Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 5

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου: Η πρώτη ελληνίδα πεζογράφος

Το πρώτο αξιόλογο δείγμα γυναικείας γραφής στη νεοελληνική γραμματεία, μας το χάρισε η Ζακυνθινή λόγια
Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου. Μοναδική επιδίωξη της σύντομης ζωής της ήταν η συγγραφή είτε της
Αυτοβιογραφίας της είτε άλλων έργων. Δυστυχώς, δεν είδε κανένα από τα έργα της να δημοσιεύονται. Πολλά
χρόνια μετά τον θάνατό της, σχεδόν μισό αιώνα, ο γιός της δημοσιοποίησε την Αυτοβιογραφία της , με αρκετές
περικοπές. Από τα άλλα έργα της έχουν σωθεί ελάχιστα, μία κωμωδία με τίτλο Φιλάργυρος, κάποια ιταλικά
κείμενα, 20 επιστολές, ο πρόλογος μιας πραγματείας «Περί Οικονομίας», τα ποιήματα Ωδή εις το πάθος του
Ιησού Χριστού και Εις την Θεοτόκον και αποσπάσματα μεταφράσεων από τον Προμηθέα Δεσμώτη, την
Οδύσσεια και τις Ικέτιδες.

Η ζωή της

Η Ελισάβετ Μουτζάν- Μαρτινέγκου γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1801 και πέθανε το Νοέμβριο του 1832. Οι
γονείς της ανήκαν στις παλαιότερες και σημαντικότερες οικογένειες της Ζακύνθου. Η Ελισάβετ ενώ έδειχνε από
μικρή ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μόρφωση, περιορίστηκε στη διδασκαλία από την μητέρα της και τη γιαγιά της
αρχικά, ενώ η στοιχειώδης εκπαίδευσή της συνεχίστηκε με κατ’οίκον μαθήματα από κληρικούς που ανήκαν στον
κατώτερο κλήρο. Δεν ήταν ικανοποιημένη από τους δασκάλους της κι έτσι με προσωπική μελέτη απέκτησε
γνώσεις της αρχαίας ελληνικής, της ιταλικής και της γαλλικής γλώσσας. Επιθυμία της ήταν να μην παντρευτεί,
αλλά να αφοσιωθεί στη μελέτη και στο γράψιμο κάτι που θα της το πρόσφερε μια ζωή σε μοναστήρι, ή σε μία
κατοικία της οικογένειας στην ύπαιθρο. Ο πατέρας της αρνήθηκε και τις δύο αυτές προτάσεις. Η νεαρή κοπέλα
μπροστά στο ενδεχόμενο να παραμείνει έγκλειστη μέσα στο σπίτι του πατέρα της, αποκομμένη από όσα
συμβαίνουν έξω αποφάσισε να δραπετεύσει αλλά μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα επέστρεψε χωρίς να
την αντιληφθεί κάποιο μέλος της οικογένειάς της και τελικά αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να δεχτεί την
επιθυμία των δικών της να παντρευτεί. Η ανεύρεση γαμπρού στην Ζάκυνθο ήταν ιδιαίτερα δύσκολη και γι’ αυτόν
τον λόγο ο θείος της πρότεινε να ταξιδέψουν στην Ιταλία όπου θα ήταν πιο εύκολο να βρεθεί σύζυγος για την
Ελισάβετ και την αδερφή της, που ήταν και αυτή σε ηλικία γάμου. Το ταξίδι όμως, δεν έγινε εξαιτίας μιας
ασθένειας του πατέρα της. Εν τω μεταξύ βρέθηκε υποψήφιος σύζυγος, ο Νικόλαος Μαρτινέγκος, ο οποίος όμως
καθυστερούσε την επισημοποίηση της γαμήλιας συμφωνίας με συνεχείς διαπραγματεύσεις για το ύψος της
προίκας. Τελικά, ο γάμος τελέστηκε μετά από 16 μήνες, το καλοκαίρι του 1831. Η Ελισάβετ πέθανε δεκαέξι
ημέρες μετά τη γέννηση του γιού της.

Το γράψιμο ως ζωτική ανάγκη

Το γράψιμο για την Ελισάβετ υπήρξε ζωτική ανάγκη. Αν διαβάσει κάποιος ένα και μόνο από τα –ελάχιστα,
άλλωστε σωζόμενα- έργα της, θα καταλάβει ότι γράφοντας η Μουτζάν ικανοποιούσε μια θεμελιώδη, ζωτική
ανάγκη: αυτήν της επικοινωνίας. Η νεαρή γυναίκα ζούσε σε μια αυστηρή αστική οικογένεια της Ζακύνθου στις
αρχές του 19ου αιώνα όπου δεν της επιτρεπόταν να βγει από το σπίτι της, ενώ παράλληλα μέσα σ’αυτό δεν
υπήρχαν τα πρόσωπα με τα οποία θα μπορούσε να πραγματοποιήσει έναν πραγματικό διάλογο. Έτσι, γράφει
μανιωδώς αποζητώντας να συζητήσει με κάποιον, αποζητώντας μια καθημερινή συνομιλία.

Διαβάζοντας την Αυτοβιογραφία της διαπιστώνουμε πώς από πολύ νεαρή ηλικία η Ελισάβετ άρχισε να γράφει
κείμενα σε διαλογική μορφή και πως το δράμα γρήγορα γίνεται το λογοτεχνικό είδος που προτιμούσε να γράφει.
Μέσα σε πέντε χρόνια, από το 1820 έως το 1825 γράφει είκοσι δύο «θεατρικά συγγράμματα».

Στην Αυτοβιογραφία της βλέπουμε πώς το γράψιμο γίνεται γι’αυτήν το κύριο μέσο ισορροπίας σε περιόδους
κρίσης, αλλά και μέσο έκφρασης της ψυχικής πληρότητας. Το γράψιμο ταυτίζεται με την ικανοποίηση κάποιων
βασικών, καθημερινών αναγκών της ζωής της, από τις οποίες η κυριότερη ήταν εκείνη της επικοινωνίας της με
τους άλλους. Στη συνέχεια, εξελίσσεται δυναμικά σε όργανο κριτικής και καταγγελίας.
Ο φιλελεύθερος φεμινισμός

Ο φιλελεύθερος χαρακτήρας της φεμινιστικής σκέψης της Μουτζάν την φέρνει αρκετά κοντά στην Αγγλίδα
πρωτεργάτρια του φιλελεύθερου φεμινισμού Mary Wollstonecraft, που με το έργο της A Vindication of the
Rights of Woman θέλησε να δείξει πόσο η ευημερία έβλαψε τις γυναίκες της αστικής τάξης του 18ου αιώνα,
συγκρίνοντας αυτές με διακοσμητικά πτηνά κλεισμένα σε κλουβί.

«Αν η λογικότητα είναι μια ικανότητα που διακρίνει τον άνθρωπο από τα ζώα, οι γυναίκες έχουν την ίδια
ικανότητα με τους άντρες- εκτός κι αν τα κορίτσια θεωρούνται ζώα», γράφει η Wollstonecraft.

Αυτό που κυρίως ήθελαν να περάσουν οι δύο συγγραφείς ήταν πως οι γυναίκες που μένουν κλεισμένες μέσα
στο σπίτι, είναι εξασθενημένες και φιλάσθενες, επειδή δεν τους επιτρέπεται να έχουν δραστηριότητες έξω από
το σπίτι. Δεν έχουν, επίσης, ελεύθερη βούληση επειδή δεν τους επιτρέπεται να παίρνουν τις δικές τους
αποφάσεις, αλλά τελικώς στερούνται και αρετής, επειδή αποτρέπονται από την ανάπτυξη των λογικών τους
δυνάμεων και ενθαρρύνονται να είναι ευχάριστες και να ικανοποιούν τους άλλους, και ιδιαίτερα τον πατέρα
όσο είναι ανύπαντρες , ή τον σύζυγο.

Αυτό, όμως, στο οποίο βλέπουμε σύγκλιση απόψεων είναι η υπεράσπιση του δικαιώματος των γυναικών στη
μόρφωση. Πραγματικά, τον άξονα όλης της Αυτοβιογραφίας αποτελεί η διεκδίκηση και υπεράσπιση αυτού του
δικαιώματος, ενώ κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με το A Vindication of the Rights of Woman, που δεν αποτελεί
έκκληση για πολιτικές και οικονομικές ελευθερίες γυναικών, αλλά ένα επιχείρημα σχετικό με την ισότητα
ανδρών και γυναικών όσον αφορά στη λογική φύση του ανθρώπου.

Ο Ελισαβέτιος Μαρτινέγκος

Ο γιός της Ελισάβετ Μαρτινέγκου ήταν αυτός που σε ηλικία σαράντα εννέα ετών αποφάσισε να δημοσιεύσει
την αυτοβιογραφία της. Εκείνος που χωρίς να το θέλει της αφαίρεσε τη ζωή, μισό αιώνα αργότερα συνειδητά της
αφαιρεί από τη μικρή σε διάρκεια ζωή της κάποιες εμπειρίες, περιστατικά, βιωμένο χρόνο. Έτσι, μετά την
πατρική εξουσία, πεθαίνοντας, γλυτώνει μεν τη συζυγική αλλά υφίσταται – η μνήμη και το έργο της πλέον- την
υιική εξουσία.

Η δημοσίευση, ωστόσο της Αυτοβιογραφίας από τον Ελισαβέτιο ίσως υπηρετούσε και κάποια προσωπική
σκοπιμότητα. Ίσως ήθελε να δείξει την καταγωγή του από μια ευαίσθητη και αφιερωμένη στα γράμματα και στη
λογοτεχνία μητέρα. Ο τίτλος του βιβλίου του είναι χαρακτηριστικός: «Η Μητήρ μου», με
υπότιτλο: «Αυτοβιογραφία της κυρίας Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου μετά διαφόρων αυτού ποιήσεων». Οι
«ποιήσεις», όμως, αυτές καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος του τόμου. Πρόκειται για μια ρομαντική ποίηση
που παλινδρομεί ανάμεσα στην επτανησιακή παράδοση και στην Αθηναϊκή Σχολή. Τα πιο ενδιαφέροντα είναι
εκείνα που αναφέρονται στο νησί του, στον εαυτό του και στη μητέρα του.

Πολύ ενδιαφέρον από βιογραφική άποψη είναι το πρώτο ποίημα, στο οποίο ο γιος της Ελισάβετ
αυτοοικτιρίζεται εκφράζοντας την απογοήτευσή του για την έλλειψη ιδιαίτερων ικανοτήτων και για τη γενική
μέτρια κατάστασή του.

ΤΙ ΕΙΜΑΙ

Το λέω, δεν είμαι τίποτα


Ο νους μου είναι σκοτάδι,
Δεν έφεξε καμμία στιγμή,
Πάντοτες έχει βράδυ.
Είμαι ελλιπής και δύσκολος
Στη μνήμη και στη σκέψη,
Η φύσις σ’ όλα ηθέλησε
Σκληρά να με στερέψει.

Η επίμονη αναφορά του Ελισαβέτιου Μαρτινέγκου στη μικρότητα της διάνοιάς του αναμφισβήτητα ξεπερνά τα
όρια μιας τυπικής προβολής ταπεινοφροσύνης, δημιουργώντας προβλήματα στην κατανόηση της ψυχοσύνθεσή
του και, αντίστοιχα, της σχέσης που αυτός είχε αποκαταστήσει με τη νεκρή μητέρα του.

Συμπέρασμα

Στην ενδιαφέρουσα ιστορία της Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου διακρίνουμε τον ορισμό της καταπίεσης.
Καταπίεση στη μόρφωση, στην έκφραση συναισθημάτων και στην ελευθερία των επιλογών. Μπορεί άραγε η
καταπίεση να καταπνίξει ένα ταλέντο; Πολλές φορές, όλα αυτά που μπαίνουν εμπόδιο στην εξέλιξη ενός
χαρίσματος , είναι και αυτά που τελικώς, το αναδεικνύουν. Αν η Ελισάβετ δεν ήταν τόσο καταπιεσμένη από το
οικογενειακό της περιβάλλον, αν μπορούσε να συνομιλεί με τα άτομα του περιβάλλοντός της και να
εξωτερικεύει τις σκέψεις και τις ανησυχίες της, ίσως να μην είχε καταφέρει να φτάσει τη γραφή της σε αυτό το
σημείο. Η συγγραφή ήταν η μόνη της διέξοδος , αποτελούσε για εκείνην ζωτική ανάγκη, επικοινωνούσε με τους
ήρωες που δημιουργούσε η φαντασία της και κάπως έτσι επιβίωνε… και κάπως έτσι, αρκετά χρόνια μετά,
κατάφερε να γίνει η πρώτη ελληνίδα πεζογράφος.
Ελένη Μπούκουρα - Αλταμούρα

Η πρώτη Ελληνίδα ζωγράφος, με πολυτάραχο και τραγικό βίο..

Γεννήθηκε το 1821 στις Σπέτσες και ήταν κόρη του αρβανίτη καραβοκύρη και πρώτου θεατρώνη της Αθήνας
Γιάννη Μπούκουρα, με καταγωγή από τη Γορτυνία. Από μικρή έδειξε το ταλέντο της στη ζωγραφική και ο
πατέρας της δεν της χάλασε το χατήρι. Έλαβε μαθήματα κατ' οίκον από τον ιταλό ζωγράφο Ραφαέλο Τσέκολι,
καθηγητή του Σχολείου των Τεχνών, με συστατική επιστολή του οποίου συνέχισε τις σπουδές της στην Ιταλία.
Μεταμφιεσμένη σε άνδρα, με το ψευδώνυμο Χρυσίνης Μπούκουρας, παραβίασε το καλλιτεχνικό άβατο της
εποχής και μαθήτευσε στο εργαστήρι του ζωγράφου και γαριβαλδινού επαναστάτη Φραντσέσκο Σαβέριο
Αλταμούρα στη Νεάπολη (Νάπολι).

Η Ελένη ερωτεύθηκε τον κατά τέσσερα χρόνια μικρότερο δάσκαλό της και μαζί του απέκτησε τρία εξώγαμα
παιδιά: τον Ιωάννη, τη Σοφία και τον Αλέξανδρο. Προκειμένου να νομιμοποιήσει τη σχέση της, ασπάστηκε τον
καθολικισμό και τον παντρεύτηκε. Όμως, το 1857 ο σύζυγός της την εγκατέλειψε κι έφυγε με την ερωμένη του,
την αγγλίδα φίλη της ζωγράφο Τζέιν Χέυ, παίρνοντας μαζί του τον μικρότερο γιο τους Αλέξανδρο.

Η Ελένη επέστρεψε στην Ελλάδα με τα άλλα δύο παιδιά της, τον Ιωάννη και τη Σοφία, και άρχισε να παραδίδει
μαθήματα ζωγραφικής σε νεαρές Αθηναίες. Όμως, το 1872 η κόρη της αρρώστησε από φυματίωση και για
λόγους υγείας οι δύο γυναίκες μετακόμισαν στις Σπέτσες. Τελικά, η Σοφία δεν απέφυγε το μοιραίο και πέθανε
στα τέλη του 1872, σε ηλικία μόλις 18 ετών.

Το 1876 ο γιος της και ανερχόμενος ζωγράφος Ιωάννης Αλταμούρας ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην
Κοπεγχάγη και επέστρεψε στην Αθήνα, γεμίζοντας με χαρά τη χαροκαμένη μάνα. Όμως, η χαρά της δεν κράτησε
πολύ. Ο Ιωάννης, που διακρίθηκε για τις θαλασσογραφίες του, προσβλήθηκε και αυτός από φυματίωση και
πέθανε τον Μάιο του 1878, σε ηλικία μόλις 26 ετών.

Η απώλεια των παιδιών της προκάλεσε νευρικό κλονισμό στην Ελένη και την οδήγησε στην τρέλα. Σε ηλικία 60
ετών επέστρεψε στις Σπέτσες, όπου έκαψε σχεδόν όλα τα ζωγραφικά της έργα. Πέθανε σχεδόν άγνωστη στις 19
Μαρτίου 1900 και κηδεύτηκε στο κοιμητήριο της Αγίας Άννας των Σπετσών. Αργότερα, τα οστά της, όπως και
εκείνα της Σοφίας και του Ιωάννη, μεταφέρθηκαν από τους απογόνους της στο A' Νεκροταφείο Αθηνών, στον
κοινό τάφο της οικογενείας Mπούκουρα - Aλταμούρα.

Η τραγική ζωή της Ελένης Μπούκουρα - Αλταμούρα έγινε το θέμα ενός μυθιστορήματος (Ρέα Γαλανάκη:«Ελένη ή
ο κανένας», εκδ. Άγρα, 1998) κι ενός θεατρικού έργου (Κώστας Ασημακόπουλος «Ελένη Αλταμούρα», εκδ
Δωδώνη, 2005).

Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα γεννήθηκε στις Σπέτσες το 1821. Ήταν κόρη του Ιωάννη Μπούκουρα που
δημιούργησε το πρώτο θέατρο στην Αθήνα και προς τιμή του ονομάστηκε η "πλατεία Θεάτρου". Ως παιδί η
Ελένη έδειξε νωρίς την κλίση της στις τέχνες και περισσότερο στη ζωγραφική, μάλιστα ζωγράφιζε τις φίλες της
που της πόζαραν στην αυλή του παρθεναγωγείου. Βλέποντας την ανάγκη της να εκφραστεί, ο πατέρας της
κάλεσε στο σπίτι τον καθηγητή του Σχολείου των Τεχνών, Ραφαέλο Τσέκκολι για να της παραδίδει ιδιαίτερα
μαθήματα.

Νεαρή πια η Ελένη και με τις ευλογίες του πατέρα αλλά και του δασκάλου της, αποφάσισε να πάει για σπουδές
στην Ιταλία. Υπήρχε όμως εκείνη την εποχή, ένα απροσπέλαστο εμπόδιο για τις γυναίκες. Απαγορευόταν η
φοίτησή τους στις Ακαδημίες Τέχνης, λόγω του γυμνού σώματος των μοντέλων που πόζαραν για τους φοιτητές.
Αποφασισμένη να γίνει ζωγράφος με κάθε τίμημα, κατεβάζει μια απίστευτη, όσο και επικίνδυνη ιδέα. Να
μεταμφιεστεί σε άνδρα.

Η ιδέα της θα δουλέψει και η Ελένη ως Χρυσίνης Μπούκουρης, θα παρακολουθήσει για τέσσερα χρόνια
μαθήματα ζωγραφικής στην Νάπολη και τη Ρώμη. Εκεί, ανάμεσα στις ακουαρέλλες και το μπλε του κοβαλτίου,
γνώρισε και ερωτεύθηκε τον Ιταλό ζωγράφο και καθηγητή της, Φρανσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα. Μαζί του
απέκτησε τρία παιδιά εκτός γάμου. Τον Ιωάννη, τη Σοφία και τον Αλέξανδρο. Η αγάπη και η αφοσίωσή της στον
Αλταμούρα, την οδήγησαν να ασπαστεί τον καθολικισμό και να παντρευτεί τελικά τον αγαπημένο της το 1857.

Ο γάμος αυτός ωστόσο δεν θα είχε αίσιο τέλος. Η προδοσία του Αλταμούρα, ήρθε πολύ σύντομα και είχε το
πρόσωπο της ζωγράφου και φίλης της Ελένης, Τζέιν Χέυ. Ο σύζυγός της, την εγκατέλειψε κι έφυγε με την
ερωμένη του, παίρνοντας μαζί του το μικρότερο γιο τους, Αλέξανδρο. Η Ελένη τότε, μόνη και βαθιά πληγωμένη,
επέστρεψε στην Ελλάδα με τα άλλα δύο παιδιά της, τον Ιωάννη και τη Σοφία.

Φτάνοντας στην Αθήνα, εγκαταστάθηκε στην Πλάκα. Ήταν πλέον μια αναγνωρισμένη ζωγράφος και με τις
σπουδές της είχε καταφέρει να ενταχθεί γρήγορα στους κόλπους των επιφανών Αθηναίων. Μάλιστα, το 1859 και
το 1870 εξελέγη, μαζί με τον Νικηφόρο Λύτρα, μέλος της επιτροπής των Ολυμπίων και μαζί με τους Αλέξανδρο
Ραγκαβή, Γεώργιο Μαργαρίτη, Ερνέστο Τσίλλερ και Γεράσιμο Μαυρογιάννη, μέλη της εξεταστικής επιτροπής του
Καλλιτεχνικού Τμήματος του Πολυτεχνείου. Από το 1863 άρχισε να παραδίδει μαθήματα με πλούσιες Αθηναίες
και φοιτήτριες του Αρσακείου. Ανάμεσά τους θα βρισκόταν και η νεαρή τότε Βασίλισσα Όλγα.

Το 1872 η κόρη της Σοφία, θα αρρωστήσει και αυτό θα καταβάλλει της Ελένη Αλταμούρα. Οι δύο γυναίκες θα
χρειαστεί να φύγουν για τις Σπέτσες, ώστε να έχει καλύτερες συνθήκες διαβίωσης στο νησιωτικό κλίμα η Σοφία.
Ο Ιωάννης, έχει ήδη φύγει για την Κοπεγχάγη, όπου σπούδαζε στο πλευρό του ζωγράφου Καρλ Φρέντερικ
Σόρενσεν μετά από υποτροφία που κέρδισε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Η Σοφία δεν θα τα καταφέρει και τελικά
θα φύγει από τη ζωή το 1874, σε ηλικία μόλις 20 ετών. Ο Ιωάννης θα επιστρέψει από τη Δανία το 1876 και θα
ζήσει για λίγο με τη μητέρα του δίνοντάς της μεγάλη χαρά, ώσπου το 1878, θα πεθάνει κι αυτός από την ίδια
ασθένεια.

Η Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα συντετριμμένη από το θάνατο των παιδιών της, προχώρησε σε μια αδιανόητη
πράξη. Έκαψε τα περισσότερα και καλύτερά της έργα στην αυλή του σπιτιού της. Από εκείνη την ημερα, θα
σταματούσε κάθε κοινωνική συναναστροφή. Κλείστηκε στον εαυτό της τροφοδοτώντας τα κουτσομπολιά της
εποχής στην κλειστή κοινωνία των Σπετσών. Πέθανε σχεδόν άγνωστη στις 19 Μαρτίου 1900 και κηδεύτηκε στο
κοιμητήριο της Αγίας Άννας των Σπετσών. Υπήρξε κορυφαία ζωγράφος του 19ου αιώνα.

Η ζωή της έγινε το θέμα του μυθιστορήματος της Ρέας Γαλανάκη: «Ελένη ή ο κανένας», Εκδόσεις Άγρα, 1998 και
του θεατρικού έργου: «Ελένη Αλταμούρα» του Κώστα Ασημακόπουλου, Εκδόσεις Δωδώνη, 2005.

You might also like