Ο Λύκος της Στέπας

You might also like

You are on page 1of 212

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ

Ο ΛΥΚΟΣ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ


Μετάφραση από τα γερμανικά: Γιώργος Δεπάστας

Σειρά: ΚΛΑΣΙΚΗ ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ


Συγγραφέας και τίτλος πρωτοτύπου:
HERMANN HESSE, Der Steppenwolf
© 1927 by Hermann Hesse
All rights reserved by and controlled through Suhrkamp Verlag Berlin.
Παραγωγή: MINΩAΣ A.E.E.
1η έκδοση: Ιανουάριος 2014
Μετάφραση από τα γερμανικά: Γιώργος Δεπάστας
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Διαμάντης
Σελιδοποίηση – Σχεδιασμός εξωφύλλου: Ιάκωβος Ψαρίδης
Copyright © για την παρούσα έκδοση:
Eκδόσεις MINΩAΣ
Τ.Θ. 504 88, 141 10 N. Hράκλειο, AΘHNA
τηλ.: 210 27 11 222 – fax: 210 27 11 056
www.minoas.gr • e-mail: info@minoas.gr
ISBN 978-618-02-0249-6
Πρόλογος του εκδότη

Το βιβλίο αυτό περιέχει τις σημειώσεις που μας άφησε εκείνος ο άντρας
τον οποίον ονομάζαμε Λύκο της Στέπας, ένα όνομα που ο ίδιος
χρησιμοποιούσε πολλές φορές για τον εαυτό του. Δεν θα εξετάσουμε αν το
χειρόγραφό του χρειαζόταν κάποιο εισαγωγικό σημείωμα· για μένα
οπωσδήποτε ήταν ανάγκη να προσθέσω στα γραφτά του Λύκου της Στέπας
μερικά ακόμα στοιχεία, με τα οποία θα προσπαθήσω να αποτυπώσω τις
αναμνήσεις μου σχετικά μ’ αυτόν. Είναι λίγα αυτά που γνωρίζω για κείνον,
και στην πραγματικότητα όλο το παρελθόν και η προέλευσή του έχουν
παραμείνει άγνωστα σ’ εμένα. Θα πρέπει ωστόσο να πω ότι έχω διατηρήσει
μια έντονη και συμπαθητική ανάμνηση της προσωπικότητάς του.
Ο Λύκος της Στέπας ήταν ένας άντρας περίπου πενήντα ετών, ο οποίος
μια μέρα πριν από μερικά χρόνια παρουσιάστηκε στο σπίτι της θείας μου
αναζητώντας ένα επιπλωμένο δωμάτιο. Νοίκιασε τη σοφίτα στο τελευταίο
πάτωμα και τη μικρή κρεβατοκάμαρα που ήταν δίπλα, και ύστερα από
μερικές μέρες ξαναγύρισε με δύο βαλίτσες και ένα μεγάλο κιβώτιο με
βιβλία, για να μείνει μαζί μας εννέα ως δέκα μήνες. Ζούσε ήσυχος και
απομονωμένος, κι αν η γειτονικότητα των υπνοδωματίων μας δεν είχε
προκαλέσει μερικές τυχαίες συναντήσεις στη σκάλα και στον διάδρομο,
μάλλον δεν θα είχαμε γνωρίσει ποτέ ο ένας τον άλλον, γιατί κοινωνικός δεν
ήταν ο άνθρωπος αυτός· ήταν ακοινώνητος σε έναν τόσο ψηλό βαθμό,
τέτοιον που σε κανέναν άλλο δεν είχα παρατηρήσει ως τότε, ήταν αληθινά,
όπως κι ο ίδιος έλεγε, ένας Λύκος της Στέπας, ένα ξένο, άγριο και
ντροπαλό, και μάλιστα πολύ ντροπαλό, πλάσμα κάποιου διαφορετικού
κόσμου από τον δικό μου. Σε ποια βαθιά απομόνωση είχε μάθει να ζει
εξαιτίας της ιδιοσυγκρασίας του και πόσο συνειδητά αποδέχτηκε αυτή την
απομόνωση ως πεπρωμένο του, αυτό βέβαια το πληροφορήθηκα μόνο από
τις σημειώσεις που άφησε πίσω του· τον είχα γνωρίσει νωρίτερα βέβαια,
κατά κάποιον τρόπο, μέσα από μερικές μικρές συναντήσεις και συνομιλίες,
και βρήκα την εικόνα που σχημάτισα γι’ αυτόν από τις σημειώσεις του
σύμφωνη κατά βάθος με την πραγματικά αμυδρή και ελλιπή που ήταν το
αποτέλεσμα της προσωπικής μας γνωριμίας.
Συμπτωματικά ήμουν παρών τη στιγμή που ο Λύκος της Στέπας πάτησε
για πρώτη φορά το πόδι του στο σπίτι μας κι έγινε νοικάρης της θείας μου.
Όταν ήρθε, ήταν μεσημέρι, τα πιάτα ήταν ακόμη πάνω στο τραπέζι κι εγώ
είχα μισή ώρα ελεύθερη ώσπου να γυρίσω στο γραφείο μου. Δεν έχω
ξεχάσει την παράξενη και ιδιαίτερα αντιφατική εντύπωση που μου έκανε σε
τούτη την πρώτη συνάντηση. Μπήκε από την τζαμόπορτα, αφού
προηγουμένως χτύπησε το κουδούνι, και η θεία τον ρώτησε στον
μισοσκότεινο διάδρομο τι επιθυμούσε. Εκείνος όμως, ο Λύκος της Στέπας,
πριν ακόμη απαντήσει ή πει το όνομά του, σήκωσε το αυστηρά
κοντοκουρεμένο κεφάλι του ψηλά, μύρισε ολόγυρα με τη νευρική του μύτη
και είπε: «Ω, εδώ μυρίζει όμορφα». Γέλασε με τα λόγια του, και η καλή
μου θεία γέλασε κι εκείνη, εγώ όμως βρήκα αυτή την έκφραση χαιρετισμού
μάλλον περίεργη και ελαφρώς θύμωσα.
«Λοιπόν», είπε, «έρχομαι για το δωμάτιο που ενοικιάζετε».
Μόνο όταν ανεβαίναμε τη σκάλα για τη σοφίτα μπόρεσα να παρατηρήσω
εκείνον τον άνθρωπο με μεγαλύτερη ακρίβεια. Δεν ήταν πολύ ψηλός, είχε
όμως το βάδισμα και το στήσιμο του κεφαλιού ενός μεγαλόσωμου
ανθρώπου, φορούσε ένα μοντέρνο, άνετο παλτό και κατά τα άλλα ήταν
ντυμένος με αξιοπρέπεια, αλλά όχι με φροντίδα, ήταν καλοξυρισμένος, με
πολύ κοντά μαλλιά, που είχαν εδώ κι εκεί λίγες γκρίζες ανταύγειες. Στην
αρχή δεν μου άρεσε καθόλου το βάδισμά του, είχε κάτι το κουρασμένο και
το αναποφάσιστο, που δεν ταίριαζε ούτε με το αυστηρό, δυνατό προφίλ
του, αλλά ούτε και με το ύφος και το ταμπεραμέντο της ομιλίας του.
Αργότερα μόνο παρατήρησα και πληροφορήθηκα πως ήταν άρρωστος και
ότι το περπάτημα του έκανε κόπο. Παρατηρούσε τη σκάλα, τους τοίχους
και τα παράθυρα, τα παλιά ψηλά ντουλάπια στο κλιμακοστάσιο με ένα
χαρακτηριστικό χαμόγελο, που τότε μου φάνηκε επίσης αινιγματικό· όλα
φαίνονταν να του αρέσουν, ενώ ταυτόχρονα τα έβρισκε και λίγο γελοία.
Γενικά ο άνθρωπος αυτός, σαν σύνολο, έδινε την εντύπωση πως ερχόταν σ’
εμάς από έναν ξένο κόσμο, από κάποιες υπερπόντιες χώρες, κι έβρισκε τα
πάντα εδώ ναι μεν όμορφα, αλλά λίγο παράξενα. Δεν μπορώ να μην
αναφέρω πως ήταν ευγενικός, φιλικός μάλιστα, και ότι αμέσως συμφώνησε
χωρίς αντίρρηση για όλα, για το δωμάτιο, για το σπίτι, για το ύψος του
ενοικίου και το πρόγευμα· κι όμως αυτόν τον άνθρωπο τον τύλιγε μια
άγνωστη και, όπως μου φαινόταν, κακή και εχθρική ατμόσφαιρα. Νοίκιασε
το δωμάτιο, νοίκιασε και την κρεβατοκάμαρα, ρώτησε να μάθει για τη
θέρμανση, για το νερό, για την υπηρεσία και τους κανονισμούς του σπιτιού,
τα άκουσε όλα προσεκτικά και ευγενικά, έμεινε με όλα σύμφωνος,
πρόσφερε μάλιστα αμέσως μια προκαταβολή για το νοίκι, κι εντούτοις
έδινε την εντύπωση πως δεν συμμετείχε σε όλα αυτά· φαινόταν σαν να
έβρισκε ο ίδιος παράξενη τη συμπεριφορά του, σαν να μην την έπαιρνε στα
σοβαρά, σαν να του ήταν περίεργο και πρωτόγνωρο το ότι νοίκιαζε ένα
δωμάτιο και μιλούσε γερμανικά με τους ανθρώπους, ενώ στην
πραγματικότητα και κατά βάθος τον απασχολούσαν εντελώς διαφορετικά
ζητήματα. Αυτή ήταν η εντύπωσή μου, και δεν θα ήταν ευνοϊκή αν δεν την
αναιρούσαν και δεν τη διόρθωναν διάφορα χαρακτηριστικά στοιχεία. Αυτό
που από την αρχή μού άρεσε κυρίως ήταν το πρόσωπό του· παρ’ όλη εκείνη
την εντύπωση της ιδιαιτερότητας, μου άρεσε, μπορεί να ήταν ένα κάπως
ιδιόρρυθμο, καθώς και θλιμμένο πρόσωπο, μα ήταν ξύπνιο, πολύ
στοχαστικό, ολοκληρωμένο και μετουσιωμένο. Κι επιπλέον εκείνο που με
έκανε περισσότερο επιεική ήταν το είδος της ευγένειας και της φιλικότητάς
του, που, αν και φαινόταν να του κάνει κόπο, δεν είχε τίποτε το υπεροπτικό
– αντίθετα είχε κάτι το σχεδόν συγκινητικό, κάτι σαν ικεσία, πράγμα που
μόνο αργότερα μπόρεσα να εξηγήσω, μολονότι με προδιέθεσε αμέσως
κάπως θετικά απέναντί του.
Πριν ακόμη τελειώσουν η επίσκεψη στα δύο δωμάτια και οι
διαπραγματεύσεις, το μεσημεριανό μου διάλειμμα είχε λήξει κι έπρεπε να
γυρίσω στη δουλειά μου. Τον αποχαιρέτησα και τον άφησα με τη θεία. Το
βράδυ, όταν επέστρεψα, εκείνη μου διηγήθηκε πως ο ξένος είχε νοικιάσει
τα δωμάτια και ότι θα μετακόμιζε μια από αυτές τις μέρες, μόνο που την
είχε παρακαλέσει να μη δηλώσει την άφιξή του στην αστυνομία, γιατί,
καθώς ήταν ένας άρρωστος άνθρωπος, οι διατυπώσεις, η αναμονή στο
αστυνομικό τμήμα και όλα τα σχετικά θα του ήταν ανυπόφορα. Θυμάμαι
ακόμα πολύ καλά πως αυτό με είχε βάλει τότε σε υποψίες και
προειδοποίησα τη θεία μου να μη δεχτεί αυτόν τον όρο. Ακριβώς αυτός ο
φόβος του να μη φανεί ύποπτος στην αστυνομία ταίριαζε απόλυτα στο
ασυνήθιστο και στο ξένο στοιχείο που τον χαρακτήριζε. Εξήγησα στη θεία
μου πως δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να συμβιβαστεί με αυτή την
έτσι κι αλλιώς ιδιόρρυθμη απαίτηση ενός εντελώς άγνωστου ανθρώπου, της
οποίας η εκπλήρωση πιθανώς να είχε γι’ αυτή πολύ δυσάρεστες συνέπειες.
Αποδείχτηκε όμως πως η θεία μου είχε ήδη συμφωνήσει να του
ικανοποιήσει την επιθυμία και πως αυτός ο ξένος άντρας την είχε ήδη
γοητέψει και κατακτήσει: Γιατί ποτέ δεν είχε δεχτεί νοικάρη με τον οποίο
δεν θα μπορούσε να έχει μια κάποια ανθρώπινη σχέση, φιλική, συγγενική ή
μάλλον μητρική, πράγμα που ορισμένοι από τους προηγούμενους
νοικάρηδες είχαν εκμεταλλευτεί πολύ. Και έτσι συνέβαινε διαρκώς τις
πρώτες βδομάδες, να βρίσκω ελαττώματα στον νέο νοικάρη και η θεία μου
να τον υπερασπίζεται κάθε φορά με θέρμη.
Επειδή αυτή η υπόθεση με την παράλειψη της δήλωσης στην αστυνομία
δεν μου άρεσε, θέλησα τουλάχιστον να μάθω τι γνώριζε η θεία μου για τον
ξένο, για την προέλευσή του, για τις προθέσεις του. Κι αυτή είχε μάθει
κιόλας κάτι, παρόλο που εκείνος δεν είχε μείνει παρά μόνο λίγη ώρα μετά
την αναχώρησή μου το μεσημέρι. Της είχε πει πως λογάριαζε να παραμείνει
για μερικούς μήνες στην πόλη μας, να χρησιμοποιήσει τις βιβλιοθήκες και
να δει τα ιστορικά μνημεία. Κατά βάθος δεν άρεσε στη θεία μου το ότι
ήθελε να νοικιάσει το δωμάτιο μόνο για τόσο σύντομο διάστημα, αλλά
εκείνος την είχε κερδίσει ολοφάνερα, παρά την κάπως παράξενη
συμπεριφορά του. Εν ολίγοις τα δωμάτια είχαν νοικιαστεί και οι
αντιρρήσεις μου είχαν φτάσει πολύ αργά.
«Γιατί να πει άραγε πως εδώ μυρίζει τόσο όμορφα;», ρώτησα.
Και τότε είπε η θεία μου, που μερικές φορές είχε πολύ καλή διαίσθηση:
«Αυτό το καταλαβαίνω πολύ καλά. Εδώ σ’ εμάς μυρίζει καθαριότητα και
τάξη, “μυρίζει” επίσης φιλική και αξιοπρεπή ζωή, κι αυτό του άρεσε.
Δείχνει σαν να μην είναι πια συνηθισμένος σ’ αυτά, σαν να τα έχει
στερηθεί».
Εμένα το ίδιο μου κάνει, σκέφτηκα. «Αλλά», είπα, «αν δεν είναι
συνηθισμένος σε μια τακτική και αξιοπρεπή ζωή, τι πρόκειται να γίνει στο
εξής; Τι θα κάνεις αν είναι βρόμικος και λερώνει τα πάντα ή αν γυρίζει στο
σπίτι μεθυσμένος οποιαδήποτε ώρα της νύχτας;».
«Αυτό θα το δούμε», είπε και γέλασε, κι εγώ δεν έκανα άλλη συζήτηση.
Και πραγματικά οι φόβοι μου αποδείχτηκαν αβάσιμοι. Ο νοικάρης, αν και
με κανέναν τρόπο δεν ζούσε μια ζωή τακτική και λογική, ούτε μας
ενόχλησε, ούτε μας έβλαψε, και τον αναπολούμε και σήμερα ακόμα με
ευχαρίστηση. Βαθιά μέσα μας όμως, στην ψυχή μας, αυτός ο άντρας μάς
τάραξε και μας ενόχλησε πάρα πολύ, τόσο τη θεία μου όσο κι εμένα, και
ειλικρινά ακόμη δεν έχει πάψει ούτε στο ελάχιστο να με απασχολεί. Τις
νύχτες τον βλέπω καμιά φορά στον ύπνο μου και νιώθω εξαιτίας του, μόνο
με την αίσθηση της παρουσίας ενός τέτοιου πλάσματος, βαθιά ταραγμένος
και ανήσυχος, παρόλο που μου είχε γίνει ακόμα και αγαπητός.

Δύο μέρες αργότερα έφερε ένας αμαξάς τα πράγματα του ξένου, ο οποίος
ονομαζόταν Χάρρυ Χάλλερ. Μου έκανε καλή εντύπωση η πολύ ωραία
δερμάτινη βαλίτσα, και το μεγάλο πλατύ μπαούλο φαινόταν να υπονοεί
μακρινά ταξίδια, πάνω του τουλάχιστον υπήρχαν κολλημένες
ξεθωριασμένες ετικέτες ξενοδοχείων και μεταφορικών εταιρειών από
διάφορες χώρες, ακόμα και υπερπόντιες.
Μετά έκανε κι ο ίδιος την εμφάνισή του, και άρχισε η περίοδος κατά την
οποία έκανα σιγά σιγά τη γνωριμία αυτού του αλλόκοτου ανθρώπου. Εγώ
στην αρχή από τη δική μου πλευρά δεν έκανα καμία προσπάθεια. Αν και ο
Χάλλερ μού κίνησε το ενδιαφέρον από την πρώτη στιγμή που τον είδα, δεν
έκανα κανένα βήμα να τον συναντήσω ή να ανοίξω μαζί του συζήτηση τις
πρώτες βδομάδες. Αντίθετα όμως, αυτό οφείλω να το ομολογήσω, από την
αρχή κιόλας τον παρακολουθούσα, και καμιά φορά, όταν έλειπε, έμπαινα
και στο δωμάτιό του και τον κατασκόπευα λιγάκι από απλή περιέργεια.
Όσον αφορά την εξωτερική εμφάνιση του Λύκου της Στέπας, έχω δώσει
ήδη μερικές πληροφορίες. Αμέσως, με την πρώτη ματιά, έδινε την
εντύπωση ενός σπάνιου και ασυνήθιστα προικισμένου ανθρώπου, το
πρόσωπό του ήταν γεμάτο πνεύμα και το εξαιρετικά λεπτό και ευκίνητο
παιχνίδισμα των χαρακτηριστικών του αντανακλούσε μια ενδιαφέρουσα,
εξαιρετικά ανήσυχη, υπερβολικά τρυφερή και ευαίσθητη ψυχή. Όταν
συζητούσε με κάποιον και –πράγμα ασυνήθιστο– έβγαινε από τα όρια της
συμβατικότητας και της αποξένωσής του και μιλούσε προσωπικά, με λόγια
που έβγαιναν από μέσα του, τότε ένιωθαν αναγκαστικά μειονεκτικά
κάποιοι σαν εμάς· εκείνος είχε κάνει περισσότερες σκέψεις από τους
άλλους ανθρώπους και για ζητήματα του πνεύματος είχε εκείνη τη σχεδόν
ψυχρή αντικειμενικότητα κι εκείνη τη βεβαιότητα του ολοκληρωμένου
συλλογισμού και της γνώσης που έχουν μόνο οι αληθινά πνευματικοί
άνθρωποι, οι οποίοι δεν επιδιώκουν ποτέ να λάμψουν, ή να πείσουν τον
άλλον, ή να αποδείξουν πως έχουν δίκιο.
Θυμάμαι μια τέτοια αντίδραση προς το τέλος της διαμονής του κοντά
μας, που όμως δεν ήταν καν αντίδραση, αλλά μόνο ένα βλέμμα. Ένας
διάσημος ιστορικός, φιλόσοφος και κριτικός τέχνης, ένας άντρας με
ευρωπαϊκή φήμη, είχε αναγγείλει τότε πως θα έκανε μια διάλεξη στο
μεγάλο αμφιθέατρο του πανεπιστημίου, κι εγώ κατάφερα να πείσω τον
Λύκο της Στέπας, που στην αρχή δεν είχε καμία διάθεση, να την
παρακολουθήσουμε. Πήγαμε μαζί στην αίθουσα και καθίσαμε δίπλα δίπλα.
Όταν ο ομιλητής ανέβηκε στο βήμα και άρχισε να μιλά, κάποιοι από τους
ακροατές που τον φαντάζονταν προφήτη απογοητεύτηκαν από την ελαφρώς
κομψευόμενη και ματαιόδοξη συμπεριφορά του. Όταν άρχισε λοιπόν να
μιλά και έκανε μερικές κολακείες στους ακροατές από ευγνωμοσύνη για
την πολυπληθή παρουσία τους, ο Λύκος της Στέπας μού έριξε τότε ένα
πολύ σύντομο βλέμμα, ένα κριτικό βλέμμα για τα λόγια εκείνα και για το
άτομο του ομιλητή, ένα αξέχαστο και τρομερό βλέμμα, για του οποίου τη
σημασία θα μπορούσε να γραφτεί ολόκληρο βιβλίο! Το βλέμμα δεν έκρινε
απλώς εκείνον τον ομιλητή, δεν εκμηδένιζε μόνο τον διάσημο άντρα με
συντριπτική κι ωστόσο λεπτή ειρωνεία, αυτό ήταν το λιγότερο. Το βλέμμα
ήταν περισσότερο θλιμμένο παρά ειρωνικό, και μάλιστα αβυσσαλέα και
απελπισμένα θλιμμένο· το περιεχόμενο αυτού του βλέμματος ήταν μια
ήρεμη, κάπως επιβεβαιωμένη απογοήτευση, που είχε γίνει συνήθεια και,
κατά κάποιον τρόπο, είχε ήδη πάρει μορφή. Δεν διαπερνούσε με την
απελπισμένη του λαμπρότητα απλώς το άτομο του ματαιόδοξου ομιλητή,
αλλά ειρωνευόταν και εκμηδένιζε την κατάσταση της στιγμής, την
προσμονή και την καλή διάθεση του κοινού, τον κάπως υπερφίαλο τίτλο
της ομιλίας που είχε προαναγγελθεί – όχι, το βλέμμα του Λύκου της Στέπας
διαπερνούσε ολόκληρη την εποχή μας, όλες τις δραστηριότητες, όλη τη
φιλοδοξία, όλη τη ματαιοδοξία, όλο το επιφανειακό παιχνίδι μιας
φαντασμένης, ρηχής πνευματικότητας – και δυστυχώς το βλέμμα πήγαινε
ακόμα πιο βαθιά, πήγαινε πιο μακριά από τα ελαττώματα και την απελπισία
της εποχής μας, του πνεύματος και του πολιτισμού μας. Έφτανε ως την
καρδιά όλης της ανθρωπότητας, διατύπωνε εύγλωττα μέσα σε ένα και μόνο
δευτερόλεπτο όλες τις αμφιβολίες ενός διανοουμένου, ενός γνώστη, όχι
μόνο για την αξιοπρέπεια, αλλά και για το ίδιο το νόημα της ανθρώπινης
ζωής. Αυτό το βλέμμα έλεγε: «Κοίταξε τι μαϊμούδες είμαστε! Κοίταξε πώς
είναι ο άνθρωπος!», κι όλη η διασημότητα, όλη η φρόνηση, όλες οι
επιτεύξεις του πνεύματος, όλη η προσπάθεια για ανωτερότητα, μεγαλείο
και σταθερότητα σε καθετί το ανθρώπινο κατέρρευσαν και έγιναν ένας
μαϊμουδισμός!
Βιάστηκα όμως πολύ λέγοντας αυτά και τελικά, ενάντια στον σκοπό και
στη θέλησή μου, είπα ήδη το πιο ουσιώδες για τον Χάλλερ, ενώ αρχικά η
πρόθεσή μου ήταν να αποκαλύψω σταδιακά την εικόνα του μέσα από τη
βαθμιαία γνωριμία μου μαζί του.
Αφού λοιπόν έχω τόσο προτρέξει, είναι περιττό να μιλήσω περισσότερο
για την αινιγματική «ξενικότητα» του Χάλλερ και να εξιστορήσω με
λεπτομέρειες πώς την κατάλαβα σιγά σιγά, πώς διαισθάνθηκα και διέκρινα
την αιτία αυτής της ξενικότητας, αυτής της αλλόκοτης και φριχτής
απομόνωσης. Ίσως καλύτερα, γιατί προτιμώ να μείνει το άτομό μου, όσο
γίνεται, στο περιθώριο. Δεν θέλω να εκθέσω τις δικές μου εξομολογήσεις, ή
να αφηγηθώ νουβέλες, ή να παραστήσω τον ψυχολόγο, αλλά να
συνεισφέρω απλώς ως αυτόπτης μάρτυρας στην εικόνα του ιδιόρρυθμου
αυτού ανθρώπου που άφησε πίσω του τούτα τα χειρόγραφα ενός Λύκου της
Στέπας.
Ήδη από την πρώτη στιγμή, όταν μπήκε από την τζαμόπορτα της θείας
μου, τέντωσε το κεφάλι σαν πουλί και επαίνεσε την καλή μυρωδιά του
σπιτιού, μου έκανε εντύπωση κάτι το ιδιαίτερο σ’ αυτόν τον άνθρωπο, και
η πρώτη μου αφελής αντίδραση ήταν η αντιπάθεια. Ένιωσα (και η θεία
μου, που, εντελώς αντίθετα από μένα, δεν είναι με κανέναν τρόπο
διανοούμενη, ένιωσε σχεδόν ακριβώς το ίδιο) – διαισθάνθηκα λοιπόν ότι
αυτός ο άνθρωπος ήταν άρρωστος, κάπου στο πνεύμα, ή στην ψυχή, ή στον
χαρακτήρα, και αμύνθηκα εναντίον του με το ένστικτο ενός υγιή. Τη θέση
αυτής της άμυνας την πήρε με τον καιρό μια συμπάθεια βασισμένη σε έναν
μεγάλο οίκτο για κείνον που υπέφερε βαριά κι αδιάκοπα και στου οποίου
τον εσωτερικό θάνατο εγώ ήμουν θεατής. Αυτό το διάστημα
συνειδητοποιούσα όλο και περισσότερο πως η αρρώστια αυτού του ασθενή
δεν οφειλόταν σε κάποιο ελάττωμα της φύσης του, αλλά αντίθετα στην
αφθονία των προτερημάτων και ικανοτήτων του, που δεν μπορούσαν να
εναρμονιστούν. Διαπίστωσα ότι ο Χάρρυ ήταν φαινόμενο στον πόνο, ότι,
σύμφωνα με κάποιους αφορισμούς του Νίτσε, είχε διαμορφώσει μέσα του
μια ιδιοφυή, μια απεριόριστη, τρομακτική ικανότητα για πόνο. Ταυτόχρονα
κατάλαβα πως η βάση της απαισιοδοξίας του δεν ήταν η περιφρόνησή του
για τον κόσμο, αλλά η περιφρόνηση για τον ίδιο τον εαυτό του, γιατί, ενώ
μπορούσε να μιλά ανελέητα και εκμηδενιστικά για θεσμούς και για
πρόσωπα, δεν εξαιρούσε ποτέ τον ίδιο του τον εαυτό, εκείνος ήταν ο
πρώτος ενάντια στον οποίο έστρεφε τα βέλη του, ήταν ο ίδιος του ο εαυτός
εκείνος που μισούσε και απέρριπτε…
Εδώ θα πρέπει να παρεμβάλω και μια παρατήρηση που αφορά την
ψυχολογία. Αν και γνωρίζω ελάχιστα για τη ζωή του Λύκου της Στέπας,
έχω κάθε λόγο να υποψιάζομαι πως οι φιλόστοργοι και πολύ θρήσκοι γονείς
και δάσκαλοί του τον εκπαίδευσαν σύμφωνα μ’ εκείνο το πνεύμα που
αναγνωρίζει σαν θεμέλιο της διαπαιδαγώγησης τη «συντριβή της
βούλησης». Αυτή λοιπόν η εκμηδένιση της προσωπικότητας και συντριβή
της θέλησης δεν είχε αποτέλεσμα σε τούτον τον μαθητή, ήταν πάρα πολύ
δυνατός και σκληρός γι’ αυτό, πάρα πολύ περήφανος και πνευματικός. Αντί
να εκμηδενίσουν την προσωπικότητά του, το μόνο που κατάφεραν ήταν να
του μάθουν να μισεί τον ίδιο του τον εαυτό. Ενάντια στον εαυτό του
λοιπόν, ενάντια σ’ αυτό το αθώο και ανώτερο αντικείμενο έστρεψε σ’ όλη
του τη ζωή ολόκληρη τη δύναμη της διανόησής του. Γιατί παρ’ όλα αυτά
ήταν πέρα για πέρα χριστιανός και πέρα για πέρα μάρτυρας, έτσι που
αρχικά να εξαπολύει κάθε αιχμή, κάθε κριτική, όλη την οργή και όλο το
μίσος που ήταν ικανός να νιώσει κυρίως ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό.
Όσον αφορά τους άλλους και το περιβάλλον του, έκανε διαρκώς τις
ηρωικότερες και σοβαρότερες προσπάθειες να τους αγαπήσει, να είναι
δίκαιος μαζί τους, να μην τους πληγώνει, γιατί το «αγάπα τον πλησίον σου»
είχε χαραχτεί τόσο βαθιά μέσα του όσο και το μίσος για τον εαυτό του· έτσι
όλη η ζωή του είχε γίνει ένα παράδειγμα για το ότι είναι αδύνατον να
αγαπήσεις τον πλησίον σου χωρίς να αγαπάς τον εαυτό σου, πως η
αυτοπεριφρόνηση είναι ακριβώς το ίδιο και τελικά προκαλεί την ίδια
φριχτή απομόνωση και απελπισία όπως και ο έντονος εγωισμός.
Όμως είναι πια καιρός να παραμερίσω τις σκέψεις μου και να μιλήσω για
την πραγματικότητα. Το πρώτο λοιπόν που έμαθα για τον κύριο Χάλλερ, εν
μέρει από τις κατασκοπείες μου, εν μέρει από τις παρατηρήσεις της θείας
μου, αφορά τον τρόπο ζωής του. Γρήγορα μπορούσε κανείς να καταλάβει
πως ήταν ένας άνθρωπος της διανόησης και του βιβλίου και πως δεν
ασκούσε κανένα πρακτικό επάγγελμα. Έμενε πάντα ως αργά στο κρεβάτι,
συχνά σηκωνόταν μόνο λίγο πριν από το μεσημέρι για να κάνει, με τις
πιτζάμες, μερικά βήματα από την κρεβατοκάμαρα ως το καθιστικό του.
Αυτό το καθιστικό, μια μεγάλη και φιλική σοφίτα με δύο παράθυρα ήδη
ύστερα από λίγες μέρες έδειχνε διαφορετική από ό,τι όταν την κατοικούσαν
άλλοι νοικάρηδες. Είχε γεμίσει, και με τον καιρό γέμιζε ολοένα και
περισσότερο. Στους τοίχους είχε κρεμάσει πίνακες, είχε κολλήσει σκίτσα
και, κατά διαστήματα, φωτογραφίες που τις έκοβε από περιοδικά και που
συχνά τις άλλαζε. Ένα τοπίο από τον νότο, μια γερμανική κωμόπολη,
προφανώς η πατρίδα του Χάλλερ, κρέμονταν εκεί, και ανάμεσά τους
πολύχρωμες φωτεινές ακουαρέλες που, όπως μάθαμε αργότερα, τις είχε
ζωγραφίσει ο ίδιος. Υπήρχε επίσης και η φωτογραφία μιας όμορφης νέας
γυναίκας ή κάποιου νεαρού κοριτσιού. Για ένα διάστημα κρεμόταν στον
τοίχο ένας σιαμέζικος Βούδας, ο οποίος αντικαταστάθηκε από μια
αναπαραγωγή της Νύχτας του Μιχαήλ Αγγέλου και έπειτα από το πορτρέτο
του Μαχάτμα Γκάντι. Βιβλία δεν γέμιζαν μόνο τη βιβλιοθήκη, αλλά
υπήρχαν παντού, πάνω στο όμορφο παλιό γραφείο, στο ντιβάνι, στις
καρέκλες, ολόγυρα στο πάτωμα, βιβλία με ένθετα χάρτινα σημάδια, που
συνεχώς άλλαζαν. Τα βιβλία πλήθαιναν διαρκώς, γιατί όχι μόνο έφερνε ο
ίδιος στοίβες ολόκληρες από τις βιβλιοθήκες, αλλά πολύ συχνά λάβαινε
πακέτα με το ταχυδρομείο. Ο άνθρωπος που κατοικούσε αυτό το δωμάτιο
θα μπορούσε να είναι ένας σοφός. Σε όλα αυτά ταίριαζε και ο καπνός από
τα πούρα που τα σκέπαζε όλα, καθώς και τα αποτσίγαρα και τα τασάκια
που ήταν σκορπισμένα παντού. Όμως ένα μεγάλο μέρος των βιβλίων δεν
ήταν φιλοσοφικού περιεχομένου, κατά το πλείστον ήταν έργα ποιητών
όλων των εποχών και εθνικοτήτων. Για κάμποσο διάστημα πάνω στο
ντιβάνι όπου εκείνος περνούσε ξαπλωμένος όλη την ημέρα του βρίσκονταν
και οι έξι χοντροί τόμοι ενός έργου του τέλους του δεκάτου ογδόου αιώνα
με τον τίτλο Το ταξίδι της Σοφίας από το Μέμελ στη Σαξονία. Μια έκδοση
των απάντων του Γκαίτε και μια του Ζαν Πάουλ έδειχναν να
χρησιμοποιούνται συχνά, το ίδιο και ο Νοβάλις, ο Λέσσινγκ, ο Γιακόμπι
και ο Λίχτενμπεργκ. Μερικοί τόμοι του Ντοστογιέφσκι ήταν γεμάτοι
χαρτιά με πυκνές σημειώσεις. Στο τραπέζι, ανάμεσα στα πολλά βιβλία και
στα χειρόγραφα, συχνά υπήρχε ένα μπουκέτο λουλούδια, εκεί κοντά
πλανιόταν συχνά και μια κασετίνα με ακουαρέλες, που όμως ήταν πάντα
καλυμμένη με σκόνη· δίπλα σταχτοδοχεία και, για να μην αποσιωπήσω
τίποτα, μπουκάλες με όλων των ειδών τα ποτά. Ένα μπουκάλι με ψάθινο
κάλυμμα ήταν συνήθως γεμάτο με ιταλικό κρασί που το αγόραζε από ένα
μικρό μαγαζί εκεί κοντά, καμιά φορά έκανε την εμφάνισή της και μια
μπουκάλα κρασί Βουργουνδίας ή Μάλαγας, είδα και μια μεγάλη μπουκάλα
κιρς να κοντεύει να αδειάσει μέσα σε ελάχιστο χρόνο και ύστερα να
εξαφανίζεται σε κάποια γωνιά του δωματίου και να σκεπάζεται από σκόνη,
χωρίς να ελαττώνεται πια το περιεχόμενό της. Δεν θέλω να δικαιολογηθώ
επειδή τον κατασκόπευα, και επίσης ομολογώ ειλικρινά πως τον πρώτο
καιρό όλα αυτά τα σημάδια μιας ζωής που από τη μια πλευρά ήταν γεμάτη
από πνευματικά ενδιαφέροντα, από την άλλη όμως ήταν σπαταλημένη και
απειθάρχητη μου προξενούσαν απέχθεια και δυσπιστία. Εγώ δεν είμαι
απλώς ένας άνθρωπος που ζει σε ένα κανονικό, αστικό περιβάλλον,
συνηθισμένος στην εργασία και στο ακριβές ωράριο, είμαι και εγκρατής
στα οινοπνευματώδη και στον καπνό, κι εκείνες οι μπουκάλες στο δωμάτιο
του Χάλλερ με ενοχλούσαν περισσότερο από την υπόλοιπη γραφική
ακαταστασία.
Όπως με τον ύπνο και τη δουλειά, έτσι και με το φαγητό και το πιοτό είχε
ο ξένος πολύ ακανόνιστες και κυκλοθυμικές σχέσεις. Ορισμένες μέρες δεν
έβγαινε καθόλου έξω και δεν έβαζε τίποτε άλλο στο στόμα του εκτός από
τον πρωινό καφέ· καμιά φορά έβρισκε η θεία μου σαν μοναδικό υπόλειμμα
του φαγητού του μια μπανανόφλουδα, άλλες μέρες όμως έτρωγε σε
εστιατόρια, πότε σε καλά και κομψά και πότε σε μικρές συνοικιακές
ταβέρνες. Η υγεία του δεν έδειχνε να είναι καλή· εκτός από την αδυναμία
στα πόδια, που συχνά τον έκανε να ανεβαίνει τις σκάλες με κόπο, φαίνεται
πως τον ταλαιπωρούσαν κι άλλες ενοχλήσεις, και κάποτε ανέφερε
παρεμπιπτόντως πως εδώ και δύο χρόνια είχε να χωνέψει και να κοιμηθεί
καλά. Εγώ το απέδωσα κυρίως στο πιοτό. Αργότερα, όταν τον συνόδευα
καμιά φορά σε ένα από τα καπηλειά όπου πήγαινε, τύχαινε να δω ο ίδιος
πόσο γρήγορα, ανάλογα με τη διάθεση της στιγμής, κατέβαζε το κρασί·
αληθινά μεθυσμένο όμως δεν τον είδα ούτε εγώ ούτε και κανένας άλλος.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω την πρώτη προσωπική μας επαφή. Γνωριζόμασταν
σαν δυο ένοικοι ενός σπιτιού που έχουν γειτονικά δωμάτια. Ένα βράδυ,
γυρίζοντας από τη δουλειά στο σπίτι, ξαφνιάστηκα βλέποντας τον κύριο
Χάλλερ να κάθεται στο πλατύσκαλο μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου
ορόφου. Καθόταν στο τελευταίο σκαλοπάτι και τραβήχτηκε στο πλάι για να
με αφήσει να περάσω. Τον ρώτησα μήπως δεν αισθανόταν καλά και
προσφέρθηκα να τον συνοδέψω ως πάνω.
Ο Χάλλερ με κοίταξε, κι εγώ κατάλαβα πως τον είχα ξυπνήσει από ένα
είδος ονειροπόλησης. Σιγά σιγά άρχισε να χαμογελά με το όμορφο και
θλιμμένο χαμόγελο που τόσο συχνά μου βάραινε την καρδιά και ύστερα με
προσκάλεσε να καθίσω δίπλα του. Εγώ τον ευχαρίστησα και του είπα πως
δεν συνήθιζα να κάθομαι στα σκαλιά μπροστά στις κατοικίες άλλων
ανθρώπων.
«Αχ, ναι», είπε και χαμογέλασε ακόμα πιο έντονα, «έχετε δίκιο. Μα
περιμένετε μια στιγμή, πρέπει να σας δείξω γιατί χρειάστηκε να καθίσω
λιγάκι εδώ».
Ταυτόχρονα έδειχνε με το χέρι του τον προθάλαμο ενός διαμερίσματος
στον πρώτο όροφο όπου έμενε μια χήρα. Στον μικρό, καλυμμένο με παρκέ
χώρο, ανάμεσα στη σκάλα, στο παράθυρο και στην τζαμόπορτα, στέκονταν
στον τοίχο ένα ψηλό ντουλάπι από μαόνι, που είχε πάνω του παλιά σκεύη
από μπρούντζο, και μπροστά από το ντουλάπι, πάνω σε δυο μικρά χαμηλά
σκαμνιά, δύο φυτά μέσα σε μεγάλες γλάστρες, μια αζαλέα και μια
αροκάρια. Τα φυτά ήταν όμορφα και πάντα ήταν ολοκάθαρα και άψογα
φροντισμένα, αυτό και σ’ εμένα είχε κάνει εντύπωση.
«Βλέπετε», συνέχισε ο Χάρρυ, «αυτός ο μικρός διάδρομος με την
αροκάρια μυρίζει τόσο υπέροχα, που συχνά δεν μπορώ να προσπεράσω
χωρίς να σταθώ για λίγο. Και στην κυρία θεία σας βέβαια μυρίζει όμορφα
και επικρατεί τάξη κι απόλυτη καθαριότητα, μα αυτός εδώ ο χώρος με την
αροκάρια είναι τόσο αστραφτερά καθαρός, τόσο ξεσκονισμένος, πλυμένος
και γυαλισμένος, τόσο ασύλητα καθαρός, που ακτινοβολεί κυριολεκτικά.
Πάντα παίρνω εδώ μια βαθιά αναπνοή – δεν σας μυρίζει κι εσάς; Πώς
συνδυάζονται η μυρωδιά της παρκετίνης κι ένας αλαφρός απόηχος από
νέφτι μαζί με το μαόνι, με τα πλυμένα φύλλα των φυτών και με όλα τα
άλλα σε ένα άρωμα, σε έναν υπερθετικό βαθμό αστικής καθαριότητας,
φροντίδας και ακρίβειας, ευσυνειδησίας και πίστης σε μικρογραφία! Δεν
ξέρω ποιος μένει εκεί, αλλά θα πρέπει πίσω απ’ αυτή την τζαμόπορτα να
υπάρχει ένας παράδεισος καθαριότητας και ξεσκονισμένης αστικότητας,
τάξης και συγκινητικά εναγώνιας αφοσίωσης στις μικρές συνήθειες και
υποχρεώσεις».
Κι επειδή εγώ σώπαινα, εκείνος συνέχισε: «Παρακαλώ, μη φανταστείτε
πως μιλώ ειρωνικά! Αγαπητέ κύριε, απέχω πολύ από το να θέλω να
κοροϊδέψω αυτή την αστικότητα και την τάξη. Είναι βέβαια σωστό πως εγώ
ο ίδιος ζω σε έναν άλλο κόσμο, όχι σε τούτον εδώ, και ίσως να μην είμαι
ικανός να αντέξω έστω και μία μέρα μέσα σε ένα σπίτι με τέτοιες
αροκάριες. Όμως, όσο κι αν είμαι ένας γέρος και ελαφρώς ψωριάρης Λύκος
της Στέπας, είμαι κι εγώ ο γιος κάποιας μητέρας, και η μητέρα αυτή ήταν
μια αστή και καλλιεργούσε λουλούδια και αγρυπνούσε πάνω από το σπίτι
και τη σκάλα, τα έπιπλα και τις κουρτίνες και προσπαθούσε να δώσει στον
χώρο και στη ζωή της όση καθαριότητα, πάστρα και τάξη τής ήταν
δυνατόν. Αυτά μου θυμίζει η μυρωδιά από το νέφτι, το ίδιο και η αροκάρια,
γι’ αυτό κάθομαι εδώ πότε πότε, κοιτάζω αυτόν τον ήσυχο μικρό κήπο της
τάξης και χαίρομαι που αυτό ακόμη υπάρχει».
Θέλησε να σηκωθεί, αλλά δυσκολεύτηκε και δεν αρνήθηκε τη μικρή
βοήθεια που του πρόσφερα. Συνέχισα να σωπαίνω, ήμουν όμως, όπως
ακριβώς είχε συμβεί προηγουμένως και στη θεία μου, κάτω από την
επήρεια κάποιας μαγείας που μπορούσε να εκπέμπει πότε πότε αυτός ο
αλλόκοτος άνθρωπος. Ανεβήκαμε μαζί αργά τη σκάλα, και μπροστά στην
πόρτα του, κρατώντας κιόλας στο χέρι το κλειδί, με κοίταξε άλλη μια φορά
ολόισια και πολύ φιλικά στα μάτια και είπε: «Έρχεστε από τη δουλειά σας;
Ε λοιπόν εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτε απ’ αυτά, ζω κάπως απομονωμένος,
κάπου στο περιθώριο, καταλαβαίνετε. Αλλά νομίζω πως κι εσείς
ενδιαφέρεστε για τα βιβλία και για όλα τα σχετικά. Η θεία σας μου είπε
κάποτε πως τελειώσατε το γυμνάσιο και πως ήσασταν καλός στα ελληνικά.
Σήμερα το πρωί λοιπόν ανακάλυψα μια φράση του Νοβάλις, μου
επιτρέπετε να σας τη δείξω; Θα αρέσει και σ’ εσάς».
Με πήρε στο δωμάτιό του, που μύριζε έντονα καπνό, τράβηξε ένα βιβλίο
από μια στοίβα, το ξεφύλλισε ψάχνοντας.
«Κι αυτό είναι καλό, πολύ καλό», είπε, «ακούστε τούτη τη φράση:
“Πρέπει να είναι κανείς υπερήφανος για τον πόνο – κάθε πόνος είναι
υπενθύμιση της μεγάλης μας ανωτερότητας”. Υπέροχο! Ογδόντα χρόνια
πριν από τον Νίτσε! Αλλά δεν είναι αυτό το απόφθεγμα που εννοούσα –
περιμένετε– να το, εδώ είναι. Λοιπόν: “Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν
δέχονται να κολυμπήσουν πριν μάθουν κολύμπι”. Δεν είναι αστείο;
Ασφαλώς και δεν θέλουν να κολυμπήσουν! Είναι φτιαγμένοι για τη γη, όχι
για το νερό. Και είναι φυσικό πως δεν θέλουν να σκέφτονται, αφού είναι
πλασμένοι για τη ζωή και όχι για τη σκέψη! Μάλιστα, και όποιος
σκέπτεται, όποιος κάνει κύριο σκοπό του τη σκέψη, αυτός βέβαια μπορεί
να προχωρήσει μακριά, αλλά έχει αντικαταστήσει τη γη με το νερό και
κάποια μέρα θα πνιγεί».
Με είχε πλέον αιχμαλωτίσει και μου είχε κινήσει το ενδιαφέρον, έμεινα
μαζί του για λίγη ώρα, και από τότε συχνά συνέβαινε, όταν
συναντιόμασταν στη σκάλα ή στον δρόμο, να πιάνουμε λίγο την κουβέντα.
Στην αρχή είχα ωστόσο, όπως και τότε κοντά στην αροκάρια, πάντα μια
αμυδρή αίσθηση πως με ειρωνευόταν. Αλλά δεν ήταν έτσι. Με είχε, όπως
και την αροκάρια, σχεδόν σε υπόληψη, αλλά ήταν τόσο συνειδητά
πεπεισμένος για τη μοναξιά του, για το κολύμπι του στο νερό, για το
ξερίζωμά του, ώστε πότε πότε να ενθουσιάζεται πραγματικά και χωρίς
καμία ειρωνεία μπροστά σε κάποια καθημερινή αστική πραγματικότητα,
για παράδειγμα με την ακρίβεια με την οποία τηρούσα το ωράριο του
γραφείου μου ή με τις εκφράσεις ενός υπηρέτη ή ενός εισπράκτορα του
τραμ. Αυτό στην αρχή μού φαινόταν αληθινά γελοίο και υπερβολικό, κάτι
σαν ιδιοτροπία αριστοκράτη ή τυχοδιώκτη, κάτι σαν επιπόλαιος
συναισθηματισμός. Αλλά αντιλαμβανόμουν όλο και περισσότερο πως στην
πραγματικότητα αγαπούσε και θαύμαζε, θαρρείς, από τη σκοπιά του
ασφυκτικού χώρου του, μέσα από την ύπαρξή του σαν κάτι το ξένο και ως
Λύκος της Στέπας, τον μικρό αστικό μας κόσμο σαν κάτι το σίγουρο και το
σταθερό, το απόμακρο και άφθαστο, σαν την πατρίδα και την ειρήνη,
πράγματα όπου κανένας δρόμος δεν θα τον οδηγούσε. Χαιρετούσε πάντα,
βγάζοντας το καπέλο του με αληθινό σεβασμό, την καθαρίστριά μας, μια
άξια γυναίκα, κι όταν η θεία μου μιλούσε μαζί του, ή του υπενθύμιζε πως
έπρεπε να επιδιορθωθούν κάποια ασπρόρουχα, ή του εφιστούσε την
προσοχή σ’ ένα κουμπί του παλτού του που ήταν έτοιμο να πέσει, την
άκουγε με παράξενη προσοχή και σοβαρότητα, λες κι έκανε ανείπωτη και
απελπισμένη προσπάθεια να τρυπώσει μέσα από κάποια χαραμάδα σ’
αυτόν τον μικρό, ειρηνικό κόσμο και να νιώσει πως ανήκει εκεί, έστω και
για μία μόνο ώρα.
Ήδη από την πρώτη συνομιλία μας, κοντά στην αροκάρια, αποκάλεσε τον
εαυτό του Λύκο της Στέπας, κι αυτό με παραξένεψε και ελαφρώς με
ενόχλησε. Τι έκφραση κι αυτή! Όμως δεν ήταν μόνο η συνήθεια που μ’
έκανε να δεχτώ αυτή την έκφραση, σύντομα άρχισα κι εγώ ο ίδιος στις
σκέψεις μου να μην αποκαλώ διαφορετικά εκείνον τον άνθρωπο παρά
Λύκο της Στέπας, και ως σήμερα ακόμα δεν βρίσκω έκφραση που να
ταιριάζει καλύτερα σ’ εκείνο το πλάσμα. Ένας Λύκος της Στέπας, που
περιπλανήθηκε ανάμεσά μας, χαμένος μέσα στις πόλεις και στη ζωή του
κοπαδιού – καμία άλλη εικόνα δεν θα μπορούσε να δείξει πιο επιτυχημένα
τη φοβισμένη του απομόνωση, την αγριάδα του, την ανησυχία του, τη
νοσταλγία του και το ότι δεν είχε πατρίδα.
Μια φορά είχα την ευκαιρία να τον παρακολουθήσω ένα ολόκληρο βράδυ
σε κάποια συναυλία, όπου με έκπληξή μου τον είδα να κάθεται κοντά μου,
χωρίς αυτός να με βλέπει. Στην αρχή έπαιξαν Χαίντελ, μια όμορφη και
ευγενική μουσική, μα ο Λύκος της Στέπας καθόταν βυθισμένος στις
σκέψεις του, χωρίς να ανταποκρίνεται ούτε στη μουσική ούτε στο
περιβάλλον του. Καθόταν αμέτοχος, μόνος και ξένος, με ένα πρόσωπο
ψυχρό, αλλά συλλογισμένο, με το βλέμμα χαμηλωμένο. Μετά ήρθε η σειρά
ενός άλλου κομματιού, μιας μικρής συμφωνίας του Φρήντεμαν Μπαχ, και
είδα με έκπληξη πως ύστερα από μερικές νότες ο ξένος μου άρχισε να
χαμογελά και να παρακολουθεί· βυθίστηκε εντελώς στον εαυτό του και για
δέκα λεπτά έδειχνε τόσο ευτυχισμένα απορροφημένος και χαμένος σε
όμορφα όνειρα, έτσι που εγώ πρόσεχα πιο πολύ αυτόν παρά τη μουσική.
Όταν τελείωσε το κομμάτι, ξύπνησε, ίσιωσε το κορμί του, νόμιζες πως ήταν
έτοιμος να σηκωθεί και να φύγει, ύστερα όμως κάθισε και άκουσε και το
τελευταίο κομμάτι, ήταν οι Παραλλαγές του Ρέγκερ, μια μουσική που
πολλοί τη βρίσκουν ελαφρώς ανιαρή και κουραστική. Ακόμα και ο Λύκος
της Στέπας, που στην αρχή παρακολουθούσε καλοπροαίρετα, αφαιρέθηκε
ξανά, έχωσε τα χέρια στις τσέπες και βυθίστηκε πάλι στον εαυτό του, τούτη
τη φορά όμως όχι ευτυχισμένος και ονειροπόλος, αλλά θλιμμένος και
τελικά θυμωμένος, το πρόσωπό του ήταν και πάλι απόμακρο, γκρίζο και
κλειστό, έδειχνε γέρος, άρρωστος και δυσαρεστημένος.
Μετά το κοντσέρτο τον ξαναείδα στον δρόμο και τον ακολούθησα·
τυλιγμένος στο παλτό του, βάδιζε δύσθυμος και κουρασμένος προς τη
γειτονιά μας, σταμάτησε όμως μπροστά σε μια μικρή παλιομοδίτικη
ταβέρνα, κοίταξε αναποφάσιστος την ώρα και ύστερα μπήκε μέσα.
Υπακούοντας σε μια στιγμιαία παρόρμηση, τον ακολούθησα. Η ιδιοκτήτρια
και η σερβιτόρα τον χαιρέτησαν σαν τακτικό πελάτη, εκείνος κάθισε σε ένα
μικροαστικό τραπεζάκι, κι εγώ χαιρέτησα και κάθισα στο τραπέζι του.
Καθίσαμε εκεί μία ώρα, κι ενώ εγώ ήπια δύο ποτήρια μεταλλικό νερό,
έφεραν σ’ εκείνον αρχικά μισό κι έπειτα ένα τέταρτο του λίτρου κόκκινο
κρασί. Είπα ότι ήμουν στο κοντσέρτο, αλλά εκείνος δεν έκανε καμία
συζήτηση. Διάβασε την ετικέτα της μπουκάλας του νερού και ρώτησε
μήπως θα ήθελα να πιω λίγο κρασί, που θα μου το κερνούσε. Όταν άκουσε
ότι ποτέ δεν πίνω κρασί, πήρε πάλι εκείνη την αμήχανη έκφραση και είπε:
«Ναι, δεν έχετε άδικο. Κι εγώ έζησα χρόνια εγκράτειας και έκανα
μακρόχρονες νηστείες, τούτον τον καιρό όμως βρίσκομαι στον αστερισμό
του Υδροχόου, που είναι ένα ζώδιο σκοτεινό και υγρό».
Κι όταν εγώ τότε, χαριτολογώντας, απάντησα σ’ αυτόν τον υπαινιγμό
επισημαίνοντας πόσο απίθανο μου φαινόταν αυτός ειδικά να πιστεύει στην
αστρολογία, ξαναπήρε εκείνο το ευγενικό ύφος που συχνά με πλήγωνε και
είπε: «Πολύ σωστά, δυστυχώς ούτε σ’ αυτή την επιστήμη μπορώ να
πιστέψω».
Τον χαιρέτησα και έφυγα, κι εκείνος γύρισε σπίτι πολύ αργά τη νύχτα· το
βάδισμά του όμως ήταν το συνηθισμένο, και, όπως πάντα, δεν πήγε
κατευθείαν στο κρεβάτι (καθώς τα δωμάτιά μας ήταν γειτονικά, τον άκουγα
ολοκάθαρα), αλλά έμεινε για μία ώρα ακόμα στο καθιστικό του με το φως
αναμμένο.
Κι ένα άλλο βράδυ δεν έχω ξεχάσει. Τότε ήμουν μόνος στο σπίτι, η θεία
μου έλειπε, κάποιος χτύπησε την πόρτα, και σαν άνοιξα, είδα να στέκει εκεί
μια νέα, πολύ όμορφη κυρία, που, όταν ζήτησε τον κύριο Χάλλερ, την
αναγνώρισα: Ήταν εκείνη της φωτογραφίας στο δωμάτιό του. Της έδειξα
την πόρτα του και αποσύρθηκα. Εκείνη έμεινε για λίγο επάνω, σύντομα
όμως τους άκουσα να κατεβαίνουν τη σκάλα και να βγαίνουν έξω μαζί,
ζωηροί και πολύ ευδιάθετοι, κάνοντας αστεία ενώ συζητούσαν. Έμεινα
κατάπληκτος που αυτός ο ερημίτης είχε μια ερωμένη, και μάλιστα μια τόσο
νέα, όμορφη και κομψή, και όλες μου οι εικασίες για το άτομό του και τη
ζωή του έγιναν πάλι αβέβαιες. Ωστόσο ύστερα από μία ώρα περίπου γύρισε
πάλι μόνος στο σπίτι, με βαρύ, θλιμμένο βήμα ανέβηκε κουρασμένος τη
σκάλα και άρχισε να πηγαινοέρχεται αθόρυβα στο καθιστικό του ώρες
ολόκληρες, ακριβώς όπως ένας λύκος στο κλουβί του, και όλη τη νύχτα,
σχεδόν ως το πρωί, στο δωμάτιό του έκαιγε το φως.
Γι’ αυτή τη σχέση δεν ξέρω απολύτως τίποτε, και το μόνο που θέλω να
προσθέσω είναι πως τον είδα άλλη μία φορά μαζί μ’ εκείνη τη γυναίκα σε
έναν δρόμο της πόλης. Περπατούσαν πιασμένοι χέρι χέρι, κι εκείνος
φαινόταν ευτυχισμένος. Γι’ άλλη μια φορά έμεινα έκπληκτος βλέποντας
πόση χάρη και μάλιστα πόση παιδικότητα μπορούσε καμιά φορά να έχει το
γεμάτο έγνοιες και μοναξιά πρόσωπό του, και κατάλαβα εκείνη τη γυναίκα,
καθώς και τη συμπάθεια της θείας μου γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Αλλά κι
εκείνη την ημέρα γύρισε το βράδυ σπίτι θλιμμένος και αξιολύπητος· τον
συνάντησα στην εξώπορτα, κάτω από το παλτό του είχε, όπως κι άλλες
φόρες, μια μπουκάλα ιταλικό κρασί, και μαζί της πέρασε τη μισή νύχτα,
επάνω, μέσα στη φωλιά του. Μου προξενούσε λύπη, αλλά τι απαρηγόρητη
και χαμένη ζωή ήταν αυτή που ζούσε χωρίς να αντιδρά!
Τώρα, αρκετά φλυάρησα. Δεν χρειάζομαι καμιά άλλη διήγηση ή
περιγραφή για να δείξω πως ο Λύκος της Στέπας ζούσε τη ζωή ενός
αυτόχειρα. Εντούτοις όμως δεν πιστεύω πως έβαλε τέρμα στη ζωή του όταν
μια μέρα άφησε απροειδοποίητα και χωρίς αποχαιρετισμό την πόλη μας κι
εξαφανίστηκε, αφού όμως πρώτα πλήρωσε όλα όσα υπολείπονταν. Δεν
ακούσαμε ποτέ πια τίποτε γι’ αυτόν, και φυλάμε ακόμη μερικά γράμματα
που έφτασαν μετά την αναχώρησή του. Δεν άφησε τίποτε πίσω του πέρα
από το χειρόγραφό του, που το είχε γράψει κατά το διάστημα της εδώ
παραμονής του και που μου το αφιέρωσε με λίγες γραμμές και με την
παρατήρηση πως μπορούσα να το κάνω ό,τι ήθελα.
Δεν μου ήταν δυνατόν να επαληθεύσω πόση ήταν η πραγματικότητα στις
εμπειρίες που περιγράφει το χειρόγραφο του Χάλλερ. Δεν αμφιβάλλω πως
κατά το μεγαλύτερο μέρος τους είναι φαντασία, όχι όμως με την έννοια της
αυθαίρετης επινόησης, αλλά με την έννοια της προσπάθειας να εκφράσει
τις βαθιά βιωμένες πνευματικές διεργασίες κάτω από το κάλυμμα
συγκεκριμένων γεγονότων. Τα εν μέρει φανταστικά περιστατικά στην
αφήγηση του Χάλλερ προέρχονται μάλλον από το τελευταίο χρονικό
διάστημα της εδώ παραμονής του, και δεν αμφιβάλλω ότι έχουν σαν βάση
κάποια αληθινά, εξωτερικά βιώματα. Εκείνον τον καιρό πραγματικά
έδειχνε ο ξένος μας αλλαγμένη συμπεριφορά και όψη, έλειπε τακτικά από
το σπίτι, καμιά φορά και ολόκληρη τη νύχτα, και τα βιβλία του παρέμεναν
άθικτα. Τις λίγες φορές που τον συναντούσα φαινόταν παράξενα ζωηρός
και ανανεωμένος, κάποιες φορές το δίχως άλλο εύθυμος. Αμέσως ύστερα
βέβαια ακολούθησε μια νέα βαριά κατάθλιψη, έμεινε μέρες ολόκληρες στο
κρεβάτι χωρίς να επιθυμήσει να φάει, κι εκείνον τον καιρό επίσης συνέπεσε
και ένας τρομερά άγριος, βίαιος σχεδόν καβγάς με την ερωμένη του, που
είχε κάνει πάλι την εμφάνισή της, ο οποίος αναστάτωσε όλο το σπίτι και
έκανε τον Χάρρυ να ζητήσει συγνώμη από τη θεία μου την επόμενη μέρα.
Όχι, είμαι βέβαιος πως δεν έβαλε τέλος στη ζωή του. Είναι ακόμη
ζωντανός, τα κουρασμένα του πόδια ανεβοκατεβαίνουν τις σκάλες ξένων
σπιτιών, στυλώνει το βλέμμα του σε καλογυαλισμένα πατώματα και σε
καθαρές και περιποιημένες αροκάριες, περνά τις μέρες του στις
βιβλιοθήκες και τις νύχτες του στα ταβερνεία ή μένει ξαπλωμένος στον
καναπέ ενός νοικιασμένου δωματίου, ακούει πίσω από τα παράθυρα τον
κόσμο και τους ανθρώπους να ζουν και ξέρει πως αυτός είναι
αποκλεισμένος, όμως δεν έχει αυτοκτονήσει, γιατί ένα υπόλειμμα πίστης
τού λέει πως αυτόν τον πόνο, αυτόν τον φρικτό πόνο στην καρδιά του
πρέπει να τον γευτεί ως το τέλος και ότι αυτός ο πόνος είναι εκείνο που θα
τον οδηγήσει στον θάνατο. Συχνά τον σκέπτομαι, δεν έκανε πιο ανάλαφρη
τη ζωή μου, δεν είχε το χάρισμα να ενισχύσει και να καλλιεργήσει μέσα
μου τη δύναμη και τη χαρά, ω, αντίθετα! Αλλά εγώ δεν είμαι σαν αυτόν και
δεν κάνω μια ζωή σαν τη δική του, αντίθετα ζω τη δική μου, την απλοϊκή
και αστική, που είναι όμως εξασφαλισμένη και γεμάτη υποχρεώσεις. Έτσι
μπορούμε να τον σκεφτόμαστε με ηρεμία και φιλική διάθεση, τόσο εγώ
όσο και η θεία μου, που θα μπορούσε να πει για κείνον περισσότερα από
μένα, αλλά τα κρύβει στην καλή της καρδιά.

Όσον αφορά τώρα τις σημειώσεις του Χάλλερ, αυτές τις εκπληκτικές, εν
μέρει νοσηρές, εν μέρει όμορφες και γεμάτες στοχασμούς φαντασιώσεις,
οφείλω να ομολογήσω πως, αν αυτές οι σελίδες είχαν πέσει στα χέρια μου
τυχαία και δεν γνώριζα τον συγγραφέα, σίγουρα θα τις είχα πετάξει
αγανακτισμένος. Ωστόσο μέσα από τη γνωριμία μου με τον Χάλλερ
μπόρεσα ως ένα σημείο να τις καταλάβω και μάλιστα να τις εκτιμήσω. Θα
δίσταζα να τις κάνω γνωστές σε άλλους αν έβλεπα σ’ αυτές μόνο τις
παθολογικές φαντασιώσεις ενός μοναχικού, ενός δυστυχισμένου ψυχοπαθή.
Βλέπω όμως σ’ αυτές κάτι περισσότερο, ένα τεκμήριο του καιρού μας,
γιατί η ψυχική αρρώστια του Χάλλερ δεν είναι –σήμερα το ξέρω– η
ιδιοτροπία ενός ατόμου, αλλά η αρρώστια της ίδιας της εποχής, η νεύρωση
εκείνης της γενιάς στην οποία ανήκει ο Χάλλερ, μια αρρώστια που, όπως
φαίνεται, δεν προσβάλλει σε καμία περίπτωση μόνο τους αδύνατους και
τους κατώτερους, αλλά κυρίως τους δυνατούς, τους πιο σημαντικούς και
χαρισματικούς.
Αυτές οι σημειώσεις –αδιάφορο πόσο πολύ ή λίγο στηρίζονται σε
πραγματικές εμπειρίες– είναι μια απόπειρα να υπερνικηθεί η μεγάλη
αρρώστια της εποχής, όχι με υπεκφυγές κι ωραιοποιήσεις, αλλά μέσα από
την προσπάθεια να γίνει η ίδια η αρρώστια αντικείμενο έκφρασης.
Σημαίνουν, στην κυριολεξία, την πορεία ενός ανθρώπου μέσα από την
κόλαση, μια πότε έντρομη, πότε θαρραλέα πορεία μέσα από το χάος ενός
ψυχικού κόσμου βυθισμένου στο σκοτάδι, η οποία χαράχτηκε από την
επιθυμία του να διασχίσει την κόλαση, να αντιμετωπίσει το χάος και να
αντέξει το κακό ως το τέλος.
Κάποια λόγια του Χάλλερ μού έδωσαν το κλειδί για να τα κατανοήσω
όλα αυτά. Κάποτε μου είχε πει, αφού είχαμε κουβεντιάσει για τις λεγόμενες
φρικαλεότητες του Μεσαίωνα: «Οι φρικαλεότητες αυτές δεν υπάρχουν
στην πραγματικότητα. Ένας άνθρωπος του Μεσαίωνα θα αποστρεφόταν
όλον τον τρόπο της σημερινής ζωής μας σαν κάτι ακόμα χειρότερο από
φρικτό, απαίσιο και βάρβαρο! Όλες οι εποχές, όλοι οι πολιτισμοί, όλα τα
έθιμα και οι παραδόσεις έχουν τον δικό τους χαρακτήρα, τη δική τους
τρυφερότητα και σκληρότητα, που τους ταιριάζουν, ομορφιές και ασχήμιες,
θεωρούν ορισμένους πόνους αυτονόητους, ανέχονται κάποια κακά με
υπομονή. Η ανθρώπινη ζωή γίνεται αληθινός πόνος και κόλαση μόνο όταν
διασταυρώνονται δύο εποχές, δύο πολιτισμοί και δύο θρησκείες. Ένας
άνθρωπος της αρχαιότητας που θα ήταν αναγκασμένος να ζήσει στον
Μεσαίωνα θα ασφυκτιούσε οικτρά, το ίδιο κι ένας άγριος μέσα στον δικό
μας πολιτισμό. Υπάρχουν λοιπόν περίοδοι όπου μια ολόκληρη γενιά
παγιδεύτηκε τόσο πολύ ανάμεσα σε δύο εποχές, ανάμεσα σε δύο τρόπους
ζωής, ώστε να χάνει καθετί το αυτονόητο, κάθε έθιμο, κάθε ασφάλεια και
κάθε αθωότητα. Φυσικά αυτό δεν το νιώθει ο καθένας με την ίδια ένταση.
Μια φύση σαν τον Νίτσε ήταν αναγκασμένη να υποφέρει τη σημερινή
αθλιότητα πολύ νωρίτερα από μια ολόκληρη γενιά – όλα όσα είχε
δοκιμάσει μόνος και παρεξηγημένος σήμερα τα υποφέρουν χιλιάδες».
Αυτά τα λόγια γύριζαν συχνά στο μυαλό μου καθώς διάβαζα τις
σημειώσεις. Ο Χάλλερ ανήκε σ’ εκείνους που παγιδεύτηκαν ανάμεσα σε
δύο εποχές, που έχασαν κάθε ασφάλεια και κάθε αθωότητα, σ’ εκείνους
που ήταν γραφτό τους να ζήσουν στον υπερθετικό όλες τις αμφιβολίες της
ανθρώπινης μοίρας σαν προσωπικό βάσανο και κόλαση.
Εκεί βρίσκεται, μου φαίνεται, το νόημα που θα μπορούσαν να έχουν για
μας οι σημειώσεις του, και γι’ αυτό αποφάσισα να τις δημοσιεύσω. Κατά τα
άλλα δεν θέλω ούτε να τις υπερασπιστώ ούτε και να τις καταδικάσω, ας το
κάνει αυτό ο κάθε αναγνώστης σύμφωνα με τη συνείδησή του!
ΟΙ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΧΑΡΡΥ ΧΑΛΛΕΡ

Μόνο για παράφρονες

Η ημέρα πέρασε έτσι ακριβώς όπως περνούν συνήθως οι ημέρες· τη


σπατάλησα, τη σκότωσα ήρεμα με τον άτολμο τρόπο της ζωής μου·
εργάστηκα μερικές ώρες, χώθηκα μέσα σε παλιά βιβλία, επί δύο ώρες
πονούσα, όπως ακριβώς πονούν οι ηλικιωμένοι άνθρωποι, πήρα ένα
φάρμακο και χάρηκα που οι πόνοι ξεγελάστηκαν, έμεινα ξαπλωμένος μέσα
στο ζεστό νερό της μπανιέρας και απορρόφησα την υπέροχη ζεστασιά,
έλαβα τρεις φορές το ταχυδρομείο και έριξα μια ματιά σε όλα τα περιττά
γράμματα και έντυπα, έκανα τις αναπνευστικές ασκήσεις μου, από οκνηρία
όμως παρέλειψα σήμερα τις ασκήσεις της σκέψης, πήγα και περπάτησα μία
ώρα και ανακάλυψα στον ουρανό να διαγράφονται από σύννεφα ωραία,
απαλά, σπάνια σχήματα. Ήταν πολύ όμορφα, ακριβώς σαν την ανάγνωση
παλιών βιβλίων, σαν το ξάπλωμα στη ζεστή μπανιέρα, όμως –κατά βάθος–
δεν ήταν ακριβώς μια μαγευτική, ούτε μια ηλιόλουστη μέρα, δεν ήταν μία
μέρα χαράς και ευτυχίας, αλλά μια από κείνες τις μέρες που θα ’πρεπε εδώ
και πολύ καιρό να θεωρούνται φυσιολογικές και συνηθισμένες: μέτρια
ευχάριστες, απόλυτα ανεκτές, υποφερτές, χλιαρές μέρες ενός ηλικιωμένου,
όχι ικανοποιημένου κυρίου, μέρες χωρίς ιδιαίτερους πόνους, χωρίς
ιδιαίτερες φροντίδες, χωρίς απελπισία, μέρες στις οποίες ακόμα και το
ερώτημα μήπως άραγε είναι καιρός να ακολουθήσει κανείς το παράδειγμα
του Άνταλμπερτ Στίφτερ και να ατυχήσει θανάσιμα ενώ ξυρίζεται μπορεί
να εξεταστεί χωρίς ταραχή και αισθήματα φόβου, αντικειμενικά και ήρεμα.
Όποιος γεύτηκε τις άλλες μέρες, τις κακές, εκείνες με τις κρίσεις
αρθριτικών ή μ’ εκείνον τον άσχημο πονοκέφαλο που, ριζωμένος γερά
πίσω από τους βολβούς των ματιών, μεταμορφώνει διαβολικά από
ευχαρίστηση σε μαρτύριο κάθε δραστηριότητα της όρασης και της ακοής, ή
εκείνες τις μέρες του ψυχικού θανάτου, εκείνες τις μέρες του εσωτερικού
κενού και της απελπισίας, όπου πάνω στην κατεστραμμένη και
απομυζημένη από τις ανώνυμες εταιρείες γη βλέπουμε σε κάθε βήμα να μας
χαμογελά εμετικά η ανθρωπότητα και ο λεγόμενος πολιτισμός με την
ψεύτικη και χυδαία τενεκεδένια λάμψη ενός παζαριού, που έχει
συμπυκνωθεί και αγγίζει το όριο της πώρωσης μέσα στο ίδιο μας το
άρρωστο Εγώ – όποιος δοκίμασε εκείνες τις μέρες της κόλασης είναι πολύ
ευχαριστημένος με τέτοιες φυσιολογικές και μέτριες μέρες σαν τη
σημερινή, κάθεται με χαρά δίπλα στη ζεστή σόμπα, διαπιστώνει με
ανακούφιση διαβάζοντας την πρωινή εφημερίδα πως ούτε και σήμερα δεν
ξέσπασε πόλεμος, δεν δημιουργήθηκε κάποια καινούργια δικτατορία, δεν
ξεσκεπάστηκε κάποια χοντρή βρομοδουλειά στην πολιτική ή στην
οικονομία, κουρδίζει ευχαριστημένος τις χορδές της σκουριασμένης λύρας
του για να παίξει έναν μετριοπαθή, έναν υποφερτά χαρούμενο, έναν σχεδόν
ευχαριστημένο ύμνο προς πλήξη του σιωπηλού, ήπιου και ναρκωμένου με
βρόμιο ημίθεου της ικανοποίησης· και μέσα στην πνιγηρή ατμόσφαιρα
τούτης της ευχαριστημένης πλήξης, αυτής της αναισθησίας που αξίζει
ευγνωμοσύνη, εκείνοι οι δύο, ο ανιαρός μισοκοιμισμένος ημίθεος και ο
ελαφρά γκριζομάλλης ημιάνθρωπος που ψάλλει τον χλιαρό ύμνο, φαίνονται
όμοιοι μεταξύ τους σαν δίδυμοι.
Υπάρχει κάτι το όμορφο στην ικανοποίηση, στην απουσία πόνου, σ’
αυτές τις υποφερτές, υποταγμένες μέρες όπου ούτε ο πόνος ούτε η ηδονή
τολμούν να εκφραστούν έντονα, όπου τα πάντα ψιθυρίζουν και γλιστρούν
στα ακροδάχτυλά τους. Μόνο που μ’ εμένα δυστυχώς δεν συμβαίνει το
ίδιο, γιατί εγώ δεν μπορώ να αντέξω καθόλου αυτήν ακριβώς την
ικανοποίηση, γιατί ύστερα από λίγο διάστημα μου γίνεται αφόρητα
απεχθής και αηδιαστική, ώστε να πρέπει να καταφύγω απελπισμένος σε
άλλα κλίματα, αν είναι δυνατόν, διά της οδού της ηδονής, στην ανάγκη
όμως και μέσα από τον πόνο. Άμα περάσω ένα διάστημα χωρίς ηδονή και
χωρίς βάσανο, αναπνέοντας τη χλιαρή, πληκτική ανεκτικότητα των
λεγόμενων καλών ημερών, τότε νιώθει η παιδική ψυχή μου τέτοιον
απίστευτο πόνο και θλίψη, που πετώ τη σκουριασμένη λύρα της
ικανοποίησης στο ικανοποιημένο πρόσωπο του νυσταλέου θεού της
ευχαρίστησης και προτιμώ αντί γι’ αυτή την ελαφριά θερμοκρασία
δωματίου να νιώθω να πυρώνει στα σωθικά μου ένας αληθινά διαβολικός
πόνος. Τότε φουντώνει μέσα μου ένας άγριος πόθος για δυνατά αισθήματα,
για κάτι εντυπωσιακό, ένας θυμός γι’ αυτή την άτονη, την επίπεδη, την
κανονισμένη και στείρα ζωή, καθώς και μια μανιασμένη επιθυμία να
καταστρέψω οτιδήποτε, ένα κατάστημα για παράδειγμα, ή έναν καθεδρικό
ναό, ή εμένα τον ίδιο, να διαπράξω παράτολμες ανοησίες, να μαδήσω τις
περούκες μερικών αξιοσέβαστων ειδώλων, να εφοδιάσω μερικά
επαναστατημένα μαθητούδια με το πολυπόθητο εισιτήριο για το Αμβούργο,
να αποπλανήσω ένα μικρό κοριτσάκι ή να τσακίσω τον σβέρκο μερικών
εκπροσώπων της αστικής τάξης. Γιατί ένα πράγμα μίσησα, σιχάθηκα και
καταράστηκα με όλο μου το είναι: αυτή την ικανοποίηση, αυτή την υγεία,
την άνεση, αυτή την καλλιεργημένη αισιοδοξία του αστού, αυτή την παχιά
και ωφέλιμη εκτροφή του μετρίου, του φυσιολογικού και του μέσου όρου.
Με τέτοια διάθεση λοιπόν έκλεισα αυτή την υποφερτή ημέρα ρουτίνας
ενώ έπεφτε το σκοτάδι. Δεν την τελείωσα με έναν τρόπο χρήσιμο και
φυσιολογικό για έναν άνθρωπο που κάπως υποφέρει, πέφτοντας στην
παγίδα του έτοιμου και δολωμένου με θερμοφόρα κρεβατιού, αλλά,
δυσαρεστημένος και αηδιασμένος με τη λίγη δουλειά της ημέρας μου,
έβαλα τα παπούτσια μου με δυσθυμία, φόρεσα το παλτό μου και βγήκα στο
σκοτάδι και στην ομίχλη της πόλης, για να πάω στην ταβέρνα Το ατσάλινο
κράνος και να πιω αυτό που οι πότες, σύμφωνα με μια παλιά συνήθεια,
ονομάζουν «ένα ποτηράκι κρασί».
Έτσι λοιπόν κατέβηκα τις σκάλες από τη σοφίτα μου, αυτές τις δύσκολες
σκάλες της ξενιτιάς, αυτές τις πέρα για πέρα αστικές, καλοσκουπισμένες,
καθαρές σκάλες ενός εξαιρετικά αξιοπρεπούς σπιτιού όπου κατοικούν τρεις
οικογένειες, κάτω από τη στέγη του οποίου έχω το ερημητήριό μου. Δεν
ξέρω πώς συμβαίνει, αλλά εγώ, ο άπατρις Λύκος της Στέπας, ο μοναχικός
εχθρός του μικροαστικού κόσμου, μένω πάντα σε αληθινά αστικά σπίτια,
πρόκειται για μια παλιά μου αδυναμία. Δεν κατοικώ ούτε σε παλάτια ούτε
σε σπίτια προλετάριων, αλλά πάντα σε αυτές ειδικά τις εξαιρετικά
αξιοπρεπείς, έντονα πληκτικές, άψογα διατηρημένες, μικροαστικές φωλιές,
όπου μυρίζει λίγο νέφτι και λίγο σαπούνι και όπου τρομάζει κανείς αν
βροντήσει καμιά φορά η πόρτα της εισόδου ή μπει κάποιος με βρόμικα
παπούτσια. Η αγάπη μου γι’ αυτή την ατμόσφαιρα προέρχεται χωρίς
αμφιβολία από τα παιδικά μου χρόνια, και ο κρυφός μου πόθος για ένα
είδος πατρίδας με αφήνει και παίρνω ολοένα, απελπισμένος, αυτούς τους
αλλοτινούς, ηλίθιους δρόμους. Λοιπόν ναι, μου αρέσει επίσης η αντίθεση
της ζωής μου, της μοναχικής, της δίχως αγάπη, της ταλαιπωρημένης και
πέρα για πέρα άταχτης ζωής μου, απέναντι σ’ αυτό το οικογενειακό και
αστικό περιβάλλον. Μου αρέσει να αναπνέω στη σκάλα αυτή τη μυρωδιά
της σιωπής, της τάξης, της καθαριότητας, της αξιοπρέπειας και της
πραότητας, που, παρά το μίσος μου για τον αστισμό, πάντα έχει κάτι το
συγκινητικό για μένα, και μου αρέσει ακόμα να περνάω το κατώφλι της
κάμαράς μου, όπου όλα αυτά σταματούν, όπου ανάμεσα στους σωρούς των
βιβλίων κείτονται τα υπολείμματα των πούρων και στέκονται οι μπουκάλες
του κρασιού, όπου όλα είναι άταχτα, αφιλόξενα και παραμελημένα, όπου
όλα, βιβλία, χειρόγραφα, σκέψεις, είναι σημαδεμένα και διαποτισμένα από
το βάσανο του μοναχικού, από την προβληματικότητα του να είσαι
άνθρωπος, από τον πόθο να δοθεί μια καινούργια έννοια στην ανθρώπινη
ζωή, που έχει χάσει κάθε νόημα.
Και τότε ήταν που πέρασα δίπλα από την αροκάρια. Στον πρώτο όροφο
τούτου του κτιρίου, για την ακρίβεια, συναντά η σκάλα τον μικρό
προθάλαμο ενός διαμερίσματος, που είναι αναμφίβολα ακόμα πιο άψογο,
πιο καθαρό και πιο συγυρισμένο από τα άλλα, γιατί ο προθάλαμος αυτός
αστράφτει από μια υπεράνθρωπη περιποίηση, είναι ένα λαμπερό μικρό
τέμενος της τάξης. Στο γυαλισμένο σανιδένιο πάτωμα, όπου ντρέπεσαι να
πατήσεις, στέκουν δύο κομψά σκαμνάκια και πάνω σε κάθε σκαμνί μια
μεγάλη γλάστρα, στη μία φυτρώνει μια αζαλέα, στην άλλη μια αρκετά
επιβλητική αροκάρια, ένα υγιές εύρωστο δεντράκι ύψιστης τελειότητας,
του οποίου ακόμα και η τελευταία βελόνα του τελευταίου κλαδιού
αστράφτει από φρεσκάδα και πάστρα. Καμιά φορά, όταν ξέρω πως κανένας
δεν με βλέπει, χρησιμοποιώ αυτό το μέρος για ναό, κάθομαι σ’ ένα
σκαλοπάτι πάνω από την αροκάρια, σωπαίνω λίγο, σταυρώνω τα χέρια και
κοιτάζω κατανυκτικά κάτω αυτόν τον μικρό κήπο της τάξης, που με τη
συγκινητική εμφάνιση και με τη μοναχική του γελοιότητα μου αγγίζει
κάπως την ψυχή. Φαντάζομαι πως πίσω από αυτόν τον προθάλαμο, κατά
κάποιον τρόπο στην ιερή σκιά της αροκάριας, βρίσκεται ένα διαμέρισμα
γεμάτο αστραφτερό μαόνι και μια ζωή γεμάτη αξιοπρέπεια και υγεία, με
πολύ πρωινό εγερτήριο, με εκπλήρωση των καθηκόντων, με μέτρια
χαρούμενες οικογενειακές γιορτές, με κυριακάτικο εκκλησιασμό και
κατάκλιση νωρίς το βράδυ.
Με προσποιητή ευδιαθεσία βημάτισα πάνω στη νοτισμένη από την
υγρασία άσφαλτο των στενοσόκακων, τα φώτα των φαναριών φάνταζαν
δακρυσμένα και θαμπά μέσα από την παγωμένα υγρή θολούρα και
απορροφούσαν τις νωθρές αντανακλάσεις από το υγρό έδαφος. Τα
ξεχασμένα χρόνια της νιότης μου ήρθαν στο μυαλό μου – πώς αγαπούσα
τότε αυτά τα σκοτεινά βράδια, τα γεμάτα ομίχλη κατά το τέλος του
φθινοπώρου και τον χειμώνα, πόσο αχόρταγα και μεθυστικά ρουφούσα
τότε την ατμόσφαιρα της μοναξιάς και της μελαγχολίας, όταν έτρεχα τη
μισή νύχτα τυλιγμένος στο παλτό μου, με βροχή και καταιγίδα, μέσα στην
εχθρική, απογυμνωμένη φύση, μόνος από τότε ήδη, αλλά πλημμυρισμένος
με το αίσθημα της βαθιάς απόλαυσης, γεμάτος στίχους που τους έγραφα
ύστερα στην κάμαρά μου, κάτω από το φως του κεριού, καθισμένος στην
άκρη του κρεβατιού! Λοιπόν αυτά πέρασαν, τούτο το κύπελλο άδειασε και
δεν θα ξαναγεμίσει ποτέ πια. Ήταν κρίμα; Όχι, δεν ήταν κρίμα. Δεν ήταν
διόλου κρίμα ό,τι πέρασε. Κρίμα είναι για το σήμερα και το τώρα, για όλες
αυτές τις αμέτρητες ώρες και μέρες που έχασα, που μόνο με προσπέρασαν
χωρίς να φέρουν δώρα και συγκινήσεις. Αλλά, δόξα τω Θεώ, υπήρχαν και
εξαιρέσεις, υπήρχαν κάποτε, σπάνια, και άλλες ώρες, που μου έφερναν
συγκινήσεις, μου έφερναν δώρα, γκρέμιζαν τοίχους και ξανάφερναν εμένα,
τον παραπλανημένο, στη ζωντανή καρδιά του κόσμου. Θλιμμένος κι
ωστόσο βαθιά συγκινημένος, προσπαθώ να θυμηθώ την τελευταία μου
εμπειρία αυτού του είδους. Ήταν σ’ ένα κοντσέρτο, έπαιζαν μια εξαίσια
παλιά μουσική, και τότε, ανάμεσα σε δύο νότες παιγμένες απαλά από
ξύλινα πνευστά, μου ανοίχτηκε πάλι ξαφνικά η πόρτα προς την «Άλλη
Όχθη», πέταξα στον ουρανό και είδα τον Θεό να εργάζεται, ένιωσα
μακάριους πόνους και έπαψα πια να αμύνομαι απέναντι στον κόσμο, τίποτε
πια στη γη δεν με τρόμαζε, όλα τα αποδεχόμουν και τους αφιέρωνα την
καρδιά μου. Δεν κράτησε πολύ, ίσως ένα τέταρτο της ώρας, ξαναγύρισε
όμως στο όνειρο εκείνης της νύχτας, και από τότε ακτινοβολούσε πότε πότε
μυστικά μέσα στη μονοτονία των ημερών, την έβλεπα καμιά φορά να
περνά για λίγα λεπτά μέσα από τη ζωή μου σαν ένα χρυσό θεϊκό σημάδι,
σχεδόν πάντα θαμμένο βαθιά στο χώμα και στη σκόνη, και ύστερα πάλι να
φεγγοβολά με χρυσές σπίθες, δείχνοντας πως δεν θα χαθεί, κι όμως σε λίγο
να χάνεται μακριά. Κάποια νύχτα μού συνέβη, ενώ ήμουν ξαπλωμένος
αγρυπνώντας, να αρχίσω ξαφνικά να απαγγέλλω στίχους, στίχους πάρα
πολύ ωραίους και πάρα πολύ παράξενους για να μπορέσω να σκεφτώ να
τους σημειώσω, τους οποίους δεν θυμόμουν το πρωί, παρόλο που ήταν
κρυμμένοι μέσα μου σαν ένας βαρύς πυρήνας μέσα σε εύθραυστο κέλυφος.
Κάποιες άλλες φορές ήρθε ενώ διάβαζα έναν ποιητή, όταν συλλογιζόμουν
έναν στοχασμό του Καρτέσιου, του Πασκάλ, μια άλλη φορά έλαμψε ξανά
όταν βρισκόμουν με την αγαπημένη μου, οδηγώντας με το χρυσό ίχνος της
όλο και πιο βαθιά στον ουρανό. Αχ, είναι δύσκολο να βρεις αυτό το θείο
ίχνος μέσα σ’ αυτή τη ζωή που ζούμε, μέσα σε τούτη την τόσο πολύ
ικανοποιημένη, τόσο πολύ αστική, τόσο στερημένη πνευματικά εποχή, στη
θέα αυτών των αρχιτεκτονημάτων, αυτών των επιχειρήσεων, τούτης της
πολιτικής, αυτών των ανθρώπων! Πώς θα μπορούσα να μην είμαι ένας
Λύκος της Στέπας, ένας άξεστος ερημίτης μέσα σ’ έναν κόσμο από τους
σκοπούς του οποίου κανέναν δεν μοιράζομαι, του οποίου καμία από τις
χαρές δεν μου λέει τίποτε! Δεν αντέχω να μείνω πολλή ώρα ούτε στο
θέατρο ούτε στον κινηματογράφο, μόλις που μπορώ να διαβάσω
εφημερίδα, σπάνια ένα σύγχρονο βιβλίο, δεν καταλαβαίνω ποια ηδονή και
ποια ευχαρίστηση αναζητούν οι άνθρωποι στους κατάμεστους
σιδηροδρόμους και στα ξενοδοχεία, στα πολυσύχναστα καφενεία με την
πνιγηρά ενοχλητική μουσική, στα μπαρ και στα βαριετέ των κομψών
πολυτελών πόλεων, στις διεθνείς εκθέσεις, στους εμπορικούς δρόμους, στις
διαλέξεις για τους διψασμένους της μόρφωσης, στα μεγάλα στάδια – εγώ
όλες αυτές τις χαρές που μου είναι προσιτές και για τις οποίες χιλιάδες
άλλοι πασχίζουν και συνωστίζονται δεν τις καταλαβαίνω, δεν τις
συμμερίζομαι! Και αντίθετα αυτό που μου συμβαίνει στις σπάνιες
χαρούμενες ώρες μου, ό,τι είναι για μένα αγαλλίαση, βίωμα, έκσταση και
έξαρση ο κόσμος το αναγνωρίζει, το αναζητάει και το αγαπά μόνο στην
ποίηση, στη ζωή το θεωρεί τρέλα. Και στην πραγματικότητα, αν ο κόσμος
έχει δίκιο, αν αυτή η μουσική στα καφενεία, αυτές οι μαζικές διασκεδάσεις,
αυτοί οι εξαμερικανισμένοι ευκολοϊκανοποίητοι άνθρωποι έχουν δίκιο, τότε
έχω εγώ άδικο, τότε είμαι τρελός εγώ, τότε είμαι αληθινά ο Λύκος της
Στέπας, όπως συχνά αποκαλώ τον εαυτό μου, αυτό το ξεστρατισμένο ζώο
σ’ έναν κόσμο ξένο και ακατανόητο, που δεν βρίσκει πια την πατρίδα του,
ούτε αέρα και τροφή.
Με αυτές τις συνηθισμένες σκέψεις βάδιζα στους υγρούς δρόμους ενός
από τα πιο ήσυχα και πιο παλιά κομμάτια της πόλης. Απέναντι, στην άλλη
μεριά του δρόμου, ορθωνόταν μέσα στο σκοτάδι ένας παλιός, γκρίζος,
πέτρινος τοίχος, που πάντα τον έβλεπα ευχάριστα· βρισκόταν εκεί, πάντα
τόσο παλιός και «ανέμελος», ανάμεσα σε μια μικρή εκκλησία και σ’ ένα
παλιό νοσοκομείο, τα πρωινά άφηνα συχνά το βλέμμα μου να αναπαυθεί
πάνω στην τραχιά του επιφάνεια, υπήρχαν λίγες τόσο ήρεμες και καλές,
τόσο σιωπηλές επιφάνειες στο κέντρο της πόλης, όπου άλλωστε σε κάθε
μισό τετραγωνικό μέτρο διαλαλούσε το όνομά του ένα κατάστημα, ένας
δικηγόρος, ένας εφευρέτης, ένας γιατρός, ένας κουρέας, ένας
κομπογιαννίτης για κάλους. Ξαναείδα και τώρα τον παλιό τοίχο να στέκεται
σιωπηλός μέσα στη γαλήνη του, κι όμως κάτι πάνω του είχε αλλάξει, είδα
στη μέση του τοίχου μια μικρή όμορφη πύλη με μυτερή αψίδα και σάστισα,
γιατί πραγματικά δεν ήξερα αν αυτή η πύλη βρισκόταν πάντα εκεί ή αν την
είχαν κατασκευάσει πρόσφατα. Φαινόταν χωρίς αμφιβολία παλιά,
παμπάλαια· πιθανόν αυτή η μικρή κλειστή πόρτα, με το σκούρο ξύλο της,
να οδηγούσε εδώ και αιώνες σε κάποια αποκοιμισμένη αυλή ενός
μοναστηριού, ίσως αυτό να συμβαίνει και σήμερα, ακόμα κι αν δεν υπάρχει
πλέον το μοναστήρι· μάλλον έχω δει αυτή την πύλη εκατοντάδες φορές και
απλώς δεν την έχω προσέξει ποτέ, ίσως να είναι φρεσκοβαμμένη και γι’
αυτό να μου έκανε εντύπωση. Συνέχισα εντούτοις να στέκομαι και να
κοιτάζω προσεκτικά, χωρίς όμως να περνάω απέναντι, ήταν και ο δρόμος
ανάμεσά μας, που έδειχνε απύθμενος έτσι όπως τον μούλιαζε η υγρασία·
έμεινα στο πεζοδρόμιο και κοίταζα απλώς απέναντι, όλα ήταν βυθισμένα
στη νύχτα, και μου φάνηκε πως γύρω από την πόρτα ήταν πλεγμένη μια
γιρλάντα ή κάτι άλλο πολύχρωμο. Και τώρα, αφού κατέβαλα προσπάθεια
να δω καλύτερα, είδα πάνω από την πύλη μια ανοιχτόχρωμη πινακίδα, και
πάνω σ’ αυτή, όπως μου φάνηκε, ήταν κάτι γραμμένο. Προσπάθησα να
διαβάσω, και τελικά, παρά τη λάσπη και τις λακκούβες, πέρασα απέναντι.
Τότε είδα πάνω από την πύλη στο παλιό γκριζοπράσινο του τοίχου ένα
σημείο που φωτιζόταν θαμπά, και πάνω στο σημείο αυτό έτρεχαν
κινούμενα, πολύχρωμα γράμματα, που χάνονταν αμέσως, εμφανίζονταν
ξανά και χάνονταν. Λοιπόν, σκέφτηκα, ακόμα κι αυτόν τον παλιό, καλό
τοίχο τον κατέστρεψαν με μια φωτεινή διαφήμιση. Στο μεταξύ
αποκρυπτογράφησα μερικές από τις λέξεις που παρουσιάζονταν σποραδικά,
δύσκολα τις διάβαζες και έπρεπε σχεδόν να τις μαντέψεις, τα γράμματα
είχαν άνισα διαστήματα, ήταν αχνά και μισοσβησμένα και χάνονταν τόσο
γρήγορα. Ο άνθρωπος που κάτι ήθελε να κερδίσει απ’ αυτό δεν ήταν
πρακτικός, ο κακομοίρης ήταν ένας Λύκος της Στέπας· γιατί να βάλει τα
γράμματά του να τρέχουν πάνω σ’ αυτόν τον τοίχο, σε έναν σκοτεινό δρόμο
της παλιάς πόλης, αυτή την ώρα, με τέτοιον βροχερό καιρό, όταν κανείς δεν
περνά, και γιατί να είναι η επιγραφή τόσο φευγαλέα, τόσο ανεμοδαρμένη,
τόσο ιδιότροπη και έτσι δυσανάγνωστη; Αλλά να, τώρα τα κατάφερα,
μπόρεσα να τσακώσω περισσότερες λέξεις, τη μία πίσω από την άλλη, που
έλεγαν:
ΜΑΓΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΘΕΝΑ
– ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΘΕΝΑ

Δοκίμασα να ανοίξω την πόρτα, η παλιά βαριά μπετούγια δεν


υποχωρούσε κάτω από καμία πίεση. Η φωτεινή επιγραφή έσβησε, χάθηκε
ξαφνικά θλιμμένη, αναγνωρίζοντας τη ματαιότητά της. Έκανα μερικά
βήματα πίσω, χώθηκα βαθιά μέσα στη λάσπη, αλλά καμιά λέξη δεν υπήρχε
πια, το παιχνίδι είχε σβήσει, έμεινα στη λάσπη για πολύ και περίμενα,
μάταια.
Και τότε, όταν σταμάτησα να περιμένω και ξαναγύρισα στο πεζοδρόμιο,
καθρεφτίστηκαν μπροστά μου πάνω στην άσφαλτο, που αντανακλούσε,
μερικά πολύχρωμα φωτεινά γράμματα. Διάβασα:
ΜΟΝΟ – – ΓΙΑ – – ΠΑΡΑ – – ΦΡΟΝΕΣ!

Τα πόδια μου είχαν βραχεί και κρύωνα, έμεινα όμως αρκετή ώρα
περιμένοντας. Τίποτε πια. Κι ενώ στεκόμουν ακόμη και σκεφτόμουν πόσο
όμορφα είχαν πλανηθεί αυτές οι απαλές, χρωματιστές αναλαμπές των
γραμμάτων πάνω στον υγρό τοίχο και στη μαύρη, γυαλιστερή άσφαλτο,
θυμήθηκα αναπάντεχα ένα κομμάτι από τις προηγούμενες σκέψεις μου: την
παραβολή του χρυσού, φωτεινού ίχνους που απότομα ξεμακραίνει και
γίνεται άφαντο.
Κρύωνα και συνέχισα τον δρόμο μου, βλέποντας σαν σε όνειρο εκείνο το
ίχνος και γεμάτος λαχτάρα να βρω την είσοδο σε ένα μαγικό θέατρο, μόνο
για τρελούς. Στο μεταξύ είχα φτάσει στην περιοχή της αγοράς, όπου δεν
έλειπαν οι νυχτερινές διασκεδάσεις, σε κάθε βήμα ήταν κρεμασμένη μια
αφίσα ή κάτι διαφήμιζε μια επιγραφή: Γυναικεία ορχήστρα – Βαριετέ –
Κινηματογράφος – Βραδιά χορού, όμως όλα αυτά δεν ήταν για μένα, ήταν
για τον «καθένα», για τους φυσιολογικούς, τους οποίους έβλεπα άλλωστε
να συνωστίζονται παντού και να σπρώχνονται στις εισόδους. Παρ’ όλα
αυτά η θλίψη μου κάπως μετριάστηκε, στο κάτω κάτω με είχε αγγίξει ένας
χαιρετισμός από τον άλλο κόσμο, μερικά χρωματιστά γράμματα είχαν
χορέψει και είχαν παίξει πάνω στην ψυχή μου, αγγίζοντας απόκρυφες
συγχορδίες, μια αναλαμπή του χρυσού ίχνους είχε γίνει πάλι ορατή.
Αναζήτησα το μικρό παλιομοδίτικο καπηλειό όπου από την πρώτη μου
επίσκεψη σ’ αυτή την πόλη, εδώ και είκοσι πέντε χρόνια, τίποτε δεν έχει
αλλάξει, ακόμα και η σερβιτόρα είναι εκείνη η αλλοτινή και μερικοί από
τους σημερινούς πελάτες κάθονταν και τότε επίσης εδώ, στην ίδια θέση,
μπροστά στα ίδια ποτήρια. Μπήκα στην ταπεινή ταβέρνα, εδώ μπορούσες
να βρεις καταφύγιο. Ήταν βέβαια ένα καταφύγιο σαν εκείνο περίπου πάνω
στη σκάλα, κοντά στην αροκάρια, κι εδώ δεν έβρισκα πατρίδα και
συντροφικότητα, έβρισκα μόνο μια ήσυχη θέση παρατηρητή μπροστά σε
μια σκηνή πάνω στην οποία ξένοι άνθρωποι έπαιζαν ξένα έργα, κι ωστόσο
αυτή η ήσυχη θέση κάτι άξιζε: Κανένας συνωστισμός, ούτε ξεφωνητά,
καμία μουσική, μόνο μερικοί ήσυχοι αστοί, καθισμένοι στα γυμνά ξύλινα
τραπέζια (δεν υπήρχε μάρμαρο ή σμάλτο, βελούδο ή μπρούντζος!), και
μπροστά στον καθένα τους το βραδινό ποτό, ένα παλιό καλό κρασί. Ίσως
αυτοί οι λίγοι τακτικοί πελάτες, τους οποίους γνώριζα όλους εξ όψεως, να
ήταν πραγματικοί φιλισταίοι και να είχαν στο σπίτι, στις φιλισταϊκές
κατοικίες τους, έρημους βωμούς μπροστά σε ηλίθιες θεότητες της
ικανοποίησης, ίσως επίσης να ήταν μοναχικοί και παραστρατημένοι σαν
εμένα, ήρεμοι στοχαστικοί πότες, με χρεοκοπημένα ιδανικά, Λύκοι της
Στέπας και φτωχοδιάβολοι· αυτό δεν μπορούσα να το ξέρω. Τον καθένα
τους τον έφερνε εδώ η νοσταλγία, η απογοήτευση, η ανάγκη για
υποκατάστατα, ο παντρεμένος αναζητούσε εδώ την ατμόσφαιρα της
εργένικης εποχής του, ο παλιός δημόσιος υπάλληλος την ανάμνηση των
φοιτητικών του χρόνων, όλοι ήταν αρκετά σιωπηλοί και όλοι ήταν πότες
και κάθονταν, σαν εμένα, πιο ευχάριστα μπροστά σε μισό λίτρο κρασί της
Αλσατίας παρά μπροστά σε μια γυναικεία ορχήστρα. Εδώ έριξα άγκυρα,
εδώ μπορούσα να αντέξω για μία ώρα, ακόμα και για δύο. Μόλις ήπια μια
γουλιά κρασί Αλσατίας, ένιωσα πως σήμερα δεν είχα φάει τίποτα εκτός από
το ψωμί στο πρόγευμα.
Είναι αξιοθαύμαστο πόσα πράγματα μπορεί να καταπιεί ο άνθρωπος! Για
δέκα λεπτά διάβασα μια εφημερίδα, άφησα να εισχωρήσει μέσα μου, μέσω
των ματιών μου, το πνεύμα ενός ανεύθυνου ανθρώπου που αναμασάει τα
λόγια άλλων, τα σαλιώνει, αλλά τα ξεφουρνίζει αχώνευτα. Αυτό λοιπόν
κατάπια, μια ολόκληρη στήλη. Ύστερα καταβρόχθισα ένα γερό κομμάτι
συκώτι που κάποιος είχε αφαιρέσει από την κοιλιά ενός σφαγμένου
μοσχαριού. Τι περίεργο! Το καλύτερο ήταν το κρασί της Αλσατίας. Δεν μου
άρεσαν, τουλάχιστον στην καθημερινή χρήση, τα δυνατά, βαριά κρασιά με
τα επιδεικτικά έντονα θέλγητρά τους και τις φημισμένες χαρακτηριστικές
γεύσεις. Πιο πολύ αγαπώ τα εντελώς ελαφρά, καθαρά, ταπεινά, χωριάτικα
κρασιά, χωρίς κανένα ιδιαίτερο όνομα· μπορείς να πιεις αρκετή ποσότητα
και έχουν όμορφη και φιλική γεύση, που θυμίζει εξοχή και γη και ουρανό
και δάσος. Ένα κύπελλο κρασί της Αλσατίας και ένα κομμάτι καλό ψωμί
είναι το καλύτερο απ’ όλα τα γεύματα. Να όμως που έχω ήδη μέσα μου μια
μερίδα συκωτιού, μια ξεχωριστή γεύση για μένα, που σπάνια τρώγω κρέας,
και το δεύτερο κύπελλο κρασιού βρίσκεται κιόλας μπροστά μου. Ακόμα κι
αυτό είναι περίεργο, που σε κάποιες πράσινες κοιλάδες κάποιοι υγιείς και
εργατικοί άνθρωποι φύτεψαν κλήματα και έβγαλαν κρασί από τα πατητήρια
τους, για να μπορούν εδώ κι εκεί στον κόσμο, μακριά απ’ αυτούς, να
ρουφούν σιωπηλά από τα κύπελλά τους λίγο θάρρος και ευδιαθεσία μερικοί
απογοητευμένοι αστοί και αμήχανοι Λύκοι της Στέπας.
Ας είναι, ας φαίνεται περίεργο! Ήταν καλό, έπιασε τόπο, ήρθα στο κέφι.
Μ’ έπιασαν κατόπιν εορτής λυτρωτικά γέλια για την ασυναρτησία του
άρθρου της εφημερίδας και ξαφνικά θυμήθηκα την απαλή εκείνη μελωδία
των πνευστών, ανέβηκε μέσα μου σαν μικρή γυαλιστερή σαπουνόφουσκα,
έλαμψε, μου έδωσε μια αντανάκλαση όλου του κόσμου, μικρού και
πολύχρωμου, και ύστερα έσκασε πάλι απαλά. Αφού μπόρεσε αυτή η μικρή
ουράνια μελωδία να ριζώσει κρυφά στην ψυχή μου και μια μέρα να
φουντώσει μέσα μου τα πανέμορφα λουλούδια της, με όλα τα αγαπημένα
χρώματα, πώς γινόταν να είμαι εντελώς χαμένος; Μπορεί να ήμουν ένα
ξεστρατισμένο ζώο που δεν καταλαβαίνει τον κόσμο γύρω του, όμως στην
ανόητη ζωή μου υπήρχε ένα νόημα, κάτι βαθιά μέσα μου αποκρινόταν,
ήταν δέκτης καλεσμάτων από μακρινούς και ανώτερους κόσμους, μέσα στο
μυαλό μου είχαν στοιβαχτεί χιλιάδες εικόνες:
Τάγματα αγγέλων του Τζιόττο από τον μικρό γαλάζιο θόλο μιας
εκκλησίας στην Πάδοβα και δίπλα τους να περπατούν ο Άμλετ και η
στεφανωμένη Οφηλία, ωραίες παραβολές όλης της θλίψης και της
παρανόησης που υπήρχε στον κόσμο· εκεί βρισκόταν ο αεροπλόος
Τζιανότσο μέσα στο φλεγόμενο αερόστατό του και σάλπιζε, ο Αττίλας
Σμέλτσλε κρατούσε στο χέρι το καινούργιο του καπέλο, ο
Μπορομπούντουρ τίναζε το βουνό των γλυπτών του στον αέρα. Ακόμα κι
αν ζούσαν αυτές οι ωραίες μορφές σε χιλιάδες άλλες καρδιές, υπήρχαν
άλλες δέκα χιλιάδες άγνωστες εικόνες και ήχοι των οποίων η πατρίδα και η
όραση και η ακοή ζούσαν μόνο στα βάθη του είναι μου. Ο παλιός τοίχος
του νοσοκομείου, με το γέρικο, ετοιμόρροπο, λεκιασμένα γκριζοπράσινο
χρώμα, μέσα στις ρωγμές και τη φθορά του οποίου μπορούσες να
μαντέψεις χιλιάδες τοιχογραφίες – σ’ αυτόν ποιος έδινε απάντηση, ποιος
τον έκλεινε στην ψυχή του, ποιος τον αγαπούσε, ποιος ένιωθε τη μαγεία
των χρωμάτων του, που έσβηναν απαλά; Τα παλιά βιβλία των μοναχών, με
τις απαλές φωτεινές μινιατούρες, και τα ξεχασμένα από τον λαό βιβλία των
Γερμανών ποιητών που έζησαν πριν από εκατό, πριν από διακόσια χρόνια,
όλοι οι φθαρμένοι και μουχλιασμένοι τόμοι, τα χειρόγραφα και οι
τυπωμένες συνθέσεις των παλιών μουσικών, οι αιώνιες κιτρινισμένες
παρτιτούρες, με τα απολιθωμένα τους μουσικά όνειρα – ποιος άκουγε τις
πνευματώδεις, τις παιχνιδιάρικες, τις νοσταλγικές φωνές τους, ποιος
διατηρούσε την καρδιά γεμάτη από το πνεύμα και τη μαγεία τους μέσα σ’
έναν κόσμο διαφορετικό και αποξενωμένο απ’ όλα αυτά; Ποιος σκέπτεται
ακόμη εκείνο το μικρό ανθεκτικό κυπαρίσσι ψηλά στο βουνό πάνω από το
Γκούμπιο, που λύγισε και σχίστηκε από το πέσιμο του βράχου, κι όμως
κρατήθηκε στη ζωή και βλάστησε μια νέα ισχνή κορυφή; Ποιος δικαιώνει
την εργατική νοικοκυρά στον πρώτο όροφο για την καλογυαλισμένη της
αροκάρια; Ποιος διαβάζει τις νύχτες πάνω από τον Ρήνο αυτά που γράφουν
τα σύννεφα της ομίχλης στο αργό πέρασμά τους; Ο Λύκος της Στέπας. Και
ποιος αναζητάει μέσα στα ερείπια της ζωής του το σκορπισμένο νόημα,
υποφέρει το φανερά παράλογο, ζει την προφανή τρέλα και έχει την κρυφή
ελπίδα πως στο τελευταίο παράλογο χάος θα μπορέσει ακόμη να βρει την
αποκάλυψη και να πλησιάσει τον Θεό;
Δεν άφησα από το χέρι το ποτήρι μου, που η ταβερνιάρισσα ήθελε να το
ξαναγεμίσει, και σηκώθηκα. Δεν χρειαζόμουν άλλο κρασί. Το χρυσό ίχνος
είχε λάμψει, είχα θυμηθεί την αιωνιότητα, τον Μότσαρτ, τα αστέρια. Για
μία ώρα μπορούσα πάλι να ανασάνω, μπορούσα να ζήσω, μου επιτρεπόταν
να υπάρχω, δεν χρειαζόταν να υποφέρω μαρτύρια, να φοβάμαι, να
ντρέπομαι.
Όταν βγήκα στον δρόμο, που είχε ερημώσει, η αραιή, ψιλή βροχή,
παρασυρμένη από την ορμή του παγωμένου αέρα, κτυπούσε πάνω στα
φανάρια και άστραφτε σαν σπινθηροβόλημα. Και τώρα πού να πήγαινα; Αν
είχα τώρα στη διάθεσή μου μια μικρή μαγική ευχή, θα πρόσφερα στον
εαυτό μου ένα μικρό όμορφο σαλόνι, στιλ Λουδοβίκου ΙΣΤ΄, όπου μερικοί
μουσικοί θα μου έπαιζαν δύο τρία κομμάτια του Χαίντελ και του Μότσαρτ.
Τέτοια θα ήταν η διάθεσή μου, και θα ρουφούσα τη δροσερή κι ευγενική
μουσική όπως οι θεοί ρουφούν το νέκταρ. Αχ, να είχα τώρα έναν φίλο σε
κάποια σοφίτα που να ονειροπολεί δίπλα σ’ ένα κερί, έχοντας κοντά του το
βιολί! Πώς θα τον αιφνιδίαζα στη νυχτερινή ηρεμία του, θα σκαρφάλωνα
αθόρυβα τη γεμάτη στροφές σκάλα και θα τον ξάφνιαζα, και θα
περνούσαμε με κουβέντα και μουσική μερικές ουράνιες νυχτερινές ώρες!
Συχνά δοκίμασα αυτή την ευτυχία, άλλοτε, σε χρόνια περασμένα, αλλά κι
αυτό έφυγε μακριά μου με τον καιρό και με άφησε, ανάμεσα στο τώρα και
στο τότε απλώνονται μαραμένα χρόνια.
Πήρα διστακτικά τον δρόμο της επιστροφής για το σπίτι, σήκωσα ψηλά
τον γιακά του παλτού μου κι έμπηξα το μπαστούνι μου στο υγρό
λιθόστρωτο. Όσο κι αν καθυστερούσα στον δρόμο, σε λίγο θα καθόμουν
πάλι στη σοφίτα μου, στη μικρή φαινομενική μου πατρίδα, που δεν την
αγαπούσα, αλλά δεν μπορούσα να τη στερηθώ, γιατί για μένα έχει παρέλθει
πια η εποχή όπου μπορούσα να περάσω μια χειμωνιάτικη νύχτα έξω στο
ύπαιθρο. Αλλά, προς Θεού, δεν ήθελα να αφήσω να καταστραφεί η καλή
διάθεση που είχα τούτο το βράδυ ούτε από τη βροχή, ούτε από τα
αρθριτικά, ούτε από την αροκάρια, ακόμα κι αν δεν είχα καμία ορχήστρα
δωματίου, ακόμα κι αν δεν υπήρχε κανένας φίλος με βιολί, αφού μέσα μου
αντηχούσε εκείνη η ευγενική μελωδία και μπορούσα κατά προσέγγιση να
την παίξω στον ίδιο μου τον εαυτό σιγομουρμουρίζοντας και κρατώντας
ρυθμικά την ανάσα μου. Συνέχισα να περπατώ συλλογισμένος. Όχι, μπορώ
και χωρίς τη μουσική δωματίου και χωρίς τον φίλο, και είναι γελοίο να
αναλώνομαι σε ανίσχυρες απαιτήσεις για ζεστασιά. Η μοναξιά είναι
ανεξαρτησία, την είχα ευχηθεί για τον εαυτό μου, και χρειάστηκαν πολλά
χρόνια για να την αποκτήσω. Ήταν παγερή, ω ναι, αλλά και ήρεμη, εξαίσια
ήρεμη και απέραντη σαν το παγερό, ήρεμο διάστημα, μέσα στο οποίο
περιστρέφονται τα αστέρια.
Από ένα χορευτικό κέντρο που προσπέρασα έφτασε στα αυτιά μου καυτή
και άγρια, σαν τη μυρωδιά του ωμού κρέατος, μια δυνατή μουσική τζαζ.
Έμεινα μια στιγμή ακίνητος· πάντα αυτό το είδος της μουσικής, που τόσο
το απεχθανόμουν, ασκούσε πάνω μου μια μυστική γοητεία. Αντιπαθούσα
την τζαζ, αλλά την προτιμούσα δέκα φορές περισσότερο από τις
ακαδημαϊκές μουσικές του σήμερα, άγγιζε με τη χαρούμενη και ωμή
αγριότητά της κι εμένα ακόμα βαθιά, στον κόσμο των ενστίκτων, και
απέπνεε έναν πρωτόγονο και ειλικρινή αισθησιασμό.
Στάθηκα μια στιγμή ανασηκώνοντας τα ρουθούνια μου, μύρισα την
«αιματηρή» διαπεραστική μουσική, οσμίστηκα με κακία και απληστία την
ατμόσφαιρα αυτής της αίθουσας. Αυτή η μουσική ήταν κατά το ήμισυ
λυρική, λιγωτική, ζαχαρωμένη και έσταζε συναισθηματισμό, από την άλλη
ήταν άγρια, ιδιότροπη και δυναμική, και οι δύο πλευρές της όμως έδεναν
μεταξύ τους απλά και ειρηνικά προσφέροντας ένα ατόφιο σύνολο. Ήταν
μουσική της παρακμής, θα πρέπει να υπήρχε παρόμοια μουσική στη Ρώμη
των τελευταίων αυτοκρατόρων. Φυσικά, συγκρινόμενη με τον Μπαχ και
τον Μότσαρτ και με την αληθινή μουσική, ήταν για τα σκουπίδια – αλλά
έτσι είναι όλη η τέχνη μας, όλη μας η σκέψη, όλος ο ψευτοπολιτισμός μας
αν τον συγκρίνει κανείς με τον πραγματικό πολιτισμό. Και αυτή η μουσική
είχε το προσόν μιας μεγάλης ειλικρίνειας, έναν αξιαγάπητο, αδιάψευστο
νέγρικο χαρακτήρα και μια χαρούμενη παιδική διάθεση. Είχε κάτι από τους
νέγρους και κάτι από τους Αμερικάνους, που φαίνονται σ’ εμάς τους
Ευρωπαίους, παρά τον δυναμισμό τους, τόσο νεανικά φρέσκοι και
παιδιάστικοι. Έτσι θα γινόταν και η Ευρώπη; Ήταν σ’ αυτόν τον δρόμο;
Είμαστε εμείς, οι παλιοί γνώστες και θαυμαστές της αλλοτινής Ευρώπης,
της μοναδικής γνήσιας μουσικής, της γνήσιας αλλοτινής ποίησης, απλώς
μια ηλίθια μικρή μειονότητα κομπλεξικών νευρωτικών που αύριο πρόκειται
να ξεχαστούν και να γίνουν αντικείμενο κοροϊδίας; Ήταν αυτό που
ονομάζαμε πολιτισμό, πνεύμα, αυτό που θεωρούσαμε ωραίο, ιερό, απλώς
ένα φάντασμα νεκρό από καιρό και μόνο μερικοί τρελοί σαν εμάς το
πίστευαν ακόμη γνήσιο και ζωντανό; Μήπως ποτέ δεν υπήρξε γνήσιο και
ζωντανό; Μήπως αυτό για το οποίο εμείς οι τρελοί μοχθήσαμε δεν ήταν
πάντα μόνο ένα φάντασμα;
Με υποδέχτηκε η παλιά συνοικία της πόλης, η μικρή εκκλησία,
βυθισμένη μέσα στο γκρίζο, θαμπή και εξωπραγματική. Θυμήθηκα ξαφνικά
την εμπειρία της βραδιάς, την αινιγματική πόρτα με την τοξωτή αψίδα, τον
αινιγματικό πίνακα αποπάνω, τα φωτεινά γράμματα που χόρευαν
περιπαιχτικά. Τι έλεγε η επιγραφή; «Η είσοδος δεν είναι για τον καθένα».
Και: «Μόνο για τρελούς». Κοίταξα εξεταστικά τον παλιό τοίχο απέναντι,
με την κρυφή ευχή να ξαναρχίσει η μαγεία, να προσκαλέσει η επιγραφή
εμένα τον τρελό, να μου επιτρέψει η μικρή πόρτα την είσοδο. Ίσως εκεί
βρισκόταν αυτό που ποθούσα, ίσως να παιζόταν εκεί η μουσική μου!
Ατάραχος με κοίταζε ο σκούρος πέτρινος τοίχος, κλεισμένος μέσα σε
βαθύ σούρουπο, βυθισμένος βαθιά στο όνειρό του. Και πουθενά πύλη,
καμία τοξωτή αψίδα, μόνο ο σκοτεινός, ήσυχος τοίχος χωρίς άνοιγμα.
Χαμογελώντας, προχώρησα γνέφοντας φιλικά στον τοίχο: «Καλόν ύπνο,
τοίχε, δεν θα σε ξυπνήσω. Θα έρθει καιρός που θα σε γκρεμίσουν ή θα σε
γεμίσουν με τις άπληστες διαφημίσεις τους, αλλά τώρα είσαι ακόμη στη
θέση σου, είσαι ακόμη ωραίος και σιωπηλός, και σ’ αγαπώ».
Από το μαύρο φαράγγι ενός στενοσόκακου δίπλα μου ακριβώς
ξεπετάχτηκε και με τρόμαξε ένας άντρας, ένας μοναχικός καθυστερημένος
διαβάτης, που γύριζε στο σπίτι του με κουρασμένο βήμα, με έναν σκούφο
στο κεφάλι, φορώντας ένα μπλε πουκάμισο· στον ώμο του κουβαλούσε ένα
κοντάρι με μια ταμπέλα, μπροστά στην κοιλιά του είχε δεμένο μ’ ένα λουρί
ένα ανοιχτό κουτί, όπως οι πωλητές στα πανηγύρια. Πέρασε κουρασμένος
από μπροστά μου χωρίς να με προσέξει, διαφορετικά θα τον χαιρετούσα και
θα του πρόσφερα ένα πούρο. Στο φως του επόμενου φαναριού προσπάθησα
να διαβάσω το «λάβαρό» του, την κόκκινη ταμπέλα πάνω στο κοντάρι,
αλλά κουνιόταν πέρα δώθε και δεν μπορούσα να διακρίνω τίποτε. Τότε τον
φώναξα και τον παρακάλεσα να μου δείξει την ταμπέλα. Στάθηκε, κράτησε
το κοντάρι λίγο πιο ίσια, και έτσι μπόρεσα να διαβάσω τα γράμματα που
χόρευαν και τρέκλιζαν:
ΑΝΑΡΧΙΚΗ ΒΡΑΔΙΝΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ
ΜΑΓΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΘ…

«Μα εσάς ζητούσα», φώναξα χαρούμενος. «Τι είναι αυτή η βραδινή


διασκέδαση; Πού θα γίνει; Πότε;»
Εκείνος απομακρυνόταν και πάλι.
«Δεν είναι για τον καθένα», είπε αδιάφορα, με νυσταγμένη φωνή, και
συνέχισε να προχωρεί. Ήταν κουρασμένος, ήθελε να πάει σπίτι του.
«Σταθείτε», φώναξα κι έτρεξα πίσω του. «Τι έχετε εκεί, στο κουτί σας;
Θέλω να αγοράσω κάτι από σας».
Χωρίς να σταματήσει, ο άντρας έβαλε το χέρι στο κουτί του μηχανικά,
έβγαλε ένα μικρό βιβλιαράκι και το έτεινε προς το μέρος μου. Το πήρα
γρήγορα και το έβαλα στην τσέπη μου. Ενώ ξεκούμπωνα το παλτό μου για
να βγάλω λεφτά, εκείνος έστριψε και μπήκε σε μια είσοδο, έκλεισε πίσω
του την πόρτα και χάθηκε. Στην αυλή αντήχησαν τα βαριά βήματά του,
πρώτα πάνω στο λιθόστρωτο, έπειτα σε μια ξύλινη σκάλα, ύστερα δεν
ακουγόταν πια τίποτε. Ξαφνικά ένιωσα κι εγώ πολύ κουρασμένος και είχα
την αίσθηση πως ήταν πολύ αργά και ότι καλά θα ήταν να γύριζα πια στο
σπίτι. Τάχυνα το βήμα μου και σύντομα, αφού διέσχισα το κοιμισμένο
συνοικιακό σοκάκι, έφτασα στην περιοχή μου, ανάμεσα στα αναχώματα,
όπου έμεναν δημόσιοι υπάλληλοι και μικροσυνταξιούχοι μέσα σε μικρά
παστρικά νοικιασμένα σπιτάκια πίσω από λίγο γρασίδι και κισσό. Ύστερα
από το γρασίδι, τον κισσό, το μικρό έλατο έφτασα στην εξώπορτα, βρήκα
την κλειδαρότρυπα, βρήκα τον διακόπτη για το φως, γλίστρησα μπροστά
από τις τζαμόπορτες, μπροστά από τις λουστραρισμένες ντουλάπες, τις
γλάστρες με τα φυτά, άνοιξα το δωμάτιό μου, τη φαινομενική πατρίδα μου,
όπου η πολυθρόνα και η σόμπα, το μελανοδοχείο και το κουτί με τα
χρώματα της ζωγραφικής, ο Νοβάλις και ο Ντοστογιέφσκι με περίμεναν,
όπως περιμένουν τους άλλους, τους κανονικούς ανθρώπους, όταν γυρίζουν
στο σπίτι τους, η μητέρα, η γυναίκα, τα παιδιά, οι υπηρέτριες, τα σκυλιά, οι
γάτες.
Όταν έβγαλα το βρεγμένο παλτό μου, το χέρι μου έπιασε πάλι το μικρό
βιβλίο. Το έβγαλα έξω, ήταν ένα λεπτό βιβλιαράκι πανηγυριού, τυπωμένο
άσχημα και πάνω σε κακό χαρτί, όπως εκείνα τα φυλλάδια Ο άνθρωπος που
γεννήθηκε τον Γενάρη ή Πώς να γίνετε είκοσι χρόνια νεότερος μέσα σε οκτώ
μέρες.
Όταν όμως χώθηκα στην πολυθρόνα κι έβαλα τα γυαλιά μου, διάβασα
κατάπληκτος, με μια ξαφνική έντονη αίσθηση του μοιραίου, στο εξώφυλλο
αυτής της πανηγυριώτικης φυλλάδας τον τίτλο: Πραγματεία για τον Λύκο
της Στέπας. Όχι για τον καθένα.
Και το περιεχόμενο του βιβλίου, που το διάβασα μονομιάς, με ένταση που
ολοένα μεγάλωνε, είναι το εξής:
ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΥΚΟ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Ήταν μια φορά κάποιος με το όνομα Χάρρυ, που τον ονόμαζαν Λύκο της
Στέπας. Περπατούσε στα δύο πόδια, φορούσε ρούχα και ήταν άνθρωπος,
αλλά παρ’ όλα αυτά τελικά ήταν ένας Λύκος της Στέπας. Είχε μάθει πολλά
απ’ αυτά που μπορούν να μάθουν οι άνθρωποι με δυνατό μυαλό και ήταν
ένας αρκετά έξυπνος άντρας. Εκείνο όμως που δεν έμαθε είναι το εξής: να
είναι ευχαριστημένος με τον εαυτό του και με τη ζωή του. Αυτό δεν το
κατάφερνε, ήταν ένας άνθρωπος ανικανοποίητος. Αυτό ίσως να προήλθε από
το ότι ήξερε στο βάθος της καρδιάς του (ή πίστευε πως ήξερε) ότι τελικά δεν
ήταν άνθρωπος, αλλά ένας λύκος από τη στέπα. Μπορεί οι έξυπνοι άνθρωποι
να διαφωνήσουν μεταξύ τους αν πραγματικά ήταν μόνο λύκος, αν κάποτε,
ίσως πριν από τη γέννησή του, είχε μεταμορφωθεί μαγικά από λύκο σε
άνθρωπο ή αν γεννήθηκε άνθρωπος, αλλά προικίστηκε με την ψυχή ενός
λύκου της στέπας, αν βρισκόταν κάτω από την επήρειά της ή αν αυτή η
πεποίθηση, πως τελικά ήταν ένας λύκος, ήταν απλώς μια δική του
φαντασίωση και αρρώστια. Θα ήταν βέβαια πιθανό, για παράδειγμα, αυτός ο
άνθρωπος κάποτε στα παιδικά του χρόνια να ήταν άγριος, ατίθασος και
άτακτος και οι άνθρωποι που τον ανάθρεψαν να προσπάθησαν να αφανίσουν
μέσα του το αγρίμι, καταφέρνοντας έτσι να του δημιουργήσουν την ιδέα και
την πεποίθηση πως πραγματικά ήταν ένα αγρίμι καλυμμένο από το λεπτό
περίβλημα της εκπαίδευσης και του ανθρωπισμού. Θα μπορούσε κανείς να
περάσει καιρό συζητώντας γι’ αυτό, ακόμα και να γράψει βιβλίο· αυτό όμως
δεν θα εξυπηρετούσε σε τίποτε τον Λύκο της Στέπας, γιατί του ήταν εντελώς
αδιάφορο αν ο λύκος είχε μπει μέσα του διά μαγείας ή με τη βία ή αν ήταν
μια φαντασίωση της ψυχής του. Αυτό που σκέφτονταν οι άλλοι σχετικά, αλλά
κι αυτό που σκεφτόταν ο ίδιος δεν είχε καμία αξία για κείνον, δεν μπορούσε
να βγάλει τον λύκο από μέσα του.
Ο Λύκος της Στέπας λοιπόν είχε δύο φύσεις, μία ανθρώπινη και μία
λυκίσια, αυτό ήταν το πεπρωμένο του, και δεν αποκλείεται βέβαια αυτό το
πεπρωμένο να μην είναι τόσο ιδιαίτερο και σπάνιο. Κατά τα λεγόμενα, έχουν
ήδη υπάρξει αρκετοί άνθρωποι που είχαν πολλά από τον σκύλο ή την αλεπού,
από το ψάρι ή το φίδι, χωρίς να έχουν γι’ αυτόν τον λόγο ιδιαίτερες
δυσκολίες. Σ’ εκείνους τους ανθρώπους συνυπήρχαν ο άνθρωπος και η
αλεπού, ο άνθρωπος και το ψάρι, δίπλα δίπλα, και κανένας δεν έβλαπτε τον
άλλον, βοηθούσε μάλιστα ο ένας τον άλλον, και ορισμένοι που προόδευαν
πολύ και ο κόσμος τούς ζήλευε χρωστούσαν την τύχη τους περισσότερο στην
αλεπού ή στον πίθηκο παρά στον άνθρωπο. Αυτό βέβαια είναι σε όλους
γνωστό. Με τον Χάρρυ αντίθετα όλα ήταν διαφορετικά, ο άνθρωπος και ο
λύκος μέσα του δεν συμπορεύονταν και επιπλέον δεν βοηθούσαν ο ένας τον
άλλον, παρά είχαν ανάμεσά τους μια αδιάκοπη θανάσιμη έχθρα, ο ένας ζούσε
μόνο και μόνο για να κάνει τον άλλον να υποφέρει, κι όταν Δύο με Ένα αίμα
και Μία ψυχή είναι θανάσιμοι εχθροί μεταξύ τους, αυτό σημαίνει μια κακή
ζωή. Ο καθένας λοιπόν έχει τον κλήρο του και κανενός η μοίρα δεν είναι
εύκολη.
Στον δικό μας Λύκο της Στέπας λοιπόν συνέβαινε το εξής: Ανάλογα με τα
συναισθήματά του, ζούσε πότε σαν λύκος και πότε σαν άνθρωπος, όπως
συμβαίνει με όλα τα διφυή πλάσματα, αλλά, όταν ήταν λύκος, ο άνθρωπος
μέσα του πάντα παραμόνευε παρατηρώντας, καταδικάζοντας και
επικρίνοντας – και το διάστημα που ήταν άνθρωπος ο λύκος έκανε ακριβώς
το ίδιο. Για παράδειγμα, όταν ο Χάρρυ ως άνθρωπος έκανε μια όμορφη
σκέψη, όταν ένιωθε ένα αίσθημα λεπτό, ευγενικό, ή όταν έκανε μια λεγόμενη
καλή πράξη, τότε ο λύκος μέσα του άφηνε να φανούν τα δόντια του και
γελούσε και του έδειχνε με αιματηρό σαρκασμό πόσο γελοίο φαινόταν όλο
αυτό το ευγενικό θέατρο σ’ ένα ζώο της στέπας, που ήξερε βέβαια πολύ καλά
στο βάθος της καρδιάς του τι του άρεσε, δηλαδή να διασχίζει μόνο του τις
στέπες, κάπου κάπου να ξεδιψά με αίμα ή να κυνηγάει μια λύκαινα – και,
ιδωμένη από τη σκοπιά του λύκου, γινόταν τότε η κάθε ανθρώπινη πράξη
φριχτά παράξενη και αμήχανη, ηλίθια και ματαιόδοξη. Αλλά το ίδιο ακριβώς
συνέβαινε όταν ο Χάρρυ αισθανόταν και συμπεριφερόταν σαν λύκος, όταν
έδειχνε τα δόντια του στους άλλους, όταν ένιωθε μίσος και θανάσιμη έχθρα
εναντίον όλων των ανθρώπων, εναντίον των ψεύτικων και εκφυλισμένων
τρόπων και ηθών. Τότε βέβαια παραμόνευε μέσα του η ανθρώπινη πλευρά,
παρακολουθούσε τον λύκο, τον αποκαλούσε ζώο και κτήνος, καταστρέφοντας
και μεταβάλλοντας σε χολή όλη τη χαρά μέσα στην απλή, υγιή και άγρια
λυκίσια φύση του.
Αυτή λοιπόν ήταν η κατάσταση με τον Λύκο της Στέπας, και μπορεί να
φανταστεί κανείς πως ο Χάρρυ δεν είχε ακριβώς μια ευχάριστη κι
ευτυχισμένη ζωή. Όμως θα ήταν λάθος να πούμε ότι ήταν εξαιρετικά
δυστυχισμένος (αν και ο ίδιος παρ’ όλα αυτά έτσι πίστευε, όπως κάθε
άνθρωπος, που θεωρεί μεγαλύτερα τα δικά του βάσανα). Αυτό για κανέναν
δεν πρέπει να το ισχυριζόμαστε. Ακόμα κι αυτοί που δεν κρύβουν μέσα τους
έναν λύκο δεν είναι απαραιτήτως ευτυχισμένοι γι’ αυτό. Άλλωστε και η πιο
δυστυχισμένη ζωή έχει τις δικές της ηλιόλουστες ώρες και τα δικά της μικρά
άνθη ευτυχίας ανάμεσα στην άμμο και στις πέτρες. Έτσι κι ο Λύκος της
Στέπας. Ήταν συνήθως πολύ δυστυχισμένος, αυτό κανείς δεν μπορεί να το
αμφισβητήσει, και μπορούσε επίσης να κάνει και άλλους δυστυχισμένους, για
την ακρίβεια, όταν τον αγαπούσαν και τους αγαπούσε. Γιατί όλοι όσοι τον
αγαπούσαν έβλεπαν σ’ αυτόν πάντα τη μια πλευρά. Μερικοί τον αγαπούσαν
σαν έναν λεπτό, έξυπνο και ιδιόρρυθμο άνθρωπο, και μετά τρόμαζαν και
απογοητεύονταν μόλις ανακάλυπταν μέσα του τον λύκο. Κι αυτό ήταν
αναπόφευκτο, γιατί ο Χάρρυ, όπως κάθε πλάσμα, ήθελε να αγαπηθεί στο
σύνολό του και δεν μπορούσε, ιδιαίτερα μπροστά σ’ εκείνους που η αγάπη
τους ήταν γι’ αυτόν σημαντική, να αποκρύψει και να διαψεύσει τον λύκο.
Υπήρχαν όμως ορισμένοι που αγαπούσαν ακριβώς τον λύκο σε αυτόν,
ακριβώς αυτή την ελευθερία, την αγριάδα, το αδάμαστο, το επικίνδυνο και το
δυναμικό· σ’ αυτούς πάλι φαινόταν υπερβολικά απογοητευτικό και
αξιοθρήνητο όταν ξαφνικά ο άγριος, κακός λύκος ήταν συνάμα και
άνθρωπος, που κατά βάθος λαχταρούσε καλοσύνη και τρυφερότητα, που
άκουγε Μότσαρτ, διάβαζε στίχους και ήθελε να έχει ανθρώπινα ιδανικά.
Αυτοί κυρίως ήταν τις περισσότερες φορές ιδιαίτερα απογοητευμένοι και
θυμωμένοι, κι έτσι ο Λύκος της Στέπας επηρέαζε με τη διπλή και διχασμένη
του φύση όλα τα ξένα πεπρωμένα με τα οποία ερχόταν σε επαφή.
Ωστόσο όποιος είναι της γνώμης ότι γνωρίζει τον Λύκο της Στέπας και ότι
θα μπορούσε να φανταστεί την άθλια, διχασμένη ζωή του πλανάται, γιατί
απέχει από το να γνωρίζει τα πάντα. Δεν ξέρει πως (όπως δεν υπάρχει
κανόνας χωρίς εξαίρεση και όπως ο Θεός, σε ορισμένες περιπτώσεις,
προτιμά έναν και μόνο αμαρτωλό από ενενήντα εννέα αναμάρτητους) – πως
οπωσδήποτε και για τον Χάρρυ υπήρξαν εξαιρέσεις και περιπτώσεις ευτυχίας,
ότι μπορούσε να νιώσει πότε τον λύκο και πότε τον άνθρωπο να αναπνέει
απλά και ανενόχλητα μέσα του, να σκέπτεται και να αισθάνεται, και ότι αυτοί
οι δυο μάλιστα, κάποιες πολύ σπάνιες ώρες, έκαναν ειρήνη και ζούσαν ο ένας
για χάρη του άλλου, έτσι ώστε να μην κοιμάται μόνο ο ένας όταν ο άλλος
αγρυπνούσε, αλλά να υποστηρίζονται μεταξύ τους και να ενώνουν τις
δυνάμεις τους. Είχε κανείς την εντύπωση πως και σ’ εκείνου του ανθρώπου
τη ζωή, όπως παντού στον κόσμο, όλα τα συνηθισμένα, τα καθημερινά, τα
γνωστά και τα τακτικά είχαν ως σκοπό να γνωρίζουν πότε πότε ένα διάλειμμα
δευτερολέπτου, να διακόπτονται, για να κάνουν τόπο στο Ιδιαίτερο, στο
Θαυμαστό και στη Χάρη. Αν τώρα αυτές οι σύντομες, σπάνιες ώρες ευτυχίας
συμβίβαζαν και μετρίαζαν την κακιά μοίρα του Λύκου της Στέπας, έτσι ώστε
η ευτυχία και ο πόνος να αντισταθμίζονται στη ζυγαριά, ή αν ίσως αυτή η
έντονη ευτυχία εκείνων των λίγων ωρών απορροφούσε όλο τον πόνο,
δίνοντας ένα θετικό αποτέλεσμα, αυτό είναι ένα ερώτημα για το οποίο
μπορούν οι αργόσχολοι να βασανίσουν το μυαλό τους κατά βούληση. Και τον
λύκο συχνά τον απασχολούσε αυτό, κι αυτές ήταν οι αργόσχολες και
άχρηστες μέρες του.
Πάνω σ’ αυτό πρέπει να ειπωθεί κάτι ακόμα. Υπάρχουν κάμποσοι
άνθρωποι όμοιοι στο είδος με τον Χάρρυ, πολλοί καλλιτέχνες ανήκουν στο
είδος αυτό. Όλοι οι άνθρωποι έχουν μέσα τους δύο ψυχές, δύο υπάρξεις,
κρύβουν στο σώμα τους το θεϊκό και το διαβολικό, το μητρικό και το πατρικό
αίμα, η ικανότητα για ευτυχία και η ικανότητα για δυστυχία συνυπάρχουν, το
ίδιο αντιφατικές και συνδεδεμένες όπως ο άνθρωπος και ο λύκος μέσα στον
Χάρρυ. Και οι άνθρωποι αυτοί, που έχουν πολύ ανήσυχη ζωή, καμιά φορά,
στις σπάνιες στιγμές ευτυχίας, δοκιμάζουν μια τόσο συγκλονιστική και
ανείπωτη ομορφιά, ο αφρός της στιγμιαίας ευτυχίας τινάζεται τόσο ψηλά και
εκθαμβωτικά πάνω από τη θάλασσα του πόνου, που αυτή η σύντομη
ευτυχισμένη αναλαμπή αγγίζει και τους άλλους με την ακτινοβολία της και
τους μαγεύει. Έτσι, σαν πολύτιμος, φευγαλέος αφρός της ευτυχίας,
γεννιούνται όλα εκείνα τα έργα τέχνης μέσα από τα οποία ανυψώνεται για
μία ώρα ένας μοναχικός πονεμένος άνθρωπος πάνω από το ίδιο το
πεπρωμένο του, η ευτυχία του τότε ακτινοβολεί σαν αστέρι και φαίνεται σ’
εκείνους που τη βλέπουν σαν κάτι το αιώνιο, σαν την ευτυχία που
ονειρεύτηκαν. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, όποιο όνομα κι αν δίνουμε στις
πράξεις και στα έργα τους, δεν έχουν στην πραγματικότητα καμία απολύτως
ζωή, η ζωή τους δηλαδή δεν έχει καμία ύπαρξη, δεν έχει κανένα σχήμα, δεν
είναι ήρωες, ή καλλιτέχνες, ή στοχαστές, με τον τρόπο που άλλοι είναι
δικαστές, γιατροί, υποδηματοποιοί ή δάσκαλοι, αντίθετα η ζωή τους είναι μια
αδιάκοπη οδυνηρή κίνηση και παφλασμός κυμάτων, είναι δυστυχισμένη και
επώδυνα διχασμένη, και είναι φριχτή και άσκοπη, αφού κανένας δεν είναι
πρόθυμος να ανακαλύψει το νόημα μέσα σ’ αυτά ακριβώς τα σπάνια
βιώματα, πράξεις, στοχασμούς και έργα που ακτινοβολούν πάνω από το χάος
μιας τέτοιας ζωής. Μεταξύ των ανθρώπων αυτού του είδους έχει
δημιουργηθεί η επικίνδυνη και απαίσια σκέψη πως πιθανώς όλη η
ανθρώπινη ζωή είναι μόνο μια άσχημη πλάνη, ένα βίαιο και ατυχές
εξάμβλωμα της αρχέγονης Μεγάλης Μητέρας, ένα παράτολμο και φριχτά
αποτυχημένο πείραμα της φύσης. Μεταξύ τους όμως έχει δημιουργηθεί και η
άλλη σκέψη, πως ο άνθρωπος δεν είναι απλώς ένα εν μέρει λογικό ζώο, αλλά
ένα παιδί των θεών, προορισμένο για την αθανασία.
Κάθε ανθρώπινο είδος έχει τα δικά του χαρακτηριστικά γνωρίσματα, τα
δικά του σημάδια, δικές του αρετές και ελαττώματα, το δικό του θανάσιμο
αμάρτημα. Στα χαρακτηριστικά του Λύκου της Στέπας ανήκε το ότι ήταν ένας
άνθρωπος της νύχτας. Το πρωί ήταν για κείνον ένα άσχημο διάστημα της
μέρας, που το φοβόταν και που ποτέ δεν του είχε φέρει κάτι καλό. Ποτέ σε
οποιοδήποτε πρωινό της ζωής του δεν υπήρξε αληθινά χαρούμενος, ποτέ δεν
είχε κάνει κάτι καλό τις ώρες πριν από το μεσημέρι, δεν είχε καλές ιδέες, δεν
μπορούσε να προσφέρει χαρά στον εαυτό του ή στους άλλους. Μόνο στη
διάρκεια του απογεύματος γινόταν σιγά σιγά θερμός και ζωντάνευε, και μόνο
κατά το βράδυ, στις καλές του μέρες, γινόταν παραγωγικός και δραστήριος,
και καμιά φορά φλογερός και χαρούμενος. Αυτό είχε σχέση και με την
ανάγκη του για μοναξιά και ανεξαρτησία. Κανένας άνθρωπος δεν είχε ποτέ
πιο βαθιά, πιο παθιασμένη ανάγκη για ανεξαρτησία απ’ όσο αυτός. Στα
νεανικά του χρόνια, όταν ήταν ακόμη φτωχός και πάσχιζε να κερδίσει το
ψωμί του, προτιμούσε να πεινάει παρά να κυκλοφορεί με κουρελιασμένα
ρούχα, μόνο και μόνο για να διασώσει ένα μικρό κομμάτι ανεξαρτησίας.
Ποτέ δεν πουλήθηκε για το χρήμα και την καλοπέραση, ούτε στις γυναίκες
ούτε στους ισχυρούς, και είχε απορρίψει και αποκρούσει εκατό φορές αυτό
που στα μάτια τον κόσμου θα ήταν γι’ αυτόν προνόμιο και τύχη, μόνο και
μόνο για να διατηρήσει την ελευθερία του. Καμία ιδέα δεν του ήταν πιο
μισητή και πιο αποκρουστική από το να αναγκαστεί να εξασκήσει τα
καθήκοντα του δημοσίου υπαλλήλου, να τηρήσει τον καταμερισμό της ημέρας
και του χρόνου και να υπακούσει σε άλλους. Ένα γραφείο, μια γραμματεία,
μια δημόσια υπηρεσία τού ήταν τόσο μισητά όσο ο θάνατος, και το
φρικτότερο που θα μπορούσε να ονειρευτεί ήταν η φυλακή κάποιου
στρατώνα. Όλες αυτές τις καταστάσεις ήξερε να τις αποφεύγει, συχνά όμως
με μεγάλες θυσίες. Εδώ βρισκόταν η δύναμη και η αρετή του, εδώ ήταν
άκαμπτος και αδιάφθορος, ο χαρακτήρας του ήταν σταθερός κι ευθύς. Μ’
αυτήν την αρετή όμως είχαν στενή σχέση ο πόνος και η μοίρα του. Συνέβαινε
και σ’ εκείνον ό,τι συμβαίνει σε όλους: Ό,τι αναζητούσε κι επιδίωκε επίμονα
από τη βαθύτερη παρόρμηση της ύπαρξής του το αποκτούσε, αλλά σε
μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι είναι ωφέλιμο για τον άνθρωπο. Αυτό που αρχικά
ήταν το όνειρο και η ευτυχία του γινόταν ύστερα το πικρό πεπρωμένο του.
Τον άνθρωπο της εξουσίας τον καταστρέφει η εξουσία, τον άνθρωπο του
χρήματος το χρήμα, τον δουλοπρεπή η δουλοπρέπεια, τον φιλήδονο η ηδονή.
Κι έτσι ο Λύκος της Στέπας καταστράφηκε από την ανεξαρτησία του. Πέτυχε
τον σκοπό του, γινόταν όλο και πιο ανεξάρτητος, κανένας δεν τον διέταζε,
δεν χρειαζόταν να συμμορφωθεί με κανέναν, καθόριζε τη συμπεριφορά του
ελεύθερος και μόνος. Γιατί κάθε δυνατός άνθρωπος πετυχαίνει αλάθητα αυτό
που μια αληθινή ορμή τον αναγκάζει να επιδιώξει. Ο Χάρρυ ωστόσο, μέσα
στην ελευθερία που απέκτησε, αντιλήφθηκε πως η ελευθερία του ήταν ένας
θάνατος, ότι στεκόταν μόνος, ότι ο κόσμος τον είχε αφήσει στην ησυχία του
με έναν φρικτό τρόπο, ότι οι άνθρωποι δεν τον ενδιέφεραν πια, και ασφαλώς
ούτε ο ίδιος ο εαυτός του, ότι ασφυκτιούσε μέσα σε μια ατμόσφαιρα που
ολοένα αραίωνε, μια ατμόσφαιρα μοναξιάς, που ήταν στερημένη από
σχέσεις. Γιατί τώρα είχαν αλλάξει τα πράγματα, τώρα η μοναξιά και η
ανεξαρτησία δεν ήταν πλέον η επιθυμία και ο σκοπός του, αλλά η μοίρα του,
η καταδίκη του, τώρα είχε εκπληρωθεί η μαγική ευχή του και δεν
ακυρωνόταν, τώρα ήταν μάταιο πλέον να απλώσει τα χέρια γεμάτος λαχτάρα
και καλή θέληση, έτοιμος για δεσμούς και συντροφικότητα· τώρα οι άλλοι τον
άφηναν μόνο. Αυτό δεν σήμαινε πως οι άνθρωποι τον μισούσαν και τον
αποστρέφονταν. Αντίθετα είχε πολλούς φίλους. Πολλοί τον συμπαθούσαν.
Αλλά αυτό που έβρισκε ήταν πάντα μόνο συμπάθεια και φιλικότητα, τον
προσκαλούσαν, του έκαναν δώρα, του έγραφαν συμπαθητικά γράμματα, αλλά
κανένας δεν τον πλησίαζε περισσότερο, κανένας δεσμός δεν γεννιόταν,
κανένας δεν ήταν πρόθυμος και ικανός να μοιραστεί τη ζωή του. Τώρα τον
περιέβαλλε ο αέρας της μοναξιάς, μια σιωπηλή ατμόσφαιρα, μια
απομάκρυνση του περιβάλλοντος, μια ανικανότητα για σχέσεις, μπροστά στην
οποία καμία θέληση και καμία επιθυμία δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα.
Αυτό ήταν ένα από τα σημαντικά χαρακτηριστικά της ζωής του.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του ήταν ότι ανήκε στους αυτόχειρες. Εδώ πρέπει
να λεχθεί πως είναι λάθος να ονομάζονται αυτόχειρες μόνο εκείνοι οι
άνθρωποι που πραγματικά αυτοκτονούν. Ανάμεσα σ’ αυτούς υπάρχουν
ασφαλώς πολλοί που έγιναν κατά κάποιον τρόπο αυτόχειρες μόνο
συμπτωματικά, ενώ η αυτοκτονία δεν ανήκε απαραίτητα στη φύση τους.
Μεταξύ των ανθρώπων χωρίς προσωπικότητα, χωρίς δυνατή φυσιογνωμία,
χωρίς ισχυρή μοίρα, μεταξύ των δεκάδων και αγελαίων υπάρχουν μερικοί
που χάνονται αυτοκτονώντας χωρίς να ανήκουν ως προς τη φυσιογνωμία και
τον χαρακτήρα τους στον τύπο των αυτοχείρων, ενώ αντίθετα πάρα πολλοί
από κείνους που θεωρούνται από τη φύση τους αυτόχειρες, ίσως οι
περισσότεροι, ποτέ δεν στρέφουν πραγματικά το χέρι ενάντια στον εαυτό
τους. Ο «αυτόχειρας» –και ο Χάρρυ ήταν τέτοιος– δεν χρειάζεται να ζει σε
μια έντονη σχέση με τον θάνατο, αυτό μπορεί να συμβαίνει και χωρίς να
είσαι αυτόχειρας. Όμως είναι χαρακτηριστικό για τον αυτόχειρα ότι
αισθάνεται τον εαυτό του, αδιάφορο αν έχει δίκιο ή άδικο, σαν έναν
ιδιαίτερα επικίνδυνο, αμφίβολο και απειλημένο καρπό της φύσης· νιώθει
πάντα εξαιρετικά εκτεθειμένος σε κίνδυνο, σαν να στέκεται πάνω στην πιο
στενή άκρη ενός βράχου, απ’ όπου μια ανεπαίσθητη εξωτερική ώθηση ή μια
ελάχιστη εσωτερική αδυναμία θα αρκούσε για να τον γκρεμίσει στο κενό. Το
χαρακτηριστικό στην πορεία της μοίρας αυτών των ανθρώπων είναι πως η
αυτοκτονία είναι γι’ αυτούς ο πιθανότερος τρόπος θανάτου, έτσι φαντάζονται
τουλάχιστον. Προϋπόθεση αυτής της διάθεσης, που σχεδόν πάντα γίνεται
εμφανής από τα πρώτα χρόνια της νιότης και ακολουθεί αυτούς τους
ανθρώπους μια ολόκληρη ζωή, δεν είναι κάποια ιδιαίτερη αδυναμία της
ζωτικής ενέργειας, αντίθετα βρίσκει κανείς ανάμεσα στους «αυτόχειρες»
ασυνήθιστα σκληρές, διψασμένες, ακόμα και τολμηρές φύσεις. Αλλά, όπως
υπάρχουν φύσεις που με την παραμικρή αρρώστια ρέπουν στον πυρετό, έτσι
ρέπουν κι εκείνες οι φύσεις τις οποίες εμείς αποκαλούμε «αυτόχειρες», και
που πάντα είναι πλάσματα ευσυγκίνητα και ευαίσθητα, με τον παραμικρό
κλονισμό, να αφοσιώνονται με ένταση στην ιδέα της αυτοκτονίας. Αν υπήρχε
μια επιστήμη που να είχε το απαιτούμενο θάρρος και την ευσυνειδησία να
ασχοληθεί με τους ανθρώπους, όχι απλώς με τους μηχανισμούς των
φαινομένων της ζωής, αν είχαμε κάτι σαν μια ανθρωπολογία, σαν μια
ψυχολογία, τότε θα ήταν αυτά τα δεδομένα γνωστά στον καθένα.
Ό,τι είπαμε εδώ για τους αυτόχειρες αναφέρεται εντελώς αυτονόητα μόνο
στην επιφάνεια, είναι ψυχολογία, δηλαδή ένα κομμάτι φυσικής. Αν
αντιμετωπισθεί το ζήτημα μεταφυσικά, τότε φαίνεται διαφορετικό και
ξεκάθαρο, γιατί κάτω από τέτοιες παρατηρήσεις οι «αυτόχειρες»
παρουσιάζονται σαν βεβαρυμένοι από το αίσθημα ενοχής του ατομικισμού,
σαν τις ψυχές εκείνες που σκοπό της ζωής δεν θεωρούν την ολοκλήρωση και
τη διαμόρφωση του εαυτού τους, αλλά την εκμηδένισή τους, την επιστροφή
στη Μητέρα, την επιστροφή στον Θεό, την επιστροφή στο σύμπαν. Πολλές
από αυτές τις φύσεις είναι εντελώς ανίκανες να αυτοκτονήσουν κάποτε
πραγματικά, γιατί έχουν βαθιά επίγνωση αυτού του αμαρτήματος. Για μας
πάντως είναι αυτόχειρες, επειδή βλέπουν τη λύτρωση στον θάνατο, και όχι
στη ζωή, και είναι έτοιμοι να αχρηστευθούν και να παραδοθούν, να
εκμηδενιστούν και να επιστρέψουν πάλι στην αρχή.
Όπως κάθε δύναμη μπορεί να μεταβληθεί σε αδυναμία (και είναι αναγκαίο
σε ορισμένες περιπτώσεις), έτσι μπορεί ένας τυπικός αυτόχειρας, αντίστροφα,
να δημιουργήσει από τη φαινομενική του αδυναμία μια δύναμη και ένα
στήριγμα, πράγμα που συμβαίνει μάλιστα εξαιρετικά συχνά. Στην κατηγορία
αυτή ανήκει και ο Χάρρυ, ο Λύκος της Στέπας. Όπως χιλιάδες όμοιοί του,
δημιούργησε από την ιδέα πως ο δρόμος για τον θάνατο είναι γι’ αυτόν κάθε
στιγμή ανοιχτός όχι απλώς ένα νεανικό μελαγχολικό παιχνίδι της φαντασίας,
αλλά κατασκεύασε μέσα από αυτές ακριβώς τις σκέψεις μια παρηγοριά κι ένα
στήριγμα. Βέβαια, όπως και σε όλους τους ανθρώπους του είδους του, με
κάθε κλονισμό, με κάθε πόνο, σε κάθε δυσκολία της ζωής του, ξυπνούσε μέσα
του αμέσως η επιθυμία να διαφύγει πεθαίνοντας. Σιγά σιγά όμως
κατασκεύασε απ’ αυτήν ακριβώς την τάση μια φιλοσοφία χρήσιμη για τη ζωή.
Η εμπιστοσύνη στη σκέψη πως αυτή η έξοδος κινδύνου είναι πάντα ανοιχτή
του έδωσε δύναμη, του ξύπνησε την περιέργεια να δοκιμάσει μέχρι τέλους τον
πόνο και τις δυσκολίες, κι όταν όλα πήγαιναν πραγματικά άθλια, μπορούσε
να νιώσει με άγρια χαρά ένα είδος χαιρεκακίας: «Είμαι περίεργος να δω
πόσα μπορεί τελικά να υποφέρει ο άνθρωπος! Μόλις φτάσω τα όρια του
ακόμη υποφερτού, τότε αρκεί μόνο να ανοίξω την πόρτα, και γλίτωσα».
Υπάρχουν πάρα πολλοί αυτόχειρες που παίρνουν ασυνήθιστη δύναμη από
τέτοιες σκέψεις.
Από την άλλη πλευρά σε όλους τους αυτόχειρες είναι οικείος ο αγώνας
ενάντια στον πειρασμό της αυτοκτονίας. Ο καθένας ξέρει πολύ καλά σε
κάποια γωνιά της ψυχής του ότι βέβαια η αυτοκτονία είναι μια διέξοδος,
αλλά μόνο μια ελαφρώς άθλια και αθέμιτη έξοδος κινδύνου, ότι στην ουσία
είναι προτιμότερο να νικηθεί και να συντριβεί κανείς από την ίδια τη ζωή
παρά από το ίδιο του το χέρι. Αυτή η επίγνωση, αυτή η κακή συνείδηση, που
έχει την ίδια πηγή όπως, για παράδειγμα, η ένοχη συνείδηση των
αυτοϊκανοποιούμενων, παρακινεί τους περισσότερους «αυτόχειρες» σε έναν
διαρκή πόλεμο ενάντια στον πειρασμό. Πολεμούν όπως πολεμά το πάθος του
ο κλεπτομανής. Ακόμα και ο Λύκος της Στέπας γνώριζε πολύ καλά αυτή τη
μάχη, την πολέμησε με πολλά και διάφορα όπλα. Στο τέλος, στην ηλικία
περίπου των σαράντα επτά ετών, είχε μια ευτυχή και όχι δίχως χιούμορ
έμπνευση, που συχνά του προκαλούσε χαρά. Καθόρισε την πεντηκοστή
επέτειο των γενεθλίων του ως την ημέρα που θα επέτρεπε στον εαυτό του να
αυτοκτονήσει. Εκείνη την ημέρα, έτσι είχε συμφωνήσει με τον εαυτό του, θα
είχε την ελεύθερη επιλογή αν θα χρησιμοποιούσε ή όχι την έξοδο κινδύνου,
ανάλογα με τη διάθεση της ημέρας. Ας του συνέβαινε λοιπόν ό,τι ήθελε, ας
αρρώσταινε, ας φτώχαινε, ας δοκίμαζε πόνους και πίκρες – όλα είχαν μια
προθεσμία, όλα μπορούσαν να διαρκέσουν το πολύ πολύ αυτά τα λίγα χρόνια,
τους μήνες, τις μέρες, που ο αριθμός τους καθημερινά μίκραινε! Και
πραγματικά τώρα άντεχε πιο εύκολα ορισμένα κακά που άλλοτε τον
βασάνιζαν πιο βαθιά και για μεγαλύτερο διάστημα, που τον συγκλόνιζαν
μάλιστα ως τις ρίζες του. Αν για κάποιους ιδιαίτερους λόγους πήγαινε
άσχημα, αν έρχονταν να προστεθούν στην ερημιά, στην απομόνωση και στην
εξαγρίωση της ζωής του ακόμα περισσότεροι πόνοι ή απώλειες, τότε
μπορούσε να πει στους πόνους: «Έννοια σας, δύο χρόνια ακόμα και μετά θα
είμαι ο κύριός σας!». Ύστερα βυθιζόταν με αγάπη στη φαντασίωση ότι το
πρωί των πεντηκοστών του γενεθλίων θα έφταναν τα γράμματα και τα
ευχετήρια την ώρα που εκείνος, έχοντας το ξυράφι του σίγουρο μέσο
θανάτου, θα αποχαιρετούσε όλους τους πόνους και θα έκλεινε πίσω του την
πόρτα. Τότε να δούμε τι θα έκαναν η αρθρίτιδα, η μελαγχολία, ο
πονοκέφαλος και ο στομαχόπονος.

Απομένει ακόμα να διευκρινίσουμε την ιδιαίτερη περίπτωση του Λύκου της


Στέπας, και ειδικά την ιδιόρρυθμη σχέση του με τον αστισμό, αποδίδοντας
αυτά τα φαινόμενα στις βασικές τους αρχές. Ας πάρουμε σαν αφετηρία, μιας
και προσφέρεται, τη σχέση του με τον «αστισμό».
Ο Λύκος της Στέπας, σύμφωνα με τη δική τον αντίληψη, ήταν εντελώς έξω
από τον αστικό κόσμο, γιατί δεν γνώρισε ούτε οικογενειακή ζωή ούτε
κοινωνικές φιλοδοξίες. Αισθανόταν τον εαυτό τον σαν απόλυτα μοναδικό,
πότε σαν ιδιότροπο και αρρωστημένο ερημίτη, πότε επίσης σαν κάτι το
υπερφυσικό, σαν ένα άτομο προικισμένο με μεγαλοφυΐα, υπεράνω των
μικρών κανόνων για μια μέτρια ζωή. Περιφρονούσε ενσυνείδητα τους
μπουρζουάδες και ήταν πολύ περήφανος που δεν ήταν ένας από κείνους.
Ωστόσο, κατά μία άποψη, ζούσε εντελώς αστικά, είχε λεφτά στην τράπεζα και
βοηθούσε φτωχούς συγγενείς, ντυνόταν αφρόντιστα βέβαια, αλλά με
αξιοπρέπεια και όχι επιδεικτικά, προσπαθούσε να ζει ειρηνικά με την
αστυνομία, την εφορία και τις παρόμοιες αρχές. Άλλωστε ένιωθε μια συνεχή
έλξη, έναν ισχυρό, κρυφό πόθο για τον αστικό μικρόκοσμο, τις ήρεμες
αξιοπρεπείς μονοκατοικίες με τα καθαρά περιβολάκια, τις καλογυαλισμένες
σκάλες και όλη την ταπεινή ατμόσφαιρα της τάξης και της ευπρέπειας. Του
άρεσε να έχει τα μικρά του πάθη και τα καπρίτσια του, να αισθάνεται
περιθωριακός, ιδιόρρυθμος ή ιδιοφυής, όμως δεν κατοικούσε και δεν ζούσε
ποτέ, αν μας επιτρέπεται η έκφραση, σ’ εκείνες τις περιοχές της ζωής όπου
δεν υπάρχει πλέον αστισμός. Δεν ένιωθε βολικά ούτε στο κλίμα των βίαιων
και περιθωριακών ανθρώπων ούτε κοντά στους εγκληματίες και
παρανόμους, αλλά κατέληγε πάντα να κατοικεί στην περιοχή των αστών, με
των οποίων τις συνήθειες, τους κανονισμούς και την ατμόσφαιρα πάντα
σχετιζόταν, ακόμα κι αν επρόκειτο για μια σχέση αντίθεσης και ανταρσίας.
Εξάλλου είχε μεγαλώσει με μικροαστική ανατροφή και είχε διατηρήσει ένα
σωρό έννοιες και τύπους. Θεωρητικά δεν είχε ούτε το ελάχιστο κατά της
πορνείας, ήταν όμως ανίκανος προσωπικά να πάρει στα σοβαρά μια πόρνη
και να τη θεωρήσει πραγματικά ισότιμή του. Μπορούσε να αγαπήσει σαν
αδελφό του τον πολιτικό εγκληματία, τον επαναστάτη ή τον δημαγωγό, τον
οποίο το κράτος και η κοινωνία περιφρονούσαν, μα δεν ήξερε τι άλλο να
κάνει με έναν κλέφτη, έναν κακοποιό, έναν σεξουαλικό εγκληματία εκτός από
το να τον λυπηθεί με έναν τρόπο αρκετά αστικό.
Έτσι αναγνώριζε και επιδοκίμαζε με το ένα ήμισυ της ύπαρξης και των
πράξεών του εκείνο που με το άλλο ήμισυ το πολεμούσε και το μισούσε.
Μεγαλωμένος σ’ ένα πολιτισμένο αστικό σπίτι, με σταθερούς κανόνες και
ήθη, ήταν με το ένα μέρος της ψυχής του προσκολλημένος στην τάξη αυτού
του κόσμου, ακόμα κι όταν αργότερα κατά ένα μεγάλο μέρος
ανεξαρτητοποιήθηκε πέρα από το όριο το δυνατό για τους αστούς και
απελευθερώθηκε από τα αστικά ιδανικά και τις πεποιθήσεις που τον γέμιζαν.
Ο «αστισμός» λοιπόν, μια πάντα υπάρχουσα κατάσταση της ανθρώπινης
φύσης, δεν είναι τίποτε άλλο από την προσπάθεια μιας εξίσωσης, από μια
επιδίωξη ενός εξισορροπητικού μέσου όρου ανάμεσα στις αμέτρητες
υπερβολές και αντιθέσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ας πάρουμε, για
παράδειγμα, μία από αυτές τις αντιθέσεις, τον άγιο και τον ακόλαστο, λόγου
χάρη, έτσι θα γίνει αμέσως κατανοητή η παραβολή μας. Ο άνθρωπος έχει τη
δυνατότητα να αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στο πνευματικό στοιχείο, στην
προσπάθεια προσέγγισης του θεϊκού, στο ιδανικό της αγιότητας. Από την
άλλη έχει επίσης τη δυνατότητα να αφοσιώνεται εντελώς στις ζωτικές ορμές,
στις απαιτήσεις των αισθήσεων και να κατευθύνει όλες τις προσπάθειές του
στην απόκτηση της στιγμιαίας ηδονής. Ο ένας δρόμος οδηγεί στην αγιότητα,
στους μάρτυρες του πνεύματος, στην αυταπάρνηση για χάρη του Θεού. Ο
άλλος δρόμος οδηγεί στην ακολασία, στο μαρτύριο των ορμών, στην
αυταπάρνηση για την αποσύνθεση. Ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο λοιπόν
προσπαθεί ο αστός να ζήσει σε έναν εύκρατο μέσο όρο. Ποτέ δεν θα
παραιτηθεί, δεν θα παραδοθεί ούτε στην κραιπάλη ούτε στον ασκητισμό, ποτέ
δεν θα γίνει μάρτυρας, ποτέ δεν θα εγκρίνει τον εκμηδενισμό του – αντίθετα
το ιδανικό του δεν είναι η αφοσίωση, αλλά η συντήρηση του Εγώ, η
προσπάθειά του δεν αποβλέπει στην αγιότητα, αλλά ούτε και στο αντίθετό
της, το απόλυτο του είναι αβάσταχτο, θέλει βέβαια να υπηρετήσει τον Θεό,
αλλά και την κραιπάλη, θέλει βέβαια να είναι ενάρετος, αλλά και να ζει πάνω
στη γη κάπως καλά και άνετα. Εν ολίγοις προσπαθεί να εγκατασταθεί στο
κέντρο ανάμεσα στα άκρα, σε μια μετρημένη και άνετη περιοχή, χωρίς
δυνατές καταιγίδες και θύελλες, και αυτό το κατορθώνει εις βάρος της
έντασης της ζωής και των αισθημάτων που προσφέρει μια ζωή
προσανατολισμένη στο απόλυτο και στο ακραίο. Έντονα μπορεί να ζήσει
κανείς μόνο εις βάρος του Εγώ. Και ο αστός τίποτε δεν εκτιμά περισσότερο
από το Εγώ (παρ’ όλα αυτά ένα στοιχειωδώς μόνο ανεπτυγμένο Εγώ). Εις
βάρος της έντασης λοιπόν επιτυγχάνει τη μονιμότητα και την ασφάλεια, στη
θέση του φανατισμού με τα θεία κερδίζει την ήσυχη συνείδηση, στη θέση της
ηδονής τη θαλπωρή, αντί της ελευθερίας την άνεση, στη θέση της θανάσιμης
πυράς μια ευχάριστη θερμοκρασία. Γι’ αυτό ο αστός, εξαιτίας της φύσης του,
είναι ένα πλάσμα με αδύναμη ορμή ζωής, φοβισμένο, έντρομο για κάθε
ξεγύμνωμα τον εαυτού του, και εύκολα μπορεί κανείς να τον κατευθύνει. Γι’
αυτό τοποθέτησε στη θέση της εξουσίας την πλειοψηφία, στη θέση της βίας
τον νόμο, στη θέση της ευθύνης τη διαδικασία της ψηφοφορίας.
Είναι φανερό πως αυτό το αδύναμο και φοβισμένο πλάσμα, ακόμα κι αν
υπάρχει σε τόσο μεγάλο αριθμό, δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια τον, πως,
ανάλογα με τις δυνατότητές του, δεν μπορεί να παίξει κανέναν άλλο ρόλο
στον κόσμο εκτός από κείνον του κοπαδιού των προβάτων, του κυκλωμένου
από λύκους που περιφέρονται ελεύθεροι. Κι όμως βλέπουμε πως, όταν είχαν
την εξουσία ισχυρές φύσεις, ναι μεν στριμωχνόταν ο αστός αμέσως στον
τοίχο, ποτέ όμως δεν καταστρεφόταν, κάποτε μάλιστα εξουσίαζε, όπως
φαίνεται, τον κόσμο. Πώς είναι δυνατόν; Ούτε το μεγάλο πλήθος της αγέλης,
ούτε η αρετή, ούτε η κοινή λογική, ούτε η οργάνωση θα ήταν αρκετά ισχυρά
να τον σώσουν από την καταστροφή. Κανένα φάρμακο του κόσμου δεν
μπορεί να κρατήσει ζωντανό κάποιον του οποίου η ζωτική δύναμη είναι
εξαρχής τόσο εξασθενημένη. Εντούτοις η αστική τάξη ζει, είναι ισχυρή και
ευδοκιμεί. Γιατί;
Η απάντηση είναι η εξής: εξαιτίας των Λύκων της Στέπας. Στην
πραγματικότητα η ζωτική δύναμη της αστικής τάξης δεν βασίζεται καθόλου
στις ιδιότητες των φυσιολογικών μελών της, αλλά σ’ εκείνους τους εξαιρετικά
πολυάριθμους παρείσακτους, τους οποίους μπορεί και περιλαμβάνει λόγω της
αβεβαιότητας και της ελαστικότητας των ιδανικών της. Στην αστική κοινωνία
ζει ταυτόχρονα ένα μεγάλο πλήθος από ισχυρές και άγριες φύσεις. Ο δικός
μας Λύκος της Στέπας, ο Χάρρυ, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Αυτός ο οποίος αναπτύχθηκε σαν προσωπικότητα πέρα από το όριο που είναι
δυνατό για τον αστό, αυτός ο οποίος γνωρίζει την αγαλλίαση του
διαλογισμού, όπως ακριβώς και τη σκοτεινή χαρά του μίσους για τους άλλους
και για τον εαυτό του, αυτός ο οποίος περιφρονεί την αρετή και την κοινή
λογική είναι εντούτοις αναγκαστικά αιχμάλωτος της αστικής κοινωνίας, δεν
μπορεί να της ξεφύγει. Έτσι στοιβάζονται γύρω από την πραγματική μάζα του
γνήσιου αστικού κόσμου πλατιά στρώματα της ανθρωπότητας, πολλές
χιλιάδες ζωές και διάνοιες, από τις οποίες η καθεμία μπορεί να προοριζόταν
να απαλλαγεί από την αστικότητα για να ζήσει μέσα στο απόλυτο, ωστόσο,
διατηρώντας νηπιακά συναισθήματα του αστισμού και μολυσμένη ακόμα
περισσότερο λόγω της εξασθένησης της ζωτικής ορμής, παραμένει κατά
κάποιον τρόπο στην αστική τάξη, νιώθει μια εξάρτηση και μια υποχρέωση να
την υπηρετεί. Γιατί στον αστικό κόσμο ισχύει αντίστροφα ο κανόνας των
ισχυρών: «Όποιος δεν είναι εναντίον μου είναι με το μέρος μου!».
Συνεπώς, αν εξετάσουμε την ψυχή του Λύκου της Στέπας, θα μας
παρουσιαστεί σαν ένας άνθρωπος τον οποίο ήδη καθόρισε ο υψηλός βαθμός
ατομικότητάς του ως το αντίθετο του αστού – γιατί κάθε υπερεξελιγμένη
ατομικότητα στρέφεται ενάντια στο Εγώ και τείνει πάλι στην καταστροφή του.
Είναι φανερό πως έχει ισχυρή κλίση τόσο για την αγιότητα όσο και για την
ακολασία, εξαιτίας όμως μιας κάποιας αδυναμίας ή νωθρότητας δεν μπόρεσε
να κάνει το άλμα στο ελεύθερο και ανεξερεύνητο διάστημα και μένει δεμένος
στο βαρύ μητρικό άστρο του αστισμού. Αυτή είναι η θέση του στον κοσμικό
χώρο, αυτά είναι τα δεσμά του. Οι περισσότεροι διανοούμενοι και το
μεγαλύτερο μέρος των καλλιτεχνών ανήκουν σε τούτη την κατηγορία. Μόνο
οι πιο ισχυροί απ’ αυτούς μπορούν να διαπεράσουν την ατμόσφαιρα της
αστικής Γης και να βγουν στο διάστημα, όλοι οι άλλοι παραιτούνται ή
συμβιβάζονται, περιφρονούν τον αστικό κόσμο και εντούτοις του ανήκουν,
τον ενισχύουν και τον εξυμνούν, μιας και είναι τελικά αναγκασμένοι να τον
αποδεχτούν για να μπορέσουν να ζήσουν. Αυτές οι αναρίθμητες υπάρξεις δεν
φτάνουν στην τραγικότητα, αλλά σίγουρα σε μια αξιοσέβαστη δυστυχία και
κακοδαιμονία, μέσα στην κόλαση της οποίας τα ταλέντα τους ωριμάζουν και
καρποφορούν. Οι λίγοι που αποσπώνται βρίσκουν το απόλυτο και
καταστρέφονται με αξιοθαύμαστο τρόπο, αυτοί είναι οι τραγικοί και ο
αριθμός τους είναι μικρός. Οι άλλοι όμως που έμειναν δεμένοι, στα ταλέντα
των οποίων συχνά αποδίδει ο αστικός κόσμος μεγάλες τιμές, βλέπουν να
ανοίγεται μπροστά τους ένα άλλο βασίλειο, ένας φανταστικός, αλλά
διακεκριμένος κόσμος: το χιούμορ. Οι Λύκοι της Στέπας που δεν βρίσκουν
γαλήνη και αδιάκοπα υποφέρουν φρικτά, αυτοί που δεν διαθέτουν την
απαιτούμενη ορμή για να φτάσουν στην τραγικότητα, για να ξεφύγουν στον
αστρικό χώρο, εκείνοι που νιώθουν πως προορίζονται για το απόλυτο κι
εντούτοις δεν είναι ικανοί να ζήσουν μαζί του: Σ’ αυτούς προσφέρεται, αν
έχει γίνει το πνεύμα τους μέσα από τον πόνο δυνατό και ελαστικό, η
συμβιβαστική διέξοδος προς το χιούμορ. Το χιούμορ παραμένει πάντα κατά
κάποιον τρόπο αστικό, μολονότι ο γνήσιος αστός είναι ανίκανος να το
καταλάβει. Στη φανταστική σφαίρα του χιούμορ πραγματοποιούνται τα
πολύπλοκα και πολύμορφα ιδανικά όλων των Λύκων της Στέπας: Εδώ
υπάρχει η δυνατότητα όχι μόνο να γίνουν ταυτόχρονα αποδεχτοί ο άγιος και
ο ακόλαστος, να συγκλίνουν οι αντίθετοι πόλοι, αλλά να συμπεριληφθεί στην
αποδοχή αυτή ακόμα και ο αστός. Ένας φανατικά θρήσκος μπορεί ασφαλώς
να αποδεχτεί έναν εγκληματία, το ίδιο μπορεί να συμβεί και αντίστροφα, και
στους δύο όμως είναι αδύνατον, καθώς και σε όλους τους άλλους απόλυτους,
να αποδεχτούν κι εκείνον επίσης τον ουδέτερο, χλιαρό μέσο όρο, την
αστικότητα. Μονάχα το χιούμορ, η υπέροχη επινόηση εκείνων που
εμποδίστηκαν στην κλίση τους για το μέγιστο έργο, των σχεδόν τραγικών, των
εξαιρετικά προικισμένων και δυστυχισμένων, μονάχα το χιούμορ (ίσως η πιο
αποκλειστική και ιδιοφυής επίδοση της ανθρωπότητας) κατορθώνει το
αδύνατο, καλύπτει και συνδέει όλους τους τομείς της ανθρώπινης ύπαρξης με
την ακτινοβολία των πρισμάτων του. Να ζεις μέσα στον κόσμο σαν να μην
πρόκειται για τον κόσμο, να σέβεσαι τον νόμο κι ωστόσο να βρίσκεσαι πάνω
απ’ αυτόν, να έχεις σαν να μην έχεις τίποτε, να παραιτείσαι χωρίς να υπάρχει
παραίτηση – όλες αυτές τις προσφιλείς και συχνά διατυπωμένες απαιτήσεις
μιας υψηλής σοφίας της ζωής μόνο το χιούμορ είναι ικανό να τις
πραγματοποιήσει.
Κι αν ο Λύκος της Στέπας, που δεν του λείπουν διόλου τα χαρίσματα και οι
ικανότητες, κατάφερνε μέσα στην αποπνικτική σύγχυση της κόλασής του να
παρασκευάσει, να εκκρίνει σαν ιδρώτα αυτό το μαγικό ποτό, τότε θα
μπορούσε να σωθεί. Γι’ αυτό του λείπουν ακόμη πολλά. Υπάρχουν όμως η
δυνατότητα και η ελπίδα. Όποιος τον αγαπά και είναι με το μέρος του ας του
ευχηθεί αυτή τη σωτηρία. Θα τον κρατούσε βέβαια για πάντα δεμένο με τον
αστισμό, αλλά τα βάσανά του θα ήταν υποφερτά και θα γινόταν
παραγωγικός. Η σχέση αγάπης και μίσους με τον αστικό κόσμο θα έχανε τον
συναισθηματισμό της, και ο δεσμός του με αυτόν τον κόσμο θα έπαυε να τον
βασανίζει διαρκώς σαν μια ντροπή.
Για να το πετύχει αυτό ή για να μπορέσει ίσως στο τέλος να αποτολμήσει το
άλμα στο σύμπαν, θα έπρεπε ένας τέτοιος Λύκος της Στέπας να έρθει
αντιμέτωπος με τον ίδιο τον εαυτό του, να κοιτάξει στο χάος της δικής του
ψυχής και να συνειδητοποιήσει απόλυτα ποιος είναι. Τότε θα απογυμνωνόταν
εντελώς η αμφίβολη ύπαρξή του απ’ όλο της το αμετάκλητο στοιχείο και θα
του ήταν αδύνατον στο εξής να δραπετεύει από την κόλαση των ορμών του σε
συναισθηματικοφιλοσοφικές παρηγοριές και ύστερα να γυρίζει απ’ αυτές πάλι
στην τυφλή έκσταση της οντότητας τον λύκου. Άνθρωπος και λύκος θα ήταν
αναγκασμένοι να αναγνωρίσουν ο ένας τον άλλον χωρίς τις ψεύτικες μάσκες
του συναισθήματος, να κοιτάξουν ο ένας τον άλλον με γυμνά μάτια. Τότε ή θα
συνέβαινε μια έκρηξη και θα χώριζαν για πάντα, ώστε πια να μην υπάρχει
Λύκος της Στέπας, ή θα έκαναν έναν λογικό γάμο κάτω από το ανατέλλον
φως του χιούμορ.
Μπορεί μια μέρα να οδηγηθεί ο Χάρρυ μπροστά σ’ αυτή την τελευταία
δυνατότητα. Ίσως μπορέσει κάποια μέρα να αναγνωρίσει τον εαυτό του, είτε
παίρνοντας στα χέρια του έναν από τους μικρούς καθρέφτες μας, είτε
συναντώντας τους Αθανάτους, ή ίσως βρίσκοντας σ’ ένα από τα μαγικά
θέατρά μας εκείνο που χρειάζεται για να απελευθερωθεί η παραμελημένη
ψυχή του. Χιλιάδες τέτοιες δυνατότητες τον περιμένουν, η μοίρα του τις
προσελκύει ακατανίκητα, όλοι οι περιθωριακοί του αστικού κόσμου ζουν
στην ατμόσφαιρα αυτών των μαγικών δυνατοτήτων. Αρκεί ένα τίποτα για να
χτυπήσει ο κεραυνός.
Κι όλα αυτά είναι πολύ γνωστά στον Λύκο της Στέπας, ακόμα κι αν δεν έχει
δει ποτέ αυτό το απόσπασμα της εσωτερικής βιογραφίας του. Υποψιάζεται τη
θέση του στο οικοδόμημα του κόσμου, υποψιάζεται τους Αθανάτους και τους
γνωρίζει, υποψιάζεται και φοβάται τη δυνατότητα μιας συνάντησης με τον
ίδιο τον εαυτό του, ξέρει την ύπαρξη εκείνου του καθρέφτη μέσα στον οποίο
έχει τόσο φοβερή ανάγκη να κοιτάξει, μέσα στον οποίο φοβάται θανάσιμα να
κοιταχτεί.

Στο τέλος της μελέτης μας μένει ακόμη να αναιρέσουμε μια τελευταία
επινόηση, να εξαλείψουμε μια πρωταρχική πλάνη. Όλες οι «ερμηνείες», όλες
οι ψυχολογίες, όλες οι προσπάθειες κατανόησης χρειάζονται βέβαια
βοηθητικά μέσα, θεωρίες, μυθολογίες, ψεύδη· και ένας αξιοπρεπής
συγγραφέας δεν πρέπει να παραλείψει στο τέλος μιας αναφοράς να
αποδυναμώσει, όσο είναι δυνατόν, αυτό τo ψεύδος. Όταν λέω «επάνω» ή
«κάτω», πρόκειται ήδη για έναν ισχυρισμό που απαιτεί ερμηνεία, γιατί το
επάνω και το κάτω υπάρχουν μόνο μέσα στη σκέψη, μόνο στην αφαίρεση. Ο
ίδιος ο κόσμος δεν γνωρίζει ούτε επάνω ούτε κάτω.
Έτσι λοιπόν, για να μην πολυλογούμε, ο Λύκος της Στέπας είναι μια
επινόηση. Αν ο Χάρρυ αισθάνεται σαν λυκάνθρωπος και πιστεύει ότι
αποτελείται από δύο εχθρικές και αντίθετες υπάρξεις, αυτό δεν είναι παρά
απλοποιημένη μυθολογία. Ο Χάρρυ δεν είναι καθόλου λυκάνθρωπος, κι αν
παραλάβαμε απ’ αυτόν το ψεύδος που ο ίδιος επινόησε και πιστεύει χωρίς,
φαινομενικά, να το εξετάσουμε, κι αν πραγματικά τον αντιμετωπίσαμε και
προσπαθήσαμε να τον αναλύσουμε σαν μια διπλή ύπαρξη, σαν Λύκο της
Στέπας, χρησιμοποιήσαμε μια απάτη με την ελπίδα να γίνουμε ευκολότερα
αντιληπτοί, μα τώρα πρέπει να προσπαθήσουμε να επανορθώσουμε.
Ο διχασμός σε λύκο και άνθρωπο, σε ένστικτο και πνεύμα, με τον οποίο ο
Χάρρυ προσπαθεί να κάνει τη μοίρα του κατανοητή είναι μια πολύ
χονδροειδής απλούστευση, ένας βιασμός του αληθινού για χάρη μιας
ευνόητης, αλλά λαθεμένης ερμηνείας της αντίφασης που ανακαλύπτει μέσα
του αυτός ο άνθρωπος και που φαίνεται να είναι η πηγή των όχι λιγοστών
βασάνων του. Ο Χάρρυ βρήκε μέσα του έναν «άνθρωπο», δηλαδή έναν
κόσμο από σκέψεις και αισθήματα, από πολιτισμό, από εξημερωμένη και
εξαγνισμένη φύση, αλλά βρήκε επίσης μέσα του έναν «λύκο», δηλαδή έναν
σκοτεινό κόσμο ενστίκτων, αγριότητας, σκληρότητας, μιας όχι εξαγνισμένης,
αλλά ακατέργαστης φύσης. Παρά τον φαινομενικά τόσο σαφή διαχωρισμό
της ύπαρξής του σε δύο σφαίρες εχθρικές μεταξύ τους, έχει γνωρίσει κατά
καιρούς ευτυχισμένες στιγμές, όταν ο λύκος και ο άνθρωπος είχαν καλές
σχέσεις. Αν ήθελε ο Χάρρυ σε κάθε στιγμή της ζωής του, σε κάθε πράξη του,
σε κάθε του αίσθημα να κάνει την προσπάθεια να εξακριβώσει ποια είναι η
συμμετοχή του ανθρώπου και ποια του λύκου, θα τον έπιανε αμέσως
αμηχανία και ολόκληρη η ωραία λυκοθεωρία του θα συντριβόταν. Γιατί
κανένας άνθρωπος, ούτε καν ο πρωτόγονος μαύρος, ούτε ο ηλίθιος, δεν είναι
τόσο βολικά απλός, ώστε να μπορεί να εξηγηθεί η ύπαρξή του σαν ένα
άθροισμα από δύο ή τρία κύρια στοιχεία· το να αναλύσουμε ειδικά έναν τόσο
διαφοροποιημένο άνθρωπο σαν τον Χάρρυ με τον αφελή διαχωρισμό σε λύκο
και άνθρωπο είναι μια ανέλπιδη παιδαριώδης προσπάθεια. Ο Χάρρυ δεν
αποτελείται από δύο υπάρξεις, αλλά από εκατό, από χίλιες. Η ζωή του
ταλαντεύεται (όπως όλες οι ανθρώπινες ζωές) όχι απλώς ανάμεσα σε δύο
πόλους, όπως το ένστικτο και το πνεύμα ή η αγιότητα και η ακολασία, αλλά
ανάμεσα σε χιλιάδες, ανάμεσα σε απειράριθμα ζεύγη πόλων.
Δεν πρέπει να μας προξενεί κατάπληξη που ένας τόσο καλλιεργημένος και
έξυπνος άνθρωπος σαν τον Χάρρυ μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του έναν
Λύκο της Στέπας, που πιστεύει πως μπορεί να τακτοποιήσει την πλούσια και
πολύπλοκη εικόνα της ζωής του σε έναν τόσο απλό, τόσο χοντροκομμένο και
πρωτόγονο τύπο. Ο άνθρωπος δεν έχει πολύ μεγάλη ικανότητα να σκέφτεται,
ακόμα και ο πιο πνευματικός, ο πιο καλλιεργημένος άνθρωπος αντικρίζει
σταθερά τον κόσμο και τον εαυτό του μέσα από τα γυαλιά πολύ αφελών
απλουστεύσεων και τύπων που παραποιούν την αλήθεια – κυρίως όμως τον
ίδιο τον εαυτό του! Γιατί, όπως φαίνεται, υπάρχει στους ανθρώπους μια
έμφυτη ανάγκη, με εντελώς εξαναγκαστική επίδραση, να φαντάζονται το Εγώ
τους σαν μία ενότητα. Όσο κι αν κλονίζεται αυτή η παραφροσύνη συχνά και
έντονα, πάντα ανασυγκροτείται. Ο δικαστής που κάθεται απέναντι στον
δολοφόνο και τον κοιτάζει στα μάτια και για τη διάρκεια ενός δευτερολέπτου
ακούει τον φονιά να μιλά με τη δική του φωνή (του δικαστή) και ανακαλύπτει
και στον δικό του εσωτερικό κόσμο όλες τις συγκινήσεις, τις ικανότητες και
τις δυνατότητες του άλλου γίνεται την επόμενη κιόλας στιγμή μία ενότητα,
γίνεται δικαστής, βιάζεται να χωθεί μέσα στο κέλυφος του κατασκευασμένου
Εγώ του, κάνει το καθήκον του και καταδικάζει τον δολοφόνο σε θάνατο.
Όταν στις ιδιοφυείς και ευαίσθητα οργανωμένες ανθρώπινες ψυχές
εκφραστεί η υποψία της πολλαπλότητάς τους, όταν, όπως όλοι οι
μεγαλοφυείς, ξεφύγουν από τη φαντασίωση της ενιαίας προσωπικότητας και
αισθανθούν πολυμερείς, σαν δέσμη από πολλά Εγώ, τότε αρκεί μόνο να το
εκφράσουν, κι όταν η πλειοψηφία τούς φυλακίζει, καλεί σε βοήθεια την
επιστήμη, διαπιστώνει σχιζοφρένεια και προφυλάσσει την ανθρωπότητα,
ώστε να μη χρειαστεί να ακούσει την αλήθεια από το στόμα αυτών των
δυστυχισμένων. Γιατί λοιπόν να χάνουμε τα λόγια μας, γιατί να ξεστομίζουμε
πράγματα που είναι αυτονόητο να τα γνωρίζει κάθε λογικός και που
εντούτοις δεν συνηθίζεται να λέγονται; Όταν λοιπόν κάνει ένας άνθρωπος
κιόλας το βήμα να διευρύνει τη φανταστική μονάδα του Εγώ σε δύο τμήματα,
τότε είναι σχεδόν μεγαλοφυής και οπωσδήποτε μια σπάνια και ενδιαφέρουσα
εξαίρεση. Στην πραγματικότητα όμως κανένα Εγώ, ούτε και το πιο
πρωτόγονο, δεν είναι κάτι το ενιαίο, αλλά ένας άκρως πολύπλευρος κόσμος,
ένας μικρός έναστρος ουρανός, ένα χάος από σχήματα, από υποδιαιρέσεις
και καταστάσεις, από κληρονομικότητα και δυνατότητες. Το ότι ο καθένας
πασχίζει να δει αυτό το χάος ως μια ενότητα και αναφέρεται στο Εγώ του
σαν να επρόκειτο για ένα απλό, σταθερά διαμορφωμένο φαινόμενο, με σαφές
περίγραμμα, είναι για κάθε άνθρωπο (ακόμα και για τον ανώτερο) μια
συνηθισμένη, προφανώς αναγκαία πλάνη, μια ζωτική απαίτηση, όπως η
αναπνοή και η τροφή.
Αυτή η πλάνη στηρίζεται σε μια απλή μεταφορά. Ως σώμα κάθε άνθρωπος
είναι μια μονάδα, ως ψυχή ποτέ. Ακόμα και στη λογοτεχνία, και σ’ αυτή την
πιο εκλεπτυσμένη, χρησιμοποιούνται συνήθως φαινομενικά ατόφια και
ενιαία πρόσωπα. Στη μέχρι σήμερα λογοτεχνία οι ειδικοί, οι γνώστες
εκτιμούν ιδιαίτερα και δικαίως το δράμα, γιατί προσφέρει (ή θα μπορούσε να
προσφέρει) τη μεγαλύτερη δυνατότητα παρουσίασης του Εγώ ως κάτι
πολλαπλού – αν δεν υπήρχε η αντίφαση της πρόχειρης εξωτερικότητας, που
περιβάλλει το κάθε πρόσωπο του δράματος με ένα αναντίρρητα μοναδικό,
ενιαίο και ολοκληρωμένο σώμα και μας το παρουσιάζει απατηλά ως μία
ενότητα. Πάνω απ’ όλα εκτιμά η αφελής αισθητική επίσης το λεγόμενο δράμα
χαρακτήρων, όπου η κάθε φιγούρα εμφανίζεται ευδιάκριτα και ξεχωριστά ως
μία ενότητα. Αμυδρά μόνο και σταδιακά ξυπνάει σε μερικούς η υποψία πως
όλα αυτά πιθανόν να είναι μια φτηνή επιφανειακή αισθητική, πως ίσως
κάνουμε λάθος όταν εφαρμόζουμε στους μεγάλους δραματικούς συγγραφείς
μας τα υπέροχα, όχι αυτόχθονα, αλλά απλώς επιβεβλημένα καλαισθητικά
κριτήρια της αρχαιότητας, η οποία, ορμώμενη πάντοτε από το ορατό σώμα,
κατασκεύασε τελικά τον μύθο του Εγώ, του ενιαίου προσώπου. Στη
λογοτεχνία της αρχαίας Ινδίας η έννοια αυτή είναι εντελώς άγνωστη, οι
ήρωες στα ινδικά έπη δεν είναι πρόσωπα, αλλά ένα κουβάρι προσώπων,
σειρές ενσαρκώσεων. Και στον δικό μας, σύγχρονο κόσμο υπάρχει
λογοτεχνία στην οποία γίνεται προσπάθεια πίσω από τον πέπλο τον
παιχνιδιού των προσώπων και των χαρακτήρων να παρουσιαστεί μια ψυχική
πολλαπλότητα, πράγμα που δεν το συνειδητοποιεί καν ο συγγραφέας. Όποιος
θέλει να το δει αυτό καθαρά πρέπει να αποφασίσει να αντικρίσει κάποτε τις
φιγούρες μιας τέτοιας λογοτεχνίας όχι ως μεμονωμένες υπάρξεις, αλλά ως
μέρη, ως πλευρές, ως διαφορετικές όψεις μιας μεγάλης ενότητας (ας πούμε
της ψυχής του ποιητή). Όποιος, για παράδειγμα, παρατηρήσει με αυτόν τον
τρόπο τον Φάουστ, γι’ αυτόν θα γίνουν ο Φάουστ, ο Μεφίστο, ο Βάγκνερ και
όλοι οι άλλοι μία ενότητα, ένα υπερπρόσωπο, και μόνο μέσα σε τούτη την
ανώτερη ενότητα, κι όχι στις μεμονωμένες φιγούρες, διακρίνεται αμυδρά κάτι
από την πραγματική ύπαρξη της ψυχής. Όταν ο Φάουστ λέει τη φημισμένη
μεταξύ των σχολικών δασκάλων φράση, που με δέος τη θαυμάζουν οι
φιλισταίοι: «Στο στήθος μου, αλίμονο, κατοικούν δύο ψυχές!», τότε ξεχνάει
τον Μεφίστο και ένα ολόκληρο πλήθος άλλων ψυχών που επίσης είναι
κλεισμένες στο στήθος του. Και ο δικός μας ο Λύκος της Στέπας πιστεύει
βέβαια πως φέρει στο στήθος του δύο ψυχές (του ανθρώπου και του λύκου)
και βρίσκει πως το στήθος του είναι δυσάρεστα στενόχωρο εξαιτίας τους. Το
στήθος, το σώμα είναι πραγματικά πάντα μία μονάδα, οι ψυχές όμως που το
κατοικούν δεν είναι δύο ή πέντε, αλλά αμέτρητες: Ο άνθρωπος είναι ένα
κρεμμύδι που αποτελείται από εκατοντάδες φλοιούς, ένα ύφασμα καμωμένο
από πολλά νήματα. Αυτό το αποδέχονταν και το ήξεραν πολύ καλά οι αρχαίοι
Ασιάτες, και γι’ αυτόν τον λόγο έχει επινοηθεί στη βουδιστική γιόγκα μια
ακριβής τεχνική για να πέφτει η μάσκα από την τρέλα της προσωπικότητας.
Το παιχνίδι της ανθρωπότητας είναι διασκεδαστικό και πολύπλευρο, η τρέλα
την οποία τόσο προσπαθεί η Ινδία εδώ και χίλια χρόνια να ξεσκεπάσει είναι
η ίδια εκείνη την οποία η Δύση τόσο μόχθησε να στηρίξει και να ενισχύσει.
Αν εξετάσουμε τον Λύκο της Στέπας από τούτη τη σκοπιά, θα μας γίνει
σαφές γιατί υποφέρει τόσο πολύ εξαιτίας αυτού του γελοίου διχασμού του.
Πιστεύει, όπως ο Φάουστ, πως δύο ψυχές είναι ήδη πολλές για ένα μοναδικό
στήθος και πως θα μπορούσαν να το ξεσκίσουν. Αντίθετα όμως είναι πάρα
πολύ λίγες, και ο Χάρρυ βιάζει φρικτά την άμοιρη ψυχή του προσπαθώντας
να την κατανοήσει μέσα από ένα τόσο πρωτόγονο σχήμα. Ο Χάρρυ, ενώ είναι
ένας πολύ καλλιεργημένος άνθρωπος, ενεργεί σαν ένας άγριος που δεν
μπορεί να μετρήσει πάνω από το δύο. Ονομάζει ένα κομμάτι του εαυτού του
άνθρωπο, ένα άλλο λύκο και πιστεύει πως έτσι έχει φτάσει στο τέλος και έχει
εξαντλήσει τις δυνατότητές του. Στον «άνθρωπο» περιλαμβάνει ό,τι
πνευματικό, εξαϋλωμένο ή ακόμα και πολιτιστικό υπάρχει μέσα του και στον
λύκο ό,τι είναι ενστικτώδες, άγριο και χαοτικό. Τα πράγματα όμως δεν
συμβαίνουν στη ζωή τόσο απλά όπως στις σκέψεις μας, τόσο χοντροκομμένα
όπως στη φτωχή γλώσσα των ηλιθίων, τη γλώσσα μας, και ο Χάρρυ
κοροϊδεύει τον εαυτό του διπλά όταν χρησιμοποιεί αυτή τη νέγρικη μέθοδο
του λύκου. Ο Χάρρυ συναριθμεί, όπως φοβόμαστε, ήδη ολόκληρες περιοχές
της ψυχής του στον «άνθρωπο» οι οποίες απέχουν πολύ για να είναι
ανθρώπινες και αποδίδει μέρη της ύπαρξής του στον λύκο τα οποία εδώ και
καιρό έχουν ξεπεράσει τον λύκο.
Όπως όλοι οι άνθρωποι, ο Χάρρυ πιστεύει πως ξέρει πολύ καλά τι είναι ο
άνθρωπος, ωστόσο δεν ξέρει απολύτως τίποτα, παρόλο που όχι σπάνια το
υποψιάζεται στα όνειρά του και σε άλλες δύσκολα ελεγχόμενες συνειδησιακές
καταστάσεις. Ας μπορούσε να μην ξεχάσει αυτή την υποψία, ας ήταν να την
οικειοποιηθεί όσο γίνεται περισσότερο! Γιατί ο άνθρωπος βέβαια δεν έχει
μια σταθερή και μόνιμη μορφή (αυτό ήταν το ιδανικό της αρχαιότητας, παρά
τις αντίθετες υποψίες των σοφών της), είναι πολύ περισσότερο μια
προσπάθεια και κάτι το μεταβατικό, δεν είναι τίποτε άλλο από τη στενή και
επικίνδυνη γέφυρα που συνδέει το πνεύμα με τη φύση. Ο πιο βαθύς
προορισμός του τον οδηγεί προς το πνεύμα, προς τον Θεό, ο πιο βαθύς πόθος
του τον οδηγεί πίσω στη φύση, στη μητέρα· ανάμεσα στις δύο δυνάμεις
ταλαντεύεται τρέμοντας από αγωνία η ζωή του. Αυτό που κάθε φορά
καταλαβαίνουν οι άνθρωποι κάτω από την έννοια «άνθρωπος» είναι πάντα
μόνο μια εφήμερη αστική σύμβαση. Ορισμένα ωμά ένστικτα απορρίπτονται
και απαγορεύονται από τούτη τη σύμβαση, λίγη συνειδητοποίηση, χρηστότητα
και εξανθρωπισμός είναι απαραίτητα, ένα ελάχιστο ποσοστό πνεύματος όχι
μόνο επιτρέπεται, αλλά και απαιτείται. Ο «άνθρωπος» αυτής της σύμβασης
είναι, όπως κάθε αστικό ιδεώδες, ένας συμβιβασμός, μια δειλή και
κουτοπόνηρη προσπάθεια των ανθρώπων να εξαπατήσουν τις ισχυρές
απαιτήσεις τόσο της σκληρής αρχέγονης μητέρας φύσης όσο και του
πνεύματος, του ενοχλητικού αρχέγονου πατέρα, και να ζήσουν ανάμεσα στους
δύο πόλους σε έναν χλιαρό μέσο όρο. Γι’ αυτό ο αστός επιτρέπει και ανέχεται
αυτό που ονομάζει «προσωπικότητα», προδίδοντας ταυτόχρονα αυτή την
προσωπικότητα απέναντι σ’ εκείνον τον μολώχ, το «κράτος», παίζοντας
ανάμεσά τους διπλό παιχνίδι. Αυτός είναι ο λόγος που ο αστός καίει σήμερα
ως αιρετικό και κρεμάει ως εγκληματία εκείνον στον οποίο μεθαύριο θα
αφιερώσει μνημεία.
Το ότι ο άνθρωπος δεν είναι κάτι που έχει ήδη δημιουργηθεί, αλλά μια
απαίτηση του πνεύματος, μια μακρινή, ποθητή, αλλά και τρομερή
δυνατότητα, και πως μόνο ένα μικρό κομμάτι του δρόμου που οδηγεί σ’ αυτό
μπορεί να διανυθεί με μαρτύριο και έκσταση, και συγκεκριμένα μόνο από
κείνους τους σπάνιους για τους οποίους στήνεται σήμερα το ικρίωμα και
αύριο ο ανδριάντας – αυτήν την υποψία την έχει και ο Λύκος της Στέπας.
Εκείνο όμως που, σε αντίθεση με τον «λύκο» του, ονομάζει στον εαυτό του
«άνθρωπο» κατά το μεγαλύτερο μέρος δεν είναι τίποτε άλλο από τον
μετριοπαθή άνθρωπο τον αστικού συμβιβασμού. Τον δρόμο που οδηγεί στον
αληθινό άνθρωπο, τον δρόμο που οδηγεί στους Αθανάτους, μπορεί βέβαια ο
Χάρρυ να τον υποψιάζεται, καμιά φορά μάλιστα διανύει διστακτικός κι ένα
μικρούτσικο κομμάτι του, που το πληρώνει με βαριά μαρτύρια και οδυνηρή
απομόνωση. Ωστόσο φοβάται από τα βάθη της ψυχής του να παραδεχτεί και
να επιδιώξει εκείνη την ύψιστη απαίτηση, εκείνον τον εξανθρωπισμό που
αναζητάει το πνεύμα, ακολουθώντας τον μοναδικό στενό δρόμο προς την
αθανασία. Το διαισθάνεται σωστά: Αυτό θα τον οδηγούσε σε ακόμα
μεγαλύτερους πόνους, στην επικήρυξη, στην έσχατη παραίτηση, ίσως στο
ικρίωμα – ακόμα κι αν η αθανασία στο τέλος του δρόμου τον δελεάζει,
εκείνος δεν είναι πρόθυμος να υποφέρει όλα αυτά τα βάσανα, να βιώσει
όλους αυτούς τους θανάτους. Μολονότι έχει συνειδητοποιήσει τον σκοπό του
εξανθρωπισμού περισσότερο από τους αστούς, κλείνει τα μάτια και δεν θέλει
να ξέρει πως η απελπισμένη προσκόλληση στο Εγώ, η απελπισμένη άρνησή
του να πεθάνει είναι ο πιο σίγουρος δρόμος για τον αιώνιο θάνατο, ενώ η
προθυμία απέναντι στον θάνατο, το ξεγύμνωμα από το εξωτερικό περίβλημα,
η αιώνια προσφορά του Εγώ φέρνουν τη μετουσίωση της αθανασίας. Όταν
λατρεύει τα ινδάλματά του που ανήκουν στους Αθανάτους, όπως τον
Μότσαρτ, για παράδειγμα, τότε τον βλέπει πάντα με το μάτι του αστού και
έχει την τάση, σαν πραγματικός δάσκαλος του σχολείου, να αναγνωρίζει
τελειότητα στον Μότσαρτ επειδή ήταν εξαιρετικά και ιδιαίτερα προικισμένος
και όχι εξαιτίας του μεγέθους της προσφοράς του και της προθυμίας του να
υποφέρει, της αδιαφορίας του απέναντι στα ιδεώδη των αστών και της
ανοχής του για κείνη την έσχατη απομόνωση η οποία αραιώνει και
μεταβάλλει σε παγωμένο αστρικό αιθέρα την αστική ατμόσφαιρα που
περιβάλλει εκείνον που υποφέρει και εξανθρωπίζεται, εκείνη την απομόνωση
του κήπου της Γεθσημανής.
Ο δικός μας Λύκος της Στέπας τουλάχιστον είχε ανακαλύψει μέσα του τη
διπολικότητα τον Φάουστ· είχε διαπιστώσει πως η μονάδα του σώματος του
δεν κατοικείται από μια ψυχική μονάδα, αλλά ότι βρίσκεται, στην καλύτερη
περίπτωση, απλώς πάνω στον δρόμο που θα τον οδηγήσει, ύστερα από
μακρόχρονη οδοιπορία, στο ιδανικό αυτής της αρμονίας. Θα ήθελε ή να
νικήσει μέσα του τον λύκο και να εξανθρωπιστεί εντελώς ή να παραιτηθεί
από τον άνθρωπο και να ζήσει έστω ως λύκος μια ενιαία και ακέραιη ζωή.
Πιθανώς δεν είχε παρατηρήσει ποτέ έναν αληθινό λύκο – τότε θα έβλεπε πως
ακόμα και τα ζώα δεν έχουν ενιαία ψυχή, ότι και αυτά πίσω από την όμορφη,
αυστηρή φόρμα του σώματος κρύβουν μια πολλαπλότητα από επιδιώξεις και
καταστάσεις, πως ακόμα και ο λύκος έχει μέσα του αβύσσους, πως ακόμα
και ο λύκος υποφέρει. Όχι! Με την «Επιστροφή στη φύση!» ο άνθρωπος
βρίσκεται διαρκώς σε μια οδυνηρή και απελπισμένη περιπλάνηση. Ο Χάρρυ
δεν μπορεί ποτέ να γίνει εντελώς λύκος, κι αν μπορούσε, θα έβλεπε πως
ακόμα κι ο λύκος δεν είναι τίποτα το απλό και πρωταρχικό, αλλά ήδη κάτι
πολλαπλό και πολύπλοκο. Κι ο λύκος έχει δύο και περισσότερες από δύο
ψυχές στο λυκίσιο στήθος του, και όποιος ποθεί να είναι λύκος λησμονεί τα
ίδια πράγματα σαν τον άνθρωπο που τραγουδά: «Τι ευτυχία να είμαι ακόμη
παιδί!». Ο συμπαθής, αλλά συναισθηματικός άντρας που τραγουδά αυτό το
τραγούδι του ευτυχισμένου παιδιού θα ήθελε να επιστρέψει κι αυτός στη
φύση, στην αθωότητα, στις απαρχές και έχει ξεχάσει εντελώς πως τα παιδιά
δεν είναι καθόλου ευτυχισμένα κι ότι είναι ικανά για πολλές συγκρούσεις, για
πολλούς διχασμούς και για όλα τα βάσανα.
Κανένας δρόμος δεν οδηγεί προς τα πίσω, ούτε προς τον λύκο ούτε προς το
παιδί. Η αρχή των πραγμάτων δεν είναι ούτε η αθωότητα ούτε η απλότητα·
κάθε δημιούργημα, ακόμα και το φαινομενικά απλούστερο, είναι ήδη ένοχο,
είναι ήδη πολύπλοκο, έχει ριχτεί μέσα στο βρόμικο ποτάμι του γίγνεσθαι και
δεν θα μπορέσει ποτέ πια να κολυμπήσει αντίθετα στο ρεύμα. Ο δρόμος για
την αθωότητα, για το αδημιούργητο, για τον Θεό δεν οδηγεί προς τα πίσω,
αλλά πάντα μπροστά, όχι προς τον λύκο ή το παιδί, αλλά όλο και πιο κοντά
στην αμαρτία, όλο και πιο βαθιά στον εξανθρωπισμό. Ακόμα και με την
αυτοκτονία, φτωχέ Λύκε της Στέπας, δεν θα ωφεληθείς σημαντικά, θα πρέπει
να ακολουθήσεις τον μακρύτερο και δυσκολότερο δρόμο του εξανθρωπισμού,
θα πρέπει να πολλαπλασιάσεις τη διπλή σου φύση, θα πρέπει να κάνεις
ακόμα πιο πολύπλοκη την πολλαπλότητά σου. Αντί να στενέψεις τον κόσμο
σου, να απλουστεύσεις την ψυχή σου, θα πρέπει να κλείνεις ολοένα και
περισσότερα από τον κόσμο μέσα της, ώσπου εκείνη, οδυνηρά διεσταλμένη,
να χωρέσει ολόκληρο τον κόσμο, να μπορέσεις ίσως κάποια στιγμή, στο
τέλος, να βρεις τη γαλήνη. Αυτόν τον δρόμο ακολούθησε ο Βούδας, τον
ακολούθησε κάθε μεγάλος άνθρωπος, άλλος συνειδητά κι άλλος χωρίς να το
καταλαβαίνει, τουλάχιστον όσο το τόλμημα δεν αποτύγχανε. Η κάθε γέννηση
σημαίνει χωρισμό από το σύμπαν, σημαίνει οριοθέτηση, αποχωρισμό από τον
Θεό, οδυνηρή αναγέννηση. Επιστροφή στο σύμπαν, κατάργηση της οδυνηρής
εξατομίκευσης, θεοποίηση σημαίνουν τέτοια διεύρυνση της ψυχής, ώστε να
μπορεί να αγκαλιάσει ξανά το σύμπαν.
Εδώ δεν γίνεται λόγος για τον άνθρωπο που ξέρει το σχολείο, η εθνική
οικονομία, η στατιστική, ούτε για τον άνθρωπο που τρέχει εδώ κι εκεί στους
δρόμους κατά εκατομμύρια και για τον οποίο δεν μπορούμε να έχουμε
διαφορετική γνώμη απ’ αυτήν που έχουμε για την άμμο της θάλασσας και τις
ψεκάδες των κυμάτων: Ένα εκατομμύριο περισσότερο ή λιγότερο δεν έχει
σημασία, πρόκειται μόνο για υλικό, τίποτε άλλο. Όχι, εδώ εννοούμε τον
άνθρωπο στην πιο υψηλή του έννοια, τον σκοπό που έχει ο μακρύς δρόμος
του εξανθρωπισμού, τον «βασιλικό» άνθρωπο, τον αθάνατο. Η μεγαλοφυΐα
δεν είναι και τόσο σπάνια όσο νομίζουμε, φυσικά δεν είναι τόσο συνηθισμένη
όσο ισχυρίζονται λογοτεχνικές και κοσμικές ιστορίες και οι εφημερίδες. Ο
Λύκος της Στέπας, ο Χάρρυ, έχουμε την εντύπωση πως θα ήταν αρκετά
μεγαλοφυής για να δοκιμάσει το τόλμημα του εξανθρωπισμού, αντί να
παραπονιέται μπροστά στην κάθε δυσκολία και να θεωρεί υπαίτιο τον ηλίθιό
του Λύκο της Στέπας.
Είναι αξιοθαύμαστο και συνάμα θλιβερό που άνθρωποι με τέτοιες
δυνατότητες βολεύονται με Λύκους της Στέπας και με «δύο ψυχές, αλίμονο»
και που τρέφουν μια δειλή αγάπη για τον αστισμό. Ένας άνθρωπος που είναι
ικανός να καταλάβει τον Βούδα, ένας άνθρωπος που υποψιάζεται τι σημαίνει
ουρανός και τι άβυσσος της ανθρωπότητας δεν θα έπρεπε να ζει σ’ έναν
κόσμο όπου κυριαρχούν η κοινή λογική, η δημοκρατία και η αστική
εκπαίδευση. Ζει μέσα σ’ αυτόν μόνο από δειλία, κι όταν οι διαστάσεις του τον
στενοχωρούν, όταν οι στενοί αστικοί χώροι κλείνουν υπερβολικά γύρω του,
τα φορτώνει στον «λύκο» και δεν θέλει να ξέρει πως κατά καιρούς ο λύκος
είναι το καλύτερο κομμάτι του. Ό,τι είναι άγριο μέσα του το αποκαλεί λύκο
και το θεωρεί κακό, επικίνδυνο και φόβητρο των αστών, αλλά ο ίδιος, που
πιστεύει πως είναι καλλιτέχνης και πως έχει τρυφερά αισθήματα, δεν μπορεί
να δει ότι, εκτός από τον λύκο, πίσω από τον λύκο, ζουν μέσα του και πολλά
άλλα ακόμα, που δεν είναι όλα λύκοι, αλλά υπάρχουν και αλεπούδες, δράκοι,
τίγρεις, μαϊμούδες και παραδείσια πουλιά. Και ότι όλος ο κόσμος, όλος αυτός
ο παράδεισος των χαριτωμένων και φριχτών, των μικρών και μεγάλων, των
βίαιων και τρυφερών μορφών καταπιέζεται και είναι αιχμάλωτος του μύθου
του λύκου, όπως ακριβώς καταπιέζεται και είναι αιχμάλωτος ο αληθινός
άνθρωπος από τον φαινομενικό άνθρωπο και τον αστό.
Φανταστείτε έναν κήπο με εκατοντάδες είδη δέντρων, με χιλιάδες είδη
λουλουδιών, με εκατοντάδες είδη φρούτων και χιλιάδες είδη λαχανικών. Αν
τώρα ο κηπουρός αυτού του κήπου δεν γνωρίζει καμία άλλη βοτανολογική
διάκριση εκτός από το «φαγώσιμο» και το «μη φαγώσιμο», τότε δεν ξέρει τι
να κάνει με τα εννέα δέκατα του κήπου του, θα ξεριζώσει τα μαγευτικότερα
λουλούδια, θα κόψει τα ευγενέστερα δέντρα ή θα τα κοιτάζει με μίσος και
φθόνο. Το ίδιο κάνει και ο Λύκος της Στέπας με τα χίλια λουλούδια της
ψυχής του. Ό,τι δεν ταιριάζει στην κατηγορία του «ανθρώπου» ή του
«λύκου» ούτε καν το προσέχει. Και πόσα δεν είναι αυτά που θεωρεί
ανθρώπινα! Κάθε δειλία, κάθε μαϊμουδισμό, κάθε βλακεία και μικρότητα, αν
δεν πρόκειται για κάτι καθαρά λυκίσιο, τα θεωρεί ανθρώπινα, όπως ακριβώς
αποδίδει στον λύκο όλα τα ισχυρά κι ευγενικά στοιχεία, μόνο και μόνο γιατί
δεν έχει μάθει ακόμη να κυριαρχεί πάνω σ’ αυτά.
Αποχαιρετούμε τον Χάρρυ, τον αφήνουμε να συνεχίσει μόνος τον δρόμο
του. Αν ήδη βρισκόταν ανάμεσα στους Αθανάτους, αν βρισκόταν ήδη εκεί,
στον προορισμό όπου φαίνεται να τον οδηγεί ο δύσκολος δρόμος του, με
πόση απορία θα παρατηρούσε αυτό το πήγαινε έλα, αυτό το άτακτο,
αναποφάσιστο ζιγκ ζαγκ της πορείας του, πόσο ενθαρρυντικά, επικριτικά,
συμπονετικά θα χαμογελούσε σε τούτον τον Λύκο της Στέπας
διασκεδάζοντας!

Όταν τελείωσα το διάβασμα, θυμήθηκα πως πριν από μερικές εβδομάδες,


μια νύχτα, είχα γράψει ένα ελαφρώς περίεργο ποίημα που επίσης
διαπραγματευόταν τον Λύκο της Στέπας. Έψαξα μες στον κυκεώνα των
χαρτιών πάνω στο γραφείο μου, το βρήκα και το διάβασα:

Ο δρόμος του λύκου ποτέ δεν τελειώνει,


απέραντη η στέπα κάτω απ’ το χιόνι,
στα κλαδιά μιας σημύδας πετάει το κοράκι,
πουθενά λαγός, πουθενά ελαφάκι!
Τα ελάφια μ’ αρέσουν, τ’ αγαπώ φλογερά,
αχ, ας έβρισκα ένα, να τ’ αρπάξω γερά
με τα δόντια μου τ’ άσπρα, κι αυτό ας φωνάζει,
ο λύκος πεινάει και η ανάγκη προστάζει!
Αχ, ας είχα μπροστά μου το θεσπέσιο ζωάκι,
να βυθίσω τα δόντια μου στο λεπτό του μπουτάκι,
να ρουφήξω το αίμα του από δίψα και μόνο,
κι ας με βρει η νύχτα να ουρλιάζω με πόνο.
Με χαρά θα ροκάνιζα και μικρό λαγουδάκι,
έχω ανάγκη τα βράδια για γλυκό κρεατάκι.
Μα τώρα με έχουν όλα εγκαταλείψει,
η χαρά της ζωής δεν με σιμώνει πια,
οι τρίχες της ουράς μου έχουν ασπρίσει,
κουρασμένη και θολή η λυκίσια ματιά.
Το καλό μου το ταίρι νεκρό από χρόνια.
Σε ελάφια μόνο τ’ όνειρό μου γυρίζει,
λαγούς κυνηγώ τις νύχτες στα χιόνια
και τον άνεμο ακούω, που θλιμμένα σφυρίζει.
Τη φλόγα στο λαρύγγι μου με χιόνι θα τη σβήσω,
τη φτώχεια της ψυχής μου στον διάβολο θ’ αφήσω.
Να λοιπόν που είχα τώρα μπροστά μου, στα χέρια μου, δύο
προσωπογραφίες: η μία αυτοπροσωπογραφία σε στίχους, θλιβερή και
γεμάτη φόβο, όπως κι εγώ ο ίδιος, η άλλη ψυχρή, σχεδιασμένη με το
προσωπείο της υψηλής αντικειμενικότητας, γραμμένη από κάποιον που την
παρατήρησε από απόσταση και αφ’ υψηλού, γνωρίζοντας περισσότερα κι
ωστόσο πιο λίγα από μένα τον ίδιο. Αυτές οι δύο προσωπογραφίες μαζί, το
μελαγχολικό ποιητικό μου τραύλισμα και η έξυπνη μελέτη κάποιου
άγνωστου χεριού, μου προξενούσαν πόνο, και οι δυο είχαν δίκιο, σχεδίαζαν
και οι δύο χωρίς φτιασίδια την απελπισμένη ύπαρξή μου, έδειχναν και οι
δύο καθαρά την αφόρητη και αβάσταχτη κατάστασή μου. Αυτός ο Λύκος
της Στέπας έπρεπε να πεθάνει, έπρεπε με το ίδιο το χέρι του να βάλει τέλος
στη μισητή ύπαρξή του, ή έπρεπε, λιωμένος στη θανάσιμη φλόγα μιας
ανανεωμένης αυτογνωσίας, να μεταμορφωθεί, να πετάξει τη μάσκα και να
δημιουργήσει ένα νέο Εγώ. Αχ, αυτή η διαδικασία δεν μου ήταν νέα και
άγνωστη, τη γνώριζα, την είχα ζήσει κιόλας πολλές φορές, πάντοτε στις
εποχές της ύστατης απελπισίας. Κάθε φορά σ’ αυτές τις βαριά
συγκλονιστικές εμπειρίες γινόταν το εκάστοτε Εγώ μου συντρίμμια, κάθε
φορά το συγκλόνιζαν και το κατέστρεφαν καταχθόνιες δυνάμεις και κάθε
φορά με απαρνιόταν και χανόταν ένα ακριβό και ιδιαίτερα αγαπημένο
κομμάτι της ζωής μου. Τη μία φορά έχασα μαζί με την περιουσία μου την
καλή μου φήμη στην κοινωνία και αναγκάστηκα να «παραιτηθώ» από την
υπόληψη εκείνων που ως τότε μου έβγαζαν το καπέλο. Μια άλλη φορά
διαλύθηκε μέσα σε μία νύχτα η οικογενειακή μου ζωή· η γυναίκα μου,
άρρωστη ψυχικά, με απομάκρυνε από το σπίτι και τη θαλπωρή, η αγάπη
και η εμπιστοσύνη μεταμορφώθηκαν ξαφνικά σε μίσος και θανάσιμη
διαμάχη, οι γείτονες με κοίταζαν με οίκτο και περιφρόνηση. Τότε ήταν που
άρχισε η απομόνωσή μου. Και πάλι, αφού πέρασαν χρόνια, βαριά, δύσκολα
χρόνια, αργότερα, όταν με αυστηρή μοναξιά και κοπιώδη αυτοπειθαρχία
δημιούργησα ένα ιδεώδες, μια νέα ασκητική-πνευματική ζωή, και είχα
επιτύχει μια σχετική ηρεμία κι ένα υψηλό επίπεδο ζωής, αφοσιωμένος σε
αφηρημένες πνευματικές ασκήσεις και σε αυστηρούς κανόνες διαλογισμού,
τότε και αυτή η μορφή ζωής κατέρρευσε και το ευγενικό υψηλό νόημά της
χάθηκε διαμιάς· παρασύρθηκα σε νέα άγρια, κοπιαστικά ταξίδια ανά τον
κόσμο, καινούργια βάσανα συσσωρεύτηκαν και νέες αμαρτίες. Και κάθε
φορά πριν πέσει μια μάσκα, πριν γκρεμιστεί ένα ιδεώδες, ερχόταν
προηγουμένως εκείνο το φριχτό κενό και η ηρεμία, αυτό το θανάσιμο
σφίξιμο, η απομόνωση και η στέρηση της ανθρώπινης σχέσης, αυτή η άδεια
έρημη κόλαση της ασπλαχνίας και της απελπισίας την οποία πάλι έπρεπε να
διαβώ.
Σε κάθε τέτοια αναταραχή της ζωής μου κάτι κέρδιζα τελικά, αυτό δεν
μπορώ να το αρνηθώ, κάτι από την ελευθερία, από το πνεύμα, από το
βάθος, αλλά και από τη μοναξιά, από το να είμαι ακατανόητος, από την
παγωνιά. Η ζωή μου, από τη μια αναταραχή στην άλλη, ήταν από την
αστική πλευρά της μια διαρκής κατάπτωση, μια ολοένα μεγαλύτερη
απομάκρυνση από το φυσιολογικό, το επιτρεπτό· χωρίς οικογένεια, χωρίς
πατρίδα, έμεινα έξω απ’ όλες τις κοινωνικές ομάδες, μόνος, χωρίς να με
αγαπά κανένας· γύρω μου όλοι ήταν καχύποπτοι, κι εγώ ήμουν σε σταθερή,
πικρή αντίθεση με την κοινή γνώμη και την ηθική. Ακόμα κι όταν ζούσα σε
αστικούς χώρους, ήμουν μέσα σε τούτον τον κόσμο, με όλα τα
συναισθήματα και τις σκέψεις μου, ένας ξένος. Δεν είχαν καμία αξία για
μένα η θρησκεία, η πατρίδα, η οικογένεια, το κράτος, δεν με ενδιέφεραν
πλέον. Η σπουδαιοφάνεια των επιστημών, των οργανώσεων και των τεχνών
με αηδίαζε· οι αντιλήψεις μου, το γούστο μου, όλες οι σκέψεις μου, με τις
οποίες κάποτε είχα λάμψει ως ένας προικισμένος και αξιαγάπητος
άνθρωπος, όλα αυτά ήταν τώρα παραμελημένα, εξαγριωμένα και ύποπτα
στους ανθρώπους. Μπορεί να κέρδιζα σε όλες αυτές τις οδυνηρές
μεταβολές μου κάτι αόρατο και ανεκτίμητο, έπρεπε όμως να το πληρώνω
πολύ ακριβά και η ζωή μου γινόταν αναγκαστικά κάθε φορά πιο σκληρή,
πιο δύσκολη, πιο μοναχική και πιο επικίνδυνη. Πραγματικά δεν είχα λόγο
να εύχομαι τη συνέχιση αυτού του δρόμου, που με οδηγούσε σε ολοένα πιο
αχνή ατμόσφαιρα, όμοια μ’ εκείνη την ομίχλη στο φθινοπωρινό τραγούδι
του Νίτσε.
Α, ναι, αυτά τα βιώματα τα γνώριζα, αυτές τις μεταβολές που προόριζε η
μοίρα στα χαϊδεμένα και στα πιο προβληματικά παιδιά της τις γνώριζα πολύ
καλά. Τα ήξερα όπως ξέρει ένας φιλόδοξος, αλλά άτυχος κυνηγός τις
φάσεις του κυνηγιού, όπως ξέρει ένας παλιός παίχτης του χρηματιστηρίου
τις φάσεις της κερδοσκοπίας, του κέρδους, της αβεβαιότητας και της
χρεοκοπίας. Πρέπει λοιπόν πραγματικά όλα αυτά να τα ξαναδοκιμάσω;
Όλα αυτά τα μαρτύρια, όλη αυτή την τρελή δυστυχία, όλες αυτές τις ματιές
στην ποταπότητα και στη μικρότητα του ίδιου μου του Εγώ, όλον αυτόν
τον απαίσιο φόβο μπροστά στην υποταγή, όλον τον τρόμο του θανάτου;
Δεν ήταν εξυπνότερο και απλούστερο να αποφύγω την επανάληψη τόσων
πολλών βασάνων και να το σκάσω από την πίσω πόρτα; Ασφαλώς ήταν το
πιο απλό και το πιο έξυπνο. Ας είχαν οποιαδήποτε σημασία οι ισχυρισμοί
για τους «αυτόχειρες» στο βιβλιαράκι του Λύκου της Στέπας, κανένας δεν
μπορούσε να μου αρνηθεί την ευχαρίστηση να γλιτώσω με τη βοήθεια του
γκαζιού, της ξυριστικής λεπίδας ή του πιστολιού την επανάληψη μιας
διαδικασίας της οποίας την πικρή οδύνη είχα αναγκαστεί πραγματικά να
δοκιμάσω συχνά και αρκετά βαθιά. Όχι, μα τον διάβολο, δεν υπήρχε καμία
δύναμη στον κόσμο που θα μπορούσε να απαιτήσει από μένα να υποστώ
ακόμα μία φορά όλη τη θανάσιμη φρίκη μιας σύγκρουσης με τον εαυτό
μου, έναν νέο ανασχηματισμό, μια νέα ενσάρκωση, των οποίων το τέλος
και ο σκοπός δεν θα ήταν βέβαια ειρήνη και ηρεμία, αλλά μόνο μια νέα
συνεχής εκμηδένιση και μια νέα συνεχής αναμόρφωση του εαυτού μου!
Μπορεί η αυτοκτονία να ήταν ηλίθια, δειλή και ευτελής, μπορεί να ήταν
μια άδοξη και αισχρή έξοδος κινδύνου, όμως θα ευχόμουν από τα βάθη της
καρδιάς μου οποιαδήποτε διέξοδο, ακόμα και την πιο εξευτελιστική, παρά
αυτές τις μυλόπετρες του μαρτυρίου, εδώ δεν υπήρχε πια κανένα θέατρο
γενναιοφροσύνης και ηρωισμού, εδώ στεκόμουν μπροστά στην απλή
εκλογή ανάμεσα σε έναν μικρό παροδικό πόνο και σε ένα ασύλληπτα καυτό
μαρτύριο δίχως τέλος. Αρκετά συχνά στην τόσο δύσκολη, τόσο τρελή ζωή
μου υπήρξα ο ευγενής Δον Κιχότης, είχα προτιμήσει την τιμή από την
ευχαρίστηση, τον ηρωισμό από τη λογική. Αρκετά, και τώρα τέλος με όλα
αυτά!
Όταν κατάφερα τελικά να πάω στο κρεβάτι μου το πρωί, «χασμουριόταν»
κιόλας μέσα από τα παραθυρόφυλλα το μολυβένιο, καταραμένο πρωί μιας
βροχερής χειμωνιάτικης μέρας. Πήρα τότε στο κρεβάτι και την απόφασή
μου. Την τελευταία στιγμή όμως, όταν βρισκόμουν στα σύνορα του
συνειδητού, τη στιγμή που μ’ έπαιρνε ο ύπνος, άστραψε για ένα λεπτό μέσα
μου εκείνο το παράξενο κομμάτι από το βιβλιαράκι του Λύκου της Στέπας
όπου γινόταν λόγος για τους «Αθανάτους» και έγινε ένα με την ανάμνηση
που σκιρτούσε μέσα μου πως κι εγώ κάποιες φορές, και πολύ πρόσφατα
μάλιστα, είχα νιώσει αρκετά κοντά στους Αθανάτους, ώστε να δοκιμάσω
μαζί τους μέσα σε ένα μέτρο παλιάς μουσικής την εντελώς ψυχρή, φωτεινή
και σκληρά χαμογελαστή σοφία των Αθανάτων. Αυτό πέρασε από το μυαλό
μου σαν αστραπή και έσβησε, ο ύπνος, βαρύς σαν ένα βουνό, με παρέσυρε
στην αγκαλιά του.
Ξύπνησα κατά το μεσημέρι και αμέσως ξαναβρήκα μέσα μου όλη την
κατάσταση που είχα ξεκαθαρίσει, το μικρό βιβλίο και το ποίημά μου ήταν
στο κομοδίνο και η απόφασή μου, που κατά τη διάρκεια της νύχτας, στον
ύπνο μου, είχε ολοκληρωθεί και σταθεροποιηθεί, με κοίταζε μέσα από τη
σύγχυση της πιο πρόσφατης ζωής μου φιλικά και ψυχρά. Δεν υπήρχε
ανάγκη βιασύνης, η απόφαση του θανάτου μου δεν ήταν μια στιγμιαία
διάθεση, ήταν ένας ώριμος και ανθεκτικός καρπός που μεγάλωσε αργά και
βάρυνε και, καθώς ο άνεμος της μοίρας τον κουνούσε, θα έπρεπε να πέσει
με το επόμενο τράνταγμα.
Στο ταξιδιωτικό μου φαρμακείο είχα ένα εξαιρετικό μέσο για να
εξαφανίζω τους πόνους, ένα ιδιαίτερα δυνατό παρασκεύασμα από όπιο, του
οποίου την απόλαυση παραχωρούσα στον εαυτό μου πολύ σπάνια, ενώ
συχνά το κρατούσα κρυμμένο για μήνες· έπαιρνα αυτό το βαρύ ναρκωτικό
μόνο όταν με βασάνιζαν σωματικοί πόνοι που ήσαν αφόρητοι. Δυστυχώς
δεν ήταν κατάλληλο για αυτοκτονία, το είχα δοκιμάσει μία φορά πριν από
πολλά χρόνια. Κάποτε, όταν πάλι με είχε ζώσει η απελπισία, είχα καταπιεί
μια γενναία δόση, αρκετή για να σκοτώσει έξι άντρες, εμένα όμως δεν με
σκότωσε. Αποκοιμήθηκα βέβαια, για μερικές ώρες ήμουν σε απόλυτη
νάρκη, αλλά ύστερα, προς μεγάλη μου απογοήτευση, μισοξύπνησα από
δυνατούς σπασμούς του στομαχιού, έβγαλα από μέσα μου όλο το
δηλητήριο, χωρίς να συνέλθω εντελώς, και ξανακοιμήθηκα, για να ξυπνήσω
οριστικά στη μέση της επόμενης ημέρας, με μια φριχτή νηφαλιότητα, με
φλογισμένο, άδειο μυαλό, σχεδόν χωρίς μνήμη. Εκτός από μια περίοδο
αϋπνίας και ενοχλητικών πόνων στο στομάχι, δεν απέμεινε τίποτε από την
ενέργεια του δηλητηρίου.
Το γιατρικό αυτό λοιπόν δεν το υπολόγιζα. Έδωσα όμως στη απόφασή
μου την ακόλουθη μορφή: Όταν θα μου περνούσε πάλι από το μυαλό να
καταφύγω σ’ εκείνο το παρασκεύασμα από όπιο, θα επέτρεπα στον εαυτό
μου, στη θέση αυτής της σύντομης απολύτρωσης, να ρουφήξει τη μεγάλη,
τον θάνατο, και μάλιστα έναν σίγουρο, ασφαλή θάνατο, με μια σφαίρα ή με
την ξυριστική λεπίδα. Έτσι το ζήτημα είχε τακτοποιηθεί – το να περιμένω
ως την επέτειο των πενήντα μου χρόνων, σύμφωνα με την αστεία συνταγή
στο βιβλιαράκι του Λύκου της Στέπας, μου φαινόταν πολύ μεγάλο
διάστημα, μιας και έμεναν ακόμα δύο χρόνια ως τότε. Η ώρα εκείνη
μπορούσε να έρθει σε έναν χρόνο, ή σε έναν μήνα, ή αύριο κιόλας – η
πόρτα ήταν ανοιχτή.
Δεν μπορώ να πω πως η «απόφαση» αυτή άλλαξε έντονα τη ζωή μου. Μ’
έκανε λίγο πιο αδιάφορο στους πόνους, λίγο πιο αμέριμνο στη χρήση του
οπίου και του κρασιού, κάπως πιο περίεργο για τα όρια της αντοχής μου,
αυτό ήταν όλο. Πιο ισχυρή επίδραση είχαν οι άλλες εμπειρίες εκείνης τη
νύχτας. Διάβασα την Πραγματεία για τον Λύκο της Στέπας ακόμα μερικές
φορές, πότε με απελπισία κι ευγνωμοσύνη, σαν να ήξερα πως ένας αόρατος
μάγος οδηγούσε με σοφία τη μοίρα μου, και πότε κοροϊδευτικά και
περιφρονητικά, για τη νηφαλιότητα της πραγματείας, που φαινόταν να μη
συλλαμβάνει την ιδιαίτερη διάθεση και ένταση της ζωής μου. Ό,τι ήταν
γραμμένο εκεί για τους Λύκους της Στέπας και τους αυτόχειρες μπορεί να
ήταν καλό και έξυπνο, ίσχυε για το είδος, για τον τύπο, ήταν γεμάτο
πνευματώδη αφαιρετικότητα· αντίθετα το πρόσωπό μου, η αληθινή ψυχή
μου, η δική μου, η μοναδική, μοναχική μοίρα μού φαινόταν πως δεν θα
μπορούσε να πιαστεί σε ένα τόσο αραιό δίχτυ.
Αλλά περισσότερο απ’ όλα με απασχολούσε εκείνη η παραίσθηση ή το
όραμα στον τοίχο της εκκλησίας, η γεμάτη υποσχέσεις αναγγελία εκείνων
των φωτεινών γραμμάτων που χόρευαν και ταίριαζαν με τους ισχυρισμούς
της πραγματείας. Μου είχαν δοθεί μεγάλες υποσχέσεις, οι φωνές εκείνου
του άγνωστου κόσμου κέντριζαν βίαια την περιέργειά μου, συχνά περνούσα
ώρες ολόκληρες βυθισμένος στις σκέψεις μου. Και τότε η προειδοποίηση
εκείνης της επιγραφής μού μιλούσε όλο και πιο ξεκάθαρα: «Όχι για τον
καθένα!» και «Μόνο για τρελούς!». Θα έπρεπε λοιπόν να είμαι τρελός και
αποκομμένος από τον «καθένα» αν ήθελα να φτάσουν ως εμένα εκείνες οι
φωνές, να μου μιλήσουν εκείνοι οι κόσμοι. Θεέ μου, μήπως πραγματικά δεν
ήμουν εδώ και πολύ καιρό αρκετά μακριά από τον καθένα, από την ύπαρξη
και τη σκέψη των φυσιολογικών, μήπως δεν ήμουν εδώ και πολύ καιρό
αρκετά απομονωμένος και τρελός; Κι εντούτοις βαθιά μέσα μου
καταλάβαινα πολύ καλά το κάλεσμα, την πρόκληση να γίνω τρελός, να
απορρίψω τη λογική, τις αναστολές, τον αστισμό, να παραδοθώ στον
χείμαρρο του κόσμου της ψυχής που δεν έχει νόμους, στον κόσμο της
φαντασίας.
Μια μέρα, αφού είχα ξεσκαλίσει άλλη μια φορά μάταια όλους τους
δρόμους και τις πλατείες για να βρω τον άνθρωπο με την αφίσα και είχα
γλιστρήσει πολλές φορές παραμονεύοντας δίπλα στον τοίχο με την αόρατη
πόρτα, συνάντησα στο προάστιο του Αγίου Μαρτίνου μια κηδεία. Ενώ
παρατηρούσα σαν ηλίθιος τα πρόσωπα των πενθούντων που ακολουθούσαν
τη νεκροφόρα, έκανα τη σκέψη: Σε ποιο μέρος τούτης της πόλης, σε ποιο
σημείο αυτού του κόσμου υπάρχει ο άνθρωπος του οποίου ο θάνατος θα
σήμαινε μια απώλεια για μένα; Και πού ήταν ο άνθρωπος για τον οποίο ο
δικός μου θάνατος μπορούσε να έχει σημασία; Βέβαια υπήρχε η Έρικα, η
ερωμένη μου, όσο να ’ναι· η σχέση μας όμως από καιρό ήταν πολύ χαλαρή,
βλεπόμασταν σπάνια χωρίς να καβγαδίζουμε, τούτη τη στιγμή δεν ήξερα
καν πού έμενε. Καμιά φορά ερχόταν σ’ εμένα ή πήγαινα εγώ σ’ αυτήν, και,
επειδή είμαστε και οι δύο μοναχικοί και δύσκολοι άνθρωποι και κάπου
στην ψυχή, κυρίως ως προς την ψυχική αρρώστια, δεμένοι, παρέμεινε
ανάμεσά μας παρ’ όλα αυτά ένας δεσμός. Αλλά δεν θα ξαλάφρωνε, δεν θα
ένιωθε μεγάλη ανακούφιση όταν μάθαινε τον θάνατό μου; Αυτό δεν το
ήξερα, όπως δεν ήξερα τίποτα ούτε για την αξιοπιστία των δικών μου
συναισθημάτων. Θα έπρεπε να ζει κανείς μια φυσιολογική και πρακτική
ζωή για να μπορεί να γνωρίζει κάπως αυτά τα πράγματα.
Στο μεταξύ, ακολουθώντας μια παρόρμηση, ενώθηκα με την κηδεία και
βάδισα πίσω από τους πενθούντες ως το νεκροταφείο, ένα μοντέρνο,
τσιμεντένιο, πανομοιότυπο με άλλα νεκροταφεία, με κρεματόριο και όλα τα
απαραίτητα. Ο νεκρός μας όμως δεν κάηκε, αλλά το φέρετρό του
ξεφορτώθηκε μπροστά σε έναν απλό λάκκο, και είδα τον παπά και τα άλλα
όρνια, τους υπαλλήλους ενός γραφείου κηδειών, στο καθήκον τους, καθώς
προσπαθούσαν να δώσουν την όψη μιας υψηλής επισημότητας και πένθους,
ώσπου παρακουράστηκαν από το πολύ θέατρο, την αμηχανία, την ψευτιά
και κατάντησαν κωμικοί· παρατήρησα πώς στεκόταν πάνω τους η μαύρη
επαγγελματική στολή και πώς κοπιάζανε να προκαλέσουν στα μέλη της
πένθιμης συντροφιάς την κατάλληλη διάθεση για να τους αναγκάσουν να
γονατίσουν μπροστά στη μεγαλειότητα του θανάτου. Μάταιος κόπος,
κανένας δεν έκλαιγε, φαίνεται πως ο νεκρός ήταν περιττός σε όλους. Ούτε
κι όταν ο παπάς προσφωνούσε συνέχεια τη συντροφιά «αγαπητούς
χριστιανούς», πείσθηκαν εκείνοι να δείξουν ευσεβή διάθεση. Τα πρόσωπα
όλων αυτών των σιωπηλών εμπόρων, αυτών των μπακάληδων και των
αρχιφουρνάρηδων και των γυναικών τους ήταν σκυμμένα με σπασμωδική
σοβαρότητα, αμήχανα και ψεύτικα, και η μόνη επιθυμία που τα κατείχε
ήταν να πάρει τέλος αυτή η δυσάρεστη τελετή. Τελείωσε λοιπόν, και δύο
από τους αγαπητούς χριστιανούς που βρίσκονταν πιο μπροστά έσφιξαν το
χέρι του ομιλητή, σκούπισαν τα παπούτσια τους πάνω στο χορτάρι, λίγο
παράμερα, για να βγάλουν αποπάνω τους την υγρή λάσπη μέσα στην οποία
είχαν αποθέσει πριν από λίγο τον νεκρό τους, τα πρόσωπα έγιναν ξανά
συνηθισμένα και ανθρώπινα, και κάποιος απ’ αυτούς μου φάνηκε ξαφνικά
γνωστός – ήταν, έτσι μου φάνηκε, ο άντρας που κουβαλούσε την ταμπέλα
και μου είχε βάλει στο χέρι το βιβλιαράκι.
Τη στιγμή που νόμισα πως τον αναγνώρισα, έκανε μεταβολή, έσκυψε,
άρχισε να στρώνει το μαύρο παντελόνι του, που το είχε ανασηκώσει
σχολαστικά πάνω από τα παπούτσια του, κι έφυγε βιαστικά, σφίγγοντας την
ομπρέλα κάτω από τη μασχάλη του. Έτρεξα πίσω του, τον πρόλαβα, τον
χαιρέτησα με το κεφάλι, αλλά δεν έδειξε να με αναγνωρίζει.
«Απόψε δεν έχει βραδινή παράσταση;», ρώτησα και προσπάθησα να του
κλείσω το μάτι, όπως κάνουν εκείνοι που έχουν κάποιο κοινό μυστικό.
Όμως πάει πολύς καιρός από τότε που μου ήταν οικείες κάτι τέτοιες μιμικές
ασκήσεις, με τον τρόπο που ζούσα είχα σχεδόν ξεμάθει να μιλώ· ο ίδιος
κατάλαβα πως έκανα μόνο μια ηλίθια γκριμάτσα.
«Βραδινή παράσταση;», μούγκρισε ο άντρας και με κοίταξε στο πρόσωπο
δίχως να με γνωρίζει. «Πηγαίνετε στον Μαύρο αετό, αν έχετε την ανάγκη».
Πραγματικά δεν ήμουν πια σίγουρος αν ήταν αυτός. Προχώρησα
απογοητευμένος, χωρίς να ξέρω σε ποια κατεύθυνση, για μένα δεν υπήρχαν
στόχοι, επιδιώξεις, ούτε και υποχρεώσεις. Η ζωή μου είχε μια γεύση
απαίσια πικρή, ένιωθα πως η αηδία μου, που από καιρό μεγάλωνε, είχε
φτάσει στο αποκορύφωμά της, πως η ζωή με απόδιωχνε και με
παραπετούσε. Έξαλλος από θυμό, διέσχισα την γκρίζα πόλη, όλα μου
φαίνονταν πως μύριζαν υγρή γη και κηδεία. Όχι, δεν θα επέτρεπα να σταθεί
δίπλα στον τάφο μου κανένα από αυτά τα όρνια του θανάτου, με τα ράσα
τους και τα συναισθηματικά, χριστιανικά σαλιαρίσματά τους! Όπου κι αν
ρίξω τη ματιά μου, όπου κι αν κατευθύνω τη σκέψη μου, πουθενά δεν με
περιμένει κάποια χαρά, πουθενά ένα κάλεσμα, πουθενά κάποια δελεαστική
αίσθηση, όλα βρομούσαν σάπιο καταναλωτισμό, σάπια μέτρια
ευχαρίστηση, όλα ήταν παλιά, μαραμένα, γκρίζα, μαλθακά, εξαντλημένα,
Θεέ μου, πώς ήταν δυνατόν; Πώς μπόρεσα να φτάσω σε τούτο το σημείο,
εγώ ο ελαφροπάτητος νέος, ο ποιητής, ο φίλος των Μουσών, ο οδοιπόρος
του κόσμου, ο φλογερός ιδεαλιστής; Πώς έγινε και με σκέπασε τόσο αργά
και ύπουλα αυτή η παράλυση, αυτό το μίσος εναντίον μου και εναντίον
όλων, αυτή η συμφόρηση των συναισθημάτων, αυτή η βαθιά, άσχημη
δυσθυμία, αυτή η βρομερή κόλαση του ψυχικού κενού και της απελπισίας;
Καθώς περνούσα μπροστά από τη βιβλιοθήκη, συνάντησα έναν νεαρό
καθηγητή με τον οποίο άλλοτε αντάλλαζα περιστασιακά καμιά κουβέντα
και τον οποίο είχα επισκεφτεί στο διαμέρισμά του πριν από μερικά χρόνια,
την τελευταία φορά που έμεινα σε τούτη την πόλη, για να συζητήσουμε για
τη μυθολογία της Ανατολής, ένα θέμα που τότε με απασχολούσε πολύ. Ο
λόγιος κύριος ερχόταν προς το μέρος μου, αλύγιστος και ελαφρά μυωπικός,
και με αναγνώρισε μόνο όταν ετοιμαζόμουν να προσπεράσω. Έπεσε πάνω
μου με μεγάλη εγκαρδιότητα, κι εγώ, στην ελεεινή κατάσταση που ήμουν,
ένιωσα σχεδόν ευγνωμοσύνη. Εκείνος χάρηκε και όλο ζωηρότητα μου
θύμισε λεπτομέρειες από τις παλιές συζητήσεις μας, με διαβεβαίωσε ότι
χρωστούσε πολλά στις παροτρύνσεις μου και ότι με σκεφτόταν συχνά· από
τότε σπάνια είχε κάνει με συναδέλφους τόσο ζωηρές κι εποικοδομητικές
συζητήσεις. Ρώτησε από πότε είμαι στην πόλη (είπα ψέματα: εδώ και λίγες
μέρες) και γιατί δεν τον επισκέφτηκα. Κοίταξα το καλοσυνάτο λόγιο
πρόσωπο του ευγενικού ανθρώπου, βρήκα τελικά τη σκηνή γελοία,
απόλαυσα όμως σαν ένα πεινασμένο σκυλί τα ψίχουλα της ζεστασιάς, τις
γουλιές της αγάπης, τις μπουκιές της αναγνώρισης. Συγκινημένος, ο Λύκος
της Στέπας Χάρρυ χαμογέλασε, ένιωσε το σάλιο να μαζεύεται στο στενό
του λαρύγγι, τον συναισθηματισμό να του λυγίζει την πλάτη παρά τη
θέλησή του. Ναι, έβγαλα λοιπόν τον εαυτό μου από τη δύσκολη θέση με
εύκολα ψέματα, πως τάχα ήμουν μόνο περαστικός αποδώ, μόνο για κάτι
μελέτες, και ότι δεν ένιωθα αρκετά καλά, διαφορετικά είναι αυτονόητο πως
θα τον είχα επισκεφτεί. Όταν με προσκάλεσε εγκάρδια να περάσω τη
βραδιά σπίτι του, δέχτηκα με ευγνωμοσύνη, τον παρακάλεσα να διαβιβάσει
τους χαιρετισμούς μου στη γυναίκα του, ενώ ένιωθα να με πονούν τα
μάγουλά μου από τον ζήλο με τον οποίο μιλούσα και χαμογελούσα, καθώς
δεν ήταν συνηθισμένα σε τέτοιες προσπάθειες. Κι ενώ εγώ, ο Χάρρυ
Χάλλερ, στεκόμουν εκεί, στον δρόμο, αιφνιδιασμένος και κολακευμένος,
χαμογελώντας στο μυωπικό, καλοσυνάτο πρόσωπο του φιλικού ανθρώπου
ευγενικά και με βαθύ ενδιαφέρον, δίπλα μου ο άλλος Χάρρυ, κι αυτός
χαμογελαστός, στεκόταν γεμάτος σαρκασμό και σκεφτόταν πόσο
ιδιότροπος, τρελός και υποκριτής αδελφός ήμουν, που πριν από δύο λεπτά
έτριζα τα δόντια οργισμένος με όλον τον καταραμένο κόσμο και τώρα, με
το πρώτο κάλεσμα, με τον πρώτο αθώο χαιρετισμό ενός έντιμου, χρηστού
ανθρώπου, συγκινημένος και υπερβολικά πρόθυμος, είπα ναι και αμήν και
κυλιόμουν σαν γουρουνόπουλο στη λάσπη, απολαμβάνοντας την ελάχιστη
συμπάθεια, εκτίμηση και φιλικότητα. Έτσι στέκονταν οι δύο Χάρρυ, δύο
εξαιρετικά αντιπαθητικές φυσιογνωμίες, απέναντι στον ευγενικό καθηγητή,
κορόιδευαν ο ένας τον άλλον, παρατηρούσαν ο ένας τον άλλον, έφτυναν ο
ένας τον άλλον και έθεταν, όπως πάντα σε τέτοιες καταστάσεις, την
ερώτηση: αν αυτό δεν ήταν απλώς και μόνο μια απλή ανθρώπινη
ηλιθιότητα και αδυναμία, κοινή ανθρώπινη μοίρα, ή αν αυτός ο
συναισθηματικός εγωισμός, αυτή η έλλειψη χαρακτήρα δεν ήταν απλώς μια
προσωπική ιδιομορφία των Λύκων της Στέπας. Αν η κτηνωδία ήταν
ανθρώπινη γενικώς, τότε θα μπορούσε να ξεχυθεί με καινούργια ορμή η
περιφρόνηση που ένιωθα για τον κόσμο· αν ήταν μόνο προσωπική μου
αδυναμία, τότε θα μου έδινε αφορμή για ένα όργιο αυτοπεριφρόνησης.
Με τον καβγά ανάμεσα στους δύο Χάρρυ παραλίγο να ξεχαστεί ο
καθηγητής· ξαφνικά μου έγινε πάλι ενοχλητικός και βιάστηκα να τον
ξεφορτωθώ. Για πολλή ώρα τον έβλεπα να διασχίζει τις δεντροστοιχίες με
το καλόκαρδο και κάπως παράξενο βάδισμα ενός ιδεαλιστή, ενός πιστού.
Μια άγρια μάχη μαινόταν μέσα μου, κι ενώ τέντωνα και λύγιζα τα
μουδιασμένα δάχτυλά μου παλεύοντας με την αρθρίτιδα, που ύπουλη
σκάλιζε βαθιά, αναγκάστηκα να ομολογήσω πως είχα αφεθεί να ξεγελαστώ,
πως είχα φορτωθεί μια πρόσκληση για δείπνο στις επτάμισι, μαζί με την
υποχρέωση για ευγένειες, επιστημονικές φλυαρίες και την αντιμετώπιση
της οικογενειακής ευτυχίας. Γύρισα στο σπίτι οργισμένος, ανακάτεψα
κονιάκ με νερό, κατάπια μ’ αυτό τα χάπια της αρθρίτιδας, ξάπλωσα στο
ντιβάνι και προσπάθησα να διαβάσω. Όταν τελικά τα κατάφερα να
διαβάσω λίγο από Το ταξίδι της Σοφίας από το Μέμελ στη Σαξονία, μια
μαγευτική φυλλάδα του δεκάτου ογδόου αιώνα, θυμήθηκα ξαφνικά την
πρόσκληση, ότι ήμουν αξύριστος και πως έπρεπε να ντυθώ. Ο Θεός ξέρει
γιατί έκανα αυτό το κακό στον εαυτό μου! Λοιπόν, Χάρρυ, σήκω επάνω,
άφησε το βιβλίο σου, πλύσου, ξύρισε το πιγούνι σου, ώσπου να ματώσει,
ντύσου και απόλαυσε τους ανθρώπους! Και καθώς σαπουνιζόμουν,
σκέφτηκα τον βρόμικο λασπόλακκο στο νεκροταφείο μέσα στον οποίο
κατέβασαν σήμερα με σχοινιά τον άγνωστο και τα ξινισμένα μούτρα των
αδελφών χριστιανών που έπλητταν, μα δεν μπορούσα ούτε να γελάσω. Εκεί
βρισκόταν το τέλος, έτσι μου φαινόταν, σ’ εκείνον τον βρόμικο
λασπόλακκο, με τα ηλίθια αμήχανα λόγια του ιεροκήρυκα, δίπλα στα
ηλίθια αμήχανα μούτρα της πένθιμης συνάθροισης, στη θέα όλων των
σταυρών και επιγραφών από τενεκέ και μάρμαρο, με όλα τα ψεύτικα
λουλούδια από σύρμα και γυαλί, εκεί τελείωσε όχι μόνο ο άγνωστος, εκεί
θα τελείωνα αύριο ή μεθαύριο όχι μόνο εγώ, παραχωμένος κάτω από την
αμηχανία και την υποκρισία των πενθούντων, χωμένος στη βρόμα, όχι, έτσι
τελείωναν τα πάντα, όλες οι προσπάθειές μας, ολόκληρος ο πολιτισμός μας,
όλη μας η πίστη, όλη η χαρά και η διάθεση της ζωής μας, που ήταν τόσο
άρρωστη και σύντομα θα θαβόταν κι αυτή εκεί. Όλος ο κόσμος του
πολιτισμού μας ήταν ένα νεκροταφείο· εδώ ήταν ο Ιησούς Χριστός και ο
Σωκράτης, ο Μότσαρτ και ο Χάυντν, ο Δάντης και ο Γκαίτε, απλώς τυφλά
ονόματα πάνω σε τσίγκινες επιγραφές που σκούριαζαν, περιτριγυρισμένοι
από αμήχανους, υποκριτικούς πενθούντες, οι οποίοι θα έδιναν πολλά αν
μπορούσαν ακόμη να πιστέψουν σ’ αυτές τις τσίγκινες επιγραφές που
κάποτε ήταν ιερές γι’ αυτούς· θα έδιναν πολλά αν μπορούσαν να πουν
τουλάχιστον έναν τίμιο, έναν σοβαρό λόγο πένθους και απελπισίας για
τούτον τον χαμένο κόσμο, γιατί στη θέση όλων αυτών τίποτε άλλο δεν τους
είχε απομείνει εκτός από το να στέκονται με αμήχανα χαμόγελα γύρω από
έναν τάφο. Από την οργή μου κόπηκα πάλι στο σαγόνι, σ’ εκείνο το αιώνιο
σημείο, και καυτηρίασα για λίγο την πληγή, ωστόσο έπρεπε να αλλάξω
άλλη μια φορά το κολάρο που μόλις είχα φορέσει, χωρίς να ξέρω γιατί τα
κάνω όλα αυτά, αφού δεν είχα την παραμικρή διάθεση να πάω σ’ εκείνη
την πρόσκληση. Αλλά ένα κομμάτι του Χάρρυ έπαιζε πάλι θέατρο,
αποκαλούσε τον καθηγητή συμπαθητικό άνθρωπο, λαχταρούσε λίγη
ανθρώπινη μυρωδιά, πολυλογία και συντροφικότητα, θυμόταν την όμορφη
γυναίκα του καθηγητή, ένιωθε να τον δελεάζει πραγματικά η σκέψη της
βραδιάς κοντά σε φιλικούς οικοδεσπότες και με βοήθησε να κολλήσω στο
σαγόνι μου ένα αγγλικό τσιρότο, με βοήθησε να ντυθώ, να δέσω στον
λαιμό μου μια αξιοπρεπή γραβάτα και μ’ εμπόδισε διακριτικά να υπακούσω
στην επιθυμία μου να μείνω στο σπίτι. Παράλληλα σκέφτηκα: Έτσι όπως
ντύνομαι τώρα εγώ και βγαίνω έξω, επισκέπτομαι τον καθηγητή και
ανταλλάσσω μαζί του λίγο πολύ υποκριτικές ευγένειες, χωρίς τελικά να το
θέλω, έτσι κάνουν, ζουν και πράττουν μέρα με τη μέρα και ώρα με την ώρα
οι άνθρωποι, καταναγκαστικά, χωρίς να το θέλουν, κάνουν επισκέψεις,
συζητούν, εκτίουν το ωράριο της υπηρεσίας ή του γραφείου τους, όλα αυτά
με πίεση, μηχανικά, αθέλητα. Όλα αυτά θα μπορούσαν να γίνονται εξίσου
καλά από μηχανές ή ακόμα να πάψουν να υπάρχουν· αυτή η αιώνια
συνεχής μηχανική κίνηση είναι που τους εμποδίζει, όπως εμένα, να
ασκήσουν κριτική στην προσωπική τους ζωή, να αναγνωρίσουν και να
συναισθανθούν την ηλιθιότητα, τη ρηχότητα, τον απαίσια ειρωνικό
αμφιλεγόμενο χαρακτήρα της, το απελπιστικό πένθος και την ερημιά της.
Κι έχουν δίκιο, απέραντο δίκιο οι άνθρωποι που ζουν έτσι, που παίζουν τα
παιχνιδάκια τους και κυνηγούν τις σοβαρές τους ασχολίες, αντί να
αντισταθούν στον θλιβερό μηχανισμό και να αντικρίσουν απελπισμένα το
κενό, όπως κάνω εγώ, ο ξεστρατισμένος. Αν καμιά φορά, σε τούτες τις
σελίδες, περιφρονώ και κοροϊδεύω τους ανθρώπους, δεν πρέπει να πιστέψει
κανείς πως τους επιρρίπτω την ευθύνη, πως τους κατηγορώ, πως θέλω να
τους καταστήσω υπεύθυνους για την προσωπική μου αθλιότητα! Εγώ όμως,
που κάποτε πήγα πολύ μακριά και τώρα στέκομαι στην άκρη της ζωής, εκεί
όπου απλώνεται ένα αβυσσαλέο σκοτάδι, είμαι άδικος και ψεύδομαι όταν
προσπαθώ να ξεγελάσω τον εαυτό μου και τους άλλους πως τάχα
λειτουργεί για μένα ακόμη ο μηχανισμός, πως τάχα κι εγώ συμμετέχω στο
αιώνιο παιχνίδι αυτού του χαριτωμένα παιδικού κόσμου.
Αλλά και η βραδιά ήταν ανάλογα ωραία. Μπροστά στο σπίτι του γνωστού
μου στάθηκα μια στιγμή και κοίταξα ψηλά τα παράθυρα. Εδώ ζει λοιπόν
αυτός ο άνθρωπος, σκέφτηκα, και χρόνο με τον χρόνο συνεχίζει την
εργασία του, διαβάζει και σχολιάζει κείμενα, αναζητά τις σχέσεις ανάμεσα
στη μυθολογία της Εγγύς Ανατολής και στη μυθολογία της Ινδίας και μένει
ικανοποιημένος, γιατί πιστεύει στην αξία των πράξεών του, πιστεύει στην
επιστήμη που υπηρετεί, πιστεύει απλά και μόνο στην αξία της γνώσης, της
αποθήκευσης, γιατί πιστεύει στην πρόοδο, στην εξέλιξη. Δεν έζησε τον
πόλεμο, τον κλονισμό των ως τότε θεμελίων της σκέψης από τον Αϊνστάιν
(αυτό, κατά τη γνώμη του, ενδιαφέρει μόνο τους μαθηματικούς), δεν βλέπει
τίποτε γύρω του από τις προετοιμασίες του επόμενου πολέμου, θεωρεί
αξιομίσητους τους Εβραίους και τους κομμουνιστές, είναι ένα καλό, χωρίς
προβληματισμό, ευχαριστημένο παιδί, που παίρνει τον εαυτό του στα
σοβαρά, είναι αξιοζήλευτος. Έδωσα μια σπρωξιά στον εαυτό μου και
μπήκα· με υποδέχτηκε μια υπηρέτρια με άσπρη ποδιά, από κάποια
περιέργεια πρόσεξα ακριβώς τη θέση όπου έβαλε το καπέλο και το παλτό
μου. Με οδήγησε σε ένα ζεστό, φωτεινό σαλόνι και με παρακάλεσε να
περιμένω· αντί να ψιθυρίσω μια προσευχή ή να κοιμηθώ λιγάκι,
ακολούθησα ένα παιχνιδιάρικο ένστικτο και πήρα στα χέρια μου το πρώτο
πράγμα που βρήκα μπροστά μου. Ήταν μια μικρή κορνιζαρισμένη εικόνα,
σε ένα στρογγυλό τραπέζι, που ακουμπούσε λοξά πάνω σε ένα στήριγμα
από σκληρό χαρτόνι. Ήταν ένα έργο χαρακτικής που παρίστανε τον ποιητή
Γκαίτε, έναν ιδιοφυώς χτενισμένο γέρο, με προσωπικότητα, με ωραία
κατατομή προσώπου, απ’ όπου δεν έλειπαν ούτε τα περίφημα φλογερά
μάτια ούτε μια χροιά μοναξιάς και τραγικότητας, ελαφρά καλυμμένη από
το ύφος του αυλικού, για την οποία ο χαράκτης είχε καταβάλει οπωσδήποτε
ιδιαίτερο κόπο. Κατάφερε να δώσει σ’ αυτόν τον δαιμόνιο γέροντα, χωρίς
να βλάψει το βάθος του, έναν χαρακτήρα αυτοκυριαρχίας και χρηστότητας
κάπως ακαδημαϊκό και θεατρινίστικο και να παρουσιάσει τελικά έναν
αληθινά ωραίο γέρο κύριο που θα μπορούσε να είναι στολίδι για κάθε
αστικό σπίτι. Ίσως αυτή η εικόνα να μην ήταν πιο βλακώδης από τις άλλες
εικόνες αυτού του είδους, απ’ όλους αυτούς τους χαριτωμένους Σωτήρες,
Αποστόλους, ήρωες, ανθρώπους του πνεύματος και πολιτικούς που είχαν
φιλοτεχνήσει επιμελείς καλλιτέχνες, ίσως μ’ ερέθισε γιατί διέκρινα μια
ορισμένη δεξιοτεχνική ικανότητα· όπως και να ήταν, αυτή η ματαιόδοξη
και αυτάρεσκη απεικόνιση του γέροντα μου φάνηκε αμέσως κραυγαλέα,
σαν μια μοιραία παραφωνία, και μου έδειξε πως εδώ δεν ήταν το σωστό
μέρος για μένα, έτσι όπως ήμουν ήδη αρκετά εκνευρισμένος και
φορτισμένος. Εδώ υπήρχε χώρος μόνο για ωραία στιλιζαρισμένους
παλαιούς πνευματικούς ηγέτες και για εθνικά μεγέθη, όχι για Λύκους της
Στέπας.
Αν έμπαινε τώρα ο οικοδεσπότης, ίσως να τα κατάφερνα με κάποιες
λογικές προφάσεις να δικαιολογήσω την υποχώρησή μου. Όμως μπήκε η
γυναίκα του, κι εγώ παραδόθηκα στη μοίρα, μολονότι μάντευα τη
συμφορά. Χαιρετηθήκαμε, και την πρώτη παραφωνία ακολούθησαν ένα
σωρό άλλες. Η κυρία με συγχάρηκε για την καλή μου εμφάνιση, ενώ εγώ
ήξερα πολύ καλά πόσο είχα γεράσει αυτά τα χρόνια που πέρασαν από την
τελευταία συνάντησή μας· ήδη μου το θύμισε μοιραία τη στιγμή της
χειραψίας μας ο πόνος των αρθριτικών στα δάχτυλα. Ναι, και μετά με
ρώτησε τι κάνει η αγαπητή σύζυγός μου, κι εγώ αναγκάστηκα να της πω
πως η γυναίκα μου με είχε εγκαταλείψει κι ότι ο γάμος μας είχε διαλυθεί.
Ανακουφιστήκαμε όταν μπήκε ο καθηγητής. Με χαιρέτησε κι αυτός
εγκάρδια, και η αναποδιά και το φαιδρό της κατάστασης βρήκε αμέσως την
ωραιότερη έκφραση που μπορεί να σκεφτεί κανείς. Κρατούσε στο χέρι μια
εφημερίδα, ένα έντυπο στο οποίο ήταν συνδρομητής, μια εφημερίδα του
μιλιταριστικού κόμματος, που δημαγωγούσε υπέρ του πολέμου, και, αφού
μου έδωσε το χέρι, έδειξε την εφημερίδα και είπε ότι μέσα εκεί υπήρχε κάτι
για έναν συνονόματό μου, έναν δημοσιογράφο Χάλλερ, που μάλλον θα
ήταν ένας άθλιος τύπος, ένα υποκείμενο χωρίς πατρίδα, αφού κορόιδευε
τον αυτοκράτορα και κοινοποιούσε την άποψη πως η πατρίδα του δεν ήταν
λιγότερο ένοχη από τις άλλες εχθρικές χώρες για το ξέσπασμα του
πολέμου. Τι άνθρωπος! Να όμως που εδώ τα άκουγε ο φιλαράκος από την
καλή, ο συντάκτης το κανόνισε αυτό το μίασμα με επιτυχία και το
διαπόμπευσε. Περάσαμε όμως σε κάτι άλλο όταν είδε πως το θέμα δεν μ’
ενδιέφερε, κι ούτε πέρασε από το μυαλό τους η πιθανότητα πως εκείνο το
τέρας θα μπορούσε να κάθεται εδώ μπροστά τους. Όμως έτσι ήταν, το
τέρας ήμουν εγώ ο ίδιος! Αλλά γιατί να κάνω φασαρία και να ανησυχήσω
τους ανθρώπους! Γέλασα μέσα μου, αλλά παραιτήθηκα από την ελπίδα να
ζήσω εκείνο το βράδυ κάτι ευχάριστο. Έχω στη μνήμη μου ακόμη ζωντανή
εκείνη τη στιγμή. Τη στιγμή συγκεκριμένα κατά την οποία ο καθηγητής
μιλούσε για τον προδότη της πατρίδας Χάλλερ, το δυσάρεστο συναίσθημα
της κατάθλιψης και της απελπισίας που είχε συσσωρευτεί μέσα μου από τη
σκηνή της ταφής συμπυκνώθηκε και θέριευε ολοένα και περισσότερο,
γινόταν ένα φριχτό βάρος, μια σωματική αδιαθεσία (στο υπογάστριο), ένα
πνιγηρό συναίσθημα γεμάτο από τον φόβο της μοίρας. Ένιωθα κάτι να με
παραμονεύει, έναν κίνδυνο να με πλησιάζει από πίσω. Ευτυχώς μας
ειδοποίησαν ότι το φαγητό ήταν έτοιμο. Πήγαμε στην τραπεζαρία, κι ενώ
πάσχιζα συνεχώς να πω κάτι ή να ρωτήσω κάτι αθώο, έφαγα περισσότερο
απ’ όσο ήμουν συνηθισμένος κι αισθανόμουν ώρα με την ώρα όλο και πιο
αξιοθρήνητος. Θεέ μου, σκεφτόμουν συνέχεια, γιατί λοιπόν να
καταβάλλουμε τόσες προσπάθειες; Αισθανόμουν καθαρά πως και οι
οικοδεσπότες μου δεν ένιωθαν καθόλου καλά και κόπιαζαν να φαίνονται
ζωηροί, είτε γιατί ίσως τους ενοχλούσε η παρουσία μου είτε γιατί υπήρχε
κάποια άλλη δυσαρέσκεια στο σπίτι. Με ρωτούσαν διαρκώς για πράγματα
στα οποία δεν μπορούσα να δώσω ειλικρινή απάντηση, τα ψέματα δεν
άργησαν να με φέρουν σε αδιέξοδο, ώστε να πολεμάω με την αηδία σε
κάθε λέξη. Τελικά, για να αλλάξω συζήτηση, άρχισα να μιλώ για την
κηδεία της οποίας υπήρξα σήμερα θεατής. Αλλά δεν πέτυχα τον τόνο, οι
απόπειρές μου για χιούμορ προκάλεσαν δυσάρεστη διάθεση, η απόσταση
ανάμεσά μας ολοένα μεγάλωνε, μέσα μου ο Λύκος της Στέπας γελούσε
δείχνοντας τα δόντια του σαρκαστικά, στο επιδόρπιο ήμασταν και οι τρεις
πραγματικά σιωπηλοί.
Γυρίσαμε σ’ εκείνο το πρώτο δωμάτιο για να πιούμε καφέ και κονιάκ,
ίσως αυτό να μας ανέβαζε λίγο τη διάθεση. Μα τότε έπεσε πάλι το μάτι μου
πάνω στον πρίγκιπα των ποιητών, παρόλο που ήταν τοποθετημένος
παράμερα πάνω σε ένα κομό. Δεν μπορούσα να σηκώσω το βλέμμα μου
αποπάνω του και, μολονότι άκουσα μέσα μου την αποτρεπτική φωνή, τον
ξαναπήρα στο χέρι και άρχισα να τον εξετάζω προσεκτικά. Ήμουν σαν
δαιμονισμένος από το συναίσθημα πως η κατάσταση ήταν αφόρητη και ότι
τώρα έπρεπε να καταφέρω να ζεστάνω τους οικοδεσπότες μου
συμπαρασύροντας και φέρνοντάς τους στα νερά μου ή να προξενήσω μια
τελειωτική έκρηξη.
«Ας ελπίσουμε», είπα, «πως ο Γκαίτε δεν ήταν πραγματικά έτσι! Αυτή η
ματαιοδοξία και η ευγενική πόζα, αυτή η αξιοπρέπεια με την οποία
γλυκοκοιτάζει τους αξιότιμους παρόντες και αυτός ο κόσμος των πιο
ευγενικών συναισθημάτων κάτω από την αρρενωπή επιφάνεια! Ασφαλώς
μπορεί κανείς να έχει πολλά να του προσάψει, κι εγώ ο ίδιος είμαι συχνά
εναντίον αυτού του γεροκομπορρήμονα, αλλά να τον παραστήσουν μ’
αυτόν τον τρόπο, αυτό πάει πολύ».
Η οικοδέσποινα τελείωσε το σερβίρισμα του καφέ με ένα μαρτυρικό ύφος
στο πρόσωπο, ύστερα βιάστηκε να βγει από το δωμάτιο· ο άντρας της μου
δήλωσε λίγο αμήχανα και λίγο επιθετικά πως αυτό το πορτρέτο του Γκαίτε
ανήκε στη γυναίκα του και της ήταν ιδιαίτερα αγαπητό. «Ακόμα κι αν
είχατε αντικειμενικά δίκιο, που παρεμπιπτόντως το αμφισβητώ, δεν έπρεπε
να εκφραστείτε τόσο βαριά».
«Σ’ αυτό έχετε δίκιο», συμφώνησα. «Δυστυχώς αυτή είναι μια συνήθεια,
ένα ελάττωμά μου, να προτιμώ πάντα την πιο βαριά έκφραση που γίνεται,
όπως έκανε εξάλλου και ο Γκαίτε στις καλές στιγμές του. Αυτός ο γλυκός,
κοινότοπος Γκαίτε του σαλονιού δεν εκφραζόταν ποτέ έτσι βαριά, γνήσια
και άμεσα. Ζητώ συγνώμη από σας και από τη σύζυγό σας, πείτε της,
παρακαλώ, πως είμαι σχιζοφρενής. Και παράλληλα σας παρακαλώ να μου
επιτρέψετε να αποχωρήσω».
Ο ταραγμένος κύριος πρόβαλε ακόμα μερικές αντιρρήσεις, άρχισε πάλι
να μου λέει πόσο ωραίες και ενδιαφέρουσες ήταν οι παλιές μας συζητήσεις,
πως οι εικασίες μου μάλιστα για τον Μίθρα και τον Κρίσνα τού είχαν κάνει
τόσο βαθιά εντύπωση και πως είχε ελπίσει ότι σήμερα… και τα λοιπά. Τον
ευχαρίστησα και είπα ότι αυτά ήταν πολύ φιλικά λόγια, αλλά ότι δυστυχώς
το ενδιαφέρον μου για τον Κρίσνα, καθώς και η διάθεσή μου για
επιστημονικές συζητήσεις είχαν εξαφανιστεί εντελώς, ότι σήμερα του είχα
πει πολλές φορές ψέματα, πως δεν είχα έρθει, για παράδειγμα, στην πόλη
εδώ και μερικές μέρες, αλλά εδώ και πολλούς μήνες, ότι ζω όμως μόνος με
τον εαυτό μου και δεν είμαι κατάλληλος πια για συναναστροφές με καλά
σπίτια, γιατί πρώτον έχω πάντα πολύ κακή διάθεση, βασανίζομαι από
αρθρίτιδα, και δεύτερον είμαι τις περισσότερες φορές πιωμένος. Και για να
ξεκαθαρίσω τα πράγματα και να μη φύγω σαν ψεύτης, θα έπρεπε να
εξηγήσω στον αξιότιμο κύριο πως σήμερα πραγματικά με είχε προσβάλει.
Είχε οικειοποιηθεί τη γνώμη μιας αντιδραστικής φυλλάδας για τις απόψεις
του Χάλλερ, εκείνη την ηλίθια, ξεροκέφαλη γνώμη, αντάξια ενός
αργόσχολου αξιωματικού, όχι όμως ενός λογίου. Αυτός ο «τύπος» όμως, ο
άπατρις σύντροφος Χάλλερ, ήμουν εγώ ο ίδιος, και θα ήταν καλύτερα για
τη χώρα μας και για τον κόσμο αν μερικοί τουλάχιστον απ’ αυτούς που
είναι ικανοί να σκεφτούν πρέσβευαν τη λογική και την αγάπη της ειρήνης,
αντί να κατευθύνονται τυφλοί και φανατισμένοι σε έναν καινούργιο
πόλεμο. Αυτά λοιπόν, και ο Θεός βοηθός.
Σηκώθηκα λοιπόν, αποχαιρέτησα τον Γκαίτε και τον καθηγητή, άρπαξα
από την κρεμάστρα έξω τα πράγματά μου κι έφυγα. Μέσα στην ψυχή μου
ούρλιαξε δυνατά ο χαιρέκακος λύκος, μια βίαιη πάλη ξέσπασε ανάμεσα
στους δύο Χάρρυ. Γιατί, όπως αμέσως κατάλαβα, αυτή η δυσάρεστη
βραδιά είχε για μένα πολύ μεγαλύτερη σημασία απ’ ό,τι είχε για τον
αγανακτισμένο καθηγητή· για κείνον ήταν μια απογοήτευση και ένα μικρό
σκάνδαλο, για μένα όμως ήταν μια τελευταία αποτυχία και μια φυγή, ήταν
ο αποχαιρετισμός μου στον αστικό, τον ηθικό, τον σοφό κόσμο, ήταν μια
ολοκληρωτική νίκη του Λύκου της Στέπας. Ήταν ο αποχαιρετισμός ενός
δραπέτη και νικημένου, η δήλωση μιας χρεοκοπίας, ένας χωρισμός χωρίς
παρηγοριά, χωρίς υπεροχή, χωρίς χιούμορ. Αποχαιρέτησα την παλιά μου
πατρίδα και τον κόσμο του αστισμού, των εθίμων, της σοφίας, σαν τον
άνθρωπο που έχει έλκος και αποχαιρετά το ψητό χοιρινό. Οργισμένος
βάδιζα κάτω από τα φανάρια, οργισμένος και θανάσιμα θλιμμένος. Τι
απελπιστική, ντροπιαστική, κακιά μέρα ήταν αυτή, από το πρωί ως το
βράδυ, από το νεκροταφείο μέχρι τη σκηνή στον καθηγητή! Για ποιον λόγο;
Γιατί; Είχε κανένα νόημα να φορτωθώ κι άλλες τέτοιες μέρες, να καταπιώ
κι άλλες τέτοιες ιστορίες; Όχι! Έτσι λοιπόν απόψε τη νύχτα θα έδινα ένα
τέλος στην κωμωδία. Χάρρυ, πήγαινε σπίτι σου και κόψε πέρα για πέρα το
λαρύγγι σου! Αρκετά περίμενες.
Κυριευμένος από την αθλιότητα, έτρεχα στους δρόμους εδώ κι εκεί.
Φυσικά ήταν ανόητο εκ μέρους μου να φτύνω τον διάκοσμο στα σαλόνια
των καλών ανθρώπων, ήταν ανόητο και αγενές, αλλά δεν μπορούσα, δεν
μπορούσα πια να κάνω διαφορετικά, δεν μπορούσα να αντέξω περισσότερο
αυτή την ήμερη, ψεύτικη, ευγενική ζωή. Κι επειδή, όπως φαίνεται, δεν
μπορούσα πια να αντέξω ούτε τη μοναξιά, κι επειδή η συντροφιά του
εαυτού μου επίσης μου ήταν τόσο ανείπωτα απεχθής και με αηδίαζε, καθώς
πνιγόμουν και πάλευα μέσα στην άδεια από αέρα κόλασή μου, ποια άλλη
διέξοδος υπήρχε; Καμιά. Ω πατέρα και μητέρα, ω μακρινή ιερή φλόγα της
νιότης μου, ω εσείς χιλιάδες χαρές, εργασίες και σκοποί της ζωής μου!
Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν μου έμεινε, ούτε καν η μετάνοια, μόνο η αηδία και
ο πόνος. Μου φαινόταν πως ποτέ δεν μου είχε προξενήσει τόσο πόνο το ότι
ζούσα απλώς όσο τη στιγμή εκείνη.
Ξαπόστασα για λίγο σε μια θλιβερή συνοικιακή ταβέρνα, ήπια νερό και
κονιάκ, προχώρησα παρακάτω, κυνηγημένος από τον διάβολο,
ανεβοκατέβηκα τα απότομα φιδωτά σοκάκια της παλιάς πόλης, διέσχισα τις
δεντροστοιχίες, πέρασα την πλατεία του σταθμού. Να φύγω μακριά! Ήταν
μια σκέψη, μπήκα στο κτίριο του σταθμού, κοίταξα τα δρομολόγια στους
τοίχους, ήπια λίγο κρασί, προσπάθησα να λογικευτώ. Άρχισα να βλέπω το
φάντασμα που φοβόμουν, όλο και πιο κοντά, όλο και πιο καθαρά. Ήταν η
επιστροφή, ο γυρισμός στο δωμάτιό μου, η ανάγκη να μείνω ήρεμος
μπροστά στην απελπισία! Απ’ αυτό δεν μπορούσα να ξεφύγω, ακόμα κι αν
τριγυρνούσα για πολλές ώρες, δεν γλίτωνα την επιστροφή στην πόρτα μου,
στο τραπέζι με τα βιβλία, στο ντιβάνι με τη φωτογραφία της ερωμένης μου
αποπάνω, ούτε τη στιγμή που θα έπρεπε να ακονίσω την ξυριστική λεπίδα
και να κόψω το λαρύγγι μου. Η εικόνα αυτή εμφανιζόταν μπροστά μου όλο
και πιο καθαρά, η καρδιά μου κτυπούσε αφηνιασμένη και ένιωθα τον φόβο
όλων των φόβων: τον φόβο του θανάτου! Ναι, αισθανόμουν έναν φριχτό
φόβο μπροστά στον θάνατο. Αν και δεν έβλεπα καμιά άλλη διέξοδο, αν και
η αηδία, ο πόνος και η απελπισία με είχαν κατακλύσει, παρόλο που τίποτε
πια δεν ήταν σε θέση να με γοητεύσει, να μου δώσει χαρά κι ελπίδα, με
τρόμαζε απερίγραπτα η εκτέλεση, η τελευταία στιγμή, η παγερή διάπλατη
τομή πάνω στην ίδια μου τη σάρκα!
Δεν έβλεπα κανέναν τρόπο για να γλιτώσω απ’ αυτό που φοβόμουν. Αν
στον σημερινό αγώνα ανάμεσα στην απελπισία και στη δειλία νικούσε
πιθανώς η δειλία, αύριο, όπως και κάθε μέρα, θα αντιμετώπιζα πάλι την
απελπισία, θεριεμένη από την ίδια μου την αυτοπεριφρόνηση. Δεν θα
σταματούσα να παίρνω στο χέρι μου το μαχαίρι και πάλι να το αφήνω,
ώσπου κάποτε επιτέλους να ξεμπερδέψω. Καλύτερα λοιπόν σήμερα!
Μιλούσα στον εαυτό μου λογικά, σαν να απευθυνόμουν σ’ ένα φοβισμένο
παιδί, μα το παιδί δεν άκουγε, το έβαλε στα πόδια, ήθελε να ζήσει.
Αναστατωμένος, συνέχισα να βολοδέρνω μέσα στην πόλη, έκανα μεγάλους
κύκλους γύρω από το σπίτι μου, έχοντας αδιάκοπα στο μυαλό μου την
επιστροφή που προσπαθούσα να καθυστερήσω. Αργοπορούσα εδώ κι εκεί,
σε κάποια ταβέρνα, για ένα ποτήρι, για δύο ποτήρια, μετά πήγαινα πιο
κάτω κυνηγημένος, διαγράφοντας μεγαλύτερους κύκλους γύρω από τον
στόχο, γύρω από την ξυριστική λεπίδα, γύρω από τον θάνατο. Καμιά φορά
καθόμουν πεθαμένος από την κούραση σε ένα παγκάκι, στο πεζούλι ενός
σιντριβανιού ή στην άκρη του πεζοδρομίου, άκουγα την καρδιά μου να
χτυπά, σκούπιζα τον ιδρώτα στο μέτωπό μου, πήγαινα πιο πέρα, γεμάτος
θανάσιμο φόβο, γεμάτος από το σπινθηροβόλημα του πόθου για ζωή.
Έτσι, αργά μέσα στη νύχτα, παρασύρθηκα σε μια απομακρυσμένη και
άγνωστή μου συνοικία, σε μια ταβέρνα που από τα παράθυρά της
ακουγόταν δυνατή χορευτική μουσική. Μπαίνοντας, διάβασα πάνω από την
πόρτα μια παλιά επιγραφή: Μαύρος αετός. Μέσα γινόταν χορός και είχε
συνωστισμό, καπνούς, μυρωδιά κρασιού και ξεφωνητά, στην πίσω αίθουσα
ο κόσμος χόρευε, η χορευτική μουσική λυσσομανούσε. Έμεινα στον
μπροστινό χώρο, όπου υπήρχαν απλοί, εν μέρει φτωχικά ντυμένοι
άνθρωποι, ενώ πίσω, στην αίθουσα χορού, μπορούσες να διακρίνεις και
κομψές εμφανίσεις. Σπρωγμένος από τον συνωστισμό μέσα στην αίθουσα,
βρέθηκα σ’ ένα τραπέζι κοντά στον πάγκο, ένα όμορφο χλωμό κορίτσι, με
ένα λεπτό φορεματάκι χορού με βαθύ ντεκολτέ κι ένα μαραμένο λουλούδι
στα μαλλιά, καθόταν από τη μεριά του τοίχου. Το κορίτσι με κοίταξε
προσεκτικά και φιλικά καθώς πλησίαζα και, χαμογελώντας, παραμέρισε
λίγο στο πλάι για να μου κάνει χώρο.
«Επιτρέπετε;», ρώτησα και κάθισα δίπλα της.
«Ασφαλώς και σου επιτρέπω», είπε εκείνη, «αλλά ποιος είσαι;».
«Ευχαριστώ», είπα, «μου είναι αδύνατον να πάω σπίτι, δεν μπορώ, δεν
μπορώ, θέλω να μείνω εδώ κοντά σας, αν μου το επιτρέπετε. Όχι, δεν
μπορώ να πάω σπίτι».
Κούνησε το κεφάλι της σαν να με καταλάβαινε, και, καθώς μου έγνεφε,
πρόσεξα την μπούκλα που γλιστρούσε από το μέτωπό της κι έπεφτε
μπροστά στο αυτί της και είδα πως το μαραμένο λουλούδι ήταν μια
καμέλια. Η μουσική στο βάθος μαινόταν και οι σερβιτόρες φώναζαν
βιαστικά τις παραγγελίες στον πάγκο.
«Μείνε εδώ λοιπόν», είπε αυτή με μια φωνή που με ανακούφισε. «Γιατί
όμως δεν μπορείς να πας σπίτι;»
«Δεν μπορώ. Στο σπίτι κάτι με περιμένει, όχι, δεν μπορώ, είναι πολύ
φριχτό».
«Τότε άφησέ το να περιμένει και μείνε εδώ. Έλα, σκούπισε πρώτα τα
γυαλιά σου, έτσι δεν μπορείς να δεις τίποτε. Δώσε μου λοιπόν το μαντίλι
σου. Τι να πιούμε; Κρασί Βουργουνδίας;»
Εκείνη καθάρισε τα γυαλιά μου· τώρα μόλις την έβλεπα καθαρά, το
χλωμό αδρό πρόσωπο, με το κόκκινο σαν αίμα βαμμένο στόμα, τα φωτεινά
γκρίζα μάτια, το λείο δροσερό μέτωπο, με την κοντή στιλιζαρισμένη
μπούκλα πάνω από το αυτί. Καλόκαρδα και λίγο περιπαιχτικά άρχισε να με
φροντίζει, παράγγειλε κρασί, τσούγκρισε μαζί μου, ενώ κοίταζε κάτω, τα
παπούτσια μου.
«Θεέ μου, από πού έρχεσαι λοιπόν; Δείχνεις σαν να ήρθες με τα πόδια
από το Παρίσι. Δεν πηγαίνει κανείς έτσι σ’ έναν χορό».
Είπα ναι και όχι, γέλασα λίγο και την άφησα να μιλά. Μου άρεσε πολύ,
και απορούσα γι’ αυτό, επειδή ως τώρα απέφευγα τόσο νέα κορίτσια και τα
αντιμετώπιζα μάλλον με δυσπιστία. Κι αυτή μου φερόταν ακριβώς με τον
τρόπο που μου έκανε καλό τούτη τη στιγμή – αχ, κι από τότε έτσι ήταν μαζί
μου κάθε ώρα και στιγμή. Μου φερόταν τόσο προστατευτικά όσο το είχα
ανάγκη, και τόσο ειρωνικά όσο το χρειαζόμουν. Παράγγειλε ένα σάντουιτς
και με διέταξε να το φάω. Μου γέμισε το ποτήρι και με πρόσταξε να πιω
μια γουλιά, αλλά όχι πολύ γρήγορα. Ύστερα επαίνεσε την υπακοή μου.
«Είσαι φρόνιμος», μου είπε ενθαρρυντικά, «δεν βάζεις τους άλλους σε
μπελάδες. Στοιχηματίζω πως πάει πολύς καιρός από τότε που υπάκουσες σε
κάποιον για τελευταία φορά».
«Ναι, κερδίσατε το στοίχημα. Μα από πού το καταλάβατε;»
«Δεν χρειάζεται τέχνη. Η υπακοή είναι σαν το φαΐ και το ποτό. Όποιος το
στερείται για πολύ το βάζει πάνω απ’ όλα. Ψέματα; Δεν με υπακούς με
ευχαρίστηση;»
«Με μεγάλη ευχαρίστηση. Εσείς τα ξέρετε όλα».
«Εσύ διευκολύνεις την κατάσταση. Ίσως να είμαι σε θέση να σου πω
ακόμα, φίλε μου, τι είναι αυτό που σε περιμένει στο σπίτι σου και γιατί
φοβάσαι τόσο. Αλλά αυτό το ξέρεις βέβαια πολύ καλά, δεν χρειάζεται να το
συζητάμε, δεν είναι έτσι; Ανοησίες! Ή θέλει κάποιος να κρεμαστεί, και
κρεμιέται απλά και μόνο γιατί έχει τον λόγο του, ή είναι ακόμη ζωντανός,
και τότε πρέπει απλά και μόνο να ασχολείται με τη ζωή του. Τίποτε δεν
είναι πιο εύκολο».
«Αχ», φώναξα, «μακάρι να ήταν τόσο απλό! Μα τον Θεό, έχω φροντίσει
αρκετά για τη ζωή μου, αλλά δεν με ωφέλησε σε τίποτε. Ίσως είναι
δύσκολο να κρεμαστεί κανείς, δεν ξέρω. Αλλά είναι πολύ, πολύ πιο
δύσκολο να ζεις! Ένας Θεός ξέρει πόσο δύσκολο είναι!».
«Λοιπόν θα δεις πως είναι παιχνιδάκι. Κάναμε κιόλας την αρχή,
καθάρισες τα γυαλιά σου, έφαγες, ήπιες. Τώρα θα πάμε να βουρτσίσουμε
λίγο το παντελόνι και τα παπούτσια σου, το χρειάζονται απαραιτήτως. Κι
έπειτα θα χορέψεις μαζί μου ένα σίμι».
«Βλέπετε λοιπόν», φώναξα με έξαψη, «πως είχα δίκιο; Τίποτε δεν με
στενοχωρεί περισσότερο από το να μην μπορώ να εκτελέσω μια διαταγή
σας. Αυτήν όμως δεν μπορώ να την εκτελέσω. Δεν ξέρω να χορεύω σίμι,
ούτε βαλς, ούτε και πόλκα ή όπως αλλιώς λέγονται αυτά τα πράγματα, ποτέ
στη ζωή μου δεν έμαθα να χορεύω. Βλέπετε τώρα πως δεν είναι όλα τόσο
εύκολα όσο νομίζετε;».
Το όμορφο κορίτσι χαμογέλασε με τα κόκκινα σαν αίμα χείλη του και
κούνησε το αποφασιστικό αγορίστικα κουρεμένο κεφάλι του. Όπως την
κοίταζα, μου φάνηκε πως έμοιαζε με τη Ρόζα Κράισλερ, το πρώτο κορίτσι
που είχα αγαπήσει κάποτε ως έφηβος. Αλλά εκείνη ήταν βέβαια μελαχρινή,
είχε σκούρα μαλλιά. Όχι, δεν ήξερα ποια μου θύμιζε αυτό το κορίτσι,
πάντως ήταν κάποια από την πολύ μακρινή μου νεότητα, από την εποχή
που ήμουν ακόμη ένα αγόρι.
«Σιγά», φώναξε εκείνη, «σιγά! Ώστε δεν ξέρεις χορό; Καθόλου; Ούτε καν
ένα ουάνστεπ; Και ισχυρίζεσαι κιόλας πως ένας Θεός ξέρει ποιες
προσπάθειες έχεις κάνει για τη ζωή! Τότε, αγόρι μου, έκανες ζαβολιές, στην
ηλικία σου αυτό δεν θα έπρεπε να το κάνεις. Μάλιστα, πώς μπορείς να λες
ότι έχεις κάνει προσπάθειες για τη ζωή όταν δεν θέλεις καν να χορέψεις;».
«Αφού δεν μπορώ! Δεν έμαθα ποτέ».
Εκείνη γέλασε.
«Αλλά έχεις μάθει να διαβάζεις και να γράφεις, έτσι; Και να κάνεις
λογαριασμούς κι ακόμα ίσως γαλλικά και λατινικά κι ένα σωρό άλλα τέτοια
πράγματα; Στοιχηματίζω πως έχεις κάνει δέκα ως δώδεκα χρόνια
κλεισμένος στο σχολείο και πιθανότατα να έχεις σπουδάσει, ίσως να έχεις
ακόμα και διδακτορικό τίτλο, να μπορείς να μιλήσεις κινέζικα ή ισπανικά.
Ή δεν είναι έτσι; Βλέπεις; Αλλά για μερικά μαθήματα χορού δεν θέλησες
να σπαταλήσεις λίγο χρόνο και λίγα χρήματα! Τι έχεις να πεις τώρα;»
«Ήταν οι γονείς μου», δικαιολογήθηκα, «αυτοί με έβαλαν να μάθω
λατινικά και ελληνικά και όλα αυτά τα πράγματα. Αλλά δεν μ’ έστειλαν να
μάθω χορό, δεν το συνηθίζαμε, και οι ίδιοι οι γονείς μου δεν χόρευαν
ποτέ».
Με κοίταξε εντελώς ψυχρά, όλο περιφρόνηση, και το πρόσωπό της πάλι
μου είπε κάτι που μου θύμισε τα χρόνια της νεότητάς μου.
«Έτσι, οι γονείς σου λοιπόν έχουν την ευθύνη! Μήπως τους ρώτησες
κιόλας αν μπορείς να έρθεις σήμερα το βράδυ στον Μαύρο αετό; Τους
ρώτησες; Θα μου πεις πως είναι νεκροί εδώ και χρόνια, έτσι; Λοιπόν! Δεν
θέλησες να μάθεις χορό στα νιάτα σου από καθαρή υπακοή – καμιά
αντίρρηση! Αν και δεν πιστεύω πως ήσουν τότε ένα υπόδειγμα παιδιού.
Έπειτα όμως, τι έκανες έπειτα, όλα αυτά τα χρόνια;»
«Α», ομολόγησα, «ούτε κι εγώ ο ίδιος δεν ξέρω πια. Σπούδασα,
ασχολήθηκα με τη μουσική, διάβασα βιβλία, έγραψα βιβλία, ταξίδεψα».
«Έχεις παράξενες απόψεις για τη ζωή! Πάντα λοιπόν ασχολιόσουν με
δύσκολα και πολύπλοκα πράγματα και δεν έμαθες τίποτε για τα απλά; Δεν
είχες χρόνο; Δεν είχες διάθεση; Καμιά αντίρρηση, δόξα τω Θεώ, δεν είμαι η
μητέρα σου. Αλλά να κάνεις σαν να τα έχεις δοκιμάσει όλα στη ζωή και
τίποτε να μη σε συγκίνησε, ε όχι, αυτό πάει πολύ!»
«Μη με μαλώνετε», την παρακάλεσα, «ξέρω πως είμαι τρελός».
«Έλα τώρα, μη μου λες παραμύθια! Δεν είσαι διόλου τρελός, κύριε
καθηγητή, νομίζω μάλιστα πως είσαι λιγότερο τρελός απ’ όσο πρέπει! Μου
φαίνεται πως είσαι έξυπνος μ’ έναν ηλίθιο τρόπο, ακριβώς όπως ένας
καθηγητής. Έλα, φάε ακόμα ένα ψωμάκι. Ύστερα μου λες τη συνέχεια».
Μου έφερε ακόμα ένα σάντουιτς, έβαλε λίγο αλάτι, το άλειψε με λίγη
μουστάρδα, έκοψε ένα κομματάκι για τον εαυτό της και με ανάγκασε να
φάω το υπόλοιπο. Το έφαγα. Θα έκανα όλα όσα με πρόσταζε εκτός από τον
χορό. Μου έκανε τρομερή ευχαρίστηση να υπακούω σε κάποιον, να
κάθομαι δίπλα σε κάποιον που ρωτά, διατάζει, επιπλήττει. Αν το είχε κάνει
αυτό ο καθηγητής ή η γυναίκα του πριν από λίγες ώρες, πολλά θα είχα
γλιτώσει. Όμως όχι, ήταν καλύτερα έτσι, γιατί πολλά θα μου είχαν
διαφύγει!
«Πώς σε λένε λοιπόν;», με ρώτησε ξαφνικά.
«Χάρρυ».
«Χάρρυ; Ένα όνομα για αγοράκια! Αλλά κι εσύ είσαι ένα αγοράκι,
Χάρρυ, παρ’ όλες τις γκρίζες σκιές στα μαλλιά σου. Είσαι ένα παιδί και θα
πρέπει να έχεις κάποιον να σε προσέχει! Για τον χορό δεν λέω πια τίποτε.
Αλλά το κούρεμά σου! Γυναίκα δεν έχεις, ούτε φιλενάδα;»
«Δεν έχω γυναίκα πια, έχουμε χωρίσει. Φιλενάδα έχω, αλλά δεν μένει
εδώ, τη βλέπω σπάνια, δεν τα πάμε πολύ καλά μεταξύ μας».
Σφύριξε σιγανά μέσα από τα δόντια της.
«Φαίνεται πως πραγματικά είσαι ένας δύσκολος κύριος, για να μη μένει
καμία μαζί σου. Μα πες μου τώρα τι το εξαιρετικό έγινε απόψε και
τριγυρίζεις εδώ κι εκεί σαν να σου έχει στρίψει; Κανένας καβγάς; Έχασες
χρήματα στα χαρτιά;»
Αυτό ήταν όμως δύσκολο να της το εξηγήσω.
«Κοιτάξτε», άρχισα, «τελικά ήταν κάτι το ασήμαντο. Ήμουν καλεσμένος
από έναν καθηγητή –εγώ ο ίδιος όμως δεν είμαι καθηγητής–, και κανονικά
δεν θα έπρεπε να είχα πάει, έχω ξεσυνηθίσει πια να κάθομαι με ανθρώπους
και να φλυαρώ. Μπήκα σε αυτό το σπίτι με το συναίσθημα πως κάτι δεν θα
πάει καλά – μόλις κρέμασα το παλτό μου, σκέφτηκα πως ίσως να το
χρειαζόμουν σύντομα. Ναι, και στο σπίτι εκείνου του καθηγητή λοιπόν
υπήρχε πάνω σ’ ένα τραπέζι μια εικόνα, μια ηλίθια εικόνα που με
εξόργισε…».
«Τι είδους εικόνα; Γιατί σ’ εξόργισε;», με διέκοψε εκείνη.
«Α, ήταν μια εικόνα που παρίστανε τον Γκαίτε – ξέρετε, τον ποιητή
Γκαίτε. Δεν έδειχνε όμως στην εικόνα όπως ήταν στην πραγματικότητα –
βέβαια αυτό κανένας δεν το ξέρει ακριβώς, έχει πεθάνει εδώ κι εκατό
χρόνια. Αλλά κάποιος σύγχρονος ζωγράφος τον είχε φτιάξει έτσι όπως τον
φανταζόταν, τόσο καλοχτενισμένο· αυτή η εικόνα μ’ εξόργισε, μου ήταν
τελικά φριχτά αποκρουστική – δεν ξέρω αν το καταλαβαίνετε;»
«Μπορώ να το καταλάβω πολύ καλά, μην ανησυχείς. Παρακάτω!»
«Ήδη από παλιά δεν συμφωνούσα με τον καθηγητή· αυτός είναι, όπως
όλοι σχεδόν οι καθηγητές, θερμός πατριώτης και στη διάρκεια του πολέμου
είχε βοηθήσει ενεργά στην εξαπάτηση του λαού – φυσικά με καλή πίστη.
Εγώ όμως είμαι κατά του πολέμου. Τέλος πάντων. Λοιπόν παρακάτω. Εγώ
βέβαια δεν ήταν ανάγκη να κοιτάζω την εικόνα…»
«Πραγματικά δεν ήταν ανάγκη».
«Αλλά αφενός στενοχωριόμουν για τον Γκαίτε, που μου είναι πολύ, μα
πολύ αγαπητός, και αφετέρου σκεπτόμουν, σκεπτόμουν ή ένιωθα κάπως
έτσι: Κάθομαι εδώ με κάποιους ανθρώπους τους οποίους θεωρώ όμοιούς
μου, πιστεύοντας πως κι αυτοί θα αγαπούσαν τον Γκαίτε όπως κι εγώ και
πως θα είχαν κατασκευάσει με τον νου τους μια εικόνα του όπως κι εγώ,
και να που έχουν στο σπίτι τους αυτή την κακόγουστη, ψεύτικα γλυκερή
εικόνα και τη βρίσκουν υπέροχη και δεν αισθάνονται καθόλου ότι το
πνεύμα τούτης της εικόνας είναι ακριβώς αντίθετο από το πνεύμα του
Γκαίτε. Βρίσκουν την εικόνα θαυμάσια, και, κατά τη γνώμη μου, είναι
δικαίωμά τους – αλλά για μένα τελείωσε και χάθηκε μια για πάντα η
εμπιστοσύνη σ’ αυτούς τους ανθρώπους, όλη η φιλία κι όλο το συναίσθημα
της συντροφικότητας. Άλλωστε η φιλία μας έτσι κι αλλιώς δεν ήταν
μεγάλη. Θύμωσα λοιπόν και λυπήθηκα και είδα πως ήμουν εντελώς μόνος
και πως κανείς δεν με καταλάβαινε. Με εννοείτε;»
«Είναι εύκολο, Χάρρυ. Και μετά; Τους έφερες την εικόνα στο κεφάλι;»
«Όχι, τους πρόσβαλα κι έφυγα, θέλοντας να γυρίσω στο σπίτι μου,
αλλά…»
«Αλλά εκεί δεν υπήρχε καμία μαμά για να παρηγορήσει και να μαλώσει
το ανόητο αγοράκι. Ε λοιπόν, Χάρρυ, σχεδόν σε λυπάμαι, με τα παιδικά
μυαλά σου δεν έχεις το ταίρι σου».
Αυτό σίγουρα κι εγώ το παραδεχόμουν, έτσι μου φαινόταν. Μου έδωσε
να πιω ένα ποτήρι κρασί. Στην πραγματικότητα μου φερόταν σαν μαμά.
Ενδιάμεσα όμως έβλεπα ορισμένες στιγμές πόσο όμορφη και πόσο νέα
ήταν!
«Λοιπόν», ξανάρχισε, «ο Γκαίτε λοιπόν έχει πεθάνει εδώ κι εκατό χρόνια
και αρέσει πολύ στον Χάρρυ, και ο Χάρρυ φαντάζεται ποια μπορεί να ήταν
η εμφάνισή του, ο Χάρρυ έχει το δικαίωμα για όλα αυτά, έτσι δεν είναι;
Αλλά ο ζωγράφος, που λατρεύει κι αυτός τον Γκαίτε κι έχει κι εκείνος μια
εικόνα του ποιητή, δεν έχει κανένα δικαίωμα, ούτε ο καθηγητής, ούτε
κανένας άλλος, γιατί αυτό δεν αρέσει στον Χάρρυ, δεν το ανέχεται, και
τότε βρίζει και το βάζει στα πόδια! Αν ήταν έξυπνος, θα γελούσε απλώς με
τον ζωγράφο και τον καθηγητή. Αν ήταν τρελός, θα τους πέταγε
κατάμουτρα τον Γκαίτε τους. Επειδή όμως δεν είναι παρά ένα παιδί, τρέχει
στο σπίτι και θέλει να κρεμαστεί. Κατάλαβα καλά την ιστορία σου, Χάρρυ.
Είναι αστεία ιστορία. Με κάνει να γελάω. Στάσου, μην πίνεις τόσο
γρήγορα! Το κρασί της Βουργουνδίας πίνεται αργά, αλλιώς σου φέρνει
έξαψη. Μα πρέπει όλα να σου τα λέει κανείς, μικρό μου αγοράκι».
Το βλέμμα της ήταν αυστηρό και παραινετικό σαν μιας εξηντάχρονης
γκουβερνάντας.
«Αχ ναι», την παρακάλεσα ικανοποιημένος, «πρέπει να μου τα πείτε
όλα».
«Τι να σου πω;»
«Όλα όσα θέλετε».
«Καλά, θα σου πω κάτι. Εδώ και μία ώρα με ακούς να σου απευθύνομαι
με το “εσύ” και μου μιλάς ακόμη με το “εσείς”. Πάντα ελληνικά και
λατινικά, πάντα όσο πιο πολύπλοκα γίνεται! Όταν μια κοπέλα σού μιλάει
στον ενικό και δεν σου είναι αντιπαθής, τότε μίλα της κι εσύ στον ενικό.
Να λοιπόν που κάτι έμαθες. Και δεύτερον: Εδώ και μισή ώρα ξέρω πως σε
λένε Χάρρυ. Το ξέρω γιατί σε ρώτησα. Εσύ όμως δεν θέλεις να ξέρεις πώς
με λένε».
«Μα βέβαια, θα ήθελα πολύ να το μάθω».
«Πολύ αργά, μικρέ μου! Αν ξαναϊδωθούμε καμιά φορά, μπορείς να με
ρωτήσεις. Σήμερα πια δεν θα το πω. Αυτά, και τώρα θέλω να χορέψω».
Μόλις πήγε να σηκωθεί, η διάθεσή μου ξαφνικά χάλασε, μ’ έπιασε φόβος
πως θα έφευγε και θα με άφηνε μόνο και όλα θα ήταν ξανά όπως ήταν και
πριν. 'Οπως ένας παροδικός πόνος του δοντιού που φεύγει και εμφανίζεται
πάλι σαν πυρωμένο σίδερο, έτσι εμφανίστηκαν ξανά εκείνη τη στιγμή ο
φόβος και ο τρόμος. Θεέ μου, πώς μπόρεσα να ξεχάσω εκείνο που με
περίμενε; Μήπως είχε αλλάξει τίποτα;
«Σταθείτε», φώναξα, «μη φεύγετε – μη φεύγεις! Φυσικά μπορείς να
χορέψεις όσο θέλεις, αλλά μην αργήσεις, ξαναγύρισε πίσω, ξαναγύρισε
πίσω!».
Σηκώθηκε γελώντας. Όρθια τη φανταζόμουν πιο ψηλή, ήταν λεπτή, όχι
όμως ψηλή. Πάλι μου θύμισε κάποια – ποια; Δεν μπορούσα να το βρω.
«Θα ξαναγυρίσεις;»
«Θα ξαναγυρίσω, αλλά μπορεί να περάσει κάμποση ώρα, μισή ώρα, ίσως
και μία ώρα. Θα σου πω κάτι: Κλείσε τα μάτια σου και κοιμήσου λίγο.
Αυτό χρειάζεσαι».
Της έκανα τόπο να περάσει· η φουστίτσα της άγγιξε απαλά τα γόνατά
μου, περνώντας έριξε μια ματιά σε έναν στρογγυλό μικροσκοπικό
καθρέφτη που έβγαλε από την τσάντα της, σήκωσε τα φρύδια, πουδράρισε
το πιγούνι της με ένα μικρό κομμάτι μπαμπάκι και χάθηκε στην αίθουσα
του χορού. Κοίταξα γύρω μου: ξένα πρόσωπα, άντρες που κάπνιζαν,
χυμένες μπίρες πάνω στα μαρμάρινα τραπέζια, κραυγές και στριγκλιές
παντού και δίπλα η χορευτική μουσική. Έπρεπε να κοιμηθώ, είχε πει. Αχ,
καλό μου παιδί, τι ιδέα που έχεις για τον ύπνο μου, που είναι πιο
«συνεσταλμένος» κι από νυφίτσα! Να κοιμηθώ μέσα σ’ αυτό το πανηγύρι,
καθισμένος στο τραπέζι, ανάμεσα στα τσουγκρίσματα των ποτηριών της
μπίρας! Ήπια μια γουλιά κρασί, έβγαλα από την τσέπη μου ένα πούρο,
έψαξα να βρω σπίρτα, αλλά κατά βάθος δεν είχα όρεξη να καπνίσω, άφησα
το πούρο μπροστά μου, πάνω στο τραπέζι. «Κλείσε τα μάτια», μου είχε πει.
Ο Θεός ξέρει πού βρήκε το κορίτσι αυτή τη φωνή, αυτή την κάπως βαθιά,
καλοσυνάτη φωνή, ήταν μια φωνή μητρική. Έκανε καλό να υπακούς σ’
αυτή τη φωνή, το είχα διαπιστώσει. Έκλεισα τα μάτια μου υπάκουα,
ακούμπησα το κεφάλι μου στον τοίχο, άκουσα εκατοντάδες δυνατούς
θορύβους να μαίνονται γύρω μου, γέλασα με την ιδέα ότι θα μπορούσα να
κοιμηθώ σ’ αυτόν τον χώρο, αποφάσισα να πάω ως την πόρτα της αίθουσας
και να ρίξω μια ματιά στη σάλα του χορού –έπρεπε να δω το ωραίο μου
κορίτσι να χορεύει–, κούνησα τα πόδια μου κάτω από την καρέκλα,
αισθάνθηκα τώρα για πρώτη φορά πόσο κουρασμένος ήμουν από τις
ατέλειωτες βόλτες, και έμεινα καθισμένος. Έτσι αποκοιμήθηκα, πιστός στη
μητρική προσταγή, κοιμήθηκα με απληστία και ευγνωμοσύνη και
ονειρεύτηκα, ονειρεύτηκα πιο καθαρά και πιο όμορφα απ’ ό,τι είχα να
ονειρευτώ εδώ και καιρό. Και να τι όνειρο είδα:
Καθόμουν και περίμενα σ’ έναν παλιομοδίτικο προθάλαμο. Στην αρχή το
μόνο που ήξερα ήταν ότι θα με δεχόταν κάποια εξοχότητα, ύστερα
θυμήθηκα βέβαια πως ήταν ο κύριος Γκαίτε εκείνος που θα με δεχόταν.
Δυστυχώς δεν βρισκόμουν εδώ ως ιδιώτης, αλλά ως ανταποκριτής ενός
περιοδικού, πράγμα που μ’ ενοχλούσε πολύ, και δεν μπορούσα να
καταλάβω ποιος δαίμονας με είχε μπλέξει σ’ αυτή την ιστορία. Εξάλλου με
ανησυχούσε ένας σκορπιός που μόλις προ ολίγου ακόμη ήταν ορατός και
προσπαθούσε να σκαρφαλώσει στο πόδι μου. Είχα αμυνθεί βέβαια και είχα
τινάξει αποπάνω μου το μικρό μαύρο ερπετό, δεν ήξερα όμως πού
κρυβόταν πλέον και δεν τολμούσα να απλώσω πουθενά το χέρι μου.
Επίσης δεν ήμουν εντελώς σίγουρος αν από λάθος δεν είχαν αναγγείλει
την επίσκεψή μου, αντί στον Γκαίτε, στον Μάττισσον, τον οποίο μπέρδευα
στον ύπνο μου με τον Μπύργκερ, γιατί σ’ εκείνον απέδιδα τα ποιήματα στη
Μόλλυ. Άλλωστε θα επιθυμούσα αφάνταστα μια συνάντηση με τη Μόλλυ,
που τη φανταζόμουν υπέροχη, απαλή, με κλίση στη μουσική και άνθρωπο
της νύχτας. Ας ήταν να μη βρισκόμουν εδώ κατ’ εντολή εκείνης της
καταραμένης σύνταξης! Η δυσθυμία μου μεγάλωνε και σιγά σιγά
μεταφέρθηκε στον Γκαίτε, και μεμιάς είχα εναντίον του κάθε πιθανό
ενδοιασμό και ψόγο. Ωραία εξέλιξη θα είχε η ακρόαση! Αλλά ο σκορπιός,
ακόμα κι αν ήταν επικίνδυνος και κρυβόταν κάπου πολύ κοντά μου, ίσως
να μην ήταν και τόσο δυσάρεστος· θα μπορούσε, έτσι μου φαινόταν, να
σημαίνει ακόμα και κάτι το φιλικό, μου φαινόταν πολύ πιθανό πως
μπορούσε να έχει κάποια σχέση με τη Μόλλυ, να ήταν ένα είδος
αγγελιοφόρου της ή κάτι σαν οικόσημό της, ένα ωραίο, επικίνδυνο
οικόσημο της θηλυκότητας και της αμαρτίας. Δεν θα μπορούσε αυτό το ζώο
να ονομάζεται Βούλπιους; Τότε ένας υπηρέτης άνοιξε την πόρτα, εγώ
σηκώθηκα και μπήκα.
Εκεί στεκόταν ο ηλικιωμένος Γκαίτε, κοντός και πολύ αλύγιστος, και
αλήθεια πάνω στο στήθος του, το στήθος του κλασικού συγγραφέα,
φορούσε ένα βαρύ παράσημο σε σχήμα άστρου. Φαινόταν πως ακόμη
κυβερνούσε, πως ακόμη δεχόταν ακροάσεις, πως ακόμη είχε τον έλεγχο του
κόσμου μέσα από το μουσείο του στη Βαϊμάρη. Γιατί, μόλις με αντίκρισε,
έγνεψε απότομα με το κεφάλι του σαν ένας γέρος κόρακας και είπε
επίσημα: «Λοιπόν εσείς οι νέοι άνθρωποι παραδέχεστε ελάχιστα εμάς και
τις προσπάθειές μας».
«Πολύ σωστά», είπα εγώ, παγωμένος από το υπουργικό του βλέμμα.
«Εμείς οι νέοι άνθρωποι πραγματικά δεν συμφωνούμε μαζί σας, ηλικιωμένε
μου κύριε. Είστε για μας πολύ επίσημος, εξοχότατε, και πολύ ματαιόδοξος,
πολύ σοβαροφανής και ελάχιστα ειλικρινής. Αυτό είναι το πιο σημαντικό:
ελάχιστα ειλικρινής».
Ο κοντός γέροντας έσκυψε λίγο μπροστά το αυστηρό κεφάλι του, και,
καθώς το υπηρεσιακά σφιγμένο στόμα του χαλάρωσε σ’ ένα μικρό
χαμόγελο κι έγινε γοητευτικά ζωηρό, η καρδιά μου χτύπησε ξαφνικά, γιατί
θυμήθηκα μεμιάς το ποίημα Λυκόφως έπεφτε από ψηλά και πως αυτός ήταν
ο άνθρωπος, αυτό ήταν το στόμα απ’ όπου βγήκαν οι λέξεις αυτού του
ποιήματος. Εκείνη τη στιγμή πραγματικά ήμουν εντελώς αφοπλισμένος και
υποταγμένος και θα ήθελα να γονατίσω μπροστά του. Συγκρατήθηκα όμως
και άκουσα από το χαμογελαστό στόμα του αυτά τα λόγια: «Α, ώστε με
κατηγορείτε για ανειλικρίνεια; Τι λόγια κι αυτά! Θα θέλατε να μου δώσετε
μια πιο σαφή εξήγηση;».
Βεβαίως και θα το ήθελα, πολύ ευχαρίστως.
«Κύριε φον Γκαίτε, έχετε αναγνωρίσει και έχετε νιώσει καθαρά, όπως
όλα τα μεγάλα πνεύματα, το αμφίβολο, το ανέλπιδο της ανθρώπινης ζωής:
το μεγαλείο της στιγμής και τον άθλιο μαρασμό της, την αδυναμία να
ξεπληρωθεί αλλιώς το απόγειο του συναισθήματος παρά μόνο με την
ειρκτή της καθημερινότητας, τον φλογερό πόθο για το βασίλειο του
πνεύματος, που βρίσκεται σε αιώνιο, θανάσιμο αγώνα με την εξίσου
φλογερή και εξίσου ιερή αγάπη για τη χαμένη αθωότητα της φύσης, αυτή
την εντελώς φοβερή αιώρηση πάνω από το κενό και την αβεβαιότητα, αυτή
την καταδίκη στο εφήμερο, στο ποτέ απόλυτα κατακυρωμένο, στο πάντα
δοκιμαστικό κι ερασιτεχνικό – με λίγα λόγια, όλη τη ματαιότητα, την
εκκεντρικότητα και τη φλογερή απελπισία της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτά
όλα τα γνωρίσατε και κατά καιρούς τα παραδεχθήκατε, εντούτοις με όλη τη
ζωή σας διακηρύξατε το αντίθετο, δηλώσατε πίστη και αισιοδοξία,
προσποιηθήκατε μπροστά στον εαυτό σας και στους άλλους πως οι
πνευματικές προσπάθειές μας έχουν μια διάρκεια κι ένα νόημα.
Απορρίψατε και καταπνίξατε εκείνους που πιστεύουν στο βάθος, τις φωνές
της απελπισμένης αλήθειας, τόσο μέσα σας όσο και στον Κλάιστ και στον
Μπετόβεν. Επί δεκαετίες κάνατε σαν να ήταν η συσσώρευση των γνώσεων,
των συλλογών, το γράψιμο και το μάζεμα επιστολών, όλη η γεροντική σας
ύπαρξη στη Βαϊμάρη, κατά βάθος, ένας δρόμος για να διαιωνίσετε το
στιγμιαίο, που όμως καταφέρατε μόνο να το κάνετε μούμια, για να κάνετε
πνευματική τη φύση, που όμως καταφέρατε μόνο να τη μετατρέψετε σε μια
μάσκα. Αυτή είναι η ανειλικρίνεια που σας προσάπτω».
Ο γερομυστικοσύμβουλος με κοίταζε σκεπτικός στα μάτια, ενώ το στόμα
του ακόμη χαμογελούσε.
Ύστερα, προς μεγάλη μου έκπληξη, ρώτησε: «Ο Μαγικός αυλός του
Μότσαρτ θα πρέπει τότε μάλλον να σας είναι αρκετά αντιπαθητικός;».
Και πριν προλάβω να διαμαρτυρηθώ, συνέχισε: «Ο Μαγικός αυλός
παρουσιάζει τη ζωή σαν ένα υπέροχο τραγούδι, υμνεί τα συναισθήματά
μας, που είναι εφήμερα, σαν κάτι το αιώνιο, σαν κάτι το θεϊκό, δεν
συμφωνεί ούτε με τον κύριο φον Κλάιστ ούτε με τον κύριο Μπετόβεν,
αλλά διακηρύττει την αισιοδοξία και την πίστη».
«Ξέρω, ξέρω!», φώναξα οργισμένος. «Ο Θεός ξέρει γιατί σκοντάψατε
πάνω στον Μαγικό αυλό, που τον αγαπώ όσο τίποτε στον κόσμο! Αλλά ο
Μότσαρτ δεν έγινε ογδόντα δύο ετών, ούτε είχε στην προσωπική του ζωή
αυτές τις αξιώσεις για διάρκεια, τάξη και άκαμπτη αξιοπρέπεια, όπως
εσείς! Δεν θεωρούσε τόσο σπουδαίο τον εαυτό του! Τραγούδησε τις θείες
μελωδίες του, ήταν φτωχός και πέθανε πρόωρα, φτωχός,
παραγνωρισμένος…»
Μου κόπηκε η αναπνοή. Με δέκα λέξεις θα έπρεπε να πω χιλιάδες
πράγματα, το μέτωπό μου άρχισε να ιδρώνει.
Ο Γκαίτε όμως είπε πολύ φιλικά: «Το ότι έχω γίνει ογδόντα δύο ετών
μπορεί να είναι οπωσδήποτε ασυγχώρητο. Η ευχαρίστηση που μου
προξένησε αυτό ήταν εντούτοις λιγότερη απ’ ό,τι μπορείτε να φανταστείτε.
Έχετε δίκιο, πάντα με γέμιζε μια μεγάλη επιθυμία για διάρκεια, πάντα
φοβόμουν τον θάνατο και τον καταπολεμούσα. Πιστεύω πως η μάχη
ενάντια στον θάνατο, η απόλυτη και πεισματική θέληση για τη ζωή, είναι η
κινητήρια δύναμη με την οποία έδρασαν και έζησαν όλοι οι διαπρεπείς
άνθρωποι. Πως στο τέλος πρέπει κανείς να πεθάνει, αυτό, νεαρέ μου φίλε,
αντίθετα, το απέδειξα στα ογδόντα δύο μου χρόνια το ίδιο καθαρά
πεθαίνοντας σαν σχολιαρόπαιδο. Θα ήθελα ακόμα να πω τούτο, αν αυτό
μπορεί να χρησιμεύσει ως δικαιολογία μου: Στη φύση μου υπήρξε πολλή
παιδικότητα, πολλή περιέργεια, πολλή τάση για παιχνίδι, πολλή διάθεση για
χρονοτριβή. Έτσι χρειάστηκε πολύς καιρός ώσπου να καταλάβω πως
κάποτε έπρεπε το παιχνίδι να πάρει τέλος».
Ενώ μιλούσε, χαμογελούσε όλο πανουργία, σχεδόν σκανδαλιάρικα. Το
ανάστημά του είχε μεγαλώσει, η τυπική συμπεριφορά και η σπασμωδική
αξιοπρέπεια στο πρόσωπό του είχαν χαθεί. Και γύρω μας ο αέρας τώρα
ήταν ξέχειλος μόνο από μελωδίες, μόνο από τραγούδια του Γκαίτε,
ξεχώρισα καθαρά τη Βιολέτα του Μότσαρτ και το «Ρεματιά και λόχμη πάλι
τις γιομώνεις…» του Σούμπερτ. Το πρόσωπο του Γκαίτε τώρα ήταν ρόδινο
και νεανικό, γελούσε κι έμοιαζε σαν αδελφός πότε με τον Μότσαρτ και
πότε με τον Σούμπερτ, και το άστρο πάνω στο στήθος του ήταν πλέον
καμωμένο από αγριολούλουδα, ενώ στο κέντρο του άνθιζε χαρούμενο και
σφριγηλό ένα κίτρινο ηράνθεμο.
Δεν μου πολυάρεσε που ο γέροντας ήθελε να αποφύγει τις ερωτήσεις και
τις κατηγορίες μου με έναν τόσο απίστευτο τρόπο, και τον κοίταξα
επικριτικά. Τότε έσκυψε κι έφερε το στόμα του, που είχε γίνει εντελώς
παιδικό, κοντά στο αυτί μου: «Νεαρέ μου, παίρνεις τον γερο-Γκαίτε πάρα
πολύ σοβαρά. Κανείς δεν πρέπει να παίρνει στα σοβαρά γέρους που έχουν
πεθάνει, διαφορετικά τους αδικεί. Σ’ εμάς τους Αθανάτους δεν αρέσει να
μας παίρνουν στα σοβαρά, μας αρέσουν τα αστεία. Η σοβαρότητα, νεαρέ
μου, είναι ζήτημα χρόνου· δημιουργείται, αυτό μπορώ να σου το
φανερώσω, από μια υπερεκτίμηση του χρόνου. Ακόμα κι εγώ κάποτε
υπερεκτιμούσα την αξία του χρόνου, γι’ αυτό ήθελα να γίνω εκατό ετών.
Βλέπεις όμως, στην αιωνιότητα δεν υπάρχει χρόνος· η αιωνιότητα είναι
απλώς μια στιγμή που μόλις που επαρκεί για το αστείο».
Και πραγματικά δεν μπορούσα να συζητήσω τίποτε το σοβαρό πια μ’
αυτόν τον άνθρωπο. Χοροπηδούσε χαρούμενος και ευλύγιστος πάνω κάτω
κι έκανε το ηράνθεμο να εκτοξευθεί από το άστρο του σαν ρουκέτα, που
γρήγορα μίκρυνε κι εξαφανίστηκε. Ενώ εκείνος ήταν εκθαμβωτικός με τα
χορευτικά του βήματα και τις φιγούρες, εγώ σκεφτόμουν πως αυτός ο
άνθρωπος δεν αμέλησε τουλάχιστον να μάθει να χορεύει. Τα κατάφερνε
εξαιρετικά. Τότε θυμήθηκα πάλι τον σκορπιό, ή μάλλον τη Μόλλυ, και
φώναξα στον Γκαίτε: «Πείτε μου, η Μόλλυ δεν είναι εδώ;».
Ο Γκαίτε γέλασε δυνατά. Πήγε στο γραφείο του, ξεκλείδωσε ένα συρτάρι,
έβγαλε από μέσα ένα ακριβό δερμάτινο ή βελουδένιο κουτί, το άνοιξε και
το κράτησε μπροστά στα μάτια μου. Εκεί, μικρό, άψογο κι αστραφτερό,
βρισκόταν ένα μικροσκοπικό γυναικείο πόδι πάνω στο σκούρο βελούδο,
ένα μαγευτικό πόδι, το γόνατο ελαφρά λυγισμένο, το πόδι, τεντωμένο προς
τα κάτω, κατέληγε στα πιο χαριτωμένα δάχτυλα.
Άπλωσα το χέρι και θέλησα να πάρω το μικρό πόδι, που μ’ έκανε να το
ερωτευτώ πέρα για πέρα, αλλά, με το που πήγα να το αγγίξω με τα δύο μου
δάχτυλα, μου φάνηκε ότι το παιχνιδάκι ανασκίρτησε ελαφρά και ξαφνικά
μου ήρθε η υποψία πως θα μπορούσε να είναι ο σκορπιός. Φαίνεται πως ο
Γκαίτε το κατάλαβε, φαίνεται πως αυτό ακριβώς ήθελε κι επιδίωκε, αυτή τη
βαθιά αμηχανία, αυτή τη σπαρταριστή αμφιβολία ανάμεσα στον πόθο και
στον φόβο. Κράτησε τον χαριτωμένο μικρό σκορπιό πολύ κοντά στο
πρόσωπό μου, είδε πόσο τον επιθυμούσα, είδε πως μου προξενούσε
ανατριχίλα, και αυτό φαίνεται ότι τον διασκέδαζε τρομερά. Ενώ με πείραζε
με το χαριτωμένο, επικίνδυνο πράγμα, ξανάγινε γέρος, πολύ γέρος, χιλίων
ετών, με μαλλιά άσπρα σαν το χιόνι, και το μαραμένο γεροντικό πρόσωπό
του γελούσε ήρεμα και χωρίς ήχο, γελούσε έντονα, μ’ ένα αβυσσαλέο
γεροντικό χιούμορ.

Όταν ξύπνησα, είχα ξεχάσει το όνειρο, το ξαναθυμήθηκα αργότερα πια. Θα


πρέπει να είχα κοιμηθεί περίπου μία ώρα, μέσα στη μουσική και τον
θόρυβο της ταβέρνας, πάνω στο τραπέζι, ποτέ δεν θα το θεωρούσα
δυνατόν. Το γλυκό κορίτσι στεκόταν μπροστά μου με το ένα του χέρι πάνω
στον ώμο μου.
«Δώσε μου δύο τρία μάρκα», είπε, «έφαγα κάτι εκεί πέρα».
Της έδωσα το πορτοφόλι μου, το πήρε, έφυγε και σε λίγο ξαναγύρισε.
«Λοιπόν τώρα μπορώ να καθίσω μαζί σου λίγο ακόμα, ύστερα πρέπει να
φύγω, έχω ραντεβού».
Τρόμαξα. «Με ποιον;», ρώτησα γρήγορα.
«Με έναν κύριο, μικρέ μου Χάρρυ. Με κάλεσε στο μπαρ Οντεόν».
«Α, νόμιζα πως δεν θα με άφηνες μόνο».
«Τότε θα έπρεπε βέβαια να με είχες προσκαλέσει εσύ. Σε πρόλαβε άλλος.
Έτσι θα κάνεις και αρκετή οικονομία στα χρήματά σου. Το ξέρεις το
Οντεόν; Μετά τα μεσάνυχτα μόνο σαμπάνια. Πολυθρόνες, νέγρικη
ορχήστρα, πολύ αριστοκρατικό».
Όλα αυτά δεν τα είχα λογαριάσει.
«Αχ», είπα παρακλητικά, «άφησε εμένα να σε προσκαλέσω! Το θεωρούσα
αυτονόητο, αφού γίναμε φίλοι. Σε παρακαλώ, άσε με να σε προσκαλέσω
όπου εσύ θέλεις».
«Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου. Όμως κοίτα, ο λόγος είναι λόγος,
δέχθηκα και θα πάω. Μην προσπαθείς άλλο! Έλα πιες ακόμα μία γουλιά,
αφού έχουμε ακόμη κρασί στην μπουκάλα. Θα το αποτελειώσεις και
ύστερα θα πας όμορφα όμορφα στο σπίτι σου και θα κοιμηθείς. Μου το
υπόσχεσαι;»
«Όχι, δεν μπορώ να πάω στο σπίτι μου».
«Αχ, εσύ και οι ιστορίες σου! Ακόμη δεν τελείωσες με τον Γκαίτε;
(Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα πάλι το όνειρο με τον Γκαίτε.) Αν όμως
πραγματικά δεν μπορείς να πας σπίτι, τότε μείνε εδώ, υπάρχουν δωμάτια
που ενοικιάζονται. Να φροντίσω για ένα;»
Αυτό με ευχαρίστησε, και ρώτησα πού θα μπορούσα να την ξαναδώ. Πού
έμενε τελικά; Αυτό δεν μου το είπε. Φτάνει να έψαχνα λίγο, και τότε θα την
έβρισκα.
«Μου επιτρέπεις να σε προσκαλέσω;»
«Πού;»
«Όπου θέλεις κι όποτε θέλεις».
«Καλά. Την Τρίτη για δείπνο στον Γεροφραγκισκανό, στον πρώτο όροφο.
Εις το επανιδείν!»
Μου έδωσε το χέρι, και τώρα για πρώτη φορά αυτό το χέρι μού έκανε
εντύπωση, ένα χέρι που ταίριαζε απόλυτα με τη φωνή της, όμορφο και
γεμάτο, έξυπνο και καλοσυνάτο. Όταν της φίλησα το χέρι, εκείνη γέλασε
κοροϊδευτικά.
Και την τελευταία στιγμή στράφηκε άλλη μία φορά προς το μέρος μου
και είπε: «Θέλω να σου πω κάτι ακόμα, σχετικά με τον Γκαίτε. Κοίτα, ό,τι
σου συνέβη με τον Γκαίτε, που δεν μπορούσες να υποφέρεις την εικόνα
του, μου συμβαίνει κι εμένα καμιά φορά με τους αγίους».
«Με τους αγίους; Είσαι τόσο ευσεβής;»
«Όχι, δεν είμαι ευσεβής, δυστυχώς, αλλά κάποτε ήμουν και κάποτε θα
ξαναγίνω. Άλλωστε δεν υπάρχει χρόνος για να είναι κανείς ευσεβής».
«Χρόνος; Χρειάζεται κανείς χρόνο γι’ αυτό;»
«Ω ναι. Για να είναι κανείς ευσεβής, χρειάζεται χρόνο, χρειάζεται
μάλιστα κάτι ακόμα περισσότερο: ανεξαρτησία από τον χρόνο! Δεν μπορείς
να είσαι σοβαρά ευσεβής και συνάμα να ζεις μέσα στην πραγματικότητα
και να την παίρνεις και στα σοβαρά: τον χρόνο, το χρήμα, το μπαρ Οντεόν
και όλα αυτά».
«Καταλαβαίνω. Τι έλεγες όμως για τους αγίους;»
«Α ναι, υπάρχουν κάποιοι άγιοι που αγαπώ ιδιαίτερα: τον Στέφανο, τον
Άγιο Φραγκίσκο και άλλους. Καμιά φορά βλέπω εικόνες τους, όπως και του
Σωτήρα και της Παναγίας, τόσο ψεύτικες, τόσο απατηλές, τόσο ηλίθιες
εικόνες, που τις ανέχομαι ακριβώς όσο ανέχθηκες κι εσύ εκείνη την εικόνα
του Γκαίτε. Όταν κοιτάζω έναν τόσο γλυκά ηλίθιο Σωτήρα ή Άγιο
Φραγκίσκο και βλέπω πως οι άλλοι βρίσκουν την εικόνα ωραία και
φυσιοκρατική, τότε νιώθω σαν να προσβάλλουν τον αληθινό Σωτήρα και
σκέπτομαι: Αχ, γιατί έζησε και υπέφερε τόσο φρικτά, όταν οι άνθρωποι
αρκούνται μόνο σε μια τόσο ηλίθια εικόνα του! Όμως ξέρω παρ’ όλα αυτά
ότι και η δική μου εικόνα του Σωτήρα και του Αγίου Φραγκίσκου είναι
ανθρώπινη και δεν προσεγγίζει την πρωταρχική εικόνα, ότι ακόμα και η
δική μου εσωτερική εικόνα του Σωτήρα θα φαινόταν σ’ εκείνον ακριβώς
τόσο ηλίθια και ανεπαρκής όσο μου φαίνονται κι εμένα όλες οι γλυκερές
απεικονίσεις. Δεν σου το λέω για να δικαιώσω τη δυσαρέσκεια και τον
θυμό σου για την εικόνα του Γκαίτε, όχι, σ’ αυτό έχεις άδικο. Το λέω για να
σου δείξω απλώς πως μπορώ να σε καταλάβω. Εσείς οι λόγιοι και οι
καλλιτέχνες έχετε μέσα στα κεφάλια σας ένα σωρό ιδιόρρυθμα πράγματα,
αλλά είστε άνθρωποι όπως όλοι, κι εμείς οι άλλοι έχουμε επίσης στα
κεφάλια μας τα δικά μας όνειρα και παιχνίδια. Πρόσεξα, για παράδειγμα,
σοφέ μου κύριε, ότι ένιωσες μια μικρή αμηχανία όταν επρόκειτο να μου
διηγηθείς την ιστορία σου με τον Γκαίτε – έπρεπε να καταβάλεις
προσπάθεια για να κάνεις κατανοητά τα ιδεολογικά σου ζητήματα σε ένα
απλό κορίτσι. Έτσι λοιπόν ήθελα να σου δείξω πως δεν χρειάζεται τόσος
κόπος. Σε καταλαβαίνω. Αυτά, και τώρα τέλος. Και είσαι έτοιμος να πας
στο κρεβάτι».
Έφυγε, κι εμένα με οδήγησε ένας ηλικιωμένος υπηρέτης δύο πατώματα
πιο ψηλά, αφού πρώτα με ρώτησε για τις αποσκευές μου, κι όταν άκουσε
πως δεν είχα, χρειάστηκε να του προπληρώσω αυτό που αποκάλεσε
«αντίτιμο ύπνου». Ύστερα με ανέβασε από μια παλιά σκοτεινή σκάλα σε
ένα δωμάτιο και με άφησε μόνο. Εκεί υπήρχε ένα γυμνό ξύλινο κρεβάτι,
πολύ κοντό και σκληρό, στον τοίχο κρεμόταν ένα σπαθί κι ένα έγχρωμο
πορτρέτο του Γκαριμπάλντι, καθώς κι ένα μαραμένο στεφάνι από τη γιορτή
κάποιου συλλόγου. Και τι δεν θα έδινα για ένα νυχτικό! Υπήρχε
τουλάχιστον νερό και μια μικρή πετσέτα, μπόρεσα να πλυθώ, ύστερα
ξάπλωσα στο κρεβάτι με τα ρούχα, άφησα το φως αναμμένο και είχα καιρό
για να σκεφτώ. Με τον Γκαίτε λοιπόν όλα ήταν τώρα σε τάξη. Ήταν
υπέροχο που μ’ επισκέφτηκε στο όνειρό μου. Κι εκείνο το θαυμάσιο
κορίτσι, μακάρι να ήξερα το όνομά του! Ξαφνικά ένας άνθρωπος, ένας
ζωντανός άνθρωπος, έσπασε τον θαμπό γυάλινο κώδωνα της νέκρας και
μου άπλωσε το χέρι, ένα χέρι καλό, ωραίο, ζεστό! Ξαφνικά υπήρχαν πάλι
πράγματα που κάπως μ’ ενδιέφεραν, που θα μπορούσα να τα σκέπτομαι με
χαρά, με φροντίδα, με αδημονία. Ξαφνικά άνοιξε μια πόρτα και η ζωή ήρθε
μέσα, σ’ εμένα! Ίσως να μπορούσα να ζήσω και πάλι, μπορεί να
ξαναγινόμουν άνθρωπος. Η ψυχή μου, που είχε αποκοιμηθεί στο κρύο και
σχεδόν είχε παγώσει, ανάσανε ξανά, άρχισε να χτυπά νυσταγμένη τις
μικρές αδύναμες φτερούγες της. Ο Γκαίτε με είχε επισκεφτεί. Ένα κορίτσι
με πρόσταξε να φάω, να πιω, να κοιμηθώ, μου πρόσφερε φιλικότητα, με
κορόιδεψε, με αποκάλεσε κουτό αγόρι. Κι αυτή η θαυμάσια φίλη μού
μίλησε ακόμα και για τους αγίους και μου έδειξε ότι ακόμα και στις πιο
ιδιόρρυθμες υπερβολές μου δεν ήμουν μόνος και ακατανόητος, μια
αρρωστημένη εξαίρεση, ότι έχω αδελφούς, ότι κάποιοι με καταλαβαίνουν.
Άραγε θα την ξανάβλεπα; Ναι, σίγουρα, ήταν αξιόπιστη. «Ο λόγος είναι
λόγος».
Κι έτσι αποκοιμήθηκα πάλι, κοιμήθηκα τέσσερις πέντε ώρες. Ήταν
περασμένες δέκα όταν ξύπνησα, με τσαλακωμένα ρούχα, τσακισμένος,
κουρασμένος, έχοντας στο κεφάλι την ανάμνηση κάποιας χθεσινής φρίκης,
αλλά ζωντανός, γεμάτος ελπίδες, γεμάτος καλές σκέψεις. Στον δρόμο του
γυρισμού στο διαμέρισμά μου δεν ένιωσα τίποτε πια από τον τρόμο που
σήμαινε για μένα χθες αυτός ο γυρισμός.
Στη σκάλα, πάνω από την αροκάρια, συναντήθηκα με τη «θεία», τη
σπιτονοικοκυρά μου, που την έβλεπα σπάνια, αλλά η φιλική παρουσία της
μου άρεσε πολύ. Η συνάντηση δεν μου ήταν ευχάριστη, ήμουν φυσικά
ελαφρώς απεριποίητος και ξενυχτισμένος, αχτένιστος και αξύριστος.
Χαιρέτησα και θέλησα να προσπεράσω. Άλλες φορές σεβόταν πάντα την
επιθυμία μου να είμαι μόνος και απαρατήρητος, σήμερα όμως φαίνεται πως
είχε σχιστεί το πέπλο ανάμεσα σ’ εμένα και τον γύρω κόσμο, ένα φράγμα
είχε σωριαστεί – γέλασε και κοντοστάθηκε.
«Τριγυρνούσατε, κύριε Χάλλερ, σήμερα το βράδυ δεν πήγατε καν για
ύπνο. Πρέπει να είστε πολύ κουρασμένος!»
«Ναι», είπα και γέλασα άθελά μου, «είχα μια κάπως πολυτάραχη νύχτα
και, επειδή δεν ήθελα να ταράξω τη γαλήνη του σπιτιού σας, κοιμήθηκα σ’
ένα ξενοδοχείο. Ο σεβασμός μου για τη γαλήνη και την εντιμότητα του
σπιτιού σας είναι μεγάλος, καμιά φορά αισθάνομαι εδώ μέσα σαν ξένο
σώμα».
«Μην κοροϊδεύετε, κύριε Χάλλερ!»
«Ω, κοροϊδεύω μόνο τον ίδιο τον εαυτό μου».
«Ακριβώς αυτό δεν πρέπει να κάνετε. Δεν πρέπει να νιώθετε στο σπίτι
μου σαν “ξένο σώμα”. Πρέπει να ζείτε όπως σας αρέσει και να κάνετε ό,τι
θέλετε. Είχα και παλιότερα μερικούς πολύ αξιοσέβαστους νοικάρηδες,
υποδείγματα εντιμότητας, αλλά κανείς δεν ήταν πιο ήσυχος και κανείς δεν
μας ενοχλούσε λιγότερο από σας. Και τώρα θα θέλατε λίγο τσάι;»
Δεν έφερα αντίρρηση. Στο σαλόνι της, με τους όμορφους πίνακες του
παππού και τα έπιπλα εκείνου, έβαλε μπροστά μου ένα φλιτζάνι τσάι και
φλυαρήσαμε λιγάκι, η φιλική κυρία πληροφορήθηκε, χωρίς κατά βάθος να
ρωτήσει, το ένα και το άλλο από τη ζωή μου και τις σκέψεις μου, άκουγε με
ένα μείγμα προσοχής και ύφους μητέρας που τίποτα δεν παίρνει απόλυτα
σοβαρά, ένα ύφος που έχουν οι έξυπνες γυναίκες για τις ιδιοτροπίες των
αντρών. Έγινε λόγος και για τον ανιψιό της και μου έδειξε σε μια διπλανή
κάμαρα το νέο του δημιούργημα, την ασχολία του τις ελεύθερες ώρες: ένα
ραδιόφωνο. Ο εργατικός νέος καθόταν εκεί τα βράδια και συναρμολογούσε
μηχανήματα σαν αυτό· συνεπαρμένος από την ιδέα του ασύρματου,
προσκυνούσε γονατιστός τον Θεό της τεχνικής, που είχε καταφέρει ύστερα
από χιλιετίες να ανακαλύψει και να παρουσιάσει ιδιαίτερα ατελή πράγματα,
αυτά που όλοι οι διανοούμενοι ανέκαθεν γνώριζαν και χρησιμοποιούσαν με
πιο έξυπνο τρόπο. Μιλήσαμε γι’ αυτό το θέμα, καθώς η θεία, που μάλλον
ήταν ευσεβής, δεν είχε αντίρρηση για θρησκευτικές συζητήσεις. Της είπα
πως η πανταχού παρουσία όλων των δυνάμεων και πράξεων ήταν κάτι πολύ
γνωστό στους αρχαίους Ινδούς και πως η τεχνική είχε προσφέρει απλώς και
μόνο ένα πολύ μικρό κομμάτι απ’ αυτή την πραγματικότητα στη γενική
συνείδηση, κατασκευάζοντας συγκεκριμένα για τα ηχητικά κύματα έναν
κατά πολύ ατελή δέκτη και πομπό. Το κυριότερο εκείνης της αρχαίας
γνώσης, η μη πραγματικότητα του χρόνου, δεν είχε γίνει ακόμη αντιληπτό
από την τεχνική, στο τέλος όμως ακόμα κι αυτό επρόκειτο να
«ανακαλυφθεί» και να πέσει στα χέρια των δραστήριων μηχανικών. Θα
ανακαλυφθεί, ίσως σύντομα κιόλας, πως όχι μόνο υπάρχει γύρω μας
διαρκώς μια πλημμύρα από στιγμιαίες εικόνες και συμβάντα, έτσι όπως
τώρα ακούγεται η μουσική από το Παρίσι και το Βερολίνο στη
Φραγκφούρτη ή στη Ζυρίχη, αλλά πως όλα αυτά που κάποτε συνέβησαν
έχουν καταγραφεί επακριβώς και υπάρχουν και πως μια μέρα μάλιστα θα
ακούσουμε να μιλά, είτε μέσα από σύρμα είτε όχι, είτε με ενοχλητικά
παράσιτα είτε χωρίς αυτά, ο βασιλιάς Σολομών ή ο Βάλτερ φον ντερ
Φόγκελβαϊντε. Και πως όλα αυτά, όπως ακριβώς γίνεται σήμερα με τα
πρώτα βήματα του ραδιοφώνου, θα βοηθήσουν τον άνθρωπο μόνο να
ξεφύγει από τον σκοπό και τον εαυτό του και να τυλιχτεί μ’ ένα όλο και
πυκνότερο δίχτυ από διασκεδάσεις και άχρηστες ασχολίες. Όλα αυτά τα
οικεία σ’ εμένα θέματα δεν τα είπα με τον συνηθισμένο τόνο της πικρίας,
χλευάζοντας τον χρόνο και την τεχνική, αλλά παίζοντας και κάνοντας
αστεία· η θεία χαμογελούσε, και περάσαμε έτσι μαζί μία ολόκληρη ώρα,
πίνοντας τσάι και νιώθοντας ευχάριστα.
Ήταν την Τρίτη το βράδυ που είχα προσκαλέσει το όμορφο, παράξενο
κορίτσι από τον Μαύρο αετό, και δεν μου ήταν πολύ εύκολο να σκοτώσω
τον χρόνο μου ως τότε. Κι όταν ήρθε επιτέλους η Τρίτη, τρόμαξα σχεδόν
για το πόσο σημαντική είχε γίνει για μένα η σχέση μου με το άγνωστο
κορίτσι. Σκεφτόμουν μόνο εκείνη, περίμενα απ’ αυτήν τα πάντα, ήμουν
έτοιμος να τα θυσιάσω όλα, να τα ρίξω στα πόδια της, χωρίς να είμαι
ωστόσο ούτε στο ελάχιστο ερωτευμένος μαζί της. Έφτανε μόνο να
φανταστώ ότι θα ματαίωνε το ραντεβού μας ή θα το ξεχνούσε για να δω
ολοκάθαρα τι με περίμενε· ο κόσμος θα άδειαζε ξανά, η μέρα θα ήταν
γκρίζα και ασήμαντη, σαν όλες τις άλλες, γύρω μου θα απλωνόταν πάλι
αυτή η φριχτή ησυχία και η απονέκρωση και δεν θα υπήρχε καμιά διέξοδος
απ’ αυτή τη σιωπηλή κόλαση εκτός από την ξυριστική λεπίδα. Όσο για την
ξυριστική λεπίδα, αυτή δεν μου είχε γίνει περισσότερο αγαπητή αυτές τις
λίγες μέρες, δεν είχε χάσει τίποτε από τη φρίκη της. Κι αυτό ακριβώς ήταν
το πιο απαίσιο: Ο βαθύς φόβος να κόψω το λαρύγγι μου έσφιγγε την καρδιά
μου, φοβόμουν τον θάνατο με μια εξίσου άγρια όσο κι αδυσώπητη
αίσθηση, που φούντωνε μέσα μου φέρνοντας αντίσταση, θαρρείς και ήμουν
ο υγιέστερος των ανθρώπων και η ζωή μου υπήρξε ένας παράδεισος.
Συνειδητοποιούσα την κατάστασή μου με πλήρη και απόλυτη σαφήνεια,
πως η αβάσταχτη ένταση ανάμεσα στην ανικανότητά μου να ζήσω και στην
ανικανότητά μου να πεθάνω ήταν αυτό που έκανε την άγνωστη, τη μικρή
όμορφη χορεύτρια από τον Μαύρο αετό τόσο σημαντική για μένα. Αυτή
ήταν το μικρό παραθυράκι, το μικροσκοπικό φωτεινό άνοιγμα στη σκοτεινή
σπηλιά του φόβου μου. Αυτή ήταν η απολύτρωση, ο δρόμος για την
ελευθερία. Έπρεπε να με διδάξει να ζω ή να με διδάξει πώς να πεθάνω, να
ψηλαφήσει με το σταθερό και όμορφο χέρι της την απολιθωμένη καρδιά
μου, ώστε εκείνη να ανθίσει κάτω από αυτό το άγγιγμα ζωής ή να γίνει
στάχτη. Από πού έπαιρνε αυτή τη δύναμη, από πού πήγαζε η μαγεία της,
για ποιους μυστηριώδεις λόγους απέκτησε για μένα αυτή την τόσο βαθιά
σημασία, αυτό δεν μπορούσα να το φανταστώ, και μου ήταν επίσης
αδιάφορο· δεν μ’ ένοιαζε καθόλου να το μάθω. Καμία γνώση, καμία
επίγνωση δεν είχε πια την παραμικρή σπουδαιότητα για μένα, γιατί απ’
αυτά ακριβώς είχα κορεστεί, εκεί ακριβώς βρισκόταν για μένα το πιο οξύ
και το πιο εξευτελιστικό μαρτύριο, να διακρίνω τόσο καθαρά την ίδια μου
την κατάσταση, να τη συνειδητοποιώ τόσο βαθιά. Έβλεπα εκείνον τον
παλικαρά, εκείνο το ζώο, τον Λύκο της Στέπας που ήμουν, σαν μύγα
πιασμένη στον ιστό και παρακολουθούσα πώς κατευθυνόταν το πεπρωμένο
του στην τελειωτική κρίση, ενώ εκείνος κρεμόταν μέσα στον ιστό
μπλεγμένος και ανίκανος να αμυνθεί, έβλεπα την αράχνη έτοιμη να τον
χάψει, αλλά κι ένα χέρι σωτηρίας να βρίσκεται εξίσου κοντά. Θα μπορούσα
να πω τα πιο έξυπνα και τα πιο βαθυστόχαστα πράγματα για τις
συναρτήσεις και τα αίτια της αρρώστιας μου, της ψυχασθένειάς μου, γι’
αυτό που με στοίχειωνε, για τη νεύρωσή μου, ο μηχανισμός μού ήταν
ευδιάκριτος. Αλλά δεν ήταν ούτε γνώση ούτε κατανόηση εκείνο που
χρειαζόμουν, αυτό που ποθούσα απελπισμένα, αλλά το βίωμα, η απόφαση,
η ώθηση και το άλμα.
Αν και δεν αμφέβαλλα καθόλου εκείνες τις μέρες της αναμονής πως η
φίλη μου θα κρατούσε τον λόγο της, ήμουν πολύ ταραγμένος και αβέβαιος
την τελευταία μέρα· ποτέ στη ζωή μου δεν περίμενα πιο ανυπόμονα το
βράδυ κάποιας μέρας. Κι ενώ η ένταση και η ανυπομονησία μού γίνονταν
σχεδόν αφόρητες, συνάμα μου έδιναν μεγάλη ανακούφιση: Για μένα, τον
προσγειωμένο, που από καιρό τίποτε δεν περίμενα, που για τίποτε δεν
χαιρόμουν, αυτό ήταν αφάνταστα ωραίο και καινούργιο, ήταν θαυμάσιο να
τρέχω εδώ κι εκεί όλη εκείνη την ημέρα γεμάτος ανησυχία, αδημονία και
έντονη προσμονή, να σκέπτομαι προκαταβολικά τη συνάντηση, τους
διαλόγους, τα αποτελέσματα της βραδιάς, να ξυρίζομαι γι’ αυτόν τον σκοπό
και να ντύνομαι (με ιδιαίτερη φροντίδα: καινούργιο πουκάμισο, καινούργια
γραβάτα, καινούργια κορδόνια παπουτσιών). Ας ήταν ό,τι ήθελε αυτό το
έξυπνο και μυστηριώδες κορίτσι, ας είχε σχετιστεί μαζί μου με τον ένα ή με
τον άλλο τρόπο, μου ήταν αδιάφορο: Ήταν εκεί, το θαύμα είχε συμβεί, κι
εγώ είχα βρει γι’ άλλη μια φορά έναν άνθρωπο κι ένα καινούργιο
ενδιαφέρον στη ζωή! Σημαντικό ήταν μόνο να συνεχιζόταν αυτό, να
μπορούσα να αφεθώ σε τούτη την έλξη, να ακολουθήσω αυτό το άστρο.
Αξέχαστη στιγμή όταν την ξαναείδα! Καθόμουν σ’ ένα μικρό στρογγυλό
τραπέζι που, χωρίς να είναι απαραίτητο, είχα κρατήσει προηγουμένως
τηλεφωνικά στο παλιό ευχάριστο εστιατόριο, μελετούσα τον κατάλογο και
είχα τοποθετήσει σ’ ένα βάζο δύο όμορφες ορχιδέες που είχα αγοράσει για
τη φίλη μου. Χρειάστηκε να την περιμένω για πολύ, αλλά ένιωθα σίγουρος
για τον ερχομό της και δεν ανησυχούσα πλέον. Και να που ήρθε, στάθηκε
στην γκαρνταρόμπα και με χαιρέτησε μόνο μ’ ένα προσεκτικό και κάπως
εξεταστικό βλέμμα των ανοιχτόγκριζων ματιών της. Δύσπιστος, πρόσεχα
πώς της φερόταν ο σερβιτόρος. Όχι, δόξα τω Θεώ, καμία οικειότητα, καμία
έλλειψη απόστασης, ήταν άψογα ευγενικός. Κι όμως γνωρίζονταν, εκείνη
τον έλεγε Έμιλ.
Όταν της πρόσφερα τις ορχιδέες, χάρηκε και γέλασε. «Είναι ωραίο εκ
μέρους σου, Χάρρυ. Ήθελες να μου κάνεις ένα δώρο και δεν ήξερες
ακριβώς τι να διαλέξεις, ως πού είχες πραγματικά το δικαίωμα να φτάσεις
με το δώρο σου, αν θα με πρόσβαλλε, έτσι λοιπόν αγόρασες ορχιδέες, που
είναι μεν μόνο λουλούδια, είναι όμως και πανάκριβες, ψέματα; Λοιπόν σ’
ευχαριστώ πολύ. Θέλω όμως να σου πω κάτι: Δεν δέχομαι δώρα από σένα.
Ζω από τους άντρες, αλλά δεν θέλω να ζω από σένα. Μα πώς άλλαξες!
Έχεις γίνει αγνώριστος. Την προηγούμενη φορά έδειχνες σαν να σου είχαν
κόψει μόλις το σχοινί απ’ όπου ήσουν κρεμασμένος, και τώρα είσαι σχεδόν
πάλι άνθρωπος. Μήπως ακολούθησες την εντολή μου;»
«Ποια εντολή;»
«Τόσο ξεχασιάρης είσαι; Εννοώ αν μπορείς τώρα να χορέψεις φοξ τροτ.
Μου είπες πως τίποτε δεν επιθυμείς περισσότερο από το να παίρνεις
εντολές από μένα, πως τίποτε δεν σου αρέσει περισσότερο από το να με
υπακούς. Θυμάσαι;»
«Α ναι, κι έτσι θα γίνει! Το εννοούσα σοβαρά».
«Κι όμως δεν έμαθες να χορεύεις».
«Μπορεί να μάθει κανείς τόσο σύντομα, μέσα σε μερικές μέρες;»
«Φυσικά, το φοξ τροτ μπορείς να το μάθεις σε μία ώρα, το μπόστον σε
δύο. Το ταγκό θέλει περισσότερες, αλλά αυτό δεν το χρειάζεσαι καθόλου».
«Τώρα όμως θέλω επιτέλους να μάθω το όνομά σου».
Με κοίταξε για λίγο σιωπηλή.
«Ίσως μπορείς να το μαντέψεις. Θα μου άρεσε πολύ αν το μάντευες.
Πρόσεξε λίγο και κοίταξέ με καλά! Δεν σου κάνει εντύπωση πως συχνά
έχω αγορίστικο πρόσωπο; Τώρα, για παράδειγμα;»
Ναι, καθώς παρατηρούσα τώρα προσεκτικά το πρόσωπό της, έπρεπε να
της δώσω δίκιο, ήταν ένα πρόσωπο αγοριού. Κι αφού άφησα να περάσει
ένα λεπτό, το πρόσωπο άρχισε να μου μιλά και να μου θυμίζει τα παιδικά
μου χρόνια και τον φίλο μου εκείνης της εποχής, που τον έλεγαν Έρμαν.
Για μία στιγμή μού φάνηκε πως είχε μεταμορφωθεί εντελώς σ’ εκείνον τον
Έρμαν.
«Αν ήσουν αγόρι», είπα έκπληκτος, «θα έπρεπε να σε λένε Έρμαν».
«Ποιος ξέρει, ίσως είμαι ένα αγόρι και τώρα είμαι απλώς
μεταμφιεσμένο», είπε παιχνιδιάρικα.
«Σε λένε Ερμίνε;»
Κούνησε το κεφάλι καταφατικά, ακτινοβολώντας για τη διαίσθησή μου.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ήρθε η σούπα, αρχίσαμε να τρώμε, κι εκείνη
χαιρόταν σαν παιδί. Απ’ όλα όσα μου άρεσαν και με μάγευαν σ’ αυτήν το
πιο ωραίο και το πιο ιδιόμορφο ήταν πως μπορούσε να περάσει εντελώς
απότομα από τη βαθύτερη σοβαρότητα στην πιο μεγάλη ευθυμία και
αντίστροφα, χωρίς να αλλάζει και να παραμορφώνεται, σαν ένα
προικισμένο παιδί. Τώρα ήταν για λίγο εύθυμη, με πείραξε για το φοξ τροτ,
μ’ έσπρωξε με το πόδι, επαίνεσε με θέρμη το φαγητό, πρόσεξε πως είχα
φροντίσει το ντύσιμό μου, αλλά μου έκανε ένα σωρό παρατηρήσεις για την
εμφάνισή μου.
Στο μεταξύ τη ρώτησα: «Πώς κατάφερες έτσι ξαφνικά να μοιάσεις με
αγόρι, ώστε να μπορέσω να μαντέψω το όνομά σου;».
«Α, αυτό το κατάφερες εσύ, μόνος σου. Δεν το καταλαβαίνεις, σοφέ μου
κύριε, πως σου αρέσω και με βρίσκεις σημαντική γιατί είμαι για σένα κάτι
σαν καθρέφτης, γιατί βαθιά μέσα μου υπάρχει κάτι που σου δίνει απάντηση
και σε καταλαβαίνει; Αληθινά, όλοι οι άνθρωποι θα έπρεπε να είναι σαν
καθρέφτες μεταξύ τους, να ανταποκρίνονται και να απαντούν ο ένας στον
άλλο, αλλά τέτοιοι αλλόκοτοι άνθρωποι σαν εσένα είναι, βλέπεις,
παράξενοι κι εύκολα χάνονται μέσα σε κάποια μαγεία, έτσι που να μην
μπορούν πια να δουν και να διαβάσουν στα μάτια των άλλων ανθρώπων,
έτσι που τίποτε πια να μην τους ενδιαφέρει. Κι όταν ξαφνικά ένας τέτοιος
αλλόκοτος άνθρωπος ξαναβρίσκει ένα πρόσωπο που πραγματικά τον
κοιτάζει και νιώθει πως μέσα σ’ αυτό βρίσκει κάτι σαν απάντηση και
συγγένεια, τότε χαίρεται φυσικά».
«Τα ξέρεις όλα, Ερμίνε», φώναξα έκπληκτος. «Είναι ακριβώς έτσι όπως
τα λες. Ωστόσο είσαι εντελώς διαφορετική από μένα! Είσαι το αντίθετό
μου· έχεις όλα όσα μου λείπουν».
«Έτσι νομίζεις», είπε λακωνικά, «κι αυτό είναι καλό».
Τώρα κύλησε πάνω στο πρόσωπο της, που ήταν για μένα πραγματικά σαν
ένας μεγάλος καθρέφτης, ένα βαρύ σύννεφο σοβαρότητας, ξαφνικά αυτό το
πρόσωπο, απύθμενο σαν τα κενά μάτια μιας μάσκας, άρχισε να εκφράζει
μόνο σοβαρότητα, μόνο τραγικότητα. Αργά, σαν να άρθρωνε την κάθε λέξη
παρά τη θέλησή της, είπε:
«Μην ξεχάσεις αυτό που είπες! Μου είπες πως πρέπει να σε διατάζω και
ότι θα σου έκανε χαρά να υπακούς όλες τις διαταγές μου! Μην το ξεχάσεις!
Πρέπει να ξέρεις, μικρέ μου Χάρρυ, πως, όπως παίρνεις μια απάντηση από
το πρόσωπό μου, όπως βρίσκεις σ’ αυτό προθυμία κι εμπιστοσύνη, ακριβώς
το ίδιο συμβαίνει και μ’ εμένα. Όταν σε πρωτοείδα να μπαίνεις στον Μαύρο
αετό τόσο κουρασμένο και απόντα, σχεδόν μακριά απ’ αυτόν τον κόσμο, το
ένιωσα αμέσως: Αυτός θα με υπακούσει, αυτός λαχταράει να τον διατάξω!
Κι αυτό θα κάνω, γι’ αυτό σου έπιασα κουβέντα και γι’ αυτό γίναμε φίλοι».
Μιλούσε με τόση βαθιά σοβαρότητα, κάτω από τόσο έντονη ψυχική
πίεση, που δεν μου ήταν απόλυτα κατανοητή, και προσπάθησα να την
καθησυχάσω και να αλλάξω συζήτηση. Εκείνη όμως το αψήφησε με μια
σύσπαση των φρυδιών της, με κοίταξε με πειστικότητα και συνέχισε με
εντελώς παγερή φωνή: «Πρέπει να κρατήσεις τον λόγο σου, μικρέ, αλλιώς
θα το μετανιώσεις. Θα δεχτείς πολλές διαταγές από μένα και θα τις
ακολουθήσεις, όμορφες διαταγές, ευχάριστες διαταγές, θα σου κάνει χαρά
να με υπακούς. Και στο τέλος θα εκπληρώσεις και την τελευταία διαταγή
μου, Χάρρυ».
«Θα την εκπληρώσω», είπα σχεδόν άβουλα. «Ποια θα είναι η τελευταία
διαταγή σου για μένα;» Αλλά τη μάντευα ήδη, ένας Θεός ξέρει γιατί.
«Θα ήταν έξυπνο εκ μέρους μου να μη σου το πω. Δεν θέλω όμως να
φανώ έξυπνη, Χάρρυ, αυτή τη φορά όχι. Θέλω κάτι τελείως διαφορετικό.
Πρόσεξε, άκου! Θα το ακούσεις, θα το ξεχάσεις, θα γελάσεις γι’ αυτό, θα
κλάψεις γι’ αυτό. Πρόσεξε, μικρέ! Σκοπεύω να παίξω μαζί σου για ζωή και
θάνατο, αδελφούλη, και, πριν ακόμη αρχίσουμε το παιχνίδι, θέλω να σου
δείξω τα χαρτιά μου, ανοιχτά».
Πόσο όμορφο ήταν το πρόσωπό της, πόσο εξωπραγματικό, καθώς
μιλούσε! Στα μάτια της, ψυχρή και φωτεινή, κολυμπούσε η επίγνωση της
θλίψης, αυτά τα μάτια φαίνονταν να έχουν υποφέρει όλα τα δεινά που
μπορεί κανείς να βάλει στο μυαλό του και είχαν πει σε όλα ναι. Το στόμα
μιλούσε δύσκολα, σαν κάτι να το εμπόδιζε, έτσι όπως μιλά κάποιος που το
πρόσωπό του έχει πετρώσει από μια βαριά παγωνιά· όμως ανάμεσα στα
χείλη, στις γωνιές του στόματος, στο παιχνίδι της άκρης της γλώσσας της,
που σπάνια φαινόταν, ανάβλυζε, σε αντίθεση με τη φωνή και το βλέμμα,
μόνο γλυκός παιχνιδιάρικος αισθησιασμός, βαθιά επιθυμία για ηδονή. Στο
ήρεμο, λείο μέτωπο κρεμόταν μια κοντή μπούκλα, κι απ’ αυτή τη γωνιά του
μετώπου με την μπούκλα πήγαζε από καιρό σε καιρό, σαν ζωντανή ανάσα,
εκείνο το κύμα της ομοιότητας με αγόρι, της μαγείας του ερμαφροδιτισμού.
Την άκουγα γεμάτος φόβο κι όμως σαν ναρκωμένος, σαν να ήμουν κατά το
ήμισυ απών.
«Με συμπαθείς», συνέχισε εκείνη, «για τους λόγους που ήδη σου είπα·
έχω “διασπάσει” τη μοναξιά σου, σε περιμάζεψα ακριβώς μπροστά στην
πύλη της κόλασης και σε ξύπνησα πάλι. Αλλά θέλω περισσότερα από σένα,
πολύ περισσότερα. Θέλω να σε κάνω να μ’ ερωτευτείς. Όχι, μη μου φέρνεις
αντίρρηση, άφησέ με να μιλήσω! Με συμπαθείς πολύ, αυτό το αισθάνομαι,
και νιώθεις για μένα ευγνωμοσύνη, αλλά δεν είσαι ερωτευμένος μαζί μου.
Θέλω να σε φέρω σ’ αυτό το σημείο, αυτό ανήκει στο επάγγελμά μου. Ζω
απ’ αυτό, από το να κάνω τους άντρες να μ’ ερωτεύονται. Αλλά πρόσεξε
καλά, δεν θα το κάνω γιατί βρίσκω ειδικά εσένα τόσο ελκυστικό. Δεν είμαι
ερωτευμένη μαζί σου, Χάρρυ, είμαι τόσο λίγο όσο κι εσύ μ’ εμένα. Αλλά
σε χρειάζομαι, όπως με χρειάζεσαι κι εσύ. Εσύ με χρειάζεσαι τώρα, αυτή τη
στιγμή, γιατί είσαι απελπισμένος και έχεις ανάγκη από ένα σπρώξιμο που
θα σε ρίξει στο νερό και θα σε αναζωογονήσει. Με χρειάζεσαι για να σε
μάθω να χορεύεις, να σε μάθω να γελάς, να σε μάθω να ζεις. Αλλά κι εγώ
σε χρειάζομαι, όχι σήμερα, αργότερα, για κάτι εξίσου σημαντικό και ωραίο.
Θα σου δώσω, αν με ερωτευτείς, την τελευταία διαταγή μου, εσύ θα
υπακούσεις, κι αυτό θα είναι καλό τόσο για σένα όσο και για μένα».
Έβγαλε από το γυάλινο δοχείο μια από τις ορχιδέες και για ένα
δευτερόλεπτο έσκυψε και παρατηρούσε το λουλούδι, ήταν καφέ με μοβ
αποχρώσεις και πράσινες λεπτές φλεβίτσες.
«Δεν θα σου είναι εύκολο, αλλά θα το κάνεις. Θα εκτελέσεις τη διαταγή
μου και θα με σκοτώσεις. Να τι θέλω. Μη ρωτήσεις περισσότερα!»
Με το βλέμμα καρφωμένο ακόμη στην ορχιδέα, σώπασε, το πρόσωπό της
χαλάρωσε, ξεδιπλώθηκε από την πίεση και την ένταση, σαν ένα
μπουμπούκι που ανοίγει, και ξαφνικά φάνηκε ένα γοητευτικό χαμόγελο στα
χείλη της, ενώ τα μάτια έμειναν για μία στιγμή ακόμα απλανή και
προσηλωμένα. Και τώρα κούνησε το κεφάλι με τη μικρή αγορίστικη
μπούκλα, ήπιε μια γουλιά νερό, συνειδητοποίησε πάλι πως δειπνούσαμε και
με χαρούμενη όρεξη έπεσε στο φαγητό.
Είχα ακούσει τα φοβερά της λόγια ένα προς ένα, είχα μαντέψει μάλιστα
την «τελευταία διαταγή» της πριν ακόμη την εκστομίσει, κι έτσι δεν
τρόμαξα πλέον. Όλα όσα είπε ηχούσαν πειστικά και μοιραία, τα δέχτηκα
χωρίς να φέρω αντίρρηση, κι ωστόσο, παρ’ όλο το φοβερά σοβαρό ύφος με
το οποίο τα είπε, για μένα δεν ήταν εντελώς πραγματικά και σοβαρά. Ένα
κομμάτι της ψυχής μου ρούφηξε τα λόγια της και τα πίστεψε, ένα άλλο
κομμάτι της ψυχής μου έγνεφε καθησυχαστικά και διαπίστωνε πως ακόμα
κι αυτή η τόσο έξυπνη, υγιής και σίγουρη Ερμίνε είχε τις φαντασιώσεις της
και τις παρακρούσεις της. Μόλις πρόφερε την τελευταία της λέξη, το πέπλο
του εξωπραγματικού και της αναίρεσης σκέπασε όλη τη σκηνή.
Εγώ πάντως δεν μπορούσα να κάνω το άλμα πίσω στην αλήθεια και την
πραγματικότητα με τη σχοινοβατική ικανότητα της Ερμίνε.
«Ώστε κάποια στιγμή εγώ θα σε σκοτώσω;», τη ρώτησα σιγανά,
αναπολώντας, ενώ εκείνη πάλι γελούσε κι έκοβε με ζήλο το πουλερικό της.
«Φυσικά», επιβεβαίωσε εκείνη επιπόλαια, «αρκετά όμως, είναι ώρα
φαγητού. Χάρρυ, σε παρακαλώ, παράγγειλέ μου ακόμα λίγη πράσινη
σαλάτα! Δεν έχεις όρεξη; Νομίζω πως αρχικά πρέπει να μάθεις ό,τι είναι
για τους άλλους ανθρώπους αυτονόητο, ακόμα και την ευχαρίστηση του
φαγητού. Λοιπόν κοίτα, μικρέ, αυτό εδώ είναι ένα μπουτάκι πάπιας, κι όταν
βγάζει κανείς το τρυφερό όμορφο κρέας από το κόκαλο, είναι σαν γιορτή,
γι’ αυτό ακριβώς πρέπει να νιώθει κανείς όρεξη και ένταση και
ευγνωμοσύνη, όπως ο ερωτευμένος όταν βοηθάει το κορίτσι του για πρώτη
φορά να βγάλει τη ζακέτα του. Κατάλαβες; Όχι; Είσαι άσχετος. Πρόσεξε,
σου δίνω ένα κομμάτι από το όμορφο μπουτάκι, θα δεις! Λοιπόν, άνοιξε το
στόμα σου! – Α, μα τι τέρας που είσαι! Τώρα, ένας Θεός ξέρει γιατί, ο
κύριος κρυφοκοιτάζει τον άλλο κόσμο μήπως τον δουν να παίρνει μια
μπουκιά από το πιρούνι μου! Μην ανησυχείς, άσωτε υιέ, δεν θα σε
ντροπιάσω. Αλλά όταν χρειάζεσαι για την απόλαυσή σου πρώτα την άδεια
άλλων ανθρώπων, τότε είσαι πραγματικά ταλαίπωρος».
Η προηγούμενη σκηνή γινόταν όλο και πιο εξωπραγματική, γινόταν όλο
και πιο απίστευτο πως αυτά τα μάτια, πριν από λίγα λεπτά ακόμη, είχαν ένα
τόσο βαρύ και φριχτό βλέμμα. Α, εδώ η Ερμίνε ήταν σαν την ίδια τη ζωή:
όλα μόνο στιγμιαία, τίποτα προσχεδιασμένο. Τώρα έτρωγε, και το μπουτάκι
της πάπιας, η σαλάτα, η τούρτα και το λικέρ ήταν πολύ σημαντικά, ήταν
αντικείμενα απόλαυσης και κριτικής, συζήτησης και φαντασίας. Μόλις
έφευγε ένα πιάτο, ένα νέο κεφάλαιο άρχιζε. Αυτή η γυναίκα, που τόσο
τέλεια με είχε καταλάβει, που φαινόταν να γνωρίζει για τη ζωή
περισσότερα απ’ όλους τους σοφούς, χρησιμοποιούσε την παιδικότητα, το
μικρό στιγμιαίο παιχνίδι της ζωής, με μια τέχνη που χωρίς άλλο μ’ έκανε να
φαίνομαι σαν μαθητής της. Μπορεί αυτό να ήταν υψηλή σοφία ή η πιο
απλή αφέλεια, αλλά όποιος ξέρει να ζει έτσι τη στιγμή, όποιος μπορεί να
ζει μέσα στο παρόν και ξέρει να εκτιμήσει με τόση φιλική φροντίδα κάθε
λουλουδάκι στον δρόμο του, την κάθε μικρή παιχνιδιάρικη αξία της
στιγμής, αυτόν η ζωή δεν μπορεί να τον βλάψει. Και τούτο το χαρούμενο
παιδί, με την καλή όρεξη και την παιχνιδιάρικη διάθεση καλοφαγίας,
μπορούσε να είναι παράλληλα και μια ονειροπόλα υστερική που
επιθυμούσε τον θάνατο ή μια άγρυπνη υπολογίστρια που ήθελε συνειδητά
και ψύχραιμα να με κάνει ερωτευμένο σκλάβο της; Αποκλείεται. Όχι,
παραδινόταν απλώς τόσο απόλυτα στη στιγμή, ώστε να δέχεται και να
βιώνει κάθε παροδική σκοτεινή φρίκη από τα μακρινά βάθη της ψυχής
ακριβώς όπως ήταν έτοιμη για κάθε αστεία ιδέα.
Αυτή η Ερμίνε, που σήμερα έβλεπα για δεύτερη φορά, ήξερε τα πάντα για
μένα, και μου φαινόταν απίθανο πως θα μπορούσα να έχω ποτέ μυστικό
από κείνη. Ίσως να μην είχε καταλάβει την πνευματική μου ζωή εντελώς·
πιθανόν να μην μπορούσε να με ακολουθήσει στη σχέση μου με τη
μουσική, με τον Γκαίτε, με τον Νοβάλις ή τον Μπωντλαίρ – αλλά κι αυτό
ακόμα δεν ήταν βέβαιο, ίσως κι αυτό να μην της ήταν διόλου δύσκολο.
Άλλωστε τι είχε απομείνει από την «πνευματική ζωή» μου; Δεν είχαν γίνει
όλα συντρίμμια και δεν είχαν χάσει το νόημά τους; Τα άλλα όμως, τα
προσωπικά προβλήματά μου και τους σκοπούς, τα καταλάβαινε όλα, γι’
αυτό δεν είχα καμία αμφιβολία. Σύντομα θα κουβέντιαζα μαζί της για τον
Λύκο της Στέπας, για την πραγματεία και για όλα εκείνα που ως τώρα μόνο
για μένα υπήρχαν, για τα οποία ποτέ δεν είχα πει λέξη σε άνθρωπο. Δεν
μπορούσα να αντισταθώ στη διάθεση να αρχίσω αμέσως.
«Ερμίνε», είπα, «μου συνέβη πρόσφατα κάτι παράξενο. Ένας άγνωστος
μου έδωσε ένα μικρό βιβλιαράκι, κάτι σαν πανηγυριώτικη φυλλάδα, και
μέσα εκεί βρήκα να περιγράφεται με ακρίβεια όλη η ιστορία μου και όλα
όσα με αφορούν. Πες μου, δεν είναι περίεργο;».
«Και πώς λέγεται το βιβλιαράκι;», ρώτησε ανέμελα.
«Το λένε Πραγματεία για τον Λύκο της Στέπας».
«Α, Λύκος της Στέπας, θαυμάσιο! Και ο Λύκος της Στέπας είσαι εσύ;
Αυτό θέλεις να πεις πως είσαι;»
«Ναι, εγώ είμαι. Είμαι κάποιος που είναι μισός άνθρωπος και μισός
λύκος, ή που φαντάζεται κάτι τέτοιο».
Δεν έδωσε καμία απάντηση. Με κοίταξε στα μάτια με εξεταστική
προσοχή και για μια στιγμή γύρισαν πάλι στο βλέμμα της και στο πρόσωπό
της η βαθιά σοβαρότητα και το σκοτεινό πάθος που υπήρχαν προ ολίγου.
Πίστεψα πως είχα μαντέψει τη σκέψη της, αν ήμουν δηλαδή αρκετά λύκος
για να μπορέσω να εκτελέσω την «τελευταία διαταγή» της.
«Πρόκειται φυσικά για μια φαντασίωσή σου», είπε, γυρίζοντας πίσω στον
εύθυμο τόνο, «ή, αν θέλεις, μια ποιητική σύνθεση. Αλλά έχει κάποια
αλήθεια. Σήμερα δεν είσαι καθόλου λύκος, αλλά τις προάλλες, όταν μπήκες
στην αίθουσα, σαν να είχες πέσει από το φεγγάρι, είχες κάτι από το θηρίο,
αυτό ακριβώς μου άρεσε».
Διέκοψε από μια ξαφνική έμπνευση και είπε σαν κάτι να την πλήγωσε:
«Ηχούν τόσο ηλίθια λέξεις όπως “θηρίο” ή “αγρίμι”! Δεν θα έπρεπε να
μιλάμε έτσι για τα ζώα. Συχνά βέβαια είναι τρομαχτικά, είναι όμως πολύ
πιο γνήσια από τους ανθρώπους».
«Τι σημαίνει “γνήσια”; Πώς το εννοείς;»
«Να, κοίταξε ένα ζώο, μια γάτα, έναν σκύλο, ένα πουλί ή ένα από τα
όμορφα μεγάλα ζώα στους ζωολογικούς κήπους, ένα πούμα ή μια
καμηλοπάρδαλη! Σίγουρα θα βλέπεις πως όλα είναι γνήσια, πως απολύτως
κανένα ζώο δεν βρίσκεται σε αμηχανία ή δεν ξέρει τι να κάνει ή πώς να
φερθεί. Δεν θέλουν να σε κολακέψουν, δεν θέλουν να σου κάνουν
εντύπωση. Κανένα θέατρο. Είναι όπως είναι, σαν τις πέτρες, τα λουλούδια
ή τα άστρα στον ουρανό. Καταλαβαίνεις;»
Κατάλαβα.
«Συνήθως τα ζώα είναι θλιμμένα», συνέχισε. «Κι όταν ένας άνθρωπος
είναι πολύ λυπημένος, όχι επειδή έχει πονόδοντο ή έχασε χρήματα, αλλά
επειδή κάποια στιγμή, για μία ώρα, μαντεύει πώς είναι τα πάντα, πώς είναι
η ζωή ολόκληρη, τότε δείχνει λυπημένος, αλλά πιο γνήσια και πιο ωραία
από άλλες φορές. Έτσι είναι, έτσι έδειχνες κι εσύ, Λύκε της Στέπας, όταν
σε είδα για πρώτη φορά».
«Λοιπόν, Ερμίνε, τι γνώμη έχεις για κείνο το βιβλιαράκι που έχει την
περιγραφή μου;»
«Αχ, ξέρεις, δεν μ’ αρέσει να σκέφτομαι συνέχεια. Θα μιλήσουμε μια
άλλη φορά γι’ αυτό. Μπορεί μάλιστα να μου το δώσεις να το διαβάσω.
Μάλλον όχι, αν πρόκειται να ξαναρχίσω κάποτε το διάβασμα, τότε δώσε
μου ένα από τα βιβλία που έχεις γράψει ο ίδιος».
Ζήτησε καφέ, και για λίγο φαινόταν απρόσεχτη κι αφηρημένη, ύστερα
έλαμψε ξαφνικά και φάνηκε να βρήκε μια άκρη με τους συλλογισμούς της.
«Αυτό είναι», φώναξε χαρούμενη, «το βρήκα!».
«Τι;»
«Το φοξ τροτ, όλη την ώρα αυτό σκεφτόμουν. Πες μου λοιπόν, έχεις ένα
δωμάτιο όπου θα μπορούσαμε να χορεύουμε πότε πότε εμείς οι δύο για
καμιά ώρα; Δεν πειράζει, ας είναι και μικρό, δεν πρέπει μόνο να μένει
αποκάτω κανείς που θα ανεβαίνει και θα δημιουργεί φασαρίες όταν
τραντάζεται λίγο το ταβάνι. Ωραία λοιπόν, πολύ ωραία! Θα μάθεις να
χορεύεις στο σπίτι σου».
«Ναι», είπα δειλά, «τόσο το καλύτερο. Μα νομίζω πως χρειάζεται
μουσική».
«Φυσικά και χρειάζεται. Πρόσεξε λοιπόν, τη μουσική θα την αγοράσεις
εσύ, θα σου στοιχίσει το πολύ όσο θα πλήρωνες μια δασκάλα για μάθημα
χορού. Τη δασκάλα τη γλιτώνεις, θα είμαι εγώ η ίδια. Έτσι θα έχουμε
μουσική όσο συχνά θέλουμε και θα μας μείνει επιπλέον και το
γραμμόφωνο».
«Το γραμμόφωνο;»
«Ασφαλώς. Θα αγοράσεις μια μικρή συσκευή και μερικούς χορευτικούς
δίσκους…»
«Υπέροχα», φώναξα, «κι άμα καταφέρεις πραγματικά να με μάθεις να
χορεύω, θα πάρεις για αμοιβή σου το γραμμόφωνο. Είσαι σύμφωνη;».
Το είπα με μεγάλη πεποίθηση, δεν έβγαινε όμως από την καρδιά μου. Δεν
μπορούσα να φανταστώ μια τέτοια, διόλου συμπαθή σ’ εμένα συσκευή
μέσα στο μικρό μου μελετητήριο με τα βιβλία, όσο για τον χορό, είχα
πολλές αντιρρήσεις. Είχα σκεφτεί πως κάποια στιγμή θα μπορούσε κανείς
να το δοκιμάσει, αν και ήμουν σίγουρος ότι ήμουν πολύ γέρος και πολύ
δυσκίνητος και ότι τίποτε πλέον δεν θα μπορούσα να μάθω. Αλλά τώρα,
από τη μία στιγμή στην άλλη, μου φαινόταν πολύ γρήγορο και βεβιασμένο,
και ένιωσα όλα μέσα μου να αντιστέκονται, όλα όσα είχα να αντιτάξω ως
παλιός και καλομαθημένος γνώστης της μουσικής στην τζαζ, στα
γραμμόφωνα και στη μοντέρνα χορευτική μουσική. Ότι τώρα στο δωμάτιό
μου, δίπλα στον Νοβάλις και στον Ζαν Πάουλ, στο ερημητήριο των
στοχασμών μου, στο καταφύγιό μου, θα ηχούσαν αμερικάνικες χορευτικές
επιτυχίες και θα έπρεπε επιπλέον να χορέψω, αυτό ήταν πραγματικά
περισσότερο απ’ ό,τι θα μπορούσε να απαιτήσει ένας άνθρωπος από μένα.
Αλλά δεν ήταν «ένας άνθρωπος» αυτός που το ζητούσε, ήταν η Ερμίνε, κι
εκείνη διέταζε. Εγώ υπάκουσα. Φυσικά και υπάκουσα.
Συναντηθήκαμε το επόμενο απόγευμα σε ένα καφενείο. Όταν έφτασα, η
Ερμίνε βρισκόταν κιόλας εκεί, έπινε τσάι, και μου έδειξε χαμογελαστή μια
εφημερίδα, μέσα στην οποία είχε ανακαλύψει το όνομά μου. Ήταν ένα από
τα αντιδραστικά και δημαγωγικά φύλλα της πατρίδας μου, στα οποία
εμφανίζονταν πάντα από καιρό σε καιρό έντονα υβριστικά άρθρα εναντίον
μου. Κατά τη διάρκεια του πολέμου ήμουν αντίθετος στον πόλεμο, μετά
τον πόλεμο παρότρυνα τον κόσμο στην ησυχία, στην υπομονή, στον
ανθρωπισμό και στην αυτοκριτική και αμυνόμουν ενάντια στην εθνικιστική
δημαγωγία, που καθημερινά γινόταν όλο και πιο σφοδρή, πιο ανόητη και
πιο άγρια. Εδώ λοιπόν υπήρχε πάλι μια τέτοια επίθεση, κακογραμμένη, η
μισή από τον ίδιο τον συντάκτη, η άλλη μισή κλεμμένη από διάφορα
παρόμοια άρθρα των σχετικών εφημερίδων. Κανείς δεν γράφει, όπως είναι
γνωστό, τόσο άσχημα όσο οι υπερασπιστές των γερασμένων ιδεολογιών,
κανείς δεν εξασκεί την τέχνη του με λιγότερη τιμιότητα και λιγότερο
επίπονα. Η Ερμίνε είχε διαβάσει το άρθρο και είχε πληροφορηθεί απ’ αυτό
πως ο Χάρρυ Χάλλερ ήταν ένα βλαβερό άπατρι υποκείμενο και ότι φυσικά
η πατρίδα δεν μπορούσε να περιμένει τίποτε καλό εφόσον ανεχόταν
τέτοιους ανθρώπους και τέτοιες σκέψεις και η νεολαία ανατρεφόταν για
συναισθηματικά ανθρωπιστικά ιδεώδη αντί για πολεμοχαρή εκδίκηση
ενάντια στον προαιώνιο εχθρό.
«Για σένα πρόκειται;», ρώτησε η Ερμίνε και έδειξε το όνομά μου.
«Λοιπόν έχεις κάνει για τα καλά εχθρούς, Χάρρυ. Σ’ ενοχλεί αυτό;»
Διάβασα μερικές γραμμές, ήταν τα συνηθισμένα, η καθεμιά από τις
στερεότυπες αυτές βρισιές μού ήταν εδώ και χρόνια με το παραπάνω
γνωστή.
«Όχι», είπα, «δεν με ενοχλεί, αυτά τα έχω συνηθίσει από καιρό. Έχω
εκφράσει μερικές φορές τη γνώμη πως κάθε λαός, αλλά και ο κάθε
άνθρωπος, αντί να αφήνεται να τον νανουρίζουν οι πολιτικοί με υποκριτικά
“ζητήματα ευθύνης”, θα έπρεπε να εξετάσει κατά πόσο ευθύνεται ο ίδιος,
με λάθη, παραλείψεις και κακές συνήθειες, για τον πόλεμο και για τα άλλα
παγκόσμια δεινά, γιατί αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος να αποφύγουμε
ίσως τον επόμενο πόλεμο. Αυτό δεν μου το συγχωρούν, γιατί φυσικά αυτοί
οι ίδιοι είναι εντελώς αθώοι: Ο αυτοκράτορας, οι στρατηγοί, οι
μεγαλοβιομήχανοι, οι πολιτικοί, οι εφημερίδες – κανένας δεν βρίσκει ούτε
το ελάχιστο να προσάψει στον εαυτό του, κανένας δεν έχει κάποια ενοχή!
Θα μπορούσε κανείς να πιστέψει πως όλα πηγαίνουν θαυμάσια στον
κόσμο, μόνο που κείτονται κάτω από τη γη δώδεκα εκατομμύρια
σκοτωμένοι άνθρωποι. Και δες, Ερμίνε, ακόμα κι αν δεν μ’ ενοχλούν πλέον
αυτά τα υβριστικά άρθρα, καμιά φορά μού φέρνουν θλίψη. Τα δύο τρίτα
από τους συμπατριώτες μου διαβάζουν αυτού του είδους τις εφημερίδες,
διαβάζουν κάθε πρωί και κάθε βράδυ αυτές τις εκφράσεις, κάθε μέρα τούς
επεξεργάζονται, τους νουθετούν, τους φανατίζουν, γίνονται κακοί, νιώθουν
δυσαρεστημένοι, και ο στόχος και η κατάληξη όλων αυτών είναι πάλι ο
πόλεμος, είναι ο επόμενος πόλεμος που έρχεται, που μάλλον θα είναι πιο
φρικτός από τούτον που πέρασε. Όλα αυτά είναι απλά και καθαρά, κάθε
άνθρωπος θα μπορούσε να τα καταλάβει, θα μπορούσε να καταλήξει στο
ίδιο συμπέρασμα αν καθόταν να σκεφτεί μία ώρα. Αλλά αυτό κανείς δεν το
θέλει, κανείς δεν θέλει να αποφύγει τον επόμενο πόλεμο, κανείς δεν θέλει
να προφυλάξει τον εαυτό του και τα παιδιά του από την επόμενη σφαγή
εκατομμυρίων ανθρώπων, εφόσον υπάρχουν φτηνότερες λύσεις. Βλέπεις,
κανένας δεν θέλει να σκεφτεί για μία ώρα, να κλειστεί στον εαυτό του και
να αναρωτηθεί πόσο μερίδιο έχει ο ίδιος στην αναστάτωση και στην κακία
του κόσμου και πόσο είναι συνυπεύθυνος! Έτσι αυτό θα γίνεται συνέχεια,
και ο επόμενος πόλεμος προετοιμάζεται κάθε μέρα με ζήλο από πολλές
χιλιάδες ανθρώπους. Αυτό, από τότε που το κατάλαβα, μ’ έχει παραλύσει,
μου φέρνει απελπισία, για μένα δεν υπάρχει πλέον καμιά πατρίδα, κανένα
ιδανικό, όλα αυτά είναι απλώς και μόνο ένας διάκοσμος για τους κυρίους
που προετοιμάζουν τις επόμενες σφαγές. Δεν έχει κανένα νόημα να
σκέπτεσαι, να μιλάς, να γράφεις οτιδήποτε ανθρώπινο, δεν έχει κανένα
νόημα να κυκλοφορούν στο κεφάλι σου καλές σκέψεις – στους δύο ή τρεις
ανθρώπους που το κάνουν αυτό αναλογούν μέρα με τη μέρα χιλιάδες
εφημερίδες, περιοδικά, λόγοι, δημόσιες και μυστικές συνεδριάσεις που
αποβλέπουν στο αντίθετο και τελικά το καταφέρνουν».
Η Ερμίνε άκουγε με ενδιαφέρον.
«Ναι», είπε στο τέλος, «σ’ αυτό έχεις δίκιο. Φυσικά και θα γίνει πόλεμος,
δεν χρειάζεται να διαβάζεις εφημερίδα για να το μάθεις. Μπορεί να λυπάται
κανείς φυσικά, αλλά αυτό δεν έχει καμιά αξία. Είναι το ίδιο όπως όταν
κάποιος λυπάται επειδή αναμφίβολα θα πεθάνει μια μέρα, παρ’ όλα όσα
έκανε για να το αποφύγει. Ο αγώνας ενάντια στον θάνατο, Χάρρυ, είναι
πάντα μια ωραία, ευγενική, θαυμάσια και σεβαστή υπόθεση, όπως κι ο
αγώνας ενάντια στον πόλεμο. Αλλά είναι επίσης πάντα ένας ανέλπιδος
δονκιχοτισμός».
«Αυτό μπορεί να είναι αλήθεια», φώναξα με πάθος, «αλλά με τέτοιες
αλήθειες σαν αυτήν, πως τελικά όλοι θα πεθάνουμε σύντομα και γι’ αυτό
όλα είναι άσκοπα και αδιάφορα, κάνουμε τη ζωή μας επίπεδη και ηλίθια.
Πρέπει λοιπόν όλα να τα πετάξουμε, να παραιτηθούμε από το πνεύμα, από
τις προσπάθειες, από κάθε ανθρωπισμό, να αφήσουμε τη φιλοδοξία και το
χρήμα να κυβερνούν και να αναμένουμε την επόμενη επιστράτευση δίπλα
σε ένα ποτήρι μπίρα;».
Ήταν περίεργο το βλέμμα με το οποίο με παρατηρούσε τώρα η Ερμίνε,
ήταν ένα βλέμμα που διασκέδαζε, που ειρωνευόταν και πείραζε, ήταν
συντροφικό και γεμάτο κατανόηση, και ταυτόχρονα είχε βαρύτητα, γνώση
και αβυσσαλέα σοβαρότητα!
«Αυτό δεν είναι απαραίτητο», είπε εκείνη εντελώς μητρικά. «Η ζωή σου
δεν πρόκειται να γίνει επίπεδη και ηλίθια, ακόμα κι αν ξέρεις πως ο αγώνας
σου δεν θα έχει επιτυχία. Είναι πολύ πιο επίπεδο, Χάρρυ, να αγωνίζεσαι για
κάτι καλό και ιδανικό και να έχεις την εντύπωση πως είσαι υποχρεωμένος
να το κατορθώσεις. Πρέπει όμως να κατακτώνται τα ιδανικά; Ζούμε λοιπόν
εμείς οι άνθρωποι για να καταργήσουμε τον θάνατο; Όχι, ζούμε για να τον
φοβόμαστε, αλλά και για να τον αγαπάμε, κι εξαιτίας του ακριβώς έχει πότε
πότε, έστω και για μία ώρα, τόσο όμορφη θέρμη η λίγη ζωή μας. Είσαι ένα
παιδί, Χάρρυ. Και τώρα έλα μαζί μου υπάκουα, σήμερα έχουμε πολλά να
κάνουμε. Εγώ δεν πρόκειται να ασχοληθώ άλλο απόψε με τον πόλεμο και
τις εφημερίδες. Εσύ;»
«Ω όχι», κι εγώ ήμουν σύμφωνος.
Πήγαμε μαζί –ήταν η πρώτη κοινή έξοδός μας στην πόλη– σ’ ένα
κατάστημα με είδη μουσικής και είδαμε γραμμόφωνα, ανοίξαμε και
κλείσαμε τα καπάκια τους, τ’ ακούσαμε να παίζουν, κι όταν βρήκαμε ένα
απ’ αυτά πολύ κατάλληλο κι όμορφο και σε καλή τιμή, θέλησα να το
αγοράσω, αλλά η Ερμίνε δεν ήταν τόσο γρήγορα έτοιμη. Με συγκράτησε,
και χρειάστηκε να ψάξουμε ακόμα και σε ένα άλλο κατάστημα, να δούμε
και να ακούσουμε όλα τα συστήματα και μεγέθη, από το πιο φτηνό ως το
ακριβότερο, και τότε μόνο έμεινε σύμφωνη να επιστρέψουμε στο πρώτο
κατάστημα και να αγοράσουμε τη συσκευή που είχαμε βρει εκεί.
«Βλέπεις», είπα, «θα ήταν πιο απλό αν το είχαμε πάρει αμέσως».
«Νομίζεις; Και ύστερα μπορεί να βλέπαμε, αύριο ίσως, το ίδιο
γραμμόφωνο σε μια άλλη βιτρίνα είκοσι φράγκα φτηνότερο. Τα ψώνια
άλλωστε είναι διασκέδαση, και τη διασκέδαση πρέπει να την απολαμβάνει
κανείς ως το τέλος. Έχεις ακόμη πολλά να μάθεις».
Μεταφέραμε τα ψώνια μας στο διαμέρισμά μου με τη βοήθεια ενός
υπαλλήλου.
Η Ερμίνε περιεργάστηκε με προσοχή το σαλόνι μου, επαίνεσε τη σόμπα
και το ντιβάνι, δοκίμασε τις καρέκλες, πήρε στο χέρι της βιβλία, στάθηκε
κάμποση ώρα μπροστά στη φωτογραφία της ερωμένης μου. Το
γραμμόφωνο το τοποθετήσαμε πάνω σε ένα κομό ανάμεσα στα
στοιβαγμένα βιβλία. Κι έτσι άρχισε το μάθημά μου. Έβαλε ένα φοξ τροτ,
μου έδειξε τα πρώτα βήματα, πήρε το χέρι μου και άρχισε να με οδηγεί.
Έσερνα τα βήματά μου υπάκουα μαζί της, σκόνταφτα στις καρέκλες,
άκουγα τις διαταγές της, χωρίς να τις καταλαβαίνω, της πατούσα τα πόδια
και ήμουν το ίδιο αδέξιος όσο και πρόθυμος να κάνω το καθήκον μου.
Μετά τον δεύτερο χορό έπεσε στο ντιβάνι γελώντας σαν παιδί.
«Θεέ μου, τι αλύγιστος που είσαι! Περπάτα απλώς, αβίαστα, σαν να
πηγαίνεις περίπατο! Δεν είναι ανάγκη να καταβάλλεις προσπάθεια. Μου
φαίνεται μάλιστα πως ζεστάθηκες κιόλας. Ας ξεκουραστούμε για πέντε
λεπτά! Κοίτα, άμα ξέρεις χορό, το να χορεύεις είναι το ίδιο απλό όσο και το
να σκέφτεσαι και το να μάθεις είναι ακόμα ευκολότερο. Τότε θα σ’ ενοχλεί
λιγότερο που οι άνθρωποι συχνά αποφεύγουν να σκέπτονται και προτιμούν
να αποκαλούν τον κύριο Χάλλερ προδότη της πατρίδας, αφήνοντας
ατάραχοι να έρθει ο επόμενος πόλεμος».
Ύστερα από μια ώρα έφυγε, διαβεβαιώνοντάς με πως την επόμενη φορά
θα τα πήγαινα καλύτερα. Εγώ είχα διαφορετική γνώμη και ένιωθα πολύ
απογοητευμένος για την ηλιθιότητά μου και για το πόσο δυσκίνητος ήμουν,
μου φαινόταν πως δεν είχα μάθει απολύτως τίποτε μέσα σ’ αυτή την ώρα,
ούτε πίστευα πως θα τα πήγαινα καλύτερα την άλλη φορά. Όχι, για να
χορέψει κανείς, πρέπει να έχει κάποιες ικανότητες που σ’ εμένα ήταν
ανύπαρκτες: ευθυμία, αθωότητα, ανεμελιά, παλμό. Αυτό εξάλλου ήταν κάτι
που το ήξερα από καιρό.
Μα για δες, η επόμενη φορά πραγματικά πήγε καλύτερα, είχα αρχίσει
μάλιστα να διασκεδάζω, και στο τέλος της ώρας η Ερμίνε ισχυρίστηκε πως
ήξερα πια το φοξ τροτ. Όταν όμως ύστερα αποφάνθηκε πως μπορούσα
πλέον να πάω αύριο να χορέψω μαζί της σε ένα ρεστοράν, πανικοβλήθηκα
και αντιστάθηκα με πείσμα. Εκείνη μου θύμισε ψυχρά τον όρκο μου να την
υπακούω και όρισε να συναντηθούμε την επομένη για τσάι στο ξενοδοχείο
Μπαλάνς.
Εκείνο το βράδυ έμεινα σπίτι, ήθελα να διαβάσω και δεν μπορούσα.
Φοβόμουν την αυριανή. Τρόμαζα στη σκέψη πως εγώ, ο δειλός κι
ευαίσθητος γεροπαράξενος, όχι μόνο θα έπρεπε να επισκεφτώ ένα από αυτά
τα βαρετά μοντέρνα κέντρα όπου πίνεις τσάι και χορεύεις με μουσική τζαζ,
αλλά θα έπρεπε και να επιδείξω τις χορευτικές μου ικανότητες εκεί,
μπροστά σε ξένους ανθρώπους, χωρίς να έχω ακόμη την παραμικρή πείρα.
Κι ομολογώ πως γελούσα με τον ίδιο τον εαυτό μου και ντρεπόμουν για
λογαριασμό μου όταν, μόνος στο ήσυχο δωμάτιό μου, άνοιξα το
γραμμόφωνο, το έβαλα να παίξει και επανέλαβα αθόρυβα, με τις κάλτσες,
τα βήματα του φοξ τροτ.
Την άλλη μέρα στο ξενοδοχείο Μπαλάνς έπαιζε μια μικρή ορχήστρα και ο
κόσμος έπινε τσάι και ουίσκι. Προσπάθησα να δωροδοκήσω την Ερμίνε,
της πρόσφερα γλυκά, θέλησα να την κεράσω μια μπουκάλα καλό κρασί,
αλλά εκείνη ήταν ανένδοτη.
«Σήμερα δεν ήρθες εδώ για διασκέδαση. Πρόκειται για μάθημα χορού».
Αναγκάστηκα να χορέψω μαζί της δυο τρεις φορές, και ενδιάμεσα μου
σύστησε τον σαξοφωνίστα, έναν μελαμψό, όμορφο νέο ισπανικής ή
νοτιοαμερικανικής καταγωγής, που, όπως είπε η ίδια, έπαιζε όλα τα όργανα
και μιλούσε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Αυτός ο σενιόρ φαινόταν να
είναι στενός γνωστός και φίλος της Ερμίνε, είχε μπροστά του δύο
σαξόφωνα διαφορετικού μεγέθους και τα έπαιζε διαδοχικά, ενώ τα μαύρα
γυαλιστερά μάτια του μελετούσαν με κέφι τους χορευτές. Προς μεγάλη μου
έκπληξη, ένιωσα κάτι σαν ζήλια για κείνον τον αθώο, όμορφο μουσικό, όχι
ερωτική ζήλια, γιατί βέβαια δεν υπήρχε θέμα έρωτα ανάμεσα σ’ εμένα και
την Ερμίνε, αλλά περισσότερο μια πνευματική ζήλια για τη φιλία τους,
γιατί μου φαινόταν πως δεν άξιζε αληθινά το ενδιαφέρον και τον
ολοφάνερο θαυμασμό, τη λατρεία θα ’λεγες, που εκείνη του έδειχνε. Εδώ
θα κάνω περίεργες γνωριμίες, σκέφτηκα κακόκεφος.
Έπειτα ζήτησαν κάποια στιγμή την Ερμίνε σε χορό, εγώ έμεινα μόνος με
το τσάι μου, άκουγα τη μουσική, ένα είδος μουσικής που ως τώρα δεν
μπορούσα να ανεχτώ. Θεέ μου, σκέφτηκα, πρέπει λοιπόν να μπω σε τούτον
τον κόσμο και να νιώσω μάλιστα οικειότητα, σε τούτον τον τόσο ξένο και
αντιπαθητικό κόσμο, σε αυτόν τον κόσμο τον οποίο φρόντιζα να αποφεύγω,
τον κόσμο των χασομέρηδων και των χαροκόπων, που τόσο βαθιά τον
περιφρονούσα, σε αυτόν τον επίπεδο, στερεότυπο κόσμο των μαρμάρινων
τραπεζιών, της τζαζ, τον κόσμο με τις κοκότες και τους πλασιέ; Έπινα
λυπημένος το τσάι μου, με τα μάτια καρφωμένα στο κομψευόμενο πλήθος.
Δύο όμορφα κορίτσια τράβηξαν το βλέμμα μου και, επειδή και οι δύο ήταν
καλές χορεύτριες, παρακολούθησα με φθόνο και θαυμασμό πόσο ελαστικά,
όμορφα, χαρούμενα και σίγουρα χόρευαν.
Τότε έκανε και η Ερμίνε ξανά την εμφάνισή της και φάνηκε
δυσαρεστημένη μαζί μου. Με μάλωσε, γιατί δεν βρισκόμουν εδώ για να
κάνω τέτοια μούτρα και να κάθομαι ακίνητος στο τραπέζι του τσαγιού, ας
της έκανα λοιπόν τη χάρη να το πάρω απόφαση να χορέψω. Πώς, δεν ήξερα
κανέναν; Αυτό ήταν εντελώς περιττό. Μα δεν υπήρχε κανένα κορίτσι που
να μου άρεσε;
Της έδειξα τη μία, την πιο όμορφη, που στεκόταν ακριβώς δίπλα μας και
ήταν τόσο γοητευτική με την όμορφη βελούδινη φουστίτσα της, με τα
κοντά κομμένα, γεμάτα υγεία ξανθά μαλλιά της και τα σφριγηλά γυναικεία
μπράτσα της. Η Ερμίνε είχε την απαίτηση να πάω αμέσως να τη ζητήσω σε
χορό. Εγώ αντιστεκόμουν απελπισμένος.
«Μα δεν μπορώ!», έλεγα με απόγνωση. «Αν ήμουν ένας όμορφος νέος,
ναι! Αλλά, έτσι όπως είμαι, ένας δυσκίνητος γεροηλίθιος, που δεν μπορεί
να χορέψει, θα με περιγελάσει!»
Η Ερμίνε με κοίταξε περιφρονητικά.
«Κι αν σε περιγελάσω εγώ, αυτό φυσικά σου είναι αδιάφορο. Τι δειλός
που είσαι! Ο καθένας που πλησιάζει ένα κορίτσι ριψοκινδυνεύει να γίνει
γελοίος· αυτό είναι το τίμημα. Λοιπόν, Χάρρυ, ριψοκινδύνεψέ το, και το
πολύ πολύ να γελοιοποιηθείς, διαφορετικά πάει περίπατο η εμπιστοσύνη
μου στην υπακοή σου».
Δεν υποχωρούσε. Σηκώθηκα στενοχωρημένος και πλησίασα το κορίτσι
ακριβώς την ώρα που άρχιζε πάλι η μουσική.
«Η αλήθεια είναι πως δεν είμαι ελεύθερη», μου είπε εκείνη και με κοίταξε
με περιέργεια με τα μεγάλα δροσερά μάτια της, «αλλά ο καβαλιέρος μου
φαίνεται πως κόλλησε στο μπαρ. Ελάτε λοιπόν!».
Την αγκάλιασα κι έκανα τα πρώτα βήματα, απορώντας ακόμη που δεν με
είχε διώξει, εκείνη, φαίνεται, κατάλαβε την κατάστασή μου και ανέλαβε να
οδηγεί τον χορό. Χόρευε υπέροχα και με συνεπήρε, για μια στιγμή ξέχασα
όλα τα χορευτικά μου καθήκοντα και τους κανόνες και έπλεα μόνο μαζί
της, ένιωθα τους σφιχτούς γοφούς, τα γρήγορα ευκίνητα γόνατα της
παρτενέρ μου, κοίταξα το νεανικό ακτινοβόλο πρόσωπό της και της
ομολόγησα πως σήμερα χόρευα για πρώτη φορά στη ζωή μου. Εκείνη
χαμογέλασε, μου έδωσε θάρρος και απάντησε στις γοητευμένες ματιές μου
και στα κολακευτικά λόγια μου με μια θαυμαστή εκφραστικότητα, όχι με
λόγια, αλλά με αργές μαγευτικές κινήσεις, που μας έφερναν όλο και πιο
ερεθιστικά κοντά. Έσφιγγα το δεξί μου χέρι σταθερά γύρω από τη μέση
της, ακολουθούσα ευτυχισμένος και γεμάτος ζήλο τις κινήσεις των ποδιών
της, των χεριών της, των ώμων της, παρατήρησα με μεγάλη μου κατάπληξη
πως δεν της πάτησα το πόδι ούτε μία φορά, κι όταν τελείωσε η μουσική,
μείναμε και οι δύο όρθιοι και χειροκροτούσαμε ώσπου να ξαναρχίσει ο
χορός, κι εγώ επανέλαβα με ζήλο την τελετουργία, ερωτευμένος και
γεμάτος κατάνυξη.
Όταν ο χορός τελείωσε, πάρα πολύ σύντομα για μένα, το όμορφο
βελουδένιο κορίτσι απομακρύνθηκε και ξαφνικά βρέθηκε στο πλάι μου η
Ερμίνε, που όλη την ώρα μάς παρακολουθούσε.
«Το πήρες είδηση;», είπε γελώντας επιδοκιμαστικά. «Ανακάλυψες ότι τα
γυναικεία πόδια δεν είναι πόδια τραπεζιού; Μπράβο λοιπόν! Τώρα, δόξα τω
Θεώ, ξέρεις το φοξ τροτ, αύριο θα προχωρήσουμε στο μπόστον και σε τρεις
εβδομάδες έχουμε χορό μεταμφιεσμένων στο Γκλόμπους».
Ήταν διάλειμμα, είχαμε καθίσει, και τώρα ήρθε κι ο όμορφος νεαρός
κύριος Πάμπλο, ο σαξοφωνίστας, μας χαιρέτησε με το κεφάλι και κάθισε
δίπλα στην Ερμίνε. Έδειχνε να είναι στενός φίλος της. Ομολογώ όμως πως
εμένα δεν μου άρεσε καθόλου εκείνη η πρώτη συνάντησή μας. Ήταν
όμορφος, δεν μπορώ να πω ψέματα, ωραίο παράστημα και ωραίο πρόσωπο,
άλλα προτερήματα όμως δεν μπορούσα να ανακαλύψω πάνω του. Ακόμα
και οι πολλές γλώσσες που μιλούσε δεν ήταν παρά μια επιφανειακότητα·
συγκεκριμένα δεν έλεγε τίποτε αλλό εκτός από μερικές σκόρπιες λέξεις,
όπως «παρακαλώ», «ευχαριστώ», «μάλιστα», «σίγουρα», «χαίρετε» και
άλλα παρόμοια, που ωστόσο τα γνώριζε σε διάφορες γλώσσες. Όχι, ο
σενιόρ Πάμπλο δεν μιλούσε καθόλου, και φαίνεται πως ούτε και
πολυσκεφτόταν αυτός ο όμορφος καμπαλέρο. Η ασχολία του ήταν να παίζει
σαξόφωνο σε τούτη την ορχήστρα της τζαζ και, όπως φαίνεται, εξασκούσε
αυτό το επάγγελμα με αγάπη και πάθος· καμιά φορά, ενώ έπαιζε η μουσική,
αυτός χτυπούσε ξαφνικά τα χέρια ή επέτρεπε στον εαυτό του και άλλα
ξεσπάσματα ενθουσιασμού, έβγαζε δηλαδή τραγουδιστά δυνατούς ήχους,
όπως: «Ω ω ω, χα χα, χαλό!». Κατά τα άλλα όμως φαίνεται πως δεν είχε
άλλον προορισμό στον κόσμο εκτός από το να είναι ωραίος, να αρέσει στις
γυναίκες, να φοράει κολάρα και γραβάτες της τελευταίας μόδας, καθώς και
πολλά δαχτυλίδια στα χέρια του. Η συντροφιά του περιοριζόταν στο να
κάθεται μαζί μας, να μας χαμογελά, να κοιτάζει το ρολόι του και να στρίβει
τσιγάρα, αυτό το έκανε πολύ επιδέξια. Τα μάτια του, μαύρα όμορφα μάτια
κρεολού, τα μαύρα σγουρά μαλλιά του δεν έκρυβαν κανέναν ρομαντισμό,
κανένα πρόβλημα, καμία σκέψη – αν τον παρατηρούσες από κοντά, ο
ωραίος εξωτικός ημίθεος ήταν ένας ικανοποιημένος κακομαθημένος νεαρός
με ευχάριστους τρόπους, τίποτε άλλο. Κουβέντιασα μαζί του για το όργανο
που έπαιζε και για τις αποχρώσεις του ήχου στην τζαζ, έπρεπε να καταλάβει
ότι είχε να κάνει μ’ έναν άνθρωπο που ήξερε από παλιά να απολαμβάνει τη
μουσική και γνώριζε καθετί που την αφορούσε. Εκείνος όμως δεν έδωσε
καμιά σημασία σε αυτά και, ενώ εγώ, για να φανώ ευγενικός απέναντί του
ή μάλλον απέναντι στην Ερμίνε, επιχειρούσα να δικαιώσω μουσικολογικά
την τζαζ, αυτός χαμογελούσε αμέτοχος σ’ εμένα και στην προσπάθειά μου,
πιθανόν να του ήταν εντελώς άγνωστο πως υπήρχαν και μερικά άλλα είδη
μουσικής πριν από την τζαζ. Ήταν σίγουρα συμπαθητικός, συμπαθητικός
και με καλούς τρόπους, χαμογελούσε όμορφα μέσα από τα μεγάλα κενά
μάτια του· αλλά ανάμεσά μας δεν φαινόταν να υπάρχει τίποτα το κοινό –
τίποτε απ’ όσα ήταν σπουδαία και ιερά γι’ αυτόν δεν θα μπορούσε να είναι
το ίδιο και για μένα, προερχόμασταν από διαφορετικά μέρη της γης, καμία
λέξη δεν ήταν κοινή στις γλώσσες μας. (Αργότερα όμως μου διηγήθηκε η
Ερμίνε κάτι παράξενο. Μου διηγήθηκε πως ύστερα από αυτή τη συζήτηση
ο Πάμπλο τής είπε ότι θα έπρεπε να είναι πολύ προσεκτική στη σχέση της
μαζί μου, γιατί ήμουν πολύ δυστυχισμένος. Κι όταν τον ρώτησε πώς το
κατάλαβε, εκείνος της είπε: «Τον δύστυχο τον άνθρωπο. Πρόσεξε τα μάτια
του! Δεν μπορεί να γελάσει!».)
Όταν ο μαυρομάτης μάς αποχαιρέτησε και η μουσική ξανάρχισε, η
Ερμίνε σηκώθηκε: «Τώρα, Χάρρυ, μπορείς να χορέψεις άλλη μια φορά
μαζί μου. Ή μήπως δεν θέλεις άλλο;».
Και μ’ εκείνη χόρευα τώρα πιο ανάλαφρα, πιο ελεύθερα και πιο
χαρούμενα, αν και όχι τόσο αβίαστα και αμέριμνα όσο με την άλλη. Η
Ερμίνε αφέθηκε να την οδηγώ και συγχρονίστηκε απαλά κι εύκολα, σαν
ένα πέταλο λουλουδιού· και σ’ αυτήν ανακάλυπτα κι ένιωθα τώρα όλες
εκείνες τις ομορφιές να με πλησιάζουν και πάλι να σβήνουν, κι αυτή είχε το
άρωμα της γυναίκας και του έρωτα, κι ο δικός της χορός τραγουδούσε
τρυφερά και παθιασμένα το χαριτωμένο και δελεαστικό τραγούδι των
φύλων – ωστόσο δεν μπορούσα να ανταποκριθώ σε όλα αυτά εντελώς
ελεύθερα και χαρούμενα, δεν μπορούσα να ξεχαστώ απόλυτα και να
αφεθώ. Η Ερμίνε με είχε πλησιάσει πια πάρα πολύ, ήταν ο σύντροφός μου,
η αδελφή μου, ήταν ίδια μ’ εμένα, μου έμοιαζε και έμοιαζε και με τον
νεανικό μου φίλο, τον Έρμαν, τον ονειροπόλο, τον ποιητή, τον φλογερό
σύντροφο των πνευματικών αναζητήσεων και των παρεκτροπών μου.
«Το ξέρω», είπε όταν της μίλησα γι’ αυτό, «το ξέρω καλά. Θα σε κάνω
βέβαια να μ’ ερωτευτείς, αλλά αυτό δεν είναι κάτι βιαστικό. Πάνω απ’ όλα
είμαστε σύντροφοι, είμαστε δύο άνθρωποι που ελπίζουν να γίνουν φίλοι,
γιατί έχουν καταλάβει ο ένας τον άλλο. Τώρα θέλουμε να μάθουμε ο ένας
από τον άλλον και να παίξουμε ένα κοινό παιχνίδι. Θα σου δείξω το μικρό
μου θέατρο, θα σε μάθω να χορεύεις και να είσαι λιγάκι ευχαριστημένος
και ανόητος, κι εσύ θα μου δείξεις τις σκέψεις σου και κάτι από τη γνώση
σου».
«Αχ, Ερμίνε, δεν υπάρχουν πολλά να σου δείξω, εσύ ξέρεις πολύ
περισσότερα από μένα. Τι περίεργος άνθρωπος που είσαι, παιδί μου! Σε
όλα με καταλαβαίνεις και με ξεπερνάς. Τι είμαι λοιπόν για σένα; Δεν σου
είμαι βαρετός;»
Εκείνη κοίταζε το πάτωμα με το βλέμμα σκοτεινιασμένο.
«Δεν μου είναι ευχάριστο να σε ακούω να μιλάς έτσι. Σκέψου το βράδυ
όπου με αντάμωσες τυχαία, τσακισμένος και απελπισμένος από τα βάσανα
και τη μοναξιά, κι έγινες σύντροφος μου! Γιατί λοιπόν νομίζεις πως
μπόρεσα τότε να σε αναγνωρίσω και να σε καταλάβω;»
«Γιατί, Ερμίνε; Πες μου!»
«Γιατί είμαι κι εγώ σαν εσένα. Γιατί είμαι τόσο μόνη όσο κι εσύ και
μπορώ να πάρω στα σοβαρά και να αγαπήσω τη ζωή, τους ανθρώπους και
τον εαυτό μου τόσο λίγο όσο κι εσύ. Πάντα βρίσκονται κάτι τέτοιοι
άνθρωποι που απαιτούν το ύψιστο από τη ζωή και δύσκολα
συμμορφώνονται με την ηλιθιότητα και την ωμότητά της».
«Αχ, εσύ! Εσύ!», φώναξα με βαθύ θαυμασμό. «Σε καταλαβαίνω,
σύντροφε, κανείς δεν σε καταλαβαίνει όπως εγώ. Κι όμως είσαι ένα αίνιγμα
για μένα. Τα βγάζεις πέρα τόσο παιχνιδιάρικα με τη ζωή, έχεις αυτόν τον
θαυμάσιο σεβασμό απέναντι στα μικροπράγματα και τις μικροαπολαύσεις,
είσαι μια καλλιτέχνης της ζωής. Πώς είναι δυνατόν να υποφέρεις στη ζωή
σου; Πώς μπορείς να απελπίζεσαι;»
«Δεν απελπίζομαι, Χάρρυ. Όσον αφορά όμως τα βάσανα της ζωής – ω
ναι, σε αυτό έχω πείρα. Απορείς γιατί δεν είμαι ευτυχισμένη, αφού ξέρω να
χορεύω και βρίσκω τόσο καλά τον δρόμο μου στην επιφάνεια της ζωής. Κι
εγώ, φίλε μου, απορώ γιατί σ’ έχει απογοητεύσει τόσο η ζωή, εσένα που
είσαι εξοικειωμένος με τα ωραιότερα και σημαντικότερα πράγματα, με το
πνεύμα, με την τέχνη, με τη σκέψη! Γι’ αυτό πλησιάσαμε ο ένας τον άλλον,
γι’ αυτό είμαστε αδέλφια. Θα σε μάθω να χορεύεις και να παίζεις και να
χαμογελάς, κι ωστόσο να μην είσαι ικανοποιημένος. Κι εγώ θα μάθω από
σένα τη σκέψη και τη γνώση, κι όμως να μην είμαι ικανοποιημένη. Το
ξέρεις πως είμαστε δύο παιδιά του διαβόλου;»
«Ναι, αυτό είμαστε. Ο διάβολος είναι το πνεύμα κι εμείς είμαστε τα
δυστυχισμένα παιδιά του. Έχουμε ξεφύγει από τη φύση και κρεμόμαστε
στο κενό. Αλλά τώρα κάτι θυμήθηκα: Στην Πραγματεία για τον Λύκο της
Στέπας για την οποία σου διηγήθηκα αναφέρεται κάπου πως είναι μόνο μια
φαντασίωση του Χάρρυ όταν αυτός πιστεύει πως έχει μία ή δύο ψυχές, πως
αποτελείται από μία ή δύο προσωπικότητες. Κάθε άνθρωπος αποτελείται
από δέκα, από εκατό, από χίλιες ψυχές».
«Αυτό μου αρέσει πολύ», φώναξε η Ερμίνε. «Σ’ εσένα, για παράδειγμα,
το πνεύμα είναι πολύ ανώτερα εξελιγμένο και γι’ αυτό έχεις μείνει πολύ
πίσω στα διάφορα μικρά τεχνάσματα της ζωής. Ο διανοούμενος Χάρρυ
είναι εκατό χρονών, αλλά ο χορευτής Χάρρυ μόλις και είναι μισής μέρας.
Αυτόν θέλουμε τώρα να προωθήσουμε, καθώς και όλα τα μικρά αδελφάκια
του που είναι το ίδιο μικρά και κουτά και ανώριμα σαν κι αυτόν».
Με κοίταξε χαμογελαστή και ρώτησε σιγανά με αλλαγμένη φωνή:
«Και πώς σου φάνηκε η Μαρία;»
«Η Μαρία; Ποια είναι αυτή;»
«Είναι αυτή με την οποία χόρευες. Ένα ωραίο κορίτσι, ένα πολύ ωραίο
κορίτσι. Απ’ ό,τι μπόρεσα να δω, την ερωτεύτηκες λιγάκι».
«Την ξέρεις λοιπόν;»
«Α ναι, γνωριζόμαστε αρκετά καλά. Σ’ ενδιαφέρει πολύ;»
«Μου άρεσε και ήμουν χαρούμενος επειδή ήταν τόσο επιεικής με τον
χορό μου».
«Μπα, αν ήταν μόνο αυτό! Θα έπρεπε να τη φλερτάρεις λιγάκι, Χάρρυ.
Είναι πολύ όμορφη και χορεύει τόσο καλά, και είσαι κιόλας λίγο
ερωτευμένος μαζί της. Πιστεύω πως θα έχεις επιτυχία».
«Α, δεν έχω τέτοια φιλοδοξία».
«Τώρα είπες ένα μικρό ψέμα. Ξέρω βέβαια πως κάπου στον κόσμο έχεις
μια ερωμένη που σε περιμένει και τη συναντάς μία φορά στους έξι μήνες
για να τσακωθείς μαζί της. Φυσικά είναι πολύ όμορφο εκ μέρους σου να
θέλεις να μείνεις πιστός σ’ αυτή την παράξενη φίλη σου, αλλά επίτρεψέ
μου να μην το πάρω τόσο πολύ στα σοβαρά! Γενικά έχω την υποψία πως
παραπαίρνεις στα σοβαρά τον έρωτα. Αυτό μπορείς να το κάνεις, μπορείς
να αγαπάς με τον δικό σου ιδανικό τρόπο όσο θέλεις, αυτό είναι δικό σου
πρόβλημα, αυτό εμένα δεν με απασχολεί. Εκείνο που εγώ πρέπει να
φροντίσω είναι να μάθεις κάπως καλύτερα τις μικρές, εύκολες τέχνες και τα
παιχνίδια της ζωής, σε τούτον τον τομέα είμαι η δασκάλα σου και θα φανώ
για σένα μια καλύτερη δασκάλα απ’ ό,τι υπήρξε η ερωμένη σου, να είσαι
βέβαιος γι’ αυτό! Έχεις πραγματική ανάγκη να πλαγιάσεις και πάλι μ’ ένα
όμορφο κορίτσι, Λύκε της Στέπας!»
«Ερμίνε», φώναξα βασανισμένος, «κοίταξέ με, είμαι ένας γέρος
άνθρωπος!».
«Είσαι ένα αγοράκι. Κι ακριβώς όπως ήσουν πολύ νωθρός για να μάθεις
να χορεύεις, ώσπου κόντεψε να είναι πολύ αργά, έτσι επίσης ήσουν νωθρός
για να μάθεις να αγαπάς. Φίλε μου, δεν αμφιβάλλω πως σίγουρα ξέρεις
έξοχα να αγαπάς ιδανικά και τραγικά, γι’ αυτό σου βγάζω το καπέλο! Τώρα
όμως θα μάθεις να αγαπάς και λίγο συνηθισμένα κι ανθρώπινα. Η αρχή
έγινε κιόλας, σύντομα μπορεί κανείς να σε στείλει και σ’ έναν χορό. Πρώτα
πρέπει όμως να μάθεις το μπόστον, μ’ αυτό θα αρχίσουμε αύριο. Θα έρθω
στις τρεις. Αλήθεια, η μουσική εδώ σου άρεσε;»
«Εξαιρετικά».
«Βλέπεις, ακόμα κι αυτό είναι μια πρόοδος, έμαθες περισσότερα. Ως
τώρα όλη αυτή τη χορευτική μουσική και την τζαζ δεν μπορούσες να την
υποφέρεις, για σένα δεν ήταν αρκετά σοβαρή και δεν είχε βάθος, και τώρα
είδες πως δεν χρειάζεται καθόλου να την παίρνεις στα σοβαρά κι ότι μπορεί
να είναι πολύ χαριτωμένη και γοητευτική. Μεταξύ μας, χωρίς τον Πάμπλο
η ορχήστρα ολόκληρη δεν θα άξιζε τίποτε. Αυτός τη διευθύνει, αυτός της
δίνει φλόγα».

Όπως κατέστρεψε το γραμμόφωνο την ατμόσφαιρα της ασκητικής


πνευματικότητας του δωματίου μου, όπως εισέβαλαν οι αμερικανικοί χοροί,
ξένοι κι ενοχλητικοί, σχεδόν εκμηδενιστικοί, στον φροντισμένο μουσικό
μου κόσμο, έτσι εισέβαλε απ’ όλες τις μεριές το νέο στοιχείο, το φοβερό, το
διαλυτικό στη μέχρι τώρα τόσο αυστηρά προκαθορισμένη και τόσο
απόλυτα απομονωμένη ζωή μου. Η Πραγματεία για τον Λύκο της Στέπας και
η Ερμίνε είχαν δίκιο με τη διδασκαλία τους για τις χιλιάδες ψυχές· μέσα
μου παρουσιάζονταν καθημερινά κοντά σε όλες τις παλιές και μερικές
ακόμα νέες ψυχές, είχαν αξιώσεις, έκαναν φασαρία, κι εγώ έβλεπα τώρα
καθαρά μπροστά μου, σαν μια εικόνα, τη φαντασίωση της μέχρι σήμερα
προσωπικότητάς μου. Κάποιες ικανότητες και πρακτικές στις οποίες τυχαία
ήμουν δυνατός ήταν το μόνο που παραδεχόμουν. Είχα ζωγραφίσει την
εικόνα ενός Χάρρυ και είχα ζήσει τη ζωή ενός Χάρρυ που στην
πραγματικότητα δεν ήταν παρά ένας πολύ ελαφρά εκπαιδευμένος ειδικός
της ποίησης, της μουσικής και της φιλοσοφίας – όλο το υπόλοιπο του
ατόμου μου, όλο το υπόλοιπο χάος των δυνατοτήτων, των ενστίκτων, των
επιδιώξεων, το είχα θεωρήσει ενοχλητικό και το είχα καλύψει με το όνομα
του Λύκου της Στέπας.
Ωστόσο αυτή η αποκήρυξη της φαντασίωσής μου, αυτή η διάλυση της
προσωπικότητάς μου, δεν ήταν με κανέναν τρόπο απλώς μια ευχάριστη και
διασκεδαστική περιπέτεια, αντίθετα ήταν συχνά πικρά οδυνηρή, συχνά
ήταν αφόρητη σχεδόν. Το γραμμόφωνο ηχούσε πολλές φορές αληθινά
διαβολικά μέσα σε τούτο το περιβάλλον όπου τα πάντα ήταν συντονισμένα
για εντελώς άλλους τόνους. Και πότε πότε, όταν χόρευα το ουάνστέπ μου
σε κάποιο ρεστοράν της μόδας, ανάμεσα σε όλους αυτούς τους κοσμικούς
γλεντζέδες και τους μεγαλοαπατεώνες, έβλεπα τον εαυτό μου σαν έναν
προδότη όλων αυτών που υπήρξαν σεβαστά και ιερά στη ζωή μου. Αν με
άφηνε η Ερμίνε μόνο μου έστω και για οκτώ μέρες, θα είχα παρατήσει στο
άψε σβήσε αυτές τις κοπιαστικές και γελοίες προσπάθειες για μια
γλεντζέδικη ζωή. Αλλά η Ερμίνε ήταν πανταχού παρούσα· παρόλο που δεν
την έβλεπα καθημερινά, εκείνη πάντα μ’ έβλεπε, με καθοδηγούσε, με
φύλαγε και μου έδινε τη γνώμη της – ακόμα κι όλες τις οργισμένες σκέψεις
μου για επανάσταση και φυγή τις διάβαζε χαμογελαστή στο πρόσωπό μου.
Με την προοδευτική καταστροφή εκείνου που άλλοτε ονόμαζα
προσωπικότητά μου άρχισα να καταλαβαίνω γιατί, παρ’ όλη την απελπισία
μου, φοβόμουν τόσο φριχτά τον θάνατο και άρχισα να συνειδητοποιώ πως
ακόμα κι αυτός ο φριχτός και αισχρός φόβος του θανάτου ήταν ένα κομμάτι
της παλιάς, αστικής, ψεύτικης ύπαρξής μου. Αυτός ο κύριος Χάλλερ, ως
τώρα προικισμένος συγγραφέας, γνώστης του Μότσαρτ και του Γκαίτε, που
είχε γράψει αξιοπρόσεκτες παρατηρήσεις για τη μεταφυσική της τέχνης, για
τη μεγαλοφυΐα και την τραγικότητα, για τον ανθρωπισμό, ο μοναχικός
ερημίτης μέσα στο γεμάτο βιβλία κελί του, παραδόθηκε βήμα βήμα στην
αυτοκριτική, χωρίς να μπορεί να καταξιωθεί πουθενά. Αυτός ο
προικισμένος κι ενδιαφέρων κύριος Χάλλερ είχε διακηρύξει βέβαια τη
λογική και τον ανθρωπισμό και είχε προβεί σε διαμαρτυρίες κατά της
ωμότητας του πολέμου, κατά τη διάρκεια του πολέμου όμως δεν είχε
στηθεί στον τοίχο και δεν είχε τουφεκιστεί, πράγμα που θα ήταν η
ουσιαστική συνέπεια των σκέψεών του, αλλά είχε βρει κάποιον τρόπο
προσαρμογής, έναν εξαιρετικά αξιοπρεπή και φυσικά ανώτερο τρόπο, που
ωστόσο ήταν πάντα ένας συμβιβασμός. Επιπλέον ήταν ένας αντίπαλος της
εξουσίας και της εκμετάλλευσης, αλλά είχε στην τράπεζα ένα σωρό μετοχές
βιομηχανικών επιχειρήσεων και γευόταν τους τόκους τους χωρίς πολλές
τύψεις στη συνείδησή του. Το ίδιο ίσχυε για όλα. Ο Χάρρυ Χάλλερ βέβαια
είχε μεταμφιεστεί θαυμάσια σε ιδεολόγο, σε έναν που περιφρονεί τον
κόσμο, σε έναν πονεμένο ερημίτη και σε θυελλώδη προφήτη, μα στην
πραγματικότητα ήταν ένας μπουρζουάς, θεωρούσε αξιοκατάκριτη μια ζωή
σαν της Ερμίνε, αγανακτούσε για τις σπαταλημένες νύχτες στα ρεστοράν,
για τα χρήματα που ξοδεύονταν σ’ εκείνα τα μέρη, είχε ένοχη συνείδηση
και δεν επιθυμούσε καθόλου την απελευθέρωση και την ολοκλήρωσή του,
αλλά αντίθετα ποθούσε διακαώς την επιστροφή στις βολικές εποχές, όταν
τα πνευματικά παιχνιδάκια τού έκαναν ακόμη κέφι και του χάριζαν φήμη.
Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο αναπολούσαν οι αναγνώστες των εφημερίδων
τους οποίους εκείνος περιφρονούσε και χλεύαζε την ιδανική εποχή πριν
από τον πόλεμο, γιατί αυτό ήταν πιο εύκολο από το να διδαχτούν από τα
παθήματά τους. Διάβολε, αυτός ο Χάρρυ Χάλλερ ήταν εμετικός! Κι όμως
ακόμη ήμουν προσκολλημένος πάνω στη μάσκα του, που ήδη διαλυόταν,
στην πνευματική κοκεταρία του, στον αστικό φόβο του για την αταξία και
το τυχαίο (εδώ ανήκε και ο θάνατος), και συνέκρινα τον εκκολαπτόμενο
νέο Χάρρυ, αυτόν τον κάπως ντροπαλό κι αστείο ερασιτέχνη των
χορευτικών κέντρων, ειρωνικά και γεμάτος φθόνο, μ’ εκείνη την παλιά, την
ψευτοϊδανική εικόνα του Χάρρυ, πάνω στην οποία είχα ανακαλύψει στο
μεταξύ όλα τα μοιραία χαρακτηριστικά που τόσο με είχαν ενοχλήσει στο
χαρακτικό του Γκαίτε, τότε, στο σπίτι του καθηγητή. Αυτός ο ίδιος ο παλιός
Χάρρυ υπήρξε ακριβώς ένας τέτοιος αστικά εξιδανικευμένος Γκαίτε, ένας
ήρωας του πνεύματος με υπερβολικά ευγενικό βλέμμα, που γυαλίζει από
υπεροχή, πνεύμα και ανθρωπισμό όπως η μπριγιαντίνη και σχεδόν τον
συγκινεί η ανωτερότητα της ίδιας του της ψυχής! Διάβολε, αυτή λοιπόν η
χαριτωμένη εικόνα είχε αποκτήσει, μα την αλήθεια, άσχημες τρύπες, ο
ιδανικός κύριος Χάλλερ βρισκόταν σε ελεεινή αποσύνθεση! Έμοιαζε με
αξιωματούχο τον οποίο κατέκλεψαν οι ληστές του δρόμου και τώρα, με το
κουρελιασμένο παντελόνι του, αντί να φανεί έξυπνος και να μάθει τον ρόλο
του καταρρακωμένου, φορούσε τα κουρέλια του σαν να κρέμονταν ακόμη
παράσημα πάνω τους και συνέχιζε να διεκδικεί αξιοθρήνητα τη χαμένη
αξιοπρέπεια.
Συναντούσα επανειλημμένα τον μουσικάντη Πάμπλο και αναγκάστηκα
να αναθεωρήσω τη γνώμη μου για κείνον, μόνο και μόνο επειδή η Ερμίνε
τον συμπαθούσε ιδιαίτερα και αποζητούσε διακαώς τη συντροφιά του. Είχα
καταχωρίσει στο μυαλό μου τον Πάμπλο σαν ένα όμορφο μηδενικό, έναν
μικρό, κάπως ματαιόδοξο ομορφονιό, ένα ικανοποιημένο παιδί χωρίς
κανένα πρόβλημα, που βρυχόταν χαρούμενο με την πανηγυριώτικη
τρομπέτα του και που μπορούσε κανείς εύκολα να το εξουσιάσει με
επαίνους και σοκολάτες. Αλλά ο Πάμπλο δεν ζητούσε τη γνώμη μου, του
ήταν τόσο αδιάφορη όσο και οι μουσικές θεωρίες μου. Με άκουγε ευγενικά
και φιλικά, χαμογελώντας ολοένα, χωρίς όμως να μου δίνει ποτέ μια
κανονική απάντηση. Εντούτοις φαίνεται πως του είχα κινήσει το
ενδιαφέρον, κι έκανε φανερές προσπάθειες να μου είναι αρεστός και να μου
δείξει την εύνοιά του. Όταν κάποια φορά σε μία από κείνες τις άκαρπες
συζητήσεις εκνευρίστηκα και σχεδόν έγινα αγενής, με κοίταξε κατάματα
έκπληκτος και λυπημένος, πήρε το αριστερό μου χέρι και το χάιδεψε και,
βγάζοντας ένα μικρό επίχρυσο κουτί, μου πρόσφερε να εισπνεύσω απ’ τη
μύτη κάτι που τάχα θα μου έκανε καλό. Ρώτησα με ένα βλέμμα την Ερμίνε,
εκείνη μου έγνεψε καταφατικά, κι εγώ πήρα και δοκίμασα. Πραγματικά σε
λίγο ένιωσα πιο φρέσκος και πιο χαρούμενος, μέσα σ’ αυτή τη σκόνη θα
υπήρχε προφανώς και λίγη κοκαΐνη. Η Ερμίνε μού εξήγησε πως ο Πάμπλο
διέθετε πολλά τέτοια γιατρικά, που τα προμηθευόταν από κάποιες μυστικές
πηγές και πότε πότε τα πρόσφερε σε φίλους· στο να ανακατεύει την
κατάλληλη δόση ήταν μάστορας: Δημιουργούσε ουσίες που καταπράυναν
τον πόνο, που προκαλούσαν ύπνο, που έφερναν όμορφα όνειρα, που
έφτιαχναν τη διάθεση και σ’ έκαναν ερωτευμένο.
Μια φορά τον συνάντησα στον δρόμο, στην όχθη, κι κείνος χωρίς καμιά
συζήτηση με συντρόφεψε. Τούτη τη φορά κατάφερα επιτέλους να τον κάνω
να μιλήσει.
«Κύριε Πάμπλο», του είπα, ενώ εκείνος έπαιζε μ’ ένα λεπτό μαύρο και
ασημένιο μπαστουνάκι, «είστε φίλος της Ερμίνε, αυτός είναι ο λόγος που
ενδιαφέρομαι για σας. Αλλά, οφείλω να το πω, δεν μου κάνετε ακριβώς
εύκολη τη συζήτηση. Έκανα πολλές φορές την προσπάθεια να κουβεντιάσω
μαζί σας για μουσική – θα μ’ ενδιέφερε η γνώμη σας, οι αντιρρήσεις σας,
να ακούσω την κρίση σας· εσείς όμως αποφύγατε να μου δώσετε έστω και
την παραμικρή απάντηση».
Μου γέλασε εγκάρδια και τούτη τη φορά δεν με άφησε δίχως απάντηση,
αλλά είπε ήρεμα: «Κοιτάξτε, κατά τη γνώμη μου, δεν έχει απολύτως καμιά
αξία να μιλάει κανείς για τη μουσική. Εγώ δεν μιλώ ποτέ για τη μουσική. Τι
θα μπορούσα άλλωστε να αποκριθώ στα έξυπνα και σωστά λόγια σας;
Είχατε τόσο πολύ δίκιο με όλα όσα είπατε. Αλλά, βλέπετε, εγώ είμαι
μουσικός, όχι θεωρητικός, και δεν πιστεύω πως το να έχει κανείς σωστές
απόψεις έχει την παραμικρή αξία για τη μουσική. Στη μουσική δεν έχουν
σημασία οι σωστές απόψεις, το γούστο, η μόρφωση κι όλα τα άλλα».
«Έστω. Αλλά τι έχει τελικά σημασία;»
«Σημασία έχει το να παίζεις μουσική, κύριε Χάλλερ, το να παίζεις όσο
καλύτερα, όσο περισσότερο και όσο πιο εντατικά είναι δυνατόν! Αυτό
είναι, monsieur. Αν έχω μέσα στο κεφάλι μου όλα τα έργα του Μπαχ και
του Χάυντν και μπορώ να πω τα πιο σοφά πράγματα πάνω σ’ αυτά, δεν
εξυπηρετώ έτσι κανέναν άνθρωπο. Όταν παίρνω όμως το πνευστό μου και
παίζω ένα ζωηρό σίμι, τότε το σίμι, άσχετα αν είναι καλό ή κακό, δίνει χαρά
στους ανθρώπους, μπαίνει στο αίμα και στα πόδια τους. Αυτό και μόνο έχει
σημασία. Παρατηρήστε καμιά φορά τα πρόσωπα σε μια αίθουσα χορού τη
στιγμή που αρχίζει να παίζει πάλι η μουσική ύστερα από μια μακριά παύση
– πώς αστράφτουν τότε τα μάτια, πώς τινάζονται τα πόδια, πώς αρχίζουν να
γελούν τα πρόσωπα! Γι’ αυτόν τον λόγο παίζει κανείς μουσική».
«Πολύ καλά, κύριε Πάμπλο. Όμως δεν υπάρχει μόνο αισθησιακή
μουσική, υπάρχει και μουσική για το πνεύμα. Δεν υπάρχει μόνο η μουσική
που παίζεται μια ορισμένη στιγμή, αλλά υπάρχει και η αθάνατη, αυτή που
συνεχίζει να ζει ακόμα κι όταν δεν παίζεται. Μπορεί κανείς να είναι
ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, μόνος, και να ξυπνήσει μέσα στη σκέψη του
μια μελωδία από τον Μαγικό αυλό ή από τα Κατά Ματθαίον πάθη, και τότε
συντελείται μουσική χωρίς κάποιος άνθρωπος να παίξει τον αυλό ή να
κινήσει το δοξάρι του βιολιού».
«Ασφαλώς, κύριε Χάλλερ. Αλλά και το Yearning και η Valencia
επαναλαμβάνονται βουβά κάθε βράδυ από πολλούς μοναχικούς και
ονειροπόλους ανθρώπους· ακόμα και η φτωχή δακτυλογράφος έχει το
τελευταίο ουάνστεπ στο μυαλό της και στο γραφείο χτυπά τα πλήκτρα της
μηχανής στον ρυθμό του. Έχετε δίκιο, χαλάλι σε όλους αυτούς τους
μοναχικούς ανθρώπους η σιωπηλή μουσική τους, είτε είναι το Yearning,
είτε ο Μαγικός αυλός, είτε η Valencia! Από πού παίρνουν όμως αυτοί οι
άνθρωποι τη μοναχική, σιωπηλή μουσική τους; Την παίρνουν από μας τους
μουσικούς, πρέπει πρώτα να παιχτεί και να ακουστεί και να κυκλοφορήσει
στο αίμα πριν μπορέσει κάποιος να τη σκεφτεί και να την ονειρευτεί στο
σπίτι του, στο δωμάτιό του».
«Σύμφωνοι», είπα ψυχρά. «Ωστόσο δεν γίνεται να βάλουμε στο ίδιο
επίπεδο τον Μότσαρτ και το τελευταίο φοξ τροτ. Και δεν είναι ένα και το
αυτό αν παίζετε στους ανθρώπους θεία κι αιώνια μουσική ή φτηνές κι
εφήμερες μελωδίες».
Όταν παρατήρησε ο Πάμπλο τον εκνευρισμό στη φωνή μου, πήρε αμέσως
το πιο αξιαγάπητο ύφος του, μου χάιδεψε το μπράτσο κι έδωσε στη φωνή
του μια απίστευτη τρυφερότητα.
«Αχ, αγαπητέ μου κύριε, μπορεί να έχετε απόλυτο δίκιο όσον αφορά τα
επίπεδα. Ασφαλώς δεν έχω απολύτως καμία αντίρρηση όταν τοποθετείτε
τον Μότσαρτ, τον Χάυντν και τη Valencia σε όποιο επίπεδο σας αρέσει!
Εμένα μου είναι εντελώς αδιάφορο, δεν είμαι εγώ εκείνος που θα κρίνει
αυτά τα επίπεδα, κανένας δεν με ρώτησε γι’ αυτό. Ίσως να παίζεται ο
Μότσαρτ και μετά από εκατό χρόνια και ίσως η Valencia μετά από δύο
χρόνια να μην παίζεται πλέον – νομίζω πως αυτό μπορούμε να το
αφήσουμε άφοβα στη θέληση του καλού Θεού, αυτός είναι δίκαιος κι έχει
στο χέρι του τη διάρκεια της ύπαρξης όλων μας, ακόμα κι εκείνη του βαλς
κι εκείνη του φοξ τροτ, σίγουρα θα κάνει το σωστό. Εμείς οι μουσικοί όμως
πρέπει να κάνουμε το δικό μας, αυτό που είναι το καθήκον και ο σκοπός
μας: Πρέπει να παίζουμε αυτό που λαχταρούν οι άνθρωποι τη
συγκεκριμένη στιγμή, και πρέπει να το παίζουμε όσο το δυνατόν πιο καλά,
πιο όμορφα και πιο έντονα».
Παραιτήθηκα αναστενάζοντας. Με τούτον τον άνθρωπο δεν μπορούσες
να τα βγάλεις πέρα.

Μερικές στιγμές ήταν το παλιό και το καινούργιο, ο πόνος και η ηδονή, ο


φόβος και η χαρά θαυμάσια συγκερασμένα. Πότε βρισκόμουν στον ουρανό,
πότε ήμουν στην κόλαση, τις περισσότερες φορές και στα δύο ταυτόχρονα.
Ο παλιός Χάρρυ και ο καινούργιος ζούσαν πότε σε φριχτή διαμάχη και
πότε ειρηνικά ο ένας με τον άλλον. Καμιά φορά ο παλιός Χάρρυ φαινόταν
πέρα για πέρα νεκρός, πεθαμένος και θαμμένος, μα ξαφνικά βρισκόταν πάλι
μπροστά μου, με πρόσταζε, με τυραννούσε κι όλα τα ήξερε καλύτερα, και ο
καινούργιος, ο μικρός, ο νεαρός Χάρρυ ντρεπόταν, σώπαινε κι άφηνε τον
άλλον να τον κολλά στον τοίχο. Άλλοτε πάλι άρπαζε ο νεαρός Χάρρυ τον
παλιό από το λαρύγγι και τον έσφιγγε γερά, ακούγονταν πολλοί
αναστεναγμοί, γίνονταν θανάσιμοι αγώνες και πολλές σκέψεις για την
ξυριστική λεπίδα.
Συχνά όμως ο πόνος και η ευτυχία συντονίζονταν μέσα μου. Μια τέτοια
στιγμή ήταν εκείνη όταν, μερικές μέρες μετά την πρώτη μου δημόσια
χορευτική απόπειρα, μπήκα το βράδυ στην κρεβατοκάμαρά μου και με
απερίγραπτη έκπληξη, τρόμο και γεμάτος ευδαιμονία βρήκα στο κρεβάτι
μου ξαπλωμένη την όμορφη Μαρία.
Απ’ όλες τις εκπλήξεις με τις οποίες με είχε φέρει ως τώρα αντιμέτωπο η
Ερμίνε αυτή ήταν η πιο έντονη. Γιατί ούτε στιγμή δεν αμφέβαλλα πως
εκείνη μου είχε στείλει αυτό το παραδείσιο πουλί. Εκείνο το βράδυ κατ’
εξαίρεση δεν ήμουν με την Ερμίνε, αλλά είχα ακούσει στον καθεδρικό ναό
ένα καλό κοντσέρτο παλιάς εκκλησιαστικής μουσικής – ήταν μια όμορφη
και μελαγχολική εκδρομή στην παλιά ζωή μου, στο λιβάδι της νεότητάς
μου, στο λημέρι του ιδανικού Χάρρυ. Μέσα στον ψηλό γοτθικό χώρο της
εκκλησίας, που οι όμορφοι δικτυωτοί της θόλοι ταλαντεύονταν εδώ κι εκεί,
στοιχειωμένα ζωντανοί με το παιχνίδι των λιγοστών λαμπτήρων, είχα
ακούσει κομμάτια του Μπουξτεχούντε, του Πάχελμπελ, του Μπαχ και του
Χάυντν, είχα ξαναπερπατήσει στους παλιούς αγαπημένους δρόμους, είχα
ακούσει πάλι την υπέροχη φωνή μιας τραγουδίστριας του Μπαχ που κάποτε
υπήρξε φίλη μου και μαζί της είχα απολαύσει πολλές εξαιρετικές
συναυλίες. Η φωνή της παλιάς μουσικής, η απέραντη αξιοπρέπεια και
ιερότητά της μου ξύπνησαν όλες τις εξάρσεις, τη γοητεία και τους
ενθουσιασμούς της νιότης μου, καθόμουν θλιμμένος και βυθισμένος κάτω
από την ψηλή αψίδα της εκκλησίας για μία ώρα, σαν επισκέπτης σε τούτον
τον ευγενικό και μακάριο κόσμο που κάποτε υπήρξε η πατρίδα μου. Σε ένα
ντουέτο του Χάυντν μού ήρθαν ξαφνικά δάκρυα, δεν περίμενα το τέλος της
συναυλίας, απέφυγα να ξαναδώ την τραγουδίστρια (ω, πόσες λαμπρές
βραδιές είχαμε περάσει κάποτε με τους καλλιτέχνες ύστερα από τέτοια
κοντσέρτα!), γλίστρησα μακριά από τη μητρόπολη και, κουρασμένος,
περιφέρθηκα στα νυχτωμένα σοκάκια. Πίσω από τα παράθυρα των
ρεστοράν έπαιζαν οι ορχήστρες της τζαζ τη μελωδία της τωρινής ζωής μου.
Ω, τι θλιβερός σωρός από πλάνες είχε γίνει η ζωή μου!
Σ’ εκείνη τη νυχτερινή μου πορεία συλλογίστηκα για πολλή ώρα την
περίεργη σχέση μου με τη μουσική και αναγνώρισα άλλη μια φορά αυτή
την εξίσου συγκινητική όσο και μοιραία σχέση με τη μουσική σαν το
πεπρωμένο ολόκληρου του γερμανικού πνεύματος. Στο γερμανικό πνεύμα
κυριαρχεί το μητρικό δίκαιο, ο δεσμός με τη φύση, που έχει τη μορφή μιας
ηγεμονίας της μουσικής όπως δεν την έχει γνωρίσει ποτέ κανένας άλλος
λαός. Εμείς οι διανοούμενοι, αντί να αντισταθούμε σ’ αυτήν αντρίκια και
να υπακούσουμε στο πνεύμα, στον λόγο, στη γλώσσα και να ανοίξουμε τα
αυτιά μας, ονειρευόμαστε όλοι μια γλώσσα χωρίς λέξεις, που να λέει το
ανείπωτο και να δίνει μορφή στο άμορφο. Αντί να παίζει πιστά και έντιμα
το όργανό του, ο διανοούμενος Γερμανός αντιτασσόταν πάντα στον λόγο
και στη λογική και ερωτοτροπούσε με τη μουσική. Στη μουσική, στις
υπέροχες μουσικές δημιουργίες των ήχων, στα υπέροχα ανώτερα
συναισθήματα και στις διαθέσεις που ποτέ δεν αναγκάστηκαν να
πραγματοποιηθούν εντρύφησε το γερμανικό πνεύμα, παραμελώντας το
μεγαλύτερο μέρος από τα πραγματικά του καθήκοντα. Η πραγματικότητα
δεν ήταν οικεία σε όλους εμάς τους διανοούμενους, μας ήταν ξένη και
εχθρική, γι’ αυτό ήταν ο ρόλος του πνεύματος στη γερμανική μας
πραγματικότητα, στην ιστορία, στην πολιτική μας, στη δημόσια γνώμη μας
τόσο αξιοθρήνητος. Λοιπόν ναι, αυτές οι σκέψεις απασχολούσαν συχνά το
μυαλό μου και πότε πότε ένιωθα μια έντονη επιθυμία να λάβω μέρος στη
διαμόρφωση μιας πραγματικότητας, να κάνω για μια φορά σοβαρές και
υπεύθυνες πράξεις, αντί απλώς να ασχολούμαι συνέχεια με την αισθητική
και με πνευματικά καλλιτεχνήματα. Στο τέλος όμως με περίμενε η
παραίτηση και παραδινόμουν στη μοίρα. Οι κύριοι στρατηγοί και οι
μεγαλοβιομήχανοι είχαν απόλυτο δίκιο: Δεν αξίζαμε τίποτα εμείς οι
«διανοούμενοι», ήμασταν μια περιττή και ανεύθυνη ομάδα από
πνευματώδεις πολυλογάδες χωρίς καμιά σχέση με την πραγματικότητα.
Διάβολε, τι αηδία! Το ξυράφι!
Έτσι, γεμάτος από σκέψεις και από τον απόηχο της μουσικής, με την
καρδιά βαριά από θλίψη και απελπισμένο πόθο για ζωή, για
πραγματικότητα, για νόημα, για ό,τι χάθηκε ανεπιστρεπτί, γύρισα επιτέλους
στο σπίτι, ανέβηκα τη σκάλα, άναψα το φως του δωματίου μου και
προσπάθησα μάταια να διαβάσω λίγο, σκεφτόμουν το ραντεβού που με
ανάγκαζε να πάω την επομένη το βράδυ για ουίσκι και χορό στο μπαρ
Σέσιλ κι ένιωθα μνησικακία και πίκρα όχι μόνο εναντίον μου, αλλά κι
εναντίον της Ερμίνε. Μπορεί οι προθέσεις της να ήταν αγαθές κι εγκάρδιες,
μπορεί η ίδια να ήταν ένα υπέροχο πλάσμα – καλύτερα όμως να με είχε
αφήσει τότε να καταστραφώ, αντί να με τραβά μέσα και ολοένα πιο βαθιά
σε αυτό το τρελό, ξένο, σπινθηροβόλο παιχνίδι ενός κόσμου όπου πάντα θα
παρέμενα ένας ξένος και όπου χανόταν και γινόταν ευτελές ό,τι καλύτερο
υπήρχε μέσα μου.
Κι έτσι έσβησα το φως θλιμμένος, θλιμμένος πήγα στην κρεβατοκάμαρά
μου, θλιμμένος άρχισα να γδύνομαι, όταν μια ασυνήθιστη μυρωδιά με
γέμισε υποψία, μύριζε ελαφρά άρωμα, και, ρίχνοντας γύρω μου μια ματιά,
είδα ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου την όμορφη Μαρία να χαμογελά λίγο
ανήσυχη με τα μεγάλα γαλάζια μάτια της.
«Μαρία!», είπα. Και η πρώτη μου σκέψη ήταν πως, αν το ήξερε η
σπιτονοικοκυρά μου, θα μ’ έδιωχνε.
«Ήρθα», είπε σιγανά. «Είστε θυμωμένος μαζί μου;»
«Όχι, όχι. Ξέρω, η Ερμίνε σάς έδωσε το κλειδί. Ας είναι».
«Α, κι εσείς θυμώσατε γι’ αυτό. Φεύγω λοιπόν».
«Όχι, όμορφη Μαρία, μείνετε! Μόνο που είμαι πολύ θλιμμένος απόψε,
δεν μπορώ να είμαι διασκεδαστικός σήμερα, ίσως αύριο να είμαι πάλι
καλά».
Είχα σκύψει αποπάνω της ελαφρά, τότε εκείνη έπιασε το κεφάλι μου με
τα δύο μεγάλα σταθερά χέρια της, το τράβηξε προς τα κάτω και για πολλή
ώρα με φιλούσε. Εγώ κάθισα ύστερα κοντά της στο κρεβάτι, κράτησα το
χέρι της, την παρακάλεσα να μιλά σιγά, γιατί δεν έπρεπε να μας ακούσει
κανείς, και κοίταξα το όμορφο και γεμάτο πρόσωπό της, που ακουμπούσε
ξένο και υπέροχο, σαν ένα μεγάλο λουλούδι, εκεί πάνω στο μαξιλάρι μου.
Τράβηξε αργά το χέρι μου στο στόμα της, το τράβηξε κάτω από τα
σκεπάσματα και το ακούμπησε πάνω στο ζεστό στήθος της, που ανέπνεε
ήρεμα.
«Δεν χρειάζεται να είσαι εύθυμος», είπε, «η Ερμίνε ήδη μου είπε πως
έχεις στενοχώριες. Αυτό βέβαια ο καθένας το καταλαβαίνει. Σου αρέσω
λοιπόν ακόμη; Τις προάλλες, όταν χορεύαμε, φαινόσουν πολύ
ερωτευμένος».
Τη φίλησα στα μάτια, στο στόμα, στον λαιμό και στο στήθος. Μόλις πριν
από λίγο σκεπτόμουν την Ερμίνε με πίκρα και μομφή. Τώρα κρατούσα στα
χέρια μου το δώρο της κι ένιωθα ευγνωμοσύνη. Τα χάδια της Μαρίας δεν
έκαναν κακό στην υπέροχη μουσική που είχα ακούσει σήμερα, ήταν
αντάξιά της, ήταν η εκπλήρωσή της. Τράβηξα αργά τα σκεπάσματα από
την όμορφη γυναίκα, ώσπου έφτασα με τα φιλιά μου ως τα πόδια της. Όταν
πλάγιασα δίπλα της, το λουλουδένιο πρόσωπό της μου χαμογελούσε με
γνώση και καλοσύνη.
Εκείνη τη νύχτα στο πλευρό της Μαρίας δεν κοιμήθηκα πολύ, αλλά βαθιά
και καλά, σαν παιδί. Και στα ενδιάμεσα του ύπνου έπινα την όμορφη,
χαρούμενη νεότητά της και μάθαινα, κουβεντιάζοντας χαμηλόφωνα μαζί
της, ένα σωρό αξιόλογα πράγματα για τη ζωή της και για τη ζωή της
Ερμίνε. Γνώριζα ελάχιστα γι’ αυτόν τον τρόπο ζωής και ύπαρξης, μόνο
άλλοτε στο θέατρο είχα συναντήσει περιστασιακά παρόμοια πλάσματα,
άντρες και γυναίκες, μισοκαλλιτέχνες και μισογλεντζέδες. Τώρα για πρώτη
φορά έριχνα ένα βλέμμα σ’ αυτή την περίεργη, σ’ αυτή την παράξενα
αθώα, διεφθαρμένη ζωή. Όλα αυτά τα κορίτσια, από φτωχά σπίτια κυρίως,
πολύ έξυπνα και πολύ όμορφα για να κερδίζουν το ψωμί τους για όλη τους
τη ζωή με μια κακοπληρωμένη κι άχαρη δουλειά, ζούσαν ή από
ευκαιριακές δουλειές ή από το γεγονός πως ήταν χαριτωμένες και
αξιαγάπητες. Καμιά φορά κάθονταν για λίγους μήνες μπροστά σε μια
γραφομηχανή, για ένα χρονικό διάστημα γίνονταν ερωμένες κάποιων
ευκατάστατων γλεντζέδων, έπαιρναν χαρτζιλίκι και δώρα, κατά καιρούς
ζούσαν με γούνες, αυτοκίνητο και Γκραντ Οτέλ, άλλοτε πάλι σε σοφίτες,
και θα μπορούσε κανείς να τις πείσει για έναν γάμο κάτω από ορισμένες
συνθήκες και με μια υψηλή προσφορά· γενικά όμως δεν το επιδίωκαν με
κανέναν τρόπο. Μερικές από αυτές δεν είχαν ερωτική επιθυμία και
πρόσφεραν την εύνοιά τους μόνο με δυσκολία, παζαρεύοντας την
υψηλότερη τιμή. Άλλες πάλι –σ’ αυτήν την κατηγορία ανήκε και η Μαρία–
ήταν ασυνήθιστα προικισμένες στον έρωτα και τον είχαν ανάγκη, οι
περισσότερες είχαν ερωτικές εμπειρίες και με τα δύο φύλα· ζούσαν μόνο
για τον έρωτα, και πάντα δίπλα στους επίσημους φίλους που πλήρωναν
άνθιζαν κι άλλες ερωτικές σχέσεις. Δραστήριες και πολυάσχολες, γεμάτες
έγνοιες και ελαφρόμυαλες, έξυπνες κι ωστόσο απερίσκεπτες, ζούσαν αυτές
οι πεταλούδες την τόσο παιδική όσο και ραφινάτη ζωή τους ανεξάρτητες,
χωρίς να πουλιούνται στον οποιονδήποτε, περιμένοντας από την τύχη και
τον καλό καιρό να εκπληρώσει τη μοίρα τους, ερωτευμένες με τη ζωή,
αλλά εξαρτημένες απ’ αυτήν πολύ λιγότερο απ’ ό,τι οι αστοί, έτοιμες πάντα
να ακολουθήσουν τον πρίγκιπα του παραμυθιού στο παλάτι του και έχοντας
πάντα μερική επίγνωση ενός δύσκολου και θλιβερού τέλους.
Η Μαρία μ’ έμαθε –εκείνη την υπέροχη πρώτη νύχτα και τις ημέρες που
ακολούθησαν– πολλά, όχι μόνο χαριτωμένα παιχνίδια και απολαύσεις των
αισθήσεων, αλλά και νέα κατανόηση, νέα επίγνωση, νέα αγάπη. Ο κόσμος
του χορού και των κέντρων διασκέδασης, του κινηματογράφου, των μπαρ
και των αιθουσών τσαγιού στα ξενοδοχεία, που για μένα, τον ερημίτη και
τον καλαίσθητο, ακόμη είχε κάτι το κατώτερο, το απαγορευμένο και το
εξευτελιστικό, ήταν για τη Μαρία, για την Ερμίνε και για τις συντρόφισσές
τους απλά και μόνο ο κόσμος, δεν ήταν ούτε καλός ούτε κακός, ούτε
αξιολάτρευτος ούτε αξιομίσητος, σ’ αυτόν τον κόσμο ευδοκιμούσε η
σύντομη, γεμάτη επιθυμίες ζωή τους, σ’ αυτόν ένιωθαν οικείες κι έμπειρες.
Αγαπούσαν μια σαμπάνια ή μια σπεσιαλιτέ σε ένα γκριλ ρουμ όπως
κάποιος από μας αγαπά έναν συνθέτη ή έναν ποιητή και σπαταλούσαν για
μια καινούργια χορευτική επιτυχία ή για ένα ψευτοσυναισθηματικό,
γλυκανάλατο τραγούδι ενός τραγουδιστή της τζαζ τον ίδιο ενθουσιασμό,
την ίδια συγκίνηση και το ίδιο πάθος που θα έδειχνε ένας από μας για τον
Νίτσε ή για τον Χάμσουν. Η Μαρία, μιλώντας μου για κείνον τον όμορφο
σαξοφωνίστα, τον Πάμπλο, μου ανέφερε ένα αμερικάνικο τραγούδι που
εκείνος τους το είχε τραγουδήσει μερικές φορές, και μου τα έλεγε αυτά με
έναν ενθουσιασμό, με έναν θαυμασμό και με μια αγάπη, που με συγκίνησε
και με συγκλόνισε πολύ περισσότερο από τις εκστάσεις κάποιου
διανοούμενου για ιδιαίτερες καλλιτεχνικές απολαύσεις. Ήμουν έτοιμος να
ονειροπολήσω μαζί της, κι ας ήταν ό,τι ήθελε το τραγούδι· τα γεμάτα αγάπη
λόγια της Μαρίας, το βλέμμα της, που άνθιζε από επιθυμία, είχαν ανοίξει
πλατιά ρήγματα στην αισθητική μου. Ασφαλώς υπήρχε κάποια ομορφιά,
μια σπάνια εκλεκτή ομορφιά, που μου φαινόταν ανώτερη από κάθε
αμφισβήτηση και αμφιβολία, και πάνω απ’ όλα ο Μότσαρτ, αλλά πού
βρισκόταν το όριο; Όλοι εμείς οι γνώστες και οι κριτικοί δεν είχαμε
λατρέψει φλογερά στα νιάτα μας καλλιτέχνες και έργα που σήμερα μας
φαίνονται αμφίβολα και μοιραία; Μήπως αυτό δεν μας συνέβη με τον Λιστ,
με τον Βάγκνερ και για πολλούς ακόμα και με τον Μπετόβεν; Δεν ήταν το
φούντωμα της παιδικής συγκίνησης της Μαρίας για το τραγούδι από την
Αμερική ένα εξίσου καθάριο, όμορφο και ανώτερο από κάθε αμφιβολία
καλλιτεχνικό βίωμα όπως η συγκίνηση ενός οποιουδήποτε καθηγητή για
τον Τριστάνο ή η έκσταση ενός διευθυντή ορχήστρας κατά τη διάρκεια της
Ενάτης συμφωνίας; Κι αυτό δεν συμφωνούσε παράξενα με τις απόψεις του
κυρίου Πάμπλο και δεν τον δικαίωνε;
Αυτόν τον Πάμπλο, τον ωραίο, φαίνεται πως και η Μαρία τον αγαπούσε
πολύ!
«Είναι ωραίος άντρας», είπα, «και σ’ εμένα αρέσει πολύ. Μα πες μου,
Μαρία, πώς μπορεί να σου αρέσω παράλληλα κι εγώ, ένας βαρετός γέρος
που δεν είναι ωραίος, που ήδη έχει γκρίζα μαλλιά, που δεν παίζει σαξόφωνο
και δεν μπορεί να τραγουδήσει εγγλέζικα ερωτικά τραγούδια;».
«Μη μιλάς τόσο απαίσια!», με μάλωσε. «Μα είναι εντελώς φυσικό. Μου
αρέσεις κι εσύ, κι εσύ έχεις κάτι όμορφο, συμπαθητικό και ιδιαίτερο, δεν
κάνει να είσαι διαφορετικός απ’ αυτό που είσαι. Δεν πρέπει να μιλά κανείς
γι’ αυτά τα πράγματα και να απαιτεί εξηγήσεις. Κοίταξε, όταν με φιλάς
στον λαιμό ή στο αυτί, τότε νιώθω πως μ’ αγαπάς, πως σου αρέσω· έχεις
έναν τέτοιον τρόπο να με φιλάς, λίγο σαν να ντρέπεσαι, που είναι σαν να
μου λέει: Σ’ αγαπά, θέλει να σ’ ευχαριστήσει που είσαι όμορφη. Αυτό μου
αρέσει πολύ, πάρα πολύ. Κι άλλοτε πάλι, με έναν άλλον άντρα, μου αρέσει
κάτι εντελώς αντίθετο, να μου δίνει την εντύπωση πως του είμαι αδιάφορη
και να με φιλάει σαν μου έκανε χάρη».
Αποκοιμηθήκαμε και πάλι. Ξύπνησα και πάλι χωρίς να έχω πάψει να έχω
τυλιγμένο στα μπράτσα μου το όμορφο, το όμορφο λουλούδι μου.
Και τι παράξενο! Το όμορφο λουλούδι παρ’ όλα αυτά ήταν πάντα το
δώρο που μου είχε κάνει η Ερμίνε! Πάντα εκείνη στεκόταν πίσω του,
κρυμμένη μέσα του σαν σε μάσκα! Και στο μεταξύ θυμήθηκα ξαφνικά την
Έρικα, τη μακρινή κακιά ερωμένη μου, τη φτωχή μου φίλη. Δεν ήταν καν
λιγότερο όμορφη από τη Μαρία, κι ας μην ήταν τόσο ανθηρή κι ανάλαφρη,
κι ας ήταν πιο φτωχή στις μικρές ιδιοφυείς ερωτικές τέχνες· στάθηκε για
λίγο μπροστά μου σαν εικόνα καθαρή και οδυνηρή, αγαπημένη και βαθιά
συνυφασμένη με το πεπρωμένο μου, κι έπειτα βυθίστηκε ξανά στον ύπνο,
στη λησμονιά, σε μια σχεδόν πένθιμη απομάκρυνση.
Έτσι αναδύθηκαν μπροστά μου, εκείνη την όμορφη, τρυφερή νύχτα,
πολλές εικόνες της ζωής μου, σ’ εμένα, που είχα ζήσει τόσο καιρό κενός,
φτωχός, χωρίς εικόνες. Τώρα, μαγικά προσιτή από τον έρωτα, η πηγή των
εικόνων ανάβλυζε βαθιά και πλούσια, και μερικές στιγμές η καρδιά μου
σταματούσε γοητευμένη και θλιμμένη, γιατί η ζωή μου ήταν πλούσια σε
εικόνες, γιατί η ψυχή του φτωχού Λύκου της Στέπας ήταν γεμάτη από
μακρινά αιώνια αστέρια και αστερισμούς. Η παιδική ηλικία και η μητέρα
με κοίταζαν τρυφερά και μακάρια, σαν ένα απόμακρο, απέραντα γαλάζιο
και απλησίαστο κομμάτι οροσειράς, η χορωδία των φίλων μου ακουγόταν
δυναμικά και καθαρά, αρχίζοντας από τον μυθικό Έρμαν, την αδελφή ψυχή
της Ερμίνε· αρωματικές και εξωγήινες, σαν υδρόβια υγρά λουλούδια που
ξεφυτρώνουν από το νερό, έπλεαν οι εικόνες πολλών γυναικών που
αγάπησα, που πόθησα και ύμνησα και από τις οποίες λίγες μόνο πλησίασα
και προσπάθησα να αποκτήσω. Εμφανίστηκε ακόμα και η γυναίκα μου, με
την οποία έζησα κάμποσα χρόνια και η οποία με είχε διδάξει τη
συντροφικότητα, τη σύγκρουση, την παραίτηση· για κείνη, παρ’ όλες τις
ανεπάρκειες της ζωής, είχα διατηρήσει μέσα μου ζωντανή μια βαθιά
εμπιστοσύνη, ως την ημέρα που μ’ εγκατέλειψε άρρωστο και τρελό,
φεύγοντας ύστερα από ένα άγριο ξέσπασμα – κι εγώ κατάλαβα πόσο πολύ
την αγαπούσα και πόσο βαθιά την εμπιστευόμουν, για να μπορέσει η
προδοσία της να με πληγώσει τόσο βαθιά και για όλη μου τη ζωή.
Αυτές οι εικόνες –ήταν εκατοντάδες, με ονόματα, καθώς και ανώνυμες–
ήταν όλες και πάλι εδώ, αναπηδούσαν νέες και καινούργιες από το πηγάδι
αυτής της ερωτικής νύχτας, κι εγώ θυμήθηκα ξανά αυτό που είχα ξεχάσει
όλον αυτόν τον καιρό της αθλιότητας: πως αυτές ήταν η περιουσία και η
αξία της ζωής μου και πως εξακολουθούσαν να υπάρχουν άφθαρτες σαν
βιώματα που έγιναν αστέρια, τα οποία εγώ μπόρεσα να ξεχάσω, χωρίς όμως
να μπορέσω να τα καταστρέψω. Η αλληλουχία τους ήταν ο μύθος της ζωής
μου, η αστρική λάμψη τους ήταν η άφθαρτη αξία της ύπαρξής μου. Η ζωή
μου υπήρξε κουραστική, παραπλανημένη και δυστυχισμένη, οδηγούσε
στην παραίτηση και στην άρνηση, ήταν πικραμένη από το αλάτι του
πεπρωμένου όλης της ανθρωπότητας, μα ήταν πλούσια, υπερήφανη και
πλούσια, ακόμα και στην αθλιότητα ήταν ζωή βασιλική. Ακόμα κι αν
επρόκειτο να σπαταληθεί τόσο άθλια εκείνο το μικρό κομμάτι δρόμου ως
την πτώση, ο πυρήνας αυτής της ζωής ήταν ευγενής, είχε προσωπικότητα
και γένος, δεν νοιαζόταν για πενταροδεκάρες, νοιαζόταν για τα άστρα.
Έχει περάσει κιόλας κάμποσος καιρός, και από τότε πολλά συνέβησαν
και άλλαξαν, δεν μπορώ να θυμηθώ παρά μόνο λίγες λεπτομέρειες από
κείνη τη νύχτα, ορισμένα μεμονωμένα λόγια που είπαμε, κάποιες
χειρονομίες και πράξεις βαθιάς ερωτικής τρυφερότητας, στιγμές
ξυπνήματος από τον βαθύ ύπνο της ερωτικής εξάντλησης, φωτεινές σαν
αστέρια. Αλλά εκείνη τη νύχτα ήταν που, για πρώτη φορά από την εποχή
της κατάπτωσής μου, η ζωή μου με κοίταξε με αμείλικτα αστραφτερά μάτια
κι εγώ αναγνώρισα πάλι το τυχαίο ως πεπρωμένο, τα συντρίμμια της
ύπαρξής μου ως θεϊκά κομμάτια. Η ψυχή μου ανέπνεε ξανά, τα μάτια μου
έβλεπαν ξανά, και μερικές στιγμές ένιωθα γεμάτος φλόγα πως το μόνο που
χρειαζόταν ήταν να μαζέψω τον κατεστραμμένο κόσμο των εικόνων, να
εξυψώσω όλη τη λυκίσια ζωή του Χάρρυ Χάλλερ μου σαν εικόνα, για να
περάσω ο ίδιος στον κόσμο των εικόνων και να γίνω αθάνατος. Μήπως δεν
ήταν η σημασία εκείνης της ζωής μια ορμή και μια προσπάθεια γι’ αυτόν
τον σκοπό;
Το πρωί, αφού μοιράστηκα μαζί της το πρόγευμά μου, χρειάστηκε να
βγάλω κρυφά τη Μαρία από το σπίτι, πράγμα που κατάφερα. Την ίδια μέρα
νοίκιασα για κείνη και για μένα σ’ ένα κοντινό σημείο της πόλης ένα
δωματιάκι που προοριζόταν μόνο για τις συναντήσεις μας.
Η Ερμίνε, η δασκάλα μου του χορού, φάνηκε πιστή στο καθήκον της, κι
έτσι αναγκάστηκα να μάθω μπόστον. Ήταν αυστηρή και αμείλικτη και δεν
μου χάριζε ούτε μία ώρα, γιατί ήταν αποφασισμένο να πάω μαζί της στον
επόμενο χορό μεταμφιεσμένων. Με παρακάλεσε να της δώσω χρήματα για
το κοστούμι της, αλλά αρνήθηκε να μου πει το παραμικρό για κείνο. Το να
την επισκεφτώ ή να μάθω απλώς πού έμενε μου ήταν ακόμη απαγορευμένο.
Αυτό το διάστημα των τριών περίπου βδομάδων πριν από τον χορό των
μεταμφιεσμένων ήταν εξαιρετικά όμορφο. Η Μαρία μού φαινόταν πως
ήταν η πρώτη αληθινή ερωμένη που είχα ποτέ. Πάντα απαιτούσα από τις
γυναίκες που ερωτευόμουν πνεύμα και καλλιέργεια, χωρίς ποτέ να
καταλαβαίνω απόλυτα πως ακόμα και η πιο διανοούμενη και σχετικά πιο
καλλιεργημένη γυναίκα δεν ανταποκρινόταν στη δική μου λογική, αλλά
διαρκώς της εναντιωνόταν· μετέδιδα τις σκέψεις μου και τα προβλήματά
μου στις γυναίκες και μου φαινόταν εντελώς αδύνατο να αγαπήσω
περισσότερο από μία ώρα ένα κορίτσι που δεν είχε διαβάσει ούτε ένα
βιβλίο, που δεν ήξερε τι είναι διάβασμα και δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τον
Τσαϊκόφσκυ από τον Μπετόβεν. Η Μαρία δεν είχε καμία μόρφωση, δεν
χρειαζόταν αυτούς τους πλάγιους δρόμους και αυτούς τους
υποκατάστατους κόσμους, τα προβλήματά της ξεφύτρωναν άμεσα από τις
αισθήσεις. Η τέχνη της και ο σκοπός της ήταν να αποκτήσει με τις
αισθήσεις που της δόθηκαν, με τη δική της ιδιαίτερη κορμοστασιά, με τα
χρώματά της, με τα μαλλιά της, τη φωνή της, το δέρμα της, την
ιδιοσυγκρασία της όσες απολαύσεις των αισθήσεων και του έρωτα ήταν
δυνατόν, να ανακαλύψει και να αποσπάσει από τον εραστή της απάντηση,
κατανόηση και ζωντανή απολαυστική ανταπόκριση για κάθε ικανότητα, για
κάθε καμπύλη των γραμμών της, για κάθε τρυφερό σχηματισμό του
κορμιού της. Το είχα ανακαλύψει ήδη από τον πρώτο εκείνο ντροπαλό χορό
μαζί της, είχα μυριστεί αυτό το άρωμα ενός ιδιοφυούς, σαγηνευτικού, έξοχα
καλλιεργημένου αισθησιασμού και είχα μαγευτεί. Και σίγουρα δεν ήταν
διόλου τυχαίο που η Ερμίνε, η παντογνώστρια, με είχε οδηγήσει στη
Μαρία. Το άρωμά της και ό,τι τη χαρακτήριζε ήταν καλοκαιριάτικο, ήταν
τριανταφυλλένιο.
Δεν είχα την τύχη να είμαι ο μοναδικός εραστής ή ο εραστής της
προτίμησης της Μαρίας, ήμουν ένας από τους πολλούς. Συχνά δεν είχε
καθόλου καιρό για μένα, μερικές φορές για μία ώρα μόνο το απόγευμα και
πολύ λίγες φορές τη νύχτα. Από μένα δεν δεχόταν να πάρει χρήματα, πίσω
απ’ αυτό μάλλον κρυβόταν η Ερμίνε. Δώρα όμως δεχόταν ευχαρίστως, κι
όταν της χάρισα, για παράδειγμα, ένα καινούργιο μικρό πορτοφόλι από
κόκκινο γυαλιστερό δέρμα, με άφησε να βάλω μέσα δυο τρία χρυσά
νομίσματα. Εξάλλου με κορόιδεψε πολύ για κείνο το κόκκινο πορτοφόλι!
Ήταν τρισχαριτωμένο, αλλά ήταν ένα απομεινάρι, μια μόδα που είχε
σβήσει. Γι’ αυτά τα πράγματα που μου ήταν τόσο άγνωστα και ακατανόητα
όσο και η γλώσσα των Εσκιμώων έμαθα πολλά από τη Μαρία. Κυρίως
έμαθα πως αυτά τα μικρά παιχνίδια, τα αντικείμενα της μόδας και της
πολυτέλειας, δεν ήταν απλώς κακόγουστα και τιποτένια και μια επινόηση
των άπληστων βιομηχάνων και εμπόρων, αλλά είχαν έναν λόγο να
υπάρχουν, ήταν όμορφα, πολύπλευρα, ήταν ένας μικρός ή μάλλον μεγάλος
κόσμος πραγμάτων στον οποίο όλα είχαν ένα μοναδικό προορισμό: να
υπηρετούν τον έρωτα, να εκλεπτύνουν τις αισθήσεις, να αναζωογονούν το
νεκρό περιβάλλον και να το εφοδιάζουν μαγικά με καινούργια ερωτικά
όργανα, από την πούδρα και το άρωμα ως τα παπούτσια του χορού, από το
δαχτυλίδι ως την ταμπακιέρα, από την αγκράφα της ζώνης ως την τσάντα.
Αυτή η τσάντα δεν ήταν απλώς τσάντα, το πορτοφόλι δεν ήταν ένα
πορτοφόλι, το λουλούδι ένα λουλούδι, η βεντάλια μια βεντάλια, όλα ήταν
εύπλαστο υλικό του έρωτα, της μαγείας, της γοητείας, ήταν αγγελιοφόρος,
λαθρέμπορος, όπλο, ιαχή της μάχης.
Συχνά συλλογιζόμουν ποιον αγαπούσε πραγματικά η Μαρία.
Περισσότερο αγαπούσε, νομίζω, τον νεαρό Πάμπλο, με το σαξόφωνο, με τα
μεγάλα απόμακρα μαύρα μάτια και τα μακριά, χλωμά, ευγενικά και
μελαγχολικά χέρια. Εγώ θεωρούσα αυτόν τον Πάμπλο κάπως νυσταλέο,
κακομαθημένο και παθητικό στον έρωτα, αλλά η Μαρία με διαβεβαίωσε
πως άναβε βέβαια αργά, ύστερα όμως ήταν πιο έντονος, πιο σκληρός, πιο
ανδροπρεπής και πιο απαιτητικός απ’ οποιονδήποτε παλαιστή ή ιππέα
ιδιόκτητου αλόγου. Έτσι πληροφορήθηκα κι έμαθα μυστικά για τον τάδε
και για τον δείνα, για μουσικούς της τζαζ, για ηθοποιούς, για ορισμένες
γυναίκες, για κορίτσια και άντρες του περιβάλλοντός μας, έμαθα κάθε
είδους μυστικό, κοίταξα κάτω από την επιφάνεια των σχέσεων και των
εχθροτήτων, και σιγά σιγά (εγώ, που ήμουν ένα εντελώς άσχετο και ξένο
σώμα σε τούτον τον κόσμο) έγινα οικείος και συμπεριλήφθηκα. Ακόμα και
για την Ερμίνε έμαθα πολλά. Τώρα όμως συναντιόμουν ιδιαίτερα συχνά με
τον κύριο Πάμπλο, τον οποίο η Μαρία αγαπούσε πολύ. Κι αυτή χρειαζόταν
καμιά φορά εκείνες τις μυστικές ουσίες και μου προμήθευε κι εμένα πότε
πότε αυτές τις απολαύσεις, ο δε Πάμπλο ήταν πάντα πρόθυμος να μ’
εξυπηρετήσει. Μια φορά μού είπε χωρίς περιστροφές: «Είστε τόσο συχνά
δυστυχισμένος, κι αυτό δεν είναι καλό, δεν πρέπει να είναι κανείς έτσι.
Λυπάμαι. Πάρτε μια πίπα με λίγο όπιο». Η γνώμη μου γι’ αυτόν τον
χαρούμενο, έξυπνο, παιδιάστικο και συνάμα ανεξιχνίαστο άνθρωπο άλλαζε
συνεχώς, γίναμε φίλοι, κι όχι σπάνια έπαιρνα κάποιο από τα γιατρικά του.
Παρατηρούσε, διασκεδάζοντας ελαφρώς, τον έρωτά μου με τη Μαρία.
Κάποτε οργάνωσε μια «γιορτή» στο δωμάτιό του, μια σοφίτα ενός
συνοικιακού ξενοδοχείου. Εκεί υπήρχε μόνο μία καρέκλα, και η Μαρία κι
εγώ έπρεπε να καθίσουμε στο κρεβάτι. Μας έδωσε να πιούμε ένα λικέρ
υπέροχο, μυστηριώδες, που το έφτιαξε ανακατεύοντας το περιεχόμενο
τριών διαφορετικών μπουκαλιών. Ύστερα, καθώς ήμουν πια πολύ
ευδιάθετος, μας πρότεινε με λαμπερά μάτια να κάνουμε οι τρεις μας ένα
ερωτικό όργιο. Το απέρριψα απότομα, κάτι τέτοιο δεν μου ήταν δυνατόν,
έριξα ωστόσο ένα πλάγιο βλέμμα στη Μαρία για να δω ποια ήταν η
αντίδρασή της, και, παρόλο που αμέσως συμφώνησε με την απόρριψή μου,
είδα τη λάμψη στα μάτια της κι ένιωσα τη λύπη της για την άρνησή μου. Ο
Πάμπλο απογοητεύτηκε που τον απέκρουσα, αλλά δεν πληγώθηκε.
«Κρίμα», είπε, «ο Χάρρυ έχει πολλούς ηθικούς ενδοιασμούς. Τίποτα δεν
γίνεται. Θα ήταν όμως ωραία, πολύ ωραία! Ξέρω όμως ένα υποκατάστατο».
Έδωσε στον καθένα μας να καπνίσει μερικές ρουφηξιές όπιο, και,
καθισμένοι ακίνητοι, με ανοιχτά μάτια, ζήσαμε και οι τρεις τη σκηνή την
οποία εκείνος μας είχε υποβάλει, πράγμα που έκανε τη Μαρία να τρέμει
από ευχαρίστηση. Αργότερα, όταν εγώ αισθάνθηκα κάπως άσχημα, ο
Πάμπλο με ξάπλωσε στο κρεβάτι, μου έδωσε μερικές σταγόνες από κάποιο
φάρμακο, κι όταν έκλεισα τα μάτια για μερικά λεπτά, ένιωσα ένα εντελώς
φευγαλέο, σαν ανάσα, φιλί πάνω στο κάθε μου βλέφαρο. Το δέχτηκα
θέλοντας να πιστεύω πως προερχόταν από τη Μαρία. Αλλά το ήξερα καλά
ότι ήταν από κείνον.
Κι ένα βράδυ με ξάφνιασε ακόμα περισσότερο. Παρουσιάστηκε στο
διαμέρισμά μου, μου διηγήθηκε πως χρειαζόταν είκοσι φράγκα και με
παρακάλεσε να του δώσω αυτά τα χρήματα. Μου πρόσφερε σαν
αντάλλαγμα να έχω εγώ αντί γι’ αυτόν εκείνη τη νύχτα τη Μαρία στη
διάθεσή μου.
«Πάμπλο», είπα τρομαγμένος. «Δεν ξέρετε τι λέτε. Δεν υπάρχει για μας
μεγαλύτερη προσβολή από το να παραχωρεί κάποιος την ερωμένη του σ’
έναν άλλο για χρήματα. Αυτή την πρότασή σας, Πάμπλο, δεν την άκουσα».
Με κοίταξε με οίκτο. «Δεν θέλετε, κύριε Χάρρυ. Καλά. Συνέχεια
δημιουργείτε προβλήματα στον εαυτό σας. Τότε λοιπόν ας μην κοιμηθείτε
σήμερα με τη Μαρία, αφού το προτιμάτε, και δώστε μου απλώς τα
χρήματα, θα τα πάρετε πίσω. Τα έχω μεγάλη ανάγκη».
«Μα για ποιον λόγο;»
«Για τον Αγκοστίνο – ξέρετε, είναι ο μικρός με το δεύτερο βιολί. Είναι
άρρωστος εδώ και οκτώ μέρες και δεν τον φροντίζει κανείς, δεν έχει
δεκάρα και τώρα τελείωσαν και τα δικά μου χρήματα».
Από περιέργεια και λίγο από κάποια διάθεση αυτοτιμωρίας πήγα μαζί του
στον Αγκοστίνο· ο Πάμπλο τού έφερε γάλα και φάρμακα στη σοφίτα του,
μια αληθινά άθλια σοφίτα, του έφτιαξε το κρεβάτι, αέρισε το δωμάτιο και
του έβαλε μια επιδέξια καμωμένη κομπρέσα στο κεφάλι, που ψηνόταν από
τον πυρετό, και όλα αυτά τα έκανε γρήγορα, τρυφερά κι έμπειρα, σαν μια
καλή νοσοκόμα. Το ίδιο βράδυ τον ξαναείδα να παίζει μουσική στο μπαρ
Σίτυ ως τις πρωινές ώρες.
Με την Ερμίνε μιλούσα συχνά και για πολλή ώρα με αντικειμενικότητα
για τη Μαρία, για τα χέρια της, τους ώμους της, τους γοφούς της, για τον
τρόπο που χαμογελούσε, που φιλούσε, που χόρευε.
«Σου το έδειξε ποτέ αυτό;», ρώτησε μια φορά η Ερμίνε και μου
περιέγραψε ένα ιδιαίτερο παιχνίδι της γλώσσας την ώρα του φιλιού.
Παρακάλεσα την ίδια να μου το δείξει, αυτή όμως αρνήθηκε με
σοβαρότητα. «Αυτό θα γίνει αργότερα», είπε, «δεν είμαι ακόμη η ερωμένη
σου».
Τη ρώτησα πώς ήξερε τον τρόπο που φιλούσε η Μαρία, καθώς και μερικά
ιδιαίτερα μυστικά της ζωής της που μόνο σ’ έναν εραστή είναι γνωστά.
«Ω», φώναξε, «μα είμαστε φίλες. Νομίζεις πως έχουμε μυστικά η μια από
την άλλη; Έχω κοιμηθεί κι έχω παίξει αρκετά συχνά μαζί της. Λοιπόν ναι,
έχεις τσακώσει ένα πολύ όμορφο κορίτσι, αυτή ξέρει περισσότερα από τις
άλλες».
«Κι όμως, Ερμίνε, πιστεύω πως κι εσείς ακόμα έχετε μυστικά η μια από
την άλλη. Ή μήπως της είπες όλα όσα ξέρεις για μένα;»
«Όχι, αυτά είναι διαφορετικά πράγματα, που δεν θα τα καταλάβαινε. Η
Μαρία είναι υπέροχη, ήσουν τυχερός, αλλά ανάμεσα σ’ εσένα και σ’ εμένα
υπάρχουν πράγματα για τα οποία εκείνη δεν έχει ιδέα. Της είπα πολλά για
σένα, φυσικά πολύ περισσότερα απ’ όσα θα ήθελες τότε – έπρεπε, βλέπεις,
να τη γοητέψω εγώ για σένα! Αλλά ποτέ δεν θα μπορέσει η Μαρία, ούτε
και καμιά άλλη, να σε καταλάβει, φίλε μου, όσο σε καταλαβαίνω εγώ.
Έμαθα κι εγώ απ’ αυτή μερικά πράγματα για σένα – σε ξέρω τώρα από την
καλή, τουλάχιστον ως εκεί που σε γνωρίζει η Μαρία. Σε ξέρω σχεδόν τόσο
καλά σαν να έχουμε πλαγιάσει μαζί πολλές φορές».
Όταν ξανασυναντήθηκα με τη Μαρία, μου φαινόταν περίεργο και
μυστηριώδες να ξέρω πως είχε αγκαλιάσει την Ερμίνε όπως κι εμένα, πως
είχε ψηλαφήσει, φιλήσει, δοκιμάσει και εξετάσει τα μέλη της, τα μαλλιά
της, το δέρμα της όπως τα δικά μου. Μπροστά μου διαγράφονταν νέες,
έμμεσες, πολύπλοκες σχέσεις και δεσμοί, καινούργιες ερωτικές και ζωτικές
ικανότητες, και σκέφτηκα τις χιλιάδες ψυχές της Πραγματείας για τον Λύκο
της Στέπας.

Σ’ εκείνο το σύντομο διάστημα ανάμεσα στη γνωριμία μου με τη Μαρία


και στον μεγάλο χορό των μεταμφιεσμένων ήμουν ευτυχισμένος, χωρίς
όμως να έχω το συναίσθημα πως αυτό ήταν μια λύτρωση, πως είχα φτάσει
σε μια μακαριότητα, αλλά ένιωθα πολύ καθαρά πως όλα ήταν μια εισαγωγή
και μια προετοιμασία, πως όλα μ’ έσπρωχναν βιαστικά στο μέλλον, πως το
ουσιώδες τώρα θα ερχόταν.
Είχα μάθει να χορεύω αρκετά καλά, ώστε τώρα να μου φαίνεται εύκολο
να πάρω μέρος στον χορό για τον οποίο γινόταν λόγος κάθε μέρα και
περισσότερο. Η Ερμίνε είχε ένα μυστικό, επέμενε σταθερά να μη μου
αποκαλύπτει με ποιο κοστούμι θα εμφανιζόταν. Είχε τη γνώμη πως θα την
αναγνώριζα, κι αν δεν τα κατάφερνα, θα με βοηθούσε εκείνη,
προηγουμένως όμως δεν έπρεπε να ξέρω τίποτε. Έτσι κι αυτή δεν ήταν
διόλου περίεργη για τα σχέδια της μεταμφίεσής μου, κι εγώ αποφάσισα να
μη μασκαρευτώ καθόλου. Η Μαρία, όταν θέλησα να την καλέσω στον
χορό, μου εξήγησε πως είχε ήδη καβαλιέρο γι’ αυτή τη γιορτή και είχε
κιόλας ένα εισιτήριο· κάπως απογοητευμένος, είδα πια πως θα έπρεπε να
πάω στη γιορτή μόνος. Ήταν ο πιο εκλεκτός χορός μεταμφιεσμένων στην
πόλη, αυτός που οργάνωνε κάθε χρόνο η ένωση καλλιτεχνών στις αίθουσες
του Γκλόμπους.
Εκείνες τις μέρες έβλεπα την Ερμίνε λίγο, αλλά τη μέρα του χορού
πέρασε από το σπίτι μου· ήρθε να πάρει το εισιτήριο που της είχα αγοράσει
– κάθισε ήρεμη στο δωμάτιό μου, και τότε άρχισε μια συζήτηση που μου
φάνηκε περίεργη και μου έκανε βαθιά εντύπωση.
«Τώρα είσαι τελικά πολύ καλά», είπε, «ο χορός σού κάνει καλό. Όποιος
έχει τέσσερις βδομάδες να σε δει δύσκολα θα σε αναγνωρίσει».
«Ναι», συμφώνησα, «εδώ και χρόνια δεν ήμουν τόσο καλά. Κι όλα
προέρχονται από σένα, Ερμίνε».
«Μπα, όχι από την όμορφη Μαρία σου;»
«Όχι. Ακόμα κι αυτή εσύ μου την έχεις χαρίσει. Είναι υπέροχη».
«Είναι η ερωμένη που χρειαζόσουν, Λύκε της Στέπας. Όμορφη, νέα,
καλοδιάθετη, πολύ έξυπνη στον έρωτα, χωρίς να είναι διαθέσιμη κάθε
μέρα. Αν δεν τη μοιραζόσουν με άλλους, αν δεν ήταν για σένα μόνο ένας
περαστικός επισκέπτης, δεν θα πήγαινε τόσο καλά η υπόθεση».
Ναι, κι αυτό έπρεπε να το παραδεχτώ.
«Λοιπόν έχεις επιτέλους όσα χρειάζεσαι;»
«Όχι, Ερμίνε, δεν είναι έτσι. Έχω κάτι πολύ όμορφο και γοητευτικό, μια
πολύ μεγάλη χαρά και παρηγοριά. Είμαι, θα ’λεγες, ευτυχισμένος…»
«Ορίστε λοιπόν! Τι θέλεις περισσότερο;»
«Ζητάω περισσότερα. Δεν είμαι ευχαριστημένος με την ευτυχία, δεν είμαι
φτιαγμένος γι’ αυτήν, δεν είναι αυτός ο προορισμός μου. Ο προορισμός
μου είναι το αντίθετο».
«Να είσαι δυστυχισμένος; Αφού αυτό το είχες σε αφθονία τότε, όταν δεν
μπορούσες να γυρίσεις σπίτι σου εξαιτίας του ξυραφιού».
«Όχι, Ερμίνε, είναι κάτι διαφορετικό. Τότε ήμουν πολύ δυστυχισμένος, το
παραδέχομαι. Αλλά η δυστυχία μου ήταν κουτή, άγονη».
«Γιατί όμως;»
«Γιατί αλλιώς δεν θα έπρεπε να φοβάμαι τόσο τον θάνατο τον οποίο
επιθυμούσα! Η δυστυχία που χρειάζομαι και ποθώ είναι κάτι άλλο· είναι
εκείνη που θα μου επιτρέψει να ποθήσω τον πόνο και να πεθάνω με ηδονή.
Αυτή είναι η δυστυχία ή η ευτυχία που περιμένω».
«Σε καταλαβαίνω. Σ’ αυτό είμαστε αδέλφια. Μα τι έχεις εναντίον της
ευτυχίας που βρήκες τώρα με τη Μαρία; Γιατί δεν είσαι ικανοποιημένος;»
«Δεν έχω τίποτε εναντίον αυτής της ευτυχίας, α, όχι, την αγαπώ, την
ευγνωμονώ. Είναι όμορφη σαν μια ηλιόλουστη μέρα στη μέση ενός
βροχερού καλοκαιριού. Αλλά αισθάνομαι πως δεν μπορεί να διαρκέσει.
Ακόμα κι αυτή η ευτυχία είναι άγονη. Μου προσφέρει ευχαρίστηση, αλλά η
ευχαρίστηση δεν είναι τροφή για μένα. Φέρνει νύστα στον Λύκο της
Στέπας, τον χορταίνει. Αλλά δεν είναι η ευτυχία για χάρη της οποίας θα
πέθαινε».
«Ο θάνατος λοιπόν είναι απαραίτητος, Λύκε της Στέπας;»
«Νομίζω ναι! Είμαι πολύ ικανοποιημένος με την ευτυχία μου, μπορώ να
αντέξω ακόμη πολύ καιρό. Όταν όμως καμιά φορά αυτή η ευτυχία μού
αφήνει μια ώρα χρόνο για να συνέλθω και να έχω επιθυμίες, τότε δεν
επιθυμώ να κρατήσει για πάντα αυτή η ευτυχία, αλλά να υποφέρω ξανά,
μόνο με ωραιότερο τρόπο και λιγότερο πενιχρά απ’ ό,τι στο παρελθόν.
Λαχταρώ τον πόνο που θα με κάνει να νιώσω έτοιμος και πρόθυμος να
πεθάνω».
Η Ερμίνε με κοίταξε τρυφερά στα μάτια με το σκοτεινό βλέμμα που
μπορούσε τόσο συχνά να έχει. Υπέροχα, τρομερά μάτια! Μου είπε αργά,
ψάχνοντας μία μία τις λέξεις και αραδιάζοντάς τες – τόσο χαμηλόφωνα,
που χρειάστηκε να καταβάλω προσπάθεια για να την ακούσω:
«Σήμερα πρόκειται να σου πω κάτι που γνωρίζω από καιρό και το ξέρεις
κι εσύ, αλλά μπορεί να μην το έχεις ομολογήσει ακόμη στον εαυτό σου.
Τώρα θα σου πω ό,τι ξέρω για σένα και για μένα, καθώς και για το
πεπρωμένο μας. Εσύ, Χάρρυ, υπήρξες ένας καλλιτέχνης και διανοούμενος,
ένας άνθρωπος γεμάτος χαρά και πίστη, ακολουθούσες πάντα τα ίχνη του
μεγάλου και του αιώνιου, δεν ήσουν ποτέ ικανοποιημένος με το
χαριτωμένο και το μικρό. Όσο περισσότερο όμως σε ξυπνούσε η ζωή κι εσύ
ανακάλυπτες τον εαυτό σου, τόσο μεγαλύτερη γινόταν η ανάγκη σου, τόσο
πιο βαθιά βούλιαζες στον πόνο, στην αγωνία και στην απελπισία, ως τον
λαιμό, κι όλα όσα θεωρούσες κάποτε ωραία και ιερά, αγαπούσες και
σεβόσουν, όλη η παλιά σου πίστη στον άνθρωπο και στον υψηλό
προορισμό του δεν μπορούσαν πια να σε βοηθήσουν, έχασαν την αξία τους
και έγιναν συντρίμμια. Η πίστη σου δεν έβρισκε πια αέρα να αναπνεύσει.
Και η ασφυξία είναι ένας σκληρός θάνατος. Μιλάω σωστά, Χάρρυ; Αυτή
δεν είναι η μοίρα σου;»
Της έγνεψα ναι, ναι, ναι.
«Είχες μέσα σου μια εικόνα για τη ζωή, μια πίστη, μια απαίτηση, ήσουν
έτοιμος να πράξεις, να υποφέρεις, να θυσιαστείς, και τότε κατάλαβες σιγά
σιγά ότι ο κόσμος δεν σου ζητούσε απολύτως καμία πράξη, καμία θυσία,
τίποτε παρόμοιο, πως η ζωή δεν ήταν ένα ηρωικό ποίημα με ηρωικούς
ρόλους και όλα τα σχετικά, αλλά ένα αστικό δωμάτιο όπου έπρεπε κανείς
να είναι απόλυτα ευχαριστημένος με το φαγητό και το ποτό, με τον καφέ,
το πλέξιμο, με το παιχνίδι του ταρόκ, ακούγοντας μουσική από το
ραδιόφωνο. Και όποιος θέλει το άλλο και έχει μέσα του τον ηρωισμό και
την ομορφιά, τον θαυμασμό για τους μεγάλους ποιητές ή τη λατρεία για
τους αγίους, αυτός είναι ένας τρελός, ένας Δον Κιχότης. Ωραία! Και μ’
εμένα έτσι έγινε, φίλε μου! Ήμουν ένα κορίτσι με πολλά χαρίσματα και
ήμουν προορισμένη να ζήσω σύμφωνα με ένα υψηλό πρότυπο, να έχω
μεγάλες απαιτήσεις από τον εαυτό μου, να εκπληρώσω ανώτερα
καθήκοντα. Μπορούσα να αναλάβω έναν μεγάλο ρόλο, να γίνω η γυναίκα
κάποιου βασιλιά, η αδελφή ενός μεγαλοφυούς, η μητέρα ενός μάρτυρα. Και
η ζωή μού επέτρεψε μόνο να γίνω μια εταίρα με υποφερτά καλό γούστο –
ακόμα και σ’ αυτό αντιμετώπισα αρκετές δυσκολίες! Έτσι ήρθαν για μένα
τα πράγματα. Για ένα διάστημα ήμουν απαρηγόρητη και για καιρό
αναζητούσα την ενοχή σ’ εμένα την ίδια. Η ζωή, σκεπτόμουν, πρέπει να
έχει πάντα δίκιο, κι όταν η ζωή κορόιδευε τα όμορφα όνειρά μου, έλεγα
πως τα όνειρά μου ήταν ηλίθια κι ότι εγώ είχα άδικο. Όμως αυτό δεν με
βοηθούσε καθόλου. Επειδή όμως είχα καλά μάτια και καλά αυτιά, ήμουν
και ελαφρώς περίεργη, παρατήρησα με προσοχή τη λεγόμενη ζωή, τους
γνωστούς μου και τους γείτονες, πάνω από πενήντα ανθρώπους και
πεπρωμένα, Χάρρυ, και τότε είδα: Τα όνειρά μου είχαν δίκιο, χίλιες φορές
δίκιο, όπως και τα δικά σου. Η ζωή όμως, η πραγματικότητα είχε άδικο. Το
ότι μια γυναίκα του είδους μου δεν έχει καμιά άλλη επιλογή εκτός από το
να γεράσει μέσα στη φτώχεια και την ανοησία πάνω από μια γραφομηχανή
στην υπηρεσία κάποιου κερδοσκόπου, ή να επιδιώξει να παντρευτεί έναν
τέτοιον κερδοσκόπο για τα χρήματά του, ή να γίνει ένα είδος πόρνης είναι
εξίσου άδικο όπως όταν ένας άνθρωπος σαν εσένα, μόνος, ντροπαλός και
απελπισμένος, αναγκάζεται να καταφύγει στο ξυράφι. Ίσως σ’ εμένα η
αθλιότητα να ήταν περισσότερο υλική και ηθική, σ’ εσένα περισσότερο
πνευματική – ο δρόμος όμως ήταν ο ίδιος. Νομίζεις πως δεν μπορώ να
καταλάβω τον φόβο σου για το φοξ τροτ, την αντιπάθειά σου για τα μπαρ
και τα χορευτικά κέντρα, την απέχθειά σου για την τζαζ κι όλη αυτή τη
σαβούρα; Τα καταλαβαίνω πολύ καλά, όπως και την αηδία σου για την
πολιτική, τη λύπη σου για την πολυλογία και τα καμώματα των κομμάτων
και του Τύπου, την απελπισία σου για τον πόλεμο, για κείνον που τελείωσε
και γι’ αυτόν που ετοιμάζεται να αρχίσει, για τον τρόπο που σκέφτονται
σήμερα οι άνθρωποι, που διαβάζουν, που χτίζουν, που εκτελούν τη
μουσική, που γιορτάζουν, που συναλλάσσονται με τη μόρφωση! Έχεις
δίκιο, Λύκε της Στέπας, χίλιες φορές δίκιο, κι ωστόσο αναγκαστικά θα
καταποντιστείς. Είσαι πολύ απαιτητικός και πεινασμένος για τούτον τον
απλοϊκό κόσμο του σήμερα, που έχει βολευτεί και είναι ευχαριστημένος με
τόσο λίγα, αυτός ο κόσμος θα σε ξεράσει, γι’ αυτόν έχεις μια παραπανίσια
διάσταση. Όποιος θέλει να ζήσει σήμερα και να χαρεί τη ζωή του δεν
πρέπει να είναι ένας άνθρωπος σαν εσένα ή σαν εμένα. Όποιος απαιτεί
μουσική αντί για φανφάρες, χαρά αντί για διασκέδαση, ψυχή αντί για
χρήμα, αληθινή εργασία αντί για επάγγελμα, πάθος αντί για παιχνιδάκια,
αυτός δεν θα βρει σε τούτον εδώ τον όμορφο κόσμο πουθενά πατρίδα…»
Κοίταξε το πάτωμα και στοχαζόταν.
«Ερμίνε», είπα τρυφερά, «αδελφή μου, πόσο βαθιά βλέπεις! Κι όμως μου
έμαθες φοξ τροτ! Αλλά τι εννοείς όταν λες πως οι άνθρωποι σαν εμάς,
άνθρωποι με μια διάσταση παραπάνω, δεν μπορούν να ζήσουν εδώ; Αυτό
από τι εξαρτάται; Συμβαίνει αυτό μόνο σήμερα, στην εποχή μας; Ή μήπως
ήταν πάντα έτσι;».
«Δεν ξέρω. Προς τιμήν του κόσμου, προτιμώ να δεχτώ πως είναι μόνο η
εποχή μας, πως είναι μόνο μια αρρώστια, μια προσωρινή δυστυχία. Οι
αρχηγοί δουλεύουν αλύγιστοι και ευσυνείδητοι για τον επόμενο πόλεμο,
εμείς οι άλλοι χορεύουμε στο μεταξύ φοξ τροτ, κερδίζουμε χρήματα και
τρώμε πραλίνες – σε μια εποχή σαν αυτή βέβαια αναγκαστικά φαίνεται ο
κόσμος πολύ μέτριος. Ας ελπίσουμε πως άλλες εποχές υπήρξαν καλύτερες,
ότι πάλι θα έρθουν καλύτερες, πλουσιότερες, πλατύτερες και πιο βαθιές.
Εμάς όμως αυτό δεν μας βοηθάει διόλου. Μπορεί και να ήταν πάντα
έτσι…»
«Πάντα έτσι όπως σήμερα; Πάντα ένας κόσμος μόνο για πολιτικούς,
απατεώνες, γκαρσόνια και γλεντζέδες, χωρίς καθόλου αέρα για τους
ανθρώπους;»
«Αυτό λοιπόν δεν το ξέρω, κανείς δεν το ξέρει. Άλλωστε είναι αδιάφορο.
Τώρα όμως, φίλε μου, έχω στον νου μου τον αγαπημένο σου, που κατά
καιρούς μου έχεις μιλήσει γι’ αυτόν και μου έχεις διαβάσει και γράμματά
του, τον Μότσαρτ. Τι συνέβη λοιπόν μ’ εκείνον; Ποιος κυβερνούσε τον
κόσμο στην εποχή του, ποιος καρπωνόταν τον αφρό, ποιος έδινε τον τόνο
και είχε ένα κύρος: ο Μότσαρτ ή οι επιχειρηματίες, ο Μότσαρτ ή οι
ισοπεδωμένοι άνθρωποι της σειράς; Και πώς πέθανε και θάφτηκε; Εννοώ
λοιπόν πως ίσως ήταν πάντα έτσι και θα είναι πάντα έτσι, κι εκείνο που
ονομάζουν στα σχολεία “παγκόσμια ιστορία” και που πρέπει να το μάθει
κανείς απέξω για χάρη της μόρφωσης, με όλους τους ήρωες, τις
μεγαλοφυΐες, τις μεγάλες πράξεις και τα αισθήματα, αυτό είναι μόνο μια
απάτη, ένα εύρημα των δασκάλων για εκπαιδευτικούς σκοπούς, ώστε να
είναι τα παιδιά απασχολημένα για ένα προκαθορισμένο χρονικό διάστημα.
Πάντα ήταν έτσι και πάντα θα είναι έτσι, ώστε ο χρόνος και ο κόσμος και η
εξουσία να ανήκουν στους μικρούς και τους ρηχούς, ενώ στους άλλους,
τους αληθινούς ανθρώπους, να μην ανήκει τίποτε. Τίποτε άλλο εκτός από
τον θάνατο».
«Τίποτε περισσότερο;»
«Α, ναι, και η αιωνιότητα».
«Εννοείς το όνομα, τη δόξα για τους μεταγενέστερους;»
«Όχι, μικρέ μου Λύκε, όχι τη δόξα – μήπως έχει αυτή καμιά αξία; Ή
μήπως πιστεύεις πως όλοι οι αληθινά γνήσιοι και ολοκληρωμένοι άνθρωποι
δοξάστηκαν και είναι γνωστοί στους μεταγενέστερους;»
«Όχι, φυσικά όχι».
«Άρα δεν πρόκειται για τη δόξα. Η δόξα υπάρχει μόνο έτσι, για την
παιδεία, είναι μια υπόθεση των σχολικών δασκάλων. Δεν είναι η δόξα, ω
όχι! Αλλά εκείνο που εγώ αποκαλώ αιωνιότητα το ονομάζουν οι ευσεβείς
Βασιλεία του Θεού. Εγώ κάνω τη σκέψη: Όλοι εμείς οι άνθρωποι, εμείς οι
πιο απαιτητικοί, εμείς με τον πόθο, με την παραπανίσια διάσταση, δεν θα
μπορούσαμε να ζήσουμε καθόλου αν δεν υπήρχε, εκτός από τον αέρα του
κόσμου αυτού, και κάποιος άλλος αέρας να αναπνεύσουμε, αν, εκτός από
τον χρόνο, δεν υπήρχε η αιωνιότητα, και αυτή είναι το βασίλειο του
γνήσιου. Εκεί ανήκουν η μουσική του Μότσαρτ και τα ποιήματα των
μεγάλων ποιητών σου, εκεί ανήκουν επίσης και οι άγιοι, που έκαναν
θαύματα και υπέστησαν τον μαρτυρικό θάνατο και πρόσφεραν στους
ανθρώπους ένα μεγάλο παράδειγμα. Αλλά στην αιωνιότητα ανήκει εξίσου
και η εικόνα κάθε γνήσιας πράξης, η δύναμη κάθε γνήσιου συναισθήματος,
ακόμα κι αν αυτά κανένας δεν τα ξέρει, δεν τα βλέπει, δεν τα καταγράφει
για να τα διαφυλάξει για τους μεταγενέστερους. Για την αιωνιότητα δεν
υπάρχουν μεταγενέστεροι παρά μόνο συνάνθρωποι».
«Έχεις δίκιο», είπα.
«Οι ευσεβείς», συνέχισε εκείνη συλλογισμένη, «τελικά τα γνώριζαν όλα
αυτά καλύτερα. Γι’ αυτό έφτιαξαν τους αγίους κι αυτό που αποκαλούν
“κοινωνία των αγίων”. Οι άγιοι είναι οι γνήσιοι άνθρωποι, τα νεότερα
αδέλφια του Σωτήρα. Όλη μας τη ζωή πορευόμαστε για να τους φτάσουμε,
με κάθε καλή πράξη, με κάθε γενναία σκέψη, με κάθε αγάπη. Οι ζωγράφοι
των παλιότερων χρόνων παράστησαν την κοινωνία των αγίων μέσα σ’ έναν
χρυσό ουρανό, να ακτινοβολεί ωραία και ειρηνικά – δεν είναι τίποτε άλλο
παρά αυτό που ονόμασα προηγουμένως αιωνιότητα. Είναι το βασίλειο που
υπάρχει πέρα από τον χρόνο και τα φαινόμενα. Εκεί ανήκουμε, αυτή είναι η
πατρίδα μας, αυτό ποθεί η καρδιά μας, Λύκε της Στέπας, και γι’ αυτό
λαχταράμε τον θάνατο. Εκεί θα ξαναβρείς τον Γκαίτε σου, τον Νοβάλις και
τον Μότσαρτ, κι εγώ τους αγίους μου, τον Χριστόφορο, τον Φίλιππο Νέρι
και άλλους. Υπάρχουν πολλοί άγιοι που αρχικά ήταν τρομερά αμαρτωλοί,
ακόμα και η αμαρτία μπορεί να είναι ένας δρόμος για την αγιότητα, η
αμαρτία και η διαφθορά. Θα γελάσεις, αλλά συχνά σκέπτομαι πως ακόμα
και ο φίλος μου ο Πάμπλο μπορεί να είναι ένας κρυφός άγιος. Αχ, Χάρρυ,
πρέπει να ψηλαφήσουμε τον δρόμο μας μέσα από τόση βρομιά και ανοησία
για να φτάσουμε στο σπίτι μας! Και δεν έχουμε κανέναν να μας οδηγήσει, ο
μόνος οδηγός μας είναι η νοσταλγία».
Τα τελευταία της λόγια τα είπε πάλι πολύ χαμηλόφωνα, και τώρα μια
ήρεμη γαλήνη απλώθηκε στο δωμάτιο, ο ήλιος ετοιμαζόταν να δύσει κι
έκανε τα χρυσά γράμματα πάνω στις ράχες πολλών βιβλίων στη βιβλιοθήκη
μου να γυαλίζουν. Πήρα στα χέρια μου το κεφάλι της Ερμίνε, της φίλησα
το μέτωπο και ακούμπησα το μάγουλό της στο δικό μου αδελφικά, κι έτσι
μείναμε για λίγο. Θα προτιμούσα να έμενα έτσι και να μην έβγαινα πια έξω
απόψε. Αυτή τη νύχτα όμως, την τελευταία πριν από τον μεγάλο χορό, μου
την είχε υποσχεθεί η Μαρία.
Καθώς πήγαινα στη Μαρία, δεν είχα εκείνη στο μυαλό μου, παρά μόνο
αυτά που είχε πει η Ερμίνε. Όλα αυτά, έτσι μου φαινόταν, μπορεί να μην
ήταν δικές της σκέψεις, αλλά οι δικές μου, τις οποίες εκείνη η
οραματίστρια είχε διαβάσει, είχε εισπνεύσει και μου τις παρουσίασε, έτσι
ώστε να έχουν μορφή και να τις αντιμετωπίσω σαν καινούργιες. Εκείνη την
ώρα τής ήμουν βαθιά ευγνώμων, ιδιαίτερα γιατί είχε μιλήσει για τη σκέψη
της αιωνιότητας. Τη χρειαζόμουν αυτή τη σκέψη, χωρίς αυτή δεν μπορούσα
να ζήσω ούτε και να πεθάνω. Το ιερό υπερπέραν, το άχρονο, ο κόσμος της
αιώνιας αξίας, η θεϊκή ουσία μού είχαν προσφερθεί και πάλι σήμερα από τη
φίλη μου, αυτή που με μάθαινε χορό. Σκέφτηκα άθελά μου το όνειρο με τον
Γκαίτε, την εικόνα του γέροντα σοφού που γελούσε τόσο απάνθρωπα και
διασκέδαζε σαν ένας Αθάνατος μαζί μου. Μόνο τώρα κατάλαβα το γέλιο
του Γκαίτε, το γέλιο των Αθανάτων. Αυτό το γέλιο δεν είχε αντικείμενο,
ήταν μόνο φως, μόνο λαμπρότητα, ήταν εκείνο που απομένει όταν ένας
γνήσιος άνθρωπος περάσει μέσα από οδύνες, κακά, πλάνες, πάθη και
ανθρώπινες παρεξηγήσεις και εισχωρήσει στην αιωνιότητα, στο άπειρο. Η
«αιωνιότητα» δεν ήταν τίποτε άλλο από τη λύτρωση του χρόνου, ήταν κατά
κάποιον τρόπο η επιστροφή του στην αθωότητα, η επαναφορά του στον
χώρο.
Αναζήτησα τη Μαρία στο μέρος όπου συνηθίζαμε να τρώμε τα βράδια,
αλλά δεν είχε έρθει ακόμη. Κάθισα να περιμένω σ’ ένα στρωμένο τραπέζι
της ήσυχης συνοικιακής ταβέρνας, έχοντας ακόμη τη σκέψη μου στη
συζήτησή μας. Όλες αυτές οι σκέψεις που ανταλλάχτηκαν ανάμεσα σ’
εμένα και στην Ερμίνε μού φαίνονταν τόσο βαθιά οικείες, από τόσο παλιά
γνώριμες, τόσο βγαλμένες από την πιο προσωπική μου μυθολογία και τον
κόσμο των συνειρμών μου! Οι Αθάνατοι, όπως ζούσαν
αποστασιοποιημένοι στον άχρονο χώρο, είχαν γίνει εικόνες, η κρυστάλλινη
αιωνιότητα και η δροσερή, αστραφτερή σαν άστρο ιλαρότητα του
εξωγήινου αυτού κόσμου τούς περιέβαλλε σαν αιθέρας – πώς λοιπόν όλα
αυτά μου ήταν τόσο οικεία; Αναλογίστηκα και θυμήθηκα κομμάτια από τις
Cassations του Μότσαρτ, από το Καλοσυγκερασμένο κλειδοκύμβαλο του
Μπαχ, και μου φάνηκε πως παντού μέσα σε τούτη τη μουσική έφεγγε
εκείνη η δροσερή αστρική λαμπρότητα, παλλόταν εκείνη η αιθέρια
διαύγεια. Ναι, αυτό ήταν, η μουσική αυτή ήταν κάτι σαν τον χρόνο που
μετουσιώθηκε σε χώρο, πάνω από τον οποίο πλανιόταν αδιάκοπα μια
υπεράνθρωπη ιλαρότητα, ένα αιώνιο θεϊκό γέλιο. Εκεί βέβαια ταίριαζε
τόσο καλά και ο γέρος Γκαίτε του ονείρου μου! Και ξαφνικά άκουσα γύρω
μου εκείνο το ανεξιχνίαστο γέλιο, άκουσα τους Αθανάτους να γελούν.
Καθόμουν μαγεμένος, αναζήτησα μαγεμένος ένα μολύβι στην τσέπη του
γιλέκου μου, έψαξα για χαρτί και βρήκα μπροστά μου τον κατάλογο των
κρασιών, τον γύρισα από την άλλη και έγραψα πάνω του στίχους, που τους
ξαναβρήκα κάποια άλλη μέρα στην τσέπη μου και ήταν οι ακόλουθοι:

Οι Αθάνατοι
Ολοένα ανεβαίνει από της γης τις κοιλάδες,
σαν αχνός, ως εμάς της ζωής η ορμή,
άγρια βάσανα, μεθυσμένων μυριάδες,
μελλοθανάτων γεύματα και κάπνας οσμή,
της ηδονής ο σπασμός, δίχως τέλος λαχτάρα,
τοκογλύφων, ζητιάνων, φονιάδων χέρια·
ποτισμένη από πόθο, των ανθρώπων η φάρα
μυρίζει σαπίλα τα καυτά μεσημέρια.
Αποπνέει απόλαυση και βάναυσους πόθους,
με τις σάρκες της τρέφεται και μετά τις ξερνά,
τα πορνεία στολίζει με την τρέλα του πάθους,
ανατρέφει πολέμους και στην τέχνη γυρνά.
Στου παιδιάστικου κόσμου τη φτηνή παραζάλη
το κορμί της πουλά, για να βρει τη χαρά,
απ’ το κύμα αναδύεται ολοένα και πάλι
και στη λάσπη βυθίζεται κάθε φορά.
Μα εμείς που βρισκόμαστε ψηλά στους αιθέρες,
στον αιώνιο πάγο, που τ’ αστέρια φωτίζουν,
δεν γνωρίζουμε χρόνο, δεν μετρούν οι ημέρες,
η νιότη και το γήρας δεν μας ορίζουν.
Για μας οι φόβοι σας και όλα τα κρίματα,
οι λάγνες απολαύσεις και κάθε φόνος
θέατρο είναι και ήλιων γυρίσματα,
δεν μετράει το σήμερα, δεν υπάρχει ο χρόνος.
Τον σπασμό της ζωής σας σιωπηλοί ατενίζουμε,
σιωπηλοί την πορεία των άστρων κοιτάμε,
τον χειμώνα του άπειρου την ανάσα δροσίζουμε,
οι ουράνιοι δράκοντες εμάς προσκυνάνε.
Παγερή κι αμετάβλητη η αιώνια ύπαρξή μας,
παγερό κι αστρικό το αιώνιο γέλιο μας.

Ήρθε η Μαρία, και ύστερα από ένα χαρούμενο γεύμα πήγα μαζί της στο
δωματιάκι μας. Εκείνο το βράδυ ήταν πιο όμορφη, πιο ζεστή και τρυφερή
παρά ποτέ και με άφησε να δοκιμάσω τρυφερότητες και παιχνίδια που τα
ένιωσα σαν το έπακρο της προσφοράς.
«Μαρία», είπα, «σήμερα είσαι άφθονη σαν θεά. Μη μας θανατώσεις και
τους δύο, αύριο είναι επιτέλους ο χορός των μεταμφιεσμένων. Ποιον θα
έχεις αύριο για καβαλιέρο; Φοβάμαι, αγαπημένο μου λουλουδάκι, μην είναι
ένας παραμυθένιος πρίγκιπας, που θα σε απαγάγει και δεν θα ξαναγυρίσεις
ποτέ πια κοντά μου. Σήμερα με αγαπάς έτσι σχεδόν όπως κάνουν οι καλοί
εραστές όταν χωρίζουν, την τελευταία φορά».
«Μη μιλάς, Χάρρυ! Κάθε φορά μπορεί να είναι η τελευταία. Όταν θα σε
πάρει η Ερμίνε, δεν θα ξανάρθεις σ’ εμένα. Ίσως σε πάρει αύριο».
Ποτέ δεν είχα νιώσει αυτό το χαρακτηριστικό συναίσθημα εκείνης της
μέρας, εκείνη τη γλυκόπικρη αμφιθυμία, πιο έντονα απ’ όσο εκείνη τη
νύχτα πριν από τον χορό. Ήταν ευτυχία αυτό που αισθανόμουν: η ομορφιά
και η προσφορά της Μαρίας, η απόλαυση, η αφή, η ικανοποίηση, ο
φλοίσβος των απαλών κυματισμών της απόλαυσης, η αναπνοή
εκατοντάδων λεπτών και χαριτωμένων μορφών της ηδυπάθειας, που τόσο
αργά, τώρα μόνο που γερνούσα, είχα γνωρίσει! Κι όμως αυτό ήταν μόνο το
περίβλημα: Εσωτερικά όλα ήταν γεμάτα σημασία, ένταση, πεπρωμένο, κι
ενώ ήμουν απασχολημένος, γεμάτος αγάπη και τρυφερότητα, με τις γλυκές,
συγκινητικές λεπτομέρειες του έρωτα και φαινομενικά κολυμπούσα μέσα
σε χλιαρή ευτυχία, ένιωθα μέσα στην καρδιά μου τη μοίρα μου να ορμάει
ακράτητη, καλπάζοντας και κλοτσώντας σαν φοβισμένο άλογο μπροστά
στο βάραθρο, μπροστά στην πτώση, γεμάτη τρόμο, γεμάτη λαχτάρα και
γεμάτη προσήλωση στον θάνατο. Έτσι όπως αντιστεκόμουν εδώ και λίγη
ώρα, από δειλία και φόβο, στην ευχάριστη ελαφρότητα του αισθησιακού
έρωτα, όπως ένιωθα τρόμο μπροστά στη γελαστή κι έτοιμη για προσφορά
ομορφιά της Μαρίας, έτσι ένιωθα τώρα τρόμο μπροστά στον θάνατο –
αλλά έναν τρόμο που γνώριζα ήδη πως σύντομα θα γινόταν προσφορά και
απολύτρωση.
Ενώ ήμασταν αφοσιωμένοι στα ζωηρά παιχνίδια του έρωτά μας και
ανήκαμε ο ένας στον άλλον περισσότερο θερμά παρά ποτέ, η ψυχή μου
αποχαιρετούσε τη Μαρία, αποχαιρετούσε όλα όσα εκείνη σήμαινε για μένα.
Απ’ αυτήν είχα μάθει γι’ άλλη μια φορά πριν από το τέλος να εμπιστεύομαι
σαν παιδί το παιχνίδι της επιφανειακότητας, να αναζητώ εφήμερες χαρές,
να είμαι παιδί και ζώο μέσα στην αθωότητα του φύλου – μια κατάσταση
που είχα γνωρίσει στην αλλοτινή ζωή μου μόνο σαν σπάνια εξαίρεση, γιατί
η ζωή των αισθήσεων και του φύλου είχαν για μένα σχεδόν πάντα την
ιδιαίτερα πικρή γεύση της ενοχής, τη γλυκιά, αλλά φοβισμένη γεύση του
απαγορευμένου καρπού, από την οποία ένας πνευματικός άνθρωπος πάντα
πρέπει να φυλάγεται. Τώρα η Μαρία και η Ερμίνε μού είχαν δείξει αυτόν
τον κήπο σε όλη του την αθωότητα, και ήμουν ευγνώμων που με είχε
φιλοξενήσει – αλλά σύντομα θα έφτανε ο καιρός που θα έπρεπε να
προχωρήσω, ήταν πάρα πολύ όμορφα και ζεστά σε τούτον τον κήπο. Ο
προορισμός μου ήταν να συνεχίσω την προσπάθεια να κατακτήσω την
κορωνίδα της ζωής, να συνεχίσω να πληρώνω για την απέραντη ενοχή της
ζωής. Μια εύκολη ζωή, ένας εύκολος έρωτας, ένας εύκολος θάνατος – αυτά
δεν ήταν για μένα.
Από υπαινιγμούς των κοριτσιών συμπέρανα πως αύριο, στον χορό ή στη
συνέχειά του, είχαν προγραμματιστεί ιδιαίτερες απολαύσεις και
παρεκτροπές. Ίσως αυτό να ήταν το τέλος, ίσως η Μαρία να είχε δίκιο με
την προαίσθησή της και απόψε να πλαγιάζαμε για τελευταία φορά μαζί,
ίσως αύριο να άρχιζε μια καινούργια πορεία της μοίρας. Ήμουν γεμάτος
φλογερό πόθο, γεμάτος πνιγηρό φόβο, και είχα κολλήσει άγρια πάνω στη
Μαρία, διέτρεχα για μία ακόμα φορά τρέμοντας και γεμάτος απληστία τα
μονοπάτια και τις συστάδες του κήπου της, δάγκωνα για μία ακόμα φορά
τον γλυκό καρπό του δέντρου του παραδείσου.

Τον χαμένο ύπνο εκείνης της νύχτας τον αναπλήρωσα την ημέρα. Το πρωί
πήγα στα λουτρά, γύρισα στο σπίτι μου πεθαμένος από την κούραση, έκανα
συσκότιση στην κρεβατοκάμαρά μου, την ώρα που γδυνόμουν βρήκα στην
τσέπη μου το ποίημα, το ξέχασα ξανά, πλάγιασα αμέσως, ξέχασα τη Μαρία,
την Ερμίνε και τον χορό των μεταμφιεσμένων και κοιμήθηκα όλη την
ημέρα. Όταν σηκώθηκα το βράδυ, θυμήθηκα, ενώ ξυριζόμουν, ότι σε μία
ώρα θα άρχιζε ο χορός των μεταμφιεσμένων και θα έπρεπε να πάω να βρω
ένα πουκάμισο για φράκο. Ετοιμάστηκα ευδιάθετος και βγήκα, κατ’ αρχάς
για να βάλω κάτι στο στόμα μου.
Ήταν ο πρώτος χορός μεταμφιεσμένων στον οποίο θα συμμετείχα. Σε
παλιότερες εποχές επισκεπτόμουν βέβαια πότε πότε τέτοιες γιορτές, αλλά
δεν είχα χορέψει και ήμουν μόνο θεατής, κι ο ενθουσιασμός με τον οποίο
άκουγα τους άλλους να μιλούν και η χαρά που έδειχναν μου φαίνονταν
πάντα παράξενα. Σήμερα λοιπόν θα ήταν και για μένα ο χορός μια εμπειρία
για την οποία χαιρόμουν γεμάτος αγωνία, και όχι δίχως φόβο. Καθώς δεν
συνόδευα κάποια κυρία, αποφάσισα να πάω αργά, αυτό μου είχε συστήσει
και η Ερμίνε.
Τον τελευταίο καιρό επισκεπτόμουν πια σπάνια το Ατσάλινο κράνος, όπου
οι απογοητευμένοι άντρες σκότωναν τα βράδια τους, έπιναν αργά το κρασί
τους και παρίσταναν τους εργένηδες, το αλλοτινό μου καταφύγιο δεν
ταίριαζε πια στο στιλ της τωρινής ζωής μου. Σήμερα το βράδυ όμως με
οδήγησαν πάλι εκεί τα βήματά μου· μέσα από εκείνη την αμφίθυμη
αίσθηση του μοιραίου και του αποχαιρετισμού που με κατείχε για την ώρα
όλοι οι σταθμοί και οι αξιομνημόνευτοι τόποι της ζωής μου κέρδισαν για
μία ακόμα φορά εκείνη την οδυνηρά ωραία λάμψη του περασμένου, ακόμα
και η μικρή και γεμάτη καπνό ταβέρνα, όπου μόλις πριν από λίγο καιρό
ήμουν τακτικός θαμώνας, όταν μου αρκούσε το πιο πρωτόγονο ναρκωτικό
μέσο, μια μπουκάλα χωριάτικο κρασί, για να πάω στο μοναχικό μου
κρεβάτι και να μπορέσω να αντέξω άλλη μία μέρα τη ζωή. Από τότε είχα
δοκιμάσει κι άλλα μέσα, ισχυρότερα ερεθίσματα, είχα ρουφήξει πιο γλυκά
δηλητήρια. Μπήκα χαμογελαστός στην παλιά ταβέρνα, και με υποδέχτηκαν
ο χαιρετισμός της σερβιτόρας και τα νεύματα των σιωπηλών θαμώνων.
Μου συνέστησαν το ψητό κοτόπουλο, και το παράγγειλα, το χοντρό
χωριάτικο ποτήρι γέμισε από το φωτεινό καινούργιο κρασί της Αλσατίας,
τα καθαρά λευκά ξύλινα τραπέζια και τα παλιά κίτρινα σανίδια του
δαπέδου με κοίταζαν φιλικά. Κι ενώ έτρωγα κι έπινα, με πλημμύρισε το
συναίσθημα του μαρασμού και του εορταστικού αποχαιρετισμού, αυτό το
γλυκό και οδυνηρά βαθύ συναίσθημα για τον σύνδεσμό μου με όσα
διαδραματίστηκαν στην αλλοτινή ζωή μου, έναν σύνδεσμο που ποτέ δεν
είχε λυθεί ολοκληρωτικά και που τώρα ήταν ώριμος να σπάσει. Ο
«μοντέρνος» άνθρωπος το ονομάζει αυτό συναισθηματισμό· δεν αγαπά πια
τα πράγματα, ούτε καν αυτό που είναι για κείνον το ιερότερο, το
αυτοκίνητό του, που ελπίζει σύντομα να μπορέσει να το ανταλλάξει με ένα
άλλο καλύτερης μάρκας. Αυτός ο μοντέρνος άνθρωπος είναι ενεργητικός,
επιδέξιος, υγιής, ψυχρός κι αυστηρός, ένας έξοχος τύπος, που θα διακριθεί
θαυμάσια στον επόμενο πόλεμο. Αυτά με άφηναν αδιάφορο, εγώ δεν ήμουν
ένας μοντέρνος άνθρωπος, αλλά ούτε κι ένας παλιομοδίτης, ήμουν ένας
έκπτωτος του χρόνου και τραβούσα στον θάνατο, επιδιώκοντας τον θάνατο.
Δεν είχα τίποτα εναντίον του συναισθηματισμού, ήμουν χαρούμενος κι
ευγνώμων να νιώθω ακόμη στην καμένη καρδιά μου κάτι σαν συναίσθημα.
Έτσι αφέθηκα στις αναμνήσεις της παλιάς ταβέρνας, στην τρυφερότητά
μου για τις παλιές χοντροκομμένες καρέκλες, παραδόθηκα στη μυρωδιά
του καπνού και του κρασιού, στη λάμψη της συνήθειας, της ζεστασιάς,
στην αίσθηση μιας πατρίδας που είχαν για μένα όλα αυτά. Ο
αποχαιρετισμός είναι όμορφος, σε προδιαθέτει ήρεμα. Μου ήταν αγαπητό
το σκληρό κάθισμά μου, το χωριάτικο ποτήρι μου, μου ήταν αγαπητή η
δροσερή γεύση φρούτων του κρασιού της Αλσατίας, αγαπούσα την
οικειότητα που ένιωθα για όλους και για τον καθένα σε τούτον τον χώρο,
μου ήταν αγαπητά τα πρόσωπα των μεθυσμένων, που ονειροπολούσαν
κουρνιασμένοι, των απογοητευμένων, που για πολύν καιρό υπήρξα
αδελφός τους. Αστικός συναισθηματισμός ήταν αυτό που αισθανόμουν
εδώ, ελαφρά διαποτισμένος με το άρωμα του παλιομοδίτικου ρομαντισμού
της ταβέρνας από τα εφηβικά μου χρόνια, όταν ακόμη η ταβέρνα, το κρασί
και το πούρα ήταν απαγορευμένα, άγνωστα, υπέροχα πράγματα. Αλλά
κανένας Λύκος της Στέπας δεν σηκώθηκε να μου τρίξει τα δόντια και να
κουρελιάσει τον συναισθηματισμό μου. Καθόμουν εκεί ειρηνικά,
πυρακτωμένος από το παρελθόν, από την αδύναμη λάμψη ενός άστρου που
στο μεταξύ είχε δύσει.
Μπήκε ένας πλανόδιος πωλητής με κάστανα και αγόρασα μια χούφτα.
Μπήκε μια γυναίκα με λουλούδια, αγόρασα λίγα γαρίφαλα και τα χάρισα
στην ταβερνιάρισσα. Μόνο όταν θέλησα να πληρώσω και αναζήτησα
μάταια τη συνηθισμένη μου τσέπη, αντιλήφθηκα πάλι ότι φορούσα φράκο.
Ο χορός των μεταμφιεσμένων! Η Ερμίνε!
Αλλά ακόμη ήταν αρκετά νωρίς και δεν μπορούσα να πάρω την απόφαση
να πάω στο Γκλόμπους. Άλλωστε ένιωθα, όπως μου συνέβαινε τον
τελευταίο καιρό, κάποια αντίσταση και κάποιον δισταγμό ως προς όλες
αυτές τις διασκεδάσεις, μια αποστροφή για την είσοδο σε μεγάλους,
γεμάτους, θορυβώδεις χώρους, μια ντροπή σχολιαρόπαιδου για μια ξένη
ατμόσφαιρα, για τον κόσμο των γλεντζέδων και για τον χορό.
Σεργιανίζοντας, πέρασα από έναν κινηματογράφο, είδα τα αστραφτερά
φώτα και τις χρωματιστές τεράστιες αφίσες, προχώρησα μερικά βήματα πιο
κάτω, γύρισα πίσω και μπήκα. Εδώ μπορούσα να καθίσω ήσυχος στο
σκοτάδι ως τις έντεκα περίπου. Ακολουθώντας τον ταξιθέτη με το φανάρι,
μπήκα στη σκοτεινή αίθουσα, σκοντάφτοντας στις κουρτίνες της εισόδου,
κάθισα και βρέθηκα ξαφνικά στη μέση της Παλαιάς Διαθήκης. Η ταινία
ήταν μια από κείνες που γυρίστηκαν μάλλον όχι για εμπορικούς σκοπούς,
αλλά με ευγενικούς και ιερούς στόχους, με μεγάλα έξοδα και λεπτό γούστο,
και στις οποίες ακόμα και οι δάσκαλοι των θρησκευτικών πηγαίνουν τους
μαθητές τους τα απογεύματα. Εδώ παιζόταν η ιστορία του Μωυσή και των
Ισραηλιτών στην Αίγυπτο, με ένα τεράστιο πλήθος από ανθρώπους, άλογα,
καμήλες, παλάτια, με όλη τη μεγαλοπρέπεια των φαραώ και τα βάσανα των
Εβραίων πάνω στην καυτή άμμο της ερήμου. Είδα τον Μωυσή, που είχε τα
μαλλιά του χτενισμένα κατά το πρότυπο του Ουώλτ Ουίτμαν, έναν
μεγαλοπρεπή, θεατρικό Μωυσή, να βαδίζει επικεφαλής των Εβραίων μέσα
στην έρημο, φλογερός και σκοτεινός, κρατώντας ένα μακρύ ραβδί σαν
εκείνο του Βόταν. Τον είδα να προσεύχεται στον Θεό μπροστά στην
Ερυθρά Θάλασσα και είδα την Ερυθρά Θάλασσα να χωρίζεται στα δύο και
να αφήνει ελεύθερο τον δρόμο, ένα άδειο πέρασμα ανάμεσα στα
ανασηκωμένα υδάτινα βουνά (για το πώς το κατάφεραν αυτό οι άνθρωποι
του κινηματογράφου θα μπορούσαν να φιλονικούν για πολύ οι
κατηχούμενοι που ο ιερέας είχε φέρει σε τούτη τη θρησκευτική ταινία),
είδα τον προφήτη και τον φοβισμένο λαό να το διασχίζουν, είδα πίσω τους
να εμφανίζονται τα άρματα του φαραώ, είδα τους Αιγυπτίους στην ακτή
της Ερυθράς Θάλασσας έκπληκτους και τρομαγμένους, έπειτα όμως να
ορμούν θαρραλέοι, και είδα τα υδάτινα βουνά να διαλύονται και να
σκεπάζουν τον μεγαλοπρεπή φαραώ με τον χρυσό θώρακα και όλα τα
άρματα και τους άντρες του, όχι χωρίς να μου έρθει στο μυαλό ένα υπέροχο
ντουέτο του Χαίντελ για δύο βαθύφωνους που διηγείται τραγουδιστά με
υπέροχο τρόπο αυτό το γεγονός. Στη συνέχεια είδα τον Μωυσή να
ανεβαίνει στο όρος Σινά, έναν σκοτεινό ήρωα μέσα σε μια σκοτεινή
βραχώδη ερημιά, και είδα πώς ο Ιεχωβάς, με μια καταιγίδα με κεραυνούς
και αστραπές, του ανακοίνωσε τις Δέκα Εντολές, ενώ ο ανάξιος λαός του
στο μεταξύ έστηνε το χρυσό μοσχάρι στους πρόποδες του βουνού και
παραδινόταν σε αρκετά έντονες διασκεδάσεις. Ήταν τόσο περίεργο και
απίστευτο να τα βλέπω όλα αυτά, αυτές τις ιερές ιστορίες, τους ήρωες και
τα θαύματά τους, που στα παιδικά μας χρόνια εμφύσησαν μέσα μας την
πρώτη δειλή υποψία ενός υπεράνθρωπου κόσμου, να διαδραματίζονται
εδώ, έναντι εισιτηρίου, μπροστά σ’ ένα ευχαριστημένο κοινό, που έτρωγε
ήσυχα τα ψωμάκια που είχε φέρει μαζί του, ήταν ένα νόστιμο μικρό
στιγμιότυπο της φτήνιας και του ξεπουλήματος του πολιτισμού αυτής της
εποχής. Θεέ μου, αν ήταν να αποφύγουμε αυτή την κτηνωδία, καλύτερα να
είχαν καταστραφεί τότε μεμιάς, εκτός από τους Αιγυπτίους, και οι Εβραίοι
και όλοι οι άλλοι άνθρωποι, να είχαν βρει έναν βίαιο και αξιοπρεπή θάνατο,
αντί για τούτη τη φρικτή νεκροφάνεια, τον μισό θάνατο τον οποίο
πεθαίνουμε σήμερα. Τι να γίνει όμως!
Οι κρυφές μου αναστολές, η ανομολόγητη δειλία μου για τον χορό των
μεταμφιεσμένων δεν έγινε μικρότερη με τον κινηματογράφο και με τα
ερεθίσματά του, αλλά αυξήθηκε ενοχλητικά, κι έπρεπε να πιέσω τον εαυτό
μου με τη σκέψη της Ερμίνε για να πάω τελικά στην αίθουσα του
Γκλόμπους και να περάσω το κατώφλι της. Ήταν αργά και ο χορός είχε
ανάψει εδώ και ώρα· νηφάλιος και δειλός, βρέθηκα, πριν ακόμη βγάλω το
παλτό μου, μέσα σ’ έναν συνωστισμό από μασκαράδες. Με σκουντούσαν
με οικειότητα, κορίτσια με καλούσαν να πάμε στο μπαρ με τις σαμπάνιες,
οι κλόουν με χτυπούσαν στον ώμο και μου μιλούσαν στον ενικό. Εγώ δεν
ανταποκρίθηκα σε τίποτα, στριμώχτηκα στον κατάμεστο χώρο,
προσπαθώντας με κόπο να φτάσω στην γκαρνταρόμπα, κι όταν πήρα
αποκεί το νούμερό μου, το έχωσα με μεγάλη προσοχή στην τσέπη μου, με
τη σκέψη πως ίσως να το χρειαζόμουν ξανά πολύ σύντομα, όταν θα είχα
βαρεθεί τον σαματά.
Σε όλους τους χώρους του μεγάλου κτιρίου επικρατούσε εορταστική
ατμόσφαιρα, σε όλες τις αίθουσες χόρευαν, ακόμα και στο υπόγειο, όλοι οι
διάδρομοι και οι σκάλες είχαν πλημμυρίσει από μάσκες, χορό, μουσική,
χαμόγελα και ποδοβολητό. Γλίστρησα στενοχωρημένος ανάμεσα στο
πλήθος, από τη νέγρικη ορχήστρα στη δημοτική μουσική, από τη μεγάλη
αστραφτερή κεντρική αίθουσα στους διαδρόμους, στις σκάλες, στα μπαρ,
στους μπουφέδες, στους πάγκους με τις σαμπάνιες. Οι τοίχοι ήταν
στολισμένοι κυρίως με έξαλλες αστείες ζωγραφιές των πιο νέων
καλλιτεχνών. Όλοι ήταν εκεί, καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι, διανοούμενοι,
επιχειρηματίες και φυσικά όλοι οι γλεντζέδες της πόλης. Σε μία από τις
ορχήστρες καθόταν ο μίστερ Πάμπλο και φύσαγε εκστασιασμένος το
όργανό του· όταν με αναγνώρισε, έπαιξε δυνατά μια μελωδία για να με
χαιρετήσει. Σπρωγμένος από το πλήθος, περνούσα από τον έναν χώρο στον
άλλο, ανέβηκα σκάλες, κατέβηκα σκάλες. Ένας διάδρομος στο υπόγειο είχε
διακοσμηθεί από τους καλλιτέχνες ως κόλαση, εκεί μέσα μια μπάντα από
διαβόλους χτύπαγε τα ταμπούρλα της σαν λυσσασμένη. Σιγά σιγά άρχισα
να κοιτάζω για την Ερμίνε και τη Μαρία, βγήκα σε αναζήτηση,
προσπάθησα πολλές φορές να μπω στην κεντρική αίθουσα, κάθε φορά
όμως έκανα λάθος ή το ρεύμα του πλήθους ήταν αντίθετο σ’ εμένα. Γύρω
στα μεσάνυχτα δεν είχα βρει ακόμη κανέναν· παρόλο που δεν είχα χορέψει,
ζεσταινόμουν και είχα ιδρώσει, σωριάστηκα στην κοντινότερη καρέκλα,
ανάμεσα σ’ εντελώς ξένους ανθρώπους, ζήτησα κρασί και διαπίστωσα πως
η συμμετοχή σε τέτοιες θορυβώδεις γιορτές δεν ήταν για έναν γέρο
άνθρωπο σαν κι εμένα. Έπινα το κρασί μου απογοητευμένος, κοίταζα τους
γυμνούς ώμους και τις γυμνές πλάτες των θηλυκών, έβλεπα τις άφθονες
γκροτέσκες μασκαρεμένες μορφές να περνούν, αφέθηκα να με σκουντούν
κι έδιωχνα σιωπηλός μερικά κορίτσια που ήθελαν να καθίσουν στα γόνατά
μου ή να χορέψουν μαζί μου. «Γερογκρινιάρη», φώναξε μία, και είχε δίκιο.
Αποφάσισα να πιω για να πάρω θάρρος και να φτιάξει το κέφι μου, αλλά
ακόμα και το κρασί δεν μου άρεσε, δεν μπορούσα να κατεβάσω ούτε το
δεύτερο ποτήρι. Και λίγο λίγο αντιλήφθηκα τον Λύκο της Στέπας να
στέκεται πίσω μου με τη γλώσσα έξω. Μ’ εμένα τίποτα δεν γινόταν,
βρισκόμουν σε λάθος μέρος. Είχα έρθει με τις καλύτερες προθέσεις, αλλά
εδώ δεν μπορούσα να χαρώ, όλη η θορυβώδης ευθυμία, τα γέλια κι όλη η
τρέλα μού φαίνονταν ηλίθια και βεβιασμένα.
Και έτσι κατά τη μία, απογοητευμένος και θυμωμένος, γλίστρησα πίσω
στην γκαρνταρόμπα για να φορέσω το παλτό μου και να φύγω. Ήταν μια
ήττα, μια επιστροφή στον Λύκο της Στέπας, και η Ερμίνε δεν θα μου το
συγχωρούσε με τίποτε. Όμως δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς.
Προσπαθώντας να διασχίσω το πλήθος για να φτάσω στην γκαρνταρόμπα,
κοίταξα άλλη μια φορά προσεκτικά γύρω μου, μήπως έβλεπα κάποια από
τις φίλες μου. Μάταια. Στάθηκα λοιπόν μπροστά στον πάγκο, ο ευγενικός
άνθρωπος που βρισκόταν πίσω του είχε απλώσει κιόλας το χέρι του για να
πάρει το νούμερό μου, εγώ έψαξα στην τσέπη του γιλέκου μου, το νούμερο
δεν ήταν πια εκεί! Διάβολε, αυτό μου έλειπε! Πολλές φορές μέσα στις
θλιβερές περιπλανήσεις μου στις αίθουσες και όταν κάθισα για να πιω το
άγευστο κρασί είχα βάλει το χέρι μου στην τσέπη, παλεύοντας με την
απόφαση να φύγω, και πάντα έβρισκα τη στρογγυλή επίπεδη πλακέτα στη
θέση της. Και τώρα έλειπε. Τα πάντα ήταν εναντίον μου.
«Έχασες το νούμερό σου;», ρώτησε με διαπεραστική φωνή ένας μικρός
κοκκινοκίτρινος διάβολος δίπλα μου. «Να, σύντροφε, μπορείς να πάρεις το
δικό μου», και μου το έτεινε μάλιστα. Ενώ εγώ το πήρα μηχανικά και το
στριφογύριζα στα δάχτυλά μου, το σβέλτο ανθρωπάκι είχε κιόλας
εξαφανιστεί.
Όταν έφερα τη μικρή στρογγυλή χαρτονένια πλακέτα κοντά στα μάτια
μου για να δω το νούμερο, πάνω της δεν υπήρχε κανένα νούμερο, μόνο ένα
ορνιθοσκάλισμα με μικρά γράμματα. Παρακάλεσα τον υπάλληλο της
γκαρνταρόμπας να περιμένει, πήγα στο πλησιέστερο φως και διάβασα. Με
μικρά ακατάστατα γράμματα, δυσανάγνωστα και κάπως κακογραμμένα,
ήταν γραμμένο:
ΑΠΟΨΕ, ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΕΣΣΕΡΙΣ, ΣΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
–ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΠΑΡΑΦΡΟΝΕΣ–
ΤΙΜΗ ΕΙΣΟΔΟΥ: ΤΑ ΛΟΓΙΚΑ ΣΟΥ.
ΟΧΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΘΕΝΑ. Η ΕΡΜΙΝΕ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ.

Όπως μια μαριονέτα της οποίας τα νήματα είχαν ξεφύγει για μια στιγμή
από τον χειριστή της ζωντανεύει πάλι ύστερα από τον σύντομο άκαμπτο
θάνατο και την απάθεια και ξαναρχίζει το παιχνίδι χορεύοντας και
χειρονομώντας, έτσι έτρεχα κι εγώ πίσω από το μαγικό σύρμα που μ’
έσερνε, επιστρέφοντας ξανά ευλύγιστος, νέος κι ανυπόμονος στην οχλοβοή
από την οποία μόλις πριν λίγο είχα δραπετεύσει κουρασμένος, ανόρεχτος
και γέρος. Ποτέ αμαρτωλός δεν βιάστηκε τόσο πολύ να πάει στην κόλαση.
Τα λουστρινένια παπούτσια μου προηγουμένως μ’ έσφιγγαν, η βαριά
αρωματισμένη ατμόσφαιρα με αηδίαζε, η ζέστη με αποχαύνωνε· τώρα
έτρεχα σβέλτος με φτερά στα πόδια μέσα στις αίθουσες στον ρυθμό του
ουάνστεπ, πηγαίνοντας στην κόλαση, ένιωθα την ατμόσφαιρα γεμάτη
μαγεία, με νανούριζαν και μ’ έκαναν ανάλαφρο η ζέστη, η ξέφρενη
μουσική, ο ίλιγγος των χρωμάτων, το άρωμα των γυναικείων ώμων, το
μεθύσι εκατοντάδων ανθρώπων, το γέλιο, ο χορός, η λάμψη των
ξαναμμένων βλεμμάτων. Μια Σπανιόλα χορεύτρια έπεσε στην αγκαλιά
μου: «Χόρεψε μαζί μου!» – «Δεν γίνεται», είπα, «πρέπει να πάω στην
κόλαση. Μα θα έπαιρνα ευχαρίστως μαζί μου ένα σου φιλί». Το κόκκινο
στόμα κάτω από τη μάσκα με πλησίασε, και τότε μόνο, με το φιλί,
αναγνώρισα τη Μαρία. Την έσφιξα δυνατά στην αγκαλιά μου, και το στόμα
της άνθισε σαν ένα μεγάλο καλοκαιρινό τριαντάφυλλο. Να λοιπόν που
τώρα χορεύαμε με τα χείλη μας ακόμη ενωμένα, περάσαμε χορεύοντας
μπροστά από τον Πάμπλο, που αγκάλιαζε σαν ερωτευμένος το πνευστό
όργανο με το τρυφερό κλάμα. Ακτινοβόλο και κάπως αφηρημένο μας
τύλιξε το όμορφο ζωώδες βλέμμα του. Αλλά, πριν κάνουμε είκοσι βήματα,
η μουσική σταμάτησε, και, δυσαρεστημένος, άφησα τη Μαρία από την
αγκαλιά μου.
«Ευχαρίστως θα χόρευα ακόμα μία φορά μαζί σου», είπα μεθυσμένος από
τη ζεστασιά της, «έλα μερικά βήματα μαζί μου, είμαι ερωτευμένος με το
όμορφο χέρι σου, άφησέ το μια στιγμή ακόμα! Αλλά, βλέπεις, μ’ έχει
φωνάξει η Ερμίνε. Είναι στην κόλαση».
«Το φαντάστηκα. Αντίο, Χάρρυ, θα σε θυμάμαι με αγάπη». Με
αποχαιρέτησε. Ήταν αποχαιρετισμός, ήταν φθινόπωρο, ήταν πεπρωμένο
αυτό το άρωμα που τόσο ώριμα και ολοκληρωμένα είχε ευωδιάσει το
καλοκαιρινό τριαντάφυλλο.
Συνέχισα να τρέχω διασχίζοντας διαδρόμους γεμάτους από αισθησιακό
συνωστισμό, κατέβηκα τις σκάλες και βρέθηκα στην κόλαση. Εκεί πάνω
στους κατάμαυρους τοίχους έκαιγαν ζωηρές εχθρικές λάμπες και η
ορχήστρα των διαβόλων έπαιζε πυρετικά. Πάνω σ’ ένα ψηλό σκαμνί του
μπαρ καθόταν ένας όμορφος νέος χωρίς μάσκα, με φράκο, που με
περιεργάστηκε μ’ ένα βλέμμα ειρωνικό. Ο στρόβιλος των χορευτών με
στρίμωξε στον τοίχο, είκοσι περίπου ζευγάρια χόρευαν σ’ έναν πολύ στενό
χώρο. Αχόρταγα και δειλά παρατηρούσα όλες τις γυναίκες, οι περισσότερες
φορούσαν ακόμη μάσκα, μερικές μου χαμογέλασαν, αλλά καμία δεν ήταν η
Ερμίνε. Ο όμορφος νέος πάνω στο ψηλό σκαμνί του μπαρ κοίταζε
κοροϊδευτικά προς το μέρος μου. Στο επόμενο χορευτικό διάλειμμα,
σκέφτηκα, θα ερχόταν εκείνη να με φωνάξει. Ο χορός τελείωσε, αλλά
κανείς δεν ήρθε.
Πήγα απέναντι, στο μπαρ, που ήταν στριμωγμένο σε μια γωνιά της
μικρής χαμηλοτάβανης αίθουσας. Στάθηκα δίπλα στο σκαμνί του νεαρού
και ζήτησα να μου δώσουν ένα ουίσκι. Καθώς έπινα, παρατηρούσα το
προφίλ του νέου, μου φαινόταν τόσο γνωστό και γοητευτικό, σαν μια
εικόνα από πολύ μακρινούς καιρούς, πολύτιμη μέσα από το ήσυχο πέπλο
της σκόνης του παρελθόντος. Τότε κάτι σκίρτησε μέσα μου: Μα αυτός ήταν
ο Έρμαν, ο φίλος της νιότης μου!
«Έρμαν!», είπα διστακτικά.
Γέλασε. «Χάρρυ; Με βρήκες λοιπόν;»
Ήταν η Ερμίνε, είχε αλλάξει μόνο κάπως το χτένισμά της και ήταν
ελαφρά μακιγιαρισμένη· ιδιόρρυθμο και χλωμό με κοίταζε το έξυπνο
πρόσωπό της μέσα από το μοντέρνο όρθιο κολάρο, τα χέρια της πρόβαλλαν
περίεργα μικροσκοπικά μέσα από τα φαρδιά μαύρα μανίκια του φράκου και
από τις λευκές μανσέτες, περίεργα κομψά ήταν τα πόδια της, με τις
ασπρόμαυρες, μεταξωτές, αντρικές κάλτσες, έτσι όπως έβγαιναν από το
μαύρο μακρύ παντελόνι.
«Με τούτο το κοστούμι, Ερμίνε, θέλεις να με κάνεις να σε ερωτευτώ;»
Έγνεψε καταφατικά. «Μέχρι στιγμής έχω κάνει κάμποσες γυναίκες να μ’
ερωτευτούν. Τώρα όμως είναι η σειρά σου. Ας πιούμε πρώτα ένα ποτήρι
σαμπάνια».
Αυτό και κάναμε, κουρνιασμένοι στα ψηλά σκαμνιά, ενώ δίπλα μας ο
χορός συνεχιζόταν και η καυτή μουσική των εγχόρδων φούντωνε. Και
χωρίς να κάνει η Ερμίνε καμία φανερή προσπάθεια, εγώ δεν άργησα να την
ερωτευτώ. Επειδή φορούσε αντρικά ρούχα, δεν μπορούσα να χορέψω μαζί
της, δεν μπορούσα να της δείξω καμιά τρυφερότητα, δεν μου επιτρεπόταν
καμιά επαφή, κι ενώ έδειχνε απόμακρη και ουδέτερη μέσα στην αντρική
μεταμφίεσή της, με τύλιγε με βλέμματα, με λόγια, με χειρονομίες, με όλα
τα θέλγητρα της θηλυκότητάς της. Χωρίς καν να την αγγίξω, υποτάχθηκα
στη μαγεία της, κι αυτή η ίδια η μαγεία ήταν μέρος του ρόλου της, ήταν
ερμαφρόδιτη. Γιατί μιλούσε μαζί μου για τον Έρμαν και για την παιδική
ηλικία, τη δική της και τη δική μου, για τα χρόνια εκείνα όταν ωριμάζει το
φύλο, όταν η νεανική ερωτική δυνατότητα δεν αγκαλιάζει μόνο τα δύο
φύλα, αλλά τα πάντα και καθετί το αισθησιακό και πνευματικό,
προσφέροντάς τους τη μαγεία του έρωτα και την παραμυθένια ικανότητα
της μεταμόρφωσης που ξαναβρίσκουμε μόνο στους εκλεκτούς και στους
ποιητές, καμιά φορά ακόμα και σε πιο προχωρημένη ηλικία. Εκείνη έπαιζε
πέρα για πέρα τον νεαρό, κάπνιζε τσιγάρα, φλυαρούσε αβίαστα και με
πνεύμα, συχνά με διάθεση κοροϊδίας. Όλα όμως γίνονταν λαμπερά από τον
Έρωτα και τα πάντα μεταμορφώνονταν στον δρόμο για τις αισθήσεις μου
σε μια θεσπέσια σαγήνη.
Πόσο καλά και πόσο βαθιά νόμιζα πως ήξερα την Ερμίνε, και πόσο
εντελώς καινούργια μου εμφανιζόταν τούτη τη νύχτα! Πόσο απαλά και
απαρατήρητα άπλωνε γύρω μου τον ποθητό ιστό, πόσο παιχνιδιάρικα, σαν
νεράιδα, μου έδινε να πιω το πιο γλυκό δηλητήριο!
Καθόμασταν και φλυαρούσαμε πίνοντας σαμπάνια. Σεργιανίσαμε στις
αίθουσες σαν παρατηρητικοί εξερευνητές, διαλέγοντας ζευγάρια και
κρυφακούγοντας το ερωτικό παιχνίδι τους. Μου υπέδειξε γυναίκες και με
παρότρυνε να χορέψω μαζί τους, μου έδινε συμβουλές για την τέχνη της
αποπλάνησης που θα χρησιμοποιούσα για τη μία ή για την άλλη γυναίκα.
Παριστάναμε τους αντιζήλους, τριγυρίζαμε για λίγο την ίδια γυναίκα,
χορεύαμε διαδοχικά μαζί της, προσπαθούσαμε και οι δύο να την
κερδίσουμε. Κι όμως όλα αυτά ήταν μόνο ένα παιχνίδι μεταμφιεσμένων,
ήταν μόνο ένα παιχνίδι ανάμεσα σ’ εμάς τους δύο, που μας συνύφαινε όλο
και πιο στενά και άναβε μεταξύ μας τον πόθο. Όλα ήταν ένα παραμύθι,
ήταν κατά μία διάσταση πιο πλούσια, κατά μία έννοια πιο βαθιά, ήταν
παιχνίδι και σύμβολο. Είδαμε μια πολύ όμορφη νέα γυναίκα που φαινόταν
δυστυχισμένη και ανικανοποίητη, ο Έρμαν χόρεψε μαζί της, την έκανε να
ανοίξει σαν λουλούδι, εξαφανίστηκε μαζί της σ’ ένα περίπτερο όπου
πρόσφεραν σαμπάνια και αργότερα μου διηγήθηκε πως εκείνη τη γυναίκα
δεν την είχε κατακτήσει σαν άντρας, αλλά σαν γυναίκα, με τα θέλγητρα της
Λέσβου. Για μένα όμως όλο αυτό το κτίριο που αντηχούσε από μουσική, με
τις αίθουσες γεμάτες χορευτική πανδαισία, αυτό το μεθυσμένο πλήθος των
μεταμφιεσμένων γινόταν σιγά σιγά ένας τρελά ονειρικός παράδεισος, το
κάθε λουλούδι συναγωνιζόταν το άλλο με το άρωμά του, ψηλάφιζα τον
έναν καρπό ύστερα από τον άλλο με δάχτυλα δοκιμαστή, φίδια με κοίταζαν
σαγηνευτικά μέσα από πράσινα σκιερά φυλλώματα, άνθη λωτού
περιφέρονταν σε μαύρους βάλτους, μαγικά πουλιά πάνω στα κλαδιά με
προέτρεπαν, και όλα με οδηγούσαν στον ποθητό στόχο, όλα με καλούσαν
με καινούργια λαχτάρα στη μοναδική Εκείνη. Κάποια στιγμή χόρεψα μ’
ένα άγνωστο κορίτσι, φλογερός και απαιτητικός, την παρέσυρα στον ίλιγγο
και στην έκσταση, κι ενώ στροβιλιζόμασταν μέσα στο εξωπραγματικό, μου
είπε ξαφνικά γελώντας: «Έχεις γίνει αγνώριστος, ήσουν τόσο κουτός και
βαρετός απόψε». Κι εγώ αναγνώρισα εκείνη που πριν από λίγες ώρες με
είχε αποκαλέσει «γερογκρινιάρη». Τώρα λοιπόν νόμιζε πως ήμουν στη
διάθεσή της, αλλά στον επόμενο χορό ήταν μια άλλη εκείνη που μ’ ερέθιζε.
Χόρευα ασταμάτητα δύο ώρες ή και περισσότερο, τον κάθε χορό, ακόμα
και χορούς που ποτέ δεν είχα μάθει. Συνεχώς ξεπρόβαλλε δίπλα μου ο
Έρμαν, ο χαμογελαστός νεαρός, μου έγνεφε κι εξαφανιζόταν μέσα στον
συνωστισμό.
Μια εμπειρία που μου ήταν άγνωστη επί πενήντα χρόνια, παρόλο που
ήταν γνωστή σε κάθε κοριτσόπουλο και σε κάθε φοιτητή, μου
προσφέρθηκε εκείνη τη νύχτα του χορού: η εμπειρία της γιορτής, η μέθη
της εορταστικής συντροφιάς, το μυστήριο της εκμηδένισης του ατόμου
μέσα στη μάζα και των μυστικών δεσμών της χαράς. Είχα ακούσει συχνά
να μιλούν γι’ αυτό, το γνώριζε η κάθε υπηρέτρια, και συχνά έβλεπα τη
λάμψη στα μάτια εκείνων που το περιέγραφαν, πάντα όμως χαμογελούσα
λίγο υπεροπτικά και εν μέρει με φθόνο. Εκείνη τη λάμψη στα εκστατικά
μάτια ενός μεταρσιωμένου, κάποιου που έχει λυτρωθεί από τον ίδιο τον
εαυτό του, αυτό το χαμόγελο και τη μισότρελη βύθιση εκείνου που
αναγεννιέται μέσα στη μέθη της συντροφικότητας τα είχα δει εκατοντάδες
φορές στη ζωή, σε ευγενικά και σε χυδαία παραδείγματα, σε μεθυσμένους
νεοσύλλεκτους και ναύτες, όπως ακριβώς και σε μεγάλους καλλιτέχνες, μες
στον ενθουσιασμό εορταστικών παραστάσεων, και όχι λιγότερο σε νεαρούς
στρατιώτες που πήγαιναν στον πόλεμο, κι ακόμα, τον τελευταίο καιρό,
αυτή τη λάμψη και το χαμόγελο της ευτυχισμένης μεταρσίωσης τα είχα
θαυμάσει, αγαπήσει, κοροϊδέψει και φθονήσει στον φίλο μου τον Πάμπλο,
όταν μακάριος έσκυβε πάνω από το σαξόφωνό του, μεθυσμένος από τη
μουσική της ορχήστρας, ή παρατηρούσε γοητευμένος και εκστατικός τον
μαέστρο, τον ντράμερ ή τον άνθρωπο που έπαιζε το μπάντζο. Κάποτε είχα
σκεφτεί πως ένα τέτοιο χαμόγελο, μια τέτοια παιδιάστικη ακτινοβολία ήταν
δυνατά μόνο στους εντελώς νέους ανθρώπους ή σ’ εκείνους τους λαούς που
δεν επιτρέπουν κανέναν ισχυρό ατομικισμό και διαφοροποίηση της
μεμονωμένης προσωπικότητας. Αλλά σήμερα, τούτη την ευλογημένη
νύχτα, ακτινοβολούσα κι εγώ ο ίδιος, ο Λύκος της Στέπας, ο Χάρρυ, αυτό
το χαμόγελο, κολυμπούσα κι εγώ ο ίδιος σ’ αυτήν τη βαθιά παιδιάστικη,
παραμυθένια ευτυχία, ανέπνεα ο ίδιος αυτό το γλυκό όνειρο και το μεθύσι
της συντροφικότητας, της μουσικής, του ρυθμού, του κρασιού και του
σαρκικού πόθου· τον ύμνο αυτού του χαμόγελου τον άκουγα άλλοτε από
κάποιους σπουδαστές, όταν κουβέντιαζαν για έναν χορό, και τόσο συχνά
τον αντιμετώπιζα με ειρωνεία και φτωχή υπεροψία. Δεν ήμουν πια εγώ, η
προσωπικότητά μου είχε διαλυθεί στο μεθύσι της γιορτής όπως το αλάτι
στο νερό. Χόρευα με τη μία ή με την άλλη γυναίκα, αλλά δεν ήταν μόνο
εκείνη που κρατούσα στην αγκαλιά μου, της οποίας τα μαλλιά με χάιδευαν
απαλά καθώς ρουφούσα το άρωμά της, αλλά όλες, όλες μαζί οι άλλες
γυναίκες που έπλεαν μέσα στην ίδια αίθουσα, στον ίδιο χορό, με την ίδια
μουσική, των οποίων τα λαμπερά πρόσωπα περνούσαν μπροστά μου σαν
μεγάλα φανταστικά άνθη, όλες μου ανήκαν, σε όλες ανήκα, όλοι
κοινωνούσαμε ο ένας τον άλλο. Σ’ αυτή την εμπειρία ανήκαν και οι άντρες,
και σ’ εκείνους είχα εισδύσει, κι εκείνοι δεν μου ήταν ξένοι, το χαμόγελό
τους ήταν δικό μου, ο τρόπος που πολιορκούσαν ήταν ο δικός μου, ό,τι μου
ανήκε ήταν δικό τους.
Ένας νέος χορός, ένα φοξ τροτ, είχε κατακτήσει τον κόσμο εκείνον τον
χειμώνα, με τον τίτλο Yearning. Αυτό το Yearning επαναλαμβανόταν
αδιάκοπα, και πάλι το ζήταγε ο κόσμος από την αρχή, όλοι ήμασταν
ποτισμένοι κι αφιονισμένοι απ’ αυτό, όλοι μαζί μουρμουρίζαμε τη μελωδία
του. Χόρευα ασταμάτητα με κάθε γυναίκα που βρισκόταν μπροστά μου, με
όλα τα νέα κορίτσια, με όλες τις ανθισμένες νεαρές γυναίκες, με ώριμες
σαν καλοκαιρινά φρούτα, με μελαγχολικές μαραμένες· απ’ όλες
γοητευμένος, γελαστός, ευτυχισμένος, ακτινοβολώντας. Κι όταν με είδε ο
Πάμπλο να λάμπω έτσι, εμένα, που με ήξερε σαν έναν ιδιαίτερα
αξιολύπητο φτωχό διάβολο, άστραψαν τα μάτια του από χαρά, σηκώθηκε
ενθουσιασμένος από το κάθισμά του στην ορχήστρα, φύσηξε δυνατά στην
τρομπέτα του, ανέβηκε στην καρέκλα κι άρχισε να παίζει όρθιος με
φουσκωμένα μάγουλα, ενώ ταλαντευόταν, αυτός και το όργανο του, άγριος
και μακάριος στον ρυθμό του Yearning, όσο για μένα και την παρτενέρ μου,
του στέλναμε με τα χέρια μας φιλιά και τραγουδούσαμε κι εμείς δυνατά.
Αχ, σκεφτόμουν στο μεταξύ, ας μου συμβεί ό,τι θέλει, για μια φορά είμαι κι
εγώ ευτυχισμένος, ακτινοβολώ, είμαι απελευθερωμένος από τον εαυτό μου,
είμαι ένας αδελφός του Πάμπλο, ένα παιδί.
Το αίσθημα του χρόνου το είχα χάσει, δεν ξέρω πόσες ώρες ή στιγμές
κράτησε αυτή η ευτυχισμένη έκσταση. Ούτε και παρατήρησα πως, όσο
φούντωνε η γιορτή, τόσο περιοριζόταν όλο και σε στενότερο χώρο. Οι
περισσότεροι είχαν φύγει ήδη, στους διαδρόμους επικρατούσε ησυχία, οι
σκάλες είχαν νεκρωθεί, στις επάνω αίθουσες οι ορχήστρες σώπαιναν η μία
ύστερα από την άλλη κι έφευγαν, μόνο στην κεντρική αίθουσα και στην
κόλαση λυσσομανούσε ακόμη η μουσική και δυνάμωνε η φλόγα του
πολύχρωμου εορταστικού μεθυσιού. Επειδή με την Ερμίνε, με τον νεαρό,
δεν επιτρεπόταν να χορέψω, ανταμώναμε μόνο φευγαλέα στα διαλείμματα
του χορού και χαιρετιόμασταν, ώσπου τελικά εκείνη εξαφανίστηκε όλως
διόλου, όχι μόνο από τα μάτια μου, αλλά κι από τη σκέψη μου. Δεν
σκεπτόμουν πια τίποτε. Λυτρωμένος, έπλεα σε μια μεθυστική χορευτική
αίσθηση από αρώματα, ήχους, αναστεναγμούς, από λόγια που με άγγιζαν,
από άγνωστα μάτια που με χαιρετούσαν, ξαναμμένος, τριγυρισμένος από
ξένα πρόσωπα, χείλη, μάγουλα, χέρια, στήθη, γόνατα, παρασυρμένος εδώ
κι εκεί στον ρυθμό των κυμάτων της μουσικής.
Και τότε, μισοξυπνώντας κάποια στιγμή, είδα ξαφνικά ανάμεσα στους
τελευταίους που απέμεναν ακόμη και γέμιζαν τώρα μια από τις μικρότερες
αίθουσες, την τελευταία όπου ακόμη ακουγόταν μουσική, είδα λοιπόν
ξαφνικά ένα όμορφο, δροσερό κορίτσι, μεταμφιεσμένο σε μαύρο πιερότο,
με το πρόσωπο βαμμένο κατάλευκο, μια γοητευτική μορφή, η μόνη που
φορούσε μάσκα και την οποία δεν είχα δει ακόμη όλη τη νύχτα. Ενώ σε
όλους τους άλλους φαινόταν πως η ώρα ήταν προχωρημένη, καθώς τα
πρόσωπα ήταν κόκκινα και ξαναμμένα, τα κοστούμια τσαλακωμένα, οι
γιακάδες και τα κολάρα μαραμένα, ο μαυροντυμένος πιερότος στεκόταν
δροσερός και φρέσκος, με το λευκό πρόσωπό του κρυμμένο πίσω από τη
μάσκα, με ατσαλάκωτο κοστούμι, με ανέπαφο κολάρο, κάτασπρες
δαντελένιες μανσέτες κι άψογο χτένισμα. Κάτι με τράβηξε και την
πλησίασα, την αγκάλιασα, την παρέσυρα στον χορό, η αρωματισμένη της
ωμοπλάτη μου γαργαλούσε το πιγούνι, τα μαλλιά της μου χάιδευαν το
μάγουλο, το σφιχτό νεανικό σώμα της ανταποκρινόταν στις κινήσεις μου
πιο θερμά και πιο οικεία απ’ όλες τις άλλες χορεύτριες εκείνης της νύχτας:
Αποτραβιόταν, με πίεζε και με προκαλούσε παιχνιδιάρικα σε ολοένα
καινούργιες επαφές. Και ξαφνικά, ενώ έσκυψα χορεύοντας και αναζήτησα
το στόμα της με το δικό μου, το στόμα εκείνο μου χαμογέλασε υπεροπτικά
και γνώριμα, αναγνώρισα το θεληματικό πιγούνι, αναγνώρισα ευτυχισμένος
τους ώμους, τους αγκώνες, τα χέρια. Ήταν η Ερμίνε, όχι πια ο Έρμαν,
ντυμένη διαφορετικά, δροσερή, ελαφρά αρωματισμένη και πουδραρισμένη.
Τα χείλη μας συναντήθηκαν φλογισμένα, για μια στιγμή κόλλησε πάνω μου
απαιτητικό και παραδομένο ολόκληρο το σώμα της, ως τα γόνατά της,
ύστερα τράβηξε μακριά το στόμα της κι άρχισε να χορεύει επιφυλακτική
και απομακρυσμένη. Όταν σταμάτησε η μουσική, μείναμε όρθιοι και
αγκαλιασμένοι, όλα τα ζευγάρια γύρω μας χειροκροτούσαν ξαναμμένα,
ποδοβολούσαν, κραύγαζαν και πίεζαν την εξαντλημένη ορχήστρα να
επαναλάβει το Yearning. Και τότε ξαφνικά όλοι αντιληφθήκαμε το πρωινό,
είδαμε το ωχρό φως πίσω από τις κουρτίνες, νιώσαμε να πλησιάζει το τέλος
της ηδονής, μαντέψαμε την κούραση που ερχόταν και ριχτήκαμε σαν
τυφλοί, χαχανίζοντας απελπισμένα, ακόμα μία φορά στον χορό, στη
μουσική, στη φωτεινή πλημμύρα, τα βήματά μας λυσσομανούσαν στον
ρυθμό, και, καθώς τα ζευγάρια ήταν σφιγμένα το ένα με το άλλο,
αισθανθήκαμε γι’ άλλη μια φορά μακάριοι το μεγάλο κύμα να παφλάζει
πάνω μας. Σε τούτον τον χορό η Ερμίνε άφησε κατά μέρος την
υπεροπτικότητά της, την ειρωνεία της, την ψυχρότητά της – ήξερε πως δεν
χρειαζόταν πια να κάνει τίποτα για να την ερωτευτώ. Ήμουν δικός της. Κι
εκείνη αφέθηκε στον χορό, στο βλέμμα, στο φιλί, στο χαμόγελο. Όλες οι
γυναίκες αυτής της πυρετικής νύχτας με τις οποίες είχα χορέψει, αυτές που
είχα ανάψει και με είχαν ανάψει, όλες όσες προσπάθησα να κατακτήσω,
εκείνες πάνω στις οποίες σφίχτηκα με πόθο, αυτές που κοίταξα με ερωτική
λαχτάρα είχαν ενωθεί όλες μαζί και είχαν γίνει μία, μοναδική, αυτή που
άνθιζε στην αγκαλιά μου.
Ο γαμήλιος αυτός χορός κράτησε πολύ. Δυο τρεις φορές η μουσική
έπαψε, εκείνοι που έπαιζαν τα πνευστά άφησαν τα όργανά τους, ο
πιανίστας σηκώθηκε από το πιάνο του, ο πρώτος βιολιστής κουνούσε το
κεφάλι του αρνητικά και κάθε φορά όλοι έπαιρναν φωτιά από την
ικετευτική παραφορά των τελευταίων χορευτών, άρχιζαν ξανά να παίζουν,
έπαιζαν πιο γρήγορα, πιο άγρια. Ύστερα όμως –εμείς στεκόμασταν ακόμη
αγκαλιασμένοι σφιχτά και λαχανιασμένοι από τον τελευταίο άπληστο
χορό– το καπάκι του πιάνου έκλεισε με κρότο, τα χέρια μας κρεμάστηκαν
κουρασμένα, σαν τα πνευστά και τα βιολιά, ο φλαουτίστας, με μάτια που
έκλειναν, έχωσε το φλάουτο στη θήκη του, οι πόρτες άνοιξαν, ο παγωμένος
αέρας φύσηξε μέσα, οι υπηρέτες εμφανίστηκαν με τα παλτά τους και ο
μπάρμαν έσβησε τα φώτα. Όλα διαλύονταν σαν στοιχειωμένα,
ανατριχιαστικά, οι χορευτές, αυτοί που πριν από λίγο άναβαν και κόρωναν,
τώρα έβαζαν βιαστικά και τουρτουρίζοντας τα παλτά τους, σηκώνοντας
ψηλά τους γιακάδες. Η Ερμίνε στεκόταν χλωμή, μα χαμογελαστή. Σήκωσε
αργά τα χέρια και τράβηξε πίσω τα μαλλιά της, η μασχάλη της έλαμψε στο
φως, μια λεπτή, απέραντα τρυφερή σκιά χαράχτηκε αποκεί ως το
καλυμμένο στήθος της, κι αυτή η μικρή τρεμάμενη σκιερή δέσμη μού
φάνηκε πως συγκέντρωνε, σαν ένα χαμόγελο, όλα τα θέλγητρα, όλα τα
παιχνίδια, τις δυνατότητες του όμορφου κορμιού της.
Στεκόμασταν κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο, τελευταίοι στην αίθουσα,
τελευταίοι στο οίκημα. Κάτω άκουσα μια πόρτα να χτυπά, ένα ποτήρι να
σπάει, ένα χαχάνισμα να σβήνει σμίγοντας με τον εχθρικό βιαστικό θόρυβο
των αυτοκινήτων που έπαιρναν μπρος. Κάπου, σε ακαθόριστη απόσταση
και ύψος, άκουσα να ηχεί ένα γέλιο, ένα ασυνήθιστα φωτεινό, χαρούμενο,
συνάμα όμως ανατριχιαστικό και ξένο γέλιο, ένα γέλιο σαν από κρύσταλλο
και πάγο, λαμπρό, ακτινοβόλο, αλλά ψυχρό και αδυσώπητο. Πώς μου
φαινόταν όμως γνώριμο αυτό το γέλιο; Αυτό δεν μπόρεσα να το βρω.
Στεκόμασταν και κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο. Για μια στιγμή συνήλθα κι
ένιωσα νηφάλιος, αισθάνθηκα να με πιάνει ξαφνικά μια τρομερή κούραση,
αισθάνθηκα τα ρούχα μου, μουσκεμένα από τον ιδρώτα, να κρέμονται
πάνω μου αηδιαστικά υγρά και χλιαρά, είδα τα χέρια μου να προβάλουν
κόκκινα, με τις φλέβες φουσκωμένες, μέσα από τις τσαλακωμένες και
ιδρωμένες μανσέτες. Αμέσως όμως όλα ξεχάστηκαν, ένα βλέμμα της
Ερμίνε διέλυσε τα πάντα. Από το βλέμμα της, απ’ όπου φαινόταν να με
κοιτάζει η ψυχή μου, κατέρρευσε όλη η πραγματικότητα, ακόμα και η
πραγματικότητα της αισθησιακής λαχτάρας μου για κείνη. Κοιτάζαμε ο
ένας τον άλλο μαγεμένοι, και η φτωχή μικρή ψυχή μου με παρατηρούσε.
«Είσαι έτοιμος;», ρώτησε η Ερμίνε, και το χαμόγελό της πέταξε και
χάθηκε, όπως χάθηκε και η σκιά που έπεφτε στο στήθος της. Απόμακρο
έσβηνε εκείνο το ξένο γέλιο ψηλά, μέσα σε κάποιους άγνωστους χώρους.
Έγνεψα καταφατικά. Ω ναι, ήμουν έτοιμος.
Τώρα φάνηκε στην πόρτα ο Πάμπλο, ο μουσικός, και μας φώτισε με τα
χαρούμενα μάτια του, που τελικά ήταν τα μάτια ενός ζώου· τα μάτια των
ζώων όμως είναι πάντα σοβαρά, ενώ τα δικά του γελούσαν αδιάκοπα και το
γέλιο τους τα έκανε ανθρώπινα. Μας έκανε νόημα με όλη την εγκάρδια
φιλικότητά του. Είχε φορέσει μια πολύχρωμη μεταξωτή ρόμπα, που άφηνε
να φαίνονται πάνω από τα κόκκινα πέτα της το μουσκεμένο κολάρο του
πουκαμίσου του και το κατάκοπο χλωμό πρόσωπο του, παράξενα μαραμένο
και άχρωμο, αλλά τα φωτεινά μαύρα μάτια του διέψευδαν αυτή την
εντύπωση. Κι αυτά επίσης αναιρούσαν την πραγματικότητα, κι αυτά
μάγευαν.
Υπακούσαμε στο νεύμα του, και, περνώντας την πόρτα, εκείνος μου είπε
ψιθυριστά: «Αδελφέ Χάρρυ, σας προσκαλώ σε μια μικρή διασκέδαση.
Είσοδος μόνο για παράφρονες, αντίτιμο εισόδου τα λογικά σας. Είστε
έτοιμος;». Πάλι έγνεψα καταφατικά.
Αξιαγάπητο παιδί! Τρυφερά και με φροντίδα μάς πήρε από το μπράτσο,
την Ερμίνε δεξιά, εμένα αριστερά, και μας οδήγησε από μια σκάλα ψηλά σ’
ένα μικρό στρογγυλό δωμάτιο, που φωτιζόταν αποπάνω με ένα γαλαζωπό
φως και ήταν σχεδόν άδειο· δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκεί μέσα εκτός από
ένα μικρό στρογγυλό τραπέζι και τρεις καρέκλες, όπου και καθίσαμε.
Πού ήμασταν; Κοιμόμουν; Ήμουν στο σπίτι μου; Καθόμουν μέσα σ’ ένα
αυτοκίνητο που έτρεχε; Όχι, καθόμουν μέσα σ’ ένα στρογγυλό δωμάτιο
φωτισμένο γαλάζια, σε μια αραιωμένη ατμόσφαιρα, σε μια όχι πια στεγανή
πραγματικότητα. Μα γιατί ήταν η Ερμίνε τόσο χλωμή; Γιατί μιλούσε τόσο
πολύ ο Πάμπλο; Μήπως εγώ ήμουν αυτός που τον έκανε να μιλά, εγώ που
μιλούσα με το στόμα του; Δεν ήταν η δική μου ψυχή, αυτό το φοβισμένο
χαμένο πουλί, που με κοίταζε μέσα από τα μαύρα του μάτια, ακριβώς όπως
και από τα μάτια της Ερμίνε;
Με όλη την αγαθή και κάπως τελετουργική φιλικότητά του ο φίλος μας ο
Πάμπλο μας κοίταζε και μας μιλούσε, μιλούσε πολύ και γι’ αρκετό
διάστημα. Αυτός, τον οποίο ποτέ δεν είχα ακούσει να μιλά με ειρμό, που
δεν ενδιαφερόταν για καμία συζήτηση, που δεν τον θεωρούσα ικανό ούτε
καν να σκεφτεί, τώρα μιλούσε, κουβέντιαζε με την καλή, ζεστή φωνή του,
εύγλωττα κι αλάνθαστα.
«Φίλοι, σας κάλεσα σε μια διασκέδαση την οποία ο Χάρρυ λαχταρούσε
από καιρό, την ονειρευόταν από καιρό. Είναι λίγο αργά και πιθανόν να
είμαστε όλοι ελαφρώς κουρασμένοι. Γι’ αυτό ας ξεκουραστούμε λίγο εδώ,
για να πάρουμε δυνάμεις».
Από μια εσοχή του τοίχου πήρε τρία ποτηράκια και μια μικρή αστεία
μπουκάλα, πήρε ένα μικρό εξωτικό κουτί από πολύχρωμο ξύλο, γέμισε τα
τρία ποτηράκια από την μπουκάλα ως πάνω, έβγαλε από το κουτί τρία
λεπτά, μακριά, κίτρινα τσιγάρα, έβγαλε από τη μεταξωτή ρόμπα έναν
αναπτήρα και μας πρόσφερε φωτιά. Τώρα ο καθένας μας, καθισμένος
αναπαυτικά στην καρέκλα του, κάπνιζε το τσιγάρο του, που έβγαζε έναν
καπνό πυκνό σαν θυμίαμα, κι έπινε με μικρές αργές γουλιές το γλυκόπικρο,
αλλόκοτα άγνωστο ποτό, με την ξένη γεύση, που επιδρούσε αφάνταστα
αναζωογονητικά και μας έκανε ευτυχισμένους, σαν να μας είχαν γεμίσει με
γκάζι και να είχαμε χάσει το βάρος μας. Καθόμασταν λοιπόν και καπνίζαμε
με μικρές ρουφηξιές, αναπαυόμασταν, πίναμε αργά από τα ποτήρια μας,
νιώθαμε να γινόμαστε ανάλαφροι και χαρούμενοι. Τότε μίλησε ο Πάμπλο
σιγανά με τη ζεστή φωνή του:
«Είναι χαρά μου, αγαπητέ Χάρρυ, που σήμερα έχω την ευκαιρία να σας
περιποιηθώ λιγάκι. Συχνά είχατε αηδιάσει από τη ζωή σας. Προσπαθήσατε
να ξεφύγετε, έτσι δεν είναι; Ποθείτε να αφήσετε αυτή την εποχή, τούτον
τον κόσμο, αυτή την πραγματικότητα και να μπείτε σε μια άλλη
πραγματικότητα, πιο ταιριαστή σ’ εσάς, σε έναν κόσμο δίχως χρόνο.
Μπορείτε να το κάνετε, αγαπητέ φίλε, εγώ σας προσκαλώ. Γνωρίζετε
βέβαια πού είναι κρυμμένος αυτός ο άλλος κόσμος: Ο κόσμος που
αναζητείτε είναι ο κόσμος της ψυχής σας. Μόνο μέσα σας ζει εκείνη η άλλη
πραγματικότητα που νοσταλγείτε. Εγώ δεν μπορώ να σας προσφέρω τίποτε
που δεν υπάρχει ήδη μέσα σας, δεν μπορώ να σας ανοίξω καμιά άλλη
πινακοθήκη εκτός από κείνη της ψυχής σας. Δεν μπορώ να σας δώσω
τίποτα εκτός από την ευκαιρία, την παρόρμηση και το κλειδί. Θα σας
βοηθήσω να κάνετε ορατό τον δικό σας κόσμο, αυτό είναι όλο».
Έβαλε ξανά το χέρι του στην τσέπη της πολύχρωμης ρόμπας του κι
έβγαλε έναν μικρό στρογγυλό καθρέφτη.
«Βλέπετε: Έτσι βλέπατε ως τώρα τον εαυτό σας!»
Κράτησε το καθρεφτάκι μπροστά στα μάτια μου (μου ήρθε στον νου ένα
παιδικό ποιηματάκι: «Καθρεφτάκι, καθρεφτάκι, που κρατάω στο χεράκι»),
και είδα κάπως σβησμένα και θολά μια φοβερή εικόνα, γεμάτη
εσωτερικότητα, σε έντονη εξέλιξη κι αναβρασμό: εμένα τον ίδιο, τον
Χάρρυ Χάλλερ, και μέσα σ’ αυτόν τον Χάρρυ τον Λύκο της Στέπας, έναν
δειλό, όμορφο, αλλά παραπλανημένο λύκο, με φοβισμένο βλέμμα, που
γυάλιζε, άλλοτε κακό, άλλοτε θλιμμένο, και αυτή η μορφή του λύκου έρεε
σε συνεχή κίνηση μέσα από τον Χάρρυ, σαν ένας παραπόταμος με
διαφορετικό χρώμα, που χύνεται στον ποταμό και τον θολώνει και τον
ανακατεύει, παλεύοντας γεμάτος πάθος να γίνει ένα με αυτόν, γεμάτος
ανεκπλήρωτη λαχτάρα να βρει μια μορφή. Λυπημένος, με κοίταζε
λυπημένος ο ρευστός μισοσχηματισμένος λύκος με τα όμορφα, δειλά μάτια
του.
«Να λοιπόν που είδατε τον εαυτό σας», επανέλαβε απαλά ο Πάμπλο κι
έχωσε πάλι τον καθρέφτη στην τσέπη του. Γεμάτος ευγνωμοσύνη, έκλεισα
τα μάτια κι έφερα στα χείλη μου το ελιξίριο.
«Τώρα πια ξεκουραστήκαμε», είπε ο Πάμπλο, «πήραμε δυνάμεις και
φλυαρήσαμε λιγάκι. Αν δεν νιώθετε πια κουρασμένοι, τότε θα σας οδηγήσω
στο πανόραμά μου και θα σας δείξω το μαγικό μου θέατρο. Συμφωνείτε;».
Σηκωθήκαμε, ο Πάμπλο προχώρησε μπροστά χαμογελώντας, άνοιξε μια
πόρτα, τράβηξε μια κουρτίνα, και βρεθήκαμε ακριβώς στη μέση του
κυκλικού σαν πέταλο διαδρόμου ενός θεάτρου· αυτός ο κυκλικός διάδρομος
και στις δύο κατευθύνσεις οδηγούσε σε απίστευτα πολλές στενές πόρτες
θεωρείων.
«Αυτό είναι το θέατρό μας», εξήγησε ο Πάμπλο, «ένα διασκεδαστικό
θέατρο, ελπίζω πως θα βρείτε ένα σωρό πράγματα για να γελάσετε». Και
ξέσπασε σε δυνατά γέλια, ήταν μόνο λίγοι ήχοι, που όμως με διαπέρασαν
βίαια, ήταν πάλι το καθάριο, αλλόκοτο γέλιο που είχα ακούσει και
προηγουμένως από ψηλά.
«Το θεατράκι μου έχει όσες πόρτες θεωρείων επιθυμείτε, δέκα, ή εκατό, ή
χίλιες, πίσω από κάθε πόρτα σάς περιμένει αυτό ακριβώς που ψάχνετε.
Είναι ένα όμορφο δωματιάκι με εικόνες, αγαπητέ φίλε, αλλά δεν θα σας
ωφελήσει σε τίποτα να το διασχίσετε έτσι όπως είστε. Θα σας εμπόδιζε και
θα σας τύφλωνε αυτό που συνηθίσατε να αποκαλείτε προσωπικότητά σας.
Αναμφίβολα έχετε μαντέψει από καιρό πως το δάμασμα του χρόνου, η
λύτρωση από την πραγματικότητα και όποιο άλλο όνομα θέλετε να δώσετε
στην επιθυμία σας δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά την ευχή να απαλλαγείτε
από τη λεγόμενη προσωπικότητά σας. Αυτή είναι η φυλακή σας, κι αν
μπαίνατε στο θέατρο έτσι όπως είστε, θα τα βλέπατε όλα με τα μάτια του
Χάρρυ, όλα μέσα από τα παλιά γυαλιά του Λύκου της Στέπας. Γι’ αυτό σας
παρακαλώ να απαλλαγείτε απ’ αυτά τα γυαλιά και να αφήσετε εκείνη την
πολύ αξιότιμη προσωπικότητα εδώ, στην γκαρνταρόμπα, όπου θα είναι στη
διάθεσή σας όποτε θελήσετε. Η όμορφη βραδιά χορού που περάσατε, η
Πραγματεία για τον Λύκο της Στέπας, ακόμα και οι διεγερτικές ουσίες που
πήραμε μόλις πριν από λίγο θα σας έχουν προετοιμάσει αρκετά. Εσείς,
Χάρρυ, μετά την απόθεση της ακριβής σας προσωπικότητας, θα έχετε στη
διάθεσή σας την αριστερή πλευρά του θεάτρου, η Ερμίνε τη δεξιά, αν
θέλετε, μπορείτε να συναντηθείτε στο εσωτερικό. Ερμίνε, πήγαινε, σε
παρακαλώ, για λίγο πίσω από την κουρτίνα, θα ήθελα να οδηγήσω πρώτα
τον Χάρρυ».
Η Ερμίνε εξαφανίστηκε στη δεξιά πλευρά, αφού πέρασε μπροστά από
έναν τεράστιο καθρέφτη που κάλυπτε τον πίσω τοίχο από το πάτωμα ως τη
θολωτή οροφή.
«Λοιπόν, Χάρρυ, ελάτε τώρα και προσπαθήστε να είστε ευδιάθετος. Ο
σκοπός όλης αυτής της εκδήλωσης είναι να σας προκαλέσω την καλή
διάθεση, να σας μάθω να γελάτε, ελπίζω να μη μου φέρετε δυσκολίες.
Νιώθετε καλά ωστόσο; Εντάξει; Ή μήπως φοβάστε; Καλά λοιπόν, πολύ
καλά. Τώρα, χωρίς φόβο και με χαρούμενη καρδιά, θα μπείτε στον
φανταστικό μας κόσμο μέσα από μια μικρή φανταστική αυτοκτονία, όπως
είναι εδώ η συνήθεια».
Έβγαλε πάλι το μικρό καθρεφτάκι και το κράτησε μπροστά στο πρόσωπό
μου. Με αντίκρισε ο ταραγμένος, συννεφιασμένος Χάρρυ, διαποτισμένος
από τη μορφή του λύκου που αντιστεκόταν, μια εικόνα που μου ήταν πολύ
γνωστή και πραγματικά αντιπαθητική, της οποίας η καταστροφή δεν θα
μου προξενούσε καμία στενοχώρια.
«Τώρα, αγαπητέ φίλε, θα εξαλείψετε αυτό το περιττό είδωλο, δεν είναι
πια αναγκαίο. Αρκεί να το αντικρίσετε, αν σας το επιτρέπει η διάθεσή σας,
μ’ ένα ειλικρινές γέλιο. Εδώ βρίσκεστε σε μια σχολή του χιούμορ, πρέπει
να μάθετε να γελάτε. Λοιπόν το ύψιστο χιούμορ αρχίζει όταν παύει κανείς
να παίρνει στα σοβαρά τον ίδιο του τον εαυτό».
Κοίταξα επίμονα στο καθρεφτάκι, καθρεφτάκι, που κρατούσα στο χεράκι,
όπου ο λύκος Χάρρυ σφάδαζε. Για μια στιγμή ένιωσα να σκιρτάει μέσα
μου, βαθιά, απαλά, αλλά οδυνηρά, κάτι σαν ανάμνηση, σαν νοσταλγία, σαν
μετάνοια. Έπειτα η ελαφριά στενοχώρια έδωσε τη θέση της σε ένα νέο
συναίσθημα, όμοιο μ’ εκείνο που νιώθει κανείς όταν βγάζει ένα χαλασμένο
δόντι από μια γνάθο ναρκωμένη με κοκαΐνη, ένα συναίσθημα
ξαλαφρώματος και βαθιάς ανακούφισης, και συνάμα απορίας, που δεν
ένιωσε κανέναν πόνο. Και το συναίσθημα αυτό το συνόδεψε μια δροσερή
ευδιαθεσία και επιθυμία να γελάσω, στην οποία δεν μπορούσα να
αντισταθώ, κι έτσι ξέσπασα σ’ ένα λυτρωτικό γέλιο.
Η θαμπή εικόνα του καθρέφτη τρεμόπαιξε και διαλύθηκε, η μικρή
στρογγυλή επιφάνεια του καθρέφτη φάνηκε ξαφνικά σαν καμένη, είχε γίνει
γκρίζα, τραχιά και αδιαφανής. Ο Πάμπλο, γελώντας, πέταξε μακριά το
κομμάτι γυαλί, που κατρακύλησε και χάθηκε στο πάτωμα του ατέλειωτου
διαδρόμου.
«Όμορφο γέλιο, Χάρρυ», φώναξε ο Πάμπλο, «θα μάθεις να γελάς σαν
τους Αθανάτους. Σκότωσες επιτέλους τον Λύκο της Στέπας. Αυτό δεν
γίνεται με ξυράφια. Πρόσεξε μόνο να παραμείνει νεκρός! Τώρα θα
μπορέσεις να εγκαταλείψεις και την ηλίθια πραγματικότητα. Στην επόμενη
ευκαιρία, αγαπητέ μου, θα πιούμε στη φιλία μας, ποτέ δεν μου άρεσες
περισσότερο απ’ όσο σήμερα. Κι αν τότε είναι ακόμη σημαντικό για σένα,
μπορούμε να φιλοσοφήσουμε και να συζητήσουμε όσο θέλεις για τη
μουσική και για τον Μότσαρτ, τον Γκλουκ, τον Πλάτωνα και τον Γκαίτε.
Τώρα θα καταλάβεις γιατί αυτό δεν γινόταν νωρίτερα. Ελπίζω να τα
κατάφερες και να απαλλάχθηκες για σήμερα από τον Λύκο της Στέπας.
Γιατί, φυσικά, η αυτοκτονία σου δεν είναι οριστική· εδώ βρισκόμαστε σ’
ένα μαγικό θέατρο, εδώ υπάρχουν μόνο εικόνες, καμία πραγματικότητα.
Διάλεξε λοιπόν όμορφες και χαρούμενες εικόνες και απόδειξε πως στ’
αλήθεια δεν είσαι πια ερωτευμένος με την αμφίβολη προσωπικότητά σου!
Αν όμως παρ’ όλα αυτά επιθυμήσεις να γυρίσεις πίσω, τότε θα χρειαστεί να
κοιτάξεις στον καθρέφτη που τώρα θα σου δείξω. Αλλά ξέρεις βέβαια την
παλιά σοφή παροιμία: Κάλλιο ένας καθρέφτης στο χέρι παρά δύο στον
τοίχο. Χα, χα! (Πάλι γέλασε τόσο φοβερά και ωραία.) Και τώρα λοιπόν δεν
μένει πια τίποτε άλλο παρά να κάνουμε μια πολύ μικρή, αστεία τελετή.
Τώρα έχεις πετάξει πέρα τα γυαλιά της προσωπικότητάς σου, έλα λοιπόν
και κοίταξε σ’ έναν σωστό καθρέφτη! Θα σου φανεί διασκεδαστικό».
Με γέλια και με μικρά κωμικά χάδια με γύρισε έτσι ώστε να βρεθώ
αντιμέτωπος με τον γιγάντιο καθρέφτη του τοίχου. Μέσα σ’ αυτόν είδα τον
εαυτό μου.
Για μια ελάχιστη στιγμή είδα τον γνωστό μου Χάρρυ, μόνο που το
πρόσωπό του ήταν ασυνήθιστα καλοδιάθετο, φωτεινό και γελαστό. Μόλις
όμως τον αναγνώρισα, διαλύθηκε, μια άλλη μορφή αποσπάστηκε αποπάνω
του και ύστερα μια τρίτη, μια δέκατη, μια εικοστή, κι ολόκληρος ο
γιγάντιος καθρέφτης γέμισε από Χάρρυ ή από κομματάκια του Χάρρυ, από
αμέτρητους Χάρρυ, κι έφτανε να κοιτάξω τον καθένα τους για μια στιγμή
για να τον αναγνωρίσω. Μερικοί απ’ αυτούς ήταν στην ηλικία μου, μερικοί
μεγαλύτεροι, μερικοί πολύ γέροι, άλλοι εντελώς νέοι, νεαροί, αγόρια,
μαθητές, ζιζάνια, παιδιά. Οι πενηντάρηδες και εικοσάρηδες έτρεχαν και
χοροπηδούσαν ανακατεμένοι, τριαντάρηδες και παιδιά πεντάχρονα,
σοβαροί κι εύθυμοι, αξιοσέβαστοι και κωμικοί, καλοντυμένοι και
ατημέλητοι, καθώς κι εντελώς γυμνοί, φαλακροί και μακρυμάλληδες, όλοι
ήσαν εγώ, όλους τους έβλεπα αστραπιαία, για μια στιγμή, τους αναγνώριζα,
και ύστερα εξαφανίζονταν, έτρεχαν και σκορπίζονταν σε όλες τις
κατευθύνσεις, αριστερά, δεξιά, στο βάθος του καθρέφτη, έξω από τον
καθρέφτη. Κάποιος, ένας νεαρός κομψός άντρας, πήδησε στην αγκαλιά του
Πάμπλο, τον αγκάλιασε κι έφυγε τρέχοντας μαζί του. Κι ένας που μου
άρεσε με πολύ ιδιαίτερο τρόπο, ένα νόστιμο χαριτωμένο αγόρι δεκαέξι ή
δεκαεπτά ετών, μπήκε σαν αστραπή στον διάδρομο κι άρχισε να διαβάζει
άπληστα τις επιγραφές σε όλες τις πόρτες, εγώ έτρεξα πίσω του, εκείνος
στάθηκε μπροστά σε μια πόρτα, όπου διάβασα την επιγραφή:

ΟΛΑ ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑ ΣΟΥ!


ΡΙΞΕ ΕΝΑ ΜΑΡΚΟ ΣΤΗ ΣΧΙΣΜΗ

Το συμπαθητικό αγόρι έκανε ένα πήδημα και, με το κεφάλι μπροστά,


χώθηκε ο ίδιος μέσα στη σχισμή και χάθηκε πίσω από την πόρτα.
Κι ο Πάμπλο είχε γίνει άφαντος, και ο καθρέφτης επίσης, και μαζί του
όλες οι αναρίθμητες μορφές του Χάρρυ. Κατάλαβα πως τώρα είχα μείνει
μόνος με τον εαυτό μου και με το θέατρο, και άρχισα να πηγαίνω περίεργος
από πόρτα σε πόρτα και στην καθεμία διάβαζα μια επιγραφή, μια
πρόκληση, μια υπόσχεση.
Η επιγραφή

ΕΜΠΡΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ ΚΥΝΗΓΙ!


ΜΕΓΑΛΟ ΚΥΝΗΓΙ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ

μου προκάλεσε την περιέργεια, άνοιξα τη στενή πόρτα και μπήκα.


Βρέθηκα ξαφνικά σ’ έναν θορυβώδη και πολυτάραχο κόσμο. Στους
δρόμους έτρεχαν αυτοκίνητα, εν μέρει τεθωρακισμένα, κυνηγούσαν τους
πεζούς, τους παρέσερναν και τους συνέθλιβαν, τους κολλούσαν στους
τοίχους των σπιτιών. Κατάλαβα αμέσως: Ήταν η μάχη ανάμεσα στους
ανθρώπους και στις μηχανές που είχε προετοιμαστεί από καιρό, την οποία
χρόνια περιμέναμε με φόβο, και να που τώρα είχε ξεσπάσει επιτέλους.
Γύρω παντού ξαπλωμένοι νεκροί και κομματιασμένα πτώματα, παντού
τσακισμένα, ξεχαρβαλωμένα, μισοκαμένα αυτοκίνητα, πάνω από την άγρια
σύγχυση κυκλοφορούσαν αεροπλάνα, που επίσης δέχονταν πυροβολισμούς
με τουφέκια και πολυβόλα από πολλές στέγες και παράθυρα. Επιθετικές,
μεγαλοπρεπείς, προκλητικές αφίσες σε όλους τους τοίχους, με τεράστια
γράμματα που φλέγονταν σαν πυρσοί, προέτρεπαν το έθνος να
συμπαραταχθεί πια με τους ανθρώπους ενάντια στις μηχανές, να εξοντώσει
επιτέλους τους χοντρούς, καλοντυμένους, αρωματισμένους πλουσίους, οι
οποίοι με τη βοήθεια των μηχανών απομυζούσαν τους υπολοίπους, καθώς
και τα μεγάλα αυτοκίνητά τους, που έβηχαν, ούρλιαζαν εχθρικά, βούιζαν
σατανικά, να κάψει επιτέλους τα εργοστάσια, να αδειάσει και να εκκενώσει
κάπως την ατιμασμένη γη, ώστε να φυτρώσει πάλι το χορτάρι και από τον
σκονισμένο κόσμο του τσιμέντου να ξαναγίνει κάτι σαν δάσος, σαν λιβάδι
και πεδιάδα, σαν ρυάκι και βάλτος. Άλλες αφίσες αντίθετα, θαυμάσια
ζωγραφισμένες, μεγαλόπρεπα στιλιζαρισμένες, με απαλά, λιγότερο αφελή
χρώματα, εξαιρετικά έξυπνες, με πνευματώδες ύφος, προειδοποιούσαν
όλους τους ιδιοκτήτες και όλους τους «συνετούς» για την απειλή του
αναρχικού χάους, περιέγραφαν πραγματικά συγκλονιστικά την ευλογία της
τάξης, της εργασίας, της ιδιοκτησίας, του πολιτισμού, της δικαιοσύνης και
εκθείαζαν τη μηχανή ως την ύψιστη και τελευταία εφεύρεση των ανθρώπων
με τη βοήθεια της οποίας θα μπορούσαν να γίνουν θεοί. Σκεφτικός και
περίεργος διάβαζα τις αφίσες, κόκκινες και πράσινες, η φλογερή ευγλωττία
τους και η αναγκαστική λογική τους επιδρούσαν θαυμάσια πάνω μου, είχαν
δίκιο, και στεκόμουν βαθιά πεπεισμένος πότε μπροστά στη μία πότε
μπροστά στην άλλη, αισθητά ενοχλημένος ωστόσο από το αρκετά
αποτελεσματικό πιστολίδι τριγύρω μου. Λοιπόν ο κύριος λόγος ήταν
ξεκάθαρος: Γινόταν πόλεμος, ένας βίαιος, ζωηρός και άκρως συμπαθητικός
πόλεμος, που δεν αφορούσε τον αυτοκράτορα, τη δημοκρατία, τα σύνορα
της χώρας, τις σημαίες και τα χρώματα και άλλα παρόμοια περισσότερο
διακοσμητικά και θεατρινίστικα πράγματα, που κατά βάθος είναι αηδίες,
αλλά ένας πόλεμος όπου ο καθένας που ασφυκτιούσε και δεν έβρισκε πια
τη ζωή του γούστου του έδινε στη δυσαρέσκειά του μαχητική έκφραση και
πάσχιζε να επιφέρει τη γενική καταστροφή του τενεκεδένιου πολιτισμένου
κόσμου. Έβλεπα σε όλων τα μάτια να γελά καθαρά και ειλικρινά η χαρά
της καταστροφής και του εγκλήματος, κι ένιωθα βαθιά σ’ εμένα τον ίδιο να
ανθίζουν και να μεγαλώνουν τα άγρια αυτά κόκκινα λουλούδια και να
γελούν εξίσου δυνατά. Με χαρά μπήκα κι εγώ στη μάχη.
Αλλά το ωραιότερο απ’ όλα ήταν πως ξαφνικά εμφανίστηκε δίπλα μου ο
συμμαθητής μου ο Γκούσταφ, χαμένος για δεκαετίες, άλλοτε ο πιο
ατίθασος, ο πιο δυνατός, ο πιο διψασμένος για ζωή από τους φίλους της
πρώιμης παιδικής μου ηλικίας. Γέλασε η καρδιά μου όταν είδα να μου
κλείνει συνθηματικά τα φωτεινά γαλάζια μάτια του. Μου έκανε νόημα, κι
εγώ τον ακολούθησα αμέσως με χαρά.
«Θεέ και Κύριε, Γκούσταφ», φώναξα ευτυχισμένος, «επιτέλους σε
ξαναβλέπω! Τι έγινες;».
Γέλασε θυμωμένα, ακριβώς όπως τότε που ήμασταν παιδιά.
«Βρε βόδι, είναι ανάγκη να αρχίσεις πάλι αμέσως τις ερωτήσεις και τις
φλυαρίες σου; Καθηγητής της θεολογίας, να τι έγινα, αφού επιμένεις να το
μάθεις, ευτυχώς όμως θεολογία δεν υπάρχει πια, νεαρέ, αλλά πόλεμος.
Έλα!»
Πυροβόλησε και πέτυχε τον οδηγό ενός μικρού αυτοκινήτου που ερχόταν
εκείνη τη στιγμή προς το μέρος μας μουγκρίζοντας, πήδησε σβέλτος σαν
πίθηκος πάνω στο όχημα, το σταμάτησε, περίμενε να ανεβώ, και ύστερα
αρχίσαμε να τρέχουμε σαν δαιμονισμένοι ανάμεσα σε σφαίρες και
κατεστραμμένα αυτοκίνητα, αφήνοντας πίσω μας την πόλη και τα
προάστια.
«Είσαι με το μέρος των βιομηχάνων;», ρώτησα τον φίλο μου.
«Μπα, αυτό είναι ζήτημα γούστου, θα το σκεφτούμε ύστερα, όταν θα
είμαστε εκεί έξω. Αλλά όχι, κλίνω περισσότερο στο να διαλέξουμε την
αντίθετη παράταξη, αν και φυσικά αυτό κατά βάθος είναι απόλυτα
αδιάφορο. Είμαι θεολόγος, και ο πρόγονός μου ο Λούθηρος είχε βοηθήσει
στα χρόνια του τους πρίγκιπες και τους πλουσίους ενάντια στους χωρικούς,
τώρα ας το επανορθώσουμε αυτό λιγάκι. Απαίσιο αυτοκίνητο, ας
ελπίσουμε ότι θα αντέξει ακόμα μερικά χιλιόμετρα!»
Γρήγορα σαν τον άνεμο, το ουράνιο παιδί, διασχίσαμε με θόρυβο ένα
ήσυχο πράσινο τοπίο για πολλά μίλια, περάσαμε από μια μεγάλη πεδιάδα
και ύστερα αρχίσαμε να ανεβαίνουμε αργά σ’ ένα μεγαλόπρεπο βουνό.
Εδώ σταματήσαμε σε έναν λείο και γυαλιστερό δρόμο, που, περνώντας με
τολμηρές στροφές ανάμεσα από απότομα πέτρινα τοιχώματα και χαμηλά
πεζούλια ασφαλείας, οδηγούσε ψηλά, πάνω από μια γαλάζια φωτεινή
λίμνη.
«Ωραίο μέρος», είπα.
«Πολύ ωραίο. Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αυτόν τον δρόμο δρόμο
του άξονα, γιατί εδώ πρόκειται να τσακιστούν διάφοροι άξονες, μικρέ μου
Χάρρυ, πρόσεξε να δεις!»
Στο πλάι του δρόμου ορθωνόταν ένα μεγάλο πεύκο, και ψηλά στο πεύκο
είδαμε κάτι σαν καλύβα από σανίδες, ένα καρτέρι, ένα παρατηρητήριο. Ο
Γκούσταφ μού γέλασε πλατιά, κλείνοντας πονηρά το μάτι, και κατεβήκαμε
βιαστικά και οι δύο από το αυτοκίνητο και σκαρφαλώσαμε στον κορμό·
λαχανιασμένοι, κρυφτήκαμε στην καλύβα, που μας άρεσε πολύ. Εκεί
βρήκαμε τουφέκια, πιστόλια, κιβώτια με φυσίγγια. Και δεν είχαμε προλάβει
να πάρουμε ανάσα και να τακτοποιηθούμε στο κυνηγετικό παρατηρητήριο,
όταν ακούστηκε από την επόμενη στροφή, βραχνή κι επιτακτική, η κόρνα
ενός μεγάλου πολυτελούς αυτοκινήτου, που ανηφόριζε με μεγάλη
ταχύτητα, ασθμαίνοντας, τον γυαλιστερό ορεινό δρόμο. Κρατούσαμε
κιόλας τα τουφέκια στα χέρια. Ήταν υπέροχα συναρπαστικό.
«Σημάδεψε τον οδηγό!», πρόσταξε γρήγορα ο Γκούσταφ, καθώς εκείνη
ακριβώς τη στιγμή το βαρύ αμάξι περνούσε κάτω από μας. Σημάδεψα και
πυροβόλησα τον οδηγό στο μπλε πηλήκιό του. Ο άντρας σωριάστηκε, το
αυτοκίνητο συνέχισε να τρέχει, έπεσε πάνω στον βράχο, τινάχτηκε πίσω,
χτύπησε βαρύ και θυμωμένο, σαν μια μεγάλη αγριεμένη μέλισσα, πάνω στο
χαμηλό πεζούλι, αναποδογύρισε και μ’ έναν σύντομο σιγανό θόρυβο
πέρασε πάνω από το πεζούλι και τσακίστηκε στον γκρεμό.
«Πάει αυτός!», γέλασε ο Γκούσταφ. «Τον επόμενο τον αναλαμβάνω
εγώ».
Ήδη ερχόταν πάλι βιαστικό ένα αυτοκίνητο, στριμωγμένοι οι τρεις ή
τέσσερις επιβάτες κάθονταν στα βαθιά καθίσματα. Από το κεφάλι μιας
γυναίκας ένα κομμάτι εσάρπας ανέμιζε τεντωμένο οριζόντια προς τα πίσω,
μια γαλάζια ανοιχτή εσάρπα, και τελικά λυπήθηκα, ποιος ξέρει αν κάτω από
αυτή δεν χαμογελούσε το πιο όμορφο γυναικείο πρόσωπο. Θεέ και Κύριε,
αφού παίζαμε πια τους ληστές, ίσως να ήταν πιο σωστό και όμορφο να μην
επεκτείναμε την «καλή» μας φονική διάθεση και στις όμορφες κυρίες,
ακολουθώντας το παράδειγμα των μεγάλων προτύπων. Ο Γκούσταφ όμως
είχε ήδη πυροβολήσει. Ο οδηγός τινάχτηκε, έπεσε, το αυτοκίνητο χτύπησε
στον κατακόρυφο βράχο, πετάχτηκε ψηλά κι έπεσε με πάταγο πίσω στον
δρόμο, με τους τροχούς στον αέρα. Περιμέναμε, τίποτα δεν κουνήθηκε, οι
άνθρωποι κείτονταν σαν παγιδευμένοι κάτω από το αυτοκίνητό τους, χωρίς
να βγάζουν άχνα. Εκείνο ακόμη κροτάλιζε και βροντούσε και οι τροχοί
γύριζαν κωμικά στον αέρα, ξαφνικά όμως ακούστηκε ένας φριχτός κρότος
και λαμπερές φλόγες το τύλιξαν.
«Μια Φορντ», είπε ο Γκούσταφ. «Πρέπει να κατεβούμε για να
ελευθερώσουμε πάλι τον δρόμο».
Κατεβήκαμε και παρατηρούσαμε τον σωρό που καιγόταν. Κάηκε πολύ
γρήγορα· στο μεταξύ είχαμε φτιάξει μοχλούς από ξύλα και, αφού το
σπρώξαμε πρώτα στην άκρη, το ρίξαμε ύστερα από το χείλος του δρόμου
στο βάραθρο, κι εκείνο κατρακύλησε τσακίζοντας τους θάμνους. Δύο από
τους νεκρούς είχαν πέσει έξω την ώρα που αναποδογυρίζαμε το αυτοκίνητο
και κείτονταν εκεί με τα ρούχα εν μέρει καμένα. Το σακάκι του ενός είχε
διατηρηθεί σε αρκετά καλή κατάσταση, έψαξα τις τσέπες του μήπως και
ανακάλυπτα ποιος ήταν. Ένα δερμάτινο πορτοφόλι βγήκε στην επιφάνεια,
και μέσα ήταν μερικά επισκεπτήρια. Πήρα ένα και διάβασα δυνατά: «Τατ
τβαμ άσι».
«Πολύ αστείο», είπε ο Γκούσταφ. «Στην πραγματικότητα όμως είναι
αδιάφορο πώς ονομάζονται οι άνθρωποι που σκοτώνουμε. Είναι
φτωχοδιάβολοι σαν εμάς, τα ονόματά τους δεν έχουν σημασία. Αυτός ο
κόσμος πρέπει να εξαφανιστεί και μαζί μ’ αυτόν κι εμείς. Η πιο ανώδυνη
λύση θα ήταν να τον βουτήξεις για δέκα λεπτά στο νερό. Και τώρα
δουλειά!»
Ρίξαμε τους νεκρούς εκεί όπου είχαμε πετάξει το αμάξι. Ένα νέο
αυτοκίνητο ερχόταν ήδη κορνάροντας. Αυτό το πυροβολήσαμε από τον
δρόμο. Διέγραψε σαν μεθυσμένο μια τρελή κυκλική τροχιά, μετά χτύπησε
κι έμεινε ακίνητο αγκομαχώντας, ένας επιβάτης έμεινε καθισμένος ήσυχα
στο εσωτερικό, ένα όμορφο νεαρό κορίτσι όμως βγήκε έξω σώο, παρόλο
που ήταν χλωμό κι έτρεμε δυνατά. Τη χαιρετήσαμε φιλικά και της
προσφέραμε τις υπηρεσίες μας. Ήταν πολύ τρομαγμένη, δεν μπορούσε να
μιλήσει και για λίγη ώρα μάς κοίταζε σαν τρελή.
«Καλά, ας ρίξουμε πρώτα μια ματιά στον ηλικιωμένο κύριο», είπε ο
Γκούσταφ και στράφηκε στον επιβάτη που συνέχιζε να κάθεται
παγιδευμένος στο κάθισμα πίσω από τον νεκρό οδηγό. Ήταν ένας κύριος με
κοντά γκρίζα μαλλιά, τα έξυπνα γκρίζα μάτια του ήταν ανοιχτά, φαινόταν
όμως σοβαρά τραυματισμένος, γιατί από το στόμα του έτρεχε αίμα και
κρατούσε αφύσικα λοξό και άκαμπτο τον λαιμό του.
«Μου επιτρέπετε, γέροντα, το όνομά μου είναι Γκούσταφ. Πήραμε το
θάρρος να πυροβολήσουμε τον οδηγό σας. Μπορώ να ρωτήσω σε ποιον
έχω την τιμή να ομιλώ;»
Ο γέρος τον κοίταξε ψυχρά και λυπημένα με τα μικρά γκρίζα μάτια του.
«Είμαι ο ανώτατος εισαγγελέας Λαίρινγκ», είπε αργά. «Δεν σκοτώσατε
μόνο τον άμοιρο τον οδηγό μου, αλλά κι εμένα, το νιώθω, το τέλος έρχεται.
Γιατί μας πυροβολήσατε όμως;»
«Επειδή τρέχατε γρήγορα».
«Πηγαίναμε με μια φυσιολογική ταχύτητα».
«Αυτό που χθες ήταν φυσιολογικό σήμερα δεν είναι πλέον, κύριε ανώτατε
εισαγγελέα. Σήμερα είμαστε της γνώμης πως, με όποια ταχύτητα κι αν
πηγαίνει ένα αυτοκίνητο, είναι πάρα πολύ μεγάλη. Τώρα καταστρέφουμε
όλα τα αυτοκίνητα, καθώς και όλες τις άλλες μηχανές».
«Και τα τουφέκια σας;»
«Θα έρθει και η σειρά τους, αν βρούμε ακόμη τον καιρό. Πιθανόν αύριο ή
μεθαύριο να έχουν τελειώσει όλα. Γνωρίζετε βέβαια πως τούτο το κομμάτι
της Γης είναι φοβερά πυκνοκατοικημένο. Ε λοιπόν τώρα θα το
αραιώσουμε».
«Μα πυροβολείτε τον καθένα, χωρίς επιλογή;»
«Βέβαια. Μπορεί για ορισμένους αναμφίβολα να είναι κρίμα. Για
παράδειγμα, λυπάμαι πολύ για τη νεαρή όμορφη κυρία – μάλλον θα είναι
κόρη σας».
«Όχι, είναι η στενογράφος μου».
«Τόσο το καλύτερο. Και τώρα, παρακαλώ, βγείτε έξω ή αφήστε μας να
σας βγάλουμε από το αμάξι, γιατί το αμάξι θα καταστραφεί».
«Προτιμώ να καταστραφώ μαζί του».
«Όπως επιθυμείτε. Επιτρέψτε μου μια ερώτηση ακόμα! Είστε
εισαγγελέας. Πάντα μου ήταν ακατανόητο πώς μπορεί ένας άνθρωπος να
είναι εισαγγελέας. Κερδίζετε το ψωμί σας κατηγορώντας και
καταδικάζοντας άλλους ανθρώπους, κυρίως φτωχοδιάβολους. Έτσι δεν
είναι;»
«Έτσι είναι. Έκανα το καθήκον μου. Ήταν η υπηρεσία μου, ακριβώς
όπως είναι η υπηρεσία του δήμιου να εκτελεί εκείνους που εγώ έχω
καταδικάσει. Κι εσείς ο ίδιος έχετε αναλάβει την ίδια υπηρεσία. Αφού κι
εσείς σκοτώνετε».
«Σωστά. Μόνο που εμείς δεν σκοτώνουμε από καθήκον, αλλά για
διασκέδαση, ή μάλλον από δυσαρέσκεια, από απελπισία για τον κόσμο. Γι’
αυτό μας κάνει σχετικά κέφι να σκοτώνουμε. Εσάς σας έκαναν κέφι οι
σκοτωμοί;»
«Με κάνετε να πλήττω. Αν έχετε την καλοσύνη, φέρτε το έργο σας σε
πέρας. Εφόσον σας είναι άγνωστη η έννοια του καθήκοντος…»
Σώπασε και σούφρωσε τα χείλη του σαν να ήθελε να φτύσει. Αλλά βγήκε
μόνο λίγο αίμα, που έμεινε κολλημένο στο πιγούνι του.
«Περιμένετε!», είπε ο Γκούσταφ ευγενικά. «Την έννοια του καθήκοντος
ασφαλώς και δεν τη γνωρίζω, όχι πλέον. Άλλοτε είχα υπηρεσιακά πολλά να
κάνω μαζί της, ήμουν καθηγητής της θεολογίας. Εκτός απ’ αυτό ήμουν και
στρατιώτης και πήρα μέρος στον πόλεμο. Αυτό που μου φαινόταν καθήκον,
αυτό που με πρόσταζαν κάθε φορά οι αρχές και οι προϊστάμενοι, δεν ήταν
διόλου καλό, πάντα θα προτιμούσα να έκανα στη θέση του το αντίθετο.
Αλλά, αν και δεν γνωρίζω πια την έννοια του καθήκοντος, ξέρω όμως
εκείνη της ενοχής – ίσως αυτές οι δύο έννοιες να είναι ίδιες. Αφού με
γέννησε μια μάνα, είμαι ένοχος, είμαι καταδικασμένος να ζω, είμαι
υποχρεωμένος να ανήκω σ’ ένα κράτος, να είμαι στρατιώτης, να σκοτώνω,
να πληρώνω φόρους για εξοπλισμούς. Και τώρα, τούτη τη στιγμή, η ενοχή
της ζωής, όπως κάποτε στον πόλεμο, μ’ έφερε και πάλι στο σημείο να
πρέπει να σκοτώσω. Κι αυτή τη φορά δεν σκοτώνω με αποστροφή,
αφέθηκα στην ενοχή, δεν έχω καμιά αντίρρηση να γίνει συντρίμμια αυτός ο
ηλίθιος, ασφυκτικά γεμάτος κόσμος, ευχαρίστως βοηθώ και ευχαρίστως θα
καταστραφώ μαζί του».
Ο εισαγγελέας κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να χαμογελάσει λίγο με τα
ξερά από το αίμα χείλη του. Δεν τα κατάφερε περίφημα, μα η καλή του
πρόθεση ήταν προφανής.
«Ας είναι», είπε. «Είμαστε λοιπόν συνάδελφοι. Τώρα κάντε, παρακαλώ,
το καθήκον σας, κύριε συνάδελφε».
Το νόστιμο κορίτσι είχε καθίσει στο μεταξύ στην άκρη του δρόμου και
είχε χάσει τις αισθήσεις του.
Εκείνη τη στιγμή κόρναρε πάλι ένα αυτοκίνητο, που ερχόταν ολοταχώς
προς το μέρος μας. Τραβήξαμε λίγο παράμερα το κορίτσι, κολλήσαμε στον
βράχο και αφήσαμε το αυτοκίνητο που ερχόταν να πέσει στα συντρίμμια
του άλλου. Φρέναρε δυνατά και τινάχτηκε πάνω, αλλά σταμάτησε
ανέπαφο. Πήραμε γρήγορα τα τουφέκια στα χέρια μας και σημαδέψαμε
τους καινούργιους.
«Κατεβείτε!», πρόσταξε ο Γκούσταφ. «Τα χέρια ψηλά!»
Ήταν τρεις άντρες αυτοί που κατέβηκαν από το αυτοκίνητο και υπάκουοι
είχαν τα χέρια τους ψηλά.
«Είναι κανένας από σας γιατρός;», ρώτησε ο Γκούσταφ.
Έκαναν νόημα πως όχι.
«Τότε, αν έχετε την καλοσύνη, ελευθερώστε από τη θέση του αυτόν εδώ
τον κύριο, είναι βαριά τραυματισμένος. Ύστερα πάρτε τον με το
αυτοκίνητό σας ως την επόμενη πόλη. Εμπρός, βάλτε ένα χέρι!»
Σε λίγο ο γηραιός κύριος ήταν ξαπλωμένος στο άλλο αυτοκίνητο, ο
Γκούσταφ έδινε διαταγές, και εκείνοι ξεκίνησαν.
Στο μεταξύ η στενογράφος μας είχε συνέλθει και παρακολουθούσε τα
γεγονότα· μου άρεσε που είχαμε αποκτήσει αυτή την όμορφη λεία.
«Δεσποινίς», είπε ο Γκούσταφ, «χάσατε τον εργοδότη σας. Ελπίζω ο
γηραιός κύριος να μη σας ήταν κατά τα άλλα προσφιλής. Σας
προσλαμβάνω εγώ, εύχομαι να φανείτε για μας μια καλή συντρόφισσα!
Λοιπόν τώρα πρέπει να βιαστούμε λιγάκι. Σε λίγο θα είναι δυσάρεστα εδώ.
Δεσποινίς, μπορείτε να σκαρφαλώσετε; Ναι; Εμπρός λοιπόν, θα σας
βάλουμε στη μέση και θα σας βοηθήσουμε».
Σκαρφαλώσαμε και οι τρεις, όσο γινόταν πιο γρήγορα, στην καλύβα πάνω
στο δέντρο. Η δεσποινίς ζαλίστηκε εκεί πάνω, αλλά ήπιε ένα κονιάκ και σε
λίγο συνήλθε αρκετά, ώστε να παραδεχτεί πως η θέα της λίμνης και των
βουνών ήταν μεγαλοπρεπής και να μας πληροφορήσει πως την έλεγαν
Ντόρα.
Σχεδόν αμέσως έφτασε πάλι από κάτω ένα αυτοκίνητο, που με
προσεκτική πορεία πέρασε δίπλα από το αναποδογυρισμένο αμάξι, χωρίς
να σταματήσει, και αμέσως αύξησε την ταχύτητά του.
«Ζαβολιάρη!», γέλασε ο Γκούσταφ και πυροβόλησε τον οδηγό. Το αμάξι
χόρεψε λίγο, έκανε ένα πήδημα προς το πεζούλι, το γκρέμισε κι έμεινε
κρεμασμένο λοξά πάνω από το βάραθρο.
«Ντόρα», είπα, «ξέρετε από τουφέκια;».
Δεν ήξερε, αλλά της δείξαμε πώς να γεμίζει ένα όπλο. Στην αρχή ήταν
αδέξια και έκοψε ένα της δάχτυλο. Έτρεχε αίμα, εκείνη άρχισε να κλαίει
και ζήτησε λευκοπλάστη. Ο Γκούσταφ όμως της εξήγησε πως είχαμε
πόλεμο και ότι έπρεπε να δείξει πως ήταν ένα φρόνιμο και γενναίο κορίτσι.
Και όλα τακτοποιήθηκαν.
«Αλλά τι θα απογίνουμε;», ρώτησε ύστερα.
«Δεν ξέρω», είπε ο Γκούσταφ. «Στον φίλο μου τον Χάρρυ αρέσουν οι
όμορφες γυναίκες, θα γίνει φίλος σας».
«Μα αυτοί θα έρθουν με αστυνομικούς και στρατιώτες και θα μας
σκοτώσουν».
«Αστυνομία και τα παρόμοια δεν υπάρχουν πια. Η επιλογή είναι δική μας,
Ντόρα. Ή θα μείνουμε ήσυχοι εδώ πάνω και θα πυροβολούμε όλα τα
αμάξια που προσπαθούν να περάσουν ή θα πάρουμε οι ίδιοι ένα αμάξι, θα
φύγουμε αποδώ και θα αφήσουμε κάποιους άλλους να μας πυροβολήσουν.
Είναι αδιάφορο με ποια παράταξη θα πάμε. Εγώ προτείνω να μείνουμε
εδώ».
Κάτω βρισκόταν πάλι ένα αμάξι, ο ήχος της κόρνας του έφτασε δυνατά
ως πάνω. Ξεμπερδέψαμε γρήγορα μαζί του, κι έμεινε εκεί, με τις ρόδες
προς τα πάνω.
«Παράξενο», είπα, «που το πιστολίδι μπορεί να είναι τόσο
διασκεδαστικό! Κι εγώ που ήμουν άλλοτε ειρηνιστής!».
Ο Γκούσταφ χαμογέλασε. «Ναι, μα έλα που υπάρχουν πάρα πολλοί
άνθρωποι πάνω στη Γη. Παλιότερα κανένας δεν το αντιλαμβανόταν. Τώρα
όμως που κανείς δεν αρκείται μόνο στον αέρα που αναπνέει, αλλά θέλει να
έχει και αυτοκίνητο, τώρα μπορεί κανείς να το αντιληφθεί. Φυσικά αυτό
που κάνουμε τώρα εδώ δεν είναι συνετό, είναι ένα παιδιάρισμα, όπως
άλλωστε κι ο πόλεμος ήταν ένα τεράστιο παιδιάρισμα. Κάποτε, αργότερα, η
ανθρωπότητα θα αναγκαστεί να μάθει να χαλιναγωγεί την αύξηση του
πληθυσμού της με πιο λογικά μέσα. Προς το παρόν αντιδρούμε στην
αφόρητη κατάσταση αρκετά παράλογα, αλλά κατά βάθος κάνουμε το
σωστό: Λιγοστεύουμε».
«Ναι», είπα, «αυτό που κάνουμε πιθανώς είναι τρελό και πιθανώς να είναι
παρ’ όλα αυτά καλό και αναγκαίο. Δεν είναι καλό η ανθρωπότητα να
ταλαιπωρεί τη φρόνηση και να προσπαθεί να τακτοποιήσει με τη βοήθεια
της λογικής πράγματα που δεν είναι καν προσιτά στη λογική. Τότε
δημιουργούνται τέτοια ιδανικά σαν εκείνα των Αμερικάνων ή των
μπολσεβίκων, που είναι και τα δύο εξαιρετικά λογικά, όμως βιάζουν και
ληστεύουν φριχτά τη ζωή, ακριβώς επειδή την απλουστεύουν με τόση
αφέλεια. Η εικόνα του ανθρώπου, άλλοτε ένα υψηλό ιδανικό, είναι έτοιμη
να γίνει κλισέ. Εμείς οι τρελοί ίσως μπορέσουμε πάλι να της αποδώσουμε
την ευγένειά της».
Γελώντας ο Γκούσταφ έδωσε την απάντηση: «Νεαρέ, μιλάς υπέροχα
έξυπνα, είναι χαρά και κέρδος να αφουγκράζεται κανείς αυτή την πηγή της
σοφίας. Μπορεί να έχεις και κάποιο δίκιο. Αλλά ξαναγέμισε τώρα το
τουφέκι σου, αν έχεις την καλοσύνη, σε βρίσκω κάπως υπερβολικά
ονειροπαρμένο. Μπορεί ανά πάσα στιγμή να παρουσιαστούν τρέχοντας
τίποτα ελάφια, αυτά δεν μπορούμε να τα θανατώσουμε με τη φιλοσοφία,
πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχουν σφαίρες στην κάννη».
Έφτασε ένα αυτοκίνητο και αμέσως καταρρίφθηκε, ο δρόμος ήταν
φραγμένος. Κάποιος που επέζησε, ένας παχουλός άντρας με κόκκινα
μαλλιά, χειρονομούσε άγρια δίπλα στα συντρίμμια, κοίταζε εδώ κι εκεί με
γουρλωμένα μάτια, ανακάλυψε την κρυψώνα μας, έτρεξε ουρλιάζοντας και
πυροβόλησε μ’ ένα ρεβόλβερ πολλές φορές ψηλά, προς το μέρος μας.
«Φύγετε τώρα, αλλιώς πυροβολώ», ούρλιαξε ο Γκούσταφ από ψηλά. Ο
άντρας τον σημάδεψε και πυροβόλησε άλλη μια φορά. Τότε κι εμείς τον
θανατώσαμε με δύο πυροβολισμούς.
Ήρθαν ακόμα δύο αμάξια, που τα κανονίσαμε. Ύστερα ο δρόμος έμεινε
σιωπηλός και άδειος, φαίνεται πως είχε διαδοθεί η φήμη του κινδύνου.
Είχαμε χρόνο να παρατηρήσουμε την όμορφη θέα. Από την άλλη μεριά της
λίμνης, στο βάθος, υπήρχε μια μικρή πόλη, εκεί ανέβαινε καπνός και
σύντομα είδαμε τη φωτιά να τρέχει από στέγη σε στέγη. Ακούγονταν και
πυροβολισμοί. Η Ντόρα έκλαψε λίγο, κι εγώ της χάιδεψα τα υγρά μάγουλα.
«Πρέπει λοιπόν να πεθάνουμε όλοι;», ρώτησε. Κανείς δεν έδωσε
απάντηση. Στο μεταξύ πέρασε ένας πεζός, είδε τα κατεστραμμένα
αυτοκίνητα, τα εξέτασε με περιέργεια απ’ όλες τις πλευρές, έσκυψε μέσα
σε κάποιο, έβγαλε μια πολύχρωμη ομπρέλα, μια δερμάτινη γυναικεία
τσάντα, μια μπουκάλα κρασί, κάθισε ήρεμος πάνω στο πεζούλι, ήπιε από
την μπουκάλα, έφαγε κάτι που βρήκε μέσα στην τσάντα τυλιγμένο σε
αλουμινόχαρτο, άδειασε την μπουκάλα εντελώς, απομακρύνθηκε
ικανοποιημένος, σφίγγοντας την ομπρέλα στη μασχάλη του. Πήρε τον
δρόμο ειρηνικά, κι εγώ είπα στον Γκούσταφ: «Θα μπορούσες λοιπόν να
πυροβολήσεις αυτόν τον συμπαθητικό άνθρωπο και να του ανοίξεις μια
τρύπα στο κεφάλι; Μάρτυς μου ο Θεός, εγώ δεν θα μπορούσα».
«Ούτε σ’ το ζήτησε κανείς», μούγκρισε ο φίλος μου. Αλλά κι εκείνος
ένιωθε να του σφίγγεται η καρδιά. Μόλις αντικρίσαμε έναν άνθρωπο που
συμπεριφερόταν αθώα, ειρηνικά και παιδικά, που ζούσε ακόμη στο επίπεδο
της αθωότητας, αμέσως μας φάνηκε όλη η τόσο αξιέπαινη και αναγκαία
δραστηριότητά μας ηλίθια και αποκρουστική. Τι αηδία, όλο αυτό το αίμα!
Νιώθαμε ντροπή. Αλλά θα πρέπει κάποτε να έχουν νιώσει το ίδιο ακόμα
και στρατηγοί σε καιρό πολέμου.
«Ας μη μείνουμε εδώ περισσότερο», είπε η Ντόρα με παράπονο, «ας
κατεβούμε, σίγουρα θα βρούμε κάτι φαγώσιμο στο αυτοκίνητο. Δεν πεινάτε
καθόλου εσείς οι μπολσεβίκοι;».
Πέρα στην πόλη που καιγόταν άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες,
ταραγμένες και τρομαγμένες. Αρχίσαμε την κατάβαση. Καθώς βοηθούσα
την Ντόρα να σκαρφαλώσει πάνω από το πεζούλι, της φίλησα το γόνατο.
Εκείνη γέλασε δυνατά. Αλλά τότε η σιδεριά υποχώρησε, και πέσαμε και οι
δύο στο κενό…

Πάλι βρισκόμουν στον κυκλικό διάδρομο, ξαναμμένος από την κυνηγετική


περιπέτεια. Και παντού, σε όλες τις αναρίθμητες πόρτες, με δελέαζαν οι
επιγραφές:

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΕΤΑΛΛΑΓΩΝ
ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΣΕ ΟΠΟΙΟΔΗΠΟΤΕ ΖΩΟ ΚΑΙ ΦΥΤΟ

ΚΑΜΑΣΟΥΤΡΑ
ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΙΝΔΙΚΗ ΕΡΩΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ
ΤΜΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΑΡΧΑΡΙΟΥΣ:
42 ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΝΑ ΚΑΝΕΤΕ ΕΡΩΤΑ

ΑΠΟΛΑΥΣΤΙΚΗ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ
ΠΕΘΑΙΝΕΙΣ ΣΤΑ ΓΕΛΙΑ

ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΓΙΝΕΤΕ ΠΝΕΥΜΑ;


Η ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ

Ω, ΑΣ ΕΙΧΑ ΧΙΛΙΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ!


ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΚΥΡΙΟΥΣ

Η ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ


ΤΙΜΕΣ ΜΕΙΩΜΕΝΕΣ. ΠΑΝΤΑ ΑΣΥΓΚΡΙΤΟ

ΤΟ ΑΠΟΚΟΡΥΦΩΜΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ


Η ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΣΕ ΧΩΡΟ
ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

ΤΟ ΓΕΛΑΣΤΟ ΔΑΚΡΥ
ΔΩΜΑΤΙΟ ΤΟΥ ΧΙΟΥΜΟΡ

ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΓΙΑ ΕΡΗΜΙΤΕΣ


ΠΛΗΡΕΣ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΟ ΚΑΘΕ ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΟΦΗΣ
Η σειρά των επιγραφών ήταν ατελείωτη. Μία έλεγε:

ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ


ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΕΓΓΥΗΜΕΝΗ

Αυτό μου φάνηκε αξιοσημείωτο, και διάβηκα την πόρτα αυτή.


Με υποδέχτηκε ένας μισοσκότεινος ήσυχος χώρος, όπου καθόταν δίχως
κάθισμα, στο έδαφος, κατά τον ανατολίτικο τρόπο, ένας άντρας, έχοντας
μπροστά του κάτι σαν μεγάλη σκακιέρα. Την πρώτη στιγμή μού φάνηκε
πως ήταν ο φίλος μου ο Πάμπλο, τουλάχιστον ο άντρας αυτός φορούσε μια
όμοια πολύχρωμη μεταξωτή ρόμπα και είχε τα ίδια σκούρα αστραφτερά
μάτια.
«Είστε ο Πάμπλο;», ρώτησα.
«Δεν είμαι κανένας», μου εξήγησε φιλικά. «Εδώ δεν έχουμε κανένα
όνομα, εδώ δεν είμαστε κανένα πρόσωπο. Είμαι ένας σκακιστής.
Επιθυμείτε μαθήματα για τη συγκρότηση της προσωπικότητας;»
«Ναι, παρακαλώ».
«Τότε, αν έχετε την καλοσύνη, διαθέστε μου μερικές ντουζίνες από τα
πιόνια σας».
«Τα πιόνια μου…;»
«Τα πιόνια στα οποία είδατε να διαλύεται η λεγόμενη προσωπικότητά
σας. Χωρίς πιόνια δεν μπορώ φυσικά να παίξω».
Κράτησε μπροστά μου έναν καθρέφτη, είδα πάλι μέσα εκεί την ενότητα
του εαυτού μου να αποσυντίθεται σε πολλά Εγώ, ο αριθμός των οποίων
φαινόταν να έχει μεγαλώσει ακόμα περισσότερο. Τώρα όμως οι φιγούρες
ήταν πολύ μικρές, περίπου σαν τα πιόνια του σκακιού, και ο παίκτης με μια
ήρεμη, σταθερή κίνηση των δαχτύλων του έπιασε μια δωδεκάδα και τις
έστησε στο πάτωμα δίπλα στη σκακιέρα. Ταυτόχρονα μιλούσε μονότονα,
σαν ένας άνθρωπος που επαναλαμβάνει έναν χιλιοειπωμένο λόγο ή ένα
μάθημα:
«Η λανθασμένη και ολέθρια αντίληψη ότι ο άνθρωπος είναι μια μόνιμη
ενότητα σας είναι γνωστή. Σας είναι επίσης γνωστό πως ο άνθρωπος
αποτελείται από πλήθος ψυχών, από πάρα πολλά Εγώ. Η διάσπαση της
φαινομενικής ενότητας της προσωπικότητας σε όλες αυτές τις φιγούρες
θεωρείται τρέλα, η επιστήμη έχει επινοήσει το όνομα σχιζοφρένεια για
τούτη την περίπτωση. Η επιστήμη έχει εν μέρει δίκιο, ως προς το ότι καμιά
πολλαπλότητα φυσικά δεν μπορεί να διασπαστεί χωρίς κάποια τάξη και
οργάνωση. Αντίθετα έχει άδικο πιστεύοντας πως μόνο μια μοναδική,
μόνιμη, ισόβια τάξη των πολλών υποδιαιρέσεων του Εγώ είναι δυνατή.
Αυτό το λάθος της επιστήμης έχει μερικές δυσάρεστες συνέπειες, η αξία
του έγκειται απλώς και μόνο στο ότι οι κρατικοί δάσκαλοι και εκπαιδευτές
βρίσκουν με αυτόν τον τρόπο την εργασία τους απλούστερη και γλιτώνουν
τις σκέψεις και τους πειραματισμούς. Σαν συνέπεια αυτού του λάθους,
πολλοί άνθρωποι χαρακτηρίζονται «φυσιολογικοί» και κοινωνικά
πολύτιμοι, ενώ είναι αθεράπευτα τρελοί, και αντίθετα κάποιοι που είναι
ιδιοφυείς θεωρούνται τρελοί. Εμείς συμπληρώνουμε την ελλιπή διδασκαλία
της ψυχής με την έννοια αυτού που ονομάζουμε τέχνη της
ανασυγκρότησης. Δείχνουμε σ’ αυτόν τον κόσμο που έχει βιώσει τον
κατακερματισμό του Εγώ του ότι μπορεί να ενώσει πάλι τα κομμάτια,
όποτε θέλει, με μια οποιαδήποτε τάξη από την αρχή και ότι μπορεί να
επιτύχει μια απέραντη ποικιλία του παιχνιδιού της ζωής. Όπως ο ποιητής
φτιάχνει ένα δράμα από μια χούφτα πρόσωπα, έτσι οικοδομούμε κι εμείς
από τα πιόνια του κομματιασμένου Εγώ μας συνεχώς καινούργιες ομάδες
με καινούργια παιχνίδια και ενδιαφέροντα, με αιώνια νέες καταστάσεις.
Κοιτάξτε!»
Με τα ήρεμα, έξυπνα δάχτυλά του πήρε τα πιόνια μου –όλους τους
γέρους, τους νέους, τα παιδιά, τις γυναίκες, όλες τις χαρούμενες και τις
λυπημένες, τις δυνατές και τις λεπτεπίλεπτες, τις επιδέξιες και τις αδέξιες
φιγούρες–, τα τακτοποίησε γρήγορα πάνω στη σκακιέρα, σε ένα παιχνίδι
όπου σύντομα δημιουργήθηκαν ομάδες, οικογένειες, παιχνίδια και μάχες,
φιλίες και εχθρότητες, ένας κόσμος σε μικρογραφία. Μπροστά στα
μαγεμένα μάτια μου έθεσε για λίγο αυτόν τον πολυπληθή κι εντούτοις
οργανωμένο μικρό κόσμο σε κίνηση, τον άφησε να παίξει και να
πολεμήσει, να κλείσει συμμαχίες και να δώσει μάχες, να ερωτοτροπήσει, να
παντρευτεί, να πολλαπλασιαστεί· πραγματικά ήταν ένα πολυπρόσωπο,
πολυτάραχο και συναρπαστικό δράμα.
Μετά πέρασε με μια κωμική χειρονομία το χέρι του πάνω από τη
σκακιέρα, αναποδογύρισε απαλά τα πιόνια, τα στοίβαξε και,
συλλογισμένος, σαν εκλεκτικός καλλιτέχνης, σκάρωσε από τα ίδια πιόνια
ένα τελείως καινούργιο παιχνίδι, με εντελώς διαφορετικές ομάδες, σχέσεις
και συνδυασμούς. Το δεύτερο παιχνίδι ήταν σχετικό με το πρώτο: Ήταν ο
ίδιος κόσμος, ήταν φτιαγμένος από το ίδιο υλικό, αλλά ο τόνος ήταν
διαφορετικός, ο ρυθμός είχε αλλάξει, τα κίνητρα είχαν άλλη έμφαση, οι
καταστάσεις είχαν τεθεί αλλιώς.
Έτσι ο έξυπνος αρχιτέκτονας συγκροτούσε από τις φιγούρες, καθεμιά από
τις οποίες ήταν ένα κομμάτι του ίδιου του εαυτού μου, το ένα παιχνίδι μετά
το άλλο, όλα έμοιαζαν μεταξύ τους από μακριά, όλα φαίνονταν ότι ανήκαν
στον ίδιο κόσμο, ότι είχαν την ίδια προέλευση, κι ωστόσο το καθένα τους
ήταν εντελώς καινούργιο.
«Αυτή είναι η τέχνη της ζωής», είπε διδακτικά. «Στο εξής μπορείτε κι
εσείς ο ίδιος να διαμορφώνετε και να ζωντανεύετε το παιχνίδι της ζωής σας
όπως θέλετε, μπορείτε να το κάνετε περίπλοκο και πιο πλούσιο, είναι στο
χέρι σας. Όπως, κατά μία υψηλότερη έννοια, η τρέλα είναι η αρχή της
σοφίας, έτσι και η σχιζοφρένεια είναι η αρχή όλης της τέχνης, όλης της
φαντασίας. Αυτό το είχαν καταλάβει ακόμα και οι σοφοί, όπως μπορεί
κανείς να διαβάσει, για παράδειγμα, στο Μαγικό κόρνο του πρίγκιπα, εκείνο
το εξαίσιο βιβλίο, στο οποίο η κοπιαστική και εντατική εργασία ενός σοφού
καταξιώνεται με την ιδιοφυή συνεργασία κάμποσων τρελών και
καλλιτεχνών κλεισμένων σε ιδρύματα. – Ορίστε, πάρτε λοιπόν τα πιόνια
μαζί σας, συχνά θα βρείτε διασκέδαση με το παιχνίδι. Το πιόνι που σήμερα
είναι για σας ένα αποκρουστικό σκιάχτρο και καταστρέφει το παιχνίδι σας
αύριο θα υποβιβασθεί και θα γίνει μια αβλαβής βοηθητική φιγούρα. Το
φτωχό συμπαθητικό πιόνι που για κάμποσο καιρό έδειχνε καταδικασμένο
σε ατυχία και συμφορά θα το κάνετε στο επόμενο παιχνίδι πριγκίπισσα.
Κύριέ μου, σας εύχομαι καλή διασκέδαση».
Γεμάτος ευγνωμοσύνη, υποκλίθηκα βαθιά μπροστά σε τούτον τον
προικισμένο σκακιστή, έβαλα τα πιόνια στην τσέπη μου και βγήκα από τη
στενή πόρτα.
Πίστευα πραγματικά ότι, μόλις βρισκόμουν στον διάδρομο, θα καθόμουν
στο πάτωμα και θα έπαιζα για ώρες με τα πιόνια, για μια αιωνιότητα, αλλά
δεν πρόλαβα να βρεθώ ξανά στον φωτεινό κυκλικό διάδρομο του θεάτρου
και με παρέσυραν νέα ρεύματα, πιο ισχυρά από μένα. Μια αφίσα άναψε
εκτυφλωτική μπροστά στα μάτια μου:
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΕΚΓΥΜΝΑΣΗΣ
ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Η επιγραφή μού ξύπνησε πολλά και διάφορα συναισθήματα· κάθε είδους


φόβοι κι εξαναγκασμοί από την περασμένη μου ζωή, από την
πραγματικότητα που είχα εγκαταλείψει, έσφιξαν δυσάρεστα την καρδιά
μου. Με χέρι που έτρεμε άνοιξα την πόρτα και μπήκα σε μια
πανηγυριώτικη παράγκα, και μέσα εκεί είδα στημένο ένα σιδερένιο
κιγκλίδωμα, που με χώριζε από μια φτωχική σκηνή θεάτρου. Πάνω στη
σκηνή είδα έναν θηριοδαμαστή, έναν κύριο που έκανε τον σπουδαίο και
θύμιζε κάπως κράχτη της αγοράς, ο οποίος, παρά το μεγάλο μουστάκι του,
παρά τους μυς που φούσκωναν στα μπράτσα του και το λιμοκοντόρικο
κοστούμι του τσίρκου, μου φαινόταν κακός και αληθινά αποκρουστικός.
Αυτός ο δυνατός άντρας έσερνε μ’ ένα λουρί, σαν σκύλο –άθλιο θέαμα–,
έναν μεγάλο, όμορφο, αλλά τρομερά αδυνατισμένο λύκο, που κοίταζε
φοβισμένος και υποταγμένος. Και ήταν εξίσου αηδιαστικό όσο και
συναρπαστικό, φριχτό όσο και κατά βάθος διασκεδαστικό, να βλέπεις
αυτόν τον κτηνώδη θηριοδαμαστή να παρουσιάζει το ευγενικό, μα τόσο
εξευτελιστικά πειθήνιο θηρίο σε μια σειρά από κόλπα και εντυπωσιακές
σκηνές.
Ο άντρας αυτός, το καταραμένο είδωλό μου μέσα σε παραμορφωτικό
καθρέφτη, είχε δαμάσει ωστόσο θαυμάσια τον λύκο. Ο λύκος υπάκουε
προσεκτικά σε κάθε διαταγή, αντιδρούσε σαν σκύλος σε κάθε κάλεσμα και
σε κάθε ήχο του μαστιγίου, έπεφτε στα γόνατα, έκανε τον πεθαμένο,
στεκόταν σούζα, έφερνε ένα ψωμί, ένα αυγό, ένα κομμάτι κρέας, ένα
καλαθάκι με το ρύγχος του, πειθήνιος και φρόνιμος, χρειάστηκε να
σηκώσει ακόμα και το μαστίγιο του θηριοδαμαστή, που εκείνος είχε αφήσει
να του πέσει, και να του το πάει κουβαλώντας το στο στόμα και κουνώντας
με αφόρητη δουλοπρέπεια την ουρά του. Ο άντρας έβαλε μπροστά στον
λύκο ένα κουνέλι και ύστερα ένα λευκό αρνάκι, αυτός έτριξε βέβαια τα
δόντια του, τρέμοντας από επιθυμία, και τα σάλια του έτρεχαν, μα δεν
άγγιξε κανένα από τα ζώα, αλλά με ένα κομψό άλμα πήδησε αποπάνω τους
όταν του δόθηκε η διαταγή, ενώ εκείνα έτρεμαν ζαρωμένα στο έδαφος.
Ξαπλώθηκε μάλιστα ανάμεσα στο κουνέλι και στο αρνάκι, τα αγκάλιασε με
τα μπροστινά του πόδια, σχηματίζοντας έτσι μαζί τους μια συγκινητική
οικογενειακή σκηνή. Τότε έφαγε μάλιστα από το χέρι του άντρα και μια
πλάκα σοκολάτα. Ήταν ένα μαρτύριο να παρακολουθείς σε ποιον βαθμό,
που ξεπερνούσε κάθε φαντασία, είχε μάθει αυτός ο λύκος να απαρνιέται τη
φύση του, έκανε τις τρίχες του κεφαλιού μου να σηκώνονται όρθιες.
Για τούτο το μαρτύριο όμως αποζημιώθηκε ο ταραγμένος θεατής, όπως
και ο ίδιος ο λύκος, στο δεύτερο μέρος της παράστασης. Ύστερα από το
τέλος εκείνης της έξυπνης επίδειξης της εξημέρωσης κι αφού ο
θηριοδαμαστής υποκλίθηκε θριαμβευτικά με ένα γλυκό χαμόγελο πάνω από
το σύμπλεγμα του λύκου, του αρνιού και του κουνελιού, οι ρόλοι
αντιστράφηκαν. Ο θηριοδαμαστής-σωσίας του Χάρρυ άφησε το μαστίγιο
μπροστά στα πόδια του λύκου με μια βαθιά υπόκλιση και άρχισε να τρέμει,
να ζαρώνει και να δείχνει άθλιος, όπως ακριβώς προηγουμένως το ζώο. Ο
λύκος όμως έγλειψε γελαστός το στόμα του, απέβαλε το σφίξιμο και την
υποκρισία, το βλέμμα του φωτίστηκε, όλο του το σώμα ανάκτησε το
σφρίγος του και άνθισε μέσα στην αγριότητα που είχε αποκτήσει ξανά.
Τώρα ο λύκος πρόσταζε και ο άνθρωπος έπρεπε να υπακούει. Με μια
διαταγή ο άνθρωπος έπεσε στα γόνατα, έκανε τον λύκο, άφησε να του
κρέμεται έξω η γλώσσα, έσκισε με τα σφραγισμένα δόντια του τα ρούχα
από το κορμί του. Κατόπιν διαταγής του ανθρωποδαμαστή άρχισε να
βαδίζει με τα δύο ή με τα τέσσερα, να κάνει σούζα, να παριστάνει τον
πεθαμένο, άφηνε τον λύκο να τον ιππεύει και του έφερνε το μαστίγιο. Σαν
προικισμένος σκύλος δεχόταν κάθε ταπείνωση και κάθε διαστροφή,
δείχνοντας πολλή φαντασία. Ένα όμορφο κορίτσι ανέβηκε στη σκηνή,
πλησίασε τον δαμασμένο άντρα, του χάιδεψε το πιγούνι, έτριψε το μάγουλό
της στο δικό του, εκείνος όμως έμενε πεσμένος στα τέσσερα, παρέμεινε
ζώο, τίναξε το κεφάλι του και άρχισε να δείχνει στην ομορφονιά τα δόντια
του, τόσο απειλητικά και λυκίσια, που τελικά εκείνη το έβαλε στα πόδια.
Του πρόσφεραν σοκολάτα, μα εκείνος την περιφρόνησε και την έσπρωξε
πέρα. Στο τέλος έφεραν πάλι το λευκό πρόβατο και το χοντρό ασπρόμαυρο
κουνέλι, και ο υπάκουος άνθρωπος έβαλε όλα του τα δυνατά για να
παραστήσει τον λύκο απολαυστικά. Με δάχτυλα και με δόντια άρπαξε τα
ζωάκια, που ούρλιαζαν, ξέσκισε το δέρμα και τη σάρκα τους, μασούσε
μειδιώντας το ζωντανό κρέας τους και ρουφούσε το ζεστό αίμα τους
προσηλωμένος, μεθυσμένος και με τα μάτια κλειστά από ηδονή.
Γεμάτος φρίκη, έτρεξα στην πόρτα και βγήκα. Είδα πως αυτό το μαγικό
θέατρο δεν ήταν ένας παράδεισος και πως κάτω από την όμορφή του
επιφάνεια κρυβόταν ολόκληρη η κόλαση. Ω Θεέ μου, δεν υπήρχε ούτε κι
εδώ λύτρωση;
Έτρεχα έντρομος πάνω κάτω, ένιωθα τη γεύση του αίματος και τη γεύση
της σοκολάτας στο στόμα μου, και ήταν εξίσου απαίσιες, ευχόμουν με
λαχτάρα να ξεφύγω από τούτο το ζοφερό κύμα και αγωνιζόμουν με πάθος
να βρω μέσα μου πιο υποφερτές και πιο φιλικές εικόνες. «Ω φίλοι, όχι
αυτόν τον τόνο!» – η φράση ακουγόταν σαν τραγούδι μέσα μου, και με
φρίκη θυμήθηκα εκείνες τις απαίσιες φωτογραφίες από το μέτωπο τις
οποίες έβλεπε κανείς πότε πότε τα χρόνια του πολέμου, εκείνους τους
σωρούς και τα συμπλέγματα πτωμάτων με τα πρόσωπα μεταμορφωμένα
από τις μάσκες των αερίων σε διαβολικές μορφές που μειδιούσαν. Πόσο
κουτός και πόσο αφελής ήμουν τότε ακόμη, όταν ένιωθα φρίκη για τις
φωτογραφίες αυτές, ως φιλάνθρωπος και εχθρός του πολέμου που ήμουν!
Σήμερα διδάχτηκα πως κανένας θηριοδαμαστής, κανένας υπουργός,
κανένας στρατηγός, κανένας παράφρων δεν ήταν ικανός να δημιουργήσει
στο μυαλό του σκέψεις και εικόνες που δεν υπήρχαν ήδη, εξίσου άγριες και
κακές, εξίσου ωμές και ηλίθιες, μέσα στο δικό μου μυαλό.
Αισθάνθηκα ανακούφιση όταν θυμήθηκα την επιγραφή την οποία είχα δει
να επιλέγει τόσο ορμητικά εκείνος ο νόστιμος νέος στην αρχή αυτής της
θεατρικής παράστασης, εκείνη την επιγραφή που έλεγε:
ΟΛΑ ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑ ΣΟΥ
Άλλωστε πίστευα πως κατά βάθος δεν υπήρχε τίποτε άλλο πιο επιθυμητό.
Χαρούμενος που μπόρεσα να δραπετεύσω από τον καταραμένο κόσμο του
λύκου, μπήκα μέσα.
Ήταν αλλόκοτο –τόσο μυθικό και συνάμα τόσο βαθιά οικείο– το άρωμα
της νιότης μου που με υποδέχτηκε σαν πνοή, η ατμόσφαιρα της εποχής που
ήμουν αγόρι κι έφηβος, και η καρδιά μου γέμισε από το αίμα εκείνων των
χρόνων. Ό,τι κι αν είχα κάνει και είχα σκεφτεί μόλις βυθίστηκε και χάθηκε
πίσω μου, τώρα ήμουν πάλι νέος. Πριν από μια ώρα ακόμη, μόλις πριν από
μια στιγμή, πίστευα βέβαια, και με το δίκιο μου, πως ήξερα τι είναι έρωτας,
πόθος, επιθυμία, αλλά αυτά ήταν ο έρωτας και η επιθυμία ενός γέρου.
Τώρα ήμουν πάλι νέος, και αυτό που ένιωθα μέσα μου, τούτη η καυτή
ρευστή φωτιά, αυτή η βίαιη επιθυμία που με έσερνε, αυτό το πάθος που σε
λιώνει σαν τον χλιαρό αέρα του Μάρτη ήταν νεανικά, καινούργια και
γνήσια. Ω, πώς έκαιγαν πάλι οι ξεχασμένες φωτιές, πόσο διογκωμένοι και
σκοτεινοί ακούγονταν οι αλλοτινοί ήχοι, πώς φούντωνε σαν φλόγα το αίμα,
πώς ούρλιαζε και τραγουδούσε στην ψυχή μου! Ήμουν ένα αγόρι
δεκαπέντε ή δεκαέξι ετών, το κεφάλι μου ήταν γεμάτο με λατινικά,
ελληνικά και όμορφους στίχους ποιητών, οι σκέψεις μου ήταν γεμάτες
προσπάθεια και φιλοδοξία, η φαντασία μου γεμάτη από καλλιτεχνικά
όνειρα, αλλά πιο βαθιά, πιο ισχυρή και πιο φοβερή απ’ όλες τις άλλες
φωτιές που σιγόκαιγαν άναβε και φούντωνε μέσα μου η φωτιά του έρωτα, η
πείνα του φύλου, η εξουθενωτική προαίσθηση της ηδονής.
Στεκόμουν πάνω σε έναν βραχώδη λόφο κοντά στη μικρή πόλη όπου
γεννήθηκα, φύσαγε ένας ανοιξιάτικος αέρας και μύριζαν οι πρώτες
βιολέτες, έβλεπα στη μικρή πόλη το ποτάμι να γυαλίζει, καθώς και τα
παράθυρα του πατρικού σπιτιού μου, και όλα έμοιαζαν, ακούγονταν και
μύριζαν τόσο μεθυστικά, τόσο καινούργια, τόσο διαποτισμένα από
δημιουργία, αντανακλούσαν χρώματα τόσο έντονα και αιωρούνταν στον
ανοιξιάτικο αέρα τόσο εξωπραγματικά και μακάρια, όπως είχα δει κάποτε
τον κόσμο στις πιο ποιητικές ώρες της πρώτης μου νεότητας. Στεκόμουν
πάνω στον λόφο, ο άνεμος ανακάτευε τα μακριά μαλλιά μου· με το χέρι
μου έκοψα ασυναίσθητα από έναν θάμνο, που μόλις είχε πρασινίσει, ένα
νεαρό μισανοιγμένο μπουμπούκι και, χαμένος μέσα σε ονειρική ερωτική
νοσταλγία, το κράτησα μπροστά στα μάτια μου, το μύρισα (και μόνο με τη
μυρωδιά αυτή ξαναγύρισαν στο μυαλό μου φλογερά όλα τα περασμένα),
ύστερα άγγιξα παίζοντας το μικρό πράσινο πραγματάκι με τα χείλη μου,
που ακόμη δεν είχαν φιλήσει κορίτσι, και άρχισα να το μασώ. Και με αυτή
τη στυφή, αρωματικά πικρή γεύση θυμήθηκα ξαφνικά ακριβώς αυτό που
βίωνα, όλα ξαναγύρισαν. Ζούσα μια ώρα από τα τελευταία χρόνια της
εφηβείας μου, ένα κυριακάτικο απόγευμα στην αρχή της άνοιξης, την
ημέρα εκείνη που συνάντησα στον μοναχικό περίπατό μου τη Ρόζα
Κράισλερ, τότε που τη χαιρέτησα τόσο ντροπαλά και την ερωτεύτηκα τόσο
παράφορα.
Είχα δει τότε το όμορφο κορίτσι να ανεβαίνει, μόνο και ονειροπόλο, πριν
ακόμη με δει εκείνο· γεμάτος φοβισμένη προσμονή, την κοίταζα να έρχεται,
έβλεπα τα μαλλιά της, που ήταν πλεγμένα σε χοντρές κοτσίδες, αφήνοντας
όμως στο πλάι, στα μάγουλά της, ελεύθερα τσουλούφια, που έπαιζαν κι
έτρεχαν με τον άνεμο. Είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου πόσο όμορφο
ήταν το κορίτσι, πόσο όμορφο κι ονειρεμένο ήταν το παιχνίδι του ανέμου
στα απαλά μαλλιά της, πόσο όμορφα και πόσο ερεθιστικά έπεφτε το λεπτό
γαλάζιο φόρεμά της πάνω από τα νεαρά μέλη της, και, ακριβώς όπως η
πικρή αρωματική γεύση του μπουμπουκιού που μάσησα με είχε ποτίσει με
όλον τον δειλό, γλυκό πόθο και φόβο της άνοιξης, έτσι με πλημμύρισε στη
θέα του κοριτσιού όλη η θανάσιμη διαίσθηση του έρωτα, η επίγνωση του
θηλυκού, το συνταρακτικό προαίσθημα τεράστιων δυνατοτήτων και
υποσχέσεων, μιας ανώνυμης αγαλλίασης, ασύλληπτων συγχύσεων, φόβων
και πόνων, της πιο κρυφής λύτρωσης και της πιο βαθιάς ενοχής. Ω, πώς
έκαιγε η πικρή γεύση της άνοιξης τη γλώσσα μου! Ω, πώς έτρεχε ο
παιχνιδιάρης άνεμος μέσα στα ελεύθερα τσουλούφια δίπλα στα κόκκινα
μάγουλά της! Και τότε με πλησίασε, σήκωσε το βλέμμα της και με
αναγνώρισε, για μια στιγμή κοκκίνισε ελαφρά και κοίταξε πλάγια· εγώ τη
χαιρέτησα, βγάζοντας το καπέλο του κατηχούμενου που φορούσα, και η
Ρόζα, που βρήκε αμέσως την αυτοκυριαρχία της, ανταπέδωσε τον
χαιρετισμό χαμογελαστά και κάπως μεγαλίστικα, με το πρόσωπο ψηλά, και
συνέχισε τον δρόμο της αργά, σταθερή και γεμάτη άνεση, τυλιγμένη στις
χιλιάδες ερωτικές ευχές, στις απαιτήσεις και στη λατρεία μου που την
ακολουθούσαν.
Αυτά είχαν γίνει κάποτε, μια Κυριακή πριν από τριάντα πέντε χρόνια, και
όλα τα αλλοτινά είχαν επιστρέψει τούτη τη στιγμή: ο λόφος και η πόλη, ο
άνεμος του Μάρτη και το άρωμα του μπουμπουκιού, η Ρόζα και τα
καστανά μαλλιά της, το φούντωμα της επιθυμίας και ο γλυκός πνιγηρός
φόβος. Όλα ήσαν όπως τότε, και μου φαινόταν πως ποτέ πια δεν είχα
αγαπήσει στη ζωή μου έτσι όπως αγάπησα τότε τη Ρόζα. Τούτη τη φορά
όμως είχα την ευκαιρία να την υποδεχτώ διαφορετικά. Την είδα να
κοκκινίζει όταν με αναγνώρισε, είδα την προσπάθειά της να κρύψει το
κοκκίνισμα και κατάλαβα αμέσως πως της άρεσα, ότι αυτή η συνάντηση
σήμαινε για κείνη ό,τι και για μένα. Κι αντί να βγάλω πάλι το καπέλο και
να σταθώ επίσημα μπροστά της, με το καπέλο στο χέρι, ώσπου να
προσπεράσει, τούτη τη φορά, παρά τον φόβο και την ταραχή μου, έκανα
ό,τι μου υπαγόρευε το αίμα στις φλέβες μου και φώναξα: «Ρόζα! Δόξα τω
Θεώ που ήρθες, ωραίο μου κορίτσι. Σ’ αγαπώ τόσο πολύ!». Αυτό πιθανά να
μην ήταν το πιο πνευματώδες που θα μπορούσε να ειπωθεί εκείνη τη
στιγμή, μόνο που εδώ το πνεύμα ήταν περιττό, και αυτό αρκούσε πέρα για
πέρα. Η Ρόζα δεν πήρε την έκφραση κυρίας και δεν συνέχισε τον δρόμο
της, η Ρόζα στάθηκε, με κοίταξε, έγινε ακόμα πιο κόκκινη και είπε: «Γεια
σου, Χάρρυ, το λες αλήθεια πως μ’ αγαπάς;». Συνάμα ακτινοβολούσαν τα
καστανά μάτια μέσα στο ζωηρό της πρόσωπο, κι εγώ ένιωσα πως όλη η
προηγούμενη ζωή μου και οι έρωτές μου ήταν λάθος, σύγχυση και μόνο
ηλίθια δυστυχία, αρχίζοντας από τη στιγμή που είχα αφήσει, εκείνη την
Κυριακή, τη Ρόζα να μου φύγει. Τώρα όμως το λάθος είχε διορθωθεί και
όλα ήταν διαφορετικά, όλα ήταν όμορφα.
Δώσαμε τα χέρια και προχωρήσαμε αργά χέρι με χέρι, ανείπωτα
ευτυχισμένοι, πολύ αμήχανοι, δεν ξέραμε τι να πούμε, τι να κάνουμε,
αρχίσαμε από αμηχανία να βαδίζουμε γρήγορα και να τρέχουμε, ώσπου μας
κόπηκε η ανάσα και αναγκαστήκαμε να σταματήσουμε, χωρίς να αφήσουμε
τα χέρια μας. Ήμασταν και οι δύο παιδιά ακόμη και δεν ξέραμε από πού να
αρχίσουμε, εκείνη την Κυριακή δεν φτάσαμε ούτε καν στο πρώτο φιλί,
ήμασταν όμως φοβερά ευτυχισμένοι. Σταθήκαμε να πάρουμε αναπνοή,
καθίσαμε στο χορτάρι, εγώ χάιδεψα το χέρι της, κι εκείνη πέρασε ντροπαλά
το άλλο χέρι της στα μαλλιά μου, ύστερα σηκωθήκαμε πάλι και
δοκιμάσαμε να μετρηθούμε ποιος είναι πιο ψηλός, και τελικά ήμουν εγώ
ένα δάχτυλο ψηλότερος, μα δεν το φανέρωσα, αλλά δήλωσα πως είχαμε
ακριβώς το ίδιο ύψος και πως ο καλός Θεός μάς είχε προορίσει τον ένα για
τον άλλον και ότι αργότερα θα παντρευόμασταν. Τότε είπε η Ρόζα πως
μύριζε βιολέτες, και γονατίσαμε στο κοντό ανοιξιάτικο χορτάρι, ψάξαμε και
βρήκαμε μερικές βιολέτες με μικρό μίσχο, και ο ένας χάρισε τις δικές του
στον άλλον, κι όταν έπιασε ψύχρα και το φως έπεφτε κιόλας λοξό πάνω
από τους βράχους, η Ρόζα είπε πως έπρεπε να πάει στο σπίτι, και τότε
νιώσαμε μεγάλη λύπη, γιατί δεν γινόταν να τη συνοδέψω. Τώρα όμως
είχαμε ένα κοινό μυστικό, κι αυτό ήταν ό,τι πιο ιερό είχαμε. Έμεινα ψηλά
στον βράχο, μύριζα τις βιολέτες της Ρόζας, ξάπλωσα στο έδαφος πάνω από
τον γκρεμό με το πρόσωπο στο κενό και κοίταζα κάτω την πόλη και
καρτερούσα, ώσπου η γλυκιά μικρή μορφή της φάνηκε εκεί κάτω,
προσπέρασε το σιντριβάνι και διάβηκε τη γέφυρα. Τώρα ήξερα πως είχε
φτάσει στο σπίτι του πατέρα της και περπατούσε μέσα στα δωμάτια, κι εγώ
εδώ πάνω ήμουν ξαπλωμένος τόσο μακριά της, αλλά ανάμεσα σ’ εμένα και
σ’ εκείνη ξετυλιγόταν ένα νήμα, έτρεχε ένα ποτάμι, έπνεε ένα μυστικό.
Ειδωθήκαμε κι άλλες φορές, εδώ κι εκεί, πάνω στα βράχια, κοντά στον
φράχτη του κήπου, όλη τούτη την άνοιξη, κι όταν άρχισαν να ανθίζουν οι
πασχαλιές, δώσαμε το πρώτο φοβισμένο φιλί. Ήταν λίγο αυτό που
μπορούσαμε να δώσουμε ο ένας στον άλλον, σαν παιδιά που ήμασταν, και
το φιλί μας ήταν ακόμη χωρίς φλόγα και περιεχόμενο, τα ελεύθερα
μπουκλάκια των μαλλιών γύρω στα αυτιά της τόλμησα να τα χαϊδέψω μόνο
απαλά, είχαμε όμως όλη την ικανότητα γι’ αγάπη και χαρά, και με κάθε
ντροπαλό άγγιγμα, με κάθε άγουρη ερωτική λέξη και με κάθε εναγώνια
αμοιβαία προσμονή γνωρίζαμε μια νέα ευτυχία, ανεβαίναμε άλλο ένα σκαλί
στη σκάλα του έρωτα.
Έτσι, αρχίζοντας από τη Ρόζα και τις βιολέτες, έζησα όλη την ερωτική
μου ζωή ακόμα μία φορά, κάτω από ευνοϊκότερους αστερισμούς. Η Ρόζα
χάθηκε και εμφανίστηκε η Ίρμγκαρντ, και ο ήλιος έγινε πιο καυτός, τα
αστέρια πιο εκστατικά, όμως ούτε η Ρόζα ούτε η Ίρμγκαρντ έγιναν δικές
μου, έπρεπε να ανεβώ σκαλί σκαλί, να ζήσω πολλά, να μάθω πολλά, έπρεπε
ακόμα να χάσω την Ίρμγκαρντ, όπως επίσης και την Άννα. Κάθε κορίτσι
που είχα ερωτευτεί άλλοτε στα νιάτα μου το ερωτευόμουν ξανά, τώρα όμως
κατάφερνα να εμπνεύσω στην καθεμιά τους τον έρωτα, να δώσω κάτι στην
καθεμία, και η καθεμία από κείνες κάτι μου χάριζε. Ευχές, όνειρα και
δυνατότητες που κάποτε ζούσαν μόνο μέσα στη φαντασία μου τώρα ήταν
πραγματικότητα και τα βίωνα. Ω εσείς, όμορφα λουλούδια, Ίντα και Λόρε,
όλες εσείς που κάποτε σας αγάπησα για ένα καλοκαίρι, για έναν μήνα, για
μία μέρα!
Τώρα κατάλαβα πως εγώ ήμουν ο όμορφος φλογερός έφηβος που είχα δει
προηγουμένως να τρέχει με τόσο πάθος στην πόρτα του έρωτα και πως
τώρα αυτό το κομμάτι του εαυτού μου, που αντιστοιχούσε μόνο στο ένα
δέκατο, στο ένα χιλιοστό της ύπαρξης και της ζωής μου, ξαναζωντάνευε και
μεγάλωνε ανενόχλητο από τις άλλες φιγούρες του Εγώ μου, ανεμπόδιστο
από τον στοχαστή, αβασάνιστο από τον Λύκο της Στέπας, χωρίς να
αποδυναμώνεται από τον ποιητή, τον φαντασιόπληκτο, τον ηθικολόγο. Όχι,
τώρα δεν ήμουν τίποτε άλλο εκτός από ερωτευμένος, δεν ανέπνεα καμία
άλλη ευτυχία, κανένα πάθος εκτός από κείνα του έρωτα. Η Ίρμγκαρντ ήδη
με είχε μάθει να χορεύω, η Ίντα να φιλάω και η ωραιότερη, η Έμμα, ήταν η
πρώτη που, ένα φθινοπωρινό βράδυ, κάτω από το φύλλωμα μιας φτελιάς,
που τη φύσαγε ο άνεμος, μου πρόσφερε να φιλήσω τα μελαχρινά στήθη της
και να πιω από το κύπελλο της ηδονής.
Πολλά έζησα στο μικρό θέατρο του Πάμπλο, και ούτε το ένα χιλιοστό απ’
αυτά δεν μπορώ να εκφράσω με λόγια. Όλα τα κορίτσια που κάποτε είχα
αγαπήσει ήταν τώρα δικά μου, η καθεμιά μού έδινε αυτό που μόνο εκείνη
είχε να μου προσφέρει, στην καθεμιά έδινα αυτό που ήξερε να πάρει από
μένα. Πολλή αγάπη, πολλή ευτυχία, πολλή ηδονή και πολλή σύγχυση,
ακόμα και πόνος ήταν αυτά που δοκίμασα. Όλη η χαμένη αγάπη της ζωής
μου αυτή την ονειρική ώρα άνθιζε μαγευτικά στον κήπο μου, έβγαζε αγνά
τρυφερά λουλούδια, ζωηρόχρωμα φλογερά λουλούδια, σκοτεινά λουλούδια
που γρήγορα μαραίνονταν, σπινθηροβόλα ηδονή, τρυφερή ονειροπόληση,
πύρινη μελαγχολία, αγωνιώδη θάνατο, λαμπερή αναγέννηση. Συνάντησα
γυναίκες που μόνο βιαστικά και ορμητικά μπορούσαν να κατακτηθούν και
άλλες που ήταν εξαίσιο να τις πολιορκείς αργά και με φροντίδα· αναδύθηκε
ξανά κάθε μισοσκότεινη γωνιά της ζωής μου στην οποία κάποτε, έστω και
για ένα λεπτό, με είχε καλέσει η φωνή της σάρκας, με είχε ανάψει μια
γυναικεία ματιά, με είχε προκαλέσει μια ανταύγεια λευκού κοριτσίστικου
δέρματος, και ό,τι είχα παραλείψει το αναπλήρωσα. Καθεμιά γινόταν δική
μου, καθεμιά με τον τρόπο της. Ήταν εδώ η γυναίκα με τα παράξενα
σκούρα καστανά μάτια και τα αχυρένια μαλλιά πλάι στην οποία είχα σταθεί
κάποτε για ένα τέταρτο της ώρας στον διάδρομο ενός τρένου μπροστά στο
παράθυρο και που αργότερα συχνά εμφανιζόταν στα όνειρά μου – δεν είπε
λέξη, με δίδαξε όμως αφάνταστες, τρομαχτικές και θανάσιμες ερωτικές
τεχνικές. Και η λεία, σιωπηλή Κινέζα, με το γυάλινο χαμόγελο, στο λιμάνι
της Μασσαλίας, με τα στιλπνά κατάμαυρα μαλλιά και τα απλανή μάτια, κι
αυτή ήξερε πράγματα ανήκουστα. Καθεμία είχε το μυστήριό της, είχε το
άρωμα του τόπου της, φιλούσε, γελούσε με τον δικό της τρόπο, ήταν με τον
δικό της ιδιαίτερο τρόπο ντροπαλή, με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο
αδιάντροπη. Έρχονταν κι έφευγαν, το ρεύμα τις οδηγούσε σ’ εμένα, με
ξέβραζε κοντά τους, με παρέσυρε μακριά τους, ήταν ένα παιχνιδιάρικο,
παιδιάστικο κολύμπι μέσα στο ρεύμα της σάρκας, ερεθιστικό, επικίνδυνο,
γεμάτο εκπλήξεις. Κι εγώ είχα μείνει κατάπληκτος πόσο πλούσια υπήρξε η
ζωή μου, η φαινομενικά τόσο φτωχή και χωρίς αγάπη ζωή του Λύκου της
Στέπας, σε έρωτες, ευκαιρίες και θέλγητρα. Όλα αυτά σχεδόν μου είχαν
διαφύγει, τα είχα αποφύγει, τα είχα αγνοήσει και γρήγορα ξεχάσει – αλλά
εδώ όλα είχαν διαφυλαχτεί ανελλιπώς, κατά εκατοντάδες. Και τώρα τα
αντίκρισα, τους παραδόθηκα, στάθηκα ανοιχτός μπροστά τους, βυθίστηκα
στον ρόδινο, σκιερό, υποχθόνιο κόσμο τους. Ακόμα κι εκείνη η δελεαστική
περιπέτεια που μου είχε προτείνει κάποτε ο Πάμπλο ξαναπαρουσιάστηκε,
το ίδιο και άλλες, παλιότερες, τις οποίες δεν είχα καν αντιληφθεί στον
καιρό τους, φανταστικά παιχνίδια με τρεις και τέσσερις, που με παρέσυραν
στο γαϊτανάκι τους. Πολλά πράγματα συνέβησαν, πολλά παιχνίδια
παίχτηκαν, που δεν περιγράφονται με λόγια.
Από το ατελείωτο ρεύμα των θελγήτρων, των ηδονών και των συγχύσεων
αναδύθηκα πάλι ήρεμος, σιωπηλός, εφοδιασμένος, χορτασμένος από
γνώση, σοφός, βαθιά έμπειρος, ώριμος για την Ερμίνε. Σαν τελευταία
φιγούρα στη μυθολογία των χιλίων μου προσώπων, σαν τελευταίο όνομα
στην ατελείωτη σειρά, παρουσιάστηκε εκείνη, η Ερμίνε, και συγχρόνως
ξαναβρήκα τις αισθήσεις μου κι έβαλα τέλος στο ερωτικό παραμύθι, γιατί
δεν ήθελα να τη συναντήσω εκείνη εδώ, στο λυκόφως ενός μαγικού
καθρέφτη, δεν της ανήκε μόνο εκείνη η μία φιγούρα της σκακιέρας μου,
της ανήκε ολόκληρος ο Χάρρυ. Ω, τώρα θα έστηνα τα πιόνια στη σκακιέρα
μου έτσι που όλα να αφορούν εκείνη και να οδηγούν στην ολοκλήρωση.
Το ρεύμα μ’ έβγαλε στη στεριά, και πάλι στεκόμουν στον σιωπηλό
διάδρομο του θεάτρου με τα θεωρεία. Τι έπρεπε να κάνω; Αναζήτησα στην
τσέπη μου τα πιόνια, αλλά αυτή η διάθεση είχε ήδη αποδυναμωθεί. Ο
κόσμος με τις πόρτες, τις επιγραφές και τον μαγικό καθρέφτη με
περιέβαλλε ανεξάντλητος. Άθελά μου διάβασα την επόμενη επιγραφή και
ανατρίχιασα:
ΠΩΣ ΝΑ ΣΚΟΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΕΡΩΤΑ

Έτσι έγραφε. Σαν ένα σκίρτημα έλαμψε αμέσως μέσα μου για ένα
δευτερόλεπτο η εικόνα μιας ανάμνησης: η Ερμίνε στο τραπέζι του
εστιατορίου, όταν άφησε ξαφνικά το κρασί και το φαγητό και
περιπλανήθηκε σε μια αβυσσαλέα συζήτηση, με φοβερή σοβαρότητα στο
βλέμμα, καθώς μου έλεγε πως θα μ’ έκανε να την ερωτευτώ μόνο για να
βρει τον θάνατο από το χέρι μου. Ένα βαρύ κύμα φόβου και σκοταδιού
σκέπασε την καρδιά μου, απότομα όλα ξαναβρέθηκαν μπροστά μου,
ένιωσα πάλι στο βάθος της ψυχής μου τη δυστυχία και τη μοίρα.
Απελπισμένος, έβαλα το χέρι μου στην τσέπη για να βγάλω τα πιόνια, να
παραστήσω για λίγο τον μάγο και να αλλάξω την τάξη στη σκακιέρα μου.
Δεν υπήρχαν πλέον πιόνια. Αντί για πιόνια έβγαλα από την τσέπη μου ένα
μαχαίρι. Θανάσιμα τρομαγμένος, διέσχισα τρέχοντας τον διάδρομο,
προσπερνώντας τις πόρτες, βρέθηκα ξαφνικά απέναντι στον γιγάντιο
καθρέφτη και κοίταξα. Μέσα στον καθρέφτη στεκόταν ένας πελώριος
ωραίος λύκος, ψηλός σαν εμένα, στεκόταν ήρεμος κι αστραποβολούσε
δειλά με τα ανήσυχα μάτια του. Με κοίταξε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια,
γέλασε λίγο, έτσι που για μια στιγμή τα χείλη του χώρισαν και φάνηκε η
κόκκινη γλώσσα του.
Πού ήταν ο Πάμπλο; Πού ήταν η Ερμίνε; Πού ήταν ο έξυπνος άνθρωπος
που φλυαρούσε τόσο όμορφα για την πνιγηρότητα της προσωπικότητας;
Κοίταξα άλλη μια φορά στον καθρέφτη. Θα ήμουν τρελός. Πίσω από το
ψηλό γυαλί δεν φαινόταν κανένας λύκος να ξερογλείφεται. Στον καθρέφτη
στεκόμουν εγώ, στεκόταν ο Χάρρυ, με το πρόσωπο χλωμό,
εγκαταλελειμμένος απ’ όλα τα παιχνίδια, κουρασμένος απ’ όλες τις ηδονές,
φριχτά ωχρός, αλλά πάντα άνθρωπος, κάποιος που μαζί του θα μπορούσες
να κουβεντιάσεις.
«Χάρρυ», είπα, «τι κάνεις εκεί;».
«Τίποτα», απάντησε εκείνος μέσα από τον καθρέφτη, «απλώς περιμένω.
Περιμένω τον θάνατο».
«Και πού είναι ο θάνατος;», ρώτησα.
«Έρχεται», είπε ο άλλος. Και άκουσα από τους άδειους χώρους στο
εσωτερικό του θεάτρου να ηχεί μια μουσική, μια όμορφη και τρομερή
μουσική, εκείνη η μουσική από τον Ντον Τζιοβάννι που συνοδεύει την
είσοδο του πέτρινου καλεσμένου. Οι παγωμένοι ήχοι αντηχούσαν φριχτά
μέσα στο στοιχειωμένο οίκημα, καθώς έρχονταν από το υπερπέραν, από
τους Αθανάτους.
Μότσαρτ!, σκέφτηκα, και μ’ αυτό το όνομα επικαλέστηκα τις πιο
αγαπημένες, τις πιο ιερές εικόνες της εσωτερικής ζωής μου.
Τότε ακούστηκε πίσω μου ένα γέλιο, ένα καθαρό και παγωμένο γέλιο από
τον ανήκουστο για τους ανθρώπους χώρο πέρα από τα βάσανα, γεννημένο
από το χιούμορ των θεών. Γύρισα παγωμένος και εμψυχωμένος απ’ αυτό το
γέλιο, και τότε ήρθε ο Μότσαρτ, με προσπέρασε γελώντας, πλησίασε
αμέριμνα την πόρτα ενός θεωρείου, την άνοιξε και μπήκε, κι εγώ
ακολούθησα άπληστος τον Θεό της νιότης μου, τον ισόβιο στόχο της
αγάπης και της λατρείας μου. Η μουσική συνέχισε να ακούγεται. Ο
Μότσαρτ στάθηκε μπροστά στο παραπέτο του θεωρείου, από το θέατρο δεν
φαινόταν τίποτα, σκοτάδι γέμιζε τον απέραντο χώρο.
«Βλέπετε», είπε ο Μότσαρτ, «γίνεται και χωρίς σαξόφωνο. Μολονότι δεν
έχω βέβαια τίποτα να προσάψω σε αυτό το περίφημο όργανο».
«Πού βρισκόμαστε;», ρώτησα.
«Βρισκόμαστε στην τελευταία πράξη του Ντον Τζιοβάννι, ο Λεπορέλλο
είναι ήδη πεσμένος στα γόνατα. Μια έξοχη σκηνή, αλλά και η μουσική δεν
είναι άσχημη, όσο να ’ναι. Ακόμα κι αν έχει κάτι το πολύ ανθρώπινο,
μπορεί να διακρίνει κανείς το υπερπέραν, το γέλιο – έτσι δεν είναι;»
«Είναι η τελευταία μεγάλη μουσική που γράφτηκε», είπα επίσημα, σαν
δάσκαλος. «Βέβαια μετά ήρθε ο Σούμπερτ, μετά ήρθε ο Ούγκο Βολφ, και
ακόμα δεν πρέπει να ξεχάσω τον φτωχό, υπέροχο Σοπέν. Ζαρώνετε το
μέτωπο, μαέστρο – ω, ναι, υπάρχει επίσης ο Μπετόβεν, κι αυτός είναι
θαυμάσιος. Όμως όλα αυτά, αν και είναι ωραία, έχουν μέσα τους κάτι το
αποσπασματικό, το διαλυτικό, ποτέ πια μετά τον Ντον Τζιοβάννι δεν
ξαναφτιάχτηκε από ανθρώπους έργο με τόσο ολοκληρωμένη δομή».
«Μην κοπιάζετε», γέλασε ο Μότσαρτ φοβερά ειρωνικά, «ασφαλώς θα
είστε κι εσείς μουσικός. Λοιπόν εγώ παράτησα το επάγγελμα, έχω
αποσυρθεί. Μόνο για διασκέδαση επιβλέπω πότε πότε την επιχείρηση».
Σήκωσε τα χέρια σαν να διηύθυνε, και από κάπου ανέτειλε ένα φεγγάρι ή
κάποιος άλλος χλωμός πλανήτης, πίσω από το παραπέτο αντίκρισα ένα
απροσμέτρητο κενό όπου πλανιόνταν ομίχλη και σύννεφα, αχνοφαίνονταν
οροσειρές και παραλίες και στα πόδια μας απλωνόταν παντού μια πεδιάδα
που έμοιαζε με έρημο. Σ’ αυτή την πεδιάδα είδαμε έναν αξιοσέβαστο
ηλικιωμένο κύριο με μακριά γενειάδα, ο οποίος οδηγούσε με μελαγχολικό
πρόσωπο μια τεράστια πομπή από κάμποσες δεκάδες χιλιάδες
μαυροντυμένους άντρες. Έδειχνε λυπημένος και απελπισμένος, και ο
Μότσαρτ είπε:
«Κοιτάξτε, να ο Μπραμς. Προσπαθεί να βρει τη λύτρωση, αλλά έχει
ακόμη κάμποσο καιρό μπροστά του».
Πληροφορήθηκα ότι αυτές οι χιλιάδες μαυροντυμένοι ήσαν οι μουσικοί
που είχαν παίξει εκείνους τους ήχους κι εκείνες τις νότες που, σύμφωνα με
τη θεία κρίση, ήταν περιττές μέσα στις παρτιτούρες του.
«Πολύ πυκνές ενορχηστρώσεις, πάρα πολλή σπατάλη υλικού», είπε
κουνώντας το κεφάλι ο Μότσαρτ.
Αμέσως ύστερα είδαμε επικεφαλής μιας εξίσου μεγάλης στρατιάς να
βαδίζει ο Ρίχαρντ Βάγκνερ και νιώσαμε αυτές τις αβάσταχτες χιλιάδες
ανθρώπων να κρέμονται πάνω του και να τον απομυζούν· τον είδαμε να
σέρνεται κι αυτός κουρασμένος, με βήματα μάρτυρα.
«Στα νιάτα μου», παρατήρησα θλιμμένος, «θεωρούσαν αυτούς τους δύο
μουσικούς ως άκρα αντίθετα».
Ο Μότσαρτ γέλασε.
«Ναι, έτσι ήταν πάντα. Όταν τα παρατηρείς από κάποια απόσταση, τα
άκρα τείνουν πάντα να μοιάσουν όλο και περισσότερο. Οι πυκνές
ενορχηστρώσεις βέβαια δεν ήταν προσωπικό λάθος ούτε του Βάγκνερ ούτε
του Μπραμς, ήταν ένα σφάλμα της εποχής τους».
«Πώς; Και γι’ αυτό πρέπει τώρα να πληρώσουν αυτοί τόσο βαριά;»,
φώναξα αποδοκιμαστικά.
«Φυσικά. Αυτή είναι η οδός της δικαιοδοσίας. Μόνο όταν ξεπληρώσουν
το κρίμα της εποχής τους θα φανεί αν έχει περισσέψει ακόμη κάτι το
προσωπικό που να αξίζει τον κόπο για έναν απολογισμό».
«Αλλά γι’ αυτό δεν φταίει κανένας από τους δύο!»
«Ασφαλώς όχι. Ούτε και για το ότι ο Αδάμ έφαγε το μήλο, κι ωστόσο
πρέπει να εξιλεωθούν γι’ αυτό».
«Μα είναι φριχτό».
«Σίγουρα η ζωή είναι πάντα φριχτή. Δεν φταίμε για τίποτα, κι όμως
είμαστε υπεύθυνοι. Γεννιέται κανείς και ήδη είναι ένοχος. Θα πρέπει να
παρακολουθήσατε ένα πολύ περίεργο μάθημα θρησκευτικών αν αυτό σας
είναι άγνωστο».
Ένιωσα πραγματικά άθλια. Είδα τον εαυτό μου, έναν προσκυνητή
κουρασμένο μέχρι θανάτου, να σέρνεται στην έρημο του υπερπέραν,
φορτωμένος με τα πολλά περιττά βιβλία που είχα γράψει, με όλες τις
πραγματείες, με όλες τις επιφυλλίδες, και στο κατόπι μου τη στρατιά των
τυπογράφων που είχαν δουλέψει για όλα αυτά, τη στρατιά των αναγνωστών
που αναγκάστηκαν να τα καταπιούν όλα αυτά. Θεέ μου! Κι επιπλέον
υπήρχαν και ο Αδάμ και το μήλο και όλο το υπόλοιπο προπατορικό
αμάρτημα. Όλα αυτά λοιπόν έπρεπε να εξιλεωθούν, πρώτα ένα ατελείωτο
καθαρτήριο, και ύστερα μόνο θα μπορούσε να τεθεί το ερώτημα αν πίσω
απ’ όλα υπήρχε κάτι το προσωπικό, κάτι απόλυτα δικό μου, ή αν όλες οι
πράξεις μου και οι συνέπειές τους δεν ήταν απλώς ένας άδειος αφρός της
θάλασσας, δεν ήταν παρά ένα ανόητο παιχνίδι στο ρεύμα των γεγονότων!
Ο Μότσαρτ άρχισε να γελά δυνατά σαν είδε τα κατεβασμένα μούτρα μου.
Από τα γέλια έκανε μια τούμπα στον αέρα και τα πόδια του έκαναν
πιρουέτες. Ταυτόχρονα μου φώναζε: «Ε, νεαρέ μου, η γλώσσα σε δαγκώνει,
σε τσούζει το πλεμόνι, σκέφτεσαι τους αναγνώστες σου, τους φτωχούς
γευσιγνώστες σου, τους παντογνώστες και τους τυπογράφους, τους
στενογράφους και τους αισχρούς πορνογράφους; Μα τούτο είναι για γέλια,
για χέλια, για θεσπέσια μέλια, κοντεύω να πεθάνω, στο βρακί θα τα κάνω!
Ω εσύ, καρδιά πιστή, με το μελάνι στα δάχτυλα, με ποτάμι τα δάκρυα, θα
σου ανάψω ένα κεράκι, για να σου κάνω αστειάκι. Μονολογώ, μωρολογώ,
κανέναν δεν φορολογώ, βάζω την ουρά στα σκέλια και πεθαίνω από τα
γέλια. Ο Θεός διατάζει, ο διάολος σ’ αρπάζει, στο ξύλο σε σαπίζει και μετά
σε σουβλίζει, για τα γραφτά σου, για τα λεφτά σου, που έχεις μαζέψει και
κατακλέψει».
Αυτό πήγαινε πια πολύ, η οργή δεν μου άφησε χρόνο να καταφύγω στη
θλίψη μου. Άρπαξα τον Μότσαρτ από την κοτσίδα, εκείνος έφυγε
πετώντας, η κοτσίδα μάκραινε όλο και περισσότερο, σαν την ουρά ενός
κομήτη, και στο τέλος της έμεινα εγώ κρεμασμένος και στριφογύριζα γύρω
από τον κόσμο. Διάβολε, κρύο που έκανε σε τούτον τον κόσμο! Αυτοί οι
Αθάνατοι άντεχαν σε έναν φριχτά αραιό παγωμένο αέρα. Μα αυτός ο
παγωμένος αέρας σ’ έκανε χαρούμενο, το ένιωσα κι εγώ για μια στιγμή
πριν χάσω τις αισθήσεις μου. Με διαπέρασε μια πικρά αιχμηρή, ατσάλινα
στιλπνή, παγωμένη ευθυμία, μια διάθεση να γελάσω το ίδιο καθάρια, άγρια
και εξωγήινα όπως ο Μότσαρτ. Μα η αναπνοή και οι αισθήσεις μου είχαν
φτάσει στο τέλος τους.

Συγχυσμένος και αποκαμωμένος, ξαναβρήκα τις αισθήσεις μου, το λευκό


φως του διαδρόμου καθρεφτιζόταν στο στιλπνό πάτωμα. Δεν βρισκόμουν
κοντά στους Αθανάτους, όχι ακόμη. Συνέχιζα πάντα να βρίσκομαι στη δική
μου πλευρά του αινίγματος, του πόνου, του Λύκου της Στέπας, των
βασανιστικών περιπλοκών. Ένας διόλου ωραίος τόπος, μια όχι υποφερτή
διαμονή. Έπρεπε να δοθεί ένα τέλος.
Στον μεγάλο καθρέφτη του τοίχου απέναντί μου στεκόταν ο Χάρρυ. Δεν
είχε καλή όψη, δεν έδειχνε διαφορετικός από κείνη τη νύχτα μετά την
επίσκεψη στον καθηγητή και τον χορό στον Μαύρο αετό. Αλλά αυτό είχε
συμβεί πριν από πολύ καιρό, πριν από χρόνια, αιώνες· ο Χάρρυ είχε
μεγαλώσει, είχε μάθει να χορεύει, είχε επισκεφτεί το μαγικό θέατρο, είχε
ακούσει τον Μότσαρτ να γελά, δεν φοβόταν πια τον χορό, τις γυναίκες, τα
μαχαίρια. Ακόμα και ο μέτρια προικισμένος γίνεται ώριμος όταν περάσουν
αρκετοί αιώνες. Κοίταζα πολλή ώρα τον Χάρρυ μέσα στον καθρέφτη:
Ακόμη τον αναγνώριζα βέβαια, ακόμη είχε μια απειροελάχιστη ομοιότητα
με τον Χάρρυ των δεκαπέντε ετών που είχε συναντήσει μια Κυριακή του
Μάρτη τη Ρόζα πάνω στους βράχους και είχε βγάλει για χάρη της το
καπέλο του κατηχούμενου. Κι ωστόσο από τότε είχε μεγαλώσει μερικές
εκατοντάδες χρονάκια, είχε ασχοληθεί με τη φιλοσοφία και τη μουσική,
είχε χορτάσει πόλεμο, είχε μεθύσει με κρασί της Αλσατίας στο Ατσάλινο
κράνος και είχε συζητήσει με ενάρετους σοφούς για τον Κρίσνα, είχε
ερωτευτεί την Έρικα και τη Μαρία, είχε γίνει φίλος με την Ερμίνε, είχε
πυροβολήσει αυτοκίνητα και είχε πλαγιάσει με τη στιλπνή Κινέζα, είχε
συναντήσει τον Γκαίτε και τον Μότσαρτ και είχε ανοίξει διάφορες τρύπες
στον ιστό του χρόνου και της φαινομενικής πραγματικότητας, όπου ακόμη
ήταν πιασμένος. Κι αν είχε χάσει πάλι τα όμορφα πιόνια του σκακιού, είχε
εντούτοις ένα καλό μαχαίρι στην τσέπη του. Εμπρός, γερο-Χάρρυ,
κουρασμένε γεροφιλαράκο!
Τι αηδία, πόσο πικρή είναι η γεύση της ζωής! Έφτυσα τον Χάρρυ του
καθρέφτη, τον κλότσησα με το πόδι μου και τον έκανα θρύψαλα. Διέσχισα
αργά τον διάδρομο, όπου όλα αντηχούσαν, παρατήρησα προσεκτικά τις
πόρτες που είχαν δώσει τόσες όμορφες υποσχέσεις: Καμία δεν είχε πλέον
επιγραφή. Πέρασα μπροστά απ’ όλες τις εκατό πόρτες του θεάτρου.
Σήμερα δεν ήταν που είχα πάει σ’ έναν χορό μεταμφιεσμένων; Σαν να είχαν
περάσει εκατό χρόνια από τότε. Σύντομα δεν θα υπάρχουν πια χρόνια.
Υπήρχε ακόμα κάτι που έπρεπε να κάνω, η Ερμίνε με περίμενε πάντα. Ο
γάμος αυτός θα ήταν παράξενος. Κολυμπούσα μέσα σε ένα θολό κύμα,
αφέθηκα να παρασυρθώ θολός ο ίδιος, ένας σκλάβος, ένας Λύκος της
Στέπας. Τι αηδία!
Στάθηκα μπροστά στην τελευταία πόρτα. Εκεί με είχε παρασύρει το θολό
κύμα. Ω Ρόζα, ω μακρινή νιότη, ω Γκαίτε και Μότσαρτ!
Άνοιξα. Αυτό που αντίκρισα πίσω από την πόρτα ήταν μια απλή και
όμορφη εικόνα. Στο πάτωμα, πάνω σε χαλιά, βρήκα ξαπλωμένους δύο
ανθρώπους γυμνούς, την όμορφη Ερμίνε και τον ωραίο Πάμπλο. Πλευρό
με πλευρό, βαθιά κοιμισμένοι, βαθιά εξαντλημένοι από το ερωτικό παιχνίδι,
που, όσο ακόρεστο κι αν φαίνεται, γρήγορα σε χορταίνει. Ωραίοι, ωραίοι
άνθρωποι, υπέροχες εικόνες, εξαίσια κορμιά. Κάτω από το αριστερό στήθος
της Ερμίνε υπήρχε ένα φρέσκο στρογγυλό σημάδι, μελανό σκούρο, ένα
ερωτικό δάγκωμα από τα όμορφα αστραφτερά δόντια του Πάμπλο. Εκεί
που βρισκόταν το σημάδι έμπηξα το μαχαίρι μου ως τη λαβή. Πάνω στο
λευκό τρυφερό δέρμα της Ερμίνε έτρεξε αίμα. Αυτό το αίμα θα το
στέγνωνα με τα φιλιά μου αν όλα συνέβαιναν διαφορετικά, αν όλα
πήγαιναν αλλιώτικα. Τώρα όμως δεν το έκανα· παρακολουθούσα μόνο πώς
έτρεχε το αίμα και είδα τα μάτια της να ανοίγουν για λίγο, γεμάτα πόνο και
βαθιά απορία. Γιατί αυτή η απορία;, σκέφτηκα. Ύστερα θυμήθηκα πως
έπρεπε να της κλείσω τα μάτια. Εκείνα όμως έκλεισαν μόνα τους. Είχε γίνει
αυτό που έπρεπε. Γύρισε μόνο λιγάκι στο πλάι, είδα μια λεπτή σκιά να
παίζει από τη μασχάλη της ως το στήθος, σαν να ήθελε κάτι να μου
θυμίσει. Αλλά δεν θυμόμουν! Ύστερα έμεινε ακίνητη.
Την κοίταζα ώρα. Τελικά ανατρίχιασα, σαν να ξυπνούσα, και θέλησα να
φύγω. Τότε είδα τον Πάμπλο να τεντώνεται, τον είδα να ανοίγει τα μάτια
του, να τανύζει τα μέλη του, τον είδα να σκύβει πάνω από την όμορφη
νεκρή και να χαμογελά. Ποτέ δεν θα σοβαρευτεί αυτός ο άνθρωπος,
σκεπτόμουν, όλα τα παίρνει στ’ αστεία. Προσεκτικά σήκωσε ο Πάμπλο μια
άκρη του χαλιού και σκέπασε την Ερμίνε ως το στήθος, έτσι που η πληγή
δεν φαινόταν πλέον, και ύστερα βγήκε αθόρυβα από το θεωρείο. Πού
πήγαινε, όλοι θα με άφηναν μόνο; Απέμεινα με τη μισοσκεπασμένη νεκρή
που αγαπούσα και ζήλευα. Πάνω στο χλωμό μέτωπό της έπεφτε η
αγορίστικη μπούκλα, το στόμα, λίγο ανοιχτό, έλαμπε κόκκινο πάνω στο
εντελώς ωχρό πρόσωπο, τα μαλλιά της ευωδίαζαν αχνά και άφηναν το
μικρό καλοφτιαγμένο αυτί να διακρίνεται ανάμεσά τους.
Να λοιπόν που εκπληρώθηκε η επιθυμία της. Είχα σκοτώσει την
αγαπημένη μου πριν γίνει εντελώς δική μου. Είχα κάνει το ασύλληπτο και
τώρα γονατιστός κοίταζα σαν χαμένος και δεν ήξερα τι σήμαινε αυτή η
πράξη, δεν ήξερα καν αν ήταν καλή και σωστή ή το αντίθετο. Τι θα έλεγε ο
έξυπνος σκακιστής, τι θα έλεγε ο Πάμπλο; Δεν ήξερα, δεν μπορούσα να
φανταστώ. Το βαμμένο στόμα ακτινοβολούσε όλο και πιο κόκκινο πάνω
στο πρόσωπο, που έσβηνε. Τέτοια υπήρξε όλη η ζωή μου, τέτοια ήταν η
παραμικρή ευτυχία μου και οι έρωτές μου, σαν τούτο το παγωμένο στόμα:
λίγο κόκκινο βαμμένο πάνω σ’ ένα πρόσωπο νεκρού.
Και από το νεκρό πρόσωπο, τους νεκρούς λευκούς ώμους, τα νεκρά
λευκά μπράτσα αναδινόταν, γλιστρώντας αργά, ένα ρίγος, μια χειμωνιάτικη
ερημιά και μοναξιά, ένα κρύο που αυξανόταν αργά και άρχιζε να μου
παγώνει τα χέρια και τα χείλη. Είχα σβήσει μήπως τον ήλιο; Είχα σκοτώσει
άραγε την καρδιά όλης της ζωής; Μήπως έπεφτε η παγωνιά του θανάτου
από το άπειρο;
Κοίταζα με φρίκη το πετρωμένο μέτωπο, τα ακίνητα μαλλιά, τη χλωμή
ψυχρή γυαλάδα του αυτιού. Η παγωνιά που ανάβλυζε απ’ όλα αυτά ήταν
θανάσιμη κι ωστόσο ωραία: Έβγαζε ήχο, παλλόταν υπέροχα, ήταν
μουσική!
Δεν είχα νιώσει κι άλλοτε κάποια φορά αυτή τη φρίκη που ήταν συνάμα
κάτι σαν ευτυχία; Δεν είχα ακούσει κάποτε αυτή τη μουσική; Ναι, κοντά
στον Μότσαρτ, κοντά στους Αθανάτους.
Μου ήρθαν στο μυαλό στίχοι που άλλοτε, σε μια περασμένη εποχή,
κάπου τους είχα ανακαλύψει:

Μα εμείς που βρισκόμαστε ψηλά στους αιθέρες,


στον αιώνιο πάγο, που τ’ αστέρια φωτίζουν,
δεν γνωρίζουμε χρόνο, δεν μετρούν οι ημέρες,
η νιότη και το γήρας δεν μας ορίζουν…
Παγερή κι αμετάβλητη η αιώνια ύπαρξή μας,
παγερό κι αστρικό το αιώνιο γέλιο μας…
Τότε άνοιξε η πόρτα του θεωρείου και μπήκε ο Μότσαρτ, χωρίς κοτσίδα,
χωρίς το παντελόνι ως το γόνατο και τα παπούτσια με τις αγκράφες, μόνο
με τη δεύτερη ματιά τον αναγνώρισα, έτσι όπως ήταν ντυμένος μοντέρνα.
Κάθισε πάρα πολύ κοντά μου, παραλίγο να τον αγγίξω, για να τον
συγκρατήσω, μη λερωθεί από το αίμα που είχε τρέξει από το στήθος της
Ερμίνε στο πάτωμα. Κάθισε και άρχισε να ασχολείται σχολαστικά με
διάφορες μικρές συσκευές και όργανα που ήταν σκόρπια ολόγυρα, το έκανε
με μεγάλη σοβαρότητα, μετακινούσε τα αντικείμενα και γύριζε τα κουμπιά
τους, κι εγώ κοίταζα με θαυμασμό τα επιδέξια, σβέλτα δάχτυλά του, που
κάποτε τόσο είχα επιθυμήσει να τα δω να παίζουν πιάνο. Τον κοίταζα
σκεφτικός, ή μάλλον όχι σκεφτικός, αλλά ονειροπόλος, και για μια στιγμή
με συνεπήρε η θέα των όμορφων, έξυπνων χεριών του, και ήμουν
ενθουσιασμένος και ταυτόχρονα λίγο φοβισμένος που βρισκόμουν κοντά
του. Με τι πράγμα τελικά καταγινόταν, τι ήταν αυτό που βίδωνε και
πασπάτευε, αυτό ούτε καν το πρόσεξα.
Ήταν ένα ραδιόφωνο αυτό που είχε στήσει και επισκεύαζε, και τώρα
άνοιξε το μεγάφωνο και είπε: «Εδώ Μόναχο, ακούμε το Κοντσέρτο γκρόσο
σε φα μείζονα του Χαίντελ».
Και πράγματι, προς απερίγραπτη έκπληξη και φρίκη μου, το σατανικό
τενεκεδένιο χωνί άρχισε αμέσως να φτύνει εκείνο το μείγμα από βλέννα
των βρόγχων και μισομασημένη τσίχλα που έχουν συμφωνήσει οι κάτοχοι
των γραμμοφώνων και οι συνδρομητές του ραδιοφώνου να αποκαλούν
μουσική, και πίσω από τη θαμπή βραχνάδα και τα κρωξίματα αναγνώριζες,
σαν πίσω από τη βρόμικη κρούστα μιας παλιάς υπέροχης εικόνας, την
ευγενική δομή αυτής της θεϊκής μουσικής, τη βασιλική της συγκρότηση,
την πλατιά δροσερή ανάσα, τον πλούσιο πλατύ ήχο των εγχόρδων.
«Θεέ μου», φώναξα με φρίκη, «τι κάνετε, Μότσαρτ; Είστε με τα σωστά
σας, να κάνετε σ’ εμένα και στον εαυτό σας τούτη την κτηνωδία; Μας
εξαπολύετε αυτή τη φοβερή συσκευή, τον θρίαμβο του καιρού μας, το
τελευταίο νικηφόρο όπλο του στην εξολοθρευτική μάχη εναντίον της
τέχνης; Ήταν ανάγκη, Μότσαρτ;».
Ω, πώς γέλασε τότε ο φριχτός άνθρωπος, πόσο ψυχρά και απόκοσμα
γέλασε, χωρίς ήχο, και παρ’ όλα αυτά γκρέμισε τα πάντα με το γέλιο του.
Παρακολουθούσε το μαρτύριό μου με βαθιά ευχαρίστηση, γύριζε τα
καταραμένα κουμπιά και άλλαζε θέση στο τενεκεδένιο χωνί. Άφηνε
γελαστός την παραμορφωμένη, την άψυχη και δηλητηριασμένη μουσική να
πλημμυρίσει τον χώρο, γελαστός μου έδωσε την απάντηση.
«Όχι πάθος, παρακαλώ, κύριε γείτονα! Προσέξατε αλήθεια αυτό το
ριταρντάντο; Ωραία έμπνευση, ε; Και τώρα, ανυπόμονε άνθρωπε, αφήστε
επιτέλους τη σκέψη αυτού του ριταρντάντο να μπει στην ψυχή σας –
ακούτε τα μπάσα; Έχουν ένα θεϊκό βήμα – κι αφήστε αυτή την έμπνευση
του γερο-Χαίντελ να διαπεράσει και να ηρεμήσει την ανήσυχη καρδιά σας!
Ακούστε λοιπόν, ανθρωπάκο, χωρίς πάθος και ειρωνεία πώς πλανιέται η
μακρινή μορφή αυτής της θείας μουσικής πίσω από το πραγματικά
απελπιστικά ηλίθιο περίβλημα τούτης της γελοίας συσκευής!
Παρατηρήστε, και κάτι θα μάθετε απ’ αυτό. Προσέξτε τι κάνει αυτό το
τρελό ηχητικό χωνί, που προφανώς είναι ό,τι πιο ανόητο, ό,τι πιο άχρηστο
και ό,τι πιο απαγορευμένο υπάρχει στον κόσμο, όταν παίρνει χωρίς επιλογή
μια μουσική που παίζεται κάπου, την παραμορφώνει ηλίθια, ωμά και
επιπλέον ελεεινά και την εξαπολύει σε έναν χώρο ξένο, που δεν της ανήκει
– κι εντούτοις δεν μπορεί να καταστρέψει το αρχέγονο πνεύμα αυτής της
μουσικής, παρά μόνο να αποδείξει την ίδια την αμήχανη τεχνική του και
τον άψυχο μηχανισμό του! Ακούστε καλά, ανθρωπάκο, το έχετε ανάγκη!
Ανοίξτε τα αυτιά σας! Έτσι. Και τώρα δεν ακούτε απλώς έναν Χαίντελ
κακοποιημένο από το ραδιόφωνο, ο οποίος ακόμα και σε αυτή την πιο
φριχτή μορφή παραμένει θεϊκός – ακούτε και βλέπετε, αξιότιμε, μια
επιτυχημένη παρομοίωση ολόκληρης της ζωής. Όταν ακούτε το ραδιόφωνο,
ακούτε και βλέπετε τον αρχέγονο αγώνα ανάμεσα στην ιδέα και στο
φαινόμενο, ανάμεσα στην αιωνιότητα και στον χρόνο, ανάμεσα στο θείο
και στο ανθρώπινο. Ακριβώς έτσι, αγαπητέ μου, όπως πετάει το ραδιόφωνο
την πιο υπέροχη μουσική του κόσμου για δέκα λεπτά, χωρίς επιλογή, στους
πιο απίθανους χώρους, σε αστικά σαλόνια και σε σοφίτες, σε συνδρομητές
που εκείνη την ώρα φλυαρούν και καταβροχθίζουν το φαγητό τους,
χασμουριούνται ή κοιμούνται, έτσι όπως ληστεύει την πνευματική ομορφιά
αυτής της μουσικής, την καταστρέφει, τη γδέρνει και τη λερώνει, χωρίς
όμως να μπορεί να θανατώσει οριστικά το πνεύμα της – έτσι ακριβώς και η
ζωή, η λεγόμενη πραγματικότητα, σπαταλάει την υπέροχη εναλλαγή των
εικόνων του κόσμου, αφήνει να ακουστεί μετά τον Χαίντελ μια διάλεξη για
την τεχνική της επισκόπησης του ισολογισμού σε μέτριες βιομηχανίες,
φτιάχνει από τον μαγευτικό ήχο μιας ορχήστρας μια αηδιαστική άμορφη
μάζα από νότες, παρεμβάλλει την τεχνική της, τη δραστηριότητά της, την
άθλια ανάγκη και ματαιοδοξία της συνεχώς ανάμεσα στην ιδέα και στην
πραγματικότητα, ανάμεσα στην ορχήστρα και στο αυτί. Όλη η ζωή είναι
έτσι, μικρέ μου, κι εμείς πρέπει να την αφήσουμε όπως είναι, κι αν δεν
είμαστε γάιδαροι, μπορούμε και να γελάσουμε μαζί της. Δεν ταιριάζει
καθόλου σε ανθρώπους του είδους σας να ασκούν κριτική στο ραδιόφωνο ή
στη ζωή. Καλύτερα να μάθετε πρώτα να ακούτε! Μάθετε να παίρνετε στα
σοβαρά αυτό που αξίζει να το πάρει κανείς στα σοβαρά και να γελάτε για
τα άλλα! Ή μήπως εσείς ο ίδιος τα καταφέρατε καλύτερα, πιο ευγενικά, πιο
έξυπνα, πιο καλόγουστα; Α όχι, monsieur Χάρρυ, δεν τα καταφέρατε.
Σκαρώσατε από τη ζωή σας ένα απαίσιο ιστορικό ασθενείας, από τις
ικανότητές σας μια δυστυχία. Και δεν ξέρατε, απ’ ό,τι βλέπω, τι άλλο να
κάνετε μ’ ένα τόσο γοητευτικό κορίτσι παρά μόνο να του μπήξετε ένα
μαχαίρι στο κορμί και να το εξοντώσετε! Το θεωρείτε λοιπόν αυτό σωστό;»
«Σωστό; Ω, όχι!», φώναξα απελπισμένος. «Θεέ μου, όλα είναι τόσο
ψεύτικα, τόσο κολασμένα ηλίθια και κακά! Εγώ, Μότσαρτ, είμαι ένα
κτήνος, ένα ηλίθιο κακό κτήνος, άρρωστο και διεφθαρμένο, έχετε χίλιες
φορές δίκιο. Αλλά σχετικά με τούτο το κορίτσι: Αυτή η ίδια το θέλησε, εγώ
εκπλήρωσα μόνο τη δική της επιθυμία».
Ο Μότσαρτ γέλασε αθόρυβα, είχε όμως τη μεγάλη καλοσύνη να κλείσει
το ραδιόφωνο.
Η απολογία μου, την οποία μόλις πριν από λίγο πίστευα με όλη μου την
καρδιά, αντήχησε αναπάντεχα, ακόμα και σ’ εμένα τον ίδιο, πραγματικά
ανόητη. Όταν κάποτε η Ερμίνε –τώρα το θυμήθηκα ξαφνικά– είχε μιλήσει
για τον χρόνο και την αιωνιότητα, εγώ αμέσως ήμουν πρόθυμος να
θεωρήσω τις σκέψεις της σαν έναν αντικατοπτρισμό των δικών μου
σκέψεων. Το ότι όμως η σκέψη της να θανατωθεί από μένα ήταν
αποκλειστικά ιδέα και επιθυμία της Ερμίνε, χωρίς την παραμικρή δική μου
επιρροή, το είχα θεωρήσει αυτονόητο. Αλλά γιατί τότε όχι μόνο είχα δεχτεί
και είχα πιστέψει αυτή τη φριχτή και τόσο παράξενη ιδέα, αλλά την είχα
μαντέψει κιόλας προκαταβολικά; Μήπως επειδή ήταν δική μου; Και γιατί
σκότωσα την Ερμίνε ακριβώς τη στιγμή που τη βρήκα γυμνή στην αγκαλιά
ενός άλλου; Γεμάτο παντογνωσία και ειρωνεία αντήχησε το σαρκαστικό
γέλιο του Μότσαρτ.
«Χάρρυ», είπε, «είστε κωμικός. Είναι δυνατόν αυτό το όμορφο κορίτσι να
μην ήθελε τίποτε άλλο από σας εκτός από μια μαχαιριά; Αυτά να τα πείτε
σε άλλον. Τουλάχιστον τη μαχαιρώσατε σωστά· το άμοιρο παιδί πέθανε
ακαριαία. Τώρα έφτασε μάλλον η ώρα να δείτε καθαρά τις συνέπειες του
ιπποτισμού σας απέναντι σε τούτη την κυρία. Ή μήπως σκοπεύατε να τις
αποφύγετε;».
«Όχι», φώναξα. «Μα τίποτε δεν καταλαβαίνετε; Να αποφύγω τις
συνέπειες! Δεν ποθώ τίποτε άλλο εκτός από το να πληρώσω, να πληρώσω,
να πληρώσω, να βάλω το κεφάλι μου κάτω από τη λαιμητόμο, να
τιμωρηθώ, να εξοντωθώ».
Ο Μότσαρτ με κοίταξε με αφόρητη ειρωνεία.
«Πόσο παράφορος είστε πάντα! Αλλά θα μάθετε να έχετε χιούμορ,
Χάρρυ. Το χιούμορ είναι πάντα μακάβριο, είναι το χιούμορ της αγχόνης,
και εν ανάγκη θα το μάθετε μόνο στην ίδια την αγχόνη. Είστε έτοιμος γι’
αυτό; Ναι; Ωραία, πηγαίνετε λοιπόν στον εισαγγελέα και υποστείτε όλη τη
δίχως χιούμορ δικαστική μηχανή, ως τον ψυχρό αποκεφαλισμό σε πρωινή
ώρα στη φυλακή. Είστε λοιπόν έτοιμος γι’ αυτό;»
Μια επιγραφή άστραψε ξαφνικά μπροστά μου:
Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΧΑΡΡΥ

και με ένα νεύμα έδωσα τη συγκατάθεσή μου. Μια γυμνή αυλή κλεισμένη
από τέσσερις τοίχους με μικρά σιδερόφραχτα παράθυρα, μια καθαρή
περιποιημένη λαιμητόμος, μια ντουζίνα κύριοι με τηβέννους και ρεντικότες
και στη μέση εγώ, ανατριχιάζοντας στο γκρίζο αγιάζι, με την καρδιά
σφιγμένη από άθλιο φόβο, αλλά έτοιμος και σύμφωνος. Κατόπιν διαταγής
προχώρησα μπροστά, κατόπιν διαταγής γονάτισα. Ο εισαγγελέας έβγαλε
τον σκούφο του και ξερόβηξε, όλοι οι άλλοι κύριοι ξερόβηξαν επίσης.
Εκείνος ξεδίπλωσε ένα επίσημο χαρτί και διάβασε δυνατά:
«Κύριοί μου, μπροστά σας βρίσκεται ο Χάρρυ Χάλλερ, ο οποίος
κατηγορήθηκε και κρίθηκε ένοχος για θρασύτατη κατάχρηση του μαγικού
θεάτρου μας. Ο Χάλλερ όχι μόνο προσέβαλε την υψηλή τέχνη,
μπερδεύοντας την ωραία μας πινακοθήκη με τη λεγόμενη πραγματικότητα
και θανατώνοντας το είδωλο ενός κοριτσιού με το είδωλο ενός μαχαιριού,
αλλά εκτός αυτού έδειξε την πρόθεση να χρησιμοποιήσει το θέατρό μας
χωρίς χιούμορ, σαν έναν μηχανισμό αυτοκτονίας. Ως εκ τούτου
καταδικάζουμε τον Χάλλερ στην ποινή της αιώνιας ζωής και σε δωδεκάωρη
αφαίρεση της άδειας εισόδου στο θέατρό μας. Επίσης δεν μπορεί να
παραγραφεί για τον κατηγορούμενο η ποινή μιας μοναδικής γελοιοποίησης.
Κύριοι, συντονιστείτε: ένα, δύο, τρία!»
Και με το τρία όλοι οι παρόντες συντονίστηκαν άψογα σε μια τέλεια
χορωδία γέλιου, ένα φριχτό γέλιο από το υπερπέραν, αβάσταχτο για κάθε
άνθρωπο.
Όταν συνήλθα, ο Μότσαρτ καθόταν δίπλα μου, όπως πριν, με χτύπησε
στον ώμο και είπε: «Ακούσατε την καταδίκη σας. Πρέπει λοιπόν να
συνηθίσετε να ακούτε τη ραδιοφωνική μουσική της ζωής. Θα σας κάνει
καλό. Είστε ασυνήθιστα φτωχά προικισμένος, αγαπητέ μου ανόητε
φιλαράκο, αλλά σιγά σιγά θα καταλάβετε τελικά αυτό που σας ζητούν.
Πρέπει να μάθετε να γελάτε, αυτό σας ζητούν. Πρέπει να καταλάβετε το
χιούμορ της ζωής, το μακάβριο χιούμορ τούτης της ζωής. Και φυσικά είστε
πρόθυμος για τα πάντα στον κόσμο εκτός από κείνα που σας ζητούν! Είστε
πρόθυμος να μαχαιρώσετε κορίτσια, είστε έτοιμος να εκτελεστείτε
επισήμως, θα ήσασταν σίγουρα έτοιμος ακόμα και να αυτοτιμωρείστε και
να μαστιγώνεστε για εκατό χρόνια. Ή όχι;».
«Ω ναι, είμαι πρόθυμος με όλη μου την καρδιά», φώναξα μέσα στη
δυστυχία μου.
«Φυσικά! Είστε διαθέσιμος για κάθε ηλίθια και δίχως χιούμορ εκδήλωση,
εσείς, ο γενναιόψυχος κύριος, για καθετί το παράφορο και το άνοστο! Τώρα
όμως δεν θα με βρείτε σύμφωνο, δεν δίνω πεντάρα για όλη τη ρομαντική
σας εξιλέωση. Θέλετε να εκτελεστείτε, θέλετε να αποκεφαλιστείτε,
μανιακέ! Γι’ αυτό το ηλίθιο ιδανικό θα μπορούσατε να διαπράξετε άλλους
δέκα φόνους. Θέλετε να πεθάνετε, δειλέ, αλλά όχι να ζήσετε. Στον διάβολο
λοιπόν, γι’ αυτό ακριβώς θα ζήσετε! Θα σας άξιζε να σας καταδικάσουν με
την πιο βαριά ποινή».
«Ω, και ποια θα ήταν αυτή η ποινή;»
«Θα μπορούσαμε, για παράδειγμα, να ξαναφέρουμε το κορίτσι στη ζωή
και να σας παντρέψουμε μαζί του».
«Όχι, δεν είμαι έτοιμος γι’ αυτό. Κάποια συμφορά θα συνέβαινε».
«Σαν να μην είναι αρκετή η συμφορά που έχετε προξενήσει! Αλλά τώρα
τέλος με την παθητικότητα και τους φόνους. Επιτέλους λογικευτείτε!
Πρέπει να ζήσετε και πρέπει να μάθετε να γελάτε. Πρέπει να μάθετε να
ακούτε την καταραμένη ραδιοφωνική μουσική της ζωής, να λατρέψετε το
πνεύμα που κρύβεται πίσω της, να μάθετε να γελάτε με τις σαχλαμάρες
της! Περισσότερα δεν ζητάμε από σας».
Χαμηλόφωνα και με σφιγμένα τα δόντια ρώτησα: «Κι αν αρνηθώ; Αν σας
στερήσω, κύριε Μότσαρτ, το δικαίωμα να παίρνετε αποφάσεις για τον
Λύκο της Στέπας και να επεμβαίνετε στο πεπρωμένο του;».
«Τότε», είπε ήρεμα ο Μότσαρτ, «θα σου πρότεινα να καπνίσουμε άλλο
ένα από τα όμορφα τσιγάρα μου». Κι ενώ μιλούσε κι έβγαζε ως διά μαγείας
από την τσέπη του γιλέκου του ένα τσιγάρο, το οποίο μου πρόσφερε, έπαψε
απότομα να είναι ο Μότσαρτ. Με κοίταζε ζεστά με σκούρα εξωτικά μάτια
και ήταν ο φίλος μου ο Πάμπλο, ο οποίος έμοιαζε σαν δίδυμος αδελφός με
τον άντρα που μου έμαθε να παίζω σκάκι με τις μικρές φιγούρες.
«Πάμπλο!», φώναξα σαστισμένος. «Πάμπλο, πού βρισκόμαστε;»
Ο Πάμπλο μου έδωσε τσιγάρο και φωτιά.
«Βρισκόμαστε», είπε με χαμόγελο, «στο μαγικό μου θέατρο, κι αν
θελήσεις να μάθεις ταγκό, ή να γίνεις στρατηγός, ή να συζητήσεις με τον
Αλέξανδρο τον Μέγα, όλα είναι και την επόμενη φορά στη διάθεσή σου.
Πρέπει όμως να σου πω, Χάρρυ, πως με απογοήτεψες λιγάκι.
Παραφέρθηκες, διέλυσες το χιούμορ του μικρού θεάτρου μου και διέπραξες
μια κτηνωδία, άρχισες να μαχαιρώνεις και μόλυνες την όμορφη πινακοθήκη
μας με λεκέδες της πραγματικότητας. Αυτό δεν ήταν ωραίο εκ μέρους σου.
Ελπίζω τουλάχιστον να το έκανες από ζήλια όταν μας είδες ξαπλωμένους
εμένα και την Ερμίνε. Δυστυχώς δεν ήξερες πώς να φερθείς με αυτή τη
φιγούρα – πίστευα πως είχες μάθει καλύτερα το παιχνίδι. Ας είναι, μπορεί
να διορθωθεί».
Πήρε την Ερμίνε, που ζάρωσε αμέσως μέσα στα δάχτυλά του κι έγινε ένα
μικρό πιόνι, και την έχωσε ακριβώς σ’ εκείνη την τσέπη του γιλέκου του
απ’ όπου είχε βγάλει προηγουμένως το τσιγάρο.
Ο γλυκός, βαρύς καπνός μύριζε ευχάριστα, ένιωθα κούφιος κι έτοιμος να
κοιμηθώ έναν ολόκληρο χρόνο.
Ω, τα κατάλαβα όλα, κατάλαβα τον Πάμπλο, κατάλαβα τον Μότσαρτ,
κάπου πίσω μου άκουγα το φοβερό γέλιο του, ήξερα πως όλες οι εκατό
χιλιάδες φιγούρες του παιχνιδιού της ζωής ήταν στην τσέπη μου, μάντευα
το νόημα συγκλονισμένος, ήμουν πρόθυμος να ξαναρχίσω το παιχνίδι, να
ξαναδοκιμάσω τα μαρτύριά του, να ανατριχιάσω πάλι από την ανοησία του,
να διασχίσω την εσωτερική μου κόλαση, όχι μία, αλλά περισσότερες φορές.
Κάποτε θα έπαιζα καλύτερα το παιχνίδι με τις φιγούρες. Κάποτε θα
μάθαινα το γέλιο. Ο Πάμπλο με περίμενε. Ο Μότσαρτ με περίμενε.

You might also like