Paper2

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 60

qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq

σwωψerβνtyuςiopasdρfghjklzxcvbn
mqwertyuiopasdfghjklzxcvbnφγιmλι
qπςπζαwωeτrtνyuτioρνμpκaλsdfghςj
klzxcvλοπbnαmqwertyuiopasdfghjklz
Σχολή ανθρωπιστικών σπουδών:

xcvbnmσγqwφertyuioσδφpγρaηsόρ
Σύγχρονες τάσεις στη γλωσσολογία για εκπαιδευτικούς
Διπλωματική εργασία:«Λόγιοι και λαϊκοί ρηματικοί τύποι στην Κοινή
Νεοελληνική: Μία ανάλυση με τη χρήση σωμάτων κειμένων»
Φοιτήτρια: Παναγιώτα Γιαννακοπούλου

ωυdfghjργklαzxcvbnβφδγωmζqwert Α.Μ.: 507942

λκοθξyuiύασφdfghjklzxcvbnmqwerty
uiopaβsdfghjklzxcεrυtγyεuνiιoαpasdf
ghjklzxcηvbnασφδmqwertασδyuiopa
sdfασδφγθμκxcvυξσφbnmσφγqwθeξ
τσδφrtyuφγςοιopaασδφsdfghjklzxcv
ασδφbnγμ,mqwertyuiopasdfgασργκο
ϊτbnmqwertyσδφγuiopasσδφγdfghjk
lzxσδδγσφγcvbnmqwertyuioβκσλπp
asdfghjklzxcvbnmqwertyuiopasdγαε
ορlzxcvbnmqwertyuiopasdfghjkαεργ
Σχολή ανθρωπιστικών σπουδών

Σύγχρονες τάσεις στη γλωσσολογία για εκπαιδευτικούς

Διπλωματική εργασία:

«Λόγιοι και λαϊκοί ρηματικοί τύποι στην Κοινή


Νεοελληνική: Μία ανάλυση με τη χρήση σωμάτων
κειμένων»

Φοιτήτρια: Παναγιώτα Γιαννακοπούλου


Α.Μ.: 507942

Αθήνα, Φεβρουάριος, 2021

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
© Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 2021

Η παρούσα Εργασία καθώς και τα αποτελέσματα αυτής, αποτελούν συνιδιοκτησία του ΕΑΠ και του φοιτητή, ο
καθένας από τους οποίους έχει το δικαίωμα ανεξάρτητης χρήσης, αναπαραγωγής και αναδιανομής τους (στο
σύνολο ή τμηματικά) για διδακτικούς και ερευνητικούς σκοπούς, σε κάθε περίπτωση αναφέροντας τον τίτλο
και το συγγραφέα της Εργασίας καθώς και το όνομα του ΕΑΠ όπου εκπονήθηκε.

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
Ευχαριστίες

Ευχαριστώ πολύ όλους τους ανθρώπους, οι οποίοι βοήθησαν στην πραγματοποίηση της
παρούσας διπλωματικής εργασίας, καθένας με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο. Ευχαριστώ
ειλικρινά τον επιβλέποντα καθηγητή μου για τη συνεχή καθοδήγηση, την ουσιαστική
υποστήριξη και τη διαρκή ηθική και έμπρακτη στήριξη της προσπάθειάς μου.

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
Περίληψη

Η παρούσα εργασία πραγματεύεται ζητήματα χρήσης συνώνυμων λόγιων και λαϊκών


ονοματικών τύπων της σύγχρονης νεοελληνικής, εξερευνώντας μεταξύ άλλων τη συχνότητα
αλλά και τους τρόπους με τους οποίους χρησιμοποιείται ο εκάστοτε τύπος (λόγιος ή λαϊκός).
Τα πορίσματα της έρευνας υπογραμμίζουν αφενός την έντονη παρουσία λόγιων λέξεων στο
λεξιλόγιο της νεοελληνικής, παρουσία που συνδέεται με την απόδοση κύρους και επίσημου
ύφους στον λόγο των ομιλητών, και αφετέρου επιβεβαιώνουν την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία
των πιο λαϊκών ρηματικών τύπων που συνδέονται κυρίως με τον προφορικό λόγο.

Λέξεις- κλειδιά: λόγια/λαϊκή γλωσσική ποικιλία, συνώνυμοι ρηματικοί τύποι, γλωσσικό


ζήτημα, γλωσσικός ρατσισμός

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
Abstract

The present ΜΑ thesis deals with learned vs. non-learned verbal synonyms in contemporary
Modern Greek, examining inter alia the frequency and the ways in which either type is used.
The findings of this research underline on the one hand the strong presence of literary words
in the vocabulary of modern Greek, which is associated with prestige and formal style in the
speech of the speakers, and on the other, confirm the indisputable dominance of the non-
learned verbal forms which are predominantly associated with oral speech.

Keywords: literary/ demotic linguistic variety, synonymous verb types, language issue,
linguistic racism

Περιεχόμενα
Εισαγωγή .......................................................................................................................................... 7

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
Θεωρητικό πλαίσιο ........................................................................................................................... 9
Η δομή και η εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας .................................................................................... 9
Η ιστορία της ελληνικής γλώσσας.................................................................................................... 10
Η αρχαία ελληνική γλώσσα ............................................................................................................. 11
Η ελληνική γλώσσα των μετακλασικών χρόνων ............................................................................... 13
Νέα ελληνική γλώσσα ..................................................................................................................... 16
Η καθαρεύουσα .............................................................................................................................. 18
Η δημοτική γλώσσα ......................................................................................................................... 19
Τα χαρακτηριστικά της κοινής ελληνικής γλώσσας .......................................................................... 21
Η (λόγια) μορφολογία της νέας ελληνικής ....................................................................................... 22
Το λεξιλόγιο της ελληνικής .............................................................................................................. 24
Η πορεία διαμόρφωσης της Κοινής Νεοελληνικής........................................................................... 26
Το Γλωσσικό ζήτημα ........................................................................................................................ 29
Λαϊκές και λόγιες λέξεις,φράσεις και νεολογισμοί........................................................................... 36
Ερευνητικό μέρος ............................................................................................................................ 39
Μεθοδολογία της έρευνας ............................................................................................................... 39
Τα σώματα των κειμένων ................................................................................................................ 40
Στατιστικά στοιχεία λόγιων και λαϊκών ρηματικών τύπων ............................................................... 41
Ποσοτική ανάλυση δεδομένων ........................................................................................................ 45
Ποιοτική ανάλυση δεδομένων ......................................................................................................... 53
Συμπεράσματα ................................................................................................................................ 58

Εισαγωγή
Δεν μπορεί πράγματι κανείς να φανταστεί πόσο συχνά και ευφάνταστα χρησιμοποιούνται
στον καθημερινό λόγο, προφορικό και γραπτό, πολυάριθμες φράσεις προερχόμενες από τη

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
λόγια γλωσσική μας παράδοση, και το κυριότερο, πόσο διαφορετικό μετατρέπουν κάθε φορά
οι φράσεις αυτές τον καθημερινό μας λόγο.

Οι περισσότεροι από εμάς εικάζουμε πως τέτοιου είδους φράσεις τις συναντούμε συνήθως
σε υψηλού επιπέδου συζητήσεις ή τις διαβάζουμε σε διάφορα γραπτά κείμενα, λογοτεχνικά
και μη. Όμως, παρακολουθώντας πιο προσεκτικά τις συνομιλίες διάφορων ατόμων από
ποικίλα κοινωνικά στρώματα και μέρη της Ελλάδας θα ακούσει φράσεις όπως μήλον της
Έριδος, τι μέλλει γενέσθαι, ο γέγονε γέγονε, άρον άρον και πολλές άλλες που μολονότι μας
ήρθαν από το μακρινό παρελθόν, διατηρούν ανέπαφο τον δυναμισμό τους από τότε έως
σήμερα. Εξίσου δυναμική είναι και η παρουσία των λόγιων ρηματικών τύπων, οι οποίοι
συχνά πλειοψηφούν έναντι των συνώνυμων λαϊκών τους στις διάφορες επικοινωνιακές
περιστάσεις. Για παράδειγμα: εισέρχονται αντί για μπαίνουν ή νοσεί αντί για αρρωσταίνει.

Ένας μεγάλος αριθμός λόγιων φράσεων που συνεχίζουν να υπάρχουν στο λεξιλόγιο των
Νεοελλήνων ανάγει την προέλευσή του στα κείμενα της Αγίας Γραφής, της Καινής
Διαθήκης, καθώς και των ύμνων της Εκκλησίας. Η εκκλησία έπαιξε- και συνεχίζει να
διαδραματίζει- καθοριστικό ρόλο στην επικράτηση αρχαιοπρεπών φράσεων στη νέα
ελληνική. Ορισμένες λόγιες φράσεις αποτελούν ιδιωτισμούς της καθαρεύουσας που με την
ειδική σημασία τους επιθυμούν να προσδώσουν έμφαση και κύρος στον εκφερόμενο λόγο.
Τέτοιες φράσεις είναι οι: επί ποδός πολέμου, αβρόχοις ποσί, μέχρι μυελού οστέων και πολλές
ακόμη. Τέλος, πολυάριθμες αρχαϊστικές φράσεις, χρησιμοποιούνται τόσο στον προφορικό
όσο και στον γραπτό λόγο συχνά, και δημιουργούν πολωτικές στάσεις και απόψεις τόσο
στους ομιλούντες, όσο και στους ειδικούς. Τέτοιες φράσεις είναι οι ακόλουθες: εν λευκώ, διά
ξηράς, εφ’όλης της ύλης, επ’αυτοφώρω και πολλές άλλες.

Στην παρούσα εργασία, θα ασχοληθούμε με τους λόγιους και λαϊκούς συνώνυμους


ρηματικούς τύπους, παρουσιάζοντας στατιστικά στοιχεία αλλά και ποιοτικά δεδομένα για
την εμφάνισή τους στα σώματα κειμένων. Θα αξιοποιήσουμε τις πληροφορίες που μας
παρέχει ο ΕΘΕΓ και η Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα. Στη συνέχεια θα αναλύσουμε εν
συντομία το περιβάλλον και τους σκοπούς χρήσης κάθε συνωνύμου. Θα εξετάσουμε την
κυριαρχία των λόγιων ή/ και λαϊκών ρηματικών τύπων στην εκάστοτε επικοινωνιακή
περίσταση, αναλόγως του είδους κειμένου και περιεχόμενο αυτού, αλλά ακόμη και τη
γραμματικοσυντακτική του δομή. Ακόμη, τα ευρήματά μας για την επικράτηση των λόγιων ή
μη λόγιων ρηματικών τύπων θα ομαδοποιηθούν και θα αναλυθούν στα τέσσερα βασικά
επίπεδα γλωσσολογικής ανάλυσης και συγκεκριμένα: (α) φωνολογικά, (β) μορφολογικά, (γ)

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
σημασιολογικά, (δ) συντακτικά. Στο τέλος θα εξαχθούν τα βασικότερα συμπεράσματα της
έρευνάς μας, τα οποία θα συνοψίζουν τα κυριότερα σημεία αυτής.

Θεωρητικό πλαίσιο

Η δομή και η εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας


Η νέα ελληνική αποτελείται από λέξεις λόγιου και λαϊκού επιπέδου, οι οποίες συχνά
ανταγωνίζονται για την επικράτησή τους στο εκάστοτε επικοινωνιακό περιβάλλον. Σε

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
διαχρονικό επίπεδο, απαρχή του παραπάνω διαχωρισμού αποτέλεσε το γλωσσικό ζήτημα και
οι σχετικές με αυτό ιδεολογίες. Σε συγχρονικό επίπεδο, η χρήση λόγιων ή/ και λαϊκών
φράσεων συνιστά παράγοντα υφολογικής διαφοροποίησης και καθορισμού του κύρους του
ομιλητή-γράφοντα αλλά και της επικοινωνιακής περίστασης.

Η ιστορία της ελληνικής γλώσσας

Με τον όρο «γλώσσα» αναφερόμαστε στον έναρθρο λόγο με τον οποίο οι άνθρωποι
εκφράζουν τις σκέψεις τους. Μέσο επικοινωνίας κι έκφρασης, το οποίο πέρασε από πολλά
στάδια μέχρι να αποκτήσει τη σημερινή του μορφή. Αρχικά, οι άνθρωποι συνεννοούνταν με
κινήσεις κυρίως των χεριών και του κεφαλιού. Η δημοτική γλώσσα επιβίωσε και η σημερινή
Κοινή Νεοελληνική είναι κατά βάση δημοτική με πιο λόγια στοιχεία Η «ενιαία» δημοτική
προέκυψε τον 19ο- 20ο αιώνα από την όσμωση μερικών νεοελληνικών διαλέκτων όπως: των
πελοποννησιακών,των Ιονίων νήσων και της Κωνσταντινούπολης στα μεγάλα αστικά
κέντρα, ενώ ο υπόλοιπος λαός μιλούσε δημώδη ελληνική στη μορφή των νεοελληνικών
διαλέκτων. Πάντοτε, κατά τους τελευταίους αιώνες, ήταν η «δημώδης», η καθομιλούμενη
και η απλή ελληνική γλώσσα. Η γραπτή γλώσσα των λογίων, θέλοντας να μιμηθεί ή να
προσεγγίσει την αρχαία αττική διάλεκτο, περιφρονούσε την γλώσσα του λαού κάθε φορά και
αποτέλεσε τροχοπέδη στην γραπτή της εξέλιξη, αλλά ταυτόχρονα και στην πνευματική
εξέλιξη του λαού. Η απομάκρυνση του γραπτού λόγου από τον προφορικό υπήρξε επιζήμια.
Ζητούσαναπό το λαό να γράφει σε μια γλώσσα που δεν ομιλεί και που αγνοεί. Η διαφορά
αυτή έγινε πολύ πιο έντονη στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και στα πρώτα χρόνια της
απελευθέρωσης, όταν η πνευματική στάθμη του ελληνικού λαού ήταν πολύ χαμηλή. Την
αντινομία αυτή και τον κίνδυνο για τη μόρφωση του λαού εντόπισαν ορισμένοι πνευματικοί
άνθρωποι της εποχής και δοκίμασαν να απλοποιήσουν την γραπτή γλώσσα, να την
πλησιάσουν κάπως προς την ομιλούμενη ή να χρησιμοποιήσουν λαϊκούς γλωσσικούς τύπους.

Το 16ο και 17ο αιώνα γράφτηκαν στην ενετοκρατούμενη Κρήτη, στην κοινή ομιλούμενη,
έργα άρτια λογοτεχνικά, με πολλούς βέβαια ιδιωματισμούς (Ερωτόκριτος, Ερωφίλη, Η θυσία
του Αβραάμ, Η βοσκοπούλα). Δυστυχώς αυτή η προσπάθεια της κρητικής εστίας διακόπηκε
από την κατάκτηση της Κρήτης από τους Οθωμανούς. Ο λαός όμως άρχισε να
συνειδητοποιεί την ανάγκη της έκφρασης των πόθων και των πόνων του με την γλώσσα που

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
μιλούσε κι έτσι δημιουργήθηκε το δημοτικό τραγούδι, που έδωσε λαμπερά δείγματα λαϊκής
γλώσσας, παράλληλα με τη λαμπρή ποιητική έκφραση.

Η πρώτη δοκιμή συστηματικής καλλιέργειας της δημοτικής γλώσσας στην ποίηση και τον
πεζό λόγο έλαβε χώρα στο τέλος του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα από τους Καταρτζή,
Φιλιππίδη, Βηλαρά και Χριστόπουλο. Η γλώσσα τους βέβαια δεν είναι ομοιόμορφη, αλλά
πλησιάζει την γλώσσα των δημοτικών τραγουδιών και τη σημερινή. Σημαντική είναι και η
συμβολή του Κοραή στη δημιουργία γραπτής δημοτικής γλώσσας. Η Επτανησιακή Σχολή
(Σολωμός, Μαρκοράς, Πολυλάς, Μαβίλης, Θεοτόκης, Βαλαωρίτης) καλλιέργησε με μεγάλη
επιμέλεια τη δημοτική γλώσσα και την ύψωσε σε επιτυχημένο λογοτεχνικό όργανο.

Το 1888, με το «Ταξίδι» του Ψυχάρη ανοίγονται νέοι δρόμοι για την επικράτηση της
δημοτικής ελληνικής γλώσσας πρώτα στη Λογοτεχνία και ύστερα στην Παιδεία. Ο Ψυχάρης
διατύπωσε σημαντικές αλήθειες για την γλώσσα του λαού και ζήτησε να επικρατήσει το
λεξιλόγιο, η φωνητική, η γραμματική και το συντακτικό της. Ταυτόχρονα, το «Ταξίδι» του
Ψυχάρη ανάπυροδότησε το γλωσσικό πρόβλημα. Από τότε και ύστερα, η δημοτική γλώσσα
παρά την εντονότατη αντίδραση των καθαρευουσιάνων, κέρδιζε συνεχώς έδαφος. Σημαντική
για την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας ήταν και η συμβολή των Παλαμά, Πάλλη,
Εφταλιώτη, Βλαστού, Γιαννίδη και όλων σχεδόν των λογοτεχνών του 20 ου αιώνα.

Σήμερα, όλη η Λογοτεχνία (ποίηση, πεζογραφία, θέατρο, κριτική, δοκίμιο) γράφεται στην
Κοινή Νεοελληνική. Το ίδιο και πολλά επιστημονικά έργα (Ψυχολογία, Φιλοσοφία, Νομική,
Φυσική, Ιατρική, Μαθηματικά).. Ακόμα, ο περιοδικός και ο ημερήσιος Τύπος, σχεδόν όλος,
γράφεται στην Κοινή Νεοελληνική. Από το 1974, η διδασκαλία της νεοελληνικής έγινε
υποχρεωτική σταδιακά σε όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης. Η καθαρεύουσα διατηρεί τις
θέσεις της κυρίως στο δικανικό λόγο, ενώ ένα ακόμα τελευταίο προπύργιο της
καθαρεύουσας παραμένει ο εκκλησιαστικός λόγος.

Η αρχαία ελληνική γλώσσα

Η γλώσσα των Ελλήνων αποτέλεσε τον ομφάλιο λώρο, ο οποίος κρατούσε ενωμένους τους
διασκορπισμένους στα διάφορα σημεία του ορίζοντα Έλληνες, συνιστώντας την απαρχή της
ιστορίας τους.

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
Οι Έλληνες δημιούργησαν σταδιακά τη γλώσσα τους, δεχόμενοι τις επιρροές από διαδοχικές
προγονικές γενιές των πρωτοελληνικών φυλών, τα οποία ήταν απόγονοι των Ινδοευρωπαίων.
Ως κοιτίδα του ινδοευρωπαϊκού λαού θεωρείται το βασικό σημείο συνάντησης της Ευρώπης
και της Ασίας, η στέπα μεταξύ των Ουράλιων ορέων και της Κασπίας Θάλασσας. Εποχή της
τμηματικής διάσπασης είναι η 5η χιλιετία π.Χ. αφήνοντας πληθώρα γλωσσικών απογόνων: οι
Ινδο-Ιρανοί, οι Χετταίοι, οι Αρμένιοι, οι Έλληνες, οι Θράκες, οι Ιλλυριοί, οι Βαλτο-Σλάβοι,
οι Τεύτονες, οι Ιταλοί και οι Κέλτες. Το ινδοευρωπαϊκό τμήμα, από το οποίο διαμορφώθηκε
η ελληνική φυλή, κάλυπτε τις γεωγραφικές εκτάσεις που χωρίζουν την κοιτίδα από την
έκταση που καταλαμβάνει η Ελλάδα σήμερα. Στο χρονικό διάστημα των 2.500 ετών
διαμορφώθηκαν η γλώσσα και οι ιδιόμορφοι νεωτερισμοί που αποτέλεσαν την ειδοποιό
διαφορά της πρωτοελληνικής γλώσσας από τις γλώσσες των άλλων ινδοευρωπαϊκών φυλών.
Οι τελευταίες, παρόμοια, απέκτησαν με εντελώς διαφορετικούς νεωτερισμούς τη δική τους
ιδιομορφία. Η διαφορετική τους εξέλιξη έχει πλέον ως αποτέλεσμα να μην αναγνωρίζεται η
αρχική στενή τους συνάφεια ,παρά μόνο με εμπεριστατωμένες γλωσσολογικές έρευνες.

Οι ιδιομορφίες της ελληνικής σε σχέση με τις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες εμφανίστηκαν


κυρίως την 3η χιλιετία π.Χ.. Στα τέλη αυτής, πριν την κάθοδο των Πρωτοελλήνων στην
Ελλάδα, η ιδιομορφία της γλώσσας τους προχωρούσε προς την ολοκλήρωσή της με πολλούς
βασικούς νεωτερισμούς κυρίως στη φωνητική και τη σύνταξη. Με τους νεωτερισμούς
αυτούς ως σύνολο η Πρωτοελληνική απομακρύνθηκε από την Ινδοευρωπαϊκή και από τις
άλλες αδελφές γλώσσες και απέκτησε μια ιδιομορφία που μας επιτρέπει να διαπιστώνουμε με
βεβαιότητα πότε βρισκόμαστε σε ελληνικό γλωσσικό έδαφος και πότε όχι. Αλλά και
αργότερα, κατά το στάδιο της ολοκλήρωσης των διαλεκτικών της διαφορισμών, η Ελληνική
παρουσίασε νέα σειρά νεωτερισμών.

Έπειτα από την κάθοδο και την εγκατάσταση των ελληνικών φυλών στον ελλαδικό χώρο σε
χρονικά διαστήματα που απέχουν μεταξύ τους περισσότερους από 8 αιώνες (20 ος-12ος αιώνας
π.Χ.), η ελληνική γλώσσα γίνεται αποδέκτης λεξιλογικών κυρίως επιδράσεων, οι οποίες
μεταβάλλουν πολλά χαρακτηριστικά της. Λέξεις οι οποίες εξέφραζαν έννοιες-
χαρακτηριστικά μεσογειακού πολιτισμού, χλωρίδας, πανίδας, πραγμάτων και νόμων, που οι
Έλληνες τα συνάντησαν για πρώτη φορά, ήταν αναμενόμενο να ενσωματωθούν στην
ελληνική. Τον βασικό λόγο στην περίπτωση αυτή έχουν τα τοπωνύμια. Υπολογίζεται,
σήμερα, πως η πλειοψηφία των ελληνικών τοπωνυμίων, ονόματα βουνών, ποταμών, πόλεων

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
και σχεδόν όλα τα ονόματα των νησιών του Αιγαίου, έχουν προελληνική καταγωγή καθώς
δεν έχουν κάποιο σημασιολογικό αντίκρισμα στην ελληνική γλώσσα.

Η ελληνική γλώσσα των μετακλασικών χρόνων

Η γλώσσα όχι μόνο συνθέτει το κύριο διακριτικό γνώρισμα κάθε έθνους, αλλά και συντονίζει
την τύχη της με την πορεία του μέσα στον ιστορικό χρόνο. όλο το ελληνικό έθνος
εξακολουθούσε να είναι κομματιασμένο σε πόλεις κρατικά αυτοτελείς, η διαλεκτολογική
διάσπασή του όχι μόνο θεωρούταν εντελώς φυσική, αλλά δεν υπήρχε και κανένας τρόπος να
υπερνικηθεί. Όταν όμως άρχισε με τις συμμαχίες των φυλετικά συγγενών πόλεων και με τα
κοινά ιερά, με τους κοινούς πολέμους εναντίον αλλόγλωσσων επιδρομέων να επικοινωνεί

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
στενότερα και να συνειδητοποιεί τα κοινά του πνευματικά γνωρίσματα και αγαθά, γινόταν
όλο και πιο αισθητή η ανάγκη ενός ομοιόμορφου μέσου για την ανεμπόδιστη συνεννόηση
όλων των Ελλήνων, δηλαδή μιας κοινής ελληνικής γλώσσας.

Η ανάγκη αυτή οδήγησε πρώτα σε μια μεταβατική φάση κοινών διαλέκτων. Δεν πρέπει να
λησμονούμε ότι καθεμιά από τις γνωστές αρχαίες διαλεκτικές ενότητες (Ιωνικά, Δωρικά
κ.λπ.) κάτω από τα βασικά της διακριτικά γνωρίσματα παρουσίαζε ένα μωσαϊκό μικρών
τοπικών παραλλαγών, όπως άλλωστε συμβαίνει και στα σημερινά τοπικά γλωσσικά ιδιώματα
κάθε χώρας. Τα βασικά κοινά γνωρίσματα ήταν εύκολο να κυριαρχήσουν επάνω στις
μικροδιαφορές και να διαμορφωθούν αρχικά κοινές διάλεκτοι. Το πώς και σε πιο βαθμό
συντελέσθηκε ο ιδιωματικός συγκρητισμός στην ομιλούμενη γλώσσα του λαού είναι
αδύνατο να το ελέγξουμε σήμερα. Το διαπιστώνουμε όμως φανερά στην γραπτή γλώσσα των
χρόνων εκείνων, σε όλες τις μορφές του έντεχνου λόγου.

Οι κοινές καλλιεργημένες διάλεκτοι (κοινή ιωνική, κοινή δωρική κ.λπ) με έντονα


προβαλλόμενα τα πανελλήνια στοιχεία τους και καθαρμένες από τις δευτερεύουσες, στενά
τοπικές και ακραίες διαφορές τους, έχουν πολύ μεγάλη ιστορική σημασία στην πορεία της
ελληνικής γλώσσας από την πολυμορφία και διάσταση στην ομοιομορφία και ενότητα. Η
πανελλήνια αυτή γλωσσική μορφή αποκαλείται πλέον για λόγους συντομίας Κοινή.

Για την προέλευση και τη συγκρότηση της Κοινής ήδη στους ελληνιστικούς χρόνους, ήταν
διάχυτη η αντίληψη ότι σχηματίστηκε από άνιση ανάμιξη των τεσσάρων αρχαίων ελληνικών
διαλέκτων.

Οι πηγές από τις οποίες αντλούμε τις γνώσεις μας για τη μορφή της Κοινής είναι ποικίλες και
άνισες σε ποσότητα και αξιοπιστία. Ανάμεσα σε αυτές ξεχωρίζουν οι επιγραφές της
μετακλασικής εποχής και οι πάπυροι, δύο κατηγορίες κειμένων που έχουν το προσόν ότι
είναι αυτόγραφες γλωσσικές μαρτυρίες της εποχής τους, χωρίς την παρεμβολή αντιγραφέων,
παρά την φθορά που συνήθως έχουν υποστεί από τον χρόνο. Άλλες πηγές είναι τα βιβλικά
κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, που απευθύνονταν στους απλούς ανθρώπους
και γι’ αυτό χρησιμοποιούν την ομιλούμενη γλώσσα του λαού ή δεν απομακρύνονται πολύ
από αυτήν. Πολύτιμες πληροφορίες για την Κοινή μάς δίνουν, συχνά δίχως να το
επιδιώκουν, οι Γραμματικοί, στην προσπάθειά τους να εξάρουν και να συστήσουν ό,τι είναι
γνήσιο αττικό και δόκιμο και να καταδικάσουν ό,τι είναι μεταγενέστερο, κοινό και άγνωστο
στους κλασικούς συγγραφείς.

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
Χρήσιμο υλικό μάς προσφέρουν και άλλες, ακόμη πιο απίθανες πηγές, όπως οι επιγραφές
αγγείων χαραγμένες από λαϊκούς ζωγράφους, καθώς και μερικά σωζόμενα ελληνολατινικά
«Γλωσσάρια» της ρωμαϊκής εποχής.

Ακόμη και η νεοελληνική γλώσσα στο σύνολό της, ιδίως όμως οι διάλεκτοι και τα τοπικά
ιδιώματά της, μπορούν πολλές φορές να μας πληροφορήσουν έμμεσα για τη μορφή της
Κοινής, διασώζοντας με την προφορική παράδοση αρχαία στοιχεία που η γραπτή παράδοση,
τυχαία ή σκόπιμα, τα αγνόησε. Από τις άμεσες πηγές για τη μελέτη της Κοινής μεγαλύτερη
σπουδαιότητα έχουν οι πάπυροι, φυσικά εκείνοι που περιέχουν ανεπίσημα και μη
λογοτεχνικά κείμενα, και αυτό γιατί ποσοτικά υπερέχουν από κάθε άλλο μετακλασικό
κείμενο, επειδή καλύπτουν μια απέραντη χρονική περίοδο περίπου χιλίων ετών και
αντιπροσωπεύουν την ομιλούμενη γλώσσα όλων των κοινωνικών στρωμάτων και
επαγγελματικών τάξεων. Ανάμεσα στις έμμεσες μαρτυρίες για τη μορφή της Κοινής,
σημαντική θέση κατέχουν οι πληροφορίες των Αττικιστών Γραμματικών της ελληνιστικής
και ρωμαϊκής περιόδου, στην προσπάθειά τους να διδάξουν το γνήσια αττικό, αντιτάσσοντάς
το στο κοινό και αδόκιμο.

Μεσαιωνική γλώσσα (330-1453)

Η αναγέννηση των γραμμάτων και των τεχνών, η οποία πραγματοποιήθηκε κατά τον 9ο- 10ο
αιώνα, αλλά και η ανάπτυξη της ιστοριογραφίας σε συνδυασμό με την καλλιέργεια της
λαϊκής λογοτεχνίας, οδήγησαν στην άνθιση της μεσαιωνικής ελληνικής, η οποία ωστόσο
βρισκόταν υπό την έντονη και ισχυρή επίδραση του αττικισμού , ο οποίος συμβόλιζε την
κυριαρχία του βυζαντινού κράτους και συγκεκριμένα καθρέφτιζε την αίγλη της πρωτεύουσας
αυτού, της Κωνσταντινούπολης ( Browning, 1995).

Τα έντονα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα της εποχής, όπως ήταν οι σταυροφορίες, η


κατάκτηση της Πόλης, αλλά και η εκτεταμένη γλωσσική επαφή των κατοίκων του Δουκάτου
του Μοριά, της Νεαπόλεως και της Αθήνας με τους Δυτικούς κατακτητές οδήγησαν στη
δημιουργία μεσαιωνικών διαλέκτων. Πιο συγκεκριμένα δημιουργούνται:

Α) Η Αττική (Ατθίς): πρόκειται για τη γλώσσα, την οποία χρησιμοποιούσαν οι λόγιοι σε


αττικίζουσα μορφή ως ένδειξη κύρους, μόρφωσης και παιδείας.

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
Β) Η Κοινή: πρόκειται για τη lingua franca των Βυζαντινών , η οποία συνιστά τη γλώσσα της
Εκκλησίας και ουσιαστικά αποτελεί μίξη στοιχείων της δημοτικής και του αττικισμού, με
έντονη την επιρροή του τελευταίου.

Γ) Η Δημώδης: είναι η γλώσσα όλων των άλλων κοινωνικών στρωμάτων, η οποία


χαρακτηρίζεται από απλότητα και φυσικότητα. Έντονη είναι η παρουσία τοπικών γλωσσικών
ιδιωμάτων.

Νέα ελληνική γλώσσα

Η κρατική διάλυση του βυζαντινού Ελληνισμού, που επισφραγίστηκε με την Άλωση της
Κωνσταντινούπολης το 1453, είναι το συμβατικό τέρμα όπου η ελληνική γλώσσα κλείνει την
τρίτη ιστορική της φάση, τη μεσαιωνική και η αφετηρία της τέταρτης περιόδου της, της
νεοελληνικής.

Συνεπώς, αν κάποιος μελετήσει και παρατηρήσει τη γλωσσική μας ιστορία από μια
απόσταση, είναι δύσκολο να αντιληφθεί τα σύνορα κάθε γλωσσικής εποχής και η ελληνική
γλώσσα τού παρουσιάζεται ως μια αδιάσπαστη εξελικτική συνέχεια. Ωστόσο, αυτή η
αίσθηση αφήνει περιθώρια για ταυτοποιήσεις και ανυπόστατες ταυτίσεις ανάμεσα στις δύο

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
γλώσσες( αρχαία και νέα ελληνική). Η επιδίωξη στενής συνάφειας με την αρχαία ελληνική
υπηρετεί υποδόριους κοινωνικοπολιτικούς σκοπούς και στόχους, οι οποίοι απέχουν από την
πραγματική γλωσσική κατάσταση.

Οι διαφορές από εποχή σε εποχή είναι ορατές μόνο για πολύ μακρές ιστορικές περιόδους.
Δεν υπάρχει γεωγραφική και χρονική ενότητα στα παλαιά γλωσσικά στοιχεία που περνούν
στην αδράνεια καθώς και στα νεόπλαστα που παρουσιάζονται σε κάθε περίοδο. Στην
απέραντη έκταση του ελληνόφωνου χώρου, αρχαία στοιχεία χάθηκαν πολύ νωρίς από την
γλώσσα, άλλα πολύ αργότερα και άλλα δεν χάθηκαν ποτέ και επιζούν και σήμερα. Από το
αρχαίο λεξιλόγιο πολλές χιλιάδες αρχαίες λέξεις, άχρηστες πια στην Κοινή Νεοελληνική,
διατηρούνται μέχρι σήμερα σε διαλέκτους και ιδιώματα. Παρόμοια είναι η μοίρα των
νεωτερισμών.

Σκόπιμο είναι σε αυτό το σημείο να αποσαφηνιστεί πως ο όρος «Νεοελληνική Γλώσσα»


στην επιστήμη της Γλωσσολογίας, δεν καλύπτει μόνο τη σημερινή κοινή Νεοελληνική, αλλά
περιλαμβάνει κάθε μορφή νεοελληνικού λόγου που συναντάμε από τους πρόποδες του
Καυκάσου μέχρι τις χερσονήσους στην Κάτω Ιταλία και από τους πρόποδες του Αίμου μέχρι
και την Κύπρο. Όλες οι νεοελληνικές διάλεκτοι και όλες οι τοπικές παραλλαγές της
νεοελληνικής κοινής συνθέτουν τη σημερινή νεοελληνική γλώσσα. Έτσι, τη νέα ελληνική
συνθέτουν τέσσερις βασικές διάλεκτοι.

Η Ποντιακή, η Κατωϊταλική, η Καππαδοκική και η Τσακωνική. Η Ποντιακή και η


Καππαδοκική ξεκίνησαν με την αταλλαγή των Πληθυσμών το 1922 και πλέον
αργοπεθαίνουν λόγω της ισοπεδωτικής επίδρασης της κοινής Νεοελληνικής. Η Τσακωνική
ομιλείται από λίγες χιλιάδες κατοίκους στα χωριά της Κυνουρίας στην Πελοπόννησο. Η
Κατωϊταλική επιζεί στα τελευταία υπολείμματα του αρχαίυ αποικιακού κόσμου της Μεγάλης
Ελλάδας στις άκρες των δύο χερσονήσων της νότιας Ιταλίας. Σε κάθε νεότερη η γενιά, τόσο
η Τσακωνική όσο και η Κατωϊταλική διάλεκτοι υποχωρούν στην χρήση τους, η πρώτη από
την κοινή Νεοελληνική και η δεύτερη από την Ιταλική.

Εκτός από αυτές τις τέσσερις διαλέκτους, σε όλες τις υπόλοιπες ελληνικές περιοχές
ομιλούνται τοπικές παραλλαγές της κοινής Ελληνικής, που ονομάζονται ιδιώματα. Σε αυτά
τα ιδιώματα, κυρίως στα πελοποννησιακά, στηρίχθηκε η σημερινή κοινή γλώσσα μας.

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
Η καθαρεύουσα

Πρόκειται για νεοελληνικό γλωσσικό ιδίωμα, το οποίο δημιουργήθηκε από τους λόγιους σαν
γραπτή γλώσσα κατά το 18ο και 19ο αιώνα με σκοπό την εκκαθάριση της ελληνικής γλώσσας
από κάθε ξένο ή επιζήμιο γλωσσικό παράγοντα. Αντικαταστάθηκαν λέξεις τουρκικής
προέλευσης με ελληνικές. Στην αρχή η καθαρεύουσα διακρινόταν για την άκαμπτή
αυστηρότητά της, η οποία με τον καιρό χαλάρωσε.

Η καθαρεύουσα αποτελείται από δύο κατηγορίες λέξεων: α) λέξεις αρχαίες αυτούσιες από
την αρχαία ελληνική γλώσσα, από τις οποίες κάποιες είχαν διαρκή παρουσία στον προφορικό
λόγο (π.χ. ψυχή, άνθρωπος) ενώ κάποιες άλλες έπαψαν να χρησιμοποιούνται για κάποιο
χρονικό διάστημα και μετά επαναχρησιμοποιήθηκαν (π.χ. βουλευτής, άγαλμα) και β) λέξεις
οι οποίες δημιουργήθηκαν βάσει των γραμματικοσυντακτικών και λεξιλογικών κανόνων της
αρχαίας ελληνικής γλώσσας με σκοπό την απόδοση νέων επιστημονικών όρων στα νέα
ελληνικά (π.χ. βιολογία, αλεξίπτωτο).

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
Η καθαρεύουσα αποτελούσε μία επίπλαστη μορφή επικοινωνίας, η οποία δομήθηκε για να
υπηρετήσει συγκεκριμένους κοινωνικοπολιτικούς σκοπούς , στηριζόμενη στην
αρχαιολατρία, αλλά οτιδήποτε μη φυσικό δε χωράει στην απρόσκοπτη ανθρώπινη
επικοινωνία.

Ωστόσο, αν και σταδιακά η καθαρεύουσα έχανε διαρκώς έδαφος η επιρροή της ήταν
τεράστια στη δόμηση του νεοελληνικού λεξιλογίου. Ακόμη και στις μέρες μας δίνεται μάχη
για την επικράτηση τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό επίπεδο λέξεων λόγιου ή λαϊκού
επιπέδου, με σκοπό την απόδοση κύρους στα λεγόμενά μας. Για παράδειγμα, λέξεις και
φράσεις όπως ανελκυστήρας αντί για ασανσέρ(δάνειο), οπωροπώλης αντί για μανάβης, ο
πληθυσμός νοσεί αντί για ο κόσμος αρρωσταίνει και πολλές άλλες υπογραμμίζουν την
έντονη επίδραση της καθαρεύουσας η οποία φτάνει ως τις μέρες μας.

Η δημοτική γλώσσα

Η κοινή νέα ελληνική γλώσσα ομιλείται από σχεδόν όλο τον ελληνικό λαό. Πάντοτε, κατά
τους τελευταίους αιώνες, ήταν η «δημώδης», η καθομιλούμενη και η απλοελληνική γλώσσα.
Μέχρι την ολοκληρωτική επικράτηση της δημοτικής γλώσσας, υπήρχαν μικροδιαφορές
ανάμεσα στον προφορικό και τον γραπτό λόγο. Η γραπτή γλώσσα των λογίων, θέλοντας να
μιμηθεί ή να προσεγγίσει την αρχαία αττική διάλεκτο, περιφρονούσε την γλώσσα του λαού
κάθε φορά και αποτέλεσε τροχοπέδη στην γραπτή της εξέλιξη, αλλά ταυτόχρονα και στην
πνευματική εξέλιξη του λαού. Η απομάκρυνση του γραπτού λόγου από τον προφορικό
υπήρξε επιζήμια. Ζητούσαν, και ενίοτε ζητείται ακόμη, από τον λαό να γράφει σε μια
γλώσσα που δεν ομιλεί και που αγνοεί. Την αντινομία αυτή και τον κίνδυνο για τη μόρφωση
του λαού εντόπισαν ορισμένοι πνευματικοί άνθρωποι της εποχής και δοκίμασαν να
απλοποιήσουν την γραπτή γλώσσα, να την πλησιάσουν κάπως προς την ομιλούμενη ή να
χρησιμοποιήσουν λαϊκούς γλωσσικούς τύπους.

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
. Το 16ο και 17ο αιώνα γράφτηκαν στην ενετοκρατούμενη Κρήτη, στην κοινή ομιλούμενη,
έργα άρτια λογοτεχνικά, με πολλούς βέβαια ιδιωματισμούς(Ερωτόκριτος, Ερωφίλη, Η θυσία
του Αβραάμ, Η βοσκοπούλα). Δυστυχώς αυτή η προσπάθεια της κρητικής εστίας διακόπηκε
από την κατάκτηση της Κρήτης από τους Οθωμανούς. Ο λαός όμως άρχισε να
συνηδειτοποιεί την ανάγκη της έκφρασης των πόθων και των πόνων του με την γλώσσα που
μιλούσε κι έτσι δημιουργήθηκε το δημοτικό τραγούδι, που έδωσε λαμπερά δείγματα λαϊκής
γλώσσας, παράλληλα με τη λαμπρή ποιητική έκφραση.

Η πρώτη δοκιμή συστηματικής καλλιέργειας της δημοτικής γλώσσας στην ποίηση και τον
πεζό λόγο έλαβε χώρα στο τέλος του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα από τους Καταρτζή,
Φιλιππίδη, Βηλαρά και Χριστόπουλο. Η γλώσσα τους βέβαια δεν είναι ομοιόμορφη, αλλά
πλησιάζει την γλώσσα των δημοτικών τραγουδιών και τη σημερινή. Σημαντική είναι και η
συμβολή του Κοραή στη δημιουργία γραπτής δημοτικής γλώσσας. Η Επτανησιακή Σχολή
(Σολωμός, Μαρκοράς, Πολυλάς, Μαβίλης, Θεοτόκης, Βαλαωρίτης) καλλιέργησε με μεγάλη
επιμέλεια τη δημοτική γλώσσα και την ύψωσε σε επιτυχημένο λογοτεχνικό όργανο.

Το 1888, με το «Ταξίδι» του Ψυχάρη ανοίγονται νέοι δρόμοι για την επικράτηση της
δημοτικής ελληνικής γλώσσας πρώτα στη Λογοτεχνία και ύστερα στην Παιδεία. Ο Ψυχάρης
διατύπωσε σημαντικές αλήθειες για την γλώσσα του λαού και ζήτησε να επικρατήσει το
λεξιλόγιο, η φωνητική, η γραμματική και το συντακτικό της. Ταυτόχρονα, το «Ταξίδι» του
Ψυχάρη πυροδότησε το γλωσσικό πρόβλημα. Από τότε και ύστερα, η δημοτική γλώσσα
παρά την εντονότατη αντίδραση των καθαρευουσιάνων, κέρδιζε συνεχώς έδαφος. Σημαντική
για την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας ήταν και η συμβολή των Παλαμά, Πάλλη,
Εφταλιώτη, Βλαστού, Γιαννίδη και όλων σχεδόν των λογοτεχνών του 20 ου αιώνα.

Σήμερα, όλη η Λογοτεχνία (ποίηση, πεζογραφία, θέατρο, κριτική, δοκίμιο) γράφεται στην
κοινή νέα ελληνική . Ακόμα, ο περιοδικός και ο ημερήσιος Τύπος, σχεδόν όλος, γράφεται
στη νέα ελληνική. Από το 1974, η διδασκαλία της νέας ελληνικής γλώσσας έγινε
υποχρεωτική σταδιακά σε όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης αρχίζοντας από τις πρώτες
τάξεις του Δημοτικού. Η καθαρεύουσα διατηρεί τις θέσεις της κυρίως στο δικανικό λόγο.
Ένα ακόμα τελευταίο προπύργιο της καθαρεύουσας παραμένει ο εκκλησιαστικός λόγος.

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
-

Τα χαρακτηριστικά της κοινής ελληνικής γλώσσας

Η σημερινή κοινή νέα ελληνική γλώσσα διαμορφώθηκε με βάση τα νότια ιδιώματα και
κυρίως αυτά της Πελοποννήσου. Στην κοινή νεοελληνική γράφονται σήμερα η λογοτεχνία
κάθε μορφής, το θέατρο, τα σχολικά βιβλία, η επιστήμη, σχεδόν ολόκληρη η ύλη του
καθημερινού Τύπου και κάθε τομέας της πνευματικής μας ζωής. Ακόμη και στον
επιστημονικό και φιλοσοφικό στοχασμό και στην πανεπιστημιακή διδασκαλία
χρησιμοποιείται η νέα ελληνική. Ωστόσο, η παρουσία στοιχείων του γλωσσικού παρελθόντος
είναι έντονη σε ποικίλες επικοινωνιακές περιστάσεις..

Τα γραμματικά χαρακτηριστικά της κοινής νέας ελληνικής σε σχέση με τη μεσαιωνική και


την αρχαία κοινή, από τις οποίες και προέρχονται ως ένα βαθμό, είναι τα ακόλουθα:

1. Φωνήεντα
2. Σύμφωνα
3. Κλίση
4. Παραγωγή

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
5. Σύνθεση
6. Σύνταξη
7. Λεξιλόγιο
8. Ορθογραφία

Η (λόγια) μορφολογία της νέας ελληνικής

Με τον όρο μορφολογία εννοούμε τον κλάδο της γλωσσολογίας, ο οποίος εξετάζει και
διερευνά τα μορφήματα, δηλαδή τα μικρότερα τμήματα της γλώσσας, τα οποία αναλόγως
των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους συνδυάζονται με σκοπό τη δημιουργία μεγαλύτερων
γλωσσικών μονάδων (Μαγουλάς, 2017). Ως γλωσσολογικός κλάδος στρέφει την προσοχή
του στη μορφή την οποία λαμβάνουν οι λέξεις με την κλίση, τη σύνθεση και την παραγωγή.

Οι μονάδες μορφολογικής ανάλυσης είναι οι εξής:


Α) η λέξη: η μικρότερη μονάδα του λόγου συναντάται με τρεις κύριες μορφές. Πρώτον, ως
τύπος δηλαδή ως φωνολογική ή ορθογραφική λέξη μέσα σε ένα κείμενο. Δεύτερον ως
γραμματική/ μορφοσυντακτική λέξη και τρίτον ως κάτι περισσότερο αφηρημένο αφού
άλλοτε κάποιοι τύποι θεωρούνται ως μία λέξη (π. χ. γράφω- γράφετε) και άλλοτε ως
διαφορετικές λέξεις (π.χ. γραφέας- γραμμένο).
Β) το μόρφημα: ο όρος μόρφημα δηλώνει τα διάφορα μορφολογικά στοιχεία (καταλήξεις,
ρίζες, κ.ά.). Στην Ευρώπη κυρίως ο όρος μόρφημα συναντάται συνηθέστερα με τον όρο
μορφή, ο οποίος λαμβάνει πιο γενικευμένη έννοια. (Μαγουλάς, 2017)

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
Η λόγια μορφολογία της κοινής νεοελληνικής καθιστά δυναμική την παρουσία της στα
σχολικά εγχειρίδια, τα λεξικά και τις γραμματικές της γλώσσας, με ασαφή ωστόσο κριτήρια
και ακανόνιστες μεθόδους. Καταρχάς, τα σχολικά εγχειρίδια συνηθίζουν να ανάγουν τα
λόγια στοιχεία στην ετυμολογική τους προέλευση, με επικρατέστερη την: «αρχαία
ελληνικά», αυθαιρετώντας πολλάκις ως προς αυτή την αναγωγή (Αναστασιάδη- Συμεωνίδη
& Φλιάτουρας, 2018). Από την άλλη πλευρά, η λόγια μορφολογία στα λεξικά της
νεοελληνικής δηλώνεται κατά κύριο λόγο με χρηστικά σημεία τα οποία καταδεικνύουν το
επίπεδο επισημότητας του ύφους ( επίσημο- ανεπίσημο) (Αναστασιάδη- Συμεωνίδη &
Φλιάτουρας, 2019). Ωστόσο, και στη συγκεκριμένη περίπτωση παρατηρείται έλλειψη
συστηματικότητας και μεθοδικότητας. Τέλος, οι νεοελληνικές γραμματικές στο σύνολό τους
(είτε σχολικές είτε άλλες) πραγματοποιούν αυθαίρετες γενικεύσεις όσον αφορά την
προέλευση και τη λειτουργία των λόγιων στοιχείων στη γλώσσα (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη
& Φλιάτουρας, 2019).

Στο σημείο αυτό αξίζει να τονίσουμε πως τα λόγια στοιχεία της νέας ελληνικής αποτελούν
κατάλοιπο συγχρονίας ενός μακρινού παρελθόντος διγλωσσίας. Ως τέτοια απεικονίζουν την
αλληλεπίδραση δύο διαφορετικών γλωσσικών παραδόσεων, στις οποίες μπορούμε να
διακρίνουμε με σαφήνεια την προέλευση και τις διαφοροποιημένες χρήσεις τους
(Αναστασιάδη- Συμεωνίδη & Φλιάτουρας, 2019).

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
Το λεξιλόγιο της ελληνικής

Το ελληνικό λεξιλόγιο είναι βασικός μάρτυρας της συνεχούς πορείας της ελληνικής
γλώσσας. Οι σύγχρονες ελληνικές λέξεις είναι κυρίως νεωτερισμοί, δεν είναι αρχαίες,
μετακλασικές, μεσαιωνικές ή νεοελληνικές. Υπάρχουν λέξεις όπως τα ρήματα αγαπώ-
αναλύω-αναπνέω και ακούω που είτε αυτούσιες είτε ελαφρώς αλλοιωμένες ή και με
διαφορετική σημασία, όπως οι λέξεις αγορά και άγγελος, οι οποίες ανήκουν στην ομηρική
ελληνική και χρησιμοποιούνται μέχρι και σήμερα.

Η ελληνική γλώσσα έχει δανειστεί πολλές λέξεις, όρους και φράσεις από την γλωσσική της
παράδοση προκειμένου να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις γλώσσες των ξένων
κατακτητών (Οθωμανοί, Βένετοι, Φράγκοι). Πολλές λέξεις που υιοθετήθηκαν από την
γλώσσα των εκάστοτε κατακτητών, με το κίνημα κυρίως του Αδαμάντιου Κοραή,
εκκαθαρίστηκαν και αντικαταστάθηκαν με ελληνικές λέξεις με προέλευση από την αρχαία
ελληνική γλώσσα και από την καθαρεύουσα. Έτσι, ο υποτιθέμενος κίνδυνος να
«μιγαδοποιηθεί» η ελληνική γλώσσα, αποσοβήθηκε.

Με τον όρο λεξιλόγιο εννοούμε το σύνολο των υπαρκτών λέξεων μίας γλώσσας, σε μία
ορισμένη χρονική περίοδο, τις οποίες γνωρίζουν είτε ενεργητικά είτε παθητικά οι ομιλητές
της (Ξυδόπουλος, 2008). Οι λέξεις τις οποίες χρησιμοποιούμε, αν και διαθέτουν πολλά κοινά
χαρακτηριστικά ως λέξεις της νέας ελληνικής, διαφέρουν μεταξύ τους τόσο ως προς τη

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
μορφή τους (απλές, σύνθετες) όσο κι ως προς τη σημασία τους (λεξικές-γραμματικές λέξεις).
Βάσει των προαναφερθέντων διαφοροποιήσεων οι λέξεις του λεξιλογίου της νέας ελληνικής
χωρίζονται στις εξής κατηγορίες:

 Κληρονομημένες λέξεις: λέξεις με αδιάκοπη παρουσία στην ελληνική γλώσσα παρά


τις εξελικτικές διαδικασίες (π.χ. θάλασσα, ψυχή, μητέρα).
 Νεότερες λαϊκές λέξεις: λέξεις, οι οποίες σχηματίστηκαν στο πρόσφατο ελληνικό
γλωσσικό παρελθόν ή έρχονται ως δάνεια από άλλες γλώσσες (π.χ. πόρτα,
οστεοαρθρίτιδα, βράχος).
 Λόγιοι νεολογισμοί: πρόκειται για λέξεις επινοημένες από τους λόγιους-
μορφωμένους, οι οποίες στηρίζονται στην αρχαία ελληνική(π.χ. αλληλογραφώ).
 Λόγια δάνεια από τα νέα ελληνικά: αφορά λέξεις οι οποίες εντοπίζονταν στο
λεξιλόγιο της ελληνικής , στη συνέχεια σταμάτησαν να χρησιμοποιούνται και μετά
από επιδράσεις ξένων( Άγγλων- Γάλλων) ξαναχρησιμοποιήθηκαν ( π.χ. δημοκρατία).
 Δάνεια από τα διεθνή ελληνικά: πρόκειται για στηριζόμενους στην αρχαία ελληνική,
ενίοτε και στη λατινική όρους επιστημονικής, φιλοσοφικής και άλλης προέλευσης οι
οποίοι υπάρχουν στο λεξικό των ευρωπαϊκών χωρών (π.χ. φιλοσοφία, οικολογία).
 Δάνεια: είναι οι προσαρμοσμένες(π.χ. το παλτό- τα παλτά) ή μη (π.χ. κοντέρ) λέξεις
άλλων γλωσσών, οι οποίες χρησιμοποιούνται στη γλώσσα μας.
(Γιαννουλοπούλου, 2012)

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
Η πορεία διαμόρφωσης της Κοινής Νεοελληνικής

Όταν μια γλώσσα έχει συνεχή παράδοση μέσα στους αιώνες και τις χιλιετίες, τόσο στον
προφορικό όσο και στον γραπτό της λόγο, είναι δύσκολο να χαραχθούν διαχωριστικές
γραμμές για να ορίζουν τις γλωσσικές περιόδους της. Συχνά τα όρια αυτά είναι περισσότερο
ιστορικά, παρά γλωσσικά. Συμβατικά χωρίζουμε το όριο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας με
την Αλεξανδρινή στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Καθώς την περίοδο εκείνη, η
Αττική διάλεκτος που μεσουρανούσε στον ελληνικό χώρο από τον Χρυσό αιώνα του
Περικλή, καθιερώθηκε ως διοικητική γλώσσα σε ολόκληρη την επικράτεια του μακεδονικού
κράτους μέχρι και τη σημερινή Ινδία.

Μεγάλη σημασία έχει επίσης και το ζήτημα αναφορικά με τον προσδιορισμό της χρονικής
στιγμής που ξεκίνησε η γλωσσική ιστορία μας. Τυπικά, η ιστορία μιας γλώσσας ξεκινά την
χρονολογία που σώζονται οι πρώτες γραπτές της μαρτυρίες. Για την ελληνική γλώσσα, η
χρονική αυτή στιγμή ήταν το τέλος του 8ου π.Χ. αιώνα. Μετά την αποκρυπτογράφηση της
Μυκηναϊκής Γραμμικής Γραφής Β’ (1953, Βέντρις και Τσάντγουϊκ), οι απαρχές της ιστορίας
της ελληνικής γλώσσας μετατέθηκαν 6 αιώνες νωρίτερα. Συνεπώς, για την ελληνική γλώσσα,
τουλάχιστον, ο ορισμός των απαρχών της είναι καθαρά συγκυριακός και εξαρτάται από μη
γλωσσικούς καθαρά παράγοντες.

Η νέα ελληνική γλώσσα κυρίως στα δομικά στοιχεία και λιγότερο στα μορφοσυντακτικά
χαρακτηριστικά, ανάγεται στους χρόνους της Αλεξανδρινής Κοινής, το αργότερο μέχρι και
την πρώιμη βυζαντινή περίοδο (6ος-12ος αιώνας). Τη βυζαντινή περίοδο (12ος-15ος αιώνας) η
νέα ελληνική γλώσσα έχει πλήρως διαμορφωθεί. Ουσιαστικά, δηλαδή οι απαρχές της νέας

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
ελληνικής γλώσσας δεν βρίσκονται στο 19ο αιώνα με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους,
όπως θεωρείται συμβατικά, αλλά ανάγονται στους πρώτους πρωτοχριστιανικούς αιώνες.

Η ελληνική γλώσσα είναι μία γλώσσα όπως όλες οι ανθρώπινες γλώσσες του κόσμου και ως
τέτοια δε θα μπορούσε να αποφύγει την άκρως θεμιτή, φυσική και επιβεβλημένη γλωσσική
αλλαγή, η οποία συμβάλλει στην ουσιαστική εξέλιξη των γλωσσών, ως μέσων που
υπηρετούν κι ικανοποιούν τις ανθρώπινες ανάγκες. Αλλαγές έλαβαν χώρα και στο λεξιλόγιό
της προκειμένου να καλυφθούν λεξιλογικά οι καινούριες έννοιες που ήταν αναγκαίες σε κάθε
χρονική περίοδο της ιστορίας της. Οι καινούριες λέξεις έχουν στόχο της κάλυψη των
αναγκών της καθημερινής ζωής του ελληνικού λαού. Όσο η ζωή συνεχίζεται, ολοένα και
καινούριες λέξεις θα προστίθενται στο ελληνικό λεξιλόγιο, ενώ άλλες που δεν χρειάζονται
πια θα περνούν στη λήθη.

Μπορούμε εύκολα να συμπεράνουμε πως η ελληνική γλώσσα υπέστη πολλές αλλαγές στο
πέρασμα των χρόνων κι είναι απαραίτητο στο σημείο αυτό να καταστήσουμε σαφές πως η
νέα ελληνική αποτελεί μία νέα αυτόνομη κι ανεξάρτητη γλώσσα, χωρίς να συνεχίζει την
προκάτοχό της την αρχαία ελληνική. Οι δύο αυτές γλώσσες φυσικά σχετίζονται μεταξύ τους,
αλλά δεν ταυτίζονται ούτε αλληλοεξαρτώνται. Υπάρχει συνάφεια αλλά όχι συνέχεια
ανάμεσά τους.(Αναστασιάδη- Συμεωνίδη & Φλιάτουρας, 2004).

Η ελληνική γλώσσα, ήδη από την αρχαιότητα, εμφάνιζε μία τάση γλωσσικής πόλωσης
ανάμεσα σε λόγιες και μη λόγιες φράσεις. Ωστόσο, η διγλωσσία δεν αποτελεί αποκλειστικό
χαρακτηριστικό της γλώσσας μας, καθώς εκδηλώνεται στην πλειοψηφία των πρότυπων
γλωσσών ως μέσο καθορισμού του ανάλογου ύφους (Αναστασιάδη- Συμεωνίδη &
Φλιάτουρας, 2004:4, Αναστασιάδη- Συμεωνίδη & Φλιάτουρας, 2019:57). Η μοναδικότητα
της περίπτωσής μας έγκειται στον βαθμό και στην έκταση του φαινομένου, καθιστώντας
κατά αυτόν τον τρόπο την ελληνική κλασσικό φαινόμενο διγλωσσίας (Αναστασιάδη-
Συμεωνίδη & Φλιάτουρας, 2004:4, Αναστασιάδη- Συμεωνίδη & Φλιάτουρας, 2019:57). Ας
εξετάσουμε πιο αναλυτικά την πορεία διαμόρφωσης της κοινής νεοελληνικής.

Εκκινώντας από την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η γλωσσική απεικόνιση της χώρας μας
εμφάνιζε έντονη ποικιλότητα, τόσο σε διαχρονικό όσο και σε συγχρονικό επίπεδο. Η Ελλάδα
χαρακτηριζόταν από γλωσσική ανομοιογένεια, καθώς οι πολυσύνθετες πολιτικές και
διοικητικές συνθήκες ενίσχυαν την αλληλεπίδραση των κατά τόπους διαλέκτων με την κοινή
ελληνική. Η στενή συνοριακή σχέση ορισμένων περιοχών με άλλους λαούς, ή ακόμα και η
καθημερινή συνύπαρξη με αλλόγλωσσους, καθιστούσαν πιο ασαφή τον γλωσσικό χάρτη

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
εκείνων των περιοχών. Στον αντίποδα, η γραπτή μορφή της γλώσσας συνιστούσε την ευγενή,
υψηλή και έχουσα το απόλυτο κύρος λόγια γλώσσα, την οποία συναντούσε κανείς στα
επίσημα έγγραφα, τα ιερά κείμενα και γενικότερα στους εγγράμματους κύκλους. Στο σημείο
αυτό αξίζει να αναφερθεί πως η προαναφερθείσα συγκρουσιακή σχέση μεταξύ των δύο
κατηγοριών οδηγούσε συχνά σε εκφάνσεις γλωσσικού ρατσισμού, δημιουργώντας ανάμικτα
θετικά και αρνητικά συναισθήματα στους ομιλητές και σαφέστατα δυσχεραίνοντας την
ελεύθερη έκφραση των ατόμων στις εκάστοτε επικοινωνιακές περιστάσεις (Αναστασιάδη-
Συμεωνίδη & Φλιάτουρας, 2019).

Επιπροσθέτως, η γλωσσική διαφοροποίηση καθιστούσε τη γλώσσα μέσο ανάπτυξης


διακρίσεων μεταξύ των ανθρώπων τόσο σε κοινωνικό όσο και σε πολιτιστικό επίπεδο.
Σταδιακά η γλώσσα χωρίστηκε επισήμως σε δύο τύπους: τη δημοτική (λαϊκή) και
καθαρεύουσα (λόγια). Η δημοτική ήταν η φυσική- προφορική γλώσσα επικοινωνίας των
ανθρώπων, η οποία εκφραζόταν αβίαστα από τους φυσικούς ομιλητές της ελληνικής. Δεν
απαιτούσε προσχέδια και πομπώδες ύφος, παρά μόνο αυθορμητισμό και ελεύθερη σκέψη.
Αντιθέτως, η καθαρεύουσα ήταν η λόγια μορφή, η οποία δημιουργήθηκε κατά τον 18 ο αιώνα,
αποσκοπώντας συλλήβδην στην απόδοση κύρους στην ελληνική γλώσσα, δημιουργώντας
ομιλητές δύο ταχυτήτων. Εμπνευσμένος από τις αρχές του διαφωτισμού, ο Αδαμάντιος
Κοραής πρότεινε την καθαρεύουσα, ώστε να εξαλειφθούν από το λεξιλόγιο της ελληνικής
όλα τα ξένα στοιχεία τα οποία είχαν παρεισφρήσει, καθώς θεωρούσε τη γλώσσα ένα ισχυρό-
πρώτο μέσο «καθαρισμού» ολόκληρου του ελληνικού γένους (Δελβερούδη, 2008). Στη
δημιουργία της χρησιμοποιήθηκε πληθώρα τύπων της αρχαίας ελληνικής και το πολυτονικό
σύστημα (Δελβερούδη, 2008). Η καθαρεύουσα θεωρήθηκε προπομπός μεγάλων
κοινωνικοπολιτικών αλλαγών, οι οποίες θα εξύψωναν το εθνικό φρόνημα και θα και θα
συντελούσαν στην ολοκληρωτική αλλαγή των μέχρι τότε εσωτερικών συνιστωσών.

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
Το Γλωσσικό ζήτημα

Αποτελεί ένα καθαρά ελληνικό πρόβλημα, που αναφέρεται στη διαμάχη ανάμεσα στην
καθαρεύουσα και τη δημοτική. Ο πρώτος που έθεσε ζήτημα δημοτικής γλώσσα ήταν ο Ν.
Σοφιανός από την Κέρκυρα. Έναν περίπου αιώνα μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης
με τη «Γραμματική της απλής γλώσσης» έγινε ο πρώτος θεωρητικός και ταυτόχρονα
πρακτικός θιασώτης αυτής.

Τη μεγάλη του ένταση, όμως, γνώρισε το γλωσσικό ζήτημα κυρίως στα προεπαναστατικά
χρόνια. Όλοι όσοι γράφουν αισθάνονται την ανάγκη να διακηρύξουν τη θέση τους πάνω σε
αυτό το ζήτημα, να στηρίξουν με όλη τους την επιστημονική δύναμη και το κύρος τους τις
απόψεις τους και να πολεμήσουν τους οπαδούς των αντίθετων απόψεων. Κορυφαίοι
δημοτικιστές τότε ήταν ο Ρήγας, ο , ο Κωνσταντάς, ο Βηλαράς και ο Χριστόπουλος. Στην
αντίθετη παράταξη ανήκαν ο Νικηφόρος Μηνιάτης, ο Ευγένιος Βούλγαρις, ο Νεόφυτος
Δούκας, ο Κοδρικάς κ.ά..

Την ίδια εποχή ο Αδαμάντιος Κοραής υποστήριζε τη «μέση οδό» και πρότεινε μια γλώσσα-
μείγμα, ενιαία οργανωμένη και εύχρηστη και κατανοητή από όλους. Το ζήτημα όμως αυτό
δεν βρήκε τη λύση του και συνέχισε για πολλές δεκαετίες να κανονίζει την ανέλιξη της
λογοτεχνίας μας. Ο Διονύσιος Σολωμός πήρε θέση υπέρ της δημοτικής στο «Διάλογό» του.
Τον ακολούθησαν όλοι οι λογοτέχνες της Επτανησιακής Σχολής (Ιάκωβος Πολυλάς, Γ.

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
Τερτσέτης, Ανδρέας Λασκαράτος, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Λορέντζος Μαβίλης κ.ά.). Οι
Φαναριώτες, όμως, και η Παλαιά Αθηναϊκή Σχολή αντέδρασαν με τους αδελφούς Σούτσους,
τον Αλ. Ραγκαβή, τον Ηλ. Τανταλίδη, τον Ι. Καρασούτσα, το Δημήτρη Παπαρρηγόπουλο,
τον Αχιλλέα Παράσχο κ.ά.. Αργότερα, ο Κωστής Παλαμάς έριξε το βάρος του στη Δημοτική
και τον ακολούθησε η Νέα Αθηναϊκή Σχολή. Το 1888, ο Ιωάννης Ψυχάρης εξέδωσε το
«Ταξίδι» του, όπου την καθαρεύουσα την θεωρούσε κατασκεύασμα τεχνητό και μοναδική
αληθινή γλώσσα τη δημοτική. Από τότε η δημοτική κέρδισε διαρκώς έδαφος και τελικά
επιβλήθηκε στη λογοτεχνία. Ο δικανικός γραπτός και προφορικός λόγος και η γλώσσα της
διοίκησης και των επιστημών συνέχισαν να αντιστέκονται. Η δημοτική καθιερώθηκε, το
1964, και στην εκπαίδευση, με εξαίρεση την επταετία της δικτατορίας (1967-1974).

Το γλωσσικό ζήτημα, όπως ήδη αναφέρθηκε, αφορούσε τη διαμάχη ανάμεσα στην


καθαρεύουσα και τη δημοτική ελληνική γλώσσα και ταλάνισε τον τόπο μας τους τελευταίους
αιώνες. Επηρέασε ολόκληρη την ελληνική γλώσσα και ιδιαίτερα το λεξιλόγιο.
Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αρχαϊστών αποτέλεσαν οι Νεόφυτος Δούκας και Παναγιώτης
Κοδρικάς. Στις πρώτες δεκαετίες του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, ο πολιτικός και ο
διοικητικός τομέας στηρίζεται στη μορφή της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και η
καθαρεύουσα μέχρι και τα μέσα του 19ου αιώνα ολοένα και περισσότερο εξαρχαΐζεται. Το
έργο του Παναγιώτη Σούτσου με τίτλους «Νέα σχολή του γραφομένου λόγου» ή «Ανάστασις
της αρχαίας ελληνικής γλώσσης» που εκδόθηκε το 1853, ουσιαστικά προωθεί την πλήρη
επιστροφή στην αρχαία ελληνική γλώσσα. Το 1856, με βασιλικό διάταγμα επί βασιλείας του
Όθωνα, ορίζεται ως σχολική γραμματική, η αρχαία ελληνική γραμματική. Στη διαμόρφωση
της εθνικής καθαρεύουσας συνέβαλε και ο Κωνσταντίνος Κόντος που προσπάθησε να
αναβιώσει στο 19ο αιώνα τον αττικισμό. Η γλώσσα αυτή δεν ήταν εφικτό να ομιληθεί από
την πλειοψηφία των Νεοελλήνων. Οι αντιδράσεις ξεκίνησαν και λόγοι όπως η παρακμή των
Φαναριωτών και οι σπουδές των νέων στο εξωτερικό που τους απομάκρυναν από την
εγχώρια λόγια παράδοση, οδήγησαν στην απαρχή του γλωσσικού ζητήματος. Ακόμη, η
διάδοση της λογοτεχνίας και η δημοτική ιδιωματική γλώσσα των Επτανήσων και της Κρήτης
ειδικά μετά την ένωσή τους με την Ελλάδα (1864 και 1913, αντίστοιχα), η ανακάλυψη των
δημοτικών τραγουδιών και των ποικίλων ελληνικών διαλέκτων σε συνδυασμό με το ολοένα
και αναπτυσσόμενο ενδιαφέρον για την ελληνική λαογραφία, οδήγησαν στην επανεκτίμηση
της κοινής δημοτικής ελληνικής γλώσσας.

Το γλωσσικό ζήτημα συνεχίστηκε με τις αντιμαχόμενες απόψεις του Ρήγα Φεραίου, του
Αθανάσιου Χριστόπουλου, του Ιωάννη Βηλαρά και του Διονύσιου Σολωμού προς τους

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
Σούτσους και τους υπόλοιπους Φαναριώτες. Στη συνέχεια, κορυφώθηκε με τη διαμάχη του
Ψυχάρη και των Ψυχαριστών με τον Χατζηδάκη και τους υποστηρικτές της λόγιας
παράδοσης. Στη διείσδυση της δημοτικής γλώσσας στον πολιτισμικό, κοινωνικό και πολιτικό
χώρο συνέβαλε και ο Εμμανουήλ Ροΐδης με τα έργα του «Περί της σημερινής ελληνικής
γλώσσης» (1885) και «Τα είδωλα» (1893) και η λογοτεχνική εργογραφία της Νέας
Αθηναϊκής Σχολής με κυριότερο εκφραστή της τον Κωστή Παλαμά.

Τα γεγονότα που προκλήθηκαν, το 1901, με τη μετάφραση της Καινής Διαθήκης


(«Ευαγγελικά») και, το 1903, με τη μετάφραση της Ορέστειας («Ορεστειακά») οδήγησαν σε
έντονη πολιτική κρίση. Ο Κωστής Παλαμάς, ως Γενικός Γραμματέας του Πανεπιστημίου
Αθηνών, έλαβε διοικητικές ποινές. Το 1901, ψηφίζεται με συνταγματική διάταξη επίσημη
γλώσσα του κράτους η καθαρεύουσα. Το 1914, στη Δίκη του Ναυπλίου, ο Αλέξανδρος
Δελμούζος και οι συνεργάτες του κατηγορήθηκαν αναφορικά με τη λειτουργία του
Παρθεναγωγείου στο Βόλο περί βλάβης των ηθών και αθεΐας. Ο γλωσσικός διχασμός πλέον
μετατρέπεται σε γλωσσικό εμφύλιο και τελικά φθάνει στο σημείο να χαθούν ανθρώπινες
ζωές.

Το ζητούμενο ήταν η καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας, που θα διδάσκεται


στο Σχολείο, θα χρησιμοποιείται στη Διοίκηση και τις Επιστήμες και θα αποτελεί την
επίσημη προφορική και γραπτή έκφραση του ελληνικού έθνους. Το θέμα απασχόλησε αρχικά
τους λόγιους του Διαφωτισμού με ηγετική μορφή τον Αδαμάντιο Κοραή, οι οποίοι πρώτοι
συνειδητοποιούν ότι το ελληνικό Γένος δεν μπορεί να μορφωθεί, για να διεκδικήσει την
ελευθερία του, χωρίς να φτάσει στην Παιδεία μέσα από την μητρική ομιλούσα γλώσσα. Οι
περισσότεροι αγωνιστές για την Παιδεία του υπόδουλου ελληνικού λαού υποστηρίζουν την
κοινή ελληνική γλώσσα, την απλούστερη προφορική γλώσσα. Ανάμεσά τους και οι Άνθιμος
Γαζής, Κωνσταντίνος Κούμας και Θεόκλητος Φαρμακίδης. Ωστόσο, υπάρχουν και λόγιοι
που αντιτίθενται στις θέσεις του Κοραή, όπως ο Νεόφυτος Δούκας και ο Στέφανος Κομητάς.
Για διαφορετικό λόγο, ως υπερασπιστές μιας ακραιφνούς, αμιγώς λαϊκής δημοτικής
γλώσσας, αντιτίθενται στη διδασκαλία του Κοραή και ο Χριστόπουλος, ο Ιωάννης Βηλαράς
και ο Διονύσιος Σολωμός. Σημείο της αντίθεσης είναι ο «καθαρισμός» και η «διόρθωση» της
γλώσσας που προτείνει ο Κοραής, μέσα στον οποίο περιλαμβάνει και απομάκρυνση λέξεων
και τύπων της «χυδαίας» και «μαλλιαρής» δημοτικής.

Η διαμάχη οξύνεται με την εμφάνιση του Ιωάννη Ψυχάρη. Με τον Ψυχάρη η δημοτική βρήκε
τον πρώτο επιστήμονα γλωσσολόγο υπερασπιστή της, που επιχειρηματολογεί επιστημονικά.

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
Συγχρόνως εμφανίζει μια πρωτοφανή μαχητικότητα και αναλαμβάνει σχεδόν αποστολικό
έργο για τη «σωτηρία» και την επικράτηση της φυσικής γλώσσας των Ελλήνων. Η
διδασκαλία και το παράδειγμά του εμπνέουν και κινητοποιούν πολλούν Έλληνες.
Καλλιτέχνες, διανοούμενοι, φοιτητές, επιστήμονες, πνευματικοί άνθρωποι και απλοί
άνθρωποι καλούνται να πάρουν θέση στο ζήτημα αυτό. Στην ηρωική και μαχητική περίοδο
του Δημοτικισμού (1888-1917) το ζήτημα της γλώσσας βρισκόταν στην πρώτη φάση του.
Στον Ψυχάρη συμπαραστέκονται γνωστά ονόματα του παλαιότερου δημοτικισμού όπως ο
Αλέξανδρος Πάλλης, ο Παναγιώτης Βλαστός, ο Αργύρης Εφταλιώτης, ο Ίων Δραγούμης, ο
Ταγκόπουλος κ.ά. που περισσότερο ή λιγότερο συμμερίζονται τις, συχνά ακραίες, απόψεις
του Ψυχάρη.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος επιδίωξε να κατευνάσει προσωρινά τα πνεύματα και την έντονη


αντιπαράθεση που είχε δημιουργηθεί αναφορικά με το γλωσσικό ζήτημα στις αρχές του 20 ου
αιώνα, αλλά και να διασφαλίσει ενότητα και ηρεμία για την προετοιμασία για τους
Βαλκανικούς πολέμους μετά τη συντριπτική ήττα του ελληνικού στρατού το 1897. Έτσι,
καθιέρωσε για πρώτη φορά συνταγματικά, το 1911, επίσημη γλώσσα για το ελληνικό κράτος.
Η γλώσσα αυτή ήταν η καθαρεύουσα. Οποιαδήποτε επεμβατική παραφθορά αυτής
απαγορευόταν.

Ο Δημοτικισμός ανασυντάχθηκε και άλλαξε στρατηγική. Επικράτησε η αντίληψη ότι ο μόνος


δρόμος για να προωθηθεί η ελληνική γλώσσα είναι να διδαχθεί στο σχολείο. Έτσι,
δημιουργήθηκε ο Εκπαιδευτικός Δημοτικισμός, με την ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου
και της Φοιτητικής Συντροφιάς (1910) και κυρίως με τη δραστηριότητα που αναπτύσσει ο
Εκπαιδευτικός Όμιλος με το «Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου» (1912) του οποίου τη
διεύθυνση αναλαμβάνει ο γλωσσολόγος Μανόλης Τριανταφυλλίδης. Ο κύριος σκοπός του
Εκπαιδευτικού Ομίλου ήταν η εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας στην εκπαίδευση. Με τους
αγώνες του Εκπαιδευτικού Ομίλου, ταυτόχρονα με το έργο του Ψυχάρη και άλλων
δημοτικιστών που συγκεντρώνονται στο περιοδικό Νουμάς, επιτυγχάνεται να πρωτοδιδαχθεί
η δημοτική γλώσσα στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού σχολείου. Τα πρώτα σχολικά βιβλία
γραμμένα στη Δημοτική, μπήκαν στην εκπαίδευση (Αλφαβητάριο, Ο ήλιος, Τα ψηλά βουνά
του Ζαχαρία Παπαντωνίου) (Κορδάτος, 1927). Το γεγονός αυτό έλαβε χώρα το 1917 επί
πρωθυπουργίας του Ελευθέριου Βενιζέλου από ειδική επιτροπή που ορίστηκε από το
Υπουργείο Παιδείας για να εποπτεύσει τη μεταρρύθμιση της γλώσσας στην εκπαίδευση. Τα
μέλη αυτής της επιτροπής ήταν ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, ο Αλέξανδρος Δελμούζος και
ο Δημήτριος Γληνός. Από το 1917 ξεκινά ο Κρατικός Δημοτικισμός με αλλεπάλληλες

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
γλωσσοεκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις ανάλογα με την εκάστοτε κυβέρνηση. Έτσι, στην
γλωσσική διδασκαλία του δημοτικού κυρίως σχολείου, εναλλασσόταν η καθαρεύουσα και η
δημοτική.

Στην υπερπροσπάθεια, η οποία καταβλήθηκε για την επικράτηση της δημοτικής μέσα από
την Εκπαίδευση σπουδαίο ρόλο διαδραμάτισε η στάση του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, βασικό
μέλημα του οποίου ήταν να αποδεχθεί στο κυρίως σώμα της δημοτικής τα ζωντανά λόγια
στοιχεία, αντίθετα με τον Ψυχάρη, οι τάξεις των υποστηρικτών της δημοτικής γλώσσας
εμπλουτίστηκαν(Κριαράς, 1992). Ταυτόχρονα ασχολείται με τη δημιουργία έργου υποδομής,
τη σύνταξη της πρώτης Γραμματικής της δημοτικής (1941). Τα γεγονότα αποδεικνύουν ότι η
στρατηγική που ακολουθήθηκε τότε άνοιξε τον δρόμο για την πρόοδο και την καθιέρωση της
δημοτικής ελληνικής γλώσσας 35 έτη αργότερα (1976) (Κριαράς, 1992). Πληθώρα
δημοτικιστών σε συνεργασία με τον Τριανταφυλλίδη, απέδειξαν την καταλληλότητα της
δημοτικής για κάθε επικοινωνιακή περίσταση, αλλά και την ολοκληρωμένη
μορφοσυντακτική και γραμματικολεξιλογική της δομή. Με την καταβολή υπεράνθρωπων
προσπαθειών και υπερκερασμού αντικείμενων δυσκολιών η δημοτική ελληνική γλώσσα
τελικά επικράτησε. Ψυχάρης και Τριανταφυλλίδης αλληλοσυμπληρώθηκαν.

Σε αυτό το σημείο, σκόπιμο θεωρείται να αναφερθεί η εξαιρετικά σημαντική συμβολή των


Αδαμάντιου Κοραή, Γεώργιου Χατζηδάκη και Αχιλλέα Τζάρτζανου. Χάρη σε αυτούς
προβλήθηκε η επιστημονική δημοτική γλώσσα και προωθήθηκε, έτσι και η προφορική
γλωσσική παράδοση. Με το κύρος, την επιρροή και τον αγώνα αυτών των σπουδαίων
πνευματικών ανθρώπων, η κοινή γλώσσα φανερώθηκε στο προσκήνιο και η δημοτική
κέρδισε έδαφος με την προώθηση του συντακτικού της και με την ανασκευή πλανών και
παρεξηγήσεων που την ακολουθόυσαν για δεκαετίες.

Με το νόμο 309, το 1976, η μεταδιδακτορική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή


επισημοποίησε την χρήση της δημοτικής γλώσσας σε όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης
(Δελμούζος, 1971). Μετά την εκπαίδευση, η χρήση της δημοτικής γλώσσας κυριάρχησε και
στη δημόσια διοίκηση και πλέον σήμερα αποτελεί την επικρατούσα γραπτή και προφορική
έκφραση των Ελλήνων. Με το προεδρικό διάταγμα 207, το 1982, επί κυβέρνησης Ανδρέα
Παπανδρέου, καθιερώθηκε και η χρήση του μονοτονικού συστήματος γραφής.
Καταργήθηκε, δηλαδή, η διάκριση των τόνων με την χρησιμοποίηση ενός μόνο τονικού
σημείου, της οξείας. Φυσικά, η ίδια πολωτική στάση και έντονη αντιπαράθεση μεταξύ των
ειδικών επικράτησε και στην περίπτωση καθιέρωσης του μονοτονικού συστήματος.

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
Συμπερασματικά, αν και ξαφνικά και κάπως πιεσμένα χρονικά, χωρίς, ίσως, την απαραίτητη
υποδομή και προετοιμασία, το γλωσσικό ζήτημα που δημιούργησε τόσες εντάσεις για αιώνες
στον ελληνικό τόπο, επιλύθηκε οριστικά. Δίχως τη σύνταξη νέα γραμματικής, συντακτικού,
λεξικών και σχολικών εγχειριδίων στη νεοελληνική γλώσσα, η βιαστική επίλυση αυτού του
σημαντικού θέματος οδήγησε σε προβλήματα ποιότητας αναφορικά με την χρήση της
νεοελληνικής γλώσσας. Φυσικά το πρόβλημα αυτό επιλύνεται με την κατάλληλη διδασκαλία
της ελληνικής γλώσσας στο σχολείο.

Η δημοτική γλώσσα τελικά επικράτησε καθώς ήταν και είναι μια γλώσσα ζωντανή, είναι η
ομιλούσα γλώσσα. Με την ίδρυση του Νεοελληνικού Κράτους ήταν αναγκαίο να
επισημοποιηθεί μια γλώσσα που δεν αποτελεί εμπόδιο στις ανάγκες της κοινωνίας και την
ίδια την κοινωνία. Η ανάγκη προήλθε από το γεγονός ότι ήταν καιρός για τη δημιουργία μια
αποτελεσματικής εκπαίδευσης όλων των Νεοελλήνων αναξάρτητα από το μορφωτικό,
κοινωνικό και οικονομικό επίπεδό τους. Για να ικανοποιηθεί αυτή η αδήριτη ανάγκη ήταν
απαραίτητη μια γλώσσα-εργαλείο που να ομιλείται τόσο από τους μαθητές όσο και από τους
δασκάλους τους. Έτσι, η απλή καθαρεύουσα έδωσε τη θέση της στη δημοτική. Είναι
δεδομένο ότι οι γλώσσες δημιουργούνται για να υπηρετούν τις κοινωνίες και όχι οι κοινωνίες
τις γλώσσες (όπως συνέβη με την αρχαίζουσα ελληνική γλώσσα). Μετά την ανταλλαγή
πληθυσμών, το 1922, πολλοί Έλληνες της Μικράς Ασίας αναγκάστηκαν να γίνουν
πρόσφυγες. Οι περισσότεροι εξ αυτών ήρθαν στην Ελλάδα και το μεγαλύτερο ποσοστό
αυτών μιλούσαν μόνο την τουρκική γλώσσα. Η προσπάθεια να γίνουν οι πληθυσμοί αυτοί
ελληνόφωνοι απέτυχε καθώς οι δάσκαλοι που εστάλησαν για να τους μάθουν την ελληνική
γλώσσα, είχαν εντολή να τους διδάξουν την καθαρεύουσα. Όμως, η καθαρεύουσα δεν
αποτελούσε τη μητρική γλώσσα, την ομιλούμενη γλώσσα των δασκάλων και έτσι αυτοί δεν
μπόρεσαν να ανταποκριθούν επιτυχώς στο διδακτικό τους έργο.

Απότοκο του γλωσσικού ζητήματος αποτέλεσε η εισαγωγή λόγιων λεξιλογικά και


μορφολογικά λέξεων στην κοινή νέα ελληνική. Στο σημείο αυτό παραθέτουμε κάποιες από
αυτές:

Αβρόχοις ποσί

Αγρόν ηγόρασε

Αθώα περιστερά

Αιέν αριστεύειν

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
Ακρογωνιαίος λίθος

Άκρον άωτον

Απέχω παρασάγγας

Γνώθι σαυτόν

Διαίρει και βασίλευε

Μολών λαβέ

Ο κύβος ερρίφθη

Τα πάντα ρει

Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο

Φάσκει και αντιφάσκει

Χρόνου φείδου

Πρόκειται για μερικά μόνο παραδείγματα τα οποία καταδεικνύουν την έντονη παρουσία
λόγιων στοιχείων στην κοινή νεοελληνική και αποτελούν εν μέρει αποτέλεσμα του
ελληνικού γλωσσικού ζητήματος, καθώς η επικράτηση της καθομιλουμένης δε σήμαινε την
εξάλειψη της καθαρεύουσας και την επιρροή της στη δόμηση του νεοελληνικού λεξιλογίου.

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
Λαϊκές και λόγιες λέξεις, φράσεις και νεολογισμοί

Η σύγχρονη ελληνική διαθέτει γλωσσική ποικιλία, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι


της γλώσσας, καθώς οι ανταγωνιστικές γλωσσικές μονάδες προσδίδουν λειτουργικά,
σημασιολογικά και πραγματολογικά χαρακτηριστικά στη γλώσσα (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη
& Φλιάτουρας, 2019). Το λόγιο επίπεδο είναι ο κυριότερος παράγοντας διαμόρφωσης της
ποικιλίας στη νέα ελληνική (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη & Φλιάτουρας, 2019).
Κοινωνικοπολιτικά και ιδεολογικά κίνητρα, ωστόσο, χρησιμοποιούν τις ανταγωνιστικές
γλωσσικές μονάδες με σκοπό τη λογιοποίηση ή την απολογιοποίηση των τύπων και η
παραδοχή της υπεροχής του εκάστοτε τύπου αποτελεί απλώς μία διαίσθηση , η οποία
καθιστά απαραίτητη τη διερεύνηση της γλωσσικής πραγματικότητας μέσω στατιστικών
δεδομένων από τα σώματα κειμένων (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη & Φλιάτουρας, 2019).

Ως λόγια ορίζεται η ποικιλία η οποία αποτελείται από στοιχεία κληρονομημένα από το


γλωσσικό παρελθόν, τα οποία αποκλίνουν σημαντικά από τον λόγο των σύγχρονων
ομιλητών και χρησιμοποιούνται κατά κύριο λόγο σε επίπεδο επίσημων και τυπικών
επικοινωνιακών περιστάσεων (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη & Φλιάτουρας, 2019).

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
Οι λαϊκές λέξεις είναι λέξεις κυρίως του προφορικού λόγου, συχνά θεωρούνται περιθωριακές
και ανήκουν στο λεξιλόγιο νέων ομιλητών ή αποτελούν συνθηματικές λέξεις ποικίλων
κοινωνικών ομάδων. Το λαϊκό λεξιλόγιο δεν ταυτίζεται με την αργκό. Οι λαϊκές λέξεις έχουν
έντονο το στοιχείο της προφορικότητας, της οικειότητας και της αμεσότητας.
Χρησιμοποιούνται στο καθημερινό λεξιλόγιο κάθε νεοέλληνα. Προσδίδουν μια απλότητα και
αμεσότητα στο ύφος.

Ορισμένες λαϊκές φράσεις και λέξεις είναι οι ακόλουθες:

 κόψε το λαιμό σου


 έγινε καπνός
 κόβει το μάτι του
 είναι για κλάματα
 πιάνω την καλή
 δεν χαρίζω κάστανο

Ορισμένες λόγιες λέξεις και φράσεις είναι οι εξής:

 γηγενής αντί για ντόπιος


 πανάκεια αντί για θεραπεία
 φενάκη αντί για απάτη
 δώρο άδωρον
 αναλγησία αντί για αναισθησία
 θέσφατο αντί για προφητεία
 ιθύνων αντί για υπεύθυνος
 εφάπαξ αντί για μονοδοσικό
 κρούω τον κώδωνα αντί για χτυπάω το κουδούνι
 μείζον θέμα αντί για σημαντικό θέμα
 έτερον εκάτερον αντί για άλλο το ένα άλλο το άλλο
 ψυχή τε και σώματι αντί για ψυχή και σώμα

Οι νεολογισμοί δημιουργήθηκαν από παλαιότερες ελληνικές ή ξένες λέξεις σύμφωνα με τους


κανόνες της νεοελληνικής για να εξυπηρετήσουν σύγχρονες γλωσσικές ανάγκες. Πολλοί

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
νεολογισμοί στοχεύουν στην πρόκληση γέλιου (π.χ. γιαουρτοσκόρδιον αντί για τζατζίκι),
αλλά και ως μέσο έκφρασης ταυτότητας.

Ορισμένοι νεολογισμοί είναι: στρώμα θαλάσσης αντί για στρώμα θάλασσας, της τάξεως των…
αντί της τάξης των…, αποσκευή χειρός αντί για αποσκευή χεριού. Πβ. επίσης και
νεολογισμούς στη μορφή διεθνισμών (π.χ. τηλέφωνο), αλλά και νεολογισμούς γενικότερα,
όπως π.χ. εστιατόριο.

Όπως αντιλαμβανόμαστε στο σημείο αυτό η απάντηση στο τι, που και με ποια συχνότητα το
χρησιμοποιούμε δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση, αφού η ποσότητα των υπό διερεύνηση
δεδομένων θα πρέπει να είναι τεράστια. Επίσης, το ζήτημα της επιλογής εξαρτάται αφενός
από υποκειμενικά κριτήρια κι αφετέρου από τον τρόπο αλλαγής της ελληνικής γλώσσας
(Αναστασιάδη-Συμεωνίδη & Φλιάτουρας, 2019). Η τελευταία αλλάζει άλλοτε φυσικά κι
άλλοτε τεχνητά μέσω της ανάσυρσης λέξεων-φράσεων του γλωσσικού παρελθόντος
προκαλώντας ρευστότητα των δεδομένων (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη & Φλιάτουρας, 2019).

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
Ερευνητικό μέρος

Μεθοδολογία της έρευνας


Στο παρόν κεφάλαιο παρουσιάζεται η ερευνητική μεθοδολογία, η οποία χρησιμοποιήθηκε
για την εκπόνηση της συγκεκριμένης έρευνας. Σκοπός είναι η κατανόηση της ερευνητικής
πορείας και μετέπειτα των προϊόντων της ίδιας της έρευνας (Cohen & Manion, 1997). Στην
προκειμένη περίπτωση ακολουθήθηκε μία βιβλιογραφική ερευνητική διαδικασία βασισμένη
στα σώματα κειμένων (Ελληνικός Θησαυρός για την Ελληνική Γλώσσα (ΕΘΕΓ), Πύλη για την
Ελληνική Γλώσσα).

Επιχειρείται η αναζήτηση της κυριαρχίας των λόγιων ή των λαϊκών συνώνυμων ρηματικών
τύπων στη νέα ελληνική. Έτσι ερωτήματα όπως αν προτιμούμε «νοσεί ο πληθυσμός» ή
«αρρωσταίνει ο κόσμος», «συνιστώ ψυχραιμία» ή «προτείνω ηρεμία», θα βρουν μία πρώτη
απάντηση μέσω της συγκεκριμένης μεθοδολογίας. Στο σημείο αυτό αξίζει να τονιστεί πως η
παρούσα εργασία στοχεύει αποκλειστικά στην περιγραφή και ερμηνεία των γλωσσικών
ευρημάτων.

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
Τα σώματα των κειμένων
Η σύγχρονη γλωσσολογία οφείλει ένα αρκετά μεγάλο μέρος της εξέλιξής της στη
μεθοδολογία των σωμάτων κειμένων, μέσω της εμπειρικής προσέγγισης της γλώσσας με
ηλεκτρονικά μέσα. Τα σώματα των κειμένων αποτελούν πραγματικά κείμενα, τα οποία έχουν
αποθηκευθεί και συστηματοποιηθεί ηλεκτρονικά, επιτρέποντας αλλά και διευκολύνοντας την
ερευνητική προσέγγιση σύγχρονων γλωσσολογικών ζητημάτων (Πανταζάρα, 2015). Μέσω
της στατιστικής απεικόνισης των δεδομένων, διασφαλίζεται μία πρώτη αντιπροσωπευτική
εικόνα της χρηστικής πραγματικότητας, ενώ ταυτόχρονα ενισχύεται η ανάπτυξη της
γλωσσολογικής έρευνας και επιστήμης.

Οι βασικές αρχές, τις οποίες θα πρέπει να γνωρίζει κάποιος ερευνητής προτού ξεκινήσει την
αναζήτησή του στα σώματα των κειμένων είναι δυο:
 Η αντιπροσωπευτικότητα: το πρώτο αυτό χαρακτηριστικό σχετίζεται με τη
δυνατότητα γενίκευσης του δείγματος έρευνας για το σύνολο της γλώσσας
(Πανταζάρα, 2015). Έτσι, όπως αναμένεται, κάθε περίπτωση γλωσσολογικής
έρευνας απαιτεί διαφοροποιημένη αντιμετώπιση του συνόλου σωμάτων
κειμένων που θα αξιοποιήσει, καθώς σε γλώσσες νεκρές ή σε γλώσσες
ειδικών κατηγοριών, ένα σώμα κειμένων μπορεί να αντιπροσωπεύει πλήρως
τη γλωσσική πραγματικότητα του πεδίου. Αντιθέτως, σε ζωντανές γλώσσες
όπως η νέα ελληνική δεν μπορεί παρά να αποτελεί ένα μικρό μόνο υποσύνολο
της πραγματικής γλωσσικής κατάστασης (Πανταζάρα, 2015).
 Η ισορροπία: Η επίτευξη ισορροπίας στην έρευνα βάσει σωμάτων κειμένων
είναι πολύ δύσκολη για ποικίλους λόγους. Ωστόσο, η μεγάλη διεύρυνση του
πεδίου της δειγματοληψίας και η ταυτόχρονη προσπάθεια κάλυψης όλου του
εύρους των κειμενικών ειδών προσφέρει αρκετές πιθανότητες για μία
ολοκληρωμένη έρευνα βασισμένη στα σώματα των κειμένων (Πανταζάρα,
2015).

Η σύγχρονη γλωσσολογική έρευνα έχει στη διάθεσή της ένα ικανοποιητικό πρώτο φάσμα
επιλογών όσον αφορά τα είδη των σωμάτων κειμένων που μπορούν κάθε φορά να
επιλεχθούν από τους ερευνητές της. Οι κυριότερες κατηγορίες σωμάτων κειμένων είναι:

 Γενικά και εξειδικευμένα σώματα κειμένων


 Στατικά και δυναμικά
 Ιστορικά και διαχρονικά

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
 Πολύγλωσσα
 Κωδικοποιημένα και γλωσσικά χαρακτηρισμένα
 Διαδικτυακά
(Πανταζάρα, 2015)

Στη νέα ελληνική υπάρχουν δύο κύριες κατηγορίες σωμάτων κειμένων:

α) Τα γενικά σώματα κειμένων: 1) Ελληνικός Θησαυρός για την Ελληνική Γλώσσα (ΕΘΕΓ),
πρόκειται για το σώμα με τον μεγαλύτερο αριθμό κειμένων, σε μία βάση η οποία συνεχώς
εμπλουτίζεται από νέα κείμενα. Τα κείμενα χρονολογούνται από το 1990 και έπειτα, ενώ
ταξινομούνται βάσει πολλαπλών στοιχείων όπως είναι το μέσο στο οποίο εντοπίζονται
δημοσιευμένα, το θέμα το οποίο πραγματεύονται και το είδος των κειμένων (Πανταζάρα,
2015). 2) Σώμα Ελληνικών κειμένων (ΣΕΚ). Το ΣΕΚ περιλαμβάνει και προφορικά και
γραπτά κείμενα , από μία μεγάλη ποικιλία κειμενικών ειδών (λογοτεχνία, ειδησεογραφία,
κ.ά.). Τα κείμενά του χρονολογούνται από το 1990 έως το 2003 (Πανταζάρα, 2015). 3)
GkWaC, το οποίο αποτελείται μόνο από κείμενα του διαδικτύου κι έτσι αμφισβητείται η
αντιπροσωπευτικότητα και η αξιοπιστία του.

β) Τα εξειδικευμένα σώματα κειμένων: 1) Σώμα Ελληνικών Κειμένων, μέσω της Πύλης για
την Ελληνική Γλώσσα, με κείμενα τα οποία ανήκουν κατά κύριο λόγο στον δημοσιογραφικό
λόγο και στα σχολικά εγχειρίδια (Πανταζάρα, 2015). 2) Corpus Προφορικού Λόγου και 3)
Σώμα Κειμένων ΙΑΤΡΟΛΕΞΗ, το οποίο επικεντρώνεται στις εφαρμογές της βιοϊατρικής
(Πανταζάρα, 2015).

Στη δική μας ερευνητική πορεία ως πηγές χρησιμοποιήθηκαν τα στατιστικά στοιχεία του
ΕΘΕΓ και της Πύλης για την Ελληνική Γλώσσα, ενώ από τον ΕΘΕΓ αξιοποιήθηκαν επίσης
πληροφορίες σχετικές με το είδος των κειμένων στο οποίο εμφανίζεται κάθε ρηματικό
συνώνυμο.

Στατιστικά στοιχεία λόγιων και λαϊκών ρηματικών τύπων


Η έρευνά μας περιλαμβάνει αντιπροσωπευτικά παραδείγματα ζευγών συνώνυμων λόγιων
και λαϊκών ρηματικών τύπων με στόχο να εξαχθούν συμπεράσματα σχετικά με τη χρηστική

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
και συστημική τους λειτουργία μέσα στη γλώσσα (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη & Φλιάτουρας,
2018). Τα δεδομένα της παρούσας μελέτης προέρχονται από δύο σημαντικά σώματα
κειμένων, την Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα και τον ΕΘΕΓ. Τα ρηματικά συνώνυμα
εντοπίστηκαν και καταγράφηκαν ενώ κατά τη συλλογή τους ελήφθησαν υπόψιν κάποιες
παράμετροι, όπως πρόσωπα και αριθμοί (κατά βάση, ως προς τη συχνότητα εμφάνισης).

Στην έρευνα πραγματοποιήθηκε στοχευμένη δειγματοληψία, ώστε να είναι περιορισμένος ο


αριθμός των ζευγών, ενώ λήφθηκε επίσης υπόψιν ότι είναι ευρέως αποδεκτή η εναλλακτική
ή/και συμπληρωματική χρήση του λόγιου με τον μη λόγιο τύπο, σε αντίθεση με άλλα ζεύγη
που παρουσιάζουν προβλήματα σε ότι αφορά κυρίως το λόγιο μέρος του ζεύγους, όπως είναι
για παράδειγμα κάποιοι σχετικά «αρχαϊστικοί» τύποι πλέον (π.χ. εξέλεξα, εξερράγη,
παρεξετράπη, κ.ά.).

Πίνακας 1:Γενική κατανομή λόγιων- λαϊκών συνωνύμων

Λήμμα ΕΘΕΓ Συχνότητα Πύλη Συχνότητα


Τίθεμαι 4 0.0001‰ 2 0.0003‰
Μπαίνω 318 0.0045‰ 20 0.0030‰
Αποκαθίστανται 70 0.0010‰ 0 0.0000‰
Ρυθμίζονται 882 0.0124‰ 12 0.0018‰
Συνιστώ 58 0.0008‰ 6 0.0009‰
Προτείνω 1068 0.0152‰ 19 0.0028‰
Κείμαι 2 0.0000‰ 0 0.0000‰
Βρίσκομαι 838 0.0119‰ 65 0.0097‰
Δύναμαι 23 0.0003‰ 1 0.0001‰
Μπορώ 8571 0.1222‰ 476 0.0711‰

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
Επαφίεμαι 3 0.0000‰ 0 0.0000‰
Εμπιστεύομαι 107 0.0015‰ 7 0.0001‰
Υποχρεούμαι 17 0.0002‰ 0 0.0000‰
Οφείλω 1042 0.0149‰ 25 0.0037‰
Εγγυώμαι 41 0.0006‰ 2 0.0003‰
Διαβεβαιώνω 172 0.0025‰ 9 0.0013‰
Αποπειρώμαι 2 0.0000‰ 3 0.0004‰
Προσπαθώ 876 0.0123‰ 88 0.0131‰
Αμιλλώνται 4 0.0001‰ 3 0.0004‰
Αγωνίζονται 555 0.0079‰ 103 0.0154‰
Εισέρχομαι 9 0.0001‰ 3 0.0004‰
Μπαίνω 318 0.0045‰ 20 0.0030‰
Ωθώ 1 0.0000‰ 0 0.0000‰
Σπρώχνω 20 0.0003‰ 2 0.0003‰
Ωρύομαι 4 0.0001‰ 0 0.0000‰
Ουρλιάζω 23 0.0003‰ 0 0.0000‰
Ωχριούν 47 0.0007‰ 1 0.0001‰
Χλομιάζουν 5 0.0001‰ 0 0.0000‰
Νοσεί 94 0.0013‰ 10 0.0015‰
Αρρωσταίνει 34 0.0005‰ 6 0.0009‰
Λαμβάνω 83 0.0012‰ 5 0.0007‰
Παίρνω 860 0.0123‰ 55 0.0082‰
Διερωτώμαι 172 0.0025‰ 6 0.0009‰
Απορώ 415 0.0059‰ 24 0.0036‰
Κωλύεται 65 0.0009‰ 2 0.0003‰
Εμποδίζεται 125 0.0018‰ 14 0.0021‰
Λοιδορεί 17 0.0002‰ 1 0.0001‰
Χλευάζει 39 0.0006‰ 1 0.0001‰
Ανάγεται 306 0.0044‰ 50 0.0075‰
Αναφέρεται 10872 0.1550‰ 777 0.1160‰
Μιμνήσκω 0 0.0000‰ 1 0.0000‰
Θυμάμαι 155 0.0231‰ 3037 0.0426‰
Μοχθώ 0 0.0000‰ 1 0.0000‰

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
Κουράζομαι 2 0.0003‰ 25 0.0004‰
Οδεύω 0 0.0000‰ 7 0.0001‰
Πηγαίνω 30 0.0045‰ 446 0.0063‰
Πάσχω 3 0.0004‰ 14 0.0002‰
Παθαίνω 3 0.0004‰ 27 0.0004‰
Παύω 3 0.0004‰ 11 0.0002‰
Σταματώ 10 0.0015‰ 81 0.0011‰
Σπεύδω 4 0.0006‰ 77 0.0011‰
Βιάζομαι 2 0.0003‰ 51 0.0006‰
Σύρω 2 0.0003‰ 10 0.0001‰
Τραβώ 0 0.0000‰ 16 0.0002‰
Καλύπτω 0 0.0000‰ 27 0.0004‰
Σκεπάζω 1 0.0001‰ 3 0.0000‰
Καρτερώ 1 0.0001‰ 10 0.0001‰
Περιμένω 80 0.0119‰ 1233 0.0173‰
Μέμφομαι 3 0.0004‰ 24 0.0003‰
Κατηγορώ 34 0.0051‰ 192 0.0027‰
Κομίζω 0 0.0000‰ 14 0.0002‰
Φέρνω 9 0.0013‰ 195 0.0027‰
Επιπλήττω 0 0.0000‰ 4 0.0001‰
Μαλώνω 1 0.0001‰ 10 0.0001‰
Μεριμνώ 0 0.0000‰ 5 0.0001‰
Φροντίζω 8 0.0012‰ 71 0.0010‰
Επιθυμώ 23 0.0034‰ 286 0.0040‰
Θέλω 663 0.0990‰ 19.024 0.2667‰
Ικετεύω 1 0.0001‰ 12 0.0002‰
Παρακαλώ 176 0.0173‰ 7.814 0.1095‰
Αγγίζω 2 0.0003‰ 31 0.0004‰
Ακουμπώ 0 0.0000‰ 13 0.0002‰
Εικάζω 0 0.0000‰ 16 0.0002‰
Μαντεύω 0 0.0000‰ 9 0.0001‰
Έλκω 0 0.0000‰ 2 0.0000‰
Τραβώ 0 0.0000‰ 16 0.0002‰

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
Πράττω 2 0.0003‰ 41 0.0006‰
Κάνω 161 0.0688‰ 10.781 0.1511‰

Ποσοτική ανάλυση δεδομένων


Βάσει των ευρημάτων μας, θα λέγαμε ότι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων οι λαϊκοί
ρηματικοί τύποι κυριαρχούν έναντι των λόγιων ρηματικών τύπων όσον αφορά την ποσοτική
τους εμφάνιση στα σώματα των κειμένων. Φυσικά, ο βαθμός απόκλισης διαφέρει από ζεύγος
σε ζεύγος και διαφοροποιείται αναλόγως προσώπου ή/ και αριθμού.

Συνολικά ερευνήσαμε 39 ζεύγη και διαπιστώσαμε ότι στα 32 από αυτά, δηλαδή σε ποσοστό
82.1 %, οι λαϊκοί ρηματικοί τύποι κυριαρχούν απέναντι στους λόγιους συνώνυμούς τους.

Έτσι σε κάποια ζεύγη, όπως για παράδειγμα στα συνώνυμα ανάγεται-αναφέρεται, η απόκλιση
είναι τεράστια με τον λαϊκό τύπο να προηγείται του λόγιου, ενώ σε κάποια άλλα όπως το
λοιδορεί-χλευάζει η απόκλιση είναι πολύ μικρή. Αξίζει να σημειωθεί πως υπάρχουν κάποιοι
λόγιοι τύποι, οι οποίοι πλειοψηφούν έναντι των λαϊκών, όπως το ωχριούν-χλομιάζουν και το
νοσεί-αρρωσταίνει, με μικρή απόκλιση ωστόσο μεταξύ τους. Οι προαναφερθέντες τύποι
αφορούν κυρίως ιατρικής ή γενικότερης επιστημονικής προέλευσης όρους. Η ιατρική, όπως
και οι περισσότερες επιστήμες, αποτελείται στην πλειοψηφία της από λόγια ορολογία, καθώς
το λόγιο λεξιλόγιο συνήθως αποτελεί παράγοντα προσδιορισμού του κύρους της επιστήμης
και της επιστημονικής κοινότητας γενικότερα. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να τονίσουμε πως
το πρόσωπο κι ο αριθμός των επιλεγμένων ρημάτων διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην
εξαγωγή των συμπερασμάτων μας. Εξίσου σπουδαίο ρόλο παίζει και η λέξη που ακολουθεί ή
προηγείται των ρηματικών τύπων.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας παρέχει ο ΕΘΕΓ και η Πύλη για την Ελληνική
Γλώσσα διαπιστώνουμε τα εξής:

Τίθεμαι - μπαίνω: Το λαϊκό μπαίνω υπερέχει συντριπτικά έναντι του λόγιου τίθεμαι και
συναντάται τόσο σε κείμενα που αφορούν φυσικές συζητήσεις ομιλητών όσο και σε γραπτά
κείμενα με θέματα όλων των ειδών. Από την άλλη πλευρά, το λόγιο τίθεμαι συναντάται σε

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
κείμενα πολιτικού, κοινωνικού και εκπαιδευτικού ενδιαφέροντος, τα οποία αφορούν
πρακτικά και συζητήσεις γύρω από τα παραπάνω θέματα.

Αποκαθίστανται - ρυθμίζονται: το λαϊκό ρυθμίζονται χρησιμοποιείται συχνότερα από το λόγιο


συνώνυμό του αποκαθίστανται, με το τελευταίο να εμφανίζεται κυρίως σε επίσημα κείμενα
κοινωνικοπολιτικού και οικονομικού ενδιαφέροντος, ενημερωτικά κείμενα, ειδησεογραφικού
τύπου ρεπορτάζ , κ.ά.

Συνιστώ - προτείνω: το λαϊκό προτείνω κυριαρχεί έναντι του λόγιου συνιστώ. Το τελευταίο
κυριαρχεί σε επίσημα κείμενα με πολιτικό, κοινωνικό, λογοτεχνικό, οικονομικό περιεχόμενο
όπως επίσης και στα κείμενα ειδησεογραφικού ρεπορτάζ πολλών κατηγοριών. Το λαϊκό
προτείνω συναντάται σε πληθώρα κειμενικών ειδών τόσο επίσημου όσο και ανεπίσημου
ύφους, όπως απλές συνομιλίες γύρω από ζητήματα της καθημερινότητας.

Κείμαι - βρίσκομαι: σε αυτή την περίπτωση ζεύγους παρατηρείται μεγάλη απόκλιση στη
χρήση από τους ομιλητές της νεοελληνικής. Το λόγιο κείμαι χρησιμοποιείται ελάχιστα σε
σχέση με το λαϊκό συνώνυμό του και εντοπίζεται σε επίσημα, ενημερωτικά κείμενα,
σχολιαστικά άρθρα, με εκκλησιαστικά-θρησκευτικά θέματα κυρίως ή με λογοτεχνικό
περιεχόμενο. Αντιθέτως το βρίσκομαι συναντάται τόσο σε κείμενα επίσημου όσο και
ανεπίσημου ύφους, τα οποία αφορούν μία μεγάλη πληθώρα θεματικών αξόνων.

Δύναμαι - μπορώ: το λαϊκό μπορώ πλειοψηφεί συντριπτικά έναντι του λόγιου δύναμαι, το
οποίο εντοπίζεται κατά κύριο λόγο σε λογοτεχνικά κείμενα και άρθρα, διηγήματα με θέματα
κοινωνικά, αλλά και σε ενημερωτικά άρθρα με αντικείμενο κοινωνικά ζητήματα της
σύγχρονης ζωής. Επίσης, το διαβάζουμε σε επίσημα πρακτικά κείμενα οικονομικού
ενδιαφέροντος, αλλά και σε επιστημονικά άρθρα ή κείμενα σχετικά με τις τέχνες. Το λαϊκό
μπορώ εμφανίζεται σε διάφορα είδη κειμένων με θέματα πολλών κατηγοριών τόσο επίσημου
όσο και ανεπίσημου ύφους.

Επαφίεμαι - εμπιστεύομαι: και σε αυτή την περίπτωση το λαϊκό εμπιστεύομαι κυριαρχεί


απέναντι στο λόγιο επαφίεμαι. Το επαφίεμαι το βρίσκουμε σε επίσημα πρακτικά κείμενα με
κοινωνικοοικονομικό περιεχόμενο, αλλά και σε λογοτεχνικά διηγήματα κοινωνικού και
γενικότερου ενδιαφέροντος.

Υποχρεούμαι - οφείλω: η υπεροχή του λαϊκού οφείλω είναι προφανής απέναντι στο λόγιο
υποχρεούμαι, το οποίο εμφανίζεται σε κείμενα γνώμης, σχολιαστικά άρθρα με θέματα
κοινωνικά, τα οποία πραγματεύονται ζητήματα σχετικά με το κράτος και την πολιτεία.

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
Αντιθέτως, το λαϊκό οφείλω χρησιμοποιείται σε πληθώρα κειμενικών ειδών, πολυποίκιλης
θεματολογίας.

Εγγυώμαι - διαβεβαιώνω: το διαβεβαιώνω ξεπερνά κατά πολύ το λόγιο συνώνυμό του σε


βαθμό χρήσης από τους ομιλητές της νέας ελληνικής. Εκτός από ανεπίσημες περιστάσεις και
απλές συζητήσεις φαίνεται να επεκτείνει τη χρήση του και σε επίσημες γλωσσικές
περιστάσεις ,όσον αφορά θέματα κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά, κ.ά. Από την άλλη μεριά,
το εγγυώμαι εμφανίζεται σε λογοτεχνικά κυρίως κείμενα, κείμενα ενημέρωσης , συζήτησης
και σχετίζεται με θέματα κοινωνικά, πολιτιστικά, τεχνών αλλά και πολιτικά ζητήματα.

Αποπειρώμαι - προσπαθώ: το λόγιο αποπειρώμαι συναντάται πολύ πιο σπάνια από το λαϊκό
συνώνυμό του προσπαθώ και συνήθως το συναντάμε σε κείμενα γνώμης με θέματα από τον
κόσμο των τεχνών και των γραμμάτων. Το λαϊκό προσπαθώ έχει γενικευμένη χρήση τόσο σε
επίσημα όσο και σε λιγότερο επίσημα κείμενα και εντοπίζεται σε συζητήσεις, ενημερωτικά,
επιστημονικά κείμενα με θεματολογία σχετική με την εκπαίδευση, την κοινωνία, την
ψυχολογία, κ.ά.

Αμιλλώνται - αγωνίζονται: η κυριαρχία των λαϊκών τύπων έναντι των αντίστοιχων


συνώνυμων λόγιων επιβεβαιώνεται και σε αυτή την περίπτωση, με τον λαϊκό τύπο να
χρησιμοποιείται συχνότατα τόσο σε επίσημα όσο και σε ανεπίσημα κείμενα και να καλύπτει
τεράστιο εύρος ζητημάτων. Ο λόγιος, εντούτοις, εμφανίζεται κυρίως σε κείμενα
συζητήσεων, γνωμών, σε ενημερωτικά και σε σχολιαστικά άρθρα, τα οποία παρουσιάζουν
θεματολογία σχετική με τον αθλητισμό, τις τέχνες και το θέατρο.

Εισέρχομαι - μπαίνω: επίσημα κείμενα, επιστημονικές μελέτες και εκπαιδευτικά άρθρα με


θέμα την παιδεία και την κοινωνία περιλαμβάνουν το λόγιο εισέρχομαι, ενώ το λαϊκό μπαίνω
κυριαρχεί τόσο σε συζητήσεις όσο και σε πληθώρα άλλων θεμάτων.

Ωθώ - σπρώχνω: και σε αυτή την περίπτωση η επικράτηση του λαϊκού σπρώχνω είναι
μεγάλη απέναντι στο λόγιο συνώνυμό του. Το ρ. ωθώ εμφανίζεται σε κείμενα γνώμης με
αντικείμενο κοινωνικά ζητήματα και ενδιαφέροντα, ενώ το λαϊκό σπρώχνω εμφανίζεται σε
κείμενα συζητήσεων με θέμα τα ενδιαφέροντα, λογοτεχνικά με αντικείμενο την κοινωνία,
τον πολιτισμό και τις τέχνες.

Ωρύομαι - ουρλιάζω: και σε αυτό το ζεύγος ,ο λαϊκός τύπος επικρατεί απέναντι στον λόγιο.
Το λόγιο ωρύομαι απαντάται σε περιπτώσεις κειμένων συζητήσεων με κοινωνικό

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
περιεχόμενο, αλλά και σε πρακτικά με θέματα κοινωνικοπολιτικά. Ο λαϊκός τύπος ουρλιάζω
συναντάται σε μεγάλη ποικιλία κειμενικών ειδών και θεμάτων.

Ωχριούν - χλομιάζουν: στην περίπτωση αυτή το λόγιο ωχριούν επικρατεί απέναντι στο λαϊκό
χλομιάζουν, με το πρώτο να έχει εκτεταμένη χρήση τόσο σε επίσημες όσο και σε ανεπίσημες
γλωσσικές περιστάσεις. Ιδιαίτερα συχνή είναι η εμφάνισή του σε επίσημα, κείμενα γνώμης
και λογοτεχνικά με κοινωνικό περιεχόμενο, σε ενημερωτικά κείμενα με πολιτικό
περιεχόμενο και τέλος σε πρακτικά κείμενα με οικονομικό περιεχόμενο. Από την άλλη
πλευρά το λαϊκό χλομιάζουν χρησιμοποιείται κυρίως σε λογοτεχνικά κείμενα με
πολιτισμικοκοινωνικό περιεχόμενο, σε κείμενα γνώμης με θέματα από τον κόσμο των τεχνών
και σε ενημερωτικά κείμενα με επιστημονικά ζητήματα.

Νοσεί - αρρωσταίνει: ακόμα μία περίπτωση επικράτησης του λόγιου ρηματικού συνωνύμου
ενάντια στο λαϊκό. Το ρ. νοσεί κυριαρχεί σε επίσημα, κείμενα γνώμης, συζητήσεων,
ενημερωτικά με θέματα κοινωνικά, επιστημονικά, τεχνών, ενδιαφερόντων, κ.ά. το ρ.
αρρωσταίνει εντοπίζεται κι αυτό σε πληθώρα κειμενικών ειδών και θεματολογίας, με μία
παραπάνω τάση επικράτησης σε συζητήσεις με κοινωνικά θέματα.

Λαμβάνω - παίρνω: αν και το λαϊκό παίρνω πλειοψηφεί έναντι του λόγιου λαμβάνω, το
τελευταίο εμφανίζεται σε μεγάλη ποικιλία κειμένων και θεμάτων όπως είναι τα κείμενα
γνώμης με κοινωνικό περιεχόμενο, οι συζητήσεις με περιεχόμενο από τον κόσμο των τεχνών
και τα επίσημα κείμενα με οικονομικά θέματα. Η χρήση του ρ. παίρνω είναι ευρεία τόσο σε
επίσημα όσο και σε ανεπίσημα κείμενα.

Διερωτώμαι - απορώ: στην περίπτωση αυτή το λαϊκό απορώ ξεπερνά σε χρήση το λόγιο
συνώνυμό του, το οποίο εντοπίζεται σε επίσημα κείμενα με κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο,
κείμενα γνώμης και συζητήσεων σχετικά με την κοινωνία, τις τέχνες και τα ενδιαφέροντα.
Από την άλλη πλευρά, το ρ. απορώ χρησιμοποιείται κυρίως σε συζητήσεις, κείμενα
λογοτεχνικά με θέματα κοινωνικά και σε πληθώρα άλλων περιπτώσεων.

Κωλύεται - εμποδίζεται: το λαϊκό εμποδίζεται είναι επικρατέστερο σε σχέση με το λόγιο


κωλύεται, το οποίο συνήθως απαντά σε επίσημα, πρακτικά κείμενα με θέματα
κοινωνικοπολιτικά και οικονομικά. Ακόμη, εντοπίζεται σε ενημερωτικά και επιστημονικά
άρθρα με ποικίλη θεματολογία.

Λοιδορεί - χλευάζει: συνεχίζεται η κυριαρχία των λαϊκών τύπων έναντι των λόγιων και σε
αυτή την περίπτωση συνώνυμου ρηματικού ζεύγους. Η παρουσία του λόγιου λοιδορεί είναι

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
έντονη σε επίσημα, πρακτικά κείμενα με κοινωνικοπολιτικό και οικονομικό περιεχόμενο, σε
κείμενα γνώμης και συζητήσεων με αντικείμενο κοινωνικό ή/ και θέματα από τον κόσμο της
τέχνης, των ενδιαφερόντων και της κοινωνίας.

Ανάγεται - αναφέρεται: κι εδώ ο λαϊκός τύπος αναφέρεται είναι πιο συχνός από τον λόγιο
συνώνυμό του ανάγεται, ο οποίος εντοπίζεται σε ενημερωτικά και κείμενα γνώμης με
θέματα κοινωνικά, αλλά και σε κείμενα συζητήσεων με αντικείμενο επιστημονικά ζητήματα.
Επίσης, η παρουσία του είναι έντονη σε κείμενα επίσημα κοινωνικοπολιτικού
ενδιαφέροντος.

Μιμνήσκω-θυμάμαι: το λαϊκό θυμάμαι πλειοψηφεί συντριπτικά έναντι στο λόγιο μιμνήσκω,


το οποίο συναντάμε κυρίως σε λογοτεχνικά κείμενα κοινωνικού περιεχομένου. Ο λαϊκός
συνώνυμος τύπος του απαντάται σχεδόν σε όλων των ειδών τα κείμενα και τις θεματολογίες.

Μοχθώ - κουράζομαι: το λόγιο μοχθώ χρησιμοποιείται σπανίως σε σχέση με το λαϊκό


συνώνυμό του. Το συναντάμε κατά βάση σε λογοτεχνικά κείμενα με θέματα σχετικά με τις
τέχνες και πιο συγκεκριμένα τον κινηματογράφο. Αντιθέτως, το λαϊκό κουράζομαι
εμφανίζεται στην πλειοψηφία των διαθέσιμων κειμενικών ειδών.

Οδεύω - πηγαίνω: και σε αυτή την περίπτωση ο λαϊκός τύπος επικρατεί απέναντι στον λόγιο,
με τον τελευταίο να εμφανίζεται κυρίως σε λογοτεχνικά κείμενα με θέματα σχετικά με την
κοινωνία, τον πολιτισμό, τις επιστήμες, τις τέχνες αλλά και σε κείμενα γνώμης, τα οποία
σχετίζονται με κοινωνικά θέματα.

Πάσχω - παθαίνω: το λόγιο πάσχω υπολείπεται με μικρή διαφορά του λαϊκού συνωνύμου
του. Συνήθως εμφανίζεται σε λογοτεχνικά και κείμενα γνώμης, σχετικά με την κοινωνία και
τον πολιτισμό, σε επίσημα κείμενα με θέματα κοινωνικά, ενδιαφερόντων (π.χ. αθλητισμός),
τεχνών και σε συζητήσεις σχετικές με τις τέχνες. Το λαϊκό παθαίνω χρησιμοποιείται
καλύπτοντας μεγάλο πλήθος θεμάτων και κειμενικών ειδών.

Παύω - σταματώ: το λαϊκό σταματώ πλειοψηφεί και εμφανίζεται συχνά στα διάφορα
κειμενικά είδη, ενώ το λόγιο παύω περιορίζεται σε λογοτεχνικά κείμενα με κοινωνικό και
πολιτισμικό περιεχόμενο, σε ενημερωτικά άρθρα με πολιτικό περιεχόμενο και θέματα
σχετικά με τα ανθρώπινα ενδιαφέροντα και σε κείμενα συζητήσεων με αντικείμενο τις
τέχνες.

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
Σπεύδω - βιάζομαι: σε αυτό το παράδειγμα ζεύγους, ο λόγιος τύπος επικρατεί του
αντίστοιχου λαϊκού και εντοπίζεται σε λογοτεχνικά κείμενα με αντικείμενο τις τέχνες, σε
επίσημα κείμενα με κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό περιεχόμενο και σε κείμενα γνώμης
με κοινωνικά θέματα.

Σύρω - τραβώ: εδώ ο λαϊκός τύπος είναι επικρατέστερος του λόγιου σύρω, το οποίο
συναντάται σε λογοτεχνικά, ενημερωτικά, κοινωνικά και κείμενα γνώμης με θέματα
κοινωνικά, πολιτισμικά, πολιτικά και σχετικά με τις τέχνες εν γένει.

Καλύπτω - σκεπάζω: στην περίπτωση του ζεύγους καλύπτω - σκεπάζω, το πρώτο κυριαρχεί
και εντοπίζεται σε λογοτεχνικά, ενημερωτικά κείμενα με θέματα κοινωνικοπολιτικά,
πολιτισμικά, επιστημονικά, αλλά και σε κείμενα γνώμης, συζητήσεων με αντικείμενο
κοινωνικά ζητήματα. Από την άλλη μεριά, το λαϊκό σκεπάζω έχει περιορισμένο αριθμό
εμφανίσεων σε λογοτεχνικά κείμενα με θέματα κοινωνικά και σχετικά με τις τέχνες.

Καρτερώ - περιμένω: το περιμένω φαίνεται πως έχει αντικαταστήσει το λόγιο συνώνυμό του
καρτερώ, το οποίο το συναντάμε σε λογοτεχνικά και κείμενα γνώμης, τα οποία σχετίζονται
με τον κόσμο των τεχνών, του πολιτισμού, της κοινωνίας, ενώ κατά περίπτωση εντοπίζεται
στο παιδικό μυθιστόρημα και τη μουσική.

Μέμφομαι - κατηγορώ: το ίδιο φαίνεται να ισχύει και στην περίπτωση των ρημάτων μέμφομαι
και κατηγορώ, όσον αφορά την κυριαρχία του δεύτερου επί του πρώτου. Το λόγιο μέμφομαι
εντοπίζεται σε πρακτικά, επίσημα και κείμενα γνώμης με αντικείμενο κοινωνικοοικονομικό,
πολιτικό και σχετικό με τις τέχνες.

Κομίζω - φέρνω: η υπερίσχυση του λαϊκού φέρνω είναι μεγάλη απέναντι στο λόγιο κομίζω,
το οποίο συναντάει κανείς σε λογοτεχνικά, ενημερωτικά, πρακτικά, γνώμης και επίσημα
κείμενα, τα οποία πραγματεύονται κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά ζητήματα και θέματα
ενδιαφερόντων.

Επιπλήττω - μαλώνω: η επικράτηση του λαϊκού μαλώνω απέναντι στο λόγιο επιπλήττω δεν
είναι μεγάλη, με το τελευταίο να εντοπίζεται σε πρακτικά, επίσημα και κείμενα συζήτησης
με κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό περιεχόμενο.

Μεριμνώ - φροντίζω: και στη συγκεκριμένη περίπτωση το λαϊκό φροντίζω πλειοψηφεί


απέναντι στο λόγιο μεριμνώ, το οποίο συναντά κανείς σε πρακτικά και επίσημα κείμενα με

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
θέματα κοινωνικοπολιτικά. Από την άλλη το λαϊκό φροντίζω βρίσκεται σε πολλά είδη
κειμένων τόσο επίσημου όσο και ανεπίσημου ύφους.

Επιθυμώ - θέλω: τόσο το λαϊκό θέλω όσο και το λόγιο επιθυμώ απαντούν στον λόγο των
νεοελλήνων. Το λόγιο συναντάται σε κείμενα συζητήσεων, ενημερωτικά, γνώμης με
αντικείμενο την κοινωνία, την οικονομία, τις επιστήμες, τις τέχνες και τα ενδιαφέροντα. Το
λαϊκό του συνώνυμο δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένο κειμενικό είδος και θεματολογία,
αλλά καλύπτει πληθώρα αυτών.

Ικετεύω - παρακαλώ: κι εδώ παρατηρούμε την επικράτηση του λαϊκού τύπου έναντι του
λόγιου, ο οποίος εντοπίζεται κυρίως σε λογοτεχνικά, ενημερωτικά, κείμενα γνώμης με
περιεχόμενο κοινωνικοπολιτικό, λογοτεχνικό, επιστημονικό και σχετικό με τις τέχνες. Το
λαϊκό παρακαλώ χρησιμοποιείται ευρέως σε κείμενα όλων των ειδών και των περιεχομένων.

Αγγίζω - ακουμπώ: πρόκειται για ένα ζεύγος, στο οποίο ο λόγιος τύπος υπερισχύει απέναντι
στον μη λόγιο. Ωστόσο η διαφορά είναι μικρή και τα κείμενα τα οποία εμφανίζουν τους
συγκεκριμένους τύπους έχουν παρόμοια θεματολογία: λογοτεχνικά, κοινωνικά, γνώμης,
συζητήσεων με θέμα την τέχνη, την κοινωνία, τον πολιτισμό είναι τα βασικότερα.

Εικάζω - μαντεύω: πρόκειται για μία περίπτωση κυριαρχίας του λόγιου συνωνύμου, το οποίο
καλύπτει πληθώρα κειμένων και θεμάτων όπως: κείμενα γνώμης, τέχνης, επιστημών,
ενημέρωσης, πρακτικά με αντικείμενο κοινωνικό, λογοτεχνικό, ενδιαφερόντων και
οικονομικό. Το λαϊκό μαντεύω εντοπίζεται σε κείμενα γνώμης και λογοτεχνίας με θέμα τις
τέχνες, τα ενδιαφέροντα και την κοινωνία.

Έλκω - τραβώ: το λαϊκό τραβώ είναι επικρατέστερο το λόγιου συνωνύμου του, το οποίο το
συναντάμε σε ενημερωτικά και κείμενα οδηγιών με θέματα σχετικά με τις τέχνες και την
υγεία αντίστοιχα.

Πράττω - κάνω: τόσο ο λόγιος όσο και ο λαϊκός τύπος εντοπίζονται σε πολυάριθμα είδη
κειμένων και καλύπτουν ζητήματα ποικίλης θεματολογίας.

Συνολικά, παρατηρώντας τα είδη κειμένων όπου απαντούν οι λόγιοι και οι μη λόγιοι τύποι,
μπορούμε να εξαγάγουμε κάποια αρχικά συμπεράσματα για την υπεροχή των μεν ή των δε.
Αρχικά, τομείς όπως η ενημέρωση, η πολιτική, οι τέχνες, η παιδεία, η κοινωνία, η οικονομία
οι επιστήμες δείχνουν φανερή προτίμηση για τη χρήση λόγιων ρηματικών τύπων. Σε αυτούς

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
τους τομείς υπάρχει η ανάγκη για απόδοση ιδιαίτερου κύρους στα λεγόμενα κι έτσι η
παρουσία λόγιων στοιχείων επιτείνει αυτό το χαρακτηριστικό. Επίσης, η ανάδειξη του
μορφωτικού κεφαλαίου των ομιλούντων αλλά και η ισχυροποίηση της κοινωνικής θέσης
τους αποτελούν παράγοντες, οι οποίοι με τη σειρά τους προωθούν τη χρήση λόγιων τύπων
για την επίτευξη των παραπάνω σκοπών.

Αντιθέτως, τομείς όπως η λογοτεχνία, το θέατρο και οι συζητήσεις κλίνουν προς τη χρήση
λαϊκών ρηματικών τύπων. Τόσο η λογοτεχνία, όσο και το θέατρο επιχειρούν την έκφραση
των σκέψεων και των συναισθημάτων των αναγνωστών-θεατών τους και ως τέτοια μέσα
οικειοποιούνται τον απλό λαϊκό λόγο, για να το πετύχουν. Το ίδιο ισχύει και για τις
συζητήσεις, οι οποίες αναλόγως θέματος στηρίζονται στην άμεση κι απλή επικοινωνία των
ατόμων.

Στην έρευνά μας παρατηρήσαμε πως στα 32 από τα 39 ζεύγη λόγιων και λαϊκών ρηματικών
συνωνύμων, δηλαδή το 82.1 % των περιπτώσεων οι οποίες μελετήθηκαν, καταδεικνύουν
επικράτηση των λαϊκών ρηματικών τύπων έναντι των λόγιων συνωνύμων τους.

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
Ποιοτική ανάλυση δεδομένων
Συνεχίζοντας τη μελέτη μας, επιχειρήσαμε να εντοπίσουμε και να προσδιορίσουμε τις
περιπτώσεις χρήσης κάθε τύπου στα σώματα κειμένων, για να αποσαφηνίσουμε τα κριτήρια
επιλογής ανάμεσα σε λόγιους ή λαϊκούς ρηματικούς τύπους στη νέα ελληνική. Πιο
αναλυτικά, βάσει του ΕΘΕΓ και της Πύλης για την Ελληνική Γλώσσα, εκθέτουμε τις
βασικότερες κατηγορίες γραπτού λόγου στις οποίες εντοπίζουμε την κάθε περίπτωση λόγιου
συνωνύμου.

 Τίθεμαι: Συνήθως ακολουθείται από προθέσεις όπως υπέρ, υπό, αλλά και από το
ουσιαστικό επικεφαλής.
 Αποκαθίστανται: οι κυριότερες εμφανίσεις του είναι με ουσιαστικά όπως: βλάβες,
σχέσεις, μισθοί, προβλήματα, πράγματα. Το ουσιαστικό αποκατάσταση είναι το βασικό
παράγωγό του, το οποίο χρησιμοποιείται σε πάμπολλες γλωσσικές περιστάσεις της
κοινής νεοελληνικής.
 Συνιστώ: Συνοδεύει το επίρρημα ανεπιφύλακτα και το ουσιαστικό ψυχραιμία. Επίσης,
χρησιμοποιείται σε πληθώρα άλλων περιπτώσεων και συνήθως συνδέεται με οδηγίες
ιατρικού αλλά όχι μόνο περιεχομένου. Επίσης, η φράση: «οι ειδικοί συνιστούν», έχει
καθιερωθεί και χρησιμοποιείται κατά κόρον στη νέα ελληνική, όπως και το παράγωγο
ουσιαστικό σύσταση και το επίθετο συστατικό.
 Κείμαι: Εντοπίζεται σε αρχαιοπρεπείς εκφράσεις, οι οποίες έχουν επιβιώσει μέχρι τις
μέρες μας, όπως για παράδειγμα κείμαι γυμνός, ενθάδε κείται, κ.ά. Το σύνθετο ρήμα
επίκειται, χρησιμοποιείται συχνά στον νεοελληνικό λόγο, όπως και τα: πρόκειται,
υπόκειται.
 Δύναμαι: Συνοδεύει συνήθως το ρήμα βεβαιώνω, π.χ. δύναμαι να βεβαιώσω/ να
διαβεβαιώσω, αλλά και σε φράσεις όπως: δε/ (ου) δύναμαι να…. Το παράγωγο
ουσιαστικό δύναμη και τα επίθετα δυνατός, αδύνατος, δυναμικός κτλ κυριαρχούν στη
νεοελληνική γλώσσα.

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
 Επαφίεμαι: Συνοδεύει ουσιαστικά όπως: αλληλεγγύη, γενναιοδωρία, δικαιοσύνη, κ.ά.
στη νέα ελληνική, χρησιμοποιείται το παράγωγο ουσιαστικό άφεση.
 Υποχρεούμαι: Συνήθως ακολουθείται από το να και φράσεις με προθέσεις, με πιο
συχνή την πρόθεση σε (π.χ. υποχρεούμαι στην καταβολή του Φ.Π.Α./ υποχρεούμαι να
σας απαντήσω/ υποχρεούμαι από τον νόμο, κ.ά.). Τα παράγωγα ουσιαστικά
υποχρέωση, υπόχρεος, το επίθετο υποχρεωτικός, κ.ά. χρησιμοποιούνται συχνότατα
στα νέα ελληνικά.
 Εγγυώμαι: πολύ συχνά χρησιμοποιείται για την απόδοση έμφασης στα λεγόμενα με το
επίρρημα προσωπικά (εγγυώμαι προσωπικά / προσωπικά εγγυώμαι). Ακόμη, το
συναντάμε εξίσου πολλές φορές να συνοδεύει τις προσωπικές αντωνυμίες σας και
σου. Εγγύηση, εγγυητής, αλληλέγγυος, φερέγγυος και άλλα περιλαμβάνονται στο
λεξιλόγιο της νέας ελληνικής και έχουν κυρίαρχη θέση.
 Αποπειρώμαι: το λόγιο αποπειρώμαι απαντάται κατά κύριο λόγο σε αρχαιοπρεπείς
φράσεις και σε λόγους, οι οποίοι χρησιμοποιούν στοιχεία της καθαρεύουσας. Το
ουσιαστικό απόπειρα και το ρήμα αορίστου αποπειράθηκε είναι ευρέως
χρησιμοποιούμενα στη σύγχρονη εποχή.
 Αμιλλώνται: μπορεί το αμιλλώνται να μην ξεπερνάει σε βαθμό χρήση από τους
ομιλητές το λαϊκό συνώνυμό του αγωνίζονται, ωστόσο η ονοματική φράση ευγενής
άμιλλα (αλλιώς: εὖ ἀγωνίζεσθαι) αντικατοπτρίζει τη μεγάλη επιρροή των λόγιων
τύπων στη σύγχρονη νέα ελληνική .
 Εισέρχομαι: και σε αυτή την περίπτωση, πολλά παράγωγα του λόγιου ρήματος
εξακολουθούν να επικρατούν, όπως η μετοχή εισερχόμενα.
 Ωθώ: μπορεί το λαϊκό συνώνυμό του να είναι επικρατέστερο στον λόγο των
Νεοελλήνων, ωστόσο οι παράγωγες και οι σύνθετες λέξεις από το λόγιο ωθώ είναι
πολλές και ευρέως χρησιμοποιούμενες: ώθηση, προωθώ, προώθηση, κ.ά.
 Ωρύομαι: το λαϊκό ουρλιάζω φαίνεται να έχει αντικαταστήσει πλήρως το λόγιο
συνώνυμό του ωρύομαι, το οποίο χρησιμοποιείται σε πιο σπάνιες περιπτώσεις.
 Ωχριούν: σε αυτή την περίπτωση το λόγιο ωχριούν κυριαρχεί απέναντι στο λαϊκό
χλομιάζουν. Επίθετα όπως: ωχρός-ή-ό, το ουσιαστικό ώχρα (χρώμα), η φράση ωχρό
σωμάτιο υπογραμμίζουν την παραπάνω τάση.
 Νοσεί: επικράτηση του λόγιου ρηματικού τύπου απέναντι στο λαϊκό αρρωσταίνει. Το
λόγιο νοσεί περιλαμβάνει και πληθώρα παραγώγων όπως: νόσος, νόσημα, ανοσία,

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
αυτοάνοσο νόσημα, νοσηρός, νοσηλεία και πολλά άλλα. Αντιθέτως, το λαϊκό
αρρωσταίνω δεν εμγανίζει μεγάλη ποικιλία παραγωγής και σύνθεσης.
 Μιμνήσκω: Το μιμνήσκω χρησιμοποιείται σπάνια σήμερα. Έχει αντικατασταθεί από
το θυμάμαι. Περισσότερο χρησιμοποιούταν στα ομηρικά έπη, ενώ στους πεζούς
συγγραφείς σύνθετο με τις προθέσεις ανά και υπό. Σήμερα χρησιμοποιούμε ομόρριζες
λέξεις (μνήμη, μνημόσυνο, μνημείο, ανάμνηση, υπόμνημα, αείμνηστος, μνημοσύνη). Το
θυμάμαι προέρχεται από το αρχαίο ενθυμούμαι και έχει τη σημασία του «φέρνω κάτι
στην μνήμη μου».
 Μοχθώ: Το λόγιο μοχθώ έχει αντικατασταθεί πλήρως από το ρήμα κουράζομαι. Στην
αρχαία γλώσσα είχε τη σημασία του «κοπιάζω, καταβάλλομαι από τον κόπο».
Χρησιμοποιείται σήμερα η λέξη μόχθος. Το κουράζομαι έχει την έννοια του
«εξαντλούμαι σωματικά ή ψυχικά».
 Οδεύω: Παρόμοια, το ρήμα οδεύω έχει αντικατασταθεί από το λαϊκό ρήμα πηγαίνω.
Το πηγαίνω έχει την έννοια του «πορεύομαι, μεταβαίνω». Το ρήμα οδεύω έχει την
ίδια σημασία (ταυτοσημία). Χρησιμοποιούμε σήμερα ομόρριζες λέξεις (οδός, δίοδος,
πρόοδος, συνοδεία). Συνήθως ακολουθείται από την πρόθεση προς και δείχνει κίνηση
σε τόπο.
 Πάσχω: Αμφότερα τα δύο ρήματα χρησιμοποιούνται και σήμερα. Πάσχω σημαίνει
και «υποφέρω». Χρησιμοποιείται και το σύνθετο ρήμα συμπάσχω, καθώς και τα
παράγωγα πάθος, πάθημα, συμπάθεια. Το πάσχω βλέπουμε να συνοδεύεται από την
πρόθεση από και να δηλώνει συνήθως κάποιο πρόβλημα στην υγεία των ατόμων.
 Παύω: Αμφότερα τα δύο ρήματα χρησιμοποιούνται στη νέα ελληνική γλώσσα. Το
λαϊκό συνώνυμο ρήμα σταματώ, χρησιμοποιείται πολύ συχνότερα. Ομόρριζες λέξεις
όπως παύση, ανάπαυση και κατάπαυση, χρησιμοποιούνται ευρέως στη σύγχρονη
εποχή.
 Σπεύδω: Το λόγιο ρήμα σπεύδω χρησιμοποιείται συχνότερα από το λαϊκό συνώνυμό
του βιάζομαι. Επίσης, συνήθεις λέξεις της δημοτικής ελληνικής γλώσσας αποτελούν
και τα παράγωγα σπουδή, σπουδαστής και σπουδαίος.
 Σύρω: Τα δύο αυτά συνώνυμα ρήματα χρησιμοποιούνται σήμερα με την ίδια σχεδόν
συχνότητα. Λέξεις όπως συρμός, συρφετός και σύρμα είναι πολύ συχνές στη σύγχρονη
ελληνική γλώσσα.

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
 Καλύπτω: Το λόγιο ρήμα καλύπτω χρησιμοποιείται πολύ πιο συχνά από το αντίστοιχο
λαϊκό ρήμα σκεπάζω. Ακόμη, εύχρηστες είναι σήμερα και λέξεις όπως κάλυμμα,
συγκάλυψη, καλύπτρα.
 Καρτερώ: Αν και το λόγιο ρήμα καρτερώ εξακολουθεί να χρησιμοποιείται, το
λαϊκότερο ρήμα περιμένω αποτελεί ένα από τα συχνότερα ρήματα της δημοτικής
ελληνικής γλώσσας.
 Μέμφομαι: Παρόμοια, το λόγιο ρήμα μέμφομαι εξακολουθεί να χρησιμοποιείται,
όμως το λαϊκό συνώνυμό του κατηγορώ είναι πολύ πιο εύχρηστο. Συχνά
χρησιμοποιούμενες είναι και οι λέξεις: μομφή, μεμπτός, μεμψιμοιρία.
 Κομίζω: Αν και το κομίζω συνεχίζει να χρησιμοποιείται και σήμερα, το λαϊκό του
συνώνυμο, φέρνω, έχει επικρατήσει. Ομόρριζες λέξεις που χρησιμοποιούνται συχνά
σήμερα είναι το κόμιστρο, η μετακόμιση και η συγκομιδή. Επίσης συχνά παρατηρούμε
την ύπαρξη του κομίζω με συμπλήρωμα το αρχαίο γλαύκας.
 Λαμβάνω: Αν και το λαμβάνω συνεχίζει να χρησιμοποιείται και σήμερα, το λαϊκό του
συνώνυμο, παίρνω, έχει επικρατήσει. Συχνά χρησιμοποιούνται σήμερα οι λέξεις
λαβή, παραλαβή, συλλαβή, περίληψη, λαβίδα και πολλές άλλες.
 Επιπλήττω: Το μαλώνω έχει επικρατήσει έναντι του λόγιου συνωνύμου του,
επιπλήττω. Παρόλα αυτά, τα παράγωγά του λόγιου ρήματος είναι πολύ εύχρηστα
σήμερα (π.χ. επίπληξη).
 Μεριμνώ: Αν και το μεριμνώ συνεχίζει να χρησιμοποιείται και σήμερα, το λαϊκό του
συνώνυμο, φροντίζω, έχει επικρατήσει. Χρησιμοποιείται, όμως, συχνά και σήμερα η
παράγωγη λέξη μέριμνα.
 Επιθυμώ: Αμφότερα τα ρήματα αυτά χρησιμοποιούνται ευρέως στη σύγχρονη
ελληνική γλώσσα. Το ρήμα θέλω είναι ένα από τα πιο συνηθισμένα ρήματα της
δημοτικής γλώσσας. Η επιθυμία αποτελεί πολύ συχνότερο ομόρριζο (ρ. ἐπιθυμῶ) από
τα αντίστοιχα του ρήματος θέλω.
 Ικετεύω: Αν και το ικετεύω συνεχίζει να χρησιμοποιείται και σήμερα σε ορισμένες
περιπτώσεις, το λαϊκό του συνώνυμο, παρακαλώ, έχει επικρατήσει σχεδόν κατά
κράτος. Χρησιμοποιούνται, όμως, συχνά και σήμερα οι ομόρριζες λέξεις ικέτης και
ικεσία.
 Δίδω: Αν και το δίδω συνεχίζει να χρησιμοποιείται και σήμερα, το λαϊκό του
ισοδύναμο, δίνω, έχει επικρατήσει. Χρησιμοποιούνται, όμως, συχνά και σήμερα οι
παράγωγες λέξεις: δότης, δόση και δοτικός, καθώς και σύνθετες με αυτές λέξεις.

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
 Δύναμαι: Αν και το δύναμαι συνεχίζει να χρησιμοποιείται και σήμερα, το λαϊκό του
συνώνυμο, μπορώ, έχει επικρατήσει. Χρησιμοποιούνται, όμως, ευρέως και σήμερα οι
παράγωγες λέξεις: δύναμη, δυναμικός και δυνάστης.
 Αγγίζω: Το λαϊκό συνώνυμο ρήμα ακουμπώ δεν μπόρεσε να αντικαταστήσει το λόγιο
συνώνυμό του αγγίζω. Επίσης, παράγωγες λέξεις (απλές και σύνθετες) του ρήματος
αγγίζω χρησιμοποιούνται ευρέως στον καθημερινό λόγο (άγγιγμα, ανέγγιχτος).
 Εικάζω: Το λαϊκό συνώνυμο ρήμα μαντεύω δεν μπόρεσε να αντικαταστήσει το λόγιο
συνώνυμό του εικάζω. Παράγωγες λέξεις (απλές και σύνθετες) χρησιμοποιούνται
ευρέως στην καθημερινότητα και για τα δύο συνώνυμα ρήματα (εικασία, εικαστικός,
vs. μάντης, μαντείο).
 Έλκω: Αν και το ρήμα έλκω συνεχίζει να χρησιμοποιείται και σήμερα σε σπάνιες και
συγκεκριμένες περιπτώσεις (επιστήμες, τεχνολογία, αθλητισμός), το λαϊκό του
συνώνυμο, τραβώ, έχει επικρατήσει. Χρησιμοποιούνται, όμως, ευρέως και σήμερα οι
παράγωγες λέξεις: έλξη, έλκος, έλκηθρο, διελκυστίνδα, ανελκυστήρας, κ.ά..
 Πράττω: Το λόγιο ρήμα πράττω χρησιμοποιείται συχνά σήμερα. Όμως, το λαϊκό
συνώνυμό του κάνω αποτελεί μία από τις πιο εύχρηστες λέξεις της σύγχρονης
νεοελληνικής γλώσσας. Ομόρριζες λέξεις, όπως πράξη, σύμπραξη, πράγμα, πρατήριο,
πρακτικός και πολλές άλλες, χρησιμοποιούνται ευρέως στον καθημερινό μας λόγο.

Αν και με μία πρώτη ματιά, η υπεροχή των λαϊκών ρηματικών συνωνύμων φαίνεται
αδιαμφισβήτητη, εντούτοις η γλωσσική πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική.

Μπορεί, λοιπόν, στο επίπεδο των προσώπων, των αριθμών όλων των τύπων που ερευνήσαμε
να είναι προφανής η κυριαρχία των λαϊκών στοιχείων, ωστόσο όπως παρατηρήθηκε επίσης
πως οι λόγιοι ρηματικοί τύποι είναι κυρίαρχοι στη δόμηση του νεοελληνικού λεξιλογίου,
καθώς αποτελούν τη βάση παραγωγής και σύνθεσης των λέξεων. Αυτό το εύρημα
υπογραμμίζει την «εξειδικευμένη» δυναμική των λόγιων ρηματικών τύπων παρά την
προφανή κυριαρχία των λαϊκών ρηματικών τύπων.

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
Συμπεράσματα
Στην παρούσα εργασία ερευνήθηκαν 39 ζεύγη λόγιων και λαϊκών ρηματικών συνωνύμων,
όπως αυτά καταγράφηκαν στον ΕΘΕΓ και την Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα. Τα
κυριότερα συμπεράσματα είναι τα ακόλουθα:

 Οι λαϊκοί ρηματικοί τύποι πλειοψηφούν απέναντι στους λόγιους συνώνυμούς τους


στα διάφορα είδη κειμένων ποικίλης θεματολογίας.
 Οι λόγιοι ρηματικοί τύποι κυριαρχούν στις διαδικασίες σχηματισμού, παραγωγής και
σύνθεσης των νεοελληνικών παράγωγων λέξεών τους. Αυτό σημαίνει ότι η
διαμόρφωση του νεοελληνικού λεξιλογίου στηρίζεται στις λόγιες ρηματικές μορφές,
οι οποίες καθορίζουν τη μορφή και τη σημασία των νεοελληνικών παράγωγων
λέξεών τους. Ωστόσο, οι μη λόγιοι τύποι ως αυτόνομοι γλωσσικοί τύποι κυριαρχούν
στα διάφορα είδη κειμένων.
 Η συχνότητα χρήσης των λαϊκών ρηματικών τύπων στη νέα ελληνική είναι εμφανής,
ωστόσο η επιρροή των λόγιων στοιχείων δεν είναι αμελητέα.

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
Βιβλιογραφικές αναφορές

Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Α. &Α. Φλιάτουρας (2004). Η διάκριση «λόγιο» και «λαϊκό» στην


ελληνική γλώσσα. Ορισμός και ταξινόμηση. Στο πρακτικά του 6ου Διεθνούς Συνεδρίου
Ελληνικής Γλωσσολογίας, Ρέθυμνο, 18-21 Σεπτεμβρίου 2003, 1-16.

Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Α. &Α. Φλιάτουρας (2019). Το λόγιο επίπεδο στη νέα ελληνική.


Φλιάτουρας, Α ( επιμ.). Αθήνα: Πατάκης.

Δελβερούδη, Ρ.(2008). Aπό τη μιξοβάρβαρον στην καθαρεύουσα: Η διαμόρφωση ενός όρου.


Στο: Μ. Θεοδωροπούλου (επιμ.), Θέρμη και φως: Αφιερωματικός τόμος στη μνήμη του Α.-Φ.
Χριστίδη. Θεσσαλονίκη, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

Γληνός, ∆. (1971). Έθνος και γλώσσα. Αθήνα : Αθηνά.

Γληνός, ∆. (1983). Άπαντα. Τόμος 1-2. Αθήνα: Θεµέλιο.

∆ελµούζος, Α. Π. (1950). Το κρυφό σχολειό. Αθήνα.

∆ελµούζος, Α. Π. (1958). Μελέτες και πάρεργα. Αθήνα.

∆ελµούζος, Α. Π. (1971). ∆ηµοτικισµός και παιδεία. Αθήνα: Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση


Νέων.

∆ηµαράς, Α. (επιµ.) (1989). Η µεταρρύθµιση που δεν έγινε. 2 τόµ. Αθήνα: Ερµής.

∆ηµαράς, Κ.Θ. (1983). Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Αθήνα.

∆ραγούµης, Ι. (1919). Ελληνικός πολιτισµός. Αλεξάνδρεια.

Καλογιάννης, Γ. Χ. (1984). Ο Νουµάς και η εποχή του (1903-1910). Γλωσσικοί και


ιδεολογικοί αγώνες. Αθήνα: Επικαιρότητα.

Κορδάτος, Γ. (1927). ∆ηµοτικισµός και λογιωτατισµός: Κοινωνιολογική µελέτη του


γλωσσικού ζητήµατος. Αθήνα: Μπουκουµάνης.

Κορδάτος, Γ. (1943). Ιστορία του γλωσσικού µας ζητήµατος. Αθήνα: Μπουκουµάνης.

Κριαράς, Ε. (1981). Ψυχάρης: Ιδέες, αγώνες, ο άνθρωπος. Αθήνα: Εστία.

Κριαράς, Ε. (1992). Η γλώσσα µας. Παρελθόν και παρόν. Θεσσαλονίκη.

[Πληκτρολογήστε κείμενο]
Κριαράς, Ε. (1998). Θητεία στη γλώσσα. Αθήνα: Γκοβόστης.

Μέγας, Α. [1925-1927] (1997). Ιστορία του γλωσσικού ζητήµατος. 2 τόµ. Αθήνα: ∆ωδώνη.

Μπαµπινιώτης, Γ. (1979). Νεοελληνική κοινή: Πέρα της καθαρευούσης και της δηµοτικής.
Αθήνα: Γρηγόρης.

Ξυδόπουλος, Γ. 2008. Λεξικολογία. Εισαγωγή στην ανάλυση της λέξης και του λεξικού.
Αθήνα: Πατάκης.

Πάλλης, Α. (1975). Μπρουσός. Επιµ. Ε. Ι. Μοσχονάς. Αθήνα: Ερµής.

Πανταζάρα, ΑΒ. (2015). Κεφάλαιο 4: Αναζήτηση σε σώματα κειμένων. Διαθέσιμο στο


https://repository.kallipos.gr

Παπακώστας, Γ. (1985). Ο Φώτης Φωτιάδης και το αδελφάτο της "εθνικής γλώσσας": Η


αλληλογραφία. Αθήνα: ΕΛΙΑ.

Παπανούτσος, Ε. Π. (1978). Α. ∆ελµούζος. Η ζωή του. Επιλογή από το έργο του. Αθήνα:
ΜΙΕΤ.

Σιµόπουλος, Κ. (1971). Η γλώσσα και το εικοσιένα: Λογιώτατοι φαναριώτες, κοτζαµπάσηδες,


τίτλοι, αξιώµατα και προσαγορεύσεις. Αθήνα: Εκδοτική Ελλάδος.

Στάμου Α.Γ. (2014). Η κριτική ανάλυση λόγου: Μελετώντας τον ιδεολογικό ρόλο της
γλώσσας. Στο Μ. Γεωργαλίδου, Μ. Σηφιανού, Β. Τσάκωνα (επιμ.) Ανάλυση λόγου: Θεωρία
και εφαρμογές,. Νήσος: Αθήνα.

Σταυρίδη-Πατρικίου, Ρ. (1999). Γλώσσα, εκπαίδευση και πολιτική. Αθήνα: Ολκός.

Σταυρίδη-Πατρικίου, Ρ., (επιµ.) (1976). ∆ηµοτικισµός και κοινωνικό πρόβληµα. Αθήνα:


Ερµής.

[Πληκτρολογήστε κείμενο]

You might also like