Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 42

ΓΛΩΣΣΟΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ, Δ΄

3.
ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΙΚΑ Ή ΣΥΝΔΕΤΙΚΑ
ΣΤΟΙΧΕΙΑ
ΚΑΙ ΚΕΙΜΕΝΙΚΟΙ (Ή ΆΛΛΟΙ) ΔΕΙΚΤΕΣ
–από μια διδακτική σκοπιά

1. ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΕΣ ΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ


Είναι παρήγορο το γεγονός ότι η ‘συνοχή’ και η ‘συνεκτικότη-
τα’, ως συστατικές αρχές κάθε κειμένου, καθώς και άλλες βασι-
κές έννοιες της κειμενογλωσσολογίας, της πραγματολογίας και
της ανάλυσης του λόγου έχουν ενσωματωθεί στη διδασκαλία
του γλωσσικού μαθήματος, ιδίως στις δύο βαθμίδες της μέσης
εκπαίδευσης, στο Γυμνάσιο και το Λύκειο. Είναι, άλλωστε,
γνωστό πως ειδικά στο Λύκειο, στο μάθημα Έκφραση-Έκθεση
αναλύονται ένας μεγάλος αριθμός κειμένων που ανήκουν σε
πολλούς και ποικίλους ή διαφορετικούς ‘τύπους’ ή (γραμματει-
ακά) ‘είδη’: π.χ. από το διάλογο, την περιγραφή, την αφήγηση,
το βιογραφικό σημείωμα, την αυτοβιογραφία, το απομνημόνευ-
μα, το ημερολόγιο, τη συστατική επιστολή, το δοκίμιο, την επι-
στημονική ερευνητική εργασία, τη σύνταξη βιβλιογραφίας, κτλ.
−έως το κριτικό σημείωμα και άλλα δημοσιογραφικά είδη, ό-
πως το άρθρο, η επιφυλλίδα, η διαφήμιση, κτλ. (Για την παρά-
γραφο, την απλή σημείωση και την περίληψη γίνεται αρκετός
λόγος και στα βιβλία του Γυμνασίου ή, μάλλον, ήδη από τα
βιβλία των τελευταίων τάξεων του Δημοτικού).
Μάλιστα, για την Γ΄ Λυκείου, δίπλα στο 3ο τεύχος της
σειράς «Έκφραση - Έκθεση», εμφανίστηκε, κάποια στιγμή, πα-
ράλληλα, και το βιβλίο «Έκθεση Ιδεών - Λόγος Δημιουργικός»,
γραμμένο με άλλη φιλοσοφία, αλλά με αρκετή, επίσης, θεωρία
κειμενογλωσσολογίας.
Βεβαίως, όλοι ξέρουμε πως το μόνιμο παράπονο των εκ-
παιδευτικών είναι ότι καλούνται να διδάξουν πράγματα και
πολλά και πολύπλοκα, χωρίς αυστηρή συστηματοποίηση ή,
έστω, ένα βιβλίο συστηματικής περιγραφής και κωδικοποίησης
(πέρα από τα βιβλία για τον καθηγητή και το δάσκαλο που
συνοδεύουν τα βιβλία του μαθητή) και, το κυριότερο, να διδά-
ξουν πράγματα για τα οποία δεν έχουν κατάλληλα προετοι-
μαστεί στις καθηγητικές πανεπιστημιακές σχολές από τις οποίες
αποφοίτησαν. (Εδώ αρχίζει ένα επικίνδυνο ξεστράτισμα –γι’
αυτό...)
...Επανέρχομαι στην παρήγορη σκέψη ότι, αργά ή γρήγο-
ρα, κάποιες βασικές έννοιες και θεωρήσεις της σύγχρονης
γλωσσολογίας και των παραφυάδων της (κειμενογλωσσολο-
γίας, πραγματολογίας κτλ.) θα έπρεπε, κατάλληλα αφομοιωμέ-

99
Θανάσης Ν ά κ α ς

νες1, να περάσουν −και έχουν περάσει ως ένα βαθμό− στα


βιβλία και σε ό,τι άλλο έχει σχέση με τη διδασκαλία της γλώσ-
σας στα σχολεία. Σε μια περίπτωση (ΕΕΑ΄ -ΒΚθ [= Έκφραση -
Έκθεση, Για το Λύκειο, Τεύχος Α΄, Βιβλίο του Καθηγητή], σ.
187), δηλώνεται ρητά: «Η διαπραγμάτευση [διάβαζε: πραγμά-
τευση] του θέματος ‘συνοχή κειμένου’ βασίζεται στο βιβλίο
των [G.] Brown και [G.] Υule, Discourse Analysis, Cambridge
University Press, 1983.»

2. Η ‘ΣΥΝΟΧΗ’ ΚΑΙ Η ‘ΣΥΝΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ’


Στα βιβλία για τον μαθητή η ‘συνοχή’ και η ‘συνεκτικότητα’
παρουσιάζονται με σαφήνεια και επάρκεια (φυσικά, με την
κατάλληλη απλούστευση): Για τη ‘συνοχή’, συγκεκριμένα, δια-
βάζουμε (ΕΕΑ΄ [= Έκφραση - Έκθεση για την Α΄ Λυκείου, Τεύχος
Α΄ ], σ. 322): «Μια σειρά προτάσεων αποτελούν κείμενο μόνο
εφόσον υπάρχει συνοχή μέσα στις προτάσεις και ανάμεσα σ’
αυτές, όταν δηλαδή η ερμηνεία / κατανόηση ενός στοιχείου της
πρότασης εξαρτάται από την ερμηνεία κάποιου άλλου, στο
οποίο αναγκαστικά καταφεύγει κανείς για μια αποτελεσματική
ανάγνωση του κειμένου [ ] Τη συνοχή την πετυχαίνουμε όταν
με τους κατάλληλους τρόπους μεταβαίνουμε φυσικά και λογικά
από τη μια λέξη στην άλλη, από τη μια πρόταση στην άλλη,
από τη μια περίοδο στην άλλη και από τη μια παράγραφο στην
άλλη χωρίς κενά και χάσματα. Τέτοιοι τρόποι2 είναι οι
ακόλουθοι: [ ]» −(Δεδομένου ότι έχω μιαν απέχθεια για την
πολυσημία του όρου ‘τρόπος’ στα ελληνικά: τον καταντήσαμε
να μη σημαίνει, τελικά, τίποτε−) θα προτιμούσα εδώ: ‘μηχανι-
σμοί’ ή ‘τεχνικές’ ή ‘στρατηγικές’, κ.τ.ό.
Φυσικά, θ’ αφήσω απ’ έξω τις άλλες έξι ή επτά −την επα-
νάληψη (αυτούσια ή τροποποιημένη), την έλλειψη ή την παρά-
λειψη στοιχείων που προμνημονεύθηκαν, την υποκατάσταση με
αντωνυμικά στοιχεία, τη χρήση συγγενικών ή συναφών (σημα-
σιολογικά και νοηματικά) όρων3, κτλ.−, για να σταθώ σε μία
μόνο: «τη χρήση διαρθρωτικών λέξεων και εκφράσεων [λέει το
σχολικό βιβλίο] που σηματοδοτούν καθαρά τις σχέσεις συνο-
χής». Παραδείγματα τέτοιων ‘διαρθρωτικών’ λέξεων / εκφρά-
σεων δίνουν τα βιβλία του μαθητή σε δύο σημεία (βλ. ΕΕΑ΄, σ.

1
Εννοώ από τους εκπαιδευτικούς, μια και, κατά τα άλλα, χαρακτηρίζονται
«τρέχουσες» από τον Γ. Μπαμπινιώτη (ΕΙ - ΛΔ, σ. 6).
2
«Τρόπους» ή «μέσα» με τα οποία επιτυγχάνεται η συνοχή και η
συνεκτικότητα υποδεικνύουν και αλλού τα βιβλία του Λυκείου (βλ. ΕΕΓ΄ -
ΒΚθ, σ.182 −όσα, όμως, λέγονται εδώ, έστω κι αν προορίζονται για τον
καθηγητή, δεν συμπίπτουν απολύτως ή, μάλλον, παρουσιάζουν αρκετές
διαφορές απ’ όσα λέγονται, τουλάχιστον για τη συνοχή, στο προηγούμενο
ΕΕΑ΄, σ. 322). −«Τ ρ ό π ο ι σ υ ν ο χ ή ς : η λειτουργία [?!] της συνοχής
υλοποιείται με τους εξής βασικούς τρόπους [ ]» διαβάζουμε και στο ΕΙ -
ΛΔ, σ. 130.
3
Βλ., passim, Brown & Yule 1983 –Levinson 1983 –Hoey 1983 και 1991
–Dick 1986.

100
ΓΛΩΣΣΟΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ, Δ΄

322 −με το οποίο πβ. ΕΕΑ΄ -ΒΚθ, σ. 186-7, και ΕΕΒ΄, σ. 223).
Τα συνενώνω εδώ ως εξής (δεδομένου ότι και πάλι οι δύο κατά-
λογοι όχι μόνο δεν συμπίπτουν, αλλά παρουσιάζουν και αρκε-
τές διαφορές):

<1> (i) «έπειτα, αργότερα, όταν / ύστερα, προηγουμένως, εντωμεταξύ


κτλ. που δηλώνουν χρονικές σχέσεις
(ii) επομένως, συνεπώς, λοιπόν κτλ. που δηλώνουν συμπέρασμα
/ [αλλά και:] επειδή, διότι, έτσι, γι’ αυτό το λόγο κτλ. [που
δηλώνουν] το αίτιο - αποτέλεσμα
(iii) αν και, εντούτοις, εξάλλου, άλλωστε, ωστόσο, αντίθετα κτλ.
που αντιθέτουν / [όπως και τα:] αλλά, όμως, από την
άλλη πλευρά κτλ. [που δηλώνουν] αντίθεση -εναντίωση
(iv) δηλαδή, μ’ άλλα λόγια / με όσα είπα προηγουμένως εννο-
ούσα, (για να καταλάβετε) θα σας το παρουσιάσω με άλλο
τρόπο, για να γίνω σαφέστερος, κτλ. που εισάγουν επεξή-
γηση [ ]
(v) και, επίσης, πρώτο, δεύτερο κτλ. που προσθέτουν
(vi) αν, εκτός αν, σε περίπτωση που, κτλ. με τα οποία δηλώνεται
ένας όρος, προϋπόθεση
(vii) είναι αξιοσημείωτο ότι, θα ήθελα να τονίσω το εξής... / να
επιστήσω την προσοχή σας κτλ. με τα οποία δηλώνεται η
έμφαση
(viii) π.χ., λ.χ., για παράδειγμα κτλ. με τα οποία δηλώνεται το
παράδειγμα
(ix) πρώτο...δεύτερο, καταρχήν, τελικά, το επόμενο επιχείρημα /
θέμα που θα μας απασχολήσει κτλ. με τα οποία δηλώνε-
ται η απαρίθμηση επιχειρημάτων, η εισαγωγή μας
καινούριας ιδέας
(x) το άρθρο / η μελέτη / η εισήγηση / η ομιλία μου χωρίζεται σε
τρία μέρη: στο πρώτο κτλ. με τα οποία δηλώνεται η
διάρθρωση του κειμένου
(xi) για να συνοψίσουμε, συγκεφαλαιώνοντας / επιλογικά / συ-
μπερασματικά θα λέγαμε κτλ. με τα οποία δηλώνεται ένα
συμπέρασμα, συγκεφαλαίωση».

Γίνεται, πιστεύω, εύκολα αντιληπτό ότι οι απορίες και τα


προβλήματα που ανακύπτουν απ’ αυτού του είδους την κατάτα-
ξη, δεν είναι καθόλου λίγα. Δημιουργείται, πρώτ’ απ’ όλα, μια
σύγχυση ανάμεσα στους παραδοσιακά γνωστούς ως ‘απλούς’
συνδέσμους (τους παρατακτικούς: και, αλλά κτλ. και, μάλιστα,
τους ‘υποτακτικούς’: επειδή, διότι, όταν, αν, αν και κτλ.) και
στις λεγόμενες τώρα ‘διαρθρωτικές’ λέξεις (ή εκφράσεις). Ε-
κτός απ’ αυτό, εφόσον δεν δίνονται τα κατάλληλα κριτήρια, πα-
ρατηρούνται επικαλύψεις ή ασυνέπειες, λ.χ. μεταξύ των ομά-
δων <ii> και <xi> ή <v> και <ix>. Ενδεχομένως, τα μέλη των
ομάδων της ‘επεξήγησης’ και του ‘παραδείγματος’ θα μπορού-
σαν να συναποτελέσουν μιαν ενιαία ομάδα, κ.ο.κ. Εξάλλου, τα
μέλη όλων των ομάδων στεγάζονται κάτω από τον τίτλο ‘διαρ-
θρωτικές’ λέξεις / εκφράσεις, αλλά στον κατάλογο συμπερι-
λαμβάνεται και επιμέρους ομάδα-υποκατηγορία της οποίας τα
στοιχεία δηλώνουν ειδικότερα τη ‘διάρθρωση’ (<x>).

101
Θανάσης Ν ά κ α ς

Ήδη στο βιβλίο του καθηγητή που συνοδεύει τα εγχειρί-


δια Νεοελληνική Γλώσσα για το Γυμνάσιο (ΝΓΓ -ΒΚθ, σ. 36), οι
‘διαρθρωτικές’ λέξεις αποκαλούνται συλλήβδην ‘μεταβατικές’
(«που μεταβιβάζουν από τη μια περίοδο στην άλλη, από τη μια
παράγραφο στην άλλη»), με την παρατήρηση ότι «πρόκειται [ ]
συνήθως για συνδέσμους και επιρρήματα». Το ‘μεταβατικές’
(που αντικαθίσταται ενίοτε από τη μεταφορική δήλωση ‘λέξεις
- γέφυρες’) χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του ‘διαρθρωτικές’
και στα βιβλία του Λυκείου. Τα παραδείγματα, όμως, και εδώ
συγχέονται, αφού ως μεταβατική χαρακτηρίζεται (ΕΕΓ΄ -ΒΚθ,
σ. 183-4 −πβ. και σ. 124, ή ΕΕΓ΄, σ. 208 et passim) τόσο μια
έκφραση του τύπου ας δούμε τι συμβαίνει όταν..., στην αρχή
μιας παραγράφου (ή στο μεταίχμιο δύο παραγράφων), όσο και
τα ενώ, αντίθετα, από τη μια μεριά, τα οποία (όπως διδάσκει το
παράθεμα <1iii> που μόλις είδαμε) συνδέουν αντιθετικά. Από
τη δεύτερη αυτή, γενικότερη χρήση του όρου ‘μεταβατικός’ θα
όφειλε κανείς, κατά την προσωπική μας γνώμη, να προτιμήσει
εδώ την πρώτη και ειδικότερη (οπότε θα πρόσθετε ως παρα-
δείγματα και φράσεις του τύπου : μια και το ’φερε η κουβέντα ή
ας αντιστρέψουμε τώρα την εικόνα, για να φανεί μια άλλη πλευ-
ρά του ζητήματος ή με την παρατήρηση αυτή το ζήτημά μας παίρ-
νει άλλη τροπή, κ.τ.ό.)
Τα σχολικά βιβλία αφήνουν ενίοτε να εννοηθεί ότι η
‘διάρθρωση’ και η ‘οργάνωση’ ενός κειμένου συμπίπτουν με τη
‘συνοχή’ του4. Παρ’ όλα αυτά, στο σχετικό βιβλίο της Γ΄ Λυ-
κείου (ΕΕΓ΄, σ. 214) εισάγεται (σωστά) και ο δόκιμος παραδοσι-
ακός όρος ‘αλληλουχία’5, υπό τον οποίο στεγάζονται η συνοχή
και η συνεκτικότητα, δεδομένου ότι συμβάλλουν και αυτές στη
σ α φ ή ν ε ι α της γραφής (του γραπτού λόγου ή του κειμένου):

ΣΑΦΗΝΕΙΑ ΣΤΟ ΓΡΑΨΙΜΟ


<2> [Θεματική περίοδος - λεπτομέρειες / Τρόποι ανάπτυξης / Ενό-
τητα / Αλληλουχία - Συνοχή και συνεκτικότητα κειμένου]
«Η α λ λ η λ ο υ χ ί α δίνει στις επαρκώς ανεπτυγμένες,
και σχετικές με το θέμα [ως αποτέλεσμα της ‘ε ν ό τ η τ α ς ’:
ό.π., σσ. 212-4], ιδέες μια λογική και φυσική σειρά, και δείχνει
καθαρά τη σχέση που έχουν μεταξύ τους. Η αλληλουχία πετυ-
χαίνεται με τη σαφή διάκριση των τμημάτων (πρόλογος, κύριο
μέρος, επίλογος) και των υποτμημάτων του κύριου μερους.
Πετυχαίνεται ακόμη με τη σωστή διάταξη. Η χρονολογική π.χ.
σειρά εξυπηρετεί συνδέσεις και συσχετίσεις σε αφηγηματικά
κείμενα [ ] Στα περιγραφικά η ύλη διευθετείται τοπικά [ ] Στα

4
Δες π.χ. ΕΕΒ΄, σ. 223: «[ ] τις λέξεις / φράσεις που συμβάλλουν στην ορ-
γάνωση (διάρθρωση → συνοχή) του λόγου» και «έτσι λέμε τις λέξεις που
ενώνουν / διαρθρώνουν μικρότερα ή μεγαλύτερα τμήματα του λόγου: φρά-
σεις, προτάσεις, περιόδους, παραγράφους κτλ.».
5
Σχετικά με τους όρους ‘αλληλουχία’, ‘(φυσική) μετάβαση’ και ‘συνοχή’ σ’
ένα κείμενο, ‘φράσεις - γέφυρες’ κ.τ.ό. δες Νάκα 42001, σσ. 36 - 50, και,
ειδικότερα, σσ. 46-7 [=κεφ. 3: “Το δοκίμιο (απόπειρα οριοθέτησης)”, το
οποίο, ως γνωστόν, συμπεριλαμβάνεται ολόκληρο (ΕΕΓ΄ -ΒΚθ, σσ. 87 -
96) και αξιοποιείται πολλαπλώς στο σχολικό βιβλίο της Γ΄ Λυκείου].

102
ΓΛΩΣΣΟΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ, Δ΄

διασαφητικά, επεξηγηματικά, αποδεικτικά κτλ. κείμενα ακο-


λουθείται η λογική σειρά. [ ]
Με την ενότητα και την αλληλουχία συλλαμβάνομε
[sic !] τις νοηματικές σχέσεις των προτάσεων μεταξύ τους και
το συνολικό κειμενικό νόημα. Η τέτοια νοηματική συνάφεια
και συγγένεια που υπάρχει ανάμεσα στις προτάσεις και το κεί-
μενο συνιστά αυτό που ονομάζεται σ υ ν ε κ τ ι κ ό τ η τ α κειμέ-
νου.
Όμως, παρόλο που η συνεκτικότητα βοηθάει στη σα-
φήνεια του κειμένου, υπάρχουν περιπτώσεις που δυσκολεύεται
ο αναγνώστης να μεταβεί απρόσκοπτα από το ένα νόημα στο
άλλο. Η δυσκολία οφείλεται στην έλλειψη σ υ ν δ ε τ ι κ ώ ν
λ έ ξ ε ω ν [εγώ υπογραμμίζω] ανάμεσα στα νοήματα −στην
έλλειψη συνοχής.
Η συνοχή σε ένα κείμενο είναι ό,τι τα σήματα της τρο-
χαίας για έναν οδηγό −τον οδηγούν χωρίς “μποτιλιαρίσματα”
να φτάσει στον προορισμό του6. Με την τεχνική της συνοχής ο
συγγραφέας έχει μερικούς τρόπους να σηματοδοτήσει το κεί-
μενό του. Ο πιο συνηθισμένος είναι η χρησιμοποίηση ειδικών
μ ε τ α β α τ ι κ ώ ν λ έ ξ ε ω ν [εγώ υπογραμμίζω] ή φράσεων,
όπως π.χ., δηλαδή, επομένως, πραγματικά, ακόμα, αλλά, κτλ.
(βλ. Α΄ τ., σ. 322 [=<1> εδώ πιο πάνω]). Η συνοχή δηλαδή α-
ναφέρεται στη μορφική σύνδεση των προτάσεων μεταξύ τους·
η συνεκτικότητα στη σύνδεση του περιεχομένου τους. Η πρώτη
αφορά την ύπαρξη συνδετικών κρίκων ανάμεσα στις προτά-
σεις· η δεύτερη την ερμηνεία των νοηματικών συνδέσεων που
δε δηλώνονται φανερά.7»

6
Για ένα φραστικό παράλληλο (μάλλον λόγω κοινής πηγής) πβ. το εξής: «[ ]
units and relations are indicated by a number of devices. These act as the
text’s signposts that signal the relations between parts and the transition
from one part to the other. R e m i n i s c e n t o f r o a d s i g n s o n t h e
m o t o r w a y [εγώ υπογραμμίζω], they enable the addressees to anticipate
what is coming next in the text and to understand how that ties in with
what came before. In this way, t h e y p r o v i d e p o i n t s o f r e f e -
rence so that the addressees can find their way easier
through the maze of discourse.»
7
Πβ. και ΕΕΓ΄ -ΒΚθ, σ.182: «Η συνοχή είναι συνένωση / συγκόλληση /
σύνδεση των νοημάτων στο συντακτικό επίπεδο (δεικτικά, συμφωνία
χρόνων, αρθρώσεις με συνδέσμους). [ ] Η συνεκτικότητα είναι σύνδεση /
συσχέτιση / φυσική σχέση ανάμεσα στις προτάσεις ή στα μέρη ενός κει-
μένου από την άποψη του περιεχομένου. [ ] » −ΕΙ - ΛΔ, σσ. 136-7: «[ ] ένα
κείμενο με ιδέες που έχουν συνεκτικότητα αλλά δεν έχουν συνοχή, συχνά
θα εκτιμηθεί ως λιγότερο ικανοποιητικό από ένα κείμενο που συνδέει τα
συστατικά του περιεχομένου του με τον ιστό της συνοχής κι έτσι διαθέτει
και συνοχή και συνεκτικότητα. [ ] γίνεται προφανές ότι τα στοιχεία της
συνοχής δεν επαρκούν για να εξασφαλίσουν τη συνεκτικότητα σ’ ένα
κείμενο, δηλ. λογική σύνδεση του περιεχομένου των προτάσεων, επειδή,
παρά την ύπαρξη των στοιχείων της συνοχής, οι προτάσεις ως σύνολο
μπορεί να μη δίνουν νόημα. Από την άλλη πλευρά, επειδή συνήθως τα
συστατικά των εννοιών τείνουν να επανεμφανίζονται και να επικαλύ-
πτονται σ’ ένα κείμενο, χαρακτηριστικά της συνοχής, όπως οι επαναλήψεις
και η λεξική συνοχή, αποτελούν κατεξοχήν δείκτες της συνεκτικότητας,
παρ’ όλο που δεν είναι ούτε επαρκή ούτε και αναγκαία κριτήρια για τη
συνεκτικότητα.»

103
Θανάσης Ν ά κ α ς

Οφείλουμε να διευκρινίσουμε από τώρα ότι η ‘συνοχή’


(όπως και η διάρθρωση ή η οργάνωση) είναι υπερκείμενη έν-
νοια, και ως ένα πυκνό δίκτυο σχέσεων υπηρετείται από λέξεις
και εκφράσεις που είναι είτε (κυρίως) συνδετικές είτε (κυρίως ή
μόνο) μεταβατικές –είτε αποτελούν μέρος άλλου μηχανισμού
(π.χ. επανάληψη ίδιων ή συγγενών λέξεων, υποκατάσταση με
αντωνυμικά στοιχεία, κτλ.) Η συσχέτιση ή η σύναψη μεταξύ
δύο φράσεων μπορεί π.χ. να γίνει αντιθετικά, με τη βοήθεια, ας
πούμε, του συνδέσμου αλλά, που έχει αυτόν το σημασιολογικό
ρόλο. Δύσκολα, όμως, σε μια τέτοια περίπτωση θα μιλούσε κα-
νείς για ‘μετάβαση’, χαρακτηρίζοντας το αλλά ‘μεταβατική
λέξη’ (βλ. <2>, τελευταία παράγραφο). ‘Μεταβατικές’, με αυτή
την έννοια, χαρακτηρίζονται οι εκφράσεις στην οριοθετική
γραμμή μεταξύ κάπως μεγαλύτερων κειμενικών ενοτήτων που
σηματοδοτούν, συνήθως, και αλλαγή ‘θέματος’.
Θυμίζουμε ότι, αντί του ‘διαρθρωτικές λέξεις’ που έχουν
τα σχολικά βιβλία, ο καθιερωμένος στη σχετική βιβλιογραφία
γλωσσολογικός όρος είναι ‘κειμενικός δείκτης / κειμενικοί δεί-
κτες’ (αγγλιστί ‘discourse signals’ ή ‘d. markers’ −ιταλιστί ‘se-
gnali discorsivi’8). Πρόκειται, δηλαδή, για ‘σήματα’ ή ‘δείκτες’
(κειμενικούς ή συνομιλιακούς) που σηματοδοτούν και οριο-
θετούν την πλοκή, την οργάνωση και την εξέλιξη ενός κειμένου
ή ενός συνεχούς λόγου9, που μπορεί να είναι και διάλογος ή
συνομιλία10.

8
Σύμφωνα με μιαν ιταλική γραμματική που έχω υπόψη μου (βλ. Dardano &
Trifone, σ. 538), υποδιαιρούνται σε ‘συνδετικά’ (connettivi, εφόσον σημα-
τοδοτούν τις λογικοσημασιολογικές σχέσεις μεταξύ των κειμενικών ενο-
τήτων) και σε ‘οριοθετικά’ (demarcativi, που αποτελούν τα σημεία μετά-
βασης από τη μία κειμενική ενότητα στην επόμενη): κοινή λειτουργία και
των δύο ν’ αποκαλύπτουν στον αποδέκτη του κειμένου την εσωτερική του
διάρθρωση.
9
Τον όρο ‘δείκτες οργάνωσης του λόγου’ υιοθετεί ο Αρχάκης 1996. (Η
προτίμηση, και από εμένα προσωπικά, του όρου ‘κεμενικός δείκτης’ γίνε-
ται με κριτήριο το ότι είναι πιο οικονομικός –δεδομένου, άλλωστε, ότι,
στις περισσότερες των περιπτώσεων που τον χρησιμοποιούμε, πρόκειται
για λόγο πραγματωμένο και περισσότερο ή λιγότερο οργανωμένο με τη
μορφή γραπτού ή προφορικού κειμένου).
10
Ενίοτε αποτελούν δείκτες της διεπίδρασης μεταξύ των συμμετεχόντων
(π.χ. σε μια συνομιλία), και στη σχετική βιβλιογραφία αναφέρονται τότε
ως ‘διεπιδραστικά σήματα’ (interactive signals) −βλ. πρόχειρα Stenström
1994. Οι Georgakopoulou & Goutsos 1996, σ. 413, μιλούν σ’ αυτή την
περίπτωση για ‘διαπροσωπική λειτουργία’ των δεικτών αυτών, με βάση τη
διαπροσωπική (interpersonal) επικοινωνιακή λειτουργία της γλώσσας,
όπως την ορίζει ο Halliday (βλ. πρόχειρα Νάκα 1995, σσ. 242-5).

104
ΓΛΩΣΣΟΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ, Δ΄

3. ΑΝΑΛΥΣΗ ΣΕ ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΕΠΙΠΕΔΑ

3.1. ‘Εξωτερική’ και ‘εσωτερική’ συσχέτιση με το λόγο.


Προσδιοριστική και συνδετική λειτουργία (συνο-
πτική προσέγγιση)
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να ξαναθυμίσω κάποια πράγματα με
τα οποία έχω ασχοληθεί σε διάφορα δημοσιεύματα (ξεκινώντας
από μια τεράστια διατριβή για τα επιρρηματικά –τους επιρρη-
ματικούς προσδιορισμούς γενικά– πριν από το 1986). Έμμεσος
(αλλά βασικός) στόχος αυτών των εργασιών ήταν να διαλυθεί
μια γενικότερη σύγχυση ανάμεσα στη γραμματική κατηγορία,
αφενός (δηλαδή τα είδη των λέξεων / μέρη του λόγου και τα
είδη των φράσεων), και, αφετέρου, τη λειτουργία, συντακτική ή
άλλη, που αυτά επιτελούν κάθε φορά.
Ως προς το θέμα αυτό έχει επιτευχθεί, πλέον, η μέγιστη
δυνατή συναίνεση μεταξύ των ειδικών, και έτσι γίνεται αποδε-
κτό ότι μία και η ίδια λειτουργία μπορεί να επιτελείται από δι-
αφορετικές κατηγορίες (είδη λέξεων ή είδη φράσεων), όπως γί-
νεται αποδεκτό και το ότι ένα στοιχείο μπορεί ν’ αναλαμβάνει
περισσότερες από μία λειτουργίες −όχι μόνο σημασιοσυντακτι-
κές αλλά και πραγματολογικές. (Το αξιοσημείωτο είναι, μάλι-
στα, ότι αυτό μπορεί να γίνεται τόσο μεμονωμένα όσο, ενίοτε,
και ταυτόχρονα ή συνδυαστικά).
Προτού περάσουμε σε άλλου είδους διακρίσεις, ας ξεκα-
θαρίσουμε τη διαφορά μεταξύ ‘εξωτερικής’ και ‘εσωτερικής’
συσχέτισης με το λόγο:

<3> (i) O κ. Νάκας δεν θα συμμετάσχει τελικά στην αποψινή η-


μερίδα, ε π ε ι δ ή άλλες ανειλημμένες υποχρεώσεις τον
ανάγκασαν να παραμείνει στην Αθήνα

(ii) Δε μου λες, θα είναι ο Νάκας στην ημερίδα ή όχι; ... ε π ε ι δ ή


έχω μια προσωπική διένεξη μαζί του.

Εάν σας ανακοινωθεί ότι –ο κ. Νάκας δεν θα συμμετάσχει...,


επειδή... [κτλ., βλ. <3i>], τότε σας δίνεται ο λόγος που συνδέει
δύο εξωτερικές, δηλαδή εξωγλωσσικές περιστάσεις. Αν όμως
κάποιος σύνεδρος πει τα εξής –δε μου λες, θα είναι ο Νάκας
στην ημερίδα ή όχι;... επειδή... [κτλ., βλ. <3ii>], τότε πρόκειται
για μια εσωτερική αιτιολογική συσχέτιση, δηλαδή ενδογλωσ-
σική, μέσα στο πλαίσιο της επικοινωνιακής διαδικασίας, όπου ο
ομιλητής δίνει το λόγο όχι της παρουσίας ή της απουσίας του
Νάκα, αλλά το λόγο που έθεσε την ερώτηση. Συμπληρωμένο θα
ήταν: “και σε ρωτάω επειδή…” / “και ο λόγος που σε ρωτάω
είναι ότι–” ή, γενικότερα, “και το λέω αυτό επειδή…”11.
11
Bλ. Georgakopoulou & Goutsos 1997, σ. 92, για ένα ανάλογο παράδειγμα
σε ό,τι αφορά το because (’cos), το οποίο, στα συγκεκριμένα συμφραζό-
μενα (μετά από ισχυρή στίξη: τελεία [.]), χρησιμεύει ως δείκτης μετάβασης
από το ένα θέμα συζήτησης σε κάτι άλλο (σηματοδοτεί την έναρξη μιας

105
Θανάσης Ν ά κ α ς

Για να καταλάβουμε καλύτερα τον διαφορετικό σημασιο-


συντακτικό ρόλο του δεύτερου επειδή, ας εξετάσουμε σχολα-
στικά μερικά ακόμη παραδείγματα με το έπειτα, αφενός, και το
γιαυτό / γι’ αυτό (στη σημασία του συνεπώς), αφετέρου:

<4> (i) Έπειτα έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά


(ii) Έπειτα, ήταν αδύνατο να βάλει το κλειδί στην κλειδαριά
(iii) Έπειτα, πριν απ’ αυτό (/ προηγουμένως / προτού να συμβεί
αυτό) ήταν σχεδόν έτοιμος να υποχωρήσει
(iv) α. Δεν ήταν ποτέ ευχαριστημένη εδώ. Γι’ αυτό (/ συνεπώς)[,]
θα φύγει
β. Α: Θα είναι γι’ αυτήν πολύ καλύτερα σ’ άλλο μέρος. –Β:
Γι’ αυτό (/ συνεπώς)[,] θα φύγει;

Βλέπουμε και πάλι τη διαφορά μεταξύ εξωτερικής και εσωτε-


ρικής συσχέτισης με το λόγο12. Η καθεμιά από τις προτάσεις
<4i-ii>, εφόσον εισάγεται με το έπειτα, προϋποθέτει κάποιαν
άλλη, κάποιο κειμενικό περιβάλλον. Η σχέση της μ’ αυτή την
προϋποτιθέμενη πρόταση είναι σχέση χρονικής διαδοχής, αλλά
δεν είναι ακριβώς η ίδια στο <4i> και στο <4ii>. Στην πρώτη
περίπτωση, είναι σχέση μεταξύ συμβάντων –η προϋποτιθέμενη
πρόταση στο <4i> θα μπορούσε να είναι: π ρ ώ τ α - π ρ ώ τ α
άναψε το φως (·έ π ε ι τ α έβαλε κτλ.) Η χρονική διαδοχή αφορά
το περιεχόμενο αυτού που λέγεται. Στη δεύτερη περίπτωση
(<4ii>), η προϋποτιθέμενη πρόταση θα μπορούσε να είναι:
π ρ ώ τ α - π ρ ώ τ α ήταν αδύνατον να σταθεί στα πόδια του (·έ -
π ε ι τ α ήταν αδύνατον κτλ.), όπου δεν υπάρχουν συμβάντα, ε-
κτός εάν τα θεωρήσουμε γλωσσικά συμβάντα, και η χρονική
διαδοχή αφορά τον τρόπο που οργανώνει το λόγο του ο ομι-
λητής. Η σχέση μεταξύ των δύο προτάσεων είναι η σχέση με-
ταξύ των δύο όρων ενός διαλογισμού, τουλάχιστον με τη ρητο-
ρική (αν όχι με την αυστηρά λογική) έννοια. Θα ήταν δυνατόν
να περιγραφεί και ως σχέση μεταξύ δύο πράξεων του λόγου
(ανάμεσα σε δύο γλωσσικές πράξεις), όπου η χρονική διαδοχή
θα ήταν μια επιτελεστική διαδοχή ή διαδοχή στην επιτέλεση
(“πρώτα λέω αυτό και ύστερα το άλλο”). Στην πρώτη περίπτω-
ση πρόκειται για τη σχέση ανάμεσα σε δύο εξωτερικά φαινό-
μενα, ενώ στη δεύτερη για τη σχέση ανάμεσα σε δύο φαινόμενα
στο εσωτερικό της ‘επικοινωνιακής περίστασης’, όπου γίνεται
λόγος και για τον ‘επικοινωνιακό ρόλο’ του ομιλητή, για τις
εκφραστικές επιλογές του, για τη ‘στάση’ του και για τις
‘διαθέσεις’ του.

αφήγησης). Οι συγγραφείς σωστά επισημαίνουν ότι το επειδή εδώ λειτουρ-


γεί μάλλον παρατακτικά («it is thus a signal of paratactic discourse
relationship rather than a subordinator marking causality»). –Σχετικά με το
because και τα συμφραζόμενά του κρατώ μία μόνον επιφύλαξη: ότι τα κεί-
μενα (από προσωπική τους συλλογή) που χρησιμοποιούν οι συγγραφείς
είναι «texts which originate in non-English-speaking environments», κατά
την προλογική τους δήλωση (σ. x).
12
Πβ., για αντίστοιχα παραδείγματα από την Αγγλική, Halliday & Hasan σσ.
238 -41.

106
ΓΛΩΣΣΟΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ, Δ΄

Το ότι η χρονική διαδοχή εδώ αφορά δύο διαφορετικά ε-


πίπεδα της πραγματικότητας, αποδεικνύεται και από τα παρα-
δείγματα όπου συνδυάζονται στο ίδιο εκφώνημα στοιχεία φαι-
νομενικώς αντιφατικά, όπως στο <4iii>, που η σημασία του εί-
ναι “και ύστερα [=εσωτερικός χρόνος ή χρόνος της περίστασης]
θα σου πω τι έγινε πριν απ’ αυτό / προηγουμένως [=εξωτερικός
ή εμπειρικός χρόνος]”. Έτσι και στο <4ivβ>, το νόημα είναι “α-
φού / επειδή λες ότι θα είναι καλύτερα σ’ ένα άλλο μέρος, συ-
μπεραίνω ότι θα φύγει”, πρόκειται δηλαδή για μιαν εσωτερική
αιτιολογική σχέση μέσα στο πλαίσιο της επικοινωνιακής διαδι-
κασίας (η συσχέτιση γίνεται από τον συνομιλητή), σ’ αντίθεση
με την αιτιολογική σχέση δύο εξωτερικών περιστάσεων του
<4ivα>: “επειδή δεν ήταν ποτέ ευτυχισμένη εδώ, θα φύγει” (η
συσχέτιση γίνεται από τον ομιλητή).
Ας έλθουμε, τώρα, σε μιαν ομάδα ή αλυσίδα στοιχείων
(λέξεων ή φράσεων) που δηλώνουν τάξη και διαδοχή στο χρόνο
–αυτός δηλαδή είναι ο σημασιολογικός τους ρόλος13). Σε μιαν
εξωτερική συσχέτιση (περιγραφή της εξωγλωσσικής πραγματι-
κότητας) θα μπορούσα να έχω (υποθετικό το παράδειγμα):

<5> (i) π ρ ώ τ α (/ στην αρχή / αρχικά / καταρχάς) παρήλασαν οι


μαθητές · έ π ε ι τ α (/ κατόπιν / εν συνεχεία / ύστερα,
κ.ο.κ.) η αεροπορία · και, σ τ ο τ έ λ ο ς , ακολουθούσαν οι
14
αστυνόμοι.

Ο συνομιλητής, από την άλλη μεριά, θέλοντας να ανασκευάσει


όσα άκουσε, λέει:

<5> (ii) π ρ ώ τ α - π ρ ώ τ α (ή: π ρ ώ τ ο ν ), δεν παρήλασαν οι μαθητές


αλλά οι πρόσκοποι · έ π ε ι τ α (ή: δ ε ύ τ ε ρ ο ν / ύ σ τ ε ρ α
κ.ο.κ.), πού τους είδες εσύ τους αστυνομικούς; πυροσβέ-
στες ήταν · και, τ έ λ ο ς , αυτοί που έκλειναν την παρέλαση
ήταν οι άνδρες της φιλαρμονικής.

Σ’ αυτή τη δεύτερη περίπτωση πρόκειται για εσωτερική, ενδο-


γλωσσική συσχέτιση, ας πούμε κάτι σαν “1ος αντίλογος, 2ος
αντίλογος, κτλ.”
Προκειμένου, στη συνέχεια, να επιχειρήσουμε έναν πρώ-
το καθορισμό της λειτουργίας των στοιχείων που μας απασχό-
λησαν, ας έχουμε υπόψη μας ότι θα μας είναι πάντοτε χρήσιμη
η διάκριση ανάμεσα σε:

13
Για ό,τι αφορά την Αγγλική, βλ. στους Quirk & Greenbaum & Leech &
Svartvik (§ 8.72) σχετικά με το «Group (a): Many of these denote
temporal sequence and are also used for time position» από την ευρύτερη
υποκατηγορία των επιρρηματικών που δηλώνουν ‘χρονική σχέση’ (time-
relationship).
14
Η λεγόμενη ‘προοδευτική’ (progressive –πβ. όπου και στην προηγούμενη
σημ. §§ 19.17 και 19.55 b) πορεία ή μέθοδος δομικής συσχέτισης
εξαρτάται αλλά και ενισχύεται σε μεγάλο βαθμό απ’ αυτού του είδους τις
εκφράσεις, που και ορισμένη κατεύθυνση δηλώνουν και οριοθετούν τα
διαδοχικά στάδια. Εφαρμογή αυτής της μεθόδου έχουμε, μεταξύ άλλων, σε
συνταγολόγια (π.χ. συνταγές μαγειρικής κ.τ.ό.)

107
Θανάσης Ν ά κ α ς

<6> (i) α. υπόταξη


β. παράταξη

(ii) λειτουργία: α. συμπληρωματική


β. προσδιοριστική
γ. παραπληρωματική
δ. συνδετική
ε. άλλη.

Στο <4i> το έπειτα είναι ένα συστατικό (σχέση υποτακτική, ε-


ξάρτησης) του κατηγορήματος της πρότασης στην οποία ανήκει
–είναι μια φράση επιρρήματος που λειτουργεί ως χρονικός
προσδιορισμός (ΠΡΟΣΔΙΟΡΧΡΟΝ). Παρομοίως, τα έπειτα, κατό-
πιν, πρώτα, στην αρχή, στο τέλος (κ.τ.ό.) στο <5i> λειτουργούν
ως ΠΡΟΣΔΙΟΡΧΡΟΝ. ΤΑΞΗ / ΔΙΑΔΟΧΗ. Έτσι και στο <3i>, η δευτερεύ-
ουσα πρόταση που εισάγεται με το επειδή, λειτουργεί ως ένας
αιτιολογικός προσδιορισμός (ΠΡΟΣΔΙΟΡΑΙΤΙΟΛΟΓ). Το επειδή σ’
αυτή την περίπτωση αποτελεί έναν υποτακτικό σύνδεσμο, δεδο-
μένου ότι η ενότητα που εισάγει ενσωματώνεται και ολοκλη-
ρώνει ως ένα ακόμη συστατικό την προηγούμενη πρόταση.
Αντιθέτως, το έπειτα στα <4ii-iii> και <5ii>, όπως και το
πρώτα - πρώτα (/ πρώτον, δεύτερον, κτλ.), το τέλος (κ.τ.ό.) στο
<5ii>, δεν αποτελούν συστατικά του κατηγορήματος της πρότα-
σης με την οποία συνάπτονται. Λειτουργούν όχι συμπληρω-
ματικά ή προσδιοριστικά (συνεισφέροντας δηλαδή από μιαν άλ-
λη πλευρά στην πληροφορία που περιέχεται στην πρόταση),
αλλά συνδετικά, μεταξύ ανεξάρτητων ενοτήτων. Μιλώντας,
μάλιστα, γι’ αυτού του είδους τα παρατακτικά συνδετικά, τα
οποία θα ονομάσουμε ‘προσυνδέσμους’15, είμαστε υποχρεωμέ-
νοι να βγαίνουμε από τα όρια της ενότητας με την οποία συνά-
πτονται, δεδομένου ότι δηλώνουν μια σχέση που αναπτύσσεται
οπισθοχωρητικά με μία ή και περισσότερες κειμενικές ενότητες
από αυτές που προηγούνται. Κατ’ ουσίαν, μας δείχνουν τον
τρόπο με τον οποίον ο ομιλητής (ή κάποτε και ο συνομιλητής,
εφόσον παρεμβαίνει) αποτιμά και σχολιάζει τη σύναψη μεταξύ
τους16.

15
‘Συνδέτες’ θα ήταν ένας εξίσου κατάλληλος (αν όχι καταλληλότερος)
όρος. Ο Σετάτος 1993 τον χρησιμοποιεί με ευρύτατη σημασία (πβ. την
αρχαία σημασία του όρου ‘σύνδεσμος’, όπου, ως την εποχή τουλάχιστον
των Στωικών, συμπεριλαμβανόταν και η ‘πρόθεση’ –βλ. πρόχειρα Νάκα
1987, σ. 381).
16
Δες, για ό,τι αφορά την Αγγλική, Quirk & Greenbaum & Leech & Svart-
vik (§ 8.134), οι οποίοι χρησιμοποιούν τον όρο ‘conjuncts’. Αναφορικά με
τη Λατινική, ο Pinkster (σ. 154) υιοθετεί για τους ‘προσυνδέσμους’ (στη
δική μας ορολογία) τον όρο ‘connector(s)’, διευκρινίζοντας ότι συμπερι-
λαμβάνει σ’ αυτούς «όλα τα παρατακτικώς συνδέοντα εκτός από τους
κυρίως λεγόμενους ‘παρατακτικούς συνδέσμους’». Με αυτή την έννοια, οι
‘connectors’ είναι «όλες εκείνες οι λέξεις που συνάπτουν ποικίλες σημασι-
ολογικές σχέσεις μεταξύ παρατασσόμενων προτάσεων, δεν είναι οι κυρίως
λεγόμενοι παρατακτικοί σύνδεσμοι και μπορεί ν’ αποδειχθεί ότι δεν είναι
ούτε επιρρήματα». –Πβ. Georgakopoulou & Goutsos 1996, σ. 412, όπου
γίνεται λόγος για ‘τοπική οργάνωση του λόγου’ (local discourse organisa-

108
ΓΛΩΣΣΟΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ, Δ΄

Βασικά κριτήρια διαφοροποίησης μεταξύ των προσδιορι-


στικών στοιχείων (μερικά από τα οποία είδαμε εδώ πιο πάνω)
και των συνδετικών (όπως μόλις τα ορίσαμε), είναι το κατά πό-
σον έχουν την ικανότητα ή όχι να δίνουν απάντηση σε ερωτη-
σεις μερικής άγνοιας ή ν’ αποτελούν τη βάση για αντιδιασταλ-
τικές ερωτήσεις ή αρνήσεις, να δίνουν τη θέση τους σε υποκα-
τάστατα, να γίνονται στόχος της εστίασης με τη βοήθεια άλλων
επιρρηματικών (όπως είναι π.χ. το μόνον), κ.ά. Σύγκρινε, λ.χ.,
μεταξύ τους τα εξής:

<7> (i) α. Α: Π ό τ ε έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά; –B: Έπειτα /


Πρώτα (το έβαλε) [πβ. <4i>]
β. Α: Γ ι α π ο ι ο λ ό γ ο θα φύγει; –B: *Συνεπώς /
*Επομένως (θα φύγει) [πβ. <4iv>].

(ii) α. Έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά έπειτα ή πρώτα;


β. *Θα φύγει συνεπώς ή επομένως;

(iii) α. Δεν έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά ούτε έπειτα ούτε


πρώτα
β. *Δεν θα φύγει ούτε συνεπώς ούτε επομένως.

(iv) α. Μόνον έ π ε ι τ α (/ μόνο π ρ ώ τ α ) έβαλε το κλειδί στην


κλειδαριά
β. *Μόνo σ υ ν ε π ώ ς (/ μόνον ε π ο μ έ ν ω ς ) θα φύγει.

Από την άποψη της λειτουργίας, στην πρώτη περίπτωση (<7i.α


- iv.α>) έχουμε προσδιοριστική λειτουργία, ‘ π ρ ο σ δ ι ο ρ ι -
σ μ ο ύ ς ’ [ΠΡΟΣΔΙΟΡ(j / k ...)], ενώ στη δεύτερη (<7i.β - iv.β>),
συνδετική, ‘ π ρ ο σ υ ν δ έ σ μ ο υ ς ’ [ΠΡΟΣΥΝΔ(x / y ...)]. Θα πρέ-
πει, φυσικά, να γίνει διάκριση ανάμεσα στο γι’ αυτό (= γι’ αυτό
το λόγο), έναν ΠΡΟΣΔΙΟΡ(ΑΙΤΙΟΛΟΓ), και στο γι’ αυτό / γιαυτό (=
συνεπώς), έναν ΠΡΟΣΥΝΔ(ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤ), του οποίου προηγείται
κατά κανόνα ισχυρή στίξη και έπεται συνήθως κόμμα. Με μιαν
ανάλογη διάκριση, θα πρέπει να ξεχωρίσουμε το έπειτα των

tion) σε αντιδιαστολή προς μια ‘σφαιρική οργάνωση του λόγου’ (global


discourse organisation) ή, αντίστοιχα, για ‘δέσιμο’ και ‘ξετύλιγμα’
(‘binding’ και ‘unfolding’, σύμφωνα με την ορολογία των Bamberg &
Marchman 1991 [= “Βinding and unfolding: towards the linguistic con-
struction of discourse”, Discourse Processes 14, σσ. 277- 305]). «Τα συν-
δετικά στοιχεία (connective forms) μπορούν να συμβάλλουν στο δέσιμο
του κειμένου (/ του λόγου, discourse), στο ξετύλιγμα ή και στα δύο. Το
ξετύλιγμα ως διαδικασία συνεπάγεται το δέσιμο: όταν ένα συνδετικό
λειτουργεί σε τέτοιο επίπεδο που ενσωματώνει μια κειμενική ενότητα στο
σύνολο, πρώτα απ’ όλα δημιουργεί έναν τοπικό δεσμό. Αυτό δεν σημαίνει
ότι ισχύει και το αντίθετο: η εμβέλεια και η λειτουργία ενός συνδετικού
στοιχείου ενδέχεται ν’ αρχίζει και να τελειώνει στα όρια μιας πρότασης ή
μεταξύ διαδοχικών φράσεων, χωρίς να μπορεί να επεκταθεί έτσι που να
δημιουργεί δεσμούς μεταξύ κειμενικών ενοτήτων. Ως εκ τούτου, μέσα στο
δικό μας θεωρητικό πλαίσιο, η διάκριση που κάνουμε μεταξύ συνδέσμων
(conjunctions) και κειμενικών δεικτών (discourse markers) έγκειται στο
κατά πόσον ένα στοιχείο διαθέτει συνδετική ικανότητα μόνο τοπική και σε
μικρο-επίπεδο ή συμβάλλει και σε άλλες συνάψεις, σφαιρικές και σε
μακρο-επίπεδο.»

109
Θανάσης Ν ά κ α ς

<4i> και <5i> από το έπειτα των <4ii-iii> και <5ii> –ή το πρώτα
του <5i> από το πρώτα (- πρώτα) του <5ii>, το ύστερα του
<5i> από το ύστερα του <5ii>, το στο τέλος του <5i> από το
τέλος του <5ii>, κ.ο.κ.17

Τα πρώτο(ν), δεύτερο(ν), τρίτο(ν), ... (πβ. τα τακτικά αριθ-


μητικά), ειδικά στη λόγια μορφή, λειτουργούν στη σύγχρονη
γλώσσα μόνο συνδετικά –ενίοτε και ως Α..., Β..., Γ... ή α΄...,
β΄..., γ΄... ή α)..., β)..., γ)... ή 1)..., 2)..., 3)... ή i)..., ii)..., iii)... ή
και σε συνδυασμό18 (στην περίπτωση π.χ. που έχουμε κατάλογο
και υποκατάλογο / υποκαταλόγους, κατηγοριοποίηση και υπο-
κατηγοριοποίηση, κ.τ.ό.)
Ας φανταστούμε, τώρα, ένα κείμενο το οποίο δομείται
πάνω - κάτω ως εξής:

<8> [§] Θα ήθελα, α ρ χ ι κ ά (ή: κ α τ α ρ χ ά ς / α ρ χ ί ζ ο ν τ α ς ), να


δηλώσω ότι [κτλ., κτλ.] ...................... ................. ...... −
[§] Π ρ ο χ ω ρ ώ ν τ α ς στην πραγμάτευση του θέματος, θυμίζω
πως [κτλ., κτλ.] .............. .......... .................. ........ −
[§] Ε ν τ ω μ ε τ α ξ ύ , επικαλούμαι και κάποιους άλλους λόγους
[κτλ.] ..............................
[§§] Π ρ ώ τ ο ν , . . . .
[§§] Δ ε ύ τ ε ρ ο ν , . . .
[§§] Τ ρ ί τ ο ν , . . . −
[§] Τ ε λ ι κ ά (ή: ε ν τ έ λ ε ι / κ α τ α λ ή γ ο ν τ α ς ), συνάγουμε ότι
[κτλ. κτλ.] ..............................–

Το αρχικά, το τελικά, το εντωμεταξύ (ως ενδιάμεσος κρίκος) ή


τα πρώτον...δεύτερον...τρίτον κ.τ.ό., χωρίς να χάνουν τη βασική
τους σημασία (χρονική τάξη - διαδοχή, τάξη - απαρίθμηση),
στην αρχή παραγράφων λειτουργούν σ’ ένα ανώτερο επίπεδο
που δεν θα το λέγαμε συντακτικό αλλά κειμενικό. Σ’ αυτό το
επίπεδο μας λένε κάτι περισσότερο για τη δομή και την οργά-
νωση ολόκληρου του κειμένου και δεν συνδέουν απλώς φρά-
σεις ή προτάσεις που παρατάσσονται η μία μετά την άλλη. Με
αυτή την έννοια λειτουργούν ως διαρθρωτικοί ‘κειμενικοί δεί-
κτες’ ή ‘σήματα’, συμβάλλοντας και σ’ αυτό το υψηλό επίπεδο
στη συνοχή του κειμένου με εμφανή τρόπο.

17
Δίπλα στο επειδή του <3i>, έναν υποτακτικό σύνδεσμο, όπως είδαμε, το
επειδή του <3ii> μοιάζει να συνδέει παρατακτικά, με την ίδια έννοια που
συνδέει και το έπειτα του <4ii-iii> (πβ. και σημ. 11).
18
Ας πούμε: Α..., A.α..., Α.β..., Α.γ..., Α.γ.1..., Α.γ.2..., Α.γ.2.i..., Α.γ.2.ii...,
κ.ο.κ.

110
ΓΛΩΣΣΟΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ, Δ΄

3.2. Προσδιορισμοί ρήματος και προσδιορισμοί πρότα-


σης. Ασκήσεις εφαρμογής στα σχολικά βιβλία του
Δημοτικού. Κριτική επισκόπηση

Δεύτερος βασικός στόχος της διατριβής και των συναφών μελε-


τημάτων (που ανέφερα προηγουμένως) ήταν να δείξουν ότι
μέλη της κατηγορίας επίρρημα, όπως και άλλα είδη φράσεων,
λειτουργούν, βέβαια, προσδιοριστικά, αλλά κατά ένα τρόπο που
δεν προβλεπόταν από τον παραδοσιακό ορισμό19. Δεν πρόκει-
ται, δηλαδή, για προσδιορισμούς του ρήματος και μόνον, αλλά
για στοιχεία που λειτουργούν σε ένα ακόμη υψηλότερο συντα-
κτικό επίπεδο, ως π ρ ο σ δ ι ο ρ ι σ μ ο ί ολόκληρης π ρ ό τ α σ η ς
(ή, έστω, της σχέσης που συνδέει το κατηγόρημα με το υποκεί-
μενο).
Ένα παράδειγμα− ας υποθέσουμε ότι ο ομιλητής λέει τη
φράση: στις ερωτήσεις που του έκανε ο εξεταστής, απαντούσε
βλακωδώς, γι’ αυτό και απέτυχε. Το βλακωδώς εδώ είναι το
γνωστό κλασσικό τροπικό επίρρημα που προσδιορίζει το ρήμα
απαντούσε, εφόσον πρόκειται για “τον βλακώδη τρόπο που απα-
ντούσε”, για “τις βλακώδεις απαντήσεις” που έδινε (από την ά-
ποψη της λειτουργίας έχουμε έναν ΠΡΟΣΔΙΟΡΤΡΟΠ ή, ακριβέστε-
ρα, ΔΙΟΡΤΡΟΠ 20). Σε άλλη περίπτωση, εάν ο ομιλητής πει: βλα-
κωδώς, ο Γιάννης δεν πήρε μέρος σ’ αυτόν το διαγωνισμό, όπου,
τελικά, τους προσέλαβαν όλους−, το βλακωδώς, δεν πήρε μέρος
δεν μπορεί να παραφραστεί “δεν πήρε μέρος / δε συμμετείχε με
βλακώδη τρόπο”, γιατί δεν πρόκειται για “τη βλακώδη συμμε-
τοχή” (όταν, μάλιστα, ήταν μη συμμετοχή), ούτε προσδιορίζε-
ται κάποιου είδους τρόπος ως διαδικασία. Το βλακωδώς εδώ
είναι ένα σχόλιο του ομιλητή, μια αξιολόγηση για την πράξη (έ-
στω, απραξία, ως μια αρνητική περίσταση, ένα αρνητικό συμ-
βάν) του ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ (=ο Γιάννης), και παραφράζεται “το
θεωρώ εγώ ο ομιλητής βλακώδες από μέρους του που δεν συ-
νέβη (δεν έκανε ή δεν προέβη σ’ αυτό που λέει η πρόταση:) να
συμμετάσχει στο διαγωνισμό”.
Άλλο παράδειγμα− στο: η Μαρία με κοιτάζει περίεργα
(λες να ενδιαφέρεται;) που θα μπορούσε να πει ένας συνάδελ-
φος σε κάποιον άλλον, το ‘κοιτάζειν’ περίεργα, μ’ ένα τροπικό
πάλι επίρρημα (ΔΙΟΡΤΡΟΠ), τουτέστιν το περίεργο κοίταγμα, ε-
στιάζεται στο μάτι της συγκεκριμένης Μαρίας, δηλαδή του Υ-
ΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ της πρότασης. Αν, όμως, μετά από μια εβδομάδα
ο ίδιος συνάδελφος πει: περιέργως, η Μαρία δεν με κοιτάζει πια
ή περιέργως, η Μαρία κοιτάζει άλλον, τότε αυτό το περιέργως
δεν έχει σχέση με το μάτι της Μαρίας, είναι η έκφραση, η εξω-
τερίκευση της διάθεσης ή της στάσης του ομιλητή γι’ αυτό που
λέει με την πρότασή του (δηλαδή “η Μαρία δεν με κοιτάζει πια,

19
Σύμφωνα με τον οποίο το επίρρημα προσδιορίζει ρήμα ή επίθετο ή άλλο
επίρρημα ή (σπανιότερα, μαζί με άρθρο) ουσιαστικό −βλ. εκτενή κριτικό
σχολιασμό στον Νάκα 1987.
20
Δες Νάκα 1987, κεφ. Γ.3.6.

111
Θανάσης Ν ά κ α ς

κι αυτό μου παραξενοφαίνεται” ή, κατ’ ακρίβειαν, “είναι περί-


εργο αυτό που συμβαίνει, το ότι η Μαρία δεν με κοιτάζει πια”).
Το σχόλιο με το οποίο εξωτερικεύεται η στάση και η διάθεση
του ομιλητή θα μπορούσε να είναι και ένα ευτυχώς / είναι ευ-
τύχημα που ... (ενν. αυτό που λέει η πρόταση) ή δυστυχώς ...
(ανάλογα, ας πούμε, με το αν η συγκεκριμένη Μαρία αρέσει ή
όχι στον ομιλητή) κ.ο.κ.
Άλλες φορές, πάλι, ο ομιλητής σχολιάζει την αλήθεια των
λεγομένων στην πρόταση −θέλοντας π.χ. να προειδοποιήσει τον
συνομιλητή να εκλάβει μια δήλωσή του ως απόλυτη βεβαιό-
τητα, βάζει ένα βεβαίως ή αναμφιβόλως ή σίγουρα−: σίγουρα, ο
καιρός θα διατηρηθεί και αύριο καλός.
Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις η παράφρασή μου, δηλαδή
ένα σημασιολογικά ισοδύναμο σχήμα με το οποίο ερμηνεύω τα
πράγματα, θα είναι πάνω κάτω η εξής: “το ότι ο καιρός θα
διατηρηθεί και αύριο καλός είναι σίγουρο”, όπου με το επιθετι-
κό κατηγορούμενο −(είναι:) σίγουρο− αποδίδεται ένας προσδιο-
ρισμός στο υποκείμενο, που δεν είναι άλλο από ολόκληρη την
πρόταση: ο καιρός θα διατηρηθεί και αύριο καλός. Αυτό δικαι-
ολογεί τη νέα ορολογία: ‘προτασιακό επίρρημα’, ‘προτασιακός
προσδιορισμός’ (ΠΑΡΑΔΙΟΡw / z) κ.τ.ό. −τόσο σ’ αυτή την περί-
πτωση όσο και στην προηγούμενη με το βλακωδώς και το πε-
ριέργως− και αποτελεί μια μικρή επαναστατική ανατροπή-συ-
μπλήρωση στον παραδοσιακό ορισμό για το επίρρημα (δες
σημείωση 19).

∗∗∗
Και μη θεωρήσετε21 ότι αυτού του είδους τα σχολιαστικά προ-
τασιακά επιρρήματα δεν μπορούν να τα αντιληφθούν οι μικροί
μαθητές της Ε΄ και της ΣΤ΄ Δημοτικού. Θυμίζω ότι, για να βο-
ηθηθούν να παραγάγουν λόγο (προφορικό, στην αρχή, και έ-
πειτα γραπτό), τα σχολικά βιβλία των δύο αυτών τάξεων περι-
λαμβάνουν ορισμένες (σωστές στη σύλληψή τους, κατά τη γνώ-
μη μου) ασκήσεις.
Καταρχήν, οι διδακτικοί στόχοι που επιδιώκονται με α-
σκήσεις που περιέχουν επιρρήματα, είναι, σε γενικές γραμμές,
οι εξής (βλ. Ε΄-ΒΔ, σσ. 125, 126, 134 −ΣΤ΄-ΒΔ, σσ. 67, 68):

<9> (i) η αναγνώριση των επιρρημάτων (με υπογράμμιση ή άλλο


τρόπο) μέσα σε προτάσεις
(ii) η επισήμανση (με συζήτηση) διάφορων σημασιών (τόσο των
ίδιων των επιρρημάτων όσο και εκφράσεων –στερεό-
τυπων ή όχι, αλλά «συχνόχρηστων / συχνά χρησιμο-
ποιούμενων»– όπου συμμετέχουν τα επιρρήματα), με
σκοπό την εξοικείωση των μαθητών
21
Η αποστροφή απευθυνόταν, κατά κύριο λόγο, στον παρευρισκόμενο κ.
Αριστείδη Βουγιούκα, που παρακολουθούσε μ’ ένα ύφος γενικής αμφι-
σβήτησης των πάσης φύσεως ...‘φορμαλισμών’. Θεωρούμε ότι, στη συγκε-
κριμένη περίπτωση, είναι ζήτημα ουσίας, την οποία, άλλωστε, και η διδα-
κτική πράξη, ας είναι και των τελευταίων τάξεων του Δημοτικού, αξιο-
ποιεί σωστά.

112
ΓΛΩΣΣΟΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ, Δ΄

(iii) «ο σχηματισμός (προφορικά) προτάσεων στις οποίες


ενσωματώνονται συγκεκριμένα επιρρήματα»
(iv) «η αντικατάσταση επιρρημάτων και επιρρηματικών
φράσεων με “ταυτόσημα” επιρρήματα»
(v) «η αντικατάσταση επιρρηματικών φράσεων συγκεκριμένων
προτάσεων με “ταυτόσημα” επιρρήματα»
(vi) «η εναλλακτική χρήση “ταυτόσημων” επιρρημάτων και ε-
πιρρηματικών φράσεων».

Έβαλα το «ταυτόσημα» σε εισαγωγικά, γιατί, όταν δεν πρόκει-


ται για άλλο τύπο του ίδιου επιρρήματος, στην ουσία έχουμε να
κάνουμε με συνώνυμα (με στοιχεία που «έχουν την ίδια ή
περίπου την ίδια σημασία», όπως αναφέρεται συχνά). Το ‘επιρ-
ρηματική φράση’ δεν ορίζεται πουθενά (εννοώ, ούτε στο βιβλίο
του δασκάλου), και μόνον από τα παραδείγματα εικάζουμε ότι
δηλώνει κάθε μη μονολεκτική λεξιλογική μονάδα (π.χ. στ’ αλή-
θεια, χωρίς άλλο, πριν από, ίσως και, κ.ά.ό.) που λειτουργεί ό-
μοια (ή περίπου όμοια) με το επίρρημα. Οι ασκήσεις εμπίπτουν
σε τρεις, κυρίως, υποκατηγορίες:
<10> (i) αντιστοίχισης, αντικατάστασης ή συμπλήρωσης κενών (με
συνώνυμα ή αντίθετα, που δίνονται ή όχι, ανάλογα με
το βαθμό δυσκολίας)
(ii) μετασχηματισμού
(iii) αναγνώρισης.

Ας δούμε, όμως, μερικά παραδείγματα ασκήσεων (κυρί-


ως με προτασιακά επιρρήματα –με δίεση ως εκθέτη σημαδεύ-
ονται όσα χρησιμοποιούνται με ικανά συμφραζόμενα στο βιβλί-
ο του μαθητή, κυρίως μέσα σε φράσεις από το κείμενο που ει-
σάγει τη σχετική ενότητα):

<11> (i) [=ΣΤ΄2, σ. 13, άσκ. 1γ]


«Σχηματίζουμε προφορικά προτάσεις, χρησιμοποιώντας
κάθε φορά μια λέξη ή φράση από κάθε σειρά, όπως στο πα-
ράδειγμα:
Όλα έγιναν ξ α φ ν ι κ ά (ξαφνικά, αναπάντεχα, απροσδόκη-
τα, απρόσμενα, στα καλά καθούμενα)
• αληθινά, στ’ αλήθεια, πράγματι, πραγματικά
• σίγουρα, ασφαλώς, οπωσδήποτε, χωρίς αμφιβολία,
αναμφίβολα
• ίσως, πιθανόν, μάλλον [ ] 22»

(ii) [=ΣΤ΄2, σ. 18, άσκ. 1β]


«[ίδια εκφώνηση]
–μάταια, άδικα, του κάκου [ ]»

22
Παραλείπουμε εδώ επιρρήματα που κατατάσσονται επίσης σε ομάδες
συνωνύμων ή συγγενικών μεταξύ τους (π.χ. χρονικά, ποσοτικά κτλ.), μερι-
κά από τα οποία θα τα δούμε να συνδυάζονται με τα προτασιακά και σε
άλλες ασκήσεις.

113
Θανάσης Ν ά κ α ς

(iii) [=Ε΄4, σ. 28, άσκ. 3]


«Ξαναγράφω τη φράση “Σίγουρα θα έρθω” παραλλαγμένη
όπως στο παράδειγμα:
Σίγουρα θα τους έπαιρναν για τρελούς / Ασφαλώς θα τους έ-
παιρναν για τρελούς / Βέβαια και θα τους έπαιρναν για τρε-
λούς / Και βέβαια θα τους έπαιρναν για τρελούς / Θα τους
έπαιρναν για τρελούς οπωσδήποτε / Θα τους έπαιρναν για
τρελούς χωρίς άλλο.
Σίγουρα θα έρθω.............................................................»

Βλέπουμε ότι με τις ασκήσεις οι μαθητές βοηθούνται στο να


εμπεδώσουν, μεταξύ άλλων, τη συνωνυμική σχέση ανάμεσα
στα πιο «συχνόχρηστα» βεβαιωτικά (αληθινά, στ’ αλήθεια,
πράγματι, πραγματικά, βέβαια, σίγουρα, ασφαλώς, οπωσδήποτε,
αναμφίβολα, χωρίς αμφιβολία, χωρίς άλλο)23, χωρίς να λείπουν
και τα πιθανολογικά (ή ‘διστακτικά’: ίσως, πιθανόν) –το μάλ-
λον, που συμπεριλαμβάνεται εδώ (<11i>), αφήνει να εννοηθεί
ότι οι πιθανότητες για “το ναι - την αλήθεια - την πραγματο-
ποίηση”, σε σχέση με “το όχι - το ψεύδος - τη μη πραγματοποί-
ηση”, είναι περισσότερες (ας πούμε, 70 - 30 %), και δεν
ισομοιράζονται (50 - 50 %), όπως με τα προηγούμενα24.
Την προτασιακή ερμηνεία του ξαφνικά (αναπάντεχα / α-
πρόσμενα / απροσδόκητα) θα μπορούσε να πιστοποιήσει και η
παράφραση: “το γεγονός ότι ήρθε μια βροχή ήταν ξαφνικό (α-
ναπάντεχο / απρόσμενο / απροσδόκητο)” –βλ. όμως εδώ πιο κά-
τω μια κάποιου άλλου είδους αντιμετώπιση του ξαφνικά από το
σχολικό βιβλίο. Πρόβλημα, σε ό,τι αφορά τα προτασιακά, δημι-
ουργείται και στην άσκηση <12i>, με την προσπάθεια συνδυ-
ασμού στην ίδια πρόταση δύο προσδιορισμών της ίδιας σημασι-
ολογικής ομάδας (στ’ αλήθεια, σίγουρα), τους οποίους η άσκη-
ση ζητάει ν’ αντικαταστήσουμε μ’ ένα ομόλογο ζευγάρι (πράγ-
ματι, οπωσδήποτε), πάλι από τη ίδια σημασιολογική ομάδα:

23
Υπάρχει κι ένα ανέκδοτο που λέει ποιες προτάσεις σχημάτισαν με το
προφανώς οι μαθητές στην τάξη του Μπόμπου.
24
Οι προτάσεις του τύπου: ίσως (ή: πιθανώς), ο Πέτρος έκλεψε το βιβλίο
κατατάσσονται από τη Λογική στις ‘προβληματικές’. Κατά τον Παπανού-
τσο (σσ. 109 -10): «Οι προβληματικές δεν μπορούν να καταταχθούν στις
λογικές προτάσεις, αφού όποιος εκφράζεται με αυτές δεν αποφαίνεται
οριστικά, αλλά μένει μετέωρος στην κρίση του. Το ίσως (ενδέχεται, δεν
αποκλείεται κτλ.) σημαίνει και “ναι ” και “όχι”. Είναι λοιπόν σα να δια-
τυπώνει μιαν αμφίσημη πρόταση, καταφατική και συνάμα αποφατική.
Ίσως κατοικείται ο Άρης = “Είναι δυνατόν να κατοικείται όσο είναι και
αδύνατον να κατοικείται” ή “Δεν αποκλείεται να κατοικείται αλλά και να
μην κατοικείται”. Αυτή όμως η σύζευξη του “ναι” και του “όχι”, και αν
ακόμη δεν αποτελεί αντίφαση, αφού προβάλλεται όχι ως λύση αλλά ως
αμφιταλάντευση μεταξύ δύο αντίθετων λύσεων, αναιρεί τη λογική υπόστα-
ση των προτάσεων τούτων. Θα τις έλεγε κανείς απλώς απορίες. Το πολύ,
προσχέδια ή προετοιμασία της οριστικής απόφανσης.»

114
ΓΛΩΣΣΟΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ, Δ΄

<12> (i) [=ΣΤ΄2, σ. 13, άσκ. 1β]


«Συμπληρώνω τις προτάσεις με επιρρήματα που ταιριάζουν,
σύμφωνα με το παράδειγμα:
(διαρκώς, αρκετά, αναπάντεχα, πράγματι, ήδη, καλά,
οπωσδήποτε)
Από το πρωί ως το μεσημέρι έβρεχε διαρκώς (συνέχεια) /
Ήταν μια βροχή που ήρθε (απρόσμενα) /
Ευτυχώς, γιατί φέτος δεν είχε βρέξει (όσο
έπρεπε) / Οι γεωργοί είχαν (πια) αρχίσει να
ανησυχούν / (Στ’ αλήθεια) μια τέτοια βροχή
χρειαζόταν (σίγουρα) / Ο επιστάτης στερέωσε τις
μπουκαπόρτες (γερά)».

Ακούγεται, αν μη τι άλλο, σαν περισσολογία (‘αφόρητος πλεο-


νασμός’) μια πρόταση του τύπου: στ’ αλήθεια μια τέτοια βροχή
χρειαζόταν σίγουρα ( / σίγουρα μια τέτοια βροχή χρειαζόταν στ’
αλήθεια / στ’ αλήθεια σίγουρα μια τέτοια βροχή χρειαζόταν / σί-
γουρα στ’ αλήθεια μια τέτοια βροχή χρειαζόταν) −πβ. τον αντι-
γραμματικό συνδυασμό *αύριο ίσως ενδέχεται να βρέχει / *αύ-
ριο ίσως να βρέχει ενδεχομένως). Σε ό,τι αφορά το δεύτερο συν-
δυασμό που ζητάει η άσκηση: πράγματι μια τέτοια βροχή χρει-
αζόταν οπωσδήποτε, ακόμη και αν βρεθούν τα κατάλληλα συμ-
φραζόμενα, θα πρέπει, για να έχουμε από λογικογραμματική
άποψη μιαν ομαλή πρόταση, το ένα από τα δύο, το οπωσδήποτε,
να το εννοήσουμε με την αρχική (σήμερα σπάνια) τροπική του
ερμηνεία (πβ. έτσι κι αλλιώς / ούτως ή άλλως, χωρίς άλλο, κ.ά.
με προτασιακή και τροπική ερμηνεία).
Στην πρώτη άσκηση (<13i>) της επόμενης ομάδας έχου-
με αντικαταστάσεις με συνώνυμα, αλλά και έναν μετασχημα-
τισμό (είμαι σίγουρος ότι), την ανάλυση δηλαδή του επιρρή-
ματος με ένα ισοδύναμο σχήμα που, όπως είδαμε πιο πάνω,
διατηρεί τη μορφηματική ταυτότητα με το επίρρημα (σίγουρ-ος
/ -α −άλλωστε, από μορφολογική άποψη, το επίρρημα θεωρεί-
ται παράγωγο του επιθέτου) και θα μπορούσε να εκληφθεί ως η
‘ακριβής παράφρασή’ του. Στα ισοδύναμα του σίγουρα (είμαι
σίγουρος ότι, κ.τ.ό.) η άσκηση συμπεριλαμβάνει, εκτός από
συνώνυμα (βέβαια –πβ. και: είμαι βέβαιος ότι) και αντίθετα
μαζί με άρνηση (πβ. ‘σχήμα εκ παραλλήλου’): χωρίς αμφιβολία,
δεν αμφιβάλλω ότι (πρόσθεσε και το αναμφίβολα / αναμφι-
βόλως, για το οποίο βλ. άσκηση <11i>):

<13> (i) [=Ε΄ - ΒΔ, σ. 159, επανλ. άσκ. −πβ. <11iii>]


«Ξαναγράφω τις προτάσεις αντικαθιστώντας τις υπογραμ-
μισμένες λέξεις με άλλες κατάλληλες, έτσι που να μην αλ-
λάξει το νόημα των προτάσεων:
Σίγουρα θα συμφωνείς μαζί μου
Βέβαια θα συμφωνείς μαζί μου / Και βέβαια ~ / Χωρίς άλλο
~ / Δίχως άλλο ~ / Χωρίς αμφιβολία ~ / Δεν αμφιβάλλω ότι ~
/ Είμαι σίγουρος ότι ~».

115
Θανάσης Ν ά κ α ς

(ii) [=Ε΄4, σ. 54, άσκ. 2]


«Μετασχηματίζω προτάσεις που σημαίνουν κάτι βέβαιο σε
άλλες που σημαίνουν κάτι όχι εντελώς βέβαιο, σύμφωνα με
το παράδειγμα (πρώτα προφορικά): Εκείνη τη χρονιά ήμουν
7 χρονών. (σίγουρα) ⇒ (#)Εκείνη τη χρονιά ήμουν δεν ή-
μουν 7 χρονών. (όχι σίγουρα)
Το χωριό μου είχε 100 κατοίκους / Ήταν 8 η ώρα το
πρωί / (#)Το γάλα της προβατίνας έφτανε για το
κατσικάκι.»

(iii) [ΣΤ΄4, σ. 69-70, άσκ. 1]


«Συνδέω προτάσεις, όπως στα παραδείγματα: [ ]
(δισταγμός, βεβαιότητα) −Θα δουλέψουμε μαζί, ίσως και το
τελειώσουμε σήμερα / Θα δουλέψουμε μαζί, μήπως το τε-
λειώσουμε σήμερα / Θα δουλέψουμε μαζί, και θα το τελειώ-
σουμε σήμερα.[#θα το −ενν. το γλυπτό− δουλέψουμε μαζί,
μέχρι να το τελειώσουμε]
Θα συνεχίσω την προσπάθεια, ίσως και επιτύχω ....
............... .......................................»

Την άσκηση <13ii> η συντακτική ομάδα των σχολικών βιλίων


της σειράς «Η Γλώσσα μου (για το Δημοτικό)» φαίνεται ότι την
εμπνεύστηκε από την εξής φράση του εισαγωγικού κειμένου
(σσ. 50-51): θα ’μουν δε θα ’μουν εφτά χρονώ, που υποτίθεται
ότι δηλώνει κάτι για το οποίο ο ομιλητής- υποκείμενο δεν είναι
σίγουρος (σ’ αντίθεση με μιαν άλλη φράση πιο κάτω, που δεί-
χνει τη βεβαιότητα του ομιλητή: [η προβατίνα] είχε τόσο γάλα
που έφθανε και περίσσευε). Με βάση αυτό το παράδειγμα ζητεί-
ται ο μετασχηματισμός και των άλλων προτάσεων από βεβαι-
ωτικές σε πιθανολογικές. Εκείνο που θα είχα να παρατηρήσω
εδώ είναι η παρουσία των ποσοδεικτών (εφτά, οχτώ, εκατό),
που μπορεί να προσδώσει τη σημασία του “κατά προσέγγισιν”,
μια σημασία που δεν είναι κατ’ ανάγκην ασύμβατη με τη βεβαι-
ότητα (πβ. και −Α: είσαι σίγουρος ότι ήταν περίπου τόσα; −Β:
Βεβαίως!) Στο <13iii> το ίσως και δεν είναι παρά ένας υποτα-
κτικός πιθανολογικός σύνδεσμος (όπως αφήνει να εννοήσουμε,
εμμέσως πλην όχι σαφώς) και το σχολικό βιβλίο, εφόσον εισά-
γει την άσκηση με το «συνδέω». (Ως μη μονολεκτικό, το ίσως
και ανήκει στους λεγόμενους ‘σύνθετους’ και όχι ‘απλούς’
συνδέσμους25 −πβ. με έτσι και [του πεις κουβέντα...] στο
<14iii> ).
Ακολουθούν ασκήσεις αναγνώρισης των επιρρημάτων με
βάση τη σημασία των συμφραζομένων αλλά και με βάση το
κριτήριο κατά πόσο δίνουν ικανοποιητική απάντηση σ’ αυτή ή
εκείνη την ερώτηση (‘μερικής άγνοιας’ ή, σπανιότερα, ‘ολι-
κής’). Προκαταβολικά επισημαίνουμε ότι ακόμη και η απλού-
στερη ‘αναγνώριση’ −όπως είναι λ.χ. η ταύτιση του μέρους του
λόγου ή του είδους της φράσης ή της σημασιολογικής ομάδας
στην οποία εντάσσεται ένα ορισμένο στοιχείο, κ.τ.ό.−, δεν είναι

25
Βλ. Νάκα 1987, σσ. 119-21.

116
ΓΛΩΣΣΟΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ, Δ΄

δυνατόν να επιτευχθεί χωρίς την αναφορά σε κάποιους στοιχει-


ώδεις ορισμούς, που θα πει ότι δεν μπορεί ν’ αποφευχθεί οποια-
δήποτε τεχνολόγηση ή φορμαλισμός.

<14> (i) [=Στ΄2, σ. 22, άσκ. 1α]


«Ξαναδιαβάζουμε το ποίημα [ή το πεζό κείμενο, που
εισάγει την ενότητα] και υπογραμμίζουμε τα επιρρήματα
και τις επιρρηματικές φράσεις.»

(ii) [=Ε΄3, σ. 66, άσκ. 3]


«Φράσεις με επιρρήματα.
Διαβάζω τις φράσεις, υπογραμμίζω τα επιρρήματα (και
ρωτώ, αν κάτι δεν καταλαβαίνω):
• αλήθεια, στ’ αλήθεια, αληθινά, πραγματικά, πράγματι
#
Να το παίξουμε [ενν. το θεατρικό έργο] τώρα στ’ αλήθεια
[∼, έτσι όπως θα το παραστήσουμε μπροστά στο ρήγα:
ολόκληρη η φράση ανήκει στο κείμενο που προηγείται των
ασκήσεων] / Στα ψέματα ή στ’ αλήθεια το λες; / Αλήθεια,
κάτι ξέχασα να σου πω / #Και αληθινά τότε ας πει τ’ όνομά
του / Αληθινά σου λέω.
Πραγματικά δεν το περίμενα από σένα / Είναι πράγματι
έτσι που το λες; [ ] »

(iii) [=E΄3, σ. 61, άσκ. 3]


«Φράσεις με τις λέξεις έτσι και χωρίς.
[ίδια εκφώνηση με το (i)]
• έτσι
Κι έτσι ετοιμάστηκαν όλα / #Θα φτιάξω τη φωνή μου έτσι,
που θα κάνω ένα χαριτωμένο μούγκρισμα / [ ] Τον πήραν
μαζί τους με το έτσι θέλω / -Πώς παν οι δουλειές; -Έτσι κι
έτσι. / Έτσι κι αλλιώς έχασα την ευκαιρία / Έτσι και του πεις
κουβέντα, γίνεται θηρίο [ ]
• χωρίς
#
Πρέπει να παίξεις χωρίς άλλο τον Πύραμο / Γυρίζει χωρίς
παπούτσια / Σε πάτησα χωρίς να το θέλω / Πηγαίνετε χωρίς
εμένα.»

Για παράδειγμα, στο <14ii> η υπογράμμιση του αληθινά ως


αναγνώριση ότι πρόκειται για επίρρημα παράγωγο από επίθετο,
υποτίθεται ότι γίνεται εύκολα, αλλά η υπογράμμιση και του
αλήθεια ή του στ’ αλήθεια, μόνο και μόνο επειδή τα βάζουμε
δίπλα-δίπλα στην εκφώνηση της άσκησης, δημιουργεί το εύλο-
γο ερώτημα ποια η σχέση τους με τα καθαυτό επιρρήματα, ή
ποια η σημασιολογική τους διαφορά από το αληθινά και μεταξύ
τους, γιατί, βέβαια, δεν ταυτίζονται, όπως ίσως αφήνει να εννο-
ηθεί η άσκηση, ή ταυτίζονται εν μέρει. Εξάλλου, όπως δίνονται
τα παραδείγματα αναφορικά, λ.χ., με το χωρίς (<14iii>), δεν
μπορούν να γίνουν συστηματικές παρατηρήσεις για τη χρήση
του, δεδομένου ότι χάνεται εντελώς η συσχέτιση (εκτός εάν ο
δάσκαλος διαθέτει την ενημέρωση που λέγαμε στην αρχή)
ανάμεσα στα χωρίς παπούτσια και χωρίς εμένα, όπου το χωρίς
λειτουργεί ως (απλή) πρόθεση, σε αντιδιαστολή με το χωρίς να,
που λειτουργεί ως (σύνθετος) σύνδεσμος, ή με το χωρίς άλλο,

117
Θανάσης Ν ά κ α ς

που όλο μαζί συνιστά ένα είδος πάγιας έκφρασης με λειτουργία


βεβαιωτικού προτασιακού προσδιορισμού (πβ. οπωσδήποτε,
σίγουρα, βεβαίως, κ.τ.ό. –βλ. εδώ πιο πάνω τις ασκήσεις <11iii>
και <13i>, όπου το ίδιο το σχολικό βιβλίο το μεταχειρίζεται μ’
αυτό τον τρόπο). Η περίπτωση του έτσι είναι ακόμη πιο περί-
πλοκη, εφόσον τίποτε δεν υποδηλώνει ότι στην άσκηση εμφανί-
ζεται μέσα σε στερεότυπα (με το έτσι θέλω “= με το ζόρι, διά
της βίας, αναγκαστικά”, έτσι κι έτσι “= μετρίως”, κ.τ.ό.), ως
υποτακτικός σύνδεσμος (έτσι και, έτσι...που) αλλά και ως
προτασιακός παρατακτικός σύνδεσμος (‘προσύνδεσμος’ /
‘συνδέτης’, conjunct: βλ. το πρώτο παράδειγμα), ή, τέλος, ως
βεβαιωτικός προτασιακός προσδιορισμός (έτσι κι αλλιώς: ως
μία προσωδιακή ενότητα, πβ. οπωσδήποτε, σίγουρα).
Οι ασκήσεις <15 - 16>, σε ό,τι αφορά τις σημασιολογικές
ομάδες στις οποίες εντάσσονται τα επιμέρους επιρρήματα,
αναπαράγουν (και μάλιστα με έντονα τυπογραφικά στοιχεία) τη
σχολική γραμματική, που δεν είναι, όπως ξέρουμε, παρά
αναπροσαρμογή της μεγάλης κρατικής γραμματικής του 1941
[Τριανταφυλλίδης κ.ά.] Δεν είναι ο κατάλληλος χώρος να
επαναλάβουμε σε τι και σε ποιο βαθμό έχει ξεπεραστεί το
παραδοσιακό μοντέλο αυτής της γραμματικής. Προσωπικά, έχω
επιχειρηματολογήσει, επαρκώς πιστεύω, για ποιους λόγους τα
λεγόμενα ‘προτασιακά’ επιρρηματικά δεν αποτελούν το στόχο
της άρνησης στην πρόταση ούτε και μπορούν να χρησιμεύουν
ως απάντηση σε ερωτήσεις μερικής άγνοιας26. Η σχολική
γραμματική, με το να θεωρεί και το ευτυχώς τροπικό επίρ-
ρημα27, όπως και το αντίθετό του δυστυχώς, δίπλα στο έτσι
(≠αλλιώς), και το μαζί (≠χώρια) (βλ. <15iii>),

<15> (i) [=ΣΤ΄2, σ. 13, άσκ. 1β]


«Διαβάζω τις προτάσεις και υπογραμμίζω τα επιρρήματα
που απαντούν στις ερωτήσεις των παρενθέσεων:
(πού;) Τραβούσαμε κάτω / (πότε, πώς;) #Ύστερα συννέφιασε
ξαφνικά / (πώς;) #Φωνάξαμε χαρούμενα / (πόσο;) Δε
μιλούσαμε καθόλου / (ναι ή όχι;) #Κι αληθινά πρόβαλε το
νερό αφρισμένο.»

(ii) [=ΣΤ΄2, σ. 23, άσκ. 1γ1]


«Τροπικά και ποσοτικά επιρρήματα.
Τα ξεχωρίζουμε, προφορικά και γραπτά, όπως στα παρα-
δείγματα:
(πώς;, έτσι, ακριβώς, πόσο, τόσο, περίπου, πάνω κάτω,
σχεδόν, μισοτιμής, μεμιάς, διαρκώς, κυρίως, χωριστά, όπως
όπως, αρκετά, τουλάχιστον, κάμποσο)
Τροπικά: (πώς;) έτσι, ακριβώς, .......... / Ποσοτικά: (πόσο;)
τόσο, περίπου, .......... »

26
Δες ό.π., κεφφ. Δ.1 και 5.
27
[Τριανταφυλλίδης κ.ά.], § 991.

118
ΓΛΩΣΣΟΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ, Δ΄

(iii) [=ΣΤ΄2, σ. 23, άσκ. 1γ2]


Σχηματίζουμε, προφορικά και γραπτά, ζευγάρια επιρρη-
μάτων που έχουν αντίθετη ή περίπου αντίθετη σημασία:
(αλλιώς, διόλου, περισσότερο, χώρια, δυστυχώς, πολύ)
(πώς;) έτσι : ....... / μαζί : ......... / ευτυχώς : ............
(πόσο;) ολότελα : ......... / λιγότερο : ........... / λίγο : ...........»

διδάσκει ότι, σε μια ερώτηση του τύπου <15΄α1 / α 2>, η απά-


ντηση μπορεί να είναι η <15΄β1 / β 2>,

<15΄> α1. Α: πώς έλυσε την άσκηση ο μαθητής;


β1. Β: (*) ευτυχώς.
α2. Α: σε ρωτάω με ποιο τρόπο... με ποια διαδικασία...
β2. Β: (*) ε... ευτυχώς !

την οποία ο καθένας θα χαρακτήριζε ακατάλληλη ή μη αποδε-


κτή σ’ αυτά τα συμφραζόμενα. Φυσικά, τα προβλήματα ή τα
ερωτήματα που ανακύπτουν εδώ είναι πολύ περισσότερα −λ.χ.
για πόσες από τις χρήσεις του ακριβώς (ήθελα να πω α κ ρ ι β ώ ς
αυτό ή τον συνάντησα στις πέντε η ώρα α κ ρ ι β ώ ς και πλήθος
άλλα όμοια) η αρμόδια ερώτηση δεν μπορεί να είναι παρά το
πώς;, όπως επίσης διδάσκει η σχετική άσκηση (<15ii>) και η
σχολική γραμματική; Το ακριβώς, όπως και το κυρίως που
δίνεται εδώ, εντάσσονται αρμοδιότερα στα λεγόμενα ‘εστια-
στικά’ (ή ‘προβολικά’) επιρρήματα (και όχι στα τροπικά)28. Το
σχεδόν, το περίπου ή το πάνω-κάτω, με τα οποία η ερώτηση
πόσο; παρουσιάζει επίσης προβλήματα, δεν εκφράζουν την
“ποσότητα” αλλά το “κατά προσέγγισιν”. Το ξαφνικά συμπερι-
φέρεται (και η άσκηση <11i> εδώ πιο πάνω το πραγματεύεται)
ως προτασιακό ή, το πολύ-πολύ, όπως και στο δεύτερο παρά-
δειγμα της άσκησης <15i>, ως τροπικο-αποτελεσματικό (πβ.
αιφνιδιαστικά)29, κ.ο.κ. –μιλάω και πάλι για την αναρμοδιότητα
ή την ασάφεια της ερώτησης με το πώς;.

28
Για επιμέρους ‘επιχειρηματολογικές χρήσεις’ του ακριβώς και του κυρίως
δες στον Σετάτο 1994β, σσ. 131- 3, όπου γίνεται λόγος και για την εστίαση
που εκφράζει το ειδικά.
29
“… με / κατά τέτοιο τρόπο που / ώστε αιφνιδίασε” είναι η συνήθης
τροπικο-αποτελεσματική ερμηνεία (δες όπου και στη σημ. 25, σσ. 105-7).
Το ΛΝΕΓ ερμηνεύει το αίφνης ως “κατά τρόπο ξαφνικό και απροσδόκητο”
και δίνει ως συνώνυμά του τα αιφνιδίως, ξαφνικά, απροόπτως, απροσδό-
κητα και ως αντίθετα τα προγραμματισμένα, βαθμηδόν, σταδιακά, λίγο-
λίγο, σιγά- σιγά. Στο τέλος των επιθετικών λημμάτων αιφνίδιος και ξαφνι-
κός, όπως και στο τέλος του ρηματικού λήμματος αιφνιδιάζω, καταγράφει
αντίστοιχα τα επιρρήματα αιφνίδια / αιφνιδίως, ξαφνικά και αιφνιδιαστικά
/ αιφνιδιαστικώς, χωρίς να τα ερμηνεύει. Το ΛΚΝ ερμηνεύει το αίφνης ως
«1. ξαφνικά, απροσδόκητα [ ] 2. για επιλογή χωρίς ενδιαφέρον: ας έλθει
κάποιος στον πίνακα· ο Γιάννης, αίφνης» και το ξαφνικά ως «χωρίς να το
περιμένουμε, αναπάντεχα, αιφνίδια (πρβ. ξάφνου)». Στο τέλος των επιθε-
τικών λημμάτων αιφνιδιαστικός και αιφνίδιος καταγράφονται αντίστοιχα
τα επιρρήματα αιφνιδιαστικά και αιφνίδια / αιφνιδίως, αλλά, ενώ δίνεται
από ένα χρηστικό παράδειγμα, δεν υπάρχει ερμήνευμα. Επομένως, και στις
δύο περιπτώσεις η τροπικο-αποτελεσματική ερμηνεία ειδικά του αιφνιδια-
στικά παραβλέπεται, ενώ η προτασιακή του αιφνιδίως και του ξαφνικά

119
Θανάσης Ν ά κ α ς

Προτασιακή ισχύ έχει το ναι (και το μάλιστα) ή το όχι, ως


–καταφατική ή αποφατική, αντίστοιχα– απάντηση σε ερωτήσεις
(μερικής ή ολικής άγνοιας) όπου ο επικοινωνιακός πυρήνας δη-
λώνεται με τον επιτονισμό και όχι με κάποιο ερωτηματικό στοι-
χείο (πού;, πότε;, πώς;, κτλ.) Τέτοιου είδους ερωτήσεις μπο-
ρούν, μάλιστα30, να συνοδεύονται από την επαληθευτική ερώ-
τηση ναι ή όχι;. Ας μη θεωρηθεί, όμως, ότι είναι και η αρμο-
διότερη ή η αποκλειστική ερώτηση προκειμένου να προκαλέσει
κανείς μιαν απάντηση με το αληθινά (ή τα άλλα βεβαιωτικά),
όπως διδάσκει η άσκηση <15i> ή υποδηλώνει η κατάταξη του
[Τριανταφυλλίδη κ.ά.] (<16i>):

<16> (i) [=ΣΤ΄2, σ. 24, άσκ. 1δ ]


«Βεβαιωτικά, αρνητικά και δισταχτικά επιρρήματα.
Διαβάζουμε τα επιρρήματα κάθε ομάδας και τα γράφουμε σε
αλφαβητική σειρά:
Βεβαιωτικά: ναι, μάλιστα, βέβαια, βεβαιότατα, αλήθεια – α-
ληθινά, σωστά ........................................................................
Αρνητικά: όχι, δε(ν), μη(ν) .....................................................
Δισταχτικά: ίσως, τάχα - τάχατε, δήθεν, πιθανόν, άραγε
.......... .............».

(ii) [=ΣΤ΄1, σ. 81, άσκ. 2(γ)]


«Μεγαλώνω την απάντηση “Ναι, μου άρεσε”, δίνοντας έμφα-
ση στα λόγια μου, όπως στο παράδειγμα:
Ναι, φοβήθηκα / Και βέβαια φοβήθηκα / Φοβήθηκα και μάλι-
στα πολύ / Φοβήθηκα πάρα πολύ / Αν φοβήθηκα, λέει; Και
ποιος δε θα φοβόταν;
Ναι, μου άρεσε ................................................................»

Τα βεβαιωτικά (όπως και τα πιθανολογικά) συνοδεύουν το ναι


(ακόμη και όταν παραλείπεται ή απλώς εννοείται) εκφράζοντας
ένα σχόλιο του ομιλητή για την αλήθεια του περιεχομένου της
πρότασης και όχι αυτή καθαυτή την κατάφαση. Αυτός είναι ο
λόγος που μπορούν να συνοδεύουν και το όχι. Σύγκρινε, λ.χ., το
–Α: Θα φύγεις; –Β: Βεβαίως (=ναι, βεβαίως / βεβαίως θα φύγω)
με το –Α: Πρόκειται να μας επισκεφτεί κανείς αύριο; –Β: Βε-
βαίως όχι (ή: Όχι βέβαια = βεβαίως δ ε ν θα μας επισκεφθεί κα-
νείς). Το γεγονός, πάντως, ότι δεν ταυτίζονται με το ναι πιστο-
ποιεί και η δυνατότητα του καταφατικού μορίου να υποκαθιστά
μεγαλύτερο αριθμό προτάσεων (ακόμη και σε έγκλιση άλλη
από την οριστική, δηλαδή όχι μόνο προτάσεις κρίσεως)31, σε α-
ντίθεση με τους περισσότερους από τους βεβαιωτικούς ή τους
πιθανολογικούς προτασιακούς προσδιορισμούς. Έτσι, στην ερώ-

εικάζεται απλώς μέσα από τη συνωνυμία τους με τα απροσδόκητα και


αναπάντεχα.
30
Εδώ η χρήση του είναι προσθετική, αλλού επιδοτική, κτλ. Κατά τον
[Τριανταφυλλίδη κ.ά.], § 1002, «το μ ά λ ι σ τ α είναι όχι μόνο βεβαιωτικό
αλλά και επιδοτικό (ακόμη)».
31
Για το είδος της (ολικής) ‘έλλειψης’ που επιτελείται με το ναι και το όχι
ως ‘συνεκτικών στοιχείων’ βλ. Halliday & Hasan, σσ. 208-10, 335 et
passim.

120
ΓΛΩΣΣΟΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ, Δ΄

τηση –Α: Να φύγει ο Γιάννης; η απάντηση μπορεί να είναι –Β: Ναι


(να φύγει) αλλά όχι και –Β:*Πραγματικά / *Αληθινά / *Πιθανώς
(να φύγει), σε αντίθεση δηλαδή με το –Α: Έφυγε ο Γιάννης; –Β:
Ναι (έφυγε), όπου ισχύει και το –Β: Πραγματικά / Αληθινά /
Πιθανώς (έφυγε).
Όσο για την άσκηση <16ii>, δεν θα είχε κανείς αντίρρη-
ση, εάν, κάτω από τον όρο ‘έμφαση’, δεν δημιουργούνταν σύγ-
χυση ανάμεσα στη διαβάθμιση της έννοιας που δηλώνει το πολύ
ή το πάρα πολύ και στην προσθήκη ή την ενίσχυση της πληρο-
φορίας την οποία εισάγει το (‘επιδοτικό’: βλ. σημ. 30) μάλιστα,
λειτουργώντας εδώ ως προτασιακός παρατακτικός σύνδεσμος
(προσύνδεσμος, conjunct) και όχι ως προτασιακός προσδιορι-
σμός.

3.3. Μεταγλωσσικοί δείκτες


Έχει ενδιαφέρον, στο σημείο αυτό, ν’ αναφερθούμε σε λέξεις
και εκφράσεις που επιτελούν μιαν άλλη σημασιοσυντακτική
λειτουργία, και, συγκεκριμένα, σ’ εκείνες που ο σημασιολογι-
κός τους ρόλος είναι, όπως λέμε, ‘μεταγλωσσικός’, εφόσον
σχολιάζουν ή χαρακτηρίζουν την ίδια τη γλωσσική μας διατύ-
πωση, την εκφορά του λόγου μας, ένα ορισμένο ύφος, κ.τ.ό.
Έστω το παράδειγμα:

<17> ...Πού να στα λέω… ο Γιάννης έφυγε απ’ το σπίτι, μας εγκα-
τέλειψε… έμεινα μόνη με τα παιδιά.... τσακωμοί, φασαρίες,
κακό… βρισίδι τώρα απ’ το τηλέφωνο… μ’ απειλεί και με το
δικηγόρο· κ ο ν τ ο λ ο γ ί ς , χωρίζουμε.

Είναι προφανές ότι το κοντολογίς δεν δηλώνει σε καμμιά περί-


πτωση τον τρόπο ή τη διαδικασία του ‘χωρίζειν’ ή ‘διαζευγνύ-
εσθαι’. Δεν είναι παρά μεταγλωσσικό, με την έννοια ότι η ομι-
λήτρια εδώ θέλει να περάσει στον ακροατή το μήνυμα “καιρός
να συντομεύω (ή να σταματήσω τη φλυαρία) και να έρθω στο
καίριο” (που είναι η ανακοίνωση για το διαζύγιο). Ως τέτοιοι
μεταγλωσσικοί προσδιορισμοί χρησιμεύουν και τα μ’ άλλα
λόγια, με μια λέξη, αναλυτικά (ή: αναλυτικότερα), συγκεκριμένα,
λ.χ. (λογουχάρη), π.χ. (παραδείγματος χάριν), φέρ’ ειπείν, ούτως
ειπείν, προεισαγωγικά, συμπερασματικά κ.ά. όμοιά τους. Ειδικό-
τερα, από την άποψη της λειτουργίας, οι ‘μεταγλωσσικές’ ή οι
‘μετεπικοινωνιακές’ εκφράσεις μπορούν να είναι, ανάλογα με
τα συμφραζόμενα, είτε προσδιορισμοί (ΔΙΟΡΤΡΟΠ)32 κάποιου λε-
κτικού ρήματος είτε προτασιακοί προσδιορισμοί (ΠΑΡΑΔΙ-
32
Ας πούμε: τα λέει / γράφει και αναλυτικά (= “με αναλυτικό τρόπο”), για να
τα καταλαβαίνουν όλοι ή θα αναφέρει συμπερασματικά (= “εν είδει συμπε-
ράσματος”) τις κυριότερες προτάσεις που θα κατατεθούν ή εξέφρασε προλο-
γικά (= “ως έναν πρόλογο”) την ευχή να μην ξανασυμβούν τέτοια έκτροπα,
κ.ά.ό. Ενίοτε εμφανίζονται ως αιτιολογικοί προσδιορισμοί (του ‘τελικού
αιτίου’) δίπλα σε ένα λεκτικό ρήμα: το είπε για να δώσει ένα παράδειγμα /
χάριν παραδείγματος ή θα το πω για να γίνω σαφέστερος, κ.τ.ό.

121
Θανάσης Ν ά κ α ς

ΟΡΜΕΤΕΠΙΚΟΙΝ / ΜΕΤΑΓΛ),
ενώ ένας μικρός αριθμός μπορούν να
είναι μόνο το ένα ή μόνο το άλλο. Αποφασιστικό ρόλο, γι’ αυτή
ή εκείνη τη λειτουργία, παίζουν και τα υπερτεμαχιακά φωνο-
λογικά χαρακτηριστικά (τουτέστιν, ο επιτονισμός ή η προσω-
δία) της συγκεκριμένης έκφρασης / του επιρρηματικού (κτλ.),
όπως και η θέση στην οποία βρίσκεται. Μ’ άλλα λόγια, η σημα-
σιοσυντακτική λειτουργία, ο επιτονισμός και η θέση του επιρ-
ρηματικού (κτλ.) αλληλοκαθορίζονται.
Σ’ ένα κείμενο τώρα (που το παρουσιάζω προφορικά ή
γραπτά), εάν ακολουθήσω την εξής διάταξη ή διάρθρωση–:

<18> [§] Θα ήθελα, π ρ ο ε ι σ α γ ω γ ι κ ά , να θυμίσω ότι [κτλ. κτλ.] −


[§] Π ε ρ ν ώ ν τ α ς σ τ ο κ ύ ρ ι ο θ έ μ α της ομιλίας μου [κτλ.
κτλ.] −
[§] Σ υ μ π ε ρ α σ μ α τ ι κ ά (ή: ε ν κ α τ α κ λ ε ί δ ι / κ α τ α λ ή -
γ ο ν τ α ς ), δηλώνω και δεσμεύομαι για τα εξής [κτλ.
κτλ.]

εάν, δηλαδή, στην αρχή διαδοχικών παραγράφων χρησιμοποι-


ήσω μεταγλωσσικές εκφράσεις σαν κι αυτές που έχω στο παρά-
δειγμα, τότε το προεισαγωγικά, το συμπερασματικά33 ή όποιο
άλλο παρόμοιο λειτουργούν σ’ ένα ακόμη ανώτερο επίπεδο,
που πάλι δεν θα το λέγαμε συντακτικό, αλλά κειμενικό34, γίνο-
νται δηλαδή διαρθρωτικοί ‘κειμενικοί (ή συνομιλιακοί) δείκτες’
(‘discourse markers / signals’, ‘segnali discorsivi’, όπως είδα-
με). Επισημαίνω ότι ο σημασιολογικός τους ρόλος δεν αλλάζει,
παραμένουν μεταγλωσσικά, μόνο που η λειτουργία τους γίνεται
ανωτέρου επιπέδου.

4. ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨIΑ ΑΠΌ ΤΑ ΛΕΞΙΚA

33
Για το συμπερασματικά βλ. τα σχόλιά μας σχετικά με τα <22i-ii> εδώ πιο
κάτω.
34
Η Χριστοφίδου, σ. 134, διακρίνει «Α. Διαπροτασιακούς κειμενικούς δεί-
κτες» και «Β. Ενδοπροτασιακούς κειμενικούς δείκτες». Ως β΄ υποκατη-
γορία της Α΄ ομάδας αναγνωρίζει τους «μετακειμενικούς δείκτες» με
παραδείγματα τα πρώτ’ απ’ όλα (2), τελειώνοντας (1), τέλος (2), ανακε-
φαλαιώνοντας (1) –οι αριθμοί μέσα στις παρενθέσεις δηλώνουν το σύνολο
των εμφανίσεων του καθενός μέσα στο σώμα κειμένων που έλαβε υπόψιν
της. Στη σ. 142 επεξηγεί: «Έτσι [sc. μετακειμενικούς δείκτες] ονομάζουμε
τους δείκτες που δηλώνουν τη σχέση της πρότασης, που εισάγουν, με το
υπόλοιπο κείμενο, όχι τόσο σαν περιεχόμενο, αλλά σαν διάρθρωση. Αυτοί
οι δείκτες ενημερώνουν δηλαδή τον ακροατή για το σημείο στο οποίο
βρίσκεται ένας συγκεκριμένος λόγος ή απόσπασμά του σε σχέση με την
έκτασή του.» Όσο και αν με βρίσκει σύμφωνο η επεξήγηση εδώ, γενικά
έχω δυσκολία να δεχθώ την προτεινόμενη ορολογία, από τη στιγμή που το
βέβαια, το οπωσδήποτε, το βασικά κ.ά.ό. ως «δείκτες στάσης ομιλητή»
θεωρούνται «ενδοπροτασιακοί κειμενικοί δείκτες», αλλά το πράγματι, το
μάλιστα κ.ά.ό. θεωρούνται «διαπροτασιακοί κ. δ.» –δηλαδή, ερωτώ, ακόμη
και στην περίπτωση λ.χ. τού ο Κώστας θα έρθει πράγματι αύριο ή του
υπέβαλε, αυτοπροσώπως μάλιστα, αίτηση χάριτος στον ανώτατο άρχοντα
και άλλων παρόμοιων περιπτώσεων;

122
ΓΛΩΣΣΟΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ, Δ΄

Τις παραπάνω βασικές διακρίσεις ως προς την ερμηνεία ή τη


σημασιοσυντακτική λειτουργία, ανάλογα με τα συμφραζόμενα,
των επιρρηματικών κ.ά. εκφράσεων, θα περίμενε κανείς, πρώτα
από τα σύγχρονα λεξικά της Νέας Ελληνικής να τις καταγρά-
φουν, συστηματικά και με συνέπεια, και έπειτα από τις εκσυγ-
χρονισμένες γραμματικές να τις κωδικοποιούν και να τις ομα-
δοποιούν.
Μια σύντομη περιδιάβαση ή ένα πρόχειρο ξεφύλλισμα
των ΛΝΕΓ και ΛΚΝ μας οδήγησε στις εξής διαπιστώσεις:
Ας ξεκινήσουμε με τη διάκριση μεταξύ μιας τροπικής και
μιας προτασιακής ερμηνείας την οποία είδαμε ότι εμφανίζει,
ανάλογα με τα συμφραζόμενα, λ.χ. το βλακωδώς ή το περίεργα
(τροπ.) / περιέργως (προτασ.) ή το ξαφνικά ή το οπωσδήποτε
κ.ά. πολλά. Τη διάκριση αυτή εμφανίζει, καθόλου σπάνια, και
το φυσικά –πβ., ας πούμε, το: στις επιπλήξεις του διευθυντή ο
συνάδελφος αντέδρασε φυσικά (τουτέστιν “αντέδρασε μ’ έναν
φυσικό / φυσιολογικό τρόπο”, μ’ άλλα λόγια “ο σ. επέδειξε μια
φυσιολογική αντίδραση” ή “η φυσιολογική αντίδραση του σ.
έγκειται στον τρόπο που επέλεξε”) με το: φυσικά, στις επιπλή-
ξεις του διευθυντή ο συνάδελφος αντέδρασε (τουτέστιν “το ότι ο
σ. αντέδρασε ήταν φυσικό να συμβεί”, μ’ άλλα λόγια “εγώ ο
ομιλητής το θεωρώ ως φυσικώς αναμενόμενο το ότι ο σ. αντέ-
δρασε [άσχετα με τον τρόπο που επέλεξε]” ή “το φυσιολογικό
στην περίπτωση αυτή είναι το ότι ο σ. προέβη σ’ αυτή την πρά-
ξη της αντίδρασης [όπως και αν / μ’ όποιο τρόπο και αν το
έκανε]”).
Το ΛΝΕΓ –βλ. π.χ. σ. 659 (= σχόλιο στο λήμμα επίρρημα)
και σ. 1718 (= σχόλιο στο λήμμα συνδετικός)– δείχνει ενημέρω-
ση σε ό,τι αφορά τη σχετική βιβλιογραφία:

<18> (i)
[σ. 659] προτασιακά επιρρήματα. Μαζί με τα συνήθη επιρρήματα
(ή επιρρηματικά), που προσδιορίζουν την πληροφορία που δηλώνει
το ρήμα [ ] υπάρχουν και τα λεγόμενα προτασιακά επιρρήματα
(sentence adverbs) ή προτασιακά επιρρηματικά (sentence adver-
bials) ή προτασιακά προσαρτήματα (sentence adjuncts)35. Αυτά
χρησιμοποιούνται στη θέση ενός σχολίου που θα μπορούσε να εκ-
φραστεί με ολόκληρη πρόταση (εξού και «προτασιακά επιρρήματα»)
και δηλώνουν τη στάση του ομιλητή απέναντι στα λεγόμενα, επι-
σύροντας συγχρόνως την προσοχή του ακροατή / αναγνώστη [ ]
Τέτοια σχολιαστικά επιρρήματα που λειτουργούν ως προτασιακά
επιρρήματα είναι, μεταξύ άλλων, τα εξής: ευτυχώς, δυστυχώς, ευ-
χαρίστως, αληθινά, ομολογουμένως, συμπτωματικά, μυστηριωδώς, τυ-
πικά, φυσικά, βεβαίως, παραδόξως, περιέργως, απροσδόκητα, χαρα-

35
Ο όρος ‘προσάρτημα’ εισάγεται στη βιβλιογραφία για τα επιρρηματικά
της Νέας Ελληνικής από τον Νάκα 1987 (passim) με την έννοια του
υποχρεωτικού επιρρηματικού συμπληρώματος, όχι όμως σε επίπεδο πρό-
τασης, αλλά μόνο σε επίπεδο ρηματικής φράσης. Στη σχετική αγγλόφωνη
βιβλιογραφία, με τον όρο ‘adjunct(s)’ δηλώνονται οι ποικίλοι προσδιο-
ρισμοί σε επίπεδο ρηματικής φράσης, σε αντιδιαστολή προς τους ‘dis-
junct(s)’, τους προσδιορισμούς δηλαδή σε επίπεδο πρότασης.

123
Θανάσης Ν ά κ α ς

κτηριστικά, οπωσδήποτε, ορθώς, ανοήτως, καλώς, πρακτικά, φέρ’


ειπείν, στην πράξη, μέχρι ενός σημείου, προφανώς, απλώς, σαφώς, θε-
ωρητικώς, επισήμως, ανεπίσημα, ενδεχομένως, πιθανώς, αναμφίβολα,
ασυζητητί, ειλικρινώς, κατά τη γνώμη μου, λογικά, πολιτικά, εν πάση
περιπτώσει, γενικώς, οπωσδήποτε [δις!], ειδικότερα, συγκεκριμένα,
κατά κανόνα, στην ουσία, ουσιαστικά, αναγκαστικά, κατ’ ανάγκην,
επίσης, ομοίως, εξίσου, εντούτοις, ακόμη, αντιθέτως, επομένως, άρα,
γι’ αυτό, εν κατακλείδι, έτσι, αργότερα, προηγουμένως, έκτοτε, εν τω
μεταξύ, τέλος, κ.ά. [ ]

<18> (ii)
[σ.1718] συνδετικά στοιχεία. Μερικές λέξεις, χωρίς να έχουν οι
ίδιες ιδιαίτερη σημασιολογική βαρύτητα, χρησιμεύουν ως δείκτες
μετάβασης από μια πληροφορία (εκφρασμένη με πρόταση) σε μιαν
άλλη πληροφορία (πρόταση), με την οποία συνδέεται εν είδει α-
ντιθέσεως. Η β΄ πληροφορία δηλ. αποτελεί μια μορφή αντίθεσης
προς την α΄ ή γενικότερης τροποποίησης του νοήματός της ή προ-
έκτασής της με την αναφορά μιας διαφορετικής άποψης. Οι λέξεις
αυτές, επομένως, λειτουργούν συνδετικά και αντιθετικά μαζί. Τέ-
τοιες λέξεις είναι οι: εξάλλου, άλλωστε, οπωσδήποτε, πάντως,
ωστόσο, όπως, ουχ ήττον, από την άλλη μεριά, εν πάση
περιπτώσει, ασχέτως αυτού, εντούτοις, αλλ’ όμως, παρά ταύτα,
αλλά μάλλον, έστω κι έτσι, κι έτσι που είναι κ.ά. Παραδείγματα: Η
αναγγελία των εκλογών δεν ξάφνιασε κανέναν στην πραγματικότητα ·
άλλωστε, όλοι ήξεραν πως θα γίνουν. – [ ]

Δεδομένου ότι δεν δίνονται τα κριτήρια της διάκρισης των


επιρρηματικών σε συνήθη, αφενός, και προτασιακά, αφετέρου,
θα είχε να ρωτήσει κανείς, ως προς τον πρώτο πίνακα (<18i>),
εάν π.χ. τα αργότερα, προηγουμένως, έκτοτε είναι με την ίδια
έννοια ‘προτασιακά’ που είναι και τα βεβαίως, πιθανώς, ευτυ-
χώς, ομολογουμένως; Ένα δεύτερο ερώτημα θα ήταν για το
σημασιολογικό ρόλο των ‘προτασιακών’ του πίνακα αυτού, εάν
δηλαδή όλα εκφράζουν τη ‘στάση’ του ομιλητή ή μήπως κά-
ποια απ’ αυτά είναι ‘μετεπικοινωνιακά’ ή ‘μεταγλωσσικά’, ας
πούμε το ειλικρινά, το συγκεκριμένα, το εν κατακλείδι, κ.ά.ό.
Αλλά το πιο βασικό ερώτημα, που αφορά και τον δεύτερο
πίνακα (<18ii>), είναι τι εννοούμε με τους όρους ‘συνδετικά
στοιχεία’ και ‘δείκτες μετάβασης’ και αν οι «λέξεις» (καλύτε-
ρα: εκφράσεις) που αναλαμβάνουν αυτή τη λειτουργία «[δεν] έ-
χουν οι ίδιες ιδιαίτερη σημασιολογική βαρύτητα». Για παρά-
δειγμα, τα εντούτοις, εξάλλου, άλλωστε, ωστόσο, από την άλλη
μεριά, με το να εκφράζουν «μια μορφή αντίθεσης», όπως λέγε-
ται στο δεύτερο πίνακα, στην ουσία χαρακτηρίζονται σημασιο-
λογικά, κι αυτό είναι σύμφωνο με την αντίληψη της σχετικής
βιβλιογραφίας36, την οποία, ως ένα βαθμό, αναπαράγει και το

36
Όπου αναγνωρίζονται όχι μία αλλά ποικίλες σημασιολογικές ομάδες για
το σύνολο των προτασιακών συνδετικών στοιχείων. Δες πρόχειρα Halliday
& Hasan, σσ. 238 και 244 –πβ. Νάκα 1987, σ. 113 [=Γλωσσοφιλολογικά
Γ΄, σ. 246]. –Σχετικά με το «χωρίς να έχουν οι ίδιες ιδιαίτερη σημασιο-
λογική βαρύτητα» του πίνακα <18ii> πβ. και Georgakopoulou & Goutsos
1996, σ. 412, «[ ] they can be classified as “semantically rich” connectives

124
ΓΛΩΣΣΟΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ, Δ΄

σχολικό βιβλίο του Λυκείου (δες τον πίνακα <1iii>). Στον πρώ-
το πίνακα του ΛΝΕΓ εδώ πιο πάνω (<18i>) συμπεριλαμβάνονται
εκφράσεις (ενδεικτικά, υπογραμμίσαμε τις περισσότερες απ’
αυτές) που, με βάση το κοινό γλωσσικό αίσθημα, δεν έχουν
προσδιοριστική λειτουργία (προτασιακοί προσδιορισμοί, σχολι-
αστικά / προτασιακά επιρρηματικά) αλλά, μάλλον, συνδετική
λειτουργία (παρατακτικοί προτασιακοί σύνδεσμοι, ‘συνδέτες’ ή
‘προσύνδεσμοι’, όπως τους χαρακτηρίσαμε στα προηγούμενα).
Εξάλλου, προσεκτική σύγκριση αποδεικνύει ότι ορισμένα από
αυτά (π.χ. εν πάση περιπτώσει, εντούτοις) επαναλαμβάνονται
στο δεύτερο πίνακα (<18ii>) των ‘συνδετικών στοιχείων’.
Εντελώς ενδεικτικά και πάλι, θα σταθούμε στην επιμέ-
ρους πραγμάτευση μερικών από τις εκφράσεις αυτές στα δύο
λεξικά, το ΛΝΕΓ (<19i>) και το ΛΚΝ (<19ii>):

(<19i>)
επομένως επίρρ. [αρχ.] όπως προκύπτει βάσει της λογικής, όπως
είναι λογικό βάσει προηγούμενων στοιχείων: έχουν ληφθεί όλα τα
απαραίτητα μέτρα ασφαλείας· επομένως, δεν συντρέχει λόγος ανη-
συχίας. ║ παρά τις πιέσεις του Τύπου οι αρμόδιοι σιωπούν· ~,
κάποιο πρόβλημα υπάρχει ΣΥΝ. κατά συνέπεια, συνεπώς, άρα, κατ’
ακολουθίαν, ώστε, συμπερασματικά, λοιπόν, ως εκ τούτου.
[[ΣΧΟΛΙΟ στη λ. προηγουμένως : γιατί πρέπει να προτιμάται η κατάληξη
σε -ως]]
συνεπώς επίρρ.· όπως προκύπτει συμπερασματικά: δεν γνωρίζω το
αντικείμενο· ~, δεν μπορώ να σας βοηθήσω ΣΥΝ. κατά συνέπεια,
επομένως.

(<19ii>)
επομένως [epoménos ] σύνδ. συμπερ. : εισάγει λογικό συμπέρασμα
που προκύπτει από τα προηγούμενα· άρα, κατά συνέπεια: Συνεχί-
ζεται η απεργία στα τρένα· ~ το ταξίδι αναβάλλεται. [λόγ. <αρχ.

ἑπομένως‘σύμφωνα με’]
συνεπής -ής -ές [ ] 1. [ ] 2. [ ] † συνεπώς ΕΠΙΡΡ. α. (λόγ.) με
συνέπεια. β. επομένως, κατά συνέπεια: Το έργο αφορά όλους και ~
όλοι πρέπει να βοηθήσουν. [λόγ. συν(έπεια) -επής κατά το σχ.:
ευπρέπεια - ευπρεπής μτφρδ. γαλλ.conséquant· λόγ. συνεπ(ής) -ώς]

Τη θέση του λόγιου συνεπώς ως τροπικού προσδιορισμού


μέσα σε ρηματική φράση (ας πούμε, ανταποκρίνεται συνεχώς
και σ υ ν ε π ώ ς στις προδιαγραφές του κατασκευαστή) έχει κατa-
λάβει στη σύγχρονη γλώσσα σχεδόν αποκλειστικά η εμπρόθετη
φράση με συνέπεια (κάτι που υποδηλώνεται στο ΛΚΝ αλλά
χωρίς χρηστικό παράδειγμα). Τη β΄ όμως σημασία (“επομένως,
κατά συνέπεια”) το συνεπώς δεν την έχει ως ‘επίρρημα’, όπως
δηλώνεται συλλήβδην για τη χρήση του στο ίδιο λεξικό (όπου,

as opposed to “semantically simple” connectives (Redeker 1990). This


means that they specify a particular type of a semantic relation between the
two units linked in contrast to connectives such as and which do not give
the addressee information as to the specific relation involved.»

125
Θανάσης Ν ά κ α ς

μάλιστα, δεν αποτελεί καν αυτόνομο λήμμα), αλλά ως ‘σύνδε-


σμος’ –πβ. τους ‘συμπερασματικούς παρατακτικούς συνδέ-
σμους’ άρα, ώστε, λοιπόν, επομένως. Δυστυχώς, και η γραμμα-
τική του [Τριανταφυλλίδη] μόνο το επομένως έχει στους συνδέ-
σμους, ενώ το πλησιέστερο συνώνυμό του, το συνεπώς, το
κατατάσσει μόνο στα τροπικά επιρρήματα. Το ΛΝΕΓ θέλει το
επομένως και το συνεπώς μόνον επιρρήματα (!). Στο τελευταίο
αυτό λεξικό έπεται και στις δύο περιπτώσεις στίξη, μολονότι θα
περίμενε κανείς και από τα δύο λεξικά περισσότερες πληροφο-
ρίες σχετικά με τη θέση και τα υπερτεμαχιακά φωνολογικά
(προσωδιακά) χαρακτηριστικά των δύο αυτών μορίων –η
τελευταία παρατήρηση ισχύει και για τις άλλες εκφράσεις που
θα μας απασχολήσουν εδώ πιο κάτω.

(<20i>)
αντίθετα επίρρ. 1. με τον αντίθετο τρόπο: πράττει ~ απ’ ό,τι του
λένε. 2. για την έκφραση αντιδιαστολής, αντιπαράθεσης: εκείνος με
κορόιδεψε, ~ εγώ υπήρξα απολύτως ειλικρινής απέναντί του. 3. για
την έκφραση αντίθεσης, άρνησης, για να δηλωθεί ότι ισχύει το
αντίθετο από αυτό που μόλις ελέχθη: –Μήπως τους κακομεταχειρί-
στηκες; –~, τους φέρθηκα με τον καλύτερι τρόπο! ΣΥΝ. κάθε άλλο.
Επίσης (λόγ.) αντιθέτως.
μολαταύτα επίρρ. (λόγ.) παρ’ όλα όσα έχουν προαναφερθεί, ωστό-
σο, εντούτοις: δεν ήθελε να έρθει μαζί μας· ~ αυτή κατάφερε να τον
πείσει.

(<20ii>)
αντίθετος -η –ο [ ] 1. [ ] 2. [ ] 3. [ ] † αντίθετα* & αντιθέτως*
ΕΠΙΡΡ. [λόγ. <ελνστ. ἀντίθετος αρχ. τὸ ἀντίθετον ‘αντίθεση (ρη-
τορ.)’]
αντίθετα [andíθeta] & αντιθέτως [andiθétos] σύνδ. αντιθ. : σε πα-
ρατακτική σύνδεση, εισάγει ύστερα από τελεία ή άνω τελεία
πρόταση με νόημα αντίθετο προς το νόημα της προηγούμενης
αρνητικής [!] πρότασης· απεναντίας: Δε συμφωνώ· αντιθέτως έχω
σοβαρές αντιρρήσεις. ║ συχνά με το μάλιστα για εντονότερη αντί-
θεση: Δεν τους παρεξήγησε· ~ μάλιστα τους δικαιολόγησε. ║ με το
αλλά / όμως: Όχι μόνο δεν τους τιμώρησε, αλλά ~ τους επαίνεσε
κιόλας. ║ Είσαι ευχαριστημένος; –~ ανησυχώ φοβερά, το αντίθετο
θα έλεγα, ανησυχώ φοβερά. [ ]
μολαταύτα [mólatáfta] σύνδ. αντιθ. : σε παρατακτική σύνδεση·
ύστερα από τελεία ή άνω τελεία και κυρίως στην αρχή της πρό-
τασης εκφράζει εναντίωση προς τα προηγούμενα· παρ’ όλα αυτά,
εντούτοις: Κατάλαβε ότι ήταν ψέμα· ~ έκανε ότι τον πίστεψε. Ήξερε
ότι δεν είχε ικανότητες. ~ του ανέθετε δύσκολες υποθέσεις. ║ συχνά
προηγείται δευτερεύουσα εναντιωματική πρόταση για να δηλωθεί
εντονότερα και εξαρχής η ισχυρή αντίθεση ανάμεσα στα δύο
συνδεόμενα μέλη: Αν και ήξερε το χαρακτήρα τους, ~ τη λύπησε η
συμπεριφορά τους. [λόγ. επίδρ. στις φρ. μ’ όλον ετούτο, μ’ όλα
αυτά]

Για το αντίθετα ως τροπικό προσδιορισμό σε επίπεδο ρη-


ματικής φράσης μιλούν και τα δύο λεξικά, αλλά μόνο το ΛΝΕΓ

126
ΓΛΩΣΣΟΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ, Δ΄

(<20i>) δίνει ένα (αριθμός: 1 !) χρηστικό παράδειγμα. Το αντί-


θετα37, όμως, και ειδικά με τη λόγια μορφή αντιθέτως, λει-
τουργεί στη σύγχρονη γλώσσα συνδετικά σε επίπεδο πρότασης
και άνω (δες στο ΛΚΝ: <20ii> πληροφορίες σχετικά με τη στίξη
και τη θέση). Προκειμένου, μ’ αυτή τη σημασιοσυντακτική λει-
τουργία, να χρησιμοποιηθεί κατάλληλα το αντίθετα / αντιθέτως,
δεν είναι απαραίτητο η προηγούμενη πρόταση να είναι αρνητική
(όπως ορίζεται στο ΛΚΝ). Την τελευταία αυτή λειτουργία (και
μόνο) έχει, επίσης, το μολαταύτα (και ορθώς επισημαίνεται στο
ΛΚΝ). Πάλι το ΛΝΕΓ, παρά τα χρηστικά παραδείγματα που δίνει,
θεωρεί τόσο το αντίθετα (δες όμως τις σημασίες 2. και 3.) όσο
και το μολαταύτα μόνο επιρρήματα.

(<21i>)
οπωσδήποτε επίρρ. 1. με οποιονδήποτε τρόπο, με κάθε μέσο:
πρέπει να βρούμε χρήματα ~ ΣΥΝ. δίχως άλλο 2. ούτως ή άλλως, σε
κάθε περίπτωση: δεν είναι άψογος, αλλά ~ είναι καλύτερος από
τους άλλους ΣΥΝ. όπως και να έχει το πράγμα 3. για να εκφραστεί
έντονη κατάφαση: –Θα συνεργαστείτε μαζί μου; – ~· δεν θα
μπορούσα να συνεργασρτώ με κανέναν άλλον! ΣΥΝ. βέβαια,
φυσικά, σίγουρα.
[[ ΣΧΟΛΙΟ στη σ. 659 το κατατάσσει στα ‘προτασιακά επιρρήματα’
μαζί με τα συνώνυμά του]]
περίεργος, -η, -ο [ ] 1. [ ] 2. [ ] 6. [ ] –περίεργα / περιέργως (βλ. λ.)
επίρρ.
περιέργως επίρρ. (λόγ.) κατά παράδοξο τρόπο, που δεν εξηγείται
εύκολα: ~, δεν έχει βγει ακόμη καμία ανακοίνωση ║ αν και ήρθε
στην Αθήνα, ~ δεν επικοινώνησε με κανέναν· ΦΡ όλως περιέργως
κατά εντελώς ανεξήγητο, παράδοξο τρόπο: ~, δεν αντέδρασε στις
προκλήσεις του συνομολητή του. [[ΣΧΟΛΙΟ στη σ. 659 το κατατάσσει
στα ‘προτασιακά επιρρήματα’ μαζί με το παραδόξως]]
φυσικά επίρρ. 1. ακολουθώντας φυσικές διεργασίες, με μη τεχνητό
τρόπο: [ ] ΑΝΤ. τεχνητά 2. με τρόπο που φαίνεται πηγαίος,
απροσποίητος [ ] ΑΝΤ. ψεύτικα. • 3(*). (ως επιβεβαιωτικό μόριο)
ασφαλώς, οπωσδήποτε, σαφώς: ~ και θα του το πω· μείνετε ήσυχος
║ –Εσύ θα πας διακοπές; – ~! Είναι δυνατόν να μην πάω;
[[ΣΧΟΛΙΟ σ. 659 το κατατάσσει στα ‘προτασιακά επιρρήματα’ μαζί με
το βεβαίως – (*) Πρόλογος, σ. 31: «σημασίες του λήμματος οι οποίες
έχουν απομακρυνθεί τόσο πολύ από τις άλλες, ώστε να δίνουν την
εντύπωση άλλης “λέξης” [ ] δηλώνονται με τη χρησιμοποίηση μιας
ευδιάκριτης τελείας (• “βούλλας”) πριν από τη συγκεκριμένη σημασία»]]

(<21ii>)
οπωσδήποτε [opozδípote] επίρρ. : σε κάθε περίπτωση: Θα περάσω
~ από το σπίτι σας για να σας δω. ║ με χρονικό επίρρημα, δηλώνει
με ακόμη μεγαλύτερη βεβαιότητα το χρόνο τέλεσης μιας πράξης:
Θα φύγουμε ~ αύριο. ║ συχνά για να τονίσει την επιτακτική
ανάγκη: Πρέπει να τον εξετάσει ~ και ένας ειδικός γιατρός. [λόγ.

37
Βλ. και Χριστοφίδου, σ. 139: «ΑΝΤΙΘΕΤΑ. Θέση: Κυρίως στην αρχή, σπα-
νιότερα δεύτερο. Χρήση - σημασία. Αυτός ο διαφανής (transparent) δείκτης
δηλώνει την εισαγωγή ενός αντίθετου επιχειρήματος, αντίθετης κατάστα-
σης κ.λπ.»

127
Θανάσης Ν ά κ α ς

<αρχ. φρ. ὅπως δήποτε]


περίεργος -η -ο [ ] 1. [ ] 2. [ ] † περίεργα ΕΠΙΡΡ. Μύριζε ~. < (λόγ.)
περιέργως ΕΠΙΡΡ. παραδόξως, απρόσμενα: Περίμενα να συμφω-
νήσει, αλλά ~ αρνήθηκε. ║ ~, ήταν η πρώτη φορά που άκουγα κάτι
τέτοιο. [ ]
φυσικός -ή -ό [ ] Ι. [ ] ΙΙ. [ ] ΙΙΙ. [ ] † φυσικά ΕΠΙΡΡ. 1. (σχεδόν)
αυτονόητα, κατά λογική συνέπεια ή ανάγκη: Αργήσαμε και ~
χάσαμε το τρένο. 2. κατά τρόπο που συμβαίνει, που εμφανίζεται
στη φύση, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση: Τοποθεσία ~ οχυρή. 3.
Ειλικρινά, ανεπιτήδευτα, απροσποίητα: Φέρεται / μιλάει / γελάει ~ .
[]

Το ΛΚΝ (<21ii>) πραγματεύεται, στο τέλος του επιθετι-


κού λήμματος, το ‘επίρρημα’ φυσικά, αρχίζοντας από μια προ-
τασιακή χρήση-σημασία (η οποία δύσκολα εικάζεται –εάν εικά-
ζεται– μέσα από το ερμήνευμα), περνώντας έπειτα σε μιαν
αιτιολογική σημασία και, τέλος, σε μια τροπική. Αλλά και η
προτασιακή ερμηνεία του περιέργως απλώς εικάζεται (εάν ει-
κάζεται) μέσα από τα συνώνυμα “παραδόξως” και “απρόσμενα
”, που δίνονται ως ερμήνευμα, ενώ για το τροπικό περίεργα, που
βέβαια δεν χαρακτηρίζεται ρητά έτσι, δίνεται απλώς ένα
χρηστικό παράδειγμα.
Το ΛΝΕΓ (<21i>) πραγματεύεται το φυσικά, αφενός ως
‘επιβεβαιωτικό μόριο’, με τη βοήθεια άλλων επιβεβαιωτικών
επιρρημάτων-συνωνύμων (δες σημασία 1.), και αφετέρου ως
‘προτασιακό επίρρημα’, με τη βοήθεια παραπεμπτικού σχολίου.
Δεν παραλείπει –εννοείται– και την τροπική ερμηνεία (δες
σημασίες 1. και 2.). Εξάλλου, ερμηνεύει μόνο το λόγιο περιέρ-
γως, και μάλιστα ‘τροπικά’, αλλά και ως ‘προτασιακό επίρρη-
μα’, με τη βοήθεια παραπεμπτικού σχολίου.
Για το οπωσδήποτε το ΛΝΕΓ αφήνει να εννοηθεί ότι, α-
νάλογα με τα συμφραζόμενα, επαναδραστηριοποιείται κάποτε η
αρχική τροπική σημασία (δες πιο πάνω τα σχόλιά μας για τα
επιρρήματα στο <12i>). Το οπωσδήποτε δεν εκφράζει ενίοτε
«έντονη κατάφαση», δεδομένου ότι, όπως είδαμε (σχολιάζοντας
το βεβαίως στο <16ii>), τα βεβαιωτικά και τα πιθανολογικά
συνοδεύουν το ναι (ή το όχι –ακόμη και όταν αυτό παραλεί-
πεται ή απλώς εννοείται) εκφράζοντας ένα σχόλιο του ομιλητή
για την αλήθεια του περιεχομένου της πρότασης και όχι αυτή
καθαυτή την κατάφαση38 (ή από-φαση / άρνηση). Το ΛΚΝ προ-
σθέτει την πληροφορία ότι «με χρονικό επίρρημα, δηλώνει με
ακόμη μεγαλύτερη βεβαιότητα το χρόνο τέλεσης μιας πράξης:
θα φύγουμε ~ αύριο». Αλλά το ίδιο θα συνέβαινε, εάν είχαμε
μια τοπική (ή άλλου είδους) έκφραση: θα πάμε ~ στο Παρίσι.
Το προτασιακό επίρρημα εκφέρεται συχνότατα ως ξεχωριστή
προσωδιακή ενότητα, έτσι που δίνεται η εντύπωση ενός ‘δικό-
ρυφου’ εκφωνήματος, δηλαδή με δύο εστίες επιτονισμού: θα
φύγουμε ΑΥριο, οπωσΔΗποτε. Η βασική σημασία του εκφωνή-
ματος δεν αλλάζει (και μάλιστα μόνο σε ό,τι αφορά τις χρονικές

38
Ειδικότερα για το μάλιστα δες εδώ πιο κάτω.

128
ΓΛΩΣΣΟΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ, Δ΄

εκφράσεις!), εάν το προτασιακό επίρρημα προηγηθεί του επι-


κοινωνιακού πυρήνα (ΑΥριο, στο ΠαΡΙσι κτλ.) σε μία προσω-
διακή ενότητα (και όχι δύο) : θα φύγουμε οπωσΔΗποτε αύριο, ή
θα πάμε οπωσΔΗποτε στο Παρίσι, κ.τ.ό.39 Εάν δεχθούμε ότι
δημιουργείται έμφαση, τότε αυτή αφορά το προτασιακό και όχι
τη χρονική (ή άλλη) έκφραση.
Τη λειτουργία του συμπερασματικά ως μεταγλωσσικού
κειμενικού δείκτη (ή, έστω, προτασιακού προσδιορισμού) την
εικάζουμε (εάν την εικάζουμε) μέσα από ένα και μόνο χρηστικό
παράδειγμα του ΛΚΝ (<22i>), δεδομένου ότι δεν δίνεται ερμή-
νευμα. Αλλά και οι ερμηνείες που δίνονται για το ομόρριζο
επιθετικό λήμμα ελάχιστα μας βοηθούν να συλλάβουμε σωστά
τη σημασιοσυντακτική λειτουργία του συμπερασματικά:

(<22i>)
συμπερασματικός -ή -ό [simberasmati-kόs] Ε1: που περιέχει, που
εκφράζει ένα συμπέρασμα: Συμπερασματικές κρίσεις. ║ (γραμμ.)
Συμπερασματικοί σύνδεσμοι, με τους οποίους εκφράζεται το συ-
μπέρασμα ενός συλλογισμού, π.χ, ώστε, άρα, επομένως κτλ.
Συμπερασματικές προτάσεις, που εισάγονται με συμπερασματικούς
συνδέσμους· αποτελεσματικές. † συμπερασματικά ΕΠΙΡΡ: Ύστερα
από την εξέταση που κάναμε, μπορούμε ~ να αναφέρουμε τα εξής...
[λόγ. < ελνστ. συμπερασματικός]

(<22ii>)
συμπερασματικός, -ή, -ό [μτγν.] αυτός που σχετίζεται με το
συμπέρασμα· διαπίστωση / κρίση· ΦΡ. ΓΛΩΣΣ. (α) συμπερασματικός
σύνδεσμος (ο) ο σύνδεσμος ώστε, ο οποίος εισάγει συμπερασματικές
προτάσεις (β) συμπερασματική πρόταση η πρόταση που περιέχει το
συμπέρασμα (το αποτέλεσμα, την κατάληξη). – συμπερασματικ-ά / -
ώς [ αρχ.] επίρρ.

Το ΛΝΕΓ (<22ii>) δεν ερμηνεύει το συμπερασματικά στην οι-


κεία θέση, το δίνει όμως ως συνώνυμο του επομένως (δες εδώ
πιο πάνω), παρά το γεγονός ότι δεν μπορεί κανείς να το υπο-
καταστήσει ούτε στα χρηστικά παραδείγματα που δίνονται γι’
αυτό το τελευταίο.
Για το μάλιστα είχα την ευκαιρία να διεξέλθω –ως ένα
είδος αντιπροσωπευτικού δείγματος μιας μορφής λόγου που
βρίσκεται πολύ κοντά στον προφορικό της καθημερινής επικοι-
νωνίας– τα θεατρικά κείμενα του συγγραφικού ζεύγους Δ.
Κεχαΐδη & Ε. Χαβιαρά40. Διαπίστωσα, εκτός των άλλων, ότι
μπορεί να γίνει σαφής διάκριση ανάμεσα στις εξής διαφορετι-
κές χρήσεις:

α) Το μάλιστα συνιστά δείκτη κ α τ ά φ α σ η ς (και μόνο κατά-


φασης, όχι και άρνησης, αφού, σ’ αντίθεση λ.χ. με το βεβαίως,

39
Δες Νάκα 1987, σσ. 326-7.
40
Π = Το Πανηγύρι, Β = Η Βέρα, Τ = Το Τάβλι, ΔΚ = Με Δύναμη από την
Κηφισιά, ΔΠ = Δάφνες και Πικροδάφνες.

129
Θανάσης Ν ά κ α ς

δεν συνδυάζεται με το όχι: θα έρθεις κι εσύ; –βεβαίως όχι! /


*μάλιστα όχι!)· έστω το παράδειγμα

<23> (i) (Ο ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ, χωρίς να μετακινήσει το στρίποδο, γυρί-


ζει αργά το κεφάλι της [φωτογραφικής] μηχανής προς το
μέρος τους. Τη ρεγουλάρει. ) –ΠΑΠΛΩΜΑΤΑΣ (κάτι θυμήθη-
κε): Στάσου... Περίμενε... (Βγάζει από την τσέπη του το κο-
μπολόι και το κρατάει ανοιχτό στο γόνατό του. (Στη ΔΕ-
ΣΠΟΙΝΑ.) Ψηλά το κεφάλι! (Η ΓΙΑΓΙΑ γελάει τσιριχτά. Κάνει
γούστο το πράγμα. ) –ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ: Έτοιμοι; –ΠΑΠΛΩ-
ΜΑΤΑΣ: Μάλιστα, Κύριε. [Π: 1997, σ. 87]

β) Το μάλιστα συνιστά δείκτη ε π ι β ε β α ί ω σ η ς (την οποία θα


μπορούσε να εκφράσει και η αυτολεξεί επανάληψη ολόκληρου
ή μέρους του εκφωνήματος –συνήθως του κατηγορήματος, ή
και άλλου λειτουργικού μέρους, εφόσον ταυτίζεται με τον επι-
κοινωνιακό πυρήνα– δες π.χ. στο <23iiε> προκειμένου για το
υποκείμενο). Τον επιβεβαιωτικό του χαρακτήρα εξασφαλίζουν
και ενισχύουν ενίοτε άλλες ομοειδείς εκφράσεις στα συμφραζό-
μενα (λ.χ. το είπαμε ή το γεγονός εξακριβωμένο και αποδειγμένο
στο <23iiβ>). Επανάληψη του μάλιστα με αλλαγή στιχομυθίας
και ενίσχυση της επιβεβαίωσης από τον ίδιον ομιλητή (αυτοε-
πανάληψη) έχουμε στο <23iiγ>. Η επιβεβαίωση την οποία προ-
καλεί μια μη λεκτική αντίδραση του συνομιλητή στο <23iiστ>
μοιάζει να έχει ειδικότερα την έννοια “όπως το λέω, έτσι ακρι-
βώς”

(ii)α. –ΤΑΣΟΣ: Υπάρχει ακόμα αυτός; –ΒΑΣΙΛΗΣ: Όχι μόνο


υπάρχει, αλλά προήχθη. Στο γραφείο του αρχηγού. –ΤΑΣΟΣ
(έκπληκτος): Τι μου λες τώρα; –ΑΛΕΚΟΣ: Στο γραφείο του
αρχηγού; –ΒΑΣΙΛΗΣ: Μάλιστα, κύριε. Στο γραφείο του αρ-
χηγού. –ΤΑΣΟΣ: Αυτό είναι πολύ σοβαρό. [ΔΠ: 1996, σ.
189]

(ii)β. –ΒΑΣΙΛΗΣ: Μας έβαλε τα γυαλιά όλων, Τάσο. Μας έβα-


λε τα γυαλιά! –ΤΑΣΟΣ: Ο Κώστας; –ΒΑΣΙΛΗΣ: Είπαμε, ο
Κώστας. Γεγονός εξακριβωμένο και αποδειγμένο. –ΤΑΣΟΣ:
Αδύνατον! –ΒΑΣΙΛΗΣ: Γιατί; Ο Κώστας ήταν ωραίο παιδί.
Περπάταγε στο δρόμο κι έκαμε τράκες. –ΤΑΣΟΣ: Ήταν ω-
ραίο παιδί; –ΒΑΣΙΛΗΣ: Πρόκειται περί παλαιάς ιστορίας,
Τάσο... –ΤΑΣΟΣ: Περί παλαιάς ιστορίας; –ΒΑΣΙΛΗΣ: Μάλι-
στα! [ΔΠ: 1996, σ. 87]

(ii)γ. –ΤΑΣΟΣ : Πρόσωπο εκ των αφανών, το οποίο κρατάει αό-


ρατα ηνία της πολιτικής και επηρεάζει αυτούς που βρίσκο-
νται στο προσκήνιο, είναι αυτή τη στιγμή υποχείριον του
Καραμήτσου! –ΑΛΕΚΟΣ: Τι! –ΤΑΣΟΣ: Υποχείριον του Κα-
ραμήτσου, παιδιά. –ΒΑΣΙΛΗΣ: Τάσο, τι λες! –ΤΑΣΟΣ: Μά-
λιστα, κύριε! –ΚΩΣΤΑΣ: Κρατάει στο χέρι τέτοιο πρόσωπο
ο Καραμήτσος; –ΤΑΣΟΣ: Μάλιοτα! –ΚΩΣΤΑΣ: Και πώς το
κρατάει; –ΤΑΣΟΣ: Με βάση την τσόχα. [ΔΠ: 1996, σ. 112]

(ii)δ. –ΒΑΣΙΛΗΣ: Αθανάσιος Δροσόπουλος. –ΚΩΣΤΑΣ: Αθανά-


σιος Δροσόπουλος; –ΒΑΣΙΛΗΣ: Δε σου θυμίζει τίποτα αυτό

130
ΓΛΩΣΣΟΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ, Δ΄

το όνομα; Σου είναι άγνωστο αυτό το όνομα; –ΚΩΣΤΑΣ: Ο


Σάκης; –ΒΑΣΙΛΗΣ: Ο Σάκης! Μάλιστα, κύριε! Ο Σάκης! –
ΚΩΣΤΑΣ: Ο ανεψιός της Νόρας; –ΒΑΣΙΛΗΣ: Ο ανεψιός της
Νόρας. –ΚΩΣΤΑΣ: Ε, και λοιπόν; [ΔΠ: 1996, σ. 27]

(ii)ε. –ΠΡΟΚΟΠΗΣ : [ ] Παραμερίζεις την εφημερίδα που ’ταν


στρωμένη στο ράφι και παίρνεις κάτι. Το σηκώνεις... και τι
να δω πως ήτανε; Μου το ’κανες έτσι και μου το ’δειχνες. –
ΜΗΤΣΟΣ: Τι; –ΠΡΟΚΟΠΗΣ: Η β έ ρ α ! –ΜΗΤΣΟΣ: Τι λες, ρε
παιδάκι μου! ΠΡΟΚΟΠΗΣ: Μάλιστα! Μέσα σε μια χαραμά-
δα ήταν πεσμένη η β έ ρ α. [Β: 1997, σ. 115]

(ii)στ. –ΓΙΑΓΙΑ: [ ] Επειδή είχαμε ένα δωμάτιο όλο κι όλο και...


καταλαβαίνεις... Μ’ έστελναν εμένα βόλτες για να μένουν
μόνοι τους, β ό λ τ ε ς να δουν τα μάτια σου!! [ ] Κι όλα
αυτά για το κορίτσι. Ώσπου ήρθα κι απηύδησα. Την ξεμο-
ναχιάζω και της λέω: «Σώνει πια, βρε παιδάκι μου». Κι η
κακομοίρα μ’ εξομολογείται: «Μη φαντάζεσαι πως κάνουμε
αυτή τη δουλειά συνέχεια», λέει. «Μόλις φεύγεις, ο Τρια-
ντάφυλλος το ρίχνει στον ύπνο!!!» (Ο ΠΑΠΛΩΜΑΤΑΣ τινάζε-
ται πίσω από έκπληξη.) Μάλιστα! Και έκτοτε κατάλαβα ότι
μ’ έδιωχνε για να κρύβει την τεμπελιά του! [Π: 1997, σ. 37]

γ) Το μάλιστα συνιστά δείκτη σ υ μ φ ω ν ί α ς (στα <23iiiα-β>


δοκιμάσαμε την αντικατάστασή του με το συμφωνώ, που φάνη-
κε ν’ ανταποκρίνεται πλήρως στα συμφραζόμενα –εκεί, μάλι-
στα, όπου ένα σας το επιβεβαιώνω ή κάτι άλλο θα ήταν τελείως
ακατάλληλο). Ως έκφραση συμφωνίας χρησιμοποιείται ενίοτε
και η δεικτική αντωνυμία αυτό (βλ. <23iiiε-στ>):

(iii)α. –ΤΑΣΟΣ: Γιατί, θα τον λυπηθούμε; –ΑΛΕΚΟΣ: Αυτό να


μου πεις. –ΤΑΣΟΣ: Οχι, κύριε! Δεν υπάρχει οίκτος και έλε-
ος τώρα. Τώρα υπάρχει μαχαίρι!!! –ΑΛΕΚΟΣ: Μάλιστα. –
ΤΑΣΟΣ: Αλλά τώρα, παιδιά, προσοχή, ε; Χρειάζεται προσο-
χή! Μεγάλη προσοχή! [ΔΠ: 1966, σ. 83]
{{ –ΤΑΣΟΣ: Γιατί, θα τον λυπηθούμε; –ΑΛΕΚΟΣ: (Δεν θα
τον λυπηθούμε. Συμφωνώ μαζί σου. Κι απορώ πώς δεν το
σκέφτηκα.) –ΤΑΣΟΣ: Όχι, κύριε! Δεν υπάρχει οίκτος και
έλεος τώρα. Τώρα υπάρχει μαχαίρι!!! –ΑΛΕΚΟΣ: (Συμ-
φωνώ). –ΤΑΣΟΣ: Αλλά τώρα, παιδιά, προσοχή, ε; Χρειάζε-
ται προσοχή! Μεγάλη προσοχή! [ΔΠ: 1966, σ. 83]}}

(iii)β. –ΤΑΣΟΣ: Και, για να γίνω σαφής, θα μιλήσω συγκεκρι-


μένα. Δεν εννοώ να περιοριστούμε μόνο στον Καραμήτσο.
Αλλά προτείνω να πλήξουμε κι άλλα καθάρματα, που βαρύ-
νονται με παραπτώματα παρομοίου χαρακτήρας και αναλό-
γου βαρύτητας. –ΑΛΕΚΟΣ: Μάλιστα. [ΔΠ: 1996, σ. 118]
{{–ΤΑΣΟΣ: Και, για να γίνω σαφής, θα μιλήσω συγκεκρι-
μένα. Δεν εννοώ να περιοριστούμε μόνο στον Καραμήτσο.
Αλλά προτείνω να πλήξουμε κι άλλα καθάρματα, που
βαρύνονται με παραπτώματα παρομοίου χαρακτήρας και
αναλόγου βαρύτητας. –ΑΛΕΚΟΣ: (Συμφωνώ). [ΔΠ: 1996, σ.
118]}}

131
Θανάσης Ν ά κ α ς

(iii)γ. –ΦΩΝΤΑΣ: Δηλαδή... Όταν εσύ δεν έχεις στον ήλιο μοί-
ρα, δεν έχεις να φας και γυρνάς στους δρόμους και λες το
ψωμί ψωμάκι, και βρίσκεται ένας άνθρωπος και σου λέει:
«Εγώ θα σε ταΐζω», και, πρόσεξε, «...και θα σε ντύνω». Εσύ
τι θα έκανες; –ΚΟΛΙΑΣ : Θα πήγαινα κοντά του. –ΦΩΝΤΑΣ:
Μπράβο! (Ρουφάει τσιγάρο.) Βεβαίως αυτός ο άνθρωπος θα
θέλει και ένα αντάλλαγμα. Την εργασία σου. –ΚΟΛΙΑΣ:
Μάλιστα. –ΦΩΝΤΑΣ: Λοιπόν, σκέψου τα αυτά και πες μου.
[Τ: 1997, σ. 181]

(iii)δ. –ΚΟΛΙΑΣ (αγριεύει): Κι από πού κι ως πού πήγες και εί-


πες ότι είμαι Ρουμάνος πρόσφυγας; –ΦΩΝΤΑΣ: Μανούλα
μου – –ΚΟΛΙΑΣ: Είμαι, κύριε, Ρουμάνος πρόσφυγας; –
ΦΩΝΤΑΣ: – στάσου να δεις – – ΚΟΛΙΑΣ: Αυτό θέλω να μου
απαντήσεις. Είμαι Ρουμάνος πρόσφυγας; [ ] Άκου Ρουμά-
νος πρόσφυγας... Άλλο και τούτο. [ ] –ΦΩΝΤΑΣ: Κι αν θες
να ξέρεις την αλήθεια, το ’στριψα μετά. Του λέω: «Αφε-
ντικό, να μη λέμε πολλά λόγια, το παιδί ήτανε ήρωας στην
Αντίσταση και γράφει και βιβλίο». –ΚΟΛΙΑΣ: Αυτό μάλι-
στα. [Τ: 1997, σ. 186]

(iii)ε. –ΤΑΣΟΣ: Και θα το ρίξουμε ξεκάθαρα, ευθέως και χωρίς


περιστροφές: Κύριε Καραμήτσο, θέλουμε, ζητούμε και
απαιτούμε το Στρατηγό στο συνδυασμό. Δέχεσαι; Ζεις. Δε
δέχεσαι; – –ΑΛΕΚΟΣ: Η φωτογραφία θα πάει [ενν. στις ε-
φημερίδες]. –ΤΑΣΟΣ: Αυτό. [ΔΠ: 1996, σ. 115]

(iii)στ. –ΦΩΤΕΙΝΗ: Να χάσει τα ίχνη μου... –ΗΛΕΚΤΡΑ: Γιατί,


αλλιώς, δεν περνάει ο βρασμός. –ΦΩΤΕΙΝΗ: Και να το πά-
ρει απόφαση και να πει: αυτή δε μου ανήκει πια... –ΗΛΕ-
ΚΤΡΑ: Αυτό. [ΔΚ: 1996, σ. 172]

δ) Είναι ενδιαφέρουσα η περίπτωση όπου η κατάφαση {Κ}, η


συμφωνία {Σ} και η επιβεβαίωση {Ε} που μπορεί να δηλώνει
το μάλιστα διαδέχονται η μία την άλλη (δοκιμάσαμε και εδώ –
<23iv>– την υποκατάσταση με τα συμφωνώ, επιβεβαιώνω, κτλ.
και ανταποκρίθηκαν πλήρως με τη σειρά που υποθέσαμε ότι
εμφανίζονται στα συμφραζόμενα):

(iv) –ΒΑΣΙΛΗΣ: «Κύριε Βασίλη», μου λέει... «διακρίνεις


αυτές τις πικροδάφνες;» Μάλιστα, λέω ’γώ... Τις βλέ-
πω. {=Κ} «Είναι δεντράκια...» Μάλιστα, λέω ’γώ...
{=Σ} «Αυτές οι πικροδάφνες», λέει, «κάποτε του Κώ-
στα του σώσανε τη ζωή...» –ΚΩΣΤΑΣ: (τα ’χει χαμένα)
Ε; –ΒΑΣΙΛΗΣ: Πότε; ρωτάω εγώ. «΄Οταν συνέβη το
γεγονός», μου λέει... «Τότε που οι πικροδάφνες ήταν
ακόμα θάμνοι.» –ΤΑΣΟΣ: Αααααα!!! –ΚΩΣΤΑΣ: Έτσι
σου ’πε; –ΒΑΣΙΛΗΣ: Όταν οι πικροδάφνες ήτανε θάμνοι.
Μάλιστα. {=Ε} [ΔΠ: 1966, σ. 90]
{{–ΒΑΣΙΛΗΣ: «Κύριε Βασίλη», μου λέει... «διακρίνεις
αυτές τις πικροδάφνες;» (Απάντησα καταφατικά) {=Κ}
«Είναι δεντράκια...» (Συμφώνησα) {=Σ} «Αυτές οι
πικροδάφνες», λέει, «κάποτε του Κώστα του σώσανε τη
ζωή...» –ΚΩΣΤΑΣ: (τα ’χει χαμένα) Ε; –ΒΑΣΙΛΗΣ: Πότε;
ρωτάω εγώ. «΄Οταν συνέβη το γεγονός», μου λέει...

132
ΓΛΩΣΣΟΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ, Δ΄

«Τότε που οι πικροδάφνες ήταν ακόμα θάμνοι.» –ΤΑ-


ΣΟΣ: Αααααα!!! –ΚΩΣΤΑΣ: Έτσι σου ’πε; –ΒΑΣΙΛΗΣ:
(Σου το επιβεβαιώνω). {=Ε} [ΔΠ: 1966, σ. 90]}}

ε) Το μάλιστα πολλές φορές δεν είναι παρά ένας δείκτης δ ι -


ε π ί δ ρ α σ η ς (δες και σημ. 10) με ποικίλες σημασιολογικές
απόχρώσεις ανάλογα με τα συμφραζόμενα και τον επιτονισμό
(τα εκάστοτε υπερτεμαχιακά φωνολογικά χαρακτηριστικά). Για
παράδειγμα, στο <23vα> με το μάλιστα ο συνομιλητής δίνει ένα
σήμα στον ομιλητή ότι παρακολουθεί με ενδιαφέρον. Στο
<23vβ> δείχνει ότι αρχίζει να μπαίνει στο νόημα της υπόθεσης,
την εκτύλιξη της οποίας είχε προκαλέσει ο ίδιος αμέσως πριν
με το λοιπόν; Η φωνολογική επιμήκυνση στην αρχή του μάλι-
στα, που έχουμε στο <23vγ>, φανερώνει ότι, στα συγκεκριμένα
συμφραζόμενα (όπου και άλλοι δείκτες το αποδεικνύουν), ο
συνομιλητής μπαίνει στο νόημα (αρχίζει “να λαμβάνει”) με
μεγαλύτερη δυσκολία. Με το μάλιστα ο συνομιλητής ενδέχεται
να δηλώνει ότι παρακολουθεί όχι μόνο τα λόγια αλλά και τη
δραστηριότητα του άλλου / των άλλων που συμμετέχουν στη
συζήτηση (βλ. <23vδ>)

(v)α. –ΦΡΑΓΚΟΡΑΦΤΗΣ: Ευχαριστώ. (Σ’ όλους.) Στην υγεία


σας. (Πίνει λίγο.) Τι θέλετε να σας πω; –ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Μερικά
πράγματα. Να δούμε το χαρακτήρα σου. –ΦΡΑΓΚΟΡΑΦΤΗΣ:
Είμαι τριάντα έξι χρονών κι έχω δικό μου φραγκοραφτά-
δικο στη Σαλονίκη. –ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Μάλιστα. –ΦΡΑΓΚΟΡΑ-
ΦΤΗΣ : Καθώς κι ένα σπίτι όπου μένω μόνος μου. [Π: 1997,
σ. 54]

(v)β. [ ] –ΤΑΣΟΣ: Οπόταν... μετά σηκώνεται κάποιος ας πούμε,


το πρόσωπο – –ΑΛΕΚΟΣ: Το αφανές. –ΤΑΣΟΣ: Το αφανές...
και λέει «Εγώ να φεύγω σιγά σιγά...» «Πού πας;» λέει ο
Καραμήτσος, «θα χαλάσεις την παρέα;» Λέει: «Μα, δεν έχω
άλλα λεφτά...» «Για λεφτά στενοχωριέσαι; Δεν ντρέπεσαι;
Εδώ... να... υπόγραψέ μου μια απόδειξη, και για λεφτά μην
το σκέφτεσαι. Μου τα δίνεις όποτε έχεις. ΄Οποτε και αν...»
–ΑΛΕΚΟΣ: Λοιπόν; –ΤΑΣΟΣ: Ο άλλος υποκύπτει στον πειρα-
σμό, διότι το πάθος, κατάλαβες; Και παίρνει ο Καραμήτσος
την απόδέιξη και τη βάζει στην τσέπη του. –ΑΛΕΚΟΣ: Μά-
λιστα. –ΤΑΣΟΣ: Ε, όπως καταλαβαίνετε, παιδιά, από κείνη
τη στιγμή, ο άνθρωπος αυτός είναι σφαγμένος! Εφ’ όρου
ζωής υποχείριον του Καραμήτσου! –ΑΛΕΚΟΣ: Βρε, την
αλεπού!... [ΔΠ: 1996, σ. 114]

(v)γ. –ΑΛΕΚΑ: Εν τω μεταξύ– πρόσεξε τώρα να δεις. Όταν


έκλεισε η Ηλέκτρα το τηλέφωνο... Τέλειωσε τη συνομιλία
και έκλεισε το τηλέφωνο... και, τη στιγμή που κλείνει το τη-
λέφωνο, ακούγεται ένα γκρουν γκρουν απανωτό... Σαν να
περίσσεψε.... –ΜΑΡΩ: Εεε; –ΑΛΕΚΑ: Ένα γκρουν γκρουν
που περίσσεψε... Σαν να ’τανε, ας πούμε, η τελευταία ανα-
λαμπή που απέστειλε ο Στέφανος από τη Γερμανία... –ΜΑ-
ΡΩ: Πώς, δηλαδή; –ΑΛΕΚΑ: Παιδί μου, πήρε αυτός, ας
πούμε, κι έπεσε στο τηλέφωνο που βούιζε... Το ’κλεισε εν
τω μεταξύ η Ηλέκτρα... πριν το κλείσει αυτός... Κατάλαβες;

133
Θανάσης Ν ά κ α ς

–ΜΑΡΩ: Μμμμ... –ΑΛΕΚΑ: Και περίσσεψε αυτό το γκρουν


γκρουν το δικό του... Κατάλαβες; Την ώρα που αυτός κατέ-
βαζε κάτω το ακουστικό για να κλείσει... περίσσεψε αυτό το
γκρουν γκρουν. –ΜΑΡΩ: Μμμάλιστα... –ΑΛΕΚΑ: Και με-
τά... εσίγησαν τα πάντα... –ΜΑΡΩ: Κατααάλαβα... –ΑΛΕΚΑ:
Από εκείνη τη νύχτα έχω να κλείσω μάτι. –ΜΑΡΩ: Η αμφι-
βολία... Φοβερό!... –ΑΛΕΚΑ: Έχω δέκα μέρες να κοιμηθώ.
[ΔΚ: 1996, σ. 161-2]

(v)δ. Στη μέση της αυλής, σ’ ένα τραπέζι, ο ΦΩΝΤΑΣ κι ο


ΚΟΛΙΑΣ παίζουν τάβλι. [ ] –ΚΟΛΙΑΣ: [ ] (Ρίχνει τα ζάρια.)
Οχ, τριάρες τέτοια ώρα… –ΦΩΝΤΑΣ: Μάλιστα. Ένα έξι
τρία θέλω τώρα. Τίποτ’ άλλο. (Ζαλίζει τα ζάρια.) Έλα!..
Έλα1… (Τα ρίχνει.) Να το! Έι τρία! Σκύψε τώρα, τεκνάρι-
ον, να μαζέψεις λεπτοκάρυα! –ΚΟΛΙΑΣ: Αφού ’σαι τυχερός,
τι να σου κάνω; –ΦΩΝΤΑΣ: Εγώ παίζω τάβλι, καημένεεεεε!
/–/ [λίγο πιο κάτω] –ΚΟΛΙΑΣ: Άι σιχτίρ με τα ντόρτια σου!
(Το παίζει.) –ΦΩΝΤΑΣ: Μάλιστα. Τώρα το ’χασες το παιχνί-
δι διπλό. –ΚΟΛΙΑΣ: Δεν μπορώ να σκεφτώ. Άμα δεν έχω
πιει καφέ, δεν μπορώ να σκεφτώ. Ακόμα κοιμάμαι. Δεν
μπορώ να ξυπνήσω. Κι η ζέστη από πάνω... [Τ: 1997, σσ.
163, 166]

στ) Ας μην παραλείψω και ένα παράδειγμα π ρ ο σ θ ε τ ι κ ο ύ


μάλιστα (πβ. επιπροσθέτως, επιπλέον, κ.ά.) που εντόπισα στα
ενλόγω θεατρικά έργα (βλ. <23vi>, που αποτελεί την άμεση
συνέχεια του <23iiστ> ):

(vi) –ΓΙΑΓΙΑ: (Στο ΧΝΟΥΔΙ .) Λίγο νερό, παιδάκι μου. (Στον


ΠΑΠΛΩΜΑΤΑ.) Τον πιάνω λοιπόν και του λέω: «Κοίταξε,
παιδάκι μου, να βρεις καμιά δουλειά, γιατί το ράψιμο του
κοριτσιού δε φτάνει». (Το ΧΝΟΥΔΙ της δίνει νερό. Το πίνει.)
(Στο μεταξύ ο ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ έχει ξαπλώσει ανάσκελα στο
ράντζο και καπνίζει μακαρίως. Μάλιστα έχει βάλει και το
χέρι του κάτω απ’ το κεφάλι του για να μη χαλάσει τη «χωρί-
στρα». Σε μια στιγμή έχει κλειστά τα μάτια του. ) –ΓΙΑΓΙΑ:
Κοιμήθηκε!...

Ας δούμε επιτροχάδην και τη λεξικογραφική πραγμάτευ-


ση του μάλιστα:

<24i>
μάλιστα [málista] : I. επίρρ. 1. [ ] 2 α. χρησιμοποιείται ως
καταφατική, ευγενική, μονολεκτική απάντηση· ναι: Θέλεις να
δανειστείς το βιβλίο; –~, ναι θέλω. Είστε έτοιμοι; –~. Έγγαμος; –~.
β. χρησιμοποιείται ως απάντηση στο άκουσμα του ονόματός μας ή
στο κάλεσμα του τηλεφώνου: Ο Γιώργος Δημητρίου; –~, ο ίδιος. ~,
ποιος στο τηλέφωνο / ποιον θέλετε;, ναι εμπρός. γ. με επιφω-
νηματική χρήση σε διάλογο, εκφράζει τη δυσκολία ή τη δυσαρέ-
σκεια του ομιλητή προς την κατάσταση που μόλις του έχει εκτεθεί:
Έτσι έχουν τα πράγματα. –-~· και τώρα τι κάνουμε;
II. ως αντιθετικός σύνδεσμος σε παρατακτική σύνδεση, συνήθ.
στην αρχή ή κοντά στην αρχή μιας πρότασης. 1. εκφράζει αντίθεση
προς τα προηγούμενα· απεναντίας, αντίθετα: Αυτό ούτε που το

134
ΓΛΩΣΣΟΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ, Δ΄

φανταζόταν· περίμενε ~ ότι θα επιδίωκαν να τον συναντήσουν [ ] 2.


βοηθά τη μετάβαση του ομιλητή σε κτ σχετικό με τα προηγούμενα
που αξίζει να αναφερθεί: [ ] Όλα τα παιδιά ήταν χαρούμενα. Ένα ~
από τη χαρά του άρχισε να χορεύει.
ΙΙΙ. (ως ουσ.): Δεν αρκούν τα ~, χρειάζεται δράση, δεν αρκεί να
συμφωνείς [λόγ. <αρχ. μάλιστα ‘βεβαιότατα, σίγουρα’]

<24ii>
μάλιστα μόρ. 1. (ως βεβαιωτικό) για την εμφατική δήλωση κατα-
φάσεως ή συμφωνίας, κυρ. σε πρόσωπο ιεραρχικώς ανώτερο: (στον
στρατό) ~, κύριε διοικητά! ΣΥΝ. βεβαίως, οπωσδήποτε 2. για να
δηλώσουμε ότι ακούσαμε, ότι καταλάβαμε τι είπε ο συνομιλητής
μας: –Θα περάσουμε να σας πάρουμε με τ’ αμάξι. –~. Τι ώρα θα
περάσετε; 3. [ ] 4. (γενικότ.) για τη δήλωση επιδοκιμασίας για κάτι
που κρίνεται ως πραγματικά καλό, σε αντίθεση με τα προη-
γούμενα: έτσι, ~! (αυτός ο τρόπος μου αρέσει) ║ Μαζί σου, ~!
Ευχαρίστως συνεργάζομαι· ΦΡ. τώρα μάλιστα (i) για τη δήλωση
επιδοκιμασίας, ικανοποίησης (κυρ. μετά από απογοήτευση): ~,
αυτό ήθελα ν’ ακούσω! (ii) για να δηλωθεί αμηχανία, ότι δεν ξέρου-
με πλέον τι να κάνουμε: Μας τέλειωσε και η βενζίνη! ~! • ΦΡ. (αρ-
χαιοπρ.) τα μάλιστα πάρα πολύ, σε πολύ μεγάλο βαθμό.
[ΕΤΥΜ. αρχ., υπερθ. βαθμός του επιρρ. μάλα «πολύ, αρκετά» < *
m1, συνεσταλμ. βαθμ. του Ι.Ε. *mel- «πολύς, μεγάλος», πβ. λατ.
melior «καλύτερος» (> γαλλ. meilleur), multus «άφθονος, πολύς»

(ιταλ. molto), λετ. milns «πολύ» κ.ά. Ομόρρ. μλ-λον].


μάλιστα – ναι. Το μάλιστα αποτελεί τύπο καταφατικής απάντησης
με τονισμένο το στοιχείο της ευγένειας και του επισημότερου ύ-

φους. Το ναι –και λόγω τς σύντομης μονολεκτικής εκφοράς του–


χρησιμοποιείται περισσότερο στον γρήγορο προφορικό λόγο καθώς
και στον άτυπο διαλογικό γραπτό λόγο: Θα συμμετάσχετε στο
Συνέδριο με προφορική εισήγηση; Μάλιστα. –Πήγες βόλτα χτες;
Ναι.

Παρέλειψα, λόγω έλλειψης χώρου, την προσθετική και την επι-


δοτική41 χρήση που αναφέρουν τα δύο λεξικά (μολονότι, κατά
την ταπεινή μου γνώμη, η δεύτερη υπάρχει και στη σημασία
ΙΙ.1, όπως και η πρώτη στη σημασία ΙΙ.2 του ΛΚΝ, έστω και αν
καταγράφονται εδώ ως ξεχωριστές ‘αντιθετικές’ χρήσεις:
<24i>). Το ΛΚΝ διακρίνει στις χρήσεις τού μάλιστα το ‘επίρρ.’
(Ι) από τον ‘αντιθετικό σύνδεσμο’ (ΙΙ), εκεί που το ΛΝΕΓ το
πραγματεύεται ενιαία ως ‘μόρ.[ιο]’ (<24ii >). Η σημασία 2. του
ΛΝΕΓ και η υποσημασία 1.γ του ΛΚΝ, αν κρίνουμε από τα πα-
ραδείγματα, συνιστούν μια διεπιδραστική χρήση του μάλιστα,
που δε θα μπορούσες να την πεις καθαυτό κατάφαση, επιβε-
βαίωση ή συμφωνία. Σε ό,τι αφορά αυτές τις τελευταίες γλωσ-
σικές πράξεις, το ελλιπές χρηστικό παράδειγμα στη σημασία 1.
του ΛΝΕΓ, δεν μας βοηθάει να καταλάβουμε ή ν’ αποφασίσουμε
περί τίνος ακριβώς πρόκειται.

41
Βλ. και σημ. 30.

135
Θανάσης Ν ά κ α ς

ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΑ: Δεν προτίθεμαι, εννοείται, να εξαντλήσω


την υπομονή του αναγνώστη με ανεξάντλητα προβλήματα ή ε-
πιμέρους ζητήματα. Εξάλλου, ομοειδή προβλήματα έχουν επι-
σημανθεί και ανάλογες παρατηρήσεις έχουν διατυπωθεί και πα-
λαιότερα στη σχετική βιβλιογραφία42. Έχω ήδη υπογραμμίσει
και προσωπικά, με όλους τους τρόπους (βλ. Νάκα 199943), την
επιτακτική ανάγκη να στηριχθεί η λεξικογραφία, προκειμένου
ν’ απαλλαγεί από σοβαρές ελλείψεις, σε συστηματική αποδε-
λτίωση κειμένων (γραπτών και προφορικών), αλλά και το όφε-
λος που μπορεί να προκύψει από την αξιοποίηση ηλεκτρονικών
βάσεων δεδομένων που έχουν κιόλας απαρτιστεί ή που θα
απαρτιστούν στο εξής.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

[Ε΄1 / 2 / 3 / 4 =] Η Γλώσσα μου για την Ε΄Δημοτικού (Πρώτο / Δεύτερο /


Τρίτο / Τέταρτο Μέρος), ΟΕΔΒ.
[ΣΤ΄1 / 2 / 3 / 4 =] Η Γλώσσα μου για την ΣΤ΄Δημοτικού (Πρώτο / Δεύτερο
/ Τρίτο / Τέταρτο Μέρος), ΟΕΔΒ.
[Ε΄-ΒΔ =] Νεοελληνική Γλώσσα (Βιβλίο του Δασκάλου - Ε΄ τάξη),
ΟΕΔΒ.
[ΣΤ΄-ΒΔ =] Νεοελληνική Γλώσσα (Βιβλίο του Δασκάλου - ΣΤ΄ τάξη),
ΟΕΔΒ.
[ΕΙ – ΛΔ =] Έκθεση Ιδεών - Λόγος Δημιουργικός (για τη Γ΄Λυκείου),
ΟΕΔΒ (α΄ έκδ. 1993).
[ΕΕΑ΄ =] Έκφραση - Έκθεση, Για το Λύκειο, Τεύχος Α΄, ΟΕΔΒ (δ΄ έκδ.
1993).
[ΕΕΑ΄ -ΒΚθ =] Έκφραση - Έκθεση, Για το Λύκειο, Τεύχος Α΄, Βιβλίο
του Καθηγητή, ΟΕΔΒ (α΄ έκδ.)
[ΕΕΒ΄ =] Έκφραση - Έκθεση, Για το Λύκειο, Τεύχος Β΄, ΟΕΔΒ (δ΄ έκδ.
1992).
[ΕΕΒ΄ -ΒΚθ =] Έκφραση - Έκθεση, Για το Λύκειο, Τεύχος Β΄, Βιβλίο
του Καθηγητή, ΟΕΔΒ (α΄ έκδ. 1989).
[ΕΕΓ΄ =] Έκφραση - Έκθεση, Για το Λύκειο, Τεύχος Γ΄, ΟΕΔΒ (α΄ έκδ.
1990).
[ΕΕΓ΄ -ΒΚθ =] Έκφραση - Έκθεση, Για το Λύκειο, Τεύχος Γ΄, Βιβλίο
του Καθηγητή, ΟΕΔΒ (α΄ έκδ. 1990).
[ΝΓΓ –ΒΚθ =] Νεοελληνική Γλώσσα για το Γυμνάσιο, Βιβλίο του Κα-
θηγητή, ΟΕΔΒ (η΄ έκδ. 1993).

42
Δες Νάκα 1987, κεφ. Β.4: “Σημασιολογικές (κτλ.) σχέσεις επιρρήματος
και άλλων κατηγοριών” (σσ. 109- 33) και σημμ. Β.1- 65 (σσ. 371- 82). Ο
Τζάρτζανος (Β΄, σσ. 50 και 249), σε ό,τι αφορά το τότε και το τώρα, ξεχώ-
ριζε το ‘χρονικό επίρρημα’ από τον ‘συμπερασματικό σύνδεσμο’ (“εν
τοιαύτη περιπτώσει, αφού έτσι είναι τα πράγματα, λοιπόν”). Πβ. Σετάτο
1994β, σσ. 131- 6. Βλ. στους Georgakopoulou & Goutsos 1996 σχετικά με
τα αλλά, όμως, λοιπόν, τελοσπάντων και έτσι ως γλωσσικούς δείκτες. Δες
και στο Goutsos & King & Χατζηδάκη 1995 υποδείξεις σε ό,τι αφορά τη
«χρήση των corpus στη λεξικογραφία».
[43** Βλ. και το συλλογικό τόμο Η Καλλιέργεια της Γραπτής Γλωσσικής
Έκφρασης στο Σχολείο: Αρχές, Προβλήματα, Προοπτικές και Διδακτικές
Προσεγγίσεις (3η Επιστημονική Ημερίδα Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αλεξαν-
δρούπολη 30 Μαρτίου 1999), επιμ. Τ. Σαραφίδου, Αλεξανδρούπολη, 2001,
σσ. 123-174].

136
ΓΛΩΣΣΟΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ, Δ΄

[ΛΝΕΓ =] Μπαμπινιώτης Γ. 1998. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσ-


σας, Κέντρο Λεξικολογίας.
[ΛΚΝ =] Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστή-
μιο Θεσσαλονίκης / Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών / Ίδρυ-
μα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.

***
—. 1996. Η Νέα Ελληνική ως Ξένη Γλώσσα (Προβλήματα Διδασκα-
λίας), Αθήνα, Ίδρυμα Γουλανδρή - Χορν.
—. 1996. Μέθοδοι Διδασκαλίας της Νέας Ελληνικής ως Ξένης Γλώσ-
σας (Ι: Πρακτικά Ημερίδας 9 Δεκεμβρίου 1995), Θεσσαλονίκη,
Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αραμπατζίδου, Σταυρούλα. 1998. “Πλευρές της αιτιότητας (όπως
αποκαλύπτονται από τους αιτιολογικούς συνδέσμους της Νέας
Ελληνικής)”, στο Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα (Πρακτικά
της 18ης Ετήσιας Συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλο-
σοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,
2-4 Μαΐου 1997), Θεσσαλονίκη, σσ. 56-67.
Αρχάκης, Αργύρης. 1996. Δείκτες Οργάνωσης του Λόγου. Το ‘δηλαδή’
και η Σχέση του με Συναφείς Εκφράσεις (διδακτορική διατριβή),
ΑΠΘ / Φιλοσοφ. Σχολή / Τομέας Γλωσσολογίας, 336 σσ.
Βελούδης, Γιάννης. 1997. “Από την καθολικότητα- συνολικότητα
στην αντίθεση-εναντίωση”, στο Μελέτες για την Ελληνική Γλώσ-
σα (Πρακτικά της 17ης Ετήσιας Συνάντησης του Τομέα Γλωσσο-
λογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης22-24 Απριλίου 1996), Θεσσαλονίκη, σσ. 417-23.
Βουγιούκας, Αριστείδης. 1994. Το Γλωσσικό Μάθημα στην Πρώτη
Βαθμίδα της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης, Θεσσαλονίκη, Αριστο-
τέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης / Ινστιτούτο Νεοελληνικών
Σπουδών / Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, 429 σσ.
Κατσιμαλή, Γεωργία & Καβουκόπουλος Φώτης Α. (επιμ.), Ζητήματα
Νεοελληνικής Γλώσσας (Διδακτική Προσέγγιση), Πανεπιστήμιο
Κρήτης / Τμήμα Φιλολογίας / Τομέας Γλωσσολογίας, 157 σσ.
Κουτούπη- Κητή, Ελίζα. 1997. “Συμπληρωματικές παρατηρήσεις σε
αιτιολογικούς συνδέσμους της Νεοελληνικής” στο Μελέτες για
την Ελληνική Γλώσσα (Πρακτικά της 17ης Ετήσιας Συνάντησης
του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτε-
λείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 22-24 Απριλίου 1996), Θεσ-
σαλονίκη, σσ. 424-36.
Ματσαγγούρας, Ηλίας. 1995. Ομαδοσυνεργατική Διδασκαλία (Για το
Καθημερινό Μάθημα και τις Συνθετικές Εργασίες), Γρηγόρης,
207 σσ.
Νάκας, Θανάσης. 1987. Τα Επιρρηματικά της Νέας Ελληνικής (Προ-
βλήματα Υποκατηγοριοποίησης), Πανεπιστήμιο Αθηνών / Βιβλιο-
θήκη Σοφίας Ν. Σαριπόλου, αρ. 50, 446 σσ.
Νάκας, Θανάσης. 1995. “Οι επικοινωνιακές λειτουργίες της γλώσ-
σας”, Λεξικογραφικόν Δελτίον (της Ακαδημίας Αθηνών), τόμ.
ΙΘ΄ (1994-5), σσ. 215 – 45.
Νάκας, Θανάσης. 1999. “Είκοσι χρόνια από τη γλωσσοεκπαιδευτική
μεταρρύθμιση και τρία χρόνια πριν από την αλλαγή του αιώνα.
Με ποιο λεξικό και ποια γραμματική;” στο Συνέδριο για την
Ελληνική Γλώσσα (Αθήνα 29 Νοεμβρίου - 1 Δεκεμβρίου 1996) /
1976 - 1996: Είκοσι Χρόνια από την Καθιέρωση της Νεοελλη-
νικής (Δημοτικής) Γλώσσας, Αθήνα, Τομέας Γλωσσολογίας Πα-
νεπιστημίου Αθηνών / Η εν Αθήναις Γλωσσική Εταιρεία, σσ.

137
Θανάσης Ν ά κ α ς

153 - 165 [=Γλωσσοφιλολογικά Α΄, κεφ. xvi, σσ. 295- 310 και
382- 6]
Νάκας, Θανάσης. 42001 [1985]. Γλωσσοφιλολογικά, Α΄ (Μελετήματα
για τη Γλώσσα και τη Λογοτεχνία) (Αθήνα [Πατάκης]), 399 σσ.
Νάκας, Θανάσης. 72002 [1988]. Γλωσσοφιλολογικά, Β΄ (Μελετήματα
για τη Γλώσσα και τη Λογοτεχνία) (Αθήνα [Πατάκης]), 350 σσ.
Νάκας, Θανάσης. 42003 [1996]. Γλωσσοφιλολογικά, Γ΄ (Μελετήματα
για τη Γλώσσα και τη Λογοτεχνία) (Αθήνα [Πατάκης]), 318 σσ.
Οικονόμου, Μ. & Σταύρου, Θρ. & Τριανταφυλλίδης, Μ. 1955. Η
Γλώσσα μου (Κείμενα, Γραμματική, Ασκήσεις - Για την 5η και 6η
Δημοτικού και τις Πρώτες Τάξεις της Μέσης Παιδείας), Αθήνα,
279 σσ.
Παπανούτσος, Ευάγγελος Λογική, Δωδώνη, 215 σσ.
Σαραφίδου, Τριανταφυλλιά. 1998. “Οι λεξικογραφικές πολυτυπίες
της Νεοελληνικής γλώσσας και η λειτουργική τους εκμετάλ-
λευση στη διδακτική πράξη”, Γλώσσα, 47 (Χειμώνας 1999 [διά-
βαζε: 1998]), σσ.32 -56].
Σετάτος, Μιχάλης. 1992. “Η λειτουργική εκμετάλλευση της ποικιλίας
στην Κοινή Νεοελληνική”, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσα-
λονίκης / Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής (Πε-
ρίοδος Β΄) / Τεύχος Τμήματος Φιλολογίας (Τόμος Δεύτερος),
Θεσσαλονίκη, σσ. 337-82.
Σετάτος, Μ. 1994. “Οι συνδέτες στο σύστημα της Κοινής Νεοελλη-
νικής (ΚΝΕ)”, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης / Επι-
στημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής (Περίοδος Β΄) /
Τεύχος Τμήματος Φιλολογίας (Τόμος Τέταρτος), Θεσσαλονίκη,
σσ. 485-523.
Σετάτος, Μιχάλης. 1994 β. “Επιχειρηματολογικές χρήσεις πραγματο-
λογικών μορίων στην Κοινή Νεοελληνική” στις Γλωσσολογικές
Μελέτες, Θεσσαλονίκη, Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφι-
κής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης /
Περίοδος Β' / Τεύχος Τμήματος Φιλολογίας / Παράρτημα αρ. 4,
σσ. 128- 66.
[Τριανταφυλλίδης, Μανόλης κ.ά.] 1941 Νεοελληνική Γραμματική (της
Δημοτικής), ΟΕΣΒ. [ανατύπ. 1978, 1993 κ.ε.: ΑΠΘ / Ινστιτούτο
Νεοελληνικών Σπουδών / Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]
Τζάρτζανος, Αχιλλέας. 1946-1953. Νεοελληνική Σύνταξις (της Κοινής
Δημοτικής), τόμ. Α΄: 1946, τόμ. Β΄: 1953, ΟΕΣΒ, 351+330 σσ.
Τριανταφυλλίδης, Μανόλης. 21958. Λεξιλογικές Ασκήσεις (για τη Με-
ση Παιδεία - Βιβλίο του Μαθητή), Αθήνα, 78 σσ.
Τσολακίδου, Κατερίνα. 1985. “Εμπειρική διερεύνηση των προσλεκτι-
κών ενδεικτών και της συνεπίδρασής τους” στις Μελέτες για την
Ελληνική Γλώσσα, Πρακτικά της 6ης Ετήσιας Συνάντησης του
Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφ. Σχ. του ΑΠΘ (22-24 Απριλί-
ου), Θεσσαλονίκη, σσ. 279 -95.
Χριστοφίδου, Αναστασία. “Κειμενικοί δείκτες (θέση - χρήση - σημα-
σία)”, στο: Κατσιμαλή, Γ. & Καβουκόπουλος Φ. (επιμ.), Ζητή-
ματα Νεοελληνικής Γλώσσας (Διδακτική Προσέγγιση), Πανεπι-
στήμιο Κρήτης / Τμήμα Φιλολογίας / Τομέας Γλωσσολογίας,
σσ. 133 - 49.
Ψάλτου- Jocey, Αγγελική. 1996. “Μέθοδοι διδασκαλίας σύγχρονων
γλωσσών και εφαρμογή τους σε εγχειρίδια της Νέας Ελληνικής
ως ξένης γλώσσας”. Στο: Μέθοδοι Διδασκαλίας της Νέας Ελλη-

138
ΓΛΩΣΣΟΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ, Δ΄

νικής ως Ξένης Γλώσσας (Ι: Πρακτικά Ημερίδας 9 Δεκεμβρίου


1995), σσ. 39-61.

***
Beaugrande, Robert-Alain & Dressler, Wolfgang Ulrich. 1983 [α΄
έκδ. 1981]. Introduction to Text Linguistics, Longman, 270 σσ.
Brown, Gillian & Yule, George. 1983. Discourse Analysis, Cam-
bridge University Press, 288 σσ.
Carter, Ronald. 1997. Investigating English Discourse (Language,
Literacy and Literature), Routledge, 248 σσ.
Carter, Ronald & Goddart, Angela & Reah, Danuta & Sanger, Keith
& Bowring, Maggie. 1998 [α΄ έκδ. 1997]. Working with Texts (A
Core Book for Language Analysis), Routledge, 334 σσ.
Carter, Ronald & McRae, John (επιμ.) 1996. Language, Literature &
the Learner (Creative Classroom Practice), C. N. Candlin, 227
σσ.
Coady, James & Huckin, Thomas (επιμ.) 1998 [α΄ έκδ. 1997]. Second
Language Vocabulary Acquisition, Cambridge University Press /
Cambridge Applied Linguistics, 299 σσ.
Collie, Joanne & Slater, Stephen. 1999 [α΄ έκδ. 1987]. Literature in
the Language Classroom (A Resource Book of Ideas and
Activities), Cambridge University Press / Cambridge Handbooks
for Language Teachers, 266 σσ.
Dardano, Maurizio & Trifone, Pietro. 1999 [α΄ έκδ. 1995]. Gramma-
tica Italiana (con Nozioni di Linguistica), Zanichelli, 789 σσ.
Dijk, Teun A. Van. 1986 [α΄ έκδ. 1977]. Text and Context (Explora-
tions in the Semantics and Pragmatics of Discourse), Longman.
261 σσ.
Georgakopoulou, Alexandra & Goutsos, Dionysis. 1996. “Connecti-
ves as discourse markers in Modern Greek”, στο Μελέτες για την
Ελληνική Γλώσσα (Πρακτικά της 16ης Ετήσιας Συνάντησης του
Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 4-6 Μαΐου 1995), Θεσσαλονίκη,
σσ. 411-22.
Georgakopoulou, Alexandra & Goutsos, Dionysis. 1997. Discourse
Analysis (An Introduction), Edinburgh University Press, 208 σσ.
Goutsos, Dionysis & King, Philip & Χατζηδάκη, Ράνια. 1995. “Η
χρήση των corpus στη λεξικογραφία και περιγραφή της Νέας
Ελληνικής”, στο Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα (Πρακτικά
της 15ης Ετήσιας Συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλο-
σοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,
11-14 Μαΐου 1994), Θεσσαλονίκη, σσ. 843-54.
Gross, Maurice. 1986. Grammaire Transformationnelle du Français.
(3 - Syntaxe de l’Adverbe), ASSTRIL, 670 σσ.
Halliday, M.A.K. & Hasan, R. 1976. Cohesion in English, Longman.
Hoey, Michael. 1983. On the Surface of Discourse. George Allen &
Unwin, 219 σσ.
Hoey, Michael. 1991. Patterns of Lexis in Text, Oxford University
Press. 276 σσ.
Hoye, Leo. 1997. Adverbs and Modality in English, Longman, 322
σσ.
Imhoof, Maurice & Hudson, Heran. 1978 [α΄ έκδ. 1975]. From
Paragraph to Essay (Developing Composition Writing), Long-
man, 96 σσ.

139
Θανάσης Ν ά κ α ς

Lanham, Richard A. 21991. A Handlist of Rhetorical Terms,


University of California Press, 205 σσ.
Leech, Geoffrey N. 1983. Principles of Pragmatics, Longman, 250
σσ.
Levinson, Stephen C. 1983. Pragmatics, Cambridge University Press,
420 σσ.
Quirk, Randolph & Greenbaum, Sidnei & Leech, Jeoffrey & Svartvik,
Jan. 1985. A Comprehensive Grammar of the English Language.
Longman, 1779 σσ.
Salkie, Raphael. 1997 [α΄ έκδ. 1995]. Text and Discourse Analysis,
Routledge / Language Workbooks, 115 σσ.
Schiffrin, D. 1987. Discourse Markers, Cambridge University Press.
Simpson, Paul. 1997. Language through Literature (An Introduction),
Routledge, 223 σσ.
Stenstr m, Anna-Brita. 1994. An Introduction to Spoken Interaction,
Longman, 238σσ.
Swan, Michael. 1998 [α΄ έκδ. 1980, β΄ 1995]. Practical English Us-
age, Oxford University Press, 658 σσ.

140

You might also like