Professional Documents
Culture Documents
Teliki Mera
Teliki Mera
Εισαγωγή
Μέσω μιας χρονολογικής αναδρομής πριν από την έναρξη της κρίσης, εξετάζει την εξέλιξη των
εσόδων και των δαπανών, προσδίδοντας έτσι ιστορική προοπτική στον προβληματικό
χαρακτήρα του δημοσιονομικού πλαισίου. Ο στόχος είναι να διαπιστωθεί εάν το
δημοσιονομικό έλλειμμα οφείλεται σε έλλειψη εσόδων, υπερβολικές δαπάνες, ή τη
συνύπαρξη και επιδράσεις αμφοτέρων.
Δημοσιονομικό Έλλειμμα-Ορισμός
Στην ελληνική φορολογία, ο όρος "έλλειμμα" αποτελεί την διαχρονική αναφορά ενός ποσού
που ελλείπει ή είναι ανεπαρκές για την κάλυψη των οικονομικών αναγκών. Στο πλαίσιο των
κρατών, η προκήρυξη ελλείμματος υποδεικνύει την ανισορροπία μεταξύ των κρατικών εσόδων
και δαπανών, εκφραζόμενη ως η αρνητική διαφορά μεταξύ των δύο αυτών παραμέτρων. Πιο
συγκεκριμένα, το οικονομικό έλλειμμα εμφανίζεται όταν η αφαίρεση των δημοσίων δαπανών
1
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ EΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ:
ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΔΑΠΑΝΩΝ Η ΕΣΟΔΩΝ
από τα δημόσια έσοδα παράγει αρνητικό αποτέλεσμα, που εκφράζεται ως λόγος προς το
Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ), σύμφωνα με την έρευνα του Eurostat του 2019.
Στις μέρες μας, η αντιμετώπιση των ελλειμμάτων αποτελεί προτεραιότητα για τα κράτη,
χρησιμοποιώντας τον μηχανισμό του δανεισμού. Συνεπώς, ο όρος "δημοσιονομικό έλλειμμα"
περιγράφει τον καθαρό δανεισμό ενός κράτους, όπως ορίζεται στο ευρωπαϊκό σύστημα
ολοκληρωμένων οικονομικών λογαριασμών. Αυτός ο δανεισμός μετριέται ως ποσοστό προς το
Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ), σύμφωνα με την Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής
Ένωσης το 2008. Η ύπαρξη δημοσιονομικού ελλείμματος αντικατοπτρίζει την προσπάθεια των
κρατών να διαχειριστούν τις οικονομικές προκλήσεις με δεξιοτεχνία και να διατηρήσουν την
οικονομική σταθερότητα.
Δημοσιονομική κρίση
Σε ό,τι αφορά το δημοσιονομικό έλλειμμα, η συνθήκη ορίζει όριο του 3% του Ακαθάριστου
Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) ως μέγιστο ποσοστό που μπορεί να επιτραπεί. Επιπλέον,
προκειμένου να διασφαλίσει τη συμμόρφωση προς αυτά τα δημοσιονομικά κριτήρια,
υπογράφηκε το 1997 το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. (Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα, 2022)
Τα στοιχεία που παρουσιάζονται στο παραπάνω διάγραμμα δείχνουν ότι το έλλειμμα της
Ελλάδας συνεχίζει να υπερβαίνει το ανώτατο όριο. Είναι ενδιαφέρον ότι αυτή η τάση δεν
περιορίζεται στην Ελλάδα αλλά επεκτείνεται σε πολλές άλλες χώρες που υπερβαίνουν το όριο
του 3% στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, πυροδοτώντας μια διαδικασία
υπερβολικού ελλείμματος (Καπλάνογλου & Ράπανος, 2011).
Επιπλέον, υπάρχει γενική έλλειψη αξιοπιστίας στα δεδομένα και τις εκτιμήσεις από τις εθνικές
αρχές, με πολλαπλές αναθεωρήσεις να δείχνουν τάσεις επιδείνωσης. Ένα βασικό παράδειγμα
ήταν το 2008 και το προβλεπόμενο έλλειμμα για το 2009 αυξήθηκε ανησυχητικά από 3,7% σε
12,7%.
Η δημοσιονομική κρίση ξεκίνησε το 2010, όταν η Ελλάδα ανακοίνωσε ότι το δημοσιονομικό της
έλλειμμα είχε αυξηθεί στο 15% περίπου του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, υπερβαίνοντας
σημαντικά τις προηγούμενες εκτιμήσεις. Η κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω με την
αποκάλυψη ότι οι οικονομικοί λογαριασμοί της Ελλάδας είχαν υποστεί παραβίαση,
προσθέτοντας έτσι έναν επιπλέον παράγοντα στην ανισορροπία της οικονομικής της
κατάστασης.
Η αξιοπιστία της Ελλάδας έχει χαθεί σοβαρά, επηρεάζοντας την εμπιστοσύνη της στους θεσμούς
της ΕΕ και στις διεθνείς αγορές. Συνειδητοποιώντας τη σοβαρότητα της οικονομικής
κατάστασης, οι επενδυτές απέσυραν τη στήριξή τους στα ελληνικά ομόλογα, με αποτέλεσμα οι
αποδόσεις (spread) να εκτιναχθούν σε επίπεδα που απειλούσαν τη βιωσιμότητα της χώρας στις
διεθνείς αγορές. Αυτά τα επίπεδα αποτελούν αντικίνητρο για την Ελλάδα να αναχρηματοδοτήσει
τον δανεισμό της από τις διεθνείς αγορές και ως εκ τούτου απαιτούν οικονομική υποστήριξη από
τους Ευρωπαίους εταίρους και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (Ευρωπαϊκός Μηχανισμός
Σταθερότητας, 2022).
Η επίσημη ανακοίνωση της κρίσης, έγινε από τον τότε Πρωθυπουργό στη νήσο Μεγίστη στις
21 Απριλίου 2010 και σηματοδότησε την έναρξη μιας εποπτικής περιόδου, κατά την οποία
πραγματοποιήθηκαν έντονες διαπραγματεύσεις και εκτελέστηκε διεθνής συνεργασία με σκοπό
την αντιμετώπιση της κρίσης και την αποκατάσταση της οικονομικής σταθερότητας.
Παρακάτω, απεικονίζουμε γραφικά την εξέλιξη των δημοσίων εσόδων και δαπανών όπως
παρουσιάζεται από το Ινστιτούτο Εργασίας Γ.Σ.Ε.Ε. (2013), με αναφορά στον μέσο όρο της Ε.Ε.
Κατά την πιο λεπτομερή εξέταση του πίνακα, παρατηρούμε ότι το ποσό που δαπανάται για
μισθούς στον δημόσιο τομέα είναι μόνο κατά 0,1% αυξημένο σε σύγκριση με τις υπόλοιπες
χώρες. Αυτό ανατρέπει ένα από τα πιο σημαντικά αφηγήματα που αποδίδουν το έλλειμμα όχι
μόνο στις δημόσιες δαπάνες, αλλά συγκεκριμένα σε αυτήν την συνιστώσα τους. Τα
επιχειρήματα ότι ο σπάταλος δημόσιος τομέας ευθύνεται για την εκτίναξη του ελλείμματος,
τουλάχιστον όσον αφορά το μισθολογικό κόστος των υπαλλήλων, δεν ευσταθούν (Μανιάτης,
2011).
Επίσης, παρατηρούμε ότι η Ελλάδα υπολείπεται στις δαπάνες για υγεία και παιδεία, με το
πρόβλημα να εντοπίζεται στις δαπάνες γενικής κυβέρνησης, το ποσοστό των οποίων δεν είναι
αρκετό για να αλλάξει τη συνολική εικόνα των δημοσίων δαπανών σε ισότιμα επίπεδα με την
ΕΕ των 15.
φόρους, ο φορολογικός συντελεστής της Ελλάδας είναι περίπου ίδιος με τον μέσο φορολογικό
συντελεστή 15 χωρών, ενώ άλλες κατηγορίες υστερούν. Όπως προκύπτει από τον πίνακα, η
αδυναμία εφαρμογής ικανοποιητικών φορολογικών πολιτικών είναι ο σημαντικότερος κρίκος
που οδηγεί στη μεγάλη διαφορά του δημοσιονομικού ελλείμματος της Ελλάδας σε σύγκριση με
τις 15 χώρες της Ε.Ε. Τα φορολογικά έσοδα είναι χαμηλότερα από τα αναμενόμενα (Ozturk &
Sozdemir, 2015).
Επιπλέον, παραθέτουμε δύο πίνακες από τον Μανιάτη (2011), οι οποίοι παρουσιάζουν την
ετήσια σύγκριση εσόδων και δαπανών της
Ε15, οι διαφορές στις άλλες δαπάνες είναι μικρότερες. Αναλύοντας περαιτέρω τον πίνακα, οι
μισθοί του δημόσιου τομέα φαίνεται να έχουν αυξηθεί ελαφρά (0,1%) σε σύγκριση με άλλες
χώρες. Αυτό σημαίνει ότι η άποψη ότι ο δημόσιος τομέας φέρει ευθύνη για την αύξηση των
ελλειμμάτων, τουλάχιστον όσον αφορά το κόστος των μισθών των υπαλλήλων, είναι αβάσιμη
(Μανιάτης, 2011). Επιπλέον, παρατηρούμε ότι η Ελλάδα υστερεί στις δαπάνες για την υγεία και
την παιδεία, κυρίως επειδή οι δαπάνες της γενικής κυβέρνησης είναι ανεπαρκείς για να
εξισορροπήσουν τις συνολικές δημόσιες δαπάνες σε επίπεδο παρόμοιο με αυτό της Ε15.
Επιπλέον, παραθέτουμε δύο πίνακες από τον Μανιάτη (2011), οι οποίοι παρουσιάζουν την
ετήσια σύγκριση εσόδων και δαπανών της
.
Πίνακας 2: Δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ, στην Ελλάδα και την ΕΕ-15,
1995-2009
Τα δεδομένα των πινάκων είναι σημαντικά, καθώς αποδεικνύουν ότι, παρά την αριθμητική
αύξηση του ελλείμματος το 2009, οφειλόμενη τόσο στην αύξηση των δαπανών όσο και στη
μείωση των εσόδων, οι δαπάνες αυξήθηκαν το 2009 και στις υπόλοιπες χώρες ως ποσοστό του
ΑΕΠ. Ωστόσο, η μεγάλη πτώση των εσόδων της ελληνικής οικονομίας δεν αντιστοιχεί σε
παρόμοιο ποσοστό στο μέσο όρο των 15 χωρών. Πράγματι, βλέπουμε ότι η άνοδος των δαπανών
στις 15 χώρες ήταν μεγαλύτερη (3,9% του ΑΕΠ) σε σύγκριση με την Ελλάδα (3,6% του ΑΕΠ).
Επιπλέον, και ως συνολικό ποσοστό, η Ελλάδα βρίσκεται σε καλύτερη θέση (50,4% έναντι
51,2%).
Αντίθετα, παρατηρούμε σημαντική υστέρηση στη συγκέντρωση εσόδων από την ελληνική
οικονομία. Με μια προσεκτική ανάλυση του πίνακα, είναι εύκολο να διαπιστώσουμε ότι η
μεγάλη πληγή στο θέμα των εσόδων είναι πράγματι η ελλιπής συγκέντρωση φόρων. Ενώ στους
έμμεσους φόρους, το ποσοστό της Ελλάδας κυμαίνεται περίπου στα ίσια επίπεδα με το μέσο
ποσοστό των 15, οι υπόλοιπες κατηγορίες υστερούν χαρακτηριστικά. Από τον πίνακα
τεκμαίρεται ότι η αδυναμία στην άσκηση ικανοποιητικής φορολογικής πολιτικής είναι ο
σημαντικότερος κρίκος, που οδήγησε την Ελλάδα στην μεγάλη διαφοροποίηση αναφορικά με το
δημοσιονομικό έλλειμμα σε σχέση με την ΕΕ των 15. Τα φορολογικά έσοδα υπολείπονταν
διαρκώς του μέσου όρου της ΕΕ και το διαρκές πρόβλημα της φοροδιαφυγής, οδήγησε τα
τελευταία προ κρίσης χρόνια σε χαμηλότερες των προσδοκιών φορολογικές εισπράξεις (Ozturk
& Sozdemir, 2015).
Εκτός από το ζήτημα της αναξιοπιστίας, η ελληνική οικονομία αντιμετώπιζε πιο βαθιά δομικά
προβλήματα. Πολλοί παράγοντες που συνέβαλαν στην οικονομική κρίση, εκτός από τις
μακροοικονομικές ανισορροπίες και την έλλειψη αξιοπιστίας, πηγάζουν από την ίδια τη δομή
της ελληνικής οικονομίας (Kouretas & Vlamis, 2010). Πέραν του προβλήματος του
δημοσιονομικού ελλείμματος, η Συνθήκη του Μάαστριχτ ορίζει ένα μέγιστο ποσοστό δημόσιου
χρέους στο 60% του ΑΕΠ. Στο ακόλουθο διάγραμμα παρουσιάζεται γραφικά η εξέλιξη του
ελληνικού δημόσιου χρέους, σύμφωνα με την ανάλυση των Kouretas & Vlamis (2010):
Επιπλέον, πριν από την κρίση, η ελληνική οικονομία παρουσίαζε έλλειψη ανταγωνιστικότητας.
Κατά τη διάρκεια της περιόδου 2001-2009, ο πληθωρισμός υπερέβαινε τον μέσο όρο της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ σε συνδυασμό με τις αυξήσεις των μισθών, καταγράφηκε μείωση της
ανταγωνιστικότητας (Ozturk & Sozdemi, 2015). Η μείωση αυτή είναι σημαντικός παράγοντας
που επηρεάζει την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας, επιδεινώντας τα ποσοστά των
δημοσιονομικών μεγεθών, συμπεριλαμβανομένου του δημοσιονομικού ελλείμματος.
Τέλος, η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας επηρεάζει τον εξαγωγικό τομέα και το ισοζύγιο
τρεχουσών συναλλαγών. Το υψηλό κόστος εργασίας και ο πληθωρισμός αύξησαν το κόστος των
ελληνικών εξαγωγών, επηρεάζοντας τις τιμές και το κόστος εργασίας (Μαλλιαρόπουλος, 2011).
Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αντιπροσωπεύει ουσιαστικά τη διαφορά αξίας ανάμεσα στα
αγαθά και τις υπηρεσίες που εξάγει μια χώρα σε σχέση με αυτά που εισάγει (Ευρετήριο
Οικονομικών Όρων, 2022).
Διάγραμμα 6-Το ελληνικό Έλλειμμα του ΙΤΣ, ως ποσοστό του ΑΕΠ, και οι συνιστώσες του
Όπως εμφανίζεται προφανώς, το ελληνικό χρέος βίωσε έντονη άνοδο από τις αρχές της
δεκαετίας του 1980 μέχρι περίπου τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Στη συνέχεια,
παρατηρήθηκε μια περίοδος σχετικής σταθερότητας και αποκλιμάκωσης μέχρι το 2007, όταν εκ
νέου παρατηρήθηκε σημαντική άνοδος. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι το ποσοστό του
χρέους απέχει σημαντικά από τον στόχο που καθορίζεται από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Αν
και η δημοσιονομική κρίση είχε ως κύριο επίκεντρο το έλλειμμα αντί του χρέους, το υψηλό
ποσοστό χρέους συνέβαλε επίσης σημαντικά. Η άνοδος των δημοσίων δαπανών, πριν από την
έναρξη της κρίσης, προστέθηκε ως επιπλέον παράγοντας σε μια ήδη υπερχρεωμένη οικονομία.
Έτσι, οι διευρυμένες δημόσιες δαπάνες οδήγησαν σε δραματική αύξηση του δανειακού κόστους
και σε υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους (Kouretas & Vlamis, 2010).
Επιπλέον, πριν από την υιοθέτηση του ευρώ, η ελληνική οικονομία εμφανίζονταν σταθερά
αυξημένη από το 1995 έως το 2007. Αυτό οφειλόταν σε διογκούμενη ροή δανείων λόγω
χαμηλών επιτοκίων, που κατευθύνονταν κυρίως προς μη παραγωγικούς τομείς. Σε συνδυασμό
με κεφάλαια από την ΕΕ και τα έργα των Ολυμπιακών Αγώνων, αυξήθηκε η εσωτερική ζήτηση
και οι εισαγωγές (Τσακλόγλου κ.ά., 2016). Δημιουργήθηκε μια ανισορροπία με έμφαση στην
κατανάλωση και τον δανεισμό, παραγωγικό πρότυπο που παρήγαγε δημοσιονομικά ελλείμματα
ακόμη και κατά τη διάρκεια περιόδων οικονομικής ανάπτυξης (Τσακλόγλου κ.ά., 2016).
Κατά την περίοδο προ της κρίσης, παρά την αύξηση του ΑΕΠ που υπερέβαινε τον μέσο όρο της
ΕΕ, η Ελλάδα δεν εκμεταλλεύτηκε το θετικό αυτό περιβάλλον. Δεν πραγματοποίησε
διαρθρωτικές αλλαγές για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς της, την αναβάθμιση της
φορολογικής διοίκησης ή τον περιορισμό της φοροδιαφυγής, προκειμένου να μειωθεί το
δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ (Στουρνάρας, 2020).
Συνολικά, το οικονομικό περιβάλλον της Ελλάδας ήταν ανησυχητικό ακόμη και πριν από την
έναρξη της κρίσης. Η δημοσιονομική κρίση και το δημοσιονομικό έλλειμμα δεν οφείλονται
μόνο στα γεγονότα του 2009 ή του 2010. Τότε, οι αποτελέσματα λανθασμένων πολιτικών,
πιθανώς σε συνδυασμό με ανεπιτυχείς κυβερνητικούς χειρισμούς, επέφεραν την έκρηξη του
έλλειμμα και οδήγησαν την κατάσταση σε αδιέξοδο. Η Ελλάδα ήταν σαν ένας ασθενής που
νοσούσε σοβαρά για πολλά χρόνια, και η κρίση απλά αποκάλυψε τις αδυναμίες μιας
ανορθολογικής οικονομίας, τόσο στον τομέα της οργάνωσης όσο και στη διαχείριση, που είχαν
αρχίσει να διαμορφώνονται πολλά χρόνια πριν (Τσακλόγλου κ.ά., 2016) Η αστάθεια που
προέκυψε στη χώρα, σε συνδυασμό με δομικά προβλήματα που προκάλεσαν την υπερβολική
διαστολή του ελλείμματος, οδήγησε στο να αποκλειστεί η χώρα από τις χρηματοπιστωτικές
αγορές. Αυτό έκανε αδύνατη την επαναχρηματοδότηση του δημόσιου χρέους.
Συμπεράσματα
έναρξη της κρίσης, ήταν ο μεγαλύτερος στην ευρωζώνη. Στο επίκεντρο αυτού του
εκτροχιασμού, ετέθη από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τις ελληνικές κυβερνήσεις, η
γιγάντωση του δημοσιονομικού ελλείματος.
Στο ερώτημα για το ποιο από τα δύο στοιχεία του ελλείμματος, δηλαδή τα δημόσια έσοδα ή οι
δημόσιες δαπάνες, αποτελεί το κύριο πρόβλημα, η απάντηση καταδεικνύει ότι το πρόβλημα
εντοπίζεται στα έσοδα. Οι οικονομικές επιδόσεις της Ελλάδας έχουν σταθερά αποκλίνει
μακροπρόθεσμα από τα ευρωπαϊκά μέσα επίπεδα.Αντίθετα, οι δημόσιες δαπάνες συγκλίνουν
προς τα ευρωπαϊκά επίπεδα. Αν και παρατηρούμε μια αύξηση τα τελευταία χρόνια, αυτή είναι
συνάρτηση μιας γενικότερης αύξησης στην Ευρώπη. Παρόλα αυτά, οι δαπάνες δεν αποτελούν
τον αποκλειστικό παράγοντα προσφέροντας συμβολή στο σχηματισμό του ελλείμματος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αναστασάτος, Α.(2011). ‘‘Η εξωτερική ανισορροπία της ελληνικής οικονομίας. Αίτια,
χαρακτηριστικά και σενάρια προσαρμογής’’. Η διεθνής κρίση, η κρίση στην ευρωζώνη και το
ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα,‘Ενωση Ελληνικών Τραπεζών: Αθήνα, σ. 377-398
Βαληνάκης, Γ., Καζάκος, Π., Μαραβέγιας, Ν. (2014), Η έξοδος από την κρίση: εφαρμόσιμες
εναλλακτκές προτάσεις, Εκδόσεις Παπαζήση: Αθήνα
Επίσημη Εφημερίδα Ευρωπαικής Ένωσης αριθ. 115 της 09/05/2008 σ. 0279 - 0280.Ενοποιημένη
απόδοση της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση – ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ - Πρωτόκολλο (αριθ. 12)
Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2010) , Έκθεση για τα στατιστικά στοιχεία δημόσιου ελλείμματος και
χρέους της Ελλάδας, Βρυξέλλες 08-01-2020. Διαθέσιμο στο δικτυακό
τόπο:https://www.statistics.gr/documents/20181/1245979/COMMISSION_REPORT_ON_DEFI
CIT_DEBT.pdf/be639286-313b-404b-87c4-36b13d975d4d (Πρόσβαση στις 8-12-2023)
Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα (2022), Πέντε πράγματα που πρέπει να γνωρίζετε για τη Συνθήκη
του Μάαστριχτ. Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο:
https://www.ecb.europa.eu/ecb/educational/explainers/tell-me-
more/html/25_years_maastricht.el.html (Πρόσβαση στις 8-12-2023)
Ινστιτούτο Εργασίας Γ.Σ.Ε.Ε. (2013). Ενημέρωση, μηνιαία έκδοση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, Τεύχος 201,
Ιανουάριος 2013. Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο :
https://www.inegsee.gr/wp-content/uploads/2014/02/files/320enhmerosh-teyxos-201.pdf
(Πρόσβαση στις 8-12-2023)
Μανιάτης, Θ. (2011). Η δημοσιονομική κρίση και ο κοινωνικός μισθός στην Ελλάδα. Διαθέσιμο
στον δικτυακό τόπο:https://www.bankofgreece.gr/RelatedDocuments/13-5_Μανιάτης.pdf
(Πρόσβαση στις 31-12-2022)
Τράπεζα της Ελλάδος (2010). Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών της Ελλάδος. Αιτίες
ανισορροπιών και προτάσεις πολιτικής. Διαθέσιμο στο δικτυακό
τόπο :https://www.bankofgreece.gr/Publications/Ισοζύγιο_Τρέχουσων_Συναλλαγών.pdf
(Πρόσβαση στις 31-12-2022)
Τσακλογλου, Π Οικονομίδης , Γ, Παγουλάτος, Γ. Τριαντόπουλος, Χ. Φιλιππόπουλος, Α. Πώς
Έφτασε Η Ελλάδα Στα Μνημόνια; Μια ανάλυση των παραγόντων που οδήγησαν την οικονομία
της χώρας στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο:
https://www.dianeosis.org/2016/04/pos_ftasame_sta_mnimonia/ (Πρόσβαση στις στις 8-12-
2023)
Στουρνάρας Γ (2020 ). Διδάγματα από την ελληνική οικονομική κρίση, οι προκλήσεις και οι
ευκαιρίες για το μέλλον. Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο:
https://www.bankofgreece.gr/enimerosi/grafeio-typoy/anazhthsh-enhmerwsewn/enhmerwseis?
announcement=fc915812-ab24-47ab-9e60-a566653a1f42 (Πρόσβαση στις στις 8-12-2023)
European Stability Mechanism (2022). What led to Greece’s economic problems. Available at:
https://www.esm.europa.eu/content/what-led-greece%E2%80%99s-economic-problems
(Πρόσβαση στις στις 8-12-2023)
Eurostat (2010). Provision of deficit and debt data for 2009 - Second notification
Euro area and EU27 government deficit at 6.3% and 6.8% of GDP respectively
Government debt at 79.2% and 74.0%.
Available at: https://ec.europa.eu/eurostat/documents/2995521/5051930/2-15112010-AP-
EN.PDF/6704b50f-d771-4c98-889e-261a5f74396d (Πρόσβαση στις στις 8-12-2023)