ς ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ - Μινωικά

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 71

Σ.

Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 1

ΜΙΝΩΙΚΑ

Μινωικὸς πολιτισµός

Τὴ Χαλκῆ ἐποχὴ στὴν Κρήτη (βλ Χάρτη) ὀνοµάζοµε «Μινωική», ἀπὸ τὸ ὄνοµα τοῦ
µυθικοῦ βασιλέα τῆς Κνωσοῦ, Μίνωα. Τὴν ὑποδιαιροῦµε σὲ τρεῖς ἐπὶ µέρους
ἐποχές:1 τὴν Πρωτοχαλκῆ ἢ Πρωτοµινωικὴ περίοδο (ΠΜ), τὴ Μεσοχαλκῆ ἢ
Μεσοµινωική (ΜΜ) καὶ τὴν Ὑστεροχαλκῆ ἢ Ὑστεροµινωική (ΥΜ). Κάθε µία ἀπὸ
τὶς ἐποχὲς αὐτὲς ὑποδιαιρεῖται σὲ περιόδους (Ι, ΙΙ, ΙΙΙ) καὶ σὲ ὡρισµένες περιόδους
διακρίνονται φάσεις (Α, Β, Γ) καὶ ὑποφάσεις (1, 2). Ἕνα ἄλλο χρονολογικὸ σύστηµα
διαιρεῖ τὸν µινωικὸ πολιτισµὸ σὲ πέντε περιόδους:2 τὴν Προανακτορική (π-Α), τὴν
Παλαιοανακτορική (ΠΑ), τὴ Νεοανακτορική (ΝΑ), τὴν Τελικὴ Ἀνακτορική (ΤΑ) καὶ
τὴ Μετανακτορική (µ-Α). Τὰ δύο συστήµατα σχετίζονται µεταξύ τους ὡς ἀκολούθως:

ΠΜ Ι 3000-2600 Προανακτορική (π-Α) 3000-1900


ΠΜ ΙΙ 2600-2300
ΠΜ ΙΙΙ 2300-2100
ΜΜ ΙΑ 2100-1900
ΜΜ ΙΒ 1900-1800 Παλαιοανακτορική (ΠΑ) 1900-1700
ΜΜ ΙΙ 1800-1700
ΜΜ ΙΙΙ 1700-1600 Νεοανακτορική (ΝΑ) 1700-1450
ΥΜ ΙΑ 1600-1525/1500
ΥΜ ΙΒ 1525/1500-1450
ΥΜ ΙΙ 1450-1400 Τελικὴ Ἀνακτορική (ΤΑ) 1450-1250
ΥΜ ΙΙΙΑ1 1400-1375
ΥΜ ΙΙΙΑ2 1375-1300
ΥΜ ΙΙΙΒ 1300-1200 Μετανακτορική (µ-Α) 1250-1100
ΥΜ ΙΙΙΓ 1200-1100

1100 1250 1450 1700 1900 3000


|___________|_________|____________|_____________|____________________|
Μετανακτορική Τελ. Ἀνακτ. Νεοανακτορική Παλαιοανακτορική Προανακτορική

1100 1600 2100 3000


|__________________________|_________________________|_______________|
Ὑστεροµινωική Μεσοµινωική Πρωτοµινωική

1
Πρόταση τοῦ Arthur Evans, µὲ κριτήριο τοὺς ρυθµοὺς τῆς κεραµεικῆς.
2
Πρόταση τοῦ Νικολάου Πλάτωνα, βασισµένη στὴν ἀνέγερση καὶ καταστροφὴ τῶν ἀνακτόρων (βλ
Πλάτων 1958:582-606), προσαρµοσµένο ἀπὸ τοὺς Andreadaki-Vlazaki κἄ 2008 Ι:14 καὶ ΙΙ:13.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 2

Ἐντοπίζεται µιὰ ἐναρκτήρια πολιτισµικὴ περίοδος, κατὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχουν
ἀνακτορικὰ κέντρα (Προανακτορική). Τὰ πρῶτα ἀνάκτορα χτίζονται γύρω στὸ 1900
πΧ καὶ καταστρέφονται ἀπὸ σεισµὸ γύρω στὰ 1700 πΧ (Παλαιοανακτορική). Νέα,
λαµπρότερα, ἀνακτορικὰ κέντρα ἀνεγείρονται ἀµέσως µετά, γιὰ νὰ καταστραφοῦν
καὶ αὐτὰ ἀπὸ τὸ τεράστιο παλιρροϊκὸ κῦµα ποὺ προκάλεσε ἡ ἔκρηξη τοῦ ἠφαιστείου
τῆς Θήρας περὶ τὸ 1520 πΧ περίπου (Νεοανακτορική).3 Τὴ δεύτερη αὐτὴ πληγὴ τῶν
Μινωιτῶν θὰ ἐκµεταλλευτοῦν οἱ Ἕλληνες (Ἀχαιοί ἢ Μυκηναῖοι), οἱ ὁποῖοι θὰ
καταλάβουν τὸ νησὶ καὶ θὰ ἐγκαταστήσουν Ἕλληνα βασιλέα στὸν θρόνο τῆς
Κνωσοῦ (Τελικὴ Ἀνακτορική, Μετανακτορική). Ἡ Κρήτη θὰ περάσῃ ἔκτοτε στὸν
χῶρο ἐπιρροῆς τῶν Ἑλλήνων. Ὡρισµένοι µελετητὲς ἀναγνωρίζουν µιὰ τελευταία
βραχεῖα περίοδο πενήντα χρόνων (1100-1050 πΧ), τὴν ὁποία ὀνοµάζουν
Ὑποµινωική.4

Χάρτης τῆς Κρήτης µὲ τὶς σηµαντικότερες µινωικὲς θέσεις (Μουσεῖο Φιλοσοφικῆς Σχολῆς ΕΚΠΑ)

3 Ἡ ἡµεροµηνία 1520 πΧ γιὰ τὴν ἔκρηξη τοῦ ἠφαιστείου τῆς Θήρας εἶναι ἡ παραδοσιακή,
ἀρχαιολογική, ὄχι ἡ βασιζόµενη σὲ γεωλογικὰ δεδοµένα πρόσφατων ἐρευνῶν. Βλ Andreadaki-Vlazaki
κἄ (ἐπιµ.) 2008:16.
4
Γιὰ κάπως διαφορετικὲς χρονολογήσεις τῶν περιόδων βλ Μαντζουράνη 2002.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 3

Γενικὴ περὶ µινωικοῦ πολιτισµοῦ βιβλιογραφία

Ἀλεξίου, Στυλιανός (1964) Μινωικὸς πολιτισµός. Μὲ ὁδηγὸν τῶν ἀνακτόρων


Κνωσοῦ, Φαιστοῦ, Μαλλίων. Ἡράκλειο: Ἀλεξίου.

Ἀλεξίου, Στυλιανός (1968) Ὁδηγὸς Ἀρχαιολογικοῦ Μουσείου Ἡρακλείου. Ἀθήνα:


Γενικὴ ∆ιεύθυνσις Ἀρχαιοτήτων καὶ Ἀναστηλώσεων.

Μαντζουράνη, Ἑλένη (2002) Προϊστορικὴ Κρήτη. Τοπογραφία καὶ ἀρχιτεκτονική.


Ἀπὸ τὴ νεολιθικὴ ἐποχὴ ἕως καὶ τοὺς νεοανακτορικοὺς χρόνους. Ἀθήνα:
Καρδαµίτσας.

Μαραγκοῦ, Λίζα (ἐπιµ.) (1992) Μινωικὸς καὶ ἑλληνικὸς πολιτισµὸς ἀπὸ τὴν Συλλογὴ
Μητσοτάκη. Ἀθήνα: Ἵδρυµα Ν. Π. Γουλανδρῆ - Μουσεῖο Κυκλαδικῆς Τέχνης.

Πλάτων, Νικόλαος (1997) «Κρήτη: Προανακτορικὴ περίοδος (Πρώιµη ἐποχὴ τοῦ


χαλκοῦ)» & «Κρήτη: Παλαιοανακτορικὴ περίοδος (Μέση ἐποχὴ τοῦ χαλκοῦ)» &
«Κρήτη: Νεοανακτορικὴ περίοδος (Πρῶτοι αἰῶνες τῆς Ὕστερης ἐποχῆς τοῦ
χαλκοῦ)» & «Κρήτη: Μετανακτορικὴ περίοδος (Τελευταῖοι αἰῶνες τῆς Ὕστερης
ἐποχῆς τοῦ χαλκοῦ)», στὸ G. W. Botsford & C. A. Robinson & D. Kagan, Ἀρχαία
ἑλληνικὴ ἱστορία. Μετ. Σωτήρης Τσιτσώνης. Σελ. 582-606. Ἀθήνα: Μορφωτικὸ
Ἵδρυµα Ἐθνικῆς Τραπέζης.

Σακελλαράκης, Γιάννης & Ἔφη Σακελλαράκη (1987) Κρήτη: ἱστορία καὶ


πολιτισµός. Κρήτη: Σύνδεσµος Τοπικῶν Ἑνώσεων καὶ Κοινοτήτων.

Σαπουνᾶ-Σακελλαράκη, Ἔφη (1994) «Μινωικὴ τέχνη», στὸ Ἑλληνικὴ τέχνη. Ι. Ἡ


αὐγὴ τῆς ἑλληνικῆς τέχνης. Σελ. 131-218. Ἀθήνα: Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν.

Ἀνδρεαδάκη-Βλαζάκη, Μαρία (ἐπιµ.) (2009) Χανιά (Κυδωνία). Περιήγηση σὲ


χώρους ἀρχαίας µνήµης. Ἀθήνα: Ὑπουργεῖο Πολιτισµοῦ καὶ Τουρισµοῦ-ΚΕ΄
Ἐφορεία Προϊστορικῶν καὶ Κλασικῶν Ἀρχαιοτήτων.

Andreadaki-Vlazaki, Maria & Giorgos Rethemiotakis & Nota Dimopoulou-


Rethemiotaki (ἐπιµ.) (2008) From the land of the labyrinth. Minoan Crete, 3000-1100
BC. II. Essays. New York: The Alexander S. Onassis Public Benefit Foundation &
The Hellenic Ministry of Culture & The Archaeological Museums of Crete.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 4

Hood, Sinclair (2017) Ἡ τέχνη στὴν Προϊστορικὴ Ἑλλάδα. Μετάφρ. Μαρία


Παντελίδου & Θεόδωρος Ξένος. 6η ἔκδοση. Ἀθήνα: Καρδαµίτσας.

Χάρτης τῆς Κνωσοῦ καὶ τῶν περιχώρων της (Μιχαηλίδου 1993:38)


Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 5

ΑΡΠΑ «ΚΥΚΛΑ∆ΙΚΗ»

No 1. Σφράγισµα σὲ ἄργιλο. Μουσεῖο Ἡρακλείου σφράγισµα 172α

(Younger 1998 pl. 24.6)

Σφράγισµα σὲ ἄργιλο. Ἀπὸ τὸν Ἀποθέτη τῶν Ἱερογλυφικῶν τοῦ Ἀνακτόρου τῆς
Κνωσοῦ. ΜΜ ΙΙ (1800-1700 πΧ). Παλαιοανακτορικό.

Στὸ κεντρικὸ µετάλλιο τοῦ σφραγίσµατος ἔχουν ἐντυπωθῆ τρία σηµεῖα τῆς µινωικῆς
ἱερογλυφικῆς γραφῆς.5 Τὸ ἄνω σηµεῖο ἑρµηνεύθηκε ἀπὸ τὸν Evans ὡς ἀπεικόνιση
τῆς κυκλαδικῆς ἅρπας: ὁριζόντιο ὀρθογώνιο ἠχεῖο, πλαίσιο καὶ 7 ἢ 8 χορδές,
ἐκτεινόµενες ἀπὸ τὸ ἠχεῖο στὸ ἄνω µέρος τοῦ πλαισίου. Ἀπουσιάζει ἡ πτηνοειδὴς
ἀπόφυση.6

No 2. Σφραγίδα. Ashmolean Museum, Oxford 1938.793

(Van Schaik 1998:75 illustr. 12.A)

Πρισµατικὴ σφραγίδα ἀπὸ πράσινο ἴασπη ἀπὸ τὴν περιοχὴ τοῦ Ἡρακλείου. ΜΜ ΙΙ-
ΙΙΙ (1800-1600 πΧ). Παλαιο/νεοανακτορικό.

5
Γιὰ τὰ µινωικὰ ἱερογλυφικὰ βλ Παράρτηµα Α΄.
6
Γιὰ τὸ σηµεῖο στὸ κάτω ἀριστερὸ µέρος βλ παρακάτω, λύρες.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 6

Καὶ στὶς δύο ὄψεις τῆς σφραγίδας ἔχουν σκαλιστῆ σηµεῖα τῆς µινωικῆς ἱερογλυφικῆς
γραφῆς. Στὴ µία πλευρά, τὸ δεξιότερο σηµεῖο ἑρµηνεύθηκε ἀπὸ τὸν Evans ὡς
ἀπεικόνιση τῆς κυκλαδικῆς ἅρπας: ὁριζόντιο ὀρθογώνιο ἠχεῖο, πλαίσιο µὲ πτηνοειδῆ
ἀπόφυση ψηλὰ καὶ δύο ὑπὸ γωνίαν συστήµατα χορδῶν ἀπὸ τέσσερεις χορδὲς στὸ
κάθε σύστηµα. Τὸ καρδιόσχηµο, βέβαια, σχῆµα τοῦ πλαισίου καὶ ἡ διαίρεση τῶν
χορδῶν σὲ δύο συστήµατα, καὶ µάλιστα ὑπὸ γωνίαν, εἶναι στοιχεῖα ποὺ δὲν διαθέτει ἡ
κυκλαδικὴ ἅρπα.

No 3. Σφραγίδα. Μουσεῖο Ἡρακλείου 1748

(Van Schaik 1998:75 illustr. 12.B)

Τρίπλευρη πρισµατικὴ σφραγίδα µὲ ἐλλειπτικὲς πλευρὲς ἀπὸ στεατίτη ἀπὸ τὸ


«Ἐργαστήριο» τῶν Μαλίων (CMS II 2.86). ΜΜ ΙΙ (1800-1700 πΧ).
Παλαιοανακτορική.

Κατὰ τὸν Evans, ἀπεικόνιση τῆς κυκλαδικῆς ἅρπας: ὁριζόντιο ὀρθογώνιο ἠχεῖο,
πλαίσιο µὲ πτηνοειδῆ ἀπόφυση καὶ δύο συστήµατα ὑπὸ γωνίαν ἀπὸ πέντε χορδὲς τὸ
κάθ’ ἕνα.7 Καὶ πάλι, ὅπως στὸ No 2, τὸ καρδιόσχηµο σχῆµα τοῦ πλαισίου καὶ τὰ δύο
ὑπό γωνίαν συστήµατα χορδῶν δὲν συνάδουν µὲ τὸ τριγωνικὸ σχῆµα τῆς κυκλαδικῆς
ἅρπας καὶ τὴν ἐνιαῖα, ἀσφαλῶς, κατεύθυνση τῶν χορδῶν (παραλληλία τῶν χορδῶν).

Ἅρπα «κυκλαδική»: σχολιασµός

∆ύο παρεµφερῆ σηµεῖα τῆς µινωικῆς ἱερογλυφικῆς γραφῆς ἔχουν ἑρµηνευθῆ ὡς


ἀπεικονίσεις τῆς κυκλαδικῆς ἅρπας. Συναντῶνται σὲ Παλαιοανακτορικὲς (ΜΜ Ιβ-ΙΙ,
π. 1900-1700 πΧ) σφραγίδες καὶ σφραγίσµατα µεµονωµένα ἢ σὲ συνδυασµοὺς µὲ
ἄλλα ἱερογλυφικὰ σύµβολα. Τὸ ἕνα σηµεῖο (β) ἔχει σχῆµα ἀκανόνιστου ὠοειδοῦς
πλαισίου µὲ µιὰ δέσµη ὀκτὼ εὐθειῶν νὰ διασχίζῃ ἐγκαρσίως τὸ πλαίσιο, συνδέοντας
τὴν ἄνω πλευρὰ τοῦ πλαισίου µὲ ἕνα ὀρθογώνιο

7
Ὁ Younger (1998:76 No 56), περιέργως, θεωρεῖ τὶς δύο ἐσωτερικὲς κάθετες ὡς τὸν στύλο τοῦ
ὀργάνου, προφανῶς γιὰ νὰ µὴν ὑπερβοῦν τὰ δύο συστήµατα χορδῶν τὸν ἀριθµὸ 4 τὸ κάθ’ ἕνα.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 7

α β

τµῆµα ποὺ βρίσκεται στὸ µέσον τῆς κάτω πλευρᾶς τοῦ πλαισίου. Οἱ εὐθεῖες γραµµές,
ἀκτινωτὰ τοποθετηµένες, ἔχουν ἑρµηνευθῆ ὡς χορδὲς καὶ τὸ ὀρθογώνιο τµῆµα ὡς
ἀντηχεῖο. Τὸ δεύτερο σηµεῖο (α) ἔχει παρόµοιο σχῆµα, µὲ ὡρισµένες σηµαντικὲς
διαφορές: τὸ πλαίσιο βυθίζεται στὴν ἄνω πλευρὰ τοῦ πλαισίου, δηµιουργώντας
αἰχµηρὴ γωνία. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν δηµιουργεῖται ἕνα «δίλοβο» πλαίσιο, µὲ
τέσσερεις παράλληλες εὐθεῖες σὲ κάθε λοβό, οἱ ὁποῖες ἑνώνουν τὰ ἄνω πλευρικὰ
τµήµατα µὲ ὀρθογώνιο τµῆµα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο φαίνεται νὰ ἐκφύεται τὸ πλαίσιο ὑπὸ
µεγάλη γωνία. Στὴν κορυφὴ τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τοὺς δύο λοβοὺς τοῦ πλαισίου ὑπάρχει
ἐπιµήκης καµπύλη ἀπόφυση ποὺ καταλήγει σὲ αἰχµή. Τὸ ἱερογλυφικὸ σύµβολο ἔχει
ἑρµηνευθῆ ὡς ἀπεικόνιση τῆς κυκλαδικῆς ἅρπας: τὸ ὀρθογώνιο τµῆµα ὡς ἀντηχεῖο,
οἱ εὐθεῖες ὡς χορδὲς καὶ ἡ ἀπόφυση ὡς ράµφος ὑδρόβιου πτηνοῦ.

Ἡ ἑρµηνεία τῶν δύο ἱερογλυφικῶν συµβόλων ὡς κυκλαδικοῦ τύπου ἅρπας ἐλέγχεται,


παρὰ τὴν ἐκ πρώτης ὄψεως ἐντύπωση ποὺ δηµιουργοῦν αὐτά: 1) γιατὶ στὴν πρώτη
περίπτωση τὸ πλαίσιο εἶναι ὠοειδὲς καὶ στὴν δεύτερη δίλοβο; Πρόκειται γιὰ δύο
παραλλαγὲς τοῦ ἴδιου ὀργάνου; Ἂν ναί, γιατὶ νὰ µὴν ὑπάρχῃ «ράµφος» καὶ στὴν
πρώτη παραλλαγή; 2) Γιατὶ ὁ χωρισµὸς τῶν χορδῶν σὲ δύο ὑπὸ γωνίαν συστήµατα;
Τὸ χαρακτηριστικὸ αὐτὸ δὲν εἶναι ἀναµενόµενο στὶς ἅρπες, ἀλλὰ οὔτε τὸ συναντοῦµε
στὶς κυκλαδικὲς ἀπεικονίσεις τοῦ ὀργάνου. 3) Γιατὶ τὸ ὄργανο αὐτὸ νὰ µαρτυρεῖται
µόνον σὲ µία περίοδο, τὴν Παλαιοανακτορική, καὶ νὰ εἰκονίζεται µόνον ὡς
ἱερογλυφικὸ σηµεῖο τῆς γραφῆς καὶ νὰ µὴν παρουσιάζεται στὴν εἰκονογραφία
(ἀγγειογραφίες, τοιχογραφίες κλπ); Βεβαίως, δὲν ἀποκλείεται ἡ ἰδέα τοῦ σηµείου νὰ
ὑποβλήθηκε ἀπὸ τὸ κυκλαδικὸ ὄργανο, αὐτὸ ὅµως δὲν σηµαίνει ἀναγκαστικὰ ὅτι ἡ
κυκλαδικὴ ἅρπα ἦταν µέλος τοῦ µινωικοῦ ὀργανολογίου.8

Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, εἶναι ἐντυπωσιακὴ ἡ ὁµοιότητα (πλὴν τῆς πτηνοειδοῦς
ἀπόφυσης) τοῦ ἁρποειδοῦς µινωικοῦ ἱερογλυφικοῦ σηµείου µὲ ἔγχορδο µουσικὸ
ὄργανο στὰ χέρια Ἐτρούσκου τοῦ 6ου πΧ αἰώνα (βλ εἰκόνα).9 Τὸ ἐν λόγῳ ἔγχορδο
ἔχει «δίλοβο» πλαίσιο, ποὺ σχηµατίζεται ἀπὸ τὴ βύθιση τοῦ ζυγοῦ καὶ ὀρθογώνιο
ἀντηχεῖο, παρόµοιο µὲ ἐκεῖνο τοῦ µινωικοῦ σηµείου. Οἱ χορδές του, ὅµως, δὲν

8Βλ παρακάτω, παρόµοιο σκεπτικό


9Situla “della Certosa”, νεκροταφεῖο, τάφος 68, µέσα 6ου αἰώνα πΧ. Museo Civico Archeologico di
Bologna inv. 17169.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 8

χωρίζονται σὲ δύο ὑπὸ γωνίαν συστήµατα· εἶναι ὅλες παράλληλες µεταξύ τους.
Μάλιστα, φαίνεται νὰ ἔχῃ χαράξει ὁ Ἐτροῦσκος χαλκογράφος τὶς χορδὲς διπλές,
πέντε ζεύγη χορδῶν, ἐκτὸς ἂν ἡ πρόθεσή του ἦταν νὰ δείξῃ µὲ τὸν τρόπο αὐτὸν τὸ
πᾶχος τῶν χορδῶν. Πάντως, ὁ τρόπος µὲ τὸν ὁποῖο κρατᾶ ὁ µουσικὸς τὸ ἔγχορδο, µὲ
τὸ ἀντηχεῖο νᾶ ἀκουµπᾶ στὸν κορµό του, παραπέµπει σὲ λύρα καὶ ὄχι σὲ ἅρπα (βλ
«Λύρα», παρακάτω), πρᾶγµα ποὺ δὲν ἀποκλείει, τὸ µινωικὸ ἱερογλυφικὸ σηµεῖο «α»
νὰ παραπέµπῃ σὲ λύρα καὶ ὄχι σὲ ἅρπα, παρὰ τὴν ὑπὸ γωνίαν τοποθέτηση τῶν
«χορδῶν».10

Situla “della Certosa”, Bologna, Museo Civico Archeologico, 6ος πΧ (Μπαντινέλι 2007:229)

ΑΡΠΑ «ΣΑΜΒΥΚΗ»

Νο 4. Ἐλεφαντοστέινο σκαφοειδὲς ἀντικείµενο. Μουσεῖο Ἡρακλείου 120

(φωτογρ. Σ. Ψαρουδάκης)

10 Στὴ βιβλιογραφία, τὸ εἰκονιζόµενο ἐτρουσκικὸ ἔγχορδο χαρακτηρίζεται ὡς λύρα. Βλ, πχ, Castaldo

2010:47. ∆ιαθέτοµε ἄλλες δύο ἐτρουσκικὲς ἀπεικονίσεις τοῦ ὀργάνου· βλ Castaldo 2012:43 εἰκ. 22b
(Situla “di Providence”, 550 πΧ, Providence-Museum of Rhode Island School of Design) καὶ 44 εἰκ.
23 (Situla di Magdalenska Gora, τέλος 6ου-ἀρχὲς 5ου αἰώνα πΧ, Ljubljana-Norodni musej Slovenije inv.
P 4049).
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 9

Εἰκ. 1. Σχέδιο τοῦ τάφου καὶ τοῦ περιεχοµένου του Εἰκ. 2. Ἡ ἑρµηνεία ὡς σαµβύκη

(Duchesne-Guillemin 1968)

Ἐλεφαντοστέινο, συµπληρωµένο σκαφοειδὲς ἀντικείµενο ἀπὸ τὸν τάφο 7 τοῦ


νεκροταφείου στὴ θέση Ζαφὲρ Παπούρα κοντὰ στὴν Κνωσό.11 ΥΜ ΙΙΙΑ (1400-1300
πΧ). Τελικὸ ἀνακτορικό.12 Βρέθηκε τοποθετηµένο δίπλα στὸ ἀριστερὸ χέρι τοῦ
νεκροῦ (εἰκ. 1).

Τὸ µῆκος του, ἀποκατεστηµένο, εἶναι περὶ τὰ 30 ἑκ. Ὁ λαιµὸς εἶναι κοῖλος, ὑπάρχει
ὠοειδής, ρηχὴ κοιλότητα στὸ ἄνω µέρος τοῦ σώµατος καὶ δύο ὀπὲς στὰ στενὰ ἄκρα
τῆς κοιλότητας, πάνω σὲ προεξέχον χεῖλος. Ὁ Evans ἑρµήνευσε τὸ ἀντικείµενο ὡς
πλοιάριο, βασιζόµενος στὴ σχέση τοῦ καραβιοῦ µὲ τὴ µετὰ θάνατον ζωὴ στὴ
φαραωνικὴ Αἴγυπτο.13 Ἡ Duchesne-Guillemin τὸ ἑρµήνευσε ὡς ἠχεῖο ἅρπας τοῦ
τύπου τῆς µεταγενέστερης ἑλληνικῆς σαµβύκης καὶ ρωµαϊκῆς sambuca’s, τῆς µικρῆς,
δηλαδή, τοξωτῆς ἅρπας (εἰκ. 2).14 Θεώρησε ὅτι στὴν κοιλότητα τοῦ λαιµοῦ
ἐµπηγόταν ξύλινος εὐθὺς στύλος ποὺ ἔπαιζε τὸν ρόλο τοῦ ζυγοῦ, ἡ σωµατικὴ
κοιλότητα λειτουροῦσε ὡς ἀντηχεῖο, καὶ στὶς δύο ὀπὲς στηριζόταν ὁ χορδοτόνος.

Ἅρπα «σαµβύκη»: σχολιασµός

Ἐλεφαντοστέινο ἀντικείµενο (ἀποκατεστηµένο καὶ συµπληρωµένο) ποὺ βρέθηκε σὲ


τάφο στὰ βόρεια τοῦ ἀνακτόρου τῆς Κνωσοῦ (τοποθεσία Ζαφὲρ-Παπούρα)
ἑρµηνεύθηκε ἀπὸ τὸν Evans ὡς πλοιάριο (Evans 1906). Ἀργότερα, ἡ Duchesne-
Guillemin (1968) τὸ ταύτισε µὲ ἀντηχεῖο ἅρπας, τοῦ τύπου τῆς µεταγενέστερης
ἑλληνικῆς σαµβύκης. Τὸ γεγονὸς ὅτι βρέθηκε δίπλα στὸ ἀριστερὸ χέρι τοῦ νεκροῦ,
συνηγορεῖ, κατὰ τὴν γνώµη της, ὑπὲρ τῆς ἑρµηνείας του ὡς ἀντηχείου σαµβύκης.15

11 Βλ Evans 1906:26 εἰκ. 22. Πβλ Σακελλαράκης 1971:193-194.


12 Χρονολόγηση τοῦ Furumark 1941, βασισµένη στὰ συνευρήµατα· Σακελλαράκης 1971:194.
13 Βλ Σακελλαράκης 1971:196.
14 Duchesne-Guillemine 1968.
15
Γιὰ τὴν ἑλληνικὴ σαµβύκη βλ Μιχαηλίδης 1982 λεῖµµα «σαµβύκη».
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 10

Τὸ ἐλεφαντόδοντο, βεβαίως, δὲν εἶναι ὑλικὸ ποὺ ἐνδείκνυται γιὰ ἀντηχεῖο µουσικοῦ
ὀργάνου· χρησιµοποιεῖται συνήθως ὡς ἔνθετο διακοσµητικὸ στὸ ξύλινο σῶµα τῶν
ὀργάνων κοµµένο σὲ λεπτὰ φύλλα (πβ ἀρχαιοελληνικὲς λύρες καὶ νεώτερα
λαουτοειδῆ). Ἐπὶ πλέον, ἡ «σκάφη» τοῦ ὀργάνου θὰ ἔπρεπε νὰ διαθέτῃ περισσότερο
κοῖλο χῶρο καὶ τὰ τοιχώµατά της νὰ εἶναι λεπτότερα (πβ σωζόµενες φαραωνικὲς
ἅρπες παρόµοιου τύπου).16 Τὸ πιθανότερο εἶναι νὰ πρόκειται γιὰ κουτί (κύµβη), ἴσως
πυξίδα γιὰ κοσµήµατα, ὅπως τὰ ἀνάλογα µυκηναϊκά (15ος-13ος αἰ. πΧ) µὲ αἰγυπτιακὲς
καὶ µινωικές ἐπιρροές (εἰκ. 1, 2), τὸ φαραωνικὸ ἀπὸ ξύλο καὶ ἐλεφαντόδοντο (18η
∆υναστεία) (εἰκ. 3), ἢ ἡ φοινικικὴ ἐλεφάντινη πυξίδα καλλωπισµοῦ µὲ µορφὴ
ἀγριόπαπιας καὶ πτηνὸ στὸ κάλυµα ἀπὸ τὴ Σιδώνα τοῦ 14ου αἰ. πΧ, µήκους 15 ἑκ.,
στὸ Ἐθνικὸ Μουσεῖο τῆς Βηρυττοῦ (εἰκ. 4).17

Εἰκ. 1. Μυκῆνες (φωτ. Σ. Ψαρουδάκης) Εἰκ. 2. Μυκῆνες, Ταφ. Κύκλος Β, τάφος Ο (ΜΕ ΙΙΙ-ΥΕ Ι)18

Εἰκ. 3. Λοῦβρο, ἀπὸ τὶς Θῆβες (Ἀλντρέντ 2007) Εἰκ. 4. Σιδών (Παρὸ κἄ 2007:125)

16 ∆ὲν εὐσταθεῖ ἡ ἄποψη τοῦ Σακελλαράκη (1971:203-204), ὅτι ἡ σαµβύκη εἶναι ἀνύπαρκτη στοὺς
σύγχρονους µὲ τοὺς Μινωίτες πολιτισµοὺς τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Ἀνατολῆς. Ἡ µικρή, φορητή, τοξωτὴ
ἅρπα τοῦ εἴδους αὐτοῦ ἦταν εὑρέως διαδεδοµένη, ἰδίως στὴν Αἴγυπτο.
17 Ὁ Σακελλαράκης (1971) συσχετίζει τὸ εὕρηµα τῆς Κνωσοῦ µὲ σειρὰ ἀπὸ παρόµοια εὑρήµατα: τὸ

ἐλεφάντινο ἀπὸ τὸν τάφο 88 τοῦ νεκροταφείου τῶν Μυκηνῶν (α), τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ ἀνασκαφέας του,
Χρῆστος Τσούντας, τὸ 1895, ἑρµήνευσε ὡς πυξίδα, χρονολογούµενη ἀπὸ τὰ συνευρήµατα στὴν ΥΕ
ΙΙΙΑ1· ἕνα ξύλινο, αἰγυπτιακῆς προελεύσεως στὸ Ἐθνικὸ Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο, ΑΝΕ 1761, τῆς
Συλλογῆς Ἰ. ∆ηµητρίου, ἀγορὰ τοῦ 1884 στὴν Αἴγυπτο, τῆς 18ης-19ης δυναστείας (1580-1320 πΧ)· ἕνα
ἐλεφάντινο ἀπὸ τὴν Ἰαλυσσὸ τῆς Ρόδου, ἀπὸ τὶς ἀνασκαφὲς τοῦ Biliotti τὸ 1871, χρονολογηµένο στὴν
ΥΕ ΙΙΙΑ· δύο ἐλεφάντινα ἀπὸ τὴν Tell-Dan τοῦ Ἰσραήλ· τέσσερα ἐλεφάντινα ἀπὸ τὴ Ras-Shamra τῆς
Συρίας· δύο ἐλεφάντινα ἀπὸ τὴν Tell-Atchana τῆς Συρίας, χρονολογούµενα στὴν περίοδο 1447-1350
πΧ· δύο ἐλεφάντινα ἀπὸ τὴν Beth-Pelet τῆς Συρίας.
18 Κατὰ τὸν Hood (2017:172, 173 εἰκ. 134), τὸ ἀγγεῖο, ἂν καὶ θεωρήθηκε ἀρχικὰ εἰσηγµένο στὶς

Μυκῆνες ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο ἢ ἀλλοῦ, δὲν ὑπάρχει κανεὶς λόγος νὰ µὴν εἶναι κρητικό, καθ’ ὅσον τὴν
ὀρεία κρύσταλλο χρησιµοποιοῦσαν στὴν κατασκευὴ ἀγγείων στὴν Κρήτη, ἡ δὲ στροφὴ τοῦ κεφαλιοῦ
τοῦ πουλιοῦ πρὸς τὰ πίσω ἦταν χαρακτηριστικὸ κρητικὸ µοτίβο. Πβλ Hood 2017:233.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 11

ΛΥΡΑ

Νο 1. Σαρκοφάγος Ἁγίας Τριάδας. Μουσεῖο Ἡρακλείου 396

(Μανδαλάκη 2003α:115) λεπτοµέρεια: ὁ λυριστής

Λίθινη, ἀσβεστολιθική, σαρκοφάγος τοιχογραφηµένη µὲ τὴν τεχνικὴ τῆς


νωπογραφίας καὶ ἀπὸ τὶς τέσσερεις πλευρές. Βρέθηκε τὸ 1903 σὲ µικρὸ ὀρθογώνιο
λιθόκτιστο τάφο στὸ ἀνατολικὸ νεκροταφεῖο τοῦ ἀνακτόρου τῆς Ἁγίας Τριάδας
(Μεσσαρὰ Ἡρακλείου).19 ΥΜ ΙΙΙΑ (1400-1300 πΧ). Τελικὴ ἀνακτορική.20

Παράσταση προσφορῶν σὲ νεκρό, ἀσφαλῶς τὴ µορφὴ στὰ δεξιά, ἡ ὁποία ἀποδίδεται


χωρὶς χέρια καὶ πόδια. Ἴσως πρόκειται γιὰ ἀξιωµατοῦχο, ἢ ἀφηρωισµένο νεκρό, γιὰ
τὸν ὁποῖο τελοῦνται οἱ εἰκονιζόµενες λατρευτικὲς πράξεις τῶν ἄλλων προσώπων.21
Πίσω του, ἴσως ἱερὸ κτήριο, ἢ ὁ ἴδιος ὁ τάφος καὶ µπρός του, δέντρο καὶ βαθµιδωτὴ
ἐξέδρα, ἴσως βωµός. Πρὸς αὐτὸν κατευθύνονται τρεῖς ἄνδρες ποὺ φοροῦν δέρµατα
ζώων καὶ κρατοῦν, ὁ πρῶτος πλοιάριο καὶ οἱ δύο ἄλλοι µοσχάρια,22 προσφορὲς στὸν
νεκρό, σύµβολα, καθὼς φαίνεται, τῆς θυσίας πρὸς τὸν νεκρό καὶ τοῦ µεταθανάτιου
ταξιδιοῦ του. Στὴν ἄλλη ἄκρη, δύο ψηλοὶ διπλοῖ πελέκεις, καὶ ἀνάµεσά τους κάδος,
στὸν ὁποῖο κάτι – τὸ αἷµα τοῦ θυσιαζόµενου ταύρου τῆς ἄλλης πλευρᾶς; (βλ αὐλός
παρακάτω) – ἀδειάζει ἀπὸ ἀγγεῖο γυναικεῖα µορφή, µᾶλλον ἱέρεια. Πάνω στοὺς
πελέκεις κάθονται πουλιά, πού, ἀσφαλῶς, συµβολίζουν τὴν ἐπιφάνεια τῆς θεότητας
κατὰ τὴν ἱερουργία. Πίσω ἀπὸ τὴν ἱέρεια µὲ τὸν κάδο, γυναῖκα κρατᾶ παρόµοιο
ἀγγεῖο· τὴν ἀκολουθεῖ ἄνδρας (σκοῦρο δέρµα) µουσικὸς µὲ ποδήρη ἐνδυµασία µὲ
ταινία στὸ πλάι καὶ µεγάλη, µινωικοῦ τύπου, ὀκτάσχηµη λύρα. Οἱ χορδὲς εἶναι ἑπτά.

19 Πρώτη δηµοσίευση ἀπὸ τὸν Paribeni 1908. Ἔγχρωµες φωτογραφίες στοὺς Marinatos & Hirmer

1960 εἰκ. xvii-xx.


20 Τὸ σχῆµα καὶ ἡ διακόσµηση τῶν ἀγγείων, καθὼς καὶ ἡ τεχνοτροπία τῆς ἐργασίας, τοποθετοῦν τὴ

σαρκοφάγο στὴν ΥΜ ΙΙΙ· Hood 2017:85.


21 Ἔχει ἑρµηνευθῆ καὶ ὡς χθόνιος θεός (βλ Dimopoulou-Rethemiotaki 2008 II:141).
22 Μᾶλλον, ὁµοιώµατα µοσχαριῶν (βλ Dimopoulou-Rethemiotaki 2008 II:141).
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 12

Οἱ ὀφιοειδεῖς βραχίονες κάµπτονται ψηλὰ σὲ λαιµοὺς ὑδρόβιου πτηνοῦ (κύκνος;).


Τελαµὼν στηρίζει τὸ ὄργανο στὸν ἀριστερὸ καρπό.23 Τὸ ἀντηχεῖο µηνοειδές, ἀβαθές.
Τὸ δεξὶ χέρι φαίνεται νὰ κρατᾶ πλῆκτρο.24

Κατὰ τὸν Nilsson, ἡ σαρκοφάγος κατασκευάστηκε κατ’ ἐντολὴν Μυκηναίου


πρίγκηπα στὰ χρόνια τῆς µυκηναϊκῆς κατοχῆς τῆς Κρήτης. Εἰκονίζεται ὅλο τὸ τυπικὸ
τῆς θείας λατρείας ποὺ ἀκολουθεῖται στὴν ταφὴ ὑψηλῶν ἀξιωµατούχων. Θυσία τοῦ
ἱεροῦ ταύρου δέχονταν, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ θεότητα, καὶ ὑπαρκτὰ πρόσωπα, ὅπως
ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴ θυσία ταύρου σὲ τάφο τῶν Ἀρχανῶν. Αὐτά, βέβαια, θὰ πρέπῃ
νὰ ἀπολάµβαναν θεϊκὲς τιµὲς καὶ στὴ ζωή τους, ὅπως οἱ βασιλεῖς-ἱερεῖς καὶ τὰ µέλη
τῆς βασιλικῆς οἰκογένειας (Σακελλαράκης 1994).25

Νο 2. Τοιχογραφία Ἁγίας Τριάδας. Μουσεῖο Ἡρακλείου

(φωτ. Σ. Ψαρουδάκης)

Τοιχογραφία ἀπὸ τὸ ἀνάκτορο τῆς Ἁγίας Τριάδας. ΥΜ ΙΑ (1600-1525/1500 πΧ).


Νεοανακτορική.

Ἱερὴ ποµπή, µὲ τὸν λυριστὴ νὰ προπορεύεται. Οἱ βραχίονες τοῦ ὀργάνου ἀπολήγουν


σὲ λαιµοὺς κύκνων. ∆ιακρίνεται ὁ τελαµὼν γιὰ τὴν ἐξάρτηση ἀπὸ τὸ ἀριστερὸ χέρι.

23
Μία ἀπὸ τὶς ἔννοιες τῆς ἀρχαιοελληνικῆς λέξης τελαµὼν εἶναι ἡ δερµάτινη ταινία στὸν ἐξωτερικὸ
πῆχυ τῆς λύρας, µέσα ἀπὸ τὴν ὁποία περνοῦσε ὁ ἀριστερὸς καρπὸς τοῦ ἐκτελεστῆ, προκειµένου, ἀφ’
ἑνὸς µὲν νὰ στηριχθῆ τὸ ὄργανο πάνω στὸ σῶµα, ἀφ’ ἑτέρου δὲ νὰ ἐλευθερωθοῦν τὰ δάχτυλα τοῦ
ἀριστεροῦ χεριοῦ, προκειµένου νὰ συµµετέχουν στὴ χειρουργία. Βλ λεῖµµα «τελαµὼν» στὸν
Μιχαηλίδη 1982.
24
«Λύρα» ὀνοµάζοµε σήµερα στὴν ἐθνοµουσικολογία τὸ νυκτὸ ἔγχορδο ὄργανο, τοῦ ὁποίου τὸ
ἐπίπεδο τῶν χορδῶν εἶναι παράλληλο πρὸς τὸ ἐπίπεδο τοῦ ἠχείου. Ἂν τὰ δύο αὐτὰ ἐπίπεδα εἶναι
κάθετα µεταξύ τους, τὸ ὀργανο ὀνοµάζεται «ἅρπα». Ἡ λέξη λύρα εἶναι ἀρχαιοελληνική. Οἱ ἀρχαῖες
ἑλληνικὲς λύρες ἦσαν τέσσερεις: ἡ ξύλινη κιθάρα, ἡ χέλυς µὲ ἀντηχεῖο χερσαίας χελώνας καὶ ξύλινους
πήχεις καὶ ζυγό, ἡ βάρβιτος, µιὰ βαθύφωνη ἐκδοχὴ τῆς χέλυος καὶ ἡ φόρµιγξ, µᾶλλον ἡ ξύλινη
πεταλοειδής (βλ Μιχαηλίδης 1982 λεῖµµα «λύρα»). Οἱ σύγχρονες µὲ µᾶς λύρες τοῦ Αἰγαίου, τῆς
Μικρασίας καὶ τῆς Κάτω Ἰταλίας εἶναι βιολοειδῆ. Ὁµοιάζουν µὲ τὶς ἀρχαῖες µόνον κατ’ ὄνοµα.
25 Σχετικὰ µὲ τὴ διάκριση ἀνάµεσα σὲ λατρεία θεῶν καὶ λατρεία νεκρῶν βλ Matz 1958:398 κἑ.

Λεπτοµερέστερη περιγραφὴ τῆς σκηνῆς στὸν Robertson 1959:28 κἑ.


Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 13

Ὁ ἄνδρας µουσικὸς (σκοῦρο δέρµα) φορᾶ µακρύ, στητὸ ροῦχο µὲ ταινία στὸ πλάι. Τὸ
ροῦχο αὐτὸ τὸ φοροῦσαν ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ὅπως φαίνεται ἀπὸ ἄλλες παραστάσεις
(βλ σαρκοφάγος, Νο 1). Κατὰ τὸν Nilsson (1927), τὸ ροῦχο αὐτὸ δὲν εἶναι γιὰ χρήση
καθηµερινή· τὸ φοροῦν µόνον θεότητες καὶ ἀξιωµατοῦχοι τῆς λατρείας. Ὁ Evans
(1928) βλέπει ἀνατολικὴ ἐπίδραση: ἱερατικὸ ἔνδυµα σὲ σηµιτικοὺς τόπους. Τὸν
λυριστὴ ἀκολουθεῖ µορφὴ (ἄνδρας;) ντυµένη παροµοίως, ποὺ κρατᾶ κάδους
περασµένους σὲ ξύλα. Πολὺ πιθανὸν νὰ ἀνήκῃ στὴν τοιχογραφία καὶ ἄλλο ἕνα
τµῆµα, ποὺ ἴσως παρίστανε αὐλητὴ (κρίνοντας ἀπὸ τὴ στάση τῶν χεριῶν), ὅπως
αὐτὸν στὴ σαρκοφάγο (εἰκ. 5) (Σακελλαράκης 1994).

Εἰκ. 5. Προτεινόµενη ἀναπαράσταση (Younger 1998 pl. 12)

Νο 3. Πήλινο σύµπλεγµα χορευτριῶν µὲ λυρίστρια. Μουσεῖο Ἡρακλείου 3903

(κάρτα)
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 14

Τὸ πήλινο σύµπλεγµα προέρχεται ἀπὸ τάφο στὸ Παλαίκαστρο. ΥΜ ΙΙΙ (1400-1100


πΧ). Τελικὸ ἀνακτορικό/µετανακτορικό.

Γυναίκα µουσικὸς παίζει λύρα καὶ γύρω της χορεύουν σὲ κύκλο τρεῖς γυναῖκες µὲ
χέρια τεντωµένα. Ἂν καὶ τὸ ὄργανο ἀποδίδεται σχετικὰ µικρό – ἀσφαλῶς, λόγῳ τοῦ
περιορισµοῦ ποὺ ἐπιβάλλει στὸν κοροπλάστη ὁ εὔθραυστος πηλός – ἡ ἔντονη τριπλῆ
καµπυλότητα τῶν πήχεων παραπέµπει στὴ µεγάλη ὀκτάσχηµη λύρα µὲ τοὺς
ὀφιοειδεῖς πήχεις ποὺ καταλήγουν σὲ κεφάλια πουλιοῦ. ∆ὲν εἶναι δυνατὸν νὰ
ἀποφανθοῦµε ἂν ἡ λυρίστρια µετεῖχε καὶ ἡ ἴδια στὸν χορό, ἤ, ἀκόµη, ἂν ἔσερνε τὸν
χορὸ τῶν γυναικῶν, καθὼς τὰ ἀγαλµατίδια βρέθηκαν µεµονωµένα καὶ ὄχι στὴν
εἰκονιζόµενη διάταξη. Μαζὺ βρέθηκαν καὶ ἕξι πήλινα πουλιά.

Νο 4. Ἀµφορέας. Μουσεῖο Ἁγίου Νικολάου ἀρ. εὑρ. 1102

(Ἀποστολάκου 2003)

Τρίωτος ἀµφορέας ἀπὸ τὸ Φαρµακοκέφαλο Σητείας. ΥΜ ΙΙΙΑ2 (π. 1375-1300 πΧ).


Τελικὸς ἀνακτορικός.

Τοὺς ὤµους τοῦ ἀγγείου κοσµεῖ ἕνα ἐπαναλαµβανόµενο µοτίβο, τοῦ ὁποῖου τὸ σχῆµα
παραπέµπει στὴν ὀκτάσχηµη λύρα. ∆ιαθέτει τὸ πεταλοειδὲς ἠχεῖο, τοὺς ὀφιοειδεῖς
πήχεις ποὺ κάµπτονται πρὸς τὸ ἐσωτερικὸ ψηλά, τὸν ζυγὸ καὶ τὶς εὐθεῖες προεκτάσεις
τῶν πήχεων, τὸ ὑπερβολικὸ ὕψος τῶν ὁποίων, ἀσφαλῶς, πρέπει νὰ ἐννοηθῆ ὡς
συνδετικὸ µὲ τὴν ταινία ποὺ περιβάλλει τὴ βάση τοῦ λαιµοῦ, δηµιουργώντας τὴν
ἐντύπωση περιδεραίου. Ἡ ὀξυκόρυφη καµπύλη στὸ κέντρο τοῦ µοτίβου εἶναι,
βέβαια, στοιχεῖο µὴ ἀναµενόµενο στὴ λύρα. Ἴσως νὰ προστέθηκε ἀπὸ τὸν ζωγράφο
γιὰ νὰ γεµίσῃ τὸ κενό, ἢ νὰ πρόκειται γιὰ γραφικὴ ὑπερβολὴ πιθανῆς ἐλαφρᾶς
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 15

κύµανσης τοῦ ἄνω µέρους τοῦ ἠχείου (βλ µεταγενέστερες ἑλληνικὲς λύρες, τόσο τὶς
χέλυες ὅσο καὶ τὶς κιθάρες).

Νο 5. Σφραγίδα (CMS II 2.33). Μουσεῖο Ἡρακλείου

(Maas & Snyder 1989:17.2d)

Κοµβιόσχηµη σφραγίδα ἀπὸ τεφροµέλανα στεατίτη ἀπὸ οἰκία τῆς Κνωσοῦ. ΜΜ ΙΙ


(1800-1700 πΧ). Παλαιονακτορική.

Τὸ µοτίβο παραπέµπει ἔντονα στὴν ὀκτάσχηµη λύρα: µηνοειδὲς ἠχεῖο, ὀφιοειδεῖς


πήχεις µὲ ἐσωτερικὴ κάµψη στὰ ἄνω ἄκρα, τελαµώνας, ζυγός, πλῆκτρο ἐξαρτηµένο
µὲ κορδόνι, ἀφαιρετικὴ ἀπόδοση τοῦ συστήµατος τῶν χορδῶν. Ἡ ἰδιαίτερη ἀξία
αὐτῆς τῆς µαρτυρίας ἔγγυται στὴν ἀρχαιότητά της, στὰ Παλαιοανακτορικὰ χρόνια.
Προφανῶς, τὸ ὄργανο εἶναι παλαιότατο.

Νο 6. Πήλινη πυξίδα. Μουσεῖο Χανίων 2308

(Ἀνδρεαδήκη-Βλαζάκη 2003)

Πήλινη πυξίδα (θήκη κοσµηµάτων) ἀπὸ τάφο στὸ Καλάµι Χανίων. Νεκροταφεῖο
ἄγνωστου συνοικισµοῦ, ἴσως τῆς Ἀπτάρας. ΥΜ ΙΙΙΒ (1300-1200 πΧ).26
Μετανακτορική.

Παράσταση λυριστῆ µὲ µεγάλη, ἑπτάχορδη, συµµετρικὴ λύρα, µὲ βαθὺ µηνοειδὲς


ἠχεῖο, ὀφιοειδεῖς πήχεις,27 ζυγὸ καὶ καµπύλο πρὸς τὰ πάνω χορδοτόνο, τοποθετηµένο

26 Κατὰ τὸν Hood (2017:52), τὸ εὕρηµα ἐντάσσεται στὴν Κρητικὴ Ὑστεροχαλκῆ, περὶ τὸ 1450 πΧ καὶ

ἑξῆς.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 16

στὴν κορυφὴ τοῦ ἠχείου. Τὰ τριγωνάκια στὰ σηµεῖα πρόσδεσης τῶν χορδῶν στὸν
ζυγὸ εἶναι, ἀσφαλῶς, οἱ κόλλοπες,28 κοµµάτια δέρµατος µέσῳ τῶν ὁποίων δένονταν
οἱ χορδὲς στὸν ζυγὸ καὶ κουρδίζονταν. Εἶναι µᾶλλον ἀπίθανο, οἱ ἀποφύσεις στὰ ἄνω
ἐξωτερικὰ πλάγια τοῦ ἠχείου νὰ ἦσαν ὀπές, «αὐλοὶ γιὰ τὴν ἔξοδο τοῦ ἤχου ἀπ’ τὸ
κούφιο ἠχεῖο» (Tzedakis 1970). Ἡ παρουσία στὸ περιβάλλον πελέκεων, κεράτων
καθοσιώσεως καὶ κλαδιοῦ, δὲν ἀφήνουν ἀµφιβολία ὅτι πρόκειται γιὰ σκηνὴ
λατρευτική, ἡ ὁποία ἐξελίσσεται σὲ ἱερὸ χῶρο.

Ἔχει προταθῆ ἡ ἄποψη (Tzedakis 1970) ὅτι ἐδῶ ἔχοµε ἀπεικόνιση πρότυπου
µινωικοῦ µύθου (ἄνδρας µὲ ποδήρη χιτώνα, ὅπως στὴ σαρκοφάγο καὶ τὴν
τοιχογραφία τῆς Ἁγίας Τριάδας, Νο 1, 2), ὁ ὁποῖος ἐπέζησε µέσῳ τῆς µυκηναϊκῆς
παράδοσης (βλ «Μυκηναϊκά / Λυριστὴς Πύλου») ὣς τοὺς ἑλληνικοὺς χρόνους, εἶτε
ὡς Ἀπόλλων κιθαρῳδός (βλ Ὁµηρικὸ Ὕµνο στὸν Ἀπόλλωνα, ὅπου ὁ θεός,
ἐρχόµενος ἀπὸ τὴν Κρήτη, προεξάρχει σὲ ὁµάδα νέων Κρητῶν, οἱ ὁποῖοι τραγουδοῦν
τὸν ἰηπαίονα),29 εἴτε ὡς Ὀρφεύς, γητευτὴς τοῦ ζωικοῦ βασιλείου.

Νο 7. Σφραγίδα. Μουσεῖο Ἡρακλείου

(φωτ. Σ. Ψαρουδάκης) Εἰκ. 6. Ἐρµηνεία Aign (1963)

Σφραγίδα ἀπὸ στεατίτη ἀπὸ τὴν Κνωσό. ΜΜ ΙΙΙ-ΥΜ ΙΙ (1700-1400 πΧ).


Νεοανακτορική/Τελικὴ Ἀνακτορική.

Εἰκονίζεται γυναίκα µὲ τὴ χαρακτηριστικὴ µινωικὴ φούστα νὰ κρατᾶ ἀντικείµενο ποὺ


µοιάζει µὲ λύρα (Aign 1963). Ἂν ἡ ἑρµηνεία εἶναι σωστή, τὸ ὄργανο διαφέρει ἀπὸ τὸ

27 Ἀσφαλῶς, ὁ ἀγγειογράφος ἀρχικὰ ἀπέδωσε τοὺς πήχεις εὐθεῖς, ἀλλὰ κατόπιν τοὺς διόρθωσε σὲ

ὀφιοειδεῖς. Τὸ ἀντίστροφο δὲν θὰ εἶχε λόγο νὰ συµβῆ. Ἀπαλειφὴ τοῦ λάθους δὲν ἦταν τεχνικὰ δυνατή,
ἐξ οὗ ἡ διπλῆ µορφή.
28 Ἡ λέξη εἶναι ἀρχαιοελληνική. Βλ Μιχαηλίδης 1982 λεῖµµα «κόλλαβος καὶ κόλλοψ».
29
Γιὰ τὸ ἀρχαῖο κείµενο καὶ νεοελληνικὴ µετάφραση τοῦ Ὁµηρικοῦ Ὕµνου στὸν Ἀπόλλωνα, βλ
Παπαδίτσας, ∆. Π. & Ε. Λαδία (1985) Ὁµηρικοὶ ὕµνοι. Κείµενο-µετάφραση-σχόλια. Ἀθήνα:
Καρδαµίτσας· σελ. 66-67.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 17

ὀκτάσχηµο ἀνάλογό του κατὰ τὴ µορφὴ τῶν πήχεων, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸ µέγεθος: εἶναι
µικρότερο καὶ ἔχει σχῆµα πετάλου, χωρὶς καµπύλες στοὺς πήχεις. Πρόκειται, λοιπόν,
πιθανότατα, γιὰ τὴ µικρότερη, «πεταλοειδῆ» λύρα, γνωστὴ ἤδη στὴν Ἐγγὺς καὶ
Μέση Ἀνατολή, καὶ ἡ ὁποία θὰ ἐπικρατήσῃ ἀργότερα, τόσο στοὺς Μυκηναίους, ὅσο
καὶ στὰ Γεωµετρικὰ χρόνια (βλ «Μυκηναϊκά», «Γεωµετρικά»). Ὁ ζυγὸς δὲν
διακρίνεται (ἐξ οὗ καὶ οἱ διακεκοµµένες γραµµὲς στὸ σχέδιο). Πιθανὸν ἡ µορφὴ νὰ
χορεύῃ, στροβιλιζόµενη (ἀνοιχτὴ φούστα) (εἰκ. 6).

Νο 8. Ἀλαβάστρινα τµήµατα. Μουσεῖο Ἡρακλείου 107 & 179

(Μανδαλάκη 2003β) Εἰκ. 7. Ἡ κατά Ν. Πλάτωνα ἀποκατάσταση

Ἐπιµήκη ἀλαβάστρινα κοµµάτια ἀπὸ τὸ ἀνάκτορο τῆς Κνωσοῦ. ΜΜ ΙΙΙ-ΥΜ ΙΙ


(1700-1400 πΧ). Νεοανακτορικά/τελικὰ ἀνακτορικά.

Τὸ ἄνω κοµµάτι (µῆκος 11 ἑκ.) καταλήγει σὲ ἀπεκρουσµένο ράµφος πουλιοῦ. Τὸ


κάτω φέρει ἀπόφυση σὲ ὀρθὴ γωνία. Ὁ Evans, µὴ δυνάµενος νὰ ἑρµηνεύσῃ τὸ
εὕρηµα, δὲν τὸ δηµοσίευσε ποτέ. Ὁ Νικόλαος Πλάτων (1965) πιστεύει ὅτι πρόκειται
γιὰ µέρη ἀπὸ τοὺς βραχίονες ἀναθηµατικῆς λύρας, µὲ καµπύλο πρὸς τὰ πάνω
χορδοτόνο (εἰκ. 7). Ὁ Σακελλαράκης (1994) θεωρεῖ ὅτι τὰ κοµµάτια «ἀνήκουν σὲ µιὰ
πραγµατικὴ λύρα, ὅµοια µὲ αὐτὴν ποὺ θὰ δοῦµε νὰ ἀπεικονίζεται στὶς
τοιχογραφίες».30

Νο 9-10. Ὄστρακα Κυδωνίας

30
Βλ «Σχολιασµός», παρακάτω.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 18

Εἰκ. 8. (σχέδιο Σ. Ψαρουδάκης) Εἰκ. 9. Θήρα, Ἀκρωτῆρι. Τοιχογραφία τῆς νηοποµπῆς-λεπτοµέρεια (Μαρινάτου 2014:73)

Τὰ δύο ἀδηµοσίευτα ὄστρακα προέρχονται ἀπὸ τὴν ἀνασκαφὴ τῆς ∆ανικῆς


Ἀρχαιολογικῆς Σχολῆς στὰ Χανιά. Στὸ ἕνα, εἰκονίζεται µιὰ παραλλαγὴ πεταλοειδοῦς
λύρας, µὲ τοὺς πήχεις της ὄχι εὐθεῖς ἀλλὰ καµπύλους. ∆ιακρίνονται ἑπτὰ χορδές (εἰκ.
8). Στὸ ἄλλο, ἡ εἰκόνα τῆς λύρας σώζεται ὁλόκληρη. Οἱ πτηνόµορφοι πήχεις της
θυµίζουν µὲν τοὺς ἀνάλογους τῆς ὀκτάσχηµης λύρας, τὰ κεφάλια ὅµως τῶν πουλιῶν
ἀφ’ ἑνὸς µὲν στρέφονται πρὸς τὰ ἔξω, ἀφ’ ἑτέρου δὲ δὲν ἀκουµποῦν τὰ ράµφη τους
στὶς ἐξωτερικὲς πλευρὲς τῶν πήχεων. Ἐνῶ οἱ χορδὲς εἶναι µόνον τρεῖς, οἱ τελεῖες
πάνω ἀπὸ τὸν ζυγό – ποὺ ἀσφαλῶς ἀντιστοιχοῦν στὰ κουρδιστήρια (κόλλοπες) –
εἶναι ἑπτά. Ὁ χορδοτόνος ἀποδίδεται καὶ ἐδῶ καµπύλος πρὸς τὰ πάνω καὶ σὲ θέση µὴ
ἀναµενόµενη, πάνω ἀπὸ τὸ ἠχεῖο (πβ Νο 6). Οἱ λοξές, καµπύλες γραµµὲς ποὺ
συνδέουν τὸν ζυγὸ µὲ τὶς ἐσωτερικὲς πλευρὲς τῶν πήχεων εἶναι, ἀσφαλῶς,
διακοσµητικές (πβ σηµερινὸ αἰθιοπικὸ κράρ).31

Νο 11. Τοιχογραφία Ἀκρωτηρίου Θήρας. Φηρά, Μουσεῖο Θήρας

31 Οἱ «γιρλάντες» στὴ δεύτερη λύρα θυµίζουν τὶς γιρλάντες ποὺ κοσµοῦν τόσο τὴ «φρεγάτα» τοῦ
µινωικοῦ στόλου (εἰκ. 9) σὲ τοιχογραφία τοῦ Ἀκρωτηρίου τῆς Θήρας (∆υτικὴ οἰκία, δωµάτιο 5, νότιος
τοῖχος), ὅσο καὶ τὶς καµπίνες πλοίων στὸ δωµάτιο 4. Ἐπίσης, ὁ κνωσιακὸς «Πρίγκηπας µὲ τὰ κρίνα»
φέρει γύρω ἀπὸ τὸ λαιµό του περιδέραιο παρόµοιου σχήµατος (βλ Hood 2017:91 εἰκ. 57). Πραγµατικὰ
περιδέραια αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἔχουν βρεθῆ σὲ ἀνασκαφές (Κνωσός, Ἀρχάνες, µυκηναϊκοὶ τάφοι). Τὰ
περιδέραια ἔχουν ἑρµηνευθῆ ὡς ἀντικείµενα µὲ ἐµβληµατικὸ χαρακτήρα καὶ ἀναφέρονται στὴ Μεγάλη
Θεά (βλ Μαρινάτου 2014:73, 90-92, 87-89, 95). Ἴσως, λοιπόν, καὶ οἱ γιρλάντες τῆς λύρας νὰ
συνδέουν τὸ ὄργανο µὲ τὴ θεότητα.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 19

Εἰκ. 10. Προτεινόµενη ἀναπαράσταση (Younger 1998 pl. 15)

Τοιχογραφία ἀπὸ τὴν Ξεστὴ 3, ∆ωµάτιο 4 τοῦ Ἀκρωτηρίου τῆς Θήρας. ΥΜ ΙΒ


(1525/1500-1450 πΧ). Ὄψιµη Νεοανακτορική.

∆ύο πίθηκοι ξιφοµαχοῦν. Ὁ ἕνας κρατᾶ τὸ ξίφος καὶ ὁ ἄλλος τὴ θήκη του. Ἕνας
τρίτος παίζει λύρα (ἴσως ὑπῆρχε καὶ δεύτερος λυριστής βλ εἰκ. 10), ἐνῶ τέταρτος
πίθηκος, δεξιά, παρακολουθεῖ ὡς θεατής. Οἱ ἀνθρώπινες αὐτὲς δραστηριότητες ἴσως
εἶχαν σκοπὸ νὰ διασκεδάσουν κάποια θεά. Πράγµατι, κοντὰ βρέθηκε θραῦσµα
καθιστῆς(;) θεᾶς, τὸ ροῦχο τῆς ὁποίας εἶναι διακοσµηµένο µὲ χελιδονόψαρα. Ἦταν
καὶ αὐτή, ἑποµένως, θεὰ τῆς φύσης (Μαρινάτου 1998). Ἡ εἰκονιζόµενη λύρα
διαφέρει, τόσο ἀπὸ τὴν ὀκτάσχηµη,32 ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν πεταλοειδῆ. Οἱ ἀπολήξεις τοῦ
ζυγοῦ σὲ κύκλους καὶ µιὰ ἐλαφρὰ µὴ παραλληλία τοῦ ζυγοῦ πρὸς τὸ ἠχεῖο, εἶναι
στοιχεῖα ποὺ παραπέµπουν σὲ χαρακτηριστικὲς λύρες τῆς Ἀνατολῆς, φαραωνικὲς ἢ
µεταγενέστερες ἀσσυριακές, µὲ παρόµοια χαρακτηριστικά.33

Στὴν Αἴγυπτο, οἱ πίθηκοι ἔχουν πολὺ σπουδαῖο συµβολικὸ ρόλο: σχετίζονται κυρίως
(ὅµως, ὄχι ἀποκλειστικά) µὲ τὸ γυναικεῖο φῦλο. Οἱ Αἰγύπτιοι φοροῦσαν περίοπτα
πιθήκων ὡς φυλαχτὰ καὶ ἐνίοτε τὰ συσχέτιζαν µὲ τὸν θεὸ τῆς γονιµότητας, Μπές, ποὺ
συχνὰ εἰκονιζόταν ὡς ἁρπιστής,34 ἢ ἐκτελεστὴς ἄλλων ὀργάνων.35 Ὅταν
ἀπεικονίζονται ὡς κατοικίδια ζῶα, σὲ ταφικὲς συνθέσεις, συνήθως κάθονται κάτω
ἀπὸ τὸ κάθισµα κάποιας γυναίκας (Μαρινάτου 1998). Στοὺς σφραγιδοκυλίνδρους τῆς
Ἐγγὺς Ἀνατολῆς οἱ πίθηκοι λατρεύουν θεές, ἐνίοτε ὅµως καὶ θεούς. Πίθηκοι
ἐµφανίζονται καὶ στὴ µινωικὴ εἰκονογραφία (τοιχογραφίες, σφραγίδες).36

32 Πβ Lawergren 1993:66.
33 ∆ὲν φαίνεται νὰ ὑπάρχῃ µορφολογικὴ ὁµοιότητα µὲ τὴν «ἀλαβάστρινη λύρα ἀπὸ τὴν Κνωσό» (Νο
8), ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ Μικράκης 2000:168.
34 Βλ Manniche 1975:65, 91· Doumas 1985:31· Doumas 1992:57-58 fig. 32· Μικράκης 2000:168.
35
Βλ Leibovitch 1960:58-59 cat. no. xvii.
36
Βλ Hood 2017:59-60 εἰκ. 27-28 (Κνωσός, ΜΜ ΙΙΙΑ/1700-1600 πΧ)· 67 εἰκ. 39 (Ἀκρωτῆρι Θήρας,
ΥΜ ΙΑ/περ. 1550 πΧ). Βλ, επίσης, Μαρινάτου 2014:115, 145, 148.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 20

Λύρα: σχολιασµός

α. Λύρα ὀκτάσχηµη

Ἡ καλλίτερη ἀπεικόνιση τῆς χαρακτηριστικῆς ὀκτάσχηµης λύρας τῶν Μινωιτῶν


βρίσκεται στὴν Τελικὴ Ἀνακτορικὴ (ΥΜ ΙΙΙΑ, 1400-1300 πΧ) σαρκοφάγο τῆς Ἁγίας
Τριάδας (Νο 1). Τῆς προηγούµενης, Νεοανακτορικῆς, περιόδου (ΥΜ ΙΑ, 1600-1500
πΧ) εἶναι ἡ δεύτερη καλλίτερη ἀπεικόνιση τοῦ ὀργάνου, σὲ τοιχογραφία
(ἀποσπασµατικὰ σωζόµενη) τῆς Ἁγίας Τριάδας (Νο 2). Τὸ ἐπὶ πλέον στοιχεῖο τῆς
προγενέστερης αὐτῆς παράστασης εἶναι τὰ ἀνθόσχηµα κιονόκρανα στὴν κορυφὴ τῶν
βραχιόνων.

Ἂν τὸ ἐπαναλαµβανόµενο γραπτὸ µοτίβο στὸν Τελικὸ Ἀνακτορικὸ (ΥΜ ΙΙΙΑ2, π.


1375-1300 πΧ) ἀµφορέα τοῦ Φαρµακοκέφαλου (Νο 4) ἀποτελεῖ ἀπόπειρα
ἀπεικόνισης λύρας – κρίνοντας ἀπὸ τοὺς ὀφιοειδεῖς πήχεις, τὸ πεταλοειδὲς σῶµα καὶ
τὸν ὁριζόντιο ζυγό – τότε, πολὺ πιθανόν, ὁ ζωγράφος νὰ σκόπευε νὰ παρουσιάσῃ
αὐτόν, τὸν ὀκτάσχηµο, τύπο λύρας, παρὰ τὴν ὀξυκόρυφη καµπύλη στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ
σχήµατος, στοιχεῖο µὴ ἀναµενόµενο, κι ὡς ἐκ τούτου µὴ ἑρµηνεύσιµο, στὸ ἐν λόγῳ
ὄργανο.

Τοῦ ἴδιου, ὀκτάσχηµου, τύπου λύρα ἀσφαλῶς γίνεται ἀπόπειρα νὰ ἀπεικονιστῆ στὸ
Μετανακτορικὸ (ΥΜ ΙΙΙ, 1400-1100 πΧ) πήλινο σύµπλεγµα χορευτριῶν καὶ
λυρίστριας ἀπὸ τὸ Παλαίκαστρο (Νο 3) ἀπὸ τὸν Μινωίτη κοροπλάστη. Ἂν καὶ µικρὸ
στὴν ἀπόδοσή του τὸ ὄργανο, ἡ ἔντονη, ὀφιόσχηµη, καµπυλότητα τῶν πήχεων
παραπέµπει στὸν ὀκτάσχηµο τύπο.

Ἡ λύρα ποὺ εἰκονίζεται στὴ Μετανακτορικὴ (ΥΜ ΙΙΙΒ, 1300-1200 πΧ) πυξίδα ἀπὸ
τὸ Καλάµι (Νο 6) δὲν ταξινοµεῖται εὔκολα ἀνάµεσα στὰ εἴδη τῆς λύρας. Τὸ ἀντηχεῖο
ἐδῶ ἔχει σχῆµα µηνίσκου καὶ ὄχι πετάλου (ὅπως στὶς ἀπεικονίσεις τῆς Ἁγίας Τριάδας
καὶ τοῦ Παλαικάστρου), οἱ πήχεις εἶναι καὶ εὐθεῖς καὶ καµπύλοι ταυτόχρονα, σὰν νὰ
µὴν µπορῇ νὰ ἀποφασίσῃ ὁ ἀγγειογράφος ποιὸ εἶναι τὸ σωστό. ∆ίδονται ὅµως δύο
σηµαντικὲς λεπτοµέρειες: ὁ καµπύλος χορδοτόνος χαµηλά, πάνω ἀπ’ τὸ ἀντηχεῖο καὶ
τὰ κουρδιστήρια (κόλλοπες στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικά), ψηλά, κάτω ἀπὸ τὸν ζυγό. Τὸ ἂν ἡ
θέση τοῦ χορδοτόνου εἶναι ἡ σωστὴ ἢ ὄχι θὰ συζητηθῆ ἀργότερα, ὅταν θὰ ἐξετάσωµε
τὶς λύρες τῆς Γεωµετρικῆς ἐποχῆς. Ἂς σταθοῦµε µόνον στὸ βάθος τοῦ ἀντηχείου, καὶ
ἂς ἀναρωτηθοῦµε ἂν ἡ ἀπεικόνιση αὐτὴ προσφέρει τὴ σωστὴ πληροφορία ὅσον
ἀφορᾶ τὸ σχῆµα τοῦ ἀντηχείου, καθ’ ὅσον στὶς ἀπεικονίσεις τῆς Ἁγίας Τριάδας (Νο
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 21

1, 2) καὶ τοῦ Παλαικάστρου (Νο 3) – ὄχι, ἐνδεχοµένως, τοῦ Φαρµακοκέφαλου (Νο 4)


– τὸ ἀντηχεῖο ἀποδίδεται ὡς ἰσοπλατὲς πέταλο. Εἶναι πιθανότερο, ἡ ὀκτάσχηµη λύρα,
καὶ λόγῳ τοῦ µεγάλου της µεγέθους, νὰ εἶχε βαθύτερο ἀντηχεῖο ἀπ’ τὸ εἰκονιζόµενο,
ἂν ὄχι ἡµικυκλικό, τουλάχιστον µηνοειδές. Ἴσως, λοιπόν, ἡ εἰκονιζόµενη στὴν
πυξίδα λύρα, παρὰ τὴ διαφορά της ἀπὸ τὶς ἄλλες ἀπεικονίσεις τῆς ὀκτάσχηµης λύρας,
νὰ εἶναι τοῦ ἴδιου, ὀκτάσχηµου, τύπου (νὰ ἦταν, δηλαδή, αὐτὴ ἡ πρόθεση τοῦ
ἀγγειογράφου), ὅταν µάλιστα δεχθοῦµε τὴν ἑρµηνεία ὅτι ὁ µουσικὸς εἶναι ἱερέας ἢ
θεός· τὸ ὄργανο, τὸ ὁποῖο µάλιστα ἀποδίδεται ὑπερµέγεθες, θὰ πρέπῃ νὰ εἶναι ἡ
σηµαντικώτερη µορφὴ λύρας, πού, ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται, ἦταν ἡ ὀκτάσχηµη.37 Ἡ
ἐµφάνισή της στὴν πρώιµη (ΜΜ ΙΙ, 1800-1700 πΧ, Παλαιονακτορική) σφραγίδα ἀπὸ
τὴν Κνωσό (Νο 5) τεκµηριώνει τὴν ὕπαρξη τοῦ ὀργάνου σὲ προγενέστερα κατὰ πολὺ
χρόνια.38

β. Λύρα πεταλοειδής

Στὴ Νεοανακτορικὴ (ΜΜ ΙΙΙ-ΥΜ ΙΙ, 1700-1400 πΧ) σφραγίδα τῆς Κνωσοῦ (Νο 7)
παριστάνεται γυναῖκα µὲ φαρδειὰ µινωικὴ φούστα – περιστρεφόµενη χορεύτρια(;) – ἡ
ὁποία κρατᾶ στὸ ἀριστερὸ της χέρι ἀντικείµενο ποὺ ἔχει ἑρµηνευθῆ ὡς πεταλοειδὴς
λύρα καὶ στὸ δεξί, ἐνδεχοµένως, πλῆκτρο.39 Ἡ ἀπουσία ὅµως ζυγοῦ καὶ τῆς ἀπόληξης
τοῦ ἐσωτερικοῦ πῆχυ ἔχει προβληµατίσει ὡρισµένους µελετητές, οἱ ὁποῖοι «βλέπουν»
ἕνα ψάρι στὴν θέση τῆς λύρας ἢ καὶ ἄλλα ἀντικείµενα. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ ἐν λόγῳ
παράσταση ἀποτελεῖ ἀδύναµη µαρτυρία τῆς ὕπαρξης τοῦ τύπου αὐτοῦ τῆς λύρας στὴ
µινωικὴ Κρήτη.

Στὴν ἴδια, Νεοανακτορική (ΜΜ ΙΙΙ-ΥΜ ΙΙ, 1700-1400 πΧ), περίοδο χρονολογοῦνται
καὶ τὰ δύο ἀλαβάστρινα ἀποτµήµατα τῆς Κνωσοῦ (Νο 8), τὰ ὁποῖα θεωρήθηκαν ὅτι
ἀνῆκαν σὲ ἀναθηµατικὴ πεταλοειδῆ λύρα, τρισδιάστατη, δηλαδή, ἀπεικόνιση τοῦ
ὀργάνου.40 Ἀκόµη καὶ ἂν δεχθοῦµε τὴν ἀποκατάσταση τοῦ εὑρήµατος ἀπὸ τὸν
Νικόλαο Πλάτωνα, τίθεται τὸ ζήτηµα τοῦ κατὰ πόσον ἡ ἐν λόγῳ ἀναπαράσταση τοῦ

37 Γιὰ ὑπερµεγέθη ἀπεικόνιση λύρας βλ, ἐπίσης, «Μυκηναϊκά / Λύρα Νο 3» καὶ «Γεωµετρικὰ / Λύρα
Νο 31».
38 Εἶναι ἐνδιαφέρον ὅτι αἰῶνες ἀργότερα, στὴν Ἐτρουρία τοῦ 6ου πΧ αἰώνα, ἕνα εἰκονιζόµενο εἶδος

λύρας, πεντάχορδο, παραπέµπει κατευθεῖαν στὴ µινωικὴ ὀκτάσχηµη (εἰκ. 14): ἔχει τὸ ἴδιο µέγεθος, τὸ
ἴδιο µηνοειδὲς ἀντηχεῖο, ὀφιοειδεῖς πήχεις, µὲ τὴ διαφορὰ ὅτι αὐτοὶ δὲν ἀπολήγουν σὲ κεφάλι πουλιοῦ
(βλ Lawergren 2007:130). Εἶναι, ἐπίσης, ἐνδιαφέρον, ὅτι οἱ πήχεις κιθάρας σὲ ὄψιµο ἑλληνιστικὸ
κυπριακὸ ἀνάγλυφο, ἀπολήγουν στὸ ἄνω µέρος τους σὲ κεφαλὲς ὑδρόβιου πτηνοῦ, στραµµένες, ὅµως,
πρὸς τὰ ἔξω (εἰκ. 15).
Γιὰ µιὰ προσέγγιση στὴ δοµὴ καὶ τὸν ἐνδεχόµενο βαθὺ ἦχο τῆς ὀκτάσχηµης µινωικῆς λύρας, βλ
https://www.youtube.com/watch?v=02pg9V1ENL8.
39 Βλ Aign 1963:41 µὲ εἰκ. 12.
40 Πλάτων 1965:210 µὲ εἰκ. 1· πβ Younger 1998 µὲ πίν. 16.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 22

πραγµατικοῦ ὀργάνου ὑπῆρξε πιστὴ ἀπὸ τὸν Μινωίτη λιθοξόο, καθ’ ὅσον τὸ ἀντηχεῖο
ἀπουσιάζει – κάτι, βέβαια, ποὺ παρατηρήσαµε καὶ στὴν ἀπεικόνιση τῆς ὀκτάσχηµης
λύρας στὴ σαρκοφάγο τῆς Ἁγίας Τριάδας (Νο 1).

Ἕνα σηµεῖο τῆς µινωικῆς ἱερογλυφικῆς γραφῆς (Νο 058 στὸν Κατάλογο τῶν
ἱερογλυφικῶν σηµείων – βλ Παράρτηµα Α΄) χαραγµένο πάνω σὲ Παλαιοανακτορικὲς
(ΜΜ ΙΒ-ΙΙ, π. 1900-1700 πΧ) πινακίδες καὶ σφραγίδες σὲ ἐλαφρῶς παραλλαγµένες
µορφὲς ἔχει ἑρµηνευθῆ (Evans) ὡς ἀπεικόνιση λύρας. Τὰ στοιχεῖα ποὺ ὁδήγησαν σ’
αὐτὴν τὴν ἑρµηνεία ἦταν τὸ (τραπεζοειδὲς) «πλαίσιο» µέσα στὸ ὁποῖο ἐκτείνονταν οἱ
«χορδές» (παράλληλες εὐθεῖες γραµµές) καὶ τὸ «ἀντηχεῖο» (µηνίσκος) στὸ ὁποῖο
κατέληγαν οἱ χορδές. Τὸ σηµεῖο ὄντως µοιάζει µὲ λύρα πεταλοειδῆ, ἂν καὶ ἡ µορφή
του εἶναι ἀρκετὰ ἀφαιρετική.

Παραλλαγὲς τῆς πεταλοειδοῦς λύρας φαίνεται νὰ ἀποδίδουν οἱ δύο ἀπεικονίσεις


λύρας σὲ ὄστρακα ἀπὸ τὴν (ΥΜ ΙΙ; 1450-1400;) «Κυδωνία» (Χανιά), καὶ τὰ δύο
προϊόντα τοῦ τοπικοῦ ἐργαστηρίου. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις οἱ πήχεις ἀποτελοῦν
συνέχεια τοῦ ἠχείου, µὲ κάµψη πρὸς τὰ ἔξω ἀρχικὰ καὶ ἐπακόλουθη, ἐλαφρότερη,
κάµψη πρὸς τὰ ἔσω καὶ τρίτη, ἀκόµη ἐλαφρότερη, κάµψη πρὸς τὰ ἔξω στὶς κορυφές.
Στὴ µία περίπτωση (Νο 9), οἱ πήχεις συναντοῦν τὸν ζυγὸ µὲ ἁπλὸ τρόπο· στὴ δεύτερη
(Νο 10), οἱ πήχεις ἀπολήγουν σὲ κεφαλὲς ὑδρόβιου πτηνοῦ, ποὺ ὅµως στρέφονται
πρὸς τὰ ἔξω, καὶ ὄχι πρὸς τὸ ἐσωτερικό, ὅπως στὴν περίπτωση τῆς ὀκτάσχηµης.
Ἐνδιαφέρον εἶναι ὅτι τὸ ἀλαβάστρινο ἀπότµηµα µὲ πτηνόµορφη ἀπόληξη, ποὺ
θεωρήθηκε τµῆµα λύρας (Ν. Πλάτων), ἔχει τὸ κεφάλι στραµµένο πρὸς τὸ ἐσωτερικό,
ὅπως στὴν ὀκτάσχηµη, καὶ ὄχι πρὸς τὰ ἔξω, ὅπως στὶς ἀπεικονίσεις τῆς Κυδωνίας,
ἐκτὸς ἐὰν ἀναθεωρήσωµε τὴν πρόταση Πλάτωνα, ἔτσι ὥστε τὸ κάτω τµῆµα νὰ
στραφῆ κατὰ 180ο, φέρνοντας τὴν ἀπόφυση πρὸς τὰ δεξιά. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο,
µπορεῖ νὰ ἐπέλθῃ συµφωνία ἀνάµεσα στὶς παραστάσεις τῆς Κυδωνίας καὶ τὴν
(ἀναθεωρηµένη) ἀποκατάσταση τοῦ Ν. Πλάτωνα τῶν ἀλαβάστρινων κοµµατιῶν. Στὴ
µία παράσταση (Νο 9) οἱ χορδὲς εἶναι ἑπτὰ τὸν ἀριθµό, ἐνῶ στὴν ἄλλη (Νο 10) τρεῖς,
πλὴν ὅµως οἱ κόλλοπες εἶναι ἑπτά. Προφανῶς, οἱ χορδὲς ἀποδίδονται ἁπλουστευτικά,
προκειµένου νὰ ὑπάρξῃ χῶρος γιὰ τὶς διακοσµητικές, µᾶλλον, καµπύλες, ποὺ
ἑνώνουν τὸν ζυγὸ µὲ τοὺς πήχεις, καὶ ἀπὸ τὶς ὁποῖες κρέµονται «κρόσια» (πβ
σηµερινὲς αἰθιοπικὲς λύρες). Σ’ αὐτήν, τὴν τελευταία, παράσταση, εἰκονίζεται καὶ ὁ
καµπύλος χορδοτόνος, σὲ θέση συµβατική, πάνω ἀπὸ τὸ ἠχεῖο.41

41 Εἶναι ἐνδιαφέρουσα ἡ παρουσία τοῦ ὑδρόβιου πτηνοῦ στὶς ἄνω ἀπολήξεις τῶν πήχεων τῆς
εἰκονιζόµενης κιθάρας σὲ κατὰ πολὺ µεταγενέστερο, ὄψιµο ἑλληνιστικό, ἀνάγλυφο ἀπὸ τὴν Κύπρο
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 23

Συµπερασµατικά, τὰ δύο εἴδη λύρας ποὺ µαρτυροῦνται στὴ µινωικὴ Κρήτη, ἡ


µεγαλόσωµη ὀκτάσχηµη καὶ ἡ µικρότερη πεταλοειδής, ἀσφαλῶς θὰ διέθεταν
ψηλότερο ἀπὸ τὸ εἰκονιζόµενο ἀντηχεῖο (ἡµικύκλιο ἤ, ἔστω, µηνίσκος, ἀλλὰ ὄχι
στενὸ πέταλο, ὅπως παρουσιάζεται στὴν εἰκονογραφία), γέφυρα στὸ κέντρο περίπου
τοῦ ἠχείου, γιὰ τὴ µετάδοση τῶν παλµῶν τῶν χορδῶν στὸ ἠχεῖο, χορδοτόνο
(πιθανότατα ξύλινο) στὸ κάτω ἄκρο τοῦ ἀντηχείου γιὰ τὴν πρόσδεση τῶν χορδῶν
χαµηλά (καὶ ὄχι πάνω ἀπὸ τὸ ἀντηχεῖο, ὅπως συνήθως παρουσιάζεται στὴν
εἰκονογραφία), καὶ δερµάτινους κόµπους γιὰ κουρδιστήρια στὸν ζυγό, µὲ ἢ χωρὶς
µοχλοὺς µέσα τους. Κατὰ πᾶσαν πιθανότατα καὶ οἱ δύο τύποι λύρας ἦσαν
κατασκευασµένοι ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ ξύλο (ἠχεῖο/καπάκι καὶ ἀντηχεῖο), ὀρθογώνιας
διατοµῆς, πλήν, ἴσως, τῶν ἄνω πήχεων τῆς ὀκτάσχηµης, οἱ ὁποῖοι, µιµούµενοι
λαιµοὺς ὑδρόβιου πτηνοῦ, ἀσφαλῶς θὰ ἦσαν κυλινδρικοί.42 Ἀµφιβολία γιὰ τὸν
ἀριθµὸ τῶν χορδῶν δὲν ὑπάρχει: ἑπτά, καί, ἀσφαλῶς, ἐντέρινες.

Ἀξίζει νὰ σηµειωθῆ ὅτι, σὲ ἀντίθεση µὲ τὴν ὀκτάσχηµη λύρα, τῆς ὁποίας ἡ


ἀρχαιότητα µπορεῖ νὰ ἀναχθῆ στὰ Παλαιοανακτορικὰ χρόνια (Νο 5), δὲν µποροῦµε
νὰ ποῦµε τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὴν πεταλοειδῆ, ἐλλείψει πρώιµων µαρτυριῶν.

γ. Λύρα ἀσύµµετρη

Σὲ Ὑστεροµινωικὴ (1500-1450 πΧ) τοιχογραφία ἀπὸ τὸ Ἀκρωτῆρι τῆς Θήρας (Νο


11) πίθηκος κρατᾶ στὰ χέρια του ἀντικείµενο ποὺ µοιάζει µὲ λύρα: βραχίονας µὲ
ἔντονη πρὸς τὰ µέσα καµπυλότητα, εὐθύγραµµος ζυγός, πέντε χορδές (µὲ πιθανότητα
µιᾶς ἕκτης κάτω ἀπὸ τὸ πηγοῦνι τοῦ πιθήκου, στὴν ἐκκρουσµένη ἐπιφάνεια τῆς
τοιχογραφίας) καὶ διακοσµητικὲς πλαστικὲς σπεῖρες στὰ ἄκρα τοῦ ζυγοῦ. Μιὰ
παρόµοια σπεῖρα στὴν περιοχὴ κάτω ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ πιθήκου πιθανὸν νὰ ἀνῆκε σὲ
δεύτερη παρόµοια λύρα (ἀριστερὸ ἄκρο τοῦ ζυγοῦ), ποὺ ἔπαιζε ἄλλος πίθηκος.

Οἱ σπεῖρες καὶ ἡ µορφὴ τῆς καµπύλης τοῦ βραχίονα παραπέµπουν σὲ λύρα ἀσιατικοῦ
τύπου, ὅπως αὐτὴ σὲ κατὰ πολὺ µεταγενέστερο ἀσσυριακὸ ἀνάγλυφο (εἰκ. 12), ἂν καὶ
ἐκεῖ ἡ σπεῖρα ἀποτελεῖ τὴν ἀπόληξη τοῦ ἐγγύτερου στὸν µουσικὸ πῆχυ καὶ ὄχι τοῦ
ζυγοῦ καὶ ὁ ζυγὸς εἶναι καµπύλος, ὡς συνήθως, στὶς ἀσύµµετρες (διαφορετικὰ µήκη

(εἰκ. 15). Σὲ ἀντίθεση πρὸς τὴν ὀκτάσχηµη, ἀλλὰ σύµφωνα µὲ τὴν πεταλοειδῆ, οἱ λαιµοὶ τῶν πτηνῶν
στρέφονται πρὸς τὰ ἔξω.
42 Πβ πρωτότυπη αἰγυπτιακὴ ἀσύµµετρη κιθάρα µὲ πήχεις κυλινδρικούς, ποὺ καταλήγουν σὲ κεφάλια

ἀλόγου (εἰκ. 13).


Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 24

πήχεων) ἀσιατικὲς λύρες. Ἡ µορφολογικὴ διαφορὰ ἀνάµεσα στὴν ἐν λόγῳ λύρα καὶ
τὴν ὀκτάσχηµη εἶναι, πάντως, σαφής.43

Εἰκ. 11. Παράσταση ἀπὸ τὴ Μεγιδδώ (Παλαιστίνη)44 Εἰκ. 12. Ἀνάγλυφο ἀπὸ τὴ Νινευή, 668-626 πΧ
(Ἀλβανοῦ 2005:46) (Rimmer 1969:XV)

Εἰκ. 13. Αἰγυπτιακὴ ἀσύµµετρη κιθάρα Εἰκ. 14. Ἐτρουσικὸ ἀνάγλυφο, 6ος αἰ. πΧ
(Berlin, Ägyptisches Museum, φωτ. ΣΨ 2003) (Βρεττανικὸ Μουσεῖο)

43 Ἡ Κολοτούρου (2012:29 σηµ. 32) ὑπάγει, περιέργως, αὐτὴ τὴ λύρα στὸν ὀκτάσχηµο τύπο.
44 Γιὰ µιὰ κατὰ προσέγγιση ἀνακατασκευὴ τῆς «Κιθάρας τῆς Μεγιδδῶς», βλ
https://www.youtube.com/watch?v=27opcKxcg1c.
Γιὰ µιὰ ἀνακατασκευὴ τῆς µεγάλης σουµερικῆς κιθάρας καὶ πειραµατισµὸ µὲ τὸν ἦχο της, βλ
https://www.youtube.com/watch?v=27opcKxcg1c.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 25

Εἰκ. 15. Λευκωσία-Κυπριακὸ Μουσεῖο 1939/Χ-3/3, ὄψιµο ἑλληνιστικό (Vikela 2015 ὀπισθόφυλλο)

Χρονολογικὸ διάγραµµα τῶν µαρτυριῶν τῶν τριῶν εἰδῶν λύρας τῶν Μινωιτῶν
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 26

ΤΡΙΤΩΝ

Νο 1. Φακοειδὴς σφραγίδα (CMS II 3.7). Μουσεῖο Ἡρακλείου 24

(Μανδαλάκη 2003γ:108)

Σφραγίδα ἀπὸ ὀρεῖα κρύσταλλο ἀπὸ τὸ Ἰδαῖον Ἄντρον. ΥΜ ΙΙΙΑ (1400-1300 πΧ).
Τελικὴ Ἀνακτορική.45

Εἰκονίζεται νεαρὰ γυναικεῖα µορφὴ (µακρυὰ φοῦστα, κοντὰ µαλλιά) νὰ κρατᾶ


τρίτωνα στὸ ὕψος τοῦ στόµατός της.46 Στὸν χῶρο ὑπάρχει βωµὸς µὲ κέρατα
καθοσιώσεως, κλαδιά, ἀστερίας καὶ εἰδώλιο κυκλαδικῆς µορφῆς. Πίσω της, δέντρο.
Ἡ παράσταση ἑρµηνεύεται ὡς πράξη τελετουργική, κατὰ τὴν ὁποία ἱέρεια φυσᾶ τὸν
τρίτωνα. Ὁ ἦχος τοῦ κογχυλιοῦ ἴσως νὰ συµβόλιζε τὴ φωνὴ τῆς θεότητας, ἢ τὴν ἴδια
τὴν παρουσία της, ἤ, ἀλλιῶς, τὴ φωνὴ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴ θεότητα (ἐπίκληση).

Νο 2. Φυσικὸς τρίτων. Μουσεῖο Ἡρακλείου

(φωτ. Σ. Ψαρουδάκης)

Φυσικὸς τρίτων ἀπὸ τὴ Φαιστὸ µὲ τὸ κωνικό του ἄκρο σπασµένο. Τὸ βαµµένο


κόκκινο χεῖλος του καθιστᾶ τὸ ἀντικείµενο σηµαντικό.47 Κατὰ πᾶσαν πιθανότητα,
ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς φυσικοὺς τρίτωνες ποὺ ἔχουν ἔρθει στὸ φῶς καὶ σχετίζονται

45
Ἄλλες χρονολογήσεις: ΥΜ Ι Younger· ΥΜ ΙΙB Kenna· ΥΜ ΙΙΙ Renfrew· ΥΜ ΙΙΙA (1420-1380)
Κολοτούρου 2012:24.
46
Younger 1998:37.
47
Χεῖλος βαµµένο κόκκινο εἶχαν συχνὰ καὶ τὰ πήλινα ἀγγεῖα τῆς ΜΜ ΙΙΙΑ περιόδου· Hood 2017:60.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 27

µὲ τὴν παραγωγὴ ἤχου κατὰ τὴ λατρεία (βλ Νο 1). Ὁ τρίτων (Charonia Tritonis),
γενικῶς, ἐµφανίζεται συχνότατα στὴ µινωικὴ εἰκονογραφία, σὲ ἀγγειογραφίες καὶ
ἀνάγλυφα. Κατασκευάζονταν καὶ λίθινοι, γλυπτοὶ τρίτωνες, οἱ ὁποῖοι, µᾶλλον,
χρησιµοποιοῦνταν ὡς ρυτὰ σκεύη, γιὰ προσφορὲς ὑγρῶν. Μεγάλος ἀριθµὸς πέτρινων
τριτόνων ἐκτίθεται στὸ Μουσεῖο τοῦ Ἡρακλείου (εἰκ. β).48

Τρίτων: σχολιασµός

Ὁ τρίτων (φυσικὸ κογχύλι Charonia Tritonis) µαρτυρεῖται ἀπὸ τὰ Προανακτορικὰ


ἕως τὰ Μετανακτορικὰ χρόνια. Ἐπίσης, ἐµφανίζεται σταθερὰ στὴν εἰκονογραφία
(ἀγγειογραφία καὶ ἀνάγλυφα σὲ µεταλλικὰ σκεύη).

Τὰ κογχύλια αὐτὰ φέρουν συχνὰ (ὄχι ὅµως πάντοτε) στὸ κάτω, ὀξύ, ἄκρο τους µικρὴ
ὀπή, γι’ αὐτὸ ἔχουν ἑρµηνευθῆ ὡς ρυτά, ἀγγεῖα δηλαδή, ποὺ χρησιµοποιοῦνταν σὲ
τελετουργίες γιὰ προσφορὰ ὑγρῶν (σπονδές, χοές) στοὺς θεοὺς (λατρεία) ἢ τοὺς
νεκρούς (νεκρικὴ λατρεία). Ἐνίοτε, ἔχουν τὸ χεῖλος τους βαµµένο κόκκινο ἢ φέρουν
µικρὲς ὀπὲς στὸ χεῖλος γιὰ στήριξη διακοσµητικοῦ στοιχείου.49 Οἱ τρίτωνες
ἀνευρίσκονται συνήθως σὲ θέσεις ποὺ ἔχουν ἑρµηνευθῆ ὡς ἱερά, ἄλλο ἕνα στοιχεῖο
ποὺ συνηγορεῖ ὑπὲρ τῆς ἑρµηνείας τους ὡς ἱερῶν σκευῶν. Ἔχουν ὅµως βρεθῆ καὶ σὲ
οἰκισµοὺς καὶ σὲ τάφους (Κνωσός, Μάλια, Ζάκρος, Καλύβια, Ἁγία Τριάδα) (εἰκ. 15).

Οἱ τρίτωνες φαίνεται να χρησιµοποιήθηκαν ἀπὸ τοὺς Μινωίτες καὶ ὡς ὄργανα


ἠχογόνα, πνευστά, ἂν δεχθοῦµε τὴν ἑρµηνεία τῆς ὄψιµης παράστασης τῆς σφραγίδας
τοῦ Ἰδαίου Ἄντρου (Νο 1) ὡς ἱέρειας ποὺ φυσᾶ τὸν τρίτωνα στὴ διάρκεια
θρησκευτικῆς τελετουργίας. Ἡ ἑρµηνεία ὅµως αὐτὴ ἔχει ἀµφισβητηθῆ ἀπὸ
ὡρισµένους µελετητές (πχ Baurain & Darcque 1983:54-55). Ἔχουν προταθῆ οἱ
ἐναλλακτικὲς ἑρµηνεῖες: (α) ἡ ἱέρεια προσφέρει τὸν τρίτωνα στὴ θεότητα στὰ πλαίσια
τῆς εἰκονιζόµενης τελετουργίας καὶ (β) ἡ ἱέρεια ἐκτελεῖ σπονδὴ ἀπὸ ρυτὸ ἀγγεῖο. Ἐὰν
δεχθοῦµε τὴ χρήση τοῦ τρίτωνα ὡς τελετουργικοῦ ἠχογόνου ὀργάνου, τότε
µποροῦµε, ἴσως, νὰ φανταστοῦµε ὅτι ὁ λόγος τῆς χρήσης του ἦταν νὰ καλέσῃ τὴ
θεότητα (ἐπίκληση) νὰ παρουσιαστῆ (ἐπιφάνεια) στὴν πρὸς τιµήν της τελετή,

48 Φυσικοὶ τρίτωνες ἔχουν βρεθῆ ἀπὸ ὅλες τὶς περιόδους τοῦ µινωικοῦ πολιτισµοῦ, ἀπὸ τὸ 3000 ἕως τὸ
1100 πΧ: Μύρτος Ἱεραπέτρας (ἐργαστήριο), Φαιστός (ἱερό), Μάλια (ἱερό), Κνωσός (οἰκιακὸ ἱερό,
δωµάτια οἰκιῶν), Κεφάλα Χόνδρου Βιάννου (ἱερό)· Κολοτούρου 2012:24.
49
Βλ ἀποµίµηση σὲ ἀλάβαστρο ἀπὸ τὴν Κνωσό (εἰκ. 16). Μεσοµινωικὸ ΙΙΙΒ-Ὑστεροµινωικὸ Ι (περ.
1650-1450 πΧ). Ἀλάβαστρο. Κνωσός, Ἀνάκτορο, Κεντρικὸ ἱερό. Ἡράκλειο, Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο,
ΗΜ 45· Galli 2008 I:254.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 28

προκειµένου νὰ τῆς «ζητηθῆ», ἴσως, νὰ φέρῃ στὴν κοινότητα γονιµότητα καὶ


εὐµάρεια (εἰκ. 17).50

Εἰκ. 15. Φυσικοὶ τρίτωνες ἀπὸ τὰ Μάλλια Εἰκ. 16. Ἀλαβάστρινος τρίτων ἀπὸ τὴν Κνωσό51
(Pelon et al. 1996 πίν. VII εἰκ. 2) (Galli 2008 Ι:254 No 208)

Εἰκ. 17. Ἑρµηνεία τῆς λατρευτικῆς χρήσης τοῦ τρίτωνα ὡς ἠχογόνου (Σακελλαράκης & Σακελλαράκη 1991:38-39 εἰκ. 20)

50
Κολοτούρου 2012:24 µὲ σηµ. 28 γιὰ σχετικὴ βιβλιογραφία.
51
Σπονδικὸς τεχνητὸς τρίτων σκαλισµένος σὲ αἰγυπτιακὸ ἀλάβαστρο, ΥΜ Ι, πρὶν τὸ 1450 πΧ περίπου·
Hood 2017:173 µὲ ςἰκ. 135.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 29

ΑΥΛΟΣ ΕΛΥΜΟΣ

Νο 1. Σαρκοφάγος Ἁγίας Τριάδας. Μουσεῖο Ἡρακλείου 396

(Μανδαλάκη 2003α:115) λεπτοµέρεια: ὁ αὐλητής

Λίθινη τοιχογραφηµένη σαρκοφάγος (βλ Λύρα 1). ΥΜ ΙΙΙA (1400-1300 πΧ), τελικὴ
ἀνακτορική.

Στὴ µία µακρὰ πλευρὰ τῆς σαρκοφάγου εἰκονίζεται θυσία ταύρου. Τὸ ζῶο, δεµένο µὲ
ἱµάντες πάνω στὸ θυσιαστήριο καὶ κοντά του ἡ ἱέρεια, ἡ ὁποία θα ἐκτελέσῃ τὴν
πράξη. Πίσω της, τέσσερεις γυναικεῖες µορφές (λευκὰ πόδια) µὲ τὴν ἐπίσηµη,
ἱερατική, ποδήρη ἐνδυµασία. Κάτω ἀπὸ τὸν βωµό, ἄλλα δύο ζῶα περιµένουν τὴ
σειρά τους νὰ θυσιαστοῦν. Μπροστὰ ἀπὸ τὸν βωµό, ἄλλη ἱέρεια µετέχει στὴν
ἱεροπραξία, σὲ χῶρο δοµηµένο, ποὺ ἐπιστέφεται µὲ κέρατα καθοσιώσεως, καὶ στύλο
µὲ διπλὸ πέλεκυ στὴν κορυφή του. Ὁ ἄνδρας αὐλητὴς (σκοῦρο δέρµα) παίζει διπλὸ
ἔλυµο αὐλὸ (ἔλυµος/φρυγικός, κατὰ τὴν µεταγενέστερη ἑλληνικὴ ὁρολογία), µὲ τὸν
ἀριστερὸ σωλήνα νὰ καταλήγῃ σὲ κέρας. Τὸ κέρας προσθέτει µῆκος στὸν ἀριστερὸ
σωλήνα καί, ἀσφαλῶς, θὰ ἐπηρέαζε τὸ ἠχόχρωµα τοῦ ὀργάνου, ἐνῶ θὰ προσέδιδε
στὸν ἦχο δύναµη καὶ διαπεραστικότητα.52

Αὐλὸς ἔλυµος: σχολιασµός

Ἡ µόνη µαρτυρία αὐλοῦ ποὺ διαθέτοµε ἀπὸ τὴ Μινωικὴ Κρήτη, εἶναι ἡ ἀπεικόνισή
του στὴ σαρκοφάγο τῆς Τελικῆς Ἀνακτορικῆς περιόδου ἀπὸ τὴν Ἁγία Τριάδα (Νο 1).
Πρόκειται γιὰ τὸν τύπο τοῦ ἔλυµου αὐλοῦ, µὲ τὸν ἕναν σωλήνα (ἐδῶ, τὸν ἀριστερό)
νὰ καταλήγῃ σὲ χοάνη.53 Ἂν καὶ τὸ µέρος τῶν σωλήνων πρὶν τὶς ἀπολήξεις τους ἔχει
χαθῆ, δὲν ὑπάρχει ἀµφιβολία ὅτι ἡ καµπύλη, σὲ σχῆµα χοάνης, ἀπόληξη ἀποδίδει τὸ

52 Στὴν Κρήτη, ὁ ἔλυµος αὐλὸς θὰ ξανακάνῃ τὴν ἐµφάνισή του σὲ µαρτυρία τῆς πρώιµης Γεωµετρικῆς
ἐποχῆς (10ος-9ος αἰ. πΧ): ὀρειχάλκινο ἀγαλµατίδιο ἀπὸ τὴ Σύµη τῆς Βιάννου (βλ «Γεωµετρικά-
Αὐλός», µὲ εἰκ. 9).
53
Βλ Μιχαηλίδης 1982 λεῖµµα «ἔλυµος».
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 30

κέρατο ποὺ προσαρµοζόταν στὸν ἕναν ἀπὸ τοὺς δύο σωλῆνες τοῦ αὐλοῦ.54 Ὁ τύπος
αὐτὸς τοῦ (διπλοῦ) αὐλοῦ κατάγεται, ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται, ἀπὸ τὴν Ἐγγὺς Ἀνατολή,
ὅπου χρησιµοποιήθηκε, ἰδίως, στὴ λατρεία τῆς ἀνατολικῆς θεᾶς Κυβέλης (τὸ
ἑλληνικό της ὄνοµα). Ὡς ἐκ τούτου, ἦταν γνωστὸς καὶ ὡς φρυγικὸς αὐλός. Κατὰ τὸν
Ἀριστοτέλη,55 ἡ προσθήκη τοῦ κέρατος στὸν ἕναν σωλήνα εἶχε σὰν ἀποτέλεσµα τὴν
ἀλλαγὴ τοῦ ἠχοχρώµατος τοῦ ὀργάνου. Τὸ ὄργανο θὰ συνεχίσῃ νὰ χρησιµοποιεῖται
πολὺ καὶ στὴ Ρώµη. Στὴν ἀρχαιοελληνικὴ καὶ λατινικὴ γραµµατεία ὑπάρχουν πολλὲς
ἀναφορὲς στὸν ἔλυµο αὐλό, καθὼς καὶ ἀρκετὴ εἰκονογραφία.56 Ἴσως, ἡ ἐπιλογὴ τοῦ
ὀργάνου (ἔναντι τῆς λύρας) γιὰ τὴν αἱµατηρὴ θυσία τοῦ ταύρου νὰ ἔγινε µὲ κριτήριο
τὸν δυνατὸ καὶ συνεχῆ ἦχο τοῦ αὐλοῦ, ὁ ὁποῖος θὰ κάλυπτε, ἐν µέρει τουλάχιστον, τὶς
ἀγωνιώδεις κραυγὲς τοῦ ζώου. Οἱ σωλῆνες τοῦ ὀργάνου θὰ ἦσαν, ἀσφαλῶς, ξύλινοι ἢ
ὀστέινοι καὶ ἡ γλωσσίδα διπλῆ, ὅπως καὶ στοὺς ἁπλοῦς (διπλοὺς) αὐλούς.57

Εἰκ. 18. Ἐλβετία-Ἰδιωτικὴ Συλλογή, 3ος-1ος πΧ αἰ. Εἰκ. 19. Ποµπηία, Οἶκος Μενάνδρου. 1ος αἰ. πΧ. Αὐλητὴς
µὲ ἔλυµο αὐλὸ µπροστὰ στὰ τείχη τῆς Τροίας. ∆εξιά, ὁ
∆ούρειος Ἵππος. (Guzzo 1998:85)

54 Πιθανότατα, κέρατο βοδιοῦ.


55 Ἀριστοτέλης Περὶ ἀκουστῶν = ἀπόσπασµα στὸν Πορφύριο Εἰς τὰ Ἁρµονικὰ τοῦ Πτολεµαίου
ὑπόµνηµα γ / Düring 67.24 κἑ.
56 Βλ εἰκ. 18, 19, 20, 21, 22 καὶ Bélis 1986.
57 Γνωρίζοµε ἀπὸ τοὺς µεταγενέστερους ἑλληνικοὺς αὐλούς, ὅτι ὁ ἀριστερὸς σωλήνας ἦταν

µακρύτερος ἀπὸ τὸν δεξιό, ἔχοντας τὴν ψηλότερη ὀπή του (Ι) χαµηλώτερα ἀπὸ τὴν ψηλώτερη ὀπὴ (Ι)
τοῦ δεξιοῦ σωλήνα. Αὐτὸ σηµαίνει ὅτι τὸ ἀριστερὸ χέρι βρισκόταν πάντοτε λίγο χαµηλώτερα ἀπὸ τὸ
δεξιό, καὶ ὄχι ὅπως µᾶς τὸ παρουσιάζει ὁ Μινωίτης ζωγράφος, ψηλώτερα ἀπὸ τὸ δεξιό.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 31

Εἰκ. 20 Εἰκ. 21

Εἰκ. 22
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 32

ΣΕΙΣΤΡΟ

Νο 1. Ἀγγεῖο Θεριστῶν. Μουσεῖο Ἡρακλείου 184

(Μανδαλάκη 2003δ:109)

Πέτρινο (στεατίτης),58 γλυπτό, σπονδικὸ ἀγγεῖο (ρυτό) στὸ σχῆµα αὐγοῦ


στρουθοκαµήλου ἀπὸ τὴν Ἁγία Τριάδα. Κατασκευασµένο σὲ δύο τµήµατα· σώζεται
µόνον τὸ ἄνω. ΥΜ ΙΒ (1525/1500-1450 πΧ).59 Νεοανακτορικό.

Γνωστὸ ὡς τὸ «Ἀγγεῖο τῶν Θεριστῶν». Κοσµεῖται µὲ ἀνάγλυφη παράσταση σ’ ὅλη


του τὴν περιφέρεια. Εἰκονίζονται εἴκοσι ἑπτὰ ἄνδρες ἐν ποµπῇ πρὸς τὰ δεξιά.
Προηγεῖται ὥριµος ἄνδρας, κρατώντας µακρὺ ραβδὶ καὶ ντυµένος µὲ φολιδωτὸ
ἐπενδύτη χωρὶς µανίκια. Τὸν ἀκολουθοῦν σὲ δυάδες νεαρότερα ἄτοµα, ὡρισµένα ἀπὸ
τὰ ὁποῖα κρατοῦν στοὺς ὤµους τους θεριστικὰ ἐργαλεῖα. Στὸ κέντρο τους, ἄνδρας µὲ
µεγάλο σεῖστρο στὸ δεξί του χέρι, ἐνῶ µὲ τὸ ἀριστερὸ φαίνεται νὰ χειρονοµῇ. Ἔχει
τὸ στόµα του ἀνοιχτό. Πίσω του, τρεῖς ἄλλοι ἔχουν καὶ αὐτοὶ ἀνοιχτὸ τὸ στόµα,
ἔνδειξη ὅτι, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, τραγουδοῦν, ὅπως καὶ ἐκεῖνος ποὺ σείει τὸ
σεῖστρο.

Ἀρχικά, ἡ παράσταση ἑρµηνεύθηκε ὡς στρατιωτικὴ παρέλαση, ἢ θρίαµβος


πολεµιστῶν (Halbherr, Savignoni). Ἀργότερα, ὡς τελετὴ σπορᾶς καὶ ὀργώµατος
(Forsdyke). Κατὰ τὸν Σακελαράκη (1987), ἴσως πρόκειται γιὰ ἀγρότες ποὺ
ἐπιστρέφουν ἀπὸ γεωργικὲς ἐργασίες.60 Ἡ Lawler (1984:38-39) ἑρµηνεύει τὴ σκηνὴ
ὡς ἑορτὴ τοῦ θερισµοῦ, κατὰ τὴν ὁποία ἐκτελοῦνται τραγούδια καὶ χοροί.

Τὸ σεῖστρο στὴν Αἴγυπτο ἦταν ὄργανο λατρευτικό, ἀποκλειστικὰ στὰ χέρια γυναικῶν
(εἰκ. 24). Στὸ «Ἀγγεῖο τῶν Θεριστῶν» βρίσκεται σὲ ἀνδρικὰ χέρια, ὁπότε ἡ σηµασία
του θὰ πρέπῃ νὰ εἶναι διαφορετική. Ἡ θεωρία τοῦ Evans, ὅτι τὸ σεῖστρο εἰσήχθη στὴ

58 Στεατίτης ἢ µελανὸς ὀφίτης, κατὰ τὸν Hood 2017:176 µὲ εἰκ. 138.


59 ΜΜ ΙΙΙ-ΥΜ Ι (γύρω στὸ 1650-1500 πΧ), κατὰ τὸν Hood 2017:176 µὲ εἰκ. 138.
60 Βλ Hood 2017:176-177.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 33

µινωικὴ Κρήτη ἀπὸ τὴ Β. Ἀφρική, ἔχει σοβαρὰ κλονιστῆ µετὰ τὴν ἀνακάλυψη τοῦ
µικροῦ, πήλινου σείστρου τῶν Ἀρχανῶν (Νο 2).

Νο 2. Πήλινο σεῖστρο Ἀρχανῶν. Μουσεῖο Ἀρχανῶν

(φωτ. Σ. Ψαρουδάκης) Τὸ σεῖστρο κατὰ χώραν (Σακελλαράκης & Σακ/κη 1997 Ι:3352)

Πήλινο σειστροειδὲς ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο τῶν Ἀρχανῶν (ταφικὸ κτήριο 9) στὴ θέση
Φουρνί. ΜΜ ΙΑ (2100-1900 πΧ). Προανακτορικό.

Τὸ ἀντικείµενο ἔχει τὴ µορφὴ σείστρου, µὲ τὴ στεφάνη, τὸ χεροῦλι καὶ τοὺς


ὁριζόντιους ἄξονες πάνω στοὺς ὁποίους ὀλισθαίνουν τὰ δισκία, πήλινα καὶ αὐτά. Οἱ
ἄξονες δὲν βρέθηκαν, πιθανότατα διότι ἦσαν ξύλινοι. Τὸ χεροῦλι εἶναι κοῖλο, µὲ ὀπὴ
διαµπερῆ ἀπὸ τὸ ἕνα ἄκρο του στὸ ἄλλο. Τὸ ἀντικείµενο εἶναι βαµµένο κόκκινο. Ἂν
καὶ ἔχει τὴ γνωστή, καὶ πλέον διαδεδοµένη στὴν ἀρχαία Ἐγγὺς Ἀνατολὴ µορφή
(ὠοειδὴς στεφάνη µὲ χεροῦλι), τὸ ὑλικό του, πηλός, προβληµατίζει ὡς πρὸς τὴν
πραγµατικὴ χρήση του ἀντικειµένου. Ὅλα τὰ σωζόµενα σεῖστρα, ὅλων τῶν ἐποχῶν,
εἶναι µεταλλικά, σήµερα δέ, ὑπάρχουν καὶ σεῖστρα µὲ ξύλινο πλαίσιο (Ἀφρική), πάλι,
ὅµως, µὲ µεταλλικὰ δισκάρια. Ἕνα πήλινο σεῖστρο, ὄχι µόνον δὲν παράγει ἦχο
ἀνάλογο σὲ ποιότητα καὶ ἔνταση µὲ αὐτὸν τοῦ µεταλλικοῦ ἢ ξύλινου, ἀλλὰ
κινδυνεύει, ἐπὶ πλέον, νὰ σπάσῃ, ἀκόµη καὶ µὲ προσεκτικὴ χρήση.61 Τὸ γεγονὸς δὲ
ὅτι βρέθηκε σὲ παιδικὴ ταφή, πιθανὸν νὰ σηµαίνῃ ὅτι πρόκειται γιὰ κουδουνίστρα.
Ἐκτός, ἂν πρόκειται γιὰ ἀντικείµενο στὸ σχῆµα τοῦ σείστρου (πβ µεταγενέστερους
ἑλληνικοὺς φορµίσκους), εἰδικὰ κατασκευασµένο γιὰ νεκρικὴ χρήση (εἰκ. 25).

61Ὡς ἐκ τούτου, δὲν πείθει ἡ ἄποψη τῆς Κολοτούρου (2012:26), ὅτι τὸ ἐν λόγῳ σειστροειδὲς «ἴσως
προοριζόταν γιὰ µουσικὴ ἐκπαίδευση, σύµφωνα µὲ παράσταση µουσικοῦ µαθήµατος τοῦ Μέσου
Βασιλείου ἀπὸ τὸ Κόµ ἐλ Χίσν, ὅπου ἱερέας διδάσκει ρυθµικὰ σχήµατα στὶς µαθήτριές του µὲ τὴ
βοήθεια παρεµφεροῦς σείστρου καὶ χειροκροτηµάτων (Hickmann 1961:50)».
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 34

Νο 3-8. Ἕξι πήλινα σεῖστρα ἀπὸ τὸν Ἅγιο Χαράλαµπο. Μουσεῖο Ἁγίου Νικολάου

α β (Papadatos 2008:234)

Πέντε παρεµφερῆ σειστροειδῆ ἀντικείµενα καὶ τµήµατα ἑνὸς ἕκτου ἀπὸ


δευτερογενεῖς ταφὲς στὸ σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Χαραλάµπους στὸ ὀροπέδιο τοῦ
Λασιθίου.62 Σεῖστρο β: ὕψος 18 ἑκ., µέγιστο πλᾶτος 5,4 ἑκ., Μουσεῖο Ἁγίου
Νικολάου 13976. ΜΜ Ι-ΙΙ (2100-1700 πΧ). Προανακτορικό/Παλαιοανακτορικό.

Τὰ ἐν λόγῳ πήλινα σεῖστρα προέρχονται καὶ αὐτὰ ἀπὸ ταφές, ὅπως καὶ τὸ πήλινο
σεῖστρο τῶν Ἀρχανῶν (Νο 2). Οἱ ταφὲς τοῦ Λασιθίου, ὅµως, δὲν εἶναι παιδικές,
ὁπότε ἀποδυναµώνεται ἡ ἑρµηνεία της παιδικῆς κουδουνίστρας.

Νο 9. Χάλκινο σεῖστρο. Μουσεῖο Ἁγίου Νικολάου 14398

(Corpus 72 2005:8)

Ὀρειχάλκινο σεῖστρο ἀπὸ τὶς ἑλληνοαµερικανικὲς ἀνασκαφὲς τοῦ 2005 στὴ


Νεοανακτορικὴ πόλη τοῦ Μόχλου, Οἶκος C3 (τοῦ «Ἐµπόρου Μετάλλων»), δωµάτιο
2.2, σὲ λάκκο µὲ χάλκινα ἀντικείµενα. YM IΒ (1525/1500-1450 πΧ). Νεοανακτορικό.
Ὁλικὸ ὕψος 28,5 ἑκ. Ὕψος στεφάνης 17,1 ἑκ. Πλᾶτος στεφάνης 8-8,3 ἑκ. Μῆκος

62 Betancourt et al. 2008:577· Betancourt & Muhly 2006:429.


Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 35

ἀξόνων 14,8 καὶ 15,2 ἑκ. ∆ιάµετρος δισκαρίων 2,1-2,4 ἑκ. Μῆκος χερουλιοῦ 12,5 ἑκ.
Βάρος 420 γρ.63

Ἡ µεταλλικὴ στεφάνη εἶναι στὸ κάτω µέρος της προσαρµοσµένη στὸ ἄνω µέρος τοῦ
χερουλιοῦ, ποὺ ἔχει σχῆµα ὕψιλον. Τὸ κωνοειδὲς χεροῦλι εἶναι κοῖλο καὶ ἡ διαµήκης
ὀπή του διαµπερής (πβ πήλινα σειστροειδῆ, Νο 2, 3-8). Ὁ ἄνω ἄξονας φιλοξενεῖ τρία
δισκάρια καὶ ὁ κάτω δύο. Οἱ ἀπόψεις γιὰ τὴν προέλευση τοῦ εὑρήµατος διίστανται.
Κατὰ µία ἐκδοχή, οἱ κατασκευαστικὲς λεπτοµέρειές του τὸ καθιστοῦν αἰγυπτιακό
(Kyriakaki 2008).64 Κατὰ µία ἄλλη, ἡ µορφή του διαφέρει ἀπὸ τὴν αἰγυπτιακή, ὁπότε
µπορεῖ κάλλιστα νὰ θεωρηθῆ τοπικὸ προϊόν (Soles 2011). Ὁ ὁµοιότητά του µὲ τὸ
σεῖστρο τοῦ «Ἀγγείου τῶν Θεριστῶν» εἶναι σαφής.

Σεῖστρο: σχολιασµός

Τὸ σεῖστρο µαρτυρεῖται ἀπὸ πολὺ νωρίς, γύρω στὸ 2000 πΧ, στὰ Προανακτορικὰ
χρόνια. Βέβαια, ὄχι στὴ µεταγενέστερη, µεταλλική του, µορφή, ἀλλὰ πήλινο καὶ
µικρὸ σὲ µέγεθος. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Προανακτορικὸ εὕρηµα πήλινου σειστροειδοῦς στὸ
Φουρνὶ τῶν Ἀρχανῶν (Νο 2), τώρα ἔχοµε ἄλλα ἕξι παρόµοια σειστροειδῆ ἀπὸ ταφὲς
στὸ σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Χαραλάµπους στὸ Λασίθι (Νο 3-8).

Τίθεται, βεβαίως, τὸ ἐρώτηµα, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ χρησιµοποιηθοῦν πήλινα


σεῖστρα στὴ µουσικὴ πράξη, καθ’ ὅσον ὁ πηλὸς εἶναι ὑλικὸ εὔθραυστο καί, ὡς ἐκ
τούτου, ἀκατάλληλο γιὰ ἕνα κρουστὸ ὄργανο σὰν τὸ σεῖστρο. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὅλα τὰ
µέχρι στιγµῆς, σχετικὰ µικρά (περίπου 18 ἑκ.), πήλινα σειστροειδῆ προέρχονται ἀπὸ
τάφους, ἔχει ὁδηγήσει ὡρισµένους µελετητὲς στὴν ὑπόθεση πὼς πρόκειται γιὰ
µικρογραφικὰ ὁµοιώµατα σείστρου σὲ πηλὸ γιὰ ταφικὴ χρήση. Πρὶν βρεθοῦν τὰ ἕξι
πήλινα σειστροειδῆ τοῦ Ἁγίου Χαραλάµπους, τὸ εὕρηµα ἀπὸ τὴ θέση Φουρνὶ τῶν
Ἀρχανῶν εἶχε ἑρµηνευθῆ ὡς κουδουνίστρα, καθ’ ὅσον ἀποτελοῦσε κτέρισµα
παιδικῆς ταφῆς.

Τὸ µοναδικὸ µεταλλικὸ σεῖστρο, προοριζόµενο ἀσφαλῶς γιὰ τὴ µουσικὴ πράξη, εἶναι


κατὰ πολὺ µεταγενέστερο. Πρόκειται γιὰ τὸ ὀρειχάλκινο σεῖστρο ποὺ βρέθηκε στὸ
νησάκι τοῦ Μόχλου στὸ Λασίθι καὶ χρονολογεῖται περίπου στὸ 1450 πΧ. Ἂν

63 Soles & Davaras 2005:103 µὲ εἰκ. 151.


64 Πβλ Κολοτούρου 2012:26.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 36

δεχθοῦµε τὴν ἄποψη τῆς κρητικῆς καταγωγῆς του, τότε ἀµφιβολία γιὰ τὴ χρήση τοῦ
µεγάλου, µεταλλικοῦ, σείστρου στὴν Κρήτη ὡς µουσικοῦ ὀργάνου δὲν ὑπάρχει.65

Στὴν ἱερογλυφικὴ γραφὴ τῆς µινωικῆς Κρήτης ἕνα σηµεῖο (εἰκ. 23 – βλ Παράρτηµα
Α, σηµεῖο Νο 57) ἔχει ἑρµηνευθῆ ὡς ἀπεικόνιση σείστρου. Τὸ εἰκονιζόµενο, ὅµως,
«σεῖστρο», ἀφ’ ἑνὸς µὲν δὲν ἔχει κλειστὴ στεφάνη, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διαθέτει µιὰ
ἐπιµήκη ἀπόφυση στὸ πλάι, στοιχεῖο µὴ ἀναµενόµενο σὲ σεῖστρο. Ἐπίσης, ἡ
χειρολαβὴ ἔχει πολὺ µικρότερο µῆκος ἀπὸ τὸ ἀναµενόµενο. Κατόπιν τούτου, µᾶλλον
τὸ συγκεκριµένο ἱερογλυφικὸ σύµβολο δὲν εἰκονίζει σεῖστρο, ἂν καὶ δὲν ἀποκλείεται
ἡ µορφὴ τοῦ σείστρου νὰ ὑπῆρξε ἡ πηγὴ ἔµπνευσης τοῦ ἱερογλυφικοῦ σχήµατος.66

Εἰκ. 23. Πρισµατικὴ λίθινη τρίπλευρη σφραγίδα µὲ


ἱερογλυφικὰ σηµεῖα. Στὶς δύο πλευρὲς ἐµφανίζεται τὸ «σεῖστρο». CMS XI 12. CHIC no. 243. (Μικράκης 2000:169)

Εἰκ. 24. Αἰγυπτιακὰ σεῖστρα

Εἰκ. 25. Φορµίσκος. Reading, Ure Museum, Τµήµα Κλασικῶν Σπουδών (φωτ. µουσείου)

65 Ἐὰν συνταχθοῦµε µὲ τὴν ἄποψη ὅτι τὸ σεῖστρο εἰσήχθη στὴν Κρήτη, τότε ἡ Αἴγυπτος φαίνεται νὰ

εἶναι ἡ πιθανότερη χώρα καταγωγῆς του: «Ὁ τύπος αὐτὸς [ὁ ὠοειδὴς κλειστός] ἀπαντᾶται µόνον στὴν
Αἴγυπτο κατὰ τὸ Μέσο καὶ τὸ Νέο Βασίλειο [2055-1085 πΧ], ὅπου ἀποτελεῖ θρησκευτικὸ ὄργανο-
σύµβολο τῆς θεότητας Χαθώρ καὶ τῆς ἀριστοκρατικῆς τάξης καὶ ἐναποτίθεται σὲ φαραωνικὲς ταφές
(Manniche 1991:24, 63, 85-86)»· Κολοτούρου 2012:26. Εἶναι πολὺ πιθανόν, ἡ χρήση τοῦ σείστρου
στὴ λατρεία τῆς θεᾶς τῆς γονιµότητας στὴν Αἴγυπτο νὰ ἤλκυσε τοὺς Μινωίτες στὴ χρήση τοῦ ὀργάνου
στὴ λατρεία τῆς δικῆς τους θεᾶς τῆς γονιµότητας. Ἔτσι δικαιολογεῖται καὶ ἡ ἐµφάνισή του στὸ
«Ἀγγεῖο τῶν Θεριστῶν» ἀπὸ τὴν Ἁγία Τριάδα, ἂν ἡ παράσταση ἑρµηνευθῆ ὡς ἑορτασµὸς τῆς
γονιµότητας τῶν ἀγρῶν· Soles 2005:433.
66 Πβλ µινωικὸ ἱερογλυφικὸ στοιχεῖο «κυκλαδικῆς» ἅρπας.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 37

ΚΡΟΤΑΛΑ

Νο 1. Ζεῦγος ξύλινων κροτάλων ἀπὸ τὴ Θήρα. Μουσεῖο Θήρας

(Μικράκης 2007:90) Σφράγισµα Ζάκρου (Μικράκης 2007:92)

Ζεῦγος ξύλινων κροτάλων στὸ σχῆµα ἀνθρώπινων χεριῶν, ἀπὸ τὸ νότιο τµῆµα τῆς
ἐπίχωσης τοῦ ἰσόγειου δωµατίου 14 τῆς Ξεστῆς 4 τοῦ Ἀκρωτηρίου τῆς Θήρας.
Βρέθηκαν στὶς ἀνασκαφὲς τοῦ 2000.67 Τὸ µῆκος τους εἶναι 9,1 ἑκ. καὶ τὸ ξύλο τους
σκληρό, καστανοῦ χρώµατος. Φέρουν διακοσµητικὸ βραχιόλι χαρακτηριστικοῦ
µινωικοῦ τύπου στοὺς καρπούς, παρόµοιο µὲ ἐκεῖνο στὸ ΥΜ ΙB (1525/1500-1450
πΧ) σφράγισµα ἀπὸ τὴν Ζάκρο.68 Βασιζόµενος στὸ µικρό τους µέγεθος, ὁ Μικράκης
(2007) πιστεύει ὅτι:
συγκρατοῦνταν ἀνάµεσα στὰ δάχτυλα τοῦ ἑνὸς χεριοῦ καὶ κρούονταν µὲ τὶς ἐπίπεδες
ἐπιφάνειές τους, ὅπως οἱ νεότερες καστανιέτες.

Τὸ γεγονὸς ὅτι βρέθηκε καὶ τρίτο κρόταλο (χαµένο τὸ ταῖρι του, Νο 2) ὁδηγεῖ τὸν
Μικράκη στὴ σκέψη ὅτι:
παίζονταν συγχρόνως δύο ζεύγη, ἕνα σὲ κάθε χέρι.[69] Ἀφοῦ µάλιστα εἶναι διαφορετικοῦ
µεγέθους, θὰ παρήγαγαν καὶ µουσικοὺς φθόγγους διαφορετικοῦ τονικοῦ ὕψους.

Παρατηρεῖ ὁ Μικράκης ὅτι τὰ κυκλαδικὰ κρόταλα δὲν ἔχουν τὶς στενὲς ὀπὲς τῶν
αἰγυπτιακῶν, ἀναρωτιέται δὲ µήπως χρησιµοποιοῦνταν καὶ ὡς φυλαχτά. Τὰ
φαντάζεται νὰ χρησιµοποιοῦνται σὲ τελετουργίες:

67 Βλ Ντούµας 2000:171.
68 Μουσεῖο Ἡρακλείου. Βλ Corpus der Minoischen und Mykenischen Siegel II 7, Berlin 1998, No 206.
69 Ὅπως, δηλαδή, τὰ µεταγενέστερα ἑλληνικὰ κρόταλα· βλ εἰκ. β.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 38

πάνδηµες ναυτικὲς γιορτές, ποµπικὲς δωροφορίες, τελετουργικὴ ἔνδυση, σπονδές,


συλλογὴ καὶ προσφορὰ κρόκων, ζωοθυσίες καὶ ἄλλες ἔµπυρες θυσίες, τελετουργικὲς
ἀποθέσεις ἀντικειµένων, διαβατήριες τελετές ἐνηλικίωσης.

Ἐκφράζει βεβαιότητα γιὰ τὴν ἐγχώρια παραγωγὴ τῶν κροτάλων, λόγῳ τοῦ µινωικοῦ
χαρακτήρα τοῦ περικαρπίου. Πάντως, τὰ κρόταλα στὸ σχῆµα ἀνθρώπινου χεριοῦ
ἐπινοήθηκαν καὶ εἶχαν ἰδιαίτερη διάδοση στὴν Αἴγυπτο τῆς 18ης δυναστείας, ἐπὶ
φαραὼ Ἀκενατών (1353/51-1336/34 πΧ). Βέβαια, τὰ αἰγυπτιακὰ κρόταλα εἶναι κατὰ
πολὺ µεγαλύτερα καὶ παίζονται µὲ τὰ δύο χέρια. ∆ὲν πρόκειται, δηλαδή, γιὰ κρόταλα
τοῦ ἑνὸς χεριοῦ, ἀλλὰ τῶν δύο χεριῶν· ἕνα κρόταλο σὲ κάθε χέρι (εἰκ. 26). Τὰ
µεταγενέστερα ἑλληνικὰ κρόταλα ἔχουν διαφορετικὸ σχῆµα καὶ εἶναι πάντοτε τοῦ
ἑνὸς χεριοῦ· κάθε χέρι χειρίζεται ἀπὸ ἕνα ζεῦγος (εἰκ. 27).

Νο 2. Ξύλινο κρόταλο ἀπὸ τὴ Θήρα. Μουσεῖο Θήρας

(Μικράκης 2007:91)

Βρέθηκε µαζὺ µὲ τὸ προηγούµενο ζεῦγος (Νο 1) τὸν ἴδιο χρόνο καὶ στὸν ἴδιο χῶρο.
∆ὲν σώθηκε τὸ ταῖρι του. ∆ιακοσµεῖται µὲ ἀνάγλυφη παράσταση στὴν ἐξωτερική του
ὄψη, ποὺ παριστάνει συστάδα τεσσάρων κρόκων. Στὰ δύο ψηλώτερα ἄνθη
κουρνιάζουν δύο πουλιὰ µὲ µακρυὲς οὐρὲς καὶ κεφάλια γυρισµένα πρὸς τὰ πίσω. Τὸ
µῆκος του εἶναι 10,5 ἑκ. καὶ τὸ ξύλο του σκληρὸ καστανό. Βρέθηκε λίγο βαθύτερα
ἀπὸ τὸ ζεῦγος. Θεωρήθηκε ἐγχώριο προϊόν, ὄχι εἰσηγµένο, ὅπως δείχει τὸ ἑραλδικὸ
διακοσµητικὸ θέµα, ποὺ παραπέµπει στὸ αἰγαιακὸ ὕφος, εἰδικὰ στὴ θεµατικὴ τῆς
θηραϊκῆς τοιχογραφίας τῶν ἀρχῶν τῆς Ὕστερης ἐποχῆς τοῦ Χαλκοῦ.

Ἡ ὑπόθεση ὅτι, ἐνδεχοµένως, παιζόταν µαζὺ µὲ τὸ σωζόµενο ζεῦγος (Μικράκης,


παραπάνω) δὲν ὑποστηρίζεται ἀπὸ τὴ γενικὴ πρακτική, ἀρχαία καὶ νεώτερη,
σύµφωνα µὲ τὴν ὁποία, τὰ δύο ζεύγη κροτάλων εἶναι πανοµοιότυπα (µέγεθος, σχῆµα,
ὑλικό).
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 39

Εἱκ. 26. Αἰγυπτιακὰ κρόταλα τῶν δύο χεριῶν (Μικράκης 2007)

Εἰκ. 27. Ἑλληνικὰ κρόταλα τοῦ ἑνὸς χεριοῦ. Μουσεῖο Ἀρχαίας Ἀγορᾶς Ἀθηνῶν (φωτ. ΣΨ)
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 40

«ΚΥΜΒΑΛΑ»

Νο 1. Ζεῦγος ὀρειχάλκινων δισκίων ἀπὸ τὰ Μουλιανά. Μουσεῖο Ἡρακλείου 1014,


1015

(Μανδαλάκη 2003ε:113)

∆ύο παρόµοια ὀρειχάλκινα δισκία ἀπὸ θαλαµοειδῆ τάφο πολεµιστῆ στὸ χωριὸ
Μουλιανὰ τῆς Σητείας. Βρέθηκαν πάνω στὸ στῆθος τοῦ νεκροῦ. ΥΜ ΙΙΙΓ (1200-1100
πΧ). Μετανακτορικά.70

Ἔχουν διάµετρο 19 ἑκ., διάµετρο κεντρικῆς κοιλότητας 8 ἑκ. καὶ ὕψος κεντρικοῦ
θόλου 2,5 ἑκ. Ἡ περιφέρεια εἶναι διακοσµηµένη µὲ ἔκκρουστες στιγµές. Τέσσερεις
ἀκόµη ἔκκρουστες στιγµές, συµµετρικὰ τοποθετηµένες, ὑπάρχουν πιὸ µέσα ἀπὸ τὴν
περιφέρεια. Στὸ κέντρο ὑπάρχει ὀπή. Βρέθηκαν πάνω στὸ στῆθος τοῦ νεκροῦ. Ἔχουν
ἑρµηνευθῆ ὡς ζεῦγος κυµβάλων (Ξανθουδίδης 1904:47-48 µὲ εἰκ. 11), ἢ ὡς ὀµφαλοὶ
ἀσπίδων, ἢ ὡς ἐξαρτήµατα στρατιωτικῆς περιβολῆς (Snodgrass 1964:48).

Ἡ µορφή τους δὲν συνηγορεῖ ὑπὲρ τῆς ἑρµηνείας τους ὡς κυµβάλων: οἱ ἔκκρουστες
διακοσµητικὲς στιγµὲς δὲν εἶναι στοιχεῖο ἀναµενόµενο σὲ κύµβαλα. Οἱ κεντρικὲς
ὀπές, βεβαίως, ἀποτελοῦν χαρακτηριστικὸ τῶν κυµβάλων, γιὰ τὴν ἐξάρτησή τους µὲ
νῆµα, δέρµα ἢ ἁλυσίδα. Σύγκρισή τους µὲ µεταγενέστερα ἑλληνικὰ κύµβαλα ἀπὸ τὴ
Μέλπεια (∆ηµητσάνα, εἰκ. 29)71 ἢ τὴν Ἀµβρακία (Ἄρτα, εἰκ. 28)72 καὶ µὲ ρωµαϊκὰ
ἀπὸ τὴν Ποµπηία (εἰκ. 30, 31), τὰ διαφοροποιεῖ ὡς πρὸς τὸ µέγεθος,73 ὡς πρὸς τὴ
διάµετρο τῆς κοιλότητας,74 ὡς πρὸς τὸ σχῆµα τῆς κοιλότητας75 καὶ ὡς πρὸς τὸ
µέγεθος τῆς κεντρικῆς ὀπῆς.76 Βέβαια, τὰ κύµβαλα, γνωστὰ ἤδη στὴν Ἐγγὺς

70 Μανδαλάκη 2003ε:113 ἀρ. 12· Κολοτούρου 2012:26.


71
500-480 πΧ. Ἀθήνα, Ἐθνικὸ Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο Χ7959.
72
Ἑλληνιστικά. Ἄρτα, Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο ΑΕ 5805 α-γ.
73
∆ιάµετρος κυµβάλου Μέλπειας 9 ἑκ., ἔναντι τῶν 19 ἑκ. τῶν Μουλιανῶν. ∆ιάµετρος κυµβάλων
Ἀµβρακίας, 8,5 καὶ 8,95 ἐκ., µὲ διαµέτρους θόλων 6 καὶ 5,78 ἑκ. καὶ ὕψη θόλων 2 καὶ 1,5 ἑκ.
74
Ἀναλογικά, πολὺ µικρὴ στὸ εὕρηµα τῶν Μουλιανῶν.
75
Κωνοειδές, ἔναντι τοῦ ἡµισφαιρικοῦ τῆς Μέλπειας.
76
Αἰσθητὰ µεγαλύτερη στὸ κύµβαλο τῆς Μέλπειας.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 41

Ἀνατολὴ τῆς τρίτης χιλιετίας πΧ, καὶ σταθερὰ χρησιµοποιούµενα ἔκτοτε σ’ ὅλον τὸν
ἀρχαῖο κόσµο καὶ µέχρι τὶς µέρες µας, ἐµφανίζονται καὶ σὲ µεγαλύτερα µεγέθη.77

Ἡ ὁµοιότητα τῶν «ἀσπιδίων» τῶν Μουλιανῶν µὲ ἐκεῖνα ἀπὸ τὶς Γεωµετρικὲς (9ος-8ος
αἰώνας πΧ) Αἰγές (εἰκ. 32), τὰ ὁποῖα ἔχουν ἑρµηνευθῆ ὡς διακοσµητικὰ ὀµφάλια ἀπὸ
ζῶνες, εἶναι ἀποκαλυπτική.78 Ἡ ὁµοιότητα συνηγορεῖ ὑπὲρ τῆς µὴ ταύτισης τῶν
µινωικῶν ἀσπιδίων µὲ κύµβαλα.

Εἰκ. 28. Ἀµβρακία (Ζάχος 2003:181) Εἱκ. 29. Μέλπεια (Προσκυνητοπούλου 2003:182)

Εἰκ. 30. Ποµπηία (De Caro 1996:255) Εἰκ. 31. Ποµπηία (De Caro 1996:181)

Εἰκ. 32. Αἰγές (Κοτταρίδη 2013:107)

77 Γιὰ πρώιµα ἀνατολικὰ κύµβαλα βλ: Braun 2002:107-110· De Martino 1995:2662· Caubet 1987·
Rashid 1984:70-73.
78 Πβλ ὀµφαλὸ ἀσπίδας (διάµετρος 10,5 ἑκ) ἀπὸ τὸν ὑποµυκηναϊκὸ τάφο XXVIII τοῦ νεκροταφείου

τῆς Τίρυνθας: Desborough 1995:76, 79 εἰκ. 13[α].


Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 42

ΚΩ∆ΩΝΟΣΧΗΜΑ

Νο 1. Πήλινο, κωδωνόσχηµο εἰδώλιο ἀπὸ τὸν Πόρο. Μουσεῖο Ἡρακλείου

(φωτ. Σ. Ψαρουδάκης)

Πήλινο, κωδωνόσχηµο ἀντικείµενο ἀπὸ τὸν Πόρο, τὸ λιµάνι τῆς Κνωσοῦ. ΜΜ ΙΙ


(1800-1700 πΧ), Παλαιοανακτορικό.

Στὸ κωνικὸ σῶµα του ἔχουν ζωγραφιστῆ τὰ χαρακτηριστικὰ ἀνθρώπινου προσώπου.


Στὴν κορυφή, ζεῦγος κεράτων καὶ ἕνα κεντρικὸ «χεροῦλι». Ἑρµηνεύθηκε ἀρχικὰ ὡς
ἀναθηµατικὸ κουδοῦνι (Evans, Mackenzie) καί, ἀργότερα, ὡς εἰδώλιο προσωπείου
(Ν. Πλάτων).

Παρόµοια πήλινα κωδωνόσχηµα ἔχουν βρεθῆ σὲ διάφορα σηµεῖα τῆς Κρήτης (Πόρος,
Τύλισσος, Κνωσός, Ἀρχάνες καὶ ἀλλοῦ) σὲ µεγάλους ἀριθµούς. Ἄλλοτε εἶναι µονὰ
µὲ κωνικὸ σῶµα, ἄλλοτε µονὰ µὲ κυµατιστὸ σῶµα (νεφρόσχηµο) καὶ ἄλλοτε διπλᾶ,
µὲ ἢ χωρὶς ἐπικαθήµενη ἀνθρώπινη µορφὴ ἀνάµεσα στοὺς δύο «κώδωνες». Ἔχουν
διάφορα µεγέθη. Στὴν κορυφή τους φέρουν κερατοειδεῖς προεξοχὲς καὶ ἀνάµεσά τους
χεροῦλι. Εἶναι ἐπιζωγραφισµένα µὲ κόκκινο ἢ µελανὸ χρῶµα, ἄλλοτε µὲ γεωµετρικὰ
σχήµατα καὶ ἄλλοτε µε µάτια, µύτη, στόµα, φρύδια (Νο 1), ἢ δὲν διαθέτουν καθόλου
γραπτὴ διακόσµηση. Χρονολογοῦνται στὴν Παλαιοανακτορικὴ ἐποχή (ΜΜ ΙB-ΙΙ,
περ. 1900-1700 πΧ). Προέρχονται τόσο ἀπὸ τάφους ὅσο καὶ ἀπὸ ἱερά. Ἔχουν
ἑρµηνευθῆ, ὅπως ἤδη εἰπώθηκε, ὡς ἀναθηµατικὰ κουδούνια (Evans, Mackenzie,
Aign), ὡς ὁµοιώµατα φορεµάτων (Χατζιδάκις),79 ὡς ἱερὰ διπλᾶ κέρατα, ὡς
ὁµοιώµατα προσωπείων ἱερέων καὶ λάτρεων (Πλάτων).80 Ἔχουν συσχετιστῆ καὶ µὲ
τελετουργίες θεµελίωσης (Morris, Pietfield).81

79 Davaras 1976:91.
80 ∆ηµοπούλου-Ρεθεµιωτάκη 2005:121.
81 Σακελλαράκης & Σαπουνᾶ-Σακελλαράκη 1997 ΙΙ:563.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 43

Ἀρχάνες (Σακελλαράκης & Σακελλαράκη 1999)

Τύλισσος (∆ηµοπούλου-Ρεθεµιωτάκη 2005:92)

Κατὰ µία ἑρµηνεία, πρόκειται, ὅπως εἰπώθηκε, γιὰ καµπανάκια. Εἶναι ὅµως πολὺ
ἀµφίβολλο ἂν τὰ ἐν λόγῳ ἀντικείµενα ἦσαν ἠχογόνα. Πρῶτον, δὲν διαθέτουν
πλῆκτρο στὸ κοῖλο µέρος τοῦ σώµατός τους, ἂν καὶ θὰ µποροῦσε κανεὶς νὰ ἰσχυριστῆ
ὅτι ἡ κρούση γινόταν µὲ ξύλινο πλῆκτρο ποὺ κρατιόταν στὸ χέρι (πβλ µεταλλόφωνο ἢ
ξυλόφωνο) στὴν ἐξωτερικὴ ἐπιφάνεια, ἢ ἀκόµη καὶ στὴν ἐσωτερική. ∆εύτερον, στὴν
περίπτωση τῶν διπλῶν θὰ ἦταν δύσκολη ἡ χρήση τους σὰν καµπανάκια, καθ’ ὅσον
δὲν διαθέτουν ἐνιαῖο χεροῦλι, ἀπὸ τὸ ὁποῖο νὰ κρατηθοῦν µὲ τὸ ἕνα χέρι.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 44

ΤΡΑΓΟΥ∆Ι

Νο 1. Ἀγγεῖο Θεριστῶν. Μουσεῖο Ἡρακλείου 184

(Μανδαλάκη 2003δ:109)

Βλ Σεῖστρο Νο 1.

Νο 2. ∆ίσκος Φαιστοῦ. Μουσεῖο Ἡρακλείου

(κάρτα)

Πήλινος δίσκος µὲ ἐντυπωµένα σηµεῖα γραφῆς ἱερογλυφικοῦ τύπου σὲ σπειροειδῆ


διάταξη καὶ στὶς δύο πλευρές. Ἀπὸ τὴ Φαιστό. Ἀνασκαφὲς τοῦ 1908. ΜΜ ΙΙΙΒ (περ.
1600 πΧ).

Τὰ σαράντα πέντε στοιχεῖα τῆς ἐν λόγῳ γραφῆς σχηµατίζουν λέξεις, οἱ ὁποῖες


χωρίζονται µεταξύ τους µὲ κάθετες γραµµές.82 Τὸ κείµενο ἀρχίζει ἀπὸ τὸ κέντρο καὶ
προχωρεῖ πρὸς τὴν περιφέρεια. Ἡ γραφὴ δὲν ἔχει ἀποκρυπτογραφηθῆ, ὁπότε δὲν
γνωρίζοµε τὸ περιεχόµενο τοῦ κειµένου, ἀλλὰ οὔτε τὴ σειρὰ τῶν δύο «σελίδων» του.

Νο 3. Κοχλιάριο. Μουσεῖο Ἡρακλείου 1545

82 Βλ Παράρτηµα Β γιὰ κατάλογο τῶν στοιχείων τοῦ δίσκου.


Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 45

Μαρµάρινο, ἀβαθές, καρδιόσχηµο ἀγγεῖο µὲ ἐπιγραφὴ στὸ χεῖλος του στὴ Γραµµικὴ
Α (εἰσέτι µὴ ἀποκωδικοποηµένη), ἀπὸ τὸν Τροῦλλο τῶν Ἀρχανῶν. ΜΜ ΙΙΙ-ΥΜΙΑ
(περ. 1700-1525/1500 πΧ). ∆ιαστάσεις: 8,8 x 6,9 ἑκ.

Παρόµοια ἀγγεῖα ἔχουν βρεθῆ σὲ λατρευτικοὺς χώρους, τόσο στὴν Κρήτη (πχ ἱερὸ
κορυφῆς Γιούχτα, Κνωσός, Παλαίκαστρο, Φαιστός, Τουρκογειτονιὰ Ἀρχανῶν) ὅσο
καὶ ἐκτὸς Κρήτης (πχ ἱερὸ κορυφῆς Ἁγίου Γεωργίου στὸ Βουνὸ τῶν Κυθήρων,83 ἱερὸ
κορυφῆς Κέας, Μυκῆνες) καί, ὡς ἐκ τούτου, ἔχουν ἑρµηνευθῆ ὡς ἱερά, τελετουργικὰ
σκεύη. ∆ιακρίνονται εἴκοσι δύο ἀπὸ τὰ σηµεῖα τῆς ἐπιγραφῆς,84 ἡ ὁποία διαβάζεται
ἀπὸ ἀριστερὰ πρὸς τὰ δεξιά. Ὡρισµένα σηµεῖα ἐπαναλαµβάνονται κατὰ τακτὰ
διαστήµατα, δίνοντας τὴν ἐντύπωση ὅτι πρόκειται γιὰ σπονδικὴ ρήση, ἢ προσευχή.85

Τραγοῦδι: σχολιασµός
Οἱ µαρτυρίες γιὰ τὴν ὕπαρξη τραγουδιοῦ στὴ µινωικὴ Κρήτη εἶναι λίγες. Ἡ
σαφέστερη, καὶ ἀσφαλῶς ἀδιαµφισβήτητη, εἶναι ἡ ἀπεικόνιση τῶν τριῶν
τραγουδιστῶν (ἀνοιχτὸ στόµα, σὲ ἀντίθεση µὲ τοὺς ὑπόλοιπους συµµετέχοντες) στὸ
Νεονακτορικὸ (ΜΜ ΙΙΙ-ΥΜΙΑ, περ. 1550 πΧ) «Ἀγγεῖο τῶν Θεριστῶν» τῆς Ἁγίας
Τριάδας (Σεῖστρο Νο 1). Ἂν ὁ ἐπίσης Νεοανακτορικὸς (ΜΜ ΙΙΙΒ, περ. 1600 πΧ),
ἀλλὰ πρωιµότερος, ἱερογλυφικὸς «∆ίσκος τῆς Φαιστοῦ» (Νο 2) ἑρµηνευθῆ ὡς
θρησκευτικὸς ὕµνος, τότε διαθέτοµε – ἂν καὶ δὲν µποροῦµε νὰ τὰ διαβάσωµε – τὰ
λόγια του. Τέλος, ἂν τὸ χαραγµένο στὴ Γραµµικὴ Α κείµενο πάνω στὸ χεῖλος λίθινου
µικροῦ ἀγγείου (Νο 3) τῆς Νεοανακτορικῆς περιόδου (ΥΜ ΙΙ-ΙΙΙΑ, 1450-1300 πΧ)
ἀπὸ τὶς Ἀρχάνες ἑρµηνευθῆ ὡς µαγικὴ ρήση ἢ ἐπωδός, τότε, πάλι, διαθέτοµε,
ἐνδεχοµένως, τὰ λόγια µόνον µιᾶς µινωικῆς ἐµµελοῦς µαγικῆς ἔκφρασης.86

83
Τὸ κοχλιάριο τῶν Κυθήρων φέρει καὶ αὐτὸ ἐγχάρακτη ἐπιγραφὴ στὴ Γραµµικὴ Α (Σακελλαράκης &
Σαπουνᾶ-Σακελλαράκη 1997:336).
84
Μερικὰ σηµεῖα στὴν περιοχὴ τῆς προχοῆς ἔχουν ἐκκρουστῆ.
85
Apostolaki 2008· Σακελλαράκης & Σαπουνᾶ-Σακελλαράκη 1997:336.
86 Βλ Παράρτηµα Γ γιὰ κατάλογο τῶν στοιχείων τῆς µινωικῆς Γραµµικῆς Α γραφῆς.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 46

ΧΟΡΟΣ

Νο 1. Πήλινο σύµπλεγµα χορευτῶν ἀπὸ τὸ Καµηλάρι. Μουσεῖο Ἡρακλείου 15073

(Σακελλαράκης 1994:54)

Τὸ πήλινο σύµπλεγµα ἀπὸ τὸ Καµηλάρι (κοντὰ στὴ Φαιστό) τῶν τεσσάρων ἀνδρικῶν
µορφῶν µὲ τὰ χέρια τους πιασµένα στοὺς ὤµους (ΥΜ ΙΙΙΑ, 1400-1300 πΧ),87 χωρὶς
ἀµφιβολία, ἑρµηνεύεται ὡς χορὸς τελετουργικὸς σὲ ἱερὸ χῶρο (ἱερὰ κέρατα
ἐπιστέφουν τὸν κυκλικὸ περίβολο), πιθανότατα πρὸς τιµὴν τοῦ θεοποιηµένου νεκροῦ
(βρέθηκε σὲ τάφο).88 ∆ύο ἀπὸ τοὺς χορευτὲς φοροῦν κωνικὴ καλύπτρα στὸ κεφάλι.
Ἡ Μανδαλάκη (2002:262) κατατάσσει τὸν ἐν λόγῳ χορὸ στὴν κατηγορία τοῦ
«Νεκρικοῦ κυκλικοῦ ἀνδρῶν» (βλ παρακάτω, Πρώτη κατηγορία, 4α).

Νο 2. Πήλινο σύµπλεγµα χορευτριῶν µὲ λυρίστρια. Μουσεῖο Ἡρακλείου 3903

(Μανδαλάκη 2003στ:118)

Τὸ πήλινο σύµπλεγµα ἀπὸ τὸ Παλαίκαστρο (ἀνατολικὰ τῆς Σητείας) τῶν τριῶν


χορευτριῶν ποὺ συνοδεύονται ἀπὸ λυρίστρια µὲ ὀκτάσχηµη λύρα µὲ τὰ χέρια τους
πιασµένα στοὺς ὤµους (ΥΜ ΙΙΙΑ, 1400-1300 πΧ), βρέθηκε µαζὺ µὲ ἕξι πήλινα
πουλιά. Ἀναµφίβολα, ἀποδίδει γυναικεῖο χορό, πιθανότατα γύρω ἀπὸ τὴ λυρίστρια,
µὲ τὸν γνωστὸ παραδοσιακὸ τρόπο. Ὁ χορὸς ἔχει ἑρµηνευθῆ ἀπὸ τὸν Μαρινάτο ὡς
κοσµικὸς µᾶλλον παρὰ τελετουργικός. Ἡ Μανδαλάκη (2002:262) κατατάσσει τὸν ἐν

87 Ἐναλλακτικὲς χρονολογήσεις: ΜΜ Ι-ΜΜ ΙΙ Coulomb, Petit· ΥΜ Ι Αλεξίου, Ρεθεµιωτάκης.


88 Σακελλαράκης 1994:53.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 47

λόγῳ χορὸ στὴν κατηγορία τοῦ «Γυναικείου ἀνοιχτοῦ κυκλικοῦ γιὰ τὴν ἐπιφάνεια τῆς
θεότητας» (βλ παρακάτω, Πρώτη κατηγορία, 1).

Νο 3. Χρυσὸ δαχτυλίδι ἀπὸ τὰ Ἰσόπατα. Μουσεῖο Ἡρακλείου 424

(Μιχαηλίδου 1993:125)

Στὴν σφενδόνη χρυσοῦ δαχτυλιδιοῦ ἀπὸ τὰ Ἰσόπατα (κοντὰ στὴν Κνωσό), τέσσερεις
γυναικεῖες µορφὲς µὲ µακρὺ µινωικὸ πτυχωτὸ φόρεµα καὶ γυµνὰ στήθη κινοῦνται σὲ
ποικίλες στάσεις σὲ λειβάδι µὲ κρίνα (ΥΜ ΙΙΙΑ1, 1400-1375 πΧ).89 Οἱ δύο ἀριστερὰ
τείνουν µπροστὰ καὶ παράλληλα τα χέρια, ἡ τρίτη δεξιὰ τὰ κρατᾶ ἀνοιχτὰ σὲ στάση
δέησης, ἐνῶ ἡ τέταρτη, στὸ κέντρο, ἴσως ἡ κορυφαία, σηκώνει τὸ ἀριστερὸ χέρι καὶ
κατεβάζει τὸ ἀριστερό, καθώς, παράλληλα, σκύβει τὸ κεφάλι. Μιὰ µικρὴ µορφὴ στὸ
κέντρο πάνω, ἴσως ἡ ἐπιφαινόµενη θεότητα, κατεβαίνει πρὸς τὸν χῶρο τοῦ
τελετουργικοῦ. Στὸ πεδίο διακρίνονται ἀκόµη δύο φίδια, ἕνα µάτι, µιὰ χρυσαλλίδα κι
ἕνας βλαστός.90 Ἡ παράσταση ἔχει ἑρµηνευθῆ ὡς χορευτική: γυναῖκες λάτρεις
χορεύουν σὲ λιβάδι µὲ κρίνα, ἐπικαλούµενες τὴ θεότητα νὰ ἐπιφανῆ.91 Εἶναι
ἐνδιαφέρον ὅτι τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν προσώπων τῶν λάτρεων δὲν ἀποδίδονται.92
Ἡ Μανδαλάκη (2002:266) κατατάσσει τὸν ἐν λόγῳ χορὸ στὴν κατηγορία τοῦ
«Γυναικείου ἀνοιχτοῦ κυκλικοῦ γιὰ τὴν ἐπιφάνεια τῆς θεότητας» (βλ παρακάτω,
Πρώτη κατηγορία, 1).

89 Ἐναλλακτικὲς χρονολογήσεις: ΥΜ ΙΒ-ΙΙ Younger, Pini· ΥΜ ΙΙΙΑ Popham & Catling.


90 Σακελλαράκης 1994:59.
91
Dimopoulou-Rethemiotaki 2008 II:138.
92
Πβλ Νο [4].
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 48

Νο 4. Χρυσὸ δαχτυλίδι ἀπὸ τὶς Ἀρχάνες. Μουσεῖο Ἡρακλείου 989

(Σακελλαράκης & Σακελλαράκη 1991:79)

Στὴ σφενδόνη τοῦ χρυσοῦ δαχτυλιδιοῦ ἀπὸ τὶς Ἀρχάνες, γυναικεία µορφή, ἴσως ἡ
κορυφαία, σὲ στάση χορευτική, καταλαµβάνει τὴν κεντρικὴ θέση τῆς παράστασης
(ΥΜ ΙΙΙΑ1-2, 1400-1300 πΧ).93 Ἀριστερά, ἄνδρας γονατιστὸς ἀγκαλιάζει µεγάλο
λίθο (βαιτυλολατρεία), ἐνῶ δεξιά, ἄλλος ἄνδρας σείει µὲ δύναµη τὸ ἱερὸ δέντρο
(δενδρολατρεία), τὸ ὁποῖο ἀναδύεται ἀπὸ τριµερὲς ἱερὸ.94 Εἶναι ἐνδιαφέρον ὅτι
καµµίας µορφῆς τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ προσώπου δὲν ἀποδίδονται. Στὸ πεδίο
αἰωροῦνται δύο πεταλοῦδες καὶ µία χρυσαλλίδα (σύµβολα, ἴσως, τῆς ψυχῆς), ἕνα µάτι
(σύµβολο, ἀσφαλῶς, τοῦ ἄγρυπνου ὀφθαλµοῦ τῆς πάνθ’ ὁρώσης θεότητος) καὶ ἕνας
κιονοειδὴς βωµός.95 Τὸ ἰσοδοµκὸ δάπεδο, σὲ συνδυασµὸ µὲ τὸ ἱερό, ὑποδηλώνει
ἐπίσηµο χῶρο.96 Ἡ παράσταση ἔχει ἑρµηνευθῆ ὡς χορός, ἡ δὲ κεντρικὴ γυναικεῖα
µορφὴ ὡς ἡ θεότητα σὲ στάση εὐλογίας.97 Ἡ Μανδαλάκη (2002:285) κατατάσσει τὸν
ἐν λόγῳ χορὸ στὴν κατηγορία τοῦ «Χοροῦ µὲ ἱερὰ δένδρα καὶ λίθους» (βλ παρακάτω,
Πρώτη κατηγορία, 3).

Σὲ πρόσφατη διδακτορικὴ διατριβή (Μανδαλάκη 2000), ἡ µελέτη τῶν «χορευτικῶν»


µαρτυριῶν ὁδήγησαν στὴν ταξινόµησή τους σὲ τρεῖς κατηγορίες: «χορούς»,
«ποµπές» καὶ «πιθανὲς ὀρχήσεις».
Ἡ πρώτη κατηγορία (Χοροί) ὑποδιαιρέθηκε σὲ ὀκτὼ χορούς:
1) τὸν «Γυναικεῖο ἀνοιχτὸ κυκλικὸ γιὰ τὴν ἐπιφάνεια τῆς θεότητας»
2) τὸν «Εἰσαγωγικὸ δηµόσιας δραµατοποιηµένης ἐπιφάνειας»
3) τὸν «Χορὸ µὲ ἱερὰ δένδρα καὶ λίθους»
4) τοὺς δύο «νεκρικούς»:

93
Οἱ ὑπερβολικὰ µικρὴ διάµετρος τοῦ κρίκου τοῦ δαχτυλιδιοῦ τὸ καθιστοῦν, µᾶλλον, περίαπτο,
ἐξαρτηµένο ἀπὸ περιδέραιο (Σακελλαράκης & Σαπουνᾶ-Σακελλαράκη 1997 ΙΙ:655).
94 Γιὰ τὶς ἐν λόγῳ µινωικὲς λατρεῖες, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ µινωικὴ θρησκεία γενικά, βλ Παράρτηµα ∆, «Ἡ

θρησκεία τῶν Μινωιτῶν».


95
Σακελλαράκης & Σαπουνᾶ-Σακελλαράκη 1997 ΙΙ:658.
96 Βασιλικοῦ 1997.
97
Σακελλαράκης & Σαπουνᾶ-Σακελλαράκη 1997 ΙΙ:656.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 49

α) τὸν «Νεκρικὸ κυκλικὸ ἀνδρῶν»


β) τὸν «Νεκρικὸ γυναικῶν»
5) τὸν «Ἀκροβατικό»
6) τὸν «Χορὸ µὲ ράβδο»
7) τὸν «Χορὸ µὲ ζεῦγος γυναικῶν γύρω ἀπὸ δένδρο»
8) τὸν «Γυναικεῖο µὲ τριγωνικὴ διάταξη»

Οἱ Ποµπές ὑποδιαιρέθηκαν σὲ ἕξι κατηγορίες:


1) τὶς «∆ηµόσιες µὲ προσφορὰ ἀγγείων καὶ ἐνδύµατος»
2) τὶς «Ἄνευ προσφορῶν»
3) τὶς «Ἀνδρικὲς συριακοῦ τύπου»
4) τὶς «Ἀγροτικές»
5) τὶς «Νεκρικές»
6) τὶς «Στρατιωτικές»

Ἡ τρίτη κατηγορία (Πιθανὲς ὀρχήσεις) ὑποδιαιρέθηκε:


1) στὴν «Ὄρχηση ἐνώπιον τῆς καθήµενης θεότητας κατὰ τὴν τελετὴ τῆς Ἱερῆς
Κοινωνίας»
2) τὴν «Ὄρχηση µὲ προσωπεῖα ἢ µάσκες ζώων»
3) σὲ µιὰ ὑποκατηγορία «Ἄλλων πιθανῶν ὀρχήσεων»
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 50

«ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ» ΧΩΡΟΙ

Νο 1. Θεατρικὸς χῶρος Κνωσοῦ

(Μιχαηλίδου 1993:97)

Ὁ «θεατρικὸς» χῶρος τῆς Κνωσοῦ ὑπῆρξε σηµαντικὸς γιὰ τὸ ἀνάκτορο καὶ τὴν πόλη.
Ἀποτελεῖται ἀπὸ µία πλακοστρωµένη αὐλὴ καὶ δύο πτέρυγες κλιµάκων, ἀνάµεσα στὶς
ὁποῖες βρίσκεται ἐξέδρα, ἡ ὁποία ἔχει ἑρµηνευθῆ ὡς βασιλικὸ θεωρεῖο. Ἡ
χωρητικότητα τοῦ θεάτρου εἶναι 400 ἄτοµα. Στὸν χῶρο κατέληγε ποµπικὸς δρόµος,
ποὺ ξεκινοῦσε ἀπὸ τὸ Μικρὸ Ἀνάκτορο καὶ διέσχιζε τὴν πόλη.

Μποροῦµε νὰ φανταστοῦµε τὴ βασιλικὴ οἰκογένεια στὸ θεωρεῖο, περιστοιχισµένη


ἀπὸ τοὺς αὐλικούς, καὶ τοὺς θεατὲς ὄρθιους στὶς βαθµίδες, νὰ παρακολουθοῦν
ἀγωνίσµατα, χοροὺς καὶ θρησκευτικὲς τελετές, ἴσως καὶ τὴν ἀπονοµὴ δικαιοσύνης.
Ἴσως, κατὰ τὴ διάρκεια ἑορτῶν, µιὰ ποµπὴ νὰ ξεκινοῦσε ἀπὸ τὸ Μικρὸ Ἀνάκτορο
καὶ νὰ κατέληγε στὸ θέατρο.

Νο 2. Θεατρικὸς χῶρος Φαιστοῦ

(Βασιλάκης 1999:105)

Ὁ «θεατρικὸς» χῶρος τῆς Φαιστοῦ ἀποτελεῖται ἀπὸ µεγάλη πλακόστρωτη αὐλὴ µὲ


ἕνα σύστηµα ρηχῶν βαθµίδων στὴ µία της πλευρά. Ἡ αὐλὴ καὶ ἡ κλίµακα
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 51

διασχίζονται ἀπὸ λοξό, ὑπερυψωµένο ποµπικὸ δρόµο. Ὁ χῶρος διαµορφώθηκε στὰ


χρόνια τῶν Πρώτων Ἀνακτόρων (1900-1700 πΧ).

Νο 3. Θεατρικὸς χῶρος Ἀρχανῶν

(Σακελλαράκης & Σαπουνᾶ-Σακελλαράκη 1997 Ι:125) (Σακελλαράκης & Σαπουνᾶ-Σακελλαράκη 1991:49)

Τὸν «θεατρικὸ» χῶρο τῶν Ἀρχανῶν διασχίζουν τέσσερα «πεζοδρόµια», τὸ ἕνα διπλὸ
σὲ πλᾶτος, τὰ ὁποῖα σχηµατίζουν µεταξύ τους τρίγωνο. Πάνω στὸ ἕνα σκέλος
ὑπάρχει βαθµιδωτὸς βωµός. Πάνω του, ἀσφαλῶς, θὰ ἦταν τοποθετηµένα τὰ κέρατα
καθοσιώσεως µὲ χαραγµένο κλαδὶ πάνω τους, ποὺ βρέθηκαν στὸ κέντρο τοῦ χώρου.
Κοντὰ στὸ σύστηµα δρόµων ὑπάρχει λίθινη πλάκα διαστάσεων 4x1,5 µ, πάνω στὴν
ὁποία βρέθηκαν ἄωτα κωνικὰ κύπελλα. Ἀσφαλῶς, ὁ χῶρος χρησιµοποιήθηκε γιὰ
θρησκευτικὰ δρώµενα κατὰ τὴ διάρκεια θρησκευτικῶν τελετῶν (Σακελλαράκης &
Σαπουνᾶ-Σακελλαράκη 1991:49).

Νο 4. Θεατρικὸς χῶρος Γουρνιῶν

(∆αβάρας 1989β:13)

Ὁ «θεατρικὸς» χῶρος στὰ Γουρνιὰ (ἀνατολικὰ τοῦ Ἁγίου Νικολάου) βρίσκεται στὴν
κορυφὴ τοῦ λόφου τὸν ὁποῖο καταλαµβάνει ὁ οἰκισµός, ἐκεῖ ὅπου χτίστηκε κατὰ τὴν
Νεοανακτορικὴ περίοδο (ΜΜ ΙΙΙ, 1700-1600 πΧ) τὸ ἀνάκτορο, στὰ βόρεια µιᾶς
µεγάλης ὀρθογώνιας δηµόσιας αὐλῆς, στὴν ὁποία εἶχαν προσόψεις καὶ ἰδιωτικὰ
σπίτια. Ἐνδέχεται ὁ χῶρος νὰ λειτουργοῦσε ὡς ἀγορὰ τῆς πόλης. Στὴν ἀνακτορικὴ
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 52

πλευρὰ τῆς αὐλῆς, µία µεγάλη σκάλα σὲ διάταξη Γ ἑρµηνεύθηκε ὡς θεατρικὸς χῶρος,
ἀνάλογος µὲ ἐκεῖνον τῶν ἄλλων ἀνακτόρων, γιὰ θεάµατα καὶ τελετὲς θρησκευτικοῦ
χαρακτήρα (∆αβάρας 1989β:6).

Νο 5. Θεατρικὸς χῶρος Μαλίων

(∆αβάρας 1989α:10)

Στὴ δυτικὴ πλευρὰ τῆς µεγάλης αὐλῆς τοῦ ἀνακτόρου τῶν Μαλίων ὑπάρχει
ὑπερυψωµένος, ὑπόστεγος στὴν ἀρχαιότητα, χῶρος («Λότζια»), µὲ κτιστὸ βωµὸ στὸ
κέντρο του. Πιστεύεται ὅτι ἐδῶ ὁ βασιλέας-ἱερέας προσέφερε λατρεία. Τὴν τελετὴ
παρακολουθοῦσαν οἱ πιστοὶ ἀπὸ τὴν αὐλή, ἴσως καὶ ἀπὸ τὶς βαθµίδες τῆς
παράπλευρης κλίµακας, ποὺ ὁδηγοῦσε στὸν ἄνω ὄροφο (Βασιλάκης). Οἱ
θρησκευτικὲς τελετές ποὺ γίνονταν στὸν χῶρο πιθανότατα σχετίζονταν µὲ τὴν
ἐπιφάνεια τῆς θεότητας (∆αβάρας 1989α:13, 18).

***
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 53

Ἀναφερόµενη βιβλιογραφία

Ἀλβανοῦ, Μαρία (2005) «Μεγιδδώ, ἡ πόλη τοῦ πολέµου», Corpus 73:46-53.

Ἀλντρέντ, Σιρίλ & Ζὰν Λεκλάν & Πὸλ Μπαρκέ & Χὰνς Βόλφγκαγκ Μύλερ &
Κριστιὰν Ντερός-Νοµπλκούρ (2007) Αἴγυπτος. Ἡ αὐτοκρατορία τῶν κατακτητῶν
ἀπὸ τὸ 16ο ἕως τὸν 11ο αἰώνα πΧ. Μετάφρ. Κατερίνα Ζησίµου & Φραντζέσκα
Ξαγοράρη. (Μεγάλοι πολιτισµοί 8). Ἀθήνα: Ἡ Καθηµερινή.

Ἀνδρεαδάκη-Βλαζάκη, Μαρία (2003) «Πυξίδα µὲ παίκτη λύρας», στὸ Ἀνδρίκου κἄ


(ἐπιµ.), Μουσῶν δῶρα. Μουσικοὶ καὶ χορευτικοὶ ἀπόηχοι ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα.
Σελ. 122-123. Ἀθήνα: Ὑπουργεῖο Πολιτισµοῦ.

Ἀποστολάκου, Βίλη (2003) «Τρίωτος ἀµφορέας διακοσµηµένος µὲ λύρες», στὸ


Ἀνδρίκου κἄ (ἐπιµ.), Μουσῶν δῶρα. Μουσικοὶ καὶ χορευτικοὶ ἀπόηχοι ἀπὸ τὴν
ἀρχαία Ἑλλάδα. Σελ. 125. Ἀθήνα: Ὑπουργεῖο Πολιτισµοῦ.

Βασιλάκης, Ἀντώνης (1999) Μινωικὴ Κρήτη. Ἀπὸ τὸν µῦθο στὴν ἱστορία. Ἀθήνα:
ADAM.

Βασιλικοῦ, Ντόρα (1997) Μυκηναϊκὰ σφραγιστικὰ δαχτυλίδια ἀπὸ πολύτιµα µέταλλα


µὲ θρησκευτικὲς παραστάσεις. (Βιβλιοθήκη τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας
166 / Ἀρχαῖοι τόποι καὶ µουσεῖα τῆς Ἑλλάδος 10). Ἀθήνα: Ἀρχαιολογικὴ Ἑταιρεία.

∆αβάρας, Κωστῆς (1989β) Γουρνιά. Ἀθήνα: Ὑπουργεῖο Πολιτισµοῦ.

∆αβάρας, Κωστῆς (1989α) Τὸ ἀνάκτορο τῶν Μαλίων. Ἀθήνα: Ὑπουργεῖο


Πολιτισµοῦ.

∆ηµοπούλου-Ρεθεµιωτάκη, Νώτα (2005) Τὸ Ἀρχαιολογικὸ Μουσείου Ἡρακλείου.


Ἀθήνα: Κοινωφελὲς Ἵδρυµα Ἰωάννη Σ. Λάτση.

Κολοτούρου, Κατερίνα (2012) «Μουσικὰ ὄργανα τῆς προϊστορικῆς περιόδου», στὸ


Ἀλεξάνδρα Γουλάκη-Βουτυρᾶ (ἐπιµ.), Ἑλληνικὰ µουσικὰ ὄργανα. Ἀναζητήσεις σὲ
εἰκαστικὲς καὶ γραµµατειακὲς µαρτυρίες (2000 πΧ - 2000 µΧ). Σελ. 19-29.
Θεσσαλονίκη: Τελλόγλειο Ἵδρυµα Τεχνῶν.

Κοτταρίδη, Ἀγγελική (2013) Αἰγές. Ἡ βασιλικὴ µητρόπολη τῶν Μακεδόνων. Ἀθήνα:


Κοινωφελὲς Ἵδρυµα Ἰωάννη Σ. Λάτση. ∆ιαθέσιµο καὶ σὲ ἠλεκτρονικὴ µορφή:
www.latsis-foundation / Ἠλεκτρονικὴ βιβλιοθήκη / Ὁ Κύκλος τῶν µουσείων.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 54

Μανδαλάκη, Στέλλα (2003α) «Σαρκοφάγος µὲ παραστάσεις τελετουργιῶν», στὸ


Ἀνδρίκου κἄ (ἐπιµ.), Μουσῶν δῶρα. Μουσικοὶ καὶ χορευτικοὶ ἀπόηχοι ἀπὸ τὴν
ἀρχαία Ἑλλάδα. Σελ. 114-115. Ἀθήνα: Ὑπουργεῖο Πολιτισµοῦ.

Μανδαλάκη, Στέλλα (2003β) «Θραύσµατα λύρας», στὸ Ἀνδρίκου κἄ (ἐπιµ.),


Μουσῶν δῶρα. Μουσικοὶ καὶ χορευτικοὶ ἀπόηχοι ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα. Σελ. 112.
Ἀθήνα: Ὑπουργεῖο Πολιτισµοῦ.

Μανδαλάκη, Στέλλα (2003γ) «Φυσικὸς τρίτωνας», στὸ Ἀνδρίκου κἄ (ἐπιµ.), Μουσῶν


δῶρα. Μουσικοὶ καὶ χορευτικοὶ ἀπόηχοι ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα. Σελ. 108. Ἀθήνα:
Ὑπουργεῖο Πολιτισµοῦ.

Μανδαλάκη, Στέλλα (2003δ) «Τὸ Ἀγγεῖο τῶν Θεριστῶν», στὸ Ἀνδρίκου κἄ (ἐπιµ.),
Μουσῶν δῶρα. Μουσικοὶ καὶ χορευτικοὶ ἀπόηχοι ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα. Σελ. 109-
110. Ἀθήνα: Ὑπουργεῖο Πολιτισµοῦ.

Μανδαλάκη, Στέλλα (2003ε) «Κύµβαλα», στὸ Ἀνδρίκου κἄ (ἐπιµ.), Μουσῶν δῶρα.


Μουσικοὶ καὶ χορευτικοὶ ἀπόηχοι ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα. Σελ. 113. Ἀθήνα:
Ὑπουργεῖο Πολιτισµοῦ.

Μανδαλάκη, Στέλλα (2003στ) «Ὁµοίωµα γυναικείου κυκλικοῦ χοροῦ», στὸ


Ἀνδρίκου κἄ (ἐπιµ.), Μουσῶν δῶρα. Μουσικοὶ καὶ χορευτικοὶ ἀπόηχοι ἀπὸ τὴν
ἀρχαία Ἑλλάδα. Σελ. 118. Ἀθήνα: Ὑπουργεῖο Πολιτισµοῦ.

Μανδαλάκη, Στέλλα (2002) Ἡ ὄρχηση στὴ µινωικὴ κοινωνία. ∆ιδακτορικὴ διατριβή,


Πανεπιστήµιο Ἰωανίνων.

Μαρινάτου, Ναννώ (2014) Ἀκρωτῆρι. Ἡ βιογραφία µιᾶς χαµένης πολιτείας. Ἀθήνα:


Μίλητος.

Μικράκης, Μανόλης (2007) «Ξύλινα χειρόµορφα κρόταλα ἀπὸ τὸ Ἀκρωτῆρι», ΑΛΣ


5:89-96.

Μικράκης, Μανόλης (2000) «Μουσικὴ στὴν Κρήτη καὶ τὴν Αἴγυπτο. Ἕνα ἰδιαίτερο
πεδίο ἀνάπτυξης πολιτισµικῶν δεσµῶν», στὸ Ἀ. Καρέτσου (ἐπιµ.), Κρήτη-Αἴγυπτος.
Πολιτισµικοὶ δεσµοὶ τριῶν χιλιετιῶν. Σελ. 162-169. Ἀθήνα: Ὑπουργεῖο Πολιτισµοῦ
& Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο Ἡρακλείου.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 55

Μιχαηλίδης, Σόλων (1982) Ἐγκυκλοπαίδεια τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς µουσικῆς.


Ἀθήνα: Μορφωτικὸ Ἵδρυµα Ἐθνικῆς Τραπέζης.

Μιχαηλίδου, Ἄννα (1993) Κνωσός. Πλήρης ὁδηγὸς τοῦ ἀνακτόρου τοῦ Μίνωα.
Ἀθήνα: Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν.

Μπαντινέλι, Ρανούτσιο Μπιάκνι & Ἀντόνιο Τζουλιάνο (2007) Ἐτροῦσκοι καὶ Ἰταλοί.
Ἡ τέχνη στὴν Ἰταλία πρὶν ἀπὸ τὴν κυριαρχία τῶν Ρωµαίων. Μετάφρ. Βαγγέλης
Κατσιφός. Ἀθήνα: Καθηµερινή.

Ντούµας, Χρίστος (2000) ΠΑΕ 2000:171.

Παρό, Ἀντρέ & Μορὶς Σεχάµπ & Σαµπατίνο Μοσκάτι (2007) Φοίνικες. Ἡ Μεσόγειος
πρὶν ἀπὸ τὴ ρωµαϊκὴ κυριαρχία. Μετάφρ. Ἄννα Βίγκα & Φραντζέσκα Ξαγοράρη.
(Μεγάλοι Πολιτισµοί, 10). Ἀθήνα: Ἡ Καθηµερινή.

Πλάτων, Νικόλαος (1965) «Μινωικὴ λύρα», στὸ Χαριστήριον εἰς Α. Κ. Ὀρλάνδον.


ΙΙΙ. Σελ. 208-26.

Προσκυνητοπούλου, Ρόζα (2003) «Κύµβαλο», στὸ Ἑλένη Ἀνδρίκου κἄ (ἐπιµ.),


Μουσῶν δῶρα. Μουσικοὶ καὶ χορευτικοὶ ἀπόηχοι ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα. Σελ. 182.
Ἀθήνα: Ὑπουργεῖο Πολιτισµοῦ.

Ρεθεµιωτάκης, Γιῶργος (2001) Μινωικὰ πήλινα εἰδώλια ἀπὸ τὴν Νεοανακτορικὴ ἕως
τὴν Ὑποµινωικὴ περίοδο. (Βιβλιοθήκη τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας 218
/ Ἀρχαῖοι τόποι καὶ µουσεῖα τῆς Ἑλλάδος 24). Ἀθήνα: Ἀρχαιολογικὴ Ἑταιρεία.

Σακελλαράκης, Ἰωάννης Α. (1971) «Ἐλεφάντινον πλοῖον ἐκ Μυκηνῶν»,


Ἀρχαιολογικὴ Ἐφηµερὶς 1971. Σελ. 188-233 & πίνακες 34-51.

Σακελλαράκης, Ἰωάννης Α. (1994) Μουσεῖο Ἡρακλείου. Εἰκονογραφηµένος ὁδηγός.


Ἀθήνα: Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν.

Σακελλαράκης, Γιάννης & Ἔφη Σαπουνᾶ-Σακελλαράκη (1997) Ἀρχάνες. Μιὰ νέα


µατιὰ στὴ µινωικὴ Κρήτη. Ι-ΙΙ. Ἀθήνα: Ἅµµος.

Σακελλαράκης, Γιάννης & Ἔφη Σαπουνᾶ-Σακελλαράκη (1991) Ἀρχάνες. Ἀθήνα:


Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 56

Τζεδάκης, Ἰ. (1970) «Μινωικὸς κιθαρωδός», Ἀρχαιολογικὰ ἀνάλεκτα Ἀθηνῶν


3:111-112.

Ξανθουδίδης, Σ. Α. (1904) «Ἐκ Κρήτης. Οἱ τάφοι τῶν Μουλιανῶν», Ἀρχαιολογικὴ


Ἐφηµερίς. Σελ. 1-56.

Ζάχος, Κων/νος (2003) «Ζεῦγος κυµβάλων», στὸ Ἑλένη Ἀνδρίκου κἄ (ἐπιµ.),


Μουσῶν δῶρα. Μουσικοὶ καὶ χορευτικοὶ ἀπόηχοι ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα. Σελ. 181.
Ἀθήνα: Ὑπουργεῖο Πολιτισµοῦ.
*

Aign, B. (1963) Die Geschichte der Musikinstrumente des ägäischen Raumes um 700
vor Christus. Ein Beitrag zur Vor- und Frühgeschichte der griechischen Musik.
Frankfurt am Mein.

Apostolaki, Emmanuela (2008) “Inscribed heart-shaped vessel“, στὸ Maria


Andreadaki-Vlazaki et all. (ἐπιµ.), From the land of the labyrinth. Minoan Crete,
3000-1100 BC. P. 131. New York: The Alexander S. Onassis Public Foundation &
The Hellenic Ministry of Culture & The Archaeological Museums of Crete.

Balistier, Thomas (2000) The Phaistos disc. An account of its unsolved mystery. Μετ.
Monique Scheer. Mähringen: Balistier.

Bélis, Annie (1986) “L’aulos phrygien”, Revue Archeologique 21-40.

Betancourt, P. & C. Davaras & E. Stravopodi (2008) “Excavations in the Hagios


Charalambos cave. A preliminary report”, Hesperia 77:539-605.

Betancourt, P. P. & J. D. Muhly (2006) “The sistra from the Minoan burial cave at
Hagios Charalambos”, στὸ E. Czerny & I. Hein & H. Hunger & D. Melman (ἐπιµ.),
Timelines. Studies in honour of Manfred Bietak. Σελ. 429-435. Louvain.

Castaldo, Daniela (2012) Musiche dell’Italia antica. Introduzione all’archeologia


musicale. Bologna: Ante Quem.

Castaldo, Daniela (2010) “Temi di archeologia musicale in Etruria Padana”, στὸ


Marilena Carrese & Emiliano Li Castro & Maurizio Martinelli (ἐπιµ.), La musica in
Etruria. Atti del convegno internazionale, Tarquinia, 18/20 Settembre 2009. Σελ. 47-
58. Tarquinia: Comune di Tarquinia.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 57

CHIC = Olivier, J. P. & L. Godart (ἐπιµ.) (1996) Corpus hieroglyphicarum


inscriptionum Cretae. (Études crétoises 31). Paris: Librairie Orientaliste Paul
Geuthner.

CMS = Pini, I. (ἐπιµ.) (1964-) Corpus der monoischen und mykenischen Siegel.
Berlin: Gebrüder Mann Verlag.

Davaras, Costis (1976) Guide to Cretan antiquities. Τρίτη ἔκδοση, ἀναθεωρηµένη.


Ἀθήνα: Eptalofos.

De Caro, Stefano (1996) The National Archaeological Museum of Naples. Napoli:


Electa Napoli.

Desborough, R. V. d’ A. (1995) Οἱ ἑλληνικοὶ Σκοτεινοὶ Αἰῶνες. Μετάφρ. Στέφη


Κόρτη-Κόντη. Ἀθήνα: Καρδαµίτσας.

Dimopoulou-Rethemiotaki, Nota (2008) “Comunity and the individual in death”, στὸ


Maria Andreadaki-Vlazaki & Giorgos Rethemiotakis & Nota Dimopoulou-
Rethemiotaki (ἐπιµ.), From the land of the labyrinth. Minoan Crete, 3000-1100 BC.
Σελ. 134-142. New York: The Alexander S. Onassis Public Benefit Foundation & The
Hellenic Ministry of Culture & The Archaeological Museums of Crete.

Doumas, Christos (1992) The wall-paintings of Thera. Athens.

Doumas, Christos (1985) “Conventions artistiques à Théra et dans la Méditerranée


orientale à l’époque préhistorique”, στὸ P. Darcque & J.-C. Poursat (ἐπιµ.),
L’iconographie minoenne, Actes de la Table Ronde d’Athènes, 21-22 avril 1983.
(Bulletin Correspondance Hellenique, 11). Σελ. 29-34. Paris.

Duchesne-Guillemin, Marcelle (1968) “Restitution d’une harpe minoenne et problème


de la σαµβύκη”, L’antiquite classique 37:5-18.

Evans, Arthur (1928) The Palace of Minos: a comparativw account of the successive
stages of the early Cretan civilization as illustrated by the discoveries at Knossos. II.2.
Town houses in Knossos of the new era and restored West Palace Section. London.

Evans, Arthur (1906) The prehistoric tombs of Knossos. I. The cemetery of Zafer
Papoura. London.

Galli, Eirini (2008) “Model of Triton Shell”, στὸ Maria Andreadaki-Vlazaki &
Giorgos Rethemiotakis & Nota Dimopoulou-Rethemiotaki (ἐπιµ.), From the land of
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 58

the Labyrinth. Minoan Crete, 3000-1100 BC. [Τόµος I: Κατάλογος ἐκθεµάτων]. Σελ.
254. New York: The Alexander S. Onassis Public Benefit Foundation.

Guzzo, Pier Giovanni (1998) Pompeii. Napoli: “L’Erma” di Bretschneider.

Hickmann, Hans (1961) Musikgeschichte in Bildern. II. Musik des Altertums. 1.


Ägypten. Leipzig.

Hood, Sinclair (2017) Ἡ τέχνη στὴν Προϊστορικὴ Ἑλλάδα. 6η ἔκδοση. Μετάφρ.


Μαρία Παντελίδου & Θεόδωρος Ξένος. Ἀθήνα: Καρδαµίτσας. [The arts in
Prehistoric Greece, 1978]

Lawergren, Bo (2007) “Etruscan musical instruments and their wider context in


Greece and Italy”, Etruscan Studies 10:119-138.

Lawergren, Bo (1993) “Lyres in the West (Italy, Greece) and East (Egypt, The Near
East), ca. 2000 to 400 BC”, Opuscula Romana 19.6:55-75.

Leibovitch, J. (1960) “The statuette of an Egyptian harper and stringinstruments in


Egyptian statuary”, Journal of Egyptian Archaeology 46:53-59.

Matz, F. (1958) Götterscheinung und Kultbild im minoischen Kreta. Wiesbaden.

Manniche, Lise (1991) Music in ancient Egypt. London.

Manniche, Lise (1975) Ancient Egyptian musical instruments. (Münscher


Ägyptologische Studien, 34). München.

Marinatos, S. & M. Hirmer (1960) Crete and Mycenae. London.

Nilsson, Martin P. (1927) The Minoan-Mycenean religion and its survival in Greek
religion. Lund: C. W. K. Gleerup (Oxford University Press).

Paribeni, R. (1908) Monumenti antichi 19:5-86.

Pelon, Olivier & Elga Andersen & Martin Schmit (1996) Ὁδηγὸς τῶν Μαλίων. Τὸ
ἀνάκτορο καὶ ἡ νεκρόπολη του Χρυσόλακκου. Μετάφρ. Βάννα Χατζηµιχάλη. (Sites
et monuments 14). Paris: De Boccard.

Platon, Nicolas (1968) Crete. (Archaeologia mundi). Geneve & Paris & München:
Nagel.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 59

Robertson, M. (1959) Greek painting. Geneve.

Soles, Jeffrey (2005) “From Ugarit to Mochlos – Remnants of an ancient voyage”,


στὸ Robert Laffineur & Emanuele Greco (ἐπιµ.), Emporia. Aegeans in the central and
eastern Mediterranean. Proceedings of the 10th international Aegean conference,
Athens, Italian School of Archaeology, 14-18 April 2004. (Aegaeum 25). Σελ. 429-
438 & pl. XCIX-CI. Universite de Liège & University of Texas at Austin.

Soles, J. & C. Davaras (2005) “Mochlos”, στὸ J. Whitley (ἐπιµ.), Archaeology in


Greece 2004-2005. Archaeological reports for 2004-2005 51. Σελ. 102-104.

Snodgrass, A. (1964) Early Greek armour and weapons. Edinburgh.

Tzedakis, I. (1970) “Minoan kitharodos”, Athens Annals of Archaeology 3:111-112.

Younger, John G. (1998) Music in the Aegean Bronze Age. Jonsered: Paul Äströms
Förlag.

Van Schaik, Martin (1998) The marble harp players from the Cyclades. Utrecht:
Dutch Study Group on Music Archaeology.

Vikela, Evgenia (2015) Apollo, Artemis, Leto. Eine Untersuchung zur Typologie,
Ikonographie und Hermeneutik der drei Gottheiten auf griechischen Weihreliefs.
(Athenaia 7). Athen: Deutsches Archäologisches Institut.

***
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 60

Παράρτηµα Α: Κατάλογος τῶν στοιχείων τῆς µινωικῆς ἱερογλυφικῆς γραφῆς


Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 61

Παράρτηµα Β: Κατάλογος τῶν στοιχείων τοῦ δίσκου τῆς Φαιστοῦ

(Balister 2004:45)
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 62

Παράρτηµα Γ: Κατάλογος τῶν στοιχείων τῆς Γραµµικῆς Α γραφῆς


Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 63

Παράρτηµα ∆: Ἡ θρησκεία τῶν Μινωιτῶν

Οἱ µαρτυρίες

Πιστεύεται ὅτι ἡ θρησκεία τῶν Μινωιτῶν εἶχε φύση «ἐκστατική», καὶ ὅτι ἦταν
µακρυνὸς συγγενὴς τῶν σηµερινῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν. Φαίνεται, ἀπὸ τὴν
περιορισµένη σχετικὴ εἰκονογραφία, νὰ εἶχε τὶς ρίζες της στὸν τοτεµισµό, τὴ µαγεία
καὶ τὶς λαϊκὲς δοξασίες.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν εἰκονογραφία (τοιχογραφίες, ἀνάγλυφα λίθινα ἀγγεῖα, σφραγίδες,
σφραγίσµατα, χρυσὰ δαχτυλίδια), διαθέτοµε καὶ σχετικὰ µνηµεῖα, ὅπως ἱερὰ
κορυφῆς, ἱερὰ σπήλαια καὶ διάφορους ἄλλους τόπους λατρείας, µὲ πλούσια σκευή.
Ἀρωγὸς στὴ µελέτη τῆς µινωικῆς θρησκείας ἔρχεται ἀφ’ ἑνὸς ἡ γνώση µας γιὰ τὴ
δοµὴ τῆς µινωικῆς κοινωνίας, ἀλλὰ καὶ οἱ ἐπιβιώσεις στὴ µεταγενέστερη ἑλληνικὴ
λατρεία, ποίηση καὶ θρησκεία. Ἀσφαλῶς, µέσα στὰ χρονικὰ πλαίσια τοῦ µινωικοῦ
πολιτισµοῦ, θὰ πρέπῃ νὰ ὑποθέσωµε ὅτι καὶ ἡ θρησκεία καὶ ἡ λατρεία ἐξελίχθησαν
µὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου.

Οἱ θεότητες

Εἶναι σχεδὸν βέβαιο ὅτι τὸ κέντρο τῆς µινωικῆς θρησκείας κατέχει µιὰ
ἀνθρωπόµορφη γυναικεῖα θεότητα, ἡ «Μητέρα Θεά», µιὰ ἐκδοχὴ τῆς ἀνατολικῆς
«Μεγάλης Θεᾶς τῆς Γονιµότητας» (ἡ Ἴσις τῶν Αἰγυπτίων, ἡ Ἰστὰρ τῆς
Μεσοποταµίας, ἡ Ἀστάρτη τῆς Συρίας). Ἔχει πολλὲς ὑποστάσεις: εἶναι «Κυρία τῶν
δέντρων καὶ τῶν βουνῶν», εἶναι «Κυρία τῶν ἄγριων ζώων» («Πότνια θηρῶν»), εἶναι
«Κυρία τοῦ Κάτω Κόσµου». ∆ιαφεντεύει γῆ, οὐρανὸ καὶ θάλασσα· ὅλος ὁ κόσµος
ὑπακούει σ’ αὐτήν. Συνδέεται µὲ τὰ ζῶα, τὰ πουλιά, τὰ φίδια (βλ παρακάτω,
«Λατρεία τοῦ φιδιοῦ»), τὰ δέντρα καὶ τοὺς πεσσούς (βλ παρακάτω, «δενδρολατρεία-
πεσσολατρεία»), τὴν παπαρούνα, τὸν κρίνο καί, πάνω ἀπ’ ὅλα, τὸν διπλὸ πέλεκυ.

Σὲ συσχετισµὸ µὲ τὴ «Μητέρα Θεὰ» λατρεύεται καὶ ὁ ὑποτελής της θεός, ὁ «Νεαρὸς


Θεὸς τῆς Βλάστησης», ὁ ὁποῖος εἶναι γιὸς ἢ ἐραστής της. Πεθαίνει καὶ ἀναγεννᾶται
κάθε χρόνο. Ἀποτελεῖ τὴν προσωποποίηση τοῦ σπόρου, ὁ ὁποῖος κατ’ ἔτος
γονιµοποιεῖ τὴ γῆ. Συχνὰ εἰκονίζεται ὁπλισµένος.

Θὰ πρέπῃ νὰ ὑπῆρχαν καὶ ἄλλες θεότητες στὴ µινωικὴ Κρήτη, τῶν ὁποίων
«ἀπόγονοι» εἶναι οἱ µεταγενέστερες ἑλληνικὲς θεότητες Βριτόµαρτις, Εἰλείθυια καὶ
Βέλχανος. Ὁ κρητικὸς θεὸς Ζεὺς Βέλχανος τῶν Ἀχαιῶν φαίνεται νὰ εἶναι ἡ ἐπιβίωση
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 64

τοῦ µινωικοῦ «Νεαροῦ θεοῦ τῆς γονιµότητας». Ἀπὸ τὸ µινωικὸ πάνθεον, ἐπίσης,
ἕλκουν τὴν καταγωγή τους οἱ θεοὶ τῶν Ἀχαιῶν Ζεύς, Ἥρα, ∆ηµήτηρ, Ποσειδῶν,
∆ιόνυσος καὶ Ἀθηνᾶ (µαρτυρία τῆς γραµµικῆς Β).

Σὲ σκηνὲς λατρείας (σφραγίδες, δαχτυλίδια) εἰκονίζονται ἐνίοτε «∆αίµονες».


Πρόκειται γιὰ φανταστικά, ζωόµορφα ὄντα, τὰ ὁποῖα περπατοῦν στὰ δυό τους πόδια
καὶ λειτουργοῦν ὡς ἱερουργοί, µετέχοντας σὲ λατρευτικὲς πράξεις, ὅπως σπονδὲς σὲ
βωµούς, ἢ κοµίζοντας προσφορὲς στὴ θεότητα, τῆς ὁποίας εἶναι ὑποκείµενα. Ἂν καὶ
συµπεριφέρονται σὰν ἄνθρωποι, ἔχουν κεφάλια γαϊδάρου, ἀλόγου ἢ λιονταριοῦ, µὲ
πόδια ἄγριου ζώου γιὰ χέρια καὶ τὴ ράχη καλυµµένη µὲ ἕνα χαλαρὸ δέρµα µὲ µυτερὴ
ἀπόληξη χαµηλά. Ἴσως νὰ ἀποτελοῦν δάνειο ἀπὸ τὴ Μεσοποταµία καὶ τὴν Αἴγυπτο,
ἴσως ὅµως νὰ εἶναι καὶ προϊόντα µινωικῶν θρησκευτικῶν δοξασιῶν (Nilsson). Ἔχουν
ἑρµηνευθῆ καὶ ὡς µεταµφιεσµένοι λατρευτές, ποὺ φοροῦν προσωπεῖα τῶν ζώων ποὺ
ὑπηρετοῦν τὶς θεότητες.

Τὸ ἱερατεῖο· τὰ ἱερὰ ζῶα, σύµβολα καὶ σκεύη

Ἐπικεφαλῆς τοῦ ἱερατείου φαίνεται νὰ ἦταν ὁ «Ἱερέας-Βασιλέας». Λατρεία ζώων


(ὅπως στὴν Ἀνατολὴ) δὲν πιστοποιεῖται, ἂν καὶ µ’ αὐτὴν σχετίζονται ὁ ταῦρος, τὸ
φίδι καὶ τὸ περιστέρι. Ὁ ταῦρος θυσιάζεται (βλ Σαρκοφάγος Ἁγίας Τριάδας (ΛΥΡΑ Νο
1) µὲ τὴ χρήση τοῦ διπλοῦ πέλεκυ. Ἱερὰ σύµβολα εἶναι ὁ διπλὸς πέλεκυς, τὰ κέρατα
καθοσιώσεως (συχνὰ στὶς ὀροφὲς τῶν ἱερῶν) καὶ ὁ ἱερὸς κόµβος. Τὴ θεὰ συχνὰ
συνοδεύουν περιστέρια. Περιστέρια, ἐπίσης, εἰκονίζονται νὰ κάθωνται πάνω σὲ
διάφορα ἱερὰ ἀντικείµενα, ὅπως διπλοῖ πελέκεις, βαθµιδωτὲς βάσεις, κίονες (βλ
εἰκόνα), πεσσοὶ καὶ δέντρα, καὶ ἐπίσης ἐµφανίζονται σὲ ὁµοιώµατα ἱερῶν.

Ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τὶς µαρτυρίες βγαίνει τὸ ἀσφαλὲς συµπέρασµα ὅτι τὰ εἰκονιζόµενα
πουλιά, ποὺ συνήθως ἑρµηνεύονται ὡς περιστέρια, συµβολίζουν τὴν παρουσία τῆς
θεότητας, τὴν ἐπιφάνειά της. Στὴ λατρεία χρησιµοποιοῦνται βωµοί, καθὼς καὶ σκεύη,
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 65

ὅπως µικρὲς λεκάνες, θυµιατήρια, ἀγγεῖα κάθαρσης, ρυτά (προσφορὰ ὑγρῶν), κέρνοι
(προσφορὰ καρπῶν), δισκοπότηρα κἄ. Τὸ πέτρινο σφυρὶ φαίνεται νὰ ἦταν ἔµβληµα
τοῦ ἱερατείου.

Χῶροι λατρείας

Οἱ τελετουργίες λάµβαναν χώρα στὸ ὕπαιθρο, στὰ ἱερὰ κορυφῆς, ἢ σὲ εἰδικὰ


διαµορφωµένους περιβόλους. Ἴσως καὶ στὴν παραλία, κατὰ τὴν «Ποµπὴ τοῦ ἱεροῦ
πλοίου». Ὑπῆρχαν ὅµως καὶ ἱεροὶ χῶροι τελετουργίας καὶ µέσα στὰ ἀνάκτορα, οἱ
ὁποῖοι εἶχαν πρόσβαση στὴ µεγάλη ἐσωτερικὴ αὐλή. Τελετουργίες σὲ σκοτεινὲς
κρύπτες καὶ σπήλαια δηλώνουν τὸν µυστικιστικὸ χαρακτήρα τῆς µινωικῆς θρησκείας.

Ἱερὰ κορυφῆς σπουδαῖα εἶναι: τοῦ Γιούχτα· τοῦ Πετσοφᾶ κοντὰ στὸ Παλαίκαστρο
τῆς ἐπαρχίας Σητείας· τοῦ Κόφινα στὰ Ἀστερούσια ὄρη στὰ νότια τοῦ νοµοῦ
Ἡρακλείου· τοῦ Πρινιᾶ κοντὰ στὴ Σητεία· τοῦ Τραόσταλου στὰ βόρεια τῆς Ζάκρου·
τοῦ Βρύσινα στὰ νότια τοῦ νοµοῦ Ρεθύµνης. Κτίσµατα λατρευτικὰ δὲν ὑπῆρχαν
πάντα· τὸ περισσότερο, ἕνα µικρὸ «προσκυνητᾶρι». Σὲ ἀνοίγµατα στοὺς βράχους οἱ
πιστοὶ ποὺ προσέρχονταν γιὰ λατρεία καὶ προσευχή (ἴσως σὲ συγκεκριµένες
ἑορταστικὲς ἡµέρες), ἐναπόθεταν ἀναθήµατα: πήλινα ἀνθρωπόµορφα ἀγαλµατίδια
(σὲ λατρευτικὴ στάση), πήλινα κοπάδια ζώων (ἴσως ὑποκατάστατο θυσίας), πήλινα
ἄγρια ζῶα (ἀγρίµια, νυφίτσες, χελῶνες, σκαντζόχοιροι, πουλιά, σκαραβαῖοι), καὶ
πήλινα µέλη ἀνθρώπινα (ἐνίοτε παραµορφωµένα ἀπὸ ἀρρώστια).
Ἀποτελεῖ ζήτηµα τὸ ποιὰ ἢ ποιὲς θεότητες λατρεύονταν στὰ ἱερὰ κορυφῆς.

Σπουδαῖα ἱερὰ σπήλαια εἶναι: τῆς Μιαµοῦς κοντὰ στὴ Φαιστό· τοῦ Ἀρκαλοχωρίου
κοντὰ στὸ Ἡράκλειο (ἀφιερώµατα: σπαθιά, διπλοῖ πελέκεις χρυσοί, ἀσηµένιοι ἢ
ὀρειχάλκινοι)· τὸ Σκοτεινὸ στὰ ἀνατολικὰ τοῦ Ἡρακλείου (ὀρειχάλκινα ὁµοιώµατα
λατρευτῶν)· τῆς Εἰλειθυίας στὴν Ἀµνισό· τὰ φηµισµένα Ἰδαῖον στὸν Ψηλορείτη καὶ
∆ικταῖον στὸ Λασίθι· τῶν Καµαρῶν µὲ τὰ περίφηµα πολύχρωµα «καµαραϊκὰ» ἀγγεῖα
µὲ τὰ λεπτότατα τοιχώµατα. Στὰ ἱερὰ σπήλαια κτίσµατα δὲν ὑπῆρχαν, πέραν ἑνὸς
περιβόλου, ἐνίοτε, γύρω ἀπὸ τὴ λατρευτικὴ εἰκόνα, ἕναν ἀνθρωπόµορφο ἢ ζωόµορφο
σταλαγµίτη, συνήθως. Σὲ ὡρισµένα σπήλαια βρέθηκαν φορητοὶ βωµοί, στὰ
περισσότερα ὅµως ὁ βωµὸς λαξευόταν στὸν φυσικὸ βράχο. Πιθανότατα, τὰ
προσκυνήµατα γίνονταν σὲ συγκεκριµένες ἑορταστικὲς µέρες. Ἀποτελεῖ ζήτηµα,
ποιὲς θεότητες λατρεύονταν στὰ ἱερὰ σπήλαια. Πάντως, κάποια σχέση θὰ ἔπρεπε νὰ
ἔχουν µὲ τὴ γῆ καὶ τὸν Κάτω Κόσµο (χθόνιες θεότητες).
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 66

Στὰ ἀνάκτορα, τοὺς οἰκισµούς, ὡρισµένες σηµαντικὲς κατοικίες ἢ ἀγροικίες


συναντῶνται τὰ «οἰκιακὰ ἱερά». Πρόκειται γιὰ µικρὰ δωµάτια µὲ λατρευτικὰ σκεύη
(βωµό, τράπεζα προσφορῶν, ἀγγεῖα προσφορῶν), λατρευτικὰ σύµβολα (κέρατα
καθοσιώσεως, διπλοῖ πελέκεις) καὶ λατρευτικὲς εἰκόνες (πήλινα ἀγαλµατίδια
θεοτήτων, πήλινα κωδωνόσχηµα ἀντικείµενα, ποὺ ἴσως παριστάνουν θεότητες ἢ
λάτρεις). Σηµαντικὰ οἰκιακὰ ἱερὰ ἔχουν ἐντοπιστῆ στὴ Μύρτο κοντὰ στὴν
Ἱεράπετρα· στὴν Κνωσό, τόσο στὸ «Ἱερὸ τῶν διπλῶν πελέκεων» ὅσο καὶ σὲ οἰκίες
ἱερέων. Μιὰ παραπλήσια κατηγορία ἱερῶν εἶναι οἱ «λουτῆρες», ποὺ ἀπαντοῦν σὲ
ἀνάκτορα καὶ βίλλες. Πρόκειται γιὰ µικρὰ δωµάτια, στὰ ὁποῖα κατεβαίνει κανεὶς µὲ
σκάλα, συχνὰ διακοσµηµένα µὲ τοιχογραφίες καὶ ἀνοιχτὰ σὲ κοινὴ θέα µέσῳ
κιονοστοιχίας. Σὲ ὡρισµένα ἀπ’ αὐτὰ βρέθηκαν ἱερὰ σκεύη. Φαίνεται στοὺς χώρους
αὐτοὺς νὰ γίνωνταν καθαρµοὶ µὲ καθαγιασµένο νερό, εἴτε ὑπὸ µορφὴν ραντισµοῦ
εἴτε λουτροῦ, πρὶν ἀπὸ τὴ συµµετοχὴ σὲ θρησκευτικὲς τελετουργίες. Ἴσως νὰ
χρησιµοποιοῦντο ρυτὰ γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτόν.

Τὰ «ὑπαίθρια ἱερὰ» ἀσφαλῶς ἦσαν λατρευτικοὶ χῶροι σὲ ἐξοχικὰ µέρη ὁριοθετηµένοι


µὲ τοιχίο. Σὲ ὡρισµένες περιπτώσεις, ἀσφαλῶς, µέσα στὸν περίβολο θὰ ὑπῆρχε ἱερὸ
δέντρο.

Ἱερὰ σύµβολα

Ὁ ἱερὸς κόµβος σχηµατίζεται ἀπὸ ἕνα κοµµάτι ὕφασµα δεµένο ἔτσι ὥστε νὰ
σχηµατίζεται θηλειά, µὲ τὰ δύο µέρη τοῦ ὑφάσµατος νὰ πέφτουν πρὸς τὰ κάτω καὶ νὰ
καταλήγουν συχνὰ σὲ κρόσια. Ἔχουν βρεθῆ ἀπεικονίσεις του σὲ φαγεντιανὴ καὶ
ἐλεφαντόδοντο. Ὁ ἱερὸς κόµβος ἐµφανίζεται στὰ φορέµατα τῶν ἱερειῶν (πχ
«Παριζιάνα»), πάνω σὲ βωµούς, πεσσοὺς καὶ λατρευτικὰ σκεύη, πάνω σὲ ἱερὰ (ὅπως
τὰ κέρατα καθοσιώσεως), συσχετίζεται δὲ µὲ τὸν διπλὸ πέλεκυ (βλ εἰκόνα γιὰ
µυκηναϊκὸ ἀνάλογο: ἐπάνω στὴν ἀσπίδα, δεξιά, ἱερὸς κόµβος καρφωµένος µὲ ξίφος).
Ἴσως εἶχε µαγικὴ δύναµη καὶ λειτουργία προφυλακτική (ὅπως ὁ ἀνάλογος κόµβος
τῆς θεᾶς Ἴσιδας στὴν Αἴγυπτο).

Μυκηναϊκὸ δαχτυλίδι ἀπὸ τὸ Βαφειό Λακωνίας (Βασιλικοῦ 1997:49)


Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 67

Τὰ κέρατα καθοσιώσεως συµβολίζουν τὰ κέρατα τοῦ ταύρου. Ἔχουν βρεθῆ πέτρινα


µεγάλων διαστάσεων (ἀνάκτορο Κνωσοῦ), καὶ µικρότερα, σὲ ἱερά, ἀπὸ πηλὸ ἢ
ἀλάβαστρο. Συχνὰ ἀποτελοῦν βάσεις στηρίξεως διπλῶν πελέκεων ἢ τοῦ ἱεροῦ
κόµβου. Στὴν εἰκονογραφία ἐπιστέφουν βωµοὺς καὶ ἱερά (βλ Σαρκοφάγος Ἁγίας
Τριάδας), ἀπαντοῦν δὲ σὲ σφραγίδες καὶ ἀνάγλυφους πίθους. Σπανίως σχετίζονται µὲ
τὰ ἀγγεῖα φιδιῶν.

Ἡ λατρεία τοῦ φιδιοῦ

Ἡ λατρεία τοῦ φιδιοῦ ἦταν ἡ πιὸ διαδεδοµένη οἰκιακὴ λατρεία. Τὸ φίδι συµβόλιζε
τὴν αἰωνιότητα, τὴν ἀθανασία, τὴν µετεµψύχωση καὶ τὶς χθόνιες θεότητες τοῦ Κάτω
Κόσµου. Εἶναι πολὺ συχνὴ ἡ ἀπεικόνιση τοῦ φιδιοῦ στὴν τέχνη, τόσο σὲ δύο ὅσο καὶ
σὲ τρεῖς διαστάσεις. Ἐνδέχεται, ὡρισµένα ἀπὸ τὰ κοῖλα, διάτρητα ἀγγεῖα µὲ
ἀνάγλυφες παραστάσεις φιδιῶν πάνω τους νὰ ἦσαν καταφύγια καὶ ταΐστρες µὲ γάλα
πραγµατικῶν φιδιῶν. Ἡ λεγόµενη «Θεὰ τῶν ὄφεων», µία ἀπὸ τὶς µινωικὲς θεότητες,
εἶχε, ἀσφαλῶς, σχέση µὲ τὴ λατρεία τοῦ φιδιοῦ. Φαίνεται νὰ ἦταν δηµοφιλὴς θεότητα
ἀπὸ τὴν ΜΜ ΙΙ καὶ ἔπειτα, ἡ ὁποία λατρευόταν σὲ µικρὰ ἱερὰ µέσα στὰ ἀνάκτορα (πχ
τὸ «Ἱερὸ τῶν διπλῶν πελέκεων» στὴν Κνωσό, τὸ «Ἀστικὸ ἱερὸ» στὰ Γουρνιά, ἢ τὸ
ὄψιµο «Μικρὸ ἱερὸ» στὸ Καρφί) ἢ τὶς ἐξωχικὲς βίλλες. Κατὰ τὴ λατρεία τῆς θεᾶς
χρησιµοποιοῦντο, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀγγεῖα-καταφύγια τῶν φιδιῶν, καὶ διπλοῖ πελέκεις,
κέρατα καθοσιώσεως, ὁµοιώµατα περιστεριῶν καὶ τράπεζες προσφορῶν.
Ἀπεικονίσεις τῆς θεᾶς ἔχοµε, ἀσφαλῶς, στὰ γνωστὰ ἀγαλµατίδια ἀπὸ τὸ
Θησαυροφυλάκιο τοῦ ἀνακτόρου τῆς Κνωσοῦ τοῦ 1600 πΧ (βλ εἰκόνες).

(φωτ. Σ. Ψαρουδάκης)
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 68

∆ενδρολατρεία καὶ Πεσσολατρεία

Ἄλλη πιστοποιηµένη λατρεία εἶναι αὐτὴ τοῦ δέντρου καὶ τοῦ πεσσοῦ
(«δενδρολατρεία», «πεσσολατρεία»). Ἐνδέχεται στοὺς δύο αὐτοὺς τόπους νὰ
πίστευαν οἱ Μινωίτες ὅτι ἐπιφαίνεται ἡ θεότητα. Κατὰ πᾶσα πιθανότητα µὲ τὴν
λατρεία αὐτὴ συνδεόταν ἡ «Θεότητα τῆς γονιµότητας». Οἱ λατρευτικὲς πράξεις
µᾶλλον γίνονταν σὲ ἐξωχικὰ ἱερά.
Ἡ θεὰ εἰκονίζεται νὰ κάθεται κάτω ἀπὸ τὸ ἱερὸ δέντρο. Σὲ ἄλλες περιπτώσεις,
λάτρεις, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, σείουν τὰ κλαδιὰ τοῦ ἱεροῦ δέντρου ἢ χορεύουν
ἐκστατικὰ µπροστά του (πχ ΧΟΡΟΣ Νο 4. Πβλ µυκηναϊκὸ δαχτυλίδι ἀπὸ τὸ Βαφειό,
ἀριστερά). Συχνά, δαίµονες παρουσιάζονται νὰ ἱερουργοῦν (βλ εἰκόνα).

∆αίµονες χαραγµένοι σὲ πέτρινο ὁµοίωµα τρίτωνα ἀπὸ τὰ Μάλια

Τὸ δέντρο σὲ ὡρισµένες παραστάσεις τοποθετεῖται µέσα σὲ ἱερὸ περίβολο ἢ


βρίσκεται σὲ συνάφεια µὲ βωµό. Σὲ δύο περιπτώσεις, φέρεται µέσα στὸ ἱερὸ σκάφος
(βλ Davaras 1973:327 Εἰκ. 189). Στὴ σαρκοφάγο τῆς Ἁγίας Τριάδας (ΛΥΡΑ Νο 1),
ἀλλὰ καὶ ἀλλοῦ, τὸ ἱερὸ δέντρο πιστεύεται ὅτι εἶναι ἡ ἐληά, δέντρο πολυετές, ποὺ
δίδει καρποὺς βρώσιµους ἀλλὰ καὶ παραγωγοὺς καυσίµου. Ἴσως καὶ ὁ φοίνικας νὰ
ἐθεωρεῖτο ἱερὸ δέντρο. Τὸ ἱερὸ δέντρο συνδεόταν µὲ τὸν βαίτυλο, τὸν ἱερὸ λίθο
(«βαιτυλολατρεία»).
Ὁ τετραγωνικῆς διατοµῆς πεσσός, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ λειτουργία του ὡς ἀρχιτεκτονικοῦ
στοιχείου ὑποστηρικτικοῦ τῆς στέγης, ἦταν καὶ ἀντικείµενο λατρείας σὲ ὡρισµένους
χώρους. Ἕνας τέτοιος χῶρος εἶναι ἡ «Κρύπτη µὲ τὸν πεσσό» στὴ «Νότια οἰκία» τῆς
Κνωσοῦ, στὴν ὁποία βρέθηκε βάση διπλοῦ πέλεκυ δίπλα στὸν πεσσό. Ἄλλος χῶρος
εἶναι ἐκεῖνος τῆς «Βασιλικῆς ἔπαυλης», µὲ τοὺς ὑποδοχεῖς ὑγρῶν χτισµένους στὴν
περιφέρεια τοῦ πεσσοῦ. Ἕνας τρίτος παρόµοιος χῶρος εἶναι ἐκεῖνος τῆς «Κρύπτης µὲ
τοὺς πεσσοὺς» στὴ δυτικὴ πτέρυγα τοῦ ἀνακτόρου τῆς Κνωσοῦ, πάνω στοὺς δύο
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 69

πεσσοὺς τῆς ὁποίας εἶναι χαραγµένοι εἰκοσιεννέα διπλοῖ πελέκεις, καθαρὸ σηµάδι
τοῦ λατρευτικοῦ χαρακτήρα τῶν πεσσῶν.
Ἴσως ὑπάρχει σχέση ἀνάµεσα στὴ λατρεία στὶς κρύπτες µὲ τοὺς πεσσοὺς καὶ στὴ
ἀρχαιότερη λατρεία σὲ σπήλαια. Ἐνδέχεται, ἡ κρύπτη νὰ ἐθεωρεῖτο, κατὰ κάποιον
τρόπο, ἕνα τεχνητό, οἰκιακὸ σπήλαιο. Ἐναλλακτικά, θὰ µποροῦσε νὰ συνδέσῃ κανεὶς
τὴ λατρεία τῶν πεσσῶν µὲ τὴ στατικὴ σταθερότητα ποὺ προσφέρουν στὰ κτήρια, σὲ
µιὰ περιοχὴ σεισµοπαθῆ καὶ σεισµόπληκτη, ὅπως ἡ Κρήτη. Ἴσως ὁ πεσσὸς νὰ
ἐθεωρεῖτο ἡ κατοικία µιᾶς θεότητας. ∆ιαθέτοµε µυκηναϊκὸ ἀγγεῖο ἀπὸ τὴν Κύπρο,
στὸ ὁποῖο εἰκονίζονται γυναῖκες νὰ λατρεύουν πεσσούς µέσα σὲ χῶρο ποὺ θὰ
µποροῦσε νὰ ἑρµηνευθῆ ὡς κρύπτη µὲ πεσσό.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 70

Παράρτηµα E: Περιγραφὴ τῆς δοµῆς καὶ τεχνικῆς τῆς ἀρχαιοελληνικῆς λύρας

«Λύρα», ὅπως ἔχει ἤδη λεχθῆ, ὁρίζεται ἀπὸ τὴ σύγχρονη ἐθνοµουσικολογία


(σύστηµα ὀργανολογίας Hornbostel & Sachs) τὸ νυκτὸ ἔγχορδο µουσικὸ ὄργανο, τοῦ
ὁποίου τὸ ἐπίπεδο τῶν χορδῶν εἶναι παράλληλο πρὸς τὸ ἐπίπεδο τοῦ ἠχείου.98 Οἱ
σύγχρονες λύρες διακρίνονται σὲ δύο εἴδη: τὶς «κιβωτιόσχηµες» (box lyres) καὶ τὶς
«λεκανοειδεῖς» (bowl lyres).

Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ὀνόµαζαν, εἰδικότερα, τὴ λύρα µὲ ξύλινο ἀντηχεῖο κιθάρα καὶ


ἐκείνην ποὺ ἔκανε χρήση κελύφους χερσαίας χελώνας γιὰ ἀντηχεῖο χέλυ. Ἡ µικρὴ
πεταλοειδὴς κιθάρα εἶχε τὸ ἰδιαίτερο ὄνοµα φόρµιγξ καὶ µιὰ παραλλαγὴ τῆς χέλυος,
µὲ µακρεῖς πήχεις – καὶ ἄρα, χαµηλότερου ἀπὸ τὴ χέλυ τονικοῦ ὕψους – λεγόταν
βάρβιτος. Τὰ εἴδη, λοιπόν, τῆς λύρας ἦσαν τέσσερα στὴν ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα. Ὅλα
ἦσαν συµµετρικὰ ὡς πρὸς τὸν κάθετο ἄξονά τους, σὲ ἀντίθεση µὲ τὴ σηµιτικοῦ τύπου
ἀσύµµετρη κιθάρα, τὸ κιννόρ, ἡ ὁποία εἶχε τοὺς πήχεις ἀνισοµήκεις καὶ τὸν ζυγὸ
καµπύλο.99

Τὸ ἀντηχεῖο τῆς χέλυος καὶ τῆς βαρβίτου καλυπτόταν µὲ ἠχεῖο ἀπὸ δερµάτινη,
βοδινή, µεµβράνη, ἐνῶ ἐκεῖνο τῆς φόρµιγγας καὶ τῆς κιθάρας ἀπὸ λεπτὴ ξύλινη
σανίδα. Κανένας ἀπὸ τοὺς τέσσερις τύπους λύρας δὲν φαίνεται νὰ διέθετε ἀκουστικὲς
ὀπὲς στὸ ἠχεῖο γιὰ τὴν ἐκτόνωση τοῦ ἤχου. Οἱ δύο πήχεις ἦσαν ξύλινοι, ὅπως καὶ ὁ
ζυγός, ὁ ὁποῖος ἕνωνε ψηλὰ τὰ ἄκρα τῶν πήχεων, καὶ στὸν ὁποῖο προσδένονταν οἱ
ἐντέρινες χορδὲς (ἢ νευρές) µὲ τὴ χρήση κολλόπων (ἢ κολλάβων), ξύλινους µᾶλλον
µοχλοὺς ἐφαπτόµενους στὸν ζυγό, γιὰ τὴ διευκόλυνση στὸ κούρδισµα. Οἱ χορδές,
ἀφοῦ περνοῦσαν πάνω ἀπὸ γέφυρα (ἡ µαγάς), δένονταν στὸν χορδοτόνο – σιδερένιο
στὴ χέλυ καὶ τὴ βάρβιτο – ὁ ὁποῖος ἦταν στερεωµένος στὸ κάτω µέρος τοῦ
ἀντηχείου.

Τὸ ὄργανο προσαρµοζόταν στὸν ἀριστερὸ καρπὸ τοῦ λυριστῆ µὲ τὴ βοήθεια τοῦ


τελαµώνα, ἑνὸς ἱµάντα σὲ µορφὴ θηλιᾶς, δεµένου µονίµως στὸ κατώτατο σηµεῖο τοῦ
ἀποµακρυσµένου ἀπὸ τὸν ἐκτελεστὴ πήχυ, µὲ τὸν ἐσωτερικὸ πήχυ νὰ ἀκουµπᾶ στὸν
ἀριστερὸ ὦµο στὴν περίπτωση τῆς µεγάλης κιθάρας. Αὐτὸ τὸ τελευταῖο δὲν ἦταν
ἀπαραίτητο στὴν περίπτωση τῶν ἄλλων τύπων λύρας (χέλυος, βαρβίτου, φόρµιγγας),
οἱ ὁποῖες σχεδὸν πάντοτε ἔγερναν µπροστά. Ἡ ὡς ἐκ τούτου ἰσορροπία τοῦ ὀργάνου

98 Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν «ἅρπα», στὴν ὁποία τὰ ἐν λόγῳ ἐπίπεδα εἶναι κάθετα.
99 Βλ Μιχαηλίδης 1982 λεῖµµα «κινύρα».
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 71

ἐπέτρεπε στὸν λυριστὴ νὰ παίζῃ ὄρθιος, ἀκόµη καὶ περπατώντας ἢ χορεύοντας. Τὸ


δεξὶ χέρι ἔνυττε τὶς χορδὲς µὲ ξύλινο ἢ ὀστέινο πλῆκτρο, τόσο µεµονωµένα ὅσο καὶ
ὅλες µαζὺ ἐν εἴδει ἁρπίσµατος. Τὸ ἀριστερὸ χέρι πιθανὸν νὰ συµµετεῖχε τόσο µὲ τὴ
νύξη µεµονωµένων χορδῶν µὲ γυµνὰ δάχτυλα, ὅσο καὶ µὲ πνιγµὸ ἐπιλεγµένων
χορδῶν στὴν περίπτωση ποὺ τὸ δεξὶ ἅρπιζε. Ὁ ἀριθµὸς τῶν χορδῶν τῆς ἀρχαϊκῆς καὶ
κλασικῆς λύρας ἦταν ἑπτά, µὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ὅµως – καί, ἤδη, µέσα στὰ
χρονικὰ πλαίσια τοῦ 5ου πΧ αἰώνα – ὡρισµένοι ἐπαγγελµατίες κιθαριστὲς αὔξησαν
τὸν ἀριθµό τους στὰ ὄργανά τους.100

Ἀναφερόµενη βιβλιογραφία

Davaras, Costis (1973) Guide to Cretan Antiquities. 3η, ἀναθεωρηµένη ἔκδοση.


Ἀθήνα: Eptalofos S.A. Λήµµατα: “Caves”, “Demons (Minoan)”, “Divinities”,
“Lustral Basins”, “Peak sanctuaries”, “Religion”, “Sacral Horns”, “Shrines”, “Snake
cult”, “Snake goddess”, “Tree and Pillar cult”.

Rethemiotakis, Giorgos (2008) “Minoan religion”, στὸ Maria Andreadaki-Vlazaki &


Giorgos Rethemiotakis & Nota Dimopoulou-Rethemiotaki (ἐπιµ.), From the land of
the labyrinth. Minoan Crete, 3000-1100 BC. II. Essays. Σελ. 79-88. New York: The
Alexander S. Onassis Public Benefit Foundation & The Hellenic Ministry of Culture
& The Arcaheological Museums of Crete.

***

100
Βλ Μιχαηλίδης 1982 λεῖµµα «λύρα».

You might also like