Professional Documents
Culture Documents
Διπλωματική PDF
Διπλωματική PDF
Διπλωματική PDF
Διπλωματική εργασία
Τσικανδυλάκη Ευρυδίκη
Διπλωματική Εργασία
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
Η παρούσα εργασία αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία της φοιτήτριας Ευρυδίκης Τσικανδυλάκη που την
εκπόνησε. Στο πλαίσιο της πολιτικής ανοικτής πρόσβασης η συγγραφέας/δημιουργός εκχωρεί στο ΕΑΠ, μη
αποκλειστική άδεια χρήσης του δικαιώματος αναπαραγωγής, προσαρμογής, δημόσιου δανεισμού, παρουσίασης
στο κοινό και ψηφιακής διάχυσής τους διεθνώς, σε ηλεκτρονική μορφή και σε οποιοδήποτε μέσο, για
διδακτικούς και ερευνητικούς σκοπούς, άνευ ανταλλάγματος και για όλο το χρόνο διάρκειας των δικαιωμάτων
πνευματικής ιδιοκτησίας. Η ανοικτή πρόσβαση στο πλήρες κείμενο για μελέτη και ανάγνωση δεν σημαίνει καθ’
οιονδήποτε τρόπο παραχώρηση δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας της συγγραφέα/δημιουργού ούτε
επιτρέπει την αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή, αποθήκευση, πώληση, εμπορική χρήση, μετάδοση,
διανομή, έκδοση, εκτέλεση, «μεταφόρτωση» (downloading), «ανάρτηση» (uploading), μετάφραση,
τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά της εργασίας, χωρίς τη ρητή προηγούμενη
έγγραφη συναίνεση της συγγραφέα/δημιουργού. Η συγγραφέας/δημιουργός διατηρεί το σύνολο των ηθικών και
περιουσιακών του δικαιωμάτων.
Διπλωματική Εργασία
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
Διπλωματική εργασία
Τσικανδυλάκη Ευρυδίκη
Διπλωματική Εργασία
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
Ευχαριστίες - Αφιέρωση
Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τους γονείς και το σύζυγό μου για τη συμπαράσταση και την
έμπρακτη υποστήριξή τους. Χωρίς τη βοήθειά τους, δε θα ήταν δυνατή η εκπόνηση της
παρούσας εργασίας.
Επίσης, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά την κυρία Μαρκοδημητράκη και την κυρία
Τσούρτου, για την ενθάρρυνση και την αποτελεσματική καθοδήγησή τους, καθ’ όλη τη
διάρκεια της προσπάθειάς μου.
Η παρούσα εργασία είναι αφιερωμένη στα παιδιά μου, Δέσποινα και Χάρη, καθώς και στα
παιδιά όλου του κόσμου, που τους αξίζει όλη η αγάπη και η αμέριστη προσοχή μας.
Διπλωματική Εργασία iv
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
Περίληψη
Σύμφωνα με τη θεωρία του Trevarthen, τα βρέφη γεννιούνται με έμφυτες ικανότητες να
προκαλούν την προσοχή και το ενδιαφέρον του ατόμου που τα φροντίζει, προκειμένου να
ικανοποιηθούν οι βιολογικές του ανάγκες, αλλά και για να μοιραστούν προθέσεις και
συναισθήματα με τον επικοινωνιακό τους σύντροφο. Ο Trevarthen ονομάζει αυτές τις
εκπληκτικές ικανότητες των βρεφών «έμφυτη διυποκειμενικότητα», την οποία χωρίζει σε δύο
περιόδους, την πρωτογενή και τη δευτερογενή διυποκειμενικότητα. Στην πρώτη περίοδο, τα
βρέφη συμμετέχουν σε ένα διάλογο με τον επικοινωνιακό τους σύντροφο, κυρίως με
φωνοποιήσεις, εκφράσεις προσώπου και χειρονομίες, χωρίς να δείχνουν ενδιαφέρον για τα
αντικείμενα γύρω τους. Στη δεύτερη περίοδο, τα βρέφη μεταβαίνουν σε ένα τριαδικό μοτίβο
επικοινωνίας, μέσα στο οποίο είναι πλέον ικανά να αντιληφθούν την προοπτική του άλλου
ατόμου και να μοιραστούν συναισθήματα και για θέματα του περιβάλλοντος. Η μητρική
ευαισθησία και αποκρισιμότητα στα σήματα των βρεφών, ενθαρρύνουν τη συμμετοχή των
βρεφών σε διαλογική επικοινωνία και οδηγούν στην ανάπτυξη της εμπιστοσύνης, της
αντίληψης της συνεργασίας και, τελικά, της γλώσσας. Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν να
διερευνηθούν οι παράγοντες που επηρεάζουν τη γλωσσική ανάπτυξη των βρεφών, στο πλαίσιο
της θεωρίας της έμφυτης διυποκειμενικότητας. Πιο συγκεκριμένα, μελετήθηκε η υπόθεση ότι
η μητρική ευαισθησία (αποκρισιμότητα, ποιότητα συναισθηματικού δεσμού, ρύθμιση
συναισθήματος, ενθάρρυνση για εξερεύνηση του περιβάλλοντος κ.α.) προβλέπει τη γλωσσική
ανάπτυξη (κατανόηση/παραγωγή λόγου, μίμηση, δείξη κ.α) από την πρώτη βρεφική ηλικία
μέχρι το τέλος της βρεφικής ηλικίας. Στην έρευνα συμμετείχαν 64 μητέρες από το νομό
Ηρακλείου, με βρέφη ηλικίας από επτά έως 24 μηνών, από τις οποίες ζητήθηκε η συμπλήρωση
μίας κλίμακας αυτοαξιολόγησης της μητρικής ευαισθησίας και του γλωσσικού επιπέδου των
βρεφών τους. Τα αποτελέσματα της έρευνας επιβεβαίωσαν την κύρια ερευνητική υπόθεση. Τα
κυριότερα αποτελέσματα ήταν ότι η ενθάρρυνση του βρέφους για εξερεύνηση του
περιβάλλοντος προβλέπει τις προγλωσσικές ικανότητες μίμησης και δείξης, κάτι που
συμφωνεί, σε ένα γενικότερο πλαίσιο, με τη θεωρία της έμφυτης διυποκειμενικότητας.
Λέξεις – Κλειδιά
μητρική ευαισθησία, μητρική αποκρισιμότητα, γλωσσική ανάπτυξη, έμφυτη
διυποκειμενικότητα, συναισθήματα ζωτικότητας, κοινωνική αναφορικότητα.
Διπλωματική Εργασία v
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
Abstract
According to Trevarthen’s theory (1998), infants are born with innate abilities to attract the
attention of their caregiver, in order to meet their biological needs and share intentions and
emotions with their partner. Trevarthen calls these amazing abilities of infants "innate
intersubjectivity", which he divides into two periods, primary and secondary intersubjectivity.
In the first period, infants engage in a dialogue with their communicative partner, mainly
through vocalizations, facial expressions and gestures, without showing interest in the objects
around them. In the second period, infants proceed to a triadic pattern of communication, in
which they are now able to perceive the other person's perspective and share emotions about
the environment around them as well. Maternal sensitivity and responsiveness to infants’
signals encourage infants’ participation in interactive communication and lead to the
development of trust, a sense of cooperation and, ultimately, language. The purpose of this
study was to investigate the factors that affect the language development of infants, in the
context of the theory of innate intersubjectivity. More specifically, we studied the hypothesis
that maternal sensitivity (responsiveness, quality of emotional bond, affect regulation,
encouragement to explore the environment, etc.) predicts language development
(comprehension / production of speech, imitation, manual pointing, etc.) from the early infancy
to the end of infancy. The participants in the present research were 64 mothers from the
prefecture of Heraklion, who had infants aged from seven to 24 months. Mothers were asked
to complete a self-assessment scale of maternal sensitivity and language development of their
infants. The results confirmed the main research hypothesis. The main results of the research
were that the encouragement of the infant to explore the environment predicts the pre-linguistic
abilities of imitation and pointing gesture, which agree, in a general context, with the theory of
innate intersubjectivity.
Keywords
maternal sensitivity, maternal responsiveness, language development, innate intersubjectivity,
vitality affects, social referencing.
Διπλωματική Εργασία vi
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ…………………………………………………………………………………..v
ABSTRACT…………………………………………………………………………………vi
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ………………………………………………………………….………..vii
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΙΝΑΚΩΝ……………………………………………………...…………….ix
ΕΙΣΑΓΩΓΗ……………………………………………………………………...……….…...x
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ-
ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟΣ ΣΤΟΧΟΣ…………………………………………………………..1
1. Η Θεωρία της έμφυτης διυποκειμενικότητας του Trevarthen……………………………. 1
1.1. Πρωτογενής διυποκειμενικότητα …………………………………………..…….......2
1.2. Δευτερογενής διυποκειμενικότητα ………………………………………..……….…3
2. Η γλωσσική ανάπτυξη των βρεφών………...……………………………………………...5
2.1. Θεωρίες γλωσσικής ανάπτυξης…………………...…………………………………...5
2.1.1. Η θεωρία της μάθησης της συμπεριφοράς………………………………………..5
2.1.2. Βιολογική – γενετική προσέγγιση………………………………………………...6
2.1.3. Αλληλεπιδραστική προσέγγιση…………………………………………………...7
2.2. Στάδια γλωσσικής ανάπτυξης………..……………………….……………………….8
2.3. Παράγοντες που επηρεάζουν τη γλωσσική ανάπτυξη…………………….…..….......10
2.3.1. Η ιδιοσυγκρασία του βρέφους……………………………..…………………….10
2.3.2. Το φύλο του βρέφους…………………….………………………………………11
2.3.3. Η ηλικία της μητέρας………………………..…………………………..…….…12
2.3.4. Βρεφική μίμηση και μνήμη………………………………………………...…….13
2.3.5. Συναισθηματική συνήχηση…………………………….………………………...14
2.3.6. Δείξη……………………………………………………………………………..15
2.3.7. Κατανόηση λόγου………………….……………………………………….……16
2.3.8. Οι διαστάσεις της μητρικής ευαισθησίας….…..………………………..……….17
2.3.8.1. Μητρική αποκριτικότητα………………………………………….……………17
2.3.8.2. Από κοινού προσοχή……………………………………………….……………19
2.3.8.3. Ενθάρρυνση για εξερεύνηση του περιβάλλοντος……………….……..……..…..20
2.3.8.4. Στυλ επικοινωνίας……………………………………………………...………..….21
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΕΜΠΕΙΡΙΚΟ………………………………………………………….22
3. Μεθοδολογία έρευνας……………….………..………………………..……………….…22
3.1. Σκοπός……………………………………………………………………………..….22
3.2. Ερευνητικές υποθέσεις…………………………………….…………………….……22
3.3. Συμμετέχοντες στην έρευνα……………………………………………………….….23
3.4. Διαδικασία έρευνας……………………………………………………………….…..24
3.5. Εργαλείο συλλογής δεδομένων………………………………………………….……25
4. Αποτελέσματα…………………………………………………...…………..……….……29
4.1. Διερεύνηση πιθανών επιδράσεων της ηλικίας της μητέρας……………….…….……29
4.2. Διερεύνηση πιθανών επιδράσεων της ηλικίας του βρέφους…………….……………30
4.3. Επιδράσεις του φύλου των βρεφών……………………………………....….………..32
4.4. Συσχετίσεις μεταξύ των μεταβλητών…………………………….………………..….34
4.5. Διερεύνηση της δυνατότητας πρόβλεψης των διαστάσεων της γλωσσικής
ανάπτυξης από τις διαστάσεις της μητρικής ευαισθησίας… …….………………..…38
5. Συμπεράσματα……..…………………….……………...………………………....………41
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ………………….………………………………………………………….50
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ……………………………………………………………………………55
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΙΝΑΚΩΝ
Διπλωματική Εργασία ix
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τα βρέφη γεννιούνται με μία έμφυτη ικανότητα για διυποκειμενική επικοινωνία, που τους
επιτρέπει να ανταποκρίνονται κατάλληλα στις κοινωνικές τους αλληλεπιδράσεις (Trevarthen,
1997). Οι έμφυτες κοινωνικές τους ικανότητες τα βοηθούν να συνδεθούν με τον κόσμο και να
αναπτύσσουν συμπεριφορές προς όφελος της επιβίωσής τους (Cole & Cole, 2002α). Σύμφωνα
με τους Trevarthen και Aitken (2001), υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ακόμα και τα
νεογέννητα βρέφη, παρά το πολύ ανώριμο νευρικό σύστημα, τις περιορισμένες γνωστικές
λειτουργίες και το αδύναμο σώμα, έχουν την ικανότητα, πέρα από την ενστικτώδη
συμπεριφορά τους, να προσελκύουν τη γονεϊκή φροντίδα για τις άμεσες βιολογικές τους
ανάγκες και να επικοινωνούν με περίπλοκο τρόπο, ανάλογα με τις εκφράσεις, το ενδιαφέρον
και τα συναισθήματα που εκδηλώνονται από τους άλλους ανθρώπους. Η ύπαρξη αυτών των
ειδικών έμφυτων διυποκειμενικών λειτουργιών αποτελεί, για τους Trevarthen και Aitken
(2001), ένα ουσιαστικό πλαίσιο για τη ρύθμιση της γνωστικής ανάπτυξης όλων των ανθρώπων.
Τα νεογέννητα, επίσης, είναι ικανά να μιμηθούν έξοχα τις εκφράσεις άλλων ατόμων.
Διαβάζουν τα συναισθήματα στο πρόσωπο ή τη φωνή με εκπληκτική ακρίβεια και είναι σε
θέση να ακούν και προτιμούν λεπτές διαφορές στην ομιλία, που ταυτοποιούν τη μητέρα τους,
αλλά και τη γλώσσα, την οποία εκείνη μιλάει. Σε ηλικία δύο μηνών, τα βρέφη εκφράζουν την
προθυμία τους για συμμετοχή σε πρωτοσυνομιλίες, με πολλές συντονισμένες εκφράσεις και
χειρονομίες, τις οποίες, ένας ευαίσθητος, συμπονετικός γονέας, εκλαμβάνει ως πραγματικές
προσπάθειες για «ομιλία» (Trevarthen, 1998).
Αυτή η φυσική κοινωνικότητα των βρεφών, η ικανότητα προσέλκυσης του ενδιαφέροντος και
της πρόκλησης συναισθημάτων σε ευαίσθητους και στοργικούς γονείς χρησιμεύει εγγενώς να
παρακινήσει τη συντροφικότητα ή τη συνειδητοποίηση της συνεργασίας, κατευθύνοντας το
βρέφος προς την ανάπτυξη της εμπιστοσύνης, των πράξεων με σκοπιμότητα και νόημα και,
τελικά, της γλώσσας (Trevarthen, 1980, οπ. αναφ. στο Trevarthen & Aitken, 2001). Η
Παπαηλιού (2016) τονίζει τη σημασία των έμφυτων διυποκειμενικών ικανοτήτων των βρεφών
στη γλωσσική ανάπτυξη, αναφέροντας πως η καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λεξιλογίου
(<50 λέξεις στους 24 μήνες) που παρουσιάζεται περίπου στο 8% των νηπίων, είναι δυνατό να
μην υποδηλώνει αναγκαστικά ένα έλλειμα στο γλωσσικό τομέα, αλλά μία βαθύτερη έλλειψη
Διπλωματική Εργασία x
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
στο έμφυτο κίνητρο για διυποκειμενική επίγνωση, δηλαδή στη δυνατότητα αναγνώρισης των
προθέσεων και των συναισθημάτων των άλλων.
Η έρευνα για τη σχέση γονέα – βρέφους άρχισε να αναπτύσσεται πιο επισταμένα από τα μέσα
του 1970, με την επαναστατική θεωρία του John Bowlby (Pederson, Moran, Sitko, Campbell,
Ghesquire & Acton, 1990). Ο Bowlby (1988) τονίζει στη θεωρία του τη σημασία της
δημιουργίας μίας ασφαλούς βάσης, από την οποία το παιδί θα μπορεί να κάνει εξορμήσεις στο
ευρύτερο περιβάλλον και στην οποία θα μπορεί να επιστρέφει, γνωρίζοντας ότι θα είναι
καλοδεχούμενο, ότι θα τραφεί φυσικά και συναισθηματικά, θα το καθησυχάσουν αν αγχωθεί,
θα το παρηγορήσουν αν φοβηθεί. Αποσαφηνίζει, όμως, ότι, ενώ ο γονέας οφείλει να είναι
διαθέσιμος, έτοιμος να ανταποκριθεί στις ανάγκες του παιδιού, να το ενθαρρύνει και, ίσως, να
το βοηθάει, είναι σκόπιμο να υπάρχει ενεργή παρέμβαση μόνο όταν κρίνεται απολύτως
απαραίτητη. Όπως αναφέρουν οι Brandell και Ringel (2007), ο Bowlby πίστευε πως η
συμπεριφορά των βρεφών βασίζεται στην παρουσία και αποκριτικότητα του ανθρώπου που τα
φροντίζει, καθώς και ότι τα βρέφη επηρεάζονται βαθιά από τη φυσική και συναισθηματική
τους ανάγκη για έναν πραγματικό δεσμό με μία φιγούρα, στην οποία μπορούν να
προσκολληθούν. Αναφέρουν, επίσης, ότι ο ερευνητής τόνιζε πως αυτό είναι η πρωταρχική
κινητήριος δύναμη, όχι μόνο κατά τη διάρκεια της βρεφικής τους ηλικίας, αλλά και για όλη
τους τη ζωή.
Ο Bowlby (1988) παρατήρησε ότι, όταν μία μητέρα και το 2-3 εβδομάδων βρέφος της έχουν
βλεμματική επαφή, παρουσιάζονται φάσεις έντονης κοινωνικής αλληλεπίδρασης,
εναλλασσόμενες με φάσεις αποσύνδεσης. Κάθε φάση αλληλεπίδρασης ξεκινάει με αμοιβαίο
χαιρετισμό, ακολουθούμενο από ανταλλαγή ζωηρών εκφράσεων προσώπου και
φωνοποιήσεων, κατά τη διάρκεια των οποίων το βρέφος, προσανατολισμένο προς τη μητέρα
του, κινεί ενθουσιασμένο χέρια και πόδια. Κατόπιν, οι κινήσεις του σταδιακά ηρεμούν και
καταλήγει το μωρό να κοιτάζει αλλού, μέχρι να ξεκινήσει ξανά μία νέα φάση αλληλεπίδρασης.
Κατά τη διάρκεια αυτών των κύκλων, το βρέφος τείνει να είναι τόσο αυθόρμητα ενεργό, όσο
και η μητέρα. Αυτό στο οποίο διαφέρουν, είναι ο χρόνος της απόκρισής τους. Ενώ το βρέφος
τείνει να έχει το δικό του αυτόνομο ρυθμό όσον αφορά στην έναρξη και το τέλος της
αλληλεπίδρασης, μία ευαίσθητη μητέρα ρυθμίζει τη συμπεριφορά της, με τρόπο που να
συνδέεται με τη δική του. Επιπλέον, τροποποιεί τη συμπεριφορά της, ώστε να ταιριάζει με τη
συμπεριφορά του βρέφους: η φωνή της γίνεται απαλή, αλλά πιο ψιλή από το συνηθισμένο, οι
Διπλωματική Εργασία xi
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
κινήσεις της γίνονται πιο αργές και κάθε επόμενή της ενέργεια προσαρμόζεται, ως προς τη
μορφή και το χρόνο, σύμφωνα με τις ενέργειες του βρέφους της (Bowlby, 1988‧ Golinkoff,
Can, Soderstrom & Hirsh-Pasek, 2015). Με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται μεταξύ τους ένας
διάλογος. Η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα αυτών των διαλόγων, καθώς και η αμοιβαία
ευχαρίστηση δείχνουν ότι μητέρα και βρέφος είναι εκ φύσεως προσαρμοσμένοι σε έναν τέτοιο
διάλογο. Από τη μία πλευρά υπάρχει η ενστικτώδης ετοιμότητα της μητέρας να προσαρμόζεται
στο ρυθμό του βρέφους. Από την άλλη πλευρά υπάρχει η ετοιμότητα του βρέφους να αλλάζει
σταδιακά τους ρυθμούς του και να λαμβάνει υπόψιν τη χρονική στιγμή της παρέμβασης της
μητέρας. Όταν στη συνεργασία μεταξύ τους υπάρχει χαρά, ο ένας προσαρμόζεται στον άλλον
και σε ένα χαρούμενο βρέφος αυξάνεται η επιθυμία για συνεργασία, η οποία, όπως αναφέρουν
οι Trevarthen και Aitken (2001) συμβάλλει στη γλωσσική κατάκτηση.
Η εργασία αποτελείται από το θεωρητικό μέρος και το ερευνητικό μέρος. Στο θεωρητικό
μέρος, αρχικά, παρουσιάζεται η θεωρία της έμφυτης διυποκειμενικότητας του Trevarthen.
Κατόπιν, καταγράφονται οι βασικές θεωρίες γλωσσικής ανάπτυξης, τα βασικότερα σημεία των
σταδίων της γλωσσικής ανάπτυξης και, στη συνέχεια, αναπτύσσονται βασικοί παράγοντες
που επηρεάζουν τη γλωσσική ανάπτυξη, δηλαδή η ιδιοσυγκρασία του βρέφους, το φύλο του
βρέφους, η ηλικία της μητέρας, η βρεφική μίμηση και μνήμη, η συναισθηματική συνήχηση, η
ικανότητα δείξης του βρέφους, η κατανόηση λόγου και η μητρική ευαισθησία. Στο τέλος του
θεωρητικού μέρους παρουσιάζονται τα συμπεράσματα από τη βιβλιογραφική ανασκόπηση.
Στο ερευνητικό μέρος αρχικά καταγράφονται ο σκοπός της έρευνας, η ερευνητική υπόθεση, οι
συμμετέχοντες της έρευνας, η διαδικασία που ακολουθήθηκε και παρουσιάζεται το εργαλείο
συλλογής δεδομένων. Στη συνέχεια παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της εμπειρικής έρευνας
και ακολουθεί συζήτηση, στην οποία καταγράφονται τα συμπεράσματα, αλλά και οι αδυναμίες
της παρούσας έρευνας και διατυπώνονται προτάσεις για μελλοντικές έρευνες.
Κεφάλαιο 1ο
Ο εαυτός του βρέφους είναι από τη γέννησή του οργανωμένος με τέτοιο τρόπο, ώστε να
αναπτύσσεται τόσο σε αλληλεπίδραση με τους άλλους, όσο και εσωτερικά, στο πλαίσιο της
αυτοτελούς προσπάθειας κι εμπειρίας (Trevarthen & Aitken, 2001). Σύμφωνα με τη θεωρία
της έμφυτης διυποκειμενικότητας του Trevarthen (1979, οπ. αναφ. στο Aitken & Trevarthen,
1997), η νοητική ανάπτυξη του ανθρώπου είναι από τα θεμέλιά της μία διαδικασία έμφυτων
διυποκειμενικών αλληλεπιδράσεων. Υποκειμενικές και διυποκειμενικές διαδικασίες
ρυθμίζονται αμοιβαία και, στην πρώιμη βρεφική ηλικία, πριν η εξερεύνηση των αντικειμένων
αρχίσει να γίνεται υπό αποτελεσματικό και συνειδητό έλεγχο, αυτό που φαίνεται να κυριαρχεί
στην ανακάλυψη και τη μάθηση της πραγματικότητας είναι η ρύθμιση της επικοινωνίας μεταξύ
του βρέφους και του ατόμου που το φροντίζει, το οποίο θα προσφέρει αγάπη, φροντίδα και
συναισθηματική συντροφιά στο βρέφος. Η διυποκειμενική επικοινωνία στη βρεφική ηλικία
οδηγεί, μέσα από συστηματικές μεταμορφώσεις του νου και της συμπεριφοράς, σε
προγλωσσική μιμητική διαπραγμάτευση της συνεργατικής αντίληψης και της απόδοσης σε
από κοινού εργασίες. (Aitken & Trevarthen, 1997).
Οι Aitken και Trevarthen (1997) συμφωνούν με τον Wittgenstein και τον Vygotsky στην
έμφαση που δίνουν για τη σημασία του κοινωνικού περιβάλλοντος στη νοητική ανάπτυξη,
υποστηρίζουν, όμως, ότι αυτές οι προγλωσσικές εμπειρίες συντροφικότητας προκαλούνται
συνειδητά και από τα βρέφη, όχι μόνο από τους ενήλικες του περιβάλλοντός τους.
Σύμφωνα με τους Trevarthen και Aitken (2001), η αμοιβαία αντίληψη εαυτού – άλλου παίζει
καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της συνεργατικής μάθησης σε ό,τι αφορά την κοινωνική
μάθηση και τη γλώσσα. Η μάθηση του νοήματος, της κουλτούρας σε όλες της τις μορφές και
η συμμετοχή στην «κοινή λογική» απαιτούν την ανακάλυψη σε πειραματικές ή παιγνιώδεις
από κοινού δραστηριότητες. Αυτό που οι δάσκαλοι ονομάζουν «διάθεση για μάθηση» του
Διπλωματική Εργασία 1
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
παιδιού, είναι η έντονη επιθυμία ενός εφευρετικού εαυτού, που θέλει να αναγνωριστεί από
τους άλλους, ενός εαυτού που έχει ανάγκη από τη συνεργασία και την ενθάρρυνση.
Σύμφωνα με τον Trevarthen (οπ. αναφ. στο Κουγιουμουτζάκης, 2016), η ανάπτυξη του
βρέφους χωρίζεται σε τέσσερις περιόδους: στη νεογνική περίοδο (από τη γέννηση μέχρι τις έξι
πρώτες εβδομάδες), στην περίοδο της πρωτογενούς διυποκειμενικότητας (δεύτερος και τρίτος
μήνας), στην περίοδο των παιχνιδιών (από τον τέταρτο μέχρι τον όγδοο μήνα) και στη περίοδο
της δευτερογενούς διυποκειμενικότητας (από τον ένατο μέχρι τον δωδέκατο μήνα). Στα
υποκεφάλαια που ακολουθούν, παρουσιάζονται οι δύο βασικές περίοδοι της έμφυτης
διυποκειμενικότητας, η πρωτογενής και η δευτερογενή διυποκειμενικότητα.
Στην περίοδο της πρωτογενούς διυποκειμενικότητας ,περίπου στην ηλικία των δύο μηνών,
παρατηρείται για πρώτη φορά η έκδηλη επιθυμία του βρέφους για διαπροσωπική επικοινωνία,
στη διάρκεια της οποίας το βρέφος και το άτομο που το φροντίζει, σε μία επαφή πρόσωπο με
πρόσωπο, μοιράζονται αμοιβαία προθέσεις επικοινωνίας και θετικές συγκινήσεις
(Κουγιουμουτζάκης, 2000). Το βρέφος κάνει φωνοποιήσεις που, παρόλο που πολλές από αυτές
στα πρώτα στάδια της γλωσσικής ανάπτυξης δεν είναι εύκολο να ερμηνευτούν και να τους
αποδοθεί νόημα, συνήθως εκφέρονται στο πλαίσιο μιας υποτυπώδους συζήτησης με ένα
ενήλικα, ο οποίος προσπαθεί να τις κατανοήσει, να τις σχολιάσει, να τις επαναλάβει και ίσως
να τις παρερμηνεύσει. Όλες αυτές οι αντιδράσεις του ενήλικα βοηθούν το βρέφος να μάθει τη
γλώσσα, δεδομένου ότι μέσα από αυτή την αλληλεπίδραση αντιλαμβάνεται ότι οι ήχοι που
βγάζει είναι φορείς νοήματος που προκαλούν αντιδράσεις στον επικοινωνιακό του σύντροφο
(Παπαηλιού, 2016).
Ο Trevarthen (1997) αναφέρει ότι τα βρέφη, σε αυτή τη φάση, έχουν ήδη αρκετά μεγάλη
επίγνωση του περιβάλλοντός τους, αντιλαμβάνονται το εύρος των διαφορετικών δυνατοτήτων
των πραγμάτων και των ανθρώπων κι έχουν ήδη ανεπτυγμένη την ικανότητα να επικοινωνούν.
Το βρέφος έχει συγκεκριμένες προσδοκίες για τη συμπεριφορά της μητέρας, έτσι ώστε να το
βοηθήσει να μάθει, κι από την άλλη, η μητέρα προσαρμόζει διαρκώς τη συμπεριφορά της,
προκειμένου να ανταποκριθεί στις ανάγκες του βρέφους.
Διπλωματική Εργασία 2
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
Οι φωνοποιήσεις των βρεφών αρχίζουν να αποκτούν νόημα περίπου στους εννέα μήνες,
περίοδος κατά την οποία εμφανίζεται η δευτερογενής διυποκειμενικότητα. Το ξεκίνημα αυτής
της περιόδου σηματοδοτείται από τη μετάβαση του βρέφους σε ένα τριαδικό μοτίβο
επικοινωνίας, μέσα στο οποίο τα βρέφη συνδέονται με ένα άλλο άτομο σε σχέση με ένα
αντικείμενο ή γεγονός (Adamson 1995, οπ. αναφ. στο Hobson, Patrick, Crandell, Garcia Perez
& Lee, 2004). Σε αυτό το στάδιο και λίγο πριν την εμφάνιση των πρώτων αναγνωρίσιμων
λέξεων, τα βρέφη είναι σε θέση να αντιληφθούν την προοπτική του επικοινωνιακού τους
συντρόφου και είναι πλέον ικανά για αμοιβαίο μοίρασμα συναισθημάτων και για θέματα του
περιβάλλοντος με ένα άλλο άτομο (Adamson 1995, οπ. αναφ. στο Hobson, Patrick, Crandell,
Garcia Perez & Lee, 2004). Παρακολουθούν το αντικείμενο ενδιαφέροντος του άλλου με το
βλέμμα του, μιμούνται τις ενέργειες των άλλων κι έχουμε την εμφάνιση της κοινωνικής
αναφορικότητας, δηλαδή το ενδιαφέρον των βρεφών για το πώς αξιολογούν οι σημαντικοί
άλλοι κάποια πρόσωπα ή αντικείμενα (Παπαηλιού, 2016).
Οι Hobson, Patrick, Crandell, Garcia Perez και Lee (2004) βρήκαν ότι η μητρική ευαισθησία
σχετίζεται θετικά με την τάση του παιδιού να μοιράζεται εμπειρίες με τη μητέρα, στο πλαίσιο
Διπλωματική Εργασία 3
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
της δευτερογενούς διυποκειμενικότητας. Αυτό το εύρημα ενισχύεται από την έρευνα των
Legerstee, Markova και Fisher (2007), οι οποίοι βρήκαν ότι η μετάβαση από το δυαδικό στο
τριαδικό μοτίβο διαπροσωπικών σχέσεων (από την πρωτογενή στη δευτερογενή
διυποκειμενικότητα) επηρεάζεται από το βαθμό συναισθηματικού συντονισμού των μητέρων
με τα παιδιά τους. Ο συναισθηματικός συντονισμός ή συναισθηματική συνήχηση, δηλαδή η
ικανότητα του ατόμου να καταλαβαίνει αυτό που το άλλο άτομο βιώνει υποκειμενικά,
αποτελεί τη βάση για την πρώιμη επικοινωνία με νόημα, αλλά κυρίως ανοίγει έναν δρόμο για
αμοιβαία εκτίμηση της νοητικής κατάστασης του άλλου (Stern, 1985).
Διπλωματική Εργασία 4
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
Κεφάλαιο 2ο
Η εμφάνιση της γλώσσας στα βρέφη έχει απασχολήσει τους επιστήμονες στο παρελθόν, όμως
η συστηματική εμπειρική έρευνα της γλωσσικής κατάκτησης ξεκίνησε στο δεύτερο μισό του
20ου αιώνα (Gervain & Mehler ,2010). Οι θεωρίες γλωσσικής ανάπτυξης που έχουν προταθεί,
επικεντρώνονται, κυρίως, στη διάκριση μεταξύ ανατροφής (nurture) και φύσης (nature).
Παρακάτω παρουσιάζονται οι βασικές θεωρίες γλωσσικής ανάπτυξης, καθώς και τα στάδια
γλωσσικής ανάπτυξης των βρεφών.
Υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις για τον τρόπο με τον οποίο κατακτά ένα παιδί τη
γλώσσα. Όπως αναφέρει η Νόβα – Καλτσούνη (2008), οι επικρατέστερες θεωρητικές
προσεγγίσεις του 20ου αιώνα διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: στη θεωρία της
μάθησης της συμπεριφοράς, σύμφωνα με την οποία η απόκτηση της γλώσσας αποδίδεται στο
περιβάλλον κι εξαρτάται από τη μίμηση και τη μάθηση με συνειρμούς, και στη βιολογική –
γενετική προσέγγιση η οποία αποδίδει την απόκτηση της γλώσσας στη φύση και την
κληρονομικότητα. Τις τελευταίες, όμως, δεκαετίες έχει επικρατήσει η αλληλεπιδραστική
προσέγγιση, που υποστηρίζει ότι παίζουν σημαντικό ρόλο τόσο η φύση όσο και η ανατροφή.
Διπλωματική Εργασία 5
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
αντίδραση, η οποία συνιστά προϊόν μίμησης. Μάλιστα, η μιμητική συμπεριφορά είναι άμεσα
εξαρτώμενη από την έννοια της ενθάρρυνσης και της ποινής, ή αλλιώς, της απουσίας
ενθάρρυνσης. Πιο συγκεκριμένα, η ενθάρρυνση ή η ποινή, η οποία θα επιβληθεί ως συνέπεια
μιας συμπεριφοράς ή δράσης, θα έχει ως αποτέλεσμα την επανάληψη ή μη επανάληψη της
συμπεριφοράς. Αναλόγως, στο επίπεδο της γλωσσικής ανάπτυξης, έχει υποστηριχθεί ότι οι
ενήλικες κατευθύνουν και ενισχύουν τη γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών, ενώ τα παιδιά
μιμούνται όσα ακούν και βλέπουν (Skinner, 1957). Συγκεκριμένα, λέξεις ή προτάσεις
αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες εικόνες ή καταστάσεις.
O Chomsky (1959) άσκησε κριτική στη θεωρία του Skinner, υποστηρίζοντας ότι, αν η
γλωσσική ανάπτυξη είναι αποτέλεσμα μίμησης κι επιρροής του περιβάλλοντος, μέσα στο
οποίο ένα παιδί μεγαλώνει, τότε είναι αδύνατον να εξηγηθεί πώς το παιδί αποκτά γλωσσικές
δομές, στις οποίες δεν έχει εκτεθεί. Σύμφωνα με τη θεωρία του, το σύνολο των κανόνων και
των αρχών της γλώσσας, που ονόμασε Γενετική/Καθολική Γραμματική, αποτελεί τη βάση για
τις κοινές, διαγλωσσικά, γλωσσικές επιλογές των παιδιών (Τζακώστα, 2020). Ο βαθμός
‘κοινοκτημοσύνης’ αυτών των κανόνων και αρχών μεταξύ των γλωσσών, καθορίζει και τον
βαθμό τυπολογικής γειτνίασης μεταξύ των γλωσσών. Κατά συνέπεια, τυπολογικά συγγενικές
γλώσσες γίνονται ευκολότερα αντικείμενο εκμάθησης συγκριτικά με άλλες μη τυπολογικά
συγγενείς γλώσσες. O Chomsky (1965, οπ. αναφ. στο Τζακώστα, 2020) πρότεινε ότι, πέρα από
Διπλωματική Εργασία 6
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
την ύπαρξη της Γενετικής/Καθολικής Γραμματικής, ο λόγος για τον οποίο τα ζώα δεν μπορούν
να αναπτύξουν γλώσσα με τους τρόπους που την αναπτύσσουν οι άνθρωποι είναι ότι οι
άνθρωποι φέρουν εγγενώς την ικανότητα για δημιουργία λόγου. Την ικανότητα αυτή ονομάζει
Μηχανισμό Γλωσσικής Κατάκτησης (Language Acquisition Device) και ρόλος του είναι να
φιλτράρει και να διευκολύνει τη γλωσσική κατάκτηση.
Στην πραγματικότητα, η συζήτηση σχετικά με τον ρόλο της γενετικής προδιάθεσης και της
ανατροφής/του περιβάλλοντος στη γλωσσική ανάπτυξη, κατά την Τζακώστα (2020), είναι
μάλλον ένα ψευδοδίλημμα. Δηλαδή, η γενετική προδιάθεση δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί
χωρίς να ληφθεί υπόψιν το γλωσσικό περιβάλλον, αλλά και το γλωσσικό περιβάλλον δεν
μπορεί να ενεργοποιηθεί ερήμην της γλωσσικής ικανότητας.
Διπλωματική Εργασία 7
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
μία παγιωμένη γλώσσα (Νόβα-Καλτσούνη, 2008). Σύμφωνα με τον Vygotsky (1962, οπ. αναφ.
στο Kiymazarslan, 2002), αυτή η κοινωνική αλληλεπίδραση παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στη
διαδικασία της μάθησης. Υποστηρίζει ότι υπάρχουν δύο αναπτυξιακά επίπεδα, που
καθορίζουν τη διαδικασία αυτή, ο εγωκεντρισμός και η αλληλεπίδραση. Πιο συγκεκριμένα,
αναφέρει ότι όταν τα παιδιά είναι μόνα τους, επιλέγουν, κατά κύριο λόγο, να παραμένουν
σιωπηλά (λιγότερος εγωκεντρικός λόγος), ενώ προτιμούν να μιλούν σε άλλα παιδιά, κατά τη
διάρκεια ενός παιχνιδιού μαζί τους (περισσότερος εγωκεντρικός λόγος). Τη διαφορά ανάμεσα
σε αυτές τις δύο μορφές ανάπτυξης ονομάζει «Ζώνη Επικείμενης Ανάπτυξης», η οποία
αναφέρεται στην απόσταση μεταξύ του πραγματικού αναπτυξιακού επιπέδου και του επιπέδου
πιθανής ανάπτυξης. Κατά τον Vygotsky (1962, οπ. αναφ. στο Kiymazarslan, 2002), η γλώσσα
είναι το κλειδί για την ανάπτυξη και οι λέξεις αποτελούν κεντρικό κομμάτι, όχι μόνο της
σκέψης, αλλά και της γνωστικής λειτουργίας συνολικά. Στο πλαίσιο αυτό, η γλωσσική
κατάκτηση μπορεί να θεωρηθεί αποτέλεσμα της κοινωνικής αλληλεπίδρασης.
Συμπερασματικά, ο Vygotsky και ο Piaget θεωρούν την γλωσσική κατάκτηση του παιδιού
απόρροια των γνωστικών του μηχανισμών και υποστηρίζουν ότι η γλώσσα δεν είναι μία
ξεχωριστή γνωστική λειτουργία, αλλά σχετίζεται και με άλλες γνωστικές λειτουργίες. Η
διαφορά των θεωριών τους έγκειται στο γεγονός ότι ο Piaget πιστεύει πως η γνωστική
ανάπτυξη προηγείται της γλώσσας, ενώ, αντιθέτως, ο Vygotsky θεωρεί ότι η γλώσσα
προηγείται της γνωστικής ανάπτυξης.
Η γλωσσική ανάπτυξη ξεκινά από το προλεκτικό στάδιο (από τη γέννηση μέχρι περίπου τον
11o μήνα) και συνεχίζει στο λεκτικό στάδιο, δηλαδή μετά το 12o μήνα (Παπαδοπούλου &
Γιαννοπούλου – Τσούρτη, 2000). Το προλεκτικό στάδιο χαρακτηρίζεται κυρίως από την
ανάπτυξη του φωνολογικού συστήματος του βρέφους και περιλαμβάνει άναρθρες φωνές, το
βάβισμα και ιδιόρρυθμες λέξεις, ένα είδος προσωπικού λεξιλογίου, που καταλαβαίνουν μόνο
όσοι βρίσκονται σε συνεχή επαφή με το βρέφος. Στη διάρκεια του πρώτου έτους της ζωής
τους, τα βρέφη είναι ήδη σε θέση να παράγουν διάφορες φωνοποιήσεις, που πλησιάζουν
ελαφρώς στην ομιλία των ενηλίκων (Παπαδοπούλου & Γιαννοπούλου – Τσούρτη, 2000‧
Διπλωματική Εργασία 8
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
Saxton, 2010). Αυτές οι προγλωσσικές φωνοποιήσεις των βρεφών φέρουν ένα νόημα, το οποίο
διαμορφώνεται μέσα από την επικοινωνία και την αλληλεπίδραση με το κοινωνικό περιβάλλον
και τους σημαντικούς άλλους.
Από τη στιγμή της γέννησής τους, αναγνωρίζουν και προτιμούν τη φωνή της μητέρας τους κι,
επίσης, ξεχωρίζουν τη γλώσσα τους από μία ξένη γλώσσα (Saxton, 2010). Δείχνουν
ενδιαφέρον για τις εκφράσεις των άλλων, ενώ στους δύο μήνες ζωής ενδιαφέρονται ήδη για το
αμοιβαίο μοίρασμα συναισθημάτων (Παπαηλιού, 2016). Σε αυτή την ηλικία παράγουν
φωνοποιήσεις και γουργουρίσματα, προσπαθώντας να επικοινωνήσουν. Λίγο αργότερα
απαντούν στον ήχο της φωνής των άλλων και ξεκινούν με αυτόν τον τρόπο ένα είδος
συζήτησης, κυρίως με τη μητέρα τους (Cole & Cole, 2002α).
Περίπου στην ηλικία των τεσσάρων μηνών τα βρέφη είναι σε θέση να αναγνωρίσουν το όνομά
τους και τη σειρά των λέξεων μέσα σε μία πρόταση (Saxton, 2010). Στους έξι περίπου μήνες
ξεκινούν το βάβισμα (Lloyd, 1998‧ Saxton, 2010), μέσα από το οποίο ανακαλύπτουν τον
πλούτο των φωνοποιήσεων που μπορούν να παράγουν με το στόμα, τα δόντια, τη γλώσσα, τον
ουρανίσκο και τις φωνητικές χορδές. Εξασκούνται διαρκώς ακόμα και σε ήχους, συλλαβές που
δεν θα χρησιμοποιήσουν ποτέ και δεν έχουν ακούσει ποτέ. Λίγο αργότερα, στους επτά μήνες,
αρχίζουν να αντιλαμβάνονται τις πρώτες λέξεις, όπως τη λέξη «μαμά» (Saxton, 2010).
Στους εννέα μήνες, όμως, ξεκινούν σταδιακά να παράγουν ήχους που υπάρχουν στη γλώσσα
την οποία μελλοντικά θα εξασκήσουν (Cole & Cole, 2002α). Αρχίζουν να καταλαβαίνουν
κάποιες απλές εκφράσεις, που έχουν συνηθίσει να τις ακούν σε πολύ συγκεκριμένες
καταστάσεις, όπως «Γεια σου». Λίγο αργότερα, προς το τέλος του πρώτου έτους, αρχίζουν να
σχηματίζουν συλλαβές , με τονισμό και χρωματισμό, σαν να μιλούν πραγματικά τη γλώσσα,
τη λεγόμενη «ιδιόλεκτο» (Cole & Cole, 2002α‧ Saxton, 2010). Σε αυτή την ηλικία ξεκινούν να
καταλαβαίνουν 10 περίπου κοινές προτάσεις, όπως «Έλα εδώ». O Lloyd (1998) αναφέρει ότι
σε αυτή την ηλικία ξεκινούν οι αληθινές λέξεις, που κυρίως αναφέρονται σε πρόσωπα, ζώα,
αντικείμενα του σπιτιού, στην τροφή και στα μέρη του σώματος.
Γύρω στους 18 μήνες, το βρέφος αρχίζει να κάνει συνδυασμούς δύο ή τριών λέξεων,
σχηματίζοντας σύντομες προτάσεις (Παπαδοπούλου & Γιαννοπούλου – Τσούρτη, 2000‧
Saxton, 2010). Αυτές οι προτάσεις είναι απλές και περιλαμβάνουν λέξεις μόνο
σημασιολογικού περιεχομένου, δηλαδή χρησιμοποιούν ρήματα, ουσιαστικά, επίθετα, όχι όμως
άρθρα, συνδέσμους ή προθέσεις. Στην αρχή η ανάπτυξη του λεξιλογίου είναι αργή, με την
Διπλωματική Εργασία 9
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
προσθήκη λίγων λέξεων κάθε λίγες μέρες μέχρι τους 18 μήνες, οπότε και σημειώνεται ένα
μεγάλο άλμα στην ανάπτυξη του λεξιλογίου, το οποίο συνήθως συμπίπτει με την έναρξη του
συνδυασμού λέξεων. O Saxton (2010) αναφέρει ότι, σε αυτή την ηλικία, τα βρέφη κατανοούν
περίπου 50 λέξεις. Όταν συμπληρώσουν δύο χρόνια ζωής, είναι πλέον σε θέση να παράγουν
φράσεις πολλών λέξεων, με βασικά χαρακτηριστικά γραμματικής (Saxton, 2010).
Η ιδιοσυγκρασία είναι ο κυρίαρχος τρόπος με τον οποίο ένα άτομο αντιδρά προς το περιβάλλον
και τον κόσμο γύρω του, καθώς και η κυρίαρχη διάθεσή του (Cole & Cole, 2002α). Τα
χαρακτηριστικά της ιδιοσυγκρασίας των βρεφών προηγούνται των στοιχείων της μετέπειτα
προσωπικότητάς τους. Η προσωπικότητα περιέχει πολύ περισσότερα στοιχεία εκτός από την
ιδιοσυγκρασία, όπως μοτίβα συμπεριφοράς, ικανότητες, ατομική σκέψη, αξίες, ανάγκες και
στόχους. Επίσης, περιλαμβάνει την αντίληψη του εαυτού, των άλλων και των γεγονότων. Η
σημασία της ιδιοσυγκρασίας έγκειται στην επιρροή που ασκεί στην ανάπτυξη των στοιχείων
αυτών της προσωπικότητας (Rothbart & Ahadi, 1994). Οι Thomas και Chess (1986) στη
έρευνά τους εντόπισαν τα εξής εννέα χαρακτηριστικά συμπεριφοράς των βρεφών, που όλα
μαζί περιγράφουν την ιδιοσυγκρασία ενός παιδιού: επίπεδο δραστηριότητας (κινητικότητα,
ενεργητικότητα), ρυθμικότητα (ρυθμός βιολογικών λειτουργιών), προσέγγιση/απόσυρση
(τρόπος αντίδρασης στο καινούριο), προσαρμοστικότητα, βαθμός ευαισθησίας σε διάφορα
ερεθίσματα, ποιότητα διάθεσης (συχνότητα φιλικής συμπεριφοράς συγκριτικά με μη φιλική
συμπεριφορά), ένταση της αντίδρασης, ευκολία απόσπασης της προσοχής και τέλος, εύρος
προσοχής/επιμονής (διάρκεια εστίασης της προσοχής τους σε κάτι). Όπως αναφέρουν οι Cole
Διπλωματική Εργασία 10
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
και Cole (2002α), αυτά τα εννέα χαρακτηριστικά χρησιμοποιήθηκαν από τους συγκεκριμένους
ερευνητές ως δείκτες για την ένταξη των παιδιών σε τρεις βασικές κατηγορίες ιδιοσυγκρασίας:
τα εύκολα βρέφη, τα δύσκολα βρέφη κι εκείνα που χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να
προσαρμοστούν.
Αρκετές έρευνες έχουν αποκαλύψει τη σχέση μεταξύ ιδιοσυγκρασίας των βρεφών και της
γλωσσικής τους ανάπτυξης (Dixon & Shore, 1997‧ Dixon & Smith, 2000‧ Kubicek & al., 2001,
οπ. αναφ. στο Wolfe & Bell, 2002). Σύμφωνα με τους Salley και Dixon (2007), αυτά που έχουν
πιο εύκολη ιδιοσυγκρασία, για παράδειγμα είναι πιο θετικά, εκδηλωτικά, κοινωνικά και
προσηλώνονται εύκολα σε ένα στόχο, έχουν την τάση να είναι πιο προχωρημένα σε γλωσσικό
επίπεδο. Στην έρευνά τους, η ικανότητα της προσοχής και πιο συγκεκριμένα η ικανότητα
εναλλαγής της προσοχής είναι εκείνη που συσχετίστηκε περισσότερο με τη γλωσσική
ανάπτυξη των βρεφών. Άλλα χαρακτηριστικά που είχαν θετική συσχέτιση με την κατάκτηση
της γλώσσας είναι η θετική προσμονή και η αντιληπτική ευαισθησία.
Επίσης, οι Dixon και Smith (2000) υποστηρίζουν ότι η πιο θετική στάση και η εκδηλωτικότητα
διευκολύνουν μελλοντικές διαπροσωπικές αλληλεπιδράσεις και ως εκ τούτου την έκθεση στη
γλώσσα. Στην έρευνά τους, η γλωσσική παραγωγικότητα στην ηλικία των 20 μηνών
προβλέφθηκε από την ικανότητα ελέγχου της προσοχής και τη συναισθηματική σταθερότητα
(περισσότερη επιμονή, καλύτερη προσαρμοστικότητα, πιο θετική διάθεση) στους 13 μήνες.
Την πιο ισχυρή αρνητική συσχέτιση είχαν χαρακτηριστικά όπως η θλίψη και η αναστάτωση,
που έφερναν τα παιδιά σε μία μειονεκτική θέση σε γλωσσικό επίπεδο. Παιδιά με αρνητικά
συναισθήματα, όπως νευρικότητα, ένταση στην απόκρισή τους και μικρή ανεκτικότητα στην
αλλαγή της ρουτίνας, παρουσίασαν σύντομης διάρκειας προσήλωση σε κάτι κι επίσης, έτειναν
να έχουν μικρότερο λεξιλόγιο (Dixon & Smith, 2000).
Έχει βρεθεί ότι το φύλο του βρέφους επιδρά στην αναδυόμενη προσωπικότητά του και στις
αντιδράσεις του σε εξωτερικά ερεθίσματα, σε κοινωνικό επίπεδο. Οι Alexander και Wilcox
(2012) αναφέρουν ότι τα κορίτσια δείχνουν μεγαλύτερη ευαισθησία στις περιβαλλοντικές
αλλαγές, μεγαλύτερο φόβο και χαμηλότερα επίπεδα δραστηριότητας. Επίσης, μπορεί να
δείξουν μεγαλύτερη αποκριτικότητα σε κοινωνικά ερεθίσματα, όπως το πρόσωπο, τους ήχους
Διπλωματική Εργασία 11
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
Οι Johnson, Caskey, Rand, Tucker και Vohr (2014), θέλοντας να ερευνήσουν την πιθανή
επίδραση του φύλου του βρέφους στην επικοινωνία μητέρας – βρέφους, κατέγραψαν τη
λεκτική επικοινωνία τους, από τη γέννηση του βρέφους μέχρι τους επτά μήνες. Ως
αποτέλεσμα, βρήκαν ότι οι μητέρες προτιμούν να ανταποκρίνονται περισσότερο στα κορίτσια,
παρά στα αγόρια, όταν γεννιούνται, με μία αυξητική τάση στους επτά μήνες, δηλαδή, όσο
μεγαλώνουν τα κορίτσια, τόσο οι μητέρες προτιμούν να ανταποκρίνονται σε αυτά.
Επίσης, οι Weinberg, Tronick, Cohn και Olson (1999) παρατηρώντας 81 ζεύγη μητέρας και
βρέφους έξι μηνών, βρήκαν ότι τα αγόρια είχαν μεγαλύτερη δυσκολία ρύθμισης
συναισθήματος. Έδειξαν περισσότερα αρνητικά συναισθήματα από ό,τι τα κορίτσια, κατά τη
διάρκεια του «ακίνητου προσώπου», όπου η μητέρα κοιτάζει το βρέφος χωρίς να αλληλεπιδρά
μαζί του. Ήταν πιο πιθανό να παίρνουν εκφράσεις θυμού, αναστάτωσης, να δείχνουν ότι
θέλουν να τα σηκώσουν και να προσπαθούν να απελευθερωθούν, στριφογυρίζοντας στο
παιδικό κάθισμα. Επίσης, τα αγόρια έκλαιγαν περισσότερο από τα κορίτσια. Ένα άλλο εύρημα
των ερευνητών ήταν ότι τα κορίτσια έδειχναν περισσότερο ενδιαφέρον στην αλληλεπίδρασή
τους με τη μητέρα, από ό,τι τα αγόρια.
Τα αποτελέσματα της έρευνας των Westerlund και Lagerberg (2008) έδειξαν ότι η ηλικία της
μητέρας επιδρά στη γλωσσική ανάπτυξη του βρέφους. Συνολικά 1091 μητέρες βρεφών ηλικίας
17 – 19 μηνών συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο, που περιελάμβανε ερωτήσεις για τα
δημογραφικά τους στοιχεία, το διάβασμα μαζί με το παιδί, καθώς και την αντίληψη της
Διπλωματική Εργασία 12
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
μητέρας για την ιδιοσυγκρασία του παιδιού. Επίσης, ζητήθηκε από τις μητέρες να εκτιμήσουν
την ποιότητα της επικοινωνίας με το παιδί τους και το επίπεδο του λεξιλογίου του παιδιού.
Συγκεκριμένα, βρέθηκε ότι η μεγαλύτερης ηλικίας μητέρες (Μ.Ο.= 32 ετών) διάβαζαν πιο
συχνά στα παιδιά τους. Από την άλλη, τα βρέφη των μητέρων μικρότερης ηλικίας (Μ.Ο. = 23
ετών) έλεγαν περισσότερες λέξεις από τα βρέφη των μητέρων μεγαλύτερης ηλικίας.
Προσπαθώντας να εξηγήσουν το λόγο, οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι οι πιο νέες μητέρες
νιώθουν περισσότερο την ανάγκη να είναι περήφανες για τα παιδιά τους και μπορεί να ψάχνουν
περισσότερο να βρουν σημάδια προόδου στη γλωσσική τους ικανότητα.
Όπως αναφέρουν οι Meltzoff και Marshall (2018), τα βρέφη γεννιούνται αβοήθητα, απόλυτα
εξαρτώμενα από τον ενήλικα που φροντίζει για την επιβίωσή τους. Οι ενήλικες, όχι μόνο
τρέφουν και προστατεύουν τα βρέφη τους, αλλά, επίσης, τα εισάγουν σε μία κουλτούρα,
γεμάτη από προσαρμοστικά εργαλεία και πρακτικές, που θα ήταν αδύνατον τα ίδια τα βρέφη
να εφεύρουν. Η βρεφική μίμηση είναι μία κοινωνική συμπεριφορά που βοηθάει στην
προσαρμογή στο κοινωνικό τους περιβάλλον, ενισχύοντας τη μάθηση και την επιβίωση
(Carpenter, Uebel & Tomasello ,2013‧ Meltzoff & Marshall, 2018). Είναι απαραίτητη, λοιπόν,
μία κοινή εμπειρία και η από κοινού προσοχή σε μία δραστηριότητα, κατά τη διάρκεια της
οποίας, θα υπάρχει επικοινωνία μεταξύ ενηλίκων και βρεφών (Carpenter, Ueber & Tomasello,
2013).
Πρόκειται για έναν πρωτογενή μηχανισμό για τη μετάδοση διάφορων πρακτικών, ικανοτήτων
κι εθίμων της κουλτούρας, στην οποία εισέρχονται τα βρέφη κι, επίσης, προωθεί τη
συνεργασία και το δέσιμό τους με το άτομο που τα φροντίζει. Επιπλέον, είναι ένας τρόπος για
να αντιληφθούν και να μάθουν τα χαρακτηριστικά, τις ικανότητες και τις ομοιότητές τους με
τους άλλους (Meltzoff & Marshall, 2018). Ένα σημαντικό στοιχείο που επηρεάζει τη μίμηση
των βρεφών, είναι τα συναισθήματα του ενήλικα που τα φροντίζει (Meltzoff & Marshall,
2018). Αν τα βρέφη τον δουν να αντιδρά με ένα αρνητικό συναίσθημα σε μία συγκεκριμένη
συμπεριφορά, αυτό μειώνει την πιθανότητα να μιμηθούν αυτή τη συμπεριφορά.
Επίσης, τα βρέφη έχουν την ικανότητα να μιμούνται ποικίλες κατηγορίες συμπεριφορών, όπως
φωνοποιήσεις, στάσεις σώματος, εκφράσεις προσώπου και χειρισμό αντικειμένων κι έχουν
Διπλωματική Εργασία 13
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
την ικανότητα να το κάνουν απευθείας ή από τη μνήμη τους (Meltzoff & Marshall, 2018).
Συγκεκριμένα, στην έρευνα των Meltzoff και Moore (1994) σε 40 βρέφη, ηλικίας έξι
εβδομάδων, βρέθηκε ότι ήταν ικανά να μιμηθούν, ανακαλώντας από τη μνήμη τους, μία
έκφραση προσώπου (προβολή-απόσυρση γλώσσας) 24 ώρες αργότερα. Αυτήν ακριβώς την
ικανότητα της ανακλητικής μίμησης, δηλαδή της εσωτερίκευσης και αναπαραγωγής μίας
πράξης, χωρίς να είναι μπροστά το πρότυπο του βρέφους (Sundqvist, Nordqvist, Koch &
Heimann, 2016) ο Mandler (1998) θεωρεί απαραίτητη, προκειμένου τα βρέφη να αρχίσουν να
παράγουν γλωσσικές μονάδες με μορφή και περιεχόμενο. Στην έρευνα των Sundqvist,
Nordqvist, Koch και Heimann (2016) βρέθηκε ότι η ανακλητική μίμηση σε βρέφη εννέα μηνών
προέβλεψε την παραγωγή λόγου των ίδιων βρεφών στους 16 μήνες.
Ένας, ακόμα, παράγοντας που επηρεάζει τη γλωσσική ανάπτυξη του βρέφους είναι η
συναισθηματική συνήχηση. Σύμφωνα με τον Stern (1985) το μοίρασμα της συναισθηματικής
κατάστασης είναι ένα εξαιρετικής σημασίας στοιχείο των διυποκειμενικών σχέσεων και,
προκειμένου να επιτευχθεί, δεν αρκεί μόνο η μίμηση. Αντιθέτως, ο γονέας πρέπει να διαβάσει
τη συναισθηματική κατάσταση του βρέφους από την συμπεριφορά του. Μετά, ο γονέας θα
πρέπει να δείξει μία συμπεριφορά που αντιστοιχεί με κάποιο τρόπο στην συμπεριφορά του
βρέφους. Τρίτον, το βρέφος θα πρέπει να αντιληφθεί ότι αυτή η συμπεριφορά του γονέα έχει
σχέση με τα πρωταρχικά συναισθήματα του βρέφους και δεν είναι απλώς μία μίμηση. Μόνο
έτσι αντιλαμβάνονται, χωρίς τη μεσολάβηση της γλώσσας, ότι επικοινωνούν κι
αλληλεπιδρούν. Αν το βρέφος φωνοποιεί, φωνοποιεί και η μητέρα. Αν το βρέφος κάνει κάποια
έκφραση προσώπου, θα κάνει μία έκφραση προσώπου και η μητέρα. Όμως, όχι απλά
μιμούμενη το βρέφος, αλλά με παραλλαγές, που αντιστοιχούν στη συναισθηματική του
κατάσταση (Stern, 1985).
Σύμφωνα με τον Stern (1985), όταν το βρέφος είναι περίπου εννέα μηνών, στο πλαίσιο της
δευτερογενούς διυποκειμενικότητας, η μητέρα προσθέτει μία ακόμη διάσταση στη
συμπεριφορά της, ως αποτέλεσμα της νέας ικανότητας του βρέφους για διυποκειμενική
επικοινωνία. Αυτή η νέα διάσταση ονομάζεται συναισθηματική συνήχηση, που είναι το
μοίρασμα της συναισθηματικής κατάστασης μητέρας και βρέφους και η ποιότητα του
συναισθήματος αυτού του μοιράσματος, το οποίο εκφράζεται μέσα από συγκεκριμένες
Διπλωματική Εργασία 14
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
συμπεριφορές, που δεν είναι αποτέλεσμα μόνο αυστηρής μίμησης. Παρ’ όλα αυτά, η μίμηση
βοηθά ως πρόδρομος της συναισθηματικής συνήχησης. Ένα παράδειγμα συναισθηματικής
συνήχησης είναι όταν ένα βρέφος κουνάει την κουδουνίστρα του με μία έκφραση
ευχαρίστησης και διασκέδασης και η μητέρα, παρατηρώντας το, αρχίζει να κουνάει το κεφάλι
της πάνω κάτω, κρατώντας συγχρονισμένα ένα ρυθμό, σύμφωνα με τις κινήσεις του χεριού
του βρέφους.
2.3.6. Η δείξη
Ένα άλλο στοιχείο που φαίνεται να σχετίζεται θετικά με τη γλωσσική ανάπτυξη του βρέφους
είναι η ικανότητα δείξης. Πρόκειται για μία εξειδικευμένη χειρονομία, που πραγματοποιείται
στο πλαίσιο της υπόδειξης ενός αντικειμένου, γεγονότος ή μίας τοποθεσίας (Cochet &
Vauclair, 2010). Είναι μία προγλωσσική ικανότητα (Butterworth, 1991, οπ. αναφ. στο Κατή,
2020‧ Cochet & Vauclair, 2010‧ Wu & Gros-Louis, 2014), δηλαδή εμφανίζεται στο προλεκτικό
στάδιο του βρέφους και οδηγεί στη γλωσσική ανάπτυξή του. Έχει παρατηρηθεί ότι η ηλικία
κατά την οποία τα βρέφη ξεκινούν να δείχνουν και η ηλικία κατά την οποία ξεκινούν να
καταλαβαίνουν τα ονόματα των αντικειμένων, σχεδόν ταυτίζονται (Harris, 1997). O
Butterworth (1991, οπ. αναφ. στο Κατή, 2020) συμπληρώνει πως, στους εννέα μήνες, τα βρέφη
κατανοούν το δείξιμο των άλλων, ενώ αποκτούν την ικανότητα να δείχνουν στους 12 μήνες,
δηλαδή όταν ξεκινούν να λένε τις πρώτες τους λέξεις. Επιπλέον, στην έρευνα των Wu και
Gros-Louis (2014) βρέθηκε ότι η φωνοποίηση και η δείξη σε βρέφη ηλικίας 10-13 μηνών
προέβλεψαν τη γλωσσική κατανόηση στους 15 μήνες.
Προκειμένου να καθοριστούν οι προθέσεις του βρέφους όταν δείχνει κάτι, είναι απαραίτητο
να ληφθούν υπόψιν ορισμένα κριτήρια, όπως στοιχεία που συνοδεύουν τη δείξη
(φωνοποιήσεις, εκφράσεις προσώπου, στάση σώματος), η αντίδραση του ενήλικα απέναντι
στη χειρονομία του βρέφους και η αντίδραση του βρέφους, που ακολουθεί την αρχική
αντίδραση του ενήλικα. Σύμφωνα με τους Tomasello, Carpenter και Liszkowski (2007), με
βάση αυτά τα στοιχεία, η λειτουργία της δείξης μπορεί να χωριστεί σε δύο βασικές κατηγορίες,
την προστακτική (imperative) και τη δηλωτική (declarative). Στην πρώτη περίπτωση, τα βρέφη
χρησιμοποιούν τη χειρονομία της δείξης για να ζητήσουν και να λάβουν κάτι από τον ενήλικα.
Στη δεύτερη περίπτωση, ο σκοπός της δείξης είναι να κατευθύνει την προσοχή του
επικοινωνιακού συντρόφου σε κάτι, προκειμένου να υποδηλωθεί η ύπαρξή του και να
Διπλωματική Εργασία 15
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
Με αυτή την τοποθέτηση συμφωνεί ο Harris (1997), ο οποίος σημειώνει ότι, προκειμένου το
βρέφος να αρχίσει πραγματικά να καταλαβαίνει το νόημα των λέξεων και όχι να τις
αναπαράγει επειδή απλώς του είναι γνώριμες, είναι σημαντικό να αναπτύξει την κατανόηση
της αναφοράς, κάτι που πραγματοποιείται μέσα στο πλαίσιο της από κοινού προσοχής. Από
την άποψη της χρήσης της γλώσσας, προκειμένου το βρέφος να αναφερθεί σε κάτι, η
ικανότητα της δείξης φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο. Επίσης, το είδος επικοινωνίας της
μητέρας προς το βρέφος, σύμφωνα με τους Franco, Perucchini και March (2009) έχει ιδιαίτερη
σημασία για την εμφάνιση της δείξης. Μία μητέρα που δείχνει ενδιαφέρον και αναλαμβάνει
την πρωτοβουλία να ξεκινήσει μία συζήτηση με το βρέφος, κατά τη διάρκεια της οποίας δείχνει
και η ίδια προς το αντικείμενο αναφοράς της προσοχής τους, δημιουργεί ένα ευνοϊκό
περιβάλλον για την εμφάνιση της ικανότητας της δείξης του βρέφους της.
Ένα άλλο θέμα που σχετίζεται με τη γλωσσική ανάπτυξη του βρέφους είναι η προβλεπτική
σχέση της κατανόησης της γλώσσας και της παραγωγής λόγου. Οι Tsao, Liu και Kuhl (2004)
αναφέρουν ότι η κατανόηση του λόγου στη διάρκεια του πρώτου έτους ζωής των βρεφών
προβλέπει θετικά τη γλωσσική ανάπτυξη (κατανόηση λέξεων, παραγωγή λέξεων, κατανόηση
φράσεων). Στην έρευνα που διεξήγαγαν, μετρήθηκε η ικανότητα διάκρισης λόγου και ,πιο
συγκεκριμένα, η ικανότητα διάκρισης δύο απλών φωνηέντων, σε 28 βρέφη ηλικίας έξι μηνών.
Σε ηλικία 13, 16 και 24 μηνών αξιολογήθηκε η γλωσσική ανάπτυξη των ίδιων βρεφών και τα
αποτελέσματα έδειξαν σημαντική συσχέτιση μεταξύ κατανόησης λόγου στους έξι μήνες και
της μετέπειτα παραγωγής λόγου. Για τους Tsao, Liu και Kuhl (2004) η φωνητική αντίληψη
είναι κρίσιμης σημασίας για τα πρώιμα στάδια της γλωσσικής κατάκτησης.
Διπλωματική Εργασία 16
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
Από την άλλη πλευρά, ο Harris (1997) αναφέρει ότι η κατανόηση της γλώσσας δεν προβλέπει
αναγκαστικά την παραγωγή λόγου. Προσπαθώντας να εξηγήσει το λόγο, αναφέρεται στο
γεγονός ότι στην κατανόηση παίζει σημαντικό ρόλο το δεξί ημισφαίριο, ενώ το αριστερό
ημισφαίριο εμπλέκεται κυρίως στην πρώιμη παραγωγή λόγου. Ένας άλλος λόγος που δείχνει
την έλλειψη θετικής συσχέτισης κατανόησης και παραγωγής είναι ότι παρατηρήθηκαν τρία
μοτίβα χρονικής καθυστέρησης μεταξύ κατανόησης και παραγωγής λόγου. Στο πρώτο μοτίβο
υπήρχε μία ελαφριά καθυστέρηση μεταξύ κατανόησης και παραγωγής λόγου (τα βρέφη
καταλάβαιναν 11 με 50 λέξεις, αλλά έλεγαν πολύ λιγότερες), στο δεύτερο υπήρχε μία μεγάλη
καθυστέρηση μεταξύ τους (τα βρέφη κατανοούσαν 101 με 150 λέξεις, αλλά έλεγαν λιγότερες
από 20 λέξεις) και στο τρίτο δεν υπήρχε σχεδόν καμία καθυστέρηση. Αυτό δείχνει ότι η
ατομική διαφοροποίηση στα βρέφη αποτελεί τον κανόνα, παρά την εξαίρεση (Harris, 1997).
Η μητρική ευαισθησία είναι μια ευρεία έννοια που περιλαμβάνει μια ποικιλία αλληλένδετων
χαρακτηριστικών, που σχετίζονται με τα συναισθήματα, τη συμπεριφορά και τη διάθεση
φροντίδας της μητέρας προς το παιδί (Shin, Park, Ryu & Seomun, 2008). Όπως αναφέρουν οι
Silvén, Niemi και Voeten (2002), η ουσία της ευαισθησίας έγκειται στην ικανότητα του γονέα
να προσαρμόζει τη συμπεριφορά του στις εξελισσόμενες δεξιότητες του βρέφους. Σύμφωνα
με την Ainsworth (1969), η μητρική ευαισθησία μπορεί να μετρηθεί, λαμβάνοντας υπόψιν
τέσσερα σημεία της πρώιμης μητρικής φροντίδας: την ευαισθησία στα σήματα του βρέφους,
το βαθμό συνεργασίας σε αντίθεση με το βαθμό παρεμβατικότητας στη συμπεριφορά του
παιδιού, την ψυχολογική και σωματική διαθεσιμότητα της μητέρας, καθώς και την
αποδοχή/αναγνώριση των αναγκών του παιδιού.
Υπάρχουν αρκετές έρευνες που δείχνουν ότι οι συμπεριφορές των μητέρων παίζουν πολύ
σημαντικό ρόλο στην κατάκτηση της γλώσσας των παιδιών τους. Σύμφωνα με τους Tomasello
και Farrar (1986) και Bornstein, Putnik, Bohr, Abdelmaseh, Lee και Esposito (2020), οι
μητέρες που είναι ευαίσθητες και αποκρίνονται στις προσπάθειες για επικοινωνία των παιδιών
τους, προωθούν τη γνωστική – γλωσσική ανάπτυξη, Αντίθετα, εκείνες που διακόπτουν,
Διπλωματική Εργασία 17
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
Οι Tamis-LeMonda και Bornstein (1989) συμφωνούν με τους Tomasello και Farrar (1986)
και τονίζουν ότι οι μητέρες θα πρέπει να είναι ευαίσθητες στα σήματα των παιδιών,
ταιριάζοντας ή ξεκινώντας συμπεριφορές κατάλληλες προς το αναπτυξιακό επίπεδο των
παιδιών και την τρέχουσα νοητική τους κατάσταση.
Οι Olson, Bayles και Bates (1986) είχαν τα ίδια ευρήματα για τη θετική σύνδεση της μητρικής
αποκριτικότητας με την ανάπτυξη του λεξιλογίου και της ομιλίας, πιο συγκεκριμένα στο
δεύτερο χρόνο του παιδιού. Βρήκαν ότι υπάρχει μεγάλη συσχέτιση μεταξύ της ενθάρρυνσης
για παιχνίδι από την πλευρά των μητέρων και των πρώιμων γνωστικών και γλωσσικών
ικανοτήτων σε παιδιά 12 με 36 μηνών. Βρέθηκε, μάλιστα, ότι υπήρξε θετική επίδραση στις
γλωσσικές ικανότητες των παιδιών την ίδια χρονική περίοδο της αλληλεπίδρασης, αλλά και
μεταγενέστερα. Αντίθετα, οι Baumwell, Tamis-LeMonda και Bornstein (1997) δεν βρήκαν
σημαντική σχέση μεταξύ μητρικής ευαισθησίας και γλωσσικής κατανόησης σε συγχρονικό
επίπεδο, γεγονός που τους οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά της μητέρας επηρεάζει
εντονότερα τη μετέπειτα ανάπτυξη του παιδιού. Με αυτό το αποτέλεσμα συμφωνούν οι
Hudson, Levickis, Down, Nickolls και Wake (2015). Στην έρευνά τους, στην οποία
συμμετείχαν 301 ζεύγη μητέρων – βρεφών, βρέθηκε ότι η αποκριτικότητα των μητέρων, που
Διπλωματική Εργασία 18
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
εκτιμήθηκε όταν τα βρέφη τους ήταν δύο χρόνων, προέβλεψε την κατανόηση και παραγωγή
λόγου των ίδιων βρεφών στην ηλικία των τριών και τεσσάρων χρόνων.
Άλλα ευρήματα των Baumwell, Tamis-LeMonda και Bornstein (1997) είναι ότι βρέφη μεταξύ
εννέα και δεκατριών μηνών είναι ιδιαίτερα δεκτικά στη μητρική ευαισθησία και ότι η
τελευταία έχει μεγαλύτερη θετική επίδραση σε βρέφη χαμηλής κατανόησης της γλώσσας,
μικρή επίδραση σε βρέφη μέτριας κατανόησης της γλώσσας και καμία επίδραση σε βρέφη
υψηλής κατανόησης της γλώσσας.
Εκτός από την αποκριτικότητα, δηλαδή την άμεση και κατάλληλη απόκριση της μητέρας στις
προσπάθειες του παιδιού για εξερεύνηση κι επικοινωνία, μία άλλη διάσταση της μητρικής
συμπεριφοράς που επηρεάζει θετικά τη γλωσσική ανάπτυξη του βρέφους είναι η από κοινού
προσοχή. Οι Tomasello και Farrar, (1986) υποστηρίζουν ότι οι ενήλικες βοηθούν πολύ στην
κατάκτηση της γλώσσας, όταν διατηρούν κοινή οπτική εστίαση σε αντικείμενα που είναι υπό
την οπτική εξέταση του παιδιού. Συμπεραίνουν ότι αυτό συμβαίνει επειδή το παιδί σε αυτή τη
συνθήκη είναι πιο προσεκτικό, έχει περισσότερα κίνητρα για μάθηση και είναι με τον
καλύτερο τρόπο ικανό να αντιληφθεί και να καθορίσει το νόημα της γλώσσας της μητέρας του.
Στην έρευνά τους σε είκοσι τέσσερα βρέφη, ηλικίας από δώδεκα έως δεκαοχτώ μηνών, όχι
μόνο παρατήρησαν ότι αυξήθηκε το λεξιλόγιο των βρεφών, ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό του
δεύτερου έτους, αλλά επίσης διαπίστωσαν κάτι πολύ ενδιαφέρον. Όταν μητέρες και βρέφη
εστίαζαν από κοινού την προσοχή τους σε ένα αντικείμενο, μιλούσαν περισσότερο, έκαναν
μεγαλύτερης διάρκειας συζητήσεις και οι μητέρες χρησιμοποιούσαν πιο σύντομες φράσεις και
έκαναν περισσότερα σχόλια. Αυτό οδήγησε τους ερευνητές στο συμπέρασμα ότι οι περίοδοι
της από κοινού προσοχής με κάποιο τρόπο προάγουν τη γλωσσική αλληλεπίδραση μητέρων –
βρεφών, το οποίο με τη σειρά του βοηθάει το παιδί να εδραιώσει και να διατηρήσει την από
κοινού προσοχή του σε ένα αντικείμενο, κάτι που βοηθάει στις περαιτέρω γλωσσικές
αλληλεπιδράσεις μητέρας – βρέφους.
Την ιδιαίτερη σημασία της από κοινού προσοχής μητέρας – βρέφους στη γλωσσική ανάπτυξη
έδειξε και η έρευνα των Silvén, Niemi και Voeten (2002). Στην έρευνα αυτή, 66 βρέφη από
τη Φινλανδία, ηλικίας 12 μηνών, βιντεοσκοπήθηκαν μαζί με τις μητέρες τους κατά τη διάρκεια
Διπλωματική Εργασία 19
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
παιχνιδιού μεταξύ τους και η ίδια διαδικασία επαναλήφθηκε όταν τα βρέφη έγιναν 24 μηνών,
προκειμένου να εκτιμηθούν η μητρική ευαισθησία και το λεξιλόγιο των βρεφών. Η
φωνολογική τους επίγνωση (η ικανότητα να επικεντρώνουν την προσοχή τους στα ηχητικά
μοτίβα των λέξεων) εκτιμήθηκε στην ηλικία των 36 και 48 μηνών, ζητώντας από τα παιδιά να
εντοπίσουν λέξεις, που ξεκινούν και τελειώνουν με κοινά ηχητικά μοτίβα. Για παράδειγμα,
αφού άκουσαν ένα γνωστό φινλανδικό νανούρισμα, τους ζητήθηκε να εντοπίσουν λέξεις με
ίδια αρχή και κατάληξη, όπως οι λέξεις “pyorii” και “piiri”. Τα αποτελέσματα της έρευνας
έδειξαν ότι η αυξημένη διαδραστική ευαισθησία της μητέρας, αλλά και το λεξιλόγιο των
παιδιών κατά τη βρεφική ηλικία, φαίνεται να συνεισφέρουν στην πρόοδο στη γλωσσική
κατάκτηση και ιδιαιτέρως στη φωνολογική επίγνωση, χρόνια πριν ξεκινήσει η εκμάθηση της
ανάγνωσης.
Μία πιο πρόσφατη έρευνα (Seager, Mason-Apps, Stojanovik, Norbury, Bozicevic & Murray,
2018) επιβεβαίωσε τη θετική σχέση της από κοινού προσοχής με τη γλωσσική ανάπτυξη των
βρεφών. Συγκεκριμένα, βρέθηκε ότι η ικανότητα της από κοινού προσοχής αύξησε την
κατανόηση και παραγωγή λόγου σε βρέφη με σύνδρομο Down, ηλικίας 17-23 μηνών.
Άλλη μία διάσταση της μητρικής ευαισθησίας που ερευνητές έχουν δείξει πως βοηθάει στη
γλωσσική κατάκτηση είναι η παρότρυνση των μητέρων προς τα παιδιά τους να εστιάσουν σε
κάτι, όταν τα ίδια δεν έχουν ήδη στρέψει την προσοχή τους σε κάτι άλλο. Οι Tamis-LeMonda
και Bornstein (1989) κάνοντας έρευνα σε ζεύγη μητέρων – βρεφών ηλικίας δύο και πέντε
μηνών, παρατήρησαν ότι οι μητέρες που οργάνωναν και παρακινούσαν τα παιδιά τους να
συγκεντρώσουν την προσοχή τους σε αντικείμενα και γεγονότα του περιβάλλοντός τους, είχαν
παιδιά που έδειχναν πιο συχνά το ενδιαφέρον τους στην εξερεύνηση αντικειμένων και
κατείχαν πιο ευρύ λεξιλόγιο.
Διπλωματική Εργασία 20
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
αδιαφορία και η πεποίθηση των μητέρων ότι η ομιλία των βρεφών δεν έχει κάποιο νόημα
(Baumwell, Tamis-LeMonda & Bornstein, 1997).
Οι Tomasello και Farrar (1986) στην έρευνά τους βρήκαν ότι οι μητέρες που καθοδηγούσαν
την προσοχή των παιδιών τους σε κάτι καινούριο και δεν ακολουθούσαν την εστίαση της
προσοχής των παιδιών στην ηλικία των δεκαπέντε μηνών, είχαν παιδιά με μικρότερο
παραγωγικό λεξιλόγιο στην ηλικία των 21 μηνών.
Έχει βρεθεί ότι οι μητέρες μιλούν διαφορετικά στα βρέφη τους από ό,τι στους ενήλικες και
αυτό έχει σημαντικό αντίκτυπο στη γλωσσική, αλλά και τη συνολική ανάπτυξη των βρεφών
(Soderstrom, 2007). Χαρακτηριστικά της «βρεφικής» ομιλίας της μητέρας είναι ο πιο αργός
ρυθμός ομιλίας, η πιο ψιλή και απαλή φωνή και οι πιο μεγάλες παύσεις (Bowlby, 1988‧
Mitsuhiko, Davies-Jenkins & Skarabela, 2018). Φαίνεται ότι οι ενήλικες προτιμούν να μιλούν
με αυτόν τον τρόπο στα βρέφη τους, υποκινούμενοι από την επιθυμία τους να τα
παρηγορήσουν από απόσταση. Επίσης, έχει φανεί ότι και τα βρέφη, από τη γέννησή τους,
προτιμούν να ακούν αυτή την προσαρμοσμένη ομιλία, περισσότερο από την κανονική
(Soderstrom, 2007).
Διπλωματική Εργασία 21
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
Κεφάλαιο 3ο
3.1. Σκοπός
Διπλωματική Εργασία 22
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
Στην παρούσα έρευνα, θα μελετηθεί η υπόθεση ότι η ευαισθησία και αποκριτικότητα της
μητέρας στα σήματα του βρέφους (από κοινού προσοχή, βλεμματική επαφή, δια-αισθητηριακή
αλληλεπίδραση, συναισθηματική συνήχηση κ.τ.λ.) προβλέπουν τη γλωσσική ανάπτυξη από
την πρώτη βρεφική ηλικία μέχρι και το τέλος της βρεφική ηλικίας. Πιο συγκεκριμένα, θα
διερευνηθούν οι εξής υποθέσεις:
Στην έρευνα συμμετείχαν 64 μητέρες από το νομό Ηρακλείου, με βρέφη ηλικίας από επτά έως
24 μηνών. Από τις μητέρες αυτές, το 84% δήλωσε ότι η γλώσσα που ομιλείται μες στο σπίτι
είναι η ελληνική. Το 30% των μητέρων δήλωσε ως οικογενειακό εισόδημα 6.000 – 10.000
ευρώ, 30% δήλωσε 11.000 – 15.000 ευρώ, 14% δήλωσε εισόδημα έως 5.000 ευρώ, 11%
δήλωσε από 16.000 – 20.000 ευρώ, 9% δήλωσε 21.000 – 26.000 ευρώ, ενώ 6% δήλωσε
εισόδημα άνω των 26.000 ευρώ. Σε ό,τι αφορά την εργασιακή τους κατάσταση, το 83% είναι
εργαζόμενες μητέρες. Το μορφωτικό επίπεδο του 47% των μητέρων είναι τριτοβάθμιας
εκπαίδευσης, 30% έχουν κάνει μεταπτυχιακές σπουδές, 19% είναι δευτεροβάθμιας
εκπαίδευσης και περίπου 5% είναι πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η συντριπτική πλειοψηφία
(94%) είναι έγγαμες και 89% μένουν σε πόλη.
Όσον αφορά στον τρόπο γέννας, 55% είχαν φυσιολογικό τοκετό, ενώ 45% γέννησαν με
καισαρική τομή. Μόλις 6% συνέλαβαν με τη μέθοδο της υποβοηθούμενης γονιμοποίησης κι
ένα 17% είχε προβλήματα κατά την κύηση ή τον τοκετό. Ο μέσος όρος της ηλικίας των
μητέρων που συμμετείχαν στην έρευνα είναι 34 χρόνων με τυπική απόκλιση Τ.Α. = 5,491.
Διπλωματική Εργασία 23
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
Από τα 64 βρέφη των μητέρων, 34 ήταν αγόρια και 30 ήταν κορίτσια. Ο μέσος όρος της ηλικίας
των βρεφών είναι 16 μηνών, με τυπική απόκλιση Τ.Α. = 5,219. Σε ποσοστό 61% τα βρέφη
ήταν πρωτότοκα, 28% γεννήθηκαν δεύτερα, 6% ήταν τρίτα και 5% γεννήθηκαν τέταρτα στην
οικογένειαΗ επιλογή του δείγματος έγινε με βολική δειγματοληψία, με τη συνεργασία
βρεφονηπιακών σταθμών. Στη βολική δειγματοληψία οι συμμετέχοντες επιλέγονται βάση της
προθυμίας και της διαθεσιμότητάς τους για την έρευνα (Creswell, 2011). Το μειονέκτημά της
είναι ότι δεν υπάρχει εγγύηση ότι τα άτομα είναι αντιπροσωπευτικά του πληθυσμού – στόχου.
Παρ’ όλα αυτά, μπορούν να δοθούν χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με τα ερευνητικά
ερωτήματα ή τις υποθέσεις (Creswell, 2011).
Διπλωματική Εργασία 24
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
Από τις ερωτήσεις που αφορούν στην εκτίμηση των μητέρων για το επίπεδο γλωσσικής
ανάπτυξης των βρεφών τους, δημιουργήθηκαν οι εξής μεταβλητές (διαστάσεις): κατανόηση
της γλώσσας της μητέρας από την πλευρά του βρέφους, παραγωγή λόγου του βρέφους,
μίμηση/μνήμη (δυνατότητα σύνδεσης αντικειμένου και νοητής δράσης), ικανότητα δείξης,
συναισθηματική συνήχηση και ικανότητα διαλογικής επικοινωνίας του βρέφους.
Στη συνέχεια, προκειμένου να αναλυθεί ποσοτικά η πιθανή επίδραση της ηλικίας της μητέρας,
της ηλικίας του βρέφους και του φύλου του βρέφους στα δεδομένα της έρευνας, διεξήχθη t test
για ανεξάρτητα δείγματα. Για να βρεθεί η πιθανή συσχέτιση μεταξύ των διαστάσεων της
μητρικής ευαισθησίας, μεταξύ των διαστάσεων της γλωσσικής ανάπτυξης, αλλά και μεταξύ
των διαστάσεων της μητρικής ευαισθησίας και της γλωσσικής ανάπτυξης, διεξήχθη ανάλυση
συσχέτισης.
Το ερευνητικό εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε στην παρούσα έρευνα, είναι μία πενταβάθμια
κλίμακα καταγραφής των αντιλήψεων της μητέρας σχετικά με τη γλωσσική ανάπτυξη του
βρέφους της. Σύμφωνα με τις Καρούσου και Νικολαϊδου (2015), τα ερωτηματολόγια γονέων
(parent reports) έχουν αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια ως ένας αξιόπιστος και παράλληλα
πρακτικός τρόπος άντλησης έγκυρων πληροφοριών σχετικά με τις επικοινωνιακές δεξιότητες
των πολύ μικρών παιδιών. Πρόκειται για σταθμισμένα ψυχομετρικά εργαλεία, τα οποία
περιλαμβάνουν προσεκτικά δομημένες και διατυπωμένες ερωτήσεις σχετικά με διάφορες
επικοινωνιακές και γλωσσικές συμπεριφορές που αποτελούν δείκτες της επικοινωνιακής
ανάπτυξης των μικρών παιδιών. Τα εργαλεία αυτά αξιοποιούν τις γνώσεις που έχουν οι γονείς
Διπλωματική Εργασία 25
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
σχετικά με τις επικοινωνιακές δεξιότητες των παιδιών τους, διευκολύνοντας την ανάσυρση
των πληροφοριών αυτών από τη μνήμη τους και διασφαλίζοντας παράλληλα την εγκυρότητά
τους. Το πιο σημαντικό, ίσως, πλεονέκτημα είναι ότι τα ερωτηματολόγια γονέων παρέχουν
δεδομένα που θεωρούνται πιο αντιπροσωπευτικά της ανάπτυξης των βρεφών και των νηπίων
σε σχέση με αυτά που συλλέγονται σε εργαστηριακές ή κλινικές συνθήκες. Διαθέτουν, δηλαδή,
μεγαλύτερη εγκυρότητα, δεδομένης της καθημερινής επαφής και εξοικείωσης των γονέων με
τους τρόπους επικοινωνίας των παιδιών τους σε διάφορα επικοινωνιακά πλαίσια (Crais, 1995,
1996, οπ. αναφ. στο Καρούσου, Νικολαϊδου, 2015).
Το ερευνητικό εργαλείο της παρούσας έρευνας αποτελείται από τρία μέρη (βλ. Παράρτημα).
Το πρώτο μέρος αναφέρεται στα δημογραφικά στοιχεία μητέρας και βρέφους. Στο δεύτερο
μέρος υπάρχουν 34 ερωτήσεις που αφορούν στη μητρική ευαισθησία και αποκρισιμότητα. Για
την κατασκευή αυτών των ερωτήσεων βασιστήκαμε στο Maternal Behavior Q-sort, (Pederson,
Moran, & Bento, 1999), έναν τύπο Συνέντευξης με στόχο τη διερεύνηση του συναισθηματικού
δεσμού, η οποία αρχικώς περιείχε 90 ερωτήσεις (9 θέματα - 10 ερωτήσεις ανά θέμα – υπό
μορφή καρτών που η μητέρα καλείται να διαλέξει ως ταιριαστή ή όχι). Το αρχικό ερευνητικό
εργαλείο μελετούσε α) τις συγχρονικές αλληλεπιδράσεις μητέρας – βρέφους, β) αν η μητέρα
λαμβάνει υπόψιν της τα σήματα του βρέφους, γ) αν η μητέρα διακόπτει την επικοινωνία με το
βρέφος της για να κάνει κάτι άλλο, δ) αν η μητέρα λαμβάνει υπόψη της τις τρέχουσες
αναπτυξιακές δυνατότητες του βρέφους, ε) αν αφήνει το βρέφος της να απασχοληθεί μπροστά
στην τηλεόραση ή κοντά σε μεγαλύτερα αδέλφια, στ) αν η μητέρα ενθουσιάζεται όταν παίζει
με το βρέφος, ζ)αν η μητέρα επιβραβεύει το βρέφος για την όποια προσπάθεια ή νέα
κατάκτηση, η) αν η μητέρα βοηθά το βρέφος να ρυθμίζει τις συναισθηματικές του εντάσεις
και θ) αν η μητέρα εκφράζει θετικά συναισθήματα όταν αλληλεπιδρά με το βρέφος.
Από το αρχικό ερευνητικό εργαλείο επιλέξαμε εκείνες τις ερωτήσεις που συνδέονται
περισσότερο με το θέμα της εργασίας, δηλαδή με την ευαίσθητη μητρική συμπεριφορά και
αποκρισιμότητα της μητέρας προς τα σήματα του βρέφους, παραλείποντας εκείνες τις
ερωτήσεις που αναδεικνύουν τους τύπους ανασφαλούς δεσμού (αμφιθυμικού και
αποφευκτικού ).
Ακολουθούν 16 ερωτήσεις που αναφέρονται στο γονικό ύφος επικοινωνίας και στο τελευταίο
μέρος, που αποτελείται από 22 ερωτήσεις, αξιολογείται η εκτίμηση των μητέρων για το
Διπλωματική Εργασία 26
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
γλωσσικό επίπεδο των βρεφών τους με βάση τη δομημένη συνέντευξη της Bates, (1988, ELI,
Early Language Inventory).
-Αλληλεπιδρώ με το -Ενισχύω τις σχέσεις του -Όταν κλαίει, το - Μιλάω στο -Χαίρομαι να
βρέφος, όταν είναι βρέφους με έναν ξένο. ηρεμώ με αγκαλιά. βρέφος μου παίζω με το
ήρεμο. -Όταν φεύγω, του εξηγώ -Όταν κλαίει, το κοιτώντας το στα βρέφος.
-Ανταποκρίνομαι το γιατί και πότε θα ηρεμώ λεκτικά. μάτια. - Ενθαρρύνω το
άμεσα στα αρνητικά επιστρέψω. -Όταν κλαίει, - Όταν του βρέφος να
του μηνύματα. -Όταν επιστρέφω, δείχνω εκνευρίζομαι μαζί δείχνω ένα εξερευνήσει το
-Ανταποκρίνομαι τη χαρά μου που το του και προσπαθώ αντικείμενο ή περιβάλλον και τα
άμεσα στα θετικά ξαναβλέπω. να ηρεμήσω για να ένα νέο παιχνίδι, αντικείμενα γύρω
του μηνύματα. -Του εκφράζω τα ασχοληθώ μετά του μιλάω γι’ του.
-Ανταποκρίνομαι συναισθήματά μου κι μαζί του. αυτό, του εξηγώ - Όταν δείχνει
άμεσα στο βρέφος, εξηγώ γιατί νιώθω έτσι. - Όταν κλαίει, σε τι χρησιμεύει ενδιαφέρον για
όταν με καλεί σε -Όταν διακόπτεται η προσπαθώ να ή πώς παίζεται. κάτι, του το φέρνω
αλληλεπίδραση. επικοινωνία μας λόγω καταλάβω τι - Όταν το κοντά για να το
-Συνεχίζω να του κάποιας δουλειάς, του συμβαίνει και του βρέφος μου εξερευνήσει.
δείχνω ενδιαφέρον, εξηγώ ότι θα επιστρέψω. δίνω εναλλακτικά δείχνει κάτι, το - Παίζουμε με
ακόμα κι όταν έχω ερεθίσματα για να ονομάζω. διάφορα
μία δουλειά. το ηρεμήσω. Όταν το βρέφος αντικείμενα /
-Το απασχολώ με προσπαθεί να παιχνίδια με το
ένα παιχνίδι, όταν μιλήσει ή να βρέφος μου.
έχω δουλειά. ονομάσει ένα - Όταν το βρέφος
-Καταλαβαίνω πότε αντικείμενο, το δυσανασχετεί με
είναι σε διάθεση να επαναλαμβάνω κάτι, δοκιμάζω να
επικοινωνήσει μαζί κι εγώ πρώτα με του προσφέρω κάτι
μου και το το δικό του άλλο που θα του
ενθαρρύνω. τρόπο και μετά προσφέρει
-Όταν κλαίει, με το σωστό ικανοποίηση.
προσπαθώ να τρόπο. - Όταν θυμώνει
καταλάβω τι - Μπαίνω σε που δεν μπορεί να
συμβαίνει και του διάλογο μαζί κάνει κάτι, το
δίνω εναλλακτικά του, δίνοντας βοηθάω να το
ερεθίσματα για να το νόημα στις πετύχει.
ηρεμήσω. φωνοποιήσεις - Όταν καταφέρνει
-Όταν κλαίει, του και να κάνει κάτι, του
εκνευρίζομαι μαζί δείχνω το
Διπλωματική Εργασία 27
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
Οι ερωτήσεις που αφορούν στη γλωσσικό επίπεδο των βρεφών οργανώθηκαν σε συστάδες που
αποτέλεσαν τις έξι μεταβλητές της γλωσσικής ανάπτυξης. Η αξιοπιστία των ερωτήσεων εντός
κάθε συστάδας αξιολογήθηκε με το δείκτη Cronbach’s a. Στον Πίνακα 2 περιγράφεται ο
δείκτης αξιοπιστίας Cronbach’s a για κάθε μία από τις διαστάσεις της γλωσσικής ανάπτυξης.
Ο δείκτης Chronbach’s a ήταν ιδιαίτερα χαμηλός στη διάσταση της διαλογικής επικοινωνίας
(a=.38), ενώ ήταν αρκετά ικανοποιητικός στις διαστάσεις της συναισθηματικής συνήχησης
(a=.71) και της παραγωγής λόγου (a=.67).
Διπλωματική Εργασία 28
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
Κεφάλαιο 4ο
4. Αποτελέσματα
Για να διερευνηθούν οι πιθανές επιδράσεις της ηλικίας της μητέρας στα δεδομένα μας,
διεξήχθη t test για ανεξάρτητα δείγματα, καθώς το ηλικιακό εύρος των μητέρων χωρίστηκε σε
δύο ομάδες (ηλικία μητέρας 1= έως 32 ετών και ηλικία μητέρας 2 = άνω των 33 ετών). Όπως
φαίνεται στον Πίνακα 3, βρέθηκε ότι η ηλικία της μητέρας επέδρασε στατιστικώς σημαντικά
μόνο στην ερώτηση «Όταν το βρέφος δείχνει ενδιαφέρον για κάτι, το φέρνω κοντά του για να
το εξερευνήσει» (t = -2,459, df = 59, p<.05).
Πίνακας 3. Επίδραση της ηλικίας της μητέρας στην ενθάρρυνση για εξερεύνηση του περιβάλλοντος
Διπλωματική Εργασία 29
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
Πίνακας 4. Μέσοι όροι ενθάρρυνσης του βρέφους προς εξερεύνηση του περιβάλλοντος κατά ηλικία
μητέρας
κάτι φέρνω κοντά του το αντικείμενο Άνω των 33 ετών 32 4,69 ,471
για να το εξερευνήσει.
Προκειμένου να εξακριβωθεί η επίδραση της ηλικίας του βρέφους, διεξήχθη t test για
ανεξάρτητα δείγματα, καθώς το ηλικιακό εύρος των βρεφών χωρίστηκε σε δύο ομάδες (ηλικία
βρέφους 1 = 7-15 μηνών και ηλικία βρέφους 2 = 16–24 μηνών). Αυτός ο διαχωρισμός έγινε,
καθώς θέλαμε να διερευνήσουμε τις πιθανές επιδράσεις, με βάση τη θεωρία της έμφυτης
διυποκειμενικότητας. Συγκεκριμένα υποθέτουμε ότι τα βρέφη που εμπίπτουν στο εύρος της
πρωτογενούς διυποκειμενικότητας (περίπου στους 10 μήνες) θα διαφέρουν από τα βρέφη που
εμπίπτουν ηλικιακά στο εύρος της δευτερογενούς διυποκειμενικότητας (12 μήνες και άνω –
δεύτερη βρεφική ηλικία). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι υπάρχει επίδραση της ηλικίας των
βρεφών στα δεδομένα της έρευνας και ,συγκεκριμένα, όπως φαίνεται στον Πίνακα 5, σε σχέση
με τη γλωσσική ανάπτυξη, βρέθηκε ότι:
Διπλωματική Εργασία 30
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
− τα βρέφη μεγαλύτερης ηλικίας (M.O.= 4,62, T.A.= ,721) δείχνουν περισσότερο ένα
αντικείμενο που τους ζητείται να δείξουν, σε σχέση με τα βρέφη μικρότερης ηλικίας
(Μ.Ο.= 3,74, Τ.Α.= 1,347), t= -3,376, df =62, p<.01.
− τα βρέφη μεγαλύτερης ηλικίας (Μ.Ο.= 4,73, Τ.Α.= ,608) δείχνουν περισσότερο ένα
αντικείμενο που τους ενδιαφέρει, σε σχέση με τα βρέφη μικρότερης ηλικίας (Μ.Ο.=
4,33, Τ.Α.= ,637), t= -2,442, df =59, p<.05.
− τα βρέφη μεγαλύτερης ηλικίας (Μ.Ο.= 4,00, Τ.Α.= ,913) υπακούν περισσότερο στις
εντολές της μητέρας τους «σταμάτα», «ξεκίνα», σε σχέση με τα βρέφη μικρότερης
ηλικίας (Μ.Ο.= 3,50, Τ.Α.= ,834), t= -2,161, df= 59, p<.05.
Όταν του ζητάω να μου δείξει κάτι, 3,74 1,347 4,62 ,721 -3,376 62 <.01
το κάνει
Όταν ενδιαφέρεται για κάτι, μου το 4,33 ,637 4,73 ,608 -2,442 59 <.05
Όταν του μιλάω, προσπαθεί να επαναλάβει 3,88 ,947 4,59 ,762 -3,272 59 <.01
Διπλωματική Εργασία 31
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
Όταν τραγουδώ στο βρέφος, προσπαθεί να 3,75 1,189 4,38 ,982 -2,246 59 <.05
τραγουδήσει κι αυτό
Όταν του λέω να σταματήσει, σταματά, 3,50 ,834 4,00 ,913 -2,161 59 <.05
Αντίστοιχα, όπως φαίνεται στον Πίνακα 6, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ηλικία των βρεφών
επιδρά στη μητρική ευαισθησία. Συγκεκριμένα, βρέθηκε ότι:
το περιβάλλον
Για να διερευνηθεί η πιθανή επίδραση του φύλου των βρεφών στα δεδομένα μας, διεξήχθη t
test για ανεξάρτητα δείγματα. Από τα αποτελέσματα, που παρουσιάζονται στον Πίνακα 7,
Διπλωματική Εργασία 32
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
φάνηκε ότι υπάρχει επίδραση του φύλου. Συγκεκριμένα, σε σχέση με τη γλωσσική ανάπτυξη
των βρεφών, βρέθηκε ότι:
− Τα κορίτσια (Μ.Ο= 4,79, Τ.Α.= ,418) δείχνουν περισσότερο αυτό που τους
ενδιαφέρει, σε σχέση με τα αγόρια (Μ.Ο.= 4,39, Τ.Α.= ,747), t= -2,574, df= 51,61,
p<.05.
− Τα κορίτσια (Μ.Ο.= 4,90, Τ.Α.= ,305) δείχνουν περισσότερο τη χαρά τους όταν τους
τη δείχνει και η μητέρα τους, σε σχέση με τα αγόρια (Μ.Ο= 4,62, Τ.Α= ,493), t= -
2,788, df= 55,87, p<.01.
− Τα κορίτσια (Μ.Ο= 4,57, Τ.Α.= ,742) τραγουδούν περισσότερο όταν τραγουδάει η
μητέρα τους, σε σχέση με τα αγόρια (Μ.Ο.= 3,76, Τ.Α.= 1,226), t= -3,188, df= 53,72,
p<.01.
− Τα κορίτσια (Μ.Ο.= 4,40, Τ.Α.= ,968) χαίρονται περισσότερο όταν βλέπουν το
μπιμπερό, σε σχέση με τα αγόρια (Μ.Ο.= 3,59, Τ.Α.= 1,690), t= -2,391, df= 53,67,
p<.05.
− Τα κορίτσια (Μ.Ο.= 4,77, Τ.Α.= ,430) χαίρονται να μιλάνε με τη μητέρα τους και
χρησιμοποιούν χειρονομίες περισσότερο, σε σχέση με τα αγόρια (Μ.Ο.= 4,38, Τ.Α.=
,697), t= -2,687, df= 55,81, p<.01.
ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΑΓΟΡΙΑ
Όταν ενδιαφέρεται για κάτι, μου το δείχνει 4,79 ,418 4,39 ,747 -2,574 51,61 <.05
με το χέρι του
Όταν του δείχνω τη χαρά μου, μου τη δείχνει 4,90 ,305 4,62 ,493 -2,788 55,87 <.01
κι εκείνο
Όταν τραγουδώ, προσπαθεί να τραγουδήσει 4,57 ,742 3,76 ,1,226 -3,188 53,72 <.01
κι αυτό
Χαίρεται όταν βλέπει το μπιμπερό 4,40 ,968 3,59 1,690 -2,391 53,67 <.05
Το βρέφος χαίρεται όταν μιλάμε και 4,77 ,430 4,38 ,697 -2,687 55,81 <.01
χρησιμοποιεί χειρονομίες
Διπλωματική Εργασία 33
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
Αντίστοιχα, όπως φαίνεται στον Πίνακα 8, βρέθηκε ότι υπάρχει επίδραση του φύλου στη
μητρική ευαισθησία. Συγκεκριμένα, βρέθηκε ότι:
ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΑΓΟΡΙΑ
Όταν το βρέφος κλαίει, το απομονώνω στο 1,50 ,923 1,12 ,415 -2,006 36,16 <.05
δωμάτιό του
Μπαίνω σε διάλογο με το βρέφος, δίνοντας 4,80 ,484 4,38 ,817 -2,521 54,64 <.05
τη χαρά μου
Ανταποκρίνομαι άμεσα στα 4,93 ,254 4,71 ,462 -2,476 52,41 <.05
Στον Πίνακα 9 παρατίθενται οι δείκτες συσχέτισης Pearson r μεταξύ των διαστάσεων της
μητρικής ευαισθησίας. Πιο συγκεκριμένα, βρέθηκε ότι η ενθάρρυνση της μητέρας προς το
βρέφος για εξερεύνηση του περιβάλλοντος και των αντικειμένων γύρω του σχετίζεται θετικά
με τρεις άλλες διαστάσεις: τη μητρική αποκρισιμότητα (r = 0,696, p<.001), τον τρόπο
ρύθμισης συναισθήματος από τη μητέρα (r = 0,577, p<.001) και την ποιότητα του
συναισθηματικού δεσμού μεταξύ μητέρας και βρέφους (r = 0,546, p<.001).
Τέλος, βρέθηκε ότι το είδος του συναισθηματικού δεσμού μητέρας – βρέφους σχετίζεται
θετικά με το στυλ επικοινωνίας της μητέρας προς το βρέφος (r = 0,300, p<.05) καθώς και με
τον τρόπο ρύθμισης συναισθήματος της μητέρας (r = 0,695, p<.001).
*p<.05
**p<.001
Διπλωματική Εργασία 35
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
Όσον αφορά στις πιθανές συσχετίσεις μεταξύ των διαστάσεων της γλωσσικής ανάπτυξης,
όπως φαίνεται στον Πίνακα 10, βρέθηκαν οι εξής:
Η ικανότητα της μίμησης και μνήμης του βρέφους σχετίζεται θετικά με πέντε άλλες διαστάσεις
της γλωσσικής ανάπτυξης: την ικανότητα δείξης του βρέφους (r = 0,690, p<.001), με την
ικανότητα διαλογικής επικοινωνίας του βρέφους (r = 0,645, p<.001), με το επίπεδο
κατανόησης του βρέφους των λεγομένων της μητέρας (r = 0,575, p<.001), με την ικανότητα
του βρέφους παραγωγής λόγου (r = 0,632, p<.001) και με τη συναισθηματική συνήχηση (r =
0,283, p<.05).
Η ικανότητα δείξης του βρέφους, εκτός από τη συσχέτισή της με την ικανότητα μίμησης και
μνήμης, βρέθηκε ότι σχετίζεται θετικά και με τρεις ακόμα διαστάσεις της γλωσσικής
ανάπτυξης: με την ικανότητα του βρέφους για διαλογική επικοινωνία (r = 0,760, p<.001), την
κατανόηση του λόγου ( r = 0,774, p<.001) και την παραγωγή λόγου (r = 0,795, p<.001).
Επίσης, με τρεις ακόμη διαστάσεις βρέθηκε ότι σχετίζεται θετικά η διαλογική επικοινωνία του
βρέφους: με κατανόηση των λεγομένων της μητέρας (r = 0,633, p<.001), με την παραγωγή
λόγου (r = 0,722, p<.001) και με τη συναισθηματική συνήχηση (r = 0,300, p<.05).
Τέλος, βρέθηκε ότι η κατανόηση του λόγου σχετίζεται θετικά με την παραγωγή του λόγου (r
= 0,686, p<001).
Διπλωματική Εργασία 36
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
*p<.05
**p<.001
Η ενθάρρυνση της μητέρας για εξερεύνηση του περιβάλλοντος σχετίζεται θετικά με την
ικανότητα του βρέφους μίμησης και μνήμης (r = 0,507, p<.001), με την ικανότητα δείξης του
βρέφους (r = 0,689, p<.001), με την ενεργή εμπλοκή του βρέφους σε διαλογική επικοινωνία (r
= 0,737, p<.001), με το επίπεδο κατανόησης του λόγου (r = 0,579, p<.001) και με την
ικανότητα παραγωγής λόγου (r = 0,487, p<.001).
Η μητρική αποκρισιμότητα σχετίζεται θετικά με την ικανότητα μνήμης και μίμησης του
βρέφους (r = 0,297, p<.05), με την ικανότητα δείξης του βρέφους (r = 0,434, p<.001), με την
εμπλοκή του βρέφους σε διαλογική επικοινωνία (r = 0,490, p<.001), με την ικανότητα
κατανόησης του λόγου (r = 0,322, p<.01) και με την ικανότητα παραγωγής λόγου (r = 0,427,
p<.001).
Ο τρόπος ρύθμισης συναισθήματος από την πλευρά της μητέρας σχετίζεται θετικά με την
ικανότητα δείξης του βρέφους (r = 0,301, p<.05), με την εμπλοκή του βρέφους σε διαλογική
επικοινωνία (r = 0,391, p<.01) και με την ικανότητα παραγωγής λόγου (r = 0,307, p<.05).
Το στυλ επικοινωνίας που επιλέγει η μητέρα να έχει με το βρέφος, σχετίζεται θετικά με την
ικανότητα δείξης του βρέφους (r = 0,348, p<.01), με την εμπλοκή του βρέφους σε διαλογική
επικοινωνία (r = 0,290, p<.05) και με την ικανότητα παραγωγής λόγου (r = 0,256, p<.05).
Τέλος, το είδος του συναισθηματικού δεσμού μεταξύ μητέρας και βρέφους σχετίζεται θετικά
με την ικανότητα δείξης του βρέφους (r = 0,351, p<.01), με την εμπλοκή του βρέφους σε
Διπλωματική Εργασία 37
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
διαλογική επικοινωνία (r = 0,495, p<.001) και με την ικανότητα παραγωγής λόγου (r = 0,370,
p<.01).
Πίνακας 11. Συσχετίσεις μεταξύ των διαστάσεων της μητρικής ευαισθησίας και της γλωσσικής
ανάπτυξης.
Ενθάρρυνση για
εξερεύνηση του Μητρική Ρύθμιση Στυλ Συναισθηματικός
περιβάλλοντος αποκρισιμότητα συναισθήματος επικοινωνίας δεσμός
Μίμηση Pearson Correlation ,507** ,297* ,214 ,177 ,196
Μνήμη Sig. (2-tailed) ,000 ,017 ,090 ,162 ,121
N 64 64 64 64 64
Δείξη Pearson Correlation ,689** ,434** ,301* ,348** ,351**
Sig. (2-tailed) ,000 ,000 ,016 ,005 ,004
N 64 64 64 64 64
Διαλογική Pearson Correlation ,737** ,490** ,391** ,290* ,495**
Επικοινωνία Sig. (2-tailed) ,000 ,000 ,001 ,020 ,000
N 64 64 64 64 64
Κατανόηση Pearson Correlation ,579** ,322** ,182 ,080 ,192
Sig. (2-tailed) ,000 ,009 ,150 ,531 ,128
N 64 64 64 64 64
Παραγωγή Pearson Correlation ,487** ,427** ,307* ,256* ,370**
Sig. (2-tailed) ,000 ,000 ,014 ,041 ,003
N 64 64 64 64 64
Συναισθηματική Pearson Correlation ,109 ,184 ,141 ,245 ,147
συνήχηση Sig. (2-tailed) ,390 ,146 ,267 ,051 ,245
N 64 64 64 64 64
*p<.05
**p<.01
Για να διερευνηθεί η δυνατότητα πρόβλεψης των διαστάσεων της γλωσσικής ανάπτυξης από
τις διαστάσεις της μητρικής ευαισθησίας, διεξήχθη ανάλυση πολλαπλής παλινδρόμησης.
Σύμφωνα με τον Πίνακα 12, ο δείκτης πολλαπλής συσχέτισης R ανάμεσα στη δείξη και στις
διαστάσεις της μητρικής ευαισθησίας είναι ίσος με 0,73 και ο προσαρμοσμένος συντελεστής
προσδιορισμού R2 είναι ίσος με 0,49. Δηλαδή, 49% της διακύμανσης των τιμών της δείξης
μπορεί να ερμηνευθεί από την επίδραση των διαστάσεων της μητρικής ευαισθησίας.
Διπλωματική Εργασία 38
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
Πίνακας 12. Ερμηνεία της ικανότητας δείξης από τις διαστάσεις της μητρικής ευαισθησίας
Από την επισκόπηση των συντελεστών παλινδρόμησης διαπιστώθηκε ότι δύο από τις πέντε
ανεξάρτητες μεταβλητές συμβάλλουν σημαντικά στην πρόβλεψη της εξαρτημένης.
Συγκεκριμένα, όπως φαίνεται στον Πίνακα 13, η δείξη προβλέπεται θετικά από την
ενθάρρυνση για εξερεύνηση του περιβάλλοντος (β=0,710, t=5,582, p<.001) και το στυλ
επικοινωνίας της μητέρας (β=0,209, t=2,147, p<.05).
Standardized
Unstandardized Coefficients Coefficients
Model B Std. Error Beta t Sig.
1 (Constant) 4,577 3,710 1,234 ,222
Ενθάρρυνση για εξερεύνηση ,367 ,066 ,710 5,582 ,000
του περιβάλλοντος
Όσον αφορά στη βρεφική ικανότητα μίμησης, σύμφωνα με τον Πίνακα 14, ο δείκτης
πολλαπλής συσχέτισης R ανάμεσα στη διάσταση της μίμησης/μνήμης και στις διαστάσεις της
μητρικής ευαισθησίας είναι ίσος με 0,52 και ο προσαρμοσμένος συντελεστής προσδιορισμού
R2 είναι ίσος με 0,21. Δηλαδή, 21% της διακύμανσης των τιμών της μίμησης/μνήμης μπορεί
να ερμηνευθεί από την επίδραση των διαστάσεων της μητρικής ευαισθησίας.
Διπλωματική Εργασία 39
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
Πίνακας 14. Ερμηνεία της βρεφικής μίμησης από τις διαστάσεις της μητρικής ευαισθησίας
Από την επισκόπηση των συντελεστών παλινδρόμησης διαπιστώθηκε ότι μία από τις πέντε
ανεξάρτητες μεταβλητές συμβάλλει σημαντικά στην πρόβλεψη της εξαρτημένης.
Συγκεκριμένα, όπως φαίνεται στον Πίνακα 15, η διάσταση της μητρικής ευαισθησίας
«ενθάρρυνση για εξερεύνηση του περιβάλλοντος» προβλέπει θετικά τη διάσταση της
γλωσσικής ανάπτυξης «ικανότητα μνήμης, μίμησης και αντίληψης του βρέφους ότι το
αντικείμενο συμβολίζει τη δράση» (β=0,573, t=3,624, p<.01).
Πίνακας 15. Προβλεπτικοί παράγοντες της ικανότητας του βρέφους για μίμηση και σύνδεση
αντικειμένου με δράση.
Standardized
Unstandardized Coefficients Coefficients
Model B Std. Error Beta t Sig.
1 (Constant) 6,461 4,751 1,360 ,179
Ενθάρρυνση για εξερεύνηση ,305 ,084 ,573 3,624 ,001
του περιβάλλοντος
Μητρική αποκρισιμότητα ,012 ,196 ,018 ,063 ,950
Ρύθμιση συναισθήματος -,069 ,291 -,060 -,237 ,814
Στυλ επικοινωνίας ,115 ,151 ,092 ,763 ,448
Συναισθηματικός δεσμός -,113 ,167 -,116 -,679 ,500
a. Dependent Variable: Mίμηση Μνήμη
Διπλωματική Εργασία 40
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
Κεφάλαιο 5ο
5. Συμπεράσματα
Τα νεογέννητα, επίσης, έχουν την ικανότητα να μιμηθούν με ακρίβεια τις εκφράσεις των
άλλων ατόμων, να διαβάσουν τα συναισθήματά τους στο πρόσωπό τους, καθώς και να
αναγνωρίσουν τη φωνή και τη γλώσσα της μητέρας τους. Σε ηλικία μόλις δύο μηνών, τα βρέφη
εκφράζουν την επιθυμία τους για συμμετοχή σε «πρωτοσυνομιλίες», κυρίως με συντονισμένες
εκφράσεις και χειρονομίες, τις οποίες, ένας ευαίσθητος γονέας εκλαμβάνει ως προσπάθειες για
«ομιλία». Αυτή η έμφυτη ικανότητα προσέλκυσης του ενδιαφέροντος και της πρόκλησης
συναισθημάτων σε ευαίσθητους και στοργικούς γονείς οδηγεί στη συνειδητοποίηση της
συνεργασίας και στην ανάπτυξη της εμπιστοσύνης, των πράξεων με νόημα και, τελικά, της
γλώσσας (Trevarthen, 1998).
Ο Bowlby (1988) τονίζει ότι η συμπεριφορά των βρεφών βασίζεται στην ευαισθησία και
αποκριτικότητα του ατόμου που τα φροντίζει, καθώς και ότι τα βρέφη έχουν μία βαθιά
συναισθηματική ανάγκη για έναν πραγματικό δεσμό με μία φιγούρα, στην οποία μπορούν να
προσκολληθούν. Η ευαισθησία της μητέρας και η προσαρμογή της συμπεριφοράς της απέναντι
στα σήματα του βρέφους της ευνοούν έναν μεταξύ τους «διάλογο», καθώς υπάρχει
αποτελεσματικότητα στην επικοινωνία τους, η οποία προκαλεί αμοιβαία ευχαρίστηση. Ως
αποτέλεσμα, σε ένα χαρούμενο βρέφος αυξάνεται η επιθυμία συνεργασίας, η οποία συμβάλλει
στη γλωσσική κατάκτηση (Bowlby, 1988).
Διπλωματική Εργασία 41
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
μητρικής ευαισθησίας από τη μία πλευρά και της γλωσσικής κατανόησης και παραγωγής
λόγου των βρεφών.
Η κύρια ερευνητική υπόθεση της εργασίας ήταν ότι η ευαισθησία και αποκριτικότητα της
μητέρας στα σήματα του βρέφους (από κοινού προσοχή, βλεμματική επαφή, δια-αισθητηριακή
αλληλεπίδραση, συναισθηματική συνήχηση κ.τ.λ.) προβλέπουν τη γλωσσική ανάπτυξη από
την πρώτη βρεφική ηλικία μέχρι και το τέλος της βρεφική ηλικίας. Πιο συγκεκριμένα,
διερευνήθηκαν οι εξής υποθέσεις:
Τα αποτελέσματα της έρευνας ήταν ποικίλα. Κατά τη διερεύνηση των πιθανών επιδράσεων
της ηλικίας της μητέρας στα δεδομένα της έρευνας, βρέθηκε ότι οι μεγαλύτερης ηλικίας
μητέρες (άνω των 33 ετών) τείνουν να ωθούν περισσότερο τα βρέφη τους να εξερευνήσουν το
περιβάλλον και τα αντικείμενα γύρω τους, σε σχέση με τις μητέρες μικρότερης ηλικίας (20-32
ετών). Έχουν, δηλαδή, περισσότερο την τάση να επιτρέπουν στα βρέφη τους να έχουν
πρόσβαση σε αντικείμενα του σπιτιού και να κινούνται άνετα μέσα στο χώρο, να χαίρονται
παίζοντας με το βρέφος τους, χρησιμοποιώντας διάφορα παιχνίδια, να φέρνουν κοντά τους ένα
αντικείμενο, για το οποίο έχουν δείξει ενδιαφέρον τα βρέφη, προκειμένου να το εξερευνήσουν,
να τους προσφέρουν εναλλακτικά ερεθίσματα , όταν αυτά δυσανασχετούν, να τα ενθαρρύνουν
και να τα βοηθούν, όταν αυτά θυμώνουν που δεν καταφέρνουν κάτι και τέλος, να δείχνουν το
θαυμασμό τους στα βρέφη. Αυτή η διαφορά πιθανόν να οφείλεται στο γεγονός ότι οι
μεγαλύτερης ηλικίας μητέρες είχαν περισσότερο χρόνο στο παρελθόν να ικανοποιήσουν τις
ανάγκες τους σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο (σπουδές, εργασία, ταξίδια,
διασκέδαση κ.α.). Με δεδομένο αυτό, οι μητέρες είναι πιο ώριμες, ενημερωμένες κι έτοιμες να
αφοσιωθούν στο βρέφος τους και, αναγνωρίζοντας τη σημασία της ποιότητας και της
ποσότητας των ερεθισμάτων από το περιβάλλον, φροντίζουν να τα προσφέρουν
Διπλωματική Εργασία 42
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
ποικιλοτρόπως στα βρέφη τους. Επίσης, επειδή η ικανότητα σύλληψης των μητέρων είναι
αντιστρόφως ανάλογη με την ηλικία τους (Crawford & Steiner, 2015), στις περιπτώσεις όπου
η σύλληψη επιτυγχάνεται μετά από προσπάθειες χρόνων, υπάρχει μεγαλύτερη προσμονή,
χαρά, περισσότερος ενθουσιασμός και ανυπομονησία από την πλευρά των μητέρων για
ενασχόληση με το βρέφος και αφοσίωση σε αυτό.
Όσον αφορά στην επίδραση της ηλικίας των βρεφών στα δεδομένα της έρευνας, βρέθηκε ότι
οι μητέρες καταλαβαίνουν περισσότερο τις λέξεις και τις σύντομες φράσεις των βρεφών
μεγαλύτερης ηλικίας, 16-24 μηνών, σε σχέση με εκείνων μικρότερης ηλικίας, 7-15 μηνών.
Αυτό το αποτέλεσμα έρχεται σε συμφωνία με τα στάδια της γλωσσικής ανάπτυξης, όπως
περιγράφονται από τις Παπαδοπούλου και Γιαννοπούλου – Τσούρτη (2000), οι οποίες
αναφέρουν ότι μέχρι τον 11ο μήνα τα βρέφη βρίσκονται στο προλεκτικό στάδιο, που
περιλαμβάνει άναρθρες φωνές, βάβισμα και ιδιόρρυθμες λέξεις, ενώ προχωρούν στο λεκτικό
στάδιο κατά το δεύτερο έτος της ζωής τους, κάνοντας την πρώτη τους ουσιαστική προσπάθεια
κατάκτησης της γλώσσας.
Ένα άλλο εύρημα είναι ότι τα βρέφη μεγαλύτερης ηλικίας τείνουν περισσότερο να δείχνουν
ένα αντικείμενο, όταν τους ζητηθεί να το κάνουν, ή όταν εκείνο το αντικείμενο τα ενδιαφέρει.
Αυτό το αποτέλεσμα εξηγείται στο πλαίσιο της θεωρίας του Trevarthen για την έμφυτη
διυποκειμενικότητα των βρεφών. Κατά τη διάρκεια της πρωτογενούς διυποκειμενικότητας
(μέχρι τους εννέα περίπου μήνες), τα βρέφη επικοινωνούν με τη μητέρα τους με εκφράσεις
προσώπου και γουργουρίσματα, όμως μετά τους εννέα μήνες, αφού, δηλαδή, γίνει η μετάβαση
στην περίοδο της δευτερογενούς διυποκειμενικότητας, τα βρέφη ξεκινούν να δείχνουν
ενδιαφέρον για τα αντικείμενα γύρω τους. O Butterworth (1991, οπ. αναφ. στο Κατή, 2020)
αναφέρει συγκεκριμένα ότι η ικανότητα δείξης εμφανίζεται στα βρέφη περίπου στους 12
μήνες, όταν ξεκινά και η παραγωγή των πρώτων λέξεών τους.
Σε ό,τι αφορά την πιθανή επίδραση του φύλου των βρεφών στα δεδομένα της έρευνας, βρέθηκε
ότι οι μητέρες ανταποκρίνονται άμεσα στα θετικά μηνύματα περισσότερο των κοριτσιών, παρά
των αγοριών. Ομοίως, οι μητέρες μπαίνουν περισσότερο σε διάλογο με τα κορίτσια, δίνοντας
νόημα στις φωνοποιήσεις και τις χειρονομίες τους και δείχνοντας κάθε φορά τη χαρά τους κι
επίσης, τείνουν να απομονώνουν περισσότερο τα αγόρια, όταν κλαίνε. Αυτή η διαφορά μπορεί
να εξηγηθεί από ένα άλλο αποτέλεσμα της παρούσας έρευνας, που έδειξε ότι τα κορίτσια
τείνουν να δείχνουν περισσότερο από τα αγόρια ένα αντικείμενο που τους ενδιαφέρει, δείχνουν
Διπλωματική Εργασία 43
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
περισσότερο τη χαρά τους, όταν τους τη δείχνει και η μητέρα τους, προσπαθούν να
τραγουδήσουν όταν τραγουδάει και η μητέρα τους, χαίρονται περισσότερο από τα αγόρια όταν
βλέπουν το μπιμπερό και χαίρονται περισσότερο όταν μιλούν με τη μητέρα τους και
χρησιμοποιούν χειρονομίες. Αυτά τα ευρήματα συμφωνούν σε ένα γενικότερο πλαίσιο με την
έρευνα των Alexander και Wilcox (2012), που αναφέρεται στη διαφορά εκφραστικότητας κι
εκδηλωτικότητας συναισθημάτων, ανάλογα με το φύλο του βρέφους. Συγκεκριμένα,
αναφέρουν ότι τα κορίτσια στην ηλικία των 2,5 ετών τείνουν περισσότερο να δείχνουν
εκφράσεις χαράς προς τη μητέρα, απ’ ότι τα αγόρια και, μετά την ηλικία των 6 μηνών, έχουν
την τάση να αποκρίνονται περισσότερο από τα αγόρια στις φωνοποιήσεις της μητέρας.
Στη παρούσα έρευνα διερευνήθηκαν και οι πιθανές συσχετίσεις μεταξύ των διαστάσεων της
μητρικής ευαισθησίας (μητρική αποκρισιμότητα, ποιότητα συναισθηματικού δεσμού, ρύθμιση
συναισθήματος, στυλ επικοινωνίας της μητέρας, ενθάρρυνση του βρέφους για εξερεύνηση του
περιβάλλοντος και των αντικειμένων γύρω του) και βρέθηκε ότι η ενθάρρυνση της μητέρας
για εξερεύνηση του περιβάλλοντος από την πλευρά του βρέφους σχετίζεται θετικά με τη
μητρική αποκρισιμότητα, τον τρόπο ρύθμισης συναισθήματος από τη μητέρα και την ποιότητα
του συναισθηματικού δεσμού μεταξύ μητέρας και βρέφους. Αυτές οι θετικές συσχετίσεις
μπορούν να εξηγηθούν από το γεγονός ότι μία ευαίσθητη μητέρα, που ενθαρρύνει το βρέφος
της να εξερευνήσει τα αντικείμενα γύρω του, είναι πρόθυμη να του παρέχει πρόσθετες
πληροφορίες γι’ αυτά και να διεγείρει την περιέργεια και τον ενθουσιασμό του. Στο πλαίσιο
μίας τέτοιας διαλογικής επικοινωνίας, κατά την οποία επικρατεί η χαρά, όπως αναφέρει ο
Bowlby (1988), το βρέφος νιώθει εμπιστοσύνη κι έτσι δημιουργείται μία ασφαλής βάση, από
την οποία μπορεί να κάνει εξορμήσεις και στην οποία μπορεί να επιστρέφει, νιώθοντας πάντα
καλοδεχούμενο.
Διπλωματική Εργασία 44
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
η μίμηση, ενώ περίπου στους επτά με εννέα μήνες, η μίμηση δίνει τη θέση της στη
συναισθηματική συνήχηση, η οποία σταδιακά αρχίζει να κυριαρχεί έναντι της μίμησης.
Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η μίμηση σχετίζεται με τη συναισθηματική συνήχηση, ως δύο
άκρα ενός φάσματος. Επίσης, το αποτέλεσμα για τη θετική συσχέτιση μεταξύ μίμησης και
παραγωγής λόγου συμφωνεί με την έρευνα των Sundqvist, Nordqvist, Koch και Heimann
(2016), στην οποία βρέθηκε ότι η ανακλητική μίμηση (η μεταγενέστερη αναπαραγωγή μίας
πράξης) σε βρέφη εννέα μηνών προέβλεψε την παραγωγή λόγου των ίδιων βρεφών στους 16
μήνες.
Η ικανότητα δείξης του βρέφους βρέθηκε ότι σχετίζεται θετικά με τρεις ακόμα διαστάσεις της
γλωσσικής ανάπτυξης: την ικανότητα για διαλογική επικοινωνία, την κατανόηση του λόγου
και την παραγωγή λόγου. Το εύρημα για τη θετική συσχέτιση δείξης και κατανόησης του
λόγου συμφωνεί με την έρευνα των Harris και συνεργατών (1995a, οπ. αναφ. στο Harris,
1997), οι οποίοι αναφέρουν πως η ικανότητα του βρέφους να δείχνει αυτό που το ενδιαφέρει
ή που του ζητείται, παίζει σημαντικό ρόλο στην κατανόηση της έννοιας των λέξεων. Αυτό το
στηρίζουν στο εύρημά τους, ότι η ηλικία, κατά την οποία τα βρέφη ξεκινούν να δείχνουν,
σχεδόν ταυτίζεται με την ηλικία που τα βρέφη ξεκινούν να καταλαβαίνουν τα ονόματα των
αντικειμένων. Επίσης, το αποτέλεσμα για τη θετική σχέση δείξης και διαλογικής ικανότητας
μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι το βρέφος, μέσω της δείξης προσκαλεί τη μητέρα να
δείξει ενδιαφέρον για το αντικείμενο της προσοχής του, η οποία με τη σειρά της
ανταποκρίνεται, συμμετέχοντας σε μία διαλογική επικοινωνία μαζί του.
Η διαλογική επικοινωνία του βρέφους βρέθηκε ότι σχετίζεται θετικά με την κατανόηση των
λεγομένων της μητέρας, την παραγωγή λόγου και τη συναισθηματική συνήχηση. To τελευταίο
εύρημα έρχεται σε συμφωνία με την άποψη του Stern (1985), ο οποίος αναφέρει ότι η
ικανότητα διαλογικής επικοινωνίας, όπως την περιγράφει, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση
για τη συναισθηματική συνήχηση.
Τέλος, βρέθηκε ότι η κατανόηση του λόγου σχετίζεται θετικά με την παραγωγή του λόγου. Το
αποτέλεσμα αυτό συμφωνεί με τα αποτελέσματα της έρευνας των Tsao, Liu και Kuhl (2004),
οι οποίοι τονίζουν τη σπουδαιότητα του ρόλου της φωνητικής αντίληψης στη γλωσσική
κατάκτηση. Οι έρευνες, όμως, των Bates και συνεργατών (1988‧ Harris et al., 1995a, όπ. αναφ.
στο Harris, 1997), υποστηρίζουν ότι η πρώιμη κατανόηση της γλώσσας και η πρώιμη
παραγωγή λόγου δε σχετίζονται θετικά αναγκαστικά, κυρίως επειδή βρήκαν ότι στα πρώιμα
Διπλωματική Εργασία 45
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
στάδια της γλωσσικής ανάπτυξης το δεξί ημισφαίριο παίζει σημαντικό ρόλο στην κατανόηση,
ενώ το αριστερό ημισφαίριο φαίνεται να είναι αυτό που εμπλέκεται κυρίως στην πρώιμη
παραγωγή λόγου. Επίσης βρήκαν ότι υπάρχουν στα βρέφη τρία διαφορετικά μοτίβα χρονικής
καθυστέρησης μεταξύ κατανόησης και παραγωγής λόγου, κάτι που δείχνει στη σχέση αυτή,
ότι η ατομική διαφοροποίηση είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση, άρα δεν μπορεί να βγει ένα
ενιαίο συμπέρασμα για τη συσχέτιση των δύο αυτών διαστάσεων της γλωσσικής ανάπτυξης
των βρεφών.
Κατά τη διερεύνηση των πιθανών συσχετίσεων μεταξύ των διαστάσεων της μητρικής
ευαισθησίας και της γλωσσικής ανάπτυξης των βρεφών υπήρξαν ποικίλα ευρήματα. Η
ενθάρρυνση της μητέρας για εξερεύνηση του περιβάλλοντος βρέθηκε να σχετίζεται θετικά με
την ικανότητα μίμησης και μνήμης, με την ικανότητα δείξης του βρέφους, με την εμπλοκή του
βρέφους σε διαλογική επικοινωνία, με το επίπεδο κατανόησης του λόγου και με την ικανότητα
παραγωγής λόγου. Οι Tamis-LeMonda και Bornstein (1989) επιβεβαιώνουν αυτό το
αποτέλεσμα μέσα από την έρευνά τους, η οποία έδειξε ότι οι μητέρες που οργάνωσαν και
παρακίνησαν τα βρέφη τους να εστιάσουν την προσοχή τους σε αντικείμενα του
περιβάλλοντός τους και να τα εξερευνήσουν, είχαν βρέφη που κατείχαν πιο ευρύ λεξιλόγιο.
Η μητρική αποκριτικότητα σχετίζεται θετικά με την ικανότητα μνήμης και μίμησης του
βρέφους, με την ικανότητα δείξης του βρέφους, με την εμπλοκή του σε διαλογική επικοινωνία,
με την ικανότητα κατανόησης του λόγου και με την ικανότητα παραγωγής λόγου. Οι
Tomasello και Farrar (1986) και οι Baumwell, Tamis-LeMonda και Bornstein (1997)
συμφωνούν με τη θετική σχέση της μητρικής αποκρισιμότητας με την κατανόηση του λόγου,
ενώ οι Olson, Bales και Bates (1986) επίσης βρήκαν ότι η διάθεση της μητέρας να αποκρίνεται
άμεσα και αποτελεσματικά στα σήματα του βρέφους, σχετίζεται θετικά με την παραγωγή
λόγου του βρέφους. Αυτά τα αποτελέσματα μπορούν να εξηγηθούν, πιθανότατα, επειδή μία
ευαίσθητη, αποκριτική μητέρα μιλάει περισσότερο στο βρέφος της, κάνει μεγαλύτερης
διάρκειας συζητήσεις μαζί του και, γενικότερα, υπάρχει μεταξύ τους περισσότερη γλωσσική
αλληλεπίδραση, προάγοντας τη διαλογική επικοινωνία, η οποία είναι απαραίτητη προϋπόθεση
για την ανάδυση της ικανότητας της δείξης (Carpenter, Nagell & Tomasello, 1998, οπ. αναφ.
στο Cochet & Vauclair, 2010). Επίσης, μέσα σε αυτή τη συνθήκη, η μητέρα έχει τη διάθεση
να επαναλαμβάνει λέξεις που αντιστοιχούν σε αντικείμενα ή γεγονότα του περιβάλλοντος,
βοηθώντας με αυτόν τον τρόπο τη μνημονική ικανότητα του βρέφους.
Διπλωματική Εργασία 46
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
Το στυλ επικοινωνίας που έχει η μητέρα με το βρέφος, σχετίζεται θετικά με την ικανότητα
δείξης του βρέφους, με την εμπλοκή του σε διαλογική επικοινωνία και με την ικανότητα
παραγωγής λόγου. Ο Bowlby (1988) κάνει ιδιαίτερη αναφορά στη σημασία του στυλ
επικοινωνίας της μητέρας, καθώς πιστεύει ότι όταν εκείνη κάνει τη φωνή της πιο ψιλή, πιο
απαλή, τις κινήσεις της πιο αργές και προσαρμόζει κάθε επόμενή της ενέργεια σύμφωνα με τις
ενέργειες του βρέφους, αναπτύσσεται μεταξύ τους ένας «διάλογος», που χαρακτηρίζεται από
ταχύτητα, αποτελεσματικότητα και αμοιβαία ευχαρίστηση. Επίσης, οι Golinkoff, Can,
Soderstrom και Hirsh-Pasek (2015) συμφωνούν με το αποτέλεσμα της εργασίας για τη σχέση
του στυλ επικοινωνίας της μητέρας με την ικανότητα παραγωγής λόγου του βρέφους. Στην
έρευνά τους βρήκαν ότι η προσαρμοζόμενη στις ενέργειες του βρέφους ομιλία της μητέρας
βοηθάει στη μνήμη, την οργάνωση του λόγου και, τελικά, στην αύξηση του λεξιλογίου του
βρέφους. Ακόμα μία έρευνα που συμφωνεί με αυτό το αποτέλεσμα της παρούσας έρευνας,
είναι εκείνη των Mitsuhiko, Davies-Jenkins και Skarabela (2018), στην οποία βρέθηκε ότι τα
χαρακτηριστικά της «βρεφικής» ομιλίας των μητέρων επιταχύνουν την εκμάθηση λέξεων στα
πρώιμα στάδια της γλωσσικής ανάπτυξης.
Τέλος, η ποιότητα του συναισθηματικού δεσμού μεταξύ μητέρας και βρέφους σχετίζεται
θετικά με την ικανότητα δείξης του βρέφους και με την εμπλοκή του σε διαλογική επικοινωνία.
Το τελευταίο εύρημα συμφωνεί με τον Bowlby (1988), ο οποίος τονίζει τη σημασία της
δημιουργίας μίας ασφαλούς βάσης, στην οποία το βρέφος μπορεί να επιστρέφει, νιώθοντας
καλοδεχούμενο και σίγουρο ότι θα ικανοποιηθούν οι βιολογικές και συναισθηματικές του
ανάγκες. Στο πλαίσιο αυτού του ασφαλούς συναισθηματικού δεσμού, το βρέφος νιώθει
εμπιστοσύνη, χαρά και είναι πιο πρόθυμο να εμπλακεί σε διαλογική επικοινωνία με τη μητέρα
του.
Ένα άλλο αποτέλεσμα που βρέθηκε ήταν ότι η ενθάρρυνση του βρέφους για εξερεύνηση του
περιβάλλοντος και των αντικειμένων, προβλέπει την ικανότητα μίμησης, μνήμης και
αντίληψης του βρέφους ότι το αντικείμενο συμβολίζει τη δράση. Αυτό το αποτέλεσμα
συμφωνεί με τους Carpenter, Uebel και Tomasello (2013), καθώς και με τους Meltzoff και
Marshall (2018), οι οποίοι αναφέρουν ότι η ικανότητα μίμησης προϋποθέτει μία κοινή εμπειρία
του βρέφους με τον επικοινωνιακό του σύντροφο και από κοινού προσοχή σε μία
δραστηριότητα, όπως το παιχνίδι. Άρα, όταν μία μητέρα ενθαρρύνει το βρέφος της να
εξερευνήσει αντικείμενα, γεγονότα και πρόσωπα του περιβάλλοντός του, παίζει μαζί του
Διπλωματική Εργασία 47
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
διάφορα παιχνίδια και του ζητάει με ενθουσιασμό να επαναλάβει κάτι που κατάφερε, τότε
ενισχύει την ικανότητα μίμησης του βρέφους της.
Επίσης, βρέθηκε ότι η ενθάρρυνση για εξερεύνηση του περιβάλλοντος και το στυλ
επικοινωνίας της μητέρας προβλέπουν τη γλωσσική διάσταση της δείξης. Τη σχέση του στυλ
επικοινωνίας με τη δείξη επιβεβαιώνουν οι Franco, Perucchini και March (2009), οι οποίοι
αναφέρουν ότι, όταν μία μητέρα συμμετέχει με το βρέφος της σε ένα παιχνίδι, του δίνει
ερεθίσματα και δείχνει και η ίδια το παιχνίδι, τότε το βοηθάει να αναπτύξει την ικανότητα της
δείξης. Επίσης, το αποτέλεσμα της προβλεπτικής σχέσης της ενθάρρυνσης για εξερεύνηση του
περιβάλλοντος με την ικανότητα δείξης συμφωνεί με την έρευνα των Tamis-LeMonda και
Bornstein (1989), στην οποία αναφέρεται ότι οι μητέρες που παρότρυναν τα βρέφη τους να
εστιάσουν την προσοχή τους στον περιβάλλοντα χώρο και στα αντικείμενα γύρω τους, είχαν
παιδιά που έδειχναν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τα αντικείμενα και τα γεγονότα του
περιβάλλοντός τους και κατείχαν πιο ευρύ λεξιλόγιο. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί από τους
Carpenter, Nagell και Tomasello (1998, οπ. αναφ. στο Cochet και Vauclair (2010), που
αναφέρουν ότι η δείξη είναι αποτέλεσμα της κοινωνικής μίμησης και, με τη σειρά της, η
ικανότητα της μίμησης επιτυγχάνεται κι ενισχύεται από την ενθάρρυνση της μητέρας για
εξερεύνηση του περιβάλλοντος και την από κοινού προσοχή στο παιχνίδι (Carpenter, Uebel &
Tomasello, 2013).
Διπλωματική Εργασία 48
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
δεδομένα από τις συνεντεύξεις και την παρατήρηση παρέχουν πιο λεπτομερείς πληροφορίες
σχετικά με το πλαίσιο, ή το περιβάλλον, μέσα στο οποίο οι συμμετέχοντες δίνουν πληροφορίες
(Creswell, 2011).
Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι ο δείκτης αξιοπιστίας Cronbach’s a ήταν αρκετά χαμηλός στις
ερωτήσεις των διαστάσεων της ρύθμισης συναισθήματος, του στυλ επικοινωνίας της μητέρας
και της διαλογικής επικοινωνίας των βρεφών. Τέλος, στην παρούσα έρευνα δεν ερευνήθηκε η
σχέση των δεδομένων της έρευνας με αρκετά δημογραφικά στοιχεία, όπως το μορφωτικό
επίπεδο της μητέρας, ο τόπος κατοικίας και το οικονομικό επίπεδο της οικογένειας, κάτι που
συνιστάται για μελλοντική έρευνα.
Διπλωματική Εργασία 49
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
Βιβλιογραφία
Ainsworth, M.D. (1969). Maternal Sensitivity Scales. The Baltimore Longitudinal Project.
Johns Hopkins University, Baltimore.
Aitken, K.J., & Trevarthen, C. (1997). Self/other organization in human psychological
development. Development and Psychopathology, 9(4), 653-677.
Alexander, G., & Wilcox, T. (2012). Sex differences in early infancy. Child Development
Perspectives, 6(4), 400 – 406.
Baumwell, L., Tamis–LeMonda, C. S., & Bornstein, M. H. (1997). Maternal verbal sensitivity
and child language comprehension. Infant Behavior and Development, 20(2), 247-258.
Brandell, J.R., & Ringel, S. (2007). Attachment and Dynamic Practice: an Integrative Practice
for Social Workers and Other Clinicians. New York: Columbia University Press.
Bornstein, M.H., Putnick, D.L., Bohr, Y., Abdelmaseh, M., Lee, C.Y., & Esposito, G. (2020).
Maternal sensitivity and language in infancy each promotes child corelanguage skill in
preschool. Early Childhood Research Quarterly, 51, 483 – 489.
Bowlby, J. (1988). A Secure Base: Parent – Child Attachment and Healthy Human
Development. New York: Basic Books.
Carpenter, M., Nagell, K., & Tomasello, M. (1998). Social cognition, joint attention, and
communicative competence from 9 to 15 months of age. Monographs of the Society for
Research in Child Development, 63, 1–143.
Carpenter, M., Uebel, J., & Tomasello, M. (2013). Being mimicked increases prosocial
behavior in 18-month-old infants. Child Development, 84(5), 1511 – 1518.
Chomsky, N. (1959). A review of B.F. Skinner’s Verbal behavior. Language, 35, 26 – 58.
Cole, M., & Cole, S.R. (2002α). Η Ανάπτυξη των Παιδιών. Η Αρχή της Ζωής: Εγκυμοσύνη,
Τοκετός, Βρεφική Ηλικία. Αθήνα: Τυπωθήτω - Γιώργος Δαρδάνος.
Cole, M, & Cole, S.R. (2002β). Η Ανάπτυξη των Παιδιών: Γνωστική και Ψυχοκοινωνική
Ανάπτυξη κατά τη Νηπιακή και Μέση Παιδική Ηλικία. Αθήνα: Τυπωθήτω - Γιώργος
Δαρδάνος.
Cochet, H., & Vauclair, J. (2010). Pointing gesture in young children: Hand preference and
language development. Gesture, John Benjamins Publishing, 10(2/3), 129 – 149.
Creswell, J.M. (2011). Η Έρευνα στην Εκπαίδευση. Σχεδιασμός, Διεξαγωγή, και Αξιολόγηση
της Ποσοτικής και Ποιοτικής Έρευνας. Αθήνα: Ίων/Εκδόσεις Έλλην.
Crawford, N.M., & Steiner, A.Z. (2015). Age-related Infertility. Obstetrics and Gynecology
Clinics of North America, 42, 15 – 25.
Διπλωματική Εργασία 50
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
Dixon, W.E. Jr., & Smith, P.H. (2000). Links between early temperament and language
acquisition. Merrill – Palmer Quarterly, 46(3), 417 – 440.
Franco, F., Perucchini, P., & March, B. (2009). Is infant initiation of joint attention by pointing
affected by type of interaction? Social Development, 18, 51-76.
Gervain, J., & Mehler, J. (2010). Speech perception and language acquisition in the first year
of life. The Annual Review of Psychology, 61, 191 – 218.
Golinkoff, R.M., Can, D.D., Soderstrom, M., & Hirsh-Pasek K. (2015). (Baby)talk to me: the
social context of infant-directed speech and its effects on early language acquisition.
Current Directions in Psychological Science. 24(5), 339 – 344.
Harris, M. (1997). Language and its pathology. In G. Bremmer, A. Slater & G. Butterworth
(Eds.), Infant Development: Recent Advances, (pp. 311 – 329). East Sussex: Psychology
Press.
Hobson, R.P., Patrick, M.P.H, Crandel, L.E., Garcia Perez, R.M & Lee, A. (2004). Maternal
sensitivity and infant triadic communication. Journal of Child Psychology and
Psychiatry, 45(3), 470 – 480.
Hudson, S., Levickis, P., Down, K., Nickolls, R. & Wake, M. (2015). Maternal responsiveness
predicts child language at ages 3 and 4 in a community‐based sample of slow‐to‐talk
toddlers. International Journal of Language and Communication Disorders, 50, 136 –
142.
Johnson, Κ., Caskey, Μ., Rand, Κ., Tucker, R., & Vohr, B. (2014). Gender differences in adult-
infant communication in the first months of life. Pediatrics, 134(6), 1603 – 1610.
Κακαβούλη, Α. (1993). Γνωστική Ανάπτυξη και Αγωγή. Αθήνα: Ψυχοπαιδαγωγική.
Καρούσου, Α., & Νικολαΐδου, Κ. (2015). Οι γονείς πηγή πληροφοριών για την επικοινωνιακή
και γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών τους: μελέτη συγχρονικής εγκυρότητας του Τεστ
Επικοινωνιακής ως Ανάπτυξης (ΤΕΑ). Έρευνα στην Εκπαίδευση, 4, 152 – 177.
Κατή, Δ. (2020). Ανάπτυξη του λόγου. Ενότητα 2: ανάπτυξη γλωσσικών ικανοτήτων.
Ανακτήθηκε 12 Ιουλίου 2020, από http://opencourses.uoa.gr/courses/ECD4/
Kiymazarslan, V. (2002). A discussion of language acquisition theories. Science Journal of
Army Academy, 2(3), 34 – 41.
Κουγιουμουτζάκης, Γ. (2016). Εισαγωγή: από τους Μαορί στον Μότσαρτ. Στο Γ.
Κουγιουμουτζάκης (Επιμ.), Το Συν – της Συγκίνησης. Ψυχολογία Εμβρύων, Βρεφών και
Νηπίων (σσ. 1 – 28). Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Legerstee, M., Markova, G., & Fisher, T. (2007). The role of maternal affect attunement in
dyadic and triadic communication. Infant Behavior & Development, 30, 296 – 306.
Lloyd, P. (1998). Γνωστική και Γλωσσική Ανάπτυξη. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Mandler, J. M. (1998). Representation. In W. Damon (Eds.), Handbook of Child Psychology:
Cognition, Perception, and Language (pp. 255–308). John Wiley & Sons Inc.
Διπλωματική Εργασία 51
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
Meltzoff A.N., & Marshall, P.J. (2018). Human infant imitation as a social survival circuit.
Current opinion in behavioral science, 24, 130 – 136.
Meltzoff, A.N., & Moore, M.K. (1994). Imitation, memory and the representation of persons.
Infant Behavior and Development, 17, 83 – 99.
Messer, D. (1997). Referential Communication: making sense of the social and physical
worlds. In G. Bremmer, A. Slater, & G. Butterworth (Eds.), Infant Development: Recent
Advances, (pp. 291-309). East Sussex: Psychology Press.
Morales, M., Mundy, P., Delgado, C.E.F., Yale, M., Neal, R., & Schwartz, H.K. (2000). Gaze
following, temperament, and language development in 6-month-olds: a replication and
extension. Infant Behavior & Development, 23, 231–236.
Morse, J.M. (1991). Approaches to qualitative – quantitative methodological triangulation.
Nursing Research. 40(2), 120 – 123.
Νόβα – Καλτσούνη, Χ. (2008). Εξέλιξη του παιδιού στο κοινωνικό περιβάλλον. Πάτρα:
Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
Olson, S.L., Bayles, K., & Bates, J. E. (1986). Mother – child interaction and children’s speech
progress: a longitudinal study of the first two years. Merrill – Palmer Quarterly, 32, 1-
20.
Παπαδοπούλου, Κ., & Γιαννοπούλου – Τσούρτη, Σ. (2000). Η γλωσσική ανάπτυξη κατά τα
δύο πρώτα χρόνια της ζωής. Στο Γ. Τσιάντης και Θ. Δραγώνα (Επιμ.), Μωρά και
Μητέρες: Ψυχοκοινωνική Ανάπτυξη και Υγεία στα Δύο Πρώτα Χρόνια της Ζωής (σσ. 311
– 329). Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη.
Παπαηλιού, Χ.Φ. (2016). Τα βρέφη και η γλώσσα. Στο Γ. Κουγιουμουτζάκης (Επιμ.), Το Συν
– της συγκίνησης. Ψυχολογία Εμβρύων, Βρεφών και Νηπίων, (σσ. 275 – 288). Ηράκλειο:
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Pederson, D.R., Moran, G., Sitko, C., Campbell, K., Ghesquire, K., & Acton, H. (1990).
Maternal sensitivity and the security of infant – mother attachment: a Q-sort study. Child
Development, 61, 1974 – 1983.
Rothbart, M. K., & Ahadi, S.A. (1994). Temperament and the development of personality.
Journal of Abnormal Psychology, 103(1), 55-66.
Salley, B.J, & Dixon, W. E. Jr. (2007). Temperamental and joint attentional predictors of
language development. Merrill - Palmer Quarterly, 53, 131 – 154.
Seager, E., Mason-Apps, E., Stojanovik, V., Norbury, C., Bozicevic, L. & Murray, L. (2018).
How do maternal interaction style and joint attention relate to language development in
infants with Down syndrome and typically developing infants? Research in
Developmental Disabilities, 83, 194 – 205.
Shin, H., Park, Y.J., Ryu, H., & Seomun, G.A. (2008). Maternal sensitivity: a concept analysis.
JAN Leading Global Nursing Research. 64(3), 304 – 314.
Διπλωματική Εργασία 52
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
Silvén, M., Niemi, P., & Voeten, M.J.M. (2002). Do maternal interaction and early language
predict phonological awareness in 3-to-4-year olds? Cognitive Development, 17, 1133 –
1155.
Skinner, B.F. (1957). Verbal behavior. New York: Appleton-Century-Crofts.
Snow, C. E. (1977). The development of conversation between mothers and babies. Journal of
Child Language, 4, 1–21.
Stern, D. (1985). The interpersonal world of the infant. New York: Basic books.
Sundqvist, A., Nordqvist, E., Koch, F.S., & Heimann, M. (2016). Early declarative memory
predicts productive language: a longitudinal study of deferred imitation and
communication at 9 and 16 months. Journal of Experimental Child Psychology, 151, 109
– 119.
Tamis-LeMonda, C. S., & Bornstein, M. H. (1989). Habituation and maternal encouragement
of attention in infancy as predictors of toddler language, play and representational
competence. Child Development, 60, 738 - 751.
Τζακώστα, Μ. (2020). Οντογένεση του λόγου: ανάπτυξη σε στάδια ή σταδιακή ανάπτυξη;
Προσχολική & Σχολική Εκπαίδευση, 8, 59 – 86.
Thomas, A., & Chess, S. (1986). The New York longitudinal study: from infancy to early adult
life. In R. Plomin, & J. Dunn (Εds.) The Study of Temperament: Changes, Continuities
and Challenges (pp. 39 - 52). New Jersey: Lawrence Erlbaum Associates.
Tomasello, M., Carpenter, M. & Liszkowski, U. (2007). A new look at infant pointing. Child
Development, 78, 705–722.
Tomasello, M., & Farrar, M. J.(1986). Joint attention and early language. Child Development,
57(6), 1454-1463.
Trevarthen, C. (1997). Πώς και γιατί επικοινωνούν τα βρέφη. Στο Γ. Κουγιουμουτζάκης
(Επιμ.), Πρόοδος στην Αναπτυξιακή Ψυχολογία των Πρώτων Χρόνων (σσ. 13 – 32).
Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης.
Trevarthen, C. (1998). The child’s need to learn a culture. In M. Woodhead, D. Faulkner, & K.
Littleton, (Eds.). Cultural Worlds of Early Childhood (pp. 87-100). London:
Routledge/Open University.
Trevarthen, C. & Aitken, K.J. (2001). Infant intersubjectivity, research, theory and clinical
applications. Journal of Child Psychology and Psychiatry. 42, 3-48.
Tsao, F.M., Liu, H.M., & Kuhl, P.K. (2004). Speech perception in infancy predicts language
development in the second year of life: a longitudinal study. Child Development, 75(4),
1067 – 1084.
Wallace, E.D. Jr., & Smith, P.H. (2000). Links between early temperament and language
acquisition. Merrill – Palmer Quarterly, 46(3), 417-440.
Διπλωματική Εργασία 53
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
Weinberg, M.K., Tronick, E.Z., Cohn, J.F., & Olson, K.L. (1999). Gender differences in
emotional expressivity and self – regulation during early infancy. Developmental
Psychology, 35(1), 175 – 188.
Westerlund, M, & Lagerberg, D. (2008). Expressive vocabulary in 18-month-old children in
relation to demographic factors, mother and child characteristics, communication style
and shared reading. Child: care, health and development, 34(2), 257 – 266.
Wolfe, C.D., & Bell, M.A. (2003). Working memory and inhibitory control in early childhood:
contributions from physiology, temperament, and language. Wiley Periodicals, 44, 68-
83.
Wu, Z., & Gros-Louis, J. (2014). Infants’ prelinguistic communicative acts and maternal
responses: relations to linguistic development. First Language, 34, 72 – 90.
Διπλωματική Εργασία 54
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
Παραρτήματα
Αγαπητή μητέρα,
Με τιμή,
Ευρυδίκη Τσικανδυλάκη Υπογραφή μητέρας Ημερομηνία…….
(υπογραφή)
Διπλωματική Εργασία 55
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
2. Ερωτηματολόγιο έρευνας
Δημογραφικά στοιχεία
1. Ηλικία μητέρας
2. Φύλο βρέφους
Αγόρι Κορίτσι
3. Ηλικία βρέφους
5. Τρόπος γέννας
6. Υποβοηθούμενη γονιμοποίηση
Ναι Όχι
Ναι Όχι
Άγαμη με παιδί
Διπλωματική Εργασία 56
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
Εργαζόμενη Άνεργη
16.000 - 20.000 ευρώ 21.000 - 25.000 ευρώ 26.000 ευρώ και άνω
6. Όταν φεύγω από κοντά του, του εξηγώ το γιατί και σε πόση ώρα θα επιστρέψω
Διπλωματική Εργασία 57
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
7. Όταν επιστρέφω κοντά του, του δείχνω τη χαρά μου που το ξαναβλέπω
12. Όταν το βρέφος δυσανασχετεί / κλαίει/ ανησυχεί, εκνευρίζομαι και προσπαθώ να ηρεμήσω
για να ασχοληθώ μετά μαζί του
17. Όταν του δείχνω ένα αντικείμενο ή ένα νέο παιχνίδι, του μιλάω γι’ αυτό, του εξηγώ σε τι
χρησιμεύει ή πώς παίζεται
Διπλωματική Εργασία 58
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
20. Όταν το βρέφος ξεκινά μία συνομιλία μαζί μου, του απαντώ, περιμένω τη σειρά του, το
ρωτάω, περιμένω τη σειρά μου και του απαντώ (μπαίνω σε διάλογο μαζί του, δίνοντας
νόημα στις φωνοποιήσεις του και δείχνοντας τη χαρά μου)
21. Εκφράζω τα συναισθήματά μου στο βρέφος και του εξηγώ γιατί νιώθω έτσι
22. Χρησιμοποιώ το αδελφάκι του ή την τηλεόραση ή το απασχολώ με κάποιο παιχνίδι, όταν
έχω δουλειά
23. Όταν έχω δουλειά (π.χ. μαγειρεύω), έχω το βρέφος κοντά μου και το κάνω να συμμετέχει κι
εκείνο σ’ αυτό που κάνω
24. Όταν διακόπτεται η επικοινωνία μας, επειδή χρειάζεται να κάνω κάτι άλλο, του εξηγώ ότι
θα επιστρέψω
25. Προσπαθώ να εμπλέξω το βρέφος σε κοινές δραστηριότητες που είναι πάνω από το
επίπεδο των ικανοτήτων του
26. Η αλληλεπίδρασή μου με το βρέφος ρυθμίζεται από τα δικά μου συναισθήματα και όχι από
τις ανάγκες του βρέφους
27. Ενθαρρύνω το βρέφος να εξερευνήσει το περιβάλλον και τα αντικείμενα γύρω του (του
επιτρέπω να έχει πρόσβαση στα αντικείμενα του σπιτιού, μπορεί να κινηθεί άνετα στο
χώρο και έχει άμεσα πρόσβαση σε μένα)
28. Όταν δείχνει ενδιαφέρον για κάτι, του το φέρνω κοντά για να το εξερευνήσει
Διπλωματική Εργασία 59
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
30. Όταν δυσανασχετεί με κάτι, δοκιμάζω να του προσφέρω κάτι άλλο που θα του προσφέρει
ικανοποίηση
31. Όταν θυμώνει που δεν μπορεί να κάνει κάτι, το βοηθάω να το πετύχει
32. Όταν καταφέρνει να κάνει κάτι, του δείχνω το θαυμασμό μου και του ζητώ να το ξανακάνει
33. Καταλαβαίνω πότε είναι σε διάθεση να επικοινωνήσει μαζί μου και το ενθαρρύνω
34. Όταν δεν είναι σε διάθεση να επικοινωνήσει μαζί μου, εγώ επιμένω και προσπαθώ να του
τραβήξω την προσοχή
1. Προσπαθώ να εξηγώ κάτι στο βρέφος μου, όταν το βλέπει για πρώτη φορά
2. Όταν του μιλάω για κάτι, προσπαθώ να του το δείχνω και να κοιτάω το βρέφος στα μάτια
3. Όταν του μιλάω για κάτι, του επιτρέπω να το πιάσει και να το εξερευνήσει
4. Όταν το βρέφος μού δείχνει κάτι, το κοιτώ στα μάτια, και ονομάζω το αντικείμενο ενώ το
δείχνω κι εγώ
6. Χρησιμοποιώ και άλλες λέξεις, συνώνυμες, όταν του μιλάω για κάτι
Διπλωματική Εργασία 60
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
8. Συζητώ μαζί του (π.χ. έλα τώρα να φάμε και να πούμε μια ιστορία)
9. Όταν του μιλώ για κάτι, εκφράζω και τα συναισθήματά μου γι’ αυτό
10. Χαμογελώ στα λάθη του και το ενθαρρύνω να ονομάσει ένα αντικείμενο σωστά
13. Όταν κάνω μία δουλειά, προσπαθώ να του μιλώ και να του δείχνω την προσοχή μου
14. Όταν διακόπτεται η επικοινωνία μας, του εξηγώ ότι θα συνεχίσουμε σε λίγο πάλι.
15. Όταν η συμπεριφορά του δεν είναι η κατάλληλη, το μαλώνω με τιμωρητικό ύφος και
διακόπτω απότομα την επικοινωνία μου μαζί του
16. Όταν η συμπεριφορά του δεν είναι η κατάλληλη, του το εξηγώ, και το ενθαρρύνω να κάνει
κάτι άλλο
Διπλωματική Εργασία 61
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
2. Όταν του μιλάω είναι συγκεντρωμένο για να με ακούσει και με κοιτάει στα μάτια (δεν
αφαιρείται από γύρω ερεθίσματα) δείχνοντας ενδιαφέρον γι’ αυτό που του λέω
10. Όταν του λέω «να σε πάρω αγκαλιά;», εκείνο μου απλώνει τα χέρια να το πάρω
14. Το βρέφος μου δίνει σήματα όταν θέλει να ξεκινήσει μία κουβέντα μεταξύ μας (με
προσκαλεί σε επικοινωνία με φωνοποιήσεις και χειρονομίες)
Διπλωματική Εργασία 62
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
17. Όταν χρησιμοποιεί λέξεις και μικρές φράσεις, καταλαβαίνω τι θέλει να μου πει
18. Όταν του μιλώ, προσπαθεί να επαναλάβει αυτό που του λέω
20. Όταν ενδιαφέρεται για κάτι, μου το δείχνει με το χέρι του και μου ζητά με
φωνοποιήσεις και χειρονομίες να μιλήσουμε γι’ αυτό ή να το πιάσει στα χέρια του
21. Όταν του κάνω αστεία ή το πειράζω, το καταλαβαίνει, γελάει φωναχτά και μου ζητάει
να επαναλάβω το αστείο
22. Περιμένει τη σειρά του για να μιλήσει (περιμένει να τελειώσω τη φράση μου, για να
απαντήσει)
Διπλωματική Εργασία 63
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
3. Πίνακες
Πίνακας I. Μέσοι όροι δείξης του βρέφους, όταν του ζητείται και όταν ενδιαφέρεται για
ένα αντικείμενο, κατά ηλικία βρέφους
Group Statistics
Age_Infant N Mean Std. Deviation Std. Error Mean
ΔείχνειΟτανΤοΖητώ 1 27 3,74 1,347 ,259
2 37 4,62 ,721 ,118
ΔείχνειΖητάΑυτόΠουΤοΕνδια 1 24 4,33 ,637 ,130
φέρει 2 37 4,73 ,608 ,100
Πίνακας ΙΙ. Επίδραση της ηλικίας του βρέφους στη γλωσσική διάσταση της δείξης
Πίνακας IΙI. Επίδραση του φύλου των βρεφών στην άμεση ανταπόκριση της μητέρας στα
αρνητικά και θετικά μηνύματα του βρέφους.
Διπλωματική Εργασία 64
Ευριδίκη Τσικανδυλάκη «Η Γλωσσική Ανάπτυξη των Βρεφών στο
Πλαίσιο της Θεωρίας της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας»
Υπεύθυνη Δήλωση Συγγραφέα: Δηλώνω ρητά ότι, σύμφωνα με το άρθρο 8 του Ν.1599/1986,
η παρούσα εργασία αποτελεί αποκλειστικά προϊόν προσωπικής μου εργασίας, δεν προσβάλλει
κάθε μορφής δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, προσωπικότητας και προσωπικών
δεδομένων τρίτων, δεν περιέχει έργα/εισφορές τρίτων για τα οποία απαιτείται άδεια των
δημιουργών/δικαιούχων και δεν είναι προϊόν μερικής ή ολικής αντιγραφής, οι πηγές δε που
χρησιμοποιήθηκαν περιορίζονται στις βιβλιογραφικές αναφορές και μόνον και πληρούν τους
κανόνες της επιστημονικής παράθεσης.
Διπλωματική Εργασία 65