Professional Documents
Culture Documents
Εξώφυλλο Εργασίας Εξαμήνου
Εξώφυλλο Εργασίας Εξαμήνου
ΕΑΓ 61
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ
ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΞΑΜΗΝΟΥ
Ονοματεπώνυμο
ΑΜ
ΗΛΕ ΧΧ
Αριθμός Λέξεων: ΧΧ
Η παραγωγή γραπτού λόγου είναι μια αρκετά πολύπλοκη διαδικασία που απαιτεί την
πολυεπίπεδη αυτή διαδικασία (Fletcher et al., 2007; Troia & Graham, 2002).
Στο δείγμα γραπτού λόγου της μαθήτριας, φαίνεται να υπάρχουν πολλές δυσκολίες όσον
αναθεώρηση) κομμάτι της παραγωγής γραπτών κειμένων. Η γενικότερη εικόνα του κειμένου και
πάντα σε σχέση με την ηλικία και το νοητικό δυναμικό της μαθήτριας, δίνει την εντύπωση ενός
ατελούς κειμένου με αρκετά προβλήματα που αφορούν την έκταση, το περιεχόμενο, την
συντακτική δομή, το λεξιλόγιο, την ορθογραφία, την στίξη, την οργάνωση και την επιμέλεια του
κειμένου. Πιο συγκεκριμένα, το κείμενο είναι δυσανάγνωστο και δυσνόητο λόγω των πολλών
ορθογραφικών λαθών, της κακής μορφής των γραμμάτων, των πολλών διορθώσεων
(μουτζούρες) αλλά και λόγω της μη ύπαρξης συνοχής. Από μια ειδικότερη ανάλυση των
κειμενικών στοιχείων καθίσταται εμφανές πως δεν υπάρχει παρακολούθηση και έλεγχος των
δυναμικά εμπλεκόμενων υπολειτουργιών της σύνθεσης του κειμένου, κάτι που οδηγεί στην
γενικότερη κακή εικόνα του (Σπαντιδάκης & Κυριαζή, 2007). Ακόμη, η ελλιπής νοηματική και
συντακτική ολοκλήρωση των κειμενικών προτάσεων καθώς και η μη λογική τους συνοχή,
2010). Τέλος, είναι φανερό πως η μαθήτρια γράφει με έναν υπεραπλουστευμένο τρόπο, που δεν
συνάδει με την ηλικία της, κάνοντας απλή παράθεση γεγονότων αγνοώντας τα λειτουργικά
κομμάτια της επιμέλειας ενός κειμένου (κατάλληλη δομή, επικοινωνιακό σκοπό, ακροατήριο,
κειμενική συνοχή και κατανόηση). Δηλαδή, η μαθήτρια επικεντρώνεται στη σύνταξη του
κειμένου εις βάρος της γενικότερης συγγραφικής διαδικασίας, κάτι που σύμφωνα με τους
Newcomer & Barenbaum (1991), είναι ένα τυπικό χαρακτηριστικό των μαθησιακών δυσκολιών.
Όπως και η παραγωγή λόγου, έτσι και η αναγνωστική ικανότητα χαρακτηρίζεται από την
φωνολογική επίγνωση κ.α.) (Ostiz-Blanco et al., 2021). Πολλές από αυτές τις επιμέρους
μπορούν να επηρεάσουν άμεσα ή ακόμη και να προβλέψουν την κατάκτηση της αναγνωστικής
ικανότητας (Bosse, 2015; Πόρποδας, 2003). Σύμφωνα με την γνωμάτευση, η μαθήτρια υστερεί
ως προς την αναγνωστική κατανόηση σύνθετων περιγραφικών και αφηγηματικών κειμένων, την
απάντηση ερωτήσεων ανοιχτού τύπου, την ανάκληση πληροφοριών από τη μνήμη, την
χρησιμοποίηση των πληροφοριών του κειμένου και την απευαισθητοποίηση του εαυτού της από
αναφέρεται πως η μαθήτρια εκτός από τις αδυναμίες της είναι αρκετά ικανή στον εντοπισμό
ελλείματα ως προς την γνωστική λειτουργία της μνήμης εργασίας και του κεντρικού
επεξεργαστή (King, 2012; Seigneuric & Ehrlich, 2005) αφού σύμφωνα με τις προυποθέσεις για
προβλήματα της μαθήτριας μεταξύ άλλων είναι και οι αδυναμίες στην αναγνώριση
λέξεων/γνώσης λεξιλογίου (Kligner et al., 2007), ακουστική κατανόηση (Abbott et al., 2010),
μορφοσυντακτική ενημερότητα (Kirby et al., 2011), κειμενική γνώση (Τζιβινίκου, 2015) και
στην ικανότητα διεξαγωγής λογικών συμπερασμάτων και σύνδεσης τους με προηγούμενη γνώση
(Τζιβινίκου, 2018).
Το ατομικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα (ΑΕΠ), συνιστά το πλαίσιο που εξασφαλίζει στο μαθητή
κίνητρα, την παρότρυνση, την βοήθεια και υποστήριξη για την ανάπτυξη των δεξιοτήτων του.
Αποτελεί επίσης, ένα συνεργατικό πεδίο γονέων και ειδικών με σκοπό την βελτίωση των
συνθηκών μάθησης αλλά και του μαθησιακού αποτελέσματος. Πρέπει να αναφερθεί πως είναι
επίπονη και απαιτητική διαδικασία ενώ αποτελεί μια διδακτική πρόκληση για τον εκπαιδευτικό.
Η διαδικασία αυτή, οφείλει να είναι μοναδική ακολουθώντας τις αδυναμίες, τα ενδιαφέροντα, τις
δυνατότητες και τις ανάγκες του μαθητή ενώ παράλληλα καθίσταται δεσμευτικό για όλους τους
ανεξάρτητης εκπαιδευτικής πρακτικής και της αυτοαξιολόγησης. Για την παρουσίαση του
διδακτικού υλικού επιλέχθηκε η χρήση πολλών και ποικίλων μέσων. Τα μέσα και τα υλικά που
και το σχολικό εγχειρίδιο ενώ για την διεξαγωγή της παρέμβασης χρησιμοποιήθηκε η οικεία
Πριν τον σχεδιασμό και την οργάνωση του εκπαιδευτικού προγράμματος χρησιμοποιήθηκε η
διδακτική αξιολόγηση των προβλημάτων της μαθήτριας καθώς και η βιβλιογραφική ανασκόπιση
αναγνωστικό και συγγραφικό προφίλ της μαθήτριας. Στο πρόγραμμα αυτό, κάθε εφαρμογή
καθώς και τον αναστοχασμό του εκπαιδευτικού που στηρίζεται σε ένα προσχεδιασμένο πρότυπο
αναγνωστικής ικανότητας και συντελούνται σε διάστημα μίας διδακτικής ώρας (30 λεπτά η κάθε
μία).
προσπαθεί να συνδέσει την προυπάρχουσα γνώση της μαθήτριας με τις νέες πληροφορίες του
κειμένου ενώ παράλληλα επιδιώκεται η ενίσχυση των κινήτρων της. Επίσης, προωθείται η
κατανόηση και εκμάθηση στρατηγικών προεπισκόπησης του κειμένου, εστιάζοντας την προσοχή
στον τίτλο και εικόνες του κειμένου καθώς και σε ερωτήσεις κατανόησης που αρχικά
τοποθετείται σε μια ομάδα δύο ατόμων έπειτα από την ειδική διαμόρφωση της σχολικής
αίθουσας (θρανία ενωμένα ανά δύο, διατεταγμένα σε σχήμα Π μπροστά από την έδρα του
δασκάλου, με την ομάδα της μαθήτριας τοποθετημένη στο κοντινότερο σημείο με τον
εκπαιδευτικό). Αρχικά, ο εκπαιδευτικός κάνει μια νύξη ως προς το περιεχόμενο του κειμένου
ενώ μοιράζεται και το φύλλο οδηγιών με τα βήματα της στρατηγικής προεπισκόπησης του
κειμένου ενώ αυτά υποστηρίζονται και από την δυνατή εκφώνηση αυτών πρώτα από τον
εκπαιδευτικό και ύστερα από το σύνολο των μαθητών (χορωδιακή απόκριση). Στο φύλλο
οδηγιών τους ζητείται να κάνουν μια γρήγορη ανάγνωση του τίτλου του μαθήματος , να
άγνωστες λέξεις. Μετά ακολουθεί η κανονική ανάγνωση του κειμένου και η αξιολόγηση της
εκπλήρωσης τον οδηγιών. Η εφαρμογή της παραπάνω στρατηγικής αφορά το πρώτο κομμάτι
του κειμένου (αρχή-μέση). Σε αυτό το στάδιο επιτρέπεται η καθοδήγηση των μαθητών από τον
εκπαιδευτικό αλλά και των ικανότερων (ως προς την αναγνωστική ικανότητα) συνομηλίκων της
ομάδας ενώ παρέχονται και ανατροφοδοτήσεις όπου κρίνεται απαραίτητο. Τέλος, σε μορφή
μνημονικής κάρτας παρέχονται οι τρόποι αναγνώρισης νέων λέξεων και ζητείται η εύρεση του
εξάσκησης και της αξιολόγησης όπου η μαθήτρια καλείται να εφαρμόσει από μόνη της χωρίς
συμπερασμάτων και νοήματος κειμένου) καθώς και να τις αξιολογήσει ενώ προωθείται και η
μισό του κειμένου <<Με λένε Σόνια>> (μέση-τέλος) και ζητείται η αυτόνομη και ανεξάρτητη
εφαρμογή των παραπάνω στρατηγικών στο υπόλοιπο κείμενο. Έπειτα από την ολοκλήρωση των
εργασιών από την μαθήτρια ζητείται η όσον το δυνατό πιο γρήγορη και σωστή ανάγνωση του
μορφή παιχνιδιού και με δυνητική παροχή ανταμοιβής (για κάθε έγκαιρη και ορθή ανάγνωση
παρέχονται 5 λεπτά παιχνιδιού στον υπολογιστή της τάξης, ενώ επιτρέπονται συνολικά 3
παραγωγής γραπτού λόγου σε προ-συγγραφικό επίπεδο και όπως και οι δύο πρώτες διεξάγονται
Η τρίτη λοιπόν δραστηριότητα αφορά τον πρώτο βραχυπρόθεσμο στόχο που είναι η βελτίωση
οδηγοί ολοκλήρωσης της εργασίας, γραφικός και οργανωτής ιδεών και κριτήριο αξιολόγησης
κεντρικό θέμα (διακοπές) και της ζητείται να πει προφορικά τις σκέψεις της γύρω από αυτό το
θέμα (ιδεοθύελλα) οι οποίες συζητιούνται σε συνεργασία με τον εκπαιδευτικό αλλά και την
υπόλοιπη τάξη. Ο εκπαιδευτικός καθοδηγεί την μαθήτρια στην καταγραφή των πιο σχετικών με
το θέμα ιδεών στον οργανωτή ιδεών ( έντυπη αλλά και ψηφιακή μορφή μέσω του περιβάλλοντος
της παραπάνω εφαρμογής) ενώ παράλληλα επιστρατεύεται από τον εκπαιδευτικό η μαιευτική
μέθοδος , ώστε να οδηγηθεί η μαθήτρια στην ανακάλυψη καινούργιων και σχετικών με το θέμα
ιδεών. Στη συνέχεια ο εκπαιδευτικός μέσω άμεσης διδασκαλίας τονίζει τα βασικά σημεία/
χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου κειμενικού είδους (τα οποία υπάρχουν και σε μνημονική
κάρτα αλλά και στην ψηφιακή εφαρμογή) και παρουσιάζει ένα παράδειγμα ίδιου κειμενικού
είδους του οποίου τα κεντρικά δομικά στοιχεία είναι μπερδεμένα. Έπειτα, η μαθήτρια καλείται
να αναγνωρίσει και να βάλει σε σειρά τα στοιχεία του κειμένου. Αφού γίνει η ανατροφοδότηση
από τον δάσκαλο, ζητείται να παραχθεί ένα προσχέδιο του κειμένου που πρόκειται να γράψει η
αξιολόγησης της εργασίας της ενώ πραγματοποιείται και αξιολόγηση από τον παιδαγωγό.
Η τέταρτη όπως και η τρίτη εργασία, έχει ως μακροπρόθεσμο στόχο την ανάπτυξη του γραπτού
λόγου σε προ-συγγραφικό επίπεδο ενώ ο βραχυπρόθεσμος στόχος της είναι η βελτίωση των
μορφολογική επίγνωση κ.α.). Μέσω της εξάσκησης και αυτοματοποίησης των μηχανιστικών
που οδηγούν σταδιακά στην ανάπτυξη της διαδικασίας της γραφής σε κάθε επίπεδο. Έτσι, για
την δραστηριότητα αυτή παρέχεται στη μαθήτρια ένας κατάλογος των πιο συνηθισμένων λέξεων
ανάλογες του επιπέδου της μαθήτριας. Έπειτα παρέχονται σε μορφή ψηφιακής κάρτας (χρήση
τάμπλετ) , οι κανόνες χωρισμού των λέξεων σε συλλαβές, ενώ παράλληλα μέσω της εφαρμογής
πραγματοποιείται και η εκφορά κάθε φωνήματος, συλλαβής ή και ολόκληρης της λέξης που
υπάρχει στον κατάλογο. Έπειτα ζητείται η κατάτμηση των λέξεων σε συλλαβές από την
μαθήτρια μέσω της ταυτόχρονης καταγραφής και εκφοράς αυτών καθώς και η ανασύνθεση
αυτών στη μορφή ολόκληρων λέξεων. Τέλος, ζητείται η ομαδοποίηση των λέξεων αυτών με
βάση τα όμοια στοιχεία που εμπεριέχονται και είναι ορατά στην λεξική μορφή τους καθώς και η
χρησιμοποίηση μίας λέξης από κάθε ομάδα για τον σχηματισμό ολοκληρωμένων προτάσεων που
παρουσιάζουν την σημασία της λέξης (για την οποία μπορεί να ανατρέξει σε αναζήτησή της σε
της εργασίας της η μαθήτρια προβαίνει στη συμπλήρωση του κριτηρίου αυτοαξιολόγησης.
Στο τέλος του συνόλου της εκπαιδευτικής παρέμβασης συντελείται η συνολική αξιολόγηση του
αλλά και την μέτρηση της εξέλιξης των αναγνωστικών και συγγραφικών δεξιοτήτων της
μαθήτριας.
μάθησης καθώς σύμφωνα με τις Τζουριάδου και Αναγνωστοπούλου (2011), αυτές αποτελούν
ένα από τα κυριότερα σημεία της εκπαιδευτικής διαδικασίας λόγω της απαράμιλλης συμβολής
τους σε αυτήν. Άλλωστε και από τον ορισμό τους, οι στρατηγικές αυτές αποτελούν ένα σύνολο
δραστηριότητας και την τελική επίτευξη της μάθησης (Schmeck, 1988). Ακόμη ο σχεδιασμός
εκπαιδευτικό της περιβάλλον μέσω της συμμετοχής της στην στοχοθέτηση, εφαρμογή και
εποικοδομητική συμμετοχή των μαθητών στο μάθημα μέσω ομαδικών δραστηριοτήτων, της
συνεργατικής μάθησης και της συνεργασίας εκπαιδευτικού και μαθητή ως προς την επιλογή των
διαδικασία της μάθησης (Αναστασίου & Μπαντούνα, 2007). Εν συνεχεία, η αμεσότητα της
επικοινωνίας εκπαιδευτικού-μαθητών καθώς και η ενθάρρυνσή τους μέσω της παροχής
παρακίνηση των μαθητών ως προς την εκπαιδευτική διαδικασία και την μεγιστοποίηση των
μαθησιακών αποτελεσμάτων (Athanasiou et al., 2012; Elbaum et al., 2000). Ακόμη όταν οι
στρατηγικές επίλυσης προβλημάτων, διδάσκονται με ρητό και σαφή τρόπο στους μαθητές
η διδασκαλία των στρατηγικών αυτών μέσω της άμεσης επεξήγησης προϋποθέτει την
ενσωμάτωση της σε ένα αυθεντικό πλαίσιο επικοινωνίας που δημιουργεί πρωτότυπες ευκαιρίες
παρατήρησης αυτών και αλληλεπιδρά με τα ενδιαφέροντα του μαθητή (Duffy et al., 1986, 1987,
ανεξαρτητοποίηση και αυτονομία της μαθήτριας, που συντελείται με την ανάπτυξη των
ύστερα από την δημιουργία αυθεντικών επικοινωνιακών συνθηκών, επιφέρει και την ελάφρυνση
του γνωσιακού φορτίου (εσωτερικό, εξωτερικό, συναφές), το οποίο με την σειρά του οδηγεί
στην βελτιστοποίηση των ικανοτήτων παραγωγής γραπτού λόγου αλλά και ανάγνωσης (Fox,
2001; Kellogg, 2008; Σπαντιδάκης & Κυριαζή, 2007). Στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση
επιτρέπει την απελευθέρωση των πολύτιμων γνωσιακών πόρων και την χρησιμοποίηση αυτών
στις πιο απαιτητικές λειτουργίες την ανάγνωσης και παραγωγής γραπτού λόγου (Perfect &
Schwartz, 2002). Σύμφωνα και με τους Englert & Marriage (2003), κάθε είδους νύξεων και
οδηγιών που απευθύνονται στους μαθητές, λειτουργεί βοηθητικά στην ενσωμάτωση των
αυτορυθμιστικών οδηγιών στις ήδη υπάρχουσες γνωσιακές δομές τους, επιταχύνοντας την
των νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση, όπως ειδικών λογισμικών (π.χ. Ιδεοκατασκευές),
περιβάλλοντος, επιτρέποντας τον καλύτερο έλεγχο και χειρισμό του κειμένου (σε όλα τα στάδια
συγγραφής), από τους ίδιους τους μαθητές (Vosniadou et al., 2007). Ακόμη αξίζει να αναφερθεί
συμβάλλει θετικά στην ανάπτυξη των μεταγνωστικών δεξιοτήτων συγγραφής που επηρεάζει και
την ποιότητα της γραπτής απόδοσης των μαθητών που αντιμετωπίζουν μαθησιακές δυσκολίες
της κειμενικής ενημερότητας των μαθητών (Zammuner, 1995), της δόμηση των στρατηγικών
παραγωγής, οργάνωσης και ελέγχου των παραγόμενων κειμένων (Bahr et al., 1996) και της
Abbott, R. D., Berninger, V. W., & Fayol, M. (2010). Longitudinal relationships of levels of
μέθοδος ως τρόπος στήριξης των μαθητών με μαθησιακές δυσκολίες μέσα στην κοινή
Athanasiou, K., & Παπαδοπούλου, Π. (2012). Conceptual Ecology of the Evolution Acceptance
among Greek Education Students: Knowledge, religious practices and social influences.
https://doi.org/10.1080/09500693.2011.586072
Bahr, C. M., Nelson, N. W., & Van Meter, A. M. (1996). The effects of Text-Based and
Bosse, M. (2015). Learning to Read and spell: How children acquire word orthographic
https://doi.org/10.1111/cdep.12133
Duffy, G. G., & Roebler, L. (1986). Constraints on teacher change. Journal of Teacher
Duffy, G. G., Roehler, L. R., Sivan, E., Rackliffe, G., Book, C. L., Meloth, M. S., Vavrus, L. G.,
Wesselman, R., Putnam, J., & Bassiri, D. (1987). Effects of Explaining the Reasoning
Associated with Using Reading Strategies. Reading Research Quarterly, 22(3), 347.
https://doi.org/10.2307/747973
Elbaum, B., Vaughn, S., Hughes, M. T., & Moody, S. W. (2000). How effective are one-to-one
tutoring programs in reading for elementary students at risk for reading failure? A meta-
https://doi.org/10.1037/0022-0663.92.4.605
Englert, C. S., & Mariage, T. V. (1991). Making students partners in the comprehension process:
https://doi.org/10.2307/1510519
https://doi.org/10.1017/s1355617709090900
https://doi.org/10.1080/03054980125310
King, C. J. (2012). Restructuring Engineering Education: Why, How And When? Journal of
reading interest and its relation to reading ability. Journal of Research in Reading, 34(3),
263–280. https://doi.org/10.1111/j.1467-9817.2010.01439.x
Klingner, J. K., Vaughn, S., & Boardman, A. G. (2007). Teaching Reading Comprehension to
Students with Learning Difficulties. What Works for Special-Needs Learners. Guilford
Publications. https://eric.ed.gov/?id=ED494229
Newcomer, P. L., & Barenbaum, E. (1991). The Written Composing Ability of Children with
Ξάνθη, Σ. (2012). Η γραπτή έκφραση ως διαδικασία: Από τη λειτουργική εκτίµηση στη δόµηση
Ostiz-Blanco, M., Bernácer, J., Garcia-Arbizu, I., Diaz-Sanchez, P., Rello, L., Lallier, M., &
https://doi.org/10.3389/fpsyg.2021.652948
Perfect, T. J., & Schwartz, B. L. (2002). Applied Metacognition. In Cambridge University Press
eBooks. https://doi.org/10.1017/cbo9780511489976
Πόρποδας Κ. (2003). Διαγνωστική αξιολόγηση και αντιμετώπιση των μαθησιακών δυσκολιών στο
Schmeck, R. R. (Ed.). (1988). Learning strategies and learning styles. Plenum Press.
Seigneuric, A., & Ehrlich, M. (2005). Contribution of working memory capacity to children’s
656. https://doi.org/10.1007/s11145-005-2038-0
Σπαντιδάκης, Γ. & Κυριαζή Ου. (2007). Ανάπτυξη δεξιοτήτων μαθητών με δυσκολίες στην
παραγωγή ιδεών: Σύγκριση μνημονικών κανόνων και νοητικών χαρτών. Στο «Η Ειδική
Σπαντιδάκης, Ι., I. (2010). Δυσκολίες και προβλήματα στην παραγωγή γραπτού λόγου. Στο Α.
Μουζάκη, & Α. Πρωτόπαπας (Επιμ.), Ορθογραφία, Μάθηση και Διαταραχές (σσ. 261-
Αθήνα: Πεδίο.
ανάγνωση και τη γραφή για μαθητές με μαθησιακές και άλλες δυσκολίες. Θεσσαλονίκη:
Α.Στεργίου.
http://hdl.handle.net/11419/5332
Troia, G. A., & Graham, S. (2002). The effectiveness of a highly Explicit, Teacher-Directed
https://doi.org/10.1177/00222194020350040101
Vosniadou, S. (2007). The Cognitive-Situative divide and the problem of conceptual change.
Zammuner, V. (1995). Individual and cooperative computer-writing and revising: Who gets the
4752(95)00005-n