Professional Documents
Culture Documents
Η μάθηση των μαθηματικών με την οπτική της θεωρίας των Κοινοτήτων Πρακτικής
Η μάθηση των μαθηματικών με την οπτική της θεωρίας των Κοινοτήτων Πρακτικής
Φακούδης Δημοσθένης
fakudis@hotmail.com
Φακούδης Ευάγγελος
fakoudis@sch.gr
Περίληψη
Η θεωρία των κοινοτήτων πρακτικής θεωρεί ότι η μάθηση έχει τέσσερις
βαθιά διασυνδεδεμένες συνιστώσες ως προς την πρακτική, το νόημα, την
κοινότητα και την ταυτότητα. Σε μία τάξη μαθηματικών συνδέονται κυρίως:
η μάθηση ως «πράττειν» με τις νόρμες συμμετοχής και την κουλτούρα της
τάξης, τη χρήση πόρων και εργαλείων και τη δυνατότητα πρόσβασης σε
αυτά. Η μάθηση ως «νοηματοδότηση» με τη μαθηματική πρόκληση και την
αίσθηση της ισότητας και της δικαιοσύνης. Η μάθηση ως «γίγνεσθαι» με τις
προηγούμενες εμπειρίες που έχει σε κοινότητες σχετικά με τα μαθηματικά,
το πως οραματίζεται τον εαυτό του σε σχέση μ’ αυτά αλλά και τις
αφηγήσεις των σημαντικών «άλλων». Η μάθηση ως «ανήκειν» με την
συμμετοχή στην κοινότητα και το βαθμό της αίσθησης ότι ανήκει σε αυτήν
την κοινότητα.
Λέξεις κλειδιά: μάθηση, κοινότητες πρακτικής, νόημα, ταυτότητα
Abstract
The theory of communities of practice holds that learning has four deeply
interconnected components in terms of practice, meaning, community and
identity. In a mathematics classroom they are primarily linked: learning as
‘doing’ with norms of participation and classroom culture, use of and access
to resources and tools. Learning as ‘experience’ with mathematical
challenge and a sense of equity and justice. Learning as ‘becoming’ with
prior experiences in communities about mathematics, how they envision
themselves in relation to it and the narratives of significant ‘others’.
Learning as ‘belonging’ with participation in the community and the degree
of sense of belonging to that community.
Key words: learning, communities of practice, meaning, identity
Εισαγωγή
Κατά τη Sfard [1] υπάρχουν δύο κυρίαρχες αντιλήψεις για τη μάθηση. Η
μάθηση ως «απόκτηση» σύμφωνα με την οποία ένα άτομο που μαθαίνει κάτι
νέο, διαμορφώνει μια γνωστική μονάδα που «συγκεντρώνεται, βελτιώνεται
σταδιακά και συνδυάζεται για να σχηματίσει πλουσιότερες γνωστικές δομές».
Και η αντίληψη της μάθησης ως «συμμετοχή» που οδήγησε στην ανάπτυξη
των θεωριών «πλαισιοθετημένης» μάθησης (situated learning) [2]. Στις
θεωρίες της «πλαισιοθετημένης» μάθησης «η γνώση είναι εγκατεστημένη σε
ιδιαίτερες μορφές εμπειρίας που προκύπτουν σε συγκεκριμένες περιστάσεις,
και γίνεται κατανοητή με σχεσιακό τρόπο, ως κάτι που κατανέμεται μεταξύ
ανθρώπων, περιβαλλόντων και όχι ως σταθερό, ατομικό χαρακτηριστικό» [2,
3]. Μία από τις θεωρίες της πλαισιοθετημένης μάθησης είναι και η θεωρία
μάθησης των κοινοτήτων πρακτικής που θα αναπτυχθεί σε αυτήν την
εργασία. Διατυπώθηκε από τον Wenger [4] αφού είχε προηγηθεί το 1991 το
έργο της Lave και του Wenger για τη Νόμιμη Περιφερειακή Συμμετοχή
(Legitimate Peripheral Participation) [5].
Οι κοινότητες πρακτικής
Οι Κοινότητες Πρακτικής (στο εξής ΚΠ) είναι ομάδες ανθρώπων που
μοιράζονται ένα κοινό ενδιαφέρον, μια ανησυχία ή ένα πάθος για κάτι που
κάνουν και θέλουν να μάθουν πώς να το κάνουν καλύτερα καθώς
αλληλεπιδρούν τακτικά. Τα χαρακτηριστικά μιας ΚΠ κατά τον Wenger
είναι: (α) ένας τομέας κοινού ενδιαφέροντος, (β) η συμμετοχή σε μία
κοινότητα με κοινές δραστηριότητες και συζητήσεις, αλληλοβοήθεια,
38ο Πανελλήνιο Συνέδριο Μαθηματικής Παιδείας 825
Μάθηση ως «πράττειν»
Η μάθηση ως «πράττειν» συνδέεται κυρίως με τις νόρμες συμμετοχής και
την κουλτούρα της τάξης, τη χρήση πόρων και εργαλείων και τη δυνατότητα
πρόσβασης σε αυτά.
Οι Wood, Williams και Mc Neal [8] μελέτησαν την μικροκουλτούρα
πέντε τάξεων (τεσσάρων μεταρρυθμιστικών και μία παραδοσιακής) και την
ποιότητα της μαθηματικής σκέψης που ανέπτυξαν οι μαθητές. Αναγνώρισαν
τέσσερις διαφορετικές κουλτούρες τάξης που τις ονόμασαν: (1) συμβατικού
εγχειριδίου, (2) συμβατικής επίλυσης προβλημάτων, (3) αναφοράς
στρατηγικών και (4) διερεύνησης/επιχειρηματολογίας. Διαπίστωσαν ότι η
πολυπλοκότητα της μαθηματικής σκέψης συνδέονταν στενά με την
κουλτούρα της κάθε τάξης. Τα πρότυπα αλληλεπίδρασης που απαιτούσαν
μεγαλύτερη συμμετοχή των συμμετεχόντων σχετίζονται με υψηλότερα
επίπεδα εκφρασμένης μαθηματικής σκέψης από τα παιδιά. Ο αριθμός των
νορμών ήταν όλο και μεγαλύτερος από την κουλτούρα (1) προς την (4)
όπως και η φύση τους (πιο κλειστές στην 1 και πιο ανοιχτές στην 4). Αυτό
επηρέασε και την ποιότητα της μαθηματικής σκέψης. Μόνο στην
κουλτούρα της διερεύνησης/επιχειρηματολογίας υπήρχαν ευκαιρίες για όλα
τα παιδιά να συμμετάσχουν στη δημιουργία νοήματος και να αναπτύξουν
ένα κοινό έδαφος (common ground) για την οικοδόμηση κοινής
κατανόησης. Καταλήγουν ότι δεν είναι τα ίδια τα πρότυπα αλληλεπίδρασης
που επηρεάζουν την ανάπτυξη της μαθηματικής σκέψης, αλλά το γεγονός
ότι αυτά τα πρότυπα αντιπροσωπεύουν συγκεκριμένους τύπους
διαπροσωπικών αλληλεπιδράσεων μέσω των οποίων μοιράζονται νόημα και
εμπειρίες.
Μάθηση ως «νοηματοδότηση»
To νόημα σε μία μαθηματική τάξη συνδέεται άμεσα με την πρόκληση
που έχουν τα μαθηματικά έργα, με τον τρόπο που υποστηρίζουν την
κοινωνική αλληλεπίδραση, τις σκαλωσιές μάθησης που κτίζουν και το
βαθμό που φέρνουν στην επιφάνεια τις εμπειρίες των μαθητών από το
πολιτισμικό τους πλαίσιο σχετικά με τα μαθηματικά. Επίσης, η έννοια της
διαπραγμάτευσης του νοήματος της κοινότητας συνδέεται με την ισότητα
και τη δικαιοσύνη μέσα στην τάξη των μαθηματικών.
Οι Boaler και Greeno [9] πήραν συνέντευξη από μαθητές 6 σχολείων της
δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, όπου στα 2 από αυτά οι τάξεις ήταν
μεταρρυθμιστικές. Οι περισσότεροι από τους μαθητές στις
μεταρρυθμιστικές τάξεις εκτίμησαν τόσο τη δημιουργικότητα που
828 38ο Πανελλήνιο Συνέδριο Μαθηματικής Παιδείας
εμπλέκεται στην ολοκλήρωση των σχετικά ανοιχτών εργασιών όσο και τις
ευκαιρίες συνεργασίας με άλλους μαθητές. Αντίθετα, πολλοί από τους
μαθητές στις παραδοσιακές τάξεις δήλωσαν ότι βρήκαν την εμπειρία του να
κάνουν μαθηματικά σε αυτές τις τάξεις δυσάρεστη και ότι είχαν αρχίσει να
αντιπαθούν τα μαθηματικά και ότι θα επέλεγαν να μην μελετήσουν
περαιτέρω.
Για να είναι αποτελεσματικές οι αίθουσες διδασκαλίας υποστηρίζουν οι
Gresalfi και Cobb [10], ο εκπαιδευτικός θα πρέπει απαραίτητα να δίνει
ευκαιρίες στους μαθητές, να χρησιμοποιούν την εννοιολογική πρακτορεία1
(conceptual agency) έναντι της πειθαρχικής πρακτορείας (disciplinary
agengy). Η πρώτη αφορά την δυνατότητα επιλογής μεθόδου και την
ανάπτυξη σχέσεων μεταξύ εννοιών και αρχών και η δεύτερη την εφαρμογή
μιας συγκεκριμένης μεθόδου.
Οι Gresalfi κ.ά. [11] μελέτησαν το θέμα της «ικανότητας» και πως
διαμορφώνεται μέσα σε μία τάξη σε σχέση με: (1) το είδος της μαθηματικής
πρακτορείας (agency) που προσφέρει το μαθηματικό έργο και τη δομή
συμμετοχής, (2) τι υποτίθεται ότι είναι υποχρεωμένοι να κάνουν οι μαθητές
και (3) ποιος είναι αυτός που κρίνει αν η συμμετοχή κάποιου είναι επιτυχής
στο σύστημα δραστηριότητας της τάξης, σε ποιόν λογοδοτούν
(accountability) δηλαδή. Οι ερευνητές παρακολούθησαν πάνω από 10
διδασκαλίες μαθηματικών σε κάθε τάξη (ΣΤ΄ Δημοτικού και Β΄
Γυμνασίου). Εξέτασαν τους τρόπους με τους οποίους ο δάσκαλος εισήγαγε
και έθεσε τα μαθηματικά έργα, τους τρόπους με τους οποίους ο
εκπαιδευτικός συνεργάστηκε με τους μαθητές καθώς ολοκλήρωσαν την
εργασία και τους τρόπους με τους οποίους οι μαθητές μίλησαν ο ένας στον
άλλο και στον εκπαιδευτικό καθώς εργάζονταν, εστιάζοντας με ιδιαίτερη
προσοχή σε ποιόν πίστευαν οι μαθητές ότι θα πρέπει να λογοδοτήσουν και
ποιον θεώρησαν «ικανό» σε μια δεδομένη στιγμή. Διαπίστωσαν ότι οι
ευκαιρίες που είχαν οι μαθητές για να κατανοήσουν ότι είναι ικανοί, είχε
σχέση με τα μαθηματικά έργα που τους είχαν ανατεθεί, με το είδος της
πρακτορείας που άσκησαν και σε ποιόν έπρεπε να λογοδοτήσουν.
1
Η πρακτορεία (agency, σε άλλα κείμενα μεταφράζεται ως «αυτενέργεια») ενός ατόμου
αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο ενεργεί ή αποφεύγει να ενεργήσει και στον τρόπο με
τον οποίο η δράση του συμβάλλει στην κοινή δράση της ομάδας στην οποία συμμετέχει.
Για παράδειγμα η πρακτορεία ενός ατόμου σε ένα σύντομο επεισόδιο αλληλεπίδρασης
είναι, εν μέρει, εάν ξεκινά μια ιδέα, αν συμφωνεί, αν την επεξεργάζεται, αν ρωτά ή αν
διαφωνεί με αυτό που ξεκίνησε κάποιος άλλος ή αν αποφεύγει να απαντήσει [11].
38ο Πανελλήνιο Συνέδριο Μαθηματικής Παιδείας 829
Βιβλιογραφία
1. Sfard, A. (1998). On two metaphors for learning and the dangers of
choosing just one. Educational researcher, 27(2), 4-13.
2. Σακονίδης Χ. (2007). Διδάσκοντας Μαθηματικά στο Γυμνάσιο:
Προτάσεις για την αξιοποίηση του διδακτικού υλικού. Πρόγραμμα
Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων. ΕΚΠΑ. http://hdl.handle.net/
10795/739
3. Σακονίδης, Χ. (2008). Κοινότητες πρακτικής στη μάθηση: Μια
αλλαγή προοπτικής για τη μαθηματική εκπαίδευση. Στο Δραγώνα, Θ.
& Φραγκουδάκη, Α.(Επιμ.), Πρόσθεση όχι αφαίρεση, πολλαπλασιασμός
όχι διαίρεση, σελ, 289-325.
4. Wenger, E. (1998). Communities of practice: Learning, meaning, and
identity. Cambridge: Cambridge University Press.
5. Lave, J. and E. Wenger. (1991). Situated Learning: Legitimate
Peripheral Participation. Cambridge: Cambridge University Press
6. Horn, I. S. (2008). Turnaround students in high school mathematics:
Constructing identities of competence through mathematical worlds.
Mathematical Thinking and Learning, 10(3), 201-239.
7. Nasir, N. I. S. (2002). Identity, goals, and learning: Mathematics in
cultural practice. Mathematical thinking and learning, 4(2-3), 213-
247.
8. Wood, T., Williams, G., & McNeal, B. (2006). Children's
mathematical thinking in different classroom cultures. Journal for
research in mathematics education, 37(3), 222-255.
https://doi.org/10.2307/ 30035059
9. Boaler, J., & Greeno, J.G. (2000). Identity, agency, and knowing in
mathematical worlds. Στο J. Boaler (Επιμ.), Multiple perspectives
on mathematics teaching and learning (pp. 171-200). Stamford, CT,
Ablex.
11. Gresalfi, M., Martin, T., Hand, V., & Greeno, J. (2009). Constructing
competence: An analysis of student participation in the activity
systems of mathematics classrooms. Educational studies in
mathematics, 70(1), 49-70. Hays, J. M. (2014). High-performance
teams and communities of practice. Oxford Journal: An International
Journal of Business & Economics, 5(1). https://doi.org/10.1207/
s15544818ped0101_8
13. Boaler, J., William, D., & Zevenbergen, R. (2000, 26-31 March). The
Construction of Identity in Secondary Mathematics Education. Paper
presented at the International Mathematics Education and Society
Conference, Montechoro, Portugal.