Professional Documents
Culture Documents
940 ΚΠολΔ
940 ΚΠολΔ
940 ΚΠολΔ
ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ & ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Αποζημίωση από
αδικαιολόγητη εκτέλεση
(940 ΚΠολΔ)
Θεσσαλονίκη 2012
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ…………………………………………………………………..4
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις…………………………………………..4
4. Ζημία……………………………………………………………………...18
1
Δ. ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΘΟΥ ΛΟΓΩ ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΗΣ ΑΚΥΡΩΣΗΣ
ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ (940 §3 ΚΠολΔ)………………..24
1. Διαταγή πληρωμής…………………………………………………….40
3. Διαιτητική απόφαση…………………………………………………..43
4. Συμβολαιογραφικό έγγραφο………………………………………..44
5. Δικαστικός συμβιβασμός…………………………………………….45
1. Ενεργητική νομιμοποίηση………………………………………….48
1.1. Ο καθού η εκτέλεση…………………………………………………….48
1.2. Τρίτος που υπέστη ζημία……………………………………………….48
1.3. Ο υπερθεματιστής………………………………………………………..48
2. Παθητική νομιμοποίηση……………………………………………..50
2
3. Αρμόδιο δικαστήριο και εφαρμοστέα διαδικασία…………….50
Η. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ………………………………………52
Θ. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ…………………………………………………………………54
3
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Η απονομή δικαιοσύνης, στον χώρο του ιδιωτικού δικαίου,
πραγματοποιείται σε δύο στάδια: το πρώτο είναι η διαγνωστική
διαδικασία, με την οποία επιδιώκεται η έκδοση δικαστικής απόφασης
που να ανταποκρίνεται στην ορθή έννοια του δικαίου και την αλήθεια
των πραγμάτων και το δεύτερο είναι η αναγκαστική εκτέλεση, για να
μην μένει μόνο θεωρητική η παροχή δικαστικής προστασίας και με
τον τρόπο αυτό να μετουσιώνεται το περιεχόμενο της δικαστικής
απόφασης στην πραγματικότητα.
Ζήτημα, ωστόσο, ανακύπτει όταν μετά την ολοκλήρωση της
αναγκαστικής εκτέλεσης εξαφανίζεται η δικαστική απόφαση με βάση
την οποία επισπεύθηκε και ολοκληρώθηκε η εκτέλεση με συνέπεια η
επέμβαση στην περιουσία του οφειλέτη να καθίσταται αδικαιολόγητη.
Στην περίπτωση αυτή προκειμένου ο νομοθέτης να εξισορροπήσει
τα αντικρουόμενα συμφέροντα του επισπεύδοντος δανειστή ή του
τρίτου και του οφειλέτη, προέβλεψε δύο θεσμούς προστασίας του καθ’
ου η εκτέλεση οφειλέτη: το θεσμό της επαναφοράς των πραγμάτων
στην προηγούμενη κατάσταση (550, 579 § 2, 581 § 3, 660 και 914
ΚΠολΔ) και το θεσμό της χρηματικής αποζημίωσης (703 και 940
ΚΠολΔ).
Οι δύο τούτοι θεσμοί ισχύουν παράλληλα, με την έννοια ότι η
επιλογή του ενός δεν αποκλείει την παράλληλη παραδεκτή και
νομίμως βάσιμη προσφυγή και στον άλλο, εφ’ όσον συντρέχουν οι
αυτοτελείς δικονομικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις καθενός από
αυτούς τους δύο θεσμούς.
4
Η συνδυασμένη ερμηνεία των διατάξεων 933, 550, 579, 914,
940 ΚΠολΔ που εξασφαλίζουν - στα πλαίσια της αναγκαστικής
εκτέλεσης - καθολική προστασία στον οφειλέτη επιτρέπει μια
περαιτέρω διάκριση των μορφών της ελαττωματικής αναγκαστικής
εκτέλεσης. Η διάκριση γίνεται με κριτήριο το είδος της διαφοράς που
αναφύεται. Έτσι, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις, ανάγκη
προστασίας του οφειλέτη ανακύπτει στις εξής περιπτώσεις: α) όταν δεν
υπάρχει ή παύσει να υπάρχει ο εκτελεστός τίτλος, οπότε στην
περίπτωση αυτή μιλάμε για αδικαιολόγητη εκτέλεση, β) όταν η
επιχειρηθείσα πράξη εκτέλεσης έγινε κατά παράβαση του
προβλεπόμενου διαδικαστικού τύπου, οπότε στην περίπτωση αυτή
μιλάμε για άκυρη εκτέλεση και τέλος, γ) όταν είναι ανύπαρκτη η
απαίτηση για την οποία επισπεύδεται εκτέλεση, οπότε στην περίπτωση
αυτή μιλάμε για άδικη2 εκτέλεση.
Κατόπιν των ανωτέρω, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο
νομοθέτης δεν θέλησε να προσδώσει τις ίδιες συνέπειες στην
αδικαιολόγητη, την άκυρη και την άδικη εκτέλεση. Όταν
διαφοροποιείται η αιτία της ελαττωματικής εκτέλεσης, διαφοροποιείται
και το αίτημα. Έτσι η αδικαιολόγητη εκτέλεση θεμελιώνει δικαίωμα
επαναφοράς, η άκυρη εκτέλεση θεραπεύεται, κατά κανόνα, με την
νέα έγκυρη πλέον επιχείρηση της, ενώ η άδικη εκτέλεση παρέχει στον
θιγέντα διάδικο τόσο αξίωση επαναφοράς όσο και δικαίωμα
αποζημίωσης.
2 Βλ. Μιχελάκη, Περί της αδίκου διαδικαστικής πράξεως, σελ. 6, κατά τον οποίο:
«άδικος είναι η πράξις της οποίας το νόημα αντιφάσκει προς το καθόλου δίκαιον».
5
Πριν όμως εξετάσουμε την αποζημίωση του άρθρου 940 ΚΠολΔ, που
αποτελεί και το κύριο αντικείμενο της παρούσας, είναι σκόπιμο και
χρήσιμο να εξετάσουμε εν τάχει τον θεσμό της επαναφοράς.
6
Η επαναφορά συναρτάται με την ακύρωση ή μεταρρύθμιση του
τίτλου, ανεξάρτητα από την ύπαρξη του δικαιώματος, ήτοι ο οφειλέτης
που αξιώνει την επαναφορά δεν αποκρούεται με την ανυπαρξία του
δικαιώματος του5. Συγγενέστερη έννοια ως προς το θεσμό της
επαναφοράς αποτελεί η αξίωση περί αδικαιολογήτου πλουτισμού,
καθώς διέπεται από την ίδια αποκαταστατική αρχή και καθώς
προσβλέπει στην απόδοση της ωφέλειας, που απεκόμισε στα πλαίσια
της εκτέλεσης ο επισπεύδων. Η κυριότερη διαφορά τους, όμως,
συνίσταται στο γεγονός ότι η αξίωση της επαναφοράς, όπως
αναφέρθηκε αμέσως ανωτέρω, δεν καταλύεται από την ανυπαρξία του
δικαιώματος, ούτε αντικρούεται από την ένσταση του μη σωζόμενου
πλουτισμού (909 ΑΚ), αφού στην περίπτωση της επαναφοράς ο
επισπεύδων δανειστής έχει υποχρέωση να αποδώσει την χρηματική
παροχή και το πράγμα έτσι όπως το έλαβε6.
Η αξίωση της επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη
κατάσταση λειτουργεί παραπληρωματικά σε σχέση με την άσκηση
ενδίκων μέσων. Η ευδοκίμηση των τελευταίων και η ανατροπή της
δικαστικής απόφασης που προσβάλλεται με αυτά συνοδεύεται, εφόσον
έχει υποβληθεί το σχετικό αίτημα και μάλιστα χωρίς τη διεξαγωγή
ξεχωριστής προς τούτο δίκης, από την υποχρέωση του δανειστή να
αποδώσει στον οφειλέτη ό,τι έλαβε από την εκτέλεση και γενικά να
ανατρέψει την μεταβολή που επέφερε η εκτέλεση7.
Πιο συγκεκριμένα οι απαραίτητες προϋποθέσεις8 για την
θεμελίωση της αξίωσης της επαναφοράς των πραγμάτων στην
εάν δεν είναι εφικτή αυτή, οπότε οφείλεται αποζημίωση για αδυναμία παροχής.» και
Μπέης, Επαναφορά στην προηγούμενη κατάσταση και περαιτέρω χρηματική
αποζημίωση όταν αποδυναμώνεται η εκτέλεση, Δ 2004.503.
5 Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική-Νομολογιακή
Ανάλυση (κατ’ άρθρο) Τόμος Ε΄, υπό άρθρο 914, σελ. 189.
6 ΕφΘεσ1302/2000 ΝΟΜΟΣ, κατά την οποία : «η αίτηση για επαναφορά των
πραγμάτων στην πρότερα κατάσταση στηρίζεται ευθέως στον νόμο και έχει ως βάση την
ανατροπή της εκτελέσεως με δικαστική απόφαση και όχι στις επικουρικές διατάξεις του
αδικαιολογήτου πλουτισμού. Κατά συνέπεια, αλυσιτελώς προβάλλονται κατ` αυτής
ενστάσεις από τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις», ΕφΑθ 11246/1979 ΝοΒ
1980.840, Μπρακατσούλας, Η αναγκαστική εκτέλεση, τόμος Ι, σελ. 164,
Απαλαγάκη, Επαναφορά και Αποζημίωση, σελ. 60, Γέσιου-Φαλτσή, Αναγκαστική
Εκτέλεση Γενικό Μέρος, σελ. 130.
7 Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική-Νομολογιακή
Ανάλυση (κατ’ άρθρο) Τόμος Ε΄, υπό άρθρο 914, σελ. 187-188.
8 Ειδικότερα για τις προϋποθέσεις της αίτησης επαναφοράς βλ. Μπρακατσούλας, Η
7
προηγούμενη, πριν την εκτέλεση, κατάσταση είναι κατ’ αρχάς η
ευδοκίμηση του ένδικου μέσου ώστε να έχει εξαφανιστεί ή
μεταρρυθμιστεί ο εκτελεστός τίτλος που αποτελούσε το θεμέλιο της
αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς και η έκδοση απόφασης επί της
αγωγής, της ανταγωγής ή της κύριας παρέμβασης, ήτοι η τελική
απόρριψη, έστω και για τυπικούς λόγους, της αίτησης παροχής
δικαστικής προστασίας. Επιπλέον θα πρέπει να έχει προηγηθεί η
εκτέλεση της απόφασης και συγκεκριμένα εκτέλεση που να τελεί σε
αιτιώδη συνάφεια, δηλαδή σε σχέση αιτίου αιτιατού με την απόφαση.
Όπως δε προκύπτει ομοιόμορφα από τις διατάξεις των άρθρων 550,
579 § 2 και 914 ΚΠολΔ, η εκτέλεση της απόφασης θα πρέπει να
προαποδεικνύεται9, δίχως να αρκεί απλή απειλή εκτέλεσης. Η
απόδειξη για το ότι έγινε η εκτέλεση θα πρέπει συνεπώς να προκύπτει
από έγγραφο ή ομολογία του επισπεύδοντος δανειστή10. Τέλος,
απαραίτητη διαδικαστική προϋπόθεση είναι η υποβολή του σχετικού
αιτήματος από τον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, σύμφωνα με την αρχή
της διαθέσεως (106 ΚΠολΔ), αφού το δικαστήριο του ενδίκου μέσου
δεν έχει την εξουσία να διατάξει την επαναφορά αυτεπαγγέλτως,
ακόμη και όταν διαπιστώνει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της.
Η αξίωση για επαναφορά στην προηγούμενη κατάσταση μπορεί
να ασκηθεί είτε με αυτοτελές δικόγραφο (αυτοτελής επαναφορά), είτε
με το δικόγραφο του ενδίκου μέσου11 είτε να σωρευθεί με τις έγγραφες
προτάσεις12 (ενδοδιαδικαστική επαναφορά), οι οποίες υποβάλλονται
στο δικαστήριο κατά την εκδίκαση του τακτικού ή έκτακτου ενδίκου
αυτοτελές δικόγραφο, μετά την έκδοση απόφασης επί του ενδίκου μέσου, διότι τότε,
αφού ο διάδικος δεν κάνει χρήση της ενδοδιαδικαστικής επαναφοράς, διατηρεί το
δικαίωμα να αποδείξει την εκτέλεση με κάθε νόμιμο μέσο και μάρτυρες, μέσα στα
όρια που τάσσει η διαδικασία εκδίκασης της αγωγής. Βλ. Απαλαγάκη, Επαναφορά
και Αποζημίωση, σελ. 83, Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας,
Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση (κατ’ άρθρο) Τόμος Ε΄, υπό άρθρο 914, σελ.
191-192.
10 Μπορεί π.χ. να αποδεικνύεται από το αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης ή της
8
μέσου13. Αρμόδιο δικαστήριο (καθ’ ύλην και κατά τόπον) για να κρίνει
την αίτηση της επαναφοράς είναι πάντοτε το δικαστήριο που δικάζει το
ένδικο μέσο14. Η εφαρμοστέα διαδικασία, τακτική ή ειδική είναι
επίσης πάντοτε αυτή με την οποία κρίνεται το ένδικο μέσο.
Σημειώνεται, τέλος, ότι το δικαστήριο δεν έχει διακριτική
ευχέρεια, αλλά υποχρεούται να διατάξει την επαναφορά15. Η απόφαση
δε που διατάζει την επαναφορά αποτελεί εκτελεστό τίτλο. Ο ρόλος
όμως των υποκειμένων της αναγκαστικής εκτέλεσης θα είναι τώρα
αντίστροφος. Επισπεύδων γίνεται ο καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτης16.
Στην ελληνική έννομη τάξη, η προστασία του καθ’ ου η εκτέλεση
οφειλέτη δεν εξαντλείται στο θεσμό της επαναφοράς, αλλά
προβλέπεται και η πλήρης αποζημίωση του από το δανειστή το ύψος
της οποίας ρυθμίζεται από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου.
Ακολουθεί περαιτέρω ανάλυση για το θεσμό της αποζημίωσης, στα
πλαίσια της διάταξης του άρθρου 940 ΚΠολΔ, η οποία αποτελεί και το
κύριο αντικείμενο της παρούσας.
9
προϋποθέτει διαβαθμιζόμενη υπαιτιότητα του17. Η αξίωση
αποζημίωσης, αν και λείπει το στοιχείο του παρανόμου που αξιώνει το
άρθρο 914 ΑΚ, στηρίζεται σε μια ιδιαίτερη μορφή αδικοπραξίας, που
συνίσταται στην αντίθεση της πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης
προς τα χρηστά ήθη, τα οποία δεν ανέχονται την επίσπευση της
αναγκαστικής εκτέλεσης, όταν ο επισπεύδων γνωρίζει ή από βαριά
αμέλεια αγνοεί την ανυπαρξία του δικαιώματος του18.
Η διάταξη του 940 ΚΠολΔ ρυθμίζει συγκεντρωτικά, αλλά όχι και
ενιαία, τις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες ανακύπτει θέμα
αποζημίωσης του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη. Η ευθύνη του
επισπεύδοντος για αποζημίωση μπορεί αρχικά να πηγάζει από το
γεγονός ότι πραγματοποιήθηκε αναγκαστική εκτέλεση με βάση
δικαστική απόφαση, όμως εκ των υστέρων με την άσκηση ενδίκων
μέσων και την έκδοση δικαστικής απόφασης βεβαιώθηκε ότι δεν
υπάρχει η απαίτηση. Η ευθύνη όμως του επισπεύδοντος σε αυτήν την
περίπτωση, εξαρτάται από την ύπαρξη ορισμένου βαθμού
υπαιτιότητας, καθώς θα ήταν ανεπιεικές να ευθύνεται σε αποζημίωση
όποιος επισπεύδει μια τέτοια εκτέλεση, αν δεν βαρύνεται με
πταίσμα19.
Ευθύνη για αποζημίωση επίσης μπορεί να υπάρξει, μολονότι δεν
έχει μεσολαβήσει εξαφάνιση με ένδικα μέσα της δικαστικής απόφασης
που στήριξε την αναγκαστική εκτέλεση, όταν η πράξη της εκτελεστικής
διαδικασίας ακυρώνεται μετά από άσκηση ανακοπής, είτε γιατί η
απαίτηση κρίνεται πλέον κατά το χρόνο της εκτέλεσης ανύπαρκτη, είτε
γιατί η πράξη της εκτέλεσης, που ακυρώθηκε, είναι παράνομη και
επισύρει αυτή καθεαυτή ευθύνη για αποζημίωση, όπως π.χ., η
καταχρηστική κατάσχεση. Σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να ενταχθεί
και η άκυρη αναγκαστική εκτέλεση που στηρίζεται σε άλλους πλην
της δικαστικής απόφασης εκτελεστούς τίτλους, καθώς τότε δεν
υπάρχει θέμα εξαφάνισης του εκτελεστού τίτλου με ένδικα μέσα20.
10
Η κατά άρθρο 940 ΚΠολΔ αποζημίωση καλύπτει κάθε
περιουσιακή ζημία που προήλθε από την αδικαιολόγητη εκτέλεση,
επομένως τόσο την θετική ζημία όσο και την αποθετική ή διαφυγόν
κέρδος (914, 297-298 ΑΚ)21, όπως επίσης και την ηθική βλάβη (914,
299, 932 ΑΚ)22. Αναγκαία δε προϋπόθεση για την στοιχειοθέτηση της
ευθύνης αποζημίωσης είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ
της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύστηκε και της ζημίας που
επήλθε στην περιουσία του οφειλέτη23.
Η αποζημίωση είναι πάντοτε χρηματική και αφορά περαιτέρω
ζημίες, που δεν ταυτίζονται με την στέρηση του περιουσιακού
αντικειμένου, που υπέστη ο καθ’ ου από την εκτέλεση, αλλά αφορά
άλλες ζημίες εξ αφορμής της εκτέλεσης24.
Η αξίωση χρηματικής αποζημίωσης επιδιώκεται κατ’ αρχήν με
αυτοτελή καταψηφιστική αγωγή, η οποία εισάγεται στο κατά τις
γενικές διατάξεις καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο και δικάζεται με την
τακτική διαδικασία25.
Το άρθρο 940 ΚΠολΔ, ωστόσο, δεν καλύπτει αξιώσεις
αποζημίωσης κατά του επισπεύδοντος δανειστή από υπαίτιες πράξεις
ή παραλείψεις των οργάνων της εκτέλεσης, καθώς τα όργανα αυτά
είναι φορείς δημόσιας εξουσίας και η σχέση που τα συνδέει με τον
επισπεύδοντα είναι δημοσίου δικαίου, ώστε δεν είναι νοητή η δυνάμει
σχέσης πρόστησης, ευθύνη του επισπεύδοντος δανειστή, για τις
παράνομες πράξεις τους26. Ευθύνη των οργάνων αυτών
(συμβολαιογράφου, δικαστικού επιμελητή) μπορεί να υπάρξει μόνο αν
συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αγωγής κακοδικίας κατ’ άρθρο 73
21 Μπορεί λ.χ. η ζημία να συνίσταται και στη δαπάνη στην οποία υποβλήθηκε ο
διάδικος προς υπεράσπιση του. ΜονΠΑθ 1310/1971 Δ 1972.285.
22 Γέσιου-Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση Γενικό Μέρος, σελ. 380 και ΑΠ 1410/2002
ΝΟΜΟΣ, κατά την οποία : «Αν πρόκειται για μη περιουσιακή ζημία και συντρέχουν τα
λοιπά στοιχεία του πραγματικού του άρθρου 940, τότε κατ’ αυτό σε συνδυασμό προς το
άρθρο 932 Α.Κ., μπορεί το δικαστήριο να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση για την
ηθική βλάβη».
23 ΑΠ 456/2002 ΝΟΜΟΣ.
αξίωσης αποζημίωσης.
26 Απαλαγάκη, Επαναφορά και Αποζημίωση, σελ. 233, Βαθρακοκοίλης, Κώδικας
11
ΕισΝΚΠολΔ, είτε αποδέκτης της συμπεριφοράς τους είναι ο
επισπεύδων, είτε ο καθ’ ου η εκτέλεση27.
12
αξίωση αποζημίωσης είναι πάντοτε χρηματική και αφορά περαιτέρω
ζημίες που υπέστη ο καθ’ ου η εκτέλεση εξ αφορμής της εκτέλεσης30.
Σαφής είναι εξάλλου και η διαφοροποίηση που υπάρχει μεταξύ
του θεσμού της επαναφοράς και του θεσμού της αποζημίωσης, στον
τομέα των ενστάσεων που μπορούν να προβληθούν. Ειδικότερα, ο
θεσμός της επαναφοράς δεν κάμπτεται με ενστάσεις, και ιδίως με την
ένσταση του συντρέχοντος πταίσματος, ή της κατ’ άρθρο 336 ΑΚ
απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας εκ μέρους του ήδη υπόχρεου,
ενώ η αποζημίωση του άρθρου 940 ΚΠολΔ υπόκειται σε αυτές τις
ενστάσεις.
Ακόμη, αξίζει να αναφερθεί ότι από την φύση της η επαναφορά
δεν είναι δυνατό να ασκηθεί κατά τρόπο αντίθετο στην καλή πίστη ή
τα χρηστά ήθη, ενώ το ενδεχόμενο αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί για
την αξίωση της αποζημίωσης31.
Κοινός είναι, όμως, ο χαρακτήρας των δύο αυτών αξιώσεων, ως
αξιώσεων αποζημίωσης από αδικοπραξία, με την πιο πλατιά έννοια του
όρου η αξίωση επαναφοράς, ενώ από άδικη και υπαίτια πράξη η κατ’
άρθρο 940 ΚΠολΔ αξίωση αποζημίωσης. Για το λόγο αυτό και οι δύο
αξιώσεις υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ,
στο εύρος της οποίας υπάγεται και η αξίωση αποζημίωσης από
αντικειμενική ευθύνη32.
συνάγεται, κατά την κρίση της πλειοψηφούσας γνώμης του Δικαστηρίου, ότι, καίτοι στις
ανωτέρω περιπτώσεις ελλείπει το στοιχείο του παρανόμου, που αξιώνει το άρθρο 914 ΑΚ
για να θεωρείται η τοιαύτη εκτέλεση αδικοπραξία, όπως την εννοεί το ανώτερο άρθρο
(914 ΑΚ), καθιερούται όμως μια άδικη δόλια πράξη επαυξημένης δολιότητας, από την
οποία αποκλείεται η ελαφρά αμέλεια και ως εκ τούτου το θέμα της παραγραφής της
αξιώσεως ρυθμίζεται από τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, ήτοι του άρθρου 937 ΑΚ, το
οποίο ορίζει ότι η απαίτηση παραγράφεται μετά πενταετία αφότου ο παθών έμαθε τη
ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση, και όχι από τη συνήθη παραγραφή των 20 ετών,
ως περαιτέρω υποστηρίζει η μειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου. Θα ήταν άλλωστε
αντιφατικό, απαίτηση γεννηθείσα εξ αμελείας του άρθρου 914 ΑΚ να υπάγεται στην
5ετή παραγραφή και η απαίτηση που προήλθε από βαριά αμέλεια ή δόλια ενέργεια
στην περίπτωση της παραγράφου 1 του άρθρου 940 ΚΠολΔ και από εξειδικευμένο δόλο
στην περίπτωση της παραγράφου 2 του αυτού άρθρου (940 ΚΠολΔ) να υπάγεται στην
20ετή παραγραφή, ενώ ο νομοθέτης υπήγαγε στην 20ετή παραγραφή, ενώ ο νομοθέτης
υπήγαγε τις απαιτήσεις που προκύπτουν από δόλια ενέργεια του οφειλέτη κατά κανόνα
στη σύντομη παραγραφή και κάτω της 5ετίας». Μπέης, Επαναφορά στην προηγούμενη
13
Β. ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΟΤΑΝ ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΤΑΙ Ή
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΖΕΤΑΙ Η ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΕΚΤΕΛΕΣΤΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
(940 § 1 ΚΠολΔ) - ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ
Στην § 1 του άρθρου 940 ΚΠολΔ, ρυθμίζεται εκτός της
επαναφοράς, το δικαίωμα του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη προς
χρηματική αποζημίωση σε περίπτωση που εξαφανιστεί ή
μεταρρυθμιστεί η προσωρινά εκτελεστή απόφαση που έχει εκτελεστεί.
Για την εφαρμογή του άρθρου 940 § 1 ΚΠολΔ θα πρέπει να
συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:
237 και 79 επ. κυρίως υποσημείωση με αριθμό 37, Μπέης, Πολιτική Δικονομία,
Αναγκαστική Εκτέλεση, Τόμος 22, Γενικό μέρος ΙΙ, υπό άρθρο 940, σελ. 1501.
34 Απαλαγάκη, Επαναφορά και Αποζημίωση σελ. 237 και 78 επ.
14
1.2. Εκούσια εκτέλεση
Γίνεται δεκτό, τόσο από την θεωρία35 όσο και από την
νομολογία36 ότι η προϋπόθεση της προηγούμενης εκτέλεσης υφίσταται
ακόμα και στην περίπτωση της εκούσιας εκτέλεσης, όταν αυτή γίνεται
υπό την απειλή της εκτέλεσης, οπότε παύει να είναι οικειοθελής.
Άλλωστε ο νόμος αναφέρεται γενικώς στην εκτέλεση, χωρίς να
διακρίνει μεταξύ εκούσιας και αναγκαστικής εκτέλεσης37.
Η εκούσια συμμόρφωση προς την προσωρινά εκτελεστή
δικαστική απόφαση θα πρέπει να έγινε ως συνέπεια εξαναγκασμού και
υποταγής στην επαπειλούμενη αναγκαστική εκτέλεση, χωρίς αυτό να
υποδηλώνει αποδοχή της απόφασης38. Εάν αντίθετα ο οφειλέτης
αποδεχθεί την απόφαση και συμμορφωθεί αυθόρμητα, ήτοι
εκπληρώσει την οφειλόμενη παροχή, τότε θεωρείται ότι προβαίνει σε
εξώδικη καταβολή με την έννοια των άρθρων 416 επ. ΑΚ, οπότε
αποκλείεται η κατ’ άρθρο 940 ΚΠολΔ αποζημίωση39. Σε περίπτωση
που η απόφαση είναι προσωρινά εκτελεστή και ο δανειστής ζητήσει
την λήψη απογράφου40, ακόμα και αν δεν επιδοθεί επιταγή, η
εκούσια συμμόρφωση του οφειλέτη πρέπει να αποκλειστεί, εφόσον
επαπειλείται η έναρξη της εκτέλεσης41. Ένδειξη περί μη εκούσιας
συμμόρφωσης αποτελεί και η άσκηση των ενδίκων μέσων.
37 ΑΠ 1678/1984 ΝοΒ 1985.1019, κατά την οποία : «Ταύτα έχουν εφαρμογήν και επί
εκουσίας εκτελέσεως, καθ` όσον το μέν ο νόμος αναφέρεται γενικώς εις την εκτέλεσιν,
χωρίς να διακρίνη μεταξύ εκουσίας και αναγκαστικής τοιαύτης, το δε η συμμόρφωσις
του ηττηθέντος διαδίκου προς το περιεχόμενον της τελεσιδίκου αποφάσεως είναι μεν
εκουσία, ουχί όμως και αυθόρμητος, διότι αποτελεί συνέπειαν εξαναγκασμού και
υποταγής εις την απειλουμένην εκτέλεσιν και δεν σημαίνει αποδοχήν της αποφάσεως.»,
ομοίως ΕφΠατρ 160/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕΦΑθ 8195/2005 ΕλλΔνη 2006.561.
38 Κεραμέα, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο Γενικό Μέρος, σελ. 297, Βαθρακοκοίλης,
15
2. Η εκ των υστέρων εξαφάνιση ή μεταρρύθμιση της
εκτελεσθείσας απόφασης
Η § 1 του άρθρου 940 ΚΠολΔ θέτει ως προϋπόθεση για την
εφαρμογή της την εξαφάνιση ή μεταρρύθμιση της οριστικής απόφασης
που είχε κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή και εκτελέστηκε. Αυτό
μπορεί να συμβεί μετά την άσκηση των τακτικών ενδίκων μέσων της
έφεσης ή (και) της ανακοπής ερημοδικίας. Με την απόφαση που θα
εκδοθεί πρέπει να απορρίπτεται οριστικώς η αγωγή ή ανταγωγή ή
κύρια παρέμβαση, βάσει της οποίας είχε εκδοθεί η ήδη
εξαφανιζόμενη προσωρινώς εκτελεστή απόφαση, αφού για τη
θεμελίωση της αξίωσης είναι αναγκαία η κρίση ότι το δικαίωμα που
αποτέλεσε τη βάση της εκτέλεσης δεν υπήρχε. Αρκεί, πάντως και η
απόρριψη της αγωγής για λόγους μόνο τυπικούς, αφού στην
περίπτωση αυτή υπάρχει κρίση ως προς το δικαίωμα βάσει του οποίου
έγινε η εκτέλεση, η οποία κρίση συνίσταται στο ότι το ως άνω δικαίωμα
όπως εισήχθη προς εκδίκαση δεν μπορεί να προκαλέσει την έννομη
προστασία της πολιτείας, οπότε στην δίκη επί της αγωγής
αποζημίωσης θα ερευνηθεί η ύπαρξη της αξίωσης παρεμπιπτόντως42.
Δεν αρκεί όμως η έκδοση από το εφετείο μη οριστικής απόφασης,
όπως για παράδειγμα συμβαίνει στην περίπτωση που κηρύσσεται
απαράδεκτη η συζήτηση43.
Η διατύπωση του άρθρου 940 § 1 ΚΠολΔ δεν καλύπτει την
περίπτωση που η εκτέλεση ολοκληρώθηκε στο χρονικό διάστημα
ανάμεσα στην εκδίκαση της αίτησης για την αναστολή (912, 913 § 1
ΚΠολΔ) ή την ανάκληση (913 § 1 ΚΠολΔ) της προσωρινής
εκτελεστότητας, και την έκδοση απόφασης επί του ενδίκου μέσου.
Υποστηρίζεται μεμονωμένα, ωστόσο, ότι η παράλειψη νομοθετικής
κάλυψης και αυτής της περίπτωσης βρίσκεται έξω από την τελολογία
του άρθρου 940 § 1 ΚΠολΔ και για το λόγο αυτό θα πρέπει
ερμηνευτικώς, και ειδικότερα διαμέσου της αναλογίας, να διευρυνθεί
η περιπτωσιολογία αυτής της ρύθμισης και προς την κατεύθυνση
εκείνη44. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν φαίνεται δυνατό λόγω της μη
συνδρομής της προϋπόθεσης της εξαφάνισης της οριστικής απόφασης,
44 Μπέης, Πολιτική Δικονομία, Αναγκαστική Εκτέλεση, Τόμος 22, Γενικό μέρος ΙΙ,
16
όπως αυτή ορίζεται και αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της
αποζημίωσης στην § 1 του άρθρου 940 ΚΠολΔ.
17
ύπαρξης ή του βαθμού πταίσματος κατά τον κρίσιμο χρόνο της
εκτέλεσης49.
4. Ζημία
Τέλος, προϋπόθεση της αξίωσης προς αποζημίωση αποτελεί η
ύπαρξη ζημίας. Η κατά άρθρο 940 ΚΠολΔ αποζημίωση καλύπτει κάθε
περιουσιακή ζημία που προήλθε από την αδικαιολόγητη εκτέλεση,
επομένως τόσο την θετική ζημία όσο και την αποθετική ή διαφυγόν
κέρδος (914, 297-298 ΑΚ)50, όπως επίσης και την ηθική βλάβη (914,
299, 932 ΑΚ) που υπέστη ο καθ’ ου η εκτέλεση, δηλαδή προβλέπεται
πλήρης αποζημίωση κατά τα άρθρα 297 επ. ΑΚ51. Αναγκαία δε
προϋπόθεση για την στοιχειοθέτηση της ευθύνης αποζημίωσης είναι η
ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της αναγκαστικής εκτέλεσης που
επισπεύστηκε και της ζημίας που επήλθε στην περιουσία του
οφειλέτη52.
Κρίσιμος χρόνος για τον καθορισμό της ζημίας νοείται ο χρόνος
έκδοσης της απόφασης επί της αποζημιωτικής αγωγής, εννοουμένου
ως τέτοιου κρισίμου χρόνου, κατά τους δικονομικούς κανόνες, εκείνου
της πρώτης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου συζήτησης της
αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η οριστική απόφαση53.
18
Γ. ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΟΤΑΝ ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΤΑΙ Η ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΗ
ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΕΚΤΕΛΕΣΤΗΚΕ (940 § 2 ΚΠολΔ)
Στην § 2 του άρθρου 940 ΚΠολΔ ρυθμίζεται η δυνατότητα
αποζημίωσης όταν εξαφανίζεται η τελεσίδικη δικαστική απόφαση μετά
την άσκηση των έκτακτων ένδικων μέσων της αναίρεσης και της
αναψηλάφησης.
19
Σε αντίθεση με την διάταξη του 914 ΚΠολΔ, ούτε για την
αναψηλάφηση, ούτε για την αναίρεση ορίζεται ρητά ότι εκτός από την
ευδοκίμηση τους απαιτείται και η απόρριψη της αίτησης δικαστικής
προστασίας. Ειδικά για την αναψηλάφηση, επειδή κατά το άρθρο 549
ΚΠολΔ το δικαστήριο που εκδικάζει την αναψηλάφηση εξετάζει με την
ίδια την απόφαση και την ουσία της υπόθεσης, είναι ορθότερο να
δεχτούμε ότι η αποζημίωση, όπως και η επαναφορά, προϋποθέτει
προηγούμενη απόφαση επί της ουσίας της διαφοράς. Αντίθετα, στα
πλαίσια της αναιρετικής δίκης δεν απαιτείται η έκδοση απόφασης επί
της ουσίας της διαφοράς. Το ακυρωτικό μπορεί να διατάξει είτε την
επαναφορά είτε την αποζημίωση με μόνη την παραδοχή της
αναίρεσης, διότι με αυτήν, η αναιρεθείσα απόφαση αποβάλλει τόσο
την ισχύ της όσο και τα έννομα αποτελέσματα της (π.χ.
δεδικασμένο)56.
56 Απαλαγάκη, Επαναφορά και Αποζημίωση σελ. 237 και 77-78, αντιθ. Μπέης,
Πολιτική Δικονομία, Αναγκαστική Εκτέλεση, Τόμος 22, Γενικό μέρος ΙΙ, υπό άρθρο
940, σελ. 1502, κατά τον οποίο είτε η τελεσίδικη απόφαση εξαφανίστηκε μετά την
άσκηση και ευδοκίμηση αίτησης αναψηλάφησης είτε αναιρετικής αίτησης, για την
εφαρμογή του άρθρου 940§2 ΚΠολΔ δεν απαιτείται η έκδοση νέας απόφασης ως προς
την τύχη της αγωγής.
57 Γέσιου – Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση Γενικό Μέρος, σελ. 381.
20
επισπεύδων αποσιώπησε τη γνωστή σε αυτόν μη ύπαρξη του
δικαιώματος, παραβιάζοντας το καθήκον αλήθειας58.
1.4. Ζημία
Για την ζημία, η οποία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της
αξίωσης αποζημίωσης καθώς και για την αιτιώδη συνάφεια ισχύει ότι
εκτέθηκε προηγουμένως για την § 159.
58 ΑΠ 1678/1984 ΝοΒ 1985.1019 «Κατά την έννοιαν της ουσιαστικού κανόνος δικαίου
διατάξεως ταύτης ο επισπεύσας την εκτέλεσιν τελεσιδίκου αποφάσεως, η οποία εν
συνεχεία εξηφανίσθη συνεπεία ασκήσεως ενδίκου μέσου, υποχρεούται εις αποζημίωσιν
του καθ` ού η εκτέλεσις δια την εκ ταύτης προελθούσαν ζημίαν μόνον εν περιπτώσει
καθ` ήν ο επισπεύσας ευρίσκετο εις προφανή, κατά την κρίσιν του δικαστηρίου, δόλον,
περί την μή ύπαρξιν του δικαιώματός του ή απεσιώπησε ταύτην κατά παράβασιν του
καθήκοντος αληθείας.», ΠΠρΠατρ 453/2008 Αρμ 2008.1727, Απαλαγάκη,
Επαναφορά και Αποζημίωση, σελ. 234, Γέσιου - Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση,
Γενικό Μέρος, σελ. 381.
59 Βλ. ανωτέρω Κεφάλαιο Β΄ Ενότητα 4.
21
αυτόν απόφασης, τότε ο νομοθέτης δεν μπορεί να μείνει απαθής.
Σύμφωνα με το άρθρο 333 § 1 ΚΠολΔ οι διάδικοι και οι διάδοχοι τους
δεν μπορούν να προσβάλουν την απόφαση για δόλο κάποιου διάδικου
ή τρίτου παρά μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται
αναψηλάφηση και μόνον αν συντρέχει συναφής λόγος
αναψηλάφησης, λ.χ. αν η απόφαση στηρίζεται σε ψευδή κατάθεση
μάρτυρα ή διαδίκου κατ’ άρθρο 544 αριθ. 6 ΚΠολΔ62.
Σύμφωνα μάλιστα με πάγια, πλέον, στάση της νομολογίας63 και
μάλλον κρατούσα θέση στην θεωρία64, δεν είναι δυνατή ούτε η έμμεση
διάσπαση του δεδικασμένου, μέσω της άσκησης αγωγής αποζημίωσης
κατ’ άρθρο 914 ή 919 ΑΚ, αλλά ούτε και η αναζήτηση όσων
καταβλήθηκαν μέσω αγωγής αδικαιολόγητου πλουτισμού κατ’ άρθρο
904 ΑΚ, αφού το δεδικασμένο της απόφασης συνιστά νόμιμο λόγο για
την διατήρηση του πλουτισμού65. Αυτό συμβαίνει κυρίως λόγω της
ίδιας της ύπαρξης του άρθρου 940 ΚΠολΔ, που προϋποθέτει την
ευδοκίμηση ενδίκων μέσων (§§ 1, 2). Η διάταξη εξάλλου, όχι μόνο
αναφέρεται ρητά στην προηγούμενη ευόδωση τακτικού (§ 1) ή
έκτακτου (§ 2) ενδίκου μέσου, αλλά προβλέπει και αξίωση
επαναφοράς, η οποία επίσης προϋποθέτει την ευδοκίμηση ενδίκων
62 Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙ, σελ. 728 και ΕφΘεσ 751/1980 ΕλλΔνη 1980.725.
63 ΑΠ 745/1986 ΝοΒ 1987.736-737, ΕφΑΘ 7604/1995 ΕλλΔνη 1996.694, σημ.
Μαργαρίτη κατά την οποία: «Για τον λόγο αυτόν δεν μπορεί να ανατραπεί ή να καταστεί
ανενέργητο το δεδικασμένο, είτε αμέσως με την δημιουργία νέας δίκης για το
αντικείμενο μεταξύ των διαδίκων, είτε εμμέσως με την προσβολή του δεδικασμένου ως
προϊόντος δόλου, με την άσκηση από τον διάδικο που νικήθηκε νέας αγωγής κατά του
νικήσαντος, με την οποία θα επιδιώκεται, κατά τα άρθρα 914 και 919 ΑΚ, η επιδίκαση
αποζημιώσεως, ίσης προς το αντικείμενο που επιδικάσθηκε.», ομοίως ΕφΠειρ 126/2002
ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 12041/1989 ΑρχΝ 1990.148, ΕφΑθ 5328/1978 ΝοΒ 1979.232,
ΕφΑθ 2155/1978 ΝοΒ 1979.789, Αντιθ. ΟλΑΠ 1339/1985 ΕλλΔνη 1985.1141.
64 Απαλαγάκη, Επαναφορά και Αποζημίωση, σελ. 242 επ., Αρβανιτάκης, Τα χρονικά
αποκομίζει κάποιος ωφέλεια από επιδίκαση μετά από δικαστική απόφαση και το
δεδικασμένο που παράγεται από αυτή, δεν μπορεί να ανατραπεί ούτε με αγωγή που
στηρίζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό»., και ΕφΑθ 8009/1997 ΝοΒ 1998.652 κατά
την οποία: «Περαιτέρω, κατά την παρ. 1 του άρθρου 333 ΚΠολΔ, οι διάδικοι και οι
διάδοχοί τους δεν μπορούν να προσβάλουν την απόφαση για δόλο κάποιου διαδίκου ή
τρίτου παρά μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται αναψηλάφηση. Η έννοια
της διάταξης αυτής είναι ότι ο διάδικος ή οι διάδοχοί του δεν μπορούν, επικαλούμενοι
δόλο του αντιδίκου ή τρίτου, να προσβάλουν την απόφαση που αποτελεί δεδικασμένο,
παρά μόνο αν η δόλια ενέργεια συνιστά ορισμένο λόγο αναψηλάφησης και μόνο με το
ένδικο αυτό μέσο και εντός της προβλεπόμενης για την άσκησή του προθεσμίας.»,
ομοίως ΕφΑθ 7604/1995 ΕλλΔνη 1996.694 σημ. Μαργαρίτη.
22
μέσων66. Το δεδικασμένο κάμπτεται, λοιπόν, μόνον στις περιοριστικά
απαριθμούμενες στο άρθρο 544 ΚΠολΔ περιπτώσεις, όπου επιτρέπεται
αναψηλάφηση, και μάλιστα μέσα στη νόμιμη προθεσμία των 60
ημερών (605 ΚΠολΔ) που προβλέπεται για την άσκηση της. Αντίθετη
ερμηνεία θα σήμαινε διεύρυνση τόσο των λόγων αναψηλάφησης67 όσο
και της προθεσμίας για την άσκηση της, η οποία είναι κατά πολύ
συντομότερη από τον χρόνο παραγραφής της αδικοπραξίας68.
Εξάλλου, εάν δεν ανατραπεί η εκτελεσθείσα δικαστική απόφαση, δεν
μπορεί να γίνεται λόγος για παράνομη πρόκληση ζημίας, αφού η
μείωση της περιουσίας του αιτουμένου την αποζημίωση οφείλεται σε
νόμιμη υποχρέωση του, η οποία πηγάζει από τη δικαστική
απόφαση69.
Αντίθετη, πάντως, ήταν η θέση της παλαιότερης νομολογίας70, η
οποία υποστηρίζεται και από μέρος της θεωρίας71, κατά την οποία η
δόλια κτήση δεδικασμένου συνιστά αδικοπραξία κατά την έννοια των
άρθρων 914 ή 919 ΑΚ και επομένως είναι δυνατή η άσκηση αγωγής
αποζημίωσης από τον ηττηθέντα και ζημιωθέντα διάδικο κατά του
νικήσαντος και ζημιώσαντος αυτόν αντιδίκου του που απέκτησε
δεδικασμένο με δόλια μέσα. Στα πλαίσια της θέσης αυτής έχουν
υποστηριχθεί δύο απόψεις σχετικά με την διάσπαση του
σελ. 671.
70 ΑΠ 259/1891 Θέμις Β΄(1).361, ΑΠ 53/1892 Θέμις Γ΄(1).265, ΑΠ 25/1894 Θέμις
23
δεδικασμένου. Κατά την πρώτη άποψη72, η αγωγή αποζημίωσης δεν
ανατρέπει την προηγούμενη τελεσίδικη απόφαση, αλλά αντίθετα
στηρίζεται σ’ αυτήν, εφόσον ως αίτημα έχει την επιδίκαση ζημίας, την
οποία υφίσταται ο ενάγων λόγω της απόφασης εκείνης. Κατά την
δεύτερη άποψη73, για την διαπίστωση της ζημίας, αναγκαστικά
διασπάται μερικώς το δεδικασμένο, αφού ο δικαστής της αγωγής
αποζημίωσης θα θέσει υπό έλεγχο την άδικη απόφαση και θα δεχθεί,
για να επιδικάσει την αποζημίωση ότι αυτή δεν έκρινε ορθά. Οι
απόψεις αυτές δεν μπορούν όμως να γίνουν δεκτές διότι με αυτόν τον
τρόπο το δεδικασμένο θα έχανε τη σημασία του, ως εγγυητή της
ασφάλειας του δικαίου και της κοινωνικής ειρήνης.
Κατόπιν των ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι η αγωγή
αποζημίωσης της § 2 του άρθρου 940 ΚΠολΔ, δεν είναι δυνατόν να
ασκηθεί εκτός των ορίων της αναψηλάφησης. Κατά συνέπεια η διάταξη
αυτή δεν αντιστρατεύεται εκείνη του άρθρου 333 § 1 ΚΠολΔ, αλλά
επαναλαμβάνει την απαγόρευση της, καθώς προϋπόθεση εφαρμογής
του είναι η προηγούμενη εξαφάνιση της εκτελεσθείσας δικαστικής
απόφασης μετά την ευδοκίμηση των κατ’ αυτής ενδίκων μέσων.
24
1. Επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση πριν την
εκτέλεση μετά την αμετάκλητη ακύρωση της
Στην § 3 του άρθρου 940 ΚΠολΔ, όπως προαναφέραμε, δεν
προβλέπεται ρητά δικαίωμα επαναφοράς μετά την αμετάκλητη
ακύρωση της αναγκαστικής εκτέλεσης. Ζήτημα λοιπόν έχει τεθεί στη
νομολογία αλλά κυρίως στην θεωρία, αναφορικά με το αν η αξίωση
επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση κατ’ άρθρο
914 ΚΠολΔ παρέχεται και στην περίπτωση της 940 § 3 ΚΠολΔ.
Κατά την πρώτη άποψη που είναι και η κρατούσα στη θεωρία74
όχι όμως και στη νομολογία75, μολονότι το άρθρο 940 § 3 ΚΠολΔ δεν
κάνει ρητά λόγο για το δικαίωμα επαναφοράς του καθ’ ου η εκτέλεση,
το δικαίωμα αυτό είναι αυτονόητο. Κατά την άποψη αυτή αφού η
αναγκαστική εκτέλεση εμφανίζεται από νομική άποψη ότι δεν είναι
νόμιμη, δεν δικαιολογείται η διατήρηση της κατάστασης που
δημιουργήθηκε με αυτήν, μετά την δικαστική απαγγελία της
ακυρότητας της. Σύμφωνη εξάλλου με την άποψη αυτή είναι και η
Αναθεωρητική Επιτροπή του ΚΠολΔ στα πρακτικά της οποίας
αναφέρεται ότι «στις παραγράφους 1 και 2 δεν ακυρούται η εκτέλεσις
αλλά ανατρέπεται η απόφασις και είναι αναγκαίον να γίνει λόγος περί
επαναφοράς, ενώ εις την περίπτωσιν της §3, ακυρουμένης της
εκτελέσεως, η επαναφορά είναι αυτονόητος» 76.
Μερίδα όμως της θεωρίας77 αλλά και η συντριπτική πλειοψηφία
της νομολογίας78, με το επιχείρημα της απουσίας ρητής νομοθετικής
25
διάταξης στην § 3 του άρθρου 940 ΚΠολΔ, δέχεται ότι σε περίπτωση
αμετάκλητης ακύρωσης της αναγκαστικής εκτέλεσης δεν παρέχεται
αξίωση επαναφοράς. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, όταν ακυρώνεται η
εκτέλεση, η επαναφορά των πραγμάτων συντελείται έμμεσα μέσω των
διατάξεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού κατ’ άρθρο 904 ΑΚ, αφού
μετά την ακύρωση αυτή εκλείπει η αιτία της περιουσιακής επίδοσης,
που έγινε στον επισπεύδοντα την εκτέλεση δανειστή.
Τέλος έχει διατυπωθεί και μία ενδιάμεση τρίτη άποψη79 κατά την
οποία όταν πάσχει απλά ο διαδικαστικός τύπος, ήτοι όταν ακυρώνεται
78 ΑΠ 1119/2011 ΝΟΜΟΣ κατά την οποία : «Η διάταξη του άρθρου 940 παρ 3 ΚΠολΔ
ορίζει ότι, αν ακυρωθεί αμετάκλητα η αναγκαστική εκτέλεση, εκείνος κατά του οποίου
έγινε η εκτέλεση έχει δικαίωμα να ζητήσει από εκείνον που την επέσπευσε αποζημίωση
για τις ζημίες που επήλθαν από αυτή, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 ή
919 ΑΚ του αστικού κώδικα. Από τη διάταξη αυτή και κατ` αντιδιαστολή προς τις
διατάξεις των παρ. 1 και 2 του ίδιου άρθρου, όπου αναγνωρίζεται δικαίωμα
αποζημίωσης παράλληλα με το δικαίωμα επαναφοράς των πραγμάτων στην
προηγούμενη κατάσταση για τις περιπτώσεις εξαφανίσεως της προσωρινώς εκτελεστής
και της τελεσίδικης αντίστοιχα αποφάσεως με βάση την οποία έγινε η εκτέλεση,
συνάγεται ότι επί ακυρώσεως της αναγκαστικής εκτελέσεως δεν υφίσταται δικαίωμα
επαναφοράς των πραγμάτων στην πριν από την εκτέλεση κατάσταση ευθέως αλλά μόνο
κατά τους όρους των διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου, δηλονότι της διατάξεως του
άρθρου 904 ΑΚ, του οποίου συντρέχουν οι όροι εφαρμογής, αφού μετά την ακύρωση της
γενόμενης αναγκαστικής εκτελέσεως εκλείπει η αιτία της γενόμενης προς τον
εκτελούντα περιουσιακής επιδόσεως. Η συνδρομή των όρων εφαρμογής της διατάξεως
αυτής του ουσιαστικού δικαίου μόνο στην περίπτωση της αμετακλήτου ακυρώσεως της
αναγκαστικής εκτελέσεως όχι δε και στην περίπτωση της εξαφανίσεως ή μεταρρυθμίσεως
της εκτελεσθείσας αποφάσεως, όπου δεν ακυρώνεται η εκτέλεση, που αποτελεί την αιτία
της περιουσιακής επιδόσεως του καθ’ ου, αλλά ανατρέπεται η αποτελούσα τον τίτλο
αυτής δικαστική απόφαση, δικαιολογεί νομοθετικά την παραπάνω διαφορετική ρύθμιση
της παρ 3 σε σχέση με τις παρ 1 και 2 του άρθρου 940 ΚΠολΔ (Α.Π. 289/2000, Α.Π.
978/1997, πρβ. Α.Π. 134/1999, Α.Π. 1325/1997 που έκριναν επί αμετάκλητης
ακύρωσης της εκτέλεσης). Επομένως, το Εφετείο, που με την προσβαλλόμενη απόφαση
έκρινε ότι είναι νόμιμο το υποβληθέν με τις προτάσεις της εφεσίβλητης αίτημα
επαναφοράς των πραγμάτων στην προ της αναγκαστικής εκτέλεσης κατάσταση και
υποχρέωσε την εκκαλούσα-καθής η ανακοπή να καταβάλει στην ανακόπτουσα το ποσό
των 3.033,92 ευρώ, το οποίο εισέπραξε με βάση την ακυρωθείσα τελεσιδίκως επιταγή
προς πληρωμή, εσφαλμένα εφάρμοσε τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των
άρθρων 914 και 940 παρ. 3 του ΚΠολΔ, αφού, όπως προαναφέρθηκε, δεν πρόκειται για
εξαφάνιση ή μεταρρύθμιση δικαστικής αποφάσεως, κατά την οποία προβλέπεται
δικαίωμα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, αλλά για μερική
και μάλιστα όχι αμετάκλητη ακύρωση της αναγκαστικής εκτέλεσης, επί της οποίας δεν
προβλέπεται δικαίωμα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.»,
ομοίως ΑΠ 289/2000 ΕλλΔνη 2000/1324, ΑΠ 978/1997 ΕλλΔνη 1998.112, ΕφΘεσ
236/2009 ΕΦΑΔ 2010.181, ΕφΑθ 4043/2007 ΕλλΔνη 2009.564, σημ. Κατρά, ΕφΑθ
3058/1994 ΝοΒ 1995.713, ΕφΑθ 915/1993 ΕλλΔνη 1996.1421.
79 Απαλαγάκη, Επαναφορά και Αποζημίωση, σελ. 219-221, την ίδια, Προϋποθέσεις
και λειτουργία της επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση μετά την
26
άκυρη κατά τον τύπο της πράξη της εκτέλεσης, θέμα επαναφοράς δεν
τίθεται, αφού η άκυρη πράξη της εκτέλεσης μπορεί να επιχειρηθεί εκ
νέου έγκυρα. Κατά την άποψη αυτή, ανάγκη επαναφοράς μετά την
αμετάκλητη ακύρωση της αναγκαστικής εκτέλεσης ανακύπτει μόνο σε
δύο περιπτώσεις. Πρώτον όταν η άκυρη διαδικαστική πράξη της
αναγκαστικής εκτέλεσης οδήγησε σε συγκεκριμένη περιουσιακή
μεταβολή και δεύτερον όταν η αναγκαστική εκτέλεση ή η πράξη της
αναγκαστικής εκτέλεσης ακυρώθηκε, μετά από την άσκηση και
ευδοκίμηση της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, λόγω του ότι δεν
υφίσταται ή εξαφανίσθηκε το θεμέλιο της εκτέλεσης, ήτοι ο εκτελεστός
τίτλος ή λόγω ανυπαρξίας της ίδιας της απαίτησης.
27
στηρίζεται80. Στην έννοια της εκτέλεσης περιλαμβάνεται και εδώ όχι
μόνον η αναγκαστική αλλά και η εκούσια81 εκτέλεση.
28
Σε περίπτωση όμως που παρέλθουν άπρακτες οι προθεσμίες
άσκησης ανακοπής που τάσσονται στο άρθρο 934 ΚΠολΔ, οι
ακυρότητες θεραπεύονται και καθίστανται πλέον απρόσβλητες με το
ένδικο βοήθημα της ανακοπής και κατ’ επέκταση αποκλείεται η
αξίωση αποζημίωσης85.
Τέλος, από την διάταξη της § 3 του άρθρου 940 ΚΠολΔ μπορεί να
συναχθεί γενικότερη αρχή για θεμελίωση ευθύνης εκείνου που
ενήργησε διαδικαστικές πράξεις εκτέλεσης και στη συνέχεια ματαίωσε
τη διαδικασία, όπως η παραίτηση από την κατάσχεση ή η ανάκληση
της εντολής προς εκτέλεση, υπό την συνδρομή βέβαια και των λοιπών
προϋποθέσεων της διάταξης86.
συμβάλλει στην εξέλιξη της διαδικασίας, αποβλέποντας κυρίως στο αποτέλεσμα της
παράνομης και άρα άδικης εκτέλεσης, που είναι εν προκειμένω η προσβολή του
εννόμου συμφέροντος του οφειλέτη στην περιουσία του, η οποία μέσω της άδικης
αναγκαστικής εκτέλεσης απωλέσθηκε».
85 Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική-Νομολογιακή
Ανάλυση (κατ’ άρθρο) Τόμος Ε΄, υπό άρθρο 940, σελ. 516, Κεραμέα, Εκτέλεση
διαταγής πληρωμής που εκ των υστέρων ακυρώθηκε για τυπικούς λόγους, και αξίωση
αποζημιώσεως, Αρμ 2002.336, Απαλαγάκη, Προϋποθέσεις και λειτουργία της
επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση μετά την ακύρωση της
αναγκαστικής εκτελέσεως (άρθρο 940§3 ΚΠολΔ), ΕλλΔνη 2003.663.
86 Μπρίνιας Αναγκαστική Εκτέλεσις Ι, υπό άρθρο 940, σελ. 568, Μπρακατσούλας, Η
29
διενεργήθηκε παράνομα. Η αναγκαστική εκτέλεση που ακυρώνεται
είναι λοιπόν παράνομη με την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, ενώ η
παραπομπή στο άρθρο 919 ΑΚ θεωρείται περιττή87.
Η υπαιτιότητα, ενόψει της παραπομπής στο άρθρο 914 ΑΚ,
περιλαμβάνει οποιασδήποτε μορφής υπαιτιότητα, ακόμα και την
ελαφρά αμέλεια. Η υπαιτιότητα αυτή, όμως, σε αντίθεση με τις §§ 1,
2, αναφέρεται στην επέλευση της ζημίας από την παράνομη πράξη της
εκτέλεσης και όχι στη γνώση της ανυπαρξίας του δικαιώματος88.
Ως προς την προϋπόθεση της ζημίας του καθ’ ου η εκτέλεση,
σύμφωνα με το άρθρο 914 ΑΚ, καθώς και της αιτιώδους συνάφειας
μεταξύ της παράνομης πράξης και της ζημίας ισχύουν τα
προαναφερθέντα για τις §§ 1,2 του άρθρου 940 ΚΠολΔ, δηλαδή
οφείλεται αποζημίωση για την θετική και την αποθετική ζημία, καθώς
και για το διαφυγόν κέρδος, ενώ δεν αποκλείεται και στην περίπτωση
αυτή και εύλογη αποζημίωση για ηθική βλάβη, εφόσον συντρέχουν οι
προϋποθέσεις του άρθρου 932 ΑΚ89.
30
άσκησης αγωγής αποζημίωσης κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας
των άρθρων 914 επ. ΑΚ.
Το ζήτημα αυτό έχει απασχολήσει πρόσφατα δύο φορές την
Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Πιο συγκεκριμένα, τέθηκε το ζήτημα αν
βάσει της διάταξης αυτής του άρθρου 940 § 3 ΚΠολΔ αποκλείεται
αγωγή αποζημίωσης για άδικη εκτέλεση τόσο σε περίπτωση
απόρριψης της ασκηθείσας ανακοπής για τυπικό λόγο, όπως λ.χ. λόγω
εκπρόθεσμης άσκησης της ή λόγω μη παραχρήμα απόδειξης των
σχετικών με την απόσβεση της απαίτησης αιτιάσεων, όσο και σε
περίπτωση μη άσκησης ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ.
Η πρώτη περίπτωση, ήτοι αυτή της απόρριψης της ασκηθείσας
ανακοπής για τυπικό λόγο, απασχόλησε την ΟλΑΠ 49/200590, η
οποία έκρινε ότι κατά την αληθινή έννοια της διάταξης του άρθρου
940 § 3 ΚΠολΔ, ερμηνευομένης και υπό το πρίσμα της αρχής της
δίκαιης δίκης91, ισχυρισμοί που απορρίφθηκαν στη δίκη περί την
εκτέλεση, ως μη αποδεικνυόμενοι παραχρήμα κατά το άρθρο 933 § 4
ΚΠολΔ, είναι δυνατόν πέραν της περίπτωσης του άρθρου 940 § 3
ΚΠολΔ, να προβληθούν προς έρευνα, ως προς τη βασιμότητα τους, αν
είναι ουσιώδεις, όπως λόγω ανυπαρξίας ή απόσβεσης ή ακυρότητας
της απαίτησης κατά το ουσιαστικό δίκαιο, στα πλαίσια δίκης
ανοιγόμενης με αγωγή αποζημιωτικού χαρακτήρα κατά τα άρθρα 914
επ. ΑΚ, ή, επιβοηθητικά, κατά τα άρθρα 904 επ. ΑΚ, ως μη δυνάμενοι
να αποκρουσθούν από το κατά το άρθρο 330 του ΚΠολΔ δεδικασμένο,
αφού το τελευταίο, στην περίπτωση αυτή, δεν καλύπτει την ουσία της
απορριφθείσας ένστασης. Αντίθετα, σύμφωνα με την άποψη της
μειοψηφίας της εν λόγω απόφασης, το θεσπιζόμενο από το άρθρο 933
§ 4 ΚΠολΔ στη δίκη της εκτέλεσης απαράδεκτο δεν εμποδίζει να
προβληθούν οι ισχυρισμοί αυτοί εκκαθαρισμένοι σε νέα δίκη, ως
τέτοια όμως θα πρέπει να νοηθεί μόνον εκείνη που ανοίγεται κατά το
άρθρο 935 ΚΠολΔ με νέα ανακοπή, όπου ανακύπτει ζήτημα κύρους
της εκτέλεσης, και όχι με μεταγενέστερη αγωγή αποζημίωσης, αφού
δεν έχει ακυρωθεί προηγουμένως αμετάκλητα η αναγκαστική
εκτέλεση, όπως επιτάσσεται από το άρθρο 940 § 3 ΚΠολΔ για να
μπορεί αυτή να ασκηθεί.
31
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι η κρίση της ΟλΑΠ 49/2005
επιβεβαιώθηκε και από την πλειοψηφία της ΟλΑΠ 12/200992, η
οποία κλήθηκε, κατόπιν αίτησης υποβληθείσας βάσει του άρθρου 316
ΚΠολΔ, να ερμηνεύσει το περιεχόμενο της πρώτης απόφασης και η
οποία έκρινε ότι η εν λόγω απόφαση είναι σαφής, αφού είναι
διατυπωμένη κατά τρόπο που δεν καταλείπονται αμφιβολίες
αναφορικά με τα νομικά ζητήματα που επιλύει. Ωστόσο η μειοψηφία
της εν λόγω απόφασης έκρινε ότι από τη διατύπωση της απόφασης
ΟλΑΠ 49/2005 δεν προκύπτει με σαφήνεια, αν βάση της αγωγής θα
είναι η γενική αξίωση αποζημίωσης, όπως αυτή διαμορφώνεται
αποκλειστικά από τις κοινές διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ, ή
ειδική αδικοπρακτική αξίωση, διασκευαζόμενη κατ’ ερμηνευτική
διεύρυνση ή κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 940 § 3
ΚΠολΔ, η οποία αναφέρεται μεν ως προς τις βασικές προϋποθέσεις
στις ανωτέρω κοινές διατάξεις, εισάγει όμως εν μέρει ίδιους κανόνες,
αφού εξαρτά τη δυνατότητα ή μη άσκησης της σχετικής αγωγής από
την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της ανακοπής.
Στη συνέχεια με την πιο πρόσφατη ΟλΑΠ 9/201093, την οποία
απασχόλησε η δεύτερη περίπτωση, ήτοι αυτή της μη άσκησης
ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, έγινε δεκτό, αυτή τη φορά
ομόφωνα, ότι σε περίπτωση που δεν ασκήθηκε καθόλου ανακοπή
κατά της εκτέλεσης, είναι δυνατή η έγερση, και πέραν της διάταξης
του άρθρου 940 § 3 ΚΠολΔ, αυτοτελούς αγωγής για αποζημίωση
εξαιτίας άδικης εκτέλεσης, όπου και θα κριθεί παρεμπιπτόντως η
ακυρότητα οποιασδήποτε πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης.
Στην θεωρία έχουν διατυπωθεί σε γενικές γραμμές δύο
αντικρουόμενες μεταξύ τους απόψεις. Η πρώτη υποστηρίζει τη
32
δυνατότητα αυτοτελούς εφαρμογής των διατάξεων 914 επ. ΑΚ94,
κρίνοντας παρεμπιπτόντως την οποιαδήποτε ακυρότητα της
αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία θεμελιώνει και τον λόγο
αποζημίωσης και η αντίθετη που δεν δέχεται αυτοτελή εφαρμογή των
διατάξεων περί αδικοπραξίας και κατά συνέπεια θεωρεί απαραίτητη
και αναπόσπαστη προϋπόθεση της αξίωσης αποζημίωσης την
αμετάκλητη ακύρωση της αναγκαστικής εκτέλεσης95. Γύρω από το
ζήτημα αυτό δε έχει αναπτυχθεί έντονος διάλογος με διαφορετικές
αντικρουόμενες απόψεις, τις οποίες θα προσπαθήσουμε συνοπτικά να
αναπτύξουμε αμέσως παρακάτω.
Κατά το άρθρο 940 § 3 ΚΠολΔ παρέχεται γνήσια ουσιαστικού
δικαίου αξίωση στον ζημιωθέντα θεμελιωμένη σε ειδική
αδικοπραξία96, τα στοιχεία της οποίας ορίζονται σε συνδυασμό με τα
άρθρα 914 ή 919 ΑΚ, ενώ κατ’ άλλη άποψη97 το άρθρο 940 § 3
ΚΠολΔ καθιερώνει ειδικό πραγματικό για την αγωγή αποζημίωσης των
άρθρων 914 ή 919 ΑΚ λόγω άδικης εκτέλεσης απαιτώντας ως ειδική
ουσιαστική προϋπόθεση98 του πραγματικού αυτού την προηγούμενη
αμετάκλητη ακύρωση της συγκεκριμένης πράξης της αναγκαστικής
εκτέλεσης που προκάλεσε την ζημία του οφειλέτη. Ορθότερη φαίνεται
η δεύτερη άποψη, διότι αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το άρθρο 940
πληρωμής που εκ των υστέρων ακυρώθηκε για τυπικούς λόγους, Αρμ 2002.337,
Απαλαγάκη, Επαναφορά και Αποζημίωση σελ 259 υποσημ. 133, η ίδια,
Προϋποθέσεις και λειτουργία της επαναφοράς των πραγμάτων την προτέρα κατάσταση
μετά την ακύρωση της αναγκαστικής εκτελέσεως (άρθρο 940§3), ΕλλΔνη 2003.663,
Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης Ι Γενικό Μέρος, σελ. 710, και ο ίδιος,
Αποζημίωση για άδικη εκτέλεση ΕΠολΔ 2011.282.
96 ΟλΑΠ 15/2011 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 49/2005 ΝοΒ 2006.378, Μιχαηλίδου,
Οριοθέτηση της ευθύνης προς αποζημίωση από άδικη εκτέλεση βάσει των άρθρων
940 ΙΙΙ ΚΠολΔ και 914 επ. ΑΚ υπό το πρίσμα της νομολογίας του Αρείου Πάγου,
ΧρΙΔ 2010.246-247.
97 Καλαβρός, Θεμελιώδη Ζητήματα του δικαίου αναγκαστικής εκτελέσης, σελ. 155, ο
1987.972, “αίρεση δικαίου” κατά τον Μάζη, Αποζημίωση για άδικη εκτέλεση (ΚΠολΔ
940.3), ΝοΒ 2007.1516 και ο ίδιος, Άδικη αναγκαστική εκτέλεση και αγωγή
αποζημίωσης άρθρου 940§3 ΚΠολΔ Η συνέχιση της αμφισβήτησης, ΕΠολΔ 2011.289
και “Sine qua non όρος” κατά τον Νίκα, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης Ι Γενικό
Μέρος, σελ. 710, και ο ίδιος, Αποζημίωση για άδικη εκτέλεση ΕΠολΔ 2011.282.
33
§ 3 ΚΠολΔ παραπέμπει συνολικά στις διατάξεις των άρθρων 914 και
919 ΑΚ, τόσο ως προς το πραγματικό όσο και ως προς την έννομη
συνέπεια, ο μόνος λόγος ύπαρξης της διάταξης του άρθρου 940 § 3
ΚΠολΔ, είναι η εισαγωγή μιας πρόσθετης προϋπόθεσης στο
πραγματικό της αξίωσης αποζημίωσης των άρθρων 914 και 919 ΑΚ,
δηλαδή της πρόσθετης προϋπόθεσης της αμετάκλητης ακύρωσης της
αναγκαστικής εκτέλεσης. Έτσι με την εν λόγω διάταξη καθιερώνεται
ειδικό πραγματικό για την αξίωση αποζημίωσης λόγω άδικης
εκτέλεσης και όχι ειδική αδικοπραξία. Δηλαδή η ευθύνη για
αποζημίωση δεν γεννάται αμέσως μόλις συμβεί το ζημιογόνο γεγονός,
αλλά μόνο όταν επέλθει το μεταγενέστερο γεγονός της αμετάκλητης
ακύρωσης της συγκεκριμένης πράξης της εκτέλεσης99, το οποίο δεν
τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση της ζημίας100.
Όσον αφορά δε την περίπτωση απόρριψης της ασκηθείσας
ανακοπής λόγω μη παραχρήμα απόδειξης των σχετικών με την
απόσβεση της απαίτησης λόγων θα πρέπει κατ’ αρχήν να αναφέρουμε
πως η νομολογία101 κατά την ερμηνεία του άρθρου 933 § 4 ΚΠολΔ
διεύρυνε την ανάγκη της παραχρήμα απόδειξης εκτός των ισχυρισμών
που στηρίζονται στους αποσβεστικούς λόγους των ενοχών και στους
ισχυρισμούς που παρακωλύουν την άσκηση του ουσιαστικού
δικαιώματος, όπως είναι η ένσταση της καταχρηστικής άσκησης του
δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 ΑΚ. Το παραγόμενο από τη διάταξη του
άρθρου 933 § 4 ΚΠολΔ απορριπτικό δεδικασμένο εκτείνεται μόνο στο
απαράδεκτο της προβολής των ισχυρισμών, που απαγγέλλεται λόγω
της μη άμεσης, ήτοι με έγγραφο ή με δικαστική ομολογία του
αντιδίκου, απόδειξης αυτών, ώστε οι ισχυρισμοί αυτοί, εφόσον είναι
ουσιώδεις κατά το ουσιαστικό δίκαιο, δεν εμποδίζονται, από το κατά το
άρθρο 330 ΚΠολΔ δεδικασμένο και τη διάταξη του άρθρου 935
ΚΠολΔ να προβληθούν και να εξεταστούν κατ’ ουσίαν σε
μεταγενέστερη δίκη που ανοίγεται με νέα ανακοπή κατά της ίδιας
34
εκτέλεσης ή με αγωγή. Συνεπώς, η μη αποδειχθείσα παραχρήμα
ένσταση της κατάχρησης του εκτελούμενου δικαιώματος μπορεί να
κριθεί επί της ουσίας στο πλαίσιο των ανωτέρω δικών χωρίς να
υπάρχει νομικό κώλυμα σχετικώς από τη μη αμετακλήτως ολική
ακύρωση της εκτέλεσης, εν όψει και του ότι η εκ του άρθρου 281 ΑΚ
ένσταση κατά της εκτέλεσης πλήττει το κύρος της τελευταίας ως
σύνολο, ζήτημα που στην δίκη αποζημίωσης θα κριθεί
παρεμπιπτόντως102. Έχει διατυπωθεί λοιπόν η άποψη103 ότι σε μία
τέτοια περίπτωση που λόγω τιθέμενων από το νόμο αποδεικτικών
δυσχερειών είναι αδύνατον να κριθούν οι αποσβεστικοί της απαίτησης
ισχυρισμοί του ζημιωθέντος από άδικη εκτέλεση επί της ουσίας ώστε
να ακυρωθεί αυτή και να καταφύγει ο ζημιωθείς στην προστασία του
άρθρου 940 § 3 ΚΠολΔ, δικαιολογείται τότε να διεκδικήσει
αποζημίωση στο πλαίσιο δίκης ανοιγόμενης απευθείας με το άρθρο
914 ΑΚ λόγω άδικης εκτέλεσης104. Και τούτο προκειμένου να μη
συνιστά περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήριο το
γεγονός ότι στο πλαίσιο δίκης ανακοπής αιτήματα ενός διαδίκου
απορρίπτονται κατά το άρθρο 933 § 4 ΚΠολΔ ως απαράδεκτα για
αυστηρώς δικονομικούς λόγους και χωρίς έρευνα της βασιμότητας
τους με όλα τα προσφερόμενα νόμιμα αποδεικτικά μέσα. Για το λόγο
αυτό, όπως τόνισε το Ακυρωτικό Δικαστήριο105, το δικαιοδοτικό
σύστημα στο σύνολο του παρέχει δυνατότητα πρόσβασης στη
δικαιοσύνη, για να κριθούν, έστω και στο πλαίσιο άλλων διαδικασιών
όλα τα νομικά και πραγματικά ζητήματα που είναι σχετικά με τη
διαφορά.
ΚΠολΔ Η συνέχιση της αμφισβήτησης, ΕΠολΔ 2011.291 επ. κατά τον οποίο δεν είναι
δυνατή η άσκηση αγωγής στηριζόμενης ευθέως και αποκλειστικώς στις διατάξεις των
άρθρων 914 επ ΑΚ, αλλά πρόκειται για αγωγή που στηρίζεται στο άρθρο 940§3
ΚΠολΔ, ευθέως εφαρμοζόμενο, εν προκειμένω μέσω διασταλτικής ερμηνείας του, ώστε
να συμπεριλάβει και την περίπτωση κατά την οποία η ασκηθείσα ανακοπή
απορρίφθηκε αμετάκλητα για τον τυπικό λόγο του άρθρου 933§4 ΚΠολΔ, εξαιτίας μη
«άμεσης», μέσω εγγράφου ή ομολογίας, απόδειξης του περί απόσβεσης ισχυρισμού-
λόγου της.
105 ΟλΑΠ 49/2005 ΝοΒ 2006.378.
35
Όπως όμως ορθά επισημαίνεται από την αντίθετη άποψη106, η
αμετάκλητη ακύρωση της αναγκαστικής εκτέλεσης αποτελεί
απαραίτητη προϋπόθεση της σχετικής αγωγής αποζημίωσης. Ενόσω η
αναγκαστική εκτέλεση παραμένει ισχυρή, ο οφειλέτης δεν μπορεί να
ισχυρίζεται ότι αυτή είναι παράνομη και ότι συντρέχει περαιτέρω
ευθύνη του επισπεύδοντος σε αποκατάσταση της ζημίας του από την
εκτέλεση αυτή107. Αυτό είναι και εύλογο, γιατί αλλιώς θα είχαμε το
παράδοξο και ανεπίτρεπτο αποτέλεσμα, να υπήρχε αφενός μεν
καθόλα έγκυρη αναγκαστική εκτέλεση (γιατί απορρίφθηκαν ή δεν
ασκήθηκαν οι σχετικές ανακοπές), αφετέρου δε να ζητιόταν
αποζημίωση για το παράνομο ή το άκυρο της αναγκαστικής
εκτέλεσης108. Όπως λοιπόν ο οφειλέτης δεν έχει την δυνατότητα να
ζητήσει αποζημίωση χωρίς να εξαφανιστεί προηγουμένως ο εκτελεστός
τίτλος μιας προσωρινώς εκτελεστής ή, ανάλογα, τελεσίδικης
απόφασης κατά το άρθρο 940 §§ 1 και 2 αντίστοιχα, κατά τον ίδιο
τρόπο ο ίδιος δεν μπορεί να αναζητήσει αποζημίωση με βάση τις
διατάξεις των αδικοπραξιών προτού να ακυρωθεί η αναγκαστική
εκτέλεση109. Υιοθέτηση της εκδοχής ότι αποζημίωση οφείλεται και
χωρίς προηγούμενη αμετάκλητη ακύρωση της εκτέλεσης οδηγεί σε
πλήρη καταστρατήγηση του θεσμού της ανακοπής κατά της εκτέλεσης
κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ και ειδικά των κατ’ άρθρο 934 ΚΠολΔ
προθεσμιών της, διότι η παρεμπίπτουσα κρίση του κύρους της
εκτέλεσης στο πλαίσιο της αγωγής αποζημίωσης, σημαίνει ουσιαστικά
πρόσδοση των συνεπειών της ακύρωσης χωρίς πράγματι να έχει
μεσολαβήσει αυτή. Εξάλλου ακόμη και στην περίπτωση της
αδυναμίας της παραχρήμα απόδειξης, το βάρος δεν πρέπει να
μετατοπίζεται στους ώμους του επισπεύδοντος. Ο οφειλέτης θα πρέπει
να λάβει όλα εκείνα τα μέτρα και τις προφυλάξεις, που θα τον
βοηθήσουν στην αποτελεσματική του άμυνα κατά της εκτέλεσης.
Όπως ο επισπεύδων βαρύνεται, κατά τα άρθρα 915, 916 και 924 § 1
ΚΠολΔ, με την απόδειξη του εκκαθαρισμένου της εκτελούμενης
ΝοΒ 2007.284.
108 Γεωργιάδης, Γνωμοδότηση ΕλλΔνη 1987.972.
109 Νίκας, Οριακά ζητήματα της αποζημιώσεως από άκυρη εκτέλεση (ΚΠολΔ 940 ΙΙΙ)
ΝοΒ 2007.290.
36
απαίτησης, έτσι και ο οφειλέτης θα πρέπει να επωμισθεί το βάρος
απόδειξης του εκκαθαρισμένου των ενστάσεων του110.
Έχει ακόμη μεμονωμένα111 υποστηριχθεί στη θεωρία η άποψη
ότι γνωρίζοντας ο οφειλέτης τις δυσκολίες απόδειξης του ισχυρισμού
του περί κατάχρησης του επισπευδόμενου ουσιαστικού δικαιώματος,
θα έπρεπε πριν από την έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης να είχε
ήδη ασκήσει αναγνωριστική της καταχρηστικότητας αγωγή,
μεθοδεύοντας στη συνέχεια την αναστολή εκτέλεσης κατ’ άρθρο 938
ΚΠολΔ με την άσκηση της ανακοπής κατά της εκτέλεσης κατ’ άρθρο
933 ΚΠολΔ, της οποίας η συζήτηση θα μπορούσε να ανασταλεί με τη
βοήθεια του άρθρου 249 ΚΠολΔ. Παράλληλα, κατά την άποψη αυτή,
ο ίδιος έχει τη δικονομική ευχέρεια, μέσω της οδού της προτίμησης
της συζήτησης της αγωγής του και μέσω των αναβολών ή αναστολών,
που χορηγούνται αφειδώς στην εκτελεστική διαδικασία, να προλάβει,
πριν την περάτωση της εκτελεστικής διαδικασίας, να αποκτήσει
οριστική απόφαση επί της αγωγής, που θα δώσει οπωσδήποτε λαβή
για αναστολή της εκτέλεσης, ή, ακόμη και τελεσίδικη απόφαση, με
βάση την οποία θα αποδεικνύεται πλέον αμέσως, παραχρήμα ο
ισχυρισμός της κατάχρησης του δικαιώματος112. Αυτή η άποψη
ωστόσο δεν μπορεί να γίνει δεκτή, καθώς ο προτεινόμενος τρόπος
δράσης του οφειλέτη για να παρακαμφθεί το εμπόδιο της παραχρήμα
απόδειξης του άρθρου 933 § 4 ΚΠολΔ απαιτεί τη συνομωσία
ολόκληρου του σύμπαντος για να επιτύχει, διότι δεν είναι καθόλου
σίγουρο ότι η αίτηση αναστολής κατ’ άρθρο 938 ΚΠολΔ, όπως επίσης
και το αίτημα αναβολής κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, θα γίνουν
οπωσδήποτε δεκτά.
Επιπλέον, υποστηρίζεται113, επιτυχώς κατά τη γνώμη μου, ότι η
διεύρυνση της έννοιας της παραχρήμα απόδειξης και στους σχεδόν
110 Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης Ι Γενικό Μέρος, σελ. 710, Νίκας,
Αποζημίωση για άδικη εκτέλεση ΕΠολΔ 2011.287.
111 Νίκας, Οριακά ζητήματα της αποζημιώσεως από άκυρη εκτέλεση (ΚΠολΔ 940 ΙΙΙ)
ΝοΒ 2007.293, ο ίδιος, Αποζημίωση για άδικη εκτέλεση ΕΠολΔ 2011.288, ό οποίος
προτείνει επιπλέον, μετά την κατάργηση της προδικαστικής περί αποδείξεων
απόφασης και την καθιέρωση μιας και μοναδικής συζήτησης σε όλα τα δικαστήρια
και σε όλους τους δικαιοδοτικούς βαθμούς, να επανεξετασθεί το ζήτημα της
ερμηνείας του όρου “παραχρήμα”, που κατοχυρώθηκε μάλιστα και νομοθετικά. Βλ.
37
πάντοτε ανεκκαθάριστους παρακωλυτικούς της άσκησης του
δικαιώματος ισχυρισμούς παραβιάζει το γράμμα και το πνεύμα του
νόμου, δεν υπακούει σε καμία τελολογική σκοπιμότητα, περιέπλεξε
παρά απλοποίησε τα πράγματα, όπως φαίνεται και από την
εξετασθείσα εδώ περίπτωση, και δυσχεραίνει σαφώς τη νομική θέση
του επισπεύδοντος, που υποτίθεται ότι ήθελε να ευεργετήσει.
Πράγματι, η λύση του ζητήματος αυτού εντοπίζεται, κατά την
γνώμη μου, στην ίδια την αφετηρία της δημιουργίας του. Η ΟλΑΠ
49/2005 δέχθηκε, πέραν του άρθρου 940 § 3 ΚΠολΔ, τη δυνατότητα
άσκησης αγωγής αποζημίωσης αυτοτελώς κατά τις διατάξεις περί
αδικοπραξιών κατ’ άρθρο 914 επ. ΑΚ, ή επιβοηθητικά αγωγής από
αδικαιολόγητο πλουτισμό κατ’ άρθρο 904 επ. ΑΚ, με έναν και
μοναδικό σκοπό, να αιτιολογήσει τη νομιμότητα του περιορισμού της
παραχρήμα απόδειξης και στις παρακωλυτικές της άσκησης του
δικαιώματος ενστάσεις, να αιτιολογήσει δηλαδή ότι ο περιορισμός
αυτός δεν θίγει το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα πρόσβασης
σε δίκαιη δίκη (20 § 1 Σ). Η ΟλΑΠ 49/2005 θέλησε με άλλα λόγια να
δικαιολογήσει το παράδοξο που δημιουργήθηκε από την ΟλΑΠ
10/1993114, η οποία προέβη σε διασταλτική ερμηνεία του άρθρου
933 § 4 ΚΠολΔ περιλαμβάνοντας στους ισχυρισμούς που πρέπει να
αποδεικνύονται παραχρήμα όχι μόνο τους αφορώντες στην απόσβεση
της απαίτησης ισχυρισμούς, αλλά και τους ισχυρισμούς που
παρακωλύουν την άσκηση του ουσιαστικού δικαιώματος, όπως είναι
και ο ισχυρισμός της κατάχρησης του δικαιώματος κατ’ άρθρο 281
ΑΚ. Το παράδοξο δε που δημιουργήθηκε έχει να κάνει με το γεγονός
ότι στις παρακωλυτικές του δικαιώματος ενστάσεις, όπως συμβαίνει
ιδίως με την κατάχρηση δικαιώματος, η παραχρήμα απόδειξη είναι εξ
ορισμού αδιανόητη. Κατά την γνώμη μου, η ως άνω διεύρυνση του
περιορισμού της παραχρήμα απόδειξης και στους ισχυρισμούς αυτούς
θα πρέπει να επανεξεταστεί, διότι αποκλείει ουσιαστικά και την ίδια
την επίκληση τους στην δίκη της ανακοπής, αφού την καθιστά
αλυσιτελή.
αντίθ. Μάζη, Αποζημίωση για άδικη εκτέλεση (ΚΠολΔ 940.3), ΝοΒ 2007.1526-1528
και ο ίδιος, Άδικη αναγκαστική εκτέλεση και αγωγή αποζημίωσης άρθρου 940§3
ΚΠολΔ Η συνέχιση της αμφισβήτησης, ΕΠολΔ 2011.294-295.
114 ΟλΑΠ 10/1993 ΝοΒ 1994.378.
38
Πάντως, κατά την κρατούσα στην θεωρία άποψη115, σε περίπτωση
μη άσκησης ανακοπής κατά της εκτέλεσης ή σε περίπτωση απόρριψης
της για οποιονδήποτε άλλο λόγο, πέρα από αυτόν του άρθρου 933 § 4
ΚΠολΔ, είτε ουσιαστικό είτε τυπικό, αποκλείει την έγερση αγωγής
αποζημίωσης για άδικη εκτέλεση, λόγω μη συνδρομής του τασσόμενου
στο άρθρο 940 § 3 ΚΠολΔ αναγκαίου όρου της προηγούμενης
ακύρωσης της εκτέλεσης με αμετάκλητη απόφαση116.
Συμπερασματικά, κατά την γνώμη μου, επί αγωγής αποζημίωσης
λόγω άδικης εκτέλεσης εφαρμόζεται πάντοτε το ειδικό πραγματικό του
άρθρου 940 § 3 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο απαιτείται η
αμετάκλητη ακύρωση της συγκεκριμένης πράξης της αναγκαστικής
εκτέλεσης που προκάλεσε την ζημία του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 914
ή 919 ΑΚ και κατ’ επέκταση αποκλείεται η ευθεία εφαρμογή των
διατάξεων αυτών.
115Νίκας, Οριακά ζητήματα της αποζημιώσεως από άκυρη εκτέλεση (ΚΠολΔ 940 ΙΙΙ)
ΝοΒ 2007.293, Μιχαηλίδου, Οριοθέτηση της ευθύνης προς αποζημίωση από άδικη
εκτέλεση βάσει των άρθρων 940 ΙΙΙ ΚΠολΔ και 914 επ. ΑΚ υπό το πρίσμα της
νομολογίας του Αρείου Πάγου, ΧρΙΔ 2010.248-249, Μάζης, Άδικη αναγκαστική
εκτέλεση και αγωγή αποζημίωσης άρθρου 940§3 ΚΠολΔ Η συνέχιση της
αμφισβήτησης, ΕΠολΔ 2011.295-297, αντιθ. Καλαβρός, Θεμελιώδη ζητήματα του
δικαίου της αναγκαστικής εκτέλεσεης, σελ. 161 και167-168, ο ίδιος, Αποζημίωση για
άδικη εκτέλεση, ΕΠολΔ 2010.783, ο οποίος υποστηρίζει την δυνατότητα έγερσης
αυτοτελούς αγωγής αποζημίωσης εξαιτίας άδικης εκτέλεσης και σε κάθε άλλη
περίπτωση απόρριψης της όλης ανακοπής για τυπικό λόγο, και Διαμαντόπουλος,
Δικαίωμα αποζημίωσης του καθ’ ου η άκυρη εκτέλεση, ακόμη και όταν παρήλθε
άπρακτη η προθεσμία ανακοπής της άκυρης πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης, η
οποία αποτέλεσε την αιτία της ζημίας, ΕλλΔνη 2011.22-23, ο οποίος επικροτεί την
θέση της ΟλΑΠ 9/2010, δεχόμενος τη δυνατότητα έγερσης αυτοτελούς αγωγής
αποζημίωσης εξαιτίας άδικης εκτέλεσης και την παρεπίμπτουσα κρίση κατά της
σχετική τακτική δίκη περί ακυρότητας οποιασδήποτε πράξης της αναγκαστικής
εκτέλεσης, ακόμη και σε περίπτωση μη άσκησης ανακοπής κατ’ αυτής.
116 Μάζης, Άδικη αναγκαστική εκτέλεση και αγωγή αποζημίωσης άρθρου 940§3
39
Ε. ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΑΛΛΩΝ
ΕΚΤΕΛΕΣΤΩΝ ΤΙΤΛΩΝ ΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Από την σαφή και ρητή διατύπωση του άρθρου 940 ΚΠολΔ και
ειδικότερα των §§ 1, 2 προκύπτει ότι αυτές αναφέρονται στην
αποζημίωση του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη όταν εξαφανιστεί
εκτελεσθείσα δικαστική απόφαση. Θεμέλιο αναγκαστικής εκτέλεσης
αποτελούν όμως, εκτός από τις δικαστικές αποφάσεις, και οι λοιποί
εκτελεστοί τίτλοι που απαριθμούνται περιοριστικά στο άρθρο 904
ΚΠολΔ. Εφόσον δεν υπάρχει ρητή αναφορά του νόμου στις
περιπτώσεις που η διενεργηθείσα εκτέλεση στηρίζεται στους
υπόλοιπους εκτελεστούς τίτλους, δημιουργείται νομοθετικό κενό, για
την κάλυψη του οποίου πρέπει να ερευνηθεί η δυνατότητα της
ανάλογης εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 940 ΚΠολΔ. Πρέπει,
με άλλα λόγια, να διαγνωσθεί αν στην περίπτωση που η διενεργηθείσα
εκτέλεση στηρίζεται σε καθέναν από τους υπόλοιπους εκτελεστούς
τίτλους, συντρέχει ο σκοπός, ο δικαιολογητικός λόγος και οι
προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 940 ΚΠολΔ.
1. Διαταγή πληρωμής
Η διαταγή πληρωμής δεν αποτελεί μεν δικαστική απόφαση,
ισοδυναμεί όμως λειτουργικά με αυτήν, αφού εφοδιάζει τον δανειστή
με εκτελεστό τίτλο και επιτρέπει την επίσπευση εκτέλεσης, όμοια όπως
και οι δικαστικές αποφάσεις. Ως διαδικαστική πράξη δικαιοδοτικού
οργάνου, που εκδίδεται χωρίς την προηγούμενη κλήτευση του
υποχρέου, η διαταγή πληρωμής δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα,
αλλά υπόκειται αμέσως μετά την έκδοση της διαδοχικά στις ανακοπές
των άρθρων 632 και 633 ΚΠολΔ, οι οποίες φέρουν προς συζήτηση το
κύρος ή την αλήθεια της προσβαλλόμενης πράξης, αντισταθμίζοντας
έτσι την ex parte διαδικασία έκδοσης του τίτλου. Οι ανακοπές αυτές
αποτελούν είδος της ανακοπής των άρθρων 583-585 ΚΠολΔ, εισάγουν
δηλαδή ένδικο βοήθημα και όχι ένδικο μέσο. Ωστόσο οι εν λόγω
ανακοπές ισοδυναμούν λειτουργικά με τα ένδικα μέσα, επειδή το
διαπλαστικό αίτημα τους βάλει κατά της νομιμότητας της διαταγής
πληρωμής, όπως ακριβώς το διαπλαστικό αίτημα των ενδίκων μέσων
βάλει κατά της νομιμότητας της δικαστικής απόφασης, ενώ και από
την άποψη των επερχόμενων αποτελεσμάτων, η ευδοκίμηση των
ανωτέρω ανακοπών εξαφανίζει τον εκτελεστό τίτλο της διαταγής
πληρωμής, όπως ακριβώς και η ευδοκίμηση των ενδίκων μέσων
40
εξαφανίζει την δικαστική απόφαση. Αλλά και η αναστολή
εκτελεστότητας της διαταγής πληρωμής κατ’ άρθρο 632 ΚΠολΔ τελεί
υπό όμοιες με την αναστολή εκτελεστότητας της δικαστικής απόφασης
κατ’ άρθρα 912 και 913 ΚΠολΔ προϋποθέσεις117.
Κατόπιν των ανωτέρω, στην περίπτωση κατά την οποία ο
εκτελεστός τίτλος με τον οποίο επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση
είναι διαταγή πληρωμής, θα πρέπει να διακρίνουμε τρεις ξεχωριστές
περιπτώσεις, όσον αφορά την ευθεία ή αναλογική εφαρμογή των
διατάξεων του άρθρου 940 ΚΠολΔ.
Πρώτη περίπτωση είναι αυτή κατά την οποία η εκτέλεση
επιχειρήθηκε αμέσως με διαταγή πληρωμής, η οποία μεταγενέστερα
ακυρώθηκε με την άσκηση των ανακοπών των άρθρων 632 και 633
ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται αναλογικά η § 1 του
άρθρου 940 ΚΠολΔ, διότι ο εκτελεστός τίτλος της διαταγής πληρωμής
έχει εδώ περισσότερα κοινά στοιχεία με την οριστική απόφαση, που
είχε κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή. Η ακύρωση λοιπόν της διαταγής
αυτής με οριστική έστω απόφαση δικαιολογεί την ανάλογη εφαρμογή
του άρθρου 940 §1 ΚΠολΔ118.
Δεύτερη περίπτωση είναι αυτή κατά την οποία η εκτέλεση
επιχειρήθηκε με βάση διαταγή πληρωμής, ως εκτελεστό τίτλο, μετά
την τελεσίδικη απόρριψη της κατ’ αυτής ανακοπής των άρθρων 632
και 633 ΚΠολΔ, η οποία μεταγενέστερα ακυρώθηκε αμετάκλητα. Στην
περίπτωση αυτή εφαρμόζεται αναλογικά η § 2 του άρθρου 940 ΚΠολΔ,
διότι ο εκτελεστός τίτλος της διαταγής πληρωμής, μετά την άσκηση των
ανακοπών των άρθρων 632 και 633 ΚΠολΔ εξομοιώνεται με τελεσίδικη
δικαστική απόφαση. Και τούτο διότι η σχετική εκτέλεση
αφετηριάσθηκε με την τελεσίδικη κρίση περί του κύρους της διαταγής
πληρωμής. Αυτή δε ακριβώς η τελεσίδικη δικαιοδοτική κρίση παράγει
και αναπτύσσει πλήρες δεδικασμένο ως προς την εγκυρότητα του
εκτελεστού τίτλου της διαταγής πληρωμής119. Η διάταξη, λοιπόν, του
υπό άρθρο 940, σελ. 1507-1508, Νίκας, Οριακά ζητήματα της αποζημιώσεως από
άκυρη εκτέλεση (ΚΠολΔ 940 ΙΙΙ) ΝοΒ 2007.297 ίδιος, Δίκαιο Αναγκαστικής
Εκτέλεσης Ι Γενικό Μέρος, σελ. 700.
119 Κεραμέα, Εκτέλεση διαταγής πληρωμής που εκ των υστέρων ακυρώθηκε για
41
άρθρου 940 § 2 ΚΠολΔ ισχύει αναλογικά, αν αντί για την εξαφάνιση
τελεσίδικης δικαστικής απόφασης που εκτελέστηκε, ακυρωθεί
αμετάκλητα ο εκτελεστός τίτλος της διαταγής πληρωμής, με βάση την
οποία επισπεύθηκε αναγκαστική εκτέλεση, ενώ είχε απορριφθεί
τελεσίδικα η ασκηθείσα εναντίον της ανακοπή των άρθρων 632 και
633 ΚΠολΔ120.
Κατά την τρίτη περίπτωση, ωστόσο, αν κατόπιν άσκησης της από
το άρθρο 933 ΚΠολΔ ανακοπής ακυρωθεί αμετάκλητα η αναγκαστική
εκτέλεση, που έγινε με βάση διαταγή πληρωμής, ο καθ’ ου η εκτέλεση
δικαιούται να αξιώσει αποζημίωση σύμφωνα με την § 3 του άρθρου
940 ΚΠολΔ121.
ζητήματα της αποζημιώσεως από άκυρη εκτέλεση (ΚΠολΔ 940 ΙΙΙ) ΝοΒ 2007.296-
297, ο ίδιος, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης Ι Γενικό Μέρος, σελ. 702.
120 ΑΠ 1457/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 219/2003 Δ 2004.676, ΑΠ 1410/2002 ΝΟΜΟΣ,
42
οποία γίνεται και η περιαφή του εκτελεστήριου τύπου. Κατά την
κήρυξη δε της εκτελεστότητας το ημεδαπό Δικαστήριο περιορίζεται
στις τασσόμενες από το νόμο προϋποθέσεις και δεν μπορεί ποτέ να
επεκταθεί στην ουσία της υπόθεσης122.
Αν, ωστόσο, κατόπιν άσκησης της από το άρθρο 933 ΚΠολΔ
ανακοπής ακυρωθεί αμετάκλητα η αναγκαστική εκτέλεση, που έγινε
με βάση αλλοδαπή δικαστική απόφαση, ο καθ’ ου η εκτέλεση
δικαιούται να αξιώσει αποζημίωση σύμφωνα με την § 3 του άρθρου
940 ΚΠολΔ.
3. Διαιτητική απόφαση
Σύμφωνα με το άρθρο 897 ΚΠολΔ, εξελεγκτικό μέσο της
νομιμότητας των διαιτητικών αποφάσεων αποτελεί η αγωγή ακύρωσης,
όπως αυτή προβλέπεται στο ως άνω άρθρο. Ωστόσο, κατά την
εκδίκαση της, το δικαστήριο δεν δικαιούται να υπεισέλθει στην ουσία
της διαφοράς. Το πολιτικό δικαστήριο όταν διαπιστώσει την
βασιμότητα του προβαλλόμενου λόγου ακύρωσης προχωρά στην
παραδοχή της αγωγής και στην ακύρωση, η οποία επάγεται ανατροπή
της κρίσης των διαιτητών και μάλιστα με αναδρομική ισχύ, χωρίς να
αποφαίνεται ως προς την αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας 123.
Έτσι, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρθηκαν, υποστηρίζεται ότι στην
περίπτωση που εκτελεστός τίτλος είναι διαιτητική απόφαση, η αγωγή
ακύρωσης δεν επιτελεί ελεγκτική αποστολή εφάμιλλη με εκείνη των
ενδίκων μέσων124, ώστε να μπορεί να τύχει αναλογικής εφαρμογής η
διάταξη της § 2 του άρθρου 940 ΚΠολΔ.
Κατά την ορθότερη όμως και κρατούσα σε θεωρία125 και
νομολογία126 άποψη, εάν εξαφανιστεί διαιτητική απόφαση μετά την
122 Απαλαγάκη, Επαναφορά και Αποζημίωση σελ. 185 επ., η ίδια, Ζητήματα
επαναφοράς μετά την εκτέλεση λοιπών πλην της δικαστικής αποφάσεως εκτελεστών
τίτλων, Δ 2000.628.
123 Απαλαγάκη, Ζητήματα επαναφοράς μετά την εκτέλεση λοιπών πλην της
43
εκτέλεση της, συνεπεία προσβολής της με την ακυρωτική αγωγή του
άρθρου 897 ΚΠολΔ, εκείνος κατά του οποίου είχε στραφεί η εκτέλεση,
με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 940 § 2 ΚΠολΔ, λόγω ομοιότητας
της έννομης κατάστασης, έχει δικαίωμα αποζημίωσης, εφόσον ο
επισπεύδων γνώριζε ότι δεν υπήρχε δικαίωμα, ανεξάρτητα αν η
διαιτητική απόφαση εξαφανίστηκε για ουσιαστικό ή τυπικό λόγο. Η
ομοιότητα δε της έννομης κατάστασης είναι προφανής, αφού η
διαιτητική απόφαση εκλύει κατά το άρθρο 896 ΚΠολΔ δεδικασμένο,
ανάλογο προς εκείνο της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης127.
Αν, ωστόσο, κατόπιν άσκησης της από το άρθρο 933 ΚΠολΔ
ανακοπής ακυρωθεί αμετάκλητα η αναγκαστική εκτέλεση, που έγινε
με βάση διαιτητική απόφαση, ο καθ’ ου η εκτέλεση δικαιούται να
αξιώσει αποζημίωση σύμφωνα με την § 3 του άρθρου 940 ΚΠολΔ.
4. Συμβολαιογραφικό έγγραφο
Τα συμβολαιογραφικά έγγραφα έλκουν το θεμέλιο τους κατά
κύριο λόγο στην ιδιωτική αυτονομία, ενώ ελλείπει παντελώς το
στοιχείο της δικαστικής διάγνωσης. Το συμβολαιογραφικό έγγραφο
μπορεί βέβαια να αμφισβητηθεί ως προς το κύρος του ή την απαίτηση
που περικλείει με αρνητική αναγνωριστική αγωγή, η οποία, ωστόσο,
αφενός δεν εισάγει στάδιο δευτερογενούς δικαστικής προστασίας,
αφετέρου δεν ανατρέπει αναδρομικά τον συγκεκριμένο εκτελεστό
τίτλο, ώστε να καταλείπονται περιθώρια αναλογικής εφαρμογής των §§
1 και 2 του άρθρου 940 ΚΠολΔ 128.
Ερμηνεία ΚΠολΔ τομ ΙΙ υπό άρθρο 940, σελ. 1812, Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής
Εκτέλεσης Ι Γενικό Μέρος, σελ. 703, Μιχαηλίδου, Οριοθέτηση της ευθύνης προς
αποζημίωση από άδικη εκτέλεση βάσει των άρθρων 940 ΙΙΙ ΚΠολΔ και 914 επ. ΑΚ
υπό το πρίσμα της νομολογίας του Αρείου Πάγου, ΧρΙΔ 2010.244 υποσημ. 12, πρβλ.
Μπέη, Πολιτική Δικονομία, Αναγκαστική Εκτέλεση, Τόμος 22, Γενικό μέρος ΙΙ, υπό
άρθρο 940, σελ. 1507, κατά τον οποίο εφαρμόζεται αναλογικά η §1 του άρθρου 940
ΚΠολΔ.
126 ΠΠρΠατρ 453/2008 Αρμ 2008.1727, ΠΠρΑθ 3757/1985 Δ 1985.769-770.
44
Αν, ωστόσο, κατόπιν άσκησης της από το άρθρο 933 ΚΠολΔ
ανακοπής ακυρωθεί αμετάκλητα η αναγκαστική εκτέλεση, που έγινε
με βάση συμβολαιογραφικό έγγραφο, ο καθ’ ου η εκτέλεση δικαιούται
να αξιώσει αποζημίωση σύμφωνα με την § 3 του άρθρου 940 ΚΠολΔ.
5. Δικαστικός συμβιβασμός
Ο δικαστικός συμβιβασμός στηρίζεται επίσης στην αυτονομία της
ιδιωτικής βούλησης και αν γίνει κατά τον διαγραφόμενο στο άρθρο
293 ΚΠολΔ τύπο, επιφέρει κατάργηση της δίκης. Η ακύρωση όμως
του δικαστικού συμβιβασμού είτε για δικονομικούς είτε για
ουσιαστικούς λόγους, έχει ως συνέπεια την συνέχιση της δίκης και
κατ’ ακολουθία την αναβίωση της εκκρεμοδικίας, η οποία αποκλείει
την κατ’ άρθρο 940 ΚΠολΔ αποζημίωση129.
Αν, ωστόσο, κατόπιν άσκησης της από το άρθρο 933 ΚΠολΔ
ανακοπής ακυρωθεί αμετάκλητα η αναγκαστική εκτέλεση, που έγινε
με βάση δικαστικό συμβιβασμό, ο καθ’ ου η εκτέλεση δικαιούται να
αξιώσει αποζημίωση σύμφωνα με την § 3 του άρθρου 940 ΚΠολΔ.
45
διαταγής, αλλά απαιτείται η τελεσίδικη απόρριψη ως αβάσιμης της
αγωγής για την κύρια υπόθεση130.
Η περίπτωση αυτή προσομοιάζει προς την εκτέλεση προσωρινά
εκτελεστής απόφασης, η οποία εξαφανίστηκε ή μεταρρυθμίστηκε, γι’
αυτό εξάλλου προϋποθέτει και αυτή την γνώση ή την από βαριά
αμέλεια άγνοια ως προς την μη ύπαρξη δικαιώματος131.
Η ίδια λύση προσήκει, κατ’ ανάλογη εφαρμογή τόσο του άρθρου
703 ΚΠολΔ, όσο και του άρθρου 940 § 1 ΚΠολΔ, και στις περιπτώσεις
που η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων ανακλήθηκε, είτε από το
δικαστήριο που την εξέδωσε, εξαιτίας μεταβολής των συνθηκών κατ’
άρθρο 696 § 3 ΚΠολΔ, είτε από το δικαστήριο που δικάζει την αγωγή
κατ’ άρθρο 697 ΚΠολΔ, εξαιτίας κακής εκτίμησης των αποδεικτικών
στοιχείων132.
Η εφαρμογή λοιπόν του άρθρου 940 ΚΠολΔ στην περίπτωση των
αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων αποκλείεται από την ειδική διάταξη
του άρθρου 703 ΚΠολΔ133. Σε περίπτωση, όμως, ακύρωσης της
εκτέλεσης των ασφαλιστικών μέτρων εφαρμόζεται αναλόγως η § 3 του
άρθρο 940 ΚΠολΔ, αφού τότε η ζημία από την επιβολή του μέτρου
αποσυνδέεται από την τύχη της αγωγής για την κύρια υπόθεση134.
130 ΕφΑθ 7217/2007 ΕλλΔνη 2008.237 κατά την οποία: «Με τη διάταξη αυτή
θεμελιώνεται, με την μορφή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδιόρρυθμη αδικοπρακτική
ευθύνη αυτού που εκτέλεσε την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ή εκβίασε αντίστοιχα
την παροχή εγγυοδοσίας. Ο παράνομος χαρακτήρας ολοκληρώνεται με την τελεσίδικη
απόρριψη ως νομικά και ουσιαστικά αβάσιμης της αγωγής για την κύρια υπόθεση ή,
ανάλογα, με την τελεσίδικη παραδοχή ως βάσιμης αντίθετης αγωγής ή ανακοπής κατά
της διαταγής πληρωμής.», Κράνης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ
τόμος ΙΙ υπό άρθρο 700, σελ. 1376.
131 Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις Ι, υπό άρθρο 940, σελ. 565.
132 Μπέης, Πολιτική Δικονομία, Αναγκαστική Εκτέλεση, Τόμος 22, Γενικό μέρος Ι,
σελ. 1376, Μιχαηλίδου, Οριοθέτηση της ευθύνης προς αποζημίωση από άδικη
εκτέλεση βάσει των άρθρων 940 ΙΙΙ ΚΠολΔ και 914 επ. ΑΚ υπό το πρίσμα της
νομολογίας του Αρείου Πάγου, ΧρΙΔ 2010.250.
46
ΣΤ. ΑΞΙΩΣΗ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΥ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΥ
Στην περίπτωση που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που
τάσσονται από το άρθρο 940 ΚΠολΔ, είναι δυνατό να εφαρμοστούν οι
διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού του άρθρου 904 επ. ΑΚ
κατά του επισπεύδοντος, οι οποίες εφαρμόζονται πάντοτε
επιβοηθητικά, ώστε να επανορθωθούν οι αδικίες από τις εκάστοτε
ελαττωματικές ή αδικαιολόγητες μετατοπίσεις περιουσιακών
στοιχείων135. Για να ευδοκιμήσει όμως η αγωγή αδικαιολόγητου
πλουτισμού προϋποτίθεται ότι η διατήρηση του πλουτισμού στο
πρόσωπο του επισπεύδοντος δανειστή γίνεται χωρίς νόμιμη αιτία. Σε
περίπτωση, λοιπόν, που η ανακοπή κατά της εκτέλεσης δεν οδήγησε
σε αμετάκλητη ακύρωση της εκτέλεσης, επειδή δεν αποδείχθηκε
παραχρήμα ο αποσβεστικός της εκτελούμενης απαίτησης λόγος, η
αιτία της περιουσιακής μεταβίβασης είναι νόμιμη και έχει ως
στήριγμα την σχετική απαίτηση136.
Για να θεμελιωθεί αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού, το
δικαστήριο θα πρέπει να έχει κρίνει επί της ουσίας την ανυπαρξία της
απαίτησης του επισπεύδοντος την εκτέλεση. Προϋποτίθεται, δηλαδή,
πάντοτε ότι κρίθηκε τελεσίδικα η ανυπαρξία του ουσιαστικού
δικαιώματος του επισπεύδοντος την άκυρη εκτέλεση και δεν αρκεί
απλά η για τυπικό λόγο ακύρωση του εκτελεστού τίτλου με βάση τον
οποίο επισπεύθηκε η εκτέλεση137.
47
Ζ. ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ
ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 940 ΚΠολΔ
1. Ενεργητική νομιμοποίηση
Τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται ενεργητικά να ασκήσουν την
αγωγή αποζημίωσης κατ’ άρθρο 940 ΚΠολΔ είναι τα εξής:
1.3. Ο υπερθεματιστής
Ειδικά για τις συνέπειες της ακύρωσης του πλειστηριασμού,
προνοεί η διάταξη του άρθρου 1018 ΚΠολΔ, η οποία παρέχει μετά την
138 Μπέης, Πολιτική Δικονομία, Αναγκαστική Εκτέλεση, Τόμος 22, Γενικό μέρος ΙΙ,
υπό άρθρο 940, σελ. 1509.
139 Γέσιου – Φαλτσή , Αναγκαστική Εκτέλεση , Γενικό Μέρος, σελ. 378.
140 Γέσιου – Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση, Γενικό Μέρος, σελ. 378, Μπέης,
Πολιτική Δικονομία, Αναγκαστική Εκτέλεση, Τόμος 22, Γενικό μέρος ΙΙ, υπό άρθρο
940, σελ. 1509
48
τελεσίδικη ακύρωση του πλειστηριασμού, στον υπερθεματιστή το
δικαίωμα να προβεί σε νέο πλειστηριασμό επιδιώκοντας, εφόσον έχει
διανεμηθεί το πλειστηρίασμα, να ικανοποιηθεί προνομιακά από το
πλειστηρίασμα του νέου πλειστηριασμού. Το άρθρο 1018 ΚΠολΔ
εισάγει δηλαδή μια ειδικότερη μορφή επαναφοράς141. Πέρα όμως από
το άρθρο 1018 ΚΠολΔ και με βάση τη διάταξη του άρθρου 940 § 3
ΚΠολΔ δεν αποκλείεται αποζημίωση υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων
914 ή 919 του ΑΚ να αξιώσει και ο υπερθεματιστής που απέκτησε σε
πλειστηριασμό ακίνητο, ο οποίος μεταγενέστερα ακυρώθηκε
αμετάκλητα για ελάττωμα που αφορά τη διαδικασία διενέργειας
του142.
Η ζημία του υπερθεματιστή στην περίπτωση αμετάκλητης
ακύρωσης του πλειστηριασμού δύναται να αφορά όχι μόνο την αξία
του καταβληθέντος πλειστηριάσματος, αλλά και τυχόν αξίωση του για
περαιτέρω ζημία που αυτός υπέστη, όπως για φόρο μεταβίβασης,
έξοδα μεταγραφής, διαφυγόντα κέρδη από την αδυναμία του προς
εκμετάλλευση του ακινήτου143 ή οποιαδήποτε άλλη ζημία, καθώς
επίσης και την τυχόν αυξημένη αξία που θα είχε το αποκτηθέν από
τον υπερθεματιστή ακίνητο, αν δεν ακυρωνόταν ο πλειστηριασμός144.
141 Απαλαγάκη, Προϋποθέσεις και λειτουργία της επαναφοράς των πραγμάτων στην
προτέρα κατάσταση μετά την ακύρωση της αναγκαστικής εκτελέσεως (άρθρο 940§3
ΚΠολΔ), ΕλλΔνη 2003.667.
142 Αυτό συμβαίνει για παράδειγμα σε περίπτωση που το πρόγραμμα πλειστηριασμού
επιδόθηκε μεν από τον επισπεύδοντα στον οφειλέτη (άρθρο 992 ΚΠολΔ), ο οποίος
όμως κατά τον χρόνο της επίδοσης είχε κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης αντί να
επιδοθεί, όπως κατά νόμο έπρεπε, στον σύνδικο της πτώχευσης, ΑΠ 1401/2005
ΝΟΜΟΣ ή σε περίπτωση διακανονισμού της οφειλής και συμφωνίας για αναβολή του
πλειστηριασμού ΑΠ 1083/2009 ΝΟΜΟΣ ή σε περίπτωση μη επίδοσης από τον
επισπεύδοντα της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης στον τρίτο που νεμόταν το
εκπλειστηριασθέν με νόμιμο τίτλο (άρθρο 995 παρ. 3 ΚΠολΔ), ΕφΘεσ 21/2006 Αρμ
2006.98 με παρατηρήσεις Α.Ε.Τ, Μιχαηλίδου, Οριοθέτηση της ευθύνης προς
αποζημίωση από άδικη εκτέλεση βάσει των άρθρων 940 ΙΙΙ ΚΠολΔ και 914 επ. ΑΚ
υπό το πρίσμα της νομολογίας του Αρείου Πάγου, ΧρΙΔ 2010.252, Μάζης, Άδικη
αναγκαστική εκτέλεση και αγωγή αποζημίωσης άρθρου 940§3 ΚΠολΔ Η συνέχιση της
αμφισβήτησης, ΕΠολΔ 2011.293.
143 Α.Ε.Τ. παρατηρήσεις υπό την ΕφΘεσ 21/2006 Αρμ 2006.100.
144 ΑΠ 1401/2005 ΝΟΜΟΣ, η οποία προσθέτει ακόμη ότι: «Από το συνδυασμό των
διατάξεων των άρθρων 914 και 298 ΑΚ προκύπτει ότι κρίσιμος χρόνος για τον
καθορισμό της ζημίας του ενάγοντος υπερθεματιστή είναι ο χρόνος εκδόσεως της
αποφάσεως επί της αποζημιωτικής αγωγής, νοουμένου ως τοιούτου κρισίμου χρόνου,
κατά τους δικονομικούς κανόνες, εκείνου της πρώτης ενώπιον του πρωτοβάθμιου
δικαστηρίου συζητήσεως της αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η οριστική απόφαση».
49
Έχει όμως υποστηριχθεί και η αντίθετη άποψη που θεωρεί ότι
νομικό θεμέλιο αυτής της αξίωσης αποζημίωσης του υπερθεματιστή,
θα πρέπει να είναι αποκλειστικά οι γενικές διατάξεις περί
αδικοπρακτικής ευθύνης κατ’ άρθρο 914 επ. ΑΚ145.
Από την ως άνω περιγραφείσα ευθύνη, διακρίνεται η ευθύνη
προς αποζημίωση του επισπεύδοντος τον πλειστηριασμό, για γνωστό
σ’ αυτόν νομικό ελάττωμα του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου, όπως
αυτό ρυθμίζεται στο άρθρο 1017 ΚΠολΔ.
2. Παθητική νομιμοποίηση
Υπόχρεος της αποζημίωσης είναι ο εκείνος που επέσπευσε την
ζημιογόνο αναγκαστική εκτέλεση ή ο καθολικός (ή οιωνεί καθολικός)
διάδοχος του146, ο οποίος μπορεί να αντιτάξει την ένσταση
συντρέχοντος οικείου πταίσματος, την ένσταση αναίρεσης τελεσίδικης
δικαστικής απόφασης με την οποία εξαφανίστηκε η προσωρινώς
εκτελεστή απόφαση, με βάση την οποία είχε επισπευθεί η
αναγκαστική εκτέλεση, την ένσταση παραγραφής της αξίωσης
αποζημίωσης, την ένσταση αποδυνάμωσης εξαιτίας κατάχρησης
δικαιώματος, την ένσταση συμψηφισμού με δική του ομοειδή
(χρηματική) ανταπαίτηση από οποιαδήποτε αιτία, καθώς επίσης και
αντενστάσεις οψιγενείς σε σχέση με τις ενστάσεις του ήδη ενάγοντα,
στις οποίες είχε στηριχθεί η εξαφάνιση της ήδη προσωρινώς
εκτελεστής απόφασης147.
50
Η αγωγή αποζημίωσης του άρθρου 940 § 1 και § 2 ΚΠολΔ
μπορεί να ασκηθεί παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο της ανακοπής
ερημοδικίας ή της αναψηλάφησης αντίστοιχα για να συνεκδικασθεί
μαζί της ή ακόμη και να σωρευτεί με την αίτηση της ανακοπής
ερημοδικίας ή της αναψηλάφησης αντίστοιχα στο ίδιο δικόγραφο,
αρκεί να απευθύνεται σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο149. Πράγματι, όταν
το ένδικο μέσο δεν είναι μεταβιβαστικό (ανακοπή ερημοδικίας,
αναψηλάφηση), δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο για την παρεπόμενη
αθροιστική σώρευση του αιτήματος αποζημίωσης με το ένδικο μέσο,
είτε απευθείας είτε με την οδό της παρεμπίπτουσας αγωγής. Στην
περίπτωση αυτή η αξίωση αποζημίωσης αποτελεί αίτηση
προκαταβολικής δικαστικής προστασίας, που εξαρτάται από την διπλή
ενδοδιαδικαστική αίρεση της ευδοκίμησης του ενδίκου μέσου και της
κατ’ ουσίαν απόρριψης της αίτησης παροχής δικαστικής προστασίας.
Στην αντίθετη περίπτωση όμως που το ένδικο μέσο μεταβιβάζει την
υπόθεση σε ιεραρχικά ανώτερο δικαστήριο, τότε η αγωγή αποζημίωσης
δεν μπορεί να εισαχθεί για πρώτη φορά στο εφετείο ή στο ακυρωτικό,
ακριβώς επειδή εισάγει αυτοτελή αίτηση δικαστικής προστασίας
(άρθρο 283 § 2 ΚΠολΔ) και με τον τρόπο αυτό παρακάμπτεται ο
πρώτος βαθμός δικαιοδοσίας, οπότε η μόνη δυνατή οδός είναι η
άσκηση αυτοτελούς αγωγής150. Έχει ακόμη υποστηριχθεί η άποψη ότι
η αγωγή αποζημίωσης μπορεί να ασκηθεί σωρευτικά με την ανακοπή
κατά της εκτέλεσης των άρθρων 933 και 936 ΚΠολΔ, με βάση το
άρθρο 69 § 1 δ ΚΠολΔ, εφόσον όμως υπάρξουν οι προϋποθέσεις του
άρθρου 218 § 1 ΚΠολΔ151, οι οποίες όμως συνήθως δεν θα
συντρέχουν152.
149 Μπέης, Πολιτική Δικονομία, υπό άρθρο 550, σελ. 2067, ο ίδιος Επαναφορά στην
προηγούμενη κατάσταση και περαιτέρω χρηματική αποζημίωση, όταν
αποδυναμώνεται η εκτέλεση, Δ 2004.501 υποσημ.3.
150 Απαλαγάκη, Επαναφορά και Αποζημίωση, σελ. 252-253.
51
Η. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
Απαλλαγάκη, Επαναφορά και Αποζημίωση, Εκδόσεις Σάκκουλα,
Θεσσαλονίκη 1994
Απαλλαγάκη, Ζητήματα επαναφοράς μετά την εκτέλεση λοιπών πλην
της δικαστικής αποφάσεως εκτελεστών τίτλων, Δ 2000.615 επ.
Απαλλαγάκη, Προϋποθέσεις και λειτουργία της επαναφοράς των
πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση μετά την ακύρωση της
αναγκαστικής εκτελέσεως (άρθρο 940§3 ΚΠολΔ), ΕλλΔνη 2003.660
επ.
Αρβανιτάκης, Τα χρονικά όρια του δεδικασμένου, Εκδόσεις
Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1995
Α.Ε.Τ. παρατηρήσεις υπό την ΕφΘεσ 21/2006 Αρμ 2006.99 επ.
Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική-
Νομολογιακή Ανάλυση (κατ’ άρθρο) Τόμος Ε΄, Αθήνα 1997
Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική-
Νομολογιακή Ανάλυση (κατ’ άρθρο) Οι τροποποιήσεις έως το
Ν2915/2001 (Συμπληρωματικός Τόμος) , Αθήνα 2001
Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική-
Νομολογιακή Ανάλυση (κατ’ άρθρο) Τόμος Η΄, Αθήνα 2006
Γέσιου - Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση Γενικό Μέρος, Εκδόσεις
Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 1998
Γεωργιάδης, Γνωμοδότηση ΕλλΔνη 1987.965 επ.
Διαμαντόπουλος, Δικαίωμα αποζημίωσης του καθ’ ου η άκυρη
εκτέλεση, ακόμη και όταν παρήλθε άπρακτη η προθεσμία ανακοπής
της άκυρης πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία αποτέλεσε την
αιτία της ζημίας, ΕλλΔνη 2011.12 επ.
Ζερβογιάννη, Η επαναφορά της προηγούμενης κατάστασης ως τρόπος
αποκατάστασης της ζημίας (Μία συμβολή στην ερμηνεία της ΑΚ 297
εδ.2), Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 2006
Καλαβρός, Δεδικασμένον δόλω κτηθέν ως λόγος αποζημιώσεως, Δ
1973.198 επ.
Καλαβρός, Θεμελιώδη Ζητήματα του δικαίου αναγκαστικής
εκτέλεσης, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2009
Καλαβρός, Αποζημίωση για άδικη εκτέλεση, ΕΠολΔ 2010.777 επ.
52
Κεραμέα, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο Γενικό Μέρος, Εκδόσεις
Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη 1986
Κεραμέα, Εκτέλεση διαταγής πληρωμής που εκ των υστέρων
ακυρώθηκε για τυπικούς λόγους, και αξίωση αποζημιώσεως, Αρμ
2002.333 επ.
Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι, 2000
Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος ΙΙ, 2000
Μάζης, Αποζημίωση για άδικη εκτέλεση (ΚΠολΔ 940§3), ΝοΒ
2007.1513 επ.
Μάζης, Άδικη αναγκαστική εκτέλεση και αγωγή αποζημίωσης άρθρου
940§3 ΚΠολΔ Η συνέχιση της αμφισβήτησης, ΕΠολΔ 2011.289 επ.
Μιχαηλίδου, Οριοθέτηση της ευθύνης προς αποζημίωση από άδικη
εκτέλεση βάσει των άρθρων 940 ΙΙΙ ΚΠολΔ και 914 επ. ΑΚ υπό το
πρίσμα της νομολογίας του Αρείου Πάγου, ΧρΙΔ 2010.243 επ.
Μιχελάκης, Περί της αδίκου διαδικαστικής πράξεως, Εκδόσεις
Σάκκουλα, Αθήνα 1944
Μπέης, Επαναφορά στην προηγούμενη κατάσταση και περαιτέρω
χρηματική αποζημίωση, όταν αποδυναμώνεται η εκτέλεση, Δ
2004.498 επ.
Μπέης, παρατηρήσεις υπό της ΑΠ 219/2003, Δ 2004.678 επ.
Μπέης, Πολιτική Δικονομία, Αναγκαστική Εκτέλεση, Τόμος 22, Γενικό
μέρος Ι, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2004
Μπέης, Πολιτική Δικονομία, Αναγκαστική Εκτέλεση, Τόμος 22, Γενικό
μέρος ΙΙ, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2004
Μπρακατσούλας, Η αναγκαστική εκτέλεση, τόμος Ι, Εκδοτικός Οίκος
Αφοί Π. Σάκκουλα, Αθήνα 1993
Μπρίνιας Αναγκαστική Εκτέλεσις Ι, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα 1985
Νίκας, Πολιτική Δικονομία Ι, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα -
Θεσσαλονίκη 2003
Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙ, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα -
Θεσσαλονίκη 2005
Νίκας, Οριακά ζητήματα της αποζημιώσεως από άκυρη εκτέλεση
(ΚΠολΔ 940 ΙΙΙ) ΝοΒ 2007.277
53
Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης Ι Γενικό Μέρος, Εκδόσεις
Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2010
Νίκας, Αποζημίωση για άδικη εκτέλεση ΕΠολΔ 2011.281 επ.
Φασούλας, Η δόλια κτήση δεδικασμένου ως αδικοπραξία και ως
αδικαιολόγητος πλουτισμός, ΑρχΝ 2005.273 επ.
Φραγκίστας, Άμυνα κατά δεδικασμένου αθεμίτως κτηθέντος, Θέμις
ΝΔ(1943).138 επ.
Χαμηλοθώρης/Κλουκίνας Χ./Κλουκίνας Θ., Δίκαιο Αναγκαστικής
Εκτέλεσης Γενικό Μέρος, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2003
Θ. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
54
ΑΠ 289/2000 ΕλλΔνη 2000.1324
ΑΠ 355/1999 ΕλλΔνη 1999.1535
ΑΠ 134/1999 ΕλλΔνη 1999.1049
ΑΠ1325/1997 ΕΕΝ 1999.238
ΑΠ 978/1997 ΕλλΔνη 1998.112
ΑΠ 868/1997 ΕλλΔνη 1999.343
ΑΠ 1173/1993 NOMOΣ
ΑΠ 516/1988 ΝΟΜΟΣ
ΑΠ 745/1986 ΕΕΝ 1987.190
ΑΠ 1678/1984 ΝοΒ 1985.1019
ΕφΘεσ 236/2009 ΕΦΑΔ 2010.181
ΕφΠατρ 160/2009 ΝΟΜΟΣ
ΕφΑθ 7217/2007 ΕλλΔνη 2008.237
ΕφΑθ 4043/2007 ΕλλΔνη 2009.564, σημ. Κατρά
ΕφΑθ 1985/2007 ΕφΑΔ 2008.356, με παρατηρήσεις Κατηφόρη
ΕφΔωδ 257/2006 ΝΟΜΟΣ
ΕφΘεσ 21/2006 Αρμ 2006.98 με παρατηρήσεις Α.Ε.Τ
ΕφΑθ 8195/2005 ΕλλΔνη 2006.561
ΕφΛαρ 399/2004 ΝΟΜΟΣ
ΕφΑθ 6590/2003 ΕπισκΕΔ 2004.162 με παρατηρήσεις
Παμπούκη
ΕφΑθ 9162/2002 ΕλλΔνη 2005.213
ΕφΠειρ 126/2002 ΝΟΜΟΣ
ΕφΑθ 8509/2000 ΑρχΝ 2002.90
ΕφΘεσ1302/2000 ΝΟΜΟΣ
ΕφΑθ 8009/1997 ΝοΒ 1998.652
ΕφΑΘ 7604/1995 ΕλλΔνη1996.694, σημ. Μαργαρίτη
ΕφΑθ 3058/1994 ΝοΒ 1995.713
ΕφΑθ 816/1994 ΑρχΝ 1994.326
ΕφΑθ 915/1993 ΕλλΔνη 1996.1421
ΕφΘεσ 1137/1992 Αρμ 1992.599
ΕφΑθ 1095/1992 ΕλλΔνη 1993.1114
ΕφΑθ 12041/1989 ΑρχΝ1990.148
ΕφΑθ 1872/1981 ΕλλΔνη 1982.476
ΕφΘεσ 751/1980 ΕλλΔνη 1980.725
ΕφΑθ 11246/1979, ΝοΒ 1980.840
ΕφΑθ 5328/1978 ΝοΒ 1979.232
ΕφΑθ 2155/1978 ΝοΒ 1979.789
ΕφΑθ 3372/1971 ΔΕΝ 1972.180
55
ΠΠρΠατρ 453/2008 Αρμ 2008.1727
ΠολΠρΑθ 3757/1985 Δ 1985.769
ΜονΠΑθ 1310/1971 Δ 1972.285
56