Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 10

ΚΥΜΑΤΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΓΡΑΜΜΗΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ

Τι πραγματικά συμβαίνει κατά την πρόσπτωση ενός κεραυνού σε μια γραμμή μεταφοράς;
Με ποιο μέγεθος πρέπει/μπορεί να περιγράψει κανείς αυτό το φαινόμενο ; Θα αρκούσαν
οι νόμοι του Kirchhoff ; Ναι ; Όχι ; Γιατί ;

Κανείς θα ξεκινούσε να αναρωτιέται τι είναι ο κεραυνός. Κεραυνός εγείρεται στην


ατμόσφαιρα όταν αναπτυχθεί ηλεκτρικό πεδίο το οποίο είναι ικανό (να διασπάσει τον
αέρα σαν διηλεκτρικό) να θέσει σε κίνηση μεγάλη ποσότητα ηλεκτρονίων (κατ’ αρχήν
ελεύθερων και έκτοτε εξ ιονισμού με κρούσεις ), επομένως πρόκειται , πρακτικά , για ένα
ρεύμα . Μιας και καθορίστηκε για το τι πράγμα γίνεται λόγος, επόμενη σκέψη είναι το
πως θα μοιάζει αυτό το ρεύμα , πως θα εξελίσσεται χρονικά. Την απάντηση σε αυτό το
ερώτημα δίνουν εξισώσεις της μορφής αθροίσματος αποσβεννύμενων εκθετικών
σταθμισμένων κατά διάφορους παράγοντες , όπως ρητές συναρτήσεις. Μια τέτοια
κυματομορφή δίνεται από την εξίσωση Heidler [1] :
𝑡 𝑛 1
𝑡 𝜏 𝑛𝜏
𝐼𝑚 (𝜏1 ) −𝜏 −(𝜏1 )( 𝜏 2 )𝑛
𝑖(𝑡) = 𝜂 1+( 𝑡 )𝑛
𝑒 2 ,𝜂 = 𝑒 2 1 , όπου 𝜏1 , 𝜏2 & 𝜂 , παράμετροι του μοντέλου.
𝜏1

Οποιοδήποτε μοντέλο , οφείλει να ικανοποιεί δύο πολύ σημαντικές παραμέτρους [1], που
συμβαδίζουν με πειραματικές παρατηρήσεις:

1) Η χρονική παράγωγος του κεραυνικού ρεύματος τη χρονική στιγμή 𝑡 = 0 , οφείλει


𝑑𝑖
να είναι μηδενική , i.e 𝑑𝑡 =0.
(𝑡=0)
2) Η τιμή του κεραυνικού ρεύματος τη χρονική στιγμή 𝑡 = 0 , οφείλει επίσης να είναι
μηδενική , i.e 𝑖(𝑡)(𝑡=0) = 0

Σε γενικές γραμμές , η εικόνα που θα πρέπει να έχει κανείς στο μυαλό του όταν γίνεται
λόγος για κεραυνικό ρεύμα θα πρέπει να μοιάζει με μια από τις εικόνες που αναφέρονται
στο [2] :

Εικόνα 1: Κεραυνικό ρεύμα στο πρότυπο περί αντικευρανικής προστασίας IEC-62305-1.

1
Στο σχήμα διακρίνονται τα σημαντικότερα μεγέθη ενός τέτοιου ρεύματος τα οποία είναι ,
𝑑𝑖
το μέτωπο ή ισοδύναμα η μέγιστη κλίση 𝑑𝑡 (επηρεάζει πολύ το Η-field και επομένως
𝑚𝑎𝑥
τις επαγόμενες τάσεις και μηχανικές δυνάμεις) που σημειώνεται κατά την άνοδο , ο
χρόνος ανόδου Τ1 , ο χρόνος ημίσεος εύρους Τ2 , η κορυφή της κυματομορφής Ι𝑝 = 𝑖(𝑡)𝑚𝑎𝑥
, καθώς και η ενέργεια και το φορτίο του κεραυνού που σχετίζεται άμεσα με τις ποσότητες
∫ 𝑖 2 (𝜏)𝑑𝜏 & ∫ 𝑖(𝜏)𝑑𝜏 , αντίστοιχα.

Ένας τυπικός κεραυνός μπορεί να έχει κορυφοτιμή 30 kA. Η κυματομορφή όπως


φαίνεται εξελίσσεται στην κλίμακα των δεκάδων μs και το φαινόμενο έχει αποσβέσει σε
μερικές εκατοντάδες μs. Λαμβάνοντας υπόψιν αυτή την κλίμακα , κανείς μπορεί να
αντιληφθεί το φασματικό περιεχόμενου του κεραυνικού ρεύματος το οποίο αγγίζει
𝑐
συχνότητες των οποίων το σχετιζόμενο μήκος κύματος (𝜆 = 𝑓) , είναι πολύ μικρότερο από
το μήκος της γραμμής. Τυπικά ένας κεραυνός μπορεί να περιέχει φάσμα μέχρι και
κάποιες εκατοντάδες KHz (π.χ 125 KHz). Σε αντίστοιχα πρότυπα διατίθενται
τυποποιημένες κεραυνικές κυματομορφές (π.χ 8μs /20μs ) .

Όταν ένα σήμα διέρχεται από μια γραμμή μεταφοράς μήκους L και περιέχει φασματικό
περιεχόμενο σε μήκη κύματος 𝜆 ∼ 𝐿 (ή 𝜆 ≪ 𝐿 ), τότε εγείρεται κυματική συμπεριφορά.
Αυτό πρακτικά σημαίνει , πως αν σε ένα σημείο 𝑧 της γραμμής στο οποίο εξελίσσεται
χρονικά κάποιο σήμα, σε κάποιο άλλο σημείο 𝑧 + Δ𝑧 (για αρκετά μεγάλο Δ𝑧 ) η εξέλιξη
αυτή θα είναι διαφορετική. Μέχρι να διαδοθεί η διαταραχή που προκαλείται από το 𝑧 →
𝑧 + Δ𝑧 , λόγω του υψηλού φάσματος το 𝑉(𝑧, 𝑡) , όπου 𝑉 η τάση στο σημείο z τη χρονική
στιγμή t , έχει προλάβει και έχει μεταβληθεί σε σχέση με τη διαταραχή που βλέπει το
σημείο 𝑧 + Δ𝑧 . Ίδια συμπεράσματα εξάγονται και για το ρεύμα 𝐼(𝑧, 𝑡) στο σημείο 𝑧 & 𝑧 +
Δ𝑧 . Για το λόγο αυτό , δε μπορεί να ειπωθεί πως για τα σημεία 𝑧 & 𝑧 + Δ𝑧 (τα οποία
απέχουν αρκετά μακρυά) ισχύουν οι νόμοι του Kirchhoff.

Εκείνο που μπορεί να γίνει είναι να περιοριστεί κανείς σε σημεία τα οποία απέχουν τόσο
ώστε να μην υπάρχουν οι παραπάνω διαφορές και να μπορούν τοπικά να εφαρμοστούν οι
νόμοι του Kirchhoff. Έστω λοιπόν μια άπειρη γραμμή μεταφοράς υπεράνω γης, ένα
σημείο της z και ένα αρκετά παραπλήσιο σημείο , 𝑧 + 𝑑𝑧 .

Εικόνα 2: Μοντέλο γραμμής μεταφοράς , κατά τη διάδοση ενός κεραυνικού ρεύματος.

2
Rationale Μοντέλου : (Γιατί πυκνωτής ; )

Όταν υπάρχει μια αγώγιμη διάταξη , αυθαίρετου σχήματος , η οποία διαχωρίζεται από
κάποια άλλη αγώγιμη διάταξη , επίσης αυθαίρετου σχήματος , από κάποιο μονωτικό (στην
περίπτωση μας αέρας) και έχει αναπτυχθεί ηλεκτρικό πεδίο ( ή ισοδύναμα τάση ) ανάμεσα
τους , τότε τα φορτία των αγωγών θα συγκεντρωθούν στις επιφάνειες τους με σκοπό να
ρεύσουν να ρεύσουν προς αλλήλους. Η ύπαρξη του μονωτικού , έως κάποιο όριο (τάσης ή
ηλεκτρικού πεδίου , αναφέρεται και ως Basic Insulation Level (BIL) ) , απαγορεύει τη ροή
αυτή του ρεύματος με αποτέλεσμα την “πύκνωση” των φορτίων στους αγωγούς. Το ποσό
του φορτίου που θα συγκεντρωθεί στους αγωγούς εξαρτάται από τη γεωμετρία και την
τάση. Ο συντελεστής που δίνει το φορτίο συναρτήσει της τάσης , ονομάζεται χωρητικότητα
και συμβολίζεται με C. Στο σχήμα έχει δοθεί η αντίστοιχη χωρητικότητα ανά μονάδα
μήκους.

(Ακόμα δυσκολότερη ερώτηση : Γιατί επαγωγέας ; )

Η αυτεπαγωγή ανά μονάδα μήκους του μοντέλου , χρησιμοποιείται για να ληφθεί υπόψιν η
παραγόμενη μαγνητική ροή (η οποία λόγω της έντονης χρονικής μεταβολής δε μπορεί να
αγνοηθεί (βλ. Νόμο του Faraday) ) από το ρεύμα και το γεγονός πως ο αγωγός , από το
νόμο του Lentz , τείνει να αντισταθεί στη μεταβολή του ρεύματος που τον διαρέει. Είναι
𝑑𝑖
ακριβώς η μοντελοποίηση της εξίσωσης 𝑉 = 𝐿 𝑑𝑡 που προέρχεται από το νόμο του Faraday
και διέπει κάθε αγωγό.

(Επόμενη απορία : Αφού είναι αγώγιμη η διάταξη , που είναι η αντίσταση της ; )

Θα μπορούσε να συμπεριληφθεί μια αντίσταση σε κάθε κλάδο, οριζόντιο (σε σειρά με Ldz)
και εγκάρσιο (παράλληλα με Cdz) αντίστοιχα. Η μεν δεν τοποθετείται καθώς ο χαλκός έχει
πολύ μεγάλη αγωγιμότητα και η δε καθώς οι απώλειες του αέρα σε μορφή διαρροής
ρεύματος είναι αμελητέες. Εάν συμπεριλαμβανόταν η αντίσταση των αγωγών (οριζόντια)
τότε θα προέκυπτε ένας συντελεστής απόσβεσης κατά τη διάδοση των κυμάτων , υπό τη
μορφή 𝑒 −𝑎𝑧 .

Επειδή τα σημεία βρίσκονται πολύ κοντά και η αλλαγή στα μεγέθη 𝑉, 𝐼 είναι αμελητέα
μέχρι να διαδοθεί η διαταραχή από το 𝑧 → 𝑧 + 𝑑𝑧 , μπορούν να γραφτούν οι νόμοι του
Kirchhoff :
𝜕𝐼(𝑧,𝑡)
𝑉(𝑧, 𝑡) − 𝑉(𝑧 + 𝑑𝑧, 𝑡) = (𝐿𝑑𝑧) 𝜕𝑡
(1)
𝜕𝑉(𝑧,𝑡)
𝐼(𝑧 − 𝑑𝑧, 𝑡) − 𝐼(𝑧, 𝑡) = (𝐶𝑑𝑧) 𝜕𝑡
(2)

Θεώροντας πως τα μεγέθη ενδιαφέροντος δέχονται χωρικό ανάπτυγμα Taylor γύρω από
το 𝑧 και κρατώντας μόνο τους γραμμικούς όρους :

3
𝜕𝑉 𝜕𝑉 𝜕𝐼
𝑉(𝑧, 𝑡) − 𝑉(𝑧 + 𝑑𝑧, 𝑡) = 𝑉(𝑧, 𝑡) − ( 𝑉(𝑧, 𝑡) + 𝑑𝑧) = − 𝑑𝑧 = −𝐿 𝑑𝑧
𝜕𝑧 𝜕𝑧 𝜕𝑡
𝜕𝑉 𝜕𝐼
⇒ − 𝜕𝑧 = 𝐿 𝜕𝑡
(A)

Με τον ίδιο τρόπο από την εξίσωση (2) έχουμε :


𝜕𝐼 𝜕𝑉
− 𝜕𝑧 = 𝐶 𝜕𝑡 (B)

Με παραγώγιση ως προς 𝑧 /𝑡 στην (Α)/(Β) και με παραγώγιση ως προς 𝑡 / 𝑧 στην (Β)/(Α)


, λαμβάνονται οι πασίγνωστες μονοδιάστατες κυματικές εξισώσεις (Εξίσωση D’Alembert) :
𝜕 2𝑉 𝜕 2𝑉
𝑐 2 𝜕𝑧 2 = (VW)
𝜕𝑡 2

𝜕 2𝐼 𝜕 2𝐼 1
𝑐 2 𝜕𝑧 2 = 𝜕𝑡 2 (CW) , όπου 𝑐 2 = 𝐿𝐶

Οι εξισώσεις είναι πανομοιότυπες και συζευγμένες για την σημειακή τάση και ρεύμα.
Κανείς λοιπόν θα περίμενε κάποια εξάρτηση από τα μεγέθη V,I (και κυκλωματικά το
περιμένουμε). Η εξίσωση D’Alembert λύνεται μέσω του μετασχηματισμού μεταβλητών
𝜕2 𝜕2
𝜂 = 𝑧 − 𝑐𝑡 , 𝜉 = 𝑧 + 𝑐𝑡 . Εκφράζοντας τα μεγέθη 𝜕𝑧 2 , = ℎ(𝜂, 𝜉) και αντικαθιστώντας
𝜕𝑡 2
στις εξισώσεις (VW), (CW) καταλήγουμε στην εξίσωση :
𝜕(𝑉,𝐼) 𝜕(𝑉,𝐼)
+ 𝜕𝜉 = 0 , και επομένως :
𝜕𝜂

(𝑉, 𝐼)(𝜂, 𝜉) = 𝐹𝑣,𝑖 (𝜂) + 𝐺𝑣,𝑖 (𝜉) = 𝐹𝑣,𝑖 (𝑧 − 𝑐𝑡) + 𝐺𝑣,𝑖 (𝑧 + 𝑐𝑡) // Γενική Λύση εξίσωσης D’Alembert

Εάν σταθεροποιήσουμε σε μια σταθερή το όρισμα καθενός από τους προσθετέους της
γενικής λύσης, μεταβάλλουμε το χρόνο , θα προκληθεί μια μεταβολή στο z :
𝑑𝑧
𝑧 ± 𝑐𝑡 = 𝑐𝑜𝑛𝑠𝑡. ⇒ 𝑑𝑧 ± 𝑐𝑑𝑡 = 0 ⇒ = ±𝑐
𝑑𝑡

Παρατηρούμε πως καθώς προχωρά ο χρόνος , η θέση η οποία υπόκεινται στη διαταραχή
1
𝐹, 𝐺 για το ± αντίστοιχα, οδεύει με ταχύτητα 𝑐 = προς τα θετικά και τα αρνητικά
√𝐿𝐶
του άξονα αντίστοιχα.

Σχόλιο : Σε γενικές διατάξεις με γραμμικά, ομογενή υλικά , η αυτεπαγωγή και η


1
χωρητικότητα της διάταξης έχουν τη μορφή 𝐿 = 𝑆 𝜇𝑟 𝜇0 , 𝐶 = 𝑆 𝜀𝑟 𝜀0 , όπου S είναι
παράγοντας που εξαρτάται από τη διάταξη/γεωμετρία. Οι σχετικές συντακτικές
παράμετροι του υλικού διαμορφώνουν αναλόγως την ταχύτητα διάδοσης του κύματος. Για
300 𝑚
τον αέρα 𝜇𝑟 = 1 = 𝜀𝑟 , η ταχύτητα του φωτός είναι 𝑐 = 𝜇𝑠 .

Αν απομονώσουμε , για παράδειγμα τα οδεύοντα κύμα κατά τα θετικά z , 𝐹𝑣 (𝑧 −


𝑐𝑡) , 𝐺𝐼 (𝑧 − 𝑐𝑡) και τα αντικαταστήσουμε στην εξίσωση (Α) , χρησιμοποιώντας τη
βοηθητική μεταβλητή η:
𝑑𝑉 1 𝑑𝐼 𝑑𝑉 𝑑𝐼 𝑉
− 𝑑𝜂 (− 𝑐 ) = 𝐿 (1) ⇒ ∫ 𝑑𝜂 = 𝐿𝑐 ∫ 𝑑𝜂 ⇒ = 𝐿𝑐
𝑑𝜂 𝑑𝜂 𝑑𝜂 𝐼

4
𝑉 𝐿
⇒ =𝑍 = √
𝐼 𝐶

Η τελευταία εξίσωση ορίζει ένα πολύ σημαντικό μέγεθος , που όπως φαίνεται έχει
μονάδες Ohm και ονομάζεται κυματική αντίσταση της γραμμής. Και αυτό το μέγεθος
ακολουθά τις παρατηρήσεις που έγιναν στο παραπάνω σχόλιο. Για ένα κατά τα αρνητικά
οδεύον κύμα ισχύει αντίστοιχα :
𝑉−
= −𝑍
𝐼−

Στη συνέχεια θα αναλυθεί , στα πλαίσια της μαθηματικής φυσικής , ένας τρόπος να
οπτικοποιηθεί η διάδοση του κύματος όταν κεραυνικό ρεύμα προσπέσει στο κέντρο
γραμμής άπειρης μεταφοράς. Έστω λοιπόν ότι τη χρονική στιγμή t=0, προσπίπτει
κεραυνικό ρεύμα 𝐼(𝑡)𝜃(𝜏) (𝜃(𝜏) : (Συνάρτηση Heaviside) στο κέντρο της γραμμής , 𝑧 =
0. Το ρεύμα αυτό θα είναι κάποιο από τα παραπάνω , και θα πληροί οπωσδήποτε τις
συνθήκες (1) , (2). Επομένως , τίθεται το πρόβλημα :

𝜕 2𝑉 𝜕2𝑉
𝑐 2 𝜕𝑧 2 = , −∞ < 𝑧 < +∞ , 𝑡 ≥0 (1)
𝜕𝑡 2

𝜕𝑉
𝜕𝑡
= 0, −∞ < 𝑧 < +∞ , 𝑡 = 0 (Αρχική Συνθήκη Α)

𝑉 = 0, −∞ < 𝑧 < +∞ , 𝑡 = 0 (Αρχική Συνθήκη Β)

𝑉(0, 𝑡) = 𝑍𝐼(𝑡)𝜃(𝑡) (Συνθήκη Γ)

Όπως είναι φανερό οι αρχικές συνθήκες ακολουθούν τη διέγερση. Το λογικό είναι πως τη
χρονική στιγμή 𝑡 = 0 , η διαταραχή “θα είναι γνωστή” μόνο στη θέση 𝑧 = 0 με τα
αντίστοιχα χαρακτηριστικά της όπως αποτυπώνονται στις Α.Σ (αρχικές συνθήκες).

Θα θεωρηθεί πως η λύση μπορεί να γραφτεί ως έξης :

𝑉(𝑧, 𝑡) = 𝑉 + (𝑧, 𝑡) + 𝑉 − (𝑧, 𝑡) (2)

Όπου 𝑉 + (𝑧, 𝑡) , 𝑉 − (𝑧, 𝑡) είναι μηδενικές για 𝑧 < 0 & 𝑧 > 0 αντίστοιχα. Η λογική πίσω από
αυτή τη θεώρηση είναι πως η εισερχόμενη διαταραχή θα διαδοθεί με ανεξάρτητο τρόπο
σε κάθε τμήμα της γραμμής. Επομένως έχουμε πλέον 2 διαφορετικές εξισώσεις οι οποίες
“επικοινωνούν” μέσω της επιβαλλόμενης συνέχειας της 𝑉(𝑧, 𝑡) στο 𝑧 = 0 , όπως θα
διατυπωθεί παρακάτω.
𝜕 2𝑉 ± 𝜕 2𝑉 ±
𝑐2 = , 𝑧 > 0&𝑧 < 0, 𝑡 ≥ 0 (3)
𝜕𝑧 2 𝜕𝑡 2

Στην εξίσωση (3) δρούμε με το γνωστό μετασχηματισμό Laplace :


𝜕 2𝑉 ± 𝜕2𝑉 ±
𝑐 2 ∫ℝ+ 𝑒 −𝑠𝑡 𝑑𝑡 = ∫ℝ+ 𝑒 −𝑠𝑡 𝑑𝑡 (4)
𝜕𝑧 2 𝜕𝑡 2

5
Καθώς η ολοκλήρωση συμβαίνει στο πεδίο του χρόνου , στο δεξί μέλος της εξίσωσης
(λαμβάνοντας υπόψιν το Dominated Convergence Theorem για παράδειγμα) μπορούμε να
θεωρήσουμε :
𝜕2𝑉 ± 𝜕2
∫ℝ+ 𝑒 −𝑠𝑡 𝜕𝑧 2
𝑑𝑡 = ∫ 𝑒 −𝑠𝑡
𝜕𝑧 2 ℝ+
𝑉 ± 𝑑𝑡 και 𝑣 ± (𝑧, 𝑠) = ∫ℝ+ 𝑒 −𝑠𝑡 𝑉 ± 𝑑𝑡 (5)

Στο δε αριστερό μέλος της εξίσωσης μπορούμε να ολοκληρώσουμε απευθείας:

𝜕2 ± 𝜕𝑉 ± 𝜕± 𝑉
∫ 𝑒 −𝑠𝑡 𝑉 𝑑𝑡 = 𝑒 −𝑠𝑡 + 𝑠 ∫ 𝑒 −𝑠𝑡 𝑑𝑡
ℝ+ 𝜕𝑡 2 𝜕𝑡 (𝑡→∞ , 𝑡=0) ℝ+ 𝜕𝑡

Για τον πρώτο όρο υποθέτουμε πως η συνάρτηση που ψάχνουμε είναι εκθετικής τάξης (i.e
𝑑𝑛
υπάρχει ο Μ.Σ Laplace της άρα το lim 𝑒 −𝑠𝑡 𝑑𝑧 𝑛
𝑉 = 0 , ∀ 𝑛 [Συνθήκη 3]) και
𝑡→∞
εφαρμόζουμε την Α.Σ (Α) , επομένως :

𝜕2 𝜕±𝑉 ±
∫ℝ+ 𝑒 −𝑠𝑡 𝜕𝑡 2 𝑉 ± 𝑑𝑡 = 𝑠 ∫ℝ+ 𝑒 −𝑠𝑡 𝜕𝑡
𝑑𝑡 = 𝑠[𝑒 −𝑠𝑡 𝑉(𝑡→∞ , 𝑡=0) + 𝑠 ∫ℝ+ 𝑒
−𝑠𝑡 𝑉𝑑𝑡]

Με την ίδια λογική , εφαρμόζοντας τώρα την Α.Σ (Β) , λαμβάνεται :

𝑅. 𝐻. 𝑆 = 𝑠 2 ∫ℝ+ 𝑒 −𝑠𝑡 𝑉 ± 𝑑𝑡 = 𝑠 2 𝑣(𝑧, 𝑠) , και τελικά εξισώνοντας 𝐿. 𝐻. 𝑆 = 𝑅. 𝐻. 𝑆 :

𝜕2
𝑐2 𝑣 ± (𝑧, 𝑠) = 𝑠 2 𝑣 ± (𝑧, 𝑠) (6)
𝜕𝑧 2

Η εξίσωση (6) αποτελεί μια συνήθη διαφορική εξίσωση για κάθε περιοχή και η λύση της
είναι γνωστή :
𝑠 𝑠
𝑣 ± (𝑧, 𝑠) = 𝐴± (𝑠)𝑒 −𝑐𝑧 + 𝐵± (𝑠)𝑒 𝑐𝑧 (7)

Το πρόβλημα έχει ανηχθεί στην εύρεση των συντελεστών 𝐴± (𝑠) , 𝐵± (𝑠) . Καθώς η
συνάρτηση 𝑣 ± (𝑧, 𝑠) είναι μετασχηματισμός Laplace , επιβάλλεται πως το lim 𝑣 ± (𝑧, 𝑠) =
𝑠→∞
0 , σε αμφότερες τις περιοχές μειώνοντας έτσι τους αγνώστους σε :
𝑠 𝑠
𝑣 + (𝑧, 𝑠) = 𝐴(𝑠)𝑒 −𝑐𝑧 , 𝑣 − (𝑧, 𝑠) = 𝐵(𝑠)𝑒 𝑐𝑧 για 𝑧 > 0 & 𝑧 < 0 αντίστοιχα.

Στο σημείο αυτό εκμεταλλευόμαστε τη συνέχεια της συνάρτησης 𝑣(𝑧, 𝑠) = 𝑣 + (𝑧, 𝑠) +


𝑣 − (𝑧, 𝑠) (της μετασχηματισμένης λύσης δηλαδή) στο σημείο πρόσπτωσης του κεραυνικού
ρεύματος , έχοντας υπόψιν ότι οι όροι υφίστανται εκατέρωθεν του σημείου αυτού :

𝑣(𝑧 → 0+ , 𝑠) = 𝑣(𝑧 → 0− , 𝑠) ⇒ 𝐴(𝑠) = 𝐵(𝑠) , ∀ 𝑠 (8)

Επομένως :

6
𝑠 𝑠
𝑣(𝑧, 𝑠) = 𝐴(𝑠) [ 𝑒 −𝑐𝑧 (𝑧 ≥ 0) + 𝑒 𝑐𝑧 (𝑧 ≤ 0)] (9)

Στην εξίσωση (9) εφαρμόζοντας τη συνθήκη (Γ) :


1
𝑣(0, 𝑠) = ℐ(𝑍𝐼(𝑡)𝜃(𝑡)) ⇒ 𝐴(𝑠) = 2 ℐ(𝑍𝐼(𝑡)𝜃(𝑡)) (10)

Επομένως η πλήρης λύση στο πεδίο s είναι :


𝑧 𝑧
1 1
𝑣(𝑧, 𝑠) = 2 ℐ{𝑍𝐼(𝑡)𝜃(𝑡)}𝑒 −𝑠 𝑐 + ℐ{𝑍𝐼(𝑡)𝜃(𝑡)}𝑒 𝑠 𝑐 (11)
2

Από την εξίσωση αυτή επιστρέφουμε εύκολα στο πεδίο του χρόνου, όπου λαμβάνεται η
τελική λύση :
1 𝑧 𝑧 1 𝑧 𝑧
𝑉(𝑧, 𝑡) = 2 𝑍 𝐼 (𝑡 − 𝑐 ) 𝜃 (𝑡 − 𝑐 ) + 2
𝑍𝐼 (𝑡 + 𝑐 ) 𝜃 (𝑡 + 𝑐 ) , − ∞ < 𝑧 < + ∞ , 𝑡 ≥ 0 (12)

Η έκφραση αυτή μας λέει τα πάντα για το τι θα συμβεί πάνω στη γραμμή (του δικτύου
διανομής ή ακόμα χειρότερα σε ένα υποσταθμό ανοιχτού τύπου**) . Από τα ορίσματα των
παραπάνω όρων βλέπουμε το προς τα που θα ταξιδεύσει η διαταραχή και πότε θα φτάσει
σε κάθε σημείο (όταν μηδενιστεί το όρισμα της Heaviside). Ας μην ξεχνούμε και την
αρχική μας υπόθεση , πως καθείς είναι μηδενικός σε έναν από τους δύο ημιάξονες που
ορίζονται από το σημείο πρόσπτωσης . Πληροφορία παρέχει και ο συντελεστής ½ που
εμφανίζεται στους όρους . Ο συντελεστής αυτός παρέχει το εξής κυκλωματικό μοντέλο
(που το έμαθες στο 2ο εξάμηνο) :

Εικόνα 3: Διαίρεση ρεύματος κατά την πρόσπτωση κεραυνού σε γραμμή μεταφοράς. Ο


κεραυνός “βλέπει” τη γραμμή , σαν δύο παράλληλες σύνθετες (γενικά), ίσες με την
κυματική αντίσταση της γραμμής αντιστάσεις γειωμένες .

** Εάν πέσει κεραυνός σε έναν από τους ~240 υποσταθμούς 150/20 είναι ικανός να
καταστρέψει το ΜΣ των 50 MVA. (Περισσότερα στο Προστασία από Υπερτάσεις)

7
Έχοντας στα χέρια μας την έκφραση (12) μπορούμε με το λογισμικό Matlab ® , μπορούμε
να απεικονίσουμε το φαινόμενο :

Εικόνα 4: Οδεύον κύμα τάσης σε άπειρη γραμμή μεταφοράς. Η ευθεία που διαγράφεται
𝑧
είναι ακριβώς η 𝑡 = − 𝑐 , που δείχνει πότε το κύμα φτάνει στη σημείο z της γραμμής.

8
Εικόνα 5: Εντελώς ανάλογη είναι και η εικόνα που παίρνουμε για το θετικό ημιάξονα , με
𝑧
την ευθεία που διαγράφεται στο επίπεδο (z,t) να είναι 𝑡 = 𝑐 . Η ευθεία αυτή σημαίνει την
άφιξη της διαταραχής στο σημείο 𝑧 , τη χρονική στιγμή 𝑡 .

9
Εικόνα 6: Κάτοψη του προηγούμενου σχήματος στο οποίο φαίνεται και η χρονική εξέλιξη
της τάσης κάθε σημείου και ο χρόνος άφιξης του εκεί.

Βιβλιογραφία :

[1] F. Heidler, “Analytische blitzstromfunktion zur LEMP-berechnung,” in Proc. 18th Int.


Conf. Lightning Protection, Munich, Germany, 1985, pp. 63–66.

[2] Protection Against Lightning -Part 1: General Principles, IEC 62305-1, Edition 2.0,
Dec. 2010.

10

You might also like