Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 42

[1]

ΤΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΑ ΣΧΗΜΑΤΑ ΛΟΓΟΥ


1) Σχήμα υπαλλαγής. Σ` αυτό ένας επιθετικός προσδιορισμός που
ανήκει σε μια γενική, η οποία προσδιορίζει ένα ουσιαστικό, δε
συμφωνεί στην πτώση με τη γενική, αλλά με το ουσιαστικό, π.χ. «τ`
αντρειωμένα κόκαλα του αντρειωμένου γονιού σας» (= αντί «τα
κόκαλα του αντρειωμένου γονιού σας»).
2) Σχήμα πρόληψης. Σ` αυτό το υποκείμενο δευτερεύουσας πρότασης
μπαίνει αντικείμενο της κύριας πρότασης, ενώ κανονικά αντικείμενο
έπρεπε να είναι η δευτερεύουσα πρόταση, π.χ. «σε ξέρω τι άνθρωπος
είσαι».
3) Υπερβατό. Σ` αυτό δύο λέξεις που βρίσκονται σε στενή λογική και
συντακτική σχέση μεταξύ τους αποχωρίζονται με την παρέμβαση μιας
άλλης ή άλλων λέξεων, π.χ. «άφησε το κάστρο κι έφυγε απολέμιστο»
(=αντί άφησε το κάστρο απολέμιστο και..). ή Άκρα του τάφου σιωπή
στον κάμπο βασιλεύει.(= αντί «Άκρα σιωπή»)
4) Πρωθύστερο. Σ` αυτό λέγεται πρώτα στη σειρά του λόγου εκείνο που
χρονολογικά και λογικά είναι δεύτερο, π.χ. «ξεντύθη ο νιος, ξεζώστηκε
και στο πηγάδι μπήκε» (αντί ξεζώστηκε ο νιος, ξεντύθηκε και στο
πηγάδι μπήκε).
5) Χιαστό. Σ` αυτό δύο λέξεις ή φράσεις που αναφέρονται σε δύο
προηγούμενες έχουν αντίστροφη τάξη προς αυτές, π.χ. «η Γκιώνα λέει
της Λιάκουρας – κι η Λιάκουρα της Γκιώνας».
6) Παρήχηση ή παρονομασία: όταν τοποθετούνται η μια κοντά στην
άλλη λέξεις ομόηχες που έχουν και ετυμολογική συγγένεια, π.χ. «χάρε,
χαρά που μού `φερες».
7) Ομοιοτέλευτο ή ομοιοκατάληκτο: όταν δύο ή περισσότερες
προτάσεις και στίχοι τελειώνουν με λέξεις που έχουν την ίδια κατάληξη·
είναι συνηθισμένο το σχήμα αυτό στην ποίηση. Π.χ. Τον πύργο πύργο
πάει και γυροβολάει.
8) Ασύνδετο: όταν όμοιοι όροι ή προτάσεις παραθέτονται χωρίς να
συνδέονται με τους ανάλογους συνδέσμους, π.χ. «.. χορέψαμε,
γελάσαμε, τραγουδήσαμε.. «
9) Πολυσύνδετο: όταν περισσότεροι από δύο όμοιοι όροι ή όμοιες
προτάσεις συνδέονται μεταξύ τους με παρατακτικούς συνδέσμους. Π.χ.
Κι η προσευχή κι ο πειρασμός κι η δύναμη κι η αστένια.

10) Πλεονασμός: όταν χρησιμοποιούμε περισσότερες λέξεις από τις


κανονικές. Ιδιαίτερες μορφές του είναι:
[2]

α) σχήμα εκ παραλλήλου, όταν εκφράζεται μια έννοια με δύο αντίθετες


εκφράσεις, μία αρνητική και μία καταφατική, π.χ. «συ να σωπαίνεις
και να μη μιλάς».
β) σχήμα εν δια δυοίν, όταν εκφράζεται μία έννοια με δύο λέξεις, που
συνδέονται μεταξύ τους με το και, ενώ θα έπρεπε η μία από αυτές να
αποτελεί προσδιορισμό της άλλης, π.χ. «αστροπελέκι και φωτιά να
πέσει στην αυλή σου».
γ) σχήμα περίφρασης, όταν μία έννοια ενώ μπορεί να εκφραστεί με μία
λέξη, εκφράζεται με περισσότερες παραστατικότερα. π.χ. Το άστρο της
ημέρας (αντί: «ο ήλιος»).
11) σχήμα υποφοράς και ανθυποφοράς, όταν γίνεται μια ερώτηση
ακολουθεί μια προσπάθεια για απάντηση, απορρίπτεται αυτή και
ακολουθεί αυτό που πραγματικά συμβαίνει. Συνηθίζεται στα δημοτικά
τραγούδια. Άλλα σχήματα είναι η ταυτολογία, η συμπλοκή, η
αναστροφή.
12) Συνεκδοχή: όταν γράφεται το μέρος κάποιου συνόλου αντί για το
σύνολο, π.χ. «κάθε κλαδί και κλέφτης» (= αντί «κάθε δέντρο»), ή η
ύλη, αντί για κάτι που κατασκευάστηκε από αυτή, ή αυτό που παράγει,
αντί για εκείνο που παράγεται.
13) Υπαλλαγή ή μετωνυμία: όταν γράφεται το όνομα του δημιουργού
ή του εφευρέτη αντί για τη λέξη που δηλώνει το δημιούργημα,π.χ.
«συνεννοούνται με το Μαρκόνι» (=αντί «με τον τηλέγραφο»), ή αυτό
που περιέχει κάτι, αντί για το περιεχόμενο, ή το αφηρημένο, αντί του
συγκεκριμένου.
14) Αντίφαση. Διακρίνεται:
α) στη λιτότητα, όταν αντί για μια λέξη χρησιμοποιείται η αντίθετή της,
ή αντί για το λιγότερο, το μεγαλύτερο, π.χ. «έφαγα όχι λίγο» (= πολύ).
β) στην ειρωνεία, όταν χρησιμοποιεί κανείς λέξεις με τρόπο
προσποιητό, λέξεις που έχουν διαφορετική σημασία από την
πραγματική.
γ) στον ευφημισμό, όταν χρησιμοποιούνται λέξεις με καλή σημασία,
αντί για άλλες με κακή σημασία, π.χ. «εύξεινος πόντος» (= αντί
«άξενος πόντος»).
15) υπερβολή: όταν λέει κάποιος κάτι που ξεπερνά το πραγματικό για
να δημιουργήσει εντύπωση, π.χ. «σαν κάστρο η κεφαλή του».
16) αλληγορία: μια μεταφορική έκφραση που δηλώνει διαφορετικά
νοήματα από αυτά που δείχνουν οι λέξεις, π.χ. «τ` άσπρισε τα γένεια
του ο Αι-Νικόλας» (= χιόνισε).
17) μεταφορά: όταν η σημασία μιας λέξης εκτείνεται και σε άλλες
συγγενικές λέξεις, που έχουν κάποια ομοιότητα με αυτή.
[3]

18) προσωποποίηση: όταν άψυχα όντα ή έννοιες παίρνουν ανθρώπινες


ιδιότητες,
19) παρομοίωση: η συσχέτιση ιδιότητας προσώπου ή πράγματος με
κάποιο άλλο γνωστό που έχει αυτή την ιδιότητα σε μεγάλο βαθμό.
20)Υπερβατό: όταν μια λέξη ή φράση παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο
όρους που έχουν μεταξύ τους στενή λογική και συντακτική σχέση.
–Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει.
ΑΣΚΗΣΕΙΣ
1)–Του τα ‘πα σταράτα, μα πολύ σταράτα, πίστεψε με.
-Εκεί καίγονται κόκαλα, κόκαλα ανδρειωμένων.

2)Τι έχουν της Μάνης τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα;


Μην ο βοριάς τα βάρεσε, μην η νοτιά τα πήρε;
-Μήδ’ ο βοριάς τα βάρεσε, μηδ’ η νοτιά τα πήρε.
Παλεύει ο Καπετάν πασάς με τον Κολοκοτρώνη.

3)-ο χειμώνας της ζωής


-τα γελαστά λιβάδια
-τα πρόσχαρα ακρογιάλια.

4)–Κάθε βρύση και φλάμπουρο, κάθε κλαδί και κλέφτης (αντί: κάθε
δέντρο).
-Τούρκος το τριγυρίζει χρόνους δώδεκα (αντί: Τούρκοι).
-ο Ήφαιστος (αντί: η φωτιά)
–ο Όμηρος (αντί: η Ιλιάδα και Οδύσσεια)
–ο Μαρκόνι (αντί: ο ασύρματος τηλέγραφος)
–Σήμερα ξόδεψα όχι λίγα (αντί: πάρα πολλά).
–Όχι αδύνατος (αντί: παχύς),

5)–Τι ωραία συμπεριφορά! (αντί: άσχημη συμπεριφορά).

6)–γλυκάδι ( αντί: ξίδι)


–Εύξεινος ( =φιλόξενος) Πόντος [αντί Άξενος (=αφιλόξενος) Πόντος].
[4]

7)–Στο έμπα χίλιους έκοψε, στο έβγα δυο χιλιάδες.


-Ο βοριάς ξύριζε και σπανούς.

8)–Τ’ άσπρισε τα γένια του ο Αϊ-Νικόλας (αντί: χιόνισε του Αγίου


Νικολάου).

9)–Μια θάλασσα μέσα μου σα λίμνη γλυκόστρωτη / και σαν ωκεανός


ανοιχτή και μεγάλη.

10)–Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ’ όνειρο κι έχει λοστρόμο αθώο,
ναύτη πονηρά

11)–Σπεύδε βραδέως.
-Δώρον άδωρον.

12)–Ο Όλυμπος και ο Κίσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν.


Ασκηση :Να χαρακτηρίσετε τα σχήματα λόγου στις υπογραμμισμένες
λέξεις ή εκφράσεις:

1. Όταν θέλει να χαλαρώσει, προτιμά να


ακούει Μότσαρτ. ΜΕΤΩΝΥΜΙΑ (ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΑΝΤΙ ΤΟΥ
ΕΡΓΟΥ)
2. Συμπεριφέρεται σαν γάιδαρος. ΠΑΡΟΜΟΙΩΣΗ
3. Πότε θα βρεθούμε για να πιούμε ένα ποτηράκι;
ΜΕΤΩΝΥΜΙΑ (ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΝ ΑΝΤΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ)
4. Με αυτά που κάνει προβλέπω ότι θα φάει πολύ
ξύλο.ΜΕΤΑΦΟΡΑ (ΤΡΩΩ ΦΑΓΗΤΟ Η ΚΥΡΙΟΛΕΞΙΑ)
5. Οι ουρανοξύστες στη Νέα Υόρκη είναι ψηλότεροι κι από
τον Λυκαβηττό. (ΥΠΕΡΒΟΛΗ)
6. Κανένας γιατρός δε δέχεται να πάρει φακελάκι στα
ελληνικά νοσοκομεία !ΜΕΤΩΝΥΜΙΑ (ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΝ ΑΝΤΙ
ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ)
7. Το χαμόγελό τους μαράθηκε, μόλις έμαθαν πως
αναβάλλεται η εκδρομή.ΜΕΤΑΦΟΡΑ (ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ
ΜΑΡΑΘΗΚΕ Η ΚΥΡΙΟΛΕΞΙΑ)
[5]

8. Το εστιατόριο αυτό σερβίρει


μεξικάνικα πιάτα. ΜΕΤΩΝΥΜΙΑ (ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΝ ΑΝΤΙ ΤΟΥ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ)
9. Οι πρόσφυγες του 1922 αγωνίστηκαν σκληρά για να
εξασφαλίσουν ένα κεραμίδι πάνω από
το κεφάλι τους. ΣΥΝΕΚΔΟΧΗ/ΣΥΝΕΚΔΟΧΗ (ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΤΙ
ΤΟΥ ΟΛΟΥ)
10.Έχει αδυνατίσει τόσο, που ο παραμικρός άνεμος θα τον
ρίξει κάτω. ΥΠΕΡΒΟΛΗ
11.Η Μαρία και εγώ είμαστε μια ηλικία. ΜΕΤΩΝΥΜΙΑ (ΓΕΝΙΚΗ
ΕΝΝΟΙΑ ΑΝΤΙ ΤΟΥ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΥ)
12.Φέτος το καλοκαίρι διάβασα πολύ Τόλκιν.ΜΕΤΩΝΥΜΙΑ
(ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΑΝΤΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ)
13.Ο Ηπειρώτης ήταν αναγκασμένος να μεταναστεύει, καθώς
η γη του ήταν άγονη. ΣΥΝΕΚΔΟΧΗ (ΕΝΑ ΓΙΑ ΠΟΛΛΑ)
14.Μην απορείς με την ακατάδεκτη συμπεριφορά του,
η Εκάλη ήταν πάντα ψηλομύτα. ΜΕΤΩΝΥΜΙΑ (ΤΟ
ΠΕΡΙΕΧΟΝ ΑΝΤΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ)
15.Το βραβείο που κέρδισε δεν ήταν ασήμαντο. ΣΧΗΜΑ
ΛΙΤΟΤΗΤΑΣ
16.Η καρδιά της έσπασε, όταν την πρόδωσε ο αγαπημένος
της.ΜΕΤΑΦΟΡΑ (ΤΟ ΒΑΖΟ ΕΣΠΑΣΕ Η ΚΥΡΙΟΛΕΞΙΑ)
17.Το 1941 σχεδόν ολόκληρη η Ευρώπη βρισκόταν κάτω από
τη ναζιστική μπότα. ΣΥΝΕΚΔΟΧΗ (ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΤΙ ΤΟΥ
ΟΛΟΥ)
18.Νίκησε η ομάδα τους και πετάνε από τη χαρά
τους. ΜΕΤΑΦΟΡΑ (Ο ΓΛΑΡΟΣ ΠΕΤΑΕΙ Η ΚΥΡΙΟΛΕΞΙΑ)
19.Δυο μαύρα μάτια μου έδωσαν υπόσχεση
αγάπης.ΣΥΝΕΚΔΟΧΗ (ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΤΙ ΤΟΥ ΟΛΟΥ)
20.Δεν ήταν ευχάριστη η είδηση που μας έφερες. ΣΧΗΜΑ
ΛΙΤΟΤΗΤΑΣ
21. Βούλιαξαν όλες οι ελπίδες του, όταν ανακοινώθηκαν τα
αποτελέσματα του διαγωνισμού. ΜΕΤΑΦΟΡΑ (ΤΟ ΠΛΟΙΟ
ΒΟΥΛΙΑΞΕ)
22.Έτσι που ψηλώνεις, όπου να ’ναι θα ακουμπήσεις το
ταβάνι. ΥΠΕΡΒΟΛΗ
23.Η σκέψη του είναι πολύ ρηχή. ΜΕΤΑΦΟΡΑ (Η ΛΙΜΝΗ ΕΙΝΑΙ
ΡΗΧΗ Η ΚΥΡΙΟΛΕΞΙΑ)
24.Δεν πρόκειται για οικονομικό σκάνδαλο, για παρεξήγηση
πρόκειται ! ΕΙΡΩΝΕΙΑ
[6]

25.Θόλωσε το μυαλό του από την οργή. ΜΕΤΑΦΟΡΑ (ΘΟΛΩΣΕ


ΤΟ ΤΖΑΜΙ Η ΚΥΡΙΟΛΕΞΙΑ)
26.Καλέ, η γραμματική των αρχαίων ελληνικών δεν είναι
δύσκολη !ΣΧΗΜΑ ΛΙΤΟΤΗΤΑΣ
27.Έκλαψε με μαύρο δάκρυ, όταν χρειάστηκε να μετακομίσει
σε άλλη γειτονιά.ΜΕΤΑΦΟΡΑ (ΤΟ ΡΟΥΧΟ ΕΙΝΑΙ ΜΑΥΡΟ Η
ΚΥΡΙΟΛΕΞΙΑ)
28. Μιλάει όπως οι δικηγόροι.ΠΑΡΟΜΟΙΩΣΗ
29. Η ιδέα που του καρφώθηκε είναι εντελώς
παράλογη.ΜΕΤΑΦΟΡΑ (ΤΟ ΚΑΡΦΙ ΚΑΡΦΩΘΗΚΕ Η
ΚΥΡΙΟΛΕΞΙΑ)
30. Έθαψε βαθιά μέσα του όλες τις αναμνήσεις των δύσκολων
παιδικών χρόνων.ΜΕΤΑΦΟΡΑ (Ο ΣΚΥΛΟΣ ΘΑΒΕΙ ΤΟ
ΚΟΚΚΑΛΟ Η ΚΥΡΙΟΛΕΞΙΑ)
[7]

Η σημασία των χρόνων

Χρόνοι ονομάζονται οι μορφολογικοί τύποι του ρήματος με τους


οποίους δηλώνεται πότε γίνεται αυτό που σημαίνει το ρήμα. Οι χρόνοι
είναι τριών ειδών: α) οι παροντικοί, που δηλώνουν ότι κάτι γίνεται στο
παρόν (ενεστώτας, παρακείμενος), β) οι παρελθοντικοί, που δηλώνουν
ότι κάτι έγινε στο παρελθόν (παρατατικός, αόριστος, υπερσυντέλικος)
και γ) οι μελλοντικοί, που δηλώνουν ότι κάτι θα γίνει στο μέλλον
(συνοπτικός μέλλοντας, εξακολουθητικός μέλλοντας, συντελεσμένος
μέλλοντας). Πρέπει να επισημανθεί ότι τη χρονική αυτή διάσταση την
εκφράζουν κυρίως οι τύποι της οριστικής έγκλισης.

Ποιόν ενέργειας είναι μια μορφολογική κατηγορία που αναφέρεται


στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει ο ομιλητής το αν η ενέργεια που
δηλώνει το ρήμα εμφανίζεται ως ολοκληρωμένη, ως εξελισσόμενη, ως
μοναδικό γεγονός κτλ. Ως προς το ποιόν ενέργειας στην οριστική
διακρίνονται τρία είδη χρόνων: α) οι μη συνοπτικοί ή εξακολουθητικοί
(ενεστώτας, παρατατικός και εξακολουθητικός μέλλοντας), β) οι
συνοπτικοί ή στιγμιαίοι (αόριστος και συνοπτικός μέλλοντας) και γ) οι
συντελεσμένοι (παρακείμενος, υπερσυντέλικος και συντελεσμένος
μέλλοντας). Στην υποτακτική διακρίνονται: η υποτακτική ενεστώτα
(λέγεται και εξακολουθητική υποτακτική), η υποτακτική αορίστου
(λέγεται και συνοπτική υποτακτική) και η υποτακτική παρακειμένου
(λέγεται και συντελεσμένη υποτακτική). Στην προστακτική διακρίνονται:
η προστακτική ενεστώτα (λέγεται και εξακολουθητική προστακτική) και
η προστακτική αορίστου (λέγεται και συνοπτική προστακτική).

Ενεστώτας
Ο ενεστώτας φανερώνει αυτό που γίνεται στο παρόν και βρίσκεται στην
εξέλιξή του∙ είναι, επομένως, χρόνο εξακολουθητικός.
Ο ενεστώτας χρησιμοποιείται ακόμη:
α) Αντί για μέλλοντα και δηλώνει κάτι που, για κείνον που μιλά, θα γίνει
οπωσδήποτε: Αύριο φεύγω για τη Σάμο.
[8]

β) Αντί για αόριστο και δίνει ζωντάνια στην αφήγηση (ιστορικός ή


δραματικός ενεστώτας): Καθώς περπατούσα χθες στον
δρόμο βλέπω ξαφνικά την Αθηνά.
γ) Αντί για παρατατικό και δίνει παραστατικότητα στην αφήγηση: Στα
σκοτεινά την έλουζε, στ’ άφεγγα τη χτενίζει (= τη χτένιζε).
δ) Αντί για παρακείμενο και δηλώνει ότι το αποτέλεσμα συνεχίζει να
υπάρχει: Στέκομαι και κοιτάζω (= έχω σταθεί και εξακολουθώ να είμαι
όρθιος).

Παρατατικός
Ο παρατατικός φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα γινόταν
στο παρελθόν εξακολουθητικά∙ είναι, επομένως, χρόνο
εξακολουθητικός.
Κάθε πρωί ξυπνούσε στις εφτά.

Αόριστος
Ο αόριστος φανερώνει πως αυτό που σημαίνει το ρήμα έγινε στο
παρελθόν και παρουσιάζεται συνοπτικά (συνοπτικός τρόπος ή
στιγμιαίος), αδιάφορο αν κράτησε πολύ ή λίγο.
Όλα τα χρόνια τα έζησε στο νησί.
Ο αόριστος είναι χρόνος συνοπτικός (στιγμιαίος). Ο αόριστος
χρησιμοποιείται κάποτε:
α) Αντί για ενεστώτα και φανερώνει κάτι που συνήθως συμβαίνει (=
γνωμικός αόριστος). Τον βρίσκουμε συνήθως σε γνωμικά και σε
παροιμίες:
Σαν ποιο χωράφι σπάρθηκε και δε θα το θερίσουν (= σπέρνεται).
β) Αντί για μέλλοντα και φανερώνει κάτι που είναι τόσο βέβαιο, για
κείνον που μιλά, ώστε να το παρουσιάζει ότι έγινε κιόλας. Η χρήση αυτή
αφορά συνήθως τον άτυπο προφορικό λόγο:
Πήγαινε κι έφτασα (= θα φτάσω).
[9]

- Ο παρατατικός και ο αόριστος αναφέρονται και οι δύο στο παρελθόν∙


ο παρατατικός όμως παρουσιάζει μια ενέργεια ή μια κατάσταση στη
διάρκειά της (εξακολουθητικά), ενώ ο αόριστος παρουσιάζει την
ενέργεια ή την κατάσταση στο σύνολό της (συνοπτικά).

Παρακείμενος
Ο παρακείμενος φανερώνει ότι αυτό που σημαίνει το ρήμα έχει γίνει
στο παρελθόν, εξακολουθεί όμως να υπάρχει αποτελειωμένο
(συντελεσμένο) και στο παρόν. Έτσι ο παρακείμενος ανήκει και στους
παροντικούς και στους παρελθοντικούς χρόνους.
Τα νερά έχουν παγώσει (= τα νερά πάγωσαν και εξακολουθούν και
τώρα, στο παρόν, να είναι παγωμένα).

Υπερσυντέλικος
Ο υπερσυντέλικος φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα ήταν
τελειωμένο πριν από μια χρονική στιγμή του παρελθόντος είτε
δηλώνεται αυτή είτε εννοείται.
Ο ήλιος είχε ανατείλει, όταν φτάσαμε στο βουνό.

Συνοπτικός (στιγμιαίος) μέλλοντας


Ο στιγμιαίος μέλλοντας φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα θα
γίνει στο μέλλον και παρουσιάζεται συνοπτικά, αδιάφορο αν θα
κρατήσει λίγο ή πολύ.
Θα δουλέψω σκληρά όλο το καλοκαίρι.

Εξακολουθητικός μέλλοντας
Ο εξακολουθητικός μέλλοντας φανερώνει πως αυτό που σημαίνει το
ρήμα θα γίνεται στο μέλλον συνεχώς∙ εξακολουθητικά.
Θα έρχομαι στις έξι το πρωί και θα φεύγω στις οχτώ το βράδυ.
[10]

Συντελεσμένος μέλλοντας
Ο συντελεσμένος μέλλοντας φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το
ρήμα θα έχει γίνει πριν από μια χρονική στιγμή του μέλλοντος είτε
δηλώνεται αυτή είτε εννοείται.
Θα έχω τελειώσει τις δουλειές μου, όταν έρθεις.

Η σημασία των εγκλίσεων

Οριστική
Η οριστική φανερώνει το πραγματικό και το βέβαιο (απλή οριστική). Ή
το δυνατό και λέγεται δυνητική οριστική ή το πιθανό και λέγεται
πιθανολογική οριστική.
Απλή οριστική: Το νερό της θάλασσας δεν πίνεται.
Δυνητική οριστική: Θα έδινα τα πάντα, για να πετύχω (= θα μπορούσα
να δώσω).
Πιθανολογική οριστική: Δε θέλει να ακολουθήσει∙ θα κουράστηκε.
Η οριστική μπορεί να δηλώσει επίσης παράκληση: Δεν έρχεσαι αύριο
μαζί μου στη δουλειά;

Επιπλέον χρήσεις:
1. Η οριστική του ενεστώτα χρησιμοποιείται πολλές φορές αντί για
προστακτική σε εκδηλώσεις επιθυμίας που γίνονται με λεπτότητα.
Αν τύχει και αργήσω, με περιμένεις λίγο (= περίμενέ με).
2. Το να με οριστική παρατατικού χρησιμοποιείται συχνά αντί για
προστακτική, για να δηλωθεί παράκληση.
Να πήγαινες μια στιγμή να δεις τι κάνει το παιδί (= πήγαινε, σε
παρακαλώ).
[11]

3. Οριστική παρατατικού, με το θα μπροστά της, χρησιμοποιείται συχνά


αντί για οριστική ενεστώτα σε εκφράσεις που γίνονται με λεπτότητα.
Θα σε συμβούλευα να δεις το έργο αυτό (αντί: σε συμβουλεύω).

Υποτακτική
Η υποτακτική φανερώνει κυρίως το ενδεχόμενο και το επιθυμητό. Αυτή
είναι κυρίως η σημασία της. Μέσα στο λόγο όμως παίρνει και άλλες
σημασίες συγγενικές. Έτσι φανερώνει: προτροπή, παραχώρηση, ευχή,
το δυνατό, απορία, το πιθανό, προσταγή ή απαγόρευση.
Ενδεχόμενο: Αν βρω λίγο χρόνο, θα ζωγραφίσω.
Επιθυμητό: Ας γίνω πρώτα καλά, και βλέπουμε ύστερα.
Παραχώρηση: Ας έρθει κι αυτός, αφού το θέλει.
Απορία: Να το πω; Να μην το πω;
Προσταγή: Μη μου ξαναμιλήσεις.

Η υποτακτική συνοδεύεται από τα μόρια να, ας καθώς και από τους


συνδέσμους: αν, εάν, σαν, όταν, πριν, πριν να, μόλις, προτού, άμα, να,
για να, μη, μήπως.

Προστακτική
Η προστακτική φανερώνει την επιθυμία ως προσταγή. Ανάλογα όμως
με το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται εκείνος που μιλά, η
προσταγή μπορεί να γίνει: προτροπή, απαγόρευση, παράκληση, ευχή,
έντονη ενέργεια.
Ανοίξτε τα παράθυρα.
Έντονη ενέργεια: Λέγε λέγε, πέτυχες το σκοπό σου.
Ευχή: Σύρε, παιδί μου, στο καλό.
Παράκληση: Λυπήσου με, Θεέ μου, στο δρόμο που πήρα.
[12]

Η σημασία των προσώπων

α΄ ενικό πρόσωπο: Ο γράφων επιλέγει το α΄ ενικό πρόσωπο για να


προσδώσει στο κείμενό του προσωπικό ύφος, ίσως και εξομολογητικό.
Το α΄ πρόσωπο ενισχύει την αίσθηση υποκειμενικότητας, αλλά
προσδίδει στο κείμενο ζωντάνια και το καθιστά πιο οικείο και άμεσο
στον αναγνώστη.

β΄ ενικό πρόσωπο: Ο γράφων επιλέγει το β΄ ενικό πρόσωπο για να


δημιουργήσει στον αναγνώστη την αίσθηση πως απευθύνεται
προσωπικά σ’ εκείνον, προσελκύοντας έτσι το ενδιαφέρον του και
καθιστώντας το κείμενο πιο άμεσο. Το β΄ ενικό πρόσωπο
χρησιμοποιείται, επίσης, για να φανεί η παραινετική διάθεση του
γράφοντος.

γ΄ ενικό πρόσωπο: Το γ΄ ενικό πρόσωπο είναι αυτό που συνδέεται


κυρίως με την αντικειμενικότητα και την αποστασιοποίηση. Πρόκειται
για συνήθη επιλογή όταν ο γράφων θέλει να παρουσιάσει τις απόψεις
που καταγράφει ως γενικά αποδεκτές και αντικειμενικά αποτιμημένες.

α΄ πληθυντικό πρόσωπο: Με το πρόσωπο αυτό ο συγγραφέας επιχειρεί


να μεταδώσει την αίσθηση πως όσα γράφει αφορούν τόσο τον ίδιο όσο
και όλους τους άλλους πολίτες. Προκύπτει, δηλαδή, μια αίσθηση
συλλογικότητας.

β΄ πληθυντικό πρόσωπο: Το β΄ πληθυντικό πρόσωπο, όπως και το β΄


ενικό, χρησιμοποιείται για να αποδώσει τον παραινετικό τόνο, αλλά και
για να καταστήσει το κείμενο πιο ενδιαφέρον και δεσμευτικό για τους
αναγνώστες, εφόσον δημιουργεί την αίσθηση πως ο γράφων
απευθύνετε σε αυτούς.
[13]

γ΄ πληθυντικό πρόσωπο: Το πρόσωπο αυτό συνδέεται με την έννοια


της αντικειμενικότητας και της αποστασιοποίησης, όπως και το γ΄ ενικό.

Μακροπερίοδος ή μη λόγος

- Ο μακροπερίοδος λόγος, που συχνά βασίζεται στη χρήση υπόταξης,


είναι σύνθετος και άρα πιο απαιτητικός τόσο από τη μεριά του
γράφοντος, εφόσον απαιτεί ικανή γνώση χειρισμού της γλώσσας, όσο
και από τη μεριά του αναγνώστη, εφόσον προϋποθέτει πιο προσεκτική
ανάγνωση. Με τον μακροπερίοδο λόγο επιτυγχάνεται η διατύπωση πιο
σύνθετων νοημάτων και η ανάδειξη των ειδικότερων σχέσεων ανάμεσα
στις επιμέρους εκφραζόμενες έννοιες∙ σχέσεις χρονικής ακολουθίας ή
αιτιολόγησης, σχέσεις σκοπού, προσδιορισμού, συμπεράσματος κ.ά.

Παράδειγμα χρήσης μακροπερίοδου λόγου:


Να γιατί η αρχαία τέχνη θα μένει πάντα πρωτοποριακά επίκαιρη και
ζωντανή: είναι η τέχνη πυξίδα και σταθερός προσανατολισμός, αυτή
που δεν γνώρισε αμηχανίες και αγνοεί τα αδιέξοδα, γι’ αυτό και εμπνέει
κάθε αναγέννηση, γι’ αυτό και μένει η βάση κάθε πνευματικής
παλιννόστησης προς το ουσιώδες, δηλαδή τη δημιουργία ελευθερίας.
[Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ]

- Ο βασιζόμενος σε μικρές περιόδους λόγος είναι εκ των πραγμάτων πιο


απλός, εφόσον επιτρέπει στον αναγνώστη να παρακολουθεί
ευκολότερα το ξεδίπλωμα της σκέψης του γράφοντος. Προκύπτει, έτσι,
ένα κείμενο που διαβάζεται πιο γοργά, άρα ένα κείμενο με μεγαλύτερη
ζωντάνια.

Παράδειγμα χρήσης μικρών περιόδων:


Είναι πολύ ευκολότερο να γίνεις «μέγας ανήρ» παρά να γίνεις «μεγάλος
άνθρωπος». Η Ιστορία είναι γεμάτη παραδείγματα μεγάλων ανδρών.
[14]

Αλλά έχει πολύ λίγους «ανθρώπους» να παρουσιάσει. [I. Μ.


Παναγιωτόπουλος]

Αναφορική & Ποιητική λειτουργία της γλώσσας

Η αναφορική λειτουργία της γλώσσας αναφέρεται στη χρήση των


λέξεων με την κυριολεκτική, τη δηλωτική σημασία τους. Πρόκειται για
τη χρήση εκείνη που δημιουργεί ένα αμιγώς πληροφοριακό κείμενο, το
οποίο στόχο έχει να δώσει μια σειρά λογικών προτάσεων και
απευθύνεται έτσι στη λογική του δέκτη.

Παράδειγμα αναφορικής λειτουργίας της γλώσσας:


Ποιοι είναι αυτοί οι απλοί κανόνες; Η διασταύρωση των ειδήσεων. Η
συνείδηση της ευθύνης απέναντι στο κοινό και την κοινωνία. Η
περίσκεψη. Η μη δημοσίευση ακόμη και διασταυρωμένων
πληροφοριών για πρόσωπα χωρίς και τη δική τους άποψη. Η αποφυγή
κάθε υπερβολής. [Ρ. Σωμερίτης]

Η ποιητική λειτουργία της γλώσσας αναφέρεται στη χρήση των λέξεων


με τη μεταφορική, τη συνυποδηλωτική τους σημασία. Πρόκειται για τη
χρήση εκείνη που αξιοποιεί τη δυνατότητα της γλώσσας να
απομακρυνθεί από την κυριολεξία, μεταδίδοντας ωστόσο το επιθυμητό
μήνυμα μέσω εύλογων συσχετισμών και συνειρμών. Ο λόγος εδώ
απευθύνεται στο συναίσθημα του δέκτη, εφόσον η ποιητική χρήση της
γλώσσας διεγείρει τα συναισθήματά του και προσδίδει επιπλέον
επίπεδα συγκινησιακού φορτίου στο μεταδιδόμενο μήνυμα.

Παράδειγμα ποιητικής λειτουργίας της γλώσσας:


Ιδού η απαρχή της προσπάθειας για γνώση και για αυτογνωσία, ιδού το
πρώτο ερωτηματικό, το για πάντα αναπάντητο, ιδού η αυγή του
μυστηρίου που οδήγησε τον άνθρωπο να γίνει πλάστης αθάνατου
[15]

έργου, δημιουργός δηλαδή θεών. Δάμασε η ελληνική τέχνη το ζώο πριν


ανακαλύψει τον τέλειο άνθρωπο. [Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ]

Παρατακτικός & Υποτακτικός λόγος

Παρατακτική σύνδεση των προτάσεων ή παράταξη, έχουμε όταν


παρατάσσουμε, όταν δηλαδή τοποθετούμε ισοδύναμες προτάσεις τη
μία δίπλα στην άλλη. Συνδέουμε, επομένως, κύριες προτάσεις μεταξύ
τους, ή όμοιες δευτερεύουσες μεταξύ τους.

Η παρατακτική σύνδεση γίνεται:


α) Με τους συμπλεκτικούς συνδέσμους και (κι), ούτε, μήτε (και ουδέ,
μηδέ σε παλιότερα κείμενα). Με τους συμπλεκτικούς συνδέσμους οι
προτάσεις συνδέονται είτε καταφατικά.
β) Με τους αντιθετικούς συνδέσμους αλλά, μα, παρά, όμως, ωστόσο,
ενώ, μολονότι, αν και, μόνο (που).Με τους αντιθετικούς συνδέσμους η
σύνδεση μπορεί να είναι είτε απλή, π.χ. Δε θέλει τίποτε άλλο παρά την
ησυχία του, είτε επιδοτική, π.χ. Τον υποχρέωσε όχι μόνο να διαβάζει τα
κείμενα που έπαιρνε αλλά και να απαντά σε όλες τις επιστολές.
γ) Με τους διαχωριστικούς συνδέσμους ή, είτε. Με τους
διαχωριστικούς συνδέσμους συνδέονται δύο ή περισσότερες
προτάσεις, π.χ. Οι μαθητές και οι μαθήτριες του Γυμνασίου είτε θα
είναι στο σχολείο είτε θα διαβάζουν.
Οι συμπλεκτικοί σύνδεσμοι ούτε και μήτε μπορούν να
χρησιμοποιούνται επίσης ως διαχωριστικοί, όταν εκφράζεται άρνηση,
π.χ. Ούτε ήρθε ούτε έστειλε μήνυμα.
δ) Με τους συμπερασματικούς συνδέσμους λοιπόν, ώστε, άρα,
επομένως, π.χ. Όλα τα έκανε όπως μας υποσχέθηκε. Άρα είναι
αξιόπιστος άνθρωπος.

Ορισμένοι από τους παρατακτικούς συνδέσμους που αναφέρθηκαν


χρησιμοποιούνται και ως υποτακτικοί, π.χ. ενώ, ώστε, μολονότι. Στην
[16]

παρατακτική χρήση των συνδέσμων αυτών προηγείται τελεία ή άνω


τελεία, π.χ. Με ρωτούσε συνεχώς διάφορα πράγματα· ενώ δεν ήξερα τι
να του απαντήσω.

Υποτακτική σύνδεση των προτάσεων έχουμε όταν υποτάσσουμε μια


δευτερεύουσα πρόταση, όταν δηλαδή την εξαρτούμε από μια άλλη.
Στην υποτακτική σύνδεση οι προτάσεις είναι ανόμοιες, δηλαδή η μία
κύρια και η άλλη δευτερεύουσα. Κάποτε όμως μια δευτερεύουσα
πρόταση εξαρτάται από άλλη δευτερεύουσα, που συνδέεται
υποτακτική με την κύρια.
Μη την υποτακτική σύνδεση ο λόγος γίνεται πιο σύνθετος, πιο πυκνός
και επιτρέπει την ανάδειξη των ειδικότερων σχέσεων μεταξύ των
εκφραζόμενων εννοιών.

Η υποτακτική σύνδεση των προτάσεων γίνεται με τους υποτακτικούς


συνδέσμους (ειδικοί, χρονικοί, αιτιολογικοί, υποθετικοί, τελικοί,
αποτελεσματικοί, ενδοιαστικοί ή διστακτικοί,
εναντιωματικοί/παραχωρητικοί, συγκριτικός, βουλητικός), με
αναφορικές και ερωτηματικές αντωνυμίες, καθώς και αναφορικά και
ερωτηματικά επιρρήματα. Οι δευτερεύουσες (ή εξαρτημένες)
προτάσεις που εισάγονται με τα παραπάνω χωρίζονται σε δύο
κατηγορίες:

α) Στις ονοματικές προτάσεις, οι οποίες λειτουργούν στον λόγο ως


ουσιαστικά (υποκείμενα, αντικείμενα, ονοματικοί προσδιορισμοί κτλ.)
και

β) Στις επιρρηματικές, οι οποίες λειτουργούν στον λόγο ως


προσδιορισμοί του ρήματος, όπως δηλαδή τα επιρρήματα. Στις
επιρρηματικές προτάσεις περιλαμβάνονται και όσες δηλώνουν
παρομοίωση, στέρηση και σύγκριση και εισάγονται με τα σαν να,
χωρίς / δίχως να και παρά να αντίστοιχα.
[17]

α. Ονοματικές προτάσεις
Στις ονοματικές προτάσεις ανήκουν οι ειδικές, οι βουλητικές, οι
ενδοιαστικές, οι πλάγιες ερωτηματικές και οι αναφορικές ονοματικές
προτάσεις.

Ειδικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με


τους ειδικούς συνδέσμους (πως, που, ότι) και με τις οποίες
εξειδικεύεται κατά κάποιο τρόπο το νόημα του ρήματος ή του ονόματος
ή μιας περίφρασης.

Βουλητικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται


με το να και συμπληρώνουν την έννοια ρημάτων και εκφράσεων που
δηλώνουν συνήθως βούληση, όπως θέλω, ζητώ, προτρέπω, επιθυμώ,
εμποδίζω κτλ.

Ενδοιαστικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται


με τους ενδοιαστικούς (ή διστακτικούς) συνδέσμους (μη[ν], μήπως) και
εκφράζουν κάποιο ενδοιασμό για το μήπως γίνει ή δε γίνει κάτι.

Πλάγιες ερωτηματικές (πλάγιες ερωτήσεις) ονομάζονται οι


δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με ερωτηματικές αντωνυμίες
(ποιος, πόσος, τι κτλ.), με ερωτηματικά επιρρήματα (πού, πώς, πότε
κτλ.) και με ορισμένους συνδέσμους, όπως τους αν, γιατί, μήπως, και
εκφράζουν ερώτηση ή απορία.

β. Επιρρηματικές προτάσεις
Στις επιρρηματικές προτάσεις ανήκουν οι αιτιολογικές, οι τελικές, οι
αποτελεσματικές, οι υποθετικές, οι εναντιωματικές-παραχωρητικές, οι
χρονικές και οι αναφορικές επιρρηματικές προτάσεις.
[18]

Αιτιολογικές ονομάζονται οι προτάσεις που εισάγονται με


αιτιολογικούς συνδέσμους (γιατί, επειδή, αφού, τι [ποιητικό]) και με
εκφράσεις που χρησιμοποιούνται ως αιτιολογικοί σύνδεσμοι (καθώς,
που, μια και κτλ.) και δηλώνουν την αιτία.

Τελικές προτάσεις (ή του σκοπού) ονομάζονται οι προτάσεις που


εισάγονται με τους τελικούς συνδέσμους (για να, να) και δηλώνουν
σκοπό.

Αποτελεσματικές (ή συμπερασματικές) ονομάζονται οι δευτερεύουσες


προτάσεις που εισάγονται με τους αποτελεσματικούς συνδέσμους
(ώστε, που) και με εκφράσεις αντίστοιχες με τους αποτελεσματικούς
συνδέσμους (ώστε να, που να, για να κτλ.) και δηλώνουν το
αποτέλεσμα που προκύπτει από το νόημα της κύριας πρότασης.

Υποθετικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται


με τους υποθετικούς συνδέσμους (αν, εάν, άμα) και ανάλογες
εκφράσεις (εφόσον, έτσι και, στην περίπτωση που) και εκφράζουν την
προϋπόθεση που ισχύει, για να γίνει αυτό που δηλώνει η κύρια
πρόταση. Μια υποθετική πρόταση μαζί με την κύρια που την
προσδιορίζει αποτελεί έναν υποθετικό λόγο. Η υποθετική πρόταση
λέγεται υπόθεση, ενώ η κύρια απόδοση.

Εναντιωματικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που


εισάγονται με τους εναντιωματικούς /παραχωρητικούς συνδέσμους (αν
και, ενώ, μολονότι) και με λέξεις ή εκφράσεις αντίστοιχες με τους
παραπάνω συνδέσμους (αντί να, παρ' όλο που, ακόμη κι αν, και ας,
έστω κι αν κτλ.) και δηλώνουν αντίθεση προς αυτό που δηλώνει η κύρια
πρόταση.

Παραχωρητικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που


εισάγονται με τις εκφράσεις και αν, που να, ας κτλ. και δηλώνουν
[19]

παραχώρηση ή και αντίθεση προς αυτό που δηλώνει η κύρια πρόταση,


το οποίο θεωρείται ενδεχόμενο ή μη πραγματικό.

Χρονικές προτάσεις ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που


εισάγονται με τους χρονικούς συνδέσμους (όταν, σαν, ενώ, καθώς,
αφού, αφότου, πριν (πριν να), μόλις, προτού, όποτε, ώσπου, ωσότου)
και με λέξεις ή εκφράσεις αντίστοιχες με χρονικούς συνδέσμους (όσο,
ό,τι, εκεί που, έως ότου, κάθε που κτλ.) και δηλώνουν πότε γίνεται αυτό
που εκφράζει η κύρια πρόταση.
Πιο ειδικά, οι χρονικές προτάσεις εκφράζουν κάτι που έγινε πριν από
(προτερόχρονο), μετά από (υστερόχρονο) ή συγχρόνως με (σύγχρονο)
αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση.

γ. Αναφορικές προτάσεις
Αναφορικές προτάσεις ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που
εισάγονται με αναφορικές αντωνυμίες (που, ο οποίος, όσο, ό,τι κτλ.) και
αναφορικά επιρρήματα (όπως, όπου κτλ.) και είτε αναφέρονται σε
κάποιον όρο της κύριας πρότασης (π.χ. Μου έδωσε τις φωτογραφίες
που ήθελε) είτε είναι οι ίδιες όρος της κύριας πρότασης (π.χ. Πηγαίνει
όπου θέλει).
Οι προτάσεις που αναφέρονται σε κάποιον όρο (συνήθως ουσιαστικό)
της κύριας πρότασης ονομάζονται επιθετικές (ή εξαρτημένες)
αναφορικές προτάσεις. Εισάγονται με τις αναφορικές αντωνυμίες ο
οποίος, η οποία, το οποίο και που και λειτουργούν ως επιθετικοί
προσδιορισμοί. Διακρίνονται ως προς τη σχέση τους με τον
προσδιοριζόμενο όρο σε προσδιοριστικές και σε προσθετικές ή
παραθετικές.
Οι προσδιοριστικές εξειδικεύουν περισσότερο τον όρο αναφοράς, αφού
περιέχουν μια πληροφορία απαραίτητη για τον ακριβή προσδιορισμό
αυτού στο οποίο αναφέρονται, ενώ οι προσθετικές δίνουν μια
πρόσθετη πληροφορία στον όρο αναφοράς, η οποία δεν είναι
απαραίτητη για τον ακριβή προσδιορισμό του, π.χ. Το σχολικό βιβλίο
της Γεωγραφίας που διαβάζω δεν το καταλαβαίνω (προσδιοριστική). Το
[20]

σχολικό βιβλίο της Γεωγραφίας, που έγραψε η Αρβανίτη, δεν το


καταλαβαίνω (προσθετική).
Οι προσθετικές αναφορικές προτάσεις μπαίνουν στον γραπτό λόγο
ανάμεσα σε κόμματα, ενώ οι προσδιοριστικές δεν μπαίνουν.

Οι αναφορικές προτάσεις γενικά διακρίνονται στις ονοματικές και


στις επιρρηματικές.

Ονοματικές αναφορικές προτάσεις είναι όσες εισάγονται με


αναφορικές αντωνυμίες και λειτουργούν ως ονόματα και ονοματικές
φράσεις. Στον λόγο έχουν θέση υποκειμένου ή αντικειμένου ή
κατηγορουμένου ή προσδιορισμού, π.χ. Όποιος βιάζεται σκοντάφτει
(υποκ.).
Ειδικά οι ονοματικές ελεύθερες αναφορικές προτάσεις εισάγονται με
τις αναφορικές αντωνυμίες όποιος, -α, -ο, όσος, -η, -ο, ό,τι,
οποιοσδήποτε κτλ. και δεν έχουν θέση προσδιορισμού, π.χ. Όποιος δε
θέλει να ζυμώσει δέκα μέρες κοσκινίζει (υποκ.). Να του ζητήσεις όσα
θέλεις (αντικ.).

Επιρρηματικές αναφορικές προτάσεις είναι όσες εισάγονται με


αναφορικά επιρρήματα ή με άλλους αναφορικούς επιρρηματικούς
προσδιορισμούς και λειτουργούν ως επιρρήματα, τα οποία
προσδιορίζουν έναν άλλο όρο μιας πρότασης, συνήθως επιρρηματικό,
π.χ. Πήγαινε εκεί όπου θέλεις. Τους άρεσε το σπίτι όπου πήγαιναν.
Οι σχέσεις που δηλώνουν οι επιρρηματικές αναφορικές προτάσεις είναι
του τόπου (π.χ. Θα φτάσει εκεί όπου θα φτάσεις κι εσύ),
του χρόνου (π.χ. Έρχεται όποια στιγμή θέλει), του τρόπου (π.χ. Του
συμπεριφέρεται όπως νομίζει καλύτερα), του ποσού (π.χ. Όσο
ανεβαίνεις στην κλίμακα της διοίκησης, τόσο πιο δύσκολα γίνονται τα
πράγματα), της συμφωνίας (π.χ. Θα γίνουν όλα, όπως τα
συμφωνήσαμε), της εναντίωσης (π.χ. Όσο κι αν προσπαθήσει, δε θα τα
καταφέρει) και της παρομοίωσης (π.χ. Πορευόμαστε στην οικονομία
όπως πορεύεται η χελώνα στο δάσος).
[21]

Ρηματικά & ονοματικά σύνολα

Όταν ένα σύνολο αντιστοιχεί συντακτικά με όνομα, το


ονομάζουμε ονοματικό σύνολο, όταν αντιστοιχεί συντακτικά με ρήμα,
το ονομάζουμε ρηματικό σύνολο και, όταν αντιστοιχεί συντακτικά με
επιρρηματικό προσδιορισμό, το ονομάζουμε επιρρηματικό σύνολο.

Το ονοματικό σύνολο αποτελείται από ένα όνομα μπροστά στο οποίο


βρίσκεται άρθρο ή επίθετο ή αντωνυμία. Κάποτε είναι δυνατόν δύο
ονοματικά σύνολα να αποτελούν ένα ευρύτερο ονοματικό σύνολο. Τα
ονοματικά σύνολα προσδίδουν στο λόγο μεγαλύτερη πυκνότητα και
αξιοποιούνται συχνά για την έκφραση αφηρημένων και γενικότερων
εννοιών.

Αποτελούνται από:
άρθρο + ουσιαστικό = Η μαθήτρια μελετά.
επίθετο + ουσιαστικό = Ήταν εξαιρετικός γιατρός.
μετοχή + ουσιαστικό = Πιο εκεί υπήρχε βάλτος με στεκούμενα νερά.
αντωνυμία + σύναρθρο ουσιαστικό = Θέλω εκείνο το βιβλίο.
σύναρθρο ουσιαστικό + σύναρθρο ουσιαστικό = Της νύχτας τα
καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά.

α. Ουσιαστικό με άρθρο
Ο συνδυασμός του άρθρου με ένα ουσιαστικό αποτελεί στη νέα
ελληνική το πιο συχνό σχήμα ονοματικής φράσης. Το άρθρο, οριστικό
και αόριστο, βρίσκεται στην ίδια πτώση, αριθμό και γένος με το
ουσιαστικό, π.χ. η αίθουσα, τα δάπεδα. Βρίσκεται πάντοτε πριν από το
ουσιαστικό.
[22]

Ανάμεσα στο άρθρο και το ουσιαστικό παρεμβάλλονται λέξεις στις εξής


περιπτώσεις: α) όταν έχουμε μία ή περισσότερες λέξεις που
χαρακτηρίζουν ή δίνουν μια ιδιότητα στο ουσιαστικό, π.χ. Το μεγάλο
δέντρο. Χρειάζεται μια δική του προσπάθεια,
β) όταν θέλουμε να πετύχουμε κάποιο ιδιαίτερο ύφος, π.χ. Οι εκτός των
πολυτεχνικών σχολών φοιτήτριες.
Η χρήση αυτή ονομάζεται υπερβατό σχήμα.

Μερικές φορές το άρθρο μπορεί να βρίσκεται πριν από ένα άλλο μέρος
του λόγου, εκτός από ουσιαστικό, ή και πριν από ολόκληρη πρόταση.
Στις περιπτώσεις αυτές προσδίδει τη λειτουργία του ουσιαστικού στο
λεκτικό μέρος που ακολουθεί (το ουσιαστικοποιεί), π.χ. Πέρασε τόσα
και τόσα, αλλά δεν άλλαξε τα πιστεύω του. Είναι άχρηστο το να
επαναλαμβάνει συνέχεια τα ίδια πράγματα.

β. Ουσιαστικό με ουσιαστικό
Πολύ συχνός είναι και ο σχηματισμός μιας ονοματικής φράσης με τον
συνδυασμό δύο ουσιαστικών με ή χωρίς άρθρο. Το ένα από τα δύο
ουσιαστικά προσδιορίζει και συμπληρώνει την έννοια του άλλου. Ο
προσδιορισμός αυτός ονομάζεται ονοματικός προσδιορισμός και είναι
δύο ειδών:
α) Ομοιόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός, όταν και τα δύο
ουσιαστικά βρίσκονται στην ίδια πτώση, π.χ. Ο Περικλής, ο γείτονάς
σου.
β) Ετερόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός, όταν το ένα από τα δύο
ουσιαστικά βρίσκεται σε διαφορετική πτώση από το άλλο, π.χ. Η ζωή
ενός φιλόσοφου.

γ. Επίθετο με ουσιαστικό
Ο συνδυασμός επιθέτου με ουσιαστικό είναι πολύ συχνός στις
ονοματικές φράσεις. Το επίθετο με το ουσιαστικό συνδυάζονται σε μια
ονοματική φράση με δύο τρόπους, τους εξής: α) να είναι στην ίδια
[23]

πτώση, οπότε το επίθετο λειτουργεί ως ομοιόπτωτος προσδιορισμός


στο ουσιαστικό και β) να είναι σε διαφορετική πτώση, οπότε το
ουσιαστικό λειτουργεί ως ετερόπτωτος προσδιορισμός στο επίθετο.

Ρηματικό σύνολο
Το ρηματικό σύνολο είναι το λεκτικό σύνολο στο οποίο συνδυάζεται το
ρήμα με τα στοιχεία που το συμπληρώνουν (αντικείμενο,
κατηγορούμενο, επιρρηματικά στοιχεία), π.χ. Ο Παύλος ακούει
ραδιόφωνο. Μπορεί να αποτελείται και μόνο από το ρήμα, π.χ. Η
Ζωή παίζει. Πολλές φορές οι λέξεις που αποτελούν τη ρηματική φράση
δένονται νοηματικά τόσο στενά μεταξύ τους που μπορούν να
αποδοθούν και με ένα ρήμα, π.χ. Ο Σωτήρης νιώθει
πλήξη → Ο Σωτήρης πλήττει. Η ρηματική φράση λειτουργεί ως το
στοιχείο που διευκρινίζει, επεξηγεί και ολοκληρώνει το νόημα που
δίνεται σε μια πρόταση.

Αποτελούνται από:
ρήμα + ουσιαστικό = Ο ήλιος φώτισε τη γη.
ρήμα + επίθετο = Ο ουρανός έγινε σκοτεινός.
αντωνυμία + ρήμα = Τον αγαπούσαν όλοι.
ρήμα + απαρέμφατο = Ο κόσμος έχει αλλάξει.
ρήμα + επίρρημα = Ο γέρος κοίταζε ήρεμα.
ρήμα + προθετικό σύνολο = Έφυγε για το χωριό.
σύνδεσμο + ρήμα = Όταν έρθεις, θα μιλήσουμε.
μόριο + ρήμα = Όταν έρθεις, θα μιλήσουμε.

Ενεργητική – Παθητική σύνταξη

Πολλές φορές μπορούμε να εκφράσουμε το ίδιο νόημα και με


ενεργητική και με παθητική σύνταξη. Ενεργητική σύνταξη έχουμε, όταν
[24]

διατυπώνουμε ένα νόημα με ρήμα ενεργητικής διάθεσης: «Ο ήλιος


θερμαίνει τη γη». Παθητική σύνταξη έχουμε, όταν διατυπώνουμε ένα
νόημα με ρήμα παθητικής διάθεσης: «Η γη θερμαίνεται από τον ήλιο».

Ο εμπρόθετος προσδιορισμός, ο οποίος αποτελείται από την πρόθεση


«από» και αιτιατική ονόματος που φανερώνει το πρόσωπο ή το πράγμα
από το οποίο προέρχεται το πάθημα του υποκειμένου, λέγεται ποιητικό
αίτιο («από τον ήλιο»).

Όμως κάθε προσδιορισμός ρήματος παθητικής φωνής που αποτελείται


από την πρόθεση «από» και αιτιατική δεν είναι και ποιητικό αίτιο:
«Τινάχτηκα από το κρεβάτι πρωί πρωί».
Στην ενεργητική σύνταξη, που είναι και η πιο συχνή, εξαίρεται το
υποκείμενο του μεταβατικού ρήματος, δηλαδή το πρόσωπο ή το
πράγμα που δρα, ενώ στην παθητική εξαίρεται η δράση που προέρχεται
από το ποιητικό αίτιο.

Σημειώσεις:
α) Το ποιητικό αίτιο με τα ρηματικά επίθετα σε –τός εκφέρεται και με
την πρόθεση «σε» και αιτιατική:

Όλοι τον σέβονται = Σεβαστός σε όλους


Όλοι τον γνωρίζουν = Γνωστός σε όλους
Όλοι τον αγαπούν = Αγαπητός σε όλους.

β) Στις παθητικές μετοχές που λήγουν σε –μένος το ποιητικό αίτιο


μπορεί να εκφέρεται και με την πρόθεση «με» και αιτιατική:

Χώμα δροσισμένο με νυχτιάς αγέρι


Χώμα βαφτισμένο με βροχή του Μάη.
[25]

γ) Μερικές φορές το ποιητικό αίτιο, όταν το παθητικό ρήμα βρίσκεται


σε μετοχή Παρακειμένου, είναι ενωμένο με αυτήν ως πρώτο συνθετικό
της:

Τουρκοπατημένος (= πατημένος από τους Τούρκους)


Ηλιοκαμένος (= καμένος από τον ήλιο.

δ) Το ποιητικό αίτιο παραλείπεται, όταν εννοείται εύκολα από τα


συμφραζόμενα:
Ενώ επέστρεφαν από το χωράφι, έπιασε βροχή και βράχηκαν.

Μετατροπή της ενεργητικής σύνταξης σε παθητική

Η Μαρία βρήκε το θησαυρό.


= Ο θησαυρός βρέθηκε από τη Μαρία.

Όταν η ενεργητική σύνταξη μετατρέπεται σε παθητική (δηλαδή όταν το


ρήμα ενεργητικής διαθέσεως γίνεται ρήμα παθητικής διάθεσης), το
αντικείμενο του μονόπτωτου μεταβατικού ρήματος («το θησαυρό»)
γίνεται υποκείμενο του παθητικού («ο θησαυρός») και το υποκείμενό
του («η Μαρία») γίνεται ποιητικό αίτιο στο παθητικό («από τη Μαρία»).

~ Κατά τη μετατροπή της ενεργητικής σύνταξης σε παθητική, αν το ρήμα


είναι δίπτωτο, τότε το έμμεσο αντικείμενο συνήθως διατηρείται, μπορεί
όμως και να γίνει εμπρόθετο.

Ο καθηγητής εξετάζει τους μαθητές μαθηματικά.


= Οι μαθητές εξετάζονται μαθηματικά από τον καθηγητή.
[26]

= Οι μαθητές εξετάζονται στα μαθηματικά από τον καθηγητή.

~ Στην περίπτωση των δύο αιτιατικών από τις οποίες η μία είναι
κατηγορούμενο στην άλλη (στο αντικείμενο), τότε κατά τη μετατροπή
της ενεργητικής σύνταξης σε παθητική το αντικείμενο γίνεται
υποκείμενο του παθητικού ρήματος, φυσικά σε πτώση ονομαστική και
η δεύτερη αιτιατική που ήταν κατηγορούμενο του αντικειμένου γίνεται
και αυτή ονομαστική και είναι πια κατηγορούμενο του υποκειμένου του
παθητικού ρήματος.

Οι πολίτες εξέλεξαν τον Παύλο νομάρχη.


= Ο Παύλος εκλέχτηκε από τους πολίτες νομάρχης.

Η συντροφιά χαρακτήρισε τη Φωτεινή φλύαρη.


= Η Φωτεινή χαρακτηρίστηκε φλύαρη από τη συντροφιά.

~ Τα ενεργητικά μεταβατικά ρήματα που λήγουν σε –μαι δεν μπορούν


να χρησιμοποιηθούν τα ίδια ως ρήματα παθητικής διάθεσης. Από τα
ρήματα αυτά όσα σχηματίζουν παθητική διάθεση, τη σχηματίζουν με
περίφραση που το ένα μέρος της προέρχεται από το θέμα τους.

Ο υπουργός δέχτηκε το δήμαρχο.


= Ο δήμαρχος έγινε δεκτός από τον υπουργό.

Οι ισχυροί συνήθως εκμεταλλεύονται τους αδύναμους.


= Οι αδύναμοι συνήθως γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους
ισχυρούς.

Οι εχθροί αντιλήφθηκαν το τέχνασμά μας.


[27]

= Το τέχνασμά μας έγινε αντιληπτό από τους εχθρούς.

Σημειώσεις:
1. Με την ενεργητική σύνταξη εξαίρεται το πρόσωπο (ή το πράγμα) που
δρα, και το γραμματικό υποκείμενο της πρότασης στη σύνταξη αυτή
συμπίπτει με το λογικό υποκείμενο (ο ήλιος θερμαίνει τη γη), ενώ με
την παθητική σύνταξη εξαίρεται μάλλον το αποτέλεσμα της ενέργειας
του υποκειμένου (η γη θερμαίνεται), και το λογικό υποκείμενο σ’ αυτό
δηλώνεται έμμεσα, δηλαδή με τον προσδιορισμό του ποιητικού αιτίου
(από τον ήλιο).

2. Με την παθητική σύνταξη: αποκτά ποικιλία η πλοκή του λόγου·


μεταβάλλεται σε υποκείμενο η έννοια που συνήθως παριστάνεται ως
αντικείμενο, εφόσον αυτή κρίνεται το κύριο στοιχείο της πρότασης· δεν
ονομάζεται ρητά το υποκείμενο, όσες φορές κανείς δεν θέλει ή δεν
μπορεί να το ονομάσει, όπως συμβαίνει αυτό πολλές φορές με τα
απρόσωπα ρήματα (χιονίζει, αστράφτει, βρέχει κτλ.) που δηλώνουν
απλώς το συμβάν χωρίς να το συσχετίζουν με το υποκείμενο.

3. Το ποιητικό αίτιο παραλείπεται όταν:


~ εννοείται εύκολα από τα συμφραζόμενα
~ είναι άγνωστο
~ δεν θέλουμε να το δηλώσουμε
[28]

Τα σημεία της στίξης και η χρήση τους

Η τελεία (.), η άνω τελεία (∙), το κόμμα (,), το ερωτηματικό (;), το


θαυμαστικό (!), η διπλή τελεία(:), η παρένθεση ( ), οι αγκύλες [ ], τα
αποσιωπητικά (...), η παύλα (-), η διπλή παύλα (- -), τα εισαγωγικά (« »).

Η τελεία
Η τελεία ανταποκρίνεται σε σταμάτημα ή κατέβασμα της
φωνής. Σημειώνεται στο τέλος μιας περιόδου και δείχνει πως ό,τι
ειπώθηκε έχει ακέραιο νόημα:
Η προηγούμενη διοίκηση καλείται να λογοδοτήσει για τις αυθαιρεσίες
της.
Μετά τον πόλεμο η χώρα ξενοκρατήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Δεν θα έρθω, αποφάσισα. Δεν είναι πρωτότυπο


κάτι να μη διαρκεί. [Ηχογράφηση φειδωλότητας, Κική Δημουλά]

Όταν το σταμάτημα είναι ακόμη μεγαλύτερο και εκφράζουμε μια νέα


ιδέα, όχι μόνο σημειώνουμε τελεία, παρά αρχίζουμε και καινούρια
παράγραφο.
Η τελεία χρησιμοποιείται και για να δείξει μια συντομογραφία:
κ. = κύριος, Π.Δ. = Παλαιά Διαθήκη, 480 π.Χ. = προ Χριστού.
Εξαιρούνται κάποιες συντομογραφίες, που δεν την παίρνουν: Α =
Ανατολή.
Τελείες σημειώνονται συχνά και σε αριθμούς μεγάλους, ύστερα από
κάθε τρία ψηφία μετρώντας από δεξιά: 13.831.010. Αυτό δεν
εφαρμόζεται στις χρονολογίες: 1821.
Η τελεία του τέλους δε σημειώνεται σε τίτλους βιβλίων, σ’ επιγραφές
και σ’ επικεφαλίδες.

Σε λογοτεχνικά κείμενα η τελεία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη


δημιουργία σύντομου, κοφτού λόγου, που μεταδίδει την αίσθηση της
εσωτερικής ταραχής και της εξομολογητικής γραφής.
«Ανεβαίνω στην Αθήνα. Για κακή μου τύχη ήταν η Ριγούλα εκεί. Του
Χαρούλη. Με είδε. Τώρα τι να κάνω. Πήγε η Ριγούλα το είπε στον
Χαρούλη. Βάζω ένα μαντίλι. Ε, αυτοί, αυτοί ήσανε. Αυτοί ξεσηκώσανε
τον Νίκο μας. Τέλος πάντων.» [Ορθοκωστά, Θανάσης Βαλτινός]
[29]

Η άνω τελεία
Η άνω τελεία χρησιμεύει για να σημειώνουμε μικρότερη διακοπή απ’
ό,τι με την τελεία και μεγαλύτερη απ’ ό,τι με το κόμμα. Η άνω τελεία
δε σηματοδοτεί το τέλος περιόδου, αλλά ημιπεριόδου.

Επιμένω σ’ αυτό∙ δεν μπορούσε να με γελάσει∙ όλες μου οι αισθήσεις


ήταν οπλισμένες, και τα έβλεπα όσα μου συνέβαιναν με μάτι οξύτερο
από κάθε άλλη φορά στη ζωή μου. [Ο Εξώστης, Νίκος Καχτίτσης]

Ειδικότερα η άνω τελεία:


α) Μέσα στην περίοδο χωρίζει ομάδες από προτάσεις. Οι προτάσεις
αυτές χωρίζονται αναμεταξύ τους με κόμματα:
Του Αισχύλου σώζονται τρεις τραγωδίες από τον τρωικό κύκλο, ο
Αγαμέμνονας, οι Χοηφόρες, οι Ευμενίδες∙ του Σοφοκλή, ο Αίας, η
Ηλέκτρα, ο Φιλοκτήτης∙ του Ευριπίδη, η Ανδρομάχη, η Εκάβη, οι
Τρωάδες, η Ηλέκτρα, ο Ορέστης, η Ελένη, ο Ρήσος και οι δύο Ιφιγένειες.

β) Στο εσωτερικό μιας φράσης χωρίζει δύο μέρη της που σχετίζονται
μεταξύ τους, αλλά και που έχουν διαφορές, ιδίως όταν το δεύτερο
επεξηγεί το πρώτο ή έρχεται σε αντίθεση μαζί του:
Αυτός δεν ήτανε άνθρωπος∙ ήτανε θεριό, δράκος, του βουνού στοιχειό.
Μάνα ανθρώπου δεν τον έκαμε∙ άνοιξε η γη κι ατόφιο τον ξετίναξε, σα
να τη χτύπησε βροντή. (Βλαχογιάννης)

Το κόμμα
Το κόμμα χρησιμεύει συνήθως για να σημειώσουμε λογικό χωρισμό
και μικρό σταμάτημα στο εσωτερικό της περιόδου, ή σε μεγαλύτερες
φράσεις για να δώσουμε ευκαιρία σε αναπνοή, είτε για να βοηθήσουμε
το σωστό διάβασμα (λ.χ. σε κείμενα θεατρικά, βιβλία διδαχτικά) ή για
να προκαλέσουμε προσδοκία.
Το κόμμα είναι το πιο συχνό σημείο στίξης. Βοηθά σημαντικά να
καταλάβουμε ένα κείμενο, ενώ η κακή του μεταχείριση δημιουργεί
συχνά παρανοήσεις. Δεν πρέπει να γίνεται κατάχρησή του, συχνά
όμως είναι απαραίτητο. Αναγράφονται εδώ οι κυριότερες περιπτώσεις
που πρέπει ή που μπορούμε να το χρησιμοποιούμε.
[30]

Το κόμμα χρησιμεύει για να χωρίζουμε:

1. Μέσα στην πρόταση:


α) Όμοιους αναμεταξύ τους όρους, όταν τους παραθέτουμε
ασύνδετους. Οι όροι αυτοί μπορεί να είναι υποκείμενα,
κατηγορούμενα, επιθετικοί προσδιορισμοί, αντικείμενα ή ό,τι άλλο.
Γέροι, γυναίκες, παιδόπουλα, όσοι δεν παίζουν με τ’ άρματα,
βρίσκονται όλοι εδώ. [Σουλιώτες, Μιχαήλ Περάνθης]

Το νερό ήταν γλυκό, δροσερό, πεντακάθαρο. – Μας πρόσφερε ψωμί,


σύκα, πορτοκάλια, κρασί. (Καρκαβίτσας)

Αίφνης ονειροδίαιτο, τρελά γενναίο, καλλονό, νόθο παιδί αγνώστων


παραγόντων [Το τελευταίο σώμα μου, Κική Δημουλά]

Τη μετοχική πρόταση τη χωρίζουμε με κόμματα μόνο όταν μπαίνει


σαν επεξήγηση ή όταν είναι μεγάλη:
Δεν είναι δυνατό να περάσει έτσι όλη του τη ζωή, παίζοντας ή
διασκεδάζοντας.
Κρατώντας ανθισμένα κλαδιά μυγδαλιάς και πλήθος πολύχρωμα
λουλούδια του βουνού στην αγκαλιά της, μπήκε γελαστή μέσα στην
κάμαρα.
Γράφουμε όμως: Πηγαίνει κουτσαίνοντας. / Θέλοντας και μη θα έρθει.

Και τα ρήματα που έχουν το ίδιο υποκείμενο, όταν είναι ασύνδετα,


χωρίζονται με κόμμα:
Πηδάει στη βάρκα, σηκώνει την άγκυρα, ανοίγει το πανί, κάθεται στο
τιμόνι και βάζει πλώρη για το αντικρινό νησί.

Ακούω κούφια τα τουφέκια,


ακούω σμίξιμο σπαθιών,
ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,
ακούω τρίξιμο δοντιών. (Δ. Σολωμός)

Στην απαρίθμηση επιθέτων μπρος από ένα ουσιαστικό το κόμμα


μπαίνει και πριν από το τελευταίο επίθετο, όταν αυτό προσδιορίζει το
ουσιαστικό ακριβώς όπως και τ’ άλλα:
Με αργά, βαριά, κουρασμένα βήματα.
Αλλά δεν μπαίνει όταν το τελευταίο επίθετο αποτελεί με το
ουσιαστικό έννοια που την προσδιορίζουν τα προηγούμενα επίθετα:
[31]

Ένα ωραίο άσπρο τριαντάφυλλο. / Με κέρασε κόκκινο παλιό κρασί.

Με κόμμα χωρίζουμε την παράθεση και κάθε είδος επεξήγηση:


Άρχισε μια βροχή, κατακλυσμός.
Ο Όλυμπος, το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας, ήταν κατοικία των θεών.
Πήγε περίπατο με τη θεία του, την αδερφή του πατέρα του.

β) Την κλητική:
Πήρα το γράμμα σου, αγαπητέ μου Κώστα, και χαίρομαι που είσαι
καλά.
Μάλιστα, κύριε, ήμουν εκεί.

γ) Ένα μόριο ή ένα βεβαιωτικό (ή αρνητικό) επίρρημα στην αρχή της


περιόδου, που χρησιμεύει για να τη συνδέσει με τα προηγούμενα:
Ναι, θα φύγω. / Όχι, δε θέλω. / Καλά, θα σε ειδοποιήσω. / Τότε, θα
συμφωνήσουμε (δηλ. αφού είναι έτσι). / Έτσι, κανένας δεν
ευχαριστήθηκε (δηλ. αφού έγινε έτσι).

Όχι, δεν παίρνω άλλο διαταγές.


Όταν μου λέγανε τα σύννεφα ταξίδευε
ταξίδευα
κι όταν μου λέγανε τα όνειρα περίμενε
περίμενα.
Όχι, δεν παίρνω άλλο διαταγές.
Τα δούλεψα πιστά τα διαλυτά. [Μεσιτείες, Κική Δημουλά]

2. Μέσα στην περίοδο:


α) Μπορούμε να χωρίζουμε από τις κύριες τις επιρρηματικές
δευτερεύουσες προτάσεις – τις αιτιολογικές, τις τελικές (εκτός όταν
εισάγονται με το να), συμπερασματικές, υποθετικές, εναντιωματικές,
χρονικές ή που εισάγονται με το χωρίς να, ιδίως όταν αυτές
προηγούνται ή όταν είναι μεγάλες:
Δεν πρέπει να ξεκινήσουμε, γιατί ο καιρός άρχισε να χαλά.
Αν θέλεις, έλα. / Αν νομίζεις πως αυτό θα ωφελήσει, γράψε του
αμέσως.
Όταν χάθηκε ο πατέρας, φρόντισε για όλα εκείνος.
Χωρίς να το καταλάβω, μου πήραν το πορτοφόλι μου.

β) Χωρίζουμε πάντοτε τις προσθετικές αναφορικές προτάσεις, που


δεν είναι απαραίτητο συμπλήρωμα της κύριας:
[32]

Μίλησε για την πατρίδα του, που μας ήταν άγνωστη.


Ο αδερφός μου, που ξέρεις πόσο σε αγαπάει, χρειάζεται τώρα τη
βοήθειά σου.

Δεν τις χωρίζουμε, όταν αποτελούν αναγκαίο προσδιορισμό στον όρο


που προσδιορίζουν:
Η δύση που είδαμε χτες θα μας μείνει αξέχαστη.
Το υλικό από το οποίο κατασκευάζονται οι στολές των πυροσβεστών
έχει υποστεί ειδική αντιπυρική επεξεργασία.
Οι ζώνες ασφαλείας οι οποίες τοποθετούνται σήμερα στα αυτοκίνητα
είναι πολύ πιο εξελιγμένες τεχνολογικά από εκείνες των αεροπλάνων.
Πότε θα κάνουμε το ταξίδι που με έταξες;

Η ίδια αναφορική πρόταση έχει διαφορετικό νόημα σε μια φράση ως


προσθετική από ό,τι ως αναγκαίος προσδιορισμός:
Πέταξαν τα ροδάκινα, που είχαν σαπίσει (προσθετική: Είχαν σαπίσει
όλα τα ροδάκινα).
Πέταξαν τα ροδάκινα που είχαν σαπίσει (αναγκαίος προσδιορισμός:
Είχαν σαπίσει μερικά, και αυτά μόνο πέταξαν).

Τις ειδικές, τις πλάγιες ερωτηματικές και τις ενδοιαστικές προτάσεις


δεν τις χωρίζουμε από τις κύριες:
Έγραψε πως φτάνει σε δύο μέρες. / Είναι βέβαιο πως θα χιονίσει.
Δε μου είπες αν γύρισε ο πατέρας. / Φοβάμαι μήπως βρούμε
δυσκολίες.

Οι προτάσεις αυτών των ειδών είναι ενωμένες στενά με την κύρια,


καθώς υποκείμενο και ρήμα, ρήμα και άμεσο αντικείμενο, ρήμα και
επίρρημα.
Μόνο όταν μια τέτοια πρόταση είναι επεξηγηματική, παίρνει κόμμα:
Αυτό ποτέ δεν το άκουσα, πως βουλευτής παραιτήθηκε της
αποζημίωσής του.

Χωρίζουμε με κόμμα και τις παρένθετες προτάσεις:


Μα κι εκείνη, καθώς άκουσα, την έχεις αρραβωνιασμένη.
(Καρκαβίτσας)

Στην αφήγηση μπαίνουν κόμματα στη θέση των εισαγωγικών ή μέσα


στην αφήγηση σε λόγια που δεν ανήκουν σ’ αυτή:
[33]

Εκείνη, μας είπε ο Στέργιος σοβαρά και με συλλογή, ήταν η μεγαλύτερη


τρομάρα μου. (Εφταλιώτης)

Χωρίζουμε με κόμμα τις ισοδύναμες προτάσεις, κύριες ή


δευτερεύουσες, όταν είναι ασύνδετες:
Αίνιγμα δανείστηκα, αίνιγμα επέστρεψα. [Άφησα να μην ξέρω, Κική
Δημουλά]

Όταν η σύνδεση είναι συμπλεκτική ή διαχωριστική, δε χρειάζεται


συνήθως κόμμα. Όταν είναι αντιθετική μπορεί αυτό να μπαίνει, ιδίως
όταν είναι μεγάλη:
Ερχόταν συχνά σπίτι και τότε το σπίτι βούιζε από τραγούδια.
Είναι μικρός μα χειροδύναμος.

Δε χρειάζεται συνήθως κόμμα πρόταση που εισάγεται με το παρά σα


δεύτερος όρος σύγκρισης (εκτός αν είναι πολύ μεγάλη):
Κάλλιο αργά παρά ποτέ.

Σε διάφορες ωστόσο περιστάσεις μπαίνει κόμμα και πριν από το και.


Αυτό γίνεται:

α) όταν μεσολαβεί δευτερεύουσα πρόταση:


Ο πατέρας γύρισε στο σπίτι όταν έκλεισε το γραφείο, και η μητέρα
έστρωσε το τραπέζι.
β) όταν το και ενώνει όλα τα προηγούμενα με τα παρακάτω ή τα
ενώνει με διαφορετικό τρόπο:
Τέτοιος πόλεμος είναι τίμιος και φυσικός, και δεν έχεις να πεις τίποτα.
Μα την άλλη μέρα σηκώθηκε φουρτούνα κι έπνιξε τα εκατό καράβια
και χάθηκε το χρυσάφι, και ο γεροβασιλιάς έμεινε φτωχός με τις δυο
του έμορφες κόρες άπροικες. (Π. Δέλτα)
γ) όταν με το κόμμα διευκολύνεται το σωστό διάβασμα:
Ζητώ την άδεια να ρίξω κι εγώ, και ο Ερμογένης μου το επιτρέπει.

Οι παραπάνω κανόνες για το κόμμα, όπως και οι κανόνες για τη στίξη


γενικά, δεν είναι απόλυτοι. Κάποτε παραλείπουμε ένα κόμμα που
κανονικά θα έπρεπε να μπει, ή θέτουμε κόμμα εκεί που κανονικά θα
παραλειπόταν, για ν’ αποφύγουμε παρεξηγήσεις.
Στη φράση: «Όμορφη και ψηλή, με πολύ μαύρα μαλλιά,
γυαλιστερά, και φλογερά μάτια», το κόμμα είναι απαραίτητο μετά τη
[34]

λέξη γυαλιστερά, μολονότι ακολουθεί και, γιατί αλλιώς θα μπορούσε


κανείς να το συνάψει με τα μάτια.
Χωρίς κόμμα δυσκολεύεται κανείς να καταλάβει αμέσως φράσεις
καθώς η ακόλουθη:
Αντίς ν’ απλώσουνε χέρι αδερφικό μαχαίρι κρύβουνε στον κόρφο τους.

Κάποτε υπάρχει διαφορά στην ίδια φράση ανάλογα με τη θέση που


έχει το κόμμα: Καλά, θα πάμε. // Καλά θα πάμε.

Το κόμμα δεν έχει μόνο λογική αξία. Το χρησιμοποιούμε για λόγους


εκφραστικούς, λ.χ. για να κάμουμε τον αναγνώστη να προσέξει μια
λέξη ή φράση.
Η χρήση του κόμματος είναι αδύνατο να κανονιστεί παντού. Όχι μόνο
γιατί δεν είναι δυνατό να προβλεφθούν όλες οι περιπτώσεις, αλλά και
επειδή τη χρήση του τη ρυθμίζει η υποκειμενική κρίση εκείνου που το
γράφει και το είδος των γραφομένων. Έχει κάποια αντιστοιχία με τον
τόνο της φωνής. Η σωστή χρήση δεν αποκλείει άλλωστε την
ελαστικότητα στην έκτασή της και αυτή απόκειται στην προσωπική
εκτίμηση.
Στον ποιητικό λόγο μάλιστα μπορεί να παραλείπεται, ακόμη κι όταν η
χρήση του θα ήταν θεμιτή.

Θ’ άρπαζα θα έδιωχνα θ’ ανέβαζα


θα ποδοπατούσα θα φοβέριζα θα σκόρπιζα θα νόμιζα
θα γκρέμιζα και σε τρεις μέρες θα ξανάχτιζα
θα με τρέμαν οι στερήσεις. [Η ταχεία ανάρρωση της απληστίας, Κική
Δημουλά]

Το ερωτηματικό
Το ερωτηματικό σημειώνεται στο τέλος μιας ερωτηματικής φράσης:
Τι γίνεσαι; / Γιατί δε με περίμενες;

Είμαι έτοιμη; Να σφίξω καλά τη δειλία μου


μην πλημμυρίσει λόγια και τούτη η απόφασή μου. [Γόπα στα χείλη
φουγάρων, Κική Δημουλά]

Δε σημειώνεται ερωτηματικό στην πλάγια ερώτηση:


Με ρώτησε γιατί δεν τον περίμενα. / Δεν έμαθα που πήγε.
[35]

Σε φράσεις όμως όπως «Ξέρεις που πήγε;», πρέπει να μπαίνει


ερωτηματικό, για την ευθεία ερώτηση (ξέρεις;) που έχει εξαρτημένη την
πλάγια.

Σε σειρά από ερωτήσεις σημειώνεται το ερωτηματικό μόνο στην


τελευταία, όταν οι ερωτήσεις απαιτούν την ίδια απάντηση:
Θέλεις να σέρνεσαι πάντα ορφανή,
μονάχη σου, έρημη τη νύχτα να ‘σαι,
να ‘χης κρεβάτι σου λιθάρια, γη; (Βαλαωρίτης)

Μα όταν οι ερωτήσεις είναι χωριστές, σημειώνεται ερωτηματικό στην


καθεμιά:
Είναι η χαρά σου, ο πόνος σου; Είναι καρδιά; Είσαι εσύ;
Αν είσαι νους, θυμήσου με. Στόμα είσαι; μίλησέ μου.
- Του ασάλευτου είμαι σάλεμα, του τίποτε αστραπή. (Κ. Παλαμάς)

Το ερωτηματικό σε παρένθεση δείχνει ειρωνεία, την αμφιβολία μας


για την αξιοπιστία ή γενικά για κάτι που αναφέρουμε κτλ.:
Καμάρωνε πως ήταν ο καλύτερος (;) ποδοσφαιριστής.

Το ερωτηματικό, όπως και το θαυμαστικό, δεν έχει μόνο λογική αξία,


αλλά και συναισθηματική. Μέσω αυτού μπορούν να δηλωθούν
διαφορετικές νοηματικές χροιές εμπλουτίζοντας την πρόταση ανάλογα
με τη στάση μας απέναντι στο μεταδιδόμενο μήνυμα. Μπορεί έτσι να
εκφράσει με τρόπο εντονότερο το ενδιαφέρον ή τον προβληματισμό
του γράφοντος, να χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει μια παράκληση ή
την αμφισβήτηση.

Το θαυμαστικό
Το θαυμαστικό σημειώνεται ύστερα από τα επιφωνήματα και από
κάθε επιφωνηματική φράση που εκφράζει θαυμασμό, χαρά, ελπίδα,
φόβο, φρίκη, πάθος, ειρωνεία, ένα ξαφνικό συναίσθημα, προσταγή:
Οχ! Ντροπή! Μακάρι! Σταθείτε!

Ο ποιητής μένει ενεός. Τι συμφορά!


Πού τώρα ο ένδοξός μας βασιλεύς,
ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ,
μ’ ελληνικά ποιήματα ν’ ασχοληθεί.
Μέσα σε πόλεμο — φαντάσου, ελληνικά ποιήματα. [Ο Δαρείος,
Καβάφης]
[36]

Το θαυμαστικό σημειώνεται ακόμη για να υπογραμμιστεί η εντύπωση


από κάτι απίστευτο ή ανόητο που ακούσαμε:
Φαντασίες! / Τι αλλόκοτος άνθρωπος!

Πρέπει να σημειώνεται θαυμαστικό και σε προτάσεις τύπου


ερωτηματικού αλλά στην πραγματικότητα επιφωνηματικές:
Και πιστεύεις κι εσύ σε τέτοια πράγματα! / Που καταντήσαμε!
Κάποτε σημειώνεται θαυμαστικό μέσα σε παρένθεση για να δείξει
απορία:
Λέει πως ανέβηκε σε μια ώρα στην Πάρνηθα (!).

Το θαυμαστικό και το ερωτηματικό σημειώνονται μέσα από τα


εισαγωγικά όταν ανήκουν στα λόγια που κλείνονται σ’ αυτά, και έξω
από αυτά όταν ανήκουν στο κείμενο που εισάγει τα ξένα λόγια:
«Που πάμε;» ρώτησε. / Αλλά: Και ποιος δε θυμάται του Λεωνίδα το
«μολώνλαβέ»!

Το θαυμαστικό μπορεί να εκφράζει τον εντυπωσιασμό, την ανησυχία


ή και την ειρωνεία του γράφοντος.

Η διπλή τελεία
Η διπλή τελεία μπαίνει για να δείξει τη στενή σχέση μερών του λόγου
που τα χωρίζει. Αυτό γίνεται:

α) Εμπρός από τα λόγια που αναφέρονται κατά λέξη και που


κλείνονται σε εισαγωγικά:
Ο Χριστός είπε: «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν».

Κι εσύ τι κάθεσαι;
Καιρός να μπεις κι εσύ στα αλλαγμένα.
Να γίνεις ό,τι αναρωτιόμουν πέρυσι:
«ποιος ξέρει τ’ άλλο μου φθινόπωρο;».
Καιρός να γίνεις «τ’ άλλο μου φθινόπωρο». [Οι αποδημητικές
«Καλημέρες», Κική Δημουλά]

β) Εμπρός από μια απαρίθμηση, μια ερμηνεία, ένα επακόλουθο:


Και το αποτέλεσμα: έχασε όλα του τα λεφτά.

Φωνάζω τη στάχτη
[37]

να με ξαρματώσει.
Καλώ τη στάχτη
με το συνθηματικό της όνομα: Όλα. [Απροσδοκίες, Κική Δημουλά]

Το αυστηρώς φρουρούμενο μέλλον


κι η αρπαγή του στο τέλος
απ’ αυτό:

Το ανώφελο. [Τύχη κοινή, Κική Δημουλά]

γ) Έπειτα από πρόταση που αναφέρει γνωμικό, παροιμία:


Η παροιμία λέει: άκουγε πολλά και λέγε λίγα.

Η παρένθεση
Η παρένθεση χρησιμεύει για να περικλείσει και ν’ απομονώσει λέξη ή
φράση ολόκληρη που επεξηγεί ή συμπληρώνει τα λεγόμενα αλλά και
που μπορεί να παραληφθεί:
Η βάρκα (ακόμα τρέμω που το θυμάμαι) χτύπησε ξαφνικά στην ξέρα.

Ωστόσο, ό,τι περικλείεται στην παρένθεση μπορεί να δίνει μια


επιπλέον πληροφορία ή να λειτουργεί ως σχόλιο, κάποτε ειρωνικό:

Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις,


(η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις),
και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,
και πηαίνεις στον μονάρχηνAρταξέρξη
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,
και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια. [Η Σατραπεία, Καβάφης]

Κι όλο χαρά και δύναμις, αίσθημα κι ωραιότης


πήγαν— όχι στα σπίτια των τιμίων οικογενειών τους
(όπου, άλλωστε, μήτε τους θέλαν πια):
σ’ ένα γνωστό τους, και λίαν ειδικό,
σπίτι της διαφθοράς πήγανε και ζητήσαν
δωμάτιον ύπνου, κι ακριβά πιοτά, και ξαναήπιαν. [Δύο νέοι, 23 έως 24
ετών, Καβάφης]

Ο Aπόλλων εξηγήθηκε με λόγου του, στην Δάφνη!


Χρησμό δεν ήθελε να δώσει (σκοτισθήκαμε!),
σκοπό δεν τόχε να μιλήσει μαντικώς, αν πρώτα
[38]

δεν καθαρίζονταν το εν Δάφνη τέμενός του.


Τον ενοχλούσαν, δήλωσεν, οι γειτονεύοντες νεκροί. [Εις τα περίχωρα
της Αντιοχείας, Καβάφης]

Μέσα σε παρένθεση αναγράφονται συχνά οι παραπομπές:


Το γράμμα ἀποκτείνει, το δε πνεῦμα ζωοποιεί, είπε ο Παύλος (Προς
Κορινθίους Β΄ 3.6).

Η παρένθεση μπορεί ν’ ακολουθεί ή και να έχει κατόπιν της άλλη


στίξη, ιδίως κόμμα. Μπορεί και ν’ αρχίζει με κεφαλαίο.
Η τελεία μπαίνει πριν κλείσει η παρένθεση, όταν η παρένθεση αρχίζει
με κεφαλαίο.

Κάποτε χρησιμοποιούμε την ορθογώνια παρένθεση που λέγεται και


αγκύλες [ ], ιδίως σ’ επιστημονικές μελέτες ή όταν τύχει να χρειαστεί
μια νέα παρένθεση μέσα σε μια άλλη ήδη αρχινισμένη:
Το ερωτηματικό γιατί (ακόμη και όταν βρίσκεται σε πλάγιο λόγο, αν και
τότε ο τόνος είναι αλλιώτικα χρωματισμένος [πρβλ. γιατί έφυγε; και δεν
καταλαβαίνω γιατί έφυγε]), διαφορετικό από το αιτιολογικό γιατί.

Τα αποσιωπητικά
Τα αποσιωπητικά δείχνουν πως αποσιωπούμε κάτι, δηλ. πως η φράση
έμεινε ατελείωτη από συγκίνηση, ντροπή ή γι’ άλλο λόγο, κάποτε
επειδή κρίνουμε περιττό να την αποτελειώσουμε, κάποτε από
περιφρόνηση, απειλή, ή στο διάλογο, όταν κόβει την ομιλία ο
συνομιλητής:
Αποφάσισα να μη λέω τη γνώμη μου και να εκτελώ πιστά όσα μου
παράγγελνε. Η κριτική, ε, η κριτική θα γινόταν αργότερα∙ το αιώνιο...
[Αριάγνη, Στρατής Τσίρκας]

Πότιζε συ τη γλάστρα
κι άσε να κλαίω επειδή... [Μαύρη γραβάτα, Κική Δημουλά]

Κάποτε χρησιμοποιούμε τ’ αποσιωπητικά σε δισταχτική ομιλία, χωρίς


ν’ αποσιωπούμε τίποτα, για να τονιστεί εκείνο που θ’ ακολουθήσει,
κάτι απροσδόκητο κτλ., και να προσέξει ο αναγνώστης καλύτερα.

Εκείνη του Aυγούστου — Aύγουστος ήταν; — η βραδυά...


Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια· ήσαν, θαρρώ, μαβιά...
A ναι, μαβιά· ένα σαπφείρινο μαβί. [Μακρυά, Καβάφης]
[39]

- Τ’ αποσιωπητικά, ιδίως μετά το θαυμαστικό ή το ερωτηματικό,


δείχνουν κάποτε ένα σταμάτημα στην ομιλία.

- Τ’ αποσιωπητικά δίνουν κάποτε την αίσθηση πως κάτι υπονοείται, πως


γίνεται δηλ. υπαινιγμός σε κάτι, ή πως ο γράφων δεν μπορεί ή δε θέλει
να ολοκληρώσει τη φράση του. Είναι συνάμα κι ένα ακόμη σημείο
στίξης που μπορεί να δηλώσει την ειρωνεία.

Η παύλα
Η παύλα σημειώνεται:

1. Στο διάλογο, για να δείξει την αλλαγή του προσώπου που μιλάει.

– Ουχί, Άννα, είπεν ο γέρων. Ταύτην την υπέρτατηνυπηρεσίαν οφείλεις


εις τον πατέρα σου∙ και βίας αν έχη ανάγκη η καρδιά σου, πρέπει να την
βιάσης.
– Φίλτατε πάππε, είπεν η Άννα, και δάκρυ ανέβρυεν ήδη εις τον κανθόν
του οφθαλμού της, όταν βιάζης του ρόδου τον κάλυκα, τον μαραίνεις,
δεν τον ανοίγεις. [Ο Αυθέντης του Μωρέως, Αλέξανδρος Ρίζος
Ραγκαβής]

2. Για να φανεί μεγαλύτερη η αντίθεση των προηγούμενων με τ’


ακόλουθα:
Θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν. (Μαβίλης)

Κατάκοπο το χέρι σου απ’ το βαρύ σινιάλιο,


– να καλείς τον άλλον να χρειάζεσαι,
κίνηση εξαντλητική ακόμα και για όνειρο
που κάνει πάντα τα στραβά
μάτια στις ταπεινώσεις. [Προπορεύσου, Κική Δημουλά]

3. Για να δειχτεί απότομη αλλαγή ή ανακολουθία στη φράση:


Είδα τ’ άσπρο αρνάκι που γεννήθηκε μόλις προχτές – κάποιος θα
θυμήθηκε πως έκαμα μια καλή πράξη έναν καιρό. (Παπαντωνίου)

Κατ’ επανάληψη λες, μ’ έπιασες να γράφω


συνδιάζω αντί συνδυάζω που σημαίνει
συν-δύο, βάζω το ένα δίπλα στο άλλο
τα δύο μαζί ενώνω – το ζω το αφήνουμε έξω
[40]

για μετά, αν πετύχει ο συνδυασμός. [Γράψε λάθος, Κική Δημουλά]

4. Ύστερα από την τελεία, για να γίνει μεγαλύτερο σταμάτημα.


Συνήθως αρχίζει τότε και νέα παράγραφος. [Σημείωση: Από εδώ βγήκε
και η φράση: «τελεία και παύλα», δηλαδή τελείωσε εντελώς το ζήτημα.]

Μπορούμε να τα βγάλουμε μ’ αυτούς,


οι Καππαδόκες; Γένεται ποτέ;
Είναι να μετρηθούμε τώρα με τες λεγεώνες;
Θεοί μεγάλοι, της Aσίαςπροστάται, βοηθήστε μας.— [Ο Δαρείος,
Καβάφης]

5. Κάποτε για να υποδηλωθεί πως η φράση έμεινε ατελείωτη, όπως


γίνεται και με τ’ αποσιωπητικά.

Η διπλή παύλα
Η διπλή παύλα χρησιμοποιείται για να ενταχθούν στο κείμενο στοιχεία
που επεξηγούν ή συμπληρώνουν το μεταδιδόμενο νόημα, τα οποία
θεωρούνται πάντως αναγκαία για την πληρέστερη απόδοση του
νοήματος.

Τα εισαγωγικά
Τα εισαγωγικά χρησιμοποιούνται:
1. Στην αρχή και στο τέλος των λόγων τρίτου προσώπου που
μνημονεύονται κατά λέξη. Συνήθως στην περίπτωση αυτή σημειώνεται
πριν από τα εισαγωγικά διπλή τελεία.
Τα ξένα λόγια που αναφέρονται σε εισαγωγικά πρέπει ν’ αναφέρονται
ακριβώς όπως ειπώθηκαν.

Για τες θρησκευτικές μας δοξασίες —


ο κούφος Ιουλιανός είπεν «Aνέγνων, έγνων,
κατέγνων». Τάχατες μας εκμηδένισε
με το «κατέγνων» του, ο γελοιωδέστατος. [Ουκ έγνως, Καβάφης]

2. Στο διάλογο, για να κλείσουν μέσα τους τα λόγια προσώπων που


μιλούν, ιδίως όταν δεν μεσολαβεί η παύλα για να χωρίσει τα λόγια του
καθενός.

3. Για να ξεχωρίσουν κάτι, ρητά, φράσεις ή λέξεις που δεν ανήκουν


στη συνηθισμένη γλώσσα:
[41]

Το «δεν άκουσα» που επικαλέστηκαν δε φτάνει για δικαιολογία.

Πες «στιγμή»,
που φωνάζει βοήθεια ότι πνίγεται,
μην τη σώζεις,
πες
«δεν άκουσα». [Η περιφραστική πέτρα, Κική Δημουλά]

Κι ακόμα τρεις θρηνητικές φορές


όταν τα θέματα σουρούπωσαν,
κι ονόμασα τα μάτια σου
«καθημερνά απογεύματα»
και όλον εσένα Κυριακή
που είναι πάντα δύσκολη. [Κυριακή απόγευμα, Κική Δημουλά]

4. Σε τίτλους βιβλίων, θεατρικών έργων, εφημερίδων, σε ονόματα


πλοίων, σ’ επιγραφές κτλ.

Εκεί που το είχε θετικό με τον «Δαρείο»


ν’ αναδειχθεί, και τους επικριτάς του,
τους φθονερούς, τελειωτικά ν’ αποστομώσει. [Ο Δαρείος, Καβάφης]

Σημείωση: Τα εισαγωγικά είναι περιττά σε λέξεις που τυπώνονται με


γράμματα διαφορετικού ρυθμού.

- Όταν χρειάζονται, μέσα στο κείμενο που κλείνεται με εισαγωγικά,


άλλα εισαγωγικά, χρησιμοποιούμε για δεύτερα τα διπλά κόμματα “ ”.

- Το κτλ. που προσθέτουμε, όταν παραλείπουμε το τέλος των ξένων


λόγων των κλεισμένων στα εισαγωγικά, μπαίνει απ’ έξω τους∙ τ’
αποσιωπητικά από μέσα.

- Ύστερα από τα εισαγωγικά σημειώνεται, άμα χρειάζεται, η τελεία και η


άνω τελεία. Το κόμμα δε σημειώνεται, εκτός όταν με το κλείσιμο των
εισαγωγικών τελειώνει φράση που απαιτεί κόμμα.

Τα εισαγωγικά μπορούν να λειτουργήσουν επίσης ως ειρωνικό


σχόλιο, ως ένδειξη απαξίωσης ή ως ένδειξη πως η φράση ή η λέξη
χρησιμοποιείται μεταφορικά.
[42]

Σε λογοτεχνικά κείμενα η χρήση ή η απουσία σημείων στίξης


αξιοποιείται για να μεταδώσει κάποτε τη συναισθηματική κατάσταση
του ομιλούντος προσώπου.

You might also like