Professional Documents
Culture Documents
Η εις πρεσβύτερον Χειροτονία στην Ορθόδοξη Εκκλησία
Η εις πρεσβύτερον Χειροτονία στην Ορθόδοξη Εκκλησία
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ
ΚΑΛΠΑΚΗΣ Γ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Διδακτορική διατριβή
που υποβλήθηκε στο τμήμα Ποιμαντικής και
Κοινωνικής Θεολογίας της
Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2019
Η ΕΙΣ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΝ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ
ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΤΑΞΗ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ
ΚΑΛΠΑΚΗΣ Γ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Διδακτορική διατριβή
που υποβλήθηκε στο τμήμα Ποιμαντικής και
Κοινωνικής Θεολογίας της
Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2019
ΤΡΙΜΕΛΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ:
ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ: Καθηγητής Αρχιμ. Νικόδημος Σκρέττας
ΜΕΛΗ: Καθηγητής Θεόδωρος Ξ. Γιάγκου
Επίκουρος Καθηγητής Πρωτοπρ. Χρυσόστομος Νάσσης
7
όσους φίλους με συμπαραστάθηκαν ηθικώς και επιστημονικώς όλα αυτά
τα χρόνια.
8
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ................................................................................................................ 7
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ......................................................................................................... 9
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ ....................................................................................................... 13
ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΩΝ ΠΟΥ
ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΤΑΛΟΓΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ . 19
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ................................................................................................................. 25
1. Αντικείμενο και σκοπός έρευνας. ............................................................. 25
2. Μέθοδος και διάρθρωση της ύλης. ........................................................... 27
3. Πηγές. .............................................................................................................. 31
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΧΡΙΣΤΟΣ – ΙΕΡΩΣΥΝΗ – ΕΚΚΛΗΣΙΑ ................................................................. 35
1. Ο Χριστός πηγή της ιερωσύνης. ................................................................ 35
2. Ο λαός του Θεού (κληρικοί και λαϊκοί), ως σώμα Χριστού –
Εκκλησία................................................................................................................ 45
3. Ιερωσύνη και θεία λατρεία. ........................................................................ 65
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η ΙΕΡΩΣΥΝΗ ΣΤΗΝ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ........... 85
1. Προσόντα Χειροτονουμένων...................................................................... 85
α. Σωματική υγεία. .................................................................................... 85
β. Ορθή πίστη. ............................................................................................ 89
γ. Γνώση θύραθεν και πατερική. ........................................................... 95
δ. Σεμνός βίος. ........................................................................................... 98
ε. Αγάπη στον Θεό. ................................................................................ 102
στ. Η ηλικία των πρεσβυτέρων. ............................................................. 104
9
2. Κωλύματα Ιερωσύνη. ................................................................................. 109
α. Ο δεύτερος γάμος. .............................................................................. 109
β. Γάμος με γυναίκα από «τῶν ἐπὶ σκηνῆς». .................................... 114
γ. Γάμος μετά πόρνης. ........................................................................... 115
δ. Γάμος με χήρα. .................................................................................... 116
ε. Γάμος με διαζευγμένη. ...................................................................... 117
στ. Γάμος με εκπεσούσα μοναχή........................................................... 118
ζ. Γάμος εξ αιμομιξίας. .......................................................................... 120
η. Γάμος με ετερόθρησκο ή ετερόδοξο. .............................................. 122
θ. Γάμος από αρπαγή. ............................................................................ 124
ι. Πορνεία. ................................................................................................ 125
ια. Μοιχεία. ................................................................................................ 128
ιβ. Αρσενοκοιτία και παιδοφθορία. ...................................................... 130
ιγ. Κτηνοβασία. ......................................................................................... 133
ιδ. Φόνος. .................................................................................................... 135
ιε. Συνυπευθυνότητα σε άμβλωση. ..................................................... 140
ιστ. Μαγεία, Γοητεία, Φαρμακεία, Μαντεία. ........................................ 142
ιζ. Επιορκία. ............................................................................................... 146
ιη. Κλοπή-Ληστεία. .................................................................................. 148
ιθ. Τυμβωρυχία.......................................................................................... 151
κ. Ιεροσυλία. ............................................................................................. 152
κα. Εκτοκισμός. .......................................................................................... 155
κβ. Εξύβριση. .............................................................................................. 158
κγ. Σιμωνία. ................................................................................................ 160
3. Αθρόες χειροτονίες. ................................................................................... 162
4. Απολελυμένη χειροτονία.......................................................................... 181
5. Ενορία και πρεσβύτερος. ........................................................................... 187
6. Τρόπος εκλογής πρεσβυτέρων. ............................................................... 193
7. Ποίος χειροτονεί τους πρεσβυτέρους. .................................................... 204
10
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΩΝ ΠΡΟ ΤΗΣ
ΥΠΑΡΧΟΥΣΗΣ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟΥ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ........................................... 213
1. Αρχαίες κανονικολειτουργικές συλλογές. ........................................... 218
α. Σύνδεση με τη θεία Ευχαριστία....................................................... 222
β. Επίθεση χειρών. .................................................................................. 224
γ. Η τελεστική ευχή. ............................................................................... 227
δ. Αρμοδιότητες του πρεσβυτέρου – Τυπολογία. ............................. 233
ε. Τα μετά τη χειροτονία. ...................................................................... 238
2. Ευχολόγιο του Σεραπίωνος Θμούεως. ................................................... 246
3. Λειτουργικά υπομνήματα. ....................................................................... 250
4. Πατερικές μαρτυρίες περί χειροτονιών. ................................................ 254
5. Αγιολογικές μαρτυρίες για την τάξη της χειροτονίας του
πρεσβυτέρου. ...................................................................................................... 258
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΤΗΣ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟΥ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ
ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑΣ ΤΟΥ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ............................................................... 265
1. Γενικές αναφορές και διατάξεις. ............................................................. 265
2. Η τελεστική δομή της χειροτονίας του πρεσβυτέρου. ........................ 267
α. Προσαγωγή. ......................................................................................... 267
β. Κέλευση ενώπιον του αρχιερέως. ................................................... 271
γ. Τριττή σφράγιση. ................................................................................ 272
δ. Ιερός χορός. .......................................................................................... 276
ε. Κλίση γονάτων – μέτωπο επί της Αγίας Τραπέζης. ................... 282
στ. Η θεία χάρις. ........................................................................................ 286
ζ. Οι τελεστικές ευχές. ........................................................................... 296
η. Διακονικά. ............................................................................................ 305
θ. Ένδυση – πρόβληση (το «Ἄξιος»). ................................................... 310
ι. Ασπασμός. ............................................................................................ 318
ια. Παρακαταθήκη. .................................................................................. 320
11
ιβ. Πρωτεία της ημέρας. .......................................................................... 328
ιγ. Επτά ημέρες λειτουργεί συνεχώς. .................................................. 332
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ................................................................................................ 341
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ....................................................................................................... 349
Α΄ ΠΗΓΕΣ ................................................................................................................ 349
1. Αγιολογικές. ................................................................................................ 349
2. Ευχολόγια..................................................................................................... 354
3. Κανονικολειτουργικές συλλογές. ........................................................... 355
4. Πατερικά. ...................................................................................................... 357
5. Ερμηνευτικά................................................................................................. 357
6. Δίκαιο. ........................................................................................................... 357
Β΄ ΚΑΤΑΛΟΓΟΙ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΩΝ ........................................................................ 358
Γ΄ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ ................................................................................................... 360
1. Ελληνόγλωσσα. .......................................................................................... 360
2. Ξενόγλωσσα. ............................................................................................... 372
12
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
13
Paris 1924-1953, publié par du Fernand Cabrol,
Henri Leclercq.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ- Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ-ΚΕΡΑΜΕΩΣ,
ΚΕΡΑΜΕΩΣ Ἱεροσολυμιτική βιβλιοθήκη, ἤτοι κατάλογος τῶν ἐν
ταίς βιβλιοθήκαις τοῦ ἁγιωτάτου ἀποστολικοῦ τε
καὶ καθολικοῦ ὀρθοδόξου πατριαρχικοῦ θρόνου τῶν
Ἱεροσολύμων καὶ πάσης Παλαιστίνης ἀποκειμένων
ἑλληνικῶν κωδίκῶν, τ. Β΄, ἐκ τοῦ τυπογρσφείου
τοῦ Κιρπάουμ, έν Πετρουπόλει 1894.
17
18
ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΩΝ ΠΟΥ
ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΤΑΛΟΓΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ
19
10. Βατοπαιδίου 134 (745), (αρ. Ευστρατιάδη 985), 16ος αι. (1538), τεύχος
χαρτώο, 21x13, φφ. 458, έκδ. ευχολόγιο Dmitrievskij II, σσ. 765-784.
Τάξη χειροτονίας πρεσβυτέρου: σσ. 773- 774.
11. Ἀρχιερατικόν, Διάταξις τῆς τοῦ Πατριάρχου Λειτουργίας, πῶς
γίνεται ἐν τῇ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ, ἐν ᾗ καὶ ἡ τάξις τῶν χειροτονιῶν,
πότε, καὶ πῶς γίνεται ἑκάστη, εκδ. Habertus, σσ. 1-304. Τάξη
χειροτονίας πρεσβυτέρου: σσ. 106-114.
12. Ex Euchologio Venetiis, έκδ. Habertus, σσ. 305-331. Τάξη χειροτονίας
πρεσβυτέρου: σσ. 312-316.
13. Bibliotheca Clericorum Regularium, έκδ. Morinus, σσ. 74-78. Τάξη
χειροτονίας πρεσβυτέρου: σσ. 76-77.
14. Ex posteriore Codice Vaticano, έκδ. Morinus, σσ. 82-84. Τάξη
χειροτονίας πρεσβυτέρου: σ. 82.
15. Αλλατιανό, Barberini gr. 390, 1575-1580, τεύχος χαρτώο, 210x153, φφ.
223, έκδ. Morinus, σσ. 85-102. Τάξη χειροτονίας πρεσβυτέρου: σσ. 90-
92. Κατάλογος Jacob, σσ. 169-173.
16. Εθνική Βιβλιοθήκη Ελλάδος, ΕΒΕ 877, 15ος αι., τεύχος περγαμηνό,
180x140, σσ. 230/+φ.1/+φ.1 (Σακκελίων: φφ. 115). Τάξη χειροτονίας
πρεσβυτέρου: σσ. 64-71. Κατάλογος Σακκελίωνος, σσ. 157-158.
17. Εθνική Βιβλιοθήκη Ελλάδος, ΕΒΕ 2473, 15ος αι., τεύχος περγαμηνό
και χαρτώο, 175Χ120, φφ. 185/+/+. Τάξη χειροτονίας πρεσβυτέρου:
φφ. 60r-62v.. Κατάλογος Πολίτη, σσ. 476-477.
18. Εθνική Βιβλιοθήκη Ελλάδος, ΕΒΕ 781, 16ος αι., τεύχος χαρτώο,
150x100, φφ. 64/+4/+. Τάξη χειροτονίας πρεσβυτέρου: φφ. 54r-56v.
Κατάλογος Σακκελίωνος, σσ. 140.
19. Εθνική Βιβλιοθήκη Ελλάδος, ΕΒΕ 836, 17ος αι., τεύχος χαρτώο,
250x190, φφ. 114+/+. Τάξη χειροτονίας πρεσβυτέρου: φφ. 97r-102r.
Κατάλογος Σακκελίωνος, σ. 151.
20. Εθνική Βιβλιοθήκη Ελλάδος, ΕΒΕ 750, 17ος αι., τεύχος χαρτώο,
220x160, φφ. 117/+05/+05. Τάξη χειροτονίας πρεσβυτέρου: φφ. 111r-
114r. Κατάλογος Σακκελίωνος, σ. 136.
21. Εθνική Βιβλιοθήκη Ελλάδος, ΕΒΕ 813, 17ος αι., τετράδιο χαρτώο,
190x140, φφ. 14/+1/+1. Τάξη χειροτονίας πρεσβυτέρου: φφ. 8v-11v.
Κατάλογος Σακκελίωνος, σ. 147.
22. Εθνική Βιβλιοθήκη Ελλάδος, ΕΒΕ 771, 17ος αι., τεύχος χαρτώο,
150x110, φφ. 217/+2/+2 (Σακκελίων: φφ. 216). Τάξη χειροτονίας
πρεσβυτέρου: φφ. 202v-210r. Κατάλογος Σακκελίωνος, σ. 139.
20
23. Εθνική Βιβλιοθήκη Ελλάδος, ΕΒΕ 754, 17ος αι., τεύχος χαρτώο,
210x160, φφ. 225/+/+. (Σακκελίων: φ. 223). Τάξη χειροτονίας
πρεσβυτέρου: φφ. 20v-59v. Κατάλογος Σακκελίωνος, σσ. 136-137.
24. Εθνική Βιβλιοθήκη Ελλάδος, ΕΒΕ 2438, 17ος αι., τεύχος χαρτώο,
265x205, φφ. 96/+3/+1. Τάξη χειροτονίας πρεσβυτέρου: φφ. 80v-85r.
Πολίτη, σ. 440.
25. Εθνική Βιβλιοθήκη Ελλάδος, ΕΒΕ 860, 18ος αι., τεύχος χαρτώο,
250x190, φφ. 99/+1/+1 (Σακκελίων: φφ. 109). Τάξη χειροτονίας
πρεσβυτέρου: σσ. 174-186. Κατάλογος Σακκελίων, σ. 155.
26. Εσφιγμένου 2172. 159, 17ος αι., τεύχος χαρτώο , φφ. 127. Τάξη
χειροτονίας πρεσβυτέρου: φφ. 30v-36v. Κατάλογος Λάμπρου Ι, σ. 189.
27. Δοχειαρίου 2918. 244, 18ος αι., τεύχος χαρτώο 4, φφ. 55. Τάξη
χειροτονίας πρεσβυτέρου: φφ. 47r-48v. Λάμπρου Ι, σ. 260.
28. Δοχειαρίου 2920. 246 17ος αι., τεύχος χαρτώο 4, φφ. 54. Τάξη
χειροτονίας πρεσβυτέρου: φφ. 42r-46v. Κατάλογος Λάμπρου Ι, σ. 260.
29. Διονυσίου 3633. 99, 14ος αι., περγαμηνό ειλητάριο 4,80x0,275,
(=Διονυσίου 99, 14ος αι. (1386), έκδ. ευχολόγιο Dmitrievskij II, σσ. 271-
272. Τάξη χειροτονίας πρεσβυτέρου: σ. 272). Κατάλογος Λάμπρου Ι,
σ. 333.
30. Διονυσίου 4023. 489, 15ος αι., τεύχος χαρτώο 8, φφ. 232. Τάξη
χειροτονίας πρεσβυτέρου: φφ. 63r-68v, (=Διονυσίου 489, 15ος αι., έκδ.
ευχολόγιο Dmitrievskij II, σσ. 638-644. Τάξη χειροτονίας
πρεσβυτέρου: σσ. 640-641). Κατάλογος Λάμπρου Ι, σ. 429.
31. Διονυσίου 4027. 493, 16ος αι., τεύχος χαρτώο 8, φφ. 66. Τάξη
χειροτονίας πρεσβυτέρου: φφ. 14v-18r. Κατάλογος Λάμπρου Ι, σ. 429.
32. Διονυσίου 3822. 288, 18ος αι., τεύχος χαρτώο 16, φφ. 276. Τάξη
χειροτονίας πρεσβυτέρου: φφ. 236v-241v. Κατάλογος Λάμπρου Ι, σ.
404.
33. Διονυσίου 4072. 538, 18ος αι., τεύχος χαρτώο 4, φφ. 60. Τάξη
χειροτονίας πρεσβυτέρου: φφ. 56r-59r. Κατάλογος Λάμπρος Ι, σ. 434.
34. Παντελεήμονος 6230. 723 , 18ος αι., τεύχος χαρτώο, 0,30x0,21, φφ. 30.
Τάξη χειροτονίας πρεσβυτέρου: φφ. 27r-30r. Κατάλογος Λάμπρου ΙΙ,
σ. 421.
35. Ιβήρων 4992. 872, 17ος αι., τεύχος χαρτώο 8, φφ. 99. Τάξη χειροτονίας
πρεσβυτέρου: φφ. 75r-79v. Κατάλογος Λάμπρος ΙΙ, σ. 233.
36. Βατοπαιδίου 984, 14ος αι., φφ. 332. Τάξη χειροτονίας πρεσβυτέρου:
φφ. 3v-4v. Κατάλογος Ευστρατιάδη-Βατοπαίδι, σσ. 178-178.
21
37. Βατοπαιδίου 876, 15ος αι. (1431), βομβύκινο , 23x15, φφ. 144. Τάξη
χειροτονίας πρεσβυτέρου: φφ. 11r-17r. Κατάλογος Ευστρατιάδη-
Βατοπαίδι, σ. 177.
38. Βατοπαιδίου 1089, 16ος αι., τεύχος χαρτώο, 27x19, φφ. 62. Τάξη
χειροτονίας πρεσβυτέρου: φφ. 55r-58r. Κατάλογος Ευστρατιάδης-
Βατοπαίδι, σ. 192.
39. Βατοπαιδίου 1092, 18ος αι. (1748), τεύχος χαρτώο, 32x21, φφ. 102.
Τάξη χειροτονίας πρεσβυτέρου: φφ. 85v-90r. Κατάλογος
Ευστρατιάδη-Βατοπαίδι, σ. 192.
40. Λαύρας 940. Θ78, 16ος αι. (1546), τεύχος χαρτώο, 21x15, φφ. 93. Τάξη
χειροτονίας πρεσβυτέρου: φφ. 8r-13v. Κατάλογος Ευστρατιάδης-
Λαύρα, σ. 144.
41. Λαύρας 691. Η36, 16ος αι. (1598), τεύχος χαρτώο, 19x14, φφ. 114. Τάξη
χειροτονίας πρεσβυτέρου: φφ. 103r-108r. Κατάλογος Ευστρατιάδης-
Λαύρα, σ. 109.
42. Λαύρας 531. Ε69, 17ος αι. (1613), τεύχος χαρτώο, 21x13, φφ. 138. Τάξη
χειροτονίας πρεσβυτέρου: φφ. 57r-59v. Κατάλογος Ευστρατιάδη-
Λαύρα, σ. 81.
43. Λαύρας 804. Η149, 17ος αι. (1640), τεύχος χαρτώο, 26x19, φφ. 83. Τάξη
χειροτονίας πρεσβυτέρου: φφ. 69r-73r. Κατάλογος Ευστρατιάδης-
Λαύρα, σ. 122.
44. Λαύρας 538. Ε76, 17ος αι. (1653), τεύχος χαρτώο, 21x15, φφ. 95, φφ.
91v-95r, Κατάλογος Ευστρατιάδης-Λαύρα, σ. 82.
45. Λαύρας 805. Η150, 17ος αι. (1654), τεύχος χαρτώο, 25x17, φφ. 106.
Τάξη χειροτονίας πρεσβυτέρου: φφ. 90v-96r, Κατάλογος
Ευστρατιάδης-Λαύρα, σ. 122.
46. Λαύρας 568. Ε106, 17ος αι. (1683), τεύχος χαρτώο, 21x14, φφ. 84. Τάξη
χειροτονίας πρεσβυτέρου: φφ. 8r-11v. Κατάλογος Ευστρατιάδη-
Λαύρα, σ. 85.
47. Λαύρας 837. Η182, 17ος αι. τεύχος χαρτώο, 30x19, φφ. 94. Τάξη
χειροτονίας πρεσβυτέρου: φφ. 77v-82r. Κατάλογος Ευστρατιάδη-
Λαύρα, σ. 126.
48. Λαύρας 699. Η44, 18ος αι. (1723), τεύχος χαρτώο, 20 Χ 15, φφ. 118.
Τάξη χειροτονίας πρεσβυτέρου: φφ. 104r-108r. Κατάλογος
Ευστρατιάδη-Λαύρα, σσ. 109-110.
22
49. Λαύρας 829. Η174, 18ος αι., τεύχος χαρτώο, 28x20, φφ. 65. Τάξη
χειροτονίας πρεσβυτέρου: φφ. 57r-60r. Κατάλογος Ευστρατιάδη-
Λαύρα, σ. 124.
50. Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, ΒΜΧ 1487 (παλαιά αρ. 183), 18ος
αι., τεύχος χαρτώο, 0,295x0,215, φφ 89. Τάξη χειροτονίας
πρεσβυτέρου: φφ. 66v-70r. Κατάλογος Πάλλα, σσ. 64-66.
51. Βατικανή Βιβλιοθήκη, Vat. gr. 1872, 12ος αι., τεύχος περγαμηνό,
155x120, φφ. 146. Τάξη χειροτονίας πρεσβυτέρου: φφ. 49v-52v.
Κατάλογος Canart, σσ. 244-426.
52. Βατικανή Βιβλιοθήκη, Vat. gr. 1970, μέσα 12ου αι., τεύχος περγαμηνό,
160x120, φφ. 242. Τάξη χειροτονίας πρεσβυτέρου: φφ. 195r-196v.
Κατάλογος Canart-Peri, σσ. 663-644.
53. Βατικανή Βιβλιοθήκη, Ottoboni gr. 434, 1174-1175, τεύχος
περγαμηνό, 200x155, φφ. 135. Τάξη χειροτονίας πρεσβυτέρου: φφ.
94r-95r. Κατάλογος Feron-Battaglini, σσ. 240-241.
54. Εθνική Βιβλιοθήκη Γαλλίας, Paris gr. 412, 13ος -14ος αι. (1250-1350),
περγαμηνό ειλητάριο 8,615 μ. Κατάλογος Omont I, σ. 44.
55. Εθνική Βιβλιοθήκη Γαλλίας, Paris gr. 2509, 1401-1500, τεύχος
χαρτώο, φφ. 299. Τάξη χειροτονίας πρεσβυτέρου: φφ. 223v-224v.
(=Bibliotheca Regia 1741, έκδ. Morinus, σσ. 67-73. Τάξη χειροτονίας
πρεσβυτέρου: σσ. 70-72). Κατάλογος Omont II, σσ. 274-275.
56. Εθνική Βιβλιοθήκη Γαλλίας, Paris Supplѐment gr. 177, 1601-1700,
τεύχος χαρτώο, φφ. 41. Τάξη χειροτονίας πρεσβυτέρου: φφ. 30v-33r.
Κατάλογος Omont III, σ. 228.
57. Βρετανική Βιβλιοθήκη, Burney MS 54, 1573, τεύχος χαρτώο, 190x125,
φφ. 223. Τάξη χειροτονίας πρεσβυτέρου: φφ. 24r-28v Κατάλογος
Βρετανικής Βιβλιοθήκης Ι, σσ. 19-20.
58. Βρετανική Βιβλιοθήκη, Egerton MS 2392, 1664, τεύχος χαρτώο,
290x200, φφ. 71. Τάξη χειροτονίας πρεσβυτέρου: φφ. 61r-63v.
Κατάλογος Βρετανικής Βιβλιοθήκης ΙΙ, σ. 1033.
59. Βρετανική Βιβλιοθήκη, Add MS 40755, 1600, τεύχος χαρτώο,
255x205, φφ. ii + 61. Τάξη χειροτονίας πρεσβυτέρου: φφ. 56v-58r.
Κατάλογος Βρετανικής Βιβλιοθήκης ΙΙΙ, σ. 169-171.
23
24
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
25
Προσπάθειες εξετάσεως του θέματος αυτού έγιναν από τους
καθηγητές Παναγίωτη Τρεμπέλα και Ιωάννη Φουντούλη. Ο καθηγητής
Τρεμπέλας στον πρώτο τόμο του έργου του «Μικρόν Εὐχολόγιον»
πραγματεύεται τις τάξεις χειροθεσιών και χειροτονιών. Σε μία
ανεπτυγμένη εισαγωγή παρουσιάζει την εξέλιξη των τάξεων χειροθεσιών
και χειροτονιών συγκριτικά από τη χειρόγραφη παράδοση κάνοντας
μερικό σχολιασμό. Ακολουθεί η παρουσίαση του ιδίου του κειμένου με τα
κοινά στοιχεία και τις ιδιάζουσες διαφοροποιήσεις. Ως υπόμνημα τίθενται
στοιχεία χειρογράφων που τα διακρίνει η πλήρης διαφοροποίηση. Το
υλικό του προσδιορίζεται από τα χειρόγραφα της Εθνικής Βιβλιοθήκης, το
Ευχολόγιο του Dmitrievskij, το Βαρβερινό ελληνικό Ευχολόγιο 336 και το
Σλαβωνικό3.
Δεύτερη πραγμάτευση του θέματος μόνο της χειροτονίας του
πρεσβυτέρου υπάρχει στο «Θέματα Εὐχολογίου» του καθηγητή
Φουντούλη. Άρχεται με την περιγραφή της τάξεως από τις
κανονικολειτουργικές συλλογές (Αποστολική Παράδοση, Αποστολικές
Διαταγές, Κανόνες Ιππολύτου, Διαθήκη), το Ευχολόγιο του Σεραπίωνος
και το Corpus Dionysiacum. Έπεται μία επίσης κριτική θεώρηση αυτής
βάσει του Βαρβερινού ελληνικού Ευχολογίου 336, των χειρογράφων της
Εθνικής Βιβλιοθήκης, του Ευχολογίου του Dmitrievskij, του Σλαβωνικού
Ευχολογίου και του Συμεών Θεσσαλονίκης. Στο τέλος παραθέτει
ολόκληρη την τάξη χειροτονίας του πρεσβυτέρου, όπως τελείται σήμερα,
μετά διορθώσεων βασιζομένων στη μελέτη των πηγών4.
Από ξένους μελετητές προσπάθεια μελέτης του ανατολικού
τυπικού συνταντάμε στους Bradshaw, Parenti και Santantoni. Ο Bradshaw,
αγγλικανός ιερέας, θεολόγος, ιστορικός της λειτουργικής και
ακαδημαϊκός, στο έργο του «Ordination Rites of the Ancient Churches of
East and West»5 αναλύει, σε τέσσερα μέρη, την τάξη χειροτονίας όλων των
βαθμών της ιερωσύνης, κατωτέρου και ανωτέρου κλήρου, μέσα από τις
κανονικολειτουργικές συλλογές και τους λειτουργικούς τύπους δύσεως
και ανατολής, παραθέτοντας τα αντίστοιχα κείμενα. Στο συλλογικό έργο
26
«Sacraments and Sacramentals» ο Santantoni6 ερμηνεύει συντόμως τις
κανονικολειτουργικές συλλογές, ο δε Parenti7 τον βυζαντινό λειτουργικό
τύπο.
Πρώτη μορφή που συστηματικά ασχολήθηκε με τα χειροτονητήρια
τυπικά υπήρξε ο Joannes Morinus (1591-1659). Πρώην καλβινιστής,
μεταστραφής στον ρωμαιοκαθολικισμό στα τέλη των είκοσι ετών του,
έγινε ιερέας της κοινωνίας του Ιησού. Αν και βιβλικός μελετητής, ο
Morinus στηρίχθηκε επίσης στα λειτουργικά κείμενα για να συμπληρώσει
τις αντιαιρετικές του τοποθετήσεις εναντίον του Προτεσταντισμού, στον
απόηχο της Αντιμεταρρυθμίσεως. Το σπουδαίο του έργο Commentarius de
sacris ecclesiae ordinationibus, secundum antiquos et recentiores Latinos, Graecos,
Syros et Babylonios8 έχει ως αντικείμενο τη χειροτονία. Στο τμήμα του
ελληνικού τυπικού, ο Morinus παραθέτει επτά ελληνικούς ευχολογικούς
κώδικες με παράλληλη λατινική μετάφραση9. Προηγούνται οι
Αποστολικές Διαταγές και το Corpus Dionysiacum, έπεται δε το «Περὶ ἱερῶν
χειροτωνιῶν» του Συμεών Θεσσαλονίκης10.
27
των κειμένων μας ώθησαν στη μελέτη του παρόντος θέματος. Στα
ευχολογικά κείμενα των πρώτων αιώνων ανιχνεύονται αμοιβαίες
επιδράσεις και εξελίξεις στη θεολογία τους παράλληλα με τη διασάφηση
του δόγματος11. Πρώτο πλήρες σωζόμενο ελληνικό ευχολόγιο είναι το
Βαρβερινό 336 του 8ου αιώνα με την ίδια δομή ως και η σημερινή, πλήν
διαφοροποιήσεων, μαρτυρώντας τις συνεχείς επιδράσεις και ζυμώσεις
που υφίσταται η ζώσα λατρεία της Εκκλησίας. Ως εκ τούτου κρίθηκε
απαραίτητη η οριοθέτηση του θέματος και της ύλης με σκοπό την εις
βάθος έρευνα και αρτιότερη διάρθρωση της θεματολογίας.
Προστατευτικό ρόλο έναντι της λειτουργικής τάξεως, ανέλαβαν
κυρίως οι κανονολόγοι πατέρες και οι σύνοδοι. Αντικείμενο των ιερών
κανόνων είναι κυρίως τα μυστήρια: της θείας Ευχαριστίας, του
βαπτίσματος, του χρίσματος, της χειροτονίας, του γάμου, της μοναχικής
κουράς και της μετανοίας. Ο άρρηκτος δεσμός των κανόνων και της
λατρείας μαρτυρείται από τις αρχαίες κανονικολειτουργικές συλλογές,
όπως η Αποστολική Παράδοση του Ιππολύτου, οι Αποστολικές Διαταγές, η
Διαθήκη του Κυρίου, μέχρι τις μεταγενέστερες νομοκανονικές συλλογές12.
Η λειτουργική τάξη, όπως ορίζεται μέσα από τα λειτουργικά κείμενα, σε
θέματα σχετιζόμενα με την ηλικία χειροτονίας, τις απολελυμένες και τις
αθρόες χειροτονίες, έρχεται να οριοποιηθεί και να θεσμοθετηθεί μέσα
από τους ιερούς κανόνες, δεικνύοντας τον αδιάσπαστη ενότητα κανόνων
και λατρείας.
Είναι ευρέως αποδεκτό ότι η Αποστολική Παράδοση αποτελεί την
πηγή των υπολοίπων κανονικολειτουργικών συλλογών, των Κανόνων του
Ιππολύτου, της Διαθήκης και των Αποστολικών Διαταγών13. Κρίνεται
απαραίτητο να ερευνηθεί πως η κύρια πηγή επέδρασε στη διαμόρφωση
και καταγραφή των υπολοίπων συλλογών και συγκεκριμένα στις
χειροτονητήριες ευχές και ποια σχέση έχουν μεταξύ τους. Επιπροσθέτως
δε ανακύπτει το ερώτημα, αν υπάρχουν επιδράσεις επί των σημερινών
χειροτονητηρίων κειμένων.
28
Με ενδιάμεσο σταθμό το Corpus Dionysiacum η μελέτη έρχεται στον
8 αιώνα και στο Βαρβερινό ελληνικό Ευχολόγιο 336 έως τη σημερινή
ο
29
της ιερωσύνης με τη θεία λατρεία. Ενώ η ιουδαϊκή ιερωσύνη
χαρακτηρίζεται ως μεσιτική, η χριστιανική είναι χαρισματική. Η ειδική
ιερωσύνη του επισκόπου, του πρεσβυτέρου και του διακόνου είναι η
χαρισματική λειτουργία που οδηγεί στην αύξηση και την προκοπή του
σώματος της Εκκλησίας20. Τελεί τα μυστήρια και μέσω αυτών ανάγει το
σώμα της Εκκλησίας προς την τελείωση, τη θέωση21. Η αρμοδιότητα
τελέσεως των μυστήριων και ποια εξ αυτών τελεί έκαστος βαθμός
καθορίζεται μέσα από την Καινή Διαθήκη και τους πατέρες.
Το δεύτερο κεφάλαιο «Η ΙΕΡΩΣΥΝΗ ΣΤΗΝ ΚΑΝΟΝΙΚΗ
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ» πραγματεύεται τον τρόπο εισόδου και
εντάξεως στην τάξη του κλήρου. Ποια είναι τα προσόντα που οφείλει να
κατέχει ο υποψήφιος κληρικός και τι τον κωλύει της ιερωσύνης; Οι αθρόες
και οι per saltum χειροτονίες κανονικώς επιτρεπτές στην Ανατολή,
αναλύονται μέσα από αγιολογικές και πατερικές πηγές σε σχέση με τους
σχετικούς κανόνες. Στο ίδιο πλαίσιο ερευνώνται και οι απολελυμένες
χειροτονίες με στοιχεία μαρτυρούμενα και από τα ευχολογικά κείμενα.
Άλλα θέματα που τίθενται είναι η σχέση του πρεσβυτέρου με την ενορία,
ο τόπος εκλογής αυτού και το ποιος κατέχει την εξουσία προς χειροτονία.
Όλα τα θέματα στο κεφάλαιο αυτό ανασκοπούνται κυρίως βάσει της
κανονικής παραδόσεως.
Ακολουθούν δύο κεφάλαια που αναλύουν το θέμα της εργασίας
μας. Το τρίτο επιγράφεται «ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΤΩΝ
ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΩΝ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟΥ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ». Αρχικώς
επιχειρείται μία συγκριτική μελέτη των κειμένων των
κανονικολειτουργικών συλλογών και παρουσιάζονται οι αμοιβαίες
επιδράσεις και επιρροές των κειμένων της τάξεως χειροτονίας των
πρώτων αιώνων, καθώς και η τάξη αυτής. Ακολουθεί το Ευχολόγιο του
Σεραπίωνος αναλύοντας την ευχή και ό,τι άλλο στοιχείο δομικό μπορεί να
ανιχνευθεί. Το Corpus Dionysiacum του 6ου αιώνα, το πρώτο λειτουργικό
υπόμνημα, δομεί την τάξη ως έχει σήμερα με θεολογική ερμηνεία. Το
θεωρούμε σε σχέση με τους ερμηνευτές – σχολιαστές του Μάξιμο
Ομολογητή και Γεώργιο Παχυμέρη. Τέλος, μέσα από τις πατερικές και
30
αγιολογικές πηγές κατατίθενται οι διαφοροποιήσεις της τάξεως κατά τις
συνθήκες, τις εποχές και τις επαρχίες και εξάγονται συμπεράσματα ως
προς τη δομή της χειροτονίας.
Το τελευταίο κεφάλαιο φέρει τον τίτλο «ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΤΗΣ
ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟΥ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑΣ ΤΟΥ
ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ». Η έρευνα επικεντρώνεται σε ανέκδοτα αλλά και
εκδεδομένα χειρόγραφα, και στα έντυπα Ευχολόγια. Μέσα από αυτά
εντοπίζονται στοιχεία που έχουν εισέλθει ως εξαίρεση και ερμηνεύεται η
δομή τους. Στο παρόν κεφάλαιο γίνεται μία ενδελεχής μελέτη της τάξεως
χειροτονίας στην Ανατολή κατά το Βυζαντινό τυπικό βάσει της
ελληνόγλωσσης χειρογράφου παραδόσεως από τον 8ο αιώνα με το
Βαρβερινό ελληνικό Ευχολόγιο 336 έως σήμερα.
Η εργασία κλείνει με τα αναγκαία συμπεράσματα και την
καταγραφή της βιβλιογραφίας.
3. Πηγές.
Βασική ύλη της παρούσης εργασίας αποτελούν ευχολογικά κείμενα
που περιέχουν την τάξη της χειροτονίας και άλλες πηγές που μας
πληροφορούν για αυτήν. Αν θέλουμε να οριοθετήσουμε τις πηγές που
αφορούν την τάξη χειροτονίας, θα τις διαχωρίσουμε, όπως
διαμορφώνονται στα δύο τελευταία κεφάλαια, από τον 3ο έως τον 8ο
αιώνα και από τον 8ο έως σήμερα.
31
Hippolyts [Texte und Untersuchungen 58], Berlin 1954, (Σαϊδική). J.
and A. PÉRIER, Les 127 canons des apôtres: texte arabe, PO 8/4),
(Αραβική). E. TIDNER, Didascaliae apostolorum Canonum
ecclesiasticorum Traditionis apostolicae versiones Latinae [Texte und
Untersuchungen 75], Berlin 1963, (Λατινική). FR. X. FUNK,
Didascslia et Constitutiones Apostolorum, vol. II, Paderbornae 1905,
(Αιγυπτιακή Εκκλησιαστική Διάταξη - κοπτική μετάφραση).
β. Κανόνες Ιππολύτου = H. ACHELIS, Die ältesten Quellen des
orientalischen Kirchenrechtes. Die Canones Hippolyti [Texte und
Untersuchungen 6, 4], Leipzig 1891.
γ. Αποστολικές Διαταγές = M. METZGER, Les Constitutions
apostoliques, t. I-III, SC 320, 326, 336. FR. X. FUNK, Didascslia et
Constitutiones Apostolorum, vol. I, Paderbornae 1905. Και Επιτομή
Αποστολικών Διαταγών: FR. X. FUNK, Didascslia et Constitutiones
Apostolorum, vol. II, Paderbornae 1905.
δ. Διαθήκη του Κυρίου = I. E. RAHMANI, Testamentum Domini Nostri
Christi, Moguntiae 1899.
ε. Ευχολόγιο Σεραπίωνος = M. J. JOHNSON, The prayers of Serapion of
Thmuis, A literary, liturgical and theological analysis [Orientalia
Christiana Analecta 249], Roma 1995. PANTELEIMON E.
RODOPOULOS, The Sacramentary of Serapion, Thessaloniki 1967.
στ. Λειτουργικά υπομνήματα = ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ,
Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, κεφ. Ε΄. PG 3. Kαι έκδ. G. Heil
und A. M. Ritter, Corpus Dionysiacum II: Pseudo-Dionysius Areopagita,
De Coelesti Hierarchia, De Ecclesiastica Hierarchia, De Mystica
Theologia, Epistulae [Patristische Texte und Studien 36], Berlin – New
York 1991. ΜΑΞΙΜΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Εἰς τὸ περὶ τῆς
Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, Εἰς τὸ Κεφάλαιον Ε΄. PG 4. ΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΠΑΧΥΜΕΡΗ, Παράφρασις, κεφ. Ε΄. PG 3.
32
Πηγές 4ου κεφαλαίου:
33
34
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΧΡΙΣΤΟΣ – ΙΕΡΩΣΥΝΗ – ΕΚΚΛΗΣΙΑ
35
Η χριστιανική ιερωσύνη κατά τον Συμεών Θεσσαλονίκης είναι
ανώτερη από την ιουδαϊκή, διότι κεφαλή του σώματος της Εκκλησίας είναι
ο Χριστός και αντί για την κίδαρη, παρέχεται η χάρη του αγίου
Πνεύματος8. Η ιερωσύνη υπάρχει ως ουράνιο δώρο και έχει δύναμη Θεού,
διότι δεν διενεργεί, όπως η παλαιά, σφαγές αλόγων ζώων και αισθητές
τελετές, αλλά πνευματικές και υπερουράνιες9. Ο ιερέας της Καινής
Διαθήκης τίθεται «ὑπὲρ τὸν νόμον»10 και «τιμιώτερος ἐκείνου τοῦ
ἱερέως»11, διότι τίποτα ίσο δεν υπάρχει μεταξύ των τωρινών και των
παλαιών ιερέων, «ὅτι σκιᾷ μὲν ἐκείνοι ἐλάτρευων, οὗτοι δέ γε τῇ
ἀληθείᾳ»12. Ο ιερέας δεν εισέρχεται απλά στα Άγια των Αγίων, αλλά
«τούτων ἐπέκεινα»13. Εισέρχεται στο άνω θυσιαστήριο και ενεργεί τα
όντως άγια, διότι θύει τον ζώντα αμνό και αιτείται την εξιλέωση όλων14.
Κατά το Corpus Dionysiacum ο Θεός δώρισε τη μωσαϊκή κατά νόμον
ιεραρχία, η οποία εμφανίζει την αλήθεια με αμυδρές εικόνες, τα
αρχέτυπα με μακρινά απεικονίσματα και με δυσθεώρητα αινίγματα και
τύπους, επιλάμπει δηλαδή η θεαρχία το ανάλογο φως στις ασθενείς μας
όψεις, για να μην υποστούν βλάβη15.
Η ιουδαϊκή ιερωσύνη ήταν τύπος της ιερωσύνης του Χριστού, η
οποία υπήρχε ήδη στη σκέψη του Θεού και αποκαλύφθηκε πλήρως εν
Χριστώ. Στην Παλαιά Διαθήκη το λειτούργημα της ιερωσύνης
εξασφαλίζεται αρχικά από τον βασιλέα, που συνοδεύεται από έναν
ιεραρχημένο κλήρο, τις περισσότερες φορές κληρονομικό και που
αποτελεί μία ιδιαίτερη κοινωνική τάξη. Κατά την περίοδο των
Πατριαρχών Αβραάμ, Ισαάκ ή Ιακώβ, δεν υπάρχουν ειδικοί ιερείς του
36
Θεού, ούτε και ναοί16. Σύμφωνα με τη Γένεση οι Πατριάρχες χτίζουν
θυσιαστήρια17 και προσφέρουν θυσίες18, ασκώντας την οικογενειακή
ιερωσύνη. Οι μόνοι ιερείς που παρουσιάζονται στην Παλαιά Διαθήκη
είναι ξένοι, όπως ο ιερέας – βασιλέας της Ιερουσαλήμ Μελχισεδέκ19 και οι
ιερείς του Φαραώ20. Η φυλή του Λευΐ ήταν ακόμα μία απλή μη ιερατική
φυλή21. Από την εποχή του Μωυσέως αποκτά λατρευτικό έργο με την
εκλογή και την καθιέρωση από τον ίδιο τον Θεό, για να τον υπηρετεί22. Σε
αυτή δόθηκαν ιδιαίτερα προνόμια και καθήκοντα, όπως το δικαίωμα να
διδάσκουν τον νόμο και να ευλογούν. Έτσι ο Θεός ορίζει τους λειτουργούς
Του και εντέλλεται στον Μωυσή να ποιήσει σε αυτούς ιερατική στολή και
να ιερατεύουν23. Οι ιερείς ευλογούν τον λαό και εύχονται επ’ αυτού
επικαλούμενοι την ευλογία του Θεού24.
Η ιεραρχία στην Παλαιά Διαθήκη είναι αυστηρά καθορισμένη.
Πρώτος είναι ο Αρχιερέας, γιός του Σαδώκ και διάδοχος του Ααρών, που
αποτελεί το πρότυπο του ιερέως. Ο θεσμός του αρχιερέως θα περάσει από
πολλές διακυμάνσεις και κλυδωνισμούς, ώστε να καταλήξει να
διορίζονται από την πολιτική ηγεσία στα χρόνια του Χριστού. Μετά τον
Αρχιερέα έρχονται οι ιερείς, γιοί του Ααρών. Τέλος οι Λευίτες, που
ανήκουν στον κατώτερο κλήρο, αποτελούν τρεις οικογένειες, στις οποίες
και ενσωματώνονται οι ψάλτες και οι φύλακες των πυλών25.
Η λέξη ιερέας στην Καινή Διαθήκη αντλεί τη σημασία της από την
Παλαιά, αν και όπως αναφέραμε ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της
επαληθεύεται πλήρως στο πρόσωπο του Χριστού, του Μεγάλου
Αρχιερέως. Στην Παλαιά Διαθήκη η λέξη ιερέας σημαίνει τον λέγοντα την
αλήθεια ή τον προφήτη, ένα πρόσωπο δηλαδή που έχει έργο του τον λόγο
37
του Θεού26. Οι ιερείς για την επιτέλεση της λατρείας του Θεού και την
τήρηση του θελήματός Του χρειάζονται τη βοήθειά Του. Μόνο ο Θεός
μπορεί να πραγματοποιήσει μία τέλεια ιερωσύνη την ημέρα της
αποκαταστάσεως27 και της κρίσεως28. Στην Καινή Διαθήκη δεν είναι ο
χριστιανός ιερέας, όπως ο Ιουδαίος, αμυδρός τύπος του αιωνίου ιερέως,
αλλά είναι ιερέας Χριστού μέσω της υπερφυσικής ενώσεως με το μυστικό
σώμα Του. Ο κόσμος στην Παλαιά Διαθήκη δεν αποτελεί σώμα Θεού,
αλλά εικόνα του. Για αυτό η θυσία προσφερόταν από τον ίδιο τον Θεό και
η ιερατική ενέργεια στηριζόταν στην αυτοαποκάλυψη του Θεού στον
Λόγο του. Αντιθέτως στην Καινή Διαθήκη αυτός που διακονεί είναι ο ίδιος
ο ιερέας και όχι διάφορος από το σώμα της Εκκλησίας, η οποία είναι ο
ίδιος ο Χριστός29. Ο Ισραήλ είναι ο «λαός – ιερέας»30, ο μόνος λαός που
εξασφαλίζει τη λατρεία του αληθινού Θεού. Στην οριστική τελείωση, ο
λαός θα προσφέρει στον Κύριο την τέλεια λατρεία31. Για αυτό χρειάζεται
μία τέλεια ηγεσία και ιερωσύνη, που εκπληρώνεται και πραγματοποιείται
στο πρόσωπο του Χριστού, ο οποίος είναι ο μοναδικός ιερέας32.
Την σχέση χριστιανικής και λευιτικής ιερωσύνης αποδέχεται ο
Τερτυλλιανός33 υποστηρίζοντας ότι ο επίσκοπος είναι το Summus
Sacerdos, όπως ο άκρος αρχιερέας, ενώ ο Κυπριανός34 δεν δέχεται ότι η
ιουδαϊκή ιερωσύνη Summus Sacerdos, ιερέας και λευίτης αποτελεί την
38
απαρχή της χριστιανικής, διότι ο Χριστός είναι ο άκρος αρχιερέας,
Summus Sacerdos.
Είθισται, όταν ομιλούμε για ίδρυση της χριστιανικής Εκκλησίας, να
εννοούμε ότι ιδρύθηκε σε ορισμένο χρόνο από τον Ιησού Χριστό. Η θέση
αυτή δεν είναι τελείως λανθασμένη, αλλά έρχεται σε αντίθεση με
ορισμένα γεγονότα, τα οποία μας πείθουν ότι ο Κύριος δεν ίδρυσε από την
αρχή την νέα Εκκλησία, αλλά επανίδρυσε την ήδη υπάρχουσα Εκκλησία
της Παλαιάς Διαθήκης35. Η ίδια η Παλαιά Διαθήκη μέσω των
προτυπώσεων και των προφητών, προετοιμάζει το έδαφος για την έλευση
του Χριστού και δι’ Αυτού καταργείται ο παλαιός Νόμος. Εάν λοιπόν η
χριστιανική Εκκλησίας είναι αναζωογόνηση της ιουδαϊκής Συναγωγής,
τότε πρέπει να δεχθούμε ότι η χριστιανική ιερωσύνη είναι αναζωογόνηση
της ιερωσύνης της Παλαιάς Διαθήκης μέσω του Χριστού36. Ο Ωριγένης
τονίζει ότι ο Μωυσής, ο δούλος του Θεού, είναι νεκρός και ο Χριστός
ανέλαβε την ηγεσία37. Άλλη σπουδαία απόδειξη της διαδοχής αυτής
βρίσκεται στη σκηνή της βαπτίσεως του Κυρίου από τον Ιωάννη τον
Πρόδρομο και εν συνεχεία στο ότι οι πρώτοι μαθητές του Χριστού ήταν
προηγουμένως μαθητές του Ιωάννου38. Ο Χριστός καταργεί τη λευιτική
ιερωσύνη και καθιδρύει τη χαρισματική ιερωσύνη της Καινής Διαθήκης.
Είναι ο αρχιερέας στον οποίο η νομική ιερωσύνη βρήκε την ολοκλήρωσή
της και την τελείωσή της. Στην Παλαιά Διαθήκη δεν υπήρχε αληθής
ιερωσύνη και κατά συνέπεια ούτε αληθής σωτηρία και θέωση. Γι’ αυτό
ήλθε ο αληθής αρχιερέας, για να καταστούν ο τύπος και η σκιά περιττά 39.
Έτσι η Εκκλησία οικοδομήθηκε σε διαδοχή της Παλαιάς. Η Εκκλησία είναι
τόσο παλαιά, όσο η λύτρωση του Ισραήλ από την Αίγυπτο και η ίδρυση
αυτού ως έθνος.
Ο Χριστός κατά την Καινή Διαθήκη είναι ο μοναδικός ιερέας. Ο
ίδιος ο Χριστός στα συνοπτικά ευαγγέλια δεν αποδίδει ποτέ στον εαυτό
39
του τον όρο ιερέας, αλλά «Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου» και «Υἱὸς τοῦ Θεοῦ», και
για την αποστολή του χρησιμοποιεί όρους ιερατικούς και εκφράζεται
έμμεσα και συμβολικά40. Ο θάνατός Του απεικονίζεται στην Παλαιά,
άλλοτε συγκρίνεται με την εξιλαστήρια θυσία του Δούλου του Θεού 41 και
άλλοτε με τη θυσία της Διαθήκης του Μωυσέως στους πρόποδες του
Σινά42. Το αίμα Του, που προσφέρει το Πάσχα θυμίζει το αίμα του
πασχαλίου αμνού43. Ο θάνατος του Χριστού έτσι γίνεται προσφορά για
την εξιλέωση των αμαρτιών, τη σωτηρία του λαού, γενόμενος ο ίδιος
ιερέας της προσωπικής του θυσίας. Ο Μωσαϊκός νόμος δεν καταργείται,
αλλά εκπληρώνεται44. Φανερώνεται η βαθύτερη αξία του Νόμου, χωρίς να
δεσμεύεται από το γράμμα του45.
Ο απόστολος Παύλος ονομάζει τον Χριστό ιερέα. Παρουσιάζει τον
θάνατο του Ιησού με τα σύμβολα του πασχαλίου αμνού 46, της
ταπεινώσεως του δούλου47, της ημέρας του εξιλασμού48. Η θυσία Του
παρουσιάζεται επίσης στις εικόνες της κοινωνίας του αίματος του
Χριστού49, της λυτρώσεως μέσω του αίματός Του50. Ο θάνατός Του κατά
τον θείο Παύλο, είναι υπέρτατη πράξη ελευθερίας, πράξη ιερατική που
πρόσφερε μόνος του51. Στην αρχιερατική προσευχή52 ο Ιησούς εξαγιάζεται,
όπως ο ιερέας, καθιερώνεται με τη θυσία53 και ασκεί αποτελεσματική
μεσιτεία, στην οποία μάταια απέβλεπε η παλαιά ιερωσύνη.
Διεξοδική πραγμάτευση της ιερωσύνης του Χριστού γίνεται στην
προς Εβραίους επιστολή από τον απόστολο Παύλο. Εδώ εκτίθεται το έργο
του Ιησού ως ιερατικό και αρχιερατικό, δίδεται δε μεγάλη έμφαση στις
πτυχές αυτές του έργου Του. Στην επιστολή αναλύεται λεπτομερώς το
αρχιερατικό έργο του Χριστού και αναφέρεται στην κατάργηση της
40
ιουδαϊκής ιερωσύνης με την εμφάνιση και λειτουργία της ιερωσύνης του
Χριστού. Η ισχύς της ιουδαϊκής ήταν προσωρινή, ώστε να μη μπορεί να
συνεχίσει την ιστορία στη νέα φάση54.
Η ιερωσύνη του Χριστού προεικονίζεται στο πρόσωπο του
Μελχισεδέκ55, σύμφωνα με την προφητεία του ψαλμού 109, 4. Περί των
ιερατικών καθηκόντων Του αναφέρεται ότι Αυτός είναι ιερέας «κατά τήν
τάξιν Μελχισεδέκ», κατά τέτοιον τρόπο ώστε να καθιστά απλή την
υπεροχή μιας ιερωσύνης κατά την τάξιν Μελχισεδέκ και έτσι να
επιβεβαιώνει την υπεροχή του Χριστιανισμού επί του Ιουδαϊσμού. Ο
Αβραάμ ευλογείται από τον Μελχισεδέκ που είναι απάτωρ, αμήτωρ,
αγενεαλόγητος (ο Χριστός είναι αμήτωρ ως προαιώνιος Λόγος και
απάτωρ ως σαρκωμένος), και υποχρεώνεται να δώσει τα μετέπειτα
ισχύοντα για τους ιερείς της φυλής Λευΐ, το δέκατο από τα λάφυρά του. Ο
Μελχισεδέκ, ως βασιλιάς Σαλήμ και ιερέας, προσφέρει ψωμί και κρασί.
Μπροστά στον Αβραάμ, τον γενάρχη όλου του περιουσίου λαού του Θεού
και ακόμα και των ιερέων της φυλής Λευΐ, παρουσιάζεται ανώτερος
βασιλιάς, ιερέας και παίρνει τη δεκάτη. Έτσι ευλόγησε όχι μόνο τον
Αβραάμ, αλλά και τους δυνάμει ιερείς που θα έβγαιναν από τον
Αβραάμ56. Από ιστορικής απόψεως η δοθείσα ευλογία στον Αβραάμ και η
αποδοχή των προσφορών από αυτόν αποδεικνύει την υπεροχή του
Μελχισεδέκ έναντι του Λευΐ, ακόμη δε περισσότερο έναντι των απογόνων
του57. Η δεκάτη που πρόσφερε ο Αβραάμ υπογραμμίζει την κατωτερότητα
της ιερωσύνης του Λεϋί έναντι της ιερωσύνης του Χριστού58. Αυτός είναι ο
άσαρκος Λόγος στην Παλαιά Διαθήκη και σαρκωμένος στην Καινή, κατά
τη ρήση του ψαλμωδού «κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ»59.
41
Ο Ιησούς έγινε ιερέας όχι σε βάση «σαρκικῆς ἐντολῆς», δηλαδή
βασιζομένη σε καταγωγή και κληρονομία, αλλά «κατὰ δύναμιν ζωῆς
ἀκαταλύτου»60, εφ’ όσον η Γραφή αποσιωπά τη γενεαολογία και τον
θάνατο του Μελχισεδέκ. Η σιγή της Γενέσεως για τη γενεαλογία του
βασιλέως – ιερέως Μελχισεδέκ είναι ενδεικτική, για τον συγγραφέα της
Προς Εβραίους επιστολής, της αιωνιότητας του Υιού του Θεού61. Ο Χριστός
εγκαθίσταται στο αξίωμα με ορκωμοσία αντίθετα με τη λευϊτική
ιερωσύνη62. Ενώ οι λευίτες κωλύονταν της μονιμότητας της θέσεώς τους
λόγω του θανάτου63, ο Ιησούς κατέχει την ιερωσύνη του αμεταβίβαστα και
αμετάδοτα, «διὰ τὸ μένειν αὐτὸν εἰς τὸν αἰῶνα ἀπαράβατον ἔχειν τὴν
ἱερωσύνην»64. Είναι ο μοναδικός ιερέας, «ὅσιος, ἄκακος, ἀμίαντος,
κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν, καὶ ὑψηλότερος τῶν οὐρανῶν
γενόμενος»65.
Σύμφωνα με την αποστολική διδασκαλία, ο Χριστός συγκεντρώνει
στον εαυτό του όλες τις θεμελιώδεις ιδέες σε σχέση με την αντίληψη περί
μίας ιερατικής προσωπικότητας και ο Ιησούς ήταν το αντίτυπο, σε σχέση
με τα προσόντα και τα λειτουργήματα, όλων των χαρακτηριστικών του
ιουδαϊκού θεσμού της ιερωσύνης και παραμένει αιώνια υπεράνω όλων
των προκατόχων κατακλείοντας την τάξη στον εαυτό του, σε μία τέλεια
μορφή, τόσο ώστε κανείς άλλος ιερέας δεν χρειάζεται και καμία
πραγματική ανάγκη της ανθρωπίνης ψυχής δεν παραμένει
ανικανοποίητη66.
Η ιερωσύνη του Χριστού έχει τις ρίζες της μέσα στην ίδια Του την
ύπαρξη καθιστώντας τον μοναδικό μεσίτη67. Όντας αληθινός άνθρωπος68,
μοιράζεται την ένδεια του ανθρώπου ακόμα και στον πειρασμό69 και
ταυτόχρονα ως αληθινός Υιός του Θεού είναι ανώτερος από τους
60 Εβρ. 7, 16.
61 Εβρ. 7, 6.
62 Εβρ. 7, 21: «ὥμοσεν Κύριος... σὺ εἶ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα».
63 Εβρ. 7, 23.
64 Εβρ. 7, 27.
65 Εβρ. 7, 26.
66 ΙΑΚΩΒΟΥ (ΓΕΩΡΓΙΟΥ) ΠΗΛΙΛΗ (Ἐπισκόπου Κατάνης), Ἡ Χριστιανικὴ
Ἱερωσύνη, όπ.π., σσ. 200-201.
67 Πρωτοπρ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΒΑΚΑΡΟΥ, Ἡ ἱερωσύνη, όπ.π., σ. 85. Πρβλ. Α΄ Τιμ. 2, 5:
«εἷς Θεός, εἷς καὶ μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων Ἰησοῦ Χριστός».
68 Εβρ. 2, 10-18. 5, 7 εξ.
69 Εβρ. 2, 18. 4, 15.
42
αγγέλους70, είναι ο μοναδικός και αιώνιος ιερέας. Πραγματοποίησε τη
θυσία του «ἐφ’ ἅπαξ»71 μέσα στον χρόνο και είναι για πάντα ο μεσίτης της
Καινής Διαθήκης72. Ιερούργησε τον ίδιο Του τον εαυτό και έγινε ο
μοναδικός, τέλειος και αιώνιος ιερέας73.
Ο Κύριος μαζί με την αποστολή μετέδωσε στους αποστόλους και τα
αξιώματά Του, τα οποία συνένωσε στον εαυτό του αρμονικά74. Το
προφητικό αξίωμα, δηλαδή την εξουσία να κηρύττουν το ευαγγέλιο· το
αρχιερατικό, δηλαδή την εξουσία να τελούν τα μυστήρια και να
μεταδίδουν τη θεία χάρη, και το βασιλικό, δηλαδή την εξουσία να
ποιμαίνουν την Εκκλησία. Επειδή το έργο και η αποστολή των αποστόλων
ήταν το έργο και η αποστολή του Χριστού στους αιώνες και για όλους τους
ανθρώπους διά της Εκκλησίας, η ιερωσύνη δεν μπορούσε να είναι
εφήμερη, αλλά έπρεπε να παραμείνει και μετά τον θάνατο των
αποστόλων75. Έτσι η ιερωσύνη μεταδόθηκε στους διαδόχους των
αποστόλων, όπως το υπέδειξε ο ίδιος ο Χριστός λέγοντας: «καὶ ἰδοὺ ἐγὼ
μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος»76. Κατά
τον ιερό Χρυσόστομο τα λόγια αυτά δεν αναφέρονται μόνο στους
70 Εβρ. 1, 1-13.
71 Εβρ. 7, 27. 9, 12, 25-28. 10, 10-14. Βλ. και ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ,
Προτρεπτικός, κεφ. XII. PG 8, 241Α: «ὁ μέγας ἀρχιερεὺς Θεοῦ τε ἑνὸς αὐτοῦ καὶ πατρὀς,
ὑπὲρ ἀνθρώπων εὔχεται καὶ ἀνθρώποις ἐγκελεύεται». ΩΡΙΓΕΝΟΥΣ, Εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην
ἐξηγητικῶν, Τόμος Α΄, 40. PG 14, 93A: «μέγας ἐστὶν ἀρχιερεύς, οὐχ ὑπὲρ ἀνθρώπων
μόνον, ἀλλὰ, καὶ παντὸς λογικοῦ τὴν ἅπαξ θυσίαν προσενεχθεῖσαν, ἑαυτὸν ἀνενεγκών.
Χωρὶς γὰρ Θεοῦ ὑπὲρ παντὸς γεύσηται θανάτου».
72 Εβρ. 7, 24. 8, 6-13. 10, 12-18. Πρβλ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς τὴν πρὸς
Ἑβραίους. Ὁμιλία Δ΄, γ΄. PG 63, 40: «ἄξια, φησί, τῆς φιλανθρωπίας αὐτοῦ πεποίηκε (ὁ
Πατήρ), τὸ τὸν πρωτότοκον λαμπρότερον ἀποδεῖξαι πάντων, καὶ ὥσπερ ἀθλητὴν
γενναῖον καὶ τοὺς ἄλλους ὑπερέχοντα τοῖς ἑτέροις ὑπόδειγμα εἶναι τὸν ἀρχηγὸν τῆς
σωτηρίας αὐτῶν, τουτέστι τὸν αἴτιον τῆς σωτηρίας... καὶ οὗτος Υἱός, καὶ ἡμεῖς υἱοί· ἀλλ’ ὁ
μὲν σώζει, ἡμεῖς δὲ σωζόμεθα»
73 ΠΑΝ. Ι. ΣΚΑΛΤΣΗ, «Ὁ ἁγιάζων καὶ οἱ ἁγιαζόμενοι», Λειτουργικὲς Μελέτες ΙΙ,
εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 520.
74 Ν. Α. ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία Γ΄ [Φιλοσοφικὴ καὶ
Θεολογικὴ Βιβλιοθήκη 34], εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2001. σ. 283.
75 Πρωτοπρ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΒΑΚΑΡΟΥ, Ἡ ἱερωσύνη, όπ.π., σ. 76. ΝΙΚ. ΕΥΘ.
ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΥ, Τρία θεία ἰδιώματα καὶ τὸ τρισσὸν τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐν Χριστῷ ἀξίωμα,
ἐν Ἀθήναις 1972.
76 Ματθ. 28, 20. Πρωτοπρ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΒΑΚΑΡΟΥ, Ἡ ἱερωσύνη, όπ.π.,
Θεσσαλονίκη 1986, σ. 76. Πρβλ. Ν. Α. ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία Β΄,
όπ.π., σσ. 300-301.
43
αποστόλους, αλλά και στους διαδόχους τους77. Οι απόστολοι
χειροτονώντας τους διαδόχους τους με την επίθεση των χειρών, τους
θεωρούσαν ως συνεχιστές του έργου τους στην Εκκλησία,
παραγγέλλοντας να εκλέγουν άλλους ικανούς διαδόχους στη
διαποίμανση . 78
77 Εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον, Ὁμιλία Ϟ΄, β΄. PG 58, 789: «οὐ γὰρ δὴ ἕως τῆς συντελείας
τῶν αἰώνων οἱ Ἀπόστολοι μένειν ἔμελλον».
78 Α΄ Τιμ. 3, 1 εξ. 6, 20. Β΄ Τιμ. 1, 16. 2, 1-2. Τίτ. 2, 1-2. Α΄ Κορ. 2, 12, 16. Α΄ Πέτρ. 5, 12.
Βλ. και ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ ΡΩΜΗΣ, Ἐπιστολὴ πρὸς Κορινθίους Α΄, κεφ. ΜΔ΄. PG 1, 297A:
«ὅπως, ἐάν τινες κοιμηθῶσι, διαδέξωνται ἕτεροι διακεκριμένοι ἄνδρες τὴν λειτουργίαν
αὐτῶν». Πρωτοπρ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΒΑΚΑΡΟΥ, Ἡ ἱερωσύνη, όπ.π., σσ. 76-77. ΠΑΝ. Ν.
ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Δογματικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμος Γ΄, εκδ «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι
21979, σσ. 292-293.
79 ΙΑΚΩΒΟΥ (ΓΕΩΡΓΙΟΥ) ΠΗΛΙΛΗ (Ἐπισκόπου Κατάνης), Ἡ Χριστιανικὴ
Ἱερωσύνη, όπ.π., σ. 227.
80 ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Διάλογος , κεφ. ΣΙΒ΄. PG 155, 425B.
81 Όπ.π., κεφ. ΡΞΘ΄. PG 373D και 376CD. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ
Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, κεφ. Α΄, III. PG 3, 373C: «Ταύτης ἀρχὴ τῆς ἱεραρχίας ἡ πηγὴ
τῆς ζωῆς, ἡ οὐσία τῆς ἀγαθότητος, ἡ µία τῶν ὄντων αἰτία, Τριάς, ἐξ ἧς καὶ τὸ εἶναι καὶ τὸ
εὖ εἶναι τοῖς οὖσι δι’ ἀγαθότητα». Και έκδ. G. Heil und A. M. Ritter, Corpus Dionysiacum II,
όπ.π., σ. 66.
82 ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Διάλογος, κεφ. ΡΞΘ΄. PG 155, 373D.
83 DAVID BALFOUR, Ἁγίου Συμεὼν Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (1416/17-1429),
Ἔργα Θεολογικά. Κριτικὴ Ἔκδοσις μετ’ Εἰσαγωγῆς, όπ.π., Ἐπιστολὴ πρὸς τὰς ἐπισκοπάς
10280-282, σ. 167. Διάλογος, κεφ. ΟΖ΄. PG 155, 252C.
44
στους ανθρώπους84 και οι άνθρωποι, οι οποίοι λαμβάνουν την ιερωσύνη,
«ἐν Χριστῷ ἱερεῖς Θεοῦ καθίστανται καὶ ἐν Χριστῷ ἐνεργοῦσι ἅπαντα τὰ
μυστήρια»85.
δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς οργανική σύνδεση λαού και ιεραρχίας. Χωρίς
λαό δεν έχουμε ιεραρχία και χωρίς ιεραρχία οδηγούμαστε σε μία ακραία
πνευματοκρατική θεώρηση της Εκκλησίας87. Όλα τα μέλη της Εκκλησίας,
κληρικοί και λαϊκοί αποτελούν τον λαό του Θεού, το «βασίλειον
ἱεράτευμα καὶ ἔθνος ἅγιον»88.
Αναντιρρήτως οι δύο αυτές τάξεις αποτελούν τον λαό του Θεού,
κατά τη θεμελιώδη διδασκαλία της Αγίας Γραφής. Ο λαός δεν
διαχωρίζεται από τους άλλους λαούς, όπως στους χρόνους της Παλαιάς
Διαθήκης, όπου οι Ιουδαίοι θεωρούνταν ο εκλεκτός – περιούσιος λαός του
Θεού. Στην Καινή Διαθήκη όλοι, Ιουδαίοι και εθνικοί, γίνονται ένα εν
Χριστώ, κληρονόμοι του Αβραάμ κατ’ επαγγελίαν89 και όχι ως απόγονοι
45
εξ αίματος90. Όταν ο Συμεών συνάντησε στον ναό τον Ιησού, προφήτεψε
ότι θα είναι σωτήρας όλων των λαών, φως των εθνών και δόξα του
Ισραήλ91. Στον λαό αυτόν ανήκουν όλες οι γενεές, από τον Αδάμ έως τον
Χριστό και μέχρι το οριστικό τέλος του κόσμου, δηλαδή αυτοί που με την
κλήση του Θεού πίστεψαν, πιστεύουν και θα πιστέψουν στον Χριστό92. Ο
Χριστός έκανε όλους τους χριστιανούς «βασιλείαν καὶ ἱερεῖς καὶ
βασιλεύουσιν ἐπὶ τῆς γῆς»93.
Ο λαός του Θεού είναι ο χριστιανικός λαός, ανεξάρτητα από
φυλετική και εθνική καταγωγή. Η συσσωμάτωση με τον Χριστό γίνεται με
την αναγέννηση του βαπτίσματος94, το χρίσμα95 και τη συνεχή
πνευματική τροφή μετέχοντας της θείας Ευχαριστίας96. Όλα τα πιστά
μέλη με το άγιο χρίσμα λαμβάνουν τον αρραβώνα του Αγίου Πνεύματος
90 Πρεσβ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Ι. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κληρικοί και λαϊκοί ως λαός του Θεού στον
Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 2011, σσ. 40-41.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, Τὸ σῶμα τοῦ ζῶντος Θεοῦ, εκδ. «Πατριαρχικὸν Ἵδρυμα
Πατερικῶν Μελετῶν», Θεσσαλονίκη 1972, σ. 26.
91 Λουκ. 2, 30-32.
92 ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΕΒΤΙΤΣ, Ἡ ἐκκλησιολογία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, εκδ.
«Γρηγόρη», Ἀθήνα 1984, σ. 67.
93 Αποκ. 5, 10.
94 ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Λόγος Β΄, Τίνα συντέλειαν
αὐτῇ παρέχεται τὸ βάπτισμα. PG 150, 521A-568D.
95 ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, όπ.π., Λόγος Γ΄, Τίνα συντέλειαν αὐτῇ παρέχεται τὸ
θεῖον μύρον. PG. 150, 569A-580D.
96 ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, όπ.π., Λόγος Δ΄, Τίνα συντέλειαν αὐτῇ δίδωσιν ἡ ἱερὰ
κοινωνία. PG. 581A-625B. Βλ. και ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΜΕΜΑΝ, Εὐχαριστία. Τὸ Μυστήριο τῆς
Βασιλείας, μετ. ἀπὸ τὰ Ἀγγλικά Ἰωσήφ Ροηλίδη, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 22000, σ. 28. Ἀρχιμ.
ΣΚΡΕΤΤΑ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ (Ἀρχιμ.), Ἡ θεία Εὐχαριστία καὶ τὰ προνόμια τῆς Κυριακῆς κατὰ
τὴ διδασκαλία τῶν Κολλυβάδων [Κανονικὰ καὶ Λειτουργικὰ 7]. ἐκδ. Μυγδονία,
Θεσσαλονίκη 32008. Θ. ΣΥΜΕΟΥ, Το τρισσόν μυστήριον της μυήσεως στον Νικόλαο
Καβάσιλα και τη λειτουργική πράξη και θεολογία της Oρθοδόξου Εκκλησίας, ανέκδ.
διπλωματική εργασία, Θεσσαλονίκη 2012. Πρωτοπρ. ΙΩΑΝΝΟΥ – ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΝΑΣΣΗ, Ἡ τελεσιουργία τοῦ Μυστηρίου τῆς Εύχαριστίας. Κανονικὴ διδασκαλία καὶ
Λειτουργικὴ πράξη [Κανονικὰ καὶ Λειτουργικά 5], εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2007. Ν.
Σ. ΜΙΛΟΣΕΒΙΤΣ, Ἡ θεία εὐχαριστία ὡς κέντρον τῆς θείας λατρείας. Ἡ σύνδεσις τῶν
μυστηρίων μετὰ τῆς θείας εὐχαριστίας, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2005. ΠΑΝ. Ι.
ΣΚΑΛΤΣΗ, «Ὁ ἁγιάζων καὶ οἱ ἁγιαζόμενοι», Λειτουργικὲς Μελέτες ΙΙ, εκδ. Π. Πουρναρά,
Θεσσαλονίκη 2006. Για τη σχέση των μυστηρίων του βαπτίσματος ως γέννησης και της
ευχαριστίας ως τροφής, στον ιερό Χρυσόστομο, βλ. Πρωτοπρ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ,
Ἄνθρωπος καὶ κόσμος ἐν τῇ οἰκονομίᾳ τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἱερὸν Χρυσόστομον, εκδ.
«Πατριαρχικὸν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν», Θεσσαλονίκη 1971, σσ. 216-221.
46
στις καρδίες97 τους και γίνονται ναός του Κυρίου98, προσφέροντας τους
εαυτούς τους «θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ, τὴν λογικὴν
λατρείαν»99. Με τα χωρία αυτά διδάσκεται το αρχιερατικό και βασιλικό
αξίωμα του Χριστού, στο οποίο μετέχουν οι χριστιανοί 100. Μετέχουν δε και
του προφητικού αξιώματος, για το οποίο προφήτεψε ο προφήτης Ιωήλ:
«Καὶ ἔσται ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις, λέγει ὁ Θεός, ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ
πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα, καὶ προφητεῦσουσιν οἱ υἱοὶ ὑμῶν καὶ αἱ
θυγατέρες ὑμῶν, καὶ οἱ νεανίσκοι ὑμῶν ὁράσεις ὄψονται»101. Άπαντες οι
πιστοί επλήσθησαν Πνεύματος Αγίου και μετέδιδαν τον λόγο του Θεού με
παρρησία102.
Ο απόστολος Πέτρος στην πρώτη του επιστολή διδάσκει: «Ὑμεῖς δὲ
γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαὸς εἰς περιποίησιν,
ὅπως τὰς ἀρετὰς ἐξαγγείλητε τοῦ ἐκ σκότους ὑμᾶς καλέσαντος εἰς τὸ
θαυμαστὸν αὐτοῦ φῶς. Οἵ ποτε οὐ λαὸς, νῦν δὲ λαὸς Θεοῦ, οἱ οὐκ
ἠλεημένοι, νῦν δὲ ἐλεηθέντες»103. Εδώ επιβεβαιώνεται ότι οι πιστοί
αποτελούν τον λαό του Θεού. Όλα τα μέλη της Εκκλησίας μετέχουν της
ιερωσύνης του Χριστού, που είναι ιερέας κατά την τάξιν Μελχισεδέκ104.
Μετέχουν αυτής ως το «βασίλειον ἱεράτευμα» σύμφωνα με το χάρισμα
47
που τους δόθηκε105, για να υπηρετούν έκαστος τη δική του διακονία κατά
το μέτρο της δωρεάς του Χριστού106. Κατά τον ιερό Χρυσόστομο, ο λαός του
Θεού, οι πιστοί, είναι «πλήρωμα ἱερατικόν»107, δεν είναι ιερείς δευτέρας
κατηγορίας, ούτε ταυτίζεται η βαπτισματική γενική ιερωσύνη με την
ειδική, αλλά ως μέλη της Εκκλησίας του Χριστού είναι χειροτονημένοι για
να Τον διακονούν στον κόσμο και να αγιάζονται μέσα από τη μετοχή τους
στη μυστηριακή ζωή108.
Στην θεολογία του αποστόλου Παύλου βλέπουμε ότι οι πιστοί
γίνονται λαός του Θεού με ορισμένες συγκεκριμένες προϋποθέσεις109.
Πρώτα να είναι ναοί του ζώντος Θεού, οπότε ο Θεός ενοικεί μέσα τους και
εμπεριπατεί μαζί τους110. Βλέπουμε, επίσης, ότι για να γίνουν λαός του
Θεού συνιστά προϋπόθεση να έχουν τους νόμους του Θεού γραμμένους
όχι σε λίθινες πλάκες, αλλά στο νου τους και την καρδιά τους111.
Διαφαίνεται η απαραίτητη συνέργεια από την πλευρά των πιστών, για να
γίνουν λαός του Θεού. Επίσης η θεία χάρις φανερώνεται μέσα από το
μυστήριο της ενανθρωπήσεως και της θυσίας του Ιησού, που έγινε για να
48
μας λυτρώσει από τις αμαρτίες μας, να μας καθαρίσει και να γίνουμε
λαός Του, που θα επιτελεί με ζήλο καλά έργα112.
Την ενότητα των μελών, την αγαπητική σχέση και την ποικιλία των
χαρισμάτων εντός του σώματος του Χριστού η θεολογία θεωρεί ως έργο
της Αγίας Τριάδας προς το συνολικό σώμα της Εκκλησίας113. Μέσα σε
αυτήν την ενότητα ανθοφορούν τα ποικίλα χαρίσματα , οι καρποί του
Αγίου Πνεύματος114 στο πλαίσιο της ενότητας, ως αλλήλων μέλη115. Καμία
διάκριση κληρικών και λαϊκών δεν χωρεί. Τα μέλη της Εκκλησίας έχουν
δεσμό λειτουργικό, όπως τα μέλη του σώματος. Κανένα δεν
ανεξαρτητοποιείται από το άλλο, αλλά αλληλοϋπηρετούνται. Κάθε πιστό
μέλος διατηρεί την ιδιαιτερότητά του και είναι αναντικατάστατο. Τα
χαρίσματα είναι ποικίλα, αλλά σημαίνουν λειτουργική ενέργεια για το
σύνολο116. Όλοι είναι ισότιμα μέλη του Σώματος του Χριστού
112 Τίτ. 2, 14: «ὃς ἔδωκεν ἑαυτὸν ὑπὲρ ἡμῶν, ἵνα λυτρώσηται ἡμᾶς ἀπὸ πάσης
ἀνομίας καὶ καθαρίσῃ ἑαυτῷ λαὸν περιούσιον ζηλωτὴν καλῶν ἔργων».
113 Ν. Α. ΜΑΤΣΟΥΚΑ, «Η ιστορική διάσταση της Εκκλησίας», Καθ’ οδόν 10 (Ιαν. –
Απρ. 1995) 33. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία Β΄, όπ.π., σ. 414.
114 Α΄ Κορ. 12, 4-11.
115 Εφ. 4, 25.
116 Α΄ Κορ. 12, 14-27: «καὶ γὰρ τὸ σῶμα οὐκ ἔστιν ἓν μέλος, ἀλλὰ πολλά. ἐὰν εἴπῃ ὁ
πούς, ὅτι οὐκ εἰμὶ χείρ, οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ σώματος, οὐ παρὰ τοῦτο οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ
σώματος; καὶ ἐὰν εἴπῃ τὸ οὖς, ὅτι οὐκ εἰμὶ ὀφθαλμός, οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ σώματος, – οὐ παρὰ
τοῦτο οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ σώματος; εἰ ὅλον τὸ σῶμα ὀφθαλμός, ποῦ ἡ ἀκοή; εἰ ὅλον ἀκοή,
ποῦ ἡ ὄσφρησις; νυνὶ δὲ ὁ Θεὸς ἔθετο τὰ μέλη ἓν ἕκαστον αὐτῶν ἐν τῷ σώματι καθὼς
ἠθέλησεν. εἰ δὲ ἦν τὰ πάντα ἓν μέλος, ποῦ τὸ σῶμα; νῦν δὲ πολλὰ μὲν μέλη, ἓν δὲ
σῶμα. οὐ δύναται δὲ ὀφθαλμὸς εἰπεῖν τῇ χειρί· χρείαν σου οὐκ ἔχω· ἢ πάλιν ἡ κεφαλὴ
τοῖς ποσί· χρείαν ὑμῶν οὐκ ἔχω· ἀλλὰ πολλῷ μᾶλλον τὰ δοκοῦντα μέλη τοῦ σώματος
ἀσθενέστερα ὑπάρχειν ἀναγκαῖά ἐστι, καὶ ἃ δοκοῦμεν ἀτιμότερα εἶναι τοῦ σώματος,
τούτοις τιμὴν περισσοτέραν περιτίθεμεν, καὶ τὰ ἀσχήμονα ἡμῶν εὐσχημοσύνην
περισσοτέραν ἔχει. τὰ δὲ εὐσχήμονα ἡμῶν οὐ χρείαν ἔχει. ἀλλ’ ὁ Θεὸς συνεκέρασε τὸ
σῶμα, τῷ ὑστεροῦντι περισσοτέραν δοὺς τιμήν, ἵνα μὴ ᾖ σχίσμα ἐν τῷ σώματι, ἀλλὰ τὸ
αὐτὸ ὑπὲρ ἀλλήλων μεριμνῶσι τὰ μέλη· καὶ εἴτε πάσχει ἓν μέλος, συμπάσχει πάντα τὰ
μέλη, εἴτε δοξάζεται ἓν μέλος, συγχαίρει πάντα τὰ μέλη. Ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ
μέλη ἐκ μέρους». Ν. Α. ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία Β΄, όπ.π., σ. 415.
JOHN ZIZIOULAS, «Ordination – A Sacrament? I. An Orthodox replay», Consilium 82 (1972)
37. Βλ. και ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Πρὸς τοὺς καλέσαντας, καὶ μὴ ἀπαντήσαντας. Λόγος
Β΄, Γ΄. PG 35, 409Β. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Περὶ τῆς ἐν διαλέξεσιν εὐταξίας, καὶ ὅτι οὐ παντὸς
ἀνθρώπου, οὔτε παντὸς καιροῦ τὸ περὶ Θεοῦ διαλέγεσθαι. Λόγος ΛΒ΄, ΙΑ΄-ΙΓ¨. PG 36, 185D-
188BD: «Οἱ γὰρ πάντες ἓν σῶμά ἐσμεν ἐν Χριστῷ· οἱ δὲ καθ’ ἕνα Χριστοῦ, καὶ ἀλλήλων
μέλη. Τὸ μὲν γὰρ ἄρχει καὶ προκαθέζεται, τὸ δὲ ἄγεται καὶ εὐθύνεται, καὶ οὔτε ταυτὸν
ἀμφότερα ἐνεργεῖ, εἴπερ μὴ ταυτὸν ἄρχειν καὶ ἄρχεσθαι· καὶ γίνεται ἀμφότερα ἓν εἰς ἕνα
49
Χριστὸν, ὑπὸ τοῦ αὐτοῦ συναρμολογούμενα, καὶ συντιθέμενα Πνεύματος. Κἂν τοῖς
ἀρχομένοις πάλιν, ὅσον τὸ μέσον καὶ παιδεύσει, καὶ ἀσκήσει, καὶ ἡλικίᾳ διεστηκόσι· κἀν
τοῖς ἄγουσι τὸ διάφορον ὅσον· καὶ πνεύματα προφητῶν προφήταις ὑποτάσσεται, Παύλου
λέγοντος, μὴ ἀμφίβαλλε. Καὶ οὓς μὲν ἔθετο, φησὶν, ὁ Θεὸς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, πρῶτον
ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον ποιμένας καὶ διδασκάλους· πρῶτον διὰ τὴν
ἀλήθειαν, δεύτερον διὰ τὴν σκιάν, τρίτον διὰ τὸ μέτρον τῆς ὠφελείας, καὶ τῆς
ἐλλάμψεως. Καὶ τὸ μὲν πνεῦμα ἕν, τὰ χαρίσματα δὲ οὐκ ἴσα, ὅτι μηδὲ τὰ δοχεῖα τοῦ
πνεύματος. ᾯ, μὲν γὰρ διὰ τοῦ Πνεύματος δίδοται λόγος σοφίας καὶ θεωρίας, ἄλλῳ δὲ
λόγος γνώσεως ἢ ἀποκαλύψεως, ἄλλῳ πίστις βεβαία καὶ ἀνενδοίαστος ἄλλῳ
δὲ ἐνεργήματα δυνάμεων καὶ θαυμάτων ὑψηλοτέρων, ἄλλῳ δὲ χαρίσματα ἰαμάτων,
ἀντιλήψεις, εἴτουν προστασίαι, κυβερνήσεις, εἴτουν παιδαγωγίαι σαρκὸς, γένη γλωσσῶν,
ἑρμηνεῖαι γλωσσῶν, τὰ μείζω χαρίσματα, καὶ τὰ δεύτερα, κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς
πίστεως. Ταύτην αἰδώμεθα τὴν τάξιν, ἀδελφοί, ταύτην φυλάττωμεν. Ὁ μὲν ἔστω τις
ἀκοή, ὁ δὲ γλῶττα, ὁ δὲ χείρ, ὁ δὲ ἄλλο τι τούτων. Ὁ μὲν διδασκέτω, ὁ δὲ μανθανέτω· ὁ δὲ
ἐργαζέσθω τὸ ἀγαθὸν ταῖς ἰδίαις χερσὶν εἰς μετάδοσιν τοῦ δεομένου καὶ χρῄζοντος. Ὁ
μὲν ἀρχέτω καὶ προβεβλήσθω· ὁ δὲ δικαιούσθω διὰ τῆς ὑπουργίας· καὶ ὁ διδάσκων
ἐγκόσμως. Προφῆται γὰρ δύο ἢ τρεῖς λαλείτωσαν, καὶ ἀνὰ μέρος, καὶ εἷς διερμηνευέτω.
Ἄλλου δὲ τρανωθέντος, ὁ πρῶτος ὑποχωρείτω. Καὶ ὁ μανθάνων, ἐν εὐπειθείᾳ· καὶ ὁ
χορηγῶν, ἐν ἱλαρότητι· καὶ ὁ ὑπουργῶν, ἐν προθυμίᾳ. Μὴ πάντες ὦμεν γλῶσσα, τὸ
ἑτοιμότατον· μὴ πάντες ἀπόστολοι, μὴ πάντες προφῆται, μὴ πάντες διερμηνεύωμεν.
Μέγα τὸ περὶ Θεοῦ λαλεῖν; Ἀλλὰ μεῖζον τὸ ἑαυτὸν καθαίρειν Θεῷ· ἐπειδὴ εἰς κακότεχνον
ψυχὴν σοφία οὐκ εἰσελεύσεται. Καὶ σπείρειν ἐκελεύσθημεν εἰς δικαιοσύνην, καὶ τρυγᾶν
καρπὸν ζωῆς, ἵνα καὶ φωτισθῶμεν τῷ φωτὶ τῆς γνώσεως. Καὶ Παῦλος, διὰ τοῦ ἀγαπᾶν
ἡμᾶς τὸν Κύριον, ὑπὸ Κυρίου γινώσκεσθαι βούλεται, διὰ δὲ τοῦ γιγνώσκεσθαι, τὸ
διδάσκεσθαι, καὶ ταύτην ὁδὸν βελτίονα οἶδεν εἰς γνῶσιν, τῆς φυσιούσης οἰήσεως. Μέγα
τὸ διδάσκειν; Ἀλλὰ τὸ μανθάνειν ἀκίνδυνον. Τί σεαυτὸν ποιεῖς ποιμένα, πρόβατον ὤν; Τί
γίνῃ κεφαλή, ποὺς τυγχάνων; Τί στρατηγεῖν ἐπιχειρεῖς, τεταγμένος ἐν στρατιώταις; Τί τὰ
μεγάλα καὶ οὐκ ἀσφαλῆ κέρδη τῆς θαλάσσης ἐπιδιώκεις, ἐνὸν ἀκινδύνως γεωργεῖν γῆν,
εἰ καὶ κερδαίνοις ἐλάσσονα; Καὶ εἰ μὲν ἀνὴρ εἶ κατὰ Χριστόν, καὶ γεγύμνασταί σοι τὰ
αἰσθητήρια, καὶ λαμπρόν σοι τὸ φῶς τῆς γνώσεως, λάλει Θεοῦ σοφίαν τὴν λαλουμένην
ἐν τοῖς τελείοις, καὶ τὴν ἀποκεκρυμμένην ἐν μυστηρίῳ· καὶ ταύτην, ὅταν καιρὸν λάβῃς,
καὶ πιστευθῇς. Τί γὰρ ἔχεις παρὰ σεαυτοῦ, ὃ μὴ δέδοται, μηδὲ εἴληφας; Εἰ δὲ ἔτι νήπιος εἶ,
καὶ χαμερπὴς τὴν διάνοιαν, καὶ τοῖς ὑψηλοτέροις προσβαίνειν οὐχ ἱκανός, γενοῦ
Κορίνθιος, γάλακτι τράφηθι. Τί χρῄζεις στερεωτέρας τροφῆς, ἣν οὐκ ἀναλίσκει τὰ μέλη,
καὶ ποιεῖ τροφὴν δι’ ἀσθένειαν; Φθέγγου μέν, εἴ τι κρεῖττον σιωπῆς ἔχεις (καὶ γὰρ τὸ
τάξιν στείλασθαι χείλεσιν ἐπαινούμενον, ἔγνως· ἀγάπα δὲ ἡσυχίαν, ἔνθα κρεῖττον λόγου
τὸ σιωπᾶν· καὶ τὰ μὲν εἰπεῖν, τὰ δὲ ἀκοῦσαι· καὶ τὰ μὲν ἐπαινέσαι, τὰ δὲ μὴ πικρῶς
ἀποπέμψασθαι». ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Εἰς τοὺς λόγους, καὶ εἰς τὸν ἐξισωτὴν Ἰουλιανόν. Λόγος ΙΘ΄,
Ι΄. PG 35, 1053C: «Τὰ πρόβατα μὴ ποιμαίνετε τοὺς ποιμένας, μηδὲ ὑπὲρ τοὺς ἑαυτῶν
ὅρους ἐπαίρεσθε· ἀρκεῖ γὰρ ὑμῖν, ἂν καλῶς ποιμαίνησθε. Μὴ κρίνετε τοὺς κριτάς, μηδὲ
νομοθετεῖτε τοῖς νομοθέταις· οὐ γάρ ἐστι Θεὸς ἀκαταστασίας καὶ ἀταξίας, ἀλλ’ εἰρήνης
καὶ τάξεως. Μὴ τοίνυν ἔστω τις κεφαλὴ, μόγις που χεὶρ τυγχάνων, ἢ πούς, ἢ ἄλλο τι τῶν
εὐτελεστέρων μελῶν τοῦ σώματος· ἀλλ’ ἕκαστος ἐν ᾗ ἐκλήθη τάξει, ἀδελφοί, ἐν ταύτῃ
μενέτω, κἂν ᾖ τῆς κρείττονος ἄξιος· ἐν ᾧ στέργει τὴν παροῦσαν, πλέον εὐδοκιμῶν, ἢ ἐν
50
συμπορευόμενοι, έκαστος με το ιδιαίτερο χάρισμά του, προς την
ολοκλήρωση και την τελείωση117. Λαός και κλήρος διακρίνονται ως μέλη,
ως διαφορετικές χαρισματικές λειτουργίες και όχι ως ανώτερα
εξουσιαστικά όργανα και υποτελείς. Κορυφαία χαρίσματα, όπως η ειδική
ιερωσύνη, υπάρχουν, δεν είναι όμως κυριαρχικά και εξουσιαστικά, αλλά
λειτουργικά του πληρώματος, κεφαλής και σώματος118.
Ο όρος λαϊκός δεν απαντάται στην Αγία Γραφή, αλλά ο όρος λαός,
από τον οποίο παράγεται ο όρος λαϊκός, που σημαίνει τον ανήκοντα στον
λαό του Θεού. Στην Καινή Διαθήκη ο χριστιανικός λαός, ο νέος Ισραήλ
παίρνει τη θέση του λαού του Θεού, ο οποίος αποτελείται από
πιστεύοντες στον Ιησού Χριστό και Ιουδαίους και Εθνικούς119. Ο όρος
αυτός συναντάται πρώτη φορά στον Κλήμεντα Ρώμης120 και έπειτα στον
Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα121 και τον Ωριγένη122, αλλά και σε άλλους
πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς των πρώτων αιώνων123.
Λαϊκοί124, κατά ταύτα, νοούνται οι πιστοί που εντάχθηκαν ως μέλη
της Εκκλησίας με το μυστήριο του βαπτίσματος. Όλα τα μέλη της
51
Εκκλησίας είναι κατά κύριο λόγο λαϊκοί, ως ανήκοντες στον άγιο λαό του
Θεού και επομένως πάνω σε αυτήν τη βάση μπορούν να λαμβάνουν και
άλλες ιδιότητες και αξιώματα μέσα στην Εκκλησία125. Δεν κατέχουν το
χάρισμα να επιτελούν τα μυστήρια, αλλά στο πλαίσιο του βασιλείου
ιερατεύματος μετέχουν της γενικής ιερωσύνης που αποκτάται με το άγιο
βάπτισμα. Δύνανται να κάνουν «δεήσεις, προσευχάς, ἐντεύξεις,
εὐχαριστίας ὑπὲρ πάντων ἀνθρώπων»126, να προσφέρουν τα Δώρα της
Ευχαριστίας127, να δίδουν το φίλημα της ειρήνης128, να μετέχουν των
λειτουργικών ευχών επισφραγίζοντας με το Αμήν129, να προσφέρουν τα
σώματά τους «θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ»130 και κυρίως να
μετέχουν της θείας Ευχαριστίας131.
«λαϊκός» σημαίνει τον ανήκοντα στον λαό του Θεού, στην Εκκλησία, οι κληρικοί δεν
πρέπει με κανέναν τρόπο να θεωρηθούν ότι βρίσκονται έξω από τον λαό αυτόν του
Θεού, τον άγιο. Ι. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, «Οἱ λαϊκοὶ στὴν πράξη τῆς Λατρείας», Κοινωνία 34,
τεύχ. 4 (Ὀκτ.-Δεκ. 1991) 450, και όλο το κείμενο, σσ. 448 – 465.
125 Ι. ΚΑΡΜΙΡΗ Ι. Ἡ θέσις καὶ ἡ διακονία τῶν λαϊκῶν ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ,
Ἀθῆναι 1976, σ. 10.
126 Α΄ Τιμ. 2, 1.
127 Α΄ Κορ. 11, 21-29. Βλ. και ΠΑΝ. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, «Ἡ τελεσιουργία τῆς θείας
Εὐχαριστίας κατὰ τοὺς δύο πρώτους αἰῶνας», Θεολογία 2 (1924) 161. ΠΑΝ. Ι. ΣΚΑΛΤΣΗ,
Τὰ διακονικὰ παραγγέλματα καὶ ἡ στάση τῶν πιστῶν στὴ θεία Λειτουργία, εκδ. Π.
Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 11. ΠΑΝ. Ι. ΣΚΑΛΤΣΗ, «Ὁ ἁγιάζων καὶ οἱ ἁγιαζόμενοι»,
όπ.π., σ. 530.
128 Ρωμ. 16, 16. Α΄ Κορ. 16, 20 εξ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς τὴν Β΄ πρὸς
Κορινθίους. Ὁμιλία ΙΗ΄, γ΄. PG 61, 527: «οὐδὲ γὰρ ἐκεῖνος εὐχαριστεῖ μόνος, ἀλλὰ καὶ ὁ
λαὸς ἅπας» και «ἐπεύχεται ὁ ἱερεὺς τῷ λαῷ, ἐπεύχεται καὶ ὁ λαὸς τῶ ἱερεῖ». Ἱεροδ.
ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ, Περὶ τῆς συχνῆς μεταλήψεως, εκδ. «Τῆνος», Ἀθῆναι
21992, σ. 185: «Ὅτι δὲ καὶ ὅλοι οἱ παραστεκάμενοι, ὁμοῦ μὲ τὸν ἱερουργὸν
συμπροσφέρουσι διὰ μέσου αὐτοῦ, φανερὸν εἶναι ἀπ’ ἐκεῖνα ὅπου συμπεριλαμβάνωντας
ὁ ἱερουργὸς καὶ ἐκείνους, πληθυντικὰ ἐκφωνεῖ τώρα μὲν λέγων: “Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ
προσφέρομεν” καὶ ἑξῆς, καὶ: “στῶμεν καλῶς... τὴν ἁγίαν ἀναφορὰν ἐν εὶρήνῃ
προσφέρειν”».
129 Βλ. Γ. Ν. ΦΙΛΙΑ, Ὁ τρόπος ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν στὴ Λατρεία τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας κατὰ τὰ χειρόγραφα Εὐχολόγια Η΄- ΙΔ΄ αἰώνων, εκδ. Γρηγόρη. Ἀθήνα 1997.
ΠΑΝ. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Ἡ ρωμαϊκὴ λειτουργικὴ κίνησις καὶ ἡ πρᾶξις τῆς Ἀνατολῆς. Ἡ
συμμετοχὴ τοῦ λαοῦ ἐν τῇ Λατρείᾳ καὶ ἡ ἐκφώνησις τῶν εὐχῶν τῆς Λειτουργίας, Ἀθῆναι
1949.
130 Ρωμ. 12, 1.
131 Βλ. ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Διάλογος, κεφ. ΡΜϚ. PG 155, 253C. ΠΑΝ. Ι.
ΣΚΑΛΤΣΗ, «Ὁ ἁγιάζων καὶ οἱ ἁγιαζόμενοι», Λειτουργικὲς Μελέτες ΙΙ, όπ.π., σ. 530-531.
52
Στο πλαίσιο αυτό αναφαίνεται το ειδικό χάρισμα της ιερωσύνης και
των τριών βαθμών αυτής. Με το μυστήριο της ιερωσύνης, όσοι
χειροτονούνται λαμβάνουν τη χάρη του Αγίου Πνεύματος με την επίθεση
των χειρών132, μετά «δεήσεως δὲ καὶ εὐχῆς καθίστανται, εἴτε διάκονοι, εἴτε
πρεσβύτεροι, εἴτε ἐπίσκοποι»133. Έχουμε με τον τρόπο αυτόν στη μία και
αδιαίρετη ιερωσύνη, τρεις βαθμούς, της οποίας υπόστρωμα και έδαφος
είναι η γενική ιερωσύνη του λαού, ο οποίος μαζί με τον κλήρο
συναποτελούν το βασίλειο ιεράτευμα134.
Οι βαθμοί αυτοί δεν απαντούν εξ αρχής στους πρώτους
χριστιανικούς χρόνους και τα ονόματά τους δεν έχουν μονιμοποιηθεί
αμέσως. Κανένας από τους τρεις βαθμούς δεν προέρχεται από ρητή
διάταξη του Χριστού.
Την πρώτη αρχή του υπουργήματος του διακόνου τη συναντάμε
στη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων. Εξαιτίας των παραπόνων
των χηρών των Ελληνιστών ότι παραγκωνίζονταν στις κοινές τράπεζες, οι
απόστολοι πρότειναν την εκλογή επτά ανδρών για τη διακονία αυτή. Οι
δε απόστολοι μετά την εκλογή επέθεσαν τις χείρες τους επί των κεφαλών
τους135. Δεν ονομάζονταν ακόμα διάκονοι, αλλά απλώς επτά, διότι ο όρος
διακονία ήταν γενικός για όλα τα διακονήματα της Εκκλησίας136. Πρώτη
μαρτυρία ότι οι επτά ήταν διάκονοι βρίσκεται τον τρίτο αιώνα 137 και
53
εκφράζει την αντίληψη της Εκκλησίας της Ρώμης138. Όμοια αναφορά
κάνει και ο 15ος κανόνας της Συνόδου της Νεοκαισαρείας (314-315)139.
Αντιθέτως ο 16ος κανόνας της Πενθέκτης, στηριζόμενος στον ιερό
Χρυσόστομο140, αρνείται ότι οι επτά ήσαν διάκονοι141. Οι πατέρες της
Πενθέκτης ερμηνεύοντας περί τον αριθμό των διακόνων εκάστης πόλεως
καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι αναφορές αυτές, και κυρίως των
Πράξεων, αφορούν στη διακονία των τραπεζών και όχι στη λειτουργική
138 ΣΩΖΟΜΕΝΟΥ, Ἐκκλησιατικὴ Ἱστορία, βιβλίον Ζ΄, κεφ. ΙΘ΄. PG. 67, 1476B.
139 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύναγμα, τ. Γ΄, σ. 94: «Διάκονοι ἑπτὰ ὀφείλουσιν εἶναι κατὰ
τὸν κανόνα, κἂν πάνυ μεγάλη ᾖ ἡ πόλις. Πεισθείσῃ δὲ ἀπὸ τῆς βίβλου τῶν Πράξεων».
140 Εἰς τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Ὁμιλία ΙΔ΄, γ΄. PG 60, 116: «Καὶ μὴ τοῦτο ἐν
ταῖς Ἐκκλησίαις οὐκ ἔστιν, ἀλλὰ τῶν πρεσβυτέρων ἐστὶν ἡ οἰκονομία, καίτοι οὐδέπω
οὐδεὶς ἐπίσκοπος ἦν, ἀλλ’ οἱ ἀπόστολοι μόνον. Ὅθεν οὔτε διακόνων, οὔτε πρεσβυτέρων
οἶμαι τὸ ὄνομα εἶναι δῆλον καὶ φανερόν, ἀλλὰ τέως εἰς τοῦτο ἐχειροτονήθησαν».
141 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύναγμα, τ. Β΄, σσ. 339-340: «Ἐπειδὴ ἡ τῶν Πράξεων βίβλος
ἑπτὰ διακόνους ὑπὸ τῶν Ἀποστόλων καταστῆναι παραδίδωσιν, οἱ δὲ τῆς κατὰ
Νεοκαισάρειαν συνόδου οὕτως ἐν τοῖς ἐκτεθεῖσι παρ’ αὐτῶν κανόσι σαφῶς διεξῆλθον,
ὅτι διάκονοι ἑπτὰ ὀφείλουσιν εἶναι, κατὰ τὸν κανόνα, κἂν πάνυ μεγάλη ἡ πόλις ᾖ·
πεισθείσῃ δὲ καὶ ἐκ τῆς βίβλου τῶν Πράξεων· ἡμεῖς τῷ ἀποστολικῷ ῥητῷ τὸν νοῦν
ἐφαρμόσαντες τῶν Πατέρων, εὕρομεν, ὡς ὁ λόγος αὐτοῖς οὐ περὶ τῶν τοῖς μυστηρίοις
διακονουμένων ἀνδρῶν ἦν, ἀλλὰ περὶ τῆς ἐν ταῖς χρείαις τῶν τραπεζῶν ὑπουργίας, τῆς
τῶν Πράξεων βίβλου οὕτως ἐχούσης· Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, πληθυνόντων τῶν
μαθητῶν, ἐγένετο γογγυσμὸς τῶν Ἑλληνιστῶν πρὸς τοὺς Ἑβραίους, ὅτι παρεθεωροῦντο
ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ αἱ χῆραι αὐτῶν. Προσκαλεσάμενοι οὖν οἱ δώδεκα τὸ
πλῆθος τῶν μαθητῶν, εἶπον· οὐκ ἀρεστὸν ἡμᾶς καταλείψαντας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ,
διακονεῖν τραπέζαις. Ἐπισκέψασθε οὖν, ἀδελφοί, ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά,
πλήρεις Πνεύματος ἁγίου καὶ σοφίας, οὓς καταστήσωμεν, ἐπὶ τῆς χρείας ταύτης· ἡμεῖς δὲ
τῇ προσευχῇ καὶ τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσομεν· καὶ ἤρεσεν ὁ λόγος ἐνώπιον
παντὸς τοῦ πλήθους· καὶ ἐξελέξαντο Στέφανον, ἄνδρα πλήρη πίστεως καὶ Πνεύματος
ἁγίου, καὶ Φίλιππον, καὶ Πρόχορον, καὶ Νικάνορα, καὶ Τίμωνα, καὶ Παρμενᾶν, καὶ
Νικόλαον, προσήλυτον Ἀντιοχέα, οὓς ἔστησαν ἐνώπιον τῶν Ἀποστόλων. Ταῦτα
διερμηνεύων ὁ τῆς ἐκκλησίας διδάσκαλος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, οὕτω διέξεισι.
Θαυμάσαι ἄξιον, πὼς οὐκ ἐσχίσθη τὸ πλῆθος ἐπὶ τῇ αἱρέσει τῶν ἀνδρῶν, πῶς οὐκ
ἀπεδοκιμάσθησαν ὑπ’ αὐτῶν οἱ Ἀπόστολοι· ὁποῖον δὲ ἆρα ἀξίωμα οὗτοι εἶχον, καὶ ποίαν
ἐδέξαντο χειροτονίαν, ἀναγκαῖον μαθεῖν. Ἆρα τὴν τῶν διακόνων; καὶ μὴν τοῦτο ἐν ταῖς
ἐκκλησίαις οὐκ ἔστιν· ἀλλὰ τῶν πρεσβυτέρων ἐστὶν ἡ οἰκονομία; καὶ τοι οὐδέπω οὐδεὶς
ἐπίσκοπος ἦν, ἀλλ’ οἱ Ἀπόστολοι μόνον· ὅθεν οὔτε διακόνων, οὔτε πρεσβυτέρων οἶμαι τὸ
ὄνομα εἶναι δῆλον καὶ φανερόν. Ἐπὶ τούτοις οὖν κηρύσσομεν καὶ ἡμεῖς, ὥστε τοὺς
προειρημένους ἑπτὰ διακόνους, μὴ ἐπὶ τῶν τοῖς μυστηρίοις διακονουμένων
λαμβάνεσθαι, κατὰ τὴν προερμηνευθεῖσαν διδασκαλίαν· ἀλλὰ τοὺς τὴν οἰκονομίαν τῆς
κοινῆς χρείας τῶν τότε συνηθροισμένων ἐγχειρισθέντας τούτους ὑπάρχειν· οἳ τύπος ἡμῖν
κἀν τούτῳ γεγόνασι τῆς περὶ τοὺς δεομένους φιλανθρωπίας τε καὶ σπουδῆς».
54
διακονία τους142. Ίδια γνώμη έχουν και οι νεώτεροι ερμηνευτές,
θεωρώντας τους επτά διακόνους κυρίως χαρισματούχους, οι οποίοι
αναλάμβαναν διάφορα εκκλησιαστικά υπουργήματα143.
Σύμφωνα με τις Πράξεις, οι επτά εκλέχθηκαν για να διακονούν τις
τράπεζες144, αλλά η θέση αυτή είναι ασύμβατη με το γεγονός ότι ο
πρωτομάρτυρας Στέφανος ευθύς αμέσως άρχισε να κηρύττει145. Ομοίως
και ο Φίλιππος χειροτονήθηκε στη διακονία του μυστηρίου Λόγου του
Θεού146. Ο Farrer θεωρεί παλαιό λάθος ότι οι επτά χειροτονήθηκαν
διάκονοι147, όπως και ο Bruce, ο οποίος συμπληρώνει ότι η Καινή Διαθήκη
δεν έχει τεχνικό λεξικό αξιωμάτων της Εκκλησίας, αλλά χρησιμοποιεί
τυπικές λέξεις148. Ως εκ τούτου υποστηρίζεται ότι χειροτoνήθηκαν για να
διακονούν τα άγια Δώρα, όχι μόνο για τους ασθενείς, αλλά αυτά τα ίδια
τα άγια Μυστήρια149. Ο Φούγιας φτάνει στο συμπέρασμα ότι οι επτά
χειροτονήθηκαν στη διακονία του πρεσβυτέρου, ακολουθώντας την
άποψη του ιερού Χρυσοστόμου150. Πουθενά στις Πράξεις δεν γίνεται
υπαινιγμός ότι οι επτά εξελέγησαν ως διάκονοι υποτεταγμένοι στους
Αποστόλους – Πρεσβυτέρους, αλλά ανεξάρτητοι αντιπρόσωποι της
Ελληνικής πτέρυγας της κοινότητας151. Από τις Πράξεις152 και τις
55
επιστολές του αποστόλου Παύλου153 επίσης διδασκόμαστε ότι από την
εποχή των αποστόλων έπαψαν οι διάκονοι να έχουν την ευθύνη της
διακονίας των τραπεζών και τους ανατέθηκαν και σπουδαία
εκκλησιαστικά λειτουργήματα154. Ο απόστολος Παύλος στην Α΄ προς
Τιμόθεον επιστολή του περιγράφει τα προσόντα των διακόνων, το οποίο
σημαίνει ότι οι διάκονοι είχαν ιερατικά καθήκοντα155.
Το όνομα πρεσβύτερος είναι λέξη προερχομένη από την Παλαιά
Διαθήκη και σημαίνει τον κυβερνήτη, όχι όμως την ηλικία, διότι οι
πρεσβύτεροι εκλέγονταν όχι λόγω της ηλικίας τους, αλλά λόγω των
αρετών και της σοφίας τους156. Ο Ιεροσολυμιτικός τίτλος πρεσβύτερος
είναι ο αντίστοιχος εβραϊκός zagen, τον οποίο χρησιμοποιούσαν για τα
μέλη του Συμβουλίου του Sanherdin. Από πληροφορίες του πρώτου και
δευτέρου αιώνα, διακρίνεται ότι η Ιουδαϊκή παράδοση των πρεσβυτέρων
αποτέλεσε τη βάση της αρχαιοτάτης ιουδαιοχριστιανικής πολιτικής157.
Πρώτη μνεία των πρεσβυτέρων έχουμε κατά την αποστολή
χρηματικής εισφοράς στα Ιεροσόλυμα προς αυτούς, διά χειρών Βαρνάβα
και Παύλου158. Ως καθήκοντα δε αυτών αναφέρονται οικονομικά,
56
διοικητικά και πειθαρχικά159. Εντούτοις δεν γίνεται καμία αναφορά στο αν
και πως εγκαθιδρύθηκαν και αν τελούσαν ιερατικές πράξεις. Από την
περιοδεία του Παύλου και του Βαρνάβα στη νότια Μ. Ασία
πληροφορούμαστε ότι εγκαθίδρυσαν εκεί πρεσβυτέρους χειροτονώντας
τους160. Στην επιστολή του Ιακώβου παρατηρούμε για πρώτη φορά ότι οι
πρεσβύτεροι έχουν ιερατικά καθήκοντα161. Οι πρεσβύτεροι των
Ιεροσολύμων έφεραν το όνομα αυτό, ενώ οι πρεσβύτεροι των κοινοτήτων
του Παύλου ονομάζονταν και επίσκοποι162. Πρεσβυτέρους ομοίως
συναντάμε και στον χώρο της διασποράς163, χωρίς να διασαφηνίζεται η
σχέση τους με τους επισκόπους που γνωρίζουμε από τις επιστολές του
Παύλου164. Παρατηρείται λοιπόν ότι η τοπική παράδοση έδινε
προτεραιότητα στον έναν ή τον άλλον όρο. Στον μικρασιατικό χώρο,
σύμφωνα με το Πράξ. 21, 17 εξ., επικρατεί ο όρος «πρεσβύτερος», ενώ το
«επίσκοπος» συνδέεται με την αποστολή του κατόχου του. Στην πρώτη
επιστολή του Πέτρου ο όρος «επίσκοπος» αποδίδεται στον ίδιο τον
Χριστό165 και επικεφαλής της κοινότητας ορίζονται οι πρεσβύτεροι166 που
ποιμαίνουν και επισκοπούν167. Μαρτυρίες για τη χειροτονία του
Τιμοθέου168 περιέχονται στις Ποιμαντικές επιστολές. Σε αυτές αναφέρεται
159 Πράξ. 11, 30. 15, 2· 4· 22· 23. 16, 4. 21, 17 εξ.
160 Πράξ. 14, 22-23.
161 Ιακ. 5, 14: «ἀσθενεῖ τις ἐν ὑμῖν; προσκαλεσάσθω τοὺς πρεσβυτέρους τῆς
ἐκκλησίας, καὶ προσευξάσθωσαν ἐπ’ αὐτὸν ἀλείψαντες αὐτὸν ἐλαίῳ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ
Κυρίου». Ο Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης ερμηνεύει ότι παλαιά πρεβύτεροι ονομάζονταν
όχι μόνο οι ιερείς αλλά και οι επίσκοποι και οι αρχιερείς, ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ,
Ἑρμηνεία εἰς τὰς ἑπτὰ καθολικὰς ἐπιστολὰς τῶν ἁγίων καὶ πανευφήμων Ἀποστόλων
Ἰακώβου, Πέτρου, Ἰωάννου, καὶ Ἰούδα, Ἐνετίησιν 1806, σ. 66.
162 Φιλιπ. 1, 1.
163 Πράξ. 14, 23. 21, 17.
164 Φιλιπ. 1, 1. Α΄ Τιμ. 3, 2. Τίτ. 1, 7. Πράξ. 20, 28.
165 Α΄ Πέτρ. 2, 25.
166 Α΄ Πέτρ. 5, 1.
167 Α΄ Πέτρ. 5, 2. ΒΑΣ. Π. ΣΤΟΓΙΑΝΝΟΥ, Πρώτη ἐπιστολὴ Πέτρου [Ἐρμηνεία
Καινῆς Διαθήκης 15], εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 427. Πρβλ. ΒΑΣ. Π.
ΣΤΟΓΙΑΝΝΟΥ, «Ἐλπίς ζῶσα» (Α΄ Πέτρ.)», Ἑσπεριναὶ ἐρμηνευτικαὶ ὁμιλίαι, ἐπιμ. Ι. Μ.
Φουντούλη. έκδ. Ἱ. Μ. Ἁγίας Θεοδώρας, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 162-163. Βλ. και
ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Ἑρμηνεία εἰς τὰς ἑπτὰ καθολικὰς ἐπιστολὰς τῶν ἁγίων καὶ
πανευφήμων Ἀποστόλων Ἰακώβου, Πέτρου, Ἰωάννου, καὶ Ἰούδα, Ἐνετίησιν 1806, σ. 140.
168 Α΄ Τιμ. 4, 14. Β΄ Τιμ. 1, 6. Α΄ Τιμ. 5, 22.
57
το επισκοπικό αξίωμά του169, ενώ αλλού γίνεται λόγος μόνο για το αξίωμα
του πρεσβυτέρου170.
Με τους πρεσβυτέρους συνεργάστηκαν οι απόστολοι, για την
εκλογή των επτά διακόνων171 αλλά και για τη διευθέτηση άλλων
προβλημάτων172. Για τον λόγο αυτόν και πολλές φορές οι επίσκοποι και οι
απόστολοι καλούνταν πρεσβύτεροί173.
58
Ο απόστολος Παύλος στην προς Φιλιππισίους επιστολή174 του
μνημονεύει τους επισκόπους και τους διακόνους της παραληπτρίας
Εκκλησίας. Ο όρος επίσκοπος δεν χρησιμοποιείται αλλού στις επιστολές
του, πλην των Ποιμαντικών175, και στην υπόλοιπη Καινή Διαθήκη
σπανίζει η χρήση176. Γενικώς και οι τρεις όροι απαντούν στην Καινή
Διαθήκη, χωρίς να έχουν αποκρυσταλλωθεί. Είναι φανερό ότι στις
Ποιμαντικές επιστολές, που επικρατεί ο όρος επίσκοπος στον ενικό, έχει
σημειωθεί κάποια εξέλιξη, όπου ο επίσκοπος διακρίνεται από τους
πρεσβυτέρους και τους διακόνους177. Η άποψη του Χρυσοστόμου ότι
παλαιά οι πρεσβύτεροι καλούνταν επίσκοποι και διάκονοι και οι
επίσκοποι πρεσβύτεροι ακολουθείται από τους περισσότερους αρχαίους
και συγχρόνους ερμηνευτές178. Κατά την εποχή εκείνη της συγγραφής των
ἐστὶ τὸ πᾶν ἔμπελων, τοῖς σύνεσιν κεκτημένοις τοῦτο δῆλον· τὸ λέγειν αὐτὸν ἐπίσκοπον
καὶ πρεσβύτερον ἴσον εἶναι. Καὶ πῶς ἔσται τοῦτο δυνατόν; Ἡ μὲν γὰρ ἔστι πατέρων
γεννητικὴ τάξις· πατέρας γὰρ γεννᾷ τῇ Ἐκκλησίᾳ ἡ δὲ πατέρας μὴ δυναμένη γεννᾶν, διὰ
τῆς τοῦ λουτροῦ παλιγγενεσίας τέκνα γεννᾶ τῇ Ἐκκλησίᾳ, οὐ μὴν πατέρας καὶ
διδασκάλους. Καὶ πῶς οἷόν τε ἦν τὸν πρεσβύτερον καθιστᾶν, μὴ ἔχοντα χειροθεσίαν τοῦ
χειροτονεῖν, ἢ εἰπεῖν αὐτὸν εἶναι ἴσον τῷ ἐπισκόπῳ».
174 Φιλιπ. 1, 1.
175 Α΄ Τιμ. 3, 2. Τίτ. 1, 7.
176 Πράξ. 20, 28. Α΄ Πέτρ. 2, 25.
177 Ι. Δ. ΚΑΡΑΒΙΔΟΠΟΥΛΟΥ, Ἀποστόλου Παύλου πρὸς Ἐφεσίους, Φιλιππισίους,
Κολοσσαείς, Φιλίμονα [Ἐρμηνεία Καινῆς Διαθήκης 10], εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη
1992, σ. 259.
178 Βλ. παραπομπή 173. Αργότερα αναφέρονται μαζί οι επίσκοποι και οι διάκονοι.
Βλ. στα ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ ΡΩΜΗΣ, Ἐπιστολὴ πρὸς Κορινθίους Α΄, κεφ. ΜΒ΄. PG 1, 292B-293A.
Διδαχή 15, 1. ΒΕΠΕΣ 2, 200. ΕΡΜΑ, Ποιμήν, βιβλίον I, ὅρασις III, κεφ. V. PG 2, 903-904. Στην
επιστολή του Πολυκάρπου γίνεται λόγος για υποταγή «τοῖς πρεσβυτέροις καὶ
διακόνοις...». ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ, Πρὸς Φιλιππησίους Ἐπιστολή, V. PG 5, 1009C. E. G. JAY,
«From Presbyter-Bishops to Bishops and Presbyters: Christian Ministry in the Second
Century», Second Century: A Journal of Early Christian Studies 1 (1981) 141-146. Ο Νικόδημος
Αγιορείτης ερμηνεύει ότι επίκοποι καλούνται οι πρεσβύτεροι, διότι δεν ήταν δυνατόν να
υπάρχουν πολλοί επίσκοποι σε μία πόλη. Ἑρμηνεία εἰς τὰς ΙΔ΄ ἐπιστολάς τοῦ Ἀποστόλου
Παύλου, τ. Β΄, Ἐνετίησιν 1819, σ. 300. Ι. Δ. ΚΑΡΑΒΙΔΟΠΟΥΛΟΥ, Ἀποστόλου Παύλου πρὸς
Ἐφεσίους, Φιλιππησίους, Κολοσσαεῖς, Φιλήμονα, όπ.π. Βλ. και ΓΕΡ. Ι. ΚΟΝΙΔΑΡΗ, Νέαι
ἔρευναι πρὸς λύσιν τῶν προβλημάτων τῶν πηγῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πολιτεύματος τοῦ
ἀρχικοῦ Χριστιανισμοῦ (34 – 156 Μ.Χ.Π.). Οἱ λειτουργοὶ καὶ τὰ λειτουργήματα, τ. Α΄,
Εἰσαγωγή, τεῦχ. 2ο, Ἀθῆναι 1959, σσ. 219-302. ΠΑΝ. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Δογματικὴ τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμος 3ος , εκδ «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 21979, σ. 290. Πρωτοπρ.
ΙΩΑΝΝΟΥ Γ. ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΗ, «Ὁ λόγος τοῦ Παύλου στοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ἐφέσου», Οἱ
Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Εἰσήγηση Ε΄ Συνάξεως Ὀρθοδόξων Βιβλικῶν Θεολόγων,
59
επιστολών, οι όροι επίσκοπος και πρεσβύτεροι ήταν ταυτόσημοι ή
τουλάχιστον αναφέρονταν στο ένα και το αυτό πρόσωπο. Πράγματι οι
πρεσβύτεροι ως επικεφαλής της κοινότητας ήταν επίσκοποι ή
διαφορετικά οι επίσκοποι, λαμβανόμενοι από τα πρεσβύτερα μέλη της
κοινότητας, ήταν πρεσβύτεροι. Με τον όρο πρεσβύτερος χαρακτηρίζεται η
θέση τους μεταξύ των μελών της κοινότητας, ενώ με το επίσκοπος το
ανατεθέν σε αυτούς λειτούργημα179.
Ο καθηγητής Κονιδάρης, ο οποίος ερεύνησε το θέμα της μορφής
του πολιτεύματος του αρχικού Χριστιανισμού, παρατηρεί ότι η χρήση του
όρου «επίσκοποι και διάκονοι» ενιαία, στην Α΄ Κλήμεντος, μόνο στην
περίπτωση της γραφικής θεμελίωσης του ιερατείου στο σύνολό του
μαρτυρεί, ότι εξαιτίας της χρήσης του όρου στην Παλαιά Διαθήκη, η οποία
ήταν ακόμα η Γραφή της Εκκλησίας μέχρι να δημιουργηθεί ο κανών της
Καινής Διαθήκης, και του υπό του Παύλου όρου «επίσκοποι και διάκονοι»,
ο διπλός αυτός όρος κατέστη στην Εκκλησία γραφικός,
χρησιμοποιούμενος δευτερευόντως και κυρίως για όλο τον κλήρο. Στην
καθημερινή χρήση υπήρχε το «οι πρεσβύτεροι», οι οποίοι μπορούν
εξαιτίας της Εφέσου (Πράξ. 20, 17) να χαρακτηρίζονται δευτερευόντως και
ως επίσκοποι (πρεσβύτεροι=επίσκοποι)180.
Η διάκριση των βαθμών της ιερωσύνης παρατηρείται από την
εποχή των αποστόλων, όταν στην Αποστολική Σύνοδο, στην πρώτη
απόφασή της διατυπώνεται: «Οἱ απόστολοι, καὶ οἱ πρεσβύτεροι, καὶ οἱ
Φραγηάβιλλα Ἠλείας 1988, σσ. 194-196. ΠΑΝ. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Ὑπόμνημα εἰς τὰς Πράξεις
τῶν Ἀπόστολων, εκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 31991, σ. 420.
179 Γ. Α. ΓΑΛΙΤΗ, Ἡ πρὸς Τίτον Ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, Εἰσαγωγή –
Ὑπόμημα, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1978, σ. 176. Πρβλ. ΓΕΡ. Ι. ΚΟΝΙΔΑΡΗ, «Διατί
ἡ πρώτη Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας ἐχαρακτήρισε τὸν “προεστῶτα πρεσβύτερον” τῆς
τοπικῆς κοινότητος διὰ τοῦ “ὁ ἐπίσκοπος”», EEΘΣΠΑ 15 (1965) 635-658.
180 ΓΕΡ. Ι. ΚΟΝΙΔΑΡΗ, Περὶ τῆς φερομένης διαφορᾶς μορφῶν ἐν τῷ πολιτεύματι
τοῦ ἀρχικοῦ Χριστιανισμοῦ (34 – 156 μ. Χ), Ἐν Ἀθήναις 1959, σσ. 31-32. Βλ. και ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ,
«Ἡ φερομένη διαφορὰ μορφῶν τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ πολιτεύματος ἐν τῷ ἀρχικῷ
Χριστιανισμῷ (34-156 μ. Χ.)», Πρακτικὰ Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν 32 (1957) 24. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Νέαι
ἔρευναι πρὸς λύσιν τῶν προβλημάτων τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πολιτεύματος τῶν πηγῶν τοῦ
ἀρχικοῦ Χριστιανισμοῦ (34 – 156 μ.Χ.). Οἱ λειτουργοὶ καὶ τὰ λειτουργήματα, τ. Α΄,
Εἰσαγωγή, τεῦχ 2ο, Ἀθῆναι 1959, σσ. 81-302. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, «Διατί ἡ πρώτη Ἐκκλησία τῆς
Ἀντιοχείας ἐχαρακτήρισε τὸν “προεστῶτα πρεσβύτερον” τῆς τοπικῆς κοινότητος διὰ τοῦ
“ὁ ἐπίσκοπος”», ΕΕΘΣΠΑ 15 (1965) 635-658. Πρωτοπρ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΒΑΚΑΡΟΥ, Ἡ
ἱερωσύνη, όπ.π., σ. 189. E. G. JAY, «From Presbyter-Bishops to Bishops and Presbyters:
Christian Ministry in the Second Century», όπ.π., σσ. 125–162.
60
ἀδελφοί»181. Ο Παύλος και ο Βαρνάβας «ἐξελθόντες εἰς τὸ κήρυγμα,
ἐχειροτόνουν ἐπισκόπους καὶ πρεσβυτέρους κατ’ ἐκκλησίαν»182. Η χρήση
βέβαια του όρου «πρεσβύτερος», όπως αναφέραμε, ταυτίζεται με του
επισκόπου την εποχή εκείνη. Ο Παύλος δε στην προς Φιλιππησίους
επιστολή διακρίνει τον επίσκοπο των πρεσβυτέρων και διακόνων. Ο
Επαφρόδιτος, που αναφέρεται στο Φιλιπ. 2, 25, είναι «ἀπόστολος ὑμῶν»
των Φιλιππησίων. Ο Θεοδώρητος ερμηνεύοντας την παρούσα επιστολή
τον παρουσιάζει ως επίσκοπο της περιοχής183. Ομοίως και στην προς
Κολασσαείς «ἐπὶ τῶν πρεσβυτέρων» υπήρχε κάποιο ανώτερο πρόσωπο, ο
Άρχιππος. «Καὶ εἴπατε Ἀρχίππῳ, βλέπε τὴν διακονίαν, ἣν παρέλαβες ἐν
Κυρίῳ, ἵνα αὐτὴν πληροῖς»184.
Ο Κλήμης Ρώμης αναφέρει τρία εκκλησιαστικά αξιώματα, το
αποστολικό, το επισκοπικό και το διακονικό, εννοώντας υπό το
επισκοπικό το αξίωμα του πρεσβυτέρου, διότι μετά τους επισκόπους δεν
αναφέρει τους πρεσβυτέρους, αλλά τους διακόνους185. Από την επιστολή
του Κλήμεντος Ρώμης (101) πληροφορούμαστε ότι οι πρεσβύτεροι
εκλέγονταν από την κοινότητα και τελούσαν τη θεία Ευχαριστία, καθώς
και άλλες πληροφορίες186.
Ο Ιγνάτιος Αντιοχείας περί το 115 διακρίνει τρεις βαθμούς
ιερωσύνης στη Συρία. Στις επιστολές του καταφαίνεται η διαφορά του
181 Πράξ. 15, 6. και Πράξ. 15, 23: «συνήχθησαν οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι».
182 Πράξ. 14, 24.
183 ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ, Ἑρμηνεία τῆς πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολῆς, κεφ. Α΄,
α΄, β΄. PG 82, 560C: «Τόν γε μακάριον Ἐπαφρόδιτον ἀπόστολον αὐτὸς κέκληκεν... Σαφῶς
τοίνυν ἐδίδαξεν, ὡς τὴν ἐπισκοπικὴν οἰκονομίαν αὐτὸς ἐπιστεύετο ἔχων ἀποστόλου
προσηγορίαν». ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Ἑρμηνεία τῆς πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολῆς, κεφ. Β΄, κε΄. PG
82, 576D: «ὡς τὴν ἐπιμέλειαν αὐτῶν ἐμπιστευόμενος. Ὡς εἶναι δῆλον, ὅτι ὑπὸ τοῦτον
ἐτέλουν οἱ ἐν τῷ προιμίῳ κληθέντες ἐπίσκοποι, τοῦ πρεσβυτέρου δηλονότι τὴν τάξιν
πληροῦντες».
184 Κολ. 4, 17. Βλ. Πρωτοπρ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΒΑΚΑΡΟΥ, Ἡ ἱερωσύνη, όπ.π., σσ. 200-
203.
185 Ἐπιστολὴ πρὸς Κορινθίους Α΄, κεφ. ΜΒ΄. PG 1, 292B: «Κατὰ χώρας οὖν καὶ
πόλεις κηρύσσοντες (οἱ ἀπόστολοι) καθίστανον τὰς ἀπαρχὰς αὐτῶν, δοκιμάσαντες τῷ
πνεύματι εἰς ἐπισκόπους καὶ διακόνους τῶν μελλόντων πιστεύειν». ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ,
Ἐπιστολὴ πρὸς Κορινθίους Α΄ 54. PG 1, 317B: «μόνον τὸ ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ εἰρηνευέτω
μετὰ τῶν καθισταμένων πρεσβυτέρων».
186 Ἐπιστολὴ πρὸς Κορινθίους Α΄, κεφ. ΜΔ΄. PG 1, 296C-300A. Ἐπιστολὴ προς
Κορινθίους Α, κεφ. Α΄. PG 1, 208A. Βλ. και Πρωτοπρ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΒΑΚΑΡΟΥ, Ἡ
ἱερωσύνη, όπ.π., σ. 204.
61
βαθμού του επισκόπου και του πρεσβυτέρου, όχι μόνο κατά την περίοδό
του, αλλά και προ της εποχής αυτού. Σε αυτές τις επαρχίες το μοναρχικό
αξίωμα του επισκόπου, κατά κάποιους ερευνητές, είχε ήδη καθιερωθεί και
οι επίσκοποι κατέχουν τη θέση του προϊσταμένου των τοπικών
Εκκλησιών. Η μελέτη των επιστολών του Ιγνατίου συνηγορεί υπέρ της
ενότητας της Εκκλησίας. Λόγω των επιπολαζουσών αιρέσεων οι
Χριστιανοί έπρεπε να συνενωθούν γύρω από τον επίσκοπο κυρίως, τους
πρεσβυτέρους και τους διακόνους187. Οι διάκονοι αποτελούν τους
συνοδούς του επισκόπου, ενώ οι πρεσβύτεροι σχηματίζουν το συμβούλιο
στη διοίκηση μαζί με τον επίσκοπο188. Κατά τον Ιγνάτιο, χωρίς τους τρεις
βαθμούς της ιερωσύνης δεν μπορεί να ονομασθεί Εκκλησία189.
187 Φιλαδελφεῦσιν, III. PG 5, 700A: «Ὅσοι γὰρ Θεοῦ εἰσιν καὶ Ἰησοῦ Χριστοῦ, οὗτοι
μετὰ τοῦ ἐπισκόπου εἰσίν». ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Πρὸς Ἐφεσίους, VI. PG 5, 649Β: «Τὸν οὖν
ἐπίσκοπον δῆλον ὅτι ὡς αὐτὸν κύριον δεῖ προσβλέπειν. Αὐτὸς μὲν οὖν Ὀνήσιμος
ὑπερεπαινεῖ ὑμῶν τὴν ἐν θεῷ εὐταξίαν, ὅτι πάντες κατὰ ἀλήθειαν ζῆτε καὶ ὅτι ἐν ὑμῖν
οὐδεμία αἵρεσις κατοικεῖ· ἀλλ’ οὐδὲ ἀκούετέ τινος πλέον, ἥπερ Ἰησοῦ Χριστοῦ λαλοῦντος
ἐν ἀληθείᾳ». ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Πρὸς Ἐφεσίους, II. PG 5, 645B: «ἵνα ὑποτασσόμενοι τῷ ἐπισκόπῳ
καὶ τῷ πρεσβυτερίῳ κατὰ πάντα ἦτε ἡγιασμένοι». ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Πρὸς Ἐφεσίους, IV. PG 5,
648A: «Ὅθεν πρέπει ὑμῖν συντρέχειν τῇ τοῦ ἐπισκόπου γνώμῃ, ὅπερ καὶ ποιεῖτε. Τὸ γὰρ
ἀξιονόμαστον ὑμῶν πρεσβυτέριον, τοῦ Θεοῦ ἄξιον, οὕτως συνήρμοσται τῷ ἐπισκόπῳ, ὡς
χορδαὶ κιθάρᾳ». ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Σμυρναίοις, VIII. PG 5, 713A: «Πάντες τῷ ἐπισκόπῳ
ἀκολουθεῖτε, ὡς Ἰησοῦς Χριστὸς τῷ Πατρί· καὶ τῷ πρεσβυτερίῳ, ὡς τοῖς ἀποστόλοις· τοὺς
δὲ διακόνους ἐντρέπεσθε, ὡς Θεοῦ ἐντολήν». ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Φιλαδελφεῦσιν, IV. PG 5, 700B:
«Σπουδάζετε οὖν μιᾷ εὐχαριστία̜ χρῆσθαι· μία γὰρ σάρξ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ,
καὶ ἓν ποτήριον εἰς ἕνωσιν τοῦ αἵματος αὐτοῦ, ἓν θυσιαστήριον, ὡς εἷς ἐπίσκοπος, ἅμα
τῷ πρεσβυτερίῳ καὶ διακόνοις τοῖς συνδούλοις μου· ἵνα, ὃ ἐὰν πράσσητε, κατὰ Θεὸν
πράσσητε». ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Σμυρναίοις, XII. PG 5, 717A: «Ἀσπάζομαι τὸν ἀξιόθεον
ἐπίσκοπον, καὶ θεοπρεπέστατον πρεσβυτέριον, τοὺς συνδούλους μου διακόνους».
188 Σμυρναίοις, VIII. PG 5, 713B. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Πρός Πολύκαρπον, VI. PG 5, 724B: «Τῷ
ἐπισκόπῳ προσέχετε, ἵνα καὶ ὁ Θεός ὑμῑν. Ἀντίψυχον ἐγὼ τῶν ὑποτασσομένων τῷ
ἐπισκόπῳ, πρεσβυτέροις, διακόνοις». ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Μαγνησεῦσιν, XIII. PG 5, 673A: «μετὰ
τοῦ ἐπισκόπου ὑμῶν, καὶ ἀξιοπλόκου πνευματικοῦ στεφάνου τοῦ πρεσβυτερίου ὑμῶν,
καὶ τῶν κατὰ Θεὸν διακόνων». ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Μαγνησιεῦσιν, VII. PG 5, 668B: «Ὥσπερ οὖν ὁ
κύριος ἄνευ τοῦ πατρὸς οὐδὲν ἐποίησεν, ἡνωμένος ὤν, οὔτε δι’ ἑαυτοῦ οὔτε διὰ τῶν
ἀποστόλων· οὕτως μηδὲ ὑμεῖς ἄνευ τοῦ ἐπισκόπου καὶ τῶν πρεσβυτέρων πράσσετε».
ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Μαγνησιεῦσιν, VI. PG 5, 668A: «Ἐπεῖ οὖν ἐν τοῖς προγεγραμμένοις προσώποις
τὸ πᾶν πλῆθος ἐθεώρησα ἐν πίστει καὶ ἠγάπησα, παραινῶ ἐν ὁμονοίᾳ Θεοῦ σπουδάζετε
πάντα πράσσειν, προκαθημένου τοῦ ἐπισκόπου εἰς τόπον Θεοῦ καὶ τῶν πρεσβυτέρων εἰς
τόπον συνεδρίου τῶν ἀποστόλων, καὶ τῶν διακόνων τῶν ἐμοὶ γλυκυτάτων
πεπιστευμένων διακονίαν Ἰησοῦ Χριστοῦ». ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Φιλαδελφεῦσιν, Πρόλογος. PG 5,
697Α: «σὺν τῷ ἐπισκόπῳ καὶ τοῖς σὺν αὐτῷ πρεβυτέροις καὶ διακόνοις». ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ,
62
Όπως καταφαίνεται, οι τρεις βαθμοί της ιερωσύνης
διαμορφώθηκαν και αποκρυσταλλώθηκαν στην οριστική τους μορφή από
την εποχή του Ιγνατίου και εντεύθεν. Ο επίσκοπος κατέχει άπασα την
εξουσία της διακυβερνήσεως της Εκκλησίας και σε αυτόν ανήκει η
χειροτονία των πρεσβυτέρων και των διακόνων. Κατέχει την ιερωσύνη
στην πληρότητά της και μόνο αυτός δύναται να τη μεταδίδει. Ο
πρεσβύτερος έχει μεν και αυτός την ιερατική εξουσία και δύναται να τελεί
πάσα λειτουργία, αλλά δεν την κατέχει στην πληρότητά της190. Εκτός των
63
τριών τούτων βαθμών υπάρχει και ο κατώτερος κλήρος, του υποδιακόνου,
του αναγνώστου, των ακολούθων, των εξορκιστών, των πυλωρών και
των ψαλτών191 και από τους αποστολικούς χρόνους των διακονισσών192 ή
χηρών προς υπηρεσία της Εκκλησίας193.
μετὰ τοῦ Ἰσχύοντος νῦν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Πατριαρχείου καὶ ἐν Ἑλλάδι, εκδ. Σαλλιβέρου,
ἐν Ἀθήναις 1898, σ. 75.
191 Ἀποστολικαὶ Διαταγαὶ VIII, 21· 22· 46, έκδ. M. METZGER, Les Constitutions
apostoliques, t. III, SC 336, σσ. 223, 224, 268-270. Βλ. και έκδ. FR. X. FUNK, Didascslia et
Constitutiones Apostolorum, vol. I, Paderbornae 1905 σσ. 524-526, 526, 560. και Ἀποστολικαὶ
Διαταγαί, βιβλίον Η΄, κεφ. ΚΑ΄· ΚΒ΄· ΜϚ΄. PG 1, 1117B· 1117C-1120A· 1153AB. ΕΥΣΕΒΙΟΥ
ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, βιβλίον Ϛ΄, κεφ. ΜΓ΄. PG 20, 621A: «πρεσβυτέρους
εἶναι τεσσαράκοντα ἕξ, διακόνους ἑπτά, ὑποδιακόνους ἑπτά, ἀκολούθους δύο καὶ
τεσσαράκοντα, ἐξορκιστὰς δὲ καὶ ἀναγνώστας ἅμα πυλωροῖς δύο καὶ πεντήκοντα, χήρας
σὺν θλιβομένοις ὑπὲρ τὰς χιλίας πεντακοσίας». ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 88:
Κανὼν ΞΘ΄ τῶν Ἀγίων Ἀποστόλων, «Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, ἢ
ὑποδιάκονος, ἢ ἀναγνώστης, ἢ ψάλτης...». ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 22: Κανὼν
ΚϚ΄ τῶν Ἀγίων Ἀποστόλων, «Τῶν εἰς κλῆρον προσελθόντων ἀγάμων, κελεύομεν
βουλομένους γαμεῖν, ἀναγνώστας, καὶ ψάλτας μόνους». ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ.
Β΄, σ. 189: Κανὼν Κ΄ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Τοπικῆς Συνόδου, «Ὅτι οὐ δεῖ διάκονον ἔμπροσθεν
πρεσβυτέρου καθέζεσθαι, ἀλλὰ μετὰ κελεύσεως τοῦ πρεσβυτέρου καθέζεσθαι. Ὁμοίως
δὲ ἔχειν τιμὴν καὶ τοὺς διακόνους ὑπὸ τῶν ὑπηρετῶν καὶ πάντων τῶν κληρικῶν».
ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 190: Κανὼν ΚΑ΄ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Τοπικῆς Συνόδου,
«Ὅτι οὐ δεῖ ὑπηρέτας ἔχειν ἐν τῷ διακονικῷ, καὶ ἅπτεσθαι τῶν ἱερῶν σκευῶν». ΡΑΛΛΗ-
ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 192: Κανὼν ΚΔ΄ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Τοπικῆς Συνόδου, «Ὅτι οὐ δεῖ
ἱερατικοὺς ἀπὸ πρεσβυτέρων ἕως διακόνων, καὶ ἑξῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως ἕως
ὑπηρετῶν, ἢ ἀναγνωστῶν, ἢ ψαλτῶν, ἢ ἐφορκιστῶν, ἢ θυρωρῶν, ἢ τοῦ τάγματος τῶν
ἀσκητῶν, εἰς καπηλεῖον εἰσιέναι». ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 193: Κανὼν ΚΕ΄
τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Τοπικῆς Συνόδου, «Ὅτι οὐ δεῖ ὑπηρέτην ἄρτον διδόναι, οὐδὲ ποτήριον
εὐλογεῖν».
192 Ρωμ. 16, 1-2: «Συνίστημι δὲ ὑμῖν Φοίβην τὴν ἀδελφὴν ἡμῶν, οὖσαν διάκονον
τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐν Κεγχρεαῖς». ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύναγμα, τ. Β΄, σ. 254: Κανὼν ΙΕ΄ τῆς
ἐν Χαλκηδόνι Συνόδου, «Διάκονον μὴ χειροτονεῖσθαι γυναῖκα πρὸ ἐτῶν τεσσαράκοντα,
καὶ ταύτην μετ’ ἀκριβοῦς δοκιμασίας». Ἀποστολικαὶ Διαταγαὶ III, 7· 19, έκδ. M.
METZGER, Les Constitutions apostoliques, t. II, SC 329, σσ. 134-140, 160-164. Βλ. και έκδ. FR. X.
FUNK, Didascslia et Constitutiones Apostolorum, vol. I, Paderbornae 1905 σσ. 193-197, 213-217.
Ἀποστολικαὶ Διαταγαί, βιβλίον Γ΄, κεφ. Ζ΄· ΙΘ΄. PG 1, 777B-779C, 801A-803A.
193 Ἀρχιμ. ΜΕΛΕΤΙΟΥ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον τῆς
Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μετὰ τοῦ Ἰσχύοντος νῦν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ
Πατριαρχείου καὶ ἐν Ἑλλάδι, εκδ. Σαλλιβέρου, όπ.π., σσ. 75-76. Βλ. και ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ
ΜΙΛΑΣ (ἐπισκόπου Ζάρας καὶ Δαλματικῆς), Τὸ Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου
Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, (μτφρ. Μ. Ἀποστόλου), εκδ. Σακελλαρίου, ἐν Ἀθήναις 1906, σσ.
333-340. Ἀρχιμ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΛΑΤΑ, Χριστιανικὴ Ἀρχαιολογία, τ. 1ος , ἐν Ἀθήναις 1883.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, ΤΟΥ ΕΞ ΟΙΚΟΝΟΜΩΝ, Περὶ τῶν τριῶν ἱερατικῶν τῆς Ἐκκλησίας
64
Ισότιμες και ομότιμες οι δύο τάξεις των κληρικών και των λαϊκών
ως προς τη μετοχή στη θεία χάρη, διακρίνονται κατά τις λειτουργίες και
τα χαρίσματά τους. Ιεραρχικά δομημένη η Εκκλησία, κατά το πρότυπο της
Αγίας Τριάδος, διασφαλίζει την άρτια και αρμονική λειτουργία της μέσω
της οργάνωσεώς της. Έκαστο μέλος της, είτε λαϊκός είτε κληρικός
οιουδήποτε βαθμού, συμπορεύεται προς την τελείωση κατά το μέτρο των
χαρισμάτων του.
βαθμῶν Ἐπιστολιμαία Διατριβή. Ἐν ᾗ καὶ περὶ τῆς γνησιότητος τῶν ἀποστολικῶν κανόνων,
ἐκ τῆς τυπογραφίας Κωνσταντίνου Τόμπρα Κυδωνέως, καὶ Κωνσταντίνου Ἰωαννίδου
Σμυρναίου, ἐν Ναυπλίᾳ 1835.
194 Πρωτοπρ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΒΑΚΑΡΟΥ, Ἡ ἱερωσύνη, όπ.π., σσ. 95-96.
195 Ν. Α. ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία Β΄ [Φιλοσοφικὴ καὶ
Θεολογικὴ Βιβλιοθήκη 3], εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 489-490.
65
χάρις μετοχεύεται»196. Δεν υπάρχει καμία ιερατική κάστα, ούτε
κληρονομική ιερωσύνη, έχει σπάσει το μεσότοιχο αυτής . Όλα τα 197
196 ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΛΟΝΙΚΗΣ, Διάλογος, κεφ. ΟΖ΄, ΟΗ΄, PG 155, 252B, 252C. Η
ιερωσύνη δεν λειτουργεί ως είδος διαμέσου μεταξύ του λαού του Θεού και του ιδίου του
Θεού. Κατά τον ιερό Χρυσόστομο: «Ἔνθα γὰρ ἡ κεφαλὴ ἐκεῖ καὶ τὸ σῶμα· οὐδενὶ γὰρ
μέσῳ διείργηται ἡ κεφαλὴ τὸ σῶμα· εἰ γὰρ διείργετο, οὐκ ἂν εἴη σῶμα, οὐκ ἂν εἴη
κεφαλή», Eἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους. Ὁμιλία Δ΄. PG 62, 31. Βλ. Πρωτοπρ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ.
ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Ἡ θεολογικὴ μαρτυρία, όπ.π., σ. 253.
197 Α΄ Τιμ. 2, 5: «Εἷς γὰρ Θεός, εἷς καὶ μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ἄνθρωπος
Χριστός Ἱησοῦς». Εβρ. 8, 6. 9, 15: «Καὶ διὰ τοῦτο διαθήκης καινῆς μεσίτης ἐστὶν...».
198 Ν. Α. ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία Β΄, όπ.π., σσ. 490-491.
199 Όπ.π., σ. 492. Βλ. και ΜΕΘΟΔΙΟΥ Γ. ΦΟΥΓΙΑ (Μητροπολίτου Πισιδίας, πρώην
ἀρχιεπισκόπου Θυατείρων καὶ Μεγάλης Βρετανίας), Ὀρθοδοξία, Ῥωμαιοκαθολικισμός καὶ
Ἀγγλικανισμός, (μτφρ. Χρ. Γιαννούλας), εκδ. «Νέα Σύνορα», Ἀθήνα 1996, σσ. 342-343. Δ.
Ν. ΜΩΡΑΪΤΟΥ, «Πρεσβυτεριανισμός», ΘΗΕ, τ. 10, στ. 577-581.
200 Εβρ. 5, 4.
66
της βάση θεμελιώνεται στην από το Άγιο Πνεύμα χορήγησή της201. Αυτή
εξασφαλίζει τη σωτηρία και τη μετοχή των μυστηρίων από τους πιστούς.
Ο Θεός ενεργεί διά του ιερέως202. Ο ιερός Χρυσόστομος περιγράφει το ύψος
της ιερωσύνης συγκρίνοντας τον ιερέα με τις επουράνιες τάξεις203.
201 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς τὴν Ἁγίαν Πεντηκοστήν. Ὁμιλία Α΄. PG 50, 458:
«διὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου ἱερέων βλέπομεν χορούς, διδασκάλων ἔχομεν τάγματα».
Εἰς τὴν Ἁγίαν Πεντηκοστήν. Ὁμιλία Β΄. PG 50, 464: «ποιμένες καὶ διδάσκαλοι ἐν Ἐκκλησίᾳ
οὐκ ἂν ἦσαν».
202 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Περὶ Ἱερωσύνης. Λόγος Γ΄, ε΄. PG 48, 643. ΤΟΥ
ΙΔΙΟΥ, Εἰς τὴν Β΄ πρὸς Τιμόθεον. Ὁμιλία Β΄, β΄. PG 62, 610: «Οὐκ οἶδας τί ἐστιν ὁ ἱερεύς;
Ἄγγελος Κυρίου ἐστί· μὴ γὰρ τὰ ἑαυτοῦ λέγει; Εἰ καταφρονεῖς αὐτοῦ οὐκ αὐτοῦ
καταφρονεῖς ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ. Καὶ πόθεν δὴ ὅτι Θεὸς ἐχειροτόνησεν αὐτόν, φησίν. Εἰ γὰρ
μηδὲν ἐνεργεῖ ὁ Θεός δι’ αὐτοῦ, οὔτε λουτρὸν ἔχεις, οὔτε μυστηρίων μετέχεις, οὔτε
εὐλογιῶν ἀπολαύεις· οὐκ ἄρα χριστιανός εἶ». ΙΣΙΔΩΡΟΥ ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΟΥ, βιβλίον Β΄,
ἐπιστολή ΝΒ΄. Θεοδοσίῳ ἐπισκόπῳ. PG 78, 496A: «Δι’ αὐτῆς γὰρ καὶ ἀναγεννώμεθα καὶ
τῶν θείων μετέχομεν μυστηρίων, ὧν ἄνευ τῶν οὐρανίων οὐχ οἷόν τε μετασχεῖν γερῶν,
κατὰ τοὺς ἀψευδεῖς τῆς ἀληθείας χρησμούς». Πρωτοπρ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΒΑΚΑΡΟΥ, Ἡ
ἱερωσύνη, όπ.π., σσ. 78-79.
203 Περὶ Ἱερωσύνης. Λόγος Γ΄, δ΄. PG 48, 642: «Ἡ γάρ ἱερωσύνη τελεῖται μὲν ἐπὶ τῆς
γῆς, τάξιν δὲ ἐπουρανίων ἔχει πραγμάτων. Καὶ μάλα γε εἰκότως· οὐ γὰρ ἄνθρωπος, οὐκ
ἄγγελος, οὐκ ἀρχάγγελος, οὐκ ἄλλη τις κτιστὴ δύναμις, ἀλλ’ αὐτὸς ὁ Παράκλητος
ταύτην διετάξατο τὴν ἀκολουθίαν καὶ ἔτι μένοντας ἐν σαρκὶ τὴν τῶν ἀγγέλων ἔπεισε
φαντάζεσθαι διακονίαν». ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Περὶ Ἱερωσύνης. Λόγος Γ΄, Ϛ΄. PG 48, 644: «οὐ γὰρ ἐν
τῷ κολάζειν, ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ ποιεῖν εὖ, μείζονα τοῖς ἱερεῦσι ἔδωκε δύναμιν τῶν φυσικῶν
γονέων ὁ Θεός· καὶ τοσοῦτον ἀμφοτέρων τὸ διάφορον, ὅσον τῆς παρούσης καὶ τῆς
μελούσης ζωῆς». ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Περὶ ἱερωσύνης. PG 155, 961BD: «Σωτήρας
οὖν ἀντ’ αὐτοῦ, καὶ ψυχῶν πλάστας, καὶ πρὸς οὐρανὸν ὁδηγούς, καὶ φῶς καὶ ζωὴν καὶ
Πατέρας καὶ ποιμένας καὶ φύλακας, τοὺς ἰερεῖς κατεστήσατο, τὴν αὐτοῦ δύναμιν
κεκτημένους· οὐχ ὑπὲρ ἑαυτῶν γεγονότας οὐδὲ δι’ αὐτοὺς μόνον, ἀλλ’ ὐπὲρ ἄλλων τοῦτο
γε καταστάντας. Φροντιστέον τοίνυν ὁπόση δύναμις, ὡς πρὸς τὸ τοῦ μυστηρίου ὕψος
ἑαυτοὺς ἱκανοὺς παρέχειν ὡς ἐγχωρεῖ· ὡς ὀφείλει Θεοῦ δύναμιν καὶ ἐξουσίαν καὶ χάριν
ἐπὶ γῆς τινας κεκτημένους· καὶ οὕτως οὐχ ἑαυτοὺς μόνον ὠφελεῖν δυναμένους, ἀλλὰ τῶν
πολλῶν χάριν μᾶλλον αὐτοὺς παρέχειν· καὶ τοῦτο μέχρι θανάτου· οὕτω γὰρ τὸ
ἀρχέτυπον. “Τὴν ψυχήν μου γάρ, φησί, τίθημι ὑπὲρ τῶν προβάτων”… Τοῦ σταυροῦ
σύμβολόν ἐστι, τοῦ θανάτου εἰκών, ὅλων τῶν ἄνω μελήματα, τῶν κάτω πάντων
ἀπόθεσις. Διὸ καὶ οἱ ἐν γνώσει τούτου μύσται ποτέ, τὸ ὕψος τῆς ἱερᾶς δόξης ἔφευγον· οὐχ
ὅτι φευκτὸν ἡ ἱερωσύνη, ἀλλ’ ὅτι ἱκανῆς δεῖται καὶ μεγάλης τῆς μελλούσης οἰκονομεῖν τὰ
ἱερὰ ἕργα ψυχῆς· καὶ καθαρᾶς μὲν ὡς δυνατόν· προθύμου δὲ ὑπὲρ ὠφελείας τῶν
ἀδελφῶν· ὅτι καὶ Θεοῦ ἔργον καὶ ἀγαπητὸν αὐτῷ, καὶ δι’ ἀγάπην δεδομένον, ὡς καὶ τὸν
Πέτρον Χριστὸς ἐδίδαξε. Παρῃτοῦντο τοίνυν ὡς ὑπὲρ αὐτοὺς λογιζόμενοι τὴν μεγάλην
ἱερωσύνην οἱ ταπεινόφρονες ἐκεῖνοι Πατέρες». ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Περὶ
ἱερωσύνης. PG 155, 965A. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Περὶ τοῦ ἱερατικοῦ ἀξιώματος. PG 89,
1287-1288: «Ἀπόδειξις ὅτι μέγα ἀγγελικὸν ἀξίωμα ἡ ἱερωσύνη».
67
Μοναδική πηγή της πνευματικής ζωής όλων των πιστών είναι το
μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως, το οποίο προεκτείνεται ως
μυστηριακή εμπειρία στην ιστορική αποστολή της Εκκλησίας μέχρι της
συντελείας του αιώνος204. Όλη η μυστηριακή ζωή της ενέχει εσχατολογική
διάσταση. Ο Σωτήρας συνυπάρχει με όσους ζουν σε κοινωνία μαζί του σε
όλες τις πτυχές της ζωής τους· τους παρέχει ό,τι χρειάζονται και είναι γι’
αυτούς τα πάντα, χωρίς ν’ αφήνει ν’ αποβλέψουν σε κάτι άλλο ούτε ν’
αναζητήσουν κάτι από αλλού. Αυτός αποτελεί για τους αγίους όλα όσα
χρειάζονται· τους γεννά, τους αυξάνει και τους τρέφει, είναι το φως και η
πνοή τους· τους δίνει τον πνευματικό οφθαλμό για να τον δουν, τους
φωτίζει για να τον βλέπουν και τους δίνει τη δυνατότητα να τον δουν.
Είναι συγχρόνως διατροφέας και τροφή, δηλαδή αυτός παρέχει τον άρτο
της ζωής κι ο ίδιος είναι η τροφή που παρέχει205. Την τροφή αυτή
λαμβάνουν οι μετέχοντες στο Κυριακό σώμα και αίμα, ως «φάρμακον
ἀθανασίας, ἀντίδοτον τοῦ μὴ ἀποθανεῖν»206. Ο ίδιος ο Χριστός είναι «ὁ
προσφέρων καὶ ὁ προσφερόμενος»207, ο οποίος κατά την ενανθρώπησή
Του «Ἐκκλησίας σάρκα ἀνέλαβε»208 και την προσφέρει στο ευχαριστιακό
δείπνο, για να ζήσει ο κόσμος.
Συνεπώς, η Εκκλησία, ως το επεκτεινόμενο στην ιστορία της
σωτηρίας σώμα Χριστού, «σημαίνεται ἐν τοῖς μυστηρίοις» κατά τον
Νικόλαο Καβάσιλα, όχι σαν σε σύμβολα… διότι εδώ δεν πρόκειται για
σύμπτωση ονόματος μόνο ή για ομοιότητα αναλογική, αλλά για
ουσιαστική ταυτότητα209. Η Εκκλησία φανερώνεται και εκφράζει την
ταυτότητά της στα μυστήρια, όχι συμβολικά, αλλά πραγματικά και
οντολογικά. Όπως το σώμα του Χριστού δεν είναι σύμβολο του Χριστού,
αλλά ο ίδιος ο Χριστός, έτσι ακριβώς το σώμα αυτό του Χριστού
204 ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, «Ἡ ἀποστολὴ τοῦ στρατιωτικοῦ ἱερέως ἐν εἰρήνῃ καὶ ἐν πολέμῳ»,
Ἡμερίδα στελεχῶν ποιμαντικῆς διακονίας τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὰς ἐνόπλους δυνάμεις,
Ἀθῆναι 1997,
http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/commitees/pastoral/dynameis_pheidas.html.
205 ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Λόγος Α΄, Ὅτι διὰ τῶν θείων
συνίσταται μυστηρίων, τοῦ βαπτίσματος, τοῦ μύρου καὶ τῆς ἱερᾶς κοινωνίας. PG 150,
500CD.
206 ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ, Πρὸς Ἐφεσίους, XX. PG 5, 661B .
207 Η θεία Λειτουργία Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Ι. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Θεῖαι
Λειτουργίαι [Κείμενα Λειτουργικῆς, τεῦχ. Γ΄], Θεσσαλονίκη 1994, σ. 254.
208 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Ὁμιλία πρὸ τῆς ἐξορίας, β΄, PG 52, 429.
209 Ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας, κεφ. ΛΗ΄. PG 150, 452CD.
68
πραγματώνεται στα μυστήρια της Εκκλησίας210. Σε κάθε ευχαριστιακή
σύναξη φανερώνεται η Εκκλησία. Ο Χριστός παρέδωσε στους αποστόλους
την Εκκλησία Του ως μυστηριακή εμπειρία της πίστεως, η οποία
βεβαιωνόταν με τη μετάληψη του σώματος και του αίματός του από τους
πιστούς σε κάθε ευχαριστιακή σύναξη211. Όλη η πνευματική ζωή των
πιστών βρίσκει την πληρότητά της στη συμμετοχή τους στο ευχαριστιακό
δείπνο, στη βρώση και την πόση του σώματος και του αίματος του
Κυρίου212.
Οι εκκλησιολογικές αυτές προϋποθέσεις αναδεικνύουν σαφέστερα
όχι μόνο την ιδιαιτερότητα, αλλά και το κύριο περιεχόμενο της αποστολής
του ιερατείου. Η ιερή μυσταγωγία, «ἔργον οὖσα ἴδιον τοῦ Κυρίου καὶ τῆς
ἱερωσύνης αὐτοῦ», δεν μπορεί να τελεσθεί χωρίς τον ιερέα213. Ο ιερέας,
όπως και ο ναός, είναι όργανο ιερουργίας214, είναι ναός του Θεού και
θυσιαστήριο άγιο και σκεύος ιερό, από το οποίο μεταδίδεται η σωτηρία και
στους πιστούς215. Ο Χριστός μέσω των ιερέων ιερουργείται και ιερουργεί
και τα αγαθά της ιερουργίας του τα ενεργεί διά της ιερωσύνης και των
ιερέων του216.
Όπως αναφέρει ο Φειδάς «είναι οι οικονόμοι των μυστηρίων του
Χριστού, οι οποίοι βεβαιώνουν την αυθεντική συνέχεια της μυστηριακής
εμπειρίας του εκκλησιαστικού σώματος και το συνάγουν γύρω από την
Τράπεζα του Κυρίου, ώστε τα μέλη του σώματος να συνάπτονται μεταξύ
69
τους και προς τη θεία κεφαλή του σώματος της Εκκλησίας, και να
μετέχουν της εν Χριστώ καινής ζωής. Μόνο μέσα στην κοινή αυτήν
εμπειρία του εκκλησιαστικού σώματος ο περί Θεού λόγος βιώνεται ως
ενεργός εμπειρία της πίστεως και ως προσωπική μετοχή στο γεγονός της
σωτηρίας. Οποιαδήποτε αποσύνδεση της πίστεως από τον Χριστό της
μυστηριακής εμπειρίας της Εκκλησίας καθιστά όχι μόνο αβέβαιο τον λόγο
της πίστεως, αλλά και ανενεργό στην προσωπική ζωή των πιστών, αφού η
ένωσή τους με τον Χριστό τελεσιουργείται με τη μετοχή στην Τράπεζα του
Κυρίου»217.
Στην λειτουργική πράξη, χαρακτηριστικό παράδειγμα της
οικονομίας των μυστηρίων από τον ιερέα είναι η παράδοση της
Παρακαταθήκης στον πρεσβύτερο κατά τη χειροτονία του: «Λάβε τὴν
παρακαταθήκην ταύτην, καὶ φύλαξον αὐτήν, ἕως τῆς δευτέρας παρουσίας
τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτε παρ’ αὐτοῦ μέλλεις ἀπαιτεῖσθαι
αὐτήν»218. Ο Συμέων Θεσσαλονίκης αναφέρει ότι η παρακαταθήκη
δεικνύει τον ιερέα ως οικονόμο των μυστηρίων του Θεού και αναλαμβάνει
να ιερουργεί τον Ιησού, τον ζώντα άρτον. Ο Κύριο θα ζητήσει από τον
ιερέα να του παραδώσει όχι μόνο τα τίμια δώρα, αλλά και την ιερωσύνη
του, γι’ αυτό οφείλει να τηρεί αυτήν και τον εαυτό του αμώμητα219.
Συνεπώς, η συνεχής λειτουργία της Τραπέζης του Κυρίου είναι η
ύψιστη αποστολή του όλου εκκλησιαστικού σώματος, η οποία
συντονίζεται από το ιερατείο και εκφράζει τον πυρήνα της όλης
ποιμαντικής του διακονίας που είναι η οικονομία των μυστηρίων του
Θεού. Η όλη αποστολή του ιερατείου αναφέρεται στην ιδιαίτερη ευθύνη
του για τη βεβαία και συνεχή λειτουργία της Τραπέζης του Κυρίου για
όλους τους πιστούς. Υπό την έννοια αυτήν αξιολογήθηκε πάντοτε από
την εκκλησιαστική συνείδηση τόσο η αναγκαιότητα, όσο και η συχνότητα
της προσελεύσεως των πιστών στην Τράπεζα του Κυρίου για την κοινωνία
του Σώματος και του Αίματος Χριστού ως του μοναδικού αντιδότου
217 ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, «Ἡ ἀποστολὴ τοῦ στρατιωτικοῦ ἱερέως ἐν εἰρήνῃ καὶ ἐν πολέμῳ»,
όπ.π.
218 Τάξις γινομένῃ ἐπὶ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου, έκδ. Ι. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Θέματα
Εὐχολογίου [Κείμενα Λειτουργικῆς, τεῦχ. Β΄], Θεσσαλονίκη χ.χ., σ. 30.
219 Διάλογος, κεφ. ΡΠΒ΄. PG 155, 392A.
70
εναντίον του πνευματικού θανάτου και ως της μοναδικής πνευματικής
τροφής για να ζήσει ο κόσμος220.
Τελεσιουργός των μυστηρίων είναι ο ιερέας. Χωρίς αυτόν η
συνάθροιση των πιστών θα παρέμενε ένα απλό σύνολο ανθρώπων,
πνευματικό ή και άγιο, αλλά όχι Εκκλησία221. Τούτο φαίνεται και από την
ευχή του Χερουβικού ύμνου στη θεία Λειτουργία222. Στην Εκκλησία δεν
νοείται σύναξη χωρίς κλήρο223, πάντα όμως μέσα στο πλαίσιο της
220 ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, «Ἡ ἀποστολὴ τοῦ στρατιωτικοῦ ἱερέως ἐν εἰρήνῃ καὶ ἐν πολέμῳ»,
όπ.π. Πρβλ. ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Περὶ Ἱερωσύνης. PG 155, 969D: «Οὐκ ἔστι τῆς
τῶν μυστηρίων ἱεουργίας ἡ ἀργία εὐλάβεια, οὐκ ἔστι, κώλυμα δὲ μᾶλλον τῆς σωτηρίου
θυσίας καὶ τῆς ἐντεῦθεν ὠφελείας. Εἰ οὖν μὴ τὸ κωλύον πρὸς τὸ ἱερουργεῖν ἐστιν, ἠ
σωτήριος θυσία διηνεκῶς ἐνεργείσθω». ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, όπ.π. PG 155, 972CD: «Εἰ δ’ οὐ
δυνατὸν τὸ καθ’ ἡμέραν ἱερουργεῖν, κἂν τετράκις τῆς ἑβδομάδος κατὰ τὸν μέγαν
Βασίλειον. Τοῦτο δ’ ἐποίει οὗτος τὰς τρεῖς καταλιμπάνων, ἱερουργίαν ἑτέραν τὴν διὰ τοῦ
λόγου τῆς διδασκαλίας ἐνεργῶν. Τὸ δὲ καθ’ ἡμέραν ἱερουργεῖν οὐκ ἐγὼ ἀπ’ ἐμαυτοῦ
θαρρῶ λέγειν, ἀλλ’ ἀπὸ τοῦ Σωτήρος μαθών, “Τοῦτο ποιεῖτε, λέγοντος, εἰς τὴν ἐμὴν
ἀνάμνησιν”. Καὶ “Ἐγὼ ζῶ, καὶ ὁ τρώγων με ζήσεται δι’ ἐμέ”. Καὶ οἱ ἀπόστολοι δὲ οὕτω
ποιοῦντες ἐδείκνυντο, σχολάζοντες τῇ προσευχῇ καὶ τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου, ὡς γέγραπται·
τῇ ἱερουργίᾳ τῶν μυστηρίων δηλαδὴ καὶ τῇ κοινωνίᾳ».
221 ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΜΕΜΑΝ, Ἡ λειτουργική ἀναγέννηση καί ἡ Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία (μτφρ. Νικ. Χριστοδούλου), εκδ. Σηματωρός, Λάρνακα 1989, σ. 20.
222 Όπ.π., σ. 20. Θεία Λειτουργία Ιωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Εὐχὴ Χερουβικοῦ
ὕμνου, έκδ. Ι. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Θεῖαι Λειτουργίαι [Κείμενα Λειτουργικῆς, τεῦχ. Γ΄],
Θεσσαλονίκη 1994, σσ. 253-254: «…Σὲ τοίνυν δυσωπῶ τὸν μόνον ἀγαθὸν καὶ εὐήκοον·
ἐπίβλεψον ἐπ’ ἐμὲ τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ ἀχρεῖον δοῦλόν σου, καὶ καθάρισόν μου τὴν
ψυχὴν καὶ τὴν καρδίαν ἀπὸ συνειδήσεως πονηρᾶς· καὶ ἱκάνωσόν με τῇ δυνάμει τοῦ
Ἁγίου σου Πνεύματος, ἐνδεδυμένον τὴν τῆς ἱερατείας χάριν, παραστῆναι τῇ ἁγίᾳ σου
ταύτῃ τραπέζῃ καὶ ἱερουργῆσαι τὸ ἅγιον καὶ ἄχραντον σῶμά σου καὶ τὸ τίμιον αἷμα. Σοὶ
γὰρ προσέρχομαι κλίνας τὸν ἐμαυτοῦ αὐχένα καὶ δέομαί σου· μὴ ἀποστρέψῃς τὸ
πρόσωπόν σου ἀπ’ ἐμοῦ, μηδὲ ἀποδοκιμάσῃς με ἐκ παίδων σου, ἀλλ’ ἀξίωσον
προσενεχθῆναί σοι ὑπ’ ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ ἀναξίου δούλου σου τὰ δῶρα ταῦτα…».
223 ΜΑΡΚΟΥ ΕΦΕΣΟΥ, Ἐξήγησις τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκολουθίας. PG 160, 1168C-
1169A: «Ἐν ἐκκλησίᾳ μὲν ὄντες καὶ ἱερέως εὐποροῦντες συνευχομένου, τοῦτον ἔχομεν
προανακρουόμενον τὴν εὐχὴν καὶ τὰ τῆς εὐχαριστίας Θεῷ προσφθεγγόμενον... Ὁ μὲν
γὰρ ἱερεύς, αὐτὸς ὢν ὁ μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, εἰκόνα σώζων Χριστοῦ, καθάπερ
ἤδη βεβαίαν ἔχων πληροφορίαν περὶ τῶν αἰτημάτων, εὐχαριστεῖ...». Πρβλ. ΜΑΞΙΜΟΥ
ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Ἐπιστολή Λ΄, πρὸς Ἰωάννην Ἐπίσκοπον. PG 91, 624D- 625A: «Ὥσπερ ἀκτὶς
ἐπισπᾶται προσηνῶς τὴν ὑγιαίνουσαν ὄψιν προσχαίρουσαν φωτί, καὶ τῆς οἰκείας
λαμπρότητος μεταδίδωσι· οὕτω καὶ ἡ ἀληθὴς ἱερωσύνη χαρακτὴρ οὖσα διὰ πάντων τῆς
μακαρίας θεότητος τοῖς ἐπὶ γῆς, πᾶσαν ψυχὴν κατὰ τὴν ἕξιν φιλόθεόν τε καὶ θείαν
ἐφέλκεται πρὸς ἑαυτήν, καὶ τῆς ἰδίας μεταδίδωσι γνώσεως, εἰρήνης τε καὶ ἀγάπης· ἵνα
πρὸς τὸ πέρας τῆς οἰκείας ἐνεργείας, ἑκάστην τῆς ψυχῆς ἐνέγκασα δύναμιν, Θεῷ
71
Ορθόδοξης Εκκλησίας, δηλαδή της συλλειτουργίας κλήρου και λαού.
Κατά τον Ιγνάτιο Αντιοχείας, ο κύριος ιερουργός των μυστηρίων είναι ο
επίσκοπος, αλλά κατά παραχώρηση η τέλεση της θείας Ευχαριστίας
τελείται και από τους πρεσβυτέρους224. Η διά της χειροτονίας αποκτωμένη
ιερωσύνη παρέχει στον κλήρο την ικανότητα τελέσεως των ιερών
μυστηρίων. Η έκταση της τελετουργικής εξουσίας τους είναι διάφορη σε
έκαστο ιερατικό βαθμό. Οι διάκονοι επικουρούν μόνο κατά την τέλεση
των μυστηρίων και μεταδίδουν τη θεία Κοινωνία225. Οι πρεσβύτεροι
τελούν όλα τα μυστήρια εκτός του καθαγιασμού του μύρου, των
εγκαινίων του ναού και των χειροτονιών226, των οποίων αποκλειστικός
λειτουργός είναι ο επίσκοπος, ως ο κατέχων την πληρότητα της
ιερωσύνης και το δικαίωμα της οικονομίας και τελέσεως παντός
μυστηρίου227.
Ουσιαστικός όμως τελεσιουργός των μυστηρίων, κατά τους πατέρες
της Εκκλησίας και τη λειτουργική πράξη, δεν είναι ο επίσκοπος ή ο
72
πρεσβύτερος, αλλά ο ίδιος ο Θεός. Αυτός είναι ο «προσφέρων καὶ ὁ
προσφερόμενος»228, διότι «ἀρχιερεὺς ἡμῶν ἐχρημάτισεν καὶ τῆς
λειτουργικῆς ταύτης καὶ ἀναιμάκτου θυσίας τὴν ἱερουργίαν παρέδωκεν
ἡμῖν»229. Κατά τον ιερό Χρυσόστομο, ο Θεός είναι αυτός που εργάζεται τα
πάντα, ενώ ο ιερέας δανείζει απλώς τη γλώσσα και τα χέρια του σε Αυτόν
για την τέλεση των μυστηρίων230. Ο Συμεών Θεσσαλονίκης τονίζει ότι ο
λόγος της ενανθρωπήσεως είναι η αναγέννηση και ο αγιασμός του
κόσμου231, πράγμα που φαίνεται ιδιαίτερα στη θεία λατρεία 232. Αυτός είναι
ο πραγματικός ιερουργός-τελετουργός των μυστηρίων233.
73
Ο συγγραφέας του Corpus Dionysiacum, στο έργο του Περί
Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας, τονίζει ότι η μύηση στα ιεραρχικά μυστικά
είναι έργο εκείνων που μυήθηκαν όλα τα θεία μυστήρια της ιεραρχίας
τους και απέκτησαν την τελεσιουργό δύναμη της μυήσεως. Το να
μεταδώσουν άξια τα ιερά είναι έργο αυτών που έλαβαν μέρος στην
ιερατική τελείωση ολοκληρωτικά234. Οι τρεις ιερατικές τάξεις
περιγράφονται ως τελειωτική και τελεσιουργός, φωτιστική και
φωταγωγική, και καθαρτική και διακριτική κατά τις τρεις βαθμίδες της
πνευματικής τελειώσεως235, διότι «ἡ θεαρχία τοὺς ἐν οἷς ἂν ἐγγένηται
νόας ἀποκαθαίρει πρῶτον, εἶτα φωτίζει καὶ φωτισθέντας ἀποτελειοῖ πρὸς
θεοειδῆ τελεσιουργίαν, εἰκότως ἡ ἱεραρχία τῶν θείων εἰκόνων εἰς
διακεκριμένας ἑαυτὴν διαιρεῖ τάξεις τε καὶ δυνάμεις»236.
Η θεία τάξη των ιεραρχών είναι η πρώτη, αλλά και η κορυφαία και
τελευταία. Όπως η ολική ιεραρχία αποπερατώνεται στον Ιησού, έτσι και
κάθε ιεραρχία ξεχωριστά αποπερατώνεται στον ένθεο ιεράρχη. Αν και
μερικά από τα μυστήρια τελούνται από τους ιερείς, ποτέ ο ιερέας δεν
μπορεί να ενεργήσει τη θεογενεσία, ούτε τα μυστήρια της κοινωνίας, διότι
προϋποτίθεται η χρήση του καθαγιασμένου από τον ιεράρχη μύρου και
της Αγίας Τραπέζης. Αλλά ούτε και θα υπάρξει αν δεν χειροτονηθεί από
τον ιεράρχη. Αποκλειστικός τελετουργός των χειροτονιών, της
καθαγιάσεως του μύρου και του εγαινιασμού των ναών είναι ο ιεράρχης.
Επομένως ο επίσκοπος είναι ο κατεξοχήν ιερουργός όλων των
μυστηρίων237. Η φωταγωγική τάξη των ιερέων έχει ως καθήκον τη
χειραγώγηση των μυουμένων στα μυστήρια υπό τις διαταγές των
ιεραρχών και μαζί τους ιερουργούν τα έργα που τους ανήκουν. Στις
232 Διάλογος, κεφ. ΛΑ΄. PG 155, 156D: «Ὃς καὶ καθ’ ἡμᾶς γεγονὼς, ἵν’ ἁγιάσῃ ἡμᾶς
διπλοῦς ὅντας, καὶ μυστηρίων ἐδεήθη. Καὶ διπλῶς ἡμῖν τὴν χάριν ἐβράβευσεν».
233 Διάλογος, κεφ. ΜΑ΄. PG 155, 181D: «Οὐδὲ ἡμεῖς (οἱ ἱερεῖς) ἐνεργοῦμεν
τελοῦντες τὰ μυστήρια· ἀλλὰ λειτουργοῦμεν μόνον, ἤτοι ὑπηρετοῦμεν». Βλ και
Πρωτοπρ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Ἡ θεολογική μαρτυρία, όπ.π., όπ.π., σ. 246.
234 Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, κεφ. Ε΄, I, IV. PG 3, 504D-505A. Και έκδ. G. Heil
und A. M. Ritter, Corpus Dionysiacum II, όπ.π., σσ. 106-107.
235 Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, κεφ. Ε΄, I, VII. PG 3, 508C. Και έκδ. G. Heil und
A. M. Ritter, Corpus Dionysiacum II, όπ.π., σ. 109.
236 Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, κεφ. Ε΄, I, VII. PG 3, 508D-509A. Και έκδ. G.
Heil und A. M. Ritter, Corpus Dionysiacum II, όπ.π., σσ. 109-110.
237 Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, κεφ. Ε΄, I, V και κεφ. Ε΄, I, VI. PG 3, 505A-505D.
Και έκδ. G. Heil und A. M. Ritter, Corpus Dionysiacum II, όπ.π., σ. 107-108.
74
ιεροτελεστίες που είναι της αρμοδιότητάς της, δηλώνει τις θείες ενέργειες
με τα ιερά σύμβολα και καθιστά τους προσερχομένους θεωρητικούς και
κοινωνούς των οσίων τελετών, αλλά εκείνους που επιθυμούν την
επιστήμη των ιερουργιών, τις οποίες επώπτευσαν, τους παραπέμπει στον
ιεράρχη238. Η δε καθαρτική τάξη των λειτουργών έχει ως έργο την
κάθαρση των προσαγομένων προς τις ιερουργίες των ιερέων. Ο
συγγραφέας του Corpus Dionysiacum πρώτα αναφέρεται στον ρόλο τους
κατά το βάπτισμα, επισημαίνοντας ότι οι λειτουργοί απογυμνώνουν τον
προσερχόμενο από το παλαιό ένδυμα, του βγάζουν τα υποδήματα, τον
στήνουν προς τη δύση για την αποταγή και μετά προς την ανατολή. Η
καθαρτική τους δύναμη εκδηλώνεται και στη θεία Ευχαριστία με την
ανάγνωση της Αγίας Γραφής, με την απομάκρυνση από τον ναό πριν την
Αγία Αναφορά των κατηχουμένων και των μετανοούντων και με τη
φύλαξη επίσης των πυλών, ώστε να μην εισέλθουν οι ανίεροι παρά μόνο
οι ακηλίδωτοι, για να μη βεβηλώνονται οι τελευταίοι 239. Συνεπώς ο
ιεράρχης δεν έχει μόνο την τελειωτική δύναμη, αλλά συγχρόνως τη
φωτιστική και την καθαρτική. Ομοίως οι ιερείς κατέχουν τη φωτιστική και
την καθαρτική δύναμη240. Σκοπός της εκκλησιαστικής ιεραρχίας είναι να
προσφέρει στους ανθρώπους τη δυνατότητα συμμετοχής στα μυστήρια,
ώστε μέσω αυτών να αναχθούν στη μακαρία θεαρχία του Ιησού241.
Ο Συμεών Θεσσαλονίκης αντλεί τη διδασκαλία του για τους
βαθμούς της ιερωσύνης από το Corpus Dionysiacum και σε πολλά σημεία το
238 Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, κεφ. Ε΄, I, V και κεφ. Ε΄, I, VI. PG 3, 505D-508A.
Και έκδ. G. Heil und A. M. Ritter, Corpus Dionysiacum II, όπ.π., σ. 108.
239 Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, κεφ. Ε΄, I, VI. PG 3, 508AB. Και έκδ. G. Heil und
A. M. Ritter, Corpus Dionysiacum II, όπ.π., σσ. 108-109.
240 Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, κεφ. Ε΄, I, VII. PG 3, 508C. Και έκδ. G. Heil und
A. M. Ritter, Corpus Dionysiacum II, όπ.π., σ. 109. Βλ. και K. SIMIC, Λειτουργικὴ
Ἑρμηννευτικὴ κατὰ τὰ Ἀρεοπαγιτικὰ συγγράμματα, διδακτορικὴ διατριβή, Ἀθήνα 2012. P.
R. ROMER, Pseudo- Dionysius. A commentary on the texts and an introduction to their influence,
Oxford University Press, New York/Oxford 1993. Βλ. και Πρωτοπρ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ.
ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Ἡ θεολογικὴ μαρτυρία, όπ.π., σσ. 281-282. Βλ. και ΙΕΡΟΘΕΟΥ ΒΛΑΧΟΥ
(Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου), Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία. Πατερικὴ
θεραπευτικὴ ἀγωγή, εκδ. Ἱερά Μονή Τιμίου Σταυροῦ, Ἔδεσα 1986, σσ. 65 εξ.
241 Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, κεφ. Α΄, Ι. PG 3, 369-372C. Και έκδ. G. Heil und
A. M. Ritter, Corpus Dionysiacum II, όπ.π., σ. 63. ΝΙΚ. Χ. ΚΛΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Ἡ γνῶσις τοῦ
Θεοῦ κατὰ τὸν Διονύσιον τὸν Ἀρεοπαγίτη, διατριβὴ ἐπί διδακτορίᾳ, Θεσσαλονίκη 1981, σσ.
86-89.
75
επαναλαμβάνει242. Η πρώτη και ανώτερη τάξη των επισκόπων ονομάζεται
φωτιστική, διότι δέχθηκε τη φωτιστική αρχιερατική χάρη243 και τον τέλειο
φωτισμό της τελείας μόνης Τριάδος244. Δι’ αυτού τελείται πάσα τάξη,
μυστήριο και τελετή και δι’ αυτού προχέονται σε όλους όλα τα
χαρίσματα245.
Δεύτερη έρχεται η τελεστική τάξη των πρεσβυτέρων246, διότι έλαβε
άνωθεν μόνο την τελεστική χάρη και όχι τη μεταδοτική247. Επειδή επέχει
την τάξη των εβδομήκοντα, δεν έχει την άδεια να μεταδίδει τη χάρη και τα
χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος248. Ο ιερέας δηλαδή είναι υπηρέτης και
φροντιστής όλου του έργου της ιερωσύνης249, αλλά δεν τελεί τα μυστήρια
με τα οποία μεταδίδει τη χάρη, όπως η χειροτονία, ο καθαγιασμός του
μύρου και η μετάνοια250. Το μυστήριο της μετανοίας, ως αποκλειστικό
προνόμιο του επισκόπου, τελείται και από τον πρεσβύτερο κατόπιν αδείας
και αναθέσεως αυτού251. Όσα ενεργεί ο ιερέας, την εξουσία τη λαμβάνει
242 Περὶ Ἱερωσύνης. PG 155, 965B: «Εἰκόνα δὲ φέρομεν, ὡς θείαν τε καὶ μεγίστην,
κατὰ τὴν ἀξίαν ἕκαστος ἀναλόγως. Ἐπίσκοπος γὰρ εἰκὼν Ἰησοῦ· καὶ μετ’ αὐτὸν
πρεσβύτερος κατὰ τὸ θύειν τὰ μυστικά· τοῖς δ’ ἄλλοις χαρίσμασιν ἐπίσκοπος μὲν εἰκὼν
τοῦ τῶν φώτων Πατρός, παρ’ ᾧ πᾶσα δόσις ἀγαθή, καὶ πᾶν δώρημα τέλειον, καὶ
φωτιστικὸς διὰ ταῦτα. Πρεσβύτερος δὲ τῶν ὑπερτέρων τάξεων τύπον ἔχων, καὶ δεύτερον
φῶς, καὶ μετεδοτικὸς καὶ ἐνεργὸς μυστυρίων, καὶ διὰ τοῦτο τελεστικὸς. Διάκονος δὲ τρίτη
τάξις, ἀγγέλων τύπον ἔχων λειτουργικῶν, ἀποστελλομένων ἀεὶ διὰ τοὺς μέλλοντας
κληρονομεῖν σωτηρίαν· καὶ διὰ τοῦτο καὶ κήρυξ, καὶ ἑτοιμάζων, καὶ λειτουργικὸς οὗτος.
Πάντες δὲ ἑνὸς Θεοῦ παραστάται, ἑνὸς θύματος θεαταί· τοῦ αὐτοῦ δὲ καὶ κοινωνοί, καὶ
σύσσωμοι, καὶ σύνδοξοι, καὶ ἄλλοις μεταδοτικοὶ χάριτι θείᾳ, εἰ καὶ πρώτως τοῦτο γίνεται
καὶ δευτέρως, κατὰ τὴν τάξιν τὴν ἑκάστῳ ἄνωθεν διδομένην».
243 Ἀποκρίσεις πρὸς τὸν Πενταπόλεως Γαβριήλ, Ἐρώτησις ΙΗ΄. PG 155, 869C.
244 Ἀποκρίσεις πρὸς τὸν Πενταπόλεως Γαβριὴλ Ἐρώτησις ΛΖ΄. PG 155, 885BC.
Διάλογος, κεφ. ΡϞΑ΄. PG 155, 401A.
245 Διάλογος, κεφ. ΡΝΖ΄. PG 155, 364B. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Ἑρμηνεία, κεφ. κθ΄. PG 155,
709B. Ἑρμηνεία, κεφ. λζ΄. PG 155, 712C. Πρεσβ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Δ. ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ, Ἡ
περί Ἱερωσύνης διδασκαλία τοῦ ἁγίου Συμεών Θεσσαλονίκης, όπ.π., σσ. 71-72.
246 Διάλογος, κεφ. ΡΝϚ΄. PG 155, 364A. Διάλογος, κεφ. ΡΟΖ΄. PG 155, 385A.
247 Ἑρμηνεία, κεφ. λα΄. PG 155, 709C. Ἑρμηνεία, κεφ. λθ΄. PG 155, 712D. Διάλογος,
κεφ. ΡΟΖ΄. PG 155, 385A. Διάλογος, κεφ. ΡΠΑ΄. PG 155, 389B.
248 Ἀποκρίσεις πρὸς τὸν Πενταπόλεως Γαβριήλ, Ἐρώτησις ΙΓ΄. PG 155, 861D.
Ἀποκρίσεις πρὸς τὸν Πενταπόλεως Γαβριὴλ Ἐρώτησις ΛΖ΄. PG 155, 885BC. Περὶ Ἱερωσύνης.
PG 155, 965B.
249 Διάλογος, κεφ. ΡΠ΄. PG 155, 388D.
250 Διάλογος, κεφ. ΡΟΖ΄. PG 155, 385A. Ἑρμηνεία, κεφ. λα΄. PG 155, 709C.
Ἀποκρίσεις πρὸς τὸν Πενταπόλεως Γαβριήλ, Ἐρώτησις ΙΓ΄. PG 155, 861CD.
251 Ἀποκρίσεις πρὸς τὸν Πενταπόλεως Γαβριήλ, Ἐρώτησις ΙΓ΄. PG 155, 861CD.
76
από τον αρχιερέα, ο οποίος είναι «τελειότατος» και παρέχει στους άλλους
«τὸ ἐνεργεῖν»252. Ο Συμεών αναφέρει μόνο δύο μυστήρια τα οποία μπορεί
να τελεί ο ιερέας, το βάπτισμα και τη θεία Κοινωνία253. Από όσα σημειώνει
αλλού φαίνεται ότι αναγνωρίζει να τελεί και όλα τα άλλα εκτός εκείνων
που ρητά αποκλείει254. Έτσι, όταν κάνει μνεία του Ευχελαίου, λέει ότι για
τη τέλεσή του συγκαλούνται όλοι οι πρεσβύτεροι που «δύναμιν ἔλαβον
ἐνεργεῖν τὰς τελετάς»255. Και το μυστήριο του γάμου, ενώ λέει ότι είναι
έργο του ιεράρχη, δίδεται και στους ιερείς να το τελούν, «ὅτι τελετὴ μόνη,
καὶ οὐ τῆς μεταδοτικῆς χάριτος»256.
Η τελευταία τάξη των διακόνων έχει ρόλο υπηρέτη της θείας
διακονίας, για αυτό και ονομάζεται λειτουργικός257. Έργο του είναι να
προσκαλεί τον λαό στις ευχές258 και δεν μπορεί να τελέσει τίποτα μόνος
του, χωρίς τον επίσκοπο ή τον πρεσβύτερο259.
Κατά τον Συμεών Θεσσαλονίκης για την τελείωση των τιμίων
δώρων δεν αρκεί η επανάληψη των Κυριακών λόγων, αλλά «τῇ εὐχῇ
θαρροῦμεν ἡμῶν»260. Μόνοι τους οι Κυριακοί λόγοι δεν αρκούν. Χρειάζεται
ο εκφωνών αυτούς να είναι ιερέας, ο οποίος θα ενεργήσει την επίκληση
του Αγίου Πνεύματος και ευχόμενος το «καὶ ποίησον...», θα σφραγίσει τα
252 Ἀποκρίσεις πρὸς τὸν Πενταπόλεως Γαβριήλ, Ἐρώτησις ΛΗ΄. PG 155, 885D.
253 Διάλογος, κεφ. ΡΟΖ΄. PG 155, 385A. Διάλογος, κεφ. ΡΟΘ΄. PG 155, 388B.
Ἑρμηνεία, κεφ. λα΄. PG 155, 709C.
254 Διάλογος, κεφ. ΡΝϚ΄. PG 155, 364A: «τὴν δὲ τελεστικὴν, τὴν τοῦ πρεσβυτέρου
δηλονότι, τὰς τελετὰς μέν, τὴν τῆς ἱερουργίας καὶ τοῦ βαπτίσματος καὶ ἑτέρας
ἐνεργοῦσαν· οὐ τὰς πάσας δέ, οὐδὲ μὴν χειροτονίας. Καὶ γὰρ οὐ τὴν μεταδοτικὴν ἔχει
χάριν, οὐδ’ ἄλλον τελεστικὸν ἢ φωτιστικὸν ἐνεργεῖν ἐξισχύει· τελεῖν δὲ μόνον τὰ μυστικὰ
καὶ τὸ βάπτισμα».
255 Διάλογος, κεφ. ΣΠΓ΄. PG 155, 516B.
256 Διάλογος, κεφ. ΣΠΑ΄. PG 155, 509D. Πρβλ. Πρεσβ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Δ.
ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ, Ἡ περὶ ἱερωσύνης διδασκαλία τοῦ ἁγίου Συμεὼν Θεσσαλονίκης, όπ.π.,
σ. 72.
257 Διάλογος, κεφ. ΡΝϚ΄. PG 155, 364A.
258 ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Ἀποκρίσεις πρὸς τὸν Πενταπόλεως Γαβριήλ,
Ἐρώτησις ΙΘ΄. PG 155, 888D.
259 Διάλογος, κεφ. ΡΟΓ΄. PG 155, 381C. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Διάλογος, κεφ. ΡΝϚ΄. PG 155,
364A. Διάλογος, κεφ. ΡΞΘ΄. PG 155, 376A. Ἑρμηνεία, κεφ. λβ΄. PG 155, 709D. Πρβλ.
Ἀποκρίσεις πρὸς τὸν Πενταπόλεως Γαβριήλ, Ἐρώτησις ΛΖ΄. PG 155, 885B. Διάλογος, κεφ.
ΤΛΒ΄. PG 155, 600D. Ἀποκρίσεις πρὸς τὸν Πενταπόλεως Γαβριήλ, Ἐρώτησις ΚΕ΄. PG 155,
876D. Περὶ Ἱερωσύνης. PG 155, 965D.
260 Ἐρμηνεία, κεφ. πη΄. PG 155, 733C, 736C.
77
δώρα261. Ο ίδιος ο Χριστός με την εντολή «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν
ἀνάμνησιν»262 έδωσε στους ιερείς το να δύνανται να ενεργούν διά των
ευχών263. Η μεταβολή του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα Χριστού
ενεργείται με τις ιερατικές ευχές και την επίκληση του Αγίου Πνεύματος
και τη σφραγίδα του Σταυρού264. Ο Κύριος παρέδωσε «διὰ τῶν εὐχῶν (τῶν
ἱερέων) ἱερουργεῖν»265. Όχι μόνο η θεία Ευχαριστία, αλλά και τα άλλα
μυστήρια και οι άλλες αγιαστικές τελετές τελούνται με τις ευχές των
ιερέων266.
Πολύτιμη πηγή για τη λατρεία αποτελεί το Οδοιπορικό της
Αιθερίας. Οι πρεσβύτεροι αναπληρώνουν σε όλα τον απόντα επίσκοπο,
προσφέροντας τη θεία Ευχαριστία267 και τελούντες και όλα τα μυστήρια
και το ίδιο το βάπτισμα με εντολή του επισκόπου. Προ του βαπτίσματος
και την παραμονή της Τεσσαρακοστής ένας ιερέας κατέγραφε τα
ονόματα των κατηχουμένων268 και κατά τη διάρκεια αυτής γίνονταν οι
εξορκισμοί όσων επρόκειτο να βαπτισθούν, από τους ιερείς269. Στα
Ιεροσόλυμα παρόντος του επισκόπου συμπαρίσταντο και κάποιοι των
πρεσβυτέρων. Κάθε μέρα δύο ή τρείς πρεσβύτεροι και διάκονοι έρχονταν
μαζί με τους μοναχούς πριν την κάθοδο του επισκόπου ψάλλοντας τους
ύμνους και τα αντίφωνα και μόνο αυτοί απήγγηλαν τις δεήσεις. Όταν
άρχιζε η ημέρα, έψελναν τους εωθινούς ύμνος270. Την Κυριακή μέχρι να
ανοίξουν οι θύρες του ναού, ψάλλονταν ύμνοι και αντίφωνα και
τελούνταν δεήσεις μετά από κάθε ύμνο και αντίφωνο από τους ιερείς και
τους διακόνους. Αυτοί ήταν έτοιμοι να τελέσουν την αγρυπνία, την
ασματική παννυχίδα δηλαδή, έως ότου ανοίξουν οι θύρες271. Η εορτή των
78
Επιφανειών ξεκινούσε από τη Βηθλεέμ με ολονύκτια λειτουργία. Ο
οκταήμερος όμως εορτασμός μετά του επισκόπου τελούνταν στα
Ιεροσόλυμα. Κατά τις οκτώ αυτές ημέρες η εορτή εορταζόταν και στη
Βηθλεέμ με τον ίδιο πανηγυρικό τρόπο από τους ιερείς, τους κληρικούς
της περιοχής και τους μοναχούς272.
Ως προς το μυστήριο του βαπτίσματος ο Τερτυλλιανός ονομάζει
κανονικό λειτουργό του τον επίσκοπο273. Ίδια θέση καταγράφει και ο
Φιρμιλιανός, ο οποίος αναφέρει ότι η αυθεντία για τη λειτουργία των
μυστηρίων δόθηκε στους αποστόλους και στην Εκκλησία και έπειτα στους
επισκόπους που χειροτονήθηκαν σε αυτήν τη θέση274. Ο Ιγνάτιος
Αντιοχείας γράφει ότι ο επίσκοπος δύναται να εξουσιοδοτήσει και άλλους
να τελέσουν το ιερό βάπτισμα275, χωρίς να καθορίζει ποιοι είναι αυτοί οι
άλλοι που τους δίνεται αυτή η εντολή. Ο Τερτυλλιανός καθορίζει ότι αυτοί
που κατέχουν το αυτό δικαίωμα είναι οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι,
αλλά πάντα με την άδεια του επισκόπου, για να διασφαλίζεται η ειρήνη
στην Εκκλησία276. Ο Ιππόλυτος μας πληροφορεί ότι ο επίσκοπος τελούσε
τους εξορκισμούς και τη χρίση του επορκιστού ελαίου. Όμως δεν παρείχε
απαραιτήτως το βάπτισμα προσωπικά, αν και αυτός τελούσε πολλά
προκαταρκτικά τυπικά και αν και όλα γίνονταν κάτω από την εποπτεία
του. Μας αναφέρει ότι μετά την επάλειψη των κατηχουμένων με το
επορκιστό έλαιο, ο πρεσβύτερος φέρνει τον κατηχούμενο ενώπιον του
επισκόπου ή του πρεσβυτέρου που ίστατο πλησίον του ύδατος και αυτός
272 Ὁδοιπορικὸν ΚΕ΄ 12, όπ.π., σσ. 168-169. Βλ. και ΕΥ. Δ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, «Τὸ
ὀδοιπορικὸν τῆς Αἰθερίας ἐξ ἐπόψεως Λειτουργικῆς», Θεολογία 61, τεύχ. 1-2 (Ἰανουάριος-
Ἰούνιος 1990) 120-143.
273 De Baptismo, κεφ. 17. PL 1, 1218A. J. BINGHAM, Origines ecclesiasticae; or, The
antiquities of the Christian church, and other works, vol I, Λονδίνο 1843, σ. 253 εξ. ΠΑΝ. Ν.
ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Δογματικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, όπ.π., σ. 289.
274 ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ, Epistola LXXV, XVI-XVII, έκδ. CH. BAYARD, Saint Cyprien,
Correspondance, t. II, όπ.π., σσ. 301-302· ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΚΑΡΘΑΓΕΝΗΣ, S. Thasci Caecili
Cypriani opera omnia, Epistola LXXV, 16-17, CSEL 31, 820-821.
275 Σμυρναίοις, VIII. PG 5, 713B: «Μηδεὶς χωρὶς τοῦ ἐπισκόπου τι πρασσέτω τῶν
ἀνηκόντων εἰς τὴν Ἐκκλησίαν... Οὐκ ἐξόν ἐστιν χωρὶς τοῦ ἐπισκόπου οὔτε βαπτίζειν...
ἀλλ’ ὃ ἂν ἐκεῖνος δοκιμάσῃ, τοῦτο καὶ τῷ Θεῷ εὐάρεστον, ἵνα ἀσφαλὲς ᾖ καὶ βέβαιον
πᾶν, ὃ πράσσετε».
276 De Baptismo, κεφ. 17. PL 1, 1218A.
79
τον βάπτιζε277. Ως προς το χρίσμα δε κύριος τελετουργός είναι ο
επίσκοπος278.
Τελεσιουργός της θείας Ευχαριστίας είναι ο επίσκοπος. Τη
μαρτυρία αυτήν αποσώζουν ο Κλήμης Ρώμης279 και η Διδαχή των Δώδεκα
Αποστόλων280. Στην Απολογία του Ιουστίνου χρησιμοποιείται ο όρος
προεστώς ως προς την τέλεση της θείας Ευχαριστίας. Με τον όρο αυτόν
νοείται είτε ο επίσκοπος είτε ο πρεσβύτερος, συνήθως όμως ο πρώτος281.
Κατά τον Ιγνάτιο, αν και του μυστηρίου αυτού την αποκλειστική τέλεση
κατέχει ο επίσκοπος, δύναται να παραχωρηθεί και στους πρεσβυτέρους
με εντολή του επισκόπου282. Το δικαίωμα των πρεσβυτέρων για την
επιτέλεση των μυστηρίων ανιχνεύεται και στον Κυπριανό283. Ο ιερός
Αυγουστίνος επίσης μας πληροφορεί ότι οι πρεσβύτεροι τελούσαν την
Ευχαριστία κατ’ ιδίαν στα κοιμητήρια284. Επιπλέον σε μία ομιλία του προς
τους κατηχουμένους, αναφέρεται στον επίσκοπο και τον πρεσβύτερο που
προσφέρει τη θυσία285. Τέλος στο De Civitate Dei εξιστορεί μία περίπτωση,
όπου ένας πρεσβύτερος τελεί την Ευχαριστία286. Ο Ιερώνυμος, στην
80
αναζήτηση της διαφοράς μεταξύ του επισκόπου και των πρεσβυτέρων,
κατά την Ευχαριστιακή σύναξη, αποδέχεται το γεγονός ότι και οι δύο
βαθμοί μετέχουν της μεταβολής του άρτου και του οίνου σε Σώμα και
Αίμα Χριστού και ως εκ τούτου είναι ίσοι, εκτός της χειροτονίας287. Ο 18ος
της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου αποδεικνύει ότι τον 4ο αιώνα οι πρεσβύτεροι
κατείχαν το δικαίωμα της τελέσεως της θείας Ευχαριστίας288, γι’ αυτό και
στερούνται αυτού σε περίπτωση διαπράξεως παραπτωμάτων, όπως
επιτάσσουν ο 1ος κανόνας της Αγκύρας289 και ο 9ος της Νεοκαισαρείας290. Το
ύψος της ιερουργίας των μυστηρίων από τον ιερέα περιγράφει ο Άγιος
Συμεών με γλαφυρό τρόπο: «Τί τούτων μεῖζον, κατὰ τὸ ἐνεργεῖν τὰ
μυστήρια, ὑπὲρ ἀγγέλους τὴν ἀξίαν εἰλήφαμεν»291.
81
Τον τελετουργικό ρόλο του ιερέως τον διακρίνουμε επίσης και σε
όλα τα άλλα μυστήρια της Εκκλησίας. Ως προς το μυστήριο της
μετανοίας, ο Τερτυλλιανός, αν και αναγνωρίζει το δικαίωμα της αφέσεως
των αμαρτιών μόνο στον Θεό, τα ελαφρύτερα δύνανται να συγχωρηθούν
από τον επίσκοπο292. Στον Κυπριανό παρατηρούμε ότι δικαίωμα αφέσεως
αμαρτιών είχαν και οι πρεσβύτεροι293 και σε εξαιρετικές περιπτώσεις,
όπως ο κίνδυνος θανάτου, οι διάκονοι294. Ο Ωριγένης τονίζει ότι «Ἐπεὶ δὲ
οἱ τὸν τῆς ἐπισκοπῆς ἐκδικοῦντες χρῶνται τῷ ῥητῷ, ὡς Πέτρος καὶ τὰς
κλεῖδας τῆς τῶν οὐρανῶν βασιλείας ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ εἰληφότες,
διδάσκουσί τε τὰ ὑπ’ αὐτῶν δεδεμένα, τουτέστι καταδεδικασμένα, καὶ ἐν
οὐρανοῖς δεδέσθαι, καὶ τὰ ὑπ’ αὐτῶν ἄφεσιν εἰληφότα καὶ ἐν οὐρανοῖς
λελύσθαι, λεκτέον ὅτι ὑγιῶς λέγουσιν εἰ ἔχοιεν ἔργον δι’ ὃ εἴρηται ἐκείνῳ
τῷ Πέτρῳ Σὺ εἶ Πέτρος»295. Ο 7ος κανόνας της Νεοκαισαρείας δίδει το
δικαίωμα της εξομολογήσεως και στους πρεσβυτέρους296.
κτισμάτων ἐν ἀκαρεῖ δύναται, ο ἱερεύς, [ὤ τῆς περὶ ἡμᾶς τοῦ Θεοῦ Λόγου φιλανθρωπίας
καὶ δωρεᾶς] ἀναμφιβόλως κομίζεται. Καὶ γὰρ καὶ οὗτος ὁμοίως ἄρτον καὶ οἶνον
λαμβάνων, τῇ ἐνοικούσῃ τούτῳ διὰ τοῦ χρίσματος τῆς ἱερωσύνης θείᾳ δυνάμει, εἰς σῶμα
καὶ αἷμα μεταβάλλει Δεσποτικόν».
292 De pudicitia 18, S.C. 394: «salua illa paenitentiae specie post fidem, quae aut
leuioribus delictis ueniam ab episcopo consequi poterit aut maioribus et inremissibilibus a
Deo solo».
293 Epistola XV, I, έκδ. CH. BAYARD, Saint Cyprien, Correspondance, t. I, όπ.π., σσ. 42-
43· ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΚΑΡΘΑΓΕΝΗΣ, S. Thasci Caecili Cypriani opera omnia, Epistola XV, 1, CSEL
31, 514. Βλ. και Epistola XVII, II, έκδ. CH. BAYARD, Saint Cyprien, Correspondance, t. I, όπ.π.,
σσ. 49-50· ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΚΑΡΘΑΓΕΝΗΣ, όπ.π., Epistola XVII, 2, CSEL 31, 522.
294 ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ, Epistola XVIII, I, έκδ. CH. BAYARD, Saint Cyprien, Correspondance, t.
I, όπ.π., σ. 50· ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΚΑΡΘΑΓΕΝΗΣ, όπ.π., Epistola XVIII, 1, CSEL 31, 524.
295 Εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον ἐξηγητικῶν, τόμος 12, 14. PG 13, 1013BC. Πρβλ.
ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ, Ἐπιστολή Πέτρου πρὸς Ἰάκωβον, II. PG 2, 36B: «Διὸ αὐτῷ μεταδίδωμι τὴν
ἐξουσίαν τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν... ».
296 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Γ΄, σ. 80: «Πρεσβύτερον εἰς γάμους
διγαμούντων μὴ ἑστιᾶσθαι· ἐπεὶ μετάνοιαν αἰτοῦντος τοῦ διγάμου, τίς ἔσται ὁ
πρεσβύτερος, ὁ διὰ τῆς ἑστιάσεως συγκατατιθέμενος τοῖς γάμοις;». ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ
ΚΑΡΘΑΓΕΝΗΣ, Epistola XIX, II, έκδ. CH. BAYARD, Saint Cyprien, Correspondance, t. I, όπ.π.,
σσ. 52-53· ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΚΑΡΘΑΓΕΝΗΣ, S. Thasci Caecili Cypriani opera omnia, Epistola XIX, 2,
CSEL 31, 525-526. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΚΑΡΘΑΓΕΝΗΣ, Epistola III, III, έκδ. CH. BAYARD, Saint
Cyprien, Correspondance, t. ΙI, όπ.π., σσ. 7-8· ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΚΑΡΘΑΓΕΝΗΣ, S. Thasci Caecili
Cypriani opera omnia, Epistola III, 3, CSEL 31, 525-526. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Περὶ
Ἱερωσύνης. Λόγος Γ΄, Ϛ΄. PG 48, 644: «Οὐ γὰρ ὅταν ἡμᾶς ἀναγεννῶσι μόνον, ἀλλὰ καὶ τὰ
μετὰ ταῦτα συγχωρεῖν ἔχουσιν ἐξουσίαν ἁμαρτήματα».
82
Ως προς το μυστήριο του γάμου ο Ιγνάτιος αναφέρει στον
Πολύκαρπο ότι, στη σύναψη γάμου, οι άντρες και ο γυναίκες οφείλουν να
κάνουν την ένωσή τους ενώπιον του επισκόπου297. Ομοίως και το ιερό
Ευχέλαιο ευλογούνταν από τον επίσκοπο μετά των πρεσβυτέρων και
αργότερα μόνο από τους πρεσβυτέρους298, η δε χειροτονία τελείται μόνο
από τον επίσκοπο299.
Η τέλεση λοιπόν των ιερών μυστηρίων ανήκει αποκλειστικά στους
ιερείς. Έκαστος βαθμός της ιερωσύνης κατέχει την αρμοδιότητα να τελεί
ορισμένα μυστήρια, ανάλογα με τη μετοχή του στην πληρότητά της. Αν
και κύριος ιερουργός είναι ο επίσκοπος, ο πρεσβύτερος κατέχει το
δικαίωμα τελέσεως μυστηρίων, το οποίο του δόθηκε σταδιακά κατά την
πάροδο των πρώτων αιώνων, για να εξυπηρετηθούν οι λειτουργικές
ανάγκες των πιστών, ώστε να αναχθούν όλοι μαζί, κλήρος και λαός, διά
της καθάρσεως και του φωτισμού, στη θέωση.
83
84
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η ΙΕΡΩΣΥΝΗ ΣΤΗΝ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
1. Προσόντα Χειροτονουμένων.
α. Σωματική υγεία.
Ο άνθρωπος ως ψυχοσωματική οντότητα και δη ως λειτουργός του
Θεού χρειάζεται να είναι απόλυτα ισορροπημένη προσωπικότητα. Μόνο
έτσι δύναται να αναπτύξει πλήρως τα χαρίσματα με τα οποία
προικίστηκε από τον Δημιουργό. Ο υποψήφιος κληρικός οφείλει να μην
είναι ούτε κωφός, ούτε τυφλός, σύμφωνα με τους κανόνες των Αγίων
Αποστόλων. Διευκρινίζεται ότι οι έχοντες τις σωματικές αυτές
δυσλειτουργίες δεν είναι «μεμιασμένοι», αλλά εμποδίζονται της
ιερωσύνης για την εξασφάλιση της εύρυθμης διακονίας της2. Ο μη
1 ΗΛ. Ι. ΠΑΤΣΑΒΟΥ, Ἡ εἴσοδος εἰς τὸν κλῆρον κατὰ τοὺς πέντε πρώτους αἰῶνας,
διδακτορική διατριβή, Ἀθήνα 1973, σ. 159.
2 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 100: Κανὼν ΟΗ΄ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων:
«Κωφὸς δὲ ὤν, καὶ τυφλός, μὴ γινέσθω ἐπίσκοπος· οὐχ ὡς μεμιασμένος, ἀλλ’ ἵνα μὴ τὰ
ἐκκλησιαστικὰ παρεμποδίζοιτο». Πρβλ. Λευϊτ. 21, 18-23: «πᾶς ἄνθρωπος, ᾧ ἐστιν ἐν αὐτῷ
μῶμος, οὐ προσελεύσεται, ἄνθρωπος τυφλὸς ἢ χωλὸς ἢ κολοβόριν ἢ ὠτότμητος ἢ
ἄνθρωπος, ᾧ ἂν ᾖ ἐν αὐτῷ σύντριμμα χειρός, ἢ σύντριμμα ποδὸς ἢ κυρτὸς ἢ ἔφηλος ἢ
πτίλλος τοὺς ὀφθαλμοὺς ἢ ἄνθρωπος, ᾧ ἂν ᾖ ἐν αὐτῷ ψώρα ἀγρία, ἢ λειχὴν ἢ μονόρχις,
πᾶς ᾧ ἐστιν ἐν αὐτῷ μῶμος ἐκ τοῦ σπέρματος Ἀαρὼν τοῦ ἱερέως, οὐκ ἐγγιεῖ τοῦ
προσενεγκεῖν τὰς θυσίας τῷ Θεῷ σου, ὅτι μῶμος ἐν αὐτῷ· τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ οὐ
προσελεύσεται προσενεγκεῖν. τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ τὰ ἅγια τῶν ἁγίων, καὶ ἀπὸ τῶν ἁγίων
φάγεται· πλὴν πρὸς τὸ καταπέτασμα οὐ προσελεύσεται καὶ πρὸς τὸ θυσιαστήριον οὐκ
85
αρτιμελής κληρικός δεν μπορεί να τελέσει τις ιερουργίες, διότι πρακτικά
απαιτείται χρήση όλων των σωματικών του μελών. Ιδιαίτερη όμως
έμφαση δίδεται στην ψυχική καθαρότητα του κληρικού. Διά τούτο και ο
77ος κανόνας των Αποστόλων σημειώνει και φυσικά ελαττώματα που δεν
κωλύουν την ιερωσύνη3. Ο Ζωναράς ερμηνεύοντας τον κανόνα τονίζει ότι
κώλυμα αποτελεί η πλήρης κώφωση και τύφλωση ή άλλη καθολική
αναπηρία και όχι αν ο υποψήφιος πάσχει από στραβισμό ή έχει κάποια
άλλη σωματική έλλειψη ή ατέλεια4. Εάν η σωματική αυτή αναπηρία, κατά
τον Βαλσαμώνα, επέλθει μετά τη χειροτονία, ο ιερωμένος δεν εκπίπτει
της ιερωσύνης, αλλά δεν επιτρέπεται σ’ αυτόν να τελεί τα ιερατικά του
καθήκοντα, ούτε να προαχθεί σε ανώτερο βαθμό5.
Ως έλλειψη σωματικής αρτιμέλειας λογίζεται και ο αυτόβουλος
ευνουχισμός, διότι αποτελεί ύβρη στο σώμα που θεωρείται ναός του Θεού
και αποτελεί ο ευνουχίσας εαυτόν φονέα του εαυτού του και εχθρό της
δημιουργίας του Θεού. Ο χριστιανός και δη ο κληρικός οφείλει να
αγωνίζεται εναντίον των παθών του και όχι να αποκόπτεται αυτών
τεχνηέντως. Δεν αποκλείονται της ιερωσύνης οι εκ φύσεως ευνούχοι ή οι
βιαίως ακρωτηριασθέντες ή κατόπιν ιατρικής επεμβάσεως για
θεραπευτικούς λόγους ευνουχισθέντες6.
ἐγγιεῖ, ὅτι μῶμον ἔχει· καὶ οὐ βεβηλώσει τὸ ἅγιον τοῦ Θεοῦ αὐτοῦ, ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ
ἁγιάζων αὐτούς». Βλ. και ΑΘ. Π. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Θέματα Βυζαντινοῦ
Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, Ἐνδιαφέροντα τὴν Σύγχρονον Πρακτικήν, εκδ. Τζάκα-
Δελαγραμμάτικα, Ἀθῆναι 1957, σ. 33. Ἀρχιμ. ΜΕΛΕΤΙΟΥ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ,
Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετὰ τοῦ Ἰσχύοντος νῦν ἐν
τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Πατριαρχείου καὶ ἐν Ἑλλάδι, εκδ. Σαλιβέρου, Ἐν Ἀθήναις 1898, σσ. 80-81.
ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΙΛΑΣ (επισκόπου Ζάρας και Δαλματικής), Τὸ Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον
τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, (μτφρ. Μ. Αποστολόπουλου), εκδ. Σακελλαρίου,
Ἐν Ἀθήναις 1906, σσ. 364-365.
3 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 100: Κανὼν ΟΖ΄ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων: «Εἴ
τις ἀνάπηρος ᾖ τὸν ὀφθαλμόν, ἢ τὸ σκέλος πεπληγμένος, ἄξιος δέ ἐστιν ἐπισκοπῆς,
γινέσθω· οὐ γὰρ λώβη σώματος αὐτὸν μιαίνει, ἀλλὰ ψυχῆς μολυσμός».
4 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 100.
5 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σ. 468. Βλ. και ΙΑΚΩΒΟΥ (Ἱερομονάχου,
ἀρχιμανδρίτου καὶ ἐπιτρόπου Ἰωαννίνων), Βακτηρία Ἀρχιερέων (1645), τ. Γ΄, στοιχεῖα Λ-
Ω, ἐπιμέλεια ἔκδοσης με σχόλια: Πρ. Ι. Ακανθόπουλος, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη
2000,στοιχεῖον Χ΄, κεφ. η΄, σσ. 1604-1605
6 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 30: Κανὼν ΚΒ΄ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων: «Ὁ
ἀκρωτηριάσας ἑαυτὸν μὴ γινέσθω κληρικός· αὐτοφονευτὴς γάρ ἐστιν ἑαυτοῦ, καὶ τῆς τοῦ
Θεοῦ δημιουργίας ἐχθρός». Βλ. και ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 29: Κανὼν ΚΑ΄
τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, «Εὐνοῦχος, εἰ μὲν ἐξ ἐπηρείας ἀνθρώπων ἐγένετό τις, ἢ ἐν
86
Απαραίτητο για να ιερωθεί κάποιος είναι και η έλλειψη ψυχικής
νόσου. Η ομαλή και επωφελής διαποίμανση του πληρώματος της
Εκκλησίας απαιτεί από τον ιερέα καθαρό και νηφάλιο νου7. Ο Βαλσαμών
σε απόκρισή του στον πατριάρχη Αλεξανδρείας Μάρκο τονίζει ότι ο
ιερέας δεν πρέπει να πάσχει από επιληπτικές κρίσεις, οφειλόμενες σε
διωγμῷ ἀφῃρέθη τὰ ἀνδρῶν, ἢ οὕτως ἔφυ, καὶ ἔστιν ἄξιος, ἐπίσκοπος γινέσθω». ΡΑΛΛΗ-
ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 29: Κανὼν ΚΓ΄ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων: «Εἴ τις κληρικὸς ὤν,
ἑαυτὸν ἀκρωτηριάσοι, καθαιρείσθω· φονεὺς γάρ ἐστιν ἑαυτοῦ». ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ,
Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 114: Κανὼν Α΄ τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Εἴ τις ἐν νόσῳ ὑπὸ ἰατρῶν
ἐχειρουργήθη, ἢ ὑπὸ βαρβάρων ἐξετμήθη, οὗτος μενέτω ἐν τῷ κλήρῳ. Εἰ δέ τις ὑγιαίνων
ἑαυτὸν ἐξέτεμε, τοῦτον καὶ ἐν τῷ κλήρῳ ἐξεταζόμενον, πεπαῦσθαι προσήκει· καὶ ἐκ τοῦ
δεῦρο, μηδένα τῶν τοιούτων χρῆναι προάγεσθαι. Ὥσπερ δὲ τοῦτο πρόδηλον, ὅτι περὶ τῶν
ἐπιτηδευόντων τὸ πρᾶγμα, καὶ τολμώντων ἑαυτοὺς ἐκτέμνειν εἴρηται· οὕτως, εἴ τινες ὑπὸ
βαρβάρων, ἢ δεσποτῶν εὐνουχίσθησαν, εὑρίσκοιντο δὲ ἄλλως ἄξιοι, τοὺς τοιούτους εἰς
κλῆρον προσίεται ὁ κανών». ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 31: Κανὼν ΚΔ΄ τῶν
Ἁγίων Ἀποστόλων: «Λαϊκὸς ἑαυτὸν ἀκρωτηριάσας, ἀφοριζέσθω ἔτη τρία· ἐπίβουλος γάρ
ἐστι τῆς ἑαυτοῦ ζωῆς». ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σσ. 676-677: Κανὼν Η΄ τῆς
Πρωτοδευτέρας Συνόδου: «Ὁ θεῖος καὶ ἱερὸς τῶν ἁγίων Ἀποστόλων κανών, τοὺς
ἐκτέμνοντας ἑαυτοὺς αὐτοφονευτὰς κρίνει καὶ ἱερεῖς μὲν ὄντας, καθαιρεῖ, μὴ ὄντας δέ,
τῆς ἐπὶ τὴν ἱερωσύνην προκοπῆς ἀπείργει, δῆλον ἐντεῦθεν καθιστών, ὡς εἴπερ ὁ ἑαυτὸν
ἐκτέμνων αὐτοφονευτής ἐστιν, ὁ ἕτερον ἐκτέμνων πάντως φονευτής ἐστι. Θείη δ’ ἄν τις
τὸν τοιοῦτον δικαίως καὶ τῆς δημιουργίας αὐτῆς ὑβριστήν. Διόπερ ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος
ὡς εἴ τις ἐπίσκοπος ἢ πρεσβύτερος ἢ διάκονος εὐνουχίζων τινὰ ἐλεγχθείη, ἢ αὐτοχειρίᾳ ἢ
ἐξ ἐπιτάγματος, τοῦτον καθαιρέσει καθυποβάλλεσθαι, εἰ δὲ λαϊκὸς εἴη, ἀφορίζεσθαι·
πλήν, εἰ μήπου νόσημά τι περιπεσὸν πρὸς ἐκτομὴν τοῦ πεπονθότος ἐκβιάζοιτο. Ὥσπερ
γὰρ ὁ τῆς ἐν Νικαίᾳ συνόδου πρῶτος Κανὼν τοὺς ἐν νόσῳ χειρουργηθέντας οὐ κολάζει
διὰ τὸ νόσημα, οὕτω καὶ ἡμεῖς οὔτε τοὺς ἱερεῖς, ἐπιτάσσοντας εὐνουχίζεσθαι τοὺς
νοσοῦντας, κατακρίνομεν, οὔτε μὴν τοὺς λαϊκούς, αὐτοχειρίᾳ πρὸς τὴν ἐκτομὴν
χρεωμένους, αἰτιώμεθα· τοῦτο γὰρ ἰατρείαν τοῦ νοσήματος, ἀλλ’ οὐκ ἐπιβουλὴν τοῦ
πλάσματος, ἣν τῆς πλάσεως ὕβριν λογιζόμεθα». Βλ. και ΑΘ. Π. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ,
Ἑλληνικὸν Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον, Ἀθῆναι 21965, σ. 145. ΑΘ. Π. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ,
Θέματα Βυζαντινοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, Ἐνδιαφέροντα τὴν Σύγχρονον Πρακτικήν,
όπ.π., σσ. 33-34. Ἀρχιμ. ΜΕΛΕΤΙΟΥ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον τῆς
Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετὰ τοῦ Ἰσχύοντος νῦν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ
Πατριαρχείου καὶ ἐν Ἑλλάδι, όπ.π., σ. 103. AL. RENTEL, «A Comparison of the Liturgical
Rites of Ordination and the Canonical Act of Deposition», St. Vladimir’s Theological Quarterly
55 (2011) 34-35.
7 ΑΘ. Π. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Ἑλληνικὸν Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον, όπ.π., σ. 145.
Βλ. και ΑΘ. Π. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Θέματα Βυζαντινοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου,
Ἐνδιαφέροντα τὴν Σύγχρονον Πρακτικήν, όπ.π., σ. 29. Ἀρχιμ. ΜΕΛΕΤΙΟΥ
ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
μετὰ τοῦ Ἰσχύοντος νῦν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Πατριαρχείου καὶ ἐν Ἑλλάδι, όπ.π., σσ. 81-82.
87
πάθηση του εγκεφάλου8. Στην ψυχική ηρεμία εντάσσονται και οι
κυριευόμενοι από δαιμόνιο, διότι δεν μπορεί να γίνει ορθή και ελεύθερη
χρήση της λογικής. Ο 79ος Αποστολικός κανόνας υπαγορεύει «Ἐάν τις
δαίμονα ἔχῃ, κληρικὸς μὴ γινέσθω, ἀλλὰ μηδὲ τοῖς πιστοῖς συνευχέσθω·
καθαρισθεὶς δέ, προσδεχέσθω καί, ἐὰν ᾖ ἄξιος, γινέσθω»9. Στους
δαιμονιζομένους πιστεύουμε ότι πρέπει να συγκαταλεγούν και οι
επιληπτικοί, διότι και αυτοί δεν μπορούν να κάνουν ορθή χρήση της
λογικής και διότι στερούνται της απαιτουμένης σωματικής ενεργείας. Αν
όμως θεραπευθούν από τη νόσο και εξακριβωθεί, δύνανται να ιερωθούν10.
Βάσει όλων των εδώ εκτεθέντων, φαίνεται ότι ο υποψήφιος
κληρικός πρέπει να έχει ψυχοσωματική υγεία, ώστε να δύναται να
διαποιμαίνει θεαρέστως το εμπιστευθέν σε αυτόν ποίμνιο μεταδίδοντάς
του λυτρωτικό μήνυμα και να οικονομεί τα μυστήρια του Θεού 11. Επειδή
όμως «οὐ (γὰρ) λώβη σώματος αὐτὸν μιαίνει, ἀλλὰ ψυχῆς μολυσμός»12 η
Εκκλησία λαμβάνει υπόψιν της μόνο τα σωματικά ελαττώματα, τα οποία
κωλύουν απόλυτα τη χειροτονία και δέχεται στον κλήρο πιστούς με
ελαττώματα που δεν εμποδίζουν την κανονική και τακτική λειτουργία
των εκκλησιαστικών υποθέσεων13.
88
β. Ορθή πίστη.
Ένα από τα βασικά προσόντα του χειροτονουμένου πρέπει να είναι
η ορθή πίστη14 και να είναι βαπτισμένος15. Ο υποψήφιος οφείλει να
γνωρίζει όλες τις αλήθειες της χριστιανικής πίστεως, να τις κατανοεί και
να είναι ικανός να τις διδάξει και σε άλλους16. Ο 12ος κανόνας της
89
Λαοδικείας εφιστά την προσοχή επί του θέματος: «Περὶ τοῦ τοὺς
ἐπισκόπους κρίσει τῶν μητροπολιτῶν καὶ τῶν πέριξ ἐπισκόπων
καθίστασθαι εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἀρχήν, ὄντας ἐκ πολλοῦ
δεδοκιμασμένους ἔν τε τῷ λόγῳ τῆς πίστεως, καὶ τῇ τοῦ εὐθέος βίου
πολιτείᾳ»17. Ο Αριστηνός, σχολιάζοντας τον 12ο κανόνα της Λαοδικείας,
υποστηρίζει ότι άξιος επισκοπής κρίνεται εκείνος που έχει δοκιμασθεί
στην πίστη και τη διαγωγή και κατέχει λιπαρά γνώση18. Αντιθέτως δεν
είναι ακόμη ικανός να κηρύττει και να συμβουλεύει τον κλήρο και τον λαό
για τη βίωση της αληθείας ο «νεόφυτος». Η πίστη αυτή πρέπει να είναι
στέρεη και αδιάσειστη. Η ορθή πίστη βεβαιώνεται και με την προϋπόθεση
ότι όλοι οι συγγενείς του υποψηφίου πρέπει να είναι ορθόδοξοι
χριστιανοί19. Ο Ζωναράς πιστεύει ότι η αδυναμία του υποψηφίου να
διδάξει τους οικείους του και να τους οδηγήσει στην ορθή πίστη αποτελεί
απόδειξη αμφιβολίας για τη σταθερότητα και της δικής του πίστεως20.
90
Για να είναι βέβαιη η Εκκλησία ότι ο νέος κληρικός έχει το προσόν
αυτό, απαγορεύει τη χειροτονία των νεοφύτων21 και των σε έκτακτες
περιπτώσεις βαπτισθέντων, όπως σε περιπτώσεις σοβαρής ασθενείας22. Οι
νεόφυτοι αποκλείονται της ιερωσύνης, διότι δεν παρουσίασαν ακόμα
δείγματα ότι έχουν εδραιωθεί στην πίστη, για να μπορούν να διδάξουν
τον λαό23. Οι κλινικοί θεωρούνται ελλιπείς στην πίστη, καθώς ανέβαλαν
το βάπτισμά τους από φόβο έως την ώρα βαρειάς ασθενείας. Εκείνοι οι
οποίοι βαπτίσθηκαν χωρίς να εδραιωθούν στην πίστη και η πίστη τους
δεν απορρέει από ελεύθερη βούληση, αλλά από τον φόβο του θανάτου,
δεν μπορούν να χειροτονηθούν, διότι δεν πέρασαν μία περίοδο
δοκιμασίας, ώστε η Εκκλησία να είναι βέβαιη ότι ο υποψήφιος είναι
εδραίος στην πίστη. Τα κωλύματα αυτά αίρονται εάν ο νεόφυτος
κατηχηθεί και δοκιμασθεί αρκετό χρόνο προ της χειροτονίας. Οι δε
κλινικοί χειροτονούνται, αν μετά το βάπτισμα αποδειχθούν φύλακες της
πίστεως ή υπάρχει σοβαρή έλλειψη προσώπων προς ανάληψη ιερατικής
διακονίας24.
Της ιερωσύνης αποκλείονται και όσοι απαρνήθηκαν την πίστη τους
κατά τινα διωγμό. Όσοι δε προχειρίσθηκαν σε ιερατικό βαθμό από άγνοια
91
ή εσκεμμένα, καθαιρούνται25. Ο Ζωναράς παρατηρεί ότι τους
αρνησαμένους την πίστη δεν τους δεχόμαστε στην ιερωσύνη, αλλά μόνο η
ειλικρινής τους μετάνοια γίνεται δεκτή26.
Ελλιπής στην πίστη είναι και ο αιρετικός, ο οποίος επέστρεψε μεν
από την αίρεση στην Ορθοδοξία, αλλά μετά από χρόνο έγινε πάλι
αιρετικός. Αυτός, και αν επιστρέψει πάλι στην Ορθοδοξία, δεν δύναται να
ιερωθεί27. Συναφές είναι και το ζήτημα των αρνησαμένων τη χριστιανική
πίστη ή την αληθή Εκκλησία, αφού προβλέπεται καθαίρεση για τον
κληρικό και αφορισμός για τον λαϊκό . Ο 62ος κανόνας των Αποστόλων
κελεύει: «Εἴ τις κληρικὸς διὰ φόβον ἀνθρώπινον, Ἰουδαίου ἢ Ἕλληνος ἢ
αἱρετικοῦ, ἀρνήσεται, εἰ μὲν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἀποβαλλέσθω· εἰ δὲ τὸ
ὄνομα τοῦ κληρικοῦ, καθαιρείσθω· μετανοήσας δέ, ὡς λαϊκὸς δεχθήτω»28.
92
καθέδραν μετέχειν· προσφέρειν δὲ αὐτούς, ἢ ὁμιλεῖν, ἢ ὅλως λειτουργεῖν τι τῶν
ἱερατικῶν λειτουργιῶν, μὴ ἐξεῖναι». ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Γ΄, σσ. 22-23: Κανὼν Β΄
τῆς ἐν Ἀγκύρᾳ Τοπικῆς Συνόδου: «Διακόνους ὁμοίως θύσαντας, μετὰ δὲ ταῦτα
ἀναπαλαίσαντας, τὴν μὲν ἄλλην τιμὴν ἔχειν, πεπαῦσθαι δὲ αὐτοὺς πάσης τῆς ἱερᾶς
λειτουργίας, τῆς τε τοῦ ἄρτον ἢ ποτήριον ἀναφέρειν, ἢ κηρύσσειν. Εἰ μέντοι τινές τῶν
ἐπισκόπων τούτοις συνίδοιεν κάματόν τινα, ἢ ταπείνωσιν πραότητος, καὶ ἐθέλοιεν πλέον
τι διδόναι, ἢ ἀφαιρεῖν, ἐπ’ αὐτοῖς εἶναι τὴν ἐξουσίαν». ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Γ΄,
σ. 24: Κανὼν Γ΄ τῆς ἐν Ἀγκύρᾳ Τοπικῆς Συνόδου: «Τοὺς φεύγοντας καὶ συλληφθέντας, ἢ
ὑπὸ οἰκείων παραδοθέντας, ἢ ἄλλως τὰ ὑπάρχοντα ἀφαιρεθέντας, ἢ ὑπομείναντας
βασάνους, ἢ εἰς δεσμωτήριον ἐμβληθέντας, βοῶντάς τε, ὅτι εἰσὶ χριστιανοί, καὶ
περισχισθέντας, ἢ τι εἰς τὰς χεῖρας πρὸς βίαν ἐμβαλλόντων τῶν βιαζομένων, ἢ βρῶμά τι
πρὸς ἀνάγκην δεξαμένους, ὁμολογοῦντας δὲ διόλου ὅτι εἰσὶ χριστιανοί, καὶ τὸ πένθος
τοῦ συμβάντος ἀεὶ ἐπιδεικνυμένους τῇ πάσῃ καταστολῇ καὶ τῷ σχήματι, καὶ τῇ τοῦ βίου
ταπεινότητι, τούτους, ὡς ἔξω ἁμαρτήματος ὄντας, τῆς κοινωνίας μὴ κωλύεσθαι· εἰ δὲ καὶ
ἐκωλύθησαν ὑπό τινος, περισσοτέρας ἀκριβείας ἕνεκεν, ἢ καί τινων ἀγνοίᾳ, εὐθὺς
προσδεχθῆναι. Τοῦτο δὲ ὁμοίως ἐπί τε τῶν ἐκ τοῦ κλήρου καὶ τῶν ἄλλων λαϊκῶν.
Προσεξητάσθη δὲ κἀκεῖνο, εἰ δύνανται καὶ λαϊκοί, τῇ αὐτῇ ἀνάγκῃ ὑποπεσόντες,
προάγεσθαι εἰς τάξιν· ἔδοξεν οὖν καὶ τούτους, ὡς μηδὲν ἡμαρτηκότας, εἰ καὶ ἡ
προλαβοῦσα εὑρίσκοιτο ὀρθὴ τοῦ βίου πολιτεία, προχειρίζεσθαι». ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ,
Σύνταγμα, τ. Δ΄, σ. 29: Κανὼν Ι΄ τοῦ Πέτρου Ἀλεξανδρείας: «Ὅθεν οὐκ ἔστιν εὔλογον, οὐδὲ
τοὺς ἀπὸ κλήρου αὐτομολήσαντας, ἐκπεπτωκότας τε καὶ ἀναπαλαίσαντας, ἔτι ἐν τῇ
λειτουργίᾳ εἶναι, ἅτε δὴ καταλείψαντας τὸ ποίμνιον τοῦ Κυρίου καὶ μωμησαμένους
ἑαυτούς, ὅπερ οὐδεὶς τῶν ἀποστόλων πεποίηκε. Καὶ γὰρ ὁ πολλοὺς διωγμοὺς ἐξανύσας,
πολλά τε ἆθλα ἀγωνισμάτων ἐνδειξάμενος, ὁ μακάριος ἀπόστολος Παῦλος, ἐγνωκὼς ὅτι
κάλλιόν ἐστιν ἀναλῦσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἶναι, ἐπιφέρει καὶ λέγει “Τὸ δὲ ἐπιμεῖναι τῇ
σαρκί, ἀναγκαιότερον δι’ ὑμᾶς. Σκοπῶν γὰρ οὐ τὸ ἑαυτοῦ συμφέρον, ἀλλὰ τὸ τῶν
πολλῶν, ἵνα σωθῶσιν”, ἀναγκαιότερον τῆς ἑαυτοῦ ἀναπαύσεως ἡγήσατο τὸ παραμένειν
τοῖς ἀδελφοῖς καὶ ἐπιμελεῖσθαι αὐτῶν. Ὃς καὶ τὸν διδάσκοντα θέλει εἶναι ἐν τῇ
διδασκαλίᾳ, τύπον γινόμενον τῶν πιστῶν. Ὅθεν οἱ ἐν τῇ εἱρκτῇ ἐπιδικαζόμενοι, τῆς
λειτουργίας ἐκπεπτωκότες καὶ ἀναπαλαίσαντες, πάνυ ἀναισθητοῦσι· πῶς γὰρ αἰτοῦσιν
ὃ κατέλειψαν, δυνάμενοι τοῖς ἀδελφοῖς εὔχρηστοι εἶναι ἐν καιρῷ τοιούτῳ;...». ΡΑΛΛΗ-
ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σσ. 41-42: Κανὼν ΙΔ΄ τοῦ Πέτρου Ἀλεξανδρείας: «Εἰ δέ τινες βίαν
πολλὴν καὶ ἀνάγκην πεπόνθασι, χάνον λαβόντες ἐν τῷ στόματι καὶ δεσμούς, καὶ
ἐπιμείναντες καρτερῶς τῇ διαθέσει τῆς πίστεως καὶ τὰς χεῖρας αὐτῶν καῆναι
καρτερήσαντες, προσαγομένας ἀκοντὶ τῷ ἀνιέρῳ θύματι. Ὥσπερ οὖν ἔγραψάν μοι οἱ ἀπὸ
τῆς φυλακῆς τρισμακάριοι μάρτυρες περὶ τῶν ἐν τῇ Λιβύῃ καὶ ἕτεροι δὲ συλλειτουργοί, οἱ
τοιοῦτοι, συμμαρτυρούντων αὐτοῖς μάλιστα καὶ τῶν ἄλλων ἀδελφῶν, δύνανται εἶναι ἐν
τῇ λειτουργίᾳ, ταχθέντες ἐν τοῖς ὁμολογηταῖς, ὡς καὶ οἱ κατανεκρωθέντες ἐν ταῖς
πολλαῖς βασάνοις καὶ μηκέτι ἐξισχύσαντες λαλῆσαι ἢ φθέγξασθαι ἢ κινηθῆναι εἰς τὸ
ἀντιστῆναι τοῖς εἰς μάτην βιαζομένοις, οὐδὲ γὰρ συγκατέθεντο τῇ βδελυρίᾳ αὐτῶν,
ὥσπερ οὖν παρὰ συλλειτουργῶν πάλιν ἤκουσα. Ταχθήσεται δὲ ἐν τοῖς ὁμολογηταῖς καὶ
πᾶς ὁστισοῦν κατὰ Τιμόθεον πολιτεύεσθαι, πειθόμενος καὶ αὐτὸς τῷ λέγοντι “Δίωκε
δικαιοσύνην, εὐσέβειαν, πίστιν, ἀγάπην, ὑπομονήν, πραότητα, ἀγωνίζου τὸν καλὸν
ἀγῶνα τῆς πίστεως, ἐπιλαβοῦ τῆς αἰωνίου ζωῆς, εἰς ἣν καὶ ἐκλήθης, καὶ ὡμολόγησας τὴν
93
Εξαίρεση αποτελούν οι πρώην αιρετικοί, οι οποίοι ασπασθέντες την
αληθή πίστη βαπτίστηκαν, καθαρθέντες τοιουτοτρόπως με το λουτρό της
παλιγγενεσίας29.
Ο απόστολος Παύλος συμβουλεύει τον Τίτο «ἀνέγκλητον εἶναι ὡς
Θεοῦ οἰκονόμον … ἀντεχόμενον τοῦ κατὰ τὴν διδαχὴν πιστοῦ λόγου, ἵνα
δυνατὸς ᾖ καὶ παρακαλεῖν ἐν τῇ διδασκαλίᾳ τῇ ὑγιαινούσῃ καὶ τοὺς
ἀντιλέγοντας ἐλέγχειν»30· ενώ τον Τιμόθεο τον προτρέπει· «ταῦτα
παράθου πιστοῖς ἀνθρώποις, οἵτινες ἱκανοὶ ἔσονται καὶ ἑτέρους διδάξαι»31.
Ισχυρή και ακράδαντη πίστη λοιπόν αποτελεί ένα κύριο προσόν προς
χειροτονία. Στέρεος ο ίδιος ο υποψήφιος στην πίστη θα καταστεί ικανός
καθοδηγητής του εμπιστευθησομένου σε αυτόν ποιμνίου.
94
γ. Γνώση θύραθεν και πατερική.
Εκτός από την ορθή πίστη, ο υποψήφιος κληρικός οφείλει να είναι
πλήρως κατηρτισμένος στη θύραθεν και την πατερική γνώση, γνώστης
και ορθός ερμηνευτής της Αγίας Γραφής, ακόμη δε να είναι ικανός να τη
χρησιμοποιήσει για ωφέλεια του πληρώματος της Εκκλησίας32. Ο
απόστολος Παύλος καταγράφοντας τα προσόντα του επισκόπου, άρα και
του πρεσβυτέρου, παραινεί όπως ο επίσκοπος «εἶναι ... διδακτικός»33, ενώ
αλλού προτρέπει να είναι «ἀντεχόμενος τοῦ κατὰ τὴν διδαχὴν πιστοῦ
λόγου, ἵνα δυνατὸς ᾖ καὶ παρακαλεῖν ἐν τῇ διδασκαλίᾳ τῇ ὑγιαινούσῃ καὶ
τοὺς ἀντιλέγοντας ἐλέγχειν»34. Δεν αρκεί ο ιερέας να είναι μόνο ευσεβής,
γιατί μόνο με την ευσέβεια δεν μπορεί να αναιρέσει τις κακοδοξίες των
αιρετικών. Η στέρεη γνώση και επίγνωση κατακοσμεί τον κληρικό με
εφόδια και τον περιφρουρεί στις οιεσδήποτε προκλήσεις35.
Ο 2ος κανόνας τη Α΄ Οικουμενικής Συνόδου απαγορεύει τη
χειροτονία υποψηφίων, οι οποίοι δεν καταρτίστηκαν επαρκώς και δεν
υποβλήθηκαν προηγουμένως σε εξέταση36, και αφαιρεί το δικαίωμα του
95
ιερουργείν από αυτούς που από αμέλεια του επισκόπου χειροτονήθηκαν
πρεσβύτεροι37. Ο δε 2ος κανόνας της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου
επαναλαμβάνει με επίταση τη γνώση που πρέπει να κατέχει ο υποψήφιος
επίσκοπος38, ομοίως και ο 18ος της Καρθαγένης39. Προϋπόθεση λοιπόν
αποτελεί η πλήρης και ορθή γνώση των ιερών Γραφών, της τελεστικής
τάξεως των μυστηρίων και η κατοχή της εν γένει παιδείας. Ο κληρικός
καθίσταται διδάσκαλος του λαού και καθοδηγητής προς την εν Χριστώ
τελείωση. Πώς όμως θα εκπληρώσει την αποστολή του, αν δεν κατέχει
την ανάλογη γνώση; Γνώση που θα πρέπει να συνακολουθείται από τα
αντίστοιχα βιώματα, διαφορετικά καθίσταται κενή και δεν πείθει το
ποίμνιο για την αλήθειά της.
Η βυζαντινή νομοθεσία, στο ζήτημα αυτό, απέδωσε ιδιαίτερη
σημασία, θεσπίζοντας νόμους και περιβάλλοντας με την προστασία της
τους εκκλησιαστικούς θεσμούς. Ο Ιουστινιανός στην 6η Νεαρά θεσμοθετεί
την ορθή πίστη ως απαραίτητο προσόν χειροτονίας40. Η 123η Νεαρά του
(κεφ. 12) ορίζει· «κληρικοὺς δὲ οὐκ ἄλλως χειροτονεῖσθαι συγχωροῦμεν, εἰ
μὴ γράμματα ἴσασι καὶ πίστιν»41. Η δε 137η Νεαρά αυτού (κεφ. 2) ορίζει
96
όρκο του υποψηφίου πρεσβυτέρου, που οφείλει να δώσει προς
επιβεβαίωση της πίστεώς του και ακριβή τήρηση των εκκλησιαστικών
παραγγελμάτων και καθηκόντων του42. Ο πνευματικός του πρέπει να
εξετάσει τη συνείδηση του υποψηφίου και να βεβαιώσει ότι τον βρήκε άξιο
της ιερωσύνης43. Ο αρμόζων βίος του κληρικού, κατά τον Συμέων, πρέπει
να βεβαιωθεί από επτά πρεσβυτέρους, διότι οι πρεσβύτεροι είναι τέλειοι
και έτσι η μαρτυρία τους είναι τέλεια44. Ο δε Θεόφιλος Αλεξανδρείας στον
7ο κανόνα του τονίζει τη συνολική συμμαρτυρία του κλήρου, του λαού
συναινούντος45.
Οι πατέρες της Εκκλησίας τόνιζαν ιδιαίτερα και την ανάγκη της
κοσμικής μορφώσεως ως προϋπόθεση εισόδου στον κλήρο. Ο άγιος
Αμβρόσιος θεωρεί τη θύραθεν παιδεία απαραίτητη για την προφύλαξη
από κάθε μη επιτρεπτό46. Ο δε Μέγας Βασίλειος, που σπούδασε φιλοσοφία
σε εθνικές σχολές μαζί με τον φίλο του Γρηγόριο Θεολόγο, προτρέπει στη
σπουδή της αρχαίας ελληνικής παιδείας47. Αντιθέτως ο άγιος Ιερώνυμος
υπερασπίζεται τη μελέτη των ιερών Γραφών, διότι θεωρεί όχι χωρίς
42 Όπ.π., σ. 696-697.
43 ΑΓΑΠΙΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ και ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ, Πηδάλιον, σ. 758,
Τύπος Ἐνταλτηρίου Γράμματος.
44 Διάλογος, κεφ. ΡΞΖ΄. PG 155,372A: «Ὁ μέλλων τοίνυν γενέσθαι διάκονος ού
πρότερον χειροτονεῖται, εἰ μὴ ματρυρίαν ἱκανὴν ἀποδώσει τῷ βίῳ ἁρμόζουσαν, ὡς καὶ ὁ
ὑποδιάκονος. Ὅτι καὶ ἡνίκα προεχειρίσατο Στέφανον, οὐ πρότερον ἂν κατεστήσαντο, εἰ
μὴ ἄρα πλήρη Πνεύματος ἁγίου ἔγνωσαν αὐτὸν καὶ σοφίας τε καὶ δυνάμεως. Καὶ τοῦτο
ἐμαρτύρησαν. Μαρτυρεῖται τοίνυν ὑπὸ ἑπτὰ πρεσβυτέρων, καὶ οὐχὶ διακόνων, ὅτι
τελείαν εἶναι δεῖ καὶ παρὰ τελείων τὴν μαρτυρίαν αὐτῷ». ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Διάλογος, κεφ.
ΡΟΘ΄. PG 155,385C: «Μαρτυρηθεὶς οὖν καὶ αὐτὸς ὑπὸ πρεσβυτέρων, καὶ ἱκανὸς πὸς τὸ
ἔργον ἐκλεγείς, προσάγεται τελεσθῆναι».
45 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σ. 347: «Περὶ τῶν ὀφειλόντων χειροτονεῖσθαι,
οὗτος ἔστω τύπος, ὥστε πᾶν τὸ ἱερατεῖον συμφωνεῖν καὶ αἱρεῖσθαι, καὶ τότε τὸν
ἐπίσκοπον δοκιμάζειν καί, συναινοῦντος αὐτῷ τοῦ ἱερατείου, χειροτονεῖν ἐν μέσῃ τῇ
ἐκκλησίᾳ, παρόντος τοῦ λαοῦ καὶ προσφωνοῦντος τοῦ ἐπισκόπου, εἰ καὶ ὁ λαὸς δύναται
αὐτῷ μαρτυρεῖν. Χειροτονία δὲ λαθραίως μὴ γινέσθω, τῆς γὰρ Ἐκκλησίας εἰρήνην
ἐχούσης, πρέπει παρόντων τῶν ἁγίων τὰς χειροτονίας ἐπὶ τῆς ἐκκλησίας γίνεσθαι. Ἐν δὲ
τῇ ἐνορίᾳ, εἰ μὲν κοινωνήσαντές εἰσί τινες ταῖς τῶν κοινωνησάντων γνώμαις, μὴ ἄλλως
χειροτονείσθωσαν, ἀλλὰ τῶν ἀληθῶς ὀρθοδόξων κληρικῶν δοκιμαζόντων, παρόντος
πάλιν τοῦ ἐπισκόπου, καὶ προσφωνοῦντος παρόντι τῷ λαῷ, μόνον ἵνα μὴ περιδρομή τις
γένηται».
46 Expositio evangelii secundum Lucam, prol., 1. PL 15, 1527-1529A.
47 Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων. PG 31, 564 εξ. Πρβλ.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Περὶ πίστεως, 1. PG 31, 677BC.
97
κινδύνους την ενασχόληση με τη θύραθεν παιδεία48. Την προτίμησή του
αυτήν την αναφέρει και στις συστάσεις του προς τον Νεπωτιανό να
αναγιγνώσκει την Αγία Γραφή49. Η θύραθεν παιδεία χρησιμοποιήθηκε
από τους πατέρες ήδη των πρώτων αιώνων. Στόχος ήταν, με μέσο τον
φιλοσοφικό λόγο και τη γλώσσα, αλλά διανθισμένο με τη χριστιανική
πίστη, να αντικρούσουν τους αιρετικούς. Αποτελεί δε, περισσότερο
σήμερα, απαραίτητο εφόδιο σε έναν σύγχρονο κόσμο που διαρκώς
μεταλλάσσεται και οι απαιτήσεις του λαού είναι αυξημένες.
δ. Σεμνός βίος.
Η Εκκλησία από την ίδρυσή της φρόνησε οι υποψήφιοι κληρικοί να
διακρίνονται από σεμνότητα βίου και ανεπίληπτη διαγωγή, για να
διασφαλιστεί η ιερότητα του θεσμού της ιερωσύνης. Μέσω της καλής
φήμης ο κληρικός επιδρά επί των ηθών και της συνειδήσεως του λαού που
θα ποιμάνει. Χωρίς αυτήν, ακόμη και αν έχει όλα τα πνευματικά εφόδια, η
κλίση του θα αποβεί άκαρπη και επιβλαβής50. Για τον λόγο αυτόν οι
επίσκοποι πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και να μη σπεύδουν να
δέχονται να χειροτονήσουν, χωρίς ενδελεχή εξέταση, τον υποψήφιο. Ο
απόστολος Παύλος προτρέπει τον Τιμόθεο· «Χεῖρας τάχεως μηδενὶ
ἐπιτίθει μηδὲ κοινώνει ἁμαρτίαις ἀλλοτρίαις...»51. Σε άλλο χωρίο της ιδίας
επιστολής ο απόστολος των Εθνών καθορίζει τα πνευματικά προσόντα
που χαρακτηρίζουν τον τέλειο κληρικό, τα οποία συμπυκνώνονται στην
έννοια της καθαρότητας του βίου52, διότι «δεῖ αὐτὸν καὶ μαρτυρίαν καλὴν
98
ἔχειν ἀπὸ τῶν ἔξωθεν, ἵνα μὴ εἰς ὀνειδισμὸν ἐμπέσῃ καὶ παγίδα τοῦ
διαβόλου»53.
Οι πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου με τον 9ο κανόνα τονίζουν
το ανεπίληπτο του βίου του κληρικού54, ενώ η Πενθέκτη Οικουμενική
Σύνοδος με τον 3ο κανόνα τονίζει ότι: «εὐλογεῖν γὰρ ἕτερον τὸν τὰ οἰκεῖα
τημελεῖν ὀφείλοντα τραύματα, ἀνακόλουθον»55. Ο Ζωναράς
ερμηνεύοντας τον κανόνα της Πενθέκτης αναφέρει ότι η ευλογία είναι
μετάδοση της πνευματικής χάριτος και του αγιασμού. Όποιος λοιπόν δεν
μετέχει στα χαρίσματα αυτά είναι ανάξιος και να τα μεταδώσει σε
άλλους. Κατά συνέπεια, του αφαιρείται η δυνατότητα ευλογίας που του
δόθηκε από τον Θεό, καθώς και η μετάδοση του Σώματος και του Αίματος
του Χριστού, αλλά αρκείται στην καθέδρα, μετανοώντας, για να του
συγχωρηθεί το αμάρτημα56. Ο δε Κύριλλος Αλεξανδρείας τονίζει· «εἰ
μέλλει τις χειροτονεῖσθαι κληρικός, περιεργαζέσθω τὸν βίον αὐτοῦ»57
θέτοντας ως όρο την ενδελεχή εξέταση των ηθικών προσόντων του
υποψηφίου.
Ο ιερός Χρυσόστομος, στηλιτεύοντας το κοσμικό πνεύμα που
μπορεί να διακατέχει την ψυχή των ανθρώπων και δη του ιερέως, τονίζει
ότι ο ιερέας πρέπει να γίνεται φωτεινός φάρος, καθιστάμενος οδοδείκτης
της πορείας των χριστιανών58. Η δε ψυχή του ιερέως πρέπει να
99
κατακοσμείται από αρετές και να τη διακρίνει η καθαρότητα59. Ο Μέγας
Βασίλειος ομιλώντας για την καθαρότητα που έλκει τη χάρη του Θεού
αναφέρει ότι δεν δύναται να υποδεχθεί η ψυχή τις ελλάμψεις του Αγίου
Πνεύματος, όταν γέμει βιοτικών μεριμνών και σαρκικών παθών60. Η
αρχική δοκιμασία των ποιμένων και η μετέπειτα διακονία των πιστών
τους καθιστά αξίους κληρικούς, ακόμα και αν είναι άμεπτοι61. Ο έτερος
μεγάλος πατέρας της Εκκλησίας, ο Θεολόγος Γρηγόριος, διατείνεται ότι ο
άξιος κληρικός δεν μπορεί να είναι κακός ζωγράφος της αρετής, ενώ η
ψυχῆς, τρέφει δὲ συνειδὸς ἀγαθόν, δέχεται δὲ εἰς τὰ ταμιεῖα τῶν οὐρανῶν ὁ Θεός. Ὅσῳ
δὲ γῆς ἀμείνων ψυχή, τοσούτῳ καὶ αὕτη βελτίων ἐκείνης ἡ φορά. Διά τοι τοῦτο καὶ τῶν
προφητῶν τις, ἀνὴρ θαυμαστὸς καὶ μέγας, Ὠσηὲ ὄνομα αὐτῷ, τοῖς τῷ Θεῷ
προσκεκρουκόσι καὶ μέλλουσιν ἵλεων καταστήσειν αὐτὸν παραινεῖ φέρειν μεθ’ ἑαυτῶν,
οὐχὶ βοῶν ἀγέλας, οὐδὲ σεμιδάλεως μέτρα τόσα καὶ τόσα, οὐδὲ τρυγόνα καὶ περιστεράν,
οὐδὲ ἄλλο τι τῶν τοιούτων οὐδέν· ἀλλὰ τί; “Φέρετε μεθ’ ἑαυτῶν λόγους”, φησί. Καὶ ποία
θυσία λόγος; Ἴσως εἴποι τις ἄν. Μεγίστη μὲν οὖν, ἀγαπητέ, καὶ σεμνοτάτη, καὶ τῶν
ἄλλων ἁπασῶν βελτίων... (695) Καθάπερ γὰρ ἐπὶ τῶν στεφάνων οὐχὶ τὰ ἄνθη μόνον
εἶναι χρὴ καθαρά, ἀλλὰ καὶ τὴν ὑφαίνουσαν αὐτὰ χεῖρα· οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν ὕμνων τῶν
ἱερῶν οὐχὶ τοὺς λόγους εὐλαβείας μετέχειν χρὴ μόνον, ἀλλὰ καὶ τὴν πλέκουσαν αὐτοὺς
ψυχήν».
59 Εἰς τὸ ὅτι παλαιᾶς καὶ καινῆς Διαθήκης εἷς ὁ νομοθέτης· καὶ εἰς τὸ ἔνδυμα τοῦ
ἱερέως· καὶ περὶ μετανοίας, ε΄. PG 56, 405: «Δεῖ οὖν ἡμᾶς ἔχειν καὶ τὰ ἀνθοῦντα κάλλη καὶ
τὰ πεπληρωμένα. Ἄνθη δέ εἰσιν ἱερέως συντυχία, ὁμιλία, ἦθος, ἀγαθόν, λόγος χρηστός,
πίστις, δόξα, ἀλήθεια, δικαιοσύνη· καὶ μεταξὺ τούτων οἱ κώδωνες, ἡ συμφωνία τῶν
καλῶν ἔργων. Πᾶσα γὰρ ἀρετὴ ἦχον ἀποτελεῖ». Βλ. και Περὶ Ἱερωσύνης Λόγος Ϛ΄, β΄. PG
48, 679: «Καὶ γὰρ τῶν ἀκτίνων αὐτῶν καθαρωτέραν τῷ ἱερεῖ τὴν ψυχὴν εἶναι δεῖ, ἵνα
μηδέποτε ἔρημον αὐτὸν καταλιμπάνῃ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον». Περὶ Ἱερωσύνης, Λόγος Ϛ΄, β΄.
PG 48,679: «Καὶ γὰρ πολλῷ μείζονος αὐτῷ δεῖ καθαρότητος, ἢ ἐκείνοις· καὶ ᾧ μείζονος
δεῖ, οὗτος πλείοσιν ἀνάγκαις ἐκείνων ὑπόκειται ταῖς δυναμέναις αὐτὸν ῥυποῦν, ἣν μὴ τῇ
διηνεκεῖ νήψει καὶ τῷ πολλῷ τόνῳ χρησάμενος, ἄβατον αὐταῖς ἐργάσηται τὴν ψυχήν».
Περὶ Ἱερωσύνης, Λόγος Γ΄, Ϛ΄. PG 48, 654: «Καὶ γὰρ καὶ σεμνὸν καὶ ἄτυφον, καὶ φοβερὸν
καὶ προσηνῆ, καὶ ἀρχικὸν καὶ κοινωνικόν, καὶ ἀδέκαστον καὶ θεραπευτικόν, καὶ
ταπεινόν, καὶ ἀδούλωτον, καὶ σφοδρὸν καὶ ἥμερον εἶναι δεῖ, ἵνα πρὸς ἅπαντα ταῦτα
εὐκόλως μάχεσθαι δύνηται». Περὶ Ἱερωσύνης, Λόγος Ϛ΄, δ΄. PG 48, 681: «Φωτὸς γὰρ δίκην
τὴν οἰκουμένην καταυγάζοντος, λάμπειν δεῖ τοῦ ἱερέως τὴν ψυχήν». Περὶ Ἱερωσύνης,
Λόγος Γ΄, ιδ΄. PG 48,649-650. Περὶ Ἱερωσύνης, Λόγος Γ΄, ι΄. PG 48, 647.
60 Ἐπιστολή ΣΙ΄, Τοῖς κατὰ Νεοκαισάρειαν λογιωτάτοις, 6. PG 32, 777B: «οὔτε (γὰρ)
κατόπτρῳ ῥυπόντι δυνατὸν τῶν εἰκόνων δέξασθαι τὰς ἐμφάσεις, οὔτε ψυχὴν ταῖς
βιοτικαῖς προειλημμένην μερίμναις καὶ τοῖς ἐκ τοῦ φρονήματος τῆς σαρκὸς
ἐπισκοτουμένην πάθεσι δυνατὸν ὑποδέξασθαι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὰς ἐλλάμψεις».
61 Ὅροι κατὰ πλάτος, Ἐρώτησις ΜΓ΄, 2. PG 31, 1029A.
100
ψυχή του βρίθει πληγών62, διότι ο άξιος διάκονος του θυσιαστηρίου
«καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον, εἶτα καθᾶραι· σοφισθῆναι καὶ οὕτω σοφίσαι·
γενέσθαι φῶς καὶ φωτίσαι· ἐγγίσαι Θεῷ καί προσαγαγεῖν ἄλλους·
ἁγιασθῆναι καὶ ἁγιάσαι, χειραγωγῆσαι μετὰ χειρῶν, συμβουλεῦσαι μετὰ
συνέσεως»63.
Ο δε Συμέων Θεσσαλονίκης ομοίως επαινεί την ψυχική
καθαρότητα του ιερέως και την κατακόσμηση της ψυχής του. Ο ιερέας
οφείλει να διακατέχεται από φιλανθρωπία, ταπείνωση, έλεος, αγάπη,
ειρήνη, θείες δωρεές και αγιωσύνη64. Γιατί, κατά τον άγιο Συμεών τον Νέο
62 Ἀπολογητικὸς τῆς εἰς τὸν Πόντον φυγῆς ἕνεκεν, καὶ αὖθις ἐπανόδου ἐκεῖθεν,
μετὰ τὴν τοῦ πρεσβυτέρου χειροτονίαν, ἐν ᾧ τί τὸ τῆς ἱερωσύνης ἐπάγγελμα, Λόγος Β΄, ΙϚ΄.
PG 35, 421C- 424A. Και Λόγος Β΄, ΜΖ΄. PG 35, 456B: «Ὡς τό γε παιδεύειν ἄλλους ἐπιχειρεῖν,
πρὶν αὐτοὺς ἱκανῶς παιδευθῆναι, καὶ ἐν πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν, τὸ δὴ
λεγόμενον, ἐν ταῖς τῶν ἄλλων ψυχαῖς ἐκμελετᾶν τὴν εὐσέβειαν, λίαν εἶναί μοι φαίνεται
ἀνοήτων ἢ τολμηρῶν· ἀσυνέτων μέν, εἰ μηδὲ αἰσθάνοιντο τῆς ἑαυτῶν ἀμαθείας·
θρασέων δέ, εἰ καὶ συνιέντες, κατατολμῶσι τοῦ πράγματος».
63 Όπ.π., Λόγος Β΄, ΟΑ΄. PG 35, 480B.
64 Περὶ Ἱερωσύνης. PG 155, 976Α: «Συντηρῶμεν δὲ ἑαυτοὺς οἱ ἱερωσύνης ἡξιωμένοι
ὥστε καθαροὺς ὡς δυνατὸν παρεστάναι, καὶ λειτουργεῖν τῷ καθαροτάτῳ, καὶ τοῖς
ἐξαιρέτοις τῶν ἰδιωμάτων αὐτοῦ σπεύδειν κατακοσμεῖσθαι ἐν ἔργοις τε καὶ λόγοις καὶ
λογισμοῖς· καὶ τοῦτο φέρειν ἐν ἑαυτοῖς τινα ἐκμιμηκότα. Τίνα δὲ τὰ ἐκείνου; Φιλανθωπία,
ταπείνωσις, ἔλεος, ἀγάπη πρὸς πάντας, εἰρήνη, καὶ θείων μετάδοσις δωρεῶν· πρὸ δὲ
πάντων κοινωνία μεθ’ ἡμῶν καὶ ἁγιωσύνη». Βλ. και Περὶ Ἱερωσύνης. PG 155, 964A:
«Καθαρότης δὲ καὶ εὐλάβεια συντρέχει μᾶλλον τῷ σχήματι». Ἐπίσης Περὶ Ἱερωσύνης. PG
155, 973ΒC: «Ἵνα δὲ μή τισι τὸ ῥηθὲν ἔξω λόγου δόξῃ, τῷ καὶ κοσμικοὺς μὲν ὑποκεῖσθαι
καὶ τῇ τοιαύτῃ διακονίᾳ γυναιξὶ συζῶντας, καὶ τοῖς μοναχοῖς δὲ πολλάκις τὴν νυκτερινὴν
ἐπισυμβαίνειν ἐπήρειαν, ἀλλὰ καὶ θυμοῦ καὶ μνησικακίας, καὶ πολλῶν ἑτέρων παθῶν
ἐπήρεια ἐπιγίνεσθαι πλείστοις ἐπιθέσει τοῦ πονηροῦ. Τούτων δὲ πάντων ἀπηλλαγμένος
ὀφείλει εἶναι ὁ ἀληθῶς ἱερεύς, τὸ τοῦ μεγάλου Βασιλείου, εἰ δυνατόν, ἐνεργείσθω, τὸ τῆς
ἑβδομάδος τετράκις ἱερουργεῖν, ὡς εἴρηται. Εἰ δ’ οὖν, κἂν δὶς τῆς ἑβδομάδος
ἀπαραιτήτως. Τοῦτο γὰρ καὶ τοῖς ἐν κόσμῳ καὶ μοναχοῖς δυνατόν ἐστι καὶ οὐ χώρα
τούτοις ἀπολογίας, τῇ τῶν πέντε ἡμερῶν μελέτῃ καὶ προσοχῇ καὶ ἐξομολογήσει
προκαθαίρεσθαι δυναμένοις. Διὸ καὶ τῆς ἐξαγορεύσεως πρὸ παντὸς αὐτοῖς ἀνθεκτέον·
ὅτι καὶ αὕτη πρὸ τῶν ἄλλων καθαιρεῖν δύναται, καὶ τοῖς ἱερεῦσιν ἀναγκαιοτέρα δὲ
μᾶλλον αὕτη τοῖς διηνεκῶς ἐγγίζουσι τῷ πάντα εἰδότι Θεῷ, καὶ τῇ μετανοίᾳ τὴν ἄφεσιν
δεδωκότι». Βλ. και ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΝΙΚΑΙΑΣ, Ἐπιστολὴ Διδασκαλικὴ πρὸς τοὺς ἱερεῖς καὶ
τοὺς λοιποὺς κληρικούς τῆς κατ’ αὐτὸν Ἐκκλησίας, δεικνύουσα τί ἐστι τὸ τῆς ἱερωσύνης
χρῆμα καὶ ὁποῖον δεῖ εἶναι τὸν ταύτης ἠξιωμένον Γ΄, η΄. PG 150, 341D-344D.
101
Θεολόγο, δεν δύναται να διαποιμανθεί ο λαός του Θεού ορθώς, αν ο βίος
του κληρικού δεν είναι άμεπτoς65.
65 Κατηχητικὸς Λόγος 28. ΕΠΕ 19Δ, σ. 374: «Εἰ γὰρ οὐκ οἴδαμεν πῶς δεῖ ἡμᾶς ἐν
τῷδε τῷ βίῳ ἀναστρέφεσθαι, οὐδὲ ὅπως ἐν ἔργοις πρότερον ἀγαθοῖς ἐντρέφεσθαι δεῖ καὶ
παριστάνειν ἑαυτοὺς ἡμᾶς δούλους τῇ δικαιοσύνῃ, ὡς ἐνώπιον Κυρίου καὶ οὐκ
ἀνθρώπων ἱσταμένους καὶ ἀμέμπτως Θεῷ δουλεύειν ζῶντι συνταξαμένους, οὐδὲ ὁποῖοι
καὶ ποταποὶ ὀφείλομεν πρῶτον γίνεσθαι καὶ οὕτω τῶν ἄλλων προΐστασθαι, πῶς, εἰπέ
μοι, τοῦ δεσποτικοῦ ποιμνίου τὴν φυλακὴν ἐγχειρισθῶμεν καὶ ἐπιμέλειαν; Πῶς
ποιμάνωμεν αὐτὸ κατὰ τὸ θέλημα τοῦ ἀρχιποίμενος Χριστοῦ καὶ ἐπὶ νομὰς ἐξαγάγωμεν
αὐτὸ ἀειζώους;». Βλ και J. KODER, Symeon le nauveau Théologien, SC 196, Paris 1973, σ. 296:
«θεωρίας φωτὸς τοῦ ἀπροσίτου, ... ἱερωσύνην καὶ ψυχῶν προστασίαν καταδέξασθαι ἢ
ἄρξαι μὴ τολμήσῃ».
66 Ματθ. 22, 37-38. Πρβλ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Ὅροι κατὰ πλάτος, Ἐρώτησις
Α΄. PG 31, 908Α: «Αὐτὸς οὖν ἐπέθηκε ταῖς ἑαυτοῦ ἐντολαῖς τὴν τάξιν ὁ Κύριος· πρώτην
μὲν καὶ μεγίστην περὶ τῆς πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπης τὴν ἐντολὴν ὁρισάμενος».
67 Ιωάν. 21,15: «Σίμων Ἰωνᾶ ἀγαπᾷς με πλεῖον τούτων; λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε, σὺ
οἶδας ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ· βόσκε τὰ ἀρνία μου».
68 Περὶ Ἱερωσύνης, Λόγος Β΄, α΄. PG 48, 631. Βλ. και Περὶ Ἱερωσύνης, Λόγος Β΄, ε΄. PG
48, 637: «Ὁ μὲν γὰρ Χριστὸς τὰ τεράστια πάντα ἀφείς, ἅπερ ἔμελλεν ὑπὸ τῶν ἀποστόλων
τελεῖσθαι, “Ἐν τούτῳ, φησί, γνώσονται οἱ ἄνθρωποι, ὅτι ἐμοί ἐστε μαθηταί, ἐὰν ἀγαπᾶτε
ἀλλήλους”. Ὁ δὲ Παῦλος πλήρωμα τοῦ νόμου φησὶν αὐτὴν εἶναι, καὶ ταύτης ἀπούσης
οὐδὲν εἶναι τῶν χαρισμάτων ὄφελος. Τοῦτο δὴ τὸ ἐξαίρετον ἀγαθόν, τὸ γνώρισμα τῶν
τοῦ Χριστοῦ μαθητῶν, τὸ τῶν χαρισμάτων ἀνωτέρω κείμενον, εἶδον γενναίως ἐν τῇ σῇ
πεφυτευμένον ψυχῇ, καὶ πολλῷ βρύον τῷ καρπῷ». Περὶ Ἱερωσύνης, Λόγος Γ΄, ιϚ΄. PG 48,
656: «Οὐκ ἐπιεικῆ δὲ μόνον καὶ ἀνεξίκακον τὸν τούτων προστάτην, ἀλλὰ καὶ οἰκονομικὸν
οὐχ ἧττον εἶναι χρή· ὡς, ἐὰν τοῦτο ἀπῇ, πάλιν εἰς τὴν ἴσην περιίσταται ζημίαν τὰ τῶν
πενήτων χρήματα». Περὶ Ἱερωσύνης, Λόγος Γ΄, ιϚ΄. PG 48, 655: «Αὕτη δέ ἐστιν ἡ πάντων
αἰτία ἀνθρώποις τῶν ἀγαθῶν, ἀνεξικακία».
102
Κατά τον Μέγα Βασίλειο, ο ποιμένας οφείλει να είναι
«ἀπερίσπαστος» και «ἀπερίτρεπτος», διότι η μόνη του προτίμηση είναι ο
ίδιος ο Θεός69. Μέτρο της αγάπης προς τον Θεό είναι «τὸ ὑπὲρ δύναμιν ἀεὶ
τὴν ψυχὴν ἐπεκτείνεσθαι πρὸς τὸ τοῦ Θεοῦ θέλημα, κατὰ σκοπὸν καὶ
ἐπιθυμίαν τῆς αὐτοῦ δόξης»70. Έτσι προσόν για να ιερωθεί κάποιος νέος
είναι η πλήρης και ολοκληρωτική αγάπη προς τον Θεό71. Ο άγιος Μάξιμος
Ομολογητής τονίζει ότι ο αγαπών τον Χριστό, τον μιμείται με όλη του την
δύναμη72, ενώ και σε άλλο σημείο αποφαίνεται ότι ο διακατεχόμενος από
αγάπη έχει αποκτήσει τον ίδιο τον Θεό, διότι ο Θεός είναι αγάπη73. Η
πίστη προς τον Θεό και η αποδοχή του θελήματός Του συνδέονται στενά
με την αγάπη, ως μυστική αγαπητική εμπειρία74. Κατά τον Μάξιμο, το
κήρυγμα, η κατήχηση και όλο το ποιμαντικό έργο του ιερέως είναι η
ερμηνεία της αγαπητικής αυτής εμπειρίας75.
Παράδειγμα ύψιστης αγάπης είναι ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος με
την Προς Ρωμαίους επιστολή του. Παραμονές του μαρτυρίου του,
ανυπομονούσε να γίνει βορά των θηρίων, για να βρεθεί κοντά στον
Χριστό, φανερώνοντας τη φλεγομένη από θείο έρωτα καρδία του76.
69 Λόγος Ἀσκητικός, 2. PG 31, 632Β: «Ἀλλ’ ἐν πολλῇ φροντίδι καί περινοίᾳ ποίησαι
ποιεῖν ἄνδρα... καλῶς ἐπιστάμενον ὁδηγεῖν τοὺς πρὸς τὸν Θεόν πορευομένους, κομῶντα
ταῖς ἀρεταῖς, ἐκ τῶν οἰκείων ἔργων τὴν μαρτυρίαν ἔχοντα τῆς πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπης,
γνῶσιν ἔχοντα τῶν θείων γραφῶν· ἀπερίσπαστον, ἀφιλάργυρον, ἀπράγμονα, ἡσύχιον,
θεοφιλῆ, φιλόπτωχον, ἀόργητον, ἀμνησίκακον... ἀκενόδοξον, ἀνυπερήφανον,
ἀκολάκευτον, ἀπερίτρεπτον, μηδὲν προτιμῶντα τοῦ Θεοῦ».
70 Ὅροι κατ’ ἐπιτομήν, ἐρώτησις ΣΙΑ΄. PG 31, 1224A.
71 Όπ.π., PG 31, 1224BC.
72 Κεφάλαια περὶ ἀγάπης Δ΄, νδ΄. PG 90, 1060C: «ὁ αγαπῶν τὸν Χριστὸν πάντως
καὶ μιμεῖται αὐτὸν κατὰ δύναμιν».
73 Κεφάλαια περὶ ἀγάπης Δ΄, ρ΄. PG 90, 1073A: «Ὁ οὖν κτησάμενος τὴν ἀγάπην,
αὐτὸν τὸν Θεὸν ἐκτήσατο· ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν».
74 Ἀρχιμ. ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ, Τὰ κωλύοντα τὴν ἱερωσύνη καὶ
καθαιροῦντα τοὺς κληρικοὺς παραπτώματα κατὰ τοὺς ἱεροὺς κανόνες, όπ.π., σ. 94. Πρβλ.
Ν. ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΥ, Θέματα Ὀρθοδόξου Ἠθικῆς Θεολογίας Α΄, Ἀθήνα 1989, σ. 55.
75 Ἐπιστολή Λ΄. Πρὸς Ἰωάννην ἐπίσκοπον. PG 91, 624D-625A: «Ὥσπερ ἀκτὶς
ἐπισπᾶται προσηνῶς ὑγιαίνουσαν ὄψιν... οὕτως καὶ ἡ ἀληθὴς ἱερωσύνη... πᾶσαν ψυχὴν...
φιλόθεον καὶ θείαν ἐφέλκεται πρὸς ἑαυτήν, καὶ τῆς ἰδίας μεταδίδωσι γνώσεως, εἰρήνης
τε καὶ ἀγάπης·... Τέλος γὰρ τῆς κατὰ ψυχὴν λογικῆς ἐνεργείας ἡ ἀληθὴς γνῶσίς ἐστι· τῆς
ἐπιθυμητικῆς δὲ ἡ ἀγάπη· τῆς δὲ θυμικῆς ἡ εἰρήνη· ὥσπερ καὶ τῆς ἀληθοῦς ἱερωσύνης τὸ
διὰ τούτων θεοποιεῖσθαί τε καὶ θεοποιεῖν».
76 Πρὸς Ῥωμαίους, V-VII. PG 5, 692B-693B: «Ἐκεῖνον ζητῶ, τὸν ὑπέρ ἡμῶν
ἀποθανόντα· ἐκείνον θέλω, τὸν δι’ ἡμᾶς ἀναστάντα... Σύγγνωτέ μοι, ἀδελφοί· μὴ
103
Χαρακτηριστικός είναι ο ορισμός που δίνει το Corpus Dionysiacum: «ἔστιν δὲ
καὶ ἐκστατικὸς ὁ θεῖος ἔρως, οὐκ ἐῶν ἑαυτῶν εἶναι τοὺς ἐραστάς, ἀλλὰ
τῶν ἐρωμένων»77.
Τέλος ο άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως σημειώνει ότι η αγάπη προς
τον Χριστό δέον να θεωρείται εκ των πρωτίστων προσόντων του
πνευματικού ποιμένα, διότι σε όλη την ποιμαντορική του δράση οφείλει
να κινείται από διαθερμαίνουσα αγάπη προς τον Χριστό, την Εκκλησία,
τις θείες αλήθειες του Ευαγγελίου78, καθώς η αγάπη προς τον Θεό είναι η
γνώση Αυτού. Αυτός που αγαπά, αγαπά αυτό που γνώρισε, είναι αδύνατο
κάποιος να αγαπήσει το άγνωστο. Άρα ο αγαπών γνώρισε τον Θεό79.
Χωρίς αυτήν την αρετή, δεν ωφελούν τα όποια άλλα πνευματικά
χαρίσματα. Εκείνο που πρέπει να συγκλονίζει την ψυχή του ιερέως είναι η
αγάπη του προς το ποίμνιο, ως απαύγασμα της θείας αγάπης. Ο Κύριος
καθόρισε ότι εκδήλωση της αγάπης προς Αυτόν είναι η αγάπη και
φροντίδα για το ποίμνιο. Η αγάπη σφραγίζεται με τη θυσία, η οποία
καθιστά ενίοτε τον βίο του κληρικού ενεπίγνωστα μαρτυρικό.
ἐμποδίσητέ μοι ζῆσαι, μὴ θελήσητέ με ἀποθανεῖν, τὸν τοῦ Θεοῦ θέλοντα εἶναι κόσμῳ μὴ
χαρίσησθαι... Ἐπιτρέψατέ μοι μιμητὴν εἶναι τοῦ πάθους τοῦ Θεοῦ μου... Ὁ ἐμὸς ἔρως
ἐσταύρωται, καὶ οὐκ ἐστιν ἐν ἐμοὶ πῦρ φιλόϋλον... ».
77 Περὶ θείων ὀνομάτων, κεφ. Δ΄, XIII. PG 3, 712A. έκδ. B. R. Suchla, Corpus
Dionysiacum I: Pseudo-Dionysius Areopagita, De Divinis Nominibus [Patristische Texte und
Studien 33], Berlin – New York 1990, σσ. 158-160.
78 ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ, Ἅπαντα, τ. Β΄, Ἀθῆναι 2006, σσ. 68-69.
79 ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Ὀρθόδοξος Ἱερὰ Κατήχησις, εκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη
21972, σ. 155.
104
επισκόπων, μήπως δεν επιτευχθεί η χειροτονία των πλέον εναρέτων
ανδρών, τους ωθεί να χειροτονήσουν άνδρες προ του κανονικού ορίου.
Αλλά και ο λαός εκδηλωνόταν ενθουσιωδώς και αποφασιστικώς υπέρ
συγκεκριμένων προσώπων, όπως στην περίπτωση της εκλογής του
Αμβροσίου (374), του Αυγουστίνου (391) και του Συνεσίου του Κυριναίου
(410)80.
Για τον πρεσβύτερο, οι Σύνοδοι ορίζουν ως ηλικία τα 30 έτη. Πριν
από αυτήν την ηλικία δεν επιτρέπεται η χειροτονία81. Συγκεκριμένα ο 14ος
κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου82 ορίζει ως ηλικία του
πρεσβυτέρου το τριακοστό έτος επαναλαμβάνοντας τις διατάξεις του 11ου
κανόνα της Συνόδου της Νεοκαισαρείας83. Αλλά και στα Ευχολόγια στις
κεφαλίδες των ακολουθιών συναντάμε τη συγκεκριμένη επιταγή του
80 ΗΛ. Ι. ΠΑΤΣΑΒΟΥ, Ἡ εἴσοδος εἰς τὸν κλῆρον κατὰ τοὺς πέντε πρώτους αἰῶνας,
όπ.π., σ. 225. Πρβλ. P. LAFONTAINE, Les conditions positives de l’ accession aux orders dans la
première legislation ecclésiastique (300 – 492), Ottawa 1963, σ. 121 εξ. J. GAUDEMET, L’ Église
dans l’ Empire Romain (IV – Ve siècles), Paris 1957, 124 εξ. J. DALMAILLE, «Age», DDC 1, 338-
341. J. BLOKSCHA, «Die Altersvorschriften für die höheren Weihen im ersten Jahrtausend»,
Archiv für Katholisches Kirchenrecht 111 (1931) 31 εξ.
81 ΑΘ. Π. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Ἑλληνικὸν Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον, όπ.π., σ.
144. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Θέματα Βυζαντινοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, Ἐνδιαφέροντα τὴν
Σύγχρονον Πρακτικὴν, όπ.π., σσ. 30-33. Ἀρχιμ. ΜΕΛΕΤΙΟΥ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ,
Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετὰ τοῦ Ἰσχύοντος νῦν ἐν
τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Πατριαρχείου καὶ ἐν Ἑλλάδι, όπ.π., σσ. 82-84. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΙΛΑΣ
(επισκόπου Ζάρας και Δαλματικής), Τὸ Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου
Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, όπ.π., σσ. 365-367. ΙΑΚΩΒΟΥ (ΓΕΩΡΓΙΟΥ) ΠΗΛΙΛΗ (Ἐπισκόπου
Κατάνης), Ἡ Χριστιανικὴ Ἱερωσύνη (ἀπὸ Ἱστορικῆς Ἀπόψεως τῶν Δέκα Πρώτων Αἰώνων
μ.Χ.), ἐκδ. «Ἠλίας Καμπανᾶς», Ἀθήνα 1988, σσ. 302, 719-720.
82 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 337: «Ὁ τῶν ἁγίων καὶ θεοφόρων ἡμῶν
Πατέρων κρατείτω Κανὼν καὶ ἐν τούτῳ, ὥστε πρεσβύτερον πρὸ τῶν τριάκοντα ἐτῶν μὴ
χειροτονεῖσθαι, κἂν πάνυ ᾖ ὁ ἄνθρωπος ἄξιος, ἀλλ’ ἀποτηρεῖσθαι. Ὁ γὰρ Κύριος Ἰησοῦς
Χριστὸς ἐν τῷ τριακοστῷ ἔτει ἐβαπτίσθη, καὶ ἤρξατο διδάσκειν· ὁμοίως μήτε διάκονος
πρὸ τῶν εἰκοσιπέντε χρόνων, ἢ διακόνισσα πρὸ τῶν τεσσαράκοντα ἐτῶν χειροτονείσθω».
83 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Γ΄, σ. 88: «Πρεσβύτερος πρὸ τριάκοντα ἐτῶν μὴ
χειροτονείσθω, ἐὰν καὶ πάνυ ᾖ ὁ ἄνθρωπος ἄξιος, ἀλλὰ ἀποτηρείσθω, ὁ γὰρ Κύριος
Ἰησοῦς Χριστὸς ἐν τῷ τριακοστῷ ἔτει ἐβαπτίσθη καὶ ἤρξατο διδάσκειν». Έναν αιώνα
αργότερα (410) συνέρχεται Σύνοδος στη Σελεύκεια της Περσίας, η οποία συμμορφωθείσα
με τις αποφάσεις της Νεοκαισαρείας ορίζει το ίδιο όριο ηλικίας, βλ. κανόνα 16 ο της
Συνόδου της Σελευκείας, έκδ. J. B. CHABOT, Synodicon Orientale, Paris 1902, σ. 269. Βλ. και
την 123η (κεφ. 13) Νεαρά του Ιουστινιανού, έκδ. R. SCHOELL-G KROLL, Corpus Juris Civilis,
τ. Γ΄, Βερολίνο 1895, σ. 604. ΙΑΚΩΒΟΥ (Ἱερομονάχου, ἀρχιμανδρίτου καὶ ἐπιτρόπου
Ἰωαννίνων), Βακτηρία Ἀρχιερέων (1645), τ. Γ΄, όπ.π., στοιχεῖον Χ΄, κεφ. ζ΄, σ. 1602.
105
ορίου ηλικίας που οφείλει να έχει ο πρεσβύτερος84. Στον όγδοο τίτλο της
Επισυναγωγής των Μακεδόνων υπάρχει όμοιος ορισμός ορίου ηλικίας με
τα ευχολογικά κείμενα85, προσδίδοντας ούτως ισχύ κρατικού νόμου στους
κανόνες της Πενθέκτης.
Ο λόγος που οι πατέρες καθόρισαν το τριακοστό έτος ως κανονικό
όριο ηλικίας είναι για να εξασφαλισθούν για τον κλήρο πρόσωπα ικανά
και με πλούσια πνευματικά και ηθικά προτερήματα86,
επιχειρηματολογώντας για την απόφασή τους ως εξής: «Ὁ γὰρ Κύριος
Ἰησοῦς Χριστὸς ἐν τῷ τριακοστῷ ἔτει ἐβαπτίσθη, καὶ ἤρξατο διδάσκειν»87.
Ο Ζωναράς88 ερμηνεύοντας τον κανόνα αναφέρει ότι τόσο ο 14ος, όσο και
15ος της Πενθέκτης Συνόδου επιβάλλουν «πρὸ τῶν χρόνων τούτων μὴ
χειροτονεῖσθαι αὐτούς, κἂν πάνυ ἄξιοι τῆς χειροτονίας, ἀλλ’
106
ἀποτηρεῖσθαι, φυλάττεσθαι δηλαδή, ἀναμένοντας καὶ τὴν ἀπὸ τοῦ
χρόνου τελείωσιν». Ο Συμεών Θεσσαλονίκης γράφει ότι πρώτον γίνεται
κατά μίμηση του Χριστού, ο οποίος σε αυτήν την ηλικία βαπτίστηκε και
χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον Πατέρα89, «ὅτε καὶ εὐθὺς πρὸς τὸν
ἀγῶνα ὑπέδυ», και δεύτερον επειδή αυτή θεωρείται ο τέλειος χρόνος του
σώματος90. Αν κάποιος χειροτονηθεί πριν από τα ορισθέντα όρια ηλικίας,
του επιβάλλεται η ποινή της καθαιρέσεως.
Επιπλέον ο 17ος εκκλησιαστικός κανόνας των Αγίων Αποστόλων
(τέλη 3ου, αρχές 4ου αιώνα) απαιτεί οι πρεσβύτεροι να είναι «...κεχρονικότες
ἐπὶ τῷ κόσμῳ»91. Από τη μαρτυρία αυτή φαίνεται ότι οι κανονισμοί δεν
εφαρμόζονταν πάντοτε με ακρίβεια92. Η Ανατολική Εκκλησία, ενώ
ενδιαφέρθηκε να θέσει όρια ηλικίας, φαίνεται να τα εφαρμόζει μόνο στις
περιπτώσεις των επισκόπων εν αντιθέσει προς τους πρεσβυτέρους.
Έχουμε όμως και περιπτώσεις όπου η παραβίαση των ορίων
ηλικίας προξένησαν αντιδράσεις. Ο επίσκοπος Ιεροσολύμων Ιωάννης
αντέδρασε στη χειροτονία σε πρεσβύτερο του Παυλινιανού, αδελφού του
Ιερωνύμου, διότι ήταν έφηβος. Υπερασπιζόμενος τον αδελφό του ο
Ιερώνυμος διατείνεται ότι ο Παυλινιανός ήταν τριάντα ετών93.
Όριο ηλικίας για τη χειροτονία σε κάθε βαθμό δεν υφίσταται στους
βίους των αγίων94. Σε πρεσβυτέρους μαρτυρείται στις αγιολογικές πηγές
ότι χειροτονήθηκαν ο επίσκοπος Αβράμιος95 (6ο αι.) σε ηλικία εικοσιεπτά
89 Λουκ. 3, 23.
90 Διάλογος, κεφ. ΡΟΗ΄. PG 155, 385B. Διάλογος, κεφ. ΣΛΗ΄. PG 155, 456B.
91 Κανόνες Ἐκκλησιαστικοὶ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, 17. ΒΕΠΕΣ 2, σ. 200.
92 ΗΛ. Ι. ΠΑΤΣΑΒΟΥ, Ἡ εἴσοδος εἰς τὸν κλῆρον κατὰ τοὺς πέντε πρώτους αἰῶνας,
όπ.π., σ. 168. Πρβλ. J. GAUDEMET, «Holy Orders in Early Conciliar Legislation», The
Sacrament of Holy Orders, London 1962, σ. 189: «η ασυμφωνία μεταξύ νομοθεσίας και
εφαρμογής στην περίπτωση αυτήν αφαιρεί από τις κανονικές διατάξεις μέγα μέρος του
ενδιαφέροντός τους».
93 ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ, Epistola LXXXII, Ad Theophilum 8. PL 22, 740. Commentariorum in
Eziechelem, lib. XIV, cap. LXVII. PL 25, 465AD.
94 ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΛΕΩΝΤΑΡΙΤΟΥ, «Πληροφορίες ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου στὶς
ἁγιολογικὲς πηγὲς τοῦ 4ου αἰώνα», Analecta Atheniensia ad Jus Byzantinum spectantia I,
herausgegeben von Spyros Troianos, [Forschungen zur Byzantinischen Rechtsgeschichte 10],
εκδ. Ἀντ. Σάκκουλα, Ἀθήνα – Κομοτηνή 1997, σσ. 23-24. Βλ. και ΘΕΟΦΑΝΗΣ Μ.
ΒΟΥΤΣΗ, Λειτουργικὲς μαρτυρίες στοὺς βίους τῶν Ἁγίων, ανέκδ. διπλωματική εργασία,
Θεσσαλονίκη 2010, σσ. 57-58.
95 Βίος Ἀβραμίου, έκδ. ΕD. SCHWARΤZ, Kyrillos von Skythopolis [Texte und
Untersuchungen 49, 2], Leipzig 1939, σ. 244.
107
ετών, ο Σαμψων ο Ξενοδόχος96 (6ος αι.) τριάντα ετών, ο Κυριακός ο
Αναχωρητής (†556) σαράντα ετών, ήδη ήταν 13 χρόνια διάκονος,
χειροτονηθείς στη Μονή του Μεγάλου Ευθυμίου97, ο Θεόδωρος Συκεώτης98
(†613) δεκαοκτώ ετών, ο Συμεών99 (9ο αι.) εικοσιοκτώ ετών, ο Λουκάς ο
Στυλίτης100 (†979) εικοσιτεσσάρων ετών και ο Νήφων101 (†1411) σε
108
απροσδιόριστη ηλικία. Οι δε Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος και
Ιωάννης Χρυσόστομος χειροτονήθηκαν πρεσβύτεροι μετά το τριακοστό
έτος και επίσκοποι μετά το τεσσαρακοστό102.
Κατά τούτο αδυνατούμε να προσδιορίσουμε τα όρια ηλικίας που
απαιτούνταν προ και μετά την καταγραφή των ιερών τούτων κανόνων,
αλλά και την εφαρμογή τους, όπως φανερώνει και η συνήθης σημερινή
πράξη της Εκκλησίας. Εκείνο που προκύπτει από τις εξετασθείσες
μαρτυρίες είναι ότι, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις του ανωτέρου κλήρου, ο
υποψήφιος πρέπει να είναι ώριμος στην ηλικία. Γι’ αυτό και
προβιβάζονταν στους διαφόρους βαθμούς του κλήρου μορφές που
διακρίνονταν για τα εξαίρετα προσόντα τους ανεξαρτήτως ηλικίας, κατ’
εξαίρεσιν της ακριβείας που επιτάσσουν οι ιεροί κανόνες. Παρόλα αυτά
μία σχετική ωριμότητα για την είσοδο ή τον προβιβασμό τους τηρούνταν
αλώβητη. Έτσι συμπεραίνουμε ότι, αν και παρατηρείται μία ελαστικότητα
στην ακριβή εφαρμογή των κανονικών διατάξεων, η αρχή της ωριμότητας
φυλασσόταν πάντοτε103. Ο νους των ηλικιακών προβλέψεων νομίζουμε ότι
βρίσκεται στον κίνδυνο να διολισθήσει ο κληρικός σε αμαρτήματα λόγω
ανωριμότητας ψυχοσωματικής, αδιαμορφώτου χαρακτήρα. Ο υποψήφιος
κληρικός οφείλει να καταστεί ακέραιος και δυνατός μέσα από τις
δοκιμασίες, να προετοιμασθεί για το ύψιστο έργο της κυβερνήσεως του
πληρώματος της Εκκλησίας.
2. Κωλύματα Ιερωσύνη.
α. Ο δεύτερος γάμος.
Η Αγία Γραφή104 και οι ιεροί κανόνες απαγορεύουν τη χειροτονία
εκείνων που έχουν συνάψει δεύτερο γάμο105. Η Εκκλησία αναγνωρίζει
102 P. LAFONTAINE, Les conditions positives de l’ accession aux orders dans la première
legislation ecclésiastique (300-492), Ottawa 1963, σ. 150 εξ.
103 ΗΛ. Ι. ΠΑΤΣΑΒΟΥ, Ἡ εἴσοδος εἰς τὸν κλῆρον κατὰ τοὺς πέντε πρώτους αἰῶνας,
όπ.π., σσ. 227-228.
104 Α΄ Τιμ. 3, 2. Τίτ. 1, 6. Πρβλ. ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ, Ἑρμηνεία τῆς Α΄ πρὸς
Τιμόθεον ἐπιστολῆς, κεφ. Γ΄, β΄. PG 82, 805AB: «Τὸ δέ, μιᾶς γυναικὸς ἄνδρα, εὖ μοι
δοκοῦσιν εἰρηκέναι τινές. Πάλαι γὰρ εἰώθεισαν καὶ Ἕλληνες καὶ Ἰουδαῖοι, καὶ δύο, καὶ
τρισί, καὶ πλείοσι γυναιξὶ νόμῳ γάμου κατὰ ταὐτὸν συνοικεῖν. Τινὲς δὲ καί νῦν, καίτοι
τῶν βασιλικῶν νόμων δύο κατὰ ταυτὸν ἄγεσθαι κωλυόντων γυναῖκας, καὶ παλλακίσι
μίγνυνται καὶ ἑτέραις. Ἔφασαν τοίνυν τὸν θεῖον Ἀπόστολον εἰρηκέναι, τὸν μιᾷ μόνῃ
γυναικὶ συνοικοῦντα σωφρόνως, τῆς ἐπισκοπικῆς ἄξιον εἶναι χειροτονίας. Οὐ γὰρ τὸν
δεύτερον, φασίν, ἐξέβαλε γάμον, ὅγε πολλάκις τοῦτο γενέσθαι κελεύσας. «Γυνὴ γάρ,
109
έναν και μόνο γάμο, τον δεύτερο και τον τρίτο τον επιτρέπει κατ’
οικονομίαν.
Ο 17ος κανόνας των Αγίων Αποστόλων απαγορεύει στον δίγαμο να
ιερωθεί: «Ὁ δυσὶ γάμοις συμπλακεὶς μετὰ τὸ βάπτισμα, ἢ παλλακὴν
κτησάμενος, οὐ δύναται εἶναι ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, ἢ
ὅλως τοῦ καταλόγου τοῦ ἱερατικοῦ»106. Η φράση μετά το βάπτισμα
υποδηλώνει ότι κάθε αμαρτία προ αυτού εξαλείφεται και άρα δεν
κωλύεται της ιερωσύνης ο δίγαμος. Αντιθέτως, αν ο δεύτερος γάμος
συνήφθη μετά το βάπτισμα, αποκλείεται του να ιερωθεί. Ο Αριστηνός
είναι απόλυτος στη διγαμία τονίζοτας ότι «Ἀνίερος ἅπας ὁ δίγαμος. Ἅπας
δίγαμος εἰς ἱερωσύνην ἀπρόσδεκτος»107.
Επικριτικοί και αυστηροί στον δεύτερο γάμο είναι και οι πατέρες
της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, έστω και αν τελέστηκε εν αγνοία.
Ο 26ος κανόνας αυτής της Συνόδου αναφέρει ότι «Πρεσβύτερον, τὸν κατὰ
ἄγνοιαν ἀθέσμῳ γάμῳ περιπαρέντα, καθέδρας μὲν μετέχειν, κατὰ τὰ ὑπὸ
τοῦ ἱεροῦ κανόνος ἡμῖν νομοθετηθέντα, τῶν δὲ λοιπῶν ἐνεργειῶν
ἀπέχεσθαι· ἀρκετὸν γὰρ τῷ τοιούτῳ ἡ συγγνώμη. Εὐλογεῖν δὲ ἕτερον τὸν
τὰ οἰκεῖα τημελεῖν ὀφείλοντα τραύματα, ἀνακόλουθον· εὐλογία γὰρ
ἁγιασμοῦ μετάδοσίς ἐστιν· ὁ δὲ τοῦτον μὴ ἔχων, διὰ τὸ ἐκ τῆς ἀγνοίας
παράπτωμα, πῶς ἑτέρῳ μεταδώσει; Μήτε τοίνυν δημοσίᾳ, μήτε ἰδίᾳ
φησί, δέδεται νόμῳ ἐφ’ ὅσον χρόνον ζῇ ὁ ἀνὴρ αὐτής· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ ὁ ἀνήρ, ἐλευθέρα
ἐστὶν ᾧ θέλει γαμηθῆναι, μόνον ἐν Κυρίῳ». Καὶ πάλιν· «Λέγω δὲ ταῖς ἀγάμοις, καὶ ταῖς
χήραις»· καὶ συνάψας ἑκάτερον τάγμα, ἕνα τέθηκε νόμον. Τῷ ὄντι γὰρ ὑπερκειμένης τῆς
ἐγκρατείας, οὐ τῆς γνώμης ἡ διγαμία».
105 ΑΘ. Π. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Ἑλληνικὸν Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον, όπ.π., σ.
147. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Θέματα Βυζαντινοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, Ἐνδιαφέροντα τὴν
Σύγχρονον Πρακτικὴν, όπ.π., σσ. 34-35. Ἀρχιμ. ΜΕΛΕΤΙΟΥ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ,
Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετὰ τοῦ Ἰσχύοντος νῦν ἐν
τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Πατριαρχείου καὶ ἐν Ἑλλάδι, όπ.π., σσ. 97-101.
106 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 23. Βλ. και αυτόθι σ. 25.
107 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 15. Πρβλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Εἰς τὴν
Ὑπαπαντὴν τοῦ Κυρίου. PG 46, 1180D-1181A: «Ὅσοι μονογαμίας ἐλύθητε... πρὸς δεύτερον
γάμον μὴ ἔλθητε». ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον. Ὁμιλία ΞΒ΄, α΄.
PG 58, 597: «Οὐ γὰρ εἶπεν, ὅτι ἐποίησεν ἕνα ἄνδρα καὶ μίαν γυναῖκα μόνον· ἀλλ’ ὅτι καὶ
τοῦτο ἐκέλευσεν, ὥστε τὸν ἕνα τῇ μιᾷ συνάπτεθαι... ὅτι ἕνα δεῖ μιᾷ συνοικεῖν διαπαντός,
καὶ μηδέποτε διαρρήγνυσθαι». ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ Εἰς τό, Γυνὴ δέδεται νόμῳ..., α΄. PG 51, 218:
«Οὐκοῦν οὐ δεῖ ἀποσχίζεσθαι ζῶντος τοῦ ἀνδρός, οὐδὲ ἕτερον ἐπεισάγειν νυμφίον, οὐδὲ
δευτέροις ὁμιλεῖν γάμοις». ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ, Πρὸς Αὐτόλυκον, βιβλίον Γ΄, 15. PG
6, 1141. Βλ. και AL. RENTEL, «A Comparison of the Liturgical Rites of Ordination and the
Canonical Act of Deposition», όπ.π., σ. 33.
110
εὐλογείτω· μήτε τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου διανεμέτω ἑτέροις, μήτε τι ἄλλο
λειτουργείτω· ἀλλ’ ἀρκούμενος τῇ προσεδρίᾳ προσκλαιέτω τῷ Κυρίῳ
συγχωρηθῆναι αὐτῷ τὸ ἐκ τῆς ἀγνοίας ἀνόμημα. Πρόδηλον γάρ, ὡς ὁ
τοιοῦτος ἄθεσμος γάμος διαλυθήσεται, καὶ οὐδαμῶς ὁ ἀνὴρ μετουσίαν
ἕξει πρὸς τήν, δι’ ἧς τῆς ἱερᾶς ἐνεργείας ἐστέρηται»108. Αναγνωρίζοντας το
111
ελαφρυντικό της αγνοίας τού επιτρέπει τη μετοχή μόνο της ιερής
καθέδρας, επουδενί όμως τη μετάδοση των μυστηρίων. Ο κληρικός αυτός
αρκείται στην ισόβια μετάνοια για το ανόμημά του και προφανώς ο
αθέμιτος αυτός γάμος δέον να διαλυθεί. Η απαγόρευση των χειροτονιών
των διγάμων τονίστηκε και από τον Ιουστινιανό με την έκδοση Νεαρών,
όπως η 6η Νεαρά 109 (έτ. 535) κεφ. 5, η 123η Νεαρά 110
(έτ. 546) κεφ. 12 και η
137η Νεαρά 111 (έτ. 565) κεφ. 2.
Ο Μέγας Βασίλειος, βασιζόμενος στον 17ο αποστολικό κανόνα,
αποκλείει με τον 12ο κανόνα της ιερωσύνης παντελώς τους διγάμους:
«Τοὺς διγάμους παντελῶς ὁ κανὼν τῆς ὑπηρεσίας ἀπέκλεισε»112.
Αυστηρός είναι ο Μέγας Βασίλειος και ως προς τον δεύτερο γάμο των
λαϊκών, αν και συγκαταβατικός, πόσο μάλλον στους μέλλοντας
ιερωθῆναι. Η πράξη αυτή των λαϊκών χαρακτηρίζεται με τον 87ο κανόνα
του ως «πορνείας παραμυθία»113. Για αυτό και η Εκκλησία με τους ιερούς
κανόνες προτρέπει σε μετάνοια τους συνάψαντες δεύτερο γάμο114 και σε
προσευχή και νηστεία για να συγχωρηθούν115.
109 R. SCHOELL-G KROLL, Corpus Juris Civilis, τ. Γ΄, Βερολίνο 1895, σ. 42: «μήτε δὲ
τὸν δευτέρους ἔχοντα γάμους ἢ σχόντας χειροτονεῖσθαι διακόνους ἢ πρεσβυτέρους».
110 Όπ.π., σ. 604: «Κληρικοὺς δὲ οὐκ ἄλλως χειροτονεῖσθαι συγχωροῦμεν...., ἀλλ’ ἢ
σωφρόνως βιοῦντας ἢ γαμετὴν νόμιμον καὶ αὐτὴν μίαν καὶ πρώτην ἐσχηκότας ἢ
ἔχοντας».
111 Όπ.π., σ. 697: «ἀλλ’ εἰ καὶ πρότερόν τις ἐξ αὐτῶν γαμετὴν εἶχε, καὶ αὐτὴν
μίαν».
112 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σ. 131. Πρβλ. ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Κατὰ
Αἱρέσεων, τόμος Α΄, βιβλίον Β΄, Κατὰ Καθαρῶν, Δ΄. PG 41, 1024A: «Καὶ γὰρ τῷ ὄντι οὐ
δέχεται εἰς ἱερωσύνην τὸ ἅγιον τοῦ Θεοῦ κήρυγμα μετὰ τὴν τοῦ Χριστοῦ ἐνδημίαν οὐδὲ
τοὺς ἀπὸ πρώτου γάμου τελευτησάσης τῆς αὐτῶν γυναικὸς δευτέρῳ γάμῳ συναφθέντας,
διὰ τὸ ὑπερβάλλον τῆς τιμῆς τῆς ἱερωσύνης».
113 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σ. 263.
114 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Γ΄, σ. 80: Κανὼν Ζ΄ τῆς ἐν Νεοκαισαρείᾳ Συνόδου:
«Πρεσβύτερον εἰς γάμους διγαμούντων μὴ ἑστιᾶσθαι· ἐπεὶ μετάνοιαν αἰτοῦντος τοῦ
διγάμου, τίς ἔσται ὁ πρεσβύτερος, ὁ διὰ τῆς ἑστιάσεως συγκατατιθέμενος τοῖς γάμοις;».
ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σ. 102: Κανὼν Δ΄ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου: «Περὶ
τριγάμων καὶ πολυγάμων τὸν αὐτὸν ὥρισαν κανόνα, ὃν καὶ ἐπὶ τῶν διγάμων ἀναλόγως·
ἐνιαυτὸν μὲν γὰρ ἐπὶ τῶν διγάμων, ἄλλοι δέ, δύο ἔτη· τοὺς δὲ τριγάμους ἐν τρισὶ καὶ
τέσσαρσι πολλάκις ἔτεσιν ἀφορίζουσιν. Ὀνομάζουσι δὲ τὸ τοιοῦτον οὐκ ἔτι γάμον, ἀλλὰ
πολυγαμίαν, μᾶλλον δὲ πορνείαν κεκολασμένην. Διὸ καὶ ὁ Κύριος τῇ Σαμαρείτιδι, πέντε
ἄνδρας διαμειψάσῃ· Ὃν νῦν, φησίν, ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ, ὡς οὐκ ἔτι ἀξίων ὄντων τῶν
ὑπερεκπεσόντων τοῦ μέτρου τῆς διγαμίας τῷ τοῦ ἀνδρὸς ἢ τῆς γυναικὸς καλεῖσθαι
προσρήματι. Συνήθειαν δὲ κατελάβομεν ἐπὶ τῶν τριγάμων, πενταετίας ἀφορισμόν, οὐκ
112
Η Βυζαντινή πράξη, που επικυρώθηκε με απόφαση της
πατριαρχικής συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως το 1398 , εξομοιώνει 116
ἀπὸ κανόνος, ἀλλ’ ἀπὸ τῆς τῶν προειληφότων ἀκολουθίας. Δεῖ δὲ μὴ πάντῃ αὐτοὺς
ἀπείργειν τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ’ ἀκροάσεως αὐτοὺς ἀξιοῦν ἐν δύο που ἔτεσιν ἢ τρισί, καὶ
μετὰ ταῦτα ἐπιτρέπειν συστήκειν μέν, τῆς δὲ κοινωνίας τοῦ ἀγαθοῦ ἀπέχεσθαι, καὶ
οὕτως, ἐπιδειξαμένους καρπόν τινα μετανοίας, ἀποκαθιστᾶν τῷ τόπῳ τῆς κοινωνίας».
115 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Γ΄, σ. 171: Κανὼν Α΄ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου:
«Περὶ τοῦ δεῖν κατὰ τὸν ἐκκλησιαστικὸν κανόνα, τοὺς ἐλευθέρως καὶ νομίμως
συναφθέντας δευτέροις γάμοις, μὴ λαθρογαμίαν ποιήσαντας, ὀλίγου χρόνου
παρελθόντος, καὶ σχολάσαντας ταῖς προσευχαῖς καὶ νηστείαις, κατὰ συγγνώμην
ἀποδίδοσθαι αὐτοῖς τὴν κοινωνίαν ὡρίσαμεν».
116 ΜΑΝΟΥΗΛ ΙΩ. ΓΕΔΕΩΝ, Κανονικαὶ Διατάξεις. Ἐπιστολαί, λύσεις, θεσπίσματα
τῶν ἁγιωτάτων πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως, ἀπὸ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου μέχρι
Διονυσίου τοῦ ἀπὸ Ἀδριανουπόλεως, τ. Α΄, ἐκ τοῦ Πατριαρχικοῦ τυπογραφίου, ἐν
Κωνσταντινουπόλει 1888, σ. 24εξ.
117 ΑΘ. Π. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Ἑλληνικὸν Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον, όπ.π., σ.
147. Βλ. και ΙΑΚΩΒΟΥ (Ἱερομονάχου, ἀρχιμανδρίτου καὶ ἐπιτρόπου Ἰωαννίνων),
Βακτηρία Ἀρχιερέων (1645), τ. Γ΄, όπ.π., στοιχεῖον Χ΄, κεφ. λθ΄, σ. 1635.
118 ΑΘΗΝΑΓΟΡΟΥ, Πρεσβεία περὶ χριστιανῶν, 33. PG 6, 965B: «Ὁ γὰρ δεύτερος
εὐπρεπής ἐστι μοιχεία».
119 ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ και ΜΑΡΤΥΡΟΣ, Ἀπολογία πρώτη ὑπὲρ χριστιανῶν
πρὸς Ἀντωνίνον τὸν εὐσεβῆ, 15. PG 6, 349B: «Οἱ νόμῳ ἀνθρωπίνῳ διγαμίας ποιούμενοι,
ἁμαρτωλοί παρὰ τῷ ἡμετέρῳ Διδασκάλῳ εἰσί». ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ,
Στρωματεῖς, Λόγος Γ΄, κεφ. XII. PG 8, 1189B: «Ὡς γὰρ ἡ πλεονεξία πορνεία λέγεται τῇ
αὐταρκείᾳ ἐναντιουμένῃ, καὶ ὡς ἡ εἰδωλολατρεία ἐκ τοῦ ἑνὸς εἰς τοὺς πολλοὺς
ἐπινέμεσις οὖσα θεούς, οὕτως πορνεία ἡ ἐκ τοῦ ἑνὸς γάμου εἰς τοὺς πολλούς ἐστιν
ἔκπτωσις». Ἀποστολικαὶ Διαταγαὶ III, 2, 2-3, έκδ. M. METZGER, Les Constitutions
apostoliques, t. II, SC 329, σ. 124: «Καὶ τοῦτο γὰρ εἰδέναι ὀφείλετε, ὅτι μονογαμία μὲν κατὰ
νόμον γινομένη δικαία, ὡς ἂν κατὰ γνώμην Θεοῦ ὑπάρχουσα, διγαμία δὲ μετὰ
ἐπαγγελίαν παράνομον, οὐ διὰ τὴν συνάφειαν, ἀλλὰ διὰ τὸ ψεῦδος, τριγαμία δὲ
113
αιτείται τη συγχώρηση των μετεχόντων. Η βαρύτητα των κανόνων και
της πατερικής διδασκαλίας δίδεται στην ηθική διάσταση που ενέχει ο
δεύτερος γάμος των υποψηφίων κληρικών ως ασθένεια της σαρκός. Ο
κληρικός, ως οδοδείκτης των πιστών, επιβάλλεται να αποτελεί κόσμημα
της Εκκλησίας μιμούμενος την επίγεια βιοτή του Κυρίου.
114
αυτούς με Νεαρές του, όπως η 6η Νεαρά (έτ. 535) κεφ. 5123, η 123η Νεαρά
(έτ. 546) κεφ. 1124 και 12125 και η 137η Νεαρά (έτ. 565) κεφ. 2126.
Επικριτικός ο ιερός Χρυσόστομος εφιστά την προσοχή σε κλήρο και
λαό ότι δεν θα τους μεταδώσει των αχράντων μυστηρίων, αν
συμμετέχουν σε θέατρα, ιπποδρόμια και γήπεδα, απειλώντας μάλιστα
αργία ή καθαίρεση επί των κληρικών127. Την εποχή της καταγραφής των
ιερών κανόνων οι γυναίκες που ασκούσαν το επάγγελμα της ηθοποιού
προσδιορίζονταν ως ακόλαστες. Αυτή είναι και η αιτία που κωλύονταν
κληρικοί και λαϊκοί της παρακολουθήσεως θεάτρου. Αν η απλή μετοχή
συνεπαγόταν καθαίρεση του κληρικού, πόσο μάλλον η συμπόρευση στη
ζωή με γυναίκα της κατηγορίας αυτής, διότι η πρεσβυτέρα θα αποτελέσει
το κόσμημα του ιερέως και πρότυπο ζωής των πιστών.
123 R. SCHOELL-G. KROLL, Corpus Juris Civilis, τ. Γ΄, Βερολίνο 1895, σσ. 42-43.
124 Όπ.π., σσ. 594-595.
125 Όπ.π., σ. 604.
126 Όπ.π., σσ. 696-697.
127 Πρὸς τοὺς καταλείψαντας τὴν ἐκκλησίαν καὶ αὐτομολήσαντας πρὸς τὰς
ἱπποδρομίας καὶ τὰ θέατρα, δ΄, PG 56, 268: «Διὰ δὲ τοῦτο προλέγω͵ καὶ λαμπρᾷ βοῶ τῇ
φωνῇ͵ ὅτι εἴ τις μετὰ τὴν παραίνεσιν ταύτην καὶ διδασκαλίαν ἐπὶ τὴν παράνομον τῶν
θεάτρων αὐτομολήσειε λύμην͵ οὐ δέξομαι αὐτὸν εἴσω τουτωνὶ τῶν περιβόλων͵ οὐ
μεταδώσω μυστηρίων͵ οὐκ ἀφήσω τῆς ἱερᾶς ἅψασθαι τραπέζης». Και PG 56, 266: «Καὶ τί
λέγω τὸ θέατρον; Ἐν ἀγορᾷ πολλάκις, ἐὰν ἀπαντήσωμεν γυναικί͵ θορυβούμεθα· σὺ δὲ
ἄνω καθήμενος͵ ὅπου τοσαύτη πρὸς ἀσχημοσύνην παράκλησις͵ ὁρῶν γυναῖκα πόρνην
γυμνῇ τῇ κεφαλῇ μετὰ πολλῆς τῆς ἀναισχυντίας εἰσιοῦσαν͵ χρυσᾶ περιβεβλημένην
ἱμάτια͵ μαλακιζομένην͵ θρυπτομένην͵ ᾄσματα ᾄδουσαν πορνικὰ͵ κατακεκλασμένα
μέλη͵ αἰσχρὰ προϊεμένην ῥήματα͵ ἀσχημονοῦσαν τοιαῦτα͵ ἅπερ ὁ θεωρήσας ἂν εἰς
ἔννοιαν λάβῃς͵ κάτω κύπτεις· τολμᾷς εἰπεῖν ὡς οὐδὲν πάσχῃς ἀνθρώπινον;». Βλ. και
ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 356: Κανὼν ΚΔ΄ τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς
Συνόδου: «Μὴ ἐξέστω τινὶ τῶν ἐν τῷ ἱερατικῷ καταλεγομένων τάγματι, ἢ μοναχῶν, ἐν
ἱπποδρομίαις ἀνιέναι, ἢ θυμελικῶν παιγνίων ἀνέχεσθαι· ἀλλ’ εἰ καί τις κληρικὸς κληθείη
ἐν γάμῳ, ἡνίκα ἂν τὰ πρὸς ἀπάτην εἰσέλθοιεν παίγνια, ἐξαναστήτω, καὶ παραυτίκα
ἀναχωρείτω, οὕτω τῆς τῶν Πατέρων ἡμῖν προσταττούσης διδασκαλίας. Εἰ δέ τις ἐπὶ
τούτῳ ἁλῷ, ἢ παυσάσθω, ἢ καθαιρείσθω».
128 ΑΘ. Π. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Ἑλληνικὸν Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον, όπ.π., σ.
147.
115
Κυρίῳ τῷ Θεῷ αὐτοῦ»129. Ο προαναφερθείς 18ος κανόνας των Αγίων
Αποστόλων κωλύει επίσης της ιερωσύνης και όποιον έχει νυμφευθεί
«ἐκβεβλημένην, ἢ ἑταίραν»130. Ο Αριστηνός σχολιάζει ότι εκείνος που θα
λάβει γυναίκα μη κόσμια και παρθένο δεν γίνεται δεκτός στην
ιερωσύνη131.
Ο ιερέας οφείλει να είναι κόσμημα για τον κόσμο, καθώς και η
οικογένειά του. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος προτρέπει: «Φωτὸς γὰρ δίκην τὴν
οἰκουμένην καταυγάζοντος λάμπειν δεῖ τοῦ ἱερέως τὴν ψυχὴν... »132. Η
επιλογή της μέλλουσας πρεσβυτέρας απαιτεί μεγίστη προσοχή ως προς
την καθαρότητά της, για να αποτελέσει πρότυπο οικογενειακής ζωής133.
Πρότυπο βίου είναι η παρθενία και αυτό ορίζεται ως προϋπόθεση εισόδου
στον έγγαμο βίο. Το αγιολόγιο της Εκκλησίας κατακοσμείται από πρώην
πόρνες γυναίκες, αλλά αυτό δεν συνιστά επιχείρημα για τη σύναψη
γάμου με υποψήφιο ιερέα, διότι μπορεί να προκαλέσει σκανδαλισμό και
να απολεσθούν ψυχές από την οδό της σωτηρίας. Είναι άρα ανάγκη να
επιλέγονται σεμνές, νηφάλιες και πιστές, κατά τον θείο Παύλο134.
δ. Γάμος με χήρα.
Ο ίδιος 18ος κανόνας των Αγίων Αποστόλων αποκλείει της
ιερωσύνης τον υποψήφιο που έχει νυμφευθεί χήρα. Ο Βαλσαμώνας,
σχολιάζοντας τον κανόνα, σημειώνει: «Εἴ τις γοῦν τοιαύτῃ γυναικί
συναφθῇ, οὐκ ἀξιωθήσεται ἱερωσύνης· καὶ μετὰ τὴν ἱερωσύνην δὲ
καθαιρεθήσεται, τῆς γυναικὸς αὐτοῦ μοιχευομένης, καὶ τούτου
ἀνεχομένου»135. Από την ερμηνεία φαίνεται ότι η μη πιστή στη χηρεία της
116
γυναίκα διαπράττει το αμάρτημα της μοιχείας και ο συζευχθείς μετ’
αυτής άνδρας ονομάζεται κατ’ επέκταση μοιχός, αποκλειόμενος της
ιερωσύνης.
Διαπιστώνεται (σε σχέση με τον γάμο με ηθοποιό ή παλλακίδα, της
οποίας ο βίος είναι άσεμνος) ότι, αν και έντιμη η χήρα γυναίκα που
απεβίωσε ο σύζυγός της, αποκλείεται του να γίνει πρεσβυτέρα. Η
αιτιολογία προφανώς εδράζεται στο ότι η Εκκλησία ευλογεί μόνο τον
πρώτο γάμο, ενώ ανέχεται τον δεύτερο και τον τρίτο στους λαϊκούς, για
να μην υποπέσει ο πιστός στο αμάρτημα της πορνείας. Δεν αρκεί να είναι
σώφρων ο ιερέας, αλλά και η συμβία του, η οποία ήρθε ήδη σε
ψυχοσωματική ένωση με τον κεκοιμημένο σύζυγό της.
ε. Γάμος με διαζευγμένη.
Ομοίως ο 18ος των Αγίων Αποστόλων136, αποκλείει την
«ἐκβεβλημένη» γυναίκα της συζυγίας με ιερέα. Ο όρος «ἐκβεβλημένη»
σημαίνει τη διαζευγμένη. Το διαζύγιο φανερώνει τη χαλαρότητα των
ηθών και την έλλειψη χριστιανικού φρονήματος. Δηλώνει δε έλλειψη
ειλικρινούς αγάπης προς το άλλο πρόσωπο με το οποίο συνδέθηκε με το
μυστήριο του γάμου, αλλά και απουσία ελέγχου των ενστίκτων και
επιθυμιών.
Ο Ιωάννης Χρυσόστομος, δριμής επικριτής της χαλαρότητας των
ηθών, σημειώνει ότι «οὐ χρὴ χήραν ἢ ἐκβεβλημένην τὸν ἱερέα λαμβάνειν,
ἀλλὰ παρθένον καὶ ἐκ πάντων ἀκηλίδωτον»137, διότι «μοιχεία
ἀπηρτισμένη... τὸ ἐκβεβλημένας λαμβάνειν»138. Ο όρος μοιχεία
προσδιορίζει και αυτήν τη γαμική σχέση. Μοιχός είναι και ο υποψήφιος
κληρικός και η σύζυγός του. Και αυτό το κώλυμα συνδέεται πάλι με τη
θεολογική υπερέξαρση του πρώτου γάμου από την Εκκλησία.
Αλλά και η μετά τον γάμο παράβαση της συζυγικής πίστεως εκ
μέρους της συζύγου του υποψηφίου κωλύει τη χειροτονία κατά τον 8ο
κανόνα της Νεοκαισαρείας, υπό την προϋπόθεση ότι η πράξη αυτή έχει
ελεγχθεί φανερά. Εάν όμως μοιχευθεί η σύζυγος μετά τη χειροτονία,
117
οφείλει να τη διαζευχθεί ή, αν επιθυμεί να συνεχίσει τη συμβίωση μαζί
της, δεν μπορεί να κατέχει την εγχειρισθείσα σε αυτόν διακονία139.
118
ἔχειν τὴν αὐθεντίαν τῆς ἐπ’ αὐτοῖς φιλανθρωπίας τὸν κατὰ τόπον
ἐπίσκοπον»143.
Σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες, κάθε φορά που παρθένος
αφιερωμένη στον Θεό ή μοναχός έρχεται σε σύναψη γάμου, αθετώντας
τις υποσχέσεις που έδωσε, έχουμε διγαμία144. Ο Μέγας Βασίλειος με τον
60ό του κανόνα επιβάλλει στους εκπεσόντες μοναχούς το επιτίμιο της
μοιχείας145. Να σημειωθεί ότι με τον 18ο κανόνα του χαρακτηρίζει μοιχό
και όποιον συνάψει γάμο με εκπεσούσα μοναχή, διότι συνάπτεται με ήδη
ύπανδρη γυναίκα – νύμφη Χριστού. 146
. Για αυτό και στο έργο του «Πρὸς
119
παρθένον ἐκπεσοῦσαν» παρουσιάζει την εκπεσούσα μοναχή ως ένοχη
προδοσίας147, διότι «ἠλλάξατο τὴν δόξαν ἐν τῇ αἰσχύῃ αὐτῆς»148.
Τη διάλυση της μυστικής αυτής σχέσεως των παρθένων με τον
Χριστό θρηνεί ο ιερός Χρυσόστομος. Η εκπεσούσα μοναχή στηλιτεύεται
ως ενυβρίσασα τη γαμική σχέση της με τον Χριστό και εκτίθεται ως
μοιχαλίδα149. Μία συζυγική άρα σχέση άνδρα με πρώην μοναχή
χαρακτηρίζεται ως μοιχεία, η οποία και απείργει αυτόν της ιερωσύνης.
ζ. Γάμος εξ αιμομιξίας.
Αιμομιξία είναι η ερωτική επαφή μεταξύ συγγενών εξ αίματος έως
τετάρτου βαθμού. Στο Λευϊτικό ο Θεός ορίζει ότι: «Ἄνθρωπος πρὸς τὰ
οἰκεῖα σαρκὸς αὐτοῦ οὐ προσελεύσεται ἀποκαλύψαι ἀσχημοσύνην»150. Ο
Βαλσαμών διαιρεί τους κεκωλυμένους γάμους σε τρεις, τον παράνομο,
τον κατάκριτο και τον αθέμιτο, τον συναφθέντα δηλαδή με συγγενικό
πρόσωπο151. Η Πενθέκτη Οικουμενική συγκεκριμένα ορίζει για τη
συγγένεια εξ αίματος με τον 54ο κανόνα τα εξής: «...ἀπὸ τοῦ νῦν, τὸν τῇ
οἰκείᾳ ἐξαδέλφῃ πρὸς γάμου κοινωνίαν συναπτόμενον, ἢ πατέρα καὶ υἱόν,
μητρὶ καὶ θυγατρί, ἢ δυσὶ κόραις ἀδελφαῖς πατέρα καὶ υἱόν, ἢ ἀδελφοῖς
δυσὶ μητέρα καὶ θυγατέρα, ἢ ἀδελφοὺς δύο δυσὶν ἀδελφαῖς, ὑπὸ τὸν τῆς
ἑπταετίας πίπτειν κανόνα, ἀφισταμένων αὐτῶν προδήλως τοῦ
παρανόμου συνοικεσίου»152.
147 Ἐπιστολή ΜϚ΄, 2, Πρὸς παρθένον ἐκπεσοῦσαν. PG 32, 372Α: «τῆς θείας ἐκείνης
συναφείας τὸν ζυγὸν ἀπορρίψασα καὶ τὸν ἄχραντον τοῦ ἀληθινοῦ βασιλέως ἀποδρᾶσα
νυμφῶνα».
148 Ἐπιστολή ΜϚ΄, 3, Πρὸς παρθένον ἐκπεσοῦσαν. PG 32, 376Β.
149 Εἰς τὸ τοῦ Εὐαγγελίου ῥητόν, καὶ περὶ παρθενίας, καὶ παραινετικός εἰς τὰς
ἐκπεσούσας (νόθο). PG 64, 40: «Ὤ τοῦ κακοῦ πολέμου! τὸ τεῖχος διέρρηξας, τὸν ναόν σου
τὸν ἅγιον διέφθειρας, τὰς συνθήκας τοῦ γάμου παρέβης, τὰ γράμματα ἀπήλειψας, τὴν
προῖκα ἠθέτησας, τὴν τοῦ Χριστοῦ κοίτην ἐνύβρισας· ἀλλὰ μὴν καὶ τὸ ἐνέχειρον
ἀπώλεσας; Οὐχ ὁρᾷς τοὺς ἐνταῦθα νόμους, ποῖαι τιμωρίαι μένουσι τὴν μοιχαλίδα;». ΤΟΥ
ΙΔΙΟΥ, Ταλανισμὸς πρὸς τοὺς φθείροντας τὰς τοῦ Χριστοῦ παρθένους. PG 60, 743: «Ὁ
φιλάνθρωπος Δεσπότης λέγει· ... ἡ ἐμὴ ἐνύβρισται κοίτη, ἡ ἐμὴ ἠτίμασται συζυγία· ... Διὰ
τί δὲ πολεμοῦντος τοῦ ὑπεναντίου μὴ ἀντέστης; πῶς οὐκ ἐτροπώσω τὰ ἰοβόλα αὐτοῦ
βέλη τῷ τύπῳ τοῦ σταυροῦ μου;».
150 Λευϊτ. 18, 6· 18, 7-20.
151 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σ. 162: «Εἰς τρία διαιροῦνται οἱ κεκωλυμένοι
γάμοι... τὸν λεγόμενον παράνομον, ... τὸν λεγόμενον κατάκριτον, ... καὶ εἰς τὸν ἴγκεστον,
τὸν καὶ ἀθέμιτον λεγόμενον, δηλονότι τὸν μετὰ συγγενικοῦ προσώπου κεκωλυμένου
προβάντα».
152 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 432.
120
Ο 19ος κανόνας των Αγίων Αποστόλων ορίζει ότι «Ὁ δύο ἀδελφὰς
ἀγαγόμενος, ἢ ἀδελφιδῆν, οὐ δύναται εἶναι κληρικός»153. Ο Αριστηνός,
ερμηνεύοντας τον ανωτέρω κανόνα, σημειώνει ότι ο υποπέσας στο
αδίκημα της αιμομιξίας όχι μόνο αποκλείεται της ιερωσύνης, αλλά
επιβάλλεται και η διάλυση του γάμου του154. Ο Ζωναράς επίσης σημειώνει
ότι η αθεμιτογαμία τιμωρείται και από τον πολιτικό νόμο, όχι μόνο
κωλύοντας κάποιον να εισέλθει στις τάξεις του κλήρου, αλλά και
διασπώντας τον αθέμιτο γάμο155.
Οι πατέρες δε της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου
επαναλαμβάνοντας τον Μέγα Βασίλειο156, θεσμοθέτησαν με τον 26ο
κανόνα την παύση από τα ιερατικά καθήκοντα του ιερέως που σύναψε
τέτοιον γάμο157. Η Σύνοδος υιοθετεί την αυστηρή θέση του αγίου
Βασιλείου αποτυπώνοντας το πόσο σοβαρό παράπτωμα αποτελεί η
αιμομιξία. Ο ιερός Πατήρ, θεωρώντας τη συνάφεια αυτή βαρύτατο
121
αμάρτημα, την ονομάζει «ἀδελφομιξία», καθορίζει ως χρόνο μετανοίας
τον του φονέως158 και επιβάλλει τα επιτίμια των μοιχών159. Ο γάμος αυτός
δεν έχει μόνο βαρύτατες ηθικές συνέπειες, αλλά ανακύπτουν και νομικά
ζητήματα ως προς τη σχέση των δύο προσώπων που συνάπτονται και για
τους απογόνους αυτών.
158 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σ. 222: Κανὼν ΞΖ΄ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου:
«Ἡ ἀδελφομιξία τὸν τοῦ φονέως χρόνον ἐξομολογήσεται».
159 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σ. 222: Κανὼν ΞΗ΄ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου:
«Ἡ τῆς ἀπειρημένης συγγενείας εἰς γάμον ἀνθρώπων σύστασις, εἰ φωραθείη, ὡς ἐν
ἁμαρτήμασιν ἀνθρώπων γινομένη, τὰ τῶν μοιχῶν ἐπιτίμια δέξεται».
160 Α΄ Τιμ. 3, 5.
161 ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ, Τοῦ Ἁγίου Παύλου πρὸς Τιμόθεον πρώτης
ἐπιστολῆς ἐξήγησις, κεφ. Γ΄. PG 125, 44BC: «Δεῖ γὰρ οἴκοθεν αὐτὸν παρέχεσθαι τὰ
παραδείγματα. Τίς γὰρ πιστεύσειεν ὅτι τὸν ἀλλότριον ὑποτάξει, ὁ τὸν υἱὸν μὴ ὑποτάξας;
Πῶς ἄλλους ποιήσει σεμνούς, ὁ τὰ οἰκεῖα σπλάγχνα ἑάσας ἀσέμνως βιοῦν; Πάσης δὲ
σεμνότητος, τῆς καὶ ἐν λόγῳ, καὶ σχήματι, καὶ ἔργῳ, καὶ πρὸς πάντας, καὶ ἐν παντὶ
καιρῷ... Οὐδὲν γάρ ἐστιν ὁ οἶκος, ἢ μικρὰ Ἐκκλησία. Εἰ τοίνυν τοῦ μικροῦ καὶ
εὐπεριορίστου καὶ εὐδιαγνώστου οὐκ ἠδυνήθη προστῆναι, πῶς τοσούτων ψυχῶν γνώμας
ἀκατανοήτους κυβερνήσει;».
162 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Γ΄, σ. 399. Βλ. και ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ.
Β΄, σ. 471: Κανὼν ΟΒ΄ τῆς Πενθέκτης Συνόδου: «Μὴ ἐξέστω ὀρθόδοξον ἄνδρα αἱρετικῇ
συνάπτεσθαι γυναικί, μήτε μὴν αἱρετικῷ ἀνδρὶ γυναῖκα ὀρθόδοξον συζεύγνυσθαι· ἀλλ’
εἰ καὶ φανείη τι τοιοῦτον ὑπό τινος τῶν ἁπάντων γινόμενον, ἄκυρον ἡγεῖσθαι τὸν γάμον,
122
Ζωναράς σχολιάζοντας τον παραπάνω κανόνα τονίζει ότι ο επίσκοπος, οι
πρεσβύτεροι και οι διάκονοι έχουν χρέος να διδάσκουν και να οδηγούν
στην πίστη τους σφάλλοντας στην ορθή πίστη. Εάν λοιπόν κάποιος είναι
χριστιανός και παραβλέψει να μεταστρέψει στην Ορθοδοξία τη σύζυγό
του, τα παιδιά του και τους υπηρέτες του, δεν μπορεί να γίνει ούτε
επίσκοπος, ούτε πρεσβύτερος, ούτε διάκονος. Γιατί, εάν δεν μπορεί να
μεταστρέψει από την κακοδοξία στην Ορθοδοξία τους οικείους του, πώς
θα διδάξει ετέρους163;
Ο 14ος κανόνας της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου απαγορεύει και στον
κατώτερο κλήρο να συνάψει γάμο με ετερόδοξο: «Ἐπειδὴ ἔν τισιν
ἐπαρχίαις συγκεχώρηται τοῖς ἀναγνώσταις καὶ ψάλταις γαμεῖν, ὥρισεν ἡ
ἁγία σύνοδος, μὴ ἐξεῖναί τινι αὐτῶν ἑτερόδοξον γυναῖκα λαμβάνειν. Τοὺς
δὲ ἤδη ἐκ τοιούτου γάμου παιδοποιήσαντας, εἰ μὲν ἔφθασαν βαπτίσαι τὰ
ἐξ αὐτῶν τεχθέντα παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς, προσάγειν αὐτὰ τῇ κοινωνίᾳ τῆς
καθολικῆς ἐκκλησίας· μὴ βαπτίσαντας δέ, μὴ δύνασθαι ἔτι βαπτίζειν
αὐτὰ παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς, μήτε μὴν συνάπτειν πρὸς γάμον αἱρετικῷ, ἢ
Ἰουδαίῳ, ἢ Ἕλληνι, εἰ μὴ ἄρα ἐπαγγέλλοιτο μετατίθεσθαι εἰς τὴν
ὀρθόδοξον πίστιν τὸ συναπτόμενον πρόσωπον τῷ ὀρθοδόξῳ. Εἰ δέ τις
τοῦτον τὸν ὅρον παραβαίη τῆς ἁγίας συνόδου, κανονικῷ ὑποκείσθω
ἐπιτιμίῳ»164. Ο Βαλσαμώνας στην ερμηνεία του απαγορεύει και στα τέκνα
των κληρικών να συνάψουν παρόμοιο γάμο ως προστασία στο να μην
απαρνηθούν την πίστη τους, εκτός και αν γίνουν Ορθόδοξοι165.
123
Ο κλήρος, ανώτερος ή κατώτερος, αναλαμβάνει έναν ιδιαίτερο
λειτουργικό ρόλο μέσα στο σώμα της Εκκλησίας. Μία από τις αποστολές
του είναι η διακονία του ευαγγελικού λόγου. Τον λόγο αυτόν καλείται να
μεταδώσει σε όλα τα πιστά μέλη του σώματος του Χριστού, αλλά και
στους αιρετικούς. Οι κανόνες αποδεικνύουν ότι ο κληρικός δοκιμάζεται
πρωτίστως εντός του οικογενειακού του περιβάλλοντος. Η ίδια η
οικογένεια γίνεται η κάμινος της δοκιμασίας, που θα συμμαρτυρήσει για
την ικανότητά του. Μη ανταποκρινόμενος στην αποστολή αυτήν από
λαϊκός, εμποδίζεται της εισόδου στον κλήρο, εφόσον δεν κατέχει τις
απαραίτητες ικανότητες να ποιήσει την οικογένειά του άμβωνα του
ευαγγελίου.
Πρβλ. ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 472: Κανὼν ΟΒ΄ τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς
Συνόδου, όπ.π.
166 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 279.
167 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 521. Βλ. και Ἀρχιμ. ΜΕΛΕΤΙΟΥ
ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
μετὰ τοῦ Ἰσχύοντος νῦν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Πατριαρχείου καὶ ἐν Ἑλλάδι, όπ.π., σ. 95. Κ. Μ.
ΡΑΛΛΗ, Ποινικὸν Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἐν Ἀθήναις 1907, εκδ. Π.
Πουρναρά, ἀνατύπωση Θεσσαλονίκη 1985, σσ. 277-287.
168 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σσ. 150-151: «Τοὺς ἐξ ἁρπαγῆς ἔχοντας
γυναῖκας, εἰ μὲν ἄλλοις προμεμνηστευμένας εἶεν ἀφῃρημένοι, οὐ πρότερον χρὴ
παραδέχεσθαι, πρὶν ἢ ἀφελέσθαι αὐτῶν καὶ ἐπ’ ἐξουσίᾳ τῶν ἐξ ἀρχῆς μεμνηστευμένων
124
Μία από τις βασικές διδασκαλίες του Χριστιανισμού είναι η
ελευθερία, την οποία διακονεί ο κληρικός. Η Αγία Γραφή διδάσκει την
ελευθερία ακόμα και σε θέματα πίστεως, πόσο μάλλον τον σεβασμό του
άλλου που αποτελεί εικόνα του Θεού. Η βιαία αρπαγή γυναίκας και
υποχρεωτική καθοδήγησή της σε γάμο, συμβάλλει στην καταστρατήγηση
της ιδεώδους αυτής αρχής και προσβολή του Θεού, λόγος που κωλύει την
είσοδο στον κλήρο του λαϊκού που δεν εμπνέεται από αυτήν την αρχή.
ι. Πορνεία.
Μέγιστο και θανάσιμο αμάρτημα θεωρείται η πορνεία στο
Κανονικό Δίκαιο. Πορνεία είναι η σαρκική συνάφεια μεταξύ του άνδρα
και της γυναίκας εκτός του γάμου169. Δριμύς επικριτής των σαρκικών
ποιῆσαι, εἴτε βούλοιντο λαβεῖν αὐτάς, εἴτε ἀποστῆναι. Εἰ δὲ σχολάζουσάν τις λάβοι,
ἀφαιρεῖσθαι μὲν δεῖ καὶ τοῖς οἰκείοις ἀποκαθιστᾶν, ἐπιτρέπειν δὲ τῇ γνώμῃ τῶν οἰκείων,
εἴτε γονεῖς εἶεν, εἴτε ἀδελφοί, εἴτε οἱτινεσοῦν προεστῶτες τῆς κόρης. Κἂν μὲν ἕλωνται
αὐτῷ παραδοῦναι, ἵστασθαι τὸ συνοικέσιον, ἐὰν δὲ ἀνανεύσωσι, μὴ βιάζεσθαι. Τὸν
μέντοι ἐκ διαφθορᾶς εἴτε λαθραίας, εἴτε βιαιοτέρας, γυναῖκα ἔχοντα, ἀνάγκη τὸ τῆς
πορνείας ἐπιγνῶναι ἐπιτίμιον. Ἔστι δὲ ἐν τέσσαρσιν ἔτεσιν ὡρισμένη τοῖς πορνεύουσιν ἡ
ἐπιτίμησις· χρὴ τῷ πρώτῳ ἐκβάλλεσθαι τῶν προσευχῶν καὶ προσκλαίειν αὐτοὺς τῇ θύρᾳ
τῆς ἐκκλησίας· τῷ δευτέρῳ δεχθῆναι εἰς ἀκρόασιν· τῷ τρίτῳ εἰς μετάνοιαν· τῷ τετάρτῳ
εἰς σύστασιν μετὰ τοῦ λαοῦ, ἀπεχομένους τῆς προσφορᾶς· εἶτα αὐτοῖς ἐπιτρέπεσθαι τὴν
κοινωνίαν τοῦ ἀγαθοῦ». Στον 30ο κανόνα ο Μέγας Βασίλειος κάνει μνεία των επιτιμίων
των απαγωγέων και των συνεργατών τους με τη συναίνεση ή μη της απαχθείσης και της
υπάρξεως ή μη βιασμού: ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σ. 169: Κανὼν Λ΄ Μεγάλου
Βασιλείου: «Περὶ τῶν ἁρπαζόντων, κανόνα μὲν παλαιὸν οὐκ ἔχομεν, ἰδίαν δὲ γνώμην
ἐποιησάμεθα, τρία ἔτη καὶ αὐτοὺς καὶ τοὺς συναρπάζοντας αὐτοῖς ἔξω τῶν εὐχῶν
γίνεσθαι. Τὸ δὲ μὴ βιαίως γινόμενον, ἀνεύθυνόν ἐστιν, ὅταν μὴ φθορὰ ᾖ, μηδὲ κλοπὴ
ἡγουμένη τοῦ πράγματος· αὐτεξουσία δὲ ἡ χήρα καὶ ἐπ’ αὐτῇ τὸ ἀκολουθῆσαι· ὥστε τῶν
σχημάτων ἡμῖν οὐ φροντιστέον». Βλ. και ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σ. 209: Κανὼν
ΝΓ΄ Μεγάλου Βασιλείου: «Ἡ χήρα δούλη, τάχα οὐ μέγα ἔπταισεν ἑλομένη δεύτερον
γάμον ἐν σχήματι ἁρπαγῆς. Ὥστε οὐδὲν τούτου ἕνεκεν ἐγκαλεῖσθαι χρή, οὐ γὰρ τὰ
σχήματα κρίνεται, ἀλλ’ ἡ προαίρεσις. Δῆλον δὲ ὅτι τὸ τῆς διγαμίας μένει αὐτῇ ἐπιτίμιον».
ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ἐπιστολή ΣΟ΄, Ἀνεπίγραφος, ὑπὲρ ἁρπαγῆς. PG 32, 1001D-1004A:
«Καὶ τὴν μὲν παῖδα, ὅπουπερ εὕρῃς, ἀφελόμενος πάσῃ εὐτονίᾳ, ἀποκατάστησον τοῖς
γονεῦσι· καὶ αὐτὸν δὲ ἐκεῖνον (τὸν ἀπαγωγέα) ἐξόρισον τῶν εὐχῶν, καὶ ἐκκήρυκτον
ποίησον· καὶ τοὺς συνεπελθόντας αὐτῷ. Κατὰ τὸ ἤδη προλαβὸν παρ’ ἡμῶν κήρυγμα
τριετίαν πανοικεὶ τῶν εὐχῶν ἐξόρισον. Καὶ τὴν κώμην τὴν ὑποδεξαμένην τὴν
ἁρπαγεῖσαν, καὶ φυλάξασαν, ἤτοι ὑπερμαχήσασαν, καὶ αὐτὴν ἔξω τῶν εὐχῶν πανδημεὶ
ποίησον· ἵνα μάθωσιν πάντες, ὡς ὄφιν, ὡς ἄλλο τι θηρίον, κοινὸν ἐχθρὸν ἡγούμενοι τὸν
ἅρπαγα, οὕτως ἀποδιώκειν αὐτόν, καὶ προΐστασθαι τῶν ἀδικουμένων».
169 ΑΘ. Π. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Ἑλληνικὸν Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον, όπ.π., σ.
148. ΑΘ. Π. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Θέματα Βυζαντινοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου,
125
αυτών σχέσεων ο απόστολος Παύλος προτρέπει: «Φεύγετε τὴν πορνείαν.
Πᾶν ἁμάρτημα ὃ ἐὰν ποιήσῃ ἄνθρωπος ἐκτὸς τοῦ σώματός ἐστιν, ὁ δὲ
πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει. Ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν
ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστὲ
ἑαυτῶν; Ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς· δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι
ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ» 170.
Το αμάρτημα της πορνείας αποτελεί καίριο εμπόδιο εισόδου στον
ιερό κλήρο. Ο 61ος Αποστολικός κανόνας υπαγορεύει: «Εἴ τις κατηγορία
γένηται κατὰ πιστοῦ, πορνείας ἢ μοιχείας ἢ ἄλλης τινὸς ἀπηγορευμένης
πράξεως, καὶ ἐλεγχθείη, εἰς κλῆρον μὴ προαγέσθω»171. Ο Αριστηνός στο
υπόμνημά του γράφει ότι ο κατηγορηθείς για πορνεία δεν γίνεται δεκτός
στον κλήρο, αν επιβεβαιωθεί η κατηγορία. Διευκρινίζει όμως ότι, αν τα
αμαρτήματα που καταγράφει ο προειρημένος κανόνας διαπράχθηκαν
πριν το βάπτισμα, τότε δεν κωλύεται της ιερωσύνης, εφόσον βέβαια ο
υποψήφιος μετά το βάπτισμά του διάγει βίο ανεπίληπτο172.
Εάν κάποιος πέσει στο αμάρτημα της πορνείας και το ομολογήσει
μετά τη χειροτονία εξομολογούμενος, παύεται της ιερουργίας,
παραμένουν όμως τα άλλα προνόμια της ιερωσύνης, όπως μαρτυρεί ο 9ος
της Νεοκαισαρείας: «Πρεσβύτερος, ἐὰν προημαρτηκὼς σώματι προαχθῇ,
καὶ ὁμολογήσῃ ὅτι ἥμαρτε πρὸ τῆς χειροτονίας, μὴ προσφερέτω, μένων ἐν
τοῖς λοιποῖς, διὰ τὴν ἄλλην σπουδήν· τὰ γὰρ λοιπὰ ἁμαρτήματα ἔφασαν
οἱ πολλοὶ καὶ τὴν χειροθεσίαν ἀφιέναι. Ἐὰν δὲ αὐτὸς μὴ ὁμολογῇ,
ἐλεγχθῆναι δὲ φανερῶς μὴ δυνηθῇ, ἐπ’ αὐτῷ ἐκείνῳ ποιεῖσθαι τὴν
ἐξουσίαν»173. Ο Βαλσαμών, στην ερμηνεία του ως άνω κανόνα, ορίζει ότι
Ἐνδιαφέροντα τὴν Σύγχρονον Πρακτικὴν, όπ.π., σ. 36. Κ. Μ. ΡΑΛΛΗ, Ποινικὸν Δίκαιον τῆς
Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἐν Ἀθήναις 1907, εκδ. Π. Πουρναρά, ἀνατύπωση
Θεσσαλονίκη 1985, σσ. 233-241.
170 Α΄ Κορ. 6, 18-20. Βλ. και Ματθ. 15, 19-20. Μάρκ. 7, 21-22. Πράξ. 15, 29. Α΄ Κορ. 5, 1.
Εφεσ. 5, 3. Κολ. 3, 5. Α΄ Θεσ. 4, 3.
171 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 79. Βλ. και ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ.
Β΄, σ. 23: Κανὼν ΙΖ΄ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων: «Ὁ δυσὶ γάμοις συμπλακεὶς μετὰ τὸ βάπτισμα,
ἢ παλλακὴν κτησάμενος, οὐ δύναται εἶναι ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, ἢ ὅλως
τοῦ καταλόγου τοῦ ἱερατικοῦ».
172 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 79.
173 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Γ΄, σ. 84. Πρβλ. ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ.
Γ΄, σ. 87: Κανὼν Ι΄ τῆς ἐν Νεοκαισαρείᾳ Τοπικῆς Συνόδου: «Ὁμοίως καὶ διάκονος, ἐὰν τῷ
αὐτῷ ἁμαρτήματι περιπέσῃ, τὴν τοῦ ὑπηρέτου τάξιν ἐχέτω». ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ,
Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 137: Κανὼν Θ΄ τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Εἴ τινες ἀνεξετάστως
προήχθησαν πρεσβύτεροι, ἀνακρινόμενοι ὡμολόγησαν τὰ ἁμαρτήματα αὐτοῖς, καὶ,
126
ως προνόμια της ιερωσύνης, τα οποία και μόνα διατηρεί ο υποπεσών
ιερέας, είναι η ιερή καθέδρα, η μετάληψη εντός του θυσιαστηρίου και
έτερα τινά174.
Επιτίμιο προβλέπει ο Μέγας Βασίλειος και για τον κατώτερο κλήρο
σε άμεση συνάφεια με τον προβιβασμό του σε ανώτερες βαθμίδες. Ο
αναγνώστης, εάν έλθει σε σαρκική επαφή με τη μνηστή του προ του
γάμου επιτιμάται με έναν χρόνο αργία στερούμενος της δυνατότητας
προβιβασμού. Εάν έπραξε αυτό εκτός μνηστείας, παύεται της υπηρεσίας.
Το ίδιο ισχύει και για τους άλλους υπηρέτες175.
Κατά τον άγιο Νικηφόρο τον Ομολογητή και τον 36ο κανόνα του,
δεν έχει σημασία η συχνότητα της διαπράξεως του αμαρτήματος: «Οὐ δεῖ
τὸν ἅπαξ πορνεύσαντα χειροτονεῖσθαι, εἰ καὶ τοῦ πάθους ἀπέστη, φησὶ
γὰρ ὁ μέγας Βασίλειος· Εἰ καὶ νεκροὺς ἀνιστᾷ ὁ τοιοῦτος, ἱερεὺς οὐ
γενήσεται»176. Γι’ αυτό ο ιερός Χρυσόστομος διερωτάται: «Εἰπὲ γάρ μοι, τὸ
πορνεύειν οὐ πονηρόν; ἆρα οὖν συγχωρήσομεν κἂν ἄπαξ τοῦτο γενέσθαι;
127
Οὐδαμῶς. Διὰ τί; Ὅτι, κἂν ἅπαξ γένηται, πονηρόν ἐστιν ὁμοίως... εἰ δὲ οὐ
πονηρόν, καὶ ἀεὶ γινέσθω»177.
Συμπεραίνουμε ότι οποιοσδήποτε αισθανθεί την κλίση της
ιερωσύνης δεν πρέπει να έρθει σε μίξη με γυναίκα προ του γάμου, ούτε
φυσικά και με τη μνηστή του. Η εγκράτεια και ο αγώνας ενάντια των
σαρκικών ηδονών φανερώνει τον ισχυρό χαρακτήρα του υποψηφίου
κληρικού. Ο ιερέας οφείλει να διακρίνεται για την πνευματικότητα και
την καθαρότητά του, ώστε να γίνει αληθής κήρυκας του Ευαγγελίου.
ια. Μοιχεία.
Ως μοιχεία λογίζεται η εγκατάλειψη της νόμιμης συζύγου και η
σύναψη σαρκικής σχέσεως με άλλη γυναίκα. «Πλήν πρώτη μοιχεία ἐστὶ
τὸν ἄνδρα μὴ ἰδίᾳ μόνῃ χρήσασθαι γυναικί, καὶ γυναῖκα μὴ ἰδίῳ
χρήσασθαι ἀνδρί»178. Πρώτη ρητή εντολή έχουμε στον δεκάλογο με το «οὐ
μοιχεύσεις»179 και ο απόστολος Παύλος συμπληρώνει: «ἡ γυνὴ τοῦ ἰδίου
σώματος οὐκ ἐξουσιάζει ἀλλ’ ὁ ἀνήρ, ὁμοίως δὲ καὶ ὁ ἀνὴρ τοῦ ἰδίου
σώματος οὐκ ἐξουσιάζει, ἀλλ’ ἡ γυνή»180. Με τη μοιχεία διαταράσσεται η
οικογενειακή ισορροπία και ηρεμία, αναιρείται η ευλογία της
οικογενειακής γαλήνης και γυμνώνεται η συζυγία της ενοποιού
αγαπητικής σχέσεως181.
Κατά τον 61ο Αποστολικό κανόνα, ο διαπράξας μοιχεία δεν μπορεί
να ιερωθεί182. Τα επιτίμια που εφαρμόζονται, εάν βρεθεί μοιχός, είναι
177 Ὑπόθεσις τῆς Πρὸς Κορινθίους Α΄ ἐπιστολῆς, Ὁμιλία ΙΒ΄, ε΄. PG 61, 103.
178 ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ ΡΩΜΗΣ, Ἐπιστολὴ Κλήμεντος πρὸς Ἰάκωβον, VIII. PG 2, 44A.
179 Έξ. 20,13. Δευτ. 5,18.
180 Α΄ Κορ. 7, 4. Πρβλ. Ματθ. 5, 27-28. 5, 32. 19, 18. Μάρκ. 10, 19. Λουκ. 16, 18. Ιω. 8, 4-
11. Ρωμ. 2, 22. Ιακ. 2, 11. Πρβλ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Εἰς τὰ παράλληλα. PG 95,
1196D: «Τὸ γάρ, Οὐ μοιχεύσεις... ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ ἀνακεφαλαιοῦται, ἐν τῷ ἀγαπῆσαι
τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν».
181 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς τὴν προσκύνησιν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. PG 62,
751: «Οἱ βουλόμενοι τῷ σταυρῷ προσελθεῖν, τὴν ἀθέμιτον πρᾶξιν, τὴν βλαβερὰν καὶ
ψυχοοικοφθόρον ἁμαρτίαν τῆς μοιχείας μὴ ποιήσατε· γυμνοποιὸς γὰρ καὶ ψυχῆς καὶ
σώματος ὑπάρχει ἡ μοιχεία. Μὴ οὖν μοιχεύσῃς ἵνα μὴ νοθεύσῃς, καὶ τὸ σῶμά σου
ἀφανίσῃς, καὶ σεαυτὸν ἀσχημονήσῃς, καὶ τὴν ψυχήν σου κολάσῃς, καὶ τὸ γένος
καταισχύνῃς, καὶ τὸν Θεὸν παροργίσῃς». ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Περὶ νηστείας, Ὁμιλία Ϛ΄, β΄. PG 49,
316: «Ῥίζα γὰρ μοιχείας ἐπιθυμία ἀκόλαστος· διὸ οὐ μοιχείαν κολάζει μόνον, ἀλλὰ καὶ
ἐπιθυμίαν, τὴν τῆς μοιχείας μητέρα». ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ ΡΩΜΗΣ, Ἐπιστολὴ Κλήμεντος πρὸς
Ἰάκωβον, VII. PG 2, 41B: «Πολὺ γὰρ δεινὸν ἡ μοιχεία, τοσοῦτον ὅσον τὰ δευτερεῖα ἔχειν
αὐτὴν τῆς κολάσεως»
182 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 79, όπ.π.
128
βαρύτατα. Ο Μέγας Βασίλειος, με τον 58ο κανόνα, επιτιμά με δεκαπέντε
χρόνια αποχή από τη θεία Κοινωνία: «Ὁ μοιχεύσας, ἐν ιε´ ἔτεσιν
ἀκοινώνητος ἔσται τῶν ἁγιασμάτων, οἰκονομηθήσεται δὲ τὰ ιε´ ἔτη ἐπ’
αὐτῷ οὕτως· ἐν τέσσαρσι μὲν ἔτεσι προσκλαίων ἔσται· ἐν πέντε δὲ
ἀκροώμενος· ἐν τέσσαρσιν ὑποπίπτων· ἐν δυσὶ συνεστὼς ἄνευ
κοινωνίας»183.
Η καθαρότητα όμως δεν επικεντρώνεται μόνο στον ίδιο τον σύζυγο,
αλλά και στη σύζυγο του υποψηφίου κληρικού. Η Σύνοδος της
Νεοκαισαρείας με τον 8ο κανόνα απέκλεισε της χειροτονίας τον άνδρα, αν
μοιχευθεί και η ίδια η σύζυγος. Εάν μοίχευσε, όντος χειροτονημένου του
συζύγου της, ο κληρικός πρέπει να τη διαζευχθεί· αν δε συζεί, δεν μπορεί
να λειτουργεί184, διότι «ἡ μοιχευθεῖσα μεμίαται· ὁ δὲ ταύτῃ μιγνύμενος, ἓν
σῶμα γίνεται· καὶ λοιπὸν μετέχει κἀκεῖνος τοῦ μιάσματος».185 Η φράση
«ἐὰν ἐλεγχθῇ φανερῶς» ερμηνεύεται, κατά τον Ζωναρά, ότι η κατηγορία
της μοιχείας πρέπει να αποδειχθεί με μάρτυρες ή να το έχει ομολογήσει η
ίδια. Αυτό συμβαίνει ως δικλείδα ασφαλείας, για να προστατευθεί από
ανίσχυρες και ανυπόστατες συκοφαντίες186.
129
Ο άγιος Νικόδημος Αγιορείτης, σε σημείωση του Πηδαλίου,
αναφέρει ότι, εάν και ο λαϊκός χωρίσει τη μοιχευθείσα γυναίκα του,
μπορεί να γίνει κληρικός, όντας άξιος κατά τα άλλα. Εάν όμως ήλθε σε
μίξη με τη γυναίκα του, αφού εμοιχεύθη, δεν μπορεί να ιερωθεί, ούτε να
διατηρήσει την ιερωσύνη του, αν είναι ιερέας, διότι συνεμολύνθησαν και
είναι ανάξιοι της ιερωσύνης187, καθώς αποτελούν σάρκα μία.
Με τη μοιχεία τοποθετείται στη θέση της αμοιβαιότητας η
εγωιστική ικανοποίηση και προσβάλλεται η βάση της ενότητας των δύο
συζύγων, που απεργάζεται η μυστηριακή ένωσή τους διά του μυστηρίου
του γάμου. Έτσι μετατρέπεται αυτομάτως η σύζυγος ή το έτερο πρόσωπο
σε σκεύος ηδονής, από μία σχέση που στόχο έχει την αγωνιστική
συμπόρευση και αυθαρτοποίησή της στην οδό του αγιασμού.
130
μαλακοὶ οὔτε ἀρσενοκοῖται... βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι»191. Ο
ιερός Χρυσόστομος με έντονο τρόπο αποδοκιμάζει την παρεκτροπή αυτή.
Ονομάζει τους περιπίπτοντες στο πάθος αυτό εχθρούς του Θεού, μη
δυναμένους να κληρονομήσουν τη βασιλεία Του192.
Ο Μέγας Βασίλειος κολάζει την παρά φύση αυτήν ασέλγεια με τον
7ο κανόνα του καλώντας τους πεπτωκότες στο αμάρτημα σε ειλικρινή
μετάνοια193. Το δε επιτίμιο της ακοινωνησίας το ορίζει στα δεκαπέντε
χρόνια κατά τον 62ο κανόνα: «Ὁ τὴν ἀσχημοσύνην ἐν τοῖς ἄρρεσιν
ἐπιδεικνύμενος, τὸν χρόνον τοῦ ἐν τῇ μοιχείᾳ παρανομοῦντος
οἰκονομηθήσεται»194. Ο Γρηγόριος Νύσσης διπλασιάζει το επιτίμιο της
131
στερήσεως της θείας Κοινωνίας από τα εννέα έτη σε δεκαοκτώ στον 4ο
κανόνα195.
Παρατηρώντας τους παραπάνω κανόνες, συμπεραίνουμε ότι,
αφενός το θανάσιμο τούτο αμάρτημα επιφέρει βαρύτατες ποινές, πολύ
περισσότερο όμως εμποδίζει την κατάταξη λαϊκού στον κλήρο196. Ο
Ιωάννης Νηστευτής στον 19ο κανόνα επισημαίνει: «Παιδίον δὲ πρός τινος
φθαρέν, εἰς ἱερωσύνην οὐκ ἔρχεται. Εἰ γὰρ κἀκεῖνο διὰ τὸ ἀτελὲς τῆς
ἡλικίας οὐχ ἥμαρτεν, ἀλλὰ τὸ αὐτοῦ σκεῦος ἐῤῥάγη καὶ εἰς ἱερὰν
ὑπουργίαν ἄχρηστον γέγονεν. Εἰ δὲ εἰς τοὺς μηροὺς τὴν ῥοὴν ἐδέξατο,
132
προσφόρως ἐπιτιμώμενον, εἰς ἱερωσύνην προβῆναι οὐ κωλυθήσεται»197.
Αυστηρός κριτής ο Νηστευτής επεκτείνει την απαγόρευση εισόδου στον
κλήρο και στους άνδρες που εφθάρησαν κατά την παιδική τους ηλικία. Αν
και δεν μετείχαν της πράξεως οικειοθελώς, κωλύονται. Ίσως νοείται ότι ο
ιερέας πρέπει να είναι αρτιμελής και ότι ο υποψήφιος απώλεσε αυτήν την
πληρότητα, το αδιάφθορο και το αμώμητο της αμωμήτου ιερωσύνης.
Η διαστροφική αυτή σχέση δεν συνάδει με τον βίο ούτε των
υποσχεθέντων τον παρθενικό βίο, ούτε των εγγάμων που επιποθούν την
ιερωσύνη, διότι απαιτείται καθαρότητα ψυχική και σωματική.
Καταπατούν τους φυσικούς ερωτικούς νόμους του Θεού, καταισχύνουν
και το δικό τους φύλο και το έτερο φύλο που περιφρονούν και γι’ αυτό
αποκηρύσσεται πλήρως η πράξη τους από τον Θεό198.
ιγ. Κτηνοβασία.
Βαρύτατη παρεκτροπή του γενετησίου ενστίκτου αποτελεί η
διαστροφή της κτηνοβασίας. Στην Παλαιά Διαθήκη ο νόμος του Θεού
τιμωρεί βαρύτατα τον κτηνοβάτη: «Πᾶν κοιμώμενον μετὰ κτήνους,
θανάτῳ ἀποκτενεῖτε αὐτούς»199 και επικατάρατος είναι «ὁ κοιμώμενος
μετὰ παντὸς κτήνους»200.
Η Σύνοδος της Αγκύρας κανόνισε το αμάρτημα αυτό ανάλογα με
την ηλικία του διαπράξαντος. Οι κάτω των είκοσι στερούνται τη θεία
Κοινωνία για δεκαπέντε έτη. Όσοι έχουν υπερβεί την ηλικία αυτήν και
έχουν νυμφευθεί επιτιμώνται με εικοσιπέντε έτη αποχή. Ενώ οι άνω τον
πενήντα θα αξιωθούν των Τιμίων Δώρων στην επιθανάτια κλίνη201. Η ίδια
133
Σύνοδος παρομοιάζει τους κτηνοβάτες με λεπρούς σύμφωνα με τον
Μωσαϊκό νόμο και τους τοποθετεί κατά την προσευχή με τους
χειμαζομένους202, δηλαδή τους υποπεσόντες σε βαρύτατα αμαρτήματα,
όπως πορνεία, μοιχεία, φόνο, επιορκία, αρσενοκοιτία και ειδωλολατρία,
για να δεχθούν το έλεος του Θεού203.
Ο Μέγας Βασίλειος επιτιμά ομοίως με τη μοιχεία, ορίζοντας
ακοινωνησία δεκαπέντε έτη με τον 63ο κανόνα: «Ὁ ἐν ἀλόγοις τὴν ἑαυτοῦ
ἀσέβειαν ἐξαγορεύων, τὸν αὐτὸν χρόνον ἐξομολογούμενος
παραφυλάξεται»204, ως και με τον 7ο κανόνα, προτρέποντας τον
μετανοούντα να επικαλεσθεί το θείο έλεος205. Αυστηρός επίσης είναι και ο
4ος κανόνας του Γρηγορίου Νύσσης ως προς τον χρόνο μετανοίας και
ενσωματώσεως στο υγιές σώμα της Εκκλησίας, διπλασιάζοντας την
διάρκεια της μετανοίας, σε σχέση με την πορνεία, σε δεκαοκτώ έτη206.
Ο άνθρωπος πλάστηκε ως κύριος και προστάτης όλου του ζωικού
βασιλείου. Αυτό οφείλει να το σέβεται και να το συντηρεί έως τα έσχατα,
για να το παραδώσει αυθαρτοποιημένο κατά την ημέρα της Κρίσεως στον
πλάστη Θεό. Αυτό όμως θα είναι αδύνατο, αν δεν το σεβάστηκε σε όλη
του την επίγεια ζωή. Βάσει των παραπάνω γίνεται καταφανές ότι
αποκλείεται της ιερωσύνης ο οιοσδήποτε έχει υποπέσει στο βαρύ αυτό
αμάρτημα, διότι «Εἴ τις κατηγορία γένηται κατὰ πιστοῦ, πορνείας ἢ
μοιχείας ἢ ἄλλης τινὸς ἀπηγορευμένης πράξεως, καὶ ἐλεγχθείη, εἰς
κλῆρον μὴ προαγέσθω»207. Η θέση αυτή αιτιολογείται, καθώς ο νους του
ανθρώπου έχει διαστραφεί και το σώμα, ο ναός του Αγίου Πνεύματος,
έχει μολυνθεί με ακόλαστες πράξεις. Πράξεις που δείχνουν παρεκτροπή
πέντε καὶ εἴκοσιν ἔτεσιν ὑποπεσόντες, κοινωνίας τυγχανέτωσαν τῆς εἰς τὰς προσευχάς·
εἶτα ἐκτελέσαντες πέντε ἔτη ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῶν εὐχῶν, τυγχανέτωσαν τῆς προσφορᾶς.
Εἰ δέ τινες καὶ γυναῖκας ἔχοντες, καὶ ὑπερβάντες τὸν πεντηκονταετῆ χρόνον ἥμαρτον,
ἐπὶ τῇ ἐξόδῳ τοῦ βίου τυγχανέτωσαν τῆς κοινωνίας».
202 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Γ΄, σ. 56: Κανὼν ΙΖ΄ τῆς ἐν Ἀγκύρᾳ Τοπικῆς
Συνόδου: «Τοὺς ἀλογευσαμένους καὶ λεπροὺς ὄντας, ἤτοι λεπρώσαντας, τούτους
προσέταξεν ἡ ἁγία σύνοδος, εἰς τοὺς χειμαζομένους εὔχεσθαι».
203 ΙΑΚΩΒΟΥ (Ἱερομονάχου, ἀρχιμανδρίτου καὶ ἐπιτρόπου Ἰωαννίνων), Βακτηρία
Ἀρχιερέων (1645), τ. Β΄, στοιχεῖα Β-Κ, ἐπιμέλεια ἔκδοσης με σχόλια: Πρ. Ι. Ακανθόπουλος,
εκδ. Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2000, στοιχεῖον Ζ΄, κεφ. ιβ΄, σσ. 816-817.
204 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σ. 220.
205 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σ. 110.
206 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σ. 310.
207 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 79: Κανὼν ΞΑ΄ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
134
από τον σκοπό της δημιουργίας και την έννομη ένωση άνδρα και
γυναίκας.
ιδ. Φόνος.
Φόνος ονομάζεται η εκούσια ή ακούσια αφαίρεση ανθρωπίνης ζωής
κάτω από οποιαδήποτε αιτία. Ενώ ο διαπράξας το αδίκημα τούτο
ονομάζεται φονέας208. Ο ίδιος ο Θεός μέσω του δεκαλόγου διατάσσει το
«οὐ φονεύσεις»209, ενώ ορίζει ότι, «ἐὰν (δὲ) πατάξῃ τινά, καὶ ἀποθάνῃ,
θανάτῳ θανατούσθω»210. Στην Καινή Διαθήκη ο Χριστός επαναλαμβάνει
τη Μωσαϊκή εντολή: «Τὰς ἐντολὰς οἶδας... οὐ φονεύσεις...»211.
Οι πατέρες της Συνόδου της Αγκύρας με τον 22ο κανόνα
διατάσσουν: «Περὶ ἑκουσίων φόνων, ὑποπιπτέτωσαν μέν, τοῦ δὲ τελείου
ἐν τῷ τέλει τοῦ βίου καταξιούσθωσαν»212. Ο δε Μέγας Βασίλειος επιτιμά
με είκοσι χρόνια στέρηση της θείας Κοινωνίας τον εκούσιο φονέα213. Ο
ιερός Πατήρ ακολουθεί πιο φιλάνθρωπη στάση επιτρέποντας τη μετοχή
των μυστηρίων μετά από ένα εύλογο διάστημα δοκιμασίας. Η οικονομία
που ασκεί προσφέρει τη θεία μετάληψη ως φάρμακο αθανασίας.
208 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σ. 190: Κανὼν ΜΓ΄ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου:
«Ὃς θανάτου πληγὴν τῷ πλησίον δέδωκε, φονεύς ἐστιν εἴτε ἦρξε τῆς πληγῆς, εἴτε
ἠμύνατο». Βλ. και Ἀρχιμ. ΜΕΛΕΤΙΟΥ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον
τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετὰ τοῦ Ἰσχύοντος νῦν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ
Πατριαρχείου καὶ ἐν Ἑλλάδι, όπ.π., σ. 101-104. Γ. Α. ΠΟΥΛΗ, Νομοθετικά Κείμενα
Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, Σχόλια – Βιβλιογραφία, εκδ. Σάκκουλα, Ἀθήνα – Θεσσαλονίκη
42000, σσ. 284-285. ΤΟΥ ΙΔΟΥ, Ἡ ἄσκηση τῆς βίας στήν ἄμυνα καί στόν πόλεμο κατά τό
Ἐκκλησιαστικό Δίκαιο, ἐκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 21990, σσ. 99 εξ. και 115 εξ. Κ. Μ.
ΡΑΛΛΗ, Ποινικὸν Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἐν Ἀθήναις 1907, εκδ. Π.
Πουρναρά, ἀνατύπωση Θεσσαλονίκη 1985, σσ. 210-219.
209 Έξ. 20, 15.
210 Έξ. 21, 12. Βλ. και Γέν. 9, 6. Λευϊτ. 24, 17. Δευτ. 19, 10, 20. Αριθμ. 35, 17.
211 Λουκ. 18, 20.
212 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Γ΄, σ. 65.
213 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σ. 215: Κανὼν ΝϚ΄ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου:
«Ὁ ἑκουσίως φονεύσας καὶ μετὰ τοῦτο μεταμεληθείς, ἐν εἴκοσιν ἔτεσιν ἀκοινώνητος
ἔσται τοῦ ἁγιασματος, τὰ δὲ εἴκοσιν ἔτη οἰκονομηθήσεται ἐπ’ αὐτῷ· ἐν τέσσαρσιν ἔτεσι
προσκλαίειν ὀφείλει, ἔξω τῆς θύρας ἑστὼς τοῦ εὐκτηρίου οἴκου καὶ τῶν εἰσιόντων πιστῶν
δεόμενος εὐχὴν ὑπὲρ αὐτοῦ ποιεῖσθαι, ἐξαγορεύων τὴν ἰδίαν παρανομίαν· μετὰ δὲ τὰ
τέσσαρα ἔτη εἰς τοὺς ἀκροωμένους δεχθήσεται, ἐν πέντε ἔτεσι μετ’ αὐτῶν ἐξελεύσεται·
ἐν δὲ ἑπτὰ ἔτεσι μετὰ τῶν ἐν ὑποπτώσει προσευχόμενος ἐξελεύσεται· ἐν τέσσαρσι
συστήσεται μόνον τοῖς πιστοῖς, προσφορᾶς δὲ οὐ μεταλήψεται· πληρωθέντων δὲ τούτων
μεθέξει τῶν ἁγιασμάτων».
135
Διάκριση μεταξύ εκουσίου και ακουσίου φόνου κάνουν ο Μέγας
Βασίλειος214 και ο Γρηγόριος Νύσσης215. Ο πρώτος χρησιμοποιεί ορισμένα
παραδείγματα για να ορίσει τη διάκριση των κινήτρων του φόνου. Η
πρόθεση του δράστη είναι ένα από τα στοιχεία που πραγματεύεται ο
παρών κανόνας, όπως αν προκλήθηκε θάνατος ανθρώπου τυχαία από
ρίψη λίθου προς άμυνα ζώου ή για την απομάκρυνση καρπού δένδρου:
«Ἀκούσιον μὲν γάρ ἐστι παντελῶς καὶ πόρρω τοῦ κατάρξαντος, τὸ
ἀκοντίζοντα λίθον ἐπὶ κύνα ἢ δένδρον ἀνθρώπου τυχεῖν· ἡ μὲν γὰρ ὁρμὴ
ἦν τὸ θηρίον ἀμύνασθαι ἢ τὸν καρπὸν κατασεῖσαι, ὑπέβη δὲ αὐτομάτως
τῇ πληγῇ κατὰ πάροδον ὁ παραπεσών, ὥστε τὸ τοιοῦτον ἀκούσιον»216.
Ακούσιος είναι και ο φόνος που προκαλείται σε άμυνα «ὑπὲρ σωφροσύνης
καὶ εὐσεβείας»217, επιβάλλοντας όμοιες ποινές ανεξαρτήτως αν ο πόλεμος
ήταν επιθετικός ή αμυντικός. «Ἐν τοῖς ἀκουσίοις ἐστὶ κἀκεῖνο ὁμοίως, τὸ
ἀμυνόμενόν τινα ἐν μάχῃ, ξύλῳ ἢ χειρὶ ἀφειδῶς ἐπὶ τὰ καίρια τὴν πληγὴν
ἐνεγκεῖν, ὥστε κακῶσαι αὐτόν, οὐχ ὥστε παντελῶς ἀνελεῖν»218.
Πλειάδα παραδειγμάτων φέρει για να περιγράψει και τον εκούσιο
φόνο. Η χρήση φονικών οργάνων, όπως αξίνη, ξίφος και άλλα φονικά
όργανα, μαρτυρεί και την πρόθεση του δράστη και την ψυχραιμία του στη
διάπραξη του φόνου. Εκούσιος θεωρείται ο φόνος από ληστή, αφού
γίνεται για ίδιο όφελος, αλλά και ο επιθετικός πόλεμος κρίνεται ως
εκούσιος219.
136
Αν και οι κανόνες κάνουν διάκριση μεταξύ εκουσίου και ακουσίου
φόνου, η ευθύνη για την αφαίρεση μίας ζωής, δικαίωμα επί της οποίας
έχει μόνο ο Δημιουργός, είναι η ίδια. Ο 57ος κανόνας του Μ. Βασιλείου
επιτιμά με δέκα έτη αποχής από τη θεία Κοινωνία: «Ὁ ἀκουσίως
φονεύσας ἐν δέκα ἔτεσιν ἀκοινώνητος ἔσται τῶν ἁγιασμάτων,
οἰκονομηθήσεται δὲ τὰ δέκα ἔτη ἐπ’ αὐτῷ οὕτω· δύο μὲν ἔτη προσκλαύσει,
τρία δὲ ἔτη ἐν ἀκροωμένοις διατελέσει· ἐν τέσσαρσιν ὑποπίπτων· καὶ ἐν
ἐνιαυτῷ συσταθήσεται μόνον, καὶ τῷ ἑξῆς εἰς τὰ ἅγια δεχθήσεται»220. Ενώ
ο 11ος επιτιμά τον φόνο με ένδεκα έτη: «Ὁ δὲ τὸν ἀκούσιον ποιήσας φόνον,
ἀρκούντως ἐξεπλήρωσε τὴν δίκην ἐν τοῖς ἕνδεκα ἔτεσι. Δῆλον γὰρ ὅτι ἐπὶ
τῶν πληγέντων τὰ Μωϋσέως παρατηρήσομεν, καὶ τὸν κατακλιθέντα μὲν
ὑπὸ τῶν πληγῶν, ἃς ἔλαβε, βαδίσαντα δὲ πάλιν ἐπὶ τῇ ράβδῳ αὐτοῦ, οὐ
λογισόμεθα πεφονεῦσθαι. Εἰ δὲ καὶ οὐκ ἐξανέστη μετὰ τὰς πληγάς, ἀλλ’
οὖν τῷ μὴ προελέσθαι αὐτὸν ἀνελεῖν, ὁ τυπτήσας, φονευτὴς μέν, ἀλλ’
ἀκούσιος διὰ τὴν πρόθεσιν»221. Ανεκτικός όμως παρουσιάζεται στους
φόνους σε πόλεμο περιορίζοντας το επιτίμιο: «Τοὺς ἐν πολέμοις φόνους οἱ
Πατέρες ἡμῶν ἐν τοῖς φόνοις οὐκ ἐλογίσαντο, ἐμοὶ δοκεῖ συγγνώμην
διδόντες τοῖς ὑπὲρ σωφροσύνης καὶ εὐσεβείας ἀμυνομένοις. Τάχα δὲ
καλῶς ἔχει συμβουλεύειν, ὡς τὰς χεῖρας μὴ καθαρούς, τριῶν ἐτῶν τῆς
ἀπὸ χειρὸς φαίνεται πλήξας, ὥστε τὸ μέτρον τῆς πληγῆς ἐπ’ αὐτῷ εἶναι, ἀλλ’ ἠκόντισεν,
ὥστε καὶ τῷ βάρει τοῦ σιδήρου καὶ τῇ ἀκμῇ καὶ τῇ διὰ πλείστου φορᾷ ὀλεθρίαν
ἀναγκαίως τὴν πληγὴν γενέσθαι. Ἑκούσιον δὲ πάλιν παντελῶς καὶ οὐδεμίαν
ἀμφιβολίαν ἔχον, οἷόν ἐστι τὸ τῶν λῃστῶν καὶ τὸ τῶν πολεμικῶν ἐφόδων. Οὗτοι μὲν γὰρ
διὰ χρήματα ἀναιροῦσι, τὸν ἔλεγχον ἀποφεύγοντες, οἵ τε ἐν τοῖς πολέμοις ἐπὶ φόνους
ἔρχονται, οὔτε φοβῆσαι, οὔτε σωφρονίσαι, ἀλλ’ ἀνελεῖν τοὺς ἐναντιουμένους ἐκ τοῦ
φανεροῦ προαιρούμενοι. Καὶ μέντοι, κἂν δι’ ἄλλην τινὰ αἰτίαν περίεργόν τις φάρμακον
ἐγκεράσῃ, ἀνέλῃ δέ, ἑκούσιον τιθέμεθα τὸ τοιοῦτον, οἷα ποιοῦσιν αἱ γυναῖκες πολλάκις,
ἐπαοιδαῖς τισι καὶ καταδέσμοις πρὸς τὸ ἑαυτῶν φίλτρον ἐπάγεσθαί τινας πειρώμεναι καὶ
προσδιδοῦσαι αὐτοῖς φάρμακα, σκότωσιν ἐμποιοῦντα ταῖς διανοίαις. Αἱ τοιαῦται τοίνυν
ἀνελοῦσαι, εἰ καὶ ἄλλο προελόμεναι, ἄλλο ἐποίησαν, ὅμως διὰ τὸ περίεργον καὶ
ἀπηγορευμένον τῆς ἐπιτηδεύσεως, ἐν τοῖς ἑκουσίως φονεύουσι καταλογίζονται. Καὶ αἱ
τοίνυν τὰ ἀμβλωθρίδια διδοῦσαι φάρμακα, φονεύτριαί εἰσι καὶ αὐταί, καὶ αἱ δεχόμεναι τὰ
ἐμβρυοκτόνα δηλητήρια. Ταῦτα μὲν εἰς τοσοῦτον».
220 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σ. 215.
221 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σ. 129. Βλ. και ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ.
Δ΄, σ. 211: Κανὼν ΝΔ΄ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου: «Τὰς τῶν ἀκουσίων φόνων διαφορὰς πρὸ
χρόνων οἶδα, ἐπιστείλας τῇ θεοσεβείᾳ σου, κατὰ τὸ ἐμοὶ δυνατόν, καὶ πλέον ἐκείνων
οὐδὲν εἰπεῖν δύναμαι, τῆς δὲ σῆς συνέσεώς ἐστι κατὰ τὸ ἰδίωμα τῆς περιστάσεως
ἐπιτείνειν τὰ ἐπιτίμια ἢ καὶ ὑφεῖναι».
137
κοινωνίας μόνης ἀπέχεσθαι»222. Η ίδια ελαστικότητα σημειώνεται και από
τη Σύνοδο της Αγκύρας στον 23ο κανόνα για τους ακουσίους φονείς: «Ἐπὶ
ἀκουσίων φόνων, ὁ μὲν πρότερος ὅρος ἐν ἑπταετίᾳ κελεύει τοῦ τελείου
μετασχεῖν κατὰ τοὺς ὡρισμένους βαθμούς· ὁ δὲ δεύτερος, τὸν πενταετῆ
χρόνον πληρῶσαι»223, εν αντιθέσει με τον εκούσιο φονέα που τον
κατατάσσει σε ισόβια μετάνοια.
Ο Γρηγόριος Νύσσης, στην αρχή του 5ου κανόνα, διαζωγραφεί τον
ψυχικό κόσμο του φονέως και αναζητεί τα αίτια που οδήγησαν στην
πράξη, πάντα σε συνάρτηση με τον ψυχικό κόσμο του. «Λείπεται πρὸς
τούτοις τὸ θυμοειδὲς τῆς ψυχῆς προθεῖναι εἰς ἐξέτασιν, ὅταν
παρασφαλεῖσα τῆς ἀγαθῆς τοῦ θυμοῦ χρήσεως, εἰς ἁμαρτίαν ἐκπέσῃ. ... Ὁ
γὰρ ἅπαξ τῷ θυμῷ κρατηθεὶς καὶ τῇ ὁρμῇ τῆς ὀργῆς χαριζόμενος, οὐδὲν
ἂν παρὰ τὸν καιρὸν τοῦ πάθους τῶν ἀνακόψαι τὸ κακὸν δυναμένων ἐπὶ
νοῦν λάβοι»224. Τους εκουσίους φόνους τους επιτιμά με εικοσιεπτά έτη
ακοινωνησίας225 διακρίνοντάς τους σε «ἐκ παρασκευῆς» (εκ προμελέτης
δηλ.) και «ἐν συμπλοκῇ καὶ μάχῃ»226. Με εννέα έτη επιτιμάται ο ακούσιος
φόνος, δείχνοντας ευσπλαχνία και συνυπολογίζοντας τη μετάνοια227.
Πρόβλημα παρουσιάζεται για το αν μπορούν να ιερωθούν οι
φονεύσαντες σε άμυνα σε περίοδο πολέμου ή αντιμετωπίζοντας έναν
222 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σ. 131: Κανὼν ΙΓ΄ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.
223 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Γ΄, σ. 65-66.
224 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σσ. 314, 315.
225 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σ. 315: Κανὼν Ε΄ τοῦ Γρηγορίου Νύσσης: «Τρὶς
ἐννέα γάρ εἰσιν ἐνιαυτοί, καθ’ ἕκαστον βαθμὸν τῆς ἐννεάδος τῶν ἐτῶν ὁρισθείσης, ὥστε
ἐν μὲν τῷ παντελεῖ ἀφορισμῷ ἐννεαετῆ χρόνον διαγενέσθαι ἀπειργόμενον τῆς
Ἐκκλησίας, ἄλλα δὲ τοσοῦτα ἔτη ἐν τῇ ἀκροάσει παραμεῖναι, μόνης τῆς τῶν διδασκάλων
καὶ τῆς τῶν Γραφῶν ἀκροάσεως ἀξιούμενον, ἐν ἐπιστροφῇ προσευχόμενον, οὕτως ἐλθεῖν
ἐπὶ τὴν μετουσίαν τοῦ ἁγιάσματος. Δηλονότι, καὶ ἐπὶ τοῦ τοιούτου ἡ αὐτὴ παρατήρησις
ἔσται παρὰ τοῦ οἰκονομοῦντος τὴν Ἐκκλησίαν καὶ πρὸς τὸν λόγον τῆς ἐπιστροφῆς
συντμηθήσεται αὐτῷ καὶ ἡ τοῦ ἐπιτιμίου παράτασις, ὥστε, ἀντὶ ἐννέα ἐτῶν ἐφ’ ἑκάστῳ
βαθμῷ, ὀκτὼ ἢ ἑπτὰ ἢ ἓξ ἢ πέντε μόνα γενέσθαι, εἴπερ τὸ μέγεθος τῆς ἐπιστροφῆς νικῴη
τὸν χρόνον καὶ ὑπερβάλλοιτο τῇ σπουδῇ τῆς διορθώσεως τοὺς ἐν τῇ μακρᾷ προθεσμίᾳ
ρᾳθυμότερον ἑαυτοὺς ἀπὸ τῆς κηλῖδος καθαίροντας».
226 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σσ. 314, 315. Βλ. και Γ. Α. ΠΟΥΛΗ,
Ἐκκλησιαστικὸ ποινικὸ δίκαιο. Δοκιμὲς πολλαπλῆς ἀνάγνωσης, όπ.π., σ. 143.
227 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σ. 316: Κανὼν Ε΄ τοῦ Γρηγορίου Νύσσης: «καὶ
ἐν τούτῳ τῆς προαιρέσεως τοῦ μετανοοῦντος δοκιμαζομένης, ὥστε, εἰ ἀξιόπιστος γένοιτο
ἡ ἐπιστροφή, μὴ πάντως παραφυλαχθῆναι τὸν ἀριθμὸν τῶν ἐτῶν, ἀλλὰ διὰ συντομίας
ἀγαγεῖν αὐτὸν εἰς τὴν τῆς Ἐκκλησίας ἀποκατάστασιν καὶ εἰς τὴν τοῦ ἀγαθοῦ
μετουσίαν».
138
ληστή. Από τον προαναφερθέντα 13ο κανόνα του Μεγάλου Βασιλείου
παρατηρείται ότι δεν είναι καθορισμένο πλήρως το αν μπορεί να ιερωθεί
ή όχι228. Ο 55ος κανόνας του όμως διευκρινίζει: «Οἱ τοῖς λῃσταῖς
ἀντεπεξιόντες, ἔξω μὲν ὄντες τῆς Ἐκκλησίας, εἴργονται τῆς κοινωνίας τοῦ
ἀγαθοῦ, κληρικοὶ δὲ ὄντες, τοῦ βαθμοῦ καθαιροῦνται· Πᾶς γάρ, φησίν, ὁ
λαβών μάχαιραν ἐν μαχαίρᾳ ἀποθανεῖται»229. Η χρήση του ρήματος
«φησίν» αναφέρεται στα λόγια του Χριστού, όταν κατά τη σύλληψή Του
ένας μαθητής έκοψε το αυτί του δούλου του αρχιερέως230, ενώ από τον
ευαγγελιστή Ιωάννη πληροφορούμαστε ότι ο μαθητής ήταν ο απόστολος
Πέτρος και ο δούλος ονομαζόταν Μάλχος231. Ο Βαλσαμών ερμηνεύει
αλληγορικά τη χρήση του χωρίου του Ματθ. 26, 52-53: «Μάχαιραν δὲ καὶ
θάνατον ἀποκαλεῖ τὴν καθαίρεσιν καὶ τὴν στέρησιν τῶν ἁγιασμάτων·
τοῖς γὰρ εὖ φρονοῦσι, θανατηφόρος τιμωρία ταῦτα λογίζονται»232. Είναι
καταφανές ότι οι ληστές και οι πολέμιοι έχουν τον ίδιο σκοπό, να
λυμαίνονται τη χώρα και να φονεύουν ανθρώπους. Οι δε φονεύοντες
αυτούς το πράττουν όχι από κακή προαίρεση ή αμέλεια, αλλά από αγάπη
προς την πατρίδα, υπερασπιζόμενοι την πίστη και την ελευθερία. Οι
πατέρες ευνοϊκά φερόμενοι προς τους εν αμύνει φονεύσαντες, πιστεύουμε
ότι δεν υποβάλλουν τις ίδιες βαρύτατες ποινές με τις άλλες περιπτώσεις.
Δεν πρέπει όμως να ιερωθούν, όπως εξάλλου και ο εν αμύνη φονεύσας
κληρικός καθαιρείται. Ο Βαλσαμών ερμηνεύοντας τον 55ο κανόνα του
Μεγάλου Βασιλείου αποφαίνεται ότι οι φονεύοντες κληρικοί
καθαιρούνται μη διαφοροποιηθέντες από τους πολεμίους, τους ληστές ή
οιουσδήποτε άλλους που επιβουλεύονται τη ζωή233.
Οι δήμιοι, επίσης, υπόκεινται στις περιπτώσεις της ελλείψεως
καλής φήμης, αλλά και στους φονείς. Άλλωστε στο έργο αυτό των
απανθρώπων πράξεων εκλέγονταν οι για βαρέα εγκλήματα
καταδικασθέντες . 234
139
Από τη μελέτη των παραπάνω κανόνων συμπεραίνουμε το
βαρύτατο του αμαρτήματος του φόνου. Κατά συνέπεια δεν δύναται να
ιερωθεί οιοσδήποτε το διέπραξε, ως προσβολέας του δημιουργικού έργου
του Θεού. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης στον ίδιο κανόνα διατάσσει: «κἂν
ἀκουσίως τις γένηται ἐν τῷ τοῦ φόνου μιάσματι, ὡς ἤδη βέβηλον αὐτὸν
ὑπὸ τοῦ ἄγους γενόμενον, ἀπόβλητον ἱερατικῆς χάριτος ὁ κανὼν
ἀπεφήνατο»235. Κατά τον Βαλσαμώνα, ακόμη και αν ακουσίως διέπραξε
τον φόνο, εμποδίζεται της ιερωσύνης, ως μεμιασμένος από τον φόνο236. Ο
ακούσιος φονέας, αν και πρέπει να συγχωρηθεί, δεν μπορεί όμως και να
επαινεθεί η πράξη του. Γι’ αυτό δεν δύναται να χειροτονηθεί, αλλά και αν
είναι ιερέας καθαιρείται237. Εν κατακλείδι σημειώνουμε τα του ιερού
Χρυσοστόμου: «Ῥυπαραῖς χερσὶν οὐ τολμᾷς εὔξασθαι... Τὰς χεῖρας οὐκ
ἀφίεις ῥύπου καὶ ἀκαθαρσίας πληροῦσθαι, ἀλλὰ καθαρὰς εἶναι ποιήσας,
οὕτω προσφέρεις... ἔστωσαν αἱ χεῖρες καθαραί· ἔσονται δέ, ἂν μὴ ὕδατι
αὐτὰς ἀπονίπτωμεν μόνον, ἀλλὰ καὶ δικαιοσύνῃ πρότερον· τοῦτο χειρῶν
καθάρσιον»238.
140
Η Σύνοδος της Αγκύρας αναφέρει: «Περὶ τῶν γυναικῶν τῶν
ἐκπορνευουσῶν καὶ ἀναιρουσῶν τὰ γεννώμενα, καὶ σπουδαζουσῶν
φθόρια ποιεῖν, ὁ μὲν πρότερος ὅρος μέχρις ἐξόδου ἐκώλυσε, καὶ τούτῳ
συντίθενται. Φιλανθρωπότερον δέ τι εὑρόντες, ὡρίσαμεν δεκαετῆ χρόνον,
κατὰ τοὺς βαθμοὺς τοὺς ὡρισμένους πληρῶσαι»240.
Ο Μέγας Βασίλειος, πραγματευόμενος την εμβρυοκτονία, αναφέρει
τους κινδύνους που διατρέχει η μητέρα κατά την επέμβαση, αλλά και τον
χρόνο μετανοίας και επανεντάξεως στο σώμα της Εκκλησίας: «Ἡ
φθείρασα κατ’ ἐπιτήδευσιν, φόνου δίκην ὑπέχει, ἀκριβολογία δὲ
ἐκμεμορφωμένου καὶ ἀνεξεικονίστου παρ’ ἡμῖν οὐκ ἔστιν. Ἐνταῦθα γὰρ
ἐκδικεῖται οὐ μόνον τὸ γεννηθησόμενον, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ ἑαυτῇ
ἐπιβουλεύσασα, διότι ὡς ἐπὶ τὸ πολύ ἐναποθνήσκουσι ταῖς τοιαύταις
ἐπιχειρήσεσιν αἱ γυναῖκες. Πρόσεστι δὲ τούτῳ καὶ ἡ φθορὰ τοῦ ἐμβρύου,
ἕτερος φόνος κατά γε τὴν ἐπίνοιαν τῶν ταῦτα τολμώντων. Δεῖ μέντοι μὴ
μέχρι τῆς ἐξόδου παρατείνειν αὐτῶν τὴν ἐξομολόγησιν, ἀλλὰ δέχεσθαι
μὲν μετὰ τὸ μέτρον τῶν δέκα ἐτῶν, ὁρίζειν δὲ μὴ χρόνῳ, ἀλλὰ τρόπῳ τῆς
μετανοίας τὴν θεραπείαν»241.
Η φθορά του εμβρύου χαρακτηρίζεται με τα ως άνω ως φόνος,
αλλά και οι συμμετέχοντες στην πράξη αυτήν ως φονεύτριες, όπως
μαρτυρεί ο 8ος κανόνας του αυτού πατρός: «Καὶ αἱ τοίνυν τὰ ἀμβλωθρίδια
διδοῦσαι φάρμακα, φονεύτριαί εἰσι καὶ αὐταί, καὶ αἱ δεχόμεναι τὰ
ἐμβρυοκτόνα δηλητήρια»242.
Ομοίως χαρακτηρίζει και ο 91ος κανόνας της Πενθέκτης δίδοντας το
επιτίμιο του φονέως: «Τὰς τὰ ἀμβλωθρίδια διδούσας φάρμακα, καὶ τὰς
ΠΟΥΛΗ, Ἐκκλησιαστικὸ ποινικὸ δίκαιο. Δοκιμὲς πολλαπλῆς ἀνάγνωσης, όπ.π., σσ. 128-
131. ΣΠ. Ν. ΤΡΩΙΑΝΝΟΥ, «Ἡ ἄμβλωση στὸ Βυζαντινό δίκαιο», Βυζαντιακά 4 (1984) 169-
189. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Ἡ ἄμβλωση κατὰ τὸ δίκαιο τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἀθήνα
1987. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Τὸ ἔμβρυο στὸ βυζαντινὸ κανονικὸ δίκαιο, ἀνάτυπο ἀπό «Βυζαντιναὶ
Μελέται», τ. Γ΄, Αθῆναι 1991. Π. Ε. ΧΡΙΣΤΙΝΑΚΗ, Ἡ ἀπόπειρα Ἐκκλησιαστικοῦ
ἐγκλήματος, Μελέτη νομοκανονικὴ καὶ ἱστορικοσυγκριτική, όπ.π., σσ. 570 ἑξ. Πρβλ. ΠΑΝ.
Ι. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΟΥ, Σύστημα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου κατὰ τὴν ἐν Ἑλλάδι ἰσχὺν
αὐτοῦ, Τὸ Ποινικὸν Δίκαιον τῆς Ἐκκλησίας, τ. Γ΄, όπ.π., σσ. 534-541. Κ. Μ. ΡΑΛΛΗ, Ποινικὸν
Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἐν Ἀθήναις 1907, εκδ. Π. Πουρναρά,
ἀνατύπωση Θεσσαλονίκη 1985, σ. 222-232. Πρωτοπρ. ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΜΑΝΤΖΟΥΝΕΑ,
Ἐκκλησιαστικὸν Ποινικὸν Δίκαιον, Ἀθῆναι 1977, σ. 239 εξ.
240 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Γ΄, σ. 63: Κανὼν ΚΑ΄ τῆς ἐν Ἀγκύρᾳ Τοπικῆς
Συνόδου.
241 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σ. 96: Κανὼν Β΄ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.
242 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σ. 114.
141
δεχομένας τὰ ἐμβρυοκτόνα δηλητήρια, τῷ τοῦ φονέως ἐπιτιμίῳ
καθυποβάλλομεν» . Ο Αριστηνός σημειώνει ότι με το επιτίμιο του
243
142
αγνοούμενα250. Στόχος της τέχνης των γοήτων είναι να εξαπατήσουν τους
ανθρώπους με οιονδήποτε τρόπο, προσπαθώντας να καθυποτάξουν τις
δυνάμεις της φύσεως, κινώντας τες κατά των συνανθρώπων τους υπό την
επίκληση δαιμονικών δυνάμεων251. Οι γόητες με την επίκληση των
δαιμονικών δυνάμεων αποσκοπούν να καταστήσουν κάποιον ασθενή, διά
βίου παράλυτο ή να προξενήσουν οποιαδήποτε άλλη βλάβη252. Φαρμακείς
καλούνται οι διά φαρμάκων αποσκοπούντες να φονεύσουν κάποιον ή να
καταστήσουν αυτόν τρελό, αλλά και όσοι δίδουν φάρμακα για
άμβλωση253. Ο Ζωναράς ορίζει ως γοητεία την πρόκληση βλάβης σε έτερο
μέσω επωδών και επίκληση δυνάμεων, ενώ φαρμακεία η μέσω φαρμάκων
και δηλητηρίων επίτευξη του στόχου254.
Ο 24ος κανόνας της Αγκύρας ορίζει: «Οἱ καταμαντευόμενοι, καὶ ταῖς
συνηθείαις τῶν ἐθνῶν ἐξακολουθοῦντες, ἢ εἰσάγοντές τινας εἰς τοὺς
ἑαυτῶν οἴκους ἐπὶ ἀνευρέσει φαρμακειῶν, ἢ καὶ καθάρσει, ὑπὸ τὸν
κανόνα πιπτέτωσαν τῆς πενταετίας, κατὰ τοὺς βαθμοὺς τοὺς ὡρισμένους,
τρία ἔτη ὑποπτώσεως, καὶ δυὸ ἔτη εὐχῆς, χωρὶς προσφορᾶς»255. Ο Μέγας
Βασίλειος σε συνάρτηση με αυτόν τον κανόνα υπαγορεύει το επιτίμιο του
φονέως: «Ὁ γοητείαν ἢ φαρμακείαν ἐξαγορεύων τὸν τοῦ φονέως χρόνον
ἐξομολογήσεται, οὕτως οἰκονομούμενος, ὡς ὁ ἐν ἐκείνῳ τῷ ἁμαρτήματι
143
ἑαυτὸν ἐλέγξας»256. Συγκεκριμένα ο 83ος κανόνας επιτιμά με έξι χρόνια,
ένα έτος προσκλαίοντες, ένα έτος ακροώμενοι, τρία έτη υποπίπτοντες και
ένα έτος συνιστάμενοι με τους πιστούς257.
Ο Γρηγόριος Νύσσης στον 3ο κανόνα κάνει διάκριση μεταξύ των
προστρεχόντων στους μάντεις. Εάν προσέφυγε κάποιος από ανάγκη ή
από βία χωρίς να αρνηθεί την πίστη του, η εκκλησιαστική ποινή είναι
ηπιότερη, αλλά δεν δύναται να ιερωθεί, ως μη έχων σταθερή και
ακλόνητη πίστη, υπάρχουν όμως και εκείνοι που απαρνήθηκαν τον
Χριστό και προσχώρησαν στις δαιμονικές δυνάμεις. Αυτοί υποβάλλονται
στη μεγίστη ποινή258.
Η Σύνοδος της Λαοδικείας με τον 36ο κανόνα της απαγορεύει τους
ιερείς να κάνουν χρήση της μαγείας, της αστρολογίας και των φυλακτών,
τα οποία είναι δεσμωτήριο της ψυχής. Αντιθέτως απομακρύνονται από
την Εκκλησία: «Ὅτι οὐ δεῖ ἱερατικοὺς ἢ κληρικούς, μάγους ἢ ἐπαοιδοὺς
εἶναι, ἢ μαθηματικούς, ἢ ἀστρολόγους, ἢ ποιεῖν τὰ λεγόμενα φυλακτήρια,
ἅτινά ἐστι δεσμωτήρια τῶν ψυχῶν αὐτῶν. Τοὺς δὲ φοροῦντας, ῥίπτεσθαι
ἐκ τῆς Ἐκκλησίας ἐκελεύσαμεν»259.
256 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σ. 221: Κανὼν ΞΕ΄ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.
Βλ. και ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. 4, σ. 110, 232: Κανὼν ΟΒ΄ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου:
«Ὁ μάντεσιν ἑαυτὸν ἐπιδοὺς ἤ τισι τοιούτοις, τὸν χρόνον τῶν φονέων καὶ
ἐπιτιμηθήσεται».
257 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σ. 250: Κανὼν ΠΓ΄ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου:
«Οἱ καταμαντευόμενοι καὶ ταῖς συνηθείαις τῶν ἐθνῶν ἐξακολουθοῦντες ἢ εἰσάγοντές
τινας εἰς τοὺς ἑαυτῶν οἴκους ἐπὶ ἀνευρέσει φαρμακειῶν καὶ καθάρσει, ὑπὸ τὸν κανόνα
πιπτέτωσαν τῆς ἑξαετίας· ἐνιαυτὸν προσκλαύσαντες, καὶ ἐνιαυτὸν ἀκροασάμενοι, καὶ ἐν
τρισὶν ἔτεσιν ὑποπίπτοντες, καὶ ἐνιαυτὸν συστάντες τοῖς πιστοῖς, οὕτω δεχθήτωσαν».
258 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σ. 307: «Οἱ δὲ πρὸς γόητας ἀπιόντες ἢ
μάντεις ἢ τοὺς διὰ δαιμόνων καθάρσιά τινα καὶ ἀποτροπιασμοὺς ἐνεργεῖν
ὑπισχνουμένους, οὗτοι ἐρωτῶνται δι’ ἀκριβείας καὶ ἀνακρίνονται, πότερον ἐπιμένοντες
τῇ εἰς Χριστὸν πίστει ὑπ’ ἀνάγκης τινὸς συνηνέχθησαν ἐκείνῃ τῇ ἁμαρτίᾳ, κακώσεώς
τινος ἢ ἀφορήτου ζημίας ταύτην αὐτοῖς τὴν ὁρμὴν ἐμποιησάσης, ἤ, καθόλου
καταφρονήσαντες τοῦ πεπιστευμένου παρ’ ἡμῶν μαρτυρίου, τῇ τῶν δαιμόνων συμμαχίᾳ
προσέδραμον. Εἰ μὲν γὰρ ἐπὶ ἀθετήσει τῆς πίστεως καὶ πρὸς τὸ μὴ πιστεύειν εἶναι Θεὸν
τὸν παρὰ τῶν χριστιανῶν προσκυνούμενον ἐκεῖνο ἐποίησαν, δηλαδὴ τῷ κρίματι τῶν
παραβάντων ὑπαχθήσονται. Εἰ δέ τις ἀβάστακτος ἀνάγκη κατακρατήσασα τῆς
μικροψυχίας αὐτῶν εἰς τοῦτο προήγαγε, διά τινος ἠπατημένης ἐλπίδος
παρακρουσθέντας, ὡσαύτως ἔσται καὶ ἐπ’ αὐτῶν ἡ φιλανθρωπία, καθ’ ὁμοιότητα τῶν
πρὸς τὰς βασάνους ἐν τῷ καιρῷ τῆς ὁμολογίας ἀντισχεῖν μὴ δυνηθέντων».
259 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Γ΄, σ. 203. Βλ. και ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ.
Β΄, σ. 442-443: Κανὼν ΞΑ΄ τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Οἱ μάντεσιν ἑαυτοὺς
144
Kωλύει επίσης την ιερωσύνη και η περίπτωση της συζύγου του
υποψηφίου ιερέως να ασχολείται με τη μαγεία. Ο Μέγας Βασίλειος με τον
8ο κανόνα απαγορεύει τις γυναίκες να γίνονται συμμέτοχοι τέτοιων
πράξεων, αλλά και τις ονομάζει φονείς, εάν επέλθει θάνατος μετά τη
λήψη των μαγικών αυτών φίλτρων: «Καὶ μέντοι, κἂν δι’ ἄλλην τινὰ αἰτίαν
περίεργόν τις φάρμακον ἐγκεράσῃ, ἀνέλῃ δέ, ἑκούσιον τιθέμεθα τὸ
τοιοῦτον, οἷα ποιοῦσιν αἱ γυναῖκες πολλάκις, ἐπαοιδαῖς τισι καὶ
καταδέσμοις πρὸς τὸ ἑαυτῶν φίλτρον ἐπάγεσθαί τινας πειρώμεναι καὶ
προσδιδοῦσαι αὐτοῖς φάρμακα, σκότωσιν ἐμποιοῦντα ταῖς διανοίαις. Αἱ
τοιαῦται τοίνυν ἀνελοῦσαι, εἰ καὶ ἄλλο προελόμεναι, ἄλλο ἐποίησαν,
ὅμως διὰ τὸ περίεργον καὶ ἀπηγορευμένον τῆς ἐπιτηδεύσεως, ἐν τοῖς
ἑκουσίως φονεύουσι καταλογίζονται»260.
Η χριστιανική λατρεία είναι εκδήλωση πίστεως για τη σχέση του
ανθρώπου με τον Θεό, τον άνθρωπο και τη δημιουργία. Με τη μαγεία
επιδιώκεται η επιβολή ατομικών σκοπών διαταράσσοντας τις σχέσεις των
ανθρώπων, απομακρύνοντάς τους από τον Θεό και μεταβάλλοντας τη
δημιουργία σε υποχείριο. Η διαφορά του ιερέως από τον μάγο είναι ότι ο
μεν ιερέας έχει ποίμνιο, ο δε μάγος πελατεία. Αλλότρια λοιπόν παντελώς
είναι η ιδιότητα και το έργο του ιερέως από τη μαγεία και όλες τις άλλες
δαιμονικές πράξεις.
145
ιζ. Επιορκία.
Επιορκία είναι η επίκληση του ονόματος του Θεού ως μάρτυρα, για
τη βεβαίωση της ισχύος μιας μαρτυρίας ή για άρνηση γενομένης πράξεως.
Ο όρκος είναι φαινόμενο πανάρχαιο και παρατηρείται σε όλους τους
πολιτισμούς στην πάροδο των αιώνων261.
Στην Παλαιά Διαθήκη ο Μωσαϊκός νόμος ανέχεται τον όρκο ως
αναγκαίο κακό. Απαγορεύει ο νόμος την επίκληση του ονόματος του Θεού
ως μάρτυρα ματαίως· «Οὐ λήψη τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἐπὶ ματαίῳ»262 και
«Οὐκ ὀμεῖσθε τῷ ὀνόματί μου ἐπ’ ἀδίκῳ»263. Ο ιερός Χρυσόστομος τονίζει
μετ’ επιτάσεως ότι δεν υπάρχει δίκαιος και άδικος όρκος και παροτρύνει
την πλήρη αποφυγή τους264. Ενώ ο όρκος επιτρέπεται με ανοχή, δεν
συγχωρείται η επιορκία: «Ἄνθρωπος ὃς... ὀμόσῃ ὅρκον... οὐ βεβηλώσει τὸ
ῥῆμα αὐτοῦ· πάντα ὅσα ἂν ἐξέλθῃ ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ, ποιήσει»265.
Παράλληλα δε με την επιορκία καταδικάζεται και η ψευδομαρτυρία266.
Στην Καινή Διαθήκη η θεϊκή επιταγή όμως αλλάζει. Η ανοχή του
όρκου καταργείται από τον ίδιο τον Χριστό, αποκλείοντας κάθε είδους
όρκο: «ἐγώ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὀμόσαι ὅλως· μήτε ἐν τῷ οὐρανῷ... μήτε ἐν τῇ
γῇ... μήτε ἐν τῇ κεφαλῇ σου ὄμόσῃς»267. Κατά τον Ιωάννη Χρυσόστομο
«τοῦ φονεύειν τὸ ὁρκίζειν χεῖρον... Οὐχ οὕτως κεντεῖ ξίφος, ὡς ὅρκου
φύσις· οὐχ οὕτως ἀναιρεῖ μάχαιρα, ὡς ὅρκου πληγή. Ὁ ὀμόσας, κἂν δοκῇ
ζῆν, ἤδη τετελεύτηκε, καὶ τὴν πληγὴν ἐδέξατο»268.
Βάσει της αγιογραφικής αυτής διδασκαλίας διαμορφώθηκαν και οι
κανόνες της Εκκλησίας. Ο 94ος κανόνας της Πενθέκτης αφορίζει όσους
καταφεύγουν σε ειδωλολατρικούς όρκους: «Τοὺς ὀμνύοντας ὅρκους
261 Βλ. και Κ. Μ. ΡΑΛΛΗ, Ποινικὸν Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας,
ἐν Ἀθήναις 1907, εκδ. Π. Πουρναρά, ἀνατύπωση Θεσσαλονίκη 1985, σσ. 334-338.
262 Έξ. 20, 7. Βλ. και Δευτ. 5, 11.
263 Λευϊτ. 19, 12.
264 Ὁμιλίαι εἰς τὴν Γένεσιν, Ὁμιλία ΙΕ΄, ε΄. PG 53, 125: «Καὶ τοὺς ὅρκους δὲ
παντελῶς φευγέτω... Μὴ τοίνυν μοι λέγε, ὅτι Ἐπὶ δικαίῳ ὄμνυμι· οὐκ ἔξεστι γὰρ οὔτε ἐπὶ
δικαίῳ, οὔτε ἐπὶ ἀδίκῳ ὀμνύναι. Καθαρὸν τοίνυν τηρῶμεν ὅρκῳ τὸ στόμα».
265 Αριθμ. 30, 3.
266 Έξ. 20, 16. Δευτ. 5, 20.
267 Ματθ. 5, 34-36.
268 Εἰς τοὺς ἀνδριάντας, Ὁμιλία ΙΕ΄, ε΄. PG 49, 160.
146
ἑλληνικούς, ὁ Κανὼν ἐπιτιμίοις καθυποβάλλει· καὶ ἡμεῖς τούτους
ἀφορισμὸν ὁρίζομεν»269.
Ο δε 25ος των Αγίων Αποστόλων προβλέπει καθαίρεση για τους
επίορκους κληρικούς: «Ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος ἐπὶ
πορνείᾳ, ἢ ἐπιορκίᾳ, ἢ κλοπῇ ἁλούς, καθαιρείσθω, καὶ μὴ ἀφοριζέσθω·
λέγει γὰρ ἡ γραφή· Οὐκ ἐκδικήσεις δὶς ἐπὶ τὸ αὐτό. Ὡσαύτως καὶ οἱ λοιποὶ
κληρικοί»270. Συναφής είναι και ο 64ος του Μεγάλου Βασιλείου που
επιβάλλει στον επίορκο δεκαετή αποχή από τη θεία κοινωνία: «Ὁ
ἐπίορκος ἐν δέκα ἔτεσιν ἀκοινώνητος ἔσται· δυσὶν ἔτεσι προσκλαίων,
τρισὶν ἀκροώμενος, τέσσαρσιν ὑποπίπτων, ἐνιαυτὸν συνεστὼς μόνον, καὶ
τότε τῆς κοινωνίας ἀξιούμενος»271.
Ως φαίνεται από την προηγηθείσα ανάλυση, η επιορκία
χαρακτηρίζεται βαρύτατο αμάρτημα κωλύον τη χειροτονία. Ο 10ος του
Μεγάλου Βασιλείου επιτάσσει να μην παραβαίνουν τον όρκο τους ακόμη
και όσοι ορκίστηκαν να μη δεχθούν τη χειροτονία τους σε κληρικό272. Η
147
επίσης αθέτηση του όρκου που δόθηκε επίσημα από τον υποψήφιο ιερέα
συνιστά κώλυμα ιερωσύνης273. Ο Μέγας Βασίλειος αποκλείει τον όρκο από
τις τάξεις των ασκουμένων, πόσο μάλλον από των ιερό κλήρο, όπερ και
σημαίνει καθαίρεση, διότι η πράξη αυτή χαρακτηρίζει πρόσωπο
αναξιόπιστο274.
Η επιορκία αποτελεί άρνηση του ιδίου του Θεού. Ο πιστός, που
βεβαιώνει ενώπιον του Θεού και αθετεί την υπόσχεση αυτή, Τον
βλασφημεί ευθέως. Επιπλέον και ο ίδιος ο όρκος αποτελεί προσβολή του
Δημιουργού. Ο χριστιανός έχει την υποχρέωση να είναι ειλικρινής και
απόδειξη της αληθείας του είναι η ίδια η χριστιανική του πίστη, η βιοτή
του. Αυτό αποτελεί και την αιτία που δεν δύναται να ιερωθεί ο πιστός που
δεν διακρίνεται για την καθαρότητα και ευθύτητά του.
ιη. Κλοπή-Ληστεία.
Κλοπή ονομάζεται η δόλια αφαίρεση ξένου πράγματος προς ίδιον
όφελος. Ληστεία είναι η βίαιη και παράνομη αφαίρεση ξένης κατοχής με
σκοπό την ιδιοποίηση. Τη διαφοροποίηση μεταξύ των εννοιών κλοπής και
ληστείας κάνει ο Γρηγόριος Νύσσης. Ο κλέπτης αφαιρεί κρυφά, «δι’
ὑφαιρέσεως λανθανούσης σφετεριζόμενος το ἀλλότριον»275, ενώ ο ληστής
Μεγάλου Βασιλείου: «Ἄρχοντας μέν τοι ὀμνύειν ἐπὶ τὸ κακοποιεῖν τοὺς ἀρχομένους καὶ
πάνυ θεραπεύεσθαι προσῆκε. Θεραπεία δὲ τούτων διττή· μία μέν, μὴ ὀμνύειν αὐτοὺς
διδάσκεσθαι προχείρως, ἑτέρα δέ, μὴ ἐπιμένειν ἐν ταῖς πονηραῖς κρίσεσιν. Ὥστε ὅρκῳ
προληφθείς τις εἰς κακοποιΐαν ἑτέρου, τήν μέν ἐπὶ τῇ προπετείᾳ τοῦ ὅρκου μετάνοιαν
ἐπιδεικνύσθω, μὴ μέντοι προσχήματι εὐλαβείας τὴν πονηρίαν ἑαυτοῦ βεβαιούτω. Οὐδὲ
γὰρ Ἡρώδῃ συνήνεγκεν εὐορκήσαντι, ὅς, ἵνα μὴ ἐπιορκήσῃ δῆθεν, φονεύς ἐγένετο τοῦ
Προφήτου. Ἅπαξ μὲν ὁ ὅρκος ἀπηγόρευται, πολλῷ δὲ δήπου εἰκὸς τὸν ἐπὶ κακῷ
γινόμενον κατακεκρίσθαι. Ὥστε μεταφρονεῖν χρὴ τὸν ὀμνύοντα, οὐχὶ σπουδάζειν
βεβαιοῦν ἑαυτοῦ τὸ ἀνόσιον. Ἐξέτασον γὰρ πλατύτερον τὴν ἀτοπίαν· εἴ τις ὀμόσειεν
ἐξορύξειν τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ ἀδελφοῦ, εἰ καλὸν τὸ τοιοῦτον εἰς ἔργον ἀγαγεῖν αὐτῷ; εἴ
τις φονεύσειν; εἴ τις ὅλως δι’ ὅρκου ἐντολήν τινα παραβήσεσθαι. Ὤμοσα γὰρ καὶ ἔστησα,
οὐχὶ τὴν ἁμαρτίαν, ἀλλὰ τοῦ φυλάξασθαι τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου. Ὥσπερ δὲ
τὴν ἐντολὴν ἀμεταθέτοις κρίμασι προσῆκε βεβαιοῦσθαι, οὕτω τὴν ἁμαρτίαν παντοίως
καθήκει ἀκυροῦσθαι καὶ ἀφανίζεσθαι».
273 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 79: Κανὼν ΞΑ΄ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων: «Εἴ
τις κατηγορία γένηται κατὰ πιστοῦ, πορνείας ἢ μοιχείας ἢ ἄλλης τινὸς ἀπηγορευμένης
πράξεως, καὶ ἐλεγχθείη, εἰς κλῆρον μὴ προαγέσθω».
274 Λόγος Ἀσκητικός, 4. PG 31, 880D-881A: «Ὅρκος δὲ ἅπας ἐξοριζέσθω τοῦ
καταλόγου τῶν ἀσκουμένων. Ἡ δὲ κατάνευσις τῆς κεφαλῆς, καὶ ἡ διὰ τῆς φωνῆς
συγκατάθεσις ἀντὶ ὅρκου κρινέσθω καὶ τῷ λέγοντι καὶ τῷ ἀκούοντι».
275 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σ. 321: Κανὼν Ϛ΄ τοῦ Γρηγορίου Νύσσης.
148
με τη βία που ασκεί δεν διστάζει να οδηγηθεί και στον φόνο. Εξισώνει
τους ληστές με τους ανδροφόνους και για αυτό τους θεωρεί αξιόποινους276
και αναλόγως επιτιμώνται. Το κώλυμα της ληστείας επιτείνεται και με
την προσθήκη και άλλων επιβαρυντικών στοιχείων, τη βία και τον φόνο.
Ο απόστολος Παύλος κατατάσσει τους κλέπτες σε εκείνους που δεν θα
κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού277.
Ο Μέγας Βασίλειος την αμαρτία αυτήν την επιτιμά με δύο έτη
ακοινωνησία στον 61ο κανόνα: «Ὁ κλέψας, εἰ μὲν ἀφ’ ἑαυτοῦ
μεταμεληθεὶς κατηγορήσει ἑαυτοῦ, ἐνιαυτὸν κωλυθήσεται μόνης τῆς
κοινωνίας τῶν ἁγιασμάτων· εἰ δὲ ἐλεγχθείη, ἐν δυσὶν ἔτεσιν,
μερισθήσεται δὲ αὐτῷ ὁ χρόνος εἰς ὑπόπτωσιν καὶ σύστασιν, καὶ τότε
ἀξιούσθω τῆς κοινωνίας»278.
Ο Γρηγόριος Νεοκαισαρείας κατακρίνει στον 2ο κανόνα την κλοπή,
αποδίδοντάς την στην πλεονεξία και στην αισχροκέρδεια και καταδικάζει
τον κλέπτη ως να αποκηρύττει την Εκκλησία του Θεού279. Η δε
κλεπταποδοχή καταδικάζεται ως ολέθριο κέρδος280, ενώ όσοι
276 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σ. 321: Κανὼν Ϛ΄ τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, όπ.π.
Βλ. και ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σσ. 112-114: Κανὼν Η΄ Μεγάλου Βασιλείου.
ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σ. 215: Κανὼν ΝϚ΄ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.
277 Α΄ Κορ. 6, 10: «μὴ πλανᾶσθε· οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοὶ οὔτε
μαλακοὶ οὔτε ἀρσενοκοῖται οὔτε πλεονέκται οὔτε κλέπται οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι,
οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι». Βλ. και Ἀρχιμ. ΜΕΛΕΤΙΟΥ
ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
μετὰ τοῦ Ἰσχύοντος νῦν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Πατριαρχείου καὶ ἐν Ἑλλάδι, όπ.π., σ. 105. Κ.
Μ. ΡΑΛΛΗ, Ποινικὸν Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἐν Ἀθήναις 1907, εκδ.
Π. Πουρναρά, ἀνατύπωση Θεσσαλονίκη 1985, σσ. 291-293.
278 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σ. 219.
279 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σ. 50: «Δεινὴ ἡ πλεονεξία καὶ οὐκ ἔστι δι’
ἐπιστολῆς μιᾶς παραθέσθαι τὰ θεῖα γράμματα, ἐν οἷς οὐ τὸ λῃστεύειν μόνον φευκτὸν
καὶ φρικῶδες καταγγέλλεται, ἀλλὰ καθόλου τὸ πλεονεκτεῖν καὶ ἀλλοτρίων ἐφάπτεσθαι
ἐπὶ αἰσχροκερδείᾳ, καὶ πᾶς τοιοῦτος ἐκκήρυκτος Ἐκκλησίας Θεοῦ…».
280 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σ. 53: Κανὼν Γ΄ τοῦ Γρηγορίου Νεοκαισαρείας:
«Οὐκ ἰδοὺ Ἄχαρ ὁ τοῦ Ζαρᾶ πλημμελείᾳ ἐπλημμέλησεν ἀπὸ τοῦ ἀναθέματος, καὶ ἐπὶ
πᾶσαν συναγωγὴν Ἰσραήλ ἐγενήθη ἡ ὀργή; καὶ εἷς μόνος οὗτος ἥμαρτε, μὴ μόνος
ἀπέθανεν ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ αὐτοῦ; Ἡμῖν δὲ πᾶν τὸ μὴ ἡμέτερον, ἀλλὰ ἀλλότριον τῷ καιρῷ
τούτῳ κέρδος, ἀνάθεμα νενομίσθαι προσήκει. Κἀκεῖνος μὲν γὰρ ὁ Ἄχαρ, ἐκ τῆς
προνομῆς ἔλαβε· καὶ αὐτοὶ νῦν ἐκ προνομῆς. Κἀκεῖνος μὲν τὰ τῶν πολεμίων· οἱ δὲ νῦν τὰ
τῶν ἀδελφῶν, κερδάναντες ὀλέθριον κέρδος». Βλ. και ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄,
σ. 55: Κανὼν Δ΄ τοῦ Γρηγορίου Νεοκαισαρείας: «Μηδεὶς ἐξαπατάτω ἑαυτόν; μήτε ὡς εὑρών,
οὔτε γὰρ εὑρόντι κερδαίνειν ἔξεστι. Φησὶ γὰρ τὸ Δευτερονόμιον· Μὴ ἰδὼν τὸν μόσχον τοῦ
149
οικειοποιούνται σε καιρό πολέμου ή άλλων συμφορών ξένη περιουσία
τιμωρούνται281.
Ακολουθεί και ο 6ος κανόνας του Γρηγορίου Νύσσης, ο οποίος
πραγματεύεται το πάθος αυτό. Βασιζόμενος στον απόστολο Παύλο,
χαρακτηρίζει την κλοπή ως ειδωλολατρία και αθεράπευτο πάθος. Ως ρίζα
του κακού ορίζεται η πλεονεξία του ανθρώπου. Το πάθος αυτό πλεονάζει
στις Εκκλησίες και ουδείς εξετάζει μήπως κάποιος από τους εισαγομένους
στον κλήρο έχει μιανθεί282. Καταφαίνεται ότι ο Άγιος αποκλείει του
150
κλήρου τους αμαρτήσαντες από κλοπή. Της ιερωσύνης αποκλείει και ο
Ιωάννης ο Νηστευτής, αλλά και αν αποκαλυφθεί μετά τη χειροτονία ο
ιερέας καθαιρείται283, όπως μαρτυρεί και ο 25ος κανόνας των Αποστόλων:
«Ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος ἐπὶ πορνείᾳ, ἢ ἐπιορκίᾳ, ἢ κλοπῇ
ἁλούς, καθαιρείσθω, καὶ μὴ ἀφοριζέσθω· λέγει γὰρ ἡ Γραφή· Οὐκ
ἐκδικήσεις δὶς ἐπὶ τὸ αὐτό. Ὡσαύτως καὶ οἱ λοιποὶ κληρικοί»284.
ιθ. Τυμβωρυχία.
Τυμβωρυχία είναι η διάνοιξη τάφου με σκοπό την κλοπή των
κτερισμάτων ή άλλων αντικειμένων. Ο διαπράττων το αδίκημα αυτό
ονομάζεται τυμβωρύχος. Το αμάρτημα αυτό είναι βαρύ, διότι θεωρείται
ἀτημέλητον, διὸ καὶ πλεονάζει κατὰ τὰς ἐκκλησίας τὸ τοιοῦτον ἀρρώστημα, καὶ οὐδεὶς
τοὺς ἐπὶ τὸν κλῆρον ἀγομένους περιεργάζεται, μήπως τῷ τοιούτῳ εἴδει τῆς
εἰδωλολατρίας κατεμιάνθησαν. Ἀλλὰ περὶ μὲν τούτων, διὰ τὸ παρεῖσθαι τοῖς Πατράσιν
ἡμῶν, ἀρκεῖν ἡγούμεθα τῷ δημοσίῳ τῆς διδασκαλίας λόγῳ, ὅπως ἂν οἷόν τε ᾖ
θεραπεύειν, ὥσπερ τινὰ πάθη πληθωρικὰ τὰς πλεονεκτικὰς ἀρρωστίας διὰ τοῦ λόγου
καθαίροντες. Μόνην δὲ τὴν κλοπὴν καὶ τὴν τυμβωρυχίαν καὶ τὴν ἱεροσυλίαν πάθη
νομίζομεν, διὰ τὸ οὕτως ἐκ τῆς τῶν Πατέρων ἀκολουθίας τὴν παράδοσιν ἡμῖν περὶ
τούτων γενέσθαι, καίτοι γε παρὰ τῆς θείας Γραφῆς καὶ ὁ πλεονασμὸς καὶ ὁ τόκος τῶν
ἀπειρημένων ἐστί, καὶ τὸ ἐκ δυναστείας τινὸς τῇ ἰδίᾳ κτήσει προσαγαγεῖν τὰ ἀλλότρια,
κἂν ἐν προσχήματι πραγματείας τὸ τοιοῦτον τύχῃ γινόμενον. Ἐπειδὴ τοίνυν τὸ καθ’
ἡμᾶς εἰς ἐξουσίαν κανόνων οὐκ ἀξιόπιστον, τὴν ἐπὶ τῶν ὁμολογουμένως
ἀπηγορευμένων κανονικὴν κρίσιν ἤδη τοῖς εἰρημένοις προσθήσομεν. Διῄρηται δὲ ἡ
κλοπὴ εἴς τε λῃστείαν καὶ εἰς τοιχωρυχίαν· καὶ εἷς μὲν ἐπ’ ἀμφοτέρων σκοπός, ἡ τῶν
ἀλλοτρίων ἀφαίρεσις, πολλὴ δὲ κατὰ τὴν γνώμην αὐτῶν ἡ πρὸς ἄλληλά ἐστι διαφορά. Ὁ
μὲν γὰρ λῃστὴς καὶ τὴν μιαιοφονίαν εἰς συμμαχίαν τοῦ σπουδαζομένου παραλαμβάνει,
πρὸς αὐτὸ τοῦτο παρασκευαζόμενος καὶ ὅπλοις καὶ πολυχειρίᾳ καὶ τοῖς ἐπικαίροις τῶν
τόπων, ὥστε τὸν τοιοῦτον τῷ κρίματι τῶν ἀνδροφόνων ὑπάγεσθαι, διὰ μεταμελείας πρός
τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ ἐπαναγάγοι! Ὁ δὲ δι’ ὑφαιρέσεως λανθανούσης
σφετεριζόμενος τὸ ἀλλότριον, εἶτα δι’ ἐξαγορεύσεως τὸ πλημμέλημα ἑαυτοῦ τῶ ἱερεῖ
φανερώσας, τῇ περὶ τὸ ἐναντίον τοῦ πάθους σπουδῇ θεραπεύσει τὴν ἀρρωστίαν. Λέγω
δέ, διὰ τοῦ τὰ προσόντα παρέχειν τοῖς πένησιν, ἵνα, τῷ προέσθαι ἃ ἔχει, φανερὸς γένηται
καθαρεύων τῆς κατὰ πλεονεξίαν νόσου. Εἰ δὲ καὶ μηδὲν ἔχοι, μόνον δὲ τὸ σῶμα ἔχοι,
κελεύει ὁ ἀπόστολος, διὰ τοῦ σωματικοῦ κόπου τὸ τοιοῦτον ἐξιάσασθαι πάθος, ἔχει δὲ ἡ
λέξις οὕτως· Ὁ κλέπτων μηκέτι κλεπτέτω, μᾶλλον δὲ κοπιάτω ἐργαζόμενος τὸ ἀγαθόν,
ἵνα ἔχῃ μεταδιδόναι τῷ χρείαν ἔχοντι» .
283 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σ. 444: Κανὼν ΚΗ΄ Ἰωάννου τοῦ Νηστευτοῦ:
«Ὁ δὲ δημοσίου κλοπῆς ἑαλωκὼς περὶ τὰ λεγόμενα κεφαλαιώδη κλέμματα, εἰς
ἱερωσύνην οὐκ ἔρχεται, ἀλλ’ εἰ καὶ μετὰ ταύτην τῷ πάθει περιπέσειε τούτῳ, τῆς
ἱερωσύνης ἀπογυμνοῦται, κατὰ τὸν κε´ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων».
284 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 32.
151
προσβολή προς το ανθρώπινο σώμα, το οποίο κατά τη διδασκαλία της
Εκκλησίας «εἶναι ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματος»285.
Ο Μέγας Βασίλειος επιτιμά την τυμβωρυχία με δεκαετή αποχή από
τη θεία Ευχαριστία με τον 66ο κανόνα: «Ὁ τυμβωρύχος ἐν δέκα ἔτεσιν
ἀκοινώνητος ἔσται, ἐν δυσὶ προσκλαίων, ἐν τρισὶν ἀκροώμενος, ἐν
τέσσαρσιν ὑποπίπτων, ἐνιαυτὸν συνεστώς, καὶ τότε δεχθησόμενος»286.
Πιο ακριβής ο Νύσσης κάνει διάκριση μεταξύ συγγνωστής και
ασύγνωστης τυμβωρυχίας στον 7ο κανόνα του. Συγγνωστή είναι η
ανόρυξη υλικών από τον τάφο, χωρίς να αποκαλυφθεί η ασχημοσύνη του
νεκρού σώματος, με σκοπό την κατασκευή κοινωφελεστέρου έργου.
Ασύγνωστη δε τυμβωρυχία ονομάζεται η σύληση του τάφου με σκοπό την
ιδιοποίηση των κτερισμάτων. Η πράξη αυτή παραλληλίζεται με πορνεία
και επιτιμάται ομοίως287. Γίνεται έτσι κατανοητό ότι οι διαπράξαντες το
αμάρτημα αυτό δεν δύνανται να ιερωθούν ως κλέπτες και ασχημονούντες
επί του νεκρού σώματος.
κ. Ιεροσυλία.
Ιεροσυλία είναι η αφαίρεση - κλοπή αντικειμένων, τα οποία είναι
αφιερωμένα στον Θεό και ανήκουν στην Εκκλησία. Τους ιερόσυλους η
Παλαιά Διαθήκη τους εξομοιώνει με τους φονείς288. Η δε Καινή Διαθήκη
152
καταδικάζει την ιεροσυλία και τους διαπράττοντες αυτήν, θεωρεί ως
υβριστές του Θεού289. Το αδίκημα της ιεροσυλίας αντιστοιχεί στο έγκλημα
της κλοπής πράγματος αφιερωμένου στη λατρεία από τόπο προορισμένο
για τη λατρεία. Αντικείμενο και των δύο εκκλησιαστικών αδικημάτων
είναι τα ιερά πράγματα και όχι τα άγια. Ιερά είναι όσα εξυπηρετούν
άμεσα λατρευτικές ανάγκες και υποδιαιρούνται σε καθιερωμένα και
αγιασμένα. Τα ιερά αντιδιαστέλλονται από τα άγια, τα οποία δεν
αποτελούν αντικείμενο ιεροσυλίας, αλλά απλής κλοπής290.
Ο 72ος κανόνας των Αγίων Αποστόλων κελεύει: «Εἴ τις κληρικός, ἢ
λαϊκός, ἀπὸ τῆς ἁγίας ἐκκλησίας ἀφέληται κηρόν, ἢ ἔλαιον, ἀφοριζέσθω,
καὶ τὸ ἐπίπεμπτον προστιθέτω μεθ’ οὗ ἔλαβεν»291. Έτσι ορίζεται για τον
κληρικό ο αφορισμός και η επιστροφή του κλαπέντος στο πενταπλάσιο. Ο
άγιος Νικόδημος Αγιορείτης, ερμηνεύοντας το «ἐπίπεμπτον», θεωρεί ότι
289 Πράξ. 5, 1-11: «Ἀνὴρ δέ τις Ἀνανίας ὀνόματι σὺν Σαπφείρᾳ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ
ἐπώλησε κτῆμα καὶ ἐνοσφίσατο ἀπὸ τῆς τιμῆς, συνειδυίας καὶ τῆς γυναικὸς αὐτοῦ, καὶ
ἐνέγκας μέρος τι παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων ἔθηκεν. εἶπε δὲ Πέτρος· Ἀνανία, διὰ τί
ἐπλήρωσεν ὁ σατανᾶς τὴν καρδίαν σου, ψεύσασθαί σε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ
νοσφίσασθαί σε ἀπὸ τῆς τιμῆς τοῦ χωρίου; οὐχὶ μένον σοι ἔμενε καὶ πραθὲν ἐν τῇ σῇ
ἐξουσίᾳ ὑπῆρχε; τί ὅτι ἔθου ἐν τῇ καρδίᾳ σου τὸ πρᾶγμα τοῦτο; οὐκ ἐψεύσω ἀνθρώποις,
ἀλλὰ τῷ Θεῷ. ἀκούων δὲ ὁ Ἀνανίας τοὺς λόγους τούτους πεσὼν ἐξέψυξε, καὶ ἐγένετο
φόβος μέγας ἐπὶ πάντας τοὺς ἀκούοντας ταῦτα. ἀναστάντες δὲ οἱ νεώτεροι συνέστειλαν
αὐτὸν καὶ ἐξενέγκαντες ἔθαψαν. ἐγένετο δὲ ὡς ὡρῶν τριῶν διάστημα καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ,
μὴ εἰδυῖα τὸ γεγονός, εἰσῆλθεν. ἀπεκρίθη δὲ αὐτῇ ὁ Πέτρος· εἰπέ μοι, εἰ τοσούτου τὸ
χωρίον ἀπέδοσθε; ἡ δὲ εἶπε· ναί, τοσούτου. ὁ δὲ Πέτρος εἶπε πρὸς αὐτήν· τί ὅτι
συνεφωνήθη ὑμῖν πειράσαι τὸ Πνεῦμα Κυρίου; ἰδοὺ οἱ πόδες τῶν θαψάντων τὸν ἄνδρα
σου ἐπὶ τῇ θύρᾳ καὶ ἐξοίσουσί σε. ἔπεσε δὲ παραχρῆμα παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ
ἐξέψυξεν· εἰσελθόντες δὲ οἱ νεανίσκοι εὗρον αὐτὴν νεκράν, καὶ ἐξενέγκαντες ἔθαψαν
πρὸς τὸν ἄνδρα αὐτῆς. καὶ ἐγένετο φόβος μέγας ἐφ’ ὅλην τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἐπὶ πάντας
τοὺς ἀκούοντας ταῦτα». Βλ. και Ἀρχιμ. ΜΕΛΕΤΙΟΥ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ,
Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετὰ τοῦ Ἰσχύοντος νῦν ἐν
τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Πατριαρχείου καὶ ἐν Ἑλλάδι, όπ.π., σ. 105. Γ. Α. ΠΟΥΛΗ, Νομοθετικά
Κείμενα Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, Σχόλια – Βιβλιογραφία, όπ.π., σσ. 228-229.
ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ ΡΟΔΟΠΟΥΛΟΥ (Μητροπολίτου Τυρολόης καὶ Σερεντίου), Ἐπιτομὴ
Κανονικοῦ Δικαίου, όπ.π., σ. 167. Κ. Μ. ΡΑΛΛΗ, Ποινικὸν Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου
Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἐν Ἀθήναις 1907, εκδ. Π. Πουρναρά, ἀνατύπωση Θεσσαλονίκη
1985, σσ. 357-363. Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΥ, «Τὰ περὶ τὴν θρησκείαν ἐγκλήματα εἰς τὰ νομοθετικὰ
κείμενα τῶν μέσων Βυζαντινῶν χρόνων», όπ.π. σσ. 174-179.
290 Γ. Α. ΠΟΥΛΗ, Ἐκκλησιαστικὸ ποινικὸ δίκαιο. Δοκιμὲς πολλαπλῆς ἀνάγνωσης,
όπ.π., σσ. 103-106. Θ. Ξ. ΓΙΑΓΚΟΥ - Γ. Α. ΠΟΥΛΗ, Πηγὲς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ποινικοῦ
δικαίου μὲ σχόλια καὶ βιβλιογραφία, όπ.π., σ. 291.
291 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 92.
153
πρέπει να επιστραφεί εκτός των κλοπιμαίων επιπλέον το ένα πέμπτο της
αξίας αυτών βάσει της πράξεως των Εβραίων να δίδουν το ένα πέμπτο
των καρπών στους ιερείς292. Ο δε 73ος κανόνας των ιδίων συμπληρώνει:
«Σκεῦος χρυσοῦν ἢ ἀργυροῦν ἁγιασθέν, ἢ ὀθόνην, μηδεὶς ἔτι εἰς οἰκείαν
χρῆσιν σφετεριζέσθω· παράνομον γάρ. Εἰ δέ τις φωραθείη, ἐπιτιμάσθω
ἀφορισμῷ»293. Κληρικός δε που υπέπεσε στο αμάρτημα της ιεροσυλίας
καθυποβάλλεται σε καθαίρεση βάσει του 10ου κανόνα της Πρωτοδευτέρας
Συνόδου294.
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης συγκρίνει την ιεροσυλία με τον φόνο,
όπως στους χρόνους της Παλαιάς Διαθήκης που επιβαλλόταν η ποινή του
154
θανάτου. Διερωτάται δε γιατί επικράτησε στα εκκλησιαστικά πράγματα
από τους πατέρες της Εκκλησίας η συνήθεια της επιβολής μικρότερου
επιτιμίου από εκείνο του φονέως295.
Συμπεραίνουμε ότι ουδείς δύναται να ιερωθεί, εάν ευθύνεται για τη
διάπραξη ιεροσυλίας, έγκλημα που ελέγχει πρόθεση φονική και ανόσια.
Ο άγιος Γρηγόριος Θεολόγος επισημαίνει ότι ο ιερόσυλος είναι ανάξιος
του υψηλού λειτουργήματος της ιερωσύνης. Ο ιερέας καθίσταται
διδάσκαλος της ευσεβείας και οδηγός των πιστών προς την κάθαρση. Γι’
αυτό εφιστά την προσοχή των επισκόπων στην εκλογή των υποψηφίων
κληρικών296.
κα. Εκτοκισμός.
Εκτοκισμός ονομάζεται η λήψη τόκου για δανειζόμενο ποσό, πράξη
την οποία στιγματίζει η Εκκλησία και είναι κωλυτικό της ιερωσύνης. Ο
κληρικός δεν μπορεί να είναι ούτε τοκογλύφος, ούτε δανειστής, ακόμη και
με νόμιμο τόκο, εφ’ όσον η πράξη αυτή γίνεται κατά συνήθεια ή κατ’
επάγγελμα297. Η Παλαιά Διαθήκη διδάσκει: «Οὐκ ἐκτοκιεῖς τῷ ἀδελφῷ
155
σου τόκον ἀργυρίου...»298. Στη δε Καινή Διαθήκη διδάσκεται: «Καὶ ἐὰν
δανείσητε παρ’ ὧν ἐλπίζετε λαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστίν; καὶ γὰρ
ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσιν τὰ ἴσα»299.
Ο εκτοκισμός, βαρύ κανονικό παράπτωμα, υποβάλλει σε
καθαίρεση τους κληρικούς εκείνους που υπέπεσαν σε αυτό. Ο 44ος
κανόνας των Αποστόλων προβλέπει καθαίρεση για τον κληρικό που
δανίζει με τόκο: «Ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, τόκους ἀπαιτῶν
τοὺς δανειζομένους, ἢ παυσάσθω, ἢ καθαιρείσθω»300. Ακολουθεί ο 17ος
κανόνας της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, στον οποίο καυτηριάζεται η
αισχροκέρδια και η πλεονεξία, ως πράγματα αντικείμενα στη θεία Γραφη,
και επιτιμά τον ιερέα με καθαίρεση, εάν βρεθεί υπόλογος εκτοκισμού:
«Ἐπειδὴ πολλοὶ ἐν τῷ κανόνι ἐξεταζόμενοι, τὴν πλεονεξίαν, καὶ τὴν
αἰσχροκέρδειαν διώκοντες, ἐπελάθοντο τοῦ θείου γράμματος λέγοντος·
Τὸ ἀργύριον αὐτοῦ οὐκ ἔδωκεν ἐπὶ τόκῳ· καὶ δανείζοντες, ἑκατοστὰς
ἀπαιτοῦσιν· ἐδικαίωσεν ἡ ἁγία καὶ μεγάλη σύνοδος, ὡς εἴ τις εὑρεθείη
μετὰ τὸν ὅρον τοῦτον τόκους λαμβάνων, ἐκ μεταχειρίσεως, ἢ ἄλλως
μετερχόμενος τὸ πρᾶγμα, ἢ ἡμιολίας ἀπαιτῶν, ἢ ὅλως ἕτερόν τι ἐπινοῶν
αἰσχροῦ κέρδους ἕνεκα, καθαιρεθήσεται τοῦ κλήρου, καὶ ἀλλότριος τοῦ
κανόνος ἔσται»301. Ο Ζωναράς ερμηνεύοντας τον παρόντα κανόνα τονίζει
ότι, εάν η Παλαιά Διαθήκη απαγόρευε την τοκογλυφία, πόσο μάλλον ο
τελειότερος και πνευματικότερος νόμος της Καινής Διαθήκης τον θεωρεί
ανάρμοστο για τον πιστό και πολλώ μάλλον για τον ιερωμένο302. Καθ’
όμοιο τρόπο κρίνει και η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος το παράπτωμα
156
τούτο με τον 10ο κανόνα303, δηλαδή με καθαίρεση, ως και ο 4ος της
Λαοδικείας304.
Η Σύνοδος της Καρθαγένης, με τον 5ο κανόνα, αποφάνθηκε ότι οι
πιστοί οφείλουν να αποβάλλουν το πάθος της απληστίας που είναι η ρίζα
του εκτοκισμού, ιδιαίτερα οι κληρικοί που διακονούν τον λόγο της
αγάπης305. Ο Ζωναράς ερμηνεύοντας τον 6ο κανόνα της Καρθαγένης
αναφέρει ότι «οὐ μόνον ἀργύρια δανείζονται, ἀλλὰ καὶ σῖτος, καὶ οἶνος,
καὶ ἔλαιον καὶ μύρια ἕτερα εἴδη καὶ ὥσπερ ἐπὶ τῶν νομισμάτων
συμφωνεῖται δίδοσθαι τόκος, οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν εἰδῶν»306.
157
Ο Μέγας Βασίλειος καταδικάζει στον 14ο κανόνα το άδικο κέρδος
και το νόσημα της φιλοχρηματίας, τονίζοντας ότι, αν δεν απαλλαγεί ο
άνθρωπος από το πάθος αυτό, δεν μπορεί να ιερωθεί: «Ὁ τόκους
λαμβάνων, ἐὰν καταδέξοιτο τὸ ἄδικον κέρδος εἰς πτωχοὺς ἀναλῶσαι καὶ
τοῦ λοιποῦ τοῦ νοσήματος τῆς φιλοχρηματίας ἀπαλλαγῆναι, δεκτός ἐστιν
εἰς ἱερωσύνην»307.
Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι αποκλείονται της
ιερωσύνης όσοι βαρύνονται με το εν λόγω αμάρτημα, εφόσον τα
καθαιρετικά της ιερωσύνης είναι και κωλυτικά. Ο τοκιστής δεν
εντάσσεται στις τάξεις του κλήρου, διότι τον υποδούλωσε το πάθος της
πλεονεξίας και της φιλοχρηματίας. Επιτρέπεται να χειροτονηθεί μόνο εάν
αποδεδειγμένα απέχει από μία τέτοια καταδικασμένη κακή έξη.
κβ. Εξύβριση.
Οι χριστιανοί οφείλουν να διάγουν βίο σεμνό και κόσμιο και να
διακατέχονται από απόλυτη αγάπη προς τον συνάνθρωπο,
απαλλαγμένοι από συναισθήματα οργής και επιθετικότητας. Η Καινή
Διαθήκη διδάσκει ότι «πᾶς ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ εἰκῇ ἔνοχος
ἔσται τῇ κρίσει· ὃς δ’ ἂν εἴπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ῥακά, ἔνοχος ἔσται τῷ
συνεδρίῳ· ὃς δ’ ἂν εἴπῃ μωρέ, ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέεναν τοῦ πυρός»308.
Για τον λόγο αυτόν ο Χριστός μακαρίζει τους πραείς: «Μακάριοι οἱ πραεῖς
ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσιν τὴν γῆν»309.
Πάνω σε αυτό το πνεύμα της ταπεινοφροσύνης και της αγάπης
τοποθετούνται και οι ιεροί κανόνες. Ο 55ος310 και ο 56ος311 των Αγίων
Αποστόλων διατάσσουν καθαίρεση ή αφορισμό για τον κληρικό που θα
υβρίσει επίσκοπο, πρεσβύτερο ή διάκονο. Η αιτιολόγηση της ποινής της
καθαιρέσεως για την εξύβριση επισκόπου κατά τον Ζωναρά εδράζεται
στο ότι οι επίσκοποι ίστανται εις τύπον Χριστού και ως κεφαλή του
σώματος της Εκκλησίας είναι άξιοι μεγαλύτερης τιμής312. Αλλά και η
158
χρήση βίας στηλιτεύεται από τον 27ο κανόνα των Αποστόλων:
«Ἐπίσκοπον, ἢ πρεσβύτερον ἢ διάκονον, τύπτοντα πιστοὺς
ἁμαρτάνοντας, ἢ ἀπίστους ἀδικήσαντας, καὶ διὰ τοιούτων φοβεῖν
ἐθέλοντα, καθαιρεῖσθαι προστάττομεν· οὐδαμοῦ γὰρ ὁ Κύριος τοῦτο ἡμᾶς
ἐδίδαξε· τοὐναντίον δέ, αὐτὸς τυπτόμενος οὐκ ἀντέτυπτε, λοιδορούμενος
οὐκ ἀντελοιδόρει, πάσχων οὐκ ἠπείλει»313. Στον κανόνα αυτόν συναντάμε
δύο συναφή αντικείμενα, την τύψη πιστών για σωφρονισμό και την τύψη
απίστων, οι οποίοι προέβησαν σε επιθετική πράξη, για εκφοβισμό314. Ο
ιερεάς, ως πρότυπο ποιμένα, οφείλει να ακολουθεί το παράδειγμα του
Κυρίου, ο οποίος λοιδορούμενος δεν ανταπέδιδε. Ο Βαλσαμών αναφέρει
ότι οι του βήματος δεν επιτρέπεται να νικώνται από τον θυμό και να
χτυπούν όσους αμάρτησαν σε αυτούς315.
Την παραχάραξη του ως άνω κανόνα αποδοκιμάζει ο 9ος κανόνας
της Πρωτοδευτέρας, διότι κάποιοι ισχυρίζονταν ότι επιτιμά «τοὺς
αὐτοχειρίᾳ τύπτοντας», υπονοώντας ότι μπορεί κάποιος να δώσει εντολή
βίας, αλλά να μην την ασκήσει ο ίδιος. Γι’ αυτό ο κανόνας ταυτίζει τον
χειροδικούντα με τον δίδοντα την εντολή. Ο ιερέας οφείλει να
χρησιμοποιεί διδασκαλίες και νουθεσίες, βάσει της διδασκαλίας της
Εκκλησίας, ενίοτε και τα κανονικά επιτίμια, και όχι βίαιους τρόπους
απάδοντες προς το σχήμα που φέρει316.
159
Τέλος η Σύνοδος η συνελθούσα στον ναό της Αγίας Σοφίας (879-
880) με τον 3ο κανόνα της αναθεματίζει τον λαϊκό, ο οποίος φερόμενος με
αυθάδεια θα καταφρονήσει τους θείους και βασιλικούς νόμους,
καταγελώντας δε και τους φρικτούς της Εκκλησίας νόμους και θεσμούς,
θα τολμήσει να χτυπήσει και να φυλακίσει επίσκοπο χωρίς αιτία ή
συκοφαντώντας τον317.
Ως εξύβριση επισκόπου δεν νοείται μόνο η αμφισβήτηση της
ακεραιότητας του επισκόπου ως «τύπου Χριστοῦ», αλλά και οιαδήποτε
καταφρόνηση εναντίον του με λόγια και έργα που αφορά την κοινωνική
θέση του επισκόπου στην εκκλησιαστική κοινότητα318. Η στάση ενός
πιστού που ευκόλως εκστομίζει ύβρεις δεν συνάδει με το χριστιανικό
φρόνημα. Η χριστιανός και δη ο υποψήφιος κληρικός οφείλει να
διαπνέεται από ταπείνωση, συγχώρηση και αμέριστη αγάπη.
κγ. Σιμωνία.
Σιμωνία ονομάζεται η βλάσφημη εκείνη πράξη εξαγοράς της θείας
χάριτος, για να διασφαλιστεί η χειροτονία τινός319. Παράδειγμα της
πράξεως αυτής έχουμε στην Καινή Διαθήκη την κίνηση του Σίμωνος του
317 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 710: «Εἴ τις τῶν λαϊκῶν, αὐθεντήσας καὶ
καταφρονήσας μὲν τῶν θείων καὶ βασιλικῶν προσταγμάτων, καταγελάσας δὲ καὶ τῶν
φρικτῶν τῆς Ἐκκλησίας θεσμῶν τε καὶ νόμων, τολμήσειεν ἐπίσκοπόν τινα τύψαι ἢ
φυλακίσαι, ἢ χωρὶς αἰτίας ἢ καὶ συμπλασάμενος αἰτίαν, ὁ τοιοῦτος ἀνάθεμα ἔστω».
318 Γ. Α. ΠΟΥΛΗ, Ἐκκλησιαστικὸ ποινικὸ δίκαιο. Δοκιμὲς πολλαπλῆς ἀνάγνωσης,
όπ.π., σ. 191.
319 Γ. Χ. ΓΚΑΒΑΡΔΙΝΑ, Ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καὶ τὸ νομοθετικό της
ἔργο, όπ.π., σσ. 173-174. Βλ. και Ἀρχιμ. ΜΕΛΕΤΙΟΥ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ,
Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετὰ τοῦ Ἰσχύοντος νῦν ἐν
τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Πατριαρχείου καὶ ἐν Ἑλλάδι, όπ.π., σ. 432-434. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΙΛΑΣ
(επισκόπου Ζάρας και Δαλματικής), Τὸ Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου
Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, όπ.π., σσ. 699-701. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ ΡΟΔΟΠΟΥΛΟΥ
(Μητροπολίτου Τυρολόης καὶ Σερεντίου), Ἐπιτομὴ Κανονικοῦ Δικαίου, όπ.π., σσ. 166-167.
Θ. Ξ. ΓΙΑΓΚΟΥ - Γ. Α. ΠΟΥΛΗ, Πηγὲς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ποινικοῦ δικαίου μὲ σχόλια καὶ
βιβλιογραφία, όπ.π., σσ. 249-284. Κ. Μ. ΡΑΛΛΗ, «Περὶ σιμωνίας κατὰ τὸ δίκαιον τῆς
Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας», Τιμητικὸς τόμος Ἀντωνίου Ζηλήμονος, Ἀθῆναι 1939,
σσ. 293-299. ΙΑΚΩΒΟΥ (Ἱερομονάχου, ἀρχιμανδρίτου καὶ ἐπιτρόπου Ἰωαννίνων),
Βακτηρία Ἀρχιερέων (1645), τ. Γ΄, όπ.π., στοιχεῖον Χ΄, κεφ. να΄, σσ. 1645-1657. Κ. Μ.
ΡΑΛΛΗ, Ποινικὸν Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἐν Ἀθήναις 1907, εκδ. Π.
Πουρναρά, ἀνατύπωση Θεσσαλονίκη 1985, σσ. 325-334.
160
μάγου, ο οποίος προσπάθησε να εξαγοράσει με χρήματα τη χάρη του
Αγίου Πνεύματος από τους αποστόλους320.
Από τους πατέρες εκείνος που ερμήνευσε το κανονικό αυτό
αδίκημα είναι ο Μέγας Βασίλειος στον 90ό κανόνα321. Ο 29ος κανόνας των
Αγίων Αποστόλων διατάσσει καθαίρεση για τους κληρικούς που θα
λάβουν την ιερωσύνη σε οιοδήποτε βαθμό με χρήματα: «Εἴ τις ἐπίσκοπος
διὰ χρημάτων τῆς ἀξίας ταύτης ἐγκρατὴς γένοιτο, ἢ πρεσβύτερος, ἢ
διάκονος, καθαιρείσθω καὶ αὐτός, καὶ ὁ χειροτονήσας, καὶ ἐκκοπτέσθω
παντάπασι καὶ τῆς κοινωνίας, ὡς ὁ Σίμων ὁ μάγος ὑπ’ ἐμοῦ Πέτρου»322, ως
και ο 2ος της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ο οποίος προσδιορίζει ότι το
επιτίμιο δεν περιορίζεται μόνο στη χειροτονία των κληρικών, αλλά και
στην απονομή οφικίων. Ο κανόνας όχι μόνο διατάσσει καθαίρεση του
επισκόπου και του χειροτονουμένου, αλλά και του μεσάζοντος, αν
υπήρχε, λαϊκού όντος, αφορισμό. Συγκεκριμένα αναφέρει: «Εἴ τις
ἐπίσκοπος, ἐπὶ χρήμασι χειροτονίαν ποιήσαιτο, καὶ εἰς πρᾶσιν καταγάγοι
τὴν ἄπρατον χάριν, καὶ χειροτονήσοι ἐπὶ χρήμασιν ἐπίσκοπον, ἢ
χωρεπίσκοπον, ἢ πρεσβυτέρους, ἢ διακόνους, ἢ ἕτερόν τινα τῶν ἐν τῷ
κλήρῳ κατηριθμημένων, ἢ προβάλλοιτο ἐπὶ χρήμασιν οἰκονόμον, ἢ
ἔκδικον, ἢ παραμονάριον, ἢ ὅλως τινὰ τοῦ κανόνος, δι’ αἰσχροκέρδειαν
οἰκείαν, ὁ τοῦτο ἐπιχειρήσας, ἐλεγχθείς, κινδυνευέτω περὶ τὸν οἰκεῖον
βαθμόν· καὶ ὁ χειροτονούμενος, μηδὲν ἐκ τῆς κατ’ ἐμπορίαν ὠφελείσθω
χειροτονίας, ἢ προβολῆς· ἀλλ’ ἔστω ἀλλότριος τῆς ἀξίας, ἢ τοῦ
φροντίσματος, οὗπερ ἐπὶ χρήμασιν ἔτυχεν. Εἰ δέ τις καὶ μεσιτεύων φανείη
τοῖς οὕτως αἰσχροῖς καὶ ἀθεμίτοις λήμμασι, καὶ οὗτος, εἰ μὲν κληρικὸς εἴη,
τοῦ οἰκείου ἐκπιπτέτω βαθμοῦ· εἰ δὲ λαϊκός, ἢ μονάζων,
ἀναθεματιζέσθω»323.
Επανάληψη των ιδίων διατάξεων έχουμε στον 22ο κανόνα της
Πενθέκτης, που καταδικάζει ομοίως με καθαίρεση τους σιμωνιακούς
ιερείς και τους χειροτονήσαντες αυτούς: «Τοὺς ἐπὶ χρήμασι
χειροτονουμένους, εἴτε ἐπισκόπους, ἢ οἱουσδήποτε κληρικούς, καὶ οὐ κατὰ
δοκιμασίαν, καὶ τοῦ βίου αἵρεσιν, καθαιρεῖσθαι προστάσσομεν· ἀλλὰ καὶ
320 Πράξ. 8, 18-19: «Ἰδὼν δὲ ὁ Σίμων ὅτι διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τῶν
ἀποστόλων δίδοται τὸ Πνεῦμα, προσήνεγκεν αὐτοῖς χρήματα λέγων· δότε κἀμοὶ τὴν
ἐξουσίαν ταύτην ἵνα ᾧ ἐὰν ἐπιθῶ τὰς χεῖρας λαμβάνῃ Πνεῦμα ἅγιον».
321 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σσ. 278-279.
322 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 37.
323 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 217-218:
161
τοὺς χειροτονήσαντας»324. Ο παρών κανόνας διαχωρίζει τη σιμωνία σε
ενεργητική και παθητική. Καθαιρεί τόσο αυτούς που έδωσαν χρήματα για
να χειροτονηθούν, όσο και αυτούς που τα έλαβαν για να χειροτονήσουν,
μην εξαιρώντας από την ποινή της καθαιρέσεως κληρικό σε οιοδήποτε
βαθμό και να ανήκει325.
Το παράπτωμα της σιμωνίας δεν επικεντρώνεται όμως μόνο στην
περίπτωση της διά χρημάτων χειροτονίας, αλλά και στη δι’
ανταλλάγματος ή απλής υποσχέσεως μετάδοση της θείας Ευχαριστίας,
ορίζοντας την ποινή της καθαιρέσεως με τον 23ο κανόνα: «Περὶ τοῦ
μηδένα τῶν εἴτε ἐπισκόπων, εἴτε πρεσβυτέρων, ἢ διακόνων, τῆς ἀχράντου
μεταδιδόντα κοινωνίας, παρὰ τοῦ μετέχοντος εἰσπράττειν, τῆς τοιαύτης
μεταλήψεως χάριν, ὀβολούς, ἢ εἶδος τὸ οἱονοῦν. Οὐδὲ γὰρ πεπραμένη ἡ
χάρις, οὐδὲ χρήμασι τὸν ἁγιασμὸν τοῦ Πνεύματος μεταδιδόαμεν, ἀλλὰ
τοῖς ἀξίοις τοῦ δώρου ἀπανουργεύτως μεταδοτέον. Εἰ δὲ φανείη τις τῶν ἐν
κλήρῳ καταλεγομένων ἀπαιτῶν, ᾧ μεταδίδωσι τῆς ἀχράντου κοινωνίας,
τὸ οἱονοῦν εἶδος, καθαιρείσθω, ὡς τῆς Σίμωνος ζηλωτής πλάνης καὶ
κακουργίας»326. Η χάρις δίδεται από τον ίδιο τον Κύριο δωρεάν στους
αξίους και οιαδήποτε χρηματική συνεισφορά αποτελεί καπήλευση αυτής.
Η μετάδοση της χάριτος της ιερωσύνης γίνεται απο το Άγιο Πνεύμα
διά των επισκόπων, οι οποίοι είναι διάδοχοι των αγίων Αποστόλων, στους
οποίους ο Χριστός έδωσε την αρχιερωσύνη Του. Όταν μερικοί
προσφεύγουν σε αθέμιτα μέσα προκειμένου να χειροτονηθούν,
υποπίπτουν στο κανονικό παράπτωμα της σιμωνίας αποδεικνύοντας ότι
είναι εντελώς ακατάλληλοι για το έργο αυτό, ως μη διαθέτοντες ίχνος
εκκλησιαστικού φρονήματος, υποβιβάζοντας την ύψιστη διακονία της
ιερωσύνης στην κατηγορία του επαγγέλματος. Ήδη με την ενέργειά τους
αυτήν αποκτούν πνευματικά κωλύματα για να χειροτονηθούν.
3. Αθρόες χειροτονίες.
Το φαινόμενο των αθρόων χειροτονιών είναι ένα θέμα που
απασχόλησε την αδιαίρετη αρχαία Εκκλησία, αλλά και συνεχίζει να
324 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 354. Βλ. και κανόνες Δ΄, Ε΄, ΙΕ΄, ΙΘ΄ της Ζ΄
Οικουμενικής Συνόδου και ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Δ΄, σ. 278-279: Κανὼν Ϟ΄ τοῦ
Μεγάλου Βασιλείου.
325 Γ. Χ. ΓΚΑΒΑΡΔΙΝΑ, Ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καὶ τὸ νομοθετικό της
ἔργο, όπ.π., σ. 174.
326 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σσ. 354-355. Βλ. και ΑΘ. Π.
ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Ἑλληνικὸν Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον, όπ.π., σ. 142.
162
απασχολεί ακόμα και σήμερα, για την κανονικότητά τους ή μη. Αν και
είναι ένα θέμα που ερευνήθηκε ενδελεχώς, εμείς θα αποπειραθούμε να
δώσουμε ορισμένα στοιχεία ιδιαίτερα για τον βαθμό του πρεσβυτέρου,
που είναι και το θέμα της παρούσης μελέτης.
Ποία όμως είναι η έννοια του όρου «αθρόον» χειροτονία; Αθρόα
χειροτονία σημαίνει τη διαδοχική χειροτονία σε όλους τους βαθμούς της
ιερωσύνης παραμένοντας το λιγότερο δυνατό χρονικό διάστημα στον
κάθε βαθμό, δηλαδή μία ημέρα. Ο δε λατινικός όρος per saltum δηλώνει τη
χειροτονία από λαϊκό απευθείας σε κάποιον βαθμό της ιερωσύνης
παραλείποντας τους ενδιαμέσους βαθμούς, δηλαδή την παράλειψη ή την
υπερπήδηση ενός ή περισσοτέρων βαθμών ιερωσύνης ή και κατ’ ευθείαν
στον βαθμό για τον οποίο προορίζεται ο υποψήφιος327.
Οι υποστηρικτές της απαγορεύσεως των αθρόων και των per saltum
χειροτονιών παίρνουν ως βιβλική αφορμή την πρώτη προς Τιμόθεον
επιστολή του αποστόλου Παύλου, που προτρέπει να μην αναβιβάζεται
στο επισκοπικό αξίωμα (εκείνη την εποχή οι όροι επίσκοπος και
πρεσβύτερος σχεδόν ταυτίζονται) νεόφυτος, «ἵνα μὴ τυφωθεὶς εἰς κρῖμα
ἐμπέσῃ τοῦ διαβόλου»328, ώστε να εδραιωθεί στην πίστη, προστατεύοντάς
τον έτσι από τον κίνδυνο της αλαζονείας που μπορεί να κυριεύσει τον
νεόφυτο, όταν αναλάβει ηγετική θέση, αλλά και από την απώλεια της
ιδίας του της ψυχής. Όλα αυτά βέβαια αναφέρονται χωρίς να γίνεται
οιαδήποτε αναφορά σε ιεραρχική θεώρηση της ιερωσύνης. Ο νεόφυτος
επιπλέον διέτρεχε τον κίνδυνο να ολισθήσει προκαλώντας βαρύτατες
καταστρεπτικές επιπτώσεις στις ψυχές του εμπιστευμένου σ’ αυτόν
327 HENRI LECLERCQ, «Ordination Irréguliѐres», DACL 12/2, 2391εξ. Πρβλ. Πρεσβ.
ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΖΥΜΑΡΗ, «Τὸ φαινόμενον τῆς ἀθρόον χειροτονίας», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς
87, τεύχ. 802 (2004) 223 – 251. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Ἡ Ἱστορική, Δογματική καὶ Κανονική
σπουδαιότης τῆς Συνόδου Κωνσταντινουπόλεως (879-880), διδακτορική διατριβή,
Θεσσαλονίκη, Μάρτιος 2000, σσ. 119-163. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, «Athroon Ordinations in the
Tradition of the Church», Legacy of achievement = Παρακαταθήκη έργου, Metropolitan
Methodios of Boston, festal volume on the 25th Anniversary of his consecration to the Episcopate 1982 -
2007, edited by the rev. dr. G. D. Dragas, Boston 2008, σσ. 813 – 829. Βλ. και
ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ (Μητροπολίτου Φιλαδελφείας), «Περί τῶν ἀθρόον προαγωγῶν εἰς τὴν
ἀρχιερωσύνην», Ἀναφορά εἰς μνήμην Μητροπολίτου Σάρδεων Μαξίμου 1914 – 1986, τ. Α΄,
Γενεύη 1989, σσ. 369- 378. R. P. DOM PARISOT, «Les Ordinations “per saltum”», Revue de l’
Orient chrétien, 5e Année No3 (1900) 335-369.
328 Α΄ Τιμ. 3, 6.
163
ποιμνίου329. Η προτροπή αυτή του αποστόλου Παύλου αποτελεί τη βάση
και την αυθεντία της κανονικής νομοθεσίας, που διαμορφώθηκε
αργότερα περί του ζητήματος αυτού330. Στην αρχαία Εκκλησία, όπως
συμπεραίνεται από τον βίο του Επιφανίου Κύπρου, δεν απαιτούνταν
κάποιο ιδιαίτερα μεγάλο χρονικό διάστημα από τη βάπτιση έως τη
χειροτονία. Σύμφωνα με τον βίο του, ο Επιφάνιος έστειλε έναν
νεοφώτιστο σε έναν επίσκοπο για να τον χειροτονήσει331. Επομένως
ενδέχετο να χειροτονηθεί κάποιος νεόφυτος, παρά την απαγόρευση των
κανόνων (80ος Αγίων Αποστόλων, 2ος Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, 3ος
Λαοδικείας), οι οποίοι προηγούνται του περιστατικού που αναφέρεται
στον βίο του Επιφανίου332.
Κανόνες σχετικοί με το πρόβλημα των νεοφύτων είναι ο 2ος
κανόνας της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου333 (325), που επεκτείνεται και στους
πρεσβυτέρους, αναφερόμενος απλά σε μία περίοδο δοκιμής στην πίστη,
χωρίς αναφορά σε διαδοχικό πέρασμα βαθμών, ο 80ος κανόνας των Αγίων
329 ΗΛ. Ι. ΠΑΤΣΑΒΟΥ, Ἡ εἴσοδος εἰς τὸν κλῆρον κατὰ τοὺς πέντε πρώτους αἰῶνας,
όπ.π., σσ. 174-175.
330 Όπ.π., σ. 229.
331 Βίος Ἁγίου Ἐπιφανίου, ΚΕ΄. PG 41, 56ΑΒ: «Λαβών δὲ αὐτὸν καὶ ἐμὲ Ἐπιφάνιος,
ἐπορεύθημεν πρὸς τὸν μέγαν Ἱλαρίωνα, καὶ ἐβάπτισεν αὐτόν. Καὶ ἐποιήσαμεν ἐν τῷ
μοναστηρίῳ τοῦ μεγάλου Ἱλαρίωνος κ΄ ἡμέρας. Παρεκάλεσεν δὲ Ἐπιφάνιος τὸν μέγαν
Ἱλαρίωνα ἀποστεῖλαι μετά τοῦ Ἐπιφανίου τοῦ καὶ φιλοσόφου ἕνα τῶν ἀδελφῶν ἐν
Ἐλευθεροπόλει, ὅπως ποιήσει αὐτὸν ὁ ἐπίσκοπος πρεσβύτερον. Καὶ δὴ ο μέγας Ἱλαρίων
ἐποίησεν οὕτως».
332 ΘΕΟΦΑΝΗΣ Μ. ΒΟΥΤΣΗ Λειτουργικὲς μαρτυρίες στοὺς βίους τῶν Ἁγίων,
ανέκδ. διπλωματική εργασία, Θεσσαλονίκη 2010, σσ. 56-57. Πρβλ. AL. RENTEL, «A
Comparison of the Liturgical Rites of Ordination and the Canonical Act of Deposition», όπ.π.,
σσ. 37-38.
333 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σσ. 116-117: «Ἐπειδὴ πολλά, ἤτοι ὑπὸ
ἀνάγκης, ἢ ἄλλως ἐπειγομένων τῶν ἀνθρώπων, ἐγένετο παρὰ τὸν κανόνα τὸν
ἐκκλησιαστικόν, ὥστε ἀνθρώπους ἀπὸ ἐθνικοῦ βίου ἄρτι προσελθόντας τῇ πίστει, καὶ ἐν
ὀλίγῳ χρόνῳ κατηχηθέντας, εὐθὺς ἐπὶ τὸ πνευματικὸν λουτρὸν ἄγειν, καὶ ἅμα τῷ
βαπτισθῆναι προάγειν εἰς ἐπισκοπήν, ἢ εἰς πρεσβυτέριον, καλῶς ἔδοξεν ἔχειν, τοῦ
λοιποῦ μηδὲν τοιοῦτο γίνεσθαι· καὶ γὰρ καὶ χρόνου δεῖ τῷ κατηχουμένω, καὶ μετὰ τὸ
βάπτισμα, δοκιμασίας πλείονος. Σαφὲς γὰρ τὸ ἀποστολικὸν γράμμα, τὸ λέγον· Μὴ
νεόφυτον, ἵνα μὴ τυφωθεὶς εἰς κρῖμα ἐμπέσῃ, καὶ παγίδα τοῦ διαβόλου. Εἰ δέ, προϊόντος
τοῦ χρόνου, ψυχικόν τι ἁμάρτημα εὑρεθείη περὶ τὸ πρόσωπον, καὶ ἐλέγχοιτο ὑπὸ δύο, ἢ
τριῶν μαρτύρων, πεπαύσθω ὁ τοιοῦτος τοῦ κλήρου. Ὁ δὲ παρὰ ταῦτα ποιῶν, ὡς
ὑπεναντία τῇ μεγάλῃ συνόδῳ θρασυνόμενος, αὐτὸς κινδυνεύσει περὶ τὸν κλῆρον».
164
Αποστόλων334 (4ος αιώνας) και ο 3ος της Συνόδου της Λαοδικείας (343-
381)335, που απαγορεύουν τη χειροτονία των νεοφύτων336. Και οι τρεις
κανόνες δεν κάνουν καμία αναφορά στο πόσο χρονικό διάστημα οι
υποψήφιοι πρέπει να παραμείνουν σε κάθε βαθμό, αλλά μόνο ότι οι
νεόφυτοι εμποδίζονται για να στερεωθούν στην πίστη. Με τον 80ό των
Αγίων Αποστόλων παρατηρούμε προσπάθεια νομιμοποιήσεώς τους
προβλέποντας εξαιρέσεις σε ορισμένες σπάνιες περιπτώσεις, «εἰ μήπου
κατὰ θείαν χάριν τοῦτο γίνεται»337. Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος με τον 2ο
κανόνα, μην προσδιορίζοντας τον τρόπο προβιβασμού, με τον όρο «κανὼν
ἐκκλησιαστικός» υπαινίσσεται μία άγραφη παράδοση που υπήρχε338. Ο
προβληματισμός των τριών κανόνων τοποθετείται σε θέματα πίστεως και
όχι στην απευθείας χειροτονία σε ορισμένο βαθμό. Δεν τίθεται εμπόδιο
χειροτονίας, αλλά προτρέπει τους επισκόπους να δοκιμάσουν τους
υποψηφίους ως προς τη στερεότητα της πίστεώς τους, για να
αποφευχθούν κατόπιν άτοπα. Άλλωστε βρισκόμαστε στην εποχή που
εισέρχονται μαζικά στον Χριστιανισμό εθνικοί και ιουδαίοι και η
Εκκλησία οφείλει να εφιστά την προσοχή της σε ποιους θα αναθέσει την
ύψιστη διακονία και ευθύνη της ιερωσύνης.
Πρώτη απαγόρευση αθρόων χειροτονιών έχουμε στον 10ο κανόνα
της Συνόδου της Σαρδικής (342). Επιβάλλεται με αυτόν η διέλευση όλων
των βαθμών της ιερωσύνης από τον κατώτερο κλήρο έως τον ανώτερο και
η παραμονή σε έκαστο στάδιο για εύλογο χρονικό διάστημα ως δοκιμασία
πίστεως. Συγκεκριμένα ο κανόνας αναφέρει: «Ὅσιος ἐπίσκοπος εἶπεν· Καὶ
τοῦτο ἀναγκαῖον εἶναι νομίζω, ἵνα μετὰ πάσης ἀκριβείας καὶ ἐπιμελείας
165
ἐξετάζοιτο, ὥστε ἐάν τις πλούσιος, ἢ σχολαστικὸς ἀπὸ τῆς ἀγορᾶς ἀξιοῖτο
ἐπίσκοπος γίνεσθαι, μὴ πρότερον καθίστασθαι, ἐὰν μὴ καὶ ἀναγνώστου,
καὶ διακόνου καὶ πρεσβυτέρου ὑπηρεσίαν ἐκτέλεσῃ, ἵνα καθ’ ἕκαστον
βαθμόν, ἐάν περ ἄξιος νομισθείη, εἰς τὴν ἁψῖδα τῆς ἐπισκοπῆς κατὰ
προκοπὴν διαβῆναι δυνηθείη. Ἕξει δὲ ἑκάστου τάγματος ὁ βαθμὸς οὐκ
ἐλαχίστου δηλονότι χρόνου μῆκος, δι’ οὗ ἡ πίστις αὐτοῦ, καὶ ἡ τῶν τρόπων
καλοκἀγαθία, καὶ ἡ στερρότης, καὶ ἡ ἐπιείκεια, γνώριμος γενέσθαι
δυνήσεται· καὶ αὐτὸς ἄξιος τῆς θείας ἱερωσύνης νομισθεὶς τῆς μεγίστης
ἀπολαύσει τιμῆς. Οὔτε γὰρ προσῆκόν ἐστιν, οὔτε ἡ ἐπιστήμη, οὔτε ἡ
ἀγαθὴ ἀναστροφὴ ἐπιδέχεται, τολμηρῶς καὶ κούφως ἐπὶ τούτῳ ἰέναι,
ὥστε ἢ ἐπίσκοπον, ἢ πρεσβύτερον, ἢ διάκονον προχείρως καθίστασθαι·
οὕτω γὰρ ἂν εἰκότως νεόφυτος νομισθείη· ἐπειδὴ μάλιστα καὶ ὁ
μακαριώτατος Ἀπόστολος, ὃς καὶ τῶν ἐθνῶν ἐγένετο διδάσκαλος,
φαίνεται κωλύσας ταχείας γίνεσθαι τὰς καταστάσεις· τοῦ γὰρ μηκίστου
χρόνου ἡ δοκιμασία, τὴν ἀναστροφήν, καὶ τὸν ἑκάστου τρόπον οὐκ
ἀπεικότως ἐκτυποῦν δυνήσεται. Ἅπαντες εἶπον ἀρέσκειν αὐτοῖς, καὶ
καθάπαξ μὴ δεῖν ἀνατρέπειν ταῦτα»339.
Με τη Σύνοδο αυτήν εισάγεται η αρχή της διελεύσεως από όλους
τους κατωτέρους βαθμούς για την κατάληψη των ανωτέρων βαθμών της
ιερωσύνης. Ο κανόνας αυτός υπαγορεύει την παραμονή σε όλους τους
βαθμούς μόνο για τον «πλούσιον» και τον «σχολαστικόν», για να
προστατεύσει την άνοδο στην αρχιερατεία ανθρώπων φιλοδόξων και όχι
λόγω μιας ιεραρχικής θεωρήσεως της ιερωσύνης. Με τον όρο «πλούσιος»
νοείται ο άνθρωπος που απολαμβάνει πλούσια τα αγαθά, ενίοτε δε
καταδυναστεύοντας τους αδυνάτους, ενώ «σχολαστικός» είναι ο
δικηγόρος, αρκούντως μορφωμένος για να αναλάβει υψηλά πολιτικά
αξιώματα. Και οι δύο τάξεις μπορούσαν ως κληρικοί να υποστηρίζουν και
τον κλήρο και τον λαό επιτυχώς. Συνέπεια όμως τούτου ήταν να
προτιμώνται οι τάξεις αυτές διότι οι υπ’ αυτούς απέβλεπαν στα ιδιοτελή
τους συμφέροντα340. Επιπλέον μπορούσαν μεν να είναι πιστοί άνθρωποι,
αλλά να επιβάλλονταν από την πολιτική εξουσία σε θέσεις υψηλές της
166
Εκκλησίας, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας και προσωπικής
φιλοδοξίας. Βάση του κανόνα αυτού ήταν η προτροπή του αποστόλου
Παύλου περί νεοφύτων. Στην Εκκλησία, εκτός των νεοφύτων, υπήρχαν οι
κατηχούμενοι, για τους οποίους αναφέρει η σύνοδος της Νικαίας, και οι
λαϊκοί ή μοναχοί, για τους οποίους αναφέρει η Πρωτοδευτέρα Σύνοδος. Η
παραμονή επιπλέον στους κατωτέρους βαθμούς ήταν βαθμίδες
δοκιμασίας και όχι μία υποχρεωτική κλίμακα που θα έπρεπε να ανέλθει ο
υποψήφιος ιερέας. Δεν προσδιορίζεται όμως κανένα χρονικό διάστημα
προκειμένου να ελεγχθεί η πίστη, η καλοκαγαθία, η στερεότητα, η
επιείκεια341.
Ο Κύριλλος Αλεξανδρείας, στον 4ο κανόνα του, επίσης εμποδίζει
την ένταξη στον κλήρο των νεοφύτων και των εκβεβλημένων από
Αρχιερέα ή από Μονή, καθώς και τους διαβεβλημένους342. Και εδώ τίθεται
η αναγκαιότητα της προτέρας δοκιμασίας στην πίστη, ουδεμία όμως
αναφορά γίνεται περί αθρόας προαγωγής.
Τελευταίος κανόνας που αναφέρεται στο θέμα αυτό με ρητή
απαγόρευση είναι ο 17ος της Πρωτοδευτέρας (861) που καταγράφει τα
ακόλουθα: «Ἐν πᾶσι τῆς ἐκκλησιαστικῆς εὐταξίας φροντίζοντες, καὶ
τοῦτο ὁρίσαι ἀναγκαῖον ἐθέμεθα. Ὥστε τοῦ λοιποῦ μηδένα τῶν λαϊκῶν ἢ
μοναχῶν ἀθρόον εἰς τὸ τῆς ἐπισκοπῆς ὕψος ἀνάγεσθαι, ἀλλ’ ἐν τοῖς
ἐκκλησιαστικοῖς βαθμοῖς ἐξεταζόμενον πρότερον, οὕτω τῆς ἐπισκοπῆς
τὴν χειροτονίαν ὑποδέχεσθαι. Εἰ γὰρ καὶ μέχρι τοῦ νῦν ἀπὸ τῶν λαϊκῶν ἢ
167
μοναχῶν τινες, ἀπαιτούσης χρείας, παραυτίκα τιμῆς ἄξιοι γεγόνασιν
ἐπισκοπικῆς, ἀρετῇ τε διαπρέψαντες καὶ τὰς κατ’ αὐτοὺς ἐκκλησίας
ὑψώσαντες, ἀλλὰ τό γε σπάνιον οὐδαμοῦ νόμον τῆς Ἐκκλησίας τιθέμενοι,
ὁρίζομεν τοῦ λοιποῦ μηκέτι τοῦτο γίνεσθαι, εἰ μὴ κατὰ λόγον ὁ
χειροτονούμενος διὰ τῶν ἱερατικῶν προέλθοι βαθμῶν, ἐν ἑκάστῳ τάγματι
τὸν νενομισμένον χρόνον ἀποπληρῶν». Η Σύνοδος διατάσσει την
υποχρεωτική διέλευση από όλους τους βαθμούς με παραμονή εκάστου
για εύλογο χρονικό διάστημα, ακόμη και αν ο λαϊκός ή ο μοναχός
διακρίνεται για το αδαμάντινο του χαρακτήρα του343. Ο κανόνας αυτός
ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα πιέσεων των λεγάτων του πάπα Νικολάου
Α΄ (ο ίδιος είχε χειροτονηθεί αθρόον από καρδινάλιος διάκονος σε πάπα)
και στο πλαίσιο της αντιπαραθέσεώς του με τον πατριάρχη Φώτιο.
Αργότερα ο κανόνας φαίνεται να ακυρώθηκε από τη Φωτειανή Σύνοδο
(879-880) τασσομένη υπέρ των αθρόων χειροτονιών. Στη Σύνοδο έγινε
ενδελεχής συζήτηση επί του θέματος, χωρίς να εκδοθεί ακριβής κανόνας.
Οι κανόνες μάλλον τάσσονται υπέρ των αθρόων χειροτονιών, αφού
τονίζεται στον πρώτο κανόνα η ισοτιμία των θρόνων
Κωνσταντινουπόλεως και Ρώμης και υποστηρίζεται ότι κάθε θρόνος
πρέπει να διατηρεί τα έθη του344.
Ο Ιουστινιανός καθορίζει με την 123η Νεαρά (κεφ. 1ο) το διάστημα
που πρέπει να παραμείνει σε κατωτέρους του αρχιερέως βαθμούς ο
υποψήφιος, προτού χειροτονηθεί επίσκοπος, σε τρεις μήνες345. Ο
«Ο 5ος κανόνας της αντιφωτειανής Συνόδου 869/870, που δεν ισχύει στους Ορθοδόξους,
ορίζει το ελάχιστο χρονικό όριο παραμονής σε κάθε βαθμό. Οι αποφάσεις της
ανατράπηκαν από τη μετά μία δεκαετία φωτειανή Σύνοδο του 879/880. Στη Δυτική
Εκκλησία, για να χειροτονηθεί κάποιος υποδιάκονος, πρέπει να παρέλθει τουλάχιστον
ένα έτος από την απόκτηση της ιδιότητας του κατωτέρου κλήρου, για τον διάκονο και τον
πρεσβύτερο τρίμηνο από τη χειροτονία στον κατώτερο βαθμό και για τον επίσκοπο
πενταετία από την εις πρεσβύτερον χειροτονία του».
345 R. SCHOELL-G KROLL, Corpus Juris Civilis, τ. Γ΄, Βερολίνο 1895, σ. 595: «Δίδομεν
δὲ ἄδειαν τοῖς τὰ ψηφίσματα ποιουμένοις, εἴ τινα κοσμικὸν δίχα βουλευτοῦ καὶ ταξεώτου
ἄξιον τῆς προειρημένης ἐπιλογῆς εἶναι νομίσουσιν, τὸν τοιοῦτον ἅμα ἄλλοις δύο
168
Βαλσαμών προσδιορίζει την παραμονή σε έκαστο βαθμό σε επτά
ημέρες346. Ο δε Γρηγόριος Θεολόγος προσδιορίζει την τελείωση του ιερέως
στο διάστημα επίσης των επτά ημερών347. Ο Νικήτας ο χαρτοφύλαξ, αν
και θεωρεί ευκταία τη μεσολάβηση επτά ημερών, μεταξύ των δύο
χειροτονιών, αρκείται στη μία νύκτα348. Ομοίως ο Συμεών Θεσσαλονίκης
τονίζει ότι ο κληρικός θα πρέπει να παραμείνει τουλάχιστον επτά ημέρες
στους κατωτέρους βαθμούς «διὰ τὴν τιμὴν τῶν χαρισμάτων τοῦ
Πνεύματος καὶ ὡς ἂν εἰς ἕξιν ἔλθῃ τοῦ ἔργου»349. Το στάδιο της
δοκιμασίας στα ασκητικά κείμενα, ιδίως σε αυτά του Corpus Dionysiacum,
συνδέεται με τις βαθμίδες της πνευματικής τελειώσεως350. Ο κάθε βαθμός
κληρικοῖς ἢ μοναχοῖς ἐπιλέξασθαι, οὕτω μέντοι ἵνα ὁ κοσμικὸς ὁ τοιούτῳ τῷ τρόπῳ εἰς
ἐπισκοπὴν ἐπιλεγεὶς μὴ εὐθέως ἐπίσκοπος χειροτονηθῇ, ἀλλὰ πρῶτον τοῖς κληρικοῖς οὐκ
ἔλλατον τριῶν μηνῶν συναριθμηθῇ, καὶ οὕτω τοὺς ἁγίους κανόνας καὶ τὴν ἱερὰν τῆς
ἐκκλησίας λειτουργίαν διδαχθεὶς ἐπίσκοπος χειροτονηθῇ· ὁ γὰρ ἄλλους ὀφείλων
διδάσκειν παρ’ ἑτέρων μετὰ τὴν χειροτονίαν διδάσκεσθαι οὐκ ὀφείλει».
346 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 703: «Νομίζω δὲ ἐκ τούτου, μηδὲν εἶναι τὸ
ἐμποδὼν τῇ ἐπιλύσει τῆς ἀμφιβολίας· διὸ καὶ καταφεύγω εἰς τὸ παρὰ τοῦ ἁγίου πατρὸς
ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ὑποτυπωθὲν χάριν τῆς τελειώσεως τῶν ἱερέων, καὶ λέγω,
ἐξ ἀνάγκης ὀφείλειν δι’ ἑπτὰ ἡμερῶν τὴν ἑκάστου βαθμοῦ τελειοῦσθαι χειροτονίαν».
347 Εἰς τήν Πεντηκοστήν, Λόγος ΜΑ΄, Δ΄. PG 36, 433C: «Τοῦ δὲ αὐτοῦ, οἶμαι,
δόγματος (ἵνα μὴ λέγω τὴν ἑπτάκαυλον καὶ ἑπτάλυχνον τοῦ ναοῦ λυχνίαν) ἐν ἑπτὰ μὲν
ἡμέραις ὁ ἱερεὺς τελειούμενος, ἐν ἑπτὰ δὲ ὁ λεπρὸς καθαιρόμενος, ἐν τοσαύταις δὲ ὁ
ναὸς ἐγκαινιζόμενος».
348 ΝΙΚΗΤΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, «Ἀπόκρισις 17», Βυζαντινά Χρονικά 2 (1962) 385-
386. Βλ. και ΜΑΝΟΥΗΛ ΓΕΔΕΩΝ, «Κανονικῆς συλλογῆς ἐφόλκιον», Ἐκκλησιαστικὴ
Ἀλήθεια 40 (1916) 3. Προφανώς ο Νικήτας αποδοκιμάζει της διαδοχικές χειροτονίες εντός
της ιδίας ημέρας αναφερόμενος στον βίο του πατριάρχη Ιγνατίου που συντάχθηκε από
τον Νικήτα Παφλαγόνα, αντίπαλο του Φωτίου (PG 105, 512). Βλ. και ΑΘ. Π.
ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Θέματα Βυζαντινοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, Ἐνδιαφέροντα τὴν
Σύγχρονον Πρακτικήν, όπ.π., σ. 28.
349 ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Διάλογος, κεφ. ΣΟϚ΄. PG 155, 384D. Βλ. και ΤΟΥ
ΙΔΙΟΥ, Διάλογος, κεφ. ΣΠΔ΄. PG 155, 393CD: «Καὶ εὐλογίαν λαβὼν ἄπεισιν, ἄχρι τῆς
ἑβδόμης καθ’ ἡμέραν ἱερουργῶν, ὡς τετύπωται, ἵνα καὶ πρὸς τὸ ἔθος ἔλθῃ, καὶ
ἀδιάκοπος ἡ τῆς ἱερωσύνης ἐνέργεια τῇ ἑβδομάδι τῶν ἡμερῶν διαμείνῃ, δι’ ἧς ἡ παροῦσα
πᾶσα οἰκονομεῖται ζωή, ὡς ἂν τοῦτο τὸ ἕργον ἐπιμελῶς ἐνεργήσας ἐν τῷ παρόντι, εἰς τὴν
ἄληκτον ἐκείνην ἱερουργίαν καὶ ἄμεσον κοινωνίαν τοῦ Χριστοῦ καταντήσῃ· ἀλλὰ καὶ ὡς
πνευματικὸν λαβὼν μέγα χάρισμα, κατὰ τὸν ἀριθμὸν τῶν τοῦ Πνεύματος χαρισμάτων,
καὶ ἐν ἡμέραις ἴσαις ὀφείλει ἀδιαστάτως ἐνεργεῖν τὰ τῆς χάριτος, ὡς προγέγραπται».
350 Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας. PG 3, 369 εξ. έκδ. G. Heil und A. M.
Ritter, Corpus Dionysiacum II: Pseudo-Dionysius Areopagita, De Coelesti Hierarchia, De
Ecclesiastica Hierarchia, De Mystica Theologia, Epistulae [Patristische Texte und Studien 36],
Berlin – New York 1991, σ. 93εξ.
169
είναι τέλειος και αυτοτελής, ενώ οι κατώτεροι είχαν ως στόχευση την
προετοιμασία σε σχέση με αυτήν του επισκόπου, ώστε να αποκτήσει
επαρκή εμπειρία351.
Εκ πρώτης όψεως, βάσει των ιερών τούτων κανόνων, αναφαίνεται η
απαγόρευση των αθρόων χειροτονιών. Μία εμβριθής όμως μελέτη, σε
σχέση με το ιστορικό πλαίσιο της διαμορφώσεως των κανόνων και τη
θεολογική σκέψη της Ανατολής, αποδεικνύει το αντίθετο.
Η Δυτική Εκκλησία, έχοντας μία νομική θεώρηση των χειροτονιών,
μη θεωρώντας τες ως πράξη της κοινότητας που εντάσσει τα διάφορα
λειτουργήματα μέσα στο ευχαριστιακό σώμα της Εκκλησίας ανάλογα με
τα χαρίσματα των μελών της, έβλεπε ως ορθό τη βαθμιαία προαγωγή σε
όλους τους βαθμούς της ιερωσύνης. Στο πλαίσιο αυτό μία γραμμική
θεώρηση της ιερωσύνης, για την απόκτηση κάποιου βαθμού, είναι άκυρη.
Η αρχαία πράξη προέβλεπε χειροτονία απευθείας στον βαθμό στον οποίο
κρινόταν ότι απαιτούσε το χάρισμα του υποψηφίου, διότι πίστευε ότι το
Άγιο Πνεύμα, ως Πνεύμα κοινωνίας, εντάσσει τα ποικίλα χαρίσματα των
πιστών στο σώμα της Εκκλησίας, χωρίς να κάνει διάκριση μεταξύ
ανωτέρων και κατωτέρων βαθμών της ιερωσύνης352. Στη Δύση τον τέταρτο
αιώνα υπήρξαν οι «schola lectorum»353, πυρήνας του μελλοντικού δυτικού
σεμιναρίου, σχολές στις οποίες φοιτούσε ο υποψήφιος κληρικός και, για
εκπαιδευτικούς λόγους, διερχόταν όλους τους βαθμούς του κατωτέρου
κλήρου, οι οποίοι και γινόταν βαθμοί αναμονής για τον ανώτερο κλήρο354,
αντίθετα με την έως τότε παράδοση κατά την οποία ο υποψήφιος
εντασσόταν στο ανάλογο με τα χαρίσματά του και τις ανάγκες της
Εκκλησίας λειτούργημα355. Η πράξη αυτή δηλαδή είχε Πνευματολογική
βάση356.
170
Η ιεραρχία στην Εκκλησία δεν συγκροτείται κατά τα κοσμικά
πρότυπα357, μία πυραμιδική δηλαδή ιεραρχία που εμπεριέχει την έννοια
της εξουσίας, της καταδυναστεύσεως, αλλά κατά το πρότυπο της Αγίας
Τριάδoς, μία σχέση ισότιμων προσώπων, όπου το κάθε πρόσωπο διατηρεί
την ιδιαιτερότητά του. Αίτιο υπάρξεως της Τριάδος είναι μόνο ο Πατέρας,
ο οποίος γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Πνεύμα. Οι υποστάσεις, ως
ομοούσιες και άκτιστες, κοινωνούν κατά την ταυτότητα ή κοινότητα της
171
μίας ουσίας358. Η ιεραρχία αυτή στην Τριαδική Θεότητα κατανοείται στο
πλαίσιο της αγαπητικής κοινωνίας των προσώπων και όχι ως ιεράρχηση
ανωτέρων και κατωτέρων προσώπων, υπάρχει δηλαδή διαφορά ρόλων –
προσωπική ετερότητα εν ενότητι359. Στην εκκλησιολογία η πυραμιδική
θεώρηση της Αγίας Τριάδος οδηγεί στον υπερτονισμό της Χριστολογίας
(του ιδρυματικού χαρακτήρα της Εκκλησίας) έναντι της Πνευματολογίας,
με αποτέλεσμα να μην κατανοείται το Άγιο Πνεύμα ως Πνεύμα
κοινωνίας επιτρέποντας τη σωστή ισορροπία του ενός και των πολλών σε
όλα τα εκκκλησιολογικά επίπεδα360. Με την τριαδολογική αυτήν ερμηνεία,
όλοι οι πιστοί με το βάπτισμά τους αποκτούν συγκεκριμένα χαρίσματα,
διότι το βάπτισμα είναι ένα είδος χειροτονίας στο ειδικό τάγμα των
λαϊκών361 και ανάλογα με αυτά αναλάμβαναν ιδιαιτέρους ρόλους με
χειροθεσία ή χειροτονία. Όλοι κατείχαν ένα χάρισμα, ένα ειδικό
διακόνημα στην ευχαριστιακή κοινότητα. Όπως στην περίπτωση των
προσώπων της Αγίας Τριάδος υφίσταται το ένα σε σχέση με το άλλο, έτσι
το κάθε λειτούργημα στο σώμα της Εκκλησίας κατέχει τα δικά του
αυθύπαρκτα ιδιώματα, τα οποία δεν συγχέονται μεταξύ τους. Υπό αυτήν
την έννοια δεν εκλαμβάνονται ως κατώτερα και ανώτερα λειτουργήματα
και φυσικά το ένα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως βαθμίδα για το άλλο. Το
βίωμα αυτό αποδεικνύεται και από τις ευχές χειροτονίας των
172
κανονικολειτουργικών συλλογών της αρχαίας Εκκλησίας, όπου δεν
προϋποτίθεται για να χειροτονηθεί κάποιος σε οιονδήποτε βαθμό η
διάβαση από όλους τους προηγουμένους βαθμούς της ιερωσύνης, αλλά η
απευθείας χειροτονία στον βαθμό που κρίνεται ότι αξίζει να υπηρετήσει
βάσει των χαρισμάτων του362. Με τη μη per saltum χειροτονία που
επικράτησε τελικά σε Δύση και Ανατολή, κατά την οποία ο υποψήφιος δεν
εντάσσεται σε συγκεκριμένο κατ’ ευθείαν λειτούργημα, αλλά γίνονται
διαδοχικά χειροτονίες σε όλους τους βαθμούς ανά ημέρα, δεν αποκτάται
εμπειρία από τον κληρικό, αλλά απλώς τηρείται ο τύπος και όχι το
πνεύμα των ιερών κανόνων363.
Παραπάνω διεξήλθαμε ιερούς κανόνες που αναφέρονται στις
αθρόες χειροτονίες και τη χειροτονία των νεοφύτων. Μία πρώτη θεώρησή
τους, αν γίνει με δικανική σκέψη, θα δικαιώσει τη Δυτική άποψη περί των
χειροτονιών και την απαγόρευση των αθρόων. Από πληροφορίες και
αγιολογικές πηγές δεν προκύπτει πόσος χρόνος θα έπρεπε να παρέλθει
μεταξύ των χειροτονιών από τον έναν βαθμό στον άλλον, κατά πόσο
δηλαδή εφαρμοζόταν στην πράξη ο 10ος κανόνας της Σαρδικής και οι
άλλοι σχετικοί κανόνες. Από τις ίδιες πάλι πηγές μαρτυρείται ότι
πρόσωπα που διακρίνονταν για τα χαρίσματά τους χειροτονούνταν
απευθείας πρεσβύτεροι ή επίσκοποι364.
362 Ἀποστολικαὶ Διαταγαὶ VIII, 5, 6· 16, 4· 18,2, έκδ. M. METZGER, Les Constitutions
apostoliques, t. III, SC 336, σσ. 146, 218, 220: «ἐπὶ τὸν δοῦλόν σου τόνδε, ὃν ἐξελέξω εἰς
ἐπισκοπήν (Funk: ἐπίσκοπον)», «ἔπιδε ἐπὶ τὸν δοῦλόν σου τοῦτον, τὸν ψήφῳ καὶ κρίσει
τοῦ κλήρου παντὸς εἰς πρεσβυτέριον ἐπιδοθέντα», «ἐπίφανον τὸ πρόσωπόν σου ἐπὶ τὸν
δοῦλόν σου τόνδε, τὸν προχειριζόμενόν σοι εἰς διακονίαν». Βλ. και έκδ. FR. X. FUNK,
Didascalia et Constitutiones Apostolorum, vol. I, όπ.π., σσ. 476, 522, 524. Πρβλ. και W. H.
FRERE, «Early Ordination Services», The Journal of Theological Studies 16 (1915) 323-371. Βλ.
Πρεσβ. ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΖΥΜΑΡΗ, Ἡ Ἱστορική, Δογματικὴ καὶ Κανονικὴ σπουδαιότης τῆς
Συνόδου Κωνσταντινουπόλεως (879-880), όπ.π., σσ. 124-125. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, «Τὸ φαινόμενον
τῆς ἀθρόον χειροτονίας», όπ.π., σσ.226-228. Βλ. και Ἀποστολικαὶ Διαταγαὶ VIII, 1, έκδ. M.
METZGER, Les Constitutions apostoliques, t. III, SC 336, σσ. 124-134. Και έκδ. FR. X. FUNK,
Didascαlia et Constitutiones Apostolorum, volume I, Paderbornae 1905, σσ. 460-466.
363 Πρεσβ. ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΖΥΜΑΡΗ, Ἡ Ἱστορική, Δογματικὴ καὶ Κανονικὴ σπουδαιότης
τῆς Συνόδου Κωνσταντινουπόλεως (879-880), όπ.π., σ. 139. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, «Τὸ φαινόμενον τῆς
ἀθρόον χειροτονίας», όπ.π., σ. 243. Πρβλ. JOHN ST. H. GIBAUT, «The Cursus Honorum
and the Western Case Against Photius», Logos: A journal of Eastern Christian Studies 37 (1996)
35-73.
364 ΒΑΣ. ΛΕΟΝΤΑΡΙΤΟΥ, «Πληροφορίες ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου στὶς ἁγιολογικές
πηγὲς τοῦ 4ου αἰώνα», όπ.π., σ. 22 και υποσ. 131. Αγιολογικά παραδείματα αθρόων και
per saltum χειροτονιών βλ. στα Θ. Ξ. ΓΙΑΓΚΟΥ, «Κανονικὲς μαρτυρίες περὶ χειροτονίας
173
Από τα πρώτα κλασσικά παραδείγματα του τρίτου αιώνα, εποχή
που ακόμη δεν είχε καταγραφεί ουδεμία αναφορά από Σύνοδο περί per
saltum χειροτονιών, παρά μόνο οι σχετικοί κανόνες περί νεοφύτων, είναι
του Ωριγένους365, Νοουάτου366, και Κυπριανού367. Παρόλα αυτά τον 4ο
αιώνα, κατά την καταγραφή του 10ου κανόνα της Σαρδικής, εφαρμόζονται
οι per saltum χειροτονίες, όπως των Παχωμίου368, Υπατίου369 και
Αγαπητού370. Η συνήθης πράξη πρέπει να ήταν η χειροτονία διά της
174
υπερβάσεως των βαθμών, ιδίως όταν συνέτρεχαν ποιμαντικοί λόγοι, όπως
των Αβραμίου του αναχωρητού371, Γρηγορίου του Θεολόγου372, Πολυβίου373,
αὐτοῦ ἀπολιπόντος, ὁ μέγας οὗτος ψήφῳ Θεοῦ καὶ ἱερέων καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ
ἀρχιερεὺς Συνάου ἀναδείκνυται». PAPADOPOULOU - KERAMEUS, Varia Graeca Sacra,
Πετρούπολη 1909, σ.118, LATYŠEV I, σ. 96: «Ἔνθεν τοι τὴν μονήν, ᾗ καὶ πρότερον
ἐνησκεῖτο, καταλαβεῖν ἐπειγόμενος τῇ πόλει πρότερον παραβάλλει, τῷ ἀπλάστῳ τοῦ
ἤθους καὶ τῷ ταπεινῷ σεμνυνόμενος. Συνάξεως οὖν (οὕτω συμβὰν) τηνικαῦτα
τελουμένης θείας καὶ δεσποτικῆς ἑορτῆς, ἀπαντᾷ πρὸς τὴν ἐκκλησίαν οὗτος. Ὁ γοῦν
ταύτης ἐπίσκοπος πεῖράν τινα τούτῳ προσάγων ὑπομονῆς, τοῦ ναοῦ τοῦτον ἐξάγει διά
τινος τῶν διακονούντων. Γέγονε τοῦτο καὶ ὁ ἅγιος ἐνδοτέρω πάλιν εἰσελθὼν ἔστη· ὡς δὲ
δὶς καὶ τρὶς τοῦτο γέγονε καὶ αὐτὸς ἔγγιστά που τοῦ βήματος εἰσιὼν ἔστη, μηδὲν τὸ
σύνολον, ἐφ’ οἷς ὑπέμεινε, σκυθρωπάσας, θαῦμα τὸν ἐπίσκοπον εἶχε καὶ ἅμα τὴν τοῦ
ἀνδρὸς ἀρετὴν δήλην ἐνεποίει τῷ πλήθει, καὶ τοῦτον ἀποκειράμενος τῷ τῆς ἱερωσύνης
κατεκόσμησεν ἀξιώματι· ἐρημικὸν γὰρ εἶχεν εἰσέτι τὸ σχῆμα».
371 PG 115, 53: «Τοιαύταις συμβουλαῖς τε καὶ ὑποθήκαις, τοιούτοις ὑποφωνήμασι,
πεισθεὶς ὁ Ἀβράμιος, ἠκολούθει πρὸς τὴν πόλιν τῷ ἐπισκόπῳ, κἀκείνου τελέσαντος ἐπ’
αὐτῷ τὰ εἰκότα καὶ οὕτω τέλειον αὐτὸν ἀναδείξαντος ἱερέα, εἶτα καὶ σὺν ἅμα τῷ κλήρῳ
παντὶ καὶ τῷ λαῷ τοῦτον προπέμψαντος, τὴν προκειμένην ἐκεῖθεν ὁδὸν ἤρχετο, πολλά
μεταξὺ δάκρυα καλούμενος».
372 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ, Βίος τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ
Θεολόγου, ἐπισκόπου Ναζιανζηνοῦ. PG 35, 260AB: «Ἐπειδὴ δὲ ὁ πατὴρ εἰς ἱερέα
προβάλλεται τὸν υἱον, χειροτονήσας πρεσβύτερον βίᾳ τε καὶ μόλις εἴξαντα τί ποιεῖ;».
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ἔπος ΙΑ΄, Περὶ τὸν ἑαυτοῦ βίον 337-364. PG 37, 1052-1054: «ὁ γὰρ
πατήρ με, καίπερ ἀκριβέστατα γνώμην γινώσκων τὴν ἐμήν, οὐκ οἶδ’ ὅθεν, ἴσως δὲ
φίλτρῳ πατρικῷ κινούμενος (δεινὸν δὲ φίλτρον ἐστὶ σὺν ἐξουσίᾳ), ὡς ἂν κατάσχοι ταῖς
πέδαις τοῦ πνεύματος ὧν τ’ εἶχε τιμήσειε τοῖς ἀμείνοσιν, κάμπτει βιαίως εἰς θρόνων τοὺς
δευτέρους. οὕτω μὲν οὖν ἤλγησα τῇ τυραννίδι (οὔπω γὰρ ἄλλως τοῦτ’ ὀνομάζειν ἰσχύω,
καί μοι τὸ θεῖον πνεῦμα συγγιγνωσκέτω οὕτως ἔχοντι), ὥστε πάντων ἀθρόως, φίλων,
φυσάντων, πατρίδος, γένους λυθείς, ὡς οἱ μύωπι τῶν βοῶν πεπληγότες, εἰς Πόντον
ἦλθον τῆς ἀνίας φάρμακον θήσων ἐμαυτῷ τῶν φίλων τὸν ἔνθεον. ἐκεῖ γὰρ ἤσκει τὴν
θεοῦ συνουσίαν, νέφει καλυφθεὶς ὡς σοφῶν τις τῶν πάλαι· Βασίλειος οὗτος ἦν, ὃς ἐν
ἀγγέλοις τὰ νῦν. τούτῳ τὸ λυποῦν ἐξεμάλθασσον φρενός. Ἐπεὶ δ’ ὁ μὲν γήρᾳ τε κάμνων
καὶ πόθῳ ἐδεῖτο πολλὰ παιδὸς ὁ χρηστὸς πατὴρ τιμὴν παρασχεῖν ταῖς τελευταίαις
πνοαῖς». Βλ. και Εἰς τὸ Ἅγιον Πάσχα καὶ εἰς τὴν βραδυτῆτα, Λόγος Α΄. PG 35, 396 εξ.
Ἀπολογητικὸς τῆς εἰς τὸν Πόντον φυγῆς ἕνεκεν, καὶ αὖθις ἐπανόδου ἐκεῖθεν, μετὰ τὴν τοῦ
πρεσβυτέρου χειροτονίαν, ἐν ᾧ τί τὸ τῆς ἱερωσύνης ἐπάγγελμα, Λόγος Β΄. PG 35, 408 εξ.
Πρὸς τοὺς καλέσαντας καὶ μὴ ἀπαντήσαντας, Λόγος Γ΄. PG 35, 517 εξ. Πρβλ. Ἔπος ΙΒ΄, Εἰς
ἑαυτὸν καὶ περὶ ἐπισκόπων 155-174. PG 37, 1177-1178 και Ἔπος ΙΒ΄, Εἰς ἑαυτὸν καὶ περὶ
ἐπισκόπων 380. PG 37, 1193, όπου παρουσιάζεται η ανεξέταστη αθρόα αναβίβαση
αναξίων προσώπων στον κλήρο.
373 Βίος Ἁγίου Ἐπιφανίου, ΜΓ΄. PG 41, 80AB: «Ποτὲ οὖν ὄντων ἡμῶν ἐν τῷ οἴκῳ, καὶ
μηδενὸς ὄντος ἑτέρου, εἶπεν πρός με ὁ Ἐπιφάνιος· Τέκνον Πολύβιε, ἐπειδὴ χείαν ἔχει ἡ
Ἐκκλησία πρεσβυτέρου εἰς τὸν τόπον τοῦ Πατρός ἡμῶν Ἰωάννου, θέλω σε, τέκνον, εἶναι
175
κάποιου ανώνυμου νεοφωτίστου374 που αναφέρει ο Επιφάνιος Κύπρου και
Παρθενίου επισκόπου Λαμψάκου375 και του Αβραάμη376 από τον επόμενο
αιώνα. Παρόλα αυτά παρατηρούμε μία προσπάθεια να τηρηθεί η πράξη
της Σαρδικής, να διέλθει ο υποψήφιος από όλους τους βαθμούς, πράγμα
που τονίζεται σε ορισμένους βίους, ίσως για να κατασταλεί η αντίθετη
πράξη377. Έτσι στον βίο του Μαρκιανού, του οικονόμου της Μεγάλης
Εκκλησίας (†388), τονίζεται: «τοὺς οὖν μεταξὺ τῶν ἱερέων βαθμοὺς (ἐπεὶ
μηδὲν ἦν τὸ κωλῦον, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον τὸ πρὸς τὰ μείζω χωρεῖν
ἐκκαλούμενον), πάντας ἐν βραχεῖ διελθών, καιροῦ καλοῦντος καὶ τῷ
καταλόγῳ τῶν πρεσβυτέρων ἐντάττεται»378. Όμοίως και στον βίο του
Ανθίμου (5ος αι.) αναφέρεται ότι «.... καὶ Ἀνθίμῳ τῷ μεγάλῳ καὶ θαυμαστῷ
ἀνδρὶ τότε δεκάνῳ ὄντι ἐν ὀρδίνῳ τοῦ θείου παλατίου, ἔπειτα δὲ διακόνῳ
ἐν τῇ τάξει ἐκείνου. ..... Ὅτε δὲ ἐπληρώθη πᾶσα ἡ ἀκολουθία, τότε ἀπέστειλεν ἕνα τῶν
διακόνων, καὶ ἤγαγέν με ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ ἐχειροτόνησέ με πρεσβύτερον».
374 Βίος Ἁγίου Ἐπιφανίου, ΚΕ΄. PG 41, 56ΑΒ: «Λαβὼν δὲ αὐτὸν καὶ ἐμὲ Ἐπιφάνιος,
ἐπορεύθημεν πρὸς τὸν μέγαν Ἱλαρίωνα, καὶ ἐβάπτισεν αὐτόν. Καὶ ἐποιήσαμεν ἐν τῷ
μοναστηρίῳ τοῦ μεγάλου Ἱλαρίωνος κ΄ ἡμέρας. Παρεκάλεσεν δὲ Ἐπιφάνιος τὸν μέγαν
Ἱλαρίωνα ἀποστεῖλαι μετὰ τοῦ Ἐπιφανίου τοῦ καὶ φιλοσόφου ἕνα τῶν ἀδελφῶν ἐν
Ἐλευθεροπόλει, ὅπως ποιήσει αὐτὸν ὁ ἐπίσκοπος πρεσβύτερον. Καὶ δὴ ὁ μέγας Ἱλαρίων
ἐποίησεν οὕτως».
375 Βίος καὶ πολιτεία τοῦ Ἁγίου πατρός ἡμῶν Παρθενίου. PG 114, 1348B: «ὁ τῆς
Μελίτου πόλεως ὁσιώτατος ἐπίσκοπος τοὔνομα Φίλητος ἀκούσας τὰ κατὰ τὸν ὅσιον
Παρθένιον, προσκαλεσάμενος αὐτὸν καὶ πολλὰ παραινέσας, μετὰ πολλῆς ἀνάγκης
χειροτονεῖ αὐτὸν πρεσβύτερον καὶ περιοδευτήν τῆς αὐτῆς Μελίτου πόλεως ἁγίας
Ἐκκλησίας»· LATYŠEV I, σ. 20· LATYŠEV I, σ. 304. Αργότερα χειροτονήθηκε επίσκοπος
Λαμψάκου.
376 ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ, Φιλόθεος Ἱστορία, ΙΖ΄. Ἀβραάμης. PG 82, 1421BC: «Καὶ
τῆς οἰκοδομίας, δεξαμένης τὸ πέρας, ἱερέα δέξασθαι παρηγγύα. Ἐπεὶ δὲ ἔλεγον ὡς
ἕτερον οὐκ ἂν ἕλοιντο, αὐτὸν δὲ καὶ πατέρα καὶ ποιμένα λαβεῖν ἱκέτευον, δέχεται τῆς
ἱερωσύνης τὴν χάριν. Καὶ τρία συγγενόμενος αὐτοῖς ἔτη, καὶ πρὸς τὰ θεῖα ποδηγήσας
καλῶς, ἕτερον ἀντ’ αυτοῦ τῶν συνόντων προβληθῆναι παρασκευάσας, πάλιν τὸ
μοναχικὸν κατέλαβε καταγώγιον». SEC 46620: «καὶ αὐτὸν ἱερέα αὐτῶν γενέσθαι
καταναγκάζουσιν».
377 ΘΕΟΦΑΝΗΣ Μ. ΒΟΥΤΣΗ, Λειτουργικὲς μαρτυρίες στοὺς βίους τῶν Ἁγίων,
όπ.π., σ. 50.
378 PG 114, 432C. Και Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΚΕΡΑΜΕΩΣ, Βίος τοῦ ἐν ἁγίοις
πατρὸς ἡμῶν Μαρκιάνου γενομένου πρεσβυτέρου καὶ οἰκονόμου τῆς μεγάλης ἐκκλησίας
Κωνσταντινουπόλεως [Ἀνάλεκτα Ἱεροσολυμιτικῆς Σταχυολογίας Δ΄], ἐν Πετρουπόλει
1897, σ. 260: «τοῦς δὲ τεταγμένους βαθμοὺς ἐντίμως διανύσας τοῖς θεοτιμίτοις
ἐγγράφεται πρεσβυτέροις».
176
γεγονότι, λοιπὸν δὲ καὶ πρεσβυτέρῳ....»379, όπως και στην περίπτωση του
Μ. Ευθυμίου (†473) αναφέρεται ότι «καὶ διὰ πάσης τῆς τῶν
ἐκκλησιαστικῶν βαθμῶν διεξελθὼν ὑπὸ τοῦ κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον
ἐπισκόπου χειροτονεῖται ἀκουσίως πρεσβύτερος τῆς κατὰ Μελιτηνὴν
ἁγιωτάτης ἐκκλησίας...»380. Καθ’ όμοιο τρόπο χειροτονήθηκε και ο
Ιωάννης ο Ησυχαστής επίσκοπος Κολωνίας381(†559), για τον οποίο είχε
ζητήσει ο όσιος Σάββας να τον χειροτονήσει πρεσβύτερο ο αρχιεπίσκοπος
Ηλίας ήδη όμως αυτού χειροτονουμένου επισκόπου382. Αλλά και ο
Θεόδωρος ο Συκεώτης (†613), διήλθε όλους τους βαθμούς έως του
πρεσβυτέρου εντός δύο ημερών και μάλιστα σε ηλικία δεκαοκτώ ετών383
και ο Θεόδωρος ο Στουδίτης, μία μεγάλη μορφή του 8ου – 9ου αιώνα
χειροτονήθηκε με τον ίδιο τρόπο: «.... ἐπιτίθησι τῷ Θεοδώρῳ τὴν χεῖρα, καὶ
τελεσιουργεῖ ἐπ’ αὐτῷ τὴν τῆς ἱερωσύνης τελείωσιν, ἀπὸ τῆς ἐλάττονος
τῶν ὑποδιακόνων ἀρξάμενος, καὶ μέχρι τῆς τοῦ πρεσβυτέρου τάξεως
ἐληλυθώς»384.
177
Ανάλογες περιπτώσεις per saltum χειροτονιών έχουμε και στους
επόμενους αιώνες γεγονός που φανερώνει ότι το έθος αυτό δεν έπαψε
ποτέ. Ο αυτοκράτορας Λέων Α΄, που σεβόταν τον άγιο Δανιήλ τον
Στυλίτη (†493), προέτρεψε τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γεννάδιο
να μεταβούν στο Ανάπλι, τόπο ασκήσεως του αγίου επί στύλου, για να
τον χειροτονήσει. Λόγω της αρνήσεως του αγίου να δεχθεί τη χειροτονία
και εμποδίζοντας τον πατριάρχη να ανέλθει στον στύλο, «ἐπέτρεψεν τὸν
ἀρχιδιάκονον εὐχὴν ποιῆσαι. Αὐτὸς δὲ σταθεὶς καὶ ἐπευξάμενος
χειροτονεῖ διὰ τῆς προσευχῆς τὸν ὅσιον ἱερέα καὶ ἔλεγεν “Εὐλόγησον
ἡμᾶς, κῦρι ὁ πρεσβύτερος, ἐκ τῆς δεῦρο ἱερεὺς εἶ χάριτι Χριστοῦ· ἐμοῦ γὰρ
εὐχὴν ποιήσαντος, ὁ Θεὸς ἄνωθεν τὴν χεῖρά σοι ἐπέθηκεν”· τοῦ ὄχλου ἐπὶ
πολλὰς ὥρας τὸ ἄξιος κραζόντων. Μετὰ ταῦτα ἔλεγον πάντες ἅμα τῷ
ἀρχιεπισκόπῳ παρακαλοῦντες “Κέλευσον τὴν κλίμακα τεθῆναι· λοιπὸν
γὰρ ὅπερ ἀπέφευγες ἐγένου”. Ἐπιτρέψαντος δὲ τοῦ δικαίου τοῦτο
γενέσθαι, ἀνῆλθεν ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἔχων ἐν χερσὶν τὸ ποτήριον τοῦ ἁγίου
σώματος καὶ τοῦ τιμίου αἵματος τοῦ ἀγαθοῦ μεσίτου Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ
Θεοῦ ἡμῶν καὶ ἀσπασάμενοι ἀλλήλους τῷ ἁγίῳ φιλήματι, ἐκοινώνησαν
ἀμφότεροι ὑπὸ ἀλλήλων»385. Από το παράθεμα αυτό συμπεραίνουμε ότι η
χειροτονία έγινε συναπτά με τη θεία Λειτουργία, ότι δεν προηγήθηκε
χειροτονία διακόνου αλλά απευθείας πρεσβυτέρου, καθώς ήταν μόνο
μοναχός, και ότι ήταν αναγκαία η επίθεση των χειρών, αλλά λόγω του
ότι ο πατριάρχης εμποδίστηκε από τον άγιο, τη χειροτονία τέλεσαν τα
χέρια του Θεού. Per saltum χειροτονήθηκε στον βαθμό του πρεσβυτέρου
και ο όσιος Σάββας ο ηγιασμένος386 (†532). Τον επόμενο αιώνα
παράδειγμα per saltum χειροτονίας είναι του Σαμψών του Ξενοδόχου (6ος
αι.), που καθίσταται πρεσβύτερος σε ηλικία τριάντα ετών387.
Από τους βίους των αγίων που παραθέσαμε μέχρι αυτό το σημείο
παρατηρούμε ότι στην αδιαίρετη Εκκλησία δεν έπαψαν να τελούνται
αθρόες και per saltum χειροτονίες, παρά τις προσπάθειες απαγορεύσεώς
385 Βίος Δανιήλ τοῦ Στυλίτου, έκδ. H. DELEHAYE, Les Saints Stylites [Subsidia
hagiographica 14], Bruxelles – Paris 1923, σσ. 39-40.
386 Βίος τοῦ ὁσίου Σάββα, έκδ. ΕD. SCHWARΤZ, Kyrillos von Skythopolis [Texte und
Untersuchungen 49, 2], Leipzig 1939, σ. 104: «Καὶ μεταστειλάμενος ὡς ἐπ’ ἄλλῳ τινὶ τὸν
μακάριον Σάββαν, μεταπεμψάμενος δὲ καὶ τοὺς κατηγόρους, κατ’ ὀφθαλμοὺς αὐτῶν
χειροτονεῖ αὐτὸν πρεσβύτερον».
387 LATYŠEV II, σ. 105: «καὶ χειροτονεῖται παρ’ ἐκείνου πρεσβύτερος, τριάκοντα
ἤδη γεγονὼς ἔτη καὶ μικρόν τι πρός, εἶτα καὶ τῷ τὴν βασιλείαν διέποντι καθίσταται
φανερός».
178
τους. Το 861 έρχεται ακόμη μία Σύνοδος, η Πρωτοδευτέρα, κάτω από
πιέσεις και έντονο διπλωματικό παρασκήνιο, να τις απαγορεύσει εκ
δευτέρου, χωρίς να καταφέρει να αλλάξει κάτι στην ισχύουσα πρακτική,
αλλά και στη συνείδηση της Εκκλησίας. Παραδείγματα per saltum έχουμε
του Πέτρου του εν Ατρώα388(†837), του Γρηγορίου του Δεκαπολίτου 389
(†842), του Ιωνά του Σαββαΐτου390 (9ος αι.) και αθρόα του Αντωνίου του
Καυλέως (†901), του οποίου «ἐπεὶ καὶ ὁ τῇ ἱερωσύνῃ ἀφίκετο χρόνος αὐτῷ,
ἀξιοῦται καὶ τῆς πνευματικῆς τιμῆς, καὶ διὰ τῶν ἐν μέσῳ βαθμῶν τῆς
τοιαύτης ἐλθὼν ἀναβάσεως, ἤδη καὶ τὸ τοῦ πρεσβυτέρου δέχεται χρίσμα
παρὰ τοῦ τηνικαῦτα τὸν πατριαρχικὸν διέποντος θρόνον»391.
Από όλη αυτήν την παρουσίαση καταφαίνεται ότι στην Εκκλησία,
παρά τη διαμόρφωση κανόνων για την απαγόρευση των αθρόων
χειροτονιών, στην πράξη δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Αλλά η ανάγκη για
χειροτονία αξίων προσώπων σε ανωτέρους βαθμούς (πρεσβυτέρου και
επισκόπου) και η τήρηση της τάξεως, όπως διαμορφώθηκε στην πορεία,
δηλαδή η διέλευση από όλους τους βαθμούς, παγίωσε αυτήν την τακτική.
Εξάλλου από τα λειτουργικά κείμενα και τις αγιολογικές πηγές
αποδεικνύεται ότι δεν υπήρχε η μεταγενέστερη σειρά ως προς τον χρόνο
τελέσεως της χειροτονίας εντός της θείας λειτουργίας (του διακόνου στο
«Καὶ ἔσται τὰ ἐλέη», του πρεσβυτέρου μετά το Χερουβικό και του
388 Βίος ἁγίου Πέτρου ἐν Ἀτρώᾳ, έκδ. V. LAURENT, La vie merveilleuse de saint Pierre
d’ Atroa [Subsidia hagiographica 29], Bruxelles 1956, σ. 81: «ἀποστεῖλαι ἐπίσκοπον τοῦ
ποιῆσαι πρεσβύτερον τὸν ὁσιώτατον Πέτρον» και σ. 85: «Τοῦ δὲ ὁσίου Πέτρου
χειροτονουμένου τῇ τοῦ πρεσβυτέρου ἀξίᾳ, ἄνθρωπός τις .....».
389 Βίος Γρηγορίου τοῦ Δεκαπολίτου, έκδ. FR. DVORNIK, La vie de s. Gregoire le
Décapolite et les Slaves macédoniens au IXe siède [Travaux publies par l’ institute d’ études Slaves
V], Paris 1926, σ. 68: «καὶ πρὸς ἱερωσύνης ἀνάληψιν ἄξιον ἑαυτὸν παρεσκεύασε, καὶ τῆς
ἀναιμάκτου θυσίας τὴν χειροθεσίαν δεξάμενος ἱερεὺς ἐχρημάτισεν ἐπιδέξιος, καὶ διὰ
συντετριμμένου πνεύματος καὶ καρδίας τεταπεινωμένης Θεῷ τὴν θυσίαν ὲπαξίως
ἀνήνεγκεν».
390 SEC 657-9: «Ὅστις Ἰωνᾶς ἀπελθὼν ἐν τῇ τοῦ ἁγίου Σάβα λαύρᾳ καὶ μοναχὸς
γενόμενος, ἄγαν εὐλαβὴς ἀποκαταστὰς καὶ εἰς τὸ ἄκρον φθάσας τῶν ἀρετῶν, τὴν
ἀγάπην, τῷ τοῦ πρεσβυτέρου ἀξιώματι τιμηθεὶς καὶ θαυματοβρύτων χαρίτων τοῦ
πνεύματος ἐμφορηθείς, ἐν γήρᾳ καλῷ τὸν βίον ἀπέλιπεν».
391 A. M. LEONE, «Βίος τοῦ ἐν ἁγίοις Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἀντωνίου
τὴν μονὴν τοῦ Καλέως συστησαμένου», Nikolaus 11 (1983) 32. Βλ και SEC. 46114-19: «Ἐπεὶ δὲ
τοῦ καιροῦ προβάντος τὸν μοναστὴν ὑπέδυ βίον καὶ τὴν πρακτικὴν φιλοσοφίαν
ἀνδρικώτερον μετήρχετο, προχειρίζεται εἰς τὸ τοῦ πρεσβυτέρου ἀξίωμα, καὶ μὴ
βουλόμενος καὶ τοῦ μοναχικοῦ φροντιστηρίου ἡγούμενος γίνεται».
179
επισκόπου μετά το Τρισάγιο)392. Η παλαιότερη περιγραφή της τάξεως
κατά το βυζαντινό λειτουργικό τυπικό είναι αυτή του Βαρβερινού
ελληνικού κώδικα 336 του 8ου αιώνα393. Έτσι εξέχουσες εκκλησιαστικές
μορφές, όπως Επιφάνιος Κύπρου394 (4ος αι.), Αμβρόσιος Μεδιολάνων395
(†397), Νεκτάριος Κωνσταντινουπόλεως396 (†397), Ταράσιος397 (†806),
Μέγας Φώτιος398 (9ος αι.) κ.ά. χειροτονήθηκαν αθρόα. Θα λέγαμε ότι και
σήμερα η διάβαση από το λειτούργημα του υποδιακόνου στου διακόνου ή
και από το λειτούργημα του αναγνώστου στου υποδιακόνου είναι αθρόα
180
χειροθεσία, πολύ δε μάλλον η διάβαση από τον διακονικό βαθμό στου
πρεσβυτέρου εντός ολίγων ημερών ή ακόμη και δύο399. Η πρακτική της
εντός συντόμου χρονικού διαστήματος διελεύσεως από όλους τους
βαθμούς, δηλώνει την παγίωση των αθρόων χειροτονιών υπό τη λογική
της επιλογής των αξίων σε ορισμένο, κατά το συμφέρον της Εκκλησίας,
βαθμό ιερωσύνης.
Η πράξη που επικρατεί σήμερα αποτελεί έναν συμβιβασμό των δύο
εκκλησιολογικών τάσεων Ανατολής και Δύσεως. Από την εποχή του
Φωτίου έως σήμερα, όταν πρόκειται να τελεσθεί αθρόα χειροτονία,
λαμβάνει τη μορφή των διαδοχικών χειροτονιών έως τον επιθυμητό
βαθμό ιερωσύνης. Έτσι τηρείται ο τύπος και όχι το πνεύμα των κανόνων.
Αφενός εφαρμόζεται ο τύπος της ιεραρχικής αντιλήψεως και όχι η
απόκτηση εμπειρίας σε κάθε βαθμό και αφετέρου η ένταξη του
υποψηφίου στο λειτούργημα για το οποίο τον κρίνει άξιο και τον
προορίζει η Εκκλησία.
4. Απολελυμένη χειροτονία.
Σύμφωνα με τους κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας κανένας
κληρικός δεν επιτρέπεται να χειροτονείται απολελυμένως, αλλά πάντα σε
αναφορά και αναπόσπαστο πνευματικό δεσμό με τον τόπο διακονίας
του400. Η αρχή αυτή ισχύει τόσο για τους επισκόπους, όσο και για τους
πρεσβυτέρους. Την απαγόρευση αυτήν τη διακρίνουμε στις Πράξεις των
Αποστόλων401 και στις Επιστολές του Παύλου προς Τίτον402 και Πέτρου403.
Ρητή απαγόρευση των απολελυμένων χειροτονιών καταγράφεται
στον 6ο κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ο οποίος ορίζει : «Μηδένα
ἀπολελυμένως χειροτονεῖσθαι, μήτε πρεσβύτερον, μήτε διάκονον, μήτε
181
ὅλως τινὰ τῶν ἐν τῷ ἐκκλησιαστικῷ τάγματι· εἰ μὴ εἰδικῶς ἐν ἐκκλησίᾳ
πόλεως, ἢ κώμης, ἢ μαρτυρίῳ, ἢ μοναστηρίῳ, ὁ χειροτονούμενος
ἐπικηρύττοιτο. Τοὺς δὲ ἀπολύτως χειροτονουμένους, ὥρισεν ἡ ἁγία
σύνοδος, ἄκυρον ἔχειν τὴν τοιαύτην χειροθεσίαν, καὶ μηδαμοῦ δύνασθαι
ἐνεργεῖν, ἐφ’ ὕβρει τοῦ χειροτονήσαντος»404. Ερμηνεύοντας ο Ζωναράς τον
παρόντα κανόνα παρατηρεί ότι η Σύνοδος απαγόρευσε τις απολελυμένες
χειροτονίες, ώστε να μην ιερουργεί όπου βούλεται ο ιερέας, αλλά στον
ναό για τον οποίο χειροτονήθηκε. Και όπως έκαστος αρχιερέας ορίζεται
επίσκοπος μίας περιοχής, έτσι και ο πρεσβύτερος ορίζεται ιερέας
ορισμένης εκκλησίας. Η μεν χειροτονία τους κρίνεται ως άκυρη, οι δε
παρά τον κανόνα ιερατικές πράξεις ως ύβρη προς τον χειροτονήσαντα
αυτόν. Όμοια προς τον Ζωναρά σχόλια κάνουν ο Βαλσαμών και ο
Αριστηνός. Οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι έτσι, μέσω της χειροτονίας
τους, συνδέονται με τον ναό της πόλεως, κώμης, κοιμητηρίου, μαρτυρίου,
ιδρύματος ή μονής για την οποία χειροτονήθηκαν. Ο ναός αποτελεί το
κέντρο ενότητας και συνάξεων, μέσω του οποίου εξασφαλίζεται η
οργανική ενότητα του χειροτονουμένου με το ευχαριστιακό σώμα του
Χριστού, τον πιστό λαό405. Γι’ αυτόν τον λόγο και σε ορισμένα ευχολογικά
κείμενα της τάξεως της χειροτονίας αναφέρεται και ο ναός για τον οποίο
χειροτονείται ο ιερέας και θα τον διακονίσει εσαεί406. Η αυστηρότητα αυτή
182
των κανονικών διατάξεων επί του θέματος συνδέεται και με τις τότε
συνθήκες, όπου διάφοροι αιρετικοί κληρικοί γίνονταν αίτιοι πολλών
αναταράξεων στον εκκλησιαστικό οργανισμό. Όταν τον 12ο αιώνα
κατέπαυσαν οι ανώμαλες, λόγω των αιρετικών, καταστάσεις, δεν
θεωρήθηκε αναγκαία η επαγρύπνηση και αφέθηκε στην κρίση του
επισκόπου να χειροτονεί πρεσβυτέρους, χωρίς την αναγκαιότητα να
διακονήσουν ορισμένη εκκλησία407.
Την απαγόρευση των απολελυμένων χειροτονιών παρατηρούμε και
στην 6η (κεφ. Η΄) Νεαρά του Ιουστινιανού, με την οποία ορίζει: «οὐ μήν
οὐδὲ ἐκκεχυμένας προσήκει γίνεσθαι τοῦ λοιποῦ τὰς τῶν εὐλαβεστάτων
κληρικῶν χειροτονίας. Τὸ μὲν γὰρ μέχρι νῦν, εἰ καί ἐπανορθοῦν ἐχρῆν,
ἀλλ’ οὖν διὰ τὸν χρόνον ἀφίεμεν, τοῦ λοιποῦ δὲ μὴ προχείρως αὐτὰς
γίνεσθαι, μηδὲ εἰς ζημίαν τῶν ἁγιωτάτων τοῦ Θεοῦ ἐκκλησιῶν χωρεῖν
θεσπίζομεν»408. Επίσης στην 16η (προοίμ.) Νεαρά ο Ιουστινιανός λέγει:
«Νόμον ἔναγχος ἐγράψαμεν περὶ τοῦ μέτρου τῶν χειροτονιῶν καὶ τοῦ μὴ
προσήκειν ἐγκεχυμένας αὐτὰς εἶναι, μήτε ἐπὶ τῆς ἁγιωτάτης μεγάλης
ἐκκλησίας τῆς εὐδαίμονος ταύτης πόλεως, μήτε ἐν ταῖς ἄλλαις, ὃν δὴ καὶ
κύριον εἶναι καὶ κρατεῖν κατὰ πᾶσαν αὐτοῦ παρακελευόμεθα δύναμιν»409.
Στο Κανονικόν του Χριστοφόρου Προδρομίτου, ο Δωρόθεος
Βουλησμάς410 στην ερώτηση, πώς οι απολελυμένως και σιμωνιακώς
χειροτονηθέντες έχουν το ενεργό της ιερωσύνης, αφού είναι καθηρημένοι,
απαντά ότι δεν καθαιρέθηκαν συνοδικώς. Εδώ έρχεται να απαντήσει ο
Χριστόφορος Προδρομίτης411 στην «Ἀπολογία εἰς τὰ τοῦ κυρίου
Δωροθέου». Τονίζει ότι η χειροτονία των επί χρήμασι και απολυτώς
χειροτονημένων είναι σύμφωνα με τον 6ο κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής
Συνόδου και τον Γεννάδιο Κωνσταντινουπόλεως άκυρη και δεν χρειάζεται
συνοδική πράξη. Οι δε σιμωνιακοί κατά τον Γεννάδιο αναθεματίζονται.
ἐκκλησίας ὁ δεῖνα». Και «Σφραγίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ ὁ δεῖνα ἀπὸ διακόνων εἰς
πρεσβύτερον τῆς ἁγίας αὐτοῦ ἐκκλησίας τῆσδε, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἰοῦ...».
407 ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΙΛΑΣ (επισκόπου Ζάρας και Δαλματικής), Τὸ Ἐκκλησιαστικὸν
Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, όπ.π., σσ. 383-384.
408 R. SCHOELL-G KROLL, Corpus Juris Civilis, τ. Γ΄, Βερολίνο 1895, σ. 45.
409 Όπ.π., σσ. 115-116. Βλ. και ΙΩ. Δ. ΖΕΠΟΥ, Βασιλικά, τ. Α΄, εκδ. Ἰωάννου
Ἀγγελοπούλου, Ἐν Ἀθήναις 1896, σσ. 147-148, νομ. 1, (3.3). Bλ. και ΠΑΝ. Η. ΠΟΥΛΙΤΣΑ ,
Σχέσις Πολιτείας καὶ Ἐκκλησίας ἰδίᾳ ἐπὶ ἐκλογῆς Ἐπισκόπων, όπ.π., σ. 371.
410 Θ. Ξ. ΓΙΑΓΚΟΥ, Χριστοφόρου Προδρομίτου Κανονικὸν [Κανονικὰ καὶ
Λειτουργικὰ 4], ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 22009, σσ. 490-491.
411 Όπ.π., σσ. 517-521.
183
Υπάρχουν αμαρτήματα, όπως πορνεία, μοιχεία, κλοπή και άλλα πολλά,
που χρειάζεται έλεγχος πριν επέλθει η ποινή, η παρ’ ηλικία όμως
χειροτονία και η παρασιώπηση του ονόματος της εκκλησίας για την οποία
χειροτονείται ο ιερέας επιβάλλουν αυτομάτως την καθαίρεση. Συνεχίζει
λέγοντας ότι, αν δεν ήταν απαραίτητη η ονομασία του ναού που θα
διακονήσει ο πρεσβύτερος, τότε δεν θα έπρεπε να αναφέρεται και η
επαρχία που θα αποσταλεί ο επίσκοπος, παραλληλίζει δε τη χειροτονία
με το μυστήριο του γάμου και της βαπτίσεως.
Συναφής με το θέμα των απολελυμένων χειροτονιών είναι και η
απαγόρευση του να διακονεί ο πρεσβύτερος σε δύο εκκλησίες ή σε δύο
πόλεις, διότι, όπως ο επίσκοπος υπηρετεί μία επαρχία, έτσι και ο ιερέας
τον ναό για τον οποίο χειροτονήθηκε412. Ομοίως απαγορεύτηκε στους
επισκόπους και στους λοιπούς κληρικούς η εγκατάλειψη των επισκοπών ή
των εκκλησιών τους και η μετάβαση σε άλλη, προβλέποντας την ποινή
του αφορισμού ή της καθαιρέσεως κατά περίπτωση413. Η απαγόρευση
184
Ἰανουαρίου μηνὸς τῆς παρελθούσης τετάρτης ἐπινεμήσεως, μηδένα τῶν ἁπάντων
κληρικῶν, κἂν ἐν οἱῳδήποτε τυγχάνῃ βαθμῷ, ἄδειαν ἔχειν, ἐκτὸς τῆς τοῦ οἰκείου
ἐπισκόπου ἐγγράφου ἀπολυτικῆς, ἐν ἑτέρᾳ κατατάττεσθαι ἐκκλησίᾳ· ἐπεὶ ὁ μὴ τοῦτο
ἀπὸ τοῦ νῦν παραφυλαττόμενος, ἀλλὰ καταισχύνων τό γε ἐπ’ αὐτὸν τὸν τὴν χειροτονίαν
αὐτῷ ἐπιτεθεικότα, καθαιρείσθω καὶ αὐτός, καὶ ὁ παραλόγως αὐτὸν προσδεξάμενος».
Βλ. και ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 344: Κανὼν ΙΗ΄ τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς
Συνόδου: «Τοὺς προφάσει βαρβαρικῆς ἐπιδρομῆς, ἢ ἄλλως πως ἐκ περιστάσεως
μετανάστας γενομένους κληρικούς, ἡνίκα ἂν ὁ τρόπος αὐτοῖς ἀποπαύσηται, ἢ αἱ τῶν
βαρβάρων ἐπιδρομαί, δι’ ἃς τὴν ἀναχώρησιν ἐποιήσαντο, αὖθις ἐν ταῖς οἰκείαις
ἐκκλησίαις προστάσσομεν ἐπανέρχεσθαι, καὶ μὴ ἐπὶ πολὺ ταύτας ἀπροφασίστως
καταλιμπάνειν. Εἰ δέ τις μὴ κατὰ τὸν παρόντα διαγένηται κανόνα, ἀφοριζέσθω, μέχρις
ἂν πρὸς τὴν οἰκείαν ἐκκλησίαν ἐπαναδράμῃ. Τὸ αὐτὸ δὲ τοῦτο, καὶ ἐπὶ τῷ κατέχοντι
αὐτὸν ἐπισκόπῳ γινέσθω». ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 489: Κανὼν Π΄ τῆς
Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, ἢ τῶν ἐν
τῷ κλήρῳ καταλεγομένων, ἢ λαϊκός, μηδεμίαν ἀνάγκην βαρυτέραν ἔχοι, ἢ πρᾶγμα
δυσχερές, ὥστε ἐπὶ πλεῖστον ἀπολείπεσθαι τῆς αὐτοῦ ἐκκλησίας, ἀλλ’ ἐν πόλει διάγων,
τρεῖς Κυριακὰς ἡμέρας ἐν τρισὶν ἑβδομάσι μὴ συνέρχοιτο, εἰ μὲν κληρικὸς εἴη,
καθαιρείσθω· εἰ δὲ λαϊκός, ἀποκινείσθω τῆς κοινωνίας». ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ.
Β΄, σ. 229: Κανὼν Ε΄ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, «Περὶ τῶν μεταβαινόντων ἀπὸ πόλεως
εἰς πόλιν ἐπισκόπων, ἢ κληρικῶν, ἔδοξε τοὺς περὶ τούτων τεθέντας κανόνας παρὰ τῶν
ἁγίων Πατέρων ἔχειν τὴν ἰσχύν». ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σσ. 148-149, Κανὼν
ΙϚ΄ τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Ὅσοι ῥιψοκινδύνως, μήτε τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ πρὸ
ὀφθαλμῶν ἔχοντες, μήτε τὸν ἐκκλησιαστικὸν κανόνα εἰδότες, ἀναχωρήσωσι τῆς ἰδίας
ἐκκλησίας, πρεσβύτεροι, ἢ διάκονοι, ἢ ὅλως ἐν τῷ κανόνι ἐξεταζόμενοι, οὗτοι οὐδαμῶς
δεκτοὶ ὀφείλουσιν εἶναι ἐν ἑτέρᾳ ἐκκλησίᾳ· ἀλλὰ πᾶσαν αὐτοῖς ἀνάγκην ἐπάγεσθαι χρή,
ἀναστρέφειν εἰς τὰς ἑαυτῶν παροικίας· ἤ, ἐπιμένοντας, ἀκοινωνήτους εἶναι προσήκει. Εἰ
δὲ καὶ τολμήσειέ τις ὑφαρπάσαι τὸν τῷ ἑτέρῳ διαφέροντα, καὶ χειροτονῆσαι ἐν τῇ αὑτοῦ
ἐκκλησίᾳ, μὴ συγκατατιθεμένου τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, οὗ ἀνεχώρησεν ὁ ἐν τῷ κανόνι
ἐξεταζόμενος, ἄκυρος ἔστω ἡ χειροτονία». ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Γ΄, σσ. 129-130:
Κανὼν Γ΄ τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου: «Εἴ τις πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, ἢ ὅλως τῶν τοῦ
ἱερατείου τις, καταλιπὼν τὴν ἑαυτοῦ παροικίαν, εἰς ἑτέραν ἀπέλθοι, ἔπειτα παντελῶς
μεταστάς, διατρίβειν ἐν ἄλλῃ παροικίᾳ πειρᾶται ἐπὶ πολλῷ χρόνῳ, μηκέτι λειτουργεῖν, εἰ
μάλιστα καλοῦντι τῷ ἐπισκόπῳ τῷ ἰδίῳ, καὶ ἐπανελθεῖν εἰς τὴν παροικίαν τὴν ἑαυτοῦ
παραινοῦντι, μὴ ὑπακούοι. Εἰ δὲ καὶ ἐπιμένοι τῇ ἀταξίᾳ, παντελῶς αὐτὸν καθαιρεῖσθαι
τῆς λειτουργίας, ὡς μηκέτι χώραν ἔχειν ἀποκαταστάσεως. Εἰ δὲ καθαιρεθέντα διὰ
ταύτην τὴν αἰτίαν δέχοιτο ἕτερος ἐπίσκοπος, κἀκεῖνον ἐπιτιμίας τυγχάνειν ὑπὸ κοινῆς
συνόδου, ὡς παραλύοντα τοὺς θεσμοὺς τοὺς ἐκκλησιαστικούς». ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ,
Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 145: Κανὼν ΙΕ΄ τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Διὰ τὸν πολὺν τάραχον,
καὶ τὰς στάσεις τὰς γινομένας, ἔδοξε παντάπασι περιαιρεθῆναι τὴν συνήθειαν, τὴν
παρὰ τὸν ἀποστολικὸν κανόνα εὑρεθεῖσαν ἔν τισι μέρεσιν, ὥστε ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν
μὴ μεταβαίνειν, μήτε ἐπίσκοπον, μήτε πρεσβύτερον, μήτε διάκονον. Εἰ δέ τις, μετὰ τὸν
τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης συνόδου ὅρον, τοιούτῳ τινὶ ἐπιχειρήσειεν, ἢ ἐπιδοίη ἑαυτὸν
πράγματι τοιούτῳ, ἀκυρωθήσεται ἐξ ἅπαντος τὸ κατασκεύασμα, καὶ
ἀποκατασταθήσεται τῇ ἐκκλησίᾳ, ἐν ᾗ ὁ ἐπίσκοπος, ἢ ὁ πρεσβύτερος ἐχειροτονήθη».
185
αυτή θεσπίστηκε με διατάξεις του Ιουστινιανού414 και μετέπειτα του
Ηρακλείου415. Κληρικοί, οι οποίοι επιθυμούν εκουσίως να εγκαταλείψουν
την ενορία τους και να μεταβούν σε άλλη, πρέπει να εφοδιαστούν με
απολυτική επιστολή του οικείου επισκόπου. Η επιστολή αυτή δεν πρέπει
να είναι άνευ αποχρώντος λόγου, διότι, συμφώνα με τον 6ο κανόνα της
Χαλκηδόνος, ο απολυθείς ιερέας θα μείνει χωρίς ενορία, δηλαδή
απολελυμένος416.
Παρόλα αυτά η πράξη αυτή των απολελυμένων χειροτονιών δεν
έπαψε να υφίσταται μεχρι και σήμερα στον ανώτερο κλήρο.
ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σσ. 20-21: Κανὼν ΙΕ΄ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων: «Εἴ τις
πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, ἢ ὅλως τοῦ καταλόγου τῶν κληρικῶν, ἀπολείψας τὴν ἑαυτοῦ
παροικίαν, εἰς ἑτέραν ἀπέλθῃ, καὶ παντελῶς μεταστὰς διατρίβῃ ἐν ἄλλῃ παροικίᾳ, παρὰ
γνώμην τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, τοῦτον κελεύομεν μηκέτι λειτουργεῖν, εἰ μάλιστα
προσκαλουμένου αὐτὸν τοῦ ἐπισκόπου αὐτοῦ ἐπανελθεῖν, οὐχ ὑπήκουσεν, ἐπιμένων τῇ
ἀταξίᾳ· ὡς λαϊκὸς μέντοι ἐκεῖσε κοινωνείτω». Πρβλ. Ἀποστολικαὶ Διαταγαὶ VIII, 47, 15,
έκδ. M. METZGER, Les Constitutions apostoliques, t. III, SC 336, σ. 278. Και έκδ. FR. X. FUNK,
Didascalia et Constitutiones Apostolorum, volume I, Paderbornae 1905, σ. 568. Βλ. και Γ. Χ.
ΓΚΑΒΑΡΔΙΝΑ, Ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καὶ τὸ νομοθετικό της ἔργο, όπ.π., σσ.
176-180.
414 Νεαρά του Ιουστινιανού 6 (κεφ. 2-3) έκδ. R. SCHOELL-G KROLL, Corpus Juris
Civilis, τ. Γ΄, Βερολίνο 1895, σσ. 40-42. Νεαρά του Ιουστινιανού 16 (κεφ. Α΄) έκδ. R.
SCHOELL-G KROLL, όπ.π. σ. 116. Βλ. και Νεαρά του Ιουστινιανού 57 (κεφ. Α΄) έκδ. R.
SCHOELL-G KROLL, όπ.π. σ. 313 και έκδ. ΙΩ. Δ. ΖΕΠΟΥ, Βασιλικά, τ. Α΄, όπ.π., σσ. 149-
151, νομ. 1 (3.4).
415 Νεαρά του Ηρακλείου 24 έκδ. C. E. ZACHARIAE A LINGENTHAL, Jus
Graecoromanum III, Novellae Constitutiones, Lipsiae 1857, σσ. 40-41: «Περὶ τοῦ μὴ ἐξεῖναί τινα
περιβεβλημένον ἱερατικὸν οἱουδήποτε βαθμοῦ ἢ τάγματος ὄντα ἐξ ἑτέρας πόλεως ἢ
κώμης ἢ ἑτέρου τὸ σύνολον τόπου τῇ βασιλίδι ταύτῃ παραγινόμενον πόλει ἔν τινι τῶν
αὐτῆς ἐκκλησιῶν ἢ τῆς ἐνορίας αὐτῆς χωρὶς δοκιμασίας καὶ ἐπιτάγματος τοῦ τὸν
ἀποστολικὸν ταύτης διέποντος θρόνον οἰκουμενικοῦ πατριάρχου καταπέμπεσθαι ἢ
διαρίων ἀξιοῦσθαι εἴτε ἐκ τῶν θείων οἴκων εἴτε ἐκ τοῦ εὐαγοῦς ὀρφανοτροφείου ἢ
ξενώνων ἢ μοναστηρίων ἢ ἑτέρου τινὸς τοιούτου οἴκου· μήτε μὴν ἐν δύο ἐκκλησίαις
κληρικὸν καθ’ οἱονδήποτε τάττεσθαι τρόπον». Βλ. και ΙΩ. ΖΕΠΟΥ- ΠΑΝ. ΖΕΠΟΥ,
ἐπιμελείᾳ, Jus Graecoromanum, vol. I, Novellae et aureae bullae imperatorum post Justinianum ex
editione C. E. Zachariae a Llingenthal, (Νεαραὶ καὶ Χρυσόβουλα τῶν μετὰ τὰν Ἰουστινιανὸν
Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων ἐκ τῆς ἐκδόσεως C. E. Zachariae von Lingenthal), Ἀθῆναι 1931,
ἐκδ. Γ. Φεξὴ καὶ Ὑιοῦ, σσ. 33-35.
416 ΡΑΛΛΗ - ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σσ. 230-232. Βλ. και Ἀρχιμ. ΜΕΛΕΤΙΟΥ
ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
μετὰ τοῦ Ἰσχύοντος νῦν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Πατριαρχείου καὶ ἐν Ἑλλάδι, όπ.π., σ. 125.
186
Παραδείγματα παρομοίων χειροτονιών417 έχουμε, από την αρχαία
Εκκλησία, του Ιερωνύμου418, του Παύλου του Νόλη419, που χειροτονήθηκε
πρεσβύτερος το 394 και του ερημίτη Μακεδόνιου420, που μετά τη
χειροτονία του επανήλθε στο ερημητήριό του.
187
το δικαίωμα τούτο, όπερ και οδήγησε μέσα από προπαρασκευή στη
διάσπαση της αρχικής Εκκλησίας σε πολλές ενοριακές. Ήδη από τον 2ο
αιώνα έχουμε μαρτυρία της αντικαταστάσεως του επισκόπου κατά την
τέλεση της Ευχαριστίας. Ο άγιος Ιγνάτιος αναφέρει: «ἐκείνη βεβαία
εὐχαριστία ἡγείσθω, ἡ ὑπὸ τὸν ἐπίσκοπον οὖσα, ἢ ᾧ ἂν αὐτὸς ἐπιτρέψῃ»425
αναγνωρίζοντας την αντικατάσταση του επισκόπου, όταν ο ίδιος δεν
δύναται. Την ίδια δυνατότητα αντικαταστάσεως του επισκόπου βλέπουμε
και στην Α΄ Κλήμεντος να γράφεται περί «τῶν πρεσβυτέρων», γενικώς
«τῶν προσφερόντων τὰ δῶρα τῆς ἐπισκοπῆς»426. Τη δυνατότητα αυτής της
αντικαταστάσεως τη βλέπουμε και κατά τα μέσα του 3ου αιώνα και αρχές
του 4ου. Η δυνατότητα της αντικαταστάσεως του επισκόπου απείχε πολύ
ακόμη από τη μονιμοποιήση της προσφοράς των Δώρων και από τον
πρεσβύτερο μόνο, τουλάχιστον έως την εποχή του Ιππολύτου Ρώμης,
όπου ο πρεσβύτερος δεν λάμβανε το δικαίωμα αυτό με τη χειροτονία
του427.
Ως ιστορική προπαρασκευή της ενορίας προφανώς υπήρξε η
συγκρότηση συνάξεων για προσευχή και διδασκαλία, χωρίς την τέλεση
των μυστηρίων. Γνωστά παραδείγματα είναι του Ωριγένους428 και του
Κλήμεντος429, οι οποίοι δίδασκαν στην Αλεξάνδρεια σε συνάξεις Τετάρτη
και Παρασκευή. Η πράξη αυτή απαντάται στην Αποστολική Παράδοση ως
μόνιμος θεσμός430. Οι συνάξεις αυτές, των οποίων η ηγεσία αναθέτονταν
στους πρεσβυτέρους με τη βοήθεια των διακόνων, υπήρξαν το κυριότερο
πεδίο εκκλησιαστικής δράσεως των πρεσβυτέρων, οι οποίοι λάμβαναν το
χάρισμα της διαπαιδαγωγήσεως του λαού με τη χειροτονία τους,
δημιουργώντας έτσι ένα είδος πρεσβυτεροκεντρικής ενότητας. Δεν
188
αποκλείεται το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήθηκε αυτή η ενότητα ως βάση
προσδόσεως στην ενορία ευχαριστιακού χαρακτήρα, όταν αυξήθηκε ο
αριθμός των πιστών431.
Η αύξηση του αριθμού των χριστιανών στις αρχές του 3ου αιώνα
κατέστησε αδύνατη τη συγκέντρωση των πιστών σε μία Ευχαριστία. Η
Αποστολική Παράδοση του Ιππολύτου συνιστά ο επίσκοπος να μεταδίδει
την Ευχαριστία με τα ίδια του τα χέρια, εάν είναι δυνατόν432. Ένας άλλος
λόγος που συντέλεσε στη δημιουργία των ενοριών είναι η μακρόχρονη
απουσία των επισκόπων κατά την περίοδο των διωγμών433. Από τον 3ο
αιώνα οι πρεσβύτεροι συνδέονται με κοινότητες της υπαίθρου, λόγω του
ότι οι κοινότητες αυτές δεν είχαν δικούς τους επισκόπους
(χωροεπισκόπους), αλλά είχαν εξάρτηση από τους επισκόπους της
πόλεως434. Περί τα μέσα της τρίτης εκατονταετίας πλην του καθεδρικού
ναού, εκάστη σημαντική ρωμαϊκή πόλη είχε τον δικό της πρεσβύτερο, ο
οποίος εκτελούσε τα εφημεριακά καθήκοντα εν ονόματι του επισκόπου435.
Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι οι πρώτες ενδείξεις
εμφανίσεως των ενοριών τοποθετούνται τον 3ο αιώνα. Κατά τον 4ο αιώνα
αναγνωρίζεται πλήρως στους πρεσβυτέρους το δικαίωμα να προσφέρουν
την Ευχαριστία436. Ο Μέγας Αθανάσιος κάνει μνεία δέκα ενοριών, οι
οποίες είχαν δικό τους πρεσβύτερο εξαρτώμενο από τον επίσκοπο
Αλεξανδρείας437.
189
Τον 5ο αιώνα με τη Σύνοδο της Χαλκηδόνος φαίνεται να
αναπτύχθηκε τελείως η ίδρυση μικρών αυτοτελών ναών που είχαν τους
δικούς τους ιερείς, οι οποίοι με την εξουσία από τον οικείο επίσκοπο
διακονούσαν τους εμπιστευθέντες σε αυτόν πιστούς438. Η σύνδεση των
πρεσβυτέρων με έναν και μόνο ναό και η άμεση εξάρτηση από αυτόν
τεκμηριώνεται και από ορισμένα ευχολογικά κείμενα της χειρογράφου
παραδόσεως, όπου τονίζεται η χειροτονία του πρεσβυτέρου για τον ναό
της διακονίας του439.
Όπως αναφέραμε παραπάνω, ο Ιγνάτιος Αντιοχείας μαρτυρεί ότι ο
επίσκοπος μόνο δύναται να αδειοδοτήσει τους πρεσβυτέρους να τελέσουν
τη θεία Ευχαριστία, ώστε να εξασφαλιστεί ο επισκοποκεντρικός
χαρακτήρας της συνάξεως. Με το πνεύμα αυτό ακριβώς εμφανίζεται και η
ευρύτερη και μονιμότερη ανάθεση επισκοπικών λειτουργημάτων σε
πρεσβυτέρους, κατά την πρώτη εμφάνιση γύρω στα μέσα του 5ου αιώνα.
πράττειν ἄνευ τῆς γνώμης τοῦ ἐπισκόπου». ΡΑΛΛΗ -ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Γ΄, σ. 243:
Κανὼν Ϛ΄ τῆς Συνόδου τῆς Σαρδικῆς: «Ὅσιος ἐπίσκοπος εἶπεν· Ἐὰν συμβῇ ἐν μιᾷ ἐπαρχίᾳ,
ἐν ᾗ πλεῖστοι ἐπίσκοποι τυγχάνουσιν, ἕνα ἐπίσκοπον ἀπομεῖναι, κἀκεῖνος κατά τινα
ἀμέλειαν μὴ βουληθῇ συνελθεῖν καὶ συναινέσαι τῇ καταστάσει τῶν ἐπισκόπων, τὰ δὲ
πλήθη συναθροισθέντα παρακαλοῖεν γίνεσθαι τὴν κατάστασιν τοῦ παρ’ αὐτῶν
ἐπιζητουμένου ἐπισκόπου, χρὴ πρότερον ἐκεῖνον τὸν ἐναπομείναντα ἐπίσκοπον
ὑπομιμνῄσκεσθαι διὰ γραμμάτων τοῦ ἐξάρχου τῆς ἐπαρχίας (λέγω δὴ τοῦ ἐπισκόπου τῆς
μητροπόλεως), ὅτι ἀξιοῖ τὰ πλήθη ποιμένα αὐτοῖς δοθῆναι· ἡγοῦμαι καλῶς ἔχειν καὶ
τοῦτον ἐκδέχεσθαι, ἵνα παραγένηται. Εἰ δὲ μὴ διὰ γραμμάτων ἀξιωθεὶς παραγένηται,
μήτε μὴν ἀντιγράφοι, τὸ ἱκανὸν τῇ βουλήσει τοῦ πλήθους χρὴ γενέσθαι. Χρὴ δὲ
μετακαλεῖσθαι καὶ τοὺς ἀπὸ τῆς πλησιοχώρου ἐπαρχίας ἐπισκόπους, πρὸς τὴν
κατάστασιν τοῦ τῆς μητροπόλεως ἐπισκόπου. Μὴ ἐξεῖναι δὲ ἁπλῶς καθιστᾶν ἐπίσκοπον
ἐν κώμῃ τινὶ ἢ βραχείᾳ πόλει, ᾗ τινι καὶ εἷς μόνος πρεσβύτερος ἐπαρκεῖ· οὐκ ἀναγκαῖον
γὰρ ἐπισκόπους ἐκεῖσε καθίστασθαι, ἵνα μὴ κατευτελίζηται τὸ τοῦ ἐπισκόπου ὄνομα καὶ
ἡ αὐθεντία. Ἀλλ’ οἱ τῆς ἐπαρχίας, ὡς προεῖπον, ἐπίσκοποι ἐν ταύταις ταῖς πόλεσι
καθιστᾶν ἐπισκόπους ὀφείλουσιν, ἔνθα καὶ πρότερον ἐτύγχανον γεγονότες ἐπίσκοποι. Εἰ
δὲ εὑρίσκοιτο οὕτω πληθύνουσά τις ἐν πολλῷ ἀριθμῷ λαοῦ πόλις, ὡς ἀξίαν αὐτὴν καὶ
ἐπισκοπῆς νομίζεσθαι, λαμβανέτω. Εἰ πᾶσιν ἀρέσκει τοῦτο; Ἀπεκρίναντο πάντες·
Ἀρέσκει». Στους ανωτέρω κανόνες σύμφωνα με τον επίσκοπο Νικόδημο Μίλας,
απαγορεύεται να χειροτονούνται σε μικρούς τόπους (κώμες και μικρές πόλεις) δικοί τους
πρεσβύτεροι. Βλ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΙΛΑΣ (επισκόπου Ζάρας και Δαλματικής), Τὸ
Ἐκκλησιαστικὸ Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, όπ.π., σ. 573.
438 ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΙΛΑΣ (επισκόπου Ζάρας και Δαλματικής), Τὸ Ἐκκλησιαστικὸν
Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, όπ.π., σ. 573. Βλ. και ΙΖ΄ κανόνα της Δ΄
Οικουμενικής Συνόδου και τη σχετική ερμηνεία του Ζωναρά, ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ,
Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 259.
439 Βλ. την οικεία ανάλυση στην ενότητα των απολελυμένων χειροτονιών.
190
Τα παραδείγματα φανερώνουν ότι, κατά την πρώτη δειλή εμφάνιση
της ενορίας στην ιστορία, αυτή δεν αποτελούσε αυτοτελή ευχαριστιακή
ενότητα, αλλά προέκταση της επισκοπικής Ευχαριστίας. Τον 4ο αιώνα, με
την παγίωση της ενορίας, δημιουργήθηκε στη συνείδηση της Εκκλησίας το
πρόβλημα της διατηρήσεως της μίας υπό τον επίσκοπο Ευχαριστίας. Η
προσπάθεια της Εκκλησίας να λύσει αυτό το πρόβλημα φανερώνεται
στην πράξη με το Fermentum440. Η πράξη αυτή συνίσταται στην
αποστολή, με τους ακολούθους, τμήματος της θείας Ευχαριστίας που
τέλεσε ο επίσκοπος προς όσους δεν μπόρεσαν να συμμετάσχουν σε αυτήν
και κυρίως στις συνάξεις, των οποίων η Ευχαριστία τελέστηκε από τον
πρεσβύτερο, όπου έπρεπε να το αναμίξει με την Ευχαριστία που τέλεσε ο
ίδιος. Το Fermentum φανερώνει με τρόπο δραματικό την άρνηση της
Εκκλησίας να εγκαταλείψει την αρχή της τελέσεως μίας Ευχαριστίας
προς έκφραση της ενότητάς της. Η συνήθεια αυτή εξαφανίστηκε στην
Ανατολή προς τα τέλη του 4ου αιώνα με τη σταθεροποίηση της ενορίας,
στη δε Δύση ίσως μετά τον 8ο αιώνα441.
Οριστική διαμόρφωση της ενορίας υπό τη σημερινή έννοια έχουμε
από το δεύτερο μισό του 15ου μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνα. Στη
συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας άρχισε να διαπλάθεται η
έννοια της ενορίας ως θεσμού ή συστήματος διοικήσεως της Εκκλησίας,
ως βασική μονάδα οργανώσεως του εκκλησιαστικού βίου των μελών της.
Τούτο συνέβη για δύο λόγους, έναν τυπικό και έναν ουσιαστικό. Τυπικός
λόγος είναι ότι ενορία, με την έννοια της εδαφικής περιοχής και δη της
εκκλησιαστικής περιφέρειας, άρχισε να θεωρείται αφ’ ενός μεν σε σχέση
με τον υπάρχοντα σε αυτή ναό, ως εκκλησιαστική περιφέρεια του ναού,
αφ’ ετέρου σε σχέση προς την υφισταμένη σε αυτήν εκκλησιαστική
ιεραρχία, ως εκκλησιαστική περιφέρεια ιερέως. Ουσιαστικός λόγος είναι
ότι η ενορία, λαβούσα πολιτική έννοια, θεωρήθηκε ως έχουσα και
εκκλησιαστική έννοια όμοια με την πολιτική442 ερμηνεύοντας το «τοῖς
440 Η. FRIES, «Die Eucharistie und die Einheit der Kirche», in Pro mundi Vita. Festchrift
zum eucharistischen Weltkongress, Munich (Hueger), 1960 σ. 175.
441 ΙΩΑΝΝΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ (Μητροπολίτου Περγάμου), Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν
τῇ θείᾳ Εὐχαριστίᾳ καὶ τῷ Ἐπισκόπῳ κατὰ τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνας, όπ.π., σσ. 180-181.
Βλ. και G. DIX, The shape of the liturgy, London 1975, σ. 134. Βλ. και G. H. LUTTENBERGER,
«The decline of the presbyteral collegiality and the growth of the individualization of the
priesthood (4th – 5th centuries)», Recherches de Théologie Ancienne et Médiévale 48 (1981) 24-26.
442 ΠΡΟΔΡ. Ι. ΑΚΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ, Ἡ ἱστορία τῶν ἐνοριῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου κατὰ τὴν τουρκοκρατία, όπ.π., σ. 12.
191
πολιτικοῖς καὶ δημοσίοις τύποις, καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν παροικιῶν ἡ
τάξις ἀκολουθείτω»443.
Από την πραγμάτευση που προηγήθηκε καταφαίνεται ότι
οριστικοποιήθηκε η δημιουργία της ενορίας, απoτελώντας πλέον μία
μικρογραφία της μίας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Η
ενορία ανατίθεται στον πρεσβύτερο να τελεί τη θεία λατρεία, να κηρύττει
και να ποιμαίνει τον λαό444. Με τη χειροτονία του ο πρεσβύτερος γίνεται
sacerdos – ιερέας της ενορίας αντί του επισκόπου, αλλά πάντα σε
αδιάσπαστη ενότητα μαζί του. Δεν μπορεί να υπάρξει ανεξάρτητος,
αυτόνομος πρεσβύτερος, χωρίς εξάρτηση από τον επίσκοπό του, διότι
καταστρέφεται η ενότητα της Εκκλησίας, διασπάται η αποστολική
διαδοχή και άρα υπάρχει αίρεση445. Οι πιστοί μέσω των ιερών μυστηρίων
που τελεί ο ιερέας αγιάζονται, αλλά στον αγιασμό τους συντελεί και ο
λόγος του Θεού, το κήρυγμα που διακονείται από τον ίδιο τον ιερέα. Το
κήρυγμα δεν είναι ένα απλό φιλολογικό επιτήδευμα ή επίδειξη ρητορικής
δεινότητος, αλλά παιδαγωγία και αγιασμός των πιστών. Εκτός του
τελετουργικού και διδακτικού καθήκοντος του ιερέως, υπάρχει και το
ποιμαντικό. Ο ιερέας εκλέγεται για συγκεκριμένη ενορία, της οποίας τα
μέλη καθίστανται πνευματικά του τέκνα, με σκοπό να τα οδηγήσει στη
σωτηρία446.
Το έργο που ανατίθεται στον εφημέριο – πρεσβύτερο από τον
Χριστό είναι θείο. Ο Ισίδωρος Πηλουσιώτης γράφει: «... ἀλλά γε δίκαιοι ἂν
εἴητε εὐχαῖς πρὸς τὸ θεῖον χρήσασθαι τάχα, πῶς αὐτοὺς ἐκ τοῦ βυθοῦ τῆς
κακίας ἀνιμήσητε· θεῖον γάρ ἐστιν, ὡς ἔοικε, τὸ ἔργον»447. Η ενορία είναι η
192
λυχνία448 πάνω στην οποία τίθεται ως λύχνος ο ιερέας, για να φωτίζει το
ποίμνιό του και να το καθοδηγεί στην εν Χριστώ σωτηρία. Σε κάθε ενορία
«ἅπτει λύχνον ὁ Θεὸς ἱερέα καὶ τίθησιν αὐτὸν ἐπὶ τῆς λυχνίας τῆς ἑαυτοῦ
φωτοφόρου καθέδρας, ἵνα ἐξαστράπτῃ φωτισμῷ τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ
δογμάτων καὶ πράξεων σκότους ἀπηλλαγμένον, ὅπως ὁρῶντες οἱ λαοὶ
τὰς ἀκτῖνας τῆς ζωτικῆς λαμπηδόνος πρὸς ἐκείνας εὐθύνονται καὶ τὸν
Πατέρα τῶν φώτων δοξάζωσι»449.
193
της κενής θέσεως του Ιούδα από τον απόστολο Ματθία έγινε με κλήρωση,
μία παλαιότατη εβραϊκή πράξη, για λόγους ταπεινοφροσύνης453. Η
εκλογή δε των επτά διακόνων έγινε απ’ ευθείας από τον λαό454.
Η Α΄ Επιστολή του Κλήμεντος Ρώμης δεν αποκαλύπτει πολλά για το
αξίωμα του πρεσβυτέρου. Αρκείται μόνο στη διαπίστωση ότι με τον
θάνατο των υπό των αποστόλων καταστάντων επισκόπων και
διακόνων455 θα τους διαδεχθούν «ἕτεροι δεδοκιμασμένοι ἄνδρες»456. Οι
διάδοχοί τους εκλέγονταν είτε από τους ίδιους τους αποστόλους είτε από
άλλους ελλογίμους άνδρες, με τη συνευδόκηση όλης της Εκκλησίας457. Ο
Θεός, η ίδια η πηγή της ιερωσύνης, παρέχει τη χάρη της στους
αποστόλους και μέσω αυτών στους διαδόχους τους458. Εκ των άνωθεν
παρατηρούμε ότι ο Κλήμης δεν κάνει διάκριση μεταξύ επισκόπων και
πρεσβυτέρων, ούτε περιγράφει τον τρόπο χειροτονίας αυτών459. Ο όρος
συνευδόκηση όλης της Εκκλησίας, για την επιτυχία στη διακονία της,
υποδηλώνει τη μαρτυρία των παρόντων πιστών λαϊκών ότι ο υποψήφιος
είναι κατάλληλος και δεν κωλύεται από παραπτώματα. Άρα η αναφορά
194
δεν γίνεται στην πράξη της εκλογής, αλλά σε μία μεταγενέστερη πράξη
αποδοχής της ήδη γενομένης εκλογής460.
Η Διδαχή ή αλλιώς γνωστή ως «Διδαχή τοῦ Κυρίου διά τῶν δώδεκα
ἀποστόλων τοῖς ἔθνεσιν», συντάχθηκε κατά το πρώτο μισό του 2ου αιώνα.
Οι επίσκοποι και οι διάκονοι αναφέρονται σε ένα μόνο χωρίο:
«Χειροτονήσατε οὖν ἑαυτοῖς ἐπισκόπους καὶ διακόνους ἀξίους τοῦ Κυρίου,
ἄνδρας πραεῖς καὶ ἀφιλαργύρους καὶ ἀληθεῖς καὶ δεδοκιμασμένους· ὑμῖν
γὰρ λειτουργοῦσι καὶ αὐτοὶ τὴν λειτουργίαν τῶν προφητῶν καὶ
διδασκάλων. Μὴ οὖν ὑπερίδητε αὐτούς· αὐτοὶ γάρ εἰσιν οἱ τετιμημένοι
ὑμῶν μετὰ τῶν προφητῶν καὶ διδασκάλων»461. Η ακριβής σημασία του
προσδιορισμού «χειροτονήσατε» παραμένει ακαθόριστη462. Αντίθετα με
την περίπτωση της εκλογής των προφητών και των διδασκάλων που
λαμβάνουν την αποστολή τους διά του Αγίου Πνεύματος, οι πιστοί έχουν
λόγο στην εκλογή των επισκόπων και των διακόνων. Απαιτείται να είναι
«ἀληθεῖς», «δεδοκιμασμένοι», «πραεῖς» και «ἀφιλάργυροι», ενώ οι
προφήτες463 και οι διδάσκαλοι464 περιορίζονται στις δύο πρώτες αρετές.
Ο Κλήμης Αλεξανδρεύς στους Στρωματεῖς, παρουσιάζει τη
χειροτονία ως έργο του Θεού και όχι ως έργο ανθρώπινο. Ο Θεός
καταλέγει τους υποψηφίους «ἐν πρεσβυτερίῳ» εξαιτίας της δικαιοσύνης
τους και τους επιφυλάσσει μελλοντική πρωτοκαθεδρία στον ουρανό465.
Κατουσίαν ο εκλέγων και ο χειροτονών είναι ο Θεός και οι ιερείς το μέσο
μεταδόσεως της θείας χάριτος. Ο Κλήμης αρκείται στη θεολογία της
εκλογής των υποψηφίων κληρικών, χωρίς μνεία μετοχής του κλήρου και
του λαού.
195
Ο Ωριγένης δεν μας παραθέτει συγκεκριμένες πληροφορίες για τον
τρόπο εκλογής των κληρικών. Στην ερμηνεία του στο Λευϊτικό τονίζει ότι
απαιτείται η συμμετοχή του λαού πολλές φορές στη ζωή της Εκκλησίας,
ώστε όλοι να γνωρίζουν ότι ο υποψήφιος είναι κρείττων των άλλων,
διδακτικός, άγιος και προικισμένος με όλες τις αρετές466. Ο δε ιστορικός
Σωκράτης αναφέρεται στην εξουσία που έχουν οι άξιοι επίσκοποι να
επιλέγουν τους κληρικούς467.
Ο ιερός Χρυσόστομος μαρτυρεί επίσης για τη συμμετοχή του λαού
στην εκλογή των επισκόπων και των λοιπών κληρικών. Μία από τις
αυστηρές υποχρεώσεις που επιβάλλει στον επίσκοπο ο ιερός πατήρ είναι
η αμερόληπτη, ευσυνείδητη και λεπτομερής εξέταση του υποψηφίου κατά
τη χειροτονία του και την εγκατάστασή του σε εκκλησιαστικό αξίωμα.
Δεν πρέπει ο επίσκοπος να αρκεσθεί στη γνώμη του πλήθους, ούτε στην
υπόληψη, την οποία έχει ο υποψήφιος στους έξωθεν της Εκκλησίας
ισταμένους. Ο επίσκοπος ευθύνεται προσωπικά, όταν προάγει
ακατάλληλο υποψήφιο. Συνεπώς πρέπει να αντισταθεί στις παράλογες
απαιτήσεις του λαού για ακατάλληλο πρόσωπο468.
Στη Διδασκαλία των Αποστόλων (πρώτο μισό του 3ου αιώνα) δεν
παρέχονται πληροφορίες για την εκλογή των επισκόπων και των
υπολοίπων κληρικών γενικά. Όπως εξάγεται από το βιβλίο των Βασιλειών
Α΄, το οποίο ερμηνεύει τυπολογικά η Διδασκαλία, τα προνόμια του
επισκόπου συμπίπτουν με εκείνα των αρχαίων βασιλέων του Ισραήλ469. Ο
196
επίσκοπος για πρώτη φορά λαμβάνει από τον λαό εκείνους τους οποίους
θεωρεί αξίους και καθιστά αυτούς πρεσβύτερους, συμβούλους και
παρέδρους αυτού, διακόνους και υποδιακόνους για την υπηρεσία του
οίκου του Θεού470. Ο επίσκοπος, κατέχοντας την πληρότητα της
ιερωσύνης, εμφανίζεται να διακρίνει και να εκλέγει τους υποψηφίους για
την ιερωσύνη471.
Στο θέμα της εκλογής των πρεσβυτέρων της χριστιανικής
κοινότητας από τον επίσκοπο, οι Κανόνες Εκκλησιαστικοί των αγίων
Αποστόλων (τέλη 3ου αρχές 4ου αιώνα) παραθέτουν τα λεχθέντα από τον
απόστολο Ιωάννη. Στο κείμενο παρουσιάζονται οι απόστολοι
αλληλοδιαδόχως να συνδιαλέγονται. Ο Ιωάννης αναφέρει: «Ὁ
κατασταθεὶς ἐπίσκοπος, εἰδὼς τὸ προσεχὲς καὶ φιλόθεον τῶν σὺν αὐτῷ,
καταστήσει οὓς ἐὰν δοκιμάσῃ πρεσβυτέρους... κεχρονικότας ἐπὶ τῷ
κόσμῳ, τρόπῳ τινὶ ἀπεχομένους τῆς πρὸς γυναῖκας συνελεύσεως,
εὐμεταδότους εἰς τὴν ἀδελφότητα, πρόσωπον ἀνθρώπου μὴ
λαμβάνοντας, συμμύστας τοῦ ἐπισκόπου καὶ συνεπιμάχους,
συναθροίζοντας τὸ πλῆθος, προθυμουμένους τὸν ποιμένα...»472. Ενώ για
τον επίσκοπο υπάρχει γενική συμμετοχή της κοινότητας στην
εγκατάστασή του, αντίθετα η εγκατάσταση του πρεσβυτέρου είναι
αποκλειστικό προνόμιο του επισκόπου. Ο επίσκοπος κρίνει και εκτιμά την
καταλληλότητα των προσόντων των υποψηφίων πρεσβυτέρων πριν την
τελική επιλογή, καθώς οι πρεσβύτεροι θα είναι «οἱ συμμύσται καὶ
συνεπίμαχοί» του473.
πολεμικὰ αὐτοῦ καὶ σκεύη ἁρμάτων αὐτοῦ· καὶ τὰς θυγατέρας ὑμῶν λήψεται εἰς
μυρεψοὺς καὶ εἰς μαγειρίσσας καὶ εἰς πεσσούσας· καὶ τοὺς ἀγροὺς ὑμῶν καὶ τοὺς
ἀμπελῶνας ὑμῶν καὶ τοὺς ἐλαιῶνας ὑμῶν τοὺς ἀγαθοὺς λήψεται καὶ δώσει τοῖς δούλοις
ἑαυτοῦ».
470 Διδασκαλία II, XXXIV, 3, έκδ. FR. X. FUNK, Didascalia et Constitutiones
Apostolorum, volume I, Paderbornae 1905, σσ. 116-118: «... et modo episcopus de populo
accipiens ibi quoscumque loci dignos esse existimaverit presbyteros constuet et cosiliarios sibi
et contractatores, diaconos et subdiaconos intra domum ministrare eis».
471 J. V. BARTLET, Church life and church order during the first four centuries, London
1943, σσ. 75-76. Βλ. ΗΛ. Ι. ΠΑΤΣΑΒΟΥ, Ἡ εἴσοδος εἰς τὸν κλῆρον κατὰ τοὺς πέντε πρώτους
αἰῶνας, όπ.π., σ. 62.
472 Κανόνες Ἐκκλησιαστικοὶ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, 17. ΒΕΠΕΣ 2, σ. 200.
473 ΗΛ. Ι. ΠΑΤΣΑΒΟΥ, Ἡ εἴσοδος εἰς τὸν κλῆρον κατὰ τοὺς πέντε πρώτους αἰῶνας,
όπ.π., σ. 71. Βλ. και Γ. Χ. ΓΚΑΒΑΡΔΙΝΑ, Νομοκανονικὲς Διατάξεις περὶ τοῦ ζητήματος τῆς
συμμετοχῆς τῶν λαϊκῶν στὴν ἐκλογὴ τῶν ἐπισκόπων, όπ.π., σ. 66.
197
Στην Αποστολική Παράδοση του Ιππολύτου απαραίτητη
προϋπόθεση εισόδου στον κλήρο θεωρείται η θεία κλήση. Κανείς δεν
μπορεί να αναλάβει εκκλησιαστικό αξίωμα ή να απαιτήσει χειροτονία
από τον επίσκοπο, αν δεν κληθεί από τον ίδιο τον Θεό. Αφού η θεία κλήση
δοκιμαζόταν, αναγνωριζόταν και βεβαιωνόταν μέσω της επίσημης
εκκλησιαστικής εκλογής, τότε ο υποψήφιος χειροτονούνταν από τον
επίσκοπο. Αυτή συνοδευόταν από τις προσευχές της χειροτονίας διά του
«hunc servum tuum, quem elegisti»474. Η φράση αυτή θα μπορούσε να
εκληφθεί ως έμμεση κλήση από τον Θεό, η οποία προηγείται από την
εκκλησιαστική εκλογή, αν δεν υπήρχαν άλλες εκφράσεις που δηλώνουν
σαφώς ότι πρόκειται αναμφίβολα για άμεση κλήση από τον Θεό, η οποία
προηγείται της εκκλησιαστικής εκλογής. Τα ιδιαίτερα χαρίσματα, που
δίδονται μόνο στους κληθέντες από τον Θεό, αντιπαραβάλλονται προς το
χάρισμα που είναι κοινό σε όλους τους πιστούς, δηλαδή το θείο δώρο της
χριστιανικής πίστεως. Εφ’ όσον προηγούνταν η θεία κλήση, ο υποψήφιος
κληρικός έπρεπε να εκλεγεί από την Εκκλησία. Το σώμα της Εκκλησίας
οδηγούνταν στην εκλογή βάσει της θείας εκλογής, αφού διαπίστωναν τη
θεία κλήση σε πρόσωπα καταξιωμένα και προικισμένα με τα
απαιτούμενα για κάθε βαθμό κανονικά προσόντα475. Σε περίπτωση όμως
της επιλογής υποψηφίου, μη φρονούντος ορθά ως προς την πίστη, οι
επίσκοποι μπορούσαν να αρνηθούν τη χειροτονία του, έστω και αν ο λαός
συναινούσε σε αυτήν476. Ειδικώς ως προς τον επίσκοπο αναφέρεται ότι
μετέχει όλος ο λαός στην εκλογή477. Επί δε του διακόνου ορίζεται ότι ο
εκλεγείς κατά τα ανωτέρω λεχθέντα χειροτονείται μόνο από τον
198
επίσκοπο478. Αν και δεν γίνεται μνεία περί του πρεσβυτέρου, η αναφορά,
ως εξάγεται από τις πηγές της συμμετοχής και του λαού στην εκλογή και
του διακόνου, συμπεραίνει ότι η ίδια διαδικασία ακολουθούνταν και ως
προς τον πρεσβύτερο.
Η ίδια η ευχή των Αποστολικών Διαταγών479 και της Επιτομής480
αυτών προϋποθέτει εκτός της θείας κλήσεως και τη γενική αποδοχή όλου
του κλήρου προ της εντάξεώς του στο πρεσβυτέριο. Ο κλήρος θα κρίνει
περί της αξίας για προαγωγή στον βαθμό του πρεσβυτέρου του
υποψηφίου και εν συνεχεία θα κληθεί να ψηφίσει. Κρίνοντας από την
ευχή σε σχέση με τον τρόπο εκλογής του επισκόπου όπου άπας ο λαός
μετείχε481, τότε πρέπει και στην περίπτωση του πρεσβυτέρου να
αποφάσιζε και επικύρωνε την εκλογή σύσσωμος κλήρος και λαός.
Στη Διαθήκη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ (δεύτερο μισό 5ου
αιώνα) απαιτείται η θεία κλήση ως και στην Αποστολική Παράδοση του
Ιππολύτου. Έπεται δε της θείας κλήσεως η εκλογή από όλο τον λαό και εν
συνεχεία η τέλεση της χειροτονίας. Η διαδικασία αυτή τηρείται τόσο για
την εκλογή του επισκόπου482, όσο και του πρεσβυτέρου483 και του
διακόνου484.
199
Η θεία κλήση ως προαπαιτούμενο εισόδου στον κλήρο αναφέρεται
και στους Κανόνες τοῦ Ἱππολύτου. Η εκλογή και των τριών βαθμών της
ιερωσύνης πραγματοποιείται από όλο τον λαό. Όπως για τους
επισκόπους485 ψήφιζε όλος ο λαός, η ίδια διαδικασία τηρούνταν και για
την εκλογή του πρεσβυτέρου486 και του διακόνου487. Ο πρεσβύτερος
τοποθετείται στην ίδια θέση με τον επίσκοπο, εκτός από την επισκοπική
καθέδρα και την εξουσία χειροτονίας. Η εξίσωση αυτή του επισκόπου και
του πρεσβυτέρου δικαιολογεί και την ομοιότητα στον τρόπο εκλογής
τους488.
Η Σύνοδος της Λαοδικείας (380) θέσπισε κανόνες που αναφέρονται
στη συμμετοχή των λαϊκών στην εκλογή των κληρικών. Ο πρώτος από
αυτούς, ο 5ος, αναφέρει: «Περὶ τοῦ μὴ δεῖν τὰς χειροτονίας ἐπὶ παρουσίᾳ
ἀκροωμένων γίνεσθαι»489. Από τη διατύπωση του κανόνα δεν μπορούμε
να εξαγάγουμε βέβαιο συμπέρασμα περί της συμμετοχής του λαού στην
εκλογή των κληρικών. Προφανώς ο κανόνας αυτός ήθελε να αποκλείσει
την παρουσία των ακροωμένων από τη διαδικασία, ενώ στην όλη
διαδικασία εξετάσεως του υποψηφίου παρίσταντο οι πιστοί ως
παρατηρητές. Στον κανόνα αυτόν ο όρος χειροτονία δεν διευκρινίζεται,
εάν εννοεί την τελετή της χειροτονίας μόνο ή εάν εννοεί και την εκλογή.
Από τα ερμηνευτικά σχόλια των τριών ερμηνευτών Ζωναρά490,
200
Βαλσαμώνα491 και Αριστηνού492, συμπεραίνουμε ότι με τον όρο χειροτονία
νοείται η διαδικασία εκλογής που γίνεται ενώπιον του λαού. Η σύνταξη
του κανόνα δεν έγινε για να ρυθμίσει τη συμμετοχή των λαϊκών στην
εκλογική διαδικασία, αλλά για να αποτρέψει την παρουσία των
ακροωμένων προς αποφυγή σκανδαλισμού, διότι σε μία τέτοια διαδικασία
θα ακούγονταν προφανώς και δυσμενή σχόλια. Το επιχείρημα αυτό
επιβεβαιώνεται και από τα σχόλια του Βαλσαμώνα στον ίδιο κανόνα493.
Τη συμμετοχή των λαϊκών στην εκλογή των κληρικών
πραγματεύεται η Σύνοδος της Λαοδικείας και με τον 13ο κανόνα της.
Συγκεκριμένα αναφέρει: «Περὶ τοῦ μὴ τοῖς ὄχλοις ἐπιτρέπειν τὰς ἐκλογὰς
ποιεῖσθαι τῶν μελλόντων καθίστασθαι εἰς ἱερατεῖον»494. Από τις ερμηνείες
του Ζωναρά495 και του Βαλσαμώνα496 φανερώνεται ότι αποκλειόταν η
συμμετοχή των λαϊκών στην εκλογή των κληρικών όλων των βαθμών497.
Αρνητικός στη συμμετοχή των λαϊκών κατά την εκλογή των κληρικών
είναι και ο Ματθαίος Βλάσταρης στον σχολιασμό των ανωτέρω κανόνων.
201
Σχολιάζοντας τους κανόνες της εν λόγω συνόδου ο Ματθαίος Βλάσταρης,
στο «Σύνταγμα κατά στοιχείον», αναφέρει ότι δεν επιτρέπεται η εκλογή
επισκόπων ή πρεσβυτέρων από τους όχλους, αλλά επαφίεται στην κρίση
του μητροπολίτη ή των επισκόπων της επαρχίας του498. Ο δε Θεόφιλος
Καμπανίας (1788), στο Νομικόν, αναγνωρίζοντας ότι ο λαός συμμετείχε
στην εκλογή των κληρικών, συμπεραίνει ότι λόγω της παθογένειας αυτού
του συστήματος η πρακτική αυτή εγκαταλείφθηκε499.
Ο 7ος κανόνας του Θεοφίλου Αλεξανδρείας (400) είναι ο μοναδικός
μη συνοδικός κανόνας που αναφέρεται στην επιλογή του νέου κληρικού
από όλο τον κλήρο και τον λαό, αναγνωρισθείς από την Πενθέκτη
Οικουμενική σύνοδο ως κανόνας καθολικού κύρους. Συγκεκριμένα
αναφέρει: «Περὶ τῶν ὀφειλόντων χειροτονεῖσθαι, οὗτος ἔστω τύπος, ὥστε
πᾶν τὸ ἱερατεῖον συμφωνεῖν καὶ αἱρεῖσθαι, καὶ τότε τὸν ἐπίσκοπον
δοκιμάζειν, καὶ συναινοῦντος αὐτῷ τοῦ ἱερατείου, χειροτονεῖν ἐν μέσῃ τῇ
ἐκκλησίᾳ, παρόντος τοῦ λαοῦ καὶ προσφωνοῦντος τοῦ ἐπισκόπου, εἰ καὶ ὁ
λαὸς δύναται αὐτῷ μαρτυρεῖν. Χειροτονία δὲ λαθραίως μὴ γινέσθω, τῆς
γὰρ Ἐκκλησίας εἰρήνην ἐχούσης, πρέπει παρόντων τῶν ἁγίων τὰς
χειροτονίας ἐπὶ τῆς ἐκκλησίας γίνεσθαι. Ἐν δὲ τῇ ἐνορίᾳ, εἰ μὲν
κοινωνήσαντές εἰσί τινες ταῖς τῶν κοινωνησάντων γνώμαις, μὴ ἄλλως
χειροτονείσθωσαν, ἀλλὰ τῶν ἀληθῶς ὀρθοδόξων κληρικῶν
δοκιμαζόντων, παρόντος πάλιν τοῦ ἐπισκόπου, καὶ προσφωνοῦντος
παρόντι τῷ λαῷ, μόνον ἵνα μὴ περιδρομή τις γένηται»500.
Από τον κανόνα εξάγεται ότι απαραίτητη ήταν η επιλογή του
κληρικού από τον τοπικό κλήρο. Ο επιλεγμένος υποψήφιος τότε
οδηγούνταν ενώπιον του επισκόπου που τον εξέταζε δημοσίως. Εάν ο
498 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Ϛ΄, σσ. 498-499: Σύνταγμα κατὰ στοιχείον Χ΄, Β΄
Κεφάλαιο, «οὐ τοῖς ὄχλοις ἐπιτρέπουσιν ἢ ἐπισκόπους ἢ πρεσβυτέρους ἐκλέγεσθαι, ἀλλὰ
τῇ κρίσει τοῦ μητροπολίτου, καὶ τῶν τῆς ἐπαρχίας αὐτοῦ ἐπισκόπων».
499 Νομικὸν ποιηθὲν καὶ συνταχθὲν εἰς ἁπλῆν φράσιν ὑπὸ τοῦ πανιερωτάτου
ἐλλογιμωτάτου ἐπισκόπου Καμπανίας κυρίου κυρίου Θεοφίλου τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων (1788),
Κριτικὴ ἔκδοσις μετὰ εἰσαγωγῆς καὶ εὑρετηρίων πινάκων ὑπὸ Δημητρίου Σ. Γκίνη,
Θεσσαλονίκη 1960, σ. 17: «§80. Ὁ ιγ΄κανὼν αὐτῆς (Λαοδικείας) λέγει, νὰ μὴ δίδωνται αἱ
ἐκλογαὶ τόσον τῶν ἐπισκόπων, ὁποῦ μέλλουν νὰ χειροτονηθοῦν εἰς ἐπαρχίαν, ὅσον καὶ
τῶν κληρικῶν, δηλ. ἱερέων καὶ διακόνων, εἰς τὸ πλῆθος τῶν κοσμικῶν. Ὁμοίως καὶ ὁ ιδ΄
αὐτῆς τῆς συνόδου κανών. (Τὸν παλαιὸν καιρὸν τὸ πλῆθος ἔκλεγε τοὺς ἐπισκόπους καί,
διὰ τί ἐγίνοντο φιλονικίαι καὶ διχόνοιαι καὶ ταραχαὶ μεταξὺ αὐτῶν, διὰ τοῦτο
ἀπεφασίσθη παρὰ τῶν ἁγίων συνόδων, αἱ ἐκλογαὶ καὶ ψῆφοι τῶν ἐπισκόπων νὰ
γίνωνται παρὰ τῆς συνόδου τῶν ἐπισκόπων τοῦ κλίματος ἐκείνου)».
500 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Γ΄, σ. 347.
202
επίσκοπος τον εύρισκε κατάλληλο, προχωρούσε στη χειροτονία. Κατά την
εξέταση παρίστατο και ο λαός, ο οποίος μαρτυρούσε για την
καταλληλότητα του υποψηφίου. Φαίνεται από την όλη διαδικασία ότι
απαραίτητη ήταν και η διά βοής συναίνεση του λαού στην προηγηθείσα
εκλογή. Κατά τη διαδικασία εξετάσεως του υποψηφίου ο κλήρος
επιβεβαίωνε και δεύτερη φορά την προτίμησή του προς τον επιλεγέντα
υποψήφιο. Η δεύτερη αυτή επιβεβαίωση γινόταν, διότι μπορεί να είχε
μεσολαβήσει μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ της πρώτης επιλογής και
της χειροτονίας και να προέκυπταν αποτρεπτικοί λόγοι χειροτονίας
αυτού501.
Τελευταίος κανόνας σχετικός με το θέμα της εκλογής των
κληρικών είναι ο 3ος της Ζ΄ Οικουμενικής συνόδου: «Πᾶσαν ψῆφον
γινομένην παρὰ ἀρχόντων, ἐπισκόπου, ἢ πρεσβυτέρου, ἢ διακόνου,
ἄκυρον μένειν, κατὰ τὸν κανόνα τὸν λέγοντα· Εἴ τις ἐπίσκοπος, κοσμικοῖς
ἄρχουσι χρησάμενος, δι’ αὐτῶν ἐγκρατὴς ἐκκλησίας γένηται,
καθαιρείσθω, καὶ ἀφοριζέσθω, καὶ οἱ κοινωνοῦντες αὐτῷ πάντες. Δεῖ γὰρ
τὸν μέλλοντα προβιβάζεσθαι εἰς ἐπισκοπήν, ὑπὸ ἐπισκόπων ψηφίζεσθαι·
καθὼς παρὰ τῶν ἁγίων Πατέρων τῶν ἐν Νικαίᾳ ὥρισται ἐν τῷ κανόνι τῷ
λέγοντι· Ἐπίσκοπον προσήκει, μάλιστα μὲν ὑπὸ πάντων τῶν ἐν τῇ
ἐπαρχίᾳ καθίστασθαι· εἰ δὲ δυσχερὲς εἴη τὸ τοιοῦτο, ἢ διὰ κατεπείγουσαν
ἀνάγκην, ἢ διὰ μῆκος ὁδοῦ, ἐξάπαντος τρεῖς ἐπὶ τὸ αὐτὸ συναγομένους·
(συμψήφων γινομένων καὶ τῶν ἀπόντων, καὶ συντιθεμένων διὰ
γραμμάτων), τότε τὴν χειροτονίαν ποιεῖσθαι. Τὸ δὲ κῦρος τῶν γινομένων,
δίδοσθαι καθ’ ἑκάστην ἐπαρχίαν τῷ μητροπολίτῃ»502. Ο κανόνας
αποκλείει το οιοδήποτε εκλογικό δικαίωμα στον λαό κατά την επιλογή
των υποψηφίων κληρικών, ορίζοντας ως αποκλειστικό δικαίωμα των
επισκόπων την εκλογή. Οι Ζωναράς και Βαλσαμών στην ερμηνεία τους
σημειώνουν ότι οι πατέρες οδηγήθηκαν σε αυτήν την απόφαση, για να
προφυλάξουν από παλαιά άτοπα πολιτικής επεμβάσεως στην εκλογή503.
Οι μαρτυρίες αυτές των κανονικολειτουργικών συλλογών, των
ιερών κανόνων και των πατέρων της Εκκλησίας μαρτυρούν την άλλοτε
συμμετοχή και του λαού στην εκλογή του ιερού κλήρου. Ο σταδιακός
αποκλεισμός του λαού από τη διαδικασία αυτήν ακολούθησε μία
203
εξελικτική πορεία. Σκοπός αυτής της πράξεως ήταν να αποκλείσει την
κατάταξη στον κλήρο προσώπων που θα έβλαπταν την Εκκλησία. Την
αποκλειστική δικαιοδοσία επιλογής των κληρικών την κατέχει ο
επίσκοπος ως εντολοδόχος του Θεού. Πράξη της συναινέσεως του λαού
τύποις, έως και σήμερα, είναι η αναφώνηση «Ἄξιος» κατά την τέλεση της
χειροτονίας.
204
ἁγιαστείαν καὶ τὴν τοῦ θείου μύρου τελείωσιν καὶ τὴν ἱερὰν τοῦ
θυσιαστηρίου τελετουργίαν ταῖς τῶν ἐνθέων ἱεραρχῶν τελεσιουργοῖς
δυνάμεσιν ἑνιαίως ἀπεκλήρωσεν»505. Κατά την ισχύουσα πράξη της
Εκκλησίας, ο επίσκοπος χειροτονείται από τρεις επισκόπους. Αρχικώς η
πράξη προέβλεπε τη χειροτονία αυτού από έναν επίσκοπο, αλλά
ανετράπη από τον 1ο κανόνα των Αγίων Αποστόλων506 και τον 49ο της
Καρθαγένης507, όπου προβλέπονται τρεις. Στην περίπτωση όμως της
χειροτονίας πρεσβυτέρου προβλέπεται από των 2ο κανόνα των Αγίων
Αποστόλων η συμμετοχή ενός επισκόπου508. Η κανονική αυτή διάταξη
στηρίζεται στην Αγία Γραφή και δη στις επιστολές του αποστόλου
ἐπισκόπου, μηδὲ αὐτὸν ἄνευ τῆς τῶν λοιπῶν γνώμης». ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Γ΄,
σσ. 193-194: Κανὼν ΚϚ΄ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Τοπικῆς Συνόδου: «Ὅτι οὐ δεῖ ἐφορκίζειν τοὺς μὴ
προαχθέντας ὑπὸ ἐπισκόπων, μήτε ἐν ταῖς ἐκκλησίαις, μήτε ἐν ταῖς οἰκίαις». Βλ. και
ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς τὴν Α΄ πρὸςΤιμόθεον. Ὁμιλία ΙΑ΄, α΄. PG 62, 553: «Οὐ
πολὺ τὸ μέσον αὐτῶν (πρεσβυτέρων) καὶ ἐπισκόπων. Καὶ γὰρ καὶ αὐτοὶ διδασκαλίαν
εἰσὶν ἀναδεδεγμένοι, καὶ προστασίαν τῆς ἐκκλησίας. Καὶ ἃ περὶ ἐπισκόπων εἶπε (ὁ
ἀπόστολος), ταῦτα καὶ πρεσβυτέροις ἁρμόττει· τῇ γὰρ χειροτονίᾳ μόνῃ ὑπερβεβήκασι,
καὶ τοῦτο μόνον δοκοῦσι πλεονεκτεῖν τοὺς πρεσβυτέρους». Βλ. και ΜΕΛΕΤΙΟΥ ΜΙΛΑΣ
(επισκόπου Ζάρας και Δαλματικής), Τὸ Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου
Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, όπ.π., σσ. 388-389.
505 Περὶ ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, κεφ. Ε΄, V. PG 3, 505C. Και έκδ. G. Heil und A.
M. Ritter, Corpus Dionysiacum II, όπ.π., σ. 108.
506 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 1: «Ἐπίσκοπος χειροτονείσθω ὑπὸ
ἐπισκόπων δύο ἢ τριῶν».
507 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Γ΄, σ. 423: «Ὁνωράτος καὶ Οὐρβανὸς ἐπίσκοποι
εἶπον· Κἀκεῖνο ἡμῖν ἐνετάλη, ἐπειδὴ ἐκ τοῦ πλησίον ἀδελφοὶ ἡμῶν δύο ἐπίσκοποι τῆς
Νουμιδίας χειροτονῆσαι ἐτόλμησαν ἱερέα, κρίνατε μὴ γενέσθαι χειροτονίας ἐπισκόπων,
εἰ μὴ ἀπὸ δώδεκα. Αὐρήλιος ἐπίσκοπος εἶπεν· Ὁ ἀρχαῖος τύπος φυλαχθήσεται, ἵνα μὴ
ἥττονες τριῶν τῶν ὁρισθέντων εἰς χειροτονίαν ἐπισκόπων ἀρκέσωσι· διότι ἐν Τριπόλει
τυχὸν καὶ ἐν Ἀρζουΐῃ δῆλον ὡς παρέγκεινται βάρβαρα ἔθνη· ἐν Τριπόλει δὲ πέντε καὶ
μόνοι εἰσίν, ὡς γινώσκετε, ἐπίσκοποι· καὶ δυνατὸν ἐξ αὐτοῦ πολλάκις τοῦ ἀριθμοῦ τοὺς
δύο ἀνάγκῃ τινὶ κατέχεσθαι. Δυσχερὲς γάρ ἐστιν ἐξ οἱουδήποτε ἀριθμοῦ πάντας
δύνασθαι ἀπαντῆσαι· μὴ ὀφείλει τοῦτο αὐτὸ παρεμποδῶν εἶναι τῷ χρησίμῳ τῆς
ἐκκλησίας· καὶ γὰρ εἰς ταύτην τὴν ἐκκλησίαν, εἰς ἣν κατηξίωσεν ἡ ὑμετέρα συνελθεῖν
ἁγιωσύνη, συχνῶς καὶ σχεδὸν κατὰ Κυριακὴν χειροτονουμένους ἔχομεν. Μὴ ἆρα
δύναμαι συνεχῶς δώδεκα ἢ δέκα, ἢ οὐχὶ πολὺ ἐλάττους συγκαλεῖν ἐπισκόπους; δύο δὲ
γείτονας προσζεῦξαι εὐχερές ἐστι τῇ ἐμῇ βραχύτητι. Διὸ ὁρᾷ σὺν ἐμοὶ ἡ ὑμετέρα ἀγάπη,
τοῦτο αὐτὸ μὴ δύνασθαι παραφυλαχθῆναι».
508 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σ. 4: «Πρεσβύτερος ὑπὸ ἑνὸς ἐπισκόπου
χειροτονείσθω, καὶ διάκονος, καὶ οἱ λοιποὶ κληρικοί».
205
Παύλου Α΄ πρός Τιμόθεον509 και πρός Τίτον510. Το δικαίωμα να χειροτονεί
ένας μόνο επίσκοπος τους πρεσβυτέρους και τους άλλους υπ’ αυτόν
κληρικούς βασίζεται στο ότι τα δικαιώματα των πρεσβυτέρων
περιορίζονται μόνο στην επισκοπική περιφέρεια του επισκόπου και ο
χειροτονηθείς δεν έχει δικαιώματα έξω από την επισκοπική περιφέρεια,
για την οποία χειροτονήθηκε511.
Το δικαίωμα αυτό δύναται να το μεταβιβάσει εντός των ορίων της
επισκοπής του και σε άλλους λειτουργούς, οι οποίοι θα λειτουργήσουν εξ
ονόματος τού επισκόπου και με την άδειά του. Στις κανονικές πηγές αυτοί
ονομάζονται χωροεπίσκοποι512. Σήμερα περίπου αντίστοιχα έχουμε τους
βοηθούς επισκόπους και τους τιτουλαρίους. Κατά τον 13ο κανόνα της
Αγκύρας, χωρίς την άδεια του επισκόπου στον οποίο υπάγονται ή σε άλλη
παροικία ευρισκόμενοι δεν επιτρέπεται να χειροτονούν, απειλούμενοι σε
διαφορετική περίπτωση με καθαίρεση513. Ο κανόνας ορίζει τον οικείο
επίσκοπο ως τον μόνο αρμόδιο για τη χειροτονία των κληρικών της
επαρχίας του. Ομοία εξάρτηση προσδιορίζει και ο 10ος κανόνας της
Αντιοχείας514 που συγκεκριμενοποιεί ότι η χειροτονία και η προαγωγή σε
509 Α΄Τιμ. 5, 22: «χεῖρας ταχέως μηδενὶ ἐπιτίθει, μηδὲ κοινώνει ἁμαρτίαις
ἀλλοτρίαις· σεαυτὸν ἁγνὸν τήρει».
510 Τίτ. 1, 5: «Τούτου χάριν κατέλιπόν σε ἐν Κρήτῃ, ἵνα τὰ λείποντα ἐπιδιορθώσῃ,
καὶ καταστήσῃς κατὰ πόλιν πρεσβυτέρους, ὡς ἐγώ σοι διεταξάμην».
511 ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΙΛΑΣ (επισκόπου Ζάρας και Δαλματικής), Τὸ Ἐκκλησιαστικὸν
Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, όπ.π., σ. 389. Βλ. και Ἀρχιμ. ΜΕΛΕΤΙΟΥ
ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
μετὰ τοῦ Ἰσχύοντος νῦν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Πατριαρχείου καὶ ἐν Ἑλλάδι, όπ.π., σσ. 113-
115.
512 Ἀρχιμ. ΜΕΛΕΤΙΟΥ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, όπ.π., σ. 115, υποσ. 3. Και
ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΙΛΑΣ, όπ.π., σ. 389-390.
513 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Γ΄, σ. 46: Κανὼν ΙΓ΄ τῆς ἐν Ἀγκύρᾳ Τοπικῆς
Συνόδου: «Χωρεπισκόποις μὴ ἐξεῖναι πρεσβυτέρους ἢ διακόνους χειροτονεῖν, ἀλλὰ μὴν
μηδὲ πρεσβυτέρους πόλεως, χωρὶς τοῦ ἐπιτραπῆναι ὑπὸ τοῦ ἐπισκόπου μετὰ
γραμμάτων, ἐν ἑτέρᾳ παροικίᾳ».
514 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Γ΄, σσ. 141-142: Κανὼν Ι΄ τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ
Τοπικῆς Συνόδου: «Τοὺς ἐν ταῖς κώμαις, ἢ ταῖς χώραις, ἢ τοὺς καλουμένους
χωρεπισκόπους, εἰ καὶ χειροθεσίαν εἶεν ἐπισκόπου εἰληφότες, ἔδοξε τῇ ἁγίᾳ συνόδῳ
εἰδέναι τὰ ἑαυτῶν μέτρα, καὶ διοικεῖν τὰς ὑποκειμένας αὐτοῖς ἐκκλησίας, καὶ τῇ τούτων
ἀρκεῖσθαι φροντίδι καὶ κηδεμονίᾳ, καθιστᾶν δὲ ἀναγνώστας, καὶ ὑποδιακόνους, καὶ
ἐφορκιστάς, καὶ τῇ τούτων ἀρκεῖσθαι προαγωγῇ· μήτε δὲ πρεσβύτερον, μήτε διάκονον
χειροτονεῖν τολμᾶν δίχα τοῦ ἐν τῇ πόλει ἐπισκόπου, ᾗ ὑπόκεινται αὐτός τε καὶ ἡ χώρα. Εἰ
206
ανώτερο βαθμό υπόκειται στον επίσκοπο της επαρχίας. Αλλά και από το
πνεύμα των κανόνων εξάγεται ότι ένας μόνο επίσκοπος ορίζεται ως ο
χειροτονών.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες από τους βίους των Αγίων 515 (3ο και 4ο
αιώνα), δεν ορίζεται πουθενά η αναγκαιότητα περισσοτέρων του ενός
επισκόπων στη χειροτονία του πρεσβυτέρου και του διακόνου, πλην του
επισκόπου516. Ο επίσκοπος Τεντύρων ζήτησε από τον Αθανάσιο
Αλεξανδρείας να καταστήσει τον άγιο Παχώμιο «ἐπὶ πάντων τῶν
μοναχῶν τῆς ἐνορίας» των Τεντύρων «πατέρα καὶ πρεσβύτερον»517. Ο δε
Αγαπητός χειροτονήθηκε έως και τον βαθμό του επισκόπου χωρίς να το
επιθυμεί518. Ο Επιφάνιος Κύπρου «παρεκάλεσεν ..... τὸν μέγαν Ἱλαρίωνα
ἀποστεῖλαι μετά τοῦ Ἐπιφανίου τοῦ καὶ φιλοσόφου ἕνα τῶν ἀδελφῶν ἐν
Ἐλευθεροπόλει, ὅπως ποιήσει αὐτὸν ὁ ἐπίσκοπος πρεσβύτερον. Καὶ δὴ ὁ
μέγας Ἱλαρίων ἐποίησεν οὕτως»519. Επίσης ο ίδιος απαίτησε από το
πνευματικό του παιδί, τον Πολύβιο, να τον χειροτονήσει, «ἐπειδὴ χρείαν
ἔχει ἡ Ἐκκλησία πρεσβυτέρου εἰς τὸν τόπον τοῦ πατρός ἡμῶν Ἰωάννου».
Ο Πολύβιος αρνούνταν τη χειροτονία συναισθανόμενος την πνευματική
του πενία, εξαναγκάζεται όμως με θαυματουργικό τρόπο από τον
Επιφάνιο να χειροτονηθεί πρεσβύτερος. «Ὅτε δὲ ἐπληρώθη πᾶσα ἡ
ἀκολουθία, τότε ἀπέστειλεν ἕνα τῶν διακόνων, καὶ ἤγαγέν με ἐπί τοῦ
θυσιαστηρίου, καὶ ἐχειροτόνησέ με πρεσβύτερον»520. Αλλά και η ίδια η
χειροτονία του Επιφανίου έγινε την ίδια ημέρα και στους τρεις βαθμούς
της ιερωσύνης μόνο από τον επίσκοπο Πάππο521. Όμοιους με τον Πολύβιο
207
δισταγμούς είχε και ο Παρθένιος, ο οποίος τελικά υπέκυψε στις
παρακλήσεις του επισκόπου Φιλητού και χειροτονήθηκε πρεσβύτερος522.
Άλλα παραδείγματα είναι των Παύλου Κωνσταντινουπόλεως του
Ομολογητού523, Γρηγορίου Νύσσης524, Ακεψημά525, Αβραμίου του
αὐτὸν πρὸς Πάππον ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου μετὰ βίας, ὥστε συνελθεῖν καὶ ἄλλους
πλείστους, ὅπως διασώσωσιν αὐτὸν ἐπὶ τῷ θυσιαστηρίῳ. Χειροτονεῖ οὖν αὐτὸν διάκονον,
καὶ πάλιν δίδωσιν εἰρήνην, καὶ χειροτονεῖ αὐτὸν πρεσβύτερον, καὶ γίνεται ἡ ἀκολουθία,
καὶ χειροτονεῖ αὐτὸν ἐπίσκοκον». Βλ. και Βίος Ἁγίου Ἐπιφανίου, Ξ΄. PG 41, 100D: «Τούτους
μὲν Θεόφιλος εἰσήνεγκεν ἐπὶ τὴν πόλιν μετὰ ἀπάτης, καὶ ἠσφαλίσατο. Ἐποίησεν δὲ τὸν
μείζονα αὐτῶν ἐπίσκοπον εἰς μίαν πόλιν τῆς Αἰγύπτου· τοὺς δὲ ἄλλους ἐποίησεν
διακόνους καὶ οἰκονόμους τῆς Ἐκκλησίας». Βλ. και Βίος Ἁγίου Ἐπιφανίου, ΞΒ΄. PG 41,
104C: «ἠνάγκασαν Ἐπιφάνιον, ὅπως χειροτονήσει, ὅτι χρεία ἦν, ἐπὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴν
χρείαν».
522 Βίος καὶ πολιτεία τοῦ Ἁγίου πατρός ἡμῶν Παρθενίου, Α΄. PG 114, 1348B: «ὁ τῆς
Μελίτου πόλεως ὁσιώτατος ἐπίσκοπος τοὔνομα Φιλητὸς ἀκούσας τὰ κατὰ τὸν ὅσιον
Παρθένιον, προσκαλεσάμενος αὐτὸν καὶ πολλὰ παραινέσας, μετὰ πολλῆς ἀνάγκης
χειροτονεῖ αὐτὸν πρεσβύτερον καὶ περιοδευτήν τῆς αὐτῆς Μελίτου πόλεως ἁγίας
Ἐκκλησίας». Βλ. και LATYŠEV I, σ. 20· LATYŠEV I, σ. 304.
523 PG 116, 884A: «Παῦλον αἱρήσονται, ὃν αὐτὸς ὑπῆρχε χειροτονήσας
πρεσβύτερον». PG 104, 120D-121A. Βλ. και Ἱεροδ. ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ, Μνημεῖα
Ἁγιολογικά, τύπ. Φοίνικος, Βενετία 1884, σ. 230: «Ὁ δὲ θεῖος Ἀλέξανδρος ἐν τῷ τοῦ βίου
πλησιάσας τέλει ..... εἰ μὲν βούλοιντο διδάσκαλόν τε ἅμα καὶ ταῖς ἀρεταῖς ἀστράπτοντα,
Παῦλον αἱρήσονται, ὃν αὐτὸς ἐχειροτόνησε πρεσβύτερον».
524 Βίος Μακρίνης, έκδ. MARAVAL, Grégoire de Nysse Vie de sainte Macrina, SC 178,
Paris 1971, σ. 188: «Ἐν τούτῳ ὁ πολὺς ἐν ἁγίοις Βασίλειος τῆς μεγάλης Καισαρέων
ἐκκλησίας ἀνεδείχθη προστάτης· ὃς ἐπὶ τὸν κλῆρον τῆς ἐν τῷ πρεσβυτερίῳ ἱερωσύνης
τὸν ἀδελφὸν ἄγει ταῖς μυστικαῖς ἑαυτοῦ ἱερουργίαις ἀφιερώσας. Καὶ ἐν τούτῳ πάλιν
αὐτοῖς ἐπὶ τὸ σεμνότερόν τε καὶ ἁγιώτερον προῄει ὁ βίος τῇ ἱερωσύνῃ τῆς φιλοσοφίας
ἐπαυξηθείσης».
525 ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ, Φιλόθεος Ἱστορία, ΙΕ΄. Ἀκεψημᾶς. PG 82, 1416CD:
«Ἡνίκα δὲ τὴν ἐντεῦθεν ἀποδημίαν ἐστέλλετο, προεσήμανεν ὡς μετὰ πεντήκοντα
ἡμέρας δέξεται τοῦ βίου τὸ τέλος· ὑπεδέξατο δὲ ἅπαντας τοὺς ἰδεῖν ἐθελήσαντας. Ἐπειδὴ
δὲ καὶ ὁ τῆς ἐκκλησίας ἀφίκετο πρόεδρος, ἤπειγεν αὐτὸν ὑποδέξασθαι τοῦ πρεσβυτέρου
τὴν ζεύγλην· “Οἶδα, λέγων, ὦ πάτερ, καὶ τῆς σῆς φιλοσοφίας τὸ ὕψος καὶ τὴν τῆς ἐμῆς
πενίας ὑπερβολήν, ἀλλὰ τῆς ἀρχιερωσύνης τὴν οἰκονομίαν πεπιστευμένος, ταύτῃ τὰς
χειροτονίας, ἀλλ' οὐκ ἐκείνῃ προβάλλομαι. ∆έξαι τοίνυν, ἔφη, τῆς ἱερωσύνης τὸ δῶρον,
τῆς μὲν ἐμῆς δεξιᾶς ὑπουργούσης, τῆς δὲ τοῦ παναγίου Πνεύματος τοῦτο χάριτος
χορηγούσης”. Πρὸς ταῦτα φάναι λέγεται ὅτι “μετ’ ὀλίγας ἐντεῦθεν ἐκδημήσων ἡμέρας,
ἥκιστα περὶ τούτων ζυγομαχήσω· εἰ μὲν γὰρ ἔμελλον ἐπὶ πλεῖστον βιώσεσθαι, πάμπαν
ἔφυγον ἂν τὸ βαρὺ τοῦτο καὶ φοβερὸν τῆς ἱερωσύνης φορτίον, τῆς παρακαταθήκης
ὀρρωδῶν τὰς εὐθύνας. Ἐπειδὴ δὲ οὐκ εἰς μακρὰν ἀπελεύσομαι καταλείψων τὰ τῇδε,
εὐπειθῶς τὸ κελευόμενον δέξομαι”. Αὐτίκα τοίνυν, οὐδενὸς ἄγοντος, ὁ μὲν τὰ γόνατα
208
αναχωρητού526, Μακαρίου του Αιγυπτίου527, Μακαρίου του
Αλεξανδρινού 528 και οι χειροτονίες από τους Παύλο και Ιωάννη . Από 529
τους επόμενους αιώνες έχουμε μορφές, όπως τον Μ. Ευθύμιο από τον
επίσκοπο Οτρήιο530 (†473), τον Δανιήλ τον Στυλίτη531 (†493) από τον
Γεννάδιο Κωνσταντινουπόλεως, τον Σαμψών τον Ξενοδόχο532 (6ος αι.) από
κάμπτων τὴν χάριν ἀνέμενεν, ὁ δὲ τὴν χεῖρα ἐπιτιθεὶς ὑπούργει τῷ Πνεύματι». Και
Φιλόθεος Ἱστορία ΙΙ, SC 254, σ. 22.
526 PG 115, 53C: «Τοιαύταις συμβουλαῖς τε καὶ ὑποθήκαις, τοιούτοις ὑποφωνήμασι,
πεισθεὶς ὁ Ἀβράμιος, ἠκολούθει πρὸς τὴν πόλιν τῷ ἐπισκόπῳ, κἀκείνου τελέσαντος ἐπ’
αὐτῷ τὰ εἰκότα καὶ οὕτω τέλειον αὐτὸν ἀναδείξαντος ἱερέα, εἶτα καὶ σὺν ἅμα τῷ κλήρῳ
παντὶ καὶ τῷ λαῷ τοῦτον προπέμψαντος, τὴν προκειμένην ἐκεῖθεν ὁδὸν ἤρχετο, πολλὰ
μεταξὺ δάκρυα καλούμενος», PG 115, 60D: «πρῶτα μὲν ἱκανῶς παραμυθεῖται τὰς ἐκείνων
ψυχὰς ὀδυνηρῶς ἄγαν ἐχούσας τῇ τοῦ ποιμένος ἀποδημίᾳ, ἔπειτα τοὺς δι’ ἀρετὴν
ἐπιφανεστέρους ἀπολεξάμενος, τοὺς μὲν πρεσβυτέρους, τοὺς δὲ διακόνους καὶ ἄλλους
ἄλλοις τῶν ἱερῶν ἐγκαταλέξας βαθμῶν». Βλ. και ASS, Martii II, σσ. 742, 744.
527 ΠΑΛΛΑΔΙΟΥ, Λαϋσαϊκὴ Ἱστορία, κεφ. ΙΘ΄ Κ΄, Περὶ Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου. PG
34, 1043C: «Κατηξιώθη δὲ καὶ τῆς ἐντίμου ἱερωσύνης». ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Ἀποφθέγματα
Πατέρων, Ἀρχὴ τοῦ Μ΄ στοιχείου, Περὶ τοῦ Ἀββὰ Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου, α΄. PG 65,
257C:«ὅτε ἤμην νεώτερος καὶ ἐκαθήμην εἰς κελλίον εἰς Αἴγυπτον, ἐκράτησάν με καὶ
ἐποίησαν κληρικὸν εἰς τὴν κώμην· καὶ μὴ θέλων καταδέξασθαι, ἔφυγον εἰς ἕτερον
τόπον». SEC 40123-27: «Τούτων δὲ ἕνεκα πολλῇ παρακλήσει τὴν ἱερωσύνην καταδέχεται,
μὴ ἀνασχομένου τοῦ προέδρου τὸν λύχνον ὑπὸ τὸν μόδιον κρύπτεσθαι, ἀλλὰ πᾶσι
λάμπειν, ἢ προσδοκῶντος ἐκ τῆς ἁφῆς τὴν αὐτοῦ χεῖρα ἁγιασθήσεσθαι».
528 PG 34, 1065B: «Τοῦτο τὸ παράδοξον ὁ θαυμάσιος οὗτος ἀνὴρ Μακάριος ἡμῖν
διηγήσατο (ἦν γὰρ τῇ χειροτονίᾳ τῶν ἐπισκόπων πρεσβύτερος) λέγων».
529 Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ – ΚΕΡΑΜΕΩΣ, Βίος καὶ πολιτεία τῶν ὁσίων πατέρων
Παύλου τοῦ ἐπισκόπου καὶ Ἰωάννου πρεσβυτέρου [Ἀνάλεκτα Ἱεροσολυμιτικῆς
Σταχυολογίας Ε΄], ἐν Πετρουπόλει 1898, impression anastatique Bruxelles 1963, σ. 375:
«Διέμειναν δὲ πρὸς αὐτοὺς οἱ ἅγιοι χρόνον ἱκανὸν καὶ ἐδίδαξαν αὐτοὺς τὴν πίστιν, και
ἐποίησαν αὐτοῖς πρεσβυτέρους καὶ διακόνους, καὶ οὕτως ἐπορεύθησαν εἰς τὸ ἅγιον ὄρος
τοῦ Σινᾶ».
530 SEC 40515-17: «Αὐξηθεὶς δὲ ἐγένετο κληρικὸς παρὰ τοῦ ἐκεῖσε ἐπισκόπου, εἶτα
καὶ πρεσβύτερος καὶ ἔξαρχος τῶν μοναστηρίων». ΕD. SCHWARΤZ, Kyrillos von Skythopolis
[Texte und Untersuchungen 49, 2], Leipzig 1939, σ. 10.
531 Βίος Δανιὴλ τοῦ Στυλίτου, έκδ. H. DELEHAYE, Les Saints Stylites [Subsidia
hagiographica 14], Βρυξέλλες – Παρίσι 1923, σσ. 39-40: «θεασάμενος ὁ ἐπίσκοπος ὅτι οὐδὲν
ἀνύει, ἐπέτρεψεν τὸν ἀρχιδιάκονον εὐχὴν ποιῆσαι. Αὐτὸς δὲ σταθεὶς καὶ ἐπευξάμενος
χειροτονεῖ διὰ τῆς προσευχῆς τὸν ὅσιον ἱερέα».
532 LATYŠEV II, σ. 105: «καὶ χειροτονεῖται παρ’ ἐκείνου πρεσβύτερος, τριάκοντα
ἤδη γεγονώς ἔτη καὶ μικρόν τι πρός, εἶτα καὶ τῷ τὴν βασιλείαν διέποντι καθίσταται
φανερός».
209
τον επίσκοπο Μηνά, τον Θεόδωρο Συκεώτη533 (†613) που έλαβε αθρόα τους
βαθμούς της ιερωσύνης από τον επίσκοπο Αναστασιουπόλεως Θεοδόσιο,
τον Θεόδωρο τον Στουδίτη534 (†826) από τον πατριάρχη Ταράσιο και τον
Πέτρο τον εν Ατρώα (†837) από τον επίσκοπο Ζυγού Βασίλειο, κατόπιν
αδείας από τον πατριάρχη Ταράσιο, τον και κανονικό επίσκοπό του535.
Χειροτονία από περισσότερους του ενός επισκόπους, ως εξαίρεση
του κανόνα, μαρτυρείται στις αγιολογικές πηγές στον βίο του Μαρκιανού
του ασκητού536 (4ος αι.), η οποία τελείται από πέντε επισκόπους, και στον
Μακάριο τον Αλεξανδρινό537 (4ος αι.).
Η κανονική παράδοση, αλλά και αγιολογικές μαρτυρίες δηλώνουν
ότι ο πρεσβύτερος ανέκαθεν χειροτονούνταν από έναν επίσκοπο και δη
τον επίσκοπο της κανονικής του δικαιοδοσίας. Αυτό ισχύει έως σήμερα
και εκφράζεται μέσα από τα ευχολογικά κείμενα της χειρογράφου και
εντύπου παραδόσεως, όπου ένας είναι ο επίσκοπος που τελεί την επίθεση
210
των χειρών και αναγινώσκει τις ευχές. Ο λειτουργικός ρόλος του
πρεσβυτέρου περιορίζεται εντός των εκκλησιαστικών ορίων της
επισκοπής για την οποία εκλέγεται και χειροτονείται και προφανώς αυτός
είναι και ο λόγος της υπό ενός επισκόπου χειροτονίας. Αναφορά έχει μόνο
στον επίσκοπό του και εξ ονόματος αυτού τελεί τα ιερά μυστήρια.
211
212
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΩΝ
ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΠΑΡΧΟΥΣΗΣ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟΥ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ
213
αλλά στο Α΄ Τιμ. 4, 14 το χάρισμα μεταδίδεται με προφητεία: «μὴ ἀμέλει
τοῦ ἐν σοὶ χαρίσματος, ὃ ἐδόθη σοι διὰ προφητείας μετὰ επιθέσεως τῶν
χειρῶν τοῦ πρεσβυτερίου» και στο 1, 18: «κατὰ τὰς προσαγούσας ἐπὶ σὲ
προφητείας». Αυτό πρέπει να ερμηνευθεί σε συσχετισμό με το Β΄ Τιμ. 1, 6:
«ἀναζωπυρεῖν τὸ χάρισμα τοῦ Θεοῦ, ὅ ἐστιν ἐν σοὶ διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν
χειρῶν μου». Όμοια παραγγελία απευθύνεται προς τον Τιμόθεο (Α΄ Τιμ. 5,
22): «χεῖρας ταχέως μηδενὶ ἐπιτίθει», σε σχέση με το Τίτ. 1, 5: «Τούτου
χάριν κατέλιπόν σε ἐν Κρήτῃ, ἵνα τὰ λείποντα ἐπιδιορθώσῃ, καὶ
καταστήσῃς κατὰ πόλιν πρεσβυτέρους, ὡς ἐγώ σοι διεταξάμην»4.
Πληροφορίες ότι ο Κύριος εισήγαγε τον τύπο της επιθέσεως των
χειρών δεν υπάρχουν. Όσον αφορά τη χειροτονία των αποστόλων, ο
Ιωάννης περιγράφει ότι «ἐνεφύσησεν καὶ λέγει αὐτοῖς· Λάβετε Πνεῦμα
Ἅγιον»5. Με αυτόν τον τρόπο ο Χριστός έδωσε στους αποστόλους δύναμη
του δεσμείν και λύειν και όχι με επίθεση χειρών6. Όσον αφορά το Μάρκ.
10, 16, όπου ο Κύριος ευλόγησε τα παιδιά, υπάρχει ανάλογη περίπτωση
και στην Παλαιά Διαθήκη, η ευλογία του Εφραίμ και του Μανασσή από
τον Ιακώβ (Γέν. 48, 14), ώστε να αποκλείει τη σκέψη της χειροτονίας κατά
το Μάρκ. 10, 16.
Στις Πράξεις των Αποστόλων και στις Επιστολές συναντάμε
επίθεση των χειρών για τη μεταβίβαση του χαρισματικού
λειτουργήματος. Η περίπτωση της επιθέσεως των χειρών επί των
αποστόλων Βαρνάβα και Παύλου, όταν εστάλησαν από την Εκκλησία της
Αντιοχείας στην ιεραποστολή7, συνδέεται με τη χειροτονία των κληρικών
της Χριστιανικής Εκκλησίας8. Ο απόστολος Παύλος χειροτονεί τον
Τιμόθεο9 και ο Τιμόθεος θα επαναλάβει τη χειροθεσία σε αυτούς που θα
εκλέξει για τη διακονία10. Όμοια πράξη έχουμε και στην περίπτωση των
4 W. H. FRERE, «Early Forms of Ordination», Essays on the Early History of the Church
and History, ed. Β. H. Swete, London 21921, σσ. 265-267. METHODIOS FOUYAS (Archbishop
of Thyateira and Great Britain), «Ἡ ἐπίθεσις τῶν χειρῶν», Theological and Historical studies, A
collection of minor works, vol. 3, Athens 1983, σ. 72.
5 Ιωάν. 20, 22.
6 METHODIOS FOUYAS (Archbishop of Thyateira and Great Britain), «Χριστιανικὴ
Ἱερωσύνη», Theological and Historical studies, A collection of minor works, vol. 3, Athens 1983, σ.
57.
7 Πράξ. 13, 2-3.
8 METHODIOS FOUYAS (Archbishop of Thyateira and Great Britain), όπ.π., σ. 57.
9 Β΄ Τιμ. 1, 6εξ. Α΄ Τιμ. 4, 14.
10 Α΄ Τιμ. 5, 22.
214
επτά διακόνων, που χειροτονήθηκαν από τους αποστόλους για τη
διακονία του ποιμνίου11. Όσο διάστημα οι απόστολοι ήταν εν ζωή, το
χαρισματικό λειτούργημά τους προέρχεται από το ότι η αποστολικότητα
είναι το πρώτο χάρισμα. Μετά όμως από αυτούς, οι διάδοχοί τους
μετέχουν του ιδίου λειτουργήματος με το ιδιαίτερο χάρισμα του Αγίου
Πνεύματος που λαμβάνουν με την επίθεση των χειρῶν. Έτσι το ιδιαίτερο
αυτό ιερατικό χάρισμα μεταδίδεται έως σήμερα από τους διαδόχους τους
επισκόπους. Η επίθεση των χειρών συνοδευομένη με προσευχή έχει
αποφασιστική σημασία για τη μετάδοση του ιερατικού χαρίσματος και
της αποστολικής αυθεντίας και διαδοχής, ακόμα δε και για τη μετάδοση
του Αγίου Πνεύματος και την ικάνωση του χειροτονουμένου για την
επιτέλεση της διακονίας του12. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι το
Άγιο Πνεύμα είναι το μόνο που μεταδίδει την ευλογία και στο κείμενο των
Πράξεων 8, 1513 οι απόστολοι προσεύχονται για τη λήψη Αυτού, το οποίο
μας δείχνει ότι δεν υπάρχει καμία αυτόματη μεταφορά της χάριτος του
Πνεύματος διά της επιθέσεως14.
Στην Καινή Διαθήκη υπάρχει καθαρότατη σύνδεση των χειρών με
την ευχή στη χειροτονία15. Η πράξη των δύο τούτων συνδέεται, με την
ευχή να αναφέρεται πρώτη16. Η σύνδεση της χειροτονίας με την επίθεση
των χειρών αποτελεί ένα βασικό στοιχείο της χριστιανικής χειροτονίας. Ο
11 Πράξ. 6, 1-6.
12 Πρωτοπρ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΒΑΚΑΡΟΥ, Ἡ ἱερωσύνη στὴν ἐκκλησιαστικὴ
γραμματεία τῶν πέντε πρώτων αἰώνων, διατριβὴ ἐπὶ διδακτορίᾳ, Θεσσαλονίκη 1986, σ.
104.
13 Πράξ. 8, 15: «οἵτινες καταβάντες προσηύξαντο περὶ αὐτῶν ὅπως λάβωσιν
Πνεῦμα Ἅγιον».
14 E. FERGUSON, «Laying on of Hands: Its Significance in Ordination», όπ.π, σ. 7.
15 P. GALTIER, «Imposition des mains», DTC 7/2, 1338.
16 Πράξ. 6, 6: «οὓς ἔστησαν ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων καὶ προσευξάμενοι
ἐπέθηκαν αὐτοῖς τὰς χεῖρας». Πράξ. 13, 1-3: «Ἦσαν δέ τινες ἐν ᾿Αντιοχείᾳ κατὰ τὴν
οὖσαν ἐκκλησίαν προφῆται καὶ διδάσκαλοι, ὅ τε Βαρνάβας καὶ Συμεὼν ὁ ἐπικαλούμενος
Νίγερ, καὶ Λούκιος ὁ Κυρηναῖος, Μαναήν τε ῾Ηρῴδου τοῦ τετράρχου σύντροφος καὶ
Σαῦλος. λειτουργούντων δὲ αὐτῶν τῷ Κυρίῳ καὶ νηστευόντων εἶπε τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον·
ἀφορίσατε δή μοι τὸν Βαρνάβαν καὶ τὸν Σαῦλον εἰς τὸ ἔργον ὃ προσκέκλημαι αὐτούς.
τότε νηστεύσαντες καὶ προσευξάμενοι καὶ ἐπιθέντες αὐτοῖς τὰς χεῖρας ἀπέλυσαν».
Πράξ. 14, 23: «χειροτονήσαντες δὲ αὐτοῖς κατ’ ἐκκλησίαν πρεσβυτέρους προσευξάμενοι
μετὰ νηστειῶν παρέθεντο αὐτοὺς τῷ κυρίῳ, εἰς ὃν πεπιστεύκασι».
215
Ιππόλυτος, στην Αποστολική Παράδοση, είναι ο πρώτος που δίδει την
πρώτη συνολική μορφή της χειροτονίας17.
Η σύνδεση της ευχής με την επίθεση των χειρών μπορεί να
επισημανθεί στη χρήση του όρου χειροθεσία. Ο όρος αυτός
χρησιμοποιείται από τους πρώτους αιώνες, εκτός από τις Αποστολικές
Διαταγές, για την επίθεση των χειρών στη χειροτονία18. Μπορούσε να
χρησιμοποιηθεί σε οποιοδήποτε τυπικό, στο οποίο χρησιμοποιούνταν η
επίθεση, και μόνο πολύ αργότερα διαχωρίστηκε από τη χειροτονία και
περιορίστηκε σε μη χειροτονητήριες ευλογίες. Η πρώτη χρήση του όρου
δείχνει ότι η πράξη αυτή στη χειροτονία δεν ήταν ξεχωριστή από την
επίθεση σε άλλες περιπτώσεις και είχε πάντοτε το περιεχόμενο της
ευλογίας19. Το Ευχολόγιο του Σεραπίωνος το αποδεικνύει, διότι η
χειροθεσία τίθεται ως κεφαλίδα όχι μόνο στις ευχές της χειροτονίας του
επισκόπου, του πρεσβυτέρου και του διακόνου, αλλά και στην ευλογία
μετά την κλάση του άρτου, την ευλογία του ύδατος και του ελαίου, και
στους κατηχουμένους, τους πιστούς και τους εξομολογουμένους20. Οι
Αποστολικές Διαταγές ορίζουν τη δύναμη της χειροθεσίας, σε κάθε
περίπτωση, ως ευχής21.
216
Έκτοτε η επίθεση των χειρών, το χειροτονείν και το χειροθετείν
εξελίχθηκαν σε τεχνικούς όρους. Ο όρος «επίθεση των χειρών»
αντικαταστάθηκε από τους «χειροτονείν» και «χειροθετείν», αν και στην
Αγία Γραφή σήμαινε την εκλογή, όπως φαίνεται στο Πράξ. 14, 23:
«χειροτονήσαντες δὲ αὐτοῖς κατ’ ἐκκλησίαν πρεσβυτέρους,
προσευξάμενοι μετὰ νηστειῶν παρέθεντο αὐτοὺς τῷ κυρίῳ, εἰς ὃν
πεπιστεύκασι» και στο Β΄ Κόρ. 8, 19: «χειροτονηθεὶς ὑπὸ τῶν ἐκκλησιῶν
συνέκδημος ἡμῶν σὺν τῇ χάριτι ταύτῃ»22. Οι δύο αυτοί τεχνικοί όροι
χειροτονείν και χειροθετείν πολύ νωρίς παρουσιάζονται συγκεχυμένοι και
εναλλάσσονται από τους αντιγραφείς και τους συγγραφείς23.
Στην Επιτομή του 8ου βιβλίου των Αποστολικών Διαγαγών24 η
χειροθεσία, παρόμοια με τη φράση «ἐπίθεσις χειρός», χρησιμοποιείται
σαφώς με την έννοια της χειροτονίας. Οι δε ευχές χειροτονίας επισκόπου,
πρεσβυτέρου, διακόνου και υποδιακόνου κάνουν χρήση του όρου
χειροτονία. Τον όρο χειροθεσία χρησιμοποιεί και το Ευχολόγιο του
Σεραπίωνος25. Αντίθετα, ο Paris gr. 2509 (15ος αι.)26 χρησιμοποιεί τον όρο
χειροτονία για όλους τους βαθμούς του κλήρου, ανωτέρου και κατωτέρου.
Η ίδια ακριβώς ορολογία μπορεί να βρεθεί και στον Κοισλιανό 213 (1027)27.
παρὰ τοῦ εὐσεβοῦς ἱερέως τοιαύτη τις, εἰς ὕδωρ μόνον καταβαίνει ὁ βαπτιζόμενος...». Βλ.
E. FERGUSON, «Laying on of Hands: Its Significance in Ordination», όπ.π, σ. 6.
22 W. H. FRERE, «Early Forms of Ordination», όπ.π, σ. 266.
23 METHODIOS FOUYAS (Archbishop of Thyateira and Great Britain), «Ἡ ἐπίθεσις
τῶν χειρῶν», Theological and Historical studies, A collection of minor works, vol. 3, Athens 1983,
σ. 73. Σχετικά βλ. E. FERGUSON, «Ordination in the Ancient Church II», Restoration
Quarterly 5, No. 1 (1961) 27-28. C. VOGEL, «Chirotonie et Chirothésie», Irénikon 45 (1972) 7-21,
206-238.
24 Ἐπιτομή Β, XIII, έκδ. FR. X. FUNK, Didascalia et Constitutiones Apostolorum, vol. II,
Paderbornae 1905, σ. 82: «Ἀναγνώστης καθίσταται, ἐπιδιδόντος αὐτῷ βιβλίον τοῦ
ἐπισκόπου. Οὐδὲ γὰρ χειροθετεῖται».
25 M. J. JOHNSON, The prayers of Serapion of Thmuis, A literary, liturgical and theological
analysis [Orientalia Christiana Analecta 249], Roma 1995, σσ. 58-61. Βλ. και PANTELEIMON
E. RODOPOULOS, The Sacramentary of Serapion, Thessaloniki 1967, σσ. 132-134.
26 Paris gr. 2509 (1401-1500), «Τάξις γινομένη ἐπὶ χειροτονίᾳ ἀναγνώστου καὶ
ψάλτου», φ. 221r. «Τάξις γινομένη ἐπὶ χειροτονίᾳ ὑποδιακόνου», φ. 221r. «Τάξις γινομένη
ἐπὶ χειροτονίᾳ διακόνου», φ. 222r. «Τάξις γινομένη ἐπὶ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου», φ. 223v.
«Τάξις γινομένη ἐπὶ χειροτονίᾳ ἐπισκόπου», φ. 224v.
27 Coislin 213 (1027), έκδ. M. ARRANZ, L’ Eucologio constantinopolitano agli inizi del
secolo XI, Hagiasmatarion & Archieratikon (Rituale & Pontificale) con l´aggiunta del Leiturgikon
(Messale), Editrice pontificia università Gregoriana, Rome 1996, σσ. 142-164, υποσ. 1. «Τάξις
γινομένη ἐπὶ χειροτονίᾳ ἐπισκόπου», φ. 25r. «Τάξις γινομένη ἐπὶ χειροτονίᾳ
217
Ο δε παλαιότερος ελληνικός ευχολογικός κώδικα του 8ου αιώνα Barberini
gr. 33628, χρησιμοποιεί τον όρο χειροτονία για τη χειροτονία επισκόπου,
πρεσβυτέρου, διακόνου και υποδιακόνου και ο όρος προχείριση
χρησιμοποιείται για τον υπόλοιπο κατώτερο κλήρο29. Πλέον ο όρος
χειροτονείν χρησιμοποιείται για την καθιέρωση του ανωτέρου κλήρου,
ενώ το χειροθετείν για τον κατώτερο.
218
ανατολικές μεταφράσεις, ως και τη λατινική. Όταν στα μέσα του
προηγουμένου αιώνα βρέθηκε η κοπτική μετάφραση του έργου, δεν
αναγνωρίστηκε αμέσως η ταυτότητά του, για αυτό και ονομάστηκε
Αιγυπτιακή Εκκλησιαστική Διάταξη34. Το έργο περιέχει κανόνες και
διατάξεις για τη χειροτονία των κληρικών, τη τέλεση της θείας
Ευχαριστίας, το βάπτισμα και διατάξεις των διαφόρων εκκλησιαστικών
τάξεων και των καθηκόντων τους35. Η Αποστολική Παράδοση σχετίζεται
με άλλα εκκλησιαστικά συγγράμματα, με τα οποία έχει αποδειχθεί ότι
υφίσταται συγγένεια, δηλαδή το 8ο βιβλίο των Αποστολικών Διαταγών, η
Επιτομή του βιβλίου αυτού, η Διαθήκη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και
οι Κανόνες του Ιππολύτου36.
Οι Αποστολικές Διαταγές είναι έργο του 4ου αιώνα, γραμμένο στη
Συρία και πιθανόν στην Αντιόχεια και συνδεόμενο με το όνομα του
Κλήμεντα Ρώμης. Το περιεχόμενο των πρώτων έξι βιβλίων στηρίζεται στη
Διδασκαλία των Αποστόλων, το έβδομο στη Διδαχή και το όγδοο στην
219
Αποστολική Παράδοση του Ιππολύτου37. Το έργο αυτό αποδοκιμάστηκε
από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο, λόγω της ιουδαΐζουσας
χριστολογίας του, με τον 2ο κανόνα της ως νόθο38. Τα πρώτα έξι βιβλία
αναφέρονται στα καθήκοντα των λαϊκών και των κληρικών εντός της
Εκκλησίας, ενώ το όγδοο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς
αναφέρεται στα χαρίσματα των κληρικών, στις χειροτονίες και σε
ζητήματα λατρείας και εκκλησιαστικής ευταξίας. Στο τέλος παρατίθενται
οι 85 Αποστολικοί Κανόνες39.
Οι Κανόνες του Ιππολύτου είναι μία συλλογή τριάντα οκτώ
κανόνων με συμπεριλαμβανόμενο ένα κήρυγμα. Σώζεται μόνο στα
αραβικά, αλλά γενικά συμφωνείται ότι το κείμενο αντλείται από ένα
απολεσθέν κοπτικό κείμενο, το οποίο προέρχεται από μετάφραση του
αρχικού ελληνικού. Ο Achelis αποδίδει τη γνησιότητά του στον Ιππόλυτο
και συμπεραίνει ότι είναι του 3ου αιώνα, από το οποίο προήλθαν όλες οι
άλλες εκκλησιαστικές διατάξεις οι περιέχουσες όμοια στοιχεία40. Ο
Connolly κρίνει ότι οι κανόνες δεν είναι αρχαιότεροι από τα μέσα του 4ου
αιώνα και ίσως χρονολογούνται από τον 5ο ή 6ο αιώνα41, ενώ ο Dix θεωρεί
ότι δεν πρέπει να είναι παλαιότερο του 5ου42. Τέλος ο Botte συμφωνεί ότι
συντάχθηκε στην Αίγυπτο γύρω στα μέσα του 4ου αιώνα43. Η Αποστολική
Παράδοση είναι η κύρια πηγή του, αλλά ο Coquin θεωρεί ότι ο
συγγραφέας γνώριζε τη Διδασκαλία και τις Αποστολικές Εκκλησιαστικές
37 P. F. BRADSHAW, The Search for the Origins of Christian Worship, όπ.π., σ. 84. ΠΑΝ.
Κ. ΧΡΗΣΤΟΥ, Ἐκκλησιαστικὴ Γραμματολογία, όπ.π., σ. 32. Βλ. και Γ. Χ. ΓΚΑΒΑΡΔΙΝΑ,
Νομοκανονικὲς Διατάξεις, όπ.π., σ. 68. P. F. BRADSHAW, M. E. JOHNSON, L. E. PHILLIPS,
The Apostolic Tradition, A commentary, ed. Harold W. Attridge, Minneapolis 2002, σ. 9.
38 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σσ. 308-309. Βλ. και P. F. BRADSHAW, The
Search for the Origins of Christian Worship, όπ.π., σ. 85.
39 Γ. Χ. ΓΚΑΒΑΡΔΙΝΑ, όπ.π., σ. 68. ΠΑΝ. Κ. ΧΡΗΣΤΟΥ, όπ.π., σ. 32. P. F.
BRADSHAW, Ordination Rites…, όπ.π., σ. 4. Γ. Ν. ΦΙΛΙΑ, Παράδοση καὶ ἐξέλιξη στὴ
λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, όπ.π., σσ. 70-75.
40 H. ACHELIS, Die Canones Hippolyti, όπ.π. P. F. BRADSHAW, M. E. JOHNSON, L.
E. PHILLIPS, The Apostolic Tradition, όπ.π., σ. 10.
41 R. H. CONOLLY, «The So-called Egyptian Church order», όπ.π, σσ. 132-133.
42 G. DIX, Ἀποστολικὴ Παράδοσις. The Τreatise on the Apostolic Tradition, όπ.π, σ.
Lxxviii.
43 B. D. BOTTE, «L’ origine des Canons d’ Hippolyte», Melanges en l’ honneur de
Monseigneur Michel Andreiu, Strasbourg 1956, σσ. 53-63.
220
Διατάξεις44. Οι Κανόνες αποτελούν μία σπουδαία πηγή για την
εκκλησιαστική ζωή τον 4ο αιώνα στην Αίγυπτο, για την οποία έχουμε
λίγες μαρτυρίες, και επειδή μπορούν να συμβάλουν στην ανασύσταση του
αρχικού κειμένου της Αποστολικής Παραδόσεως45.
Η «Διαθήκη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἱησοῦ Χριστοῦ» ενσωματώνει την
Αποστολική Παράδοση, ως πιο διευρυμένη έκδοσή της, μέσα σε ένα γενικό
πλαίσιο εντολών δοσμένων από τον ίδιο τον Χριστό στους μαθητές Του
λίγο πριν την Ανάληψη και αρχίζοντας με μία αποκαλυπτική ομιλία. Το
πρώτο βιβλίο περιέχει διδασκαλία για το τέλος του κόσμου, τα προσόντα,
τα καθήκοντα και τη χειροτονία επισκόπου, τη θεία Ευχαριστία, τη
μυσταγωγία για το βάπτισμα, τα προσόντα, τα καθήκοντα και τη
χειροτονία του πρεσβυτέρου και του διακόνου και τα περί κατωτέρου
κλήρου. Το περιεχόμενο του δεύτερου βιβλίου είναι για το βάπτισμα, τους
κατηχουμένους, τη νηστεία του Πάσχα, τις αγάπες, τις απαρχές, την
κηδεία, την ψαλμωδία και τις ώρες της προσευχής46. Πολλοί ερευνητές
πιστεύουν ότι το έργο κατάγεται από τη Συρία, αν και η Μικρά Ασία και η
Αίγυπτος έχουν επίσης προταθεί, και χρονολογείται από τον 5ο αιώνα47. Ο
Grant Sperry – White πιστεύει ότι είναι του δευτέρου μισού του 4ου αιώνα48.
221
α. Σύνδεση με τη θεία Ευχαριστία.
Η αιθιοπική μετάφραση της Αποστολικής Παραδόσεως 249 και οι
Αποστολικές Διαταγές VIII, 4-550 αμφισβητούν, κατά τον Θεόδωρο
Γιάγκου, το αν η χειροτονία του επισκόπου, άρα κατ’ επέκταση και του
πρεσβυτέρου, ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τη θεία λειτουργία51, το
οποίο και μαρτυρεί ότι δεν ήταν εξαρχής όλα τα μυστήρια συνδεδεμένα με
τη θεία Ευχαριστία.
Η χειροτονία του επισκόπου κατά τη λατινική μετάφραση της
Αποστολικής Παραδόσεως 2, τελούνταν παρουσία λαού, πρεσβυτέρων και
επισκόπων, ημέρα Κυριακή52. Στο τέλος της χειροτονίας, μετά τον
ασπασμό της ειρήνης, οι διάκονοι έφερναν στον νεοχειροτονηθέντα
επίσκοπο την προσφορά, επέθετε τα χέρια του επί της προσφοράς μετά
των πρεσβυτέρων και άρχιζε η αναφορά της θείας λειτουργίας53. Επί δε
του πρεσβυτέρου ουδεμία αναφορά γίνεται περί θείας λειτουργίας στα
κείμενα, πλην της τάξεως και της ευχής, προφανώς επειδή ο χειροτονών
επίσκοπος είναι ο πρόεδρος της συνάξεως και ο προεξάρχων της
Ευχαριστίας. Ο ορισμός όμως ότι κατά τη χειροτονία του πρεσβυτέρου
όλοι οι πρεσβύτεροι συνεπιθέτουν χείρας επί της κεφαλής του
χειροτονουμένου54, ενώ στου διακόνου μόνο ο επίσκοπος55, μας οδηγεί στο
222
συμπέρασμα, ότι ως προς τη σύνδεση με τη θεια λειτουργία, η χειροτονία
του πρεσβυτέρου δεν διέφερε της του επισκόπου.
Ερχόμενοι στους Κανόνες του Ιππολύτου παρατηρούμε ότι, στους 2ο
και 3ο κανόνες που αφορούν τη χειροτονία του επισκόπου, υπάρχει
σύνδεση με τη θεία λειτουργία. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι, μετά τη
χειροτονία και την ανταλλαγή του ασπασμού της ειρήνης, ο διάκονος
φέρει την προσφορά και ο νέος επίσκοπος θέτει τη χείρα του επ’ αυτής
μετά των πρεσβυτέρων56. Ακολούθως ο 4ος κανόνας, που αφορά την τάξη
χειροτονίας του πρεσβυτέρου, τονίζει ότι η δομή της ομοιάζει κατά πάντα
προς εκείνη του επισκόπου, εκτός των ιδιαζουσών εκφράσεων που
αρμόζουν στον επίσκοπο57. Το ίδιο ισχύει και ως προς τη σχέση του
πρεσβυτέρου με τη θεία Ευχαριστία.
Σύνδεση μετά της θείας λειτουργίας έχουμε και στις Αποστολικές
Διαταγές VIII, 4-6 κατά τη χειροτονία του επισκόπου. Η χειροτονία
τελείται ημέρα Κυριακή. Μετά το πέρας αυτής, ένας των επισκόπων
αναφέρει τη θυσία επί των χειρών του νεοχειροτονηθέντος, δίδεται ο
ασπασμός και έπονται τα αναγνώσματα και η θεία λειτουργία58. Περί της
223
χειροτονίας του πρεσβυτέρου αναφέρεται η ευχή με τη σημείωση ότι
παρίσταται όλο το πρεσβυτέριο και οι διάκονοι59. Η αποσιώπηση όμως
αυτή δεν σημαίνει κανέναν αποκλεισμό του πρεσβυτέρου από τη
συμμετοχή στην επιτέλεση της θείας Ευχαριστίας.
Θεωρούμε ότι η μη άρρηκτη σύνδεση χειροτονίας και θείας
λειτουργίας υπό τη σημερινή μορφή, στις κανονικολειτουργικές συλλογές,
όπως κατατίθεται στην τάξη του επισκόπου, δεν αμφισβητεί αμοιβαία
εξάρτηση των δύο μυστηρίων, ούτε και το επιβεβαιώνει ως πάγια πράξη60.
Ως προς τον πρεσβύτερο ουδεμία αναφορά υπάρχει, αλλά εικάζουμε, σε
σχέση με τη χειροτονία του επίσκοπου, ότι ίσως να υπήρχε σύνδεση με τη
θεία Ευχαριστία ή να επακολουθούσε αυτή.
β. Επίθεση χειρών.
Όλες οι κανονικολειτουργικές συλλογές άρχονται με ένα σύντομο
τυπικό της τάξεως της χειροτονίας του πρεσβυτέρου πριν προχωρήσουν
στην αναφορά της καθαγιαστικής ευχής αυτού. Όπως και στα σύγχρονα
τυπικά, η επίθεση των χειρών από τον επίσκοπο είναι η κύρια λειτουργική
πράξη, ως ορατό στοιχείο καθόδου του Παναγίου και τελεταρχικού
Πνεύματος, συνεπιτιθεμένων δε και των χειρών των πρεσβυτέρων στην
Αποστολική Παράδοση και τη Διαθήκη. Η πράξη αυτή των πρεσβυτέρων
δεν αναφέρεται στις Αποστολικές Διαταγές, στην Επιτομή και στους
Κανόνες του Ιππολύτου.
224
Οι πρεσβύτεροι, κατά τη χειροτονία του πρεσβυτέρου στην
Αποστολική Παράδοση 761, καλούνται να επιθέσουν τα χέρια τους μαζί με
τον επίσκοπο επί του χειροτονουμένου. Ο Ιππόλυτος επεξηγεί ότι η πράξη
αυτή δεν έχει την έννοια της χειροτονίας, «διότι ο πρεσβύτερος έχει
εξουσία για ένα μόνο πράγμα, διά να λαμβάνει. Αλλά δεν έχει εξουσία να
δίδει κλήρους. Εντεύθεν αυτός δεν χειροτονεί κάποιον κληρικό, αλλά με
την επίθεση των χειρών κατά τη χειροτονία του πρεσβυτέρου απλώς
σφραγίζει, ενώ ο επίσκοπος χειροτονεί»62. Πρόκειται για συγκατάθεση και
επιδοκιμασία των τελουμένων από τον επίσκοπο και ενσωμάτωση του
χειροτονουμένου στην τάξη του πρεσβυτερίου. Η συνεπίθεση αυτή του
πρεσβυτερίου μάλλον σχετίζεται με την πρώτη επίθεση των χειρών από
τους παρόντες επισκόπους κατά τη χειροτονία του επισκόπου63. Το
χαρακτηριστικό αυτό της επιθέσεως θεωρείται και ως κατάλοιπο των
πρωταρχικών πρεσβυτεριακών παραδόσεων στην Εκκλησία της Ρώμης
225
επηρεασμένων από την αντίστοιχη ιουδαϊκή πράξη64. Καθ’ όμοιο τρόπο
ορίζεται η τέλεση της χειροτονίας και στη Διαθήκη I, XXX, όπου
«συνεπιθέτουν χεῖρας» και οι πρεσβύτεροι. Στη Διαθήκη ίσως βλέπουμε
και μία πρώτη αναφορά προσαγωγής του υποψηφίου, καθώς όλο το
ιερατείο τον οδηγεί στον επίσκοπο65.
Εξαίρεση της πράξεως αυτής υπάρχει στο Αρμενικό τυπικό, όπου
ορίζεται ότι, μετά την κλήση των γονάτων, οι ιερείς αγγίζουν τον
χειροτονηθέντα66. Ομοίως και η γελασιανή παράδοση, στο Statuta Ecclesiae
Antiqua, ορίζει ότι οι πρεσβύτεροι αγγίζουν το κεφάλι του υποψηφίου67.
Στις Αποστολικές Διαταγές VIII, 16, 268 και την Επιτομή Β, V69
αναφορά γίνεται μόνο στην επίθεση των χειρών από τον επίσκοπο, ενώ ο
υπόλοιπος κλήρος, πρεσβύτεροι και διάκονοι, παρίστανται μόνο. Η φράση
«τοῦ πρεσβυτερίου παρεστῶτός σοι καὶ τῶν διακόνων» μάλλον φανερώνει
226
κάποια επίδραση της Αποστολικής Παραδόσεως. Ίσως υπάρχει κάποια
υπόνοια περί άψεως του υποψηφίου και υπό του πρεσβυτερίου.
Εν κατακλείδι, συμπεραίνουμε ότι η Αποστολική Παράδοση και η
Διαθήκη εκτός της επιθέσεως των χειρών του επισκόπου έχει και
συνεπίθεση των συμπρεσβυτέρων, ως πράξη συμφωνίας και
ενσωματώσεως στο σώμα των πρεσβυτέρων, αλλά και ως κατάλοιπο
αρχαίων πρεσβυτεριακών παραδόσεων της Ρώμης επηρεασμένων από
την αντίστοιχη ιουδαϊκή πράξη. Οι δε Αποστολικές Διαταγές και η
Επιτομή αναφέρουν μόνο παρουσία των πρεσβυτέρων και των διακόνων,
ίσως εξ επιδράσεως της Αποστολικής Παραδόσεως. Πράξη προσαγωγής
θεωρούμε ότι υπάρχει στη Διαθήκη.
γ. Η τελεστική ευχή.
Η Αποστολική Παράδοση εμφανίζεται να έχει την ίδια ευχή, τόσο
για τον πρεσβύτερο όσο και για τον επίσκοπο, και στη συνέχεια τίθεται
μία διαφορετική ευχή που υπογραμμίζει τις ιδιαιτερότητες του
πρεσβυτέρου70, αν και τίθενται και αντίθετες απόψεις, τις οποίες και θα
καταθέσουμε. Ο Turner πιστεύει ότι το πρώτο μέρος της ευχής σε
επίσκοπο πρέπει να χρησιμοποιούνταν και για τη χειροτονία του
πρεσβυτέρου, αλλά όταν η ικεσία συγκεκριμενοποιούνταν στον επίσκοπο,
η ευχή αντικαθίστατο με ιδιάζουσα αποστροφή προς τον πρεσβύτερο 71.
Όμοια θέση καταγράφουν και οι Frere72, Hanssens73, Dix74, Segelberg75 και
Powell76. Αντιθέτως οι θέσεις των ανωτέρω ερμηνευτών απορρίπτονται
από τους Botte77, Ratcliff78 και Walls79. Ο Connolly τεκμηριώνει ότι το
227
αυθεντικό κείμενο είναι η Αιθιοπική μετάφραση με τις διαφορετικές
ευχές80. Ο Bartlet απαντώντας στον Turner πιστεύει ότι το αρχικό κείμενο
περιείχε κοινή ευχή για τον επίσκοπο και τον πρεσβύτερο και ότι
διαφορετική ευχή προστέθηκε αργότερα, για να τακτοποιηθεί αυτή η
ανακρίβεια του κειμένου, τεκμηριώνοντας με την επισήμανση της
διαφορετικότητας του ύφους των δύο ευχών81.
Η τάξη της χειροτονίας στην Αποστολική Παράδοση 7 ορίζει στο
σαϊδικό82 και αραβικό83 κείμενο την ίδια ευχή που χρησιμοποιείται και
στην χειροτονία του επισκόπου. Στη λατινική84 και αιθιοπική85 μετάφραση
βρίσκεται ευχή χειροτονίας πρεσβυτέρου στερουμένη προοιμίου, από το
228
οποίο μπορεί να συναχθεί, κατά τον Τρεμπέλα, ότι το πρώτο μέρος της
χειροτονίας του επισκόπου ταυτιζόταν με το πρώτο μέρος της ευχής της
χειροτονίας του πρεσβυτέρου86. Ο συγγραφέας των Κανόνων περιπλέκει το
τυπικό, καθώς ερμηνεύει ότι οτιδήποτε γίνεται για τον επίσκοπο, πρέπει
να γίνεται και στην περίπτωση του πρεσβυτέρου, εκτός της επισκοπικής
καθέδρας, συμπεριλαμβανομένης της ιδίας ευχής εκτός του όρου
«επίσκοπος» που αντικαθίσταται από το «πρεσβύτερος». Ο επίσκοπος
στους Κανόνες IV, 30 εξισώνεται στα πάντα προς τον πρεσβύτερο εκτός
του θρόνου και της χειροτονίας, διότι στον πρεσβύτερο δεν παρέχεται η
εξουσία του χειροτονείν87. Συνεπώς παραλείπει ολόκληρο το κείμενο της
ευχής του πρεσβυτέρου88. Προφανώς ο συγγραφέας περιπλέχθηκε με τη
διατύπωση της Αποστολικής Παραδόσεως 7 ότι «ο επίσκοπος ήταν να λέει
σύμφωνα με ό,τι ειπώθηκε παραπάνω, όπως εμείς είπαμε παραπάνω για
τον επίσκοπο»89. Έτσι το ερμήνευσε ότι η ίδια ευχή είναι προς χρήση τόσο
για τον πρεσβύτερο, όσο και για τον επίσκοπο, εκτός από τη λέξη
«επίσκοπος»90. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που η σαϊδική και αραβική
μετάφραση της Αποστολικής Παραδόσεως στερείται ευχής χειροτονίας
πρεσβυτέρου. Στις δε Αποστολικές Διαταγές VIII, 1691, την Επιτομή Β, V-VI92
και τη Διαθήκη I, XXX93 η ευχή χειροτονίας έχει πρόλογο.
229
καταλλήλως· ᾧ γὰρ δύναμις διάφορα ποιῆσαι, τούτῳ δύναμις καὶ διαφόρως προνοῆσαι·
δι’ αὐτοῦ γάρ, ὁ Θεός, προνοεῖς τῶν μὲν ἀθανάτων φυλακῇ μόνῃ, τῶν δὲ θνητῶν
διαδοχῇ, τῆς ψυχῆς φροντίδι νόμων, τοῦ σώματος ἀναπληρώσει τῆς ἐνδείας· αὐτὸς οὖν
καὶ νῦν ἐπίβλεψον ἐπὶ τὴν ἁγίαν σου Ἐκκλησίαν καὶ αὔξησον αὐτήν, καὶ πλήθυνον τοὺς
ἐν αὐτῇ προεστῶτας καὶ δὸς δύναμιν πρὸς τὸ κοπιᾶν αὐτοὺς λόγῳ καὶ ἔργῳ πρὸς
οἰκοδομὴν τοῦ λαοῦ σου. Αὐτὸς καὶ νῦν ἔπιδε ἐπὶ τὸν δοῦλόν σου τοῦτον, τὸν ψήφῳ καὶ
κρίσει τοῦ κλήρου παντὸς εἰς πρεσβυτέριον ἐπιδοθέντα, καὶ ἔμπλησον αὐτὸν Πνεῦμα
χάριτος καὶ συμβουλίας τοῦ ἀντιλαμβάνεσθαι καὶ συγκυβερνᾶν τὸν λαόν σου ἐν καθαρᾷ
καρδίᾳ, ὃν τρόπον ἐπεῖδες ἐπὶ λαὸν ἐκλογῆς σου καὶ προσέταξας Μωϋσεῖ αἱρήσασθαι
πρεσβυτέρους, οὓς ἐνέπλησας Πνεύματος. Καὶ νῦν, Κύριε, παράσχου ἀνελλιπὲς τηρῶν
ἐν ἡμῖν τὸ Πνεῦμα τῆς χάριτός σου, ὅπως, πλησθεὶς ἐνεργημάτων ἰαματικῶν καὶ λόγου
διδακτικοῦ, ἐν πραότητι παιδεύῃ σου τὸν λαὸν καὶ δουλεύῃ σοι εἰλικρινῶς ἐν καθαρᾷ
διανοίᾳ καὶ ψυχῇ θελούσῃ, καὶ τὰς ὑπὲρ τοῦ λαοῦ σου ἱερουργίας ἀμώμως ἐκτελῇ, διὰ
τοῦ Χριστοῦ σου, δι’ οὗ σοὶ δόξα, τιμὴ καὶ σέβας ἐν ἁγίῳ Πνεύματι εἰς τοὺς αἰῶνας·
ἀμήν».
92 Ἐπιτομὴ Β, V-VI έκδ. FR. X. FUNK, Didascslia et Constitutiones Apostolorum, vol. II,
Paderbornae 1905, σσ. 79-80: «Κύριε παντοκράτορ, ὁ βασιλεὺς ἡμῶν, ὁ διὰ Χριστοῦ τὰ
πάντα δημιουργήσας καὶ δι’ αὐτοῦ τῶν ὅλων προνοῶν· ἐπίβλεψον καὶ νῦν ἐπὶ τὴν ἁγίαν
σου ἐκκλησίαν καὶ αὔξησον αὐτὴν καὶ πλήθυνον τοὺς ἐν αὐτῇ προεστῶτας καὶ δὸς
δύναμιν πρὸς τὸ κοπιᾶν αὐτοὺς λόγῳ καὶ ἔργῳ πρὸς οἰκοδομὴν τοῦ λαοῦ σου. καὶ ἔπιδε
ἐπὶ τὸν δοῦλόν σου τοῦτον τὸν ψήφῳ καὶ κρίσει τοῦ κλήρου παντὸς εἰς πρεσβυτέριον
ἐπιδοθέντα καὶ ἔμπλησον αὐτὸν πνεῦμα χάριτος καὶ συμβουλίας τοῦ ἀντιλαμβάνεσθαι
καὶ κυβερνᾶν τὸν λαόν σου ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ, ὃν τρόπον ἐπεῖδες ἐπὶ λαὸν ἐκλογῆς σου
καὶ προσέταξας Μωϋσεῖ αἱρήσασθαι πρεσβυτέρους, οὓς ἐνέπλησας πνεύματος, ὅπως
ἐμπλησθεὶς ἐνεργημάτων ἰαματικῶν καὶ λόγων διδακτικῶν ἐν πραότητι παιδεύῃ σου
τοῦτον εἰλικρινῶς ἐν “καθαρᾷ διανοίᾳ καὶ ψυχῇ θελούσῃ”, καὶ τὰς ὑπὲρ τοῦ λαοῦ σου
ἱερουργίας ἀμώμως ἐκτελῇ διὰ τοῦ Χριστοῦ σου, μεθ’ οὗ σοὶ δόξα, καὶ σέβας σὺν ἁγίῳ
πνεύματι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν».
93 Διαθήκη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ I, XXX, έκδ. I. E. RAHMANI,
Testamentum Domini Nostri Christi, Moguntiae 1899, σσ. 69-71: «Deus Pater Domini nostri [fol.
343 v. col. i] Jesu Christ!, qui es inefiabllis, qui es splendidus, cui non est neque initium neque
finis, Domine, qui omnia disposuisti et circumscripsisti, consilioque definisti ordinem iis,
quae a te creata sunt, exaudi nos et convertere ad hunc famulum tuum, impertire et da ei
spiritum gratiae, consilii et magnanimitatis, spiritum presbyteratus, qui non senescit, qui non
deficit, spiritum homogeneum, fideles diligentem et redarguentem ad coadjuvandum et
gubemandum populum tuum in opere, in metu, in corde puro, in sanctitate, in decore, in
sapientia et sub actione tui Spiritus sancti et providentia tua, Domine, quemadmodum, cum
respexisti super populum tuum electum, praecepisti Moysi, ut eligeret presbyteros, quos
replevisti spiritu tuo, quern donasti ministris tuis: nunc quoque, Domine, concede huic
spiritum tuum indeficientem, quem dederas iis, qui a te fuerunt edocti, et omnibus, qui in te
vere per eos crediderunt, et dignum fac ilium, qui plenus tua sapientia tuisque absconditis
mysteriis gubemet tuum populum in nitore cordis puri et veri, dum glorificat, benedicit,
exaltat, gratias agit elevatque doxologiam omni tempore die ac nocte nomini tuo sancto ac
glorioso, laborans in hilaritate, in patientia, ut sit vas tui Spuitus sancti, habens et gerens omni
230
Η θεωρία του Turner, αν και τολμηρή, έγινε ευρύτερα αποδεκτή,
καθώς οι αντιτιθέμενες απόψεις δεν πρόσφεραν καμία εναλλακτική λύση.
Απέδειξε ότι το λατινικό και αιθιοπικό κείμενο είναι αρκετά ασαφές και
μπορεί να παρανοηθεί εύκολα, όπως παρατίθεται στους Κανόνες του
Ιππολύτου94. Φυσικά, αν ο συγγραφέας των Κανόνων αντιγράφει την
Αποστολική Παράδοση, έχει παραλείψει τις ευχές χειροτονίας
πρεσβυτέρου και διακόνου. Επίσης η επισκοπική ευχή της Αποστολικής
Παραδόσεως περιέχει πολλές προτάσεις, οι οποίες είναι αδύνατο να
απευθύνονται σε πρεσβυτέρους σε οποιαδήποτε περιοχή κατά τον 3ο
αιώνα95.
Την λύση του προβλήματος ο Turner την τεκμηριώνει με την ευχή
της παπικής καθιερώσεως του Γρηγοριανού Ευχολογίου. Εκεί υπάρχει μία
ευχή καθιερώσεως του επισκόπου και στο τέλος του αρχικού κειμένου η
ευχή χειροτονίας του πάπα. Στην περίπτωση της χειροτονίας αυτού, η
ευχή χειροτονίας επισκόπου πρέπει να λέγεται έως ένα σημείο, μετά το
οποίο παρεμβάλλεται το ειδικό τμήμα της χειροτονίας του πάπα,
κατακλειομένη από δοξολογικό τμήμα, κοινό και στις δύο ευχές. Η ίδια
εξήγηση, που δίδεται στο τυπικό του Γρηγοριανού Ευχολογίου, δίδεται και
στον Ιππόλυτο. Κατά τη χειροτονία του πρεσβυτέρου, η ευχή του
επισκόπου πρέπει να λέγεται εώς το «εἰς δόξαν καὶ αἶνον ἀδιάλειπτον τοῦ
ὀνόματός σου»96, παρεμβάλλεται το τμήμα της με τα αιτήματα υπέρ του
πρεσβυτέρου97 και κατακλείεται από το κοινό δοξολογικό τμήμα98.
Προσπάθεια αποκαταστάσεως του ελληνικού κειμένου έκανε ο Dix, ο
οποίος και ταυτίζεται με την παραπάνω θέση99.
tempore crucem Unigeniti Filii tui Domini nostri Jesu Christi, per quern tibi gloria et
imperium cum Spiritu sancto per omnia saecula saculorum. Populus dicat: Amen».
94 C. H. TURNER, «The ordination prayer for a presbyter in the church order of
Hippolytus», όπ.π, σσ. 542-543.
95 Πρωτοπρ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΒΑΚΑΡΟΥ, Ἡ ἱερωσύνη, όπ.π., σσ. 244-245.
96 Ἀποστολικὴ Παράδοσις 3, έκδ. D. B. BOTTE, La Tradition Apostolique, SC 11 bis, σσ.
42-44.
97 Ἀποστολικὴ Παράδοσις 7, έκδ. D. B. BOTTE, La Tradition Apostolique, SC 11 bis, σσ.
56-58.
98 C. H. TURNER, «The ordination prayer for a presbyter in the church order of
Hippolytus», όπ.π, σσ. 543-545.
99 G. DIX, Ἀποστολικὴ Παράδοσις. The Treatise on the Apostolic Tradition, όπ.π, σσ. 80-
81:
231
Εξετάζοντας τις θέσεις των παραπάνω ερευνητών, κλίνουμε υπέρ
της γνησιότητας της ιδιαίτερης ευχής του πρεσβυτέρου. Την
αυθεντικότητα της ευχής δεικνύουν ο συνδυασμός της λατινικής και
αιθιοπικής μεταφράσεως, των Αποστολικών Διαταγών, της Επιτομής και
της Διδαχής100. Η απουσία προοιμίου από τα κείμενα μας οδηγεί να
εξαγάγουμε το συμπέρασμα ότι η χρήση της ευχής χειροτονίας επισκόπου
γινόταν έως ένα σημείο και ακολουθούσε η ευχή που προσιδιάζει στα
ιδιαίτερα λειτουργικά καθήκοντα του πρεσβυτέρου. Αν και υφολογικά οι
δύο ευχές δεν ταυτίζονται, δεν ανακύπτει πρόβλημα ως προς τη
γνησιότητά της, διότι παρόμοια στοιχεία συναντώνται στην Αποστολική
Παράδοση.
Ὁ θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ πατὴρ τῶν οἰκτιρμῶν καὶ
θεὸς πάσης παρακλήσεως, ὁ ἐν ὑψηλοῖς κατοικῶν καὶ τὰ ταπεινὰ ἐφορῶν, ὁ γινώσκων
τὰ πάντα πρὶν γενέσεως αὐτῶν· σύ, ὁ δοὺς ὅρους ἐκκλησίας διὰ λόγου χάριτός σου, ὁ
προορίσας ἀπ’ ἀρχῆς γένος δικαίων ἐξ Ἀβραάμ, ἄρχοντάς τε καὶ ἱερεῖς καταστήσας τό τε
ἁγίασμά σου μὴ καταλιπὼν ἀλειτούργητον, ὁ ἀπὸ καταβολῆς κόσμου εὐδοκήσας ἐν οἷς
ᾑρετίσω δοξασθῆναι· [αὐτὸς καὶ] νῦν ἐπίχεε τὴν παρὰ σοῦ δύναμιν τοῦ ἡγεμονικοῦ
πνεύματος, ὅπερ [ἔδωκας] τῷ ἠγαπημένῳ σου παιδὶ Ἰησοῦ Χριστῷ, ὅπερ ἐδωρήσατο τοῖς
ἁγίοις [σου] ἀποστόλοις, οἳ καθίδρυσαν τὴν ἐκκλησίαν κατὰ τόπον ἁγιάσματός σου, εἰς
δόξαν καὶ αἶνον ἀδιάλειπτον τοῦ ὀνόματός σου.
δος, καρδιογνῶστα [πάτερ], ἐπὶ τὸν ἔπιδε ἐπὶ τὸν δοῦλόν σου τοῦτον
δοῦλόν σου τοῦτον, ὃν ἐξελέξω εἰς καὶ ἔμπλησον αὐτὸν πνεῦμα χάριτος καὶ
ἐπισκοπὴν, ποιμαίνειν τὴν ἁγίαν σου συμβουλίας [τοῦ πρεσβυτερίου] τοῦ
ποίμνην καὶ ἀρχιερατεύειν σοι ἀμέμπτως ἀντιλαμβάνεσθαι καὶ κυβερνᾶν τὸν λαόν
λειτουργοῦντα νυκτός τε καὶ ἡμέρας, σου ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ· ὃν τρόπον ἐπεῖδες
ἀδιαλείπτως τε ἱλάσκεσθαι τὸ πρόσωπόν ἐπὶ λαὸν ἐκλογῆς σου καὶ προσέταξας
σου καὶ προσφέρειν σοι τὰ δῶρα τῆς ἁγίας Μωϋσεῖ αἱρήσασθαι πρεσβυτέρους, οὓς
σου ἐκκλησίας, καὶ τῷ πνεύματι τῷ ἐνέπλησας πνεύματος [ὅπερ ἐδωρήσω τῷ
ἀρχιερατικῷ ἔχειν ἐξουσίαν ἀφιέναι θεράποντί σου], καὶ νῦν, κύριε, παράσχου
ἁμαρτίας κατὰ τὴν ἐντολήν σου, διδόναι ἀνελλιπὲς τηρῶν ἐν ἡμῖν τὸ πνεῦμα τῆς
κλήρους κατὰ τὸ πρόσταγμά σου, λύειν δὲ χάριτός σου [καὶ ἀξίωσον] ὅπως
πάντα σύνδεσμον κατὰ τὴν ἐξουσίαν, ἣν πιστεύοντές σοι ὑπηρετῶμεν ἐν ἁπλότητι
ἔδωκας τοῖς ἀποστόλοις, εὐαρεστεῖν δέ σοι καρδίας, αἰνοῦντές σε
ἐν πραότητι καὶ καθαρᾷ καρδίᾳ
προσφέροντά σοι ὀσμὴν εὐωδίας
διὰ τοῦ παιδός σου Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι’ οὗ σοι δόξα καὶ κράτος [καὶ τιμὴ] πατρὶ καὶ
υἱῷ σὺν ἁγίῳ πνεύματι [ἐν τῇ ἁγίᾳ ἐκκλησίᾳ] καὶ νῦν καὶ εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
232
Συμπερασματικά, στις κανονικολειτουργικές συλλογές υπάρχει μία
μόνο ευχή χειροτονίας. Στην Αποστολική Παράδοση η ευχή στερείται
προοιμίου, αλλά, όπως απέδειξε η έρευνα, δανείζεται το προοίμιο της
ευχής χειροτονίας επισκόπου. Οι Κανόνες του Ιππολύτου, όπως και η
σαϊδική και αραβική μετάφραση της Αποστολικής Παραδόσεως, δεν
διαθέτουν ξεχωριστή της του επισκόπου ευχή χειροτονίας πρεσβυτέρου,
πιθανώς από λανθασμένη ερμηνεία της εισαγωγής της Αποστολικής
Παραδόσεως από όπου αντλεί και ο συντάκτης το υλικό του. Οι
Αποστολικές Διαταγές, η Επιτομή και η Διαθήκη διαθέτουν ευχή με
προοίμιο.
233
μία προ-ιουδαιοχριστιανική πρακτική104. Επίσης ο Gy θεωρεί ότι υπάρχει
ιουδαϊκό υπόβαθρο, ειδικά στη σύνδεση με την τυπολογία των εβδομήντα
πρεσβυτέρων και του Μωυσέως105. Η ευχή του πρεσβυτέρου όμως έχει μία
περισσότερο αρχαΐζουσα αίσθηση από την ευχή του επισκόπου, καθώς
γίνεται μία σύντομη αναφορά στον Χριστό στην αρχή και απουσιάζει
οιαδήποτε αναφορά στην Καινή Διαθήκη106.
Ένα από τα καθήκοντα που ορίζονται στην Αποστολική Παράδοση,
είναι η κυβερνητικές και διδακτικές υπηρεσίες που θα προσφέρει ο
πρεσβύτερος στον λαό, χωρίς να γίνεται ουδεμία αναφορά σε λειτουργικά
καθήκοντά του. Η ευχή της χειροτονίας, σε αντίθεση με εκείνη του
επισκόπου, αγνοεί τη δικαιοδοσία του πρεσβυτέρου να προσφέρει τη θεία
Ευχαριστία107. Ο χειροτονούμενος λαμβάνει το χάρισμα α) για
διακυβέρνηση του λαού του Θεού, ως συνεχιστής του έργου των
πρεσβυτέρων της Παλαιάς Διαθήκης, τους οποίους εξέλεξε ο Μωυσής 108
και β) για διδασκαλία και νουθεσία του λαού109. Η σιωπή βέβαια περί την
ευχαριστιακή διακονία των πρεσβυτέρων δεν φανερώνει ότι οι
πρεσβύτεροι δεν είχαν λειτουργικά καθήκοντα. Η Αποστολική Παράδοση,
όπου κύριος ιερουργός των μυστηρίων είναι ο επίσκοπος, παρουσιάζει
τους πρεσβυτέρους να συμμετέχουν ενεργά κατά την προσφορά και την
ευλογία των Τιμίων Δώρων. Οι διάκονοι προσκομίζουν στον επίσκοπο την
104 G. DIX, «The ministry in the early church», The apostolic ministry : essays on the
history and doctrine of episcopacy, prepared under the direction of Kenneth E. Kirk, ed. Hodder &
Stoughton, London, σ. 218.
105 P. M. GY, «Ancient Ordination Prayers», Studia Liturgica 13 (1979) 82.
106 . F. BRADSHAW, M. E. JOHNSON, L. E. PHILLIPS, The Apostolic Tradition, όπ.π.,
σ. 59.
107 ΙΩΑΝΝΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ (Μητροπολίτου Περγάμου), Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας,
όπ.π., σ. 160. Ο G. DIX, στο «The ministry in the early church», όπ.π, σ. 218, παραθέτει
επιχειρήματα από το κείμενο, για να υποστηρίξει ότι η πρόταση σχετικά με τη διδακτική
διακονία των πρεσβυτέρων χάθηκε στό τέλος του Ἀποστολικὴ Παράδοσις 8, 2 (αρ. BOTTE
7, SC 11 bis).
108 Ἀποστολικὴ Παράδοσις 7, έκδ. D. B. ΒΟΤΤΕ, SC 11 bis, σ. 56.
109 «Πλησθεὶς λόγου διδακτικοῦ ἐν πραότητι παιδεύειν σου τὸν λαὸν» (στην
κοπτική έκδοση). Το λατινικό κείμενο, που είναι και το βασικό, παραλείπει αυτήν τη
φράση. Αυτό πρέπει να αποδοθεί όχι στην απουσία της από το αρχικό κείμενο, αλλά στη
μεταγενέστερη απώλειά της, όπως αποδεικνύει με συγκριτική εξέταση των χειρογράφων
ο G. DIX, Ἀποστολικὴ Παράδοσις. The Treatise on the Apostolic Tradition, όπ.π, σ. 13. Πρβλ.
ΙΩΑΝΝΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ (Μητροπολίτου Περγάμου), όπ.π., σσ. 160-161. Βλ. και ΠΑΝ. Ν.
ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Ἀρχαὶ καὶ χαρακτὴρ τῆς Χριστιανικῆς Λατρείας (Συμβολαὶ εἰς τὴν ἱστορίαν
τῆς χριστιανικῆς λατρείας), τ. Α΄, εκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 31998, σ. 168.
234
προσφορά και αυτός μαζί με τους πρεσβυτέρους επιθέτει τη χείρα του επί
της προσφοράς εκφωνώντας την ευχή110. Κρίνοντας το χωρίο δεν
μπορούμε να συμπεράνουμε με βεβαιότητα αν υπονοεί την απαγγελία
της ευχής ή τη συνεπίθεση των χειρών μετά του επισκόπου. Βέβαια στην
τάξη χειροτονίας η ίδια πράξη δηλώνει απλώς τη συγκατάθεση των
πρεσβυτέρων στα τελούμενα υπό του επισκόπου. Αλλού στην Αποστολική
Παράδοση ίσως υπονοείται η συμμετοχή των πρεσβυτέρων στα
λειτουργικά και ακόμη στα ιερατικά καθήκοντα του επισκόπου. Κατά την
τάξη χειροτονίας του διακόνου τονίζεται ότι ο διάκονος δεν μετέχει του
συμβουλίου του κλήρου, ούτε λαμβάνει το κοινό πνεύμα του οποίου
μετέχουν ο πρεσβύτεροι111. Οι πρεσβύτεροι, κατά την ευχή, συνεχίζουν το
έργο των του Μωυσέως πρεσβυτέρων. Η αναφορά τους ίσως εξυπονοεί το
λειτουργικό ρόλο των πρεσβυτέρων, παρόλο που το έργο τους ήταν
διοικητικό. Κατ’ έναν τρόπο πρόσφεραν προς τον Θεό υπέρ του λαού,
χωρίς να κατέχουν αμιγώς λατρευτικά καθήκοντα.
Στις Αποστολικές Διαταγές και στην Επιτομή περιλαμβάνεται η
φράση «καὶ τὰς ὑπὲρ τοῦ λαοῦ σου ἱερουργίας ἀμώμους ἐκτελῇ»112, το
οποίο μάλλον υπονοεί την προσφορά της Ευχαριστίας113. Αντίθετα η ευχή
110 Ἀποστολικὴ Παράδοσις 4, έκδ. D. B. BOTTE, SC 11 bis, σ. 46: «Illi uero offerant
diacones oblationes, quique imponenes manus in eam cum omni praesbyterio dicat gratia[n]s
agens: D(omi)n(u)s uobiscum».
111 Ἀποστολικὴ Παράδοσις 8, έκδ. D. B. ΒΟΤΤΕ, SC 11 bis, σσ. 58-62.
112 Ἀποστολικαὶ Διαταγαὶ VIII, 16, 5, έκδ. M. METZGER, Les Constitutions apostoliques,
t. III, SC 336, σ. 218. Βλ. και έκδ. FR. X. FUNK, Didascalia et Constitutiones Apostolorum, vol. I,
όπ.π., σ. 522. Ἐπιτομή Β, VI, έκδ. FR. X. FUNK, Didascalia et Constitutiones Apostolorum, vol. II,
όπ.π., σ. 80.
113 ΙΩΑΝΝΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ (Μητροπολίτου Περγάμου), Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας,
όπ.π., σ. 164. Πρβλ. . F. BRADSHAW, M. E. JOHNSON, L. E. PHILLIPS, The Apostolic
Tradition, όπ.π., σ. 59. Για την έννοια του όρου «Ἱερουργίαι» παραθέτουμε τα όσα ο
ΙΩΑΝΝΗΣ ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ, στο Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ θείᾳ Εὐχαριστίᾳ καὶ τῷ
Ἐπισκόπῳ κατὰ τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνας, όπ.π., σ. 164, παραπομπή 63, γράφει: «Αἱ
ἱεργουργίαι δύνανται βεβαίως νὰ μὴ ἀναφέρωνται εἰς τὴν Εὐχαριστίαν, ἀλλ’ εἰς ἄλλα
λειτουργήματα. (Ἤδη ἐν τῇ καθολικῇ ἐπιστολῇ τοῦ Ἰακώβου 5, 14 οἱ πρεσβύτεροι τελοῦν
τὸ Εὐχέλαιον). Ἡ δικαιοδοσία τοῦ “προσφέρειν”, ἥτις ἀνήκει εἰς τὸν Ἐπίσκοπον δὲν
ἀναγνωρίζεται σαφῶς εἰς τὸν Πρεσβύτερον ὑπὸ τοῦ κειμένου τούτου, ἐνῷ ἀναγνωρίζεται
εἰς αὐτὸν ἡ τοῦ “εὐλογεῖν”: “ἐπίσκοπος εὐλογεῖ, οὐκ εὐλογεῖται· χειροθετεῖ, χειροτονεῖ
προσφέρει... Πρεσβύτερος εὐλογεῖ, οὐκ εὐλογεῖται, εὐλογίας δέχεται παρὰ ἐπισκόπου καὶ
συμπρεσβυτέρου, ὡσαύτως ἐπιδίδωσι συμπρεσβυτέρῳ· χειροθετεῖ, οὐ χειροτονεῖ, οὐ
καθαιρεῖ, ἀφορίζει δὲ τοὺς ὑποβεβηκότας, ἐὰν ὦσιν ὑπεύθυνοι τῇ τοιαύτῃ τιμωρίᾳ”
(Ἀποστολικαὶ Διαταγαὶ VII, 38, 2-3, έκδ. M. METZGER, Les Constitutions apostoliques, t. III, SC
235
χειροτονίας πρεσβυτέρου στην Αιθιοπική μετάφραση της Αποστολικής
Παραδόσεως δεν περιλαμβάνει το τμήμα του το αναφερόμενο στην
προσφορά της Ευχαριστίας «καὶ τὰς ὑπὲρ τοῦ λαοῦ σου ἱερουργίας
ἀμώμους ἐκτελῇ...», αλλά τοποθετεί μόνο τη φράση
«συναντιλαμβάνεσθαι ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ καί κυβερνᾶν τὸν λαόν σου»114.
Η δε Διαθήκη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ομοίως τοποθετεί μόνο τη
φράση «πρὸς τὸ συναντιλαμβάνεσθαι καὶ κυβερνᾶν τὸν λαόν σου»115,
κατά πιστή τήρηση του περιεχομένου της Αποστολικής Παραδόσεως του
Ιππολύτου116.
Επιπλέον, η ευχή ικετεύει «πνεῦμα χάριτος καὶ συμβουλίας τοῦ
ἀντιλαμβάνεσθαι καὶ συγκυβερνᾶν τὸν λαόν σου ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ, ὃν
τρόπον ἐπεῖδες ἐπὶ λαὸν ἐκλογῆς σου καὶ προσέταξας Μωυσεῖ
αἱρήσασθαι πρεσβυτέρους, οὓς ἐνέπλησας πνεύματος». Η αναφορά στους
πρεσβυτέρους υπαινίσσεται μία ραβινική ερμηνεία των στίχων Αριθ. 11,
17 και 27, 18, σύμφωνα με την οποία το πνεύμα που έλαβαν οι
πρεσβύτεροι από τον Μωυσή μεταδίδεται σε αδιάκοπη συνέχεια117. Όμως
η ιερωσύνη της Εκκλησίας δεν είναι ιουδαϊκή – κληρονομική. Η επιρροή
αυτή δείχνει ότι τα κείμενα συντάχθηκαν σε εποχή που δεν υπήρχε
πλήρης διασάφηση των δογματικών όρων. Οι πρεσβύτεροι του Μωυσέως,
επίσης, δεν εξελέγησαν ως ιερείς με έργο τη λατρεία του Θεού, αλλά ως
συνδιοικητές, αρωγοί στη διακονία του λαού. Άρα η επίκλησή τους
υπαινίσσεται το διοικητικό ρόλο τους στην Εκκλησία.
336, σ. 88-90 και FUNK, I, σ. 530.). Ποία ἡ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ “εὐλογεῖν” καὶ τοῦ
“προσφέρειν”; Ἐὰν τὸ πρῶτον δὲν ἀναφέρεται εἰς τὴν Εὐχαριστίαν, τότε ὁ Πρεσβύτερος
δὲν προσφέρει εἰσέτι αὐτήν. Τοῦτο ὅμως καθιστᾷ ἀμφίβολον ἡ μετ’ ὀλίγον γινομένη
σύγκρισις τοῦ Πρεσβυτέρου πρὸς τὸν Διάκονον: “οὐ γὰρ διακόνῳ προσφέρειν θυσίαν
θεμιτὸν ἢ βαπτίζειν ἢ εὐλογίαν μικρὰν ἢ μεγάλην ποιεῖσθαι, οὔτε πρεσβύτερον
χειροτονίας ἐπιτελεῖν” (αὐτόθι 46, 11). Διατί δὲν λέγει ἐνταῦθα ὅτι καὶ ὁ πρεσβύτερος δὲν
προσφέρει, ἀλλ’ ἐντοπίζει τὴν διαφορὰν εἰς τὸ χειροτονεῖν; Προφανῶς εὑρισκόμεθα πρὸ
μιᾶς ἀδιαμορφώτου εἰσέτι καταστάσεως, ἐν τῇ ὁποίᾳ ἡ ἀνάδειξις τοῦ πρεσβυτέρου εἰς
“προσφέροντα” τὴν Εὐχαριστίαν εἶναι μὲν γεγονός, δὲν ἔχει ὅμως πλήρως ἑδραιωθῆ καὶ
θεωρητικῶς. Τὸ ἐνδιαφέρον, τὸ ὁποῖον ἐμφανίζει τοῦτο ἐξ ἐπόψεως ἱστορικῆς, μόλις εἶναι
ἀνάγκη νὰ τονισθῇ».
114 ΠΑΝ. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Μικρὸν Εὐχολόγιον, τ. Α΄, όπ.π., σ. 252.
115 Όπ.π., σ. 250.
116 Πρωτοπρ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΒΑΚΑΡΟΥ, Ἡ ἱερωσύνη, όπ.π., σ. 249.
117 Όπ.π., σ. 249. ANT. SANTANTONI, «Orders and Ministries in the First Four
Centuries», Sacraments and Sacramentals [Handbook for Liturgical Studies IV], ed. An. J.
Chupungco, The Liturgical Press, Collegeville Minnesota 2000, σ. 200.
236
Η έκδοση της ευχής στις Αποστολικές Διαταγές είναι αρκετά
εκτεταμένη. Αυτό ενισχύει τη χριστολογική διάσταση με μία εισαγωγική
αναφορά του έργου του Θεού και της διά του Χριστού δημιουργίας και
συντηρήσεως του κόσμου. Αιτείται δε την αύξηση της Εκκλησίας και την
πλήθυνση των λειτουργών της. Η ευχή αυτή προσθέτει αναφορά στην
υποχρέωση του πρεσβυτέρου να κοπιάζει λόγω και έργω για την οικοδομή
του λαού, τη διακυβέρνησή του, τη διδασκαλία και την τέλεση των
ιερουργιών. Αυτές οι προσθέσεις αντικατοπτρίζουν τον ρόλο, ο οποίος
εκχωρήθηκε στους πρεσβυτέρους, σε άλλες χειροτονητήριες ευχές της
Ανατολής118.
Επίσης, η Διαθήκη επεκτείνει την ευχή εμπλουτίζοντάς την με την
επίκληση του Αγίου Πνεύματος επί τον χειροτονούμενο και τα προσόντα
που αναμένονται από αυτόν. Ο πρεσβύτερος αναμένεται να επιδείξει
αρετές, όπως συμβουλευτικότητα, μακροθυμία, αγιότητα, σοφία, να
προσεύχεται νυχθημερόν, να φέρει κατά πάντα τον σταυρό του Χριστού.
Όμως, σύμφωνα με τον Βradshaw, δεν είναι φανερό με ποιον τρόπο ο
ρόλος του πρεσβυτέρου διαφέρει από οιονδήποτε άλλον χριστιανό, ειδικά
καθώς το Πνεύμα, το οποίο αναζητείται για αυτόν, αιτείται να είναι
εκείνο το οποίο δόθηκε στους μαθητές του Χριστού και σε όλους που
πίστεψαν μέσω αυτών. Επίσης ο Bradshaw θεωρεί ότι το
«συναντιλαμβάνεσθαι καὶ κυβερνᾶν» παραμένει στο κείμενο από το
αρχικό, αλλά ο συγγραφέας έχει την ικανότητα της διατηρήσεως της
πιστότητας στις πηγές, ακόμη και όταν αυτό διαφέρει από τις γνωστές
ισχύουσες πρακτικές της περιοχής του. Το γεγονός ότι η ευχή αιτείται δύο
φορές σοφία ίσως είναι υπαινιγμός για το κηρυκτικό έργο του
πρεσβυτέρου. Υπάρχει και η ενδιαφέρουσα ικεσία του να καταστεί άξιος
να ποιμάνει τον λαό, στοιχείο που προσιδιάζει περισσότερο στον
επίσκοπο. Η αναφορά του εδώ μπορεί να υπονοεί ότι ο πρεσβύτερος
μετέχει σε κάποιον βαθμό της ιερωσύνης που του δόθηκε από τον
επίσκοπο. Ίσως σε μία ευχή εκείνης της εποχής να απουσιάζει εντελώς το
ιερατικό λεξιλόγιο, αν και στα τυπικά της χειροτονίας η λέξη ιερέας
χρησιμοποιείται γενικά για τη θέση του πρεσβυτέρου119. Κατά πιστή
118 P. F. BRADSHAW, Ordination Rites…, όπ.π., σ. 62. Βλ. και έκδ. M. METZGER, Les
Constitutions apostoliques, t. III, SC 336, σ. 216-218. FR. X. FUNK, Didascalia et Constitutiones
Apostolorum, vol. II, όπ.π., σ. 522.
119 P. F. BRADSHAW, Ordination Rites…, όπ.π., σ. 62-64. Βλ. και I. E. RAHMANI,
Testamentum Domini Nostri Christi, όπ.π, σσ. 69-71. ΠΑΝ. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Μικρὸν
237
τήρηση των πηγών, δεν παραλείπεται η αναφορά στους πρεσβυτέρους του
Μωυσέως. Το περιεχόμενο των Αποστολικών Διαταγών και της Διαθήκης
υπενθυμίζει ότι η κυβέρνηση της Εκκλησίας ήταν έργο του συνεδρίου των
πρεσβυτέρων, προϊσταμένου του επισκόπου. Ο επίσκοπος χειροτονείται
ως προφήτης και ιερέα, ενώ ο πρεσβύτερος χειροτονείται για να μετέχει
του πρεσβυτερίου και να κυβερνά τον λαό με καθαρή καρδιά και εν
συμφωνία μετά του επισκόπου και των συμπρεσβυτέρων120.
Όλες οι κανονικολειτουργικές συλλογές έχοντας ως κοινή πηγή
την Αποστολική Παράδοση, κινούνται στον ίδιο άξονα ως προς τα
αιτήματα και της αρμοδιότητες του πρεσβυτέρου, επιδημία του αγίου
Πνεύματος και διακυβέρνηση του λαού του Θεού, ως συνεχιστής του
έργου των πρεσβυτέρων της Παλαιάς Διαθήκης, τους οποίους εξέλεξε ο
Μωυσής. Οι Αποστολικές Διαταγές και η Διαθήκη ομιλούν και περί του
διδακτικού έργου του πρεσβυτέρου, ιδιαίτερα οι Διαταγές και για τα
ιερατικά του καθήκοντα, την προσφορά της Ευχαριστίας.
ε. Τα μετά τη χειροτονία.
Πράξη παραδόσεως της παρακαταθήκης δεν μαρτυρείται από τις
Αποστολικές Διαταγές. Ίσως θα μπορούσαμε να εικάσουμε από την
πράξη της χειροτονίας του επισκόπου ότι γινόταν κάτι παρόμοιο και
στους πρεσβυτέρους, όπου ο καθαγιασμός γινόταν επί των χειρών του
νεοχειροτονηθέντος επισκόπου: «μετὰ τὴν προσευχήν, εἷς τῶν ἐπισκόπων
ἀναφερέτω τὴν θυσίαν ἐπὶ τῶν χειρῶν τοῦ χειροτονηθέντος»121. Αλλά στο
σημείο αυτό πρέπει να εντοπίσουμε την απαρχή της παρακαταθήκης,
όταν ο χειροτονούμενος πρεσβύτερος υποκατέστησε τον χωροεπίσκοπο
επί των χειρών του οποίου παρέδιδαν τα τίμια Δώρα κατά τη χειροτονία
του122. Μαρτυρία δε περί ασπασμού μετά το πέρας της χειροτονίας του
238
πρεσβυτέρου έχουμε μόνο στη Διαθήκη I, XXX, όπου ο νέος πρεσβύτερος
δέχεται τον ασπασμό πάντων, κλήρου και λαού123.
Ανακεφαλαιώνοντας την ανάλυση των κειμένων των
κανονικολειτουργικών συλλογών, εξάγουμε συμπεράσματα ως προς τη
δομή της τάξεως χειροτονίας του πρεσβυτέρου. Στην Αποστολική
Παράδοση, την οποία κυρίως εκπροσωπεί η λατινική και αιθιοπική
μετάφραση, της συνεπιθέσεως των χειρών επισκόπου και
συμπρεσβυτέρων έπεται η ευχή, η οποία διαφέρει της του επισκόπου από
το σημείο που συγκεκριμενοποιείται ως προς τα ιδιαίτερα καθήκοντα του
πρεσβυτέρου. Αντιθέτως η σαϊδική και αραβική μετάφραση κάνουν χρήση
της ιδίας μετά του επισκόπου ευχής αντικαθιστώντας σημεία που δεν
ανταποκρίνονται στην αποστολή του πρεσβυτέρου. Οι Αποστολικές
Διαταγές θέλουν επίθεση χειρών μόνο από τον επίσκοπο, έπεται δε η
χειροτονητήριος ευχή μετά προοιμίου. Η Διαθήκη άρχεται με συνεπίθεση
χειρών επισκόπου και πρεσβυτέρων, προσαχθέντος από σύσσωμο το
ιερατείο, ακολουθεί η ευχή και κατακλείεται με τον ασπασμό από όλο τον
κλήρο και τον λαό. Τέλος οι Κανόνες του Ιππολύτου, εφόσον εξισώνουν
τον επίσκοπο προς τον πρεσβύτερο σε όλα, εκτός του θρόνου και της
χειροτονίας, εξυπονοούν τη χρήση της ιδίας ευχής με τη διαφοροποίηση
ορισμένων λέξεων. Πουθενά δεν αναφέρεται ευδιακρίτως η σύνδεση της
χειροτονίας με τη θεία λειτουργία. Τυπικές διατάξεις κατά την περίοδο
καταγραφής των συλλογών αυτών δεν διατίθενται. Ίσως να υπήρχε ως
παράλληλη τάξη, αλλά όχι ως παγιωμένη αρχή. Και αυτό το εικάζουμε
από την καταγεγραμμένη και δομημένη μορφή των λειτουργικών
κειμένων, θείας λειτουργίας και χειροτονίας και τη δομή της τάξεως
χειροτονίας του επισκόπου. Άλλωστε από τον 4ο αιώνα άρχεται η λαμπρή
περίοδος της λειτουργικής ακμής.
123 Διαθήκη I, XXX, έκδ. I. E. RAHMANI, Testamentum Domini Nostri Christi, όπ.π,
σσ. 71: «Tum sacerdotes, tum populus dent ei pacem in osculo sancto».
239
ΠΙΝΑΚΕΣ ΚΑΝΟΝΙΚΟΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ
Πίνακας 1
Αποστολική Παράδοση
Λατινική124 LXXI.20- α. Αιθιοπική 7125. Αιγυπτιακή
LXXII.5 (Hauler). 7 (SC Εκκλησιαστική
Cum autem episcopus
11 bis). Διάταξη127 II(XXXII).
presbyterum ordinat
Cum autem presbyter (χειροτονεῖν), imponet Episcopus presbyterum
ordinatur, imponat manum suam super ordinet; manum suam
manum super caput caput eius, presbyteris capiti eius imponat,
eius episcopus, omnibus tangentibus omnibus presbyteris
contingentib(us) etiam eum, et oret super eum eum tangentibus. Et oret
presbyteris, et dicat secundum modum super eum secundum
secundum ea q(uae) quem praediximus eum modum, quem
praedicta sunt, sicut super episcopum. diximus de episcopis. Et
praediximus, super Deus meus, pater oret super eum,
episcopum, orans et domini nostri et quemadmodum
dicent: salvatoris Iesu Christi, dicemus. Oret autem
respice super hunc dicens: “Deus mi, pater
D(eu)s et pater d(omi)ni
servum tuum et Domini nostri et
nostri Ie(s)u Chr(ist)i,
impartire et spiritum salvatoris nostri lesu
respice super servum
gratiae et consilium Christi, respice hunc
tuum istum et inpartire
praesbyterii ut sustinae servum tuum et largire
sp(iritu)m gratiae et
et gubernet plebem illi spiritum gratiae et
consilii praesbyteris ut
127 FR. X. FUNK, Didascslia et Constitutiones Apostolorum, vol. II, Paderbornae 1905,
σσ. 102-103.
240
adiubet et gubernet tuam in corde mundo, consilium sanctitatis, ut
plebem tuam in corde sicuti respexisti super possit regere populum
mundo, sicuti respexisti populum electum et tuum in integritate
super populum praecepisti Moysi ut cordis, sicut respexisti
electionis tuae et eligeret praesbyteros populum electum et
praecepisti Moysi, ut quos replevisti de mandasti Moysi, ut
elegeret praesbyteros spiritu quem donasti eligeret seniores, quos
quos replesti de sp(irit)u famulo tuo et servo tuo replevisti eodem spiritu,
tuo quod tu donasti Moysi. Et nunc domine, quo donaveras tu
famulo tuo; Et nunc praesta famulo tuo servum tuum et
d(omin)e, praesta (illum) qui non deficit, famulum tuum Moysen.
indeficienter conseruari dum servas nobis, Nunc autem, Domine
in nobis sp(iritu)m spiritum gratiae tuae et mi, da isti servo tuo
gratiae tuae et dignos tribue nobis, ministrare gratiam, quae nunquam
effice ut credentes tibi tibi in corde in deficit, conservans nobis
ministremus in simplicitate, gratiam spiritus tui et
simplicitate cordis glorificantes et competentem portionem
laudantes te, per laudantes ter per filium nostram, supplens in
puerum tuu(m) Iesum Christum, per nobis cultum tuum in
Chr(istu)m Ie(su)m, per quem tibi gloria et corde, ut celebremus te
quem tibi gloria et virtus patri et filio et sincere, per filium tuum
uirtus, patri et filio cum spiritui sancto in tua lesum Christum, in quo
sp(irit)u s(an)c(t)o, in sancta ecclesia tibi (sit) laus et potentia,
sancta ecclesia et nunc saeculorum. Amen. patri et filio et spiritui
et in saecula β. Αιθιοπική126 23. sancto, in sancta ecclesia
saeculorum. Amen. tua et nunc et semper et
If the bishop desires to
in saecula saeculorum,
ordain a presbyter, he
amen”. Et respondet
shall lay his hand upon
omnis populus: “Amen
his head; and all the
et amen”. Et decet eum
presbyters shall touch
him and shall pray over etc.
him ; in the form ·which
we said before he shall
pray, saying:
My God the Father of
our Lord and Saviour
Jesus Christ look down
upon this Thy servant,
and impart to him the
126 G. HORNER, The Statutes of the Apostles, London 1904, σσ. 143-144. Βλ. και H.
DUENSING, Der aethiopische Text der Kirchenordnung des Hippolyt, Göttingen 1946.
241
spirit of grace and the
gift of holiness, that he
may be able to direct
Thy people with pure
heart. As Thou lookedst
upon Thy chosen people
and commandedst
Moses to choose
presbyters whom Thou
filledst with the Holy
Spirit which Thou
grantedst to Thy servant
and minister Moses: So
now, Lord give to this
Thy servant the grace
which fails not,
preserving to us the
spirit of Thy favour:
And vouchsafe to us,
whilst Thou fillest us
with Thy worship in our
heart to glorify Thee:
through Thy Son Jesus
Christ, through whom
to thee (be) glory and
power, to the Father and
the Son and the Holy
Spirit in the holy
Church, now, etc. And
all l the people shall say:
Amen and Amen. He is
worthy of it.
α. Σαϊδική128 7. α. Αραβική130 7
Cum autem episcopus presbyterum Cum autem episcopus presbyterum
128 D. B. BOTTE, La tradition Apostolique, SC 11 bis, σσ. 56. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, La tradition
Apostolique de Saint Hippolyte, essai de reconstitution [Liturgiewissenschaftliche Quellen und
Forschungen 39], Münster 1963, σ. 20.
130 D. B. BOTTE, La tradition Apostolique, SC 11 bis, σσ. 56. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, La tradition
Apostolique de Saint Hippolyte, essai de reconstitution [Liturgiewissenschaftliche Quellen und
Forschungen 39], Münster 1963, σ. 20.
242
ordinat (χειροτονεῖν), imponet ordinat (χειροτονεῖν), imponet
manum suam super caput eius, manum suam super caput eius,
presbyteris omnibus tangentibus presbyteris omnibus tangentibus
eum, et oret super eum secundum eum, et oret super eum secundum
modum quem praediximus super modum quem praediximus super
episcopum. episcopum.
β. Αραβική131 22.
β. Σαϊδική129 32.
When the bishop desires to ordain the
Further (de) when the bishop will
presbyter he shall lay his hand upon
ordain (kh.) the presbyter he shall lay
his head; and all the priests touching
his hand upon his head, all the
him and (the bishop) prays over him
presbyters touching him. And let him
according to the pattern which we
pray over him according to the form
have said according the bishop.
which we said for the bishop.
Πίνακας 2
129 G. HORNER, The Statutes of the Apostles, London 1904, σ. 307. Βλ. και W. TILL and
J. LEIPOLDT, Der koptische Text der Kirchenordnung Hippolyts [Texte und Untersuchungen 58],
Berlin 1954, σσ. 3-4. Βλ. και P. LEGARDE, Aegyptiaca, Göttingen 1883, σ. 249.
131 G. HORNER, The Statutes of the Apostles, London 1904, σ. 245. Βλ. και J. and A.
PÉRIER, Les 127 canons des apôtres: texte arabe, PO 8/4, 591.
132 M. METZGER, Les Constitutions apostoliques, t. III, SC 336, σ. 216-218. FR. X. FUNK,
Didascslia et Constitutiones Apostolorum, vol. I, Paderbornae 1905, σ. 521-522. Βλ. και PG 1,
1113B-1116B.
133 FR. X. FUNK, Didascslia et Constitutiones Apostolorum, vol. II, Paderbornae 1905, σσ.
79-80.
243
τούτῳ δύναμις καὶ διαφόρως ἐπὶ τὴν ἁγίαν σου ἐκκλησίαν καὶ
προνοῆσαι· δι’ αὐτοῦ γάρ, ὁ Θεός, αὔξησον αὐτὴν καὶ πλήθυνον τοὺς
προνοεῖς τῶν μὲν ἀθανάτων ἐν αὐτῇ προεστῶτας καὶ δὸς
φυλακῇ μόνῃ, τῶν δὲ θνητῶν δύναμιν πρὸς τὸ κοπιᾶν αὐτοὺς
διαδοχῇ, τῆς ψυχῆς φροντίδι νόμων, λόγῳ καὶ ἔργῳ πρὸς οἰκοδομὴν τοῦ
τοῦ σώματος ἀναπληρώσει τῆς λαοῦ σου. καὶ ἔπιδε ἐπὶ τὸν δοῦλόν
ἐνδείας· αὐτὸς οὖν καὶ νῦν σου τοῦτον τὸν ψήφῳ καὶ κρίσει τοῦ
ἐπίβλεψον ἐπὶ τὴν ἁγίαν σου κλήρου παντὸς εἰς πρεσβυτέριον
Ἐκκλησίαν καὶ αὔξησον αὐτήν, καὶ ἐπιδοθέντα καὶ ἔμπλησον αὐτὸν
πλήθυνον τοὺς ἐν αὐτῇ προεστῶτας πνεῦμα χάριτος καὶ συμβουλίας τοῦ
καὶ δὸς δύναμιν πρὸς τὸ κοπιᾶν ἀντιλαμβάνεσθαι καὶ κυβερνᾶν τὸν
αὐτοὺς λόγῳ καὶ ἔργῳ πρὸς λαόν σου ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ, ὃν
οἰκοδομὴν τοῦ λαοῦ σου. Αὐτὸς καὶ τρόπον ἐπεῖδες ἐπὶ λαὸν ἐκλογῆς
νῦν ἔπιδε ἐπὶ τὸν δοῦλόν σου σου καὶ προσέταξας Μωϋσεῖ
τοῦτον, τὸν ψήφῳ καὶ κρίσει τοῦ αἱρήσασθαι πρεσβυτέρους, οὓς
κλήρου παντὸς εἰς πρεσβυτέριον ἐνέπλησας πνεύματος, ὅπως
ἐπιδοθέντα, καὶ ἔμπλησον αὐτὸν ἐμπλησθεὶς ἐνεργημάτων
Πνεῦμα χάριτος καὶ συμβουλίας ἰαματικῶν καὶ λόγων διδακτικῶν ἐν
τοῦ ἀντιλαμβάνεσθαι καὶ πραότητι παιδεύῃ σου τοῦτον
συγκυβερνᾶν τὸν λαόν σου ἐν εἰλικρινῶς ἐν «καθαρᾷ διανοίᾳ καὶ
καθαρᾷ καρδίᾳ, ὃν τρόπον ἐπεῖδες ψυχῇ θελούσῃ», καὶ τὰς ὑπὲρ τοῦ
ἐπὶ λαὸν ἐκλογῆς σου καὶ λαοῦ σου ἱερουργίας ἀμώμως
προσέταξας Μωϋσεῖ αἱρήσασθαι ἐκτελῇ διὰ τοῦ Χριστοῦ σου, μεθ’ οὗ
πρεσβυτέρους, οὓς ἐνέπλησας σοὶ δόξα, καὶ σέβας σὺν ἁγίῳ
Πνεύματος. Καὶ νῦν, Κύριε, πνεύματι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν
παράσχου ἀνελλιπὲς τηρῶν ἐν ἡμῖν αἰώνων· ἀμήν.
τὸ Πνεῦμα τῆς χάριτός σου, ὅπως,
πλησθεὶς ἐνεργημάτων ἰαματικῶν
καὶ λόγου διδακτικοῦ, ἐν πραότητι
παιδεύῃ σου τὸν λαὸν καὶ δουλεύῃ
σοι εἰλικρινῶς ἐν καθαρᾷ διανοίᾳ
καὶ ψυχῇ θελούσῃ, καὶ τὰς ὑπὲρ τοῦ
λαοῦ σου ἱερουργίας ἀμώμως
ἐκτελῇ, διὰ τοῦ Χριστοῦ σου, δι’ οὗ
σοὶ δόξα, τιμὴ καὶ σέβας ἐν ἁγίῳ
Πνεύματι εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Πίνακας 3
134 I. E. RAHMANI, Testamentum Domini Nostri Christi, Moguntiae 1899, σσ. 69-70.
244
Ordinatio presbyteri fiat hoc modo: Universus coetus sacerdotalis adducant
eum (i. e. ordinandum) , et episcopus manum imponat super caput ipsius,
contingentibus et tenentibus eundem presbyteris. Incipiat episcopus sic
dicere: Oratio impositionis manus super presbyterum.
Deus Pater Domini nostri [fol. 343 v. col. i] Jesu Christ!, qui es inefiabllis, qui
es splendidus, cui non est neque initium neque finis, Domine, qui omnia
disposuisti et circumscripsisti, consilioque definisti ordinem iis, quae a te
creata sunt, exaudi nos et convertere ad hunc famulum tuum, impertire et da
ei spiritum gratiae, consilii et magnanimitatis, spiritum presbyteratus, qui non
senescit, qui non deficit, spiritum homogeneum, fideles diligentem et
redarguentem ad coadjuvandum et gubemandum populum tuum in opere, in
metu, in corde puro, in sanctitate, in decore, in sapientia et sub actione tui
Spiritus sancti et providentia tua, Domine, quemadmodum, cum respexisti
super populum tuum electum, praecepisti Moysi, ut eligeret presbyteros,
quos replevisti spiritu tuo, quern donasti ministris tuis: nunc quoque,
Domine, concede huic spiritum tuum indeficientem, quem dederas iis, qui a
te fuerunt edocti, et omnibus, qui in te vere per eos crediderunt, et dignum fac
ilium, qui plenus tua sapientia tuisque absconditis mysteriis gubemet tuum
populum in nitore cordis puri et veri, dum glorificat, benedicit, exaltat, gratias
agit elevatque doxologiam omni tempore die ac nocte nomini tuo sancto ac
glorioso, laborans in hilaritate, in patientia, ut sit vas tui Spuitus sancti,
habens et gerens omni
tempore crucem Unigeniti Filii tui Domini nostri Jesu Christi, per quern tibi
gloria et imperium cum Spiritu sancto per omnia saecula saculorum. Populus
dicat: Amen.
Tum sacerdotes, tum populus dent ei pacem in osculo sancto.
Πίνακας 4
135 H. ACHELIS, Die ältesten Quellen des orientalischen Kirchenrechtes. Die Canones
Hippolyti [Texte und Untersuchungen 6, 4], Leipzig 1891, σσ. 61-62.
245
2. Ευχολόγιο του Σεραπίωνος Θμούεως.
Το Ευχολόγιο του Σεραπίωνος ανήκει στη λειτουργική παράδοση
της Αιγύπτου και τοποθετείται στα μέσα του 4ου αιώνα. Ανήκει στην
περίοδο της με ταχείς ρυθμούς εξελίξεως και διαμορφώσεως
λειτουργικών μορφών και τύπων στην ιστορία της Εκκλησίας 136. Περιέχει
μία συλλογή από τριάντα ευχές, που αναφέρονται στη θεία Κοινωνία, το
βάπτισμα, τη χειροτονία κ.α. Ο Wobbermin137 το περιγράφει ως Ευχολόγιο,
ενώ ο Wordsworth138 πιστεύει ότι αποτελεί ένα Αρχιερατικό
απευθυνόμενο στον επίσκοπο. Ο καθηγητής – μητροπολίτης Τυρολόης
Παντελήμων Ροδόπουλος, ακολουθώντας τον Brightman139, ισχυρίζεται ότι
οι όροι Ευχολόγιο και Αρχιερατικό αναπτύχθηκαν πολύ αργότερα, για να
του αποδοθούν. Στην πραγματικότητα είναι μία λίβελλος του λειτουργού,
όχι μόνο για χρήση του επισκόπου, αν και ήταν ο κύριος λειτουργός των
μυστηρίων την εποχή εκείνη, αλλά και του πρεσβυτέρου. Έτσι ο όρος
Ιερατικό (sacramentary) πρέπει να χρησιμοποιηθεί για τη συλλογή των
ευχών και ταιριάζει καλύτερα στον χαρακτήρα του140. Kαθώς η έρευνα
απέδειξε την ενότητα του ύφους και της φρασεολογίας των ευχών,
δείχνουν τον Σεραπίωνα Θμούεως ως συγγραφέα ή συντάκτη αυτών141.
Η χειροτονία του πρεσβυτέρου, όπως και εκάστου βαθμού, τελείται
με μία μόνο ευχή. Η ευχή καταστάσεως πρεσβυτέρου άρχεται
αναφερομένη στην επίθεση των χειρών επί του υποψηφίου142. Η επίθεση
τεκμαίρεται όμως και από την κεφαλίδα της ευχής, όπου επιγράφεται ως
χειροθεσία. Ακολουθεί η επίκληση του Αγίου Πνεύματος, για να επέλθει
246
η τελείωση143. Τα λειτουργήματα του πρεσβυτέρου, όπως φαίνονται από
την ευχή, είναι τρία, όπως το τρισσόν αξίωμα του Χριστού. Είναι η
διοίκηση «οἰκονομῆσαι τὸν λαόν», η διδασκαλία «πρεσβεύειν τὰ θεῖά Σου
λόγια» και η καταλλαγή του λαού «καταλλάξαι τὸν λαόν σου σοὶ τῷ
ἀγεννήτῳ Θεῷ», που έχει αναφορά στη συμφιλίωση Θεού και ανθρώπου,
η οποία επέρχεται διά της χάριτος των Μυστηρίων144. Σύμφωνα με τον
ιστορικό Σωζομενό (4ος αιώνας), το κήρυγμα από τους πρεσβυτέρους είχε
απαγορευθεί λόγω της αιρέσεως του Αρείου145, άρα το μέτρο ήταν
επαναστατικό για την Αίγυπτο146. Κατά τον Bradshaw, η ευχή ή
συντάχθηκε πριν ληφθεί αυτό το μέτρο ή εναλλακτικά η κατάσταση
πρέπει να ήταν διαφορετική στη Θμούη ή οπουδήποτε αυτό
συντάχθηκε147.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ευρεία δικαιοδοσία των πρεσβυτέρων
εξηγείται από τη θέση τους στην Εκκλησία της Αιγύπτου, όπου ήταν
περισσότερο αυτόνομοι από οπουδήποτε και ο πολλαπλασιασμός των
επισκοπών γινόταν με αργούς ρυθμούς. Ως εκ τούτου τα ηθικά προσόντα
των πρεσβυτέρων, τα αιτούμενα υπέρ αυτών, είναι ανάλογα των
λειτουργημάτων τους148.
Οι πρεσβύτεροι θεωρούνται ως διάδοχοι των εβδομήντα του
Μωυσέως149. Αν και η ευχή περιέχει την ίδια νύξη των εβδομήντα
πρεσβυτέρων του Μωυσέως, όπως αναφέρονται και στην Αποστολική
Παράδοση, χρησιμοποιείται με πολύ διαφορετικό τρόπο. Δεν αιτείται στον
Θεό να ποιήσει τον χειροτονηθέντα πρεσβύτερο, όπως εκείνους που ο
Μωυσής όρισε να κυβερνούν τον λαό, αλλά να τους δοθεί μερισμός του
Αγίου Πνεύματος του Χριστού, όπως ο Θεός κάποτε μέρισε το πνεύμα του
143 M. J. JOHNSON, The prayers of Serapion of Thmuis, A literary, liturgical and theological
analysis, όπ.π., σ. 60. PANTELEIMON E. RODOPOULOS, όπ.π., σ. 133: «ἵνα τὸ Πνεῦμα τῆς
ἀληθείας ἐπιδημήσῃ αὐτῷ».
144 M. J. JOHNSON, The prayers of Serapion of Thmuis, A literary, liturgical and theological
analysis, όπ.π., σ. 60. PANTELEIMON E. RODOPOULOS, όπ.π., σ. 133.
145 ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, βιβλίον Ε΄, κεφ. ΚΒ΄. PG 67, 640B.
ΣΩΖΟΜΕΝΟΥ, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, βιβλίον Ζ΄, κεφ. ΙΘ΄. PG 67, 1476B-1477A.
146 F. E. BRIGHTMAN, «The Sacramentary of Serapion of Thmuis» vol. III, όπ.π, σ.
259.
147 P. F. BRADSHAW, Ordination Rites…, όπ.π., σ. 63.
148 PANTELEIMON E. RODOPOULOS, The Sacramentary of Serapion, όπ.π., σ. 100. F.
E. BRIGHTMAN, «The Sacramentary of Serapion of Thmuis» vol. III, όπ.π, σ. 256.
149 Αριθμ. 11, 16-25.
247
Μωυσέως στους εκλεγμένους. Η έμφαση δεν τοποθετείται στην αποδοχή
του χειροτονουμένου του Πνεύματος του σώματος του πρεσβυτερίου,
αλλά στην προσωπική μετοχή στο Πνεύμα του Χριστού. Η παρουσία
αυτής της τυπολογίας δεν σημαίνει ότι ο Σεραπίων πρέπει να έχει ευθέως
αντιγραφή από την Αποστολική Παράδοση, ειδικά δεν υπάρχει κανένα
σημείο της Παραδόσεως οπουδήποτε στο Ευχολόγιο του Σεραπίωνος. Είναι
αρκετά πιθανό ο συγγραφέας να είχε ξαναεπεξεργαστεί ό,τι είναι κοινό
στοιχείο για τους πρεσβυτέρους στους ύστερους χρόνους. Αυτό επίσης
εμφανίζεται στις χειροτονητήριες ευχές του Μελχιτικού τυπικού του 4ου
αιώνα150.
Η αίτηση «οἰκονομεῖν τὸν λαὸν» υπενθυμίζει κατά τον Τρεμπέλα
το διοικητικό έργο των πρεσβυτέρων, που κατά τους παλαιότερους
χρόνους ήταν ανατεθειμένο σε αυτούς, χωρίς, όταν πληθύνθηκαν τα μέλη
της Εκκλησίας, να αποκλείονται και του κηρύγματος και της τελέσεως
των μυστηρίων, τα οποία ήταν κύριο έργο του επισκόπου. Όπως στην
Παλαιά Διαθήκη οι εκλεγέντες από τον Μωυσή πρεσβύτεροι ήταν βοηθοί
και σύμβουλοί του, κρίνοντες αντ’ αυτού τον λαό, αναφερόμενοι σε αυτόν
και αφήνοντας σε αυτόν την κρίση για κάθε σοβαρό λόγο, έτσι και στην
Καινή Διαθήκη οι πρεσβύτεροι αποτελούν συνεργάτες, συμβούλους και
συνδιοικητές του επισκόπου151.
Πέραν των ηθικών τους προσόντων της καθαρής καρδιάς και
συνειδήσεως, οφείλουν να κατέχουν τα δόγματα της Εκκλησίας, σοφία
και σύνεση για το διοικητικό και πειθαρχικό τους λειτούργημα. Γενικά
οφείλουν να εμφορούνται από Άγιο Πνεύμα, για να δυνηθούν να την
υπηρετήσουν152.
Όπως ερμηνεύει ο Τρεμπέλας, η εκφορά των ονομάτων των δύο
πρώτων βαθμών, διακόνων και πρεσβυτέρων, σε πληθυντικό αριθμό
(«διακόνων», «πρεσβυτέρων»), σε αντίθεση με τη χρήση ενικού αριθμού
στον τρίτο βαθμό της ιερωσύνης («ἐπισκόπου»), γεννά την υπόνοια ότι
στη μία και αυτήν τελετουργία μπορούσε να γίνει χειροτονία
248
περισσοτέρων του ενός διακόνων και πρεσβυτέρων, όπως αυτό γίνεται
σήμερα στην Εκκλησία της Αιθιοπίας. Το περιεχόμενο όμως της ευχής,
στο οποίο γίνεται εμφανής αναφορά περί ενός και μόνου
χειροτονουμένου, στηρίζει την εικασία ότι ο πληθυντικός αριθμός
χρησιμοποιείται, διότι περισσότεροι του ενός διάκονοι και πρεσβύτεροι
χειροτονούνται για μία επισκοπή, ενώ ο επίσκοπος εκάστης επαρχίας
είναι ένας. Ο όρος «κατάστασις», χρήση του οποίου γίνεται στην κεφαλίδα
της ευχής, κατάντησε να είναι ταυτόσημος με τον όρο «χειροτονία», διότι
οι απολελυμένες χειροτονίες ανέκαθεν αποδοκιμάζονταν. Κάθε
χειροτονούμενος εγκαθίστατο σε ορισμένη ενορία ή επισκοπή, έχοντας η
χειροτονία ως άμεση συνέπεια και την εγκατάστασή του σε αυτήν την
ενορία ή την επισκοπή153.
Στο Ευχολόγιο του Σεραπίωνος, την πρώτη ολοκληρωμένη
ευχολογική συλλογή, σημειώνεται όμοια τάξη με την των
κανονικολειτουργικών συλλογών, επίθεση χειρών και ευχή με επίκληση
της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Την εποχή αυτή φανερώνεται, όπως
εξάγεται μέσα από την ίδια την ευχή, ότι οι πρεσβύτεροι δεν αποτελούν
απλώς συνεχιστές του έργου των πρεσβυτέρων του Μωυσέως, οι οποίοι
είχαν μόνο διοικητικά καθήκοντα, αλλά αναλαμβάνουν και λειτουργικό
έργο. Διαφαίνεται λόγω του περιορισμένου αριθμού επισκόπων και των
ηυξημένων καθηκόντων τους, ότι παραχωρούνται στους πρεσβυτέρους
και λειτουργικά καθήκοντα, για την εύρυθμη λειτουργία της επισκοπής
και τη διακονία των πιστών.
Χειροθεσία καταστάσεως Πρεσβυτέρων (13)154.
Τὴν χεῖρα ἐκτείνομεν δέσποτα θεὲ τῶν οὐρανῶν πάτερ τοῦ μονογενοῦς
σου ἐπὶ τὸν ἄνθρωπον τοῦτον καὶ δεόμεθα ἵνα τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθείας
ἐπιδημήσῃ αὐτῷ· φρόνησιν αὐτῷ χάρισαι καὶ γνῶσιν καὶ καρδίαν ἀγαθὴν·
γενέσθω ἐν αὐτῷ πνεῦμα θεῖον πρὸς τὸ δύνασθαι αὐτὸν οἰκονομῆσαι τὸν
λαόν σου καὶ πρεσβεύειν τὰ θεῖά σου λόγια καὶ καταλλάξαι τὸν λαόν σου
σοὶ τῷ ἀγεννήτῳ θεῷ. ὁ χαρισάμενος ἀπὸ τοῦ πνεύματος τοῦ Μωσέως ἐπὶ
τοὺς ἐκλελεγμένους πνεῦμα ἅγιον, μέρισον καί τῷδε πνεῦμα ἅγιον ἐκ τοῦ
πνεύματος τοῦ μονογενοῦς εἰς χάριν σοφίας καὶ γνώσεως καὶ πίστεως
ὀρθῆς, ἵνα δυνηθῇ σοι ὑπηρετῆσαι ἐν καθαρᾷ συνειδήσει· διά τοῦ
μονογενοῦς σου Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι’ οὗ σοὶ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος ἐν ἁγίῳ
πνεύματι καὶ νῦν καὶ εἰς τοὺς σύμπαντας αἰῶνας τῶν αἰώνων. ἀμήν.
153 ΠΑΝ. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Λειτουργικοὶ τύποι Αἰγύπτου καὶ Ἀνατολῆς, όπ.π., σ. 40.
154 M. J. JOHNSON, The prayers of Serapion of Thmuis, A literary, liturgical and theological
analysis, όπ.π., σ. 60. Βλ. και PANTELEIMON E. RODOPOULOS, όπ.π., σ. 133.
249
3. Λειτουργικά υπομνήματα.
Το έργο το αποδιδόμενο στον Διονύσιο Αρεοπαγίτη (6ος αιώνας)
Περί Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας αποτελεί τον ενδιάμεσο σταθμό μεταξύ
των αρχαϊκών λειτουργικών κειμένων που αναφέραμε παραπάνω και της
από τον 8ο αιώνα μαρτυρουμένης λειτουργικής πράξεως. Στο έργο αυτό
δεν παρατίθενται ευχές, κατά τη συνήθεια του Corpus Dionysiacum, ούτε
και τυπικές διατάξεις, αλλά μας παρέχει σπουδαίες πληροφορίες για την
τάξη της εποχής του με την παρεχομένη περιγραφή και τη συναπτομένη
«θεωρία»155.
Το ιερό μυστήριο άρχεται με την προσαγωγή του υποψηφίου στο
θείο θυσιαστήριο. Η πράξη αυτή υποδηλώνει ότι ο χειροτονούμενος
αφιερώνει τη ζωή του στον τελετάρχη Θεό πάναγνη, αγιασμένη και, όσο
είναι δυνατόν, άξια του αναλαμβανομένου ιερού έργου156. Αφιερώνοντας
όλη τους τη ζωή στον τελετάρχη Θεό, οφείλουν να ομοιωθούν με το
πανάγιο θυσιαστήριο, τον Σωτήρα Χριστό157.
Ο ιερέας, ταπεινούμενος ενώπιον του Θεού, κλίνει και τα δύο
γόνατα έμπροσθεν του θυσιαστηρίου158, «ὡς τῶν ὑπ’ αὐτῶν ἱερῶς
προσαγομένων οὐ μόνον κεκαθαρμένων, ἀλλὰ καὶ ταῖς φανοτάταις
αὐτῶν ἱερουργίαις ἀναγωγικῶς ἀποκεκαθαρμένης ζωῆς εἰς θεωρητικὴν
ἕξιν καὶ δύναμιν ἱερουργικῶς ἀποτελεσθέντων»159. Έργο των ιερέων δεν
250
είναι μόνο η κάθαρση των τάξεων των τελουμένων, αλλά και να τις
αναγάγουν προς τη θεωρία. Οι τελειωτικές δυνάμεις είναι τρεις, η
καθαρτική, η φωτιστική και η τελειωτική. Ο διάκονος μετέχει της πρώτης,
ο πρεσβύτερος των δύο και ο επίσκοπος και των τριών. Για τον λόγο του
ότι ο πρεσβύτερος μετέχει των δύο πρώτων κλίνει και τα δύο γόνατα160.
Έπεται η επίθεση της αρχιερατικής χειρός161, η οποία εμφαίνει «τὴν
τελεταρχικὴν σκέπην, ὑφ’ ἧς ὡς παῖδες ἱεροὶ περιέπονται πατρικῶς,
αὐτοῖς μὲν ἕξιν καὶ δύναμιν ἱερατικὴν δωρουμένης, τὰς ἐναντίας δὲ αὐτῶν
δυνάμεις ἀπορραπιζούσης· διδάσκει δὲ ἅμα καὶ πάσας τελεῖν τὰς
ἱερατικὰς ἐνεργείας, ὡς ὑπὸ Θεῷ πράττοντας τοὺς τελεσθέντας, καὶ τῶν
οἰκείων ἐνεργειῶν αὐτὸν ἔχοντας ἐν παντὶ καθηγεμόνα»162. Οι δυνάμεις
τις οποίες ο χειροτονούμενος λαμβάνει από τον ιεράρχη έχουν ως πηγή
τον Θεό. Ο συντάκτης του Corpus Dionysiacum εμμέσως συσχετίζει τον
επίσκοπο με τον Θεό, την πηγή κάθε καθαγιασμού της ουράνιας και της
εκκλησιαστικής ιεραρχίας, αλλά στη δομή της εκκλησιαστικής ιεραρχίας
δεν δύναται να πραγματοποιηθεί ο καθαγιασμός χωρίς τον επίσκοπο163.
Η σταυροειδής σφράγιση δηλώνει την κατάπαυση όλων των
σαρκικών επιθυμιών και τη μίμηση του Χριστού που έφτασε μέχρι τον
σταυρικό θάνατο, αν και αναμάρτητος. Με το σημείο του σταυρού που
είναι εικόνα της δικής του αναμαρτησίας τους σημαδεύει ως ομοειδείς164.
251
Την ιερή ανακήρυξη των χειροτονιών και των χειροτονουμένων
εκφέρει ο ιεράρχης, διότι το μυστήριο τούτο δηλώνει ότι ο ιεροτελεστής
είναι ερμηνευτής της θεαρχικής εκλογής, που οδηγεί τους
χειροτονουμένους στην ιερατική τελείωση όχι με τη δική του χάρη, αλλά
με παρακίνηση από τον Θεό σε όλες τις ιεραρχικές τελετουργίες165. Η ιερή
ανακήρυξη μπορεί να παραλληλιστεί με την εκφώνηση «Ἡ θεία χάρις...»,
όπου ο επίσκοπος επικαλείται τη θεία χάρη και εκφωνεί το όνομα και το
βαθμό του κληρικού. Η θεαρχική εκλογή τεκμέρεται μέσα από
παραδείγματα από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Αρχικά
αναφέρεται στον Μωυσή, το νομικό ιεροτελεστή, ο οποίος δεν οδήγησε
ούτε τον ίδιο τον Ααρών σε ιερατική προαγωγή, αν και ήταν αδελφός του,
έως ότου τελεσιούργησε την ιερατική καθαγίαση με παρακίνηση από τον
Θεό και με τελετάρχη τον ίδιο τον Θεό. Ο Χριστός, ο πρώτος ιεροτελεστής,
δεν δόξασε ο ίδιος τον εαυτό του, αλλά εκείνος που του είπε: «Σὺ ἱερεὺς εἰς
252
τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ»166. Γι’ αυτό και όταν ο ίδιος
οδηγούσε τους μαθητές του στην ιερατική καθαγίαση, αν και ήταν
τελετάρχης Θεός, την ανέθεσε στον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα,
παραγγέλοντας στους μαθητές «ἀπὸ ῾Ιεροσολύμων μὴ χωρίζεσθαι, ἀλλὰ
περιμένειν τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρὸς ἣν ἠκούσατέ μου· ὅτι ᾿Ιωάννης μὲν
ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ»167. Ως εκ
τούτου την εποχή αυτήν αποδίδεται η εκλογή του υποψηφίου στο
πρόσωπο του Θεού168. Ο ιεράρχης δεν ενεργεί αυτοβούλως τις χειροτονίες,
αλλά με παρακίνηση του ιδίου του Θεού. Κατ’ ουσίαν ο χειροτονών είναι ο
ίδιος ο Θεός και μέσο μεταδόσεως της χάριτος ο επίσκοπος. Την επίθεση
της αρχιερατικής χειρός συνοδεύουν οι πανάγιες και ιεροποιές επικλήσεις
που τελειώνουν τον ιερέα169. Mutatis mutandis η χρήση του πληθυντικού
αριθμού υπονοεί την αναδίπλωση των τελεστικών ευχών από την εποχή
του Corpus Dionysiacum.
Η χειροτονία τελειώνει με τον ιερό ασπασμό υπό πάντων των
παρόντων των ιερατικών τάξεων και του ιδίου του τελέσαντος τη
χειροτονία ιεράρχου, που υποδηλώνει την ιερή κοινωνία των ομοειδών
νόων και την ευφροσύνη από τη μεταξύ τους αγάπη, διότι αυτή διασώζει
πλήρως το θεοειδέστατο κάλλος στην ιερατική τελείωση170. Αγαπητός
166 Εβρ. 5, 6.
167 Πράξ. 1, 4.
168 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, όπ.π. κεφ. Ε΄, III, V. PG 3, 512CD. Και έκδ. G. Heil
und A. M. Ritter, Corpus Dionysiacum II, όπ.π., σ. 112. Βλ. και ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΧΥΜΕΡΗ,
Παράφρασις, Κεφάλαιον Ε΄, III, V. PG 3, 528BD. ΜΑΞΙΜΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, όπ.π., Εἰς τὸ
Κεφάλαιον Ε΄, III, V. PG 4, 165D-168A: «Οὐδὲ ἀδελφόν. Ὡραῖον, καὶ πάνυ ἀναγκαῖον, καὶ
ἀσφαλές, ὅτι οὐδὲ ἀδελφὸν χωρὶς Θεοῦ ἐποίει τις.
Ἱεροτελεστής. Ὡς ἄνθρωπος, καὶ ἀρχιερεὺς γένονεν ὁ Χριστός. Σημείωσαι τοῦτο
κατὰ Ἀκεφάλων καὶ Νεστοριανῶν.
Διὸ καὶ αὐτός. Σημείωσαι πότε ἐχειροτονήθησαν ἱερεῖς οἱ μαθηταί, καὶ ὅτι
Ἰησοῦς, καίτοι Θεὸς ὤν, αὐτὸς οὐκ ἐχειροτόνησεν, ἀλλ’ ἐπηγγείλατο πέμπειν ἀπὸ τοῦ
Πατρὸς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, ὅτε ὡς πύριναι γλῶσσαι ἐφάνησαν αὐτοῖς.
Τελετάρχην. Τὸν Κύριον κατὰ τὴν θεότητα καλεῖ».
169 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, όπ.π. κεφ. Ε΄, II. PG 3, 509B: «ταῖς παναγεστάταις
ἐπικλήσεσιν ἀποτελειοῦται», «ταῖς ἱεροποιοῖς ἐπικλήσεσιν ἁγιάζεται», «τελειούμενος ὑπ’
αὐτοῦ ταῖς τῶν λειτουργῶν τελεστικαῖς ἐπικλήσεσιν». Και έκδ. G. Heil und A. M.
Ritter, Corpus Dionysiacum II, όπ.π., σ. 110. Βλ. και ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΧΥΜΕΡΗ, Παράφρασις,
κεφ. Ε΄, II. PG 3, 525C: «ταῖς ἱεροποιοῖς εὐχαὶς ἁγιάζεται».
170 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, όπ.π. κεφ. Ε΄, ΙΙΙ, VI. PG 3, 513B: «Και έκδ. G. Heil
und A. M. Ritter, Corpus Dionysiacum II, όπ.π., σ. 113. Πρβλ. ΜΑΞΙΜΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ,
όπ.π., Εἰς τὸ Κεφάλαιον Ε΄, II. PG 4, 165B: «Καθ’ ἕκαστον. Σημείωσαι, ὅτι χρὴ πάντας τοὺς
253
στους ομοταγείς του, «ἐρῶν καὶ ἐρώμενος», χαίρει μετά του λοιπού
κλήρου για την είσοδό του στην ιερωσύνη171.
Περί της συνδέσεως των τάξεων χειροτονίας όλων των βαθμών με
τη θεία λειτουργία μαρτυρείται από τον συγγραφέα ότι στις ιερατικές
τάξεις, στο τέλος των ακολουθιών των αγιασμών τους μεταδίδεται από
τον χειροτονητή ιεράρχη η θεία Ευχαριστία. Αυτό γίνεται όχι μόνο διότι η
μετάληψη των μυστηρίων αποτελεί την κορυφή κάθε ιεραρχικής
μεθέξεως, αλλά γιατί αυτού του δώρου της θείας κοινωνίας μετέχουν
κατά το μέτρο της ικανότητάς τους όλες οι ιερές τάξεις, για να
εξασφαλίσουν την προαγωγή και τελείωση της θεώσεώς τους172. Η υψηλή
θεολογία της ερμηνείας των ιερώς τελουμένων σε όλο το έργο Περί
Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας ως και η ίδια η ανάπτυξη της θείας
Λειτουργίας, φανερώνει τη σύνδεση χειροτονίας και θείας Ευχαριστίας.
Το συμπέρασμα επιρρωνύει και η αμοιβαία εξάρτηση των δύο μυστηρίων
τις περισσότερες φορές, όπως προκύπτει από τις πατερικές μαρτυρίες και
αγιολογικές μαρτυρίες που χρονολογούνται από τον 4ο αιώνα και
εντεύθεν.
Ο συγγραφέας του Corpus Dionysiacum περιγράφει και αποτυπώνει
την τάξη της χειροτονίας όπως ετελείτο τον 6ο αιώνα. Άρχεται με την
προσαγωγή και τη γονυκλισία, ακολουθεί η σταυροειδής σφράγιση και η
επίθεση της χειρός του επισκόπου, η ιερή ανακήρυξη της χειροτονίας και
οι επικλήσεις και τέλος ο ασπασμός. Στη μεταβατική αυτήν εποχή
ορίζεται πληρέστερα η δομή του μυστηρίου, τοποθετώντας την πλησίον
της σημερινής τάξεως. Αναφορά, ως προς το αν η χειροτονία τελείται
εντός της θείας λειτουργίας υφίσταται, με τη μνεία της μετοχής όλων των
χειροτονουμένων στη θεία Ευχαριστία.
254
Μέσω της επιθέσεως μεταδίδεται στον χειροτονούμενο το Άγιο Πνεύμα:
«Οἷς γὰρ ἂν ἐπετίθουν οἱ Ἀπόστολοι τὰς χεῖρας ἐλάμβανον Πνεῦμα
ἅγιον»173. Το Άγιο Πνεύμα είναι αυτό που συνεχίζει την αποστολική
διαδοχή των επισκόπων και την παράδοση της αποστολικής διδασκαλίας,
της τάξεως και της εξουσίας και διατηρεί την ενότητα της Εκκλησίας,
αφού χωρίς τους κληρικούς, που με την επίθεση των χειρών και την ευχή
χειροτονούνται, δεν καλείται Εκκλησία174.
Ο Ευσέβιος τονίζει ότι: «Καθίστανται δὲ δι’ εὐχῆς καὶ χειρῶν
ἐπιθέσεως τῶν ἀποστόλων εἰς διακονίαν ὑπηρεσίας, ἕνεκα τοῦ κοινοῦ
ἄνδρες δεδοκιμασμένοι, τὸν ἀριθμὸν ἑπτά, οἱ ἀμφὶ τὸν Στέφανον...»175.
Κάνοντας μία αναδρομή στους αποστολικούς χρόνους φανερώνεται η
ιστορική συνέχεια της ιδίας τάξεως, με τα κύρια δομικά στοιχεία, την ευχή
και την επίθεση των χειρών, να εξελίσσονται έως σήμερα.
Ο Γρηγόριος Νύσσης αποδίδει στη χειροτονία τη δύναμη να
επιτελεί μία μυστηριακή αλλαγή στο πρόσωπο, αποδίδοντας αυτήν τη
μεταβολή στην ευλογία. Τοποθετεί τη μεταβολή αυτή στην ίδια κατηγορία
με τα χρησιμοποιούμενα στοιχεία στο βάπτισμα και τη θεία Ευχαριστία176.
Ο όλος άνθρωπος με τη χάρη και ευλογία του τελεταρχικού Αγίου
Πνεύματος μεταμορφώνεται σε καινή ύπαρξη, ως και στα άλλα μυστήρια
της Εκκλησίας. Καθίσταται ανώτερος των Αγγέλων αναλαμβάνων
καθήκοντα που τον θέτουν υπό βαρύ πνευματικό ζυγό.
Αλλά και ο Γρηγόριος Θεολόγος, στον επιτάφιο λόγο του στον
Μέγα Βασίλειο, συνδέει εμφατικά την επισκίαση του Πνεύματος με την
επίθεση των χειρών177, δίδοντάς της τη διάσταση ένος ορατού σημείου
μεταδόσεως της χάριτος. Η επίκληση της θείας χάριτος αποτελεί την
173 ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ ΛΥΩΝΟΣ, Κατὰ αἱρέσεων, βιβλίον Δ΄, κεφ. XXXVIII, 2. PG 7, 1106C.
SC 100, σ. 948.
174 ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ, Τραλλιανοῖς, III. PG 5, 677A.
175 Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, βιβλίον Β΄, κεφ. Α΄. PG 20, 133B.
176 Εἰς τὴν ἡμέραν τῶν Φώτων, ἐν ᾗ ἐβαπτίσθη ὁ Κύριος ἡμῶν. PG 46, 581D-584A: «Ἡ
αὐτὴ δὲ τοῦ λόγου δύναμις, καὶ τὸν ἱερέα ποιεῖ σεμνὸν καὶ τίμιον, τῇ καινότητι τῆς
εὐλογίας τῆς πρὸς τοὺς πολλοὺς κοινότητος χωριζόμενον. Χθὲς γὰρ καὶ πρώην εἷς
ὑπάρχων τῶν καὶ τοῦ δήμου, ἀθρόον ἀποδείκνυται καθηγεμών, πρόεδρος, διδάσκαλος
εὐσεβείας, μυστηρίων λανθανόντων μυσταγωγός· καὶ ταῦτα ποιεῖ, μηδὲν τοῦ σώματος ἢ
τῆς μορφῆς ἀμειφθείς· ἀλλ’ ὑπάρχων κατὰ τὸ φαινόμενον ἐκεῖνος ὃς ἦν, ἀοράτῳ τινὶ
δυνάμει καὶ χάριτι τὴν ἀόρατον ψυχὴν μορφωθεὶς πρὸς τὸ βέλτιον».
177 Εἰς τὸν Μέγαν Βασίλειον, ἐπίσκοπον Καισαρείας Καπαδοκίας, ἐπιτάφιος, Λόγος
ΜΓ΄, ΟΗ΄. PG 36, 600C: «καὶ χειροτονίας τῶν γνησιοτάτων αὐτοῦ θεραπευτῶν, τὴν χεῖρα
δίδωσι καὶ τὸ Πνεῦμα».
255
κυρία πράξη της χειροτονίας. Αναφερόμενος στη χειροτονία του από τον
πατέρα του, τονίζει ότι η θεία χάρις μεταδίδεται από τον ίδιο τον Θεό και
όχι από τον άνθρωπο178, ο επίσκοπος αποτελεί το μέσο, ενώ ο κύριος
ιερουργός είναι ο Μέγας Αρχιερεύς, ο Χριστός.
Η επίθεση των χειρών μαρτυρείται από τον Μέγα Βασίλειο, ο
οποίος πληροφορεί ότι ο χειροτονούμενος αποκτά «τὸ χάρισμα τὸ
πνευματικόν»179. Η τάξη χειροτονίας περιλαμβάνει καταλλήλους δεήσεις
και ευχές180. Οι δεήσεις αποτελούν τα υπέρ του χειροτονουμένου προς τον
Θεό αιτήματα, ενώ οι ευχές το κυρίως καθαγιαστικό μέρος της
χειροτονίας. Αυτός που ενεργεί τη χειροτονία κατ’ ουσίαν είναι ο ίδιος ο
Θεός. Η χάρις Αυτού διά του Αγίου Πνεύματος δωρίζει στον
χειροτονούμενο αυτήν την τιμή της ιερωσύνης, είναι Αυτό που τελειοί όλα
τα ιερά μυστήρια και οδηγεί στον αγιασμό και τη σωτηρία181.
Σημαντικός εξάλλου θεωρείται ο λόγος του ιερού Χρυσοστόμου: «Τί
οὖν; φησί· πάντας ὁ Θεὸς χειροτονεῖ, καὶ τοὺς ἀναξίους; Πάντας μὲν ὁ
Θεὸς οὐ χειροτονεῖ, διὰ πάντων δὲ αὐτὸς ἐνεργεῖ, εἰ καὶ αὐτοὶ εἶεν ἀνάξιοι,
διὰ τὸ σωθῆναι τὸν λαόν182». Ασχέτως της αφετηρίας ενός εκάστου των
ιερέων, αξίων ή αναξίων, εφόσον δεν είναι αχειροτόνητοι, αλλά κανονικά
χειροτονημένοι, έστω κι αν δεν έπρεπε, ο Θεός, χάριν του λαού Του,
υπερβαίνει το ποιόν του ιερέως και επιτελεί το έργο της σωτηρίας μας.
178 ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Ἐπιτάφιος εἰς τὸν πατέρα, παρόντος Βασιλείου, Λόγος ΙΗ΄, ΛΕ΄. PG
35, 1032AC.
179 Ἐπιστολὴ ΡΠΗ΄, κανονικὴ Α΄, Ἀμφιλοχίῳ περὶ κανόνων. PG 32, 669A: «οἱ δὲ τῆς
Ἐκκλησίας ἀποστάντες οὐκ ἔτι ἔσχον τὴν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ’ ἑαυτούς,
ἐπέλιπε γὰρ ἡ μετάδοσις τῷ διακοπῆναι τὴν ἀκολουθίαν. Οἱ μὲν γὰρ πρῶτοι
ἀναχωρήσαντες, παρὰ τῶν Πατέρων ἔσχον τὰς χειροτονίας καὶ διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν
χειρῶν αὐτῶν εἶχον τὸ χάρισμα τὸ πνευματικόν. Οἱ δέ, ἀπορραγέντες, λαϊκοὶ γενόμενοι,
οὔτε τοῦ βαπτίζειν, οὔτε τοῦ χειροτονεῖν, εἶχον ἐξουσίαν».
180 ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Ἠθικά, ὅρος Ο΄. PG 31, 816D: «Τοὺς ἐγκεχειρισμένους τὸ κήρυγμα
τοῦ εὐαγγελίου μετὰ δεήσεως καὶ εὐχῆς καθίστασθαι, εἴτε διακόνους, εἴτε πρεσβυτέρους,
εἴτε ἐπισκόπους».
181 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Περὶ Ἱερωσύνης, Λόγος Γ΄, ε΄. PG 48, 643: «ὅσης
τοὺς ἱερεῖς τιμῆς ἡ τοῦ Πνεύματος ἠξίωσε χάρις». Βλ. και ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Περὶ τῆς τῶν
νεκρῶν ἀναστάσεως, δ΄. PG 50, 431-432: «Εἰ γὰρ μὴ ἦν ἀρραβὼν τοῦ Πνεύματος καὶ νῦν,
οὐκ ἂν συνέστη τὸ βάπτισμα, οὐκ ἂν ἁμαρτημάτων ἄφεσις ἐγένετο, οὐκ ἂν δικαιοσύνη
καὶ ἁγιασμός, οὐκ ἂν υἱοθεσίαν ἐλάβομεν, οὐκ ἂν μυστηρίων ἀπελαύσαμεν· σῶμα γὰρ
καὶ αἷμα μυστικὸν οὐκ ἄν ποτε γένοιτο τῆς τοῦ Πνεύματος χάριτος χωρίς· οὐκ ἂν ἱερέας
ἐσχήκαμεν· οὐδὲ γὰρ ταύτας δυνατὸν τὰς χειροτονίας ἄνευ ἐκείνης τῆς ἐπιφοιτήσεως
γίνεσθαι».
182 Εἰς τὴν πρὸς Τιμόθεον Β΄ἐπιστολήν, Ὁμιλία Β΄, γ΄. PG 62, 610.
256
Βαριά όμως είναι η ευθύνη του χειροτονηθέντος, ενώ είχε κωλύματα, και
του αρχιερέως που τον χειροτόνησε. Ο ιερός Χρυσόστομος, σε σχόλιό του
στο Πράξ. 6, 6: «καὶ προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖς τὰς χεῖρας»,
σημειώνει: «ὅρα, πῶς οὐκ ἔστι περιττὸς ὁ συγγραφεύς· οὐ γὰρ λέγει πῶς,
ἀλλ’ ἁπλῶς, ὅτι ἐχειροτονήθησαν διὰ προσευχῆς· τοῦτο γὰρ ἡ χειροτονία
ἐστίν. Ἡ χεὶρ ἐπίκειται τοῦ ἀνδρός, τὸ δὲ πᾶν ὁ Θεὸς ἐργάζεται, καὶ ἡ
αὐτοῦ χείρ ἐστιν ἡ ἁπτομένη τῆς κεφαλῆς τοῦ χειροτονουμένου, ἐὰν ὡς
δεῖ χειροτονῆται»183. Δίδοντας τον συμβολισμό του «ἔθετο» υπογραμμίζει
ότι «οἱ χειροτονούμενοι παρὰ τοῦ Πνεύματος τὴν χειροτονίαν ἔχουσι·
τοῦτο γάρ ἐστι τὸ ἔθετο»184. Ο ιερός Χρυσόστομος αναφέρει τη χρήση του
σημείου του σταυρού, δηλαδή τη σφράγιση, στις χειροτονίες των ιερέων185.
Μέσα από τις ομιλίες του ιερού πατρός κατατίθενται τα κύρια δομικά
στοιχεία της τάξεως χειροτονίας που είναι η καθαγιαστική ευχή με
επίκληση της χάριτος του Αγίου Πνεύματος και η σφράγιση διά του
σημείου του σταυρού επί του χειροτονουμένου.
Ο Ιερώνυμος ομοίως τοποθετεί την ευχή ως το κύριο στοιχείο της
χειροτονίας186. Διασαφηνίζει τους τεχνικούς όρους ως αποτελουμένους
από δύο μέρη, την εκφωνουμένη ευχή και την επίθεση των χειρών. Πρέπει
δε να σημειωθεί ότι η δύναμη του μυστηρίου δεν αποδίδεται στην επίθεση.
257
Αντίθετα η πράξη αυτή έχει υποδεέστερη θέση και η κύρια έμφαση
δίδεται στην ευχή.
Μέσα από τις αναφορές των πατερικών συγγραμμάτων δυνάμεθα
να συμπεράνουμε ότι η δομή της τάξεως χειροτονίας συγκροτείται μέσα
από τις δεήσεις – αιτήσεις υπέρ του χειροτονουμένου, την καθιερωτική
ευχή και την επίθεση των χειρών του επισκόπου. Οι ευχές εδώ
αναφέρονται σε ενικό αριθμό. Η έρευνα αποδεικνύει ότι η αναδίπλωσή
τους κατά τους πρώτους αιώνες δεν υπήρχε. Μάρτυρας αυτού είναι και το
Ευχολόγιο του Σεραπίωνος (4ος αι.) με μία μόνο ευχή. Η δε ευχή
επικαλούνταν τη χάρη του τελεταρχικού Πνεύματος, το οποίο
κατερχόμενο θα τελειώσει τον υποψήφιο ιερέα και θα τον καταστήσει
λειτουργό των μυστηρίων και καθοδηγητή του λαού.
187 Βίος Ἐπιφανίου. PG 41, 68C: «Εἷς δέ τις τῶν διακόνων ἐπιλαβόμενος τῆς
κεφαλῆς Ἐπιφανίου ἦγεν αὐτὸν πρὸς Πάππον ἐπὶ τῷ θυσιαστηρίῳ».
188 Βίος Ἁγίου Ἐπιφανίου. PG 41, 80B: «Ὅτε δὲ ἐπληρώθη πᾶσα ἡ ἀκολουθία, τότε
ἀπέστειλεν ἕνα τῶν διακόνων, καὶ ἤγαγέν με ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ ἐχειροτόνησέ με
πρεσβύτερον».
189 PAPADOPOULOU - KERAMEUS, Varia Graeca Sacra, Πετρούπολη 1909, σ. 118,
LATYŠEV I, σ. 96: «ὁ γοῦν ταύτης ἐπίσκοπος πεῖράν τινα τούτῳ προσάγων ὑπομονῆς, τοῦ
ναοῦ τοῦτον ἐξάγει διά τινος τῶν διακονούντων. Γέγονε τοῦτο, καὶ ὁ ἅγιος ἐνδοτέρω
258
Από τους αποστολικούς χρόνους έως τη σημερινή τάξη η επίθεση
των χειρών επί του χειροτονουμένου αποτελεί κύριο δομικό στοιχείο της
ορατής καθόδου του τελεταρχικού Πνεύματος για την τελείωση του
υποψηφίου. Ο Ωριγένης (3ος αι.) χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τα χέρια
των επισκόπων Καισαρείας και Ιεροσολύμων190, ως και ο Νοουάτος από
τον οικείο του επίσκοπο191. Την αρχιερατική δεξιά δέχθηκε ο Ακεψημάς (4ος
αι.), για να λάβει το δώρο της ιερωσύνης, χορηγουμένη από το Πνεύμα192.
Επίσης και στον βίο του Ιωάννου του Ησυχαστού (†559) βλέπουμε την
αναγκαιότητα της επιθέσεως των χειρών κατά την τέλεση του
μυστηρίου193, όπως και στη χειροτονία του Θεοδώρου του Στουδίτου
πάλιν εἰσελθὼν ἔστη· ὡς δὲ δὶς καὶ τρὶς τοῦτο γέγονε καὶ αὐτὸς ἔγγιστά που τοῦ βήματος
εἰσιὼν ἔστη, ... τῷ τῆς ἱερωσύνης κατεκόσμησεν ἀξιώματι».
190 ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, βιβλίον Ϛ΄, κεφ. Η΄. PG 20,
536D-537A: «Οὐ μακροῖς δὲ χρόνοις ὕστερον ὁ αὐτὸς ὁρῶν εὖ πράττοντα μέγαν τε καὶ
λαμπρὸν καὶ παρὰ πᾶσιν ὄντα βεβοημένον, ἀνθώπινόν τι πεπονθώς, τοῖς ἀνὰ τὴν
οἰκουμένην ἐπισκόποις καταγράφειν ὡς ἀτοπώτατα τοῦ πραχθέντος αὐτῷ, ἐπειρᾶτο· ὅτι
γε τῶν κατὰ Παλαιστίνην οἱ μάλιστα δόκιμοι καὶ διαπρέποντες Καισαρείας καὶ
Ἱεροσολύμων ἐπίσκοποι, πρεσβείων τὸν Ὠριγένην καὶ τῆς ἀνωτάτω τιμῆς ἄξιον εἶναι
δοκιμάσαντες, χεῖρας εἰς πρεσβυτέριον αὐτῷ τεθείκασι».
191 ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, βιβλίον Ϛ΄, κεφ. ΜΓ΄. PG 20,
624B-625A: «Ἑτέρας γὰρ εἶναι φιλοσοφίας ἐραστής. Ὑπερβὰς δ’ ὀλίγα, τούτοις πάλιν
ἐπιφέρει λέγων· “Καταλιπὼν γὰρ ὁ λαμπρός οὗτος τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, ἐν ᾗ
πιστεύσας κατηξιώθη τοῦ πρεσβυτερίου κατὰ χάριν τοῦ ἐπισκόπου τοῦ ἐπιθέντος αὐτῷ
χεῖρας εἰς πρεσβυτερίου κλῆρον, ἀλλὰ καὶ λαϊκῶν πολλῶν, ἐπεὶ μὴ ἐξὸν ἦν τὸν ἐπὶ
κλίνης διὰ νόσον περιχυθέντα, ὥσπερ καὶ οὗτος, εἰς κλῆρόν τινα γενέσθαι, ἠξίωσε αὐτῷ
τοῦτον μόνον χειροτονῆσαι”».
192 ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ, Φιλόθεος Ἱστορία, ΙΕ΄. Ἀκεψημᾶς. PG 82, 1416C: «δέξαι
τοίνυν, ἔφη, τῆς ἱερωσύνης τὸ δῶρον, τῆς μὲν ἐμῆς δεξιᾶς ὑπουργούσης, τῆς δὲ τοῦ
παναγίου πνεύματος τοῦτο χάριτος χορηγούσης». Βλ. και ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Ἐκκλησιαστικὴ
Ἱστορία, βιβλίον Δ΄, κεφ. Κ΄. PG 82, 1181A: «Ἐπειδὴ δὲ ἀπήχθη, καὶ τὸν Λούκιον εἶδεν
ἐπιθεῖναι αὐτῷ τὴν χεῖρα πειρώμενον, “Μὴ γένοιτο, ἔφη, παρὰ τῆς σῆς με
χειροτονηθεῖναι χειρός· οὐκ ἐπιφοιτᾷ γὰρ σοῦ καλοῦντος ἡ χάρις τοῦ Πνεύματος”». Και
ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Φιλόθεος Ἱστορία, ΙΘ΄. Σαλαμάνης. PG 82, 1428D: «Καὶ ὁ τῆς πόλεως δὲ
ἀρχιερεὺς ἧς ἦν ἡ κώμη, τὴν τοῦ ἀνδρὸς μαθὼν ἀρετήν,ἀφίκετο τῆς ἱερωσύνης αὐτῷ
δοῦναι τὸ δῶρον βουλόμενος· καὶ διορύξας τοῦ οἰκίσκου τι μέρος εἰσελήλυθε καὶ τὴν
χεῖρα ἐπέθηκε καὶ τὴν εὐχὴν ἐπετέλεσε καὶ πολλὰ μὲν πρὸς αὐτὸν ἔφη καὶ τὴν
ἐπιγενομένην ἐμήνυσε χάριν. Οὐδεμιᾶς δὲ φωνῆς ἀκούσας ἀπελήλυθεν
ἀνοικοδομηθῆναι κελεύσας τὸ ὄρυγμα».
193 Βίος ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἠσυχαστοῦ, έκδ ΕD. SCHWARΤZ, Kyrillos von Skythopolis
[Texte und Untersuchungen 49], Leipzig 1939, σ. 207: «Καὶ ὁ μὲν ἀρχιεπίσκοπος τὰ κατ’
αὐτὸν ἀκούσας προέρχεται εἰς τὸ ἅγιον Κρανίον βουλόμενος αὐτὸν ἰδίαις χειροτονῆσαι
χερσίν».
259
(†826)194. Διαφορετική είναι η περίπτωση του Δανιήλ του Στυλίτου (†493).
Ο Αυτοκράτορας Λέων ο Α΄, σεβόμενος βαθύτατα τον άγιο, παρακίνησε
τον Γεννάδιο Κωνσταντινουπόλεως να μεταβούν και οι δύο μαζί στο
Ανάπλι, στον τόπο ασκήσεώς του επί στύλου, για να τον χειροτονήσει.
Λόγω του ότι αρνούνταν ο άγιος να ανέλθει στον στύλο ο πατριάρχης, η
χειροτονία τελέστηκε από κάτω, ως εκ τούτου «ὁ Θεὸς ἄνωθεν τὴν χεῖρα
ἐπέθηκεν»195.
Τη χειροτονία τού Επιφανίου Κύπρου μας περιγράφει ο βιογράφος
του, η οποία τελέστηκε από τον Πάππο Κυθραίας και στους τρεις βαθμούς
την ίδια μέρα. «Εἷς δέ τις τῶν διακόνων ἐπιλαβόμενος τῆς κεφαλῆς
Ἐπιφανίου ἦγεν αὐτὸν πρὸς Πάππον ἐπὶ τῷ θυσιαστηρίῳ. Χειροτονεῖ οὖν
αὐτὸν διάκονον, καὶ πάλιν δίδωσιν εἰρήνην καὶ χειροτονεῖ αὐτὸν
πρεσβύτερον, καὶ γίνεται ἡ ἀκολουθία, καὶ χειροτονεῖ αὐτὸν ἐπίσκοπον.
Μετὰ δὲ τὴν ἀπόλυσιν τῆς ἐκκλησίας ἀνήλθομεν ἐν τῷ ἐπισκοπίῳ»196. Από
το κείμενο αυτό του 4ου αιώνα συμπεραίνουμε ότι η χειροτονία τελέστηκε
και στους τρεις βαθμούς αθρόον στην ίδια θεία λειτουργία. Η χειροτονία
φαίνεται να συνδέεται με το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, αλλά τούτο
δεν είναι ξεκάθαρο. Αν τελέστηκε στη θεία λειτουργία, δεν έγινε με τη
σημερινή κρατούσα τάξη τελέσεως της χειροτονίας (ο διάκονος μετά το
«Καὶ ἔσται τὰ ἐλέη», ο πρεσβύτερος μετά το Χερουβικό, ο επίσκοπος μετά
το Τρισάγιο)197.
Το βεβαιότερο είναι ότι δεν τελέστηκε συναπτά με τη θεία
λειτουργία. Η αφήγηση δεν μας αφήνει περιθώρια να πιστέψουμε ότι
υπήρξε προετοιμασία ή προγραμματισμός για την τέλεση θείας
λειτουργίας λόγω του βιαίου τρόπου διεξαγωγής όλων των γεγονότων.
Υπό τις συνθήκες αυτές δεν πρέπει να τελέσθηκε θεία Ευχαριστία, καθώς
κατά τη λειτουργική πράξη της εποχής δεν ήταν επιβεβλημένη μία τέτοια
πράξη. Από τον βίο του Επιφανίου παρατηρούμε ότι αναφέρεται μόνο η
τέλεση ακολουθίας, χωρίς να προσδιορίζεται το περιεχόμενό της, και αυτή
194 PG 99, 248B. SEC 2152 : «.... ἐπιτίθησι τῷ Θεοδώρῳ τὴν χεῖρα, καὶ τελεσιουργεῖ
ἐπ’ αὐτῷ τὴν τῆς ἱερωσύνης τελείωσιν, ἀπὸ τῆς ἐλάττονος τῶν ὑποδιακόνων ἀρξάμενος,
καὶ μέχρι τῆς τοῦ πρεσβυτέρου τάξεως ἐληλυθώς». Βλ. και Βίος Νικηφόρου Πατριάρχου
Κωνσταντινουπόλεως 25. PG 100, 68C: «ἐπὶ τὴν θείαν χεροθεσίαν ἵετο».
195 Βίος Δανιὴλ τοῦ Στυλίτου, έκδ. H. DELEHAYE, Les Saints Stylites [Subsidia
hagiographica 14], Βρυξέλλες – Παρίσι 1923, σ. 40.
196 Βίος Ἐπιφανίου. PG 41, 68CD.
197 ΘΕΟΦΑΝΗΣ Μ. ΒΟΥΤΣΗ, Λειτουργικὲς μαρτυρίες στοὺς βίους τῶν Ἁγίων,
ανέκδ. διπλωματική εργασία, Θεσσαλονίκη 2010, σσ. 49-50.
260
μόνο κατά τη χειροτονία σε επίσκοπο198. Δομικά στοιχεία της χειροτονίας
αποτελούν η προσαγωγή του Επιφανίου από έναν διάκονο, η ειρήνευση
από τον επίσκοπο, αλλά το κυριότερο η σύνδεση της χειροτονίας με το
ιερό θυσιαστήριο. Σύνδεση δε των δύο μυστηρίων, της θείας Ευχαριστίας
και της χειροτονίας μας παρουσιάζει ο Θεοδώρητος στον βίο του
Μακεδονίου199.
Το πνευματικό τέκνο του Επιφανίου, ο Πολύβιος, χειροτονήθηκε
πρεσβύτερος με θαυματουργικό τρόπο κάτω από εξαναγκασμό, λόγω του
ότι η Εκκλησία τον είχε ανάγκη. Έτσι «Ὅτε (δὲ) ἐπληρώθη πᾶσα ἡ
ἀκολουθία, τότε ἀπέστειλεν ἕνα τῶν διακόνων, καὶ ἤγαγέν με ἐπί τοῦ
θυσιαστηρίου, καὶ ἐχειροτόνησέ με πρεσβύτερον»200. Από την αφήγηση
εξάγεται το συμπέρασμα ότι η χειροτονία τελέστηκε μετά το πέρας όλης
της ακολουθίας. Αν υποτεθεί ότι με τον όρο ακολουθία νοείται η θεία
λειτουργία, τότε η χειροτονία του Πολυβίου έγινε μετά την απόλυσή
της201. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το βεβαιότερο είναι ότι η χειροτονία
τελέστηκε μετά το πέρας της ακολουθίας, χωρίς να προσδιορίζεται το
είδος της, και όχι μετά τη θεία λειτουργία. Σε συνάρτηση με την
αποσιώπηση τελέσεως θείας λειτουργίας και κατά τη χειροτονία του
Επιφανίου, μπορούμε να εξαγάγουμε το συμπέρασμα – υπόθεση ότι στην
αρχαία Εκκλησία, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και σε κάποιες
περιοχές, η θεία λειτουργία δεν ήταν το κέντρο όλων των μυστηρίων και
261
φυσικά και της χειροτονίας202. Αδιευκρίνιστο είναι και για τη χειροτονία
του Αγαπητού, αν έγινε κατά τη θεία λειτουργία, διότι ο βίος του
αναφέρει ότι «συνάξεως οὖν τελουμένης (οὕτω συμβὰν) τηνικαῦτα
τελουμένης θείας και δεσποτικῆς ἑορτῆς»203.
Δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε και τις περιπτώσεις των
χαρισματικών χειροτονιών, οι οποίες ούτε προβλέπονταν, αλλά ούτε και
επιδοκιμάζονταν από τους κανόνες της Εκκλησίας. Ο Συμεών
Θαυμαστορείτης (†592) χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από το Άγιο Πνεύμα
πριν να τελέσει ξανά τη χειροτονία ο Διονύσιος Σελευκείας. «Μετὰ
χρόνον οὖν τινα φωνὴ ἐξ οὐρανοῦ γενομένη φέρεται μέχρις αὐτοῦ τοῦ
δερμοκουκούλλου αὐτοῦ, λέγουσα αὐτῷ· “Ποίησον εὐχήν”· καὶ σὺν τῇ
ἐνεχθείσῃ φωνῇ ἀνεῳχθέντος αὐτῷ τοῦ στόματος ὑπὸ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ἀπεκρίθη καὶ εἶπεν πρὸς τὸν φωνήσαντα ὅτι· “Βασιλεύεις
ἡμῶν, ὁ Θεὸς καὶ ὁ μονογενής σου Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμά σου τὸ Ἅγιον
πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, ἀμήν”. Ἐκ τούτου
οὖν γέγονεν αὐτῷ πληροφορία ἀκοῦσαι ὅτι ἱερεὺς τοῦ πρὸς αὐτὸν
λαλήσαντος Θεοῦ ὑψίστου ἐχειροτονήθη ... Μιᾶς δὲ διελθούσης ἡμέρας ἐν
ἐκστάσει γενόμενος ὁ ἅγιος εἶδε Διονύσιον τὸν τότε ἐπίσκοπον
Σελευκείας παραγενόμενον καὶ ἔνδον εἰσελθόντα τοῦ ἐξωτέρου
καγκέλλου τῆς ἁγίας αὐτοῦ στάσεως καὶ χειροτονήσαντα αὐτὸν
πρεσβύτερον»204. Χαρισματική χειροτονία είχε και ο Αβράμιος ο
αναχωρητής (4ος αι.) από τον ίδιο τον Χριστό: «... ἀλλ’ ὥσπερ πρώην τοῖς
μαθηταῖς, οὕτως καὶ νῦν τῷ ἐκείνων μιμητῇ Χριστὸς ἄνωθεν ἀποστολικὴν
ἐγχειρίζει διακονίαν τήν τε τοῦ ἀνδρὸς ἀρετὴν ἱερωσύνης τιμᾷ χρίσματι
καὶ κόποις ἀσκητικοῖς ἀθλητικοὺς εἰκότως πόνους ἐπισυνάπτει καὶ
στεφάνοις ἐγκρατείας στεφάνους παραδόξως ἐπιτίθησι μαρτυρίας»205.
262
Όμοια περίπτωση έχουμε και στον Δανιήλ τον Στυλίτη (†493). Λόγω
της άρνησής του να χειροτονηθεί, παρά τις παρακλήσεις του πατριάρχου,
ο πατριάρχης Γεννάδιος «ἐπέτρεψεν τὸν ἀρχιδιάκονον εὐχὴν ποιῆσαι.
Αὐτὸς δὲ σταθεὶς καὶ ἐπευξάμενος χειροτονεῖ διὰ τῆς προσευχῆς τὸν
ὅσιον ἱερέα καὶ ἔλεγεν “Εὐλόγησον ἡμᾶς, κῦρι ὁ πρεσβύτερος ἐκ τῆς δεῦρο
ἱερεὺς εἶ χάριτι Χριστοῦ· ἐμοῦ γὰρ εὐχὴν ποιήσαντος, ὁ Θεὸς ἄνωθεν τὴν
χεῖρά σοι ἐπέθηκεν”· τοῦ ὄχλου ἐπὶ πολλὰς ὥρας τὸ ἄξιος κραζόντων.
Μετὰ ταῦτα ἔλεγον πάντες ἅμα τῷ ἀρχιεπισκόπῳ παρακαλοῦντες
“Κέλευσον τὴν κλίμακα τεθῆναι· λοιπὸν γὰρ ὅπερ ἀπέφευγες ἐγένου”.
Ἐπιτρέψαντος δὲ τοῦ δικαίου τοῦτο γενέσθαι, ἀνῆλθεν ὁ ἀρχιεπίσκοπος
ἔχων ἐν χερσὶν τὸ ποτήριον τοῦ ἁγίου σώματος καὶ τοῦ τιμίου αἵματος τοῦ
ἀγαθοῦ μεσίτου Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν καὶ ἀσπασάμενοι
ἀλλήλους τῷ ἁγίῳ φιλήματι, ἐκοινώνησαν ἀμφότεροι ὑπὸ ἀλλήλων»206.
Από το απόσπασμα τούτο συμπεραίνουμε ότι η χειροτονία τελέσθηκε
συναπτά με τη θεία λειτουργία, του αρχιερέως όντος σε όρθια στάση και ο
λαός επιβεβαίωσε τη χειροτονία με την αναφώνηση του «Άξιος». Μετά τη
χειροτονία κοινώνησαν ο πατριάρχης και ο χειροτονηθείς.
Την αναφώνηση του «Άξιος» επαναλαμβανομένη τρεις φορές, τη
μαρτυρεί και ο βίος του Νικηφόρου του Ομολογητή (†826)207. Από την
Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου μαρτυρείται η πράξη της
αναφώνησης του «Άξιος», ως επιδοκιμασία του λαού: «ἐφ’ ᾧ τὸν πάντα
λαόν, ὥσπερ ὑφ’ ἑνὸς πνεύματος θείου κινηθέντα, προθυμίᾳ πάσῃ καὶ μιᾷ
ψυχῇ ἄξιον ἐπιβοῆσαι καὶ ἀμελλήτως ἐπὶ τὸν θρόνον τῆς ἐπισκοπῆς
λαβόντας αὐτὸν ἐπιθεῖναι»208.
263
Αν και συγκεχυμένες οι πληροφορίες των αγιολογικών πηγών,
μπορούν να μας διαζωγραφήσουν μία εικόνα της τάξεως χειροτονίας σε
μία εποχή, όπου δεν είχαν σχηματιστεί τα Τυπικά και τα Ευχολόγια, όπως
τα γνωρίζουμε. Οι βιογράφοι καταθέτουν και την ύπαρξη των
χαρισματικών χειροτονιών, όπου ο ίδιος ο Θεός τελεί τη χειροτονία χωρίς
τη μετοχή του επισκόπου. Σε κάθε σύναξη τελείται χειροτονία σε έναν
μόνο βαθμό ιερωσύνης και όχι αθρόον και στους άλλους, πλην
εξαιρέσεων. Η τάξη της χειροτονίας του πρεσβυτέρου άρχεται με την
προσαγωγή στο θυσιαστήριο από έναν διάκονο. Άμεση δηλαδή σύνδεση
του πρεσβυτέρου με το κεντρικό σημείο του ιερού ναού, το οποίο και θα
διακονήσει. Έπεται η επίθεση των χειρών του επισκόπου, το ορατό σημάδι
μεταδόσεως της θείας χάριτος, συνοδευομένη με την εκφώνηση της ευχής,
η οποία επικαλείται την κατάπεμψη αυτής επί του χειροτονουμένου. Η
θεία λειτουργία συνιστά τις περισσότερες φορές τον κύριο κορμό του
μυστηρίου της χειροτονίας. Σπανίως τελείται εκτός αυτής. Ως επί το
πλείστον τελείται εντός αυτής ή συναπτά μετά την απόλυση, μετέχοντας
ο νεοχειροτονηθείς της θείας μεταλήψεως. Επίσης, συναντάται και η
επιδοκιμασία με την επιφώνηση του «Άξιος». Όλη η τάξη αντικατοπτρίζει
και παρομοιάζει τη σημερινή ισχύουσα, που διαμορφώθηκε μέσα από
πλείστες επιρροές.
264
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΤΗΣ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟΥ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ ΠΕΡΙ
ΤΗΣ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑΣ ΤΟΥ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ
265
αυτόν αρχιερέως και των συμπρεσβυτέρων του. Έτσι καθίσταται
επισήμως στο κύριο έργο του, την ιερούργηση των μυστηρίων3.
Οι χειροτονίες, κατά το Corpus Dionysiacum, όπως είδαμε, πρέπει να
γίνονται εντός της θείας λειτουργίας, διότι καμία τελετή δεν είναι
δυνατόν να τελειωθεί χωρίς τη θειότατη ευχαριστία4. Όποιος δεν τηρεί
αυτήν την τάξη, κατά τον Συμεών, καινοτομεί και δεν ακολουθεί την
Εκκλησία. Ο χειροτονηθείς παρά την τάξη αυτήν «οὐ κατὰ τὴν παράδοσίν
ἐστι χειροτονηθείς» και ούτε «κατὰ τὴν τάξιν τελεσθείς». Σε κάθε
λειτουργία μόνο ένας κληρικός εκάστου βαθμού χειροτονείται και αυτός
«ἐν τῷ ἁρμοδίῳ καιρῷ». Ο επίσκοπος μετά τον τρισάγιο ύμνο, για να
ενθρονισθεί, «ὅτι εἰς τὴν τάξιν τῶν ἀποστόλων ἐλύληθεν». Ο
πρεσβύτερος μετά την απόθεση των τιμίων δώρων, «ὅτι τούτων ἱερουργὸς
καθίσταται». Και ο διάκονος μετά την τελευταία ευχή, «ὅτι τελευταία
τάξις οὗτος, καὶ οὐ δύναμιν εἴληφεν εὔχεσθαι, ἀλλ’ ὑπηρετεῖν καὶ
προσκαλεῖσθαι πρὸς τὰς εὐχάς»5.
Ο χαρμόσυνος χαρακτήρας της χειροτονίας δεν εμποδίζει την
τέλεσή της κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Ο ιερέας όμως
χειροτονείται πάντοτε σε τέλεια θεία λειτουργία, διότι είναι τελεστικός6. Ο
δε διάκονος δύναται να χειροτονηθεί και σε Προηγιασμένη λειτουργία,
διότι είναι απλός υπηρέτης του έργου της θείας λειτουργίας7. Ως προς τον
επίσκοπο ο Συμεών δεν αναφέρει τίποτε, αλλά η αποσιώπηση αυτή ίσως
εξαιρεί αυτήν από την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Ο
Βαλσαμών απαγορεύει την τέλεση οποιασδήποτε χειροτονίας σε άλλη
266
ημέρα της περιόδου αυτής, παρά μόνο στην τέλεια θεία λειτουργία των
Σαββάτων, Κυριακών και του Ευαγγελισμού, διότι η χειροτονία είναι
καιρός πανηγύρεως και δεν ταιριάζει σε ημέρες νηστείας8.
Σε κάποιους κώδικες η τάξη της χειροτονίας λαμβάνει ακόμα
πανηγυρικότερο χαρακτήρα με την ανάγνωση της προτροπής προς τον
πρεσβύτερο. Στον Διονυσίου 4023. 489 ο επίσκοπος μετά την ύψωση και το
κοινωνικό έρχεται στο μέσο των αγίων θυρών και παραινεί τον
νεοχειροτονημένο που ίσταται έμπροσθεν αυτού μετά τρικηρίου. Εκεί
εκφωνεί το «Πρόσεχε σεαυτόν, ὦ πρεσβύτερε, καὶ βλέπε τὴν διακονίαν, ἣν
παρέλαβες, ἣν ἀρτίως ἐδέξω, ἵνα αὐτὴν πληροῖς...»9. Η ίδια προτροπή
απαντάται και στον κώδικα της εν Κων/πόλει Βιβλιοθήκης του Παναγίου
Τάφου 134 (593), με την επιγραφή «Διδασκαλία περὶ καταστάσεως ἱερέων
καὶ περὶ τοῦ μὴ καταφρονεῖν τῆς ἱερᾶς λειτουργίας· Πρόσεχε σεαυτόν, ὦ
ἱερεῦ, καὶ βλέπε διακονίαν...»10. Η παραίνεση λαμβάνεται κατά το
πλείστον από τον Μ. Βασίλειο11 και περιλαμβάνει τις υποχρεώσεις του
ιερέως ως προς τη θεία λατρεία και τη μετάδοση της θείας Ευχαριστίας.
Αν και στη σημερινή τάξη δεν εκφωνείται, καταγράφεται στο τέλος του
Ιερατικού ως υπενθύμιση των καθηκόντων του ιερέως.
α. Προσαγωγή.
Η προσαγωγή του υποψηφίου κληρικού φαίνεται ότι αρχικά
γινόταν χωρίς ιδιαίτερη πομπή, όπως αυτό μπορεί να συναχθεί από τη
σχετική σιγή των χειρογράφων12. Στον Συμεών, τεθέντων των τιμίων
δώρων επί της Αγίας Τραπέζης, μετά τη Μεγάλη Είσοδο, κάθεται ο
αρχιερέας και άπτονται τα φώτα, για να δηλωθεί η λάμψη και η
φωτοδοσία της χάριτος13. Η πράξη αυτή δεν μαρτυρείται από τα
χειρόγραφα.
Σύμφωνα με τη χειρόγραφη παράδοση, μετά την είσοδο και την
απόθεση των θείων δώρων, τελείται η προσαγωγή ή εισαγωγή του
267
υποψηφίου με την έξοδό του στον σολέα. Παρακρατούμενος από δύο
διακόνους14 φέρεται μέχρι των αγίων θυρών. Κατά το Σλαβωνικό
Ευχολόγιο ο υποψήφιος πρεσβύτερος υποβαστάζεται εκατέρωθεν από δύο
διακόνους για την εκδήλωση της φιλαδελφίας και φέρεται μέχρι των
αγίων θυρών του θυσιαστηρίου. Ο καθένας από αυτούς, κατά το
Σλαβωνονικό Ευχολόγιο, θέτει το ένα χέρι του επί του ώμου και με το
άλλο κρατά το χέρι του15 ή, όπως αναφέρει o Βατοπ. 134 (745), o Μ. Λαύρ.
940. Θ78, o Βατοπ. 876 και ο ΕΒΕ 877, τον λαμβάνουν από τα χέρια16. Με
αυτόν τον τρόπο δηλώνονταν η πλήρης συγκατάθεση των ομοταγών του
διακόνων. Όμοια πρακτική ακολουθείται και στα σύγχρονα έντυπα
Ευχολόγια από τον 19ο αιώνα, «ἐξερχόμενοι δύο διάκονοι, λαμβάνουσιν
αὐτὸν ἐξ ἑκατέρου μέρους»17 και από την σήμερον τάξη, όπου άγεται ο
υποψήφιος από τους δύο πρώτους τη τάξη διακόνους18. Το Βαρβερινό
14 Βατοπ. 876 (1431) φ. 11v. ΕΒΕ 877 (15ος αι.), σ. 64. Burney MS 54 (1573), φ. 24r. Διον.
4027. 493 (16ος αι.), φ. 14v. Βατοπ. 1089 (16ος αι.), φ. 55r. Βατοπ 134 (745) (1538), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ,
σ. 773. Μ. Λαύρ. 940. Θ78 (1546), φ. 8v. Μ. Λαύρ. 691. Η36 (1598), φ. 103v. Add MS 40755
(1600), φ. 56v. Paris Suppl. gr. 177 (1601-1700), φ. 31r. ΕΒΕ 836 (17ος αι.), φ. 97r. ΕΒΕ 750 (17ος
αι.), φ. 111r. ΕΒΕ 813 (17ος αι.), φ. 8v. ΕΒΕ 771 (17ος αι.), φ. 202v. ΕΒΕ 754 (17ος αι.), φ. 33r. ΕΒΕ
2438 (17ος αι.), φ. 80v. Δοχ. 2920. 246 (17ος αι.) φ. 42r. Ιβήρ. 4992. 872 (17ος αι.), φ. 75r. Μ. Λαύρ.
804. Η149 (1640) φ. 69r. Μ. Λαύρ. 805. Η150 (1654) φ. 90 v. Μ. Λαύρ. 531. Ε69 (1613), φ. 57 r. Μ.
Λαύρ. 568. Ε106 (1683), φ. 8r. Μ. Λαύρ. 837. Η182 (17ος αι.) φφ. 77v-78r. Μ. Λαύρ. 699. Η44
(1723), φ. 104r. Βατοπ. 1092 (1748) φ. 85v. Μ. Λαύρ. 829. Η174 (18ος αι.), φ. 57r. Διον. 3822. 288
(18ος αι.), φ. 236v. Διον. 4072. 538 (18ος αι.), φ. 56r. Παντ. 6230. 723 (18ος αι.), φ. 27r. ΕΒΕ 860
(18ος αι.), σ. 175. ΒΜΧ 1487 (18ος αι.), φ. 66v. Αλλατιανό (1575-1580), έκδ. MOR, σ. 90 (Ἑτέρα
ἀκριβωτέρα ἑρμηνεία). Ἀρχιερατικόν, έκδ. HAB, σ. 106. Ex Euchologio Venetiis, έκδ. HAB
σ. 312.
15 J. G. KING, The rites and ceremonies of the Greek church, in Russia, London 1772, σ.
281.
16 Βατοπ. 876 (1431) φ. 11v. Βατοπ 134 (745) (1538), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 773. Μ. Λαύρ. 940.
Θ78 (1546), φ. 8v. Βατοπ. 876 (1431) φ. 11v. ΕΒΕ 877 (15ος αι.), σ. 64.
17 Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐν τῷ τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως
τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1803, σ. 120. Ἀρχιερατικόν, ἐν τῷ κατὰ τὰ Πατριαρχεῖα
Ἑλληνικῷ τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1820, σ. 41. Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐκ τῆς
Ἑλληνικῆς τυπογραφίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἐν Βενετίᾳ 11850, σ. 157. Ἱερομον.
ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΖΕΡΒΟΥ, ἐπιμελείᾳ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 163. Πρωτοπρ.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΝ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ἐπιμελείᾳ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 130. Ι.
Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Θέματα Εὐχολογίου, όπ.π., σ. 25.
18 Ἀρχιερατικόν, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 32014, σ. 144.
268
ελληνικό Ευχολόγιο 33619 και οι κώδικες Κρυπτοφέρρης Γ. β. Ι 20, Vat. gr.
197021 και Ξενοφώντος 16322 κάνουν αναφορά μόνο περί προσαγωγής ή
εισαγωγής ως ο Σινά 95623, ουδεμία περιγραφή ποιούμενοι περί του
τρόπου, προφανώς άνευ ιδιαίτερης πομπής. Το Βαρβερινό ελληνικό
Ευχολόγιο 33624 και ο Vat. gr. 197025 αναφέρει προσαγωγή κατά την
εκφώνηση του «Ἡ θεία χάρις», ίσως όμως εννοώντας τη συνήθη τάξη. Ο
δε Ξενοφώντος 163 μετά την εκφώνηση26. Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτή είναι
η αρχική προσαγωγή, αλλά προηγείται του «Ἡ θεία χάρις…». Mutatis
mutandis, η παράλειψη κάποιου τελετουργικού δεν αποκλείει την ύπαρξη
κάποιου άτυπου τυπικού προσαγωγής, αφού τα παράλληλα κείμενα της
ιδίας εποχής κάνουν μνεία απλής, αλλά τελετουργικής προσαγωγής.
Προ των αγίων θυρών τον παραλαμβάνουν δύο πρεσβύτεροι27, ή «ὁ
πρῶτος καὶ ὁ δεύτερος»28, με αυτήν τη φράση αναφέρεται και στα έντυπα
19 Barberini gr. 336 (8ος αι.), φ. 163r, έκδ. ST. PARENTI & EL. VELKOVSKA, Euchologii
Barberini Gr. 336, 3rd ed., Omsk 2011, σ. 379: «“Ἡ θεία χάρις”. Καὶ ἀναγινωσκομένου αὐτοῦ
εἰς ἐπήκοον πάντων, προσάγεται ὁ μέλλων χειροτονεῖσθαι».
20 Grottaferrata Γ. β. I (13ος αι.), φ. 41v, έκδ. M. ARRANZ, L’ Eucologio
constantinopolitano agli inizi del secolo XI, Hagiasmatarion & Archieratikon (Rituale & Pontificale)
con l´aggiunta del Leiturgikon (Messale), Editrice pontificia università Gregoriana, Rome 1996, σ.
147: «Ἡ θεία χάρις, προσαχθέντος ἤδη τοῦ χειροτονουμένου».
21 Vat. gr. 1970 (μέσα 12ου αι.), φ. 195v: «Ἡ θεία χάρις... καὶ τούτου
ἀναγινωσκομένου εἰς ἐπήκοον πάντων, προσάγεται ὁ μέλλων χειροτονεῖσθαι».
22 Ξενοφώντος 163 (14ος αι.), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 361: «Ἡ θεία χάρις... Καὶ προσάγεται ὁ
μέλλων χειροτονεῖσθαι».
23 Σινά 956 (10ος αι.), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 17.
24 Barberini gr. 336 (8ος αι.), φ. 163r, ST. PARENTI & EL. VELKOVSKA, Euchologii
Barberini Gr. 336, όπ.π., σ. 379.
25 Vat. gr. 1970 (μέσα 12ου αι.), φ. 195v.
26 Ξενοφώντος 163 (14ος αι.), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 361.
27 Βατοπ. 876 (1431) φ. 10v. ΕΒΕ 877 (15ος αι.), σ. 65. Βατοπ 134 (745) (1538), έκδ. ΔΜΗ
ΙΙ, σ. 773. Μ. Λαύρ. 940. Θ78 (1546), φ. 8v. Paris Suppl. gr. 177 (1601-1700), φ. 31r. Διον. 3822.
288 (18ος αι.), φ. 236v.
28 Burney MS 54 (1573), φ. 24r. Μ. Λαύρ. 691. Η36 (1598), φ. 103v. Διον. 4027. 493 (16ος
αι.), φ. 14v. Βατοπ. 1089 (16ος αι.) φ. 55r. Add MS 40755 (1600), φφ. 56v-57r. ΕΒΕ 836 (17ος αι.),
φ. 97r. ΕΒΕ 813 (17ος αι.), φ. 8v. ΕΒΕ 2438 (17ος αι.), φ. 80v. Δοχ. 2920. 246 (17ος αι.) φ. 42r. Ιβήρ.
4992. 872 (17ος αι.), φ. 75r. Μ. Λαύρ. 837. Η182 (17ος αι.) φ. 78r. Μ. Λαύρ. 531. Ε69 (1613), φ. 57 r.
Μ. Λαύρ. 804. Η149 (1640) φ. 69r. Μ. Λαύρ. 568. Ε106 (1683), φ. 8r-9v. Μ. Λαύρ. 699. Η44
(1723), φ. 104r. Βατοπ. 1092 (1748) φ. 85v. Μ. Λαύρ. 829. Η174 (18ος αι.), φ. 57r. Διον. 4072. 538
(18ος αι.), φ. 56r. Παντ. 6230. 723 (18ος αι.), φ. 27v. ΕΒΕ 860 (18ος αι.), σ. 175. ΒΜΧ 1487 (18ος αι.),
φ. 66v. Ex Euchologio Venetiis, έκδ. HAB, σ. 312. Αλλατιανό (1575-1580), έκδ. MOR, σ. 90
(Ἑτέρα ἀκριβωτέρα ἑρμηνεία).
269
Ευχολόγια29, ή «ὁ πρωτοπαπᾶς καὶ ὁ δευτερεύων»30 ή «ὁ πρωτοπαπᾶς καὶ ὁ
δεύτερος τῶν ἱερέων»31 ή από τους δύο πρώτους τη τάξη πρεσβυτέρους
κατά το ισχύον τυπικό32. Κατά άλλους κώδικες η προσαγωγή τελείται
απευθείας από δύο πρεσβυτέρους33 ή υπό «τοῦ πρώτου τῶν πρεσβυτέρων
ἢ ἄλλου»34 ή «τοῦ πρωτοπρεβυτέρου ἢ ἄλλων ἱερέων»35 ή «τοῦ πρώτου
παπᾶ»36 ή «τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου»37 ή «τοῦ πρωτοπαπᾶ καὶ τοῦ
δευτερεύοντος»38. Κατά τον κώδικα 4023. 489 της Διονυσίου και το
Αλλατιανό Ευχολόγιο, η προσαγωγή λάμβανε ακόμα περισσότερο
πανηγυρικό χαρακτήρα. Η έξοδος γινόταν από την πρόθεση έως το μέσον
του ναού, ψαλλομένου κατά τους κώδικες του «Βασιλεῦ οὐράνιε» ή «ὅ,τι δ’
ἂν ὁρίσῃ ὁ ἀρχιερεύς». Εκεί ο εύγλωττος των ιερέων έλεγε μεγαλοφώνως:
«Προσφέρεται ὁ εὐλαβέστατος διάκονος (ὁ δεῖνα) ἀδελφὸς ἡμῶν τοῦ
χειροτονηθῆναι εἰς ἱερέα τῆς ἁγιωτάτης ἐκκλησίας (ὁ δεῖνα)». Ακολούθως
270
ποιεί μετάνοιες και γίνεται η δεύτερη προσφορά, όπως η πρώτη 39. Με
αυτόν τον τρόπο η τάξη των πρεσβυτέρων και ο λαός εκδηλώνουν τη
συγκατάθεσή τους προς την επακολουθούσα χειροτονία. Η διπλή
προσφορά προκαλεί το εκκλησίασμα να εκδηλώσει τη συγκατάθεσή του
για την επικειμένη χειροτονία, συμμαρτυρεί τρόπον τινά και ο λαός, και
δίδεται χρόνος για να διαπιστώσει ο χειροτονών επίσκοπος τη
συγκατάθεση των πιστών. Σε έναν μόνο κώδικα συναντάμε την
πανηγυρικότερη εκδήλωση της συμφωνίας απάντων προ της χειροτονίας.
Ο επίσκοπος, προ του «Ἡ θεία χάρις...», εκφωνεί το «Ψήψῳ καὶ δοκιμασίᾳ
τῶν μαρτυρησάντων» προβάλλοντας τον κλήρο και τον λαό ως
συμμάρτυρες40.
Στον Συμεών Θεσσαλονίκης, προσάγεται ο υποψήφιος μέχρι του
ιερού βήματος παρακρατούμενος από δύο διακόνους, για να δηλωθεί ότι
και ως διάκονος από τους ομοταγείς κατέχεται. Και εκεί στην πύλη τον
παραλαμβάνουν δύο πρεσβύτεροι, οι έκκριτοι, προς δήλωση της τάξεως
στην οποία προσέρχεται. Με τον τρόπο αυτό φανερώνεται εμμέσως η
συγκατάθεση των ομοταγών και η σιωπηρή συμμαρτυρία του λαού
λέγοντας ότι ο μέλλων χειροτονείσθαι πράττει ταύτα «μαρτυρῶν πᾶσι
πιστοῖς ἑαυτὸν... ὡς καθαρὸς ὢν ἐπὶ μάρτυσι πᾶσι καὶ μάλιστα Θεῷ»41 και
ότι ο προσαγόμενος από τους διακόνους «δείκνυται τοῖς πᾶσι»42.
Συνεπώς, το Βαρβερινό ελληνικό Ευχολόγιο 336 κάνει αναφορά
μόνο περί προσαγωγής, αλλά από τον 11ο αιώνα επισήμως στην
προσαγωγή λαμβάνουν μέρος και οι πρώτοι τη τάξει πρεσβύτεροι. Από
τον 15ο αιώνα η τάξη ορίζει η προσαγωγή να τελείται από τους δύο
πρώτους διακόνους μέχρι των αγίων θυρών, όπου τον παραλαμβάνουν οι
δύο πρώτοι των πρεσβυτέρων. Και στον Συμεών περιγράφεται το ίδιο
τυπικό.
39 Διον. 4023. 489 (15ος αι.), φ. 63r (=έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 640). Αλλατιανό (1575-1580), έκδ.
MOR, σ. 90 (Φιλουμένου διάταξις ἐπὶ χειροτονίᾳ ἱερέως). Αλλατιανό (1575-1580), έκδ.
MOR, σ. 91 (Τάξις γινομένη ἐπὶ χειροτονίᾳ ἱερέως πλουσιοπαροχωτέρα).
40 ΕΒΕ 2473 (15ος αι.), φ. 60v.
41 Διάλογος, κεφ. ΡΞΘ΄. PG 155, 373B.
42 Όπ.π., κεφ. ΡΟΘ΄. PG 155, 385CD.
271
προσφερόμενόν σοι»43. Η δεύτερη κέλευση επαναλαμβάνεται από τον
δεύτερο των πρεσβυτέρων. Τούτο δεν μαρτυρείται από τα χειρόγραφα και
έντυπα Ευχολόγια. «Η προτροπή αυτή ενέχει την έννοια της
αδειοδοτήσεως υπό του αρχιερέως, για να εισαχθεί ο υποψήφιος προς
χειροτονία στο ιερό βήμα, ή της ενάρξεως της χειροτονητηρίου τελετής. Η
σε πληθυντικό αριθμό δεύτερη κέλευση μάλλον απευθύνεται προς όλο το
εκκλησίασμα, για να εκδηλώσει τη συγκατάθεσή του»44, ως οι εξαιρέσεις
τύπου επιδοκιμασίας που αναφέρθηκαν παραπάνω. Στο Σλαβωνικό δε
Ευχολόγιο επαναλαμβάνεται σε ενικό45. Όπως αναφέρει ο καθηγητής
Φουντούλης η πράξη αυτή είναι παράλληλη με ανάλογες παρακελεύσεις
λεγόμενες εξ έθους ή και εισελθούσες στα λειτουργικά μας κείμενα.
Μέσω αυτών ζητείται συχνά η συγκατάθεση του προεξάρχοντα για την
έναρξη κάποιας ακολουθίας ή ειδικοτέρου στοιχείου αυτής46. Η σημερινή
πράξη της κελεύσεως δεν αναφέρεται πουθενά στον Συμεών. Υπαινιγμό
ίσως μπορούμε να διακρίνουμε στη χειροτονία του διακόνου, όπου ο
διάκονος εισάγεται στο βήμα υπό δύο διακόνων «κελεύσει τοῦ
ἀρχιερέως»47.
γ. Τριττή σφράγιση.
Αμέσως μετά την Κέλευση, κατά τη σημερινή ισχύουσα τάξη,
έπεται η σταυροειδής τριττή σφράγιση. Ο αρχιερέας υποδέχεται προ της
ωραίας πύλης τον προβληθέντα, σφραγίζει τρεις φορές την κεφαλή του
λέγοντας εκάστη φορά το «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος»48 και τον εισάγει στο ιερό Βήμα. Αυτή η πράξη δεν
μαρτυρείται πουθενά. Μόνο ο Συμεών μαρτυρεί την πράξη της
επικλήσεως της Αγίας Τριάδος κατά τη χειροτονία του διακόνου49. Όπως
272
ορίζεται, οι παρακρατούντες πρεσβύτεροι τον εισάγουν αμέσως στον ιερό
χορό στο ιερό βήμα, όπου θα γίνει η σφράγιση. Στους περισσότερους
κώδικες που έχουμε στη διάθεσή μας, ο αρχιερέας σφραγίζει δύο φορές
τον υποψήφιο. Η πρώτη σφράγιση τοποθετείται προ της γονυκλισίας και
του «Ἡ θεία χάρις...» και η δεύτερη μετά την εκφώνηση και προ της
πρώτης ευχής50. Σε άλλους κώδικες τελείται μόνο μετά την επίκληση της
θείας χάριτος και τη γονυκλισία και προ της πρώτης ευχής51. Αλλού
συναντάται προ της γονυκλισίας και του «Ἡ θεία χάρις»52. Ο Μ. Λαύρ. 805.
Η150 προβλέπει όμως στην τάξη χειροτονίας διακόνου δύο σφραγίσεις
προ και μετά το «Ἡ θεία χάρις…» και στου επισκόπου αναφέρει μόνο
μετά την επίκληση, άρα εδώ (στου πρεσβυτέρου) έχουμε λάθος του
50 ΕΒΕ 2473 (15ος αι.), φ. 60r-60v. Burney MS 54 (1573), φ. 24r. Μ. Λαύρ. 691. Η36
(1598), φ. 104r-104v. Διον. 4027. 493 (16ος αι.), φφ. 15r-15v. Βατοπ. 1089 (16ος αι.) φ. 55v. Add
MS 40755 (1600), φ. 57r. Μ. Λαύρ. 531. Ε69 (1613), φ. 57v. Μ. Λαύρ. 804. Η149 (1640) φ. 69v.
Egerton MS 2392 (1664), φφ. 61r-62v. Μ. Λαύρ. 568. Ε106 (1683), φφ. 8v-9r. ΕΒΕ 771 (17ος αι.),
φφ. 203r-204v. ΕΒΕ 2438 (17ος αι.), φ. 81r-81v. ΕΒΕ 836 (17ος αι.), φφ. 97v-98v. ΕΒΕ 750 (17ος αι.),
φφ. 111v-112r. ΕΒΕ 813 (17ος αι.), φφ. 9r-9v. ΕΒΕ 754 (17ος αι.), φ. 33r-33v. Δοχ. 2920. 246 (17ος
αι.) φ. 42v-43r. Ιβήρ. 4992. 872 (17ος αι.), φ. 75v-76r. Μ. Λαύρ. 837. Η182 (17ος αι.) φφ. 78r-78v. Μ.
Λαύρ. 699. Η44 (1723), φ. 104 v-105r. Βατοπ. 1092 (1748) φ. 86r-86v. Μ. Λαύρ. 829. Η174 (18ος
αι.), φφ. 57r-58v. Διον. 3822. 288 (18ος αι.), φ. 237r-237v. Διον. 4072. 538 (18ος αι.), φφ. 56v57r.
Παντ. 6230. 723 (18ος αι.), φφ. 27r-27v. ΕΒΕ 860 (18ος αι.), σσ. 176-177. ΒΜΧ 1487 (18ος αι.), φ.
67r. HAB, σ. 107. HAB, σ. 312-313. Αλλατιανό (1575-1580), έκδ. MOR, σ. 90 (Ἑτέρα
ἀκριβωτέρα ἑρμηνεία).
51 Barberini gr. 336 (8ος αι.), φ. 163r, έκδ. ST. PARENTI & EL. VELKOVSKA, Euchologii
Barberini Gr. 336, όπ.π., σ. 379. Σινά 956 (10ος αι.), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 18. Coislin 213 (1027), φ.
27v, έκδ. M. ARRANZ, L’ Eucologio constantinopolitano agli inizi del secolo XI, όπ.π., σ. 147,
υποσ. 1. Coislin 213 (1027), φ. 29v (Τάξις ἀκολουθίας ἐν τῇ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου, τοῦ
πληροῦντος ἀρχιδιακόνου). Vat. gr. 1872 (12ος αι.), φ. 50r. Vat. gr. 1970 (μέσα 12ου αι.), φ.
195v. Grottaferrata Γ. β. I (13ος αι.,) φ. 41r, έκδ. M. ARRANZ, L’ Eucologio constantinopolitano
agli inizi del secolo XI, όπ.π., σ. 147. Grottaferrata Γ. β. I (13ος αι.), φ. 43r, έκδ. M. ARRANZ, L’
Eucologio constantinopolitano agli inizi del secolo XI, όπ.π., σ. 151 (Τάξις ἀκολουθίας ἐν τῇ
χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου τὸν πληροῦντα ἀρχιδιάκονον). Paris gr. 412 (1250-1350), εἰλητ.
(Τάξις ἀκολουθίας ἐν τῇ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου τοῦ πληροῦντος ἀρχιδιακόνου). Paris
gr. 412 (1250-1350), εἰλητ. (Τάξις γινομένη ἐπὶ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου...). Διον. 3633. 99
(14ος αι.), εἰλητ. Βατοπ. 984 (14ος αι.) φ. 3v. Ξενοφώντος 163 (14ος αι.), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 361.
Διον. 4023. 489 (15ος αι.), φ. 63v. Paris gr. 2509 (1401-1500), φ. 223v (=Bibliotheca Regia 1741,
έκδ. MOR, σ. 71). ΕΒΕ 781 (16ος αι.), φ. 54r. Εσφ. 2172. 159 (17ος αι.), φ. 31v. Bibliotheca
Clericorum Regularium, έκδ. MOR, σ. 76. Ex posteriore Codice Vaticano, έκδ. MOR, σ. 82.
Αλλατιανό (1575-1580), έκδ. MOR, σ. 91 (Τάξις γινομένη ἐπὶ χειροτονίᾳ ἱερέως
πλουσιοπαροχωτέρα).
52 Paris Suppl. gr. 177 (1601-1700), φ. 31v. Μ. Λαύρ. 805. Η150 (1654) φ. 91 r.
273
αντιγραφέως, κατ’ επέκταση το ίδιο συμπέρασμα ισχύει και στο Paris
Suppl. gr. 177, αν και δεν υπάρχει ανάλογη αναφορά. Σε ελάχιστους
κώδικες (Μ. Λαύρ. 940. Θ78, Βατοπ 134 (745), ΕΒΕ 877, Βατοπ. 876) η
σφράγιση τελείται μετά την επίκληση της χάριτος, αλλά η γονυκλισία
έχει προηγηθεί της επικλήσεως53. Στους κώδικες Βατοπ. 876 και Μ. Λαύρ.
940. Θ78 δεν αναφέρεται η γονυκλισία καθόλου πιθανώς από
αντιγραφική παράλειψη ή το θεώρησαν δεδομένο καθώς είναι όμοιες
κατά το λεκτικό με τον Βατοπ. 134 (745), όπου υπάρχει. Σε κανένα
χειρόγραφο του 15ου και 16ου αιώνα, όπου ανήκουν, αλλά ούτε και στην
προγενεστέρα χειρόγραφη παράδοση δεν μαρτυρείται παρόμοια πράξη
στερουμένη γονυκλισίας. Και τα τέσσερα αυτά χειρόγραφα
χρησιμοποιούν όμως την έκφραση «πάλιν οὖν σφραφίσας αὐτὸν τρίς».
Ίσως το «πάλιν» να εννοεί ότι προηγείται και πρώτη σφράγιση και να
πρέπει να τους εντάξουμε στην πρώτη κατηγορία της διπλής σφραγίσεως.
Καθώς όμως τα χειρόγραφα χρονολογούνται στη μεταβατική περίοδο
παραμένει μεν εικασία, αλλά ενέχει και βεβαιότητα. Η τάξη χειροτονίας
διακόνου των ιδίων χειρογράφων παρ’ όλα αυτά προβλέπει γονυκλισία
και σφράγιση ακολούθως μετά το «Ἡ θεία χάρις…», η δε τάξη επισκόπου
ομοίως σφράγιση μετά από αυτήν. Συγκρινόμενα άρα έχουμε μία
σφράγιση. Ιδιαιτερότητα παρουσιάζει ο Διονυσίου 4023. 489, όπου η
σφράγιση τελείται μετά το «Ἡ θεία χάρις…», αλλά έπεται και δεύτερη στο
μέτωπο αμέσως μετά την ένδυση, κάνοντας μνεία της εκκλησίας για την
οποία χειροτονείται54. Στα έντυπα Ευχολόγια η σφράγιση τελείται δις,
πριν τη γονυκλισία και το «Ἡ θεία χάρις…» και πριν την πρώτη ευχή55. «Η
σφράγιση μετά του «Ἡ θεία χάρις...» είναι η παλαιά, η πρώτη προήλθε
είτε προς δήλωση της συγκαταθέσεως του αρχιερέως, είτε προστέθηκε
κατά τη μεταβολή που όρισε τον χειροτονούμενο να κλίνει γόνυ και τον
53 Βατοπ. 876 (1431) φ. 12v. ΕΒΕ 877 (15ος.), σ. 66. Βατοπ 134 (745) (1538), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ,
σ. 773. Μ. Λαύρ. 940. Θ78 (1546), φ. 9v.
54 Διον. 4023. 489 (15ος αι.), φ. 66r (=έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 640): «Σφραγίζεται ὁ δοῦλος τοῦ
Θεοῦ ὁ δεῖνα ἀπὸ διακόνων εἰς πρεσβύτερον τῆς ἁγίας αὐτοῦ ἐκκλησίας τῆσδε, εἰς τὸ
ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἰοῦ...».
55 Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐν τῷ τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως
τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1803, σ. 121. Ἀρχιερατικόν, ἐν τῷ κατὰ τὰ Πατριαρχεῖα
Ἑλληνικῷ τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1820, σ. 41. Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐκ τῆς
Ἑλληνικῆς τυπογραφίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἐν Βενετίᾳ 11850, σ. 157. Ἱερομον.
ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΖΕΡΒΟΥ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 163-164. Πρωτοπρ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΠΑΝ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ἐπιμελείᾳ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 130.
274
χειροτονούντα να θέτει τη δεξιά του επί της κεφαλής πριν την
εκφώνηση»56. Αυτό το μαρτυρεί και το αρχαιότερο ελληνικό Ευχολόγιο
του 8ου αιώνα, το Βαρβερινό 336: «... ἡ θεία χάρις. Καὶ ἀναγινωσκομένου
αὐτοῦ... καὶ τούτου γόνυ κλίνοντος, ποιῶν σταυροὺς γ΄ ἐπὶ τὴν κεφαλὴν
αὐτοῦ»57.
Κατά τον Συμεών τελούνται τρεις σφραγίσεις. «Πρῶτον μὲν γὰρ
εὐθὺς προσαχθέντα σφραγίζει τρίς, ὅπερ ἐστὶν ἀπαρχὴ τῆς καθιερώσεως
καὶ χειροτονίας· εἶτα δεύτερον πάλιν σφραγίζει τρὶς μετὰ τὴν ἐπίκλησιν
τῆς θείας χάριτος, ἐνεργῶν ἐν αὐτῷ διὰ τοῦ σταυροῦ κατὰ τὸ μέσον τῆς
τελετῆς ἐν τῇ Τριάδι τὸ δώρημα, πάντων λεγόντων τὸ “Κύριε Ἐλέησον”,
μετ’ ᾠδῆς· καὶ τρίτον ἤδη μετὰ τὰς εὐχὰς τρὶς πάλιν σφραγίζει, ὡς
τελειώσας καὶ ἀποκαταστήσας θείᾳ δυνάμει ὁλοτελῶς ἢ λειτουργὸν
(=διάκονον), ἢ πρεσβύτερον, ἢ ἐπίσκοπον»58. Κατά τον καθηγητή
Φουντούλη, η τριπλή σφράγιση προφανώς προήλθε από την αστάθεια της
σχετικής παραδόσεως για το χρονικό σημείο στο οποίο έπρεπε να γίνεται,
πράγμα το οποίο είχε ως αποτέλεσμα να πολλαπλασιασθούν οι
σφραγίσεις σε τρεις προς τιμή της Αγίας Τριάδος59. Ούτως «ἡ Τριὰς
ὑμνουμένη καὶ ἐνεργοῦσα τῇ σφραγῖδι, ἐν ἀρχῇ τε τοῦ ἔργου, καὶ τῇ
μεσότητι, καὶ τῷ τέλει· ὅτι καὶ τοῦ ἄρξασθαι εἶναι, καὶ τοῦ προκόπτειν, καὶ
τοῦ εἰς τέλος ἐλθεῖν, αὕτη μόνη αἰτία, ἡ καὶ τῶν ὅλων αἰτία ὁ Θεός ἡ Τριάς
ἐστιν»60. Αυτό θεωρήθηκε ως εικόνα της συμμετοχής των διακόνων,
ιερέων και αρχιερέων στο λειτουργικό έργο των εννέα αγγελικών
ταγμάτων, «ὃς (αριθμός εννέα) τρισσῶς τὴν Τριάδα ἐν ἑαυτῷ περιφέρει τε
καὶ κηρύττει, διὰ τῶν τρὶς τρισσῶν σταυρικῶν σφραγίδων ἐν αὐτοῖς
χειροτονουμένοις ἐκτυποῦται καὶ δείκνυται»61. Από τις τρεις σφραγίσεις η
μεσαία, που γίνεται με την επίκληση της θείας χάριτος, είναι και η πλέον
ουσιαστική, διότι με αυτήν ο επίσκοπος μεταδίδει στον χειροτονούμενο το
δώρημα, η ιερωσύνη γίνεται πραγματικότητα62.
275
Με βάση τη χειρόγραφη παράδοση, παρατηρείται ότι από τον 15ο
αιώνα αρχίζει να εμφανίζεται η αναδίπλωση των σφραγίσεων, προ και
μετά το «Ἡ Θεία Χάρις», εκτός του Συμεών, όπου τελείται τρεις φορές, η
πρώτη μετά την προσαγωγή, η δεύτερη μετά την επίκληση της θείας
χάριτος και η τρίτη μετά τις ευχές. Η αρχαιότερη τάξη ορίζει σφράγιση
μόνο μετά την επίκληση της χάριτος. Εξαιρέσεις φυσικά υπάρχουν, όπως
αναλύθηκε παραπάνω. Η αποσιώπηση της επικλήσεως της Αγίας Τριάδος
από τα αρχαιότερα κείμενα δεν σημαίνει ότι δεν εκφωνούνταν. Πλείστες
φορές λειτουργικά στοιχεία που εξυπονοούνται δεν καταγράφονται. Τη
θέση αυτήν επιρρωνύει και η αναφορά της πράξεως αυτής από τον
Συμεών.
δ. Ιερός χορός.
Προ της ενάρξεως του ιερού χορού, ο αρχιερέας κάθεται
«ἔμπροσθεν τῆς ἁγίας Τραπέζης ... εἰς θρονίον63 – ή θρόνον64 – μικρόν». Το
ισχύον Αρχιερατικό τοποθετεί τον αρχιερέα «ἐπὶ θρονίου ἢ ἐπὶ τῆς
καθέδρας, εἰ ἔστιν»65. Όπως σημειώνει ο καθηγητής Τρεμπέλας, πουθενά
δεν γίνεται λόγος για το αν πρέπει να έχει στραμμένα τα νώτα του προς
την Αγία Τράπεζα και ότι στη χειροτονία διακόνου επί της Αγίας
Τραπέζης πρόκεινται τα Δώρα καθαγιασμένα, ενώ κατά τη χειροτονία
πρεσβυτέρου δεν έχουν καθαγιασθεί. Ως εκ τούτου στην περίπτωση του
πρεσβυτέρου τίποτα δεν εμποδίζει να έχει στραμμένα τα νώτα του ο
63 Burney MS 54 (1573), φ. 24r. Μ. Λαύρ. 691. Η36 (1598), φ. 103v. Διον. 4027. 493 (16ος
αι.), φ. 15r. Βατοπ. 1089 (16ος αι.) φ. 55v. Add MS 40755 (1600), φ. 57r. Μ. Λαύρ. 531. Ε69
(1613), φ. 57r. Μ. Λαύρ. 804. Η149 (1640) φ. 69 v. Μ. Λαύρ. 568. Ε106 (1683), φ. 8 v. ΕΒΕ 836 (17ος
αι.), φ. 97v ΕΒΕ 2438 (17ος αι.), φ. 81r. Δοχ. 2920. 246 (17ος αι.) φ. 42v. Ιβήρ. 4992. 872 (17ος αι.),
φ. 75v. Μ. Λαύρ. 837. Η182 (17ος αι.) φ. 78r. Μ. Λαύρ. 699. Η44 (1723), φ. 104 v. Βατοπ. 1092
(1748) φ. 86r. Διον. 3822. 288 (18ος αι.), φ. 237r. Διον. 4072. 538 (18ος αι.), φ. 56v. Παντ. 6230. 723
(18ος αι.), φ. 27v. ΕΒΕ 860 (18ος αι.), σ. 175. ΒΜΧ 1487 (18ος αι.), φ. 66v. Ἄρχιερατικόν, έκδ.
HAB, σ. 106. Ex Euchologio Venetiis, έκδ. HAB, σ. 312. Και έντυπα ευχολόγια: Εὐχολόγιον
τὸ Μέγα, ἐν τῷ τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τυπογραφείῳ,
Κωνσταντινούπολη 1803, σ. 121. Ἀρχιερατικόν, ἐν τῷ κατὰ τὰ Πατριαρχεῖα Ἑλληνικῷ
τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1820, σ. 41. Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐκ τῆς Ἐλληνικῆς
τυπογραφίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἐν Βενετίᾳ 11850, σ. 157. Ἱερομον.ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ
ΖΕΡΒΟΥ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 163. Πρωτοπρ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΝ.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ἐπιμελείᾳ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 130. Ι. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ,
Θέματα Εὐχολογίου, όπ.π., σ. 26.
64 ΕΒΕ 813 (17ος αι.), φ. 9r. Μ. Λαύρ. 829. Η174 (18ος αι.), φ. 57v. Αλλατιανό (1575-
1580), έκδ. MOR, σ. 90 (Ἑτέρα ἀκριβωτέρα ἑρμηνεία).
65 Ἀρχιερατικόν, έκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθῆναι 32014, σ. 144.
276
επίσκοπος προς τα Τίμια Δώρα εν αντιθέσει προς τη χειροτονία
διακόνου66. Προς επίρρωση της θέσεως αυτής το Σλαβωνικό Ευχολόγιο,
ενώ στον πρεσβύτερο ουδεμία μνεία κάνει περί της θέσεως του αρχιερέως,
στον διάκονο αναφέρει ότι κάθεται κοντά στην Αγία Τράπεζα με τέτοιον
τρόπο, ώστε να μην έχει στραμμένα τα νώτα του προς την Αγία
Τράπεζα67.
Κατά τη σημερινή ισχύουσα τάξη ψάλλονται τρία τροπάρια τα
«Ἅγιοι μάρτυρες», «Δόξα σοι, Χριστὲ ὁ Θεός» και «Ἡσαΐα, χόρευε, ἡ
Παρθένος ἔσχεν ἐν γαστρί»68, των οποίων ψαλλομένων κυκλούται η Αγία
Τράπεζα τρις. Το Σλαβωνικό Ευχολόγιο μαρτυρεί όμοια πράξη
διακρινομένη για τον επισημότερο χαρακτήρα της, διότι τα ψαλλόμενα
τρία τροπάρια επαναλαμβάνονται και από τον χορό69.
Ο ιερός χορός γύροθεν της Αγίας Τραπέζης, ή η κύκλωση αυτής, και
τα προαναφερθέντα ψαλλόμενα τροπάρια δεν μαρτυρούνται από τον
Βαρβερινό ελληνικό Ευχολόγιο 33670, τον Κοισλιανό 21371, της
Κρυπτοφέρρης Γ. β. Ι 72 και άλλους κώδικες ως ο ΕΒΕ 78173, Ξενοφώντος
16374, Σινά 95675 και μερικούς άλλους76. Κατά τον 4023. 489 κώδικα της
277
Διονυσίου και το Αλλατιανό «ἐξέρχεται ὁ μέλλων χειροτονηθῆναι,
ψαλλόντων τὸ Βασιλεῦ οὐράνιε, ἢ ὅ τι δ’ ἂν ὁρίσῃ ὁ ἀρχιερεύς»77. Ιερός
χορός δεν γίνεται, εκτός της διπλής προσφοράς του υποψηφίου, όπως
αναφέρθηκε. Μπορούμε να εικάσουμε ότι ο κώδικας ταμιεύει μία
μεταβατική διάταξη προς τον καθορισμό των μετέπειτα οριζομένων
τροπαρίων.
Μέσα από τη χειρόγραφη παράδοση παρατηρούμε τη σταδιακή
εξέλιξη της εισόδου και αυξήσεως των τροπαρίων. Αρχικώς η Αγία
Τράπεζα κυκλώνονταν άπαξ ψάλλοντας το «Ἅγιοι μάρτυρες, οἱ καλῶς·
ἕως τέλους»78. Μετέπειτα οι περιφορές περί την Αγία Τράπεζα
εξελίχθηκαν σε τρεις ίσως διά του ιερού του αριθμού, όπως φαίνεται από
ετέρους κώδικες79. Το τροπάριο που ψαλλόταν ήταν το «Ἅγιοι μάρτυρες...»,
το οποίο βαθμηδόν άρχισε να επαναλαμβάνεται τρις80. Στα περισσότερα
έντυπα Ευχολόγια γίνεται αναφορά περί τριπλής περιφοράς81, πανταχού
ψαλλομένου μόνο του «Ἅγιοι μάρτυρες...».
Suppl. gr. 177 (1601-1700), φ. 31v. Εσφ. 2172. 159 (17ος αι.), φ. 31r. Bibliotheca Clericorum
Regularium, έκδ. MOR, σ. 76. Ex posteriore Codice Vaticano, έκδ. MOR, σ. 82.
77 Διον. 4023. 489 (15ος αι.), φ. 63r (=έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 640). Αλλατιανό (1575-1580), έκδ.
MOR, σ. 90 (Φιλουμένου διάταξις ἐπὶ χειροτονίᾳ ἱερέως). Αλλατιανό (1575-1580), έκδ.
MOR, σ. 91 (Τάξις γινομένη ἐπὶ χειροτονίᾳ ἱερέως πλουσιοπαροχωτέρα).
78 ΕΒΕ 2473 (15ος αι.), φ. 60r. Paris Suppl. gr. 177 (1601-1700), φ. 31v.
79 Ἁγίου Σάββα 362 (607) (14ος αι.), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 311. Βατοπ. 876 (1431) φ. 11 v-12r.
ΕΒΕ 877 (15ος αι.), σ. 65. Βατοπ 134 (745) (1538), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 773. Μ. Λαύρ. 940. Θ78
(1546), φ. 8v. Μ. Λαύρ. 691. Η36 (1598), φ. 103v. Διον. 4027. 493 (16ος αι.), φ. 14v. Add MS
40755 (1600), φ. 57r. Μ. Λαύρ. 531. Ε69 (1613), φ. 57 r. Μ. Λαύρ. 804. Η149 (1640) φ. 69 r-69v. Μ.
Λαύρ. 805. Η150 (1654) φ. 91r. Egerton MS 2392 (1664), φ. 61r. Μ. Λαύρ. 568. Ε106 (1683), φ.
8v. ΕΒΕ 771 (17ος αι.), φ. 203r. ΕΒΕ 2438 (17ος αι.), φ. 80v. ΕΒΕ 836 (17ος αι.), φ. 97v. ΕΒΕ 750 (17ος
αι.), φ. 111r. ΕΒΕ 813 (17ος αι.), φ. 8v. ΕΒΕ 754 (17ος αι.), φ. 33r. Δοχ. 2920. 246 (17ος αι.) φ. 42r.
Ιβήρ. 4992. 872 (17ος αι.), φ. 75r. Μ. Λαύρ. 837. Η182 (17ος αι.) φ. 78r. Μ. Λαύρ. 699. Η44 (1723),
φ. 104r. Βατοπ. 1092 (1748) φ. 85v. Μ. Λαύρ. 829. Η174 (18ος αι.), φ. 57r. Διον. 3822. 288 (18ος
αι.), φ. 236v. Διον. 4072. 538 (18ος αι.), φ. 56r. Παντ. 6230. 723 (18ος αι.), φ. 27v. ΕΒΕ 860 (18ος
αι.), σ. 175. ΒΜΧ 1487 (18ος αι.), φ. 66v. HAB, σ. 106. HAB, σ. 312. Αλλατιανό (1575-1580), έκδ.
MOR, σ. 90 (Ἑτέρα ἀκριβωτέρα ἑρμηνεία).
80 ΕΒΕ 771 (17ος αι.), φ. 203r. ΕΒΕ 750 (17ος αι.), φ. 112v. ΕΒΕ 754 (17ος αι.), φ. 33r.
81 Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐν τῷ τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως
τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1803, σσ. 120-121. Ἀρχιερατικόν, ἐν τῷ κατὰ τὰ
Πατριαρχεῖα Ἑλληνικῷ τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1820, σ. 41. Εὐχολόγιον τὸ
Μέγα, ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς τυπογραφίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἐν Βενετίᾳ 11850, σ. 157.
Ἱερομον. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΖΕΡΒΟΥ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 163. Πρωτοπρ.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΝ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ἐπιμελείᾳ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 130.
278
Προπορευομένων του αρχιδιακόνου, στον Συμεών, και των λοιπών
ιερέων, κυκλούται η Αγία Τράπεζα τρεις φορές ψαλλομένου του «Ἅγιοι
μάρτυρες...» και του «Δόξα σοι, Χριστὲ ὁ Θεός...»82. Αυτός μας παρέχει την
πληροφορία ότι στην Κωνσταντινούπολη δεν ψαλλόταν τίποτα άλλο,
παρά μόνο το «Ἅγιοι μάρτυρες...» τρεις φορές. Στη Θεσσαλονίκη όμως η
πράξη ήταν διαφορετική, διότι ψαλλόταν δύο φορές το «Ἅγιοι
μάρτυρες...», μετά το «Δόξα σοι, Χριστὲ ὁ Θεός...»83. Με τον ιερό χορό
δεικνύεται η συμμετοχή πάντων στη χαρά, και αγγέλων και ανθρώπων.
Εξαιτίας της επουράνιας ευφροσύνης84, τελείται χορεία περί την Αγία
Τράπεζα «συνιστῶν καὶ αὐτὸς χορείαν ἱερὰν ἀγγέλων και ἱερέων· καὶ τρὶς
ταύτην τελεῖ, τὴν Τριάδα δοξολογῶν, τοὺς ἁγίους μάρτυρας
ἐκκαλούμενος, ἀγωνισάμενος καὶ αὐτὸς ἐν Χριστῷ καὶ ἐναθλήσας τῇ
πολιτείᾳ διὰ Χριστόν· καὶ ὁ Χριστὸς δοξολογεῖται τελευταῖον, τῶν
ἀποστόλων ὡς καύχημα, καὶ ἀθλητῶν ἀγαλλίαμα, ὧν τὸ κήρυγμα ἦν ἡ
Τριὰς ἡ ὁμοούσιος, ἥτις καὶ πάντας δοξάζει»85. Σε μεταγενέστερους
χρόνους εισήλθε και το «Ἠσαΐα χόρευε...» κατ’ επίδραση της ακολουθίας
του γάμου. Παρέμεινε όμως στο τέλος της σειράς των τροπαρίων,
αντιστρόφως προς τον γάμο. Tο Burney MS 54 ορίζει όμοιο τυπικό ως προς
τα ψαλλόμενα τροπάρια με εκείνο της Θεσσαλονίκης το μαρτυρούμενο
από τον Συμεών και τριπλή κύκλωση της Αγίας Τραπέζης86. Στο Βατοπ.
1089 συναντάμε την ψαλμωδία και των τριών τροπαρίων, όμοια με τη
σημερινή τάξη87.
Στον ιερό χορό λαμβάνουν μέρος οι παρακρατούντες αυτόν ιερείς,
οι οποίοι τον εισόδευσαν στο ιερό βήμα88. Μία ιδιαιτερότητα παρουσιάζει ο
82 Διάλογος, κεφ. ΡΟΘ΄. PG 155, 385D-387A. Και κεφ. ΡΞΘ΄. PG 155, 373CD.
83 Όπ.π., κεφ. ΣΕ΄. PG 155, 413CD.
84 Όπ.π., κεφ. ΣΛΕ΄. PG 155, 452C.
85 Όπ.π., κεφ. ΡΟΘ΄. PG 155, 385D-388A.
86 Burney MS 54 (1573), φ. 24r.
87 Βατοπ. 1089 (16ος αι.) φ. 55r.
88 Ἁγίου Σάββα 362 (607) (14ος αι.), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 298. ΕΒΕ 2473 (15 ος αι.), φ. 60r. Μ.
Λαύρ. 940. Θ78 (1546), φ. 8v. Burney MS 54 (1573), φ. 24r. Μ. Λαύρ. 691. Η36 (1598), φ. 103v.
Διον. 4027. 493 (16ος αι.), φ. 14v. Βατοπ. 1089 (16ος αι.) φ. 55r. Add MS 40755 (1600), φ. 57r.
Paris Suppl. gr. 177 (1601-1700), φ. 31r-31v. Μ. Λαύρ. 531. Ε69 (1613), φ. 57r. Μ. Λαύρ. 804.
Η149 (1640) φ. 69r. Μ. Λαύρ. 805. Η150 (1654) φ. 91r. Egerton MS 2392 (1664), φ. 61r. Μ. Λαύρ.
568. Ε106 (1683), φ. 8v. ΕΒΕ 771 (17ος αι.), φ. 203r. ΕΒΕ 2438 (17ος αι.), φ. 80v. ΕΒΕ 836 (17ος αι.),
φ. 97v. ΕΒΕ 750 (17ος αι.), φ. 111r. ΕΒΕ 813 (17ος αι.), φ. 8v. ΕΒΕ 754 (17ος αι.), φ. 33r. Δοχ. 2920.
246 (17ος αι.) φ. 42r. Ιβήρ. 4992. 872 (17ος αι.), φ. 75r. Μ. Λαύρ. 837. Η182 (17ος αι.) φ. 78r. Μ.
Λαύρ. 699. Η44 (1723), φ. 104r. Βατοπ. 1092 (1748) φ. 85v. Μ. Λαύρ. 829. Η174 (18ος αι.), φ. 57v.
279
κώδικας ΕΒΕ 877, ο Βατοπ. 134 (745), ο Βατοπ. 876 και ο Μ. Λαύρ. 940. Θ78
όπου στον ιερό χορό λαμβάνουν μέρος ο ιερομνήμων και ο δευτερεύων
των διακόνων, οι οποίοι και προηγούνται της πομπής89. Κατά τη σημερινή
ισχύουσα τάξη καθ’ εκάστη περιφορά ο νεοχειροτονηθείς ασπάζεται τα
κέρατα της Αγίας Τραπέζης90. Η πράξη αυτή παρατηρείται μόνο στο
Σλαβωνικό Ευχολόγιο91 και σε κανέναν κώδικα. Μόνο οι κώδικες Βατοπ.
134 (745), Βατοπ. 876 και Μ. Λαύρ. 940. Θ78 διατάσσουν ότι μετά τον ιερό
χορό «προσκυνεῖ τὴν ἁγίαν τράπεζαν τρὶς»92 και όχι το γόνυ του
αρχιερέως επάνω του ωμοφορίου, πράξη που θεωρείται ως μεταβατική
διάταξη. Ο δε Burney MS 54 ορίζει μετά τη μετάνοια πρώτα ασπασμό της
Αγίας Τραπέζης έπειτα του γόνατος του αρχιερέως επάνω από το
ωμοφόριο93. Η μη αναφορά μετανοίας και ασπασμού του αρχιερέως στα
χειρόγραφα του 15ου αιώνα ΕΒΕ 877, ΕΒΕ 2473 και του 17ου αιώνα ΕΒΕ 771,
ΕΒΕ 754, ΕΒΕ 750, Μ. Λαύρ. 805. Η15094 δεν μαρτυρεί ότι δεν τελούνταν,
καθώς αποτελεί πράξη των περισσοτέρων χειροτονητηρίων της εποχής
εκείνης και κατά δεύτερον το ίδιο το ευχολογικό κείμενο αναφέρει ότι
μετά τον ιερό χορό ο αρχιερέας ανίσταται. Στα νεότερα χειρόγραφα
συναντάμαι τον χειροτονούμενο να ποιεί μετάνοια και να «ἀσπάζεται τὸ
Διον. 3822. 288 (18ος αι.), φ. 236v. Διον. 4072. 538 (18ος αι.), φ. 56r. Παντ. 6230. 723 (18ος αι.), φ.
27v. ΕΒΕ 860 (18ος αι.), σ. 175. ΒΜΧ 1487 (18ος αι.), φ. 66v. Ἀρχιερατικόν, έκδ. HAB, σ. 106. Ex
Euchologio Venetiis, έκδ. HAB, σ. 312. Αλλατιανό (1575-1580), έκδ. MOR, σ. 90 (Ἑτέρα
ἀκριβωτέρα ἑρμηνεία). Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐν τῷ τοῦ Πατριαρχείου τῆς
Κωνσταντινουπόλεως τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1803, σ. 121. Ἀρχιερατικόν, ἐν
τῷ κατὰ τὰ Πατριαρχείᾳ Ἐλληνικῷ τυπογραφείω, Κωνσταντινούπολη 1820, σ. 41.
Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐκ τῆς Ἐλληνικῆς τυπογραφίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἐν Βενετίᾳ
11850, σ. 157. Ἱερομον. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΖΕΡΒΟΥ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 163.
Πρωτοπρ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΝ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ἐπιμελείᾳ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π.,
σ. 130. Ι. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Θέματα Εὐχολογίου, όπ.π., σ. 25. Ἀρχιερατικόν, έκδ.
Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθῆναι 32014, σ. 144.
89 Βατοπ. 876 (1431) φ. 11v. ΕΒΕ 877 (15ος αι.), σ. 65. Βατοπ 134 (745) (1538), έκδ. ΔΜΗ
ΙΙ, σ. 773. Μ. Λαύρ. 940. Θ78 (1546), φ. 8 v.
90 Ι. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Θέματα Εὐχολογίου, όπ.π., σ. 26. Ἀρχιερατικόν, έκδ.
Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθῆναι 32014, σ. 144.
91 J. G. KING, The rites and ceremonies of the Greek church, in Russia, όπ.π., σ. 282.
92 Βατοπ. 876 (1431) φ. 12r. Βατοπ 134 (745) (1538), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 773. Μ. Λαύρ. 940.
Θ78 (1546), φ. 9r.
93 Burney MS 54 (1573), φ. 24r.
94 ΕΒΕ 2473 (15ος αι.), φ. 60r. ΕΒΕ 877 (15ος αι.), σ. 65. Μ. Λαύρ. 805. Η150 (1654) φ. 91 r.
ΕΒΕ 771 (17ος αι.), φ. 203r. ΕΒΕ 754 (17ος αι.), φ. 33r. ΕΒΕ 750 (17ος αι.), φ. 111v.
280
γόνυ τοῦ ἀρχιερέως ἐπάνω τοῦ ὠμοφορίου95 (ὁμοφωρίου96 ή ὁμοφορίου97)»,
στη δε νεοτέρα πράξη98 και στο Σλαβωνικό Ευχολόγιο99 τη δεξιά αυτού και
το επιγονάτιο. Αν και δεν αναφέρεται επισήμως στα σύγχρονα τυπικά, ο
χειροτονούμενος αμέσως μετά τον ιερό χορό ασπάζεται αλληλοδιαδόχως
τις τέσσερις εικόνες του τέμπλου.
Αρχικώς μετά την προσαγωγή δεν ακολουθούσε ιερός χορός. Η
πράξη αυτή μαρτυρείται από το Βαρβερινό ελληνικό Ευχολόγιο 336 έως
τον 14ο αιώνα. Μεταβατικό στάδιο παρατηρήσαμε την ψαλμωδία του
«Βασιλεῦ Οὐράνιε» ή ό, τι άλλο όριζε ο αρχιερέας. Ο ιερός χορός
εμφανίζεται τον 15ο αιώνα, είτε μία φορά με την ψαλμωδία του «Ἅγιοι
μάρτυρες», είτε με τρεις κυκλώσεις της Αγίας Τραπέζης με μία φορά το
τροπάριο, είτε από τον 17ο με τρεις κυκλώσεις και τρεις επαναλήψεις του
τροπαρίου. Η μαρτυρία του Συμεών, ότι στην Κωνσταντινούπολη το
«Ἅγιοι μάρτυρες» ψάλλεται τρις, δείχνει ότι η πράξη αυτή άρχισε να
παγιώνεται από τον 15ο αιώνα. Στη Θεσσαλονίκη όμως είχε ήδη εισαχθεί
και το «Δόξα σοι, Χριστὲ ὁ Θεός...», ενώ στο Βατοπ. 1089 συναντάμε την
ψαλμωδία και των τριών τροπαρίων, όμοια με τη σημερινή τάξη. Στα
νεότερα χειρόγραφα, 16ος αιώνας και μετά, συναντάμε τον
χειροτονούμενο να ποιεί μετάνοια και να «ἀσπάζεται τὸ γόνυ τοῦ
95 Μ. Λαύρ. 691. Η36 (1598), φ. 103 v. Διον. 4027. 493 (16ος αι.), φ. 15r. Βατοπ. 1089 (16ος
αι.) φ. 55 . Add MS 40755 (1600), φ. 57r. Paris Suppl. gr. 177 (1601-1700), φ. 31v. Μ. Λαύρ. 531.
v
Ε69 (1613), φ. 57r-57v. Μ. Λαύρ. 804. Η149 (1640) φ. 69v. Egerton MS 2392 (1664), φ. 61r. Μ.
Λαύρ. 568. Ε106 (1683), φ. 8v. ΕΒΕ 836 (17ος αι.), φ. 97v ΕΒΕ 813 (17ος αι.), φ. 9r. Ιβήρ. 4992. 872
(17ος αι.), φ. 75v. Μ. Λαύρ. 837. Η182 (17ος αι.) φ. 78r. Μ. Λαύρ. 699. Η44 (1723), φ. 104 v.
Βατοπ. 1092 (1748) φ. 86r. Μ. Λαύρ. 829. Η174 (18ος αι.), φ. 57v. Διον. 3822. 288 (18ος αι.), φ.
237r. Διον. 4072. 538 (18ος αι.), φ. 56v. Παντ. 6230. 723 (18ος αι.), φ. 27v. ΕΒΕ 860 (18ος αι.), σ.
175. ΒΜΧ 1487 (18ος αι.), φ. 67r. Ἀρχιερατικόν, έκδ. HAB, σ. 107. Ex Euchologio Venetiis, έκδ.
HAB, σ. 312. Αλλατιανό (1575-1580), έκδ. MOR, σ. 90 (Ἑτέρα ἀκριβωτέρα ἑρμηνεία). Και τα
πρώτα έντυπα ευχολόγια: Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐν τῷ τοῦ Πατριαρχείου τῆς
Κωνσταντινουπόλεως τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1803, σ. 121. Ἀρχιερατικόν, ἐν
τῷ κατὰ τὰ Πατριαρχεῖα Ἑλληνικῷ τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1820, σ. 41.
Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς τυπογραφίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἐν Βενετίᾳ
11850, σ. 157. Ἱερομον. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΖΕΡΒΟΥ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 163.
Πρωτοπρ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΝ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ἐπιμελείᾳ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π.,
σ. 130.
96 ΕΒΕ 2438 (17ος αι.), φ. 81r.
97 Δοχ. 2920. 246 (17ος αι.) φ. 42v.
98 Ι. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Θέματα Εὐχολογίου, όπ.π., σ. 26. Ἀρχιερατικόν, έκδ.
Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθῆναι 32014, σ. 144.
99 J. G. KING, The rites and ceremonies of the Greek church, in Russia, όπ.π., σ. 285.
281
ἀρχιερέως ἐπάνω τοῦ ὠμοφορίου», ο δε επίσκοπος κάθεται σε θρονίο.
Μεταβατικώς οι κώδικες Βατοπ. 134 (745), Βατοπ. 876 και Μ. Λαύρ. 940.
Θ78 ορίζουν ότι, μετά τον ιερό χορό, «προσκυνεῖ τὴν ἁγίαν τράπεζαν τρίς»
και όχι, το «γόνυ του αρχιερέως επάνω του ωμοφορίου», ο δε Burney MS 54
ορίζει μετά τη μετάνοια πρώτα ασπασμό της Αγίας Τραπέζης, έπειτα το
γόνατο του αρχιερέως επάνω από το ωμοφόριο. Σήμερα κατά την τριττή
περιφορά προσκυνεί τα κέρατα της Αγίας Τραπέζης, ψάλλονται τα
οριζόμενα τρία τροπάρια και ασπάζεται το δεξί χέρι του αρχιερέως και το
επιγονάτιο αυτού. Στον χορό πάντα λαμβάνουν μέρος οι εισοδεύοντες και
παρακρατούντες αυτόν πρεσβύτεροι.
282
παρατεινομένη έως το τέλος και της δευτέρας ευχής. «Ἡ θεία χάρις...»
εκφωνούνταν πριν την κλίση των γονάτων και την τριττή σφράγιση υπό
του αρχιερέως, η οποία και στη θέση αυτήν είναι και αρχαιότερη. Στα
νεώτερα χειρόγραφα102, το Σλαβωνικό103, τα πρώτα έντυπα Ευχολόγια104,
αλλά και ως πράττεται σήμερα105 η γονυκλισία τελείται μετά τον ιερό χορό
και προ της εκφωνήσεως «Ἡ θεία χάρις...». Αυτό ίσως προήλθε από
θεολογικούς λόγους, διότι η εκφώνηση θεωρήθηκε το κεντρικό σημείο της
χειροτονίας, μέσω του οποίου ο χειροτονούμενος καθίσταται από
διάκονος πρεσβύτερος και μαζί με τον λόγο του δίδεται και το χάρισμα.
Κατά συνέπεια καταλληλότερη θέση για τη γονυκλισία και την επίθεση
Eucologio constantinopolitano agli inizi del secolo XI, όπ.π., σ. 151 (Τάξις ἀκολουθίας ἐν τῇ
χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου τὸν πληροῦντα ἀρχιδιάκονον). Paris gr. 412 (1250-1350), εἰλητ.
(Τάξις γινομένη ἐπὶ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου...). Paris gr. 412 (1250-1350), εἰλητ. (Τάξις
ἀκολουθίας ἐν τῇ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου τοῦ πληροῦντος ἀρχιδιάκονου). Διον. 3633. 99
(14ος αι.), εἰλητ. Βατοπ. 984 (14ος αι.) φ. 3v. Ξενοφῶντος 163 (14ος αι.), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 361.
Paris gr. 2509 (1401-1500), φ. 223v (=Bibliotheca Regia 1741, έκδ. MOR, σ. 71). ΕΒΕ 2473 (15ος
αι.), φ. 60v. ΕΒΕ 781 (16ος αι.), φ. 54v. Εσφ. 2172. 159 (17ος αι.), φ. 31v. Bibliotheca Clericorum
Regularium, έκδ. MOR, σ. 76. Ex posteriore Codice Vaticano, έκδ. MOR, σ. 82. Αλλατιανό
(1575-1580), έκδ. MOR, σ. 92 (Τάξις γινομένη ἐπὶ χειροτονίᾳ ἱερέως πλουσιοπαροχωτέρα).
102 Διον. 4023. 489 (15ος αι.), φ. 63v. ΕΒΕ 877 (15ος αι.), σ. 65. ΕΒΕ 2473 (15ος αι.), φ. 60r.
Burney MS 54 (1573), φ. 24r. Μ. Λαύρ. 691. Η36 (1598), φ. 104 r. Διον. 4027. 493 (16ος αι.), φ. 15r.
Βατοπ. 1089 (16ος αι.) φ. 55v. Βατοπ 134 (745) (1538), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 773. Add MS 40755
(1600), φ. 57r. Paris Suppl. gr. 177 (1601-1700), φ. 31v. Μ. Λαύρ. 531. Ε69 (1613), φ. 57v. Μ.
Λαύρ. 804. Η149 (1640) φ. 69v. Μ. Λαύρ. 805. Η150 (1654) φ. 91 r. Μ. Λαύρ. 568. Ε106 (1683), φ.
8v. ΕΒΕ 771 (17ος αι.), φ. 203r. ΕΒΕ 2438 (17ος αι.), φ. 81r. ΕΒΕ 836 (17ος αι.), φ. 98r. ΕΒΕ 750 (17ος
αι.), φ. 111v. ΕΒΕ 813 (17ος αι.), φ. 9r. ΕΒΕ 754 (17ος αι.), φ. 33r. Δοχ. 2920. 246 (17ος αι.) φ. 42v.
Ιβήρ. 4992. 872 (17ος αι.), φ. 75v. Μ. Λαύρ. 837. Η182 (17ος αι.) φ. 78v. Μ. Λαύρ. 699. Η44 (1723),
φ. 104v. Βατοπ. 1092 (1748) φ. 86r. Μ. Λαύρ. 829. Η174 (18ος αι.), φ. 57v. Διον. 3822. 288 (18ος
αι.), φ. 237r. Διον. 4072. 538 (18ος αι.), φ. 56v. Παντ. 6230. 723 (18ος αι.), φ. 27v. ΕΒΕ 860 (18ος
αι.), σ. 175. ΒΜΧ 1487 (18ος αι.), φ. 67r. Ἀρχιερατικόν, έκδ. HAB, σ. 107. Ex Euchologio
Venetiis, έκδ. HAB, 313. Αλλατιανό (1575-1580), έκδ. MOR, σ. 90 (Ἑτέρα ἀκριβωτέρα
ἑρμηνεία). Στο Egerton MS 2392 (1664), φ. 61r-62v αναφέρονται παραδόξως δύο
γονυκλισίες, μία προ του «Ἡ θεία χάρις» και μία προ της πρώτης ευχής.
103 J. G. KING, The rites and ceremonies of the Greek church, in Russia, όπ.π., σ. 285.
104 Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐν τῷ τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως
τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1803, σ. 121. Ἀρχιερατικόν, ἐν τῷ κατὰ τὰ Πατριαρχεῖα
Ἑλληνικῷ τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1820, σ. 41. Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐκ τῆς
ἙΡλληνικῆς τυπογραφίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἐν Βενετίᾳ 11850, σ. 157. Ἱερομον.
ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΖΕΡΒΟΥ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 163. Πρωτοπρ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΝ.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ἐπιμελείᾳ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 130.
105 Ι. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Θέματα Εὐχολογίου, όπ.π., σ. 26. Ἀρχιερατικόν, έκδ.
Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθῆναι 32014, σ. 144.
283
της χειρός του αρχιερέως κρίθηκε η ώρα της απαγγελίας106. Το Βατοπ. 876
αναφέρει ότι ο χειροτονούμενος ίσταται δεξιά του αρχιερέως107, η μη
αναφορά γονυκλισίας δεν σημαίνει και τη μη πρόβλεψή της, καθώς
ορίζεται από όλα τα χειροτονητήρια κείμενα.
Παράλληλα με τη γονυκλισία ο υποψήφιος ερείδει και το μέτωπο
επί της Αγίας Τραπέζης σύμφωνα με τους κώδικες108 και τα πρώτα έντυπα
Ευχολόγια109. Στη σημερινή ισχύουσα τάξη110 και στο Σλαβωνικό
ευχολόγιο111 θέτει τα χέρια του επί της Αγίας Τραπέζης σταυροειδώς και
στηρίζει το μέτωπο μεταξύ των χειρών του.
Η γονυκλισία στον Συμεών γίνεται με την προσαγωγή, ευθύς
αμέσως μετά τον ιερό χορό και τη σφράγιση, και προ της εκφωνήσεως «Ἡ
θεία χάρις...». Ο υποψήφιος πρεσβύτερος κλίνει και τα δύο γόνατα, για να
δηλώσει τη δουλεία και την προσαγωγή, διότι χειροτονείται προς τα
ανώτερα112. Κατόπιν ο κλίνας τα γόνατα ερείδει το μέτωπο επί του
θυσιαστηρίου, την πηγή των χαρισμάτων, για να χειροτονηθεί προς τα
ανώτερα «ὅτι τὴν τῆς διακονίας πρότερον λαβὼν χάριν καὶ λειτουργὸς ὤν,
νῦν καὶ ἱερεὺς καὶ τελεστὴς τῶν ἱερῶν τελετῶν, τῶν προσευχῶν, καὶ τοῦ
284
βαπτίσματος, καὶ τῆς ἱερουργίας καθίσταται, τὸ μέτωπον προσερείδει τῷ
θυσιαστηρίῳ· τοῦτο γὰρ τῶν χαρισμάτων ὁ θυσαυρός»113. Διότι η Αγία
Τράπεζα «τὸν Χριστὸν σημαίνει τὴν τῶν ἁπάντων κεφαλήν, καὶ ἐν αὐτῇ
τὸ μύρον ἡ χάρις τοῦ Πνεύματος, καὶ τὰ μυστήρια δέ, αὐτὸς δὴ ὁ Ἰησοῦς,
προκείμενα τότε καὶ ἀπερικάλυπτα, ἐπεὶ καὶ αὐτῷ προσάγεται
λειτουργῶν τῷ δι’ ἡμᾶς τεθυμένῳ, καὶ τὰ λόγια τούτου ἐν τῇ τραπέζῃ τῷ
αὐτοῦ μνήματι, καὶ ὑποκάτω ταύτης τὰ λείψανα τῶν μαρτύρων»114. Η
κλίση των γονάτων και η εναπόθεση των χειρών επί της Αγίας Τραπέζης
θεωρείται ως ένα είδος χρίσης, μετοχή δηλαδή στη χρίση της διά του αγίου
μύρου κατά τα εγκαίνια του ναού. Όπως αναφέρει ο Συμεών, ούτε μύρο
χωρίς το μύρο τελείται, ούτε και χειροτονία χωρίς αυτό. Το θυσιαστήριο
χρίεται διά του μύρου και επ’ αυτού καθαγιάζεται. Ο αρχιερέας, αν και
καθαγιάζει το μύρο, η χειροτονία του και των άλλων ιερέων τελείται στην
καθαγιασμένη με άγιο μύρο Τράπεζα. Χωρίς θυσιαστήριο κανείς των
ορθοδόξων δεν χειροτονείται. Αν και η χειροτονία τελείται με τη χάρη του
Αγίου Πνεύματος, όμως τελείται «ἐν τῷ μύρῳ»115.
Η επίθεση των χειρών, που έπεται, είναι το μέσο διά του οποίου
μεταδίδεται η χάρη, αλλά και το ορατό σημείο, το οποίο δηλώνει «τὴν
ἐπισκοπὴν τοῦ θείου ἐλέους» και ότι «ἡ χάρις τοῖς ἀξίοις ἐπιφοιτᾷ»116. Η
δεξιά του ιεράρχη, σαν χέρι Θεού, είναι το μέσο μεταδόσεως της χάριτος
της δωρεάς της θείας ιερωσύνης, «ἡ τὴν παντουργόν τε καὶ παντοδύναμον
ἐκμιμουμένη καὶ σκεπαστικὴν καὶ παντεπίσκοπον δεξιάν»117. Η επίθεση
των χειρῶν δηλώνει την επιδημία, ενέργεια και επισκίαση του Αγίου
Πνεύματος και την επισκίαση και κατασκήνωση της σκεπαστικής και
φρουρητικής χάριτος του Θεού επί του χειροτονουμένου118. Τα χέρια του
επισκόπου παραλληλίζονται με τα χέρια του Θεού, ως επιτελούντα το ίδιο
έργο. «Ὥσπερ αἱ χεῖρες Θεοῦ ἡμᾶς ἔπλασαν, καὶ νῦν χεὶρ ἐξοικονομεῖ
πρὸς ἀνάπλασιν τῶν ἀνθρώπων»119.
Άρα από τον 8ο έως τον 16ο αιώνα η γονυκλισία τελείται μετά την
επίκληση της χάριτος και πριν την πρώτη ευχή, ενώ από τον 15ο αιώνα
285
αρχίζει να παγιώνεται η κλίση των γονάτων μετά τον ιερό χορό και προ
της εκφωνήσεως, η πράξη αυτή υπάρχει και στο ισχύον τυπικό. Και στον
Συμεών ακολουθείται το τυπικό της γονυκλισίας προ του «Ἡ Θεία Χάρις».
Πάντα δε ο χειροτονούμενος ερείδει το μέτωπο επί της Αγίας Τραπέζης.
286
Σε μελέτη του ο Botte123 ασχολήθηκε αποκλειστικά με το θέμα της
υπάρξεως της εκφωνήσεως στην τάξη της χειροτονίας και των τριών
βαθμών. Υποστήριξε ότι ο τύπος αυτός ήταν γνωστός στο Corpus
Dionysiacum, το οποίο αναφέρεται στην ανάρρηση, στην περιγραφή του
τυπικού της χειροτονίας124. Σε πρότερους χρόνους εντοπίζει αναφορά στον
ιερό Χρυσόστομο, ο οποίος αναφέρει ότι οι χειροτονίες «οὐκ ἀπὸ θείας
χάριτος, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τῆς τῶν ἀνθρώπων σπουδῆς»125. Μνημονεύει δε και
τον Γρηγόριο Θεολόγο, ο οποίος όταν αναφέρεται στη χειροτονία του από
τον πατέρα του σημειώνει ότι «πλέον ἡ χάρις δοξάζεται, ὥσπερ ὄντως τοῦ
Θεοῦ χάρις, ἀλλ’ οὐκ ἀνθρώπων»126, ενώ για άλλες χειροτονίες λέγει ότι
«νῦν δὲ κινδυνεύω τὰς δημοσίας ἀρχὰς εὐτακτωτέρας ὑπολαμβάνειν τῶν
ἡμετέρων, αἷς ἡ θεία χάρις ἐπεφημίζεται»127. Από τις παραπάνω θέσεις
φαίνεται ότι η εκφώνηση ήταν σε χρήση στην Αντιοχειανή παράδοση
κατά τον τέταρτο αιώνα και από εκεί διαδόθηκε και σε άλλα τυπικά. Ο
2392 (1664), φ. 61r. Μ. Λαύρ. 568. Ε106 (1683), φ. 8v. ΕΒΕ 771 (17ος αι.), φ. 203v. ΕΒΕ 2438 (17ος
αι.), φ. 81r. ΕΒΕ 836 (17oς αι.), φ. 98r. ΕΒΕ 750 (17ος αι.), φ. 111v. ΕΒΕ 813 (17ος αι.), φ. 9r. ΕΒΕ
754 (17ος αι.), φ. 33v. Δοχ. 2920. 246 (17ος αι.) φ. 42v. Ιβήρ. 4992. 872 (17ος αι.), φ. 76r. Μ. Λαύρ.
837. Η182 (17ος αι.) φ. 78v. Μ. Λαύρ. 699. Η44 (1723), φ. 104 v. Βατοπ. 1092 (1748) φ. 86 r. Μ.
Λαύρ. 829. Η174 (18ος αι.), φ. 57v. Διον. 3822. 288 (18ος αι.), φ. 237v. Διον. 4072. 538 (18ος αι.), φ.
56v. Παντ. 6230. 723 (18ος αι.), φ. 27v. ΕΒΕ 860 (18ος αι.), σ. 177. ΒΜΧ 1487 (18ος αι.), φ. 67r.
HAB, σ. 107. HAB, σ. 313. Αλλατιανό (1575-1580), έκδ. MOR, σ. 90 (Ἑτέρα ἀκριβωτέρα
ἑρμηνεία). Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐν τῷ τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως
τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1803, σ. 121. Ἀρχιερατικόν, ἐν τῷ κατὰ τὰ Πατριαρχεῖα
Ἑλληνικῷ τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1820, σ. 41. Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐκ τῆς
Ἑλληνικῆς τυπογραφίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἐν Βενετίᾳ 11850, σ. 157. Ἱερομον.
ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΖΕΡΒΟΥ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 163. Πρωτοπρ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΝ.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ἐπιμελείᾳ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 130. J. G. KING, The rites and
ceremonies of the Greek church, in Russia, όπ.π., σ. 285. Ἀρχιερατικόν, έκδ. Ἀποστολικὴ
Διακονία, Ἀθῆναι 32014, σ. 145. Ι. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Θέματα Εὐχολογίου, όπ.π., σ. 26.
123 Β. ΒΟΤΤΕ «La formula d’ ordination “la divine grace” dans les rites orientaux», L’
Orient syrien 2 (1957) 285-296.
124 Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, κεφ. Ε΄, III, VI. PG 3, 512B: «Τὴν ἱερὰν δὲ τῶν
τελειώσεων καὶ τῶν τελουμένων ἀνάῤῥησιν ὁ ἱεράρχης ἀναβοᾷ, τοῦ μυστηρίου
δηλοῦντος, ὡς ὁ φιλόθεος ἱεροτελεστὴς ἐκφαντορικός ἐστι τῆς θεαρχικῆς ἐκλογῆς, οὐκ
αὐτὸς ἰδίᾳ χάριτι τοὺς τελουμένους ἐπὶ τὴν ἱερατικὴν ἄγων τελείωσιν, ἀλλ’ ὑπὸ Θεοῦ
κινούμενος εἰς πάσας τὰς ἱεραρχικὰς ἁγιαστείας». Και έκδ. G. Heil und A. M.
Ritter, Corpus Dionysiacum II, όπ.π., σσ. 111-112.
125 Περὶ Ἱερωσύνης, Λόγος Δ΄, α΄. PG 48, 668
126 Ἐπιτάφιος εἰς τὸν πατέρα, παρόντος Βασιλείου, Λόγος ΙΗ΄, ΙΕ΄. PG 35, 1004B.
127 ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Ἐπιτάφιος εἰς τὸν πατέρα, παρόντος Βασιλείου, Λόγος ΙΗ΄, ΛΕ΄. PG
35, 1032B.
287
Botte απέδειξε τον τύπο «Ἡ θεία χάρις...» ως Ανατολικό τύπο της
χειροτονίας. Θεωρεί ότι στο Βυζαντινό τυπικό της τάξεως χειροτονίας
επισκόπου καθώς και, σύμφωνα με αυτόν, στον Ανατολικό – Συριακό
τύπο και στον Μαρωνιτικό τύπο η εκφώνηση συνοδεύεται από επίθεση
των χειρών. Πιστεύει δε ότι αυτή κατάγεται από τον Συριακό κόσμο128.
Η ερμηνεία αυτή του Βotte αναιρείται από τον Gy. Ο Gy
υποβαθμίζει τη σημαντικότητα της εκφωνήσεως, η οποία κατ’ αυτόν
απέκτησε σπουδαιότητα την περίοδο κατά την οποία οι ευχές της
χειροτονίας καθιερώθηκαν να αναγινώσκονται χαμηλοφώνως. Αυτή η
πρακτική παρατηρείται στο Βαρβερινό ελληνικό Ευχολόγιο 336 του 8ου
αιώνα. Αντί να είναι ο βασικός τύπος του μυστηρίου, παρ’ όλα αυτά η
εκφώνηση «Ἡ θεία χάρις...» υπήρξε μία δικανική διακήρυξη και ανήκε
περισσότερο στο κανονικό δίκαιο παρά στο λειτουργικό – τελετουργικό
πλαίσιο. Ως προς την προέλευσή του, ο Gy διατείνεται ότι τοποθετείται
στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων129.
Όμοια θέση λαμβάνει και ο Bradshaw υποστηρίζοντας τον Gy.
Επισημαίνει ότι στη Βυζαντινή παράδοση, ακόλουθη του Βαρβερινού
ελληνικού Ευχολογίου 336, «Ἡ θεία χάρις...» λαμβάνει επιφανή νομική
έννοια εισαγομένη κατά την τάξη της χειροτονίας του επισκόπου με το
«Ψήφῳ καὶ δοκιμασίᾳ...». Επιπλέον η επίθεση των χειρών λαμβάνει χώρα
όχι σε σύνδεση με την εκφώνηση, αλλά με την ευχή που ακολουθεί. Στα
Ευχολόγια του 10ου – 11ου αιώνα, εάν τα παρατηρήσουμε, σε όλα η επίθεση
των χειρών δεν τελείται, όταν ο επίσκοπος εκφωνεί το «Ἡ θεία χάρις...»130,
αν και στο Βαρβερινό ελληνικό Ευχολόγιο 336 μόνο για την τάξη
χειροτονίας επισκόπου προβλέπονται δύο επιθέσεις χειρών, προ και μετά
την εκφώνηση, πράξη η οποία αποτελεί την μοναδική μαρτυρία στην
αρχαία χειρόγραφη παράδοση131. Αυτό κατά τον Parenti μπορεί να
εξηγηθεί ως αντιγραφικό λάθος ή επιρροή από άλλες ανατολικές
παραδόσεις. Την πράξη αυτή μπορούμε να την επιβεβαιώσουμε,
288
συγκρίνοντας με άλλες παραδόσεις, όπως την Κοπτική, όπου εκφωνεί ο
διάκονος132.
Όπως καταφαίνεται από τις μαρτυρίες των πατέρων του 4ου αιώνα
έως το Corpus Dionysiacum, η χρήση του «Ἡ θεία χάρις…» είναι εμφανής.
Αποδεικνύεται ότι είναι μία πρακτική που κάνει την εμφάνισή της τότε
στην Ανατολή και αποτυπώνεται πλήρως μέσα από το Βαρβερινό
ελληνικό Ευχολόγιο 336 του 8ου αιώνα.
Η κατά τον κώδικα ΕΒΕ 2473133 πρόταξη της φράσεως «Ψήψῳ καὶ
δοκιμασίᾳ τῶν μαρτυρησάντων», αλλά και στη χειροτονία σε επίσκοπο η
περίληψη του «Ψήφῳ καὶ δοκιμασίᾳ τῶν ἱερωτάτων μητροπολιτῶν,
θεοφιλεστάτων ἀρχιεπισκόπων τε καὶ ἐπισκόπων», ως και η επίδοση από
τον χαρτοφύλακα του χάρτου, δύναται να μας κάνει να εξαγάγουμε ως
συμπέρασμα την αρχική σημασία της εκφωνήσεως και τη σπουδαιότητά
της. Ίσως επρόκειτο για την ανάγνωση του πρακτικού της χειροτονίας,
όπου περιέχονταν και το όνομα του εκλεγέντος και μία έμμεση αίτηση
εκφράσεως συμφωνίας κλήρου και λαού με τη συμμετοχή τους στην ευχή,
όπως παρατηρεί και ο Συμεών Θεσσαλονίκης134.
Η πράξη της εκφωνήσεως προσδίδει στη χειροτονία πανηγυρικό
χαρακτήρα. Προ αυτής εκφωνείται το «Πρόσχωμεν»135, μαρτυρούμενο από
289
πλείστα χειρόγραφα και τη σημερινή τάξη, διότι «δεῖ τοῖς μεγίστοις οὕτω
πάντας προσέχειν τε καὶ συστέλλεσθαι»136. Προηγουμένως ο
χαρτοφύλακας απέδωσε στον αρχιερέα «χάρτην ἔγγραφον»137 ή «τὸν πρὸς
συνήθειαν χάρτην»138 ή «τὴν ἔγραφον»139 ή «τὸ κιτατόριον»140 και
ακολούθως ο αρχιερέας εκφωνεί εις επήκοον πάντων το «Ἡ θεία
ΕΒΕ 750 (17ος αι.), φ. 111v. ΕΒΕ 813 (17ος αι.), φ. 9r. ΕΒΕ 754 (17ος αι.), φ. 33r. Εσφ. 2172. 159
(17ος αι.), φ. 31r. Δοχ. 2920. 246 (17ος αι.) φ. 42v. Ιβήρ. 4992. 872 (17ος αι.), φ. 75v. Μ. Λαύρ. 837.
Η182 (17ος αι.) φ. 78v. Μ. Λαύρ. 699. Η44 (1723), φ. 104 v. Βατοπ. 1092 (1748) φ. 86r. Μ. Λαύρ.
829. Η174 (18ος αι.), φ. 57v. Διον. 3822. 288 (18ος αι.), φ. 237r. Διον. 4072. 538 (18ος αι.), φ. 56v.
Δοχ. 2918. 244 (18ος αι.). φ. 47r. Παντ. 6230. 723 (18ος αι.), φ. 27v. ΕΒΕ 860 (18ος αι.), σ. 175.
ΒΜΧ 1487 (18ος αι.), φ. 67r. HAB, σ. 107. HAB, σ. 313. Bibliotheca Clericorum Regularium,
έκδ. MOR, σ. 76. Ex posteriore Codice Vaticano, έκδ. MOR, σ. 82. Αλλατιανό (1575-1580),
έκδ. MOR, σ. 90 (Φιλουμένου διάταξις ἐπὶ χειροτονίᾳ ἱερέως). Αλλατιανό (1575-1580), έκδ.
MOR, σ. 90 (Ἑτέρα ἀκριβωτέρα ἑρμηνεία). Αλλατιανό (1575-1580), έκδ. MOR, σ. 92 (Τάξις
γινομένη ἐπὶ χειροτονίᾳ ἱερέως πλουσιοπαροχωτέρα). Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐν τῷ τοῦ
Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1803, σ. 121.
Ἀρχιερατικόν, ἐν τῷ κατὰ τὰ Πατριαρχεῖα Ἑλληνικῷ τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη
1820, σ. 41. Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς τυπογραφίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἐν
Βενετίᾳ 11850, σ. 157. Ἱερομον. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΖΕΡΒΟΥ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 163.
Πρωτοπρ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΝ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ἐπιμελείᾳ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π.,
σ. 130. J. G. KING, The rites and ceremonies of the Greek church, in Russia, όπ.π., σ. 285.
Ἀρχιερατικόν, έκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθῆναι 32014, σ. 145. Ι. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ,
Θέματα Εὐχολογίου, όπ.π., σ. 26.
136 ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Διάλογος, κεφ. ΡΞΘ΄. PG 155, 376D.
137 Coislin 213 (1027), φ. 27v, έκδ. M. ARRANZ, L’ Eucologio constantinopolitano agli
inizi del secolo XI, όπ.π., σ. 147, υποσ. 1. Vat. gr. 1872 (12ος αι.), φ. 49v. Paris gr. 412 (1250-1350),
εἰλητ. (Τάξις γινομένη ἐπὶ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου...). Διον. 3633. 99 (14ος αι.), εἰλητ.
Βατοπ. 984 (14ος αι.) φ. 3v. Paris gr. 2509 (1401-1500), φ. 223v (=Bibliotheca Regia 1741, έκδ.
MOR, σ. 70). Βατοπ. 876 (1431) φ. 12 r. ΕΒΕ 877 (15ος αι.), σ. 65. ΕΒΕ 781 (16ος αι.), φ. 54r.
Βατοπ 134 (745) (1538), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 773. Μ. Λαύρ. 940. Θ78 (1546), φ. 9 r. Εσφ. 2172. 159
(17ος αι.), φ. 31r. Ex posteriore Codice Vaticano, έκδ. MOR, σ. 82.
138 Barberini gr. 336 (8ος αι.), φ. 163r, έκδ. ST. PARENTI & EL. VELKOVSKA,
Euchologii Barberini Gr. 336, όπ.π., σ. 379. Vat. gr. 1970 (μέσα 12ου αι.), φ. 195r. Ξενοφῶντος
163 (14ος αι.), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 361.
139 Egerton MS 2392 (1664), φ. 61r.
140 Coislin 213 (1027), φ. 29v (Τάξις ἀκολουθίας ἐν τῇ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου, τοῦ
πληροῦντος ἀρχιδιακόνου). Grottaferrata Γ. β. I (13ος αι.), φ. 43r, έκδ. M. ARRANZ, L’
Eucologio constantinopolitano agli inizi del secolo XI, όπ.π., σ. 151 (Τάξις ἀκολουθίας ἐν τῇ
χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου τὸν πληροῦντα ἀρχιδιάκονον). Paris gr. 412 (1250-1350), εἰλητ.
(Τάξις ἀκολουθίας ἐν τῇ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου τοῦ πληροῦντος ἀρχιδιακόνου).
290
χάρις...»141. Στην ιδιαίτερη τάξη χειροτονίας πρεσβυτέρου του «πληροῦντος
ἀρχιδιακονίαν», δεν αναφέρεται το «Ἡ θεία χάρις...», ίσως υπονοείται,
όπως και οι ευχές λόγω της απλής αναφοράς τους (Α΄ και Β΄ ευχή), καθώς
η εκφώνηση αυτή υπάρχει από το Βαρβερινό ελληνικό Ευχολόγιο 336 του
8ου αιώνα.
Στην σημερινή ισχύουσα τάξη142, ως και στο Σλαβωνικό
Ευχολόγιο143, κατά την ώρα αυτήν ο αρχιερέας καλύπτει την κεφαλή του
χειροτονουμένου με την άκρη του ωμοφορίου και παράλληλα επιθέτει τη
δεξιά του επί της κεφαλής αυτού. Η πράξη αυτή δεν μαρτυρείται από τη
χειρόγραφη παράδοση. Παρατηρείται αντιθέτως μία παράδοξη πράξη
141 Barberini gr. 336 (8ος αι.), φ. 163r, έκδ. ST. PARENTI & EL. VELKOVSKA,
Euchologii Barberini Gr. 336, όπ.π., σ. 379. Coislin 213 (1027), φ. 27 v, έκδ. M. ARRANZ, L’
Eucologio constantinopolitano agli inizi del secolo XI, όπ.π., σ. 147, υποσ. 1. ). Ott. gr. 434 (1174-
1175), φ. 94r. Grottaferrata Γ. β. I (13ος αι.), φ. 41r, έκδ. M. ARRANZ, L’ Eucologio
constantinopolitano agli inizi del secolo XI, όπ.π., σ. 151. Vat. gr. 1872 (12ος αι.), φ. 50r. Paris gr.
412 (1250-1350), εἰλητ. (Τάξις γινομένη ἐπὶ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου...). Διον. 3633. 99 (14ος
αι.), εἰλητ. Βατοπ. 984 (14ος αι.) φ. 3v. Ἁγίου Σάββα 362 (607) (14ος αι.), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 298.
Ξενοφῶντος 163 (14ος αι.), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 361. Paris gr. 2509 (1401-1500), φ. 223v
(=Bibliotheca Regia 1741, έκδ. MOR, σ. 70). Βατοπ. 876 (1431) φ. 12r. ΕΒΕ 877 (15ος αι.), σ. 65.
ΕΒΕ 2473 (15ος αι.), φ. 60v. Διον. 4023. 489 (15ος αι.), φ. 63v (=ΔΜΗ ΙΙ, σ. 640). ΕΒΕ 781 (16ος αι.),
φ. 54r. Βατοπ 134 (745) (1538), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 773. Μ. Λαύρ. 940. Θ78 (1546), φ. 9 r. Burney
MS 54 (1573), φ. 25r. Μ. Λαύρ. 691. Η36 (1598), φ. 104 r. Διον. 4027. 493 (16ος αι.), φ. 15r. Add
MS 40755 (1600), φ. 57r. Paris Suppl. gr. 177 (1601-1700), φ. 31v. Μ. Λαύρ. 531. Ε69 (1613), φ.
57v. Μ. Λαύρ. 804. Η149 (1640) φ. 69v. Μ. Λαύρ. 805. Η150 (1654) φ. 91r.Egerton MS 2392
(1664), φ. 62v. Μ. Λαύρ. 568. Ε106 (1683), φ. 8v-9r. ΕΒΕ 771 (17ος αι.), φ. 203v. ΕΒΕ 2438 (17ος
αι.), φ. 81r. ΕΒΕ 836 (17ος αι.), φ. 98r. ΕΒΕ 750 (17ος αι.), φ. 111v. ΕΒΕ 813 (17ος αι.), φ. 9r. ΕΒΕ
754 (17ος αι.), φ. 33v. Εσφ. 2172. 159 (17ος αι.), φ. 31r. Δοχ. 2920. 246 (17ος αι.) φ. 42v. Ιβήρ. 4992.
872 (17ος αι.), φ. 76r. Μ. Λαύρ. 699. Η44 (1723), φ. 104v. Βατοπ. 1092 (1748) φ. 86r. Μ. Λαύρ.
829. Η174 (18ος αι.), φ. 57r-58v. Διον. 4072. 538 (18ος αι.), φ. 56v. Παντ. 6230. 723 (18ος αι.), φ.
27v. ΕΒΕ 860 (18ος αι.), σ. 177. ΒΜΧ 1487 (18ος αι.), φ. 67r. HAB, σ. 107. HAB, σ. 313. Bibliotheca
Clericorum Regularium, έκδ. MOR, σ. 76. Ex posteriore Codice Vaticano, έκδ. MOR, σ. 82.
Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐν τῷ τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τυπογραφείῳ,
Κωνσταντινούπολη 1803, σ. 121. Ἀρχιερατικόν, ἐν τῷ κατὰ τὰ Πατριαρχεῖα Ἑλληνικῷ
τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1820, σ. 41. Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς
τυπογραφίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἐν Βενετίᾳ 11850, σ. 157. Ἱερομον. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ
ΖΕΡΒΟΥ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 163. Πρωτοπρ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΝ.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ἐπιμελείᾳ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 131. J. G. KING, The rites and
ceremonies of the Greek church, in Russia, όπ.π., σ. 285. Ἀρχιερατικόν, έκδ. Ἀποστολικὴ
Διακονία, Ἀθῆναι 32014, σ. 145. Ι. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Θέματα Εὐχολογίου, όπ.π., σ. 26.
142 Ι. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Θέματα Εὐχολογίου, όπ.π., σ. 26. Ἀρχιερατικόν, έκδ.
Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθῆναι 32014, σ. 145.
143 J. G. KING, The rites and ceremonies of the Greek church, in Russia, όπ.π., σ. 285.
291
στους κώδικες Κοισλιανό 213, Κρυπτοφέρρης Γ. β. Ι και Paris gr. 412 κατά
την τάξη χειροτονίας, εις πρεσβύτερον του «πληροῦντος ἀρχιδιακονίαν».
Κατά αυτούς, μετά την εισαγωγή των τιμίων δώρων και την κάλυψή τους
με τον αέρα, ο αρχιερέας δεν φέρει ωμοφόριο, αλλά αυτό κρατείται από
τον πληρούντα τάξιν αρχιδιακόνου υποψήφιο. Επειδή δε μέλλει να
χειροτονηθεί, δεν το επιθέτει επί των ώμων του επισκόπου αλλά το
αποθέτει επί της Αγίας Τραπέζης στο δεξί μέρος του αέρος, ώστε να
καλύπτει όχι μόνο τα άγια, αλλά και μέρος της Τραπέζης, αναμένων την
πλήρωση του χερουβικού ύμνου144. Την πράξη τού να μη φέρει ο αρχιερέας
ωμοφόριο κατά τη διάρκεια της Αγίας Αναφοράς έως της υψώσεως των
δώρων τη γνωρίζουμε και από τον κώδικα ΕΒΕ 754145, τον Αγίου Σάββα 362
(607)146 και το Αρχιερατικόν (HAB)147. Σύμφωνα με αυτούς τους κώδικες,
όταν ιερουργεί ο αρχιερέας ή ο πατριάρχης, αφού εκβάλει το ωμοφόριό
του, στρέφεται προς ανατολάς και αφού αναγνώσει την ευχή του
Ευαγγελίου και το «Κλίνον, Κύριε, τὸ οὖς σου» ασπάζεται την εικόνα που
είναι τοποθετημένη στο σύνθρονο. Ακολούθως στρέφεται προς δυσμάς
αναμένων τη συμπλήρωση του Ευαγγελίου. Σημειώνεται ότι ο αρχιερέας
μετά την εκβολή του ωμοφορίου, ψαλλομένου δε του αλληλουαρίου, δεν
το ενδύεται, παρά μόνο κατά τον καιρό της υψώσεως των Αγίων, πριν
εκφωνήσει ο διάκονος το Πρόσχωμεν. Εάν όμως τελείται χειροτονία
διακόνου ή πρεσβυτέρου, το ενδύεται κατά την ώρα της χειροτονίας μόνο.
Και πάλι το απεκδύεται μέχρι τον καιρό της υψώσεως των Αγίων148. Στην
περίπτωση που συλλειτουργούν με τον πατριάρχη και άλλοι αρχιερείς δεν
ενδύονται τα ωμοφόριά τους κατά την ώρα της χειροτονίας, ίσως διότι ο
χειροτονών τους διακόνους και πρεσβυτέρους είναι ένας. Όταν
λειτουργούν μόνοι τους οι αρχιερείς ακολουθούν την ίδια πατριαρχική
τάξη149. Το δε Αρχιερατικό (HAB) λέγει ότι οι συλλειτουργούντες με τον
144 Coislin 213 (1027), φ. 29r (Τάξις ἀκολουθίας ἐν τῇ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου, τοῦ
πληροῦντος ἀρχιδιακόνου). Grottaferrata Γ. β. I (13ος αι.), φ. 42v, έκδ. M. ARRANZ, L’
Eucologio constantinopolitano agli inizi del secolo XI, όπ.π., σ. 151 (Τάξις ἀκολουθίας ἐν τῇ
χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου τὸν πληροῦντα ἀρχιδιάκονον). Paris gr. 412 (1250-1350), εἰλητ.
(Τάξις ἀκολουθίας ἐν τῇ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου τοῦ πληροῦντος ἀρχιδιακόνου).
145 ΕΒΕ 754 (17ος αι.), φφ. 23r-23v.
146 Ἁγίου Σάββα 362 (607) (14ος αι.), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σσ. 307-308.
147 Ἀρχιερατικόν, έκδ. HAB, σσ. 72-73.
148 Βλ. και ΠΑΝ. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Αἱ τρεῖς Λειτουργίαι κατὰ τοὺς ἐν Ἀθήναις
κώδικαις, ἐκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 31997, σ. 54.
149 Ἁγίου Σάββα 362 (607) (14ος αι.), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 308.
292
πατριάρχη αρχιερείς ποιούν ομοίως με αυτόν κατά τη χειροτονία,
θεωρούμε από παράλειψη 150. Ο ΕΒΕ 754 αναφέρεται μόνο σε αρχιερατική
λειτουργία, όχι αρχιερατικό συλλείτουργο. Εάν όμως τελείται χειροτονία,
ο πατριάρχης δεν ανέρχεται στο σύνθρονο, αλλά αναπαύεται «ἐν τῷ
σελλίῳ»151. Ομοίως και ο Burney MS 54 σημειώνει ότι ο αρχιερέας ενδύεται
το ωμοφόριό του κατά την έναρξη της χειροτονίας152 και έπειτα πριν την
ύψωση153. Η παράλειψη της απεκδύσεως παράλληλα με τη διπλή αναφορά
ενδύσεως σημαίνει ότι ακολουθείται η ίδια άνωθεν πράξη. Αντιθέτως
στους Κοισλιανό 213, Κρυπτοφέρρης Γ. β. Ι και Paris gr. 412 παρατηρείται
να μη φέρει ωμοφόριο κατά την τέλεση της χειροτονίας. Μετά το πέρας
αυτής κατά τον Κρυπτοφέρρης Γ. β. Ι, «ὁ μέλλων εἰσιέναι ἀρχιδιάκονος
ἵσταται πλησίον τοῦ πατριάρχου καὶ ἐπαίρων ὁ πατριάρχης ἐκ τῆς ἁγίας
τραπέζης τὸ ὠμοφόριον ἐπιδίδωσιν αὐτῷ»154. Ο αρχιερέας δεν έφερε το
ωμοφόριο κατά τη χειροτονία, αλλά έκειτο επί της Αγίας Τραπέζης. Η
επίδοσή του στον αρχιδιάκονο, αντί να βάλλεται επί των ώμων του,
υποδηλώνει ότι ούτε κατά τη διάρκεια της αναφοράς έφερε το ωμοφόριο.
Κατά την εκφώνηση του «Ἡ θεία Χάρις…» ψάλλεται αργώς και
χαμηλοφώνως το «Κύριε, ἐλέησον»155. Ο τρόπος της εκφοράς του ορίζεται
με τους εξής τρόπους: «καὶ πάντων λεγόντων ἐκ τρίτου τὸ Κύριε
Ἐλέησον»156, «καὶ πάντων λεγόντων τὸ Κύριε Ἐλέησον ἐκ τρίτου»157 «καὶ
293
λέγουσιν πάντες μεγαλοφώνως τὸ Κύριε Ἐλέησον Γ΄»158, «καὶ λέγουσι
Κύριε Ἐλέησον γ΄ οἱ ἐντὸς τοῦ βήματος, ὁμοίως καὶ οἱ ψάλται»159, «καὶ
λέγουσιν πάντες τό, Κύριε Ἐλέησον Γ΄»160, «καὶ ἀποκρίνονται τό, Κύριε
Ἐλέησον»161, «καὶ λέγουσιν τὸ Κύριε Ἐλέησον»162, «καὶ λέγουσιν τὸ Κύριε
Ἐλέησον Γ΄»163, «καὶ ψάλλεται τὸ Κύριε Ἐλέησον Γ΄»164, «καὶ λέγουσι τό,
Κύριε Ἐλέησον τρὶς ἔσω καὶ τρὶς ἔξω»165, «καὶ ψάλλουσιν τὸ Κύριε
Ἐλέησον· ὁμοίως καὶ οἱ ἐκτός»166, «καὶ λέγουσι τὸ Κύριε Ἐλέησον γ΄ οἱ
ἐντὸς καὶ οἱ ἐκτὸς ὁμοίως»167, «καὶ ψάλλουσι τὸ Κύριε Ἐλέησον ἐκ τρίτου
οἱ ἐντὸς τοῦ βήματος καὶ οἱ ψάλται»168. Στα πρώτα έντυπα Ευχολόγια
λέγεται τρις υπό των εντός του βήματος, ομοίως και των ψαλτών169. Το
Σλαβωνικό Ευχολόγιο διατηρεί μία ιδιορρυθμία. Το «Κύριε, ἐλέησον»
ψάλλεται τρις από τους ιερείς και τους κληρικούς του Βήματος που
158 ΕΒΕ 754 (17ος αι.), φ. 33v. ΕΒΕ 771 (17ος αι.), φ. 204r. ΕΒΕ 750 (17ος αι.), φ. 111v.
159 Διον. 4027. 493 (16ος αι.), φ. 15v. Βατοπ. 1089 (16ος αι.) φ. 55v. Add MS 40755 (1600),
φ. 57r. Μ. Λαύρ. 804. Η149 (1640) φ. 70 r. ΕΒΕ 813 (17ος αι.), φ. 9v. Ιβήρ. 4992. 872 (17ος αι.), φ.
76r. Μ. Λαύρ. 837. Η182 (17ος αι.) φ. 78v. Μ. Λαύρ. 699. Η44 (1723), φ. 105 r. Βατοπ. 1092 (1748)
φ. 86v. Παντ. 6230. 723 (18ος αι.), φ. 27v. ΕΒΕ 860 (18ος αι.), σ. 179. ΒΜΧ 1487 (18ος αι.), φ. 67r.
Ex Euchologio Venetiis, έκδ. HAB, σ. 313.
160 Βατοπ. 876 (1431) φ. 12v. ΕΒΕ 877 (15ος αι.), σ. 66. Βατοπ 134 (745) (1538), έκδ.
ΔΜΗ ΙΙ, σ. 773. Μ. Λαύρ. 940. Θ78 (1546), φ. 9 v. Μ. Λαύρ. 805. Η150 (1654) φ. 91 v.
Ἀρχιερατικόν, έκδ. HAB, σ. 107.
161 Vat. gr. 1872 (12ος αι.), φ. 50r. Ex posteriore Codice Vaticano, έκδ. MOR, σ. 82.
162 Αλλατιανό (1575-1580), έκδ. MOR, σ. 90 (Ἑτέρα ἀκριβωτέρα ἑρμηνεία).
163 Ott. gr. 434 (1174-1175), φ. 94r. Μ. Λαύρ. 531. Ε69 (1613), φ. 57 v. ΕΒΕ 836 (17ος αι.),
φ. 98r-98v. ΕΒΕ 2438 (17ος αι.), φ. 81v. Δοχ. 2920. 246 (17ος αι.) φ. 43r. HAB, σ. 313. Διον. 3822.
288 (18ος αι.), φ. 237v.
164 Paris Suppl. gr. 177 (1601-1700), φ. 31v.
165 Burney MS 54 (1573), φ. 25r.
166 Μ. Λαύρ. 538. Ε76 (1653) φ. 92r.
167 Μ. Λαύρ. 691. Η36 (1598), φ. 104 v.
168 Μ. Λαύρ. 829. Η174 (18ος αι.), φ. 58r. Διον. 4072. 538 (18ος αι.), φ. 56v.
169 Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐν τῷ τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως
τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1803, σ. 121. Ἀρχιερατικόν, ἐν τῷ κατὰ τὰ Πατριαρχεῖα
Ἑλληνικῷ τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1820, σ. 41. Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐκ τῆς
Ἑλληνικῆς τυπογραφίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἐν Βενετίᾳ 11850, σ. 157. Ἱερομον.
ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΖΕΡΒΟΥ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 163. Πρωτοπρ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΝ.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ἐπιμελείᾳ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 131. Ι. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ,
Θέματα Εὐχολογίου, όπ.π., σ. 27.
294
ίστανται δεξιά της Αγίας Τραπέζης και ακολουθούν οι αριστερά
ιστάμενοι. Έπονται δε εναλλάξ ομοίως και οι δύο χοροί των ψαλτών170.
Κατά τον Συμεών, από μόνη της η επίθεση των χειρών δεν αρκεί,
αλλά απαιτείται και η επίκληση της θείας χάριτος171. Με την επίκληση της
θείας χάριτος από τον αρχιερέα μεταδίδεται διά της χειρός αυτού το
χάρισμα και ο χειροτονούμενος λαμβάνει αμέσως αυτό, διότι ο λόγος
είναι ενεργός, ως εκφωνούμενος εν Αγίω Πνεύματι και η παντοδύναμη
και αυτοτελής δύναμη δεν έχει ανάγκη χρόνου. Ο επίσκοπος ενεργεί όχι
με τη δική του δύναμη ως άνθρωπος, αλλά ως ιεράρχης διά της χάριτος. Η
χάρις, την οποία επικαλέστηκε, αυτή ενεργεί172.
Πριν την εκφώνηση του «Ἡ θεία χάρις...», εκφωνείται το
«Πρόσχωμεν», διότι «δεῖ τοῖς μεγίστοις οὕτω πάντας προσέχειν τε καὶ
συστέλλεσθαι»173. Με το «Ἡ θεία χάρις...» ο αρχιερέας επικαλείται την
κοινή μαρτυρία της Αγίας Τριάδος. Έπεται το «Ἡ πάντοτε τὰ ἀσθενῆ
θεραπεύουσα...», το οποίο σημαίνει τη δύναμη του Θεού να θεραπεύει την
ασθένεια του ανθρώπου, και το «Καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα...», που
σημαίνει ότι η χάρη του Θεού αναπληρώνει τις ελλείψεις μας, καθώς δεν
κατέχουμε τίποτα από μόνοι μας. Η επίκληση τελειώνει με το
«προχειρίζεται», δηλαδή προβάλλει, καθιστά, τελειοποιεί, και το
«Εὐξώμεθα οὖν ὑπὲρ αὐτοῦ...», επικαλούμενος ο αρχιερέας τη χάρη του
Παναγίου Πνεύματος και προσκαλούμενος πάσα την Εκκλησία συνεργό
170 J. G. KING, The rites and ceremonies of the Greek church, in Russia, όπ.π., σ.185 και
282.
171 Διάλογος, κεφ. ΡΟΘ΄. PG 155, 388B.
172 Όπ.π., κεφ. ΡΟΘ΄. PG 155, 377AC: «Καὶ ὁ χειροτονούμενος τὴν διακονίαν ἔλαβε
τῷ λόγῳ τοῦ ἱεράρχου εὐθύς· ἐνεργὴς γάρ ἐστι τῷ παναγίῳ καὶ θείῳ Πνεύματι· ὅτι καὶ
οὐκ αὐτὸς οἷα ἄνθρωπος, ἀλλ’ ὡς ἱεράρχης λέγει μετὰ τῆς χάριτος· καὶ τὴν τοιαύτην
ἐπεκαλέσατο· καὶ ἡ χάρις ἐνεργεῖ, ὅτι καὶ ἐνεργὴς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· καὶ ὅτι πάντα
ἐνεργεῖ τὸ ἓν καὶ τὸ αὐτὸ Πνεῦμα. Τότε μὲν οὖν εὐθὺς ἀπὸ ὑποδιακόνου εἰς τὸ διάκονος
εἶναι γέγονε· πλὴν ἔτι χρείαν ἔχει καὶ τῆς λοιπῆς τελετῆς τῶν ἀρχιερατικῶν εὐχῶν, καὶ
τῶν κατὰ τύπον ἁπάντων. Οὐ γὰρ ἀρκεῖ μόνον ἡ φωνὴ τὸ τὸν ὑποδιάκονον
προχειρισθῆναι εἰπεῖν εἰς διάκονον, ἢ εἰς ἄλλον τινὰ βαθμόν· ἀλλὰ σὺν αὐτῷ χρὴ καὶ ἐπὶ
τῆς ἱερᾶς τραπέζης τὴν κεφαλὴν ἔχειν, καὶ κλίναντα τὸ γόνυ, τὴν χεῖρα τοῦ ἱεράρχου
ἐπικειμένην ἔχειν, καὶ τὰς τετυπωμένας εὐχὰς ῥηθῆναί τε καὶ αἰτήσεις, καὶ
σφραγισθῆναι, καὶ ἄξιον ἀνακηρυχθῆναι, καὶ τὸν ἱερὸν ἀσπασμὸν ποιεῖσθαι· πάντα γὰρ
ταῦτα τελειοῦσι τὸν χειροτονούμενον, καὶ πάντα γενέσθαι χρή· ἐπεὶ καὶ ἐν τοῖς λοιποῖς
μυστηρίοις οὕτως ἐστίν, ὥστε πάντα τὰ νενομισμένα πραχθῆναι, καὶ μηδὲν
παραλειφθῆναι, ὡς ἐκάστου τὸν οἰκεῖον ἔχοντα λόγον». Και κεφ. ΡΟΘ΄. PG 155, 388B.
173 Όπ.π., κεφ. ΡΞΘ΄. PG 155, 376D.
295
στο έργο υπέρ του ιδίου και του χειροτονουμένου174, επισφραγιζομένη με
την τριπλή επανάληψη του «Κύριε, ἐλέησον»175. Με την εκφώνηση αυτήν
καλείται η Εκκλησία συνεργός υπέρ του χειροτονούντος και του
χειροτονουμένου και ο λαός συμμετέχει με το «Κύριε, ἐλέησον». Αυτό
σημαίνει ότι σε κάθε χειροτονία επαναλαμβάνεται ό,τι έγινε στην εκλογή
του Ματθία, όπου ο Πέτρος είχε συνεργό την Εκκλησία στις ευχές176.
Πρόκειται κατά κάποιον τρόπο για ένα είδος πρακτικού εκλογής, όπως
αναφέρθηκε177. Ο αρχιερέας, συγχρόνως με την εκφώνηση, εκφωνεί και το
όνομα του χειροτονουμένου, για να γραφτεί αυτό άνω. Από εκείνη τη
στιγμή πολιτογραφείται στον ουρανό και γίνεται γνωστός και στους
αγγέλους και στους ανθρώπους, καθώς καθίσταται λειτουργός του
Θεού178.
Συμπερασματικά, παρατηρούμε ότι προ του «Ἡ θεία Χάρις»
εκφωνείται το «Πρόσχωμεν». Στα αρχαιότερα χειροτονητήρια κείμενα, 8ο
έως 16ο αιώνα, η επίθεση των χειρών έπεται αυτής, ενώ από τον 15ο έως
σήμερα προηγείται. Κατά τη διάρκεια της εκφωνήσεως έχουμε την ψαλτή
επανάληψη του «Κύριε, ἐλέησον». Μία ιδιαιτερότητα έχουν οι κώδικες
Κοισλιανός 213, Κρυπτοφέρρης Γ. β. Ι και Paris gr. 412 κατά την τάξη
χειροτονίας πρεσβυτέρου του «πληροῦντος ἀρχιδιακόνου», όπου ο
αρχιερέας δεν φέρει ωμοφόριο. Σήμερα ο επίσκοπος θέτει την άκρη του
ωμοφορίου του επί της κεφαλής του χειροτονουμένου.
ζ. Οι τελεστικές ευχές.
Οι τελεστικές ευχές της χειροτονίας στο Βυζαντινό τυπικό είναι
δύο, οι οποίες συναντώνται αυτούσιες πλην ορισμένων διαφοροποιήσεων
σε λέξεις και εκφράσεις από το Βαρβερινό ελληνικό Ευχολόγιο 336 του 8ου
αιώνα έως και τα σημερινά έντυπα Ευχολόγια. Στην πρώτη ευχή που
είναι και η κυρίως καθαγιαστική, πιθανώς είναι και παλαιότερη κατά τον
καθηγητή Φουντούλη, εκζητείται η χάρη του Αγίου Πνεύματος επί του
χειροτονουμένου, ώστε να τον αναδείξει τέλειο και να αξιωθεί της
ιερατικής τιμής. Η δε δεύτερη ευχή μνημονεύει τα προσιδιάζοντα στον
βαθμό του πρεσβυτέρου πνευματικά χαρίσματα, όπως καταστεί άξιος
ιερουργός, κηρύσσει το ευαγγέλιο, προσφέρει δώρα και πνευματικές
296
θυσίες, ανακαινίζει τον λαό του Θεού179. Θεωρώντας τις ευχές υφολογικά
παρατηρείται η λιτότητα της πρώτης και η συντομία των αιτημάτων, το
οποίο, και σε σχέση με την κυρίως καθαγιαστική θέση που κατέχει, οδηγεί
στην άποψη της αρχαιότητάς της.
Ο Botte αρχικώς θεώρησε ότι η δεύτερη ευχή ήταν η λιγότερο
αρχαιότερη από την πρώτη180, αλλά αργότερα αναθεώρησε την άποψή του
προτείνοντας ότι κοινή πηγή και των δύο ευχών και της εκτεταμένης
παράλληλης σε αυτές ευχή του Ιακωβιτικού τυπικού ήταν η πρώτη ευχή
του Μελχιτικού τυπικού181. Ο Gy επίσης εξέφρασε τη θέση ότι οι δύο
Βυζαντινές ευχές διαμορφώθηκαν από διαίρεση μιας αρχικής ευχής. Σε
μεταγενέστερη μελέτη του, παρουσιάζεται λιγότερο θετικός σε σχέση με
τους πρεσβυτέρους και αποδέχθηκε ότι, εκτός από τη φράση «ἐν ἀμέμπτῳ
πολιτείᾳ, καὶ ἀκλινεῖ τῇ πίστει» και πιθανώς το αίτημα «τέλειον
ἀνάδειξον», όλα τα παράλληλα στοιχεία μπορούν να βρεθούν στη
δεύτερη Βυζαντινή ευχή και όχι στην πρώτη182.
Σύμφωνα με τον Bradshaw η δεύτερη ευχή παρουσιάζει εξαιρετικές
ομοιότητες με το Ιακωβιτικό και Μελχιτικό τυπικό στην αρχή, στο μέσο
και στο τέλος που καθιστά δύσκολο να φανταστούμε πως μπορεί να ήταν
το δεύτερο μισό από μία αρχικώς ενιαία ευχή, ειδικά όπως εκείνες οι
εκφράσεις της πρώτης ευχής, οι οποίες έχουν παράλληλα στα άλλα δύο
τυπικά, δεν εμφανίζουν την ίδια αλληλουχία, όπως γίνεται στα άλλα
κείμενα. Ως εκ τούτου η αληθής ερμηνεία της εξελίξεως των
χειροτονητηρίων ευχών είναι ότι η δεύτερη Βυζαντινή ευχή, η πρώτη
Μελχιτική ευχή και η Ιακωβητική μοιράζονται την ίδια κοινή πηγή και η
πρώτη Βυζαντινή ευχή είναι μία μεταγενέστερη προσθήκη στο τυπικό183.
Κατά τον Bradshaw η δομή της πρώτης ευχής μαρτυρεί μία
μεταγενέστερη σύνθεση και δεν παρουσιάζει τίποτα σε βάθος. Αν και ο
Tchékan ισχυρίστηκε ότι η εισαγωγή της ευχής σκόπευε να παρουσιάσει
297
τον ίδιο τον Θεό ως τύπο του πρεσβυτέρου184, είναι μάλλον υπερβολικό. Η
σαφής αναφορά στη μέσω του επισκόπου προχείριση του υποψηφίου και ο
αδιαμφισβήτητος προσδιορισμός της ιερωσύνης του πρεσβυτερίου,
ανήκουν σε έναν μεταγενέστερο συλλογισμό από αυτόν που διακρίνει τη
δεύτερη ευχή. Το υπόλοιπο της ευχής αποτελεί μίμηση από
ενσωματωμένες φράσεις δανειζόμενες από άλλες πηγές185.
Συμπερασματικά είναι πιθανό ότι η φράση «ἐν ἀμέμπτῳ πολιτείᾳ καὶ
ἀκλινεῖ τῇ πίστει εὐδόκησον ὑποδέξασθαι τὴν μεγάλην ταύτην χάριν τοῦ
ἁγίου σου Πνεύματος»186 προέρχεται επίσης από μία διαφορετική έκδοση
της δευτέρας ευχής, μορφή η οποία συγγενεύει περισσότερο προς το
Μελχιτικό και Ιακωβιτικό τυπικό187.
Ερχόμενος στη δεύτερη ευχή ο Bradshaw παρατηρεί ότι δεν
προσδιορίζει το πρεσβυτέριο μεσω βιβλικής τυπολογίας. Στο πλαίσιο που
συντέθηκε η ευχή, το πρεσβυτέριο παρουσιάζεται όχι πλέον ως ένα
συλλογικό σώμα που έργο του έχει τη διακυβέρνηση του λαού. Η ευχή
χρησιμοποιεί αυστηρά λειτουργικούς όρους, προσδιορίζοντας τα
καθήκοντα του ιερέως, όπως αναφέρθηκαν άνωθεν. Η φράση
«ἱερουργεῖν» δεικνύει ότι η ιερατική διάσταση του λειτουργήματος του
πρεσβυτέρου φαίνεται τόσο στο κήρυγμα, όσο και στην ιερουργία των
μυστηρίων. Αυτό αντιστοιχεί στην αντιοχειανή παράδοση του 4ου αιώνα,
όπου οι πρεσβύτεροι είχαν ξεχωριστή θέση στο κήρυγμα, ενώ οι επίσκοποι
κατείχαν ακόμα το προνόμιο να προεδρεύουν της ευχαριστιακής
συνάξεως188.
Η ύπαρξη δύο ευχών στην Κωνσταντινούπολη μπορεί
αναμφισβήτητα να είναι τόσο παλιά, όσο και το Corpus Dionysiacum. Στο
Περί Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας Ε΄, II, με θέμα «Μυστήριο ἱερατικῶν
τελειώσεων» ο συντάκτης αναφέρεται στις πάναγνες επικλήσεις
(ἐπικλήσεσιν), σε πληθυντικό και για τις τρεις τάξεις του ιερατείου.
Πρώτα στοιχεία, ωστόσο, δείχνουν ότι η δομή των χειροτονητηρίων ευχών
όλων των κληρικών ήταν αρχικά η ίδια, ιδίως όσον αφορά την ύπαρξη
298
μιας μόνο καθαγιαστικής ευχής. Στο 8ο βιβλίο των Αποστολικών
Διαταγών, ενδεικτικό του τέλους του 4ου αιώνα του Δυτικού Συριακού
τύπου, από την οποία η Κωνσταντινούπολη ήταν λειτουργικά
εξαρτωμένη, υπάρχει μόνο μία ευχή για τη χειροτονία του επισκόπου,
πρεσβύτερου, διακόνου, διακονίσσης, υποδιακόνου και αναγνώστου.
Όπως αναφέρθηκε ήδη, στα χειροτονητήρια κείμενα των
κανονικολειτουργικών συλλογών η καθιερωτική ευχή ήταν μία για κάθε
βαθμό, στους δε Κανόνες του Ιππολύτου και την Αποστολική Παράδοση
κατά τη σαϊδική και αραβική μετάφραση υπάρχει μία κοινή ευχή για τη
χειροτονία του επισκόπου και του πρεσβυτέρου, με τη διαφορά ότι
δηλώνεται ο βαθμός του επισκόπου και του πρεσβυτέρου αντιστοίχως.
Στον κώδικα Κρυπτοφέρρης Γ. β. Ι του 13ου αιώνα, αντί του «Τάξις»
οι ακολουθίες χειροτονίας δίνονται υπό την εξής κοινή επικεφαλίδα:
«Εὐχὴ (ενικός) ἐπὶ χειροτονίᾳ». Η μόνη εξαίρεση στον κώδικα είναι η πολύ
μεταγενέστερη ακολουθία: «Τάξις ἀκολουθίας ἐν τῇ χειροτονίᾳ
πρεσβυτέρου, τοῦ πληροῦντος ἀρχιδιακόνου» Το ερώτημα παραμένει,
ποια από τις δύο ευχές προστέθηκε στην αρχική ευχή;
Ο πολλαπλασιασμός των ευχών σε μία συγκεκριμένη ακολουθία
είναι αρκετά συχνή στο βυζαντινό τυπικό. Συχνά διαφορετικά τοπικά
τυπικά ενσωματώνονταν εξολοκλήρου σε ένα μυστήριο. Με τον ίδιο
τρόπο, ευχές προστέθηκαν επίσης στα υφιστάμενα τυπικά από ξένες
πηγές. Όσον αφορά τη χειροτονία, αν κοιτάξουμε τη δομή των τυπικών,
γίνεται σαφές ότι η πρώτη ευχή ήταν εμβόλιμη πρόσθεση στον αρχικό
απλούστερο τύπο. Η θεωρία ότι οι δύο ευχές ήταν αρχικά μία έχει
εγκαταλειφθεί από τις πρόσφατες μελέτες κυρίως βάσει συγκριτικής
λειτουργιολογίας. Συγκεκριμένα, έχει αποδειχθεί ότι υπάρχει μία
στενότερη συγγένεια μεταξύ της δευτέρας ευχής με τις αντίστοιχες ευχές
των άλλων ανατολικών λειτουργικών παραδόσεων189.
Κατά την εκφώνηση των ευχών ο αρχιερέας έχει επικειμένη τη
χείρα του επί της κεφαλής του υποψηφίου. Σε όλους τους κώδικες που
έχουμε υπόψιν μας οι ευχές είναι οι ίδιες εκτός από κάποιες παραλλαγές.
Οι σημαντικότερες διαφορές εντοπίζονται στο Βαρβερινό ελληνικό
Ευχολόγιο 336: στην πρώτη ευχή «ἐδοκίμασας» αντί «εὐδόκισας»,
299
«ἀμωμήτῳ» αντί «ἀμέμπτῳ» και στη δεύτερη ευχή «πρεσβυτερίου» αντί
«πρεσβυτέρου», «παραστῆναι» αντί «παρεστάναι», «σωτηρίας» αντί
«βασιλείας», «τοῦ λουτροῦ τῆς παλιγγενεσίας» αντί «τῆς τοῦ λουτροῦ
παλιγγενεσίας»190. Διαφορές απαντώνται και στα χειρογραφα, όπως στην
πρώτη ευχή ο Διον. 3633. 99 «πρεσβύτερος ὑπάρχων»191 αντί «πρεσβύτατος
ὑπάρχων» και «ἐδοκίμασας»192 αντί «εὐδόκησας», Vat. gr. 1872 «πρύτανης
ὑπάρχων»193 αντί «πρεσβύτατος ὑπάρχων», οι Burney MS 54, Μ. Λαύρ. 531.
Ε69, Μ. Λαύρ. 805. Η150, Egerton MS 2392 «πρεσβυτερίου»194 αντί
«πρεσβυτέρου», ο Ιβήρ. 4992. 872 «ἱερουργῆσαι τὸν λόγον» 195
, αντί
«ἱερουργεῖν τὸν λόγον», ο Μ. Λαύρ. 568. Ε106 «τῆς ἀληθείας» 196 αντί «τῆς
σῆς ἀληθείας», ο Κρυπτοφέρρης Γ. β. Ι «ἀμωμήτῳ»197 αντί «ἀμέμπτῳ», ο
ΕΒΕ 2438, Μ. Λαύρ. 805. Η150 «ἀκλινῆ»198 αντί «ἀκλινεῖ», ο ΕΒΕ 754 «τοῦ
ἁγίου πνεύματος»199 αντί «τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος», ο Εσφ. 2172. 159
«κατὰ πᾶσιν εὐαρεστοῦντά σοι»200 αντί «ἐν πᾶσιν εὐαρεστοῦντά σοι», ο
Βατοπ 984 «ὑπὸ τῆς προγνωστικῆς δυνάμεως»201 αντί «ὑπὸ τῆς σῆς
προγνωστικῆς δυνάμεως», ο Μ. Λαύρ. 805. Η150 «ἀξίως πολιτευόμενον
τῆς μεγάλης σου εὐσπλαγχνίας τῆς δωρηθείσης αὐτῷ ὑπὸ τῆς σῆς
προγνωστικῆς δυνάμεως»202 αντί «ἀξίως πολιτευόμενον τῆς δωρηθείσης
αὐτῷ ὑπὸ τῆς σῆς προγνωστικῆς δυνάμεως».
Στη δε δεύτερη ευχή ο Ott. gr. 434 «ἀνεξιχνίαστος ἐν ἔργοις»203 αντί
«ἀνεξιχνίαστος ἐν συνέσει» και «θαυμαστὸς ἐν συνέσει»204 αντί
190 Barberini gr. 336 (8ος αι.), 163v-165r, έκδ. ST. PARENTI & EL. VELKOVSKA,
Euchologii Barberini Gr. 336, όπ.π., σσ. 380-381.
191 Διον. 3633. 99 (14ος αι.), εἰλητ.
192 Διον. 3633. 99 (14ος αι.), εἰλητ.
193 Vat. gr. 1872 (12ος αι.), φ. 50r.
194 Burney MS 54 (1573), φ. 25r. Μ. Λαύρ. 531. Ε69 (1613), φ. 57v. Μ. Λαύρ. 805. Η150
(1654) φ. 92r. Egerton MS 2392 (1664), φ. 61v.
195 Ιβήρ. 4992. 872 (17ος αι.), φ. 76v.
196 Μ. Λαύρ. 568. Ε106 (17ος, 1683), φ. 9r.
197 Grottaferrata Γ. β. I (13ος αι.), φ. 41v, έκδ. M. ARRANZ, L’ Eucologio
constantinopolitano agli inizi del secolo XI, όπ.π., σ. 148.
198 ΕΒΕ 2438 (17ος αι.), φ. 82r. Μ. Λαύρ. 805. Η150 (1654) φ. 92 v.
199 ΕΒΕ 754 (17ος αι.), φ. 34r.
200 Εσφ. 2172. 159 (17ος αι.), φ. 32r.
201 Βατοπ. 984 (14ος αι.) φ. 4r.
202 Μ. Λαύρ. 805. Η150 (1654) φ. 92v.
203 Ott. gr. 434 (1174-1175), φ. 94v.
204 Ott. gr. 434 (1174-1175), φ. 94v.
300
«θαυμαστὸς ἐν βουλαῖς», ο Μ. Λαύρ. 568. Ε106 «θαυμαστὸς ἐν συνέσει καὶ
ἐν βουλαῖς»205 αντί «θαυμαστὸς ἐν συνέσει», ο ΕΒΕ 781 «καὶ τοῦτον
εὐδόκησας»206 αντί «καὶ τοῦτον ὃν εὐδόκησας», o Burney MS 54, ο Διον.
4027. 493, ο Μ. Λαύρ. 531. Ε69, ο Δοχ. 2920. 246 και ο Διον. 3822. 288
«πρεσβυτερίου»207 αντί «πρεσβυτέρου», ο Ιβήρ. 4992. 872 «τὴν τοῦ ἁγίου
σου Πνεύματος δωρεὰν»208 αντί «τῆς τοῦ ἁγίου σου Πνεύματος δωρεᾶς», οι
Vat. gr. 1872 και Κρυπτοφέρρης Γ. β. Ι «παραστῆναι»209 αντί «παρεστᾶναι»,
ο Μ. Λαύρ. 531. Ε69 «παρεστᾶναι ἀμέμπτως τῷ ἁγίῳ σου θυσαστηρίῳ»210
αντί «παρεστᾶναι ἀμέμπτως τῷ θυσαστηρίῳ σου», οι ΕΒΕ 2473, 781, 877,
754, 750, 771, 836, o Μ. Λαύρ. 568. Ε106, οι Κοισλιανός 213, Vat. gr 1872, Vat.
gr 1970, Κρυπτοφέρρης Γ. β. Ι, Διον. 3633. 99, Βατοπ. 984, Paris gr. 2509
(=Bibliotheca Regia 1741 έκδ. MOR), Βατοπ. 876, Διον. 4023. 489, Burney MS
54, Μ. Λαύρ. 531. Ε69, Μ. Λαύρ. 805. Η150, Egerton MS 2392, Μ. Λαύρ. 568.
Ε106, Δοχ. 2920. 246, Διον. 3822. 288, «εὐαγγέλιον τῆς σωτηρίας σου»211 αντί
«εὐαγγέλιον τῆς Βασιλείας σου», ο Vat. gr 1872 «ἱερουργεῖν τῷ λόγῳ»212
αντί «ἱερουργεῖν τὸν λόγον σου» και «ἐν τῇ δευτέρᾳ ἐπιφανείᾳ»213 αντί «ἐν
τῇ δευτέρᾳ ἐπιδημίᾳ», ο Κρυπτοφέρρης Γ. β. Ι «τῆς σῆς ἀληθείας»214 αντί
«τῆς ἀληθείας σου», o Burney MS 54, ο Μ. Λαύρ. 531. Ε69 και ο ΕΒΕ 836
301
«ἀνακαινίζειν τὸν λόγον σου»215 αντί «ἀνακαινίζειν τὸν λαόν σου», ο
Κρυπτοφέρρης Γ. β. Ι «τοῦ λουτροῦ τῆς παλιγγενησίας»216 αντί «τῆς τοῦ
λουτροῦ παλιγγενεσίας», ο ΕΒΕ 836 «ὑπαντῆσαι»217 αντί «ὑπαντήσας»,
«τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ»218 αντί «τοῦ μονογενοῦς σου Υἱοῦ», οι ΕΒΕ 750, 771
«τοῦ μονογενοῦς σου δέξηται»219 αντί «τοῦ μονογενοῦς σου Υἱοῦ, δέξηται»
και οι ΕΒΕ 877, 754, 750, 771 «ἐν τῷ πλήθει τῆς σῆς ἀγαθότητος»220 αντί «ἐν
τῷ πλήθει τῆς ἀγαθότητός σου». O Μ. Λαύρ. 829. Η174 παραλείπει το
«ἱερουργεῖν τὸν λόγον τῆς ἀληθείας σου»221. Επουσιώδεις λεκτικές
διαφορές, πιθανόν αντιγραφικές δεν τις αναφέρουμε.
Και οι δύο τελεστικές ευχές λέγονταν χαμηλοφώνως – μυστικώς222,
ως ορίζουν και τα έντυπα Ευχολόγια223, και εκφώνως οι καταλήξεις τους,
«Ὅτι σὸν τὸ κράτος...»224, «Ὅτι ηὐλόγηται...»225, όπως αυτό δηλώνεται ή
215 Burney MS 54 (1573), φ. 26v. Μ. Λαύρ. 531. Ε69 (1613), φ. 59r. ΕΒΕ 836 (17ος αι.), φ.
100 .
v
302
υπονοείται από κάποια χειρόγραφα και από τον Συμεών Θεσσαλονίκης 226.
Ως υπόνοια νοείται η φράση «καὶ μετὰ τὴν ἐκφώνησιν λέγει ὁ
πρωτοπαπᾶς» μετά το πέρας της πρώτης ευχής227, η οποία
χρησιμοποιείται είτε μεμονωμένα, είτε παράλληλα προς τον
χαρακτηρισμό ως εκφωνήσεων των κατακλείδων των ευχών. Στο
Βαρβερινό ελληνικό Ευχολόγιο 336 καθορίζεται ως εκφώνηση μόνο η
κατάληξη της δευτέρης ευχής228. Η δεύτερη ευχή λεγόταν είτε κατά τη
διάρκεια των ειρηνικών (“τούτων λεγομένων”229 ή “ἐν τῷ γενέσθαι”230) είτε
(17ος αι.), φ. 205v. ΕΒΕ 754 (17ος αι.), φ. 34v. Εσφ. 2172. 159 (17ος αι.), φ. 32r. Ιβήρ. 4992. 872 (17ος
αι.), φ. 76r.
225 Ott. gr. 434 (1174-1175), φ. 95r. Vat. gr. 1970 (μέσα 12ου αι.), φ. 196v. Paris gr. 412
(1250-1350), εἰλητ. (Τάξις γινομένη ἐπὶ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου...). Διον. 3633. 99 (14ος αι.),
εἰλητ. Βατοπ. 984 (14ος αι.) φ. 4v. Βατοπ. 876 (1431) φ. 15v. Διον. 4023. 489 (15ος αι.), φ. 65v.
ΕΒΕ 877 (15ος αι.), σ. 69. Μ. Λαύρ. 940. Θ78 (1546), φ. 11 r. ΕΒΕ 781 (16ος αι.), φ. 56r. Paris
Suppl. gr. 177 (1601-1700), φ. 32v. Μ. Λαύρ. 568. Ε106 (1683), φ. 11r. ΕΒΕ 836 (17ος αι.), φ. 100v.
ΕΒΕ 750 (17ος αι.), φ. 114r. ΕΒΕ 771 (17ος αι.), φ. 209r. ΕΒΕ 754 (17ος αι.), φ. 36r. Εσφ. 2172. 159
(17ος αι.), φ. 35r. Bibliotheca Regia 1741, έκδ. MOR, σ. 71.
226 Διάλογος, κεφ. ΡΟΘ΄. PG 155, 388C. Και κεφ. ΡΞΘ΄. PG 155, 377D.
227 Βατοπ. 876 (1431) φ. 13v. ΕΒΕ 877 (15ος αι.), σ. 67. Μ. Λαύρ. 940. Θ78 (1546), φ. 10r.
Burney MS 54 (1573), φ. 25v. Μ. Λαύρ. 691. Η36 (1598), φ. 105v. Διον. 4027. 493 (16ος αι.), φ.
16r. Βατοπ. 1089 (16ος αι.) φ. 55v. Add MS 40755 (1600), φ. 57v. Μ. Λαύρ. 531. Ε69 (1613), φ.
58r. Μ. Λαύρ. 804. Η149 (1640) φ. 71 r. Μ. Λαύρ. 805. Η150 (1654) φ. 93 r. Μ. Λαύρ. 568. Ε106
(1683), φ. 9v. ΕΒΕ 836 (17ος αι.), φ. 99r. ΕΒΕ 813 (17ος αι.), φ. 10r. 754 (17ος αι.), φ. 34v. ΕΒΕ 2438
(17ος αι.), φ. 82v. ΕΒΕ 771 (17ος αι.), φ. 208r. ΕΒΕ 750 (17ος αι.), φ. 112v. Δοχ. 2920. 246 (17ος αι.)
φ. 44r. Ιβήρ. 4992. 872 (17ος αι.), φ. 77r. Μ. Λαύρ. 837. Η182 (17ος αι.) φ. 79v. Μ. Λαύρ. 699. Η44
(1723), φ. 105v. Βατοπ. 1092 (1748) φ. 87v. Διον. 3822. 288 (18ος αι.), φ. 239r. Παντ. 6230. 723
(18ος αι.), φ. 29v. ΕΒΕ 860 (18ος αι.), σ. 179. ΒΜΧ 1487 (18ος αι.), φ. 68r. Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐν
τῷ τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1803,
σ. 121. Ἀρχιερατικόν, ἐν τῷ κατὰ τὰ Πατριαρχεῖα Ἑλληνικῷ τυπογραφείῳ,
Κωνσταντινούπολη 1820, σ. 42. Ἀρχιερατικόν, έκδ. HAB, σ. 108. Ex Euchologio Venetiis,
έκδ. HAB, σ. 314.
228 Barberini gr. 336 (8ος αι.), φ. 165r, έκδ. ST. PARENTI & EL. VELKOVSKA,
Euchologii Barberini Gr. 336, όπ.π., σ. 381.
229 Coislin 213 (1027), 28v, έκδ. M. ARRANZ, L’ Eucologio constantinopolitano agli inizi
del secolo XI, όπ.π., σ. 149, υποσ. 1. Vat. gr. 1872 (12ος αι.), φ. 51r. Paris gr. 412 (1250-1350),
εἰλητ. (Τάξις γινομένῃ ἐπὶ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου...). Paris gr. 2509 (1401-1500), φ. 224r
(=Bibliotheca Regia 1741, έκδ. MOR, σ. 71). ΕΒΕ 877 (15ος αι.), σ. 68. Βατοπ 134 (745) (1538),
έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 773. Μ. Λαύρ. 940. Θ78 (1546), φ. 11 r. Bibliotheca Clericorum Regularium,
έκδ. MOR, σ. 76. Ex posteriore Codice Vaticano, έκδ. MOR, σ. 82.
230 Vat. gr. 1970 (μέσα 12ου αι.), φ. 195v.
303
μετά το πέρας αυτών (“τούτων ῥηθέντων”)231, είτε αφηνόταν στη διάκριση
του αρχιερέως (“τούτων ῥηθέντων ἢ καὶ λεγομένων ἔτι”)232. Στην
πατριαρχική διάταξη, παραδόξως ο ίδιος ο πατριάρχης εκφωνεί τα
αιτήματα και αποκρίνονται οι πρεσβύτεροι233. Η πράξη αυτή ίσως υπονοεί
ότι εδώ οι ευχές αναγινώσκονταν εις επήκοον πάντων, χωρίς να
καλύπτονται από το «Κύριε, ἐλέησον». Στη σημερινή ισχύουσα πράξη η
δεύτερη ευχή λέγεται κατά τα ειρηνικά234, ενώ και οι δύο ευχές με τις
καταλήξεις τους χαμηλοφώνως. Σε μερικούς κώδικες προ της πρώτης235 ή
και προ της δευτέρας ευχής236 εκφωνείται υπό του διακόνου το «τοῦ Κυρίου
δεηθῶμεν».
Οι τελεστικές ευχές της χειροτονίας στον Συμεών είναι δύο, που
σημαίνουν τη διπλή φύση του Χριστού και τη διφυή φύση του ανθρώπου,
231 Διον. 3633. 99 (14ος αι.), εἰλητ. Burney MS 54 (1573), φ. 26v. ΕΒΕ 781 (16ος αι.), φ.
55v. Μ. Λαύρ. 568. Ε106 (1683), φ. 10 r. Εσφ. 2172. 159 (17ος αι.), φ. 34r.
232 Μ. Λαύρ. 805. Η150 (1654) φ. 93 v. ΕΒΕ 2473 (15ος αι.), φ. 61v. ΕΒΕ 750 (17ος αι.), φ.
113r. ΕΒΕ 771 (17ος αι.), φ. 207v. ΕΒΕ 754 (17ος αι.), φ. 35r. Ἀρχιερατικόν, έκδ. HAB, σ. 108.
233 Ἀρχιερατικόν, έκδ. HAB, σ. 108.
234 Ι. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Θέματα Εὐχολογίου, όπ.π., σ. 29. Ἀρχιερατικόν, έκδ.
Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθῆναι 32014, σ. 146.
235 Βατοπ. 876 (1431) φ. 12v. ΕΒΕ 877 (15ος αι.), σ. 66. Βατοπ 134 (745) (1538), έκδ.
ΔΜΗ ΙΙ, σ. 773. Μ. Λαύρ. 940. Θ78 (1546), φ. 9v. Burney MS 54 (1573), φ. 25r. Μ. Λαύρ. 691.
Η36 (1598), φ. 104v. Διον. 4027. 493 (16ος αι.), φ. 15v. Βατοπ. 1089 (16ος αι.) φ. 56r. Add MS
40755 (1600), φ. 57r. Μ. Λαύρ. 805. Η150 (1654) φ. 91v. ΕΒΕ 2438 (17ος αι.), φ. 81v. ΕΒΕ 813 (17ος
αι.), φ. 9v. ΕΒΕ 836 (17ος αι.), φ. 98r. ΕΒΕ 754 (17ος αι.), φ. 33v. ΕΒΕ 771 (17ος αι.), φ. 207r. ΕΒΕ
750 (17ος αι.), φ. 112r. Δοχ. 2920. 246 (17ος αι.) φ. 43r. Ιβήρ. 4992. 872 (17ος αι.), φ. 76r. Μ. Λαύρ.
699. Η44 (18ος αι., 1723), φ. 105r. Βατοπ. 1092 (1748) φ. 86v. Μ. Λαύρ. 829. Η174 (18ος αι.), φ.
58r. Διον. 3822. 288 (18ος αι.), φ. 238r. Διον. 4072. 538 (18ος αι.), φ. 57r. Παντ. 6230. 723 (18ος αι.),
φ. 27v. ΕΒΕ 860 (18ος αι.), σ. 178. ΒΜΧ 1487 (18ος αι.), φ. 67v. Ἀρχιερατικόν, έκδ. HAB, σ. 107.
Αλλατιανό (1575-1580), έκδ. MOR, σ. 90 (Ἑτέρα ἀκριβωτέρα ἑρμηνεία). Εὐχολόγιον τὸ
Μέγα, ἐν τῷ τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τυπογραφείῳ,
Κωνσταντινούπολη 1803, σ. 121. Ἀρχιερατικόν, ἐν τῷ κατὰ τὰ Πατριαρχεῖα Ἑλληνικῷ
τυπογραφείῳ Κωνσταντινούπολη 1820, σ. 41. Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς
τυπογραφίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἐν Βενετίᾳ 11850, σ. 157. Ἱερομον. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ
ΖΕΡΒΟΥ, ἐπιμελείᾳ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 164. Πρωτοπρ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΝ.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ἐπιμελείᾳ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 131. Ι. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ,
Θέματα Εὐχολογίου, όπ.π., σ. 29. J. G. KING, The rites and ceremonies of the Greek church, in
Russia, όπ.π., σ. 286.
236 ΕΒΕ 2473 (15ος αι.), φ. 61v. ΕΒΕ 877 (15ος αι.), σ. 68. ΕΒΕ 754 (17ος αι.), φ. 35v. ΕΒΕ
771 (17ος αι.), φ. 204r. ΕΒΕ 750 (17ος αι.), φ. 113r. Ι. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Θέματα Εὐχολογίου
όπ.π., σ. 27.
304
την οποία αυτές αγιάζουν237. Και οι δύο ευχές λέγονταν με χαμηλή φωνή
και οι καταλήξεις αυτών εκφώνως238. Οι ευχές ολοκληρώνονται με
εξύμνηση και επίκληση της Αγίας Τριάδος239.
Από την ανάλυση φαίνεται ότι σε αρκετούς κώδικες προ της
πρώτης ευχής, σε ελάχιστους και προ της δευτέρας, εκφωνείται υπό του
διακόνου έως και τα έντυπα Ευχολόγια, το «τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν».
Έπονται οι δύο τελεστικές ευχές, οι οποίες αναγινώσκονται μυστικώς και
κατά τη διάρκειά τους ο αρχιερέας έχει τη δεξιά του χείρα επικειμένη. Οι
καταλήξεις λέγονταν εκφώνως και αυτό δηλώνεται ή υπονοείται από
κάποια χειρόγραφα και από τον Συμεών Θεσσαλονίκης. Η δεύτερη ευχή
λεγόταν είτε κατά τη διάρκεια των ειρηνικών, είτε μετά το πέρας αυτών,
είτε αφηνόταν στη διάκριση του αρχιερέως.
η. Διακονικά.
Μεταξύ των δύο καθιερωτικών ευχών στη χειροτονία και των τριών
βαθμών της ιερωσύνης τοποθετούνται τα διακονικά αιτήματα ή η
διαφορετικώς τιτλοφορουμένη «συναπτή», «διακονικὴ εὐχὴ» ή «εὐχὴ
διακόνου», τα οποία ανάλογα με τον βαθμό του χειροτονουμένου
απαγγέλλονται: από τον αρχιδιάκονο κατά τη χειροτονία του διακόνου,
από τον πρωτοπρεσβύτερο κατά τη χειροτονία του πρεσβυτέρου ή από τον
αμέσως μετά τον χειροτονούντα επίσκοπο πρώτου κατά τα πρεσβεία
επισκόπου στη χειροτονία του επισκόπου.
Τα διακονικά αιτήματα εκφωνούνται από τον πρώτο των
ομοιοβάθμων ιερέων240, υπό του «πρωτοπαπᾶ»241 ή «τοῦ πρωτόπαπα ἤ
305
ἑτέρου»242 ή του «πρωτοπρεσβυτέρου»243 ή του «πρώτου τῶν
πρεσβυτέρων»244 ή «τῶν ἱερέων»245, ή «τοῦ πρώτου τῶν πρεσβυτέρων ἢ
ἑτέρου πρεσβυτέρου»246 ή «εἷς τῶν πρεσβυτέρων, ἢ τῶν πρωτοϊερέων»247 ή
«εἷς τῶν πρεσβυτέρων»248. Εξαίρεση υπάρχει σε κώδικα Βατικανό, όπου τα
διακονικά εκφωνεί ο αρχιδιάκονος249, και στην πατριαρχική διάταξη, όπου
παραδόξως ο ίδιος ο πατριάρχης λέγει χαμηλοφώνως τα αιτήματα και
(1600), φ. 57v. Ε69 (1613), φ. 58r. Μ. Λαύρ. 804. Η149 (1640) φ. 71 r. Μ. Λαύρ. 805. Η150 (1654)
φ. 93r. Μ. Λαύρ. 568. Ε106 (1683), φ. 9 v. ΕΒΕ 836 (17ος αι.), φ. 99r. ΕΒΕ 813 (17ος αι.), φ. 10r. ΕΒΕ
750 (17ος αι.), φ. 112v. ΕΒΕ 771 (17ος αι.), φ. 205v. ΕΒΕ 2438 (17ος αι.), φ. 82v. ΕΒΕ 754 (17ος αι.),
φ. 34v. Δοχ. 2920. 246 (17ος αι.) φ. 44r. Ιβήρ. 4992. 872 (17ος αι.), φ. 77r. Μ. Λαύρ. 531. Μ. Λαύρ.
837. Η182 (17ος αι.) φ. 79v. Μ. Λαύρ. 699. Η44 (1723), φ. 106 r. Βατοπ. 1092 (1748) φ. 87v. Μ.
Λαύρ. 829. Η174 (18ος αι.), φ. 58v. Διον. 4072. 538 (18ος αι.), φ. 57v. Παντ. 6230. 723 (18ος αι.), φ.
29v. ΕΒΕ 860 (18ος αι.), σ. 179. ΒΜΧ 1487 (18ος αι.), φ. 68r. Ex Euchologio Venetiis, έκδ. HAB σ.
314. Αλλατιανό (1575-1580), έκδ. MOR, σ. 90 (Ἑτέρα ἀκριβωτέρα ἑρμηνεία). Εὐχολόγιον τὸ
Μέγα, ἐν τῷ τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τυπογραφείῳ,
Κωνσταντινούπολη 1803, σ. 121. Ἀρχιερατικόν, ἐν τῷ κατὰ τὰ Πατριαρχεῖα Ἑλληνικῷ
τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1820, σ. 42. Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς
τυπογραφίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἐν Βενετίᾳ 11850, σ. 158. Ἱερομον. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ
ΖΕΡΒΟΥ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 164. Πρωτοπρ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΝ.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ἐπιμελείᾳ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 131. Ι. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ,
Θέματα Εὐχολογίου, όπ.π., σ. 27. J. G. KING, The rites and ceremonies of the Greek church, in
Russia, όπ.π., σ. 286.
242 Burney MS 54 (1573), φ. 25v.
243 Coislin 213 (1027), φ. 29v (Τάξις ἀκολουθίας ἐν τῇ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου, τοῦ
πληροῦντος ἀρχιδιακόνου). Grottaferrata Γ. β. I (13ος αι.), φ. 43r, έκδ. M. ARRANZ, L’
Eucologio constantinopolitano agli inizi del secolo XI, όπ.π., σ. 151 (Τάξις ἀκολουθίας ἐν τῇ
χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου τὸν πληροῦντα ἀρχιδιάκονον). Paris gr. 412 (1250-1350), εἰλητ.
(Τάξις ἀκολουθίας ἐν τῇ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου τοῦ πληροῦντος ἀρχιδιακόνου).
244 Paris gr. 2509 (1401-1500), φ. 224r (=Bibliotheca Regia 1741, έκδ. MOR, σ. 71).
Bibliotheca Clericorum Regularium, έκδ. MOR, σ. 76.
245 Paris Suppl. gr. 177 (1601-1700), φ. 32r.
246 Coislin 213 (1027), φ. 28r, έκδ. M. ARRANZ, L’ Eucologio constantinopolitano agli
inizi del secolo XI, όπ.π., σ. 148, υποσ. 1. Paris gr. 412 (1250-1350), εἰλητ. (Τάξις γινομένη ἐπὶ
χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου...). Διον. 3633. 99 (14ος αι.), εἰλητ. Βατοπ. 984 (14ος αι.) φ. 4r. ΕΒΕ
781 (16ος αι.), φ. 55r. Egerton MS 2392 (1664), φ. 62r. Εσφ. 2172. 159 (17ος αι.), φ. 33r.
247 Διον. 4023. 489 (15ος αι.), φ. 64r (=έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 641). Αλλατιανό (1575-1580), έκδ.
MOR, σ. 92 (Τάξις γινομένη ἐπὶ χειροτονίᾳ ἱερέως πλουσιοπαροχωτέρα).
248 Barberini gr. 336 (8ος αι.), φ. 164r, έκδ. ST. PARENTI & EL. VELKOVSKA,
Euchologii Barberini Gr. 336, όπ.π., σ. 380. Vat. gr. 1970 (μέσα 12ου αι.), φ. 196r. Ξενοφῶντος
163 (14ος αι.), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 361.
249 Vat. gr. 1872 (12ος αι.), φ. 50v. Ex posteriore Codice Vaticano, έκδ. MOR, σ. 82.
306
αποκρίνονται οι πρεσβύτεροι250. Επειδή μετά το τέλος των διακονικών
σημειώνεται το «τούτων ῥηθέντων ἢ καὶ λεγομένων ἔτι», ίσως τα
εκφωνούσε και ο πρωτοπρεσβύτερος251. Ο τρόπος εκφωνήσεως είναι
χαμηλοφώνως, «λεπτῇ τῇ φωνῇ ὅσον ἀκούειν τοὺς συμπαρόντας
πρεσβυτέρους καὶ αποκρίνεσθαι», κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης της
δευτέρας ευχής υπό του αρχιερέως. Όπως αναφέρθηκε χαρακτηριστικά
στην προηγούμενη ενότητα, μερικοί κώδικες μαρτυρούν εις επήκοον
εκφώνηση αυτών και τη μετά το πέρας αυτών ανάγνωση της δευτέρας
ευχής252. Στον Συμεών την πρώτη ευχή ακολουθούν τα διακονικά, τα
οποία αναγιγνώσκονται από τον πρώτο των πρεσβυτέρων253.
Η ανάγνωση αυτών υπό του πρώτου πρεσβυτέρου και, η διά του
ψαλτώς επαναλαμβανομένου «Κύριε, ἐλέησον» υπό παντός του
πρεσβυτερίου, επίκληση δηλώνει ότι το πρεσβυτέριο καλείται να
συνευχηθεί με τον αρχιερέα για τον χειροτονούμενο. Αυτό, κατά τον
Φουντούλη, μπορεί να θεωρηθεί παράλληλο προς την πράξη στο Ρωμαϊκό
λειτουργικό τυπικό που μαρτυρείται από την Αποστολική Παράδοση του
Ιππολύτου, όπου η συνιερουργία επισκόπου και πρεσβυτέρων δηλούται με
την επίθεση των χειρών και των πρεσβυτέρων επί της κεφαλής του
χειροτονουμένου254.
307
Στην πλειονότητα των κωδίκων και τα έντυπα Ευχολόγια οι
αιτήσεις ακολουθούν μία συγκεκριμένη δομή. Αιτούνται «υπέρ της
άνωθεν ειρήνης, υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου, υπέρ του
αρχιεπισκόπου, υπέρ του προχειριζομένου πρεσβυτέρου, υπέρ της πόλεως
και υπέρ της αποτροπής πάσης θλίψεως και κινδύνου». Παρατηρούνται
όμως και διαφοροποιήσεις με την παράλειψη κάποιων αιτημάτων ή την
προσθήκη. Έτσι αλλού παραλείπεται το αίτημα «ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ
σύμπαντος κόσμου»255, το «ὑπὲρ τοῦ ῥυσθῆναι»256 και το «ὑπὲρ τῆς
πόλεως»257 και αλλού προστίθενται αιτήματα, το «ὑπὲρ τοῦ ἁγίου
οἴκου»258, το «ὑπὲρ τῶν Βασιλέων»259, το «ὑπὲρ τοῦ συμπολεμῆσαι...»260, το
«ὑπὲρ πάντων τῶν χρῃζόντων...»261, το «ὑπὲρ πάντων τῶν παρισταμένων
κανονικολειτουργικές συλλογές, των οποίων τις μαρτυρίες ήδη εξετάσαμε. Βλ. ΠΑΝ. Ν.
ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Μικρὸν Εὐχολόγιον, τ. Α΄ , ἐκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 21998, σ. 204.
255 Μ. Λαύρ. 691. Η36 (1598), φ. 105 v. Βατοπ. 1089 (16ος αι.) φ. 56v. Add MS 40755
(1600), φ. 57v. ΕΒΕ 813 (17ος αι.), φ. 10r. Ιβήρ. 4992. 872 (17ος αι.), φ. 77r. Μ. Λαύρ. 568. Ε106
(17ος, 1683), φ. 9v. Μ. Λαύρ. 699. Η44 (18ος αι., 1723), φ. 106r. Βατοπ. 1092 (1748) φ. 87v. Παντ.
6230. 723 (18ος αι.), φ. 29v. ΕΒΕ 860 (18ος αι.), σ. 180. ΒΜΧ 1487 (18ος αι.), φ. 68r. Ἀρχιερατικόν,
έκδ. HAB, σ. 108. Ex Euchologio Venetiis, έκδ. HAB, 314.
256 Barberini gr. 336 (8ος αι.), φ. 164r, έκδ. ST. PARENTI & EL. VELKOVSKA,
Euchologii Barberini Gr. 336, όπ.π., σ. 380. ΕΒΕ 754 (17ος αι.), φ. 35r. Μ. Λαύρ. 568. Ε106 (17ος,
1683), φ. 10r. Διον. 4023. 489 (15ος αι.), φ. 64v. Ex Euchologio Venetiis, έκδ. HAB, 314.
257 Διον. 4027. 493 (16ος αι.), φ. 16v.
258 Vat. gr. 1970 (μέσα 12ου αι.), φ. 196r. Burney MS 54 (1573), φ. 25v. Paris Suppl. gr.
177 (1601-1700), φ. 32r. Μ. Λαύρ. 538. Ε76 (1653) φ. 92r.
259 Barberini gr. 336 (8ος αι.), φ. 164r, έκδ. ST. PARENTI & EL. VELKOVSKA,
Euchologii Barberini Gr. 336, όπ.π., σ. 380. Coislin 213 (1027), φ. 28r, έκδ. M. ARRANZ, L’
Eucologio constantinopolitano agli inizi del secolo XI, όπ.π., σ. 148, υποσ. 1. Vat. gr. 1872 (12ος αι.),
φ. 51r . Vat. gr. 1970 (μέσα 12ου αι.), φ. 196r. Paris gr. 412 (1250-1350), εἰλητ. (Τάξις γινομένη
ἐπὶ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου...). Διον. 3633. 99 (14 ος αι.), εἰλητ. Βατοπ. 984 (14ος αι.) φ. 4r.
Ξενοφῶντος 163 (14ος αι.), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 360. Διον. 4023. 489 (15ος αι.), φ. 64v (=έκδ. ΔΜΗ ΙΙ,
σ. 640). Paris gr. 2509 (1401-1500), φ. 224r (=Bibliotheca Regia 1741, έκδ. MOR, σ. 71). Βατοπ.
876 (1431) φ. 14v. ΕΒΕ 2473 (15ος αι.), φ. 61v. Μ. Λαύρ. 940. Θ78 (1546), φ. 11 r. Burney MS 54
(1573), φ. 26r. ΕΒΕ 750 (17ος αι.), φ. 113r. Εσφ. 2172. 159 (17ος αι.), φ. 33v. Bibliotheca
Clericorum Regularium, έκδ. MOR, σ. 76. Ex posteriore Codice Vaticano, έκδ. MOR, σ. 82.
Αλλατιανό (1575-1580), έκδ. MOR, σ. 92 (Τάξις γινομένη ἐπὶ χειροτονίᾳ ἱερέως
πλουσιοπαροχωτέρα). ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Διάλογος, κεφ. ΡΞΘ΄, PG 155, 377D.
260 Διον. 4023. 489 (15ος αι.), φ. 64v (έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 640). Burney MS 54 (1573), φ. 26r.
Αλλατιανό (1575-1580), έκδ. MOR, σ. 92 (Τάξις γινομένη ἐπὶ χειροτονίᾳ ἱερέως
πλουσιοπαροχωτέρα).
261 Coislin 213 (1027), φ. 28r, έκδ. M. ARRANZ, L’ Eucologio constantinopolitano agli
inizi del secolo XI, όπ.π., σ. 148, υποσ. 1. Ξενοφῶντος 163 (14ος αι.), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 360. Διον.
308
καὶ χρῃζόντων...»262, το «ὑπὲρ εὐκρασίας ἀέρων»263, το «ὑπὲρ πλεόντων»264
και το «ὑπὲρ πάντων»265 και παραδόξως προστίθεται στο αίτημα υπέρ του
αρχιερέως και η φράση «τοῦ τιμίου πρεσβυτερίου»266.
Σε κάποια χειρόγραφα και έντυπα Ευχολόγια η αίτηση υπέρ του
αρχιερέως δεν παρουσιάζει την πληρότητα που έχουμε γενικώς. Από την
πλήρη αίτηση που έχει ως εξής: «Ὑπὲρ τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (τοῦ
δεῖνος), ἱερωσύνης, ἀντιλήψεως, διαμονῆς, εἰρήνης, ὑγείας, σωτηρίας
αὐτοῦ, καὶ τοῦ ἔργου τῶν χειρῶν αὐτοῦ, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν»,
παραλείπεται το τμήμα μετά το «σωτηρίας αὐτοῦ»267. Σε μερικά μάλιστα
απαντάται η ειδική αίτηση υπέρ του χειροτονουμένου, «Ὅπως ὁ
φιλάνθρωπος Θεὸς ἡμῶν ἄσπιλον καὶ ἀμώμητον αὐτῷ τὴν ἱερωσύνην
χαρίσηται, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν», να προτάσσεται, αναφερομένη από
παρερμηνεία προφανώς στην ιερωσύνη του αρχιερέως268, στο δε Μ. Λαύρ.
805. Η150 παραλείπεται εντελώς.
Έτσι, τα διακονικά αιτήματα τα εκφωνεί ο πρώτος τη τάξει
πρεσβύτερος χαμηλοφώνως και κατά τη διάρκεια της δευτέρας ευχής,
καλύπτονται δε με την ψαλτή επανάληψη του «Κύριε, ἐλέησον». Η πράξη
του να έχουν ειπωθεί πριν τη δεύτερη ευχή ίσως υπονοεί την εκφώνως
4023. 489 (15ος αι.), φ. 64v (=έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 640). Αλλατιανό (1575-1580), έκδ. MOR, σ. 92
(Τάξις γινομένη ἐπὶ χειροτονίᾳ ἱερέως πλουσιοπαροχωτέρα).
262 Βατοπ. 984 (14ος αι.) φ. 4r.
263 Burney MS 54 (1573), φ. 26r. Paris Suppl. gr. 177 (1601-1700), φ. 32r.
264 Burney MS 54 (1573), φ. 26r. Paris Suppl. gr. 177 (1601-1700), φ. 32r.
265 Vat. gr. 1970 (μέσα 12ου αι.), φ. 196r. Paris gr. 412 (1250-1350), εἰλητ. (Τάξις
γινομένη ἐπὶ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου...).
266 Εσφ. 2172. 159 (17ος αι.), φ. 33v.
267 Grottaferrata Γ. β. I (13ος αι.), φ. 41v, έκδ. M. ARRANZ, L’ Eucologio
constantinopolitano agli inizi del secolo XI, όπ.π., σ. 148. Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐν τῷ τοῦ
Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1803, σ. 121.
Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς τυπογραφίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἐν Βενετίᾳ
11850, σ. 158.
268 Διον. 4027. 493 (16ος αι.), φ. 16v. Βατοπ. 1089 (16ος αι.) φ. 56v. Μ. Λαύρ. 691. Η36
(1598), φ. 106r. Add MS 40755 (1600), φ. 57v. Μ. Λαύρ. 804. Η149 (1640) φφ. 71 r-71v. ΕΒΕ 836
(17ος αι.), φ. 99v. ΕΒΕ 813 (17ος αι.), φ. 10r. ΕΒΕ 2438 (17ος αι.), φ. 83r. Δοχ. 2920. 246 (17ος αι.) φ.
44r. Ιβήρ. 4992. 872 (17ος αι.), φ. 77v. Μ. Λαύρ. 837. Η182 (17ος αι.) φ. 80r. Βατοπ. 1092 (1748) φ.
87v. Μ. Λαύρ. 699. Η44 (18ος αι., 1723), φ. 106r. Μ. Λαύρ. 829. Η174 (18ος αι.), φ. 58v. Διον.
3822. 288 (18ος αι.), φ. 239r. Διον. 4072. 538 (18ος αι.), φ. 57v. Δοχ. 2918. 244 (18ος αι.). φ. 47v.
ΕΒΕ 860 (18ος αι.), σ. 180. ΒΜΧ 1487 (18ος αι.), φ. 68r. Αλλατιανό (1575-1580), έκδ. MOR, σ. 91
(Ἑτέρα ἀκριβωτέρα ἑρμηνεία). Ἀρχιερατικόν, έκδ. HAB, σ. 108. Ex Euchologio Venetiis,
έκδ. HAB, 313.
309
απαγγελία τους κατά την κρίση του αρχιερέως. Εξαιρέτως σε δύο
περιπτώσεις τα εκφωνεί ο αρχιδιάκονος ή παραδόξως ο πατριάρχης.
269 ΕΒΕ 2473 (15ος αι.), φ. 62r. Burney MS 54 (1573), φ. 27r. Βατοπ. 1089 (16ος αι.) φ. 57v.
Add MS 40755 (1600), φ. 58r. Μ. Λαύρ. 804. Η149 (1640) φ. 72 v. Μ. Λαύρ. 837. Η182 (17ος αι.)
φ. 81r. Δοχ. 2920. 246 (17ος αι.) φ. 45v. ΕΒΕ 836 (17ος αι.), φ. 101r. ΕΒΕ 2438 (17ος αι.), φ. 84v.
Ιβήρ. 4992. 872 (17ος αι.), φ. 78v. Μ. Λαύρ. 699. Η44 (1723), φ. 107 r. Βατοπ. 1092 (1748) φ. 89r.
Διον. 3822. 288 (18ος αι.), φ. 240v. Παντ. 6230. 723 (18ος αι.), φ. 29r. ΕΒΕ 860 (18ος αι.), σ. 183.
ΒΜΧ 1487 (18ος αι.), φ. 69v. Αλλατιανό (1575-1580), έκδ. MOR, σ. 91 (Ἑτέρα ἀκριβωτέρα
ἑρμηνεία). Ex Euchologio Venetiis, έκδ. HAB σ. 315. Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐν τῷ τοῦ
Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1803, σ. 122.
Ἀρχιερατικόν, ἐν τῷ κατὰ τὰ Πατριαρχεῖα Ἑλληνικῷ τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη
1820, σ. 43. Πρωτοπρ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΝ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ἐπιμελείᾳ, Εὐχολόγιον τὸ
Μέγα, όπ.π., σ. 132.
270 Μ. Λαύρ. 691. Η36 (1598), φ. 107r. ΕΒΕ 813 (17ος αι.), φ. 11r. Μ. Λαύρ. 531. Ε69
(1613), φ. 59r. Διον. 4072. 538 (18ος αι.), φ. 58v. Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς
τυπογραφίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἐν Βενετίᾳ 11850, σ. 159. Ἱερομον. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ
ΖΕΡΒΟΥ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 165.
271 Μ. Λαύρ. 568. Ε106 (1683), φ. 11 r.
272 Διον. 4027. 493 (16ος αι.), φ. 17v. Μ. Λαύρ. 829. Η174 (18ος αι.), φ. 59v.
273 Διον. 4023. 489 (15ος αι.), φ. 65v (=έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 640).
274 Σινά 956 (10ος αι.), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 18. Διον. 3633. 99 (14ος αι.), εἰλητ. Paris gr. 2509
(1401-1500), φ. 224v (=Bibliotheca Regia 1741, έκδ. MOR, σ. 71). Βατοπ. 876 (1431) φ. 15v-16r.
Μ. Λαύρ. 940. Θ78 (1546), φ. 12r. Paris Suppl. gr. 177 (1601-1700), φ. 32v. Egerton MS 2392
(1664), φ. 63v. Εσφ. 2172. 159 (17ος αι.), φ. 35v. Bibliotheca Clericorum Regularium, έκδ. MOR,
σ. 77. Ex posteriore Codice Vaticano, έκδ. MOR, σ. 82.
275 Βατοπ. 984 (14ος αι.) φ. 4v. Βατοπ 134 (745) (1538), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 773. ΕΒΕ 781
(16ος αι.), φ. 56r.
276 Coislin 213 (1027), φ. 28v, έκδ. M. ARRANZ, L’ Eucologio constantinopolitano agli
inizi del secolo XI, όπ.π., σ. 150, υποσ. 1. Grottaferrata Γ. β. I (13ος αι.), φ. 42r, έκδ. M.
ARRANZ, L’ Eucologio constantinopolitano agli inizi del secolo XI, όπ.π., σ. 150. Paris gr. 412
(1250-1350), εἰλητ. (Τάξις γινομένη ἐπὶ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου...).
310
ὄπισθεν τοῦ ὀραρίου279 (ὁραρίου280) ἔμπροσθεν». Το αρχαίο επιτραχήλιο
ήταν μία στενή λωρίδα υφάσματος που κρεμόταν από τον τράχηλο του
πρεσβυτέρου ασυνδέτως. Αυτό μαρτυρείται και από τις τοιχογραφίες των
ναών. Αργότερα, όταν διαμορφώθηκε σε ιδιαίτερο άμφιο, είτε
διατηρήθηκε η αρχική του μορφή κατά την ημέρα της χειροτονίας, είτε
επιδιδόταν το επιτραχήλιο281, είτε κατά την κρίση του αρχιερέως
διατηρήθηκαν και οι δύο πράξεις, «φέρει τὸ ὄπισθεν τοῦ ὡραρίου282
(ὠραρίου283) αὐτοῦ ἐπὶ τὸ ἔμπροσθεν τοῦ δεξιοῦ μέρους... ἢ περιτίθησιν
αὐτῷ ἐπιτραχήλιον», ως μαρτυρείται από τα χειροτονητήρια κείμενα.
Σήμερα επιδίδεται απευθείας το επιτραχήλιο284.
Έπεται η ένδυση του δευτέρου διακριτικού αμφίου του
πρεσβυτέρου, του φαιλονίου285. Το ΕΒΕ 813 παραλείπει την επίδοση του
277 Barberini gr. 336 (8ος αι.), φ. 165r, έκδ. ST. PARENTI & EL. VELKOVSKA,
Euchologii Barberini Gr. 336, όπ.π., σ. 381.
278 Vat. gr. 1872 (12ος αι.), φ. 51v.
279 Grottaferrata Γ. β. I (13ος αι.), φ. 43r, έκδ. M. ARRANZ, L’ Eucologio
constantinopolitano agli inizi del secolo XI, όπ.π., σ. 151 (Τάξις ἀκολουθίας ἐν τῇ χειροτονίᾳ
πρεσβυτέρου τὸν πληροῦντα ἀρχιδιάκονον).
280 Coislin 213 (1027), φ. 29v (Τάξις ἀκολουθίας ἐν τῇ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου, τοῦ
πληροῦντος ἀρχιδιακόνου). Paris gr. 412 (1250-1350), εἰλητ. (Τάξις ἀκολουθίας ἐν τῇ
χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου τοῦ πληροῦντος ἀρχιδιακόνου).
281 Μ. Λαύρ. 538. Ε76 (1653) φ. 94 v.
282 Ἁγίου Σάββα 362 (607) (14ος αι.), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 298. ΕΒΕ 877 (15ος αι.), σ. 70. Μ.
Λαύρ. 805. Η150 (1654) φ. 94v. Ι. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Θέματα Εὐχολογίου, όπ.π., σ. 30.
283
ΕΒΕ 754 (17ος αι.), φ. 36r. ΕΒΕ 750 (17ος αι.), φ. 114r. ΕΒΕ 771 (17ος αι.), φ. 209r-209v.
Ἀρχιερατικόν, έκδ. HAB, σ. 109.
284 Ἀρχιερατικόν, έκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθῆναι 32014, σ. 146. J. G. KING, The
rites and ceremonies of the Greek church, in Russia, όπ.π., σ. 287.
285 Barberini gr. 336 (8ος αι.), φ. 165r, έκδ. ST. PARENTI & EL. VELKOVSKA,
Euchologii Barberini Gr. 336, όπ.π., σ. 381. Σινά 956 (10ος αι.), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 18. Coislin 213
(1027), φ. 28v, έκδ. M. ARRANZ, L’ Eucologio constantinopolitano agli inizi del secolo XI, όπ.π., σ.
150, υποσ. 2. Coislin 213 (1027), φ. 29v (Τάξις ἀκολουθίας ἐν τῇ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου,
τοῦ πληροῦντος ἀρχιδιακόνου). Vat. gr. 1872 (12ος αι.), φ. 52r. Grottaferrata Γ. β. I (13ος αι.),
φ. 42r, έκδ. M. ARRANZ, L’ Eucologio constantinopolitano agli inizi del secolo XI, όπ.π., σ. 150.
Grottaferrata Γ. β. I (13ος αι.), φ. 43r, έκδ. M. ARRANZ, L’ Eucologio constantinopolitano agli inizi
del secolo XI, όπ.π., σ. 151 (Τάξις ἀκολουθίας ἐν τῇ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου τὸν πληροῦντα
ἀρχιδιάκονον). Paris gr. 412 (1250-1350), εἰλητ. (Τάξις γινομένη ἐπὶ χειροτονίᾳ
πρεσβυτέρου...). Paris gr. 412 (1250-1350), εἰλητ. (Τάξις ἀκολουθίας ἐν τῇ χειροτονίᾳ
πρεσβυτέρου τοῦ πληροῦντος ἀρχιδιακόνου). Διον. 3633. 99 (14ος αι.), εἰλητ. Βατοπ. 984
(14ος αι.) φ. 4v. Ἁγίου Σάββα 362 (607) (14ος αι.), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 298. Βατοπ. 876 (1431) φ. 16 r.
Διον. 4023. 489 (15ος αι.), φ. 65v (=έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 640). Paris gr. 2509 (1401-1500), φ. 224v
311
φαιλονίου. Τά έτερα δύο άμφια δεν μαρτυρούνται από τους κώδικες, πλήν
ελαχίστων εξαιρέσεων. Η επίδοση της ζώνης αναφέρεται από τον κώδικα
Διονυσίου 4023. 489286 και τον Συμεών Θεσσαλονίκης287, ενώ των
επιμανικίων επίσης από τον Διονυσίου 4023. 489288. Ομοίως και ο Burney
MS 54 επιδίδει τη ζώνη και τα επιμανίκια289 πριν το φαιλόνιο. Επισήμως η
επίδοση της ζώνης αναφέρεται στο σύγχρονο Αρχιερατικό290.
Η ένδυση του πρεσβυτέρου σήμερα λαμβάνει πανηγυρικό
χαρακτήρα με την επιφώνηση του «Άξιος» από τον κλήρο και τον λαό. Η
πράξη αυτή δεν μαρτυρείται από τα αρχαιότερα χειρόγραφα. Το
Βαρβερινό ελληνικό Ευχολόγιο 336, το αρχαιότερο σωζόμενο χειρόγραφο
Ευχολόγιο του 8ου αιώνα, ουδεμία αναφορά περί τούτου κάνει, ως και ο
(=Bibliotheca Regia 1741, έκδ. MOR, σ. 71). ΕΒΕ 877 (15ος αι.), σ. 70. ΕΒΕ 2473 (15ος αι.), φ. 62r.
Βατοπ 134 (745) (1538), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 773. Μ. Λαύρ. 940. Θ78 (1546), φ. 12 r. Burney MS 54
(1573), φ. 27r. Μ. Λαύρ. 691. Η36 (1598), φ. 107 v.ΕΒΕ 781 (16ος αι.), φ. 56r. Διον. 4027. 493 (16ος
αι.), φ. 17v. Βατοπ. 1089 (16ος αι.) φ. 57v. Add MS 40755 (1600), φ. 58r. Paris Suppl. gr. 177
(1601-1700), φ. 32v. Μ. Λαύρ. 531. Ε69 (1613), φ. 59r. Μ. Λαύρ. 804. Η149 (1640) φ. 72v. Μ.
Λαύρ. 538. Ε76 (1653) φ. 94v. Μ. Λαύρ. 805. Η150 (1654) φ. 95r. Egerton MS 2392 (1664), φ. 63v.
Μ. Λαύρ. 568. Ε106 (1683), φ. 11r. Μ. Λαύρ. 837. Η182 (17ος αι.) φ. 81v. Δοχ. 2920. 246 (17ος αι.)
φ. 45v. ΕΒΕ 836 (17ος αι.), φ. 101r. ΕΒΕ 750 (17ος αι.), φ. 114r. ΕΒΕ 2438 (17ος αι.), φ. 84v. ΕΒΕ 754
(17ος αι.), φ. 36r. Εσφ. 2172. 159 (17ος αι.), φ. 35v. Ιβήρ. 4992. 872 (17ος αι.), φ. 78v. Μ. Λαύρ. 699.
Η44 (1723), φ. 107r. Βατοπ. 1092 (1748) φ. 89r. Μ. Λαύρ. 829. Η174 (18ος αι.), φ. 59v. Διον. 3822.
288 (18ος αι.), φ. 240v. Διον. 4072. 538 (18ος αι.), φ. 58v. Παντ. 6230. 723 (18ος αι.), φ. 29r. ΕΒΕ
860 (18ος αι.), σ. 183. ΒΜΧ 1487 (18ος αι.), φ. 69v. Bibliotheca Clericorum Regularium, έκδ.
MOR, σ. 77. Ex posteriore Codice Vaticano, έκδ. MOR, σ. 82. Αλλατιανό (1575-1580), έκδ.
MOR, σ. 91 (Ἑτέρα ἀκριβωτέρα ἑρμηνεία). Ἀρχιερατικόν, έκδ. HAB, σ. 109. Ex Euchologio
Venetiis, έκδ. HAB σ. 315. Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐν τῷ τοῦ Πατριαρχείου τῆς
Κωνσταντινουπόλεως τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1803, σ. 122. Ἀρχιερατικόν, ἐν
τῷ κατὰ τὰ Πατριαρχεῖα Ἑλληνικῷ τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1820, σ. 43.
Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς τυπογραφίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἐν Βενετίᾳ
11850, σ. 159. Ἱερομον. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΖΕΡΒΟΥ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 165.
Πρωτοπρ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΝ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ἐπιμελείᾳ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π.,
σ. 132. Ἀρχιερατικόν, έκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθῆναι 32014, σ. 146. Ι. Μ.
ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Θέματα Εὐχολογίου, όπ.π., σ. 30. J. G. KING, The rites and ceremonies of the
Greek church, in Russia, όπ.π., σ. 287.
286 Διον. 4023. 489 (15ος αι.), φ. 65v (=έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 640).
287 Διάλογος, κεφ. ΡΠ΄. PG 155, 388D.
288 Διον. 4023. 489 (15ος αι.), φ. 64v (=έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 640).
289 Burney MS 54 (1573), φ. 27r.
290 Ἀρχιερατικόν, έκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθῆναι 32014, σ. 146. Ι. Μ.
ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Θέματα Εὐχολογίου, όπ.π., σ. 30. J. G. KING, The rites and ceremonies of the
Greek church, in Russia, όπ.π., σ. 287.
312
Κοισλιανός 213, ο Κρυπτοφέρρης Γ. β. Ι και ο Paris gr. 412. Ο κώδικας
Διονυσίου 4023. 489 παρουσιάζει την πανηγυρική ένδυση με την
εκφώνηση ψαλμικών ή άλλων στίχων σε έκαστο ιερό άμφιο. Τούτο
ομοιάζει με τους στίχους που εκφωνεί ο ιερέας, όταν ενδύεται τα άμφιά
του πριν την τέλεση των ιερών μυστηρίων. Έτσι, όταν ο αρχιερέας τον
περιβάλλει με το επιτραχήλιο εκφωνεί το «Ἐνδύεται ὁ δεῖνα ἐπιτραχήλιον
δικαιοσύνης τῆς ἱερωσύνης εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς...», στο δε δεξιό
επιμανίκιο το «Δεξιὰ Κυρίου ἐποίησε δύναμιν, δεξιά Κυρίου ἐποίησέ με»,
στο αριστερό επιμανίκιο το «Αἱ χεῖρες σου ἐποίησάν με καὶ ἔπλασάν με»,
στη ζώνη το «Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὁ περιζωννύων με δύναμιν» και στο
φελόνιο το «Οἱ ἱερεῖς σου, Κύριε, ἐνδύσονται δικαιοσύνην». Η ένδυση
κατακλείεται με το «Ἐνεδύθη ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ ὁ δεῖνα τὴν στολὴν τῆς
ἱερωσύνης, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός...». Σε αυτόν τον κώδικα η ένδυση
λαμβάνει ακόμα περισσότερο πανηγυρικό χαρακτήρα με τη σφράγιση του
μετώπου, που δεν παρατηρείται αλλού. Ο αρχιερέας σφραγίζοντάς τον
λέγει: «Σφραγίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ ὁ δεῖνα ἀπὸ διακόνων εἰς
πρεσβύτερον τῆς ἁγίας αὐτοῦ ἐκκλησίας τῆσδε, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς
καὶ τοῦ Υἰοῦ...». Και ακολούθως τον προβάλλει λέγοντας: «Εὐλογητὸς
Κύριος ἰδοὺ γέγονεν ὁ δοῦλος αὐτοῦ ὁ δεῖνα πρεσβύτερος τῆς ἁγιωτάτης
ἐκκλησίας τῆσδε, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ...» ως ένδειξη
εγκαθίδρυσης του πρεσβυτέρου, ο δε λαός επιβεβαιώνει τη χειροτονία με
την τριπλή αναφώνηση του «Ἄξιος»291. Η ίδια κατακλείδα της χειροτονίας
μαρτυρείται και στον Σινά 1006292 με μονή αναφώνηση. Στους κώδικες
αυτούς δεν ακούγεται πουθενά η επιφώνηση κατά την ένδυση παρά μόνο
στο τέλος, ίσως ως επιβεβαίωση της εκλογής. Ειδικά στον Διονυσίου 4023.
489 που η ένδυση λαμβάνει λαμπρό χαρακτήρα λόγω της απαγγελίας
στίχων, φαίνεται παράδοξο η απουσία της επιφώνησης ενδιάμεσα.
Από τους κώδικες του 14ου αιώνα και εντεύθεν σημειώνεται η απλή
εκφώνηση του «Ἄξιος»293 σε έκαστο άμφιο από τον επίσκοπο, είτε η
εκφώνηση σε έκαστο άμφιο και η ψαλτή επανάληψη από τον κλήρο και
291 Διον. 4023. 489 (15ος αι.), φ. 65v-66r (=έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 640-641).
292 Σινά 1006 (15ος αι.), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 616.
293 Διον. 3633. 99 (14ος αι.), εἰλητ. ΕΒΕ 781 (16ος αι.), φ. 56r. Paris Suppl. gr. 177 (1601-
1700), φ. 32v. Μ. Λαύρ. 538. Ε76 (1653) φ. 94v. Egerton MS 2392 (1664), φ. 63v. Εσφ. 2172. 159
(17ος αι.), φ. 35v.
313
τον λαό μετά την επίδοση των αμφίων294, είτε η εκφώνηση και η τριπλή
ξεχωριστή ψαλτή επανάληψή του σε έκαστο άμφιο από τον κλήρο και τον
λαό: «Καὶ μετὰ τὸ Ἀμὴν ἀνίστησιν... λέγων ἄξιος. Καὶ ψάλλουσιν τοῦτο οἱ
τοῦ βήματος τρὶς καὶ οἱ ψάλται τρίς»295, «καὶ ψάλλουσι τό, ἄξιος, οἱ τοῦ
βήματος τρίς· ἔπειτα οἱ ψάλται τρίς»296, «Καὶ ψάλλουσιν ἄξιος πρότερον οἱ
τοῦ βήματος γ΄, ἔπειτα οἱ ψάλται γ΄»297, «καὶ ψάλλεται τοῦτο τρίτον παρὰ
τῶν τοῦ βήματος, καὶ τρίτον παρὰ τῶν ψαλτῶν»298, «καὶ ψάλλουσι αὐτό, οἱ
ἔσω τοῦ βήματος τρὶς καὶ οἱ ἔξω τρίς»299. Η ξεχωριστή διατύπωση «Καὶ
ψάλλουσιν ἄξιος γ΄ πρότερον οἱ τοῦ βήματος γ΄, ἔπειτα οἱ ψάλται γ΄»300
του ΕΒΕ 754, ίσως υπονοεί τον έτι πανηγυρικότερο χαρακτήρα με την επί
τρις τριπλή επανάληψη του «Ἄξιος». Σήμερα έχει παγιωθεί η τριπλή
ψαλμωδία υπό πάντων, κλήρου και λαού301.
Στον Συμεών, μετά το πέρας της δευτέρας ευχής, ο αρχιερέας
ανιστά τον πρεσβύτερο από την Αγία Τράπεζα. Αυτό δεικνύει τη θεία
ανάβαση από τα ταπεινότερα στα θειότερα και υψηλότερα. Και ότι ο
294 Μ. Λαύρ. 691. Η36 (1598), φ. 107r-107v. Διον. 4027. 493 (16ος αι.), φ. 17v. Βατοπ.
1089 (16ος αι.) φ. 57v. Add MS 40755 (1600), φ. 58r. Μ. Λαύρ. 804. Η149 (1640) φ. 72 v. Μ. Λαύρ.
837. Η182 (17ος αι.) φ. 81v. Δοχ. 2920. 246 (17ος αι.) φ. 45v. ΕΒΕ 813 (17ος αι.), φ. 11r. ΕΒΕ 836
(17ος αι.), φ. 101r. ΕΒΕ 2438 (17ος αι.), φ. 84v. Ιβήρ. 4992. 872 (17ος αι.), φ. 78v. Μ. Λαύρ. 531. Ε69
(1613), φ. 59r. Μ. Λαύρ. 568. Ε106 (1683), φ. 11 r. Μ. Λαύρ. 699. Η44 (1723), φ. 107 r-108v.
Βατοπ. 1092 (1748) φ. 89r. Μ. Λαύρ. 829. Η174 (18ος αι.), φ. 59v. Διον. 3822. 288 (18ος αι.), φ.
240v-241r. Διον. 4072. 538 (18ος αι.), φ. 58v. Παντ. 6230. 723 (18ος αι.), φ. 29r. ΕΒΕ 860 (18ος αι.),
σ. 183. ΒΜΧ 1487 (18ος αι.), φ. 69v. Αλλατιανό (1575-1580), έκδ. MOR, σ. 91 (Ἑτέρα
ἀκριβωτέρα ἑρμηνεία). Ex Euchologio Venetiis, έκδ. HAB σ. 315. Βλ. και τά έντυπα
ευχολόγια, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐν τῷ τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως
τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1803, σ. 122. Ἀρχιερατικόν, ἐν τῷ κατὰ τὰ Πατριαρχεῖα
Ἑλληνικῷ τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1820, σ. 43. Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐκ τῆς
Ἑλληνικῆς τυπογραφίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἐν Βενετίᾳ 11850, σ. 159. Ἱερομον.
ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΖΕΡΒΟΥ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 165. Πρωτοπρ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΝ.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ἐπιμελείᾳ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 132.
295 ΕΒΕ 2473 (15ος αι.), φ. 62r. Ι. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Θέματα Εὐχολογίου, όπ.π., σ. 30.
296 Ἀρχιερατικόν, έκδ. HAB, σ. 109.
297 Ἁγίου Σάββα 362 (607) (14ος αι.), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 298. ΕΒΕ 877 (15ος αι.), σ. 70. Μ.
Λαύρ. 805. Η150 (1654) φφ. 94 v-95r. ΕΒΕ 750 (17ος αι.), φ. 114r. ΕΒΕ 771 (17ος αι.), φ. 209v. Η
ίδια πράξη τηρείται και στο Σλαβωνικό Ευχολόγιο, βλ. J. G. KING, The rites and ceremonies
of the Greek church, in Russia, όπ.π., σ. 284.
298 Βατοπ. 876 (1431) φ. 16r. Βατοπ 134 (745) (1538), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 773. Μ. Λαύρ.
940. Θ78 (1546), φ. 12r.
299 Burney MS 54 (1573), φ. 27r.
300 ΕΒΕ 754 (17ος αι.), φ. 36r.
301 Ἀρχιερατικόν, έκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθῆναι 32014, σ. 146.
314
Ιησούς κατελθών από τους ουρανούς και ενανθρωπήσας κατήλθε μέχρι
τον άδη διά του σταυρού και αναστάς και ανυψωθείς συνανέστησε και
εμάς και μας ανυψώνει διηνεκώς302. Την ανύψωση αυτήν εκ της
γονυκλισίας ακολουθεί η ένδυση του νεοχειροτονηθέντος, με αναφώνηση
σε κάθε άμφιο του «Ἄξιος», «εὐχόμενος εἶναι ἄξιον καὶ ἐπὶ πᾶσιν
ὁμολογῶν, καὶ ὅτι ὡς ἄξιος ἔλαβεν»303. Όταν ο αρχιερέας αναφωνεί το
«Ἄξιος», οι εντός και οι εκτός του βήματος ψάλλουν τούτο λαμπρώς σε
ένδειξη συμφωνίας και σε επιβεβαίωση της χάριτος, για την οποία όλοι
αγάλλονται και ευφραίνονται304. Αλλά και στους ουρανούς συντελείται
εορτή για την καθιέρωση ανδρός ιερού και υπηρέτου των άνω. Οι άγγελοι
«συγχορεύουσι καὶ μᾶλλον ἡμῶν εὐφραινόμενοι, ὑπὲρ ἡμᾶς γάρ εἰσι τῇ
γνώσει, καὶ τοῖς γινομένοις ἐξίστανται πλέον ἡμῶν αἰσθανόμενοι»305. Ο
αρχιερέας μεταφέρει το ωράριο από τον αριστερό ώμο επί του δεξιού, το
πίσω μέρος μπροστά, ονομαζόμενο από τούδε επιτραχήλιο, για να
δηλώσει τον ζυγό που επιφορτίζεται ο πρεσβύτερος. «Καὶ γὰρ ὁρᾶν
ὀφείλει καὶ διὰ συμβόλων, ἥνπερ ἔλαβε χάριν· καὶ ὅτι πρῶτον μὲν καθ’ ἓν
καὶ μόνον τῆς διακονίας ἔργον ὑπῆρχε κεκτημένος τὴν ὁφειλήν, νῦν δὲ
πρὸς τὰς τελετὰς καὶ τὴν ἱερωσύνην ὅλην· καὶ μείζων αὐτῷ ὁ ζυγὸς καὶ
ὅλου τοῦ ἔργου ὀφείλει εἶναι ὑπηρέτης καὶ φροντιστής»306. Γι’ αυτόν τον
315
λόγο «καὶ ἐκ δευτέρου ζώννυται, ὡς πρὸς τὸ μεῖζον κληθεὶς ἔργον»307.
Ακολούθως ενδύεται το φαιλόνιο, το οποίο είναι ένδυμα λευκό δίχως
μανίκια που καλύπτει όλο το σώμα. Και είναι λευκό «διὰ τὴν καθαρότητα
καὶ τὴν ἁγιωσύνην, καὶ τὴν τῆς θείας δόξης περιβολήν, ὅτι ὁ Θεὸς φῶς
ἐστι, καὶ ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον, καὶ οἱ ἄγγελοι λευκὴν ἐσθῆτα
περιβεβλημένοι πολλάκις ὤφθησαν· οὐκ ἔχον δὲ μανίκια διὰ τὸ ἐκτυποῦν
τὸν σάκκον, ὃν ὁ Σωτὴρ ἐμπαιζόμενος ἐνεδύσατο· περιστέλλων δὲ ὅλον τὸ
σῶμα ἄχρι καὶ τῶν ποδῶν ἀπὸ κεφαλῆς διὰ τὴν περὶ ὑμᾶς πρόνοιαν, καὶ
τὸ συνεκτικὸν τοῦ Θεοῦ και φυλακτικόν. Αἴρεται δὲ ὑπὸ τῶν χειρῶν ἐκ
πλαγίου ἐν τῷ καιρῷ τῶν ἱερῶν ἔργων, οἷον ὡς πτερὰ γινόμενον διὰ τὸ
ἀγγελικὸν τῆς ἀξίας· καὶ ὅτι αἱ χεῖρες δι’ αὐτοῦ φαινόμεναι τὸ πρακτικὸν
ἐμφαίνουσι καὶ ἐνεργὸν τοῦ Θεοῦ, ἐν οἷς ὁ ἱερεὺς ἐνεργεῖ»308. Το στιχάριο309
καρδίαν ἡμεροῦσα καὶ πᾶν τὸ σῶμα ἁγιάζουσα, ἣν δεῖ καὶ τῇ ζώνῃ τῇ ἐπιμελείᾳ τῶν
ἀρετῶν καὶ τῇ κολάσει τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν ἐπισφίγγειν ἑαυτοῖς καὶ οἷον ἐντήκειν
κατὰ τὴν τοῦ μακαρίου Παύλου ἐντολὴν κελεύοντος Τιμοθέῳ· “μὴ ἀμέλει τοῦ ἐν σοὶ
χαρίσματος”». ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, Ἱστορία Ἐκκλησιαστικὴ καὶ
Μυστικὴ Θεωρία. PG 98, 393D: «Τὸ περιτραχήλιόν ἐστι τὸ φακεώλιον, μεθ’ οὗ ἐπεφέρετο
ὑπὸ τοῦ ἀρχιερέως δεδεμένος, καὶ συρόμενος ἐπί τὸ πρόσθεν ἐπί τῷ τραχήλῳ ὁ Χριστός,
ἐν τῷ πάθει αὐτοῦ ἀπερχόμενος. Τὸ δὲ τοῦ ἐπιτραχηλίου δεξιὸν μέρος πέφηνεν ὁ
κάλαμος ὃν ἔδωκαν ἐμπαίζοντες τῇ δεξιᾷ τοῦ Χριστοῦ. Τὸ δὲ ἐξ εὐωνύμου μέρους, ἡ τοῦ
σταυροῦ βασταγὴ ἐπὶ τῶν ὤμων αὐτοῦ». ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΒΑΛΣΑΜΩΝΟΣ, Ἀποκρίσεις. PG
138, 1021C: «Τὰ ἐπιτραχήλια, τὸ φραγγέλιον τὸ ἑλκύσαν τὴν ζωὴν πρὸς τὸν θάνατον».
307 ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Διάλογος, κεφ. ΡΠ΄. PG 155, 388D. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ,
Ἑρμηνεία, κεφ. μ΄. PG 155, 713B: «Ἡ δέ γε ζώνη τὴν ὑπὲρ ἡμῶν διακονίαν δείκνυσι τοῦ
Σωτῆρος, ἣν καὶ ἐνταῦθα διέπραξε, καὶ ἐν τῷ μέλλοντι πράττειν καθυπέσχετο δι’ ἡμᾶς.
“Περιζώσεται” γάρ, φησί, “καὶ ἀνακλινεῖ αὐτούς, καὶ παρελθών, διακονήσει αὐτοῖς”.
Ἀλλὰ καὶ τὸ ἰσχυρὸν εἰκονίζει καὶ τὸ κραταιὸν τῆς αὐτοῦ δυνάμεως, καὶ ἔτι τὴν
σωφροσύνην». Βλ. και ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Λόγος περιέχων τὴν
ἐκκλησιαστικὴν ἅπασαν ἱστορίαν. PG 87 Γ΄, 3988B «τὸ ζώννυσθαι τὸν ἱερέα, διὰ τὸ εἶναι
αὐτὸν ἐν πνευματικῇ διαγωγῇ διεζωσμένον, καὶ τὸ λογικὸν αὐτοῦ περισφίγγεσθαι».
ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, Ἱστορία Ἐκκλησιαστική, καὶ Μυστικὴ Θεωρία.
PG 98, 393D: «Ἡ δὲ ζώνη, ἣν περιζώννυται, πέφυνεν ἡ εὐπρέπεια, ἣν ὁ Χριστὸς
βασιλεύσας, εὐπρεπῆ περιεζώσατο δύναμιν τῆς θεότητος».
308 ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Διάλογος, κεφ. ΡΠΑ΄. PG 155, 389AB. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ,
Ἑρμηνεία, κεφ. μγ΄. PG 155, 713D-716A: «Tὸ ἱερὸν δὲ φαινόλιον τὴν ὑψηλοτέραν καὶ
ἄνωθεν χορηγουμένην τοῦ Πνεύματος φαίνει δύναμίν τε καὶ ἔλλαμψιν. Ὑπερκειμένη
γὰρ ἡ τῶν ἄνω τάξεων τῶν μειζόνων λαμπρότης, ἀλλὰ καὶ τὴν περιέχουσαν πάντα
προνοητικὴν καὶ παντουργικὴν καὶ ἀγαθουργὸν τοῦ Θεοῦ δύναμιν, δι’ ἣν κατῆλθεν ὁ
Λόγος μέχρις ἡμῶν, καὶ τὰ ἄνω καὶ τὰ κάτω, σαρκωθεὶς καὶ σταυρωθεὶς καὶ ἐξαναστάς,
δι’ ἑαυτοῦ συνῆξεν εἰς ἑαυτόν». Βλ. και ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Λόγος περιέχων
τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἅπασαν ἱστορίαν. PG 87 Γ΄, 3988C: «ἐστὶν ὁ χιτὼν ὁ ἄρραφος, ὁ ἐκ τοῦ
316
και τα επιμανίκια310 τα κατέχει ήδη από τον πρώτο βαθμό της ιερωσύνης,
του διακόνου.
Ως προς την ένδυση η τάξη ορίζει τη μετατροπή του οραρίου σε
επιτραχήλιο και την επίδοση του φαιλονίου. Από τους κώδικες του 15ου
αιώνα και μετά παρατηρούμε τις εξής παραλλαγές, την απλή εκφώνηση
του «Ἄξιος» σε έκαστο άμφιο από τον επίσκοπο, την εκφώνηση σε έκαστο
317
άμφιο και την ψαλτή επανάληψη από τον κλήρο και τον λαό μετά την
επίδοση των αμφίων ή την εκφώνηση και την τριπλή ξεχωριστή ψαλτή
επανάληψή του σε έκαστο άμφιο από τον κλήρο και τον λαό. Η σήμερον
παγιωθείσα τάξη ορίζει τριπλή ψαλμωδία υπό πάντων, κλήρου και λαού.
ι. Ασπασμός.
Η ανεκλάλητη χαρά της ημέρας χειροτονίας του πρεσβυτέρου
εκφράζεται με τον ασπασμό που ανταλλάσσεται μεταξύ επισκόπου,
νεοχειροτονηθέντος πρεσβυτέρου και των συμπρεσβυτέρων αυτού. Ο
ασπασμός είτε δίδεται πρώτα από τον επίσκοπο στον πρεσβύτερο, είτε
από τον πρεσβύτερο προς τον επίσκοπο.
Έτσι, σύμφωνα με κάποιους κώδικες και δη τους αρχαιότερους, ο
ασπασμός δίδεται από τον επίσκοπο, «καὶ διδοὺς (ή δίδωσιν) αὐτῷ
ἀγάπην»311. Οι κώδικες Βατοπαιδίου 134 (745) και 876 και ο Μ. Λαύρ. 940.
Θ78 μαρτυρούν ότι ασπασμό του έδιδαν και οι πρεσβύτεροι «εἶτα
ἀσπάζεται αὐτὸν ὁ χειροτονήσας καὶ οἱ πρεσβύτεροι»312. Η πράξη αυτή
όμως παρατηρείται σε μικρό αριθμό χειρογράφων και ως επί το πλείστον
των παλαιοτέρων. Στην πλειονότητά τους, στα νεότερα Ευχολόγια και το
Σλαβωνικό Ευχολόγιο ο ασπασμός επιδίδεται από τον ίδιο τον
πρεσβύτερο προς τον επίσκοπο και τους πρεσβυτέρους313. Το δε σύγχρονο
Αρχιερατικό ορίζει ασπασμό από τον Αρχιερέα314.
311 Barberini gr. 336 (8ος αι.), φ. 165r, έκδ. ST. PARENTI & EL. VELKOVSKA,
Euchologii Barberini Gr. 336, όπ.π., όπ.π., σ. 381. Σινά 956 (10ος αι.), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 18. Coislin
213 (1027), φ. 28v, έκδ. M. ARRANZ, L’ Eucologio constantinopolitano agli inizi del secolo XI,
όπ.π., σ. 150, υποσ. 2. Coislin 213 (1027), φ. 29v (Τάξις ἀκολουθίας ἐν τῇ χειροτονίᾳ
πρεσβυτέρου, τοῦ πληροῦντος ἀρχιδιακόνου). Vat. gr. 1872 (12ος αι.), φ. 52r. Grottaferrata Γ.
β. I (13ος αι.), φ. 42v, έκδ. M. ARRANZ, L’ Eucologio constantinopolitano agli inizi del secolo XI,
όπ.π., σ. 150. Grottaferrata Γ. β. I (13ος αι.), φ. 43r, έκδ. M. ARRANZ, L’ Eucologio
constantinopolitano agli inizi del secolo XI, όπ.π., σ. 151 (Τάξις ἀκολουθίας ἐν τῇ χειροτονίᾳ
πρεσβυτέρου τὸν πληροῦντα ἀρχιδιάκονον). Paris gr. 412 (1250-1350), εἰλητ. (Τάξις
γινομένη ἐπὶ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου...). Paris gr. 412 (1250-1350), εἰλητ. (Τάξις
ἀκολουθίας ἐν τῇ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου τοῦ πληροῦντος ἀρχιδιακόνου). Διον. 3633. 99
(14ος αι.), εἰλητ. Βατοπ. 984 (14ος αι.) φ. 4v. Διον. 4023. 489 (15ος αι.), φ. 66r. Paris gr. 2509
(1401-1500), φ. 224v (=Bibliotheca Regia 1741, έκδ. MOR, σ. 71). ΕΒΕ 781 (16ος αι.), φ. 56r.
Egerton MS 2392 (1664), φ. 63v. Εσφ. 2172. 159 (17ος αι.), φ. 35v. Bibliotheca Clericorum
Regularium, έκδ. MOR, σ. 77. Ex posteriore Codice Vaticano, έκδ. MOR, σ. 82.
312 Βατοπ. 876 (1431) φ. 16r. Βατοπ 134 (745) (1538), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 773. Μ. Λαύρ.
940. Θ78 (1546), φ. 12v.
313 Ἁγίου Σάββα 362 (607) (14ος αι.), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 298. ΕΒΕ 877 (15 ος αι.), σ. 70. ΕΒΕ
2473 (15ος αι.), φ. 62r. Burney MS 54 (1573), φ. 27r. Μ. Λαύρ. 691. Η36 (1598), φ. 107v. Διον.
318
Η χαρά της χειροτονίας επισφραγίζεται με τον ασπασμό. Ο
χειροτονηθείς προτρέπεται κατά τον Συμεών, «τὴν ἱερὰν ἀσπάσασθαι
τράπεζαν ὡς πλήρης χάριτος καὶ ὡς ἐν αὐτῇ καθαγιασθείς, εἶτα τὴν
ἀρχιερατικὴν δεξιάν, ὡς δι’ αὐτῆς χειροτονηθείς, καὶ ἔτι τὴν παρειὰν διὰ
τὴν θείαν ἀγάπην τε καὶ εἰρήνην καὶ ὅτι ὄργανον ἡ παρειὰ τῶν εὐχῶν καὶ
ὅτι ἀγαπῶν καὶ ἀγαπητὸς καὶ ὁ τελῶν καὶ ὁ τελούμενος. Διὰ τοῦτο καὶ
πάντες πρεσβύτεροι χαίροντες ἀσπάζονται τοῦτον ὡς ὁμοταγῆ
γεγονότα» . Ο ασπασμός πάλι από τους ομοιοβάθμους του δείχνει τη
315
χαρά και την αγάπη τους και ότι από τη στιγμή εκείνη τον αναγνωρίζουν
ως ομοταγή και συλλειτουργό τους και ότι δέχονται τη μετ’ αυτού
πνευματική ένωση316. Δηλώνει επίσης ότι και οι δύο είναι εραστοί εν
Χριστώ, ο μεν ως παρέχων, ο δε ως λαβών τα αγαθά και τη χάρη του
Αγίου Πνεύματος317.
Οι αρχαιότεροι άρα κώδικες αναφέρουν ότι ο ασπασμός επιδίδεται
από τον επίσκοπο προς τον πρεσβύτερο ή και από τους συμπρεσβυτέρους
του. Στην πλειονότητά τους όμως τα νεότερα Ευχολόγια αναφέρουν ότι ο
ασπασμός δίδεται από τον ίδιο τον πρεσβύτερο προς τον επίσκοπο και
4027. 493 (16ος αι.), φφ. 17v-18r. Βατοπ. 1089 (16ος αι.) φ. 57v. Add MS 40755 (1600), φ. 56r.
Paris Suppl. gr. 177 (1601-1700), φ. 32v. Μ. Λαύρ. 531. Ε69 (1613), φ. 59 r. Μ. Λαύρ. 804. Η149
(1640) φ. 72v. Μ. Λαύρ. 805. Η150 (1654) φ. 95r. Μ. Λαύρ. 568. Ε106 (1683), φ. 11 r. Μ. Λαύρ.
837. Η182 (17ος αι.) φ. 81v. Δοχ. 2920. 246 (17ος αι.) φ. 45v. ΕΒΕ 771 (17ος αι.), φ. 209r. ΕΒΕ 2438
(17ος αι.), φ. 84v. ΕΒΕ 836 (17ος αι.), φ. 101r. ΕΒΕ 750 (17ος αι.), φ. 114r. ΕΒΕ 813 (17ος αι.), φ. 11r.
ΕΒΕ 754 (17ος αι.), φ. 36v. Ιβήρ. 4992. 872 (17ος αι.), φ. 78v. Μ. Λαύρ. 699. Η44 (1723), φ. 107 v.
Βατοπ. 1092 (1748) φ. 89r. Μ. Λαύρ. 829. Η174 (18ος αι.), φ. 59v. Διον. 3822. 288 (18ος αι.), φ.
241r. Διον. 4072. 538 (18ος αι.), φ. 57v. Παντ. 6230. 723 (18ος αι.), φ. 29r. ΕΒΕ 860 (18ος αι.), σ.
183. ΒΜΧ 1487 (18ος αι.), φ. 69v. Αλλατιανό (1575-1580), έκδ. MOR, σ. 90 (Ἑτέρα ἀκριβωτέρα
ἑρμηνεία). Ἀρχιερατικόν, έκδ. HAB, σ. 106. Ex Euchologio Venetiis, έκδ. HAB, σ. 315.
Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐν τῷ τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τυπογραφείῳ,
Κωνσταντινούπολη 1803, σ. 122. Ἀρχιερατικόν, ἐν τῷ κατὰ τὰ Πατριαρχεῖα Ἑλληνικῷ
τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1820, σ. 43. Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς
τυπογραφίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἐν Βενετίᾳ 11850, σ. 159. Ἱερομον. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ
ΖΕΡΒΟΥ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 165. Πρωτοπρ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΝ.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ἐπιμελείᾳ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 132. Ι. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ,
Θέματα Εὐχολογίου, όπ.π., σ. 30. J. G. KING, The rites and ceremonies of the Greek church, in
Russia, όπ.π., σ. 285.
314 Ἀρχιερατικόν, έκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθῆναι 32014, σ. 146.
315 Διάλογος, κεφ. ΡΠΑ΄. PG 155, 389C. Και κεφ. ΣΙ΄. PG 155, 424BD.
316 Όπ.π., κεφ. ΡΠΑ΄. PG 155, 389C. Και κεφ. ΡΟΕ΄. PG 155, 384C. κεφ. ΣΑ΄. PG 155,
409C.
317 Όπ.π., κεφ. ΡΟΕ΄, PG 155, 384B. Και κεφ. ΣΙ΄. PG 155, 424BC.
319
τους πρεσβυτέρους. Το σύγχρονο Αρχιερατικό ορίζει την αρχαιότερη
μορφή ασπασμού.
ια. Παρακαταθήκη.
Όλο το τελετουργικό της τάξεως χειροτονίας ολοκληρώνεται με την
επίδοση της παρακαταθήκης, του καθαγιασμένου ή μη άρτου επί των
χειρών του χειροτονουμένου που δεν τη βλέπουμε στις πιο παλαιές
χειροτονίες. Ο χειροτονούμενος πρεσβύτερος, ο οποίος σε μερικές
παροικίες υποκατέστησε τον χωρεπίσκοπο της αρχαίας Εκκλησίας,
λαμβάνει την παρακαταθήκη από τον επίσκοπο, όπως παλαιότερα
παρέδιδαν σε εκείνον τα τίμια δώρα κατά τη χειροτονία του318.
Σύμφωνα με κάποια χειρόγραφα και μάλιστα από τα παλαιότερα
η παράδοση της παρακαταθήκης γινόταν πριν τον καθαγιασμό, με την
έναρξη της αγίας αναφοράς και άρα ο καθαγιασμός γινόταν επί των
χειρών του χειροτονουμένου. Όπως αναφέρεται, «ὅτε ἐπαρθῇ τὸ
καταπέτασμα τῶν ἁγίων δώρων καὶ εἰπῇ ὁ λαός “Ἄξιον καὶ δίκαιον”»319 (ή
«ὅτε δὲ εἴποι ὁ ἀρχιερεύς “ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας, εὐχαριστήσωμεν τῷ
Κυρίῳ”»320), τότε ο επίσκοπος επιδίδει την παρακαταθήκη στα χέρια του
χειροτονουμένου.
320
Στην πλειονότητα των κωδίκων και μάλιστα των νεοτέρων, αλλά
και των εντύπων ευχολογίων η επίδοση της παρακαταθήκης γίνεται μετά
τον καθαγιασμό των δώρων και πριν το «Ὥστε γενέσθαι τοῖς
μεταλαμβάνουσιν...»321. Κατά τη σημερινή ισχύουσα τάξη η παράδοσή της
γίνεται πριν το «Ἐξαιρέτως»322.
Ο τρόπος παραδόσεως της παρακαταθήκης ποικίλλει στους
διάφορους κώδικες. Μία από τις μαρτυρούμενες πράξεις ήταν η εξαγωγή
και δευτέρου άρτου για τον σκοπό αυτό. Τούτο ή μαρτυρείται σαφώς ή
υπονοείται. Έτσι οι Βατοπαιδίου 134 (745) και 876 και ο Μ. Λαύρ. 940. Θ78
αναφέρουν ρητώς ότι: «τὸν ἅγιον ἄρτον, ὃν ὡς παρακαταθήκην
προσεκόμισεν ἐν τῇ προθέσει ὁ ἱερεὺς καὶ δίδωσιν...»323. Αλλαχού
μπορούμε να εικάσουμε την εξαγωγή δευτέρου άρτου για να
χρησιμοποιηθεί ως παρακαταθήκη324. Το τυπικό αυτό μας το διασώζει και
321 Ἁγίου Σάββα 362 (607) (14ος αι.), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 298. Βατοπ. 876 (1431) φ. 16 r. ΕΒΕ
2473 (15ος αι.), φ. 62v. Βατοπ 134 (745) (1538), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 773. Μ. Λαύρ. 940. Θ78 (1546),
φ. 12v. Burney MS 54 (1573), φ. 27v. Μ. Λαύρ. 691. Η36 (1598), φ. 107v. Διον. 4027. 493 (16ος
αι.), φ. 18r. Βατοπ. 1089 (16ος αι.) φ. 58r. Add MS 40755 (1600), φ. 58r. Paris Suppl. gr. 177
(1601-1700), φ. 32v. Μ. Λαύρ. 531. Ε69 (1613), φ. 59v. Μ. Λαύρ. 804. Η149 (1640) φφ. 72 v-73r. Μ.
Λαύρ. 538. Ε76 (1653) φ. 94v. Μ. Λαύρ. 805. Η150 (1654) φ. 95 r. Μ. Λαύρ. 568. Ε106 (1683), φ.
11r. Μ. Λαύρ. 837. Η182 (17ος αι.) φ. 81v. ΕΒΕ 2438 (17ος αι.), φ. 84v. ΕΒΕ 836 (17ος αι.), φ. 10v.
ΕΒΕ 813 (17ος αι.), φ. 11r. ΕΒΕ 754 (17ος αι.), φφ. 43v-44r. Δοχ. 2920. 246 (17ος αι.) φ. 46r. Ιβήρ.
4992. 872 (17ος αι.), φ. 79r. Μ. Λαύρ. 699. Η44 (1723), φ. 107 v. Βατοπ. 1092 (1748) φ. 89v. Μ.
Λαύρ. 829. Η174 (18ος αι.), φ. 60r. Διον. 3822. 288 (18ος αι.), φ. 241r. Διον. 4072. 538 (18ος αι.), φ.
58v. Παντ. 6230. 723 (18ος αι.), φ. 29r. ΕΒΕ 860 (18ος αι.), σ. 184. ΒΜΧ 1487 (18ος αι.), φ. 69v.
Αλλατιανό (1575-1580), έκδ. MOR, σ. 91 (Ἑτέρα ἀκριβωτέρα ἑρμηνεία). Ἀρχιερατικόν, έκδ.
HAB, σσ. 112-113. Ex Euchologio Venetiis, έκδ. HAB,σ. 315. Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐν τῷ τοῦ
Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1803, σ. 122.
Ἀρχιερατικόν, ἐν τῷ κατὰ τὰ Πατριαρχεῖα Ἑλληνικῷ τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη
1820, σ. 43. Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς τυπογραφίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἐν
Βενετίᾳ 11850, σ. 159. Ἱερομον. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΖΕΡΒΟΥ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 165.
Πρωτοπρ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΝ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ἐπιμελείᾳ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π.,
σ. 132.
322 Ἀρχιερατικόν, ἔκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθῆναι 32014, σ. 146. Βλ. και Ι. Μ.
ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Θέματα Εὐχολογίου, όπ.π., σ. 30: «Ὅτε δὲ τελειωθῶσι τὰ ἅγια καὶ μέλλει
εἰπεῖν τὸ Ἐν πρώτοις μνήσθητι, Κύριε, προσέρχεται ὁ χειροτονηθεὶς...».
323 Βατοπ. 876 (1431) φ. 16r-16v. Βατοπ 134 (745) (1538), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 773. Μ. Λαύρ.
940. Θ78 (1546), φ. 12v.
324 Barberini gr. 336 (8ος αι.), φ. 165v, έκδ. ST. PARENTI & EL. VELKOVSKA,
Euchologii Barberini Gr. 336, όπ.π., σ. 381: «ἐπιδίδωσιν τῷ χειροτονηθέντι πρεσβυτέρῳ ἕνα
ἄρτον ἐκ τοῦ δίσκου». Σινά 956 (10ος αι.), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 18: «ἕνα ἄρτον ἐκ τοῦ δίσκου».
Grottaferrata Γ. β. I (13ος αι.), φ. 42v, έκδ. M. ARRANZ, L’ Eucologio constantinopolitano agli
321
ο Συμεών Θεσσαλονίκης325. Τέλος θα πρέπει να αναφέρουμε και την
πράξη επίδοσης μερίδας μόνο από τον καθαγιασμένο ή μη αμνό326.
Σήμερα327, αλλά και στην πλειονότητα των εντύπων Ευχολογίων328 και
των κωδίκων329, δίδεται ο άγιος άρτος αυτός.
inizi del secolo XI, όπ.π., σ. 150: «ἐπιδίδωσιν ὁ ἀρχιεπίσκοπος τῷ χειροτονηθέντι ἕνα ἄρτον
εἰς τὰς χεῖρας αὐτοῦ». Coislin 213 (1027), φ. 29v (Τάξις ἀκολουθίας ἐν τῇ χειροτονίᾳ
πρεσβυτέρου, τοῦ πληροῦντος ἀρχιδιακόνου). Grottaferrata Γ. β. I (13ος αι.), φ. 43v, έκδ. M.
ARRANZ, L’ Eucologio constantinopolitano agli inizi del secolo XI, όπ.π., σ. 151 (Τάξις
ἀκολουθίας ἐν τῇ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου τὸν πληροῦντα ἀρχιδιάκονον). Paris gr. 412
(1250-1350), εἰλητ. (Τάξις ἀκολουθίας ἐν τῇ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου τοῦ πληροῦντος
ἀρχιδιακόνου): «ἐπιδίδωσιν τῷ χειροτονηθέντι ἄρτον ἐν ταῖς χερσί».
325 Διάλογος, κεφ. ΡΟΘ΄. PG 155, 385C: «καὶ προηγουμένως ἐν τῇ προθέσει ἄρτος
δεύτερος ἐν τῇ προσκομιδῇ προσκομίζεται, ὡς ἂν τοῦτον δέξηται ταῖς χερσὶ
χειροτονηθείς».
326 Coislin 213 (1027) 28v, έκδ. M. ARRANZ, L’ Eucologio constantinopolitano agli inizi
del secolo XI, όπ.π., σ. 150, υποσ. 2: «λαμβάνων ὁ ἀρχιερεὺς ἐκ τοῦ δίσκου μερίδα τῶν θείων
ἄρτων δίδωσιν εἰς τὰς τοῦ χειροτονουμένου χεῖρας». Vat. gr. 1872 (12ος αι.), φ. 52r. Paris gr.
412 (1250-1350), εἰλητ. (Τάξις γινομένη ἐπὶ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου...). Διον. 3633. 99 (14ος
αι.), εἰλητ. Βατοπ. 984 (14ος αι.) φ. 4v. Paris gr. 2509 (1401-1500), φ. 224v (=Bibliotheca Regia
1741, έκδ. MOR, σ. 72). Διον. 4023. 489 (15 ος αι.), φ. 66v. ΕΒΕ 781 (16ος αι.), φ. 56r. Εσφ. 2172.
159 (17ος αι.), φ. 36r. Bibliotheca Clericorum Regularium, έκδ. MOR, σ. 77. Ex posteriore
Codice Vaticano, έκδ. MOR, σ. 82.
327 Ι. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Θέματα Εὐχολογίου, όπ.π., σ. 30. Ἀρχιερατικόν, έκδ.
Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθῆναι 32014, σ. 146.
328 Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐν τῷ τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως
τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1803, σ. 122. Ἀρχιερατικόν, ἐν τῷ κατὰ τὰ Πατριαρχεῖα
Ἑλληνικῷ τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1820, σ. 43. Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐκ τῆς
Ἑλληνικῆς τυπογραφίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἐν Βενετίᾳ 11850, σ. 159. Ἱερομον.
ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΖΕΡΒΟΥ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 165. Πρωτοπρ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΝ.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ἐπιμελείᾳ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 132.
329 Ἁγίου Σάββα 362 (607) (14ος αι.), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 298. ΕΒΕ 877 (15 ος αι.), σ. 70. ΕΒΕ
2473 (15ος αι.), φ. 62v. Burney MS 54 (1573), φ. 27v. Μ. Λαύρ. 691. Η36 (1598), φ. 107v. Διον.
4027. 493 (16ος αι.), φ. 18r. Βατοπ. 1089 (16ος αι.) φ. 58r. Add MS 40755 (1600), φ. 58r. Paris
Suppl. gr. 177 (1601-1700), φ. 33r. Μ. Λαύρ. 531. Ε69 (1613), φ. 59v. Μ. Λαύρ. 804. Η149 (1640)
φ. 73r.Μ. Λαύρ. 538. Ε76 (1653) φ. 94v. Egerton MS 2392 (1664), φ. 63v. Μ. Λαύρ. 568. Ε106
(1683), φ. 11v. Μ. Λαύρ. 837. Η182 (17ος αι.) φ. 81v. ΕΒΕ 836 (17ος αι.), φ. 101v. ΕΒΕ 813 (17ος
αι.), φ. 11r. ΕΒΕ 2438 (17ος αι.), φ. 84v. Δοχ. 2920. 246 (17ος αι.) φ. 46r. Ιβήρ. 4992. 872 (17ος αι.),
φ. 79r. Μ. Λαύρ. 699. Η44 (1723), φ. 107v. Βατοπ. 1092 (1748) φ. 89v. Μ. Λαύρ. 829. Η174 (18ος
αι.), φ. 60r. Διον. 3822. 288 (18ος αι.), φ. 241v. Διον. 4072. 538 (18ος αι.), φ. 58v. ΕΒΕ 860 (18ος αι.),
σ. 184. ΒΜΧ 1487 (18ος αι.), φ. 69v. Αλλατιανό (1575-1580), έκδ. MOR, σ. 91 (Ἑτέρα
ἀκριβωτέρα ἑρμηνεία). Ἀρχιερατικόν, έκδ. HAB, σ. 112. Ex Euchologio Venetiis, έκδ. HAB,
σ. 315.
322
Η επίδοση αυτή γινόταν είτε εν σιγή, είτε συνοδευομένη με
εκφώνηση. Ο πρώτος τρόπος συναντάται στα αρχαιότερα χειρόγραφα330,
ενώ ο δεύτερος στην πλειονότητά τους. Η εκφώνηση που συνοδεύει είναι
η συνήθης: «Λάβε τὴν παρακαταθήκην ταύτην, καὶ φύλαξον αὐτήν, ἕως
τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτε παρ’ αὐτοῦ
μέλλεις ἀπαιτεῖσθαι αὐτήν». Παρατηρούνται μόνο κάποιες ελαφρές
παραλλαγές κατά το λεκτικό στα διάφορα χειρόγραφα. Η μόνη
σημαντική παραλλαγή συναντάται στον κώδικα Διονυσίου 4023. 489 με
την εξής μορφή: «Πρόσεχε τὴν παρακαταθήκην ταύτην, ἣν μέλλεις
ἀπαιτεῖσθαι ἐν τῇ δευτέρᾳ παρουσίᾳ, μὴ ἐπιδώσῃς ταύτην αἱρετικοῦ ἢ
νεκροῦ ἢ διὰ δώρων, ἢ διὰ φόβου ἢ δι’ ἀπειλῶν, ἀλλ’ οὖν ὡς τὰς κόρας τῶν
ἀδολεύτων σου ὀφθαλμῶν οὕτως πρόσεξε»331. Εφιστά την προσοχή του
πρεσβυτέρου να μην την επιδώσει σε νεκρό ή αιρετικό ή για δώρο ή από
φόβο ή απειλή, αλλά να την προσέχει όπως τους οφθαλμούς του,
φανερώνοντας το ύψος της ιερωσύνης και το φρικτό αυτής. Δίδεται πάντα
επί των χειρών του πρεσβυτέρου και δεν μεσολαβούν σκεύη ή καλύμματα
δίκην ευλαβείας. Ο 101ος κανόνας της Πενθέκτης απαγόρευσε τις τάσεις
ευλάβειας που επικρατούσαν332.
330 Barberini gr. 336 (8ος αι.), φ. 165v, έκδ. ST. PARENTI & EL. VELKOVSKA,
Euchologii Barberini Gr. 336, όπ.π., σ. 381. Coislin 213 (1027) 28 v, έκδ. M. ARRANZ, L’
Eucologio constantinopolitano agli inizi del secolo XI, όπ.π., σ. 150, υποσ. 2. Vat. gr. 1872 (12ος αι.),
φ. 52r. Grottaferrata Γ. β. I (13ος αι.), φ. 42v, έκδ. M. ARRANZ, L’ Eucologio constantinopolitano
agli inizi del secolo XI, όπ.π., σ. 150. Grottaferrata Γ. β. I (13ος αι.), φ. 43r, έκδ. M. ARRANZ, L’
Eucologio constantinopolitano agli inizi del secolo XI, όπ.π., σ. 152 (Τάξις ἀκολουθίας ἐν τῇ
χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου τὸν πληροῦντα ἀρχιδιάκονον). Paris gr. 412 (1250-1350), εἰλητ.
(Τάξις γινομένη ἐπὶ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου...). Paris gr. 412 (1250-1350), εἰλητ. (Τάξις
ἀκολουθίας ἐν τῇ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου τοῦ πληροῦντος ἀρχιδιακόνου). Διον. 3633. 99
(14ος αι.), εἰλητ. Βατοπ. 984 (14ος αι.) φ. 4v. Paris gr. 2509 (1401-1500), φ. 224v (=Bibliotheca
Regia 1741, έκδ. MOR, σ. 72). ΕΒΕ 781 (16ος αι.), φ. 56r. Bibliotheca Clericorum Regularium,
έκδ. MOR, σ. 77. Ex posteriore Codice Vaticano, έκδ. MOR, σ. 82.
331 Διον. 4023. 489 (15ος αι.), φ. 66v (=έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 641).
332 ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β΄, σσ. 546-547: «Σῶμα Χριστοῦ, καὶ ναόν, τὸν
κατ’ εἰκόνα Θεοῦ κτισθέντα ἄνθρωπον, ὁ θεῖος Ἀπόστολος μεγαλοφώνως ἀποκαλεῖ.
Πάσης οὖν αἰσθητῆς κτίσεως ὑπερκείμενος ὁ τῷ σωτηρίῳ πάθει τοῦ οὐρανίου τυχὼν
ἀξιώματος, ἐσθίων καὶ πίνων Χριστόν, πρὸς ζωὴν διὰ παντὸς μεθαρμόζεται τὴν ἀΐδιον,
ψυχὴν καὶ σῶμα τῇ μεθέξει τῆς θείας ἁγιαζόμενος χάριτος· ὥστε, εἴ τις τοῦ ἀχράντου
σώματος μετασχεῖν ἐν τῷ τῆς συνάξεως βουληθείη καιρῷ, καὶ ἓν πρὸς αὐτὸ τῇ μετουσίᾳ
γενέσθαι, τὰς χεῖρας σχηματίζων εἰς τύπον σταυροῦ, οὕτω προσίτω καὶ δεχέσθω τὴν
κοινωνίαν τῆς χάριτος. Τοὺς γὰρ ἐκ χρυσοῦ, ἢ ἄλλης ὕλης, ἀντὶ χειρός, τινὰ δοχεῖα
κατασκευάζοντας πρὸς τὴν τοῦ θείου δώρου ὑποδοχήν, καὶ δι’ αὐτῶν τῆς ἀχράντου
323
Ο πρεσβύτερος λαμβάνοντας την παρακαταθήκη ασπάζεται το
χέρι του αρχιερέως και απέρχεται στον τόπο που ίστατο πρότερον333, ενώ
στη σημερινή ισχύουσα τάξη απέρχεται όπισθεν της Αγίας Τραπέζης334.
Τα χέρια του τα τοποθετεί επάνω της Αγίας Τραπέζης και την κεφαλή του
έχει επικειμένη, όπως αναφέρεται σε αρκετά Ευχολόγια, επί των χειρών
του335. Κατά τη διάρκεια της ιερής αυτής στιγμής εύχεται το «Κύριε,
κοινωνίας ἀξιουμένους, οὐδαμῶς προσιέμεθα, ὡς προτιμῶντας τῆς τοῦ Θεοῦ εἰκόνος τὴν
ἄψυχον ὕλην καὶ ὑποχείριον. Εἰ δέ τις ἁλῷ τῆς ἀχράντου κοινωνίας μεταδιδοὺς τοῖς τὰ
τοιαῦτα δοχεῖα προσφέρουσι, καὶ αὐτὸς ἀφοριζέσθω, καὶ ὁ ταῦτα ἐπιφερόμενος».
333 Διον. 4027. 493 (16ος αι.), φ. 18r. Βατοπ. 876 (1431) φ. 16v. ΕΒΕ 877 (15ος αι.), σ. 70.
ΕΒΕ 2473 (15ος αι.), φ. 62v. Βατοπ 134 (745) (1538), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 773. Μ. Λαύρ. 940. Θ78
(1546), φ. 13r. Burney MS 54 (1573), φ. 27v. Μ. Λαύρ. 691. Η36 (1598), φ. 108r. Βατοπ. 1089
(16ος αι.) φ. 58r. Add MS 40755 (1600), φ. 58r. Μ. Λαύρ. 531. Ε69 (1613), φ. 59 v. Μ. Λαύρ. 804.
Η149 (1640) φ. 73r. Μ. Λαύρ. 805. Η150 (1654) φ. 95v. Μ. Λαύρ. 568. Ε106 (1683), φ. 11 v. Μ.
Λαύρ. 837. Η182 (17ος αι.) φ. 81v. ΕΒΕ 2438 (17ος αι.), φ. 85r. ΕΒΕ 836 (17ος αι.), φ. 101v. ΕΒΕ 813
(17ος αι.), φ. 11v. ΕΒΕ 754 (17ος αι.), φ. 44r. Δοχ. 2920. 246 (17ος αι.) φ. 46r. Ιβήρ. 4992. 872 (17ος
αι.), φ. 79r. Μ. Λαύρ. 699. Η44 (1723), φ. 108 r. Βατοπ. 1092 (1748) φ. 89v. Μ. Λαύρ. 829. Η174
(18ος αι.), φ. 60r. Διον. 3822. 288 (18ος αι.), φ. 241v. Διον. 4072. 538 (18ος αι.), φ. 59r. Παντ. 6230.
723 (18ος αι.), φ. 30r. ΕΒΕ 860 (18ος αι.), σ. 185. ΒΜΧ 1487 (18ος αι.), φ. 69v. Ἀρχιερατικόν, έκδ.
HAB, σ. 112. Ex Euchologio Venetiis, έκδ. HAB, σ. 315. Αλλατιανό (1575-1580), έκδ. MOR, σ.
91 (Ἑτέρα ἀκριβωτέρα ἑρμηνεία). Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐν τῷ τοῦ Πατριαρχείου τῆς
Κωνσταντινουπόλεως τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1803, σ. 122. Ἀρχιερατικόν, ἐν
τῷ κατὰ τὰ Πατριαρχεῖα Ἑλληνικῷ τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1820, σ. 43.
Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς τυπογραφίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἐν Βενετίᾳ
11850, σ. 159. Ἱερομον. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΖΕΡΒΟΥ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 166.
Πρωτοπρ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΝ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ἐπιμελείᾳ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π.,
σ. 132. Ι. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Θέματα Εὐχολογίου, όπ.π., σ. 31.
334 Ἀρχιερατικόν, έκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθῆναι 32014, σ. 147.
335 Barberini gr. 336 (8ος αι.), φ. 165v, έκδ. ST. PARENTI & EL. VELKOVSKA,
Euchologii Barberini Gr. 336, όπ.π., σ. 381. Σινά 956 (10ος αι.), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 18. Coislin 213
(1027) 28v, έκδ. M. ARRANZ, L’ Eucologio constantinopolitano agli inizi del secolo XI, όπ.π., σ.
150, υποσ. 2. Vat. gr. 1872 (12ος αι.), φ. 52r. Grottaferrata Γ. β. I (13ος αι.), φ. 42v, έκδ. M.
ARRANZ, L’ Eucologio constantinopolitano agli inizi del secolo XI, όπ.π., σ. 150. Paris gr. 412
(1250-1350), εἰλητ. (Τάξις γινομένη ἐπὶ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου...). Διον. 3633. 99 (14ος αι.),
εἰλητ. Βατοπ. 984 (14ος αι.) φ. 4v. Ἁγίου Σάββα 362 (607) (14ος αι.), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 298. Paris
gr. 2509 (1401-1500), φ. 224v (=Bibliotheca Regia 1741, έκδ. MOR, σ. 72). Βατοπ. 876 (1431) φ.
16v-17r. Διον. 4023. 489 (15ος αι.), φ. 66v (=έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 641). ΕΒΕ 877 (15ος αι.), σ. 70. ΕΒΕ
2473 (15ος αι.), φ. 62v. Βατοπ 134 (745) (1538), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 773. Μ. Λαύρ. 940. Θ78 (1546),
φ. 13r. Burney MS 54 (1573), φ. 27v. Μ. Λαύρ. 691. Η36 (1598), φ. 108 r. Διον. 4027. 493 (16ος
αι.), φ. 18r. Βατοπ. 1089 (16ος αι.) φ. 58r. Add MS 40755 (1600), φ. 58r. Paris Suppl. gr. 177
(1601-1700), φ. 33r. Μ. Λαύρ. 531. Ε69 (1613), φ. 59v. Μ. Λαύρ. 804. Η149 (1640) φ. 73 r. Μ.
Λαύρ. 805. Η150 (1654) φ. 95v. Μ. Λαύρ. 568. Ε106 (1683), φ. 11 v. Μ. Λαύρ. 837. Η182 (17ος αι.)
324
ἐλέησον»336 ή «Ἐλέησόν με, ὁ Θεός»337 ή και το «Κύριε, ἐλέησον, καὶ
Ἐλέησόν με, ὁ Θεός»338. Πιθανώς απαγγέλλονταν ολόκληρος ο 50ός
ψαλμός, μαρτυρούμενο μόνο από τον ΕΒΕ 754339. Το ισχύον Αρχιερατικό
προβλέπει το «Κύριε, ἐλέησον καὶ τὸν Ν΄ Ψαλμόν»340. Όταν πρόκειται να
φ. 82r. ΕΒΕ 836 (17ος αι.), φ. 101v. ΕΒΕ 813 (17ος αι.), φ. 11v. ΕΒΕ 2438 (17ος αι.), φ. 85r. ΕΒΕ 754
(17ος αι.), φ. 44r. Δοχ. 2920. 246 (17ος αι.) φ. 46r. Εσφ. 2172. 159 (17ος αι.), φ. 36r. Ιβήρ. 4992. 872
(17ος αι.), φ. 79r. Μ. Λαύρ. 699. Η44 (1723), φ. 108r. Βατοπ. 1092 (1748) φ. 89v. Μ. Λαύρ. 829.
Η174 (18ος αι.), φ. 60r. Διον. 4072. 538 (18ος αι.), φ. 59r. Παντ. 6230. 723 (18ος αι.), φ. 30r. ΕΒΕ
860 (18ος αι.), σ. 185. ΒΜΧ 1487 (18ος αι.), φ. 69v. Bibliotheca Clericorum Regularium, έκδ.
MOR, σ. 77. Ex posteriore Codice Vaticano, έκδ. MOR, σ. 82. Αλλατιανό (1575-1580), έκδ.
MOR, σ. 91 (Ἑτέρα ἀκριβωτέρα ἑρμηνεία).Ἀρχιερατικόν, έκδ. HAB, σ. 112. Ex Euchologio
Venetiis, έκδ. HAB, σ. 315. Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐν τῷ τοῦ Πατριαρχείου τῆς
Κωνσταντινουπόλεως τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1803, σ. 122. Ἀρχιερατικόν, ἐν
τῷ κατὰ τὰ Πατριαρχεῖα Ἑλληνικῷ τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1820, σ. 43.
Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς τυπογραφίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἐν Βενετίᾳ
11850, σ. 159. Ἱερομον. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΖΕΡΒΟΥ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 166.
Πρωτοπρ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΝ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ἐπιμελείᾳ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π.,
σ. 132. Ἀρχιερατικόν, έκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθῆναι 32014, σ. 147. Ι. Μ.
ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Θέματα Εὐχολογίου, όπ.π., σ. 31.
336 Paris Suppl. gr. 177 (1601-1700), φ. 33r.
337 Βατοπ. 876 (1431) φ. 17r. ΕΒΕ 877 (15ος αι.), σ. 71. ΕΒΕ 2473 (15ος αι.), φ. 62v. Βατοπ
134 (745) (1538), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 773. Μ. Λαύρ. 940. Θ78 (1546), φ. 13 r. Διον. 4027. 493 (16ος
αι.), φ. 18r. Μ. Λαύρ. 805. Η150 (1654) φ. 95v. Διον. 3822. 288 (18ος αι.), φ. 241v. Ἀρχιερατικόν,
έκδ. HAB, σ. 113. Ι. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Θέματα Εὐχολογίου, όπ.π., σ. 31.
338 Burney MS 54 (1573), φ. 27v. Μ. Λαύρ. 691. Η36 (1598), φ. 103r. Βατοπ. 1089 (16ος
αι.) φ. 58r. Add MS 40755 (1600), φ. 58r. Μ. Λαύρ. 531. Ε69 (1613), φ. 59 v. Μ. Λαύρ. 804. Η149
(1640) φ. 73r. Μ. Λαύρ. 568. Ε106 (1683), φ. 11 v. Μ. Λαύρ. 837. Η182 (17ος αι.) φ. 82r. ΕΒΕ 836
(17ος αι.), φ. 101v. ΕΒΕ 813 (17ος αι.), φ. 11v. ΕΒΕ 2438 (17ος αι.), φ. 85r. Δοχ. 2920. 246 (17ος αι.)
φ. 46r. Ιβήρ. 4992. 872 (17ος αι.), φ. 79r. Μ. Λαύρ. 699. Η44 (1723), φ. 108 r. Βατοπ. 1092 (1748) φ.
89v. Μ. Λαύρ. 829. Η174 (18ος αι.), φ. 60r. Διον. 4072. 538 (18ος αι.), φ. 59r. Παντ. 6230. 723 (18ος
αι.), φ. 30r. ΕΒΕ 860 (18ος αι.), σ. 185. ΒΜΧ 1487 (18ος αι.), φ. 70r. Αλλατιανό (1575-1580), έκδ.
MOR, σ. 91 (Ἑτέρα ἀκριβωτέρα ἑρμηνεία). Ex Euchologio Venetiis, έκδ. HAB, σ. 316.
Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐν τῷ τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τυπογραφείῳ,
Κωνσταντινούπολη 1803, σ. 122. Ἀρχιερατικόν, ἐν τῷ κατὰ τὰ Πατριαρχεῖα Ἑλληνικῷ
τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1820, σ. 43. Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς
τυπογραφίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἐν Βενετίᾳ 11850, σ. 159. Ἱερομον. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ
ΖΕΡΒΟΥ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 166. Πρωτοπρ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΝ.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ἐπιμελείᾳ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 132.
339 ΕΒΕ 754 (17ος αι.), φ. 44r: «Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα».
340 Ἀρχιερατικόν, έκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθῆναι 32014, σ. 147.
325
πει ο αρχιερέας «τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις», δηλαδή να υψώσει τα άγια, τότε ο
χειροτονηθείς πρεσβύτερος επιδίδει τον άγιο άρτο341.
Κατά την τέλεση της προσκομιδής στον Συμεών ο αρχιερέας εξάγει
και δεύτερο Άρτο - Αμνό342. Μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, ο
αρχιερέας «λαβὼν τὸν δεύτερον ἡγιασμένον τέλειον ἄρτον τῇ δεξιᾷ,
δίδωσι τοῦτον τῷ χειροτονηθέντι, τὰς παλάμας σταυροειδῶς ἐκτυποῦντι
εἰς τὴν τοῦ θείου πάθους ἔνδειξιν· καὶ ὅτι τὰς παλάμας ἐτρώθη ὑπὲρ ἡμῶν
341 Barberini gr. 336 (8ος αι.), φ. 165v, έκδ. ST. PARENTI & EL. VELKOVSKA,
Euchologii Barberini Gr. 336, όπ.π., σ. 381. Σινά 956 (10ος αι.), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 18. Vat. gr. 1872
(12ος αι.), φ. 52r. Grottaferrata Γ. β. I (13ος αι.), φ. 42v, έκδ. M. ARRANZ, L’ Eucologio
constantinopolitano agli inizi del secolo XI, όπ.π., σ. 150. Grottaferrata Γ. β. I (13ος αι.), φ. 43r, έκδ.
M. ARRANZ, L’ Eucologio constantinopolitano agli inizi del secolo XI, όπ.π., σ. 152 (Τάξις
ἀκολουθίας ἐν τῇ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου τὸν πληροῦντα ἀρχιδιάκονον). Paris gr. 412
(1250-1350), εἰλητ. (Τάξις γινομένη ἐπὶ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου...). Paris gr. 412 (1250-
1350), εἰλητ. (Τάξις ἀκολουθίας ἐν τῇ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου τοῦ πληροῦντος
ἀρχιδιακόνου). Ἁγίου Σάββα 362 (607) (14ος αι.), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 298. Διον. 3633. 99 (14 ος αι.),
εἰλητ. Βατοπ. 984 (14ος αι.) φ. 4v. Paris gr. 2509 (1401-1500), φ. 224v (=Bibliotheca Regia 1741,
έκδ. MOR, σ. 72). Βατοπ. 876 (1431) φ. 17r. Διον. 4023. 489 (15ος αι.), φ. 67r. (=έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ.
641). ΕΒΕ 877 (15ος αι.), σ. 71. ΕΒΕ 2473 (15ος αι.), φ. 62v. Βατοπ 134 (745) (1538), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ,
σ. 774. Μ. Λαύρ. 940. Θ78 (1546), φ. 13r. Burney MS 54 (1573), φ. 27v. Μ. Λαύρ. 691. Η36
(1598), φ. 108r. Διον. 4027. 493 (16ος αι.), φ. 18r. ΕΒΕ 781 (16ος αι.), φ. 56v. Βατοπ. 1089 (16ος αι.)
φ. 58r. Add MS 40755 (1600), φ. 58r. Paris Suppl. gr. 177 (1601-1700), φ. 33r. Μ. Λαύρ. 531. Ε69
(1613), φ. 59v. Μ. Λαύρ. 804. Η149 (1640) φ. 73 r. Μ. Λαύρ. 538. Ε76 (1653) φ. 95r. Μ. Λαύρ. 805.
Η150 (1654) φ. 95v. Egerton MS 2392 (1664), φ. 63v. Μ. Λαύρ. 568. Ε106 (1683), φ. 11v. Μ.
Λαύρ. 837. Η182 (17ος αι.) φ. 82r. ΕΒΕ 813 (17ος αι.), φ. 11v. ΕΒΕ 2438 (17ος αι.), φ. 85r. ΕΒΕ 754
(17ος αι.), φ. 54v. Δοχ. 2920. 246 (17ος αι.) φφ. 46r-46v. Εσφ. 2172. 159 (17ος αι.), φ. 36r. Ιβήρ.
4992. 872 (17ος αι.), φ. 79r. Μ. Λαύρ. 699. Η44 (1723), φ. 108 r. Βατοπ. 1092 (1748) φ. 89v. Μ.
Λαύρ. 829. Η174 (18ος αι.), φ. 60r. Διον. 3822. 288 (18ος αι.), φ. 241v. Διον. 4072. 538 (18ος αι.), φ.
59r. Παντ. 6230. 723 (18ος αι.), φ. 30r. ΕΒΕ 860 (18ος αι.), σ. 185. ΒΜΧ 1487 (18ος αι.), φ. 70r.
Bibliotheca Clericorum Regularium, έκδ. MOR, σ. 77. Ex posteriore Codice Vaticano, έκδ.
MOR, σ. 82. Αλλατιανό (1575-1580), έκδ. MOR, σ. 91 (Ἑτέρα ἀκριβωτέρα ἑρμηνεία). Ex
Euchologio Venetiis, έκδ. HAB, σ. 316. Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐν τῷ τοῦ Πατριαρχείου τῆς
Κωνσταντινουπόλεως τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1803, σ. 122. Ἀρχιερατικόν, ἐν
τῷ κατὰ τὰ Πατριαρχεῖα Ἑλληνικῷ τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1820, σ. 43.
Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς τυπογραφίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἐν Βενετίᾳ
11850, σ. 159. Ἱερομον. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΖΕΡΒΟΥ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 166.
Πρωτοπρ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΝ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ἐπιμελείᾳ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π.,
σ. 132. Ἀρχιερατικόν, έκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθῆναι 32014, σ. 147. Ι. Μ.
ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Θέματα Εὐχολογίου, όπ.π., σ. 31.
342 Διάλογος, κεφ. ΡΟΘ΄. PG 155, 385C: «καὶ προηγουμένως ἐν τῇ προθέσει ἄρτος
δεύτερος ἐν τῇ προσκομιδῇ προσκομίζεται, ὡς ἂν τοῦτον δέξηται ταῖς χερσὶ
χειροτονηθείς».
326
σταυρωθείς», με την προτροπή να τον φυλαξει έως τη Δευτέρα
Παρουσία343. Ασπασάμενος ο πρεσβύτερος την αρχιερατική δεξιά και μετά
συντριβής απελθών, έχοντας τα χέρια του πάνω στην Αγία Τράπεζα
κατέχων τον Άρτο, εύχεται με κεκλιμένη την κεφαλή για τον εαυτό του,
για τον χειροτονήσαντα ιεράρχη, για πάντες τους κληρικούς και λαϊκούς
και για όλους τους ορθοδόξους ζώντες και τεθνεώτες. Μετά την
κεφαλοκλισία και την ευχή «Πρόσχες, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», προσκαλείται
πάλι να φέρει τον Άρτο για να τον θέσει στο Άγιο Δισκάριο, όπου μέλλει
να υψωθεί. Τότε ο ιεράρχης τον υψώνει μαζί με τον προκείμενο στο
Δισκάριο Άρτο, διότι ένα είναι το σώμα του Κυρίου344. Ο Συμεών
διατυπώνει την έννοια της παρακαταθήκης ως εξής: «Τοῦτο φρίκης
ἁπάσης μεστόν. Δείκνυσι γὰρ ὡς οἰκονόμος τῶν τοῦ Θεοῦ μυστηρίων
γίνεται, καὶ οὐκ ἄλλον, ἀλλὰ τὸν Ἰησοῦν τὸν ζῶντα ἄρτον λαμβάνει
ἱερουργεῖν, καὶ τὴν ἱερωσύνην αὐτοῦ καὶ αὐτὸν ὡς παρακαταθήκην
πιστεύεται· καὶ ὀφείλει τηρεῖν ταῦτα, τὴν ἱερωσύνην τε καὶ ἑαυτὸν
ἀμώμητα· ὅτι καὶ παρ’ αὐτοῦ ταῦτα ἀπαιτηθήσονται τοῦ Κυρίου»345.
Σε ορισμένα τυπικά χειροτονιών λοιπόν παρατηρούμε πράξη κατά
την οποία η παρακαταθήκη να επιδίδεται προ του καθαγιασμού, ώστε
αυτός να τελείται επί των χειρών του χειροτονουμένου. Αυτό το βλέπουμε
κυρίως από τον 8ο έως τον 14ο αιώνα. Από τον 14ο αιώνα κυρίως η επίδοσή
της γίνεται πριν το «Ὥστε γενέσθαι τοῖς μεταλαμβάνουσιν...» και άρα
μετά τον καθαγιασμό, ενώ κατά το σήμερον ισχύον τυπικό μετά το «Ἄξιόν
ἐστιν...». Ιδιαιτερότητες παρατηρούνται και ως προς τη μορφή της. Είτε
εξαγόταν και δεύτερος Άρτος, αυτό το μαρτυρεί και ο Συμεών, είτε
δινόταν μερίδα του θείου Άρτου, είτε όπως και σήμερα παραδινόταν ο
ίδιος ο καθαγιασμένος Άρτος. Οι αρχαιότεροι κώδικες ομιλούν για
επίδοση εν σιγή, ενώ αργότερα συνοδεύεται με τη γνωστή παρότρυνση. Ο
πρεσβύτερος ακολούθως απέρχεται στο δεξιό μέρος της Αγίας Τραπέζης,
σήμερα όπισθεν αυτής. Η παρακαταθήκη επιστρέφεται πριν την ύψωση,
εάν όμως έχει εξαχθεί και δεύτερος Άρτος ως παρακαταθήκη, υψώνεται
μαζί με τον πρώτο.
327
ιβ. Πρωτεία της ημέρας.
Κατά την ημέρα της χειροτονίας του ο πρεσβύτερος κατέχει
τιμητικά τα πρωτεία μεταξύ όλων των ομοιοβάθμων του, όχι μόνο ως
προς τον βαθμό που θα λάβει, αλλά και αυτού τον οποίο μέχρι τώρα
κατέχει. Άρα τελεί και τα του αρχιδιακόνου έως την ώρα της χειροτονίας
του346. Από την τάξη χειροτονίας πρεσβυτέρου οι κώδικες Κοισλιανός 213
και Κρυπτοφέρρης Γ. β. Ι και άλλοι όμοιοι, θέτουν ως κεφαλίδα το «τοῦ
πληροῦντος ἀρχιδιακόνου», δηλαδή ο χειροτονηθησόμενος κατείχε τη
θέση του αρχιδιακόνου. Άρα τελεί χρέη αρχιδιακόνου, αν και η τάξη αυτή
αναφέρεται στον έχοντα χρέη αρχιδιακόνου.
Μετά την ένδυση ο πρεσβύτερος ίσταται στο δεξιό μέρος της Αγίας
Τραπέζης347 ή αλλιώς όπως αναφέρεται αλλού, «ἵσταται μετὰ τῶν
πρεσβυτέρων»348, θέση που κατέχει ο έχων τα πρεσβεία της χειροτονίας
346 Όπ.π., κεφ. ΡΟΘ΄. PG 155, 385C: «εἶτα ἱερουργοῦντος τοῦ ἱεράρχου,
συλλετουργῶν καὶ αὐτὸς τὰ τοῦ ἀρχιδιακόνου τελεῖ. Καὶ τὸ Εὐαγγέλιον λέγει, εὐλογίαν
δεχόμενος. Καὶ τὸν θεῖον ἄρτον ἐπὶ κεφαλῆς ἐν τῇ μεγάλῃ φέρει εἰσόδῳ, ὡς τὰ τῆς
διακονίας ἀποδούς».
347 Ἁγίου Σάββα 362 (607) (14ος αι.), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 298. ΕΒΕ 877 (15 ος αι.), σ. 70. ΕΒΕ
2473 (15ος αι.), φ. 62r. Μ. Λαύρ. 805. Η150 (1654) φ. 94r. ΕΒΕ 813 (17ος αι.), φ. 11r. ΕΒΕ 750 (17ος
αι.), φ. 114r. ΕΒΕ 771 (17ος αι.), φ. 210r. ΕΒΕ 754 (17ος αι.), φ. 36v. Ἀρχιερατικόν, έκδ. HAB, σ.
109. Ι. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Θέματα Εὐχολογίου, όπ.π., σ. 30. Ἀρχιερατικόν, έκδ. Ἀποστολικὴ
Διακονία, Ἀθῆναι 32014, σ. 146.
348 Barberini gr. 336 (8ος αι.), φ. 165v, έκδ. ST. PARENTI & EL. VELKOVSKA,
Euchologii Barberini Gr. 336, όπ.π., σ. 381. Σινά 956 (10ος αι.), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 18. Coislin 213
(1027), έκδ. M. ARRANZ, 28v, L’ Eucologio constantinopolitano agli inizi del secolo XI, όπ.π., σ.
150, υποσ. 2. Coislin 213 (1027), φ. 29v (Τάξις ἀκολουθίας ἐν τῇ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου,
τοῦ πληροῦντος ἀρχιδιακόνου). Vat. gr. 1872 (12ος αι.), φ. 52r. Grottaferrata Γ. β. I (13ος αι.),
φ. 42v, έκδ. M. ARRANZ, L’ Eucologio constantinopolitano agli inizi del secolo XI, όπ.π., σ. 150.
Grottaferrata Γ. β. I (13ος αι.), φ. 43r, έκδ. M. ARRANZ, L’ Eucologio constantinopolitano agli inizi
del secolo XI, όπ.π., σ. 151 (Τάξις ἀκολουθίας ἐν τῇ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου τὸν πληροῦντα
ἀρχιδιάκονον). Paris gr. 412 (1250-1350), εἰλητ. (Τάξις γινομένη ἐπὶ χειροτονίᾳ
πρεσβυτέρου...). Paris gr. 412 (1250-1350), εἰλητ. (Τάξις ἀκολουθίας ἐν τῇ χειροτονίᾳ
πρεσβυτέρου τοῦ πληροῦντος ἀρχιδιακόνου). Διον. 3633. 99 (14ος αι.), εἰλητ. Βατοπ. 984
(14ος αι.) φ. 4v. Paris gr. 2509 (1401-1500), φ. 224v (=Bibliotheca Regia 1741, έκδ. MOR, σ. 71).
Βατοπ. 876 (1431) φ. 16r. Διον. 4023. 489 (15ος αι.), φ. 66r. Βατοπ 134 (745) (1538), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ,
σ. 774. Μ. Λαύρ. 940. Θ78 (1546), φ. 12 v. Burney MS 54 (1573), φ. 27r. Μ. Λαύρ. 691. Η36
(1598), φ. 107v. Βατοπ. 1089 (16ος αι.) φ. 57v. ΕΒΕ 781 (16ος αι.), φ. 56v. Add MS 40755 (1600), φ.
58r. Μ. Λαύρ. 531. Ε69 (1613), φ. 59r. Μ. Λαύρ. 804. Η149 (1640) φ. 72v. Egerton MS 2392
(1664), φ. 63v. Μ. Λαύρ. 568. Ε106 (1683), φ. 11r. Μ. Λαύρ. 837. Η182 (17ος αι.) φ. 81v. Δοχ.
2920. 246 (17ος αι.) φ. 45v. ΕΒΕ 836 (17ος αι.), φ. 101r. ΕΒΕ 2438 (17ος αι.), φ. 84v. Εσφ. 2172. 159
(17ος αι.), φ. 35v. Ιβήρ. 4992. 872 (17ος αι.), φ. 78v. Μ. Λαύρ. 699. Η44 (1723), φ. 107 v. Βατοπ.
328
κατά την τέλεση των ιερών μυστηρίων, και αναγινώσκει το «κοντάκιον»349,
το ειλητάριο της θείας λειτουργίας, ή λέγει καθ’ εαυτόν το «Ἐλέησόν με, ὁ
Θεός»350. Στο σημείο αυτό, κατά τον κώδικα Burney MS 54, ο αρχιερέας
ευλογεί τον λαό μετά του τρικερίου δίδοντας έτι πανηγυρικότερο
χαρακτήρα351.
Αφού παραδώσει την παρακαταθήκη στον επίσκοπο και πρόκειται
να κοινωνήσουν οι συλλειτουργούντες, κοινωνεί πρώτος του τιμίου
σώματος και αίματος του Χριστού προ των λοιπών πρεσβυτέρων 352. Κατά
1092 (1748) φ. 89r. Μ. Λαύρ. 829. Η174 (18ος αι.), φ. 59v. Διον. 3822. 288 (18ος αι.), φ. 241r. Διον.
4072. 538 (18ος αι.), φ. 58v. Παντ. 6230. 723 (18ος αι.), φ. 29r. ΕΒΕ 860 (18ος αι.), σ. 184. ΒΜΧ
1487 (18ος αι.), φ. 69v. Bibliotheca Clericorum Regularium, έκδ. MOR, σ. 77. Ex posteriore
Codice Vaticano, έκδ. MOR, σ. 82. Αλλατιανό (1575-1580), έκδ. MOR, σ. 91 (Φιλουμένου
διάταξις ἐπὶ χειροτονίᾳ ἱερέως). Ex Euchologio Venetiis, έκδ. HAB, σ. 315. Εὐχολόγιον τὸ
Μέγα, ἐν τῷ τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τυπογραφείῳ,
Κωνσταντινούπολη 1803, σ. 122. Ἀρχιερατικόν, ἐν τῷ κατὰ τὰ Πατριαρχεῖα Ἑλληνικῷ
τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1820, σ. 43. Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς
τυπογραφίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἐν Βενετίᾳ 11850, σ. 159. Ἱερομον. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ
ΖΕΡΒΟΥ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 165. Πρωτοπρ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΝ.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ἐπιμελείᾳ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 132.
349 Burney MS 54 (1573), φ. 27r. Μ. Λαύρ. 691. Η36 (1598), φ. 107v. Διον. 4027. 493 (16ος
αι.), φ. 18r. Βατοπ. 1089 (16ος αι.) φ. 57v. Add MS 40755 (1600), φ. 58r. Paris Suppl. gr. 177
(1601-1700), φ. 33r. Μ. Λαύρ. 531. Ε69 (1613), φ. 59 r. Μ. Λαύρ. 804. Η149 (1640) φ. 72 v. Μ.
Λαύρ. 568. Ε106 (1683), φ. 11r. Μ. Λαύρ. 837. Η182 (17ος αι.) φ. 81v. ΕΒΕ 813 (17ος αι.), φ. 11r.
ΕΒΕ 836 (17ος αι.), φ. 101r. ΕΒΕ 2438 (17ος αι.), φ. 84v. Δοχ. 2920. 246 (17ος αι.) φ. 45v. Ιβήρ.
4992. 872 (17ος αι.), φ. 78v. Μ. Λαύρ. 699. Η44 (1723), φ. 107 v. Βατοπ. 1092 (1748) φ. 89r. Μ.
Λαύρ. 829. Η174 (18ος αι.), φ. 59v. Διον. 3822. 288 (18ος αι.), φ. 241r. Διον. 4072. 538 (18ος αι.), φ.
58v. Παντ. 6230. 723 (18ος αι.), φ. 29r. ΕΒΕ 860 (18ος αι.), σ. 184. ΒΜΧ 1487 (18ος αι.), φ. 69v.
Αλλατιανό (1575-1580), έκδ. MOR, σ. 91 (Φιλουμένου διάταξις ἐπὶ χειροτονίᾳ ἱερέως). Ex
Euchologio Venetiis, έκδ. HAB, σ. 315. Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐν τῷ τοῦ Πατριαρχείου τῆς
Κωνσταντινουπόλεως τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1803, σ. 122. Ἀρχιερατικόν, ἐν
τῷ κατὰ τὰ Πατριαρχεῖα Ἑλληνικῷ τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1820, σ. 43.
Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς τυπογραφίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἐν Βενετίᾳ
11850, σ. 159. Ἱερομον. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΖΕΡΒΟΥ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 165.
Πρωτοπρ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΝ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ἐπιμελείᾳ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π.,
σ. 132. Ι. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Θέματα Εὐχολογίου, όπ.π., σ. 30.
350 Ἁγίου Σάββα 362 (607) (14ος αι.), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 298. ΕΒΕ 877 (15ος αι.), σ. 70. ΕΒΕ
2473 (15ος αι.), φ. 62r. Μ. Λαύρ. 805. Η150 (1654) φ. 95 r. ΕΒΕ 750 (17ος αι.), φ. 114r. ΕΒΕ 771
(17ος αι.), φ. 210r. ΕΒΕ 754 (17ος αι.), φ. 36v. Ἀρχιερατικόν, έκδ. HAB, σ. 109.
351 Burney MS 54 (1573), φ. 27r.
352 Barberini gr. 336 (8ος αι.), φ. 165v, έκδ. ST. PARENTI & EL. VELKOVSKA,
Euchologii Barberini Gr. 336, όπ.π., σ. 381. Σινά 956 (10ος αι.), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 18. Coislin 213
(1027), 28v, έκδ. M. ARRANZ, L’ Eucologio constantinopolitano agli inizi del secolo XI, όπ.π., σ.
329
κάποιους κώδικες κοινωνεί τους συμπρεσβυτέρους του353. Μετέδιδε δε και
τη θεία κοινωνία στον λαό354 και εκφωνούσε, αλλά και εκφωνεί, την
150, υποσ. 2. Coislin 213 (1027), φ. 30r (Τάξις ἀκολουθίας ἐν τῇ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου,
τοῦ πληροῦντος ἀρχιδιακόνου). Vat. gr. 1872 (12ος αι.), φ. 52r. Grottaferrata Γ. β. I (13ος αι.),
φ. 42v, έκδ. M. ARRANZ, L’ Eucologio constantinopolitano agli inizi del secolo XI, όπ.π., σ. 150.
Grottaferrata Γ. β. I (13ος αι.), φ. 43v, έκδ. M. ARRANZ, L’ Eucologio constantinopolitano agli
inizi del secolo XI, όπ.π., σ. 152 (Τάξις ἀκολουθίας ἐν τῇ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου τὸν
πληροῦντα ἀρχιδιάκονον). Paris gr. 412 (1250-1350), εἰλητ. (Τάξις ἀκολουθίας ἐν τῇ
χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου τοῦ πληροῦντος ἀρχιδιακόνου). Διον. 3633. 99 (14ος αι.), εἰλητ.
Βατοπ. 984 (14ος αι.) φ. 4v. Paris gr. 412 (1250-1350), εἰλητ. (Τάξις γινομένη ἐπὶ χειροτονίᾳ
πρεσβυτέρου...). Paris gr. 2509 (1401-1500), φ. 224v (=Bibliotheca Regia 1741, έκδ. MOR, σ. 72).
Βατοπ. 876 (1431) φ. 17r. ΕΒΕ 877 (15ος αι.), σ. 71. Διον. 4023. 489 (15ος αι.), φ. 67r (=έκδ. ΔΜΗ
ΙΙ, σ. 641). ΕΒΕ 2473 (15ος αι.), φ. 62v. Βατοπ 134 (745) (1538), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 774. Μ. Λαύρ.
940. Θ78 (1546), φ. 13r. Burney MS 54 (1573), φ. 28av. Μ. Λαύρ. 691. Η36 (1598), φ. 108r. Β Διον.
4027. 493 (16ος αι.), φ. 18r. ατοπ. 1089 (16ος αι.) φ. 58r. ΕΒΕ 781 (16ος αι.), φ. 56v. Add MS 40755
(1600), φ. 58r. Paris Suppl. gr. 177 (1601-1700), φ. 33r. Μ. Λαύρ. 531. Ε69 (1613), φ. 59v. Μ.
Λαύρ. 804. Η149 (1640) φ. 73r. Μ. Λαύρ. 805. Η150 (1654) φφ. 95 v-96r. Egerton MS 2392 (1664),
φ. 63v. Μ. Λαύρ. 568. Ε106 (1683), φ. 11v. Μ. Λαύρ. 837. Η182 (17ος αι.) φ. 82r. ΕΒΕ 813 (17ος
αι.), φ. 11v. ΕΒΕ 836 (17ος αι.), φ. 102v. ΕΒΕ 2438 (17ος αι.), φ. 85r. ΕΒΕ 754 (17ος αι.), φ. 55v. Δοχ.
2920. 246 (17ος αι.) φ. 45v. Εσφ. 2172. 159 (17ος αι.), φφ. 36r-36v. Ιβήρ. 4992. 872 (17ος αι.), φ. 79v.
Μ. Λαύρ. 699. Η44 (1723), φ. 108 r. Βατοπ. 1092 (1748) φ. 90r. Μ. Λαύρ. 829. Η174 (18ος αι.), φ.
60r. Διον. 3822. 288 (18ος αι.), φ. 241v. Διον. 4072. 538 (18ος αι.), φ. 59r. Παντ. 6230. 723 (18ος
αι.), φ. 30r. ΕΒΕ 860 (18ος αι.), σ. 186. ΒΜΧ 1487 (18ος αι.), φ. 70r. Bibliotheca Clericorum
Regularium, έκδ. MOR, σ. 77. Ex posteriore Codice Vaticano, έκδ. MOR, σ. 82. Αλλατιανό
(1575-1580), έκδ. MOR, σ. 91 (Φιλουμένου διάταξις ἐπὶ χειροτονίᾳ ἱερέως). Ex Euchologio
Venetiis, έκδ. HAB, σ. 316. Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐν τῷ τοῦ Πατριαρχείου τῆς
Κωνσταντινουπόλεως τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1803, σ. 122. Ἀρχιερατικόν, ἐν
τῷ κατὰ τὰ Πατριαρχεῖα Ἑλληνικῷ τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1820, σ. 43.
Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς τυπογραφίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἐν Βενετίᾳ
11850, σ. 159. Ἱερομον. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΖΕΡΒΟΥ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 165.
Πρωτοπρ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΝ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ἐπιμελείᾳ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π.,
σ. 132. Ἀρχιερατικόν, έκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθῆναι 32014, σ. 147. Ι. Μ.
ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Θέματα Εὐχολογίου, όπ.π., σ. 31.
353 «μεταδίδωσιν αὐτὸς τοῖς λοιποῖς»: Coislin 213 (1027), έκδ. M. ARRANZ, L’
Eucologio constantinopolitano agli inizi del secolo XI, όπ.π., σ. 150, υποσ. 2. Vat. gr. 1872 (12ος αι.),
φ. 52r. Paris gr. 412 (1250-1350), εἰλητ. (Τάξις γινομένη ἐπὶ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου...).
Βατοπ. 984 (14ος αι.) φ. 4v. Paris gr. 2509 (1401-1500), φ. 224v (=Bibliotheca Regia 1741, έκδ.
MOR, σ. 72). Bibliotheca Clericorum Regularium, έκδ. MOR, σ. 77. Ex posteriore Codice
Vaticano, έκδ. MOR, σ. 82. «καὶ μεταδίδωσιν»: Grottaferrata Γ. β. I (13ος αι.), φ. 42v, έκδ. M.
ARRANZ, L’ Eucologio constantinopolitano agli inizi del secolo XI, όπ.π., σ. 150.
354 Διον. 4023. 489 (15ος αι.), φ. 67r (=έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 641).
330
οπισθάμβωνο ευχή355. Σύμφωνα με την τάξη χειροτονίας πρεσβυτέρου
«τοῦ πληροῦντος ἀρχιδιακόνου», κατά τους Κοισλιανό 213, Κρυπτοφέρρης
Γ. β. Ι και Paris gr. 412 κώδικες κοινωνεί προ των άλλων επισκόπων και
λαμβάνων το ποτήριο από τον πατριάρχη κοινωνεί τους
συμπρεσβυτέρους του . 356
355 Coislin 213 (1027), 28v, έκδ. M. ARRANZ, L’ Eucologio constantinopolitano agli inizi
del secolo XI, όπ.π., σ. 150, υποσ. 2. Vat. gr. 1872 (12ος αι.), φ. 52r. Grottaferrata Γ. β. I (13ος αι.),
φ. 42v, έκδ. M. ARRANZ, L’ Eucologio constantinopolitano agli inizi del secolo XI, όπ.π., σ. 150.
Paris gr. 412 (1250-1350), εἰλητ. (Τάξις γινομένη ἐπὶ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου...). Ἁγίου
Σάββα 362 (607) (14ος αι.), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σσ. 317-318. Διον. 3633. 99 (14ος αι.), εἰλητ. Βατοπ.
984 (14ος αι.) φ. 4v. Διον. 4023. 489 (15ος αι.), φ. 67r (=έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 641). Paris gr. 2509 (1401-
1500), φ. 224v (=Bibliotheca Regia 1741, έκδ. MOR, σ. 72). Βατοπ. 876 (1431) φ. 17 r. ΕΒΕ 877
(15ος αι.), σ. 71. ΕΒΕ 2473 (15ος αι.), φ. 62v. ΕΒΕ 781 (16ος αι.), φ. 56v. Βατοπ 134 (745) (1538),
έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 774. Μ. Λαύρ. 940. Θ78 (1546), φ. 13r. Burney MS 54 (1573), φ. 27av. Μ. Λαύρ.
691. Η36 (1598), φ. 108r. Διον. 4027. 493 (16ος αι.), φ. 18r. Βατοπ. 1089 (16ος αι.) φ. 58r. Add MS
40755 (1600), φ. 58r. Paris Suppl. gr. 177 (1601-1700), φ. 33r. Μ. Λαύρ. 531. Ε69 (1613), φ. 59v.
Μ. Λαύρ. 804. Η149 (1640) φ. 73 r. Μ. Λαύρ. 538. Ε76 (1653) φ. 95r. Μ. Λαύρ. 805. Η150 (1654)
φ. 96r. Μ. Λαύρ. 568. Ε106 (1683), φ. 11 v. Μ. Λαύρ. 837. Η182 (17ος αι.) φ. 82r. ΕΒΕ 813 (17ος
αι.), φ. 11v. ΕΒΕ 836 (17ος αι.), φ. 102v. ΕΒΕ 2438 (17ος αι.), φ. 85r. ΕΒΕ 754 (17ος αι.), φ. 59v. Δοχ.
2920. 246 (17ος αι.) φ. 45v. Εσφ. 2172. 159 (17ος αι.), φ. 36v. Ιβήρ. 4992. 872 (17ος αι.), φ. 79v. Μ.
Λαύρ. 699. Η44 (1723), φ. 108r. Βατοπ. 1092 (1748) φ. 90r. Μ. Λαύρ. 829. Η174 (18ος αι.), φ. 60r.
Διον. 3822. 288 (18ος αι.), φ. 241v. Διον. 4072. 538 (18ος αι.), φ. 59r. Παντ. 6230. 723 (18ος αι.), φ.
30r. ΕΒΕ 860 (18ος αι.), σ. 186. ΒΜΧ 1487 (18ος αι.), φ. 70r. Bibliotheca Clericorum Regularium,
έκδ. MOR, σ. 77. Ex posteriore Codice Vaticano, έκδ. MOR, σ. 82. Αλλατιανό (1575-1580),
έκδ. MOR, σ. 91 (Φιλουμένου διάταξις ἐπὶ χειροτονίᾳ ἱερέως). Ἀρχιερατικόν, έκδ. HAB, σ.
276. Ex Euchologio Venetiis, έκδ. HAB, σ. 316. Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐν τῷ τοῦ
Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη 1803, σ. 122.
Ἀρχιερατικόν, ἐν τῷ κατὰ τὰ Πατριαρχεῖα Ἑλληνικῷ τυπογραφείῳ, Κωνσταντινούπολη
1820, σ. 43. Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς τυπογραφίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἐν
Βενετίᾳ 11850, σ. 159. Ἱερομον. ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΖΕΡΒΟΥ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π., σ. 165.
Πρωτοπρ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΝ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ἐπιμελείᾳ, Εὐχολόγιον τὸ Μέγα, όπ.π.,
σ. 132. Ἀρχιερατικόν, έκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθῆναι 32014, σ. 147. Ι. Μ.
ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Θέματα Εὐχολογίου, όπ.π., σ. 31.
356 «καὶ μεταλαμβάνει πρῶτος καὶ εἰ συμβῇ ἐπισκόπους παρεῖναι καὶ λαμβάνων
τὸ ποτήριον ἐκ τοῦ πατριάρχου μεταδίδωσιν τοῖς κοινωνοῦσιν ἐν τῷ ἱερατείῳ»: Coislin
213 (1027), φ. 30r (Τάξις ἀκολουθίας ἐν τῇ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου, τοῦ πληροῦντος
ἀρχιδιακόνου). Grottaferrata Γ. β. I (13ος αι.), φ. 43v, έκδ. M. ARRANZ, L’ Eucologio
constantinopolitano agli inizi del secolo XI, όπ.π., σ. 151 (Τάξις ἀκολουθίας ἐν τῇ χειροτονίᾳ
πρεσβυτέρου τὸν πληροῦντα ἀρχιδιάκονον). Paris gr. 412 (1250-1350), εἰλητ. (Τάξις
ἀκολουθίας ἐν τῇ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου τοῦ πληροῦντος ἀρχιδιακόνου).
331
ουράνια και επίγεια, συγχαίρει για την κατάταξη ενός νέου μέλους στον
κλήρο.
Ο Συμέων αναφέρει ότι την ημέρα της χειροτονίας του ο
πρεσβύτερος κατέχει τιμητικά τα πρεσβεία μεταξύ των ομοιοβάθμων
αυτού συμπρεσβυτέρων, δίδοντας πρώτος τον ασπασμό της αγάπης357 και
κοινωνώντας προ των άλλων πρεσβυτέρων358. Κατόπιν αυτός προσφέρει
τη θεία κοινωνία στους υπόλοιπους κληρικούς μαρτυρών «ὡς τῶν
μυστηρίων τετέλεσται ἱερεύς» και ότι έλαβε την εξουσία και τη δύναμη να
μεταδίδει αυτά και στους άλλους359. Αυτός αναγινώσκει την οπισθάμβωνο
ευχή, διότι «ὡς ἱερεὺς κατέστη, καὶ μεσίτης γέγονεν αὐτοῖς τὰ πρὸς τὸν
Θεὸν, καὶ ὡς ἄρτι τὴν χάριν δεξάμενος, εὔχεται ὑπὲρ τοῦ λαοῦ. Αὕτη γὰρ
ἡ εύχή, τελευταία οὖσα, πάντα ἐξαιτεῖται ἱερεῦσι καὶ βασιλεῦσι καὶ
λαϊκοῖς τὰ ἀγαθὰ καὶ τὴν εἰρήνην ἀπὸ τοῦ τῶν φώτων Πατρός»360.
Εν κατακλείδι, ο νεοχειροτονηθείς πρεσβύτερος κατέχει τιμητικά τα
πρεσβεία και ως διάκονος και ως νέος πρεσβύτερος. Αμέσως μετά τη
χειροτονία ίσταται δεξιά, άρα πρώτος των ομοιοβάθμων του, αναγινώσκει
το «κοντάκιον», το ειλητάριο της θείας λειοτυργίας, ή λέγει καθ’ εαυτόν
το «Ἐλέησόν με, ὁ Θεός». Επίσης κοινωνεί πρώτος και αναγινώσκει την
οπισθάμβωνο ευχή. Σε μερικούς μάλιστα κώδικες παρατηρούνται οι
ιδιαίτερες προβλέψεις να κοινωνεί τους συμπρεβυτέρους του ή τον λαό.
357 Διάλογος, κεφ. ΡΟΘ΄. PG 155, 389D: «καὶ εὐθὺς ἵσταται ἐπικλινόμενος ἐκ
πλαγίου τῇ τραπέζῃ, καθ’ ἑαυτὸν εὐχόμενος, ἕως ἀρθῇ τὸ καταπέτασμα, καὶ ὁ θεῖος
γένηται ἀσπασμός. Τότε γὰρ αὖθις πρὸ τῶν ἄλλων πρεσβυτέρων ἐρχόμενος, ποιεῖ τὰ τοῦ
ἀσπασμοῦ. Καὶ πάλιν ἵσταται ὑποκλινόμενος τῇ θείᾳ τραπέζῃ, καὶ τὸν τοῦ Θεοῦ
ἐκκαλούμενος ἔλεον».
358 Όπ.π., κεφ. ΡΠΓ΄. PG 155, 392D.
359 Όπ.π., κεφ. ΡΠΓ΄. PG 155, 393A.
360 Όπ.π., κεφ. ΡΠΔ΄. PG 155, 393BC.
332
μία καὶ ἀκατάπαυστος»361. Παρόμοια πράξη σαββατισμού συναντάται στα
μυστήρια του βαπτίσματος με την απόλουση, του γάμου με την
αποστεφάνωση και της μοναχικής τελειώσεως με την άρση του
κουκουλίου. Σημείωση περί της υποχρεώσεως αυτής υπάρχει σε αρκετούς
κώδικες στο τέλος της ακολουθίας362. Ο Συμέων, επηρεασμένος ως προς
την ερμηνεία του αριθμού επτά από τον Γρηγόριο Θεολόγο, εφαρμόζει
αυτόν στη σωματική και πνευματική ζωή. Όλη η ζωή του ανθρώπου
εξελίσσεται επταδικώς, σε επαναλαμβανομένους κύκλους του επτά, όπως
συμβαίνει και στο παιδί. Παρόλο που ο άνθρωπος δέχεται αλλοιώσεις
κατ’ έτος, κυρίως μεταβάλλεται «ἐν τῷ ἄρχεσθαι τὴν τρίτην τριάδα, ἥτις
ἐστὶν ἡ ἑβδόμη». Το επτά περιλαμβάνει δύο τριάδες και μέρος μόνο της
τρίτης. Δεν μπορούμε να ολοκληρώσουμε τις τρεις τριάδες και να
σχηματίσουμε το εννέα λόγω της υλικής μας συνθέσεως. Οι άγγελοι ως
ασώματοι και νόες, με τις τρεις τριάδες τους που περιλαμβάνει το εννέα,
συμβολίζουν την Αγία Τριάδα. Εμείς εικονίζουμε την Αγία Τριάδα «τῷ νοΐ
ἡμῶν καὶ λόγῳ καὶ πνεύματι κατ’ εἰκόνα Θεοῦ κτισθέντες»363. Το έθος
361 Όπ.π., κεφ. ΡΟϚ΄. PG 155, 384D-385A. Και κεφ. ΡΠΔ΄. PG 155, 393CD: «Καὶ
εὐλογίαν λαβὼν ἄπεισιν, ἄχρι τῆς ἑβδόμης καθ’ ἡμέραν ἱερουργῶν, ὡς τετύπωται, ἵνα
καὶ πρὸς τὸ ἔργον εἰς ἔθος ἔλθῃ. Καὶ ἀδιάκοπος ἡ τῆς ἱερωσύνης ἐνέργεια τῇ ἑβδομάδι
τῶν ἡμερῶν διαμείνῃ, δι’ ἧς ἡ παροῦσα πᾶσα οἰκονομεῖται ζωή, ὡς ἂν τοῦτο τὸ ἔργον
ἐπιμελῶς ἐνεργήσας ἐν τῷ παρόντι, εἰς τὴν ἄληκτον ἐκείνην ἱερουργίαν καὶ ἄμεσον
κοινωνίαν τοῦ Χριστοῦ καταντήσῃ· ἀλλὰ καὶ ὡς πνευματικὸν λαβὼν μέγα χάρισμα, κατὰ
τὸν ἀριθμὸν τῶν τοῦ Πνεύματος χαρισμάτων, καὶ ἐν ἡμέραις ἴσαις ὀφείλει ἀδιαστάτως
ἐνεργεῖν τὰ τῆς χάριτος, ὡς προγέγραπται».
362 Coislin 213 (1027), 28v, έκδ. M. ARRANZ, L’ Eucologio constantinopolitano agli inizi
del secolo XI, όπ.π., σ. 150, υποσ. 2. Vat. gr. 1872 (12ος αι.), φ. 52v. Grottaferrata Γ. β. I (13ος αι.),
φ. 42v, έκδ. M. ARRANZ, L’ Eucologio constantinopolitano agli inizi del secolo XI, όπ.π., σ. 150.
Paris gr. 412 (1250-1350), εἰλητ. (Τάξις γινομένη ἐπὶ χειροτονίᾳ πρεσβυτέρου...). Διον. 3633.
99 (14ος αι.), εἰλητ. Βατοπ. 984 (14ος αι.) φ. 4v. Ἁγίου Σάββα 362 (607) (14ος αι.), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ,
σ. 298. Paris gr. 2509 (1401-1500), φ. 224v (=Bibliotheca Regia 1741, έκδ. MOR, σ. 72). Βατοπ.
876 (1431) φφ. 17r-17v. Διον. 4023. 489 (15ος αι.), φ. 67r (=έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 641). ΕΒΕ 2473 (15 ος
αι.), φ. 71r. ΕΒΕ 2473 (15ος αι.), φ. 62v. Βατοπ 134 (745) (1538), έκδ. ΔΜΗ ΙΙ, σ. 774. Μ. Λαύρ.
940. Θ78 (1546), φφ. 13r-13v. ΕΒΕ 781 (16ος αι.), φ. 56v. Μ. Λαύρ. 805. Η150 (1654) φ. 96r. Μ.
Λαύρ. 568. Ε106 (1683), φ. 11v. Εσφ. 2172. 159 (17ος αι.), φ. 36v. Bibliotheca Clericorum
Regularium, έκδ. MOR, σ. 77. Ex posteriore Codice Vaticano, έκδ. MOR, σ. 82.
363 Διάλογος, κεφ. ΤΟΑ΄. PG 155, 689D-692A. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Διάλογος, κεφ. ΣΠΓ΄. PG
155, 516D-517A: «Καὶ ὁ μὲν Θεάδελφος οὔ φησι τούτων ἀριθμόν· ἡ δέ γε συνήθεια ἑπτὰ
παρέδωκε προσκαλεῖσθαι· οἶμαι δὲ διὰ τὰ ἑπταχῶς ἀριθμούμενα ἐν Ἠσαΐᾳ δῶρα τοῦ
Πνεύματος· ἢ καὶ διὰ τοὺς ἑπτὰ ἐκείνους τοῦ νόμου παλαιοὺς ἱερεῖς, κύκλῳ σαλπίσαντες
τῆς Ἱεριχὼ ἑπτάκις προστάγματι θεϊκῷ καὶ καταβαλόντας τὰ τείχη· ὡς ἂν καὶ τὴν
333
αυτό έχει διττή έννοια, τη συμβολική της, αλλά κυρίως την πρακτική
εφαρμογή των όσων πρόκειται να τελεί.
πονηρὰν οὗτοι πόλιν καὶ τὰ σκληρὰ τείχη τῶν τῆς ἁμαρτίας ὑψωμάτων καθέλωσιν, ἢ καὶ
ὡς νεκρᾶς οὔσης τῆς ψυχῆς κατὰ μίμησιν τοῦ Προφήτου, ὡς ἐπὶ τοῦ παιδὸς ἐκείνης τῆς
Σουμανίτιδος, εὐξαμένων τῶν ἱερέων ἑπτάκις ταύτην ἐγείρωσι, καθὰ δὴ καὶ ὁ Ἐλισσαῖος
τὸν παίδα, ἑπτάκις ἐπανακάμψας, καὶ ἑπτάκις εὐξάμενος· ἢ καὶ ὡς ὁ Ἠλίας ἑπτάκις
εὐξάμενος, τὸν οὐρανὸν ὃν ἔκλεισε τοῖς ἁμαρτήμασι, πάλιν ἤνοιξε καὶ κατήγαγεν ὑετόν,
καὶ οὗτοι ἑπτάκις εὐξάμενοι, λύσωσι μὲν τὸν τῆς ἁμαρτίας αὐχμόν, ἀνοίξωσι δὲ κατὰ τὸν
Πέτρον τὸν οὐρανόν, τὴν κλεῖδα βαλόντες τῆς χάριτος, καὶ τὸν ἔλεον ἐκ Θεοῦ τῆς
ἀφέσεως ὡς ὑετὸν καταγάγωσιν. Οὗτος μὲν οὖν ὁ νοῦς, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, περὶ τῶν ἑπτά».
Πρβλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Εἰς τὴν Πεντηκοστήν, Λόγος ΜΑ΄. PG 36, 428A-436A.
334
ΤΑΞΙΣ ΓΙΝΟΜΕΝΗ ΕΠΙ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙᾼ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ364
ΠΡΟΣΑΓΩΓΗ
Μετὰ τὸ πληρωθῆναι τὸν Χερουβικὸν ὕμνον, ἵσταται ἐν τῷ
σολέᾳ ὁ μέλλων χειροτονεῖσθαι πρεσβύτερος καὶ ἐξερχόμενοι δύο
διάκονοι λαμβάνουσιν αὐτὸν ἐξ ἑκατέρου μέρους καὶ φέρουσιν αὐτὸν
ἄχρι τῶν ἁγίων θυρῶν· ἐκεῖ δὲ ἀπολύουσιν αὐτὸν οἱ διάκονοι καὶ
λαμβάνουσιν αὐτὸν δύο πρεσβύτεροι, ὁ πρῶτος καὶ ὁ δεὐτερος.
Καὶ τοῦ ἀρχιερέως ἱσταμένου πρὸ τῆς ὡραίας πύλης, ἐκφωνεῖ ὁ
πρῶτος τῶν ἱερέων·
Κέλευσον.
Καὶ ὁ δεύτερος·
Κελεύσατε.
Και πάλιν ὁ πρῶτος·
Κέλευσον Δέσποτα Ἅγιε, τὸν νῦν προσφερόμενόν σοι.
Καὶ ὁ ἀρχιερεὺς ὑποδέχεται αὐτὸν καὶ σφραγίζων τρὶς τὴν
κεφαλὴν αὐτοῦ, λέγει·
Eἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος (γ΄).
ΙΕΡΟΣ ΧΟΡΟΣ
Καὶ εἰσάγουσιν αὐτὸν οἱ πρεσβύτεροι εἰς τὸ θυσιαστήριον καὶ
κυκλοῦσι τρὶς τὴν ἁγίαν τράπεζαν ἀπὸ τῶν δεξιῶν πρὸς τὰ ἀριστερά,
ψάλλοντες εἰς ἐκαστον γύρον ἕν τῶν κάτωθι τροπαρίων·
Ἦχος βαρύς
Ἅγιοι Μάρτυρες, οἱ καλῶς ἀθλήσαντες καὶ στεφανωθέντες,
προσβεύσατε πρὸς Κύριον, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον. Ἦχος ὁ αὐτός
Δόξα σοι Χριστὲ ὁ Θεός, Ἀποστόλων καύχημα, Μαρτύρων
ἀγαλλίαμα, ὦν τὸ κήρυγμα. Τριὰς ἡ ὁμοούσιος.
Ἦχος πλ. α᾿.
Ησαῒα χόρευε. ἡ Παρθένος ἔσχεν ἐν γαστρί, καὶ ἔτεκεν Υἱὸν τὸν
Ἐμμανουήλ, Θεόν τε καὶ ἄνθρωπον. Ἀνατολὴ ὄνομα αὐτῶ. ὅν
μεγαλύνοντες, τὴν Παρθένον μακαρίζομεν
Ἰστέον δὲ ὅτι, ὅταν ψάλλωσι τὰ τροπάρια, κάθηται ἔμπροσθεν
τῆς ἁγίας τραπέζης ὁ ἀρχιερεὺς εἰς θρονίον μικρὸν καὶ ἐκεῖ ὅπου
335
κυκλοῦσι γύρωθεν, ἀσπάζεται ὁ χειροτονούμενος τὰ τέσσαρα κέρατα
τῆς ἁγίας τραπἐζης· καί ὅταν ἔρχωνται ἔμπροσθεν τοῦ ἀρχιερέως
ποιοῦσι μετάνοιαν καὶ ἀσπάζεται ὁ χειροτονούμενος τὴν χεῖρα καὶ τὸ
ἐπιγονάτιον αὐτοῦ· μετὰ δὲ τὴν τρίτην περιφορὰν ἐξέρχονται τοῦ
βήματος καὶ ἀσπάζεται ὁ χειροτονούμενος τὰς ἁγίας εἰκόνας κατὰ
τάξιν.
ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ
Εἶτα ἀνιστάμενος ὁ ἀρχιερεύς, προσέρχεται αὐτῷ ὁ
χειροτονούμενος καὶ ἵσταται κατὰ τὸ δεξιὸν τοῦ ἀρχιερέως μέρος καὶ
θέτει τὰς χεῖρας ἐπὶ τῆς ἁγίας τραπέζης σταυροειδῶς καὶ ἐρείσας τὸ
μέτωπον τῇ ἁγίᾳ τραπέζῃ κλίνει ἀμφότερα τὰ γόνατα ἐπὶ τῆς
κρηπίδος· καὶ ἐκφωνεῖ ὁ ἀρχιδιάκονος·
Πρόσχωμεν.
Ὁ δὲ ἀρχιερεὺς θέτει τὸ ἄκρον τοῦ ὠμοφορίου καὶ τὴν δεξιὰν
αὐτοῦ χείρα ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ χειροτονουμένου καὶ ἐκφωνεῖ
εἰς ἐπήκοον πάντων·
Ἡ Θεία Χάρις, ἡ πάντοτε τὰ ἀσθενῆ θεραπεύουσα καὶ τὰ
ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα, προχειρίζεται (τὸν δεῖνα) τὸν εὐλαβέστατον
Διάκονον εἰς Πρεσβύτερον, εὐξώμεθα οὖν ὑπέρ αὐτοῦ, ἵνα ἔλθῃ ἐπ’ αὐτον
ἡ χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
Καὶ λέγουσι τὸ τρὶς οἱ ἐντὸς τοῦ βήματος, ὁμοίως καὶ οἱ ψάλται.
Πάλιν οὖν ὁ ἀρχιερεὺς τὴν ἔχων χεῖρα ἐπικειμένην, τοῦ
διακόνου εἰπόντος Τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν καὶ πάντων ἀποκριθέντων τὸ
Κύριε, ἐλέησον, ἐπευχεται οὕτως·
Ὁ Θεὸς ὁ ἄναρχος καὶ ἀτελεύτητος, ὁ πάσης κτίσεως πρεσβύτατος
ὑπάρχων, ὁ τῇ προσηγορίᾳ τοῦ πρεσβυτέρου τιμήσας τοὺς ἐν τῷ βαθμῷ
τούτῷ ἀξιωθέντας ἱερουργεῖν τὸν λόγον τὴς ἀληθείας· αὐτός, δέσποτα
τῶν ἁπάντων, καὶ τοῦτον, ὅν εὐδόκησας προχειρισθεῖναι παρ’ ἐμοῦ, ἐν
ἀμέμπτῳ πολιτείᾳ καὶ ἀκλινεῖ τῇ πίστει εὐδόκησον ὑποδέξασθαι τὴν
μεγάλην ταύτην χάριν τοῦ ἁγίου σου Πνεύματος καὶ τέλειον ἀνάδειξον
δοῦλόν σου, ἐν πᾶσιν εὐαρεστοῦντά σοι καὶ ἀξίως πολιτευόμενον τῆς
δωρηθείσης αὐτῷ ὑπὸ τῆς σῆς προγνωστικῆς δυνάμεως μεγάλης ταύτης
ἱερατικῆς τιμῆς. Ὅτι σὸν τὸ κράτος, καὶ σοῦ ἐστιν ἡ Βασιλεία καὶ ἡ
δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Καὶ λέγουσι πάντες· Ἀμήν.
336
Εἶθ’ οὕτω λέγει ὁ πρωτοπαπᾶς λεπτῆ τῇ φωνῇ, ὅσον ἀκούειν
τοὺς συμπαρόντας καὶ ἀποκρίνεσθαι τὰ διακονικὰ ταῦτα·
Πρ. Ἐν εἰρήνη, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.
Π. Κύριε, ἐλέησον.
Πρ. Ὑπερ τῆς ἄνωθεν εἰρήνης, καὶ τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν ημῶν
τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.
Π. Κύριε, ἐλέησον.
Πρ. Ὑπὲρ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (τοῦ δεῖνος), ἱερωσύνης,
ἀντιλήψεως, διαμονῆς, εἰρήνης, ὑγείας, καὶ σωτηρίας αὐτοῦ, καὶ τοῦ ἔργου
τῶν χειρῶν αὐτοῦ, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.
Π. Κύριε, ἐλέησον.
Πρ. Ὑπὲρ τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ (τοὺ δεῖνος), τοῦ νυνὶ
προχειριζομένου Πρεσβυτέρου, καὶ τῆς σωτηρίας αὐτῷ, τοῦ Κυρίου
δεηθῶμεν.
Π. Κύριε, ἐλέησον.
Πρ. Ὅπως ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ἡμῶν, ἄσπιλον καὶ ἀμώμητον αὐτῷ
τὴν Ἱερωσύνην χαρίσηται, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.
Π. Κύριε, ἐλέησον.
Πρ. Ὑπὲρ τῆς πόλεως, ταύτης, πάσης πόλεως, χώρας καὶ τῶν πίστει
οἰκούντων ἐν αὐταῖς, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.
Π. Κύριε, ἐλέησον.
Πρ. Ὑπὲρ τοῦ ῥυσθῆναι ἡμᾶς ἀπὸ πάσης θλίψεως, ὀργῆς, κινδύνου
καὶ ἀνάγκης, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.
Π. Κύριε, ἐλέησον.
Πρ. Ἀντιλαβοῦ, σῶσον, ἐλέησον καὶ διαφύλαξον ἡμᾶς, ὁ Θεός, τῇ
σῇ χάριτι.
Πρ. Τῆς Παναγίας ἀχράντου, ὑπερευλογημένης, ἐνδόξου δεσποίνης
ἡμῶν, Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, μετὰ πάντων τῶν Ἁγίων
μνημονεύσαντες, ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν
Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα.
Π. Σοί, Κύριε.
Τούτων ῥηθέντων, ὁ ἀρχιερευς ἔχων ἔτι τὴν χεῖρα ἐπικειμένην
τῇ τοῦ χειροτονουμένου κεφαλῇ, καὶ τοῦ διακόνου εἰπόντος Τοῦ
Κυρίου δεηθῶμεν καὶ πάντων ἀποκριθέντων τὸ Κύριε, ἐλέησον,
ἐπεύχεται καὶ αὖθις οὕτως·
Ὁ Θεός, ὁ μέγας ἐν δυνάμει, καὶ ἀνεξιχνίαστος ἐν συνέσει, ὁ
θαυμαστὸς ἐν βουλαῖς, ὑπὲρ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρὠπων· αὐτός, Κύριε, καὶ
337
τοῦτον, ὅν εὐδόκησας τὸν τοῦ πρεσβυτέρου ὑπεισελθεῖν βαθμόν,
πλήρωσον τῆς τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος δωρεᾶς, ἵνα γένηται ἄξιος
παρεστάναι ἀμέμπτως τῷ θυσιαστηρίῷ σου, κηρύσσειν τὸ εὐαγγέλιον τῆς
βασιλείας σου, ἱερουργεῖν τὸν λόγον τῆς ἀληθείας σου, προσεφέρειν σοι
δῶρα καὶ θυσίας πνευματικάς, ἀνακαινίζειν τὸν λαόν σου διὰ τῆς τοῦ
λουτροῦ παλιγγενεσίας· ὅπως καὶ αὐτός, ὑπαντήσας ἐν τῇ δευτέρᾳ
ἐπιδημία τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ
μονογενοῦς σου Υἱοῦ, δέξηται τὸν μισθὸν τῆς ἀγαθῆς οἰκονομίας τοῦ
οἰκείου τάγματος, ἐν τῶ πλήθει τῆς ἀγαθότητός σου. Ὅτι ηὐλόγηται καὶ
δεδόξασται τὸ πάντιμον καὶ μεγαλοπρεπὲς ὄνομά σου, τοῦ Πατρὸς καὶ
τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν
αἰώνων.
Καὶ πάντες λέγουσιν· Ἀμήν.
ΕΝΔΥΣΙΣ
Μετὰ τὸ Ἀμὴν ἀνίστησιν αὐτόν ὁ ἀρχιερεὺς καὶ φέρει τὸ
ὄπισθεν τοῦ ὀραρίου αὐτοῦ ἐπί τὸ ἔμπροσθεν τοῦ δεξιοῦ μέρους (ἤ
περιτίθησιν αὐτῷ ἐπιτραχήλιον) λέγων·
Ἄξιος.
Καὶ ψάλλουσι τοῦτο οἱ τοῦ βήματος τρίς καὶ οἱ ψάλται τρίς.
Εἶτα περιτίθησιν αὐτῷ τὴν ζώνην, λέγων·
Ἄξιος.
Καὶ ψάλλουσιν αὐτὸ τρὶς οἱ τοῦ βήματος καὶ οἱ ψάλται.
Καὶ ἐνδύων αὐτὸν τὸ φελόνιον ἐκφωνεῖ καὶ αὖθις·
Ἄξιος.
Καὶ ψάλλουσιν αὐτὸ ὁμοίως οἱ τοῦ βήματος καὶ οἱ ψάλται.
ΑΣΠΑΣΜΟΣ – ΕΓΚΑΘΙΔΡΥΣΗ
Καὶ οὕτως ἀσπάζεται ὁ χειροτονηθεὶς τὸν ἀρχιερέα καὶ τοὺς
πρεσβυτέρους· καὶ ἀπερχόμενος ἵσταται εἰς τὸ δεξιὸν μέρος τῆς ἁγίας
τραπέζης μετὰ τῶν λοιπῶν πρεσβυτέρων, ἀναγινώσκων τὸ κοντάκιον
τῆς θείας λειτουργίας. τὰς εὐχάς.
Καὶ ὁ διάκονος ἵσταται εἰς τὸν συνήθη τόπον λέγων τό:
Πληρώσωμεν τὴν δέησιν ἡμῶν τῷ Κυρίῳ καὶ τὰ λοιπά.
Ὅτε δὲ τελειωθῶσι τὰ ἅγια καὶ μέλλη εἰπεῖν τὸ Ἐν πρώτοις
μνήσθητι, Κύριε, προσέρχεται ὁ χειροτονηθείς πρεσβύτερος καὶ
ἐπιδίδωσιν αὐτῷ ὁ ἀρχιερεὺς τὸν ἅγιον ἄρτον, λέγων οὕτως·
338
Λάβε τὴν παρακαταθήκην ταύτην, καὶ φύλαξον αὐτήν, ἕως τῆς
δευτέρας παρουσίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτε παρ’ αὐτοῦ
μέλλεις ἀπαιτεῖσθαι αὐτήν.
Ὁ δὲ λαβών καὶ ἀσπασάμενος τὴν χεῖρα τοῦ ἀρχιερέως,
μεθίσταται ἐν ᾧ πρότερον ἵστατο τόπῳ, τὰς μὲν χεῖρας θεὶς ἐπάνω τῆς
ἁγίας τραπέζης τῆν δὲ κεφαλὴν ἔχων ἐπικειμένην ταῖς χερςὶν και
εὐχόμενος καθ’ ἑαυτὸν καὶ λέγων τὸ Ἐλέησόν με, ὁ Θεός.
Ὅτε δὲ μέλλει εἰπεῖν ὁ ἀρχιερεὺς Τὰ Ἅγια τοῖς Ἁγίοις τότε ὁ
χειροτονηθεὶς πρεσβύτερος ἀποδίδωσι τῷ ἀρχιερεῖ τὸν ἅγιον ἄρτον,
καὶ παρὰ αὐτοῦ μεταλαμβάνει τοῦ τιμίου σώματος καὶ αἵματος τοῦ
Χριστοῦ πρὸ τῶν λοιπῶν πρεσβυτέρων. Λέγει δὲ αὐτὸς καὶ τὴν
ὀπισθάμβωνον εὐχήν.
339
340
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
341
3. Η ιερωσύνη είναι η χαρισματική δύναμη που συντρίβει τις
αλλοτριωτικές δυνάμεις της φθοράς και ανακαινίζει τον άνθρωπο. Θέτει
σε λειτουργική έκφραση όλα τα μυστήρια και αναγεννά, κινεί και τρέφει
στην πορεία προς την τελείωση. Δεν είναι κληρονομική, ούτε μεσιτική,
αλλά συντονίζει όλες τις λειτουργίες. Κανένα μυστήριο δεν τελείται στην
Ορθόδοξη Εκκλησία, χωρίς τη μετοχή όλου του σώματος, την παρουσία
και του λαού. Όπως αναφέρει ο Νικόλαος Καβάσιλας, η Εκκλησία
φανερώνεται στα μυστήρια. Οι ιερείς είναι οι οικονόμοι των μυστηρίων, ο
Χριστός ιερουργείται μέσω αυτών. Ο κύριος ιερουργός είναι ο επίσκοπος
καθώς κατέχει την πληρότητα της ιερωσύνης, αλλά κατά παραχώρηση
επιτρέπεται και στους πρεσβυτέρους η τέλεση της θείας Ευχαριστίας και
των άλλων μυστηρίων, εκτός του καθαγιασμού του μύρου, των εγκαινίων
του ναού, και των χειροτονιών. Ουσιαστικός όμως ιερουργός είναι ο ίδιος ο
Θεός.
342
διάκριση μεταξύ ανωτέρων και κατωτέρων βαθμών της ιερωσύνης. Η
ιεραρχία στην Εκκλησία δεν συγκροτείται κατά τα κοσμικά πρότυπα , μία
πυραμιδική δηλαδή ιεραρχία που εμπεριέχει την έννοια της εξουσίας ή
της καταδυναστεύσεως, αλλά κατά το πρότυπο της Αγίας Τριάδoς, μία
σχέση ισότιμων προσώπων, όπου το κάθε πρόσωπο διατηρεί την
ιδιαιτερότητά του.
343
8. Αναφορές στην Καινή Διαθήκη για την εκλογή των πρεσβυτέρων
δεν έχουμε. Στη Διδαχή οι πιστοί έχουν λόγο στην εκλογή των επισκόπων
και των διακόνων. Ο Κλήμης Ρώμης αναφέρει μία μεταγενέστερη πράξη
αποδοχής της ήδη γενομένης εκλογής. Ο Κλήμης Αλεξανδρεύς δηλώνει
ότι ο εκλέγων και ο χειροτονών είναι ο Θεός. Ο Χρυσόστομος μαρτυρεί
επίσης τη συμμετοχή του λαού στην εκλογή των επισκόπων και των
λοιπών κληρικών. Η Διδασκαλία των Αποστόλων δεν μας δίνει
πληροφορίες. Οι Κανόνες Εκκλησιαστικοί των αγίων Αποστόλων, ενώ για
τον επίσκοπο ζητούν τη συμμετοχή σύσσωμης της κοινότητας, για τους
πρεσβυτέρους αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο του επισκόπου. Στην
Αποστολική Παράδοση του Ιππολύτου η θεία κλήση αποτελεί απαραίτητο
προσόν. Το σώμα της Εκκλησίας οδηγούνταν ακολούθως στην εκλογή
βάσει της θείας εκλογής. Και στην περίπτωση του πρεσβυτέρου
απαιτούνταν η συμμετοχή και του λαού στην εκλογή. Η ευχή των
Αποστολικών Διαταγών και της Επιτομής προϋποθέτει, εκτός της θείας
κλήσεως, και τη γενική αποδοχή όλου του κλήρου, προ της εντάξεώς του
στο πρεσβυτέριο και την επικύρωση από τον κλήρο και τον λαό. Θεία
κλήση και εκλογή από τον λαό απαιτεί και η Διαθήκη τοῦ Κυρίου ἡμῶν
Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ίδια πράξη τηρείται και στους Κανόνες τοῦ Ἱππολύτου. Οι
δε κανόνες είτε δέχονται είτε αποκλείουν τη συμμετοχή του κλήρου και
ειδικά του λαού στην εκλογή του πρεσβυτέρου.
344
τον επίσκοπο και ευχή με πρόλογο. Στη Διαθήκη, μετά τη συνεπίθεση των
χειρών επισκόπου και πρεσβυτέρων, ακολουθεί η ευχή κατακλειομένη με
τον ασπασμό από τον κλήρο και τον λαό. Οι Κανόνες του Ιππολύτου
εξυπονοούν τη χρήση της ιδίας ευχής επισκόπου και πρεσβυτέρου με
διαφοροποιήσεις, διότι εξισώνουν τους δύο βαθμούς εκτός του θρόνου και
της χειροτονίας. Αναφορά συνδέσεως της χειροτονίας με τη θεία
λειτουργία δεν υπάρχει, αλλά υπονοείται αν κάνουμε σύγκριση με την
τάξη χειροτονίας του επισκόπου. Στο Ευχολόγιο του Σεραπίωνος η τάξη
που ακολουθείται είναι η ίδια των κανονικολειτουργικών συλλογών,
δηλαδή επίθεση χειρών και ευχή με επίκληση του Αγίου Πνεύματος.
345
14. Αρχικώς την προσαγωγή δεν ακολουθούσε ιερός χορός, από το
Βαρβερινό ελληνικό Ευχολόγιο 336 έως τον 14ο αιώνα. Μεταβατικό στάδιο
αποτελεί η ψαλμωδία του «Βασιλεῦ Οὐράνιε» ή ό,τι άλλο όριζε ο
αρχιερέας. Ο ιερός χορός εμφανίζεται τον 15ο αιώνα, είτε μία φορά με την
ψαλμωδία του «Ἅγιοι μάρτυρες», είτε τρεις κυκλώσεις της Αγίας Τραπέζης
με μία φορά το τροπάριο, είτε από τον 17ο τρεις κυκλώσεις και τρεις
επαναλήψεις του τροπαρίου. Ο Συμεών μαρτυρεί ότι στην
Κωνσταντινούπολη το «Ἅγιοι μάρτυρες» ψάλλεται τρις, φανερώνοντας
ότι η πράξη αυτή άρχισε να παγιώνεται από τον 15ο αιώνα. Στη
Θεσσαλονίκη όμως είχε ήδη εισαχθεί και το «Δόξα σοι, Χριστὲ ὁ Θεός...»,
ενώ στο Βατοπ. 1089 συναντάμε την ψαλμωδία και των τριών τροπαρίων,
όμοια με τη σημερινή τάξη. Στα νεότερα χειρόγραφα, 16ος αιώνας και
μετά, συναντάμε τον χειροτονούμενο να ποιεί μετάνοια και να ασπάζεται
το γόνυ του αρχιερέως επάνω του ωμοφορίου, ο δε επίσκοπος κάθεται σε
θρονίο. Μεταβατικώς οι κώδικες Βατοπ. 134 (745), Βατοπ. 876 και Μ. Λαύρ.
940. Θ78 ορίζουν ότι προσκυνεί μόνο την Αγία Τράπεζα τρις, ο δε Burney
MS 54 ορίζει μετά την μετάνοια πρώτα ασπασμό της Αγίας Τραπέζης,
έπειτα το γόνατο του αρχιερέως επάνω από το ωμοφόριο. Σήμερα κατά
την τριττή περιφορά προσκυνεί τα κέρατα της Αγίας Τραπέζης
ψαλλομένων των τριών τροπαρίων και ασπάζεται το δεξί χέρι του
αρχιερέως και το επιγονάτιο αυτού. Ο νεοχειροτονηθείς χορεύεται από
τους εισοδεύοντες και παρακρατούντες αυτόν πρεσβυτέρους.
15. Από τον 8ο έως τον 16ο αιώνα η γονυκλισία τελείται μετά την
επίκληση της χάριτος και πριν την πρώτη ευχή. Τον 15ο αιώνα και στον
Συμεών αρχίζει να παγιώνεται η κλίση των γονάτων μετά τον ιερό χορό
και προ του η «Ἡ θεία Χάρις…», όπως και στο ισχύον τυπικό. Ο
χειροτονούμενος ερείδει το μέτωπο επί της Αγίας Τραπέζης.
346
17. Οι δύο τελεστικές ευχές εκφωνούνται μυστικώς και κατά τη
διάρκειά τους ο αρχιερέας έχει τη δεξιά του χείρα επικειμένη. Οι
καταλήξεις λέγονταν εκφώνως και αυτό δηλώνεται ή υπονοείται από
κάποια χειρόγραφα και από τον Συμεών Θεσσαλονίκης. Η δεύτερη ευχή
λεγόταν είτε κατά τη διάρκεια των ειρηνικών, είτε μετά το πέρας αυτών,
είτε αφηνόταν στη διάκριση του αρχιερέως. Τα διακονικά αιτήματα τα
εκφωνεί ο πρώτος τη τάξει πρεσβύτερος χαμηλοφώνως και κατά τη
διάρκεια της δευτέρας ευχής και καλύπτονται με την ψαλτή επανάληψη
του «Κύριε, Ἐλέησον». Η πράξη του να έχουν ειπωθεί πριν τη δεύτερη
ευχή ίσως υπονοεί την εκφώνως απαγγελία τους κατά την κρίση του
αρχιερέως.
347
οπισθάμβωνο ευχή. Τέλος μία από τις υποχρεώσεις του είναι η συνεχής
τέλεση επί επτά ημέρες της θείας λειτουργίας.
348
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Α΄ ΠΗΓΕΣ*
1. Αγιολογικές.
Βίος Αβραμίου (4ος αι.) = Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἀβραμίου.
PG 115, 44-77 [=BHG 8]. ASS, Martii II, σσ. 741-748 (BHG 5).
Βίος Αβραμίου (6ος αι.) = Βίος τοῦ ἁγίου πατρὸς ἡμῶν Ἀβραμίου τοῦ
γεγονότος ἐπισκόπου Κρατείας, έκδ ΕD. SCHWARΤZ, Kyrillos von
Skythopolis [Texte und Untersuchungen 49, 2], Leipzig 1939, σσ. 243-247
[=BHG 12].
Βίος Αγαπητού (4ος αι.) = Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν
Ἀγαπητοῦ ἐπισκόπου Συνάου, έκδ. PAPADOPOULOU-KERAMEUS,
Varia Graeca Sacra, Πετρούπολη 1909, σσ. 114-129. LATYŠEV I, σσ. 93-
106 [=BHG 35]. SEC 47420-27.
Βίος Ανθίμου (5ος αι.) = Βίος καὶ πολιτεία καὶ ἄσκησις τοῦ ἁγιωτάτου καὶ
μακαριωτάτου Αὐξεντίου. PG 114, 1377-1436 [=BHG 199].
349
Βίος Αντωνίου Καυλέως (10ος αι.) = A. M. LEONE, «Βίος τοῦ ἐν ἁγίοις
Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἀντωνίου τὴν μονὴν τοῦ
Καλέως συστησαμένου», Nikolaus 11 (1983) 3-50. Βλ και SEC. 46114-19.
Βίος Δανιήλ Στυλίτου (†493) = Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ὁσίου πατρός, ἡμῶν
Δανιήλ τοῦ στυλίτου, έκδ. H. DELEHAYE, Les Saints Stylites [Subsidia
Hagiographica 14], Bruxelles – Paris 1923, σσ. 1-94 [=BHG 489].
Βίος Ευθυμίου (†473) = Βίος τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Ἁγίου Εὐθυμίου, έκδ
ΕD. SCHWARΤZ, Kyrillos von Skythopolis [Texte und Untersuchungen
49, 2], Leipzig 1939, σσ. 5-85 [=BHG 648]. SEC 40515-17.
Βίος Β΄ Θεοδώρου Στουδίτου (†826) = Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ὁσίου πατρὸς
ἡμῶν καὶ ὁμολογητοῦ Θεοδώρου ἡγουμένου μονῆς τῶν Στουδίου. PG
99, 233-328 [=BHG 1754]. SEC 2152.
350
Βίος Θεοδώρου Συκεώτου (†613) = Βίος τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Θεοδώρου
ἀρχιμανδρίτου Συκεώτου, έκδ. A. J. FESTUGIERE, Vie de Théodore de
Sykéon [Subsidia Hagiographica 48], vol. Ι, Bruxelles 1970. ΘΕΟΦΙΛΟΥ
ΙΩΑΝΝΟΥ, Μνημεῖα Ἁγιολογικά, τυπ. Φοίνικος, Βενετία 1884, σσ.
361-495 [=BHG 1748].
Βίος Ιωάννου Ησυχαστού (†559) = Βίος τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου
τοῦ ἐπισκόπου καὶ ἡσυχαστοῦ τῆς Λαύρας τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν
Σάββα, έκδ ΕD. SCHWARΤZ, Kyrillos von Skythopolis [Texte und
Untersuchungen 49, 2], Leipzig 1939, σσ. 201-222 [=BHG 897]. SEC 285
Βίος Κυριακού του Αναχωριτού (†556) = Βίος τοῦ ἁββᾶ Κυριακοῦ τῆς
Λαύρας τοῦ Σουκᾶ, έκδ ΕD. SCHWARΤZ, Kyrillos von Skythopolis
[Texte und Untersuchungen 49, 2], Leipzig 1939, σσ. 222-235 (BHG
463). Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Κυριακοῦ τοῦ
Ἀναχωρητοῦ. PG 115, 920-944 [=BHG 464].
Βίος Λουκᾶ Στυλίτου (†979) = Βίος τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Λουκᾶ τοῦ έν
τοῖς Εὐτροπίου στυλίτου, έκδ. A. VOGT, «Vie de S. Luc le stylite»,
Analecta Bollandiana 28 (1909) 11-59. Kαι έκδ. H. DELEHAYE, Les Saints
Stylites [Subsidia Hagiographica 14], Bruxelles –Paris 1923, σσ. 195-237
[=BHG 2239].
Βίος Μακαρίου του Αλεξανδρινού (4ος αι.) = PG 34, 1043- 1065 [=BHG 999vb].
351
Βίος Α΄ Μαρκιανού οικονόμου της Μ. Εκκλησίας (†388) = Βίος καὶ πολιτεία
τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Μαρκιανοῦ. PG 114, 429-456 [=BHG 1034].
Βίος Νήφωνος (†1411) = Βίος ἁγίου Νήφωνος, έκδ. F. HALKIN, «La vie de
saint Niphon ermite au mont Athos», Analecta Bollandiana 58 (1940) 12-
27 [=BHG 1371].
Βίος Νοουάτου (4ος αι.) = Περὶ Νοουάτου, οἷός τις ἦν τὸν τρόπον καὶ περὶ τῆς
κατ’ αὐτὸν αἱρέσεως, ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Ἐκκλησιαστικὴ
Ἱστορία, βιβλίον Ϛ΄, κεφ. ΜΓ΄. PG 20, 616-629.
Βίος Παρθενίου (4ος αι.) = Βίος καὶ πολιτεία τοῦ Ἁγίου πατρός ἡμῶν
Παρθενίου, ἐπισκόπου γενομένου Λαμψάκου. PG 114, 1348-1365 (BHG
1422). Βίος τοῦ ἁγίου Παρθενίου ἐπισκόπου πόλεως Λαμψάκου,
LATYŠEV I, σσ. 20-28 [=BHG 1423a]. Βίος καὶ πολιτεία καὶ θαυμάτων
ἐξήγησις τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Παρθενίου, ἐπισκόπου
γενομένου Λαμψάκου, LATYŠEV I, σσ. 303-317 [=BHG 1423].
352
Βίος Παύλου Κωνσταντινουπόλεως του Ομολογητού (†350) = Βίος τοῦ
πατρὸς ἡμῶν Παύλου ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ
ὁμολογητοῦ. PG 116, 884-896 [=BHG 1473]. Βίος Παύλου τοῦ
ἐπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ ὁμολογητοῦ. PG 104, 120-132.
Βίος τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Παύλου ἀρχιεπισκόπου
Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ὁμολογητοῦ έκδ. Ἱεροδ. ΘΕΟΦΙΛΟΥ
ΙΩΑΝΝΟΥ, Μνημεῖα Ἁγιολογικά, τύπ. Φοίνικος, Βενετία 1884, σσ.
230-239 [=BHG 1472].
Βίος Παχωμίου (†346) = Βίος τοῦ ἁγίου Παχωμίου, έκδ. FR. HALKIN, Sancti
Pachomii vitae Graecae, I Vita Prima [Subsidia Hagiographica 19],
Bruxelles 1932, σσ. 1-96 [=BHG 1396].
Βίος Πέτρου εν Ατρώα (†837) = Σάββα μοναχοῦ εἰς τὸν βίον τοῦ ὁσίου
πατρὸς ἡμῶν καὶ θαυματουργοῦ Πέτρου τοῦ ἐν τῇ Ἀτρώᾳ, έκδ. V.
LAURENT, La vie merveilleuse de saint Pierre d’ Atroa [Subsidia
Hagiographica 29], Bruxelles 1956, σσ. 65-225 [=BHG 2364].
Βίος Σάββα (†532) = Βίος τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Σάββα, έκδ ΕD.
SCHWARΤZ, Kyrillos von Skythopolis [Texte und Untersuchungen 49,
2], Leipzig 1939, σσ. 85-200 [=BHG 1608].
Βίος Σαμψών του Ξενοδόχου (6ος αι.) = Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ὁσίου πατρὸς
ἡμῶν Σαμψὼν τοῦ Ξενοδόχου. LATYŠEV II, σσ. 105-112 [=BHG 1615a].
Βίος Στεφάνου του Νέου (†764) = Βίος ἁγίου Στεφάνου τοῦ Νέου. PG 100,
1069-1185 [=BHG 1666].
Βίος Συμεών (9ος αι.) = Βίος Δαυίδ, Συμεών καὶ Γεωργίου, εκδ J. VAN DEN
GHEYN, «Acta graeca SS. Davidis, Symeonis, et Georgii», Analecta
Bollandiana 18 (1899) 211-259 [=BHG 494].
353
Βίος Ταρασίου (†806) = Ἰγνατίου μοναχοῦ μερικὴ ἐξήγησις εἰς τὸν βίον τοῦ ἐν
ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Ταρασίου ἀρχιεπισκόπου γεγονότος τῆς
θεοφυλάκτου Κωνσταντινουπόλεως, έκδ. I. A. HEIKEL, «Ignatii
diaconi Vita Tarasii Archiepiscopi Constantinopolitani», Acta Societatis
Scientiarium Fennicae 17 (1891) 395-423 [=BHG 1698]. SEC 48725 - 48834.
Βίος Υπατίου (4ος αι.) = Βίος τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Ὑπατίου ἐπισκόπου
Γαγγρῶν, έκδ. ἱεροδ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΘΕΟΦΙΛΟΥ, Μνημεῖα Ἁγιολογικά,
τύπ. Φοίνικος, Βενετία 1884, σσ. 251-268 [=BHG 795].
2. Ευχολόγια.
ARRANZ M., L’ Eucologio costantinopolitano agli inizi del secolo XI.
Hagiasmatarion & Archieratikon (Rituale & Pontificale) con l´aggiunta del
Leiturgikon (Messale), Editrice Pontificia Università Gregoriana, Roma
1996.
KING J. G., The rites and ceremonies of the Greek church, in Russia, London 1772.
354
PARENTI ST. & VELKOVSKA EL., Euchologii Barberini Gr. 336, 3rd ed., Omsk
2011.
WOBBERMIN G., Altchristliche liturgische Stücke aus der Kirche Aegyptens nebst
einem dogmatischen Brief des Bischofs Serapion von Thmuis [Texte und
Untersuchungen zur Geschichte der altchristlichen Literatur 17, 3b],
Leipzig 1898.
3. Κανονικολειτουργικές συλλογές.
ACHELIS H. , Die ältesten Quellen des orientalischen Kirchenrechtes. Die Canones
Hippolyti [Texte und Untersuchungen 6, 4], Leipzig 1891, σσ. 38-137.
355
BRADSHAW P. F., The Canons of Hippolytus, ed. Grove Books, Nottingham
1987.
COOPER J. and MACLEAN A. L., The Testament of Our Lord, Translated into
English from the Syriac, Edinburgh 1902.
DIX G., Ἀποστολικὴ Παράδοσις. The treatise on the Apostolic Tradition of St.
Hippolytus of Rome, London 1937.
GRANT SPERRY – WHITE, The Testamentum Domini: Text for Students with
Introduction, Translation and Notes [Joint Liturgical Studies 19],
Nottingham 1991.
PÉRIER J and A, Les 127 canons des apôtres: texte arabe, PO 8/4, 554-710.
356
TILL W. and LEIPOLDT J., Der koptische Text der Kirchenordnung Hippolyts
[Texte und Untersuchungen 58], Berlin 1954.
4. Πατερικά.
BAYARD CH., Saint Cyprien, Correspondance, t. I-ΙI, Texte établi et traduit
(texte et traduction). Société d’ édition «Les Belles Letters», Παρίσι
1925.
5. Ερμηνευτικά.
ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Ἑρμηνεία εἰς τὰς ἑπτὰ καθολικὰς επιστολὰς
τῶν ἁγίων καὶ πανευφήμων Ἀποστόλων Ἰακώβου, Πέτρου, Ἰωάννου,
καὶ Ἰούδα, Ἐνετήισιν 1806.
6. Δίκαιο.
ΑΓΑΠΙΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ και ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ, Πηδάλιον τῆς
νοητῆς νηὸς τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς τῶν
Ὀρθοδόξων Ἐκκλησίας, ἤτοι ἅπαντες οἱ ἱεροὶ καὶ θεῖοι κανόνες πρὸς
κατάληψιν τῶν ἁπλουστέρων ἑρμηνευόμενοι, ἀκριβὴς ἀνατύπωσις
τῆς γ΄ἐκδόσεως τοῦ 1864, εἰσαγωγή Ἀρχιμ. Εἰρηναίου Δεληδήμου,
εκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 2003.
ΖΕΠΟΥ ΙΩ.- ΖΕΠΟΥ ΠΑΝ., ἐπιμελείᾳ, Jus Graecoromanum, vol. II, Leges
imperatorum Isaurorum et Macedonum (Νομοθεσία Ἰσαύρων καὶ
Μακεδόνων), ἐκδ. Γ. Φέξη καὶ Υἱοῦ, Ἀθῆναι 1931.
ΡΑΛΛΗ Γ. - ΠΟΤΛΗ Μ., Σύνταγμα τῶν Θείων καὶ Ἱερῶν Κανόνων, τῶν τε
ἁγίων καὶ πανευφήμων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἱερῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων καὶ Τοπικῶν Συνόδων καὶ τῶν κατὰ μέρος ἁγίων Πατέρων,
τ. Α΄- Ϛ΄, Ἀθῆναι, 1852-1859 (φωτοτυπικὴ ἀνατύπωση , ἐκδ. Γρηγόρη,
Ἀθῆναι 21992) και νεότερη Β. Ρηγοπούλου, Θεσσσαλονίκη 2002.
Β΄ ΚΑΤΑΛΟΓΟΙ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΩΝ
358
Harvard University Press, Cambridge 1925, Kraus Reprint, New York
1969.
CANART P. – PERI V., Sussidi bibliografici per i manoscritti greci della Biblioteca
Vaticana [Studi e Testi 261], Città del Vaticano1970.
Catalogue of Manuscripts in the British Museum, New Series Vol. I Part II, The
Burney Manuscripts, London 1840.
DEVREESSE R., Catalogue des manuscrits grecs II. Le fonds Coislin, Paris, 1945.
LAMBROS SP. P., Catalogue of the Greek manuscripts on Mount Athos, vol. I-II, at
Univercity Press, Cambridge 1895-1900.
359
ΠΑΛΛΑ Δ. Ι., Κατάλογος χειρογράφων τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου Ἀθηνῶν,
Μέρος 3ο, Ἀθῆναι 1955.
ROCCHI A., Codices Cryptenses seu abbatiae Cryptae Ferratae in Tusculano digesti
et illustrati, typis abbatiae Cryptae Ferratae, Tusculani 1883.
Γ΄ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
1. Ελληνόγλωσσα.
ΑΓΟΥΡΙΔΗ Σ. ΧΡ., Χριστός: (Ἑρμηνεία τοῦ Προσώπου του στήν Κ.Διαθήκη),
Παῦλος: (Σκιαγράφημα τῆς ζωής, τοῦ ἔργου καί τῆς διδασκαλίας
του), εκδ. Πανεπιστημίου Άθηνῶν, Ἀθῆναι 1984.
360
ΑΚΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ ΠΡΟΔΡ. Ι., Ἡ ἱστορία τῶν ἐνοριῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου κατὰ τὴν τουρκοκρατία, διατριβὴ ἐπὶ διδακτορίᾳ,
Θεσσαλονίκη 1984.
361
ΓΑΛΙΤΗ Γ. Α., Αἱ ποιμαντικαὶ ἐπιστολαὶ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, Εἰσαγωγή
– Ἑρμηνεία περικοπῶν κατ’ ἐπιλογήν, εκδ. Π. Πουρναρά,
Θεσσαλονίκη 1971.
362
ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΙΩΑΝΝΟΥ Δ. (Μητροπολίτου Περγάμου), Ἡ ἑνότης τῆς
Ἐκκλησίας ἐν τῇ θείᾳ Εὐχαριστίᾳ καὶ τῷ Ἐπισκόπῳ κατὰ τοὺς τρεῖς
πρώτους αἰῶνας, διατριβὴ ἐπὶ διδακτορίᾳ, ἐκδ. Γρηγόρη, ἐν Ἀθήναις
21990.
363
ΚΑΡΜΙΡΗ Ι., Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία, Δογματικῆς τμῆμα Ε΄, Ἀθῆναι
1973.
ΚΛΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΝΙΚ. Χ., Ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν Διονύσιον τὸν
Ἀρεοπαγίτην, διατριβὴ ἐπί διδακτορίᾳ, Θεσσαλονίκη 1981.
ΚΟΝΙΔΑΡΗ ΓΕΡ. Ι., Νέαι ἔρευναι πρὸς λύσιν τῶν προβλημάτων τοῦ
ἐκκλησιαστικοῦ πολιτεύματος τῶν πηγῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ
πολιτεύματος τοῦ ἀρχικοῦ Χριστιανισμοῦ (34 – 156 μ.Χ.) Οἱ
λειτουργοὶ καὶ τὰ λειτουργήματα, τ. Α΄, Εἰσαγωγή, τευχ. 2ο, Ἀθῆναι
1959.
364
τυπογραφίας Κωνσταντίνου Τόμπρα Κυδωνιέως, καὶ Κωνσταντίνου
Ἰωαννίδου Σμυρναίου, Ἐν Ναυπλίᾳ 1835.
365
ΜΕΘΟΔΙΟΥ (Μητροπολίτου Αξώμης), «Γένεσις καὶ ἀνάπτυξις τῆς
χριστιανικῆς ἱερωσύνης», Ἐκκλησιαστικὸς Φάρος 53 (1971) 533-549.
Νομικὸν ποιηθὲν καὶ συνταχθὲν εἰς ἁπλῆν φράσιν ὑπὸ τοῦ πανιερωτάτου
ἐλλογιμωτάτου ἐπισκόπου Καμπανίας κυρίου κυρίου Θεοφίλου τοῦ
366
ἐξ Ἰωαννίνων (1788), Κριτικὴ ἔκδοσις μετὰ εἰσαγωγῆς καὶ
εὑρετηρίων πινάκων ὑπὸ Δημητρίου Σ. Γκίνη, Θεσσαλονίκη 1960.
ΠΑΤΣΑΒΟΥ ΗΛ. Ι., Ἡ εἴσοδος εἰς τὸν κλῆρον κατὰ τοὺς πέντε πρώτους
αἰῶνας, διδακτορική διατριβή, Ἀθήνα 1973.
367
ΠΟΥΛΗ Γ. Α., Ἡ ἄσκηση τῆς βίας στὴν ἄμυνα καὶ στὸν πόλεμο κατὰ τὸ
Ἐκκλησιαστικὸ Δίκαιο, ἐκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 21990.
ΠΟΥΛΙΤΣΑ ΠΑΝ. Η., Σχέσις Πολιτείας καὶ Ἐκκλησίας ἰδίᾳ ἐπὶ ἐκλογῆς
Ἐπισκόπων. Εἰσηγητική ἔκθεσις πρὸς τὸ Συμβούλιον τῆς
Ἐπικρατείας, τεῦχ. Α΄, Ἐν Ἀθήναις 1946.
368
ΣΚΡΕΤΤΑ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ (Ἀρχιμ.), Ἡ θεία Εὐχαριστία καὶ τὰ προνόμια τῆς
Κυριακῆς κατὰ τὴ διδασκαλία τῶν Κολλυβάδων [Κανονικὰ καὶ
Λειτουργικὰ 7]. ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 32008.
369
ΤΡΕΜΠΕΛΑ ΠΑΝ. Ν., Λειτουργικοὶ τύποι Αἰγύπτου καὶ Ἀνατολῆς, τ. Β΄,
εκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 21993
ΤΡΕΜΠΕΛΑ ΠΑΝ. Ν., Δογματικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμος 3ος, εκδ.
«Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 21979.
ΤΡΕΜΠΕΛΑ ΠΑΝ. Ν., Ὑπόμνημα εἰς τὰς Πράξεις τῶν Ἀπόστολων, εκδ. «Ὁ
Σωτήρ», Ἀθῆναι 31991.
370
ΦΙΛΙΑ Γ. Ν., Ὁ τρόπος ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν στὴ Λατρεία τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας κατὰ τὰ χειρόγραφα Εὐχολόγια Η΄- ΙΔ΄ αἰώνων, εκδ.
Γρηγόρη. Ἀθήνα 1997.
ΦΙΛΙΑ Γ. Ν., Παράδοση καὶ ἐξέλιξη στὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, εκδ.
Γρηγόρη, Ἀθήνα 2006
ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ Ι. Μ., «Οἱ λαϊκοὶ στὴν πράξη τῆς λατρείας», Κοινωνία 34,
τεύχ 4 (Ὀκτ.-Δεκ. 1991) 448-465.
371
ΧΡΙΣΤΙΝΑΚΗ Π. Ε., Ἡ ἀπόπειρα Ἐκκλησιαστικοῦ ἐγκλήματος. Μελέτη
νομοκανονικὴ καὶ ἱστορικοσυγκριτική, διατριβὴ ἐπὶ διδακτορίᾳ,
Ἀθῆναι 1978.
2. Ξενόγλωσσα.
BALMORTH H., The Christian priesthood, London 1963.
BARTLET J. V., «The ordination prayers in the ancient Church Order», Journal
of theological studies 17 (1916) 248-256.
BARTLET J. V., Church life and church order during the first four centuries,
London 1943.
BINGHAM J., Origines ecclesiasticae; or, The antiquities of the Christian church,
and other works, vol I, Λονδίνο 1843.
BOTTE B. D., «Holy orders in the Ordination Prayers», The Sacrament of holy
orders, London/Collegeville, MN 1962, σσ. 5-23.
BOTTE B. D., «L’ ordre d’ après les prières d’ ordination», Études sur le
sacrement de l' ordre [Lex Orandi 22], Paris 1957, σ. 13-41.
BOTTE B. D., «Les ordination dans les rites orientaux», Bulletin du Comité d'
études 6 (1962), 13-18.
BRADSHAW P. F., Ordination Rites of the Ancient Churches of East and West, ed.
Pueblo Publishng Company, New York 1990.
372
BRADSHAW P. F., The Search for the Origins of Christian Worship: Sources and
Methods for the Study of Early Liturgy, ed. University Press, Oxford
22002.
BRENT ALLEN, Hippolytus and the Roman Church in the Third Century, ed.
Brill, Leiden 1995.
BRUCE F. F., The Acts of the Apostles, ed. Tyndale Press, London 1962.
CONOLLY R. H., «The So-called Egyptian Church order», Texts and Studies 8
(1916).
DIX G., «The ministry in the early church», The apostolic ministry : essays on the
history and doctrine of episcopacy, prepared under the direction of Kenneth E.
Kirk, ed. Hodder & Stoughton, London 1947, σσ. 183-303.
EHRHARDT A., The Apostolic succession in the first two centuries of the Church,
ed. Lutterworth Press, London 1953.
373
FARRER A. M., «The Ministry in the New Testament», The apostolic ministry :
essays on the history and doctrine of episcopacy, prepared under the direction
of Kenneth E. Kirk, ed. Hodder & Stoughton, London 1947, σσ. 113-182.
FEE G. D., Paul, the Spirit, and the people of God, ed. Hendrickson,
Massachusetts 1996.
FRERE W. H., «Early Forms of Ordination», Essays on the Early History of the
Church and the Ministry, ed. Β. H. Swete, London 21921, σσ. 263-312.
FRIES H., «Die Eucharistie und die Einheit der Kirche», in Pro mundi Vita.
Festchrifi zum eucharistischen Weltkongress, Munich (Hueger), 1960 σσ.
165-180.
GAUDEMET J., L’ Église dans l’ Empire Romain (IV – Ve siècles), Paris 1957.
GIBAUT JOHN ST. H., «The Cursus Honorum and the Western Case Against
Photius», Logos: A journal of Eastern Christian Studies 37 (1996) 35-73.
GY P. M., «La théologie des prières anciennes pour l’ ordination des évêques
et des prêtres», Revue des Sciences Philosophiques et Théologiques 58, No. 4
(1974) 599-617.
374
HAMEL A., Die Kirche bei Hippolyt von Rom, Gütersloh 1951.
HANSSENS J. M., La liturgie d’ Hippolyte: Ses documents, son titulaire, ses origins
et son charactère [Orientalia Christiana Analecta 155], Roma 1959.
HESS H., The canons of the council of Sardica a.d. 343 a landmark in the early
development of the canon law, ed. Clarendon Press, Oxford 1958.
JALLAND T. G., The origin and evolution of the Christian Church, Λονδίνο 1948.
JUNGMANN J. A., The early Liturgy, To the time of Gregory the Great, translated
by Francis A. Brunner, ed. Darton, Longman & Todd, London 1960.
MAGNE J., Tradition apostolique sur les charismes et diataxeis des saints apôtres :
identification des documents et analyse du rituel des ordinations [Origines
Chrétiennes I], Paris 1975.
NAIRNE A., «The prayer for the consecration of a bishop in the church order
on Hippolytus», The Journal of Theological Studies 17 (1916) 398-399.
375
NASSIS CHRYSOSTOMOS, «Liturgical texts on rites of ordination in the
Orthodox tradition: an analysis based on recent interpretive methods»,
Mωυσέως ᾨδή, Ἀφιερωματικὸς Τόμος πρὸς τιμὴν τοῦ μακαριστοῦ
Γέροντος Μωυσέως τοῦ Ἁγιορείτου, Ἱερὰ Μεγίστη Μονὴ
Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 2017, σσ. 830-845.
PATERNOSTER M., L' imposizione delle mani nella chiesa primitive [Bibliotheca
«Ephimerides liturgicae». Subsidia 12], Roma 21983.
PARSONS S. C., The “Hierarch” in the Pseudo-Dionysius and its place in the
history of christian priesthood [Studia Patristica XVIII, 1], Berlin 1985, σσ.
187-190.
376
SCHOELL R. –KROLL G., Corpus Juris Civilis, τ. Γ΄, Berolini 1895
TURNER C. H., «The ordination prayer for a presbyter in the church order of
Hippolytus», Journal of theological studies 16 (1915) 542-547.
VOGEL C., «L’ imposition des mains dans les rites d’ ordination en Orient et
en Occident», La Maison-Dieu 102 (1970) 57-72.
WALLS AN. F., The Latin Version of Hippolytus’ Apostolic Tradition [Studia
Patristica III], Paris1961, σσ. 155-162.
WORDSWORTH J., The ministry of Grace, ed. Longmans, Green, and Co,
London 1901.
377