Professional Documents
Culture Documents
ΠΕΡΙΚΕΙΜΕΝΟ ΣΥΓΚΕΙΜΕΝΟ
ΠΕΡΙΚΕΙΜΕΝΟ ΣΥΓΚΕΙΜΕΝΟ
ΟΔΗΓΙΕΣ
Πρόκειται για κείμενα που μας θέτουν μπροστά σε κάποια διλήμματα ή σε κάποια
κρίσιμα ερωτήματα (τύπου «γιατί υπάρχει κοινωνική βία;).
Αν υπάρχουν πάνω από ένα ερωτήματα που τίθενται, αξιολογούμε ποιο είναι το
σημαντικότερο/ ποιο παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον κατά τη γνώμη μας.
Στη μορφή :
ü Δομή
ü Συνδετικές λέξεις/φράσεις
ü Στιχουργική
«Τα Αντικλείδια»
Πότε έγιναν όλα αυτά; Πότε ξέσπασε το κακό; Ούτε που το κατάλαβα. Ούτε που το
καταλάβαμε. Υπόγεια, ύπουλα. Όπως σκάει η υγρασία μια μέρα σ’ έναν τοίχο και η
ζημιά δεν αποκαθίσταται με την τσαπατσοδουλειά μπαλώματος. Δεν σήκωνε μπάλωμα
η κοινωνία. Ήταν σαν τη μεταξωτή μου ρόμπα. Εγώ, χαμένος. Οι αμοιβές, όπως είπα,
εκτοξεύτηκαν στα ουράνια. Άξιζα τόσο; «Για να με πληρώνουν θα αξίζω», έλεγε ο
καθένας με σιωπηρή συνωμοτική αμηχανία μέσα του... Σε πρώτο βέβαια στάδιο. Γιατί
στο επόμενο, το παιχνίδι έπαιζε αλλιώς... «Μήπως αξίζω και περισσότερα; Να δεις ότι
μπορεί ν’ αξίζω πιο πολύ. Μπορεί μέχρι και να αδικώ τον εαυτό μου. Ναι, με
αδικούν!». Αυτές ήταν οι διαβαθμίσεις. Αυτό το λαχάνιασμα προς τα πάνω δεν
επέτρεπε σε κανέναν να χαρεί για ό,τι ξαφνικά και από το πουθενά αποκτούσε, αλλά
έτρεχε για ν’ αποκτήσει το περισσότερο. Όλοι αξίζαμε περισσότερο. Όλοι απαιτούσαν
με θράσος το περισσότερο. Συμπεριφορές άμετρες. Τα πούρα έδιναν κι έπαιρναν.
Πούρα, που κάπνιζαν συνειδήσεις ανθρωπων. Αργά αργά, μεθοδικά. Φθήνιες,
ξιπασιές. Μια μασκαράτα. Στις σελίδες των περιοδικών συναντούσες γυναίκες να
φωτογραφίζονται με ανοικτές τις ντουλάπες τους για το φιλοθεάμον κοινό «τους». Να
μετράνε δημοσίως τσάντες, «Λατρεύω τις τσάντες! Πόσες έχω; Πού να τις μετρήσω!».
Πουλούσαν την ψυχή τους στον διάβολο για να φωτογραφηθούν τα σπίτια τους και
εκείνοι κάπου ανάμεσα ως αντικείμενα των σπιτιών τους. Τόση εξωστρέφεια στην
κοινωνία; Τόσο ξεμπρόστιασμα των πάντων. Πόσο είχε αλλάξει ξαφνικά η
αρχιτεκτονική της καθημερινότητάς μας; Εμείς μεγαλώσαμε με το «Κλείσε τα
παράθυρα θα μας ακούσει ο κόσμος» και ξαφνικά «κατοικούσαμε ομαδικών
υπαιθρίως». Στους δρόμους του πλούτου...
Πόσα παπούτσια μπορεί να έχει ανάγκη κάποιος; Πόσα ρολόγια; Χάναμε μέρα με τη
μέρα ως κοινωνία το αίσθημα της ντροπής. Έλιωναν κάθε λογής προσχήματα. Σε ποιον
έδινε η ψυχή μας πια αναφορά; Δάνεια. Υπέρογκα δάνεια για όλα τα αγαά. Μέχρι
«διακοποδάνεια» για εκδρομές. Εγκαινιάστηκε απευθείας αεροπορική γραμμή «Αθήνα
– Σεϋχέλλες», καθ’ υπόδειξιν ενός τραγουδιού, μεγάλου σουξε της εποχής «Πάμε για
τρέλλες, στις Σεϋχέλλες»(...)
Πάρτι, δεξιώσεις, τζακούζι, απαραιτήτως τζακούζι, σπα σε κάθε δρόμο, σε κάθε πόλη
και χωριό, υπερπολυτελή ξενοδοχεία, μεγαλειώδη σπίτια, πολυτελή αυτοκίνητα, Καγιέν
ως σύμβολο, πανάκριβα εστιατόρια, κρασιά... Κτήματα τάδε... Πόσα κτήματα! Και μια
Μύκονος που δεν έμοιαζε σε τίποτα με το εναλλακτικό νησί της νιότης μας. Μια
ξέφρενη χαρά συνεχής. Μια ξέφρενη ευημερία.
Να σχολιάσεις εκείνο το θέμα, από όσα θέτει το κείμενο που θεωρείς πιο
σημαντικό. Αν ζούσες σε εκείνη την εποχή, πιστεύεις πως θα μπορούσες να
κρατήσεις μια διαφορετική προσωπική στάση ζωής από αυτή που περιγράφεται
στο κείμενο;
Το κύριο θέμα που προκύπτει από την ανάγνωση του κειμένου είναι η διαμόρφωση
μιας κοινωνίας στη δίνη του άκρατου καταναλωτισμού. Επικρατεί ένα κλίμα
επίπλαστης ευημερίας, μια προκλητική χλιδή (Φθήνιες, ξιπασιές. Μια μασκαράτα)
και η έλλειψη μέτρου στο κυνήγι των αγαθών και της επιτυχίας (Πόσα παπούτσια
μπορεί να έχει ανάγκη κάποιος; Πόσα ρολόγια; Χάναμε μέρα με τη μέρα ως κοινωνία
το αίσθημα της ντροπής.) Η αφήγηση γίνεται σε α΄ πληθυντικό, για να δηλωθεί η
συνολική συνενοχή της κοινωνίας και τα πρόσωπα απουσιάζουν ή γίνονται
«αντικείμενα». Αυτή την υποδούλωση στα υλικά αγαθά εκφράζει και η
χαρακτηριστική παρομοίωση «πούρα που καπνίζουν συνειδήσεις», που παρουσιάζει
τους ανθρώπους της εποχής εκείνης αλλοτριωμένους.
Έχοντας ως δεδομένο την ασφάλεια της απόστασης από εκείνη την εποχή, θα ήταν
εύκολο να επικρίνει κάποιος αυτές τις συμπεριφορές. Δύσκολο θα ήταν, ωστόσο, να
αντισταθεί στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Το κοινωνικό σώμα επηρεάζει τη στάση
μας σε βαθμό που πολύ συχνά είναι αδύνατο να διακρίνουμε ή να παραδεχτούμε.
Πιστεύω, λοιπόν, πως κι εγώ θα επηρεαζόμουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό.
Φυσικά, θα μπορούσα να κρατήσω διαφορετική στάση, εάν ήδη είχα βιώσει ανάλογη
εμπειρία ή αν στο μέλλον παρουσιαστεί ένα ανάλογο φαινόμενο καταναλωτικής
μανίας και έλλειψης μέτρου. (193 λέξεις)
Κωνσταντίνος Καβάφης
«Όσο μπορείς»
Ποιο είναι το ερώτημα που κατά τη γνώμη σου θέτει το ποίημα του
Κωνσταντίνου Καβάφη; Ποια είναι η απάντηση του ποιητικού υποκειμένου στο
ερώτημα αυτό; Ποια είναι η δική σου απάντηση ως νέου που ζει την εποχή των
κοινωνικών δικτύων και των διαδικτυακών σχέσεων;
Το βασικό ερώτημα του ποιήματος κατά τη γνώμη μου σχετίζεται με το ποια στάση πρέπει να τηρεί ο άνθρωπος,
προκειμένου να διατηρήσει την αυτονομία της προσωπικότητας και την αξιοπρέπειά του στο πλαίσιο της
κοινωνικής ζωής. Η προτροπή του ποιητικού υποκειμένου είναι να κάνουμε συνετή διαχείριση της
κοινωνικότητας, με μέτρο και φειδώ, και με όσες δυνάμεις διαθέτουμε να προσπαθήσουμε (όσο μπορείς –
προσπάθησε) να προστατεύσουμε την αξία της ζωής μας. Η αποφατική διατύπωση της προτροπής (μην την
εξευτελίζεις) και ο προσδιορισμός των κινδύνων (πηαίνοντας – γυρίζοντας – εκθέτοντας) δίνει μεγαλύτερο βάθος
στον παραινετικό τόνο του ποιήματος. Σκοπός είναι να αποφευχθούν οι ανούσιες σχέσεις και η υποταγή στις
κοινωνικές συμβάσεις (καθημερινή ανοησία), που θα οδηγήσουν στην αλλοτρίωση της προσωπικής ζωής (ξένη,
φορτική).
Η ανάγκη αυτή γίνεται πιο επιτακτική στην εποχή των κοινωνικών δικτύων, τα οποία ευνοούν το «ξόδεμα» σε
ανούσιες συναναστροφές και τις επιφανειακές σχέσεις (διαδικτυακοί «φίλοι»). Παράλληλα, η έκθεση της
προσωπικής ζωής και ο συμβιβασμός με τα προβαλλόμενα «πρότυπα» ενδέχεται να μας οδηγήσει στη βίωση μιας
ζωής ξένης προς τις πραγματικές μας προσδοκίες. Έτσι, καταλήγω στο συμπέρασμα πως η παραίνεση «όσο
μπορείς μην την εξευτελίζεις» έχει ιδιαίτερη σημασία για έναν νέο της δικής μας εποχής. (191 λέξεις)
Ιωάννα Καρυστιάνη
«Χίλιες ανάσες»
(απόσπασμα)
Το κορίτσι της ξεπαπουτσώθηκε, έβγαλε το καλσόν και θα πήγαινε για ύπνο. Στην
εξώπορτα κοντοστάθηκε, γύρισε στη μάνα της. Φεύγω για Σάμο, εθελόντρια στο
προσφυγικό, ανακοίνωσε και μετά, γλυκά και καθησυχαστικά, πρόσθεσε, μη
φοβάσαι, μαμά μου, έμαθα πως εκεί ο ουρανός του δειλινού γυαλίζει σαν μαρμελάδα
βερίκοκο. (...)
Θοδωρής και Αμαλία σε πλήρη ανακωχή, χαμογέλα και ανάσα ανακούφισης, γάντι ο
συντονισμός και με την χορωδία στο κατάστρωμα. (...) Όλα κάπως εντάξει λοιπόν.
Ώσπου ξαφνικά το κεφάλι του κοριτσιού βούτηξε απότομα στο στήθος του άντρα,
σαν βαρύ γκρέιπ φρουτ που σπάει το κοτσάνι του και σκάει όπου τύχει.
Η αγκαλιά του φωλιά, η παλάμη του κομπρέσα στο μέτωπο και αυτή δεν μπορούσε
αν συγκρατθεί άλλο, για πρώτη φορά λυνόταν στα δάκρυα παρουσία τρίτου.
Κλαίγοντας γοερά έβγαλε από μέσα της όσα για ευνόητους λόγους δεν μπορούσε να
μοιραστεί με τη λαβωμένη μάνα της ούτε φυσικά με τους άμαχους πληθυσμούς στο
Κουκούτσι, Θοδωρή, ένα πεντάχρονο κοριτσάκι με λέει μαμά, ένας έφηβος δίχως
ποδι ξημεροβραδιάζεται αμίλητος και νηστικός, για όσους πνίγονται δίχως ατομικά
έγγραφα πάνω τους, δίχως συγγενείς να τους αναγνωρίσουν, ούτε ιατροδικαστής και
διαδικασίες ταυτοποίησης, μένει ένας λάκος και για σημάδι ένας αριθμός, πιστός,
άπιστος, άθεος, ό,τι και να ‘σαι, Θοδωρή, ορκίσου στα κόκκαλα του πατέρα μου,
ορκίσου μου πως ποτέ δεν θα πεις στη μάνα μου.
Είχε αναστήσει μισοπνιγμένη γιαγιά από το Χαλέπι, που έσφιγγε στα δόντια το
μπρικάκι του σκοτωμένου στην πατρίδα γέρου της.
Πέρυσι τον Σεπτέμβριο είχε ανασύρει πνιγμένο κορίτσι που μέσα από τα ρούχα του
ταξιδιού φορούσε το νυφικό της.
Να παρουσιάσετε τη συναισθηματική κατάσταση της ηρωίδας ύστερα από την
εμπειρία της ως εθελόντριας στο προσφυγικό πρόβλημα στη Σάμο. Θα
συμμετείχατε εσείς σε μια τέτοια εθελοντική προσπάθεια;
Αν και θαυμάζω αυτούς τους ανθρώπους, δεν ξέρω εάν θα είχα τη δύναμη να
ακολουθήσω ακριβώς το δρόμο τους, να βρεθώ στην πρώτη γραμμή του
προβλήματος. Θα μπορούσα ίσως να βοηθήσω με βάση τις δυνατότητες και τις
γνώσεις μου. Θα ενδιαφερόμουν, για παράδειγμα, να συμμετέχω σε δράσεις
ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης. Πρόκειται ίσως για ένα μικρό
βήμα, που δεν έχουν ίδια ισχύ με την προσφορά των προσώπων του κειμένου. Έχει
όμως τη σημασία της, διότι από τη μικρή προσφορά του καθενός μας αθροίζεται ένα
σημαντικό έργο. (214 λέξεις)
Τάκης Σινόπουλος
Ο καιόμενος
Το Φαινόμενο της αυτοπυρπόλησης αποτέλεσε στην εποχή μας την έσχατη μορφή
προσωπικής διαμαρτυρίας των διαφόρων απελπισμένων ιδεολόγων. Το ποίημα ανήκει
στη συλλογή Μεταίχμιο Β' (1957).
Γινόταν ήλιος.
Ερμηνευτικό ερώτημα
Πώς διαγράφεται μέσα από το ποίημα ο ρόλος του ποιητικού υποκειμένου; Ποια
είναι η δική σας θέση για τη στάση που θα πρέπει να τηρήσει (150-200 λέξεις);
Στο ποίημα αναδεικνύεται η αντίθεση μεταξύ των λίγων, που επιλέγουν την
αυτοθυσία ως δρόμο υπεράσπισης των ιδεών τους και των πολλών, που αρκούνται
στην αμέτοχη παρατήρηση του ηρωισμού. Παρουσιάζεται ένα γεγονός απροσδόκητο,
την αυτοπυρπόληση του «καιόμενου», στην οποία το ποιητικό υποκείμενο είναι
μάρτυρας μέσα σε ένα πλήθος παρατηρητών (γυρίσαμε... μιλήσαμε). Η πράξη γεννά
στο ποιητικό υποκείμενο συναισθήματα δισταγμού (διστάζω), συμπάθειας (να τον
αγγίξω), περιέργειας (είμαι... να παραξενεύομαι) αλλά και φόβου (φοβάμαι).
Παράλληλα, εκδηλώνονται οι σκέψεις του με τη μορφή ερωτημάτων, με κύριο
αίσθημα τον θαυμασμό (ποιος είναι αυτός... περήφανος;). Άξιο προσοχής είναι ότι το
ποιητικό υποκείμενο δεν εκφράζει την προσπάθεια να επέμβει έμπρακτα, αν και
«μοιράζεται στα δύο», αντιλαμβάνεται δηλαδή την αξία της θυσίας αλλά παράλληλα
κατανοεί τον φόβο των πολλών.
Η στάση του ποιητικού υποκειμένου με βρίσκει αντίθετο, καθώς θεωρώ πως χρέος
ενός «ποιητή», γνήσιου καλλιτέχνη, είναι να παίρνει θέση ενεργή απέναντι στα
γεγονότα. Με τη δύναμη της τέχνης του οφείλει να εξυψώσει τις πράξεις ηρωισμού
και να συμβάλει στην καταπολέμηση του κλίματος απάθειας που χαρακτηρίζει,
δυστυχώς, την εποχή μας. Χρειαζόμαστε ποιητές που, αν και «μοιράζονται στα δυο»
τελικά καταφέρνουν να αναδειχτούν σε έμπρακτους υπερασπιστές των ανώτερων
αξιών και των φορέων τους.
Ελένη Βακαλό
Τι τα θες τι τα γυρεύεις
Έτσι συλλογίστηκε
Η διαδοχή των αλλαγών μοιάζει επικίνδυνα πιθανή. Είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι
συχνά, λόγω του ακατάσχετου φόβου να αναλάβουμε την ευθύνη μας, στεκόμαστε
αμέτοχοι απέναντι στην αδικία. Στο τέλος συνηθίζουμε ή να την εκτρέφουμε με τη
απάθειά μας ή να την δικαιολογούμε ως τάχα επιβεβλημένη. Πρόκειται για το
«δίκαιο του δυνατού», που γοητεύει τόσο τους πραγματικά αδύναμους. (176 λέξεις)