Professional Documents
Culture Documents
ς ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ - Μινωικά
ς ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ - Μινωικά
ς ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ - Μινωικά
ΜΙΝΩΙΚΑ
Μινωικὸς πολιτισµός
Τὴ Χαλκῆ ἐποχὴ στὴν Κρήτη (βλ Χάρτη) ὀνοµάζοµε «Μινωική», ἀπὸ τὸ ὄνοµα τοῦ
µυθικοῦ βασιλέα τῆς Κνωσοῦ, Μίνωα. Τὴν ὑποδιαιροῦµε σὲ τρεῖς ἐπὶ µέρους
ἐποχές:1 τὴν Πρωτοχαλκῆ ἢ Πρωτοµινωικὴ περίοδο (ΠΜ), τὴ Μεσοχαλκῆ ἢ
Μεσοµινωική (ΜΜ) καὶ τὴν Ὑστεροχαλκῆ ἢ Ὑστεροµινωική (ΥΜ). Κάθε µία ἀπὸ
τὶς ἐποχὲς αὐτὲς ὑποδιαιρεῖται σὲ περιόδους (Ι, ΙΙ, ΙΙΙ) καὶ σὲ ὡρισµένες περιόδους
διακρίνονται φάσεις (Α, Β, Γ) καὶ ὑποφάσεις (1, 2). Ἕνα ἄλλο χρονολογικὸ σύστηµα
διαιρεῖ τὸν µινωικὸ πολιτισµὸ σὲ πέντε περιόδους:2 τὴν Προανακτορική (π-Α), τὴν
Παλαιοανακτορική (ΠΑ), τὴ Νεοανακτορική (ΝΑ), τὴν Τελικὴ Ἀνακτορική (ΤΑ) καὶ
τὴ Μετανακτορική (µ-Α). Τὰ δύο συστήµατα σχετίζονται µεταξύ τους ὡς ἀκολούθως:
1
Πρόταση τοῦ Arthur Evans, µὲ κριτήριο τοὺς ρυθµοὺς τῆς κεραµεικῆς.
2
Πρόταση τοῦ Νικολάου Πλάτωνα, βασισµένη στὴν ἀνέγερση καὶ καταστροφὴ τῶν ἀνακτόρων (βλ
Πλάτων 1958:582-606), προσαρµοσµένο ἀπὸ τοὺς Andreadaki-Vlazaki κἄ 2008 Ι:14 καὶ ΙΙ:13.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 2
Ἐντοπίζεται µιὰ ἐναρκτήρια πολιτισµικὴ περίοδος, κατὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχουν
ἀνακτορικὰ κέντρα (Προανακτορική). Τὰ πρῶτα ἀνάκτορα χτίζονται γύρω στὸ 1900
πΧ καὶ καταστρέφονται ἀπὸ σεισµὸ γύρω στὰ 1700 πΧ (Παλαιοανακτορική). Νέα,
λαµπρότερα, ἀνακτορικὰ κέντρα ἀνεγείρονται ἀµέσως µετά, γιὰ νὰ καταστραφοῦν
καὶ αὐτὰ ἀπὸ τὸ τεράστιο παλιρροϊκὸ κῦµα ποὺ προκάλεσε ἡ ἔκρηξη τοῦ ἠφαιστείου
τῆς Θήρας περὶ τὸ 1520 πΧ περίπου (Νεοανακτορική).3 Τὴ δεύτερη αὐτὴ πληγὴ τῶν
Μινωιτῶν θὰ ἐκµεταλλευτοῦν οἱ Ἕλληνες (Ἀχαιοί ἢ Μυκηναῖοι), οἱ ὁποῖοι θὰ
καταλάβουν τὸ νησὶ καὶ θὰ ἐγκαταστήσουν Ἕλληνα βασιλέα στὸν θρόνο τῆς
Κνωσοῦ (Τελικὴ Ἀνακτορική, Μετανακτορική). Ἡ Κρήτη θὰ περάσῃ ἔκτοτε στὸν
χῶρο ἐπιρροῆς τῶν Ἑλλήνων. Ὡρισµένοι µελετητὲς ἀναγνωρίζουν µιὰ τελευταία
βραχεῖα περίοδο πενήντα χρόνων (1100-1050 πΧ), τὴν ὁποία ὀνοµάζουν
Ὑποµινωική.4
Χάρτης τῆς Κρήτης µὲ τὶς σηµαντικότερες µινωικὲς θέσεις (Μουσεῖο Φιλοσοφικῆς Σχολῆς ΕΚΠΑ)
3 Ἡ ἡµεροµηνία 1520 πΧ γιὰ τὴν ἔκρηξη τοῦ ἠφαιστείου τῆς Θήρας εἶναι ἡ παραδοσιακή,
ἀρχαιολογική, ὄχι ἡ βασιζόµενη σὲ γεωλογικὰ δεδοµένα πρόσφατων ἐρευνῶν. Βλ Andreadaki-Vlazaki
κἄ (ἐπιµ.) 2008:16.
4
Γιὰ κάπως διαφορετικὲς χρονολογήσεις τῶν περιόδων βλ Μαντζουράνη 2002.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 3
Μαραγκοῦ, Λίζα (ἐπιµ.) (1992) Μινωικὸς καὶ ἑλληνικὸς πολιτισµὸς ἀπὸ τὴν Συλλογὴ
Μητσοτάκη. Ἀθήνα: Ἵδρυµα Ν. Π. Γουλανδρῆ - Μουσεῖο Κυκλαδικῆς Τέχνης.
ΑΡΠΑ «ΚΥΚΛΑ∆ΙΚΗ»
Σφράγισµα σὲ ἄργιλο. Ἀπὸ τὸν Ἀποθέτη τῶν Ἱερογλυφικῶν τοῦ Ἀνακτόρου τῆς
Κνωσοῦ. ΜΜ ΙΙ (1800-1700 πΧ). Παλαιοανακτορικό.
Στὸ κεντρικὸ µετάλλιο τοῦ σφραγίσµατος ἔχουν ἐντυπωθῆ τρία σηµεῖα τῆς µινωικῆς
ἱερογλυφικῆς γραφῆς.5 Τὸ ἄνω σηµεῖο ἑρµηνεύθηκε ἀπὸ τὸν Evans ὡς ἀπεικόνιση
τῆς κυκλαδικῆς ἅρπας: ὁριζόντιο ὀρθογώνιο ἠχεῖο, πλαίσιο καὶ 7 ἢ 8 χορδές,
ἐκτεινόµενες ἀπὸ τὸ ἠχεῖο στὸ ἄνω µέρος τοῦ πλαισίου. Ἀπουσιάζει ἡ πτηνοειδὴς
ἀπόφυση.6
Πρισµατικὴ σφραγίδα ἀπὸ πράσινο ἴασπη ἀπὸ τὴν περιοχὴ τοῦ Ἡρακλείου. ΜΜ ΙΙ-
ΙΙΙ (1800-1600 πΧ). Παλαιο/νεοανακτορικό.
5
Γιὰ τὰ µινωικὰ ἱερογλυφικὰ βλ Παράρτηµα Α΄.
6
Γιὰ τὸ σηµεῖο στὸ κάτω ἀριστερὸ µέρος βλ παρακάτω, λύρες.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 6
Καὶ στὶς δύο ὄψεις τῆς σφραγίδας ἔχουν σκαλιστῆ σηµεῖα τῆς µινωικῆς ἱερογλυφικῆς
γραφῆς. Στὴ µία πλευρά, τὸ δεξιότερο σηµεῖο ἑρµηνεύθηκε ἀπὸ τὸν Evans ὡς
ἀπεικόνιση τῆς κυκλαδικῆς ἅρπας: ὁριζόντιο ὀρθογώνιο ἠχεῖο, πλαίσιο µὲ πτηνοειδῆ
ἀπόφυση ψηλὰ καὶ δύο ὑπὸ γωνίαν συστήµατα χορδῶν ἀπὸ τέσσερεις χορδὲς στὸ
κάθε σύστηµα. Τὸ καρδιόσχηµο, βέβαια, σχῆµα τοῦ πλαισίου καὶ ἡ διαίρεση τῶν
χορδῶν σὲ δύο συστήµατα, καὶ µάλιστα ὑπὸ γωνίαν, εἶναι στοιχεῖα ποὺ δὲν διαθέτει ἡ
κυκλαδικὴ ἅρπα.
Κατὰ τὸν Evans, ἀπεικόνιση τῆς κυκλαδικῆς ἅρπας: ὁριζόντιο ὀρθογώνιο ἠχεῖο,
πλαίσιο µὲ πτηνοειδῆ ἀπόφυση καὶ δύο συστήµατα ὑπὸ γωνίαν ἀπὸ πέντε χορδὲς τὸ
κάθ’ ἕνα.7 Καὶ πάλι, ὅπως στὸ No 2, τὸ καρδιόσχηµο σχῆµα τοῦ πλαισίου καὶ τὰ δύο
ὑπό γωνίαν συστήµατα χορδῶν δὲν συνάδουν µὲ τὸ τριγωνικὸ σχῆµα τῆς κυκλαδικῆς
ἅρπας καὶ τὴν ἐνιαῖα, ἀσφαλῶς, κατεύθυνση τῶν χορδῶν (παραλληλία τῶν χορδῶν).
7
Ὁ Younger (1998:76 No 56), περιέργως, θεωρεῖ τὶς δύο ἐσωτερικὲς κάθετες ὡς τὸν στύλο τοῦ
ὀργάνου, προφανῶς γιὰ νὰ µὴν ὑπερβοῦν τὰ δύο συστήµατα χορδῶν τὸν ἀριθµὸ 4 τὸ κάθ’ ἕνα.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 7
α β
τµῆµα ποὺ βρίσκεται στὸ µέσον τῆς κάτω πλευρᾶς τοῦ πλαισίου. Οἱ εὐθεῖες γραµµές,
ἀκτινωτὰ τοποθετηµένες, ἔχουν ἑρµηνευθῆ ὡς χορδὲς καὶ τὸ ὀρθογώνιο τµῆµα ὡς
ἀντηχεῖο. Τὸ δεύτερο σηµεῖο (α) ἔχει παρόµοιο σχῆµα, µὲ ὡρισµένες σηµαντικὲς
διαφορές: τὸ πλαίσιο βυθίζεται στὴν ἄνω πλευρὰ τοῦ πλαισίου, δηµιουργώντας
αἰχµηρὴ γωνία. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν δηµιουργεῖται ἕνα «δίλοβο» πλαίσιο, µὲ
τέσσερεις παράλληλες εὐθεῖες σὲ κάθε λοβό, οἱ ὁποῖες ἑνώνουν τὰ ἄνω πλευρικὰ
τµήµατα µὲ ὀρθογώνιο τµῆµα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο φαίνεται νὰ ἐκφύεται τὸ πλαίσιο ὑπὸ
µεγάλη γωνία. Στὴν κορυφὴ τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τοὺς δύο λοβοὺς τοῦ πλαισίου ὑπάρχει
ἐπιµήκης καµπύλη ἀπόφυση ποὺ καταλήγει σὲ αἰχµή. Τὸ ἱερογλυφικὸ σύµβολο ἔχει
ἑρµηνευθῆ ὡς ἀπεικόνιση τῆς κυκλαδικῆς ἅρπας: τὸ ὀρθογώνιο τµῆµα ὡς ἀντηχεῖο,
οἱ εὐθεῖες ὡς χορδὲς καὶ ἡ ἀπόφυση ὡς ράµφος ὑδρόβιου πτηνοῦ.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, εἶναι ἐντυπωσιακὴ ἡ ὁµοιότητα (πλὴν τῆς πτηνοειδοῦς
ἀπόφυσης) τοῦ ἁρποειδοῦς µινωικοῦ ἱερογλυφικοῦ σηµείου µὲ ἔγχορδο µουσικὸ
ὄργανο στὰ χέρια Ἐτρούσκου τοῦ 6ου πΧ αἰώνα (βλ εἰκόνα).9 Τὸ ἐν λόγῳ ἔγχορδο
ἔχει «δίλοβο» πλαίσιο, ποὺ σχηµατίζεται ἀπὸ τὴ βύθιση τοῦ ζυγοῦ καὶ ὀρθογώνιο
ἀντηχεῖο, παρόµοιο µὲ ἐκεῖνο τοῦ µινωικοῦ σηµείου. Οἱ χορδές του, ὅµως, δὲν
χωρίζονται σὲ δύο ὑπὸ γωνίαν συστήµατα· εἶναι ὅλες παράλληλες µεταξύ τους.
Μάλιστα, φαίνεται νὰ ἔχῃ χαράξει ὁ Ἐτροῦσκος χαλκογράφος τὶς χορδὲς διπλές,
πέντε ζεύγη χορδῶν, ἐκτὸς ἂν ἡ πρόθεσή του ἦταν νὰ δείξῃ µὲ τὸν τρόπο αὐτὸν τὸ
πᾶχος τῶν χορδῶν. Πάντως, ὁ τρόπος µὲ τὸν ὁποῖο κρατᾶ ὁ µουσικὸς τὸ ἔγχορδο, µὲ
τὸ ἀντηχεῖο νᾶ ἀκουµπᾶ στὸν κορµό του, παραπέµπει σὲ λύρα καὶ ὄχι σὲ ἅρπα (βλ
«Λύρα», παρακάτω), πρᾶγµα ποὺ δὲν ἀποκλείει, τὸ µινωικὸ ἱερογλυφικὸ σηµεῖο «α»
νὰ παραπέµπῃ σὲ λύρα καὶ ὄχι σὲ ἅρπα, παρὰ τὴν ὑπὸ γωνίαν τοποθέτηση τῶν
«χορδῶν».10
Situla “della Certosa”, Bologna, Museo Civico Archeologico, 6ος πΧ (Μπαντινέλι 2007:229)
ΑΡΠΑ «ΣΑΜΒΥΚΗ»
(φωτογρ. Σ. Ψαρουδάκης)
10 Στὴ βιβλιογραφία, τὸ εἰκονιζόµενο ἐτρουσκικὸ ἔγχορδο χαρακτηρίζεται ὡς λύρα. Βλ, πχ, Castaldo
2010:47. ∆ιαθέτοµε ἄλλες δύο ἐτρουσκικὲς ἀπεικονίσεις τοῦ ὀργάνου· βλ Castaldo 2012:43 εἰκ. 22b
(Situla “di Providence”, 550 πΧ, Providence-Museum of Rhode Island School of Design) καὶ 44 εἰκ.
23 (Situla di Magdalenska Gora, τέλος 6ου-ἀρχὲς 5ου αἰώνα πΧ, Ljubljana-Norodni musej Slovenije inv.
P 4049).
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 9
Εἰκ. 1. Σχέδιο τοῦ τάφου καὶ τοῦ περιεχοµένου του Εἰκ. 2. Ἡ ἑρµηνεία ὡς σαµβύκη
(Duchesne-Guillemin 1968)
Τὸ µῆκος του, ἀποκατεστηµένο, εἶναι περὶ τὰ 30 ἑκ. Ὁ λαιµὸς εἶναι κοῖλος, ὑπάρχει
ὠοειδής, ρηχὴ κοιλότητα στὸ ἄνω µέρος τοῦ σώµατος καὶ δύο ὀπὲς στὰ στενὰ ἄκρα
τῆς κοιλότητας, πάνω σὲ προεξέχον χεῖλος. Ὁ Evans ἑρµήνευσε τὸ ἀντικείµενο ὡς
πλοιάριο, βασιζόµενος στὴ σχέση τοῦ καραβιοῦ µὲ τὴ µετὰ θάνατον ζωὴ στὴ
φαραωνικὴ Αἴγυπτο.13 Ἡ Duchesne-Guillemin τὸ ἑρµήνευσε ὡς ἠχεῖο ἅρπας τοῦ
τύπου τῆς µεταγενέστερης ἑλληνικῆς σαµβύκης καὶ ρωµαϊκῆς sambuca’s, τῆς µικρῆς,
δηλαδή, τοξωτῆς ἅρπας (εἰκ. 2).14 Θεώρησε ὅτι στὴν κοιλότητα τοῦ λαιµοῦ
ἐµπηγόταν ξύλινος εὐθὺς στύλος ποὺ ἔπαιζε τὸν ρόλο τοῦ ζυγοῦ, ἡ σωµατικὴ
κοιλότητα λειτουροῦσε ὡς ἀντηχεῖο, καὶ στὶς δύο ὀπὲς στηριζόταν ὁ χορδοτόνος.
Τὸ ἐλεφαντόδοντο, βεβαίως, δὲν εἶναι ὑλικὸ ποὺ ἐνδείκνυται γιὰ ἀντηχεῖο µουσικοῦ
ὀργάνου· χρησιµοποιεῖται συνήθως ὡς ἔνθετο διακοσµητικὸ στὸ ξύλινο σῶµα τῶν
ὀργάνων κοµµένο σὲ λεπτὰ φύλλα (πβ ἀρχαιοελληνικὲς λύρες καὶ νεώτερα
λαουτοειδῆ). Ἐπὶ πλέον, ἡ «σκάφη» τοῦ ὀργάνου θὰ ἔπρεπε νὰ διαθέτῃ περισσότερο
κοῖλο χῶρο καὶ τὰ τοιχώµατά της νὰ εἶναι λεπτότερα (πβ σωζόµενες φαραωνικὲς
ἅρπες παρόµοιου τύπου).16 Τὸ πιθανότερο εἶναι νὰ πρόκειται γιὰ κουτί (κύµβη), ἴσως
πυξίδα γιὰ κοσµήµατα, ὅπως τὰ ἀνάλογα µυκηναϊκά (15ος-13ος αἰ. πΧ) µὲ αἰγυπτιακὲς
καὶ µινωικές ἐπιρροές (εἰκ. 1, 2), τὸ φαραωνικὸ ἀπὸ ξύλο καὶ ἐλεφαντόδοντο (18η
∆υναστεία) (εἰκ. 3), ἢ ἡ φοινικικὴ ἐλεφάντινη πυξίδα καλλωπισµοῦ µὲ µορφὴ
ἀγριόπαπιας καὶ πτηνὸ στὸ κάλυµα ἀπὸ τὴ Σιδώνα τοῦ 14ου αἰ. πΧ, µήκους 15 ἑκ.,
στὸ Ἐθνικὸ Μουσεῖο τῆς Βηρυττοῦ (εἰκ. 4).17
Εἰκ. 1. Μυκῆνες (φωτ. Σ. Ψαρουδάκης) Εἰκ. 2. Μυκῆνες, Ταφ. Κύκλος Β, τάφος Ο (ΜΕ ΙΙΙ-ΥΕ Ι)18
Εἰκ. 3. Λοῦβρο, ἀπὸ τὶς Θῆβες (Ἀλντρέντ 2007) Εἰκ. 4. Σιδών (Παρὸ κἄ 2007:125)
16 ∆ὲν εὐσταθεῖ ἡ ἄποψη τοῦ Σακελλαράκη (1971:203-204), ὅτι ἡ σαµβύκη εἶναι ἀνύπαρκτη στοὺς
σύγχρονους µὲ τοὺς Μινωίτες πολιτισµοὺς τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Ἀνατολῆς. Ἡ µικρή, φορητή, τοξωτὴ
ἅρπα τοῦ εἴδους αὐτοῦ ἦταν εὑρέως διαδεδοµένη, ἰδίως στὴν Αἴγυπτο.
17 Ὁ Σακελλαράκης (1971) συσχετίζει τὸ εὕρηµα τῆς Κνωσοῦ µὲ σειρὰ ἀπὸ παρόµοια εὑρήµατα: τὸ
ἐλεφάντινο ἀπὸ τὸν τάφο 88 τοῦ νεκροταφείου τῶν Μυκηνῶν (α), τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ ἀνασκαφέας του,
Χρῆστος Τσούντας, τὸ 1895, ἑρµήνευσε ὡς πυξίδα, χρονολογούµενη ἀπὸ τὰ συνευρήµατα στὴν ΥΕ
ΙΙΙΑ1· ἕνα ξύλινο, αἰγυπτιακῆς προελεύσεως στὸ Ἐθνικὸ Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο, ΑΝΕ 1761, τῆς
Συλλογῆς Ἰ. ∆ηµητρίου, ἀγορὰ τοῦ 1884 στὴν Αἴγυπτο, τῆς 18ης-19ης δυναστείας (1580-1320 πΧ)· ἕνα
ἐλεφάντινο ἀπὸ τὴν Ἰαλυσσὸ τῆς Ρόδου, ἀπὸ τὶς ἀνασκαφὲς τοῦ Biliotti τὸ 1871, χρονολογηµένο στὴν
ΥΕ ΙΙΙΑ· δύο ἐλεφάντινα ἀπὸ τὴν Tell-Dan τοῦ Ἰσραήλ· τέσσερα ἐλεφάντινα ἀπὸ τὴ Ras-Shamra τῆς
Συρίας· δύο ἐλεφάντινα ἀπὸ τὴν Tell-Atchana τῆς Συρίας, χρονολογούµενα στὴν περίοδο 1447-1350
πΧ· δύο ἐλεφάντινα ἀπὸ τὴν Beth-Pelet τῆς Συρίας.
18 Κατὰ τὸν Hood (2017:172, 173 εἰκ. 134), τὸ ἀγγεῖο, ἂν καὶ θεωρήθηκε ἀρχικὰ εἰσηγµένο στὶς
Μυκῆνες ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο ἢ ἀλλοῦ, δὲν ὑπάρχει κανεὶς λόγος νὰ µὴν εἶναι κρητικό, καθ’ ὅσον τὴν
ὀρεία κρύσταλλο χρησιµοποιοῦσαν στὴν κατασκευὴ ἀγγείων στὴν Κρήτη, ἡ δὲ στροφὴ τοῦ κεφαλιοῦ
τοῦ πουλιοῦ πρὸς τὰ πίσω ἦταν χαρακτηριστικὸ κρητικὸ µοτίβο. Πβλ Hood 2017:233.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 11
ΛΥΡΑ
19 Πρώτη δηµοσίευση ἀπὸ τὸν Paribeni 1908. Ἔγχρωµες φωτογραφίες στοὺς Marinatos & Hirmer
(φωτ. Σ. Ψαρουδάκης)
23
Μία ἀπὸ τὶς ἔννοιες τῆς ἀρχαιοελληνικῆς λέξης τελαµὼν εἶναι ἡ δερµάτινη ταινία στὸν ἐξωτερικὸ
πῆχυ τῆς λύρας, µέσα ἀπὸ τὴν ὁποία περνοῦσε ὁ ἀριστερὸς καρπὸς τοῦ ἐκτελεστῆ, προκειµένου, ἀφ’
ἑνὸς µὲν νὰ στηριχθῆ τὸ ὄργανο πάνω στὸ σῶµα, ἀφ’ ἑτέρου δὲ νὰ ἐλευθερωθοῦν τὰ δάχτυλα τοῦ
ἀριστεροῦ χεριοῦ, προκειµένου νὰ συµµετέχουν στὴ χειρουργία. Βλ λεῖµµα «τελαµὼν» στὸν
Μιχαηλίδη 1982.
24
«Λύρα» ὀνοµάζοµε σήµερα στὴν ἐθνοµουσικολογία τὸ νυκτὸ ἔγχορδο ὄργανο, τοῦ ὁποίου τὸ
ἐπίπεδο τῶν χορδῶν εἶναι παράλληλο πρὸς τὸ ἐπίπεδο τοῦ ἠχείου. Ἂν τὰ δύο αὐτὰ ἐπίπεδα εἶναι
κάθετα µεταξύ τους, τὸ ὀργανο ὀνοµάζεται «ἅρπα». Ἡ λέξη λύρα εἶναι ἀρχαιοελληνική. Οἱ ἀρχαῖες
ἑλληνικὲς λύρες ἦσαν τέσσερεις: ἡ ξύλινη κιθάρα, ἡ χέλυς µὲ ἀντηχεῖο χερσαίας χελώνας καὶ ξύλινους
πήχεις καὶ ζυγό, ἡ βάρβιτος, µιὰ βαθύφωνη ἐκδοχὴ τῆς χέλυος καὶ ἡ φόρµιγξ, µᾶλλον ἡ ξύλινη
πεταλοειδής (βλ Μιχαηλίδης 1982 λεῖµµα «λύρα»). Οἱ σύγχρονες µὲ µᾶς λύρες τοῦ Αἰγαίου, τῆς
Μικρασίας καὶ τῆς Κάτω Ἰταλίας εἶναι βιολοειδῆ. Ὁµοιάζουν µὲ τὶς ἀρχαῖες µόνον κατ’ ὄνοµα.
25 Σχετικὰ µὲ τὴ διάκριση ἀνάµεσα σὲ λατρεία θεῶν καὶ λατρεία νεκρῶν βλ Matz 1958:398 κἑ.
Ὁ ἄνδρας µουσικὸς (σκοῦρο δέρµα) φορᾶ µακρύ, στητὸ ροῦχο µὲ ταινία στὸ πλάι. Τὸ
ροῦχο αὐτὸ τὸ φοροῦσαν ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ὅπως φαίνεται ἀπὸ ἄλλες παραστάσεις
(βλ σαρκοφάγος, Νο 1). Κατὰ τὸν Nilsson (1927), τὸ ροῦχο αὐτὸ δὲν εἶναι γιὰ χρήση
καθηµερινή· τὸ φοροῦν µόνον θεότητες καὶ ἀξιωµατοῦχοι τῆς λατρείας. Ὁ Evans
(1928) βλέπει ἀνατολικὴ ἐπίδραση: ἱερατικὸ ἔνδυµα σὲ σηµιτικοὺς τόπους. Τὸν
λυριστὴ ἀκολουθεῖ µορφὴ (ἄνδρας;) ντυµένη παροµοίως, ποὺ κρατᾶ κάδους
περασµένους σὲ ξύλα. Πολὺ πιθανὸν νὰ ἀνήκῃ στὴν τοιχογραφία καὶ ἄλλο ἕνα
τµῆµα, ποὺ ἴσως παρίστανε αὐλητὴ (κρίνοντας ἀπὸ τὴ στάση τῶν χεριῶν), ὅπως
αὐτὸν στὴ σαρκοφάγο (εἰκ. 5) (Σακελλαράκης 1994).
(κάρτα)
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 14
Γυναίκα µουσικὸς παίζει λύρα καὶ γύρω της χορεύουν σὲ κύκλο τρεῖς γυναῖκες µὲ
χέρια τεντωµένα. Ἂν καὶ τὸ ὄργανο ἀποδίδεται σχετικὰ µικρό – ἀσφαλῶς, λόγῳ τοῦ
περιορισµοῦ ποὺ ἐπιβάλλει στὸν κοροπλάστη ὁ εὔθραυστος πηλός – ἡ ἔντονη τριπλῆ
καµπυλότητα τῶν πήχεων παραπέµπει στὴ µεγάλη ὀκτάσχηµη λύρα µὲ τοὺς
ὀφιοειδεῖς πήχεις ποὺ καταλήγουν σὲ κεφάλια πουλιοῦ. ∆ὲν εἶναι δυνατὸν νὰ
ἀποφανθοῦµε ἂν ἡ λυρίστρια µετεῖχε καὶ ἡ ἴδια στὸν χορό, ἤ, ἀκόµη, ἂν ἔσερνε τὸν
χορὸ τῶν γυναικῶν, καθὼς τὰ ἀγαλµατίδια βρέθηκαν µεµονωµένα καὶ ὄχι στὴν
εἰκονιζόµενη διάταξη. Μαζὺ βρέθηκαν καὶ ἕξι πήλινα πουλιά.
(Ἀποστολάκου 2003)
Τοὺς ὤµους τοῦ ἀγγείου κοσµεῖ ἕνα ἐπαναλαµβανόµενο µοτίβο, τοῦ ὁποῖου τὸ σχῆµα
παραπέµπει στὴν ὀκτάσχηµη λύρα. ∆ιαθέτει τὸ πεταλοειδὲς ἠχεῖο, τοὺς ὀφιοειδεῖς
πήχεις ποὺ κάµπτονται πρὸς τὸ ἐσωτερικὸ ψηλά, τὸν ζυγὸ καὶ τὶς εὐθεῖες προεκτάσεις
τῶν πήχεων, τὸ ὑπερβολικὸ ὕψος τῶν ὁποίων, ἀσφαλῶς, πρέπει νὰ ἐννοηθῆ ὡς
συνδετικὸ µὲ τὴν ταινία ποὺ περιβάλλει τὴ βάση τοῦ λαιµοῦ, δηµιουργώντας τὴν
ἐντύπωση περιδεραίου. Ἡ ὀξυκόρυφη καµπύλη στὸ κέντρο τοῦ µοτίβου εἶναι,
βέβαια, στοιχεῖο µὴ ἀναµενόµενο στὴ λύρα. Ἴσως νὰ προστέθηκε ἀπὸ τὸν ζωγράφο
γιὰ νὰ γεµίσῃ τὸ κενό, ἢ νὰ πρόκειται γιὰ γραφικὴ ὑπερβολὴ πιθανῆς ἐλαφρᾶς
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 15
κύµανσης τοῦ ἄνω µέρους τοῦ ἠχείου (βλ µεταγενέστερες ἑλληνικὲς λύρες, τόσο τὶς
χέλυες ὅσο καὶ τὶς κιθάρες).
(Ἀνδρεαδήκη-Βλαζάκη 2003)
Πήλινη πυξίδα (θήκη κοσµηµάτων) ἀπὸ τάφο στὸ Καλάµι Χανίων. Νεκροταφεῖο
ἄγνωστου συνοικισµοῦ, ἴσως τῆς Ἀπτάρας. ΥΜ ΙΙΙΒ (1300-1200 πΧ).26
Μετανακτορική.
26 Κατὰ τὸν Hood (2017:52), τὸ εὕρηµα ἐντάσσεται στὴν Κρητικὴ Ὑστεροχαλκῆ, περὶ τὸ 1450 πΧ καὶ
ἑξῆς.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 16
στὴν κορυφὴ τοῦ ἠχείου. Τὰ τριγωνάκια στὰ σηµεῖα πρόσδεσης τῶν χορδῶν στὸν
ζυγὸ εἶναι, ἀσφαλῶς, οἱ κόλλοπες,28 κοµµάτια δέρµατος µέσῳ τῶν ὁποίων δένονταν
οἱ χορδὲς στὸν ζυγὸ καὶ κουρδίζονταν. Εἶναι µᾶλλον ἀπίθανο, οἱ ἀποφύσεις στὰ ἄνω
ἐξωτερικὰ πλάγια τοῦ ἠχείου νὰ ἦσαν ὀπές, «αὐλοὶ γιὰ τὴν ἔξοδο τοῦ ἤχου ἀπ’ τὸ
κούφιο ἠχεῖο» (Tzedakis 1970). Ἡ παρουσία στὸ περιβάλλον πελέκεων, κεράτων
καθοσιώσεως καὶ κλαδιοῦ, δὲν ἀφήνουν ἀµφιβολία ὅτι πρόκειται γιὰ σκηνὴ
λατρευτική, ἡ ὁποία ἐξελίσσεται σὲ ἱερὸ χῶρο.
Ἔχει προταθῆ ἡ ἄποψη (Tzedakis 1970) ὅτι ἐδῶ ἔχοµε ἀπεικόνιση πρότυπου
µινωικοῦ µύθου (ἄνδρας µὲ ποδήρη χιτώνα, ὅπως στὴ σαρκοφάγο καὶ τὴν
τοιχογραφία τῆς Ἁγίας Τριάδας, Νο 1, 2), ὁ ὁποῖος ἐπέζησε µέσῳ τῆς µυκηναϊκῆς
παράδοσης (βλ «Μυκηναϊκά / Λυριστὴς Πύλου») ὣς τοὺς ἑλληνικοὺς χρόνους, εἶτε
ὡς Ἀπόλλων κιθαρῳδός (βλ Ὁµηρικὸ Ὕµνο στὸν Ἀπόλλωνα, ὅπου ὁ θεός,
ἐρχόµενος ἀπὸ τὴν Κρήτη, προεξάρχει σὲ ὁµάδα νέων Κρητῶν, οἱ ὁποῖοι τραγουδοῦν
τὸν ἰηπαίονα),29 εἴτε ὡς Ὀρφεύς, γητευτὴς τοῦ ζωικοῦ βασιλείου.
27 Ἀσφαλῶς, ὁ ἀγγειογράφος ἀρχικὰ ἀπέδωσε τοὺς πήχεις εὐθεῖς, ἀλλὰ κατόπιν τοὺς διόρθωσε σὲ
ὀφιοειδεῖς. Τὸ ἀντίστροφο δὲν θὰ εἶχε λόγο νὰ συµβῆ. Ἀπαλειφὴ τοῦ λάθους δὲν ἦταν τεχνικὰ δυνατή,
ἐξ οὗ ἡ διπλῆ µορφή.
28 Ἡ λέξη εἶναι ἀρχαιοελληνική. Βλ Μιχαηλίδης 1982 λεῖµµα «κόλλαβος καὶ κόλλοψ».
29
Γιὰ τὸ ἀρχαῖο κείµενο καὶ νεοελληνικὴ µετάφραση τοῦ Ὁµηρικοῦ Ὕµνου στὸν Ἀπόλλωνα, βλ
Παπαδίτσας, ∆. Π. & Ε. Λαδία (1985) Ὁµηρικοὶ ὕµνοι. Κείµενο-µετάφραση-σχόλια. Ἀθήνα:
Καρδαµίτσας· σελ. 66-67.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 17
ὀκτάσχηµο ἀνάλογό του κατὰ τὴ µορφὴ τῶν πήχεων, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸ µέγεθος: εἶναι
µικρότερο καὶ ἔχει σχῆµα πετάλου, χωρὶς καµπύλες στοὺς πήχεις. Πρόκειται, λοιπόν,
πιθανότατα, γιὰ τὴ µικρότερη, «πεταλοειδῆ» λύρα, γνωστὴ ἤδη στὴν Ἐγγὺς καὶ
Μέση Ἀνατολή, καὶ ἡ ὁποία θὰ ἐπικρατήσῃ ἀργότερα, τόσο στοὺς Μυκηναίους, ὅσο
καὶ στὰ Γεωµετρικὰ χρόνια (βλ «Μυκηναϊκά», «Γεωµετρικά»). Ὁ ζυγὸς δὲν
διακρίνεται (ἐξ οὗ καὶ οἱ διακεκοµµένες γραµµὲς στὸ σχέδιο). Πιθανὸν ἡ µορφὴ νὰ
χορεύῃ, στροβιλιζόµενη (ἀνοιχτὴ φούστα) (εἰκ. 6).
30
Βλ «Σχολιασµός», παρακάτω.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 18
Εἰκ. 8. (σχέδιο Σ. Ψαρουδάκης) Εἰκ. 9. Θήρα, Ἀκρωτῆρι. Τοιχογραφία τῆς νηοποµπῆς-λεπτοµέρεια (Μαρινάτου 2014:73)
31 Οἱ «γιρλάντες» στὴ δεύτερη λύρα θυµίζουν τὶς γιρλάντες ποὺ κοσµοῦν τόσο τὴ «φρεγάτα» τοῦ
µινωικοῦ στόλου (εἰκ. 9) σὲ τοιχογραφία τοῦ Ἀκρωτηρίου τῆς Θήρας (∆υτικὴ οἰκία, δωµάτιο 5, νότιος
τοῖχος), ὅσο καὶ τὶς καµπίνες πλοίων στὸ δωµάτιο 4. Ἐπίσης, ὁ κνωσιακὸς «Πρίγκηπας µὲ τὰ κρίνα»
φέρει γύρω ἀπὸ τὸ λαιµό του περιδέραιο παρόµοιου σχήµατος (βλ Hood 2017:91 εἰκ. 57). Πραγµατικὰ
περιδέραια αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἔχουν βρεθῆ σὲ ἀνασκαφές (Κνωσός, Ἀρχάνες, µυκηναϊκοὶ τάφοι). Τὰ
περιδέραια ἔχουν ἑρµηνευθῆ ὡς ἀντικείµενα µὲ ἐµβληµατικὸ χαρακτήρα καὶ ἀναφέρονται στὴ Μεγάλη
Θεά (βλ Μαρινάτου 2014:73, 90-92, 87-89, 95). Ἴσως, λοιπόν, καὶ οἱ γιρλάντες τῆς λύρας νὰ
συνδέουν τὸ ὄργανο µὲ τὴ θεότητα.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 19
∆ύο πίθηκοι ξιφοµαχοῦν. Ὁ ἕνας κρατᾶ τὸ ξίφος καὶ ὁ ἄλλος τὴ θήκη του. Ἕνας
τρίτος παίζει λύρα (ἴσως ὑπῆρχε καὶ δεύτερος λυριστής βλ εἰκ. 10), ἐνῶ τέταρτος
πίθηκος, δεξιά, παρακολουθεῖ ὡς θεατής. Οἱ ἀνθρώπινες αὐτὲς δραστηριότητες ἴσως
εἶχαν σκοπὸ νὰ διασκεδάσουν κάποια θεά. Πράγµατι, κοντὰ βρέθηκε θραῦσµα
καθιστῆς(;) θεᾶς, τὸ ροῦχο τῆς ὁποίας εἶναι διακοσµηµένο µὲ χελιδονόψαρα. Ἦταν
καὶ αὐτή, ἑποµένως, θεὰ τῆς φύσης (Μαρινάτου 1998). Ἡ εἰκονιζόµενη λύρα
διαφέρει, τόσο ἀπὸ τὴν ὀκτάσχηµη,32 ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν πεταλοειδῆ. Οἱ ἀπολήξεις τοῦ
ζυγοῦ σὲ κύκλους καὶ µιὰ ἐλαφρὰ µὴ παραλληλία τοῦ ζυγοῦ πρὸς τὸ ἠχεῖο, εἶναι
στοιχεῖα ποὺ παραπέµπουν σὲ χαρακτηριστικὲς λύρες τῆς Ἀνατολῆς, φαραωνικὲς ἢ
µεταγενέστερες ἀσσυριακές, µὲ παρόµοια χαρακτηριστικά.33
Στὴν Αἴγυπτο, οἱ πίθηκοι ἔχουν πολὺ σπουδαῖο συµβολικὸ ρόλο: σχετίζονται κυρίως
(ὅµως, ὄχι ἀποκλειστικά) µὲ τὸ γυναικεῖο φῦλο. Οἱ Αἰγύπτιοι φοροῦσαν περίοπτα
πιθήκων ὡς φυλαχτὰ καὶ ἐνίοτε τὰ συσχέτιζαν µὲ τὸν θεὸ τῆς γονιµότητας, Μπές, ποὺ
συχνὰ εἰκονιζόταν ὡς ἁρπιστής,34 ἢ ἐκτελεστὴς ἄλλων ὀργάνων.35 Ὅταν
ἀπεικονίζονται ὡς κατοικίδια ζῶα, σὲ ταφικὲς συνθέσεις, συνήθως κάθονται κάτω
ἀπὸ τὸ κάθισµα κάποιας γυναίκας (Μαρινάτου 1998). Στοὺς σφραγιδοκυλίνδρους τῆς
Ἐγγὺς Ἀνατολῆς οἱ πίθηκοι λατρεύουν θεές, ἐνίοτε ὅµως καὶ θεούς. Πίθηκοι
ἐµφανίζονται καὶ στὴ µινωικὴ εἰκονογραφία (τοιχογραφίες, σφραγίδες).36
32 Πβ Lawergren 1993:66.
33 ∆ὲν φαίνεται νὰ ὑπάρχῃ µορφολογικὴ ὁµοιότητα µὲ τὴν «ἀλαβάστρινη λύρα ἀπὸ τὴν Κνωσό» (Νο
8), ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ Μικράκης 2000:168.
34 Βλ Manniche 1975:65, 91· Doumas 1985:31· Doumas 1992:57-58 fig. 32· Μικράκης 2000:168.
35
Βλ Leibovitch 1960:58-59 cat. no. xvii.
36
Βλ Hood 2017:59-60 εἰκ. 27-28 (Κνωσός, ΜΜ ΙΙΙΑ/1700-1600 πΧ)· 67 εἰκ. 39 (Ἀκρωτῆρι Θήρας,
ΥΜ ΙΑ/περ. 1550 πΧ). Βλ, επίσης, Μαρινάτου 2014:115, 145, 148.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 20
Λύρα: σχολιασµός
α. Λύρα ὀκτάσχηµη
Τοῦ ἴδιου, ὀκτάσχηµου, τύπου λύρα ἀσφαλῶς γίνεται ἀπόπειρα νὰ ἀπεικονιστῆ στὸ
Μετανακτορικὸ (ΥΜ ΙΙΙ, 1400-1100 πΧ) πήλινο σύµπλεγµα χορευτριῶν καὶ
λυρίστριας ἀπὸ τὸ Παλαίκαστρο (Νο 3) ἀπὸ τὸν Μινωίτη κοροπλάστη. Ἂν καὶ µικρὸ
στὴν ἀπόδοσή του τὸ ὄργανο, ἡ ἔντονη, ὀφιόσχηµη, καµπυλότητα τῶν πήχεων
παραπέµπει στὸν ὀκτάσχηµο τύπο.
Ἡ λύρα ποὺ εἰκονίζεται στὴ Μετανακτορικὴ (ΥΜ ΙΙΙΒ, 1300-1200 πΧ) πυξίδα ἀπὸ
τὸ Καλάµι (Νο 6) δὲν ταξινοµεῖται εὔκολα ἀνάµεσα στὰ εἴδη τῆς λύρας. Τὸ ἀντηχεῖο
ἐδῶ ἔχει σχῆµα µηνίσκου καὶ ὄχι πετάλου (ὅπως στὶς ἀπεικονίσεις τῆς Ἁγίας Τριάδας
καὶ τοῦ Παλαικάστρου), οἱ πήχεις εἶναι καὶ εὐθεῖς καὶ καµπύλοι ταυτόχρονα, σὰν νὰ
µὴν µπορῇ νὰ ἀποφασίσῃ ὁ ἀγγειογράφος ποιὸ εἶναι τὸ σωστό. ∆ίδονται ὅµως δύο
σηµαντικὲς λεπτοµέρειες: ὁ καµπύλος χορδοτόνος χαµηλά, πάνω ἀπ’ τὸ ἀντηχεῖο καὶ
τὰ κουρδιστήρια (κόλλοπες στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικά), ψηλά, κάτω ἀπὸ τὸν ζυγό. Τὸ ἂν ἡ
θέση τοῦ χορδοτόνου εἶναι ἡ σωστὴ ἢ ὄχι θὰ συζητηθῆ ἀργότερα, ὅταν θὰ ἐξετάσωµε
τὶς λύρες τῆς Γεωµετρικῆς ἐποχῆς. Ἂς σταθοῦµε µόνον στὸ βάθος τοῦ ἀντηχείου, καὶ
ἂς ἀναρωτηθοῦµε ἂν ἡ ἀπεικόνιση αὐτὴ προσφέρει τὴ σωστὴ πληροφορία ὅσον
ἀφορᾶ τὸ σχῆµα τοῦ ἀντηχείου, καθ’ ὅσον στὶς ἀπεικονίσεις τῆς Ἁγίας Τριάδας (Νο
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 21
β. Λύρα πεταλοειδής
Στὴ Νεοανακτορικὴ (ΜΜ ΙΙΙ-ΥΜ ΙΙ, 1700-1400 πΧ) σφραγίδα τῆς Κνωσοῦ (Νο 7)
παριστάνεται γυναῖκα µὲ φαρδειὰ µινωικὴ φούστα – περιστρεφόµενη χορεύτρια(;) – ἡ
ὁποία κρατᾶ στὸ ἀριστερὸ της χέρι ἀντικείµενο ποὺ ἔχει ἑρµηνευθῆ ὡς πεταλοειδὴς
λύρα καὶ στὸ δεξί, ἐνδεχοµένως, πλῆκτρο.39 Ἡ ἀπουσία ὅµως ζυγοῦ καὶ τῆς ἀπόληξης
τοῦ ἐσωτερικοῦ πῆχυ ἔχει προβληµατίσει ὡρισµένους µελετητές, οἱ ὁποῖοι «βλέπουν»
ἕνα ψάρι στὴν θέση τῆς λύρας ἢ καὶ ἄλλα ἀντικείµενα. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ ἐν λόγῳ
παράσταση ἀποτελεῖ ἀδύναµη µαρτυρία τῆς ὕπαρξης τοῦ τύπου αὐτοῦ τῆς λύρας στὴ
µινωικὴ Κρήτη.
Στὴν ἴδια, Νεοανακτορική (ΜΜ ΙΙΙ-ΥΜ ΙΙ, 1700-1400 πΧ), περίοδο χρονολογοῦνται
καὶ τὰ δύο ἀλαβάστρινα ἀποτµήµατα τῆς Κνωσοῦ (Νο 8), τὰ ὁποῖα θεωρήθηκαν ὅτι
ἀνῆκαν σὲ ἀναθηµατικὴ πεταλοειδῆ λύρα, τρισδιάστατη, δηλαδή, ἀπεικόνιση τοῦ
ὀργάνου.40 Ἀκόµη καὶ ἂν δεχθοῦµε τὴν ἀποκατάσταση τοῦ εὑρήµατος ἀπὸ τὸν
Νικόλαο Πλάτωνα, τίθεται τὸ ζήτηµα τοῦ κατὰ πόσον ἡ ἐν λόγῳ ἀναπαράσταση τοῦ
37 Γιὰ ὑπερµεγέθη ἀπεικόνιση λύρας βλ, ἐπίσης, «Μυκηναϊκά / Λύρα Νο 3» καὶ «Γεωµετρικὰ / Λύρα
Νο 31».
38 Εἶναι ἐνδιαφέρον ὅτι αἰῶνες ἀργότερα, στὴν Ἐτρουρία τοῦ 6ου πΧ αἰώνα, ἕνα εἰκονιζόµενο εἶδος
λύρας, πεντάχορδο, παραπέµπει κατευθεῖαν στὴ µινωικὴ ὀκτάσχηµη (εἰκ. 14): ἔχει τὸ ἴδιο µέγεθος, τὸ
ἴδιο µηνοειδὲς ἀντηχεῖο, ὀφιοειδεῖς πήχεις, µὲ τὴ διαφορὰ ὅτι αὐτοὶ δὲν ἀπολήγουν σὲ κεφάλι πουλιοῦ
(βλ Lawergren 2007:130). Εἶναι, ἐπίσης, ἐνδιαφέρον, ὅτι οἱ πήχεις κιθάρας σὲ ὄψιµο ἑλληνιστικὸ
κυπριακὸ ἀνάγλυφο, ἀπολήγουν στὸ ἄνω µέρος τους σὲ κεφαλὲς ὑδρόβιου πτηνοῦ, στραµµένες, ὅµως,
πρὸς τὰ ἔξω (εἰκ. 15).
Γιὰ µιὰ προσέγγιση στὴ δοµὴ καὶ τὸν ἐνδεχόµενο βαθὺ ἦχο τῆς ὀκτάσχηµης µινωικῆς λύρας, βλ
https://www.youtube.com/watch?v=02pg9V1ENL8.
39 Βλ Aign 1963:41 µὲ εἰκ. 12.
40 Πλάτων 1965:210 µὲ εἰκ. 1· πβ Younger 1998 µὲ πίν. 16.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 22
πραγµατικοῦ ὀργάνου ὑπῆρξε πιστὴ ἀπὸ τὸν Μινωίτη λιθοξόο, καθ’ ὅσον τὸ ἀντηχεῖο
ἀπουσιάζει – κάτι, βέβαια, ποὺ παρατηρήσαµε καὶ στὴν ἀπεικόνιση τῆς ὀκτάσχηµης
λύρας στὴ σαρκοφάγο τῆς Ἁγίας Τριάδας (Νο 1).
Ἕνα σηµεῖο τῆς µινωικῆς ἱερογλυφικῆς γραφῆς (Νο 058 στὸν Κατάλογο τῶν
ἱερογλυφικῶν σηµείων – βλ Παράρτηµα Α΄) χαραγµένο πάνω σὲ Παλαιοανακτορικὲς
(ΜΜ ΙΒ-ΙΙ, π. 1900-1700 πΧ) πινακίδες καὶ σφραγίδες σὲ ἐλαφρῶς παραλλαγµένες
µορφὲς ἔχει ἑρµηνευθῆ (Evans) ὡς ἀπεικόνιση λύρας. Τὰ στοιχεῖα ποὺ ὁδήγησαν σ’
αὐτὴν τὴν ἑρµηνεία ἦταν τὸ (τραπεζοειδὲς) «πλαίσιο» µέσα στὸ ὁποῖο ἐκτείνονταν οἱ
«χορδές» (παράλληλες εὐθεῖες γραµµές) καὶ τὸ «ἀντηχεῖο» (µηνίσκος) στὸ ὁποῖο
κατέληγαν οἱ χορδές. Τὸ σηµεῖο ὄντως µοιάζει µὲ λύρα πεταλοειδῆ, ἂν καὶ ἡ µορφή
του εἶναι ἀρκετὰ ἀφαιρετική.
41 Εἶναι ἐνδιαφέρουσα ἡ παρουσία τοῦ ὑδρόβιου πτηνοῦ στὶς ἄνω ἀπολήξεις τῶν πήχεων τῆς
εἰκονιζόµενης κιθάρας σὲ κατὰ πολὺ µεταγενέστερο, ὄψιµο ἑλληνιστικό, ἀνάγλυφο ἀπὸ τὴν Κύπρο
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 23
γ. Λύρα ἀσύµµετρη
Οἱ σπεῖρες καὶ ἡ µορφὴ τῆς καµπύλης τοῦ βραχίονα παραπέµπουν σὲ λύρα ἀσιατικοῦ
τύπου, ὅπως αὐτὴ σὲ κατὰ πολὺ µεταγενέστερο ἀσσυριακὸ ἀνάγλυφο (εἰκ. 12), ἂν καὶ
ἐκεῖ ἡ σπεῖρα ἀποτελεῖ τὴν ἀπόληξη τοῦ ἐγγύτερου στὸν µουσικὸ πῆχυ καὶ ὄχι τοῦ
ζυγοῦ καὶ ὁ ζυγὸς εἶναι καµπύλος, ὡς συνήθως, στὶς ἀσύµµετρες (διαφορετικὰ µήκη
(εἰκ. 15). Σὲ ἀντίθεση πρὸς τὴν ὀκτάσχηµη, ἀλλὰ σύµφωνα µὲ τὴν πεταλοειδῆ, οἱ λαιµοὶ τῶν πτηνῶν
στρέφονται πρὸς τὰ ἔξω.
42 Πβ πρωτότυπη αἰγυπτιακὴ ἀσύµµετρη κιθάρα µὲ πήχεις κυλινδρικούς, ποὺ καταλήγουν σὲ κεφάλια
πήχεων) ἀσιατικὲς λύρες. Ἡ µορφολογικὴ διαφορὰ ἀνάµεσα στὴν ἐν λόγῳ λύρα καὶ
τὴν ὀκτάσχηµη εἶναι, πάντως, σαφής.43
Εἰκ. 11. Παράσταση ἀπὸ τὴ Μεγιδδώ (Παλαιστίνη)44 Εἰκ. 12. Ἀνάγλυφο ἀπὸ τὴ Νινευή, 668-626 πΧ
(Ἀλβανοῦ 2005:46) (Rimmer 1969:XV)
Εἰκ. 13. Αἰγυπτιακὴ ἀσύµµετρη κιθάρα Εἰκ. 14. Ἐτρουσικὸ ἀνάγλυφο, 6ος αἰ. πΧ
(Berlin, Ägyptisches Museum, φωτ. ΣΨ 2003) (Βρεττανικὸ Μουσεῖο)
43 Ἡ Κολοτούρου (2012:29 σηµ. 32) ὑπάγει, περιέργως, αὐτὴ τὴ λύρα στὸν ὀκτάσχηµο τύπο.
44 Γιὰ µιὰ κατὰ προσέγγιση ἀνακατασκευὴ τῆς «Κιθάρας τῆς Μεγιδδῶς», βλ
https://www.youtube.com/watch?v=27opcKxcg1c.
Γιὰ µιὰ ἀνακατασκευὴ τῆς µεγάλης σουµερικῆς κιθάρας καὶ πειραµατισµὸ µὲ τὸν ἦχο της, βλ
https://www.youtube.com/watch?v=27opcKxcg1c.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 25
Εἰκ. 15. Λευκωσία-Κυπριακὸ Μουσεῖο 1939/Χ-3/3, ὄψιµο ἑλληνιστικό (Vikela 2015 ὀπισθόφυλλο)
Χρονολογικὸ διάγραµµα τῶν µαρτυριῶν τῶν τριῶν εἰδῶν λύρας τῶν Μινωιτῶν
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 26
ΤΡΙΤΩΝ
(Μανδαλάκη 2003γ:108)
Σφραγίδα ἀπὸ ὀρεῖα κρύσταλλο ἀπὸ τὸ Ἰδαῖον Ἄντρον. ΥΜ ΙΙΙΑ (1400-1300 πΧ).
Τελικὴ Ἀνακτορική.45
(φωτ. Σ. Ψαρουδάκης)
45
Ἄλλες χρονολογήσεις: ΥΜ Ι Younger· ΥΜ ΙΙB Kenna· ΥΜ ΙΙΙ Renfrew· ΥΜ ΙΙΙA (1420-1380)
Κολοτούρου 2012:24.
46
Younger 1998:37.
47
Χεῖλος βαµµένο κόκκινο εἶχαν συχνὰ καὶ τὰ πήλινα ἀγγεῖα τῆς ΜΜ ΙΙΙΑ περιόδου· Hood 2017:60.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 27
µὲ τὴν παραγωγὴ ἤχου κατὰ τὴ λατρεία (βλ Νο 1). Ὁ τρίτων (Charonia Tritonis),
γενικῶς, ἐµφανίζεται συχνότατα στὴ µινωικὴ εἰκονογραφία, σὲ ἀγγειογραφίες καὶ
ἀνάγλυφα. Κατασκευάζονταν καὶ λίθινοι, γλυπτοὶ τρίτωνες, οἱ ὁποῖοι, µᾶλλον,
χρησιµοποιοῦνταν ὡς ρυτὰ σκεύη, γιὰ προσφορὲς ὑγρῶν. Μεγάλος ἀριθµὸς πέτρινων
τριτόνων ἐκτίθεται στὸ Μουσεῖο τοῦ Ἡρακλείου (εἰκ. β).48
Τρίτων: σχολιασµός
Τὰ κογχύλια αὐτὰ φέρουν συχνὰ (ὄχι ὅµως πάντοτε) στὸ κάτω, ὀξύ, ἄκρο τους µικρὴ
ὀπή, γι’ αὐτὸ ἔχουν ἑρµηνευθῆ ὡς ρυτά, ἀγγεῖα δηλαδή, ποὺ χρησιµοποιοῦνταν σὲ
τελετουργίες γιὰ προσφορὰ ὑγρῶν (σπονδές, χοές) στοὺς θεοὺς (λατρεία) ἢ τοὺς
νεκρούς (νεκρικὴ λατρεία). Ἐνίοτε, ἔχουν τὸ χεῖλος τους βαµµένο κόκκινο ἢ φέρουν
µικρὲς ὀπὲς στὸ χεῖλος γιὰ στήριξη διακοσµητικοῦ στοιχείου.49 Οἱ τρίτωνες
ἀνευρίσκονται συνήθως σὲ θέσεις ποὺ ἔχουν ἑρµηνευθῆ ὡς ἱερά, ἄλλο ἕνα στοιχεῖο
ποὺ συνηγορεῖ ὑπὲρ τῆς ἑρµηνείας τους ὡς ἱερῶν σκευῶν. Ἔχουν ὅµως βρεθῆ καὶ σὲ
οἰκισµοὺς καὶ σὲ τάφους (Κνωσός, Μάλια, Ζάκρος, Καλύβια, Ἁγία Τριάδα) (εἰκ. 15).
48 Φυσικοὶ τρίτωνες ἔχουν βρεθῆ ἀπὸ ὅλες τὶς περιόδους τοῦ µινωικοῦ πολιτισµοῦ, ἀπὸ τὸ 3000 ἕως τὸ
1100 πΧ: Μύρτος Ἱεραπέτρας (ἐργαστήριο), Φαιστός (ἱερό), Μάλια (ἱερό), Κνωσός (οἰκιακὸ ἱερό,
δωµάτια οἰκιῶν), Κεφάλα Χόνδρου Βιάννου (ἱερό)· Κολοτούρου 2012:24.
49
Βλ ἀποµίµηση σὲ ἀλάβαστρο ἀπὸ τὴν Κνωσό (εἰκ. 16). Μεσοµινωικὸ ΙΙΙΒ-Ὑστεροµινωικὸ Ι (περ.
1650-1450 πΧ). Ἀλάβαστρο. Κνωσός, Ἀνάκτορο, Κεντρικὸ ἱερό. Ἡράκλειο, Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο,
ΗΜ 45· Galli 2008 I:254.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 28
Εἰκ. 15. Φυσικοὶ τρίτωνες ἀπὸ τὰ Μάλλια Εἰκ. 16. Ἀλαβάστρινος τρίτων ἀπὸ τὴν Κνωσό51
(Pelon et al. 1996 πίν. VII εἰκ. 2) (Galli 2008 Ι:254 No 208)
Εἰκ. 17. Ἑρµηνεία τῆς λατρευτικῆς χρήσης τοῦ τρίτωνα ὡς ἠχογόνου (Σακελλαράκης & Σακελλαράκη 1991:38-39 εἰκ. 20)
50
Κολοτούρου 2012:24 µὲ σηµ. 28 γιὰ σχετικὴ βιβλιογραφία.
51
Σπονδικὸς τεχνητὸς τρίτων σκαλισµένος σὲ αἰγυπτιακὸ ἀλάβαστρο, ΥΜ Ι, πρὶν τὸ 1450 πΧ περίπου·
Hood 2017:173 µὲ ςἰκ. 135.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 29
ΑΥΛΟΣ ΕΛΥΜΟΣ
Λίθινη τοιχογραφηµένη σαρκοφάγος (βλ Λύρα 1). ΥΜ ΙΙΙA (1400-1300 πΧ), τελικὴ
ἀνακτορική.
Στὴ µία µακρὰ πλευρὰ τῆς σαρκοφάγου εἰκονίζεται θυσία ταύρου. Τὸ ζῶο, δεµένο µὲ
ἱµάντες πάνω στὸ θυσιαστήριο καὶ κοντά του ἡ ἱέρεια, ἡ ὁποία θα ἐκτελέσῃ τὴν
πράξη. Πίσω της, τέσσερεις γυναικεῖες µορφές (λευκὰ πόδια) µὲ τὴν ἐπίσηµη,
ἱερατική, ποδήρη ἐνδυµασία. Κάτω ἀπὸ τὸν βωµό, ἄλλα δύο ζῶα περιµένουν τὴ
σειρά τους νὰ θυσιαστοῦν. Μπροστὰ ἀπὸ τὸν βωµό, ἄλλη ἱέρεια µετέχει στὴν
ἱεροπραξία, σὲ χῶρο δοµηµένο, ποὺ ἐπιστέφεται µὲ κέρατα καθοσιώσεως, καὶ στύλο
µὲ διπλὸ πέλεκυ στὴν κορυφή του. Ὁ ἄνδρας αὐλητὴς (σκοῦρο δέρµα) παίζει διπλὸ
ἔλυµο αὐλὸ (ἔλυµος/φρυγικός, κατὰ τὴν µεταγενέστερη ἑλληνικὴ ὁρολογία), µὲ τὸν
ἀριστερὸ σωλήνα νὰ καταλήγῃ σὲ κέρας. Τὸ κέρας προσθέτει µῆκος στὸν ἀριστερὸ
σωλήνα καί, ἀσφαλῶς, θὰ ἐπηρέαζε τὸ ἠχόχρωµα τοῦ ὀργάνου, ἐνῶ θὰ προσέδιδε
στὸν ἦχο δύναµη καὶ διαπεραστικότητα.52
Ἡ µόνη µαρτυρία αὐλοῦ ποὺ διαθέτοµε ἀπὸ τὴ Μινωικὴ Κρήτη, εἶναι ἡ ἀπεικόνισή
του στὴ σαρκοφάγο τῆς Τελικῆς Ἀνακτορικῆς περιόδου ἀπὸ τὴν Ἁγία Τριάδα (Νο 1).
Πρόκειται γιὰ τὸν τύπο τοῦ ἔλυµου αὐλοῦ, µὲ τὸν ἕναν σωλήνα (ἐδῶ, τὸν ἀριστερό)
νὰ καταλήγῃ σὲ χοάνη.53 Ἂν καὶ τὸ µέρος τῶν σωλήνων πρὶν τὶς ἀπολήξεις τους ἔχει
χαθῆ, δὲν ὑπάρχει ἀµφιβολία ὅτι ἡ καµπύλη, σὲ σχῆµα χοάνης, ἀπόληξη ἀποδίδει τὸ
52 Στὴν Κρήτη, ὁ ἔλυµος αὐλὸς θὰ ξανακάνῃ τὴν ἐµφάνισή του σὲ µαρτυρία τῆς πρώιµης Γεωµετρικῆς
ἐποχῆς (10ος-9ος αἰ. πΧ): ὀρειχάλκινο ἀγαλµατίδιο ἀπὸ τὴ Σύµη τῆς Βιάννου (βλ «Γεωµετρικά-
Αὐλός», µὲ εἰκ. 9).
53
Βλ Μιχαηλίδης 1982 λεῖµµα «ἔλυµος».
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 30
κέρατο ποὺ προσαρµοζόταν στὸν ἕναν ἀπὸ τοὺς δύο σωλῆνες τοῦ αὐλοῦ.54 Ὁ τύπος
αὐτὸς τοῦ (διπλοῦ) αὐλοῦ κατάγεται, ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται, ἀπὸ τὴν Ἐγγὺς Ἀνατολή,
ὅπου χρησιµοποιήθηκε, ἰδίως, στὴ λατρεία τῆς ἀνατολικῆς θεᾶς Κυβέλης (τὸ
ἑλληνικό της ὄνοµα). Ὡς ἐκ τούτου, ἦταν γνωστὸς καὶ ὡς φρυγικὸς αὐλός. Κατὰ τὸν
Ἀριστοτέλη,55 ἡ προσθήκη τοῦ κέρατος στὸν ἕναν σωλήνα εἶχε σὰν ἀποτέλεσµα τὴν
ἀλλαγὴ τοῦ ἠχοχρώµατος τοῦ ὀργάνου. Τὸ ὄργανο θὰ συνεχίσῃ νὰ χρησιµοποιεῖται
πολὺ καὶ στὴ Ρώµη. Στὴν ἀρχαιοελληνικὴ καὶ λατινικὴ γραµµατεία ὑπάρχουν πολλὲς
ἀναφορὲς στὸν ἔλυµο αὐλό, καθὼς καὶ ἀρκετὴ εἰκονογραφία.56 Ἴσως, ἡ ἐπιλογὴ τοῦ
ὀργάνου (ἔναντι τῆς λύρας) γιὰ τὴν αἱµατηρὴ θυσία τοῦ ταύρου νὰ ἔγινε µὲ κριτήριο
τὸν δυνατὸ καὶ συνεχῆ ἦχο τοῦ αὐλοῦ, ὁ ὁποῖος θὰ κάλυπτε, ἐν µέρει τουλάχιστον, τὶς
ἀγωνιώδεις κραυγὲς τοῦ ζώου. Οἱ σωλῆνες τοῦ ὀργάνου θὰ ἦσαν, ἀσφαλῶς, ξύλινοι ἢ
ὀστέινοι καὶ ἡ γλωσσίδα διπλῆ, ὅπως καὶ στοὺς ἁπλοῦς (διπλοὺς) αὐλούς.57
Εἰκ. 18. Ἐλβετία-Ἰδιωτικὴ Συλλογή, 3ος-1ος πΧ αἰ. Εἰκ. 19. Ποµπηία, Οἶκος Μενάνδρου. 1ος αἰ. πΧ. Αὐλητὴς
µὲ ἔλυµο αὐλὸ µπροστὰ στὰ τείχη τῆς Τροίας. ∆εξιά, ὁ
∆ούρειος Ἵππος. (Guzzo 1998:85)
µακρύτερος ἀπὸ τὸν δεξιό, ἔχοντας τὴν ψηλότερη ὀπή του (Ι) χαµηλώτερα ἀπὸ τὴν ψηλώτερη ὀπὴ (Ι)
τοῦ δεξιοῦ σωλήνα. Αὐτὸ σηµαίνει ὅτι τὸ ἀριστερὸ χέρι βρισκόταν πάντοτε λίγο χαµηλώτερα ἀπὸ τὸ
δεξιό, καὶ ὄχι ὅπως µᾶς τὸ παρουσιάζει ὁ Μινωίτης ζωγράφος, ψηλώτερα ἀπὸ τὸ δεξιό.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 31
Εἰκ. 20 Εἰκ. 21
Εἰκ. 22
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 32
ΣΕΙΣΤΡΟ
(Μανδαλάκη 2003δ:109)
Τὸ σεῖστρο στὴν Αἴγυπτο ἦταν ὄργανο λατρευτικό, ἀποκλειστικὰ στὰ χέρια γυναικῶν
(εἰκ. 24). Στὸ «Ἀγγεῖο τῶν Θεριστῶν» βρίσκεται σὲ ἀνδρικὰ χέρια, ὁπότε ἡ σηµασία
του θὰ πρέπῃ νὰ εἶναι διαφορετική. Ἡ θεωρία τοῦ Evans, ὅτι τὸ σεῖστρο εἰσήχθη στὴ
µινωικὴ Κρήτη ἀπὸ τὴ Β. Ἀφρική, ἔχει σοβαρὰ κλονιστῆ µετὰ τὴν ἀνακάλυψη τοῦ
µικροῦ, πήλινου σείστρου τῶν Ἀρχανῶν (Νο 2).
(φωτ. Σ. Ψαρουδάκης) Τὸ σεῖστρο κατὰ χώραν (Σακελλαράκης & Σακ/κη 1997 Ι:3352)
Πήλινο σειστροειδὲς ἀπὸ τὸ νεκροταφεῖο τῶν Ἀρχανῶν (ταφικὸ κτήριο 9) στὴ θέση
Φουρνί. ΜΜ ΙΑ (2100-1900 πΧ). Προανακτορικό.
61Ὡς ἐκ τούτου, δὲν πείθει ἡ ἄποψη τῆς Κολοτούρου (2012:26), ὅτι τὸ ἐν λόγῳ σειστροειδὲς «ἴσως
προοριζόταν γιὰ µουσικὴ ἐκπαίδευση, σύµφωνα µὲ παράσταση µουσικοῦ µαθήµατος τοῦ Μέσου
Βασιλείου ἀπὸ τὸ Κόµ ἐλ Χίσν, ὅπου ἱερέας διδάσκει ρυθµικὰ σχήµατα στὶς µαθήτριές του µὲ τὴ
βοήθεια παρεµφεροῦς σείστρου καὶ χειροκροτηµάτων (Hickmann 1961:50)».
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 34
Νο 3-8. Ἕξι πήλινα σεῖστρα ἀπὸ τὸν Ἅγιο Χαράλαµπο. Μουσεῖο Ἁγίου Νικολάου
α β (Papadatos 2008:234)
Τὰ ἐν λόγῳ πήλινα σεῖστρα προέρχονται καὶ αὐτὰ ἀπὸ ταφές, ὅπως καὶ τὸ πήλινο
σεῖστρο τῶν Ἀρχανῶν (Νο 2). Οἱ ταφὲς τοῦ Λασιθίου, ὅµως, δὲν εἶναι παιδικές,
ὁπότε ἀποδυναµώνεται ἡ ἑρµηνεία της παιδικῆς κουδουνίστρας.
(Corpus 72 2005:8)
ἀξόνων 14,8 καὶ 15,2 ἑκ. ∆ιάµετρος δισκαρίων 2,1-2,4 ἑκ. Μῆκος χερουλιοῦ 12,5 ἑκ.
Βάρος 420 γρ.63
Ἡ µεταλλικὴ στεφάνη εἶναι στὸ κάτω µέρος της προσαρµοσµένη στὸ ἄνω µέρος τοῦ
χερουλιοῦ, ποὺ ἔχει σχῆµα ὕψιλον. Τὸ κωνοειδὲς χεροῦλι εἶναι κοῖλο καὶ ἡ διαµήκης
ὀπή του διαµπερής (πβ πήλινα σειστροειδῆ, Νο 2, 3-8). Ὁ ἄνω ἄξονας φιλοξενεῖ τρία
δισκάρια καὶ ὁ κάτω δύο. Οἱ ἀπόψεις γιὰ τὴν προέλευση τοῦ εὑρήµατος διίστανται.
Κατὰ µία ἐκδοχή, οἱ κατασκευαστικὲς λεπτοµέρειές του τὸ καθιστοῦν αἰγυπτιακό
(Kyriakaki 2008).64 Κατὰ µία ἄλλη, ἡ µορφή του διαφέρει ἀπὸ τὴν αἰγυπτιακή, ὁπότε
µπορεῖ κάλλιστα νὰ θεωρηθῆ τοπικὸ προϊόν (Soles 2011). Ὁ ὁµοιότητά του µὲ τὸ
σεῖστρο τοῦ «Ἀγγείου τῶν Θεριστῶν» εἶναι σαφής.
Σεῖστρο: σχολιασµός
Τὸ σεῖστρο µαρτυρεῖται ἀπὸ πολὺ νωρίς, γύρω στὸ 2000 πΧ, στὰ Προανακτορικὰ
χρόνια. Βέβαια, ὄχι στὴ µεταγενέστερη, µεταλλική του, µορφή, ἀλλὰ πήλινο καὶ
µικρὸ σὲ µέγεθος. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Προανακτορικὸ εὕρηµα πήλινου σειστροειδοῦς στὸ
Φουρνὶ τῶν Ἀρχανῶν (Νο 2), τώρα ἔχοµε ἄλλα ἕξι παρόµοια σειστροειδῆ ἀπὸ ταφὲς
στὸ σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Χαραλάµπους στὸ Λασίθι (Νο 3-8).
δεχθοῦµε τὴν ἄποψη τῆς κρητικῆς καταγωγῆς του, τότε ἀµφιβολία γιὰ τὴ χρήση τοῦ
µεγάλου, µεταλλικοῦ, σείστρου στὴν Κρήτη ὡς µουσικοῦ ὀργάνου δὲν ὑπάρχει.65
Στὴν ἱερογλυφικὴ γραφὴ τῆς µινωικῆς Κρήτης ἕνα σηµεῖο (εἰκ. 23 – βλ Παράρτηµα
Α, σηµεῖο Νο 57) ἔχει ἑρµηνευθῆ ὡς ἀπεικόνιση σείστρου. Τὸ εἰκονιζόµενο, ὅµως,
«σεῖστρο», ἀφ’ ἑνὸς µὲν δὲν ἔχει κλειστὴ στεφάνη, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διαθέτει µιὰ
ἐπιµήκη ἀπόφυση στὸ πλάι, στοιχεῖο µὴ ἀναµενόµενο σὲ σεῖστρο. Ἐπίσης, ἡ
χειρολαβὴ ἔχει πολὺ µικρότερο µῆκος ἀπὸ τὸ ἀναµενόµενο. Κατόπιν τούτου, µᾶλλον
τὸ συγκεκριµένο ἱερογλυφικὸ σύµβολο δὲν εἰκονίζει σεῖστρο, ἂν καὶ δὲν ἀποκλείεται
ἡ µορφὴ τοῦ σείστρου νὰ ὑπῆρξε ἡ πηγὴ ἔµπνευσης τοῦ ἱερογλυφικοῦ σχήµατος.66
Εἰκ. 25. Φορµίσκος. Reading, Ure Museum, Τµήµα Κλασικῶν Σπουδών (φωτ. µουσείου)
65 Ἐὰν συνταχθοῦµε µὲ τὴν ἄποψη ὅτι τὸ σεῖστρο εἰσήχθη στὴν Κρήτη, τότε ἡ Αἴγυπτος φαίνεται νὰ
εἶναι ἡ πιθανότερη χώρα καταγωγῆς του: «Ὁ τύπος αὐτὸς [ὁ ὠοειδὴς κλειστός] ἀπαντᾶται µόνον στὴν
Αἴγυπτο κατὰ τὸ Μέσο καὶ τὸ Νέο Βασίλειο [2055-1085 πΧ], ὅπου ἀποτελεῖ θρησκευτικὸ ὄργανο-
σύµβολο τῆς θεότητας Χαθώρ καὶ τῆς ἀριστοκρατικῆς τάξης καὶ ἐναποτίθεται σὲ φαραωνικὲς ταφές
(Manniche 1991:24, 63, 85-86)»· Κολοτούρου 2012:26. Εἶναι πολὺ πιθανόν, ἡ χρήση τοῦ σείστρου
στὴ λατρεία τῆς θεᾶς τῆς γονιµότητας στὴν Αἴγυπτο νὰ ἤλκυσε τοὺς Μινωίτες στὴ χρήση τοῦ ὀργάνου
στὴ λατρεία τῆς δικῆς τους θεᾶς τῆς γονιµότητας. Ἔτσι δικαιολογεῖται καὶ ἡ ἐµφάνισή του στὸ
«Ἀγγεῖο τῶν Θεριστῶν» ἀπὸ τὴν Ἁγία Τριάδα, ἂν ἡ παράσταση ἑρµηνευθῆ ὡς ἑορτασµὸς τῆς
γονιµότητας τῶν ἀγρῶν· Soles 2005:433.
66 Πβλ µινωικὸ ἱερογλυφικὸ στοιχεῖο «κυκλαδικῆς» ἅρπας.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 37
ΚΡΟΤΑΛΑ
Ζεῦγος ξύλινων κροτάλων στὸ σχῆµα ἀνθρώπινων χεριῶν, ἀπὸ τὸ νότιο τµῆµα τῆς
ἐπίχωσης τοῦ ἰσόγειου δωµατίου 14 τῆς Ξεστῆς 4 τοῦ Ἀκρωτηρίου τῆς Θήρας.
Βρέθηκαν στὶς ἀνασκαφὲς τοῦ 2000.67 Τὸ µῆκος τους εἶναι 9,1 ἑκ. καὶ τὸ ξύλο τους
σκληρό, καστανοῦ χρώµατος. Φέρουν διακοσµητικὸ βραχιόλι χαρακτηριστικοῦ
µινωικοῦ τύπου στοὺς καρπούς, παρόµοιο µὲ ἐκεῖνο στὸ ΥΜ ΙB (1525/1500-1450
πΧ) σφράγισµα ἀπὸ τὴν Ζάκρο.68 Βασιζόµενος στὸ µικρό τους µέγεθος, ὁ Μικράκης
(2007) πιστεύει ὅτι:
συγκρατοῦνταν ἀνάµεσα στὰ δάχτυλα τοῦ ἑνὸς χεριοῦ καὶ κρούονταν µὲ τὶς ἐπίπεδες
ἐπιφάνειές τους, ὅπως οἱ νεότερες καστανιέτες.
Τὸ γεγονὸς ὅτι βρέθηκε καὶ τρίτο κρόταλο (χαµένο τὸ ταῖρι του, Νο 2) ὁδηγεῖ τὸν
Μικράκη στὴ σκέψη ὅτι:
παίζονταν συγχρόνως δύο ζεύγη, ἕνα σὲ κάθε χέρι.[69] Ἀφοῦ µάλιστα εἶναι διαφορετικοῦ
µεγέθους, θὰ παρήγαγαν καὶ µουσικοὺς φθόγγους διαφορετικοῦ τονικοῦ ὕψους.
Παρατηρεῖ ὁ Μικράκης ὅτι τὰ κυκλαδικὰ κρόταλα δὲν ἔχουν τὶς στενὲς ὀπὲς τῶν
αἰγυπτιακῶν, ἀναρωτιέται δὲ µήπως χρησιµοποιοῦνταν καὶ ὡς φυλαχτά. Τὰ
φαντάζεται νὰ χρησιµοποιοῦνται σὲ τελετουργίες:
67 Βλ Ντούµας 2000:171.
68 Μουσεῖο Ἡρακλείου. Βλ Corpus der Minoischen und Mykenischen Siegel II 7, Berlin 1998, No 206.
69 Ὅπως, δηλαδή, τὰ µεταγενέστερα ἑλληνικὰ κρόταλα· βλ εἰκ. β.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 38
Ἐκφράζει βεβαιότητα γιὰ τὴν ἐγχώρια παραγωγὴ τῶν κροτάλων, λόγῳ τοῦ µινωικοῦ
χαρακτήρα τοῦ περικαρπίου. Πάντως, τὰ κρόταλα στὸ σχῆµα ἀνθρώπινου χεριοῦ
ἐπινοήθηκαν καὶ εἶχαν ἰδιαίτερη διάδοση στὴν Αἴγυπτο τῆς 18ης δυναστείας, ἐπὶ
φαραὼ Ἀκενατών (1353/51-1336/34 πΧ). Βέβαια, τὰ αἰγυπτιακὰ κρόταλα εἶναι κατὰ
πολὺ µεγαλύτερα καὶ παίζονται µὲ τὰ δύο χέρια. ∆ὲν πρόκειται, δηλαδή, γιὰ κρόταλα
τοῦ ἑνὸς χεριοῦ, ἀλλὰ τῶν δύο χεριῶν· ἕνα κρόταλο σὲ κάθε χέρι (εἰκ. 26). Τὰ
µεταγενέστερα ἑλληνικὰ κρόταλα ἔχουν διαφορετικὸ σχῆµα καὶ εἶναι πάντοτε τοῦ
ἑνὸς χεριοῦ· κάθε χέρι χειρίζεται ἀπὸ ἕνα ζεῦγος (εἰκ. 27).
(Μικράκης 2007:91)
Βρέθηκε µαζὺ µὲ τὸ προηγούµενο ζεῦγος (Νο 1) τὸν ἴδιο χρόνο καὶ στὸν ἴδιο χῶρο.
∆ὲν σώθηκε τὸ ταῖρι του. ∆ιακοσµεῖται µὲ ἀνάγλυφη παράσταση στὴν ἐξωτερική του
ὄψη, ποὺ παριστάνει συστάδα τεσσάρων κρόκων. Στὰ δύο ψηλώτερα ἄνθη
κουρνιάζουν δύο πουλιὰ µὲ µακρυὲς οὐρὲς καὶ κεφάλια γυρισµένα πρὸς τὰ πίσω. Τὸ
µῆκος του εἶναι 10,5 ἑκ. καὶ τὸ ξύλο του σκληρὸ καστανό. Βρέθηκε λίγο βαθύτερα
ἀπὸ τὸ ζεῦγος. Θεωρήθηκε ἐγχώριο προϊόν, ὄχι εἰσηγµένο, ὅπως δείχει τὸ ἑραλδικὸ
διακοσµητικὸ θέµα, ποὺ παραπέµπει στὸ αἰγαιακὸ ὕφος, εἰδικὰ στὴ θεµατικὴ τῆς
θηραϊκῆς τοιχογραφίας τῶν ἀρχῶν τῆς Ὕστερης ἐποχῆς τοῦ Χαλκοῦ.
Εἰκ. 27. Ἑλληνικὰ κρόταλα τοῦ ἑνὸς χεριοῦ. Μουσεῖο Ἀρχαίας Ἀγορᾶς Ἀθηνῶν (φωτ. ΣΨ)
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 40
«ΚΥΜΒΑΛΑ»
(Μανδαλάκη 2003ε:113)
∆ύο παρόµοια ὀρειχάλκινα δισκία ἀπὸ θαλαµοειδῆ τάφο πολεµιστῆ στὸ χωριὸ
Μουλιανὰ τῆς Σητείας. Βρέθηκαν πάνω στὸ στῆθος τοῦ νεκροῦ. ΥΜ ΙΙΙΓ (1200-1100
πΧ). Μετανακτορικά.70
Ἔχουν διάµετρο 19 ἑκ., διάµετρο κεντρικῆς κοιλότητας 8 ἑκ. καὶ ὕψος κεντρικοῦ
θόλου 2,5 ἑκ. Ἡ περιφέρεια εἶναι διακοσµηµένη µὲ ἔκκρουστες στιγµές. Τέσσερεις
ἀκόµη ἔκκρουστες στιγµές, συµµετρικὰ τοποθετηµένες, ὑπάρχουν πιὸ µέσα ἀπὸ τὴν
περιφέρεια. Στὸ κέντρο ὑπάρχει ὀπή. Βρέθηκαν πάνω στὸ στῆθος τοῦ νεκροῦ. Ἔχουν
ἑρµηνευθῆ ὡς ζεῦγος κυµβάλων (Ξανθουδίδης 1904:47-48 µὲ εἰκ. 11), ἢ ὡς ὀµφαλοὶ
ἀσπίδων, ἢ ὡς ἐξαρτήµατα στρατιωτικῆς περιβολῆς (Snodgrass 1964:48).
Ἡ µορφή τους δὲν συνηγορεῖ ὑπὲρ τῆς ἑρµηνείας τους ὡς κυµβάλων: οἱ ἔκκρουστες
διακοσµητικὲς στιγµὲς δὲν εἶναι στοιχεῖο ἀναµενόµενο σὲ κύµβαλα. Οἱ κεντρικὲς
ὀπές, βεβαίως, ἀποτελοῦν χαρακτηριστικὸ τῶν κυµβάλων, γιὰ τὴν ἐξάρτησή τους µὲ
νῆµα, δέρµα ἢ ἁλυσίδα. Σύγκρισή τους µὲ µεταγενέστερα ἑλληνικὰ κύµβαλα ἀπὸ τὴ
Μέλπεια (∆ηµητσάνα, εἰκ. 29)71 ἢ τὴν Ἀµβρακία (Ἄρτα, εἰκ. 28)72 καὶ µὲ ρωµαϊκὰ
ἀπὸ τὴν Ποµπηία (εἰκ. 30, 31), τὰ διαφοροποιεῖ ὡς πρὸς τὸ µέγεθος,73 ὡς πρὸς τὴ
διάµετρο τῆς κοιλότητας,74 ὡς πρὸς τὸ σχῆµα τῆς κοιλότητας75 καὶ ὡς πρὸς τὸ
µέγεθος τῆς κεντρικῆς ὀπῆς.76 Βέβαια, τὰ κύµβαλα, γνωστὰ ἤδη στὴν Ἐγγὺς
Ἀνατολὴ τῆς τρίτης χιλιετίας πΧ, καὶ σταθερὰ χρησιµοποιούµενα ἔκτοτε σ’ ὅλον τὸν
ἀρχαῖο κόσµο καὶ µέχρι τὶς µέρες µας, ἐµφανίζονται καὶ σὲ µεγαλύτερα µεγέθη.77
Ἡ ὁµοιότητα τῶν «ἀσπιδίων» τῶν Μουλιανῶν µὲ ἐκεῖνα ἀπὸ τὶς Γεωµετρικὲς (9ος-8ος
αἰώνας πΧ) Αἰγές (εἰκ. 32), τὰ ὁποῖα ἔχουν ἑρµηνευθῆ ὡς διακοσµητικὰ ὀµφάλια ἀπὸ
ζῶνες, εἶναι ἀποκαλυπτική.78 Ἡ ὁµοιότητα συνηγορεῖ ὑπὲρ τῆς µὴ ταύτισης τῶν
µινωικῶν ἀσπιδίων µὲ κύµβαλα.
Εἰκ. 28. Ἀµβρακία (Ζάχος 2003:181) Εἱκ. 29. Μέλπεια (Προσκυνητοπούλου 2003:182)
Εἰκ. 30. Ποµπηία (De Caro 1996:255) Εἰκ. 31. Ποµπηία (De Caro 1996:181)
77 Γιὰ πρώιµα ἀνατολικὰ κύµβαλα βλ: Braun 2002:107-110· De Martino 1995:2662· Caubet 1987·
Rashid 1984:70-73.
78 Πβλ ὀµφαλὸ ἀσπίδας (διάµετρος 10,5 ἑκ) ἀπὸ τὸν ὑποµυκηναϊκὸ τάφο XXVIII τοῦ νεκροταφείου
ΚΩ∆ΩΝΟΣΧΗΜΑ
(φωτ. Σ. Ψαρουδάκης)
Παρόµοια πήλινα κωδωνόσχηµα ἔχουν βρεθῆ σὲ διάφορα σηµεῖα τῆς Κρήτης (Πόρος,
Τύλισσος, Κνωσός, Ἀρχάνες καὶ ἀλλοῦ) σὲ µεγάλους ἀριθµούς. Ἄλλοτε εἶναι µονὰ
µὲ κωνικὸ σῶµα, ἄλλοτε µονὰ µὲ κυµατιστὸ σῶµα (νεφρόσχηµο) καὶ ἄλλοτε διπλᾶ,
µὲ ἢ χωρὶς ἐπικαθήµενη ἀνθρώπινη µορφὴ ἀνάµεσα στοὺς δύο «κώδωνες». Ἔχουν
διάφορα µεγέθη. Στὴν κορυφή τους φέρουν κερατοειδεῖς προεξοχὲς καὶ ἀνάµεσά τους
χεροῦλι. Εἶναι ἐπιζωγραφισµένα µὲ κόκκινο ἢ µελανὸ χρῶµα, ἄλλοτε µὲ γεωµετρικὰ
σχήµατα καὶ ἄλλοτε µε µάτια, µύτη, στόµα, φρύδια (Νο 1), ἢ δὲν διαθέτουν καθόλου
γραπτὴ διακόσµηση. Χρονολογοῦνται στὴν Παλαιοανακτορικὴ ἐποχή (ΜΜ ΙB-ΙΙ,
περ. 1900-1700 πΧ). Προέρχονται τόσο ἀπὸ τάφους ὅσο καὶ ἀπὸ ἱερά. Ἔχουν
ἑρµηνευθῆ, ὅπως ἤδη εἰπώθηκε, ὡς ἀναθηµατικὰ κουδούνια (Evans, Mackenzie,
Aign), ὡς ὁµοιώµατα φορεµάτων (Χατζιδάκις),79 ὡς ἱερὰ διπλᾶ κέρατα, ὡς
ὁµοιώµατα προσωπείων ἱερέων καὶ λάτρεων (Πλάτων).80 Ἔχουν συσχετιστῆ καὶ µὲ
τελετουργίες θεµελίωσης (Morris, Pietfield).81
79 Davaras 1976:91.
80 ∆ηµοπούλου-Ρεθεµιωτάκη 2005:121.
81 Σακελλαράκης & Σαπουνᾶ-Σακελλαράκη 1997 ΙΙ:563.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 43
Κατὰ µία ἑρµηνεία, πρόκειται, ὅπως εἰπώθηκε, γιὰ καµπανάκια. Εἶναι ὅµως πολὺ
ἀµφίβολλο ἂν τὰ ἐν λόγῳ ἀντικείµενα ἦσαν ἠχογόνα. Πρῶτον, δὲν διαθέτουν
πλῆκτρο στὸ κοῖλο µέρος τοῦ σώµατός τους, ἂν καὶ θὰ µποροῦσε κανεὶς νὰ ἰσχυριστῆ
ὅτι ἡ κρούση γινόταν µὲ ξύλινο πλῆκτρο ποὺ κρατιόταν στὸ χέρι (πβλ µεταλλόφωνο ἢ
ξυλόφωνο) στὴν ἐξωτερικὴ ἐπιφάνεια, ἢ ἀκόµη καὶ στὴν ἐσωτερική. ∆εύτερον, στὴν
περίπτωση τῶν διπλῶν θὰ ἦταν δύσκολη ἡ χρήση τους σὰν καµπανάκια, καθ’ ὅσον
δὲν διαθέτουν ἐνιαῖο χεροῦλι, ἀπὸ τὸ ὁποῖο νὰ κρατηθοῦν µὲ τὸ ἕνα χέρι.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 44
ΤΡΑΓΟΥ∆Ι
(Μανδαλάκη 2003δ:109)
Βλ Σεῖστρο Νο 1.
(κάρτα)
Μαρµάρινο, ἀβαθές, καρδιόσχηµο ἀγγεῖο µὲ ἐπιγραφὴ στὸ χεῖλος του στὴ Γραµµικὴ
Α (εἰσέτι µὴ ἀποκωδικοποηµένη), ἀπὸ τὸν Τροῦλλο τῶν Ἀρχανῶν. ΜΜ ΙΙΙ-ΥΜΙΑ
(περ. 1700-1525/1500 πΧ). ∆ιαστάσεις: 8,8 x 6,9 ἑκ.
Παρόµοια ἀγγεῖα ἔχουν βρεθῆ σὲ λατρευτικοὺς χώρους, τόσο στὴν Κρήτη (πχ ἱερὸ
κορυφῆς Γιούχτα, Κνωσός, Παλαίκαστρο, Φαιστός, Τουρκογειτονιὰ Ἀρχανῶν) ὅσο
καὶ ἐκτὸς Κρήτης (πχ ἱερὸ κορυφῆς Ἁγίου Γεωργίου στὸ Βουνὸ τῶν Κυθήρων,83 ἱερὸ
κορυφῆς Κέας, Μυκῆνες) καί, ὡς ἐκ τούτου, ἔχουν ἑρµηνευθῆ ὡς ἱερά, τελετουργικὰ
σκεύη. ∆ιακρίνονται εἴκοσι δύο ἀπὸ τὰ σηµεῖα τῆς ἐπιγραφῆς,84 ἡ ὁποία διαβάζεται
ἀπὸ ἀριστερὰ πρὸς τὰ δεξιά. Ὡρισµένα σηµεῖα ἐπαναλαµβάνονται κατὰ τακτὰ
διαστήµατα, δίνοντας τὴν ἐντύπωση ὅτι πρόκειται γιὰ σπονδικὴ ρήση, ἢ προσευχή.85
Τραγοῦδι: σχολιασµός
Οἱ µαρτυρίες γιὰ τὴν ὕπαρξη τραγουδιοῦ στὴ µινωικὴ Κρήτη εἶναι λίγες. Ἡ
σαφέστερη, καὶ ἀσφαλῶς ἀδιαµφισβήτητη, εἶναι ἡ ἀπεικόνιση τῶν τριῶν
τραγουδιστῶν (ἀνοιχτὸ στόµα, σὲ ἀντίθεση µὲ τοὺς ὑπόλοιπους συµµετέχοντες) στὸ
Νεονακτορικὸ (ΜΜ ΙΙΙ-ΥΜΙΑ, περ. 1550 πΧ) «Ἀγγεῖο τῶν Θεριστῶν» τῆς Ἁγίας
Τριάδας (Σεῖστρο Νο 1). Ἂν ὁ ἐπίσης Νεοανακτορικὸς (ΜΜ ΙΙΙΒ, περ. 1600 πΧ),
ἀλλὰ πρωιµότερος, ἱερογλυφικὸς «∆ίσκος τῆς Φαιστοῦ» (Νο 2) ἑρµηνευθῆ ὡς
θρησκευτικὸς ὕµνος, τότε διαθέτοµε – ἂν καὶ δὲν µποροῦµε νὰ τὰ διαβάσωµε – τὰ
λόγια του. Τέλος, ἂν τὸ χαραγµένο στὴ Γραµµικὴ Α κείµενο πάνω στὸ χεῖλος λίθινου
µικροῦ ἀγγείου (Νο 3) τῆς Νεοανακτορικῆς περιόδου (ΥΜ ΙΙ-ΙΙΙΑ, 1450-1300 πΧ)
ἀπὸ τὶς Ἀρχάνες ἑρµηνευθῆ ὡς µαγικὴ ρήση ἢ ἐπωδός, τότε, πάλι, διαθέτοµε,
ἐνδεχοµένως, τὰ λόγια µόνον µιᾶς µινωικῆς ἐµµελοῦς µαγικῆς ἔκφρασης.86
83
Τὸ κοχλιάριο τῶν Κυθήρων φέρει καὶ αὐτὸ ἐγχάρακτη ἐπιγραφὴ στὴ Γραµµικὴ Α (Σακελλαράκης &
Σαπουνᾶ-Σακελλαράκη 1997:336).
84
Μερικὰ σηµεῖα στὴν περιοχὴ τῆς προχοῆς ἔχουν ἐκκρουστῆ.
85
Apostolaki 2008· Σακελλαράκης & Σαπουνᾶ-Σακελλαράκη 1997:336.
86 Βλ Παράρτηµα Γ γιὰ κατάλογο τῶν στοιχείων τῆς µινωικῆς Γραµµικῆς Α γραφῆς.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 46
ΧΟΡΟΣ
(Σακελλαράκης 1994:54)
Τὸ πήλινο σύµπλεγµα ἀπὸ τὸ Καµηλάρι (κοντὰ στὴ Φαιστό) τῶν τεσσάρων ἀνδρικῶν
µορφῶν µὲ τὰ χέρια τους πιασµένα στοὺς ὤµους (ΥΜ ΙΙΙΑ, 1400-1300 πΧ),87 χωρὶς
ἀµφιβολία, ἑρµηνεύεται ὡς χορὸς τελετουργικὸς σὲ ἱερὸ χῶρο (ἱερὰ κέρατα
ἐπιστέφουν τὸν κυκλικὸ περίβολο), πιθανότατα πρὸς τιµὴν τοῦ θεοποιηµένου νεκροῦ
(βρέθηκε σὲ τάφο).88 ∆ύο ἀπὸ τοὺς χορευτὲς φοροῦν κωνικὴ καλύπτρα στὸ κεφάλι.
Ἡ Μανδαλάκη (2002:262) κατατάσσει τὸν ἐν λόγῳ χορὸ στὴν κατηγορία τοῦ
«Νεκρικοῦ κυκλικοῦ ἀνδρῶν» (βλ παρακάτω, Πρώτη κατηγορία, 4α).
(Μανδαλάκη 2003στ:118)
λόγῳ χορὸ στὴν κατηγορία τοῦ «Γυναικείου ἀνοιχτοῦ κυκλικοῦ γιὰ τὴν ἐπιφάνεια τῆς
θεότητας» (βλ παρακάτω, Πρώτη κατηγορία, 1).
(Μιχαηλίδου 1993:125)
Στὴν σφενδόνη χρυσοῦ δαχτυλιδιοῦ ἀπὸ τὰ Ἰσόπατα (κοντὰ στὴν Κνωσό), τέσσερεις
γυναικεῖες µορφὲς µὲ µακρὺ µινωικὸ πτυχωτὸ φόρεµα καὶ γυµνὰ στήθη κινοῦνται σὲ
ποικίλες στάσεις σὲ λειβάδι µὲ κρίνα (ΥΜ ΙΙΙΑ1, 1400-1375 πΧ).89 Οἱ δύο ἀριστερὰ
τείνουν µπροστὰ καὶ παράλληλα τα χέρια, ἡ τρίτη δεξιὰ τὰ κρατᾶ ἀνοιχτὰ σὲ στάση
δέησης, ἐνῶ ἡ τέταρτη, στὸ κέντρο, ἴσως ἡ κορυφαία, σηκώνει τὸ ἀριστερὸ χέρι καὶ
κατεβάζει τὸ ἀριστερό, καθώς, παράλληλα, σκύβει τὸ κεφάλι. Μιὰ µικρὴ µορφὴ στὸ
κέντρο πάνω, ἴσως ἡ ἐπιφαινόµενη θεότητα, κατεβαίνει πρὸς τὸν χῶρο τοῦ
τελετουργικοῦ. Στὸ πεδίο διακρίνονται ἀκόµη δύο φίδια, ἕνα µάτι, µιὰ χρυσαλλίδα κι
ἕνας βλαστός.90 Ἡ παράσταση ἔχει ἑρµηνευθῆ ὡς χορευτική: γυναῖκες λάτρεις
χορεύουν σὲ λιβάδι µὲ κρίνα, ἐπικαλούµενες τὴ θεότητα νὰ ἐπιφανῆ.91 Εἶναι
ἐνδιαφέρον ὅτι τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν προσώπων τῶν λάτρεων δὲν ἀποδίδονται.92
Ἡ Μανδαλάκη (2002:266) κατατάσσει τὸν ἐν λόγῳ χορὸ στὴν κατηγορία τοῦ
«Γυναικείου ἀνοιχτοῦ κυκλικοῦ γιὰ τὴν ἐπιφάνεια τῆς θεότητας» (βλ παρακάτω,
Πρώτη κατηγορία, 1).
Στὴ σφενδόνη τοῦ χρυσοῦ δαχτυλιδιοῦ ἀπὸ τὶς Ἀρχάνες, γυναικεία µορφή, ἴσως ἡ
κορυφαία, σὲ στάση χορευτική, καταλαµβάνει τὴν κεντρικὴ θέση τῆς παράστασης
(ΥΜ ΙΙΙΑ1-2, 1400-1300 πΧ).93 Ἀριστερά, ἄνδρας γονατιστὸς ἀγκαλιάζει µεγάλο
λίθο (βαιτυλολατρεία), ἐνῶ δεξιά, ἄλλος ἄνδρας σείει µὲ δύναµη τὸ ἱερὸ δέντρο
(δενδρολατρεία), τὸ ὁποῖο ἀναδύεται ἀπὸ τριµερὲς ἱερὸ.94 Εἶναι ἐνδιαφέρον ὅτι
καµµίας µορφῆς τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ προσώπου δὲν ἀποδίδονται. Στὸ πεδίο
αἰωροῦνται δύο πεταλοῦδες καὶ µία χρυσαλλίδα (σύµβολα, ἴσως, τῆς ψυχῆς), ἕνα µάτι
(σύµβολο, ἀσφαλῶς, τοῦ ἄγρυπνου ὀφθαλµοῦ τῆς πάνθ’ ὁρώσης θεότητος) καὶ ἕνας
κιονοειδὴς βωµός.95 Τὸ ἰσοδοµκὸ δάπεδο, σὲ συνδυασµὸ µὲ τὸ ἱερό, ὑποδηλώνει
ἐπίσηµο χῶρο.96 Ἡ παράσταση ἔχει ἑρµηνευθῆ ὡς χορός, ἡ δὲ κεντρικὴ γυναικεῖα
µορφὴ ὡς ἡ θεότητα σὲ στάση εὐλογίας.97 Ἡ Μανδαλάκη (2002:285) κατατάσσει τὸν
ἐν λόγῳ χορὸ στὴν κατηγορία τοῦ «Χοροῦ µὲ ἱερὰ δένδρα καὶ λίθους» (βλ παρακάτω,
Πρώτη κατηγορία, 3).
93
Οἱ ὑπερβολικὰ µικρὴ διάµετρος τοῦ κρίκου τοῦ δαχτυλιδιοῦ τὸ καθιστοῦν, µᾶλλον, περίαπτο,
ἐξαρτηµένο ἀπὸ περιδέραιο (Σακελλαράκης & Σαπουνᾶ-Σακελλαράκη 1997 ΙΙ:655).
94 Γιὰ τὶς ἐν λόγῳ µινωικὲς λατρεῖες, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ µινωικὴ θρησκεία γενικά, βλ Παράρτηµα ∆, «Ἡ
«ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ» ΧΩΡΟΙ
(Μιχαηλίδου 1993:97)
Ὁ «θεατρικὸς» χῶρος τῆς Κνωσοῦ ὑπῆρξε σηµαντικὸς γιὰ τὸ ἀνάκτορο καὶ τὴν πόλη.
Ἀποτελεῖται ἀπὸ µία πλακοστρωµένη αὐλὴ καὶ δύο πτέρυγες κλιµάκων, ἀνάµεσα στὶς
ὁποῖες βρίσκεται ἐξέδρα, ἡ ὁποία ἔχει ἑρµηνευθῆ ὡς βασιλικὸ θεωρεῖο. Ἡ
χωρητικότητα τοῦ θεάτρου εἶναι 400 ἄτοµα. Στὸν χῶρο κατέληγε ποµπικὸς δρόµος,
ποὺ ξεκινοῦσε ἀπὸ τὸ Μικρὸ Ἀνάκτορο καὶ διέσχιζε τὴν πόλη.
(Βασιλάκης 1999:105)
Τὸν «θεατρικὸ» χῶρο τῶν Ἀρχανῶν διασχίζουν τέσσερα «πεζοδρόµια», τὸ ἕνα διπλὸ
σὲ πλᾶτος, τὰ ὁποῖα σχηµατίζουν µεταξύ τους τρίγωνο. Πάνω στὸ ἕνα σκέλος
ὑπάρχει βαθµιδωτὸς βωµός. Πάνω του, ἀσφαλῶς, θὰ ἦταν τοποθετηµένα τὰ κέρατα
καθοσιώσεως µὲ χαραγµένο κλαδὶ πάνω τους, ποὺ βρέθηκαν στὸ κέντρο τοῦ χώρου.
Κοντὰ στὸ σύστηµα δρόµων ὑπάρχει λίθινη πλάκα διαστάσεων 4x1,5 µ, πάνω στὴν
ὁποία βρέθηκαν ἄωτα κωνικὰ κύπελλα. Ἀσφαλῶς, ὁ χῶρος χρησιµοποιήθηκε γιὰ
θρησκευτικὰ δρώµενα κατὰ τὴ διάρκεια θρησκευτικῶν τελετῶν (Σακελλαράκης &
Σαπουνᾶ-Σακελλαράκη 1991:49).
(∆αβάρας 1989β:13)
Ὁ «θεατρικὸς» χῶρος στὰ Γουρνιὰ (ἀνατολικὰ τοῦ Ἁγίου Νικολάου) βρίσκεται στὴν
κορυφὴ τοῦ λόφου τὸν ὁποῖο καταλαµβάνει ὁ οἰκισµός, ἐκεῖ ὅπου χτίστηκε κατὰ τὴν
Νεοανακτορικὴ περίοδο (ΜΜ ΙΙΙ, 1700-1600 πΧ) τὸ ἀνάκτορο, στὰ βόρεια µιᾶς
µεγάλης ὀρθογώνιας δηµόσιας αὐλῆς, στὴν ὁποία εἶχαν προσόψεις καὶ ἰδιωτικὰ
σπίτια. Ἐνδέχεται ὁ χῶρος νὰ λειτουργοῦσε ὡς ἀγορὰ τῆς πόλης. Στὴν ἀνακτορικὴ
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 52
πλευρὰ τῆς αὐλῆς, µία µεγάλη σκάλα σὲ διάταξη Γ ἑρµηνεύθηκε ὡς θεατρικὸς χῶρος,
ἀνάλογος µὲ ἐκεῖνον τῶν ἄλλων ἀνακτόρων, γιὰ θεάµατα καὶ τελετὲς θρησκευτικοῦ
χαρακτήρα (∆αβάρας 1989β:6).
(∆αβάρας 1989α:10)
Στὴ δυτικὴ πλευρὰ τῆς µεγάλης αὐλῆς τοῦ ἀνακτόρου τῶν Μαλίων ὑπάρχει
ὑπερυψωµένος, ὑπόστεγος στὴν ἀρχαιότητα, χῶρος («Λότζια»), µὲ κτιστὸ βωµὸ στὸ
κέντρο του. Πιστεύεται ὅτι ἐδῶ ὁ βασιλέας-ἱερέας προσέφερε λατρεία. Τὴν τελετὴ
παρακολουθοῦσαν οἱ πιστοὶ ἀπὸ τὴν αὐλή, ἴσως καὶ ἀπὸ τὶς βαθµίδες τῆς
παράπλευρης κλίµακας, ποὺ ὁδηγοῦσε στὸν ἄνω ὄροφο (Βασιλάκης). Οἱ
θρησκευτικὲς τελετές ποὺ γίνονταν στὸν χῶρο πιθανότατα σχετίζονταν µὲ τὴν
ἐπιφάνεια τῆς θεότητας (∆αβάρας 1989α:13, 18).
***
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 53
Ἀναφερόµενη βιβλιογραφία
Ἀλντρέντ, Σιρίλ & Ζὰν Λεκλάν & Πὸλ Μπαρκέ & Χὰνς Βόλφγκαγκ Μύλερ &
Κριστιὰν Ντερός-Νοµπλκούρ (2007) Αἴγυπτος. Ἡ αὐτοκρατορία τῶν κατακτητῶν
ἀπὸ τὸ 16ο ἕως τὸν 11ο αἰώνα πΧ. Μετάφρ. Κατερίνα Ζησίµου & Φραντζέσκα
Ξαγοράρη. (Μεγάλοι πολιτισµοί 8). Ἀθήνα: Ἡ Καθηµερινή.
Βασιλάκης, Ἀντώνης (1999) Μινωικὴ Κρήτη. Ἀπὸ τὸν µῦθο στὴν ἱστορία. Ἀθήνα:
ADAM.
Μανδαλάκη, Στέλλα (2003δ) «Τὸ Ἀγγεῖο τῶν Θεριστῶν», στὸ Ἀνδρίκου κἄ (ἐπιµ.),
Μουσῶν δῶρα. Μουσικοὶ καὶ χορευτικοὶ ἀπόηχοι ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα. Σελ. 109-
110. Ἀθήνα: Ὑπουργεῖο Πολιτισµοῦ.
Μικράκης, Μανόλης (2000) «Μουσικὴ στὴν Κρήτη καὶ τὴν Αἴγυπτο. Ἕνα ἰδιαίτερο
πεδίο ἀνάπτυξης πολιτισµικῶν δεσµῶν», στὸ Ἀ. Καρέτσου (ἐπιµ.), Κρήτη-Αἴγυπτος.
Πολιτισµικοὶ δεσµοὶ τριῶν χιλιετιῶν. Σελ. 162-169. Ἀθήνα: Ὑπουργεῖο Πολιτισµοῦ
& Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο Ἡρακλείου.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 55
Μιχαηλίδου, Ἄννα (1993) Κνωσός. Πλήρης ὁδηγὸς τοῦ ἀνακτόρου τοῦ Μίνωα.
Ἀθήνα: Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν.
Μπαντινέλι, Ρανούτσιο Μπιάκνι & Ἀντόνιο Τζουλιάνο (2007) Ἐτροῦσκοι καὶ Ἰταλοί.
Ἡ τέχνη στὴν Ἰταλία πρὶν ἀπὸ τὴν κυριαρχία τῶν Ρωµαίων. Μετάφρ. Βαγγέλης
Κατσιφός. Ἀθήνα: Καθηµερινή.
Παρό, Ἀντρέ & Μορὶς Σεχάµπ & Σαµπατίνο Μοσκάτι (2007) Φοίνικες. Ἡ Μεσόγειος
πρὶν ἀπὸ τὴ ρωµαϊκὴ κυριαρχία. Μετάφρ. Ἄννα Βίγκα & Φραντζέσκα Ξαγοράρη.
(Μεγάλοι Πολιτισµοί, 10). Ἀθήνα: Ἡ Καθηµερινή.
Ρεθεµιωτάκης, Γιῶργος (2001) Μινωικὰ πήλινα εἰδώλια ἀπὸ τὴν Νεοανακτορικὴ ἕως
τὴν Ὑποµινωικὴ περίοδο. (Βιβλιοθήκη τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας 218
/ Ἀρχαῖοι τόποι καὶ µουσεῖα τῆς Ἑλλάδος 24). Ἀθήνα: Ἀρχαιολογικὴ Ἑταιρεία.
Aign, B. (1963) Die Geschichte der Musikinstrumente des ägäischen Raumes um 700
vor Christus. Ein Beitrag zur Vor- und Frühgeschichte der griechischen Musik.
Frankfurt am Mein.
Balistier, Thomas (2000) The Phaistos disc. An account of its unsolved mystery. Μετ.
Monique Scheer. Mähringen: Balistier.
Betancourt, P. P. & J. D. Muhly (2006) “The sistra from the Minoan burial cave at
Hagios Charalambos”, στὸ E. Czerny & I. Hein & H. Hunger & D. Melman (ἐπιµ.),
Timelines. Studies in honour of Manfred Bietak. Σελ. 429-435. Louvain.
CMS = Pini, I. (ἐπιµ.) (1964-) Corpus der monoischen und mykenischen Siegel.
Berlin: Gebrüder Mann Verlag.
Evans, Arthur (1928) The Palace of Minos: a comparativw account of the successive
stages of the early Cretan civilization as illustrated by the discoveries at Knossos. II.2.
Town houses in Knossos of the new era and restored West Palace Section. London.
Evans, Arthur (1906) The prehistoric tombs of Knossos. I. The cemetery of Zafer
Papoura. London.
Galli, Eirini (2008) “Model of Triton Shell”, στὸ Maria Andreadaki-Vlazaki &
Giorgos Rethemiotakis & Nota Dimopoulou-Rethemiotaki (ἐπιµ.), From the land of
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 58
the Labyrinth. Minoan Crete, 3000-1100 BC. [Τόµος I: Κατάλογος ἐκθεµάτων]. Σελ.
254. New York: The Alexander S. Onassis Public Benefit Foundation.
Lawergren, Bo (1993) “Lyres in the West (Italy, Greece) and East (Egypt, The Near
East), ca. 2000 to 400 BC”, Opuscula Romana 19.6:55-75.
Nilsson, Martin P. (1927) The Minoan-Mycenean religion and its survival in Greek
religion. Lund: C. W. K. Gleerup (Oxford University Press).
Pelon, Olivier & Elga Andersen & Martin Schmit (1996) Ὁδηγὸς τῶν Μαλίων. Τὸ
ἀνάκτορο καὶ ἡ νεκρόπολη του Χρυσόλακκου. Μετάφρ. Βάννα Χατζηµιχάλη. (Sites
et monuments 14). Paris: De Boccard.
Platon, Nicolas (1968) Crete. (Archaeologia mundi). Geneve & Paris & München:
Nagel.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 59
Younger, John G. (1998) Music in the Aegean Bronze Age. Jonsered: Paul Äströms
Förlag.
Van Schaik, Martin (1998) The marble harp players from the Cyclades. Utrecht:
Dutch Study Group on Music Archaeology.
Vikela, Evgenia (2015) Apollo, Artemis, Leto. Eine Untersuchung zur Typologie,
Ikonographie und Hermeneutik der drei Gottheiten auf griechischen Weihreliefs.
(Athenaia 7). Athen: Deutsches Archäologisches Institut.
***
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 60
(Balister 2004:45)
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 62
Οἱ µαρτυρίες
Πιστεύεται ὅτι ἡ θρησκεία τῶν Μινωιτῶν εἶχε φύση «ἐκστατική», καὶ ὅτι ἦταν
µακρυνὸς συγγενὴς τῶν σηµερινῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν. Φαίνεται, ἀπὸ τὴν
περιορισµένη σχετικὴ εἰκονογραφία, νὰ εἶχε τὶς ρίζες της στὸν τοτεµισµό, τὴ µαγεία
καὶ τὶς λαϊκὲς δοξασίες.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν εἰκονογραφία (τοιχογραφίες, ἀνάγλυφα λίθινα ἀγγεῖα, σφραγίδες,
σφραγίσµατα, χρυσὰ δαχτυλίδια), διαθέτοµε καὶ σχετικὰ µνηµεῖα, ὅπως ἱερὰ
κορυφῆς, ἱερὰ σπήλαια καὶ διάφορους ἄλλους τόπους λατρείας, µὲ πλούσια σκευή.
Ἀρωγὸς στὴ µελέτη τῆς µινωικῆς θρησκείας ἔρχεται ἀφ’ ἑνὸς ἡ γνώση µας γιὰ τὴ
δοµὴ τῆς µινωικῆς κοινωνίας, ἀλλὰ καὶ οἱ ἐπιβιώσεις στὴ µεταγενέστερη ἑλληνικὴ
λατρεία, ποίηση καὶ θρησκεία. Ἀσφαλῶς, µέσα στὰ χρονικὰ πλαίσια τοῦ µινωικοῦ
πολιτισµοῦ, θὰ πρέπῃ νὰ ὑποθέσωµε ὅτι καὶ ἡ θρησκεία καὶ ἡ λατρεία ἐξελίχθησαν
µὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου.
Οἱ θεότητες
Εἶναι σχεδὸν βέβαιο ὅτι τὸ κέντρο τῆς µινωικῆς θρησκείας κατέχει µιὰ
ἀνθρωπόµορφη γυναικεῖα θεότητα, ἡ «Μητέρα Θεά», µιὰ ἐκδοχὴ τῆς ἀνατολικῆς
«Μεγάλης Θεᾶς τῆς Γονιµότητας» (ἡ Ἴσις τῶν Αἰγυπτίων, ἡ Ἰστὰρ τῆς
Μεσοποταµίας, ἡ Ἀστάρτη τῆς Συρίας). Ἔχει πολλὲς ὑποστάσεις: εἶναι «Κυρία τῶν
δέντρων καὶ τῶν βουνῶν», εἶναι «Κυρία τῶν ἄγριων ζώων» («Πότνια θηρῶν»), εἶναι
«Κυρία τοῦ Κάτω Κόσµου». ∆ιαφεντεύει γῆ, οὐρανὸ καὶ θάλασσα· ὅλος ὁ κόσµος
ὑπακούει σ’ αὐτήν. Συνδέεται µὲ τὰ ζῶα, τὰ πουλιά, τὰ φίδια (βλ παρακάτω,
«Λατρεία τοῦ φιδιοῦ»), τὰ δέντρα καὶ τοὺς πεσσούς (βλ παρακάτω, «δενδρολατρεία-
πεσσολατρεία»), τὴν παπαρούνα, τὸν κρίνο καί, πάνω ἀπ’ ὅλα, τὸν διπλὸ πέλεκυ.
Θὰ πρέπῃ νὰ ὑπῆρχαν καὶ ἄλλες θεότητες στὴ µινωικὴ Κρήτη, τῶν ὁποίων
«ἀπόγονοι» εἶναι οἱ µεταγενέστερες ἑλληνικὲς θεότητες Βριτόµαρτις, Εἰλείθυια καὶ
Βέλχανος. Ὁ κρητικὸς θεὸς Ζεὺς Βέλχανος τῶν Ἀχαιῶν φαίνεται νὰ εἶναι ἡ ἐπιβίωση
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 64
τοῦ µινωικοῦ «Νεαροῦ θεοῦ τῆς γονιµότητας». Ἀπὸ τὸ µινωικὸ πάνθεον, ἐπίσης,
ἕλκουν τὴν καταγωγή τους οἱ θεοὶ τῶν Ἀχαιῶν Ζεύς, Ἥρα, ∆ηµήτηρ, Ποσειδῶν,
∆ιόνυσος καὶ Ἀθηνᾶ (µαρτυρία τῆς γραµµικῆς Β).
Ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τὶς µαρτυρίες βγαίνει τὸ ἀσφαλὲς συµπέρασµα ὅτι τὰ εἰκονιζόµενα
πουλιά, ποὺ συνήθως ἑρµηνεύονται ὡς περιστέρια, συµβολίζουν τὴν παρουσία τῆς
θεότητας, τὴν ἐπιφάνειά της. Στὴ λατρεία χρησιµοποιοῦνται βωµοί, καθὼς καὶ σκεύη,
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 65
ὅπως µικρὲς λεκάνες, θυµιατήρια, ἀγγεῖα κάθαρσης, ρυτά (προσφορὰ ὑγρῶν), κέρνοι
(προσφορὰ καρπῶν), δισκοπότηρα κἄ. Τὸ πέτρινο σφυρὶ φαίνεται νὰ ἦταν ἔµβληµα
τοῦ ἱερατείου.
Χῶροι λατρείας
Ἱερὰ κορυφῆς σπουδαῖα εἶναι: τοῦ Γιούχτα· τοῦ Πετσοφᾶ κοντὰ στὸ Παλαίκαστρο
τῆς ἐπαρχίας Σητείας· τοῦ Κόφινα στὰ Ἀστερούσια ὄρη στὰ νότια τοῦ νοµοῦ
Ἡρακλείου· τοῦ Πρινιᾶ κοντὰ στὴ Σητεία· τοῦ Τραόσταλου στὰ βόρεια τῆς Ζάκρου·
τοῦ Βρύσινα στὰ νότια τοῦ νοµοῦ Ρεθύµνης. Κτίσµατα λατρευτικὰ δὲν ὑπῆρχαν
πάντα· τὸ περισσότερο, ἕνα µικρὸ «προσκυνητᾶρι». Σὲ ἀνοίγµατα στοὺς βράχους οἱ
πιστοὶ ποὺ προσέρχονταν γιὰ λατρεία καὶ προσευχή (ἴσως σὲ συγκεκριµένες
ἑορταστικὲς ἡµέρες), ἐναπόθεταν ἀναθήµατα: πήλινα ἀνθρωπόµορφα ἀγαλµατίδια
(σὲ λατρευτικὴ στάση), πήλινα κοπάδια ζώων (ἴσως ὑποκατάστατο θυσίας), πήλινα
ἄγρια ζῶα (ἀγρίµια, νυφίτσες, χελῶνες, σκαντζόχοιροι, πουλιά, σκαραβαῖοι), καὶ
πήλινα µέλη ἀνθρώπινα (ἐνίοτε παραµορφωµένα ἀπὸ ἀρρώστια).
Ἀποτελεῖ ζήτηµα τὸ ποιὰ ἢ ποιὲς θεότητες λατρεύονταν στὰ ἱερὰ κορυφῆς.
Σπουδαῖα ἱερὰ σπήλαια εἶναι: τῆς Μιαµοῦς κοντὰ στὴ Φαιστό· τοῦ Ἀρκαλοχωρίου
κοντὰ στὸ Ἡράκλειο (ἀφιερώµατα: σπαθιά, διπλοῖ πελέκεις χρυσοί, ἀσηµένιοι ἢ
ὀρειχάλκινοι)· τὸ Σκοτεινὸ στὰ ἀνατολικὰ τοῦ Ἡρακλείου (ὀρειχάλκινα ὁµοιώµατα
λατρευτῶν)· τῆς Εἰλειθυίας στὴν Ἀµνισό· τὰ φηµισµένα Ἰδαῖον στὸν Ψηλορείτη καὶ
∆ικταῖον στὸ Λασίθι· τῶν Καµαρῶν µὲ τὰ περίφηµα πολύχρωµα «καµαραϊκὰ» ἀγγεῖα
µὲ τὰ λεπτότατα τοιχώµατα. Στὰ ἱερὰ σπήλαια κτίσµατα δὲν ὑπῆρχαν, πέραν ἑνὸς
περιβόλου, ἐνίοτε, γύρω ἀπὸ τὴ λατρευτικὴ εἰκόνα, ἕναν ἀνθρωπόµορφο ἢ ζωόµορφο
σταλαγµίτη, συνήθως. Σὲ ὡρισµένα σπήλαια βρέθηκαν φορητοὶ βωµοί, στὰ
περισσότερα ὅµως ὁ βωµὸς λαξευόταν στὸν φυσικὸ βράχο. Πιθανότατα, τὰ
προσκυνήµατα γίνονταν σὲ συγκεκριµένες ἑορταστικὲς µέρες. Ἀποτελεῖ ζήτηµα,
ποιὲς θεότητες λατρεύονταν στὰ ἱερὰ σπήλαια. Πάντως, κάποια σχέση θὰ ἔπρεπε νὰ
ἔχουν µὲ τὴ γῆ καὶ τὸν Κάτω Κόσµο (χθόνιες θεότητες).
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 66
Ἱερὰ σύµβολα
Ὁ ἱερὸς κόµβος σχηµατίζεται ἀπὸ ἕνα κοµµάτι ὕφασµα δεµένο ἔτσι ὥστε νὰ
σχηµατίζεται θηλειά, µὲ τὰ δύο µέρη τοῦ ὑφάσµατος νὰ πέφτουν πρὸς τὰ κάτω καὶ νὰ
καταλήγουν συχνὰ σὲ κρόσια. Ἔχουν βρεθῆ ἀπεικονίσεις του σὲ φαγεντιανὴ καὶ
ἐλεφαντόδοντο. Ὁ ἱερὸς κόµβος ἐµφανίζεται στὰ φορέµατα τῶν ἱερειῶν (πχ
«Παριζιάνα»), πάνω σὲ βωµούς, πεσσοὺς καὶ λατρευτικὰ σκεύη, πάνω σὲ ἱερὰ (ὅπως
τὰ κέρατα καθοσιώσεως), συσχετίζεται δὲ µὲ τὸν διπλὸ πέλεκυ (βλ εἰκόνα γιὰ
µυκηναϊκὸ ἀνάλογο: ἐπάνω στὴν ἀσπίδα, δεξιά, ἱερὸς κόµβος καρφωµένος µὲ ξίφος).
Ἴσως εἶχε µαγικὴ δύναµη καὶ λειτουργία προφυλακτική (ὅπως ὁ ἀνάλογος κόµβος
τῆς θεᾶς Ἴσιδας στὴν Αἴγυπτο).
Ἡ λατρεία τοῦ φιδιοῦ ἦταν ἡ πιὸ διαδεδοµένη οἰκιακὴ λατρεία. Τὸ φίδι συµβόλιζε
τὴν αἰωνιότητα, τὴν ἀθανασία, τὴν µετεµψύχωση καὶ τὶς χθόνιες θεότητες τοῦ Κάτω
Κόσµου. Εἶναι πολὺ συχνὴ ἡ ἀπεικόνιση τοῦ φιδιοῦ στὴν τέχνη, τόσο σὲ δύο ὅσο καὶ
σὲ τρεῖς διαστάσεις. Ἐνδέχεται, ὡρισµένα ἀπὸ τὰ κοῖλα, διάτρητα ἀγγεῖα µὲ
ἀνάγλυφες παραστάσεις φιδιῶν πάνω τους νὰ ἦσαν καταφύγια καὶ ταΐστρες µὲ γάλα
πραγµατικῶν φιδιῶν. Ἡ λεγόµενη «Θεὰ τῶν ὄφεων», µία ἀπὸ τὶς µινωικὲς θεότητες,
εἶχε, ἀσφαλῶς, σχέση µὲ τὴ λατρεία τοῦ φιδιοῦ. Φαίνεται νὰ ἦταν δηµοφιλὴς θεότητα
ἀπὸ τὴν ΜΜ ΙΙ καὶ ἔπειτα, ἡ ὁποία λατρευόταν σὲ µικρὰ ἱερὰ µέσα στὰ ἀνάκτορα (πχ
τὸ «Ἱερὸ τῶν διπλῶν πελέκεων» στὴν Κνωσό, τὸ «Ἀστικὸ ἱερὸ» στὰ Γουρνιά, ἢ τὸ
ὄψιµο «Μικρὸ ἱερὸ» στὸ Καρφί) ἢ τὶς ἐξωχικὲς βίλλες. Κατὰ τὴ λατρεία τῆς θεᾶς
χρησιµοποιοῦντο, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀγγεῖα-καταφύγια τῶν φιδιῶν, καὶ διπλοῖ πελέκεις,
κέρατα καθοσιώσεως, ὁµοιώµατα περιστεριῶν καὶ τράπεζες προσφορῶν.
Ἀπεικονίσεις τῆς θεᾶς ἔχοµε, ἀσφαλῶς, στὰ γνωστὰ ἀγαλµατίδια ἀπὸ τὸ
Θησαυροφυλάκιο τοῦ ἀνακτόρου τῆς Κνωσοῦ τοῦ 1600 πΧ (βλ εἰκόνες).
(φωτ. Σ. Ψαρουδάκης)
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 68
Ἄλλη πιστοποιηµένη λατρεία εἶναι αὐτὴ τοῦ δέντρου καὶ τοῦ πεσσοῦ
(«δενδρολατρεία», «πεσσολατρεία»). Ἐνδέχεται στοὺς δύο αὐτοὺς τόπους νὰ
πίστευαν οἱ Μινωίτες ὅτι ἐπιφαίνεται ἡ θεότητα. Κατὰ πᾶσα πιθανότητα µὲ τὴν
λατρεία αὐτὴ συνδεόταν ἡ «Θεότητα τῆς γονιµότητας». Οἱ λατρευτικὲς πράξεις
µᾶλλον γίνονταν σὲ ἐξωχικὰ ἱερά.
Ἡ θεὰ εἰκονίζεται νὰ κάθεται κάτω ἀπὸ τὸ ἱερὸ δέντρο. Σὲ ἄλλες περιπτώσεις,
λάτρεις, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, σείουν τὰ κλαδιὰ τοῦ ἱεροῦ δέντρου ἢ χορεύουν
ἐκστατικὰ µπροστά του (πχ ΧΟΡΟΣ Νο 4. Πβλ µυκηναϊκὸ δαχτυλίδι ἀπὸ τὸ Βαφειό,
ἀριστερά). Συχνά, δαίµονες παρουσιάζονται νὰ ἱερουργοῦν (βλ εἰκόνα).
πεσσοὺς τῆς ὁποίας εἶναι χαραγµένοι εἰκοσιεννέα διπλοῖ πελέκεις, καθαρὸ σηµάδι
τοῦ λατρευτικοῦ χαρακτήρα τῶν πεσσῶν.
Ἴσως ὑπάρχει σχέση ἀνάµεσα στὴ λατρεία στὶς κρύπτες µὲ τοὺς πεσσοὺς καὶ στὴ
ἀρχαιότερη λατρεία σὲ σπήλαια. Ἐνδέχεται, ἡ κρύπτη νὰ ἐθεωρεῖτο, κατὰ κάποιον
τρόπο, ἕνα τεχνητό, οἰκιακὸ σπήλαιο. Ἐναλλακτικά, θὰ µποροῦσε νὰ συνδέσῃ κανεὶς
τὴ λατρεία τῶν πεσσῶν µὲ τὴ στατικὴ σταθερότητα ποὺ προσφέρουν στὰ κτήρια, σὲ
µιὰ περιοχὴ σεισµοπαθῆ καὶ σεισµόπληκτη, ὅπως ἡ Κρήτη. Ἴσως ὁ πεσσὸς νὰ
ἐθεωρεῖτο ἡ κατοικία µιᾶς θεότητας. ∆ιαθέτοµε µυκηναϊκὸ ἀγγεῖο ἀπὸ τὴν Κύπρο,
στὸ ὁποῖο εἰκονίζονται γυναῖκες νὰ λατρεύουν πεσσούς µέσα σὲ χῶρο ποὺ θὰ
µποροῦσε νὰ ἑρµηνευθῆ ὡς κρύπτη µὲ πεσσό.
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 70
Τὸ ἀντηχεῖο τῆς χέλυος καὶ τῆς βαρβίτου καλυπτόταν µὲ ἠχεῖο ἀπὸ δερµάτινη,
βοδινή, µεµβράνη, ἐνῶ ἐκεῖνο τῆς φόρµιγγας καὶ τῆς κιθάρας ἀπὸ λεπτὴ ξύλινη
σανίδα. Κανένας ἀπὸ τοὺς τέσσερις τύπους λύρας δὲν φαίνεται νὰ διέθετε ἀκουστικὲς
ὀπὲς στὸ ἠχεῖο γιὰ τὴν ἐκτόνωση τοῦ ἤχου. Οἱ δύο πήχεις ἦσαν ξύλινοι, ὅπως καὶ ὁ
ζυγός, ὁ ὁποῖος ἕνωνε ψηλὰ τὰ ἄκρα τῶν πήχεων, καὶ στὸν ὁποῖο προσδένονταν οἱ
ἐντέρινες χορδὲς (ἢ νευρές) µὲ τὴ χρήση κολλόπων (ἢ κολλάβων), ξύλινους µᾶλλον
µοχλοὺς ἐφαπτόµενους στὸν ζυγό, γιὰ τὴ διευκόλυνση στὸ κούρδισµα. Οἱ χορδές,
ἀφοῦ περνοῦσαν πάνω ἀπὸ γέφυρα (ἡ µαγάς), δένονταν στὸν χορδοτόνο – σιδερένιο
στὴ χέλυ καὶ τὴ βάρβιτο – ὁ ὁποῖος ἦταν στερεωµένος στὸ κάτω µέρος τοῦ
ἀντηχείου.
98 Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν «ἅρπα», στὴν ὁποία τὰ ἐν λόγῳ ἐπίπεδα εἶναι κάθετα.
99 Βλ Μιχαηλίδης 1982 λεῖµµα «κινύρα».
Σ. Ψαρουδάκης ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ – Μινωικά 71
Ἀναφερόµενη βιβλιογραφία
***
100
Βλ Μιχαηλίδης 1982 λεῖµµα «λύρα».