυρίως από οικονομικούς και πολιτιστικοκοινωνικούς.
Στην προβιομηχανική κοινωνία του θεσσαλικού κάμπου με ωμόπλινθους κατασκευάζονταν
τα σπίτια των γεωργοκτηνοτρόφων, των γαιοκτημόνων, αποθήκης, αχυρώνες, στάβλοι,
κοτέτσια, περιστεριώνες, αυλόγυροι και στάνες που βρίσκονταν μέσα στα χωριά, μέχρι το
τέλος της δεκαετίας του 1960, οπότε η τεχνική αυτή εξαφανίζεται και θεωρείται πλέον
«απολιθωμένη».
Η εξαφάνιση της τεχνικής αυτής, στην οποία συνετέλεσαν και οι σεισμοί του 1954 στους
Σοφάδες, του 1955 στο Βόλο και του 1957 στο Βελεστίνο και η αντικατάστασή της από τη
σύμμεικτη κατασκευή οφείλεται:
1) στην αλλαγή των οικονομικών και κοινωνικοπολιτιστικών συνθηκών των κατοίκων των
πεδινών περιοχών.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 87


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

2) στο χαμηλό κόστος της καινούριας κατασκευής εξαιτίας της εκμηχάνισης των δομικών
υλικών και της βελτίωσης των μεταφορών.
3) στο υψηλό κόστος της πλινθόκτιστης κατασκευής εξαιτίας της έλλειψης εργατικού
δυναμικού, που επιβαρύνεται από το κόστος του εισαγόμενου και πολύτιμου για τη χώρα μας
ξύλου.
4) στην ανώτερη ποιότητα και αντοχή στο χρόνο και στις καιρικές συνθήκες των σύγχρονων
κτισμάτων (ό. π.).
Στην εποχή μας, ενδεικτική είναι η μικρή, προς το παρόν αλλά με προοπτικές, σύγχρονη
κατασκευαστική τάση δημιουργίας κτισμάτων από ωμοπλίνθους εξαιτίας των
πλεονεκτημάτων που παρουσιάζουν (υψηλό οικολογικό προφίλ, χαμηλό κόστος κατασκευής,
χαμηλή κατανάλωση ενέργειας παραγωγής, κ.α.). Σε πολλά μέρη της χώρας μας (κυρίως σε
Βόρεια Ελλάδα, Θεσσαλία, Θράκη) μερικά διατηρούνται ακόμη σε σχετικά καλή κατάσταση,
αλλά, δυστυχώς, τα περισσότερα βρίσκονται σε κακή και είναι εγκαταλειμμένα, παρατημένα
στο έλεος του χρόνου και των καιρικών συνθηκών, δείγματα ενός παρελθόντος που πολλοί τα
προσπερνούν με αδιαφορία. Μια προσεκτικότερη ματιά βοηθάει να συνάξουμε χρήσιμα
συμπεράσματα για τον τρόπο ζωής και τον πολιτισμό ενός όχι πολύ μακρινού παρελθόντος.
Αρκετές ωμόπλινθες κατασκευές εμπλουτίζουν την αρχιτεκτονικό εικονογραφικό σκηνικό
του θεσσαλικού κάμπου, σήμερα όμως ιδιαίτερα αξιόλογα κτίσματα έχουν εξαφανιστεί (εικ.
4-15, 4-16, 4-17).

Εικόνα 4-15: πύργος Βισβίκη στο Βελεστίνο (Πηγή: Σκαφίδα, 1990, σ. 179).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 88


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνα 4-16: περιστεριώνας στο Γλίνο Τρικάλων (Πηγή: Σκαφίδα, 1990, σ. 179).

Εικόνα 4-17: Περιστεριώνας στον Πλακύκαμπο Λάρισας (Πηγή: Σκαφίδα, 1990, σ. 179).

Στην περιφέρεια της Κατερίνης γίνονται αναφορές για πλίνθινα σπίτια, αλλά και πέτρινα,
βεργόπλεκτα, σκεπασμένα με φύλλα τσίγκου (Το αγροτικό σπίτι, 1940). Η κατοικία στην
Οργάνη της Ροδόπης είναι διώροφη με εξωτερικούς τοίχους και στους δύο ορόφους από
πέτρα και εσωτερικούς από πλιθιά16 (Τεντοκάλη, 1989).
Η Καισαριανή δεν διαφέρει από άλλους προσφυγικούς συνοικισμούς (Πολεοδομική εξέλιξη
προσφυγικού συνοικισμού. Μελέτη περίπτωσης Καισαριανής, 2009-2010) ως προς τον τρόπο
που δημιουργήθηκε, αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε. Αποτέλεσμα της επιτακτικής ανάγκης

16
Ο χώρος της περιτειχισμένης αυλής, που αντιστοιχεί μπροστά στην κύρια όψη, διαθέτει τη μεγαλύτερη
δυνατή συνέχεια μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού, που δε συναντιέται σε κανένα άλλο τμήμα της κατοικίας.
Στο χώρο αυτό διανύεται το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της οικογένειας και ιδιαίτερα της γυναικείας εργασίας.
Εξάλλου όλα τα βοηθητικά κτίσματα της οικίας, όπως η τουαλέτα, ο φούρνος, οι αποθήκες, τα κοτέτσια είναι
τοποθετημένα περιμετρικά αυτού του κεντρικού υπαίθριου χώρου. Η διάταξη αυτή φαίνεται πως είναι αρκετά
διαδεδομένη όχι μόνο στον μακεδονικό χώρο, αλά και στον τουρκικό. Βλ. Τεντοκάλη Βάνα, (1989), «Η
οργάνωση του χώρου της κατοικίας ως έκφραση της δομής της οικογένειας. Η περίπτωση της Οργάνης», εκδ.
University Studio Press, Θεσσαλονίκη.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 89


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

στέγασης των προσφύγων, ακολούθησε τις γνωστές για τα ελληνικά δεδομένα διαδικασίες:
ιδιωτική πρωτοβουλία, έλλειψη κρατικής μέριμνας, πολιτικά και κομματικά συμφέροντα,
ιδιωτικά συμφέροντα, έλλειψη συνεννόησης μεταξύ των φορέων, μη εφαρμογή σχεδιασμού.
Η σημερινή μορφή της Καισαριανής σε καμία περίπτωση δεν παραπέμπει στον μικρό
προσφυγικό συνοικισμό του 1923. Τα πλινθόκτιστα, κομμάτι της ιστορίας της Καισαριανής,
είναι πλέον ελάχιστα και ακατοίκητα, σχεδόν ανύπαρκτα δίπλα στις πολυώροφες
πολυκατοικίες που χτίζονται. Η ανοικοδόμηση της δεκαετίας του ’80 άλλαξε την δομή και τη
σύνθεση του πληθυσμού του Δήμου. Τα πιο πολλά πλινθόκτιστα δεν έχουν συντηρηθεί από
την περίοδο κατασκευής τους, ενώ ορισμένα έδωσαν τη θέση τους σε πολυώροφα κτίρια με
το καθεστώς της αντιπαροχής.
Στο βορειοδυτικό τμήμα της πόλης της Άμφισσας, στις υπώρειες του Κοκκινόβραχου,
χωροθετήθηκε η συνοικία «Χάρμαινα» (Ομάδα εργασίας ΤΕΕ/Τμ. Ανατολ. Στερεάς, 2002), η
οποία εμπεριέχεται στον σύγχρονο πολεοδομικό ιστό της πόλης, όπου βρίσκονται τα
βυρσοδεψίας της περιοχής. Η συνοικία είναι μια περιοχή έκτασης περίπου 3.000μ2 η οποία
διατηρεί την εικόνα, που είχε όταν ήταν σε πλήρη ανάπτυξη, δηλαδή μέχρι τα μέσα του
περασμένου αιώνα (1930-1950).
Στην περιοχή του Βιτσίου και της Καστοριάς εντοπίζονται ακόμη μερικά κτίσματα του
παρελθόντος από ωμόπλινθους τα οποία επέζησαν από το πέρασμα του χρόνου και την
αδιαφορία. Σε υπόμνημα του Θωμά Μαρκεζίνη, γραμματέα του ελληνικού προξενείου
Μοναστηρίου, το 1880 γίνεται αναφορά στο Κρούσοβο, ως μία από τις κωμοπόλεις του
διαμερίσματος Βιτωλίων όπου υπάρχουν πλινθόκτιστα κτίσματα: «…αι μεν των πόλεων και
κωμοπόλεων (ενν. κατοικίες) εισί τινές μεν λιθόκτιστοι, τινές δε πλινθόκτιστοι, αι δε των
χωρίων είναι μεν πάσαι σχεδόν λιθόκτιστοι, αλλ’ εστεγασμέναι δι’ αχύρου και πλακών και ως
επί το πολύ μικραί. Αι των πόλεων και των κωμών τυχγάνουσι κατά το μάλλον και ήττον
στερεαί, καμψαί, διώροφοι και τριώροφοι, αι δε των χωρίων είναι ισόγειοι, άνευ εσωτερικού
διαχωρίσματος και εντός αυτών διαιτώνται κτήνη και άνθρωποι». Αντίστοιχες αναφορές κάνει
ο ιστορικός του Κρουσόβου Ν. Μπάλλας. Το 19ο αιω. αρχοντικά του Κρουσόβου17 ήταν

17
Τα περισσότερα σπίτια του 19ου αιω. στην Αχρίδα ανήκαν σε οικογένειες εμπόρων και βιοτεχνών που στην
πλειοψηφία τους ήταν βλαχόφωνοι Έλληνες. Χαρακτηριστικά για τις διαφορές ανάμεσα στην αρχιτεκτονική της
πόλης, όπου κυριαρχούσε οικονομικά το βλαχόφωνο στοιχείο, και στην αρχιτεκτονική των οικισμών του
σλαβόφωνου αγροτικού περίγυρου είναι τα αναφερόμενα σε υπόμνημα του γραμματέα του ελληνικού
προξενείου Μοναστηρίου Θωμά Μαρκεζίνη το 1880: «Αι μεν εντός της πρωτεούσης του διαμερίσματος (ενν.
οικίες), εισίν ευρύχωροι και στερεάς κατασκευής, κατασκευασμέναι αι μεν ημίσεις εκ λίθων, αι δε άλλαι εκ
πλίνθων και ξύλων. Αι δε των χωρίων ως επί το πλείστον εισίν μικραί, ισόγειοι, άνευ εσωτερικού διαχωρίσματος,
χρησιμεύουσαι συγχρόνως και εις κατοικίαν ανθρώπων και εις στάβλους». Βλ. Τσότσος, Π. Γ. (2004). Ο
ελληνισμός του Κουσόβου εκ των σωζομένων αρχιτεκτονικών μνημείων, Αγγελόπουλος Αν. Αθανάσιος,
Χριστιανική Μακεδονία. Πελαγονία – μια άλλη Ελλάδα. Θεσσαλονίκη - Αχρίδα. Θεσσαλονίκη: εκδ.
University Studio Press.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 90


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

διώροφα και τριώροφα με τον πρώτο όροφο κτισμένο από πέτρα, ενώ οι άλλοι δύο με
ελαφρότερα υλικά, πλίνθους και ξυλοδεσιές (Τσότσος, 2004).
Σήμερα στον ελλαδικό χώρο υπάρχουν πολλά ωμοπλινθόκτιστα κτίσματα που μοιάζουν
«απομονωμένα» στον αγροτικό και ορεινό, κυρίως, ιστό οικισμών, ως απομεινάρια μιας
περιόδου που πέρασε προσπαθώντας να κρατηθούν μεταξύ της κατάρρευσης και της
πιθανούς αποκατάστασης ή επανάχρησης. Χαρακτηριστικά, αναφέρονται κτίσματα στο
Μικροχώρι Ξάνθης (εικ. 4-18), προσφυγικές κατοικίες στην Νέα Καρβάλη Καβάλης,
προσφυγικές κατοικίες της D.H.T.G. στον Αξό Γιαννιτσών (εικ. 4-19), κατοικία στη Χρυσή
Αλμωπίας, κ.α.

Εικόνα 4-18: κατοικία από ωμόπλινθους στο Μικροχώρι Ξάνθης (Πηγή: Rapoport, 2010, σ. 279).

Εικόνα 4-19: προσφυγική κατοικία στον Αξό Γιαννιτσών (Πηγή: Κολιόπουλος & Μιχαηλίδης, 2009, σ.
331).

Στον ελλαδικό χώρο, κυρίως στο βορειοελλαδικό (βλ. Παράρτημα Α, φωτογραφίες Α-1 έως
Α-21), απαντώνται κτίρια στα οποία η ωμόπλινθος κάνει εμφανή την παρουσία της
υπενθυμίζοντας τη σπουδαιότητά της. Οι υφιστάμενες ωμοπλινθοκατασκευές αποδεικνύουν
με σαφή τρόπο ότι δεν είναι ευάλωτες κι ευτελείς, αλλά ότι έχουν επιδείξει εξαιρετική αντοχή

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 91


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

στη διάρκεια των ετών και σε κάθε είδους επιδράσεις. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια
κίνηση για τη ανάδειξη του πηλού ως υλικού με ιδιαίτερη αισθητική αξία από διάφορους
αρχιτέκτονες ανά τον κόσμο.
Ο Ιρανός αρχιτέκτονας Nader Khalili εμπνεύστηκε ένα project κατοικίας, προορισμένης για
χαμηλής οικονομικής στάθμης πληθυσμό, κατασκευασμένης από ένα συνδυασμό πηλού και
τσιμέντου και ενσωματωμένο αγκαθωτό σύρμα. Τέτοιας μορφής κατοικία συναντάμε στο
New England, ένα προάστιο της Βοστόνης, γνωστό ως Studio 360.
Το Casa Munita Gonzalez (εικ. 4-20) από τον Arias Arquitectos Surtiera Arquitectura
συνολικής έκτασης 275 τ.μ. είναι μια ιδιωτική κατοικία στο Batuco στο Santiago της Χιλής.
Το σπίτι κτίστηκε με terra panel προσδίδοντας ικανοποιητικές θερμομονωτικές ιδιότητες.

Εικόνα 4-20: Το Casa Munita Gonzalez στο Batuco της Χιλής (Πηγή:
https://www.archdaily.com/379734/casa-munita-gonzalez-arias-arquitectos-surtierra-
arquitectura/51a6a86eb3fc4b9027000313-casa-munita-gonzalez-arias-arquitectos-surtierra-arquitectura-
photo, Ημερονηνία επίσκεψης: 27/01/2018).

Το Rai Studio and Architecture for Humanity Tehran σε συνεργασία με το Norwegian


Refugee Council have επιμελήθηκαν μια πρότυπη κατασκευή για τους Αφγανούς πρόσφυγες
στο Κερμάν το οποίο βρίσκεται στο κέντρο του Ιράν.
Ο αρχιτέκτονας Sean Connelly δημιούργησε μια εγκατάσταση (μονολιθική πρισματική
κατασκευή) που λέγεται «A Small Area of Land (Kaka‘ako Earth Room)», από πηλό η οποία
εκτέθηκε σε γκαλερί στην Honolulu της Hawaii. Το έργο διαθέτει μια επικλινή επιφάνεια η
οποία ευθυγραμμίζεται με τη θέση του ήλιου και της σελήνης σε μια ημερομηνία-κλειδί για
την ιστορία του πηλού στη Χαβάη.
Ο Αυστραλιανός αρχιτέκτονας Martin Rauch δημιούργησε κατοικίες με χρήση τεμαχίων με
βάση τον πηλό. Ο αρχιτέκτονας Signer Harris δημιούργησε ένα σπίτι, το West Basin House

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 92


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

στην έρημο του Νέο Μεξικό (εικ. 4-21) με επίπεδης διατομής ωμόπλινθους, ξύλο και
σκυρόδεμα.

Εικόνα 4-21: το West Basin House στο Νέο Μεξικό (Πηγή: http://www.dailytonic.com/west-basin-house-
new-mexico-by-signer-harris-architects/ Ημερομηνία επίσκεψης 16-01-2018).

Το γραφείο Kendle Design Cooperative δημιούργησε την Redding Residence στο Scottsdale
της Arizona (εικ. 4-22) το 2007 με σύγχρονες πλίνθους, σκυρόδεμα και γυαλί.

Εικόνα 4-22: Redding Residence στο Scottsdale της Arizona (Πηγή:


https://www.homedsgn.com/2012/03/28/the-redding-residence-by-kendle-design-collaborative/,
Ημερομηνία επίσκεψης 28/01/2018).

Το αρχιτεκτονικό γραφείο του Rael San Fratello δημιούργησε το 2009 το Mud House (εικ. 4-
23) στην έρημο του West Texas στην πόλη Marfa. Η οικία μοιάζει με ένα μεγάλο πήλινο
κουτί από πήλινα τούβλα. Ενδιαφέρουσα είναι η αντίθεση μεταξύ πηλού, που διατηρεί σε
σωστή θερμοκρασία το εσωτερικό, και του χάλυβα. Η πισίνα συλλέγει τα όμβρια ύδατα
αναδεικνύοντας τη σπουδαιότητα του νερού σε μια έρημο.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 93


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνα 4-23: το Mud House στην έρημο του West Texas στην πόλη Marfa (Πηγή: http://www.rael-
sanfratello.com, Ημερομηνία επίσκεψης 17/01/2018).

Το ενδιαφέρον και η σπουδαιότητα για το υτλικό αυτό γίνεται φανερό με την ίδρυση
διαφόρων οργανσιμών. Το Craterre στη Lyon είναι ένας οργανισμός/ερευνητικό κέντρο από
το 1979 με διεθνή εμβέλεια και διαπιστευμένο εργαστήριο από το Υπουργείο Πολιτισμού κι
Επικοινωνίας της Γαλλίας το οποίο ασχολείται με την έρευνα και τα προγράμματα
κατάρτισης γύρω από τα δομικά υλικά, τις πρώτες ύλες, τις τεχνικές κατασκευής και τη
διαχείριση κατασκευών από πηλό με ένα δίκτυο περίπου πενήντα συνεργαζόμενων χωρών.
Το 2007 ιδρύθηκε το Daw’an Mud Brick Architecture Foundation στην Υεμένη το οποίο δεν
αφορά μόνο τις χωμάτινες κατασκευές της περιοχής Daw’an, αλλά και όλης της χώρας, και
διοργανώνει σεμινάρια και εργαστήρια για την διάσωση των παραδοσιακών μεθόδων
πλινθόκτιστων κατασκευών και υλικών με βάση τον πηλό.

4.2. Οι σύγχρονες ωμόπλινθοι


Tα τελευταία χρόνια γίνεται αναφορά για την συμπιεσμένη ωμόπλινθο η οποία παράγεται με
συμπύκνωση του χαλαρού εδαφικού μείγματος με τη βοήθεια πρέσας σε μήτρα με μηχανικό
ή υδραυλικό τρόπο (Μπέη, 2008). Η σταθεροποίηση στην περίπτωση της ωμόπλινθου αφορά
στη βελτίωση της πλίνθου ώστε να καταστεί ανθεκτική στη διαβρωτική επίδραση του νερού
με την προσθήκη πρόσθετων υδραυλικών κονιών, πρόσμικτων, υδρόφοβων, κ.α.
Σε πειράματα πάνω σε τοιχάρια ωμοπλίνθων και οπτοπλίνθων ο τρόπος αστοχίας ήταν
τυπικός για τοιχοποιίες με πλίνθους ισχυρότερες του κονιάματος με την εκδήλωση εγκάρσιας

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 94


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

διάρρηξης των πλίνθων. Τα πειραματικά δεδομένα18 απέδειξαν την ανθεκτικότατη των


τοίχων στο χρόνο (Μπέη, 2008).
Η τεχνική των σύγχρονων ωμοπλίνθων αναπτύχθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960.
Παράγονται συμπιεσμένα λιθοσώματα με τη βοήθεια πρέσας μέσω συμπύκνωσης πηλού
περιεχόμενης υγρασίας συνήθως από 8% έως 18%.
Η συμπιεσμένη ωμόπλινθος είναι η σύγχρονη εξέλιξη της παραδοσιακής παραγωγής
ωμόπλινθου, κατά την οποία γίνεται συμπύκνωση του υλικού ώστε να αυξηθεί η φαινόμενη
πυκνότητά του και να βελτιωθούν οι φυσικές και μηχανικές ιδιότητές της. Απαντάται με
διάφορες ονομασίες, όπως Compressed Earth Blocks (CEB) στην αγγλική ορολογία και
Block de Terre Compresse’s (BTC) στη γαλλική ορολογία. Οι τοιχοποιίες που
κατασκευάζονται από συμπιεσμένες ωμόπλινθους παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία πλέξης (ό.
π.).
Ο αρχιτέκτονας Gernot Minke ανάπτυξε τις δύο παρελθούσες δεκαετίες τεχνικές δόμησης
θόλων από πλίνθους με σύγχρονες μεθόδους κατασκευής και ιδιαίτερη έμφαση στην
αισθητική και κατασκευαστική τους αρτιότητα και στην εξασφάλιση αντισεισμικής
συμπεριφοράς (Μπέη, 2010). Έργα του βρίσκονται, εκτός από τη Γερμανία, σε πολλά μέρη
του κόσμου, όπως στο Ν. Δελχί, στο Περού, τη Βολιβία, σε πολλές άλλες χώρες της
Λατινικής Αμερικής, αλλά και στην Ελλάδα (έργο με θόλους πλινθιών στα Χανιά).

4.2.1. Το κανονιστικό πλαίσιο


Η σύγχρονη αγορά των πηλοκατασκευών είναι περιορισμένη και προσανατολισμένη σε
ανθρώπους με υψηλή περιβαλλοντική ευαισθησία. Προσφιλή τομέα εφαρμογής αποτελεί η
αποκατάσταση των ιστορικών κτιρίων με πηλό. Ωστόσο, στη χώρα μας, η υιοθέτηση των
υλικών από πηλό ακόμη σε αυτούς τους τομείς χρειάζεται πληροφόρηση, τεχνική υποστήριξη
και κατάλληλο νομικό πλαίσιο.
Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν κανονισμοί δόμησης με πηλό. Σε άλλες χώρες το κανονιστικό
πλαίσιο της τεχνολογίας κατασκευής με πηλό ποικίλει και προς το παρόν βρίσκεται σε
πρώιμη φάση. Περιορίζεται στην υιοθέτηση οδηγιών δόμησης που είτε έχουν εγκριθεί σε
τοπικό επίπεδο είτε βρίσκονται σε επεξεργασία. Ωστόσο, σήμερα, χώρες όπως η Νέα
Ζηλανδία που είναι σεισμογενής, σχεδόν το 1% του οικιστικού συνόλου είναι μερικώς ή

18
Η απεικόνιση των καμπύλων τάσεων-παραμορφώσεων στις ωμοπλινθοδομές είναι μη γραμμική. Γενικά, οι
καμπύλες τάσεων-παραμορφώσεων των τοιχοποιιών από συμπιεσμένες ωμοπλίνθους και των τοιχοποιιών από
χειροποίητες συμπαγείς οπτόπλινθους, παρουσιάζουν ένα κοινό βασικό χαρακτηριστικό, τη βαθμιαία πτώση της
ακαμψίας μέχρι την οριακή αντοχή που αποδίδεται κυρίως στη μη γραμμική συμπεριφορά του κονιάματος και
δευτερευόντως για υψηλές τομές έντασης στη μη γραμμική συμπεριφορά των πλίνθων

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 95


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

εξολοκλήρου κατασκευασμένο από πηλό. Προς το παρόν, υπάρχουν ελάχιστες σύγχρονες


κατασκευές από πηλό στην Ελλάδα, που συνήθως ενσωματώνονται ως στοιχεία πλήρωσης σε
φέρουσες κατασκευές από άλλα υλικά (ό. π.). Χωρίς κανονισμούς, προφανώς, περιορίζεται η
ανάπτυξη της δομικής του χρήσης. Παρόλα αυτά, τελευταίες έρευνες έδειξαν ότι οι
κατασκευές με πηλό θα μπορούσαν να συμμορφωθούν με τους σύγχρονους κανόνες δόμησης.

4.2.2. Η λειτουργία της φέρουσας τοιχοποιίας


Η συντριπτική πλειονότητα των κατασκευών από ωμόπλινθους βασίζονται στη λειτουργία
της φέρουσας τοιχοποιίας (Διάγραμμα 4-1) αφού δεν αποτελούν τμήμα του οργανισμού
πλήρωσης.

Διάγραμμα 4-1: οριζόντιες και κατακόρυφες δυνάμεις σε φέρουσες τοιχοποιίες (Πηγή: Παπαϊωάννου,
1998, σ. 78).

Οι φέροντες τοίχοι θεωρούνται συνεχή κατακόρυφα στοιχεία, ενώ το σύστημα των


πατωμάτων μεταφέρει σ’ αυτούς κατακόρυφα κινητά και νεκρά φορτία. Τα φορτία βαρύτητας
και οι πλάγιες ωθήσεις, που επενεργούν από τη μία πλευρά ενός εξωτερικού τοίχου,
δημιουργούν μία ροπή. Καθώς τα κατακόρυφα φορτία είναι αντίθετα από την τάση αυτής της
καμπτικής ροπής, οι βασικές εσωτερικές δυνάμεις, που καθορίζουν τη φέρουσα αντοχή της
τοιχοποιίας, είναι η θλίψη και η διάτμηση (Παπαϊωάννου, 1998).
Η διατμητική αντοχή της τοιχοποιίας αναφέρεται σε οριζόντιες φορτίσεις όπως άνεμος,
σεισμός, κ.α. (Μπέη, 2010) και διακρίνονται τρία είδη αστοχίας:
α) η αστοχία των συνδέσμων με πρόκληση βαθμιδωτών ρωγμών
β) η αστοχία των μονάδων με διαμπερείς ρωγμές
γ) η αστοχία εξαιτίας θλίψης
Η καμπτική αντοχή της τοιχοποιίας διακρίνεται σε:

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 96


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

α) καμπτική αντοχή σε κατακόρυφη διεύθυνση η οποία εξαρτάται κυρίως από την αντοχή των
συνδέσμων (κονιαμάτων)
β) καμπτική αντοχή σε οριζόντια διεύθυνση η οποία εξαρτάται κυρίως από την αντοχή των
τοιχοσωμάτων (ό. π.).

4.2.3. Η παθολογία και τα προβλήματα φθοράς κατασκευών από ωμόπλινθους


Η συμπεριφορά μιας ωμοπλινθοδομής εξαρτάται από παράγοντες:
 τη γεωμετρία και το μέγεθος του δομικού σκελετού,
 την τεχνική δόμησης,
 την εμπειρία και τις ικανότητες των ενασχολούμενων τεχνιτών,
 την ποιότητα των υλικών,
 την προσθήκη ή μη ενισχυτικών δομικών στοιχείων, τις χρήσης του κτίσματος,
 το βαθμό συντήρησης,
 το κλίμα και το ποσοστό υγρασίας της περιοχής (ξηρό, υγρό, κ.λπ.),
 η συχνότητα του υετού, κ.α.
Η παθολογία των ωμοπλινθοκατασκευών οφείλεται κυρίως στην έλλειψη συντήρησης, στην
επίδραση της υγρασίας και στην ανεπάρκεια του δομικού σκελετού να ανταπεξέλθει σε
σεισμικές δράσεις (Ιλλαμπάς, 2010).

4.2.4. Συνήθεις μορφές φθοράς των ωμοπλινθοδομών


α) Διάβρωση της βάσης της ωμοπλινθοδομής η οποία οφείλεται στη διείσδυση υγρασίας
μέσα στη μάζα της τοιχοποιίας λόγω της απουσίας υγρομόνωσης στη λίθινη θεμελίωση που
στηρίζει την ωμοπλινθοδομή. Η φθοροποιός δράση της υγρασίας προκαλεί την αποσάθρωση
των ωμόπλινθων προκαλώντας το σχηματισμό οριζόντιων κοιλοτήτων στη διεπιφάνεια
ωμοπλινθοδομής λιθοδομής με αποτέλεσμα την απώλεια της φέρουσας επιφάνειας της
τοιχοποιίας και την εισαγωγή εκκεντροτήτων, κάτι που μπορεί να αποδειχθεί καταστροφικό
σε περιπτώσεις σεισμικών δράσεων αφού αυξάνεται ο κίνδυνος ανατροπής της τοιχοποιίας
από κάμψη εκτός επιπέδου (Μπέη, 2010 & Ιλλαμπάς 2010).
β) Διάβρωση του πάνω τμήματος της ωμοπλινθοδομής η οποία προκαλείται επειδή δεν
προφυλάσσεται ικανοποιητικά από τα όμβρια ύδατα ή εξαιτίας της δυσλειτουργίας του
μηχανισμού απομάκρθυνσης του νερού λόγω ελλιπούς συντήρησης. Έτσι το νερό διεισδύει
στη μάζα της ωμοπλινθοδομής μέσα από προϋφιστάμενες μικρορωγμές προκαλώντας
αποσάθρωση του υλικού. Με τον τρόπο αυτό σχηματίζονται κατακόρυφες ασυνέχειες και

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 97


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

ρηγματώσεις στις περιοχές όπου διείσδυσε η υγρασία, αποσαθρώσεις επιχρισμάτων και


παραμόρφωση των δοκαριών οροφής.
γ) Αποσάθρωση των ωμόπλινθων προξενείται όταν το χώμα από των ωμόπλινθων έχει
απωλέσει τις δυνάμεις συνοχής του και οι συνδετικές ίνες (άχυρα, τρίχες, ίνες, κ.ά.)
αποσυντίθενται. Η διαδικασία αυτή ενεργοποιείται όταν η υγρασία εισχωρέσει στη μάζα της
τοιχοποιίας (εικ. 4-24) ή όταν τα όμβρια ύδατα εφάπτονται και διαβρώνουν την επιφάνεια της
ωμοπλινθοδομής που δεν φέρει επίχρισμα. Η αποσάθρωση αυτή προκαλεί μείωση των
μηχανικών αντοχών των ωμοπλίνθων με συνέπεια τη σημαντική απώλεια της φέρουσας
ικανότητας της τοιχοποιίας (Παπαϊωάννου, 1998).

Εικόνα 4-24: δημιουργία εκφυγών στην τοιχοποιία (Πηγή: Παπαϊωάννου, 1998, σ. 167).

δ) Αποκόλληση επιχρισμάτων που προκαλείται ότανυγρασία προσβάλλει τις ξύλινες σφήνες


ή τα σιδηρούς ήλους τα οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις, ενισχύουν την πρόσφυση μεταξύ
επιχρίσματος και τοιχοποιίας. Η αποκόλληση των επιχρισμάτων μπορεί να προκληθεί
εξαιτίας της ανακυκλιζόμενης φόρτισης των σεισμικών δυνάμεων. Η απώλεια των
επιχρισμάτων επιτείνει την επίδραση της υγρασίας στους ωμόπλινθους επιταχύνοντας το
ρυθμό διάβρωσης των ωμοπλινθοδομών.
ε) Μόνιμες παραμορφώσεις προκαλούνται από παράγοντες, όπως ελλιπής στήριξη, σεισμικές
δράσεις, αποσάθρωση τμήματος τοιχοποιίας, διαφορική καθίζηση της θεμελίωσης, ανάπτυξη
βλάστησης κοντά στη βάση της τοιχοποιίας κ.ά. Οι παραμορφώσεις συχνά προκαλούνται από
την εφαρμογή υλικών με διαφορετική μηχανική συμπεριφορά στη μάζα της τοιχοποιίας και
τέτοιες είναι η καμπύλωση της τοιχοποιίας στο επίπεδό της και η κάμψη εκτός του επιπέδου
της (Ιλλαμπάς, 2010).
στ) Ρηγματώσεις – Μερικές Καταρρεύσεις παρατηρούνται όταν υπό την επίδραση σεισμικών
φορτίων οι τοιχοποιίες τείνουν να συμπεριφέρονται ως πρόβολοι ή ως περιμετρικά

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 98


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

δεσμευμένοι τοίχοι οι οποίοι ταλαντώνονται ανάλογα με το βαθμό σύνδεσης στις


διασταυρώσεις τους. Η ταλάντωση οφείλεται κυρίως στο ότι τα κτήρια στεγάζονται με
ξύλινες στέγες και δεν υφίσταται δύσκαμπτη διαφραγματική λειτουργία. Η άστοχη σύνδεση
στις διασταυρώσεις των τοίχων σε συνδυασμό με την επίδραση σεισμικών δυνάμεων
προκαλούν τη δημιουργία κατακόρυφων αποσχιστικών ρωγμών. Σημαντικές βλάβες συνήθως
δέχονται οι τοιχοποιίες που είναι κάθετες στην κατεύθυνση του σεισμού και κάμπτονται
εκτός επιπέδου. Η κάμψη εκτός επιπέδου τοίχων που λειτουργούν ως πρόβολοι, λόγω της
ελλιπούς στήριξης στα άκρα τους, προκαλεί τη δημιουργία κατακόρυφων ή/και οριζόντιων
ρωγμών. Τοίχοι με στηρίξεις στο κάτω μέρος και στα κατακόρυφα άκρα τους, αναπτύσσουν
κατακόρυφες ρωγμές στο μέσο τους και διαγώνιες προς τα άκρα λόγω κάμψης εκτός
επιπέδου. Ανάλογα με το μέγεθος του σεισμού, την αντοχή της τοιχοποιίας και τη σύνδεση
στα σημεία ένωσης με διασταυρούμενους τοίχους, η κάμψη εκτός επιπέδου μπορεί να
προκαλέσει μερική ή ολική κατάρρευση. Τοιχοποιίες στις οποίες η βάση της ωμοπλινθοδομής
έχει διαβρωθεί διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο ανατροπής από κάμψη εκτός επιπέδου, ιδιαίτερα
όταν δεν στηρίζονται επαρκώς στα κατακόρυφα άκρα τους. Τοίχοι παράλληλοι στην
κατεύθυνση του σεισμού οι οποίοι κάμπτονται εντός επιπέδου αναπτύσσουν συνήθως
οριζόντιες και διαγώνιες διατμητικές ρωγμές. Στις γωνίες των ανοιγμάτων η συγκέντρωση
τάσεων οδηγεί στη δημιουργία διαγώνιων ρωγμών υπό την επίδραση σεισμικών φορτίων. Ο
συνδυασμός ρωγμών μπορεί να οδηγήσει σε τοπικές καταρρεύσεις και σοβαρές βλάβες.
Επίσης, οι παραμορφώσεις που προκαλούνται από το σεισμό στην τοιχοποιία μπορούν να
οδηγήσουν σε απώλεια των στηρίξεων της οροφής και σε μερικές περιπτώσεις στην
κατάρρευση της (Μπέη, 2008).

4.2.5. Η παθολογία των ωμοπλινθοδομών υπό την επίδραση σεισμικών δράσεων

Κατά τη διάρκεια των σεισμικών δράσεων στις ωμοπλινθοδομές παρατηρείται η κυρίαρχη


τάση για αποκόλληση των εγκάρσιων τοίχων, παρουσιάζοντας κατακόρυφες ρωγμές στις
γωνίες και στους εσωτερικούς εγκάρσιους τοίχους. Οι διάφορες μέθοδοι που έχουν
αναπτυχθεί, όπως η χρήση μεταλλικών ράβδων ως ελκυστήρων, περιμετρικών δοκών-
διαζωμάτων ή προσαρτημένου πλέγματος ενίσχυσης στοχεύουν στην παρεμπόδιση της
αποκόλλησης των εγκάρσιων τοίχων από ωμοπλίνθους.
Ο τρόπος αστοχίας εμφανίζεται σχηματικά στην εικόνα 4-25 στην οποία οι ρωγμές που
δημιουργούνται κατά τη διάρκεια ενός σεισμού είναι λίγες αριθμητικά, αλλά μεγάλου εύρους
και είναι πιθανό να οδηγήσουν σε αποκόλληση τμημάτων τοίχου. Ωστόσο, πρέπει να

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 99


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

σημειωθεί ότι η κατάρρευση δεν είναι άμεση και γίνεται ύστερα από αρκετές ταλαντώσεις.
Εάν η μετακίνηση του πάνω τμήματος της τοιχοποιίας μπορεί να περιοριστεί, τότε μπορούν
να μειωθούν οι παραμορφώσεις του. Έτσι, θα αυξηθεί η στατική επάρκεια του τοίχου κατά τη
διάρκεια των αυξανόμενων ανακυκλίσεων. Όταν συμβεί η αποκόλληση των τοίχων με τη
μετατόπισή τους εκτός του επιπέδου τους, η στέγη ή η οροφή την οποία στηρίζουν θα
καταρρεύσει (ό. π.).

Εικόνα 4-25: Σχηματική αναπαράσταση βασικών αστοχιών ωμοπλινθοδομών σε σεισμό. Κατάρρευση


οροφής από μετατόπιση άνω τμήματος τοίχου (Πηγή: Μπέη, 2004).

4.2.6. Βελτίωση της σεισμικής συμπεριφοράς των ωμοπλινθοδομών

Με βάση τις μέχρι σήμερα μελέτες και πειράματα, οι παράμετροι οι οποίοι πρέπει να
λαμβάνονται υπόψη για τη βελτίωση της σεισμικής συμπεριφοράς των ωμοπλινθοδομών
είναι (Μπέη, 2008):
• η σύνθεση των ωμοπλίνθων,
• η πιστοποιημένη ποιότητα κατασκευής των ωμοπλίνθων,
• ο κατάλληλος σχεδιασμός και
• οι τεχνικές βελτίωσης και αντισεισμικής ενίσχυσης.
Τα χαρακτηριστικά του πηλού παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της εν ξηρώ
θλιπτικής αντοχής και της διαδικασίας συστολής ξήρανσης της ωμοπλίνθου και του
πηλοκονιάματος και συνολικά της αντοχής της τοιχοποιίας. Βασικό στοιχείο για την
αξιολόγησή τους είναι η περιεχόμενη άργιλος στη σύνθεση του πηλού (διάγραμμα 4-2).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 100


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Διάγραμμα 4-2: τριγωνικό πλέγμα απεικόνισης της περιεκτικότητας πηλού σε άργιλο, ιλύ και άμμο
(Πηγή: αναπροσαρμογή από USDA, Υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ, http:soils.usda.gov/).

Η άργιλος είναι το πιο σημαντικό συστατικό του εδάφους, που εξασφαλίζει μηχανική αντοχή
και προκαλεί συστολή κατά την ξήρανση. Επιπλέον, ο έλεγχος της μικρορηγμάτωσης του
πηλοκονιάματος κατά την ξήρανση, καθώς η ποιότητα και ποσότητα των πρόσθετων (άμμος,
ίνες, τσιμέντο, θηραϊκή γη, κ.ά.) στη σύνθεσή του, είναι απαραίτητος για την εξασφάλιση
ισχυρής τοιχοποιίας από ωμοπλίνθους. Η ποιότητα δόμησης, τέλος, παίζει ίσως τον
σημαντικότερο ρόλο στα μηχανικά χαρακτηριστικά της ωμοπλινθοδομής (Μπέη, 2008).
Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει προσπάθειες για τη βελτίωση των ιδιοτήτων των δομικών
μονάδων της ωμοπλινθοδομής (ωμόπλινθοι, πηλοκονιάματα) και χρησιμοποιήθηκαν ποικίλες
συνθέσεις υλικών και διαφορετικοί τρόποι ενίσχυσης τοίχων για τον σχεδιασμό κτιρίων από
πηλό. Μερικοί μελετητές συνέστησαν τη χρήση γύψου και ασβέστου για την σταθεροποίηση
των ωμοπλίνθων. Ωστόσο, η χρήση της γύψου αφήνει πολλά ερωτηματικά ως προς την
ποιότητα του παραγόμενου υλικού. Μια εναλλακτική χρήση της γύψου για τη σταθεροποίηση
των ωμοπλίνθων παρουσιάστηκε στην Ινδία και χρησιμοποιήθηκε αργότερα στην Ελλάδα (με
αντικατάσταση της γύψου με τσιμέντο Portland) για τη σταθεροποίηση πηλοκονιαμάτων. Ο
τύπος αυτός είναι γνωστός ως «soil cement brick» και αποτελείται από 10% τσιμέντο
Πόρτλαντ, 10% άμμο, 80% πηλό και μικρή ποσότητα νερού. Η κα Μπέη για τα
πηλοκονιάματα και οι Blondet κ.α. για τις ωμοπλίνθους χρησιμοποίησαν άχυρο και/ή
χονδρόκοκκη άμμο, ως πρόσθετα, για τον έλεγχο των μικρορηγματώσεων που προκαλούνται
κατά την ξήρανση (Μπέη, 2010).
Πολλές απλές και φτηνές οδηγίες έχουν αναπτυχθεί για τη βελτίωση της σεισμικής
συμπεριφοράς των πλινθόκτιστων. Στις μονώροφες κατασκευές έχουν προταθεί από
διάφορους ερευνητές η χρήση ελαφριών μονωμένων στεγών, διασταυρώσεων τοίχων,

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 101


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

παραστάδων και αντιστηρίξεων, ξύλινων ανωφλίων, μικρών ανοιγμάτων και η κατασκευή


κατά το δυνατό ακλόνητης θεμελίωσης. Σχετικά με τον κατάλληλο σχεδιασμό, βασική αρχή
μονώροφης αντισεισμικής κατασκευής με ωμοπλίνθους είναι η δόμηση κτιρίου σχήματος
συμπαγούς κουτιού.
Ποικίλες οδηγίες έχουν δοθεί για τις διαστάσεις των ανοιγμάτων και τις αποστάσεις των
πηλότοιχων. Πολύ συχνά, προτείνεται η χρήση της ενισχυτικής περιμετρικής δοκού-
διαζώματος στην απόληξη της τοιχοποιίας κάτω από τη στέγη του κτιρίου. Η δοκός συνδέει
όλες μαζί τις πλευρές του κτιρίου και συμβάλλει στην αύξηση της δυσκαμψίας του κτιρίου,
εμποδίζοντας την αποκόλληση των γωνιών και την ολίσθηση του κτιρίου από τη βάση του
(Μπέη, 2010).
Πολύ σημαντική οδηγία είναι η χρήση οριζόντιων και κατακόρυφων οπλισμών εντός του
επιπέδου της τοιχοποιίας των ωμοπλίνθων. Οι οπλισμοί μπορούν να αποτελούνται από ξύλα,
καλάμια, μπαμπού ακόμη και μεταλλικές ράβδους σαν τους συμβατικούς οπλισμούς της
οπλισμένης τοιχοποιίας. Οι ενισχύσεις αυτές αυξάνουν την εντός επιπέδου διατμητική
αντοχή. Οι οριζόντιοι οπλισμοί τοποθετούνται στους αρμούς του κονιάματος και μειώνουν
την οριζόντια καμπτική παραμόρφωση του ανοίγματος μεταξύ δύο κάθετων τοίχων.
Πειράματα που έγιναν από τους Blondet και Dowling επιβεβαίωσαν την αποτελεσματικότητα
αυτών των σχεδιασμών όσον αφορά στη βελτίωση της συμπεριφοράς των ωμοπλινθοδομών
στις σεισμικές καταπονήσεις. Επιπλέον, ο Morris και Walker έχουν προτείνει μεταλλικούς
οπλισμούς για την ενίσχυση των ωμοπλινθοδομών (Μπέη, 2008).
Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι αυτές οι προσεγγίσεις ακολουθούν βασικά τις σύγχρονες αρχές των
κωδίκων που εφαρμόζονται στην τοιχοποιία και στο σκυρόδεμα.
Είναι γενικά αποδεκτό ότι τα ενισχυτικά μέτρα που λαμβάνονται για τις υφιστάμενες
ωμοπλινθοδομές στοχεύουν στη διατήρηση της στατικής τους επάρκειας στους σεισμούς.
Επίσης, είναι κατανοητό ότι το αντικείμενο των ενισχύσεων στοχεύει πρώτιστα στην
προστασία της ζωής των κατοίκων στα κτίρια αυτά και έπειτα στη διάσωση των ίδιων
κτιρίων και τη μείωση των βλαβών τους. Επειδή υπάρχουν ομοιότητες της συμπεριφοράς της
συμβατικής τοιχοποιίας και της ωμοπλινθοδομής, πολλά σχήματα ενίσχυσης που προτάθηκαν
για ωμοπλινθοδομές έχουν τις ίδιες αρχές.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 102


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Α΄ ΜΕΡΟΥΣ

Από τη βιβλιογραφική ανασκόπηση που προηγήθηκε, προκύπτει ότι ο πηλός από τα


πανάρχαια χρόνια αποτέλεσε βασικό υλικό δόμησης των κατασκευών και των καλλιτεχνικών
εκφράσεων του ανθρώπου. Η αργιλόμαζα είναι ένα σύνθετο υλικό που χρησιμοποιείται στην
παραγωγή ωμόπλινθων. Εξέταστηκε η σύσταση και η σύνθεση του άργιλου, του μαλακού
αυτού προσχωσιγενούς πετρώματος, και έγινε η κατηγοριοποίησή του με βάση τα κύρια
συστατικά του στοιχεία. Η ορυκτολογική σύσταση και οι χημικές και φυσικές ιδιότητες του
πηλού διερευνήθηκαν και διαπιστώθηκε η βιοκλιματική λειτουργία του. Πρόκειται για ένα
από τα καθαρότερα περιβαλλοντικά οικοδομικά υλικά, είναι άκαυστο, διατηρεί την υγρασία
του εσωτερικού αέρα σταθερή (50% και 55%), συμβάλλει στα όρια άνεσης ως προς τα
ποσοστά υγρασίας των εσωτερικών χώρων, παρουσιάζει μεγάλη θερμοχωρητικότητα,
εξαιρετικές θερμικές ιδιότητες, μεγάλη θερμική αδράνεια και μέτρια θερμική αγωγιμότητα.
Επίσης, βοηθάει στη δέσμευση χημικών ενώσεων και στη μείωση του επιπέδου των
ραδιενεργών εκπομπών, ενώ, ταυτόχρονα, λειτουργεί ως φράγμα ηλεκτρομαγνητικής
ακτινοβολίας υψηλών συχνοτήτων. Ο πηλός, πλην των ωμόπλινθων, χρησιμοποιήθηκε ως
υλικό επιχρίσματος και κάλυψης δαπέδων και στεγών.
Η κύρια βιοκλιματική διάσταση του υλικού βασίζεται στο γεγονός ότι βρίσκεται σε αφθονία
στη φύση, είναι ανακυκλώσιμο, αξιοποιεί ενεργειακά το τοπικό μικροκλίμα και δεν
επιβαρύνει το περιβάλλον τόσο κατά τη φάση της κατασκευής του όσο και κατά την
τοποθέτηση ή αποσύνθεσή του. Περιγράφτηκε η αρχή παραγωγής των ωμόπλινθων, τα
πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά τους, η κατηγοριοποίηση των πλινθοτοιχοποιϊών, το
δομικό σύστημα των ωμοπλινθοκτισμάτων και η διαδικασία παρασκευής χειροποίητων
πλινθιών. Μεγαλύτερο μειονέκτημά τους είναι η ευαισθησία στη δράση της υγρασίας, αλλά,
εξαιτίας των αρκετών πλεονεκτημάτων τους κατάφεραν να γίνουν γρήγορα οικεία στον
άνθρωπο και να καλύψουν ένα ευρύ φάσμα των δραστηριοτήτων του ανά τους αιώνες.
Η γνώση της συμπεριφοράς και της αισθητικής των ωμοπλινθοδομών σήμερα, όμως, είναι
ιδιαίτερα περιορισμένη. Επικρατεί ελλιπής γνώση για τα χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα
διότι οι κατασκευές αυτές δεν έχουν απασχολήσει ευρέως την επιστημονική κοινότητα, ενώ
δεν είναι λίγοι οι οποίοι τις θεωρούν αδιάφορες ώστε μην αποτελούν πεδίο μελέτης και
αρχιτεκτονικού προβληματισμού. Στην Ελλάδα δεν έχει θεσπιστεί ένα σαφές κανονιστικό
πλαίσιο για τις ωμοπλινθοκατασκευές παρά μόνο κάποιες οδηγίες δόμησης. Περιγράφεται η
συμπεριφορά, η παθολογία και τα προβλήματα διάβρωσης κι αποσάθρωσης τα οποία
οφείλονται κυρίως στην έλλειψη συντήρησης και στην επίδραση της υγρασίας.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 103


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια κίνηση για τη ανάδειξη του πηλού ως υλικό με ιδιαίτερη
αισθητική αξία από διάφορους αρχιτέκτονες ανά τον κόσμο. Τη σύγχρονη εποχή ορισμένοι
αρχιτέκτονες χρησιμοποιούν το υλικό αυτό δημιουργώντας κτίσματα με ιδιαίτερο
ενδιαφέρον. Αξιοσημείωτο της αναγνωρισμένης σπουδαιότητας των ωμοπλινθοκατασκευών
αποτελεί το γεγονός της ίδρυσης αρκετών ερευνητικών κέντρων σε διάφορες χώρες του
κόσμου, όπως το Craterre στη Γαλλία, το Daw’an Mud Brick Architecture Foundation στην
Υεμένη, το Auroville Earth Institute στην Ινδία, κ.α. Η χώρα μας, σε πλήρη αναντιστοιχία,
δεν έχει επιδείξει κανένα ενδιαφέρον για τον πολιτιστικό πλούτο που ενθυλακώνουν οι
οικισμοί αυτοί και τα κτίσματα από ωμή πλίνθο τα οποία είναι εντελώς παραγκωνισμένα. Σε
μια εποχή κατά την οποία γίνεται ιδιαίτερη αναφορά για κτίσματα με μηδενικό οικολογικό
αποτύπωμα και κτίρια μηδενικής ενεργειακής κατανάλωσης η αναθεώρηση της χρήσης αυτού
του δομικού υλικού αποτελεί θετική συνεισφορά.
Στην Ελλάδα και κυρίως στο βορειοελλαδικό χώρο μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα
υπήρχαν αρκετά κτίρια τα οποία ήταν δομημένα από ωμόπλινθους. Στις μέρες μας σε αρκετά
οικιστικά σύνολα του ελληνικού χώρου απαντώνται ωμοπλινθόκτιστα κτίρια, αλλά το
μοναδικό οργανωμένο οικιστικό σύμπλεγμα με κτίρια αποκλειστικά κτισμένα με
ωμόπλινθους απαντάται στα Κορέστεια τα οποία βρίσκονται στα όρια των νομών Καστοριάς
και Φλώρινας.
Οι εναπομείναντες ωμοπλινθόκτιστοι οικισμοί και τα ωμοπλινθόκτιστα κτίσματα, δυστυχώς,
ερημώνουν και οδεύουν προς την οριστική εξαφάνιση κινδυνεύοντας άμεσα να χαθεί ένα
σπουδαίο δείγμα ενός πολιτισμού άμεσου συνυφασμένου με το φυσικό του περιβάλλον από
εντελώς ανακυκλούμενα υλικά που αξίζει να διαφυλαχθεί και ν’ αναδειχτεί.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 104


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Β΄ ΜΕΡΟΣ

6. ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ


ΚΟΡΕΣΤΕΙΩΝ

6.1. Ιστορικογεωγραφικά δεδομένα των οικισμών – ονοματολογική προέλευση

Η περιφερειακή Καστοριάς είναι μια ορεινή παραμεθόρια αραιοκατοικημένη περιοχή, η οποία


καλύπτει το ΒΔ τμήμα της περιφέρειας της Δυτικής Μακεδονίας και συνορεύει δυτικά με την
Αλβανία. Ο νομός χαρακτηρίζεται ως κατ’ εξοχήν ορεινός περιλαμβάνοντας τους ορεινούς
όγκους του Γράμμου, της Βορείου Πίνδου, του Βοΐου, του Τρικλαρίου και του Βέρνου
(Βιτσίου). Μέσα στα γεωγραφικά όρια του νομού κυριαρχεί το ορεινό σύμπλεγμα του
Γράμμου, που αποτελεί τη βορειότερη προέκταση της Πίνδου, στα ελληνοαλβανικά σύνορα,
καθώς και του Βιτσίου που αποτελεί το φυσικό όριο με το νομό Φλώρινας. Η έκταση του
νομού Καστοριάς είναι 1.720 τ. χλμ. και αποτελεί το 7% της έκτασης της Δυτικής
Μακεδονίας. Ποσοστό 58,4% του νομού χαρακτηρίζεται ως ορεινό, 28,8% ημιορεινό και
12,8% πεδινό (Δασκαλάκης, 1982).

Η δημοτική ενότητα των Κορεστείων (εικ. 6-1) ανήκει σήμερα στο Δήμο Καστοριάς ενώ πριν
την εφαρμογή του «Καλλικράτη» ανήκε στο Δήμο Κορεστείων ο οποίος είχε ως πρωτεύουσα
το Νέο Οικισμό, κτισμένο τη δεκαετία του ’70, με υψόμετρο 850 μέτρα περίπου από την
επιφάνεια της θάλασσας, και με κατοίκηση από τη δεκαετία του ‘80.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 105


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνα 6-1: χάρτης της περιοχής Κορεστείων (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Οι υπόλοιποι οικισμοί, που αναπτύσσονται σε μεγάλη ακτίνα μεταξύ τους, περιτριγυρίζονται από
δασώδεις εκτάσεις του Βιτσίου, διασχίζονται από ρέματα και από το Λαδοπόταμο, παραπόταμο του
Αλιάκμονα. Περικλείονται βορειοδυτικά από το Τρικλάριον όρος (1.827μ. το οποίο οι ντόπιοι
ονομάζουν Μάλι Μάδι), βόρεια–ανατολικά από την οροσειρά Βέρνον (Βίτσι, 2.128μ.) και νότια από
το όρος Όρλοβο. Η πρόσβαση στην ακριτική αυτή περιοχή επιτυγχάνεται, μέσω της νέας εθνικής οδού
Καστοριάς–Φλώρινας μέσω Κορομηλιάς, από το νομό Φλώρινας μέσω του οδικού άξονα Βίγλας-
Πισοδερίου και από την παλαιά επαρχιακή οδό Καστοριάς–Φλώρινας μέσω Βιτσίου, μέσω του χωριού
Βυσινέα.

Είναι άγνωστο πότε πρωτοκατοικήθηκαν τα χωριά των Κορεστείων. Φαίνεται ότι, ως


πέρασμα που ήταν πάντα η περιοχή, υπήρχαν οικισμοί από ντόπιους αγρότες με μικτή
οικονομία, οι οποίοι ταυτόχρονα με τις γεωργοκτηνοτροφικές ασχολίες, ίσως είχαν και
καθήκοντα φύλαξης και ελέγχου του περάσματος, πράγμα που αναφέρεται μόνο για τα
βλαχοχώρια της περιοχής. Δεν υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία για τη περιοχή της μελέτης, ενώ
από προφορικές μαρτυρίες και κάποιες ιστορικές ενδείξεις συμπεραίνουμε ότι ο τόπος έχει
μακρές καταβολές.

Για την ορθότερη κατανόηση της ιστορικότητας της περιοχής από τα αρχαία χρόνια είναι
χρήσιμη η ιστορική επισκόπηση η οποία συνδέεται στενά με την ονοματολογική προέλευση.
Η περιοχή των Κορεστείων κατά την αρχαιότητα, σύμφωνα με γεωγράφους, εντάσσονταν

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 106


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

στην Άνω Μακεδονία19 (Μεντεσίδη-Καραμήτρου, 1999) η οποία, σύμφωνα με μελετητές,


περιελάμβανε την Ελιμιώτιδα, τη Λυγκηστίδα, την Ορεστίδα, την Πελαγονία, την Εορδαία,
την Τυμφαία, τη Δερρίοπο, την Ατιντανία και τη Δασσαρήτιδα 20 (Δήμιτσας, 1988). Τα
Κορέστεια καλύπτουν το βορειοανατολικό όριο της αρχαίας Ορεστίδος (εικ. 6-3) η οποία
γειτνίαζε με την Λυγκηστίδα που ταυτίζεται με την περιοχή κοντά στις Πρέσπες21 (Σιάνος,
1972).

Εικόνα 6-2: η περιοχή της Ορεστίδας στην Άνω Μακεδονία (Πηγή:


http://www.msorestis.gr/files/istoria.htm, Ημερομηνία επίσκεψης 18/08/2015).

Η Ορεστίς, Ορεστία ή Ορεστιάς κατείχε το βορειοδυτικότερο μέρος του Αλιάκμονα και


έλαβε το όνομά της με γεωγραφικούς όρους εξαιτίας των ορέων που την περιστοιχίζουν, σε
αντίθεση με την πεδινή έκταση της Ημαθίας. Πρόκειται για την πανάρχαια κοιτίδα του
μακεδονικού ελληνισμού (εικ. 6-2) η οποία εκτείνεται στη λεκάνη ανάμεσα στο όρος
Βαρνούντα, το Βίτσι και την Πίνδο. Όλες οι σχετικές πληροφορίες που αναφέρονται στην
ονομασία και τους πρώτους κατοίκους προέρχονται από πηγές της αρχαίας ελληνικής
γραμματείας και από τη μυθολογία.

19
Το όνομα της Άνω Μακεδονίας αναφέρει πρώτη φορά ο Ηρόδοτος στις περιγραφές της εισβολής του Ξέρξη
στη Θεσσαλία και των περιπλανήσεων του Περδίκκα. Βλ. Μεντεσίδη- Καραμήτρου, Γ. (1999). Βόϊον–Νότια
Ορεστίς. Αρχαιολογική έρευνα και ιστορική τοπογραφία, τόμος Α΄, Θεσσαλονίκη, σ. 57.
20
Δήμιτσας, Γ. Μ. (1988). Αρχαία γεωγραφία της Μακεδονίας συνταχθείσα κατά τας αρχαίας πηγάς και τα
νεώτερα βοηθήματα, τεύχος β΄. Θεσσαλονίκη: ΙΜΧΑ, σσ. 68-164.
21
«Ἐν δυτικῆ Μακεδονία μνημονεύει ὁ Θουκ. 99, 2 ὡς ἀνήκοντας εἰς τούς «Μακεδόνας», ᾔτοι εἰς τήν
«Μακεδονίαν», τούς Λυγκηστάς καί τούς Ἐλιμιώτας (συνυπονοουμένων τῶν Ὀρεστῶν, ὅθεν προήρχοντο οἱ
Ἀργεάδαι» βλ. Κεραμόπουλος Αντ., «Περί των τάφων της Τρεμπένιτσας και περί των κατά της Λυχνιδόν λαών»,
Μακεδονικά, τ. β΄, (1953): 508. Τα όρια της αρχαίας Ορεστίδος ήταν γνωστά στους κατοίκους ακόμη και μέχρι
το μακεδονικό αγώνα. Βλ. Σιάνος, Χ. Λ.(1972). Τα Κορέστια στον μακεδονικό αγώνα, Αριστοτέλης 91, σσ. 53-
59.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 107


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Αλλά και φυλετικά το όνομα αυτό δόθηκε στη χώρα αυτή διότι, κατά τη μυθολογική
παράδοση, ο Ορέστης22, γιος του Αγαμέμνονα, φεύγοντας μετά το φόνο της μητέρας του
Κλυταιμνήστρας (εικ. 6-3), κυνηγημένος από τις Ερινύες μετέβηκε στην Ήπειρο, όπου έμεινε
κοντά στα Ακροκεραύνια όρη και άφησε το όνομά του (Ορεστιάς) εκεί.

Ο γιος του Ορέστη, Πενθίλος, μαζί με αποικία Αιολέων, ήρθε στην Ορεστίδα, την οποία
ονόμασε έτσι εξαιτίας του πατέρα του23. Κατά άλλη μια παράδοση, ο Ορέστης (κατά τον
Αριστοφάνη είναι «ο εν όρεσι διαιτώμενος») μετέβηκε στην Ήπειρο, όπου έμεινε κοντά στα
Ακροκεραύνια όρη και άφησε το όνομά του (Ορεστιάς). Ο γιος του Ορέστη, Πενθίλος, ήρθε
στη Μακεδονία και στην Ορεστίδα, που την ονόμασε έτσι εξαιτίας του πατέρα του. Κατά τον
Θουκυδίδη (2.99.1-3), οι Ορέστες ήταν φύλο της Άνω Μακεδονίας, όπως και τα υπόλοιπα
φύλα, τα «ξύμμαχα …καί ὑπήκοα»24 (Μεντεσίδη-Καραμήτρου, 1999) με το κράτος των
Τημενιδών (Κούρτιος, 1900).

Εικόνα 6-3: Bernandini Mei, «Ο Ορέστης δολοφονεί τον Αίγισθο και την Κλυταιμνήστρα», 1654/5, (Πηγή:
https://argolikivivliothiki.gr).

22
Ο Στράβων (7, 326) μαρτυρεί: «Λέγεται δὲ τὴν Ὀρεστιάδα κατασχεῖν ποτε Ὀρέστης, φεύγων τὸν τῆς μητρὸς
φόνον, καὶ καταλιπεῖν ἐπώνυμον ἑαυτοῦ την χώραν, κτίσαι δὲ καὶ πόλιν, καλεῖσθαι δ' αὐτὴν Ἄργος Ὀρεστικόν»22
(Δήμιτσας, 1988). Ο ίδιος γεωγράφος αναφέρει (7, 329): «δὴ καὶ τὰ περὶ Λύγκον καὶ Πελαγονίαν καὶ Ὀρεστιάδα
καὶ Ἐλίμειαν τὴν ἄνω Μακεδονίαν ἐκάλουν, οἱ δ᾽ ὕστερον καὶ ἐλευθέραν…» και ο Στεφ. Βυζάντιος (Δήμιτσας,
1988) γράφει: «Πόλις εν Ορέσταις ενόρει υπερκειμένω της μακεδονικής γης.εξ ης Πτολεμαίος ο Λάγου πρώτος
βασιλεύς της Αιγύπτου».22
23
Οι γονείς του Ορέστη επισκέφτηκαν το μαντείο των Δελφών και η Πυθία έδωσε χρησμό ότι το παιδί που θα
γεννηθεί θα σκότωνε τη μητέρα του. Επειδή οι αρχαίοι έδιναν μεγάλη σημασία στους χρησμούς, όταν το παιδί
γεννήθηκε το έστειλαν στη βόρεια Ελλάδα, στην περιοχή πέραν της σημερινής πόλης της Καστοριάς. Τον μικρό
Ορέστη τον μεγάλωσαν οι βοσκοί και του είπαν την αλήθεια όταν ενηλικιώθηκε ότι ήταν γόνος του ήρωα του
Τρωϊκού πολέμου Αγαμέμνονα. Αρχικά η περιοχή ονομάστηκε Ορέστεια, αλλά αργότερα για λόγους ευηχίας
Κορέστεια.
24
«ἐσβαλοῦσιν ἐς τὴν κάτω Μακεδονίαν͵ ἧς ὁ Περδίκκας ἦρχεν. τῶν γὰρ Μακεδόνων εἰσὶ καὶ Λυγκησταὶ καὶ
Ἐλιμιῶται καὶ ἄλλα ἔθνη ἐπάνωθεν͵ ἃ ξύμμαχα μέν ἐστι τούτοις καὶ ὑπήκοα͵ βασιλείας δ΄ ἔχει καθ΄ αὑτά
(Θουκυδίδης 2.99.1-3) ; Επίσης, ο Θουκυδίδης (2.80.6) μαρτυρεί ότι στην επιδρομή εναντίον της Στράτου το
429 π.Χ. συμμετείχαν χίλιοι Ορέστες μαζί με Ηπειρώτες και Μακεδόνες: «Ὀρέσται δὲ χίλιοι, ῶν ἐβασίλευεν
Ἀντίοχος, μετὰ Παραυαίων ξυνεστρατεύοντο Ὀροίδῳ Ἀντιόχου ἐπιτρέψαντος» βλ. Μεντεσίδη- Καραμήτρου, Γ.,
«Βόιον-Νότια Ορεστίς. Αρχαιολογική έρευνα και ιστορική τοπογραφία», ό.π. 95-96.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 108


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Ταυτόχρονα, το πυκνό υδρογραφικό δίκτυο της περιοχής αποτέλεσε αφορμή για επικοινωνία
και συγκοινωνία. Έτσι οι Ορέστες ακολουθώντας την κατεύθυνση του ποταμού είχαν τη
δυνατότητα να στραφούν προς το Θερμαϊκό κόλπο ερχόμενοι σε επαφή με το κράτος της
Ελιμείας (σημερ. Σιάτιστα, Γρεβενά, Σέρβια, Αιανή, κ.α.)25 (Δρακοπούλου, 1997). Το έντονο
φυσικό ανάγλυφο έδωσε την δυνατότητα δημιουργίας οχυρών εγκαταστάσεων/κάστρων σε
δυσπρόσιτα σημεία πριν τον Η΄ αιω. π.Χ.

Ο ομοτ. καθηγ. Ν. Μουτσόπουλος26 σε αδημοσίευτη εργασία του αναφέρει για την ύπαρξη
πληθώρας οχυρωματικών εγκαταστάσεων στην ευρύτερη περιοχή με σκοπό τον έλεγχο των
διαβάσεων και της ασφαλούς κατοίκησης. Επίσης, θεωρεί ότι η Ορεστίδα διέθετε ένα σύνολο
οργανωμένων οχυρωμάτων τα οποία πιθανόν να αποτελούσαν καταφύγια για ανθρώπους και
ζώα σε περιόδους ληστρικών επιθέσεων (Σαμσάρης, 1989). Η διάταξη αυτών μαρτυρεί μια
οργανωμένη αμυντική πολιτική με στόχο τον έλεγχο και την προστασία των προσπελάσεων
προς την περιοχή.27 Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ύπαρξη ενός κάστρου (Καϊλάς ή Γκρατίτσα
Γάβρου Κορεστείων) βορειότερα του Δενδροχωρίου και μεταξύ των χωριών Γάβρου και
Βατοχωρίου με σημαντική καμπυλοτραπεζοειδή οχυρωματική διάταξη και με τετράγωνο
ακρόπυργο.28

Ιδιαίτερα σημαντική είναι η αναφορά του κ. Μουτσόπουλου για την ιστορία του
Μακροχωρίου29 που οργανώθηκε στην όχθη του Λιβαδοπόταμου και τη μεγάλη οργανωμένη

25
Ο Αλιάκμονας και οι παραπόταμοί του δημιουργούν πολλές εύφορες κοιλάδες, με σημαντικότερη αυτή της
άνω λεκάνης (Ορεστίς), που μαζί με το ανατολικό οροπέδιο του Τειχιού-Βασιλειάδας και το οροπέδιο των
Κορεστίων αποτελούν μεγάλα τμήματα των καλλιεργήσιμων εκτάσεων της ευρύτερης περιοχής. Βλ.
Δρακοπούλου, Ε. (1997). Η πόλη της Καστοριάς τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή εποχή (12ος-16ος αιω.) Ιστορία-
Τέχνη-Επιγραφές, προλ. Μανόλη Χατζηδάκη, Αθήνα: Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία, σ. 13.
26
Τα ανέκδοτα στοιχεία αυτά μου δόθηκαν κατά τη διάρκεια δύο συναντήσεων στις 13/10/2010 και 22/02/2011
και για το λόγο αυτό τον ευχαριστώ θερμά.
27
Ο καθηγ. Ν. Μουτσόπουλος αναφέρθηκε στην άποψη του Δ. Σαμσάρη ο οποίος θεωρεί ότι η λιμνολεκάνη της
Μικρής Πρέσπας ανήκε στην Ορεστίδα, καθώς πολλές διαφωνίες ανακύπτουν από αρκετούς μελετητές για το
νότιο όριο της Ορεστίδας. Τα στοιχεία που βασίζει την άποψή του ο Δ. Σαμσάρης ήταν:
1) η λιμνολεκάνη αυτή έχει πιο ομαλή πρόσβαση από την Ορεστίδα κι όχι από τη Λυγκηστίδα
2) το μακροτοπωνύμιο Κο(υ)ρέστια (Κούρεστος), που πιθανά διέσωσε ανάμνηση της αρχαίας Ορεστίας,
αναφέρεται και στην περιοχή της ποταμολεκάνης του Λιβαδοπόταμου, ως τις πηγές του, δηλαδή ως τη στενωπό
του Πισοδερίου.
3) η αναφορά στον Στράβωνα περί επέκτασης της Ορεστίδας στον άνω ρου του Αλιάκμονα (που εννοεί το
σημερινό Λιβαδοπόταμο, παραπόταμο του Αλιάκμονα) και έως τη στενωπό του Πισοδερίου.
4) η παρουσία κάστρου που ήλεγχε τη διάβαση του Πισοδερίου και προφανώς φύλαττε τα σύνορα Ορεστίδος-
Λυγκηστίδος.
28
Κεραμόπουλος, Α. (1932). Ἀνασκαφαί και ἔρευναι εν τῆ ῎Ανω Μακεδονία, Αρχαιολογική Εφημερίς, Ο καθηγ.
Ν. Μουτσόπουλος θεωρεί ότι η δομή του τείχους του Καϊλά του Γάβρου έχει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά
δομής της ιουστινιάνειας περιόδου, αλλά υποθέτει ότι στη θέση αυτή πρέπει να υπήρχε και αρχαία οχύρωση
κάνοντας αναφορά στην εύρεση νομίσματος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και οστράκων ρωμαϊκών αγγείων από
τον Αντ. Κεραμόπουλο στην ευρύτερη περιοχή.
29
Ένας τοπικός μύθος κάνει λόγο για την εύρεση νερού από ένα άλογο το οποίο έσκαβε με τις οπλές του, διότι
οι κάτοικοι το διατηρούσαν σε πολυήμερη δίψα, και κατέστρεψε τον αγωγό ύδρευσης (το κιούγκι) του οικισμού.
Το κάστρο του Μακροχωρίου βρίσκεται 4 χλμ. δυτικά του χωριού. Επίσης, ο ίδιος καθηγητής αναφέρει το

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 109


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

οχυρωματική του εγκατάσταση με το σημαντικό μεταλλευτικό κέντρο των Ορεστών. Τη


δύσβατη διάβαση, που από τις πηγές του ρεύματος του Μακροχωρίου οδηγεί στη Φλώρινα,
είχε πιθανότατα προορισμό να φυλάει (να εποπτεύει) το κάστρο (Γκραντίτσα) Μακροχωρίου
το οποίο βρίσκεται σε απόσταση 4χλμ. δυτικά του χωριού και μερικά χιλιόμετρα
βορειοανατολικά του Άνω Κρανιώνα. Ο ίδιος παρατήρησε ότι τα χαρακτηριστικά
γνωρίσματα των κάστρων της Ορεστίδας ήταν η απουσία νερού, πύργων και η έλλειψη
ενισχύσεων των τειχών. Οι οχυρωματικές εγκαταστάσεις της περιοχής αυτής χωροθετήθηκαν
σε δυσπρόσιτα μέρη μεγάλου υψομέτρου για την επίτευξη αποτελεσματικότερου ελέγχου,
γεγονός που δηλώνει τη σπουδαιότητα της περιοχής κατά την αρχαιότητα.

Τη βυζαντινή περίοδο η περιοχή ανήκει στον καζά της Καστορίας. Τον 14ο αιω. υπήρχαν
μικροί οικισμοί, οι οποίοι συνέχισαν την παρουσία τους και στον 19ο-20ο αιω., χωρίς να
γνωρίζουμε το μέγεθος και τη σημασία που είχαν στο δίκτυο οικισμών του 14ου αιω. στην
περιοχή Καστοριάς, όπως η Λόνγκα, η Μπρέστενη, η Τσερνόλιστα, το Ντρενοβένι και το
Νεστράμι. Η Δυτική Μακεδονία, λειτουργώντας μέσα στον ενιαίο χώρο της οθωμανικής
αυτοκρατορίας, ανέπτυξε πολύπλευρη οικονομική δραστηριότητα, συνδυάζοντας βιοτεχνική
παραγωγή, μεταφορές και εμπόριο.

Κατά τη μεταβυζαντινή εποχή και την τουρκοκρατία υπάρχουν ορισμένες αναφορές για
οικισμούς στην περιοχή, όπως το Κονομπλάτι, η Τσερνόλ(β)ιστα, η Ποζντίβιτσα και η
Τύρσια.30 Η περιοχή την περίοδο αυτή πρέπει να γνώρισε σχετική άνθιση στα πλαίσια της
ακμής των ορεινών οικισμών και των κεφαλοχωρίων, όπως της Κλεισούρας και των χωριών
της Πίνδου, του Πηλίου, του Ολύμπου και του Κισάβου, όπως τα Αμπελάκια. Οι οικισμοί
υπάγονταν στο βιλαέτι του Μοναστηρίου στον καζά της Καστορίας (εικ. 6-4, 6-5).

θρύλο της χρυσής πλάκας (ζλάτα πλότσα) του κάστρου αυτού που συνδυάζεται με την ύπαρξη χαμένου
θησαυρού, κρυμμένου μετά από πολιορκία, ο οποίος θα αποκαλυφθεί στο σημείο όπου βγαίνει η πρώτη ακτίνα
του ήλιου. Άλλη μια εκδοχή για την ονομασία του Μακροχωρίου (Κονομπλατίου) αναφέρει ότι η ονομασία
έλκει την καταγωγή της από την ιστορία ενός αλόγου που γέρασε και οι κάτοικοι το άφησαν στον τόπο αυτό να
πεθάνει, αλλά με την παρέλευση ενός χρονικού διαστήματος διαπίστωσαν ότι επανήλθε η υγεία του (kono:
άλογο, premlade: ξανανοιώνω). Το χωριό είναι ντυμένο με μύθους και θρύλους για την ύπαρξη νεράιδων και
μαγισσών, κάτι που συμβαίνει και σε γειτονικά χωριά της περιοχής και όχι μόνο. Βλ. Μουτσόπουλος, Ν. (1991).
Οι «μαΐστρες» της Μακεδονίας και της Θράκης. Στο ΣΤ΄ Συμπόσιο Λαογραφίας του Βορειοελλαδικού Χώρου,
Κομοτηνή-Αλεξανδρούπολη, 7-10 Μαΐου 1989, (σσ. 293-322). Θεσσαλονίκη: ΙΜΧΑ. σσ. 293-322.
30
Οι οικισμοί αυτοί αναφέρονται σε οθωμανικό κατάστιχο του 15 ου αιω. (Tahrir Defterteri), προερχόμενο από
τα αρχεία Basbakanlik arsivi της Κων/πολης, ενώ ο οικισμός Τσερνόλ(β)ιστα σε άλλο κατάστιχο του 1528 για
το καζά των Σερβίων. Στην πρόθεση 421 της Μονής Μετεώρων του 1592-93 του 19ου αιω. καταγράφτηκε ο
οικισμός Κονομπλάτι με εννέα ονόματα αφιερωτών (1592-93). Επίσης, σε έγγραφα του τουρκικού ιεροδικείου
Μοναστηρίου του β΄ μισού του 17ου αιω. μνημονεύεται μεταξύ άλλων ο οικισμός Ποζντίβιστα το έτος 1682. Βλ.
Τσότσος, Γ. (2012). Ιστορική γεωγραφία της Δυτικής Μακεδονίας. Το οικιστικό δίκτυο. 14ος-17ος αιω., (σσ. 115,
148, 328). Θεσσαλονίκη: Αφοι Σταμούλη.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 110


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνες 6-4, 6-5: χάρτης της περιοχής της Μακεδονίας πριν τους Βαλκανικούς πολέμους (Πηγή: Φλώρινα:
πύλη των Βαλκανίων. Αξονική τομογραφία το νομού, 2007, σ. 180, αριστερά) και διοικητική διαίρεση της
Μακεδονίας σε βιλαέτια (Τσάμης, Μακεδονικός Αγών, σ. 12, δεξιά).

Η περιοχή πρέπει να είχε γνωρίσει οικονομική άνθιση δεδομένου ότι οι εκκλησίες των
χωριών του τμήματος Κουρεστείων της επαρχίας Καστοριάς έστειλαν 600 γρόσια ως
συνδρομή στο εκκλησιαστικό ταμείο του Οικουμενικού Πατριαρχείου (Εκκλησιαστική
Αλήθεια, 1882).

Τα Κορέστεια ίσως είναι περισσότερο γνωστά επειδή αποτέλεσαν το σκηνικό μαχών και
εχθροπραξιών κατά τη διάρκεια του μακεδονικού αγώνα (εικόνα 6-6), ως τουρκικό βιλαέτι,
και του εμφυλίου πολέμου αργότερα.31 Ο μακεδονικός αγώνας και οι βαλκανικοί πόλεμοι
σημάδεψαν την περιοχή. Η περιοχή μελέτης κατά τον μακεδονικό αγώνα32 το 1904 έγινε
πεδίο μαχών και συρράξεων με κορυφαία στιγμή τη δολοφονία του Παύλου Μελά στο
ομώνυμο χωριό (Στάτιστα).

31
Λεηλασίες, δολοφονίες και φωτιές σε σπίτια προκλήθηκαν σε πολλά χωριά της περιοχής, μεταξύ των οποίων
ο Μαυρόκαμπος, η Άνω και Κάτω Κρανιώνα, το Μοσχοχώρι, η Χαλάρα, το Βαψώρι, κ.α. βλ. Πελαγίδης, Στ.
(1987). Λίγο μετά το Ίλιντεν (20 Ιουλίου 1903) στις περιοχές Καστοριάς και Φλώρινας. Στο συμπόσιο Ο
Μακεδονικός Αγώνας. Θεσσαλονίκη-Φλώρινα-Έδεσσα-Καστοριά, 28 Οκτωβρίου-2 Νοεμβρίου 1984, (σσ. 351-
358). Θεσσαλονίκη: ΙΜΧΑ-Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, Θεσσαλονίκη, 1987, σσ. 351-358. Χαρακτηριστικό
είναι το υπόμνημα σχετικά με την ενοποίηση των τουρκικών βιλαετίων του εν Αθήναις Μακεδονικού Συλλόγου
το 1903. Βλ. Η Μακεδονία και οι μεταρρυθμίσεις, υπόμνημα του εν Αθήναις Μακεδονικού Συλλόγου, εκδ. β΄,
Τυπογραφείον Παρασκευά Λεωνή, Αθήνησιν, 1903.
32
Στα Κορέστεια έδρασαν και πολέμησαν σπουδαίες μορφές του μακεδονικού αγώνα, όπως ο Κώττας, ο Πάυλος
Μελάς, ο Πύρζας και άλλοι λιγότερο γνωστοί, όπως ο Ηλίας Παπαδημητρίου από τη Χαλάρα, ο Ζάικος από το
Βατοχώρι, ο Μούρτσος από το Μοσχοχώρι, ο Παπαμάρκος από την Κρανιώνα κι άλλοι πολλοί. Ονομαστός για
την εθνική του δράση ήταν και ο μορφωμένος Βασίλης Σεκουλίδης από την Κρανιώνα. Ο Βασ. Σεκουλίδης με
τους συγχωριανούς του Νικόλαο Παπαμάρκο και Χρ. Λοβάτση σχημάτισε μια ένοπλη ομάδα η οποία από τη μια
μεριά εμψύχωνε τους πατριώτες του κι έφερνε εμπόδια στη ξένη προπαγάνδα. Η ομάδα αυτή διαλύθηκε με τη
δολοφονία του Παπαμάρκου και του Λοβάτση στις 25-6-1906. Παρά τους κινδύνους ο Σεκουλίδης συνέχισε τη
δράση του μέχρι τις 13-12-1906 όταν έπεσε σε ενέδρα έξω από τη Μποσδίβιστα, σε μια χαράδρα στο δημόσιο
δρόμο Κονομπλάτης-Μποσδίβιστας. Η χαράδρα αυτή και σήμερα ακόμη είναι γνωστή με το όνομα «χαράδρα
Σεκουλίδη».

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 111


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνα 6-6: χάρτης της Δυτικής Μακεδονίας κατά το 1904 από το βιβλίο της Ναταλίας Π. Μελά, (Πηγή:
Βαγιακάκος Β. Δίκαιος, Η συμβολή της Μάνης εις τον Μακεδονικόν Αγώνα 1904-1908, 1986, σ. 39).

Μετά τη σύνδεση με την Ελλάδα το 1912, η Δυτική Μακεδονία έχασε την κομβική της θέση
και τη δυνατότητα συναλλαγών με τα μεγάλα κέντρα της βαλκανικής ενδοχώρας και
ταυτόχρονα βρέθηκε μακριά από τους πόλους και τους βασικούς άξονες ανάπτυξης του νέου
ελληνικού κράτους. Η απομόνωση αυτή στοίχησε την απώλεια μεγάλου μέρους του
ανθρώπινου δυναμικού της, το οποίο μετανάστευσε προς τα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας
και του εξωτερικού. Παρέμειναν, όμως, αρκετά στοιχεία αναλλοίωτα στο τοπίο της και πολλά
από τα στοιχεία που προσδιόρισαν το χώρο και τον πολιτισμό της κατά την περίοδο της
ακμής της: εκκλησιαστικά μνημεία, ποιμενικοί πολιτισμοί, λιθόκτιστα γεφύρια, παραδοσιακά
οικιστικά σύνολα, κ.α.

Οι δονήσεις από την ενσωμάτωση στο ελληνικό κράτος και τον αναπροσανατολισμό της
οικονομικής ενδοχώρας, οι ανταλλαγές των πληθυσμών, ο πόλεμος, ο εμφύλιος και η
μετανάστευση έχουν αφήσει βαθιά ίχνη στις δημογραφικές, κοινωνικές και οικονομικές
εξελίξεις του χώρου. Σε μια περιοχή με ιδιαίτερη γεωφυσική διαμόρφωση, ορεινή και
δασωμένη εντοπίζονται μικροί οικισμοί που ζούσαν από γεωργικές και κτηνοτροφικές
δραστηριότητες, σχετικά περιχαρακωμένοι οικονομικά λόγω και της προβληματικής
συγκοινωνιακής κατάστασης.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 112


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Στις 10 Νοεμβρίου 1912 η περιοχή απελευθερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό και με τη
συνθήκη του Βουκουρεστίου προσαρτήθηκε στην Ελλάδα το 1913. Στον παρακάτω Πίνακα
6-1 αναφέρονται τα χωριά των Κορεστίων με τη σημερινή και την παλαιά τους ονομασία. Η
σημερινή ονομασία τους είναι διαφορετική, σε σχέση με αυτή που είχαν πριν μερικά χρόνια
με εμφανή σλαβική επιρροή,33 όπως απεικονίζει ο παρακάτω πίνακας:
Νέα ονομασία Παλαιά ονομασία

Γάβρος34 Γκάμπρε ή Γκαμπρέσι

(Άνω & Κάτω) Κρανιώνας (Γκόρνο & Ντόλνα) Ντ(ρ)ενοβένι

Μαυρόκαμπος Τσερνολ(β)ίστα

Χαλάρα Ποζντίβιστα ή Ποδοβίστα

Άγιος Αντώνιος Ζέρμπ(β)ενι

Μακροχώρι Κονομ(π)λάτι

(Άνω & Κάτω) Μελάς (Γκόρνο & Ντόλνα) Στάτιστα

Ποιμενικό Βαψώρι ή Μπαπτσόρι

Τρίβουνο Τάρσιε

Ανταρτικό Ζέλοβο ή Ζιόλβα

Κορυφή Τούριε(α) ή Τύρσια

Κώττας (Χ)Ρούλια

Πράσινο Τύρνοβο, Τυρνοβέτσια, Τέρνα, Τράσε

Τρίγωνο Όστιμ, Όσσιμα

Βατοχώρι Μπρέζνιτσα

Σφήκα Μπεσφίνα

33
«Μολονότι αποδέχομαι ως αναμφισβήτητες της σλαβικές εγκαταστάσεις και τις επιμειξίες, που μοιραία
συντελέστηκαν, με αποτέλεσμα (σε μικρό αριθμό) εξελληνισμό (εκγραικισμό) Σλάβων, αλλά σε μεγαλύτερο
ποσοστό (γλωσσικό) εκσλαβισμό Ελλήνων και ιδίως Ελλήνων-Μακεδόνων, ήδη γλωσσικά σε ικανό βαθμό
εκλατισμένων, δεν μπορώ να διαβλέψω «εθνική» σλαβική αρχιτεκτονική συμβολή, στα βυζαντινά μνημεία της
εποχής και συγκεκριμένα σε αυτή την περιοχή» βλ. Μουτσόπουλος, Ν. (1992). Εκκλησίες της Καστοριάς. 9ος-11ος
αιώνας, σ.491. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής.
34
Η ετυμολογική έρευνα των οικισμών παραπέμπει στην σλαβική επίδραση. Έτσι, Ντρενόβενη ή Ντρενοβένη
είναι η παλαιά ονομασία του Κρανιώνα. Στα σλάβικα σημαίνει Κρανοχώρι («ντρεν» είναι η κρανιά και το
τοπικό επίθεμα «βένη». Κατά το δάσκαλο Βασ. Ρίζο, το όνομα Γάβρος προέρχεται από το δέντρο «γάβρος». Οι
παλιές του ονομασίες ήταν Γαβρέσι ή Γκαμπρέσι, ενώ η νέα ονομασία δόθηκε το 1926.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 113


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Μοσχοχώρι Βαμπέλι

Πίνακας 6-1: οι παλαιές και οι νέες ονομασίες των οικισμών στα Κορέστεια (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Από το 1920 έως και τις μέρες μας ο πληθυσμός ακολουθεί φθίνουσα δημογραφική πορεία με
κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα τη σημερινή εμφανή πληθυσμιακή αποψίλωση (Τζιαφέρας,
1991). Οι κάτοικοι πολλών χωριών εγκατέλειψαν τα πατρογονικά εδάφη τους για εθνικούς,
πολιτικούς, οικονομικούς και άλλους λόγους. Όσοι έμειναν σήμερα, κυρίως οι γηραιότεροι,
ομιλούν το χαρακτηριστικό γραικομάνικο σλαβόφωνο γλωσσικό ιδίωμα. Σήμερα οι οικισμοί
Άνω και Κάτω Κρανιώνας, Ποιμενικό, Σφήκα, Κορυφή, Μοσχοχώρι, Τρίβουνο, Κορυφή,
Γάβρος παραμένουν ερειπωμένοι, καθώς οι κάτοικοι πριν 70 χρόνια τα εγκατέλειψαν σχεδόν
την ίδια χρονική περίοδο κυρίως για εθνικούς και πολιτικούς λόγους.

Με τη δημιουργία ενός οικισμού σε νέα θέση, του Νέου Οικισμού, η πολιτεία επεδίωξε να
αναστρέψει την κατάρρευση της τοπικής οικονομίας και τη φυγή του εναπομείναντος
πληθυσμού. Εξαιτίας των γεγονότων των Βαλκανικών πολέμων (ανταλλαγή πληθυσμών) ή
του εμφυλίου πολέμου, της αστυφιλίας και της μειονεκτικότητας της περιοχής,
πιθανολογείται η εγκατάλειψη των παραπάνω οικισμών και κατά συνέπεια η εικόνα των
ερειπωμένων ωμοπλινθόκτιστων οικιών.

6.2. Οι μαρτυρίες των περιηγητών

Δεν υπάρχουν μαρτυρίες γνωστών ξένων περιηγητών,35 πλην του Brancoff, 36 για τα χωριά
των Κορεστείων, ενώ σημαντικές πληροφορίες μας δίνει ο Νικ. Σχινάς37 (Σχινάς, 1886) και ο

35
Το 1815 ο Γάλλος περιηγητής Πουκεβίλ, ο οποίος ήταν πρόξενος στα Γιάννενα, πρωτεύουσα του Αλή Πασά,
προερχόμενος από την Καστοριά έφθασε δια Βαψωρίου-Νερέτης ως τον Μαχαλά, δίχως όμως να τολμήσει να
μπει στη Φλώρινα, η οποία την εποχή εκείνη μαστιζόταν από πανούκλα. Σημαντηράς Ι. Γεώργιος, «Φλώρινα. Η
ονομασία της δια μέσου των αιώνων εκ των κειμένων», εκδ. εφημ. «Φωνή της Φλωρίνης», Φλώρινα, 1964, σσ.
27-28. Επίσης, για τα χωριά που επισκέφτηκε ο Πουκεβίλ. Βλ. Δημητριάδης, Β. (1973). Η Κεντρική και Δυτική
Μακεδονία κατά τον Εβλιγιά Τσελεμπή, σσ. 161-184. Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών.
36
Ο Brancoff δίνει στοιχεία για το χριστιανικό πληθυσμό της τουρκοκρατούμενης Μακεδονίας κατά γλώσσα
και κατά δόγμα. Ο ίδιος ήταν στέλεχος της Εξαρχίας και χαρακτηρίζει τους Μακεδόνες ως Βούλγαρους. Το
1905 αναφέρει τον αριθμό των εξαρχικών Βούλγαρων, των Ελλήνων, των Αλβανών και των τσιγγάνων στο
Γαβρέσι, στην Άνω Δρενοβένη, στο Ζέλοβο, στο Κονομπλάτι, στην Όστιμα, στη Ρούλια, στη Στάτιστα, στο
Τύρνοβο, στην Τούρια. Βλ. Brancoff, D. (1905). La Macedoine et sa population chretienne avec deux Cartes
ethnographiques, Librairie Plon-Nourrit et Cie, Imprimeurs-editeurs, Paris, pp. 180-181.
37
Στις αρχές του 19ου αιώνα τα χωριά της περιοχής Καστοριάς υπολογίζονται σε 150, ενώ σύμφωνα με άλλες
πληροφορίες, ο καζάς της Καστοριάς είχε πέντε κωμοπόλεις και 107 χωριά. Στα μέσα του 19 ου αιώνα υπήρχαν
στον καζά Καστοριάς 105 χωριά. Η Φλώρινα στις καταγραφές του 16ου αιώνα παρουσιάζεται άλλοτε ως καζάς
και άλλοτε ως ιδιαίτερο σαντζάκι. Το 1530-1531 η πόλη της Φλώρινας (Χλερηνός) αποτελούσε ζεαμέτι.
Αργότερα, βλέπουμε την Καστοριά έδρα καϊμακάμη που υπαγόταν στο βιλαέτι της Ρούμελης. Το 1875 ήταν
πρωτεύουσα καζά, του μουτεσαριφλικιού της Κορυτσάς, του νομού Βιτωλίων, όπου υπάγονταν 130 χωριά. Στην

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 114


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Ζώτος Μολοσσός (Ζώτος, 1882). Ο πρώτος καταγράφει τις χρονικές αποστάσεις και δίνει
πληροφορίες για τον αριθμό των κατοίκων, των σχολείων, των υδρόμυλων, των χανιών, των
κρηνών και των εκκλησιών για τα περισσότερα χωριά των Κορεστείων, όπως το Γαβρέσι, η
Ρούλια, η Όστιμα, το Ζέλοβο, το Παψώρι, η Στάτιστα, κ.α. Ο Pouqueville ονομάζει τους
κατοίκους πάνω από το Βίτσι υπερβόρειους. Ο Σχινάς αναφέρει με λεπτομέρειες χρονικές
αποστάσεις μεταξύ των χωριών, δίνει δημογραφικά στοιχεία και περιγραφές για την ύπαρξη
σχολείων, χανιών, κρηνών, κ.α. Επίσης, γίνεται σαφές ότι οι περισσότεροι οικισμοί είναι
κτισμένοι σε μικρή απόσταση από τον ποταμό και μέσα σε μια κατάφυτη και δασώδη φύση.

6.3. Δημογραφικά και κοινωνικοοικονομικά στοιχεία των οικισμών

Τα χωριά των Κορεστείων πέρασαν περιπέτειες κατά τον προηγούμενο αιώνα με


πληθυσμιακές, και όχι μόνο, συνέπειες. Τα χωριά των Κορεστείων θεωρούνται το επίκεντρο
των αιματηρών δράσεων της εποχής εκείνης. Στις αρχές του 20ου αιώνα σ’ έναν τόπο ορεινό,
εξαιρετικά δασωμένο και με κοντινές λίμνες, πολυάριθμοι μικροί οικισμοί ζούσαν από
γεωργικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες, αλιεία και εμπόριο δερμάτων και ξυλείας.
Ο εμφύλιος πόλεμος υπήρξε οδυνηρός για τους κατοίκους της περιοχής. Εκτός από το
μέτωπο στην Αλβανία, πρόσθετο πρόβλημα δημιούργησε στην καθημερινή ζωή των
σλαβοφώνων η πολιτική καχυποψία με την οποία αντιμετωπίσθηκαν. Καταστροφές επήλθαν
κατά τον εμφύλιο, οπότε τα χωριά της περιοχής (Γάβρος, Κρανιώνας, κ.λπ.) βρέθηκαν στο
μέτωπο των μεγαλύτερων μαχών στο Βίτσι. Η ύπαιθρος ρήμαξε και οι καλλιέργειες
μειώθηκαν στο ελάχιστο. Ουσιαστικό ενδιαφέρον του ελληνικού κράτους εκδηλώνεται από
το 1923, μετά από την μεταφορά και εγκατάσταση 50 προσφυγικών οικογενειών
προσφύγων στον Άγιο Αντώνιο, και δύο μόνον οικογενειών στο Μακροχώρι. Τα πρόσθετα
οικονομικά κίνητρα, η μετονομασία των χωριών και η ίδρυση δημοτικών σχολείων
απέβλεπαν στην ενδυνάμωση του ελληνικού στοιχείου στην περιοχή. Όπως δείχνουν οι
απογραφές, παρά την αναπόφευκτη μείωση, οι αριθμοί δεν μαρτυρούν δραματικές
διαφορές μέχρι το 1928.

Μεγάλες καταστροφές επήλθαν κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, οπότε τα χωριά της
περιοχής, ιδιαίτερα ο Κρανιώνας και ο Γάβρος, βρέθηκαν πάνω στο μέτωπο των

οθωμανοκρατία η περιοχή των Πρεσπών, όπως και στην γειτονική Ρέσνα, υπαγόταν στον καζά των Βιτολίων.
Βλ. Σχινάς, Θ. Ν. (1886). Οδοιπορικαί σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, νέας οροθετικής γραμμής και
Θεσσαλίας συνταχθείσα τη εντολή του επί των στρατιωτικών Υπουργού, τεύχος Β΄, Οδοιπορικά Μακεδονίας, εν
Αθήναις, Τύποις «Mesager d’ Athenes», σσ. 240-250.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 115


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

μεγαλύτερων μαχών στο Βίτσι. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι αρκετές οικίες στα δύο αυτά
χωριά καταστράφηκαν και στη συνέχεια, σύμφωνα με το τ. αντιδήμαρχο κο Γ. Παπαδόπουλο
και το μηχανικό κο Κ. Τσέλα, ανοικοδομήθηκαν. Γνωρίζουμε εν γένει ότι με διάφορες
διαδικασίες δόθηκαν χρηματικές ενισχύσεις σε όσους θεωρήθηκαν «συμμοριόπληκτοι», και
ενθαρρύνθηκαν να ανοικοδομήσουν με ωμές πλίνθους, καθώς έλειπαν απελπιστικά άλλα
υλικά. Αναφέρεται από τον Παπαϊωάννου, ένα στέλεχος του Υπουργείου Ανοικοδόμησης, ότι
στη Δυτική Μακεδονία συγκροτήθηκαν συνεργεία από τους ίδιους τους χωρικούς που
μετακινούνταν στα χωριά και έκτιζαν, μαραγκοί, υδραυλικοί, κ.λπ.

Μεγάλες αλλαγές στους οικισμούς της Μακεδονίας συνοδεύτηκαν με το προσφυγικό ρεύμα


που ξεκίνησε με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913, συνεχίστηκε το 1919 με τη
Συνθήκη του Νεϊγύ και ολοκληρώθηκε το 1923 με τη Συνθήκη της Λωζάννης. Από το 1950
σημειώθηκε μεγάλο μεταναστευτικό κύμα κυρίως προς υπερωκεάνιες χώρες (Αμερική,
Καναδάς, Αυστραλία) και προς τη Γερμανία. Παράλληλα εμφανίστηκε και το φαινόμενο της
αστικοποίησης την περίοδο 1950-70 με την εσωτερική μετανάστευση προς μεγάλα αστικά
κέντρα.

Οι οικονομικές λειτουργίες και ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας, με τον τρόπο


που αναπτύχθηκαν ιστορικά στην περιοχή, διαμόρφωσαν και συγκεκριμένες κοινωνικές
δομές. Αυτές βέβαια έχουν μεταβληθεί μαζί με τις γενικότερες ιστορικές εξελίξεις,
επιστέγασμα των οποίων υπήρξε ο τελευταίος παγκόσμιος και ο εμφύλιος πόλεμος. Η
διαδικασία της αποσύνθεσης του κοινωνικού ιστού της περιοχής και της δημογραφικής
αφαίμαξης ολοκληρώνεται με τη μορφή βίαιης ρήξης κατά τον εμφύλιο πόλεμο. Τη
σημερινή περίοδο το κύριο δημογραφικό χαρακτηριστικό της ευρύτερης περιοχής είναι η
εμφανής πληθυσμιακή αποψίλωση, η οποία φαίνεται να μην αναστρέφεται στην
πλειοψηφία των χωριών.

Στη δεκαετία του 196038 η περιοχή παρουσίαζε καταθλιπτική εικόνα. Με την δημιουργία ενός
οικισμού σε νέα θέση, η πολιτεία επιδίωξε να αναστρέψει την φυγή του εναπομείναντος

38
Η μεταπολεμική περίοδος είναι περίοδος εθνικής ανασυγκρότησης και ανάπτυξης που σε κοινωνιολογικούς
όρους, εκτός των άλλων, μεταφράζεται και σε μια μαζική έξοδο από τον αγροτικό χώρο και αστικοποίηση.
Έτσι ο όρος «ανάκαμψη» και «ανάπτυξη», τουλάχιστον για τον ορεινό χώρο, σ’ αυτήν την περίοδο δεν ισχύει.
Μαζί με τις υλικές καταστροφές η παρακμή είναι εμφανής και ο λιγοστός πληθυσμός που παραμένει στο χώρο
επανέρχεται στα όρια μιας οικονομίας επιβίωσης. Η οικονομία της περιοχής μέσα σε μια κοινωνία
αυτοσυντήρησης, μια οικονομία και μια κοινωνία που διαμορφώνονται στη βάση των πρωτογενών
παραγωγικών δραστηριοτήτων, της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Τα προβλήματα αναπαραγωγής της
τοπικής κοινωνίας, μέσα στα στενά όρια του χώρου, συνιστούν δημογραφικό και οικονομικό αδιέξοδο, που
βρίσκει τη λύση του στην έξοδο ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Η διέξοδος βρέθηκε στην έξοδο από
την τοπική κοινωνία κα την ανάληψη εμπορικών δραστηριοτήτων στα πλαίσια μιας έντονης κινητικότητας του
πληθυσμού.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 116


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

πληθυσμού και την κατάρρευση της τοπικής οικονομίας που σήμερα έχει εστιασθεί
αποκλειστικά στην παραγωγή φασολιών. Σταδιακά από το 1974, 420 κάτοικοι, επί το
πλείστον ηλικιωμένοι, έχουν συγκεντρωθεί στον Νέο Οικισμό Κορέστια, ενώ στο διαμέρισμα
καταμετρήθηκαν συνολικά 1.142 κάτοικοι το 2001.

Σύμφωνα με απογραφή του 1981, τα χωριά που ξεπερνούσαν τους 100 κατοίκους ήταν το
Μακροχώρι (300 κατ.), ο Μαυρόκαμπος (119 κατ.), το Ανταρτικό (169 κατ.) και το Τρίβουνο
(117 κατ.) ενώ τα υπόλοιπα χωριά καταμετρούσαν μόλις μερικές δεκάδες κατοίκων. Το 1991
ο πρώην Δήμος Κορεστίων είχε 1.128 κατοίκους, το 2001 1.052, συνολική έκταση 122,953
χιλ. στρ. και πυκνότητα 9 κατοίκους ανά τετραγ. χλμ. Για παράδειγμα, ο Άνω Κρανιώνας το
1920 είχε 723 κατοίκους, το 1928 750, ενώ από τα 1940 άρχισε η φθίνουσα πορεία που
οδήγησε στην πλήρη εγκατάλειψη σήμερα. Οι κάτοικοί του μεταφέρθηκαν τη δεκαετία του
‘80 στο Νέο Οικισμό ενώ άλλοι μετανάστευσαν στο εξωτερικό. Κατά την απογραφή του
2011 καταγράφηκαν 35.874 κάτοικοι στο Δήμο Καστοριάς, ενώ το δημοτικό διαμέρισμα
Κρανιώνα διατήρησε τυπικά τους 9 κατοίκους του.

Το 2001 το συνολικό μήκος των αγροτικών οδών του Δήμου Κορεστίων ήταν 130 χλμ. και
41 χλμ. συνολικό μήκος ασφαλτοστρωμένου δικτύου του πρώην δήμου. Οι κάτοικοι της
Δημοτικής Ενότητας Κορεστίων, σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, κατά την
απογραφή του 2011 ανήλθαν στους 672 (Άγιος Αντώνιος: 50, Νέος Οικισμός (Γάβρου):
363, Κρανιώνας: 5, Μακροχώρι: 117, Μαυρόκαμπος:6, Μελάς: 88, Άνω Μελάς: 30,
Χαλάρα: 13), ενώ το 2001 ήταν 420. Τα σπίτια χαρίστηκαν στους κατοίκους από τη χούντα.
Τα υπόλοιπα χωριά που αποτελούσαν τον πρώην Δήμο Κορεστίων είναι ο Άγιος Αντώνιος
με 141 κατοίκους και προσφυγική κυρίως καταγωγή εκ Μικράς Ασίας (μετά από ανταλλαγή
πληθυσμών ήρθαν 50 οικογένειες τουρκόφωνων Ελλήνων από το Αγιαντόν της Αμάσειας),
ο Γάβρος με 7 κατοίκους, ο Κρανιώνας με 9 κατοίκους, το Μακροχώρι με 214 κατοίκους, ο
Μαυρόκαμπος με 9 κατοίκους, ο Μελάς με 143 κατοίκους και η Χαλάρα με 57 κατοίκους,
σύμφωνα με την απογραφή του 2001. Όμως, οι επισκέψεις στα χωριά απέδειξαν ότι τα
επίσημα αυτά στοιχεία δεν ισχύουν, αφού οι μόνιμοι κάτοικοι στον Μαυρόκαμπο είναι μόνο
4, στον Άνω Μελά 4, στη Χαλάρα γύρω στους 20, ενώ τα χωριά Άνω Κρανιώνας,
Κρανιώνας, Τρίβουνο, Κορυφή και Βαψώρι είναι τελείως ακατοίκητα. Το Ποιμενικό σε
υψόμετρο 1.230μ. εγκαταλείφθηκε οριστικά το 1951.

Στα Κορέστια παρατηρείται σημαντική έλλειψη παιδικών ηλικιών, μεγάλη έλλειψη νεαρών
ζευγαριών, υπεροχή του πληθυσμού πάνω από 65 ετών, μακροχρόνια πληθυσμιακή μείωση
αρκετών οικισμών, χωρίς να γίνεται αξιόλογη ανανέωση πληθυσμού. Υπερέχει ο μη

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 117


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

παραγωγικός πληθυσμός και σε πολλές περιπτώσεις όλο το βάρος της υποτονικής


παραγωγικής διαδικασίας εξαντλείται στο πλαίσιο μιας μικρής οικιακής παραγωγής
(φασόλια, γάλα, καρύδια).

Από τους κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας η γεωργία και η κτηνοτροφία κατέχουν
την πρώτη θέση. Ελάχιστες δραστηριότητες εμπορίου χωροθετούνται στο Νέο Οικισμό. Στα
χωριά κυριαρχεί η καλλιέργεια της νοστιμότατης ποικιλίας φασολιών (φασόλια Κορεστείων),
των καρυδιών και της πατάτας. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της κοιλάδας από τη Χαλάρα
μέχρι τον Άνω Μελά είναι οι φασολοκαλλιέργειες με τις καλαμωτές κατασκευές ανάμεσα
στις καρυδιές και τα σκλήθρα. Επίσης, στην περιοχή, όπως και στο χωριό Ψαράδες Πρεσπών,
κυριαρχεί μια ιδιότυπη τοπική κολεκτλίβα: οι αγελάδες ανήκουν σε όλο το χωριό και η
βόσκηση γίνεται εναλλάξ μέρα παρά μέρα ή ανά εβδομάδα από κάθε οικογένεια.

Δυστυχώς, η περιοχή έχει υποστεί έντονη πληθυσμιακή απογύμνωση39 δεδομένου ότι μόνο ο
Νέος Οικισμός, το Μακροχώρι, ο Άγιος Αντώνιος και ο Μελάς κατοικούνται. Η Χαλάρα έχει
πέντε οικογένειες, ο Μαυρόκαμπος μία, το Πράσινο δύο και τα υπόλοιπα είναι
εγκαταλελειμμένα πλήρως.

39
Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Ασδραχτάς, Σ. (1979). Η οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών (15ος-
19ος αιώνας), Αθήνα: εκδ. Μέλισσα.
Ο Σπ. Ασδραχτάς θεωρεί «ερημωμένα» τα χωριά:
 όσα, αφού καταστράφηκαν κι εγκαταλείφθηκαν, δεν επανοικίστηκαν, π.χ. Δρακοσπηλιά Φθιώτιδας, Σπαρτιάς
Ευρυτανίας, Κιόνια Στυμφαλίας Κορινθίας, κ.α.
 η μετάθεση του οικισμένου χώρου, έστω για χάρη ενός γειτονικού οικιστικού σημείου, ακόμη και πολύ
κοντινού, που αφήνει πίσω του ένα εγκαταλειμμένο χώρο, επιτρέπει την ένταξή του ανάμεσα στα ερημωμένα
χωριά. Τα παραδείγματα είναι πολυάριθμα, κυρίως σχετικά με τις παλιές οχυρές κωμοπόλεις που
εγκαταλείφθηκαν, μόλις οι όροι ασφάλειας επέτρεψαν στους κατοίκους τους να βγουν απ’ αυτές για να
εγκατασταθούν καλύτερα (π.χ. κάστρο Λεονταρίου Αρκαδίας, χωριό Βελιγοστή Αρκαδίας, κάστρο Δομοκού,
Βολισός Χίου, κ.α.).
 οικιστικές μονάδες που δεν έχουν πια στα μέσα του ΙΘ΄ αιω. παρά 15 ή λιγότερους κατοίκους, με την
προϋπόθεση ότι από τις πηγές συμπεραίνεται από σε παλαιότερη εποχή είχαν περισσότερους. Όπως, επίσης, και
περιοχές που θεωρημένες συνολικά που συμπεριλαμβάνουν ένα σημαντικό σύνολο χωριών ο οποίος μειώθηκε
πολύ (Αμπελάκια Θεσσαλίας, περιοχή Αγράφων, περιοχή Μαντεμοχωρίων, κ.α.).
Από πηγές γίνεται γνωστό ότι δίπλα στα μνημειακά έργα της βυζαντινής τέχνης και τα αστικά σπίτια που είχαν
κτιστεί σύμφωνα με τους κανόνες της οικοδομικής τεχνικής, υπήρχαν πολλά αγροτικά σπίτια κατασκευασμένα
με υλικά του τόπου, είτε από ξύλα, είτε από ωμούς πλίνθους ενισχυμένους μόνο με άχυρα, είτε από πέτρα χωρίς
λάντσα, υλικά που μετά την καταστροφή αφήνουν ίχνη δυσκολοδιάκριτα στην πρώτη ματιά.
Οι δημοσιεύσεις των Κ. Νοταρά-Χαραλάμπους, Ι. Σταματάκη, Ν. Σχινά είναι προγενέστερες της 31ης Μαΐου
1909, χρονολογία του διατάγματος ίδρυσης της «Επιτροπείας τοπωνυμίων της Ελλάδος» με πρόεδρο το Νικ.
Πολίτη επιφορτισμένη να «εκκαθαρίσει» τα ονόματα των πόλεων και των κοινοτήτων που δεν ήταν ελληνικά,
με τον όρο ότι δεν είχαν κιόλας καθιερωθεί από την ιστορία στην τότε μορφή τους. Για ένα σύνολο από 2.049
ερημωμένα χωριά δεν έχουμε κανένα χρονολογικό στοιχείο για τα 373 (δηλ. πάνω από τα 18% του συνόλου),
εκτός από την απροσδιόριστη ένδειξη «βυζαντινό χωριό», «μεσαιωνικός οικισμένος χώρος», «ανθηρή
κωμόπολη κατά την τουρκοκρατία». Στη Μακεδονία και Θράκη το πρώτο μισό του ΙΘ΄ αιω. ανιχνεύτηκαν 31
ερημωμένα χωριά (ποσοστό 3,32% του ελληνικού χώρου συνολικά).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 118


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

6.4. Υπάρχουσα κατάσταση του δομημένου περιβάλλοντος - Πολεοδομική


διάρθρωση και οργάνωση των οικισμών

Ο χώρος των οικισμών μελέτης οργανώνεται κατά τρόπο αυθόρμητο και σύμφωνα με τις
ανάγκες των κατοίκων, οι οποίες υπαγορεύονται είτε από τη φυσική είτε από την ιστορική
αναγκαιότητα, σε συνδυασμό με τις υφιστάμενες δυνατότητες του φυσικού περιβάλλοντος.
Ανθρωπολογικοί και κοινωνικοί λόγοι40 αποτελούν παράγοντες που επιδρούν αποφασιστικά
στη φυσική ανάπτυξη των οικισμών και στην εξέλιξη, τη διατήρηση ή τη βελτίωση των
εξυπηρετήσεων των κατοικιών.

Η κατοικία δεν εκλαμβάνεται ως μια κατασκευή μόνο, αλλά ως ένας θεσμός με σκοπό την
ικανοποίηση ενός συνόλου αναγκών. Η ανέγερση των κτισμάτων δεν αποτελεί απλά μια
κατασκευαστική διαδικασία αλλά ένα πολιτισμικό φαινόμενο. Η οργάνωση και η μορφολογία
τους δέχεται την έντονη επηρροή του πολιτισμικού περιβάλλοντος στο οποίο ανήκουν. Με
την κατανόηση της ταυτότητας και του χαρακτήρα του τοπικού πολιτισμού και με την
απόκτηση των βαθύτερων γνώσεων των αξιών του, μπορεί να γίνουν κατανοητές οι επιλογές
στις οποίες έχει προβεί και στον τρόπο οικιστικής αντιμετώπισης των υλικών και
πολιτισμικών μεταβλητών. Το ύφος και η μορφή των κτιρίων δεν είναι απλά και μόνο
αποτέλεσμα επενέργειας υλικών δυνάμεων ή μιας αιτίας αλλά απόρροια μιας σειράς
περιβαλλοντικών και κοινωνικοπολιτισμικών παραγόντων. Η μορφή τροποποιείται με τη
σειρά της από τις κλιματικές συνθήκες, τις μεθόδους κατασκευής, τα διαθέσιμα υλικά και την
τεχνολογία. Οι ωμοπλινθόκτιστες κατασκευές ήδη από τη προβιομηχανική εποχή απαντώνται

40
Οι έννοιες οικισμός και κοινωνία είναι αλληλοεξαρτώμενες. Ο οικισμός αντανακλά την κοινωνική ιδεολογία.
Για να υπάρχει οικισμός πρέπει να υπάρχει κοινωνική ομάδα. Ο οικισμός είναι ένα μορφολογικό και κοινωνικό
φαινόμενο. Ο Carter το 1983 θεωρεί την πόλη μια μορφή ενός κοινωνικού οργανισμού που βασίζεται στην
επαγγελματική εξειδίκευση και την κοινωνική διαστρωμάτωσης ενός περιφερειακά βασισμένου πληθυσμού
στον οποίο έχει καθιερωθεί μια συνεργατική ταυτότητα. Εφόσον ο οικισμός είναι μια ζωντανή πραγματικότητα
η μορφή του μεταφράζει το συγκεκριμένο τρόπο προσαρμογής μιας δεδομένης κοινωνικής ομάδας σ’ ένα
δεδομένο γεωγραφικό χώρο. Κατά τον Α.Φ. Λαγόπουλο το 1970, η μορφή του οικισμού είναι συνάρτηση τόσο
των συνειδητών αντιλήψεων και των ασύνειδων τάσεων των ατόμων αυτής της ομάδας όσο και των δεσμεύσεων
που προκύπτουν από το περιβάλλον, φυσικό, τεχνητό ή και κοινωνικό.
Κατά τον Δημητριάδη Ευαγ. στη νότια Ευρώπη εμφανίζεται ένας συνδυασμός κυκλοτερούς και γραμμικής
διάταξης οικισμός όπου τα σπίτια χωροθετούνται γύρω από έναν ανοικτό ελλειψοειδή χώρο, ενώ στο πίσω
μέρος έχουν χωράφια. Οι αγροτικοί οικισμοί είναι πιο ευμετάβλητοι από τους αστικούς γιατί είναι κτισμένοι με
πρόχειρα υλικά και αν καταστραφούν τα υλικά αυτά δύσκολα αντικαθίστανται.
Από το παρελθόν το αγροτικό οικιστικό δίκτυο υφίσταται σχεδόν παντού συνεχείς αλλαγές. Πολύ συχνά η τάση
είναι μικροί ή απομονωμένοι οικισμοί να εγκαταλείπονται και ο πληθυσμός να συγκεντρώνεται σε
μεγαλύτερους οικισμούς όπου υπάρχει μεγαλύτερη ασφάλεια. Η μορφολογία των οικισμών παραπέμπει στις
κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, καθώς και στις πολιτιστικές συγγένειες των κατοίκων. Βλ. Δημητριάδης,
Π. Ε. (1995). Ιστορία της πόλης και της πολεοδομίας. Ευρωπαϊκοί πολιτισμοί. Μυκηναϊκοί χρόνοι ως τις αρχές
του 20ου αιω., Θεσσαλονίκη: εκδ. Αφοι Κυριακίδη Α.Ε.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 119


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

στην αρχιτεκτονική του αγροτοποιμενικού χώρου41 διαφοροποιούμενες από τα κτίσματα των


αστικών περιοχών (Το αγροτικό σπίτι, 1940).

Στους οικισμούς του αγροτοποιμενικού αυτού χώρου δεν αναγνωρίζεται ο προσωπικός


δημιουργός, αλλά η «ομάδα» που εκφράζει τον τρόπο ζωής και το κοινωνικό περιεχόμενο
των οικισμών. Η ομάδα αυτή με την ανώνυμη αρχιτεκτονική και τα μέσα που είχε στη
διάθεσή της κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα περιβάλλον με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, με
προσωπικότητα, που έρχεται σε αντίθεση με το επώνυμο περιβάλλον των σύγχρονων
οικισμών.

Η παραγωγική και όχι μόνο δομή των Κορεστίων οφείλεται στη δράση μιας συγκεκριμένης
κοινωνίας στο περιβάλλον οπότε δημιουργούνται και οι συγκεκριμένες χρήσεις ή λειτουργίες
που εξαρτώνται βασικά απ’ το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο της κοινωνίας. Οι χρηστικές
αυτές λειτουργίες (αρχιτεκτονικές-πολεοδομικές) καλύπτονται από ένα χρηστικό κέλυφος
(Δημητριάδης, 1988). Τόσο στις λειτουργίες όσο και στο κέλυφος «αποτυπώνεται» η
ιδεολογία της κοινωνικής ομάδας που τα παρήγαγε. Έτσι η ιδεολογική κατάσταση και τα
πολιτιστικά και κοινωνικοοικονομικά δεδομένα διοχετεύονται στα κτιριακά κελύφη και στον
πολεοδομικό χώρο. Η επιρροή του επιπέδου των παραγωγικών δυνάμεων στη συνολική
κοινωνική δομή είναι θεμελιώδους σημασίας. Το δομημένο περιβάλλον αντικατοπτρίζει
κοινωνικοπολιτισμικές δυνάμεις, θρησκευτικές πεποιθήσεις, τη δομή της οικογένειας, την
κοινωνική οργάνωση, τον τρόπο βιοπορισμού και τις κοινωνικές σχέσεις των Κορεστίων.

Οι μορφές των κτισμάτων δεν προέκυψαν αποκλειστικά από τις ατομικές επιθυμίες των
ιδιοκτητών αλλά υπήρξαν το αποτέλεσμα συνιστώμενων δυνάμεων και στόχων των κατοίκων
μεμονωμένα αλλά και ως σύνολο στο συγκεκριμένο περιβάλλον. Οι μορφές αποκτούν
συμβολική αξία συγκεκριμενοποιώντας τις αξίες και τα συναισθήματα των κατοίκων.
Εξάλλου, οι κατοικίες και οι οικισμοί αποτελούν την υλική υπόσταση του τρόπου ζωής και
σε αυτό ακριβώς συνίσταται και η συμβολική τους φύση.

41
Η σύνθεση των παραγόντων που συντελούν στη διαμόρφωση του αγροτικού σπιτιού συνδέεται με την
έκφραση των τοπικών συνθηκών της περιοχής και σύμφωνα μ’ αυτές καθορίζεται κάθε φορά η συγκεκριμένη
μορφή του. Έτσι βασική έκφραση των αγροτικών συνθηκών κάθε περιοχής είναι το τοπικό καλλιεργητικό
σύστημα. Αυτό όμως είναι μια θεωρητική προσέγγιση, αφού η λειτουργική σημασία του αγροτικού σπιτιού στις
περισσότερες περιπτώσεις ανταποκρίνεται σε μικτές μορφές. Επίσης, η μορφή της οικίας καθορίζεται κι από τη
σύνθεση της οικογένειας.
Η σύνθεση κάθε μορφής αγροτικού σπιτιού ανάλογα με τις συνθήκες της περιοχής του βασίζεται:
1) στο τοπικό καλλιεργητικό σύστημα,
2) στη σύνθεση της οικογένειας,
3) στους παράγοντες που αναφέρονται ειδικότερα στη μορφολογία του και συνδέονται με τη χωρογραφική του
θέση. Βλ. Το αγροτικό σπίτι. (1940). Αθήνα: εκδ. Ο Λόγος.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 120


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Στη δημιουργία της μορφής των κτισμάτων μεγάλη επίδραση ακούν οι κοινωνικές και
πολιτισμικές δυνάμεις αλλά και οι υλικοί παράγοντες (κλίμα, διαθεσιμότητα υλικών). Τα
σπίτια όλων των οικισμών έχουν αρμονική σχέση με το φυσικό περιβάλλον (εικ. 6-7). Η
ανώνυμη αυτή αρχιτεκτονική βρίσκεται σε οργανική σχέση με το φυσικό τοπίο 42, ενώ
παρατηρούνται κοινά τυπολογικά και μορφολογικά γνωρίσματα με βασικό υλικό δόμησης
την ωμόπλινθο.

Εικόνα 6-7: το φυσικό περιβάλλον σε αρμονική συνύπαρξη με το δομημένο. Άποψη του Κάτω Κρανιώνα
και στο βάθος ο Νέος Οικισμός από τον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Το φυσικό περιβάλλον λειτουργεί ως μέσο και πεδίο για τη δράση του ανθρώπινου
πολιτισμού. Ο χώρος και ο τόπος είναι οι φυσικοί φορείς του τοπίου. Ένας τόπος είναι ένα
πολυσύνθετο οικοσύστημα, φυσικό και ανθρωπογενές.

Το τοπίο των Κορεστίων διαμορφώνεται από πολιτισμικά στοιχεία (υποδομές, δομημένο


περιβάλλον, πυκνότητα οικισμών, κ.λπ.), τα φυσικά βιοτικά στοιχεία (βλάστηση,
καλλιέργειες, βιοποικιλότητα, ζωικό κεφάλαιο, κ.α.) και τα φυσικά βιοτικά στοιχεία
(γεωλογικό υπόβαθρο, υδάτινα στοιχεία, ανάγλυφο γης, κ.λπ.). Το συγκεκριμένο τοπίο είναι

42
Φυσικό οπτικό τοπίο είναι ένα δυναμικό σύνολο βιοτικών και αβιοτικών παραγόντων και μεταβλητών, που
μεμονωμένα ή αλληλεπιδρώντας σε έναν περιορισμένο χώρο συνθέτουν ένα οπτικό αποτέλεσμα. Υπάρχει και ο
αισθητικός ορισμός του τοπίου σύμφωνα με τον οποίο τοπίο είναι η γενική εντύπωση που δημιουργείται από το
συνδυασμό των οπτικών στοιχείων, όπως είναι η τοπογραφική διαμόρφωση, η βλάστηση, τα ζώα, το νερό και οι
διάφορες κατασκευές που εντυπωσιάζουν με τις χαρακτηριστικές συνθετικές τους έννοιες της μορφής, της
γραμμής, του χρώματος και της υφής. Ο ορισμός αυτός περιλαμβάνει και ανθρωπογενή στοιχεία.
Μια ειδική κατηγορία φυσικού τοπίου είναι το εποχιακό τοπίο. Είναι γεγονός ότι πολλοί παρατηρητές
συγκινούνται από εποχιακά τοπία μπορεί να ερμηνευτεί ως ιδιαίτερη έλξη που ασκούν το εφήμερο στοιχείο και
η ελεύθερη διαχείρισης επαναληψιμότητα. Η ελκτικότητα των εποχιακών τοπίων δείχνει την ικανότητα των
παρατηρητών να ταυτοποιούν ένα τοπίο με βάση βραχυπρόθεσμα και εφήμερες αξίες που του προσδίδουν και
όχι μόνο με βάση μόνιμα χαρακτηριστικά και μνημειακά στοιχεία. Η Επιτροπή Παγκόσμιας Κληρονομιάς της
UNESCO ορίζει ως πολιτιστικό τοπίο έναν τόπο που προβάλλει μια ιδιαίτερη συνεπίδραση φύσης και
ανθρώπου, ορισμός που εναρμονίζεται με την προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για το Τοπίο. Βλ.
Χασάναγας, Δ. Ν. (2010). Κοινωνιολογία τοπίου: ένα διανοητικό οδοιπορικό στα τοπία του κόσμου. Αθήνα: εκδ.
Παπασωτηρίου.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 121


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

αντικατοπτρισμός του πολιτισμού, όχι μόνο σκόπιμος αλλά και μη σκόπιμος, δηλαδή
δημιουργήθηκε χωρίς να επιδιώκεται συνειδητά η προβολή του από αυτούς που τον
δημιούργησαν.

Το ευρύτερο περιβάλλον στο οποίο ο τόπος είναι ενταγμένος παίζει ρόλο για την κατανόηση
και τη διαμόρφωσή του. Πολλά σπίτια της περιοχής, π.χ., χτίζονται από τοπικά υλικά στην
ύπαιθρο, δηλαδή ωμόπλινθους, όταν ακόμη το τσιμέντο ήταν δύσκολο να μεταφερθεί ή
άγνωστο. Γι’ αυτό βλέπουμε πολλά σπίτια να μοιάζουν οπτικά πολύ μεταξύ τους με το
φυσικό τους τοπίο, π.χ. λιθόκτιστα σπίτια στην Ήπειρο, πλινθόκτιστα στην Αίγυπτο, κ.α.

Εικόνες 6-8, 6-9: ο οικισμός του Άνω Κρανιώνα χαρακτηρίζεται για τη θετική σχέση δομημένου και
αδόμητου χώρου επιτρέποντας το φυσικό περιβάλλον να συνυπάρχει με τα κτίσματα (Πηγή: προσωπικό
αρχείο).

Ο πολεοδομικός και αρχιτεκτονικός χαρακτήρας των οικισμών διαμορφώθηκε με βάση την


κοινωνικοοικονομική και πολιτισμική σύνθεση της τοπικής κοινωνίας, το φυσικό
περιβάλλον, το ανάγλυφο του εδάφους, την ύπαρξη του Λιβαδοπόταμου και το ιστορικό
πλαίσιο της ανάπτυξης και δράσης της τοπικής κοινωνίας. Οι περισσότεροι οικισμοί των
Κορεστίων ανήκουν στο μη σχεδιαζόμενο αγροτικό τύπο οικισμού του ορεινού χώρου, αλλά

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 122


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

με «αστικοποιημένες» μορφές κτιρίων. Η δυνατή σχέση του φυσικού και δομημένου χώρου,
το ανάγλυφο του εδάφους και η δομή του οικιστικού συνόλου, η χαμηλή πυκνότητα δόμησης,
η έντονη παρουσία του φυσικού περιβάλλοντος και η γενικευμένη χρήση της ωμόπλινθου
συγκροτούν την ταυτότητα και την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του ιστορικού αυτού οικιστικού
συνόλου (εικόνες 6-8, 6-9).

Ο πολεοδομικός ιστός είναι απόλυτα προσαρμοσμένος στο ανάγλυφο του χώρου καθόρισε
την οικιστική ανάπτυξη κι εξέλιξη. Τα κτίσματα ακολουθούν την πορεία των δρόμων και
μονοπατιών προβάλλοντας την παρουσία τους, δίχως οικοδομικά τετράγωνα. Ο χώρος του
οικισμού προσπαθεί να διασώσει τα ίχνη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Η ιδιαιτερότητα
του ορεινού αγροτικού χώρου, εκτός του κυρίαρχου φυσικού περιβάλλοντος, προέρχεται από
τη χαμηλή πυκνότητα κατοίκησης και των αντίστοιχων δραστηριοτήτων.

Οι οικισμοί ως σύνολο χαρακτηρίζονται από ελεύθερη συγκρότηση, έλλειψη πυκνής


συνεκτικής δομής, χαλαρότητα κι ευκαμψία στη σύνθεση με την άρθρωσή τους να
χαρακτηρίζεται από την ανθρώπινη κλίμακα.43 Δημιουργήθηκαν κι αναπτύχθηκαν
εξυπηρετώντας βασικές ανάγκες κατοίκησης,44 κατασκευάστηκαν με τα υλικά του τόπου και

43
Με τον όρο «ανθρώπινη κλίμακα» εννοούμε εκείνες τις ιδιότητες του δομημένου περιβάλλοντος που
αναφέρονται στη χρήση και στην αντίληψή τους από τον άνθρωπο, τον πεζό, δηλαδή τις διαστάσεις των
κτιρίων, τις οριζόντιες και κάθετες κινήσεις, τις μακρινές και κοντινές αποστάσεις, τη διάρκεια παραμονής σ’
ένα χώρο, κ.λπ. Την ανθρώπινη κλίμακα τη συναντάμε στο πλάτος του δρόμου, στο ύψος της θύρας, τις
διαστάσεις των ανοιγμάτων, οι αναλογίες των χώρων, κ.λπ., στοιχεία που έχουν πλήρη ανταπόκριση με τα
ανθρωπομετρικά στοιχεία. Η αγροτική κοινωνική δομή βρίσκεται σε άμεση σχέση με το βυζαντινό σπίτι των
οικισμών του ελλαδικού χώρου. Η ομοιότητα με τις αρχαίες κατοικίες δείχνει τη συνέπειά του στις υφιστάμενες
ανάγκες και λειτουργίες. Το αγροτικό σπίτι παρέμεινε αμετάβλητο γιατί και οι λειτουργίες παραμένουν περίπου
αμετάβλητες. Βλ. Δουμάνης, Ο., Paul Olivier Ρ.(1974). Οικισμοί στην Ελλάδα. εκδ. περιοδ. Αρχιτεκτονικά
θέματα, Αθήνα, σσ. 43-58.
44
Η παραγωγή της λειτουργίας θεωρείται ειδικότερα ως αποτέλεσμα της σχέσης του οικοσυστήματος και της
κοινωνικής δομής του δεδομένου κοινωνικού σχηματισμού. Η λειτουργική δομή αρθρώνεται με το γεωγραφικό
χώρο κατά τη χωροθέτησή της και μας παρέχει τη λειτουργικο-χωρική ή τοπολογική δομή. Η δομή παρέχει
συγκεντρώσεις συγγενών μεταξύ τους λειτουργιών. Οι συγκεντρώσεις των πολεολογικών λειτουργιών
αλληλοεπηρεάζονται από το οδικό δίκτυο, το οποίο εξαρτάται από τη μορφολογία του εδάφους.
Το εσωτερικό δίκτυο κυκλοφορίας λαμβάνει την κυρίαρχη έκφρασή του στο κέντρο, γύρω στο οποίο συνήθως
συγκεντρώνονται οι πολεολογικές λειτουργίες. Η ειδικότερη μορφή του δικτύου αυτού εξαρτάται από τοπικούς
τοπολογικούς παράγοντες καθώς και από τη συσχέτισή του με το ευρύτερο δίκτυο κυκλοφορίας του οικισμού.
Η μορφή του κέντρου μεταβάλλεται ανάλογα με τη συσχέτιση των χωρικών συμπλεγμάτων που ο σχηματισμός
τους εξαρτάται κατά το πλείστον από την παραγωγή των λειτουργιών και τον τρόπο παραγωγής του κοινωνικού
σχηματισμού, καθώς και από το οδικό δίκτυο, που έχει μορφή μεταβλητή, η οποία εξαρτάται άμεσα από τη
μορφολογία του εδάφους (τοπογραφία). Η τοπογραφία του εδάφους επιδρά άμεσα στη χωρική μορφή του
κέντρου του οικισμού κι αυτό γίνεται βασικά με το οδικό δίκτυο.
Τα χωρικά συμπλέγματα των λειτουργιών του κέντρου που αποτελούν τις προβολές των λειτουργικών σχέσεων
των λειτουργιών στο γεωγραφικό χώρο, δηλ. την τοπολογική δομή, επηρεάζονται κατά τη χωροθέτησή τους
κυρίως από το οδικό δίκτυο και κατ’ επέκταση από τη μορφολογία του εδάφους. Προφανώς δημιουργείται και
αντίθετη επιρροή των χωρικών συμπλεγμάτων επί του οδικού δικτύου, γιατί η παραγωγή και χωροθέτησή τους
μπορεί να αποτελέσει αίτιο για το σχηματισμό οδικού άξονα, εξαιτίας των σχέσεων που θα δημιουργηθούν με
άλλες γειτονικές λειτουργίες ή συγκεντρώσεις λειτουργιών.
Μπορούμε να κατηγοριοποιήσουμε τις τυπολογικές μορφές του χωρικού σχήματος των οικισμών:
1. επιμήκης ορθογωνική

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 123


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

προσαρμόστηκαν στη μορφολογία του εδάφους, στις κλιματολογικές συνθήκες και στην
κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού. Οι λύσεις (εικ. 6-10) υπαγορεύονται από την
πρακτικότητα και οι χώροι προσαρμόζονται στην κλίμακα των κατοίκων. Ο χώρος
διαμορφώθηκε διαλεκτικά σε σχέση με τις κοινωνικές ανακατατάξεις.

Εικόνα 6-10: τυπολογία αγροτικών οικισμών στη μεσαιωνική Ευρώπη του 14 ου αιω.: α: γραμμικός, β:
κυκλοτερής (β1: πυρηνικός, β2: δακτυλιοειδής), γ: συνδυασμός α και β, π.χ. ελλειψοειδής (Πηγή:
Δημητριάδης Π. Ευάγγελος, Ιστορία της πόλης και της πολεοδομίας, εκδ. Αφοι Κυριακίδη α.ε.,
Θεσσαλονίκη, 1995, σ. 182).

Η χωρική οργάνωση των οικισμών επηρεάζεται από το οικολογικό περιβάλλον και την
κοινωνική δομή του. Η μορφή του οδικού δικτύου εξαρτάται από τη μορφολογία του
εδάφους, επηρεάζει τη χωρική μορφή των κέντρων των οικισμών και ως ένα σημείο μπορεί
να διαμορφώσει και το χωρικό σχήμα των οικισμών και αντίστροφα να διαμορφωθεί από

2. κυκλοτερής (πυρηνική)
3. τυχαία (αστεροειδής)
Κατά τον Ευαγγ. Δημητριάδη, όταν περνά κοντά από έναν οικισμό με επιμήκη μορφή ποτάμι ή ρεματιά, αυτός
ακολουθεί την κατεύθυνση του ποταμού σε ποσοστό 70%, γεγονός που δε συμβαίνει στα Κορέστια.
Αν θεωρήσουμε τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, διαπιστώνουμε ότι οι περισσότεροι οικισμοί με επιμήκη
μορφή προσανατολίζονται σε μια από τις κύριες κατευθύνσεις ΒΝ ή ΑΔ. Η μεταξύ τους αναλογία είναι ποσοστό
64% με κατεύθυνση ΒΝ και ποσοστό 36% με κατεύθυνση 36%. Η χωρική μορφή του οικισμού επηρεάζεται
άμεσα από τη μικροτοπογραφία του εδάφους. Πολλές φορές η κύρια κατεύθυνση της φοράς των τοπογραφικών
καμπύλων του εδάφους κατευθύνει και τη χωρική μορφή του οικισμού και κατά συνέπεια επηρεάζει και τη
χωροθέτηση της περιοχής κατοικίας.
Ενδέχεται η χωρική μορφή του οικισμού να επηρεάζεται από ισχυρούς φυσικούς άξονες του άμεσου
γεωγραφικού του χώρου (π.χ. ποτάμι, κορυφογραμμή, κ.α.). Αν η χωρική μορφή του οικισμού είναι επιμήκης,
τότε φαίνεται να προσανατολίζεται προς τα κύρια σημεία του ορίζοντα και ιδιαίτερα στη γενική κατεύθυνση
ΒΝ. Αυτό θα πρέπει να οφείλεται στη γενική κατεύθυνση ΒΝ που έχουν οι ορεινοί όγκοι της Ηπείρου.
Οι περισσότεροι ηπειρωτικοί οικισμοί προσανατολίζονται γενικά προς την κατεύθυνση ΒΝ. Το εξωτερικό
δίκτυο κυκλοφορίας των οικισμών κατά ποσοστό 65% (13 οικισμοί στους 20) έχει την κύρια κατεύθυνση των
τοπογραφικών καμπυλών του εδάφους. Βλ. Δημητριάδης, Π. Ε. (1980). Κοινωνικός σχηματισμός και
πολεολογικός χώρος. Είκοσι οικισμοί της επαρχίας Κόνιτσας Ηπείρου. (Διδακτορική Διατριβή), επιστημονική
επετηρίδα Πολυτεχνικής Σχολής ΑΠΘ, Τμήμα Αρχιτεκτόνων, παραρτ. αριθμ. 1 του Η΄ τόμου, ΑΠΘ,
Θεσσαλονίκη.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 124


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

αυτό. Η χωρική μορφή των κέντρων των οικισμών βρίσκεται σε διαλεκτική συσχέτιση με την
περιβάλλουσα περιοχή κατοικίας, ειδικότερα με τη χωρική οργάνωση των συνοικιών και
κατά συνέπεια μπορεί να επηρεάσει ως ένα σημείο το χωρικό σχήμα των οικισμών, μαζί με
το μικροπεριβάλλον τους. Οι περισσότεροι οικισμοί έχουν δύο συνοικίες. Πιθανόν αυτό να
σημαίνει ότι κάτω από διαφορετικές ιστορικές συνθήκες έγινε προσθήκη συνοικιών στον
αρχικό πυρήνα.

Κάθε οικισμός αποτελεί μια δομή, η οποία κατά την ένταξή της στο χώρο επηρεάζεται από
εξωτερικούς και εσωτερικούς παράγοντες. Εξωτερικοί παράγοντες είναι η ορεινότητα του
χώρου, τα βουνά που έχουν συνήθως κατεύθυνση ΒΝ, το ποτάμι Λιβαδοπόταμος (εικ. 6-11,
6-12) και τα ρέματα σε ένα πυκνό υδρογραφικό δίκτυο, κ.α.

Εικόνες 6-11, 6-12: ο Λαδοπόταμος ή Λιβαδοπόταμος που διαρρέει όλη την κοιλάδα των Κορεστείων
(Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Kύρια χαρακτηριστικά του δικτύου των οικισμών της περιοχής είναι η διασπορά τους, η
χαλαρή σχετικά διάταξη, η χαμηλή πληθυσμιακή βάση των κατοικημένων οικισμών. Δεν
υπάρχουν απότομες χαράδρες. Γίνεται φανερό ότι οι περιβαλλοντικοί παράγοντες
διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην επιλογή του χώρου δημιουργίας οικισμών. Η
συσχέτιση λειτουργιών και οδικού δικτύου σχετίζεται με τη χωρική μορφή του εκάστοτε
κέντρου, η οποία βρίσκεται σε διαλεκτική συσχέτιση με την περιοχή κατοικίας και με τη
χωρική οργάνωση των συνοικιών, συνεπώς μπορεί να επηρεάσει ως ένα σημείο το χωρικό
σχήμα του οικισμού, μαζί με το μικροπεριβάλλον.

Το σύστημα δόμησης είναι ασυνεχές και οι δημόσιοι χώροι δε σχεδιάστηκαν, αλλά


προέκυψαν οργανικά. Παρατηρείται έλλειψη μορφολογικής διάταξης σε ορισμένους δρόμους
καθώς δεν οριοθετούνται με σαφήνεια από συγκεκριμένες μορφές κτηριακής μάζας. Η
σημερινή πολεοδομική μορφή των οικισμών παραμένει αναλλοίωτη δεδομένου ότι δεν
παρουσιάστηκε αναγκαιότητα επέκτασης ή επανακατοίκησης μετά τον εμφύλιο πόλεμο

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 125


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

(1945-49). Πρωτεύοντα ρόλο στο φαινόμενο της εγκατάλειψης των κατοικιών μετά τον
εμφύλιο από αρκετές οικογένειες έπαιξε η μετανάστευση στο εξωτερικό και στο εσωτερικό.
Η απομόνωση της περιοχής, είτε λόγω του ανάγλυφου του εδάφους είτε λόγω των ιστορικο-
πολιτιστικών εξελίξεων, και η απουσία επενδυτικού ενδιαφέροντος δεν ευνόησε την
εμφάνιση νεώτερων κατασκευών, συγκυρία που με τη σειρά της βοήθησε στη διατήρηση των
παραδοσιακών τύπων και μορφών.

Σχετικά με την ίδρυση των οικισμών δεν υπάρχουν τεκμηριωμένα στοιχεία. Η ίδρυσή τους
δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια, όμως από προφορικές μαρτυρίες η παρουσία τους
ανάγεται στις αρχές του 18ου αιω., αν και υπάρχουν αρχαιολογικά ευρήματα προς περαιτέρω
διερεύνηση Λαμβάνοντας υπόψη τους ναούς της περιοχής μπορούμε να εικάσουμε, με
σχετική βεβαιότητα, ότι πολλοί οικισμοί, όπως η Χαλάρα, είχαν ανάπτυξη και ακμή τον 16 ο
και 17ο αιώνα, οπότε η απαρχή της δημιουργίας βρίσκεται αρκετά χρόνια πριν. Ο τρόπος
οργάνωσης των οικισμών δεν παραπέμπει σε παραδοσιακό ιστό με στενή διάταξη κτισμάτων
και φρουριακή μορφή. Σαφή εικόνα της αρχικής μορφής των οικισμών δεν είναι δυνατό να
έχουμε, αφού τα παλαιότερα κτίσματα που σώζονται, μονόχωρα, ισόγεια ή ορισμένα διώροφα
δε μπορούν να χρονολογηθούν πριν από τον 18ο αιώνα.

Η αναζήτηση και επιλογή της κατάλληλης τοποθεσίας, για την ίδρυση οικισμών στηρίζονταν
σε βασικά προαπαιτούμενα, όπως ασφάλεια κατοίκων, ύπαρξη νερού, δυνατότητα παραγωγής
αγαθών για την επιβίωση και δυνατότητα επικοινωνίας με άλλους οικισμούς για ανεύρεση κι
ανταλλαγή αγαθών, τα οποία βρίσκονταν σε ανεπάρκεια ή απουσίαζαν από το δικό τους
ζωτικό χώρο. Διακρίνεται ποικιλία στον οικιστικό χαρακτήρα με εμφάνιση τόσο κτισμάτων
σε ελεύθερη και αραιή χωροθέτηση μέσα στον οικιστικό ιστό, όσο και κτισμάτων σε επαφή
με τα όμορα γειτονικά σε πολύ μικρότερο όμως βαθμό. Δεν παρατηρείται φρουριακή
οργάνωση στους οικισμούς, όμως ορισμένα σπίτια μαζί με τα προκτίσματα και τους
μαντρότοιχους αποτελούν μικρές κλειστές μονάδες. Αυτό δε σημαίνει ότι οι οικισμοί
διέπονται από μια αντίληψη του χώρου, που απαιτεί εσωστρεφή σπίτια 45 και δρόμους με
τυχαία χάραξη, όπως για παράδειγμα στα πομακοχώρια.

45
Η εσωστρέφεια είναι ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα, κάτι που άλλωστε ισχύει από τα αρχαία ακόμη χρόνια,
και όχι άσχετο με την εσωστρέφεια της δομής των κοινωνιών και οικογενειών. Μία μόνη είσοδος στην αυλή
έδινε τη δυνατότητα λειτουργικής και οπτικής επικοινωνίας με τον έξω χώρο. Δηλαδή η εσωστρέφεια
εκφράζεται στη μορφή της οικίας. Το κύριο ενδιαφέρον της μορφολογικής διάπλασης στρέφεται στη
διαμόρφωση των εσωτερικών όψεων προς την αυλή.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 126


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Χάρτης 6-1: Αποτύπωση κεντρικού τμήματος οικισμού Άνω Κρανιώνα. Παρατηρείται οικιστική αραίωση
στην περιοχή του ναού της Αγ. Παρασκευής (με μωβ χρώμα ο ιερός ναός, με πορτοκαλί τα διώροφα
κτίρια, με πιο σκούρο πορτοκαλί τα τριώροφα και με πιο ανοικτή απόχρωση του πορτοκαλί τα μονώροφα.
Πηγή: πρωτότυπο).

Οι περισσότεροι οικισμοί έχουν σχήμα το οποίο επηρεάζεται από τη μορφολογία του


εδάφους. Στην περίμετρό τους βρίσκονταν οι στάβλοι και μαντριά. Μόνο το Μακροχώρι,
όπως προδίδει και η σύγχρονη ονομασία του, παρουσιάζει γραμμική ανάπτυξη κατά μήκος
του δρόμου, ο οποίος οδηγεί στο χωριό Μελάς, και διαθέτει στο κέντρο περίπου της
διαδρομής αυτής ανοικτή πλατεία με ενοριακή εκκλησία και δύο ταβέρνες-καφενεία καθώς
και παλιό παντοπωλείο-καφενείο. Η ιδιαιτερότητα του αγροτικού χώρου, εκτός του
κυρίαρχου φυσικού περιβάλλοντος, προέρχεται από τη χαμηλή πυκνότητα κατοίκησης και
των αντίστοιχων δραστηριοτήτων.

Ο Άνω και Κάτω Κρανιώνας είναι δύο ξεχωριστά χωριά που έχουν τη δομή ενός χωριού με
δύο μαχαλάδες, αφού διαχωρίζονται σε δύο διακριτά τμήματα από το Λαδοπόταμο. Η μορφή

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 127


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

του κάθε οικισμού επιδρά στον τρόπο ζωής και στη μορφή των σπιτιών. Ορισμένοι οικισμοί
στα Κορέστια (Άνω Κρανιώνας) δεν είναι συμπαγείς, ούτε ιδιαίτερα συνεκτικοί (σχέδιο 6-1)
και γίνονται κατανοητοί ως μια σειρά σπιτιών δίχως αυτόνομη υπόσταση. Σε πολλά τμήματα
των οικισμών δεν υπάρχει σαφής διαχωρισμός δημοσίου και ιδιωτικού χώρου. Σε μερικά
χωριά υπάρχουν πλατώματα46 (ανοιχτωσιές, πανηγυρότοποι, εικ. 6-13, 6-14) όπως στον Άνω
Κρανιώνα και στο Μελά.

Εικόνες 6-13, 6-14: το κεντρικό σημείο του Άνω Κρανιώνα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Υποστηρίζεται από σύγχρονους μελετητές (Δημητριάδης & Τσότσος, 2000) ότι ο κυριότερος
παράγοντας που διαμορφώνει την εξελιγμένη «παραδοσιακή» ή «ανώνυμη» αρχιτεκτονική 47
είναι ο πολιτιστικός. Οι υλικοί παράγοντες υποχωρούν μπροστά στο συμβολισμό, τη
θρησκεία και την ανάγκη για κοινωνική προβολή. Παράλληλα, λειτουργούν κι άλλοι
παράγοντες εκτός του πολιτιστικού που καθορίζουν την παραγωγή του οικιστικού χώρου,
τόσο σε πολεοδομικό όσο και σε κτιριολογικό επίπεδο, όπως:

 η κοινωνικοοικονομική βάση της τοπικής κοινωνίας που συνεργεί βελτιωτικά ή όχι στο
σύνολο του δομημένου χώρου, τόσο από άποψη πολεοδομικών λειτουργιών και δικτύων όσο
και στο επίπεδο της κατοικίας.
46
Συχνά στα ορεινά χωριά υπάρχει το αγνάντι, ένας τόπος συνεύρεσης σε κάποιο πλάτωμα με θέα, όπου
υπήρχαν καθίσματα, συνήθως από ξύλινους κορμούς, για τους χωρικούς. Οι πανηγυρότοποι, οι χώροι όπου
πραγματοποιούνται δημόσιες γιορτές και θρησκευτικά πανηγύρια, βρίσκονται συνήθως μπροστά από κάποια
εκκλησία και είναι ανοικτοί ώστε να επιτρέπουν μεγάλες συναθροίσεις κόσμου. Η κα Α. Κυριακίδου διέκρινε
μια λογική οργάνωσης του χώρου και του τοπίου που παραπέμπει στην ελληνική αρχαιότητα. Βλ. Καραμανές Θ.
Ε. (2011). Οργάνωση του χώρου. Τεχνικές και τοπική ταυτότητα στα Κοπατσαροχώρια των Γρεβενών, επιμ.
Παναγ. Ι. Καμηλάκης, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, Εθνικό Τυπογραφείο.
47
Η αποκαλούμενη συντεχνιακή λαϊκή αρχιτεκτονική σε αρκετές περιπτώσεις σε κεντρικούς οικισμούς
οφείλεται σε πρωτοβουλία επώνυμων μαστόρων και διακεκριμένων κτητόρων, δηλαδή στον παραγωγό και στο
χρήστη του χώρου. Επίσης, σε διασωζόμενα υποδείγματα κατοικιών φαίνεται ειδικότερα να αντανακλάται η
ορθόδοξη ελληνική κουλτούρα που ανάγεται σε αντιλήψεις και συμβολισμούς της ευρύτερης μεσογειακής και
ινδοευρωπαϊκής πολιτιστικής οικογένειας του βαλκανικού και μικρασιατικού χώρου, που χρησιμοποιεί
πανάρχαιες μορφές-πρότυπα (π.χ. κατοικία στην Όλυνθο). Βλ. Δημητριάδης, Π. Ε., Τσότσος, Π. Γ. (2000). Η
αρχιτεκτονική προεξοχή- σαχνισί. Μια άλλη χωρική αντίθεση της παράδοσης- αλλαγής. Γεωγραφική διάχυση
στο βορειοελλαδικό χώρο κατά την όψιμη τουρκοκρατία. Στο διεθνές συνέδριο παραδοσιακής βαλκανικής
αρχιτεκτονικής, 12-15 Οκτωβρίου 2000, Βέροια: Δήμος Βέροιας.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 128


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

 το οικολογικό περιβάλλον που προβάλλει μια σειρά δεσμεύσεων γενικού και ειδικού
ενδιαφέροντος. Αρχίζοντας από τη γεωγραφία του τόπου, η οποία επηρεάζει τις σχέσεις των
οικισμών, (ορεινότητα τοπίου, ύπαρξη ποταμού και ρεμάτων, κ.α.) φτάνει ως τα
τεχνοοικονομικά χαρακτηριστικά που καθορίζουν το κέλυφος, όπως ανοίγματα φωτισμού,
προσανατολισμός, ωμόπλινθος ως υλικό δόμησης, κ.α.
 το ιστορικό πλαίσιο της ανάπτυξης και δράσης της τοπικής κοινωνίας σε σχέση με τοπικά
και άλλα γεγονότα της ιστορίας48, της οικονομίας, της πολιτικής, της δημογραφίας, των
θεσμών, κ.λπ.

Όλοι οι παραπάνω παράγοντες καθορίζουν το νόημα και το είδος του πολεοδομικού και
αρχιτεκτονικού χώρου της περιοχής.

Ο κοινωνικός βίος αντανακλάται στο επίπεδο του πολεοδομικού και αρχιτεκτονικού


σχεδιασμού με αποτέλεσμα οι οικισμοί να εμφανίζουν σχετικά χαλαρή μορφή, με
λειτουργική αυτοτέλεια (π.χ. εκκλησία, μικρή αγορά, κ.λπ.), με σύνθετη μορφή (πολλοί
ενωμένοι μαχαλάδες) ή και με γραμμική μορφή κατά μήκος του κεντρικού δρόμου
(Μακροχώρι Κορεστίων) ή βλέποντας το ποτάμι, π.χ. ο Άνω και ο Κάτω Κρανιώνας, δηλ. σε
κάθε περίπτωση με ενδιαφέρουσα θέα. Μετά την απελευθέρωση της περιοχής από τον
τουρκικό ζυγό, την αποδέσμευση των ιδιοκτησιών και την εισροή συναλλάγματος από τους
μετανάστες παρατηρείται εισαγωγή νέων τυπολογικών στοιχείων που συνδυάστηκαν με τα
στοιχεία της τοπικής αρχιτεκτονικής χωρίς να αλλοιώσουν τον παραδοσιακό χαρακτήρα του
τόπου. Σε πολλά σπίτια παρατηρούνται μετασκευές και αύξηση του οικοδομικού όγκου με
κλείσιμο ημιϋπαιθρίων και χαγιατιών τροποποιώντας την τυπολογία τους. Τη δεκαετία του
1940 με την εγκατάλειψη της περιοχής από τους κατοίκους σταματάει κάθε οικοδομική
δραστηριότητα. Ο εμφύλιος πόλεμος βρίσκει την επόμενη δεκαετία τους περισσότερους

48
Για παράδειγμα, στο διάστημα της οθωμανικής ηγεμονίας η πολεοδομική οργάνωση στους μη σχεδιασμένους
οικισμούς του ενιαίου ελλαδικού χώρου, κατά τον Γ. Κίζη, ακολουθεί 3 βασικές τυπολογικές κατηγορίες που
εκφράζουν αντίστοιχα την οικονομική και κοινωνική οργάνωση του αστικού, του ορεινού και του αγροτικού
πεδινού χώρου. Ειδικά στο βορειοελλαδικό χώρο παρατηρούνται οι εξής κατηγορίες:
α. η «πόλη-παζάρ», η οποία από τα μέσα του 19ου αιω. μεταλλάσσεται και εξελίσσεται σε «πόλη-πρακτορείοο»
με μικτό πληθυσμό όπου αρχικά επικρατεί η οθωμανική άρχουσα τάξη και κουλτούρα ενώ από τα μέσα του 19 ου
αιω. κυριαρχεί οικονομικά η χριστιανική (ελληνική) κουλτούρα.
β. το μη σχεδιαζόμενο αγροτικό οικισμό του ορεινού (β1) και του πεδινού (β2) χώρου. Η διαφορά τους είναι
εμφανής στο οικονομικοκοινωνικό, αλλά και αρχιτεκτονικό επίπεδο. Ο πρώτος (β1) αποτελεί το γνωστό
απομονωμένο βιοτεχνικό και παραγωγικό κέντρο της χριστιανικής κοινότητας (π.χ. Άγραφα, Ζαγόρι, Πήλιο,
κ.λπ.), ενώ ο δεύτερος (β2) είναι το τσιφλικοχώρι του κάμπου, κυρίως με κολληγικό πληθυσμό. Η πρώτη
υποκατηγορία έχει συνήθως οικονομική και πνευματική ευημερία, ενώ η δεύτερη οικονομική και πολιτιστική
αδράνεια.
γ) υπάρχουν, τέλος, και μερικές άλλες τοπικές κατηγορίες μη σχεδιασμένων οικισμών στον ελλαδικό χώροι,
όπως είναι ο οικισμός με μικτό πληθυσμό (π.χ. Θράκη, Μακεδονία, κ.τ.λ.), ο οχυρωμένος ή πολεμικός οικισμός
(π.χ. Μάνη, κ.τ.λ.), ο απομονωμένος οικισμός (π.χ. φάρμα, κ.τ.λ.). (Κίζης, 1994).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 129


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

οικισμούς σε κατάσταση ερήμωσης και το γεγονός αυτό συνετέλεσε στη διατήρηση του
ιδιαίτερου αρχιτεκτονικού χαρακτήρα μέχρι σήμερα.

Τα κτίσματα έχουν ενταχθεί στην ανθρώπινη κλίμακα, εντάσσονται ομαλά και αρμονικά στο
φυσικό περιβάλλον, δεν δημιουργείται η εντύπωση στενότητας του χώρου, αλλά η εικόνα
ενός ανοικτού οικισμού με την απουσία του συναισθήματος κλειστού χώρου. Με τον όρο
«ανθρώπινη κλίμακα» εννοούμε εκείνες τις ιδιότητες του δομημένου περιβάλλοντος που
αναφέρονται στη χρήση και στην αντίληψή τους από τον άνθρωπο, τον πεζό, δηλαδή τις
διαστάσεις των κτιρίων, τις οριζόντιες και κάθετες κινήσεις, τις μακρινές και κοντινές
αποστάσεις, τη διάρκεια παραμονής σ’ ένα χώρο, κ.λπ. Την ανθρώπινη κλίμακα τη
συναντάμε στο πλάτος του δρόμου, στο ύψος της θύρας, τις διαστάσεις των ανοιγμάτων, οι
αναλογίες των χώρων, κ.λπ., στοιχεία που έχουν πλήρη ανταπόκριση με τα ανθρωπομετρικά
στοιχεία. Οι οικισμοί δημιουργήθηκαν κι αναπτύχθηκαν εξυπηρετώντας βασικές ανάγκες
κατοίκησης, κατασκευάστηκαν με τα υλικά του τόπου και προσαρμόστηκαν στη
μορφολογία του εδάφους, στις κλιματολογικές συνθήκες και στην κοινωνική σύνθεση του
πληθυσμού. Οικισμοί, όπως ο Άνω Κρανιώνας, χαρακτηρίζονται από ελευθερία και
ευκαμψία στη σύνθεση με τα σπίτια του να μην υποτάσσονται σε αξονικές και συμμετρικές
αρχές (εικ. 6-15).

Εικόνα 6-15: αεροφωτογραφία του Κάτω Κρανιώνα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Η πολεοδομική κι αρχιτεκτονική τους μορφολογία δεν υπακούει έτσι σε αφηρημένα ή


διανοητικά σχήματα αλλά εκφράζει τα δεδομένα του τόπου και την ιδιοσυστασία του. Ο κάθε

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 130


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

οικισμός ως δομή αποτελεί ένα πολύπλοκο σύστημα λειτουργιών οι οποίες συνδέονται με το


κυκλοφοριακό δίκτυο ατόμων κι αγαθών. Η κάθε λειτουργία θεωρείται το αποτέλεσμα του
συγκεκριμένου οικονομικού σχηματισμού κατά τα χρόνια κατοίκησης του οικισμού.

6.5. Μορφολογικά γνωρίσματα του οικιστικού χώρου

Ο αγροτικοποιμενικός τρόπος διαβίωσης κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα οδήγησε στην
επικράτηση του κτιριακού τύπου με το ανοικτό χαγιάτι στο όροφο και βοηθητικά δωμάτια
στο ισόγειο, τα οποία είχαν χρήση αποθηκευτικών χώρων και σταβλισμού. Κατά το τέλος του
19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, η τυπολογία των κτιρίων γίνεται περισσότερο
εσωστρεφής και αστική, οδηγώντας σε νέα, πιο συμπαγή κτίσματα (με εσωτερικό σοφά) ή
στον ανασχεδιασμό των ήδη υπαρχόντων με επεμβάσεις, οι οποίες περιλάμβαναν κυρίως το
κλείσιμο των χαγιατιών και τη μετατροπή τους σε «ηλιακούς χώρους».

H κατανόηση του οικιστικού συνόλου γίνεται κατανοητή με την επισήμανση των κύριων
χαρακτηριστικών του χώρου, τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά του πολεοδομικού ιστού και
την αναγνώριση της τυπολογίας και μορφολογίας των κτισμάτων. Σημαντικά θέματα είναι
το σύστημα των ιδιοκτησιών, το σύστημα των διαδρομών, οι σχέσεις κτισμένων και
ελεύθερων χώρων, τα μνημεία, τα μοναδικά στοιχεία στην μορφοτυπολογία των κτισμάτων,
κ.α.

Το πολεοδομικό σώμα Άνω Κρανιώνα και αρκετών οικισμών49 αποτελείται από μερικές
δεκάδες σπιτιών κτισμένων στο επικλινές έδαφος του ορεινού όγκου και θα μπορούσε να
εκληφθεί ως ένας μεγάλος μαχαλάς. Η κεντρική πλατεία σχηματοποιείται με μαεστρία
ακολουθώντας τις έντονες κλίσεις του εδάφους, ως ένα κενό ανάμεσα στην εκκλησία και
ορισμένες κατοικίες.

6.5.1. Το σύστημα των διαδρομών

Η αραιή δόμηση των οικισμών, όπως για παράδειγμα του Άνω Κρανιώνα, είχε ανάγκη ενός
συνδετικού στοιχείου που είναι το πλέγμα των διαδρομών (Παράρτημα Γ, σχέδιο Γ1, Γ-2). Οι
δρόμοι στο εσωτερικό αρκετών οικισμών σήμερα είναι ουσιαστικά τα απομεινάρια των

49
«Είναι τόσο όμορφα τα Κορέστεια που μου θυμίζουν τοπία της Φλωρεντίας»: με τα λόγια αυτά διαφημίζει τα
χωριά των Κορεστείων ανάμεσα στα κορφοβούνια και τις ποταμοκοιλάδες ο διπλωμάτης, πολιτικός και λόγιος
Ίωνας Δραγούμης στην περιοδεία του ως υποψήφιος βουλευτής του ενιαίου τότε νομού Φλώρινας.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 131


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

παλιών διαδρομών που γινόταν με ζώα. Στον παραπάνω οικισμό, λόγου χάρη, διακρίνονται
τρεις βασικές διαδρομές εγκάρσια στις κλίσεις του εδάφους και μια διαδρομή που διατρέχει
περιμετρικά τον οικισμό και εξυπηρετεί τα περισσότερα κτίσματα. Κομβικό σημείο αποτελεί
η είσοδός του όπου διασταυρώνονται τρεις κύριοι οδικοί άξονες (ένας που οδηγεί την
εκκλησία και η προέκτασή του στο νεκροταφείο, ένας δεύτερος που οδηγεί στο κεντρικό
σημείο του οικισμού και ένας τρίτος που οδηγεί προς το εξωκκλήσι της Αγίας Παρασκευής
λίγο έξω και βορειοανατολικά του οικισμού).

Γενικά, το δίκτυο των διαδρομών προσπαθεί να ενοποιήσει τους κοινόχρηστους χώρους


παρέχοντας πρόσβαση στις κατοικίες. Τα όρια των ιδιοκτησιών ήταν αυτά που καθόριζαν τη
γεωμετρία των διαδρομών δημιουργώντας τοπικές στενώσεις ή διαπλατύνσεις. Σήμερα τα
όρια αυτά είναι εντελώς δυσδιάκριτα σε αρκετά σημεία πολλών οικισμών.

6.5.2. Το σύστημα των κτισμένων και ελεύθερων χώρων

Οι περισσότεροι οικισμοί είναι μονοκεντρικοί με δύο μαχαλάδες και η δομημένη επιφάνειά


τους είναι διάσπαρτη μέσα στο πλέγμα των ισοϋψών, όπως στον Άνω Κρανιώνα, έναν από
τους χαρακτηριστικότερους οικισμούς της περιοχής (Παράρτημα Γ, σχέδια Γ-1, Γ-2). Ο Άνω
και ο Κάτω Κρανιώνας ουσιαστικά είναι δύο οικισμοί εκατέρωθεν του Λαδοπόταμου οι
οποίοι συνδέονται με έναν κεντρικό οδικό άξονα που διασχίζει τον κάτω οικισμό-μαχαλά και
οδηγεί στον πάνω. Δημόσια κτίρια δεν εντοπίστηκαν στον Άνω Κρανιώνα και το σχολείο
χτίστηκε στον Κάτω Κρανιώνα. Τα κτίρια δεν κτίστηκαν την ίδια χρονική στιγμή και αυτά
στα οποία οι ξυδοδεσιές είναι κρυμμένες μέσα στη μάζα της ωμόπλινθου είναι νεώτερα σε
σχέση με άλλα στα οποία οι ξυλοδεσιές είναι εμφανείς. Η εκκλησία στον Άνω Κρανιώνα
δεσπόζει λόγω της υψομετρικής διαφοράς του εδάφους που είναι κτισμένη αλλά αυτό
πιθανόν να είναι αποτέλεσμα του συμβολισμού που έχει το θρησκευτικό αυτό κτίριο
(Παράρτημα Γ, σχέδια Γ-6/Γ-8). Η στοά που έχει διαμορφωθεί στη νότια πλευρά του ναού
(Παράρτημα Γ, σχέδιο Γ-7) είναι χαρακτηριστική πολλών μεταβυζαντινών ναών καθώς
δημιουργούνται οι κλιματικές συνθήκες για κοινωνική συναναστροφή και επικοινωνία. Στον
οικισμό χαρακτηριστική είναι η απουσία συγκεκριμένης οργάνωσης. Οι δρόμοι είναι
χωμάτινοι και αποτελούν «χώρους υπολείμματα» των οικοπέδων, δηλαδή δεν είναι
«αυτοδύναμοι». Το σοκάκι, πέρα από την λειτουργία του ως κυκλοφοριακής αρτηρίας του
οικισμού, κάποιες ώρες της μέρας μετατρέπονταν σε πεδίο κοινωνικών και ανθρώπινων
επαφών. Ενδιαφέρον αποτελεί το γεγονός ότι η διασπορά των κτιρίων είναι σχετικά

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 132


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

ομοιόμορφη μέσα στον ιστό αλλά δεν παρουσιάζεται η αναμενόμενη πύκνωση στο κέντρο
και γύρω από την εκκλησία, όπως συμβαίνει σε πολλούς άλλους οικισμούς του
βορειοελλαδικού και όχι μόνο χώρου.

Η ανυπαρξία σημαντικών διαφορών στην κοινωνική διαστρωμάτωση των κατοίκων είχε ως


αποτέλεσμα την εντύπωση ενός σχετικά ενιαίου μορφολογικού ύφους, δίχως να σημαίνει αυτό
ότι δεν υπάρχουν και τριώροφα κτίρια ανάμεσα στις διώροφες κατοικίες και κτίρια που
επιδιώκουν την ήπια διαφορετικότητα. Αλλά στον οικισμό δεν εντοπίζεται κάποια «εξέχουσα»
κατοικία που να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα λαϊκά σπίτια. Επίσης, δεν παρατηρείται
συγκέντρωση κτισμάτων στον πυρήνα του οικισμού, το αντίθετο μάλιστα, και ακολουθείται το
σύστημα της πανταχόθεν ελεύθερης δόμησης, σύμφωνα με το οποίο όλες οι πλευρές ενός
κτιρίου είναι εκτεθειμένες στις εκάστοτε καιρικές συνθήκες αυξάνοντας τις ενεργειακές
ανάγκες του. Όλα σχεδόν τα σπίτια διέθεταν τον απαραίτητο ιδιωτικό ελεύθερο χώρο τους, την
αυλή, στην οποία βρισκόταν και ο φούρνος.

6.6. Τα μνημεία και κτίσματα με ιδιαίτερη λειτουργία και φυσιογνωμία


στην περιοχή

Την περιοχή κοσμούν ναοί, κυρίως του 19ου αιω., οι οποίοι διαθέτουν ενδιαφέρον
αγιογραφικό και εικονογραφικό πλούτο μαρτυρώντας μια κοινωνία με σχετική οικονομική
ευμάρεια. Σημαντικό ρόλο στη μορφή και τη διάρθρωση του Άνω Κρανιώνα έπαιξε η
εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, που μπορεί να χαρακτηριστεί έργο μεταβυζαντινής τέχνης

Εικόνες 6-16, 6-17: χαρακτηριστικά διώροφα κτίσματα ανάμεσα σε Κάτω Κρανιώνα και
Μαυρόκαμπο, γνωστά ως «φυλάκτρες» (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 133


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

της περιοχής, αν και δεν έχει χαρακτηριστεί επίσημα διατηρητέο μνημείο. Ο κύριος άξονας
του ναού διατάσσεται σχεδόν παράλληλα με τις κλίσεις του εδάφους. Οι όψεις του ναού είναι
απλές και δε φέρουν περίτεχνα μορφολογικά στοιχεία. Η στέγη του ναού είναι δίρριχτη με
αποτμήσεις (κομμά) στην ανατολική και δυτική πλευρά.

Ο άμεσος περίγυρος της εκκλησίας λειτουργεί ως κέντρο συνάθροισης κι αποτελεί όχι μόνο
κέντρο της θρησκευτικής αλλά και της κοινωνικής και οικονομικής ζωής των κατοίκων. Είναι
χαρακτηριστικό ότι η πλατεία δεν είναι σχεδιασμένη αλλά υπήρξε ένα άνοιγμα-πλάτωμα χωρίς
ιδιαίτερες διαμορφώσεις, αλλά με πολύ ενδιαφέρουσες φυσικές διαβαθμίσεις στην κλίση του
εδάφους που διαμορφώνουν ένα χώρο ιδιαίτερης αισθητικής και αρχιτεκτονικής τοπίου.

Ο οικισμός φιλοξενεί από τα λιγοστά τριώροφα κτίσματα που συναντώνται στα Κορέστια
(Παράρτημα Γ-18/Γ-20, οικία Μποτσκάρη) καθώς επίσης και σε μικρή απόσταση από αυτόν
και στο δρόμο προς το Μαυρόκαμπο δύο μοναδικά κτίσματα, τις «φυλάχτρες» (εικ. 6-16, 6-
17) από ωμόπλινθους που είχαν σκοπό τη φύλαξη των αμπελιών που υπήρχαν παλαιότερα στα
χωράφια της περιοχής. Πρόκειται για διώροφα τετραγωνικής κατόψεως κτίρια με εσωτερική
σκάλα και μικρό εξώστη πάνω από την κύρια είσοδο που δεν κείται κεντρικά. Μοιάζουν με
μικρούς τετράγωνους πυργίσκους και οι διαστάσεις τους εντάσσονται στη λογική της
ελάχιστης κάλυψης της γης σεβόμενες τις ανάγκες της αγροτικής χρήσης της.Αξίζει να
αναφερθεί η ύπαρξη νερόμυλου που χρονολογείται γύρω στα 1900 στον Μαυρόκαμπο, ο
οποίος ανακατασκευάστηκε το 1958 από την «Βασιλική Πρόνοια» και την Κοινότητα
Μαυρόκαμπου.

6.7. Προβλήματα των οικισμών

Η ορεινή αυτή περιοχή, με την αυθεντικότητα του φυσικού και ανθρωπογενούς


περιβάλλοντος, λόγω της τοπογραφικής απομόνωσης και των αντιξοοτήτων που τη
συνοδεύουν, υπέστησε μαρασμό και πληθυσμιακή ερήμωση η οποία έλαβε χώρα την περίοδο
1950-1970 και είχε ως συνέπεια την εγκατάλειψη των τοπικών παραδόσεων και του
οικοδομικού πλούτου καθώς και τη γήρανση του δομημένου περιβάλλοντος, διατηρώντας,
όμως, αναλλοίωτα τα τυπολογικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά.

Τα υλικά και άυλα στοιχεία του τόπου διαμορφώνουν ιστορικές, πολιτιστικές, κοινωνικές,
αισθητικές και κατασκευαστικές αξίες οι οποίες εκπορεύονται από το παρελθόν. Στο
παραδοσιακό οικιστικό περιβάλλον αναγνωρίζονται η αρμονική σχέση φυσικού και
δομημένου χώρου, η διατήρηση της ανθρώπινης κλίμακας, η αίσθηση ταυτότητας και

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 134


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

οικειότητας, η πολυλειτουργικότητα του δημόσιου χώρου και η αισθητική ποιότητα των


μορφών. Στην Ελλάδα το ανθρωπογενές ορεινό περιβάλλον, διακρίνεται για το μικρό μέγεθος
αλλά και την πληθώρα και πολυμορφία των οικισμών. Ο παραδοσιακός οικισμός είναι
οργανωμένος με μια δική του εσωτερική ρύθμιση και διέπεται από βασικές αρχές που συχνά
τον ξεχωρίζουν από έναν άλλο.

Ο Άνω Κρανιώνας έχει ιδιαίτερη ταυτότητα και χαρακτήρα, δίχως να παρατηρείται έντονη
ανομοιογένεια. Εντοπίζονται τα ακόλουθα προβλήματα σ’ αυτόν:

 η εγκατάλειψη αποτελεί στοιχείο της ταυτότητας της σημερινής εικόνας που αποθαρρύνει
την επανεγκατάσταση κατοίκων (γήρανση πληθυσμού και πληθυσμιακή αποδυνάμωση κι
απογύμνωση).

 η έλλειψη δικτύου προσπελάσεων και προβλήματα προσβασιμότητας. Δεν μπορεί να


υλοποιηθεί βιώσιμη αναβίωση του οικισμού δίχως τη δυνατότητα εξασφάλισης κάποιας
κίνησης τροχοφόρων για την κάλυψη απαραίτητων λειτουργιών τροφοδοσίας, καθαρισμού
(αποκομιδή απορριμμάτων), έκτακτων αναγκών (πυρόσβεση, κίνηση ασθενοφόρων, κ.α.).

 η έλλειψη βασικών δικτύων υποδομής, όπως δίκτυα ύδρευσης, αποχέτευσης,


ηλεκτροφωτισμού, τηλεπικοινωνιών, κ.α. (ξεπερασμένη υποδομή, απουσία παραγωγικών
δραστηριοτήτων).

 η έλλειψη στοιχειωδών συνθηκών διαβίωσης στα σημερινά κελύφη τα οποία μέρα με τη


μέρα καταρρέουν. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι σε διάστημα ενός έτους, ειδικά μετά την
παρέλευση της χειμερινής περιόδου με τις έντονες βροχοπτώσεις και χιονοπτώσεις, το
δομημένο περιβάλλον έχει αλλοιωθεί σημαντικά.

Ο τρόπος επίλυσης των παραπάνω προβλημάτων πρέπει να συμβάλλει στην κατοίκηση του
οικισμού και στη διατήρηση του χαρακτήρα και της μοναδικής του ταυτότητας.

Η δημιουργία των δικτύων βασικής υποδομής και η οργάνωση του πλέγματος των δημόσιων
χώρων (κλειστών και υπαίθριων) είναι τα στοιχεία εκείνα που θα ενεργοποιήσουν το
ενδιαφέρον της δημόσιας και ιδιωτικής πρωτοβουλίας για επανεγκατάσταση και αναβίωση του
οικισμού. Οι άξονες διαμέσου των οποίων θα διέρθουν τα βασικά δίκτυα είναι επίσης κρίσιμη
επιλογή.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 135


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

7. ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΩΝ ΚΤΙΣΜΑΤΩΝ

7.1. Χάρτες αποτύπωσης και κατασκευαστική δομή χαρακτηριστικών


κτισμάτων των οικισμών

Από τους χάρτες γίνεται και σχεδιαστικά φανερό ότι κυριαρχεί η χαλαρή οργανική σχέση των
μερών του οικισμού. Μεγάλες πλατείες δε συναντώνται ίσως γιατί οι περισσότεροι οικισμοί
είναι κτισμένοι σε βουνοπλαγιά και δεν περίσσευε χώρος γι’ αυτές. Στον Άνω Κρανιώνα,
λόχου χάρη, δίνεται μια λύση ιδιαίτερα προσαρμοσμένη στο επικλινές ανάγλυφο
(Παράρτημα Γ, Σχέδια Γ-1/ Γ-4).

7.2. Μορφολογικά χαρακτηριστικά των κτισμάτων – μορφολογική και


τυπολογική διερεύνηση

Η πλειονότητα των σπιτιών στα Κορέστια είναι διώροφα (εικ. 7-4 έως 7-8), ενώ υπάρχουν
ορισμένα μονώροφα (εικ. 7-1, 7-2 και 7-3), αλλά και τριώροφα (εικ. 7-9, 7-10).

Εικόνες 7-1, 7-2: μονώροφα κτίσματα σε Μαυρόκαμπο (πάνω) και Κάτω Κρανιώνα (κάτω) (Πηγή:
προσωπικό αρχείο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 136


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνες 7-3: μονώροφο κτίριο στη Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Εικόνες 7-4, 7-5: διώροφες κατοικίες στη Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 137


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνες 7-6, 7-7: διώροφες κατοικίες στη Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Εικόνα 7-8: διώροφη κατοικία στο Μαυρόκαμπο (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 138


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνες 7-9, 7-10: τριώροφη κατοικία Μποτσκάρη στον Άνω Κρανιώνα (πάνω) και στο Μαυρόκαμπο
(κάτω) (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Οι οικίες, παρότι περικλείονται από μαντρότοιχους, δεν διακρίνονται από έντονη


εσωστρέφεια. Γενικά είναι πλατυμέτωπα, ανήκουν σ’ ένα εξελιγμένο τύπο κατοικίας και
περιλαμβάνουν χώρους κατοικίας και βοηθητικούς ισόγειους χώρους. Δηλαδή, στην
περίπτωση των Κορεστίων το λαϊκό σπίτι αρχίζει να παίρνει τη λειτουργική διάρθρωση του
αρχοντικού της εξοχής. Ο τύπος της τρίχωρης πλατυμέτωπης οικίας με εξώστη σε μια
εξελιγμένη μορφή εμφανίζεται γύρω στην περίοδο του μεσοπολέμου. Στον όροφο δεν είναι
λίγα τα παραδείγματα που συναντάμε εξώστες συνήθως πάνω από την κύρια είσοδο, οπότε
λειτουργεί και ως στέγαστρο εισόδου (Καραδέδος & Τσολάκης, 1988).

Ο αρχαιότερος τύπος που επικρατεί στην περιοχή μελέτης, όπως και στις ημιορεινές περιοχές
της Μακεδονίας και της Θράκης, είναι ο πλατυμέτωπος (με χαγιάτι, τσαρδάκι). Ο τύπος
αυτός οδηγεί, κατά τις διάφορες μεταμορφώσεις του βασικού του κυττάρου, σε μια μεγάλη
ποικιλία τύπων που τους συναντάμε σε πολύ ευρύτερες περιοχές, όπως στην Αλβανία, στη
Βουλγαρία και στην Τουρκία.

Διαπιστώνονται κοινά λειτουργικά χαρακτηριστικά, όπως το επίπεδο διαβίωσης, κυρίως στον


όροφο, που περιλαμβάνει τους χώρους υποδοχής, τους οντάδες (χειμωνιάτικους ή
καλοκαιρινούς) και άλλους χώρους καθημερινής διαβίωσης, το επίπεδο εργασίας, που αφορά

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 139


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

και την επαγγελματική ιδιοαπασχόληση του ιδιοκτήτη, και το βοηθητικό επίπεδο που
καταλαμβάνει το ισόγειο, την αυλή ή και υπόγειους χώρους, όπου υπάρχουν, για τις
καθημερινές δραστηριότητες της οικογένειας (π.χ. φούρνος, υπόστεγο, λοιπές εγκαταστάσεις,
κ.τ.λ.).

Αρκετά σπίτια ανήκουν στα πλατυμέτωπα ορθογωνικά κλειστού τύπου, χωρίς βέβαια να
απουσιάζουν και τα ανοικτού τύπου, δηλαδή με χαγιάτι στο ισόγειο και στον όροφο ή μόνο
στον όροφο. Ο κλειστός τύπος, μεταγενέστερος του πλατυμέτωπου απλού ή με χαγιάτι (εικ.
7-11, 7-12), εκφράζει τον απόηχο της νεοκλασικής αστικής αρχιτεκτονικής.

Εικόνα 7-11: διώροφη κατοικία με χαγιάτι στη Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Εικόνα 7-12: διώροφη κατοικία με χαγιάτι στον Κάτω Κρανιώνα. Σήμερα έχει καταρρεύσει (Πηγή:
προσωπικό αρχείο).

Ένα άλλο χαρακτηριστικό ορισμένων σπιτιών αυτών είναι η συμμετρική κάτοψη, με κεντρικό
χώρο υποδοχής στον όροφο και μικρότερα δωμάτια στις δύο πλευρές του. Είναι μια διάταξη

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 140


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

που προέρχεται φυσικά από τη μίμηση και τη μεταφορά της κάτοψης, του αρχοντικού που
έχει επίσης ένα μεγάλο και διαμπερή συνήθως κεντρικό χώρο υποδοχής. Το αποτέλεσμα είναι
οι επίσης συμμετρικές προσόψεις, με τα ρυθμικά τοποθετημένα ανοίγματα και τον αξονικά
τοποθετημένο εξώστη του ορόφου σε μερικά παραδείγματα. Είναι φανερή η επίδραση του
νεοκλασικισμού κι αξιοσημείωτος είναι ο τονισμός των ανοιγμάτων, η παρουσία των
ενισχύσεων που παίρνουν τη μορφή παραστάδων και που, πέρα από τις ρυθμολογικές
ανάγκες που υπηρετούν, αποτελούν και τις τελευταίες «μεσαιωνικές» επιδράσεις που επιζούν
στις επίπεδες όψεις των λαϊκών αυτών σπιτιών.

Ο κλειστός τύπος κατοικίας χαρακτηρίζεται από τη συμμετρία στην κάτοψη και κυρίως στην
κύρια όψη, ως προς τον κατακόρυφο άξονα. Χωρίς αμφιβολία ο τύπος αυτός, μεταγενέστερος
του πλατυμέτωπου απλού ή με χαγιάτι τύπου, εκφράζει τον απόηχο της νεοκλασικής αστικής
αρχιτεκτονικής. Ο πλατυμέτωπος τύπος ήταν διάχυτος στην περιοχή, όπως διαπιστώνεται από
σωζόμενα παραδείγματα, προτού κάνει την εμφάνισή του ο κλειστός συμμετρικός
ορθογωνικός τύπος. Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα στο Μελά και στη
Χαλάρα, το χαγιάτι μετατρέπεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου σε κλειστό χώρο. Στην ευρύτερη
περιοχή του όρους Βέρνο, ο τύπος με το χαγιάτι ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένος κατά τη
διάρκεια του 19ου αιώνα, ενώ οι τύποι με τον εσωτερικό σοφά εμφανίζονται κατά τα τέλη
του 19ου αιώνα και στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα (Οικονόμου, 2013). Ο κλειστός
τύπος κατοικίας χαρακτηρίζεται από τη συμμετρία στην κάτοψη και κυρίως στην κύρια όψη,
ως προς τον κατακόρυφο άξονα. Ο τύπος αυτός, μεταγενέστερος του πλατυμέτωπου απλού ή
με χαγιάτι τύπου, εκφράζει τον απόηχο της νεοκλασικής αστικής αρχιτεκτονικής. Ο
πλατυμέτωπος τύπος ήταν διάχυτος στην περιοχή, όπως διαπιστώνεται από τα σωζόμενα
παραδείγματα σε όλη την περιοχή, προτού κάνει την εμφάνισή του ο κλειστός συμμετρικός
ορθογωνικός τύπος.

Η κοινωνία διαφοροποιήθηκε και ο αγρότης ή κτηνοτρόφος διέθετε σχετική οικονομική


άνεση οπότε αντέγραψε, ως ένα βαθμό, το αστικό σπίτι. Ο λαϊκός νεοκλασικισμός
φιλτραρισμένος μέσα από την εμπειρία του τεχνίτη, δικαιώνεται αφήνοντας δείγματα υψηλής
αρχιτεκτονικής ποιότητας, σε πολλά ελληνικά χωριά, όπως στα Κορέστια. Δηλαδή τα
ανοίγματα αποκτούν περιμετρικά διακοσμητικά μοτίβα, τονίζεται το κεντρικό άνοιγμα,
διακοσμητικές ενισχύσεις στα άκρα του κτιρίου, κ.α. που διαμορφώνουν κι εμπλουτίζουν τις
όψεις ώστε να συγκεράζονται τα νεοκλασικά με τα παραδοσιακά λαϊκά στοιχεία (λαϊκός
νεοκλασικισμός). Ο πληθυσμός της περιοχής, αν και αγροτοκτηνοτροφικός, παρουσίασε
σημάδια αστικοποίησης, γεγονός που αποτυπώνεται στη μορφολογία του κτιριακού

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 141


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

αποθέματος. Το ύφος των κατασκευών είναι λιτό με λελογισμένη ύπαρξη διακοσμητικών


στοιχείων, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό τους.

Σ’ όλους τους οικισμούς, και κυρίως στο Γάβρο, στο Ανταρτικό και στον Κώττα
παρατηρούνται προεξοχές (σαχνισιά) (εικόνες 7-13 / 7-16) που στηρίζονται με λοξά ξύλα
(παγιάντες) ή με οριζόντια κατά την προέκταση του πατώματος ξύλα. Ενδιαφέρουσα είναι η
εμφάνιση των αρχιτεκτονικών προεξοχών-σαχνισιών, που προβάλλουν χαρακτηριστικά από
το συνολικό όγκο ορισμένων οικιών δημιουργώνοτας ένα αίσθημα ανάτασης. Στη γειτονική
περιοχή των Πρεσπών η παρουσία του είναι δεν έχει πολύ έντονη παρουσία το σαχνισί
(χάρτης 7-1).

Χάρτης 7-1: περιοχές με την συχνότητα εμφάνισης αρχιτεκτονικής προεξοχής-σαχνισιού στην Κεντρική
και Βόρεια Ελλάδα (Πηγή: Οικονόμου Αινείας, terra, Lyon, p. 3).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 142


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνες 7-13, 7-14: οικία με σαχνισί στον Άνω Κρανιώνα (πάνω) και στο Πράσινο (κάτω) η οποία έχει
καταρρεύσει (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 143


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνες 7-15, 7-16: οικία με σαχνισί στη Χαλάρα (πάνω) και στο Ανταρτικό η οποία έχει καταρρεύσει
(κάτω) (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 144


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Το κλίμα, οι συνθήκες διαβίωσης, οι οικοδομικές παραδόσεις, τα υλικά δομής, η


κοινωνικοοικονομική κατάσταση και το εκάστοτε πολιτικό καθεστώς είναι καθοριστικά
στοιχεία που υλοποιούν την αρχιτεκτονική έκφραση μιας περιοχής. Η μορφή ενός κτίσματος
αποφασίζεται με κριτήρια κοινωνικοπολιτισμικά, τον τρόπο ζωής, τις κοινές αξίες της ομάδας
και το περιβάλλον που αποσκοπεί να «διαμορφώσει». Το ορεινό και αγροτικό περιβάλλον50
χαρακτηρίζονται από μία οικονομία των υλικών, που μπορεί να είναι πολύ έντονη.

Ως σπίτι δεν θεωρούνταν μόνο η κατοικία, αλλά και ο στάβλος, το εργαστήρι, ο χώρος
επεξεργασίας των τοπικών προϊόντων, η αποθήκη για όλες τις ανάγκες της οικογένειας. Έτσι,
η οικία απευθύνεται στον άνθρωπο και ο στάβλος στα ζώα και τα προϊόντα. Τα σπίτια των
Κορεστίων εκφράζουν το φυσικό, το κοινωνικό και το οικονομικό περιβάλλον τους. Το
φυσικό περιβάλλον της περιοχής δίνει όλα τα υλικά κατασκευής: πηλό, πέτρες, ξύλα και
καλάμια. Η λαϊκή τοπική οικοδομική παράδοση, που επεδίωκε την αρμονία στην κάτοψη και
στην πρόσοψη, πέτυχε τη συνολική έκφραση αρκετών κτισμάτων με την αίσθηση ισορροπίας
στο χαρακτήρα τους. Τα σπίτια παριστάνουν την έκφραση και συγκεντρώνουν τις εκφάνσεις
της κοινωνικής ζωής του τοπικού πολιτισμού. Στις προσόψεις γενικά παρατηρείται
αυστηρότητα και ισορροπία κενών και πλήρων. Η εικόνα των οικισμών απαρτίζεται από ένα
μωσαϊκό όγκων με καθαρά γεωμετρικά χαρακτηριστικά με απλές γραμμές και σχήματα.
Παρόλη την αποκλειστικότητα στη χρήση των υλικών δε δημιουργείται αίσθημα πληκτικής
μονοτονίας.

50
Σύμφωνα με προφορικές και γραπτές μαρτυρίες, όπως χαρακτηριστικά στο άρθρο «Λαογραφικά-η πρώτη
κατοικία» του Λάζαρου Γ. Βαφειάδη στο περιοδικό «Αριστοτέλης» Φλώρινας, τευχ. 125-126/1977 έχουμε
πληροφορίες για τα σπίτια της περιοχής (οι νομοί Φλώρινας και Καστοριάς τότε αποτελούσαν έναν ενιαίο νομό.
Ο νομός Καστοριάς διαχωρίστηκε από το νομό Φλώρινας το 1940): «τα πρώτα σπίτια ήταν πλινθόκτιστα,
μακρουλά και σκεπασμένα με καλάμια ή άχυρο. Χωρίζονταν σε δύο μέρη. Από τόνα ήταν τα ζωντανά και από το
άλλο οι άνθρωποι. Σε μερικά τέτοια σπίτια βάζανε στη μέση ένα χώρισμα καμωμένο από καλάμια. Εκεί
μαζεύονταν όλοι κι ο παππούς είχε το «βέτο» σε κάθε υπόθεση. Όλοι οι άλλοι υπάκουαν τυφλά στα «κελέσματά»
του. Είχε μία μόνιμη θέση στη γωνιά του τζακιού και στην άλλη πλευρά κάθονταν η γιαγιά. Πολλά όμως τέτοια
σπίτια δεν είχαν τζάκι, αλλά ανάβανε φωτιά στη μέση του σπιτιού κι είχαν αντί καπνοδόχο ένα άνοιγμα στη μέση
του «μεγάρου» για να φεύγει ο καπνός. Ε, βέβαια δεν έλειπαν και τα δυστυχήματα. Στη μέση ακριβώς της «πυράς»
κρέμονταν ένας «λέβητας», που τον είχαν, για να μαγειρεύουνε τα φαγητά τους. Ζούσαν «πατριαρχικά», όπως και
σήμερα εξακολουθούν σε μερικά χωριά. Είδαμε σπίτι λίγα χρόνια μπρος να έχει 30 άτομα. Εκεί υποδέχονταν τους
φίλους τους, εκεί κάνανε τις μεγάλες γιορτές, τους γάμους τους. Στην πρόσοψη του σπιτιού, είχαν κάμει δύο
ανοίγματα 1Χ70 και ψηλά, που τα χρησιμοποιούσαν για παράθυρα. Τα’ ανοίγαμε την ημέρα να φωτίσει λίγο, και
τά’ κλειναν κατόπιν. Ήταν όπως οι ντουλάπες οι μικρές, που είχαν κι έχουν στ’ αγροτικά σπίτια. Με τη διαφορά
ότι οι ντουλάπες είναι από τη μέσα πλευρά κλειστές. Πολλές φορές είχαν σταυρωτά ξύλα, είδος «καφασιών», ή
καλάμια ανάλογα με το αισθητικό γούστο του νοικοκύρη, ήταν φυσικά και το σχέδιο.
Στη μέση του «κονακιού» ή καλύτερα, λίγο πι κάτω από τη μέση, προς το μέρος των «ζωντανών» είχανε και
πόρτα. Ξώπορτα, σώπορτα, αυτή ήταν κοινή για όλους, όλες και όλα (τα ζωντανά). Κρατούσαν βέβαια σειρά
προτεραιότητας! Ήταν από ξύλα πρόχειρα φτιαγμένη σταυρωτά. Είχανε καλάμια που τα τοποθετούσανε κατάλληλα
και ύστερα βάνανε λάσπη. Άλλοι πιο προοδευμένοι στη μαραγκωσύνη, κόβανε λεύκες και φτιάχνανε χοντρά
σανίδια, που κάνανε πιο στερεά δουλειά. Κλειδιά, καταλαβαίνετε δεν είχαν. Άλλως τε δε τους χρειάζονταν γιατί
πάντα έμενε άνθρωπος μέσα». Και σε άλλο σημείο γράφεται: «Σιγά–σιγά αλλάζει μορφή το σπίτι. Αργότερα
γίνεται μια μεγάλη καινοτομία. Για τα ζωντανά κάνουν σταύλους. Ή καλύτερα τα «πρώτα» σπίτια, που
περιγράψαμε, «παραχωρούνται εξ ολοκλήρου» στα ζωντανά για «μόνιμη κατοικία».

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 145


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Οι οικίες στην περιοχή μελέτης απευθύνονταν σε ανθρώπους που ασχολούνται με αγροτικές


και κτηνοτροφικές εργασίες, αν και διακρίνεται εύκολα η χρήση νεοκλασικών στοιχείων που
υποδηλώνει μια σχετικά καλή οικονομική στάθμη σε αρκετούς κατοίκους. Αρκετά στοιχεία
πηγάζουν από την λαϊκή αισθητική παράδοση (αποτμήσεις γωνιών σπιτιών, καμινάδες,
σαχνισιά, κ.α.). Τα σπίτια γενικά ανήκουν στην λαϊκή μακεδονική αρχιτεκτονική τυπολογία
εμπλουτισμένα όμως με νεοκλασικά στοιχεία. Ο επικρατέστερος τύπος είναι η διώροφη
πλατυμέτωπη οικία με εξώστη που κυριαρχεί τον 19ο αιώνα. Αυτό πιθανότατα να αποτελεί
επιρροή του τύπου των αστικών οικιών στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Στον
τύπο αυτό παρατηρείται πληθώρα παραλλαγών, όπως αυτή κατά την οποία έχουν κλειστεί με
τοίχο οι δύο στενές πλευρές του χαγιατιού στον όροφο και στο ισόγειο. Πολλές παραλλαγές
υπαγορεύτηκαν από την αύξηση των αναγκών των ενοίκων, τη βελτίωση του βιοτικού
επιπέδου και πιθανόν την ανάγκη κοινωνικής προβολής. Συχνά το χαγιάτι που συνδέει
δωμάτια χρησιμοποιούνταν ως χώρος εργασίας, απλώματος και ξήρανσης δημητριακών,
συνάντησης και διασκέδασης και από τα δύο δωμάτια του ορόφου το ένα αποτελούσε τον
οντά της οικογένειας και το άλλο εξυπηρετούσε ανάγκες φιλοξενίας (μουσαφίρ οντάς) ή
ύπνου μελών της οικογένειας. Επίσης, συναντώνται τύποι, όπως διώροφη πλατυμέτωπη με
χαγιάτι, καθώς και σπάνιοι τύποι σύνθετων οικιών, όπως η οικία του κου Γεωργίου
Παπαδόπουλου στον Μαυρόκαμπο, ή στη Χαλάρα με δύο εξώστες τόσο στην πλατιά, όσο και
στη στενή πλευρά.

Τέλος, συναντούμε περιπτώσεις τύπων διαδοχικά παρακείμενων πλατυμέτωπων σπιτιών


(Μαυρόκαμπος, Χαλάρα) που αποτελούνται από δύο ανεξάρτητους χώρους με ξεχωριστή
είσοδο ο καθένας. Ακόμη, υπάρχουν δίδυμα σπίτια 51 για δύο οικογένειες, αδερφομοίρια52

51
Η κατάτμηση της κληρονομιάς έχει βαθιές επιπτώσεις στη δομή και στην εμφάνιση των σπιτιών, καθώς και
στη δομή και την εμφάνιση νέων κατοικιών (π.χ. το μοίρασμα του πατρικού σπιτιού από τα αδέρφια χωρίζοντάς
το με έναν τοίχο). Σε άλλα μέρη υπάρχει η περίπτωση κατά την οποία δύο οικογένειες είχαν προοδεύσει και
είχαν επεκτείνει το δικό τους τμήμα, αλλά με διαφορετικό η καθεμιά να συμφωνήσουν να διατηρήσουν το
πατρικό σπίτι, όπου θα κατοικήσει ένα από αυτά και παράλληλα να κτίσουν νέα σπίτια για το καθένα από τα
υπόλοιπα αδέρφια. Έριχναν κλήρο για το ποιός θα μείνει στο πατρικό σπίτι και για πολλά χρόνια τα αδέρφια και
οι γυναίκες προσέχουν ώστε κανένα σπίτι να μην είναι καλύτερα εξοπλισμένο από τα άλλα. Ο κοινωνικός αυτός
έλεγχος εξασφαλίζει την ομοιότητα των κατοικιών, ενώ η δομή του χωριού και οι εναλλακτικοί τρόποι
κατανομής της πατρικής κληρονομιάς συμβάλλουν στην ανομοιότητα άλλων κατοικιών. Βλ. Οικονόμου, Ε.
(2013). Αστική και Λαϊκή Κατοικία στην Ελληνική Παράδοση, Θεσσαλονίκη: εκδ. Ζήτη.
52
Η συστέγαση τριών γενεών σε ένα σπίτι ήταν εξαιρετικά συνηθισμένη για τις οικογένειες των
μεγαλοκτηνοτρόφων. Τα νοικοκυριά αυτού του τύπου αριθμούσαν συχνά περισσότερα από είκοσι πέντε άτομα.
Με το θάνατο του πατριάρχη της οικογένειας, τα αγαθά μοιράζονταν σε ίσα μερίδια μεταξύ των αρρένων
απογόνων. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 οι μεγάλες οικογένειες, τα αγαθά μοιράζονταν σε ίσα μερίδια
μεταξύ των αρρένων απογόνων. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 οι μεγάλες οικογένειες αρχίζουν να
εκλείπουν: τόσο τα νοικοκυριά των νομάδων όσο και εκείνα των μόνιμα εγκατεστημένων κτηνοτρόφων
συγκροτούνται συνήθως από δύο παντρεμένα αδέρφια και τις οικογένειές τους. Βλ. Καραμανές, Θ. Ε. (2011).
Οργάνωση του χώρου. Τεχνικές και τοπική ταυτότητα στα Κοπατσαροχώρια των Γρεβενών, επιμ. Παναγ. Ι.
Καμηλάκης, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών-Εθνικό Τυπογραφείο.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 146


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

(εικ. 7-17, 7-18). Η κατάτμηση της κληρονομιάς έχει βαθιές επιπτώσεις στη δομή και στην
εμφάνιση των σπιτιών, καθώς και στη δομή και την εμφάνιση νέων κατοικιών (π.χ. το
μοίρασμα του πατρικού σπιτιού από τα αδέρφια χωρίζοντάς το με έναν τοίχο).

Εικόνα 7-17: διώροφη κατοικία – αδερφομοίρι στον Μαυρόκαμπο (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 147


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνα 7-18: διώροφη κατοικία – αδερφομοίρι στη Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Μερικά σπίτια έχουν αυλές με μαντρότοιχους που φθάνουν το 1,90μ. ύψος και με αυλόθυρες.
Στην αυλή βρίσκονταν τα βοηθητικά χτίσματα, ο φούρνος, το πηγάδι, η αχυροθυμωνιά, η
κοπροσωρός, ο σωρός των ξύλων για το τζάκι, κ.α. Το σπίτι αποτελεί βασικό λειτουργικό
στοιχείο της αυλής. Οι λιγοστοί μαντρότοιχοι με τις αυλόπορτες, όπου υπάρχουν, παίζουν
καθοριστικό ρόλο στην έκφραση του πολεοδομικού ιστού του οικισμού. Είναι φυσικό η αυλή
να αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο των οικιών, διότι καθοριστικό ρόλο παίζουν οι ασχολίες
που έχουν σχέση με τη γη και τα ζώα που κατά ένα μεγάλο χρονικό διάστημα γίνονται στο
ύπαιθρο. Οι αυλόθυρες είναι απλές δίφυλλες και έχουν σε μερικές περιπτώσεις οριζόντιο
υπέρθυρο και πάνω του μια σαμαρωτή στέγη. Ο πάνω όροφος των οικιών, ο οντάς,
συγκεντρώνει όλες τις δραστηριότητες της οικογένειας και αποτελείται από αρκετά ευρύχωρα
δωμάτια. Κυρίαρχο στοιχείο των δωματίων είναι το τζάκι με αξιόλογα διακοσμητικά
στοιχεία.

Τα παράθυρα των ισογείων είναι λιγότερα από αυτά των ορόφων και όλα είναι κατά κανόνα
δίφυλλα ανοιγόμενα ενώ συχνά πρόκειται για μικρούς ορθογώνιους φεγγίτες. Πολλές
δίφυλλες κύριες είσοδοι έχουν φεγγίτη στο πάνω μέρος τους πολύ μικρού πλάτους που
εκτείνεται σε όλο το μήκος της εισόδου. Σε πολλές περιπτώσεις παρατηρούμε τη
χαρακτηριστική τοξωτή, ακτινωτή τοποθέτηση των πλίνθων στο υπέρθυρο των ανοιγμάτων.

Το πλήθος των διαφορετικών συνθέσεων και μορφών των κτηριακών όγκων αποτελεί ένδειξη
εμπιστοσύνης προς το βασικό υλικό δομής. Τα κτίσματα είχαν συνήθως επίμηκες ορθογώνιο

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 148


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

σχήμα, αλλά δεν απουσιάζουν και πιο σύνθετες κατόψεις. Επίσης, συναντώνται εσοχές
(λιακωτά) καθ’ όλο το μήκος των άνω ορόφων ή μόνο στο κεντρικό τους τμήμα, εξώστες ή
αρχιτεκτονικές προεξοχές (σαχνισιά) στους ορόφους ή συνδυασμός των στοιχείων αυτών.
Κοινό τυπολογικό στοιχείο της κατοικίας στους οικισμούς του όρους Βέρνο (Βίτσι) είναι το
χαγιάτι, ο οντάς και ο σοφάς53 (Καραδέδος & Τσολάκης, 1988). Η μορφή των κατοικιών των
ορεινών οικισμών της περιοχής του Βέρνο54 χαρακτηρίζεται από στοιχεία που είναι κοινά

53
Το χαγιάτι (hayat, αραβ.) είναι ο ημιϋπαίθριος χώρος στις αγροτικές κατοικίες που λειτουργεί ως μεταβατικός
χώρος μεταξύ της μαντρογυρισμένης αυλής και των κλειστών χώρων των δωματίων της κατοικίας, τα οποία
έχουν την πόρτα εισόδου τους πάντοτε σ’ αυτό. Ο νοτιοανατολικός συνήθως προσανατολισμός του, μαζί με τις
κλειστές πολλές φορές στενές του πλευρές, δημιουργούν χώρο κατάλληλο για εργασίες για μεγάλο χρονικό
διάστημα του έτους. στις ελάχιστες περιπτώσεις, κατά τις οποίες τα δωμάτια στον όροφο είναι τέσσερα, αλλά τα
δύο αναπτύσσονται κατά μήκος του χαγιατιού και τα άλλα δύο βρίσκονται πίσω από αυτά, δημιουργείται
διάδρομος κάθετος στο χαγιάτι. Από αυτόν επικοινωνούν πλέον τα τέσσερα δωμάτια. Μάλιστα ο διάδρομος
προεκτείνεται μέχρι τον πίσω τοίχο της κατοικίας όπου ο ξύλινος εξώστης περιλαμβάνει και το αποχωρητήριο,
όπως σε παράδειγμα στο Θεοδωράκι Πέλλας.
Οντάς ονομάζεται ο ιδιωτικός, κλειστός χώρος διαβίωσης, ανάπαυσης, φαγητού, αλλά και συγκέντρωσης. Έχει
τετραγωνική ή ορθογωνική κάτοψη και αποτελεί το κυριότερο συστατικό της κατοικίας. Το βασικό στοιχείο του
εξοπλισμού του οντά είναι η εντοιχισμένη ντουλάπα, η μουσάντρα, ενώ παράλληλα υπάρχουν και μικρότερα
ντουλάπια και ράφια σε κόγχες στους τοίχους.
Το χαγιάτι είναι ο ανοιχτός, ημιυπαίθριος χώρος της κατοικίας. Χρησιμοποιείται ως χώρος κυκλοφορίας,
εργασίας και ανάπαυσης, ιδιαίτερα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Το χαγιάτι έχει συνήθως ορθογωνική,
επιμήκη ή τετραγωνική κάτοψη και πολλές φορές περιλαμβάνει τζάκια, που χρησιμεύουν σε διάφορες οικιακές
εργασίες. Σε κάποιες περιπτώσεις, το χαγιάτι εισχωρεί ανάμεσα στους χώρους διαβίωσης (οντάδες), οπότε
παίρνει το σχήμα Τ. Ο προστατευμένος χώρος, που δημιουργείται, ονομάζεται eyvan και λειτουργεί ως χώρος
συζήτησης και ξεκούρασης. Το χαγιάτι με τις πάμπολλες παραλλαγές του φαίνεται να ανήκει αποκλειστικά στην
αγροτική κατοικία. Ωστόσο εφαρμόζεται και σε ημιαστικά ή αστικά κέντρα (Βέροια, Γιάννενα). Στο χαγιάτι
κατέληγε η ξύλινη σκάλα ανόδου στον όροφο προσφέροντας παράλληλα την αμεσότητα μεταξύ των κλειστών
χώρων του ορόφου και της αυλής.
Αν και το χαγιάτι κυρίως εφαρμόζεται σε περιοχές με χαμηλό υψόμετρο, όμως δεν παύει να το συναντάμε και
σε περιοχές όπου το κλίμα είναι δυσμενές, όπως στη Φλώρινα ή στα παλιότερα σπίτια στο Νυμφαίο. Η
παρουσία του επομένως πιθανότατα οφείλεται μάλλον στην επίδραση μιας ισχυρής παράδοσης που έχει τις ρίζες
τα στην αρχαιότητα. Μάλιστα ο Φ. Πέτσας δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι ο τύπος του παραδοσιακού
διώροφου σπιτιού με χαγιάτι έρχεται από την κλασική μας παράδοση με συνεχή επιβίωση βέβαια όχι με
αναβίωση με την έννοια του νεοκλασικού. Το χαγιάτι εκτός από τη βυζαντινή κατοικία υπάρχει στην εγγύς
αναστολή όπως και στις παράλιες περιοχές των βορειοαφρικανικών κρατών.
Ο σοφάς είναι ο κοινόχρηστος, κλειστός χώρος της κατοικίας, ο οποίος έχει συνήθως ορθογωνική κάτοψη.
Χρησιμοποιείται ως χώρος κυκλοφορίας και συγκέντρωσης και είναι το αντίστοιχο της σάλας στις
αγγλοσαξονικές κατοικίες. (Eldem 1955) Στο σημείο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι στη βιβλιογραφία, οι όροι
σοφάς και χαγιάτι συγχέονται. Κάποιοι ερευνητές προσδιορίζουν το χώρο κυκλοφορίας, ανεξάρτητα από το αν
είναι κλειστός ή ανοιχτός, ως σοφά, ενώ άλλοι χρησιμοποιούν παράλληλα και τον όρο χαγιάτι. Ενδεικτικά
αναφέρεται ότι ο Sedad H. Eldem (1955) δεν χρησιμοποιεί τον όρο χαγιάτι, αλλά διαχωρίζει τον εξωτερικό
σοφά από την κλειστή σάλα. Έτσι, προσδιορίζει το χαγιάτι ως εξωτερικό σοφά και την κλειστή σάλα ως
εσωτερικό σοφά. Αντίθετα, ο Dogan Kuban (1995) χρησιμοποιεί τους όρους χαγιάτι και κλειστός σοφάς, για να
χαρακτηρίσει τους αντίστοιχους ανοιχτούς και κλειστούς χώρους κυκλοφορίας. Τέλος, ο Κωνσταντίνος
Παπαϊωάννου (2003) δεν χρησιμοποιεί τον όρο σοφάς, αλλά κάνει διαχωρισμό ανάμεσα στους τύπους κατοικίας
με εξωτερικό χαγιάτι και σε αυτούς με εσωτερικό (ενδιάμεσο) χαγιάτι, ανοιχτό ή κλειστό. Βλ. Καραδέδος, Γ.,
Τσολάκης Π., (1988). Πρέσπες, Στο ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ- τόμος 7ος: ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Α΄, σύμβουλος Γιωργ. Λάββας. Αθήνα: εκδ. Μέλισσα.
54
Στους οικισμούς της οροσειράς του Βέρνου, τα κτίρια έχουν δύο ορόφους και ο κυρίαρχος τύπος κατοικίας
περιλαμβάνει δύο χώρους διαβίωσης με κεντρικό, ημιυπαίθριο χώρο – εσωτερικό χαγιάτι ή κλειστό σοφά. Στο
ισόγειο, ο κεντρικός κοινόχρηστος χώρος χρησιμεύει για κυκλοφορία και περιλαμβάνει τη σκάλα προς τον
όροφο, για αποθήκευση ή/και για στάβλισμα. Οι κύριοι χώροι του ισογείου αποτελούν τα χειμερινά δωμάτια.
Κατοικίες με εσωτερικό χαγιάτι συναντώνται σε κάποιους από τους οικισμούς των Κορεστίων (Ανταρτικό,
Γάβρος), ενώ ο τύπος της κατοικίας με κλειστό σοφά εμφανίζεται σχεδόν σε όλους τους υπό εξέταση οικισμούς.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 149


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

στις παραδοσιακές κατοικίες της περιόδου της τουρκοκρατίας στη Μακεδονία, αλλά και στην
Αλβανία και στη Βουλγαρία.

Ο ξύλινος εξώστης στον όροφο εμφανίζεται συχνά. Στους οικισμούς παρατηρείται ποικιλία
κατόψεων και δεν απουσιάζουν μορφές σχήματος Γ και Τ (Χαλάρα) εμπλουτίζοντας την
ογκοπλασία του δομημένου περιβάλλοντος. Αξίζει να αναφερθεί η ύπαρξη σαχνισιών,
ασυνήθιστες σε πλινθόκτιστες κατασκευές, που άλλοτε εμφανίζονται τριγωνικές για να
ορθογωνίζουν τους χώρους στον όροφο (Ανταρτικό), άλλοτε αναπτύσσονται καθ’ όλο το
μήκος της κύριας όψης (Άνω Κρανιώνας) ή περιορίζονται στα 2/3 αυτής (Γάβρος, Κώττας).

Η τεχνική αρτιότητα αποτυπώνεται σ’ ένα αρχοντικό, μέρος της πλινθόκτιστης πρόσοψης του
οποίου σώζεται σήμερα. Στο ψηλότερο σημείο αυτής μάλιστα υπάρχει λίθινη επιγραφή που
αναγράφει τη χρονολογία 1908 (εικ. 7-19, 7-20). Ενώ στα λαϊκά σπίτια το εξωτερικό
επίχρισμα απουσιάζει ή έχει κατασκευαστεί αργότερα με ασβεστοκονίαμα, στο παραπάνω
αρχοντικό το επίχρισμα είναι σύγχρονο με την κατασκευή. Αυτό μιμείται το ισόδομο
σύστημα λίθινης τοιχοποιίας ή τις ισόδομες κυφώσεις που συναντάμε στα νεοκλασικά
κτήρια. Τη λύση αυτή είναι γνωστό ότι τη συναντάμε στις μεγαλοαστικές κατοικίες των
αστικών κέντρων και την περίπτωσή μας υποδηλώνει την προσπάθεια των χρηστών να
μεταφέρουν την αστική εικόνα και κατ’ επέκταση την αστική αντίληψη σ’ ένα
απομακρυσμένο και μάλιστα αγροτοποιμενικό χώρο.

Υπάρχουν και λίγα παραδείγματα κατοικιών με εσωτερικό σοφά, όπου η κάτοψη παίρνει σχήμα Γ με την
προσθήκη ενός ακόμα χώρου (Απόσκεπος, Πολυκέρασος, Τριανταφυλλιά).
Όπως προαναφέρθηκε, πρόκειται για διώροφες κατοικίες με βασικά μορφολογικά χαρακτηριστικά τις
αρχιτεκτονικές προεξοχές (σαχνισιά) των οντάδων του ορόφου, τις προεξοχές του σοφά (divanhane) και τους
ανοιχτούς ή κλειστούς ημιυπαίθριους χώρους (χαγιάτια και τσαρδάκια). Η ανάλυση της μορφής των κτιρίων
αφορά σε στοιχεία όπως το χαγιάτι, οι προεξοχές (σαχνισιά) των οντάδων ή/και του σοφά, καθώς και στον
αριθμό και τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά των παραθύρων.
Στους περισσότερους οικισμούς, η μορφή της κατοικίας είναι πολύ απλή και περιλαμβάνει δύο ανοίγματα στην
όψη κάθε οντά. Υπάρχουν οικισμοί στους οποίους τα ανοίγματα διαμορφώνονται με ανακουφιστικά τόξα
(υπέρθυρα) από πέτρα, οπτόπλινθους ή συνδυασμό τους. Παραδείγματα με λίθινα υπέρθυρα υπάρχουν στον
Ατραπό, στην Τριανταφυλλιά και το Βαρικό. Υπέρθυρα που κατασκευάζονται με συνδυασμό λίθων και
οπτόπλινθων εμφανίζονται στα ορεινά χωριά της Καστοριάς (Πολυκέρασος, Βυσσινιά, Οξυά, Τοιχιό,
Μεταμόρφωση, Λιθιά), αλλά και στον Αετό, το Σκλήθρο, στην Υδρούσα, στην Άνω Υδρούσα. Τέλος, υπάρχουν
οικισμοί, όπως ο Αετός, η Μεταμόρφωση, το Τοιχιό και η Βυσσινιά, στους οποίους τα υπέρθυρα των
παραθύρων αρκετών κατοικιών, κυρίως του τέλους του 19ου αιώνα, κατασκευάζονται εξ ολοκλήρου με
οπτόπλινθους.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 150


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνες 7-19, 7-20: τριώροφη κατοικία και λεπτομέρεια αυτής στο Ανταρτικό με έντονη την παρουσία
νεοκλασικών στοιχείων. Σήμερα έχει καταρρεύσει. (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Οι κάτοικοι ασχολούνταν με τον πρωτογενή τομέα. Πριν τα μέσα του 18 ου αιω. ο γενικός
χαρακτήρας του τόπου μας ήταν χωρίς αμφιβολία αγροτοκτηνοτροφικός. Πολιτιστικοί,
οικονομικοί, ιδεολογικοί και ιστορικοί παράγοντες που προέρχονται από τη δομή της
κοινωνίας διαμορφώνουν τα γενικά «ανθρωπογενή» χαρακτηριστικά της, μέσα στον
οικολογικό χώρο, φυσικό και γεωγραφικό περιβάλλον, που αυτή επέλεξε να εγκατασταθεί.

Αναμφίβολα πρόκειται για μορφολογικό νεοκλασικό στοιχείο που «πέρασε» και στα απλά

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 151


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

ορθογωνικά σπίτια των αγροτικών, ημιαστικών αλλά και αστικών οικισμών. Άλλοι
μελετητές υποστηρίζουν ότι η αρχιτεκτονική της υπαίθρου μέσα στη δεδομένη αυτή
ιστορική πραγματικότητα τροφοδότησε την αστική με αρχιτεκτονικά πρότυπα που τα
αρχέτυπά τους μέσα από μια συνέχεια βρίσκονταν στην αρχαιότητα (Οικονόμου, 2012).

Στον άξονα της πρόσοψης και στον όροφο σε αρκετά από τα κτίσματα του κλειστού τύπου
υπάρχει ξύλινος εξώστης. Η προεξοχή της στέγης μπορεί να είναι ξύλινη αν και δεν
απουσιάζει η εκφορική διάταξη ορθογωνισμένων πλακών σε δύο σειρές (εικ. 7-21). Η
επικάλυψη επιτυγχάνεται με κεραμίδια βυζαντινού τύπου.

Εικόνα 7-21: διάταξη πλακών στην απόληξη της ωμοπλινθοτοιχοποιίας σε οικία στον Μαυρόκαμπο
(Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Ο βασικός τύπος ενός κτίσματος αποτελείται από το ισόγειο, το οποίο λειτουργούσε ως


αποθηκευτικός χώρος ενώ εκεί σε ορισμένες περιπτώσεις διέμεναν και τα ζώα. Σε πολλές
οικίες διαπιστώθηκε η ύπαρξη τζακιού σε ορισμένα δωμάτια του ισογείου γεγονός που
υποδηλώνει την κατοίκηση του κάτω ορόφου τους χειμερινούς μήνες. Ο σταβλισμός των
ζώων δεν γινόταν τυχαία στο ισόγειο, δεδομένου ότι με τον τρόπο αυτό αφενός παρέχεται η
μέγιστη δυνατή ασφάλεια και αφετέρου γίνεται εκμετάλλευση των θερμικών κερδών από τα
ζώα, μιας και ο χώρος αυτός βρίσκεται κάτω από ένα υπνοδωμάτιο. Μία εσωτερική σκάλα
οδηγεί στον όροφο όπου συναντά κανείς το σαλόνι δίπλα από το οποίο βρίσκονται τα
υπνοδωμάτια. Στα υπνοδωμάτια υπάρχουν τζάκι και κόγχες εντός του τοίχου. Το χώρο γύρω
από το τζάκι οι ντόπιοι τον αποκαλούσαν «μπουτς». Ο φούρνος είναι κτιστός στην αυλή,
όπως και η τουαλέτα, λόγω της μη ύπαρξης αποχέτευσης.

Αρκετά σπίτια, όπως στον Άνω Κρανιώνα χαρακτηρίζονται κυρίως από αρχιτεκτονικούς
τύπους, όπως:

 τον αρχιτεκτονικό τύπο, με την εσοχή προς τα μέσα στην είσοδο και τα μπαλκόνια. Η
εσοχές αυτές εξυπηρετούν αισθητικές αλλά και πρακτικές ανάγκες. Η εσοχή προστατεύει την

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 152


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

είσοδο και το μπαλκόνι από τη βροχή και το χιόνι. Επιπλέον, το βάρος του μπαλκονιού
στηρίζεται αριστερά και δεξιά στα τοιχία της εσοχής (εικ. 7-22).

Εικόνα 7-22: εξώστης σε εσοχή σε οικία στη Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

 τον τύπο του απλού ορθογωνίου από το οποίο προεξέχουν ξύλινα μπαλκόνια (εικ. 7-23, 7-
24) με ξύλινα ή σιδερένια κάγκελα τα οποία αποτελούν ενδιαφέροντα δημιουργήματα
σιδηρουργικής τέχνης. Αυτός ο τύπος σπιτιού μερικές φορές χαρακτηρίζεται από
περισσότερα παράθυρα στον όροφο.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 153


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνες 7-23, 7-24: διώροφη οικία με ξύλινο εξώστη στον όροφο ο οποίος λειτουργεί ως προστασία της
εισόδου στο Μελά (πάνω) και στη Χαλάρα (κάτω) (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

 τον λαϊκό παραδοσιακό τύπο Καστοριάς. Ο τύπος αυτός είναι χαρακτηριστικός του 19ου
αιώνα με τον κάτω όροφο χτισμένο σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλόγραμμου και ο πάνω
όροφος κατασκευασμένος με τσατμάδες-ξύλινα πηχάκια- που στερεώνονται πάνω στις
κάθετες ξύλινες δοκούς στις οποίες στηρίζεται όλη η κατασκευή του πάνω ορόφου και πάνω
στα πηχάκια μπαίνει ο σοβάς. Όλη αυτή η κατασκευή προεξέχει από τη μία έως την άλλη

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 154


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

πλευρά μισό μέτρο περίπου και στηρίζεται με ξύλινα στηρίγματα.

Το σύνολο των οικισμών δεν έχουν οχυρωματικό χαρακτήρα. Οι δρόμοι, εκτός από
ελάχιστους βασικούς που καταλήγουν στην πλατεία ή διασχίζουν τον οικισμό, είναι αρκετά
ακανόνιστοι, χωμάτινοι κι όχι λιθόστρωτοι, με μεταβλητό πλάτος. Ο Άνω Κρανιώνας έχει
τυχαίο σχήμα που καθορίζεται από τη μορφολογία και την κλίση του εδάφους. Στην
περίμετρό του βρίσκονται στάβλοι και μαντριά. Η πλατεία, η οποία συγκεντρώνει τις
κοινόχρηστες λειτουργίες, βρίσκεται στο κέντρο σχεδόν του χωριού και συνήθως δε διαθέτει
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως πλακοστρώσεις, εκκλησία ή κρήνη.

Αμέσως μετά την απελευθέρωση της περιοχής από τους Τούρκους, με την αποδέσμευση των
ιδιοκτησιών και την εισροή συναλλάγματος από τους μετανάστες, κυρίως της Αμερικής,
παρατηρείται έντονη ανοικοδόμηση με παράλληλη εισαγωγή σε μικρή κλίμακα ξενόφερτων
στοιχείων ως προς την τυπολογία και τη μορφολογία. Τα στοιχεία αυτά συνδυάστηκαν από
τους ντόπιους μάστορες με τα στοιχεία της τοπικής αρχιτεκτονικής και δεν επηρέασαν πολύ
τον παραδοσιακό χαρακτήρα. Όμως, παρά τη μεγάλη ανοικοδόμηση, τάσεις αστικοποίησης
με τη δημιουργία συνεχούς συστήματος δόμησης είναι ελάχιστες (περίπτωση ορισμένων
κτισμάτων στη Χαλάρα).

Μετά την προσάρτηση της Μακεδονίας στον ελληνικό κορμό αρχίζει και η δημιουργική
επίδραση με τη δυτικότροπη σκέψη και ιδεολογία που ενισχύεται από την πολιτεία και δεν
παύει να αποτελεί και ελεύθερη επιλογή των ανθρώπων και μάλιστα επιλογή προσωπικής
θέλησης. Ο νεοκλασικισμός σηματοδοτεί το μετασχηματισμό των κοινωνιών που πλέον
συνδυάζουν το παρελθόν και προσβλέπουν στο μέλλον υπό την επήρεια ευρωπαϊκών
προτύπων. Στην περίπτωση των Κορεστίων, όπως και σε άλλα χωριά, μπορούμε να πούμε ότι
ο σκελετός της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής του βορειοελλαδικού χώρου επενδύθηκε με ένα
νεοκλασικό ένδυμα. Στην πλειονότητα των οικιών εμφανίζεται η δημιουργική ώσμωση του
παραδοσιακού και του νεοκλασικού στοιχείου (διακοσμητικά περιμετρικά των ανοιγμάτων,
αναλογίες ανοιγμάτων, διακόσμηση εσωτερικών και τζακιών, κ.α.). Παρατηρήθηκε
δημιουργική σύζευξη του νεοκλασικού στοιχείου με το λαϊκό παραδοσιακό διαμορφώνοντας
ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον «γλωσσικό» αρχιτεκτονικό ιδίωμα.

7.2.1. Τα θρησκευτικά κτίσματα της περιοχής

Στον κοινωνικό βίο της Δυτικής Μακεδονίας την περίοδο του 19ου και των αρχών του 20ου
αιω. κάθε οικισμός, ακόμη και ο μικρότερος με μονοψήφιο αριθμό σπιτιών, αποκαλούνταν

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 155


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

χωριό και διέθετε πάντα εκκλησία, που αποτελεί βασική πολεολογική λειτουργία. Στην
περιοχή μελέτης υπάρχουν αρκετές εκκλησιές μεταβυζαντινής περιόδου, κυρίως στον τύπο
της λιθόκτιστης τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής. Αρκετές διαθέτουν ενδιαφέροντα
ξυλόγλυπτα τέμπλα, προσκυνητάρια, άμβωνες και δεσποτικά που είναι σκαλισμένα στον
αέρα ή με χαμηλό ανάγλυφο, μονόχρωμα ή πολύχρωμα και μαρτυρούν εποχή οικονομικής
ακμής και τέχνης (εικ. 7-28, 7-29). Στην περιοχή Καστοριάς-Φλώρινας συναντώνται στο α΄
μισό του 19ου αιώνα γυρολόγοι ζωγράφοι με λαϊκότροπη μεταβυζαντινή τεχνοτροπία τους,
ενώ από τα μέσα του 19ου αιώνα και εξής κυριαρχεί η νεοκλασική-αναγεννησιακή
ζωγραφική, που την επιβάλλουν οι αγιογράφοι του Βιτσίου.

Στον οικισμό του Άνω Κρανιώνα, σε περίοπτη θέση, ο ναός της Αγίας Παρασκευής (εικ. 7-
25) επιβάλλεται στο χώρο λόγω της κυρίαρχης θέσης του στην άκρη του χωριού αλλά και του
υψόμετρου που έχει όλος ο οικισμός σε σχέση με τους υπόλοιπους, στους οποίους τα
θρησκευτικά κτίρια βρίσκονται στο κεντρικό σημείο του πολεοδομικού τους σώματος
εντασσόμενα ομαλά στο δομημένο χώρο τους. Πρόκειται για λιθόκτιστη τρίκλιτη βασιλική,
όπως οι περισσότερες εκκλησίες των οικισμών με κωδωνοστάσιο στη βορειοανατολική
πλευρά. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εσωτερική διακόσμηση του ναού που, παρότι
δεν υπάρχουν τοιχογραφίες, διαθέτει αξιόλογο τέμπλο με έξεργο ανάγλυφο βημόθυρο. Τα
θωράκια του τέμπλου διακοσμούνται με ζωγραφικό φυτικό διάκοσμο λαϊκής τέχνης από
λουλούδια. ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ποδιές του τέμπλου με ρόμβους σκουρόχρωμης
φυτικής διακόσμησης που μιμούνται ξυλόγλυπτο, εγγεγραμμένους σε ορθογώνιο
ανοιχτόχρωμο, επίσης με φυτική και ανεικονική διακόσμηση. Το κωδωνοστάσιο και ο ναός
διαθέτουν ενδιαφέροντα στοιχεία λιθανάγλυφων. Στη βορειοανατολική πλευρά του οικισμού
υπάρχει μικρός κοιμητηριακός ναός περίπου του 1960 μέσα σε νεκροταφείο. Νοτιοδυτικά του
οικισμού και σε απόσταση περίπου 1,5 χλμ. υπάρχει το ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής που
οι κάτοικοι ανέφεραν ότι παλαιότερα υπήρχε μονή. Στον Κάτω Κρανιώνα ενδιαφέροντα
σπαράγματα αγιογραφιών συναντώνται στον κοιμητηριακό ναό του Αγίου Δημητρίου.

Στη μεγάλη εκκλησία του Αγίου Νικολάου της Χαλάρας εντυπωσιάζει ο πεντάπλευρος
άμβωνας που πατά πάνω σε χωνοειδή, φουσκωμένη σαν κουμπέ τζακιού, βάση με φυτικές
διακοσμήσεις σε σιελ φόντο. Στον ίδιο οικισμό ιδιαίτερα ενδιαφέρων είναι ο κοιμητηριακός
ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου αγιογραφημένος το 1825 (εικ. 7-27 και 7-28). Σύμφωνα
με προφορικές μαρτυρίες ήταν ημιυπόγειος με νότια πλαϊνή είσοδο εποχής τουρκοκρατίας.
Λόγω της εγκατάλειψης αφέθηκε στο έλεος του χρόνου και γκρεμίστηκε.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 156


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Ο ναός του Αγίου Γεωργίου Βαψωρίου (εικ. 7-26) είναι μια λιθόκτιστη τρίκλιτη βασιλική με
στέγαση από σχιστολιθικές πλάκες και κωδωνοστάσιο. Στο κέντρο του οικισμού του
Μαυρόκαμπου υπάρχει ο μεταβυζαντινός ναός του Αγίου Δημητρίου που, σύμφωνα με
λιθόγλυφη επιγραφή στο ημικυκλικό υπέρθυρο της εισόδου, ανεγέρθηκε το έτος 1892. Ο
ναός δεν έχει ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον.

Στο Μακροχώρι και κατά μήκος του δρόμου ο οποίος οδηγεί στο χωριό Μελάς
διαμορφώνεται μια πλατεία στην οποία έχει κτιστεί ο ναός του Αγίου Νικολάου με αξιόλογη
εξωτερική διαμόρφωση του ιερού σύμφωνα με το σύνηθες τριμερές άνοιγμα: τον κύκλο και
τα δύο κεκλιμένα σχηματοποιημένα δέντρα. Στην είσοδο του οικισμού Μελάς βρίσκεται ο
κοιμητηριακός ναός του Αγίου Ευσταθίου με αξιόλογο τρούλο, ενώ στο λόφο πάνω από τον
οικισμό κτίστηκε η εγκαταλειμένη πια Ιερά Μονή Προφήτου Ηλιού. Στο ψηλότερο σημείο
του Γάβρου βρίσκεται ο ενοριακός ναός του Αγίου Νικολάου, ενώ σημαντικό μνημείο
μεταβυζαντινής τέχνης με σπουδαίο τοιχογραφικό διάκοσμο αποτελεί ο ναός του Αγίου
Μόδεστου στα βορειοανατολικά του χωριού. Ενδιαφέρουσες τρίκλιτες βασιλικές απαντώνται
στον Κώττα, στο Πράσινο, στο Τρίγωνο, στο Τρίβουνο και στο Ανταρτικό. Στο τελευταίο
χωριό σπουδαίο μνημείο θεωρείται το καθολικό της Μονής Αγίας Τριάδας.

Εικόνα 7-25: άποψη του ανατολικού τοίχου και της εξωτερικής πλευράς της κόχγης του Ιερού Βήματος
του ναού της Αγίας Παρασκευής Άνω Κρανιώνα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 157


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνα 7-26: άποψη του ανατολικού τοίχου και της εξωτερικής πλευράς της κόχγης του Ιερού Βήματος
του ναού του Αγίου Γεωργίου στο Ποιμενικό (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Εικόνες 7-27, 7-28: τοιχογραφικός διάκοσμος του 1815 στο ναό της Παναγίας στη Χαλάρα
(Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 158


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνες 7-29, 7-30: επισκοπικός θρόνος (αριστερά) και βημόθυρο κεντρικού Ιερού Βήματος (δεξιά) στο
ναό του Αγίου Νικολάου Χαλάρας (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 159


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

8. ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΔΟΜΗ ΤΩΝ ΚΤΙΣΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΑ


ΥΛΙΚΑ ΔΟΜΗΣΗΣ

Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι πρωτόγονοι και οι προβιομηχανικοί ανώνυμοι κτίστες


χρησιμοποιούν πάντα τα υλικά που είναι πιο διαθέσιμα και ότι, επειδή τα υλικά καθορίζουν
τη μορφή, η φύση των υλικών ενός τόπου καθορίζει τις αρχιτεκτονικές μορφές που
συναντώνται σ’ αυτόν (Rapoport, 2010). Αυτό είναι ένα κομμάτι μόνο της αλήθειας διότι τα
ίδια τα υλικά μπορούν να παραγάγουν πολύ διαφορετικές μορφές. Η χρήση των τοπικών
υλικών δεν είναι απαραίτητη και πάντα επιβεβλημένη. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις, όπου η
επιλογή των υλικών υπαγορεύεται από την τάση να χρησιμοποιούνται για τα θρησκευτικά
κτίσματα και τους τάφους ανθεκτικά συμπαγή υλικά, όπως η πέτρα, ενώ τα σπίτια χτίζονται
με πιο ευπαθή υλικά. Έτσι, και στα Κορέστια, ενώ τα σπίτια είναι πλινθόκτιστα οι εκκλησίες
είναι κατασκευασμένες από λίθους. Επίσης, στα Άσαμ, στην προκολομβιανή Αμερική και σε
πολλές φυλές των Νότιων Θαλασσών, όπου τα σπίτια των φυλάρχων, τα τελετουργικά
νεώρια και οι ναοί χτίζονται από πέτρα, ενώ τα σπίτια από ξύλο 55 (ό. π.). Τα υλικά δεν
επιλέγονται μόνο με βάση την καταλληλότητά τους για την κατασκευή, την επεξεργασία, την
τοποθέτηση και τη συναρμογή τους, αλλά και για την ανθεκτικότητά τους στο χρόνο. Ο ήλιος
χρησιμεύει για να σκληρύνει τις πλίθρες.

Η ωμοπλινθοδομή συναντάται στους οικισμούς που βρίσκονται στις πεδιάδες της Φλώρινας
και της Καστοριάς, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την περιοχή των Κορεστίων, ενώ στους
περισσότερους της οροσειράς του Βιτσίου το κυρίαρχο δομικό υλικό ήταν η πέτρα (χάρτης 8-
1). Το υλικό δεν μπορεί από μόνο του να καθορίσει τη μορφή, αλλά η επίδραση του είναι
αναμφισβήτητη.

55
Έτσι, παρατηρούνται στο Χέρεφορντσιρ στα τέλη του 17ου αιω. ξύλινες κατασκευές, αν και υπήρχε διαθέσιμη
πέτρα και στο Ντέβονσιρ όπου τα σπίτια μέχρι πριν μερικά χρόνια χτίζονταν με ένα είδος λάσπης (cob), παρόλο
που υπήρχε και ξυλεία και πέτρα. Οι συνθήκες στο Ντέβονσιρ ήταν ίδιες με τις συνθήκες στις παρυφές της
Ουαλίας, όπου όμως δεν απαντούν καθόλου σπίτια από λάσπη. Αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός ότι ορισμένοι
μετανάστες διατηρούν τις παλαιές μορφές και τα υλικά που χρησιμοποιούσαν στις νέες τους κατοικίες.
Ενδεικτική της πρακτικής αυτής είναι η περίπτωση της Καλιφόρνιας όπου Ισπανοί στους βόρειους νομούς
χρησιμοποιούν πλίθρες, Ρώσοι κορμούς δέντρων και οι Αμερικανοί κτίζουν με ξύλινο σκελετό. Λίγοι από
αυτούς χρησιμοποιούν την πέτρα παρόλο που υπάρχει σε αφθονία. Βλ. Rapoport, Α. (2010). ανώνυμη
αρχιτεκτονική και πολιτιστικοί παράγοντες, επιμ. Δ. Φιλιππίδης. Αθήνα: εκδ. Μέλισσα.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 160


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Χάρτης 8-1: χάρτης των οικισμών της ευρύτερης περιοχής όπου απεικονίζονται τα διαφορετικά υλικά
δόμησης και κατασκευαστικά συστήματα (Πηγή: Οικονόμου Α., Traditional earthen architecture in
Northwestern Greece, terra, Lyon, 2016, p. 3).

8.1. Η διαδικασία κατασκευής και η φιλοσοφία της πλινθόκτιστης


κατασκευής

Η τεχνική δόμησης με πηλό στην Ελλάδα που κυριάρχησε μέχρι το 1950-60 περίπου ήταν η
δόμηση με ωμόπλινθους. Τα πλιθιά δομούν μία συμπαγή φέρουσα κατασκευή και συνήθως
πρόκειται για αυξημένου πάχους τοιχοποιίες, ενισχυμένες με οριζόντιες ξυλοδεσιές. Τα
παλαιότερα πλινθόκτιστα κτίσματα του Άνω Κρανιώνα χρονολογούνται γύρω στο 1890,
αλλά σήμερα δε σώθηκαν. Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην αντισεισμική συμπεριφορά των
πλινθόκτιστων κατασκευών διαδραματίζουν:

 τα ξύλινα οριζόντια διαζώματα (ξυλοδεσιές)

 η σύνδεση/«δέσιμο» της κατασκευής με τη στέγη

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 161


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

 η λίθινη περιμετρική θεμελίωση

 οι χώροι του ισογείου περιβάλλονται από αυξημένου πάχους εξωτερικές τοιχοποιίες οι


οποίες προσδίδουν και στη βιοκλιματική απόδοση των χώρων. Οι εσωτερικές τοιχοποιίες
έχουν σαφή μικρότερο πάχος.

 οι όροφοι είναι κτισμένοι με ελαφρύτερα υλικά, όπως ξύλα (μπαγδαδότοιχοι, τσατμάδες,


κ.α.).

 η διαφραγματική λειτουργία των ενσωματούμενων στις εξωτερικές τοιχοποιίες οριζόντιων


ξύλινων δαπέδων56 που ενσωματώνονται στις τοιχοποιίες.

 το δέσιμό της κατασκευής με τη στέγη, η οποία είναι ξύλινη, κεκλιμένη με επικάλυψη


κεραμιδιών βυζαντινού τύπου.

Τα κτίρια είναι κατασκευασμένα από φέρουσα περιμετρική οπτοπλινθοδομή και


χαρακτηρίζονται από απλό σχήμα κάτοψης, συνήθως ορθογώνιο παραλληλόγραμμο. Ο
κατακόρυφος φέρων οργανισμός των κτιρίων είναι μικτός από λίθους μέχρι το ύψος των
0,60μ. περίπου και ωμόπλινθους στην υπόλοιπη ανωδομή. Το τμήμα της τοιχοποιίας από
λίθους είναι τυπική αργολιθοδομή αποτελούμενη από μικρούς και μεσαίους ασβεστόλιθους
(σιδερόπετρα) και συνδετικό πηλοκονίαμα. Οι ωμόπλινθοι αποτελούνταν από άργιλο, νερό,
άχυρα και σπασμένα κεραμίδια με τη βοήθεια καλουπιών. Η συνεργασία των τοίχων
ενισχύεται με περιμετρική ξυλοδεσιά. Συνήθως, οι εξωτερικοί τοίχοι είναι επιχρισμένοι με
λάσπη από κοκκινόχωμα για την προστασία από τη βροχή.

Οι εξωτερικές φέρουσες τοιχοποιίες έχουν πάχος περίπου 60 cm και στηρίζονται σε συνεχή


θεμελίωση που έχει τη μορφή λίθινης βάσης. Η βάση αυτή αποτελείται από ακανόνιστη
λιθοδομή ύψους 60-100 cm (εικόνα 8-1) και το πλάτος της λίθινης θεμελίωσης είναι ίδιο με
αυτό των εξωτερικών πλίνθινων τοιχοποιιών ή ελαφρώς μεγαλύτερο, κατά 10 εκατοστά

56
Με την ολοκλήρωση του ισογείου, εκτελούνταν οι εργασίες τοποθέτησης πατόξυλων του δαπέδου ορόφου
πάνω στις ξυλοδεσιές. Τα ξύλα αυτά εδράζονταν σε όλο το πλάτος της τοιχοποιίας ώστε να λειτουργούν και ως
εγκάρσιοι σύνδεσμοι των ξυλοδεσιών στις οποίες καρφώνονταν. Τα πατόξυλα, με διαστάσεις συνήθως 15Χ15,
λειτουργούσαν και ως υποδομή του δαπέδου εργασίας που διευκόλυνε τη συνέχιση της κατασκευής στον
επόμενο όροφο. Η πιο επίπεδη πλευρά των πατόξυλων τοποθετούνταν προς τα επάνω ώστε να είναι ευκολότερη
η διάστρωση του σανιδώματος. Απέχουν μεταξύ τους 0,60-1,0μ. μεταξύ τους και καρφώνονταν στις
περιμετρικές ξυλοδεσιές φτάνοντας συχνά μέχρι την εξωτερική παρειά της τοιχοποιίας δημιουργώντας μια
ισχυρή εσχάρα ακαμψίας. Το μήκος δε ξεπερνούσε τα 4,0μ. Τα δάπεδα του ορόφου διαστρώνονταν με σανίδες
οι οποίες καρφώνονταν πάνω στα πατόξυλα. Ήταν ξύλα διαστάσεων 15-20εκ., πάχους 3εκ. και μήκους έως
2,5μ. περίπου. Το πλέγμα των δοκών του πατώματος δημιουργεί μια εσχάρα η οποία αποτελεί σύστημα
ενίσχυσης και περίδεσης της τοιχοποιίας σε ένα ενδιάμεσο επίπεδο, προηγούμενο της στέγης. Η συνεργασία των
τοιχοποιιών με το πλέγμα δοκών περίδεσης του πατώματος και, στο ανώτερο επίπεδο, το πλέγμα των δοκών της
στέγασης συνεισφέρουν στην δυνατότητα του κτίσματος να συμπεριφέρεται σαν χωρικό, κιβωτιοειδές σύνολο,
κυρίως κατά τις κρίσιμες δυναμικές καταπονήσεις, βελτιώνοντας την απόκριση της κατασκευής σε αυτές.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 162


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

περίπου.

Εικόνα 8-1: λίθινη βάση έδραση ωμόπλινθων σε κτίσμα στον Μαυρόκαμπο (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Οι ωμόπλινθοι είναι τοποθετημένοι πάνω στη λίθινη βάση σε ομοιόμορφες οριζόντιες


στρώσεις και συνδέονται με κονίαμα από πηλό με την παρεμβολή ξυλοδεσιών (εικόνα 8-2).

Εικόνα 8-2: σύνδεση ξυλοδεσιών σε οικία στο χωριό Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Σε ελάχιστες περιπτώσεις, π.χ. οικία Μποτσκάρη, συναντώνται λίθινα αγκωνάρια καθ’ ύψος.
Η οροφή και τα πατώματα των κτηρίων αποτελούνται από οριζόντιες ξύλινες δοκούς, οι
οποίες είναι διατεταγμένες παράλληλα στο πλάτος του κτηρίου. Τα άκρα των δοκαριών
στηρίζονται εντός της ωμοπλινθοδομής. Οι στέγες των κτηρίων είναι συνήθως δικλινείς ή
αμφικλινείς.

Για τη βελτίωση της γενικότερης στατικής συμπεριφοράς των ωμοπλινθοδομών οι τεχνίτες


κατασκεύαζαν επιπρόσθετα δομικά στοιχεία από λίθους, ξύλο, ωμόπλινθους ή άλλα υλικά.
Μια συνηθισμένη τακτική ήταν η τοποθέτηση ξύλινων συνδετικών δοκών (ξυλοδεσιών)
μεταξύ των στρώσεων των ωμόπλινθων. Οι ξυλοδεσιές εκτείνονται σε όλη την περίμετρο του
κτηρίου και τοποθετούνταν συνήθως στο ύψος της οροφής του ισογείου κτηρίων με όροφο ή
πάνω από ανοίγματα. Σε περιπτώσεις που επιδιωκόταν η ομαλότερη μετάβαση των φορτίων

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 163


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

από την ανωδομή στην τοιχοποιία ενσωματώνονταν στην ωμοπλινθοδομή ανακουφιστικές


αψίδες πάνω από τα ανοίγματα, οι οποίες ήταν κατασκευασμένες από ωμόπλινθους.
Σύμφωνα με το Σχέδιο Γ-2 του Παραρτήματος Γ, η κατάσταση των περισσότερων κτισμάτων
του οικισμού είναι κακή και ερειπιώδης, πολλών μέτρια και πολύ λίγων καλή. Στο σύνολό
τους είναι εγκαταλειμμένα εδώ και δεκαετίες, χωρίς όμως να έχουν επηρεαστεί από την
ανθρώπινη δραστηριότητα, παρά μόνο από τα στοιχεία της φύσης και τη φθορά του χρόνου.
Τοπόσημο του οικισμού θεωρείται η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, η οποία
χρονολογείται γύρω στο 1850 μ.Χ., με το κωδωνοστάσιο και τον πλάτανο δίπλα και την
ενδιαφέρουσα αποτύπωση με χαλκό του οικισμού το 1948 τοποθετημένος σε πέτρινη
κατασκευή. Ο ναός διατηρείται σε καλή κατάσταση αφού κατά το παρελθόν εκτελέστηκαν
εργασίες αντιστήριξης του νότιου τοίχου εξαιτίας της μετακίνησης της τοιχοποιίας αυτής από
πιθανή παρελθούσα κατολίσθηση.

Οι οροφές των χώρων του ορόφου διαμορφώνονταν με καλάμια (καλαμωτή και


ασβεστοκονίαμα με γιδόμαλλο), τα οποία στερεώνονταν πάνω σε γρεντιές και στη συνέχεια η
επιφάνεια επιχρίονταν με λασποκονίαμα. Στους ισόγειους χώρους στα περισσότερα
παραδείγματα δεν υπάρχει επένδυση των πατόξυλων του ορόφου τα οποία είναι ορατά.

Το τζάκι αποτελούσε ένα σημαντικό λειτουργικό και ταυτόχρονα αισθητικό στοιχείο της
κατοικίας. Η κατασκευή του γινόταν από τη φάση των τοιχοποιιών όταν αφήνονταν η
απαραίτητη εσοχή στην τοιχοποιία. Σε πολλές οικίες τζάκια υπάρχουν και στο ισόγειο του
οικισμού, γεγονός που σημαίνει ότι οι ισόγειοι χώροι δεν είχαν σκοπό τη φιλοξενία των
ζώων, αλλά την κατοίκηση. Τα ζώα στεγαζόταν σε ισόγεια κτίσματα και αποθήκες που
υπάρχουν διάσπαρτα εντός και στην περίμετρο του οικισμού. Σε όλα τα σπίτια απαντώνται
μικρές κόγχες, με ορθογωνικές ή τοξωτές απολήξεις, στο πάχος της ωμοπλινθοδομής που
λειτουργούσαν ως αποθηκευτικοί χώροι ή ντουλάπια. Χαρακτηριστική είναι η έλλειψη
εγκατάστασης λουτρού, αλλά υπήρχαν αποχωρητήρια εκτός των οικιών.

Το πάτωμα του ορόφου στηρίζεται σε ξύλινα υποστυλώματα, τα λεγόμενα ντιρέκια, τα οποία


δεν εδράζονται απευθείας στο έδαφος αλλά σε σταθερά και ημιλάξευτα λίθινα αγκωνάρια.
Την απόληξη του ντιρεκιού συνήθως επιστέφει ένα ξύλινο κιονόκρανο, το μαξιλάρι, το οποίο
έχει διατομή μειούμενη προοδευτικά προς τα δύο άκρα του.

Το κλιμακοστάσιο είναι εσωτερικό, εφάπτεται με τη μια του πλευρά στον τοίχο κι είναι εξ
ολοκλήρου ξύλινο, ενώ καταλήγει συνήθως στον κεντρικό χώρο του ορόφου και όχι σε χώρο
δωματίου. Αποτελείται από δύο πελεκητούς βαθμιδοφόρους στους οποίους στηρίζονται

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 164


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

χωνευτά τα πατήματα. Τα προστατευτικά κιγκλιδώματα της σκάλας είναι απλά και


κατασκευάζονται από λεπτές σανίδες. Δύο μεγάλου πλάτους καδρόνια έχουν τη λειτουργία
των βαθμηδοφόρων και οι σανίδες των πατημάτων. Οι βαθμιδοφόροι της σκάλας, συχνά,
όπως και τα ντιρέκια, εδράζονται σε πλακωτή πέτρα που προστατεύει από την υγρασία του
εδάφους.

Η στέγη συμπληρώνει όλη την κατασκευή. Η κάλυψη των κτιρίων γίνεται με κεραμοσκεπή
στέγη και ενισχύεται με ελκυστήρες-θλιπτήρες στο επίπεδο έδρασής της. Για την κατασκευή
της χρησιμοποιούνται ξύλινα ζευκτά. Οι στέγες των παλιών μονόχωρων σπιτιών είναι απλές
δίρριχτες καλυμμένες με κεραμίδια βυζαντινού τύπου (στρωτήρες και καλυπτήρες), ενώ
παλαιότερα ήταν καλυμμένες με καλάμια. Αποτελούνταν από ζευκτά, τα δοκάρια των οποίων
ήταν συνδεδεμένα με εντορμίες και καρφιά. Οι στέγες των περισσότερων οικιών είναι
τετράριχτες με επικεράμωση από βυζαντινά κεραμίδια. Η αστρέχα της στέγης προεξέχει
περίπου 0,30-0,40 εκατοστά, δεν προεξέχει έντονα, οπότε δεν δημιουργεί «αστρέχα», αλλά
τόσο ώστε να μην εισέρχονται τα όμβρια ύδατα στους τοίχους. Για τον αερισμό της καθώς
και την επίσκεψη των προς επιδιόρθωση των κεραμιδιών της αφήνεται ένας φεγγίτης, που σε
άλλες περιοχές ονομάζουν αμπατζά ή παπαφίγκο. Σε πολλά σπίτια διαπιστώθηκε η
κατασκευή ενός είδους γείσου κατασκευασμένου από δύο εκφορικές στρώσεις πλακόπετρας.
Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα που διακρίνονται τετραγωνικής διατομής ανοίγματα στη
στέγη για την επισκεψιμότητα και τον αερισμό της. Σε πολλές περιπτώσεις αντί για πέτσωμα
χρησιμοποιήθηκαν καλάμια. Τα κτίσματα ήταν επιχρισμένα για την προστασία τους από τα
όμβρια ύδατα.

Στις προσόψεις τους το ποσοστό και το μέγεθος των ανοιγμάτων είναι μικρό όσον αφορά το
ισόγειο επίπεδο και τις υπόλοιπες όψεις εκτός της κύριας. Τα πατώματα αποτελούνται από
ξύλινες δοκούς, ενώ το δάπεδο έχει σανίδες καρφωτές. Οι ξύλινες δοκοί εδράζονται στην
ωμοπλινθόκτιστη τοιχοποιία. Οι διαχωριστικοί τοίχοι, όπου υπάρχουν, είναι από
ωμοπλινθοδομή η οποία συνδέεται με τους εξωτερικούς τοίχους. Το κατώτατο πάτωμα
διαμορφώνεται επάνω στο φυσικό έδαφος και για δάπεδο χρησιμοποιείται χώμα.

Θα πρέπει να επισημανθεί η πολύ καλή αντισεισμική συμπεριφορά των εύκαμπτων αυτών


κατασκευών. Το σύστημα των ξυλοδεσιών στο ύψος του πατώματος και της στέγης, αλλά
και ενδιάμεσα, δημιουργούν με το σύνολο των τοιχοποιιών ένα κιβωτιοειδές καλά «δεμένο»
εύκαμπτο σύστημα σε δυναμικές καταπονήσεις. Τα πατώματα και οι στέγες έχουν
διαφραγματική λειτουργία ώστε να βοηθούν στη συνεργασία των απέναντι τοίχων, καθώς
και στη διατήρηση και ενίσχυση του κιβωτιοειδούς δομικού συνόλου.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 165


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

8.2. Τα οικοδομικά υλικά

Τα κύρια υλικά που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή ωμοπλινθόκτιστων κτισμάτων


ήταν ο πηλός, το ξύλο και ο λίθος. Βασικό κριτήριο επιλογής αποτελούσε η απόσταση των
πρώτων υλών από το προς ανέγερση κτήριο, διότι η μεταφορά υλικών ήταν δυσχερής και
επαύξανε το τελικό κόστος. Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των
σπιτιών προέρχονταν από τη γύρω περιοχή. Οι λίθοι συλλέγονταν από τον Λαδοπόταμο,
επειδή δεν υπήρχε λατομείο, και χρησιμοποιούνταν για τα θεμέλια του σπιτιού σε ύψος
μέχρι 1,0μ. περίπου από τη γη. Έτσι διαμορφώνονταν μια οριζόντια ζώνη προστασίας από
τα νερά της στέγης και την ανερχόμενη υγρασία του εδάφους.

Η τοιχοποιία είναι κατασκευασμένη από πλιθιά, που αποτελούνταν από χώμα, νερό, άχυρο,
αιγότριχες ή άχυρα, και αδρανή μερικές φορές, ή τμήματα κεραμιδιών τα οποία στη
συνέχεια γίνονταν λάσπη η οποία τοποθετούνταν σε βρεγμένα καλούπια παραλληλεπίπεδου
σχήματος μήκους 30 εκ., πλάτους 12-15 εκ. και ύψους 10 εκ. Τα πλιθιά αυτά τα στέγνωναν
στο ήλιο. Για τα δοκάρια και τα σινάζια γινόταν χρήση του ξύλου, συχνά βελανιδιάς, καθώς
για τη σκεπή, τα πατώματα και τις σκάλες, σανίδια και καδρόνια από ξύλα εντόπιων
δένδρων. Πέραν των υλικών αυτών, γινόταν χρήση και άλλων δευτερευόντων, ζωικής και
φυτικής προέλευσης, όπως, για παράδειγμα, τα καλάμια. Η πλίνθος έχει πολύ καλές
θερμοηχομονωτικές ιδιότητες γεγονός που την κατατάσσει στα κατάλληλα υλικά για
βιοκλιματικά κτίρια.

8.2.1. Ο πηλός – οι ωμόπλινθοι (πλινθιά)

Ο πηλός εξορύσσονταν ελεύθερα από φυσικά σημεία συγκέντρωσης αργιλούχων εδαφών και
η μεταφορά του προς το σημείο κατασκευής του κτίσματος ήταν το μοναδικό κόστος. Για το
λόγο αυτό η διαδικασία αυτή λάμβανε χώρα σε όσο το δυνατότερο μικρότερη απόσταση,
δηλαδή το Λαδοπόταμο, δεδομένου ότι τα χρόνια εκείνα ήταν πιο δύσκολη η μεταφορά νερού
παρά του χώματος. Για λόγους προστασίας δεν έκτιζαν πολύ κοντά στο ποτάμι εξαιττίας της
διαβρωτικής δράσης της υγρασίας. Ο πηλός περιείχε μικρές πέτρες αλλά απαραίτητη
θεωρούνταν η προσθήκη λεπτοκομμένου άχυρου ή τριχών ζώων ώστε να αυξηθεί η συνοχή, η
θερμομονωτική ικανότητα της κατασκευής και η αποφυγή εμφάνισης ρηγματώσεων. Η
παρουσία, όμως, μόνο των ινών άχυρου στο μίγμα του πηλού δεν συνεπάγεται την
εξασφάλιση της ικανοποιητικής θερμομόνωσης του κτίσματος. Η έλλειψη της πέτρας στο
άμεσο περιβάλλον και η οικονομία της κατασκευής αποτελούσαν δύο παράγοντες που

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 166


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

οδηγούσαν στην επιλογή της ωμής πλίνθου ως οικοδομικού υλικού. Στην συντριπτική
πλειονότητα των περιπτώσεων η αύξηση καθ’ ύψος του κτιρίου συνεπάγεται και ελάφρυνση
της κατασκευής, π.χ. με λεπτότερους ωμόπλιθες τοιχοποιίες, τσατμά ή μπαγδατί. Οι ισόγειοι
χώροι περιβάλλονται από εξωτερικές τοιχοποιίες μεγάλου πάχους ενώ οι εσωτερικές
τοιχοποιίες είναι πιο λεπτές.

8.2.2. Το ξύλο

Η ξυλεία προέρχεται από τοπικά είδη δένδρων, γεγονός που συμβάλλει στην οικονομία
δεδομένου ότι οι μεταφορές υλικών ήταν δύσκολες και κοστοβόρες. Στις περιπτώσεις
απαίτησης μεγάλων διατομών συνήθως οι κορμοί των δέντρων απλά αποφλοιώνονταν. Όταν
οι απαιτούμενες διατομές μειώνονταν, όπως στις ζώνες ξυλοδεσιών, γινόταν χρήση
επεξεργασμένης ξυλείας και σπανιότερα κλαδιών. Οι ξυλοδεσιές είχαν σκοπό την επίτευξη
καλύτερης σύζευξης των τοιχοποιιών καθώς αυτή δεν εξασφαλίζονταν μόνο με το
«πλέξιμο» των πλίνθων και το λασποκονίαμα. Με τον τρόπο αυτό εξουδετέρωναν τις
διατμητικές τάσεις.

Οριζόντιες ορατές ή όχι ξύλινες ξυλοδεσιές, διπλές στο πάχος του τοίχου, διαστάσεων 8Χ8 ή
10Χ10, συνδεδεμένες μεταξύ τους με κλάπες είναι τοποθετημένες στις ποδιές των
παραθύρων, στα πρέκια των ανοιγμάτων και στις θέσεις όπου εδράζονται τα δοκάρια των
πατωμάτων. Οι ξυλοδεσιές είναι ορατές (εικ. 8-3) στην περίπτωση παλαιότερων κτιρίων
(19ος αι.) ή κρυφές (εικ. 8-4) στην περίπτωση νεώτερων (αρχές του 20ου αιω.). Έτσι,
παρατηρούμε ότι στα σπίτια του 20ου αιω. σε όλο το ύψος των όψεων των κτιρίων κυριαρχεί
η ωμόπλινθος και οι ξυλοδεσιές, όπου υπάρχουν, κρύβονται κάτω από τις ωμόπλινθους,
δίνοντας την εικόνα ενιαίας όψης πλίνθινης κατασκευής από ένα και μόνο υλικό στις
τοιχοποιίες.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 167


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνες 8-3, 8-4: αφανείς ξυλοδεσιές σε οικία στον Άνω Κρανιώνα (πάνω) και εμφανείς σε οικία στο
Ανταρτικό (κάτω) (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

8.2.3. Ο λίθος

Ο λίθος χρησίμευε κυρίως για:

 τη θεμελίωση των κατασκευών.

 τη διαμόρφωση μίας οριζόντιας ζώνης σε συνέχεια της θεμελίωσης, με ύψος περίπου 1,0μ.

πάνω από την επιφάνεια του εδάφους, με στόχο κυρίως την προστασία από την ανερχόμενη
υγρασία του εδάφους και τα νερά της στέγης.

Στις πεδινές περιοχές η πέτρα ήταν σπάνιο είδος και γι’ αυτό ήταν ακριβό υλικό. Μερικές
φορές χρησιμοποιούνταν ως ένα είδος προβολής και έτσι εξηγείται το φαινόμενο της
εμφάνισης, σε διάφορες περιοχές, λιθόκτιστων κτηρίων μόνο στις προσόψεις, ενώ οι
υπόλοιπες πλευρές ήταν κτισμένες με πλινθιά. Η δόμηση με λίθους μέχρι το μέσο περίπου
του ορόφου πιθανότατα να οφείλεται σε λόγους που αφορούν την οικονομική κατάσταση του
ιδοκτήτη.

8.2.4. Τα βοηθητικά υλικά

Τα βοηθητικά υλικά στα κτίρια ήταν κυρίως φυτικής (άχυρο, καλάμια) και ζωικής
προέλευσης (αιγότριχες, μαλλιά προβάτου). Το άχυρο τεμαχίζονταν και αναμειγνύονταν με
τον πηλό, τόσο κατά την κατασκευή των πλιθιών, όσο και κατά την παρασκευή των
επιχρισμάτων προκειμένου να βελτιωθεί η αντοχή τους. Τα καλάμια χρησιμοποιούνταν για τη

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 168


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

δημιουργία των ελαφρών εσωτερικών τοιχοποιιών και των οροφών. Είχαν τη λειτουργία ενός
πλέγματος το οποίο πληρώνονταν με πηλό (εικ. 8-5).

Εικόνα 8-5: καλάμια στην οροφή οικίας στον Μαυρόκαμπο (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Οι ζωικές τρίχες χρησίμευαν στην αύξηση της συνοχής των κονιαμάτων τοιχοποιϊών και στην
αποφυγή δημιουργίας ρωγμών σ’ αυτά. Το πάχος των τοίχων είναι 0,55-0,70μ. και
συνεχίζεται συνήθως με μειούμενο πάχος στον όροφο. Υπάρχουν και περιπτώσεις που οι
λίθοι στις άκρες του κτιρίου υπερυψώνονται τοπικά.

Η κατασκευή των οικιών τις περισσότερες φορές γίνονταν από τους ίδιους τους κατοίκους,
όπως μας διηγήθηκε ο κος Περικλής και η κα Θεοδότα Γιούτσου από το Μακροχώρι. Έκοβαν
τις πλίνθους μόνοι τους, πλασμένες με άχυρο και γιδότριχες μέσα σε καλούπια-μήτρες
βγάζοντας τη λάσπη από τα θεμέλια που έσκαβαν. Στέγνωναν το καλούπι στον ήλιο και
έκτιζαν, ενώ μόνο η βάση του κτίσματος ήταν από λίθους για αντοχή στην υγρασία και για
σταθερότητα. Πρόκειται για απλή λαϊκή ανώνυμη αρχιτεκτονική εφαρμοσμένη επί τόπου,
ενώ λιθόκτιστες είναι μόνο οι εκκλησίες. Τα σπίτια εξασφάλιζαν πολύ καλές βιοκλιματικές
συνθήκες, χώρο για τα ζώα και την οικογένεια και κυρίως χαμηλό κόστος κατασκευής.

Τα εναπομείναντα σπίτια των Κορεστείων χρονολογούνται από τις αρχές του περασμένου
αιώνα κι αποτελούν ένα ενδιαφέρον παράδειγμα της λαϊκής αρχιτεκτονικής. Έχοντας ως
βάση τις ωμόπλιθους αποτελούσαν μια πρώιμη μορφή βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής του
παραδοσιακού ελληνικού βίου. Με την ματιά της οικολογικής δόμησης, όλα τα υλικά που

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 169


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

χρησιμοποιήθηκαν είναι οικολογικά, μή τοξικά και φιλικά προς τον άνθρωπο και το
περιβάλλον καθώς για την παραγωγή τους, δεν σπαταλήθηκαν μεγάλες ποσότητες ενέργειας
και για την μεταφορά τους δεν δαπανήθηκαν καύσιμα.

8.3. Η παθολογία και τα προβλήματα φθοράς των κτιρίων

Η συμπεριφορά των ωμοπλινθοδομών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από παράγοντες όπως το


μέγεθος και τη γεωμετρία του δομικού σκελετού, την τεχνική δόμησης, την εμπειρία και την
ικανότητα των τεχνιτών που συμμετείχαν στην κατασκευή, την ποιότητα των υλικών, την
προσθήκη ή όχι ενισχυτικών δομικών στοιχείων, τη χρήση και συντήρηση του κτηρίου, κ.ά.
Επειδή οι ωμόπλινθοι έχουν ως βάση τους τον πηλό, οι φυσικές και μηχανικές τους ιδιότητες
επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από περιβαλλοντολογικές συνθήκες, όπως η υγρασία, η
βροχόπτωση, κ.λπ. Συνεπώς, σημαντικό ρόλο στη συμπεριφορά των ωμοπλινθοδομών
διαδραματίζει το κλίμα που επικρατεί στον οικισμό. Η παθολογία των ωμοπλινθόκτιστων
κτηρίων οφείλεται κυρίως στην έλλειψη συντήρησης, στην επίδραση της υγρασίας και στην
ανεπάρκεια του δομικού σκελετού να ανταπεξέλθει σε σεισμικές δράσεις. Σε κάποια κτίρια,
ιδιαίτερα σε αυτά που το πάχος μειώνεται (στη θέση του τζακιού συνήθως), παρατηρείται
αποσάθρωση της τοιχοποιίας και φθορά που μπορεί να οφείλεται και στην συνεχή επαφή με
τα νερά της βροχής.

Οι στέγες δε σώζονται σε αρκετά κτίρια και σε μερικές μόνο περιπτώσεις σώζονται απλά
κάποια ξύλινα στοιχεία σε πολύ άσχημη κατάσταση. Παρατηρούνται επίσης αρκετά κενά
στην επιφάνεια της τοιχοποιίας αρκετών κτισμάτων. Αυτά οφείλονται είτε στην αποκόλληση
κάποιων τμημάτων των ωμοπλίνθων, είτε και στην ελλιπή σύνδεση των τεμαχίων των
ωμοπλίνθων μεταξύ τους. Εκτιμάται σαφώς ότι παρόμοια κενά υφίστανται και στο εσωτερικό
σώμα της τοιχοποιίας. Σε πολλές ωμοπλινθοδομές παρατηρούνται αποκλίσεις από την
κατακόρυφο ή ακόμη διευρύνσεις αρμών από καθίσεις ή ρηγματώσεις γειτονικών τμημάτων
ωμοπλινθοδομών (εικ. 8-6).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 170


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνα 8-6: απουσία οριζοντίων διαζωμάτων κι ανυπαρξία πλίνθων πλέξης στη γωνία οικίας στον Άνω
Κρανιώνα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Στα κτίσματα όλων των οικισμών παρουσιάστηκαν προβλήματα, συνήθη στις


ωμοπλινθόκτιστες κατασκευές (βλ. α΄ μέρος εργασίας), δηλαδή διάβρωση της βάσης και του
άνω τμήματος της ωμοπλινθοδομής, αποσάθρωση πλίνθων, αποκόλληση επιχρισμάτων,
προβλήματα διαφορικής καθίζησης, ρηγματώσεις, μερικές καταρρεύσεις, βλάβες λόγω
σεισμικών δυνάμεων, ελαστικές και πλαστικές παραμορφώσεις δομικών μελών και
στοιχείων, κ.α. Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι η απώλεια της φέρουσας ικανότητας της
τοιχοποιίας, η μείωση των μηχανικών ιδιοτήτων της και η δημιουργία ρωγμών η οποία
μπορεί να οδηγήσει σε τοπικές καταρρεύσεις και σοβαρές βλάβες.

8.3.1. Παθολογία μιας δομικής μονάδας.

Η δομική μονάδα του οικισμού μπορούμε να πούμε ότι συχνά προσομοιώνεται με ένα
σχεδόν παραλληλεπίπεδο «κιβωτιόσχημο» και καλύπτεται με ξύλινη στέγη, που ενισχύεται
με σύστημα ξύλινων ενισχύσεων. Είναι γνωστό ότι οι κατασκευές από άψητη γη
παρουσιάζουν ικανοποιητική συμπεριφορά στο σεισμό. Αυτό οφείλεται στο μικρό ειδικό
βάρος του υλικού και στην ομοιογένεια που παρουσιάζει η κατασκευή. Τα κτίσματα οποία
έχουν φέρουσα τοιχοποιία καλύπτουν ένα σημαντικό τμήμα του κτισμένου περιβάλλοντος
στη χώρα μας, και σε πολλές περιοχές, όπως στα Κορέστια, αποτελούν τη συντριπτική
πλειονότητα των υφισταμένων κτιρίων.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 171


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Οι παράγοντες που μπορεί να προσδώσουν προσδίδουν υψηλή τρωτότητα σε κτίρια από


φέρουσα τοιχοποιία του οικισμού είναι:

 η πλήρης εγκατάλειψη και η απουσία συντήρησης

 η γήρανση των δομικών υλικών και η χαλάρωση των δεσμών συνάφειας μεταξύ τους

 η ύπαρξη συσσωρευμένων παρελθουσών βλαβών

 η πρόκληση βλαβών από ατελείς και άστοχες επεμβάσεις σε ορισμένες περιπτώσεις

Δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι υπήρξε κακή ποιότητα των υλικών δόμησης και κτισίματος
δεδομένου ότι, παρόλλες τις αντιξοότητες, πολλά κτίσματα ακόμη επέδειξαν αντοχή.

Σε αρκετά κτίρια παρατηρήθηκαν διάφορες μορφές αστοχίας, κυρίως σε τοιχοποίες, οι οποίες


προέκυψαν από τη δράση σεισμικών και στατικών φορτίων και από το συνδυασμό
διατμητικών και ορθών τάσεων. Οι συνηθέστερες μορφές αστοχίας είναι:

 εφελκυστικές ρηγματώσεις των κονιαμάτων σε περιοχές ανάπτυξης εφελκυστικών


τάσεων, π.χ. σε γωνίες των ανοιγμάτων.

 ένας συνδυασμός θλιπτικών και διατμητικών τάσεων μπορεί να επιφέρει ρηγματώσεις


διατμητικού τύπου.

 πιο σπάνια και με την προϋπόθεση οι θλιπτικές τάσεις να παρουσιάσουν υπέρβαση του
ορίου του 30% της θλιπτικής αντοχής (Ιλλαμπάς, 2000), υπάρχει πιθανότητα εμφάνισης
διατμητικών ρηγματώσεων και πιθανόν συντριβή της τοιχοποιίας.

Οι προκλεισθείσες βλάβες υπό την επίδραση σεισμικών δυνάμεων εκδηλώνονται σε ιδιαίτερα


σύντομο χρονικό διάστημα, ενώ αυτές που προκαλούνται από περιβαλλοντικούς παράγοντες
λαμβάνουν χώρα με αργό ρυθμό. Τέτοιοι παράγοντες μπορεί να θεωρηθεί:

 η μόλυνση εξαιτίας ατμοσφαιρικών ρύπων

 η διάβρωση υπό την επίδραση των ανέμων και της βροχής

 η επίδραση της υγρασίας στο εσωτερικό τμήμα της τοιχοποιίας.

Η υγρασία δρα στο εξωτερικό και κυρίως στο εσωτερικό των τοιχοποιιών με αργούς ρυθμούς
και με συνήθως μη ορατές συνέπειες. Η συγκέντρωση μεγάλου ποσοστού υγρασίας και ο
εγκλωβισμός ποσοστού της στη μάζα τοίχων συνεπάγεται τη μείωση της θλιπτικής και
διατμητικής αντοχής της τοιχοποιίας.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 172


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

9. ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΝΑΒΙΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ


ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

Το οικιστικό περιβάλλον ενός τόπου επιδρά αποφασιστικά στη ψυχοσύνθεση των κατοίκων
κι αποτελεί την πολιτιστική έκφραση των ίδιων των κατοίκων που το δημιούργησαν και ζουν
σ’ αυτό.

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των οικισμών της υπαίθρου είναι η μείωση του
πληθυσμού τους που άρχισε να επισημαίνεται αμέσως μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και τις
εθνικές περιπέτειες που ακολούθησαν. Πολλοί ορεινοί οικισμοί με αξιόλογα παραδοσιακά
δείγματα αρχιτεκτονικής, όπως ο Άνω Κρανιώνας, έχουν καταντήσει ερειπιώνες. Όποιο
κρατικό πρόγραμμα κι αν αποφασιστεί να εφαρμοστεί πρέπει να είναι ρεαλιστικό και φυσικά
να έχει την αποδοχή των κατοίκων που θα κατοικήσουν. Έμφαση δε θα δοθεί μόνο στις
οικονομικές παραμέτρους και στο βαθμό διασώσεως αυθεντικών στοιχείων λαϊκής
αρχιτεκτονικής, αλλά κυρίως στον περιβαλλοντικό παράγοντα και στην αειφορία.

Τα χωριά των Κορεστίων διατηρούν αξιόλογα πολεοδομικά και μορφολογικά


χαρακτηριστικά μιας τοπικής λαϊκής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, η οποία, εξαιτίας της
απουσίας μέτρων προστασίας και οποιασδήποτε άλλης έννοιας, έχουν πάθει ανεπανόρθωτες
συχνά αλλοιώσεις. Οι λόγοι των καταστροφών ήταν οι σεισμοί, τα πολεμικά γεγονότα και η
εγκατάλειψη από τους κατοίκους. Η εγκατάλειψη αυτή οφειλόταν παλιότερα ιδίως σε
πολεμικά γεγονότα και σήμερα σε οικονομικούς λόγους.

Η πρόταση διαχείρισης και ανάπτυξης της περιοχής στηρίζεται στα στοιχεία της
διατήρησης-αποκατάστασης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, του φυσικού περιβάλλοντος
σε συνδυασμό με τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά του τόπου και την οικονομική ευημερία
στα πλαίσια της βιώσιμης αειφόρου ανάπτυξης, η οποία βασίζεται στο τρίπτυχο κοινωνία-
περιβάλλον-οικονομία. Οι παρεμβάσεις δεν κινούνται στα όρια του φολκλορισμού, δηλαδή
της μουσειακής συντήρησης και της τεχνητής αναβίωσης στοιχείων της παράδοσης χωρίς
οργανική σύνδεση με το υπό διαμόρφωση μέλλον του οικισμού, αλλά με λειτουργική ένταξη
σ’ ένα κοινωνικό πλαίσιο καθώς και με τη σύνδεσή τους με τον τουρισμό και την
προσέλκυση επισκεπτών κι επιστημονικού δυναμικού.

Η πρόταση στον τομέα των πολιτιστικών δραστηριοτήτων μπορεί να κινηθεί σε δύο άξονες.
Ο ένας αφορά τις κοινωνικές και οικονομικές δομές, χωρίς τις οποίες δεν μπορεί να υπάρξει
πολιτισμική δημιουργία, και ο άλλος τις εξωτερικές παρεμβάσεις, οι οποίες δεν πρέπει να

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 173


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

στρεβλώνουν και να αλλοιώνουν τα στοιχεία της πολιτισμικής κληρονομιάς του χώρου. Οι


οικισμοί, όπως ο Άνω Κρανιώνας, μπορεί να γίνουν ζωντανοί οργανισμοί οι οποίοι έχουν τις
δυνατότητες εναλλαγής και ανανέωσης με τη διατήρηση ορισμένων βασικών αρχών
κλίμακας και σύνθεσης. Κάθε λύση πρέπει να έχει ως γνώμονα τη διαφύλαξη του
περιβάλλοντος, των φυσικών πόρων, των πολιτιστικών αξιών που εγκλείονται μέσα στο
σύνολο του συγκεκριμένου οικισμού, στα μνημεία του, στο οικιστικό του κύτταρο, στην
ιστορική του φυσιογνωμία και στην κοινωνία του.

Για την αναβίωση και αναζωογόνηση της περιοχής απαραίτητη προϋπόθεση είναι η
λειτουργική του ενεργοποίηση και η ένταξή του στις σύγχρονες οικονομικές δομές, μέσα
από έναν πολεοδομικό και ευρύτερα χωροταξικό σχεδιασμό, άμεσα συνδεδεμένο με την
προστασία του. Βασικό και καθοριστικό παράγοντα στη διατήρηση και στον
επανακαθορισμό της συνολικής φυσιογνωμίας του, καθώς και στη διατήρηση του ιδιαίτερου
ιστορικού και αρχιτεκτονικού χαρακτήρα των κελυφών αποτελεί το ζήτημα του καθορισμού
των χρήσεων.

Οι λύσεις που επιλέγονται για τα μεμονωμένα κτίρια ακολουθούν κάποιους γενικούς κανόνες
που τίθενται για το ευρύτερο σύνολο στο οποίο ανήκουν και προκύπτουν από τις
λειτουργικές ανάγκες του ευρύτερου χώρου τους, τις νέες χρήσεις, δίχως στη διαδικασία αυτή
να παραβλέπεται ή να αγνοείται η τυπολογία και η ιστορική αξία του κάθε κτιρίου, καθώς και
η ιδιαίτερη σημασία που μπορεί να έχει η διατήρηση της αρχικής χρήσης (οι κατοικίες
μετατρέπονται σε ξενώνες, δηλαδή όχι εντελώς ασύμβατη χρήση).

Έχοντας ως βάση τη δημιουργία ενός διεπιστημονικού ερευνητικού κέντρου μελέτης πηλού


κι ωμοπλινθόκτιστων κατασκευών, ορισμένα υφιστάμενα κτίρια μπορούν, μετά από εργασίες
αποκατάστασης και επεμβάσεων βελτίωσης της βιοκλιματικής τους λειτουργίας, να
αποκτήσουν χρήσεις εκθεσιακού μουσειακού χώρου (Παράρτημα Γ, Σχέδια Γ-36/Γ-42),
ξενώνα καθηγητών επισκεπτών (Παράρτημα Γ, Σχέδια Γ-18/Γ-27), ξενώνα φοιτητών
(Παράρτημα Γ, Σχέδια Γ-28/Γ-35), παντοπωλείου με οικία στον όροφο (Παράρτημα Γ,
Σχέδια Γ-9/Γ-17). Στα παραπάνω κτίσματα προτείνεται η εκτέλεση εργασιών αναβάθμισης
της περιβαλλοντικής τους λειτουργίας με παθητικά ηλιακά συστήματα έμμεσου κέρδους,
όπως:

 την τοποθέτηση προσαρτημένου υαλωτού θερμοκηπίου σε συγκεκριμένες νότιες πλευρές


κτιρίων, όπως στη στοά του ναού της Αγίας Παρασκευής (Παράρτημα Γ, Σχέδιο Γ-7) και
στο ξενώνα (Παράρτημα Γ, Σχέδιο Γ-11), κάτι που λόγω της διαφάνειας των

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 174


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

υαλοστασίων και της μικρής διατομής του μεταλλικού σκελετού κατάλληλης


απόχρωσης, δε θα αλλοίωνε ιδιαίτερα την εικόνα των κτισμάτων. Πρόκειται για
λυόμενες διαμορφώσεις οι οποίες μπορούν με εύκολα σχετικά τρόπο να αφαιρεθούν και
αν προστεθούν όταν οι καιρικές συνθήκες το επιβάλλουν.

 το σύστημα απομονωμένου κέρδους κατά το οποίο η επιφάνεια ηλιοσυλλογής δε


βρίσκεται σε επαφή με το χώρο θέρμανσης (Παράρτημα Γ, Σχέδια Γ-11, Γ-21, Γ-30, Γ-
38). Η εφαρμογή του συστήματος αυτού κρίνεται χρήσιμη δεδομένου ότι δεν
αλλοιώνεται η όψη των κελυφών και τις αρχιτεκτονικές επιταγές του παραδοσιακού
χώρου. Ανάλογες εγκαταστάσεις έχουν κατασκευαστεί στο νεόδμητο ηλιακό χωριό στην
Πεύκη Αττικής από τον Αλ. Τομπάζη.

Οι αποφάσεις και οι επιλογές κινούνται μεταξύ της ανάγκης ένταξης νέων χρήσεων στα
παλιά κτίρια, όπως απαιτούν οι σύγχρονες κοινωνικοοικονομικές δομές, και της ανάγκης
διαφύλαξης των λειτουργιών που αποκτήθηκαν με το χρόνο, και συχνά αυτές αποτελούν
χαρακτηριστικά στοιχεία της ταυτότητας του τόπου. Φυσικά, ζήτημα αποτελεί η διατήρηση
των ιδιαίτερων στοιχείων που συγκροτούν την παραδοσιακή λειτουργική φυσιογνωμία του
συγκεκριμένου οικισμού. Σήμερα η κυρίαρχη οικονομική δραστηριότητα στις ιστορικές
πόλεις και οικισμούς του μεσογειακού χώρου είναι ο τουρισμός, που εμφανίζεται με διάφορες
μορφές και εντάσεις και εμφανίζεται ικανός να ξεπεράσει κάθε δεσμευτικό φράγμα
κανονισμών ή περιορισμών. Αποτελεί την ευκολότερη λύση και ενίοτε τη μοναδική
οικονομική διέξοδο στις σύγχρονες κοινωνίες. Συγχρόνως, όμως, δεν μπορούν να αγνοηθούν
οι συνέπειες της ανεξέλεγκτης εγκατάστασης τουριστικών δραστηριοτήτων, που σχετίζονται
πολλές φορές με την υποβάθμιση και αλλοίωση της ποιότητας ζωής, αλλά και των μορφών
των κελυφών παράλληλα με την κοινωνική συγκρότηση ενός τόπου.

Η κατεξοχήν ευαίσθητη λειτουργία της κατοικίας είναι η πρώτη που απομακρύνεται από τους
χώρους στους οποίους η υπερανάπτυξη του τουρισμού προκαλεί οχλήσεις (ένταση
κυκλοφορίας, θόρυβος, ρύπανση, μόλυνση, κ.λπ.) κι εξαφανίζει τις απαραίτητες συνθήκες
που τη στηρίζουν (ελεύθερους χώρους, κοινωφελείς λειτουργίες, πολιτιστικό εξοπλισμό,
καταστήματα καθημερινού εμπορίου, κ.λπ.). Οι νέες χρήσεις που εισάγονται στα παλιά
κελύφη μετά από ειδική μελέτη σε πολεοδομικό και αρχιτεκτονικό επίπεδο είναι δυνατό να
εμπλουτίσουν το οικιστικό σύνολο και να αναδείξουν τόσο τη λειτουργία του όσο και τη
μορφή του, κι ακόμη να επαναπροσδιορίσουν ή να ερμηνεύσουν με σύγχρονη οπτική τις
ιδιαιτερότητες και το χαρακτήρα του. Οι τουριστικές δραστηριότητες, όπως λειτουργούν
σήμερα όμως, δεν εμπλουτίζουν, αλλά συχνά αλλοιώνουν τον παραδοσιακό χαρακτήρα και

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 175


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

την ατμόσφαιρα ενός τόπου επιδρώντας αρνητικά στην εικόνα και τη λειτουργία του
δημόσιου χώρου του. Τίθεται ένα ζήτημα σχετικό με τα ανεκτά όρια των λειτουργικών και
μορφολογικών μεταλλαγών σε έναν τόπο χωρίς να καταστρέφεται η αυθεντικότητά του.

Αρκετοί οικισμοί έχουν υποστεί λειτουργική και μορφολογική αλλοίωση από τον τουρισμό.
Ένα άλλο θέμα που ανακύπτει είναι αυτό της κοινωνικής αλλοίωσης. Η αλλοίωση της
ιστορικότητας με την κατασκευή νέων κτισμάτων μπορεί να αντιμετωπιστεί σε εκπαιδευτικό
επίπεδο με την ευαισθητοποίηση και ωρίμανση των τοπικών ομάδων πληθυσμού μέσω
ειδικών επιμορφωτικών προγραμμάτων, ακόμη από τη σχολική ηλικία. Η προώθηση με
χρηματοδοτήσεις και κίνητρα εναλλακτικών ή έστω συμπληρωματικών ως προς τον τουρισμό
οικονομικών δραστηριοτήτων στενά συνδεδεμένων με τον παραδοσιακό χαρακτήρα του
τόπου, η στήριξη παραδοσιακών δραστηριοτήτων καθώς και η ενίσχυση της σύγχρονης
πολιτιστικής δράσης θα διαδραμάτιζαν θετικό ρόλο προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Η
συγκρότηση διακρατικών πολιτιστικών δικτύων και προγραμμάτων μεταξύ ιστορικών
οικισμών του ευρωπαϊκού μεσογειακού και «τοπικού» βαλκανικού χώρου, π.χ. περιοχές της
Αλβανίας με πλινθόκτιστα κτίσματα, με την ανταλλαγή εμπειριών και ιδεών θα μπορεί να
παίξει θετικό ρόλο. Κύριο ζήτημα αποτελεί η έλλειψη της «κρίσιμης ανθρώπινης μάζας»
(Κωνστάντιος, 1996) σε αρκετούς οικισμούς.

Το μέλλον των οικισμών αυτών συνδέεται με μια πολιτική ουσιαστικών κινήτρων και με
περιφερειακή ανασυγκρότηση συνδυασμένη με αναπροσαρμογή στόχων και μεθόδων. Η
διαχείριση των ιστορικών οικιστικών συνόλων είναι σύνθετη διεπιστημονική και πολιτική
δραστηριότητα. Πρέπει να ανιχνευτούν οι σχέσεις του μνημειακού συνόλου και των
κατασκευών του με το περιβάλλον, τον άνθρωπο, τις κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις της
προστασίας, την ιστορική συνέχεια και τη λειτουργία του μνημειακού αυτού συνόλου.

9.1. Βασικές αρχές των επεμβάσεων

Σήμερα ποσοστό που πλησιάζει το 35% του πληθυσμού της γης (Τσεκούρα, 1998)
εγκαταβιώνει σε χωμάτινα σπίτια (Τσεκούρα, 1998). Τα κτίσματα με ωμόπλινθους μπορούν
να αντέξουν αρκετούς αιώνες αν έχουν ένα καλό «καπέλο» και άριστες «μπότες», σύμφωνα
με μια παλιά αγγλική παροιμία, δηλαδή στέγαση η οποία θα εξέχει αρκετά και θεμελίωση
τέτοια ώστε να αποτρέπεται η υγρασία του εδάφους (Μουτσόπουλος, 2001). Το μέλλον των
οικιστικών συνθέσεων της παρούσας μελέτης είναι συνυφασμένο με επεμβάσεις όπως:

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 176


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

 επαναχρησιμοποίηση των δομικών υλικών από τις υφιστάμενες κατασκευές, όπως λίθων,
ωμόπλινθων, κεραμιδιών, (οικονομία και οικολογική φιλοσοφία των υλικών της κατασκευής)
και ταυτόχρονα αποφυγή της ρίψης μπαζών στο περιβάλλον.

 στατική ενίσχυση των δομικών μελών κάθε κτίσματος (διαφραγματική λειτουργία στέγης
και πατωμάτων, συνδέσεις τοίχων μεταξύ τους, αντικατάσταση φθαρμένων ξύλινων
ελκυστήρων σε ξυλοδεσιές, κ.α.).

 αποφυγή κινδύνου τρωτότητας και ενίσχυση των κατασκευαστικού συστήματος, π.χ.


ξυλοδεσιές, αυτοφερόμενου σκελετού στο εσωτερικό των κτισμάτων ο οποίος θα συνδέεται
με τις τοιχοποιίες με σκοπό την αντοχή στο χρόνοι και σε νέες χρήσεις.

 διατήρηση της κλίμακας και της μορφολογίας των ανοιγμάτων.

 έμφαση στη βιοκλιματική φυσιογνωμία των κατασκευών (κατάλληλος προσανατολισμός


ανοιγμάτων προς το νότο, θερμοχωρητικές ιδιότητες ωμόπλινθων, θερμοκηπιακές διατάξεις,
διπλοί υαλοπίνακες στα ξύλινα κουφώματα, ορθή βιοκλιματικά φύτευση σε σχέση με το
προσανατολισμό των ανοιγμάτων, κ.α.) Τους χειμερινούς μήνες θα γίνεται χρήση
φωτοβολταϊκών διατάξεων και ηλιακών συλλεκτών (θέρμανσης μέσω συλλεκτών ηλιακής
ενέργειας) ενώ συνεπικουρικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα τζάκια ή οι ξυλόσομπες
αποφεύγοντας την ευρεία χρήση μηχανικών μέσων. Τοίχοι trompe και θερμοκηπιακές
διατάξεις δεν προτείνεται να χρησιμοποιηθούν ούτε σε υφιστάμενες ούτε και σε νεόδμητες
κατασκευές καθώς αποτελούν «σκληρές» επεμβάσεις και δεν εναρμονίζονται αισθητικά με
τα υφιστάμενα κελύφη. Εξάλλου, δεν είναι γνωστή προηγούμενη κατασκευή τοίχου trompe
ή θερμοκηπίου (ηλιακού χώρου) σε παραδοσιακό περιβάλλον μέχρι σήμερα. Οι νεόδμητες
κατασκευές, όπως το κτίριο γραφείων (Παράρτημα Γ, Σχέδια Γ-44, / Γ-47) και εργαστηρίων
(Παράρτημα Γ, Σχέδια Γ-52 / Γ-58), είναι κτισμένα με σύγχρονα υλικά και με συνθετικές
αρχές αναφορές στα κτίρια που προϋπήρχαν στη θέση τους. Η μορφή των προϋπαρχόντων
αυτών κτισμάτων είναι γνωστές από παλαιότερο φωτογραφικό υλικό και αφηγήσεις των
κατοίκων. Η χρήση τους δεν μπορούσε να φιλοξενηθεί από κάποιο υφιστάμενο κτίσμα
πλησίον του ερευνητικού κέντρου.

H ανασυγκρότηση τοπικής αρχιτεκτονικής σημαίνει την εφαρμογή μιας προγραμματισμένης


διαδικασίας αλλαγής για τη βελτίωση, αναζωογόνηση και αναγέννηση του υπάρχοντος
δομημένου χώρου. Αυτή η διαδικασία αναζητά την ισορροπία μεταξύ των
κληρονομούμενων αξιών, της οικονομικής αποδοτικότητας και της προστασίας του
περιβάλλοντος, αναζητώντας λύσεις στη σύγχρονη πραγματικότητα και στην ιδιαιτερότητα

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 177


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

του τόπου. Ουσιαστικά σημαίνει εφαρμογή των αρχών της βιώσιμης και αειφόρου
ανάπτυξης που εδράζονται στο ισοδύναμο τρίπτυχο: περιβαλλοντική προστασία–οικονομική
άνθηση–κοινωνική ευημερία, μέσα από την ανάγκη διαχείρισης και προβολής της
ιδιαιτερότητας του τόπου57.

Προτείνονται οι επεμβάσεις στο σώμα του οικισμού σύμφωνα με το Σχέδιο Γ-2 (Παράρτημα
Γ), όπως η δημιουργία διεπιστημονικού κέντρου μελέτης και προβολής πηλού και
ωμοπλινθόκτιστων κατασκευών πηλού σε χώρο κοντά στο κέντρο του Άνω Κρανιώνα με την
αποκατάσταση όλων των κτιρίων και την ταυτόχρονη διαμόρφωση του κεντρικού χώρου του
οικισμού (Παράρτημα Γ, Σχέδιο Γ-5). Η επιλογή της χωροθέτησης του διεπιστημονικού
κέντρου έγινε με γνώμονα την ελάχιστη οπτική όχληση και αλλοίωση του υπάρχοντος
δομημένου και φυσικού αποθέματος, το σεβασμό στο φυσικό περιβάλλον, πιο ψηλά από το
κεντρικό σημείο του οικισμού, ενώ ταυτόχρονα χαρίζει πανοραμική θέα προς τους απέναντι
ορεινούς όγκους, το Λαδοπόταμο, τον Κάτω Κρανιώνα και προς όλη την περιοχή των
Κορεστίων. Το καινούριο αυτό κτίσμα μοιάζει να «φυτρώνει» και να «ξεπετάγεται» από το
χώμα επιτυγχάνοντας τη νοητική και σχεδιαστική αναφορά στην πλίνθο και τα υλικά
προέλευσής της. Πρόκειται για ισόγειο υπόσκαφο κτίσμα που δεν διαθέτει όροφο αφού
σκοπός υπήρξε η διατήρηση της ανθρώπινης κλίμακας στο τοπίο.

Βασική επιδίωξη για οποιαδήποτε κανούρια κατασκευή ήταν η εννοιολογική παραπομπή


στην πλίνθο, το βασικότερο υλικό δόμησης των υπαρχόντων κτισμάτων: το χώμα (η γη και το
βουνό, υπόσκαφα τμήματα), το νερό (ποτάμι) και ο ήλιος. Προτίμηση είναι η τοποθέτηση
υπόσκαφης κατασκευής η οποία δεν αλλάζει τα μορφολογικά και εικονολογικά
χαρακτηριστικά του δομημένου περιβάλλοντος και το φυσικό περιβάλλον. Ουσιαστικά,
σχεδιαστική πρόθεση είναι η δημιουργία ενός σύγχρονου χώρου, μέσα στον παραδοσιακό
οικισμό και σε αρμονική σχέση μαζί του, ο οποίος μπορεί να αποτελέσει καταλύτη στην
ανάπτυξη συλλογικών δραστηριοτήτων, να γίνει φορέας πολύπλευρων υπηρεσιών προς την
κοινότητα και χώρος κοινωνικής επικονίασης. Επίσης δίνεται η δυνατότητα μελλοντικής
επέκτασης. Βασικός γνώμονας σχεδίασης ήταν η βιοκλιματική λειτουργία ώστε να μπορούν

57
Η ενασχόληση με την αισθητική κάθε τόπου και με τη διαπίστωση μιας τάσης προς την α-τοπικότητα σε
καμιά περίπτωση δεν είναι αποτέλεσμα της νοητικής αντίληψης του 20ου αιώνα. Διανοούμενοι, όπως ο
πολυγραφότατος John Ruskin, εξοπλισμένοι με ένα φυσικό εμπειρικισμό και με μια φαινομενομενολογική
προσέγγιση, κατέγραψαν, συνέκριναν και αξιολόγησαν την εικόνα και τα αρχιτεκτονικά συστατικά κάθε τόπου,
πέρα από τα κυρίαρχα στοιχεία της προσαρμογής στο κλίμα και την τοπογραφία. Αναγνώρισαν ότι οι
αρχιτεκτονικές μορφές των κτισμάτων χρειάζεται να προσαρμόζονται στην αισθητική του ευρύτερου τοπίου και
να προβάλλουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα κάθε λαού. Επίσης, ανέδειξαν τη μορφολογική μέθοδο προσέγγισης,
δηλαδή εκείνη που ξεχωρίζει τα μορφολογικά στοιχεία, τα εξετάζει ξεχωριστά και τα συνθέτει έτσι, ώστε να
παραχθούν γενεσιουργές ταξινομήσεις. Βλ. Θεοδωράκη-Πάτση, Τζ. (2011). Αρχιτεκτονική στον αγροτικό χώρο.
Αθήνα.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 178


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

τέτοια κτίρια δημόσιας κλίμακας και κατοικίες να ανταποκριθούν «φυσικά» στις ενεργειακές
τους ανάγκες. Η κατασκευή αυτή βρίσκεται πλησίον της κεντρικής πλατείας του οικισμού η
οποία έχει φυσική διαμόρφωση που παραπέμπει σε βυθισμένη πλατεία με οπτικές φυγές και
πανοραμική θέα αλλά και προστασία από τους βόρειους ανέμους.

Βασικοί στόχοι της βιώσιμης ανάπτυξης του οικισμού είναι:

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ ΔΡΑΣΕΙΣ

Βελτίωση της κατάστασης των • Βελτίωση κι επέκταση των δικτύων ύδρευσης και αποχέτευσης του
θέσεων υποδομής οικισμού
Μη περαιτέρω επέκταση του • Αποκατάσταση κι επανάχρηση των διατηρητέων κτισμάτων, για τη
οικισμού στέγαση παλαιών αλλά και νέων χρήσεων. Επιδίωξη αποτελεί η
επαναχρησιμοποίηση κτισμάτων και όχι η δημιουργία νέων.
Βελτίωση των προσβάσεων – • Χάραξη βασικών αξόνων κίνησης οχημάτων, καθώς και των
αστικός σχεδιασμός πρωτευόντων και των δευτερευόντων πεζοδρόμων με πλακοστρώσεις ή όχι,
κατά περίπτωση.

• Διαμόρφωση αδιαμόρφωτων ανοικτών χώρων και μετατροπή αυτών σε


Ανάπτυξη τοπικής αγροτικής • Προώθηση τοπικών προϊόντων (φασολιών, καρυδιών,
χώρους πράσινου.
παραγωγής γαλακτοκομικών προϊόντων, κ.α.)

• Διοργάνωση εκδηλώσεων γύρω από τη χρήση του πηλού


Ενίσχυση δευτερογενούς τομέα • Πρόταση για οργάνωση συνεταιρισμού και δημιουργία χώρου
προϊόντων χειροτεχνίας, κ.α.

Στήριξη τουριστικής • Διατήρηση του παραδοσιακού χαρακτήρα του οικισμού (πλακοστρώσεις,


δραστηριότητας συμπλήρωση αστικού εξοπλισμού, σήμανση, κ.τ.λ.)

• Δημιουργία λαογραφικού μουσείου.

• Διατήρηση παραδοσιακών κτιρίων και επανάχρησή τους με σκοπό την


επανακατοίκηση του οικισμού και την τόνωση της τουριστικής κίνησης.

• Αποκατάσταση εκκλησιών, νερόμυλου και κτιρίων τα οποία έχουν σχέση


με την ιστορία της περιοχής (π.χ., οικία Γεωργίου Παπαδόπουλου στον
Μαυρόκαμπο, οικία όπου σκοτώθηκε ο Παύλος Μελάς, οικία καπετάν
Κώττα, κ.α.).

• Αξιοποίηση μοναδικών κτισμάτων, όπως οι «φυλάχτρες» από


ωμόπλινθους ανάμεσα στον Κρανιώνα και τον Μαυρόκαμπο.
Δημιουργία θέσεων εργασίας • Με αφορμή το διεπιστημονικό κέντρο, την αναβίωση-επανεγκατάσταση
και επανακατοίκηση του οικισμού, τους ξενώνες, τη λαογραφική συλλογή,
το μικρό μουσείο, κ.α.

• Οικονομική και πολιτισμική τόνωση όλων των οικισμών των Κορεστίων.

• Εκσυγχρονισμός της κτηνοτροφίας και των γεωργικών προϊόντων.

• Το ερευνητικό κέντρο θα βοηθήσει στην ανάδειξη, προβολή και


προώθηση των παλιών κατασκευών, στις μεθόδους αποκατάστασής τους
και θα συνεισφέρει στην παραγωγή νέων προϊόντων (σύγχρονες
ωμόπλινθοι, πηλός, κ.α.)

• Ανάπτυξη αγροτουρισμού
Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 179
• Σύσταση τοπικών συνεταιρισμών (π.χ. γυναικείων συνεταιρισμών) που θα
προωθούν τοπικά προ- ϊόντα
Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Έργα υποδομής • Έργα ύδρευσης και αποχέτευσης όλων των οικισμών που συναποτελούν
τα Κορέστεια.

Προστασία περιβάλλοντος • Προστασία καιτηλεπικοινωνιακές


Τεχνικές και προβολή της χλωρίδας και πανίδας της περιοχής.
υποδομές.

• Δημιουργία παρατηρητηρίων και διαμόρφωση ορεινών μονοπατιών.

Όσον αφορά το φυσικό περιβάλλον, κρίνεται σημαντική η προστασία και προβολή της
χλωρίδας και της πανίδας της περιοχής. Προτείνεται η διαμόρφωση υπαίθριων χώρων για
στάση και αναψυχή και η δημιουργία παρατηρητηρίων άγριων θηλαστικών, όπως αρκούδων,
άλλων θηλαστικών και πτηνών. Στην κατεύθυνση της προστασίας του περιβάλλοντος μπορεί
να βοηθήσει η δημιουργία του προτεινόμενου διεπιστημονικού κέντρου το οποίο μπορεί να
λειτουργεί σε συνεργασία με την πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση
των νομών Φλώρινας και Καστοριάς και την Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας. Βασική
κατεύθυνση αποτελεί:

 ο εκσυγχρονισμός του πρωτογενούς τομέα και της κτηνοτροφικής παραγωγής

 η αναδιάρθρωση της γεωργικής παραγωγής

 η ανάπτυξη αγροτουρισμού (δημιουργία υποδομών για τουριστική ανάπτυξη, μετατροπή


ορισμένων αποκατεστημένων κτιρίων σε ξενώνες, συνεργασία με ΕΟΤ, τουριστικά
πρακτορεία, κ.λπ.)

Η αναβάθμιση του οικιστικού περιβάλλοντος (Τομ. Πολεοδ. Χωροτ. Περιφ. Αναπτ. Τμημ.
Αρχιτ. ΑΠΘ, 2001) μπορεί να επιτευχθεί με:

 τη μελέτη χωροθέτησης νέων χρήσεων (κατοικίες, διεπιστημονικό κέντρο μελέτης


πηλού, λαογραφικό μουσείο, ξενώνες, κ.λπ.) σε διατηρητέα κτίρια

 την αποκατάσταση κατοικιών και λοιπών κτισμάτων

 τη βελτίωση οργάνωσης κυκλοφορίας και οχημάτων

 τον εμπλουτισμό με στοιχεία αστικού εξοπλισμού

 την αξιοποίηση του υδατικού δυναμικού με την υδατοδιαδρομή

Βασικές αρχές σχεδιασμού είναι:

 η προσαρμογή των νέων κτισμάτων στο υφιστάμενο φυσικό και ανθρωπογενές


περιβάλλον και η αποφυγή της διατάραξης της αισθητικής ατμόσφαιρας του τοπίου και του
πνεύματος του τόπου. Προσπάθεια υπήρξε να μη δημιουργηθεί αντίφαση ή ρήξη με την
ταυτότητα και τη φυσιογνωμία της περιοχής.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 180


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

 η δημιουργία ενός χώρου ζωντανού, ικανού να βιωθεί από τους ανθρώπους του και όχι η
δημιουργία ενός χώρου–μουσείου, άψυχου και διακοσμητικού. Στόχος δεν είναι η
διαμόρφωση ενός πλαστού σκηνικού ευχάριστου στο μάτι αλλά ενός πραγματικού θύλακα
ζωής που θα συνυπάρχει με τη φύση της περιοχής.

 η διατήρηση της υπάρχουσας βλάστησης και η προσθήκη νέας, με βάση τα τοπικά


ενδημικά φυτά.

 η χρησιμοποίηση δομικών υλικών που «βγάζει» ο τόπος (πλινθιά, πέτρα, ξύλο).

 η ενσωμάτωση στις προτεινόμενες επεμβάσεις των υπαρχόντων κατασκευών και η


ανάδειξή τους. Ένα ερειπωμένο κτίσμα ενδέχεται να μην έχει καμία αισθητική αξία. Ωστόσο,
αποτελεί κομμάτι του τόπου, βρίσκεται χρόνια σ’ αυτόν και κυρίως είναι γνώριμο στοιχείο
στη μνήμη πολλών. Βασική σχεδιαστική αρχή είναι όχι η αντικατάσταση αυτών με άλλα
σύγχρονα, αλλά ο σεβασμός τους και η αξιοποίησή τους ως κομμάτια μιας διαδρομής στο
χρόνο.

9.2. Τεχνικές επεμβάσεων επισκευής και ενίσχυσης των κτισμάτων

Το σχήμα και ο συνδυασμός των επεμβάσεων περιλαμβάνει εργασίες επισκευής κι ενίσχυσης


του δομοστατικού χαρακτήρα των υπαρχόντων κτισμάτων με κύριο στόχο:

 την αποκατάσταση βλαμένων τμημάτων τοιχοποιιών και φέρουσας ικανότητας


κατασκευών

 την εξασφάλιση των κτισμάτων έναντι σεισμικών δυνάμεων

9.3. Υλικά επισκευών και ενισχύσεων

Οι μελέτες και εφαρμογές που έχουν συστηματικά διεξαχθεί για τις επεμβάσεις σε ιστορικές
και παραδοσιακές κατασκευές συνέβαλλαν στην ανάπτυξη τεχνογνωσίας και γνώσης υλικών
τα οποία θα χρησιμοποιηθούν σε κτίσματα από φέρουσα τοιχοποιία.

9.3.1. Κονιάματα

Η χρήση των κονιαμάτων είναι επιβεβλημένη, κυρίως για τους λιθόκτιστους ναούς ώστε να
αποκατασταθούν οι ρωγμές, οι τοπικές καθαιρέσεις και τμήματα αποκολλημένων

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 181


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

τοιχοποιιών, π.χ. με λιθοσυρραφή. Το εφαρμοσθέν κονίαμα θα πρέπει να διαθέτει τα ίδια


χαρακτηριστικά και να είναι συμβατό με το υφιστάμενο για να εξασφαλιστεί η σωστή
πρόσφυση.

Κατά το σχεδιασμό του νέου κονιάματος βάσει των αναλύσεων (Στεφανίδου, 2001) των
παλαιών υλικών και του περιβάλλοντος του εκάστοτε κτιρίου, παράγοντες όπως οι
θερμοκρασιακές συνθήκες, η υγρασία, η παρουσία υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα, η
ταχύτητα του ανέμου λαμβάνονται υπόψη για τον σχεδιασμό της απαιτούμενης
ανθεκτικότητας του νέου κονιάματος (Παπαγιάννη, 2006). Ο πηλός χρησιμοποιείται στα
πηλοκονιάματα, ως προϊόν ανάμειξης αργίλου και μικρής κοκκομετρικής διατομής άμμου με
καλές θερμομονωτικές ιδιότητες.

Ο πηλός σκληρύνεται κι αναπτύσσεται αντοχή απουσία υγρασίας (αερική κονία). Ο πηλός


είναι η παλαιότερη συνδετική κονία, αποτελείται από αργιλοπυριτικές ενώσεις γνωστές ως
ορυκτά αργίλου σε λεπτό καταμερισμό<2μm και άμμο (0,25-2mm) (Παπαγιάννη, 2010). Οι
κρύσταλλοι ορυκτών της αργίλου συνήθως εξαγωνικού σχήματος διατάσσονται σε
παράλληλα επίπεδα (waters) εντός των οποίων συγκρατούνται υδροξύλια ΟΗ- ή άλλες
προσμίξεις. Το μειονέκτημα διόγκωσης και συστολής πολύ γρήγορα αναγνωρίστηκε και
αντιμετωπίστηκε με την προσθήκη ινών, κυρίως φυσικών, ή απλώς με την αύξηση της
αναλογίας της άμμου στον πηλό. Σε σύγχρονα πηλοκονιάματα προστίθεται ένα ποσοστό
τσιμέντου (soil cement) (Παπαϊωάννου, 1998).

9.3.2. Ξυλεία

Στο πλαίσιο της αναβίωσης με βιοκλιματικό πρόσημο απαραίτητη είναι η αντικατάσταση της
φθαρμένης ξυλείας σε καίρια σημεία της κατασκευής, όπως στη στέγη και στα πατώματα. Ο
τύπος της ξυλείας θα είναι όμοιος με τον υπάρχοντα καθώς και η ποιότητά της. Ιδιαίτερη
πρόνοια θα πρέπει να λαμβάνεται στη σύνδεση των ξύλινων δοκών με τις τοιχοποιίες.

9.4. Πρακτικές αποκατάστασης κτισμάτων από ωμόπλινθους

Στις περισσότερες χώρες του κόσμου δεν υπάρχει τοπικός κανονισμός για την αποτίμηση ή
το σχεδιασμό κτηρίων από φέρουσα τοιχοποιία με ωμόπλινθους. Η έλλειψη αξιόπιστων
τεχνικών οδηγιών, η εν γένει ανομοιογένεια των ωμόπλινθων και η ανομοιομορφία του
δομικού συστήματος των κτηρίων καθιστούν την εφαρμογή υπολογιστικής διαδικασίας

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 182


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

αποτίμησης και ενίσχυσης αρκετά δύσκολη. Συνεπώς, στις πλείστες περιπτώσεις, οι


επεμβάσεις όπου γίνονται αποφασίζονται κυρίως μετά από επί τόπου έλεγχο και με βάση
την εμπειρία των εμπλεκόμενων μηχανικών και λιγότερο με τη βοήθεια υπολογιστικών
διαδικασιών. Οι τεχνικές ενισχύσεων που εφαρμόζονται βασίζονται κυρίως στην τοπική
οικοδομική παράδοση και σκοπό έχουν την επαναφορά των κτισμάτων σε λειτουργική
κατάσταση με επαρκή μελέτη και στατική ενίσχυση του δομικού σκελετού με
αποτελεσματικές μεθόδους.

9.4.1. Επεμβάσεις στη θεμελίωση της ωμοπλινθοδομής

Οι επεμβάσεις που γίνονται στη λίθινη θεμελίωση των ωμοπλινθοδομών στοχεύουν κυρίως
στην ενίσχυσή της και στην αποτροπή διείσδυσης υγρασίας. Για την αντιμετώπιση της
ανιούσας υγρασίας χρησιμοποιούνται δύο μέθοδοι. Η πρώτη είναι η εγκατάσταση
υγρομονωτικών μεμβρανών, είτε στη μάζα της λιθοδομής, είτε μεταξύ της λιθοδομής και της
ωμοπλινθοδομής. Σε αυτή την περίπτωση η υγρασία μπορεί να προσπεράσει τη μονωτική
μεμβράνη μέσα από την εσωτερική επιφάνεια του πατώματος ή ακόμα και μέσα από τη μάζα
της τοιχοποιίας όταν η τοποθέτηση δεν γίνει ορθά. Επίσης η επιφάνεια της λιθοδομής που
βρίσκεται πιο κάτω από τη μεμβράνη παραμένει εκτεθειμένη στη δράση της υγρασίας. Η
δεύτερη μέθοδος στοχεύει στη δημιουργία ενός αδιαπέρατου φράγματος μέσω της έγχυσης
υδαταπωθητικού υλικού στη μάζα της λιθοδομής με τη χρήση ενεμάτων. Στην πράξη όμως η
δημιουργία ενός αδιαπέρατου φράγματος είναι ουσιαστικά ανέφικτη αφού το υλικό είναι
πολύ δύσκολο να διεισδύσει σε όλες τις διόδους υγρασίας της ακανόνιστης λιθοδομής
(Ιλλαμπάς, 2010). Η ενίσχυση της θεμελίωσης συνήθως περιορίζεται στην ανακατασκευή
των περιοχών που έχουν πάθει βλάβες. Σε μερικές περιπτώσεις γίνεται ενίσχυση με την
εφαρμογή τσιμεντενέσεων ή πιο σπάνια με πασσάλους.

9.4.2. Αποκατάσταση διαβρωμένου-αποσαθρωμένου υλικού

Σε ωμόπλινθους που παρουσιάζουν μόνο επιφανειακή διάβρωση-αποσάρθρωση απλά


αφαιρείται η εξωτερική επιφάνεια με τριβή και παραμένει ο υγιής πυρήνας. Υλικό που έχει
επηρεαστεί σημαντικά από διάβρωση και εμφανίζει μεγάλο βαθμό αποσάθρωσης
αντικαθίσταται από νέους ωμόπλινθους, σε διαδοχικές φάσεις, ενώ προσωρινά στηρίγματα
τοποθετούνται κατά μήκος της τοιχοποιίας ώστε να εξασφαλίζεται η ευστάθειά της κατά τις
εργασίες αποκατάστασης. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που παρουσιάζεται κατά την

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 183


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

αντικατάσταση υλικού με νέους ωμόπλινθους είναι η έλλειψη ελέγχου της ποιότητας και της
μεθόδου παρασκευής των νέων υλικών.

9.4.3. Αποκατάσταση επιχρισμάτων


Η αποκατάσταση των επιχρισμάτων θα εκτελείται με τον παραδοσιακό τρόπο. Ξύλινες
σφήνες τοποθετούνται σε τακτά διαστήματα πάνω στην επιφάνεια της τοιχοποιίας ώστε να
ενισχύσουν την πρόσφυση των επιχρισμάτων. Υπάρχει δυνατότητα τοποθέτησης
συρμάτινων πλεγμάτων που στερεώνονται πάνω στην επιφάνεια ωμοπλινθοδομών με
καρφιά που χρησιμοποιούνται ως ενίσχυση για επιχρίσματα. Στην πράξη όμως, έχει
αποδειχτεί ότι η επίδραση της υγρασίας, οι θερμοκρασιακές μεταβολές και η
ανακυκλιζόμενη σεισμική δράση μπορούν να οδηγήσουν σε απότομη αποκόλληση
τεράστιων τμημάτων του συρμάτινου πλέγματος και του επιχρίσματος. Τα επιχρίσματα που
χρησιμοποιούνται έχουν κυρίως ως βάση τους τον πηλό. Σε ορισμένες περιπτώσεις σε χωριά
των Κορεστίων, έχει παρατηρηθεί χρήση επιχρισμάτων με βάση το τσιμέντο πάνω σε
ωμοπλινθοδομές τα οποία όμως, λόγω της αδιαπερατότητας τους, παγιδεύουν την υγρασία
μέσα στη μάζα της τοιχοποιίας, οδηγώντας σε σταδιακή διάβρωση του πυρήνα της. Ακόμα,
τα άλατα που ελευθερώνονται από το τσιμέντο έχει αποδειχτεί ότι επηρεάζουν αρνητικά τη
μηχανική συμπεριφορά των ωμόπλινθων. Επίσης, η χρήση τσιμέντου είναι ασύμβατη με τον
ιστορικό/ παραδοσιακό χαρακτήρα των κτηρίων από ωμοπλινθοδομή και με τη φιλικότητα
προς το περιβάλλον των υλικών που τα αποτελούν (χώμα, πηλός, ξύλο, άχυρο, κ.α.).

9.4.4. Αποκατάσταση ρωγμών και τοπικών καταρρεύσεων – πηλοενέματα

Η τεχνική και τα υλικά που χρησιμοποιούνται για την αποκατάσταση ρωγμών και τοπικών
καταρρεύσεων σε ωμοπλινθοδομές εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το μέγεθος και την
έκταση της βλάβης. Μικρές ρωγμές (≤15 mm), που δεν επηρεάζουν σε βάθος την
τοιχοποιία, γεμίζονται με ενέματα κονιάματος. Η τεχνική αυτή επιτρέπει μόνο την
παραλαβή θλιπτικών τάσεων στην περιοχή της ρωγμής. Σε ρωγμές μεγάλου ανοίγματος
(≥15 mm), εκτός από την πλήρωση με κονίαμα γίνεται και συρραφή, ώστε να επιτευχθεί η
μεταφορά τάσεων εκατέρωθεν της ρωγμής. Η συρραφή γίνεται και στις δύο πλευρές της
τοιχοποιίας με τη χρήση ξύλινων ή μεταλλικών στοιχείων (Παπαγιάννη, Αργυρόπουλος,
κ.ά., 2012).

Σε διαμπερείς ρωγμές γίνεται καθαίρεση μέρους της τοιχοποιίας γύρω από τη ρωγμή και

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 184


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

αναδόμηση, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις γίνεται και ταυτόχρονη εφαρμογή συρραφής.


Τοπικές καταρρεύσεις αντιμετωπίζονται με απομάκρυνση του υλικού που έχει υποστεί
βλάβη, αναδόμηση με νέο υλικό και, όπου κρίνεται αναγκαίο, συρραφή.

Σήμερα τα πηλοενέματα (Παπαγιάννη, κ.α., 2010) δε χρησιμοποιούνται ως κατασκευαστικά


υλικά στη σύγχρονη δόμηση αλλά κυρίως ως επισκευαστικά στην αποκατάσταση
πλινθόκτιστων κτιρίων, ιστορικών ή σύγχρονων, εξαιτίας της μεγαλύτερης συμβατότητας
τους με τα ήδη υπάρχοντα υλικά. Η σύνθεση των πηλοενεμάτων παρουσιάζει μεγάλες
δυσκολίες οι οποίες οφείλονται στην ιδιαιτερότητα του πηλού ως δομικό υλικό. Ο πηλός είναι
εδαφικό υλικό και η σύστασή του διαφέρει ανάλογα με την περιοχή προέλευσής του. Επίσης
δεν έχουν καθοριστεί κριτήρια που θα οδηγούσαν στην ακριβή εκτίμηση της συμπεριφοράς
των παρασκευαζόμενων πηλοενεμάτων (ό. π.).

9.4.4.1. Ενίσχυση του δομικού σκελετού

Το πρώτο βήμα που γίνεται για την ενίσχυση του δομικού σκελετού είναι η αποκατάσταση
της φέρουσας ικανότητας της τοιχοποιίας και των επιμέρους δομικών στοιχείων με τη
διεξαγωγή των απαραίτητων επεμβάσεων. Μεγάλη σημασία δίνεται στη βελτίωση της
σύνδεσης διασταυρούμενων τοίχων, καθώς αυτή διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο στη
συμπεριφορά του κτηρίου υπό την επίδραση σεισμικών δράσεων. Όπου κρίνεται αναγκαίο,
γίνεται καθαίρεση της τοιχοποιίας στα σημεία που συνδέονται διασταυρούμενοι τοίχοι και
ακολουθεί αναδόμηση με τρόπο που να εξασφαλίζει το «αλληλοκλείδωμα» των τοίχων
αυτών (Ιλλαμπάς, 2010).

Μια άλλη τεχνική είναι η εγκατάσταση γωνιακών ξύλινων ή μεταλλικών συνδέσμων προς
ενίσχυση της σύνδεσης μεταξύ τοίχων. Για την ενίσχυση της διαφραγματικής λειτουργίας
των ανώτερων πατωμάτων και της οροφής, συχνά τοποθετούνται επιπρόσθετες οριζόντιες
δοκοί που συνδέουν απέναντι τοίχους, ώστε να αυξηθεί ο βαθμός υπερστατικότητας του
φέροντα οργανισμού. Μία αρκετά αποτελεσματική μέθοδος ενίσχυσης είναι η εγκατάσταση
ξύλινης δοκού περιμετρικά του κτηρίου στο ύψος των ανοιγμάτων ή/και της οροφής. Οι
ξυλοδεσιές αυτές συμβάλλουν στην παραλαβή οριζόντιων σεισμικών φορτίων, ενισχύουν τη
σύνδεση μεταξύ των περιμετρικών τοίχων και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την έδραση
των δοκών της οροφής.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 185


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

10. ΑΝΑΛΥΣΗ ΒΙΟΚΛΙΜΑΤΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ


ΠΕΡΙΟΧΗΣ
10.1. Βιοκλιματική απόκριση των οικισμών

Ως περιβαλλοντική απόκριση της περιοχής θεωρείται ο τρόπος με τον οποίο ο οικιστικός


ιστός «συνδιαλέγεται» με το φυσικό περιβάλλον ώστε να εξασφαλίζονται οι βέλτιστες
συνθήκες θερμοκρασιακής άνεσης και υγιεινής του ανθρώπου και να διαμορφώνονται
συνθήκες ομαλής ένταξης των κτιριακών κελυφών στη φύση με το μικρότερο οικολογικό
αποτύπωμα. Οι παραδοσιακοί οικισμοί, γενικά, παρουσιάζουν ικανοποιητική περιβαλλοντική
απόκριση για πολλούς λόγους, όπως, η χρήση φυσικών υλικών, το αυξημένο ποσοστό
πράσινου σε σχέση με τους αστικούς σχηματισμούς, η χαμηλότερη πυκνότητα, κ.α. Η
διερεύνηση της περιβαλλοντικής απόκρισης θα επιχειρηθεί στο επίπεδο του λεγόμενου
«αστικού σχεδιασμού», όρος που δεν είναι απόλυτα δόκιμος για τις περιπτώσεις μικρών
οικιστικών παραδοσιακών συνόλων, και σε κλίμακα κτιρίου.

10.1.1. Κλιματολογικά δεδομένα

Το κλίμα της περιοχής μελέτης χαρακτηρίζεται ως ορεινό ηπειρωτικό με ψυχρούς χειμώνες


και δροσερά καλοκαίρια ενώ το τοπίο συντίθεται από εγκαταλελειμμένα πλινθόκτιστα σπίτια
και γεωργικές καλλιέργειες τις οποίες διαδέχονται δρυοδάση και μεικτά δάση. Τα Κορέστια
βρίσκονται σε υψόμετρο 800-900 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, έχουν τη
χαμηλότερη μέση θερμοκρασία σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα που δεν ξεπερνά τους
15οC. Η χαμηλότερη μέση μηνιαία θερμοκρασία παρατηρείται κατά το μήνα Ιανουάριο και
έχει τιμή 2,2οC και η υψηλότερη τον Ιούλιο με τιμή 24οC (T.O.T.E.E., 2012). Οι παραπάνω
τιμές αφορούν την Καστοριά (Πίνακας 10-1), ενώ για τα Κορέστεια είναι 2-3 χαμηλότερες
τόσο ως προς τις μέγιστες όσο και τις ελάχιστες τιμές. Γενικά, οι χειμώνες είναι ψυχροί και η
θερινή περίοδος δροσερή. Χαρακτηριστικά οι κάτοικοι τις νύχτες, κατά τις οποίες
παρατηρείται καύσωνας σε μεγάλα αστικά κέντρα, ανέφεραν ότι η χρήση μάλλινης
κουβέρτας είναι επιβεβλημένη εξαιτίας του έντονου δροσισμού. Εξάλλου, οι περισσότεροι
οικισμοί είναι κτισμένοι δίπλα σε όχθες του ποταμού και στην πλαγιά του ορεινού όγκου. Το
νερό χαρακτηρίζεται από μεγάλη θερμοχωρητικότητα και ανακλαστικότητα.
ΣΥΝΤΕΤ

ΜΗΝΑΣ

ΑΝΑΦΟ
ΠΕΡΙΟΔ
ΑΓΜΕΝ

ΑΝΕΜΟΙ
ΥΕΤΟΥ
ΥΨΟΣ

ΣΤΑΘΜΟΣ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΕΣ (oC) ΗΛΙΟΦΑΝΕΙΑ


(mm)

ΡΑΣ

(μποφώρ)
ΟΣ
ΕΣ

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 186


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

ΜΕΣΗ ΜΕΓΙΣΤΗ

ΜΕΣΗ ΝΕΦΩΣΗ
ΜΕΣΗ ΕΝΤΑΣΗ

(ώρες / μήνα)
ΕΠΙΚΡΑ/ΣΑ
ΕΛΑΧΙΣΤΗ

ΕΛΑΧΙΣΤΗ
ΑΠΟΛΥΤΗ

ΑΠΟΛΥΤΗ

ΔΙΑΡΚΕΙΑ
ΜΕΓΙΣΤΗ

(όγδοα)
Δ/ΝΣΗ
ΜΕΣΗ
ΙΟΥΛ 8,4 14,4 29,7 41,6 ΒΔ 1,5 327,5 2,2 26,2
40ο 27΄

1980-2001
Β ΑΥΓ 3,6 14,3 29,6 39,0 ΒΔ 1,2 305,0 2,2 30,8
ΚΑΣΤΟΡΙΑ
21ο 17΄ ΙΑΝ -22,4 -1,9 6,8 17,6 ΒΔ 0,9 135,7 4,3 36,8
Ε
ΦΕΒ -15,8 -1,3 8,1 20,2 ΒΔ 1,1 128,5 4,5 48,1

Πίνακας 10-1: κλιματολογικά και θερμοκρασιακά δεδομένα Καστοριάς. Γίνεται η παραδοχή ότι τα
δεδομένα της περιοχής είναι παρόμοια με αυτά της Καστοριάς (Πηγή: Τ.Ο.Τ.Ε.Ε., 2010).

Η περιοχή ανήκει στην κλιματική ζώνη Δ (Τ.Ο.Τ.Ε.Ε., 2010). Σύμφωνα με την κατάταξη
Koppen-Geiner (χάρτης 10-1), η περιοχή μελέτης εντάσσεται στην κατηγορία ηπειρωτικού
αξηρικού κλίματος με δροσερό θέρος. Το τοπικό κλίμα έχει χαρακτηριστικά τα οποία
επηρεάζονται τόσο λόγω της γεωγραφικής θέσης του οικισμού όσο και της μορφής του
οικιστικού ιστού.

Χάρτης 10-1: κλιματική κατάταξη περιοχών της Ελλάδας κατά Koppen-Geiner (Πηγή:
http://www.meteoclub.gr/themata (Ημερομηνία επίσκεψης 17-11-2017).

Η μέση ετήσια τιμή σχετικής υγρασίας στο σταθμό της Φλώρινας αγγίζει το ποσοστό 70,2%
και στην Καστοριά το 63,39% με τη μηνιαία διακύμανση τιμών σχετικής υγρασίας να
αποτυπώνονται στο Διάγραμμα 10-1.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 187


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Διάγραμμα 10-1: σχετική υγρασία στους μετεωρολογικούς σταθμούς Φλώρινας και Καστοριάς, )Πηγή:
Γιαννάκης Ν., Αργυρόπουλος Δ., κ.α. (1999), Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη Εθνικού Δρυμού Πρεσπών,
Φλώρινα, ΝΑ Φλώρινας, σ. Β-28).

Επίσης, η περιοχή ανήκει στην ζώνη Ι σεισμικής επικινδυνότητα (χάρτης 10-2).

Χάρτης 10-2: νέος χάρτης σεισμικής επικινδυνότητας ελληνικού χώρου (Πηγή: http://portal.tee.gr).

10.1.2. Χωροθέτηση

Το περιβάλλον διαδραματίζει διαχρονικά καθοριστικό ρόλο στην επιλογή ενός τόπου

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 188


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

ανθρώπινης εγκατάστασης. Στις εύφορες λεκάνες της Δυτικής Μακεδονίας και στις όχθες
των λιμνών της μαρτυρούνται οργανωμένες ανθρώπινες εγκαταστάσεις από τα νεολιθικά ήδη
χρόνια. Το ορεινό τοπίο και η παρουσία ποταμών και παραποτάμων στην περιοχή, όπως ο
Αλιάκμονας, υπήρξαν καθοριστικοί παράγοντες για την ίδρυση οικισμών. Περιβαλλοντικοί
παράγοντες και φυσικά στοιχεία αποτέλεσαν πολύ σημαντική αιτία εγκατάστασης, όπως
μαρτυρεί και ο Στράβων για τα ιλλυρικά και ηπειρωτικά έθνη τα οποία διαχωρίζει η Εγνατία
οδός με διαχωριστική γραμμή ηπειρωτικών και μακεδονικών εθνών τον Αλιάκμονα και τον
Εριγώνα (Στράβων 7,326: «Αλιάκμων δε την άνω (Μακεδονίαν ορίζει) και έτι τους Ηπειρώτας
και τους Παίονας και αυτός ο Εριγών και ο Αξιός και έτεροι»). Στη χώρα των Ορεστών όλα τα
φυσικά περάσματα, οι διαβάσεις, οι «Πέτρες» (οι Κλεισούρες) οχυρώνονται κι ελέγχονται
από την αρχαιότερη εποχή. Πάντοτε ο έλεγχος αυτός στοχεύει στην προστασία μιας μικρής
κοιλάδας, μιας εύφορης περιοχής και παράλληλα με τη διάταξή του σε κρίσιμα σημεία
κορυφών που δεσπόζουν ελέγχει ένα ορεινό συγκρότημα. Τα υψόμετρα των οχυρωμάτων
αυτών ίσως είναι αποτρεπτικά για την υποστήριξη μιας απόψεως για μια μόνιμη κατοίκηση.
Πιθανόν τα οχυρώματα αυτά αποτελούσαν καταφύγια για τους ανθρώπους και για τα ζώα
τους σε καιρό εχθρικών επιθέσεων. Η αναζήτηση και επιλογή της κατάλληλης τοποθεσίας,
για την ίδρυση των οικισμών στηρίζονταν σε βασικά προαπαιτούμενα, όπως η ασφάλεια
κατοίκων, η ύπαρξη νερού, η δυνατότητα παραγωγής αγαθών για την επιβίωση και η
δυνατότητα επικοινωνίας με άλλους οικισμούς για την ανεύρεση κι ανταλλαγή αγαθών, τα
οποία βρίσκονταν σε ανεπάρκεια ή απουσίαζαν από το δικό τους ζωτικό χώρο.

Το τοπικό κλίμα έχει χαρακτηριστικά τα οποία επηρεάζονται τόσο λόγω της θέσης των
οικισμών όσο και λόγω της μορφής του οικιστικού ιστού. Οι κλιματολογικές συνθήκες του
τόπου λαμβάνονταν πολύ σοβαρά υπόψη αφού το φυσικό περιβάλλον επιδρά στην
ανθρώπινη υγεία58. Τα κτίσματα του Άνω Κρανιώνα χωροθετούνται παράλληλα και άλλοτε
κάθετα στις υψομετρικές καμπύλες (η στενή πλευρά του κτιρίου παράλληλη στις ισοϋψείς),
στοιχείο που καταδεικνύει ότι πρόθεση των κατοίκων δεν ήταν μόνο η θέα. Η τοποθέτηση
αυτή στοχεύει στην κατά το δυνατό λιγότερη συγκράτηση των ομβρίων υδάτων από το
κτίσμα. Η διάταξη μερικών κτιρίων μέσα στον παραπάνω οικισμό είναι προσανατολισμένη

58
Οι Βαυαροί π.χ. επέλεξαν την τοποθεσία «Αράκλι» του Νέου Ηρακλείου Αττικής για εγκατάστασή τους με
τον εξής τρόπο: συγκροτήθηκε με σχετικό διάταγμα του βασιλιά Όθωνα το 1835 ειδική επιτροπή από
υγιεινολόγους ιατρούς, οι οποίοι ζήτησαν να σφαχτούν αρνιά και να κρεμαστούν τεμάχιά τους σε δέντρα σε
διάφορα σημεία της Αττικής. Η θέση που παρουσίασε τη μεγαλύτερη καθυστέρηση στην αλλοίωση του κρέατος
κρίθηκε η καταλληλότερη για ανέγερση οικισμού. Τα υπερυψωμένα τοπία σε σχήμα λοφίσκου συνδύαζαν
μεγαλύτερη ασφάλεια και υγιεινότερο κλίμα ήδη από την εποχή του χαλκού. Αρκετοί οικισμοί βρίσκονταν
κοντά σε ποτάμια, λίμνες, ρέματα (Δισπηλιό, Αγγίστα Σερρών, κ.α.). Βλ. Χατζηθεοδωρίδης, Θ. (2010).
Οικιστική οργάνωση του νομού Δράμας στον 20ο αιώνα. Θεσσαλονίκη: εκδ. Αφοι Κυριακίδη.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 189


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

στον άξονα ανατολής-δύσης, με τα περισσότερα ανοίγματα στο νότο, και με ελάχιστα στο
βορρά. Οι περισσότεροι ηπειρωτικοί οικισμοί προσανατολίζονται γενικά προς την
κατεύθυνση ΒΝ. Το μικροκλίμα επηρεάζεται από τις επικρατούσες συνθήκες θερμοκρασίας,
ηλιοφάνειας και κατεύθυνσης–έντασης του ανέμου. Η διαπλοκή των όγκων δημιουργεί ένα
«προστατευμένο» μικροκλίμα και ο ελάχιστος αλληλοσκιασμός του ενός κτιρίου από το άλλο
επιτρέπει την εισροή θερμότητας στο εσωτερικό των οικιών.

Οι αρχικοί οικιστές της περιοχής επέλεξαν να κατασκευάσουν τα σπίτια τους στις κατά το
δυνατόν πιο υγιεινές τοποθεσίες, μακριά από έλη και στις πλαγιές του Βιτσίου. Από τις
περιγραφές του Νικολάου Σχινά γίνεται φανερή η σχέση των οικισμών με τον Λαδοπόταμο
καθώς οι περισσότεροι βρίσκονται στις όχθες του και τις τριγύρω δασώδεις εκτάσεις.

Ένα γενικό χαρακτηριστικό των χωριών στα κεντρικά και στα νότια Βαλκάνια 59 είναι το
σύστημα οργάνωσης του χώρου με γειτονιές (μάαλα). Επομένως, ένας καθοριστικός
παράγοντας για τη δομή της κοινότητας των χωριών είναι η ομαδοποίηση των σπιτιών
σύμφωνα με οικιστικές διευθετήσεις, τις γειτονιές.

Παρατηρούνται δύο βασικές κατηγορίες χωριών που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς
βασίζονται σε μια αντίληψη του χώρου του χωριού ως μιας δυαδικής ή τριμερούς δομής. Ως
αναλογία στη χωρική αντίληψη του ανθρώπινου σώματος και της κατοικίας, αυτές οι δομές
διακρίνονται ως ακολούθως:

 η πρώτη κατηγορία αποτελείται από χωριά που έχουν δύο γειτονιές: Γκόρνο (Άνω) και
Ντόλνο (Κάτω). Το σημαντικότερο είναι ότι ανάμεσα σε αυτές τις δύο γειτονιές βρίσκεται
συνήθως ένα κεντρικό σημείο του χωριού, όπως συμβαίνει με τους δύο οικισμούς Άνω και
Κάτω Κρανιώνα.
 η δεύτερη κατηγορία αποτελείται από χωριά που έχουν τρεις γειτονιές: Γκόρνο (Άνω).
Στρέντνο (Μεσαίο) και Ντόλνο (Κάτω).

Η χωρική οργάνωση των οικισμών επηρεάστηκε από το οικολογικό περιβάλλον και την
κοινωνική δομή του, δεδομένου ότι η κοινωνία και ο χώρος συνδέονται διαλεκτικά.
Αξιοσημείωτο είναι ότι, σύμφωνα με τη Χάρτα της Βενετίας το 1964, μια τοποθεσία, ορεινή
ή αγροτική, η οποία αποτελεί έναν ιδιαίτερο πολιτισμό ή ένα ιστορικό γεγονός μπορεί να
θεωρηθεί ιστορικό μνημείο.

59
Οι περισσότερες γειτονιές των χωριών των Βαλκανίων σχηματοποιούνται με βάση τη φυλετική δομή των
κατοίκων των νοικοκυριών. Βλ. Risteski, L. (2010). Σύμβολα, μυθολογικές και θρησκευτικές έννοιες του
χώρου του χωριού στους σλαβικούς λαούς των Βαλκανίων. Στο Αυδίκος Ε. Γ. (επιμ.), Λαϊκοί πολιτισμοί και
σύνορα στα Βαλκάνια. Αθήνα: εκδ. Πεδίο.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 190


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Η διαμόρφωση του συγκεκριμένου δομημένου περιβάλλοντος παρουσίασε ανάπτυξη που


οφείλεται στην τυχαιότητα, ακολούθησε τα ιστορικά δρώμενα, το πολιτιστικό και κοινωνικό
καθεστώς, τις αντιλήψεις των κατοίκων και τις θρησκευτικές δοξασίες τους. Από τους
βασικούς μορφογενετικούς παράγοντες διαμόρφωσης των οικισμών είναι το υδρογραφικό
δίκτυο. Ο τρόπος σχεδιασμού επέτρεψε τη διείσδυση ελαφρών γεωργοκτηνοτροφικών
ασχολιών στους οικισμούς διευκολύνοντας τις αποστάσεις προς τις όμορες γεωργικές
εκτάσεις.
Σύγχρονοι μελετητές υποστηρίζουν ότι ο κυριότερος παράγοντας που διαμορφώνει την
παραδοσιακή ανώνυμη αρχιτεκτονική είναι ο πολιτιστικός (Rapoport, 2010), αλλά και άλλοι
οι οποίοι καθορίζουν την παραγωγή του οικιστικού χώρου, τόσο σε πολεοδομικό όσο και σε
κτιριολογικό επίπεδο όπως:
 το φυσικό περιβάλλον που προβάλλει μια σειρά «δεσμεύσεων» γενικού και ειδικού
ενδιαφέροντος. Αρχίζοντας από τη γεωγραφία του τόπου, η οποία επηρεάζει τις σχέσεις του
οικισμού (ορεινό, ποτάμιο) φτάνει ως τα τεχνοοικονομικά χαρακτηριστικά που καθορίζουν
το κέλυφος: οικολογικά (ανοίγματα φωτισμού, προσανατολισμός, κ.λπ.) κατασκευαστικά
(είδος και υλικό δομής την ωμόπλινθο) και ορισμένα μορφολογικά (τεχνολογία μορφής,
αισθητική με κυριαρχία του λαϊκού νεοκλασικισμού).

 η κοινωνικοοικονομική βάση της τοπικής κοινωνίας δεδομένου ότι οι πολιτισμικές


σχέσεις της μετασχηματίζουν το νόημα με το οποίο φορτίζεται ιδεολογικά ο χώρος. Για
παράδειγμα, ο αγροτικός χώρος τείνει να γίνει αστικός, αντιγράφοντας αρχιτεκτονικά
μορφές του τελευταίου, όπως συμβαίνει με τα ωμοπλινθόκτιστα της περιοχής μελέτης τα
οποία εμφανίζουν «αστικοποιημένη» μορφή.

 το ιστορικό πλαίσιο της ανάπτυξης και δράσης της τοπικής κοινωνίας σε σχέση με άλλα
τοπικά και διεθνή γεγονότα της οικονομίας, της πολιτικής, της δημογραφίας, των θεσμών,
κ.λπ.

Όλοι οι παραπάνω παράγοντες καθορίζουν το νόημα και το είδος τόσο του πολεοδομικού όσο
και του αρχιτεκτονικού χώρου των οικισμών. Η φυσιογνωμία τους διαμορφώνεται από τον
κτισμένο χώρο και από το φυσικό περιβάλλον που διεισδύει σ’ αυτούς και τους περιβάλλει. Ο
κτισμένος χώρος, ως επέμβαση του ανθρώπου στο φυσικό, μερικές φορές μεταβάλλει
βαθμιαία το τελευταίο σε τεχνητό μέσα στο οικιστικό σύνολο. Οι οικισμοί, ως σύμπλεγμα
ιδιωτικών και δημοσίων κτισμάτων, δεν είναι μόνο ένα κοινωνικό φαινόμενο αλλά αποτελούν
εποικοδόμημα της οικονομικοκοινωνικής βάσης σχηματισμού των κατοίκων τους οι οποίοι
ήταν ως επί το πλείστον αγρότες και κτηνοτρόφοι. Ο χώρος διαμορφώθηκε διαλεκτικά σε

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 191


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

σχέση με τις κοινωνικές ανακατατάξεις και αρκετοί μελετητές αναφερόμενοι στα σπίτια
της περιοχής μιλάνε για «αρχοντικά της λάσπης». Οι προεκτάσεις του Τρικλάριου
αποτελούνται από αργιλικούς λόφους που δίνουν το οικοδομικό υλικό για τα χωριά και
κοκκινόχωμα που περιέχει μεγάλη περιεκτικότητα σε άργιλο για καλύτερη πρόσφυση.
Πρέπει να αναφερθεί ότι στην περιοχή των Κορεστείων έκτιζαν με πηλό, όχι γιατί δεν
υπήρχαν βροχές, όπως στην Αφρική, αλλά εξαιτίας της αφθονίας του υλικού αυτού. Τα
σπίτια δομήθηκαν με ωμές πλίθρες από τον πηλό ο οποίος εξάγονταν από την εκσκαφή
των θεμελίων των κτισμάτων. Πρόκειται για χρησιμοποίηση υλικών από τον ίδιο τον τόπο,
κάτι αντίστοιχο με τα ιγκλού των Εσκιμώων.

Η επιλογή ενός τόπου για τη δημιουργία ενός οικισμού είναι μια σύνθετη απόπειρα η οποία
συνδέεται πάντα στενά με τις υπάρχουσες φυσικές, γεωγραφικές, κλιματικές, κοινωνικές,
πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Η πολυπλοκότητα της διαδικασίας ενισχύεται από τις
συμπληρωματικές αρχές μυθολογικής60 και θρησκευτικής κατανόησης του χώρου, που σε
μεγάλο βαθμό βασίζεται σε μαντικές μεθόδους, οι οποίες βοηθούν να εδραιωθεί η επιλογή
του τόπου για την ίδρυση ενός χωριού. Γενικά διακρίνονται κάποιοι γενικοί κανόνες για την
ίδρυση αρκετών χωριών της περιοχής61 που είναι κοινοί στο βαλκανικό χώρο (Risteski,
2010):

 τα περισσότερα χωριά είναι, ει δυνατό, κτισμένα σε ηλιόλουστο τόπο


 βρίσκονται στις υπώρειες του βουνού, δηλαδή στο σημείο που σμίγει το βουνό με την
πεδιάδα, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν τα πλεονεκτήματα τόσο του
βουνού όσο και της πεδιάδας.
 η χωροθέτηση των οικισμών κοντά στο ποτάμι και σε ρεματιές καταδεικνύει τη σχέση
της οικιστικής οργάνωσης με τη βιοκλιματική προσέγγιση. Η τοποθεσία που επιλέχθηκε
διαθέτει μεγάλο υδάτινο δυναμικό εξασφαλίζοντας ικανή ποσότητα πόσιμου νερού για τους
κατοίκους, τα ζώα αλλά και για την άρδευση των καλλιεργητικών εκτάσεων. Οι κάτοικοι
είχαν μια συνεργατική σχέση με το περιβάλλον και οι δραστηριότητές τους δεν το
αλλοίωναν. Κυριαρχούσε δηλαδή μία συμβιωτική, παρά αποκλειστικά εκμεταλλευτική,

60
Σε διάφορα μέρη της χώρας, όπως σε χωριά της ευρύτερης περιοχής μελέτης, επιχωριάζει ο θρύλος που
αναφέρεται στο «γκαίνιασμα» του χωριού, δηλαδή στο εγκαίνιον, και ταυτόχρονα στην προστασία του
οικισμού από κάθε κακό (επιδημίες, θανατικό, πανούκλα, κ.α.), θρύλος με πανάρχαια προελληνική ρίζα. Στις
περισσότερες περιπτώσεις κατοικιών ο γύρω χώρος περιφράσσεται μια καθορισμένη περιοχή που χρησιμεύει
ως αυλή «οβορός» (ίσως από το σλαβικό dvor). Στην αυλή αυτή τοποθετούνται, ο φούρνος, το αποστακτήριο,
ο αχυρώνας, το αποχωρητήριο, κ.α.
61
Έχουν προταθεί οι ακόλουθες τέσσερις ερμηνείες αναφορικά με τις απαρχές των ανθρώπινων οικήσεων: η
υδραυλική, η εμπορική, η στρατιωτική και η θρησκευτική, ενώ διακρίνονται δύο γενικοί τύποι οικισμών, οι
σχεδιασμένοι και οι ασχεδίαστοι (Κίζης, 1994).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 192


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

αντίληψη62. Η ύπαρξη του νερού είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντική για την ίδρυση των οικισμών
της μελέτης. Το ποτάμι προφανώς υπήρξε ο κυριότερος παράγοντας επιλογής των οικισμών
από τους πρώτους οικιστές. Η χωρική μορφή τους επηρεάζεται άμεσα από τη
μικροτοπογραφία του εδάφους και από ισχυρούς φυσικούς άξονες του άμεσου γεωγραφικού
χώρου (π.χ. Λαδοπόταμος, παρυφές ορεινού όγκου, κ.α.). Ως παράδειγμα αναφέρεται ο Άνω
Κρανιώνας ο οποίος είναι κτισμένος στις παρυφές του βουνού και κοντά στο ποτάμι αλλά όχι
δίπλα του λόγω του κινδύνου υγρασίας. Το ποτάμι χρησιμοποιούνταν ως τόπος όπου
συνέλεγαν πέτρες και νερό για την ανοικοδόμηση των σπιτιών αλλά και για τις ανάγκες τους.
Σε απόσταση 680μ. βορειοδυτικά του Άνω Κρανιώνα είναι κτισμένος ο Κάτω Κρανιώνας. Οι
δύο οικισμοί επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω μίας γέφυρας. Το ποτάμι που διαχωρίζει τους
δύο οικισμούς-μαχαλάδες είναι ο Λαδοπόταμος, ένας από τους κύριους παραπόταμους του
Αλιάκμονα, ο οποίος αρδεύει την περιοχή, και τα χωριά που περικλείονται από τους ορεινούς
όγκους του Βιτσίου και τα όρη Μαλιμάδι, Μπίκοβικ, Απόσκεπος και Όρλοβο. Τα όρη
επηρεάζουν το ανεμολογικό καθεστώς της περιοχής και τους επικρατούντες Β και ΒΔ
ανέμους προσφέροντας ανεμοπροστασία σε οικισμούς. Οι αποστάσεις των κτιρίων στους
οικισμούς είναι σχετικά μεγάλες και δεν υπάρχουν κτίσματα που να ξεπερνούν τους τρεις
ορόφους. Η διάταξη σε επικλινές έδαφος και η σχετικά αμφιθεατρική διάταξη ορισμένων
οικισμών, όπως του Άνω Κρανιώνα, εξασφαλίζει τον απρόσκοπτο αερισμό, ηλιασμό και
οπτική άνεση.

Κάθε χωριό, ανεξάρτητα από τον τύπο της εσωτερικής του δομής, έχει ένα κεντρικό σημείο,
το οποίο δεν είναι απαραίτητο να βρίσκεται στο κέντρο ακριβώς, αλλά, σύμφωνα με τις
λειτουργίες του και τη σημασία του, κατέχει μια κεντρική θέση. Το κεντρικό σημείο μπορεί
να είναι:

 ένα κέντρο το οποίο, λόγω των κοινωνικών λειτουργιών του και της πρακτικής του
χρησιμότητας για την κοινότητα του χωριού, παίζει σημαντικό ρόλο στη λειτουργία του
χωριού ως μιας κοσμικής κοινότητας, όπως στον Άνω Κρανιώνα.
 ένα θρησκευτικό κέντρο με ειδική βαρύτητα σε σχέση με τη λειτουργία της κοινότητας,
όπως στο Μακροχώρι (εικ. 10-1), στον Μαυρόκαμπο, στη Χαλάρα, κ.α.

62
Αξιοσημείωτο είναι ότι στα λασπόκτιστα σπίτια της Αφρικής και του Νέου Κόσμου όσο πιο αυστηροί είναι οι
κλιματικοί περιορισμοί, τόσο πιο περιορισμένη και άκαμπτη είναι η μορφή και τόσο λιγότερες είναι οι δυνατές
παραλλαγές προσφέροντας λιγότερες δυνατότητες επιλογής (Rapoport, 2010).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 193


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνα 10-1: ο ναός του Αγίου Νικολάου στο κεντρικό σημείο του Μακροχωρίου (Πηγή: προσωπικό
αρχείο).

 ένα κεντρικό μέρος του χωριού, στο οποίο βρίσκεται η συλλογική υποδομή του, αυτή που
είναι σημαντική για την κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική του ευημερία. Στις
περισσότερες περιπτώσεις σ’ αυτό βρίσκεται η πηγή του χωριού, που πέρα από την πρακτική
λειτουργία της, αποτελεί κεντρικό σημείο των κοινωνικών δραστηριοτήτων, όπως στον Κάτω
Κρανιώνα. Το πηγάδι ή η κρήνη παίζει σημαντικό ρόλο στις ιεροτελεστίες και οι βασικές
λειτουργίες του αναλύονται στο επίπεδο της κοινότητας του χωριού, δεδομένου ότι ένα
σημαντικό κομμάτι των τελετών του χωριού είναι φορέας κοινωνικών λειτουργιών. Σε μερικά
χωριά υπάρχει ένα ιερό ή λατρευτικό δέντρο, το οποίο έχει σχέση μ’ ένα ολόκληρο σύστημα
παγιωμένων κανόνων τελετουργικής συμπεριφοράς, όπως στον Άνω Κρανιώνα. Κατά τη
διάρκεια του καθορισμού των ορίων του χωριού και τη δυναμική της ιερότητάς τους, εκτός
από τη φροντίδα για την εναρμόνιση με το φυσικό περιβάλλον, οι ντόπιοι μεριμνούν για τις
ιερές ενδείξεις, οι οποίες είναι περίοπτες και χαρακτηριστικές τοποθεσίες, κάτι που
προϋποθέτει μια σταθερή τελετουργική και κοινωνική δομή συμπεριφοράς.

Η μορφή του οδικού δικτύου εξαρτάται από τη μορφολογία του εδάφους, επηρεάζει τη
χωρική μορφή του κέντρου και, ως ένα σημείο, διαμορφώνει το χωρικό σχήμα του οικισμού.
Οικισμοί όπως ο Μαυρόκαμπος, η Χαλάρα, το Μακροχώρι έχουν δύο συνοικίες και

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 194


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

διχοτομούνται από έναν οδικό άξονα. Οι αναλογίες υ/π (ύψος/πλάτος δρόμου) είναι γενικά
ομαλές και ήπιες δεδομένου ότι αφορούν μη αστική περιοχή με χαμηλή πυκνότητα και
υψόμετρο κτισμάτων. Το πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα δόμησης και η χαμηλή πυκνότητα
επιτρέπουν την ορατότητα του ουράνιου θόλου και συνεπώς τον ηλιασμό και αερισμό του
οικισμού.

Όσον αφορά τα σπίτια του Άνω Κρανιώνα προσαρμόστηκαν στο ανάγλυφο του εδάφους,
στην κλίση μιας πλαγιάς του όρους Μάλι-Μάδε, και οργανώνονται γύρω από το ύψωμα της
εκκλησίας, στην αρχή του δάσους με εκπληκτική θέα στο οροπέδιο. Ο οικισμός οργανώθηκε
με βάση ένα ισχυρό σημείο την περιοχή του ναού της Αγίας Παρασκευής και καθ’ όλη τη
διάρκεια της εξέλιξής του δε δημιουργήθηκε κάποιο άλλο ισχυρό κεντροβαρικό σημείο μέχρι
και τα τελευταία χρόνια κατοίκησής του. Πιθανόν ο χώρος του ναού αυτού να υπήρξε ο
αρχικός πυρήνας όλου του οικισμού. Στον πυρήνα αυτό αργότερα, πιθανότατα προστέθηκαν
συνοικίες κάτω από διαφορετικές ιστορικές συνθήκες.

10.1.3. Προσανατολισμός, ηλιασμός και δροσισμός

Ο βασικός προσανατολισμός της πλειονότητας των κτηρίων είναι νότιος (βλ. Διαγράμματα
Παραρτήματος Β), κατεύθυνση ευεργετική για το ψυχρό κλίμα της περιοχής τη χειμερινή
περίοδο, με εξαιρέσεις απόκλισης, μερικές φορές προς την ανατολή, γεγονός που υποδηλώνει
την ενσωμάτωση κριτηρίων περιβαλλοντικής λογικής στην οικοδόμηση των κτισμάτων αλλά
και την εμπιστοσύνη στις βιοκλιματικές ιδιότητες της ωμόπλινθου. Σε ελάχιστες περιπτώσεις
έχουν παρατηρηθεί αποκλίσεις από αυτόν τον κανόνα, συνήθως για λόγους εδαφολογικούς,
κλίσης εδάφους, ρυμοτομίας και θέας. Πολλές φορές η κύρια κατεύθυνση της φοράς των
τοπογραφικών καμπύλων του εδάφους κατευθύνει και τη χωρική μορφή του εκάστοτε
οικισμού και κατά συνέπεια επηρεάζει και τη χωροθέτηση της περιοχής κατοικίας.

Συνήθως, τα πλατυμέτωπα σπίτια τοποθετούνται παράλληλα με την κλίση του εδάφους. Οι


δρόμοι, εκτός από τους βασικούς που διασχίζουν τους οικισμούς, είναι ακανόνιστοι, με
μεταβλητό πλάτος και ορίζονται από τα κτίσματα και τους μαντρότοιχους. Οι πλατείες σε
μερικούς οικισμούς δεν είναι μορφοποιημένες και δε διαθέτουν ιδιαίτερα σαφή
χαρακτηριστικά.

Σε οικισμούς, όπως στον Άνω Κρανιώνα, ο προσανατολισμός των κτισμάτων δεν είναι
κοινός και δεν προέκυψε από συνειδητή επιλογή με σκοπό την αξιοποίηση των
περιβαλλοντικών και κλιματικών δεδομένων αποκλειστικά, αλλά συνυπολογίστηκε ο

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 195


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

παράγοντας του εδαφικού ανάγλυφου και των κοινωνικών συνθηκών, δηλαδή εξαιτίας των
κλίσεων του εδάφους, της θέας και της ανάγκης οπτικής επαφής και ελέγχου για λόγους
ασφαλείας κατά τη φάση κατασκευής. Η τυχαιότητα του προσανατολισμού οφείλεται και
στο γεγονός ότι τα κτίσματα εκμεταλλεύονται τον ελεύθερο δομήσιμο χώρο του οικισμού
αφήνοντας τους απολύτως απαραίτητους χώρους για τη διαμόρφωση οδικού δικτύου.

Στα διαγράμματα Β-1 έως Β-13 (Παράρτημα Β) έχει αποτυπωθεί η κίνηση του ηλίου σε
οικισμούς της περιοχής και δείχνουν το αζιμούθιο του ήλιου για κάθε χρονική στιγμή του
έτους δίνοντας στοιχεία για σκιασμό από κτίρια, κ.λπ. και τον προσανατολισμό τους. Στα
διαγράμματα αυτά έχει αποτυπωθεί η ετήσια κίνηση του ήλιου γύρω από τους υπό μελέτη
οικισμούς, με σκοπό να φανεί η σχέση του δομημένου και αδόμητου χώρου με τον ηλιασμό
του κάθε οικισμού, καθώς και συσχέτιση του τρόπου ανάπτυξης του οικισμού με τον
ηλιασμό της περιοχής. Από την παρατήρηση της ηλιακής τροχιάς προκύπτει ότι η
πλειονότητα των κτισμάτων και των ανοιγμάτων αυτών έχει σχέση με τον ευνοϊκό
μεσημβρινό προσανατολισμό αν και δεν λείπουν περιπτώσεις μη τήρησης του κανόνα
αυτού, γεγονός που σχετίζεται με τη γεωμετρία του οικοπέδου, τη μορφολογία ου εδάφους,
την εκμετάλλευση της θέας, κ.α.

10.1.4. Φυτεύσεις

Είναι γνωστό ότι το ποσοστό πρασίνου στις μη αστικές περιοχές υπερέχει συντριπτικά,
συγκριτικά με το αντίστοιχο των αστικών σχηματισμών. Αυτό δημιουργεί πληθώρα
πλεονεκτημάτων και αυξάνει την ελκυστικότητα μιας περιοχής. Το χώμα και η φυτοκάλυψη
λειτουργούν αποτρεπτικά ως προς την εμφάνιση υψηλών θερμοκρασιών κυρίως κατά τη
θερμή περίοδο του έτους. Η βλάστηση, πέραν των πολλών πλεονεκτημάτων της, επιπλέον
παρέχει σταθεροποίηση του εδάφους λειτουργώντας αποτρεπτικά ως προς τη διάβρωσή του.

Η διατήρηση του φυσικού πλούτου αποτελούσε έναν άγραφο κανόνα και μάλιστα
θεωρούνταν βέβηλη οποιαδήποτε ενέργεια έθετε σε κίνδυνο δενδρώδεις εκτάσεις σε
οικισμούς, όπως τα Κορέστεια. Ένα μεγάλο δέντρο αποτελούσε πάντα το απαραίτητο
συνοδευτικό φυσικό στοιχείο ναών και εξωκκλησιών. Έτσι απαντάται ο πλάτανος δίπλα στο
ναό της Αγίας Παρασκευής Άνω Κρανιώνα, τα κυπαρίσσια στο ναό του Αγίου Νικολάου
Χαλάρας, οι καρυδιές στον Άγιο Ευστάθιο Μελά, κ.α. Επίσης, σε μικρή απόσταση από τους
οικισμούς έχουν κτιστεί εξωκκλήσια σε δενδρώδεις και θαμνώδεις εκτάσεις οι οποίες
ενισχύουν τη φυσική άμυνα των οικισμών έναντι των ανέμων συμβάλλοντας στη βελτίωση

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 196


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

της θερμοκρασίας, κυρίως κατά τη θερινή περίοδο, και στην ταυτόχρονη αισθητική
απόλαυση του κατοίκου και του επισκέπτη. Η παραεδάφια, βλαστώδης και δασική βλάστηση
δημιουργεί αυξημένες συνθήκες υγρασίας και ευχάριστο περιβάλλον το καλοκαίρι. Τα
δέντρα αφθονούν σε αρκετούς οικισμούς περιορίζοντας την ταχύτητα των ανέμων και
συμβάλλοντας στο φυσικό δροσισμό των κτισμάτων κατά το θέρος.

Οι διάφορες απαγορεύσεις στο χώρο των εξωκκλησιών σχετίζονται με την ιερότητα του
χώρου που αποδόθηκε στα δάση που τα περιβάλλουν κι επιβεβαιώνουν τη συνειδητή
προσπάθεια των τοπικών κοινοτήτων να διασφαλίσουν την προστασία τους. Υπάρχουν
παραδόσεις που αναφέρουν υπερφυσικούς τρόπους τιμωρίας ατόμων που αποπειράθηκαν να
ξυλεύσουν σε τέτοιες τοποθεσίες. Τέτοιο φαινόμενο συναντάται στο χώρο του εξωκκλησιού
της Αγ. Παρασκευής, πιθανόν πρώην μονής, νοτιοδυτικά του Άνω Κρανιώνα. Σύμφωνα με
προφορική παράδοση που κατέγραψε επιτόπια στα τέλη του 19ου αιω. ο V. Berard63, τα βουνά
της Καστοριάς ήταν κατά τις αρχές της τουρκοκρατίας γεμάτα δάση και μεγάλο μέρος των
εκτάσεών τους κατέχονταν από μοναστήρια, οι ιδιοκτησίες των οποίων (βακουφικές) ήταν
ανέκαθεν σεβαστές από τους μουσουλμάνους κατακτητές. Ο λόγος της δημιουργίας των
οικισμών γύρω από τα μοναστήρια (μοναστηριακοί οικισμοί) θα πρέπει να ήταν η
συγκέντρωση αριθμού οικογενειών που εύρισκε εργασία στα κτήματα ή έβοσκε τα ζώα της
μονής. Έτσι δημιουργούνταν τα βυζαντινά μοναστηριακά «ζευγολατεία» (ζευγολατιά) που
μετεξελίσσονταν σε οικισμούς. Πιθανόν να ερμηνεύεται έτσι η ίδρυση του χωριού Μελάς
κάτω από την Μονή Προφήτου Ηλιού.

Ενδιαφέρον, επίσης, παρουσιάζει το φαινόμενο της μη αποψίλωσης δέντρων γύρω από


εκκλησίες, μοναστήρια, ξωκλήσια ή εικονοστάσια, ακόμη κι αν σήμερα ερημώθηκαν ή δεν
υπάρχουν. Η μη υλοτόμηση οφείλεται στο ότι τα δέντρα αυτά τα θεωρούσαν ιερά, ως
αφιερώματα (βακούφια) στους ναούς αυτούς. Η περιοχή διαθέτει άφθονη ξυλεία συνεπώς

63
Σύμφωνα με την παράδοση, όταν οι τελευταίοι οικειοποιήθηκαν τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις του
λεκανοπεδίου της Καστοριάς, οι χριστιανοί κάτοικοι των πεδιάδων αναγκάστηκαν να καταφύγουν στα βουνά
αυτά, ξεχέρσωσαν τις ορεινές δασικές εκτάσεις, έφτιαξαν χωράφια κι επιβίωσαν σχετικά ανενόχλητοι από τους
κατακτητές. Οι ίδιοι κάτοικοι των ορεινών περιοχών δήλωσαν στον Berard ότι «όταν ξανάρθει εδώ ο
ελληνισμός, τότε θα κατεβούμε στα πεδινά». Μία τόσο συγκεκριμένη και ισχυρά διαδομένη παράδοση δεν μπορεί
παρά να βασίζεται σε κάποιον πυρήνα πραγματικών γεγονότων, όμως ο χρονικός προσδιορισμός του εποικισμού
που αφηγείται δεν προκύπτει με βεβαιότητα μέσα από την παράδοση αυτή. Μια περίπτωση οικισμού γύρω από
μοναστηριακή έκταση στον ορεινό χώρο βόρεια της Καστοριάς, η οποία επιβεβαιώνει την τοπική παράδοση που
διέσωσε ο Berard, αποτελεί ο ερημωμένος οικισμός της Άνω Σλίβενης (4χλμ. βόρεια-βορειοδυτικά της
σημερινής Κορομηλιάς), ο οποίος περιέβαλε το επίσης ερημωμένο μοναστήρι των Ταξιαρχών. Σύμφωνα με τις
μέχρι σήμερα διατυπωθείσες υποθέσεις, οικισμός και μοναστικό κέντρο και ταυτόχρονα ένα εμπορικό σταθμό
που δέσποζε στη διάβαση της στενής κοιλάδας του Λιβαδοπόταμου, η οποία οδηγεί από τη λεκάνη του Άνω
Αλιάκμονα προς τις Πρέσπες. Επομένως, ο μοναστηριακού τύπου οικισμός της Άνω Σλίβενης προϋπήρχε από
τη μεσαιωνική περίοδο. Ανάλογη φυγή προς τα ορεινά παρατηρείται στον ορεινό χώρο του Γράμμου (Λινοτόπι,
Γράμμουστα, Νικολίτσα, κ.α.).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 197


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

χαρακτηρίζεται από κατοικίες που αναπτύσσονται σε επίπεδα, σε αντίθεση με νησιωτικές


περιοχές όπου οι κατοικίες είναι συχνά μονώροφες.

Σε μερικά χωριά της περιοχής παρατηρείται το φαινόμενο της κοινής κτήσης και χρήσης
κοπαδιών, συνήθως αγελάδων, από τους κατοίκους. Αυτοί εναλλάσσονται στην επιμέλεια
βόσκησης και αρμεγής των ζώων ανά εβδομάδα. Αυτό το φαινόμενο συναντάται, εκτός από
το Μακροχώρι, στους Ψαράδες Πρεσπών.

10.2. Βιοκλιματική απόκριση κτισμάτων

Το περιβάλλον επηρεάζεται, κατόπιν παρεμβάσεων, τόσο σε κλίμακα οικιστική και


πολεοδομική όσο και στην κλίμακα κατοικίας. Κάθε κτίσμα έχει τη δική του περιβαλλοντική
και βιοκλιματική συμπεριφορά αλλά σε γενικές γραμμές μπορεί να υποστηριχθεί ότι κατά τη
φάση δημιουργίας των οικισμών λήφθηκαν υπόψη οι περιβαλλοντικοί παράγοντες και υπήρχε
γνώση των συνεπειών εφαρμογής τους στο χώρο.

Κατά τον καθηγ. Νικ. Μουτσόπουλο, η κατοικία ενός τόπου, θεωρητικά, αποτελεί τη
συνέχεια της παλαιότερης αρχαίας κατοικίας που αναπτύχθηκε στον ίδιο γεωγραφικό και
πολιτισμικό χώρο (Μουτσόπουλος, 1991). Στην πλούσια τυπολογία της πρωτόγονης
κατοικίας διαφαίνεται η εναγώνια προσπάθεια που από την αρχαιότερη εποχή έχει καταβάλει
ο άνθρωπος για να δημιουργήσει έναν οικείο χώρο για την οικογένειά του και τα ζώα του. Τα
σπίτια και τα χωριά των Κορεστίων εκφράζουν τις κοινά αποδεκτές επιδιώξεις και αξίες ζωής
των τοπικών κοινωνιών. Η ενδοστρέφεια αρκετών κτισμάτων πιθανόν να οφείλεται αφενός
στο κοινωνικό καθεστώς που επικρατούσε και στην επιθυμία για ιδιωτικότητα κι αφετέρου
στην κοινωνική δομή η οποία έτεινε σε ασφαλείς εσωστρεφείς αρχιτεκτονικές λύσεις υπό το
«φόβο» μιας επικείμενης εχθρικής επιδρομής. Όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο,
το κλίμα, η τοπογραφία και τα υλικά 64 συνιστούν ένα βασικό παράγοντα διαμόρφωσης των
οικισμών.

64
Όσον αφορά τα υλικά, από τα προϊστορικά χρόνια ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε τον πηλό για την κατασκευή
των σπιτιών του. Στις Κυκλάδες, για παράδειγμα, βασίζονται στη φύση για την κατασκευή της στέγης από
πηλό (πατελιά) που στεγανοποιείται χάρη στις βροχοπτώσεις. Το ίδιο μέσο χρησιμοποιείται για τη συντήρηση
του δώματος που έχει τάση να παρουσιάζει ρωγμές την περίοδο της ξηρασίας. Πριν τα φθινοπωρινά
πρωτοβρόχια ένα στρώμα στεγνό χώμα τοποθετείται στο δώμα, η βροχή γεμίζει τις σχισμές με χώμα που έτσι
φράσσονται. Μία παρόμοια μέθοδο χρησιμοποιείται από τους Πουέμπλο της Αμερικής. Ενδιαφέρουσες είναι οι
περιπτώσεις χρήσης του πηλού από διάφορους λαούς. Η κατοικία των Κικούγιου στην Αφρική έχει τοίχους
από λάσπη, κάτι που εξηγείται είτε από το κλίμα είτε ως υπόλειμμα ενός τύπου κατασκευής για περιοχές με
ξηρές καιρικές συνθήκες, ο οποίος μεταφέρθηκε σε περιοχή με βροχές, με αποτέλεσμα να ανακύψει το
πρόβλημα της προστασίας των τοίχων από τη βροχή. Η προστασία εξασφαλίζεται με μια πλατιά βεράντα, λύση

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 198


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Τα κυριότερα στοιχεία που καθορίζουν τον ιδιαίτερο οικιστικό και αρχιτεκτονικό χαρακτήρα
του τόπου της μελέτης είναι η δομή των οικισμών και των κτισμάτων τους με κυρίαρχη τη
χρήση ωμόπλιθων, η τυπομορφολογία των κτιριακών δομών με τη χαρακτηριστική ώσμωση
παραδοσιακού στοιχείου και λαϊκού νεοκλασικισμού, η ανθρώπινη κλίμακα, οι αναλογίες
των κτιριακών όγκων και των μεταξύ τους σχέσεων και η σχέση με το φυσικό περιβάλλον.
Στα Κορέστεια παρατηρείται ποικιλία κατόψεων65 και μορφών γεγονός που δείχνει την
εμπιστοσύνη στο υλικό δόμησης. Η μορφή που θα θα λάβει ένα κτίσμα εξαρτάται από
παράγοντες κοινωνικοπολιτισμικούς, τον τρόπο ζωής, τις αξίες της ομάδας και το
περιβάλλον.

Η βιοκλιματική διάσταση κατά τη φάση της χωροθέτησης και δόμησης των κτισμάτων στους
οικισμούς έγκειται στα παρακάτω:

 εξοικονόμηση ενέργειας κατά την μεταφορά και κατεργασία των δομικών υλικών.
Σημαντικό κριτήριο επιλογής αποτελεί η απόσταση ανάμεσα στο χώρο προμήθειας πρώτων
υλών και στο χώρο οικοδόμησης του κτίσματος δεδομένου ότι η μεταφορά τους ήταν
κοστοβόρα και δυσχερής.

 αξιοποίηση ηλιακών προσόδων λόγω του προσανατολισμού των κτισμάτων και της
θερμοχωρητικότητας των οικοδομικών υλικών.

 χρήση ενέργειας οικιακής χρήσης, όπως τζάκι, η οποία συμβάλλει στη θέρμανση των
χώρων
Σχετικά με την περιβαλλοντική διάσταση που τυχόν εμφανίζουν τα υλικά των κτισμάτων
μπορούν να γίνουν οι παρακάτω επισημάνσεις. Στόχο αποτελεί η ελαχιστοποίηση
ενεργειακών αναγκών σε πολεοδομική κλίμακα (ηλιασμός, αερισμός, σκιασμός, κ.λπ.) και

αρκετά συνηθισμένη σε πολλές περιοχές. Η χρήση διπλών τοιχωμάτων και στεγών από φυλλώματα και χόρτα
στην Αφρική και στην Ινδία έχει ως σκοπό την προστασία της λασπόκτιστης κατασκευής από τη βροχή και
κλιματολογικούς λόγους.
Αρκετές λύσεις χαρακτηρίζονται από πρωτοτυπία και εκλέπτυνση στην κατασκευή φερόντων τοίχων. Στους
πρωτόγονους πολιτισμούς της Αφρικής και της Νότιας Αμερικής ενισχυτικές νευρώσεις και οπλισμός
χρησιμοποιήθηκαν στους τοίχους από λάσπη, ένα επίτευγμα αντίστοιχο με το πολύπλοκο «μπαγδατί» της
ανώνυμης αρχιτεκτονικής, που απαιτεί ειδικές δεξιότητες ξυλουργού. Πολλοί λαοί χρησιμοποιούν κορμούς
δέντρων αντί για σκελετό και επένδυση πλίνθων αντί για κάποιο άλλο υλικό. Στα χωριά Γκόρφα της Σαχάρας οι
στεγασμένες με κελύφη μονάδες συνδυάζονται σε μια κυψελοειδή μορφή για μεγαλύτερη αντοχή. Μια
εξελιγμένη μορφή θόλου αποτελεί το κέλυφος διπλής καμπυλότητας του Ιράν που αποκτά αντοχή κι ακαμψία με
το να καμπυλώνεται προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Βλ. Βάρνας, Φ. (1979). Επίδραση κοινωνικών
παραγόντων στην αρχιτεκτονική ανά τους αιώνες. Θεσσαλονίκη: εκδ. παρατηρητής.
65
Οι αγροτικές κατασκευές ακολουθούν στο χώρο της Βορείου Ελλάδας, από τα παλαιότερα χρόνια, την
πλατυμέτωπη διάρθρωση της κατοικίας της Ολύνθου, ως επί το πλείστον, με τυπολογικές παραλλαγές μόνο
στο βασικό κύτταρο, λόγω των προσθηκών νέων βοηθητικών χώρων (Μουτσόπουλος Ν., 1993). Βλ.
Μουτσόπουλος, Κ. Ν. (1993). Τα αρχοντικά της Μακεδονίας (15ος-19ος αιώνας). Θεσσαλονίκη: εκδ.
παρατηρητής.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 199


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

σε κτιριακή κλίμακα με εφαρμογή παθητικών συστημάτων ηλιοπροστασίας, φυσικού


φωτισμού, αερισμού, φυσικού δροσισμού, κ.α.). Για το σκοπό αυτό, στον οικισμό του Άνω
Κρανιώνα, λόγου χάρη, προτείνεται η αποκατάσταση των περισσότερων κτισμάτων και η
κατασκευή μόνο τριών, του διεπιστημονικού κέντρου μελέτης πηλού και ωμοπλινθόκτιστων
κατασκευών, του του κτιρίου γραφείων και των εργαστηρίων, καθώς οι ανάγκες τους δεν
μπορούσαν να φιλοξενηθούν σε κάποιο από τα υφιστάμενα κτιριακά κελύφη.

 Ο πιο κατάλληλος προσανατολισμός του κτίσματος σε οδικούς άξονες με διεύθυνση Α-Δ


είναι η τοποθέτηση του κτιρίου στο βόρειο τμήμα του οικοπέδου, ενώ σε οδούς με διεύθυνση
Β-Ν στο βορειοδυτικό τμήμα οικοπέδου. Το επίμηκες πλατυμέτωπο κτίσμα σε συνδυασμό με
το νότιο προσανατολισμό, όπου αυτός ακολουθείται, προκαλεί αύξηση των θερμικών
προσόδων κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Το κτιριακό κέλυφος συσσωρεύει θερμική ενέργεια
εξαιτίας των ηλιακών προσόδων και της θέρμανσης ενώ την αποδίδει κατά τη διάρκεια της
νύχτας.

 Ο νότιος συχνά προσανατολισμός της αυλής εξασφαλίζει καλό ηλιασμό και αποφυγή των
χωρών βόρειων ανέμων τη χειμερινή περίοδο σε συνδυασμό, με τα σκουρόχρωμα υλικά
εδάφους γύρω από τα κτίρια. Έτσι δημιουργείται μια ζώνη η οποία χαρακτηρίζεται από
υψηλή θερμοκρασία ακτινοβολίας που διαμορφώνει θερμοκρασιακή άνεση τη ψυχρή
περίοδο.

 Ο μαντρότοιχος λειτουργούσε το χειμώνα ως ανεμοφράκτης προστατεύοντας από τους


ισχυρούς ανέμους, ενώ το καλοκαίρι σκιάζει κάποιες πλευρές της αυλής ενώ ταυτόχρονα
χαρίζει ηχητική γαλήνη και τόπο ηρεμίας (εικ. 10-2). Το καλοκαίρι δηλαδή έχει λειτουργία
ηλιοπροστασίας. Τα υλικά του αύλειου χώρου διαθέτουν χαμηλή ανακλαστικότητα,
ρυθμίζουν τη φωτεινότητα του χώρου ώστε ν’ αποφεύγεται η θάμβωση τις μέρες που
επικρατεί έντονη ηλιοφάνεια.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 200


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνα 10-2: μαντρότοιχος αύλειου χώρου οικίας στη Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

 Οι τοίχοι των κτιρίων έχουν πάχος 50-55εκ. με μεγάλη θερμοχωρητικότητα ώστε να


αποδίδουν με χρονική υστέρηση θερμότητα προερχόμενη από τον ήλιο στο εσωτερικό χώρο.
Οι κατεργασμένοι λίθοι στο κάτω τμήμα της τοιχοποιίας δεν απαιτούν μεγάλη ενέργεια κατά
τη φάση της κατεργασίας και εξόρυξής τους. Η πέτρα είναι υλικό υψηλής πυκνότητας και, ως
συνέπεια της θερμοχωρητικότητας (1.596kj/m3), συμβάλλει στο φυσικό δροσισμό, τη μείωση
του ψυκτικού φορτίου και στη διατήρηση συνθηκών θερμικής άνεσης στο εσωτερικό κυρίως
το καλοκαίρι. Ο ασβεστόλιθος διαθέτει συντελεστή θερμοχωρητικότητας 436Wh/m3 K, ειδικό
βάρος 2.180kg/m3 και συντελεστή θερμικής αγωγιμότητας 1,49W/mK. Οι συντελεστές
εκπομπής και απορρόφησης υπέρυθρης ακτινοβολίας και απορρόφησης ηλιακής
ακτινοβολίας είναι 0,95 και 0,57 αντίστοιχα (Παπαγιάννη, 2006). Οι ιδιότητες του υλικού
αυτού το καθιστούν καλό για αποθήκευση και εκπομπή θερμότητας στον εσωτερικό χώρο
κτισμάτων, κυρίως κατά τη χειμερινή εποχή, δεδομένου ότι η αποθηκευμένη θερμότητα
μεταδίδεται με καθυστέρηση. Το μεγάλο πάχος κατασκευής 66 συνεπάγεται αυξημένη θερμική
αδράνεια. Επιπλέον η κατασκευή φέρουσας τοιχοποιίας από λίθους έδρασης και ωμόπλινθους
εμφανίζει πλεονεκτήματα όπως το χαμηλό κόστος, η ευκολία κατασκευής, η χρήση επιτόπου
διαθέσιμων υλικών, η θερμοαντίσταση, η χαμηλή διάδοση ήχου, τα κατανεμημένα κι όχι
συγκεντρωμένα φορτία.

66
Η ακτινοβολία που δέχεται ή αντανακλά το κέλυφος του κτιρίου εξαρτάται από τρεις ιδιότητες των υλικών
που το απαρτίζουν: την ανακλαστικότητα, την απορροφητικότητα και τη διαπερατότητα.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 201


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

 Η θερμομονωτική ικανότητα του πηλού επηρεάζεται, μέσα σε κάποια πλαίσια, από την
περιεκτικότητά του σε άχυρο, δίχως, όμως, αυτή η ποσότητα άχυρου να είναι επαρκής για τη
θερμική μόνωση των κτισμάτων.

 Τα ξύλινα επίσης στοιχεία, όπως οι ξυλοδεσιές, είναι χαμηλής ενέργειας υλικό. Το ξύλο
(μαλακό ξύλο τραχείας πεύκης) διαθέτει συντελεστή ειδικής θερμότητας 0,38Wh/kg.K,
πυκνότητα 630kg/m3, θερμοχωρητικότητα 239m3 Wh/K και συντελεστή θερμικής
αγωγιμότητας 0,13W/m.K (ό. π.). Η κατασκευή περιέχει εγκλωβισμένο αέρα ο οποίος έχει
θερμοχωρητικότητα 0,36m3Wh/K με εξαιρετικές θερμομονωτικές ιδιότητες λόγω του
ακινητοποιημένου αέρα. Η χαμηλή τιμή του συντελεστή θερμικής αγωγιμότητας και η
ύπαρξη εγκλωβισμένου αέρα συμβάλλουν στην διατήρηση της υψηλής θερμοκρασίας στο
εσωτερικό. Το ξύλο επιτρέπει τη συσσώρευση θερμότητας στη μάζα του και τη συνακόλουθη
εκπομπή του. Το ανοικτόχρωμο κονίαμα αποτρέπει την απορρόφηση ηλιακής ακτινοβολίας
από το ξύλο και συνεπώς στην αποφυγή της υπερθέρμανσης τη θερινή εποχή με τη βοήθεια
του επιχρίσματος και το διαμπερή αερισμό.

 Η ελαχιστοποίηση των ανοιγμάτων είναι ένας τρόπος μείωσης των θερμικών απωλειών.
Βασικό στοιχείο της μορφολογίας των ωμοπλινθόκτιστων κατασκευών των Κορεστείων είναι
η τοποθέτηση ανοιγμάτων κυρίως προς το νότιο προσανατολισμό, εξαιτίας της ανάγκης
αξιοποίησης των θερμικών κερδών του ηλίου και αντίστοιχα μικρών σε μέγεθος και αριθμό
προς το βόρειο ώστε να μειώνονται οι θεμρικές απώλειες της πλευράς αυτής (Καραδέδος &
Τσολάκης, 1998). Από τις αναλογίες ανοιγμάτων και πλήρων, ανάλογα με τον
προσανατολισμό της πλευράς του κτιρίου, μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα για την
ανάγκη διαμόρφωσης άνετου θερμοκρασιακού καθεστώτος (περισσότερα ανοίγματα στο νότο
που επιτρέπουν καλύτερη ηλιακή πρόσβαση και υψηλά ηλιακά κέρδη, λιγότερα στο βορά,
ανεμοπροστασία, κ.α.). Γενικά η αναλογία των παράθυρων είναι περίπου 1/1,50. Σε κτίρια με
λανθασμένο περιβαλλοντικά προσανατολισμό η έλλειψη ικανής ηλιακής ακτινοβολίας, η
οποία ως θερμική μάζα θα εισέλθει στο εσωτερικό των χώρων, οδήγησε τους κτίστες στη
δημιουργία πολλών παραθύρων για την εκμετάλλευση της ηλιακής ακτινοβολίας. Το
καλοκαίρι λόγω της χρονικά παρατεταμένης έκθεσης σε ακτινοβολία αντιμετωπίστηκε με την
κατά περίπτωση προσθήκη παραθυρόφυλλων.

Ο δροσισμός των εσωτερικών χώρων επιτυγχάνονταν με το άνοιγμα των παραθύρων, κυρίως


αυτών που βρίσκονται αντιδιαμετρικά, αλλά και με τον εξαερισμό των στεγών. Το ορεινό
κλίμα με τη χαμηλή υγρασία παίζει επίσης σπουδαίο ρόλο. Επίσης, ο αριθμός των
ανοιγμάτων σε πολλές οικίες προσφέρει ικανοποιητική οπτική άνεση.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 202


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Διάγραμμα 10-2: διάγραμμα ιδανικού προσανατολισμού (Πηγή: Εγχειρίδιο σχεδιασμού, Κοινό Κέντρο
Ερευνών Ε.Ε.).

 Το επίμηκες πλατυμέτωπο κτίσμα σε συνδυασμό με το νότιο προσανατολισμό, όπου


αυτός ακολουθείται, προκαλεί αύξηση των θερμικών προσόδων στην κατασκευή κατά τη
διάρκεια του χειμώνα. Σε πληθώρα οικιών το κελάρι και οι χώροι αποθήκευσης προϊόντων
και αγαθών βρισκόταν στο ισόγειο όπου παρατηρούνται χαμηλότερη θερμοκρασία σε σχέση
με τους υπόλοιπους χώρους. Πρόκειται για χώρους με μικρά και λίγα παράθυρα οι οποίοι
διατηρούν την εσωτερική τους θερμοκρασία λόγω μειωμένων απωλειών. Επίσης, τα μικρά
ανοίγματα που βρίσκονται στα ψηλότερα τμήματα των όψεων εξασφαλίζουν την απαγωγή
της θερμής ποσότητας αέρα προς το εξωτερικό περιβάλλον.

 Σπουδαίο πλεονέκτημα του χαγιατιού είναι η σημαντική βελτίωση των κλιματολογικών


συνθηκών. Σε οικίες με νότιο προσανατολισμό το χαγιάτι επιτρέπει τη διείσδυση της ηλιακής
ακτινοβολίας στο εσωτερικό το χειμώνα, ενώ τη θερινή περίοδο παρουσιάζει λειτουργία
προθαλάμου στο κτίσμα. Η έλλειψη λιακωτών και χαγιατιών συνεπάγεται στην έκθεση της
όψης εκείνης του κτιρίου στην επίδραση του ηλίου κατά τη θερινή περίοδο. Τα περισσότερα
κτίρια δεν έχουν λιακωτά και χαγιάτια οπότε δέχονται την ευεργετική επίδραση των ακτίνων
του ηλίου κατά τη χειμερινή εποχή.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 203


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

 Η στέγη είναι κεκλιμένη, κατασκευασμένη από ξυλεία και επικαλυμμένη με κεραμίδια


βυζαντινού τύπου «κολυμβητά», τα οποία συγκρατούνταν με λασποκονίαμα. Το κονίαμα
αυτό συνέβαλλε και στη θερμομόνωση των χώρων καθώς εισχωρώντας τους αρμούς του
σανιδώματος δημιουργούσε ένα φράγμα των κενών της κατασκευής και συντελούσε στην
προστασία από τις καιρικές συνθήκες. Η εφαρμογή συνδετικού κονιάματος προκειμένου να
τοποθετηθούν τα κεραμίδια συνεπάγεται την ελαχιστοποίηση της πιθανότητας εισροής
ανέμου από τη στέγη μειώνοντας τις θερμικές απώλειες. Μία στρώση καλαμιών προηγούνταν
του τελικού πετσώματος. Πρόκειται για ένα φυσικό υλικό με πολύ καλές θερμομονωτικές
ιδιότητες (συντελεστής θερμικής αγωγιμότητας λ=0,098W/moK, ειδική θερμότητα
0,28Wh/kg.K και πυκνότητα 2.180kg/m3) (εικόνα 10-3). Αυτό συμβαίνει διότι οι θερμικές
απώλειες από τη στέγη είναι αρκετές δεδομένου ότι ο θερμός αέρας κινείται ανοδικά. Ο
εγκλωβισμός της εσωτερικής θερμότητας επιτυγχάνεται με την κατασκευή ξύλινης οροφής.

Εικόνα 10-3: στρώση από καλάμια στην οροφή οικίας στη Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Επίσης, τα κεραμίδια διαθέτουν μεγάλο συντελεστή απορρόφησης ηλιακής ακτινοβολίας με


αποτέλεσμα το καλοκαίρι να παρατηρείται η υπερθέρμανσή του. Για το λόγο αυτό τα ταβάνια
διέθεταν πρόσβαση από την «γκλαβανή» με σκοπό τον αερισμό της στέγης (εικ. 10-4).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 204


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνα 10-4: θυρίδες στην στέγη οικίας στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Τα ανοίγματα στη στέγη μπορούν τη θερινή περίοδο να δημιουργήσουν ρεύμα κατακόρυφου


αερισμού διαμορφώνοντας ευχάριστο εσωτερικό κλίμα. Όλα τα κτίσματα διέθεταν άνοιγμα
προς τη στέγη από θυρίδες οι οποίες υπάρχουν στην απόληξη των εσωτερικών τοιχοποιιών
και μπορούν να λειτουργούν για την απαγωγή των θερμών ποσοτήτων αέρα κατά τη θερμή
περίοδο του έτους.

 Την εαρινή περίοδο οι περισσότεροι κάτοικοι έβαφαν τις εξωτερικές τοιχοποιίες των
σπιτιών τους με ανοικτόχρωμα χρώματα για να αυξάνεται η ανακλαστικότητά τους. Η χρήση
στις εξωτερικές επιφάνειες επιχρισμάτων ασβέστη με κατάλληλες θερμοχημικές ιδιότητες
εξασφαλίζει τη βελτίωση των θερμομονωτικών χαρακτηριστικών της τοιχοποιίας και κατ’
επέκταση της ενεργειακής απόδοσης των παραδοσιακών κατασκευών αυτών (εικ. 10-5).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 205


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνα 10-5: διώροφη οικία με λευκούς χρωματισμούς στη Χαλάρα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

 Σε ορισμένα παραδείγματα μια αυτοσχέδια πέργκολα ή ένα αναρριχόμενο φυτό (εικ.


10-6), π.χ. μια κληματαριά, προσφέρει ανακουφιστικό κατά τη θερινή εποχή δροσισμό.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 206


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Eικόνα 10-6: αναρριχόμενο δενδρύλλιο σε οικία στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

 Περιπτώσεις με διαμόρφωση ημιυπαίθριων χώρων, των λιακωτών, στη νότια πλευρά,


προστατευμένων από το βορά, σχηματίζουν μια προσήλια «αγκάλη».

 Οι αρχιτεκτονικές προεξοχές-σαχνισιά, ως τμηματική προεξοχή του ορόφου, τριγωνική,


είτε καθ’ όλο το μήκος του, συνεισφέρουν στην ογκοπλασία του κτίσματος και ταυτόχρονα
στον σκιασμό τμήματος της υποκείμενης επιφάνειας (εικ. 10-7).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 207


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εικόνα 10-7: αρχιτεκτονική προεξοχή - σαχνισί σε οικία στο Ανταρτικό. Σήμερα δυστυχώς έχει
καταρρεύσει (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 208


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

11. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΑΝΑΒΙΩΣΗΣ

Η προσδοκώμενη αναβίωση των ορεινών οικισμών τροφοδοτείται από την αυξανόμενη


επιθυμία των ανθρώπων να επιστρέψουν στα χωριά. Η τάση αυτή πριν την κρίση που
διέρχεται η ελληνική κοινωνία σήμερα είχε ισχυροποιηθεί από τη γενική άνοδο του βιοτικού
επιπέδου και τη συνεχή υποβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος. Οι ορεινοί οικισμοί, μακριά
από την ένταση των πόλεων, προσφέρουν την ισορροπία ανθρωπογενούς και φυσικού
περιβάλλοντος, προδιαθέτουν για φιλικές συμπεριφορές, ενθαρρύνουν τις κοινωνικές
συναναστροφές και τις συμμετοχικές διαδικασίες. Η ενεργοποίηση των ηλικιωμένων, αλλά
και εκείνων που είναι σε παραγωγική ηλικία για να συντηρήσουν και να κατοικήσουν τα
παλαιά σπίτια, έστω και εποχιακά, ανακόπτει τον αφανισμό. Η τάση για μακρόχρονες
καλοκαιρινές διακοπές των παιδιών στο ορεινό χωριό των παππούδων, όπου ανακαλύπτουν
την ελευθερία δράσης στο φυσικό και δομημένο χώρο, όπου μετέχουν σε μια μικρή κοινωνία
με ανάμιξη γενεών και διαφορετικών νοοτροπιών, όπου εξοικειώνονται με τα τοπικά
πολιτιστικά δρώμενα (πανηγύρια, μουσικές εκδηλώσεις, γιορτές, ανταμώματα, αγώνες
δρόμου, ιστορικές επετείους, κ.α.) είναι η ανάδραση στην ασφυκτική αστική διαβίωση.

Η μετανάστευση των νέων προς τις πόλεις, λόγω του πιο υψηλού βιοτικού επιπέδου και του
αστικού τρόπου ζωής, δεν αντάμειψε στο ακέραιο τις προσδοκίες τους. Στον αντίποδα της
εξεύρεσης του εικονικού αστικού παράδεισου, διαφαίνεται η επιστροφή των νέων στα ορεινά
εδάφη ειδικά σήμερα που η κοινωνία έχει υποστεί τις συνέπειες μιας μεγάλης και
παρατεταμένης περιόδου κρίσης. Η σημερινή ικανοποιητική κατάσταση του οδικού δικτύου
των ορεινών περιοχών είναι μία σημαντική παράμετρος που συνέβαλε στην άρση της μέχρι
πρόσφατα δυσχερούς επικοινωνίας του χωριού με τα αστικά κέντρα. Η βελτίωση των
επικοινωνιών και η ευρεία χρήση του διαδικτύου διευκολύνουν τη διαβίωση και τις
δραστηριότητες στους ορεινούς οικισμούς. Η παράλληλη απασχόληση σε περισσότερους
τομείς μικρής κλίμακας (κτηνοτροφία, τυροκομία, μελισσοκομία, δασοπονία, εμπόριο
τοπικών προϊόντων, αναψυχή, τουριστικές υπηρεσίες, οικοδομικές εργασίες) ίσως υπόσχεται
ένα σχετικά ικανοποιητικό εισόδημα.

Η επιστροφή των ανθρώπων στους ορεινούς αυτούς οικισμούς απομακρύνει τις συνέπειες της
εγκατάλειψης, όμως φέρει μαζί της την απειλή εισβολής του αστικού καταναλωτικού
μοντέλου διαβίωσης. Κίνδυνο για την περιοχή δεν αποτελεί μόνο η ερήμωση, αλλά η
αλλοίωση του μέτρου και της λελογισμένης λιτότητας. Άλλη απειλή είναι η πιθανή εισβολή
του αστικού τρόπου ζωής στις περιοχές που ελκύουν, λόγω των φυσικών πλεονεκτημάτων

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 209


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

τους, τουριστικές επενδύσεις ή χιονοδρομικά κέντρα αυξάνοντας μεν τα εισοδήματα των


κατοίκων, εξασθενίζοντας δε τα τοπικά έθιμα και προκαλώντας περιβαλλοντική υποβάθμιση.
Δεν πρέπει να επιδειχθεί αδιαφορία για την πιθανή ανεξέλεγκτη δόμηση, τη διάνοιξη και
διαπλάτυνση δρόμων μέσα από δάση και ευαίσθητα οικοσυστήματα, την κατασκευή μεγάλων
υποδομών, ασύμμετρων με την κλίμακα των ορεινών αυτών κοινοτήτων και την κοινωνική
και πολιτισμική μετάλλαξη του τοπικού πληθυσμού.

Τα τελευταία χρόνια το ορεινό περιβάλλον και οι ορεινοί οικισμοί έχουν γίνει δημοφιλή.
Όσο τα ίχνη του παρελθόντος καταστρέφονται και η αυθεντικότητα τείνει να εκλείψει, τόσο
η ανάγκη για διάσωση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς γίνεται πιο επιτακτική. Οι
παραδοσιακοί τόποι αναδεικνύονται ως πολύτιμα κελύφη τα οποία μπορούν να
ικανοποιήσουν τις ανάγκες της σύγχρονης ζωής ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίζονται σ’ αυτούς
αξίες μνήμης και ποιότητας ζωής, καθώς και περιβαλλοντικές, ιστορικές, αισθητικές αλλά
και οικονομικές αξίες.

Ο σχεδιασμός ενός σύγχρονου κτιρίου σ’ έναν ορεινό οικισμό αποτελεί πολυπαραμετρική


διαδικασία, η οποία αφενός προϋποθέτει την καταγραφή, διατήρηση και ανάδειξη της
πολιτιστικής και αρχιτεκτονικής κληρονομιάς του τόπου και αφετέρου καλείται να
αντιμετωπίσει τα ιδιαίτερα προβλήματα της περιοχής και τις σύγχρονες απαιτήσεις με στόχο
την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των κατοίκων. Η αρχιτεκτονική πρόταση πρέπει να
ισορροπεί σε αναφορές που εκπορεύονται από τις αξίες του τόπου και σε άλλες που οι
οποίες σχετίζονται με το σύγχρονο προβληματισμό.

Ο κάθε οικισμός είναι οργανωμένος με μια δική του εσωτερική ρύθμιση και αναγνωρίζεται
ως σύνολο κτισμάτων κι ελεύθερων χώρων και ως μια ενδιαφέρουσα σύνθεση στο τοπίο. Η
ομοιογένεια του υλικού δομής των κτισμάτων δεν προέκυψε ως άκριτη απομίμηση αλλά
υπαγορεύθηκε από τις κοινές ανάγκες, την ίδια αντίληψη ζωής, τις παραπλήσιες οικονομικές
και κατασκευαστικές δυνατότητες. Η ενότητα του ύφους μπορεί να αποδοθεί στη κοινή
νοοτροπία των κατοίκων του οικισμού, βασισμένη στην πρωτογενή παραγωγή και στους
πατροπαράδοτους τρόπους διαβίωσης, στις επιταγές του τοπικού κλίματος, στη διάχυση της
εμπειρικής κατασκευαστικής γνώσης και στην αξιοποίηση των τοπικών οικοδομικών υλικών
(ωμόπλινθος, πέτρα, κ.α.). Η υιοθέτηση και επανάληψη συγκεκριμένων αρχιτεκτονικών
προτύπων προσέδωσε το βαθμό συνοχής και ενότητας του οικισμού, χωρίς να αποκλείσει τις
επιμέρους διαφοροποιήσεις, που προσέφεραν ποικιλία στο σύνολο. Οι παραλλαγές που
παρατηρούνται στα κτίσματα του οικισμού ερμηνεύονται από τις ανάγκες προσαρμογής του
κτίσματος στο ανάγλυφο του εδάφους ή στον υφιστάμενο ιστό, οφείλονται σε

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 210


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

διαφοροποιήσεις που αφορούν την οικονομική κατάσταση, την κοινωνική θέση, το μέγεθος
της οικογένειας και την προσωπικότητα του ιδιοκτήτη.

Οι κύριοι σχεδιαστικοί στόχοι θα είναι:

 η ανάκτηση της χαμένης ταυτότητας του χώρου και, κατ’ επέκταση της παραδοσιακής
φυσιογνωμίας του οικισμού. Ο σχεδιασμός (εικ. Γ-2/4) θα εισάγει χρήσεις σ’ ένα νεκρό χώρο
αποδίδοντάς του συγκεκριμένο χαρακτήρα με παράλληλη ενίσχυση της παραδοσιακής
φυσιογνωμίας.

 τα νέα χαρακτηριστικά του τόπου θα γεννώνται από την τοπική παράδοση, θα αποτελούν
συνέχεια της ιστορίας του τόπου και θα προκύπτουν από τα χαρακτηριστικά του
παραδοσιακά δομημένου περιβάλλοντος του οικισμού. Για το λόγο αυτό θα υπάρχει η
δυνατότητα κατασκευής και χρήσης σύγχρονων ωμόπλινθων σε παράλληλη χρήση με τα
σύγχρονα υλικά δόμησης (γυαλί, μεταλλικές κατασκευές, εμφανές οπλισμένο σκυρόδεμα,
κ.α.).

 ο χώρος πρέπει να σχεδιάζεται με διττό αποδέκτη. Αφενός τους μόνιμους κατοίκους των
οποίων την ποιότητα ζωής καλείται να αναβαθμίσει κι αφετέρου τους προσωρινά διαμένοντες
σ’ αυτόν (ερευνητικό προσωπικό, καθηγητές, φοιτητές, ενδιαφερόμενο κοινό) και τους
επισκέπτες του οικισμού, τους οποίους καλείται να προσελκύσει.

 ο σύγχρονος δημόσιος χώρος επιδιώκει να φέρει σε επαφή άτομα διαφορετικών ομάδων.

 η ενημέρωση του κοινού. Κοινό χαρακτηριστικό πολλών ορεινών (και όχι μόνο)
οικισμών είναι η απουσία ενημέρωσης του επισκέπτη κυρίως, για τον ίδιο τον τόπο. Η
ιστορία, η τοπική παράδοση, οι μύθοι του τόπου γεννούν συναισθήματα που πλουτίζουν την
επαφή μαζί του. Η κατάλληλη ενημέρωση αφενός προβάλει την περιοχή, αφετέρου
κινητοποιεί την επιθυμία για την βαθύτερη ανακάλυψή της, που με τη σειρά της δημιουργεί
ποιοτικότερο τουρισμό – πολιτιστικό και φυσιολατρικό.

Η χρήση του αυτοκινήτου είναι άρρηκτα δεμένη με τη σύγχρονη ζωή. Ωστόσο, η επίσκεψη
σε έναν ορεινό οικισμό είναι, μεταξύ άλλων, μια διαδικασία επαφής με τη φύση και αυτή
μπορεί πραγματικά να επιτευχθεί μόνο με την εγκατάλειψη του αυτοκινήτου. Είναι δύσκολο
να νιώσει κάποιος το τοπίο, τη γη, να πλημμυρίσει με τις εικόνες και τις μυρωδιές του βουνού
και να αφουγκραστεί τους ήχους του, μέσα από ένα αυτοκίνητο. Οι μετακινήσεις με Ι.Χ.
αυτοκίνητα διαθέτουν αρνητικό πρόσημο: επιφέρουν επεισόδια ατμοσφαιρικής ρύπανσης,
συμφόρησης και κυκλοφοριακού θορύβου, ενώ συντελούνται σε συνθήκες μειωμένης

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 211


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

ασφάλειας και σπατάλης ενεργειακών και οικονομικών πόρων, ειδικά σε έναν ορεινό οικισμό
με έντονο ανάγλυφο. Οι ανάγκες για μετακινήσεις πρέπει να καλυφθούν σε προστατευτικό
πλαίσιο ως προς το τοπικό οικιστικό απόθεμα. Επιδίωξη λοιπόν του σχεδιασμού είναι να
βγάλει τους επισκέπτες από το αυτοκίνητο, να τους ωθήσει στο περπάτημα και να τους
δημιουργήσει το ενδιαφέρον για περιήγηση στον οικισμό. Έτσι διαμορφώνεται ένα οδικό
δίκτυο με καθορισμένες θέσεις στάθμευσης σε ορισμένα σημεία του οικισμού που θα
μπορούν να εξυπηρετούν τις ανάγκες των αποκατεστημένων κτιρίων και κατοικιών
(συστάδες στάθμευσης) προκαλώντας τη λιγότερο δυνατή κυκλοφοριακή όχληση. Στην
είσοδο του οικισμού δημιουργείται ο μεγάλος βασικός χώρος στάθμευσης απ’ όπου θα
μπορεί κάποιος να ξεκινήσει την περιήγησή του στο εσωτερικό του οικισμού. Σε
καθορισμένα σημεία του οικισμού προτείνονται χώροι στάθμευσης λίγων οχημάτων για την
εξυπηρέτηση των χρήσεων που φιλοξενούν τα κτίρια.

 διαμόρφωση υδατοδιαδρομής που θα συλλέγει τα όμβρια και εποχικά ύδατα


ακολουθώντας τις υπάρχουσες κλίσεις του εδάφους. Η συλλογή των υδάτων αυτών θα ξεκινά
από το σημείο όπου παρατηρείται πύκνωση ισοϋψών και συλλέγονται με φυσικό τρόπο
εποχικά ύδατα μετά από βροχοπτώσεις, ενώ παρατηρείται και ροή επιφανειακών υδάτων.

Ζητούμενο κατά τον σχεδιασμό είναι η προτεραιότητα της κίνησης των πεζών, έναντι των
οχημάτων και η μείωση της ταχύτητας αυτών. Έτσι, στους δρόμους δεν τοποθετείται
άσφαλτος αλλά πέτρινοι κυβόλιθοι. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η οπτική συνέχεια των
μονοπατιών. Κύρια χρήση στη διαμόρφωση των δρόμων είναι το περπάτημα. Επιδίωξη είναι
ο περίπατος ανάμεσα σε δέντρα, φυτά και οικίες, όπου τα χρώματα θα ανακατεύονται
ευχάριστα μαρτυρώντας τις εποχές και με την παρουσία του κοντινού υγρού στοιχείου, του
Λαδοπόταμου. Δημιουργείται ένα ασφαλές συνεχές οριοθετημένο δίκτυο οδικών αξόνων και
πεζόδρομων ανάμεσα σε δέντρα και οικίες. Σε επιλεγμένες θέσεις, δίπλα στα μονοπάτια
περιπάτου, δημιουργούνται θύλακες στάσης και συνάντησης. Χώροι ελεύθεροι, με κιόσκια,
πεζούλια, υπαίθρια καθιστικά, πέργκολες και βρύσες. Οι υπαίθριοι αυτοί χώροι σχεδιάζονται
έτσι ώστε να φιλοξενούν τους κατοίκους και τους επισκέπτες.

Κατά τον σχεδιασμό του χώρου επιδίωξη ήταν οι προτεινόμενες επεμβάσεις, να είναι
συμβατές με το παραδοσιακά δομημένο περιβάλλον του οικισμού και να προσαρμόζονται
στη μορφολογία του τοπίου. Τα υλικά κατασκευής τα οποία επιλέγονται είναι η πέτρα
(κυβόλιθοι και πλάκες για τις δαπεδοστρώσεις των μονοπατιών και των χώρων στάσης και
στάθμευσης, ανεπίχριστη πέτρινη τοιχοποιία για τα πεζούλια), το ξύλο και το κεραμίδι (π.χ.
κατασκευή κιόσκι). Τα προτεινόμενα κτίσματα είναι χαμηλά και μικρά σε όγκο, λιτά και

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 212


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

συμβατά με προϋπάρχουσες τοπικές παραδοσιακές κατασκευές. Ο σχεδιασμός στοχεύει στη


δημιουργία χώρων φιλόξενων, με σεβασμό στις ανθρώπινες ανάγκες και το τοπικό φυσικό
περιβάλλον. Στοχεύει, επίσης, στην επαναφορά των χαμένων ιδιοτήτων του δημόσιου
χώρου, ο οποίος, παραδοσιακά, προσέλκυε και μάζευε τους ανθρώπους, ενώ σήμερα είναι
εγκαταλελειμμένος και είχε αρμονική συνδιαλλαγή με τη φύση της περιοχής. Η βελτίωση
του μικροκλίματος μπορεί να επιτευχθεί με την μέγιστη δυνατή χρήση πράσινου καθώς και
την αξιοποίηση των υδάτινων ρεμάτων έστω περιοδικής παροχής.

Προκειμένου να αποφευχθεί η περιθωριοποίηση των ΑΜΕΑ και των ΑΜΚ (ατόμων με


μειωμένη κινητικότητα) αλλά και να τους δοθεί η δυνατότητα να συμμετέχουν ισότιμα σε
όλες τις δραστηριότητες της ζωής προτείνεται, όπου είναι εφικτό, να ενσωματωθούν αρχές
που να επιτρέπουν τη χρήση των υποδομών από αυτές τις ομάδες ανθρώπων.

Η κλίση σε σχέση με την απόσταση του διαμορφωμένου δαπέδου, αποτελούν βασική


προϋπόθεση για την αυτόνομη διακίνηση των ατόμων με ειδικές ανάγκες και των
εμποδιζόμενων ατόμων γενικότερα. Η ολισθηρότητα του δαπέδου, σε συνάρτηση με την
υφή του υλικού όσο και με το ανάγλυφο της επιφάνειάς του, είναι μια άλλη παράμετρος της
δυνατότητας κίνησης.

Το υλικό είναι φορέας πνευματικής δημιουργίας και η επιλογή καθώς και οι προδιαγραφές
των υλικών που θα χρησιμοποιηθούν στα κτίσματα αλλά και στους ανοικτούς υπαίθριους
χώρους, πρέπει να υπακούουν σε περιβαλλοντικές αρχές. Είναι ευνόητο ότι τα υλικά θα
πρέπει να ικανοποιούν τις προδιαγραφές χρήσης, δηλαδή αντοχή, αισθητική, διάρκεια κ.λπ.
Επίσης, πρέπει:

 να συντελούν στην δημιουργία βέλτιστου θερμικού κλίματος στην περιοχή χρήσης τους,
χωρίς να υποβαθμίζουν το οπτικό περιβάλλον.

 κατά την φάση της κατασκευής και χρήσης τους να προκαλούν την μικρότερη δυνατή
επιβάρυνση στο περιβάλλον, συμπεριλαμβανόμενων πιθανών εκπομπών, και να απαιτούν τη
μικρότερη δυνατή χρήση πρώτων υλών και ενέργειας τόσο για την παραγωγή όσο και για την
μεταφορά τους.

 να παρουσιάζουν το μικρότερο δυνατό ολοκληρωμένο κόστος ζωής (life cycle cost),


συμπεριλαμβανόμενου του κόστους επένδυσης, λειτουργίας, συντήρησης, κ.λπ.

Σαν εξωτερικοί χώροι νοούνται οι δρόμοι κίνησης πεζών και ΙΧ, τα πεζοδρόμια, οι ανοικτοί
χώροι στάθμευσης και οι περιβάλλοντες χώροι των κτιρίων. Προτείνονται οι παρακάτω
γενικές προδιαγραφές για τα υλικά κατασκευής των πεζόδρομων και των χώρων στάθμευσης:

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 213


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

 τα υλικά που θα χρησιμοποιηθούν πρέπει να είναι ανοικτού χρώματος και να


παρουσιάζουν ανακλαστικότητα στο ηλιακό φάσμα μεγαλύτερη από 0,25. Θα πρέπει να
ληφθεί πρόνοια, ώστε το χρησιμοποιούμενο υλικό να μην δημιουργεί θάμβωση.

 η κατασκευή των πεζοδρόμων και των χώρων στάθμευσης θα πρέπει να είναι


υδατοδιαπερατή και να επιτρέπει αφενός την συλλογή του νερού και αφετέρου την εξάτμιση
του νερού του εδάφους. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με χρήση υλικών μερικής κάλυψης του
εδάφους.

 η χρήση ασφάλτου γενικά αποφεύχθηκε.

 τα χρησιμοποιούμενα υλικά να προέρχονται από περιοχή όσον το δυνατόν πλησιέστερη


του εργοταξίου.

11.1. Ένταξη νέων χρήσεων σε υφιστάμενα κτίρια – αρχιτεκτονικές


επεμβάσεις

Στην παρούσα πρόταση δεν επιδιώκεται η στείρα αποκατάσταση παραδοσιακών μοτίβων ως


σκηνογραφική επίνευση ή νεοπαραδοσιακή «ψιμυθίωση». Στόχος υπήρξε η γεφύρωση της
διάστασης μεταξύ της μορφολογίας της παραδοσιακής δομής και του σύγχρονου
αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Ο σχεδιασμός πρέπει να εκφράζει το κοινωνικό σύστημα της
εποχής με σεβασμό στις παραδοσιακές αξίες του τόπου.

Εξάλλου, εξ’ ορισμού, η αναβίωση συνεπάγεται την επαναφορά του οικιστικού


συμπλέγματος σε μια νέα μορφή ζωής, αφού αυτή έχει διακοπεί στο συγκεκριμένο οικισμό, ή
τη βελτίωση και τη μεγιστοποίησή της, αφού αυτή έχει υποβαθμιστεί. Δεν πρόκειται μόνο για
κάποια μορφή ενεργούς παρέμβασης αλλά και το αποτέλεσμα εφαρμογής μέτρων ενεργού
προστασίας του κτηριακού δυναμικού, σε συνδυασμό με τη θέσπιση θεσμικών μέτρων για τη
δημιουργία κινήτρων οικονομικών, παραγωγικών, κοινωνικών, τα οποία θα δημιουργήσουν
ένα πλαίσιο της αναβίωσης.

Κάθε λειτουργία αντιστοιχεί σε μια χωρική κοινωνική πρακτική και είναι αποτέλεσμα μιας
δραστηριότητας, η οποία από την άποψη της χρησιμοποίησης του χώρου, αντιστοιχεί σε ένα
τρόπο χρήσης του χώρου. Δηλαδή ο χώρος του οικισμού αποτελεί ένα σύνθετο σύστημα
κοινωνικών πρακτικών-λειτουργιών και χρήσεων.

Το φαινόμενο της εγκατάστασης «πρώην κατοίκων αστικών περιοχών», που εμφανίζεται σε

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 214


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

μεγάλο βαθμό τη δεκαετία ’91-’01, κυρίως σε οικισμούς με τουριστικό δυναμισμό, όπως


στα Ζαγοροχώρια, αφορά ανθρώπους που έχουν τα εξής χαρακτηριστικά:

 είναι υψηλού μορφωτικού επιπέδου

 έχουν μείνει για μεγάλο διάστημα ή έχουν καταγωγή από το εξωτερικό

 είναι είτε μεγάλης ηλικίας, χωρίς επαγγελματικές προοπτικές ή χωρίς οικογένεια με


παιδιά και έχουν νοοτροπία «απόσυρσης» είτε είναι άτομα νεαρής ηλικίας με πρόθεση να
εργαστούν και να δημιουργήσουν οικογένεια

 εξαρτώνται από γειτονικά αστικά κέντρα

 εντάχθηκαν με δυσκολία στην τοπική κοινωνία λόγω του κλειστού της χαρακτήρα

 διαθέτουν οικονομική ανεξαρτησία

Οι κυριότεροι λόγοι εγκατάστασής τους είναι:

 η αναζήτηση καλύτερης ποιότητας ζωής

 η απώθηση από την πόλη λόγω κακής ποιότητας ζωής, έντονων ρυθμών, μόλυνσης και
αποξένωσης

 οι συναισθηματικοί και οικογενειακοί λόγοι (υπάρχει κάποιο μέ λος της οικογένειας που
ζει μόνιμα εκεί)

 οι ιδεολογικοί λόγοι όπως η ενίσχυση της αποκέντρωσης

 οι οικονομικοί κι επαγγελματικοί λόγοι

Σύμφωνα με τα δεδομένα της παρούσας πρότασης προτείνεται η αποκατάσταση όλων των


κτισμάτων του οικισμού με νέα χρήση αυτή της κατοικίας, δηλαδή διατηρώντας την
πρότερη χρήση, αλλά με τις αναγκαίες μετατροπές που επιβάλλει ο σύγχρονος τρόπος ζωής.
Εξαίρεση αποτελούν τα παρακάτω κτίρια για τα οποία προτείνεται:

Μια ελπίδα για να σωθούν τα δείγματα αυτών των πλινθόκτιστων αρχιτεκτονημάτων είναι η
πιθανότητα της «εναλλακτικής» ανάπτυξης της περιοχής με την ενίσχυση προγραμμάτων
επιμορφωτικού χαρακτήρα και οικολογικού τουρισμού καθώς και την συστηματική
οικολογική και βιολογική ήπια καλλιέργεια φασολιών και καρυδιών, τα οποία είναι
φημισμένα, τονώνοντας την τοπική οικονομία. Η συνεργασία με γειτονικές χώρες μπορεί να
δώσει βιώσιμες προοπτικές.

Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση ενός σύγχρονου κτιρίου σε έναν παραδοσιακό οικισμό είναι

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 215


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

μια πολυδιάστατη διαδικασία, η οποία αφενός προϋποθέτει την αναγνώριση των συνθετικών
αρχών που διέπουν το συγκεκριμένο ανθρωπογενές περιβάλλον και αφετέρου καλείται με μια
σύγχρονη σχεδιαστική πρόταση να αναβαθμίσει την ποιότητα ζωής, χωρίς να καταστρέψει τα
θεμελιώδη ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του οικισμού. Ο λυρισμός των κτιρίων δεν
ξαναβρίσκεται ούτε με πηθικισμούς, ούτε με μορφοκρατία, αλλά με κατάλληλο χειρισμό,
ορθή χρήση των σύγχρονων υλικών και με την ίδια ποιητική διάθεση που χρησιμοποιούσαν
τα υλικά δομής οι παλαιότεροι δημιουργοί.

Το κεντρικό σημείο των οικισμών, η πλατεία, είναι ο κατεξοχήν δημόσιος χώρος τους που ως
«κενό» μέσα σε αυτόν αποτελεί χώρο (π.χ. Παράρτημα Γ, Σχέδιο Γ-2) ιδιαίτερα φορτισμένο
και με πολλαπλά μηνύματα κοινωνικά, πολιτικά, πολιτιστικά, οικονομικά, σήμερα όλα
φορτισμένα συναισθηματικά. Η πορεία της συνδέεται άμεσα με την ευρύτερη ιστορία των
οικισμών και με πολυδιάστατο ρόλο στο χρόνο αποτυπώνοντας κάθε φορά το πνεύμα κάθε
εποχής. Το κεντρικό αυτό σημείο διαμορφώθηκε για να λειτουργεί ως πεδίο
δραστηριοποίησης των ανθρώπων,·πεδίο συνεύρεσης, λατρείας, συναλλαγής,
συναναστροφής καθώς έχει άμεση σύνδεση με την κοινωνική υπόσταση του κατοίκου. Σε
κάθε περίπτωση, κύριος στόχος είναι η οικειοποίησή της από τους σύγχρονους χρήστες, όχι
απλά ως «τόπος» της κοινής ζωής τους αλλά ως ιδιαίτερη βιωματική εμπειρία.

Ο τρόπος με τον οποίο βιώνεται ο χώρος αυτός και η κοινωνικοποίησή του, που
επιτυγχάνεται μέσω της οικειοποίησης του, καθιστούν την πλατεία λειτουργική και
παράλληλα οι δραστηριότητες μέσα ή γύρω από αυτή, εξαρτώνται -αν όχι καθορίζονται- σε
πολύ μεγάλο βαθμό από τις χρήσεις και τους χρήστες στους οποίους απευθύνεται.

Συχνά στα ορεινά χωριά υπάρχει το αγνάντι, ένας τόπος συνεύρεσης σε κάποιο πλάτωμα με
θέα, όπου υπήρχαν καθίσματα, συνήθως από ξύλινους κορμούς, για τους χωρικούς. Οι
πανηγυρότοποι, οι χώροι όπου πραγματοποιούνται δημόσιες γιορτές και θρησκευτικά
πανηγύρια, βρίσκονται συνήθως μπροστά από κάποια εκκλησία και είναι ανοικτοί ώστε να
επιτρέπουν μεγάλες συναθροίσεις κόσμου.

Σημαντικοί παράμετροι στην ανάδειξη της ιδιαιτερότητας της τοποθεσίας του οικισμού
αποτελεί:

 η αξιοποίηση με σεβασμό στο πολιτισμικό τοπίο και με έμφαση στην αποκατάσταση και
προβολή στοιχείων και δομών όπως, οι διαδρομές, τα μονοπάτια, το πηγάδι, η πλατεία, ο
ναός της Αγίας Παρασκευής, η υδατοδιαδρομή του ποταμού και η νέα υδατοδιαδρομή, κ.α.

 η αναβάθμιση ποιότητας του χώρου και της καθημερινής ζωής

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 216


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

 οι περιοχές στάσης – κίνησης πεζών και οχημάτων

 η είσοδος, οι έξοδοι και η κίνηση μέσα στον οικισμό

 η περιέλιξη της βασικής επέμβασης κοντά στον κεντρικό χώρο του οικισμού

 η ανάδειξη υδάτινου στοιχείου ποταμού και σημαντικότητα υδατοδιαδρομής ανάμεσα


στους δύο οικισμούς

 η διατήρηση των υπαρχουσών διαδρομών οι οποίες όμως μετατρέπονται σε πεζόδρομους


(επιτρέπεται η πρόσβαση μόνο για ορισμένες κατηγορίες οχημάτων).

 η συνετή διαχείριση φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς

 η προστασία της τοπικής βιοποικιλότητας

Εφαρμόσιμες λύσεις για την αποκατάσταση δομικών στοχείων των κτσιμάτων του οικισμού
προτείνονται:

Στις λιθόκτιστες και ωμοπλινθόκτιστες τοιχοποιίες:

 αρμολόγημα με πηλοκονίαμα

 εφαρμογή ενέματος (σε παχιές τοιχοποιίες)

 επικόλληση ινοταινιών (στην επιφάνεια ή στους αρμούς κατά το βαθύ αρμολόγημα)

 εφαρμογή ενισχυμένων επιχρισμάτων

 σύνδεση με παράλληλο χαλύβδινο σκελετό, όπως στο κτίριο με το συνεχές σαχνισί στον
Άνω Κρανιώνα

Στις ξυλόπηκτες τοιχοποιίες:

 τμηματικό ή συνολικό νέο επίχρισμα

 το κονίαμα προσδίδει στην ωμοπλινθοδομή πλήρη έδραση και εμποδίζει το νερό να


διέρχεται από τους αρμούς.

 αποκατάσταση αρθρωτής λειτουργίας κόμβων

 μερική ενίσχυση ξύλινων ράβδων

 ανάκτηση με υλικά ίδιου τύπου με τα ιστορικά και με ίδια γεωμε- τρία του ξύλινου
σκελετού

Στα ξύλινα πατώματα:

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 217


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Τα πατόξυλα του δαπέδου των ορόφων67 εξυγιαίνονται όπως και οι σωζόμενες σανίδες της
επικάλυψης.

 ενίσχυση δοκών με χαλύβδινες ράβδους ή ινοταινίες

 τοποθέτηση/ενίσχυση εγκάρσιων ενδιάμεσων δοκών προς δημιουργία πλάκας

 κατασκευή δεύτερου καρφωμένου δαπέδου

 τοποθέτηση περιμετρικής δοκού προς επίτευξη ημικπακτωμένης έδρασης και αύξηση της
διαφραγματικότητας

 τροποποίηση του στατικού συστήματος

 ανακατασκευή

Στα ξύλινα κουφώματα:

Αντικαθιστούνται για λόγους θεμομόνωσης τα κουφώματα με νέα, παρόμοιας μορφής με


διπλό υαλοστάσιο, με θερμοδιακοπή, δίχως τη δυνατότητα δημιουργίας θερμογεφυρών, αφού
ελεγχθεί η δυνατότητα εφαρμογής διπλού υαλοστασίου στα υφιστάμενα.

Στις ξύλινες στέγες:

Απαραίτητη είναι η εξυγίανση του ξύλινου σκελετού της στέγης, ενώ απαραίτητα
τοποθετείται θερμομόνωση και υγρομόνωση στην εξωτερική παρειά του πετσώματος ώστε
να μην αλλοιωθεί η εσωτερική όψης της κατασκευής. Η επικάλυψη της στέγης γίνεται με τα
διασωζόμενα κεραμίδια, ή με καινούρια ίδιου τύπου, βυζαντινά, με συνδετικό υλικό κόκκινη
τσιμεντοκονία.

 μετατροπή των κόμβων (αρθρώσεων) σε πακτώσεις

 τοποθέτηση επιπλέον ορθοστατών /διαγωνίων /αντηρίδων

 αντικατάσταση τμημάτων ζευκτών όπου απαιτείται

Στη λιθοδομή:

Προτείνεται η ενίσχυση με ενέματα στις περιοχές όπου η λιθοδομή της εκκλησίας ή της

67
Επάνω στα υφιστάμενα πατόξυλα διαστρώνονται νέες σανίδες από ξύλο καστανιάς, όπου απαιτείται. Στους
υγρούς χώρους η επικάλυψη γίνεται με κεραμικά αντιολισθηρά πλακίδια. Στους ισόγειους χώρους αφού γίνει η
οπoιαδήποτε ρηχή εκσκαφή, κατασκευάζεται υπόστρωμα οριζοντίωσης, ακολουθεί στρώση υγρομόνωσης και
θερμομόνωσης και προστίθεται επικάλυψη από κεραμικά αντιολισθητικά πλακίδια, σε αντικατάσταση του
χωμάτινου δαπέδου. Στα δάπεδα που βρίσκονται σε κακή ή σε ερειπιώδη κατάσταση ανακατασκευάζεται το
δάπεδο με χρήση ξύλινων ή μεταλλικών δοκών πακτωμένων στις περιμετρικές τοιχοποιίες. Η επικάλυψη γίνεται
με διπλό σανίδωμα.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 218


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

λίθινης θεμελίωσης οικιών παρουσιάζει αδυναμίες. Ελέγχεται η κατάσταση διατήρησης των


ξυλοδεσιών και αντικαθιστούνται όσα τμήματα έχουν αποσαθρωθεί με καινούρια ξυλεία
ίδιου τύπου με την προϋπάρχουσα, ει δυνατόν, η οποία ματίζεται στην υφιστάμενη.
Εξωτερικά γίνεται καθαρισμός της τοιχοποιίας και αρμολόγημα στην εσωτερική παρειά,
αφού προηγηθεί καθαρισμός, εφαρμόζεται στρώση υγρομόνωσης στην τελική επιφάνεια που
βρίσκεται μέσα στο έδαφος. Τοπικές συμπληρώσεις γίνονται όπου απαιτούνται.

Στη θεμελίωση:

Προτείνεται η ενίσχυση των υπαρχουσών αβαθών θεμελιώσεων με τη μέθοδο της


υποθεμελίωσης, δηλαδή τη διαπλάτυνση του διατηρούμενου υπάρχοντος θεμελίου ή την
κατασκευή βάθρου έδρασης κάτω από αυτό ένεμα στην τοιχοποιία

 υποθεμελίωση ή υποθεμελίωση και ανύψωση

 βελτίωση εδάφους

 κατασκευή σεισμικών αποσβεστήρων

Στα ξύλινα υποστυλώματα:

Τα υποστυλώματα ελέγχονται ως προς την αντοχή τους και αυτά που βρίσκονται σε καλή
κατάσταση εξυγιαίνονται, ειδάλλως αντικαθιστούνται με νέα ξύλινα υποστυλώματα ίδιας
διατομής.

Στα τζάκια:

Αφαιρείται το επίχρισμα, εξυγιαίνεται ο σκελετός και γίνονται οι απαραίτητες μετασκευές


στην καπνοδόχο και στη βάση. Στη συνέχεια επιχρίεται εκ νέου η επιφάνεια. Η παραστιά ή
πυροστιά διατηρείται και παραμένει εμφανής.

Επιθυμητή είναι:

 η προστασία της παραδοσιακής μας ταυτότητας

 η επανάχρηση για την εξασφάλιση της διάσωσης του κτιρίου

 η στερέωση, ενίσχυση και ο εκσυγχρονισμός των παραδοσιακών κτισμάτων, ώστε να


ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των νέων χρήσεων και κανονισμών και ταυτόχρονα να
εξυπηρετούν σύγχρονες ανάγκες

 οι ήπιες επεμβάσεις αρχιτεκτονικές, στατικές, ηλεκτρολογικές και διαμόρφωσης


περιβάλλοντος

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 219


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Αποφεύχθηκε:

 η εγκατάλειψη και καταστροφή της παραδοσιακής κληρονομιάς του τόπου αυτού

 η δημιουργία «νεκρών» μνημείων με αποκλειστικά και μόνο μουσειακή χρήση

 η διατήρηση μόνο των κελυφών παραδοσιακών κτισμάτων ή οι απομιμήσεις


χαρακτηριστικών στοιχείων

 οι ανακατασκευές που δημιουργούν ένα «ψευτοπαραδοσιακό» κτίριο

Μέριμνα δόθηκε στη δυνατότητα πρόσβασης ΑΜΕΑ στον οικισμό και σε κτίρια, κυρίως
δημόσιας χρήσης. Σε σημεία των κτιρίων όπου η υψομετρική διαφορά δεν το επιτρέπει
μπορεί να γίνει εγκατάσταση μηχανοκίνητου εξοπλισμού (ειδικού αναβατορίου για
καροτσάκια).

Γενικά, οι σχεδιαζόμενες επεμβάσεις προτάσσουν τη διαφύλαξη κατά το δυνατόν


περισσότερων αυθεντικών τμημάτων των κτιρίων, υπό τον όρο ότι δε θα προκύπτουν
προβλήματα στην επανάχρησή τους. Οι νέες κατασκευές θα πραγματοποιούνται με σύγχρονα
υλικά και τεχνολογία, θα υπάρχει η δυνατότητα αναστρεψιμότητας και είναι σχεδιασμένες με
τέτοιον τρόπο ώστε να μη συγχέονται με τα αυθεντικά τμήματα των κτισμάτων. Στις
παρεμβάσεις και στη διαχείριση του χώρου επιδιώχθηκε κατά το δυνατόν η διατήρηση της
εικόνας ενός ορεινού και αγροτικού οικισμού. Προτείνεται η επιλογή λιτών και απλών
χαράξεων κατάλληλα προσαρμοσμένων στο εδαφικό ανάγλυφο. Η νέα φύτευση
διαμορφώθηκε κατάλληλα ώστε να εξυπηρετεί τους στόχους της αποκατάστασης κι
αναβίωσης του οικισμού.

Στους κοινόχρηστους χώρους του οικισμού προτιμήθηκαν να είναι χυτά τα υλικά των
κύριων οδικών αξόνων καθώς ουδέποτε υπήρξε τεχνητή διαμόρφωση του δημόσιου χώρου.
Έτσι στους πεζόδρομους επιλέχθηκε το χυτό γαρμπιλομπετόν σε αποχρώσεις του κεραμιδί
στο κεντρικό τμήμα και το ριγωτό στην περίμετρο. Ο φωτισμός των διαδρομών θα είναι
χαμηλός ώστε να μη δημιουργείται ένα υπερφωτισμένο περιβάλλον. Τα δίκτυα κοινής
ωφέλειας θα είναι υπόγεια. Η περισυλλογή των απορριμμάτων θα γίνεται από ειδικό
απορριμματοφόρο όχημα σε μία επιβεβλημένη τοποθεσία εκτός του κυρίως σώματος του
οικισμού (χώρος κοντά στην έξοδο του οικισμού). Εντός του οικισμού, πέραν των μικρών
κάδων απορριμμάτων στους κοινόχρηστους χώρους, δε θα υπάρχουν άλλοι κάδοι
απορριμμάτων. Οι κάτοικοι θα είναι υποχρεωμένοι να μεταφέρουν τα απορρίμματά τους
στον ειδικό χώρο περισυλλογής των απορριμμάτων στην έξοδο του οικισμού.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 220


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Η ιπτάμενη τέφρα και η ερυθρά ιλύς είναι δύο βιομηχανικά παραπροϊόντα που παράγονται σε
μεγάλες ποσότητες στον ελληνικό χώρο και μπορούν να χρησιμοποιηθούν μετά από ανάμιξη
στην παραγωγή ωμόπλινθων με συμπίεση. Από τα αποτελέσματα των εργαστηριακών
ελέγχων φαίνεται ότι η συνδυασμένη χρήση ιπτάμενης τέφρας και ερυθράς ιλύος για την
παραγωγή ωμόπλινθων παρουσιάζει κάποια πλεονεκτήματα από τεχνική και κατ’ επέκταση
από οικονομική σκοπιά. (Αναστασίου, Παπαγιάνη, κ.α., 2012). Το περιβαλλοντικό
αποτύπωμα των ωμόπλινθων αναμένεται επίσης να είναι ιδιαίτερα μικρό, εφόσον δεν
καταναλώνεται σημαντική ενέργεια για την παραγωγή τους, ενώ ταυτόχρονα αξιοποιούνται
δευτερογενή υλικά που διαφορετικά θα επιβάρυναν το περιβάλλον.

11.2. Ένταξη νέας αρχιτεκτονικής

Η λειτουργία του οικισμού με τη δημιουργία του διεπιστημονικού κέντρου, του ξενώνα και
την επανακατοίκηση οικιών προϋποθέτει την ένταξη νέων χρήσεων στα υφιστάμενα
εγκεταλειμμένα κελύφη. Στόχος της επέμβασης στα κτίσματα ήταν η αντιμετώπιση των
δομοστατικών και οικοδομικών προβλημάτων των κτισμάτων, κυρίως αυτών που
βρίσκονται σε ερειπιώδη κατάσταση, από την άποψη της απάλειξης των εν δυνάμει
κινδύνων (κυρίως καταστροφών από δυναμικές καταπονήσεις και φθορών) που εγκυμονεί η
κατάστασή τους, η αισθητική αναβάθμιση, η ανάδειξη της ιστορικής κι αρχιτεκτονικής τους
αξίας και η αντιμετώπιση ορισμένων λειτουργικών προβλημάτων προκειμένου να
λειτουργήσει το κτίριο ως ένα ευανάγνωστο κι επισκέψιμο ή κατοικήσιμο κτίσμα.

Το τοπίο διαμορφώνεται από πολιτισμικά στοιχεία (υποδομές, δομημένο περιβάλλον,


πυκνότητα κατοικιών, ύψη, κ.λπ.), τα φυσικά βιοτικά στοιχεία (βλάστηση, καλλιέργειες,
βιοποικιλότητα, ζωικό κεφάλαιο, κ.α.) και τα φυσικά στοιχεία (γεωλογικό υπόβαθρο, υδάτινα
στοιχεία, ανάγλυφο γης, κ.λπ.). Με την παρούσα πρόταση το τοπίο δεν αλλάζει αλλά
εμπλουτίζεται δημιουργικά.

Η ιδέα και τα χαρακτηριστικά ενός «οικο-μουσείου» (eco-museum) μπορούν να δώσουν


χρήσιμες ιδέες για τη διαχείριση ενός συγκεκριμένου μνημειακού τοπίου του Άνω Κρανιώνα.
Το οικο-μουσείο συνίσταται σε μια περιοχή που εμπεριέχει φυσική και πολιτιστική
«κληρονομιά», όπως ο Άνω Κρανιώνας, χρησιμοποιεί τοπικές μνήμες και απευθύνεται όχι
μόνο στον τοπικό πληθυσμό αλλά και σε άλλες ομάδες και υπερτοπική κλίμακα, χωρίς να
αποκλείεται ευρύτερη και διεθνής προβολή. Ενισχύεται η αίσθηση της «τοπικής ταυτότητας»
με διεθνή εμβέλεια. Επίσης, η πρόταση υλοποιεί μια ολιστική θεώρηση φυσικού και

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 221


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

κοινωνικού περιβάλλοντος, ως πεδίο πολυεπιστημονικής και διεπιστημονικής έρευνας και


ενισχύει τόσο το «ηθικό» όσο και το εισόδημα των τοπικών κοινοτήτων των Κορεστίων
συμβάλλοντας έτσι στη βιώσιμη ανάπτυξή τους. Έτσι μπορεί η περιοχή των Κορεστίων να
μετατραπεί σε ένα ζωντανό οικομουσείο.

Για τους κατοίκους που θα εγκατασταθούν στις αποκατεστημένες κατοικίες του οικισμού
μπορούν να υιοθετηθούν κίνητρα, όπως:

 χαμηλότοκα δάνεια με επιδοτούμενο επιτόκιο και περίοδο χάριτος.

 επιχορήγηση ποσοστού επί του προϋπολογισμού για την εκτέλεση ειδικών και πολλές
φορές πολυδάπανων εργασιών, (όπως ειδικές τεχνικές στερέωσης της κατασκευής,
αποκατάσταση εξωτερικών διακοσμητικών στοιχείων, κ.λπ.).

 ειδικά οικονομικά βραβεία προς τους ιδιοκτήτες για υποδειγματικές εφαρμογές μελετών
αποκατάστασης.

 επιδότηση προς τον ιδιοκτήτη της επιπρόσθετης αμοιβής επισκευής - αναδιαρρύθμισης


που οφείλει να καταβάλει στο μηχανικό για την έκδοση οικοδομικής άδειας μελέτης
αποκατάστασης.

 εκπόνηση των μελετών επισκευής και αποκατάστασης διατηρητέων δωρεάν από τις
τοπικές αυτοδιοικήσεις (Νομαρχιακή–Ο.Τ.Α.), σε περιπτώσεις όπου οι ιδιοκτήτες
αδυνατούν, με τη συνδρομή εμπειρογνωμόνων του ΤΕΕ και των αρμόδιων Υπηρεσιών.

 πριμοδότηση για την αγορά κατοικιών κυρίως για πρώτη κατοικία ή για επαγγελματική
στέγη χωρίς φόρο μεταβίβασης και κάλυψη της αξίας με άτοκο δάνειο.

 ανταλλαγή αποκατεστημένου ιδιωτικού ακινήτου με ανάλογο οικόπεδο (από την


περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση (Περιφέρεια–Ο.Τ.Α.) σε περιοχές επέκτασης με
πολλαπλασιαστική πριμοδότηση του συντελεστή δόμησης.

 χρήση ειδικών ευρωπαϊκών προγραμμάτων για την ανάπλαση παραδοσιακών περιοχών


και συγκροτημάτων διατηρητέων κτιρίων χωρίς την επιβάρυνση των ιδιοκτητών
(ενημέρωση των ιδιοκτητών για τα προγράμματα αυτά).

Το ΤΕΕ, ειδικά το ΤΕΕ/ΤΔΜ, και η αρμόδια για την περιοχή Εφορεία Βυζαντινών
Αρχαιοτήτων θα μπορούσε να βοηθήσει αποτελεσματικά με παρεμβάσεις προς τους
αρμόδιους φορείς (εισηγήσεις στο ΥΠΠΟ, Εφορείες Αρχαιοτήτων, ICOMOS, συναρμόδια
Υπουργεία για εκπόνηση ειδικών πολεοδομικών μελετών και θεσμοθέτηση ειδικών όρων
δόμησης, ενημέρωση μελών, ομάδες εργασίας από το ΤΕΕ/ΤΔΜ, οργάνωση δράσεων

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 222


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

ενημερωτικού και επιμορφωτικού χαρακτήρα, διοργάνωση συνεδρίων και ημερίδων, κ.α.).


Αξίζει να αναφερθεί ότι στο πολύ πρόσφατο παρελθόν έχει συσταθεί ειδική αρχιτεκτονική
επιτροπή που μελέτησε τους οικισμούς των Κορεστείων με έμφαση στη βιοκλιματική
συμπεριφορά των κτιρίων. Επιλέχθηκε το κτίσμα (Παράρτημα Γ, Σχέδιο Γ-9/10) των αρχών
του περασμένου αιώνα και ένα άλλο του 1979 στην περιοχή Καστοριάς και αποδείχθηκε ότι
το πρώτο εμφανίζει μικρότερη κατανάλωση ετήσιας ενέργειας (ενεργειακή κατηγορία Ζ)
συγκριτικά με το δεύτερο (ενεργειακή κατηγορία Η).

 αποτελεσματική θεωρείται η δημιουργία ενός φορέα, προϊόντος σύμπραξης δημοσίου και


ιδιωτικού τομέα, ο οποίος θα διαχειρίζεται τα ζητήματα της περιοχής και των
δραστηριοτήτων σ’ αυτή.

11.3. Τουριστική ανάπτυξη οικισμού με περιβαλλοντικό πρόσημο

Η ολοκληρωμένη ενδογενής τοπική ανάπτυξη αποτελεί τη σύγχρονη αντίληψη της


ανθρωποκεντρικής θεώρησης της ανάπτυξης και στοχεύει στην:

 αξιοποίηση παραγωγικής δομής της τοπικής οικονομίας

 βελτίωση επιχειρηματικότητας του τοπικού πληθυσμού

 επιβολή κινήτρων εγκατάστασης μονάδων και οικονομικών δραστηριοτήτων που δε


βλάπτουν το περιβάλλον

 αξιοποίηση των παραδόσεων και της πολιτιστικής κληρονομιάς με βάση τη διακήρυξη του
Cork της Ιρλανδίας (7-9/11/1996) με στόχο μια ζωντανή ύπαιθρο

 αγροτική ανάπτυξη εναρμονισμένη με την κατάλληλη διαχείριση φυσικών πόρων και τη


διατήρηση κι επαύξηση της βιοποικιλότητας και του πολιτιστικού τοπίου

 βιώσιμη αειφόρο ανάπτυξη κι ανασυγκρότηση της υπαίθρου

 προσέλκυση και διατήρηση νέων οικονομικά ενεργών ατόμων και υπηρεσιών που
προέρχονται από την ύπαιθρο με στόχο την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική
αναζωογόνηση της περιοχής με την προστασία και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς
και παράδοσης σε συνδυασμό με την προστασία και ορθή διαχείριση των φυσικών πόρων.

Ο τουρισμός είναι ένας σημαντικός παράγοντας για την ολοκληρωμένη ανάπτυξη της
περιοχής που βοηθάει στην προβολή νέων τοπικών προϊόντων κι όχι εισαγόμενων καθώς και
στη συγκράτηση υπάρχοντος πληθυσμού των παρακείμενων οικισμών. Ο Άνω Κρανιώνας,

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 223


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

για παράδειγμα, θα πρέπει να μπορεί να επιβιώνει, όχι μόνο από τον τουρισμό, να μπορεί να
γίνει θέρετρο, να αποτελέσει πυρήνα υπαίθριων, κι όχι μόνο, λαογραφικών μουσείων,
ορισμένα σπίτια να μπορούν να διατεθούν ως δεύτερη κατοικία (με θέσπιση φορολογικών
απαλλαγών, κ.λπ.). Η μεθόδευση ενός τέτοιου προγράμματος διασώσεως της τοπικής
αρχιτεκτονικής κληρονομιάς αποτελεί και μια εξισορρόπηση της γενικής τάσης που
επισημαίνεται για μια στροφή του πληθυσμού αλλά και του τουρισμού αποκλειστικά προς τη
θάλασσα που ήδη έχει κορεστεί. Οι ορεινοί οικισμοί θα αποτελέσουν έτσι τις παρακαταθήκες
για τη σωτηρία του πληθυσμού των υδροκεφαλικών αστικών κέντρων και του
αναπροσανατολισμού του τουριστικού ρεύματος.

Σημαντική είναι η δημιουργία κέντρου εκπαίδευσης παραδοσιακής οικοδομικής με πηλό,


παράλληλα με την ίδρυση του διεπιστημονικού κέντρου μελέτης και προβολής των
ωμοπλινθόκτιστων κατασκευών στον Άνω Κρανιώνα. Δεν είναι κακή ιδέα και η δημιουργία
λαϊκών φεστιβάλ, κυρίως τη θερινή περίοδο, όπως συμβαίνει στο Γκάμπροβο της
Βουλγαρίας, όπως και πολιτιστικών δραστηριοτήτων στην περιοχή ενώ στην περιφέρεια του
Άνω Κρανιώνα μπορεί να λειτουργήσει βοτανικός κήπος.

11.4. Αξιοθέατα της περιοχής

Στο γενικό πλαίσιο αναδιάρθρωσης του τουρισμού, σε παγκόσμια κλίμακα, κάθε τόπος
προορισμού προσπαθεί να γίνει ανταγωνιστικός αναδεικνύοντας τα συγκριτικά του
πλεονεκτήματα, τα θέλγητρά του, τα στοιχεία εκείνα που τον διαφοροποιούν από τους
άλλους προορισμούς-«ανταγωνιστές». Βασικά θέματα προβάλλουν η ανάδειξη και
συγκρότηση της «ταυτότητας του τόπου» με βάση τις ιδιαιτερότητές του και η προβολή των
συγκριτικών πλεονεκτημάτων του, δηλαδή η διαχείριση της «εικόνας» (branding) του
τουριστικού προορισμού. Υπάρχουν πολλές αναλύσεις σχετικά με την εικόνα ενός
τουριστικού προορισμού η οποία είναι η αντίληψη ή αλλιώς αυτό που είναι (και που
αντιπροσωπεύει, συμβολίζει, θυμίζει) ο προορισμός στο νου του κάθε επισκέπτη-τουρίστα.

O οικολογικός τουρισμός περιλαμβάνει ήπιες τουριστικές δραστηριότητες μη μαζικού


τουρισμού, φιλικές προς το περιβάλλον, που σχετίζονται με την απόλαυση της φύσης, αλλά
και φέρνουν το ευρύ κοινό σε επαφή με τον πολιτισμό, την ιστορία και την παράδοση ενός
τόπου. Η ανάπτυξη του οικολογικού τουρισμού προκύπτει από τις αναγκαιότητες της
αρμονικότερης γεωγραφικής κατανομής της τουριστικής ανάπτυξης, της χρονικής
επιμήκυνσης της τουριστικής περιόδου, και της προστασίας του περιβάλλοντος στις

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 224


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

τουριστικές περιοχές.
Είναι πλέον κοινός τόπος ότι ο ορεινός οικολογικός τουρισμός, αποτελεί μια ελπίδα
επιβίωσης των ορεινών οικισμών της Δυτικής Μακεδονίας και των Κορεστείων. Επειδή
μάλιστα οι οικισμοί των Κορεστίων δεν έχουν δεχθεί μέχρι τώρα ογκώδη τουριστικά
ρεύματα, και επομένως διασώζουν σχετικά αλώβητο το οικολογικό, αλλά και το δομημένο
περιβάλλον, επιβάλλεται η τουριστική ανάπτυξη να γίνει με τους όρους και τις
προδιαγραφές της λεγόμενης βιώσιμης ή αειφόρου ανάπτυξης (sustainable development).
Πρόκειται για την ανάπτυξη η οποία θα μπορεί να συνεχίζεται και στο μέλλον, χωρίς να
εξαντλεί τους φυσικούς πόρους, λαμβάνοντας υπόψη αρχές όπως η οικολογική ισορροπία, η
αποφυγή νέων περιφερειακών ανισοτήτων και η παράλληλη ανάπτυξη και άλλων
παραγωγικών δραστηριοτήτων.
Η κύρια δραστηριότητα του οικολογικού τουρισμού είναι η πεζοπορία σε μονοπάτια και η
ποδηλατοδρομία (mountain bike) με σήμανση που διέρχονται από φυσικά και ανθρώπινα
μνημεία, όπως τόποι ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, ιστορικοί τόποι, αρχιτεκτονικά μνημεία,
παραδοσιακοί οικισμοί. Αυτού του είδους η πεζοπορία απαιτεί προσδιορισμό στο έδαφος
ειδικών διαδρομών, παραγωγή κατάλληλου χαρτογραφικού και λοιπού ενημερωτικού
υλικού, ύπαρξη καταλυμάτων κατά μήκος των διαδρομών και κατασκευή και συντήρηση
τεχνικών έργων.
Οι οικισμοί των Κορεστείων και οι γειτονικές περιοχές έχουν να επιδείξουν πληθώρα
αξιόλογων μνημείων πολιτισμού και περιοχές ιδιαίτερου φυσικού και αρχιτεκτονικού
κάλλους. Με αφετηρία τον οικισμό του Άνω Κρανιώνα, προτείνεται η διαμόρφωση
περιπατητικών και ποδηλατικών περιηγήσεων καθώς και πολιτιστικών διαδρομών σε
μνημεία και αξιοθέατα της περιοχής και συγκεκριμένα:
 ξωκλήσι Αγίας Παρακευής νοτιοανατολικά του Άνω Κρανιώνα,
 παλαιός οικισμός Βαψωρίου-Ποιμενικού με την αξιόλογη μεταβυζαντινή εκκλησία του
Αγ. Γεωργίου
 τριώροφη οικία Γ. Παπαδόπουλου (πρώην κτίριο Ελληνικού Στρατού) και νερόμυλος
στον Μαυρόκαμπο
 οικισμός Χαλάρας με τον κοιμητηριακό ναό της Παναγίας ο οποίος ιστορείται με
αξιόλογες τοιχογραφίες και τον κεντρικό ενοριακό ναό του Αγ. Νικολάου με το
πεντάπλευρο τέμπλο και δύο μενχίρ πίσω από το ιερό και την προτομή του παπαΗλία
 τάφοι στη θέση «Μπουτέσι» της Χαλάρας
 ερείπια κάστρου στο Μακροχώρι στη θέση «Γκραντίστσατα»

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 225


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

 οικία που σκοτώθηκε ο Παύλος Μελάς στο ομώνυμο χωριό, κενοτάφιο Παύλου Μελά και
μονή Προφήτου Ηλιού πάνω από τον οικισμό του Άνω Μελά
 χωριό Κορυφή με τη Μονή της Παναγίας

 κάστρο στον Γάβρο με τους ναούς του Αγ. Νικολάου και του Αγ. Μοδέστου με αξιόλογο
τοιχογραφικό διάκοσμο (τοιχογραφίες με τα γνωστά «ρολόγια» του ναού) καθώς και παλαιό
γεφύρι
 χωριό Κώττας με την οικία του καπετάν Κώττα
 αξιόλογες πλινθόκτιστες οικίες στα χωριά Πράσινο και Τρίγωνο
 χωριό Ανταρτικό με αξιόλογες οικίες-αρχοντικά με σαχνισιά και τη Μονή Αγίας Τριάδας
μερικά χιλιόμετρα βορειότερα μέσα σε κατάφυτη δασωμένη περιοχή με πηγές που
αναβλύζουν παγωμένα νερά
 σπηλιές στον ορεινό όγκο Μάλι Μάδι οι οποίες κατά τη διάρκεια του εμφυλίου
χρησιμοποιήθηκαν ως νοσοκομεία
 ερείπια μονής Ζωοδόχου Πηγής νοτιοανατολικά του Βατοχωρίου
 μακρινότερες διαδρομές (Μονή Τσιριλόβου, Μονή Σλίβενης, Μονή Αγίων Αναργύρων,
Περικοπή, Βυσσινιά, Οξυά, Νυμφαίο, Ασπρόγεια, Πρέσπες, κ.α.)
Στα πλαίσια αυτά μια δραστηριότητα του πεζοπορικού τουρισμού θα μπορούσε να είναι η
πεζοπορία σε μονοπάτια από τα φυσικά και ανθρώπινα αρχιτεκτονικά μνημεία της ευρύτερης
περιοχής μέσα στα τοπία ιδιαίτερου φυσικού κάλλους και ιστορικού ενδιαφέροντος, όπως μια
μεγαλύτερη κλίμακα οι ιστορικές διαδρομές με βάση τις περιοδείες του Παύλου Μελά και
άλλων αγωνιστών του 1896-1897. Στις διαδρομές αυτές συμπεριλαμβάνονται και τα χωριά
που διέσχισε κι έδρασε ο Μελάς, όπως Τσερνόλιστα ή Τσερνόβιστα (Μαυρόκαμπος),
Γαβρέσι (Γάβρος), Ρούλια (Κώτας), Όστιμα (Τρίγωνο), Ζέλοβο (Ανταρτικό) και διαμέσου
του αυχένα Πρεβόλι φτάνει στις (Καρυές) της Πρέσπας και μετά το Μοναστήρι. Στην τρίτη
περιοδεία του διέρχεται κι από το Μπαπτσιόρι (Ποιμενικό) για να πάει στο Νερέτι
(Πολυπόταμος). Από το Νερέτι μετακινείται δυτικά του όρους Νερέτσκα και καταλήγει στη
Στάτιστα (Μελάς) όπου φονεύεται. Η τρίτη διαδρομή του Μελά προσφέρεται κατεξοχήν για
ένταξη τμημάτων της πορείας σε δίκτυο πεζοπορικών διαδρομών με καταπληκτικά ορεινά
τοπία ιδιαίτερου κάλλους και αξιόλογα τοπικά αρχιτεκτονικά μνημεία.
Η δημιουργία σύγχρονων πεζοπορικών διαδρομών στα ίχνη των ιστορικών πορειών των
αγωνιστών του μακεδονικού αγώνα θα μπορούσε να συμβάλλει στην ανάπτυξη του
οικολογικού τουρισμού στον δυτικομακεδονικό χώρο, και ιδιαίτερα στους απομονωμένους
γεωγραφικά οικισμούς των Κορεστίων και του Βιτσίου οι οποίοι υποφέρουν από οικονομικό

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 226


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

και δημογραφικό μαρασμό ενώ διαθέτουν σημαντικά δείγματα τοπικής παραδοσιακής


αρχιτεκτονικής, φυσικό περιβάλλον ιδιαίτερου κάλλους και πλούσιο ιστορικό παρελθόν. Το
παράδειγμα του κοντινού Νυμφαίου δείχνει ότι υπάρχουν προϋποθέσεις και δυνατότητες για
τουριστική ανάπτυξη των ορεινών οικισμών της περιοχής, μέσα στα πλαίσια του
οικολογικού τουρισμού. Οι διαδρομές αυτές διέρχονται, εκτός από ιστορικούς τόπους, και
από τοπία ιδιαίτερου φυσικού κάλλους (π.χ. δάση, ρεματιές με πλούσια βλάστηση,
κορυφογραμμές βουνών), καθώς και από σημαντικά μνημεία τοπικής παραδοσιακής
αρχιτεκτονικής, όπως παραδοσιακούς οικισμούς, μεταβυζαντινές εκκλησίες, μοναστήρια,
πέτρινα γεφύρια, παλαιούς υδρόμυλους κ.ά. Ακολουθεί η περιγραφή ορισμένων διαδρομών
που θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν σε ένα πρόγραμμα επέκτασης του υπάρχοντος
δικτύου μονοπατιών, με πρωτοβουλία και ενέργειες των τοπικών αρχών και κυρίως της
τοπικής αυτοδιοίκησης.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 227


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ – ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική της περιοχής βασίζεται στη συσσωρευμένη εμπειρία και


πρακτική πολλών αιώνων και μπορεί ν’ αποτελέσει μια συνεχή πηγή γνώσης. H μελέτη της
αρχιτεκτονικής των ωμοπλινθόκτιστων οικισμών στη χώρα μας σχετίζεται άμεσα με την
κατανόηση των σχέσεών της με τις κοινωνίες που κατοικούν σ’ αυτούς και το φυσικό
περιβάλλον όπου εντάσσονται. Η χρήση τοπικών υλικών και η εναρμόνιση με το τοπικό
περιβάλλον και κλίμα είναι κάποιοι από τους παράγοντες, που συντελούν στην ιδιαίτερη
αρχιτεκτονική ταυτότητα του τόπου.

Ο πηλός και οι ωμόπλινθοι, ως στοιχείο δόμησης κτισμάτων, οι ιδιότητες και η σύνθεσή


τους, καθώς και οι δυνατότητες χρησιμοποίησής τους σήμερα ως δομικό στοιχείο αποτελούν
ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο. Με την ονομασία «πηλός» χαρακτηρίζονται όλα τα αργιλώδη
εδάφη. Η άργιλος προσδίδει στον πηλό ευεργετικές ιδιότητες και τον καθιστά ένα από τα πιο
σημαντικά υλικά της γήινης επιφάνειας. Στις δραστηριότητες του ανθρώπου ο πηλός
χρησιμοποιείται στην αγροτική παραγωγή, την κεραμουργία, τη βιομηχανική και χημική
παραγωγή, και τη δόμηση η οποία είναι ιδιαίτερα σημαντική γιατί ο πηλός εμφανίζει πολύ
καλές φυσικοχημικές ιδιότητες και είναι το πιο «καθαρό» οικοδομικό υλικό, γνωρίσματα με
κοινωνικές προεκτάσεις καθώς έχει χαμηλό κόστος παραγωγής και δόμησης. Ο πηλός ως
πρώτη ύλη κατάφερε να γίνει οικείος στον άνθρωπο και να καλύψει ένα ευρύ φάσμα των
δραστηριοτήτων του ανά τους αιώνες, ενώ με τις ποικίλες μορφές που έπαιρνε, ανάλογα με
τις ανάγκες του χρήστη και με την αντοχή του στο χρόνο, βρισκόταν πολύ συχνά στο
προσκήνιο του πολιτισμού. Από τα αρχαία χρόνια αποτελούσε βασικό δομικό υλικό, ενώ
από τα μέσα περίπου του προηγούμενου αιώνα σταδιακά «απαξιώθηκε» και παραμελήθηκε
τόσο από τους αρχιτέκτονες όσο και από τους χρήστες των κατασκευών. Στις μέρες μας θα
μπορούσε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στον τεχνικό κόσμο τόσο στο χώρο των
αποκαταστάσεων υπαρχόντων κτισμάτων με χωμάτινα δομικά στοιχεία όσο κι ως ένα υλικό
με βελτιωμένες ιδιότητες και συμπεριφορά στη σύγχρονη αρχιτεκτονική πραγματικότητα
χάρη στην πρόοδο της τεχνολογίας και τη φιλική οικολογική του συμπεριφορά προς το
περιβάλλον.

Στην εργασία διερευνήθηκαν οι παράμετροι που χαρακτηρίζουν την αρχιτεκτονική


(τυπολογία, μορφολογία, υλικά και κατασκευή) του πηλού και των ωμοπλινθόκτιστων
κατασκευών και η ιδιαίτερη αρχιτεκτονική ταυτότητα των Κορεστίων, των μοναδικών
οργανωμένων ωμοπλινθόκτιστων οικισμών στον ελλαδικό χώρο. Μετά την εξέταση των

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 228


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων των προϊόντων του πηλού, τονίστηκαν οι πολύ καλές
ιδιότητες βιοκλιματικής συμπεριφοράς τους. Η λανθασμένη εντύπωση ως προς την
αξιοπιστία των παραδοσιακών πηλοκατασκευών και η σύνδεσή του πηλού με οικονομικά
υποβαθμισμένες κοινωνίες, οδήγησε, ως ένα βαθμό, στην εγκατάλειψή τους. Γενικά,
παρατηρείται ανυπαρξία της ωμοπλίνθου ως δομικού υλικού στη σύγχρονη ελληνική αγορά
αλλά και έλλειψη τεκμηριωμένης γνώσης για τα φυσικοχημικά και μηχανικά χαρακτηριστικά
χωμάτινων υλικών, τόσο στο επίπεδο μεμονωμένων συστατικών της τοιχοποιίας όσο και στο
επίπεδο της ωμοπλινθοδομής. Η δόμηση με πηλό γινόταν εμπειρικά, δεν υπάρχουν
κανονισμοί δόμησης και σήμερα η τεχνική αυτή έχει εγκαταλειφθεί. Η γνώση της μηχανικής
συμπεριφοράς της ωμοπλινθοδομής είναι περιορισμένη στη βιβλιογραφία. Ο Ευρωκώδικας 6
(μέρος 1-1/1995) που αφορά σχεδιασμό κτιρίων από τοιχοποιία καλύπτει τοιχοποιίες που
παρασκευάζονται από λιθοσώματα (δηλαδή στοιχεία κατάλληλα διαμορφωμένα ώστε να
χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή τοιχοποιίας) συνδεόμενα με κονίαμα φυσικής ή
θραυστής άμμου ή ελαφρών υλικών, ενώ εξαιρούνται οι ωμόπλινθοι.

Κατασκευές με βάση τον πηλό διατηρούνται σήμερα σε διάφορες χώρες της υφηλίου και
πληθώρα απ’ αυτές χρησιμοποιούνται ακόμη. Στις μέρες μας δειλά-δειλά διαμορφώνεται μια
τάση από αρχιτέκτονες και ειδικούς οι οποίοι στρέφονται προς τη χρήση δομικών στοιχείων
με βάση τον πηλό και την αναβίωση τεχνικών χρήσης του, τάση που συνδέεται με την
εισαγωγή βιοκλιματικών κριτηρίων στη δόμηση. Εντύπωση προκαλεί η θετική αντιμετώπιση
των πηλοκατασκευών στη Γαλλία, στις ΗΠΑ, στη Γερμανία, στην Ιταλία, στη Μεγ.
Βρετανία, κ.α. και το γεγονός ότι οι κατασκευές αυτές θεωρούνται ξεπερασμένες στις χώρες
της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής αν και εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται σε
μεγαλύτερο βαθμό από οπουδήποτε αλλού.

Η επανεκτίμηση που παρατηρείται στις σύγχρονες κοινωνίες σε υλικά φιλικά προς το


περιβάλλον, αλλά και στη διατήρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, φαίνεται να οδηγεί
στην αναθεώρηση της επιστημονικής προσέγγισης της συμπεριφοράς του πηλού. Βασικός
άξονας στην προσέγγιση του ενδιαφέροντος της δόμησης με πηλό αποτελεί η γνώση και
πληροφορία μέσω της έρευνας και της εκπαίδευσης. Συμπερασματικά, για να προκύψουν
κατάλληλες δομοστατικές επεμβάσεις στα πλινθόκτιστα είναι αναγκαία η ύπαρξη ενός
κανονιστικού πλαισίου. Η αναγκαιότητα αυτή είναι μεγαλύτερη στη χώρα μας, όπου η
αγροτική κληρονομιά των πλινθόκτιστων είναι σημαντική και τα δείγματα της κληρονομιάς
αυτής μειώνονται χρόνο με τον χρόνο, εξαιτίας της υψηλής σεισμικότητας και της
αδιαφορίας. Δίχως ένα τέτοιο πλαίσιο δε θα εξαλειφθεί η τάση του εμπειρισμού που δεν

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 229


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

συνάδει με τους σύγχρονους όρους δόμησης για την ασφάλεια των χρηστών των κτιρίου
έναντι σεισμού. Η κατάλληλη χρησιμοποίηση του υλικού αυτού, λαμβάνοντας υπόψη τις
αρχές βιοκλιματικού σχεδιασμού, μπορεί να εξασφαλίσει και να ικανοποιήσει τις αυξημένες
απαιτήσεις της σύγχρονης ζωής, με σημαντική εξοικονόμηση ενέργειας. Παράμετροι όπως, η
σύνθεση των ωμοπλίνθων, η πιστοποιημένη ποιότητα κατασκευής τους, ο κατάλληλος
σχεδιασμός και οι βελτιωμένες τεχνικές αντισεισμικής ενίσχυσης οδηγούν στην κατασκευή
ασφαλέστερων κτιρίων από πηλό. Απαραίτητη είναι η διερεύνηση της ταυτότητας του πηλού
μέσω των ορίων πλαστικότητας, των ορυκτολογικών, των χημικών και κοκκομετρικών
αναλύσεων.

Το υλικό είναι φορέας πνευματικής δημιουργίας και τα δομήματα της άψητης λάσπης είναι
εξίσου περίτεχνα με πολλά δομήματα της «δυτικής» αρχιτεκτονικής. Στον τομέα κατασκευών
από πηλό υπάρχει μια διάσταση πολιτισμική και κοινωνική που πρέπει να ληφθεί υπόψη
εφόσον ο στόχος είναι η ανάπτυξη ή αναβίωση αυτής της τεχνικής δόμησης σε μια χώρα με
πλούσια αρχιτεκτονική κληρονομιά. Η τεχνολογία δόμησης με πηλό, μπορεί να βρει τη θέση
της και στη χώρα μας, αν και η Ελλάδα δε τη χρησιμοποιεί παρόλο που η τεχνική έχει
παρελθόν χιλιετών. Σήμερα χρησιμοποιείται σε ελάχιστες περιπτώσεις στη χώρα μας και
θεωρείται ακόμη από πολλούς ξεπερασμένη, ευτελής κι επικίνδυνη σε σεισμικές
καταπονήσεις. Η σύγχρονη επιστημονική προσέγγιση μπορεί να δώσει απαντήσεις και οι
κατασκευές αυτές να βρουν τη θέση τους μέσα στο πλαίσιο της διατήρησης της
αρχιτεκτονικής κληρονομιάς μας σε πρώτη φάση, αλλά ακόμη και να εισαχθούν στις νέες
τεχνολογίες δόμησης με κατεύθυνση τη βιοκλιματική αρχιτεκτονική.

Στον ελληνικό χώρο ο πηλός παρουσιάζεται ως υλικό δόμησης από την προϊστορία μέχρι τις
αρχές του 20ου αιω. όπου εμφανίζεται το σκυρόδεμα. Σχεδόν για ένα αιώνα έως σήμερα ο
πηλός εγκαταλείπεται από τη δόμηση και υποβαθμίστηκε σε ένα υλικό ευτελές και
αναξιόπιστο ως προς τις αντοχές του. Σήμερα όμως, οι δυτικές κοινωνίες φτάνοντας σε ένα
αδιέξοδο ως προς τις περιβαλλοντικές συνέπειες της χρήσης του σκυροδέματος σε ευρεία
κλίμακα (εκπομπή CO2 και άλλων επιβλαβών ουσιών κατά την παραγωγή του σκυροδέματος)
επαναπροσδιορίζουν τα παραδοσιακά υλικά δόμησης. Ο πηλός πια, μελετάται σε
συστηματική επιστημονική βάση και μελετώνται οι ιδιότητές του και οι τρόποι βελτίωσής
τους. Την εμπειρία και διαίσθηση του παρελθόντος που δημιουργούσαν έργα μοναδικά,
έρχονται να αντικαταστήσουν επιστημονικά κριτήρια που στοχεύουν στο να θέσουν το θέμα
«δόμηση με πηλό» σε διεπιστημονική βάση.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 230


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Ο τεχνικός κόσμος και οι Έλληνες μηχανικοί οφείλουν να ενσκύψουν πάνω σ’ ένα υλικό
δόμησης που ανήκει στην παραδοσιακή μας κληρονομιά, αλλά είναι απόν και άγνωστο στη
σύγχρονη δόμηση της χώρας, με απώτερο στόχο το ενδιαφέρον της ερευνητικής κοινότητας
της χώρας μας (σεισμογενής χώρα) με το θέμα αυτό. Στη χώρα μας, σήμερα, έχει ξεκινήσει
μια τάση ιδιοκατασκευών από πηλό, κυρίως από ομάδες εμπειροτεχνιτών που ασχολούνται
με τη λεγόμενη «φυσική δόμηση». Ωστόσο, οι κατασκευές αυτές δεν υπόκεινται σε κανένα
κανονισμό δόμησης. Η κατάλληλη χρησιμοποίηση του υλικού αυτού, λαμβάνοντας υπόψη τις
αρχές βιοκλιματικού σχεδιασμού, μπορεί να εξασφαλίσει και να ικανοποιήσει τις αυξημένες
απαιτήσεις της σύγχρονης ζωής, με σημαντική εξοικονόμηση ενέργειας.

Τα δημιουργήματα του πηλού της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής επιβάλλεται να


συντηρηθούν, να αποκατασταθούν και να αποτελέσουν ένα βιώσιμο και ζωντανό κομμάτι του
πολιτισμού τους κι όχι μία απλή τυπική υπενθύμιση μιας παρελθούσας ζωής. Σε πολλούς
ωμοπλινθόκτιστους οικισμούς διακρίνεται η ιδιαίτερη συμβιωτική σχέση με το φυσικό
περιβάλλον και τους πόρους του, συμβάλλουν στον εμπλουτισμό του φυσικού περιβάλλοντος
και στην αναγέννηση, με την ουσιαστική και τη μεταφορική έννοια, της σκέψης, της
διάθεσης και των επιλογών του επισκέπτη. Στους οικισμούς της μελέτης παρατηρείται η
δημιουργική ώσμωση παραδοσιακών τυπολογικών και μορφολογικών χαρακτηριστικών
κτισμάτων και σύγχρονων, για την περίοδο εκείνη, νεοκλασικών στοιχείων, υπό την
καταλυτική χρήση της ωμόπλινθου, η οποία αντιμετωπίζει την εγκατάλειψη και αδιαφορία.

Πλινθόκτιστες κατασκευές απαντώνται και σε πολλά μέρη του βορειοελλαδικού και


βαλκανικού χώρου. Η διαφοροποίηση στην περίπτωση των Κορεστίων έγκειται στο γεγονός
ότι πρόκειται για ένα οργανωμένο σύνολο ωμοπλινθόκτιστων κτισμάτων σ’ όλους τους
οικισμούς και όχι για την περιπτωσιακή ύπαρξη κάποιων διάσπαρτων πλίνθινων κατασκευών,
όπως συμβαίνει σε άλλα μέρη. Στο οικιστικό αυτό σύνολο δεν έχουν εισβάλει σε μεγάλο
βαθμό οι σύγχρονοι τρόποι δόμησης. Η κατ’ αποκλειστικότητα χρήση της ωμόπλινθου στο
μεγαλύτερο τμήμα του ισογείου και σε όλο τους ορόφους αποδεικνύει την εμπιστοσύνη προς
το υλικό δομής και τις ιδιότητές του. Η τυπολογία και μορφολογία των κτισμάτων
ικανοποιούν τις επιθυμίες των κατοίκων και το υλικό υποτάσσεται σ’ αυτές. Παρουσιάζεται
μια μοναδική ευκαιρία διάσωσης των ιστορικών, μορφολογικών και κατασκευαστικών
χαρακτηριστικών της περιοχής μέσω της διατήρησης και του εμπλουτισμού του φυσικού
πλούτου και της επιστημονικής αποκατάστασης του σωζόμενου κτιριακού δυναμικού.
Παράλληλα, επιδιώκεται η προσέλκυση ειδικού ενδιαφέροντος επισκεπτών σε ετήσια βάση
με τη δημιουργία διεπιστημονικού κέντρου μελέτης πηλού και ωμοπλινθόκτιστων

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 231


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

κατασκευών, αλλά και την επιστροφή κι εγκατάσταση παλιών κατοίκων, ώστε ο οικισμός να
αποκτήσει ζωή, στοιχείο απαραίτητο για τη διασφάλιση της ευημερίας του και της αειφορίας
του. Η κήρυξη της πλειονότητας των οικισμών ως διατηρητέων θα έθετε ένα πλαίσιο
προστασίας που αποτρέπει οποιεσδήποτε αυθαίρετες παρεμβάσεις. Στις προτάσεις ως προς τη
βελτίωση της απόδοσης της βιολκιματικής συμπεριφοράς των κτιριακών κελυφών κυριαρχεί
η αποκατάσταση με περιβαλλοντικά κριτήρια των υφιστάμενων κτιρίων και η κατασκευή
τριών νεόδμητων σύγχρονων κτιρίων με βάση τις αρχές του περιβαλλοντικού σχεδιασμού και
τις αρχιτεκτονικές αναφορές του τόπου. Τα καινούρια κτίσματα είναι ενταγμένα στην
κλίμακα του τόπου και δεν έχουν διαστάσεις που αλλοιώνουν την υπάρχουσα αρχιτεκτονική
φυσιογνωμία και αισθητική του οικισμού και της φύσης της περιοχής. Δίδεται έμφαση στην
αποκατάσταση του υφιστάμενου κτιριακού αποθέματος παρά στην κατασκευή μεγάλου
αριθμού νεόδμητων κτισμάτων η οποία θα επιφέρει περιβαλλοντικές επιπτώσεις (π.χ. έκλυση
ρύπων CO2, CO, κ.λπ. κατά τη φάση της κατασκευής, κ.α.). Το κτίριο στο οποίο προτείνεται
να φιλοξενηθεί το διεπιστημονικό κέντρο είναι υπόσκαφο με παραπομπές στις αρχές δόμησης
με φιλικά υλικά ως προς το περιβάλλον και με αναφορά στην παραδοσιακή μέθοδο
παρασκευής ωμόπλινθων: γη, ήλιος και αέρας.

Η πολεοδομική κι αρχιτεκτονική μορφολογία των οικισμών εκφράζουν τις δεδομένες


αντιλήψεις του τόπου μέσα σε ένα πλαίσιο αρμονικής συνύπαρξης και συνδιαλλαγής με το
τοπίο και τους φυσικούς του πόρους. Ο όγκος των κτιρίων παρουσιάζει διαβαθμίσεις
ανάλογα με τη χρήση που έχουν, π.χ. κύρια κατοικία, αποθήκη, κ.α. στον οποίο προβάλλεται
η δημιουργική τάση και ο τρόπος ζωής και δράσης της τοπικής κοινωνίας.

Οι οικισμοί παρουσιάζουν πολύ καλή περιβαλλοντική συμπεριφορά διότι, αφενός τα υλικά


δομής τους είναι φιλικά προς το περιβάλλον και εμφανίζουν μηδενικό περιβαλλοντικό
αποτύπωμα και αφετέρου το τοπικό μικροκλίμα, σε συνδυασμό με το ικανό ποσοστό
πράσινου και πυκνού υδρογραφικού δικτύου, αποτελούν χαρακτηριστικά ενισχυτικά μιας
αξιοβίωτης παραμονής στην περιοχή. Η πλειονότητα των κτισμάτων στην περιοχή
ακολουθούν τον ευνοϊκό νότιο προσανατολισμός με αποκλίσεις στον κανόνα αυτό εξαιτίας
της εδαφικής μορφολογίας ή προς χάρη της θέας. Η χωροθέτηση στην προσήλια πλευρά και
στις υπώρειες του βουνού, η διέλευση του ποταμιού από κάθε οικισμό και η εξασφάλιση γης
προς εκμετάλλευση αποτελούν χαρακτηριστικά ενισχυτικά της περιβαλλοντικής απόκρισης
των οικισμών. Η επικλινής διάταξη ορισμένων οικισμών, όπως του Άνω Κρανιώνα,
εξασφαλίζει τον απρόσκοπτο αερισμό, ηλιασμό και οπτική άνεση.

Ο συχνός νότιος προσανατολισμός της αυλής εξασφαλίζει καλό ηλιασμό και αποφυγή των

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 232


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

βόρειων ανέμων κατά τη χειμερινή κυρίως περίοδο. Η επιμήκης πλατυμέτωπη κατοικία σε


συνδυασμό με το νότιο προσανατολισμό των περισσότερων ανοιγμάτων αποτελούν θετικά
στοιχεία αξιοποίησης του κλίματος. Τα σπίτια είναι γενικά πλατυμέτωπα, με τονισμένο άξονα
συμμετρίας και κάτοψη ορθογωνίου παραλληλογράμμου. Ανήκουν σ’ ένα εξελιγμένο τύπο
κατοικίας γιατί είναι κατά κανόνα διώροφα και περιλαμβάνουν χώρους κατοικίας και
βοηθητικούς χώρους. Οι χώροι που ήταν απαραίτητοι για την οικονομία του αγρότη και του
κτηνοτρόφου προστίθενται πολλές φορές γύρω από μία αυλή που γίνεται το κέντρο του όλου
του συγκροτήματος κατοικίας, η οποία αποκτά σιγά-σιγά τη λειτουργική διάρθρωση και τα
μορφολογικά στοιχεία επηρεασμένα από το πνεύμα υπό την επίδραση του νεοκλασικισμού.

Η κατοικία συνιστά ένα θεσμό, όχι απλώς μια κατασκευή, και δημιουργήθηκε για ένα σύνολο
αναγκών σε άμεση συνέργεια με το περιβάλλον όπου αυτή κατασκευάστηκε. Το κτίσιμο του
σπιτιού είναι ένα φαινόμενο πολιτισμικό, η μορφή και η οργάνωσή του επηρεάζονται σε
μεγάλο βαθμό από το φυσικό και πολιτισμικό περιβάλλον της περιοχής. Το δομημένο
περιβάλλον αντικατοπτρίζει πολλές κοινωνικοπολιτισμικές δυνάμεις, όπως θρησκευτικές
πεποιθήσεις, τη δομή της οικογένειας, την κοινωνική οργάνωση, τον τρόπο βιοπορισμού και
τις κοινωνικές σχέσεις. Οι οικισμοί και τα κτίρια αποτελούν την ορατή έκφραση των σχέσεων
των κατοίκων με το περιβάλλον και μεταξύ τους. Τα μορφολογικά και τυπολογικά στοιχεία
των κτισμάτων τους, όπως τα λιακωτά, τα χαγιάτια, τα σαχνισιά, κ.λπ., αξιοποιούν τα
κλιματικά δεδομένα σε ικανοποιητικό βαθμό. Η κατασκευή του σαχνισιού, για παράδειγμα,
συντελεί στην παροχή περισσότερου φωτισμού, ηλιασμού και αερισμού του εσωτερικού
χώρου, δημιουργεί αύξηση της εκμεταλλεύσιμης δομημένης επιφάνειας πέρα κι έξω από την
οικοδομική γραμμή κι εξασφαλίζει θέσεις δροσιάς κατά το θέρος και, όταν το σαχνισί έχει
νότιο προσανατολισμό, θέσεις εκμετάλλευσης της θερμότητας των ηλιακών ακτίνων κατά το
χειμώνα. Ακόμη, η ύπαρξη του σαχνισιού επιβάλλεται και από κοινωνικούς λόγους, όπως η
παρακολούθηση μέσα από τα παράθυρα της κίνησης του δρόμου, ή αισθητικούς, όπως η
καλύτερη απόλαυση της θέας.

Στην ορεινή περιοχή των Κορεστείων η παραμέληση της αρχιτεκτονικής φυσιογνωμίας του
τόπου αποτελεί πληγή ενώ παραμένει ζητούμενο η αναγέννηση του χαρακτήρα του και
οποιαδήποτε προσέγγιση στην κατεύθυνση αυτή ακολουθηθεί, απαιτεί την σε βάθος γνώση
και μελέτη των φυσικών και ανθρωπογενών χαρακτηριστικών της περιοχής αλλά και το
λεπτό χειρισμό των σύγχρονων αναγκών που ο ορεινός χώρος καλείται να καλύψει.

Κριτήρια περιβαλλοντικά, κλιματολογικά και κοινωνικά αλληλεπιδρούν στη διαμόρφωση της


οικιστικής και αρχιτεκτονικής φυσιογνωμίας του τόπου. Η αραιά δόμηση συμβάλλει στον

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 233


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

καλό ηλιασμό και αερισμό των κτισμάτων. Αρκετά κτίρια εκμεταλλεύονται πολύ καλά την
ηλιακή ακτινοβολία ενώ υπάρχουν και υπόσκαφα τμήματα μειώνοντας τις θερμικές απώλειες.
Στις προτάσεις οι προτεινόμενες επεμβάσεις στοχεύουν στην περαιτέρω βελτίωση της
ενεργειακής συμπεριφοράς των κτισμάτων.

Κρίνεται επιτακτική η ανάγκη ανάσχεσης και ανάδειξης της ιδιαίτερης ταυτότητας του τόπου
μελέτης με την αποκατάσταση των κτιριακών κελυφών και την προστασία του φυσικού κι
ανθρωπογενούς περιβάλλοντος. Η ίδρυση ενός διεπιστημονικού κέντρου μελέτης πηλού και
ωμοπλινθόκτιστων κατασκευών με υπερτοπικό χαρακτήρα και διεθνή εμβέλεια
(προτεινόμενος οικισμός χωροθέτησης του κέντρου ο Άνω Κρανιώνας) θα έδινε ένα θετικό
τόνο και θα λειτουργούσε ως ένας μοχλός ανάσχεσης στην πληθυσμιακή απογύμνωση της
περιοχής ενώ, παράλληλα, θα άρμοζε ιδιαίτερα στην ταυτότητα του τόπου. Ανάλογα
επιστημονικά κέντρα εκτός Ελλάδας αναφέρονται το Daw’an Mud Brick Architecture
Foundation το 2007 στην Υεμένη με σκοπό την διάσωση των παραδοσιακών μεθόδων
πλινθόκτιστων κατασκευών και υλικών και το Craterre το 1979 στη Γαλλία.

Η βιώσιμη και αειφόρος ανάπτυξη της περιοχής πρέπει να βασιστεί στην επανακατοίκηση
των οικισμών, στην πολύπλευρη τουριστική ανάπτυξη, στην ανάπτυξη του πρωτογενούς
τομέα και στην ιδέα του «οικο-μουσείου», όλα όμως προσανατολισμένα στις αρχές των
ήπιων επεμβάσεων αποκατάστασης, αναβίωσης και σεβασμού ενός αξιόλογου αλλά
εγκαταλελειμμένου μνημειακού και τοπίου και φυσικού περιβάλλοντος. Η περιοχή των
Κορεστείων αποτελεί ένα παράδειγμα ενσωμάτωσης των αρχών της βιοκλιματικής
αρχιτεκτονικής και της αειφορίας στο πλαίσιο του συνόλου των παραδοσιακών οικισμών
της χώρας μας αναδεικνύοντας την πολλαπλά θετική συνεισφορά ενός φυσικού υλικού όπως
η ωμόπλινθος. Η επιλογή αυτή συνδυάζει οικονομία τρόπου και χρόνου κατασκευής,
περιβαλλοντική συμβατότητα με τους φυσικούς πόρους της περιοχής και θετική απόκριση
στο αίσθημα της θερμικής άνεσης των κατοίκων, τόσο ως προς το εσωκλίμα των κτισμάτων
όσο και των υπαίθριων ανοικτών χώρων των οικισμών.

Στη σημερινή εποχή κατά την οποία τα προβλήματα της άνισης ανάπτυξης του χώρου, της
γενικότερης οικονομικής, πολιτιστικής και πνευματικής κρίσης, αποκτούν μεγάλη σημασία
οι στόχοι της κοινωνικής συνοχής και της βιώσιμης ανάπτυξης με έμφαση στον καθοριστικό
ρόλο του περιβάλλοντος των μη ευνοημένων περιοχών της χώρας μας. Η ανάδειξη της
ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής ταυτότητας, των Κορεστίων, του ενδιαφέροντος φυσικού και
δομημένου περιβάλλοντος και των τοπικών προϊόντων της περιοχής, θα συμβάλλουν στην
ενδυνάμωση της ελκυστικότητας και της πολυδιάστατης αξιοβίωτης ανάπτυξής τους.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 234


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Αγγελοπούλου, Λ. (2005). Αρχοντικό Πετράκη. Δείγμα νεοκλασικισμού στην Αγιά Λάρισας.


Στο Ο Νεοκλασικισμός στη Θεσσαλία μέσα 19ου αιώνα-1920, 11 Οκτωβρίου 2003, (σσ. 96-
99). Λάρισα: Λαογραφικό Ιστορικό Κέντρο Λάρισας – ΥΠΠΟ.

Αδρύμη-Σισμάνη, Β., Αλματζή, Π., Σίψη, Μ. (2003). Το έργο της διαπλάτυνσης της Εθνικής
οδού (άξονας ΠΑΘΕ) στον κόμβο Μικροθηβών (ανασκαφή 15). Στο Αρχαιολογικές Έρευνες
και Μεγάλα Δημόσια Έργα, αρχαιολογική συνάντηση εργασίας 18-20 Σεπτεμβρίου 2003, (σσ.
171-174). Θεσσαλονίκη: ΥΠΠΟ- Επιτροπή Παρακολούθησης Μεγάλων Έργων- ΙΓ΄ Εφορεία
Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.

Αλμάζ. (1912). Αι ιστορικαί περιπέτειαι της Μακεδονίας από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι
σήμερον (και ιδία τα από του 1903-1908 γεγονότα), Αθήνησι: εκδ. Πελεκάνος.

Αλματζή, Α., Αναγνώστου, Ι., Γιαγκούλης, Τ., Χουρμουζιάδη, Α. (1997). Πρώτες


πληροφορίες για την τεχνολογία των λιμναίων οικισμών της προϊστορίας. Στο Αρχαία
Ελληνική Τεχνολογία, (σσ. 278-301). Θεσσαλονίκη: εκδ. Οργανισμός «Θεσσαλονίκη 1997».

Άμποτ, Φρ. Τζ. (2010). Λαϊκός μακεδονικός πολιτισμός. Αθήνα: εκδ. Στοχαστής.

Ανανιάδου-Τζημοπούλου, Μ., Τζιμοπούλου, Σ. (2003). Πέτρες Φλώρινας. Ανάκτηση τοπίου-


κεντρικός ιστός οικισμού. Στο Οικονόμου (επιμ.), ΣΤΟΑ, τιμητικός τόμος στον καθηγ. Γ.
Κονταξάκη. Θεσσαλονίκη: εκδ. ΑΠΘ-Τμημ. Αρχιτεκτόνων.

Αναστασίου, Ε., Παπαγιάννη Ι., Αβορίτης Μ. (2012). Παραγωγή ωμοπλίνθων με τη χρήση


ιπτάμενης τέφρας και ερυθράς ιλύος. Στο 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο για την Αξιοποίηση των
Βιομηχανικών Παραπροϊόντων στη Δόμηση, 24-25 Σεπτεμβρίου 2012 (σσ. 187-192).
Θεσσαλονίκη: ΕΒΙΠΑΡ.

Ανθολογία κειμένων περί του μακεδονικού αγώνος. (2001). Θεσσαλονίκη: εκδ. ΕΜΣ.

Ανδρεάδης, Γ. Χ. (2010). Εκθέσεις προξενικές εκπαιδευτικές-εκκλησιαστικές και λοιπά συναφή


έγγραφα του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα για τον υπόδουλο και μη ελληνισμό.
Θεσσαλονίκη: εκδ. Αφοι Κυριακίδη α.ε.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 235


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Ανδρικοπούλου, Ε., Γιαννάκου, Α., Καυκαλάς, Γ., Πιτσιάβα-Λατινοπούλου, Μ. (2007). Πόλη


& πολεοδομικές πρακτικές για τη βιώσιμη ανάπτυξη. Αθήνα: εκδ. Κριτική.

Ανδριώτης, Ν. (1952). Η γλώσσα και η ελληνικότητα των αρχαίων Μακεδόνων. Θεσσαλονίκη:


εκδ. ΕΜΣ.

Ασδραχτάς, Σ. (1979). Η οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών (15ος-19ος αιώνας),


Αθήνα: εκδ. Μέλισσα.

Αυδίκος, Γ. Ε. (2010). Πετρωτά Έβρου και περιοχή Μάλκο Γκράντιστε νότιας Βουλγαρίας.
Στο Αυδίκος Ε. Γ. (επιμ.), Λαϊκοί πολιτισμοί και σύνορα στα Βαλκάνια. Αθήνα: εκδ. Πεδίο.

Αφανείς γηγενείς Μακεδονομάχοι (1903-1913). (2010) Θεσσαλονίκη: ΕΜΣ/εκδ. University


Studio Press.

Ασδραχτάς, Σ. (1979). Η οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών (15ος-19ος αιώνας).


Αθήνα: εκδ. Μέλισσα.

Βαγιακάκος, Β. Δ. (1986). Η συμβολή της Μάνης εις τον Μακεδονικόν Αγώνα 1904-1908.
Αθήναι.

Βακαλόπουλος, Κ. Α. (1999). Θεσσαλονίκεια και άλλα Μακεδονικά μελετήματα.


Δημοσιεύματα μεταξύ 1981-1999. Θεσσαλονίκη: εκδ. Αφοι Κυριακίδη.

Βακαλόπουλος, Α. (1992). Ιστορία της Μακεδονίας, 1354-1833. Θεσσαλονίκη: εκδ. Βάνιας.

Βακαλόπουλος, Ε. Α. (1987). Ο Μακεδονικός αγώνας (1904-1908) ως κορυφαία φάση των


αγώνων των Ελλήνων για τη Μακεδονία. Στο Ο Μακεδονικός Αγώνας, 28 Οκτωβρίου–2
Νοεμβρίου 1984, (σσ. 301-303). Θεσσαλονίκη: εκδ. Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του
Αίμου / Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα.

Βακαλόπουλος, Α. Κ. (1998). Μακεδονία. Θεσσαλονίκη: εκδ. Αφοι Κυριακίδη.

Βακαλόπουλος, Ε. Α. (2005). Νέα ελληνική ιστορία (1204-1985). κγ΄ έκδοση, Θεσσαλονίκη:


εκδ. Βάνιας.

Βακαλόπουλος, Α. Κ. (1980). Οικονομική λειτουργία του μακεδονικού και θρακικού χώρου

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 236


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

στα μέσα του 19ου αιώνα στα πλαίσια του διεθνούς εμπορίου. Θεσσαλονίκη: εκδ. ΕΜΣ.

Βακαλόπουλος, Κ. (1999). Η εθνολογική σύσταση της Μακεδονίας και ο ρόλος του


ελληνισμού της. Στο Μουτσόπουλος Κ. Ν.- Βακαλόπουλος Κ.- Κεσόπουλος Α., (επιμ.)
Αλησμόνητες πατρίδες. Άνω Μακεδονία. Θεσσαλονίκη: εκδ. Τζιαμπίρης Πυραμίδα.

Βακαλόπουλος, Κ. (1998). Η βουλγαροελληνική εξέγερση του Ίλιντεν κατά των Τούρκων


(1903), Στο Μουτσόπουλος Κ. Ν.- Βακαλόπουλος Κ.- Κεσόπουλος Α. (επιμ.), Αλησμόνητες
πατρίδες. Άνω Μακεδονία. Θεσσαλονίκη: εκδ. Τζιαμπίρης Πυραμίδα.

Βακαλόπουλος, Α. Κ. (1975). Ανέκδοτα ιστορικά στοιχεία αναφερόμενα στη Μακεδονία πριν


και μετά το 1821. Θεσσαλονίκη: εκδ. ΕΜΣ.

Βαλκάνια και Ανατολική Μεσόγειος (12ος-17ος αιώνες, (1998). πρακτικά του διεθνούς
συμποσίου του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών. Αθήνα: εκδ.
Ε.Ι.Ε.

ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ, (1993). Αθήνα: εκδ. Μέλισσα.

Βάρνας, Φ. (1979). Επίδραση κοινωνικών παραγόντων στην αρχιτεκτονική ανά τους αιώνες.
Θεσσαλονίκη: εκδ. παρατηρητής.

Βαρσαμίδης, Ζ. Α. (1983). Αγιογραφία Ανασελίτσας Κοζάνης (1788- 1935). Χρονικά στο


Μακεδονικής Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητος, τόμος Ζ΄, σσ. 125-148.

Βαρβούνης, Γ.Μ., Ιωαννίδου Α. (1997). Λαογραφική και δημογραφική φυσιογνωμία των


θρακικών οικισμών. Η περίπτωση της Καρυδιάς του νομού Ροδόπης. Θεσσαλονίκη: εκδ. Αφοι
Κυριακίδη.

Βασιλείου, Ι. (1944). Η λαϊκή κατοικία. Κοινωνικές, τεχνικές και οικονομικές απόψεις- η


λαϊκή κατοικία σε διάφορες ξένες χώρες καις την Ελλάδα. Αθήνα.

Βασιλειάδης, Δ. (1973). Οδοιπορία στις μορφές και το ύφος του ελληνικού χώρου. Βιβλίο
πρώτο. Αθήνα.

Βασιλειάδης, Σ. (2000). «Κορέστεια: χωριά από πηλό», αφιέρωμα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Από τη


Βάλια Κάλντα στις Πρέσπες», ένθετο επτά ημέρες της εφημερίδας «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»,
Κυριακή 2 Ιουλίου 2000.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 237


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Βασδραβέλλης, Κ. Ι. (1952). Αρχεία Μακεδονίας Α΄: Αρχείον Θεσσαλονίκης 1695-1912.


Θεσσαλονίκη: εκδ. ΕΜΣ.

Βαφειάδης, Π. Π. (1983). Υδρογεωλογική μελέτη της λεκάνης Καστοριάς, (διδακτορική


διατριβή), Επιστημονική Επετηρίδα Φυσικομαθηματικής Σχολής ΑΠΘ, παραρτ. αριθμ. 10
22ου τόμου, εκδ. ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη.

Βέρρου, Ι. Θ. (2008). Τοπωνύμια και Διοικητική κατανομή οικισμών της Μακεδονίας.


Μεταβολές στον 20ο αιώνα. Θεσσαλονίκη: εκδ. University Studio Press.

Βογιατζίδης, Ι. (1940). Εισαγωγή εις την ιστορίαν της Θεσσαλονίκης. Μακεδονικά Α΄.

Βούζα, Α. (1996). Σημειολογική προσέγγιση του δομημένου χώρου των οικισμών του νομού
Καρδίτσας. Στο IVο Πανελλήνιο Συνέδριο της Ελληνικής Σημειωτικής Εταιρείας, «Άνθρωπος
και Σημαίνων. Τόμος ΙΙ. Τόμος και Ιδεολογία. Θεσσαλονίκη: εκδ. παρατηρητής.

Γαβρά, Γ. Ε. (2003). Αγροτικός χώρος κα κατοικία στον Πόντο από τον 19ο έως τις αρχές του
20ου. Ορεινοί οικισμοί στις περιοχές Αργυρούπολης και Τραπεζούντας. Θεσσαλονίκη: εκδ. Αφοι
Κυριακίδη.

Γερεουδάκη-Σκαπερδά, Ν. (1999). Καστοριά μου! Κατάθεση ψυχής. Αθήνα: εκδ. Πάραλος.

Γερόλυμπου-Καραδήμου, Α. (2003). Καταβολές και εξέλιξη της νεώτερης ελληνικής πόλης.


Πόλεις και πολεοδομία του ελληνικού κράτους ως το 1940. Θεσσαλονίκη: εκδ. Τμήμα
Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ.

Γερόλυμπου Καραδήμου, Α. (2009). Πόλεις και εθνικός χώρος σε κατάσταση πολιορκίας.


Στο Χρ. Χατζηιωσήφ, (επιμ.), Ιστορία Ελλάδας του 20ού αιώνα, 1945-1952. Αθήνα:
Βιβλιόραμα.

Γεωργιάδου, Ε. (2016). «Ενεργειακή Αναμόρφωση της Δόμησης», εισήγηση στην


ενημερωτική εκδήλωση στις 23/11/2016 που πραγματοποιήθηκε στις εγκαταστάσεις του
ΙΒΕΠΕ-ΣΕΒ στη Θεσσαλονίκη.

Γιαννιτσάρης, Κ. Γ. (2010). Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Ευρυτανίας. Αθήνα.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 238


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Γιομπλάκης, Α. (1979). Η ληστοκρατία εις την Δυτική Μακεδονία κατά το έτος 1879 και η
Μακεδονική Φιλεκπαιδευτική Αδερφότης. Στο Χρονικά της Μακεδονικής Φιλεκπαιδευτικής
Αδελφότητος (1871-1979), Βραβείον Ακαδημίας Αθηνών, τόμος Α΄. Θεσσαλονίκη.

Γκοσιόπουλος, Π. Τ. (1973). Μαρτυρίες για το ηρωικό Λέχοβο (μνήμη Πέτρου Γ.


Γκοσιοπούλου (1879-1972). Θεσσαλονίκη.

Γυιόκας, Κ. Π. (1977). Η καταγωγή των αρχαίων Μακεδόνων. Θεσσαλονίκη: εκδ. ΕΜΣ,


Θεσσαλονίκη.

Γούναρης, Γ. Γ. (1990). Το Βαλανείο και τα βόρεια προσκτίσματα του Οκταγώνου των


Φιλίππων. Αθήναι: Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας αριθμ. 112.

Δάγκας, Α. (2005). Η Μακεδονία και Θράκη μετά το 1912: η επίδραση του εργατικού
κινήματος στο δομημένο χώρο και στην κοινωνία. Στο Ελευθέριος Βενιζέλος και Ελληνική
Πόλη. Πολεοδομικές Πολιτικές και Κοινωνικοπολιτικές Ανακατατάξεις. Αθήνα: εκδ. Εθνικό
ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Βενιζέλος»- ΤΕΕ- ΕΜΠ-Σχολή Αρχιτεκτόνων
Μηχανικών.

Δαρδαβέσης, Ι. Θ. (2007). ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, η δημογραφία. Θεσσαλονίκη: εκδ. ΕΜΣ.

Δασκαλάκης, Γ. Ν. (1982). Τουριστικός οδηγός Καστοριάς. Αθήνα.

Δέφνερ, Α. (2004). Πολιτιστικός τουρισμός και δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου: η


επίδραση στις λειτουργίες των πόλεων. Στο Οικονόμου Δ. – Πετράκος Γ. (επιμ.), Η Ανάπτυξη
των Ελληνικών Πόλεων. Διεπιστημονικές Προσεγγίσεις Αστικής Ανάλυσης και Πολιτικής.
Βόλος: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Θεσσαλίας-Gutenberg.

Δήμιτσας, Γ. Μ. (1971). Αρχαία γεωγραφία της Μακεδονίας συνταχθείσα κατά τας αρχαίας
πηγάς και τα νεώτερα βοηθήματα. Τόμος 1. Θεσσαλονίκη: εκδ. ΙΜΧΑ.

Δήμιτσας, Γ. Μ. (1871). Αρχαία γεωγραφία της Μακεδονίας συνταχθείσα κατά τας αρχαίας
πηγάς και τα νεώτερα βοηθήματα. Μέρος δεύτερον. Τοπογραφία. Αθήνησι: εκδ. Βιβλιοθήκη
Του Προς Διάδοσιν Των Ελληνικών Γραμμάτων Συλλόγου.

Δημητριάδης, Β. (1973). Η Κεντρική και Δυτική Μακεδονία κατά τον Εβλιγιά Τσελεμπή.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 239


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Θεσσαλονίκη: εκδ. ΕΜΣ.

Δημητριάδης, Ε. Π. (1997). «Η αναγέννηση των οικισμών του Ελληνικού χώρου κατά την
όψιμη Τουρκοκρατία», Αρχαιολογία 65, (1997), σσ. 22-30.

Δημητριάδης, Π. Ε., Τσότσος Π. Γ. (2010). Μεθοδολογία διερεύνησης ιστορικής γεωγραφίας:


το παράδειγμα της επαρχίας Ανασελίτσης Δυτικής Μακεδονίας κατά τον 19ο-αρχές 20ου
αιώνα. Στο Ε. Π. Δημητριάδης- Γ. Καυκαλάς – Κ. Τσουκαλά (επιμ.), Πόλεως Λόγος.
Θεσσαλονίκη: εκδ. University Studio Press.

Δημητριάδης, Π. Ε., Τσότσος Π. Γ. (2000). Η αρχιτεκτονική προεξοχή- σαχνισί. Μια άλλη


χωρική αντίθεση της παράδοσης- αλλαγής. Γεωγραφική διάχυση στο βορειοελλαδικό χώρο
κατά την όψιμη τουρκοκρατία. Στο Διεθνές Συνέδριο Παραδοσιακής Βαλκανικής
Αρχιτεκτονικής, 12-15 Οκτωβρίου 2000. Βέροια: Δήμος Βέροιας.

Δημητριάδης, Π. Ε. (1980). Κοινωνικός σχηματισμός και πολεολογικός χώρος. Είκοσι


οικισμοί της επαρχίας Κόνιτσας Ηπείρου, (Διδακτορική Διατριβή), επιστημ. επετηρ.
Πολυτεχνικής Σχολής- Τμήμα Αρχιτεκτόνων, παραρτ. 1 Η΄τόμου, Θεσσαλονίκη: εκδ. ΑΠΘ.

Δημητριάδης, Π. Ε. (1988). Η παραγωγή του αστικού χώρου και ο αρχιτεκτονικός


κλασικισμός στους οικισμούς της Θράκης κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιω. Στο
Νεοκλασική Πόλη & Αρχιτεκτονική, Σπουδαστήριο Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής, 2-
4/12/1988. Θεσσαλονίκη.

Δημητριάδης, Π. Ε. (1995). Ιστορία της πόλης και της πολεοδομίας. Ευρωπαϊκοί πολιτισμοί.
Μυκηναϊκοί χρόνοι ως τις αρχές του 20ου αιω. Θεσσαλονίκη: εκδ. Αφοι Κυριακίδη.

Δουμάνης, Β. Ο., Paul O. (1974). Οικισμοί στην Ελλάδα. Αρχιτεκτονικά θέματα, Αθήνα, 12-
59.

Δουκέλλης, Ν. Π. (2005). Το ελληνικό τοπίο. Μελέτες ιστορικής γεωγραφίας και πρόσληψης


του τόπου. Αθήνα: εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Ι.Δ. Κολλάρου & Σια Α.Ε.

Δραγώτα, Α. (2008). Προσδιορισμός ανισοτήτων με βάση δείκτες τεχνικής και κοινωνικής


υποδομής: η περίπτωση του νομού Καστοριάς, (αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία), Τμήμα
Οικονομικής & Περιφερειακής Ανάπτυξης του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και
Πολιτικών Επιστημών.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 240


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Δρακοπούλου, Ε., (1997). Η πόλη της Καστοριάς τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή εποχή (12ος-
16ος αιω.) Ιστορία-Τέχνη-Επιγραφές, Αθήνα: Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία.

Δρακούλης, Π. Δ. (2009). Η περιφερειακή οργάνωση των οικισμών της ανατολικής ρωμαϊκής


αυτοκρατορίας κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο (4ος-6ος αιώνας), τόμος Α΄ (Θρακική-
Ιλλυρικόν-Ασιανή), Θεσσαλονίκη: εκδ. Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών.

Ελευθεριάδης, Ν. (2006). Αισθητική τοπίου. Δράμα: εκδ. Photo/Graphs Studio.

Εκκλησιαστική Αλήθεια (1882). Κωνσταντινούπολη Οικουμενικόν Πατριαρχείον τεύχος


ΚΒ΄/10-03-1882, 355.

Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική. (1993). Αθήνα: εκδ. Μέλισσα.

εορταστικός τόμος 50 χρόνια Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών (1939-1989). (1992).


Θεσσαλονίκη: εκδ. ΕΜΣ.

Ευγενίδου, Δ. (2003). Κάστρα Μακεδονίας και Θράκης. Βυζαντινή καστροκτισία. Αθήνα: εκδ.
Αδάμ- Πέργαμος εκδοτική εκτυπωτική.

Ζαβαντής, Κ. Δ., Πανουργιάς, Η. Χ. (2004). Πολεοδομική ανάπλαση περιοχών κατοικίας.


Μικροπολεοδομικά στοιχεία. Αθήνα: εκδ. Αθ. Σταμούλης.

Ζάχου, Ε. (2003). Προσκυνάς Φθιώτιδας: διαδρομή μέσα στους αιώνες. Στο Αρχαιολογικές
Έρευνες και Μεγάλα Δημόσια Έργα, 18-20 Σεπτεμβρίου 2003. Θεσσαλονίκη: ΙΔ΄ Εφορεία
Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.

Zaki, A. (2006). Η παρακολούθηση ως μέσο προληπτικής συντήρησης στη διαχείριση της


πολιτιστικής κληρονομιάς. Στο Αξιοποίηση και Ανάδειξη της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, 17-
19 Μαρτίου 2003. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού.

Ζώτος, Μ. (1882). Ηπειρωτικαί Μελέται, Δρομολόγιον της Ελληνικής Χερσονήσου


αρχαιολογικόν, ιστορικόν, γεωγραφικόν στρατιωτικόν, στατιστικόν και εμπορικόν, εν Αθήναις.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 241


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Η Μακεδονία και αι μεταρρυθμίσεις, υπόμνημα του εν Αθήναις Μακεδονικού Συλλόγου,


έκδοσις Δευτέρα, Αθήνησιν, εκ του Τυπογραφείου Παρασκευά Λεωνή, 1903.

Θεοδωράκη-Πάτση, Τ. (2011). Αρχιτεκτονική στον αγροτικό χώρο. Αθήνα.

Θεοδωράκη–Πάτση, Τ. (2008). Το αποτύπωμα της νοηματικής εξέλιξης του τόπου. Αθήνα.

Θεοχαρίδης, Ι. Γ. (1980). Ιστορία της Μακεδονίας κατά τους μέσους χρόνους (285-1354).
Θεσσαλονίκη: εκδ. ΕΜΣ.

Θεοχάρης, Δ. Ρ. (1980). Το νεολιθικό σπίτι. Ανθρωπολογικά, Βόλος-Θεσσαλονίκη, 53-58.

Θεοχάρης, Ρ. Δ. (2000). Νεολιθικός πολιτισμός. Σύντομη επισκόπηση της νεολιθικής στον


ελληνικό χώρο. Αθήνα: εκδ. ΜΙΕΤ.

Θώμος, Π. (2000). Τα νέα γνωρίσματα της αγροτικής αρχιτεκτονικής κατά το β΄ ήμισυ του
19ου–αρχές 20ου αιώνα στην Αλβανία. Στο Διεθνές Συνέδριο Παραδοσιακής Βαλκανικής
Αρχιτεκτονικής, 12-15 Οκτωβρίου 2000. Βέροια: Δήμος Βέροιας.

Θ΄ Συμπόσιο Ιστορίας και Τέχνης Μονεμβασιώτικου Ομίλου: Θεωρία και Πρακτική για την
Αποκατάσταση Ιστορικών Οικισμών με Σκοπό τις Νέες Χρήσεις. (2004). 20-22 Ιουλίου 1997.
Αθήνα: εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Ι.Δ. Κολλάρου & Σια Α.Ε.

Ιλλαμπάς, Ρ., Ιωάννου, Ι., Χαραμής, Δ. (2010). Μνημεία από ωμοπλινθοδομή – Παθολογία,
Προβλήματα φθοράς και πρακτικές αποκατάστασης. Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών και
Μηχανικών Περιβάλλοντος, Πανεπιστήμιο Κύπρου, ανακτήθηκε από
https://www.academia.edu/3861591/Mnimeia_apo_Omoplinthodomi.

Ιστορική Γεωγραφία. Δρόμοι και Κόμβοι της Βαλκανικής από την Αρχαιότητα στην Ενιαία
Ευρώπη. (1998). Θεσσαλονίκη: εκδ. Τομέας Πολεοδομίας Χωροταξίας και Περιφερειακής
Ανάπτυξης, εκδ. ΑΠΘ- Οργανισμός «Θεσσαλονίκη 1997»-Πολιτιστική Πρωτεύουσα της
Ευρώπης».

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 242


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

ΙΕΚΕΜ-ΤΕΕ Παράρτημα Θεσσαλονίκης. (2005). Αυτοχρηματοδοτούμενο σεμινάριο


επιμόρφωσης με θέμα Τεχνολογία πηλού ως δομικό υλικό. Στερέωση – συντήρηση ιστορικών
πλινθόκτιστων κατασκευών. Θεσσαλονίκη, 7-11 Νοεμβρίου 2005.

Ιωάννου, Ν. (2015), Σπουδαστικό παράδειγμα οικολογικής δόμησης και ενεργειακού


σχεδιασμού, BuildingGreen.

Κακαβογιάννη, Ο., Τσελεπή, Ε., Δημητρίου, Κ., Ντούνη, Κ., Μιχαηλίδης, Π. (2006).
Στοιχεία πολεοδομίας και οικιστικής από τα Μεσόγεια κατά την νεολιθική εποχή και την
Πρωτοελλαδική Ι περίοδο. Στο Αρχαία Ελληνική Τεχνολογία. Αθήνα: εκδ. ΤΕΕ.

Καλοστύπης, Ν. Ι. (1886). Μακεδονία ήτοι μελέτη οικονομολογική, γεωγραφική, ιστορική και


εθνολογική της Μακεδονίας. Αθήναι: εκδ. Κάρολος Βίλμπερτ - Λέσχη του Βιβλίου.

Κανατσούλης, Δ. (1976). Η Μακεδονία από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι της ανόδου του
Φιλίππου Β΄. ΙΙ. Εσωτερική ιστορία. Θεσσαλονίκη: εκδ. ΕΜΣ.

Κανατσούλης, Δ. (1955). Μακεδονική προσωπογραφία (από του 148 π.Χ. μέχρι των χρόνων
του Μ. Κωνσταντίνου). Θεσσαλονίκη: εκδ. ΕΜΣ.

Κακαβάς, Π. Α.- Λέμης Πετρόπουλος Α. Π. (2008). Τεχνολογία Δομικών Υλικών.


Πειραματικές μέθοδοι αποτίμησης της δομικής τρωτότητας υλικών- κατασκευών.
Θεσσαλονίκη: εκδ. Ζήση.

Καπουράλου, Μ., (2010). Πολεοδομική εξέλιξη προσφυγικού συνοικισμού. Μελέτη


περίπτωσης Καισαριανής, ανακτήθηκε από
http://courses.arch.ntua.gr/el/proseggiseis_toy_sxediasmoy_sthn_ellada/metaptyxiakes_spoyd
astikes_ergasies/2009-2010.html.

Καραγιάννη, Φ. (2010). Οι βυζαντινοί οικισμοί στη Μακεδονία μέσα από τα αρχαιολογικά


δεδομένα (4ος-15ος αιώνας), ΑΙΜΟΣ-ΕΜΜΑΒΠ (Εταιρεία Μελέτης Μεσαιωνικής
Αρχιτεκτονικής των Βαλκανίων και της Προστασίας της). Θεσσαλονίκη: εκδ. University
Studio Press.

Καραδέδος, Γ., Τσολάκης Π. (1988). Πρέσπες, στο ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ


ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ, τόμος 7ος ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ Α΄. Αθήνα: εκδ. Μέλισσα.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 243


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Καραθανάσης, Ε. Α. (2006). Περάσματα και οδηγοί του μακεδονικού αγώνος. Στο


Μακεδονικός Αγών. Εκατό Χρόνια από το Θάνατο του Παύλου Μελά, 12-13 Νοεμβρίου 2004.
Θεσσαλονίκη: εκδ. ΕΜΣ.

Καραμανές, Θ. Ε. (2011). Οργάνωση του χώρου, τεχνικές και τοπική ταυτότητα στα
Κοπατσαροχώρια των Γρεβενών. Αθήνα: Κέντρο Έρευνας Ελληνικής Ακαδημίας Ακαδημίας
Αθηνών.

Καραμήτρου-Μεντεσίδη, Γ. (2001). Βόϊον- Νότια Ορεστίς. Αρχαιολογική έρευνα και


ιστορική τοπογραφία. Στο Χασιώτης Ζ.- Μπαϊκάμης Α. (επιμ.), Οι Αρχαιότητες και τα
Βυζαντινά και Μεταβυζαντινά Μνημεία του Βοίου, 12 Αυγούστου 1999. Θεσσαλονίκη: εκδ.
Βοϊακή Εστία Θεσσαλονίκης.

Καραμήτρου-Μεντεσίδη, Γ. (1999). Βόϊον- Νότια Ορεστίς. Αρχαιολογική έρευνα και ιστορική


τοπογραφία. Α. Θεσσαλονίκη.

Καραμήτρου-Μεντεσίδη, Γ. (1999). Βόϊον- Νότια Ορεστίς. Αρχαιολογική έρευνα και ιστορική


τοπογραφία. Β (χάρτες και τοπογραφικά υλικά). Θεσσαλονίκη.

Καραποστόλης, Β. (2003). Η πόλη και η υπαίθριος: το φάσμα του μόχθου. Στο Ελληνικός
Αστικός Χώρος, 4-5 Απριλίου 2003. Αθήνα: εκδ. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού
Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας.

Καρύδης, Ν. Δ. (1997). Ανάγνωση πολεοδομίας. Η κοινωνική σημασία των χωρικών μορφών.


Αθήνα: εκδ. Συμμετρία.

Καρύδης, Ν. Δ. (2000). Χωρογραφία νεωτερική ή λόγος για τη συγκρότηση και εξέλιξη των
ελληνικών πόλεων από τον 15ο στον 19ο αι. με βάση αδημοσίευτες Οθωμανικές και Δυτικο-
Ευρωπαϊκές αρχειακές πηγές. Αθήνα: εκδ. Συμμετρία.

Καρύδης, Δ. (2006). Τα επτά βιβλία της πολεοδομίας. Αθήνα: εκδ. Παπασωτηρίου.

Καστοριά. Τουριστικός οδηγός. Θεσσαλονίκη, 2009.

Κεραμόπουλος, Α. (1932). Ἀνασκαφαί καί ἔρευναι εν τῆ ῎Ανω Μακεδονία. Αρχαιολογική


Εφημερίς. 94.

Κλειδής, Κ. (1987). Ο οπλαρχηγός Παύλος Κύρου και το χωριό του Ανταρτικό. Η προσφορά

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 244


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

τους στον μακεδονικό αγώνα και η ένοπλη δράση στην γύρω περιοχής. Στο Ο Μακεδονικός
Αγώνας, 28 Οκτωβρίου– 2 Νοεμβρίου 1984, Φλώρινα-Καστοριά-Έδεσσα. Θεσσαλονίκη: εκδ.
Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου/Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα.

Κοκκώσης, Χ. (2010). Η διαχείριση και η εικόνα (branding) των τουριστικών προορισμών.


Στο Ε. Π. Δημητριάδης- Γ. Καυκαλάς – Κ. Τσουκαλά (επιμ.), Πόλεως Λόγος. Θεσσαλονίκη:
εκδ. University Studio Press.

Κόλιας, Τ. Γ. (1948). Ιστορική γεωγραφία του ελληνικού χώρου. Α΄: εποικισμός, Β΄: πολιτική
γεωγραφία, Γ΄: οικονομική γεωγραφία. Αθήναι: εκδ. Υπουργείον Ανοικοδομήσεως.

Κολιόπουλος, Σ. Ι., Μιχαηλίδης, Δ. Ι. (2009). Οι πρόσφυγες στη Μακεδονία. Από την


τραγωδία στην εποποιία. Θεσσαλονίκη: εκδ. ΕΜΣ.

Κοντολέων, Ν. (1996). Μνημεία και ερείπια, στο Οι ελληνικές αναστηλώσεις. Αθήναι:


Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας.

Κορτή-Κόντη, Σ. (1994). Η κοροπλαστική της Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη: εκδ.


παρατηρητής.

Κουγέας, Σ. (1952). Η υπό τους Μακεδόνας ένωσις των αρχαίων Ελλήνων και ο καταστατικός
αυτής χάρτης. Θεσσαλονίκη: εκδ. ΕΜΣ.

Κούρτιος, Ε. (1900). Ελληνική ιστορία μεταφρασθείσα εκ της γερμανικής υπό Σπυρίδωνος Π.


Λάμπρου, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, τομ. 5ος, Αθήναι: Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου / Πελεκάνος.

Κορωναίος, Α., Σαργέντης, Φ. (2005). Δομικά Υλικά και Οικολογία. Αθήνα: Πανεπιστημιακές
Εκδόσεις ΕΜΠ.

Κρίκης, Α. Π. (2006). Καστοριά. Ταξίδι στον μύθο και στην ιστορία. Αθήνα: εκδ. Κουλτούρα.

Κυριακίδης, Π. Σ. (1939). Θεσσαλονίκια Μελετήματα. 1. Αι περί τον Στρυμόνα και την


Θεσσαλονίκην σλαβικαί εποικήσεις κατά τον μέσον αιώνα, 2. Διοικητική ιστορία του θέματος
Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη.

Κωνστάντιος, Δ. (1996). Διαχείριση και προστασία των ιστορικών οικισμών. Η ελληνική


εμπειρία. Οι προοπτικές. Στο Θ΄ Συμπόσιο Ιστορίας & Τέχνης Μονεμβασιώτικου Ομίλου
Θεωρία και Πρακτική για την Αποκατάσταση Ιστορικών Οικισμών με Σκοπό τις Νέες Χρήσεις,

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 245


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Χ. Καλλιγά, Α. Μαλλιάρης (επιμ.), 20-22 Ιουλίου 1996. Αθήνα: εκδ. βιβλιοπωλείον της
Εστίας.

Κωστόπουλος, Χ. Α. (2006). Ο μακεδονικός αγώνας έως το 1904. Στο Εκατό χρόνια από την
Έναρξη της Ένοπλης Φάσης του Μακεδονικού Αγώνα (1904-2004), Χασιώτης Ε. Ζήσης-
Μπαϊκάμης Σ. Αλέξανδρος. Θεσσαλονίκη: εκδ. Βοϊακή Εστία Θεσσαλονίκης.

Κωδικοποίηση νομοθεσίας για την πολιτισμική κληρονομιά. Α΄: Ελληνική νομοθεσία. (2001).
Αθήνα: εκδ. Διεύθυνσης Αρχείου Μνημείων κι Δημοσιευμάτων ΥΠΠΟ.

Κοκκώσης, Χ. (2010). Η διαχείριση και η εικόνα (branding) των τουριστικών προορισμών.


Στο Πόλεως Λόγος, τιμητικός τόμος στον καθηγ. Α.Φ. Λαγόπουλο, Ε. Π. Δημητριάδης- Γ.
Καυκαλάς – Κ. Τσουκαλά (επιμ.). Θεσσαλονίκη: εκδ. University Studio Press.

Κωτσάκης, Κ. (2012). Ελλάδα: τηλεόραση 4Ε συνέντευξη 7-3-2012.

Λάββας, Π. Γ. (2010). Ζητήματα πολιτιστικής διαχείρισης. Αθήνα: εκδ. Μέλισσα.

Λάββας, Γ. (1992). Οικιστική και πολεοδομία στην περίοδο των Παλαιολόγων. Στο Η
Μακεδονία κατά την Εποχή των Παλαιολόγων, 14-20 Δεκεμβρίου 1992, (σσ. 203-214).
Θεσσαλονίκη.

Λαγόπουλος, Α. Φ., Μπόκλουντ Λαγοπούλου, Κ., Τεντοκάλη, Β., Τσουκαλά, Κ. (1999).


Άνθρωπος ο Σημαίνων. Τόμος ΙΙ. Η Μεταμοντέρνα Ματιά. Ο νοητικός χώρος- ΣΗΜΕΙΩΤΙΚΗ.
Θεσσαλονίκη: εκδ. παρατηρητής.

Λαφτσίδης, Α. (2007). Ο κεραμικός κλίβανος Πεντάβρυσου Καστοριάς. (Αδημοσίευτη


Μεταπτυχιακή Εργασία). Τμημ. Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη.

Λευκαδίτου, Ρ. (2000). Οδοιπορικό στο ιστορικό τοπίο. Στο Πρακτικά Επιστημονικής


συνάντησης Ιστορικό τοπίο και ιστορική μνήμη. Το παράδειγμα της Μακρονήσου, 6-7 Μαρτίου
1998, (σσ. 289-298). Αθήνα: εκδ. φιλίστωρ.

Λεύκωμα μνημείων Καστοριάς. (2007). Καστοριά: Νομαρχιακή επιτροπή τουριστικής


προβολής Ν. Καστοριάς.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 246


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Λυγίζος, Γ. (1967). Η διεθνής και η τοπική αρχιτεκτονική. Τέχνη και κλίμα. Αθήνα.

Λουλούδης, Λ., Βλάχος Γ, κ.α. (2004). Η τοπική δυναμική επιβίωσης στις ελληνικές ορεινές
περιοχές. Στο Στρατηγικές Ανάπτυξης σε Λιγότερο Ευνοημένες Περιοχές, επιμ. Σπιλάνης Ι.,
Ιωσηφίδης Θ., Κίζος Α., (σσ. 243-246). Αθήνα: Gutenberg.

Μαζαράκης, Α. Α. (2009). Αρχιτεκτονική και κοινωνία κατά τους πρώιμους ιστορικούς


χρόνους. Αρχαιολογία και τέχνες 112, 19.

Μαλινδρέτος, Μ. (1998). Πολεοδομική προσέγγιση για την αποκατάσταση και αναβίωση των
παραδοσιακών οικισμών. Θεσσαλονίκη: Τομέας Πολεοδομικού και Χωροταξικού
Προγραμματισμού και Σχεδιασμού- Τμήμα Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ.

Μαλτίδης, Γ. (2007). Ενίσχυση-επισκευή φέρουσας τοιχοποιίας με χαλύβδινες ράβδους


(ριζοπλισμοί και crack stitching). Στο 13ο Φοιτητικό Συνέδριο Επισκευές Κατασκευών,
Πάτρα: Πανεπιστήμιο Πατρών.

Μανδατζής, Μ. Χ. (2001). Μεσοπολεμική μετανάστευση από την επαρχία Καστοριάς 1922-


1930. Στο Συνέδριο Τοπικής Ιστορίας Ορεστίδος Ιστορία. Από την Κλασική Αρχαιότητα ως τον
20ο αιώνα, 9-10 Σεπτεμβρίου 2000, Άργος Ορεστικό. Θεσσαλονίκη: Δημοτική Επιχείρηση
Πολιτιστικής & Κοινωνικής Ανάπτυξης Δήμου Ορεστίδος- Δημοτική Βιβλιοθήκη.

Μανωλίδης, Κ., Καναρέλης, Θ. (2009). Η διεκδίκηση της υπαίθρου. Φύση και κοινωνικές
πρακτικές στη σύγχρονη Ελλάδα. Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Πανεπιστημίου
Θεσσαλίας, Αθήνα: εκδ. Ίνδικτος.

Μαρμαράς, Β. Ε. (2002). Σχεδιασμός και οικιστικός χώρος. Θεωρητικές προσεγγίσεις και


όψεις της ελληνικής αστικής γεωγραφίας. Αθήνα: εκδ. Ελληνικά γράμματα.

Μαρκόπουλος, Μ. Γ. (1981). Η λαϊκή μας αρχιτεκτονική. Αθήνα.

Μάρτος, Δ. (2012). Ιδεολογία και σχεδιασμός στο βορειοελλαδικό χώρο στα 1920. Στο Δ. Π.
Δρακούλης – Γ. Π. Τσότσος (επιμ.), Ιστορική Γεωγραφία της Ελλάδος και της Ανατολικής
Μεσογείου, Τμήμα Γεωγραφίας Πανεπ. Αιγαίου- Τμήμα Αρχιτεκτόνων Πολυτεχνικής Σχολής
Α.Π.Θ.,. Θεσσαλονίκη: εκδ. Αντ. Σταμούλη.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 247


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Μαυρογορδάτος, Θ. Γ., Χατζηϊωσήφ, Χ. Χ. (1988). Βενιζελισμός & αστικός εκσυγχρονισμός.


Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης.

Μαυροπούλου Τσιούμη Χ. (1973). Οι τοιχογραφίες του 13ου αιώνα στην Κουμπελίδικη της
Καστοριάς. Θεσσαλονίκη: εκδ. Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών.

Μαυρουδής, Ε. (2006). Μακεδονία και ο ακήρυκτος πόλεμος του ελληνικού στρατού 1904-
1908. Στο Μακεδονικός Αγών. Εκατό Χρόνια από το Θάνατο του Παύλου Μελά, 12-13
Νοεμβρίου 2004. Θεσσαλονίκη: εκδ. ΕΜΣ.

Μεντεσίδη-Καραμήτρου Γ. (1999). Βόϊον – Νότια Ορεστίς. Αρχαιολογική έρευνα και ιστορική


τοπογραφία, τόμος Β΄(χάρτες- τοπογραφικά σχέδια). Θεσσαλονίκη.

Μεντεσίδη-Καραμήτρου, Γ. (1999). Βόϊον–Νότια Ορεστίς. Αρχαιολογική έρευνα και ιστορική


τοπογραφία, τόμος Α΄. Θεσσαλονίκη: 1999.

Μέντζα, Α., Χατζητρύφων, Κ.Ν. (2000). Ζητήματα σύγχρονης διατήρησης της


διαχρονικότητας παραδοσιακών κτιρίων στη Μακεδονία και Θράκη της Ελλάδας. Τα
ιστορικά κτίρια των δύο τελευταίων αιώνων. Στο Διεθνές Συνέδριο Παραδοσιακής
Βαλκανικής Αρχιτεκτονικής, 12-15 Οκτωβρίου 2000. Βέροια: Δήμος Βέροιας.

Μέντζος, Α. (1988). Σφραγίσματα σε πλίνθους από το Δίο και τη Θεσσαλονίκη»,


«Ιστορικογεωγραφικά. περιοδική έκδοση για την ιστορία και τη τοπογραφία το ελληνικού
χώρου κατά τους μέσους χρόνους, τόμος 2, Γιάννενα – Θεσσαλονίκη: εκδ. Μιχάλη Σ.
Κορδώση, 78-83.

Μηλιατζίδου-Ιωάννου, Ε. (1998). Εκκλησιαστική ζωγραφική στην περιοχή της Φλώρινας στα


τέλη του 19ου-αρχές 20ου αιώνα. Στο Από τη Μεταβυζαντινή Τέχνη στη Σύγχρονη-18ος-20ος
αι., 20-21 Νοεμβρίου 1997, (σσ. 172-173). Θεσσαλονίκη: University Studio Press.

Μήτσας, Ν. Ά. (2000). Η αρχιτεκτονική κληρονομιά της Όσσας. Μια γνωριμία με τον


παραδοσιακό οικισμό, την αξία και τις προοπτικές ανάδειξής του. 10η Εφορία Βυζαντινών
Αρχαιοτήτων, Τεχνογράφημα 15 Φεβρουαρίου 2000.

Μήττα, Δ. (2006). Μύθοι της αρχαίας Μακεδονίας. Θεσσαλονίκη: εκδ. University Studio
Press.

Μιχελής, Α. Π. (1981). Φροντιστηριακαί εργασίαι Α’: το ελληνικό λαϊκό σπίτι. Αθήναι: εκδ.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 248


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

ΕΜΠ.

Μουζάκης, Α. Σ. (1982). Σιδερένια νεοκλασικά στολίδια. Συμβολισμός- Λαογραφία 1.


Αυλόθυρες. Αθήνα: εκδ. Πνευματικό Κέντρο Δήμου Μεταμόρφωσης.

Μουστάκας, Π. Κ. (1998). Το οδικό δίκτυο της Δυτικής Μακεδονίας κατά το Μεσαίωνα


(11ος-15ος αιω.). Στο Δημητριάδης Ε.Π.- Α.Φ. Λαγόπουλος- Τσότσος Γ. (επιμ.), Ιστορική
Γεωγραφία. Δρόμοι και Κόμβοι της Βαλκανικής από την Αρχαιότητα στην Ενιαία Ευρώπη.
Θεσσαλονίκη: Τομέας Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης Τμήματος
Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ- ΟΠΠΕ «Θεσσαλονίκη 1997».

Μουτσόπουλος, Κ. Ν. (2005). Βυζαντινά και οθωμανικά. Θεσσαλονίκη: εκδ. Νησίδες.

Μουτσόπουλος, Κ. Ν. (1993). Τα αρχοντικά της Μακεδονίας (15ος- 19ος αιώνας).


Θεσσαλονίκη: εκδ. παρατηρητής.

Μουτσόπουλος Κ. Ν., (1988). Η αρχιτεκτονική προεξοχή. «Το σαχνισί». Συμβολή στη μελέτη
της ελληνικής κατοικίας. Θεσσαλονίκη: εκδ. ΕΜΣ.

Μουτσόπουλος, Κ. Ν. (1992). Μορφές και χώρος στην παλαιολόγεια αρχιτεκτονική. Στο Η


Μακεδονία Κατά την Εποχή των Παλαιολόγων, 14-20 Δεκεμβρίου 1992. Θεσσαλονίκη.

Μουτσόπουλος, Κ. Ν. (2001). Διαδρομή αυτογνωσίας. Ταξιδεύοντας σε άλλους τόπους και


πολιτισμούς. Σκόπελος: εκδ. Νησίδες.

Μουτσόπουλος Ν. (1998). Oppidum Celetrum: ο λιμναίος οικισμός του Δισπηλιού


Καστοριάς. Μακεδονικά 31, 2-3.

Μουτσόπουλος, Κ. Ν. (1971). Μαθήματα αρχιτεκτονικής μορφολογίας. Μακεδονική


αρχιτεκτονική. Συμβολή εις την μελέτην της ελληνικής οικίας (δεύτερος κύκλος μαθημάτων).
Θεσσαλονίκη: εκδ. ΑΠΘ.

Μουτσόπουλος, Κ. Ν. (1980). Το πρόβλημα της διατηρήσεως των παραδοσιακών οικισμών


της Μακεδονίας. Στο αφιέρωμα τεσσαρακονταετηρίδος «Μακεδονία -Θεσσαλονίκη».
Θεσσαλονίκη: εκδ. ΕΜΣ.

Μουτσόπουλος Κ. Ν. (1991). Οι «μαΐστρες» της Μακεδονίας και της Θράκης. Στο πρακτικά
ΣΤ΄ Συμποσίου Λαογραφίας του Βορειοελλαδικού χώρου. Η Ιστορική, Αρχαιολογική και

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 249


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Λαογραφική Έρευνα για τη Θράκη, Κομητηνή-Αλεξανδρούπολη, 7-10 Μαΐου 1989, (σσ. 293-
322). Θεσσαλονίκη: εκδ. Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου.

Μουτσόπουλος, Κ. Ν. (2003). Εκκλησίες του νομού Φλώρινας. Θεσσαλονίκη: εκδ.


Μαλλιάρης.

Μουτσόπουλος, Κ. Ν. (1989). Στεμνίτσα υψούς. Ιδέες για την αναβίωση του


αντιπροσωπευτικού ιστορικού γορτυνιακού οικισμού της Στεμνίτσας. Θεσσαλονίκη: εκδ.
Γαρταγάνη.

Μουτσόπουλος, Ν. (1998). Oppidum Celetrum: ο λιμναίος οικισμός του Δισπηλιού


Καστοριάς. Μακεδονικά 31, 2-3.

Μουτσόπουλος, Κ. Ν. (1967). Καστοριά. Παναγία η Μαυριώτισσα. Αθήνα.

Μουτσόπουλος, Κ. Ν. (1992). Εκκλησίες της Καστοριάς (9ος-11ος αιώνας). Θεσσαλονίκη:


εκδ. παρατηρητής.

Μουτσόπουλος, Κ. Ν. (1988). Το τέλος της μεταβυζαντινής αρχιτεκτονικής. Στο Νεοκλασική


πόλη & αρχιτεκτονική, 2-4/12/1988. Θεσσαλονίκη: Σπουδαστήριο Ιστορίας της
Αρχιτεκτονικής ΑΠΘ.

Μουτσόπουλος, Κ. Ν. (1967). Καστοριά. Παναγία η Μαυριώτισσα. Αθήνα.

Μουτσόπουλος, Κ. Ν., Δεβολής Π. (2003). Η πασσαλόπηκτη κατοικία ενός λιμναίου


νεολιθικού οικισμού. Θεσσαλονίκη: εκδ. University Studio Press.

Μουτσόπουλος, Κ. Ν. (2004). Άγνωστα βυζαντινά κάστρα της Μακεδονίας. Θεσσαλονίκη:


εκδ. Νησίδες.

Μουτσόπουλος, Κ. Ν. (1999). «Ειδικά προβλήματα αναβιώσεως παραδοσιακών οικισμών


στην Ελλάδα. Στο Η Αρχιτεκτονική μας Κληρονομιά. Συμβολή στη Θεωρία της Αναβιώσεως,
Αναστηλώσεως και Αναπλάσεως των Μνημείων της Παραδοσιακής μας Αρχιτεκτονικής.
Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ.

Μοδινός, Μ. (1996). Η αρχαιολογία της ανάπτυξης. Πράσινες προοπτικές. Ηράκλειο:


Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης.

Μπαλασάς, Κ. Α. (2015-16). Ιστορικά στοιχεία, αρχιτεκτονικός πλούτος και μια πρόταση

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 250


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

αναβίωσης της περιοχής των Κορεστίων Καστοριάς. Βαλκανικά Σύμμεικτα, (τευχ. 17)
Θεσσαλονίκη: εκδ. Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου.

Μπασιούκα, Α. (2001). «Η δημογραφική ταυτότητα των ορεινών περιοχών της Ελλάδας»,


(μεταπτυχιακή εργασία), Διεπιστημονικό –Διαγραμματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών
Σπουδών (Δ.Π.Μ.Σ.) «Περιβάλλον και Ανάπτυξη», 2η Κατεύθυνση Σπουδών «Περιβάλλον
και Ανάπτυξη των ορεινών περιοχών», Αθήνα: ΕΜΠ.

Μπαστέα, Ε. (2008). Αθήνα 1834-1896. Νεοκλασική πολεοδομία. Ελληνική εθνική συνείδηση.


Αθήνα: εκδ. Libro.

Μπέη, Γ. (2004). Τοιχοποιία από πηλό: πειραματική διερεύνηση μηχανικών και φυσικών
χαρακτηριστικών δομικών μονάδων και τοίχων από συμπιεσμένες ωμοπλίνθους. (Αδημοσίευτη
Διδακτορική Διατριβή), ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη.

Μπέη, Ε. Γ. (2010), «Σχεδιασμός κατασκευής από ωμοπλινθοδομή και αντισεισμική


συμπεριφορά της, Τεχνικά Χρονικά, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2010.

Μπέη, Γ. (2008). Φέρουσα τοιχοποιία από ωμόπλινθους. Έρευνα και καινοτομία στην
Ελλάδα. Στο 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο Δομικών Υλικών και Στοιχείων, 21-23 Μαΐου 2008.
Αθήνα: ΤΕΕ.

Μπεριάτος, Η. (2005). Διοικητικές δομές και οικιστική –χωρική οργάνωση (από τον
Καποδίστρια στον Βενιζέλο και από τον Βενιζέλο στον «Καποδίστρια). Στο Ελευθέριος
Βενιζέλος και Ελληνική Πόλη. Πολεοδομικές Πολιτικές και Κοινωνικοπολιτικές
Ανακατατάξεις, Αθήνα: εκδ. Εθνικό ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Βενιζέλος»-
ΤΕΕ- ΕΜΠ-Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών.

Μπεόπουλος, Ν., Παπαδόπουλος, Γ. Α. (2008). Ερημοποίηση. Ανθρώπινη απουσία και


στειρότητα των τόπων. Αθήνα: εκδ. Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών-Gutenberg.

Μυλωνάς, Μ. Π. (1974). Αρχιτεκτονικός κλασσικισμός στην Ελλάδα. Η ιστορική και


αισθητική σημασία του. εισήγηση του καθηγ. Παύλου Μ. Μυλωνά στη διεθνή συνέλευση της
Europa Nostra στις 6 Ιουλίου 1974, Παρίσι-Αθήνα: εκδ. Ελληνική Εταιρεία.

Νεράντζη-Βαρμάζη, Β. (1998). Η Βαλκανική Επαρχία κατά τους τελευταίους βυζαντινούς

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 251


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

αιώνες. Θεσσαλονίκη: εκδ. Βάνιας.

Νέες Πόλεις Πάνω σε Παλιές. (1993). 27-30 Σεπτεμβρίου 1993. Ρόδος: ελλην. Τμήμα
ICOMOS- ΚΒ΄ Εφορεία προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων- 4η Εφορεία Βυζαντινών
Αρχαιοτήτων- ΤΕΕ Τμήμα Δωδεκανήσου, Ρόδος.

Νιτσιάκος, Γ. Β., (1995). Οι ορεινές κοινότητες της Βόρειας Πίνδου στον απόηχο της μακράς
διάρκειας. Αθήνα: εκδ. Πλέθρον.

Νομικός, Ε. Μ. (2004). Αποκατάσταση – επανάχρηση ιστορικών κτιρίων και συνόλων.


Μεθοδολογία-εφαρμογές. Θεσσαλονίκη: Τμήμα Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ/University Studio Press.

Νομικός, Μ. Ε. (1996). Αποκατάσταση – αναβίωση του ιστορικού οικισμού Ανάβατος νήσου


Χίος. Στο Χ. Καλλιγά, Α. Μάλλιαρης (επιμ.), Θ΄ Συμπόσιο Ιστορίας & Τέχνης,
Μονεμβασιώτικου Ομίλου Θεωρία και Πρακτική για την Αποκατάσταση Ιστορικών Οικισμών
με Σκοπό τις Νέες Χρήσεις, 20-22 Ιουλίου 1996. Αθήνα: εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Μ. (1998). Το οδικό δίκτυο της χερσονήσου του Αίμου και η


σημασία του κατά τους Μέσους Χρόνους (Γενικές επισημάνσεις και προτάσεις έρευνας). Στο
Δημητριάδης Ε.Π.- Α.Φ. Λαγόπουλος- Τσότσος Γ. (επιμ.), Ιστορική γεωγραφία. Δρόμοι και
Κόμβοι της Βαλκανικής από την Αρχαιότητα στην Ενιαία Ευρώπη. Θεσσαλονίκη: Τομέας
Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης Τμήματος Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ-
ΟΠΠΕ «Θεσσαλονίκη 1997».

Οικονόμου, Α. (2007). Συγκριτική διερεύνηση της αρχιτεκτονικής συγκρότησης και της


περιβαλλοντικής συμπεριφοράς των παραδοσιακών κατοικιών του 19ου αιώνα στην
Φλώρινα, (Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή), Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ,
Αθήνα.

Ομάδα εργασίας ΤΕΕ/Τμ. Ανατολ. Στερεάς: Τσεκούρα Γ., Πιττακίδης Ζ., Ζαμπάρας Α.,
σύμβουλος Τουλιάτος Π. καθηγ. ΕΜΠ, Πρόταση έρευνας για τον οικισμό Χάρμαινας του
Δήμου Άμφισσας, αριθμ. προκήρυξης 1236 (αριθμ. απόφασης 6/2002-14/01/02).

Ορλάνδος, Κ. Α. (1999 ανατ.). Αρχείον των βυζαντινών μνημείων της Ελλάδος. τόμοι Δ’
(1938)-Ε΄(1939/1940)-ΣΤ΄(1948), Αθήνα: Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 252


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Εταιρείας.

Ορλάνδος, K. Α. (1999). Τα υλικά δομής των αρχαίων Ελλήνων και οι τρόποι εφαρμογής
αυτών κατά τους συγγραφείς, τας επιγραφάς και τα μνημεία. τευχ. 1: το ξύλον και ο πηλός.
Αθήνα: εκδ. Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, Αθήνα.

Ορλάνδος, Κ. Α. Τραυλός Ι. (1986). Λεξικόν Αρχαίον Αρχιτεκτονικών Όρων. Αθήναι:


Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας.

Ορλάνδος, Κ. Α. (1994). Η ξυλόστεγος παλαιοχριστιανική βασιλική της μεσογειακής λεκάνης.


Αθήνα: εκδ. Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία.

Ορλάνδος, Κ. Α. (1968). Η Αρκαδική Αλιφείρα και τα μνημεία της. Αθήνα: εκδ. Η εν Αθήναις
Αρχαιολογική Εταιρεία.

Οικονόμου, Ε. Κ. (2013). Αστική και Λαϊκή Κατοικία στην Ελληνική Παράδοση.


Θεσσαλονίκη: εκδ. Ζήτη.

Οικονόμου, Π. Π. (1991). Τα σχολεία των χωριών στον καιρό της τουρκοκρατίας. Χρονικά
Μακεδονικής Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητος, τόμος Η΄, περίοδος (1989-1990), Θεσσαλονίκη.

Παϊσίδου, Μ. (2002). Οι τοιχογραφίες του 17ου αιώνα στους ναούς της Καστοριάς. Συμβολή
στη μελέτη της μνημειακής ζωγραφικής της δυτικής Μακεδονίας. Αθήνα: εκδ. ΥΠΠΟ-Ταμείο
Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων.

Παϊσίδου, Μ. (2003). Η κτητορική παράσταση και η χρονολόγηση των εξωτερικών


τοιχογραφιών του Αγίου Γεωργίου Ομορφοκκλησιάς. Δελτίον Χριστιανικής Αρχαιολογικής
Εταιρείας, περίοδος Δ΄, τόμος ΚΔ΄, 46-56.

Παϊσίδου, Μ. (1998). Οι τοιχογραφίες του ιερού ναού Αγίας Παρασκευής Ποριάς νομού
Καστοριάς. Στο Από το μεταβυζαντινή τέχνη στη σύγχρονη. 18ος-19ος αι., 20-21 Νοεμβρίου
1997, (σσ. 230-232). Θεσσαλονίκη: University Studio Press.

Παναγιωτόπουλος, Β. (2003). Ο οικονομικός χώρος των Ελλήνων στα χρόνια της


οθωμανικής κυριαρχίας. Στο Παναγιωτόπουλος Β.- Καλλιβρετάκης Λ.- Δημητρόπουλος Δ.-
Κοκολάκης Μ.– Ολυμπίτου Ε (επιμ.), Πληθυσμοί και Οικισμοί του Ελληνικού Χώρου. Ιστορικά

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 253


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Μελετήματα, (σσ. 283-298). Αθήνα: Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος
Ερευνών.

Πανταζίδου Τσιάνα, Κ. (2005). Από τα χειμαδιά στα βλαχοχώρια. Θεσσαλονίκη: εκδ.


University Studio Press.

Παντελεάκης, Π. (1988). Το ποιητικό στοιχείο στη νεοκλασική λαϊκή αρχιτεκτονική. Στο


Νεοκλασική πόλη & αρχιτεκτονική, 2-4/12/1988. Θεσσαλονίκη: Σπουδαστήριο Ιστορίας της
Αρχιτεκτονικής.

Παπαγιάννη, Π. Ι., Αργυρόπουλος, Ι. Μ., Πάχτα, Α. Β. (2012). Στερέωση ωμοπλινθοδομών


με πηλοενέματα. Υλικά και εφαρμογή. Στο 2ο Πανελλήνιο Συνέδριο Αναστηλώσεων, 1-3
Νοεμβρίου 2012, Αθήνα: Μουσείο Μπενάκη / ΕΤΕΠΑΜ.

Παπαγιάννη, Π. Ι. (2010). Η επίδραση των συνδετικών κονιών στη συμπεριφορά των


κονιαμάτων αναστηλωτικών επεμβάσεων. Στο 1ο Συνέδριο ΕΤΕΠΑΜ, 20 Νοεμβρίου 2010.
Θεσσαλονίκη.

Παπαδόπουλος, Α. (2008). Όψεις της κοινωνικής διαφοροποίησης στην ελληνική ύπαιθρο:


οικογενειακή γεωργία, στρατηγικές, μετανάστες και ευελιξία. Στο Αγροτικότητα, κοινωνία και
χώρος. Μνήμη Στάθη Δαμιανάκου, (σσ. 217-234). Αθήνα: Πλέθρον.

Παπαδοπούλου-Συμεωνίδου, Π. (1978). Συμβολή στη μελέτη παραγόντων του αστικού


σχεδιασμού. Στο ανάτυπο του Ζ΄ τόμου της Επιστημ. Επετηρίδας Πολυτεχνικής Σχολής- Τμήμα
Αρχιτεκτόνων, Θεσσαλονίκη: εκδ. ΑΠΘ.

Παπαϊωάννου, Α. Λ. (1979). Πρόδρομος του μακεδονικού αγώνα: Ο καπετάν Κώττας.


Χρονικά της Μακεδονικής Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητος (1871-1979), Βραβείον Ακαδημίας
Αθηνών, τόμος Α΄, Θεσσαλονίκη.

Παπαϊωάννου, Ι. Α. (1998). Το Βίτσι ως γεωπολιτικός και ιστορικός χώρος. Οι ίντριγκες τα


βουλγαρικής ΟΧΡΑΝΑ της τοπικής ΟΖΝΑ και το «μακεδονικό ζήτημα. Θεσσαλονίκη: εκδ.
Μπίμπη.

Παπαϊωάννου, Κ. (1998), Η τεχνολογία της τοιχοποιίας. Θεσσαλονίκη: εκδ. University Studio


Press.

Παπάζογλου, Λ. (2004). Φωτογραφικά πορτραίτα από την Καστοριά και την περιοχή της την

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 254


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα. συλλογή Γιώργου Γκολομπία. Θεσσαλονίκη: Μουσείο


Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης.

Παπαθανασίου, Μ. (2003). Μεγαλώνοντας στον ορεινό χώρο. Παιδιά και παιδική ηλικία στο
Κροκύλειο Δωρίδας τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Αθήνα: Κέντρο Νεοελληνικών
Ερευνών Ε.Ι.Ε.

Παπανθίμου Παπαευθυμίου, Α., Παπαστεργίου Πιλαλή Α. (1997). Οδοιπορικό στην


προϊστορική Μακεδονία. Θεσσαλονίκη: εκδ. Παρατηρητής.

Παπαστάθης, Κ. Χ. (1999). Θεσσαλονίκεια και Μακεδονικά Ανάλεκτα. Θεσσαλονίκη: εκδ.


University Studio Press.

Παπασταύρου, Ι. (1946). Συμβολή της Βορείου Ελλάδος εις τον αρχαίον ελληνικόν πολιτισμόν.
Θεσσαλονίκη: εκδ. ΕΜΣ.

Πελαγίδης, Ε. (1990). Ο κώδικας της Μητροπόλεως Καστοριάς, 1665-1769. Θεσσαλονίκη:


εκδ. ΕΜΣ.

Πελαγίδης, E. (2001). Η εγκατάσταση των προσφύγων στο Δήμο και στην περιοχή
Ορεστίδος. Συμβολή στην οικονομική και κοινωνική ανάπλαση. Στο Ορεστίδος Ιστορία. Από
την Κλασική Αρχαιότητα ως τον 20ο Αιώνα, 9-10 Σεπτεμβρίου 2000. Θεσσαλονίκη: Δημοτική
Επιχείρηση Πολιτιστικής & Κοινωνικής Ανάπτυξης Δήμου Ορεστίδος- Δημοτική
Βιβλιοθήκη.

Πελαγίδης, E. (1987). Λίγο μετά το Ίλιντεν (20 Ιουλίου 1903) στις περιοχές Καστοριάς και
Φλώρινας). Στο Ο Μακεδονικός αγώνας, 28 Οκτωβρίου– 2 Νοεμβρίου 1984, Φλώρινα-
Καστοριά-Έδεσσα, Θεσσαλονίκη: εκδ. Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου / εκδ.
Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα.

Αριστοτέλης (1977). περιοδική έκδοση, έτος 21ον, τεύχος 125-126, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος


1977, Φλώρινα.

Πετρονώτης, Α. (1991). Αρχιτεκτονική της απώτερης και κλασικής αρχαιότητας.


Θεσσαλονίκη: εκδ. Γαρταγάνη.

Πετράκος, Γ. (2010). Δρόμοι και τοπία ανάπτυξης. Μια κριτική συζήτηση για την οικονομία
και το χώρο. Στο Πόλεως Λόγος, τιμητικός τόμος στον καθηγητή Α.Φ. Λαγόπουλο, Ε.. Π.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 255


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Δημητριάδης- Γ. Καυκαλάς – Κ. Τσουκαλά (επιμ.). Θεσσαλονίκη: εκδ. University Studio


Press.

Πουκεβίλ, Φ. (2007). Ταξίδι στη Δυτική Μακεδονία (άνοιξη του 1806). Θεσσαλονίκη: εκδ.
Αφοι Κυριακίδου.

Προβατάς, Δ. (2003). Ολοκληρωμένη ανάπτυξη της υπαίθρου. Ο ρόλος της τοπικής


αυτοδιοίκησης. Αθήνα: εκδ. Παπαζήση.

Παγκαρπία μακεδονικής γης. Μελέτες Απόστολου Ε. Βακαλόπουλου. (1980). τιμητική


προσφορά της ΕΜΣ προς το συγγραφέα, Θεσσαλονίκη: εκδ. ΕΜΣ.

Πρώτη γνωριμία με τον παραδοσιακό πολιτισμό της περιοχής Φλώρινας. (1994).


Θεσσαλονίκη: εκδ. Λαογραφικό & Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας-Θράκης.

Περιβαλλοντική ομάδα 1ου Γυμνασίου Ξάνθης. (1999). Παραδοσιακοί οικισμοί της ορεινής
Ξάνθης. Ξάνθη: εκδ. Νομαρχία Ξάνθης.

Αριστοτέλης, (1977). περιοδική έκδοση, έτος 21ον, τεύχος 125-126, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος


1977, Φλώρινα.

Passport, A. (2006). Αφιέρωμα Καστοριά & Κορέστεια, τεύχος 6, Ιανουάριος 2006, Αθήνα.

1ο Πανδυτικομακεδονικό Συνέδριο Η Δυτική Μακεδονία Χθες- Σήμερα-Αύριο, 23-24 Μαΐου


1987. Φλώρινα: Ομοσπονδία Δυτικομακεδονικών Σωματείων Θεσσαλονίκης, 1987.

Πύρρος, Θ. (2000). Τα νέα γνωρίσματα της αγροτικής αρχιτεκτονικής κατά το β΄ ήμισυ του
19ου- αρχές 20ου αιώνα στην Αλβανία. Στο Διεθνές Συνέδριο Παραδοσιακής Βαλκανικής
Αρχιτεκτονικής, 12-15 Οκτωβρίου 2000, (σσ. 138-143). Βέροια: Δήμος Βέροιας.

Ροντήρη, Β. (1994). Κατανομή στο χώρο της νεολιθικής κεραμικής από τη Θεσσαλία. Στο
ΘΕΣΣΑΛΙΑ. Δεκαπέντε Χρόνια Αρχαιολογικής Έρευνας, 1975-1990. Αποτελέσματα και
Προοπτικές, Λυών, 17-22 Απριλίου 1990, τόμος Α΄, Αθήνα.

Ρόκου, Β. (2007). Ορεινές κοινωνίες κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας στα
Βαλκάνια. Το Μέτσοβο της κτηνοτροφίας από τον 17ο έως τον 20ο αιώνα. Αθήνα: εκδ.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 256


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

ερωδιός.

Risteski, S. L. (2010). Σύμβολα, μυθολογικές και θρησκευτικές έννοιες του χώρου του
χωριού στους σλαβικούς λαούς των Βαλκανίων. Στο Λαϊκοί πολιτισμοί και σύνορα στα
Βαλκάνια, επιμ. Ε.Γ. Αυδίκος. Αθήνα: εκδ. Πεδίο.

Rapoport, A. (2010). Ανώνυμη αρχιτεκτονική και πολιτιστικοί παράγοντες. (επιμ.) Φιλιππίδης


Δ. Αθήνα: εκδ. Μέλισσα.

Σάμσαρης, Κ. Δ. (1983). Από την έρευνα της ιστορικής γεωγραφίας της Δυτικής Μακεδονίας
κατά την ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα. Διαπιστώσεις σχετικά με την ιστορική τοπογραφία
της Ελιμιώτιδας. Θεσσαλονίκη: εκδ. ΕΜΣ.

Σαμσάρης, Δ., (1989). Ιστορική γεωγραφία της ρωμαϊκής επαρχίας Μακεδονίας. Το τμήμα της
σημερινής Δυτ. Μακεδονίας. Θεσσαλονίκη: εκδ. ΕΜΣ.

Σημαντηράς, Ι. Γ. (1979). Ιστορικοί περίπατοι στο νομό Φλώρινας. Στο Χρονικά της
Μακεδονικής Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητος (1871- 1979), τόμος Α΄. Θεσσαλονίκη:
Βραβείον Ακαδημίας Αθηνών.

Σαρηγιάννης, Μ. Γ. (1988). Το δίκτυο των αστικών κέντρων στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα. Στο
Νεοκλασική πόλη & αρχιτεκτονική, 2-4/12/1988. Θεσσαλονίκη: Σπουδαστήριο Ιστορίας της
Αρχιτεκτονικής.

Σιάνος, Χ. Λ. (1972). Τα Κορέστια στον μακεδονικό αγώνα. Αριστοτέλης, περιοδιοκή έκδοση,


τεύχος 91, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1972, έτος 16ο, Φλώρινα, σσ. 53-59.

Σιγάλας, Α. (1939). Από την πνευματικήν ζωήν των ελληνικών κοινοτήτων της Μακεδονίας.
παρατ. Δ΄ τόμου Επιτημ. Επετηρ. Φιλοσοφικής Σχολής ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη: εκδ. ΑΠΘ.

Σκαλτσά, Μ. (2000). Παρεμβάσεις σε ιστορικό τόπο: η περίπτωση της Μακρονήσου. Στο


Ιστορικό Τοπίο και Ιστορική Μνήμη. Το Παράδειγμα της Μακρονήσου, 6-7 Μαρτίου 1998,
Αθήνα: εκδ. φιλίστωρ.

Σκαφίδα, Ε. (1994). Κατασκευαστικά υλικά, τεχνική και τεχνολογία των πλίνθινων σπιτιών
στη νεολιθική Θεσσαλία: μια εθνοαρχαιολογική προσέγγιση. Στο ΘΕΣΣΑΛΙΑ. Δεκαπέντε

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 257


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Χρόνια Αρχαιολογικής Έρευνας, 1975-1990. Αποτελέσματα και Προοπτικές, Λυών, 17-22


Απριλίου 1990, σσ. 177-188. Αθήνα.

Σκουτέρη-Διδασκάλου, Ε. (2000). Τόποι, τοπία και τυπικότητες: νεοελληνικές πρακτικές.


Στο Διεθνές Συνέδριο Παραδοσιακής Βαλκανικής Αρχιτεκτονικής, 12-15 Οκτωβρίου 2000.
Βέροια: Δήμος Βέροιας.

Στεφανίδου, Μ., Παπαγιάννη, Ι. (2006). Τεχνολογικά χαρακτηριστικά πλίνθων από μνημεία


της ρωμαϊκής περιόδου. Στο 2ο Διεθνές Συνέδριο Αρχαία Ελληνική Τεχνολογία. Αθήνα: ΤΕΕ.

Στεφανίδου, Μ., (2010). Παράμετροι για τη σύνθεση παραδοσιακών επισκευαστικών


κονιαμάτων. Τεχνικά Χρονικά επιστημ. Επετηρ. ΤΕΕ, τευχ. 1, 42-53.

Στεφάνου, Ι., Στεφάνου, Ι. (1999). Περιγραφή της εικόνας της πόλης. Τα περιγράμματα:
βασικά στοιχεία προσδιορισμού της φυσιογνωμίας των τόπων. Αθήνα: Πανεπιστημιακές
εκδόσεις ΕΜΠ.

Σφέτας, Σ. (1987). «Η Δράση των καπεταναίων Κώτα και Βαγγέλη Στρεμπενιώτη σαν
έκφραση της στάσης του σλαβόφωνου πληθυσμού στο μακεδονικό αγώνα», Στο Συμπόσιο Ο
Μακεδονικός Αγώνας, 28 Οκτωβρίου– 2 Νοεμβρίου 1984, Φλώρινα-Καστοριά-Έδεσσα.
Θεσσαλονίκη: εκδ. Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου/Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα.

Σχινάς, Θ. Ν. (1886). Οδοιπορικαί σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, νέας οροθετικής


γραμμής και Θεσσαλίας συνταχθείσα τη εντολή του επί των στρατιωτικών Υπουργού, τεύχος Β΄,
Οδοιπορικά Μακεδονίας, εν Αθήναις: Τύποις «Mesager d’ Athenes».

Τεντοκάλη, Β. (1989). Η οργάνωση του χώρου της κατοικίας ως έκφραση της δομής της
οικογένειας. Η περίπτωση της Οργάνης. Θεσσαλονίκη: εκδ. University Studio Press.

Τεχνική Οδηγία ΤΕΕ (Τ.Ο.Τ.Ε.Ε.) 20701/2010, (2012). Κλιματικά δεδομένα ελληνικών


περιοχών. Αθήνα: Υπουργείο Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής – Υ.Π.Ε.Κ.Α./ΤΕΕ.

Τεχνική οδηγία Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (2010). Αναλυτικές εθνικές προδιαγραφές


παραμέτρων για τον υπολογισμό της ενεργειακής απόδοσης κτηρίων και την έκδοση του
πιστοποιητικού ενεργειακής απόδοσης, Β’ έκδοση, Αθήνα: ΤΕΕ.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 258


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Τζάκου, Ε. Α. (1979). Κεντρικοί οικισμοί της Σίφνου. Μορφή και εξέλιξη σε ένα παραδοσιακό
σύστημα. Αθήνα.

Τζιαφέρας, Γ. (1991). Πληθυσμιακές εξελίξεις στη Δυτική Μακεδονία. Χρονικά Μακεδονικής


Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητος, τόμος Η΄, περίοδος (1989-1990), 156-158.

Τζινίκου Κακούλη, Α. (2002). Η Μακεδόνισσα στο θρύλο και στην ιστορία (1453-1940 μ.Χ.).
Θεσσαλονίκη.

Τζινίκου-Κακούλη, Α. (2000). Καπετάν Κώττας. Ο εθνομάρτυρας γηγενής Μακεδονομάχος.


Θεσσαλονίκη.

Τζιόλας, Α. (2007). Ορόσημα. Γεγονότα & πρόσωπα στα Γρεβενά και τη Δυτική Μακεδονία.
Φωτογραφημένη ιστοριογραφία από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα. Θεσσαλονίκη: εκδ.
Ζήτη.

Τζόναθαν, Μ., Μπλερ, Σ. (1999). Ισλαμικές τέχνες. Αθήνα: εκδ. Καστανιώτης.

Το αγροτικό σπίτι. (1940). Αθήνα: εκδ. Ο Λόγος.

Τομέας Πολεοδομίας Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Τμήματος


Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ. (2001). Βιώσιμη αγροτική ανάπτυξη του ορεινού οικισμού της Όσσας.
Εκπαιδευτική άσκηση φοιτητών ακαδημαϊκού έτους 1999-2000. Θεσσαλονίκη: Σύλλογος
Οσσαίων «Η Αγία Κυράννα», εκδ. University Studio Press..

ΤΟΤΕΕ, 20701. (2010). Θερμοφυσικές ιδιότητες δομικών υλικών και έλεγχος της
θερμομονωτικής επάρκειας των κτιρίων, Α΄ έκδοση, Αθήνα: ΤΕΕ.

Τούντας, Χ. (1908). Αι προϊστορικαί ακροπόλεις Διμηνίου και Σέσκλου. Αθήναι: 1908.

Τρεμπέλα-Λειμωνά, Ε. (1970). Το λαϊκό καρπαθικό σπίτι. παραρτ. Δ΄ τόμου Επιστημ.


Επετηρ. Πολυτεχνικής Σχολής ΑΠΘ, (διατριβή επί διδακτορία). Θεσσαλονίκη: εκδ. ΑΠΘ.

Τουριστικός οδηγός Ν. Καστοριάς. (1971). Καστοριά: εκδ. ΝΑ Καστοριάς.

Τσαμίσης, Π. (1949) Η Καστορία και τα Μνημεία της. Καστοριά.

Τσαγκαράτος, Σ. (2001). Πολεοδομικά τετράδια. Αθήνα: εκδ. Νεφέλη.

Τσεκούρα, Π. (1998). Αποκατάσταση και επανάχρηση κτιρίου από ωμόπλινθο στη

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 259


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Χάρμαινα. ΕΠΙΠΛΕΟΝ, τεύχος Ιούνιος-Ιούλιος 1998, 48-60.

Τσιγαρίδας, Ε. (2002). Βυζαντινό Μουσείο Καστοριάς. Αθήνα: εκδ. ΥΠΠΟ.

Τσιριγκάς, Γ. (1995). Άνω Μακεδονία. Η προέλευση των Μακεδόνων και η ιστορία μέχρι την
ίδρυση των Αιγών. Θεσσαλονίκη: εκδ. Μπαρμπουνάκης.

Τσολάκης, Π. (2009). Η αρχιτεκτονική της παλιάς Καστοριάς. Θεσσαλονίκη: εκδ. επίκεντρο.

Τσολάκης, Γ. Π. (1997). Συμβολή στην τοπογραφία της βυζαντινής Καστοριάς. Μακεδονικά,


Αφιέρωμα στον N.G.L. Hammond, παράτημα αριθμ.7, εκδ. ΕΜΣ, Θεσσαλονίκη, 236-255.

Τσολάκης, Π. (1996). Πολεοδομικές και αρχιτεκτονικές έρευνες στην Καστοριά. Θεσσαλονίκη:


εκδ. University Studio Press.

Τσότσος, Γ. (2012). Συμβολή στην έρευνα της σχέσης οικιστικού και συγκοινωνιακού
δικτύου: η περίπτωση της Δυτικής Μακεδονίας κατά τον 17ο – 18ο αιώνα. Στο Δημήτρης Π.
Δρακούλης – Γεώργιος Π. Τσότσος (επιμ.), Ιστορική Γεωγραφία της Ελλάδος και της
Ανατολικής Μεσογείου. Τμήμα Γεωγραφίας Πανεπ. Αιγαίου- Τμήμα Αρχιτεκτόνων
Πολυτεχνικής Σχολής Α.Π.Θ. Θεσσαλονίκη: εκδ. Αντ. Σταμούλη.

Τσότσος, Π. Γ. (2006). Διαδρομές Μακεδονομάχων στη Δυτική Μακεδονία: χαρτογράφηση


και αξιοποίησή τους στα πλαίσια του οικολογικού τουρισμού. Στο Μακεδονικός Αγών.
Εκατό Χρόνια από το Θάνατο του Παύλου Μελά, 12-13 Νοεμβρίου 2004, (σσ. 209-221).
Θεσσαλονίκη: εκδ. ΕΜΣ.

Τσότσος, Π. Γ. (2004). Ο ελληνισμός του Κουσόβου εκ των σωζομένων αρχιτεκτονικών


μνημείων. Αγγελόπουλος Α., Χριστιανική Μακεδονία. Πελαγονία – μια άλλη Ελλάδα.
Θεσσαλονίκη - Αχρίδα. Θεσσαλονίκη: εκδ. University Studio Press.

Τσότσος, Π. Γ. (1998). Ορεινοί δρόμοι στη Βόρεια Πίνδο κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Στο
Δημητριάδης Ε.Π.- Α.Φ. Λαγόπουλος- Τσότσος Γ. (επιμ.), Ιστορική Γεωγραφία. Δρόμοι και
Κόμβοι της Βαλκανικής από την Αρχαιότητα στην Ενιαία Ευρώπη. Θεσσαλονίκη: Τομέας
Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης Τμήματος Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ-
ΟΠΠΕ «Θεσσαλονίκη 1997».

Τσότσος, Π. Γ. (2012). Ιστορική γεωγραφία της Δυτικής Μακεδονίας. Το οικιστικό δίκτυο.


14ος-17ος αιω. Θεσσαλονίκη: εκδ. Αντ. Σταμούλης.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 260


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Τσότσος, Π. Γ. (2003). Παραδοσιακή αρχιτεκτονική Αχρίδας και το ελληνικό στοιχείο στην


ύστερη τουρκοκρατία. Μακεδονικά, 189-201.

Τσότσος, Π. Γ. (2012). Ιστορική γεωγραφία της Δυτικής Μακεδονίας. Το οικιστικό δίκτυο.


14ος-17ος αιω. Θεσσαλονίκη: Αφοι Σταμούλη.

Τζαναβάρη, Κ., Κώστας, Φ. (2003). Αγροτικές επαύλεις στην περιοχή της Αρχαίας Λητής.
Στο Αρχαιολογικές Έρευνες και Μεγάλα Δημόσια έργα, αρχαιολογική συνάντηση εργασίας,
18-20 Σεπτεμβρίου 2003. Θεσσαλονίκη: ΥΠΠΟ- Επιτροπή Παρακολούθησης Μεγάλων
Έργων, ΙΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτω, Επταπύργιο Θεσσαλονίκης.

Τσάμης, Α. Π. (1975). Μακεδονικός αγών. Θεσσαλονίκη: εκδ. ΕΜΣ.

Φατούρος, Α. Δ. (1988). Ταυτότητα και εικονογραφικές παραπομπές: ένα παράδειγμα. Στο


Νεοκλασική Πόλη & αρχιτεκτονική, 2-4/12/1988. Θεσσαλονίκη: Σπουδαστήριο Ιστορίας της
Αρχιτεκτονικής.

Φατούρος, Α. Δ., Παπαδόπουλος Λ., Τεντοκάλη Β. (1998). Μελέτες για την κατοικία στην
Ελλάδα. Θεσσαλονίκη: εκδ. παρατηρητής.

ΦΕΚ 289/ Τεύχος αναγκαστικών απαλλοτριώσεων και πολεοδομικών θεμάτων 4-11-2011


(Όροι και περιορισμοί δόμησης των οικισμών των Κορεστίων).

Φιλιππίδης, Δ. (1988). Επιδράσεις κλασικισμού στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Στο


Πανελλήνιο Συνέδριο Νεοκλασική Πόλη & αρχιτεκτονική, 2-4/12/1988. Θεσσαλονίκη:
Σπουδαστήριο Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής.

Φιλιππίδης, Δ. (2006). Αναζητώντας την ανώνυμη αρχιτεκτονική. Αρχιτεκτονικά Θέματα


6/1972, εκδ. Μέλισσα, 43-54.

Φιλιππίδης, Δ. (1990). Για την ελληνική πόλη. Μεταπολεμική πορεία και μελλοντικές
προοπτικές. Αθήνα: εκδ. Θεμέλιο.

Φιλίππα Αποστόλου Μ. (1992). Η αρχιτεκτονική φυσιογνωμία των οικισμών της Λευκάδας.


Αθήνα: εκδ. ΕΜΠ-Τμήμα Αρχιτεκτόνων.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 261


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Φλώρινα: πύλη των Βαλκανίων. Αξονική τομογραφία του Νομού. (2007). Θεσσαλονίκη: εκδ.
ΕΜΣ.

Χασάναγας, Δ. Ν. (2010). Κοινωνιολογία τοπίου: ένα διανοητικό οδοιπορικό στα τοπία του
κόσμου. Αθήνα: εκδ. Παπασωτηρίου.

Χαστάογλου, Β. (1975). Η οργάνωση των εγκαταστάσεων στοιχειώδους εκπαίδευσης σε


συνδυασμό με την κοινωνική δομή. Εφαρμογή στον βορειοελλαδικό χώρο. παράρτημα ΣΤ΄
τόμου ΕΕΠΣ ΑΠΘ, (διατριβή επί διδακτορία), ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη.

Χατζηγώγας, Γ. (2000). Μια πρόταση πολύ-πολιτισμικής και διεθνούς προσέγγισης των


μνημείων και τοποθεσιών στα Βαλκάνια. Στο Διεθνές Συνέδριο Παραδοσιακής Βαλκανικής
Αρχιτεκτονικής, 12-15 Οκτωβρίου 2000. Βέροια: Δήμος Βέροιας.

Χατζηδάκης, Μ. (1992). Ψηφιδωτά τοιχογραφίες. σειρά «Βυζαντινή τέχνη στην Ελλάδα.


Αθήνα: εκδ. Μέλισσα.

Χατζηθεοδωρίδης, Γ. Β. (2010). Οικιστική οργάνωση του νομού Δράμας στον 20ο αιώνα.
Αθήνα: εκδ. Αφοι Κυριακίδη.

Χατζητουλούσης, Σ. (2006). Το ξύλο ως αρχαιολογικό υλικό στην προϊστορία. Το παράδειγμα


του νεολιθικού λιμναίου οικισμού στο Δισπηλιό Καστοριάς, (Διδακτορική Διατριβή), Τμήμα
Ιστορίας & Αρχαιολογίας ΑΠΘ, σσ. 143-144, 181-183, doi: 10.12681/eadd/19966.

Χατζοπούλου-Τζίκα, Α. (2003). Πολεοδομικό δίκαιο. Αθήνα: Πανεπιστημιακές εκδόσεις


Ε.Μ.Π.

Χριστόπουλος, Α. (1969). Άπαντα. Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, αναστύλωσε Γ. Βαλέτας.


Αθήνα: εκδ. Σωματείο «Φίλοι Βυζαντινών Μνημείων Καστοριάς».

Χρυσομαλλίδης, Σ. (2000). Σωστικές παρεμβάσεις στα ιστορικά κτίρια. Στο Ιστορικό τοπίο
και ιστορική μνήμη. Το παράδειγμα της Μακρονήσου, 6-7 Μαρτίου 1998, Αθήνα: εκδ.
φιλίστωρ.

Χολέβας, Κ. Ι. (1999). Οι Έλληνες Σλαβόφωνοι της Μακεδονίας. Αθήνα: εκδ. Πελασγός,


Αθήνα.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 262


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Χοπφ, Κ. (1872). Οι Σλάβοι εν Ελλάδι. μεταφρ. Φραγκίσκος Ζαμβάλδης. Benetia: εκ του


Τυπογραφείου Il Tempo.

Ξενόγλωσση βιβλιογραφία

Baud Bovy, D. (1996). Η Δυτική Μακεδονία. φωτογρ. Fred. Boissonnas. Αθήνα: εκδ. μάτι.

Blengini, G.A. & Carlo, T. D. (2010). The changing role of life cycle phases, subsystems and
materials in the LCA of low energy buildings, Energy Buildings Vol 42 (2010), pp. 869-880.

Berge, B. (2009). The Ecology of Βuilding Μaterials, Elsevier, Amsterdam.

Brancoff, D. (1905). La Macedoine et sa population chretienne avec deux Cartes


ethnographiques, Librairie Plon-Nourrit et Cie, Imprimeurs-editeurs, Paris, 1905, pp. 180-
181.

Brown, P.W., Carl, R.R. & Clifton, J.R. (1979). Adobe II: Factors Affecting the Durability of
Adobe Structures. Studies in Conservation, Vol. 24(No. 1), pp. 23-39.

Curcic, S., Χατζητρύφωνος, Ε. (1999). Κοσμική μεσαιωνική αρχιτεκτονική στα Βαλκάνια


1300-1500 και η διατήρησή της. Θεσσαλονίκη: εκδ. ΑΙΜΟΣ-University Studio Press.

Demetriou, T., Pattichis, A., Constantinides, A. & Papadouris, G. (2006). Restoration and
Maintenanceof Traditional Settlements, Nicosia: Cyprus Civil Engineersand Architects
Association.

Gernot, M. (2006), Building with Earth. Design and Technology of a Sustainable


Architecture, Basel-Berlin-Boston: Birkhaauser-Publishers for Architecture.

Green, S. (2010). Διαφιλονικούμενα σύνορα και μη ιδιαιτερότητα: περί των προβλημάτων


εντοπισμού πολιτισμικών στοιχείων γύρω από τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Στο Λαϊκοί
πολιτισμοί και σύνορα στα Βαλκάνια, Ε. Γ. Αυδίκος (επιμ.). Αθήνα: εκδ. Πεδίο.

Houben, H. & Guillard, H. (1994). EarthConstruction – A Comprehensive Guide. London:


ITDG Publishing.

Keefe, L. (2005). Earth Building – Methods andMaterials, Repair and Conservation, London

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 263


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

and New York: Taylor &Francis.

Livadas, C.G. (1954). Fish rain in Western Macedonia. Μετεωρολογικά, εκδ. Μετεωρολογικό
Ινστιτούτο Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 34-36.

Morton, T. (2008). Earth masonry. Design and construction guidelines, foreword by Rab
Bennets, , Watford: Bre Press, published by HIS BRE Press.

Oikonomou, A. (2016). Traditional Earthen Architecture in Northwestern Greece, terra,


Lyon.

Pauli, P., Moladn, D. (2000). Reduzierung hochfrequenter Strahlung im Bauwesen–Baustoffe


und Abschirmmaterialien, Munchen: Univ. d Bundeswehr.

Pentzopoulos, D. (1966). The Balkan Exchange of Minorities and its Impact on Greece,
Hurst: C. Hurst & Co Publishers Ltd.

Rapoport, A. (2010). Ανώνυμη αρχιτεκτονική και πολιτιστικοί παράγοντες, Φιλιππίδης Δ.


(επιμ.). Αθήνα: εκδ. Μέλισσα.

Vavili, F., Exantaveloni, N., Mpalasas, A. (2014). Mud brick architecture & the case of
Korestia villages in Greece. SMC magazine (Sustainable Mediterranean Construction), issue
No1, November 2014, pp. 18-22.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 264


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Π
ΠΑΑΡΡΑ
ΑΡΡΤ
ΤΗΗΜ
ΜΑΑΑ
Α ((Ε
ΕΙΙΚ
ΚΟΟΝ
ΝΕΕΣ
ΣΑΑ΄΄ Μ
ΜΕΕΡΡΟ
ΟΥΥΣ
Σ))

Eικόνα Α-1: Ανθηρό Βοίου (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Eικόνα Α-2: Αρετή Θεσσαλονίκης (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 265


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Eικόνα Α-3: Λευκόγεια Δράμας (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Eικόνα Α-4: Συκιά Χαλκιδικής (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 266


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Eικόνα Α-5: Ζωγράφου Χαλκιδικής (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Eικόνα Α-6: Γουμένισσα Κιλκίς (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 267


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Eικόνα Α-7: Γουμένισσα Κιλκίς (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Eικόνα Α-8: Γενισσέα Ξάνθης (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 268


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Eικόνα Α-9: Κάτω Κλεινές Φλώρινας (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Eικόνα Α-10: Γρανίτης Δράμας (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 269


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Eικόνα Α-11: Όσσα Θεσσαλονίκης (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Eικόνα Α-12: Νεοχώρι Σερρών (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 270


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Eικόνα Α-13: Πιπεριά Πέλλας (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Eικόνα Α-14: Γούλες Κοζάνης (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Eικόνα Α-15: Ευαγγελισμός Ελασσόνας (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 271


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Eικόνα Α-16: Νερόμυλοι Πέλλας (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Eικόνα Α-17: Χρυσοκέφαλος Δράμας (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 272


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Eικόνα Α-18: Περιθώριο Δράμας (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Eικόνα Α-19: Εξοχή Δράμας (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 273


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Eικόνα Α-20: Εξαπλάτανος Πέλλας (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Eικόνα Α-21: Νέα Καρβάλη Καβάλας (Πηγή: προσωπικό αρχείο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 274


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Π
ΠΑΑΡΡΑ
ΑΡΡΤ
ΤΗΗΜ
ΜΑΑΒ
Β
((Δ
ΔΙΙΑ
ΑΓΓΡΡΑ
ΑΜΜΜ
ΜΑΑΤ
ΤΑΑ Κ
ΚΙΙΝ
ΝΗΗΣ
ΣΗΗΣ
Σ Τ
ΤΟΟΥ
Υ Η
ΗΛΛΙΙΟ
ΟΥΥ Σ
ΣΤΤΟ
ΟΥΥΣ
Σ
Ο
ΟΙΙΚ
ΚΙΙΣ
ΣΜΜΟ
ΟΥΥΣ
Σ))

Διάγραμμα Β-1: η κίνηση του ηλίου στον οικισμό Άνω Κρανιώνα.

Διάγραμμα Β-2: η κίνηση του ηλίου στον οικισμό Κάτω Κρανιώνα.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 275


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Διάγραμμα Β-3: η κίνηση του ηλίου στον οικισμό Μαυρόκαμπο.

Διάγραμμα Β-4: η κίνηση του ηλίου στον οικισμό Χαλάρα.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 276


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Διάγραμμα Β-5: η κίνηση του ηλίου στον οικισμό Μακροχώρι.

Διάγραμμα Β-6: η κίνηση του ηλίου στον οικισμό Μελά.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 277


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Διάγραμμα Β-7: η κίνηση του ηλίου στον οικισμό Άνω Μελά.

Διάγραμμα Β-8: η κίνηση του ηλίου στον οικισμό Γάβρο.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 278


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Διάγραμμα Β-9: η κίνηση του ηλίου στον οικισμό Κώττα.

Διάγραμμα Β-10: η κίνηση του ηλίου στον οικισμό Τρίγωνο.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 279


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Διάγραμμα Β-11: η κίνηση του ηλίου στον οικισμό Πράσινο.

Διάγραμμα Β-12: η κίνηση του ηλίου στον οικισμό Ανταρτικό.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 280


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Διάγραμμα Β-13: η κίνηση του ηλίου στον οικισμό Άγιο Αντώνιο.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 281


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Π
ΠΑΑΡΡΑ
ΑΡΡΤ
ΤΗΗΜ
ΜΑΑΓ
Γ ((Σ
ΣΧΧΕ
ΕΔΔΙΙΑ
Α))

Σχέδιο Γ-1: υφιστάμενη κατάσταση οικισμού Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 282


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Σχέδιο Γ-2: διαμόρφωση οικισμού Άνω Κρανιώνα με τις ενδείξεις των κτισμάτων προς προτεινόμενη
επέμβαση και καινούριες κατασκευές (Πηγή: πρωτότυπο).

Σχέδια Γ-3, Γ-4: τομές α-α΄ και β-β΄ του οικισμού Άνω Κρανιώνα μετά τη νέα διαμόρφωση (Πηγή:
πρωτότυπο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 283


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Σχέδιο Γ-5 (Ν): το νεόδμητο υπόσκαφο κτίριο του διεπιστημονικού ερευνητικού κέντρου στον Άνω
Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).

Σχέδιο Γ-5α (Ν): τομή α-α΄ του υπόσκαφου νεόδμητου κτιρίου το οποίο φιλοξενεί το διεπιστημονικό
ερευνητικό κέντρο στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 284


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Σχέδιο Γ-6 (ΥΦ): κάτοψη του ναού της Αγίας Παρασκευής στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 285


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Σχέδιο Γ-7 (ΥΦ): νότια όψη του ναού της Αγίας Παρασκευής Άνω Κρανιώνα. Η τοποθέτηση υαλωτού στη
στοά λειτουργεί ευεργετικά κατά τη ψυχρή περίοδο (Πηγή: πρωτότυπο).

Σχέδιο Γ-8 (ΥΦ): η ανατολική όψη του ναού της Αγίας Παρασκευής (Πηγή: πρωτότυπο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 286


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Σχέδιο Γ-9 (ΥΦ): υφιστάμενη κατάσταση ισογείου οικίας στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 287


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Σχέδιο Γ-10 (ΥΦ): υφιστάμενη κατάσταση ορόφου οικίας στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 288


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Σχέδιο Γ-11 (ΥΦ): προτεινόμενη κατάσταση ισογείου οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: οικία με
μικρό παντοπωλείο (Πηγή: πρωτότυπο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 289


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Σχέδιο Γ-12 (ΥΦ): προτεινόμενη κατάσταση ορόφου οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: οικία με
μικρό παντοπωλείο (Πηγή: πρωτότυπο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 290


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Σχέδιο Γ-13 (ΥΦ): τομή οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: οικία με μικρό παντοπωλείο (Πηγή:
πρωτότυπο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 291


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Σχέδιο Γ-14 (ΥΦ): ανατολική όψη οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: οικία με μικρό παντοπωλείο
(Πηγή: πρωτότυπο).

Σχέδιο Γ-15 (ΥΦ): δυτική όψη οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: οικία με μικρό παντοπωλείο
(Πηγή: πρωτότυπο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 292


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Σχέδιο Γ-16 (ΥΦ): νότια όψη οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: οικία με μικρό παντοπωλείο (Πηγή:
πρωτότυπο).

Σχέδιο Γ-17 (ΥΦ): βόρεια όψη οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: οικία με μικρό παντοπωλείο
(Πηγή: πρωτότυπο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 293


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Σχέδιο Γ-18 (ΥΦ): υφιστάμενη κατάσταση ισογείου οικίας στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).

Σχέδιο Γ-19 (ΥΦ): υφιστάμενη κατάσταση μεσοπατώματος οικίας στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή:
πρωτότυπο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 294


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Σχέδιο Γ-20 (ΥΦ): υφιστάμενη κατάσταση ορόφου οικίας στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 295


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Σχέδιο Γ-21 (ΥΦ): προτεινόμενη κατάσταση ισογείου οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: ξενώνας
(Πηγή: πρωτότυπο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 296


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Σχέδιο Γ-22 (ΥΦ): προτεινόμενη κατάσταση μεσοπατώματος οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση:
ξενώνας (Πηγή: πρωτότυπο).

Σχέδιο Γ-23 (ΥΦ): προτεινόμενη κατάσταση ορόφου οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: ξενώνας
(Πηγή: πρωτότυπο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 297


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Σχέδιο Γ-23α (ΥΦ): τομή α-α΄οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: ξενώνας (Πηγή: πρωτότυπο).

Σχέδιο Γ-24 (ΥΦ): νότια όψη οικίας ξενώνα καθηγητών στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: ξενώνας (Πηγή:
πρωτότυπο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 298


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Σχέδιο Γ-25 (ΥΦ): δυτική όψη οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: ξενώνας (Πηγή: πρωτότυπο).

Σχέδιο Γ-26 (ΥΦ): ανατολική όψη οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: ξενώνας (Πηγή: πρωτότυπο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 299


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Σχέδιο Γ-27 (ΥΦ): βόρεια όψη οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: ξενώνας (Πηγή: πρωτότυπο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 300


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Σχέδιο Γ-28 (ΥΦ): υφιστάμενη κατάσταση ισογείου οικίας στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).

Σχέδιο Γ-29 (ΥΦ): υπάρχουσα κατάσταση ορόφου οικίας στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 301


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Σχέδιο Γ-30 (ΥΦ): προτεινόμενη κατάσταση ισογείου οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: ξενώνας
σπουδαστών (Πηγή: πρωτότυπο).

Σχέδιο Γ-30α (ΥΦ): προτεινόμενη κατάσταση ορόφου οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: ξενώνας
σπουδαστών (Πηγή: πρωτότυπο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 302


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Σχέδιο Γ-31 (ΥΦ): τομή οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: ξενώνας σπουδαστών (Πηγή:
πρωτότυπο).

Σχέδιο Γ-32 (ΥΦ): νότια όψη οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: ξενώνας σπουδαστών (Πηγή:
πρωτότυπο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 303


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Σχέδιο Γ-33 (ΥΦ): βόρεια όψη οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: ξενώνας σπουδαστών (Πηγή:
πρωτότυπο).

Σχέδιο Γ-34 (ΥΦ): δυτική όψη οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: ξενώνας σπουδαστών (Πηγή:
πρωτότυπο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 304


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Σχέδιο Γ-35 (ΥΦ): ανατολική όψη οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: ξενώνας σπουδαστών (Πηγή:
πρωτότυπο).

Eικόνα Γ-36 (ΥΦ): υφιστάμενη κατάσταση ισογείου οικίας στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 305


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Σχέδιο Γ-37 (ΥΦ): υφιστάμενη κατάσταση ορόφου οικίας στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).

Σχέδιο Γ-38 (ΥΦ): προτεινόμενη κατάσταση ισογείου οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: εκθεσιακός
και μουσειακός χώρος (Πηγή: πρωτότυπο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 306


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Σχέδιο Γ-39 (ΥΦ): προτεινόμενη κατάσταση ορόφου οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: εκθεσιακός
και μουσειακός χώρος (Πηγή: πρωτότυπο).

Σχέδιο Γ-40 (ΥΦ): τομή οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: εκθεσιακός και μουσειακός χώρος
(Πηγή: πρωτότυπο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 307


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Σχέδιο Γ-41 (ΥΦ): ανατολική όψη οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: εκθεσιακός και μουσειακός
χώρος (Πηγή: πρωτότυπο).

Σχέδιο Γ-42 (ΥΦ): δυτική όψη οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: εκθεσιακός και μουσειακός χώρος
(Πηγή: πρωτότυπο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 308


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Σχέδιο Γ-43 (ΥΦ): βόρεια όψη οικίας στον Άνω Κρανιώνα / νέα χρήση: εκθεσιακός και μουσειακός χώρος
(Πηγή: πρωτότυπο).

Σχέδιο Γ-44 (Ν): υπόγειο νεόδμητου κτιρίου γραφείων στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 309


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Σχέδιο Γ-45 (Ν): κάτοψη ισογείου νεόδμητου κτιρίου γραφείων στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).

Σχέδιο Γ-46 (Ν): κάτοψη ορόφου νεόδμητου κτιρίου γραφείων στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 310


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Σχέδιο Γ-47 (Ν): τομή α-α΄ νεόδμητου κτιρίου γραφείων στον Άνω Κρανιώνα. Τα υλικά δομής του
φέροντα οργανισμού αποτελούνται από οπλισμένο σκυρόδεμα. (Πηγή: πρωτότυπο).

Σχέδιο Γ-48 (Ν): νότια όψη νεόδμητου κτιρίου γραφείων στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 311


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Σχέδιο Γ-49 (Ν): δυτική όψη νεόδμητου κτιρίου γραφείων στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).

Σχέδιο Γ-50 (Ν): βόρεια όψη νεόδμητου κτιρίου γραφείων στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 312


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Σχέδιο Γ-51 (Ν): ανατολική όψη νεόδμητου κτιρίου γραφείων στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).

Σχέδιο Γ-52 (Ν): κάτοψη υπογείου νεόδμητου κτιρίου εργαστηρίων στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή:
πρωτότυπο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 313


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Σχέδιο Γ-53 (Ν): κάτοψη ισογείου νεόδμητου κτιρίου εργαστηρίων στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή:
πρωτότυπο).

Σχέδιο Γ-54 (Ν): κάτοψη ορόφου νεόδμητου κτιρίου εργαστηρίων στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή:
πρωτότυπο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 314


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Σχέδιο Γ-55 (Ν): τομή νεόδμητου κτιρίου εργαστηρίων στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).

Σχέδιο Γ-56 (Ν): δυτική όψη νεόδμητου κτιρίου εργαστηρίων στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 315


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Σχέδιο Γ-57: βόρεια όψη νεόδμητου κτιρίου εργαστηρίων στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).

Σχέδιο Γ-58 (Ν): ανατολική όψη νεόδμητου κτιρίου εργαστηρίων στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή:
πρωτότυπο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 316


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

Σχέδιο Γ-59 (Ν): νότια όψη νεόδμητου κτιρίου εργαστηρίων στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: πρωτότυπο).

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 317


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & Ωμόπλινθοι ως Υλικά Δομής. Περιβαλλοντική Απόκριση
Ωμοπλινθόκτιστων Οικισμών. Το Παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς. Ανάλυση και
Προτάσεις Αναβίωσης με Περιβαλλοντικό Πρόσημο.

ΠΗΛΟΣ & ΩΜΟΠΛΙΝΘΟΙ ΩΣ ΥΛΙΚΑ ΔΟΜΗΣ. ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΑΠΟΚΡΙΣΗ


ΩΜΟΠΛΙΝΘΟΚΤΙΣΤΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΩΝ ΚΟΡΕΣΤΕΙΩΝ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ.
ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΜΕ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟ ΠΡΟΣΗΜΟ.

Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος1, Μερέση Αικατερίνη1


1
Σχολή Θετικών Επιστημών και Τεχνολογίας, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο,
Πάροδος Αριστοτέλους 18, 26335 Πάτρα

email: mpalsak2004@yahoo.gr, meresi.aikaterini@ac.eap.gr

ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στην Ελλάδα υπάρχουν αρκετά μεμονωμένα κτίρια δομημένα από ωμόπλινθους, αλλά το
μοναδικό οργανωμένο οικιστικό σύμπλεγμα με κτίρια αποκλειστικά κτισμένα με
ωμόπλινθους απαντάται στα Κορέστεια Καστοριάς. Στη μελέτη διερευνάται το ιστορικό
υπόβαθρο της ορεινής και απομονωμένης περιοχής, η πολεοδομική οργάνωση και τα
τυπομορφολογικά χαρακτηριστικά του δομημένου χώρου, ο μνημειακός πλούτος, η σχέση
του δομημένου και του φυσικού περιβάλλοντος και εξετάζονται οι δυνατότητες αναβίωσης
ώστε να στοιχειοθετηθεί ένα πλαίσιο βιώσιμης ανάπτυξης φιλικό προς το φυσικό
περιβάλλον. Επιχειρείται η ολιστική αντιμετώπιση του κτισμένου περιβάλλοντος των
Κορεστείων και αναπτύσσονται πολυτομεακές δράσεις με σκοπό την ολοκληρωμένη
ανάπτυξη του τόπου με ορθή διαχείριση των φυσικών πόρων. Η ωμόπλινθος μπορεί, υπό
προϋποθέσεις, να καταστεί αξιόπιστο υλικό με ιδιαίτερη βιοκλιματική συμπεριφορά. Οι
οικισμοί αναπτύσσουν συμβιωτική σχέση με το φυσικό περιβάλλον και, δίχως να
αλλοιώνεται η αρχιτεκτονική τους αξία, με την εφαρμογή ήπιων επεμβάσεων βελτίωσης
των κλιματολογικών δεδομένων τόσο σε πολεοδομική κλίμακα όσο και σε κλίμακα
κτίσματος, μπορούν να καταστούν αξιοβίωτοι.

Λέξεις κλειδιά: ωμόπλινθοι, πηλός, φυσική δόμηση, παραδοσιακοί οικισμοί, αναβίωση.

ABSTRACT
There are several buildings in Greece constructed of mudbricks, but the only organized
residential complex with buildings exclusively built with mudbricks is found in a region of
Kastoria named Korestia. The study explores the historical background of the mountainous
and isolated region, the urban planning and the typographical features of the structured
area, the monumental wealth, the relationship between the structured and the natural
environment and the possibilities of revival to explore the framework of a sustainable
development friendly to the natural environment. The holistic approach to the built
environment of the settlements is being pursued and multidisciplinary actions considered
with a view to the integrated development of the site with proper management of natural
resources. The mudbricks, under certain conditions, can be done credible with very positive
bioclimatic behavior. The settlements develop a symbiotic relationship with the natural
environment and, without altering their architectural value, with the implementation of mild
interventions to improve climatic data on both urban and home scale, they can become
sustainable.
Keywords: mudbricks, clay, natural construction, traditional settlements, revival.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ Σελίδα 318


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & ωμόπλινθοι ως υλικά δομής. Περιβαλλοντική
απόκριση ωμοπλινθόκτιστων οικισμών. Το παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς.
Ανάλυση και προτάσεις αναβίωσης με περιβαλλοντικό πρόσημο.

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ και σε συνεντεύξεις με τοπικούς φορείς


Ο πηλός αποτελεί ένα από τα και κατοίκους από τις οποίες αναμένεται
αρχαιότερα υλικά με έντονη χρήση από να συλλεχθούν στοιχεία για την
τον άνθρωπο διαμορφώνοντας κατανόηση της βιοκλιματικής
ενδιαφέροντα δημιουργήματα στο συμπεριφοράς των οικισμών που θα
πέρασμα των αιώνων. Πρόκειται για ένα βοηθήσουν στην σύνταξη σχεδιαστικών
υλικό που υπάρχει σε αφθονία στη φύση προτάσεων ως προς το υφιστάμενο
και αποτέλεσε σημαντικό υλικό δόμησης οικιστικό απόθεμα και τα καινούρια
και καλλιτεχνικής δημιουργίας του κτίρια.
ανθρώπου.
Η εργασία εστιάζεται στη διερεύνηση
της περιβαλλοντικής απόκρισης των 3. ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΔΟΜΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ
ωμοπλινθόκτιστων οικισμών ΠΗΛΟΥ
Κορεστείων, οι οποίοι συνδυάζουν Ο πηλός ως πρώτη ύλη βρίσκεται σε
πλούσιο φυσικό περιβάλλον και μεγάλες ποσότητες στη φύση και είναι
ιδιαίτερη αρχιτεκτονική φυσιογνωμία με ανακυκλώσιμος (Ροντήρη, 1994). Ως
πολιτισμικά στοιχεία που εμπλουτίζουν υλικό δομικών στοιχείων κτιρίων,
την περιοχή. Σκοπό αποτελεί η ανάδειξη διατηρεί την υγρασία του εσωτερικού
και αναβίωση τους με έμφαση στην αέρα σταθερή, συνήθως κυμαινόμενη σε
περιβαλλοντική διάσταση και με ποσοστά 50%-55% και εξαιτίας της
γνώμονα τη βιωσιμότητα και τη ικανότητας εξισορρόπησης της
φιλικότητα με το φυσικό περιβάλλον. υγρασίας, αποτελεί ιδανικό περιβάλλον
Επίσης, εξετάζεται η επικρατούσα για το ξύλο το οποίο δεν αφήνει να
άποψη ως προς την αναξιοπιστία των στεγνώσει, ούτε να υγρανθεί
χωμάτινων κατασκευών και συνάγονται υπερβολικά, επιμηκύνοντας το χρόνο
συμπεράσματα σχετικά με την αναβίωση ζωής και διατηρώντας τις αντοχές του. Ο
και την ανάπτυξη της περιοχής, τη πηλός έχει τη δυνατότητα να συντηρεί
διαμόρφωση της νέας ταυτότητάς της με τις ποσότητες άχυρου που
γνώμονα τη διατήρηση της αναμιγνύονται στις ωμόπλινθους.
παραδοσιακής και ιστορικής της Σχετικά με την περιβαλλοντική διάσταση
φυσιογνωμίας, την περιβαλλοντική των ωμόπλινθων και δομικών στοιχείων
συμβατότητα των οικισμών η οποία πηλού, επιπλέον, επισημαίνεται ότι:
μπορεί να συμβάλλει στην διατήρησή 1) εμφανίζουν εξαιρετικά μεγάλη
τους και να διαδραματίσει βασικό ρόλο θερμική αδράνεια. Τη χειμερινή περίοδο
στη μελλοντική πορεία τους. Με την παρουσιάζουν μειωμένες απώλειες
εφαρμογή ήπιων και περιβαλλοντικά θερμότητας σε σχέση με το λίθο και το
φιλικών παρεμβάσεων μπορούν οι σκυρόδεμα.
οικισμοί να ανακτήσουν το ρόλο τους και 2) αξιοποιούν ενεργειακά το τοπικό
να αναβαθμίσουν την ποιότητα ζωής κλίμα καλύτερα συγκριτικά με τα
στην ευρύτερη περιοχή, όπως υπόλοιπα υλικά. Παρουσιάζουν μεγάλη
πραγματικά τους αξίζει. θερμοχωρητικότητα ανά μονάδα
βάρους, σε σχέση με τα παραδοσιακά
και σύγχρονα υλικά δομής, εξαιρετικές
2. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ θερμικές ιδιότητες, μεγάλη θερμική
Η μεθοδολογία της εργασίας αδράνεια και καλή θερμική
συνίσταται στην επιτόπια έρευνα, στις αγωγιμότητα. Το χειμώνα
αποτυπώσεις οικισμών και κτισμάτων εκμεταλλεύονται καλύτερα την ηλιακή

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ 319


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & ωμόπλινθοι ως υλικά δομής. Περιβαλλοντική
απόκριση ωμοπλινθόκτιστων οικισμών. Το παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς.
Ανάλυση και προτάσεις αναβίωσης με περιβαλλοντικό πρόσημο.

ακτινοβολία της ημέρας αποθηκεύοντας αρκετά έργα (τείχος Ελευσίνας του 5ου
μεγάλη ποσότητα θερμότητας, σε σχέση αιω. π. Χ., Δισπηλιό, σε οχυρωματικά
με άλλα υλικά, για να ικανοποιηθούν οι έργα, Ακρωτήρι Θήρας, νεολιθικούς
ανάγκες θέρμανσης των κτηρίων καθ’
όλη τη διάρκεια του 24ωρου και την
αποδίδουν αργότερα, σε μεγαλύτερο
χρόνο διατηρώντας τις εσωτερικές
θερμοκρασιακές διακυμάνσεις σε πολύ
χαμηλά επίπεδα. Τη θερινή περίοδο
καθυστερούν να θερμανθούν
διατηρώντας τους χώρους δροσερούς
αρκετές ώρες της ημέρας (Μπέη, 2008).
3) διαθέτουν μεγάλη διαπνοή, ιδιότητα Εικόνα 1: το Yakhchalt στην περιοχή της
η οποία επιτρέπει την εξισορρόπηση πόλης Yazd στο Ιράν (Πηγή:
υγρασίας στο εσωτερικό ενός κτίσματος. https://en.wikipedia.org/wiki/Yakhc).
4) πρόκειται για τα καθαρότερα
οικισμούς Θεσσαλίας, κ.α.). Τη βυζαντινή
περιβαλλοντικά οικοδομικά υλικά.
περίοδο η χρήση των ωμόπλινθων
5) είναι άκαυστα.
έρχεται σε δεύτερη μοίρα, σε αντίθεση
6) συμβάλλουν στη δέσμευση χημικών
με τον ισλαμικό κόσμο (εικ. 1).
ενώσεων και στη μείωση του επιπέδου
των ραδιενεργών εκπομπών, ενώ,
ταυτόχρονα, λειτουργούν ως φράγμα
ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας
υψηλών συχνοτήτων (Pauli & Moldan, Εικόνα 2: απεικόνιση του 1/3 του
2000). παγκόσμιου πληθυσμού το οποίο κατοικεί
σε κτίρια δομημένα με πηλό (Πηγή: Morel
7) δεν επιβαρύνουν το περιβάλλον τόσο J.C. et.al 2001, CraTERRE, 1995).
κατά τη φάση της κατασκευής όσο και Εικόνα 2: απεικόνιση του 1/3 του
κατά την τοποθέτηση ή αποσύνθεσή παγκόσμιου πληθυσμού το οποίο κατοικεί
τους (Κορωναίος & Σαργέντης, 2005). σε κτίρια δομημένα με πηλό (Πηγή: Morel
Μεγαλύτερο μειονέκτημά τους είναι η J.C. et.al 2001, CraTERRE, 1995).
ευαισθησία στη δράση της υγρασίας.
Στην Ευρώπη η δόμηση με χώμα ήταν
διαδεδομένη μέχρι και το Β΄ Παγκόσμιο
πόλεμο, χρονική περίοδο από την οποία
4. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ
ξεκινά σταδιακά η μείωση αυτού του
ΤΟΥ ΠΗΛΟΥ
τρόπου κατασκευής παραχωρώντας τη
Αρχαιολογικά δεδομένα πιστοποιούν
τη χρήση ωμοπλινθόκτιστων
κατασκευών εδώ και 10.000 χρόνια και η
χρήση τους αφορά τόσο σπουδαία
μνημεία όσο και ταπεινές κατασκευές,
ενώ η παραγωγή ωμόπλινθων σε
καλούπια αναπτύχθηκε στην περιοχή της
Μεσοποταμίας πριν από περίπου
7.000 χρόνια (Μουτσόπουλος, 2001). Εικόνα 3: Το Casa Munita Gonzalez στο
Batuco της Χιλής (Πηγή:
Στη νεολιθική και μυκηναϊκή Ελλάδα
https://www.archdaily.com, Ημερονηνία
εντοπίστηκαν αρκετές κατασκευές με επίσκεψης: 27/01/2018).
ωμές πλίνθους (Ορλάνδος, 1955-60) σε

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ 320


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & ωμόπλινθοι ως υλικά δομής. Περιβαλλοντική
απόκριση ωμοπλινθόκτιστων οικισμών. Το παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς.
Ανάλυση και προτάσεις αναβίωσης με περιβαλλοντικό πρόσημο.

θέση του σε νέα βιομηχανικά δομικά και η έλλειψη παραγωγικού πληθυσμού.


υλικά. Οι υφιστάμενες Το σύστημα δόμησης είναι ασυνεχές και
ωμοπλινθοκατασκευές (εικ. 2) οι δημόσιοι χώροι δε σχεδιάστηκαν,
αποδεικνύουν με σαφή τρόπο ότι δεν αλλά προέκυψαν οργανικά.
είναι ευάλωτες και ευτελείς, αλλά ότι
έχουν επιδείξει εξαιρετική αντοχή στη
διάρκεια των ετών και σε κάθε είδους
επιδράσεις. Τα τελευταία χρόνια
υπάρχει μια κίνηση για τη ανάδειξη του
πηλού ως υλικού με ιδιαίτερη αισθητική
αξία από διάφορους αρχιτέκτονες ανά
τον κόσμο (εικ. 3).
Εικόνα 4: τριώροφη οικία Γ. Παπαδόπουλου
στο Μαυρόκαμπο (Πηγή: Προσωπικό αρχείο).
5. ΤΥΠΟΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ
ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ
Ο πολεοδομικός και αρχιτεκτονικός
χαρακτήρας των Κορεστείων
διαμορφώθηκε με βάση την
κοινωνικοοικονομική και πολιτισμική
σύνθεση της τοπικής κοινωνίας, το
φυσικό δασώδες περιβάλλον, το
ανάγλυφο του εδάφους, το πυκνό
υδρογραφικό δίκτυο με την ύπαρξη του Εικόνα 5: σαχνισί κατά μήκος της βόρειας όψης
Λιβαδοπόταμου και τη μακραίωνη οικίας στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: Προσωπικό
ιστορία της σημερινής ορεινής αρχείο).
αγροτοποιμενικής περιοχής. Οι
περισσότεροι οικισμοί ανήκουν στο μη
σχεδιαζόμενο αγροτικό τύπο οικισμού
του ορεινού χώρου με δημιουργική
μορφολογική ώσμωση λαϊκών και
νεοκλασικών στοιχείων. Η δυνατή σχέση
του φυσικού και δομημένου χώρου, το
ανάγλυφο του εδάφους, η χαμηλή Εικόνα 6: αδερφομοίρι στη Χαλάρα (Πηγή:
πυκνότητα δόμησης, η έντονη παρουσία Προσωπικό αρχείο).
του φυσικού περιβάλλοντος και η
γενικευμένη χρήση της ωμόπλινθου
συγκροτούν την ταυτότητα και την
ιδιαίτερη φυσιογνωμία του ιστορικού
αυτού οικιστικού συμπλέγματος. Οι
οικισμοί χαρακτηρίζονται από ελεύθερη
χωροθέτηση, έλλειψη πυκνής συνεκτικής
δομής, χαλαρή διάταξη, ευκαμψία στη
σύνθεση και αρθρώνονται με βάση την
ανθρώπινη κλίμακα. Kυριώτερα
προβλήματα είναι η εγκατάλειψη, η Εικόνα 7: εξώστης σε εσοχή σε οικίας τον
Μαυρόκαμπο (Πηγή: Προσωπικό αρχείο).
ισχνή πληθυσμιακή βάση των οικισμών

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ 321


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & ωμόπλινθοι ως υλικά δομής. Περιβαλλοντική
απόκριση ωμοπλινθόκτιστων οικισμών. Το παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς.
Ανάλυση και προτάσεις αναβίωσης με περιβαλλοντικό πρόσημο.

Η πλειονότητα των κτισμάτων είναι


διώροφα, απαντώνται μερικά τριώροφα
(εικ. 4) και αρκετά μονώροφα με χρήση
αποθήκης. Γενικά είναι πλατυμέτωπα
και περιλαμβάνουν χώρους κατοικίας
και βοηθητικούς ισόγειους χώρους.
Παρατηρείται ποικιλία κατόψεων και

Διάγραμμα 1: Διάγραμμα ετήσιας κίνησης


του ήλιου στη Χαλάρα. (Πηγή: Πρωτότυπο).
περιβάλλοντος.
Εικόνα 8: η ανατολική πλευρά του ναού Αγ.
Παρασκευής Άνω Κρανιώνα (1863) (Πηγή: 6.1. Απόκριση σε επίπεδο οικιστικής
Προσωπικό αρχείο). κλίμακας
παραλλαγών ενώ και δεν απουσιάζουν Περιβαλλοντικοί και κλιματολογικοί
μορφές σχήματος Γ και Τ, σαχνισιά (εικ. παράγοντες καθώς και φυσικά στοιχεία
5) και αδερφομοίρια (εικ. 6) αποτέλεσαν σημαντικούς λόγους
εμπλουτίζοντας την ογκοπλασία του ίδρυσης των οικισμών. Γενικά, οι
δομημένου περιβάλλοντος. Ο ξύλινος χειμώνες είναι ψυχροί και η θερινή
εξώστης στον όροφο εμφανίζεται συχνά περίοδος δροσερή. Η χωρική οργάνωση
(εικ. 7). των οικισμών επηρεάστηκε, επίσης, από
Στην περιοχή μελέτης υπάρχουν το οικολογικό περιβάλλον (δασώδης
αρκετοί ναοί μεταβυζαντινής περιόδου περιοχή με υδάτινο δυναμικό) και την
(εικ. 8), κυρίως στον τύπο της κοινωνική δομή τους
λιθόκτιστης τρίκλιτης ξυλόστεγης (γεωργοκτηνοτροφικές εργασίες), δύο
βασιλικής που διαθέτουν ενδιαφέροντα βασικούς μορφογενετικούς παράγοντες
ξυλόγλυπτα τέμπλα, τοιχογραφικούς διαμόρφωσης του δομημένου χώρου. Η
διακόσμους, προσκυνητάρια, άμβωνες χωροθέτησή τους επέτρεψε τη
και δεσποτικούς θρόνους τα οποία διείσδυση ελαφρών
αποτελούν μαρτυρία μιας εποχής με γεωργοκτηνοτροφικών ασχολιών και
σχετική οικονομική ακμή και ευμάρεια. μείωσε τις αποστάσεις προς τις όμορες
γεωργικές εκτάσεις οι οποίες
περιβάλλουν τους περισσότερους
6. ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΑΠΟΚΡΙΣΗ ΤΩΝ οικισμούς. Η χωρική μορφή τους
ΚΟΡΕΣΤΕΙΩΝ επηρεάζεται άμεσα από τη
Προϋπόθεση για την αναβίωση και μικροτοπογραφία του εδάφους και από
αναζωογόνηση της περιοχής είναι η ισχυρούς φυσικούς άξονες του άμεσου
λειτουργική της ενεργοποίηση και η γεωγραφικού χώρου (π.χ. Λαδοπόταμος,
ένταξή της στις σύγχρονες οικονομικές παρυφές ορεινού όγκου, δάσος, κ.α.). Το
δομές, μέσα από έναν πολεοδομικό υγρό στοιχείο εξασφαλίζει ικανή
σχεδιασμό άμεσα συνδεδεμένο με την ποσότητα πόσιμου νερού για τους
προστασία του δομημένου και φυσικού κατοίκους, τα ζώα, την άρδευση των

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ 322


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & ωμόπλινθοι ως υλικά δομής. Περιβαλλοντική
απόκριση ωμοπλινθόκτιστων οικισμών. Το παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς.
Ανάλυση και προτάσεις αναβίωσης με περιβαλλοντικό πρόσημο.

καλλιεργητικών εκτάσεων, αλλά και για (φαινόμενο της μη αποψίλωσης


την ανοικοδόμηση των κτιρίων τους συστάδων δέντρων γύρω από εκκλησίες,
(νερό, λίθοι, κ.α.). Οι κάτοικοι είχαν μια μοναστήρια, ξωκλήσια, κ.α.).
συνεργατική σχέση με το περιβάλλον και
οι δραστηριότητές τους δεν το 6.2. Βιοκλιματική απόκριση σε
αλλοίωναν, δηλαδή, κυριαρχούσε κλίμακα κτισμάτων
συμβιωτική, παρά αποκλειστικά Η απόλυτη κυριαρχία των
εκμεταλλευτική, αντίληψη των φυσικών ωμόπλινθων αποτελεί ένδειξη
πόρων. εμπιστοσύνης στις βιοκλιματικές
Η εγκατάσταση των κτισμάτων στην ιδιότητες του υλικού. Τόσο κατά τη φάση
προσήλια πλευρά και στις υπώρειες του της κατασκευής όσο και κατά τη
βουνού (εκμετάλλευση πλεονεκτημάτων μεταφορά και κατεργασία των υλικών
βουνού και πεδιάδας), η διέλευση του δεν σπαταλήθηκε ενέργεια δεδομένης
ποταμιού από κάθε οικισμό και η της μικρής απόστασης ανάμεσα
εξασφάλιση γης προς εκμετάλλευση στο χώρο προμήθειας πρώτων υλών
αποτελούν χαρακτηριστικά ενισχυτικά (θεμέλια και ποτάμι) και στο χώρο
της περιβαλλοντικής απόκρισης των οικοδόμησης, καθώς η μεταφορά τους
οικισμών. ήταν κοστοβόρα και δυσχερής.
Η επικλινής διάταξη ορισμένων Στην πλειονότητα των κτισμάτων
οικισμών, αξιοποιούνται οι ηλιακές πρόσοδοι λόγω
όπως του Άνω Κρανιώνα, εξασφαλίζει του προσανατολισμού των κτισμάτων
τον απρόσκοπτο αερισμό, ηλιασμό και και της θερμοχωρητικότητας των
την οπτική άνεση. Σε κάθε οικισμό έχουν οικοδομικών υλικών, όπως των τοίχων οι
καταγραφεί διαγράμματα ετήσιας οποίοι έχουν
κίνησης του ήλιου με σκοπό να φανεί η πάχος 50-55εκ. και αποδίδουν με
σχέση του δομημένου και αδόμητου χρονική υστέρηση την προερχόμενη από
χώρου με τον ηλιασμό του κάθε τον ήλιο θερμότητα στον εσωτερικό
οικισμού, καθώς και πιθανή συσχέτιση χώρο.
του τρόπου ανάπτυξης του οικισμού με Ο νότιος συχνά προσανατολισμός της
τον ηλιασμό της περιοχής (Διάγραμμα αυλής εξασφαλίζει καλό ηλιασμό και
1). Ο βασικός προσανατολισμός της αποφυγή των βόρειων ανέμων τη
πλειονότητας των κτηρίων των οικισμών χειμερινή περίοδο σε συνδυασμό, με τα
είναι νότιος, ευεργετικός για τη ψυχρή σκουρόχρωμα υλικά εδάφους γύρω από
περίοδο, με εξαιρέσεις απόκλισης, για τα κτίρια. Έτσι δημιουργείται μια ζώνη
λόγους εδαφολογικούς, κλίσης εδάφους, που χαρακτηρίζεται από υψηλή
ρυμοτομίας και θέας. θερμοκρασία ακτινοβολίας η οποία
Οι αναλογίες υ/π αρκετών δρόμων διαμορφώνει θερμοκρασιακή άνεση τη
είναι γενικά ομαλές και ήπιες δεδομένου ψυχρή περίοδο. Το επίμηκες
ότι αφορούν μη αστική περιοχή με πλατυμέτωπο κτίσμα, σε συνδυασμό με
χαμηλή πυκνότητα και υψόμετρο τον μεσημβρινή διάταξή του και η
κτισμάτων, τα οποία σε συνδυασμό με ελαχιστοποίηση των ανοιγμάτων στη
το πανταχόθεν ελεύθερο σύστημα βόρεια πλευρά των κτισμάτων
δόμησης επιτρέπουν την ορατότητα του συμβάλλουν στη μείωση των θερμικών
ουράνιου θόλου και συνεπώς τον απωλειών, ενώ ο αριθμός των
ηλιασμό και αερισμό των οικισμών. ανοιγμάτων προσφέρει ικανοποιητική
Τέλος, η περιοχή εμφανίζει αυξημένο οπτική άνεση.
ποσοστό φυτικής κάλυψης και πράσινου

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ 323


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & ωμόπλινθοι ως υλικά δομής. Περιβαλλοντική
απόκριση ωμοπλινθόκτιστων οικισμών. Το παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς.
Ανάλυση και προτάσεις αναβίωσης με περιβαλλοντικό πρόσημο.

Σχέδια 1,2: σχέδιο επεμβάσεων στον Άνω Σχέδια 3,4: κάτοψη και τομή υπόσκαφου κτιρίου
Κρανιώνα -κάτοψη και τομή (Πηγή: Πρωτότυπο). διεπιστημονικού κέντρου μελέτης πηλού. (Πηγή:
Πρωτότυπο).

Πλεονέκτημα ως προς τη βελτίωση


των κλιματολογικών συνθηκών
προσφέρουν το χαγιάτι, το σαχνισί και οι
εξώστες. Σε οικίες με νότιο
προσανατολισμό το χαγιάτι επιτρέπει τη
διείσδυση της ηλιακής ακτινοβολίας στο
εσωτερικό το χειμώνα, ενώ τη θερινή
περίοδο παρουσιάζει λειτουργία
προθαλάμου στο κτίσμα. Την εαρινή
περίοδο οι κάτοικοι έβαφαν τις
εξωτερικές τοιχοποιίες των σπιτιών τους
με ανοικτόχρωμα χρώματα με συνέπεια
την αύξηση της ανακλαστικότητά τους.
Το λασποκονίαμα στην κεραμωτή στέγη
συμβάλλει στη θερμομόνωση και στην
ελαχιστοποίηση της πιθανότητας
εισροής ανέμου, μειώνοντας τις Σχέδια 5: πρόταση για επανάχρηση υφιστάμενης
θερμικές απώλειες. Παρόμοια οικίας στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή: Πρωτότυπο).
λειτουργία εμφανίζει η στρώση
προστατεύοντας από τους ισχυρούς
καλαμιών, ενός φυσικού υλικού με πολύ
ανέμους, ενώ το καλοκαίρι σκιάζουν
καλές θερμομονωτικές ιδιότητες, πριν το
πλευρές της αυλής.
πέτσωμα. Οι φεγγίτες στη στέγη
μπορούν τη θερινή περίοδο να
δημιουργήσουν ρεύμα κατακόρυφου
7. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΑΝΑΒΙΩΣΗΣ ΜΕ
αερισμού διαμορφώνοντας ευχάριστο
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟ ΠΡΟΣΗΜΟ
εσωτερικό κλίμα.
Ήπιες επεμβάσεις που θα βελτιώσουν
Τέλος, οι μαντρότοιχοι λειτουργούσαν
το βιοκλιματικό χαρακτήρα των οικισμών
το χειμώνα ως ανεμοφράκτες

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ 324


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & ωμόπλινθοι ως υλικά δομής. Περιβαλλοντική
απόκριση ωμοπλινθόκτιστων οικισμών. Το παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς.
Ανάλυση και προτάσεις αναβίωσης με περιβαλλοντικό πρόσημο.

διατηρητέων, θεσμικές προτάσεις


χρήσης ωμόπλινθων, κανονιστικές
διατάξεις, κυκλοφορικές ρυθμίσεις με
προτεραιότητα στον πεζό, στον
ποδηλάτη, κ.λπ., Σχέδια 1,2).
 Αναδιάρθωση πρωτογενούς τομέα
(π.χ. βιολογικές νέες καλλιέργειες),
τουριστικού τομέα (eco-μουσείο) και
δημιουργία διεπιστημονικού κέντρου
μελέτης πηλού (υπόσκαφο κτίσμα,
Σχέδια 3,4).
 Αποκατάσταση της πλειονότητας
Σχέδιο 6: πρόταση για επανάχρηση-μετατροπή κτισμάτων (Σχέδιο 5) και κατασκευή
υφιστάμενης τριώροφης οικίας σε ξενώνα στον μόνο τριών νεόδμητων (με προφανή
Άνω Κρανιώνα με τη χρήση συστήματος
απομακρυσμένου ηλιακού κέρδους (Πηγή: οφέλη, όπως η μείωση ρύπων, οχλήσεων
Πρωτότυπο). και αλλοιώσεων τοπίου, Σχέδιο 7) με
έμφαση στην ανάδειξη του
περιβαλλοντικής φυσιογνωμίας της
περιοχής (επαναχρησιμοποίηση δομικών
υλικών, διπλοί υαλοπίνακες στα ξύλινα
κουφώματα, ορθή βιοκλιματικά
φύτευση σε σχέση με το
προσανατολισμό των ανοιγμάτων, χρήση
φωτοβολταϊκών διατάξεων και ηλιακών
συλλεκτών κ.α.).
 Σύστημα απομονωμένου κέρδους (η
επιφάνεια ηλιοσυλλογής δε βρίσκεται σε
επαφή με το χώρο θέρμανσης (Σχέδια
Σχέδια 7: σχέδιο νεόδμητου κτιρίου
5,6) και δεν επηρεάζεται η όψη των
εργαστηρίων, στη θέση προϋπάρχοντος
κτίσματος που κατέρρευσε, πλησίον του κελυφών).
διεπιστημονικού κέντρου στον Άνω Κρανιώνα  Τοποθέτηση προσαρτημένου
(Πηγή: Πρωτότυπο). υαλωτού θερμοκηπίου, με ανοίγματα
στο άνω τμήμα, σε νότιες πλευρές
κτιρίων, όπως στη στοά του ναού της
Αγίας Παρασκευής Άνω Κρανιώνα.
(Σχέδιο 8).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η περιοχή των Κορεστείων αποτελεί ένα
Σχέδιο 8: νότια όψη ναού Αγ. Παρασκευής το παράδειγμα ενσωμάτωσης των αρχών
οποίο διαθέτει υαλοστάσιο με ανοίγματα στο
της βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής και της
πάνω μέρους του στον Άνω Κρανιώνα (Πηγή:
Πρωτότυπο). αειφορίας στο πλαίσιο του συνόλου των
παραδοσιακών οικισμών της χώρας μας
και των κτισμάτων, όπως: αναδεικνύοντας την πολλαπλά θετική
 Αναβάθμιση οικιστικού συνεισφορά ενός φυσικού υλικού όπως
περιβάλλοντος (κήρυξη των οικισμών ως η ωμόπλινθος.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ 325


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & ωμόπλινθοι ως υλικά δομής. Περιβαλλοντική
απόκριση ωμοπλινθόκτιστων οικισμών. Το παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς.
Ανάλυση και προτάσεις αναβίωσης με περιβαλλοντικό πρόσημο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Μπέη Γ., Φέρουσα τοιχοποιία από
ωμόπλινθους. Έρευνα και καινοτομία
στην Ελλάδα. Στο 1ο Πανελλήνιο
Συνέδριο Δομικών Υλικών και Στοιχείων,
21-23 Μαΐου 2008, εκδ. ΤΕΕ, Αθήνα, σσ.
9-12.
- Ορλάνδος K. Α., Τα υλικά δομής των
αρχαίων Ελλήνων, εκδ. Η εν Αθήναις
Αρχαιολογική Εταιρεία, Αθήνα, 1999, σσ.
65-87.
- Pauli P., Moladn D., Reduzierung
hochfrequenter Strahlung im Bauwesen–
Baustoffe und Abschirmmaterialien,
Munchen: Univ. Bundeswehr, 2000, pp.
11-29.
Παπαϊωάννου Κ., Η τεχνολογία της
τοιχοποιίας, εκδ. University Studio Press,
Θεσσαλονίκη, 1998, σσ. 103-127.
- Μουτσόπουλος Κ. Ν., Διαδρομή
αυτογνωσίας. Ταξιδεύοντας σε άλλους
τόπους και πολιτισμούς, εκδ. Νησίδες,
Θεσσαλονίκη, 2001, σσ. 67-77.
- Ροντήρη Β., Κατανομή στο χώρο της
νεολιθικής κεραμικής από τη Θεσσαλία.
Στο ΘΕΣΣΑΛΙΑ. Δεκαπέντε Χρόνια
Αρχαιολογικής Έρευνας, 1975-1990.
Αποτελέσματα και Προοπτικές, Λυών,
17-22 Απριλίου 1990, τόμος Α΄, Αθήνα,
1994, σσ. 137-143.
- Κορωναίος Α., Σαργέντης Φ., Δομικά
Υλικά και Οικολογία, Πανεπιστημιακές
Εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα, 2005, σσ. 19-33.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ 326


Μπαλασάς Κ. Αθανάσιος, Πηλός & ωμόπλινθοι ως υλικά δομής. Περιβαλλοντική
απόκριση ωμοπλινθόκτιστων οικισμών. Το παράδειγμα των Κορεστείων Καστοριάς.
Ανάλυση και προτάσεις αναβίωσης με περιβαλλοντικό πρόσημο.

Διπλωματική Εργασία ΠΣΠ 327

You might also like