Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 70

1

Δημήτρη Δημητριάδη
ΠΕΡΙ ΠΙΣΤΕΩΣ
Εμείς (και) Οι Δαιμονισμένοι

***********************
2

Το κείμενο που ακολουθεί, γράφτηκε για να διαβαστεί στην παρουσίαση της νέας

μετάφρασης, από την κυρία Ελένη Μπακοπούλου, των Δαιμονισμένων του Φ. Μ.

Ντοστογιέφσκι, εκδόσεις Ινδικτος.

Η παρουσίαση έγινε στις 5 Μαΐου 2008, στο θέατρο Θησείον.

Το κείμενο που διαβάστηκε εκείνη την μέρα, δεν είναι ακριβώς αυτό που θα διαβάσει ο

αναγνώστης στις επόμενες σελίδες. Το κείμενο εκείνο, επειδή προοριζόταν για ζωντανή

ανάγνωση ενώπιον κοινού, έθετε κάποιους περιορισμούς στην ανάπτυξή του, και οι

περιορισμοί αυτοί, μολονότι το κείμενο έφτασε τις εξήντα περίπου σελίδες, δεν μού

επέτρεπαν να αναπτύξω, στον βαθμό που το ίδιο το κείμενο το χρειαζόταν, όπως και

όσα ήθελα να περιλάβω σ’ αυτό.

Το ίδιο το θέμα του είναι τόσο εκτεταμένο με αποτέλεσμα συνεχώς να εκδιπλώνεται

εμφανίζοντας νέες πτυχές του, ολοένα σοβαρότερες, ώστε, ενώ από την μια το κείμενο

που διαβάστηκε εκείνο το βράδυ, κούρασε το κοινό με την μεγάλη έκτασή του, από την

άλλη πολλά σημεία του δεν είχαν βρει την διαπραγμάτευση που έπρεπε να γίνει

προκειμένου να φτάσουν σε ένα κάποιο σημείο επάρκειας στην διατύπωσή τους. Ετσι,

αν και γνώριζα από πριν ότι δεν είχα εξαντλήσει την επιχειρηματολογία μου, πράγμα

που με ανησυχούσε λόγω της εξαιρετικής σπουδαιότητας των θεμάτων με τα οποία

αποφάσισα να αναμετρηθώ και μάλιστα δημοσίως, εντούτοις δεν μπορούσα να κάνω

πίσω, αναλαμβάνοντας το τίμημα μιάς ανάγνωσης που θα με εξέθετε κυρίως απέναντι

στον εαυτό μου.


3

Το σημαντικότερο όμως ήταν και παραμένει το εξής : στο κείμενο αυτό θίγω ζητήματα

που αποτελούν ένα από τα κέντρα της σκέψης μου, στον βαθμό που είμαι σε θέση να τα

σκεφτώ. Είναι ζητήματα που αφορούν το σύνολο της συγγραφικής μου παραγωγής, και

όποιος την γνωρίζει, δεν θα εκπλαγεί ούτε θα απορήσει που τα θίγω και με τον τρόπο

που τα θίγω σ’ αυτό το κείμενο. Έχω επανειλημμένως γράψει για τα ζητήματα αυτά, και

μία πρόχειρη παραπομπή είναι το βιβλίο μου Η εμπράγματη φαντασία όπου, μεταξύ

άλλων κειμένων, έχω συμπεριλάβει και κείμενα ανάλογης θεματολογίας.

Εκείνο που διακρίνει, σε κάποιο μέτρο, το εν λόγω κείμενο, είναι ότι εδώ τα ίδια

θέματα θίγονται, νομίζω, με τρόπο ακόμη πιο ευθύ και πιο εξαντλητικό, ή λέγονται με

μία καθαρότητα – κάποιος θα την έλεγε : απολυτότητα – που ίσως δεν ήταν τόσο άμεσα

αντιληπτή στα προηγούμενα κείμενά μου. Όντως, κάτι τέτοιο συμβαίνει, θα πρόσθετα

όμως και κάτι άλλο που το θεωρώ απαραίτητο να το πω : σ’ αυτό εδώ το κείμενο οι

απόψεις μου πάνω σ’ αυτά τα ζητήματα γίνονται ακόμη πιο προσωπικές αλλά, πιστεύω,

και πιο ολοκληρωμένες, δηλαδή πιο αναμφισβήτητες, δεν αφήνουν περιθώρια για

αμφιβολίες για το τι εννοώ. Αυτά όλα καθιστούν το κείμενο αυτό εντελώς

αντιπροσωπευτικό της σκέψης μου σήμερα, μία σκέψη που δεν διαφέρει, στο βάθος από

άλλες εποχές, μόνο που τώρα, όπως είπα, το λέω, άλλωστε, και μέσα στο ίδιο το

κείμενο, έχουν πάρει μία νέα μορφή στην διατύπωσή τους, η οποία μορφή με εκφράζει

πολύ βαθύτερα και πληρέστερα.

Για όποιον διαβάσει, λοιπόν, το κείμενο που ακολουθεί, θέλω να γνωρίζει δύο

πράγματα : πρώτον, ότι το θέτω υπ’ όψιν όλων εκείνων που δεν θεωρούν εκ προοιμίου

ότι αυτοί έχουν δίκιο και οι άλλοι άδικο – συνήθως οι οπαδοί των καθιερωμένων
4

απόψεων αντιμετωπίζουν τον οπαδό άλλων απόψεων ως κάποιον ο οποίος έχει κάνει

λάθος, πράγμα που δεν είναι δυνατόν να ισχύει διότι ποιος τους λέει ότι δεν είναι
.
εκείνοι που έχουν κάνει λάθος δεύτερον, τα ζητήματα που θίγονται στο κείμενο που

ακολουθεί, επειδή γνωρίζω ότι αντιστρατεύονται παγιωμένες θέσεις, τις οποίες

ακολουθεί η συντριπτική πλειοψηφία, δεν είναι απαραίτητο να συμφωνήσει ή να

προσπαθήσει να πειστεί οποιοσδήποτε από την δική μου εκδοχή τους, κι αυτό γιατί εγώ

ο ίδιος δεν επιζητώ κανενός είδους παρόμοια προσέγγιση, πράγμα που σημαίνει ότι η

δική μου εκδοχή αυτών των θεμάτων ενδιαφέρει την περιοχή της δικής μου αντίληψης

και των δικών μου ενδιαφερόντων για τα θέματα αυτά.

Το ουσιώδες, ωστόσο, είναι ότι μία δημόσια, είτε προφορική είτε γραπτή, ανάπτυξη

αυτών των θεμάτων, αποκαλύπτει κάτι που για μένα γίνεται ολοένα και πιο συνειδητά

τρομακτικό : το πόσο βαθιά ριζωμένη είναι μία σειρά από πεποιθήσεις, με πόσο

ελάχιστη ποσότητα στοχασμού υποστηρίζονται αυτές οι πεποιθήσεις από εκείνους που

τις ακολουθούν, και, συνεπώς, πόσο απίστευτα δύσκολο είναι να καμφθούν αυτές οι

πεποιθήσεις από άλλες, διαφορετικές – είναι, κυριολεκτικά, σαν να προσπαθείς να

λυγίσεις σίδερα, τόσο άκαμπτοι στην υφή τους και τόσο ταμπουρωμένοι στην στάση

τους είναι οι ψυχισμοί πίσω από τα οχυρά αυτών των πεποιθήσεων, κι αυτό όχι μόνο

στις λεγόμενες «μεγάλες μάζες» αλλά και σε πολύ μικρότερες κοινότητες απ’ τις οποίες

θα περίμενε κανείς μία λιγότερο αμετακίνητη τοποθέτηση. Τα στερεότυπα είναι

ισχυρότερα από την όποια καλλιέργεια, και η απουσία σκέψης, έστω και πρωτογενούς,

είναι όχι μόνο εφιαλτικά πραγματική αλλά και τρομακτικά διαδεδομένη. Όταν θίγονται

ζητήματα όπως αυτά που θίγει το κείμενο που ακολουθεί, τότε βγαίνουν στην επιφάνεια

αναπάντεχα σκοτεινές πλευρές που δεν έχουν καμία συνάφεια με κανένα φως. Η

αμάθεια και η αυτοπεποίθηση που την συνοδεύει, παραμένουν αδιαχώριστες. Κι αυτός


5

είναι ο λόγος που το παρακάτω κείμενο δεν έχει καμία πιθανότητα να ξεπεράσει την

προσωπική περιοχή του συγγραφέα του.

Εννοείται πως όσα λέγονται στο κείμενο αυτό, είναι απολύτως εκτεθειμένα στην κριτική

σκέψη, μόνο που θα ήθελα να προσθέσω το εξής : πιστεύω πως είναι καιρός να

αντιμετωπίζονται οι απόψεις σε συσχετισμό με το υπόλοιπο έργο μου με το οποίο είναι

οργανικά συνδεδεμένες, διότι οι απόψεις αυτές αποτελούν μέρος ενός συνόλου όπου

έχουν βρει διάφορες και με διάφορους τρόπους εκφράσεις τους. Αν δεν γίνεται αυτό,

τότε δεν αδικούνται μόνον οι απόψεις μου αλλά και όσοι τις κρίνουν. Μία τέτοια αδικία

δεν νομίζω πως θα την επέτρεπε καμία πλευρά, όσο αντίθετη κι αν είναι σε όσα

διατυπώσει και αλλού αλλά και σ’ αυτό εδώ το κείμενο.

Δ.Δ.
11-12.5.2008
6

Ο. Προεισαγωγικά στον πυρήνα

Το αρχέτυπο, όχι αυτού καθεαυτού του ποιητή, αλλά του ποιητή


που χάνει την ψυχή του για την ποίηση, είναι ο Νάρκισσος, που
ερωτεύεται το είδωλό του όχι επειδή είναι όμορφος αλλά επειδή
είναι ο εαυτός του.
W. H. Auden, Διαλέξεις για τον Σαίξπηρ
7

Το κατά δαίμονα εαυτού : υστερο-ελληνιστικό επίγραμμα.

Το κατά δαίμονα εαυτού : το κατά συνείδησιν, το σύμφωνα με κάτι που δεν ορίζεται

από εξωτερικούς κανόνες και νόμους, το ένδον, το σύμφωνα με τον εαυτό τού

καθενός, το κατά τον άνθρωπο, ο άνθρωπος καθεαυτόν.

Αυτό σημαίνει το υστερο-ελληνιστικό επίγραμμα.

Θα μπορούσε να έχει γραφτεί στα χρόνια που έζησε ο Πλωτίνος, ή περίπου εκεί, ή

και ακριβώς τότε, τότε που η ουρανούχος αρχά τού Αισχύλου και το υπερουράνιο

Αγαθόν τού Πλάτωνα είχαν φτάσει σε μία ακραία και εξαντλητική εκδοχή τους με την

νέα πίστη που είχε πλέον καθιερωθεί δια πυρός και σιδήρου, και που είχε, και έχει

ακόμη, οικειοποιηθεί ολόκληρο τον ουρανό, αποτελώντας την αδιαμέριστη περιοχή

και την αδιάσειστη κατοχή τού Αγαθού.

Ιδού το πεδίο τής μάχης έτοιμο και αναπεπταμένο, με την μάχη ήδη προ πολλού, προ

αμνημονεύτων χρόνων, να έχει ξεκινήσει και να μαίνεται σε όλα τα μέτωπα, μια μάχη

που, αν και συνεχίζεται με τον έναν και τον άλλον τρόπο, συνεχώς υποτροπιάζοντας

και συνεχώς εκπέμποντας την αποφορά της λόγω σήψεως και πτωμάτων

επιχειρημάτων, δείχνει πως έχει κριθεί, με τον νικητή απόλυτα επικυρίαρχο τού

παρόντος αλλά και τού επερχόμενου κόσμου.

Στο βιβλίο του Πλωτίνος ή η απλότητα τού βλέμματος, ο Pierre Hadot γράφει πως ο

Πλωτίνος «δεχόταν με ηπιότητα τα πολλαπλά επίπεδα τής εσωτερικής ζωής τού

ανθρώπου, δηλαδή τον καθαρό λόγο, την καθαρή έκσταση, την καθαρά ζωώδη ορμή,

επίπεδα που, όπως έλεγε, δεν θα ενοποιηθούν ποτέ πλήρως». Τα δεχόταν, λοιπόν, με
8

ηπιότητα ο Πλωτίνος, δηλαδή με την συγκαταβατική κατανόηση εκείνου που εκτιμά

άνωθεν και έξωθεν, τα αντιμετώπιζε συνεπώς όχι ως κεφαλαιώδη αλλά ως

δευτερεύοντα. Τα υποτιμούσε, δεν τα εκτιμούσε στον βαθμό που τα υποτιμούσε, το

μόνο που ζητούσε ήταν να μειώσει όσο το δυνατόν περισσότερο την πολλαπλότητα.

Απέστρεφε την προσοχή του από αυτό το σύνθετον, όπως ονόμαζε το πολύπλοκο και

πολύπλευρο ανθρώπινο, αυτό δηλαδή που είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, προκειμένου με

την αποστροφή αυτή να ενωθεί δια της καθαρής νοήσεως με το Αγαθό, άφηνε, με

άλλα λόγια, κατά μέρος το ίδιο το μέσον αλλά και τον φορέα του, εν όψει μιάς

ενώσεως η οποία δεν είναι παρά καταστατική διαστροφή προς μία κατεύθυνση που

οδηγεί μόνο στο ανύπαρκτο, και όπου αναζητείται το υπέρτατο ως κάτι ανεξάρτητο

αλλά και ανώτερο από το σύνολο των φυσικών ιδιοτήτων εκείνου που το αναζητάει.

Εποχές καταδικασμένες από τις ίδιες τους τις καταδίκες των άλλων. Εποχές

διαψευσμένες από τις ίδιες τους τις αλήθειες που καταδίκαζαν αλήθειες άλλων.

Εποχές αποτυχημένες από την ίδια την εγκόσμια αποτυχία τους. Εποχές που έφεραν

άλλες εποχές πιστά αντίγραφα δικά τους ή κακέκτυπες εξαμβλωματικές παραλλαγές

τους, και φτάνουν ασθμαίνοντας μέχρι και σήμερα. Μέχρι αυτό Το πρόστυχο, το

νεκρό και το δύσμορφο Σήμερα, που δεν είναι παρά το λείψανο εκείνου τού

πρόστυχου, νεκρού και δύσμορφου Χθες.

Το αενάως διαφεύγον και συγκαλυπτόμενο πρόβλημα δεν είναι η μυστική, ή όποια

άλλη τής αυτής τάξεως, ένωση με τον Θεό αλλά η εμπράγματη ένωση με τον

άνθρωπο. Αυτός είναι το διαφεύγον και συγκαλυπτόμενο Εν. Το αενάως διαφεύγον

και συγκαλυπτόμενο ένα και μόνο πρόβλημα δεν είναι αυτό που δεν χρειάζεται να
9

γίνει, είναι αυτό που όχι μόνο χρειάζεται αλλά και επείγει. Το Ενός εστί χρεία δεν

εννοεί τον Θεό αλλά τον άνθρωπο.

Ο Ντοστογιέφσκι, αντίθετα απ’ τον Πλωτίνο, τον οποίο φέρνω ως εμβληματικό

παράδειγμα και όχι για να αντιπαραθέσω το έργο του ενός στο έργο του, πάντα

αντίθετος σε όλα τα παραδεδεγμένα, δεν αντιμετώπιζε με καμία ηπιότητα, με

καθόλου αδιαφορία και συγκατάβαση, μάλλον με φρενίτιδα, τα πολλαπλά επίπεδα

τής εσωτερικής πλευράς τού ανθρώπου. Και όχι μόνο δεν ζητούσε να μειώσει αυτήν

την πολλαπλότητα – πώς θα το μπορούσε άλλωστε, αλλά και ποιος το μπορεί, εκτός

κι αν είναι ένας ακόμη Πλωτίνος για να το σκεφτεί και να το επιχειρήσει – γιατί όμως

να το κάνει αφού όλη η δική του προσοχή και όλη η φύση του, το δικό του κατά

δαίμονα, ήσαν στραμμένα σ’ αυτό το σύνθετον, στον εμπράγματο άνθρωπο, όχι μόνο

δεν ζητούσε να μειώσει την πολλαπλότητα, αλλά επιζητούσε την διατήρησή της και

την ανάδειξή της, την εξαντλητική ανασκαφή της, προκειμένου να φτάσει εκεί όπου

ενδέχεται να βρίσκεται το πλωτινικό Αγαθό, όχι δια της διαστροφής αλλά δια μιας

ένδον στροφής προς εκείνη την κατεύθυνση που είναι η μόνη η οποία επιτρέπει την

ανεύρεσή του, δηλαδή το πέρασμα μέσα από ολόκληρον τον άνθρωπο, με κίνδυνο να

μην βρει ποτέ, όσο κι αν σκάψει εκεί μέσα, την ουρανούχο αρχή. Αφού, εντέλει, δεν

έχει καμία σημασία να βρεθεί κάτι που έχει εκ των προτέρων τεθεί ως στόχος, αλλά

κάτι που κανείς δεν γνωρίζει εκ των προτέρων την ύπαρξή του. Αυτό το δεύτερο είναι

το αληθινό εκείθεν, το όντως επέκεινα, σε τελευταία ανάλυση, η ουρανούχος αρχή, εν

τέλει το Αγαθόν, αυτός είναι, αν θέλετε, ο Θεός : κάτι που ψάχνω και βρίσκω μην
10

γνωρίζοντας από πριν ποιο είναι. Για να γίνει όμως αυτό, απαιτείται πλήρης και εκ

των προτέρων αποδοχή του ανθρώπου ως τέτοιου, όχι ο καταμερισμός του αλλά η

ανάληψή του, όχι το πάνω από αυτόν αλλά το μέσα σ’ αυτόν, όχι η ηπιότης αλλά ο

δαίμων – με ό,τι συνεπάγεται μία τέτοια αποδοχή, και συνεπάγεται πάρα πολλά.

Ο Σάμιουελ Μπέκετ, στο βιβλίο του για τον Προύστ : Η μόνη γόνιμη αναζήτηση είναι

η ανασκαφή, η κατάδυση, η συστολή τού πνεύματος, η κάθοδος. Ο καλλιτέχνης είναι

ενέργεια αλλά αρνητική, συστέλλεται απ’ την μηδαμινότητα των εκτός περιφερείας

φαινομένων στον πυρήνα τού κυκλώνα.

Εδώ είμαστε. Δαιμονισμένοι : ο πυρήνας τού κυκλώνα.

Αναφέρθηκε ο Προύστ, ο συνεχιστής των άλλων Δαιμονισμένων τού 20ου αιώνα –

αφού Οι Δαιμονισμένοι είναι, στην πραγματικότητα, ένα βιβλίο εν προόδω, με την

έννοια ότι περνάει από συγγραφέα σε συγγραφέα παίρνοντας κάθε φορά την μορφή

που αντιστοιχεί στον αιώνα του. Μία φράση μόνο από επιστολή τού Προύστ στον

Ερνστ Ρόμπερτ Κούρτιους, 18 Σεπτεμβρίου 1922, δύο μήνες πριν απ’ τον θάνατό

του : Δεν πρέπει ποτέ να φοβόμαστε να πηγαίνουμε πολύ μακριά, διότι η αλήθεια είναι

επέκεινα.
11

1.Εισαγωγή στον πυρήνα

Το ζήτημα πλέον δεν είναι να λυτρωθεί η ψυχή από τα


δεσμά του σώματος, αλλά, αντίθετα, το σώμα να
δραπετεύσει από την φυλακή της ψυχής.

ΑΓΝΩΣΤΟΥ
12

Θα κάνω μία ανάγνωση των Δαιμονισμένων, που ίσως κάποιοι την χαρακτηρίσουν

μεροληπτική και εμπαθή. Ίσως να είναι, όμως δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, σας

διαβεβαιώ, όχι για τίποτε άλλο αλλά γιατί το πράγμα είναι πολύ σοβαρό, όπως θα

δείτε, άρα πρέπει να είμαστε σαφείς και επείγοντες, κυρίως : παρακινδυνευμένα

προσωπικοί, αναλαμβάνοντας όλες τις συνέπειες μιάς παρρησίας που η ίδια επιβάλλει

το σαφές και το επείγον.

Ο Μαξιμίλιαν Μπράουν, στο βιβλίο του Ντοστογιέφσκι, η ζωή μέσα από το έργο του

που μόλις κυκλοφόρησε σε ελληνική μετάφραση τού Νίκου Σκουτερόπουλου, γράφει

στην αρχή του κεφαλαίου που αφιερώνει στους Δαιμονισμένους : Κάθε προσπάθεια να

βρεθεί ένας σαφής τύπος, ένα «κλειδί» για αυτό το μυθιστόρημα, οδηγεί αναντίρρητα σε

υποκειμενικές ερμηνείες που κατά βάσιν χαρακτηρίζουν αυτόν που τις διατυπώνει. Η

οριστική αξιολογική κρίση αφήνεται, έτσι, στον αναγνώστη. Μία γενική λογοτεχνική

αξιολόγηση πρέπει να εστιάσει στο ερώτημα σχετικά με την περιπλοκότητα τού

μυθιστορήματος.

Θα είναι λοιπόν αυτή εδώ μία ανάγνωση εκ μέρους, κατά το : εκ μέρους γαρ

γιγνώσκομεν, και εκ μέρους προφητεύομεν. Κι αυτό επειδή ακριβώς το τέλειον δεν

είναι εδώ, ουκ ελεύσεται, και το εκ μέρους ου καταργηθήσεται. Προτιμώ να βλέπω, ή

μάλλον είμαι αναγκασμένος, εκ των πραγμάτων, να βλέπω άρτι δι’ εσόπτρου εν

αινίγματι, εφόσον το πρόσωπον προς πρόσωπον αργεί, αργεί πάρα πολύ – κάποια

μηνύματα λένε ότι δεν θα έρθει. Όντως, δεν θα έρθει, τουλάχιστον όπως εννοείται
13

στην Επιστολή του Παύλου. Εκτός κι αν έχει έρθει, τότε, όμως, αυτό το πρόσωπον

προς πρόσωπον που ίσως έχει έρθει, να μην είναι άλλο απ’ αυτό εδώ το βιβλίο. Αλλά

και μπροστά σ’ αυτό το βιβλίο, είμαι νήπιος, λαλώ ως νήπιος, λογίζομαι ως νήπιος.

Ούτε επιγνώσομαι ούτε επεγνώσθην. Και όσο για το ποια μένει από τις τρείς, πίστις,

ελπίς, αγάπη, η αγάπη περιμένει να αποδειχθεί, η ελπίς να επικυρωθεί, η πίστις

αγωνίζεται να είναι μείζων αλλά πρώτα αγωνιά να μάθει τίνος πράγματος είναι πίστη.

Η πίστη θέλει να μάθει η ίδια αν πιστεύει, πού πιστεύει εάν πιστεύει, πού να πιστέψει

εάν δεν πιστεύει, και, ως μείζων, να δείξει ότι δεν επιτέλεσε την αποστολή της, και

ότι πρέπει η ίδια να ζητήσει την μετακίνησή της σε κάτι άλλο, σε κάτι πιστευτό αφού

το απίστευτο είναι η απαράδεκτη και απορριπτέα πλευρά τού πιστευτού.

Αυτό είναι το παγκόσμιο δράμα : η πίστη σε τι, και αν ως τώρα πήγε χαμένη.

Η πίστη πήγε χαμένη. Και όχι εξαιτίας τού κέντρου, είτε αυτό ήταν εκεί είτε χάθηκε.

Δεν υπάρχει χαμένο κέντρο. Το κέντρο, όταν είναι αληθινό, δεν χάνεται ποτέ. Το

κέντρο, για να χαθεί ή για να έχει χαθεί, θα πρέπει να μην ήταν κέντρο, δηλαδή όχι

κάτι αρκετά ισχυρό ώστε ν’ αντέξει. Ένα πραγματικό κέντρο δεν χάνεται ποτέ. Αν

ήταν κέντρο και χάθηκε, αυτό σημαίνει ένα πράγμα : ότι δεν ήταν κέντρο. ΄Η ήταν

ένα κέντρο ψευδές, επίπλαστο, ένα δήθεν κέντρο, μία επινόηση, μία προβολή ενός

ενστίκτου ή το αποκύημα μιάς ανάγκης, οπωσδήποτε ένα spectrum, ένα κάτοπτρο

όπου βλέπαμε το είδωλο και όχι το πρόσωπο. Το κέντρο, ή η αξία, για το ίδιο πράγμα

πρόκειται, απ’ την στιγμή που εμφανίζουν την ανάγκη ή εμείς πιστεύουμε ότι έχουν

ανάγκη, να υποστηριχτούν από εμάς επειδή απειλούνται ή κινδυνεύουν, απ’ την

στιγμή εκείνη κάτι δεν πάει καλά με το κέντρο και τις αξίες, ή με εμάς τους ίδιους :
14

είτε αυτά δεν αποτελούν πλέον κέντρα και αξίες, είτε εμείς οι ίδιοι έχουμε κάνει

λάθος στο αντικείμενο της πίστης μας, ή δεν πιστεύουμε στην κεντρική ή αξιακή τους

θέση. Οι ίδιοι οι συνήγοροι των κέντρων και των αξιών γίνονται οι χαρτογράφοι του

τέλους τους, οι ανατόμοι τού θανάτου τους. Κέντρα ή αξίες απειλούνται και

κινδυνεύουν, είναι πασίδηλο αυτό, περισσότερο από τους επίδοξους υποστηρικτές

τους παρά από τους αμέτοχους και αδιάφορους δήθεν πολέμιούς τους, όπως οι

καλύτεροι διαφημιστές των όποιων απαγορευμένων είναι εκείνοι που τα διώκουν.

Και δεν υπάρχει ευτελέστερο θέαμα απ’ τους τυχάρπαστους δικηγορίσκους οι οποίοι,

τυφλωμένοι από το πρόβλημά τους για προσωπική πνευματική επιβίωση, τρέχουν

από έδρανο σε έδρανο για να περισώσουν με τις υβριστικές συνηγορίες τους μία

υπόθεση την οποία οι ίδιοι αποκαλύπτουν ή καθιστούν χαμένη.

Το κέντρο όμως, το πραγματικό κέντρο, δεν κινδυνεύει, άρα δεν έχει χαθεί, επειδή

είναι όντως πραγματικό, άρα υπαρκτό, με την μόνη διαφορά ότι δεν είναι αυτό στο

οποίο πίστευε η πίστη που πήγε χαμένη. Πήγε χαμένη επειδή πίστευε σε κάτι χαμένο.

Όχι χαμένο επειδή χάθηκε, χαμένο επειδή δεν υπήρξε ποτέ ή δεν βρισκόταν εκεί όπου

στόχευε η πίστη του και η οποία το έχασε, γιατί, απλώς και μόνο, το κέντρο, το

πραγματικό και άρα υπαρκτό, ανέκαθεν ήταν και εξακολουθεί να είναι αλλού.

Η ανάγνωσή μου είναι ίσως και μερική και μεροληπτική, ασφαλώς όμως τόσο πολύ

εν μέρει ώστε δεν ασχολείται, παρά με μία και μόνο λέξη, την λέξη τού τίτλου :

Δαιμονισμένοι. Εντούτοις, από μία άλλη σκοπιά, είναι ίσως και η πιο αναγκαία,

τουλάχιστον ως προϋπόθεση για να προχωρήσει κανείς λίγο πιο πέρα, λίγο πιο μέσα,

όσο πιο πέρα, όσο πιο μέσα είναι δυνατόν.


15

Αμέσως μετά τον τίτλο, ο Ντοστογιέφσκι παραθέτει ως προμετωπίδες δύο

αποσπάσματα κειμένων από τα οποία θα μας απασχολήσει το ένα, το δεύτερο, κι

αυτό γιατί είναι ακριβώς εκείνο απ’ την περικοπή τού Ευαγγελιστή Λουκά όπου

περιγράφεται η συνάντηση τού Ιησού με τον άνθρωπο που έχει μέσα του δαίμονες.

Άρα, απ’ την έναρξη κιόλας τού βιβλίου, πριν ακόμη μπούμε στο κυρίως κείμενο,

πριν καν αρχίσει η παράθεση των ίδιων των γεγονότων, έχουμε εισαχθεί στην καρδιά

τού θέματος, το οποίο θέμα, όπως θα δούμε, είναι και ολόκληρο το βιβλίο. Αλλά,

πριν δρασκελίσουμε το κατώφλι προς την καρδιά του – κι εδώ δεν λέμε απλώς εκείνο

το : «Κυρίες μου, σηκώστε τις φούστες σας, μπαίνουμε στην Κόλαση», λέμε : « Κυρίες

και Κύριοι, πετάξτε όλα τα ρούχα σας, μπαίνουμε στον Άνθρωπο» – πριν το κάνουμε

όμως αυτό, μερικά για τις προϋποθέσεις τής λειτουργίας αυτής τής καρδιάς.

Υπάρχει μέσα στο παρόν, στο κάθε παρόν, ένα δεύτερο παρόν. Αυτό το δεύτερο είναι

κοινό και σταθερό σε όλα τα εκάστοτε παρόντα. Αυτό το δεύτερο παρόν συναντούν

και εμφανίζουν, κατά καιρούς, κάποιοι συγγραφείς. Κάποιοι συγγραφείς και μόνον,

κανείς άλλος, μόνον κάποιοι συγγραφείς. Είναι ένα παρόν αυτό κοινό μεν σε όλα τα

εκάστοτε παρόντα, για να το συναντήσει όμως ένας συγγραφέας και να το εμφανίσει,

πρέπει να είναι σύγχρονος με την εποχή του. Και «εποχή» είναι ο εκάστοτε παρών

άνθρωπος. Ο άνθρωπος είναι το εκάστοτε παρόν.

Αυτό που κάνει έναν συγγραφέα σύγχρονο με την εποχή, δηλαδή με το παρόν του και

με τον εκάστοτε παρόντα άνθρωπο, είναι αυτό που δεν έκανε ο Πλωτίνος και έχασε

το παιχνίδι, είναι αυτό που έκανε ο Ντοστογιέφσκι και το κέρδισε.


16

Ο Πλωτίνος ζητούσε να μειώσει το σύνθετον, άρα έχασε και το δεύτερο παρόν που

ήταν πίσω απ’ το παρόν του : αυτό τον κάνει εκπρόσωπο της εποχής του, μιάς εποχής

η οποία δεν βρήκε ούτε αυτό που βρήκε, μιάς εποχής που έχασε αυτό που είχε ήδη

χάσει.

Ο Ντοστογιέφσκι αναζήτησε το σύνθετον που ήταν το δεύτερο παρόν πίσω απ’ το

δικό του παρόν, κι αυτό τον κάνει εκπρόσωπο της δικής του εποχής, φορέα της φωνής

μιάς εποχής η οποία ψάχνει ακόμη αυτό που βρήκε, όπως το ψάχνει και κάθε εποχή

που το αναζήτησε.

Ο ένας είναι σύγχρονος μιάς εποχής που έχασε τον άνθρωπο, ο δεύτερος είναι

σύγχρονος μιάς εποχής που τον αναζήτησε και τον βρήκε χωρίς να σταματήσει να τον

αναζητά, καθ’ όσον αυτό που βρήκε δεν είναι ποτέ ολόκληρο αυτό που βρίσκεται,

διότι αυτό που βρίσκεται είναι κάτι το ατελεύτητο.

Το έλεγε ο ίδιος για τον εαυτό του, ήταν παιδί τού αιώνα του – με μία έννοια όμως

διαφορετική από εκείνη που σημαίνει η λέξη «παιδί» γιατί νομίζω πως ακολουθούσε

την προτροπή τού Σίλλερ, είτε την γνώριζε είτε όχι, κατά κάποιον τρόπο όμως την

γνώριζε : Ζήστε με τον αιώνα σας, αλλά μην είστε το δημιούργημά του. Όσο κι αν

αντλούσε απ’ την επικαιρότητα, διαβάζοντας μανιωδώς εφημερίδες και βιώνοντας με

απληστία, σχεδόν εκ τού σύνεγγυς, τα τρέχοντα γεγονότα, δεν θα ήταν καθόλου

αρκετό αυτό για να είναι σύγχρονος με την εποχή του, παιδί τού αιώνα του.

Απεναντίας. Αν ήταν αρκετό, δεν θα ήταν απλώς επικαιρικός, θα ανήκε σε άλλο

παρόν, όχι στο δικό του. Το επικαιρικό δεν είναι το σύγχρονο . το επικαιρικό είναι το
17

τρέχον. Το σύγχρονο είναι το σύνθετον. Το σύγχρονο ως σύνθετον είναι το δεύτερο

παρόν πίσω απ’ το εκάστοτε παρόν.

Επείγει να μιλήσουμε ευθέως για κάποια κωλύματα/κολλήματα τα οποία

ανακυκλώνονται, έχοντας προηγουμένως καθιερωθεί και επιβληθεί ως Αλήθειες, με

κεφαλαίο Α – ας πούμε, για να δούμε καθαρά την διαφορά, ο Λεονάρντο, αυτός ο

κατ’ εξοχήν άνθρωπος τής αναζήτησης, και μάλιστα της άμεσα εμπειρικής, δεν

αναζητούσε την αλήθεια με κεφαλαίο Α αλλά την αλήθεια με μικρό. Ιδού ένας αντι-

Πλωτίνος, και ένας πρόδρομος του Ντοστογιέφσκι. (Θα μπορούσαμε, και δικαίως,

νομίζω, να πούμε ότι αυτό το α μικρό δεν είναι άλλο από εκείνο του Λακάν, από το

αντικείμενο α, που είναι η ενσάρκωση της πληρότητας που δεν έχουμε. Μία

παρόμοια όμως εκτίναξη απαιτεί άλλης κατηγορίας προσέγγιση).

Έχουμε άμεση ανάγκη από αλήθειες με μικρό α – ίσως είναι και οι πιο αναγκαίες, ή

οι πιο χρήσιμες. Έχουμε ανάγκη από άμεση χρησιμότητα, από μία δραστική

χρηστικότητα στην περιοχή τού όντως όντος, τού ευθέως όντως, του παρόντος όντως,

κι αυτό τού οποίου έχουμε άμεση ανάγκη δεν είναι άλλο από αυτό που κάνει ο

Ντοστογιέφσκι : το ον ως ευθέως παρόν.

Ένας βάσιμος τρόπος, δεν υπάρχουν, νομίζω, πολλοί, ίσως μόνον ένας, για να

θίξουμε αυτά τα κωλύματα/κολλήματα, να τα αποκαλύψουμε, να τα δείξουμε, είναι

το να διαβάσουμε τα ίδια τα κείμενα από όπου αυτά αντλούνται, και με τα οποία

κείμενα τα στερεότυπα έγιναν αυτό που είναι, δηλαδή στέρεοι αμετακίνητοι τύποι,
18

και ως τέτοια καθιερώθηκαν και διήρκεσαν και διαρκούν, με αποτέλεσμα να έχουν

μετατραπεί σε συστατικό των κυττάρων μας, των νευρώνων μας, των οστών μας, να

έχουν δηλαδή μετασχηματιστεί σε φύση μας, και να υποκαθιστούν το όντως ον, το

όντως ευθέως παρόν. Είμαστε οι ίδιοι αυτά τα στερεότυπα : δεν βρίσκονται έξω από

εμάς, αλλά μέσα μας, αποτελούν οργανικό μέρος αυτού τού σύνθετου, στο οποίο

κυριαρχούν και το καθορίζουν. Είμαστε η άρνηση, η αναίρεση, ακόμη και η

κατάργηση, αυτού που είμαστε αλλά δεν είμαστε ακόμη. Το υλικό απ’ το οποίο

είμαστε φτιαγμένοι δεν είναι τα όνειρα, είναι τα δόγματα. Είμαστε προκαθορισμένοι,

όμως ένα θετικό σ’ αυτόν τον προκαθορισμό, είναι ότι τον γνωρίζουμε, ή ότι είμαστε

σε θέση να τον γνωρίσουμε, με την προϋπόθεση ότι θέλουμε να τον γνωρίσουμε.

Ακόμη δεν είμαστε σ’ αυτήν την θέση. Για να είμαστε, απαιτείται γενναιότητα. Δεν

την έχουμε. Γι’ αυτό και η θέση αυτή είναι κενή, δεν έχει ακόμη καταληφθεί από

κανέναν μας. Πρέπει, λοιπόν, να βρούμε την γενναιότητα, κάτι να κάνουμε μ’ αυτό

που είμαστε ώστε αυτό ν’ αρχίσει να γίνεται όσο το δυνατόν λιγότερο

προκαθορισμένο και επικαθορισμένο.

Ο Ντοστογιέφσκι, ο συγγραφέας, το τονίζω, Ντοστογιέφσκι, δεν τοποθετεί τίποτε

έξω, αλλά ούτε και πάνω, απ’ τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος, γι’ αυτόν, είναι όχι μονάχα

κεντρικός αλλά και αβυθομέτρητος. Έτσι, δεν χρειάζεται, επειδή γνωρίζει αυτήν την

αδύνατη μέτρηση, αλλά και την αποδέχεται, να τοποθετήσει, όπως, λ.χ., ο Πλωτίνος,

κάτι έξω και πάνω απ’ τον άνθρωπο, ή να αναζητήσει μέσα στον άνθρωπο κάτι που

δεν το εμπεριέχει, ή που αυτός υποθέτει ή φαντάζεται ή απλώς το επιθυμεί, ότι το

εμπεριέχει, και ως εκ τούτου, για να πιστέψει στην ύπαρξή του, αλλά και επειδή δεν
19

έχει τεκμήρια επ’ αυτού, να το κατασκευάσει, να επινοήσει επιχειρήματα, να

επιστρατεύσει μετά κόπου και βασάνων μία ολόκληρη συλλογιστική – δείτε, εν

συνεχεία, όλα τα αμέτρητα πατερικά κείμενα, αυτήν την κοπιώδη και μάταιη

προσπάθεια να στηριχτεί το αστήριχτο, να καταστεί υπαρκτό το ανύπαρκτο, και να

πιστοποιηθεί ως αυτοφυές κάτι που δεν είναι παρά αποκύημα διανοητικών

ζυμώσεων, νοητικών σχηματισμών – μία ολόκληρη γραμματεία ανακυκλούμενης στο

κενό συλλογιστικής, μανιακά περίπλοκη και αυτοαναφορική, ομφαλοσκοπούμενη και

αυνανιστική, προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη εκείνου που δεν υπάρχει όντως,

δηλαδή αυτοβούλως και ανεξαρτήτως, με άλλα λόγια, εντέλει, να συμπληρώσει τον


.
άνθρωπο – όχι πως ο άνθρωπος είναι εντελής και δεν χρειάζεται συμπληρώματα

αντιθέτως, είναι ατελής επειδή ακριβώς δεν χρειάζεται συμπληρώματα, δεν τα

χρειάζεται ως ατελής που είναι : η εντέλεια τού ανθρώπου είναι η ατέλειά του. Το

ατελές είναι ατελεύτητο, και το ατελεύτητο παραμένει ανολοκλήρωτο στην εκάστοτε

αποσπασματική ανεύρεσή του. Αυτό το ατελές ατελεύτητο κυριολεκτικά αποθεώνει ο

Ντοστογιέφσκι.

Από την άποψη αυτή, δεν είναι μονάχα σύγχρονος με το παρόν του ανθρώπου, είναι

και πραγματιστής, ή είναι σύγχρονος επειδή είναι πραγματιστής.

Πραγματιστής είναι κάποιος που ασχολείται όχι απλώς με το ορατό, αλλά με το απτό,

κυρίως όμως με αυτό που υπάρχει αλλά δεν έχει έρθει ακόμη στην επιφάνεια, δεν έχει

γίνει ακόμη ορατό και απτό. Θα τον ονόμαζα και εμπραγματιστή, με την έννοια ότι

βρίσκεται ή επιδιώκει να βρίσκεται μέσα στα πράγματα, ή ότι κάνει να γίνει πράγμα

κάτι που δεν ήταν πριν, ή ακόμη και ότι ασχολείται μόνο με τα πράγματα. Και όπως

ξέρουμε, ο άνθρωπος είναι το κατ’ εξοχήν πράγμα.


20

Εδώ, συναντάται με τον Προύστ, και μάλιστα σε βαθμό τέτοιον ώστε ο ένας

καθίσταται συνεχιστής τού άλλου. Όταν ο Προύστ μάς λέει ότι δεν έχει φαντασία και

ότι χρειάζεται την εμπειρία για να μπορέσει να γράψει, ότι ένα γεγονός πρέπει να το

έχει ζήσει για να το καταγράψει, είτε το κάνει αυτό φέρνοντας στο σπίτι του το ίδιο

το κουαρτέτο Πουλέ για να τού παίξουν κουαρτέτα τού Μπετόβεν και ν’

απορροφήσει ζωντανή την μουσική εκτέλεση, είτε το κάνει συχνάζοντας τις νύχτες

στο ξενοδοχείο Ριτζ όπου έβρισκε τους πρόθυμους αλλά και καλοπληρωμένους

νεαρούς εραστές του, είτε διασχίζοντας το Παρίσι με τα γερμανικά αεροπλάνα να το

βομβαρδίζουν, είτε ακόμη παίρνοντας υπερβολική δόση υπνωτικών για να πέσει σε

ύπνο τριών ημερών, μόνο και μόνο για να βιώσει την κατάσταση της ανυπαρξίας,

όταν τα κάνει όλ’ αυτά επιδιώκει ακριβώς αυτό : την εισχώρησή του μέσα στην

εμπράγματη πραγματικότητα, όχι όμως επειδή, όπως έλεγε, δεν είχε φαντασία, αλλά

επειδή αυτό ζητούσε και χρειαζόταν η δική του φαντασία, η οποία συνιστά την πιο

εμπράγματη διάσταση της διανοητικής μας λειτουργίας, και η οποία δεν περιγράφει

τα πράγματα αλλά τα συλλαμβάνει στην αφάνειά τους προκειμένου να τα φανερώσει.

Αυτή η φανέρωση συνιστά και συγκροτεί ολόκληρο το έργο τού Ντοστογιέφσκι.

Αυτή είναι η επιδίωξή του, και από έργο σε έργο γίνεται όλο και πιο δυναμική, πιο

παθιασμένη, πιο δαιμονισμένη. Το ένδον σκάπτε γίνεται εδώ ένας συγγραφικός

εκσκαφέας ο οποίος, επειδή δεν μπορεί, λόγω τού εδάφους το οποίο σκάβει, να

καταλήξει σε κάτι τερματικό – το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο δεν σταμάτησε

επειδή τερματίστηκε αλλά επειδή ο Προύστ δεν είχε άλλες δυνάμεις και άλλον χρόνο

για να το συνεχίσει, άλλωστε η λέξη Αναζήτηση τού τίτλου τα λέει όλα – αυτός ο

εσωγενής μηχανισμός, λοιπόν, που δεν καταλήγει ποτέ κάπου επειδή αυτό το κάπου
21

δεν υπάρχει ως τερματισμός, κάνει τα μυθιστορήματα τού Ντοστογιέφσκι να

τελειώνουν χωρίς ποτέ να τελειώνουν. Κάτι ακόμη πάντα απομένει υπόλοιπο, κάτι

βασικό, κάτι μεγάλο, κάτι πολύ μεγαλύτερο, δεν έχει βγει στην επιφάνεια, δεν έχει

περάσει με τις λέξεις στις σελίδες, κάτι δεν έχει γίνει φανερό και υπαρκτό, κι αυτό το

οποίο υπολείπεται, παρόλο που έχει βρεθεί ένα κάποιο μέρος του, αναζητείται, με

αναζωπυρωμένο πάθος, στο επόμενο μυθιστόρημα, και εν συνεχεία στο επόμενο, με

τον αυξανόμενο πυρετό μίας και μόνης κίνησης η οποία δεν ικανοποιείται από τα

σημαντικά ευρήματά της και χρειάζεται να επαναληφθεί προκειμένου να αναζητηθεί

το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά αλλού, πιο πέρα, πιο μέσα, πιο βαθιά, πιο αλλού.

Αναζήτηση : αυτή η λέξη που κυριαρχεί καταιγιστικά στην ζωή μας αφού αυτή

εμφανίζεται μόλις ανοίγουμε το πανταχού παρόν και τα πάντα πληρόν κινητό μας,

βάζοντάς μας αυτομάτως σε μία πιεστική κατάσταση ανθρώπων οι οποίοι ψάχνουν

κάτι που δεν έχουν ή τους λείπει, ή που δεν υπάρχει αλλά αυτοί το θέλουν, το

επιθυμούν υπαρκτό μέσα στο χάος του ηλεκτρονικού σύμπαντος, το οποίο εντέλει

γίνεται εντελώς ανθρώπινο, αφού άνθρωπος ψάχνει άνθρωπο, ο άνθρωπος τον

άνθρωπο. Αναζητείται άνθρωπος.

Ναι, δεν πρόκειται για την αναζήτηση του Θεού. Άλλη μία παρεξήγηση,

κεφαλαιώδης και θεμελιώδης, ίσως περισσότερο από πολλές άλλες : θεωρούμε

ύψιστη ή εξέχουσα πνευματικότητα την αναζήτηση του Θεού, έτσι μάς έμαθαν, και

μας το έμαθαν με τρόπο τέτοιον ώστε να μην τολμούμε καν να παρεκκλίνουμε απ’

αυτήν την θέση, ούτε καν να διανοηθούμε τέτοια παρέκκλιση, μην αφήνοντας έτσι

κανένα περιθώριο στην άλλη αναζήτηση, αυτή που είναι η όντως πνευματική, η

αναζήτηση του ίδιου του ανθρώπου. Εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι πνευματική


22

αναζήτηση είναι εκείνη τού πνεύματος καθεαυτού που είναι, κι αυτό μας το έμαθαν, ο

Θεός. Πνευματική αναζήτηση όμως δεν είναι η αναζήτηση του πνεύματος αλλά η

αναζήτηση διά του πνεύματος, κι αυτή η αναζήτηση που είναι η όντως πνευματική

δεν είναι άλλη από την αναζήτηση του σύνθετου : η εμπράγματη αναζήτηση του

σύνθετου από το σύνθετο, του ανθρώπου απ’ τον άνθρωπο.

Αλλά και στην περίπτωση όπου πρόκειται για την αναζήτηση του Θεού, το γεγονός,

έστω μυθοπλαστικό, ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν

του, τι άλλο μπορεί να σημαίνει παρά ότι ο ίδιος ο Θεός είναι ένας δαίμων, ένας

δαιμονισμένος εφόσον το δημιούργημά του δεν είναι παρά αυτό το σύνθετον, και ότι

αναζήτηση του Θεού από τον άνθρωπο δεν μπορεί παρά να σημαίνει : αναζήτηση από

τον άνθρωπο του δαιμονισμένου εαυτού του.

Αυτό που αναζητείται ξανά και ξανά επειδή αδιαλείπτως λείπει, είναι ο άνθρωπος.

Δεν λείπει ο Θεός, ο άνθρωπος λείπει. Με την έννοια αυτή ο άνθρωπος είναι

ελλείπων. Ελλείπων άνθρωπος σημαίνει τον άνθρωπο που του λείπει ο άνθρωπος.

Και αντί να αναπληρωθεί ο ελλείπων άνθρωπος απ’ τον άνθρωπο, ο ελλείπων

άνθρωπος έπλασε τον Θεό για να αναπληρωθεί η έλλειψή του ως ελλείποντος

ανθρώπου. Η έλλειψη τού ανθρώπου δημιούργησε τον Θεό. Θεός είναι ο ελλείπων

άνθρωπος, η έλλειψη ανθρώπου απ’ τον άνθρωπο. Κι ωστόσο, τίποτε πιο πλησίον

απ’ αυτόν. Αυτόν τον πλησίον, είτε είναι ο άλλος είτε ο εαυτός, αν κάτι τον

χαρακτηρίζει είναι ότι δεν πλησιάζεται καθόλου εύκολα, μετά βίας αποδεικνύεται

πλησίον, προσβάσιμος, προσεγγίσιμος, κοντινός. Πόση δυσκολία τού ανθρώπου προς

τον άνθρωπο, πόσο αδιάβατη η απόσταση, πόσο δύσβατη η πρόσβαση, πόσο

ακατόρθωτη η εγγύτητα.
23

Καθώς η προσπάθεια του Ντοστογιέφσκι επαναλαμβάνεται, πάλι και πάλι, από βιβλίο

σε βιβλίο, καθώς αυτές οι επαναλαμβανόμενες προσπάθειες αποφέρουν συνεχείς

φανερώσεις, συνεχείς κατακτήσεις, με όλο και νέα ευρήματα και αποκτήματα από

την αρχαιολογική σκαπάνη του, αυτές οι αλλεπάλληλες κτήσεις πολλαπλασιάζουν με

την σειρά τους το υπαρκτό, συσσωρεύουν υπαρκτό στο ήδη υπάρχον, το διευρύνουν,

το εμπλουτίζουν, προσθέτουν υπαρκτό στο υπαρκτό, αθροίζουν πραγματικότητα στην

πραγματικότητα, ενσωματώνουν κι άλλον κόσμο στον κόσμο, κάνουν τον κόσμο πιο

κόσμο και αενάως διευρυνόμενο σύμπαν.

Δίπλα στον αχανή και τετελεσμένο κόσμο που παρά την κινητικότητά του παραμένει

σταθερός, εκδιπλώνεται σταδιακά ένας άλλος κόσμος τού οποίου όμως η εν προόδω

δημιουργία δεν έχει την κατά τας γραφάς διάρκεια, δεν είναι μία δημιουργία

εβδομαδιαία, μία εργασία η οποία ταυτίζεται με μία υπαλληλική εβδομάδα και ένα

αυστηρό ωράριο, αλλά εκτείνεται σε μήκος χρόνου άχρονο, δεν σταματάει ποτέ αλλά

και δεν λήγει, δεν έχει έβδομη ημέρα για ρεπό, δεν δικαιούται γουήκ εντ ή θερινές

διακοπές, δεν αναπαύεται ούτε στιγμή, συνεχίζεται αενάως. Το ότι ο Θεός χρειάστηκε

κάποια στιγμή να ξεκουραστεί, που σημαίνει ότι είχε κουραστεί, απ’ την πολλή

δουλειά, μολονότι δεν δούλεψε παρά μόνον εφτά ημέρες, αν και μέσα σε τόσο λίγο

χρόνο, έστω και χρονομετρημένο, κατάφερε να φτιάξει το γνωστό οικοδόμημα, αρκεί

νομίζω για να συμπεράνουμε με πόσο ανθρώπινα πρότυπα και μέτρα δημιουργήθηκε

κι εκείνος – μόνο που υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι, όπως δείχνει το δικό τους έργο,

είναι εκείνοι οι άξιοι τού θεϊκού προσδιορισμού : δίπλα στον Θεό τής Βίβλου, ο

Σελίν, για παράδειγμα, είναι ένα ολόκληρο πάνθεο ακατάπαυστης πολύχρονης και

κοπιώδους εργατικότητας.
24

Πρόκειται, λοιπόν, πράγματι, για μία ανεξάντλητα ανολοκλήρωτη πολλαπλότητα –

μιλούμε πάντα για τον άνθρωπο –, ένα σύνθετον χωρίς αρχή και χωρίς τέλος.

Πρόκειται για το άπειρο. Κι αν θέλετε, αυτό είναι και το θείο, αν επιμένουμε σ’ αυτήν

την λέξη. Διότι το θείο δεν είναι ανεξάρτητο απ’ το σύνθετον, είναι μέρος του, ένα εκ

μέρους, άρα υποτίμηση τού σύνθετου σημαίνει υποτίμηση τού θείου, και ενδεχομένως

η υποτίμηση αυτή να αποκλείει την ανεύρεση εκείνου που αναζητείται ως θείο. Τι

έχασε ο Πλωτίνος, αλλά και τόσοι άλλοι. Έχασαν το όντως θείο που δεν είναι άλλο

από το όντως ανθρώπινο, το εκκριματικό και κριματικό ανθρώπινο, το όλως και

ανυπέρβλητα σαρκώδες, το χωνεύον και αφοδεύον, το γεγενημένον και το θνήσκον.

Στο σημείο αυτό μία αναγκαία και αναπόφευκτη διευκρίνιση : θα αντέτεινε κανείς,

και όχι άδικα, ότι περιγράφω αλλά και υποστηρίζω έναν ανθρωποκεντρισμό ή και

έναν ανθρωπισμό. Αν υπάρχει, στην περίπτωση αυτή, ένα κέντρο, αυτό δεν είναι

καθόλου ο άνθρωπος όπως τον εννοεί ο ανθρωπισμός ή ο ανθρωποκεντρισμός, αλλά

είναι το κέντρο που έχει μέσα του ο άνθρωπος ως είδος, και το κέντρο αυτό δεν είναι

άλλο από τον πυρήνα που λέγεται ποίηση, ή, με άλλα λόγια, τέχνη και στοχασμός.

Αυτό είναι το κέντρο. Αυτό το κέντρο εννοείται στην λέξη ανθρωποκεντρισμός όπως

τον εννοώ, και με την έννοια αυτή υπονοείται ένας ανθρωπισμός που στην

πραγματικότητα είναι ένας τεχνισμός ή ένας ποιητισμός ή ένα στοχαστισμός. Ο

άνθρωπος είναι ως όλον απογοητευτικός, μία συνεχής διάψευση, μία μόνιμη

επιβεβαίωση της μη προσδοκίας, η επιβολή του ανέλπιδου. Μόνον η τέχνη,

αναφαίρετη και κάθε άλλο παρά γενικευμένη ανθρώπινη ιδιότητα, διασώζει το

ανθρώπινο είδος και μάς σώζει, κατά καιρούς, απ’ την απογοήτευση. Ο ανθρωπισμός
25

ή ο ανθρωποκεντρισμός, λοιπόν, έχουν την έννοια της ενίοτε δια της τέχνης διάσωσης

όλων μας. Δεν υπάρχει άλλη σωτηρία.

Το υπαρκτό, λοιπόν, είναι αυτή η άπειρη πολλαπλότητα. Πολλαπλότητα που είναι

συγχρόνως πολυπλοκότητα και αντιφατικότητα – τις οποίες εύστοχα ο Μπαχτίν

ονόμασε : πολυφωνικότητα. Και μολονότι αυτή δεν είναι κάτι καινούργιο στην

λογοτεχνία, εντούτοις, έτσι όπως εμφανίζεται στον Ντοστογιέφσκι, είναι κάτι

καινούργιο, επειδή ακριβώς συμπίπτει με την εποχή του, με το δικό του παρόν.

Πόσα έργα δεν είναι ετεροχρονισμένα; Η σύμπτωση έργου και εποχής, η σύμπτωση,

σ’ ένα έργο τού πρώτου παρόντος, τού άμεσου, με το δεύτερο, μ’ εκείνο που

μπορούμε να το παραλληλίσουμε με το δεύτερο εγώ για το οποίο μιλάει ο Προύστ, το

εγώ που υπάρχει πίσω ή κάτω απ’ το άλλο, κάτω απ’ το εγώ των κοσμικών

συναναστροφών και των επιφανειακών επαφών, αυτή η σπάνια σύμπτωση

αναδεικνύει μία πλευρά τού άλλου παρόντος ή τού άλλου εγώ, πλευρά η οποία δεν

είναι η ίδια σε κάθε χρονική στιγμή και που δεν μπορεί να εμφανιστεί παρά μονάχα

σ’ εκείνη την χρονική στιγμή κατά την οποία εμφανίζεται.

Η εμφάνιση αυτή είναι μία καλλιτεχνική νομοτέλεια, γι’ αυτό και κάτι που συμβαίνει

σ’ εκείνη την χρονική στιγμή δεν συμβαίνει και δεν μπορεί να συμβεί σε μία άλλη.

Και Οι Δαιμονισμένοι, όπως και το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, ή καλύτερα :

Προς αναζήτηση τού χαμένου χρόνου, δεν μπορούσαν παρά να γραφτούν τότε που

γράφτηκαν. Η εμπλοκή τού καθενός με το αντίστοιχο δικό του παρόν, αφ’ ενός το
26

εγγράφει σ’ ένα κατάστιχο χρονικής συνέχειας, αφ’ ετέρου το αποσπά απ’ την

χρονική συνέχεια, ή χρονική ασυνέχεια, και το τοποθετεί σε μία συνέχεια αχρονική

που είναι εξίσου εμπράγματη με την προηγούμενη και που συνιστά τον δικό της

χρόνο τον οποίο θα μπορούσαμε, κι αυτόν, ν’ αποκαλέσουμε και να θεωρήσουμε

έναν δεύτερο χρόνο, χρόνο κάτω ή πίσω απ’ τον τρέχοντα, εξίσου παρόντα όμως.

Ο Ντοστογιέφσκι είναι ανένδοτα παρών στο παρόν του, τόσο στο πρώτο, το επίκαιρο,

όσο και στο δεύτερο, το σύνθετον. Ο συνδυασμός τού πρώτου και τού δεύτερου

προσλαμβάνει τέτοιες διαστάσεις ώστε η αναζήτηση – διότι και στην περίπτωση των

Δαιμονισμένων έχουμε αναζήτηση, και μάλιστα τής ίδια τάξεως, θα έλεγα, μ’ εκείνη

τού Προύστ – απ’ την μια δείχνει να εξαντλείται επειδή γίνεται συνεχώς οριακή, απ’

την άλλη είναι σαν να μην έχει δώσει παρά ελάχιστα αποτελέσματα, πράγμα που

κάνει επιτακτική την συνέχιση τής ανασκαφής. Και πράγματι, αυτό που έχει

ανασκαφεί είναι ελάχιστο συγκρινόμενο μ’ αυτό που παραμένει αφανές. Αυτό δεν

είναι μόνο μία εικασία, αποδεικνύεται σε κάθε νέα απόπειρα εκσκαφής. Διότι το

φανερωμένο εμπεριέχει το ίδιο στην σύστασή του όλα τα δείγματα τού μη

φανερωμένου, αφού το εκάστοτε φανερωμένο, αν αφήνει μία βαθιά εντύπωση, αυτή

είναι τού ατελούς και συγχρόνως τού ατελεύτητου. Εδώ υπεισέρχεται και πάλι, αλλά

ακόμη πιο συγκεκριμένα, το θέμα τού χρόνου, ενός χρόνου όμως ο οποίος είναι και

δεν είναι ο συμβατός, δηλαδή ο χρόνος τής γραμμικής αλληλουχίας, της

αφηγηματικής παράθεσης σύμφωνα μ’ ένα ημερολογιακό σχέδιο, με την εναλλαγή

της μέρας και της νύχτας και με τους ενδιάμεσους χρόνους τους. Ακόμη κι εδώ όμως
27

τα πράγματα δεν συμβαίνουν όπως θα συνέβαιναν έξω απ’ τις σελίδες τού βιβλίου,

ανεξάρτητα απ’ τα πρόσωπά του και τις δράσεις τους.

Μολονότι, λοιπόν, πρόκειται για αφήγηση γεγονότων που έχουν ήδη συμβεί,

εντούτοις αυτή η αναδρομή, σχεδόν απομνημόνευση θα την λέγαμε, κάποιου ο οποίος

τα έχει ζήσει ο ίδιος ή ακούσει από τρίτους, ένα κατά τα άλλα εύκολο, θεμιτό όμως

μυθιστορηματικό τέχνασμα που, σε ορισμένες στιγμές, σκαλώνει και δείχνει την

ανεπάρκειά του ή και την αβασιμότητά του, χωρίς όμως να θίγεται η ουσία τού

εγχειρήματος, αυτή η αναδρομή, λοιπόν, δεν μας γυρίζει, παραδόξως, στο παρελθόν,

μας κρατάει στο παρόν, λες και όλα διαδραματίζονται όχι ωσάν να έχουν ήδη συμβεί

αλλά ωσάν να συμβαίνουν την στιγμή ακριβώς που ο αφηγητής τα παραθέτει. Ο

χρόνος εδώ είναι μόνο το συνεχές παρόν. Την ίδια στιγμή λαμβάνουν χώρα και η

δράση και η αφήγησή της, σ’ ένα αφηγηματικό τώρα που δεν τρέχει απ’ το παρελθόν

προς το παρόν αλλά διατρέχει ένα συνεχές παρόν, μεταβαίνει από παρόν σε παρόν,

από ένα τώρα σ’ ένα άλλο τώρα, σχεδόν ταυτόχρονα, σε μία ασθματική συγχρονία

που η αφήγηση μετά βίας προλαβαίνει να την καταγράψει καθόσον ο ρυθμός είναι

ακατάσχετος και η κατεύθυνσή του αναπόδραστη, συχνότατα δε με εντελώς

παράδοξες και ανεξήγητες συγχρονικότητες τις οποίες προσπαθεί να χαλιναγωγήσει

μια λεπτοφυής αληθοφάνεια που λίγο όμως ενδιαφέρει ως τέτοια εφόσον το κυρίαρχο

και εντέλει νικηφόρο στοιχείο είναι ένας σχεδόν αυτοτελής, αυτόνομος, χρόνος τον

οποίο χειρίζεται ο μυθιστοριογράφος με αδέσμευτες από κάθε περιορισμό δεξιοτεχνία

και ελευθερία. Αυτό επιτυγχάνεται επειδή το δεύτερο παρόν, εκείνο που, στην ουσία,

είναι ο πραγματικός χρόνος τού μυθιστορήματος, είναι και το πραγματικό υλικό τού
28

βιβλίου, δηλαδή το δεύτερο εγώ, ένα πολυπληθές δεύτερο εγώ, ο μέσα άνθρωπος ως

ατελεύτητη αποκάλυψη ενός ατελεύτητου παρόντος που είναι ο ίδιος.

Έτσι, Οι Δαιμονισμένοι δεν είναι ένα βιβλίο-παρόν επειδή ασχολείται με ζητήματα

τρέχουσας και ζέουσας επικαιρότητας, όπως ο μηδενισμός, ο σοσιαλισμός, η

τρομοκρατία, ο πανσλαβισμός, η Ρωσία ως η μοναδική σωτήρας τής ανθρωπότητας,

ένας Μεσσίας με μορφή ενός ολόκληρου λαού . δεν είναι βιβλίο-παρόν ούτε επειδή

στο άμεσο υπόβαθρό του κινούνται ακόμη ζωντανές οι υποθέσεις των αναρχικών, τού

επαναστατικού ομίλου Πετρασέφσκι, οι Δεκεμβριστές, ο Νετσάγεφ ( στο βιβλίο του

Η κατήχηση τού επαναστάτη, ως πρώτη αρχή στις Γενικές αρχές τής οργάνωσης, όπως

ονομάζει το πρώτο κεφάλαιο, αναφέρει το εξής : 1. Η δομή τής οργάνωσης βασίζεται

στην ατομική πίστη – μία άλλη πίστη, βέβαια, την οποία είχε βιώσει πολύ βαθιά ο

Ντοστογιέφσκι και που την πλήρωσε πολύ ακριβά, μία πίστη όμως δεν είναι πίστη

παρά μόνον όταν, μεταξύ άλλων, πληρώνεται πολύ ακριβά ) . δεν είναι, λοιπόν, το

βιβλίο αυτό ένα βιβλίο-παρόν επειδή ασχολείται με το Ανατολικό ζήτημα, με το θέμα

τής Ευρώπης και των δυτικιστών, αλλά ούτε και επειδή συνδέεται με την προσωπική

πνευματική μεταστροφή τού ίδιου τού συγγραφέα η οποία τον προσανατόλισε σε

θρησκευτικές αναζητήσεις που, ως επί το πλείστον, κατέληγαν σε ακρότητες

ανάλογες μ’ εκείνες που στηλίτευε στους ιδεολογικούς αντιπάλους του. Όλα αυτά

υπάρχουν επαρκώς εκτεθειμένα στο Ημερολόγιο ενός συγγραφέα. Οι Δαιμονισμένοι

όμως, όσο κι αν τα περιέχουν όλα αυτά, δεν είναι, φυσικά, ημερολόγιο. Δεν είναι

εφημερίδα. Δεν είναι ούτε χρονικό, όπως αρέσκεται να αποκαλεί την εξιστόρησή του,

εντάσσοντάς την έτσι σε μία άμεση χρονικότητα / συγχρονικότητα. Ο Ντοστογιέφσκι

δεν συγχέει τα είδη. Το βιβλίο αυτό είναι ένα βιβλίο-παρόν επειδή, με πρόσχημα το
29

πρώτο παρόν που είναι όλα τα παραπάνω, ασχολείται με το άλλο παρόν, το δεύτερο,

δηλαδή μ’ εκείνη την εν κρυπτώ πολυπληθή πολυφωνικότητα, μία πολυφωνική

πολυφωνικότητα, αφού και το κάθε πρόσωπο χωριστά αποτελεί μόνο του μία

πολυφωνία, πολύπλοκη και αντιφατική. Κάθε πρόσωπο και μία φρενήρης φούγκα,

και όλα μαζί ένα μουσικό πανδαιμόνιο.

Η σύνθεση όλων αυτών των προσώπων, έτσι όπως αναπτύσσεται το καθένα

παράλληλα, σε αντιπαραβολή ή σε χαώδη σχέση με όλα τα άλλα, επιτυγχάνεται με


.
μία αδιάκοπη κινητικότητα η οποία είναι περισσότερο εσωτερική παρά εξωτερική

έχουμε συναλληλία και επαλληλία και παραλληλία ψυχικών γεγονότων σε βαθμό

αέναου στροβίλου και αλλεπάλληλων αναταράξεων τού σκοτεινού βυθού, μολονότι

τα εκ πρώτης όψεως εξωτερικά γεγονότα δεν λείπουν ούτε στιγμή. Όταν η

κινητικότητα αυτή γίνεται αμιγώς εξωτερική, πάλι αποτελεί εξωτερίκευση

εσωτερικών κινήσεων και δράσεων, ψυχικών και διανοητικών καταστάσεων,

επεισοδίων τού νευρικού συστήματος, μετακινήσεων υγρών, ορμών και διαθέσεων,

παρορμήσεων και ρεύσεων και συνευρέσεων, και όλα αυτά, παρά το ότι συνωθούνται

και εγκιβωτίζονται συνεχώς, δεν συνωστίζονται ποτέ, ή παρασύρονται σε μία δίνη η

οποία παρέρχεται όπως έρχεται, δηλαδή σαν σπασμός της ιστορίας, διότι υπάρχει ανά

πάσα στιγμή μία διαυγής σύγχυση, μία εποπτευόμενη και φωτεινή παραφροσύνη, μία

άτεγκτη στρατηγική διάσπαση των πολλαπλών αφηγηματικών μετώπων η οποία

εξωθεί τα πράγματα σε ακατάπαυστη φόρτιση, η οποία με την σειρά της δημιουργεί

τις προϋποθέσεις για ανελίξεις όλο και πιο περίπλοκες, όλο και πιο

αλληλοσυγκρουόμενες, όλο και πιο ακραίες, πάντα μετακινούμενες μέσα σε μία


30

δραματουργική κατάσταση η οποία, εξόχως αναγκαία, με το να ανατροφοδοτείται

αδιαλείπτως και να καθίσταται όλο και πιο πυρετική, δεν στοχεύει σε τίποτε άλλο

παρά στο να προχωρήσει όσο γίνεται βαθύτερα στην αναδίφηση τού υπό εξέτασιν

θέματος, ν’ αποκαλύψει όλες τις διαστάσεις του, να βρει εν τέλει αυτό που εξηγεί την

ύπαρξή του και αποτελεί την γενεσιουργό αιτία του, την τελική δικαίωσή του,

προπαντός να φτάσει στο σημείο εκείνο όπου θα γίνει ορατό το μέχρι πρότινος

αόρατο, γνωστό το προ ολίγου άγνωστο, το σημείο όπου θα προβάλει η κρυμμένη

ήπειρος, η αφανής γεωγραφία, ο ακρογωνιαίος λίθος, το μέγα κινούν, το ύψιστο, το

υπέρτατο, το υπερουράνιο, ο Θεός. Ο τελευταίος δεν εμφανίζεται ποτέ, τουλάχιστον

έτσι όπως και όσο θα το επιθυμούσε ο ερευνητής του. Θεός είναι εκείνο που

παραμένει αόρατο και άγνωστο αλλά ανήκει παρ’ όλ’ αυτά στον χώρο τού υπαρκτού

και του εφικτού, δηλαδή του ανασκάψιμου και του αποκαλύψιμου. Αυτό ακριβώς

είναι το κέντρο. Αυτό που δεν είναι ποτέ χαμένο, απλώς και μόνο όχι ακόμη

εμφανές, Και όταν γίνεται εμφανές, μία από τις εμφανίσεις του είναι κι αυτό το

βιβλίο. Τότε, δι’ αυτού, ανακαλύπτεται και αποκαλύπτεται το εκ μέρους. Το εκ μέρους

είναι αυτό το βιβλίο. Κι αυτό συνιστά την γνώση. Η γνώση είναι πάντα μερική και

πάντα σταδιακή. Μολονότι αποκαλύπτεται, δεν είναι ποτέ η ολοσχερώς

αποκαλυπτική. Είναι διαρκώς εν μέρει, δηλαδή ποτέ δεν δίνεται ολόκληρη, αφήνει

πάντα εκκρεμή την πλήρη εμφάνισή της. Οι Δαιμονισμένοι, με την έννοια αυτή, δεν

είναι βιβλίο αποκαλυπτικό, είναι βιβλίο γνωστικό, δηλαδή ανολοκλήρωτο.

Δια τού βιβλίου αυτού, επειδή είναι αυτό που είναι, γνωρίζουμε. Έτσι,

πραγματοποιείται, με τον έναν και μοναδικό τρόπο που μπορεί να πραγματοποιηθεί,


31

το πρόσωπον προς πρόσωπον. Κι εδώ μπορεί τώρα ο καθένας από μας, αφού το

διαβάσει , να πει : επιγνώσομαι και επεγνώσθην.

Όσο κι αν προσπαθεί ο Ντοστογιέφσκι, όσο κι αν εξωθεί τα πρόσωπα και τις

καταστάσεις στα ακρότατα όρια, στο μη περαιτέρω, εκεί όπου η ανθρώπινη φύση

μοιάζει να μην έχει άλλα αποθέματα ανθρώπινης φύσης, εκεί όπου η ανθρώπινη φύση

κατά τα φαινόμενα τελειώνει και θα ‘πρεπε να εμφανιστεί κάτι άλλο, ή πέραν αυτής,

ή υπεράνω αυτής, ή και εκτός αυτής, όσο κι αν μεταστοιχειώνει τα πρόσωπά του σε

φλεγόμενες υπάρξεις και τις καταστάσεις τις οποίες βιώνουν, σε οριακά υποφερτές ή

ανυπόφορες, εντούτοις τίποτε από όλα αυτά δεν τον βοηθάει να βρει εκείνο που

δαιμονιωδώς ψάχνει, που με όλη του την ψυχή επιθυμεί να τού αποκαλυφθεί

επιτέλους αυτούσιο και αυτοδύναμο, και που δεν το βρίσκει όπως πιστεύει ως

άνθρωπος ότι θα είναι, δηλαδή σύμφωνα με την θεολογική παράδοση και την

καθιερωμένη πίστη. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι η παραδοσιακή πίστη εκθρονίζεται,

διαψεύδεται, γκρεμίζεται. Το αγγελικό τού αποκαλύπτεται, ναι, αλλά δεν είναι

καθόλου όπως το περιμένει ή όπως συνήθως αναμένεται σύμφωνα με την

αναγνωρισμένη εικονογραφία. Διότι και το αγγελικό αποκαλύπτεται αμιγώς

ανθρώπινο. Δεν βρίσκει τον Θεό όπως θέλει να τον βρει κατά τας Γραφάς. Τον

βρίσκει, όταν τον βρίσκει, εν είδει ανθρώπου. Αυτό, ναι, το βρίσκει, όμως αυτό, κατά

την δική μου ανάγνωση, στην πραγματικότητα δεν είναι διάψευση, είναι η αληθινή

επαλήθευση. Βρίσκει την ανθρώπινη φύση ο Ντοστογιέφσκι, κι αυτή η φύση είναι

εντέλει η έσω Ρωσία η οποία θα σώσει όντως, εάν εισακουσθεί, την ανθρωπότητα. Σ’

αυτό συνίσταται η σωτηρία : στο ότι βρίσκει ότι ο Κόσμος είναι άθεος, και ότι δεν

γίνεται αλλιώς. Η διάψευση μετατρέπεται σε επαλήθευση, και η επαλήθευση αυτή

είναι ο δρόμος προς μία αλήθεια τής οποίας ένα από τα πρόσωπα είναι αυτό το
32

βιβλίο. Βρίσκει ο Ντοστογιέφσκι ότι ο άνθρωπος είναι άθεος, και ότι δεν μπορεί να

μην είναι . και ότι άθεος δεν σημαίνει στερημένος από κάτι, ελλιπής από κάτι, χωρίς
.
κάτι ή εναντίον αυτού τού κάτι το άλφα εδώ δεν είναι στερητικό, δεν δηλώνει

απουσία, μάλλον έναν πλεονασμό, διότι και το «άθεος» αναφέρεται στον Θεό, όπως

δεν σημαίνει και έναν μη πιστό, δεν σημαίνει τον άπιστο, διότι αυτός που λέγεται

«άθεος» και «άπιστος» είναι, στην πραγματικότητα, ο ένθεος ενός άλλου θεού, ο

πιστός μιάς άλλης πίστης. Το ένα, το άθεος, σημαίνει : απαλλαγμένος από ό,τι μη

ανθρώπινο, το άλλο, το άπιστος, σημαίνει : πιστός σε μία άλλη πίστη.

Επομένως, όσο κι αν αυτό που ανακαλύπτει, τον απελπίζει και ως πιστό και ως

άνθρωπο, δεν μπορεί, ως συγγραφέας, να κάνει αλλιώς : γνωρίζει ότι αυτή είναι η

μοναδική αποκαλυπτική αλήθεια. Του την αποκάλυψε το ίδιο το έργο του. Η γνώση

αυτή δεν είναι προσωπική δική του. Είναι η Γνώση. Ο Ντοστογιέφσκι έφαγε απ’ το

δέντρο της Γνώσεως τού Καλού και τού Κακού, όπως θα μπορούσε να φάει και

οποιοσδήποτε άλλος, δεν εκδιώχθηκε όμως απ’ το Παράδεισο, πρώτον γιατί

κατάλαβε ότι η διαφορά μεταξύ Καλού και Κακού είναι αντιστρόφως ανάλογη τής

επιβεβλημένης και κοινώς αποδεκτής, δεύτερον γιατί ο ίδιος κατασκεύασε έναν

Παράδεισο που δεν είναι η αντίθεση τής Κόλασης αλλά την περιλαμβάνει επί ίσοις

όροις – μολονότι αυτό που κατασκεύασε αναιρεί και Κόλαση και Παράδεισο, στην

θέση τους εγκαθιστά μία ενότητα η οποία θέτει αλλιώς τα πράγματα, με

αντίστροφους όρους, μία ενότητα που είναι εκείνη των ασύμπτωτων αντιφάσεων, των

πολυφωνικών συνθέσεων, προπαντός τής αδιάλειπτης έρευνας, της εξακολουθητικής


33

αέναης ανασκαφής, ενός πυκνού άμορφου βυθού ο οποίος δεν αφήνεται να

προσεγγιστεί παρά μόνον για να αποδείξει πως δεν θα προσεγγιστεί ποτέ.

Έχοντας πάει, λοιπόν, βαθύτερα από κάθε άλλον, ή όσο ελάχιστοι άλλοι, βλέπει αυτό

που ως άνθρωπος δεν θέλει να δεχτεί, δεν αντέχει να δει : πως ο άνθρωπος,

πολυσχιδής και θνητός, είναι μόνον άνθρωπος, πως ό,τι έχει προεκτείνει ο άνθρωπος

πέραν του εαυτού του, είναι ο εαυτός του, και πως το μόνο που απομένει στον

άνθρωπο ως άνθρωπο είναι να προχωρήσει όλο και πιο μακριά προς την αλήθεια,

γιατί η αλήθεια είναι πάντα ακόμη πολύ πιο μακριά από εκεί όπου έχει βρεθεί το

ίχνος της – η αλήθεια με α μικρό, δηλαδή μία αλήθεια ποθητή, διότι ποτέ πλήρης,

απειράριθμη.
34

2.Ο πυρήνας

Βγήκε στο γκρίζο φως και κοντοστάθηκε κι είδε


φευγαλέα την απόλυτη αλήθεια του κόσμου. Την
παγωμένη ανηλεή περιφορά μιάς γης χωρίς διαθήκη.
Σκότος αμετακίνητο. Τα τυφλωμένα σκυλιά του ήλιου να
τρέχουν. Το μαύρο κενό του σύμπαντος, ένα πλάκωμα.
Και κάπου εκεί δύο ζώα κυνηγημένα να τρέχουν σαν
αλεπούδες στα λαγούμια τους. Χρόνος δανεικός και
κόσμος δανεικός και μάτια δανεικά για να τον κλαίς.

Cormac McCarthy, Ο δρόμος


35

Ως προμετωπίδα στο μυθιστόρημά του, όπως είπα, έχει επιλέξει ο Ντοστογιέφσκι δύο

αποσπάσματα κειμένων. Το πρώτο είναι μερικοί στίχοι από ένα ποίημα τού Πούσκιν,

που, όπως μας πληροφορεί ο Μαξιμίλιαν Μπράουν, «τιτλοφορείται όπως το

μυθιστόρημα τού Ντοστογιέφσκι. Σ’ αυτό το ποίημα, συνεχίζει ο Μπράουν,

περιγράφεται η κατάσταση ενός ταξιδιώτη που τον βρήκε μία σφοδρή νυχτερινή
.
χιονοθύελλα η μανία τής ανεμοζάλης γεννάει στον ποιητή την παράσταση

πνευμάτων που ουρλιάζουν και κλαυθμηρίζουν. Το παράθεμα είναι η απάντηση τού

αμαξά στην παρακίνηση του ταξιδιώτη να κάνει πιο γρήγορα : «Όσο και να θέλω, δεν
.
μπορώ να δώ τον δρόμο χάσαμε τον δρόμο – δεν γίνεται τίποτα! Ένα κακό πνεύμα

(bes) μας κάνει να περιπλανιόμαστε και να στριφογυρίζουμε στα χωράφια».

Το δεύτερο, ένα απόσπασμα απ’ την όγδοη περικοπή τού κατά Λουκάν Ευαγγελίου.

Σας το διαβάζω όπως το παραθέτει :

Ην δε εκεί αγέλη χοίρων βοσκομένων εν τω όρει . και παρεκάλουν αυτόν ίνα επιτρέψει

αυτοίς εις εκείνους εισελθείν . και επέτρεψεν αυτοίς . εξελθόντα δε τα δαιμόνια από τού

ανθρώπου εισήλθον εις τους χοίρους, και ώρμησεν η αγέλη κατά τού κρημνού εις την
36

λίμνην και απεπνίγη. Ιδόντες δε οι βόσκοντες το γεγενημένον έφυγον, και απήγγειλαν

εις την πόλιν και εις τους αγρούς. Εξήλθον δε ιδείν το γεγονός, και ήλθον προς τον

Ιησούν και εύρον καθήμενον τον άνθρωπον, αφ’ ού τα δαιμόνια εξεληλύθει,

ιματισμένον και σωφρονούντα παρά τους πόδας τού Ιησού, και εφοβήθησαν,

απήγγειλαν δε αυτοίς ιδόντες πώς εσώθη ο δαιμονισθείς.

Αυτό είναι το απόσπασμα όπως το παραθέτει ο Ντοστογιέφσκι.

Πρόκειται για το δεύτερο ήμισυ τής ευαγγελικής περικοπής. Δεν γνωρίζω για ποιόν

λόγο δεν την παρέθεσε ολόκληρη, χρειάζεται όμως να την διαβάσουμε στο σύνολό

της. Σας την διαβάζω :

Και κατέπλευσεν [ ο Ιησούς ] εις την χώραν των Γερασινών [ ή Γαδαρηνών ], ήτις

εστίν αντίπεραν τής Γαλιλαίας. Εξελθόντι δε αυτώ επί την γην υπήντησεν ανήρ τις εκ

τής πόλεως, έχων δαιμόνια και χρόνω ικανώ ουκ ενεδύσατο ιμάτιον, και εν οικία ουκ

έμενεν, αλλ’ εν ταίς μνήμασιν. Ιδών δεν τον Ιησούν ανακράξας προσέπεσεν αυτώ, και

φωνή μεγάλη είπε, Τι εμοί και σοι, Ιησού, υιέ τού Θεού τού υψίστου; Δέομαί σου, μη με

βασανίσης, παράγγειλε γαρ τω πνεύματι τω ακαθάρτω εξελθείν από τού ανθρώπου.

Πολλοίς γαρ χρόνοις συνηρπάκει αυτόν, και εδεσμεύετο αλύσεσι και πέδαις

φυλασσόμενος, και διαρρήσων τα δεσμά ηλαύνετο υπό τού δαιμονίου εις τας ερήμους.

Επερώτησεν δε αυτόν ο Ιησούς, Τι σοι εστίν το όνομα; Ο δε είπε, Λεγεών, ότι τα

δαιμόνια πολλά εισήλθεν εις αυτόν. Και παρεκάλουν αυτόν ίνα επιτάξη αυτοίς εις την

άβυσσον απελθείν. Ην δε εκεί αγέλη χοίρων ικανών βοσκομένη εν τω όρει και

παρεκάλουν αυτόν ίνα επιτρέψη αυτοίς εις εκείνους εισελθείν. Και επέτρεψεν αυτοίς.

Εξελθόντα δε τα δαιμόνια από τού ανθρώπου εισήλθον εις τους χοίρους, και ώρμησεν η
37

αγέλη κατά τού κρημνού εις την λίμνην, και απεπνίγη. Ιδόντες δε οι βόσκοντες το

γεγονός έφυγον, και απήγγειλαν εις την πόλιν και εις τους αγρούς. Εξήλθον δε ιδείν το

γεγονός και ήλθον προς τον Ιησούν, και εύρον καθήμενον τον άνθρωπο αφ’ ου τα

δαιμόνια εξήλθεν, ιματισμένον και σωφρονούντα, παρά τους πόδας τού Ιησού, και

εφοβήθησαν. Απήγγειλαν δε αυτοίς οι ιδόντες, πώς εσώθη ο δαιμονισθείς. Και

ηρώτησεν αυτόν άπαν το πλήθος τής περιχώρου των Γερασηνών απελθείν απ’ αυτών,

ότι φόβω μεγάλω συνείχοντο. Αυτός δε εμβάς εις το πλοίον υπέστρεψεν. Εδέετο δε

αυτού ο ανήρ αφ’ ου εξεληλύθει τα δαιμόνια είναι συν αυτώ. Απέλυσε δε αυτόν ο

Ιησούς λέγων, Υπόστρεψε εις τον οίκον σου, και διηγού όσα εποίησέν σου ο Θεός. Και

απήλθε καθ’ όλην την πόλιν κηρύσσων όσα εποίησεν αυτώ ο Ιησούς.

Αυτή είναι ολόκληρη η περικοπή.

Με αφορμή την κυκλοφορία τής Άννα Καρένινα, ο Ντοστογιέφσκι γράφει το 1877,

στο Ημερολόγιο ενός συγγραφέα, εφτά χρόνια μετά την έκδοση των Δαιμονισμένων :

Είναι ολοκάθαρο ότι το κακό στον άνθρωπο κρύβεται πολύ βαθύτερα από όσο

πιστεύουν οι σοσιαλιστές-γιατροί, ότι δεν υπάρχει κοινωνία στην οποία μπορείς να

αποφύγεις το κακό, ότι η ψυχή του ανθρώπου θα παραμείνει η ίδια και ότι θα παράγει

τόσο την ανωμαλία όσο και την αμαρτία, και τέλος ότι οι νόμοι που διέπουν το

ανθρώπινο πνεύμα είναι ακόμα τόσο ανεξερεύνητοι, τόσο αόριστοι και τόσο μυστικοί,

ώστε να μην υπάρχουν και να μην μπορούν να υπάρξουν γιατροί, αλλά ούτε και κριτές

που να μπορούν να δώσουν μία τελική ετυμηγορία, κι ότι υπάρχει αυτός που έχει πει

ότι η εκδίκηση είναι δική του και ότι θα ανταποδώσει ο ίδιος.


38

«Υπάρχει αυτός που έχει πει ότι η εκδίκηση είναι δική του και ότι θα ανταποδώσει ο

ίδιος».

Τρομερή μαρτυρία. Τρομερή ομολογία. Μαρτυρία σε βαθμό εμπειρίας. Ομολογία σε

βαθμό βεβαιότητας. Είναι ωσάν να δηλώνεται, και όντως δηλώνεται, η κυρίαρχη

δύναμη, και όχι μόνον η κυρίαρχη, αλλά η μία και μοναδική, πάντως δύναμη

υπερέχουσα και νικηφόρα. Δήλωση ομολογημένη απ’ τον οπαδό τού αντίπαλου προς

αυτήν στρατοπέδου. Ομολογία ήττας τού δικού του στρατοπέδου αλλά και τού

αρχηγού του. Δήλωση και ομολογία νίκης τού αρχηγού τού αντίπαλου στρατοπέδου.

Αυτή η φράση θα έπρεπε να είναι η προμετωπίδα των Δαιμονισμένων. Αυτή

αντιστοιχεί απόλυτα στο όλο οικοδόμημα.

Στην περικοπή από το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, παρακολουθούμε ένα συμβάν το

οποίο εκ πρώτης όψεως μοιάζει αυτονόητο και αποδεκτό για όποιον το ακούει ή το

διαβάζει, καθώς το τοποθετεί χωρίς δεύτερη ή και χωρίς καθόλου σκέψη στο πλαίσιο

των θαυμάτων τού Ιησού. Ένα ακόμη θαύμα, τίποτε πιο φυσικό και αναμενόμενο για

κείμενα αυτής τής κατηγορίας όπου η παραγωγή θαυμάτων συνιστά ένα εκ των ων

ουκ άνευ τής υφής τους – χωρίς θαύμα, τα κείμενα αυτά δεν δικαιώνονται, σχεδόν

δεν υπάρχουν. Εδώ πρέπει να αναφερθεί η μαρτυρία τού Ρούντολφ Μπούλτμανν ο

οποίος, στο βιβλίο του Ιστορία και εσχατολογία, μας λέει ότι «ενώ ο Μάρκος και ο

Ματθαίος γράφουν όχι ως ιστορικοί, αλλά ως κήρυκες και διδάσκαλοι, ο Λουκάς [ ο

οποίος είναι και ο συγγραφέας των Πράξεων των Αποστόλων όπου ακολουθεί το

πρότυπο των αρχαίων ιστορικών ] θέλει το Ευαγγέλιό του να παρουσιάζει την ζωή

του Ιησού ως ιστορικός.


39

Στον πρόλογό του, ο Μπούλτμανν μας διαβεβαιώνει ότι ο Λουκάς «προσπάθησε, ως

επιμελής ιστορικός, να χρησιμοποιήσει αξιόπιστες πηγές. Στο κείμενό του όχι μόνο

συνδέει καλύτερα τα γεγονότα απ’ ό,τι ο Μάρκος, αλλά επίσης τοποθετεί την

αφήγησή του στο πλαίσιο τής παγκόσμιας ιστορίας, π.χ. με την χρονολόγηση τής

γέννησης του Ιησού και την εμφάνιση τού Βαπτιστή».

Η περίπτωση τού αφηγούμενου απ’ τον Ευαγγελιστή συμβάντος, αν την κοιτάξουμε

λίγο από πιο κοντά, δηλαδή αν την σκεφτούμε λίγο, θα βρούμε ότι έχει κάτι το

ιδιόρρυθμο, όχι το εντελώς σύνηθες και αυτονόητο, έστω κι αν βρισκόμαστε εκ

προοιμίου στον χώρο τού άσκεπτου, τής αποδοχής τού ανεξήγητου χωρίς εξηγήσεις.

Δεν είμαι σίγουρος επειδή δεν γνωρίζω την ρωσική γλώσσα, αναρωτιέμαι όμως, και

μόνο κοιτάζοντας τον ρωσικό τίτλο που είναι μία μόνο και σύντομη λέξη χωρίς

άρθρο, μήπως σημαίνει απλώς Δαίμονες ή Δαιμόνια. Απαντήσεις σε όλα αυτά μας

δίνει ο Μαξιμίλιαν Μπράουν στο βιβλίο του : « Η σχετική περικοπή (εννοεί το Κατά

Λουκάν Η΄, 32-36) υπάρχει στην πρώτη σελίδα τού τίτλου ως motto και ο

Ντοστογιέφσκι δίνει στο μυθιστόρημά του ως όνομα την λέξη besy ( πληθυντικός του

bes). Ωστόσο, η αρχική σημασία της λέξης («πνεύματα της Κόλασης») στην

διαδρομή τού χρόνου απωθήθηκε στο βάθος του νοηματικού πεδίου από

δευτερεύουσες σημασίες και συνειρμούς. Η ρίζα της βρίσκεται σε ρήματα και

επίθετα, τα οποία – πλαγίως, διαμέσου της έννοιας «κατεχόμενος από τον διάβολο» -

δηλώνουν διάφορα είδη τής δίχως λόγο μανίας, τής λύσσας, τής φρενίτιδας (μέχρι την

πραγματική λύσσα) . συγχρόνως έχει εισαχθεί στην γλώσσα για τον διάβολο στην

καθαυτό έννοιά του (ως «πνεύμα της Κόλασης» - διάβολος) η λέξη cort. Με την
40

παλαιά λέξη bes συνδέθηκε, απεναντίας, διαρκώς περισσότερο η παράσταση μιάς

στοιχειωμένης οντότητας, ενίοτε επικίνδυνης, ενίοτε κάπως αστεία κακής, πάντως

χωρίς απευθείας σχέση με την Κόλαση». (Εδώ να θυμίσω ότι η αυτοθυσιαζόμενη

γυναίκα στην ταινία Δαμάζοντας τα κύματα του Λαρς φον Τριερ, λέγεται Μπες, και

είναι αυτή που, ως θηλυκός Χριστός, προσπαθεί, εκπορνευόμενη, να δώσει στον

παράλυτο άντρα της αυτό που της ζητάει ο ίδιος. Σταυρώνεται και πεθαίνει γι’ αυτόν,

κι αυτός, μετά τον θάνατό της, θεραπεύεται και περπατάει ξανά. Για όλα αυτά, η ίδια

αφορίζεται από την επίσημη τοπική εκκλησία, διασύρεται και προπηλακίζεται από

τους ανθρώπους του χωριού της, και το όνομά της είναι το όνομα του δαίμονα, αν

ερμηνεύω σωστά. Εξάλλου, ο ίδιος ο τίτλος του έργου δεν είναι ακριβώς Δαμάζοντας
.
ο πρωτότυπος τίτλος Breaking the waves, εκτός του ότι σημαίνει Σπάζοντας τα

κύματα, παραπέμπει και σε μία έκφραση που είναι παρεμφερής προς αυτόν το τίτλο,

την έκφραση break away η οποία σημαίνει : ξεκόβω, δραπετεύω, αποχωρώ – και

σπάζω. Μία άλλη έκφραση : two sheep broke away σημαίνει : δύο πρόβατα ξέκοψαν

απ’ το κοπάδι, όπως και κάτι ανάλογο σημαίνει και η έκφραση : break away from old

habits : ξεκόβω από παλιές συνήθειες, και η ίδια η λέξη break έχει την σημασία της

ρήξης, του σπασίματος, της ρωγμής, της αλλαγής, της διακοπής. Χρησιμοποιείται και

για την περίπτωση που ένας φυλακισμένος δραπετεύει. Όλα αυτά για να πιστοποιηθεί

μία βαθύτατη σχέση ανάμεσα στον χριστιανικό κανόνα και στον ντοστογιεφσκικό

κόσμο με την έννοια μιάς ριζικής ανατροπής, όπου το δαιμονικό παίρνει την θέση του

άγιου και ο Χριστός αντιμετωπίζεται από την ίδια την Εκκλησία του ως Αντίχριστος,

ως αποδιοπομπαίος τράγος, μολονότι επιτελεί άκρως σωτήριο έργο, έργο

θαυματουργό. Η ανατρεπτική αλλά και υβριστική διάσταση της δραματουργίας του

Λαρς φον Τριερ επανατοποθετεί όλα αυτά τα ζητήματα σε ένα άλλο πλαίσιο
41

ερμηνείας και αποκαλυπτικής διάστασης. Οι bes του Ντοστογιέφσκι και η Μπες του

φον Τριερ ανήκουν στον ίδιο κόσμο).

Επανερχόμαστε στην περικοπή.

Μας λέει ο Ευαγγελιστής : πριν βγουν απ’ τον δαιμονισμένο και περάσουν στους

χοίρους, τα δαιμόνια παρακαλούν τον Ιησού να μην τα διατάξει να πέσουν στην

άβυσσο, αλλά, τον παρακαλούν και πάλι εν συνεχεία, να τούς επιτρέψει να μπουν

στους χοίρους.

Και ο Ιησούς τούς το επιτρέπει.

Έχουμε εδώ μία συνομιλία, αν όχι μία διαπραγμάτευση, ακόμη και μία συναλλαγή,

μία συνδιαλλαγή, τέλος πάντων, ανάμεσα στον Ιησού και στα δαιμόνια. Δείτε την

σκηνή : τα δαιμόνια παίρνουν τον λόγο και απευθυνόμενα στον Ιησού τού ζητούν,

τον παρακαλούν μάλιστα, σε τόσο απελπιστική κατάσταση βρίσκονται προφανώς,

είναι γι’ αυτά κατά πάσα πιθανότητα θέμα ζωής ή θανάτου, να κάνει κάτι ο Ιησούς γι’

αυτά ώστε να τους δοθεί ένα είδος χάριτος, ή να μετριαστεί η ποινή τους, ζητούν την

κατανόηση και την επιείκεια τού δικαστηρίου προκειμένου να γίνει κάτι που αυτά δεν

θέλουν να γίνει, αντ’ αυτού να γίνει κάτι άλλο που αυτά επιθυμούν, κι αυτό το

δεύτερο, η χάρις ή η κατανόηση και επιείκεια, είναι το να μπούν στους χοίρους και

όχι να κατακρημνιστούν στην άβυσσο – άλλο θέμα τώρα αν, αμέσως μόλις μπήκαν

στους χοίρους, αυτοί, ως χοίροι, ή μόνο και μόνο επειδή κάτι τους πείραξε, έτρεξαν

κατευθείαν στον γκρεμό κι έπεσαν στην λίμνη και πνίγηκαν. Άρα, δώρο άδωρο η

ανταπόκριση στο αίτημα, κάτι το οποίο θίγει την μία πλευρά των συναλλασσομένων :
42

είναι λίγο σαν να οδηγήθηκε στον σταυρό κάποιος στην θέση ενός άλλου – σαν ο

Ιησούς να έπαιξε πρωθύστερα τον ρόλο του Πιλάτου, αλλά αυτόν τον ρόλο δεν θα

τον δεχόταν ούτε ο ίδιος ο Πιλάτος, θα αποχωρούσε χωρίς να χρειαστεί να εκδώσει

καμία απόφαση και να πλύνει τα χέρια του. Ο Ιησούς έμεινε, και η συνεδρίαση του

δικαστηρίου ολοκληρώθηκε : με τους αθώους χοίρους στον γκρεμό μαζί με τα

δαιμόνια, και με τον δαιμονισμένο αποδαιμονισμένο. Κάπως έτσι θα πρέπει να είναι η

θεία δίκη : μονοκόμματη και συμφέρουσα. Το ερώτημα είναι : ποιος βγήκε

κερδισμένος; Δηλαδή : ποιος σώθηκε; Γιατί πίσω από όλα αυτά, δεν υπάρχει μονίμως

παρά ένα πράγμα : η σωτηρία, η υπόθεση τού Σωτήρος, η αποδεικτική αξία τής

παρουσίας του και του έργου του, η επισφράγιση της εξ ουρανών έλευσής του προς

δόξαν αυτού και του γένους των ανθρώπων οι οποίοι δι’ αυτού εξασφαλίζουν

επιτέλους την επίγεια αλλά και την μεταστάσα πορεία τους. Τόσο αρνητική,

καταδικαστική, εκμηδενιστική, είναι σε όλα αυτά η σχέση τόσο με την ζωή όσο και

με τον θάνατο. Μήπως όμως η λέξη σωτηρία και το ρήμα σώζω/σώζομαι έχουν την

έννοια που έχουν όταν τα χρησιμοποιούμαι σε εκφράσεις όπως : σώθηκε το κερί του,

του σώθηκαν τα χρήματα, σώθηκε το μελάνι απ’ το στυλό, κτλ., δηλαδή το αντίθετο

ακριβώς μιάς αρχής, ένα τέλος, μία απώλεια, έναν θάνατο; Και να σκεφτεί κανείς ότι

η εκφράσεις αυτές δεν είναι λόγιες αλλά προέρχονται από αυτό που ονομάζεται,

δικαίως εδώ, λαϊκή σοφία.

Εκείνο που κρατά την προσοχή τού αναγνώστη που είμαι, είναι το εξής : ότι ανάμεσα

στα δαιμόνια και στον Ιησού διαμείβεται ένας διάλογος – τον οποίο θα ήθελα πάρα

πολύ να ήμουν εκεί και να τον παρακολουθήσω : και για να μάθω πώς διαμείφθηκε,

αλλά κυρίως για να γίνω αυτήκοος μάρτυς μιάς ιδιότυπης, σε βαθμό ευφάνταστο,
43

συνομιλίας όπου οι δύο πλευρές, προκειμένου να συνεννοηθούν, δεν μπορεί παρά να

μιλήσουν την ίδια γλώσσα, αλλιώς τι είδους συνεννόηση είναι αυτή;.

Αν πιστέψουμε τον Ευαγγελιστή και ιστορικό Λουκά, η γλώσσα στην οποία είναι

γραμμένο το Ευαγγέλιό του, η αραμαϊκή. ΄Η μήπως διαβάζουμε μία μετάφραση, μία

διερμηνεία; Ποιος ξέρει. Ο Λουκάς διερμηνέας μεταξύ Ιησού και δαιμόνων.

Σημασία έχει ότι συνεννοήθηκαν. Σημασία επίσης έχει το ίδιο το γεγονός, ότι ο

Ιησούς συνομίλησε με τα δαιμόνια – είχε και παλαιότερα ένα μακρύ πάρε-δώσε στην

έρημο με τον δαίμονα, κι αυτό, φαίνεται, του ήταν μία χρήσιμη προπαίδεια : γνώριζε

την γλώσσα τού αντιπάλου. Άρα μίλησε την γλώσσα των άλλων, εκείνων. Ο Ιησούς

μίλησε στην γλώσσα των δαιμόνων. Τρομερό διπλωματικό tour de force, υπόδειγμα

πολιτικής ευστροφίας για όλη την μετέπειτα ιστορία τής Εκκλησίας και για την

εδραίωση της ισχύος της : πώς να ασκείς εξουσία παριστάνοντας εκείνον ο οποίος

παραχωρεί την πρωτοκαθεδρία στον άλλον τον οποίο σκοπεύεις, μ’ αυτόν επίσης τον

τρόπο, να τον συντρίψεις.

Μίλησαν, λοιπόν, τα δαιμόνια στον Ιησού κι αυτός τους απάντησε. Δεν νομίζω ότι

πρέπει να περάσει απαρατήρητο το γεγονός ότι, στην προκειμένη περίπτωση, το κατ’

εξοχήν Καλό και το κατ’ εξοχήν Κακό μιλούν στην ίδια γλώσσα, έρχονται σε

διάλογο, σε λόγου κοινωνία, και σαν να μην έφτανε αυτό, τα βρίσκουν : το Καλό,

μετά από παράκληση τού Κακού, ενδίδει και ικανοποιεί το αίτημα εκείνου.

Παράδοξο tête à tête, ικανό να μας βάλει σε σκέψεις για την πιθανότητα να έχει ποτέ

βρεθεί ο τρόπος τού ν’ αντιμετωπίζεται ευθέως και δια ζώσης, να εξολοθρεύεται ή


44

απλώς να θεραπεύεται το Κακό, ταχύτατος μάλιστα, συνοπτικός, με άμεσο

αποτέλεσμα, μια κι έξω, όλα αυτά με μία χειρονομία καλής θελήσεως, ίσως καλής

γειτονίας, ακόμη και παραχώρησης, εκ μέρους τού Καλού, προκειμένου να σωθεί

ένας άνθρωπος, όπως έχει επιβληθεί το είδος τής σωτηρίας του, δηλαδή η σωτηρία

του από το Κακό, πάντα όμως, εννοείται, προς όφελος και των δύο πλευρών τής

συναλλαγής, χωρίς καμία απώλεια ούτε κύρους ούτε ισχύος, πράγμα που

αποδεικνύει, μεταξύ άλλων, την αναγκαιότητα της ύπαρξης αλλά και της διατήρησης

και τού ενός και τού άλλου, και τού αγαθού και τού δαιμονικού, περίπου επί ίσοις

όροις, έστω κι αν τα δαιμόνια, ή ακόμη και ο αρχηγός τους, αυτός που έχει πει ότι η

εκδίκηση είναι δική του και ότι θα ανταποδώσει ο ίδιος, παρά την ικανοποίηση τής

επιθυμία τους, εστάλησαν άρον άρον, πάραυτα και παρ’ όλ’ αυτά, στην αγέλη, γιατί

όχι : στο ποίμνιο, των χοίρων, και από εκεί, μαζί μ’ αυτούς, στην άβυσσο, στο πυρ, ή

στο ψύχος, το εξώτερο.

Μήπως η επερχόμενη ανταπόδοση θα μπορούσε να έχει σχέση μ’ αυτό το αβυσσαλέο

γκρέμισμα; Αλλά και η εκδίκηση; Πότε θα έρθει ο χρόνος της; Πότε θα αποδοθούν τα

του Καίσαρος τω Καίσαρι; Και μάλιστα από τον ίδιο τον Θεό; Πότε ο Καίσαρ δεν θα

διαμοιράζεται τον κόσμο; ΄Η μήπως τα ιμάτια τού κόσμου έχουν ήδη διαμοιραστεί

και τα έχει φορέσει ο Καίσαρ;

Αφού, λοιπόν, ο Ιησούς, σύμφωνα πάντα με τον Ευαγγελιστή, είχε την δυνατότητα να

βγάζει μέσα από έναν δαιμονισμένο τα δαιμόνιά του, για ποιόν λόγο δεν τα έβγαλε

μια και καλή από κάθε δαιμονισμένο, τού τότε και τού πάντοτε, πράγμα που μπορεί
45

να διατυπωθεί με μία ερώτηση : γιατί δεν τα έβγαλε από κάθε άνθρωπο μια για

πάντα;

Αφελής ερώτηση, σχεδόν παιδαριώδης, αλλά χρειάζεται μία απάντηση που ίσως δεν

είναι και τόσο απλοϊκή : δεν είναι αυτός, δεν είναι ο Ιησούς, η ισχυρότερη απ’ τις δύο

πλευρές.

Έβγαλε τα δαιμόνια από έναν άνθρωπο – αν όντως τα έβγαλε, δεν τα έβγαλε όμως

απ’ τον κάθε άνθρωπο, άρα δεν τα έβγαλε από κανέναν, κι αυτό επειδή δεν έχει αυτήν

την δύναμη. Δεν έχει καμία δύναμη. Η όποια δύναμή του είναι πλαστή, του

αποδίδεται ψευδώς και παραπλανητικώς, κι αυτό πιστοποιείται από το ότι δεν πέθανε

στον σταυρό για να πεθάνει στον σταυρό εκπληρώνοντας έναν προορισμό αλλά

επειδή δεν είχε καμία δύναμη για να το αποτρέψει – όχι θεός που πεθαίνει ως

άνθρωπος αλλά άνθρωπος που πεθαίνει ως άνθρωπος, όχι για να σωθεί ο κόσμος

αλλά επειδή δεν μπορούσε να τον σώσει, όπως και δεν τον έσωσε. Η πραγματική

δύναμη ανήκει αλλού, σε άλλον, όχι στον θεάνθρωπο αλλά στον ίδιο τον άνθρωπο ως

άνθρωπο, δηλαδή στον δαιμονισμένο. Τότε όμως, θα ρωτήσει κάποιος, γιατί ο

δαιμονισμένος, αφού έχει την δύναμη, δεν τα έβγαλε μόνος του από μέσα του τα

δαιμόνια; Και πώς μπήκαν μέσα του; Μπήκαν μέσα του, ή μήπως βρίσκονταν εκεί

ανέκαθεν. Και επιπλέον, δεν είναι ο ίδιος ο δαιμονισμένος που συναλλάσσεται με τον

Ιησού αλλά τα δαιμόνια που έχει μέσα του. Ποιος μάς λέει όμως ότι τα δαιμόνια θα

έβγαιναν αν δεν το ήθελαν; Ποιος μας λέει επίσης ότι δεν δέχτηκαν την συναλλαγή

με τον Ιησού παρά αποκλειστικά και μόνο υπό τον όρο ότι θα μπούν σε άλλο σώμα,

έστω κι αν αυτό ήταν των χοίρων; Κι έπειτα, και το κυριότερο, σύμφωνα πάντα με το

κείμενο τού Λουκά : δεν ζητάει ο δαιμονισμένος να βγάλει ο Ιησούς από μέσα του τα
46

δαιμόνια, απεναντίας, τον παρακαλάει μάλιστα να μην επέμβει πάνω του και να μη

τον βασανίσει, δηλαδή να μη τον κάνει να υποφέρει περισσότερο απ’ όσο τον

βασανίζουν τα δαιμόνια, να μην τον βασανίσει βγάζοντάς τα από μέσα του – που

σημαίνει ότι μάλλον δεν τον βασανίζουν. Διότι τα δαιμόνια δεν είναι για τους άλλους

αυτό που είναι για τον δαιμονισμένο. Η παραμονή τους μέσα στον άνθρωπο δεν

αποτελεί πρόβλημα για τον ίδιο, κι αν αποτελεί, είναι αυστηρώς και αναφαίρετα δικό

του . αυτό που δημιουργεί πρόβλημα, είναι η έξοδός τους απ’ αυτόν. Οι άλλοι τα

βλέπουν ως δαιμόνια, οι άλλοι θεωρούν δαιμονισμένο τον δαιμονισμένο, για τους

άλλους αυτός δεν είναι καθαρός. Κι έρχεται τώρα ο Ιησούς για να τον καθαρίσει. Να

τον κάνει δηλαδή σαν τους άλλους, να τον εντάξει, θα λέγαμε σήμερα, κοινωνικά, να

τον κάνει κανονικό, να εξαλείψει την διαφορά του απ’ τους άλλους και να τον

εξομοιώσει με τους άλλους, να τον βάλει στην νόρμα, να τον κάνει νορμάλ. Και ποιος

μας λέει ότι είναι νορμάλ ο Ιησούς. Και ποιος μας λέει ότι το νορμάλ είναι καλύτερο,

φυσικότερο, φυσιολογικότερο, κανονικότερο, ανθρωπινότερο, απ’ το ανορμάλ. Ποιος

μας λέει ότι υπάρχει κανονικότητα και μη κανονικότητα, και από πού και πώς

προκύπτουν και επιβάλλονται και η μία και η άλλη ως διαφορετικές κατηγορίες, όπως

η τρέλα και η λογική, καθώς και όλες οι κανονικοποιημένες αντιθέσεις, όλα τα ζεύγη

των αντιθέτων, όπου το θετικό και το αρνητικό καθιερώνονται σε παγιωμένη και

ασυμβίβαστη αντιπαράθεση. Αλλά και αν υπάρχει κανονικότητα, ο Ντοστογιέφσκι

είναι βέβαιο, και μάλιστα από την αρχή της συγγραφικής του πορείας, δεν ανήκει σ’

αυτήν, όπως δεν ανήκει σ’ αυτήν και η ίδια η λογοτεχνία. Η λογοτεχνία είναι ο αντι-

Κανόνας. Είναι το κόντρα στην νόρμα. Είναι όχι το αποδεκτό αλλά το μη αποδεκτό.

Αρα, η αποδαιμονοποίηση είναι πράξη αντι-ανθρώπινη, μία ισοπέδωση, ή

ανισοπέδωση, μία αγελοποίηση, εντέλει κάτι που δεν διαφέρει καθόλου, αν το


47

σκεφτούμε λίγο, από μία εθνοκάθαρση : κάθε επιδίωξη και επιβολή τού καθαρού

συνιστά πράξη που στρέφεται κατά τού ανθρώπου. Η κάθαρση, αυτή η

ανακουφιστική έξοδος από τα παθήματα, εντέλει είναι η ίδια ένα πάθημα, μία

ολοκλήρωση αλλά και ανακύκλωση των παθημάτων, άρα μία μη έξοδος, μία νέα

είσοδος στα παθήματα, διότι είναι εκκαθάριση : μόνο σε πτώματα καταλήγουν, με

θύματα λήγουν, όλες οι τραγωδίες, δεν απομένει κανείς εν ζωή, κανείς δηλαδή δεν

σώζεται, μετά απ’ τον πλήρη καθαρισμό. Η απόλυτη αποκάθαρση είναι θάνατος.

Διαζευκτικό το σχήμα : ή ζωντανός ο άνθρωπος ή καθαρός. Διότι ο άνθρωπος δεν

είναι καθαρός, επομένως για να παραμείνει άνθρωπος, πρέπει να παραμείνει μη

καθαρός. Οι κραυγές όσων διαμαρτύρονται για την δήθεν σπίλωση των ιερών και

οσίων μας, είναι κραυγές ανθρώπων που δεν έχουν καταλάβει, ή δεν θέλουν να

καταλάβουν, ποια είναι τα ιερά και ποια τα όσια. Τι είναι ιερό και όσιο, όντως. Το

κατεξοχήν ιερό και όσιο, λοιπόν, επιγραμματικά, είναι ο ακάθαρτος άνθρωπος, το

ανίερο και το ανόσιο.

Τα δαιμόνια πάντως αυτού τού βιβλίου, οι δαιμονισμένοι του, και είναι όλα τα

πρόσωπα ανεξαιρέτως σ’ αυτό το βιβλίο δαιμονισμένοι, παραμένουν μέχρι τέλους

τέτοιοι. Ετσι, μ’ έναν εξόχως δαιμόνιο τρόπο, το όλον ανοίγει και κλείνει χωρίς ποτέ

να εμφανίζεται κανείς Ιησούς, ή όποιος Σωτήρ, ώστε να μπορούν να έχουν κάποια

λυτρωτική συναλλαγή μαζί του. Αρχίζουν δαίμονες και τελειώνουν δαίμονες.

Σε παλαιότερο κείμενό μου με τον τίτλο Η Απόρρητη Αλήθεια τού Κόσμου, διατύπωσα

μια άποψη η οποία έλεγε ότι ο συγγραφέας είναι ένας αντίστροφος Ευαγγελιστής.

Στην περίπτωση των Δαιμονισμένων, ο Ντοστογιέφσκι είναι ένας αντίθετος Ιησούς.

Γίνεται κυριολεκτικά ο αντί-Χριστός, ο Αντίχριστος. Γίνεται αυτός που ανταποδίδει


48

και παίρνει την εκδίκησή του. Η ταύτιση είναι απόλυτη, το Κακό έχει ενσαρκωθεί.

Αυτός, όμως, ο Ντοστογιέφσκι, συνομιλεί με τα δαιμόνια όχι για να τα βγάλει απ’

τους ανθρώπους, να τα βάλει στους χοίρους και να τα ρίξει στον γκρεμό, αλλά για να

τα βρει μέσα στους ανθρώπους και να τα ρίξει αυτούσια και αναλλοίωτα στις σελίδες

του, κι αυτό όχι για να τα αφανίσει, ν’ απαλλάξει τους ανθρώπους απ’ τα δαιμόνια

και να τους αλλάξει, όχι για να φτιάξει έναν νέο άνθρωπο – ξέρει ότι τέτοιο πράγμα

δεν υπάρχει, δεν θα υπάρξει ποτέ – αλλά για να δείξει στους ανθρώπους ότι οι

άνθρωποι δεν μπορούν ν’ απαλλαγούν απ’ τους δαίμονες, οι άνθρωποι δεν έχουν

μέσα τους δαίμονες, είναι οι ίδιοι οι δαίμονες. Καταστρέφοντας τούς δαίμονες,

καταστρέφεται και ο άνθρωπος. Άνθρωπος χωρίς δαίμονες δεν είναι ένας νέος,

λυτρωμένος, άνθρωπος, αλλά το τέλος του ανθρώπου, ο μη άνθρωπος. Λυτρωμένος ο

άνθρωπος παύει να είναι άνθρωπος. Αυτό, όχι μόνον ως διαπίστωση, αλλά κυρίως ως

αποδοχή, ως κατακύρωση, ως επικύρωση, με την σφραγίδα της ύψιστης λογοτεχνίας.

Με τον θρίαμβο τού Κακού θριαμβεύει και η λογοτεχνία.

Ο Ντοστογιέφσκι, όχι μόνο κατασκευάζει ένα δαιμόνιο και δαιμονικό βιβλίο, αλλά,

ακριβώς επειδή το βιβλίο αυτό είναι και δαιμόνιο και δαιμονικό, γίνεται αυτομάτως

ιερό, δηλαδή όντως ζωτικής σημασίας. Γίνεται το Ευαγγέλιο των δαιμόνων. Ένα

Ευδαιμόνιο. Διότι, η ευδαιμονία είναι δαιμονική, κι αν η Δυσδαιμόνα στραγγαλίζεται

απ’ τον μαύρο δαίμονα, αυτό γίνεται επειδή είναι δυσ-. Ο Ευαγγελισμός είναι

Ευδαιμονισμός, και Ευδαιμονισμός είναι το τέλειον, δηλαδή η τελική κατίσχυση τού

δαίμονα, εκείνου τού ενός που έχει πει ότι η εκδίκηση είναι δική του και ότι θα

ανταποδώσει ο ίδιος.

Αυτή η εκδίκηση αλλά κι αυτή η ανταπόδοση είναι Οι Δαιμονισμένοι.


49

Ο Ντοστογιέφσκι ομολογεί ότι πρώτος αυτός είναι δαιμονισμένος.

Υπέρτατη ανθρωπογνωσία. Αυτήν που επιζητούσε και ο Προύστ. Αυτήν που

επιζητούσε και επιζητά πάντα και από πάντα η λογοτεχνία. Η λογοτεχνία έχει μέσα

της κάτι το επείγον, μία επείγουσα ανάγκη, μία ανάγκη πιεστική η οποία επιζητά το

επειγόντως, το κατεπείγον, διότι η ύπαρξή της η ίδια έχει να κάνει μ’ ένα αενάως

επείγον περιστατικό. Το αενάως επείγον περιστατικό είναι ο άνθρωπος.

Η λογοτεχνία δεν μπορεί να περιμένει. Η λογοτεχνία δεν είναι αναμονή, ούτε

προσδοκία. Είναι μη αναμενόμενη έλευση. Η λογοτεχνία είναι μία Δευτέρα

Παρουσία που δεν την αναμένει, δεν την προσδοκά κανείς, και η οποία συμβαίνει όχι

άπαξ ούτε στο τέλος των καιρών ή τής χιλιετίας, αλλά τώρα, κάθε μέρα, ανά πάσα

στιγμή, σ’ έναν χρόνο ανακυκλούμενο και επαναφερόμενο, όπου το πριν είναι και

μετά, όπου το τώρα είναι και πριν, όπου το μετά είναι και πριν και τώρα. Κι αυτός

είναι ο χρόνος τής θνητότητας. Η Δευτέρα Παρουσία είναι η παροντική καθημερινή

θνητότητα. Αυτή η θνητότητα είναι ο χρόνος μας. Μέσα σ’ αυτόν τον χρόνο δεν

περισσεύει ο χρόνος. Ο χρόνος είναι αενάως κατεπείγων.

Συμπέρασμα : δεν έχουμε καιρό. Όσον είχαμε να δώσουμε για να περνάει ο καιρός

όπως περνούσε, τον δώσαμε. Δεν έχουμε άλλον να δώσουμε. Ο ίδιος ο καιρός δεν

δίνεται πια ο ίδιος. Η ανθρωπογνωσία είναι μία επιτακτική ανάγκη. Και ενδέχεται να

μην αντέχουμε αυτήν την ανθρωπογνωσία, μάλλον δεν την αντέχουμε, και επειδή η

ίδια δεν αντέχεται αλλά και επειδή μάς έχουν μάθει, εθίσει, να μην την αντέχουμε, να
50

αντέχουμε τα πάντα εκτός απ’ αυτήν, λες κι αυτή δεν είμαστε εμείς. Ο καιρός όμως

δεν μας ρωτάει πια αν αντέχουμε. Αυτό που δεν αντέχουμε είναι αυτό τού οποίου

ήρθε ο καιρός. Όχι ήγγικεν, αλλά έχει έρθει. Είναι ο καιρός ο δικός μας.

Η παλαιά πίστη έχει εκδημήσει. Όσοι ανήκουν σ’ αυτήν, πιστεύουν σε κάτι που δεν

έχει πλέον τίποτε στοιχειωδώς διαθέσιμο για ν’ αποδείξει την αναγκαιότητά του και

την εγκυρότητά του. Όσοι πιστεύουν σε ό,τι πρεσβεύει αυτή, πιστεύουν σε κάτι που
.
δεν έχει πλέον καμία σχέση με την ζωή αλλά ούτε και με τον θάνατο πιστεύουν σε

κάτι που δεν έχει εμπράγματο λόγο υπάρξεως . που ό,τι έδωσε θα χρειαστεί να το

υπερβούμε, να το αναπληρώσουμε, ή να βγούμε απ’ αυτό, για να ξεκινήσουμε πέρα

απ’ αυτό . κάτι που συσκότισε και σύγχυσε, διασάλευσε, την σχέση του ανθρώπου με

τον εαυτό του, με την ζωή του, τον θάνατό του, τον έρωτα, το φύλο, το σώμα, τον
.
κόσμο που δημιούργησε ένα ψευδές βάθος και έναν αναίτιο, ανυπόστατο

προβληματισμό, επέβαλε μία εκ των προτέρων χαμένη προοπτική, έσπειρε το

ανθρώπινο οδικό δίκτυο με κατασκευασμένα αδιέξοδα και πλαστές διόδους, εφηύρε

άλυτες λύσεις και απαντήσεις παράλυτες, μίκρυνε, στένεψε, έκοψε κι έραψε κατά το

δικό του φανατισμένο και στενόμυαλο δοκούν, αφήνοντας πίσω του τρέμοντα

ανθρωπάρια, περιέπλεξε τόσο πολύ τα πράγματα δημιουργώντας κλίμακες

λανθασμένων και άχρηστων αξιών, οι οποίες αποδείχθηκαν παρεξηγήσεις,

παραδοξολογίες και διανοητικές διαστροφές, ώστε θα πρέπει ο άνθρωπος να

γκρεμίσει τον άνθρωπο έτσι όπως τον οικοδόμησε αυτή η πίστη, και να χτίσει ξανά

τον άνθρωπο απ’ την αρχή. Πίστεψαν, και πιστεύουν ακόμη, σε κάτι που αρνήθηκε

στον άνθρωπο τον ίδιο τον άνθρωπο, και που στην θέση τής σχέσης τού ανθρώπου με

τον εαυτό του και με τον άνθρωπο επέβαλε μία σχέση με ένα όν που η ύπαρξή του

αποδείχθηκε φρούδα και η χρησιμότητά του αποτρεπτική μιάς άλλης χρησιμότητας


51

απείρως πιο αναγκαίας : τής χρησιμότητας τού να γνωρίσει ο άνθρωπος τον άνθρωπο

σε σχέση με τον εαυτό του και με τον άνθρωπο.

Απαιτείται, λοιπόν, είναι ιστορική επιταγή, να δούμε και να δεχτούμε αυτό που

είμαστε – με όλες τις συνέπειες που αυτό θα έχει. Την απαίτηση αυτή μάς την δείχνει

ένας άνθρωπος τής παλαιάς πίστης. Σ’ αυτό ακριβώς έγκειται το θαύμα, το

πραγματικό όμως, το θαύμα που μπορούμε να αγγίξουμε με το δάχτυλο και να

πούμε : Αληθώς, συ ει ος ει .

Το θαύμα, με άλλη ορολογία : το θείον – διότι το θείον υπάρχει, μόνο που δεν είναι

αυτό που πιστεύαμε και που ακόμη πιστεύουμε – το επιτελεί μόνον μία καλλιτεχνική

ιδιοσυγκρασία. Είναι η ποιητική πράξη, αυτή η αμιγώς και ύψιστη ανθρώπινη

λειτουργία, υπερβαίνοντας όλα τα εγκαθιδρυμένα στεγανά, ανατρέποντας τα

παραδεδεγμένα, συντρίβοντας την επιβεβλημένη τάξη, αδιαφορώντας για τις

δοξασίες και τις ιεραρχίες που κυριαρχούν και νομοθετούν, υπερακοντίζοντας τα όρια

και φτάνοντας στο ένα, στο ένα τού ενός εστί χρεία : στην μορφοποίηση μιάς ακραίας

και προσωρινώς ανυπέρβλητης έκφρασης.

Σε ολόκληρο το βιβλίο δεν γίνεται, εκτός μόνον περιστασιακώς αλλά χωρίς καμία

ιδιαίτερη έμφαση και βαρύτητα, σχεδόν καμία μνεία σε κάποια αντίρροπη δύναμη,

όποια κι αν θα μπορούσε να είναι αυτή, μία αντίρροπη δύναμη ικανή όχι απλώς ν’

αντιπαρατεθεί στην δαιμονική κατάσταση ή να την αντισταθμίσει, αλλά προπαντός,

κι αυτό είναι το ζήτημα, να την ανατρέψει, να την μεταβάλει άρδην, με όρους

συμβατικής ορολογίας : να φέρει το βασίλειο τού Θεού επί γης.


52

Αν η επαρχιακή πόλη τού μυθιστορήματος είναι ο κόσμος, ή η ανθρωπότητα, σε

σμίκρυνση, και μάλλον έτσι θα πρέπει να το εκλάβουμε, τότε έχουμε ένα

πλουσιότατο υλικό για την φύση τής μάχης που δόθηκε και δίνεται, αλλά και για την

έκβασή της.

Ξέρει ο Ντοστογιέφσκι, του το λέει η συγγραφική του ιδιότητα, ότι το πραγματικό

Κακό είναι εκείνο που παλεύει κατά τού Κακού, κυρίως όταν η πάλη αυτή διεξάγεται

με τους επαγγελματικούς και δογματικούς όρους και τρόπους τής επίσημης

θρησκείας. Ξέρει ότι η συνταγματική και καθεστηκυία Εκκλησία μάχεται το Κακό

όχι μόνο επειδή το έχει ανάγκη για να επιβάλει το δικό της Καλό, αλλά κυρίως επειδή

το Κακό αυτό εμπεριέχει όλον τον άνθρωπο.

Ξέρει επίσης, κι αυτό είναι το άλυτο δράμα του, ότι όλες οι απόπειρες για την

απόλυτη κατίσχυση τού λεγόμενου Καλού απέτυχαν, ότι, όσες επικράτησαν,

αποσυντέθηκαν απ’ την ίδια τους την επικράτηση, ότι στην μακροχρόνια μάχη που

έδωσαν, την πλέον μακροχρόνια από καταβολής κόσμου, νικήθηκαν, και ότι, παρά

την ήττα τους, παρά την οριστικοποίηση τού τέλους τους, παρά την κατατρόπωση τής

εικόνας που διαμόρφωσαν για τον άνθρωπο, εξακολουθούν να παρατείνουν την

επικυριαρχία τους, κι αυτό στον μεγαλύτερο βαθμό συμβαίνει από ρουτίνα,

νωθρότητα και δειλία τού ποιμνίου τους και μόνο. Οι βόσκοντες είναι οι μεγάλοι

αμαρτωλοί, αλλά και το ποίμνιο των χοίρων ή όποιων άλλων δεν πάει καθόλου πίσω,

ένοχο κι αυτό, ίσως πολύ πιο πολύ από εκείνους. Οι μέθοδοι των ποιμένων, όση

εξουσία κι αν άσκησαν, κανένα παγκόσμιο δράμα δεν απέτρεψαν, κανέναν δεν

έσωσαν, τίποτε δεν απέτρεψαν και τίποτε δεν μετέτρεψαν από όσα ισχυρίστηκαν από
53

κτίσεως Εκκλησίας ότι θα αποτρέψουν, θα μετατρέψουν, θα σώσουν, θα μεταβάλουν.

Χαμένος χρόνος. Σαν τις υποσχέσεις των αγοραίων δημαγωγών της πολιτικής αρένας,

οι δικές τους αποδείχθηκαν πλασματικές, παραπλανητικές, επειδή αβάσιμες και

ανυπόστατες, μία εξαπάτηση, μία χυδαία χειραγώγηση χοίρων.

Ο Ντοστογιέφσκι έχει γνώση, κι αυτή η γνώση εξωθεί στα άκρα την απελπισία του,

την απεγνωσμένη επίγνωση, ότι άλλη αντίρροπη δύναμη δεν υπάρχει, παρά την

απελπισία του όμως, δεν μπορεί να μην το δεχτεί αυτό εφόσον τού το διαβεβαιώνει η

ποιητική του ιδιοσυγκρασία, η μόνη έγκυρη, η μόνη εγγυημένη. Όπως επίσης

γνωρίζει, μαζί με τον Προύστ, ότι μόνον η τέχνη, η λογοτεχνία, είναι αυτή η άλλη

δύναμη, η οποία όμως δεν είναι αντίρροπη στο Κακό, είναι ομόρροπή του, ομοαίματή

του, δεν το απορρίπτει, απεναντίας, το αποδέχεται και το ακολουθεί, τρέφεται απ’

αυτό και συνάδει μ’ αυτό. Η τέχνη είναι η κατ’ εξοχήν δαιμονική πράξη.

Από την πρώτη μέχρι την ύστατη σελίδα του το βιβλίο αποπνέει βαθιά πίστη στους

δαίμονες, κυριαρχείται απ’ την γοητεία τους, τον πλούτο τους, την ευστροφία τους,

την ακμή τους, την αβυσσαλέα γονιμότητά τους σε επινοήσεις και επιτεύγματα. Και

δείχνει ότι η λογοτεχνία δεν βγαίνει κερδισμένη παρά μόνον απ’ την επικράτεια και

την επικράτηση τού Κακού.

Το οποίο, μ’ αυτό το όνομα, έχει δυσφημιστεί, και παραγνωριστεί, διότι το Κακό δεν

είναι κακό, η λέξη αυτή είναι το παρεμβατικό προπέτασμα που κρύβει πίσω του τον

σύμπαντα άνθρωπο. Το Κακό είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Η παραβολή τού πεπτωκότος

αγγέλου είναι μία ύπουλη παραχάραξη τής αλήθειας, μία σκευωρή ψευδολογία : ο

άγγελος αυτός δεν εξέπεσε ποτέ, ούτε ποτέ εξεδιώχθη. Με το βιβλίο αυτό, λαμβάνει
54

χώρα η επανορθωτική αντιστροφή η οποία επανατοποθετεί τα πράγματα στην φυσική

τους θέση : ο πραγματικά πεπτωκώς άγγελος είναι ο Θεός. Κάτι περισσότερο : η

οντότητα αυτή, όποια κι αν είναι, εντάσσεται στην επικράτεια των δαιμόνων και στην
.
άσκηση τής επικράτησής τους ο ίδιος ο Θεός γίνεται ένας δαίμων, ο κατώτερος

όμως, ο πιο ανίσχυρος, ένας δαίμων δευτερεύον που προσπαθεί να κερδίσει έδαφος

αλλά που συνεχώς το χάνει, μέχρι τελικής πτώσεως.

Τι θα ήταν ένα μυθιστόρημα όπως αυτό, δηλαδή ένα μέγιστο ποιητικό έργο, με

θεματικό υλικό του ανθρώπους αποδαιμονισμένους, λυτρωμένους, απαλλαγμένους

απ’ τα μαρτύρια τής ίδιας τής ανθρώπινης συνθήκης όταν αυτή δεν αποσκοπεί παρά

μόνο στην εξασφάλιση τής επουράνιας σωτηρίας της; Ένα πληκτικό ανάγνωσμα. Μία

ακόμη ευαγγελική περικοπή. Θα ήταν, προπάντων, η αυτοκατάργηση τής

λογοτεχνίας. Ένα επιπλέον Ευαγγέλιο. Ο Ντοστογιέφσκι όμως δεν γράφει ένα

Ευαγγέλιο, γράφει λογοτεχνία, δεν κατηχεί, δεν προσηλυτίζει, μόνο σκάβει και

δείχνει αυτό που έχει βρει, χωρίς να δίνει λογαριασμό παρά μόνο στο σκάψιμο και

στο εύρημά του. ΄Η αν θέλετε : γράφει Ευαγγέλια, ευαγγελιζόμενος όμως το

αντίστροφο των Ευαγγελίων, δηλαδή την Ευδαιμονία.

Και είναι βέβαιο, το βεβαιώνει η ακατάσχετη ροή τής γραφής του, ότι απολαμβάνει

την, αβάστακτα δυσάρεστη γι’ αυτόν ως άνθρωπο αλλά απέραντα ηδονική γι’ αυτόν

ως καλλιτέχνη, πίστη που του παρέχεται μέσα απ’ τον μηχανισμό της ίδιας τής

τέχνης του : η πίστη ότι δεν υπάρχει σωτηρία, και ότι αυτό, αν γίνει κατανοητό αλλά

και αποδεκτό, τότε συνιστά υπέρτατο Αγαθό, το μόνο Εν. Κάθε προσπάθεια

μεσολάβησης, παρέμβασης ή επιρροής από παράγοντες έξω απ’ τον άνθρωπο

προκειμένου να τον κάνουν να δει και να καταλάβει ποιος είναι, ή μάλλον να του
55

πουν ποιος είναι, παρακωλύει την αυτογνωσία, παρεμποδίζει το πρόσωπον προς

πρόσωπον, αυτό το : άνθρωπος ενώπιος ενωπίω με άνθρωπο, το οποίο μάς μεταφέρει

από το δι’ εσόπτρου εν αινίγματι στο κατά μέτωπον, από το εκ μέρους στο απευθείας.

Η θεογνωσία απέτρεψε την ανθρωπογνωσία – και όταν λέω «ανθρωπογνωσία» θέλω

να διευκρινίσω ότι εννοώ αυτό που λέει ο Φουκώ : εργασία πάνω στον εαυτό μας, την

λεγόμενη «φροντίδα εαυτού» των αρχαίων, η οποία φροντίδα όμως να καταλήγει σε

γνώση, πράγμα που θα εξαφανιστεί με τον Χριστιανισμό ο οποίος απαιτεί την

εξομολόγηση, δηλαδή την ομολογία λαθών και τύψεων, εν πολλοίς δια της βίας

αποσπασμένων από τον εξομολογούμενο. Η θεογνωσία απέτρεψε την

ανθρωπογνωσία υποβαθμίζοντάς την, θεωρώντας την δευτερεύουσα ή και αχρείαστη.

Η πρωτοκαθεδρία της θεογνωσίας, μέσω της οποίας ερευνήθηκε, όσο και όπως

ερευνήθηκε, η ανθρώπινη υπόθεση, εκμεταλλεύτηκε και καλλιέργησε την ούτως ή

άλλως οδυνηρή και δυσανάβατη αντιμετώπιση τής πραγματικότητας τού ανθρώπου

απ’ τον άνθρωπο τον ίδιο, επαύξησε την δυσκολία του να δει και να δεχτεί τον εαυτό

του ως μη επικαθορισμένου όντος . αντιθέτως, τον διευκόλυνε να μην τον δει, να μην

θέλει να τον δει, και να μην τον δεχτεί, απαλλάσσοντάς τον έτσι απ’ το άγος αυτού

τού έργου και μεταθέτοντας όλο το εγχείρημα στα χέρια τού επουράνιου Θεού και

των επίγειων εκπροσώπων του.

Στο τελευταίο αυτό σημείο συντελέστηκε το μέγιστο ολίσθημα : από την μια

υποστηρίχτηκε ότι ο άνθρωπος πλάστηκε απ’ τον Θεό κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή

του, από την άλλη, εάν ο άνθρωπος είναι εικόνα και ομοίωση του Θεού, η θεογνωσία

δεν έγινε ανθρωπογνωσία, αλλά αποτροπή της τελευταίας : το δημιούργημα

παρέμεινε στο σκοτάδι τής άγνοιας τού εαυτού του και η γνώση του υποκαταστάθηκε
56

από την γνώση τού δημιουργού του. Πώς τώρα, το κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση δεν

αποτελεί ταύτιση δημιουργού και δημιουργήματος, άρα αυτογνωσία, πρόσωπον προς

πρόσωπον, αυτό συνιστά ένα καθολικό μυστήριο διότι η θεογνωσία δεν οδήγησε στην

αυτογνωσία, απεναντίας, αρκεστήκαμε στο να γνωρίζεις τον Θεό ώστε να μην

χρειάζεται να γνωρίσεις τι είναι ο άνθρωπος. Ετσι, το μόνο που μπορούμε να πούμε

είναι ότι ο Θεός είναι όχι μονάχα το αντίθετο τού ανθρώπου αλλά κυρίως ότι ο

άνθρωπος είναι αυτό που για να γνωρίσει τον εαυτό του, δηλαδή για να είναι

άνθρωπος, δεν χρειάζεται τον Θεό.

Οι Δαιμονισμένοι είναι ένα εγχειρίδιο ανθρωπογνωσίας, άρα ένα βιβλίο άθεο. Θα το

έλεγα και «άπιστο» αν πρώτα ξεκαθαρίζαμε ότι, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει

άπιστος εφόσον ο «άπιστος» είναι ένα κατασκεύασμα εκείνων που ονομάζουν έτσι

όποιον δεν ασπάζεται την δική τους πίστη.

Και όπως είδαμε, η πίστη δεν είναι ποτέ μία και ποτέ η ίδια επειδή ποτέ δεν

καθηλώνεται σε κάτι. Είναι πίστη επειδή ψάχνει συνεχώς σε τι να πιστέψει, διότι

άλλο η πίστη και άλλο αυτό στο οποίο εκάστοτε πιστεύουμε. Το αντικείμενο τής

πίστης πολύ συχνά την διαψεύδει, κι αυτό η πίστη πρέπει να το περιμένει και να το

δέχεται.

Πιστεύω σημαίνει αναζητώ αυτό στο οποίο θα πιστέψω.

Μία μόνο πίστη δεν αναζητά σε τι να πιστέψει επειδή το έχει βρει : η πίστη στην

λογοτεχνία.
57

3.Εκτός τού πυρήνα

Πρέπει να τους σπάσει κανείς πρώτα τα αυτιά για να μάθουν να


ακούνε, μετά τα μάτια; Πρέπει να χτυπά κανείς σαν τα τύμπανα
και σαν τους ιεροκήρυκες που επικαλούνται τους κεραυνούς του
ουρανού πάνω στους αμαρτωλούς; ΄Η πιστεύουν μόνον όποιον
τραυλίζει;
F. Nietzsche, Πρελούδιο στον Ζαρατούστρα
58

Η υπέρτατη ανθρώπινη αξία των προσώπων τού Ντοστογιέφσκι στους

Δαιμονισμένους, συνίσταται στο ότι δεν προορίζονται για κανενός είδους σωτηρία.

Η αυτοκτονία τού Κυρίλοφ καθώς κι εκείνη τού Σταβρόγκιν, είναι οι δύο όψεις τού

ίδιου διαβήματος, τής ίδιας επιδίωξης : ο ένας αυτοκτονεί για ν’ αποδείξει ότι είναι

Θεός, ο άλλος για ν’ αποδείξει ότι δεν είναι Θεός. Και οι δύο αποδεικνύουν ότι είναι

μόνον άνθρωποι. Ο θάνατός τους είναι πέρα για πέρα ανθρώπινος – τι άλλο θα

μπορούσε να είναι; Τίποτε δεν τον συνοδεύει, αλλά και τίποτε δεν αποφέρει ο ίδιος.

Μονάχα τα μέσα διαφέρουν : ο βρόχος, για τον πρώτο, το περίστροφο, για τον

δεύτερο. Με αυτόν τον συμμετρικό τρόπο που κλείνει σαν κλειδαριά ασφαλείας,

αναποδογυρίζεται η θεοκρατία σε ανθρωποκρατία, κι αυτό το πραγματοποιεί ο

Ντοστογιέφσκι ως καλλιτέχνης.
59

Όσα πιστεύει για την Ρωσία, για την τύχη τού κόσμου, για τα ιδεολογικά ρεύματα και

την ορθοδοξία, όντως τα πιστεύει, και μάλιστα με θέρμη και οδύνη, με σπαραγμό,

ακόμη και με φανατισμό, όταν όμως φτάνει η ώρα για ν’ ασχοληθεί ως συγγραφέας

απ’ ευθείας με το ανθρώπινο υλικό, όλα τα προηγούμενα καταρρίπτονται ως

βεβαιότητες ή αντιπαλότητες, δεν υφίστανται ως θεμελιώδη αντικείμενα

ενδιαφέροντος, δεν λειτουργούν πια, κι αν λειτουργούν αυτό γίνεται με τρόπο όχι

πρωτεύοντα, υποβαθμίζονται, εκπίπτουν. Δεν υπηρετεί η τέχνη του την ιδεολογία ή

την πίστη του, απεναντίας, η πίστη και η ιδεολογία του υποτάσσονται στην τέχνη του

και την υπηρετούν εάν και όταν αυτή τις χρειάζεται – και μάλλον τις χρειάζεται

ελάχιστα ή και καθόλου. Αυτό μας αποκαλύπτει και κάτι άλλο θεμελιώδες : ότι η

όποια πίστη σε δόγματα ή σε κάθε είδους δοξασίες δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση

προϋπόθεση τής καλλιτεχνικής δημιουργίας, απεναντίας, είναι απαγορευτική για την

λειτουργία της, και ότι, αν υπάρχει μία πίστη που είναι συμβατή με την τέχνη, αυτή

είναι η πίστη στην ίδια την τέχνη. Ένας συγγραφέας χριστιανός είναι σπουδαίος

επειδή είναι σπουδαίος συγγραφέας όχι επειδή είναι χριστιανός. Οι ιδιότητες δεν

αφορούν την τέχνη, και κανένα έργο δεν μπορεί να υποστηριχτεί, ακόμη λιγότερο να

διασωθεί, από την ιδιότητα τού χριστιανού ή μη τού συγγραφέα του. Εκεί όπου

υποβόσκει μία πίστη ανώτερη απ’ την λογοτεχνία, ούτε η πίστη ωφελείται ούτε η

λογοτεχνία βγαίνει κερδισμένη.

Οποιοδήποτε δόγμα ζημιώνει την λογοτεχνία επειδή και δεν το χρειάζεται αυτή και

επειδή είναι ευρύτερη απ’ αυτό. Η λογοτεχνία αναζητά εύρος ανάλογο με το δικό της.

Και δεν υπάρχει εύρος μεγαλύτερο από εκείνο τού Κακού. Η έκταση του Κακού είναι

το πεδίο τής λογοτεχνίας.


60

Εδώ πρέπει να κάνουμε ακόμη ένα βήμα : η πίστη στην τέχνη όχι μόνον εξυπακούει

την πίστη στο Κακό αλλά κυρίως ταυτίζεται με την πίστη στο Κακό.

Δεν είναι πλέον εύστοχο, δεν ακριβολογούμε πια, όταν λέμε : η λογοτεχνία και το

Κακό. Το «και» είναι περιττό. Η λογοτεχνία είναι το Κακό, αλλιώς δεν είναι

λογοτεχνία. Και το όντως Καλό είναι το πέραν του Καλού, προς το Κακό.

Έτσι όμως, τα πράγματα αντιστρέφονται και αποκαθίστανται : η λογοτεχνία

καθίσταται το μέγα Καλό, η τελειότερη και η μοναδική μορφή τού Αγαθού, και το

Κακό βρίσκει την σωστή του διάσταση, χάνει επιτέλους τον επιθετικό – τού επιθέτου

– και αρνητικό προσδιορισμό τού «προς αποφυγήν», γίνεται το «προς αναζήτησιν»

και το «προς ανεύρεσιν».

Δεν υπάρχει, συνεπώς, τουλάχιστον για τον αναγνώστη που είμαι, καμία αμφιβολία

ότι ο Ντοστογιέφσκι, γράφοντας αυτό το βιβλίο, δεν υποκινείται παρά από μία και

μόνον επιδίωξη : πώς θα αποδώσει με τον εξαντλητικότερο τρόπο τα ευρήματα τής

ανασκαφής του, πώς θα φτάσει στην πιο ακραία τους ανάπτυξη, πώς θα δει και θα

μάθει όσο το δυνατόν περισσότερα καθώς προχωράει η αναζήτηση προς όλο και πιο

προχωρημένα εδάφη, πώς θα πάει όσο γίνεται πιο μακριά ώστε να γεμίσει τις σελίδες

του με όσο το δυνατόν περισσότερη γνώση την οποία θ’ αντλήσει απ’ αυτήν την

αναζήτηση. Κυριολεκτικά άγεται και φέρεται απ’ τα θέματά του, απ’ τους ανθρώπους

που έχει συγκεντρώσει στην επαρχιακή πόλη, απ’ τις πράξεις τους οι οποίες, η μία

μετά την άλλη, η μία μέσα απ’ την άλλη, η κάθε μία ως κίνητρο, ως συνέχεια και ως

συνέπεια τής άλλης, συγκροτούν το πανόραμα της δικής του Αποκάλυψης cum

figuris. Οιστρηλατείται σε τέτοιο σημείο απ’ τους δαίμονές τους ώστε η γραφή του
61

γίνεται δαιμονική, δαιμονικά ηδονική, αποκτά διαστάσεις συγγραφικής ευωχίας, η

αφήγηση δεν αφήνει η ίδια τον συγγραφέα να την τελειώσει, κι όταν κάποτε γίνεται

αυτό, πρόκειται για ένα τύποις κλείσιμο, ένα προσωρινό τέλος, διότι αυτό που άρχισε,

και που δεν είναι παρά η παράτολμη και κατά μέτωπον θέαση τού ανθρώπου απ’ τον

ίδιο τον άνθρωπο, δεν μπορεί να τελειώσει, δεν είναι στην φύση του να εξαντλείται,

να ολοκληρώνεται, να πει την τελευταία λέξη του. Το ατελές τού ανθρώπου είναι ότι

δεν έχει τέλος.

Όσο, λοιπόν, κι αν ακουστεί παράδοξο, ο απολογισμός αυτού τού βιβλίου είναι

θετικός. Με το βιβλίο αυτό δίνεται ένας θετικός ορισμός του ανθρώπου, ο

θετικότερος. Κι εδώ έχουμε άλλη μία αναγκαία και κεφαλαιώδη αντιστροφή :

απαιτείται η αποκατάσταση των πράγματι θετικών αξιών, διότι επιβλήθηκαν ως

θετικές, αξίες που αποδείχθηκαν αρνητικές, και η επιβολή τους μεθοδεύτηκε με την

δυσφημιστική κατηγοριοποίηση των θετικών ως αρνητικών. Δεν πρόκειται για την

απαξίωση των αξιών αλλά για την επαναξιολόγηση αυτής τής απαξίωσης, δηλαδή για

την αντιστροφή των αξιών, για την νέα αξιολόγηση όπου το ως τώρα θετικό θα

αποκαλυφθεί αρνητικό, και το ακόμη και ως τώρα αρνητικό, θα δείξει ότι αυτό είναι

το θετικό. Θα φέρω για παράδειγμα την σκηνή τού Σταβρόγκιν με τον Τύχωνα.

Στην σκηνή αυτή, ο θετικός χαρακτήρας δεν είναι ο Τύχων, είναι ο Σταβρόγκιν. Ο

δεύτερος είναι ο όντως άνθρωπος. Ο άλλος, και το προβάλει αυτό με συγκλονιστική,

παράφορη έμφαση ο Ντοστογιέφσκι, είναι ένα κενό, ο απόντως άνθρωπος.


62

Η τρομερή εξομολόγηση τού Σταβρόγκιν, την οποία μάλιστα ο ίδιος έχει γράψει και

την δίνει στον Τύχωνα να την διαβάσει – ένα δαιμόνιο εύρημα τού Ντοστογιέφσκι, το

να βάζει στα χείλη τού Τύχωνα τα λεγόμενα τού Σταβρόγκιν κι αυτά ν’ ακούγονται

με την δική του φωνή ωσάν να ήσαν δικά του, να έβγαιναν από μέσα του, μέσα απ’

αυτόν τον άγιο άνθρωπο, αυτό κι αν είναι αντιστροφή! –, κι εδώ είναι διαφωτιστικό

ν’ αναφερθούμε στην επιστολή που είχε στείλει ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι στον πρώην

φίλο και κατόπιν εχθρό του Ιβάν Τουργκένιεφ, μία επιστολή στην οποία, για να

ταπεινωθεί στα μάτια του, δηλαδή και στα δικά του και στου Τουργκένιεφ, του

αποκάλυπτε μία πράξη παιδεραστίας ή παιδοφιλίας την οποία δεν είναι εξακριβωμένο

αν όντως την διέπραξε ή αν δεν την επινόησε παρά μόνο και μόνο για να φορτώσει

στον εαυτό του μία παρόμοια πράξη, ακριβώς αυτήν την οποία εξομολογείται ο

Σταβρόγκιν –, η εξομολόγηση, λοιπόν, τού Σταβρόγκιν στον Τύχωνα είναι η

βαθύτερη πράξη συντριβής, ανάλογη με πολλές άλλες στο έργο του Ντοστογιέφσκι,

πράξη άκρως αξιόποινη αλλά και αμιγώς ανθρώπινη, με την έννοια ότι μόνον ο

άνθρωπος ως άνθρωπος μπορεί να την επιτελέσει. Τι άλλο είναι η αγιότητα; Ο Τύχων

– ένας απ’ τούς λεγόμενους «ανθρώπους τού Θεού» οι οποίοι καταχρηστικώς

αποκαλούνται άγιοι χάριν τού σχήματός τους και μόνο ενώ δεν είναι παρά μόνο

σχήμα – δίπλα και σε αντιπαραβολή με τον Σταβρόγκιν, αποκαλύπτεται τo αρνητικό

τού ανθρώπου, ένας μη άνθρωπος, ο άνθρωπος στην πιο χαμηλή βαθμίδα τής

ανθρωπινότητας, ένα εισέτι αναπνέον πτώμα. Παρεμπιπτόντως, και μόνον ο τρόπος

με τον οποίο περιγράφεται το κελί τού Τύχωνα αρκεί για να καταλάβουμε αλλά και

να μην έχουμε καμιά αμφιβολία όχι μόνο πόσο απεχθάνεται, πόσο ελάχιστα εκτιμά ο

Ντοστογιέφσκι τους επίσημους εκπροσώπους και λειτουργούς τού θείου, αλλά και

πόσο μακριά τοποθετεί αυτό το είδος ανθρώπου απ’ τον θετικό άνθρωπο, μάλλον :
63

απλώς απ’ τον άνθρωπο, και πόσο περιορισμένη δικαιοδοσία τού εκχωρεί για να

κρίνει αυτός τον άνθρωπο, με πόσο λιγοστές, ανεπαρκέστατες, θλιβερές, ανάξιες τής

αποστολής του, δυνατότητες νού και καρδιάς πιστεύει ότι είναι προικισμένος

προκειμένου να καταφέρει να κατανοήσει και να αισθανθεί, έστω και σε πρώιμο

στάδιο τον πλησίον του. Αλλά και πόσο ο άλλος, ο Σταβρόγκιν, παρότι βυθισμένος

στην τεράστια σύγχυση και στην αδιέξοδη αντιφατικότητά του, αίρεται, με τον

συνεχή βασανισμό του και την παράφορη αγωνία του, με τον δαιμόνιο και

δαιμονισμένο ανθρωπισμό του, στο επίπεδο μιάς άλλου είδους και άλλου ύψους

αγιότητας, μιάς αγιότητας όπου συμμετέχει όλος ο άνθρωπος, απ’ την οποία απέχουν

έτη φωτός ο λειτουργός τού Θεού και η δική του σχηματική ιεροσύνη.

Αν, ακολουθώντας την πεπατημένη που είναι και η μόνη ενδεδειγμένη οδός προς

γενική χρήση, δεχτούμε ότι ο Σταβρόγκιν είναι ο μηδενιστής, τότε, μ’ αυτό που

συμβαίνει στην σκηνή με τον Τύχωνα αλλά και μετά απ’ αυτήν, ο Τύχων

αποκαλύπτεται πανηγυρικώς ο αληθινός μηδενιστής, αποκαλύπτεται μάλιστα ο

εκπρόσωπος ενός μηδενισμού χωρίς καν ανθρώπινο πρόσωπο, τού αληθινού

μηδενισμού, εκείνου που ανάγεται στο ανυπόστατο, πράγμα που οδηγεί ευθέως στο

συμπέρασμα μιάς ταυτολογίας όπου συναιρούνται μηδενισμός και θεϊσμός,

μηδενισμός και χριστιανισμός. Ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι μάς λέει εδώ, σχεδόν κατά

λέξη – σχεδόν επειδή δεν μπορούμε τότε να κάνει αλλιώς – ότι ο χριστιανισμός δεν

είναι ανθρωπισμός, αλλά ένας απανθρωπισμός, και ότι, εκπροσωπώντας το μηδέν, το

όντως μη όν, δεν είναι ικανός να κάνει κάτι ώστε να μην κατισχύσει εκείνο που ο

ίδιος θεωρεί ότι είναι μηδενισμός ενώ εκείνο είναι ο κατ’ εξοχήν ανθρωπισμός.

Ο ανθρωπισμός, είναι σαφές, ανήκει εξ ολοκλήρου στην πλευρά τού Σταβρόγκιν,

διότι τι πιο ανθρώπινο απ’ την δημόσια ομολογία τής πράξεώς του, απ’ την παραδοχή
64

και την ανάληψή της, μάλιστα ενώπιον εκείνου ο οποίος εκπροσωπεί την εκ

προοιμίου βέβαιη και απόλυτη καταδίκη της;

Όση σημασία έχει μία πράξη, άλλη τόση, και ίσως περισσότερη, έχει η σχέση μας με

την πράξη. Αυτή η σχέση κάνει τον άνθρωπο, όπως θα έλεγε ο Montaigne. Ο Τύχων

δεν είναι ικανός για παρόμοια πράξη, διότι μία πράξη όπως αυτή θα τον καταξίωνε ως

άνθρωπο. Δεν χρειάζεται όμως να φτάσει μέχρι εκεί : τον απαξιώνει το ίδιο το

αξίωμά του. Ο Σταβρόγκιν, αντιθέτως, δεν έχει κανένα αξίωμα, κοσμικό ή άλλο – η

κοινωνική του θέση αποτελεί μέρος του ψυχισμού του και όχι δημόσιο αξίωμα –,

διαθέτει μόνο την ανθρώπινη υπόσταση σε όλη την τρομερή της διάσταση, κι αυτή

τον κάνει να είναι κατ’ εξοχήν άνθρωπος. Με την πράξη του και με την ομολογία της

ο Σταβρόγκιν σταυρώνεται. Ο Τύχων, με την κατοχυρωμένη αρετή του που είναι μία

ανομολόγητη απραξία, δηλαδή μια εξασφαλισμένη και ανέξοδη αρετή όπως είναι

όλες οι ιδιότητες των επίσημων ιερωμένων, ο Τύχων λοιπόν παραμένει ένας τοίχος,

και, κατά βάθος, ένας άτυχος. Αυτή είναι η ιλιγγιώδης διαφορά τους. Η διαφορά

ανάμεσα στον άνθρωπο και στο ομοίωμά του.

Και το ερώτημα που προκύπτει είναι : Τι επιτέλους θα δεχθούμε; τον άνθρωπο ή το

ομοίωμά του; Τον άνθρωπο όμως ολόκληρον, όχι εν μέρει και εν μέρει. Το εκ μέρους

εδώ καταρρίπτεται. ΄Η ολόκληρος ο άνθρωπος ή καθόλου, αντιμετωπίζοντάς τον

πάντα με κριτήρια μιάς τάξεως στην οποία ανήκουμε όλοι. Διαλέγετε και παίρνετε.

Rien ne va plus, messieurs-dames.

Είναι αυτό που έκανε ο Ντοστογιέφσκι με τούς Δαιμονισμένους. Αυτός ο παίχτης.

Αυτός ο αντι-Τύχων. Αυτός ο τυχερός. Τα έπαιξε όλα για όλα. Τα έριξε όλα, ό,τι είχε

και δεν είχε, στην μπάνκα. Ένας ευτυχής δαίμων. Μόνον ένας τέτοιος δαίμων μπορεί
65

να δημιουργήσει το μέγα ευεργέτημα που είναι αυτό το βιβλίο. Βγήκε απ’ το καζίνο

τής πανανθρώπινης χαρτοπαιξίας κερδισμένος έχοντάς τα χάσει όλα αφού τα έπαιξε

όλα για όλα. Εκείνοι που τα κέρδισαν όλα, δηλαδή την βασιλεία των ουρανών, χωρίς

να παίξουν τίποτε, έμειναν χαμένοι και θαμμένοι μέσα στο κελί τού Τύχωνα, στο

καθαρό τίποτε.

Έγραφε ο ίδιος σε επιστολογράφο του για ένα ζήτημα για το οποίο τού είχε εκείνος

ζητήσει την γνώμη του : Πρώτον, εγώ δεν είμαι καλύτερος από σας, ούτε από κανέναν

άλλον [ και στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει καμία ψεύτικη σεμνότητα ] και

δεύτερον γιατί, εάν με τον τρόπο μου σας δικαιολογώ μέσ’ απ’ την καρδιά μου [ πράγμα

που σας προσκαλώ να κάνετε κι εσείς για μένα], τότε τόσο το καλύτερο να σας

δικαιολογώ εγώ από το να δικαιολογείτε μόνος σας τον εαυτό σας.

Αν, σύμφωνα με μία άποψη, ο Σαίξπηρ επινόησε τον άνθρωπο, άλλο τόσο τον

αποκάλυψε ο Ντοστογιέφσκι. Αλλά η αποκάλυψη δεν έχει ακόμη τελειώσει. Με την

αποκάλυψη αυτή συμβαίνει ό,τι συμβαίνει με την ταυτότητα τού υποκειμένου όπως

την εννοεί ο Λακάν : η έλλειψη παίζει καθοριστικό ρόλο, πάντα συνεχώς κάτι λείπει,

δεν μπορεί ποτέ να διαμορφωθεί μία πλήρης ταυτότητα, και κάθε τι που έχει

επιτευχθεί, δεν φέρνει την πληρότητα, η ίδια η συγκρότηση της ταυτότητας, όπως

γράφει ο Γιάννης Σταυρακάκης στο βιβλίο του Ο Λακάν και το πολιτικό, ‘είναι εκείνη

που δημιουργεί την έλλειψη’ , άρα ‘είναι καταδικασμένη να αποτυγχάνει εσαεί». Στο

θέμα που μας απασχολεί, άνθρωπος λείπει ακόμη, αλλά και θα λείπει πάντα απ’ τον

άνθρωπο, γιατί, λέει ο Σταυρακάκης, ‘η έλλειψη καθεαυτή είναι το χαρακτηριστικό

γνώρισμα της υποκειμενικότητας’ και ‘το υποκείμενο συναντά την έλλειψη και την
66

αλλοτρίωση εκεί όπου ψάχνει να βρει την πληρότητα και την ταυτότητα’. Αυτό το

έλλειμμα, πλούσιο και ανελλιπές, είναι, θα πρέπει να είναι, ο στόχος από σήμερα

κιόλας, απ’ αυτήν την στιγμή.

Ο ελλείπων άνθρωπος, να ποιο είναι το μέλλον.


67

4. Εισαγωγή στον άλλο πυρήνα


68

Και κατέπλευσε στην χώρα των Γαδαρηνών η οποία βρίσκεται απέναντι απ’ την

Γαλιλαία. Όταν βγήκε στην στεριά, τον συνάντησε κάποιος απ’ την πόλη, ο οποίος είχε

δαιμόνια εδώ και πολλά χρόνια. Δεν ήταν ντυμένος και δεν έμενε σε σπίτι αλλά στα

μνήματα. Όταν είδε τον Ιησού, έκραξε κι έπεσε στα πόδια του και με δυνατή φωνή

είπε : «Γιατί επεμβαίνεις πάνω μου, Ιησού, υιέ τού Θεού τού Υψίστου; Σε παρακαλώ,

μη με βασανίσεις». Διότι ο Ιησούς είχε διατάξει το ακάθαρτο πνεύμα να βγει απ’ τον

άνθρωπο. Τον ρώτησε τότε ο Ιησούς : «Ποιο είναι το όνομά σου;», κι εκείνος είπε :

«Λεγεών», διότι είχε πολλά δαιμόνια μέσα του, κι αυτά τον παρακαλούσαν να μην τα

διατάξει να πάνε στην άβυσσο. Υπήρχε εκεί μία αγέλη από χοίρους που έβοσκε στο

βουνό. Και τότε ο Ιησούς είπε στα δαιμόνια να βγουν και να μπούν στους χοίρους, αλλά

και πάλι τα δαιμόνια τον παρακάλεσαν να μείνουν μέσα στον άνθρωπο και να μην τα

βγάλει από μέσα του και να μην τα βάλει στους χοίρους. Τότε ο Ιησούς ρώτησε τον

άνθρωπο που τον έλεγαν Λεγεών να πει κι ο ίδιος τι επιθυμεί να γίνει με τα δαιμόνιά

του, κι αυτός απάντησε στον Ιησού ότι αυτό που επιθυμεί είναι τα δαιμόνια να μείνουν

μέσα του και να μην μπούν στους χοίρους. Τότε ο Ιησούς κοίταξε πρώτα την αγέλη των

χοίρων και την λυπήθηκε, έπειτα κοίταξε τον άνθρωπο με τα δαιμόνια μέσα του και τον

λυπήθηκε κι αυτόν. Και δεν διέταξε τα δαιμόνια να βγουν απ’ τον άνθρωπο και να

μπούν στους χοίρους. Και τα δαιμόνια έμειναν όπως και πριν μέσα στον άνθρωπο. Και

ο άνθρωπος παρακάλεσε τον Ιησού να τον αφήσει να μείνει μαζί του, και ο Ιησούς τού

είπε να μείνει με τα εξής λόγια : «Ακολούθησέ με και να λες σε όσους σε ρωτούν όσα

σού έκανε ο Θεός». Και έφυγαν και ο άνθρωπος που το όνομά του ήταν Λεγεών έλεγε

όσα τού έκανε ο Θεός. Και τότε ο Ιησούς σκέφτηκε ότι αυτό που έκανε ο Θεός στον
69

άνθρωπο που το όνομά του ήταν Λεγεών, ήταν αυτό που έπρεπε να κάνει ο Θεός και

στον Θεό αν ο Θεός ήθελε να είναι και άνθρωπος. Και ο Ιησούς παρακάλεσε τα

δαιμόνια που ήσαν μέσα στον άνθρωπο, να τον λυπηθούν και, όποια ήθελαν, να βγουν

απ’ τον άνθρωπο και να μπουν μέσα του. Και τα δαιμόνια λυπήθηκαν τον Ιησού και

πολλά απ’ αυτά, λεγεών, μπήκαν μέσα του. Και τότε ο Ιησούς, με λεγεώνα δαιμονίων

μέσα του, απέβαλε τον Θεό και τον έστειλε να μπει στην αγέλη των χοίρων που έβοσκαν

εκεί κοντά στο βουνό. Και οι χοίροι, μόλις μπήκε ο Θεός μέσα τους, έτρεξαν κι έπεσαν

στον γκρεμό. Και ο Ιησούς, τού οποίου το όνομα ήταν πλέον Λεγεών, επειδή ήσαν

πολλά τα δαιμόνια μέσα του, ακολούθησε τον άλλο δαιμονισμένο, έτοιμος να κηρύξει

την πίστη στους δαίμονες.

25.12. 2007 / 3-29.2. 2008 / 4-21.4. / 27.4. 2008


70

You might also like