Professional Documents
Culture Documents
Ο Λύκος της Στέπας
Ο Λύκος της Στέπας
Ο Λύκος της Στέπας
Το βιβλίο αυτό περιέχει τις σημειώσεις που μας άφησε εκείνος ο άντρας
τον οποίον ονομάζαμε Λύκο της Στέπας, ένα όνομα που ο ίδιος
χρησιμοποιούσε πολλές φορές για τον εαυτό του. Δεν θα εξετάσουμε αν το
χειρόγραφό του χρειαζόταν κάποιο εισαγωγικό σημείωμα· για μένα
οπωσδήποτε ήταν ανάγκη να προσθέσω στα γραφτά του Λύκου της Στέπας
μερικά ακόμα στοιχεία, με τα οποία θα προσπαθήσω να αποτυπώσω τις
αναμνήσεις μου σχετικά μ’ αυτόν. Είναι λίγα αυτά που γνωρίζω για κείνον,
και στην πραγματικότητα όλο το παρελθόν και η προέλευσή του έχουν
παραμείνει άγνωστα σ’ εμένα. Θα πρέπει ωστόσο να πω ότι έχω διατηρήσει
μια έντονη και συμπαθητική ανάμνηση της προσωπικότητάς του.
Ο Λύκος της Στέπας ήταν ένας άντρας περίπου πενήντα ετών, ο οποίος
μια μέρα πριν από μερικά χρόνια παρουσιάστηκε στο σπίτι της θείας μου
αναζητώντας ένα επιπλωμένο δωμάτιο. Νοίκιασε τη σοφίτα στο τελευταίο
πάτωμα και τη μικρή κρεβατοκάμαρα που ήταν δίπλα, και ύστερα από
μερικές μέρες ξαναγύρισε με δύο βαλίτσες και ένα μεγάλο κιβώτιο με
βιβλία, για να μείνει μαζί μας εννέα ως δέκα μήνες. Ζούσε ήσυχος και
απομονωμένος, κι αν η γειτονικότητα των υπνοδωματίων μας δεν είχε
προκαλέσει μερικές τυχαίες συναντήσεις στη σκάλα και στον διάδρομο,
μάλλον δεν θα είχαμε γνωρίσει ποτέ ο ένας τον άλλον, γιατί κοινωνικός δεν
ήταν ο άνθρωπος αυτός· ήταν ακοινώνητος σε έναν τόσο ψηλό βαθμό,
τέτοιον που σε κανέναν άλλο δεν είχα παρατηρήσει ως τότε, ήταν αληθινά,
όπως κι ο ίδιος έλεγε, ένας Λύκος της Στέπας, ένα ξένο, άγριο και
ντροπαλό, και μάλιστα πολύ ντροπαλό, πλάσμα κάποιου διαφορετικού
κόσμου από τον δικό μου. Σε ποια βαθιά απομόνωση είχε μάθει να ζει
εξαιτίας της ιδιοσυγκρασίας του και πόσο συνειδητά αποδέχτηκε αυτή την
απομόνωση ως πεπρωμένο του, αυτό βέβαια το πληροφορήθηκα μόνο από
τις σημειώσεις που άφησε πίσω του· τον είχα γνωρίσει νωρίτερα βέβαια,
κατά κάποιον τρόπο, μέσα από μερικές μικρές συναντήσεις και συνομιλίες,
και βρήκα την εικόνα που σχημάτισα γι’ αυτόν από τις σημειώσεις του
σύμφωνη κατά βάθος με την πραγματικά αμυδρή και ελλιπή που ήταν το
αποτέλεσμα της προσωπικής μας γνωριμίας.
Συμπτωματικά ήμουν παρών τη στιγμή που ο Λύκος της Στέπας πάτησε
για πρώτη φορά το πόδι του στο σπίτι μας κι έγινε νοικάρης της θείας μου.
Όταν ήρθε, ήταν μεσημέρι, τα πιάτα ήταν ακόμη πάνω στο τραπέζι κι εγώ
είχα μισή ώρα ελεύθερη ώσπου να γυρίσω στο γραφείο μου. Δεν έχω
ξεχάσει την παράξενη και ιδιαίτερα αντιφατική εντύπωση που μου έκανε σε
τούτη την πρώτη συνάντηση. Μπήκε από την τζαμόπορτα, αφού
προηγουμένως χτύπησε το κουδούνι, και η θεία τον ρώτησε στον
μισοσκότεινο διάδρομο τι επιθυμούσε. Εκείνος όμως, ο Λύκος της Στέπας,
πριν ακόμη απαντήσει ή πει το όνομά του, σήκωσε το αυστηρά
κοντοκουρεμένο κεφάλι του ψηλά, μύρισε ολόγυρα με τη νευρική του μύτη
και είπε: «Ω, εδώ μυρίζει όμορφα». Γέλασε με τα λόγια του, και η καλή
μου θεία γέλασε κι εκείνη, εγώ όμως βρήκα αυτή την έκφραση χαιρετισμού
μάλλον περίεργη και ελαφρώς θύμωσα.
«Λοιπόν», είπε, «έρχομαι για το δωμάτιο που ενοικιάζετε».
Μόνο όταν ανεβαίναμε τη σκάλα για τη σοφίτα μπόρεσα να παρατηρήσω
εκείνον τον άνθρωπο με μεγαλύτερη ακρίβεια. Δεν ήταν πολύ ψηλός, είχε
όμως το βάδισμα και το στήσιμο του κεφαλιού ενός μεγαλόσωμου
ανθρώπου, φορούσε ένα μοντέρνο, άνετο παλτό και κατά τα άλλα ήταν
ντυμένος με αξιοπρέπεια, αλλά όχι με φροντίδα, ήταν καλοξυρισμένος, με
πολύ κοντά μαλλιά, που είχαν εδώ κι εκεί λίγες γκρίζες ανταύγειες. Στην
αρχή δεν μου άρεσε καθόλου το βάδισμά του, είχε κάτι το κουρασμένο και
το αναποφάσιστο, που δεν ταίριαζε ούτε με το αυστηρό, δυνατό προφίλ
του, αλλά ούτε και με το ύφος και το ταμπεραμέντο της ομιλίας του.
Αργότερα μόνο παρατήρησα και πληροφορήθηκα πως ήταν άρρωστος και
ότι το περπάτημα του έκανε κόπο. Παρατηρούσε τη σκάλα, τους τοίχους
και τα παράθυρα, τα παλιά ψηλά ντουλάπια στο κλιμακοστάσιο με ένα
χαρακτηριστικό χαμόγελο, που τότε μου φάνηκε επίσης αινιγματικό· όλα
φαίνονταν να του αρέσουν, ενώ ταυτόχρονα τα έβρισκε και λίγο γελοία.
Γενικά ο άνθρωπος αυτός, σαν σύνολο, έδινε την εντύπωση πως ερχόταν σ’
εμάς από έναν ξένο κόσμο, από κάποιες υπερπόντιες χώρες, κι έβρισκε τα
πάντα εδώ ναι μεν όμορφα, αλλά λίγο παράξενα. Δεν μπορώ να μην
αναφέρω πως ήταν ευγενικός, φιλικός μάλιστα, και ότι αμέσως συμφώνησε
χωρίς αντίρρηση για όλα, για το δωμάτιο, για το σπίτι, για το ύψος του
ενοικίου και το πρόγευμα· κι όμως αυτόν τον άνθρωπο τον τύλιγε μια
άγνωστη και, όπως μου φαινόταν, κακή και εχθρική ατμόσφαιρα. Νοίκιασε
το δωμάτιο, νοίκιασε και την κρεβατοκάμαρα, ρώτησε να μάθει για τη
θέρμανση, για το νερό, για την υπηρεσία και τους κανονισμούς του σπιτιού,
τα άκουσε όλα προσεκτικά και ευγενικά, έμεινε με όλα σύμφωνος,
πρόσφερε μάλιστα αμέσως μια προκαταβολή για το νοίκι, κι εντούτοις
έδινε την εντύπωση πως δεν συμμετείχε σε όλα αυτά· φαινόταν σαν να
έβρισκε ο ίδιος παράξενη τη συμπεριφορά του, σαν να μην την έπαιρνε στα
σοβαρά, σαν να του ήταν περίεργο και πρωτόγνωρο το ότι νοίκιαζε ένα
δωμάτιο και μιλούσε γερμανικά με τους ανθρώπους, ενώ στην
πραγματικότητα και κατά βάθος τον απασχολούσαν εντελώς διαφορετικά
ζητήματα. Αυτή ήταν η εντύπωσή μου, και δεν θα ήταν ευνοϊκή αν δεν την
αναιρούσαν και δεν τη διόρθωναν διάφορα χαρακτηριστικά στοιχεία. Αυτό
που από την αρχή μού άρεσε κυρίως ήταν το πρόσωπό του· παρ’ όλη εκείνη
την εντύπωση της ιδιαιτερότητας, μου άρεσε, μπορεί να ήταν ένα κάπως
ιδιόρρυθμο, καθώς και θλιμμένο πρόσωπο, μα ήταν ξύπνιο, πολύ
στοχαστικό, ολοκληρωμένο και μετουσιωμένο. Κι επιπλέον εκείνο που με
έκανε περισσότερο επιεική ήταν το είδος της ευγένειας και της φιλικότητάς
του, που, αν και φαινόταν να του κάνει κόπο, δεν είχε τίποτε το υπεροπτικό
– αντίθετα είχε κάτι το σχεδόν συγκινητικό, κάτι σαν ικεσία, πράγμα που
μόνο αργότερα μπόρεσα να εξηγήσω, μολονότι με προδιέθεσε αμέσως
κάπως θετικά απέναντί του.
Πριν ακόμη τελειώσουν η επίσκεψη στα δύο δωμάτια και οι
διαπραγματεύσεις, το μεσημεριανό μου διάλειμμα είχε λήξει κι έπρεπε να
γυρίσω στη δουλειά μου. Τον αποχαιρέτησα και τον άφησα με τη θεία. Το
βράδυ, όταν επέστρεψα, εκείνη μου διηγήθηκε πως ο ξένος είχε νοικιάσει
τα δωμάτια και ότι θα μετακόμιζε μια από αυτές τις μέρες, μόνο που την
είχε παρακαλέσει να μη δηλώσει την άφιξή του στην αστυνομία, γιατί,
καθώς ήταν ένας άρρωστος άνθρωπος, οι διατυπώσεις, η αναμονή στο
αστυνομικό τμήμα και όλα τα σχετικά θα του ήταν ανυπόφορα. Θυμάμαι
ακόμα πολύ καλά πως αυτό με είχε βάλει τότε σε υποψίες και
προειδοποίησα τη θεία μου να μη δεχτεί αυτόν τον όρο. Ακριβώς αυτός ο
φόβος του να μη φανεί ύποπτος στην αστυνομία ταίριαζε απόλυτα στο
ασυνήθιστο και στο ξένο στοιχείο που τον χαρακτήριζε. Εξήγησα στη θεία
μου πως δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να συμβιβαστεί με αυτή την
έτσι κι αλλιώς ιδιόρρυθμη απαίτηση ενός εντελώς άγνωστου ανθρώπου, της
οποίας η εκπλήρωση πιθανώς να είχε γι’ αυτή πολύ δυσάρεστες συνέπειες.
Αποδείχτηκε όμως πως η θεία μου είχε ήδη συμφωνήσει να του
ικανοποιήσει την επιθυμία και πως αυτός ο ξένος άντρας την είχε ήδη
γοητέψει και κατακτήσει: Γιατί ποτέ δεν είχε δεχτεί νοικάρη με τον οποίο
δεν θα μπορούσε να έχει μια κάποια ανθρώπινη σχέση, φιλική, συγγενική ή
μάλλον μητρική, πράγμα που ορισμένοι από τους προηγούμενους
νοικάρηδες είχαν εκμεταλλευτεί πολύ. Και έτσι συνέβαινε διαρκώς τις
πρώτες βδομάδες, να βρίσκω ελαττώματα στον νέο νοικάρη και η θεία μου
να τον υπερασπίζεται κάθε φορά με θέρμη.
Επειδή αυτή η υπόθεση με την παράλειψη της δήλωσης στην αστυνομία
δεν μου άρεσε, θέλησα τουλάχιστον να μάθω τι γνώριζε η θεία μου για τον
ξένο, για την προέλευσή του, για τις προθέσεις του. Κι αυτή είχε μάθει
κιόλας κάτι, παρόλο που εκείνος δεν είχε μείνει παρά μόνο λίγη ώρα μετά
την αναχώρησή μου το μεσημέρι. Της είχε πει πως λογάριαζε να παραμείνει
για μερικούς μήνες στην πόλη μας, να χρησιμοποιήσει τις βιβλιοθήκες και
να δει τα ιστορικά μνημεία. Κατά βάθος δεν άρεσε στη θεία μου το ότι
ήθελε να νοικιάσει το δωμάτιο μόνο για τόσο σύντομο διάστημα, αλλά
εκείνος την είχε κερδίσει ολοφάνερα, παρά την κάπως παράξενη
συμπεριφορά του. Εν ολίγοις τα δωμάτια είχαν νοικιαστεί και οι
αντιρρήσεις μου είχαν φτάσει πολύ αργά.
«Γιατί να πει άραγε πως εδώ μυρίζει τόσο όμορφα;», ρώτησα.
Και τότε είπε η θεία μου, που μερικές φορές είχε πολύ καλή διαίσθηση:
«Αυτό το καταλαβαίνω πολύ καλά. Εδώ σ’ εμάς μυρίζει καθαριότητα και
τάξη, “μυρίζει” επίσης φιλική και αξιοπρεπή ζωή, κι αυτό του άρεσε.
Δείχνει σαν να μην είναι πια συνηθισμένος σ’ αυτά, σαν να τα έχει
στερηθεί».
Εμένα το ίδιο μου κάνει, σκέφτηκα. «Αλλά», είπα, «αν δεν είναι
συνηθισμένος σε μια τακτική και αξιοπρεπή ζωή, τι πρόκειται να γίνει στο
εξής; Τι θα κάνεις αν είναι βρόμικος και λερώνει τα πάντα ή αν γυρίζει στο
σπίτι μεθυσμένος οποιαδήποτε ώρα της νύχτας;».
«Αυτό θα το δούμε», είπε και γέλασε, κι εγώ δεν έκανα άλλη συζήτηση.
Και πραγματικά οι φόβοι μου αποδείχτηκαν αβάσιμοι. Ο νοικάρης, αν και
με κανέναν τρόπο δεν ζούσε μια ζωή τακτική και λογική, ούτε μας
ενόχλησε, ούτε μας έβλαψε, και τον αναπολούμε και σήμερα ακόμα με
ευχαρίστηση. Βαθιά μέσα μας όμως, στην ψυχή μας, αυτός ο άντρας μάς
τάραξε και μας ενόχλησε πάρα πολύ, τόσο τη θεία μου όσο κι εμένα, και
ειλικρινά ακόμη δεν έχει πάψει ούτε στο ελάχιστο να με απασχολεί. Τις
νύχτες τον βλέπω καμιά φορά στον ύπνο μου και νιώθω εξαιτίας του, μόνο
με την αίσθηση της παρουσίας ενός τέτοιου πλάσματος, βαθιά ταραγμένος
και ανήσυχος, παρόλο που μου είχε γίνει ακόμα και αγαπητός.
Δύο μέρες αργότερα έφερε ένας αμαξάς τα πράγματα του ξένου, ο οποίος
ονομαζόταν Χάρρυ Χάλλερ. Μου έκανε καλή εντύπωση η πολύ ωραία
δερμάτινη βαλίτσα, και το μεγάλο πλατύ μπαούλο φαινόταν να υπονοεί
μακρινά ταξίδια, πάνω του τουλάχιστον υπήρχαν κολλημένες
ξεθωριασμένες ετικέτες ξενοδοχείων και μεταφορικών εταιρειών από
διάφορες χώρες, ακόμα και υπερπόντιες.
Μετά έκανε κι ο ίδιος την εμφάνισή του, και άρχισε η περίοδος κατά την
οποία έκανα σιγά σιγά τη γνωριμία αυτού του αλλόκοτου ανθρώπου. Εγώ
στην αρχή από τη δική μου πλευρά δεν έκανα καμία προσπάθεια. Αν και ο
Χάλλερ μού κίνησε το ενδιαφέρον από την πρώτη στιγμή που τον είδα, δεν
έκανα κανένα βήμα να τον συναντήσω ή να ανοίξω μαζί του συζήτηση τις
πρώτες βδομάδες. Αντίθετα όμως, αυτό οφείλω να το ομολογήσω, από την
αρχή κιόλας τον παρακολουθούσα, και καμιά φορά, όταν έλειπε, έμπαινα
και στο δωμάτιό του και τον κατασκόπευα λιγάκι από απλή περιέργεια.
Όσον αφορά την εξωτερική εμφάνιση του Λύκου της Στέπας, έχω δώσει
ήδη μερικές πληροφορίες. Αμέσως, με την πρώτη ματιά, έδινε την
εντύπωση ενός σπάνιου και ασυνήθιστα προικισμένου ανθρώπου, το
πρόσωπό του ήταν γεμάτο πνεύμα και το εξαιρετικά λεπτό και ευκίνητο
παιχνίδισμα των χαρακτηριστικών του αντανακλούσε μια ενδιαφέρουσα,
εξαιρετικά ανήσυχη, υπερβολικά τρυφερή και ευαίσθητη ψυχή. Όταν
συζητούσε με κάποιον και –πράγμα ασυνήθιστο– έβγαινε από τα όρια της
συμβατικότητας και της αποξένωσής του και μιλούσε προσωπικά, με λόγια
που έβγαιναν από μέσα του, τότε ένιωθαν αναγκαστικά μειονεκτικά
κάποιοι σαν εμάς· εκείνος είχε κάνει περισσότερες σκέψεις από τους
άλλους ανθρώπους και για ζητήματα του πνεύματος είχε εκείνη τη σχεδόν
ψυχρή αντικειμενικότητα κι εκείνη τη βεβαιότητα του ολοκληρωμένου
συλλογισμού και της γνώσης που έχουν μόνο οι αληθινά πνευματικοί
άνθρωποι, οι οποίοι δεν επιδιώκουν ποτέ να λάμψουν, ή να πείσουν τον
άλλον, ή να αποδείξουν πως έχουν δίκιο.
Θυμάμαι μια τέτοια αντίδραση προς το τέλος της διαμονής του κοντά
μας, που όμως δεν ήταν καν αντίδραση, αλλά μόνο ένα βλέμμα. Ένας
διάσημος ιστορικός, φιλόσοφος και κριτικός τέχνης, ένας άντρας με
ευρωπαϊκή φήμη, είχε αναγγείλει τότε πως θα έκανε μια διάλεξη στο
μεγάλο αμφιθέατρο του πανεπιστημίου, κι εγώ κατάφερα να πείσω τον
Λύκο της Στέπας, που στην αρχή δεν είχε καμία διάθεση, να την
παρακολουθήσουμε. Πήγαμε μαζί στην αίθουσα και καθίσαμε δίπλα δίπλα.
Όταν ο ομιλητής ανέβηκε στο βήμα και άρχισε να μιλά, κάποιοι από τους
ακροατές που τον φαντάζονταν προφήτη απογοητεύτηκαν από την ελαφρώς
κομψευόμενη και ματαιόδοξη συμπεριφορά του. Όταν άρχισε λοιπόν να
μιλά και έκανε μερικές κολακείες στους ακροατές από ευγνωμοσύνη για
την πολυπληθή παρουσία τους, ο Λύκος της Στέπας μού έριξε τότε ένα
πολύ σύντομο βλέμμα, ένα κριτικό βλέμμα για τα λόγια εκείνα και για το
άτομο του ομιλητή, ένα αξέχαστο και τρομερό βλέμμα, για του οποίου τη
σημασία θα μπορούσε να γραφτεί ολόκληρο βιβλίο! Το βλέμμα δεν έκρινε
απλώς εκείνον τον ομιλητή, δεν εκμηδένιζε μόνο τον διάσημο άντρα με
συντριπτική κι ωστόσο λεπτή ειρωνεία, αυτό ήταν το λιγότερο. Το βλέμμα
ήταν περισσότερο θλιμμένο παρά ειρωνικό, και μάλιστα αβυσσαλέα και
απελπισμένα θλιμμένο· το περιεχόμενο αυτού του βλέμματος ήταν μια
ήρεμη, κάπως επιβεβαιωμένη απογοήτευση, που είχε γίνει συνήθεια και,
κατά κάποιον τρόπο, είχε ήδη πάρει μορφή. Δεν διαπερνούσε με την
απελπισμένη του λαμπρότητα απλώς το άτομο του ματαιόδοξου ομιλητή,
αλλά ειρωνευόταν και εκμηδένιζε την κατάσταση της στιγμής, την
προσμονή και την καλή διάθεση του κοινού, τον κάπως υπερφίαλο τίτλο
της ομιλίας που είχε προαναγγελθεί – όχι, το βλέμμα του Λύκου της Στέπας
διαπερνούσε ολόκληρη την εποχή μας, όλες τις δραστηριότητες, όλη τη
φιλοδοξία, όλη τη ματαιοδοξία, όλο το επιφανειακό παιχνίδι μιας
φαντασμένης, ρηχής πνευματικότητας – και δυστυχώς το βλέμμα πήγαινε
ακόμα πιο βαθιά, πήγαινε πιο μακριά από τα ελαττώματα και την απελπισία
της εποχής μας, του πνεύματος και του πολιτισμού μας. Έφτανε ως την
καρδιά όλης της ανθρωπότητας, διατύπωνε εύγλωττα μέσα σε ένα και μόνο
δευτερόλεπτο όλες τις αμφιβολίες ενός διανοουμένου, ενός γνώστη, όχι
μόνο για την αξιοπρέπεια, αλλά και για το ίδιο το νόημα της ανθρώπινης
ζωής. Αυτό το βλέμμα έλεγε: «Κοίταξε τι μαϊμούδες είμαστε! Κοίταξε πώς
είναι ο άνθρωπος!», κι όλη η διασημότητα, όλη η φρόνηση, όλες οι
επιτεύξεις του πνεύματος, όλη η προσπάθεια για ανωτερότητα, μεγαλείο
και σταθερότητα σε καθετί το ανθρώπινο κατέρρευσαν και έγιναν ένας
μαϊμουδισμός!
Βιάστηκα όμως πολύ λέγοντας αυτά και τελικά, ενάντια στον σκοπό και
στη θέλησή μου, είπα ήδη το πιο ουσιώδες για τον Χάλλερ, ενώ αρχικά η
πρόθεσή μου ήταν να αποκαλύψω σταδιακά την εικόνα του μέσα από τη
βαθμιαία γνωριμία μου μαζί του.
Αφού λοιπόν έχω τόσο προτρέξει, είναι περιττό να μιλήσω περισσότερο
για την αινιγματική «ξενικότητα» του Χάλλερ και να εξιστορήσω με
λεπτομέρειες πώς την κατάλαβα σιγά σιγά, πώς διαισθάνθηκα και διέκρινα
την αιτία αυτής της ξενικότητας, αυτής της αλλόκοτης και φριχτής
απομόνωσης. Ίσως καλύτερα, γιατί προτιμώ να μείνει το άτομό μου, όσο
γίνεται, στο περιθώριο. Δεν θέλω να εκθέσω τις δικές μου εξομολογήσεις, ή
να αφηγηθώ νουβέλες, ή να παραστήσω τον ψυχολόγο, αλλά να
συνεισφέρω απλώς ως αυτόπτης μάρτυρας στην εικόνα του ιδιόρρυθμου
αυτού ανθρώπου που άφησε πίσω του τούτα τα χειρόγραφα ενός Λύκου της
Στέπας.
Ήδη από την πρώτη στιγμή, όταν μπήκε από την τζαμόπορτα της θείας
μου, τέντωσε το κεφάλι σαν πουλί και επαίνεσε την καλή μυρωδιά του
σπιτιού, μου έκανε εντύπωση κάτι το ιδιαίτερο σ’ αυτόν τον άνθρωπο, και
η πρώτη μου αφελής αντίδραση ήταν η αντιπάθεια. Ένιωσα (και η θεία
μου, που, εντελώς αντίθετα από μένα, δεν είναι με κανέναν τρόπο
διανοούμενη, ένιωσε σχεδόν ακριβώς το ίδιο) – διαισθάνθηκα λοιπόν ότι
αυτός ο άνθρωπος ήταν άρρωστος, κάπου στο πνεύμα, ή στην ψυχή, ή στον
χαρακτήρα, και αμύνθηκα εναντίον του με το ένστικτο ενός υγιή. Τη θέση
αυτής της άμυνας την πήρε με τον καιρό μια συμπάθεια βασισμένη σε έναν
μεγάλο οίκτο για κείνον που υπέφερε βαριά κι αδιάκοπα και στου οποίου
τον εσωτερικό θάνατο εγώ ήμουν θεατής. Αυτό το διάστημα
συνειδητοποιούσα όλο και περισσότερο πως η αρρώστια αυτού του ασθενή
δεν οφειλόταν σε κάποιο ελάττωμα της φύσης του, αλλά αντίθετα στην
αφθονία των προτερημάτων και ικανοτήτων του, που δεν μπορούσαν να
εναρμονιστούν. Διαπίστωσα ότι ο Χάρρυ ήταν φαινόμενο στον πόνο, ότι,
σύμφωνα με κάποιους αφορισμούς του Νίτσε, είχε διαμορφώσει μέσα του
μια ιδιοφυή, μια απεριόριστη, τρομακτική ικανότητα για πόνο. Ταυτόχρονα
κατάλαβα πως η βάση της απαισιοδοξίας του δεν ήταν η περιφρόνησή του
για τον κόσμο, αλλά η περιφρόνηση για τον ίδιο τον εαυτό του, γιατί, ενώ
μπορούσε να μιλά ανελέητα και εκμηδενιστικά για θεσμούς και για
πρόσωπα, δεν εξαιρούσε ποτέ τον ίδιο του τον εαυτό, εκείνος ήταν ο
πρώτος ενάντια στον οποίο έστρεφε τα βέλη του, ήταν ο ίδιος του ο εαυτός
εκείνος που μισούσε και απέρριπτε…
Εδώ θα πρέπει να παρεμβάλω και μια παρατήρηση που αφορά την
ψυχολογία. Αν και γνωρίζω ελάχιστα για τη ζωή του Λύκου της Στέπας,
έχω κάθε λόγο να υποψιάζομαι πως οι φιλόστοργοι και πολύ θρήσκοι γονείς
και δάσκαλοί του τον εκπαίδευσαν σύμφωνα μ’ εκείνο το πνεύμα που
αναγνωρίζει σαν θεμέλιο της διαπαιδαγώγησης τη «συντριβή της
βούλησης». Αυτή λοιπόν η εκμηδένιση της προσωπικότητας και συντριβή
της θέλησης δεν είχε αποτέλεσμα σε τούτον τον μαθητή, ήταν πάρα πολύ
δυνατός και σκληρός γι’ αυτό, πάρα πολύ περήφανος και πνευματικός. Αντί
να εκμηδενίσουν την προσωπικότητά του, το μόνο που κατάφεραν ήταν να
του μάθουν να μισεί τον ίδιο του τον εαυτό. Ενάντια στον εαυτό του
λοιπόν, ενάντια σ’ αυτό το αθώο και ανώτερο αντικείμενο έστρεψε σ’ όλη
του τη ζωή ολόκληρη τη δύναμη της διανόησής του. Γιατί παρ’ όλα αυτά
ήταν πέρα για πέρα χριστιανός και πέρα για πέρα μάρτυρας, έτσι που
αρχικά να εξαπολύει κάθε αιχμή, κάθε κριτική, όλη την οργή και όλο το
μίσος που ήταν ικανός να νιώσει κυρίως ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό.
Όσον αφορά τους άλλους και το περιβάλλον του, έκανε διαρκώς τις
ηρωικότερες και σοβαρότερες προσπάθειες να τους αγαπήσει, να είναι
δίκαιος μαζί τους, να μην τους πληγώνει, γιατί το «αγάπα τον πλησίον σου»
είχε χαραχτεί τόσο βαθιά μέσα του όσο και το μίσος για τον εαυτό του· έτσι
όλη η ζωή του είχε γίνει ένα παράδειγμα για το ότι είναι αδύνατον να
αγαπήσεις τον πλησίον σου χωρίς να αγαπάς τον εαυτό σου, πως η
αυτοπεριφρόνηση είναι ακριβώς το ίδιο και τελικά προκαλεί την ίδια
φριχτή απομόνωση και απελπισία όπως και ο έντονος εγωισμός.
Όμως είναι πια καιρός να παραμερίσω τις σκέψεις μου και να μιλήσω για
την πραγματικότητα. Το πρώτο λοιπόν που έμαθα για τον κύριο Χάλλερ, εν
μέρει από τις κατασκοπείες μου, εν μέρει από τις παρατηρήσεις της θείας
μου, αφορά τον τρόπο ζωής του. Γρήγορα μπορούσε κανείς να καταλάβει
πως ήταν ένας άνθρωπος της διανόησης και του βιβλίου και πως δεν
ασκούσε κανένα πρακτικό επάγγελμα. Έμενε πάντα ως αργά στο κρεβάτι,
συχνά σηκωνόταν μόνο λίγο πριν από το μεσημέρι για να κάνει, με τις
πιτζάμες, μερικά βήματα από την κρεβατοκάμαρα ως το καθιστικό του.
Αυτό το καθιστικό, μια μεγάλη και φιλική σοφίτα με δύο παράθυρα ήδη
ύστερα από λίγες μέρες έδειχνε διαφορετική από ό,τι όταν την κατοικούσαν
άλλοι νοικάρηδες. Είχε γεμίσει, και με τον καιρό γέμιζε ολοένα και
περισσότερο. Στους τοίχους είχε κρεμάσει πίνακες, είχε κολλήσει σκίτσα
και, κατά διαστήματα, φωτογραφίες που τις έκοβε από περιοδικά και που
συχνά τις άλλαζε. Ένα τοπίο από τον νότο, μια γερμανική κωμόπολη,
προφανώς η πατρίδα του Χάλλερ, κρέμονταν εκεί, και ανάμεσά τους
πολύχρωμες φωτεινές ακουαρέλες που, όπως μάθαμε αργότερα, τις είχε
ζωγραφίσει ο ίδιος. Υπήρχε επίσης και η φωτογραφία μιας όμορφης νέας
γυναίκας ή κάποιου νεαρού κοριτσιού. Για ένα διάστημα κρεμόταν στον
τοίχο ένας σιαμέζικος Βούδας, ο οποίος αντικαταστάθηκε από μια
αναπαραγωγή της Νύχτας του Μιχαήλ Αγγέλου και έπειτα από το πορτρέτο
του Μαχάτμα Γκάντι. Βιβλία δεν γέμιζαν μόνο τη βιβλιοθήκη, αλλά
υπήρχαν παντού, πάνω στο όμορφο παλιό γραφείο, στο ντιβάνι, στις
καρέκλες, ολόγυρα στο πάτωμα, βιβλία με ένθετα χάρτινα σημάδια, που
συνεχώς άλλαζαν. Τα βιβλία πλήθαιναν διαρκώς, γιατί όχι μόνο έφερνε ο
ίδιος στοίβες ολόκληρες από τις βιβλιοθήκες, αλλά πολύ συχνά λάβαινε
πακέτα με το ταχυδρομείο. Ο άνθρωπος που κατοικούσε αυτό το δωμάτιο
θα μπορούσε να είναι ένας σοφός. Σε όλα αυτά ταίριαζε και ο καπνός από
τα πούρα που τα σκέπαζε όλα, καθώς και τα αποτσίγαρα και τα τασάκια
που ήταν σκορπισμένα παντού. Όμως ένα μεγάλο μέρος των βιβλίων δεν
ήταν φιλοσοφικού περιεχομένου, κατά το πλείστον ήταν έργα ποιητών
όλων των εποχών και εθνικοτήτων. Για κάμποσο διάστημα πάνω στο
ντιβάνι όπου εκείνος περνούσε ξαπλωμένος όλη την ημέρα του βρίσκονταν
και οι έξι χοντροί τόμοι ενός έργου του τέλους του δεκάτου ογδόου αιώνα
με τον τίτλο Το ταξίδι της Σοφίας από το Μέμελ στη Σαξονία. Μια έκδοση
των απάντων του Γκαίτε και μια του Ζαν Πάουλ έδειχναν να
χρησιμοποιούνται συχνά, το ίδιο και ο Νοβάλις, ο Λέσσινγκ, ο Γιακόμπι
και ο Λίχτενμπεργκ. Μερικοί τόμοι του Ντοστογιέφσκι ήταν γεμάτοι
χαρτιά με πυκνές σημειώσεις. Στο τραπέζι, ανάμεσα στα πολλά βιβλία και
στα χειρόγραφα, συχνά υπήρχε ένα μπουκέτο λουλούδια, εκεί κοντά
πλανιόταν συχνά και μια κασετίνα με ακουαρέλες, που όμως ήταν πάντα
καλυμμένη με σκόνη· δίπλα σταχτοδοχεία και, για να μην αποσιωπήσω
τίποτα, μπουκάλες με όλων των ειδών τα ποτά. Ένα μπουκάλι με ψάθινο
κάλυμμα ήταν συνήθως γεμάτο με ιταλικό κρασί που το αγόραζε από ένα
μικρό μαγαζί εκεί κοντά, καμιά φορά έκανε την εμφάνισή της και μια
μπουκάλα κρασί Βουργουνδίας ή Μάλαγας, είδα και μια μεγάλη μπουκάλα
κιρς να κοντεύει να αδειάσει μέσα σε ελάχιστο χρόνο και ύστερα να
εξαφανίζεται σε κάποια γωνιά του δωματίου και να σκεπάζεται από σκόνη,
χωρίς να ελαττώνεται πια το περιεχόμενό της. Δεν θέλω να δικαιολογηθώ
επειδή τον κατασκόπευα, και επίσης ομολογώ ειλικρινά πως τον πρώτο
καιρό όλα αυτά τα σημάδια μιας ζωής που από τη μια πλευρά ήταν γεμάτη
από πνευματικά ενδιαφέροντα, από την άλλη όμως ήταν σπαταλημένη και
απειθάρχητη μου προξενούσαν απέχθεια και δυσπιστία. Εγώ δεν είμαι
απλώς ένας άνθρωπος που ζει σε ένα κανονικό, αστικό περιβάλλον,
συνηθισμένος στην εργασία και στο ακριβές ωράριο, είμαι και εγκρατής
στα οινοπνευματώδη και στον καπνό, κι εκείνες οι μπουκάλες στο δωμάτιο
του Χάλλερ με ενοχλούσαν περισσότερο από την υπόλοιπη γραφική
ακαταστασία.
Όπως με τον ύπνο και τη δουλειά, έτσι και με το φαγητό και το πιοτό είχε
ο ξένος πολύ ακανόνιστες και κυκλοθυμικές σχέσεις. Ορισμένες μέρες δεν
έβγαινε καθόλου έξω και δεν έβαζε τίποτε άλλο στο στόμα του εκτός από
τον πρωινό καφέ· καμιά φορά έβρισκε η θεία μου σαν μοναδικό υπόλειμμα
του φαγητού του μια μπανανόφλουδα, άλλες μέρες όμως έτρωγε σε
εστιατόρια, πότε σε καλά και κομψά και πότε σε μικρές συνοικιακές
ταβέρνες. Η υγεία του δεν έδειχνε να είναι καλή· εκτός από την αδυναμία
στα πόδια, που συχνά τον έκανε να ανεβαίνει τις σκάλες με κόπο, φαίνεται
πως τον ταλαιπωρούσαν κι άλλες ενοχλήσεις, και κάποτε ανέφερε
παρεμπιπτόντως πως εδώ και δύο χρόνια είχε να χωνέψει και να κοιμηθεί
καλά. Εγώ το απέδωσα κυρίως στο πιοτό. Αργότερα, όταν τον συνόδευα
καμιά φορά σε ένα από τα καπηλειά όπου πήγαινε, τύχαινε να δω ο ίδιος
πόσο γρήγορα, ανάλογα με τη διάθεση της στιγμής, κατέβαζε το κρασί·
αληθινά μεθυσμένο όμως δεν τον είδα ούτε εγώ ούτε και κανένας άλλος.
Ποτέ δεν θα ξεχάσω την πρώτη προσωπική μας επαφή. Γνωριζόμασταν
σαν δυο ένοικοι ενός σπιτιού που έχουν γειτονικά δωμάτια. Ένα βράδυ,
γυρίζοντας από τη δουλειά στο σπίτι, ξαφνιάστηκα βλέποντας τον κύριο
Χάλλερ να κάθεται στο πλατύσκαλο μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου
ορόφου. Καθόταν στο τελευταίο σκαλοπάτι και τραβήχτηκε στο πλάι για να
με αφήσει να περάσω. Τον ρώτησα μήπως δεν αισθανόταν καλά και
προσφέρθηκα να τον συνοδέψω ως πάνω.
Ο Χάλλερ με κοίταξε, κι εγώ κατάλαβα πως τον είχα ξυπνήσει από ένα
είδος ονειροπόλησης. Σιγά σιγά άρχισε να χαμογελά με το όμορφο και
θλιμμένο χαμόγελο που τόσο συχνά μου βάραινε την καρδιά και ύστερα με
προσκάλεσε να καθίσω δίπλα του. Εγώ τον ευχαρίστησα και του είπα πως
δεν συνήθιζα να κάθομαι στα σκαλιά μπροστά στις κατοικίες άλλων
ανθρώπων.
«Αχ, ναι», είπε και χαμογέλασε ακόμα πιο έντονα, «έχετε δίκιο. Μα
περιμένετε μια στιγμή, πρέπει να σας δείξω γιατί χρειάστηκε να καθίσω
λιγάκι εδώ».
Ταυτόχρονα έδειχνε με το χέρι του τον προθάλαμο ενός διαμερίσματος
στον πρώτο όροφο όπου έμενε μια χήρα. Στον μικρό, καλυμμένο με παρκέ
χώρο, ανάμεσα στη σκάλα, στο παράθυρο και στην τζαμόπορτα, στέκονταν
στον τοίχο ένα ψηλό ντουλάπι από μαόνι, που είχε πάνω του παλιά σκεύη
από μπρούντζο, και μπροστά από το ντουλάπι, πάνω σε δυο μικρά χαμηλά
σκαμνιά, δύο φυτά μέσα σε μεγάλες γλάστρες, μια αζαλέα και μια
αροκάρια. Τα φυτά ήταν όμορφα και πάντα ήταν ολοκάθαρα και άψογα
φροντισμένα, αυτό και σ’ εμένα είχε κάνει εντύπωση.
«Βλέπετε», συνέχισε ο Χάρρυ, «αυτός ο μικρός διάδρομος με την
αροκάρια μυρίζει τόσο υπέροχα, που συχνά δεν μπορώ να προσπεράσω
χωρίς να σταθώ για λίγο. Και στην κυρία θεία σας βέβαια μυρίζει όμορφα
και επικρατεί τάξη κι απόλυτη καθαριότητα, μα αυτός εδώ ο χώρος με την
αροκάρια είναι τόσο αστραφτερά καθαρός, τόσο ξεσκονισμένος, πλυμένος
και γυαλισμένος, τόσο ασύλητα καθαρός, που ακτινοβολεί κυριολεκτικά.
Πάντα παίρνω εδώ μια βαθιά αναπνοή – δεν σας μυρίζει κι εσάς; Πώς
συνδυάζονται η μυρωδιά της παρκετίνης κι ένας αλαφρός απόηχος από
νέφτι μαζί με το μαόνι, με τα πλυμένα φύλλα των φυτών και με όλα τα
άλλα σε ένα άρωμα, σε έναν υπερθετικό βαθμό αστικής καθαριότητας,
φροντίδας και ακρίβειας, ευσυνειδησίας και πίστης σε μικρογραφία! Δεν
ξέρω ποιος μένει εκεί, αλλά θα πρέπει πίσω απ’ αυτή την τζαμόπορτα να
υπάρχει ένας παράδεισος καθαριότητας και ξεσκονισμένης αστικότητας,
τάξης και συγκινητικά εναγώνιας αφοσίωσης στις μικρές συνήθειες και
υποχρεώσεις».
Κι επειδή εγώ σώπαινα, εκείνος συνέχισε: «Παρακαλώ, μη φανταστείτε
πως μιλώ ειρωνικά! Αγαπητέ κύριε, απέχω πολύ από το να θέλω να
κοροϊδέψω αυτή την αστικότητα και την τάξη. Είναι βέβαια σωστό πως εγώ
ο ίδιος ζω σε έναν άλλο κόσμο, όχι σε τούτον εδώ, και ίσως να μην είμαι
ικανός να αντέξω έστω και μία μέρα μέσα σε ένα σπίτι με τέτοιες
αροκάριες. Όμως, όσο κι αν είμαι ένας γέρος και ελαφρώς ψωριάρης Λύκος
της Στέπας, είμαι κι εγώ ο γιος κάποιας μητέρας, και η μητέρα αυτή ήταν
μια αστή και καλλιεργούσε λουλούδια και αγρυπνούσε πάνω από το σπίτι
και τη σκάλα, τα έπιπλα και τις κουρτίνες και προσπαθούσε να δώσει στον
χώρο και στη ζωή της όση καθαριότητα, πάστρα και τάξη τής ήταν
δυνατόν. Αυτά μου θυμίζει η μυρωδιά από το νέφτι, το ίδιο και η αροκάρια,
γι’ αυτό κάθομαι εδώ πότε πότε, κοιτάζω αυτόν τον ήσυχο μικρό κήπο της
τάξης και χαίρομαι που αυτό ακόμη υπάρχει».
Θέλησε να σηκωθεί, αλλά δυσκολεύτηκε και δεν αρνήθηκε τη μικρή
βοήθεια που του πρόσφερα. Συνέχισα να σωπαίνω, ήμουν όμως, όπως
ακριβώς είχε συμβεί προηγουμένως και στη θεία μου, κάτω από την
επήρεια κάποιας μαγείας που μπορούσε να εκπέμπει πότε πότε αυτός ο
αλλόκοτος άνθρωπος. Ανεβήκαμε μαζί αργά τη σκάλα, και μπροστά στην
πόρτα του, κρατώντας κιόλας στο χέρι το κλειδί, με κοίταξε άλλη μια φορά
ολόισια και πολύ φιλικά στα μάτια και είπε: «Έρχεστε από τη δουλειά σας;
Ε λοιπόν εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτε απ’ αυτά, ζω κάπως απομονωμένος,
κάπου στο περιθώριο, καταλαβαίνετε. Αλλά νομίζω πως κι εσείς
ενδιαφέρεστε για τα βιβλία και για όλα τα σχετικά. Η θεία σας μου είπε
κάποτε πως τελειώσατε το γυμνάσιο και πως ήσασταν καλός στα ελληνικά.
Σήμερα το πρωί λοιπόν ανακάλυψα μια φράση του Νοβάλις, μου
επιτρέπετε να σας τη δείξω; Θα αρέσει και σ’ εσάς».
Με πήρε στο δωμάτιό του, που μύριζε έντονα καπνό, τράβηξε ένα βιβλίο
από μια στοίβα, το ξεφύλλισε ψάχνοντας.
«Κι αυτό είναι καλό, πολύ καλό», είπε, «ακούστε τούτη τη φράση:
“Πρέπει να είναι κανείς υπερήφανος για τον πόνο – κάθε πόνος είναι
υπενθύμιση της μεγάλης μας ανωτερότητας”. Υπέροχο! Ογδόντα χρόνια
πριν από τον Νίτσε! Αλλά δεν είναι αυτό το απόφθεγμα που εννοούσα –
περιμένετε– να το, εδώ είναι. Λοιπόν: “Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν
δέχονται να κολυμπήσουν πριν μάθουν κολύμπι”. Δεν είναι αστείο;
Ασφαλώς και δεν θέλουν να κολυμπήσουν! Είναι φτιαγμένοι για τη γη, όχι
για το νερό. Και είναι φυσικό πως δεν θέλουν να σκέφτονται, αφού είναι
πλασμένοι για τη ζωή και όχι για τη σκέψη! Μάλιστα, και όποιος
σκέπτεται, όποιος κάνει κύριο σκοπό του τη σκέψη, αυτός βέβαια μπορεί
να προχωρήσει μακριά, αλλά έχει αντικαταστήσει τη γη με το νερό και
κάποια μέρα θα πνιγεί».
Με είχε πλέον αιχμαλωτίσει και μου είχε κινήσει το ενδιαφέρον, έμεινα
μαζί του για λίγη ώρα, και από τότε συχνά συνέβαινε, όταν
συναντιόμασταν στη σκάλα ή στον δρόμο, να πιάνουμε λίγο την κουβέντα.
Στην αρχή είχα ωστόσο, όπως και τότε κοντά στην αροκάρια, πάντα μια
αμυδρή αίσθηση πως με ειρωνευόταν. Αλλά δεν ήταν έτσι. Με είχε, όπως
και την αροκάρια, σχεδόν σε υπόληψη, αλλά ήταν τόσο συνειδητά
πεπεισμένος για τη μοναξιά του, για το κολύμπι του στο νερό, για το
ξερίζωμά του, ώστε πότε πότε να ενθουσιάζεται πραγματικά και χωρίς
καμία ειρωνεία μπροστά σε κάποια καθημερινή αστική πραγματικότητα,
για παράδειγμα με την ακρίβεια με την οποία τηρούσα το ωράριο του
γραφείου μου ή με τις εκφράσεις ενός υπηρέτη ή ενός εισπράκτορα του
τραμ. Αυτό στην αρχή μού φαινόταν αληθινά γελοίο και υπερβολικό, κάτι
σαν ιδιοτροπία αριστοκράτη ή τυχοδιώκτη, κάτι σαν επιπόλαιος
συναισθηματισμός. Αλλά αντιλαμβανόμουν όλο και περισσότερο πως στην
πραγματικότητα αγαπούσε και θαύμαζε, θαρρείς, από τη σκοπιά του
ασφυκτικού χώρου του, μέσα από την ύπαρξή του σαν κάτι το ξένο και ως
Λύκος της Στέπας, τον μικρό αστικό μας κόσμο σαν κάτι το σίγουρο και το
σταθερό, το απόμακρο και άφθαστο, σαν την πατρίδα και την ειρήνη,
πράγματα όπου κανένας δρόμος δεν θα τον οδηγούσε. Χαιρετούσε πάντα,
βγάζοντας το καπέλο του με αληθινό σεβασμό, την καθαρίστριά μας, μια
άξια γυναίκα, κι όταν η θεία μου μιλούσε μαζί του, ή του υπενθύμιζε πως
έπρεπε να επιδιορθωθούν κάποια ασπρόρουχα, ή του εφιστούσε την
προσοχή σ’ ένα κουμπί του παλτού του που ήταν έτοιμο να πέσει, την
άκουγε με παράξενη προσοχή και σοβαρότητα, λες κι έκανε ανείπωτη και
απελπισμένη προσπάθεια να τρυπώσει μέσα από κάποια χαραμάδα σ’
αυτόν τον μικρό, ειρηνικό κόσμο και να νιώσει πως ανήκει εκεί, έστω και
για μία μόνο ώρα.
Ήδη από την πρώτη συνομιλία μας, κοντά στην αροκάρια, αποκάλεσε τον
εαυτό του Λύκο της Στέπας, κι αυτό με παραξένεψε και ελαφρώς με
ενόχλησε. Τι έκφραση κι αυτή! Όμως δεν ήταν μόνο η συνήθεια που μ’
έκανε να δεχτώ αυτή την έκφραση, σύντομα άρχισα κι εγώ ο ίδιος στις
σκέψεις μου να μην αποκαλώ διαφορετικά εκείνον τον άνθρωπο παρά
Λύκο της Στέπας, και ως σήμερα ακόμα δεν βρίσκω έκφραση που να
ταιριάζει καλύτερα σ’ εκείνο το πλάσμα. Ένας Λύκος της Στέπας, που
περιπλανήθηκε ανάμεσά μας, χαμένος μέσα στις πόλεις και στη ζωή του
κοπαδιού – καμία άλλη εικόνα δεν θα μπορούσε να δείξει πιο επιτυχημένα
τη φοβισμένη του απομόνωση, την αγριάδα του, την ανησυχία του, τη
νοσταλγία του και το ότι δεν είχε πατρίδα.
Μια φορά είχα την ευκαιρία να τον παρακολουθήσω ένα ολόκληρο βράδυ
σε κάποια συναυλία, όπου με έκπληξή μου τον είδα να κάθεται κοντά μου,
χωρίς αυτός να με βλέπει. Στην αρχή έπαιξαν Χαίντελ, μια όμορφη και
ευγενική μουσική, μα ο Λύκος της Στέπας καθόταν βυθισμένος στις
σκέψεις του, χωρίς να ανταποκρίνεται ούτε στη μουσική ούτε στο
περιβάλλον του. Καθόταν αμέτοχος, μόνος και ξένος, με ένα πρόσωπο
ψυχρό, αλλά συλλογισμένο, με το βλέμμα χαμηλωμένο. Μετά ήρθε η σειρά
ενός άλλου κομματιού, μιας μικρής συμφωνίας του Φρήντεμαν Μπαχ, και
είδα με έκπληξη πως ύστερα από μερικές νότες ο ξένος μου άρχισε να
χαμογελά και να παρακολουθεί· βυθίστηκε εντελώς στον εαυτό του και για
δέκα λεπτά έδειχνε τόσο ευτυχισμένα απορροφημένος και χαμένος σε
όμορφα όνειρα, έτσι που εγώ πρόσεχα πιο πολύ αυτόν παρά τη μουσική.
Όταν τελείωσε το κομμάτι, ξύπνησε, ίσιωσε το κορμί του, νόμιζες πως ήταν
έτοιμος να σηκωθεί και να φύγει, ύστερα όμως κάθισε και άκουσε και το
τελευταίο κομμάτι, ήταν οι Παραλλαγές του Ρέγκερ, μια μουσική που
πολλοί τη βρίσκουν ελαφρώς ανιαρή και κουραστική. Ακόμα και ο Λύκος
της Στέπας, που στην αρχή παρακολουθούσε καλοπροαίρετα, αφαιρέθηκε
ξανά, έχωσε τα χέρια στις τσέπες και βυθίστηκε πάλι στον εαυτό του, τούτη
τη φορά όμως όχι ευτυχισμένος και ονειροπόλος, αλλά θλιμμένος και
τελικά θυμωμένος, το πρόσωπό του ήταν και πάλι απόμακρο, γκρίζο και
κλειστό, έδειχνε γέρος, άρρωστος και δυσαρεστημένος.
Μετά το κοντσέρτο τον ξαναείδα στον δρόμο και τον ακολούθησα·
τυλιγμένος στο παλτό του, βάδιζε δύσθυμος και κουρασμένος προς τη
γειτονιά μας, σταμάτησε όμως μπροστά σε μια μικρή παλιομοδίτικη
ταβέρνα, κοίταξε αναποφάσιστος την ώρα και ύστερα μπήκε μέσα.
Υπακούοντας σε μια στιγμιαία παρόρμηση, τον ακολούθησα. Η ιδιοκτήτρια
και η σερβιτόρα τον χαιρέτησαν σαν τακτικό πελάτη, εκείνος κάθισε σε ένα
μικροαστικό τραπεζάκι, κι εγώ χαιρέτησα και κάθισα στο τραπέζι του.
Καθίσαμε εκεί μία ώρα, κι ενώ εγώ ήπια δύο ποτήρια μεταλλικό νερό,
έφεραν σ’ εκείνον αρχικά μισό κι έπειτα ένα τέταρτο του λίτρου κόκκινο
κρασί. Είπα ότι ήμουν στο κοντσέρτο, αλλά εκείνος δεν έκανε καμία
συζήτηση. Διάβασε την ετικέτα της μπουκάλας του νερού και ρώτησε
μήπως θα ήθελα να πιω λίγο κρασί, που θα μου το κερνούσε. Όταν άκουσε
ότι ποτέ δεν πίνω κρασί, πήρε πάλι εκείνη την αμήχανη έκφραση και είπε:
«Ναι, δεν έχετε άδικο. Κι εγώ έζησα χρόνια εγκράτειας και έκανα
μακρόχρονες νηστείες, τούτον τον καιρό όμως βρίσκομαι στον αστερισμό
του Υδροχόου, που είναι ένα ζώδιο σκοτεινό και υγρό».
Κι όταν εγώ τότε, χαριτολογώντας, απάντησα σ’ αυτόν τον υπαινιγμό
επισημαίνοντας πόσο απίθανο μου φαινόταν αυτός ειδικά να πιστεύει στην
αστρολογία, ξαναπήρε εκείνο το ευγενικό ύφος που συχνά με πλήγωνε και
είπε: «Πολύ σωστά, δυστυχώς ούτε σ’ αυτή την επιστήμη μπορώ να
πιστέψω».
Τον χαιρέτησα και έφυγα, κι εκείνος γύρισε σπίτι πολύ αργά τη νύχτα· το
βάδισμά του όμως ήταν το συνηθισμένο, και, όπως πάντα, δεν πήγε
κατευθείαν στο κρεβάτι (καθώς τα δωμάτιά μας ήταν γειτονικά, τον άκουγα
ολοκάθαρα), αλλά έμεινε για μία ώρα ακόμα στο καθιστικό του με το φως
αναμμένο.
Κι ένα άλλο βράδυ δεν έχω ξεχάσει. Τότε ήμουν μόνος στο σπίτι, η θεία
μου έλειπε, κάποιος χτύπησε την πόρτα, και σαν άνοιξα, είδα να στέκει εκεί
μια νέα, πολύ όμορφη κυρία, που, όταν ζήτησε τον κύριο Χάλλερ, την
αναγνώρισα: Ήταν εκείνη της φωτογραφίας στο δωμάτιό του. Της έδειξα
την πόρτα του και αποσύρθηκα. Εκείνη έμεινε για λίγο επάνω, σύντομα
όμως τους άκουσα να κατεβαίνουν τη σκάλα και να βγαίνουν έξω μαζί,
ζωηροί και πολύ ευδιάθετοι, κάνοντας αστεία ενώ συζητούσαν. Έμεινα
κατάπληκτος που αυτός ο ερημίτης είχε μια ερωμένη, και μάλιστα μια τόσο
νέα, όμορφη και κομψή, και όλες μου οι εικασίες για το άτομό του και τη
ζωή του έγιναν πάλι αβέβαιες. Ωστόσο ύστερα από μία ώρα περίπου γύρισε
πάλι μόνος στο σπίτι, με βαρύ, θλιμμένο βήμα ανέβηκε κουρασμένος τη
σκάλα και άρχισε να πηγαινοέρχεται αθόρυβα στο καθιστικό του ώρες
ολόκληρες, ακριβώς όπως ένας λύκος στο κλουβί του, και όλη τη νύχτα,
σχεδόν ως το πρωί, στο δωμάτιό του έκαιγε το φως.
Γι’ αυτή τη σχέση δεν ξέρω απολύτως τίποτε, και το μόνο που θέλω να
προσθέσω είναι πως τον είδα άλλη μία φορά μαζί μ’ εκείνη τη γυναίκα σε
έναν δρόμο της πόλης. Περπατούσαν πιασμένοι χέρι χέρι, κι εκείνος
φαινόταν ευτυχισμένος. Γι’ άλλη μια φορά έμεινα έκπληκτος βλέποντας
πόση χάρη και μάλιστα πόση παιδικότητα μπορούσε καμιά φορά να έχει το
γεμάτο έγνοιες και μοναξιά πρόσωπό του, και κατάλαβα εκείνη τη γυναίκα,
καθώς και τη συμπάθεια της θείας μου γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Αλλά κι
εκείνη την ημέρα γύρισε το βράδυ σπίτι θλιμμένος και αξιολύπητος· τον
συνάντησα στην εξώπορτα, κάτω από το παλτό του είχε, όπως κι άλλες
φόρες, μια μπουκάλα ιταλικό κρασί, και μαζί της πέρασε τη μισή νύχτα,
επάνω, μέσα στη φωλιά του. Μου προξενούσε λύπη, αλλά τι απαρηγόρητη
και χαμένη ζωή ήταν αυτή που ζούσε χωρίς να αντιδρά!
Τώρα, αρκετά φλυάρησα. Δεν χρειάζομαι καμιά άλλη διήγηση ή
περιγραφή για να δείξω πως ο Λύκος της Στέπας ζούσε τη ζωή ενός
αυτόχειρα. Εντούτοις όμως δεν πιστεύω πως έβαλε τέρμα στη ζωή του όταν
μια μέρα άφησε απροειδοποίητα και χωρίς αποχαιρετισμό την πόλη μας κι
εξαφανίστηκε, αφού όμως πρώτα πλήρωσε όλα όσα υπολείπονταν. Δεν
ακούσαμε ποτέ πια τίποτε γι’ αυτόν, και φυλάμε ακόμη μερικά γράμματα
που έφτασαν μετά την αναχώρησή του. Δεν άφησε τίποτε πίσω του πέρα
από το χειρόγραφό του, που το είχε γράψει κατά το διάστημα της εδώ
παραμονής του και που μου το αφιέρωσε με λίγες γραμμές και με την
παρατήρηση πως μπορούσα να το κάνω ό,τι ήθελα.
Δεν μου ήταν δυνατόν να επαληθεύσω πόση ήταν η πραγματικότητα στις
εμπειρίες που περιγράφει το χειρόγραφο του Χάλλερ. Δεν αμφιβάλλω πως
κατά το μεγαλύτερο μέρος τους είναι φαντασία, όχι όμως με την έννοια της
αυθαίρετης επινόησης, αλλά με την έννοια της προσπάθειας να εκφράσει
τις βαθιά βιωμένες πνευματικές διεργασίες κάτω από το κάλυμμα
συγκεκριμένων γεγονότων. Τα εν μέρει φανταστικά περιστατικά στην
αφήγηση του Χάλλερ προέρχονται μάλλον από το τελευταίο χρονικό
διάστημα της εδώ παραμονής του, και δεν αμφιβάλλω ότι έχουν σαν βάση
κάποια αληθινά, εξωτερικά βιώματα. Εκείνον τον καιρό πραγματικά
έδειχνε ο ξένος μας αλλαγμένη συμπεριφορά και όψη, έλειπε τακτικά από
το σπίτι, καμιά φορά και ολόκληρη τη νύχτα, και τα βιβλία του παρέμεναν
άθικτα. Τις λίγες φορές που τον συναντούσα φαινόταν παράξενα ζωηρός
και ανανεωμένος, κάποιες φορές το δίχως άλλο εύθυμος. Αμέσως ύστερα
βέβαια ακολούθησε μια νέα βαριά κατάθλιψη, έμεινε μέρες ολόκληρες στο
κρεβάτι χωρίς να επιθυμήσει να φάει, κι εκείνον τον καιρό επίσης συνέπεσε
και ένας τρομερά άγριος, βίαιος σχεδόν καβγάς με την ερωμένη του, που
είχε κάνει πάλι την εμφάνισή της, ο οποίος αναστάτωσε όλο το σπίτι και
έκανε τον Χάρρυ να ζητήσει συγνώμη από τη θεία μου την επόμενη μέρα.
Όχι, είμαι βέβαιος πως δεν έβαλε τέλος στη ζωή του. Είναι ακόμη
ζωντανός, τα κουρασμένα του πόδια ανεβοκατεβαίνουν τις σκάλες ξένων
σπιτιών, στυλώνει το βλέμμα του σε καλογυαλισμένα πατώματα και σε
καθαρές και περιποιημένες αροκάριες, περνά τις μέρες του στις
βιβλιοθήκες και τις νύχτες του στα ταβερνεία ή μένει ξαπλωμένος στον
καναπέ ενός νοικιασμένου δωματίου, ακούει πίσω από τα παράθυρα τον
κόσμο και τους ανθρώπους να ζουν και ξέρει πως αυτός είναι
αποκλεισμένος, όμως δεν έχει αυτοκτονήσει, γιατί ένα υπόλειμμα πίστης
τού λέει πως αυτόν τον πόνο, αυτόν τον φρικτό πόνο στην καρδιά του
πρέπει να τον γευτεί ως το τέλος και ότι αυτός ο πόνος είναι εκείνο που θα
τον οδηγήσει στον θάνατο. Συχνά τον σκέπτομαι, δεν έκανε πιο ανάλαφρη
τη ζωή μου, δεν είχε το χάρισμα να ενισχύσει και να καλλιεργήσει μέσα
μου τη δύναμη και τη χαρά, ω, αντίθετα! Αλλά εγώ δεν είμαι σαν αυτόν και
δεν κάνω μια ζωή σαν τη δική του, αντίθετα ζω τη δική μου, την απλοϊκή
και αστική, που είναι όμως εξασφαλισμένη και γεμάτη υποχρεώσεις. Έτσι
μπορούμε να τον σκεφτόμαστε με ηρεμία και φιλική διάθεση, τόσο εγώ
όσο και η θεία μου, που θα μπορούσε να πει για κείνον περισσότερα από
μένα, αλλά τα κρύβει στην καλή της καρδιά.
Όσον αφορά τώρα τις σημειώσεις του Χάλλερ, αυτές τις εκπληκτικές, εν
μέρει νοσηρές, εν μέρει όμορφες και γεμάτες στοχασμούς φαντασιώσεις,
οφείλω να ομολογήσω πως, αν αυτές οι σελίδες είχαν πέσει στα χέρια μου
τυχαία και δεν γνώριζα τον συγγραφέα, σίγουρα θα τις είχα πετάξει
αγανακτισμένος. Ωστόσο μέσα από τη γνωριμία μου με τον Χάλλερ
μπόρεσα ως ένα σημείο να τις καταλάβω και μάλιστα να τις εκτιμήσω. Θα
δίσταζα να τις κάνω γνωστές σε άλλους αν έβλεπα σ’ αυτές μόνο τις
παθολογικές φαντασιώσεις ενός μοναχικού, ενός δυστυχισμένου ψυχοπαθή.
Βλέπω όμως σ’ αυτές κάτι περισσότερο, ένα τεκμήριο του καιρού μας,
γιατί η ψυχική αρρώστια του Χάλλερ δεν είναι –σήμερα το ξέρω– η
ιδιοτροπία ενός ατόμου, αλλά η αρρώστια της ίδιας της εποχής, η νεύρωση
εκείνης της γενιάς στην οποία ανήκει ο Χάλλερ, μια αρρώστια που, όπως
φαίνεται, δεν προσβάλλει σε καμία περίπτωση μόνο τους αδύνατους και
τους κατώτερους, αλλά κυρίως τους δυνατούς, τους πιο σημαντικούς και
χαρισματικούς.
Αυτές οι σημειώσεις –αδιάφορο πόσο πολύ ή λίγο στηρίζονται σε
πραγματικές εμπειρίες– είναι μια απόπειρα να υπερνικηθεί η μεγάλη
αρρώστια της εποχής, όχι με υπεκφυγές κι ωραιοποιήσεις, αλλά μέσα από
την προσπάθεια να γίνει η ίδια η αρρώστια αντικείμενο έκφρασης.
Σημαίνουν, στην κυριολεξία, την πορεία ενός ανθρώπου μέσα από την
κόλαση, μια πότε έντρομη, πότε θαρραλέα πορεία μέσα από το χάος ενός
ψυχικού κόσμου βυθισμένου στο σκοτάδι, η οποία χαράχτηκε από την
επιθυμία του να διασχίσει την κόλαση, να αντιμετωπίσει το χάος και να
αντέξει το κακό ως το τέλος.
Κάποια λόγια του Χάλλερ μού έδωσαν το κλειδί για να τα κατανοήσω
όλα αυτά. Κάποτε μου είχε πει, αφού είχαμε κουβεντιάσει για τις λεγόμενες
φρικαλεότητες του Μεσαίωνα: «Οι φρικαλεότητες αυτές δεν υπάρχουν
στην πραγματικότητα. Ένας άνθρωπος του Μεσαίωνα θα αποστρεφόταν
όλον τον τρόπο της σημερινής ζωής μας σαν κάτι ακόμα χειρότερο από
φρικτό, απαίσιο και βάρβαρο! Όλες οι εποχές, όλοι οι πολιτισμοί, όλα τα
έθιμα και οι παραδόσεις έχουν τον δικό τους χαρακτήρα, τη δική τους
τρυφερότητα και σκληρότητα, που τους ταιριάζουν, ομορφιές και ασχήμιες,
θεωρούν ορισμένους πόνους αυτονόητους, ανέχονται κάποια κακά με
υπομονή. Η ανθρώπινη ζωή γίνεται αληθινός πόνος και κόλαση μόνο όταν
διασταυρώνονται δύο εποχές, δύο πολιτισμοί και δύο θρησκείες. Ένας
άνθρωπος της αρχαιότητας που θα ήταν αναγκασμένος να ζήσει στον
Μεσαίωνα θα ασφυκτιούσε οικτρά, το ίδιο κι ένας άγριος μέσα στον δικό
μας πολιτισμό. Υπάρχουν λοιπόν περίοδοι όπου μια ολόκληρη γενιά
παγιδεύτηκε τόσο πολύ ανάμεσα σε δύο εποχές, ανάμεσα σε δύο τρόπους
ζωής, ώστε να χάνει καθετί το αυτονόητο, κάθε έθιμο, κάθε ασφάλεια και
κάθε αθωότητα. Φυσικά αυτό δεν το νιώθει ο καθένας με την ίδια ένταση.
Μια φύση σαν τον Νίτσε ήταν αναγκασμένη να υποφέρει τη σημερινή
αθλιότητα πολύ νωρίτερα από μια ολόκληρη γενιά – όλα όσα είχε
δοκιμάσει μόνος και παρεξηγημένος σήμερα τα υποφέρουν χιλιάδες».
Αυτά τα λόγια γύριζαν συχνά στο μυαλό μου καθώς διάβαζα τις
σημειώσεις. Ο Χάλλερ ανήκε σ’ εκείνους που παγιδεύτηκαν ανάμεσα σε
δύο εποχές, που έχασαν κάθε ασφάλεια και κάθε αθωότητα, σ’ εκείνους
που ήταν γραφτό τους να ζήσουν στον υπερθετικό όλες τις αμφιβολίες της
ανθρώπινης μοίρας σαν προσωπικό βάσανο και κόλαση.
Εκεί βρίσκεται, μου φαίνεται, το νόημα που θα μπορούσαν να έχουν για
μας οι σημειώσεις του, και γι’ αυτό αποφάσισα να τις δημοσιεύσω. Κατά τα
άλλα δεν θέλω ούτε να τις υπερασπιστώ ούτε και να τις καταδικάσω, ας το
κάνει αυτό ο κάθε αναγνώστης σύμφωνα με τη συνείδησή του!
ΟΙ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΧΑΡΡΥ ΧΑΛΛΕΡ
Τα πόδια μου είχαν βραχεί και κρύωνα, έμεινα όμως αρκετή ώρα
περιμένοντας. Τίποτε πια. Κι ενώ στεκόμουν ακόμη και σκεφτόμουν πόσο
όμορφα είχαν πλανηθεί αυτές οι απαλές, χρωματιστές αναλαμπές των
γραμμάτων πάνω στον υγρό τοίχο και στη μαύρη, γυαλιστερή άσφαλτο,
θυμήθηκα αναπάντεχα ένα κομμάτι από τις προηγούμενες σκέψεις μου: την
παραβολή του χρυσού, φωτεινού ίχνους που απότομα ξεμακραίνει και
γίνεται άφαντο.
Κρύωνα και συνέχισα τον δρόμο μου, βλέποντας σαν σε όνειρο εκείνο το
ίχνος και γεμάτος λαχτάρα να βρω την είσοδο σε ένα μαγικό θέατρο, μόνο
για τρελούς. Στο μεταξύ είχα φτάσει στην περιοχή της αγοράς, όπου δεν
έλειπαν οι νυχτερινές διασκεδάσεις, σε κάθε βήμα ήταν κρεμασμένη μια
αφίσα ή κάτι διαφήμιζε μια επιγραφή: Γυναικεία ορχήστρα – Βαριετέ –
Κινηματογράφος – Βραδιά χορού, όμως όλα αυτά δεν ήταν για μένα, ήταν
για τον «καθένα», για τους φυσιολογικούς, τους οποίους έβλεπα άλλωστε
να συνωστίζονται παντού και να σπρώχνονται στις εισόδους. Παρ’ όλα
αυτά η θλίψη μου κάπως μετριάστηκε, στο κάτω κάτω με είχε αγγίξει ένας
χαιρετισμός από τον άλλο κόσμο, μερικά χρωματιστά γράμματα είχαν
χορέψει και είχαν παίξει πάνω στην ψυχή μου, αγγίζοντας απόκρυφες
συγχορδίες, μια αναλαμπή του χρυσού ίχνους είχε γίνει πάλι ορατή.
Αναζήτησα το μικρό παλιομοδίτικο καπηλειό όπου από την πρώτη μου
επίσκεψη σ’ αυτή την πόλη, εδώ και είκοσι πέντε χρόνια, τίποτε δεν έχει
αλλάξει, ακόμα και η σερβιτόρα είναι εκείνη η αλλοτινή και μερικοί από
τους σημερινούς πελάτες κάθονταν και τότε επίσης εδώ, στην ίδια θέση,
μπροστά στα ίδια ποτήρια. Μπήκα στην ταπεινή ταβέρνα, εδώ μπορούσες
να βρεις καταφύγιο. Ήταν βέβαια ένα καταφύγιο σαν εκείνο περίπου πάνω
στη σκάλα, κοντά στην αροκάρια, κι εδώ δεν έβρισκα πατρίδα και
συντροφικότητα, έβρισκα μόνο μια ήσυχη θέση παρατηρητή μπροστά σε
μια σκηνή πάνω στην οποία ξένοι άνθρωποι έπαιζαν ξένα έργα, κι ωστόσο
αυτή η ήσυχη θέση κάτι άξιζε: Κανένας συνωστισμός, ούτε ξεφωνητά,
καμία μουσική, μόνο μερικοί ήσυχοι αστοί, καθισμένοι στα γυμνά ξύλινα
τραπέζια (δεν υπήρχε μάρμαρο ή σμάλτο, βελούδο ή μπρούντζος!), και
μπροστά στον καθένα τους το βραδινό ποτό, ένα παλιό καλό κρασί. Ίσως
αυτοί οι λίγοι τακτικοί πελάτες, τους οποίους γνώριζα όλους εξ όψεως, να
ήταν πραγματικοί φιλισταίοι και να είχαν στο σπίτι, στις φιλισταϊκές
κατοικίες τους, έρημους βωμούς μπροστά σε ηλίθιες θεότητες της
ικανοποίησης, ίσως επίσης να ήταν μοναχικοί και παραστρατημένοι σαν
εμένα, ήρεμοι στοχαστικοί πότες, με χρεοκοπημένα ιδανικά, Λύκοι της
Στέπας και φτωχοδιάβολοι· αυτό δεν μπορούσα να το ξέρω. Τον καθένα
τους τον έφερνε εδώ η νοσταλγία, η απογοήτευση, η ανάγκη για
υποκατάστατα, ο παντρεμένος αναζητούσε εδώ την ατμόσφαιρα της
εργένικης εποχής του, ο παλιός δημόσιος υπάλληλος την ανάμνηση των
φοιτητικών του χρόνων, όλοι ήταν αρκετά σιωπηλοί και όλοι ήταν πότες
και κάθονταν, σαν εμένα, πιο ευχάριστα μπροστά σε μισό λίτρο κρασί της
Αλσατίας παρά μπροστά σε μια γυναικεία ορχήστρα. Εδώ έριξα άγκυρα,
εδώ μπορούσα να αντέξω για μία ώρα, ακόμα και για δύο. Μόλις ήπια μια
γουλιά κρασί Αλσατίας, ένιωσα πως σήμερα δεν είχα φάει τίποτα εκτός από
το ψωμί στο πρόγευμα.
Είναι αξιοθαύμαστο πόσα πράγματα μπορεί να καταπιεί ο άνθρωπος! Για
δέκα λεπτά διάβασα μια εφημερίδα, άφησα να εισχωρήσει μέσα μου, μέσω
των ματιών μου, το πνεύμα ενός ανεύθυνου ανθρώπου που αναμασάει τα
λόγια άλλων, τα σαλιώνει, αλλά τα ξεφουρνίζει αχώνευτα. Αυτό λοιπόν
κατάπια, μια ολόκληρη στήλη. Ύστερα καταβρόχθισα ένα γερό κομμάτι
συκώτι που κάποιος είχε αφαιρέσει από την κοιλιά ενός σφαγμένου
μοσχαριού. Τι περίεργο! Το καλύτερο ήταν το κρασί της Αλσατίας. Δεν μου
άρεσαν, τουλάχιστον στην καθημερινή χρήση, τα δυνατά, βαριά κρασιά με
τα επιδεικτικά έντονα θέλγητρά τους και τις φημισμένες χαρακτηριστικές
γεύσεις. Πιο πολύ αγαπώ τα εντελώς ελαφρά, καθαρά, ταπεινά, χωριάτικα
κρασιά, χωρίς κανένα ιδιαίτερο όνομα· μπορείς να πιεις αρκετή ποσότητα
και έχουν όμορφη και φιλική γεύση, που θυμίζει εξοχή και γη και ουρανό
και δάσος. Ένα κύπελλο κρασί της Αλσατίας και ένα κομμάτι καλό ψωμί
είναι το καλύτερο απ’ όλα τα γεύματα. Να όμως που έχω ήδη μέσα μου μια
μερίδα συκωτιού, μια ξεχωριστή γεύση για μένα, που σπάνια τρώγω κρέας,
και το δεύτερο κύπελλο κρασιού βρίσκεται κιόλας μπροστά μου. Ακόμα κι
αυτό είναι περίεργο, που σε κάποιες πράσινες κοιλάδες κάποιοι υγιείς και
εργατικοί άνθρωποι φύτεψαν κλήματα και έβγαλαν κρασί από τα πατητήρια
τους, για να μπορούν εδώ κι εκεί στον κόσμο, μακριά απ’ αυτούς, να
ρουφούν σιωπηλά από τα κύπελλά τους λίγο θάρρος και ευδιαθεσία μερικοί
απογοητευμένοι αστοί και αμήχανοι Λύκοι της Στέπας.
Ας είναι, ας φαίνεται περίεργο! Ήταν καλό, έπιασε τόπο, ήρθα στο κέφι.
Μ’ έπιασαν κατόπιν εορτής λυτρωτικά γέλια για την ασυναρτησία του
άρθρου της εφημερίδας και ξαφνικά θυμήθηκα την απαλή εκείνη μελωδία
των πνευστών, ανέβηκε μέσα μου σαν μικρή γυαλιστερή σαπουνόφουσκα,
έλαμψε, μου έδωσε μια αντανάκλαση όλου του κόσμου, μικρού και
πολύχρωμου, και ύστερα έσκασε πάλι απαλά. Αφού μπόρεσε αυτή η μικρή
ουράνια μελωδία να ριζώσει κρυφά στην ψυχή μου και μια μέρα να
φουντώσει μέσα μου τα πανέμορφα λουλούδια της, με όλα τα αγαπημένα
χρώματα, πώς γινόταν να είμαι εντελώς χαμένος; Μπορεί να ήμουν ένα
ξεστρατισμένο ζώο που δεν καταλαβαίνει τον κόσμο γύρω του, όμως στην
ανόητη ζωή μου υπήρχε ένα νόημα, κάτι βαθιά μέσα μου αποκρινόταν,
ήταν δέκτης καλεσμάτων από μακρινούς και ανώτερους κόσμους, μέσα στο
μυαλό μου είχαν στοιβαχτεί χιλιάδες εικόνες:
Τάγματα αγγέλων του Τζιόττο από τον μικρό γαλάζιο θόλο μιας
εκκλησίας στην Πάδοβα και δίπλα τους να περπατούν ο Άμλετ και η
στεφανωμένη Οφηλία, ωραίες παραβολές όλης της θλίψης και της
παρανόησης που υπήρχε στον κόσμο· εκεί βρισκόταν ο αεροπλόος
Τζιανότσο μέσα στο φλεγόμενο αερόστατό του και σάλπιζε, ο Αττίλας
Σμέλτσλε κρατούσε στο χέρι το καινούργιο του καπέλο, ο
Μπορομπούντουρ τίναζε το βουνό των γλυπτών του στον αέρα. Ακόμα κι
αν ζούσαν αυτές οι ωραίες μορφές σε χιλιάδες άλλες καρδιές, υπήρχαν
άλλες δέκα χιλιάδες άγνωστες εικόνες και ήχοι των οποίων η πατρίδα και η
όραση και η ακοή ζούσαν μόνο στα βάθη του είναι μου. Ο παλιός τοίχος
του νοσοκομείου, με το γέρικο, ετοιμόρροπο, λεκιασμένα γκριζοπράσινο
χρώμα, μέσα στις ρωγμές και τη φθορά του οποίου μπορούσες να
μαντέψεις χιλιάδες τοιχογραφίες – σ’ αυτόν ποιος έδινε απάντηση, ποιος
τον έκλεινε στην ψυχή του, ποιος τον αγαπούσε, ποιος ένιωθε τη μαγεία
των χρωμάτων του, που έσβηναν απαλά; Τα παλιά βιβλία των μοναχών, με
τις απαλές φωτεινές μινιατούρες, και τα ξεχασμένα από τον λαό βιβλία των
Γερμανών ποιητών που έζησαν πριν από εκατό, πριν από διακόσια χρόνια,
όλοι οι φθαρμένοι και μουχλιασμένοι τόμοι, τα χειρόγραφα και οι
τυπωμένες συνθέσεις των παλιών μουσικών, οι αιώνιες κιτρινισμένες
παρτιτούρες, με τα απολιθωμένα τους μουσικά όνειρα – ποιος άκουγε τις
πνευματώδεις, τις παιχνιδιάρικες, τις νοσταλγικές φωνές τους, ποιος
διατηρούσε την καρδιά γεμάτη από το πνεύμα και τη μαγεία τους μέσα σ’
έναν κόσμο διαφορετικό και αποξενωμένο απ’ όλα αυτά; Ποιος σκέπτεται
ακόμη εκείνο το μικρό ανθεκτικό κυπαρίσσι ψηλά στο βουνό πάνω από το
Γκούμπιο, που λύγισε και σχίστηκε από το πέσιμο του βράχου, κι όμως
κρατήθηκε στη ζωή και βλάστησε μια νέα ισχνή κορυφή; Ποιος δικαιώνει
την εργατική νοικοκυρά στον πρώτο όροφο για την καλογυαλισμένη της
αροκάρια; Ποιος διαβάζει τις νύχτες πάνω από τον Ρήνο αυτά που γράφουν
τα σύννεφα της ομίχλης στο αργό πέρασμά τους; Ο Λύκος της Στέπας. Και
ποιος αναζητάει μέσα στα ερείπια της ζωής του το σκορπισμένο νόημα,
υποφέρει το φανερά παράλογο, ζει την προφανή τρέλα και έχει την κρυφή
ελπίδα πως στο τελευταίο παράλογο χάος θα μπορέσει ακόμη να βρει την
αποκάλυψη και να πλησιάσει τον Θεό;
Δεν άφησα από το χέρι το ποτήρι μου, που η ταβερνιάρισσα ήθελε να το
ξαναγεμίσει, και σηκώθηκα. Δεν χρειαζόμουν άλλο κρασί. Το χρυσό ίχνος
είχε λάμψει, είχα θυμηθεί την αιωνιότητα, τον Μότσαρτ, τα αστέρια. Για
μία ώρα μπορούσα πάλι να ανασάνω, μπορούσα να ζήσω, μου επιτρεπόταν
να υπάρχω, δεν χρειαζόταν να υποφέρω μαρτύρια, να φοβάμαι, να
ντρέπομαι.
Όταν βγήκα στον δρόμο, που είχε ερημώσει, η αραιή, ψιλή βροχή,
παρασυρμένη από την ορμή του παγωμένου αέρα, κτυπούσε πάνω στα
φανάρια και άστραφτε σαν σπινθηροβόλημα. Και τώρα πού να πήγαινα; Αν
είχα τώρα στη διάθεσή μου μια μικρή μαγική ευχή, θα πρόσφερα στον
εαυτό μου ένα μικρό όμορφο σαλόνι, στιλ Λουδοβίκου ΙΣΤ΄, όπου μερικοί
μουσικοί θα μου έπαιζαν δύο τρία κομμάτια του Χαίντελ και του Μότσαρτ.
Τέτοια θα ήταν η διάθεσή μου, και θα ρουφούσα τη δροσερή κι ευγενική
μουσική όπως οι θεοί ρουφούν το νέκταρ. Αχ, να είχα τώρα έναν φίλο σε
κάποια σοφίτα που να ονειροπολεί δίπλα σ’ ένα κερί, έχοντας κοντά του το
βιολί! Πώς θα τον αιφνιδίαζα στη νυχτερινή ηρεμία του, θα σκαρφάλωνα
αθόρυβα τη γεμάτη στροφές σκάλα και θα τον ξάφνιαζα, και θα
περνούσαμε με κουβέντα και μουσική μερικές ουράνιες νυχτερινές ώρες!
Συχνά δοκίμασα αυτή την ευτυχία, άλλοτε, σε χρόνια περασμένα, αλλά κι
αυτό έφυγε μακριά μου με τον καιρό και με άφησε, ανάμεσα στο τώρα και
στο τότε απλώνονται μαραμένα χρόνια.
Πήρα διστακτικά τον δρόμο της επιστροφής για το σπίτι, σήκωσα ψηλά
τον γιακά του παλτού μου κι έμπηξα το μπαστούνι μου στο υγρό
λιθόστρωτο. Όσο κι αν καθυστερούσα στον δρόμο, σε λίγο θα καθόμουν
πάλι στη σοφίτα μου, στη μικρή φαινομενική μου πατρίδα, που δεν την
αγαπούσα, αλλά δεν μπορούσα να τη στερηθώ, γιατί για μένα έχει παρέλθει
πια η εποχή όπου μπορούσα να περάσω μια χειμωνιάτικη νύχτα έξω στο
ύπαιθρο. Αλλά, προς Θεού, δεν ήθελα να αφήσω να καταστραφεί η καλή
διάθεση που είχα τούτο το βράδυ ούτε από τη βροχή, ούτε από τα
αρθριτικά, ούτε από την αροκάρια, ακόμα κι αν δεν είχα καμία ορχήστρα
δωματίου, ακόμα κι αν δεν υπήρχε κανένας φίλος με βιολί, αφού μέσα μου
αντηχούσε εκείνη η ευγενική μελωδία και μπορούσα κατά προσέγγιση να
την παίξω στον ίδιο μου τον εαυτό σιγομουρμουρίζοντας και κρατώντας
ρυθμικά την ανάσα μου. Συνέχισα να περπατώ συλλογισμένος. Όχι, μπορώ
και χωρίς τη μουσική δωματίου και χωρίς τον φίλο, και είναι γελοίο να
αναλώνομαι σε ανίσχυρες απαιτήσεις για ζεστασιά. Η μοναξιά είναι
ανεξαρτησία, την είχα ευχηθεί για τον εαυτό μου, και χρειάστηκαν πολλά
χρόνια για να την αποκτήσω. Ήταν παγερή, ω ναι, αλλά και ήρεμη, εξαίσια
ήρεμη και απέραντη σαν το παγερό, ήρεμο διάστημα, μέσα στο οποίο
περιστρέφονται τα αστέρια.
Από ένα χορευτικό κέντρο που προσπέρασα έφτασε στα αυτιά μου καυτή
και άγρια, σαν τη μυρωδιά του ωμού κρέατος, μια δυνατή μουσική τζαζ.
Έμεινα μια στιγμή ακίνητος· πάντα αυτό το είδος της μουσικής, που τόσο
το απεχθανόμουν, ασκούσε πάνω μου μια μυστική γοητεία. Αντιπαθούσα
την τζαζ, αλλά την προτιμούσα δέκα φορές περισσότερο από τις
ακαδημαϊκές μουσικές του σήμερα, άγγιζε με τη χαρούμενη και ωμή
αγριότητά της κι εμένα ακόμα βαθιά, στον κόσμο των ενστίκτων, και
απέπνεε έναν πρωτόγονο και ειλικρινή αισθησιασμό.
Στάθηκα μια στιγμή ανασηκώνοντας τα ρουθούνια μου, μύρισα την
«αιματηρή» διαπεραστική μουσική, οσμίστηκα με κακία και απληστία την
ατμόσφαιρα αυτής της αίθουσας. Αυτή η μουσική ήταν κατά το ήμισυ
λυρική, λιγωτική, ζαχαρωμένη και έσταζε συναισθηματισμό, από την άλλη
ήταν άγρια, ιδιότροπη και δυναμική, και οι δύο πλευρές της όμως έδεναν
μεταξύ τους απλά και ειρηνικά προσφέροντας ένα ατόφιο σύνολο. Ήταν
μουσική της παρακμής, θα πρέπει να υπήρχε παρόμοια μουσική στη Ρώμη
των τελευταίων αυτοκρατόρων. Φυσικά, συγκρινόμενη με τον Μπαχ και
τον Μότσαρτ και με την αληθινή μουσική, ήταν για τα σκουπίδια – αλλά
έτσι είναι όλη η τέχνη μας, όλη μας η σκέψη, όλος ο ψευτοπολιτισμός μας
αν τον συγκρίνει κανείς με τον πραγματικό πολιτισμό. Και αυτή η μουσική
είχε το προσόν μιας μεγάλης ειλικρίνειας, έναν αξιαγάπητο, αδιάψευστο
νέγρικο χαρακτήρα και μια χαρούμενη παιδική διάθεση. Είχε κάτι από τους
νέγρους και κάτι από τους Αμερικάνους, που φαίνονται σ’ εμάς τους
Ευρωπαίους, παρά τον δυναμισμό τους, τόσο νεανικά φρέσκοι και
παιδιάστικοι. Έτσι θα γινόταν και η Ευρώπη; Ήταν σ’ αυτόν τον δρόμο;
Είμαστε εμείς, οι παλιοί γνώστες και θαυμαστές της αλλοτινής Ευρώπης,
της μοναδικής γνήσιας μουσικής, της γνήσιας αλλοτινής ποίησης, απλώς
μια ηλίθια μικρή μειονότητα κομπλεξικών νευρωτικών που αύριο πρόκειται
να ξεχαστούν και να γίνουν αντικείμενο κοροϊδίας; Ήταν αυτό που
ονομάζαμε πολιτισμό, πνεύμα, αυτό που θεωρούσαμε ωραίο, ιερό, απλώς
ένα φάντασμα νεκρό από καιρό και μόνο μερικοί τρελοί σαν εμάς το
πίστευαν ακόμη γνήσιο και ζωντανό; Μήπως ποτέ δεν υπήρξε γνήσιο και
ζωντανό; Μήπως αυτό για το οποίο εμείς οι τρελοί μοχθήσαμε δεν ήταν
πάντα μόνο ένα φάντασμα;
Με υποδέχτηκε η παλιά συνοικία της πόλης, η μικρή εκκλησία,
βυθισμένη μέσα στο γκρίζο, θαμπή και εξωπραγματική. Θυμήθηκα ξαφνικά
την εμπειρία της βραδιάς, την αινιγματική πόρτα με την τοξωτή αψίδα, τον
αινιγματικό πίνακα αποπάνω, τα φωτεινά γράμματα που χόρευαν
περιπαιχτικά. Τι έλεγε η επιγραφή; «Η είσοδος δεν είναι για τον καθένα».
Και: «Μόνο για τρελούς». Κοίταξα εξεταστικά τον παλιό τοίχο απέναντι,
με την κρυφή ευχή να ξαναρχίσει η μαγεία, να προσκαλέσει η επιγραφή
εμένα τον τρελό, να μου επιτρέψει η μικρή πόρτα την είσοδο. Ίσως εκεί
βρισκόταν αυτό που ποθούσα, ίσως να παιζόταν εκεί η μουσική μου!
Ατάραχος με κοίταζε ο σκούρος πέτρινος τοίχος, κλεισμένος μέσα σε
βαθύ σούρουπο, βυθισμένος βαθιά στο όνειρό του. Και πουθενά πύλη,
καμία τοξωτή αψίδα, μόνο ο σκοτεινός, ήσυχος τοίχος χωρίς άνοιγμα.
Χαμογελώντας, προχώρησα γνέφοντας φιλικά στον τοίχο: «Καλόν ύπνο,
τοίχε, δεν θα σε ξυπνήσω. Θα έρθει καιρός που θα σε γκρεμίσουν ή θα σε
γεμίσουν με τις άπληστες διαφημίσεις τους, αλλά τώρα είσαι ακόμη στη
θέση σου, είσαι ακόμη ωραίος και σιωπηλός, και σ’ αγαπώ».
Από το μαύρο φαράγγι ενός στενοσόκακου δίπλα μου ακριβώς
ξεπετάχτηκε και με τρόμαξε ένας άντρας, ένας μοναχικός καθυστερημένος
διαβάτης, που γύριζε στο σπίτι του με κουρασμένο βήμα, με έναν σκούφο
στο κεφάλι, φορώντας ένα μπλε πουκάμισο· στον ώμο του κουβαλούσε ένα
κοντάρι με μια ταμπέλα, μπροστά στην κοιλιά του είχε δεμένο μ’ ένα λουρί
ένα ανοιχτό κουτί, όπως οι πωλητές στα πανηγύρια. Πέρασε κουρασμένος
από μπροστά μου χωρίς να με προσέξει, διαφορετικά θα τον χαιρετούσα και
θα του πρόσφερα ένα πούρο. Στο φως του επόμενου φαναριού προσπάθησα
να διαβάσω το «λάβαρό» του, την κόκκινη ταμπέλα πάνω στο κοντάρι,
αλλά κουνιόταν πέρα δώθε και δεν μπορούσα να διακρίνω τίποτε. Τότε τον
φώναξα και τον παρακάλεσα να μου δείξει την ταμπέλα. Στάθηκε, κράτησε
το κοντάρι λίγο πιο ίσια, και έτσι μπόρεσα να διαβάσω τα γράμματα που
χόρευαν και τρέκλιζαν:
ΑΝΑΡΧΙΚΗ ΒΡΑΔΙΝΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ
ΜΑΓΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΘ…
Ήταν μια φορά κάποιος με το όνομα Χάρρυ, που τον ονόμαζαν Λύκο της
Στέπας. Περπατούσε στα δύο πόδια, φορούσε ρούχα και ήταν άνθρωπος,
αλλά παρ’ όλα αυτά τελικά ήταν ένας Λύκος της Στέπας. Είχε μάθει πολλά
απ’ αυτά που μπορούν να μάθουν οι άνθρωποι με δυνατό μυαλό και ήταν
ένας αρκετά έξυπνος άντρας. Εκείνο όμως που δεν έμαθε είναι το εξής: να
είναι ευχαριστημένος με τον εαυτό του και με τη ζωή του. Αυτό δεν το
κατάφερνε, ήταν ένας άνθρωπος ανικανοποίητος. Αυτό ίσως να προήλθε από
το ότι ήξερε στο βάθος της καρδιάς του (ή πίστευε πως ήξερε) ότι τελικά δεν
ήταν άνθρωπος, αλλά ένας λύκος από τη στέπα. Μπορεί οι έξυπνοι άνθρωποι
να διαφωνήσουν μεταξύ τους αν πραγματικά ήταν μόνο λύκος, αν κάποτε,
ίσως πριν από τη γέννησή του, είχε μεταμορφωθεί μαγικά από λύκο σε
άνθρωπο ή αν γεννήθηκε άνθρωπος, αλλά προικίστηκε με την ψυχή ενός
λύκου της στέπας, αν βρισκόταν κάτω από την επήρειά της ή αν αυτή η
πεποίθηση, πως τελικά ήταν ένας λύκος, ήταν απλώς μια δική του
φαντασίωση και αρρώστια. Θα ήταν βέβαια πιθανό, για παράδειγμα, αυτός ο
άνθρωπος κάποτε στα παιδικά του χρόνια να ήταν άγριος, ατίθασος και
άτακτος και οι άνθρωποι που τον ανάθρεψαν να προσπάθησαν να αφανίσουν
μέσα του το αγρίμι, καταφέρνοντας έτσι να του δημιουργήσουν την ιδέα και
την πεποίθηση πως πραγματικά ήταν ένα αγρίμι καλυμμένο από το λεπτό
περίβλημα της εκπαίδευσης και του ανθρωπισμού. Θα μπορούσε κανείς να
περάσει καιρό συζητώντας γι’ αυτό, ακόμα και να γράψει βιβλίο· αυτό όμως
δεν θα εξυπηρετούσε σε τίποτε τον Λύκο της Στέπας, γιατί του ήταν εντελώς
αδιάφορο αν ο λύκος είχε μπει μέσα του διά μαγείας ή με τη βία ή αν ήταν
μια φαντασίωση της ψυχής του. Αυτό που σκέφτονταν οι άλλοι σχετικά, αλλά
κι αυτό που σκεφτόταν ο ίδιος δεν είχε καμία αξία για κείνον, δεν μπορούσε
να βγάλει τον λύκο από μέσα του.
Ο Λύκος της Στέπας λοιπόν είχε δύο φύσεις, μία ανθρώπινη και μία
λυκίσια, αυτό ήταν το πεπρωμένο του, και δεν αποκλείεται βέβαια αυτό το
πεπρωμένο να μην είναι τόσο ιδιαίτερο και σπάνιο. Κατά τα λεγόμενα, έχουν
ήδη υπάρξει αρκετοί άνθρωποι που είχαν πολλά από τον σκύλο ή την αλεπού,
από το ψάρι ή το φίδι, χωρίς να έχουν γι’ αυτόν τον λόγο ιδιαίτερες
δυσκολίες. Σ’ εκείνους τους ανθρώπους συνυπήρχαν ο άνθρωπος και η
αλεπού, ο άνθρωπος και το ψάρι, δίπλα δίπλα, και κανένας δεν έβλαπτε τον
άλλον, βοηθούσε μάλιστα ο ένας τον άλλον, και ορισμένοι που προόδευαν
πολύ και ο κόσμος τούς ζήλευε χρωστούσαν την τύχη τους περισσότερο στην
αλεπού ή στον πίθηκο παρά στον άνθρωπο. Αυτό βέβαια είναι σε όλους
γνωστό. Με τον Χάρρυ αντίθετα όλα ήταν διαφορετικά, ο άνθρωπος και ο
λύκος μέσα του δεν συμπορεύονταν και επιπλέον δεν βοηθούσαν ο ένας τον
άλλον, παρά είχαν ανάμεσά τους μια αδιάκοπη θανάσιμη έχθρα, ο ένας ζούσε
μόνο και μόνο για να κάνει τον άλλον να υποφέρει, κι όταν Δύο με Ένα αίμα
και Μία ψυχή είναι θανάσιμοι εχθροί μεταξύ τους, αυτό σημαίνει μια κακή
ζωή. Ο καθένας λοιπόν έχει τον κλήρο του και κανενός η μοίρα δεν είναι
εύκολη.
Στον δικό μας Λύκο της Στέπας λοιπόν συνέβαινε το εξής: Ανάλογα με τα
συναισθήματά του, ζούσε πότε σαν λύκος και πότε σαν άνθρωπος, όπως
συμβαίνει με όλα τα διφυή πλάσματα, αλλά, όταν ήταν λύκος, ο άνθρωπος
μέσα του πάντα παραμόνευε παρατηρώντας, καταδικάζοντας και
επικρίνοντας – και το διάστημα που ήταν άνθρωπος ο λύκος έκανε ακριβώς
το ίδιο. Για παράδειγμα, όταν ο Χάρρυ ως άνθρωπος έκανε μια όμορφη
σκέψη, όταν ένιωθε ένα αίσθημα λεπτό, ευγενικό, ή όταν έκανε μια λεγόμενη
καλή πράξη, τότε ο λύκος μέσα του άφηνε να φανούν τα δόντια του και
γελούσε και του έδειχνε με αιματηρό σαρκασμό πόσο γελοίο φαινόταν όλο
αυτό το ευγενικό θέατρο σ’ ένα ζώο της στέπας, που ήξερε βέβαια πολύ καλά
στο βάθος της καρδιάς του τι του άρεσε, δηλαδή να διασχίζει μόνο του τις
στέπες, κάπου κάπου να ξεδιψά με αίμα ή να κυνηγάει μια λύκαινα – και,
ιδωμένη από τη σκοπιά του λύκου, γινόταν τότε η κάθε ανθρώπινη πράξη
φριχτά παράξενη και αμήχανη, ηλίθια και ματαιόδοξη. Αλλά το ίδιο ακριβώς
συνέβαινε όταν ο Χάρρυ αισθανόταν και συμπεριφερόταν σαν λύκος, όταν
έδειχνε τα δόντια του στους άλλους, όταν ένιωθε μίσος και θανάσιμη έχθρα
εναντίον όλων των ανθρώπων, εναντίον των ψεύτικων και εκφυλισμένων
τρόπων και ηθών. Τότε βέβαια παραμόνευε μέσα του η ανθρώπινη πλευρά,
παρακολουθούσε τον λύκο, τον αποκαλούσε ζώο και κτήνος, καταστρέφοντας
και μεταβάλλοντας σε χολή όλη τη χαρά μέσα στην απλή, υγιή και άγρια
λυκίσια φύση του.
Αυτή λοιπόν ήταν η κατάσταση με τον Λύκο της Στέπας, και μπορεί να
φανταστεί κανείς πως ο Χάρρυ δεν είχε ακριβώς μια ευχάριστη κι
ευτυχισμένη ζωή. Όμως θα ήταν λάθος να πούμε ότι ήταν εξαιρετικά
δυστυχισμένος (αν και ο ίδιος παρ’ όλα αυτά έτσι πίστευε, όπως κάθε
άνθρωπος, που θεωρεί μεγαλύτερα τα δικά του βάσανα). Αυτό για κανέναν
δεν πρέπει να το ισχυριζόμαστε. Ακόμα κι αυτοί που δεν κρύβουν μέσα τους
έναν λύκο δεν είναι απαραιτήτως ευτυχισμένοι γι’ αυτό. Άλλωστε και η πιο
δυστυχισμένη ζωή έχει τις δικές της ηλιόλουστες ώρες και τα δικά της μικρά
άνθη ευτυχίας ανάμεσα στην άμμο και στις πέτρες. Έτσι κι ο Λύκος της
Στέπας. Ήταν συνήθως πολύ δυστυχισμένος, αυτό κανείς δεν μπορεί να το
αμφισβητήσει, και μπορούσε επίσης να κάνει και άλλους δυστυχισμένους, για
την ακρίβεια, όταν τον αγαπούσαν και τους αγαπούσε. Γιατί όλοι όσοι τον
αγαπούσαν έβλεπαν σ’ αυτόν πάντα τη μια πλευρά. Μερικοί τον αγαπούσαν
σαν έναν λεπτό, έξυπνο και ιδιόρρυθμο άνθρωπο, και μετά τρόμαζαν και
απογοητεύονταν μόλις ανακάλυπταν μέσα του τον λύκο. Κι αυτό ήταν
αναπόφευκτο, γιατί ο Χάρρυ, όπως κάθε πλάσμα, ήθελε να αγαπηθεί στο
σύνολό του και δεν μπορούσε, ιδιαίτερα μπροστά σ’ εκείνους που η αγάπη
τους ήταν γι’ αυτόν σημαντική, να αποκρύψει και να διαψεύσει τον λύκο.
Υπήρχαν όμως ορισμένοι που αγαπούσαν ακριβώς τον λύκο σε αυτόν,
ακριβώς αυτή την ελευθερία, την αγριάδα, το αδάμαστο, το επικίνδυνο και το
δυναμικό· σ’ αυτούς πάλι φαινόταν υπερβολικά απογοητευτικό και
αξιοθρήνητο όταν ξαφνικά ο άγριος, κακός λύκος ήταν συνάμα και
άνθρωπος, που κατά βάθος λαχταρούσε καλοσύνη και τρυφερότητα, που
άκουγε Μότσαρτ, διάβαζε στίχους και ήθελε να έχει ανθρώπινα ιδανικά.
Αυτοί κυρίως ήταν τις περισσότερες φορές ιδιαίτερα απογοητευμένοι και
θυμωμένοι, κι έτσι ο Λύκος της Στέπας επηρέαζε με τη διπλή και διχασμένη
του φύση όλα τα ξένα πεπρωμένα με τα οποία ερχόταν σε επαφή.
Ωστόσο όποιος είναι της γνώμης ότι γνωρίζει τον Λύκο της Στέπας και ότι
θα μπορούσε να φανταστεί την άθλια, διχασμένη ζωή του πλανάται, γιατί
απέχει από το να γνωρίζει τα πάντα. Δεν ξέρει πως (όπως δεν υπάρχει
κανόνας χωρίς εξαίρεση και όπως ο Θεός, σε ορισμένες περιπτώσεις,
προτιμά έναν και μόνο αμαρτωλό από ενενήντα εννέα αναμάρτητους) – πως
οπωσδήποτε και για τον Χάρρυ υπήρξαν εξαιρέσεις και περιπτώσεις ευτυχίας,
ότι μπορούσε να νιώσει πότε τον λύκο και πότε τον άνθρωπο να αναπνέει
απλά και ανενόχλητα μέσα του, να σκέπτεται και να αισθάνεται, και ότι αυτοί
οι δυο μάλιστα, κάποιες πολύ σπάνιες ώρες, έκαναν ειρήνη και ζούσαν ο ένας
για χάρη του άλλου, έτσι ώστε να μην κοιμάται μόνο ο ένας όταν ο άλλος
αγρυπνούσε, αλλά να υποστηρίζονται μεταξύ τους και να ενώνουν τις
δυνάμεις τους. Είχε κανείς την εντύπωση πως και σ’ εκείνου του ανθρώπου
τη ζωή, όπως παντού στον κόσμο, όλα τα συνηθισμένα, τα καθημερινά, τα
γνωστά και τα τακτικά είχαν ως σκοπό να γνωρίζουν πότε πότε ένα διάλειμμα
δευτερολέπτου, να διακόπτονται, για να κάνουν τόπο στο Ιδιαίτερο, στο
Θαυμαστό και στη Χάρη. Αν τώρα αυτές οι σύντομες, σπάνιες ώρες ευτυχίας
συμβίβαζαν και μετρίαζαν την κακιά μοίρα του Λύκου της Στέπας, έτσι ώστε
η ευτυχία και ο πόνος να αντισταθμίζονται στη ζυγαριά, ή αν ίσως αυτή η
έντονη ευτυχία εκείνων των λίγων ωρών απορροφούσε όλο τον πόνο,
δίνοντας ένα θετικό αποτέλεσμα, αυτό είναι ένα ερώτημα για το οποίο
μπορούν οι αργόσχολοι να βασανίσουν το μυαλό τους κατά βούληση. Και τον
λύκο συχνά τον απασχολούσε αυτό, κι αυτές ήταν οι αργόσχολες και
άχρηστες μέρες του.
Πάνω σ’ αυτό πρέπει να ειπωθεί κάτι ακόμα. Υπάρχουν κάμποσοι
άνθρωποι όμοιοι στο είδος με τον Χάρρυ, πολλοί καλλιτέχνες ανήκουν στο
είδος αυτό. Όλοι οι άνθρωποι έχουν μέσα τους δύο ψυχές, δύο υπάρξεις,
κρύβουν στο σώμα τους το θεϊκό και το διαβολικό, το μητρικό και το πατρικό
αίμα, η ικανότητα για ευτυχία και η ικανότητα για δυστυχία συνυπάρχουν, το
ίδιο αντιφατικές και συνδεδεμένες όπως ο άνθρωπος και ο λύκος μέσα στον
Χάρρυ. Και οι άνθρωποι αυτοί, που έχουν πολύ ανήσυχη ζωή, καμιά φορά,
στις σπάνιες στιγμές ευτυχίας, δοκιμάζουν μια τόσο συγκλονιστική και
ανείπωτη ομορφιά, ο αφρός της στιγμιαίας ευτυχίας τινάζεται τόσο ψηλά και
εκθαμβωτικά πάνω από τη θάλασσα του πόνου, που αυτή η σύντομη
ευτυχισμένη αναλαμπή αγγίζει και τους άλλους με την ακτινοβολία της και
τους μαγεύει. Έτσι, σαν πολύτιμος, φευγαλέος αφρός της ευτυχίας,
γεννιούνται όλα εκείνα τα έργα τέχνης μέσα από τα οποία ανυψώνεται για
μία ώρα ένας μοναχικός πονεμένος άνθρωπος πάνω από το ίδιο το
πεπρωμένο του, η ευτυχία του τότε ακτινοβολεί σαν αστέρι και φαίνεται σ’
εκείνους που τη βλέπουν σαν κάτι το αιώνιο, σαν την ευτυχία που
ονειρεύτηκαν. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, όποιο όνομα κι αν δίνουμε στις
πράξεις και στα έργα τους, δεν έχουν στην πραγματικότητα καμία απολύτως
ζωή, η ζωή τους δηλαδή δεν έχει καμία ύπαρξη, δεν έχει κανένα σχήμα, δεν
είναι ήρωες, ή καλλιτέχνες, ή στοχαστές, με τον τρόπο που άλλοι είναι
δικαστές, γιατροί, υποδηματοποιοί ή δάσκαλοι, αντίθετα η ζωή τους είναι μια
αδιάκοπη οδυνηρή κίνηση και παφλασμός κυμάτων, είναι δυστυχισμένη και
επώδυνα διχασμένη, και είναι φριχτή και άσκοπη, αφού κανένας δεν είναι
πρόθυμος να ανακαλύψει το νόημα μέσα σ’ αυτά ακριβώς τα σπάνια
βιώματα, πράξεις, στοχασμούς και έργα που ακτινοβολούν πάνω από το χάος
μιας τέτοιας ζωής. Μεταξύ των ανθρώπων αυτού του είδους έχει
δημιουργηθεί η επικίνδυνη και απαίσια σκέψη πως πιθανώς όλη η
ανθρώπινη ζωή είναι μόνο μια άσχημη πλάνη, ένα βίαιο και ατυχές
εξάμβλωμα της αρχέγονης Μεγάλης Μητέρας, ένα παράτολμο και φριχτά
αποτυχημένο πείραμα της φύσης. Μεταξύ τους όμως έχει δημιουργηθεί και η
άλλη σκέψη, πως ο άνθρωπος δεν είναι απλώς ένα εν μέρει λογικό ζώο, αλλά
ένα παιδί των θεών, προορισμένο για την αθανασία.
Κάθε ανθρώπινο είδος έχει τα δικά του χαρακτηριστικά γνωρίσματα, τα
δικά του σημάδια, δικές του αρετές και ελαττώματα, το δικό του θανάσιμο
αμάρτημα. Στα χαρακτηριστικά του Λύκου της Στέπας ανήκε το ότι ήταν ένας
άνθρωπος της νύχτας. Το πρωί ήταν για κείνον ένα άσχημο διάστημα της
μέρας, που το φοβόταν και που ποτέ δεν του είχε φέρει κάτι καλό. Ποτέ σε
οποιοδήποτε πρωινό της ζωής του δεν υπήρξε αληθινά χαρούμενος, ποτέ δεν
είχε κάνει κάτι καλό τις ώρες πριν από το μεσημέρι, δεν είχε καλές ιδέες, δεν
μπορούσε να προσφέρει χαρά στον εαυτό του ή στους άλλους. Μόνο στη
διάρκεια του απογεύματος γινόταν σιγά σιγά θερμός και ζωντάνευε, και μόνο
κατά το βράδυ, στις καλές του μέρες, γινόταν παραγωγικός και δραστήριος,
και καμιά φορά φλογερός και χαρούμενος. Αυτό είχε σχέση και με την
ανάγκη του για μοναξιά και ανεξαρτησία. Κανένας άνθρωπος δεν είχε ποτέ
πιο βαθιά, πιο παθιασμένη ανάγκη για ανεξαρτησία απ’ όσο αυτός. Στα
νεανικά του χρόνια, όταν ήταν ακόμη φτωχός και πάσχιζε να κερδίσει το
ψωμί του, προτιμούσε να πεινάει παρά να κυκλοφορεί με κουρελιασμένα
ρούχα, μόνο και μόνο για να διασώσει ένα μικρό κομμάτι ανεξαρτησίας.
Ποτέ δεν πουλήθηκε για το χρήμα και την καλοπέραση, ούτε στις γυναίκες
ούτε στους ισχυρούς, και είχε απορρίψει και αποκρούσει εκατό φορές αυτό
που στα μάτια τον κόσμου θα ήταν γι’ αυτόν προνόμιο και τύχη, μόνο και
μόνο για να διατηρήσει την ελευθερία του. Καμία ιδέα δεν του ήταν πιο
μισητή και πιο αποκρουστική από το να αναγκαστεί να εξασκήσει τα
καθήκοντα του δημοσίου υπαλλήλου, να τηρήσει τον καταμερισμό της ημέρας
και του χρόνου και να υπακούσει σε άλλους. Ένα γραφείο, μια γραμματεία,
μια δημόσια υπηρεσία τού ήταν τόσο μισητά όσο ο θάνατος, και το
φρικτότερο που θα μπορούσε να ονειρευτεί ήταν η φυλακή κάποιου
στρατώνα. Όλες αυτές τις καταστάσεις ήξερε να τις αποφεύγει, συχνά όμως
με μεγάλες θυσίες. Εδώ βρισκόταν η δύναμη και η αρετή του, εδώ ήταν
άκαμπτος και αδιάφθορος, ο χαρακτήρας του ήταν σταθερός κι ευθύς. Μ’
αυτήν την αρετή όμως είχαν στενή σχέση ο πόνος και η μοίρα του. Συνέβαινε
και σ’ εκείνον ό,τι συμβαίνει σε όλους: Ό,τι αναζητούσε κι επιδίωκε επίμονα
από τη βαθύτερη παρόρμηση της ύπαρξής του το αποκτούσε, αλλά σε
μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι είναι ωφέλιμο για τον άνθρωπο. Αυτό που αρχικά
ήταν το όνειρο και η ευτυχία του γινόταν ύστερα το πικρό πεπρωμένο του.
Τον άνθρωπο της εξουσίας τον καταστρέφει η εξουσία, τον άνθρωπο του
χρήματος το χρήμα, τον δουλοπρεπή η δουλοπρέπεια, τον φιλήδονο η ηδονή.
Κι έτσι ο Λύκος της Στέπας καταστράφηκε από την ανεξαρτησία του. Πέτυχε
τον σκοπό του, γινόταν όλο και πιο ανεξάρτητος, κανένας δεν τον διέταζε,
δεν χρειαζόταν να συμμορφωθεί με κανέναν, καθόριζε τη συμπεριφορά του
ελεύθερος και μόνος. Γιατί κάθε δυνατός άνθρωπος πετυχαίνει αλάθητα αυτό
που μια αληθινή ορμή τον αναγκάζει να επιδιώξει. Ο Χάρρυ ωστόσο, μέσα
στην ελευθερία που απέκτησε, αντιλήφθηκε πως η ελευθερία του ήταν ένας
θάνατος, ότι στεκόταν μόνος, ότι ο κόσμος τον είχε αφήσει στην ησυχία του
με έναν φρικτό τρόπο, ότι οι άνθρωποι δεν τον ενδιέφεραν πια, και ασφαλώς
ούτε ο ίδιος ο εαυτός του, ότι ασφυκτιούσε μέσα σε μια ατμόσφαιρα που
ολοένα αραίωνε, μια ατμόσφαιρα μοναξιάς, που ήταν στερημένη από
σχέσεις. Γιατί τώρα είχαν αλλάξει τα πράγματα, τώρα η μοναξιά και η
ανεξαρτησία δεν ήταν πλέον η επιθυμία και ο σκοπός του, αλλά η μοίρα του,
η καταδίκη του, τώρα είχε εκπληρωθεί η μαγική ευχή του και δεν
ακυρωνόταν, τώρα ήταν μάταιο πλέον να απλώσει τα χέρια γεμάτος λαχτάρα
και καλή θέληση, έτοιμος για δεσμούς και συντροφικότητα· τώρα οι άλλοι τον
άφηναν μόνο. Αυτό δεν σήμαινε πως οι άνθρωποι τον μισούσαν και τον
αποστρέφονταν. Αντίθετα είχε πολλούς φίλους. Πολλοί τον συμπαθούσαν.
Αλλά αυτό που έβρισκε ήταν πάντα μόνο συμπάθεια και φιλικότητα, τον
προσκαλούσαν, του έκαναν δώρα, του έγραφαν συμπαθητικά γράμματα, αλλά
κανένας δεν τον πλησίαζε περισσότερο, κανένας δεσμός δεν γεννιόταν,
κανένας δεν ήταν πρόθυμος και ικανός να μοιραστεί τη ζωή του. Τώρα τον
περιέβαλλε ο αέρας της μοναξιάς, μια σιωπηλή ατμόσφαιρα, μια
απομάκρυνση του περιβάλλοντος, μια ανικανότητα για σχέσεις, μπροστά στην
οποία καμία θέληση και καμία επιθυμία δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα.
Αυτό ήταν ένα από τα σημαντικά χαρακτηριστικά της ζωής του.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του ήταν ότι ανήκε στους αυτόχειρες. Εδώ πρέπει
να λεχθεί πως είναι λάθος να ονομάζονται αυτόχειρες μόνο εκείνοι οι
άνθρωποι που πραγματικά αυτοκτονούν. Ανάμεσα σ’ αυτούς υπάρχουν
ασφαλώς πολλοί που έγιναν κατά κάποιον τρόπο αυτόχειρες μόνο
συμπτωματικά, ενώ η αυτοκτονία δεν ανήκε απαραίτητα στη φύση τους.
Μεταξύ των ανθρώπων χωρίς προσωπικότητα, χωρίς δυνατή φυσιογνωμία,
χωρίς ισχυρή μοίρα, μεταξύ των δεκάδων και αγελαίων υπάρχουν μερικοί
που χάνονται αυτοκτονώντας χωρίς να ανήκουν ως προς τη φυσιογνωμία και
τον χαρακτήρα τους στον τύπο των αυτοχείρων, ενώ αντίθετα πάρα πολλοί
από κείνους που θεωρούνται από τη φύση τους αυτόχειρες, ίσως οι
περισσότεροι, ποτέ δεν στρέφουν πραγματικά το χέρι ενάντια στον εαυτό
τους. Ο «αυτόχειρας» –και ο Χάρρυ ήταν τέτοιος– δεν χρειάζεται να ζει σε
μια έντονη σχέση με τον θάνατο, αυτό μπορεί να συμβαίνει και χωρίς να
είσαι αυτόχειρας. Όμως είναι χαρακτηριστικό για τον αυτόχειρα ότι
αισθάνεται τον εαυτό του, αδιάφορο αν έχει δίκιο ή άδικο, σαν έναν
ιδιαίτερα επικίνδυνο, αμφίβολο και απειλημένο καρπό της φύσης· νιώθει
πάντα εξαιρετικά εκτεθειμένος σε κίνδυνο, σαν να στέκεται πάνω στην πιο
στενή άκρη ενός βράχου, απ’ όπου μια ανεπαίσθητη εξωτερική ώθηση ή μια
ελάχιστη εσωτερική αδυναμία θα αρκούσε για να τον γκρεμίσει στο κενό. Το
χαρακτηριστικό στην πορεία της μοίρας αυτών των ανθρώπων είναι πως η
αυτοκτονία είναι γι’ αυτούς ο πιθανότερος τρόπος θανάτου, έτσι φαντάζονται
τουλάχιστον. Προϋπόθεση αυτής της διάθεσης, που σχεδόν πάντα γίνεται
εμφανής από τα πρώτα χρόνια της νιότης και ακολουθεί αυτούς τους
ανθρώπους μια ολόκληρη ζωή, δεν είναι κάποια ιδιαίτερη αδυναμία της
ζωτικής ενέργειας, αντίθετα βρίσκει κανείς ανάμεσα στους «αυτόχειρες»
ασυνήθιστα σκληρές, διψασμένες, ακόμα και τολμηρές φύσεις. Αλλά, όπως
υπάρχουν φύσεις που με την παραμικρή αρρώστια ρέπουν στον πυρετό, έτσι
ρέπουν κι εκείνες οι φύσεις τις οποίες εμείς αποκαλούμε «αυτόχειρες», και
που πάντα είναι πλάσματα ευσυγκίνητα και ευαίσθητα, με τον παραμικρό
κλονισμό, να αφοσιώνονται με ένταση στην ιδέα της αυτοκτονίας. Αν υπήρχε
μια επιστήμη που να είχε το απαιτούμενο θάρρος και την ευσυνειδησία να
ασχοληθεί με τους ανθρώπους, όχι απλώς με τους μηχανισμούς των
φαινομένων της ζωής, αν είχαμε κάτι σαν μια ανθρωπολογία, σαν μια
ψυχολογία, τότε θα ήταν αυτά τα δεδομένα γνωστά στον καθένα.
Ό,τι είπαμε εδώ για τους αυτόχειρες αναφέρεται εντελώς αυτονόητα μόνο
στην επιφάνεια, είναι ψυχολογία, δηλαδή ένα κομμάτι φυσικής. Αν
αντιμετωπισθεί το ζήτημα μεταφυσικά, τότε φαίνεται διαφορετικό και
ξεκάθαρο, γιατί κάτω από τέτοιες παρατηρήσεις οι «αυτόχειρες»
παρουσιάζονται σαν βεβαρυμένοι από το αίσθημα ενοχής του ατομικισμού,
σαν τις ψυχές εκείνες που σκοπό της ζωής δεν θεωρούν την ολοκλήρωση και
τη διαμόρφωση του εαυτού τους, αλλά την εκμηδένισή τους, την επιστροφή
στη Μητέρα, την επιστροφή στον Θεό, την επιστροφή στο σύμπαν. Πολλές
από αυτές τις φύσεις είναι εντελώς ανίκανες να αυτοκτονήσουν κάποτε
πραγματικά, γιατί έχουν βαθιά επίγνωση αυτού του αμαρτήματος. Για μας
πάντως είναι αυτόχειρες, επειδή βλέπουν τη λύτρωση στον θάνατο, και όχι
στη ζωή, και είναι έτοιμοι να αχρηστευθούν και να παραδοθούν, να
εκμηδενιστούν και να επιστρέψουν πάλι στην αρχή.
Όπως κάθε δύναμη μπορεί να μεταβληθεί σε αδυναμία (και είναι αναγκαίο
σε ορισμένες περιπτώσεις), έτσι μπορεί ένας τυπικός αυτόχειρας, αντίστροφα,
να δημιουργήσει από τη φαινομενική του αδυναμία μια δύναμη και ένα
στήριγμα, πράγμα που συμβαίνει μάλιστα εξαιρετικά συχνά. Στην κατηγορία
αυτή ανήκει και ο Χάρρυ, ο Λύκος της Στέπας. Όπως χιλιάδες όμοιοί του,
δημιούργησε από την ιδέα πως ο δρόμος για τον θάνατο είναι γι’ αυτόν κάθε
στιγμή ανοιχτός όχι απλώς ένα νεανικό μελαγχολικό παιχνίδι της φαντασίας,
αλλά κατασκεύασε μέσα από αυτές ακριβώς τις σκέψεις μια παρηγοριά κι ένα
στήριγμα. Βέβαια, όπως και σε όλους τους ανθρώπους του είδους του, με
κάθε κλονισμό, με κάθε πόνο, σε κάθε δυσκολία της ζωής του, ξυπνούσε μέσα
του αμέσως η επιθυμία να διαφύγει πεθαίνοντας. Σιγά σιγά όμως
κατασκεύασε απ’ αυτήν ακριβώς την τάση μια φιλοσοφία χρήσιμη για τη ζωή.
Η εμπιστοσύνη στη σκέψη πως αυτή η έξοδος κινδύνου είναι πάντα ανοιχτή
του έδωσε δύναμη, του ξύπνησε την περιέργεια να δοκιμάσει μέχρι τέλους τον
πόνο και τις δυσκολίες, κι όταν όλα πήγαιναν πραγματικά άθλια, μπορούσε
να νιώσει με άγρια χαρά ένα είδος χαιρεκακίας: «Είμαι περίεργος να δω
πόσα μπορεί τελικά να υποφέρει ο άνθρωπος! Μόλις φτάσω τα όρια του
ακόμη υποφερτού, τότε αρκεί μόνο να ανοίξω την πόρτα, και γλίτωσα».
Υπάρχουν πάρα πολλοί αυτόχειρες που παίρνουν ασυνήθιστη δύναμη από
τέτοιες σκέψεις.
Από την άλλη πλευρά σε όλους τους αυτόχειρες είναι οικείος ο αγώνας
ενάντια στον πειρασμό της αυτοκτονίας. Ο καθένας ξέρει πολύ καλά σε
κάποια γωνιά της ψυχής του ότι βέβαια η αυτοκτονία είναι μια διέξοδος,
αλλά μόνο μια ελαφρώς άθλια και αθέμιτη έξοδος κινδύνου, ότι στην ουσία
είναι προτιμότερο να νικηθεί και να συντριβεί κανείς από την ίδια τη ζωή
παρά από το ίδιο του το χέρι. Αυτή η επίγνωση, αυτή η κακή συνείδηση, που
έχει την ίδια πηγή όπως, για παράδειγμα, η ένοχη συνείδηση των
αυτοϊκανοποιούμενων, παρακινεί τους περισσότερους «αυτόχειρες» σε έναν
διαρκή πόλεμο ενάντια στον πειρασμό. Πολεμούν όπως πολεμά το πάθος του
ο κλεπτομανής. Ακόμα και ο Λύκος της Στέπας γνώριζε πολύ καλά αυτή τη
μάχη, την πολέμησε με πολλά και διάφορα όπλα. Στο τέλος, στην ηλικία
περίπου των σαράντα επτά ετών, είχε μια ευτυχή και όχι δίχως χιούμορ
έμπνευση, που συχνά του προκαλούσε χαρά. Καθόρισε την πεντηκοστή
επέτειο των γενεθλίων του ως την ημέρα που θα επέτρεπε στον εαυτό του να
αυτοκτονήσει. Εκείνη την ημέρα, έτσι είχε συμφωνήσει με τον εαυτό του, θα
είχε την ελεύθερη επιλογή αν θα χρησιμοποιούσε ή όχι την έξοδο κινδύνου,
ανάλογα με τη διάθεση της ημέρας. Ας του συνέβαινε λοιπόν ό,τι ήθελε, ας
αρρώσταινε, ας φτώχαινε, ας δοκίμαζε πόνους και πίκρες – όλα είχαν μια
προθεσμία, όλα μπορούσαν να διαρκέσουν το πολύ πολύ αυτά τα λίγα χρόνια,
τους μήνες, τις μέρες, που ο αριθμός τους καθημερινά μίκραινε! Και
πραγματικά τώρα άντεχε πιο εύκολα ορισμένα κακά που άλλοτε τον
βασάνιζαν πιο βαθιά και για μεγαλύτερο διάστημα, που τον συγκλόνιζαν
μάλιστα ως τις ρίζες του. Αν για κάποιους ιδιαίτερους λόγους πήγαινε
άσχημα, αν έρχονταν να προστεθούν στην ερημιά, στην απομόνωση και στην
εξαγρίωση της ζωής του ακόμα περισσότεροι πόνοι ή απώλειες, τότε
μπορούσε να πει στους πόνους: «Έννοια σας, δύο χρόνια ακόμα και μετά θα
είμαι ο κύριός σας!». Ύστερα βυθιζόταν με αγάπη στη φαντασίωση ότι το
πρωί των πεντηκοστών του γενεθλίων θα έφταναν τα γράμματα και τα
ευχετήρια την ώρα που εκείνος, έχοντας το ξυράφι του σίγουρο μέσο
θανάτου, θα αποχαιρετούσε όλους τους πόνους και θα έκλεινε πίσω του την
πόρτα. Τότε να δούμε τι θα έκαναν η αρθρίτιδα, η μελαγχολία, ο
πονοκέφαλος και ο στομαχόπονος.
Στο τέλος της μελέτης μας μένει ακόμη να αναιρέσουμε μια τελευταία
επινόηση, να εξαλείψουμε μια πρωταρχική πλάνη. Όλες οι «ερμηνείες», όλες
οι ψυχολογίες, όλες οι προσπάθειες κατανόησης χρειάζονται βέβαια
βοηθητικά μέσα, θεωρίες, μυθολογίες, ψεύδη· και ένας αξιοπρεπής
συγγραφέας δεν πρέπει να παραλείψει στο τέλος μιας αναφοράς να
αποδυναμώσει, όσο είναι δυνατόν, αυτό τo ψεύδος. Όταν λέω «επάνω» ή
«κάτω», πρόκειται ήδη για έναν ισχυρισμό που απαιτεί ερμηνεία, γιατί το
επάνω και το κάτω υπάρχουν μόνο μέσα στη σκέψη, μόνο στην αφαίρεση. Ο
ίδιος ο κόσμος δεν γνωρίζει ούτε επάνω ούτε κάτω.
Έτσι λοιπόν, για να μην πολυλογούμε, ο Λύκος της Στέπας είναι μια
επινόηση. Αν ο Χάρρυ αισθάνεται σαν λυκάνθρωπος και πιστεύει ότι
αποτελείται από δύο εχθρικές και αντίθετες υπάρξεις, αυτό δεν είναι παρά
απλοποιημένη μυθολογία. Ο Χάρρυ δεν είναι καθόλου λυκάνθρωπος, κι αν
παραλάβαμε απ’ αυτόν το ψεύδος που ο ίδιος επινόησε και πιστεύει χωρίς,
φαινομενικά, να το εξετάσουμε, κι αν πραγματικά τον αντιμετωπίσαμε και
προσπαθήσαμε να τον αναλύσουμε σαν μια διπλή ύπαρξη, σαν Λύκο της
Στέπας, χρησιμοποιήσαμε μια απάτη με την ελπίδα να γίνουμε ευκολότερα
αντιληπτοί, μα τώρα πρέπει να προσπαθήσουμε να επανορθώσουμε.
Ο διχασμός σε λύκο και άνθρωπο, σε ένστικτο και πνεύμα, με τον οποίο ο
Χάρρυ προσπαθεί να κάνει τη μοίρα του κατανοητή είναι μια πολύ
χονδροειδής απλούστευση, ένας βιασμός του αληθινού για χάρη μιας
ευνόητης, αλλά λαθεμένης ερμηνείας της αντίφασης που ανακαλύπτει μέσα
του αυτός ο άνθρωπος και που φαίνεται να είναι η πηγή των όχι λιγοστών
βασάνων του. Ο Χάρρυ βρήκε μέσα του έναν «άνθρωπο», δηλαδή έναν
κόσμο από σκέψεις και αισθήματα, από πολιτισμό, από εξημερωμένη και
εξαγνισμένη φύση, αλλά βρήκε επίσης μέσα του έναν «λύκο», δηλαδή έναν
σκοτεινό κόσμο ενστίκτων, αγριότητας, σκληρότητας, μιας όχι εξαγνισμένης,
αλλά ακατέργαστης φύσης. Παρά τον φαινομενικά τόσο σαφή διαχωρισμό
της ύπαρξής του σε δύο σφαίρες εχθρικές μεταξύ τους, έχει γνωρίσει κατά
καιρούς ευτυχισμένες στιγμές, όταν ο λύκος και ο άνθρωπος είχαν καλές
σχέσεις. Αν ήθελε ο Χάρρυ σε κάθε στιγμή της ζωής του, σε κάθε πράξη του,
σε κάθε του αίσθημα να κάνει την προσπάθεια να εξακριβώσει ποια είναι η
συμμετοχή του ανθρώπου και ποια του λύκου, θα τον έπιανε αμέσως
αμηχανία και ολόκληρη η ωραία λυκοθεωρία του θα συντριβόταν. Γιατί
κανένας άνθρωπος, ούτε καν ο πρωτόγονος μαύρος, ούτε ο ηλίθιος, δεν είναι
τόσο βολικά απλός, ώστε να μπορεί να εξηγηθεί η ύπαρξή του σαν ένα
άθροισμα από δύο ή τρία κύρια στοιχεία· το να αναλύσουμε ειδικά έναν τόσο
διαφοροποιημένο άνθρωπο σαν τον Χάρρυ με τον αφελή διαχωρισμό σε λύκο
και άνθρωπο είναι μια ανέλπιδη παιδαριώδης προσπάθεια. Ο Χάρρυ δεν
αποτελείται από δύο υπάρξεις, αλλά από εκατό, από χίλιες. Η ζωή του
ταλαντεύεται (όπως όλες οι ανθρώπινες ζωές) όχι απλώς ανάμεσα σε δύο
πόλους, όπως το ένστικτο και το πνεύμα ή η αγιότητα και η ακολασία, αλλά
ανάμεσα σε χιλιάδες, ανάμεσα σε απειράριθμα ζεύγη πόλων.
Δεν πρέπει να μας προξενεί κατάπληξη που ένας τόσο καλλιεργημένος και
έξυπνος άνθρωπος σαν τον Χάρρυ μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του έναν
Λύκο της Στέπας, που πιστεύει πως μπορεί να τακτοποιήσει την πλούσια και
πολύπλοκη εικόνα της ζωής του σε έναν τόσο απλό, τόσο χοντροκομμένο και
πρωτόγονο τύπο. Ο άνθρωπος δεν έχει πολύ μεγάλη ικανότητα να σκέφτεται,
ακόμα και ο πιο πνευματικός, ο πιο καλλιεργημένος άνθρωπος αντικρίζει
σταθερά τον κόσμο και τον εαυτό του μέσα από τα γυαλιά πολύ αφελών
απλουστεύσεων και τύπων που παραποιούν την αλήθεια – κυρίως όμως τον
ίδιο τον εαυτό του! Γιατί, όπως φαίνεται, υπάρχει στους ανθρώπους μια
έμφυτη ανάγκη, με εντελώς εξαναγκαστική επίδραση, να φαντάζονται το Εγώ
τους σαν μία ενότητα. Όσο κι αν κλονίζεται αυτή η παραφροσύνη συχνά και
έντονα, πάντα ανασυγκροτείται. Ο δικαστής που κάθεται απέναντι στον
δολοφόνο και τον κοιτάζει στα μάτια και για τη διάρκεια ενός δευτερολέπτου
ακούει τον φονιά να μιλά με τη δική του φωνή (του δικαστή) και ανακαλύπτει
και στον δικό του εσωτερικό κόσμο όλες τις συγκινήσεις, τις ικανότητες και
τις δυνατότητες του άλλου γίνεται την επόμενη κιόλας στιγμή μία ενότητα,
γίνεται δικαστής, βιάζεται να χωθεί μέσα στο κέλυφος του κατασκευασμένου
Εγώ του, κάνει το καθήκον του και καταδικάζει τον δολοφόνο σε θάνατο.
Όταν στις ιδιοφυείς και ευαίσθητα οργανωμένες ανθρώπινες ψυχές
εκφραστεί η υποψία της πολλαπλότητάς τους, όταν, όπως όλοι οι
μεγαλοφυείς, ξεφύγουν από τη φαντασίωση της ενιαίας προσωπικότητας και
αισθανθούν πολυμερείς, σαν δέσμη από πολλά Εγώ, τότε αρκεί μόνο να το
εκφράσουν, κι όταν η πλειοψηφία τούς φυλακίζει, καλεί σε βοήθεια την
επιστήμη, διαπιστώνει σχιζοφρένεια και προφυλάσσει την ανθρωπότητα,
ώστε να μη χρειαστεί να ακούσει την αλήθεια από το στόμα αυτών των
δυστυχισμένων. Γιατί λοιπόν να χάνουμε τα λόγια μας, γιατί να ξεστομίζουμε
πράγματα που είναι αυτονόητο να τα γνωρίζει κάθε λογικός και που
εντούτοις δεν συνηθίζεται να λέγονται; Όταν λοιπόν κάνει ένας άνθρωπος
κιόλας το βήμα να διευρύνει τη φανταστική μονάδα του Εγώ σε δύο τμήματα,
τότε είναι σχεδόν μεγαλοφυής και οπωσδήποτε μια σπάνια και ενδιαφέρουσα
εξαίρεση. Στην πραγματικότητα όμως κανένα Εγώ, ούτε και το πιο
πρωτόγονο, δεν είναι κάτι το ενιαίο, αλλά ένας άκρως πολύπλευρος κόσμος,
ένας μικρός έναστρος ουρανός, ένα χάος από σχήματα, από υποδιαιρέσεις
και καταστάσεις, από κληρονομικότητα και δυνατότητες. Το ότι ο καθένας
πασχίζει να δει αυτό το χάος ως μια ενότητα και αναφέρεται στο Εγώ του
σαν να επρόκειτο για ένα απλό, σταθερά διαμορφωμένο φαινόμενο, με σαφές
περίγραμμα, είναι για κάθε άνθρωπο (ακόμα και για τον ανώτερο) μια
συνηθισμένη, προφανώς αναγκαία πλάνη, μια ζωτική απαίτηση, όπως η
αναπνοή και η τροφή.
Αυτή η πλάνη στηρίζεται σε μια απλή μεταφορά. Ως σώμα κάθε άνθρωπος
είναι μια μονάδα, ως ψυχή ποτέ. Ακόμα και στη λογοτεχνία, και σ’ αυτή την
πιο εκλεπτυσμένη, χρησιμοποιούνται συνήθως φαινομενικά ατόφια και
ενιαία πρόσωπα. Στη μέχρι σήμερα λογοτεχνία οι ειδικοί, οι γνώστες
εκτιμούν ιδιαίτερα και δικαίως το δράμα, γιατί προσφέρει (ή θα μπορούσε να
προσφέρει) τη μεγαλύτερη δυνατότητα παρουσίασης του Εγώ ως κάτι
πολλαπλού – αν δεν υπήρχε η αντίφαση της πρόχειρης εξωτερικότητας, που
περιβάλλει το κάθε πρόσωπο του δράματος με ένα αναντίρρητα μοναδικό,
ενιαίο και ολοκληρωμένο σώμα και μας το παρουσιάζει απατηλά ως μία
ενότητα. Πάνω απ’ όλα εκτιμά η αφελής αισθητική επίσης το λεγόμενο δράμα
χαρακτήρων, όπου η κάθε φιγούρα εμφανίζεται ευδιάκριτα και ξεχωριστά ως
μία ενότητα. Αμυδρά μόνο και σταδιακά ξυπνάει σε μερικούς η υποψία πως
όλα αυτά πιθανόν να είναι μια φτηνή επιφανειακή αισθητική, πως ίσως
κάνουμε λάθος όταν εφαρμόζουμε στους μεγάλους δραματικούς συγγραφείς
μας τα υπέροχα, όχι αυτόχθονα, αλλά απλώς επιβεβλημένα καλαισθητικά
κριτήρια της αρχαιότητας, η οποία, ορμώμενη πάντοτε από το ορατό σώμα,
κατασκεύασε τελικά τον μύθο του Εγώ, του ενιαίου προσώπου. Στη
λογοτεχνία της αρχαίας Ινδίας η έννοια αυτή είναι εντελώς άγνωστη, οι
ήρωες στα ινδικά έπη δεν είναι πρόσωπα, αλλά ένα κουβάρι προσώπων,
σειρές ενσαρκώσεων. Και στον δικό μας, σύγχρονο κόσμο υπάρχει
λογοτεχνία στην οποία γίνεται προσπάθεια πίσω από τον πέπλο τον
παιχνιδιού των προσώπων και των χαρακτήρων να παρουσιαστεί μια ψυχική
πολλαπλότητα, πράγμα που δεν το συνειδητοποιεί καν ο συγγραφέας. Όποιος
θέλει να το δει αυτό καθαρά πρέπει να αποφασίσει να αντικρίσει κάποτε τις
φιγούρες μιας τέτοιας λογοτεχνίας όχι ως μεμονωμένες υπάρξεις, αλλά ως
μέρη, ως πλευρές, ως διαφορετικές όψεις μιας μεγάλης ενότητας (ας πούμε
της ψυχής του ποιητή). Όποιος, για παράδειγμα, παρατηρήσει με αυτόν τον
τρόπο τον Φάουστ, γι’ αυτόν θα γίνουν ο Φάουστ, ο Μεφίστο, ο Βάγκνερ και
όλοι οι άλλοι μία ενότητα, ένα υπερπρόσωπο, και μόνο μέσα σε τούτη την
ανώτερη ενότητα, κι όχι στις μεμονωμένες φιγούρες, διακρίνεται αμυδρά κάτι
από την πραγματική ύπαρξη της ψυχής. Όταν ο Φάουστ λέει τη φημισμένη
μεταξύ των σχολικών δασκάλων φράση, που με δέος τη θαυμάζουν οι
φιλισταίοι: «Στο στήθος μου, αλίμονο, κατοικούν δύο ψυχές!», τότε ξεχνάει
τον Μεφίστο και ένα ολόκληρο πλήθος άλλων ψυχών που επίσης είναι
κλεισμένες στο στήθος του. Και ο δικός μας ο Λύκος της Στέπας πιστεύει
βέβαια πως φέρει στο στήθος του δύο ψυχές (του ανθρώπου και του λύκου)
και βρίσκει πως το στήθος του είναι δυσάρεστα στενόχωρο εξαιτίας τους. Το
στήθος, το σώμα είναι πραγματικά πάντα μία μονάδα, οι ψυχές όμως που το
κατοικούν δεν είναι δύο ή πέντε, αλλά αμέτρητες: Ο άνθρωπος είναι ένα
κρεμμύδι που αποτελείται από εκατοντάδες φλοιούς, ένα ύφασμα καμωμένο
από πολλά νήματα. Αυτό το αποδέχονταν και το ήξεραν πολύ καλά οι αρχαίοι
Ασιάτες, και γι’ αυτόν τον λόγο έχει επινοηθεί στη βουδιστική γιόγκα μια
ακριβής τεχνική για να πέφτει η μάσκα από την τρέλα της προσωπικότητας.
Το παιχνίδι της ανθρωπότητας είναι διασκεδαστικό και πολύπλευρο, η τρέλα
την οποία τόσο προσπαθεί η Ινδία εδώ και χίλια χρόνια να ξεσκεπάσει είναι
η ίδια εκείνη την οποία η Δύση τόσο μόχθησε να στηρίξει και να ενισχύσει.
Αν εξετάσουμε τον Λύκο της Στέπας από τούτη τη σκοπιά, θα μας γίνει
σαφές γιατί υποφέρει τόσο πολύ εξαιτίας αυτού του γελοίου διχασμού του.
Πιστεύει, όπως ο Φάουστ, πως δύο ψυχές είναι ήδη πολλές για ένα μοναδικό
στήθος και πως θα μπορούσαν να το ξεσκίσουν. Αντίθετα όμως είναι πάρα
πολύ λίγες, και ο Χάρρυ βιάζει φρικτά την άμοιρη ψυχή του προσπαθώντας
να την κατανοήσει μέσα από ένα τόσο πρωτόγονο σχήμα. Ο Χάρρυ, ενώ είναι
ένας πολύ καλλιεργημένος άνθρωπος, ενεργεί σαν ένας άγριος που δεν
μπορεί να μετρήσει πάνω από το δύο. Ονομάζει ένα κομμάτι του εαυτού του
άνθρωπο, ένα άλλο λύκο και πιστεύει πως έτσι έχει φτάσει στο τέλος και έχει
εξαντλήσει τις δυνατότητές του. Στον «άνθρωπο» περιλαμβάνει ό,τι
πνευματικό, εξαϋλωμένο ή ακόμα και πολιτιστικό υπάρχει μέσα του και στον
λύκο ό,τι είναι ενστικτώδες, άγριο και χαοτικό. Τα πράγματα όμως δεν
συμβαίνουν στη ζωή τόσο απλά όπως στις σκέψεις μας, τόσο χοντροκομμένα
όπως στη φτωχή γλώσσα των ηλιθίων, τη γλώσσα μας, και ο Χάρρυ
κοροϊδεύει τον εαυτό του διπλά όταν χρησιμοποιεί αυτή τη νέγρικη μέθοδο
του λύκου. Ο Χάρρυ συναριθμεί, όπως φοβόμαστε, ήδη ολόκληρες περιοχές
της ψυχής του στον «άνθρωπο» οι οποίες απέχουν πολύ για να είναι
ανθρώπινες και αποδίδει μέρη της ύπαρξής του στον λύκο τα οποία εδώ και
καιρό έχουν ξεπεράσει τον λύκο.
Όπως όλοι οι άνθρωποι, ο Χάρρυ πιστεύει πως ξέρει πολύ καλά τι είναι ο
άνθρωπος, ωστόσο δεν ξέρει απολύτως τίποτα, παρόλο που όχι σπάνια το
υποψιάζεται στα όνειρά του και σε άλλες δύσκολα ελεγχόμενες συνειδησιακές
καταστάσεις. Ας μπορούσε να μην ξεχάσει αυτή την υποψία, ας ήταν να την
οικειοποιηθεί όσο γίνεται περισσότερο! Γιατί ο άνθρωπος βέβαια δεν έχει
μια σταθερή και μόνιμη μορφή (αυτό ήταν το ιδανικό της αρχαιότητας, παρά
τις αντίθετες υποψίες των σοφών της), είναι πολύ περισσότερο μια
προσπάθεια και κάτι το μεταβατικό, δεν είναι τίποτε άλλο από τη στενή και
επικίνδυνη γέφυρα που συνδέει το πνεύμα με τη φύση. Ο πιο βαθύς
προορισμός του τον οδηγεί προς το πνεύμα, προς τον Θεό, ο πιο βαθύς πόθος
του τον οδηγεί πίσω στη φύση, στη μητέρα· ανάμεσα στις δύο δυνάμεις
ταλαντεύεται τρέμοντας από αγωνία η ζωή του. Αυτό που κάθε φορά
καταλαβαίνουν οι άνθρωποι κάτω από την έννοια «άνθρωπος» είναι πάντα
μόνο μια εφήμερη αστική σύμβαση. Ορισμένα ωμά ένστικτα απορρίπτονται
και απαγορεύονται από τούτη τη σύμβαση, λίγη συνειδητοποίηση, χρηστότητα
και εξανθρωπισμός είναι απαραίτητα, ένα ελάχιστο ποσοστό πνεύματος όχι
μόνο επιτρέπεται, αλλά και απαιτείται. Ο «άνθρωπος» αυτής της σύμβασης
είναι, όπως κάθε αστικό ιδεώδες, ένας συμβιβασμός, μια δειλή και
κουτοπόνηρη προσπάθεια των ανθρώπων να εξαπατήσουν τις ισχυρές
απαιτήσεις τόσο της σκληρής αρχέγονης μητέρας φύσης όσο και του
πνεύματος, του ενοχλητικού αρχέγονου πατέρα, και να ζήσουν ανάμεσα στους
δύο πόλους σε έναν χλιαρό μέσο όρο. Γι’ αυτό ο αστός επιτρέπει και ανέχεται
αυτό που ονομάζει «προσωπικότητα», προδίδοντας ταυτόχρονα αυτή την
προσωπικότητα απέναντι σ’ εκείνον τον μολώχ, το «κράτος», παίζοντας
ανάμεσά τους διπλό παιχνίδι. Αυτός είναι ο λόγος που ο αστός καίει σήμερα
ως αιρετικό και κρεμάει ως εγκληματία εκείνον στον οποίο μεθαύριο θα
αφιερώσει μνημεία.
Το ότι ο άνθρωπος δεν είναι κάτι που έχει ήδη δημιουργηθεί, αλλά μια
απαίτηση του πνεύματος, μια μακρινή, ποθητή, αλλά και τρομερή
δυνατότητα, και πως μόνο ένα μικρό κομμάτι του δρόμου που οδηγεί σ’ αυτό
μπορεί να διανυθεί με μαρτύριο και έκσταση, και συγκεκριμένα μόνο από
κείνους τους σπάνιους για τους οποίους στήνεται σήμερα το ικρίωμα και
αύριο ο ανδριάντας – αυτήν την υποψία την έχει και ο Λύκος της Στέπας.
Εκείνο όμως που, σε αντίθεση με τον «λύκο» του, ονομάζει στον εαυτό του
«άνθρωπο» κατά το μεγαλύτερο μέρος δεν είναι τίποτε άλλο από τον
μετριοπαθή άνθρωπο τον αστικού συμβιβασμού. Τον δρόμο που οδηγεί στον
αληθινό άνθρωπο, τον δρόμο που οδηγεί στους Αθανάτους, μπορεί βέβαια ο
Χάρρυ να τον υποψιάζεται, καμιά φορά μάλιστα διανύει διστακτικός κι ένα
μικρούτσικο κομμάτι του, που το πληρώνει με βαριά μαρτύρια και οδυνηρή
απομόνωση. Ωστόσο φοβάται από τα βάθη της ψυχής του να παραδεχτεί και
να επιδιώξει εκείνη την ύψιστη απαίτηση, εκείνον τον εξανθρωπισμό που
αναζητάει το πνεύμα, ακολουθώντας τον μοναδικό στενό δρόμο προς την
αθανασία. Το διαισθάνεται σωστά: Αυτό θα τον οδηγούσε σε ακόμα
μεγαλύτερους πόνους, στην επικήρυξη, στην έσχατη παραίτηση, ίσως στο
ικρίωμα – ακόμα κι αν η αθανασία στο τέλος του δρόμου τον δελεάζει,
εκείνος δεν είναι πρόθυμος να υποφέρει όλα αυτά τα βάσανα, να βιώσει
όλους αυτούς τους θανάτους. Μολονότι έχει συνειδητοποιήσει τον σκοπό του
εξανθρωπισμού περισσότερο από τους αστούς, κλείνει τα μάτια και δεν θέλει
να ξέρει πως η απελπισμένη προσκόλληση στο Εγώ, η απελπισμένη άρνησή
του να πεθάνει είναι ο πιο σίγουρος δρόμος για τον αιώνιο θάνατο, ενώ η
προθυμία απέναντι στον θάνατο, το ξεγύμνωμα από το εξωτερικό περίβλημα,
η αιώνια προσφορά του Εγώ φέρνουν τη μετουσίωση της αθανασίας. Όταν
λατρεύει τα ινδάλματά του που ανήκουν στους Αθανάτους, όπως τον
Μότσαρτ, για παράδειγμα, τότε τον βλέπει πάντα με το μάτι του αστού και
έχει την τάση, σαν πραγματικός δάσκαλος του σχολείου, να αναγνωρίζει
τελειότητα στον Μότσαρτ επειδή ήταν εξαιρετικά και ιδιαίτερα προικισμένος
και όχι εξαιτίας του μεγέθους της προσφοράς του και της προθυμίας του να
υποφέρει, της αδιαφορίας του απέναντι στα ιδεώδη των αστών και της
ανοχής του για κείνη την έσχατη απομόνωση η οποία αραιώνει και
μεταβάλλει σε παγωμένο αστρικό αιθέρα την αστική ατμόσφαιρα που
περιβάλλει εκείνον που υποφέρει και εξανθρωπίζεται, εκείνη την απομόνωση
του κήπου της Γεθσημανής.
Ο δικός μας Λύκος της Στέπας τουλάχιστον είχε ανακαλύψει μέσα του τη
διπολικότητα τον Φάουστ· είχε διαπιστώσει πως η μονάδα του σώματος του
δεν κατοικείται από μια ψυχική μονάδα, αλλά ότι βρίσκεται, στην καλύτερη
περίπτωση, απλώς πάνω στον δρόμο που θα τον οδηγήσει, ύστερα από
μακρόχρονη οδοιπορία, στο ιδανικό αυτής της αρμονίας. Θα ήθελε ή να
νικήσει μέσα του τον λύκο και να εξανθρωπιστεί εντελώς ή να παραιτηθεί
από τον άνθρωπο και να ζήσει έστω ως λύκος μια ενιαία και ακέραιη ζωή.
Πιθανώς δεν είχε παρατηρήσει ποτέ έναν αληθινό λύκο – τότε θα έβλεπε πως
ακόμα και τα ζώα δεν έχουν ενιαία ψυχή, ότι και αυτά πίσω από την όμορφη,
αυστηρή φόρμα του σώματος κρύβουν μια πολλαπλότητα από επιδιώξεις και
καταστάσεις, πως ακόμα και ο λύκος έχει μέσα του αβύσσους, πως ακόμα
και ο λύκος υποφέρει. Όχι! Με την «Επιστροφή στη φύση!» ο άνθρωπος
βρίσκεται διαρκώς σε μια οδυνηρή και απελπισμένη περιπλάνηση. Ο Χάρρυ
δεν μπορεί ποτέ να γίνει εντελώς λύκος, κι αν μπορούσε, θα έβλεπε πως
ακόμα κι ο λύκος δεν είναι τίποτα το απλό και πρωταρχικό, αλλά ήδη κάτι
πολλαπλό και πολύπλοκο. Κι ο λύκος έχει δύο και περισσότερες από δύο
ψυχές στο λυκίσιο στήθος του, και όποιος ποθεί να είναι λύκος λησμονεί τα
ίδια πράγματα σαν τον άνθρωπο που τραγουδά: «Τι ευτυχία να είμαι ακόμη
παιδί!». Ο συμπαθής, αλλά συναισθηματικός άντρας που τραγουδά αυτό το
τραγούδι του ευτυχισμένου παιδιού θα ήθελε να επιστρέψει κι αυτός στη
φύση, στην αθωότητα, στις απαρχές και έχει ξεχάσει εντελώς πως τα παιδιά
δεν είναι καθόλου ευτυχισμένα κι ότι είναι ικανά για πολλές συγκρούσεις, για
πολλούς διχασμούς και για όλα τα βάσανα.
Κανένας δρόμος δεν οδηγεί προς τα πίσω, ούτε προς τον λύκο ούτε προς το
παιδί. Η αρχή των πραγμάτων δεν είναι ούτε η αθωότητα ούτε η απλότητα·
κάθε δημιούργημα, ακόμα και το φαινομενικά απλούστερο, είναι ήδη ένοχο,
είναι ήδη πολύπλοκο, έχει ριχτεί μέσα στο βρόμικο ποτάμι του γίγνεσθαι και
δεν θα μπορέσει ποτέ πια να κολυμπήσει αντίθετα στο ρεύμα. Ο δρόμος για
την αθωότητα, για το αδημιούργητο, για τον Θεό δεν οδηγεί προς τα πίσω,
αλλά πάντα μπροστά, όχι προς τον λύκο ή το παιδί, αλλά όλο και πιο κοντά
στην αμαρτία, όλο και πιο βαθιά στον εξανθρωπισμό. Ακόμα και με την
αυτοκτονία, φτωχέ Λύκε της Στέπας, δεν θα ωφεληθείς σημαντικά, θα πρέπει
να ακολουθήσεις τον μακρύτερο και δυσκολότερο δρόμο του εξανθρωπισμού,
θα πρέπει να πολλαπλασιάσεις τη διπλή σου φύση, θα πρέπει να κάνεις
ακόμα πιο πολύπλοκη την πολλαπλότητά σου. Αντί να στενέψεις τον κόσμο
σου, να απλουστεύσεις την ψυχή σου, θα πρέπει να κλείνεις ολοένα και
περισσότερα από τον κόσμο μέσα της, ώσπου εκείνη, οδυνηρά διεσταλμένη,
να χωρέσει ολόκληρο τον κόσμο, να μπορέσεις ίσως κάποια στιγμή, στο
τέλος, να βρεις τη γαλήνη. Αυτόν τον δρόμο ακολούθησε ο Βούδας, τον
ακολούθησε κάθε μεγάλος άνθρωπος, άλλος συνειδητά κι άλλος χωρίς να το
καταλαβαίνει, τουλάχιστον όσο το τόλμημα δεν αποτύγχανε. Η κάθε γέννηση
σημαίνει χωρισμό από το σύμπαν, σημαίνει οριοθέτηση, αποχωρισμό από τον
Θεό, οδυνηρή αναγέννηση. Επιστροφή στο σύμπαν, κατάργηση της οδυνηρής
εξατομίκευσης, θεοποίηση σημαίνουν τέτοια διεύρυνση της ψυχής, ώστε να
μπορεί να αγκαλιάσει ξανά το σύμπαν.
Εδώ δεν γίνεται λόγος για τον άνθρωπο που ξέρει το σχολείο, η εθνική
οικονομία, η στατιστική, ούτε για τον άνθρωπο που τρέχει εδώ κι εκεί στους
δρόμους κατά εκατομμύρια και για τον οποίο δεν μπορούμε να έχουμε
διαφορετική γνώμη απ’ αυτήν που έχουμε για την άμμο της θάλασσας και τις
ψεκάδες των κυμάτων: Ένα εκατομμύριο περισσότερο ή λιγότερο δεν έχει
σημασία, πρόκειται μόνο για υλικό, τίποτε άλλο. Όχι, εδώ εννοούμε τον
άνθρωπο στην πιο υψηλή του έννοια, τον σκοπό που έχει ο μακρύς δρόμος
του εξανθρωπισμού, τον «βασιλικό» άνθρωπο, τον αθάνατο. Η μεγαλοφυΐα
δεν είναι και τόσο σπάνια όσο νομίζουμε, φυσικά δεν είναι τόσο συνηθισμένη
όσο ισχυρίζονται λογοτεχνικές και κοσμικές ιστορίες και οι εφημερίδες. Ο
Λύκος της Στέπας, ο Χάρρυ, έχουμε την εντύπωση πως θα ήταν αρκετά
μεγαλοφυής για να δοκιμάσει το τόλμημα του εξανθρωπισμού, αντί να
παραπονιέται μπροστά στην κάθε δυσκολία και να θεωρεί υπαίτιο τον ηλίθιό
του Λύκο της Στέπας.
Είναι αξιοθαύμαστο και συνάμα θλιβερό που άνθρωποι με τέτοιες
δυνατότητες βολεύονται με Λύκους της Στέπας και με «δύο ψυχές, αλίμονο»
και που τρέφουν μια δειλή αγάπη για τον αστισμό. Ένας άνθρωπος που είναι
ικανός να καταλάβει τον Βούδα, ένας άνθρωπος που υποψιάζεται τι σημαίνει
ουρανός και τι άβυσσος της ανθρωπότητας δεν θα έπρεπε να ζει σ’ έναν
κόσμο όπου κυριαρχούν η κοινή λογική, η δημοκρατία και η αστική
εκπαίδευση. Ζει μέσα σ’ αυτόν μόνο από δειλία, κι όταν οι διαστάσεις του τον
στενοχωρούν, όταν οι στενοί αστικοί χώροι κλείνουν υπερβολικά γύρω του,
τα φορτώνει στον «λύκο» και δεν θέλει να ξέρει πως κατά καιρούς ο λύκος
είναι το καλύτερο κομμάτι του. Ό,τι είναι άγριο μέσα του το αποκαλεί λύκο
και το θεωρεί κακό, επικίνδυνο και φόβητρο των αστών, αλλά ο ίδιος, που
πιστεύει πως είναι καλλιτέχνης και πως έχει τρυφερά αισθήματα, δεν μπορεί
να δει ότι, εκτός από τον λύκο, πίσω από τον λύκο, ζουν μέσα του και πολλά
άλλα ακόμα, που δεν είναι όλα λύκοι, αλλά υπάρχουν και αλεπούδες, δράκοι,
τίγρεις, μαϊμούδες και παραδείσια πουλιά. Και ότι όλος ο κόσμος, όλος αυτός
ο παράδεισος των χαριτωμένων και φριχτών, των μικρών και μεγάλων, των
βίαιων και τρυφερών μορφών καταπιέζεται και είναι αιχμάλωτος του μύθου
του λύκου, όπως ακριβώς καταπιέζεται και είναι αιχμάλωτος ο αληθινός
άνθρωπος από τον φαινομενικό άνθρωπο και τον αστό.
Φανταστείτε έναν κήπο με εκατοντάδες είδη δέντρων, με χιλιάδες είδη
λουλουδιών, με εκατοντάδες είδη φρούτων και χιλιάδες είδη λαχανικών. Αν
τώρα ο κηπουρός αυτού του κήπου δεν γνωρίζει καμία άλλη βοτανολογική
διάκριση εκτός από το «φαγώσιμο» και το «μη φαγώσιμο», τότε δεν ξέρει τι
να κάνει με τα εννέα δέκατα του κήπου του, θα ξεριζώσει τα μαγευτικότερα
λουλούδια, θα κόψει τα ευγενέστερα δέντρα ή θα τα κοιτάζει με μίσος και
φθόνο. Το ίδιο κάνει και ο Λύκος της Στέπας με τα χίλια λουλούδια της
ψυχής του. Ό,τι δεν ταιριάζει στην κατηγορία του «ανθρώπου» ή του
«λύκου» ούτε καν το προσέχει. Και πόσα δεν είναι αυτά που θεωρεί
ανθρώπινα! Κάθε δειλία, κάθε μαϊμουδισμό, κάθε βλακεία και μικρότητα, αν
δεν πρόκειται για κάτι καθαρά λυκίσιο, τα θεωρεί ανθρώπινα, όπως ακριβώς
αποδίδει στον λύκο όλα τα ισχυρά κι ευγενικά στοιχεία, μόνο και μόνο γιατί
δεν έχει μάθει ακόμη να κυριαρχεί πάνω σ’ αυτά.
Αποχαιρετούμε τον Χάρρυ, τον αφήνουμε να συνεχίσει μόνος τον δρόμο
του. Αν ήδη βρισκόταν ανάμεσα στους Αθανάτους, αν βρισκόταν ήδη εκεί,
στον προορισμό όπου φαίνεται να τον οδηγεί ο δύσκολος δρόμος του, με
πόση απορία θα παρατηρούσε αυτό το πήγαινε έλα, αυτό το άτακτο,
αναποφάσιστο ζιγκ ζαγκ της πορείας του, πόσο ενθαρρυντικά, επικριτικά,
συμπονετικά θα χαμογελούσε σε τούτον τον Λύκο της Στέπας
διασκεδάζοντας!
Οι Αθάνατοι
Ολοένα ανεβαίνει από της γης τις κοιλάδες,
σαν αχνός, ως εμάς της ζωής η ορμή,
άγρια βάσανα, μεθυσμένων μυριάδες,
μελλοθανάτων γεύματα και κάπνας οσμή,
της ηδονής ο σπασμός, δίχως τέλος λαχτάρα,
τοκογλύφων, ζητιάνων, φονιάδων χέρια·
ποτισμένη από πόθο, των ανθρώπων η φάρα
μυρίζει σαπίλα τα καυτά μεσημέρια.
Αποπνέει απόλαυση και βάναυσους πόθους,
με τις σάρκες της τρέφεται και μετά τις ξερνά,
τα πορνεία στολίζει με την τρέλα του πάθους,
ανατρέφει πολέμους και στην τέχνη γυρνά.
Στου παιδιάστικου κόσμου τη φτηνή παραζάλη
το κορμί της πουλά, για να βρει τη χαρά,
απ’ το κύμα αναδύεται ολοένα και πάλι
και στη λάσπη βυθίζεται κάθε φορά.
Μα εμείς που βρισκόμαστε ψηλά στους αιθέρες,
στον αιώνιο πάγο, που τ’ αστέρια φωτίζουν,
δεν γνωρίζουμε χρόνο, δεν μετρούν οι ημέρες,
η νιότη και το γήρας δεν μας ορίζουν.
Για μας οι φόβοι σας και όλα τα κρίματα,
οι λάγνες απολαύσεις και κάθε φόνος
θέατρο είναι και ήλιων γυρίσματα,
δεν μετράει το σήμερα, δεν υπάρχει ο χρόνος.
Τον σπασμό της ζωής σας σιωπηλοί ατενίζουμε,
σιωπηλοί την πορεία των άστρων κοιτάμε,
τον χειμώνα του άπειρου την ανάσα δροσίζουμε,
οι ουράνιοι δράκοντες εμάς προσκυνάνε.
Παγερή κι αμετάβλητη η αιώνια ύπαρξή μας,
παγερό κι αστρικό το αιώνιο γέλιο μας.
Ήρθε η Μαρία, και ύστερα από ένα χαρούμενο γεύμα πήγα μαζί της στο
δωματιάκι μας. Εκείνο το βράδυ ήταν πιο όμορφη, πιο ζεστή και τρυφερή
παρά ποτέ και με άφησε να δοκιμάσω τρυφερότητες και παιχνίδια που τα
ένιωσα σαν το έπακρο της προσφοράς.
«Μαρία», είπα, «σήμερα είσαι άφθονη σαν θεά. Μη μας θανατώσεις και
τους δύο, αύριο είναι επιτέλους ο χορός των μεταμφιεσμένων. Ποιον θα
έχεις αύριο για καβαλιέρο; Φοβάμαι, αγαπημένο μου λουλουδάκι, μην είναι
ένας παραμυθένιος πρίγκιπας, που θα σε απαγάγει και δεν θα ξαναγυρίσεις
ποτέ πια κοντά μου. Σήμερα με αγαπάς έτσι σχεδόν όπως κάνουν οι καλοί
εραστές όταν χωρίζουν, την τελευταία φορά».
«Μη μιλάς, Χάρρυ! Κάθε φορά μπορεί να είναι η τελευταία. Όταν θα σε
πάρει η Ερμίνε, δεν θα ξανάρθεις σ’ εμένα. Ίσως σε πάρει αύριο».
Ποτέ δεν είχα νιώσει αυτό το χαρακτηριστικό συναίσθημα εκείνης της
μέρας, εκείνη τη γλυκόπικρη αμφιθυμία, πιο έντονα απ’ όσο εκείνη τη
νύχτα πριν από τον χορό. Ήταν ευτυχία αυτό που αισθανόμουν: η ομορφιά
και η προσφορά της Μαρίας, η απόλαυση, η αφή, η ικανοποίηση, ο
φλοίσβος των απαλών κυματισμών της απόλαυσης, η αναπνοή
εκατοντάδων λεπτών και χαριτωμένων μορφών της ηδυπάθειας, που τόσο
αργά, τώρα μόνο που γερνούσα, είχα γνωρίσει! Κι όμως αυτό ήταν μόνο το
περίβλημα: Εσωτερικά όλα ήταν γεμάτα σημασία, ένταση, πεπρωμένο, κι
ενώ ήμουν απασχολημένος, γεμάτος αγάπη και τρυφερότητα, με τις γλυκές,
συγκινητικές λεπτομέρειες του έρωτα και φαινομενικά κολυμπούσα μέσα
σε χλιαρή ευτυχία, ένιωθα μέσα στην καρδιά μου τη μοίρα μου να ορμάει
ακράτητη, καλπάζοντας και κλοτσώντας σαν φοβισμένο άλογο μπροστά
στο βάραθρο, μπροστά στην πτώση, γεμάτη τρόμο, γεμάτη λαχτάρα και
γεμάτη προσήλωση στον θάνατο. Έτσι όπως αντιστεκόμουν εδώ και λίγη
ώρα, από δειλία και φόβο, στην ευχάριστη ελαφρότητα του αισθησιακού
έρωτα, όπως ένιωθα τρόμο μπροστά στη γελαστή κι έτοιμη για προσφορά
ομορφιά της Μαρίας, έτσι ένιωθα τώρα τρόμο μπροστά στον θάνατο –
αλλά έναν τρόμο που γνώριζα ήδη πως σύντομα θα γινόταν προσφορά και
απολύτρωση.
Ενώ ήμασταν αφοσιωμένοι στα ζωηρά παιχνίδια του έρωτά μας και
ανήκαμε ο ένας στον άλλον περισσότερο θερμά παρά ποτέ, η ψυχή μου
αποχαιρετούσε τη Μαρία, αποχαιρετούσε όλα όσα εκείνη σήμαινε για μένα.
Απ’ αυτήν είχα μάθει γι’ άλλη μια φορά πριν από το τέλος να εμπιστεύομαι
σαν παιδί το παιχνίδι της επιφανειακότητας, να αναζητώ εφήμερες χαρές,
να είμαι παιδί και ζώο μέσα στην αθωότητα του φύλου – μια κατάσταση
που είχα γνωρίσει στην αλλοτινή ζωή μου μόνο σαν σπάνια εξαίρεση, γιατί
η ζωή των αισθήσεων και του φύλου είχαν για μένα σχεδόν πάντα την
ιδιαίτερα πικρή γεύση της ενοχής, τη γλυκιά, αλλά φοβισμένη γεύση του
απαγορευμένου καρπού, από την οποία ένας πνευματικός άνθρωπος πάντα
πρέπει να φυλάγεται. Τώρα η Μαρία και η Ερμίνε μού είχαν δείξει αυτόν
τον κήπο σε όλη του την αθωότητα, και ήμουν ευγνώμων που με είχε
φιλοξενήσει – αλλά σύντομα θα έφτανε ο καιρός που θα έπρεπε να
προχωρήσω, ήταν πάρα πολύ όμορφα και ζεστά σε τούτον τον κήπο. Ο
προορισμός μου ήταν να συνεχίσω την προσπάθεια να κατακτήσω την
κορωνίδα της ζωής, να συνεχίσω να πληρώνω για την απέραντη ενοχή της
ζωής. Μια εύκολη ζωή, ένας εύκολος έρωτας, ένας εύκολος θάνατος – αυτά
δεν ήταν για μένα.
Από υπαινιγμούς των κοριτσιών συμπέρανα πως αύριο, στον χορό ή στη
συνέχειά του, είχαν προγραμματιστεί ιδιαίτερες απολαύσεις και
παρεκτροπές. Ίσως αυτό να ήταν το τέλος, ίσως η Μαρία να είχε δίκιο με
την προαίσθησή της και απόψε να πλαγιάζαμε για τελευταία φορά μαζί,
ίσως αύριο να άρχιζε μια καινούργια πορεία της μοίρας. Ήμουν γεμάτος
φλογερό πόθο, γεμάτος πνιγηρό φόβο, και είχα κολλήσει άγρια πάνω στη
Μαρία, διέτρεχα για μία ακόμα φορά τρέμοντας και γεμάτος απληστία τα
μονοπάτια και τις συστάδες του κήπου της, δάγκωνα για μία ακόμα φορά
τον γλυκό καρπό του δέντρου του παραδείσου.
Τον χαμένο ύπνο εκείνης της νύχτας τον αναπλήρωσα την ημέρα. Το πρωί
πήγα στα λουτρά, γύρισα στο σπίτι μου πεθαμένος από την κούραση, έκανα
συσκότιση στην κρεβατοκάμαρά μου, την ώρα που γδυνόμουν βρήκα στην
τσέπη μου το ποίημα, το ξέχασα ξανά, πλάγιασα αμέσως, ξέχασα τη Μαρία,
την Ερμίνε και τον χορό των μεταμφιεσμένων και κοιμήθηκα όλη την
ημέρα. Όταν σηκώθηκα το βράδυ, θυμήθηκα, ενώ ξυριζόμουν, ότι σε μία
ώρα θα άρχιζε ο χορός των μεταμφιεσμένων και θα έπρεπε να πάω να βρω
ένα πουκάμισο για φράκο. Ετοιμάστηκα ευδιάθετος και βγήκα, κατ’ αρχάς
για να βάλω κάτι στο στόμα μου.
Ήταν ο πρώτος χορός μεταμφιεσμένων στον οποίο θα συμμετείχα. Σε
παλιότερες εποχές επισκεπτόμουν βέβαια πότε πότε τέτοιες γιορτές, αλλά
δεν είχα χορέψει και ήμουν μόνο θεατής, κι ο ενθουσιασμός με τον οποίο
άκουγα τους άλλους να μιλούν και η χαρά που έδειχναν μου φαίνονταν
πάντα παράξενα. Σήμερα λοιπόν θα ήταν και για μένα ο χορός μια εμπειρία
για την οποία χαιρόμουν γεμάτος αγωνία, και όχι δίχως φόβο. Καθώς δεν
συνόδευα κάποια κυρία, αποφάσισα να πάω αργά, αυτό μου είχε συστήσει
και η Ερμίνε.
Τον τελευταίο καιρό επισκεπτόμουν πια σπάνια το Ατσάλινο κράνος, όπου
οι απογοητευμένοι άντρες σκότωναν τα βράδια τους, έπιναν αργά το κρασί
τους και παρίσταναν τους εργένηδες, το αλλοτινό μου καταφύγιο δεν
ταίριαζε πια στο στιλ της τωρινής ζωής μου. Σήμερα το βράδυ όμως με
οδήγησαν πάλι εκεί τα βήματά μου· μέσα από εκείνη την αμφίθυμη
αίσθηση του μοιραίου και του αποχαιρετισμού που με κατείχε για την ώρα
όλοι οι σταθμοί και οι αξιομνημόνευτοι τόποι της ζωής μου κέρδισαν για
μία ακόμα φορά εκείνη την οδυνηρά ωραία λάμψη του περασμένου, ακόμα
και η μικρή και γεμάτη καπνό ταβέρνα, όπου μόλις πριν από λίγο καιρό
ήμουν τακτικός θαμώνας, όταν μου αρκούσε το πιο πρωτόγονο ναρκωτικό
μέσο, μια μπουκάλα χωριάτικο κρασί, για να πάω στο μοναχικό μου
κρεβάτι και να μπορέσω να αντέξω άλλη μία μέρα τη ζωή. Από τότε είχα
δοκιμάσει κι άλλα μέσα, ισχυρότερα ερεθίσματα, είχα ρουφήξει πιο γλυκά
δηλητήρια. Μπήκα χαμογελαστός στην παλιά ταβέρνα, και με υποδέχτηκαν
ο χαιρετισμός της σερβιτόρας και τα νεύματα των σιωπηλών θαμώνων.
Μου συνέστησαν το ψητό κοτόπουλο, και το παράγγειλα, το χοντρό
χωριάτικο ποτήρι γέμισε από το φωτεινό καινούργιο κρασί της Αλσατίας,
τα καθαρά λευκά ξύλινα τραπέζια και τα παλιά κίτρινα σανίδια του
δαπέδου με κοίταζαν φιλικά. Κι ενώ έτρωγα κι έπινα, με πλημμύρισε το
συναίσθημα του μαρασμού και του εορταστικού αποχαιρετισμού, αυτό το
γλυκό και οδυνηρά βαθύ συναίσθημα για τον σύνδεσμό μου με όσα
διαδραματίστηκαν στην αλλοτινή ζωή μου, έναν σύνδεσμο που ποτέ δεν
είχε λυθεί ολοκληρωτικά και που τώρα ήταν ώριμος να σπάσει. Ο
«μοντέρνος» άνθρωπος το ονομάζει αυτό συναισθηματισμό· δεν αγαπά πια
τα πράγματα, ούτε καν αυτό που είναι για κείνον το ιερότερο, το
αυτοκίνητό του, που ελπίζει σύντομα να μπορέσει να το ανταλλάξει με ένα
άλλο καλύτερης μάρκας. Αυτός ο μοντέρνος άνθρωπος είναι ενεργητικός,
επιδέξιος, υγιής, ψυχρός κι αυστηρός, ένας έξοχος τύπος, που θα διακριθεί
θαυμάσια στον επόμενο πόλεμο. Αυτά με άφηναν αδιάφορο, εγώ δεν ήμουν
ένας μοντέρνος άνθρωπος, αλλά ούτε κι ένας παλιομοδίτης, ήμουν ένας
έκπτωτος του χρόνου και τραβούσα στον θάνατο, επιδιώκοντας τον θάνατο.
Δεν είχα τίποτα εναντίον του συναισθηματισμού, ήμουν χαρούμενος κι
ευγνώμων να νιώθω ακόμη στην καμένη καρδιά μου κάτι σαν συναίσθημα.
Έτσι αφέθηκα στις αναμνήσεις της παλιάς ταβέρνας, στην τρυφερότητά
μου για τις παλιές χοντροκομμένες καρέκλες, παραδόθηκα στη μυρωδιά
του καπνού και του κρασιού, στη λάμψη της συνήθειας, της ζεστασιάς,
στην αίσθηση μιας πατρίδας που είχαν για μένα όλα αυτά. Ο
αποχαιρετισμός είναι όμορφος, σε προδιαθέτει ήρεμα. Μου ήταν αγαπητό
το σκληρό κάθισμά μου, το χωριάτικο ποτήρι μου, μου ήταν αγαπητή η
δροσερή γεύση φρούτων του κρασιού της Αλσατίας, αγαπούσα την
οικειότητα που ένιωθα για όλους και για τον καθένα σε τούτον τον χώρο,
μου ήταν αγαπητά τα πρόσωπα των μεθυσμένων, που ονειροπολούσαν
κουρνιασμένοι, των απογοητευμένων, που για πολύν καιρό υπήρξα
αδελφός τους. Αστικός συναισθηματισμός ήταν αυτό που αισθανόμουν
εδώ, ελαφρά διαποτισμένος με το άρωμα του παλιομοδίτικου ρομαντισμού
της ταβέρνας από τα εφηβικά μου χρόνια, όταν ακόμη η ταβέρνα, το κρασί
και το πούρα ήταν απαγορευμένα, άγνωστα, υπέροχα πράγματα. Αλλά
κανένας Λύκος της Στέπας δεν σηκώθηκε να μου τρίξει τα δόντια και να
κουρελιάσει τον συναισθηματισμό μου. Καθόμουν εκεί ειρηνικά,
πυρακτωμένος από το παρελθόν, από την αδύναμη λάμψη ενός άστρου που
στο μεταξύ είχε δύσει.
Μπήκε ένας πλανόδιος πωλητής με κάστανα και αγόρασα μια χούφτα.
Μπήκε μια γυναίκα με λουλούδια, αγόρασα λίγα γαρίφαλα και τα χάρισα
στην ταβερνιάρισσα. Μόνο όταν θέλησα να πληρώσω και αναζήτησα
μάταια τη συνηθισμένη μου τσέπη, αντιλήφθηκα πάλι ότι φορούσα φράκο.
Ο χορός των μεταμφιεσμένων! Η Ερμίνε!
Αλλά ακόμη ήταν αρκετά νωρίς και δεν μπορούσα να πάρω την απόφαση
να πάω στο Γκλόμπους. Άλλωστε ένιωθα, όπως μου συνέβαινε τον
τελευταίο καιρό, κάποια αντίσταση και κάποιον δισταγμό ως προς όλες
αυτές τις διασκεδάσεις, μια αποστροφή για την είσοδο σε μεγάλους,
γεμάτους, θορυβώδεις χώρους, μια ντροπή σχολιαρόπαιδου για μια ξένη
ατμόσφαιρα, για τον κόσμο των γλεντζέδων και για τον χορό.
Σεργιανίζοντας, πέρασα από έναν κινηματογράφο, είδα τα αστραφτερά
φώτα και τις χρωματιστές τεράστιες αφίσες, προχώρησα μερικά βήματα πιο
κάτω, γύρισα πίσω και μπήκα. Εδώ μπορούσα να καθίσω ήσυχος στο
σκοτάδι ως τις έντεκα περίπου. Ακολουθώντας τον ταξιθέτη με το φανάρι,
μπήκα στη σκοτεινή αίθουσα, σκοντάφτοντας στις κουρτίνες της εισόδου,
κάθισα και βρέθηκα ξαφνικά στη μέση της Παλαιάς Διαθήκης. Η ταινία
ήταν μια από κείνες που γυρίστηκαν μάλλον όχι για εμπορικούς σκοπούς,
αλλά με ευγενικούς και ιερούς στόχους, με μεγάλα έξοδα και λεπτό γούστο,
και στις οποίες ακόμα και οι δάσκαλοι των θρησκευτικών πηγαίνουν τους
μαθητές τους τα απογεύματα. Εδώ παιζόταν η ιστορία του Μωυσή και των
Ισραηλιτών στην Αίγυπτο, με ένα τεράστιο πλήθος από ανθρώπους, άλογα,
καμήλες, παλάτια, με όλη τη μεγαλοπρέπεια των φαραώ και τα βάσανα των
Εβραίων πάνω στην καυτή άμμο της ερήμου. Είδα τον Μωυσή, που είχε τα
μαλλιά του χτενισμένα κατά το πρότυπο του Ουώλτ Ουίτμαν, έναν
μεγαλοπρεπή, θεατρικό Μωυσή, να βαδίζει επικεφαλής των Εβραίων μέσα
στην έρημο, φλογερός και σκοτεινός, κρατώντας ένα μακρύ ραβδί σαν
εκείνο του Βόταν. Τον είδα να προσεύχεται στον Θεό μπροστά στην
Ερυθρά Θάλασσα και είδα την Ερυθρά Θάλασσα να χωρίζεται στα δύο και
να αφήνει ελεύθερο τον δρόμο, ένα άδειο πέρασμα ανάμεσα στα
ανασηκωμένα υδάτινα βουνά (για το πώς το κατάφεραν αυτό οι άνθρωποι
του κινηματογράφου θα μπορούσαν να φιλονικούν για πολύ οι
κατηχούμενοι που ο ιερέας είχε φέρει σε τούτη τη θρησκευτική ταινία),
είδα τον προφήτη και τον φοβισμένο λαό να το διασχίζουν, είδα πίσω τους
να εμφανίζονται τα άρματα του φαραώ, είδα τους Αιγυπτίους στην ακτή
της Ερυθράς Θάλασσας έκπληκτους και τρομαγμένους, έπειτα όμως να
ορμούν θαρραλέοι, και είδα τα υδάτινα βουνά να διαλύονται και να
σκεπάζουν τον μεγαλοπρεπή φαραώ με τον χρυσό θώρακα και όλα τα
άρματα και τους άντρες του, όχι χωρίς να μου έρθει στο μυαλό ένα υπέροχο
ντουέτο του Χαίντελ για δύο βαθύφωνους που διηγείται τραγουδιστά με
υπέροχο τρόπο αυτό το γεγονός. Στη συνέχεια είδα τον Μωυσή να
ανεβαίνει στο όρος Σινά, έναν σκοτεινό ήρωα μέσα σε μια σκοτεινή
βραχώδη ερημιά, και είδα πώς ο Ιεχωβάς, με μια καταιγίδα με κεραυνούς
και αστραπές, του ανακοίνωσε τις Δέκα Εντολές, ενώ ο ανάξιος λαός του
στο μεταξύ έστηνε το χρυσό μοσχάρι στους πρόποδες του βουνού και
παραδινόταν σε αρκετά έντονες διασκεδάσεις. Ήταν τόσο περίεργο και
απίστευτο να τα βλέπω όλα αυτά, αυτές τις ιερές ιστορίες, τους ήρωες και
τα θαύματά τους, που στα παιδικά μας χρόνια εμφύσησαν μέσα μας την
πρώτη δειλή υποψία ενός υπεράνθρωπου κόσμου, να διαδραματίζονται
εδώ, έναντι εισιτηρίου, μπροστά σ’ ένα ευχαριστημένο κοινό, που έτρωγε
ήσυχα τα ψωμάκια που είχε φέρει μαζί του, ήταν ένα νόστιμο μικρό
στιγμιότυπο της φτήνιας και του ξεπουλήματος του πολιτισμού αυτής της
εποχής. Θεέ μου, αν ήταν να αποφύγουμε αυτή την κτηνωδία, καλύτερα να
είχαν καταστραφεί τότε μεμιάς, εκτός από τους Αιγυπτίους, και οι Εβραίοι
και όλοι οι άλλοι άνθρωποι, να είχαν βρει έναν βίαιο και αξιοπρεπή θάνατο,
αντί για τούτη τη φρικτή νεκροφάνεια, τον μισό θάνατο τον οποίο
πεθαίνουμε σήμερα. Τι να γίνει όμως!
Οι κρυφές μου αναστολές, η ανομολόγητη δειλία μου για τον χορό των
μεταμφιεσμένων δεν έγινε μικρότερη με τον κινηματογράφο και με τα
ερεθίσματά του, αλλά αυξήθηκε ενοχλητικά, κι έπρεπε να πιέσω τον εαυτό
μου με τη σκέψη της Ερμίνε για να πάω τελικά στην αίθουσα του
Γκλόμπους και να περάσω το κατώφλι της. Ήταν αργά και ο χορός είχε
ανάψει εδώ και ώρα· νηφάλιος και δειλός, βρέθηκα, πριν ακόμη βγάλω το
παλτό μου, μέσα σ’ έναν συνωστισμό από μασκαράδες. Με σκουντούσαν
με οικειότητα, κορίτσια με καλούσαν να πάμε στο μπαρ με τις σαμπάνιες,
οι κλόουν με χτυπούσαν στον ώμο και μου μιλούσαν στον ενικό. Εγώ δεν
ανταποκρίθηκα σε τίποτα, στριμώχτηκα στον κατάμεστο χώρο,
προσπαθώντας με κόπο να φτάσω στην γκαρνταρόμπα, κι όταν πήρα
αποκεί το νούμερό μου, το έχωσα με μεγάλη προσοχή στην τσέπη μου, με
τη σκέψη πως ίσως να το χρειαζόμουν ξανά πολύ σύντομα, όταν θα είχα
βαρεθεί τον σαματά.
Σε όλους τους χώρους του μεγάλου κτιρίου επικρατούσε εορταστική
ατμόσφαιρα, σε όλες τις αίθουσες χόρευαν, ακόμα και στο υπόγειο, όλοι οι
διάδρομοι και οι σκάλες είχαν πλημμυρίσει από μάσκες, χορό, μουσική,
χαμόγελα και ποδοβολητό. Γλίστρησα στενοχωρημένος ανάμεσα στο
πλήθος, από τη νέγρικη ορχήστρα στη δημοτική μουσική, από τη μεγάλη
αστραφτερή κεντρική αίθουσα στους διαδρόμους, στις σκάλες, στα μπαρ,
στους μπουφέδες, στους πάγκους με τις σαμπάνιες. Οι τοίχοι ήταν
στολισμένοι κυρίως με έξαλλες αστείες ζωγραφιές των πιο νέων
καλλιτεχνών. Όλοι ήταν εκεί, καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι, διανοούμενοι,
επιχειρηματίες και φυσικά όλοι οι γλεντζέδες της πόλης. Σε μία από τις
ορχήστρες καθόταν ο μίστερ Πάμπλο και φύσαγε εκστασιασμένος το
όργανό του· όταν με αναγνώρισε, έπαιξε δυνατά μια μελωδία για να με
χαιρετήσει. Σπρωγμένος από το πλήθος, περνούσα από τον έναν χώρο στον
άλλο, ανέβηκα σκάλες, κατέβηκα σκάλες. Ένας διάδρομος στο υπόγειο είχε
διακοσμηθεί από τους καλλιτέχνες ως κόλαση, εκεί μέσα μια μπάντα από
διαβόλους χτύπαγε τα ταμπούρλα της σαν λυσσασμένη. Σιγά σιγά άρχισα
να κοιτάζω για την Ερμίνε και τη Μαρία, βγήκα σε αναζήτηση,
προσπάθησα πολλές φορές να μπω στην κεντρική αίθουσα, κάθε φορά
όμως έκανα λάθος ή το ρεύμα του πλήθους ήταν αντίθετο σ’ εμένα. Γύρω
στα μεσάνυχτα δεν είχα βρει ακόμη κανέναν· παρόλο που δεν είχα χορέψει,
ζεσταινόμουν και είχα ιδρώσει, σωριάστηκα στην κοντινότερη καρέκλα,
ανάμεσα σ’ εντελώς ξένους ανθρώπους, ζήτησα κρασί και διαπίστωσα πως
η συμμετοχή σε τέτοιες θορυβώδεις γιορτές δεν ήταν για έναν γέρο
άνθρωπο σαν κι εμένα. Έπινα το κρασί μου απογοητευμένος, κοίταζα τους
γυμνούς ώμους και τις γυμνές πλάτες των θηλυκών, έβλεπα τις άφθονες
γκροτέσκες μασκαρεμένες μορφές να περνούν, αφέθηκα να με σκουντούν
κι έδιωχνα σιωπηλός μερικά κορίτσια που ήθελαν να καθίσουν στα γόνατά
μου ή να χορέψουν μαζί μου. «Γερογκρινιάρη», φώναξε μία, και είχε δίκιο.
Αποφάσισα να πιω για να πάρω θάρρος και να φτιάξει το κέφι μου, αλλά
ακόμα και το κρασί δεν μου άρεσε, δεν μπορούσα να κατεβάσω ούτε το
δεύτερο ποτήρι. Και λίγο λίγο αντιλήφθηκα τον Λύκο της Στέπας να
στέκεται πίσω μου με τη γλώσσα έξω. Μ’ εμένα τίποτα δεν γινόταν,
βρισκόμουν σε λάθος μέρος. Είχα έρθει με τις καλύτερες προθέσεις, αλλά
εδώ δεν μπορούσα να χαρώ, όλη η θορυβώδης ευθυμία, τα γέλια κι όλη η
τρέλα μού φαίνονταν ηλίθια και βεβιασμένα.
Και έτσι κατά τη μία, απογοητευμένος και θυμωμένος, γλίστρησα πίσω
στην γκαρνταρόμπα για να φορέσω το παλτό μου και να φύγω. Ήταν μια
ήττα, μια επιστροφή στον Λύκο της Στέπας, και η Ερμίνε δεν θα μου το
συγχωρούσε με τίποτε. Όμως δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς.
Προσπαθώντας να διασχίσω το πλήθος για να φτάσω στην γκαρνταρόμπα,
κοίταξα άλλη μια φορά προσεκτικά γύρω μου, μήπως έβλεπα κάποια από
τις φίλες μου. Μάταια. Στάθηκα λοιπόν μπροστά στον πάγκο, ο ευγενικός
άνθρωπος που βρισκόταν πίσω του είχε απλώσει κιόλας το χέρι του για να
πάρει το νούμερό μου, εγώ έψαξα στην τσέπη του γιλέκου μου, το νούμερο
δεν ήταν πια εκεί! Διάβολε, αυτό μου έλειπε! Πολλές φορές μέσα στις
θλιβερές περιπλανήσεις μου στις αίθουσες και όταν κάθισα για να πιω το
άγευστο κρασί είχα βάλει το χέρι μου στην τσέπη, παλεύοντας με την
απόφαση να φύγω, και πάντα έβρισκα τη στρογγυλή επίπεδη πλακέτα στη
θέση της. Και τώρα έλειπε. Τα πάντα ήταν εναντίον μου.
«Έχασες το νούμερό σου;», ρώτησε με διαπεραστική φωνή ένας μικρός
κοκκινοκίτρινος διάβολος δίπλα μου. «Να, σύντροφε, μπορείς να πάρεις το
δικό μου», και μου το έτεινε μάλιστα. Ενώ εγώ το πήρα μηχανικά και το
στριφογύριζα στα δάχτυλά μου, το σβέλτο ανθρωπάκι είχε κιόλας
εξαφανιστεί.
Όταν έφερα τη μικρή στρογγυλή χαρτονένια πλακέτα κοντά στα μάτια
μου για να δω το νούμερο, πάνω της δεν υπήρχε κανένα νούμερο, μόνο ένα
ορνιθοσκάλισμα με μικρά γράμματα. Παρακάλεσα τον υπάλληλο της
γκαρνταρόμπας να περιμένει, πήγα στο πλησιέστερο φως και διάβασα. Με
μικρά ακατάστατα γράμματα, δυσανάγνωστα και κάπως κακογραμμένα,
ήταν γραμμένο:
ΑΠΟΨΕ, ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΕΣΣΕΡΙΣ, ΣΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
–ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΠΑΡΑΦΡΟΝΕΣ–
ΤΙΜΗ ΕΙΣΟΔΟΥ: ΤΑ ΛΟΓΙΚΑ ΣΟΥ.
ΟΧΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΘΕΝΑ. Η ΕΡΜΙΝΕ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ.
Όπως μια μαριονέτα της οποίας τα νήματα είχαν ξεφύγει για μια στιγμή
από τον χειριστή της ζωντανεύει πάλι ύστερα από τον σύντομο άκαμπτο
θάνατο και την απάθεια και ξαναρχίζει το παιχνίδι χορεύοντας και
χειρονομώντας, έτσι έτρεχα κι εγώ πίσω από το μαγικό σύρμα που μ’
έσερνε, επιστρέφοντας ξανά ευλύγιστος, νέος κι ανυπόμονος στην οχλοβοή
από την οποία μόλις πριν λίγο είχα δραπετεύσει κουρασμένος, ανόρεχτος
και γέρος. Ποτέ αμαρτωλός δεν βιάστηκε τόσο πολύ να πάει στην κόλαση.
Τα λουστρινένια παπούτσια μου προηγουμένως μ’ έσφιγγαν, η βαριά
αρωματισμένη ατμόσφαιρα με αηδίαζε, η ζέστη με αποχαύνωνε· τώρα
έτρεχα σβέλτος με φτερά στα πόδια μέσα στις αίθουσες στον ρυθμό του
ουάνστεπ, πηγαίνοντας στην κόλαση, ένιωθα την ατμόσφαιρα γεμάτη
μαγεία, με νανούριζαν και μ’ έκαναν ανάλαφρο η ζέστη, η ξέφρενη
μουσική, ο ίλιγγος των χρωμάτων, το άρωμα των γυναικείων ώμων, το
μεθύσι εκατοντάδων ανθρώπων, το γέλιο, ο χορός, η λάμψη των
ξαναμμένων βλεμμάτων. Μια Σπανιόλα χορεύτρια έπεσε στην αγκαλιά
μου: «Χόρεψε μαζί μου!» – «Δεν γίνεται», είπα, «πρέπει να πάω στην
κόλαση. Μα θα έπαιρνα ευχαρίστως μαζί μου ένα σου φιλί». Το κόκκινο
στόμα κάτω από τη μάσκα με πλησίασε, και τότε μόνο, με το φιλί,
αναγνώρισα τη Μαρία. Την έσφιξα δυνατά στην αγκαλιά μου, και το στόμα
της άνθισε σαν ένα μεγάλο καλοκαιρινό τριαντάφυλλο. Να λοιπόν που
τώρα χορεύαμε με τα χείλη μας ακόμη ενωμένα, περάσαμε χορεύοντας
μπροστά από τον Πάμπλο, που αγκάλιαζε σαν ερωτευμένος το πνευστό
όργανο με το τρυφερό κλάμα. Ακτινοβόλο και κάπως αφηρημένο μας
τύλιξε το όμορφο ζωώδες βλέμμα του. Αλλά, πριν κάνουμε είκοσι βήματα,
η μουσική σταμάτησε, και, δυσαρεστημένος, άφησα τη Μαρία από την
αγκαλιά μου.
«Ευχαρίστως θα χόρευα ακόμα μία φορά μαζί σου», είπα μεθυσμένος από
τη ζεστασιά της, «έλα μερικά βήματα μαζί μου, είμαι ερωτευμένος με το
όμορφο χέρι σου, άφησέ το μια στιγμή ακόμα! Αλλά, βλέπεις, μ’ έχει
φωνάξει η Ερμίνε. Είναι στην κόλαση».
«Το φαντάστηκα. Αντίο, Χάρρυ, θα σε θυμάμαι με αγάπη». Με
αποχαιρέτησε. Ήταν αποχαιρετισμός, ήταν φθινόπωρο, ήταν πεπρωμένο
αυτό το άρωμα που τόσο ώριμα και ολοκληρωμένα είχε ευωδιάσει το
καλοκαιρινό τριαντάφυλλο.
Συνέχισα να τρέχω διασχίζοντας διαδρόμους γεμάτους από αισθησιακό
συνωστισμό, κατέβηκα τις σκάλες και βρέθηκα στην κόλαση. Εκεί πάνω
στους κατάμαυρους τοίχους έκαιγαν ζωηρές εχθρικές λάμπες και η
ορχήστρα των διαβόλων έπαιζε πυρετικά. Πάνω σ’ ένα ψηλό σκαμνί του
μπαρ καθόταν ένας όμορφος νέος χωρίς μάσκα, με φράκο, που με
περιεργάστηκε μ’ ένα βλέμμα ειρωνικό. Ο στρόβιλος των χορευτών με
στρίμωξε στον τοίχο, είκοσι περίπου ζευγάρια χόρευαν σ’ έναν πολύ στενό
χώρο. Αχόρταγα και δειλά παρατηρούσα όλες τις γυναίκες, οι περισσότερες
φορούσαν ακόμη μάσκα, μερικές μου χαμογέλασαν, αλλά καμία δεν ήταν η
Ερμίνε. Ο όμορφος νέος πάνω στο ψηλό σκαμνί του μπαρ κοίταζε
κοροϊδευτικά προς το μέρος μου. Στο επόμενο χορευτικό διάλειμμα,
σκέφτηκα, θα ερχόταν εκείνη να με φωνάξει. Ο χορός τελείωσε, αλλά
κανείς δεν ήρθε.
Πήγα απέναντι, στο μπαρ, που ήταν στριμωγμένο σε μια γωνιά της
μικρής χαμηλοτάβανης αίθουσας. Στάθηκα δίπλα στο σκαμνί του νεαρού
και ζήτησα να μου δώσουν ένα ουίσκι. Καθώς έπινα, παρατηρούσα το
προφίλ του νέου, μου φαινόταν τόσο γνωστό και γοητευτικό, σαν μια
εικόνα από πολύ μακρινούς καιρούς, πολύτιμη μέσα από το ήσυχο πέπλο
της σκόνης του παρελθόντος. Τότε κάτι σκίρτησε μέσα μου: Μα αυτός ήταν
ο Έρμαν, ο φίλος της νιότης μου!
«Έρμαν!», είπα διστακτικά.
Γέλασε. «Χάρρυ; Με βρήκες λοιπόν;»
Ήταν η Ερμίνε, είχε αλλάξει μόνο κάπως το χτένισμά της και ήταν
ελαφρά μακιγιαρισμένη· ιδιόρρυθμο και χλωμό με κοίταζε το έξυπνο
πρόσωπό της μέσα από το μοντέρνο όρθιο κολάρο, τα χέρια της πρόβαλλαν
περίεργα μικροσκοπικά μέσα από τα φαρδιά μαύρα μανίκια του φράκου και
από τις λευκές μανσέτες, περίεργα κομψά ήταν τα πόδια της, με τις
ασπρόμαυρες, μεταξωτές, αντρικές κάλτσες, έτσι όπως έβγαιναν από το
μαύρο μακρύ παντελόνι.
«Με τούτο το κοστούμι, Ερμίνε, θέλεις να με κάνεις να σε ερωτευτώ;»
Έγνεψε καταφατικά. «Μέχρι στιγμής έχω κάνει κάμποσες γυναίκες να μ’
ερωτευτούν. Τώρα όμως είναι η σειρά σου. Ας πιούμε πρώτα ένα ποτήρι
σαμπάνια».
Αυτό και κάναμε, κουρνιασμένοι στα ψηλά σκαμνιά, ενώ δίπλα μας ο
χορός συνεχιζόταν και η καυτή μουσική των εγχόρδων φούντωνε. Και
χωρίς να κάνει η Ερμίνε καμία φανερή προσπάθεια, εγώ δεν άργησα να την
ερωτευτώ. Επειδή φορούσε αντρικά ρούχα, δεν μπορούσα να χορέψω μαζί
της, δεν μπορούσα να της δείξω καμιά τρυφερότητα, δεν μου επιτρεπόταν
καμιά επαφή, κι ενώ έδειχνε απόμακρη και ουδέτερη μέσα στην αντρική
μεταμφίεσή της, με τύλιγε με βλέμματα, με λόγια, με χειρονομίες, με όλα
τα θέλγητρα της θηλυκότητάς της. Χωρίς καν να την αγγίξω, υποτάχθηκα
στη μαγεία της, κι αυτή η ίδια η μαγεία ήταν μέρος του ρόλου της, ήταν
ερμαφρόδιτη. Γιατί μιλούσε μαζί μου για τον Έρμαν και για την παιδική
ηλικία, τη δική της και τη δική μου, για τα χρόνια εκείνα όταν ωριμάζει το
φύλο, όταν η νεανική ερωτική δυνατότητα δεν αγκαλιάζει μόνο τα δύο
φύλα, αλλά τα πάντα και καθετί το αισθησιακό και πνευματικό,
προσφέροντάς τους τη μαγεία του έρωτα και την παραμυθένια ικανότητα
της μεταμόρφωσης που ξαναβρίσκουμε μόνο στους εκλεκτούς και στους
ποιητές, καμιά φορά ακόμα και σε πιο προχωρημένη ηλικία. Εκείνη έπαιζε
πέρα για πέρα τον νεαρό, κάπνιζε τσιγάρα, φλυαρούσε αβίαστα και με
πνεύμα, συχνά με διάθεση κοροϊδίας. Όλα όμως γίνονταν λαμπερά από τον
Έρωτα και τα πάντα μεταμορφώνονταν στον δρόμο για τις αισθήσεις μου
σε μια θεσπέσια σαγήνη.
Πόσο καλά και πόσο βαθιά νόμιζα πως ήξερα την Ερμίνε, και πόσο
εντελώς καινούργια μου εμφανιζόταν τούτη τη νύχτα! Πόσο απαλά και
απαρατήρητα άπλωνε γύρω μου τον ποθητό ιστό, πόσο παιχνιδιάρικα, σαν
νεράιδα, μου έδινε να πιω το πιο γλυκό δηλητήριο!
Καθόμασταν και φλυαρούσαμε πίνοντας σαμπάνια. Σεργιανίσαμε στις
αίθουσες σαν παρατηρητικοί εξερευνητές, διαλέγοντας ζευγάρια και
κρυφακούγοντας το ερωτικό παιχνίδι τους. Μου υπέδειξε γυναίκες και με
παρότρυνε να χορέψω μαζί τους, μου έδινε συμβουλές για την τέχνη της
αποπλάνησης που θα χρησιμοποιούσα για τη μία ή για την άλλη γυναίκα.
Παριστάναμε τους αντιζήλους, τριγυρίζαμε για λίγο την ίδια γυναίκα,
χορεύαμε διαδοχικά μαζί της, προσπαθούσαμε και οι δύο να την
κερδίσουμε. Κι όμως όλα αυτά ήταν μόνο ένα παιχνίδι μεταμφιεσμένων,
ήταν μόνο ένα παιχνίδι ανάμεσα σ’ εμάς τους δύο, που μας συνύφαινε όλο
και πιο στενά και άναβε μεταξύ μας τον πόθο. Όλα ήταν ένα παραμύθι,
ήταν κατά μία διάσταση πιο πλούσια, κατά μία έννοια πιο βαθιά, ήταν
παιχνίδι και σύμβολο. Είδαμε μια πολύ όμορφη νέα γυναίκα που φαινόταν
δυστυχισμένη και ανικανοποίητη, ο Έρμαν χόρεψε μαζί της, την έκανε να
ανοίξει σαν λουλούδι, εξαφανίστηκε μαζί της σ’ ένα περίπτερο όπου
πρόσφεραν σαμπάνια και αργότερα μου διηγήθηκε πως εκείνη τη γυναίκα
δεν την είχε κατακτήσει σαν άντρας, αλλά σαν γυναίκα, με τα θέλγητρα της
Λέσβου. Για μένα όμως όλο αυτό το κτίριο που αντηχούσε από μουσική, με
τις αίθουσες γεμάτες χορευτική πανδαισία, αυτό το μεθυσμένο πλήθος των
μεταμφιεσμένων γινόταν σιγά σιγά ένας τρελά ονειρικός παράδεισος, το
κάθε λουλούδι συναγωνιζόταν το άλλο με το άρωμά του, ψηλάφιζα τον
έναν καρπό ύστερα από τον άλλο με δάχτυλα δοκιμαστή, φίδια με κοίταζαν
σαγηνευτικά μέσα από πράσινα σκιερά φυλλώματα, άνθη λωτού
περιφέρονταν σε μαύρους βάλτους, μαγικά πουλιά πάνω στα κλαδιά με
προέτρεπαν, και όλα με οδηγούσαν στον ποθητό στόχο, όλα με καλούσαν
με καινούργια λαχτάρα στη μοναδική Εκείνη. Κάποια στιγμή χόρεψα μ’
ένα άγνωστο κορίτσι, φλογερός και απαιτητικός, την παρέσυρα στον ίλιγγο
και στην έκσταση, κι ενώ στροβιλιζόμασταν μέσα στο εξωπραγματικό, μου
είπε ξαφνικά γελώντας: «Έχεις γίνει αγνώριστος, ήσουν τόσο κουτός και
βαρετός απόψε». Κι εγώ αναγνώρισα εκείνη που πριν από λίγες ώρες με
είχε αποκαλέσει «γερογκρινιάρη». Τώρα λοιπόν νόμιζε πως ήμουν στη
διάθεσή της, αλλά στον επόμενο χορό ήταν μια άλλη εκείνη που μ’ ερέθιζε.
Χόρευα ασταμάτητα δύο ώρες ή και περισσότερο, τον κάθε χορό, ακόμα
και χορούς που ποτέ δεν είχα μάθει. Συνεχώς ξεπρόβαλλε δίπλα μου ο
Έρμαν, ο χαμογελαστός νεαρός, μου έγνεφε κι εξαφανιζόταν μέσα στον
συνωστισμό.
Μια εμπειρία που μου ήταν άγνωστη επί πενήντα χρόνια, παρόλο που
ήταν γνωστή σε κάθε κοριτσόπουλο και σε κάθε φοιτητή, μου
προσφέρθηκε εκείνη τη νύχτα του χορού: η εμπειρία της γιορτής, η μέθη
της εορταστικής συντροφιάς, το μυστήριο της εκμηδένισης του ατόμου
μέσα στη μάζα και των μυστικών δεσμών της χαράς. Είχα ακούσει συχνά
να μιλούν γι’ αυτό, το γνώριζε η κάθε υπηρέτρια, και συχνά έβλεπα τη
λάμψη στα μάτια εκείνων που το περιέγραφαν, πάντα όμως χαμογελούσα
λίγο υπεροπτικά και εν μέρει με φθόνο. Εκείνη τη λάμψη στα εκστατικά
μάτια ενός μεταρσιωμένου, κάποιου που έχει λυτρωθεί από τον ίδιο τον
εαυτό του, αυτό το χαμόγελο και τη μισότρελη βύθιση εκείνου που
αναγεννιέται μέσα στη μέθη της συντροφικότητας τα είχα δει εκατοντάδες
φορές στη ζωή, σε ευγενικά και σε χυδαία παραδείγματα, σε μεθυσμένους
νεοσύλλεκτους και ναύτες, όπως ακριβώς και σε μεγάλους καλλιτέχνες, μες
στον ενθουσιασμό εορταστικών παραστάσεων, και όχι λιγότερο σε νεαρούς
στρατιώτες που πήγαιναν στον πόλεμο, κι ακόμα, τον τελευταίο καιρό,
αυτή τη λάμψη και το χαμόγελο της ευτυχισμένης μεταρσίωσης τα είχα
θαυμάσει, αγαπήσει, κοροϊδέψει και φθονήσει στον φίλο μου τον Πάμπλο,
όταν μακάριος έσκυβε πάνω από το σαξόφωνό του, μεθυσμένος από τη
μουσική της ορχήστρας, ή παρατηρούσε γοητευμένος και εκστατικός τον
μαέστρο, τον ντράμερ ή τον άνθρωπο που έπαιζε το μπάντζο. Κάποτε είχα
σκεφτεί πως ένα τέτοιο χαμόγελο, μια τέτοια παιδιάστικη ακτινοβολία ήταν
δυνατά μόνο στους εντελώς νέους ανθρώπους ή σ’ εκείνους τους λαούς που
δεν επιτρέπουν κανέναν ισχυρό ατομικισμό και διαφοροποίηση της
μεμονωμένης προσωπικότητας. Αλλά σήμερα, τούτη την ευλογημένη
νύχτα, ακτινοβολούσα κι εγώ ο ίδιος, ο Λύκος της Στέπας, ο Χάρρυ, αυτό
το χαμόγελο, κολυμπούσα κι εγώ ο ίδιος σ’ αυτήν τη βαθιά παιδιάστικη,
παραμυθένια ευτυχία, ανέπνεα ο ίδιος αυτό το γλυκό όνειρο και το μεθύσι
της συντροφικότητας, της μουσικής, του ρυθμού, του κρασιού και του
σαρκικού πόθου· τον ύμνο αυτού του χαμόγελου τον άκουγα άλλοτε από
κάποιους σπουδαστές, όταν κουβέντιαζαν για έναν χορό, και τόσο συχνά
τον αντιμετώπιζα με ειρωνεία και φτωχή υπεροψία. Δεν ήμουν πια εγώ, η
προσωπικότητά μου είχε διαλυθεί στο μεθύσι της γιορτής όπως το αλάτι
στο νερό. Χόρευα με τη μία ή με την άλλη γυναίκα, αλλά δεν ήταν μόνο
εκείνη που κρατούσα στην αγκαλιά μου, της οποίας τα μαλλιά με χάιδευαν
απαλά καθώς ρουφούσα το άρωμά της, αλλά όλες, όλες μαζί οι άλλες
γυναίκες που έπλεαν μέσα στην ίδια αίθουσα, στον ίδιο χορό, με την ίδια
μουσική, των οποίων τα λαμπερά πρόσωπα περνούσαν μπροστά μου σαν
μεγάλα φανταστικά άνθη, όλες μου ανήκαν, σε όλες ανήκα, όλοι
κοινωνούσαμε ο ένας τον άλλο. Σ’ αυτή την εμπειρία ανήκαν και οι άντρες,
και σ’ εκείνους είχα εισδύσει, κι εκείνοι δεν μου ήταν ξένοι, το χαμόγελό
τους ήταν δικό μου, ο τρόπος που πολιορκούσαν ήταν ο δικός μου, ό,τι μου
ανήκε ήταν δικό τους.
Ένας νέος χορός, ένα φοξ τροτ, είχε κατακτήσει τον κόσμο εκείνον τον
χειμώνα, με τον τίτλο Yearning. Αυτό το Yearning επαναλαμβανόταν
αδιάκοπα, και πάλι το ζήταγε ο κόσμος από την αρχή, όλοι ήμασταν
ποτισμένοι κι αφιονισμένοι απ’ αυτό, όλοι μαζί μουρμουρίζαμε τη μελωδία
του. Χόρευα ασταμάτητα με κάθε γυναίκα που βρισκόταν μπροστά μου, με
όλα τα νέα κορίτσια, με όλες τις ανθισμένες νεαρές γυναίκες, με ώριμες
σαν καλοκαιρινά φρούτα, με μελαγχολικές μαραμένες· απ’ όλες
γοητευμένος, γελαστός, ευτυχισμένος, ακτινοβολώντας. Κι όταν με είδε ο
Πάμπλο να λάμπω έτσι, εμένα, που με ήξερε σαν έναν ιδιαίτερα
αξιολύπητο φτωχό διάβολο, άστραψαν τα μάτια του από χαρά, σηκώθηκε
ενθουσιασμένος από το κάθισμά του στην ορχήστρα, φύσηξε δυνατά στην
τρομπέτα του, ανέβηκε στην καρέκλα κι άρχισε να παίζει όρθιος με
φουσκωμένα μάγουλα, ενώ ταλαντευόταν, αυτός και το όργανο του, άγριος
και μακάριος στον ρυθμό του Yearning, όσο για μένα και την παρτενέρ μου,
του στέλναμε με τα χέρια μας φιλιά και τραγουδούσαμε κι εμείς δυνατά.
Αχ, σκεφτόμουν στο μεταξύ, ας μου συμβεί ό,τι θέλει, για μια φορά είμαι κι
εγώ ευτυχισμένος, ακτινοβολώ, είμαι απελευθερωμένος από τον εαυτό μου,
είμαι ένας αδελφός του Πάμπλο, ένα παιδί.
Το αίσθημα του χρόνου το είχα χάσει, δεν ξέρω πόσες ώρες ή στιγμές
κράτησε αυτή η ευτυχισμένη έκσταση. Ούτε και παρατήρησα πως, όσο
φούντωνε η γιορτή, τόσο περιοριζόταν όλο και σε στενότερο χώρο. Οι
περισσότεροι είχαν φύγει ήδη, στους διαδρόμους επικρατούσε ησυχία, οι
σκάλες είχαν νεκρωθεί, στις επάνω αίθουσες οι ορχήστρες σώπαιναν η μία
ύστερα από την άλλη κι έφευγαν, μόνο στην κεντρική αίθουσα και στην
κόλαση λυσσομανούσε ακόμη η μουσική και δυνάμωνε η φλόγα του
πολύχρωμου εορταστικού μεθυσιού. Επειδή με την Ερμίνε, με τον νεαρό,
δεν επιτρεπόταν να χορέψω, ανταμώναμε μόνο φευγαλέα στα διαλείμματα
του χορού και χαιρετιόμασταν, ώσπου τελικά εκείνη εξαφανίστηκε όλως
διόλου, όχι μόνο από τα μάτια μου, αλλά κι από τη σκέψη μου. Δεν
σκεπτόμουν πια τίποτε. Λυτρωμένος, έπλεα σε μια μεθυστική χορευτική
αίσθηση από αρώματα, ήχους, αναστεναγμούς, από λόγια που με άγγιζαν,
από άγνωστα μάτια που με χαιρετούσαν, ξαναμμένος, τριγυρισμένος από
ξένα πρόσωπα, χείλη, μάγουλα, χέρια, στήθη, γόνατα, παρασυρμένος εδώ
κι εκεί στον ρυθμό των κυμάτων της μουσικής.
Και τότε, μισοξυπνώντας κάποια στιγμή, είδα ξαφνικά ανάμεσα στους
τελευταίους που απέμεναν ακόμη και γέμιζαν τώρα μια από τις μικρότερες
αίθουσες, την τελευταία όπου ακόμη ακουγόταν μουσική, είδα λοιπόν
ξαφνικά ένα όμορφο, δροσερό κορίτσι, μεταμφιεσμένο σε μαύρο πιερότο,
με το πρόσωπο βαμμένο κατάλευκο, μια γοητευτική μορφή, η μόνη που
φορούσε μάσκα και την οποία δεν είχα δει ακόμη όλη τη νύχτα. Ενώ σε
όλους τους άλλους φαινόταν πως η ώρα ήταν προχωρημένη, καθώς τα
πρόσωπα ήταν κόκκινα και ξαναμμένα, τα κοστούμια τσαλακωμένα, οι
γιακάδες και τα κολάρα μαραμένα, ο μαυροντυμένος πιερότος στεκόταν
δροσερός και φρέσκος, με το λευκό πρόσωπό του κρυμμένο πίσω από τη
μάσκα, με ατσαλάκωτο κοστούμι, με ανέπαφο κολάρο, κάτασπρες
δαντελένιες μανσέτες κι άψογο χτένισμα. Κάτι με τράβηξε και την
πλησίασα, την αγκάλιασα, την παρέσυρα στον χορό, η αρωματισμένη της
ωμοπλάτη μου γαργαλούσε το πιγούνι, τα μαλλιά της μου χάιδευαν το
μάγουλο, το σφιχτό νεανικό σώμα της ανταποκρινόταν στις κινήσεις μου
πιο θερμά και πιο οικεία απ’ όλες τις άλλες χορεύτριες εκείνης της νύχτας:
Αποτραβιόταν, με πίεζε και με προκαλούσε παιχνιδιάρικα σε ολοένα
καινούργιες επαφές. Και ξαφνικά, ενώ έσκυψα χορεύοντας και αναζήτησα
το στόμα της με το δικό μου, το στόμα εκείνο μου χαμογέλασε υπεροπτικά
και γνώριμα, αναγνώρισα το θεληματικό πιγούνι, αναγνώρισα ευτυχισμένος
τους ώμους, τους αγκώνες, τα χέρια. Ήταν η Ερμίνε, όχι πια ο Έρμαν,
ντυμένη διαφορετικά, δροσερή, ελαφρά αρωματισμένη και πουδραρισμένη.
Τα χείλη μας συναντήθηκαν φλογισμένα, για μια στιγμή κόλλησε πάνω μου
απαιτητικό και παραδομένο ολόκληρο το σώμα της, ως τα γόνατά της,
ύστερα τράβηξε μακριά το στόμα της κι άρχισε να χορεύει επιφυλακτική
και απομακρυσμένη. Όταν σταμάτησε η μουσική, μείναμε όρθιοι και
αγκαλιασμένοι, όλα τα ζευγάρια γύρω μας χειροκροτούσαν ξαναμμένα,
ποδοβολούσαν, κραύγαζαν και πίεζαν την εξαντλημένη ορχήστρα να
επαναλάβει το Yearning. Και τότε ξαφνικά όλοι αντιληφθήκαμε το πρωινό,
είδαμε το ωχρό φως πίσω από τις κουρτίνες, νιώσαμε να πλησιάζει το τέλος
της ηδονής, μαντέψαμε την κούραση που ερχόταν και ριχτήκαμε σαν
τυφλοί, χαχανίζοντας απελπισμένα, ακόμα μία φορά στον χορό, στη
μουσική, στη φωτεινή πλημμύρα, τα βήματά μας λυσσομανούσαν στον
ρυθμό, και, καθώς τα ζευγάρια ήταν σφιγμένα το ένα με το άλλο,
αισθανθήκαμε γι’ άλλη μια φορά μακάριοι το μεγάλο κύμα να παφλάζει
πάνω μας. Σε τούτον τον χορό η Ερμίνε άφησε κατά μέρος την
υπεροπτικότητά της, την ειρωνεία της, την ψυχρότητά της – ήξερε πως δεν
χρειαζόταν πια να κάνει τίποτα για να την ερωτευτώ. Ήμουν δικός της. Κι
εκείνη αφέθηκε στον χορό, στο βλέμμα, στο φιλί, στο χαμόγελο. Όλες οι
γυναίκες αυτής της πυρετικής νύχτας με τις οποίες είχα χορέψει, αυτές που
είχα ανάψει και με είχαν ανάψει, όλες όσες προσπάθησα να κατακτήσω,
εκείνες πάνω στις οποίες σφίχτηκα με πόθο, αυτές που κοίταξα με ερωτική
λαχτάρα είχαν ενωθεί όλες μαζί και είχαν γίνει μία, μοναδική, αυτή που
άνθιζε στην αγκαλιά μου.
Ο γαμήλιος αυτός χορός κράτησε πολύ. Δυο τρεις φορές η μουσική
έπαψε, εκείνοι που έπαιζαν τα πνευστά άφησαν τα όργανά τους, ο
πιανίστας σηκώθηκε από το πιάνο του, ο πρώτος βιολιστής κουνούσε το
κεφάλι του αρνητικά και κάθε φορά όλοι έπαιρναν φωτιά από την
ικετευτική παραφορά των τελευταίων χορευτών, άρχιζαν ξανά να παίζουν,
έπαιζαν πιο γρήγορα, πιο άγρια. Ύστερα όμως –εμείς στεκόμασταν ακόμη
αγκαλιασμένοι σφιχτά και λαχανιασμένοι από τον τελευταίο άπληστο
χορό– το καπάκι του πιάνου έκλεισε με κρότο, τα χέρια μας κρεμάστηκαν
κουρασμένα, σαν τα πνευστά και τα βιολιά, ο φλαουτίστας, με μάτια που
έκλειναν, έχωσε το φλάουτο στη θήκη του, οι πόρτες άνοιξαν, ο παγωμένος
αέρας φύσηξε μέσα, οι υπηρέτες εμφανίστηκαν με τα παλτά τους και ο
μπάρμαν έσβησε τα φώτα. Όλα διαλύονταν σαν στοιχειωμένα,
ανατριχιαστικά, οι χορευτές, αυτοί που πριν από λίγο άναβαν και κόρωναν,
τώρα έβαζαν βιαστικά και τουρτουρίζοντας τα παλτά τους, σηκώνοντας
ψηλά τους γιακάδες. Η Ερμίνε στεκόταν χλωμή, μα χαμογελαστή. Σήκωσε
αργά τα χέρια και τράβηξε πίσω τα μαλλιά της, η μασχάλη της έλαμψε στο
φως, μια λεπτή, απέραντα τρυφερή σκιά χαράχτηκε αποκεί ως το
καλυμμένο στήθος της, κι αυτή η μικρή τρεμάμενη σκιερή δέσμη μού
φάνηκε πως συγκέντρωνε, σαν ένα χαμόγελο, όλα τα θέλγητρα, όλα τα
παιχνίδια, τις δυνατότητες του όμορφου κορμιού της.
Στεκόμασταν κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο, τελευταίοι στην αίθουσα,
τελευταίοι στο οίκημα. Κάτω άκουσα μια πόρτα να χτυπά, ένα ποτήρι να
σπάει, ένα χαχάνισμα να σβήνει σμίγοντας με τον εχθρικό βιαστικό θόρυβο
των αυτοκινήτων που έπαιρναν μπρος. Κάπου, σε ακαθόριστη απόσταση
και ύψος, άκουσα να ηχεί ένα γέλιο, ένα ασυνήθιστα φωτεινό, χαρούμενο,
συνάμα όμως ανατριχιαστικό και ξένο γέλιο, ένα γέλιο σαν από κρύσταλλο
και πάγο, λαμπρό, ακτινοβόλο, αλλά ψυχρό και αδυσώπητο. Πώς μου
φαινόταν όμως γνώριμο αυτό το γέλιο; Αυτό δεν μπόρεσα να το βρω.
Στεκόμασταν και κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο. Για μια στιγμή συνήλθα κι
ένιωσα νηφάλιος, αισθάνθηκα να με πιάνει ξαφνικά μια τρομερή κούραση,
αισθάνθηκα τα ρούχα μου, μουσκεμένα από τον ιδρώτα, να κρέμονται
πάνω μου αηδιαστικά υγρά και χλιαρά, είδα τα χέρια μου να προβάλουν
κόκκινα, με τις φλέβες φουσκωμένες, μέσα από τις τσαλακωμένες και
ιδρωμένες μανσέτες. Αμέσως όμως όλα ξεχάστηκαν, ένα βλέμμα της
Ερμίνε διέλυσε τα πάντα. Από το βλέμμα της, απ’ όπου φαινόταν να με
κοιτάζει η ψυχή μου, κατέρρευσε όλη η πραγματικότητα, ακόμα και η
πραγματικότητα της αισθησιακής λαχτάρας μου για κείνη. Κοιτάζαμε ο
ένας τον άλλο μαγεμένοι, και η φτωχή μικρή ψυχή μου με παρατηρούσε.
«Είσαι έτοιμος;», ρώτησε η Ερμίνε, και το χαμόγελό της πέταξε και
χάθηκε, όπως χάθηκε και η σκιά που έπεφτε στο στήθος της. Απόμακρο
έσβηνε εκείνο το ξένο γέλιο ψηλά, μέσα σε κάποιους άγνωστους χώρους.
Έγνεψα καταφατικά. Ω ναι, ήμουν έτοιμος.
Τώρα φάνηκε στην πόρτα ο Πάμπλο, ο μουσικός, και μας φώτισε με τα
χαρούμενα μάτια του, που τελικά ήταν τα μάτια ενός ζώου· τα μάτια των
ζώων όμως είναι πάντα σοβαρά, ενώ τα δικά του γελούσαν αδιάκοπα και το
γέλιο τους τα έκανε ανθρώπινα. Μας έκανε νόημα με όλη την εγκάρδια
φιλικότητά του. Είχε φορέσει μια πολύχρωμη μεταξωτή ρόμπα, που άφηνε
να φαίνονται πάνω από τα κόκκινα πέτα της το μουσκεμένο κολάρο του
πουκαμίσου του και το κατάκοπο χλωμό πρόσωπο του, παράξενα μαραμένο
και άχρωμο, αλλά τα φωτεινά μαύρα μάτια του διέψευδαν αυτή την
εντύπωση. Κι αυτά επίσης αναιρούσαν την πραγματικότητα, κι αυτά
μάγευαν.
Υπακούσαμε στο νεύμα του, και, περνώντας την πόρτα, εκείνος μου είπε
ψιθυριστά: «Αδελφέ Χάρρυ, σας προσκαλώ σε μια μικρή διασκέδαση.
Είσοδος μόνο για παράφρονες, αντίτιμο εισόδου τα λογικά σας. Είστε
έτοιμος;». Πάλι έγνεψα καταφατικά.
Αξιαγάπητο παιδί! Τρυφερά και με φροντίδα μάς πήρε από το μπράτσο,
την Ερμίνε δεξιά, εμένα αριστερά, και μας οδήγησε από μια σκάλα ψηλά σ’
ένα μικρό στρογγυλό δωμάτιο, που φωτιζόταν αποπάνω με ένα γαλαζωπό
φως και ήταν σχεδόν άδειο· δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκεί μέσα εκτός από
ένα μικρό στρογγυλό τραπέζι και τρεις καρέκλες, όπου και καθίσαμε.
Πού ήμασταν; Κοιμόμουν; Ήμουν στο σπίτι μου; Καθόμουν μέσα σ’ ένα
αυτοκίνητο που έτρεχε; Όχι, καθόμουν μέσα σ’ ένα στρογγυλό δωμάτιο
φωτισμένο γαλάζια, σε μια αραιωμένη ατμόσφαιρα, σε μια όχι πια στεγανή
πραγματικότητα. Μα γιατί ήταν η Ερμίνε τόσο χλωμή; Γιατί μιλούσε τόσο
πολύ ο Πάμπλο; Μήπως εγώ ήμουν αυτός που τον έκανε να μιλά, εγώ που
μιλούσα με το στόμα του; Δεν ήταν η δική μου ψυχή, αυτό το φοβισμένο
χαμένο πουλί, που με κοίταζε μέσα από τα μαύρα του μάτια, ακριβώς όπως
και από τα μάτια της Ερμίνε;
Με όλη την αγαθή και κάπως τελετουργική φιλικότητά του ο φίλος μας ο
Πάμπλο μας κοίταζε και μας μιλούσε, μιλούσε πολύ και γι’ αρκετό
διάστημα. Αυτός, τον οποίο ποτέ δεν είχα ακούσει να μιλά με ειρμό, που
δεν ενδιαφερόταν για καμία συζήτηση, που δεν τον θεωρούσα ικανό ούτε
καν να σκεφτεί, τώρα μιλούσε, κουβέντιαζε με την καλή, ζεστή φωνή του,
εύγλωττα κι αλάνθαστα.
«Φίλοι, σας κάλεσα σε μια διασκέδαση την οποία ο Χάρρυ λαχταρούσε
από καιρό, την ονειρευόταν από καιρό. Είναι λίγο αργά και πιθανόν να
είμαστε όλοι ελαφρώς κουρασμένοι. Γι’ αυτό ας ξεκουραστούμε λίγο εδώ,
για να πάρουμε δυνάμεις».
Από μια εσοχή του τοίχου πήρε τρία ποτηράκια και μια μικρή αστεία
μπουκάλα, πήρε ένα μικρό εξωτικό κουτί από πολύχρωμο ξύλο, γέμισε τα
τρία ποτηράκια από την μπουκάλα ως πάνω, έβγαλε από το κουτί τρία
λεπτά, μακριά, κίτρινα τσιγάρα, έβγαλε από τη μεταξωτή ρόμπα έναν
αναπτήρα και μας πρόσφερε φωτιά. Τώρα ο καθένας μας, καθισμένος
αναπαυτικά στην καρέκλα του, κάπνιζε το τσιγάρο του, που έβγαζε έναν
καπνό πυκνό σαν θυμίαμα, κι έπινε με μικρές αργές γουλιές το γλυκόπικρο,
αλλόκοτα άγνωστο ποτό, με την ξένη γεύση, που επιδρούσε αφάνταστα
αναζωογονητικά και μας έκανε ευτυχισμένους, σαν να μας είχαν γεμίσει με
γκάζι και να είχαμε χάσει το βάρος μας. Καθόμασταν λοιπόν και καπνίζαμε
με μικρές ρουφηξιές, αναπαυόμασταν, πίναμε αργά από τα ποτήρια μας,
νιώθαμε να γινόμαστε ανάλαφροι και χαρούμενοι. Τότε μίλησε ο Πάμπλο
σιγανά με τη ζεστή φωνή του:
«Είναι χαρά μου, αγαπητέ Χάρρυ, που σήμερα έχω την ευκαιρία να σας
περιποιηθώ λιγάκι. Συχνά είχατε αηδιάσει από τη ζωή σας. Προσπαθήσατε
να ξεφύγετε, έτσι δεν είναι; Ποθείτε να αφήσετε αυτή την εποχή, τούτον
τον κόσμο, αυτή την πραγματικότητα και να μπείτε σε μια άλλη
πραγματικότητα, πιο ταιριαστή σ’ εσάς, σε έναν κόσμο δίχως χρόνο.
Μπορείτε να το κάνετε, αγαπητέ φίλε, εγώ σας προσκαλώ. Γνωρίζετε
βέβαια πού είναι κρυμμένος αυτός ο άλλος κόσμος: Ο κόσμος που
αναζητείτε είναι ο κόσμος της ψυχής σας. Μόνο μέσα σας ζει εκείνη η άλλη
πραγματικότητα που νοσταλγείτε. Εγώ δεν μπορώ να σας προσφέρω τίποτε
που δεν υπάρχει ήδη μέσα σας, δεν μπορώ να σας ανοίξω καμιά άλλη
πινακοθήκη εκτός από κείνη της ψυχής σας. Δεν μπορώ να σας δώσω
τίποτα εκτός από την ευκαιρία, την παρόρμηση και το κλειδί. Θα σας
βοηθήσω να κάνετε ορατό τον δικό σας κόσμο, αυτό είναι όλο».
Έβαλε ξανά το χέρι του στην τσέπη της πολύχρωμης ρόμπας του κι
έβγαλε έναν μικρό στρογγυλό καθρέφτη.
«Βλέπετε: Έτσι βλέπατε ως τώρα τον εαυτό σας!»
Κράτησε το καθρεφτάκι μπροστά στα μάτια μου (μου ήρθε στον νου ένα
παιδικό ποιηματάκι: «Καθρεφτάκι, καθρεφτάκι, που κρατάω στο χεράκι»),
και είδα κάπως σβησμένα και θολά μια φοβερή εικόνα, γεμάτη
εσωτερικότητα, σε έντονη εξέλιξη κι αναβρασμό: εμένα τον ίδιο, τον
Χάρρυ Χάλλερ, και μέσα σ’ αυτόν τον Χάρρυ τον Λύκο της Στέπας, έναν
δειλό, όμορφο, αλλά παραπλανημένο λύκο, με φοβισμένο βλέμμα, που
γυάλιζε, άλλοτε κακό, άλλοτε θλιμμένο, και αυτή η μορφή του λύκου έρεε
σε συνεχή κίνηση μέσα από τον Χάρρυ, σαν ένας παραπόταμος με
διαφορετικό χρώμα, που χύνεται στον ποταμό και τον θολώνει και τον
ανακατεύει, παλεύοντας γεμάτος πάθος να γίνει ένα με αυτόν, γεμάτος
ανεκπλήρωτη λαχτάρα να βρει μια μορφή. Λυπημένος, με κοίταζε
λυπημένος ο ρευστός μισοσχηματισμένος λύκος με τα όμορφα, δειλά μάτια
του.
«Να λοιπόν που είδατε τον εαυτό σας», επανέλαβε απαλά ο Πάμπλο κι
έχωσε πάλι τον καθρέφτη στην τσέπη του. Γεμάτος ευγνωμοσύνη, έκλεισα
τα μάτια κι έφερα στα χείλη μου το ελιξίριο.
«Τώρα πια ξεκουραστήκαμε», είπε ο Πάμπλο, «πήραμε δυνάμεις και
φλυαρήσαμε λιγάκι. Αν δεν νιώθετε πια κουρασμένοι, τότε θα σας οδηγήσω
στο πανόραμά μου και θα σας δείξω το μαγικό μου θέατρο. Συμφωνείτε;».
Σηκωθήκαμε, ο Πάμπλο προχώρησε μπροστά χαμογελώντας, άνοιξε μια
πόρτα, τράβηξε μια κουρτίνα, και βρεθήκαμε ακριβώς στη μέση του
κυκλικού σαν πέταλο διαδρόμου ενός θεάτρου· αυτός ο κυκλικός διάδρομος
και στις δύο κατευθύνσεις οδηγούσε σε απίστευτα πολλές στενές πόρτες
θεωρείων.
«Αυτό είναι το θέατρό μας», εξήγησε ο Πάμπλο, «ένα διασκεδαστικό
θέατρο, ελπίζω πως θα βρείτε ένα σωρό πράγματα για να γελάσετε». Και
ξέσπασε σε δυνατά γέλια, ήταν μόνο λίγοι ήχοι, που όμως με διαπέρασαν
βίαια, ήταν πάλι το καθάριο, αλλόκοτο γέλιο που είχα ακούσει και
προηγουμένως από ψηλά.
«Το θεατράκι μου έχει όσες πόρτες θεωρείων επιθυμείτε, δέκα, ή εκατό, ή
χίλιες, πίσω από κάθε πόρτα σάς περιμένει αυτό ακριβώς που ψάχνετε.
Είναι ένα όμορφο δωματιάκι με εικόνες, αγαπητέ φίλε, αλλά δεν θα σας
ωφελήσει σε τίποτα να το διασχίσετε έτσι όπως είστε. Θα σας εμπόδιζε και
θα σας τύφλωνε αυτό που συνηθίσατε να αποκαλείτε προσωπικότητά σας.
Αναμφίβολα έχετε μαντέψει από καιρό πως το δάμασμα του χρόνου, η
λύτρωση από την πραγματικότητα και όποιο άλλο όνομα θέλετε να δώσετε
στην επιθυμία σας δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά την ευχή να απαλλαγείτε
από τη λεγόμενη προσωπικότητά σας. Αυτή είναι η φυλακή σας, κι αν
μπαίνατε στο θέατρο έτσι όπως είστε, θα τα βλέπατε όλα με τα μάτια του
Χάρρυ, όλα μέσα από τα παλιά γυαλιά του Λύκου της Στέπας. Γι’ αυτό σας
παρακαλώ να απαλλαγείτε απ’ αυτά τα γυαλιά και να αφήσετε εκείνη την
πολύ αξιότιμη προσωπικότητα εδώ, στην γκαρνταρόμπα, όπου θα είναι στη
διάθεσή σας όποτε θελήσετε. Η όμορφη βραδιά χορού που περάσατε, η
Πραγματεία για τον Λύκο της Στέπας, ακόμα και οι διεγερτικές ουσίες που
πήραμε μόλις πριν από λίγο θα σας έχουν προετοιμάσει αρκετά. Εσείς,
Χάρρυ, μετά την απόθεση της ακριβής σας προσωπικότητας, θα έχετε στη
διάθεσή σας την αριστερή πλευρά του θεάτρου, η Ερμίνε τη δεξιά, αν
θέλετε, μπορείτε να συναντηθείτε στο εσωτερικό. Ερμίνε, πήγαινε, σε
παρακαλώ, για λίγο πίσω από την κουρτίνα, θα ήθελα να οδηγήσω πρώτα
τον Χάρρυ».
Η Ερμίνε εξαφανίστηκε στη δεξιά πλευρά, αφού πέρασε μπροστά από
έναν τεράστιο καθρέφτη που κάλυπτε τον πίσω τοίχο από το πάτωμα ως τη
θολωτή οροφή.
«Λοιπόν, Χάρρυ, ελάτε τώρα και προσπαθήστε να είστε ευδιάθετος. Ο
σκοπός όλης αυτής της εκδήλωσης είναι να σας προκαλέσω την καλή
διάθεση, να σας μάθω να γελάτε, ελπίζω να μη μου φέρετε δυσκολίες.
Νιώθετε καλά ωστόσο; Εντάξει; Ή μήπως φοβάστε; Καλά λοιπόν, πολύ
καλά. Τώρα, χωρίς φόβο και με χαρούμενη καρδιά, θα μπείτε στον
φανταστικό μας κόσμο μέσα από μια μικρή φανταστική αυτοκτονία, όπως
είναι εδώ η συνήθεια».
Έβγαλε πάλι το μικρό καθρεφτάκι και το κράτησε μπροστά στο πρόσωπό
μου. Με αντίκρισε ο ταραγμένος, συννεφιασμένος Χάρρυ, διαποτισμένος
από τη μορφή του λύκου που αντιστεκόταν, μια εικόνα που μου ήταν πολύ
γνωστή και πραγματικά αντιπαθητική, της οποίας η καταστροφή δεν θα
μου προξενούσε καμία στενοχώρια.
«Τώρα, αγαπητέ φίλε, θα εξαλείψετε αυτό το περιττό είδωλο, δεν είναι
πια αναγκαίο. Αρκεί να το αντικρίσετε, αν σας το επιτρέπει η διάθεσή σας,
μ’ ένα ειλικρινές γέλιο. Εδώ βρίσκεστε σε μια σχολή του χιούμορ, πρέπει
να μάθετε να γελάτε. Λοιπόν το ύψιστο χιούμορ αρχίζει όταν παύει κανείς
να παίρνει στα σοβαρά τον ίδιο του τον εαυτό».
Κοίταξα επίμονα στο καθρεφτάκι, καθρεφτάκι, που κρατούσα στο χεράκι,
όπου ο λύκος Χάρρυ σφάδαζε. Για μια στιγμή ένιωσα να σκιρτάει μέσα
μου, βαθιά, απαλά, αλλά οδυνηρά, κάτι σαν ανάμνηση, σαν νοσταλγία, σαν
μετάνοια. Έπειτα η ελαφριά στενοχώρια έδωσε τη θέση της σε ένα νέο
συναίσθημα, όμοιο μ’ εκείνο που νιώθει κανείς όταν βγάζει ένα χαλασμένο
δόντι από μια γνάθο ναρκωμένη με κοκαΐνη, ένα συναίσθημα
ξαλαφρώματος και βαθιάς ανακούφισης, και συνάμα απορίας, που δεν
ένιωσε κανέναν πόνο. Και το συναίσθημα αυτό το συνόδεψε μια δροσερή
ευδιαθεσία και επιθυμία να γελάσω, στην οποία δεν μπορούσα να
αντισταθώ, κι έτσι ξέσπασα σ’ ένα λυτρωτικό γέλιο.
Η θαμπή εικόνα του καθρέφτη τρεμόπαιξε και διαλύθηκε, η μικρή
στρογγυλή επιφάνεια του καθρέφτη φάνηκε ξαφνικά σαν καμένη, είχε γίνει
γκρίζα, τραχιά και αδιαφανής. Ο Πάμπλο, γελώντας, πέταξε μακριά το
κομμάτι γυαλί, που κατρακύλησε και χάθηκε στο πάτωμα του ατέλειωτου
διαδρόμου.
«Όμορφο γέλιο, Χάρρυ», φώναξε ο Πάμπλο, «θα μάθεις να γελάς σαν
τους Αθανάτους. Σκότωσες επιτέλους τον Λύκο της Στέπας. Αυτό δεν
γίνεται με ξυράφια. Πρόσεξε μόνο να παραμείνει νεκρός! Τώρα θα
μπορέσεις να εγκαταλείψεις και την ηλίθια πραγματικότητα. Στην επόμενη
ευκαιρία, αγαπητέ μου, θα πιούμε στη φιλία μας, ποτέ δεν μου άρεσες
περισσότερο απ’ όσο σήμερα. Κι αν τότε είναι ακόμη σημαντικό για σένα,
μπορούμε να φιλοσοφήσουμε και να συζητήσουμε όσο θέλεις για τη
μουσική και για τον Μότσαρτ, τον Γκλουκ, τον Πλάτωνα και τον Γκαίτε.
Τώρα θα καταλάβεις γιατί αυτό δεν γινόταν νωρίτερα. Ελπίζω να τα
κατάφερες και να απαλλάχθηκες για σήμερα από τον Λύκο της Στέπας.
Γιατί, φυσικά, η αυτοκτονία σου δεν είναι οριστική· εδώ βρισκόμαστε σ’
ένα μαγικό θέατρο, εδώ υπάρχουν μόνο εικόνες, καμία πραγματικότητα.
Διάλεξε λοιπόν όμορφες και χαρούμενες εικόνες και απόδειξε πως στ’
αλήθεια δεν είσαι πια ερωτευμένος με την αμφίβολη προσωπικότητά σου!
Αν όμως παρ’ όλα αυτά επιθυμήσεις να γυρίσεις πίσω, τότε θα χρειαστεί να
κοιτάξεις στον καθρέφτη που τώρα θα σου δείξω. Αλλά ξέρεις βέβαια την
παλιά σοφή παροιμία: Κάλλιο ένας καθρέφτης στο χέρι παρά δύο στον
τοίχο. Χα, χα! (Πάλι γέλασε τόσο φοβερά και ωραία.) Και τώρα λοιπόν δεν
μένει πια τίποτε άλλο παρά να κάνουμε μια πολύ μικρή, αστεία τελετή.
Τώρα έχεις πετάξει πέρα τα γυαλιά της προσωπικότητάς σου, έλα λοιπόν
και κοίταξε σ’ έναν σωστό καθρέφτη! Θα σου φανεί διασκεδαστικό».
Με γέλια και με μικρά κωμικά χάδια με γύρισε έτσι ώστε να βρεθώ
αντιμέτωπος με τον γιγάντιο καθρέφτη του τοίχου. Μέσα σ’ αυτόν είδα τον
εαυτό μου.
Για μια ελάχιστη στιγμή είδα τον γνωστό μου Χάρρυ, μόνο που το
πρόσωπό του ήταν ασυνήθιστα καλοδιάθετο, φωτεινό και γελαστό. Μόλις
όμως τον αναγνώρισα, διαλύθηκε, μια άλλη μορφή αποσπάστηκε αποπάνω
του και ύστερα μια τρίτη, μια δέκατη, μια εικοστή, κι ολόκληρος ο
γιγάντιος καθρέφτης γέμισε από Χάρρυ ή από κομματάκια του Χάρρυ, από
αμέτρητους Χάρρυ, κι έφτανε να κοιτάξω τον καθένα τους για μια στιγμή
για να τον αναγνωρίσω. Μερικοί απ’ αυτούς ήταν στην ηλικία μου, μερικοί
μεγαλύτεροι, μερικοί πολύ γέροι, άλλοι εντελώς νέοι, νεαροί, αγόρια,
μαθητές, ζιζάνια, παιδιά. Οι πενηντάρηδες και εικοσάρηδες έτρεχαν και
χοροπηδούσαν ανακατεμένοι, τριαντάρηδες και παιδιά πεντάχρονα,
σοβαροί κι εύθυμοι, αξιοσέβαστοι και κωμικοί, καλοντυμένοι και
ατημέλητοι, καθώς κι εντελώς γυμνοί, φαλακροί και μακρυμάλληδες, όλοι
ήσαν εγώ, όλους τους έβλεπα αστραπιαία, για μια στιγμή, τους αναγνώριζα,
και ύστερα εξαφανίζονταν, έτρεχαν και σκορπίζονταν σε όλες τις
κατευθύνσεις, αριστερά, δεξιά, στο βάθος του καθρέφτη, έξω από τον
καθρέφτη. Κάποιος, ένας νεαρός κομψός άντρας, πήδησε στην αγκαλιά του
Πάμπλο, τον αγκάλιασε κι έφυγε τρέχοντας μαζί του. Κι ένας που μου
άρεσε με πολύ ιδιαίτερο τρόπο, ένα νόστιμο χαριτωμένο αγόρι δεκαέξι ή
δεκαεπτά ετών, μπήκε σαν αστραπή στον διάδρομο κι άρχισε να διαβάζει
άπληστα τις επιγραφές σε όλες τις πόρτες, εγώ έτρεξα πίσω του, εκείνος
στάθηκε μπροστά σε μια πόρτα, όπου διάβασα την επιγραφή:
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΕΤΑΛΛΑΓΩΝ
ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΣΕ ΟΠΟΙΟΔΗΠΟΤΕ ΖΩΟ ΚΑΙ ΦΥΤΟ
ΚΑΜΑΣΟΥΤΡΑ
ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΙΝΔΙΚΗ ΕΡΩΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ
ΤΜΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΑΡΧΑΡΙΟΥΣ:
42 ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΝΑ ΚΑΝΕΤΕ ΕΡΩΤΑ
ΑΠΟΛΑΥΣΤΙΚΗ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ
ΠΕΘΑΙΝΕΙΣ ΣΤΑ ΓΕΛΙΑ
ΤΟ ΓΕΛΑΣΤΟ ΔΑΚΡΥ
ΔΩΜΑΤΙΟ ΤΟΥ ΧΙΟΥΜΟΡ
Έτσι έγραφε. Σαν ένα σκίρτημα έλαμψε αμέσως μέσα μου για ένα
δευτερόλεπτο η εικόνα μιας ανάμνησης: η Ερμίνε στο τραπέζι του
εστιατορίου, όταν άφησε ξαφνικά το κρασί και το φαγητό και
περιπλανήθηκε σε μια αβυσσαλέα συζήτηση, με φοβερή σοβαρότητα στο
βλέμμα, καθώς μου έλεγε πως θα μ’ έκανε να την ερωτευτώ μόνο για να
βρει τον θάνατο από το χέρι μου. Ένα βαρύ κύμα φόβου και σκοταδιού
σκέπασε την καρδιά μου, απότομα όλα ξαναβρέθηκαν μπροστά μου,
ένιωσα πάλι στο βάθος της ψυχής μου τη δυστυχία και τη μοίρα.
Απελπισμένος, έβαλα το χέρι μου στην τσέπη για να βγάλω τα πιόνια, να
παραστήσω για λίγο τον μάγο και να αλλάξω την τάξη στη σκακιέρα μου.
Δεν υπήρχαν πλέον πιόνια. Αντί για πιόνια έβγαλα από την τσέπη μου ένα
μαχαίρι. Θανάσιμα τρομαγμένος, διέσχισα τρέχοντας τον διάδρομο,
προσπερνώντας τις πόρτες, βρέθηκα ξαφνικά απέναντι στον γιγάντιο
καθρέφτη και κοίταξα. Μέσα στον καθρέφτη στεκόταν ένας πελώριος
ωραίος λύκος, ψηλός σαν εμένα, στεκόταν ήρεμος κι αστραποβολούσε
δειλά με τα ανήσυχα μάτια του. Με κοίταξε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια,
γέλασε λίγο, έτσι που για μια στιγμή τα χείλη του χώρισαν και φάνηκε η
κόκκινη γλώσσα του.
Πού ήταν ο Πάμπλο; Πού ήταν η Ερμίνε; Πού ήταν ο έξυπνος άνθρωπος
που φλυαρούσε τόσο όμορφα για την πνιγηρότητα της προσωπικότητας;
Κοίταξα άλλη μια φορά στον καθρέφτη. Θα ήμουν τρελός. Πίσω από το
ψηλό γυαλί δεν φαινόταν κανένας λύκος να ξερογλείφεται. Στον καθρέφτη
στεκόμουν εγώ, στεκόταν ο Χάρρυ, με το πρόσωπο χλωμό,
εγκαταλελειμμένος απ’ όλα τα παιχνίδια, κουρασμένος απ’ όλες τις ηδονές,
φριχτά ωχρός, αλλά πάντα άνθρωπος, κάποιος που μαζί του θα μπορούσες
να κουβεντιάσεις.
«Χάρρυ», είπα, «τι κάνεις εκεί;».
«Τίποτα», απάντησε εκείνος μέσα από τον καθρέφτη, «απλώς περιμένω.
Περιμένω τον θάνατο».
«Και πού είναι ο θάνατος;», ρώτησα.
«Έρχεται», είπε ο άλλος. Και άκουσα από τους άδειους χώρους στο
εσωτερικό του θεάτρου να ηχεί μια μουσική, μια όμορφη και τρομερή
μουσική, εκείνη η μουσική από τον Ντον Τζιοβάννι που συνοδεύει την
είσοδο του πέτρινου καλεσμένου. Οι παγωμένοι ήχοι αντηχούσαν φριχτά
μέσα στο στοιχειωμένο οίκημα, καθώς έρχονταν από το υπερπέραν, από
τους Αθανάτους.
Μότσαρτ!, σκέφτηκα, και μ’ αυτό το όνομα επικαλέστηκα τις πιο
αγαπημένες, τις πιο ιερές εικόνες της εσωτερικής ζωής μου.
Τότε ακούστηκε πίσω μου ένα γέλιο, ένα καθαρό και παγωμένο γέλιο από
τον ανήκουστο για τους ανθρώπους χώρο πέρα από τα βάσανα, γεννημένο
από το χιούμορ των θεών. Γύρισα παγωμένος και εμψυχωμένος απ’ αυτό το
γέλιο, και τότε ήρθε ο Μότσαρτ, με προσπέρασε γελώντας, πλησίασε
αμέριμνα την πόρτα ενός θεωρείου, την άνοιξε και μπήκε, κι εγώ
ακολούθησα άπληστος τον Θεό της νιότης μου, τον ισόβιο στόχο της
αγάπης και της λατρείας μου. Η μουσική συνέχισε να ακούγεται. Ο
Μότσαρτ στάθηκε μπροστά στο παραπέτο του θεωρείου, από το θέατρο δεν
φαινόταν τίποτα, σκοτάδι γέμιζε τον απέραντο χώρο.
«Βλέπετε», είπε ο Μότσαρτ, «γίνεται και χωρίς σαξόφωνο. Μολονότι δεν
έχω βέβαια τίποτα να προσάψω σε αυτό το περίφημο όργανο».
«Πού βρισκόμαστε;», ρώτησα.
«Βρισκόμαστε στην τελευταία πράξη του Ντον Τζιοβάννι, ο Λεπορέλλο
είναι ήδη πεσμένος στα γόνατα. Μια έξοχη σκηνή, αλλά και η μουσική δεν
είναι άσχημη, όσο να ’ναι. Ακόμα κι αν έχει κάτι το πολύ ανθρώπινο,
μπορεί να διακρίνει κανείς το υπερπέραν, το γέλιο – έτσι δεν είναι;»
«Είναι η τελευταία μεγάλη μουσική που γράφτηκε», είπα επίσημα, σαν
δάσκαλος. «Βέβαια μετά ήρθε ο Σούμπερτ, μετά ήρθε ο Ούγκο Βολφ, και
ακόμα δεν πρέπει να ξεχάσω τον φτωχό, υπέροχο Σοπέν. Ζαρώνετε το
μέτωπο, μαέστρο – ω, ναι, υπάρχει επίσης ο Μπετόβεν, κι αυτός είναι
θαυμάσιος. Όμως όλα αυτά, αν και είναι ωραία, έχουν μέσα τους κάτι το
αποσπασματικό, το διαλυτικό, ποτέ πια μετά τον Ντον Τζιοβάννι δεν
ξαναφτιάχτηκε από ανθρώπους έργο με τόσο ολοκληρωμένη δομή».
«Μην κοπιάζετε», γέλασε ο Μότσαρτ φοβερά ειρωνικά, «ασφαλώς θα
είστε κι εσείς μουσικός. Λοιπόν εγώ παράτησα το επάγγελμα, έχω
αποσυρθεί. Μόνο για διασκέδαση επιβλέπω πότε πότε την επιχείρηση».
Σήκωσε τα χέρια σαν να διηύθυνε, και από κάπου ανέτειλε ένα φεγγάρι ή
κάποιος άλλος χλωμός πλανήτης, πίσω από το παραπέτο αντίκρισα ένα
απροσμέτρητο κενό όπου πλανιόνταν ομίχλη και σύννεφα, αχνοφαίνονταν
οροσειρές και παραλίες και στα πόδια μας απλωνόταν παντού μια πεδιάδα
που έμοιαζε με έρημο. Σ’ αυτή την πεδιάδα είδαμε έναν αξιοσέβαστο
ηλικιωμένο κύριο με μακριά γενειάδα, ο οποίος οδηγούσε με μελαγχολικό
πρόσωπο μια τεράστια πομπή από κάμποσες δεκάδες χιλιάδες
μαυροντυμένους άντρες. Έδειχνε λυπημένος και απελπισμένος, και ο
Μότσαρτ είπε:
«Κοιτάξτε, να ο Μπραμς. Προσπαθεί να βρει τη λύτρωση, αλλά έχει
ακόμη κάμποσο καιρό μπροστά του».
Πληροφορήθηκα ότι αυτές οι χιλιάδες μαυροντυμένοι ήσαν οι μουσικοί
που είχαν παίξει εκείνους τους ήχους κι εκείνες τις νότες που, σύμφωνα με
τη θεία κρίση, ήταν περιττές μέσα στις παρτιτούρες του.
«Πολύ πυκνές ενορχηστρώσεις, πάρα πολλή σπατάλη υλικού», είπε
κουνώντας το κεφάλι ο Μότσαρτ.
Αμέσως ύστερα είδαμε επικεφαλής μιας εξίσου μεγάλης στρατιάς να
βαδίζει ο Ρίχαρντ Βάγκνερ και νιώσαμε αυτές τις αβάσταχτες χιλιάδες
ανθρώπων να κρέμονται πάνω του και να τον απομυζούν· τον είδαμε να
σέρνεται κι αυτός κουρασμένος, με βήματα μάρτυρα.
«Στα νιάτα μου», παρατήρησα θλιμμένος, «θεωρούσαν αυτούς τους δύο
μουσικούς ως άκρα αντίθετα».
Ο Μότσαρτ γέλασε.
«Ναι, έτσι ήταν πάντα. Όταν τα παρατηρείς από κάποια απόσταση, τα
άκρα τείνουν πάντα να μοιάσουν όλο και περισσότερο. Οι πυκνές
ενορχηστρώσεις βέβαια δεν ήταν προσωπικό λάθος ούτε του Βάγκνερ ούτε
του Μπραμς, ήταν ένα σφάλμα της εποχής τους».
«Πώς; Και γι’ αυτό πρέπει τώρα να πληρώσουν αυτοί τόσο βαριά;»,
φώναξα αποδοκιμαστικά.
«Φυσικά. Αυτή είναι η οδός της δικαιοδοσίας. Μόνο όταν ξεπληρώσουν
το κρίμα της εποχής τους θα φανεί αν έχει περισσέψει ακόμη κάτι το
προσωπικό που να αξίζει τον κόπο για έναν απολογισμό».
«Αλλά γι’ αυτό δεν φταίει κανένας από τους δύο!»
«Ασφαλώς όχι. Ούτε και για το ότι ο Αδάμ έφαγε το μήλο, κι ωστόσο
πρέπει να εξιλεωθούν γι’ αυτό».
«Μα είναι φριχτό».
«Σίγουρα η ζωή είναι πάντα φριχτή. Δεν φταίμε για τίποτα, κι όμως
είμαστε υπεύθυνοι. Γεννιέται κανείς και ήδη είναι ένοχος. Θα πρέπει να
παρακολουθήσατε ένα πολύ περίεργο μάθημα θρησκευτικών αν αυτό σας
είναι άγνωστο».
Ένιωσα πραγματικά άθλια. Είδα τον εαυτό μου, έναν προσκυνητή
κουρασμένο μέχρι θανάτου, να σέρνεται στην έρημο του υπερπέραν,
φορτωμένος με τα πολλά περιττά βιβλία που είχα γράψει, με όλες τις
πραγματείες, με όλες τις επιφυλλίδες, και στο κατόπι μου τη στρατιά των
τυπογράφων που είχαν δουλέψει για όλα αυτά, τη στρατιά των αναγνωστών
που αναγκάστηκαν να τα καταπιούν όλα αυτά. Θεέ μου! Κι επιπλέον
υπήρχαν και ο Αδάμ και το μήλο και όλο το υπόλοιπο προπατορικό
αμάρτημα. Όλα αυτά λοιπόν έπρεπε να εξιλεωθούν, πρώτα ένα ατελείωτο
καθαρτήριο, και ύστερα μόνο θα μπορούσε να τεθεί το ερώτημα αν πίσω
απ’ όλα υπήρχε κάτι το προσωπικό, κάτι απόλυτα δικό μου, ή αν όλες οι
πράξεις μου και οι συνέπειές τους δεν ήταν απλώς ένας άδειος αφρός της
θάλασσας, δεν ήταν παρά ένα ανόητο παιχνίδι στο ρεύμα των γεγονότων!
Ο Μότσαρτ άρχισε να γελά δυνατά σαν είδε τα κατεβασμένα μούτρα μου.
Από τα γέλια έκανε μια τούμπα στον αέρα και τα πόδια του έκαναν
πιρουέτες. Ταυτόχρονα μου φώναζε: «Ε, νεαρέ μου, η γλώσσα σε δαγκώνει,
σε τσούζει το πλεμόνι, σκέφτεσαι τους αναγνώστες σου, τους φτωχούς
γευσιγνώστες σου, τους παντογνώστες και τους τυπογράφους, τους
στενογράφους και τους αισχρούς πορνογράφους; Μα τούτο είναι για γέλια,
για χέλια, για θεσπέσια μέλια, κοντεύω να πεθάνω, στο βρακί θα τα κάνω!
Ω εσύ, καρδιά πιστή, με το μελάνι στα δάχτυλα, με ποτάμι τα δάκρυα, θα
σου ανάψω ένα κεράκι, για να σου κάνω αστειάκι. Μονολογώ, μωρολογώ,
κανέναν δεν φορολογώ, βάζω την ουρά στα σκέλια και πεθαίνω από τα
γέλια. Ο Θεός διατάζει, ο διάολος σ’ αρπάζει, στο ξύλο σε σαπίζει και μετά
σε σουβλίζει, για τα γραφτά σου, για τα λεφτά σου, που έχεις μαζέψει και
κατακλέψει».
Αυτό πήγαινε πια πολύ, η οργή δεν μου άφησε χρόνο να καταφύγω στη
θλίψη μου. Άρπαξα τον Μότσαρτ από την κοτσίδα, εκείνος έφυγε
πετώντας, η κοτσίδα μάκραινε όλο και περισσότερο, σαν την ουρά ενός
κομήτη, και στο τέλος της έμεινα εγώ κρεμασμένος και στριφογύριζα γύρω
από τον κόσμο. Διάβολε, κρύο που έκανε σε τούτον τον κόσμο! Αυτοί οι
Αθάνατοι άντεχαν σε έναν φριχτά αραιό παγωμένο αέρα. Μα αυτός ο
παγωμένος αέρας σ’ έκανε χαρούμενο, το ένιωσα κι εγώ για μια στιγμή
πριν χάσω τις αισθήσεις μου. Με διαπέρασε μια πικρά αιχμηρή, ατσάλινα
στιλπνή, παγωμένη ευθυμία, μια διάθεση να γελάσω το ίδιο καθάρια, άγρια
και εξωγήινα όπως ο Μότσαρτ. Μα η αναπνοή και οι αισθήσεις μου είχαν
φτάσει στο τέλος τους.
και με ένα νεύμα έδωσα τη συγκατάθεσή μου. Μια γυμνή αυλή κλεισμένη
από τέσσερις τοίχους με μικρά σιδερόφραχτα παράθυρα, μια καθαρή
περιποιημένη λαιμητόμος, μια ντουζίνα κύριοι με τηβέννους και ρεντικότες
και στη μέση εγώ, ανατριχιάζοντας στο γκρίζο αγιάζι, με την καρδιά
σφιγμένη από άθλιο φόβο, αλλά έτοιμος και σύμφωνος. Κατόπιν διαταγής
προχώρησα μπροστά, κατόπιν διαταγής γονάτισα. Ο εισαγγελέας έβγαλε
τον σκούφο του και ξερόβηξε, όλοι οι άλλοι κύριοι ξερόβηξαν επίσης.
Εκείνος ξεδίπλωσε ένα επίσημο χαρτί και διάβασε δυνατά:
«Κύριοί μου, μπροστά σας βρίσκεται ο Χάρρυ Χάλλερ, ο οποίος
κατηγορήθηκε και κρίθηκε ένοχος για θρασύτατη κατάχρηση του μαγικού
θεάτρου μας. Ο Χάλλερ όχι μόνο προσέβαλε την υψηλή τέχνη,
μπερδεύοντας την ωραία μας πινακοθήκη με τη λεγόμενη πραγματικότητα
και θανατώνοντας το είδωλο ενός κοριτσιού με το είδωλο ενός μαχαιριού,
αλλά εκτός αυτού έδειξε την πρόθεση να χρησιμοποιήσει το θέατρό μας
χωρίς χιούμορ, σαν έναν μηχανισμό αυτοκτονίας. Ως εκ τούτου
καταδικάζουμε τον Χάλλερ στην ποινή της αιώνιας ζωής και σε δωδεκάωρη
αφαίρεση της άδειας εισόδου στο θέατρό μας. Επίσης δεν μπορεί να
παραγραφεί για τον κατηγορούμενο η ποινή μιας μοναδικής γελοιοποίησης.
Κύριοι, συντονιστείτε: ένα, δύο, τρία!»
Και με το τρία όλοι οι παρόντες συντονίστηκαν άψογα σε μια τέλεια
χορωδία γέλιου, ένα φριχτό γέλιο από το υπερπέραν, αβάσταχτο για κάθε
άνθρωπο.
Όταν συνήλθα, ο Μότσαρτ καθόταν δίπλα μου, όπως πριν, με χτύπησε
στον ώμο και είπε: «Ακούσατε την καταδίκη σας. Πρέπει λοιπόν να
συνηθίσετε να ακούτε τη ραδιοφωνική μουσική της ζωής. Θα σας κάνει
καλό. Είστε ασυνήθιστα φτωχά προικισμένος, αγαπητέ μου ανόητε
φιλαράκο, αλλά σιγά σιγά θα καταλάβετε τελικά αυτό που σας ζητούν.
Πρέπει να μάθετε να γελάτε, αυτό σας ζητούν. Πρέπει να καταλάβετε το
χιούμορ της ζωής, το μακάβριο χιούμορ τούτης της ζωής. Και φυσικά είστε
πρόθυμος για τα πάντα στον κόσμο εκτός από κείνα που σας ζητούν! Είστε
πρόθυμος να μαχαιρώσετε κορίτσια, είστε έτοιμος να εκτελεστείτε
επισήμως, θα ήσασταν σίγουρα έτοιμος ακόμα και να αυτοτιμωρείστε και
να μαστιγώνεστε για εκατό χρόνια. Ή όχι;».
«Ω ναι, είμαι πρόθυμος με όλη μου την καρδιά», φώναξα μέσα στη
δυστυχία μου.
«Φυσικά! Είστε διαθέσιμος για κάθε ηλίθια και δίχως χιούμορ εκδήλωση,
εσείς, ο γενναιόψυχος κύριος, για καθετί το παράφορο και το άνοστο! Τώρα
όμως δεν θα με βρείτε σύμφωνο, δεν δίνω πεντάρα για όλη τη ρομαντική
σας εξιλέωση. Θέλετε να εκτελεστείτε, θέλετε να αποκεφαλιστείτε,
μανιακέ! Γι’ αυτό το ηλίθιο ιδανικό θα μπορούσατε να διαπράξετε άλλους
δέκα φόνους. Θέλετε να πεθάνετε, δειλέ, αλλά όχι να ζήσετε. Στον διάβολο
λοιπόν, γι’ αυτό ακριβώς θα ζήσετε! Θα σας άξιζε να σας καταδικάσουν με
την πιο βαριά ποινή».
«Ω, και ποια θα ήταν αυτή η ποινή;»
«Θα μπορούσαμε, για παράδειγμα, να ξαναφέρουμε το κορίτσι στη ζωή
και να σας παντρέψουμε μαζί του».
«Όχι, δεν είμαι έτοιμος γι’ αυτό. Κάποια συμφορά θα συνέβαινε».
«Σαν να μην είναι αρκετή η συμφορά που έχετε προξενήσει! Αλλά τώρα
τέλος με την παθητικότητα και τους φόνους. Επιτέλους λογικευτείτε!
Πρέπει να ζήσετε και πρέπει να μάθετε να γελάτε. Πρέπει να μάθετε να
ακούτε την καταραμένη ραδιοφωνική μουσική της ζωής, να λατρέψετε το
πνεύμα που κρύβεται πίσω της, να μάθετε να γελάτε με τις σαχλαμάρες
της! Περισσότερα δεν ζητάμε από σας».
Χαμηλόφωνα και με σφιγμένα τα δόντια ρώτησα: «Κι αν αρνηθώ; Αν σας
στερήσω, κύριε Μότσαρτ, το δικαίωμα να παίρνετε αποφάσεις για τον
Λύκο της Στέπας και να επεμβαίνετε στο πεπρωμένο του;».
«Τότε», είπε ήρεμα ο Μότσαρτ, «θα σου πρότεινα να καπνίσουμε άλλο
ένα από τα όμορφα τσιγάρα μου». Κι ενώ μιλούσε κι έβγαζε ως διά μαγείας
από την τσέπη του γιλέκου του ένα τσιγάρο, το οποίο μου πρόσφερε, έπαψε
απότομα να είναι ο Μότσαρτ. Με κοίταζε ζεστά με σκούρα εξωτικά μάτια
και ήταν ο φίλος μου ο Πάμπλο, ο οποίος έμοιαζε σαν δίδυμος αδελφός με
τον άντρα που μου έμαθε να παίζω σκάκι με τις μικρές φιγούρες.
«Πάμπλο!», φώναξα σαστισμένος. «Πάμπλο, πού βρισκόμαστε;»
Ο Πάμπλο μου έδωσε τσιγάρο και φωτιά.
«Βρισκόμαστε», είπε με χαμόγελο, «στο μαγικό μου θέατρο, κι αν
θελήσεις να μάθεις ταγκό, ή να γίνεις στρατηγός, ή να συζητήσεις με τον
Αλέξανδρο τον Μέγα, όλα είναι και την επόμενη φορά στη διάθεσή σου.
Πρέπει όμως να σου πω, Χάρρυ, πως με απογοήτεψες λιγάκι.
Παραφέρθηκες, διέλυσες το χιούμορ του μικρού θεάτρου μου και διέπραξες
μια κτηνωδία, άρχισες να μαχαιρώνεις και μόλυνες την όμορφη πινακοθήκη
μας με λεκέδες της πραγματικότητας. Αυτό δεν ήταν ωραίο εκ μέρους σου.
Ελπίζω τουλάχιστον να το έκανες από ζήλια όταν μας είδες ξαπλωμένους
εμένα και την Ερμίνε. Δυστυχώς δεν ήξερες πώς να φερθείς με αυτή τη
φιγούρα – πίστευα πως είχες μάθει καλύτερα το παιχνίδι. Ας είναι, μπορεί
να διορθωθεί».
Πήρε την Ερμίνε, που ζάρωσε αμέσως μέσα στα δάχτυλά του κι έγινε ένα
μικρό πιόνι, και την έχωσε ακριβώς σ’ εκείνη την τσέπη του γιλέκου του
απ’ όπου είχε βγάλει προηγουμένως το τσιγάρο.
Ο γλυκός, βαρύς καπνός μύριζε ευχάριστα, ένιωθα κούφιος κι έτοιμος να
κοιμηθώ έναν ολόκληρο χρόνο.
Ω, τα κατάλαβα όλα, κατάλαβα τον Πάμπλο, κατάλαβα τον Μότσαρτ,
κάπου πίσω μου άκουγα το φοβερό γέλιο του, ήξερα πως όλες οι εκατό
χιλιάδες φιγούρες του παιχνιδιού της ζωής ήταν στην τσέπη μου, μάντευα
το νόημα συγκλονισμένος, ήμουν πρόθυμος να ξαναρχίσω το παιχνίδι, να
ξαναδοκιμάσω τα μαρτύριά του, να ανατριχιάσω πάλι από την ανοησία του,
να διασχίσω την εσωτερική μου κόλαση, όχι μία, αλλά περισσότερες φορές.
Κάποτε θα έπαιζα καλύτερα το παιχνίδι με τις φιγούρες. Κάποτε θα
μάθαινα το γέλιο. Ο Πάμπλο με περίμενε. Ο Μότσαρτ με περίμενε.